ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

Το Πνεύμα
του Θεουργού

Η Πλοηγός και ο Δαίμονας,
Βιβλίο Τρίτο

Μια Ιστορία από το Θρυμματισμένο Σύμπαν

 

 

 

 

© Κώστας Βουλαζέρης

http://www.kostasvoulazeris.eu

http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris

 

Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commonshttp://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

 


 

Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι καταστάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.

Διαβάστε περισσότερες ιστορίες από το Θρυμματισμένο Σύμπαν

 

Ένα Τρένο με Πολύχρωμες Γυναίκες
Ο Διαιρεμένος Θεός
Γάμος του Ήλιου και του Ανέμου
Οι Υπέρμαχοι του Γαλανού Φωτός
Ο Θάνατος του Ξενιστή
Ο Πόλεμος των Ξένων
Οι Φύλακες των Πάγων
Ο Θίασος των Θαυμαστών Θηρίων
Η Πόλη των Αγαλμάτων
Ο Απομονωμένος Κόσμος
Ο Βασιληάς, οι Νύφες, και η Μαύρη Δράκαινα
Το Τραγούδι της Ψυχής
Κρασί της Σεργήλης
Η Απειλή από τον Νεκρό Κόσμο
Οι Άνεμοι, το Μήνυμα, και ο Κώδικας
Το Όνειρο της Παντοκράτειρας
Οι Μηχανές του Φωτός

 

Δωρεάν στο
www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris/thrymmatismeno_sympan

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ο Άζ’λεφκ και ο Σύζυγος της Παντοκράτειρας

 

 

 

 

Αιθήρ

Καταλάβαινε πολύ καλά τον κίνδυνο, μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έπρεπε να πάει να της μιλήσει.

Για εκείνον η Παντοκράτειρα και η Παντοκρατορία δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι ένα και το αυτό. Την είχε παντρευτεί σ’έναν από τους Πύργους του Ήλιου και του Ανέμου, μέσα στις καυτές, πετρώδεις ερήμους της απέραντης Εσχάτης, και την είχε γνωρίσει. Δεν είχε παντρευτεί μια απρόσωπη δύναμη, όπως άλλοι σύζυγοί της· δεν είχε παντρευτεί την Παντοκράτειρα: είχε παντρευτεί την Αγαρίστη. Του είχε πει το πραγματικό της όνομα, ενώ περνούσαν από την ιεροτελεστία του πύργου, η οποία είχε εξελιχτεί σε κάτι πολύ διαφορετικό – και πολύ πιο επικίνδυνο – από την κανονική ιεροτελεστία που γινόταν στους Πύργους του Ήλιου και του Ανέμου όταν δύο ευγενείς της Σάρντλι παντρεύονταν.

Και η Παντοκρατορία είχε διαχωριστεί από την Παντοκράτειρα.

Όταν ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είχε έρθει στη Σάρντλι και του είχε πει τι συνέβαινε με τον Ελκράσ’ναρχ, εκείνος είχε συνειδητοποιήσει πως αυτή του η ενδόμυχη πεποίθηση ήταν ακόμα πιο αληθινή απ’ό,τι θεωρούσε. Η Αγαρίστη σίγουρα δεν ήταν η Συμπαντική Παντοκρατορία. Και πολύ πιθανόν να ήταν θύμα αυτού του δαίμονα. Πολύ πιθανόν, μάλιστα, να μην ήξερε καν τι ήταν αυτός ο δαίμονας. Ίσως να την είχε εξαπατήσει.

Η ιεροτελεστία του Ήλιου και του Ανέμου περιλάμβανε τις Πέντε Ημέρες, μία σε κάθε πάτωμα του πύργου· κι όταν οι μελλόνυμφοι έφταναν στο τρίτο πάτωμα, έλεγαν, σύμφωνα με το έθιμο, ιστορίες ο ένας στον άλλο. Συνήθως, ιστορίες με κάποιο ηθικό δίδαγμα. Η Αγαρίστη, τότε, είχε πει μια ιστορία που εκείνος νόμιζε ότι ήταν η δική της ιστορία. Ή, ίσως, αλλαγμένη λίγο.

Θυμόταν ακόμα αυτή τη διήγηση, καθώς και μερικά από τα λόγια της Παντοκράτειρας…

«Κάποια μέρα… μια από τις ίδιες ημέρες της ανούσιας ζωής της, η κοπέλα βρήκε ένα… μαγικό κουτί. Ένα όμορφο, χρυσό μαγικό κουτί… Το βρήκε εκεί που δούλευε ο πατέρας της. Ήταν ξεχασμένο σε μια σκοτεινή γωνιά του μηχανοστασίου, σ’ένα υπόγειο μέρος που κανείς δεν επισκεπτόταν. Εκείνη την είχαν στείλει εκεί για να πετάξει κάτι παλιοσίδερα. Βρήκε, όμως, το μαγικό κουτί. Το είδε να γυαλίζει. Το σήκωσε. Το άκουσε να της ψιθυρίζει να το ανοίξει· κι εκείνη το άνοιξε, και μέσα του, μέσα του ήταν ένα παράθυρο. Κι από εκείνο το παράθυρο, είδε όλα όσα ονειρευόταν…»

Αναφερόταν στον Ελκράσ’ναρχ; Είχε ο Ελκράσ’ναρχ – οι μυστηριώδεις Υπερασπιστές της – κάποια σχέση μ’αυτό το μαγικό κουτί;

Έπρεπε να μάθει. Κι αν ο Ελκράσ’ναρχ είχε κάπως εξαπατήσει την Αγαρίστη, αν την είχε κάπως φυλακίσει, εκείνος σκόπευε να την ελευθερώσει.

Αυτά σκεφτόταν ο Ορείχαλκος του Οίκου των Ορειβατών, καθώς ήταν μέσα στο μικρό αεροπλάνο που διέσχιζε την αργυρογάλανη απεραντοσύνη του Αιθέρα. Καθόταν πλάι στον πιλότο, αμίλητος, με όψη συλλογισμένη, και παρότι τα μάτια του ατένιζαν τις μορφές που σχημάτιζαν τα νεφελώματα γύρω απ’το αεροσκάφος, το μυαλό του δεν τις έβλεπε. Το μυαλό του ήταν αλλού.

Κι από την Αγαρίστη πήγε στην Ανεμόφθαλμη και στους άλλους που είχε αφήσει στη Σάρντλι. Το ήξερε πως ήταν σκληρό αυτό που τους είχε κάνει. Δεν περίμενε, όμως, να τον καταλάβουν. Το είχε συλλογιστεί πολλές φορές: Ποια μπορεί να ήταν η αντίδρασή τους αν τους έλεγε πως σκόπευε να πάει στη Ρελκάμνια για να μιλήσει με την Παντοκράτειρα; Τι μπορεί να τους έκανε να συμφωνήσουν μαζί του; Τίποτα. Αποκλείεται ποτέ να συμφωνούσαν. Ειδικά η Ανεμόφθαλμη. Παρότι γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά, είναι ορισμένα πράγματα για εμένα που δεν μπορεί να καταλάβει. Όπως είναι και ορισμένα πράγματα για εκείνη που εγώ ποτέ δεν θα καταλάβω. Αυτή είναι η φύση των ανθρώπων, υποθέτω, είτε έχουν β’ζάιλ είτε όχι.

Το ταξίδι μέσα στον Αιθέρα θα διαρκούσε περί τις δεκατρείς ώρες. Ο πιλότος είχε πάρει δυναμωτικά βοτάνια για να μπορέσει να αντέξει. Το ίδιο κι ο μάγος που καθόταν στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους χρησιμοποιώντας τη Μαγγανεία Κινήσεως, ρυθμίζοντας τη ροή της ενέργειας. Ο Ορείχαλκος, ρίχνοντας μια ματιά στον πιλότο πλάι του, μπορούσε να δει ότι τα μάτια του άντρα γυάλιζαν πλέον σα να ήταν δύο κομμάτια γυαλί.

Είχαν περάσει εφτά ώρες ώς τώρα.

Κάπου-κάπου, έξω απ’το αεροπλάνο τους, ο Ορείχαλκος είχε δει να περνούν άλλα αεροσκάφη, επιβατηγά και φορτηγά, κατευθυνόμενα προς σημεία μετάβασης για διάφορες διαστάσεις. Κανένα δεν είχε επιχειρήσει να τους προσεγγίσει ή να τους σταματήσει. Μερικές φορές μονάχα είχαν στείλει κανένα σήμα χαιρετισμού. Την πρώτη φορά, το σήμα είχε ξαφνιάσει τον Ορείχαλκο, καθώς ένας ήχος είχε ακουστεί από την κονσόλα κι ένα φωτάκι είχε αναβοσβήσει. «Τι είναι;» είχε ρωτήσει τον πιλότο, φοβούμενος ότι ίσως να επρόκειτο για προειδοποίηση Παντοκρατορικών. Αλλά ο πιλότος τού είχε εξηγήσει τι ήταν, και είχε πει πως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας.

Τώρα, ο Ορείχαλκος δεν μιλούσε πια με τον οδηγό του αεροσκάφους του. Καθόλου. Όσο περισσότερο τα δυναμωτικά βοτάνια ενίσχυαν τον οργανισμό του πιλότου, τόσο πιο εστιασμένος φαινόταν στη δουλειά του. Τόσο περισσότερο έμοιαζε με ζωντανό μηχάνημα που κάνει απλά και μόνο μία λειτουργία.

Ο Ορείχαλκος είχε ήδη αποφασίσει για τη στρατηγική που θα ακολουθούσε όταν έφτανε στη Ρελκάμνια. Είχε αποφασίσει από προτού φύγει απ’τη Σάρντλι, κι ενώ ταξίδευε είχε σκεφτεί τα πάντα ξανά. Δε νόμιζε πως υπήρχε τίποτε άλλο να σκεφτεί. Δε νόμιζε πως ο νους του είχε κάτι άλλο να αναλύσει, κάποια άλλη παράμετρο να λάβει υπόψη του.

Επομένως, το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να ξεκουραστεί. Να αδειάσει το μυαλό του, να το καθαρίσει. Να κοιμηθεί και λίγο, αν μπορούσε. Ώστε να είναι έτοιμος για τη συνάντηση που τον περίμενε στη Ρελκάμνια.

Ρελκάμνια

1.

Μόλις το μικρό αεροπλάνο βγήκε απ’το σημείο μετάβασης του Αιθέρα, τα συστήματα ελέγχου των Παντοκρατορικών το εντόπισαν, και του ζητήθηκε, τηλεπικοινωνιακά, κωδικός αναγνώρισης. Τα πάντα ελέγχονταν διεξοδικά τελευταία στη Ρελκάμνια γιατί η Παντοκρατορία φαινόταν να έχει παντού εχθρούς – εχθρούς που τη χτυπούσαν από κάθε διάσταση.

Το μικρό αεροπλάνο απάντησε με τον κωδικό ενός από τους συζύγους της Παντοκράτειρας. Του Ορείχαλκου του Οίκου των Ορειβατών. Αλλά ο Ορείχαλκος είχε αποστατήσει, είχε συμμαχήσει με τον Αρχιπροδότη. Η διάστασή του, η Σάρντλι, είχε διακηρύξει την ανεξαρτησία της, και την εναντίωσή της στη Συμπαντική Παντοκρατορία. Πώς ήταν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να ερχόταν έτσι, αφύλαχτος, στην ίδια τη Ρελκάμνια; Ίσως να επρόκειτο για κάποιο κόλπο.

Παντοκρατορικά αεροσκάφη υψώθηκαν από αερολιμένες της διάστασης και από οροφές των ψηλών οικοδομημάτων της, και δεν άργησαν να περικυκλώσουν το μικρό αεροπλάνο του Ορείχαλκου, στέλνοντάς του σήμα να παραδοθεί. Να προσγειωθεί αμέσως.

«Άρχοντά μου;» είπε ο πιλότος, δίχως να στραφεί να κοιτάξει τον Ορείχαλκο. Η φωνή του ακουγόταν ανησυχητικά σαν φωνή μηχανικού συστήματος.

Ο Ορείχαλκος, που είχε μετά βίας κατορθώσει να κοιμηθεί τρεις ώρες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στον Αιθέρα, αποκρίθηκε: «Θα τους μιλήσω.» Και πάτησε ένα πλήκτρο επάνω στην κονσόλα μπροστά του, ενεργοποιώντας το μικρόφωνο του τηλεπικοινωνιακού πομπού. «Σας μιλά ο Πρίγκιπας Ορείχαλκος του Οίκου των Ορειβατών,» είπε. Είχε τον τίτλο Πρίγκιπας επειδή ήταν σύζυγος της Παντοκράτειρας, και τώρα σκέφτηκε πως μάλλον θα ήταν χρήσιμο να τον αναφέρει για να πετύχει αυτό που επιθυμούσε. «Ζητώ άδεια να προσγειωθώ στο Παντοτινό Ανάκτορο.»

«Είστε αποστάτης, και οι διαταγές μας είναι να σας συλλάβουμε,» αποκρίθηκε μια φωνή από τον πομπό.

«Μπορείτε να με συλλάβετε αφότου έχω προσγειωθεί στο Παντοτινό Ανάκτορο. Δεν θα αντισταθώ. Είμαι εδώ οικειοθελώς, επιθυμώντας να μιλήσω με την Παντοκράτειρα.»

Αμήχανη σιγή ακολούθησε. Για μερικές στιγμές, μονάχα παράσιτα ακούγονταν από τον πομπό. Ίσως οι αρχηγοί των αεροσκαφών να είχαν αλλάξει συχνότητα, ζητώντας εντολές από τους ανώτερούς τους, υπέθεσε ο Ορείχαλκος.

Μετά, η ίδια φωνή αντήχησε ξανά: «Θα έρθετε μαζί μας, Άρχοντα Ορείχαλκε.»

«Προς το Παντοτινό Ανάκτορο;» Δεν ήθελε να καταλήξει σε κάποια απόμακρη φυλακή της Ρελκάμνια, όπου θα του ήταν δύσκολο να συναντηθεί με την Παντοκράτειρα. Αλλά δεν νόμιζε ότι η Αγαρίστη θα το επέτρεπε αυτό, ούτως ή άλλως. Δεν νόμιζε ότι, μέσα στο μυαλό της, θα τον είχε τόσο γρήγορα καταδικάσει, ότι δεν θα δεχόταν ούτε καν να του μιλήσει.

«Προς το Παντοτινό Ανάκτορο,» αποκρίθηκε η φωνή από τον πομπό.

Και το αεροπλάνο του Ορείχαλκου διέσχισε τους ουρανούς της Ρελκάμνια με τη συνοδία πολλών άλλων αεροσκαφών, οπλισμένων με πυροβόλα και ρουκετοβόλα. Από κάτω τους απλωνόταν η Ατέρμονη Πολιτεία: ουρανοξύστες και πολυκατοικίες, λεωφόροι και γέφυρες, σήραγγες και στενορύμια. Κάθε σπιθαμή οικοδομημένη. Άνθρωποι και οχήματα κινούνταν σαν έντομα επάνω σ’έναν τεράστιο, ατελείωτο λαξευτό χάρτη.

Πώς αναπνέουν σε τούτη τη διάσταση; αναρωτήθηκε ο Ορείχαλκος κοιτάζοντας κάτω.

2.

Ήταν ξημερώματα όταν την ειδοποίησαν.

Η Βάρμη Ύλντρηχ, διοικήτρια της προσωπικής φρουράς της Παντοκράτειρας, πετάχτηκε έξω από το κρεβάτι κι άρχισε να βάζει τη στολή της, βιαστικά.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Νυράλιος, ο σύζυγός της, που είχε κι εκείνος ξυπνήσει από το έντονο κουδούνισμα του επικοινωνιακού δίαυλου πλάι στο κρεβάτι τους. «Τι έπαθες;»

Η Βάρμη τραβούσε τα ρούχα που έμοιαζαν να προσπαθούν εσκεμμένα να της αντισταθούν. «Μου φαίνεται τρελό. Ίσως να κάνουν λάθος. Αλλά μου είπαν ότι ο Ορείχαλκος είναι εδώ. Ο Ορείχαλκος. Ήρθε απ’τον Αιθέρα. Κι έχει προσγειωθεί εδώ, στο Παντοτινό Ανάκτορο.»

«Ο Ορείχαλκος, ο σύζυγος της Παντοκράτειρας που αποστάτησε;»

«Ναι. Αλλά δεν μπορεί νάναι αυτός, Νυράλιε. Αποκλείεται.» Η Βάρμη κάθισε στην πολυθρόνα μπροστά στον καθρέφτη για να φορέσει τις κάλτσες της. «Κάτι άλλο συμβαίνει. Κάποιο κόλπο ίσως.» Αναστέναξε, τραβώντας τις κάλτσες που κι αυτές έμοιαζαν να προσπαθούν εσκεμμένα να αντισταθούν. Η μία σκίστηκε λίγο, αλλά η Βάρμη την αγνόησε. Σηκώθηκε και φόρεσε γρήγορα το παντελόνι της. Το κούμπωσε, και κούμπωσε και τα κουμπιά του πανωφοριού της στολής της. «Και η Παντοκράτειρα…» Αναστέναξε ξανά. «Αν… Είναι ευαίσθητο θέμα αυτό με τον Ορείχαλκο. Αν κάτι πάει στραβά, κι αν της περάσει απ’το μυαλό ότι εγώ πάλι φταίω…»

«Δεν καταλαβαίνω γιατί πάντα κατηγορεί εσένα για την κάθε μαλακία που μπορεί να τύχει,» είπε ο Νυράλιος, έχοντας ανακαθίσει πάνω στο κρεβάτι, με το χρυσό δέρμα του να φαίνεται να γυαλίζει αχνά στο φως του αμπαζούρ. «Την άλλη φορά σ’έριξε σ’αυτά τα Κελιά της Αβύσσου επειδή απλά της είπες ότι ο Ορείχαλκος αποστάτησε! Δεν έφταιγες εσύ γι’αυτό, Βάρμη.»

«Μόνο για μερικές ώρες μ’άφησε εκεί–»

«Είναι αυτή δικαιολογία;»

«Δε μπορείς να την κρίνεις έτσι· είναι η Παντοκράτειρα.» Η Βάρμη είχε καθίσει πάλι στην καρέκλα και είχε μόλις φορέσει τις μπότες της. Τώρα σηκώθηκε όρθια. Αισθανόταν ένα χέρι μέσα της να προσπαθεί να συνθλίψει τα σωθικά της. Πήρε τη ζώνη της από την κρεμάστρα και την τύλιξε γύρω από τη μέση της. Χτένισε τα κοντά μαύρα μαλλιά της βιαστικά μπροστά στον καθρέφτη και, μετά, έφυγε απ’το διαμέρισμά της χωρίς να ρίξει ούτε ένα τελευταίο βλέμμα στον Νυράλιο.

Σκέψεις στριφογύριζαν μέσα στο κεφάλι της. Τι μπορεί να συνέβαινε; Τι μπορεί να ήταν; Ποιος μπορεί να παρίστανε τον Ορείχαλκο; Ήταν κόλπο των αποστατών; Του Αρχιπροδότη; Πρέπει να ήταν. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν. Αποκλείεται ποτέ ο ίδιος ο Ορείχαλκος να ερχόταν εδώ· δεν ήταν ηλίθιος. Ένας τέτοιος αποστάτης – πρώην σύζυγος της Παντοκράτειρας – δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να πατούσε το πόδι του στη Ρελκάμνια!

3.

Οι στρατιώτες μπήκαν στο μικρό αεροπλάνο για να το ελέγξουν, ενώ ο Ορείχαλκος, ο πιλότος, και ο μάγος στέκονταν απέξω.

«Θα ήθελα να ειδοποιήσετε την Παντοκράτειρα για την άφιξή μου,» είχε πει ο Ορείχαλκος, αλλά οι πάντες τον αγνοούσαν. Ένας άντρας ύψωσε ένα μηχάνημα προς το μέρος του το οποίο έμοιαζε με κάποιου είδους ανιχνευτής. Κοίταξε τις ενδείξεις επάνω στην οθόνη. Στράφηκε σ’έναν αξιωματικό και κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Τι ψάχνουν; αναρωτήθηκε ο Ορείχαλκος. Τι φοβούνται πως είμαι; Δημιούργημα, ίσως; Νόμιζε πως Δημιουργήματα ήξερε μόνο να φτιάχνει η Παντοκράτειρα – ή οι άνθρωποί της, τουλάχιστον – και κανένας άλλος στο Γνωστό Σύμπαν.

Ένας μάγος άρθρωσε τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Το ίδιο έκανε κι ένας άλλος μάγος, και μια μάγισσα. Τη μια κοιτούσαν τον Ορείχαλκο και τους συντρόφους του, την άλλη το αεροπλάνο. Ένας από τους μάγους μπήκε, μάλιστα, στο σκάφος, αναμφίβολα για να συνεχίσει τον έλεγχο.

Υπομονή, είπε ο Ορείχαλκος στον εαυτό του, αναρωτούμενος τι θα του έλεγε το β’ζάιλ του τώρα, αν ήταν ακόμα ζωντανό. Η αυτοκυριαρχία ήταν το παν, όπως κάθε συνετός ευγενής της Σάρντλι ήξερε. Οι θεοί ευνοούν εκείνους που είναι άρχοντες του εαυτού τους – οι θεοί της Σάρντλι και κάθε άλλης διάστασης.

Κάποια στιγμή, η Βάρμη Ύλντρηχ ανέβηκε στην οροφή όπου στέκονταν ο Ορείχαλκος και οι υπόλοιποι. Ήταν ντυμένη με τη στρατιωτική της στολή και τρεις αξιωματικοί ήταν μαζί της. Είχε το χέρι της στο πιστόλι στη ζώνη της, αλλά δεν το είχε τραβήξει.

Στάθηκε αντίκρυ στον Ορείχαλκο, ατενίζοντάς τον με καχυποψία. «Μοιάζεις με τον Άρχοντα Ορείχαλκο…» παρατήρησε, «εκτός απ’αυτές τις ουλές στο πρόσωπό σου.»

«Μπορεί να μοιάζω σ’αυτόν επειδή είμαι ο ίδιος, Βάρμη,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος, που τη γνώριζε. Την είχε δει, και της είχε μιλήσει, αρκετές φορές ενόσω συναναστρεφόταν την Παντοκράτειρα.

«Η Σάρντλι επαναστάτησε εναντίον της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,» είπε η Βάρμη, σαν αυτό να εξηγούσε το ότι πίστευε πως ο Ορείχαλκος αντίκρυ της δεν ήταν αληθινός.

«Πράγματι. Επαναστάτησε.»

«Και ο Ορείχαλκος, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, ευθύνεται γι’αυτό.»

Ήταν ανόητο να του μιλά σαν να νόμιζε ότι ήταν κάποιος άλλος, παρατήρησε ο Ορείχαλκος. «Όχι μόνος του. Συμφώνησαν όλοι οι Οίκοι. Και οι έντεκα.»

«Αποκλείεται, λοιπόν, ποτέ ο Ορείχαλκος να ερχόταν εδώ.»

«Όμως ήρθε. Και θέλει να μιλήσει με την Παντοκράτειρα.»

«Αποκλείεται να είσαι ο Ορείχαλκος! Θα φυλακιστείς αν είσαι ο Ορείχαλκος,» του είπε η Βάρμη. «Και μάλλον θα σε εκτελέσουν… στο τέλος, αφού η Μεγαλειοτάτη κάνει ό,τι νομίζει μαζί σου – πράγματα που δεν θα είναι ευχάριστα.»

Ο Ορείχαλκος σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του. «Θα με αφήσετε να της μιλήσω ή όχι;»

Η Βάρμη κοίταξε τους στρατιωτικούς και τους μάγους ολόγυρά της. Κοίταξε τις όψεις τους, προσπαθώντας να διακρίνει ποια ήταν η δική τους γνώμη για όλα τούτα. Της έμοιαζαν το ίδιο σαστισμένοι μ’εκείνη. Εγώ, όμως, θα το πληρώσω αν δεν ανακαλύψουμε τι συμβαίνει εδώ. «Ελέγξτε τον,» πρόσταξε.

Ένας αξιωματικός την πλησίασε και της ψιθύρισε στ’αφτί: «Τον ελέγξαμε. Φαίνεται να είναι άνθρωπος, βιολογικά· και τα μηχανήματα αναγνωρίζουν το πρόσωπό του παρά τις ουλές.»

«Ίσως να φορά μάσκα. Μια πολύ, πολύ καλοφτιαγμένη μάσκα. Του κάνατε σωματική έρευνα;»

«Όχι ακόμα.»

«Τι περιμένετε, τότε; Κάντε του! Και στους άλλους δύο που είναι μαζί του.»

Οι στρατιώτες πλησίασαν τον Ορείχαλκο και τους συντρόφους του και τους έψαξαν από πάνω ώς κάτω, πασπατεύοντας επίσης τα πρόσωπά τους καθώς προσπαθούσαν να δουν μήπως φορούσαν μάσκες.

«Θα ειδοποιήσετε, επιτέλους, την Παντοκράτειρα;» ρώτησε ο Ορείχαλκος. «Ή ακόμα πιστεύετε ότι είμαι κάποιος μεταμφιεσμένος δολοφόνος;»

Ένας αξιωματικός είπε στη Βάρμη: «Η Μεγαλειοτάτη καλό θα ήταν να ειδοποιηθεί…»

Η Βάρμη αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει. Δίστασε να μιλήσει. Αδύνατον ο Ορείχαλκος να ήρθε έτσι εδώ, σαν να θέλει να αυτοκτονήσει… Τι να κάνω; Τι να κάνω;

«Παρεμπιπτόντως,» είπε ο Ορείχαλκος, «αυτοί οι δύο άνθρωποι» – κοίταξε, εναλλάξ, τον πιλότο και τον μάγο που τον είχαν συνοδέψει ώς τη Ρελκάμνια – «δεν έχουν καμια σχέση με την Επανάσταση. Είναι Σάρντλιοι μισθοφόροι, τους οποίους πλήρωσα απλά και μόνο για να με μεταφέρουν εδώ. Σας ζητώ να τους αφήσετε να φύγουν το συντομότερο δυνατό.»

Η Βάρμη ρώτησε τους αξιωματικούς: «Βρήκατε όπλα επάνω τους; Ή μέσα στο αεροσκάφος;»

«Κάποια πιστόλια και ξιφίδια μόνο, Διοικήτρια. Τίποτα σπουδαίο.»

«Εκρηκτικές ύλες;»

«Όχι.»

«Τίποτε άλλο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτο;»

«Όχι.»

Ο Ορείχαλκος είπε: «Θα έπρεπε να συμβαίνει κάτι το ύποπτο για να έρθω να μιλήσω με τη σύζυγό μου;»

«Δεν είναι πια σύζυγός σου, αποστάτη!» μούγκρισε ένας αξιωματικός.

«Είσαι καταζητούμενος,» του είπε η Βάρμη, σα να μην ήταν γνωστό και πασιφανές.

«Πηγαίνετέ με τότε σ’αυτήν που με καταζητεί,» τους προέτρεψε ο Ορείχαλκος.

Οι αξιωματικοί κοίταξαν πάλι τη Βάρμη.

Εκείνη αισθάνθηκε σαν να βρισκόταν σ’ένα στενό, πολύ στενό δωμάτιο που οι τοίχοι του είχαν αρχίσει να έρχονται καταπάνω της.

4.

Κάτι έπαιζε μουσική πάνω απ’το κεφάλι της. Μια έντονη, επίμονη μουσική.

Η Αγαρίστη άνοιξε τα βλέφαρά της και είδε τον φτερωτό ημιμηχανικό υπηρέτη να πετά πάνω απ’το κρεβάτι, διαγράφοντας κύκλους. «Πάλι εσύ…» μουρμούρισε. Κι άρθρωσε μια λέξη προσταγής.

Το ημιμηχανικό πλάσμα προσγειώθηκε πλάι της καθώς εκείνη ανασηκωνόταν. Η Παντοκράτειρα ενεργοποίησε τον δίαυλο επάνω του και είπε: «Μάλιστα.»

«Καλημέρα, Μεγαλειοτάτη,» ακούστηκε η φωνή της Βάρμης. «Κάτι…» Καθάρισε τον λαιμό της. «Κάποιος ήρθε στο Παντοτινό Ανάκτορο. Έχω την υποψία ότι ίσως να μην είναι αυτός, ίσως να είναι μεταμφιεσμένος με κάποιον τρόπο, μα κανένας μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να–»

«Βάρμη. Είσαι μεθυσμένη;» Η Αγαρίστη δεν την άκουγε καθόλου καλά. Και δεν καταλάβαινε ούτε τα μισά απ’αυτά που της έλεγε.

«Ο Ορείχαλκος είναι εδώ. Ήρθε από τον Αιθέρα. Ζητά να σε δει.»

Η Αγαρίστη αισθάνθηκε να μουδιάζει. Ύστερα, οργή την κυρίεψε. «Θα σε γδάρω ζωντανή, είτε είσαι μεθυσμένη είτε όχι!»

«Σου λέω αλήθεια. Κάποιος που μοιάζει με τον Ορείχαλκο είναι εδώ.»

«Τι θα πει ‘μοιάζει με τον Ορείχαλκο’;» φώναξε η Παντοκράτειρα.

«Είναι ίδιος ο Ορείχαλκος. Ακόμα και τα μηχανικά συστήματα τον αναγνωρίζουν – αναγνωρίζουν το πρόσωπό του–»

«Τότε, είναι ο Ορείχαλκος, καθυστερημένη! Δεν μοιάζει με τον Ορείχαλκο!» Γιατί έχω αυτή τη γυναίκα για διοικήτρια της προσωπικής μου φρουράς; Είμαι ηλίθια; Γιατί τη θεωρώ καν φίλη μου;

«Μα, Μεγαλειοτάτη… γιατί; Γιατί ο Ορείχαλκος, ύστερα από… από την προδοσία του, να έρθει εδώ;»

«Τι σας είπε;»

«Ότι θέλει να σου μιλήσει, αλ–»

«Θα μου μιλήσει, τότε. Φέρτε τον στην Παντοκρατορική Αίθουσα.»

Η Αγαρίστη είχε ήδη σηκωθεί από το μεγάλο κρεβάτι, και άρχισε να ετοιμάζεται. Δεν άκουσε καν την απάντηση της Βάρμης μέσα από το μεγάφωνο του διαύλου επάνω στο φτερωτό ημιμηχανικό πλάσμα.

Καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη, αναρωτήθηκε αν αυτή η εμφάνιση – χρυσό δέρμα, μαύρα μαλλιά, πράσινα μάτια – ήταν η κατάλληλη για να υποδεχτεί τον Ορείχαλκο. Αλλά είναι πραγματικά ο Ορείχαλκος; Αν είναι, γιατί ήρθε; Θέλει να μου ζητήσει συγνώμη; Μετάνιωσε για τις πράξεις του και θέλει να μου ζητήσει συγνώμη;

Θα τον συγχωρέσω αν φανεί αληθινά μετανιωμένος και καλός μαζί μου. Η Παντοκράτειρα χαμογέλασε αχνά.

Μέσα στον καθρέφτη είδε πίσω της τη μορφή ενός από τους Υπερασπιστές της να στέκεται και να την παρατηρεί.

«Θα επιθυμούσε κάτι η Αρχόντισσά μας;» ακούστηκε η απόκοσμη φωνή του.

«Για την ώρα, τίποτα.» Η Αγαρίστη έπιασε ένα κραγιόν κι άρχισε να βάφεται.

5.

Κανένας δεν θα μπορούσε να αμφιβάλλει ότι ο χαρακτηρισμός αχανής ταίριαζε στην Παντοκρατορική Αίθουσα. Ήταν ένα δωμάτιο που απλωνόταν ώς εκεί όπου μπορούσε κανείς να δει, προς κάθε κατεύθυνση, γεμάτο καμάρες που μπλέκονταν η μία μέσα στην άλλη, ψηλούς κίονες, αγάλματα καμωμένα από ενέργεια και περίεργα υλικά, κρυστάλλινες οθόνες όπου περνούσαν φανταχτερές εικόνες κάθε είδους, φυτά από πολλές διαστάσεις, καθρέφτες, και άλλα διακοσμητικά αντικείμενα. Παντοκρατορικοί πολεμιστές στέκονταν σε διάφορα σημεία, ενώ τα μάτια τηλεοπτικών πομπών παρατηρούσαν από γωνίες που σχημάτιζαν οι καμάρες, ή από αλλού, πιο καλά κρυμμένα.

Σ’αυτή την αίθουσα οδήγησαν τον Ορείχαλκο, με τη συνοδία φρουρών και μάγων. Και μαζί του ήταν η Βάρμη Ύλντρηχ. Τον πιλότο και τον μάγο που τον είχαν φέρει στη Ρελκάμνια τούς είχαν πάει αλλού, παρά τις διαφωνίες του. Είχαν, όμως, υποσχεθεί να μην τους πειράξουν. Ο Ορείχαλκος πίστευε ότι, για την ώρα – μέχρι τουλάχιστον η Παντοκράτειρα να δώσει άλλη εντολή – έλεγαν αλήθεια.

Τον οδήγησαν δίπλα από αγάλματα και κάτω από καμάρες, διασχίζοντας τον λαβύρινθο της Παντοκρατορικής Αίθουσας. Ο Ορείχαλκος παρατήρησε ότι μερικά φυτά ήταν από τη διάστασή του, τη Σάρντλι· και τον παρατηρούσαν κι αυτά, γιατί ορισμένα είχαν μάτια, μεγάλα ή μικρά, πολλά ή λίγα.

Ο Ορείχαλκος προσπαθούσε να διατηρεί το μυαλό του καθαρό, να μη σκέφτεται. Ό,τι ήταν να σκεφτεί το είχε ήδη σκεφτεί. Η περισσότερη σκέψη απλά θα τον έβλαπτε. Αν και γνώριζε ότι πιθανώς πήγαινε προς τα σκότη του Τάρφεοθ, αγνοούσε τα ένστικτά του και βάδιζε σαν να έκανε περίπατο, παρότι περιστοιχισμένος από τόσους λευκοντυμένους πολεμιστές της Παντοκράτειρας. Είχε αφήσει τον φόβο του πίσω, στον Αιθέρα, να πλανιέται ανάμεσα στα νεφελώματα, μέσα στην αργυρογάλανη απεραντοσύνη, σαν παραστρατημένος άνεμος.

Οι ιερείς του Βάσλεοθ, του θεού-προστάτη των ταξιδιωτών της Σάρντλι, έλεγαν ότι ο οδοιπόρος, προκειμένου να διασχίσει μια περιοχή που γεμίζει με τρόμο την ψυχή του, οφείλει να στρέψει το βλέμμα του στη σκιά του και μετά να μην την ξανακοιτάξει ποτέ όσο ταξιδεύει στη συγκεκριμένη περιοχή. Ο φόβος του θα έχει, τότε, μείνει μακριά – μαζί με τη σκιά του.

Οι λευκοντυμένοι πολεμιστές οδήγησαν τον Ορείχαλκο αντίκρυ σ’ένα ψηλό μαρμάρινο βάθρο όπου βρισκόταν ένας θρόνος, αρκετά μεγάλος για να μπορούν να καθίσουν δύο άνθρωποι, όχι ένας. Κι έμοιαζε νάναι καμωμένος, συγχρόνως, από ξύλο κι από ενέργεια, ενώ ήταν γεμάτος με περίτεχνα κεντητά μαξιλάρια. Η πλάτη του ορθωνόταν ψηλή σαν κολόνα· έφτανε ώς το ταβάνι της αίθουσας.

Δεξιά του στεκόταν ένας από τους Υπερασπιστές· το ίδιο κι αριστερά του: Δύο ψηλές, επιβλητικές μορφές, ντυμένες με πανοπλία από πάνω ώς κάτω. Κατάμαυρες, που όμως έκαναν αργυρές και πορφυρές ανταύγειες σε τυχαίες στιγμές. Ούτε μίλησαν ούτε κινήθηκαν, καθώς οι φρουροί έφερναν τον Ορείχαλκο μπροστά στον θρόνο. Θύμιζαν αγάλματα – καμωμένα από ενέργεια, ίσως.

Ο Ελκράσ’ναρχ… σκέφτηκε ο Ορείχαλκος.

Η Παντοκράτειρα δεν είχε έρθει ακόμα.

«Η Μεγαλειοτάτη;» ρώτησε η Βάρμη.

«Έρχεται,» είπε η απόκοσμη φωνή ενός από τους Υπερασπιστές, βγαίνοντας μέσα από το κράνος του. Και ο Ορείχαλκος δεν ήταν βέβαιος ποιος από τους δύο είχε μιλήσει. Ο αριστερός, ίσως; Ή, μήπως, ο δεξής;

Περίμεναν όλοι την Παντοκράτειρα να έρθει. Σιωπηλοί. Ενώ απόμακροι θόρυβοι αντηχούσαν μέσα στην πελώρια αίθουσα.

Ο φόβος χτυπούσε την κλειστή πύλη του Ορείχαλκου. Αλλά εκείνος είχε αφήσει τη σκιά του στον Αιθέρα, κι αποκλείεται η σκιά να είχε τόσο γρήγορα προλάβει να φτάσει εδώ.

Τα βήματα της Παντοκράτειρας ακούστηκαν πολύ προτού η μορφή της φανεί μέσα από τις καμάρες και τη διακόσμηση της αίθουσας. Το δέρμα της ήταν χρυσό, σήμερα, και τα μαλλιά της μαύρα, με τις δύο μπροστινές τούφες δεμένες πίσω απ’το κεφάλι της. Φορούσε ένα λευκό, φαρδύ πουκάμισο με χρυσά κεντήματα, ένα μαύρο δερμάτινο παντελόνι, ψηλές καφετιές μπότες, γυριστές, οι οποίες έφταναν ώς το γόνατο. Το πουκάμισο κρεμόταν έξω από το παντελόνι, και γύρω από τη μέση της Αγαρίστης τυλιγόταν μια ζώνη από χρυσούς κρίκους. Στους ώμους της έπεφτε ένας πορφυρός μανδύας. Το πρόσωπό της ήταν βαμμένο έντονα: πορφυροί κύκλοι γύρω απ’τα μάτια της, γαλανό κραγιόν στα χείλη. Στ’αφτιά της ένα ζευγάρι μικρά σκουλαρίκια στραφτάλιζαν. Από τον λαιμό της κρεμόταν ένα πλατινένιο περιδέραιο που το άστρο του φώτιζε, φορτισμένο από κάποιου είδους ενέργεια, καθώς έπεφτε ανάμεσα στα στήθη της.

Η Παντοκράτειρα ανέβηκε στο μαρμάρινο βάθρο, κοιτάζοντας τον Ορείχαλκο μονάχα με τις άκριες των ματιών της. Έφτασε στον θρόνο και κάθισε. Τα μάτια της, τώρα, τον ατένισαν ευθεία. Τον παρατήρησαν προσεχτικά.

Τι ουλές είναι αυτές στο πρόσωπό του; σκέφτηκε αυθόρμητα η Αγαρίστη, ξαφνιασμένη. Η Βάρμη δεν μου το είπε!

Η Βάρμη τώρα μίλησε πριν από κανέναν άλλο: «Αυτός είναι ο άνθρωπος που ισχυρίζεται πως είναι ο Ορείχαλκος του Οίκου των Ορειβατών, Μεγαλειοτάτη.» Η φωνή της αντήχησε επίσημη μέσα στην Παντοκρατορική Αίθουσα, καθώς στεκόταν ευθυτενής μερικά βήματα πλάι στον Ορείχαλκο. Κάτω από τη στολή της, όμως, κάτω από το δέρμα της, έτρεμε. Ο φόβος της για την Παντοκράτειρα είχε μεγαλώσει, τον τελευταίο καιρό, παρότι η Βάρμη ήταν μια από τις υποτιθέμενες «φίλες» της: μία από τους λίγους ανθρώπους που ήξεραν ότι το αληθινό της όνομα ήταν Αγαρίστη.

«Είσαι πραγματικά ο Ορείχαλκος;» ρώτησε η Αγαρίστη τον άντρα αντίκρυ της.

«Είμαι,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Δεν είναι αλήθεια ότι στράφηκες εναντίον μου;» Η Αγαρίστη νόμιζε ότι τα παρακολουθούσε όλα τούτα έξω από το σώμα της, καθώς μιλούσε. Δεν ήξερε ακόμα πώς έπρεπε να αισθανθεί. Αν αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ο Ορείχαλκος… Αλλά αν ήταν ο Ορείχαλκος… Μπερδεμένη. Τόσο μπερδεμένη.

«Όχι,» είπε εκείνος, «δεν είναι αλήθεια–»

«Ψεύδεται, Μεγαλειοτάτη!» πετάχτηκε ένας από τους αξιωματικούς του στρατού της. «Η Σάρντλι έχει αποστατήσει, όπως η Απολλώνια. Είναι βέβαιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία.»

Η Παντοκράτειρα απευθύνθηκε στον Ορείχαλκο, πιο επίμονα τώρα: «Δεν αληθεύει ότι η Σάρντλι έχει αποστατήσει εναντίον μου;»

«Η Σάρντλι έχει, πράγματι, διακηρύξει την ανεξαρτησία της από τη Συμπαντική Παντοκρατορία, αλλά εγώ δεν είμαι εναντίον σου.» Αισθανόταν δελεασμένος να προσθέσει το όνομά της – Αγαρίστη – μα δεν το έκανε· γιατί, σκέφτηκε, πόσοι άλλοι μέσα σε τούτη την αίθουσα το γνώριζαν; Ίσως η Βάρμη μονάχα, και κανένας άλλος. Και η Αγαρίστη, μάλλον, ήθελε αυτό να παραμείνει έτσι, για την ώρα. Ήθελε να είναι, γι’αυτούς, η Παντοκράτειρα και μόνο. Ο Ορείχαλκος δεν θα το ρίσκαρε να την προσβάλει σ’ένα τέτοιο θέμα.

«Τι σημαίνει αυτό;» απαίτησε η Παντοκράτειρα, με το βλέμμα της να έχει αγριέψει. «Αν στράφηκες εναντίον μου, είσαι εναντίον μου!»

«Δεν είμαι εναντίον σου,» δήλωσε ο Ορείχαλκος. «Αν ήμουν εναντίον σου, τότε γιατί να βρίσκομαι εδώ;»

«Ένα πολύ καλό ερώτημα, Μεγαλειοτάτη,» είπε ο ίδιος αξιωματικός που είχε μιλήσει και πριν. «Γιατί βρίσκεται εδώ αυτός ο άνθρωπος;»

«Σιωπή!» Η φωνή της Παντοκράτειρας αντήχησε μέσα στην αίθουσα. «Όταν θέλω τη γνώμη κάποιου θα τη ζητήσω!» Το βλέμμα της εξακολουθούσε να είναι εστιασμένο στον Ορείχαλκο. «Γιατί ήρθες εδώ;» τον ρώτησε. Τον ήθελε, φυσικά, εδώ. Τον ήθελε κοντά της. Αλλά, αν όντως ο Ορείχαλκος ήταν αποστάτης, γιατί να έχει έρθει; Δεν της φαινόταν λογικό. Ήταν, αντιθέτως, τελείως παράλογο!

«Για εμένα, η Συμπαντική Παντοκρατορία και εσύ δεν είστε το ίδιο πράγμα,» της είπε ο Ορείχαλκος. «Ήρθα για να δω εσένα. Για να μιλήσουμε. Οι δυο μας, αν είναι δυνατόν.»

Η φωνή του Υπερασπιστή τούς ξάφνιασε όλους: «Αρχόντισσά μου, προσπαθεί να σας κοροϊδέψει.»

Η Αγαρίστη στράφηκε να κοιτάξει την ψηλή μορφή στα δεξιά της.

«Δεν έχω καμία τέτοια πρόθεση,» δήλωσε ο Ορείχαλκος. «Εξάλλου, τι μπορώ να κάνω εδώ; Δεν έχω όπλα επάνω μου. Και είμαι μόνος.»

Η Αγαρίστη περίμενε κάποιος από τους Υπερασπιστές της να μιλήσει, αλλά εκείνοι δεν μίλησαν. Έμοιαζαν, όμως, να ατενίζουν τον Ορείχαλκο με μεγάλη προσήλωση, σαν να προσπαθούσαν να αποκωδικοποιήσουν το μυαλό του.

Και δεν το πρόσεξε αυτό μόνο η Παντοκράτειρα, αλλά κι ο ίδιος ο Ορείχαλκος. Θέλεις να με καταλάβεις, Ελκράσ’ναρχ; Θέλεις να καταλάβεις τον σκοπό μου; Μην περιμένεις ότι θα μπορέσεις να με σταματήσεις προτού της μιλήσω.

Η Αγαρίστη συνοφρυώθηκε καθώς η σιγή συνεχιζόταν για μερικές στιγμές. «Πλησίασε,» πρόσταξε τον Ορείχαλκο.

«Αρχόντισσά μου,» είπε ο αριστερός Υπερασπιστής, «μπορεί να είναι επικίνδυνος.»

Η Αγαρίστη ρώτησε τη Βάρμη: «Έχει όπλα επάνω του;»

«Τον ψάξαμε, δεν βρήκαμε τίποτα,» αποκρίθηκε εκείνη, όσο πιο διπλωματικά μπορούσε, φοβούμενη πως, αν κάτι άσχημο τώρα γινόταν, οι πάντες θα έριχναν το φταίξιμο επάνω της. Κι αυτή τη φορά μπορεί να κατέληγε μόνιμα στα Κελιά της Αβύσσου…

Η Αγαρίστη στράφηκε στον αριστερό Υπερασπιστή: «Αν μου επιτεθεί, δεν θα με προστατέψετε;»

«Ασφαλώς, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε ο δεξής Υπερασπιστής.

Η Αγαρίστη πρόσταξε τον Ορείχαλκο: «Πλησίασε.»

Ο Ορείχαλκος βάδισε προς το βάθρο, αφήνοντας τους φρουρούς πίσω του. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, αργά, το ένα μετά το άλλο, παρατηρώντας με τις άκριες των ματιών του τους Υπερασπιστές δεξιά κι αριστερά της Αγαρίστης. Σταμάτησε να βαδίζει όταν βρέθηκε εμπρός της.

Η Παντοκράτειρα σηκώθηκε από τον μεγάλο θρόνο. «Δε μπορεί να είσαι κάποιος άλλος…» ψιθύρισε, ατενίζοντας την όψη του.

«Εγώ είμαι,» είπε ο Ορείχαλκος.

Η Αγαρίστη άπλωσε το χέρι της και άγγιξε τις ουλές στο πρόσωπό του, απαλά. «Πώς έγινε αυτό; Οι αποστάτες το έκαναν; Σε εκβίασαν;»

«Δε με εκβίασαν. Κι αυτές οι ουλές προκλήθηκαν από ένα Δημιούργημα που είχε αντικαταστήσει τον θείο μου τον Όνυχα.»

Η Αγαρίστη συνοφρυώθηκε. «Δημιούργημα; Ποιος ήταν ο θείος σου ο Όνυχας;»

«Ένας άντρας με μαύρο δέρμα. Ίσως να τον θυμάσαι. Ήταν εκεί την τελευταία φορά που μας επισκέφτηκες στο Πολύλιθο Μέγαρο.»

Η Αγαρίστη προσπάθησε να τον φέρει στη μνήμη της. Νόμιζε ότι τα κατάφερε. Νόμιζε… αν δεν έκανε λάθος. «Ο Όνυχας… Δε μπορεί… Ένα Δημιούργημα δικό μου ποτέ δεν θα σε χτυπούσε, Ορείχαλκε. Κάποιος άλλος το έκανε αυτό! Κάποιος σε κορόιδεψε!»

Ο Ορείχαλκος κούνησε το κεφάλι του, αργά. «Κανένας δεν με κορόιδεψε. Όταν θέλησα να κάνω τη Σάρντλι ανεξάρτητη, το Δημιούργημα μού επιτέθηκε. Θα σου εξηγήσω τα πάντα. Αλλά θα ήθελα να είμαστε μόνοι.»

«Μα, γιατί να συμμαχήσεις με τους αποστάτες;» φώναξε η Αγαρίστη. «Γιατί;»

«Η διάστασή μου δεν χρειαζόταν πλέον να είναι υπόδουλη. Και ρωτήθηκαν όλοι οι Οίκοι προτού–»

«Μα είσαι σύζυγός μου!» φώναξε η Αγαρίστη. «Είσαι Πρίγκιπας της Συμπαντικής Παντοκρατορίας!»

«Θα ήταν καλύτερα να μιλήσουμε μόνοι,» είπε ο Ορείχαλκος. «Υπάρχουν πράγματα που θέλω να σου πω τα οποία, ίσως, δεν θα επιθυμούσες ν’ακούσουν όλοι όσοι βρίσκονται τώρα εδώ.»

Η Αγαρίστη σκέφτηκε: Τι πράγματα; Δεν σε καταλαβαίνω! Αν μ’αγαπάς, γιατί στράφηκες εναντίον μου; Κι αν στράφηκες εναντίον μου, γιατί ήρθες εδώ; Δεν είναι δυνατόν! Δεν είναι δυνατόν!

«Αρχόντισσά μας,» είπε κάποιος από τους Υπερασπιστές, «προτείνουμε να φυλακίσεις τον προδότη, προτού επιχειρήσει κάποιο κόλπο εις βάρος σου.»

Η Αγαρίστη κοίταξε μια τον έναν Υπερασπιστή μια τον άλλο. «Μα τι μπορεί να κάνει; Δεν έχει όπλα!»

«Το όπλο του είναι η επιρροή που ασκεί επάνω σου.» Η φωνή των Υπερασπιστών δεν ήταν και πολύ δυνατή· μάλλον αυτοί που βρίσκονταν κάτω και πέρα από το βάθρο του θρόνου δεν θα την άκουγαν: ή αν την άκουγαν, θα ερχόταν απόμακρα στ’αφτιά τους, και αχνά. «Θα προσπαθήσει να διαστρέψει το μυαλό σου.»

Ακριβώς αυτό που έχεις κάνει εσύ πρώτος, Ελκράσ’ναρχ; σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. «Μην τους ακούς, Αγαρίστη,» της είπε, σιγανά. «Με ξέρεις. Με γνώρισες στον Πύργο του Ήλιου και του Ανέμου. Νομίζεις ότι θα προσπαθούσα να διαστρέψω το μυαλό σου;»

«Είναι ένα φίδι που έχει έρθει για να σε δηλητηριάσει, Αρχόντισσά μας! Πρόσταξε να τον εκτελέσουν!» Η φωνή του Ελκράσ’ναρχ έμοιαζε να προσπαθεί να τους τυλίξει και τους δύο σαν κύμα, να τους πνίξει, να τους υποτάξει στη θέλησή του.

«Θέλω μόνο να σου μιλήσω, Αγαρίστη,» επέμεινε ο Ορείχαλκος, ατενίζοντας το πρόσωπό της και βλέποντας εκεί την εσωτερική πάλη που διεξαγόταν στην ψυχή της. Ο δεσμός που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά τους στον Πύργο του Ήλιου και του Ανέμου ήταν ισχυρός. Ο Ορείχαλκος μπορούσε να τον αισθανθεί σαν μια αλυσίδα που τους κρατούσε τον έναν κοντά στον άλλο. Ακόμα κι εδώ, τόσο μακριά από τη Σάρντλι, οι θεοί της είχαν δύναμη.

Το μυαλό του Ορείχαλκου άγγιζε το μυαλό της Αγαρίστης.

Ο Ελκράσ’ναρχ προσπαθούσε να σπαθίσει, να κόψει, τη σύνδεση. Αλλά δεν το έβρισκε εύκολο.

«Αρκετά!» φώναξε η Παντοκράτειρα, ζαλισμένη, σαστισμένη. Έκανε ένα βήμα πίσω και κάθισε, απότομα, στον θρόνο της.

«Πρόσταξε να τον συλλάβουν, Αρχόντισσά μας.»

«Με έχεις ήδη συλλάβει,» της είπε ο Ορείχαλκος. «Είμαι ήδη εδώ. Να μιλήσουμε θέλω. Οι δυο μας.»

«Θα σε σκοτώσω ο ίδιος, αποστάτη!» γρύλισε η απόκοσμη φωνή του Ελκράσ’ναρχ, γεμίζοντας τ’αφτιά του Ορείχαλκου, το κρανίο του, προσπαθώντας να κάνει τη θέλησή του να λυγίσει, προσπαθώντας να βάλει το μυαλό του να γονατίσει μπροστά σε μια δαιμονική ισχύ ανείπωτων διαστάσεων.

Ο Ορείχαλκος δεν μετακινήθηκε. Είχε αφήσει τη σκιά του κάπου στον Αιθέρα.

«Δεν είπα κανένας να τον αγγίξει!» ήχησε ξαφνικά η φωνή της Παντοκράτειρας, και η Αγαρίστη κοίταξε μια τον έναν Υπερασπιστή μια τον άλλο, ξαφνιασμένη από τα λόγια τους.

«Όπως επιθυμείς, Αρχόντισσά μας…»

Η Αγαρίστη είπε, κοιτάζοντας τον Ορείχαλκο, καθώς σηκωνόταν πάλι από τον θρόνο: «Θα έρθεις μαζί μου, και θα μιλήσουμε.»

6.

Τον οδήγησε στα διαμερίσματά της, τα οποία ήταν τόσο μεγάλα όσο ορισμένα ξενοδοχεία. Δωμάτια κι άλλα δωμάτια κι άλλα δωμάτια κι άλλα δωμάτια.

Η Παντοκράτειρα σταμάτησε σ’ένα σαλόνι στρωμένο με παχύ χαλί. Οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι ζωγραφικούς πίνακες, και πολύφωτα κρέμονταν από το ταβάνι. Στράφηκε ν’αντικρίσει τον Ορείχαλκο. «Κάθισε,» του είπε, κάνοντας μια ημικυκλική χειρονομία. Ολόγυρά τους υπήρχαν καθίσματα.

Ο Ορείχαλκος κάθισε σε μια πολυθρόνα.

Η Παντοκράτειρα κάθισε στον βραχίονα της πολυθρόνας, ακουμπώντας το σαγόνι της στη γροθιά της και τον αγκώνα της στο γόνατό της. «Λοιπόν;» τον ρώτησε, νιώθοντας παράδοξα ενθουσιασμένη από την όλη κατάσταση. Καθώς έφερνε τον Ορείχαλκο προς τα διαμερίσματά της, είχε σκεφτεί ότι ήταν πραγματικά συναρπαστικό που, παρότι φαινόταν για αποστάτης, είχε έρθει εδώ επιμένοντας να μείνει μόνος μαζί της. Ήταν κάτι που ο Ορείχαλκος θα έκανε, έτσι δεν είναι; Η Αγαρίστη δεν μπορούσε να πιστέψει ότι δεν ήταν αυτός, ότι ήταν κάποιος άλλος, μεταμφιεσμένος με κάποιον τρόπο. Τον αναγνώριζε. Και το γεγονός ότι της έλεγε πως γι’αυτόν η Συμπαντική Παντοκρατορία και εκείνη δεν ήταν το ίδιο πράγμα έκανε να ξυπνήσει εντός της κάτι που η Αγαρίστη δεν ήξερε ότι υπήρχε. Κάποια παράδοξη… μουσική στην ψυχή της.

«Λοιπόν;» τον ρώτησε πάλι. «Θα μου πεις, τώρα που είμαστε οι δυο μας;» Και μετά, πρόσθεσε ακούσια με το μυαλό της, τι άλλα μπορούμε να κάνουμε; Τι άλλα μπορούμε να κάνουμε; Ο Ορείχαλκος ήταν ο καλύτερος εραστής που είχε γνωρίσει· κι αυτό δεν νόμιζε να είχε αλλάξει, είτε είχε στρέψει τη Σάρντλι εναντίον της Παντοκρατορίας είτε όχι.

«Δεν είμαστε οι δυο μας, Αγαρίστη.»

Εκείνη συνοφρυώθηκε, παραξενεμένη. «Τι εννοείς;»

Είναι τυφλή; αναρωτήθηκε ο Ορείχαλκος. Και κοίταξε, έντονα, τους Υπερασπιστές γύρω τους. Τέσσερις. Ένας σε κάθε γωνία του δωματίου. «Αυτοί τι είναι;»

«Εννοείς τους Υπερασπιστές μου; Είναι οι Υπερασπιστές μου, Ορείχαλκε! Ό,τι ξέρω το ξέρουν· δεν υπάρχει πρόβλημα.»

Κι όμως, αυτοί είναι το μεγαλύτερό σου πρόβλημα. «Δεν θα είναι η πρώτη φορά που μας έχουν αφήσει μόνους,» της είπε, αγγίζοντας το γόνατό της.

Η Αγαρίστη μειδίασε. «Διαφέρει ο σκοπός, αγάπη μου…»

«Αρχόντισσά μας, προσπαθεί να σε απομονώσει από εμάς.» Πάλι, δεν ήταν ξεκάθαρο ποιος από τους Υπερασπιστές μιλούσε. «Σ’το είπαμε ότι πρόκειται για κάποιο δόλιο κόλπο. Είναι αποστάτης. Δεν είναι πια ο άνθρωπος που ήξερες.»

Η Αγαρίστη ατένιζε το πρόσωπο του Ορείχαλκου. Γιατί, τότε, μου φαίνεται ο ίδιος; Αλλά οι Υπερασπιστές της είχαν δίκιο: δεν μπορούσε να το ρισκάρει. Όχι ώσπου να βεβαιωθεί γι’αυτόν. «Πες μου,» επέμεινε. «Θεώρησε πως είμαστε μόνοι.»

Δεν είμαστε, όμως, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος· και ήταν βέβαιος πως τώρα, ό,τι κι αν συνέβαινε, ο Ελκράσ’ναρχ ποτέ δεν θα τον άφηνε μόνο μαζί της. Το αντιλαμβάνεται ότι θέλω να τη στρέψω εναντίον του. Κάπως, το αντιλαμβάνεται.

«Θέλεις ένα ποτό;» τον ρώτησε η Αγαρίστη, βλέποντάς τον συλλογισμένο.

Ο Ορείχαλκος κατένευσε.

Η Αγαρίστη κατέβηκε απ’τον βραχίονα της πολυθρόνας. «Τι ποτό;»

«Ό,τι πιεις κι εσύ.»

Η Αγαρίστη πήγε στην κάβα, γέμισε δύο ποτήρια με Αργυρό Νεφέλωμα, κι επέστρεψε για να καθίσει στον βραχίονα της πολυθρόνας.

Ο Ορείχαλκος πήρε το ένα ποτήρι και ήπιε μια γουλιά από το ελαφρύ ποτό. Δεν είχε καταλάβει, ώς τώρα, πόσο διψούσε.

«Θα μου πεις, ή θα πρέπει να σου κάνω βασανιστήρια;» ρώτησε η Παντοκράτειρα μεταξύ αστείου και σοβαρού, και ήπιε κι εκείνη μια γουλιά από το ποτό της.

«Θα ήταν καλύτερα αν ήμασταν τελείως μόνοι.»

«Αυτό δεν γίνεται. –Πες μου,» επέμεινε.

Δε φαίνεται να υπάρχει άλλος τρόπος… συμπέρανε ο Ορείχαλκος. «Κατ’αρχήν, ήξερες ότι ο θείος μου ο Όνυχας είχε αντικατασταθεί από ένα Δημιούργημα;»

Η Αγαρίστη κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»

«Δεν είναι παράξενο που η Παντοκράτειρα δεν ήξερε κάτι τέτοιο;»

«Δε μπορώ να ξέρω τα πάντα, αγάπη μου! Η επικράτειά μου είναι τεράστια. Τι είχε κάνει ο θείος σου και τον είχαν αντικαταστήσει;»

«Δεν είμαι βέβαιος. Αλλά ήμουν σύζυγός σου, Αγαρίστη· κανονικά δεν θα έπρεπε να ήξερες ότι ένα Δημιούργημα ήταν τόσο κοντά μου;»

«Πού θέλεις να καταλήξεις; Γι’αυτό στράφηκες εναντίον μου; Επειδή θεώρησες το Δημιούργημα προσβολή;»

«Δεν είμαι εναντίον σου. Ποτέ δεν θα είμαι. Και δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο επαναστάτησα.»

«Ποιος είναι, τότε;»

«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος ήρθε και με βρήκε–»

«Το ήξερα!» φώναξε η Παντοκράτειρα καθώς πεταγόταν όρθια. «Αυτός ξανά! Σου είπε ψέματα, ό,τι κι αν σου είπε!»

«Δεν το νομίζω–»

«Πιστεύεις αυτόν κι όχι εμένα;» Η Παντοκράτειρα εκτόξευσε το ποτήρι της προς τον τοίχο, κάνοντάς το να σπάσει επάνω σ’έναν πίνακα, καταστρέφοντάς το κέντρο του.

«Ο Ανδρόνικος μού μίλησε για μια… ανακάλυψη που ίσως θα ήθελες να μάθεις κι εσύ,» είπε ο Ορείχαλκος, νηφάλια.

«Δεν έχει τίποτα να μου πει αυτός που θα ήθελα να μάθω!»

«Αγαρίστη, θα ακούσεις τι έχω, τουλάχιστον, να πω εγώ

«Σ’έχει επηρεάσει!»

«Νομίζεις ότι επηρεάζομαι τόσο εύκολα;»

«Δεν ξέρω πόσο εύκολα επηρεάζεσαι, αλλά ο Ανδρόνικος είναι δαιμονικός. Ειδικεύεται ακριβώς σε τέτοιες απάτες.»

«Δεν ήταν απάτη αυτά που μου είπε, γιατί μου έχεις κι εσύ πει, εν μέρει, τα ίδια.»

Η Αγαρίστη συνοφρυώθηκε, μορφάζοντας. «Τι…;»

«Κάθισε,» της πρότεινε ο Ορείχαλκος, που ήταν ακόμα καθισμένος.

Η Αγαρίστη ήρθε και κάθισε στα γόνατά του, σχεδόν κάνοντας το ποτήρι με το Αργυρό Νεφέλωμα να φύγει από το χέρι του. Το πρόσωπό της τον ατένιζε σοβαρά. Θυμωμένα, ίσως. Αλλά πίσω από αυτή τη μάσκα ο Ορείχαλκος εξακολουθούσε να μπορεί να νιώσει τον δεσμό τους που είχε δημιουργήσει ο Πύργος του Ήλιου και του Ανέμου.

«Όταν ήμασταν στον πύργο,» της είπε, «μου διηγήθηκες μια ιστορία. Τη θυμάσαι; Μια ιστορία για μια κοπέλα που βρήκε ένα μαγικό κουτί…»

Η Αγαρίστη αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει. «Τι… τι σχέση…;»

«Θυμάσαι λοιπόν.»

Η Αγαρίστη ξεροκατάπιε. «Γενικά.»

Ο Ορείχαλκος τής έδωσε το ποτό του. Λέει ψέματα, σκέφτηκε. Θυμάται πολύ καλά. Αλλά δεν πειράζει.

Η Αγαρίστη έπιασε το ποτήρι και ήπιε μια γουλιά.

Ο Ορείχαλκος είπε: «Ο Ανδρόνικος μού μίλησε για μια ανακάλυψη που έχει κάνει. Σχετικά με μια οντότητα που ονομάζεται Ελκράσ’ναρχ.»

Τα μάτια της του μαρτυρούσαν πως το όνομα δεν της έλεγε τίποτα.

Με τις άκριες των δικών του ματιών, όμως, νόμιζε πως είδε τις μορφές των Υπερασπιστών να αναδεύονται στα άκρα του δωματίου.

«Δεν το ανακάλυψε ο ίδιος ο Ανδρόνικος αυτό, βέβαια. Κάποιοι άλλοι το ανακάλυψαν–»

«Αποστάτες;»

«Θα μπορούσες να τους πεις ‘αποστάτες’, υποθέτω… Ο Ελκράσ’ναρχ, Αγαρίστη, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, είναι μια οντότητα από τον Ενιαίο Κόσμο. Έχεις ακούσει για τον Ενιαίο Κόσμο;»

«Ναι. Είναι ένα φιλοσοφικό θέμα.»

«Ίσως,» είπε ο Ορείχαλκος. «Ο Ελκράσ’ναρχ, πάντως, δεν μπορεί να υπάρξει στο σύμπαν μας έτσι όπως είναι τώρα διαμορφωμένο. Χρειάζεται έναν πλοηγό. Κάποιον από εδώ για να τον… οδηγεί, θα μπορούσες να πεις.»

«Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει εγώ να τα μάθω όλ’αυτά.»

«Διότι οι Υπερασπιστές σου είναι ο Ελκράσ’ναρχ, Αγαρίστη, κι εσύ είσαι η πλοηγός τους.»

«Τι ανοησίες είναι αυτές, Αρχόντισσά μας;» αντήχησε η απόκοσμη φωνή των Υπερασπιστών μέσα στο δωμάτιο. «Σ’το είπαμε ότι θα προσπαθήσει να σου παίξει κάποιο παιχνίδι!»

Η Αγαρίστη γέλασε, σαν όλα τούτα να ήταν αστεία. «Αν ήμουν πλοηγός τους, δεν θα το ήξερα;» είπε στον Ορείχαλκο.

«Ίσως όχι. Αυτό το πλάσμα» – κοίταξε προς στιγμή έναν από τους Υπερασπιστές – «προσπαθεί να σε κοροϊδέψει. Σε έχει ήδη κοροϊδέψει. Δεν είναι τέσσερις, όπως νομίζεις· είναι ένας. Και σε χρησιμοποιεί για να βρίσκεται εδώ, στο σύμπαν μας.»

«Λες ανοησίες,» είπε η Αγαρίστη. «Οι Υπερασπιστές μου μου έχουν προσφέρει ό,τι έχω!»

«Γιατί; Τι έχουν οι ίδιοι να κερδίσουν; Αναρωτήθηκες ποτέ; Πώς τους γνώρισες, Αγαρίστη; Πού τους συνάντησες;»

«Τι σημασία έχει αυτό;…» Συνέχεια εκεί επιστρέφουμε, σκέφτηκε η Παντοκράτειρα, ακούσια, ζαλισμένα, καθώς θυμόταν τα όνειρα που της προκαλούσε εκείνη η παράξενη μαυρόδερμη μάγισσα. Δεν είχε περάσει και τόσος καιρός από τότε…

«Πού τους συνάντησες, Αγαρίστη; Τι συμφωνία έκανες μαζί τους;»

«Αρχόντισσά μας, αυτός ο άνθρωπος προσπαθεί να σε μπερδέψει.» Οι Υπερασπιστές είχαν πλησιάσει τώρα την πολυθρόνα, και τα χέρια τους είχαν μετατραπεί σε μαύρες φωτιές, μέσα στις οποίες αργυρές και πορφυρές φλόγες διακρίνονταν. «Πολύ πιθανόν να τον έχει στείλει ο Αρχιπροδότης.»

Η Αγαρίστη ύψωσε απότομα το χέρι της. «Μην έρχεστε κοντά! Προφανώς ο Αρχιπροδότης τον έχει επηρεάσει κάπως. Δεν φταίει ο ίδιος ο Ορείχαλκος, όμως.»

«Καλύτερα να μη βρίσκεται μαζί σου, Αρχόντισσά μας.»

«Όχι,» είπε η Αγαρίστη· «τον θέλω εδώ. Εξάλλου, δεν είναι εχθρός μου. Τον έχουν μπερδέψει λέγοντάς του ψέματα.»

«Αυτό δεν είναι βέβαιο, Αρχόντισσά μας…»

«Για εμένα, είναι,» επέμεινε η Παντοκράτειρα καθώς σηκωνόταν όρθια, για να σταθεί ανάμεσα στους Υπερασπιστές και στον Ορείχαλκο, που ήταν ακόμα καθισμένος.

«Η επιθυμία σου είναι διαταγή για εμάς. Το γνωρίζεις αυτό.» Οι μαύρες φλόγες εξαφανίστηκαν από τα χέρια τους.

Και ο Ορείχαλκος αναρωτήθηκε: Πώς μπορώ να την κάνω να καταλάβει; Πώς είναι ποτέ δυνατόν να δει εχθρικά αυτές τις πανίσχυρες οντότητες– αυτή την πανίσχυρη οντότητα που την υπηρετεί τόσο πρόθυμα;

Η Αγαρίστη στράφηκε πάλι να τον κοιτάξει. Και γέλασε. Κούνησε το κεφάλι της, μ’ένα μεγάλο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη της. «Ορείχαλκε… Ορείχαλκε…» είπε. «Τι ανόητος που είσαι, αγάπη μου! Δε θάπρεπε να πιστεύεις ό,τι ακούς. Ο Ανδρόνικος είναι ένας άθλιος προδότης. Ένα κατακάθι του Γνωστού Σύμπαντος. Σου είπε ψέματα, επειδή ήθελε να κάνει τη Σάρντλι να επαναστατήσει εναντίον μου. Αλλά καταλαβαίνω ότι δεν έφταιγες εσύ γι’αυτό. Αν ήσουν σαν εκείνον δεν θα επέστρεφες εδώ σ’εμένα.» Κάθισε στον βραχίονα της πολυθρόνας. «Έκανες το καλύτερο που μπορούσες να κάνεις, βασικά!» Γέλασε. «Χαίρομαι πολύ που είμαστε ξανά μαζί!» Άγγιξε, με το ένα χέρι, το πρόσωπό του. «Δε θα σ’αφήσω να πας πουθενά τώρα. Θα νικήσουμε τον Αρχιπροδότη και τους αποστάτες του, και θα κυβερνήσουμε το Γνωστό Σύμπαν μαζί!» Έσκυψε και τον φίλησε.

Πάνω από τον ώμο της, ο Ορείχαλκος νόμιζε ότι μπορούσε πάλι να δει τις ενεργειακές μορφές των Υπερασπιστών να αναδεύονται οργισμένα.

Τουλάχιστον θα είμαι κοντά της, συλλογίστηκε. Ίσως να είχαν συμβεί χειρότερα, πολύ χειρότερα, πράγματα… Ήταν, άλλωστε, αναμενόμενο ότι δεν θα τον πίστευε αμέσως.

Βίηλ

1.

Η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, η Βασνίτα, και ο Όρνιφιμ συζητούσαν μέχρι αργά τη νύχτα. Και μαζί τους, μέσω του Όρνιφιμ, μιλούσαν και οι τρεις άλλοι Ιεράρχες που βρίσκονταν στη Βίηλ: ο Αρκαλόν και η Ράιλμεχ, οι οποίοι ήταν στο Πριγκιπάτο Χαύδοραλ, και η Διάττα, που ήταν στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ. Η τελευταία τούς έφερε σε επαφή και με τον Δαίδαλο, ο οποίος – είπε ο Όρνιφιμ – φάνηκε να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πρόταση του Τζακ’μορ Πολύχρωμου να τους οδηγήσει στον Τάμπριελ.

«Τι νομίζει ο Δαίδαλος, Όρνιφιμ;» ρώτησε η Ανταρλίδα. «Είναι δυνατόν… είναι δυνατόν ο Τάμπριελ να είναι ζωντανός;» Ήταν καθισμένη σε μια πολυθρόνα, κοντά στο παράθυρο του καθιστικού των πριγκιπικών διαμερισμάτων της Βασνίτα, μέσα στο κάστρο της Νέλερβικ.

«Σ’αυτό δεν μπορεί να απαντήσει,» αποκρίθηκε ο Όρνιφιμ. «Είναι το ίδιο παραξενεμένος όσο κι εσείς. Κανονικά, λέει, αυτό που ισχυρίζεται ο Τζακ δεν θα έπρεπε να είναι εφικτό.»

«Φυσικά,» είπε η Αλιζέτ. «Ο Τάμπριελ είναι νεκρός· όλοι το ξέρουμε. Είδαμε το σώμα του να καίγεται. Τα λόγια του Τζακ…» Κούνησε το κεφάλι της. «Είναι πολύ πιθανό να πρόκειται για κόλπο.»

«Δε σε παραξενεύει, όμως, το γεγονός ότι ο Τζακ έζησε τόσες ημέρες χωρίς ούτε νερό ούτε τροφή;» ρώτησε η Βασνίτα, που ήταν καθισμένη σε μια πολυθρόνα δίπλα στο αναμμένο τζάκι, με τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο κάτω απ’το φαρδύ, μακρύ φόρεμά της.

«Ναι, είναι παράξενο,» παραδέχτηκε η Αλιζέτ. «Αλλά άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Πώς είναι δυνατόν ο Τάμπριελ να ζει αφού είναι νεκρός;»

«Αν όμως υπάρχει έστω και μια πιθανότητα να είναι ζωντανός, Αλιζέτ,» είπε ο Όρνιφιμ, «πρέπει να πάμε να τον βρούμε. Όλοι συμφωνούμε σ’αυτό.» Και κανένας δεν είχε αμφιβολία πως λέγοντας όλοι αναφερόταν στους άλλους Ιεράρχες. «Επιπλέον, για τι είδους παγίδα μπορεί να πρόκειται; Πιστεύεις ότι ο Τζακ θέλει να μας πάει κάπου για να μας σκοτώσει;»

Η Αλιζέτ μόρφασε. «Η αλήθεια είναι πως μοιάζει παράλογο… όμως η περίπτωση είναι τόσο περίεργη που δεν μπορείς να μην το υποπτευθείς, Όρνιφιμ.»

«Πρέπει να το δοκιμάσουμε,» είπε η Ανταρλίδα. «Προτείνω αύριο να ξεκινήσουμε. Να δούμε πού σκοπεύει να μας οδηγήσει.»

«Θα έρθουμε μαζί σου, φυσικά,» δήλωσε ο Όρνιφιμ: και πάλι δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αναφερόταν σ’όλους τους Ιεράρχες.

«Θα έρθουν ο Αρκαλόν και η Ράιλμεχ από το Χαύδοραλ;»

«Ναι.»

«Και η Διάττα από το Κίρτβεχ;» Το Κίρτβεχ είναι στην άλλη άκρη της Βίηλ! σκέφτηκε η Ανταρλίδα.

«Για την ώρα, όχι, η Διάττα θα μείνει εκεί. Αναλόγως, όμως, πού θα κατευθυνθούμε, ίσως τελικά να έρθει. Ίσως να έρθει ακόμα κι ο Δαίδαλος. Έτσι λέει, τουλάχιστον.»

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Δεν είναι απαραίτητη η βοήθειά του για τον πόλεμο στα δυτικά;»

«Δε θα κατασκευάσει άλλα αυτοκίνητα. Αυτά που έχουν ισχυρίζεται πως είναι αρκετά, και λέει πως δεν θέλει να κλέψει άλλο Φως από τη Βίηλ.»

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Τι φως;»

«Η ενέργεια της Βίηλ,» είπε ο Όρνιφιμ.

Η Ανταρλίδα κατάλαβε και ένευσε. «Μιλάει στη Διάττα γι’αυτά τα πράγματα;»

«Ελάχιστα. Η Διάττα δεν είναι μάγισσα· δεν ασχολείται με την κατασκευή των αυτοκινήτων. Αλλά ακούει κάπου-κάπου τι λένε οι μάγοι.»

«Εντάξει,» είπε η Ανταρλίδα· και ρώτησε: «Πόσο γρήγορα θα έρθουν εδώ ο Αρκαλόν και η Ράιλμεχ;»

«Ας δούμε πρώτα προς τα πού σκοπεύει να μας πάει ο Τζακ, και μπορεί να τους συναντήσουμε καθοδόν. Αν, για παράδειγμα, σκοπεύει να μας πάει νότια, θα περάσουμε μέσα απ’το Χαύδοραλ.»

«Μετά το Χαύδοραλ,» είπε η Βασνίτα σκεπτικά, «είναι το Πράσινο Πέλαγος και κάτι νησιά…»

«Υπάρχει, ούτως ή άλλως, καμια λογική στο πού θα μας οδηγήσει, Πριγκίπισσά μου;» ρώτησε ο Όρνιφιμ, ρητορικά, γιατί ήταν προφανές πως δεν υπήρχε.

Η Ανταρλίδα είπε: «Στη Βίηλ, πού λέγεται ότι πηγαίνουν οι νεκροί;»

«Υπάρχουν κάποιες… δοξασίες,» απάντησε η Βασνίτα ανασηκώνοντας τους ώμους. «Καμια δεν είναι βέβαιη. Σύμφωνα με ορισμένες, γίνονται ένα με το Φως. Σύμφωνα με άλλες, πηγαίνουν στα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών. Και υπάρχει κι η δοξασία ότι μερικές ψυχές τις παίρνουν τα Δαιμόνια. Όπως και νάχει, υποτίθεται ότι ο Τάμπριελ είναι ζωντανός, έτσι;»

«Υποτίθεται,» είπε η Αλιζέτ, που δεν έμοιαζε να το πιστεύει.

Η Ανταρλίδα στράφηκε να την κοιτάξει, λιγάκι θυμωμένη μαζί της αν και κατανοούσε τη δυσπιστία της. Κι εγώ την ίδια δυσπιστία έχω, κατά βάθος. Αν δεν αγαπούσε τον Τάμπριελ θα έλεγε τα ίδια πράγματα όπως η Σκοτεινή Βασίλισσα. Το ήξερε· δεν είχε αμφιβολία. «Θα έρθεις μαζί μας, ή όχι;» ρώτησε.

Η Αλιζέτ, καθισμένη στον καναπέ αντίκρυ στην Ανταρλίδα, δίπλα στον Όρνιφιμ, φάνηκε σκεπτική. Τα ατσάλινα μάτια της απέφυγαν τα μενεξεδιά μάτια της Ανταρλίδας. Αλλά όχι για πολύ. «Θα έρθω. Για δύο λόγους: περιέργεια, κι επειδή δεν τον εμπιστεύομαι.»

Η Ανταρλίδα ένευσε. «Ούτε εγώ τον εμπιστεύομαι, Αλιζέτ.»

Η Αλιζέτ ένευσε επίσης· μια κίνηση που έλεγε στην άλλη Μαύρη Δράκαινα: Εννοείται· δεν είπα ότι είσαι χαζή.

Η Ανταρλίδα στράφηκε στη Βασνίτα. «Θα χρειαστούμε το μεταβαλλόμενο όχημα, Πριγκίπισσά μου.»

«Βεβαίως. Δεν είχα σκοπό να σας το πάρω. Είναι δικό σας, εξάλλου. Εσείς το φέρατε εδώ.»

«Δεν το είπα γι’αυτό. Ήθελα να πω ότι χρειαζόμαστε έναν μάγο για να καθίσει στο ενεργειακό κέντρο του· κι εκτός από τον Τζακ δεν θα έχουμε κανέναν μαζί μας–»

«Δε μπορούμε να βάλουμε τον Τζακ–» άρχισε η Αλιζέτ.

«Δε θα βάλουμε τον Τζακ,» τη διέκοψε η Ανταρλίδα. «Αυτό είναι το όλο θέμα.» Και προς τη Βασνίτα: «Πού βρίσκεται η Ιλρίνα’νορ, Πριγκίπισσά μου;»

«Στο Χαύδοραλ, στη Νάσπελ, αν δεν κάνω λάθος.»

«Εκεί είναι,» επιβεβαίωσε ο Όρνιφιμ: γνωρίζοντάς το μάλλον μέσω του Αρκαλόν και της Ράιλμεχ, σκέφτηκε η Ανταρλίδα.

«Θα μπορούσα,» είπε η Βασνίτα, «να προστάξω κάποιον άλλο μάγο να πάει μαζί σας. Αν και η αλήθεια είναι πως χρειάζομαι κάθε μάγο που έχω, τώρα με τον πόλεμο.»

«Κι εμείς θα προτιμούσαμε έναν μάγο που τον γνωρίζουμε,» είπε η Ανταρλίδα.

«Ας πάμε αύριο να βρούμε την Ιλρίνα’νορ,» πρότεινε η Αλιζέτ. «Με ελικόπτερο, η Νάσπελ δεν είναι και τόσο μακριά.»

«Και θα πάρουμε τον Τζακ μαζί μας,» πρόσθεσε η Ανταρλίδα.

«Δεν πρόκειται να πάει πουθενά όσο είναι στα μπουντρούμια του κάστρου,» τόνισε η Βασνίτα.

«Δεν είναι εκεί το θέμα,» είπε η Ανταρλίδα. «Είμαι περίεργη να δω αν θα παραμείνει σταθερός στην ιστορία που μας λέει, ή αν ξαφνικά θ’αρχίσει ν’αλλάζει πράγματα.»

Η Αλιζέτ ένευσε, μοιάζοντας να εγκρίνει το σκεπτικό της. Ωστόσο είπε: «Αν όμως τα έχει σκεφτεί όλα αυτά, σίγουρα θα τα έχει σκεφτεί καλά, Ανταρλίδα. Δύσκολο να κάνει κάποιο λάθος τώρα.»

2.

Η Ανταρλίδα δεν μπορούσε να κλείσει μάτι εκείνη τη νύχτα. Ήταν, βέβαια, Μαύρη Δράκαινα και ήξερε τι να κάνει για να κοιμηθεί: να χαλαρώσει το σώμα, ν’αδειάσει τελείως το μυαλό για μερικά λεπτά, και ο ύπνος θα την έπαιρνε. Ήταν θέμα αυτοελέγχου, και ο αυτοέλεγχος δεν ήταν κάτι που ποτέ τής έλειπε. Επομένως, συμπέρανε ότι κατά βάθος δεν ήθελε να κοιμηθεί, σαν να φοβόταν πως όταν ξυπνούσε ίσως να διαπίστωνε ότι όλα τούτα δεν ήταν παρά ένα όνειρο, ότι ο Τάμπριελ ήταν πέραν κάθε αμφιβολίας νεκρός, και ότι ο Τζακ δεν είχε ποτέ πει πως μπορούσε να τους οδηγήσει σ’αυτόν.

Και πώς είναι δυνατόν να μπορεί να μας οδηγήσει σ’αυτόν, ούτως ή άλλως; Πώς είναι δυνατόν;

Η Ανταρλίδα άλλαξε πλευρό, αναστενάζοντας. Θα πάμε και θα μάθουμε. Κι αν μας έχει πει ψέματα, θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.

Κάποια στιγμή, τελικά, την πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκε βλέποντας παράξενα όνειρα. Όταν ξύπνησε ήταν αυγή και δεν θυμόταν τίποτα απ’αυτά που είχε ονειρευτεί. Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και τα πόδια της πάτησαν στο μαλακό χαλί που απλωνόταν στο πάτωμα. Πήγε στην τουαλέτα, και όταν βγήκε άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο και κάλεσε την Αλιζέτ.

«Ναι;» Η Σκοτεινή Βασίλισσα ήταν ξύπνια εδώ και κάποια ώρα· η φωνή της το μαρτυρούσε ξεκάθαρα.

«Είσαι έτοιμη;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Ναι. Θέλεις να πάμε να πάρουμε τον Τζακ;»

«Ναι. Θα περάσω απ’το δωμάτιό σου.»

«Θα περιμένω.»

Η Ανταρλίδα έκλεισε τον δίαυλο. Ντύθηκε και εξοπλίστηκε, και μετά βγήκε απ’το δωμάτιό της, πηγαίνοντας προς αυτό της Αλιζέτ.

Η Σκοτεινή Βασίλισσα την περίμενε έξω απ’την πόρτα, και ήταν κι εκείνη καλά ντυμένη, παρατήρησε η Ανταρλίδα. Έκανε κρύο σήμερα. Φορούσαν παρόμοια ρούχα κι οι δυο τους: δερμάτινο παντελόνι, ψηλές μπότες, δερμάτινο πανωφόρι με γούνα η Ανταρλίδα, μάλλινο πανωφόρι χωρίς γούνα η Αλιζέτ. Από τις ζώνες τους κρέμονταν τα όπλα τους: σπαθί και ξιφίδιο. Και υπήρχε, επίσης, ένα ξιφίδιο σε κάθε μπότα τους. Η Ανταρλίδα, όμως, με το κατάλευκο δέρμα της και τα ξανθά μαλλιά της, έμοιαζε σαν φωτεινή αντανάκλαση της Αλιζέτ, που είχε δέρμα άσπρο με απόχρωση του ροζ, μαλλιά μαύρα, και μάτια που θύμιζαν ατσάλινες λεπίδες.

«Πάμε,» είπε η Ανταρλίδα χωρίς να πάψει καθόλου τον βηματισμό της, και η Σκοτεινή Βασίλισσα την ακολούθησε.

Οι φρουροί στα μπουντρούμια δεν τους έφεραν αντίσταση, όταν κατέβηκαν και πήγαν στο κελί του Τζακ. Τις ήξεραν και τις δύο.

«Θα πάρουμε τον κρατούμενο,» είπε η Ανταρλίδα σ’αυτούς που φυλούσαν το κελί του μάγου. «Η Πριγκίπισσα έχει ειδοποιηθεί. Αν θέλετε μπορείτε να την καλέσετε για να τη ρωτήσετε.»

Οι φρουροί ένευσαν, αλλά κανένας δεν άγγιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό που είχαν μαζί τους. Ξεκλείδωσαν το κελί και άφησαν τις Μαύρες Δράκαινες να μπουν.

Ο Τζακ είχε ήδη ανασηκωθεί επάνω στο αχυρόστρωμά του. «Βλέπω αποφασίσατε,» είπε.

«Σήκω,» πρόσταξε η Ανταρλίδα.

Εκείνος σηκώθηκε.

«Αν μας έχεις πει ψέματα, θα σε σκοτώσω.»

«Δεν περίμενα ν’ακούσω τίποτα λιγότερο,» είπε ο Τζακ.

«Είπες ότι αισθάνεσαι την παρουσία του Τάμπριελ, σωστά;»

«Την αισθάνομαι, ναι.»

«Προς τα πού είναι;»

Ο Τζακ έδειξε προς μια κατεύθυνση.

«Δυτικά,» παρατήρησε η Αλιζέτ, που, ακόμα κι εδώ μέσα, στο κάστρο της Νέλερβικ, δεν έχανε τον προσανατολισμό της.

Η Ανταρλίδα ένευσε. Δυτικά… Ώς το Κίρτβεχ, άραγε; «Πόσο μακριά;»

«Αυτό δεν το ξέρω.»

«Θα έρθεις μαζί μας,» του είπε. «Τώρα.»

«Εντάξει.»

Τις ακολούθησε έξω απ’το κελί, και μετά, μέσα στον ανελκυστήρα και επάνω στους ορόφους του κεντρικού οικήματος του κάστρου της Νέλερβικ. Οι δύο Μαύρες Δράκαινες τον πρόσεχαν σαν να ήταν κάποιο επικίνδυνο δηλητηριώδες ερπετό, έχοντάς τον, συνεχώς, τουλάχιστον στις άκριες του πεδίου της όρασής τους, κι έτοιμες πάντοτε να τραβήξουν τα όπλα τους. Ο Τζακ’μορ, όμως, δεν έκανε καμία ύποπτη κίνηση. Όπως ήταν αναμενόμενο, άλλωστε, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Αν σχεδιάζει κάτι, μάλλον δεν σκοπεύει να το βάλει σ’εφαρμογή από τώρα.

Χτύπησαν την πόρτα του Όρνιφιμ, κι εκείνος βγήκε απ’το δωμάτιό του ντυμένος και έτοιμος. «Θα πάρουμε κανέναν άλλο μαζί μας;» ρώτησε.

«Κανένας άλλος δεν χρειάζεται,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Το ελικόπτερο, υποθέτω, μας περιμένει…»

«Έτσι είπε η Πριγκίπισσα: ότι θα το είχε έτοιμο το πρωί.»

«Δεν ξέρω αν ο καλύτερος τρόπος θα ήταν να πάμε με ελικόπτερο,» είπε ο Τζακ, σκεπτικά.

Στράφηκαν κι οι τρεις να τον κοιτάξουν.

«Γιατί;» ρώτησε η Ανταρλίδα, που δεν της άρεσε καθόλου αυτό που είχε ακούσει.

«Απλώς… η ταχύτητα… Καλύτερα, νομίζω, να πάμε πιο αργά απ’ό,τι πετά ένα ελικόπτερο. Για να μη χάσω τον προσανατολισμό μου.»

Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ αλληλοκοιτάχτηκαν. Τα μάτια της Σκοτεινής Βασίλισσας έλεγαν: Σ’το είπα – κάτι δεν πάει καλά.

Η Ανταρλίδα στράφηκε ξανά στον Τζακ. «Δεν πηγαίνουμε τώρα να βρούμε τον Τάμπριελ.»

Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Πού πηγαίνουμε;»

«Θα δεις.»

3.

Το Πριγκιπάτο Χαύδοραλ ήταν το πιο εκτεθειμένο απ’όλα τα ανατολικά πριγκιπάτα που είχαν επαναστατήσει, εξαιτίας της θέσης του. Τα δυτικά του σύνορα ήταν και τα σύνορα που χώριζαν την ανατολική από την κεντρική Βίηλ, αν και το Νέλερβικ επίσης δεν βρισκόταν μακριά. Ο Πρόμαχος Άτβος, επομένως, περνούσε τον περισσότερό του καιρό, τελευταία, στο Χαύδοραλ ώστε να βοηθά τους ντόπιους όσο μπορούσε. Το ίδιο και η Ράιλμεχ κι ο Αρκαλόν, οι οποίοι, λόγω του ιδιαίτερου δεσμού των Ιεραρχών, ήταν εξαιρετικά σημαντικοί για τον συντονισμό των κινήσεων των επαναστατών μέσα στον πόλεμο.

Όταν, όμως, έμαθαν για τη συζήτηση της Ανταρλίδας με τον Τζακ, η Ράιλμεχ έφυγε από τη θέση της σ’ένα φρούριο στις όχθες του ποταμού Κάνιλρεχ και, καβαλώντας ένα γρήγορο δίκυκλο, πήγε στη Νάσπελ μέσα στη νύχτα. Ήταν μια πόλη οικοδομημένη κυκλικά, με αξιοθαύμαστη συμμετρία. Οι κάτοικοί της έλεγαν πως ένας μεγάλος αρχιτέκτονας του Χαύδοραλ (και νεκρός εδώ και δύο αιώνες), ο Ναρδάφος, την είχε σχεδιάσει, και ήταν από τις πιο όμορφα φτιαγμένες πόλεις της Βίηλ – ή, τουλάχιστον, έτσι υποστήριζαν. Στο κέντρο της βρισκόταν το κάστρο, επάνω σ’έναν λόφο. Και στο κέντρο του κάστρου ήταν ένα τέμενος. Σύμφωνα με τις φήμες, το τέμενος υπήρχε εδώ από πολύ παλιά· το φρούριο είχε οικοδομηθεί γύρω του, και γύρω από το φρούριο μια μικρή πόλη που, τελικά, είχε μεγαλώσει και, με τη βοήθεια του Ναρδάφος, είχε γίνει η σημερινή Νάσπελ.

Η Ράιλμεχ δεν είχε πρόβλημα να μπει στο κάστρο. Οι φρουροί ήξεραν ότι ήταν συντρόφισσα του Προμάχου Άτβος, και της επέτρεψαν να περάσει την πύλη και ν’αφήσει το δίκυκλό της στον χώρο στάθμευσης.

Ο Άτβος και η Ιλρίνα κοιμόνταν στο δωμάτιό τους, όταν ένας υπηρέτης τούς κάλεσε για να τους ειδοποιήσει ότι η Ράιλμεχ είχε έρθει ζητώντας τους.

«Τι θέλει;» ρώτησε ο Πρόμαχος, που είχε ανοίξει τον δίαυλο κοντά στο κρεβάτι.

«Δε γνωρίζω, Άρχοντά μου. Πρέπει, όμως, να είναι κάτι επείγον.»

Ο Άτβος κοίταξε την Ιλρίνα, η οποία ήταν ανασηκωμένη πλάι του και σίγουρα είχε ακούσει τα λόγια του υπηρέτη από το μεγάφωνο του ανοιχτού διαύλου. «Να τη φέρουμε εδώ;»

Η μάγισσα κατένευσε.

Ο Άτβος μίλησε στο μικρόφωνο του διαύλου: «Πες της να έρθει στα δωμάτιά μου.»

«Μάλιστα, Άρχοντά μου.»

Ο Άτβος και η Ιλρίνα σηκώθηκαν και ντύθηκαν πρόχειρα. Όταν η εξώπορτα χτύπησε, ο Πρόμαχος άνοιξε και υποδέχτηκε την Ιεράρχη στο καθιστικό μπροστά από το υπνοδωμάτιο.

«Ράιλμεχ… Συμβαίνει κάτι;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, λύνοντας την κάπα της και κρεμώντας την στην κρεμάστρα στη γωνία. «Κάτι πολύ περίεργο, Πρόμαχε. Κι αύριο το πρωί θα έχεις επισκέψεις εδώ.»

Ο Άτβος συνοφρυώθηκε.

Η Ράιλμεχ τούς πρότεινε να καθίσουν, και μετά τους διηγήθηκε το περιστατικό με τον Τζακ’μορ Πολύχρωμο στα μπουντρούμια του κάστρου της Νέλερβικ.

«Δε μ’αρέσει αυτό,» είπε ο Πρόμαχος. «Δε μ’αρέσει καθόλου. Ο Τάμπριελ δεν μπορεί νάναι ζωντανός, Ράιλμεχ. Το ξέρεις.»

«Αν όμως είναι;»

«Δεν είναι δυνατόν, Ράιλμεχ. Κάψαμε το σώμα του. Ο Τζακ προσπαθεί να σας κοροϊδέψει.»

«Και η Ανταρλίδα το υποπτεύεται αυτό, απ’ό,τι καταλαβαίνω, αλλά επίσης…» – για μια στιγμή κόμπιασε – «δε φαίνεται ο Τζακ να μπορεί να κάνει τίποτα. Και ο Τάμπριελ είναι πολύ σημαντικό πρόσωπο, Πρόμαχε. Δε μπορούμε να τον αγνοήσουμε.»

Ο Άτβος αναστέναξε. Ακριβώς γι’αυτό ο Τζακ προσπαθεί να σας κοροϊδέψει: επειδή ξέρει ότι δεν μπορείτε να τον αγνοήσετε! σκέφτηκε. Όμως είπε: «Και γιατί η Ανταρλίδα θάρθει εδώ αύριο;»

«Χρειάζεται εσένα, Ιλρίνα.» Η Ράιλμεχ ατένισε τη μάγισσα.

«Εμένα; Αν είναι για να με ρωτήσει αν λέει αλήθεια ο Τζακ–»

«Δεν είναι γι’αυτό.»

«Τότε;»

«Θέλει να πας μαζί μ’εκείνη και τους άλλους, για να ελέγχεις την ενεργειακή ροή του μεταβαλλόμενου οχήματος.»

«Δεν είναι σοβαρή!» πετάχτηκε ο Άτβος.

«Χρειάζεται έναν μάγο που μπορεί να εμπιστευτεί, και που ξέρει τι κάνει–»

«Καταλαβαίνω τους λόγους της, αλλά η Ιλρίνα δεν μπορεί να πάει μαζί της σ’αυτό… σ’αυτό το κυνήγι για τρελούς! Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για παγίδα – και ποτέ δεν θα έστελνα κανέναν επαναστάτη μου σε παγίδα!»

Η Ράιλμεχ κοίταξε την Ιλρίνα.

Εκείνη δεν μίλησε.

Η Ιεράρχης είπε, και προς τους δύο: «Η Ανταρλίδα θα έρθει αύριο, και θα το συζητήσετε. Μαζί της θα είναι η Αλιζέτ, ο Όρνιφιμ, και ο Τζακ.»

«Θα τον φέρουν εδώ;»

«Δε νομίζουν ότι μπορεί να κάνει τίποτα κακό, Πρόμαχε.»

Ο Άτβος δεν ήταν και τόσο σίγουρος γι’αυτό – και απορούσε πώς η Ανταρλίδα μπορούσε να είναι. Απορούσε, γενικά, πώς είχε πέσει θύμα αυτής της απάτης. Διότι, αναμφίβολα, για απάτη επρόκειτο. Οι νεκροί δεν ξαναγυρίζουν στον κόσμο των ζωντανών!

Όταν η Ράιλμεχ έφυγε απ’τα δωμάτιά τους, ο Άτβος και η Ιλρίνα’νορ συζήτησαν για πολλή ώρα σχετικά με το τι έπρεπε να κάνουν.

«Ίσως θα ήταν καλύτερα αν πήγαινα να τους βοηθήσω…» είπε, σε κάποια στιγμή, εκείνη. Ήταν καθισμένη σε μια πολυθρόνα και είχε στα χέρια της ένα ποτήρι κρασί από το Έλρηνεχ.

«Τι είναι αυτά που λες; Ξεχνάς ότι, εκτός των άλλων, πρέπει να πάμε στο Κάνρελ; Τώρα, που έχουμε κατακτήσει τα πρώτα εδάφη στις ακτές του, είναι μια καλή ευκαιρία. Πρέπει να βρούμε τον γιο μας, Ιλρίνα.»

Εκείνη ξεροκατάπιε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Αυτό, όμως, μπορεί να περιμένει, σκέφτηκε, δεν μπορεί να περιμένει;… Τόσα… τόσα χρόνια ήταν χωρίς εμάς… Θα μας αναγνωρίσει; Ήπιε μια γουλιά απ’το κρασί της. Έκανε τη φωνή της σταθερή. «Άτβος, αγάπη μου… Αυτό το πρόβλημα είναι πιο άμεσο–»

«Πιο άμεσο απ’το να βρούμε τον Άλδρος;»

«Μη λες τ’όνομά του – δεν ξέρεις καν αν θα έχει κρατήσει αυτό το όνομα!» είπε η Ιλρίνα, πιο απότομα απ’ό,τι θα ήθελε.

«Δεν πρόκειται να ξέχασε το όνομά του· δεν ήταν τόσο μικρός όταν τον αφήσαμε. Και αποκλείεται να– Ιλρίνα… δεν θέλεις να τον ξαναδείς;»

Εκείνη δίστασε για μια στιγμή να του απαντήσει. «Θέλω,» είπε τελικά. «Φυσικά και θέλω. Αλλά…» Μεγάλοι Κολοσσοί, αν δεν τον βρούμε εκεί; Ή αν δεν θέλει να μας δει; «Κοίτα, Άτβος. Τόσα χρόνια δεν είχαμε πάει–»

«Δε μπορούσαμε να πάμε, για λόγους ασφάλειας.»

«Όπως και νάχει.» Καθάρισε τον λαιμό της. «Δεν πήγαμε να τον δούμε ούτε για λίγο. Κι όταν το σκέφτηκα να πάω, με απέτρεψες.»

«Για λόγους ασφάλειας,» επέμεινε ο Άτβος.

«Δεν είπα το αντίθετο, αλλά… τώρα… τώρα αυτό που γίνεται εδώ είναι σημαντικότερο, νομίζω. Ας δούμε πού θέλει να μας οδηγήσει ο Τζακ–»

«Σε παγίδα θέλει να μας οδηγήσει! Είναι δυνατόν να το αμφισβητείς;»

«Δεν είναι βέβαιο αυτό,» του είπε η Ιλρίνα. «Σκέψου ότι μια ενεργειακή οντότητα βρίσκεται μέσα του–»

«Έτσι λέει!»

«Αν όχι, πώς αλλιώς εξηγείς το ενεργειακό κουκούλι που τον είχε τυλίξει; Πώς εξηγείς το γεγονός ότι, ύστερα από τόσο καιρό χωρίς φαγητό και νερό, παρέμεινε ζωντανός;»

Ο Άτβος αναστέναξε. Δεν θέλει να πάμε να βρούμε τον Άλδρος, σκέφτηκε. Θέλει να το αποφύγει – να… να το καθυστερήσει όσο μπορεί. Φοβάται να τον αντικρίσει. Μεγάλοι Κολοσσοί! κι εγώ φοβάμαι. Αλλά πρέπει. Πρέπει. «Δεν ξέρω, Ιλρίνα,» της είπε. «Εσύ ξέρεις από τέτοια πράγματα, όχι εγώ. Όμως, ό,τι κι αν συμβαίνει, η Ανταρλίδα μπορεί να βρει άλλο μάγο για να κάνει τη δουλειά της. Δεν είναι ανάγκη να πας εσύ.»

«Θέλω να πάω. Καλύτερα να έχουν εμένα μαζί τους παρά κάποιον άλλο, δε νομίζεις;»

Ο Άτβος αναστέναξε πάλι. «Θα μ’αναγκάσεις να έρθω κι εγώ.»

«Αυτό,» είπε η Ιλρίνα, «είναι κάτι που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να κάνεις. Σε χρειάζονται εδώ.»

«Και να σ’αφήσω μόνη, να πας στην άλλη άκρη της Βίηλ πιθανώς;» φώναξε ο Άτβος καθώς σηκωνόταν από την πολυθρόνα του.

«Δεν ξέρουμε πού ακριβώς θα καταλήξουμε. Και δε νομίζω ότι η Ανταρλίδα ή η Αλιζέτ θα τον αφήσουν να τις ξεγελάσει. Ούτε οι Ιεράρχες.»

Ο Άτβος κούνησε το κεφάλι του, δυσανασχετώντας.

Η Ιλρίνα σηκώθηκε όρθια. «Ας κοιμηθούμε,» πρότεινε. «Δε θα μας ωφελήσει να ξενυχτήσουμε περισσότερο απ’ό,τι έχουμε ήδη ξενυχτήσει.»

Ο Άτβος ένευσε, και πήγαν στο υπνοδωμάτιο.

Το πρωί, δύο ώρες μετά την αυγή, είχαν μόλις σηκωθεί όταν ο επικοινωνιακός δίαυλος κουδούνισε και ήταν η Ράιλμεχ, για να τους πει ότι η Ανταρλίδα και οι άλλοι είχαν έρθει και ήθελαν να τους μιλήσουν.

Απολλώνια

1.

Οι Απολλώνιες δυνάμεις συγκεντρώνονταν εδώ και μέρες γύρω από τη Νούμβρια, και αψιμαχίες γίνονταν κάθε τόσο με τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας που ακόμα κρατούσαν την πόλη. Τα εδάφη κοντά στη Νούμβρια έμοιαζαν μ’ένα σώμα γεμάτο πληγές: κρατήρες είχαν σχηματιστεί από τις ισχυρές εκρήξεις, το χορτάρι είχε καεί τελείως, το χώμα ήταν μαύρο, ελάχιστα δέντρα απέμεναν – κι αυτά φαίνονταν κουρασμένα σαν καρβουνιασμένοι γέροντες. Ο ουρανός σκοτείνιαζε από τους καπνούς και από τα αεροπορικά σμήνη που περνούσαν για να κατοπτεύσουν ή να βομβαρδίσουν.

Το Κ.Ε.Α.Δ. – το Κέντρο Ελέγχου Απολλώνιων Δυνάμεων – της περιοχής ήταν στημένο νοτιοανατολικά της Νούμβρια, κοντά στις παλιές ράγες του σιδηρόδρομου, ο οποίος είχε διακοπεί σε τούτα τα μέρη του Βασιλείου, αφού οι Παντοκρατορικοί, πριν από μερικά χρόνια, είχαν κατακτήσει την πόλη.

Ο Πρόμαχος Οδυσσέας στεκόταν μέσα στο τηλεπικοινωνιακό κέντρο του Κ.Ε.Α.Δ. και κάπνιζε ένα τσιγάρο, ατενίζοντας έξω απ’τα παράθυρα, το στρατόπεδο και πέρα απ’αυτό, τα πυκνά νυχτερινά σκοτάδια που το γαλανό φως της Γλαυκής δεν φαινόταν απόψε να μπορεί να κάνει το παραμικρό για να διαλύσει. Δεν ήταν μόνος στο τηλεπικοινωνιακό κέντρο: άλλοι δύο ήταν εδώ, καθισμένοι κοντά στις κονσόλες και στις οθόνες.

«Τι περιμένεις, Πρόμαχε; Μήνυμα;» τον ρώτησε ο ένας. «Φύγε και θα σε ειδοποιήσουμε εμείς όταν έρθει.»

Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Θα καθίσω.» Δεν καθόταν, βέβαια· βάδιζε. Έκανε πέρα-δώθε. Αργά. Πλησίασε ένα τασάκι και έσβησε μέσα το τελειωμένο τσιγάρο του.

Η αποστολή που τους είχε αναθέσει ήταν δύσκολη – μες στα ίδια τα δόντια της Παντοκρατορικής μηχανής – αλλά πίστευε ότι θα τα κατάφερναν. Αυτή ήταν η δουλειά τους, εξάλλου: να φέρνουν εις πέρας αποστολές δύσκολες, επικίνδυνες, θανάσιμες. Ποιους άλλους θα μπορούσα να είχα στείλει; Κανένας δεν ερχόταν στο μυαλό του. Η φύλαξη των Παντοκρατορικών γύρω από τη Νούμβρια ήταν μεγάλη· δε νόμιζε ότι κανονικοί κατάσκοποι θα κατόρθωναν να εισβάλουν για να πάρουν την πληροφορία που ήθελε. Την πληροφορία που θα τους έδινε το πάνω χέρι σε τούτη την αναμέτρηση.

Ο Οδυσσέας άναψε ακόμα ένα τσιγάρο.

Πρέπει ώς το πρωί να επιστρέψουν… Αν δεν επέστρεφαν, μάλλον θα σήμαινε ότι κάτι κακό τούς είχε συμβεί. Και σε μια τέτοια περίπτωση ο Οδυσσέας ευχόταν το συγκεκριμένο «κακό» να μην ήταν τίποτα περισσότερο από μια μικρή καθυστέρηση. Ένα εμπόδιο που είχε μπει στο δρόμο τους και τις είχε κάνει να αργήσουν.

Έχω αρχίσει να γίνομαι σαν τον Ανδρόνικο, σκέφτηκε. Ανησυχώ πολύ. Σημάδι ότι γερνάω; Αποκλείεται! Ένας άντρας τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον Πρίγκιπα της Επανάστασης δεν ήταν και τόσο μεγάλος. Αλλά ούτε και τόσο μικρός πλέον… Ποια είναι, όμως, η πραγματική ηλικία για εμάς που έχουμε ταξιδέψει σε τόσες διαστάσεις; Όπως ήταν γνωστό, σε κάθε διάσταση ο χρόνος μετρούσε και διαφορετικά. Σε κάποιες κυλούσε λίγο (ή πολύ) πιο γρήγορα, σε κάποιες λίγο (ή πολύ) πιο αργά. Όταν περνούσες κάμποσο καιρό σε διαφορετικές διαστάσεις, κατέληγες να έχεις μια μπερδεμένη εικόνα για τα χρόνια σου. Και ο Οδυσσέας ήταν ένας από αυτούς τους διαστασιακούς ταξιδευτές. Όπως και ο Ανδρόνικος. Ο αγώνας για την Επανάσταση στο Γνωστό Σύμπαν τούς είχε οδηγήσει και τους δύο, πολλές φορές, μακριά από την πατρίδα τους, την Απολλώνια.

Ο Οδυσσέας φύσηξε καπνό απ’τα ρουθούνια. Είμαστε ζωντανοί ακόμα, ύστερα από τόσες αντιξοότητες. Ποιος νοιάζεται για την «πραγματική» ηλικία μας;

Άκουσε βήματα να έρχονται απ’τον διάδρομο έξω από την πόρτα του τηλεπικοινωνιακού κέντρου. Στράφηκε, είδε μια γυναίκα να πλησιάζει – και δεν ήταν καμία από αυτές που περίμενε. Κατ’αρχήν, πολύ πιο όμορφη. Σχεδόν σαν φωτομοντέλο, έτσι όπως βάδιζε μέσα στο σατινένιο πράσινο φόρεμά της, που, κάπως, κατάφερνε να είναι κομψό ενώ τόνιζε κάθε καμπύλη της. Το δέρμα της ήταν λευκό-ροζ, όπως και του Οδυσσέα· τα μαλλιά της ξανθά, πέφτοντας ώς το στήθος. Τα είχε μακρύνει, λοιπόν, από τότε που είχε να τη δει.

Στα πόδια της φορούσε γοβάκια τα οποία αντηχούσαν επάνω στο πάτωμα. Γοβάκια. Στιλάτα. Μέσα σε στρατιωτική βάση. Μόνο η Βατράνια Κινκάρδη θα το έκανε αυτό.

Αλλά, κανονικά, δεν θα έπρεπε να βρίσκεται καθόλου εδώ.

«Βατράνια,» είπε ο Οδυσσέας. «Πότε ήρθες;» Όταν οι Παντοκρατορικοί την είχαν κυνηγήσει στη Σεργήλη, είχε καταφύγει στην Απολλώνια· αλλά τώρα που ο πόλεμος εναντίον της Παντοκράτειρας είχε γενικευτεί στη Σεργήλη, η Βατράνια είχε επιστρέψει εκεί, για να αγωνιστεί για την πατρίδα της και να εκδικηθεί.

«Χτες,» του αποκρίθηκε, πλησιάζοντας για να σταθεί μπροστά του. «Προσγειώθηκα στον Βασιλικό Αερολιμένα της Απαστράπτουσας, συνάντησα την Πριγκίπισσα Βασιλική στο παλάτι, μου είπε ότι δεν ήσουν εκεί αλλά εδώ, κι έτσι πέταξα ώς τη Σερίβια. Από εκεί ήρθα με όχημα ξηράς, γιατί με προειδοποίησαν ότι είναι επικίνδυνο να πετάει κανείς σε τούτες τις περιοχές.»

Ο Οδυσσέας ένευσε. «Είναι.» Παντοκρατορικά αεροσκάφη περνούσαν κάθε τόσο και γίνονταν βομβαρδισμοί και αερομαχίες.

«Τι είναι αυτό το πράγμα στη Σερίβια, Οδυσσέα;»

Ο Οδυσσέας συνοφρυώθηκε.

«Μιλάω για τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Τον κοίταζα προς τα βορειοανατολικά…» Κούνησε το κεφάλι της. «Μοιάζει να καταπίνει τον ουρανό. Δεν το ήξερα ότι είχε εξαπλωθεί τόσο πολύ.»

Ο Οδυσσέας αναστέναξε. «Ναι, έχει… Έχει εξαπλωθεί πάρα πολύ. Τριάντα χιλιόμετρα απέχει μόνο από τη Σερίβια. Σε τρεις, τέσσερις μήνες υπολογίζουμε ότι θα είναι εκεί.»

«Και τότε;»

«Θα γίνει ό,τι έγινε και σ’άλλες, μικρότερες πόλεις. Οι κάτοικοι θα φύγουν. Και η Σερίβια είναι σημαντική, Βατράνια… Ο θείος του Ανδρόνικου, ο Δούκας Αλεξίλυπος, μένει εκεί.»

«Είναι σίγουρο ότι ο στρόβιλος θα περάσει μέσα από τη Σερίβια;»

«Ή μέσα ή από τις παρυφές της. Όπως και νάχει, η ζημιά θα είναι αφάνταστη.»

«Δε μου έλεγες ότι ένας μάγος…» Συνοφρυώθηκε. «Πώς τον έλεγες;…»

«Ο Δαίδαλος.»

«Αυτός. Δε μου έλεγες ότι θα έβρισκε κάποια λύση για τον στρόβιλο;»

«Μάλλον δεν την έχει βρει ακόμα. Και τώρα, απ’ό,τι ξέρω, αγωνίζεται κι αυτός εναντίον της Παντοκράτειρας.»

«Δε θάπρεπε νάναι εδώ, για να σώσει την Απολλώνια;» είπε η Βατράνια.

«Δεν ξέρω. Εκείνος ξέρει καλύτερα από μένα· είμαι βέβαιος. Εσύ, όμως, γιατί ήρθες;»

Σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της, υψώνοντας ένα φρύδι, σχεδόν κωμικά. «Δε χαίρεσαι, λοιπόν, πια που με βλέπεις;»

«Δεν είπα αυτό. Αλλά υπέθετα ότι, τώρα που επέστρεψες στη Σεργήλη….»

«Για τη Σεργήλη ήρθα,» εξήγησε η Βατράνια. «Η Πρόμαχος Χασρίνα θέλει να ζητήσει βοήθεια. Κάποιους εξοπλισμούς και στρατό από την Απολλώνια.»

«Αδύνατον,» είπε ο Οδυσσέας, προβληματισμένα. «Είμαστε πολύ πιεσμένοι τώρα. Φαίνεται πως θα καταφέρουμε να σπρώξουμε τους Παντοκρατορικούς προς τα βόρεια, και όλες μας οι δυνάμεις μάς χρειάζονται. Πολλά βασίζονται στη νίκη μας εδώ.»

«Δηλαδή;»

«Ξέρεις ποιο είναι το γενικό σχέδιο. Μόλις και ο τελευταίος Παντοκρατορικός μαχητής έχει φύγει από την Απολλώνια, θα επιτεθούμε στη Ρελκάμνια – συγχρονισμένα με τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων.»

«Πώς, όμως, θα σας βοηθήσουν από τη Σεργήλη αν δεν τους βοηθήσετε εσείς πρώτα;»

«Βατράνια, πραγματικά σού λέω, δεν μπορούμε να δώσουμε ούτε ένα κανόνι αυτή τη στιγμή–»

Βήματα ακούστηκαν πάλι να έρχονται από τον διάδρομο. Όχι, όμως, από γοβάκια. Και ήταν τρεις άνθρωποι, όχι ένας.

Ο Οδυσσέας στράφηκε για να δει τις Μαύρες Δράκαινες και τη μάγισσα να πλησιάζουν. Και χαμογέλασε, παρότι δε γνώριζε ακόμα αν είχαν κατορθώσει εκείνο που ήθελε. Χαμογέλασε επειδή ήταν κι οι τρεις τους ζωντανές και, όπως φαινόταν, αλώβητες.

Η Αθηνά – κατάμαυρη μέσα στη μελανή στολή της, και με μαλλιά κατακόκκινα, δεμένα κότσο πίσω απ’το κεφάλι της. Η Νικίτα – πορφυρόδερμη και γαλανομάλλα, με τα δικά της μαλλιά λυτά γύρω απ’το πρόσωπό της. Και η Αριάδνη’ταρ – λευκόδερμη, με μαύρα σγουρά μαλλιά και γκρίζα μάτια.

«Λέγαμε ότι θα είχες πέσει για ύπνο ώς τώρα, Πρόμαχε,» είπε η Νικίτα.

«Σας περίμενα, φυσικά.» Ο Οδυσσέας έσβησε το τσιγάρο του μες στο τασάκι.

«Βρήκαμε αυτό που ψάχναμε,» τον πληροφόρησε η Αθηνά, «κι έχουμε φτιάξει και χάρτη.» Τον έβγαλε από τον μικρό δερμάτινο σάκο στη ζώνη της.

«Επίσης,» πρόσθεσε η Αριάδνη, «δεν εντοπίσαμε μονάχα ένα αλλά δύο σημεία εστίασης της μαγγανείας. Οπότε, μπορούμε να επιλέξουμε. Ή μπορούμε να τα χτυπήσουμε και τα δύο – πράγμα το οποίο προτείνω.»

«Η Παντοκράτειρα,» παρατήρησε ο Οδυσσέας, «έκανε το χειρότερο λάθος της πολιτικής της καριέρας όταν σας εκπαίδευσε.»

2.

Στο νότιο άκρο της Νούμβρια υπήρχαν δύο Μαγγανείες Αντιπυραυλικού Πεδίου. Αυτό σήμαινε πως οι Απολλώνιοι δεν μπορούσαν να επιτεθούν εκεί ούτε με αεροσκάφη ούτε με όπλα μακρινής εμβέλειας, αφού κάθε πύραυλος και ρουκέτα εκρήγνυτο επάνω στο ημιαόρατο ενεργειακό πεδίο που, από απόσταση, φαινόταν σαν καπνισμένο γυαλί. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσαν να αποδυναμώσουν τους Παντοκρατορικούς στην περιοχή ώστε, κατόπιν, να τους ωθήσουν προς τα βόρεια εφορμώντας. Η έφοδος, αν ήταν να γίνει, θα έπρεπε να γίνει χωρίς να προηγηθούν αεροπορικά χτυπήματα ή χτυπήματα με πυραυλικά όπλα μακρινής εμβέλειας. Τούτο, φυσικά, δεν συνέφερε τους Απολλώνιους. Θα είχαν, κατά την έφοδο, πάρα πολλές απώλειες.

Γι’αυτό ο Οδυσσέας είχε στείλει την Αθηνά, τη Νικίτα, και την Αριάδνη’ταρ να παρεισφρήσουν στη Νούμβρια – πράγμα καθόλου εύκολο – και να εντοπίσουν τουλάχιστον ένα από τα σημεία εστίασης της μίας Μαγγανείας Αντιπυραυλικού Πεδίου. Προκειμένου να λειτουργήσουν σωστά, αυτές οι μαγγανείες χρειάζονταν Τεχνομαθείς μάγους για να τις υφαίνουν, πολλή ενέργεια, και το λιγότερο τέσσερα σημεία εστίασης. Και ο Οδυσσέας υποψιαζόταν πως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω της έκτασης των πεδίων, τα σημεία εστίασης ήταν περισσότερα από τέσσερα. Οι Τεχνομαθείς του Απολλώνιου Στρατού που είχε ρωτήσει είχαν συμφωνήσει με τούτο. Όπως και νάχε, όμως, αν ένα απ’αυτά τα σημεία καταστρεφόταν, το πεδίο θα κατέρρεε. Και οι Απολλώνιοι θα μπορούσαν να επιτεθούν με πυραυλικά όπλα και, εν συνεχεία, να εφορμήσουν για να κατακτήσουν εκείνο το τμήμα της πόλης.

«Πάμε,» είπε ο Πρόμαχος της Επανάστασης στην Αθηνά, τη Νικίτα, και την Αριάδνη’ταρ. «Στο γραφείο μου.»

Η Βατράνια τούς ακολούθησε μέσα στους διαδρόμους του Κ.Ε.Α.Δ., με τα γοβάκια της ν’αντηχούν στο πάτωμα.

«Νόμιζα ότι εσύ είχες πάει στη Σεργήλη,» της είπε η Αριάδνη.

«Γύρισα,» αποκρίθηκε η Βατράνια.

«Γιατί;»

«Κανένας, λοιπόν, δε με θέλει εδώ, βλέπω…»

Η Αριάδνη μειδίασε. «Είμαι απλώς περίεργη να μάθω πώς είναι τα πράγματα στη Σεργήλη.»

«Χρειαζόμαστε βοήθεια, γι’αυτό ήρθα,» εξήγησε η Βατράνια. «Αλλά, απ’ό,τι καταλαβαίνω, δεν πρόκειται να μας βοηθήσετε.»

«Δεν είναι εφικτό τώρα,» της είπε ο Οδυσσέας, καθώς άνοιγε την πόρτα του γραφείου του μπαίνοντας πρώτος. «Στο Βόρειο Μέτωπο, τα πράγματα βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή.»

«Αυτό είναι αλήθεια,» τόνισε η Αριάδνη.

Ο Οδυσσέας κάθισε στην πολυθρόνα πίσω απ’το γραφείο του. «Δείξτε μου τον χάρτη σας.»

Η Αθηνά τον άπλωσε μπροστά του, κι εκείνος είδε πού είχαν σημειώσει τα δύο σημεία εστίασης στη νότια μεριά της Νούμβρια. Δεν ήταν και πολύ μακριά το ένα από το άλλο. «Εξαγωνικό, το πεδίο;» ρώτησε.

«Σίγουρα,» είπε η Αριάδνη’ταρ. «Οκταγωνικό, πιθανώς.»

Ο Οδυσσέας ένευσε, σαν να το υποψιαζόταν. «Καλώς,» είπε. «Θα χτυπήσουμε αύριο, λοιπόν. Όταν έχει νυχτώσει. Τα πάντα οφείλουν να είναι σε ετοιμότητα. Να είστε ξεκούραστες για να έρθετε μαζί μου.»

Φάνηκαν παραξενεμένες. Η Νικίτα είπε: «Θα πας ο ίδιος να χτυπήσεις τα σημεία εστίασης;»

«Ναι.»

«Δεν είναι απαραίτητο, Οδυσσέα,» είπε η Αθηνά. «Μπορούμε να τα αναλάβουμε εμείς οι τρεις.»

«Καλό θα ήταν να τα χτυπήσουμε και τα δύο συγχρόνως. Επομένως, δεν θα έρθω μόνο εγώ αλλά κι ένας, δύο ακόμα. Επιπλέον, τόσο αφύλαχτα είναι, που θεωρείτε ότι μόνες σας θα μπορούσατε να τα καταφέρετε; Τι φύλαξη έχουν;»

«Η αλήθεια είναι πως δεν είναι καθόλου αφύλαχτα,» αποκρίθηκε η Νικίτα. «Το πρώτο – αυτό εδώ» – το έδειξε πάνω στον χάρτη – «βρίσκεται στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας που στην ταράτσα της είναι τοποθετημένα αντιαεροπορικά όπλα, στα μπαλκόνια της βρίσκονται οπλισμένοι στρατιώτες, και γύρω της, στους δρόμους, Παντοκρατορικά οχήματα σχηματίζουν ολόκληρο τείχος.»

«Και πώς καταφέρατε να καταλάβετε ότι το σημείο εστίασης είναι, όντως, εκεί; Είστε σίγουρες για το συμπέρασμά σας;» Ο Οδυσσέας είχε ξαφνικά αρχίσει νάχει αμφιβολίες για την πληροφορία που του είχαν φέρει.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Αριάδνη’ταρ. «Χρησιμοποιούσα συνέχεια Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, Ξόρκι Εντοπισμού Αισθητήρων, και Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος. Δεν ήταν εύκολη δουλειά· στα επίμαχα σημεία, όμως, και τα τρία ξόρκια μού έδωσαν θετικό αποτέλεσμα.»

Ο Οδυσσέας, που δεν ήταν μάγος, συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή;»

«Το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως μού έδειξε ότι υπήρχε έντονη συγκέντρωση ενέργειας του πεδίου· το Ξόρκι Εντοπισμού Αισθητήρων μού έδειξε ότι υπήρχε ένας πολύ ισχυρός αισθητήρας εκεί· και το Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος μού έδειξε ότι ένα μόνιμο, σταθερό τηλεπικοινωνιακό σήμα ερχόταν.»

«Χρειάζεται τηλεπικοινωνιακό σήμα για τη δημιουργία αντιπυραυλικού πεδίου;»

«Ναι. Από το ενεργειακό κέντρο, όπου υφαίνεται η μαγγανεία, στέλνουν σήμα προς τους αισθητήρες που είναι στα σημεία εστίασης, ώστε να λειτουργούν συγχρονισμένα.»

«Μάλιστα,» είπε ο Οδυσσέας. «Δηλαδή, καταλάβατε ότι τα σημεία εστίασης είναι εκεί που είναι αλλά δεν τα είδατε με τα μάτια σας.»

Οι δύο Μαύρες Δράκαινες και η μάγισσα του τάγματος των Δρακαινών κατένευσαν σιωπηλά.

«Η φύλαξη στο άλλο πώς είναι; Τα ίδια;»

«Το ίδιο καλή, σίγουρα,» είπε η Αθηνά.

«Υπάρχουν, όμως, διαφορές στην τοποθεσία,» τόνισε η Νικίτα. «Το σημείο εστίασης είναι μέσα σ’έναν πύργο ελέγχου των Παντοκρατορικών, Πρόμαχε, ο οποίος, φυσικά, είναι περικυκλωμένος από άρματα και στρατιώτες. Και έχει και δικά του όπλα. Ανάμεσά τους είναι κι ένα ενεργειακό κανόνι.»

«Μάλιστα. Και πώς σκοπεύατε να καταστρέψετε και τα δύο σημεία εστίασης μόνες σας;»

«Θα βρίσκαμε κάποιον τρόπο,» είπε η Νικίτα, και η Αθηνά ένευσε.

Ο Οδυσσέας κοίταξε την Αριάδνη’ταρ, η οποία ανασήκωσε τους ώμους.

«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ…» μούγκρισε ο Οδυσσέας. «Δεν είστε με τα καλά σας. Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε, και αύριο θα ετοιμάσουμε μια ειδική ομάδα για να χτυπήσουμε το αντιπυραυλικό πεδίο.»

Οι τρεις τους έφυγαν από το γραφείο. Μόνο η Βατράνια έμεινε, η οποία είχε καθίσει, άνετα, σε μια καρέκλα όσο η Αθηνά, η Νικίτα, και η Αριάδνη’ταρ στέκονταν.

Ο Οδυσσέας έστρεψε το βλέμμα του επάνω της. «Τι θα μπορούσα να κάνω, λοιπόν, για εσένα;»

«Έναν καφέ, για αρχή;»

«Καφές τέτοια ώρα; Κακό θα σου έκανε.»

«Πρέπει, όμως, να μιλήσουμε.»

«Βατράνια, δεν μπορώ να στείλω βοήθεια στη Σεργήλη,» είπε ο Οδυσσέας. «Λυπάμαι· δεν γίνεται. Βλέπεις ότι τα πράγματα είναι δύσκολα… Προετοιμαζόμαστε να πάρουμε τη Νούμβρια, εδώ στα βορειοδυτικά· και, συγχρόνως, στα βόρεια σχεδιάζουμε να επιτεθούμε στη Βολιρία, από τη Χρυσόπολη, μέσω του Περάσματος του Σμαραγδένιου Βουνού· ενώ στα βορειοανατολικά θα περάσουμε το Ταλκάσιο Πέρασμα για να πάμε να πάρουμε την Ξανθούπολη και, στη συνέχεια, την Άρφια.»

«Η Ταλκασία υπάρχει ακόμα;» Εκεί είχε πρωτοδημιουργηθεί ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος.

«Φυσικά. Αν και χωρισμένη στα δύο. Ο στρόβιλος επεκτείνεται σαν τείχος, Βατράνια. Μέχρι την Ξανθούπολη έχει φτάσει, απ’ό,τι ξέρω. Και την έχει περάσει.»

«Την έχει χωρίσει κι αυτή στα δύο;»

«Έχει περάσει από τις παρυφές της.»

«Τι νόημα θα έχει να διώξετε τους Παντοκρατορικούς από εδώ, αν ο στρόβιλος κόψει την Απολλώνια στα δύο;»

Η όψη του Οδυσσέα σκοτείνιασε. «Καλύτερα μην το ρωτάς αυτό.» Ήταν κάτι που κανένας τους δεν ήθελε να σκέφτεται. Πιστεύαμε ότι ο Δαίδαλος θα βοηθούσε – ο Ανδρόνικος τού είχε μεγάλη εμπιστοσύνη – αλλά τελικά, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν έχει κάνει τίποτα… Αναστέναξε, και σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα του. «Θα πάω να ξεκουραστώ,» είπε. «Αύριο έχω πολλές προετοιμασίες να κάνω.»

«Δηλαδή, δεν το σκέφτεσαι καθόλου να στείλεις βοήθεια στη Σεργήλη…» Δεν ήταν ερώτηση. Και η Βατράνια δεν είχε σηκωθεί από την καρέκλα της.

«Μόνο αν η κατάστασή σας είναι τόσο απελπιστική που δεν γίνεται διαφορετικά. Μόνο αν, αλλιώς, η Παντοκράτειρα θα σας κατατροπώσει και θα καταπνίξει την Επανάσταση στη Σεργήλη.» Κοίταξε τη Βατράνια σοβαρά. «Είναι έτσι;» Το βλέμμα του έλεγε ξεκάθαρα πως δεν θα ανεχόταν να ακούσει ψέματα.

Και η Βατράνια δεν είπε ψέματα. «Όχι, δεν είναι έτσι. Αλίμονο να ήταν έτσι… Όμως θα μας φαινόταν χρήσιμη κάποια βοήθεια. Είμαστε πιεσμένοι, λέει η Πρόμαχος Χασρίνα. Ακόμα κι ο Έκτορας συμφωνεί.»

Ο Έκτορας ήταν Πρόμαχος στη Θακέρκοβ, μια από τις πόλεις της Σεργήλης. «Τι κάνει ο Έκτορας και η συμμορία του, αλήθεια;»

«Τα ίδια χάλια έχουν.» Η Βατράνια σηκώθηκε από την καρέκλα. «Και είναι ακόμα – παραδόξως – όλοι τους ζωντανοί.»

Ο Οδυσσέας μειδίασε. «Καλά νέα αυτά. Θα ήθελα ν’ακούσω κι άλλα, αλλά, όπως σου είπα, χρειάζομαι ύπνο. Εσένα σού έχουν βρει μέρος για να κοιμηθείς;»

«Όχι ακόμα. Μόλις ήρθα.»

«Θα πρέπει να σου βρούμε, λοιπόν.» Ο Οδυσσέας βάδισε προς την πόρτα του γραφείου του. «Έλα.»

«Ποια γυναίκα μοιράζεται το κρεβάτι σου τώρα, Οδυσσέα;» τον ρώτησε η Βατράνια, ακολουθώντας τον. Η φωνή της φανέρωνε απλή περιέργεια, καθώς ήταν γνωστό πως ο Πρόμαχος ήταν κάθε τόσο και με άλλη γυναίκα. Ωστόσο, σπάνια οι σχέσεις του κατέληγαν σε παρεξηγήσεις. Και με τη Βατράνια είχε κοιμηθεί, τον καιρό που εκείνη είχε έρθει από τη Σεργήλη για να ζητήσει καταφύγιο στην Απολλώνια.

«Καμία,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας καθώς έβγαιναν απ’το γραφείο του.

«Αυτό σημαίνει ότι προτίθεσαι να με φιλοξενήσεις;»

«Φοβάμαι ότι, δεδομένων των περιστάσεων, δεν θα είμαι και τόσο ενθουσιώδης συντροφιά.»

«Δεν πειράζει· ούτε κι εγώ,» είπε η Βατράνια, και πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση του.

Ο Οδυσσέας μειδίασε, ακουμπώντας το δικό του χέρι στους ώμους της. «Εντάξει,» αποκρίθηκε. «Εξάλλου, βαριόμουν να σου βρίσκω δωμάτιο τέτοια ώρα, για να είμαι ειλικρινής.»

«Έτσι, ε;»

3.

Η Ναλτάφιρ και οι γάτες της – ο Κοκκινομάτης και ο Γκριζοχαίτης – είχαν φτάσει στην Απαστράπτουσα μέσω Αιθέρα, με ένα επιβατηγό αεροσκάφος. Η μάγισσα, όμως, δεν είχε μείνει για πολύ στην πρωτεύουσα του Βασιλείου της Απολλώνιας. Αφού είχε αγοράσει κάποια απαραίτητα πράγματα και είχε συγκεντρώσει μερικές πληροφορίες, είχε κλείσει αεροπορικό εισιτήριο για Βανκάρη. Και τώρα, μέσα στη νύχτα, το αεροπλάνο όπου ήταν επιβιβασμένη προσγειωνόταν στον αερολιμένα της εν λόγω πόλης, στις βόρειες ακτές της Άπατης Θάλασσας.

Η Ναλτάφιρ αποβιβάστηκε μαζί με τους υπόλοιπους επιβάτες. Πήρε τις αποσκευές της (μια βαλίτσα μόνο) και έβγαλε τις γάτες της από το ειδικό κλουβί όπου τις είχε βάλει για τη διάρκεια της πτήσης. Βγήκε από τον αερολιμένα με τον Κοκκινομάτη και τον Γκριζοχαίτη να τρέχουν πίσω και γύρω της. Έριξε μια ματιά ολόγυρα, στην κίνηση του πλήθους, και πλησίασε τη γωνία όπου ήταν σταματημένο ένα τετράκυκλο επιβατηγό όχημα μετρίου μεγέθους.

«Ελεύθερος;» ρώτησε τον οδηγό.

«Μάλιστα, κυρία. Πού πάτε;»

«Σ’ένα ξενοδοχείο. Τι έχεις να μου προτείνεις;»

Ο οδηγός έτριψε το πλάι του κεφαλιού του. «Έχω ένα φυλλάδιο με κάποια που είναι καλά. Θα σας δείξω… Είστε καινούργια στην πόλη, ε;»

«Ναι.»

«Ελάτε, ελάτε· θα τα βρούμε όλα.» Βγήκε από το όχημα, πήρε τη βαλίτσα της, και την έβαλε στον αποθηκευτικό χώρο. «Οι γάτες;» ρώτησε. «Δικές σας;» Τις κοίταξε με καχυποψία.

«Μην ανησυχείς· δε θα κάνουν ζημιές.»

«Καλώς· το ελπίζω.» Ο οδηγός επέστρεψε στη θέση του μπροστά στο τιμόνι.

Η Ναλτάφιρ κάθισε πλάι του, και ο Γκριζοχαίτης πήδησε στην αγκαλιά της ενώ ο Κοκκινομάτης κουλουριάστηκε ανάμεσα στα μποτοφορεμένα πόδια της. Η μάγισσα έκλεισε την πόρτα της. «Ξεκινάμε.»

Ο οδηγός ενεργοποίησε τη μηχανή. «Λοιπόν,» είπε δίνοντας στη Ναλτάφιρ ένα φυλλάδιο, «αυτά εδώ είναι αρκετά καλά. Ρίξτε μια ματιά.» Πατώντας το πετάλι και γυρίζοντας το τιμόνι, ξεκίνησε να οδηγεί, κι έφυγαν απ’τον αερολιμένα της Βανκάρης για να κινηθούν μέσα στους φωτισμένους νυχτερινούς δρόμους της, ανάμεσα στις ψηλές πολυκατοικίες.

Τα περισσότερα ξενοδοχεία στο φυλλάδιο, παρατήρησε η Ναλτάφιρ, ήταν ό,τι ζητούσε: καλά αλλά όχι πολύ φανταχτερά. «Ωραία,» είπε. «Θα με πας εδώ.» Του έδειξε ένα από τα ξενοδοχεία. «Θα το πρότεινες;»

«Ναι, βεβαίως, γιατί όχι;» Έστριψε σ’έναν δρόμο. «Από πού είστε, αν επιτρέπεται;»

«Από τη Μοργκιάνη.»

«Τόχα σκεφτεί ότι μπορεί να ήσασταν από κει. Ξέρετε, το μαύρο δέρμα σαν τη νύχτα. Δεν έχουμε ντόπιους στην Απολλώνια με τόσο μαύρο δέρμα.»

Η Ναλτάφιρ ένευσε. «Το ξέρω.»

«Έχετε ξανάρθει στην Απολλώνια;»

«Ναι.»

«Για δουλειές ή για διασκέδαση;»

«Λίγο κι από τα δύο.»

«Θα πρότεινα τη Μακρόπολη για διασκέδαση, πάντως. Είναι μακριά από εδώ, βέβαια…»

«Ξέρω πού είναι,» είπε η Ναλτάφιρ. Στην καρδιά της Μακρόπολης βρισκόταν η διάσταση όπου κατοικούσε ο Δαίδαλος: μια διάσταση που υπήρχε παράλληλα ως προς την Απολλώνια αλλά κινιόταν πολύ διαφορετικά μέσα στον χρόνο.

«Έχετε ξαναπάει;»

«Ναι.»

«Εγώ δεν έχω πάει, για νάμαι ειλικρινής. Αλλά έχω ακούσει τα καλύτερα. Και μερικά άσχημα, εντάξει. Αλλά γενικώς είναι καλά εκεί, να πούμε – ειδικά άμα έχεις έρθει στην Απολλώνια για να διασκεδάσεις. Είμαστε τυχεροί, νομίζω, που ακόμα έρχεται κόσμος εδώ, κυρία, με τον πόλεμο κι όλα αυτά, ξέρετε…»

«Έχω ακούσει, όμως, ότι ο πόλεμός σας πηγαίνει καλύτερα.»

«Ναι, έτσι ακούμε κι εμείς. Οι Παντοκρατορικοί, λένε, έχουν προβλήματα παντού στο Γνωστό Σύμπαν. Τόσες οικογένειες, όμως, έχουν χάσει δικούς τους εδώ, στην Απολλώνια, κυρία. Το τίμημα είναι βαρύ.»

«Λυπάμαι γι’αυτό,» είπε η Ναλτάφιρ.

«Δεν έχετε τίποτα απόμακρους συγγενείς εδώ, ε;»

«Όχι.»

(Ο Γκριζοχαίτης είχε αρχίσει να κοιτάζει βαριεστημένα τον οδηγό. Ο Κοκκινομάτης δάγκωνε τα κορδόνια της αριστερής μπότας της Ναλτάφιρ. Η μάγισσα τον κλότσησε ελαφρά, κι εκείνος σταμάτησε.)

«Κανένας, βέβαια, δεν περίμενε ότι τα πράγματα θάταν εύκολα όταν στραφήκαμε εναντίον της Παντοκράτειρας. Αλλά τι να κάνεις; Να είσαι υπόδουλος; Δεν είναι κι αυτή κατάσταση, κυρία.» Ο οδηγός οδηγούσε έμπειρα στους δρόμους της Βανκάρης καθώς μιλούσε, έχοντας, μάλλον, κάνει αυτή τη διαδρομή εκατοντάδες – ίσως και χιλιάδες – φορές. «Βασικά, μπορεί τα πράγματα νάναι και πιο καλά απ’ό,τι περίμεναν πολλοί από εμάς. Γιατί, ξέρετε, βέβαια, η Συμπαντική Παντοκρατορία δεν είναι κανένα κρατίδιο· έχει δύναμη–»

«Με τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο τι συμβαίνει;»

«Α, έχετε ακούσει γι’αυτόν, ε; Ε, εκεί τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά, κυρία. Ξεκίνησε από την Ταλκασία, να πούμε· έγινε κάτι με τις συγκρούσεις εκεί. Τώρα έχει φτάσει ώς τη Σερίβια. Σχεδόν ώς τη Σερίβια, απ’ό,τι λένε στα νέα. Τριάντα χιλιόμετρα απέχει. Τον έχω δει στις οθόνες πώς είναι και η τρίχα μου έχει σηκωθεί κάγκελο, σας μιλάω ειλικρινά, μα το Φως του Απόλλωνα.»

«Έχει εξαπλωθεί και προς την άλλη κατεύθυνση, έτσι;»

Ο οδηγός συνοφρυώθηκε. «Τι πράγμα;»

«Προς τα βορειοανατολικά.»

«Α, λέτε άμα έχει πάει κι απ’την άλλη μεριά, ε; Ναι, έτσι ξέρω· λένε πως έχει πάει και προς τα κει. Αλλά από κει είναι μέρη κατακτημένα απ’τους Παντοκρατορικούς, οπότε ό,τι κι αν συμβαίνει είναι υπέρ μας, άμα με καταλαβαίνετε.»

Ή έτσι νομίζετε… σκέφτηκε η Ναλτάφιρ. «Ναι,» είπε. Και ρώτησε: «Ξέρεις αν υπάρχει κανένα επιβατηγό όχημα που να πηγαίνει προς τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο;»

«Μιλάτε σοβαρά;»

«Εννοώ, σε κάποια πόλη που να είναι σχετικά κοντά στον στρόβιλο…»

«Στη Σερίβια πηγαίνουν πλοία και αεροσκάφη…»

«Δε μ’ενδιαφέρει για κάτι τόσο μακρινό,» είπε η Ναλτάφιρ. «Μ’ενδιαφέρει για κάπου βόρεια της Βανκάρης.»

«Υπάρχουν διάφορες μικρές πόλεις βόρεια από δω, κυρία…» αποκρίθηκε σκεπτικά ο οδηγός. «Κάποιες, βέβαια, έχουν εγκαταλειφθεί. Οι κάτοικοι φοβήθηκαν απ’τον στρόβιλο κι έφυγαν. Βασικά, όλες όσες βρίσκονταν κοντά στον στρόβιλο ερήμωσαν, νομίζω. Δε νομίζω να βρείτε καμία που να απέχει ακόμα και… χμμμ… είκοσι χιλιόμετρα, να πούμε, από κει. Αφού τον βλέπεις, λένε· στα σαράντα, πενήντα χιλιόμετρα απόσταση τον βλέπεις να σκίζει τους ουρανούς.»

«Μάλιστα. Στο χάρτη μου έχω δει ότι υπάρχει σιδηρόδρομος που ξεκινά από εδώ…»

«Ναι, βέβαια. Πάει ώς την Ταλκασία, όμως. Μετά, δε συνεχίζει γιατί τον κόβει ο στρόβιλος.»

«Αλλά στην Ταλκασία φτάνει, έτσι;»

«Ναι, βέβαια. Αλλά εκεί τώρα είναι στρατός μόνο. Δεν έχει τίποτα να πάει να κάνει κανείς. Ελάχιστος κόσμος μένει εκεί. Κι από εμπορική κίνηση, τίποτα, απ’ό,τι ξέρω– Εδώ είναι το ξενοδοχείο σας, κυρία.» Ο οδηγός σταμάτησε το όχημά του μπροστά στο μεγάλο οικοδόμημα.

«Σ’ευχαριστώ για τη μεταφορά, και για τις πληροφορίες,» του είπε η Ναλτάφιρ πληρώνοντάς τον με ανάδες – το τοπικό νόμισμα της Απολλώνιας.

«Τίποτα, κυρία· απλά είμαι φιλικός με όλους. Κι ό,τι άλλο θέλετε, μπορείτε να με καλέσετε.» Της έδωσε την κάρτα του, κι έκανε να της δώσει και ρέστα.

«Δε θέλω ρέστα,» είπε η Ναλτάφιρ.

«Ευχαριστώ πολύ, κυρία.» Ο οδηγός βγήκε από το όχημα για να βγάλει τη βαλίτσα της από τον αποθηκευτικό χώρο.

Η μάγισσα και οι γάτες της τον ακολούθησαν.

4.

Το πρωί, η Ναλτάφιρ πήρε το τρένο από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Βανκάρης και κατευθύνθηκε προς την Ταλκασία, προς το Βόρειο Μέτωπο της Απολλώνιας. Μαζί της, στο βαγόνι, μπορούσε να δει στρατιώτες, ντυμένους με τις στολές τους κι έχοντας τους μεγάλους σάκους τους και τα όπλα τους από κοντά. Επίσης, εδώ ήταν ένας μάγος με το σύμβολο του τάγματος των Βιοσκόπων καρφιτσωμένο επάνω του· δύο γυναίκες που έμοιαζαν για νοσοκόμες· ένας ιερέας του Απόλλωνα· και δύο άντρες που, εκτός από ταξιδιώτες, δεν μπορούσες να μαντέψεις τι άλλο ίσως να ήταν. Η Ναλτάφιρ είχε περάσει κολάρα στις γάτες της και τις κρατούσε με λουριά, πράγμα που ήταν καταφανές πως δεν άρεσε ούτε στον Κοκκινομάτη ούτε στον Γκριζοχαίτη. Την κοίταζαν μια παραπονιάρικα μια δολοφονικά. Οι κανονισμοί της αμαξοστοιχίας, όμως, ήταν συγκεκριμένοι: τα λυτά ζώα απαγορεύονταν μέσα στα βαγόνια.

Η Ναλτάφιρ, για κάποια ώρα, διάβαζε την προσωπική ιστορία του κάθε συνεπιβάτη της από το πρόσωπό του, τις κινήσεις των χεριών του, και τον τρόπο με τον οποίο καθόταν. Ύστερα, έκλεισε τα μάτια της και διαλογίστηκε. Αυτοί που την έβλεπαν νόμιζαν ότι την είχε πάρει ο ύπνος. Εκείνη δεν κοιμήθηκε ούτε στιγμή. Είχε επισκεφτεί έναν από τους νοητικούς κόσμους της και περιπλανιόταν εκεί, ενώ συγχρόνως ένιωθε την κίνηση του τρένου κάτω από τα πόδια της. Οι γάτες της γυρόφερναν βαριεστημένα, καθώς η Ναλτάφιρ συνέχιζε να βαστά τα λουριά τους τα οποία είχε περάσει με θηλιές γύρω από τον καρπό της.

Λίγο πριν από το μεσημέρι η αμαξοστοιχία έκανε την τελευταία της στάση, και η Ναλτάφιρ άνοιξε τα μάτια της με τις μακριές βλεφαρίδες. Είχαν φτάσει στην Ταλκασία. Ο ουρανός προς τα βόρεια, πίσω από τα ψηλά οικοδομήματα, φαινόταν να έχει πάρει μια αφύσικη κλίση, και γενικά το τοπίο, σ’εκείνη την κατεύθυνση, έμοιαζε να γέρνει παράξενα: σχεδόν σαν νερό που κυλά προς μια τρύπα. Κανένας και τίποτα δεν μπορούσε να περάσει από εκεί χωρίς να καταβροχθιστεί από τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Κι όταν καταβροχθιζόταν, ήταν αδύνατο να μαντέψεις τι θα του συνέβαινε. Μπορεί απλά να καταστρεφόταν· μπορεί να κατέληγε σε κάποια άγνωστη, έρημη, απομονωμένη διάσταση· μπορεί να έβγαινε κάπου μέσα στον Αιθέρα· ή οτιδήποτε άλλο. Ακόμα και η Ναλτάφιρ ποτέ δεν θα βουτούσε μέσα σ’έναν υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Ούτε ο Δαίδαλος ή ο Κλαρκ θα το έκαναν. Δεν υπήρχε τρόπος να ελέγξεις ένα τόσο χαοτικό κοσμικό φαινόμενο.

Ο Άζ’λεφκ, όμως… Ο Άζ’λεφκ ήταν μια άλλη περίπτωση. Και γι’αυτόν βρισκόταν εδώ η Ναλτάφιρ. Για τον μυστηριώδη μάγο που μπορεί να ευθυνόταν για τη σύνδεση της Παντοκράτειρας – της Αγαρίστης – με τον Ελκράσ’ναρχ.

Μέσα από τα όνειρα της Παντοκράτειρας, η Ναλτάφιρ είχε μάθει ότι η Αγαρίστη είχε επαφές με τον Άζ’λεφκ όταν ήταν μικρή. Ο Άζ’λεφκ ερχόταν καμια φορά στο μηχανουργείο του πατέρα της. Την ήξερε. Κρίμα που δεν κατόρθωσα να πάρω περισσότερες πληροφορίες… Υπήρχε κάτι μέσα στα όνειρα της Παντοκράτειρας που καταδίωκε τη Ναλτάφιρ, και τελικά είχε γίνει πολύ επικίνδυνο. Η Αγαρίστη είχε στραφεί εναντίον της, και η μάγισσα έπρεπε οπωσδήποτε να φύγει. Διότι ακόμα και τα όνειρα δεν είναι ακίνδυνα, όπως πολύ καλά γνώριζε.

Οι επιβάτες είχαν αρχίσει να βγαίνουν από την αμαξοστοιχία. Εκείνη δεν βιάστηκε να σηκωθεί από τη θέση της, παρότι ο Κοκκινομάτης και ο Γκριζοχαίτης τραβούσαν επίμονα τα λουριά τους και της γρύλιζαν απειλητικά. Το παρακάνεις, αφέντρα, έμοιαζαν να λένε. Θα σε γρατσουνίσουμε καταπρόσωπο όταν διαλογίζεσαι! Ελευθέρωσέ μας! Τώρα!

Όταν το βαγόνι είχε σχεδόν αδειάσει, η Ναλτάφιρ παραμέρισε τα μενεξεδιά, σγουρά μαλλιά από το μέτωπό της, πήρε τη βαλίτσα της, και βγήκε κι εκείνη από την αμαξοστοιχία. Έσκυψε και έλυσε τα κολάρα από τους λαιμούς των γατών της, οπότε ο Κοκκινομάτης κι ο Γκριζοχαίτης πάραυτα εξαφανίστηκαν ανάμεσα στον κόσμο. Η Ναλτάφιρ δεν ανησυχούσε· σύντομα θα επέστρεφαν κοντά της. Τράβηξε ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά από την καπαρντίνα της και τα φόρεσε, γιατί ο ήλιος ήταν δυνατός.

Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Ταλκασίας ήταν γεμάτος στρατιώτες και συγγενείς, γνωστούς, εραστές, και φίλους στρατιωτών, καθώς επίσης και ανθρώπους που πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στο Μέτωπο χωρίς οι ίδιοι να σκοτώνουν (εκτός αν αποδεικνυόταν απαραίτητο, ίσως): γιατροί, νοσοκόμοι, μάγοι (των ταγμάτων των Βιοσκόπων και των Τεχνομαθών, κυρίως), μηχανικοί, οδηγοί, εργάτες…

Η Ναλτάφιρ βάδισε προς την έξοδο του σταθμού, και όταν ήταν εκεί, οι γάτες της τη συνάντησαν κουνώντας τις ουρές τους. Η μάγισσα αναστέναξε κοιτάζοντας την πόλη αντίκρυ της που ήταν φανερά σφυροκοπημένη από χρόνια συνεχούς πολέμου. Υπήρχαν πολυκατοικίες που απέμεναν μονάχα οι σκελετοί τους· πολυκατοικίες που ήταν μισογκρεμισμένες, σαν πύργοι κομμένοι οριζόντια, στη μέση· πολυκατοικίες που έλειπε η μια τους μεριά, σαν πρόσωπα που είχαν χτυπηθεί μονόπλευρα από κάποια έκρηξη· υπήρχαν οικοδομήματα τα οποία ήταν φανερό ότι είχαν χτιστεί πρόσφατα, για τις ανάγκες του πολέμου· υπήρχαν οχυρωματικά έργα, και πολυκατοικίες που είχαν αρχίσει να ανοικοδομούνται, μάλλον προκειμένου να φιλοξενήσουν κατοίκους, όχι στρατό. Σ’ένα σημείο φαινόταν ο αέρας να θολώνει, και η Ναλτάφιρ αμέσως αναγνώρισε τη Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου.

Δε μπορώ να μείνω εδώ, συμπέρανε. Δε νόμιζε ότι θα έβρισκε και πολλά ξενοδοχεία, κι αυτά που ίσως να έβρισκε δεν θα ήταν και τα καλύτερα. Επιπλέον, δεν είχε έρθει με σκοπό να μείνει. Και δεν αισθανόταν και τόσο κουρασμένη από το ταξίδι· είχε την ικανότητα να χαλαρώνει ακόμα και μέσα σ’ένα βαγόνι τρένου, ακούγοντας τους τροχούς να γδέρνουν τις ράγες από κάτω της και τις μηχανές να μουγκρίζουν και τον κόσμο γύρω της να μουρμουρίζει ή να ροχαλίζει.

«Ελάτε, κύριοι,» είπε στους γάτους της, και βάδισε μέσα στην κατακρεουργημένη από τον πόλεμο Ταλκασία.

Γύρω της έβλεπε στρατιώτες και ανθρώπους που δούλευαν εδώ, φορτηγά οχήματα και κάρα που τα τραβούσαν άλογα (για μεταφορές σε μικρές αποστάσεις με μηδενική κατανάλωση ενέργειας), μεγάλα άρματα μάχης και μικρά άρματα μάχης, δίκυκλα οχήματα (χρησιμοποιούμενα, μάλλον, από μαντατοφόρους), και τετράκυκλα και τρίκυκλα οχήματα. Ελικόπτερα πετούσαν κάθε τόσο ανάμεσα στις πολυκατοικίες, και μαχητικά αεροπλάνα έκαναν συνεχώς βόλτες γύρω από την Ταλκασία – αποφεύγοντας, εννοείται, την περιοχή του υπερδιαστασιακού στροβίλου, ο οποίος εκτεινόταν από τα πιο ψηλά στρώματα του ουρανού ώς τα κατώτερα στρώματα του υπεδάφους.

Η Ναλτάφιρ δεν το θεωρούσε και πολύ πιθανό να έβρισκε ν’αγοράσει κάποιο όχημα εδώ. Όλα τα τροχοφόρα φαινόταν να είναι στη διάθεση του στρατού. Μπορεί, όμως, να έβρισκε άλογο – το οποίο τη βόλευε. Ή, ακόμα καλύτερα, Σερπετό. Τα προτιμούσε τα Σερπετά της Απολλώνιας. Παρότι κατά κανόνα πιο αργοκίνητα από τα άλογα, ήταν πολύ πιο ανθεκτικά και είχαν μια ιδιαίτερη σύνδεση με τη φύση της διάστασης, την οποία η Ναλτάφιρ μπορούσε να διαισθανθεί.

Ρωτώντας κατόρθωσε να πληροφορηθεί πού μπορούσε να αγοράσει ένα Σερπετό. Πήγε προς τα εκεί – σε μια άκρη της πόλης – και είδε τη μάντρα για την οποία της είχαν μιλήσει. Υπήρχαν άλογα εδώ, και κάποια Σερπετά. Παραδίπλα ήταν ένα σπίτι.

Η Ναλτάφιρ, ρίχνοντας μια σύντομη ματιά πάνω απ’τον ώμο της, είδε από απόσταση έναν καβαλάρη που είχε σταματήσει επάνω σε σημείο ύποπτο. Θα μπορούσε να την παρακολουθεί. Κάποιος πράκτορας της Επανάστασης, ίσως; Ή ανιχνευτής του στρατού; Την είχαν υποπτευθεί, λοιπόν. Φοβόνταν ότι μπορεί να ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας. Αναμφίβολα, το μαύρο δέρμα της και τα μενεξεδιά μαλλιά της ήταν τα πρώτα πράγματα που θα είχαν τραβήξει την προσοχή των στρατιωτών της Απολλώνιας.

Θα πρέπει να τον κάνουμε να μας χάσει, σύντομα, σκέφτηκε η Ναλτάφιρ, γιατί δεν ήθελε κανένας να την παρακολουθήσει εκεί όπου θα πήγαινε.

Πλησίασε τη μάντρα σα να μη συνέβαινε τίποτα. Συνάντησε έναν άντρα ο οποίος φυλούσε τα ζώα και μίλησε μαζί του. Τα Σερπετά, φυσικά, τα πουλούσε ακριβότερα από τα άλογα. «Είναι πολύ πιστά, όμως,» τόνισε. «Θα δώσουν την ψυχή τους για σένα, άμα τους φέρεσαι καλά.» Η Ναλτάφιρ δεν αμφέβαλλε για την πίστη των Σερπετών. Είχαν μια σχεδόν ανθρώπινη νοημοσύνη. Μια νοημοσύνη, ίσως, ανώτερη της ανθρώπινης – από διαισθητική άποψη, τουλάχιστον. Τα Σερπετά, ουσιαστικά, δέχονταν να γίνουν υποζύγια, για δικούς τους λόγους. Δεν υπήρχε τρόπος να υποτάξεις ένα Σερπετό που το ίδιο δεν ήθελε να υπηρετήσει. Τα άγρια Σερπετά της Απολλώνιας ήταν πολύ άγρια. Ορισμένα από αυτά εξημερώνονταν, ασφαλώς, όμως και πάλι με δική τους θέληση, ήταν βέβαιη η Ναλτάφιρ.

Πλήρωσε τον άντρα με χαρτονομίσματα και κοίταξε τα Σερπετά το ένα μετά το άλλο, χωρίς βιασύνη. Ένα από αυτά κατέβασε το μακρύ, επίμηκες κεφάλι του σαν για να τη χαιρετήσει· το επικίνδυνο κέρατο πάνω από τη μουσούδα του γυάλισε στο φως του μεσημεριανού Απολλώνιου ήλιου. Η κίνηση του πλάσματος έμοιαζε να καλεί τη Ναλτάφιρ, και κανένα από τα άλλα δεν έκανε παρόμοια κίνηση. Η μάγισσα αποφάσισε ν’αγοράσει αυτό.

Ο άντρας το έβγαλε από τη μάντρα, το σέλωσε, και το χαλίνωσε, και η Ναλτάφιρ το καβάλησε με κάποια μικρή δυσκολία που οφειλόταν σ’εκείνη, όχι στο ερπετοειδές πλάσμα. Οι γάτες της πήδησαν, επίσης, επάνω.

«Στο καλό, κυρία,» τη χαιρέτησε ο άντρας.

Η Ναλτάφιρ έγνεψε προς το μέρος του και έφυγε, κατευθυνόμενη νοτιοδυτικά, έχοντας πάντα τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο στα δεξιά της. Το τοπίο, από εκείνη τη μεριά, έγερνε με αφύσικο τρόπο. Αν κάποιος δεν ήξερε τι συνέβαινε, θα νόμιζε ότι είχε παραισθήσεις. Η ίδια η πραγματικότητα της Απολλώνιας αλλοιωνόταν εφιαλτικά, λες και η ύλη της να ήταν ρευστή.

Όπως και ήταν, φυσικά. Ενέργεια. Τα πάντα ήταν, στο βάθος τους, ενέργεια, γνώριζε η Ναλτάφιρ.

Πίσω της, ο καβαλάρης συνέχιζε να την ακολουθεί.

Η Ναλτάφιρ οδήγησε το Σερπετό της μέσα σ’ένα σύδεντρο, επικίνδυνα κοντά στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Αισθανόταν το πλάσμα τσιτωμένο από κάτω της, φοβισμένο. «Μην ανησυχείς,» του ψιθύρισε αγγίζοντας τις γκρίζες φολίδες του κεφαλιού του· «ξέρω τι κάνω.» Οι γάτες της νιαούρισαν ανήσυχα. Η Ναλτάφιρ τράβηξε το αριστερό (και μοναδικό) αφτί του Κοκκινομάτη· εκείνος έκλεισε το ένα από τα κόκκινα μάτια του, νευρικά.

Η μάγισσα, όταν ήταν βέβαιη πως είχε πλέον κρυφτεί από το βλέμμα του κατασκόπου, σταμάτησε το Σερπετό και έκανε μια Μαγγανεία Νοητικής Συγχύσεως, με ταχύτητα και ισχύ που ένας συμβατικός μάγος (ακόμα και του τάγματος των Διαλογιστών) δεν θα θεωρούσε εφικτές. Ύστερα, η Ναλτάφιρ βγήκε από τη νότια μεριά του σύδεντρου και συνέχισε το ταξίδι της…

…ενώ ο κατάσκοπος την είδε να βγαίνει από τη βόρεια μεριά και να χάνεται μέσα στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο.

Σταμάτησε σαστισμένος, μη μπορώντας για κάποια ώρα να πάρει τα μάτια του από εκεί. Μην ξέροντας τι να κάνει.

Ώς τότε, η Ναλτάφιρ είχε απομακρυνθεί για τα καλά.

5.

Ο Οδυσσέας, όταν ξημέρωσε, κανόνισε τα πάντα ώστε να είναι όπως τα ήθελε για την επίθεση. Έτσι, όταν ήρθε η βαθιά νύχτα, είχε την ομάδα του έτοιμη. Αποτελείτο από εννιά ανθρώπους, και θα χωριζόταν στα τρία: τέσσερις και τέσσερις και ένας. Ο Οδυσσέας, ο Ευθύπορος, ο Φέτανιρ, και ο Σθένελος’σαρ θα πήγαιναν για το σημείο εστίασης στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας. Η Αθηνά, η Νικίτα, η Αριάδνη’ταρ, και ο Βαλέριος θα πήγαιναν για το σημείο εστίασης στον πύργο ελέγχου. Ο Προαιρέσιος θα τους περίμενε μέσα στο αεροσκάφος του, ώστε μόλις φύγουν από την πόλη (κατά πάσα πιθανότητα, κυνηγημένοι) να τους πάρει και να πετάξουν.

Τα δύο αντιπυραυλικά πεδία στη νότια μεριά της Νούμβρια ήταν το ένα δυτικά και το άλλο ανατολικά. Αυτό που ενδιέφερε τον Οδυσσέα ήταν το πρώτο. Επομένως, οι Απολλώνιες στρατιωτικές δυνάμεις επιτέθηκαν αιφνίδια στα ανατολικά, ώστε να τραβήξουν την προσοχή των Παντοκρατορικών προς τα εκεί. Άρματα μάχης, πεζοί πολεμιστές, και καβαλάρηδες μπήκαν σε κίνηση. Κανόνια πυροβολούσαν, και ρουκέτες και βόμβες εκτοξεύονταν.

«Ωραία,» είπε ο Οδυσσέας, κοιτάζοντας από την άκρη του Απολλώνιου στρατοπέδου τις συγκρούσεις που είχαν μόλις αρχίσει. «Ξεκινάμε.»

Η ομάδα του χωρίστηκε, και πήγαν προς τη νοτιοδυτική μεριά της Νούμβρια, μέσα στη νύχτα, πεζοί όλοι τους και ντυμένοι με μαύρα ρούχα ώστε να γίνονται ένα με το σκοτάδι. Η Γλαυκή ήταν μισοκρυμμένη πίσω από τα σύννεφα, πράγμα που τους συνέφερε, προσφέροντάς τους επιπρόσθετη κάλυψη. Το τοπίο, επίσης, αν και ξερό ύστερα από τόσες εκρήξεις και συγκρούσεις, τους βοηθούσε στο να παραμένουν αθέατοι. Υπήρχαν συντρίμμια από οχήματα και αεροσκάφη εδώ κι εκεί, πίσω απ’τα οποία μπορούσαν να κρυφτούν· υπήρχαν χαντάκια και αναχώματα, παλιά οχυρωματικά έργα, σκελετωμένα δέντρα που, ως εκ θαύματος, ακόμα στέκονταν, και βράχοι μαυρισμένοι από τους καπνούς και τις φωτιές.

Ο Οδυσσέας, σύντομα, έχασε από τα μάτια του την Αριάδνη’ταρ, την Αθηνά, τη Νικίτα, και τον Βαλέριο. Έβλεπε τώρα μονάχα όσους ήταν γύρω του, κι αυτούς μετά βίας λόγω της σκοτεινιάς.

Τους εμπιστευόταν και τους τρεις τους· τους θεωρούσε καλούς επαναστάτες που είχαν αποδείξει την αξία τους ξανά και ξανά.

Ο Φέτανιρ ήταν ένας άντρας από τη Μοργκιάνη, μαυρόδερμος και ικανός σε πολλά θέματα. Είχε υπηρετήσει την Επανάσταση σε διάφορες διαστάσεις, καθώς ήταν από παλιά στο πλευρό του Ανδρόνικου και εναντίον των Παντοκρατορικών. Όταν ο Φέτανιρ ήταν νεότερος, ο Οδυσσέας θα τον χαρακτήριζε, ίσως, παρορμητικό ορισμένες φορές· τώρα πλέον δεν ήξερε αν αυτός ο χαρακτηρισμός θα ήταν σωστός.

Ο Ευθύπορος είχε γαλανό δέρμα και καταγόταν από τη Σεργήλη. Ήταν πολεμιστής της Παντοκράτειρας και υπηρετούσε στην Αρβήντλια προτού μεταστραφεί και έρθει με το μέρος της Επανάστασης. Κανονικά, ένας τέτοιος άνθρωπος πιθανώς να θεωρείτο ύποπτος για προδοσία (Όταν έχεις προδώσει μία φορά, γιατί όχι και δεύτερη;), αλλά ήταν πλέον κάποια χρόνια στο πλευρό της Επανάστασης και δεν είχε δώσει την παραμικρή αιτία για να αμφιβάλλει ο Οδυσσέας για την πίστη του.

Ο Σθένελος’σαρ ήταν ένας μάγος του τάγματος των Ερευνητών, που είχε υπηρετήσει πολλές φορές στο Βόρειο και στο Νότιο Μέτωπο της Απολλώνιας και είχε γνωρίσει επαναστάτες προτού ο Οδυσσέας αποφασίσει να τον βάλει στις πιο σοβαρές αποστολές της Επανάστασης. Ήταν πολύ μικρότερος από τον Πρόμαχο, μικρότερος από τριάντα χρονών, αλλά είχε αποδείξει ότι ήταν καλός σ’αυτό που έκανε. Και τώρα ο Οδυσσέας ήθελε να έχει έναν μάγο μαζί του, για παν ενδεχόμενο.

Πλησίασαν την άκρη της Νούμβρια οι τέσσερίς τους και σταμάτησαν μέσα σ’ένα χαντάκι που μάλλον είχε δημιουργηθεί ύστερα από απανωτές εκρήξεις. Ύψωσαν τα κιάλια τους στα μάτια και κοίταξαν μέσα στη νύχτα. Είχαν όλα νυχτερινή όραση, η οποία λειτουργούσε με μπαταρία και βοηθούσε να διακρίνεις μορφές στο σκοτάδι. Ο Οδυσσέας είδε την πολυκατοικία για την οποία είχαν μιλήσει η Αθηνά, η Νικίτα, και η Αριάδνη. Ήταν, πράγματι, καλά φυλαγμένη από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας, ακόμα και τώρα που γινόταν επίθεση στ’ανατολικά.

Κατέβασε τα κιάλια του. «Πλησιάζουμε,» είπε, και οι σύντροφοί του τον ακολούθησαν, έξω απ’το χαντάκι και προς τη σκοτεινή πόλη, έχοντας στα χέρια τους οπλισμένες βαλλίστρες, που, σε αντίθεση με τα πυροβόλα όπλα, δεν θα έκαναν θόρυβο όταν σκότωναν κάποιον φρουρό.

Και σύντομα χρειάστηκε όντως να σκοτώσουν – δύο φρουρούς – για να πάνε κοντά στο συρματόπλεγμα της περιμέτρου των Παντοκρατορικών. Ο Φέτανιρ έβγαλε τα εργαλεία που είχε στον σάκο του κι έκοψε το συρματόπλεγμα σ’ένα σημείο, δημιουργώντας τρύπα. Ταυτόχρονα, ο Σθένελος’σαρ χρησιμοποιούσε κάποιο ξόρκι (ή ξόρκια)· ο Οδυσσέας μπορούσε να το καταλάβει από το γεγονός ότι ο μάγος μουρμούριζε ακατανόητα μέσα απ’την κουκούλα του κι έκανε σύντομες χειρονομίες κάπου-κάπου. Μάλλον ερευνούσε για κάτι – αισθητήρες που μπορούσαν να τους εντοπίσουν, τηλεοπτικούς πομπούς, ή τίποτ’ άλλο.

Ο Ευθύπορος πέρασε πρώτος από την τρύπα του συρματοπλέγματος, έχοντας ξανά τη βαλλίστρα του οπλισμένη, και ο Οδυσσέας τον ακολούθησε. Πίσω από αυτόν ήρθαν ο Σθένελος και ο Φέτανιρ. Προχώρησαν μέσα στους δρόμους της σφυροκοπημένης από τον πόλεμο Νούμβρια, γλιστρώντας από το ένα πυκνό σκοτάδι στο άλλο, αποφεύγοντας τα φώτα των Παντοκρατορικών τα οποία βρίσκονταν κυρίως στις γωνίες. Οι πολυκατοικίες έμοιαζαν με γιγάντια ερείπια γύρω τους – και ήταν. Κανένας δεν έμενε εδώ πλέον· μονάχα στρατός της Παντοκράτειρας σε ορισμένες. Τα υπόλοιπα οικοδομήματα χρησιμοποιούνταν απλώς ως οχυρωματικά έργα.

Η ομάδα του Οδυσσέα σταμάτησε μέσα σ’ένα κατασκότεινο στενορύμι, αντίκρυ στην πολυκατοικία όπου βρισκόταν το ένα απ’τα σημεία εστίασης της Μαγγανείας Αντιπυραυλικού Πεδίου. Δε χρειαζόταν να συζητήσουν αναμεταξύ τους για το τι έπρεπε να κάνουν, πώς να προχωρήσουν. Τα είχαν συμφωνήσει όλα προτού ξεκινήσουν από το Απολλώνιο στρατόπεδο. Ο Οδυσσέας ήθελε μονάχα να βεβαιωθεί για ένα πράγμα: ότι η πολυκατοικία πλάι σ’αυτήν που τους ενδιέφερε ήταν όντως εγκαταλειμμένη όπως είχαν αναφέρει οι Μαύρες Δράκαινες. Έφερε τα κιάλια του στα μάτια και την κοίταξε, ερευνητικά.

Πρέπει να είναι, σκέφτηκε τελικά, και κατέβασε τα κιάλια.

«Πρόμαχε;» είπε ο Φέτανιρ.

Ο Οδυσσέας ένευσε. «Πάμε.»

6.

Η Νικίτα δεν ήταν και τόσο σίγουρη ότι αυτός ο Βαλέριος τούς χρειαζόταν. Και μόνες τους θα μπορούσαν να τα καταφέρουν. Αλλά ο Πρόμαχος είχε επιμείνει: «Αφού τέσσερις θα πάνε στο ένα σημείο, τέσσερις πρέπει να πάνε και στο άλλο. Μην είστε τόσο σίγουρες για τον εαυτό σας.» Η Νικίτα, όμως, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ο Βαλέριος απλά θα τις καθυστερούσε. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας επαναστάτης γεννημένος στην Απολλώνια· δεν είχε την εκπαίδευση Μαύρης Δράκαινας. Και η Νικίτα δεν τον γνώριζε παλιότερα· τον είχε δει μονάχα κατά τύχη μερικές φορές. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος, και είχε εκείνο τον τύπο σώματος που, παρότι δεν ήταν πλατύ και μεγάλο, έδινε την εντύπωση πως ήταν σκληρό σαν πέτρα. Τα μαλλιά του ήταν καστανά και κοντά, και είχε καλοψαλιδισμένο μούσι. Ο Οδυσσέας είχε πει ότι ο Βαλέριος ήταν από τους ανθρώπους που έχουν κάνει τα χίλια-και-ένα επαγγέλματα. Κάποτε, ήταν ιδιωτικός ερευνητής· κάποτε, διαδιαστασιακός μαντατοφόρος· κάποτε, μισθοφόρος· κάποτε, δύτης… Και υπηρετούσε την Επανάσταση σχεδόν από τότε που ξεκίνησε, ενώ πιο πριν δεν είχε καμια ιδιαίτερη σύνδεση με τους Παντοκρατορικούς.

Παρ’όλ’αυτά, η Νικίτα δεν νόμιζε πως τους ήταν κι απαραίτητος.

Καθώς τώρα οι τέσσερίς τους διέσχιζαν το ρημαγμένο τοπίο πριν από τη Νούμβρια και πλησίαζαν την πόλη μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, η Μαύρη Δράκαινα όφειλε να παρατηρήσει ότι ο Βαλέριος έμοιαζε να κινείται έμπειρα, σχεδόν όπως εκείνη, η Αθήνα, και η Αριάδνη. Ήταν κι ανιχνευτής κάποτε, λοιπόν; σκέφτηκε η Νικίτα, λιγάκι ειρωνικά. Πόσο χρονώ να ήταν ο Βαλέριος, άραγε; Η ηλικία του της φάνταζε μυστηριώδης. Θα μπορούσε να ήταν από τριάντα-πέντε μέχρι πενήντα.

Πλησίασαν το συρματόπλεγμα, αφού η Νικίτα σκότωσε έναν Παντοκρατορικό φρουρό με μια καλοσημαδεμένη βολή της βαλλίστρας της που είχε στόχαστρο με νυχτερινή όραση. Το βέλος διαπέρασε τον λαιμό του άντρα κι εκείνος κατέρρευσε σαν πάνινη κούκλα.

Η Αθηνά τράβηξε απ’τον σάκο της ένα πλατύ, κοντό σπαθί που περιείχε ισχυρές μπαταρίες στο εσωτερικό της λαβής. Πάτησε το κουμπί στον προφυλακτήρα του όπλου και η λεπίδα φορτίστηκε από ενέργεια. Η Αθηνά σπάθισε επιδέξια το συρματόπλεγμα, κόβοντάς το πανεύκολα και δημιουργώντας μια τρύπα. Η Αριάδνη’ταρ, εν τω μεταξύ, χρησιμοποιούσε κάποια ανιχνευτικά ξόρκια. Όταν έγνεψε στους υπόλοιπους, εκείνοι μπήκαν. Πρώτη η Νικίτα, μετά ο Βαλέριος, μετά η Αθηνά, και τελευταία η μάγισσα.

Ο πύργος ελέγχου που τους ενδιέφερε δεν ήταν μακριά από εδώ. Βρισκόταν σε σημείο όπου, σε περίπτωση επίθεσης, μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ενεργειακό του κανόνι εναντίον των Απολλώνιων. Τώρα, το κανόνι δεν ήταν σε λειτουργία· οι συμπλοκές που διεξάγονταν ήταν μακριά από εδώ, στα νοτιοανατολικά της Νούμβρια.

Η προσοχή των στρατιωτών που φρουρούσαν γύρω από τον πύργο έμοιαζε να είναι αποσπασμένη, όμως. Στραμμένη προς τα ανατολικά. Πράγμα που συνέφερε την ομάδα της Νικίτας, ασφαλώς. Οι δύο Μαύρες Δράκαινες, η μάγισσα του τάγματος των Δρακαινών, και ο Βαλέριος ζύγωσαν όσο μπορούσαν να ζυγώσουν, και κρύφτηκαν πίσω από τη γωνία ενός εγκαταλειμμένου οικοδομήματος που ήταν κατά το ήμισυ γκρεμισμένο.

Από δω και πέρα έπρεπε να κάνουν τον δικό τους αντιπερισπασμό.

7.

Ο Οδυσσέας, ο Φέτανιρ, ο Σθένελος’σαρ, και ο Ευθύπορος γλίστρησαν μέσα στην εγκαταλειμμένη πολυκατοικία, και είδαν ότι ήταν αδύνατο να πλοηγηθούν εδώ μέσα χωρίς τουλάχιστον κάποιο μικρό φως. Έτσι ο Φέτανιρ άναψε έναν φακό με εστιασμένη δέσμη και τον κράτησε στραμμένο χαμηλά, ώστε να μην υπάρχουν παρά ελάχιστες πιθανότητες να τον προσέξουν οι Παντοκρατορικοί και να υποπτευθούν ότι κάτι επικίνδυνο μπορεί να συνέβαινε.

Ο ανελκυστήρας της πολυκατοικίας ήταν κατεστραμμένος· αποκλείεται να τον χρησιμοποιούσαν· οπότε άρχισαν ν’ανεβαίνουν τα πατώματα από τις σκάλες, ακούγοντας θραύσματα διαφόρων ειδών να τρίζουν κάτω από τις μπότες τους. Κρατούσαν ακόμα τις βαλλίστρες τους στα χέρια, οπλισμένες, για την απίθανη περίπτωση ότι μπορεί να συναντούσαν κάποιον μοναχικό φρουρό. Όμως όλοι τους υποπτεύονταν πως, αν τώρα συναντούσαν κάτι, δεν θα ήταν ένας μοναχικός φρουρός· μάλλον θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσουν αρκετούς Παντοκρατορικούς, και οι βαλλίστρες δεν θα τους βόλευαν πλέον, γιατί το ζητούμενο δεν θα ήταν η ησυχία αλλά η ταχύτητα και η δύναμη πυρός.

Ο Σθένελος μουρμούριζε πάλι ξόρκια καθώς ανέβαιναν. Ήταν προσεχτικός. Ακριβώς όπως όφειλε, σκέφτηκε ο Οδυσσέας.

Ωστόσο, δεν βρήκαν κανέναν και τίποτα στον δρόμο τους, και έφτασαν γρήγορα στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας, αντίκρυ στον αντίστοιχο όροφο της πλαϊνής πολυκατοικίας που τους ενδιέφερε.

Ο Οδυσσέας κοίταξε, επιφυλακτικά, από ένα παράθυρο. Στα αντικρινά μπαλκόνια υπήρχαν φρουροί, φυσικά. Θα έπρεπε να τους ξεπαστρέψουν σε ένα και μόνο σημείο και να περάσουν γρήγορα απέναντι. Ο Οδυσσέας έριξε μια ματιά σ’όλες τις θέσεις όπου βρίσκονταν Παντοκρατορικοί πολεμιστές. Δύσκολα τα πράγματα, παρατήρησε. Δε μπορούσαν, όμως, να κάνουν πίσω τώρα. Και δεν θα ήθελε να κάνουν πίσω. Εξάλλου, παρότι δύσκολη, η κατάσταση δεν ήταν απέλπιδη.

«Εκεί,» είπε στους συντρόφους του, δείχνοντας ένα μπαλκόνι που βρισκόταν πιο μακριά από τα άλλα και σε γωνία που το έκανε να μην είναι άμεσα φανερό από αυτά· χρειαζόταν να πας στην άκρη τους και να γυρίσεις εσκεμμένα για να το κοιτάξεις. «Αλλά θα πρέπει να φανούμε γρήγοροι.»

«Εννοείται,» αποκρίθηκε ο Φέτανιρ.

Στο αντικρινό μπαλκόνι στέκονταν δύο Παντοκρατορικές πολεμίστριες, ντυμένες με τις λευκές στολές τους κι έχοντας τα τουφέκια τους στα χέρια. Ο Ευθύπορος και ο Οδυσσέας ύψωσαν τις βαλλίστρες τους και τις σημάδεψαν μέσα από τα στόχαστρα.

«Τώρα,» είπε ο Πρόμαχος, και πάτησαν μαζί τη σκανδάλη. Το δικό του ατσάλινο βέλος καρφώθηκε στο κεφάλι της μιας γυναίκας, το βέλος του Ευθύπορου καρφώθηκε στο στήθος της άλλης. Κι οι δύο σωριάστηκαν χωρίς φασαρία.

Ο Φέτανιρ κι ο Σθένελος είχαν, εν τω μεταξύ, βγάλει και ετοιμάσει τα εργαλεία που θα τους χρειάζονταν για να περάσουν απέναντι. Τώρα, ο πρώτος ύψωσε τη βαλλίστρα του και εκτόξευσε τον γάντζο-βέλος στο πέρας του οποίου ήταν δεμένο το ένα σχοινί. Ο γάντζος κατέληξε στο μπαλκόνι όπου βρίσκονταν πεσμένες οι νεκρές πολεμίστριες· ο Φέτανιρ τον τράβηξε προς τη μεριά του, μέσω του σχοινιού, κι αυτός πιάστηκε στα κάγκελα. Ο Σθένελος εκτόξευσε τον δεύτερο γάντζο με τη δική του βαλλίστρα, και τον έπιασε με παρόμοιο τρόπο στα κάγκελα του μπαλκονιού. Μετά, έδεσαν τα σχοινιά στην οροφή του μπαλκονιού όπου στέκονταν, έτσι ώστε να έχουν καθοδική κλίση. Ο Φέτανιρ, τότε, έκλεισε μια αλυσίδα ανάμεσα στα δύο σχοινιά: μια αλυσίδα τυλιγμένη με μαύρο δέρμα.

«Πηγαίνω εγώ πρώτος, Πρόμαχε,» είπε.

Ο Οδυσσέας ένευσε. Ο Φέτανιρ ήταν, αναμφίβολα, ο πιο ευέλικτος από όλους τους. Αν παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα στο αυτοσχέδιο μεταφορικό τους μέσο, σίγουρα θα το αντιμετώπιζε καλύτερα εκείνος παρά οποιοσδήποτε άλλος.

Ο μαυρόδερμος επαναστάτης πιάστηκε, και με τα δύο χέρια, από την τυλιγμένη με δέρμα αλυσίδα και πήδησε απ’το μπαλκόνι, κλοτσώντας προς τα πίσω για να δώσει ώθηση στον εαυτό του. Η αλυσίδα γλίστρησε άνετα πάνω στα δύο σχοινιά, οδηγώντας τον Φέτανιρ στο αντικρινό μπαλκόνι. Εκείνος πιάστηκε από τα κάγκελα κι ανέβηκε. Τράβηξε το πιστόλι του και κοίταξε προς το εσωτερικό του οικοδομήματος.

Ο Οδυσσέας είχε, ώς τότε, περάσει μια δεύτερη αλυσίδα στα σχοινιά, και τώρα την άρπαξε κι ακολούθησε τον Φέτανιρ, φτάνοντας στον προορισμό του με την ίδια ευκολία. Ο Σθένελος’σαρ και ο Ευθύπορος ήρθαν με παρόμοιο τρόπο.

«Να δούμε πώς θα φύγουμε κιόλας από δω μέσα…» μουρμούρισε ο τελευταίος, καθώς έμπαιναν στην πολυκατοικία, όλοι τους τώρα με πιστόλια και ξιφίδια στα χέρια.

Το εσωτερικό του οικοδομήματος ήταν σε μαύρα χάλια, αλλά επίσης ήταν φανερό πως κάποιοι έρχονταν εδώ, καθώς υπήρχαν όπλα, φαγητά, και ποτά αφημένα πάνω σε έπιπλα.

Μετά από μια πόρτα ο Οδυσσέας είδε έναν διάδρομο, και φρουρούς μέσα στον διάδρομο. Είμαστε, λοιπόν, σε καλό δρόμο. Το μέρος όπου βρισκόταν ο αισθητήρας του σημείου εστίασης, σίγουρα, δεν θα ήταν αφύλαχτο.

Τρεις φρουροί…

Ο Οδυσσέας έκανε νόημα στους συντρόφους του, και πυροβόλησαν από τις άκριες της πόρτας, καλυμμένοι από τον τοίχο. Οι Παντοκρατορικοί μετά βίας πρόλαβαν να ανταποδώσουν, προτού πέσουν όλοι τους νεκροί.

Τότε, όμως, μια πόρτα άνοιξε στον διάδρομο και κάποιοι πυροβόλησαν από εκεί, καλά καλυμμένοι όπως ο Οδυσσέας και η ομάδα του.

8.

Ο Βαλέριος, τελικά, μπορεί να φαινόταν χρήσιμος σε κάτι. Η Νικίτα τον έστειλε να κάνει τον αντιπερισπασμό. Έτσι δεν θα χρειαστεί κάποια από εμάς να απομακρυνθεί, και θα κινηθούμε κι οι τρεις μας συγχρόνως. Ο Βαλέριος δεν έφερε αντίρρηση: πήρε τα εκρηκτικά και έφυγε από κοντά τους, γλιστρώντας μέσα στα σκοτάδια των παρυφών της Νούμβρια. Η Νικίτα τον έχασε γρήγορα από τα μάτια της. Ξέρει πώς να κινείται, παρατήρησε γι’ακόμα μια φορά· αυτό είναι βέβαιο.

Η Αριάδνη’ταρ έκανε κάποιο ξόρκι – ανιχνευτικό μάλλον. Η μάγισσα ανησυχεί πολύ, νομίζω, σκέφτηκε η Νικίτα, έχοντας έτοιμα τα όπλα της – ένα πιστόλι στο χέρι, και το ξιφίδιό της στη ζώνη, εκεί όπου μπορούσε αμέσως να το τραβήξει. Πλάι της, η Αθηνά ήταν παρόμοια προετοιμασμένη. Τα μάτια της γυάλιζαν επάνω στο κατάμαυρο πρόσωπό της.

Μια δυνατή έκρηξη έγινε από μια πολυκατοικία εκεί κοντά–

Βρόντος και φως.

Φωτιά.

Οι Παντοκρατορικοί γύρω από τον πύργο ελέγχου μπήκαν σε ξαφνική κίνηση. Φωνές αντηχούσαν, όπλα υψώνονταν.

Η Νικίτα, η Αθηνά, και η Αριάδνη δεν χρειαζόταν να μιλήσουν· ήξεραν κι οι τρεις τους ότι τώρα ήταν η στιγμή να κινηθούν. Και κινήθηκαν. Βγαίνοντας από την κρυψώνα τους, ντυμένες κατάμαυρα και κουκουλωμένες, ένα με τη νύχτα και τα σκοτάδια της, ζύγωσαν τον πύργο ελέγχου και τα οχήματα που τον περιστοίχιζαν.

Ήταν αδύνατο να αποφύγουν κάθε σύγκρουση, αλλά ήθελαν να περάσουν όσο γινόταν πιο εύκολα και πιο απαρατήρητες. Η Νικίτα τράβηξε στιγμιαία το ξιφίδιό της και κάρφωσε στον λαιμό έναν Παντοκρατορικό πολεμιστή που την είδε. Παραδίπλα, η Αθηνά γλίστρησε κάτω από ένα ψηλό όχημα και κύλησε πλαγιαστά προτού ξανασηκωθεί στα πόδια της από την άλλη μεριά. Η Αριάδνη’ταρ πέρασε πίσω από ένα μικρό φορτηγό, κλότσησε τον οδηγό που εκείνη τη στιγμή είχε την ατυχία να βγει μπροστά της, και τον κάρφωσε με το ξιφίδιό της.

Ύστερα, οι τρεις τους επιτέθηκαν στους δύο ξαφνιασμένους φρουρούς στην είσοδο του πύργου. Οι ριπές των πιστολιών τους ίσα που ακούστηκαν μέσα στον σαματά που γινόταν μετά από τον αντιπερισπασμό του Βαλέριου. Οι δύο άντρες σωριάστηκαν νεκροί.

Η Νικίτα άνοιξε απότομα την πόρτα–

Δύο Παντοκρατορικοί έρχονταν από μέσα.

Η Αθηνά, που είχε ήδη πέσει στο ένα γόνατο, τους πυροβόλησε κρατώντας ένα πιστόλι σε κάθε χέρι. Εκείνοι σωριάστηκαν με τις λευκές στολές τους βαμμένες κόκκινες.

Οι δύο Μαύρες Δράκαινες και η μάγισσα εισέβαλαν στον πύργο ελέγχου κλείνοντας την πόρτα πίσω τους.

«Προς τα πού;» ρώτησε η Νικίτα.

Η Αριάδνη έδειξε επάνω. Πρέπει να είχε ήδη εντοπίσει με τη μαγεία της την ακριβή θέση του σημείου εστίασης.

9.

Ο Ευθύπορος τράβηξε μια χειροβομβίδα και την πέταξε καταπάνω στους Παντοκρατορικούς πίσω από την πόρτα. Έκρηξη ακολούθησε, και κραυγές.

«Τώρα!» φώναξε ο Οδυσσέας, και εφόρμησαν όλοι τους, πυροβολώντας, περνώντας το ρημαγμένο κατώφλι της ανοιχτής πόρτας, φτάνοντας μέσα σ’ένα αρκετά μεγάλο δωμάτιο όπου υπήρχαν μηχανισμοί και καλώδια, και στο κέντρο του βρισκόταν μια συσκευή που ο Πρόμαχος αμέσως αναγνώρισε. Ο ειδικός αισθητήρας για το αντιπυραυλικό πεδίο. Ένα παραλληλόγραμμο, μεταλλικό κουτί μ’έναν στρογγυλό κρύσταλλο στο κέντρο. Καλώδια το συνέδεαν με μια σειρά από ενεργειακές φιάλες στον τοίχο, καθώς και με ένα μηχανικό σύστημα στην άλλη μεριά του δωματίου. Στην οθόνη του συστήματος φαίνονταν κάτι δεδομένο που ο Οδυσσέας δεν είχε χρόνο ούτε να κοιτάξει επί τροχάδην καθώς εκείνος κι οι σύντροφοί του πυροβολούσαν τους τελευταίους οπλοφόρους μέσα στο δωμάτιο.

Ένας Τεχνομαθής μάγος ήταν εδώ, κι έκανε να πιάσει ένα ηχητικό τουφέκι και να το στρέψει εναντίον των επαναστατών· αλλά ο Σθένελος’σαρ τον πυροβόλησε στο κεφάλι, και η ηχητική ριπή του όπλου χτύπησε το ταβάνι τραντάζοντας λιγάκι τα ντουβάρια.

Καμια αντίσταση δεν είχε απομείνει μέσα στο δωμάτιο. Ο Οδυσσέας άλλαξε γεμιστήρα κι έστρεψε το πιστόλι του στις ενεργειακές φιάλες. Πυροβολώντας επανειλημμένα, τις έκανε να εκραγούν διαλύοντας τον τοίχο πίσω τους κι ανοίγοντας τρύπα.

Ο Φέτανιρ κλότσησε τον ειδικό αισθητήρα, ανατρέποντάς τον. Ο Ευθύπορος πυροβόλησε την οθόνη και την κονσόλα του πληροφοριακού συστήματος.

«Μακριά,» είπε ο Οδυσσέας, και κόλλησε ένα κουτάκι εκρηκτικά επάνω στον αισθητήρα. Οι επαναστάτες απομακρύνθηκαν, και το μηχάνημα ανατινάχτηκε.

Φωνές, όμως, ακούγονταν τώρα από το εσωτερικό της πολυκατοικίας. Οι Παντοκρατορικοί είχαν καταλάβει τι γινόταν, και έρχονταν. Μαζικά.

10.

Η Νικίτα, η Αθηνά, και η Αριάδνη, καθώς ανέβαιναν τη σκάλα προς τα επάνω πατώματα του πύργου, σκότωσαν μερικούς Παντοκρατορικούς που παρουσιάστηκαν εμπρός τους. Και έφτασαν, τελικά, αντίκρυ σε μια κλειστή πόρτα.

«Εδώ;» ρώτησε η Αθηνά τη μάγισσα.

Η Αριάδνη έκανε ένα ξόρκι, γρήγορα. «Ναι,» αποκρίθηκε.

Η Νικίτα προσπάθησε ν’ανοίξει την πόρτα και, όπως το περίμενε, τη βρήκε κλειδωμένη. Αμπαρωμένη, ίσως, από μέσα. Κατάλαβαν γιατί είμαστε εδώ, νομίζω.

Η Αθηνά κόλλησε εκρηκτικά στην επιφάνεια της πόρτας, και οι τρεις τους απομακρύνθηκαν επάνω στη σκάλα. Η έκρηξη που ακολούθησε τράνταξε τον πύργο ελέγχου, κι εκείνες πήγαν προς το άνοιγμα που κάπνιζε, πυροβολώντας με τα πιστόλια τους τις σκιερές μορφές που έβλεπαν πίσω απ’τον καπνό.

Βρέθηκαν σ’ένα δωμάτιο γεμάτο μηχανισμούς, ανάμεσα στους οποίους και η ειδική εστία του αντιπυραυλικού πεδίου. Τρία πτώματα ήταν σωριασμένα: οι δύο άντρες στο πάτωμα, η γυναίκα επάνω σε μια κονσόλα. Όπλα ήταν πεσμένα από τα χέρια τους.

«Το ανατινάζουμε και φεύγουμε,» είπε η Αθηνά και, θηκαρώνοντας τα πιστόλια της, τράβηξε δύο χειροβομβίδες απ’τη στολή της. Οι άλλες ένευσαν. Βγήκαν απ’το δωμάτιο, και η Αθηνά πέταξε τις χειροβομβίδες μέσα.

Ακόμα μια έκρηξη τράνταξε τον πύργο. Τζάμια ακούστηκαν να σπάνε.

Και οι τρεις τους ανέβηκαν τις σκάλες, δεν κατέβηκαν, γιατί ήξεραν ότι από κάτω θα είχαν άσχημη παρέα.

11.

Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έτρεξαν προς το μπαλκόνι απ’το οποίο είχαν έρθει. Και βρήκαν τα σχοινιά τους κομμένα. Από την αντικρινή πολυκατοικία, κάποιοι άρχισαν να τους πυροβολούν· οι μουσούδες των όπλων τους άστραφταν μέσα απ’το σκοτάδι. Οι επαναστάτες καλύφτηκαν στο εσωτερικό του οικοδομήματος. Αλλά κι από κει έρχονταν εχθροί, οι οποίοι άρχισαν επίσης να τους πυροβολούν. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του ανταπέδωσαν, για να τους σπρώξουν πίσω.

«Πώς θα φύγουμε;» γρύλισε ο Σθένελος. «Πώς θα φύγουμε, Οδυσσέα;»

Σφαίρες και κάλυκες πετάγονταν παντού, το κροτάλισμα των όπλων αντηχούσε, οι τοίχοι και οι πόρτες γέμιζαν τρύπες.

«Δεν πρέπει νάμαστε εδώ όταν θ’αρχίσει η επίθεση!» είπε ο Ευθύπορος.

«Εμείς θα δώσουμε το σήμα για ν’αρχίσει η επίθεση,» του θύμισε ο Οδυσσέας. Και είπε: «Πάμε προς την ταράτσα.»

«Την ταράτσα;» έκανε ο Σθένελος.

Δεν του απάντησε ο Οδυσσέας αλλά ο Φέτανιρ: «Από κει ο Προαιρέσιος ίσως καταφέρει να μας μαζέψει. Από αλλού, αποκλείεται.»

Ο Πρόμαχος ένευσε, βλέποντας πως ο μαυρόδερμος Μοργκιανός είχε καταλάβει το απελπισμένο σχέδιό του.

12.

Στον τελευταίο όροφο του πύργου βρισκόταν το ενεργειακό κανόνι που η μουσούδα του έβγαινε από μια πολεμίστρα. Η Νικίτα, η Αθήνα, και η Αριάδνη’ταρ δεν δυσκολεύτηκαν να φτάσουν εκεί, ούτε να σκοτώσουν τον χειριστή του κανονιού και τους δύο φρουρούς που είχαν απομείνει. Στον Τεχνομαθή μάγο, που ήταν εδώ για να κάνει τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως, η Αθηνά είπε: «Μείνε στη θέση σου!» σημαδεύοντάς τον με το πιστόλι της. «Και κάνε τη δουλειά σου όπως την ξέρεις.»

Εκείνος φάνηκε σαστισμένος για λίγο.

«Τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως,» του εξήγησε η Αριάδνη, πιο ήπια από την Αθηνά, ενώ η Νικίτα πήγαινε να καθίσει στο χειριστήριο του κανονιού.

Ο μάγος υπάκουσε. Στάθηκε ανάμεσα στους δέκτες του κανονιού και ύφανε τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως, ρυθμίζοντας τη ροή της ενέργειας μέσα στο όπλο. Η Αριάδνη δεν μπορούσε να το κάνει η ίδια αυτό· μονάχα οι Τεχνομαθείς μπορούσαν.

Η Νικίτα έστρεψε το στόχαστρο του κανονιού, κοιτάζοντας την οθόνη στην κονσόλα εμπρός της. Σημάδεψε τους Παντοκρατορικούς γύρω από τον πύργο και έβαλε, καταστρέφοντας οχήματα, εξαϋλώνοντας ανθρώπινα σώματα, διαλύοντας μικρά φυλάκια και συρματοπλέγματα. Ωστόσο, δεν μπορούσε να χτυπήσει αυτούς που ήταν πολύ κοντά στον πύργο· το όπλο αδυνατούσε να πάρει τέτοια κλίση.

Η Αθηνά ατένιζε έξω από μια πολεμίστρα, για να βλέπει πώς είχε η κατάσταση, και είπε: «Δεν πλησιάζουν άλλοι. Δεν έρχεται κανένας προς τα εδώ. Από κάτω μας, όμως, μπροστά στην είσοδο, είναι κάποιοι. Καλυμμένοι πίσω από οχήματα.»

«Δε μπορώ ούτε καν να τους δω,» είπε η Νικίτα κοιτάζοντας στην οθόνη της. «Ρίξ’ τους χειροβομβίδες.»

Η Αθηνά, συμφωνώντας σιωπηλά, τράβηξε μια χειροβομβίδα, έβγαλε την περόνη, και την πέταξε από την πολεμίστρα. Η έκρηξη τράνταξε τα σταματημένα οχήματα, και η οροφή αυτού επάνω στο οποίο είχε πέσει η βόμβα έκανε τρύπα, ενώ όλα του τα τζάμια διαλύθηκαν. Κάποιοι Παντοκρατορικοί σκοτώθηκαν, άλλοι έτρεχαν ν’απομακρυνθούν.

Η Αθηνά πέταξε ακόμα μια χειροβομβίδα, για καλό και για κακό. «Πάμε τώρα,» είπε.

Η Νικίτα βγήκε απ’το ενεργειακό κανόνι.

Η Αριάδνη έστρεψε το πιστόλι της στον μάγο του τάγματος των Τεχνομαθών.

«Όχι!» φώναξε εκείνος, διακόπτοντας τη μαγγανεία του. «Έκανα ό,τι μου είπατε!»

Η Αριάδνη πάτησε τη σκανδάλη – έχοντας ήδη ρυθμίσει το όπλο της στην αναισθητοποίηση – και ενέργεια πετάχτηκε από την κάννη καθώς η μπαταρία μέσα στο πιστόλι εξαντλείτο. Ο μάγος ούρλιαξε, το σώμα του τρανταζόταν, κι ύστερα σωριάστηκε ακίνητος, αλλά ακόμα αναπνέοντας.

Η Νικίτα τράβηξε το ξιφίδιό της και, σκύβοντας απότομα, τον κάρφωσε στον λαιμό.

Η Αριάδνη την ατένισε οργισμένα. «Γιατί;»

«Γιατί να τον αφήσουμε στους εχθρούς μας;» είπε ρητορικά η Νικίτα, θηκαρώνοντας τη λεπίδα. «Είναι μάγος, και θα τους φανεί χρήσιμος.»

«Δεν ήρθαμε εδώ, όμως, για να δολοφονήσουμε!» είπε η Αριάδνη’ταρ, καθώς έβγαιναν απ’το δωμάτιο και κατέβαιναν τη σκάλα, με τα πιστόλια τους στα χέρια.

«Δολοφονήσαμε αρκετούς έτσι κι αλλιώς, δε νομίζεις, μάγισσα;» Οι μάγισσες του τάγματος των Δρακαινών, αν και είχαν εκπαιδευτεί στον πόλεμο, δεν είχαν περάσει κι από την εκπαίδευση που είχαν περάσει οι Μαύρες Δράκαινες. Η δουλειά τους ήταν να τις υποστηρίζουν με τη μαγεία τους, όχι να τις αντικαθιστούν. Κι ορισμένες φορές η Νικίτα νόμιζε πως ήταν κάπως μαλθακές χωρίς να υπάρχει λόγος.

Βγαίνοντας από τον πύργο δεν συνάντησαν καμια αντίσταση, και ντυμένες με τα κατάμαυρα ρούχα τους και κουκουλωμένες έτρεξαν μέσα στη νύχτα, για να φτάσουν στο μέρος έξω από την πόλη όπου τις περίμενε ο Προαιρέσιος, έχοντας προσγειώσει το αεροσκάφος του.

Ήξεραν ότι ο Βαλέριος θα τις ακολουθούσε. Ή ίσως να είχε ήδη φύγει, αν ήταν έξυπνος, σκέφτηκε η Νικίτα.

13.

Οι εχθροί τους δεν περίμεναν ότι θα πήγαιναν προς την ταράτσα, έτσι η ομάδα του Οδυσσέα δεν δυσκολεύτηκε τόσο να φτάσει εκεί. Μπήκαν στον ανελκυστήρα (τον οποίο οι Παντοκρατορικοί είχαν κάνει το λάθος να μην έχουν ακόμα απενεργοποιήσει) και βρέθηκαν επάνω, στο μικρό οίκημα στην οροφή της ψηλής πολυκατοικίας.

«Μπορείς να μπλοκάρεις τον μηχανισμό;» ρώτησε ο Οδυσσέας τον Σθένελο.

«Δεν είναι η ειδικότητά μου αυτή, αλλά…» Ο μάγος άγγιξε την κονσόλα με τα κουμπιά του ανελκυστήρα και μουρμούρισε τα λόγια για κάποιο ξόρκι.

«Τι έκανες;» τον ρώτησε ο Ευθύπορος.

«Ξόρκι Μηχανικής Δυσλειτουργίας. Ο μηχανισμός θα παρουσιάζει προβλήματα για κάποια ώρα.»

«Καλώς,» είπε ο Οδυσσέας. «Πάμε έξω.»

Βγήκαν απ’το οίκημα της ταράτσας και είδαν τα δύο αντιαεροπορικά κανόνια που βρίσκονταν εδώ. Αμέσως πυροβόλησαν τους χειριστές και τους φρουρούς, προτού εκείνοι προλάβουν να καταλάβουν καλά-καλά τι συνέβαινε. Μονάχα ένας ανταπέδωσε και μια από τις σφαίρες του βρήκε τον Σθένελο στον αριστερό μηρό. Ο μάγος γρύλισε. «Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ…!»

«Ήρεμα,» του είπε ο Οδυσσέας, και τον έπιασε απ’τη μέση. «Στηρίξου επάνω μου.»

Ο Ευθύπορος κοίταξε στον ουρανό. «Πού είναι τώρα ο πιλότος;»

«Ψυχραιμία,» είπε ο Οδυσσέας. «Ξέρει πού είμαστε, κι αποκλείεται να μας εγκαταλείψει. Μόλις οι Μαύρες Δράκαινες τον συναντήσουν και δουν ότι δεν ερχόμαστε, θα έρθουν να μας βρουν.»

«Ας το ελπίσουμε…»

«Από τη σκάλα!» προειδοποίησε ο Φέτανιρ.

Στράφηκαν, υψώνοντας τα όπλα τους, και πυροβόλησαν τους Παντοκρατορικούς κρατώντας τους πίσω. Για λίγο είχαν το πάνω χέρι· οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας δεν μπορούσαν να ζυγώσουν. Μετά, όμως, οι επαναστάτες είδαν ένα ελικόπτερο να έρχεται προς το μέρος τους.

Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! σκέφτηκε ο Οδυσσέας, κι αφήνοντας τον Σθένελο να σταθεί μόνος του, έτρεξε να καθίσει στη θέση ενός από τα αντιαεροπορικά πυροβόλα. Το έστρεψε προς το ελικόπτερο και έριξε. Το κροτάλισμα γέμισε τον αέρα καθώς η κάννη σπινθηροβολούσε. Το αεροσκάφος χτυπήθηκε και στράφηκε να φύγει. Ο Οδυσσέας το είδε να πετά παράταιρα και με το ζόρι να προσγειώνεται κάπου μέσα στην πόλη.

«Μάλλον δε θα το ξαναπροσπαθήσουν αυτό,» είπε ο Φέτανιρ.

«Μην είσαι τόσο σίγουρος,» του είπε ο Ευθύπορος. «Μπορεί νάρθουν με περισσότερα ελικόπτερα.»

«Είναι ανάγκη πάντα νάσαι τόσο μουντός, ρε φίλε;»

«Βλέπω την κατάσταση όπως είναι. Και μου φαίνεται πως ίσως να μας συνέφερε να παραδοθούμε.»

«Σκέφτεσαι τώρα να προδώσεις εμάς, λοιπόν;» γρύλισε ο Φέτανιρ.

«Δε θα με ξαναδέχονταν ακόμα κι αν σας πρόδιδα. Το λέω για να μείνουμε ζωντανοί.»

«Δεν πρόκειται να παραδοθούμε!» φώναξε ο Φέτανιρ.

Ο Σθένελος άρχισε να πυροβολεί προς τη σκάλα, καθώς οι Παντοκρατορικοί έρχονταν πάλι.

«Σκασμός με την κουβέντα!» γρύλισε ο Οδυσσέας στον Φέτανιρ και τον Ευθύπορο. Αλλά εκείνοι είχαν ήδη στραφεί και πυροβολούσαν τους Παντοκρατορικούς: με τουφέκια τώρα, όχι με πιστόλια.

Ο Πρόμαχος κοίταξε ξανά στον ουρανό, μήπως ερχόταν κανένα αεροσκάφος, φιλικό ή εχθρικό. Είδε δύο ελικόπτερα. Παντοκρατορικά. Ο Ευθύπορος είχε δίκιο, σκέφτηκε απεγνωσμένα. Και πυροβόλησε με το αντιαεροπορικό κανόνι, νιώθοντας το μεγάλο όπλο να τραντάζεται γύρω από τη θέση όπου ήταν καθισμένος.

Ένα από τα ελικόπτερα εξαπέλυσε ρουκέτες.

«Καλυφθείτε!» κραύγασε ο Οδυσσέας, πηδώντας πίσω απ’το πυροβόλο που χειριζόταν.

Οι άλλοι επαναστάτες έπεσαν κάτω επίσης.

Η ταράτσα της πολυκατοικίας ταρακουνήθηκε σαν να γινόταν σεισμός· πέτρες τινάχτηκαν, σκόνη σηκώθηκε. Ευτυχώς, όμως, η οροφή ήταν μεγάλη και καμια από τις ρουκέτες δεν είχε πέσει τόσο κοντά στους επαναστάτες ώστε να τους σκοτώσει.

Οι Παντοκρατορικοί φάνηκαν, μέσα στη θολούρα, να βγαίνουν από τη σκάλα και να ζυγώνουν πυροβολώντας.

Ο Οδυσσέας, καλυμμένος πίσω απ’το κανόνι, τους έριξε με το πιστόλι του. Ο Φέτανιρ και ο Ευθύπορος πυροβολούσαν με τα τουφέκια τους, πεσμένοι μπρούμυτα, προστατευμένοι απ’τα συντρίμμια και τους καπνούς. Ο Σθένελος φαινόταν να παλεύει για να συρθεί λίγο παραδίπλα.

Οι Παντοκρατορικοί, καθώς χτυπιόνταν άσχημα ο ένας κατόπιν του άλλου, κατάλαβαν ότι ίσως να είχαν κάνει λάθος, ίσως να είχαν κινηθεί πιο βιαστικό απ’ό,τι όφειλαν. Προσπάθησαν να καλυφτούν και να ανταποδώσουν.

Τα ελικόπτερα προσέγγισαν την πολυκατοικία–

Και ήρθαν κι άλλα αεροσκάφη – ο Οδυσσέας τα αντιλήφτηκε από τη σκιά που έριξαν πάνω στην ταράτσα. Πυροβόλα ακούστηκαν να μπαίνουν σε εντατική λειτουργία στον αέρα. Είμαστε ξοφλημένοι, συμπέρανε ο Πρόμαχος· μετά, όμως, συνειδητοποίησε ότι δεν πυροβολούσαν εκείνους.

Το ένα από τα ελικόπτερα χτυπήθηκε άσχημα, κι έπεσε ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Το άλλο στράφηκε για να υποχωρήσει. Μια ρουκέτα το καταδίωξε, ανατινάζοντας όλη την πίσω μεριά του, κάνοντάς το να βουτήξει πάνω στον τοίχο μιας πολυκατοικίας που απέμενε μονάχα ο σκελετός της – και η οποία τώρα κατέρρευσε μαζί με το αεροσκάφος.

Ο Οδυσσέας κοίταξε ψηλά. Είδε δύο αεροπλάνα. Και το ένα από αυτά έστρεφε τώρα τους προωθητήρες του κάθετα και κατέβαινε προς την ταράτσα. Μια καταπακτή άνοιξε από κάτω του και μια ανεμόσκαλα έπεσε.

«Πρόμαχε!» φώναξε η Αθηνά. «Ανεβείτε!»

Ο Φέτανιρ πέταξε μια χειροβομβίδα στους Παντοκρατορικούς, που υποχωρούσαν μέσα στη σκάλα της πολυκατοικίας, και τρέχοντας πιάστηκε απ’την ανεμόσκαλα.

Ο Ευθύπορος συνέχισε να πυροβολεί, ενώ ο Οδυσσέας άρπαξε τον Σθένελο’σαρ και τον τράβηξε μαζί του. «Κρατήσου επάνω μου,» του είπε, και γαντζώθηκε στη σκάλα. «Τραβήξτε μας!» φώναξε στις Μαύρες Δράκαινες, κι εκείνες υπάκουσαν, ανεβάζοντάς τους στο αεροπλάνο.

Μετά από λίγο ήταν μαζί τους κι ο Ευθύπορος, και έφευγαν από τη Νούμβρια πετώντας.

«Μας ανησύχησες, Πρόμαχε,» παρατήρησε ο Προαιρέσιος από το πιλοτήριο. «Οι κοπελιές σ’το είχαν πει να μην έρθεις ο ίδιος εδώ αλλά εσύ επέμενες.»

«Δεν είμαι βασιληάς σας ούτε στρατηγός σας,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Άλλος ένας πολεμιστής σαν κι εσάς είμαι.»

«Μ’αρέσει όταν γίνεσαι ιδεαλιστικός,» σχολίασε ο Βαλέριος, και κάποιοι γέλασαν – συμπεριλαμβανομένου του ίδιου και του Προαιρέσιου.

«Ποιοι είναι στο άλλο αεροπλάνο;» ρώτησε ο Οδυσσέας. «Εσείς τους καλέσατε;»

«Αυτοί ήρθαν και μας βρήκαν,» αποκρίθηκε ο Προαιρέσιος, «αφού έμαθαν ότι είχες πάει να σαμποτάρεις το αντιπυραυλικό πεδίο.»

«Αφού έμαθαν–; Ποιοι είναι;»

«Ο Πρίγκιπάς μας, η Ιωάννα, ο Σέλιρ’χοκ, και η Άνμα’ταρ. Επέστρεψαν από τη Σάρντλι, Πρόμαχε – και λένε ότι η Σάρντλι είναι τώρα δική μας.»

14.

Η Ναλτάφιρ σταμάτησε το Σερπετό της όταν ήταν νύχτα. Είχε πια απομακρυνθεί αρκετά από την Ταλκασία ώστε να μην ανησυχεί ότι κάποιος από εκεί (ανιχνευτής ή μη) μπορεί να την έβλεπε και να θεωρούσε ότι έκανε κάτι ύποπτο. Συγχρόνως, όμως, δεν ήταν και τόσο μακριά από το μέρος που είχε ξεκινήσει ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος.

Εν ολίγοις, βρισκόταν ακριβώς εκεί όπου ήθελε.

Οι γάτες της πήδησαν στο έδαφος, και τις ακολούθησε κι εκείνη, βαδίζοντας λιγάκι για να ξεπιαστεί από τη σέλα. Το Σερπετό βημάτισε πίσω της. Η περιοχή όπου τώρα βρίσκονταν ήταν λοφώδης και ελαφρώς δασώδης. Στα βόρεια, λιγότερο από ένα χιλιόμετρο απόσταση, φαινόταν ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος να κάνει το τοπίο να λυγίζει και τον νυχτερινό ουρανό να στρεβλώνει απερίγραπτα.

Η Ναλτάφιρ μάζεψε ξύλα και, χρησιμοποιώντας προσάναμμα κι έναν ενεργειακό αναπτήρα, άναψε φωτιά. Κάθισε μπροστά στις φλόγες και ζέστανε τα χέρια της. Οι γάτες της τεντώθηκαν νωχελικά, χασμουρήθηκαν. Μετά, έφυγαν για λίγο και, όταν επέστρεψαν, είχαν η καθεμία από ένα άγριο ποντίκι πιασμένο στα δόντια της. Το Σερπετό, καθισμένο λιγάκι παραδίπλα, είχε τεντώσει τον λαιμό του και δάγκωνε τους καρπούς ενός ανοιξιάτικου Απολλώνιου δέντρου. Οι γκρίζες φολίδες του λαμπύριζαν γαλανά στο φως της Γλαυκής, με τρόπο που έμοιαζαν να αποκαλύπτουν κάποια κρυφή ενεργειακή μορφή από το εσωτερικό τους.

Η Ναλτάφιρ έβγαλε από τον σάκο της ένα σάντουιτς, για να φάει κι εκείνη. Ύστερα άνοιξε ένα αναψυκτικό που είχε αγοράσει από την Υπερυδάτια, το οποίο ονομαζόταν Ζέφυρου Πνοή.

Είχε περάσει από την Υπερυδάτια προτού έρθει στην Απολλώνια, καθώς κι από άλλες διαστάσεις, μικρές κυρίως, πολλές από τις οποίες άγνωστες στους περισσότερους ανθρώπους. Είχε κυνηγήσει τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο σ’όλες τις διαστάσεις απ’όπου νόμιζε ότι μπορούσε να περνά. Ορισμένοι από τους υπολογισμούς της είχαν αποδειχτεί σωστοί, ορισμένοι λάθος. Ο Δαίδαλος ίσως να είχε καλύτερη επιτυχία σε κάτι τέτοιο, αλλά ο Δαίδαλος τώρα δεν ήταν μαζί της: είχε άλλες δουλειές. Επομένως, η Ναλτάφιρ είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Κι εξάλλου, το σχέδιό της ήταν αβέβαιο ούτως ή άλλως. Ήλπιζε ότι, μέσω του υπερδιαστασιακού στροβίλου, ίσως να κατόρθωνε να προσελκύσει τον Άζ’λεφκ. Μπορεί κι απλώς να έχανε τον χρόνο της. Αλλά, αν τα κατάφερνε, ίσως ο Άζ’λεφκ να είχε να της δώσει σημαντικές απαντήσεις για τη σχέση της Παντοκράτειρας με τον Ελκράσ’ναρχ.

Η Ναλτάφιρ, σ’όλες τις διαστάσεις όπου είχε συναντήσει τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο, δεν τον είχε βρει ίδιο. Δεν ήταν παντού όπως εδώ στην Απολλώνια, ούτε παντού επεκτεινόταν. Σε μια διάσταση γεμάτη βάλτους, ήταν μια πελώρια ρουφήχτρα που απλωνόταν όχι μονάχα στο έδαφος αλλά και στα δέντρα, στο ίδιο το περιβάλλον· σε μια άλλη διάσταση, που δεν ήταν μεγαλύτερη από το σαλόνι ενός μεγάλου Απολλώνιου ξενοδοχείου, ο στρόβιλος ήταν μια σκοτεινή τρύπα μέσα στο σκοτάδι· σε μια ενδοδιάσταση που βρισκόταν μέσα σ’ένα δέντρο που βρισκόταν σε μια ενδοδιάσταση μέσα σ’ένα πελώριο κοχύλι της Υπερυδάτιας, ο στρόβιλος ήταν μια οφιοειδείς αναταραχή που έκανε τους γηγενείς (κάτι ιπτάμενα σαλάχια που επικοινωνούσαν τηλεπαθητικά με εικόνες) να μετακομίζουν κάθε τρεις και λίγο· σε μια άλλη διάσταση ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος ήταν μια γιγάντια φωτιά, και οι γηγενείς (δασύτριχοι άνθρωποι με πράσινο δέρμα όλοι τους) τη λάτρευαν σαν θεό τους, γιατί μόνο όταν είχε παρουσιαστεί ο στρόβιλος είχαν ξαφνικά αποκτήσει νοημοσύνη – πριν, ήταν σαν πίθηκοι – και η διάστασή τους δεν ήταν μεγαλύτερη από μια Απολλώνια πόλη. Μπορούσες να φτάσεις εκεί από τη διαστασιακή δίοδο στα βάθη ενός βούρκου της Μοργκιάνης.

Σε κάθε μέρος όπου η Ναλτάφιρ είχε συναντήσει τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο είχε ξαμολήσει ένα νοητικό σήμα εντός του. Μια νοητική οντότητα. Κάτι που δεν ήταν ούτε ακριβώς άψυχο ούτε έμψυχο. Μια μορφή ζωής από σκέψη – την οποία μια ανώτερη οντότητα σαν τον Άζ’λεφκ, αν ασχολιόταν έστω και λίγο με τον στρόβιλο, θα εντόπιζε αμέσως· θα την έβλεπε ώς κάτι το… ασυνήθιστο. Και η Ναλτάφιρ πίστευε ότι ο Άζ’λεφκ πρέπει, σε κάποια από τις μορφές του, να ασχολιόταν με τον στρόβιλο, καθώς ήταν ένα φαινόμενο επικίνδυνο και αινιγματικό συγχρόνως. Επιπλέον, ήταν πολύ μεγαλύτερος και εξαπλωμένος από άλλους υπερδιαστασιακούς στροβίλους που παρουσιάζονταν.

Τώρα, η Ναλτάφιρ θα έκανε την τελευταία κίνηση στο παιχνίδι που είχε σχεδιάσει. Έχοντας επισκεφτεί πολλά από τα μέρη όπου έφτανε ο στρόβιλος, βρισκόταν τώρα στο μέρος απ’όπου αυτός είχε ξεκινήσει, προκειμένου να ολοκληρώσει τη δουλειά της.

Αφού έφαγε το σάντουιτς και άδειασε το κουτάκι της Ζέφυρου Πνοής, σηκώθηκε από την πέτρα όπου είχε καθίσει και πήρε από τον σάκο της τον ενοποιητή ελκτικής νοομόρφωσης – μια συσκευή που δεν ήταν μεγαλύτερη από το χέρι της και διέθετε μια μικρή κεραία στο ένα άκρο και έναν δέκτη νοητικής ενέργειας στο άλλο.

Η Ναλτάφιρ βάδισε προς τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο, με την καπαρντίνα της να αναδεύεται από το ελαφρύ αεράκι της νύχτας. Το Σερπετό έμεινε στη θέση του, ατενίζοντάς την παραξενεμένο. Οι γάτες της δεν την ακολούθησαν, καθώς ακόμα έτρωγαν το βραδινό τους.

Η Ναλτάφιρ σταμάτησε σε απόσταση ασφαλείας από τον στρόβιλο, στη ράχη ενός λοφίσκου, και γονάτισε, ενώ αντίκρυ της ολόκληρο το σύμπαν έμοιαζε να τελειώνει και να διαλύεται μέσα σε μια χαοτική στρέβλωση του χώρου. Κρατώντας τον ενοποιητή ελκτικής νοομόρφωσης ανάμεσα στα χέρια της, πάτησε το κουμπί στο πλάι του το οποίο τον ενεργοποιούσε, κι αυτός άρχισε να λειτουργεί. Η ενέργεια που τον συντηρούσε ήταν ζωντανής μορφής, οπότε δεν χρειαζόταν η Ναλτάφιρ να ανησυχεί για την αλλαγή μπαταριών ή ενεργειακών φιαλών. Κοιτάζοντας τις ενδείξεις επάνω στη συσκευή, συμπέρανε ότι βρισκόταν σε καλή απόσταση από τον στρόβιλο· το σήμα ερχόταν δυνατό.

Έκανε κάποιες μικρές ρυθμίσεις στο μηχάνημα, κι ύστερα έφερε στο νου της την ενιαία ρίζα που είχε χρησιμοποιήσει για όλες τις νοητικές οντότητες που είχε μέχρι στιγμής εξαπολύσει μέσα στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Όταν η σκέψη της και η ενιαία νοητική ρίζα των οντοτήτων είχαν γίνει ένα, η Ναλτάφιρ πάτησε το πλήκτρο της συσκευής που ενεργοποιούσε τον δέκτη νοητικής ενέργειας. Η συσκευή αμέσως έπιασε τη σκεπτομορφή της Ναλτάφιρ και έστειλε ένα κάλεσμα μέσα στα ατέρμονα βάθη του υπερδιαστασιακού στροβίλου. Ένα κάλεσμα που οι νοητικές οντότητες της μάγισσας στιγμιαία θα αντιλαμβάνονταν και θα υπάκουγαν. Θα έπαυαν πλέον να είναι ξεχωριστές και θα καταλάβαιναν την ενιαία ρίζα τους: ως εκ τούτου, θα γίνονταν μία οντότητα, με φοβερά μεγάλη εξάπλωση, η οποία θα σχημάτιζε μια πελώρια νοητική μορφή μέσα στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Μια νοητική μορφή που η κορυφή της θα βρισκόταν εδώ, στην Απολλώνια.

Αυτό πρέπει, από μόνο του, να τραβούσε την προσοχή του Άζ’λεφκ.

Κι αν όχι, η Ναλτάφιρ εμφύτεψε στη συνολική νοητική μορφή ένα μήνυμα για τον Άζ’λεφκ. Κάτι που θα του έλεγε ότι η νοητική μορφή, ως όλο, τον ήξερε.

Το μόνο που τώρα χρειαζόταν να κάνει η Ναλτάφιρ ήταν να περιμένει…

15.

Προτού τα αεροπλάνα επιστρέψουν στο Απολλώνιο στρατόπεδο, ο Οδυσσέας έδωσε, τηλεπικοινωνιακά, το σήμα για να αρχίσει η επίθεση στα νοτιοδυτικά της Νούμβρια: και οι στρατιωτικές δυνάμεις της Απολλώνιας, καθότι προετοιμασμένες γι’αυτό, στράφηκαν αμέσως εναντίον της πόλης, χτυπώντας με πυραυλικά όπλα και ρουκέτες, και κάνοντας αεροπορικές επιθέσεις. Τώρα, η Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου δεν ήταν πλέον ενεργή ώστε να προστατέψει τους Παντοκρατορικούς.

Οι Απολλώνιοι μαχητές αποσύρθηκαν, στρατηγικά και τακτικά, από την ανατολική μεριά όπου είχαν επιτεθεί για αντιπερισπασμό και στράφηκαν στα δυτικά, ώστε να εισβάλουν στη Νούμβρια και να κατακτήσουν το νοτιοδυτικό της τμήμα.

Το αεροπλάνο που οδηγούσε ο Προαιρέσιος και το άλλο αεροπλάνο επέστρεψαν στο Απολλώνιο στρατόπεδο και, στρέφοντας τους προωθητήρες τους κάθετα, προσγειώθηκαν μέσα σε φωτιά και καπνό. Πόρτες άνοιξαν και οι επιβάτες τους κατέβηκαν.

Ο Οδυσσέας γέλασε κι αντάλλαξε μια χειραψία με τον Ανδρόνικο. «Μεγαλειότατε,» είπε. «Γυρίσατε.» Ο Ανδρόνικος, εκτός από Πρίγκιπας της Επανάστασης, ήταν και Βασιληάς της Απολλώνιας, αλλά ακόμα και προτού στεφθεί βασιληάς ο Οδυσσέας ανέκαθεν τού μιλούσε στον πληθυντικό, πάντοτε τυπικός μαζί του παρότι τον ήξερε από πολύ παλιά.

«Και φέρνουμε καλά νέα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Η Σάρντλι είναι ελεύθερη. Η Παντοκράτειρα έχασε την υποστήριξή της.» Κι όλοι τους ήξεραν πως τούτο ήταν πολύ σημαντικό, καθώς η Συμπαντική Παντοκρατορία έπαιρνε από τη Σάρντλι το μεγαλύτερο μέρος των μεταλλευμάτων που χρειαζόταν.

«Κανονικά θα έπρεπε να το γιορτάσουμε,» είπε ο Προαιρέσιος. «Αν δεν γινόταν πόλεμος εδώ.»

«Φαίνεται, όμως, να νικάμε τον πόλεμο,» τόνισε ο Βαλέριος.

«Καλύτερα, πάντως, να φροντίσετε τον Σθένελο,» είπε ο Ανδρόνικος, βλέποντας τον Ευθύπορο να υποβαστάζει τον μάγο.

Ο Οδυσσέας έγνεψε στον Ευθύπορο, κι εκείνος άρχισε να πηγαίνει τον Σθένελο προς το αναρρωτήριο.

Ύστερα, ο Πρόμαχος είπε: «Πρίγκιπά μου, αν δεν είχατε έρθει εσείς, τώρα θα πήγαινα κάπου κοντά στη μάχη…»

«Τότε θα πάμε μαζί κάπου κοντά στη μάχη,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. Κι έριξε μια ματιά στην Ιωάννα, την Άνμα’ταρ, και τον Σέλιρ’χοκ. Κανένας τους δεν διαφώνησε.

«Έχω εδώ, στο στρατόπεδο,» είπε ο Οδυσσέας, «το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα όπου η Παντοκράτειρα είχε φυλακίσει τις Μαύρες Δράκαινες πριν από χρόνια, και σκεφτόμουν να το δοκιμάσω. Χρειάζονται τουλάχιστον τρεις μάγοι, και φαίνεται τώρα να τους έχουμε.» Κοίταξε την Αριάδνη’ταρ, την Άνμα’ταρ, και τον Σέλιρ’χοκ.

«Το όχημα αυτό δεν είναι για μάχη, Οδυσσέα,» είπε η Ιωάννα. «Ήταν ένα παιχνίδι της Παντοκράτειρας. Δεν διαθέτει ούτε θωράκιση ούτε όπλα.»

Ο Οδυσσέας μειδίασε άγρια. «Το έχω διορθώσει αυτό το μικρό πρόβλημα.»

«Τι έχεις κάνει;»

«Έβαλα μάγους του τάγματος των Τεχνομαθών να δουλέψουν επάνω του, ώστε να μου το φτιάξουν καλό για πόλεμο. Οφείλω να ομολογήσω πως ταλαιπωρήθηκαν μέχρι να βγάλουν άκρη μέσα στους μηχανισμούς αυτού του πράγματος, αλλά τελικά τα κατάφεραν. Το έχουν τροποποιήσει. Θέλετε να το δείτε;»

«Εγώ, τουλάχιστον, είμαι πολύ περίεργη,» είπε η Ιωάννα, παρότι δεν χαιρόταν και τόσο που θα ξανάβλεπε την κινητή φυλακή όπου η Παντοκράτειρα είχε φυλακίσει εκείνη και τις άλλες Μαύρες Δράκαινες αφού είχε διαγράψει τη μνήμη τους.

«Πάμε τότε,» είπε ο Ανδρόνικος.

Ο Οδυσσέας τούς έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν, και τους οδήγησε όλους σ’ένα πελώριο υπόστεγο στην πίσω μεριά του στρατοπέδου. Ένα γιγάντιο ερπυστριοφόρο ήταν σταθμευμένο εκεί, το οποίο διέθετε πολεμική θωράκιση, δύο πυροβόλα, και ένα ρουκετοβόλο.

«Αυτό είναι,» είπε ο Πρόμαχος. «Σε μια από τις μορφές του, τουλάχιστον.»

Όταν οι Μαύρες Δράκαινες ήταν φυλακισμένες μέσα του, είχε τη μορφή τρένου. Η Ιωάννα δεν θα το αναγνώριζε με τίποτα.

«Δεν είναι απίστευτο;» της είπε η Νικίτα.

«Πράγματι, είναι.»

Ο Οδυσσέας άνοιξε μια πλευρική πόρτα του πελώριου άρματος και μπήκε. Οι άλλοι τον ακολούθησαν. Το εσωτερικό θύμιζε άρμα μάχης μόνο στα πιο βασικά πράγματα· κατά τα άλλα, έμοιαζε με γιγάντιο μεταφορικό όχημα. Στα βάθη του ήταν το ενεργειακό κέντρο: ένας λάκκος γεμάτος καλώδια και κυκλώματα, γύρω απ’τον οποίο υπήρχαν ειδικά καθίσματα για τους μάγους. Διότι το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα ήταν, φυσικά, αδύνατο να λειτουργήσει χωρίς Μαγγανεία Κινήσεως.

«Θα το δουλέψουμε;» ρώτησε ο Οδυσσέας, κοιτάζοντας τον Σέλιρ’χοκ, την Άνμα’ταρ, και την Αριάδνη’ταρ.

«Συνέχεια μάς ταλαιπωρείς, Πρόμαχε,» του είπε η τελευταία, «αλλά θα το δουλέψουμε.» Και κάθισε σε μια από τις θέσεις.

«Μα τους θεούς,» είπε η Άνμα’ταρ καθίζοντας σε μια άλλη θέση, «ήλπιζα ποτέ να μην ξαναέχω καμία σχέση μ’αυτό το τερατούργημα…» Οι μάγισσες του τάγματος των Δρακαινών ήταν υποχρεωμένες να κάνουν αδιάκοπες βάρδιες στο ενεργειακό κέντρο του «τρένου» όσο βρίσκονταν όλες τους φυλακισμένες εκεί, γιατί μέσα στο μυαλό τους η Παντοκράτειρα είχε εμφυτέψει την ιδέα πως, αν σταματούσαν να χρησιμοποιούν τη Μαγγανεία Κινήσεως, το όχημα (που έτρεχε ιλιγγιωδώς και ακατάπαυστα επάνω σε ράγες) θα καταστρεφόταν – κι εκείνες μαζί του.

Ο Σέλιρ’χοκ κάθισε στην τελευταία θέση σιωπηλά. Δεν είχε ποτέ παλιότερα επαφή μ’αυτό το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα.

Ο Οδυσσέας, ο Ανδρόνικος, η Ιωάννα, και οι άλλοι πήγαν στη μπροστινή μεριά του οχήματος, και ο Πρίγκιπας της Επανάστασης κάθισε στο τιμόνι ενώ η Ιωάννα στο κέντρο ελέγχου των πυροβόλων. Η Νικίτα κάθισε στην κονσόλα που έλεγχε το ρουκετοβόλο, και ο Οδυσσέας μπροστά στα ανιχνευτικά συστήματα.

«Εντάξει,» είπε ο Ανδρόνικος, κοιτάζοντας τις ενδείξεις εμπρός του και βλέποντας πως οι μάγοι πρέπει να είχαν υφάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως αφού η ροή της ενέργειας φαινόταν σταθερή. «Τι κάνουμε τώρα;»

«Το βγάζουμε από το υπόστεγο, κατά πρώτον, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.

Ο Ανδρόνικος οδήγησε το πελώριο ερπυστριοφόρο έξω από το υπόστεγο και, μετά, προς την έξοδο του στρατοπέδου, όπου η πύλη ήταν ανοιχτή προκειμένου να βγαίνουν και να μπαίνουν άρματα μάχης. Από το μπροστινό παράθυρο, ο Ανδρόνικος μπορούσε να δει αντίκρυ του τις εκρήξεις και τους καπνούς από τη νοτιοδυτική μεριά της Νούμβρια, όπου οι Απολλώνιες δυνάμεις συγκρούονταν με τους μαχητές της Παντοκράτειρας.

«Πότε ήρθατε στην Απολλώνια, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Σήμερα,» αποκρίθηκε εκείνος. «Η Βασιλική μού είπε ότι ήσουν εδώ, κι έτσι, από την Απαστράπτουσα, πέταξα για Νούμβρια. Όταν έφτασα είχες ήδη φύγει για να σαμποτάρεις το αντιπυραυλικό πεδίο. Μίλησα με τη Βατράνια.»

«Σας είπε για τη Σεργήλη;»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Με ζάλισε λιγάκι, ζητώντας μου να προστάξω να σταλεί στρατιωτική βοήθεια εκεί. Τη ρώτησα τι της είχες πει εσύ, κι απέφυγε να μου ξεκαθαρίσει την απάντησή σου, λέγοντας πως δεν είχες αποφασίσει ακόμα γιατί είχες πολλά στο μυαλό σου και γιατί βιαζόσουν.»

Ο Οδυσσέας γέλασε. «Κι εγώ που νόμιζα ότι ήμουν ξεκάθαρος και συγκεκριμένος!»

«Αρνήθηκες να στείλεις βοήθεια στη Σεργήλη;»

«Φυσικά. Δε μπορούμε να αποδυναμωθούμε καθόλου τώρα στο Βόρειο Μέτωπο. Και η ανάγκη της Σεργήλης δεν είναι τόσο μεγάλη, απ’ό,τι κατάλαβα.»

«Δε μου λες,» ρώτησε ο Ανδρόνικος, «πώς αλλάζουμε μορφή σ’αυτό το πράγμα; Υποτίθεται ότι μπορεί να πάρει άπειρες μορφές, σωστά;»

«Σωστά. Της ίδιας μάζας, βέβαια.»

«Ναι αλλά πώς ακριβώς καθορίζεις τη μορφή;»

«Λες στους μάγους τι θέλεις, και διαμορφώνουν με το μυαλό τους το όχημα ανάλογα. Εσείς βοηθήσατε, πριν από χρόνια, τις Μαύρες Δράκαινες να δραπετεύσουν από κει μέσα, Πρίγκιπά μου· απορώ που δεν το ξέρετε.»

«Ξέρω ότι υποθετικά παίρνει άπειρες μορφές· δεν ήξερα πώς ακριβώς γίνεται. Δεν το έχω ποτέ ξανά οδηγήσει.» Ο Ανδρόνικος άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο για να μιλήσει στο ενεργειακό κέντρο, στους μάγους. «Δώστε μια ιπτάμενη μορφή στο όχημα, αν μπορείτε,» τους είπε.

«Μάλιστα, Πρίγκιπά μου,» ήρθε η φωνή του Σέλιρ’χοκ.

Και, ύστερα από μερικές στιγμές, ο Ανδρόνικος είδε το όχημα να μετασχηματίζεται γύρω του. Οι κονσόλες άλλαξαν ελαφρώς, και τα τοιχώματα είχε την εντύπωση, για λίγο, ότι ήταν από κάποια ημίρρευστη ουσία. Μετά, συνειδητοποίησε ότι το όχημα δεν ήταν πλέον όχημα αλλά αεροσκάφος, καθώς ίπτατο μερικά μέτρα πάνω από το έδαφος αντί να κυλά επάνω σε ερπύστριες.

Πιάνοντας το αλλαγμένο τιμόνι μπροστά του, ο Ανδρόνικος έκανε το αεροσκάφος να υψωθεί περισσότερο στον αέρα, να πετάξει ψηλά. Και προς τη Νούμβρια.

Πίσω του, η Ιωάννα, καθισμένη στο πυροβολητήριο, άρχισε να σημαδεύει Παντοκρατορικά μαχητικά και να τα χτυπά με τα πυροβόλα.

«Πώς ακριβώς είναι η μορφή μας τώρα, Οδυσσέα;» ρώτησε ο Ανδρόνικος. «Είναι ελικόπτερο ή αεροπλάνο;»

«Πατήστε τα πλήκτρα Έξι και Οκτώ συγχρόνως και κοιτάξτε τη μικρή οθόνη στ’αριστερά σας.»

Ο Ανδρόνικος το έκανε, και στην οθόνη, που ήταν ασπρόμαυρη, είδε ένα αεροσκάφος με τέσσερα φτερά, ισχυρούς προωθητήρες, και έξι πόδια που, αν δεν έκανε λάθος, έμοιαζαν να έχουν μακριά δάχτυλα με μεγάλα νύχια, σαν τα πόδια αρπακτικού. «Μάλιστα,» είπε, και οδήγησε το αεροσκάφος προς τα εκεί όπου θα μπορούσε να βοηθήσει περισσότερο τις Απολλώνιες δυνάμεις.

Ρελκάμνια

1.

Την ημέρα της άφιξής του στη Ρελκάμνια, ύστερα από τη συζήτησή του με την Αγαρίστη, ο Ορείχαλκος τής ζήτησε να αφήσει τους ανθρώπους που τον είχαν φέρει εδώ – τον πιλότο και τον μάγο του αεροπλάνου του – να φύγουν. Εκείνη τον ατένισε σκεπτικά, και τον ρώτησε: «Μου ορκίζεσαι ότι δεν είναι αποστάτες;»

«Μισθοφόροι είναι,» της είπε ο Ορείχαλκος. «Και μάλιστα, φοβόνταν να με φέρουν εδώ γιατί ήξεραν ότι πιθανώς να φυλακίζονταν. Τους χρωστάω χάρη, ουσιαστικά, Αγαρίστη. Η πληρωμή μου δεν ήταν αρκετή για να ριψοκινδυνέψουν έτσι τη ζωή τους.»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Αγαρίστη, καθώς σηκωνόταν από τον καναπέ όπου τώρα ήταν καθισμένοι κι οι δυο τους, σ’ένα άλλο δωμάτιο από πριν. «Θα το προστάξω κι αμέσως θα αφεθούν ελεύθεροι.»

Ο Ορείχαλκος την ακολούθησε καθώς εκείνη βάδιζε μέσα στα πολύπλοκα διαμερίσματά της. Οι Υπερασπιστές της πάντοτε βρίσκονταν στις άκριες, στις γωνίες του χώρου, και ο Ορείχαλκος αισθανόταν την παρουσία τους απειλητική· του θύμιζαν τα θηρία της ζούγκλας, που σε παρατηρούν και περιμένουν να κάνεις το παραμικρό λάθος για να σου χιμήσουν.

Η Αγαρίστη μπήκε σ’ένα δωμάτιο με τηλεπικοινωνιακά και πληροφοριακά συστήματα. Πάτησε ένα πλήκτρο και ένας δίαυλος ενεργοποιήθηκε. Πάτησε ακόμα ένα πλήκτρο και ο δίαυλος κάλεσε κάποιον.

«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη,» ακούστηκε μια φωνή από το μεγάφωνο, η οποία ο Ορείχαλκος νόμιζε πως ήταν της Βάρμης.

«Οι άνθρωποι που έφεραν εδώ τον Ορείχαλκο,» είπε η Παντοκράτειρα, «να αφεθούν αμέσως ελεύθεροι να φύγουν.»

Μια στιγμή αμήχανης σιγής ακολούθησε. «Και οι δύο;»

«Φυσικά και οι δύο!»

«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη.»

Η Αγαρίστη έκλεισε τον δίαυλο. «Αναρωτιέμαι ώρες-ώρες αν αυτή η γυναίκα είναι χαζή,» είπε στον Ορείχαλκο.

«Δεν είναι χαζή. Σε φοβάται.» Ήταν πασιφανές για εκείνον, από τον τρόπο που συμπεριφερόταν η Βάρμη.

«Γιατί, άραγε; Είμαι τόσο τρομαχτική;» Η Αγαρίστη γέλασε. Τον πλησίασε και, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω του, τον φίλησε δυνατά, πιέζοντας το σώμα της επάνω του. «Χαίρομαι τόσο πολύ που είσαι εδώ, αγάπη μου,» είπε χαμογελώντας.

«Κι εγώ χαίρομαι.» Τα χέρια του Ορείχαλκου ήταν γύρω από τη μέση της, αγγίζοντας τους χρυσούς κρίκους της ζώνης της.

«Πώς ήταν το ταξίδι σου; Είσαι κουρασμένος;» ρώτησε η Αγαρίστη, ψάχνοντας να βρει δικαιολογία για να πλαγιάσει μαζί του.

«Η αλήθεια είναι πως ναι. Έχω κοιμηθεί πολύ λίγο.»

«Πάμε να κοιμηθούμε, τότε! Αμέσως.»

«Αφού επιμένεις. Αλλά δεν έχει η Παντοκράτειρα δουλειές να κάνει, μια τέτοια πρωινή ώρα;»

«Έχω άλλους ανθρώπους για να κάνουν τις δουλειές μου, αγάπη μου. Δε χρειάζεται να τις κάνω η ίδια,» είπε η Αγαρίστη, παίρνοντάς τον από το χέρι και οδηγώντας τον, μέσα από τα διαμερίσματά της, σ’ένα μεγάλο υπνοδωμάτιο που στον έναν τοίχο είχε ένα γιγάντιο στρογγυλό παράθυρο και στον άλλο μια γιγάντια οθόνη, ενώ ανάμεσά τους βρισκόταν ένα τεράστιο κρεβάτι. Το πάτωμα ήταν από γυαλιστερό ξύλο. Η Αγαρίστη πάτησε ένα κουμπί πλάι στην πόρτα, και το ηχοσύστημα στη γωνία άρχισε να παίζει μουσική.

Ο Ορείχαλκος είδε έναν από τους Υπερασπιστές να στέκεται λίγο πιο πέρα απ’το κατώφλι της εισόδου. Η Παντοκράτειρα τον είδε επίσης. «Έξω!» του είπε. «Δε χρειάζομαι φρουρούς όταν είμαι στο κρεβάτι μου!»

«Αρχόντισσά μας, δεν έχουμε ακόμα βεβαιωθεί για την πίστη του Ορείχαλκου σ’εσένα,» αποκρίθηκε η ψηλή, επιβλητική μορφή.

«Εγώ έχω βεβαιωθεί! Τώρα, φύγε!»

«Όπως η Αρχόντισσά μας επιθυμεί.» Ο Υπερασπιστής αποσύρθηκε από το κατώφλι, χάθηκε από τα μάτια τους.

Η Αγαρίστη έκλεισε την πόρτα και, αναστενάζοντας, στράφηκε στον Ορείχαλκο. «Κάπου-κάπου παραείναι φορτικοί,» είπε. «Αλλά απλά νοιάζονται για μένα.» Χαμογέλασε.

Νοιάζονται για τον εαυτό τους, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Αλλά ύστερα η Παντοκράτειρα ήταν κοντά του, φιλώντας τον ξανά, έτσι το θεώρησε προτιμότερο να πέσει στο μεγάλο κρεβάτι μαζί της αντί να προσπαθήσει πάλι να τη ρωτήσει πώς γνώρισε τον Ελκράσ’ναρχ και να της εξηγήσει ότι ο Ελκράσ’ναρχ τη χρησιμοποιούσε. Εξάλλου, τούτη τη στιγμή δε νόμιζε πως μια τέτοια κίνηση θα είχε κανένα αποτέλεσμα. Δε φαινόταν πρόθυμη να τον πιστέψει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τους Υπερασπιστές της. Έδειχνε να τους εμπιστεύεται πλήρως. Και να μην τους φοβάται καθόλου. Σχεδόν σα να ήταν στοργικοί γονείς της.

Τα ρούχα τους, σύντομα, βρέθηκαν τα μισά στο πάτωμα τα μισά ανακατωμένα με τα σκεπάσματα του κρεβατιού, καθώς τα γυμνά σώματά τους κυλιόνταν επάνω στο στρώμα. Η Αγαρίστη έμοιαζε τελείως απορροφημένη από τον έρωτά τους, οπότε κι ο Ορείχαλκος έκανε το ίδιο. Διώχνοντας κάθε άλλο συλλογισμό από το μυαλό του, επιδόθηκε στο να την κάνει να περάσει όσο καλύτερα μπορούσε.

Μετά από μισή ώρα, όταν οι δυο τους ήταν ξαπλωμένοι ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου, ο Ορείχαλκος κοιμήθηκε ακούγοντας την Αγαρίστη να του ψιθυρίζει πόσο πολύ τον αγαπούσε και πόσο είχε ανησυχήσει όταν νόμιζε πως ήταν ανόητος και είχε στραφεί εναντίον της σαν τους άλλους.

2.

Όταν ξύπνησε, η Παντοκράτειρα δεν ήταν πια κοντά του. Ήταν μόνος στο κρεβάτι. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω. Πουθενά δεν φαινόταν η Αγαρίστη. Είχε φύγει για κάποια δουλειά, ίσως;

Ο Ορείχαλκος ντύθηκε και βγήκε απ’το δωμάτιο. Στον μικρό διάδρομο απέξω, βρέθηκε αντίκρυ σ’έναν από τους Υπερασπιστές, και ξαφνιάστηκε λίγο. Δεν μίλησε, όμως· ούτε ο Υπερασπιστής τού μίλησε. Ο Ορείχαλκος τον προσπέρασε και βάδισε μέσα στα διαμερίσματά της Παντοκράτειρας, μη μπορώντας εύκολα να προσανατολιστεί. Δεν είχε έρθει και πολλές φορές εδώ· και τώρα το μέρος ήταν τελείως διαφορετικό από τότε. Η Αγαρίστη συνεχώς το άλλαζε για να μη βαριέται. Ακόμα και τον θρόνο της στην Παντοκρατορική Αίθουσα άλλαζε.

«Ψάχνεις κάτι;»

Ο Ορείχαλκος στράφηκε για να δει έναν από τους Υπερασπιστές (ο ίδιος με πριν; ή ήταν άλλος;) να στέκεται σε μια γωνία και να τον παρατηρεί. Η ολόσωμη, κατάμαυρη πανοπλία του έμοιαζε να τρεμοπαίζει, να πάλλεται, ενεργειακά. Αργυρόχρωμες και πορφυρόχρωμες λάμψεις σπινθήριζαν επάνω της.

«Τη σύζυγό μου. Δεν είναι εδώ;»

«Εδώ είναι.»

«Πού;»

Ο Υπερασπιστής έδειξε προς μια πόρτα.

Ο Ορείχαλκος βάδισε ώς εκεί, κάπως διστακτικά – γιατί φυσικά δεν εμπιστευόταν καθόλου τον Ελκράσ’ναρχ – και πέρασε το κατώφλι. Το δωμάτιο στο οποίο βρέθηκε περιείχε φυτά (κάποια από τη Σάρντλι) και καλλιτεχνικά καμωμένες λάμπες. Η Αγαρίστη, όμως, δεν ήταν εδώ. Ο Ορείχαλκος αισθάνθηκε ένα ρίγος να διατρέχει τη ράχη του.

«Ευθεία μπροστά,» άκουσε πίσω του τη φωνή του Ελκράσ’ναρχ. «Και αριστερά.»

Μπορεί να τον πήγαινε κάπου για να τον σκοτώσει; Ήταν πιθανό; Αλλά κι εδώ δεν θα ήταν ένα καλό μέρος για να με σκοτώσει; Ο Ορείχαλκος συνέχισε να βαδίζει. Βγήκε από μια πόρτα μισοκρυμμένη πίσω από φυτά: βρέθηκε σ’έναν μικρό διάδρομο, κι από αριστερά άκουσε κάποιον να αγκομαχά και να μουγκρίζει, και κάποια να γελά, όχι πολύ δυνατά. Συνοφρυωμένος στράφηκε προς τα εκεί, αλλά δεν μπορούσε να δει τίποτα πέρα απ’το ότι πρέπει να επρόκειτο για κάποιο καθιστικό. Προχώρησε και πέρασε το κατώφλι. Είδε την Αγαρίστη καθισμένη σ’έναν καναπέ, τυλιγμένη με μια ρόμπα και με τα πόδια της διπλωμένα από κάτω της. Το δέρμα της δεν ήταν τώρα χρυσό όπως πριν, αλλά κόκκινο, και τα μαλλιά της δεν ήταν μαύρα αλλά πράσινα. Θα μπορούσες να την περάσεις για άλλη γυναίκα, αν δεν την ήξερες καλά.

Αντίκρυ της ήταν μια οθόνη στον τοίχο, και μέσα στην οθόνη φαινόταν ένας άντρας με κατάλευκο δέρμα, ντυμένος μονάχα με μια περισκελίδα, ο οποίος προσπαθούσε να σκαρφαλώσει μια γλιστερή σκάλα κι όλο έπεφτε. Από κάτω του ήταν κάποιου είδους υγρό που έμοιαζε να βράζει.

Από αυτόν ήταν που ακούγονταν τα αγκομαχητά και τα μουγκρητά. Κι από την Αγαρίστη ακουγόταν το γέλιο.

Τώρα η Παντοκράτειρα έστρεψε το βλέμμα της στον Ορείχαλκο. «Αγάπη μου!» είπε χαμογελώντας. «Ξύπνησες. Έλα, κάθισε κοντά μου.» Χτύπησε ελαφρά τα μαξιλάρια του καναπέ, πλάι της.

Ο Ορείχαλκος κοίταξε μια εκείνη μια την οθόνη. «Τι βλέπεις;» τη ρώτησε. «Ποιος είν’ αυτός;»

«Αυτός,» αποκρίθηκε η Αγαρίστη, «είναι ένας πολύ ανόητος άνθρωπος. Ήταν, κάποτε, ειδικός πράκτοράς μου. Ανώτατος Ελεγκτής στη Λαμπροφόρο – μια συνοικία της Ρελκάμνια. Αποδείχτηκε, όμως, τελείως άχρηστος. Τελείως… Τώρα, τουλάχιστον, μπορεί να με διασκεδάζει.»

Ο Ορείχαλκος συνοφρυώθηκε παρακολουθώντας τις προσπάθειες του λευκόδερμου άντρα να σκαρφαλώσει τη γλιστερή σκάλα. «Πού βρίσκεται;»

«Κάθισε κοντά μου!» επέμεινε η Παντοκράτειρα.

Ο Ορείχαλκος πήγε και κάθισε κοντά της. Εκείνη, λυγίζοντας τη μέση της, ξάπλωσε πάνω στα γόνατά του.

«Πού βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος;» την ξαναρώτησε ο Ορείχαλκος. «Δε μοιάζει με φυλακή…»

Η Αγαρίστη γέλασε. «Δεν είναι φυλακή! Είναι ο καινούργιος μου λαβύρινθος. Έχει πολλά όμορφα πράγματα – πολύ περίεργα.»

«Τι σου χρειάζεται ένας λαβύρινθος, Αγαρίστη;»

«Για διασκέδαση, φυσικά!» Γέλασε πάλι. «Μου κάνεις τον χαζό, αγάπη μου;» Άγγιξε το μάγουλό του, θέλοντας να φέρει το πρόσωπό του προς τα κάτω, για να τη φιλήσει.

Ο Ορείχαλκος συνέχισε να κοιτάζει τον άντρα μέσα στον λαβύρινθο. «Και τον έριξες εκεί απλά και μόνο επειδή ήταν… τελείως άχρηστος;»

«Η αχρηστία του ήταν επικίνδυνη. Έγιναν τόσοι φόνοι εκείνη τη νύχτα! Κι εξακολουθούν να γίνονται φόνοι στη διάστασή μου! Κάποιος τρελός περιφέρεται εδώ, αγάπη μου, και κανένας δε μπορεί να κάνει τίποτα για να τον σταματήσει. Το όνομά του είναι Στίβεν Νέλκος. Παλιά, ήταν ταγματάρχης στον στρατό μου, αλλά ύστερα δολοφόνησε την Αγγελική – τη φίλη μου την Αγγελική, τη θυμάσαι; – κι εξαφανίστηκε, χάθηκε, κανείς δεν ήξερε πού είχε πάει.»

«Και τώρα εμφανίστηκε ξανά;»

«Ναι: και έχει δαίμονες μαζί του.»

«Δαίμονες;»

«Δύο δαίμονες,» είπε η Αγαρίστη. «Πολύ ισχυρούς. Έχουν σκοτώσει πάρα πολλούς.» Αναστέναξε. «Και κυρίως πράκτορές μου.»

Είναι με τους επαναστάτες αυτός ο Στίβεν Νέλκος; αναρωτήθηκε ο Ορείχαλκος. Ο Ανδρόνικος δεν του είχε αναφέρει τίποτα. Δεν κάθισα, βέβαια, και να τον ρωτήσω τι γίνεται στη Ρελκάμνια προτού φύγω για εδώ. «Ένας άνθρωπος μόνος του έχει κάνει τόσα πολλά;»

«Σου είπα: έχει και δύο δαίμονες μαζί του! Μπήκε ακόμα κι εδώ, στο Παντοτινό Ανάκτορο, και σκότωσε αρκετούς. Και… έβαλε μια συσκευή σ’ένα μέρος κοντά στα διαμερίσματά μου, και τότε έβλεπα παράξενα όνειρα, πολύ παράξενα…»

Ο Ορείχαλκος συνοφρυώθηκε. «Τι παράξενα όνειρα;»

«Μια μαυρόδερμη μάγισσα ερχόταν στα όνειρά μου, και προσπαθούσε να με ξεγελάσει. Αλλά οι Υπερασπιστές μου και ο σύζυγός μου ο Ρίμναλ βρήκαν τη συσκευή και την πήραν από εδώ. Ο Ρίμναλ τώρα την έχει στον πύργο του στη Μικρή Θάλασσα· αλλά είναι τόσο παράξενη που ούτε αυτός δεν μπορεί να την καταλάβει. Έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν πολύ ισχυρό εχθρό μέσα στη Ρελκάμνια, Ορείχαλκε.»

«Και πιστεύεις ότι, εκτός από τους δύο δαίμονες, ο Ελπιδοφόρος είναι μόνος του;»

«Ίσως και όχι. Αλλά για τους άλλους δεν ξέρω τίποτα ακόμα. Θα τους βρω, όμως! Έχω ανθρώπους μου που ψάχνουν παντού.»

Ο Ορείχαλκος έστρεψε πάλι το βλέμμα του στην οθόνη. Ο λευκόδερμος άντρας εκεί είχε καταφέρει πλέον να φτάσει σχεδόν ώς την κορυφή της σκάλας.

«Αυτός ο βλάκας,» είπε η Αγαρίστη, «άφησε τόσους πράκτορές μου να σκοτωθούν στη Λαμπροφόρο. Η φύλαξη της συνοικίας ήταν χάλια… χάλια. Σιγά μην του επέτρεπα άλλο νάναι Ανώτατος Ελεγκτής εκεί – ο κρετίνος!»

Ο Ορείχαλκος έμεινε σιωπηλός, παρότι θεωρούσε απάνθρωπο αυτό που είχε κάνει η Παντοκράτειρα. Το ήξερε, όμως, ότι κατά καιρούς έκανε απάνθρωπα πράγματα· δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε δει κάτι παρόμοιο από εκείνη. Ο Ελκράσ’ναρχ την έχει διαστρέψει… σκέφτηκε, λοξοκοιτάζοντας τη μορφή που στεκόταν στο κατώφλι του δωματίου παρατηρώντας τους. Ποια ήταν η Αγαρίστη πριν από τη συμφωνία της μ’αυτό τον δαίμονα; Υπάρχει πλέον εκείνη η Αγαρίστη μέσα στην Παντοκράτειρα;

Στην οθόνη, ο λευκόδερμος άντρας μπήκε μέσα σε μια τρύπα στην κορυφή της σκάλας.

«Στάσου ν’αλλάξω τηλεοπτικό πομπό.» Η Αγαρίστη σηκώθηκε απ’τα γόνατα του Ορείχαλκου, τεντώθηκε, κι έπιασε ένα τηλεχειριστήριο. Πάτησε ένα κουμπί και σειρές από μικρότερες οθόνες παρουσιάστηκαν μέσα στη μεγάλη οθόνη. Η Παντοκράτειρα τις παρατήρησε. «Α, εκεί είναι,» είπε, και πάτησε ένα άλλο κουμπί στο τηλεχειριστήριο. Μία από τις μικρές οθόνες μεγάλωσε στιγμιαία, καλύπτοντας ολόκληρη τη μεγάλη οθόνη. Τώρα, ο λευκόδερμος άντρας φαινόταν να σέρνεται μέσα σ’ένα στενό πέρασμα και να φτάνει ένα σημείο όπου φαγητό ήταν αφημένο, το οποίο και άρχισε να τρώει λαίμαργα, σχεδόν σαν ζώο.

Η Αγαρίστη γέλασε. «Τον ταΐζω κάπου-κάπου, για να μην ψοφήσει. Οι τροφές, όμως, που του δίνω δεν είναι πάντα… ακίνδυνες. Χι-χι-χι-χι-χι…» Ξάπλωσε πάλι επάνω στον Ορείχαλκο. Έμοιαζε να διασκεδάζει, σαν παιδί με κάποιο παιχνίδι του.

Ο Ορείχαλκος αναστέναξε. «Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο να κάνουμε;»

«Βαριέσαι, αγάπη μου;»

«Λιγάκι.»

«Τι θέλεις να κάνουμε;»

«Θα ήθελα να γνωρίσω καλύτερα το Παντοτινό Ανάκτορο.»

Η Αγαρίστη συνοφρυώθηκε προς στιγμή. Ύστερα: «Φυσικά!» είπε ενθουσιωδώς. «Φυσικά.» Σηκώθηκε πάλι από τα γόνατά του. «Αφού θα μείνεις εδώ, πρέπει να ξέρεις τα κατατόπια. Και η ίδια η Παντοκράτειρα θα σε ξεναγήσει!» Ήταν ήδη όρθια.

Και ο Ορείχαλκος είχε την αίσθηση πως αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Ελκράσ’ναρχ…

3.

Ο Κλαρκ προωθούσε το χρήμα του για παραπάνω από ένα μήνα. Αλλά αυτός δεν ήταν αρκετός χρόνος για να προκληθεί πρόβλημα στην οικονομία της Ρελκάμνια. Επιπλέον, υπήρχε μια βασική δυσκολία: δεν είχε στη διάθεσή του αρκετούς διαύλους για να εξαπλώνει τα χαρτονομίσματα που έφτιαχνε. Επομένως, θα έπρεπε να περιμένει κάμποσο προτού δει αποτελέσματα – η Ρελκάμνια ήταν μεγάλη διάσταση – και θα έπρεπε να συνεχίζει τις προσπάθειές του για την προώθηση του χρήματος.

Στην αρχή, είχε δώσει λεφτά στον Έκρελ-καθ και στη Λίντα Ναράθλω. Μετά, είχε ξαναδώσει λεφτά στον Έκρελ-καθ (κι εκείνος εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει τι σχεδίαζε ο Μάγος) αλλά όχι στη Λίντα, γιατί ήξερε ότι οι πράκτορες της Παντοκράτειρας την παρακολουθούσαν και, παρότι ο Κλαρκ μπορούσε εύκολα να τους αποφύγει, δεν ήθελε να τη βάλει σε κίνδυνο. Εκείνη ήταν που θα έμπλεκε, αν τα πράγματα αγρίευαν.

Μέσα στον μήνα, είχε δώσει χρήματα σε δύο ακόμα ανθρώπους τους οποίους συχνά συναναστρεφόταν…

Είχε συναντήσει τον Βόντεκ-Ρίε τον Πιλότο στο σπίτι του, φτάνοντας εκεί με τη βοήθεια του Φαντασκευάσματος. Ο ευγενής δεν περίμενε να βρει τον Μάγο στην αυλή του. Ξαφνιάστηκε λιγάκι βλέποντάς τον να στέκεται κοντά στα διάφορα κομμάτια για αεροσκάφη που βρίσκονταν κάτω από το υπόστεγο.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Έχεις κατά νου κι άλλες… εξορμήσεις;»

Δεν πήγαινε πολύς καιρός που ο Ελπιδοφόρος είχε πάει, μαζί με τον Βόντεκ-Ρίε, την Άβα Λιγόγελη, τον Βισδέλο, και τον Λούη, στη Θαλπερή για να σκοτώσουν πράκτορες της Παντοκράτειρας.

«Όχι. Τώρα, πες ότι ήρθα να σου κάνω ένα δώρο.» Ο Κλαρκ έδειξε μια βαλίτσα που είχε αφήσει κάτω από το υπόστεγο.

«Τι δώρο;» μόρφασε ο Βόντεκ-Ρίε. «Δε χρειάζομαι δώρα. Ή είναι κάτι… μαγικό;» Τα μάτια του γυάλισαν μ’αυτή τη γυαλάδα που πολλοί χαρακτήριζαν τρελή.

«Δες μόνος σου.»

Ο ευγενής πλησίασε τη βαλίτσα, γονάτισε, και την άνοιξε. Ήταν γεμάτη εκατοστάδια. Γέλασε. «Τι είν’ αυτά, Μάγε; Δε χρειάζομαι λεφτά. Σου μοιάζω για φτωχός;» Σηκώθηκε όρθιος. «Σαν κάτι ξεπεσμένους ευγενείς πιστεύεις ότι είμαι;»

«Καθόλου. Θέλω όμως να τα χρησιμοποιήσεις. Δώσε τα σε φτωχούς αν νομίζεις.»

«Σε φτωχούς; Θα θεωρήσουν όλοι πως τρελάθηκα! Αλλά τι νόημα έχει αυτό; Θες να τα ξεφορτωθείς; Μπορούμε να τα κάψουμε, σε τελική ανάλυση…» Μόρφασε αδιάφορα.

«Δε θέλω να τα ξεφορτωθώ. Θέλω να τα διακινήσω. Θέλω να κυκλοφορήσουν στη Ρελκάμνια.»

«Πλαστά, λοιπόν.»

«Όχι. Μπορείς να τα ελέγξεις αν θέλεις.»

«Δε σε καταλαβαίνω καθόλου, σήμερα,» είπε ο Βόντεκ-Ρίε, ατενίζοντας τον Κλαρκ παραξενεμένος. «Γιατί πρέπει να διακινηθούν αυτά τα χρήματα;»

«Δεν πρέπει να διακινηθούν μόνο αυτά, αλλά και πολύ περισσότερα. Και το καλό μ’ανθρώπους σαν εσένα ξέρεις ποιο είναι, Βόντεκ;»

«Έχουν και κανένα ‘καλό’ οι άνθρωποι σαν εμένα;» Δεν χαμογελούσε.

«Ναι. Κανένας δεν ρωτάει τους πλούσιους πού βρήκαν τα λεφτά τους. Επομένως, είσαι ιδανικός για να δώσεις πολλά χρήματα από δω κι από κει.»

«Χρήματα δικά σου…»

«Χρήματα δικά μου.»

Ο Βόντεκ-Ρίε γονάτισε πάλι, για να κλείσει τη βαλίτσα. Σηκώθηκε όρθιος παίρνοντάς τη στο χέρι. «Τι διαφορά έχουν τα δικά σου από οποιουδήποτε άλλου, Κλαρκ;»

«Τα έχω φτιάξει μόνος μου.»

«Το ήξερα! Πλαστά.»

«Σου είπα: έλεγξέ τα αν θέλεις,» επέμεινε ο Κλαρκ.

«Μπορείς, δηλαδή, να αντιγράψεις τέλεια το εκατοστάδιο;»

«Δεν ‘αντιγράφω’ τίποτα, Βόντεκ. Φτιάχνω. Τα χρήματα που κρατάς στο χέρι σου είναι… επιπρόσθετα σε όσα ήδη κυκλοφορούν στη Ρελκάμνια. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;»

Ο Βόντεκ-Ρίε συνοφρυώθηκε.

Κανένας δεν έχει βασικές γνώσεις οικονομικών σ’ετούτη τη διάσταση; απόρησε ο Κλαρκ.

Ο Λούης, όμως, έμοιαζε να καταλαβαίνει καλύτερα τι ήθελε να κάνει ο Μάγος. Ο Κλαρκ τον επισκέφτηκε στο εργαστήριό του στην Α’ Κατωρίγια Συνοικία. Το οίκημα βρομούσε από τις χυμικές ουσίες, και ήταν γεμάτο ράφια με μπουκάλια και φιαλίδια. Επίσης, ήταν σκοτεινό· τα φώτα εδώ μέσα ήταν πάντοτε ασθενικά, όχι για κανέναν πρακτικό λόγο αλλά μάλλον επειδή έτσι το ήθελε ο Λούης, που ήταν γνωστός στον υπόκοσμο για την πώληση χυμικών και ψυχοτρόπων ουσιών. Πολλοί έλεγαν, μάλιστα, πως λάτρευε τον Σκοτοδαίμονα. Ο Κλαρκ ήξερε ότι αυτό ήταν, όντως, αλήθεια. Ο Λούης ήταν κάθαρμα. Αλλά είχε μια αρετή: εχθρευόταν τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας.

Ο Κλαρκ τού έδωσε έναν δερμάτινο σάκο γεμάτο χρήματα, όταν κανένας άλλος δεν ήταν στο εργαστήριό του.

Τα μικρά μάτια του Λούη γούρλωσαν κοιτάζοντας το περιεχόμενο. «Τι γίνεται δω, ρε Μάγε; Ληστέψαμε τράπεζα;»

Ο Κλαρκ μειδίασε μέσα από τα μαύρα μούσια του. «Δεν έχουμε ανάγκη να ληστέψουμε τράπεζα.»

«Πλαστά, το λοιπόν.»

«Έλεγξέ τα.»

Ο Λούης τα έλεγξε χρησιμοποιώντας μια συσκευή που ήταν αρκετά καλή για τέτοιες δουλειές. Ήθελε να είναι βέβαιος για τις συναλλαγές του, ειδικά από τη στιγμή που συναναστρεφόταν, κυρίως, ανθρώπους του σιναφιού του.

«Κανονικά φαίνονται,» είπε αφού έλεγξε μερικά χαρτονομίσματα τα οποία πήρε με τυχαία σειρά από τυχαίες δέσμες. «Αλλά αποκλείεται να είναι.»

«Το αποκλείεις να έχω λεφτά;»

«Το αποκλείω νάσαι τόσο χαζός ώστε να μου τα δίνεις έτσι.»

«Νομίζεις ότι τα χαρτάκια, λοιπόν, είναι τόσο σημαντικά, ε;»

Ο Λούης κάθισε στην πολυθρόνα πίσω από το γραφείο όπου ήταν ακουμπισμένος ο σάκος με τα χρήματα. «Σ’αυτή τη διάσταση, είναι. Για να μου τα δίνεις, επομένως, πρέπει κάτι να θέλεις να κάνω μ’αυτά…»

«Να τα χρησιμοποιήσεις. Μην τα αφήσεις εδώ, ούτε σε κάποια τράπεζα. Θέλω να κινηθούν. Αγόρασε πράγματα, υπηρεσίες. Δώσε λεφτά σε φτωχούς. Κάνε τα οτιδήποτε, αλλά κάνε τα κάτι

«Ενδιαφέρον…» είπε σκεπτικά ο Λούης, αγγίζοντας το σαγόνι με το χέρι του. «Και να υποθέσω ότι τα χρήματα είναι δικής σου κατασκευής παρότι δεν είναι πλαστά;»

«Υπέθεσε ό,τι θέλεις. Δεν έχουν διαφορά από άλλα χρήματα που θα συναντήσεις στη Ρελκάμνια.»

«Μάλιστα… Και να υποθέσω, επίσης, ότι έχεις φανεί και με άλλους τόσο… γενναιόδωρος;»

«Θα πάρεις τα χρήματα, ή να τα δώσω σε κάποιον από αυτούς τους άλλους;» ρώτησε ο Κλαρκ.

Ο Λούης γέλασε κοφτά. «Ξέρεις κανέναν που να του χαρίζεις χρήματα και να μην τα θέλει;»

Ο Κλαρκ προτίμησε να μην απαντήσει σ’αυτό.

«Είσαι εναντίον της Παντοκράτειρας, όπως κι εγώ,» είπε ο Λούης. «Αν μπορείς να παράγεις χρήμα σε μεγάλες ποσότητες, και μπορείς να το κυκλοφορείς στην οικονομία της Ρελκάμνια, τότε αυτή η οικονομία, πολύ σύντομα, θα έχει πρόβλημα. Η Συμπαντική Παντοκρατορία θα έχει πρόβλημα – εκτός από τα άλλα προβλήματα που ακούγεται πως έχει τελευταία, εξαιτίας της Επανάστασης.»

«Επιτέλους,» είπε επίπεδα ο Κλαρκ, «κάποιος άνθρωπος που ξέρει βασικά οικονομικά.»

Το άσχημο πρόσωπο του Λούη μειδίασε. «Ανέκαθεν ήμουν καλός σ’αυτό το θέμα, αλλά, δυστυχώς, όλο ατυχίες με βρίσκουν και δεν μπορώ να πλουτίσω. Και μία ακόμα ατυχία θα με βρει τώρα, νομίζω…»

Ο Κλαρκ ύψωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά.

«Αν κάνεις την οικονομία της Ρελκάμνια να καταρρεύσει, Κλαρκ, θα βουλιάξω κι εγώ μαζί,» τόνισε ο Λούης. Και τώρα δεν χαμογελούσε. «Γιατί, λοιπόν, να σε βοηθήσω στο σχέδιό σου;»

«Εσύ θα επιπλεύσεις.»

«Γιατί;»

«Δύο λόγοι. Πρώτος: θα σου δίνω όσα χρήματα χρειάζεσαι. Δεύτερος: όπως λες, είσαι καλός στα οικονομικά.»

Στην Άβα και στον Βισδέλο, ο Κλαρκ το σκεφτόταν να πάει για να δώσει χρήματα αλλά δεν το επιχείρησε μέσα στον πρώτο μήνα της έναρξης του σχεδίου του.

Αποφάσισε να το επιχειρήσει τώρα, βλέποντας ότι χρειαζόταν, δίχως αμφιβολία, πολλούς ακόμα διαύλους.

Ο Βισδέλος ήταν ιερέας του Κρόνου, και ορισμένοι τον έλεγαν «ο Κουκουλοφόρος Ιερέας» γιατί όταν έκανε παράνομες ή ύποπτες δουλειές φορούσε κουκούλα με ανοίγματα μόνο για τα μάτια. Ο ναός του ήταν μια μικρή πυραμίδα που βρισκόταν στη Φιλήσυχη (μια συνοικία στις βόρειες ακτές της Μεγάλης Θάλασσας, η οποία είχε αυτή την ονομασία κατ’ευφημισμόν), και, φυσικά, οι περισσότεροι που πήγαιναν εκεί δεν ήξεραν τίποτα για τις ύποπτες δουλειές του Βισδέλου. Όπως επίσης και οι περισσότεροι μαθητευόμενοι ιερείς και ιέρειες του ναού.

Ο Βισδέλος είχε μόλις τελειώσει την Τελετή της Πρώτης Ώρας, και ο συναθροισμένος κόσμος στον μικρό ναό διαλυόταν, όταν ο Κλαρκ πλησίασε τον ιερέα ντυμένος με κάπα και κουκούλα, μοιάζοντας σαν άλλος ένας από τους πολλούς άστεγους και φτωχούς που υπήρχαν στη Φιλήσυχη.

«Μπορούμε να μιλήσουμε, Σεβασμιότατε;»

Ο Βισδέλος αναγνώρισε το πρόσωπο του Μάγου μέσα από την κουκούλα, και κατένευσε. «Ασφαλώς,» αποκρίθηκε, και τον οδήγησε στο ιδιαίτερό του δωμάτιο μέσα στον ναό, όπου δεν ήταν κανένας άλλος. «Μάλλον δεν βρίσκεσαι εδώ για να ζητήσεις τη συμβουλή μου,» είπε.

Ο Κλαρκ δεν κατέβασε την κουκούλα του. «Έχω κάτι για σένα.» Και έδωσε στον Βισδέλο έναν σάκο.

«Τι είναι αυτό;»

«Άνοιξέ το.»

Ο ιερέας άνοιξε τον σάκο και είδε τα χρήματα.

«Για αγαθοεργίες,» του είπε ο Κλαρκ. «Για τους φτωχούς. Για ό,τι άλλο νομίζεις. Φρόντισε να τα ξοδέψεις όλα.»

Ο Βισδέλος συνοφρυώθηκε. «Πώς και πήρες τέτοια απόφαση; Δεν είναι καμια γιορτή…»

«Απλώς θέλω να μοιράσεις αυτά τα χρήματα – να μην κρατήσεις τίποτα. Αλλά φρόντισε να το κάνεις με διακριτικότητα: δε χρειάζεται να μάθουν όλοι ότι εσύ τα δίνεις.»

«Καταλαβαίνω τον λόγο. Όμως…» Έμοιαζε παραξενεμένος. Αναμενόμενα.

«Προτού ρωτήσεις, δεν είναι πλαστά. Και έχω κι άλλα, πολλά ακόμα, να σου δώσω.»

«Εντάξει,» είπε ο Βισδέλος ανασηκώνοντας τους ώμους. «Δε μπορώ παρά να σε ευχαριστήσω… όποιος κι αν είναι ο σκοπός σου.»

«Θα τα ξαναπούμε,» υποσχέθηκε ο Κλαρκ, και έφυγε απ’το δωμάτιο του ιερέα και από τον ναό του Κρόνου.

Μερικές ημέρες αργότερα, πήγε να βρει την Άβα Λιγόγελη, που ήταν μισθοφόρος και εκπαιδεύτρια μισθοφόρων. Είχε ένα μικρό εκπαιδευτήριο στο Κοινόβιο, το οποίο αποτελούσε συγχρόνως και γραφείο της για ό,τι συνεννοήσεις ήθελε να κάνει. Το οίκημα ήταν χωρισμένο στα δύο, και τον περισσότερο χώρο έπιανε, φυσικά, το εκπαιδευτήριο.

Η Άβα εκπαίδευε τώρα έναν νεαρό στη μάχη σώμα με σώμα, με γροθιές και κλοτσιές. Ήταν κι οι δυο τους ντυμένοι με ελαφριά ρούχα και ξυπόλυτοι. Η Άβα ήταν ψηλή και γεροδεμένη· είχε δέρμα χρυσό και μαλλιά πράσινα και κοντοκουρεμένα. Ο νεαρός που εκπαίδευε πρέπει να ήταν καμια δεκαπενταετία μικρότερός της, και είχε δέρμα κατάμαυρο, μαύρα μαλλιά, και γραμμωμένο σώμα. Οι κινήσεις του, όμως, δεν έμοιαζαν να είναι αρκετά γρήγορες, ούτε τα χτυπήματά του αρκετά εύστοχα. Η Άβα τον έβριζε καθώς τον έβαζε να την αντιμετωπίζει. «Μ’αυτές τις μαλακίες νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις κανέναν να πονέσει;» – «Νομίζεις ότι κανένας θα σε πληρώσει όταν είσαι τόσο άχρηστος;» – «Κουνήσου! Κουνήσου!» – «Η γιαγιά μου η πλύστρα κλοτσά πιο άγρια από σένα!»

Έσκυψε κάτω απ’τη γροθιά του, του άρπαξε τον πήχη, του γύρισε το χέρι πίσω απ’την πλάτη, και τον έριξε στα γόνατα. Το πόδι της βρέθηκε ανάμεσα στους μηρούς του, πιέζοντας τους όρχεις του. «Μ’αυτά τα χάλια δεν μπορείς να είσαι μισθοφόρος και να σε πληρώνουν!» φώναξε. «Θα προσπαθήσεις πιο πολύ, ή θα φύγεις;»

«…Ναι,» βόγκησε εκείνος. «Ναι…»

«Τι ‘ναι’;»

«Θα προσπαθήσω.»

Η Άβα τον ελευθέρωσε κι εκείνος διπλώθηκε πάνω στο ξύλινο πάτωμα.

Η Άβα πήγε προς τα εκεί όπου κρέμονταν κάτι πετσέτες, για να σκουπίσει τον ιδρώτα από πάνω της. Τότε ήταν που πρόσεξε ότι κάποιος άλλος βρισκόταν μέσα στο εκπαιδευτήριο: κάποιος που μέχρι στιγμής δεν είχε προσέξει.

Ξαφνιασμένη, έστρεψε το μακρύ πρόσωπό της για ν’αντικρίσει τον Κλαρκ να στέκεται κοντά σε μια γωνία, φορώντας καπαρντίνα και πλατύγυρο καπέλο. Κανένας δεν θα μπορούσε ν’αποκαλέσει την Άβα όμορφη. Δεν ήταν τέρας, αλλά το πρόσωπό της ήταν απλά… αδιάφορο, και η μύτη της λιγάκι στραβή επειδή, σίγουρα, την είχε σπάσει δυο-τρεις φορές στη ζωή της ώς τώρα.

«Τι θέλεις;» ρώτησε τον Κλαρκ πλησιάζοντάς τον με μια πετσέτα στα χέρια, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το στήθος και τα μπράτσα της.

«Να πούμε δυο κουβέντες.»

«Έλα.» Η Άβα βάδισε προς το γραφείο της, ενώ ο μαυρόδερμος νεαρός βρισκόταν ακόμα διπλωμένος στο πάτωμα.

Ο Κλαρκ την ακολούθησε.

Το δωμάτιο ήταν μετρίου μεγέθους, μ’ένα γραφείο κοντά σ’έναν τοίχο κι ένα παράθυρο σ’έναν άλλο. Πίσω απ’το γραφείο κρεμόταν μια ιερή αναπαράσταση της Ρασιλλώ, της Κυράς του Σιδήρου, μιας κατώτερης θεάς, κόρης του Κρόνου, και προστάτιδας των μισθοφόρων και των πολεμιστών.

«Για τι πράγματα πληρώνεις συνήθως;» ρώτησε ο Κλαρκ. «Όπλα; Σφαίρες;»

«Και όχι μόνο. Γιατί ρωτάς;» Η Άβα γέμισε ένα ποτήρι νερό από ένα μπουκάλι και ήπιε, έχοντας ρίξει την πετσέτα στους ώμους της.

«Σου χρειάζονται λεφτά τώρα;»

«Σου είπα: γιατί ρωτάς;»

«Γιατί είμαι πρόθυμος να σου δώσω λεφτά αν όντως σκοπεύεις να τα ξοδέψεις.»

«Και τι δουλειά θες να σου κάνω;»

«Καμία δουλειά.»

«Θα μου δώσεις λεφτά για πλάκα… Χα! Καλό.» Η Άβα στράγγισε το ποτήρι της και το άφησε πάνω στο γραφείο.

Ο Κλαρκ έβγαλε μια παχιά δέσμη εκατοστάδια από την καπαρντίνα του και την έριξε μπροστά της.

Η Άβα, παραξενεμένη, την πήρε στα χέρια της και μέτρησε τα χαρτονομίσματα. «Είσαι σοβαρός; Τόσα λεφτά; Γιατί;»

«Το μόνο που θέλω είναι να τα ξοδέψεις. Να μην τα κρατήσεις. Και μπορώ να σου δώσω κι άλλα.»

Η Άβα γέλασε – κι έμοιαζε, ως συνήθως, να υπάρχει κάτι το ελαφρώς απειλητικό στο γέλιο της. «Δεν είμαστε καλά!» Κάθισε στην πολυθρόνα του γραφείου της.

«Θέλεις να ελέγξεις αν είναι πλαστά;»

Η Άβα συνοφρυώθηκε σαν να μην το είχε σκεφτεί αυτό ακόμα. «Είναι;»

«Δεν είναι.»

«Τότε σε πιστεύω,» μόρφασε.

Ο Κλαρκ έβγαλε μερικές ακόμα δέσμες με χαρτονομίσματα από την καπαρντίνα του και τις έριξε πάνω στο γραφείο της. «Φρόντισε να τα δώσεις όπου νομίζεις,» της είπε. «Ακόμα και σ’αυτόν τον τύπο εκεί έξω» – έδειξε με τον αντίχειρα προς το εκπαιδευτήριο – «για ψυχική οδύνη.»

Η Άβα μειδίασε άγρια – μια γκριμάτσα που την έκανε να μοιάζει με θηρίο έτοιμο να δαγκώσει. «Οικειοθελώς ήρθε. Με παρακάλεσε να τον προσλάβω για να δουλέψει για μένα.»

«Όλους που έρχονται να δουλέψουν για σένα τους δέρνεις έτσι;»

«Τους περισσότερους, όταν είναι τόσο αδέξιοι. Ήταν στους Μαύρους Λεβέντες αυτός εδώ και έφυγε, και νόμιζε ότι επειδή ήταν σ’αυτή την κωλοσυμμορία ήξερε και να μάχεται σαν άνθρωπος. Αλλά δεν ήξερε.»

«Οι Μαύροι Λεβέντες δεν είναι μονάχα μια συμμορία…» Ήταν μια οργάνωση, αποτελούμενη σχεδόν εξολοκλήρου από μαυρόδερμους ανθρώπους, η οποία είχε αρκετή δύναμη στο Κοινόβιο.

Η Άβα ρουθούνισε. «Συμμορία είναι.»

«Τέλος πάντων. Σ’αφήνω για τώρα. Και μπορεί νάρθω να σου ξαναφέρω κι άλλα λεφτά, κάποια στιγμή.»

Η Άβα γέλασε. «Τι κάνεις; Τα παίρνεις απ’τους πλούσιους και τα δίνεις στους φτωχούς;»

«Δεν είσαι και τόσο φτωχή,» της είπε ο Κλαρκ, βγαίνοντας από το γραφείο της κι αφήνοντάς την να μετρήσει μόνη τα χρήματα που της είχε δώσει.

Βίηλ

1.

Ο Πρόμαχος Άτβος αναγκάστηκε να συμφωνήσει μαζί τους, αλλά ήταν φανερό πως δεν του άρεσε. Δεν ήθελε η Ιλρίνα’νορ να τους συνοδέψει σ’αυτή την αποστολή. Και τους είπε, ξεκάθαρα, ότι πίστευε πως δεν θα κατάφερναν τίποτα.

«Ή τρελός είσαι,» είπε στον Τζακ, δείχνοντας τον θυμωμένα με το χέρι του, «ή προσπαθείς να μας οδηγήσεις σε παγίδα! Αν εξαρτιόταν μόνο από εμένα, κανένας δεν θα πήγαινε μαζί σου!»

Ο Τζακ δεν απάντησε, καθώς όλοι τους στέκονταν σε μια από τις αίθουσες του κάστρου της Νάσπελ, όχι και τόσο μακριά από τα δωμάτια του Άτβος και της Ιλρίνα. Το βλέμμα του ήταν αινιγματικό: έμοιαζε ή να κοροϊδεύει τον Πρόμαχο ή να κατέχει κάποιου είδους απόκρυφη γνώση που εκείνος δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει.

«Αποφασίσαμε να πάμε και θα πάμε,» είπε η Ανταρλίδα. «Είναι πολύ σημαντικό το θέμα. Για όλους μας.»

Ο Άτβος στράφηκε να την αντικρίσει. «Το καταλαβαίνω, Ανταρλίδα. Όμως πες μου: εσύ πώς πιστεύεις ότι μπορεί ο Τάμπριελ να είναι ζωντανός; Τον είδαμε νεκρό, και μετά κάψαμε το πτώμα του! Πώς είναι δυνατόν να ζει;»

Η Ανταρλίδα κούνησε το κεφάλι, ξέροντας ότι ο Άτβος είχε δίκιο. Ήταν όντως τελείως, τελείως παράλογο. Τρελό. «Δεν ξέρω. Αλλά εκείνο που ξέρω είναι ότι πολύ περίεργα πράγματα συνέβαιναν στη ζωή του Τάμπριελ, οπότε γιατί αυτό ν’αλλάξει τώρα;»

«Ναι, περίεργα… αλλά αυτό… Αυτό είναι…» Ο Άτβος μόρφασε, μοιάζοντας τα λόγια να του έχουν πια τελειώσει.

«Μαζί με τον Τάμπριελ,» του είπε η Ανταρλίδα, «έπεσα μέσα σ’έναν υπερδιαστασιακό στρόβιλο – και ζήσαμε κι οι δύο. Καταλήξαμε στη Νόρχακ. Θα το θεωρούσες αυτό δυνατό;»

«Κανονικά, όχι. Αλλά υπάρχει μια βασική διαφορά: Κανένας δεν είχε κάψει τα πτώματά σας ακόμα.»

«Εγώ θα πάω,» είπε η Ανταρλίδα. «Και οι Ιεράρχες, επίσης, δεν θα ησυχάσουν αν δεν βεβαιωθούν ότι ο Τάμπριελ είναι πραγματικά νεκρός.»

Ο Όρνιφιμ και η Ράιλμεχ έγνεψαν καταφατικά. «Πρέπει οπωσδήποτε να το ερευνήσουμε, Πρόμαχε,» είπε ο πρώτος.

«Αν η Ιλρίνα δεν θέλει να έρθει, το καταλαβαίνουμε,» είπε η Ανταρλίδα. «Και δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα. Θα βρούμε κάποιον άλλο μάγο.»

Η Ιλρίνα’νορ, όμως, δήλωσε ότι θα ερχόταν, θα τους βοηθούσε. Και ο Άτβος δεν έμοιαζε να θέλει να τσακωθεί μαζί της. Της είπε να προσέχει. Είπε σε όλους τους να προσέχουν και, μετά, τους συνόδεψε ώς την οροφή του πύργου όπου ήταν προσγειωμένο το ελικόπτερό τους.

Η Αλιζέτ ώθησε τον Τζακ Πολύχρωμο στο εσωτερικό του αεροσκάφους, και τότε ο Άτβος ρώτησε: «Αλήθεια, γιατί χρειάζεστε το μεταβαλλόμενο όχημα αφού μπορείτε να πετάξετε;»

«Δεν έχουμε ιδέα πού ακριβώς θα καταλήξουμε, Πρόμαχε,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Ένα όχημα που παίρνει τρεις μορφές πολύ πιθανόν να μας φανεί πιο χρήσιμο από ένα ελικόπτερο. Επιπλέον, ο Τζακ λέει πως μπορεί καλύτερα να διαισθάνεται τη θέση του Τάμπριελ όταν ταξιδεύουμε σταθερά, με μικρότερη ταχύτητα από εκείνη ενός αεροσκάφους.»

«Κι αυτό ύποπτο είναι,» παρατήρησε ο Άτβος. «Πιο εύκολα κανείς σού στήνει ενέδρα στη γη παρά στον αέρα.»

«Πράγματι, αλλά πώς ο Τζακ να έχει επικοινωνήσει με άλλους πράκτορες της Παντοκράτειρας όσο βρισκόταν κλειδωμένος στα μπουντρούμια του κάστρου της Νέλερβικ;»

«Είναι μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών, δεν είναι;»

«Ναι. Αλλά ακόμα κι έτσι… Ήταν κλειδαμπαρωμένος. Φρουρούμενος. Και τυλιγμένος απ’αυτό το ενεργειακό κουκούλι.»

Ο Άτβος αναστέναξε. «Δεν ξέρω, Ανταρλίδα. Πάντως, να προσέχετε.» Και το βλέμμα του έμοιαζε να προσθέτει: Να προσέχεις την Ιλρίνα. Να φροντίσεις να γυρίσει ζωντανή.

Η Ανταρλίδα κατένευσε. «Θα ξανασυναντηθούμε,» είπε. «Σύντομα.» Και μπήκε στο ελικόπτερο. Οι υπόλοιποι βρίσκονταν ήδη μέσα, και η Αλιζέτ καθόταν στο πιλοτήριο.

Ο Άτβος απομακρύνθηκε απ’το αεροσκάφος καθώς ο έλικάς του άρχιζε να περιστρέφεται, και μετά από λίγο το ελικόπτερο ήταν στον αέρα πάνω από το κάστρο της Νάσπελ. Οι επιβάτες του ατένιζαν την κυκλική, συμμετρικά οικοδομημένη πόλη από ψηλά.

«Θα πάμε να πάρουμε τον Αρκαλόν;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Ναι,» είπε η Ράιλμεχ.

«Πού βρίσκεται;»

«Πέτα δυτικά και νότια.»

Η Αλιζέτ υπάκουσε.

Καθώς ταξίδευαν ο ήλιος ήταν πίσω τους, και το βούισμα των μηχανών και του έλικα γέμιζαν τ’αφτιά τους.

2.

Συνάντησαν τον Αρκαλόν μετά από καμια ώρα, στις όχθες του ποταμού Νέρελρημ.

Η Ράιλμεχ είπε: «Μας βλέπει. Κατέβα,» δείχνοντας στην Αλιζέτ κάτω.

Εκείνη συνοφρυώθηκε, κοιτάζοντας προς το έδαφος και μπορώντας να διακρίνει μερικές ανθρώπινες φιγούρες πλάι σ’ένα σύδεντρο, μαζί με άλογα. Ένας απ’αυτούς, μάλλον, ήταν ο Αρκαλόν. Όταν είσαι Ιεράρχης δεν χρειάζεται να κάνεις σινιάλο, υποθέτω… σκέφτηκε η Αλιζέτ, υπομειδιώντας. Και προσγείωσε το ελικόπτερο εκεί όπου μπορούσε να δει πως υπήρχε χώρος.

Ο Αρκαλόν ξεχώρισε ανάμεσα από τους υπόλοιπους (οι οποίοι τώρα φαινόταν καθαρά ότι ήταν πολεμιστές του Χαύδοραλ) και πλησίασε βαδίζοντας γρήγορα, ντυμένος με κάπα κι έχοντας έναν μικρό σάκο στον ώμο. Από τη ζώνη του κρεμόταν το σπαθί του.

Η Ανταρλίδα τού άνοιξε μια πόρτα του αεροσκάφους και ο Ιεράρχης ανέβηκε και βρέθηκε ανάμεσά τους.

«Ήσουν πέρα από τον Νέρελρημ;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Στα εδάφη του Κάνρελ που έχουμε κατακτήσει. Είναι λίγα και, αν δεν τα κρατήσουμε γερά, θα τα χάσουμε.» Ύστερα έριξε ένα βλέμμα στον Τζακ. Δεν του μίλησε, όμως. Μάλλον δεν είχε τίποτα να του πει, τίποτα να τον ρωτήσει. Οι άλλοι Ιεράρχες είχαν δώσει στον Αρκαλόν όσες πληροφορίες χρειαζόταν, μέσω του νοητικού δεσμού τους.

Η Αλιζέτ απογείωσε το ελικόπτερο ξανά. «Προς Νέλερβικ, τώρα, έτσι;»

«Ναι,» είπε η Ανταρλίδα.

Και πέταξαν βορειοανατολικά, περνώντας πάνω από τα εδάφη του Πριγκιπάτου Χαύδοραλ.

Σε λίγο, ο Αρκαλόν είπε: «Ο Δαίδαλος λέει ότι θέλει να μας συναντήσει.» Μια πληροφορία που, προφανώς, είχε πάρει από τη Διάττα.

«Πες του να περιμένει,» ζήτησε η Ανταρλίδα. «Ούτε εμείς δεν ξέρουμε πού θα πάμε ακριβώς· και το Κίρτβεχ είναι μακριά από εδώ.»

«Ο Τζακ, όμως, λέει πως ο Μεγάλος Προφήτης βρίσκεται κάπου προς τα δυτικά. Άρα, προς το Κίρτβεχ.»

«Ναι, αλλά πού ακριβώς δεν ξέρουμε,» τόνισε η Ανταρλίδα. Και στράφηκε στον Τζακ. «Έχεις καμια ιδέα για την απόσταση;»

«Σας το είπα ήδη: δεν ξέρω πόσο μακριά μπορεί να χρειαστεί να πάμε.»

«Μπορεί, δηλαδή, ο Τάμπριελ νάναι και πενήντα χιλιόμετρα από τη Νέλερβικ;»

«Μπορεί, αν και δεν το νομίζω.»

«Γιατί;»

«Διότι, όταν ήμασταν στη Νάσπελ, αισθανόμουν την παρουσία πάλι προς τα δυτικά, όχι προς τα βόρεια. Και όταν ήμασταν στις όχθες του Νέρελρημ, το ίδιο.»

«Επομένως,» συμπέρανε η Αλιζέτ, χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει καθώς πιλόταρε, «βρίσκεται κάπου στα κεντρικά πριγκιπάτα, έτσι όπως μας τα λες…»

«Ίσως,» αποκρίθηκε ο Τζακ.

«Και στα κεντρικά πριγκιπάτα η παρουσία της Παντοκράτειρας είναι ισχυρή,» τόνισε η Αλιζέτ.

«Ακόμα θεωρείς ότι προσπαθώ να σας παγιδέψω;»

«Γιατί όχι; Δε μας έχεις δώσει κανέναν λόγο για να σε εμπιστευόμαστε.»

Η Ανταρλίδα ρώτησε την Ιλρίνα’νορ: «Μπορείς να ελέγξεις αν λέει αλήθεια; Αν όντως αυτός και η οντότητα μέσα του έχουν γίνει ένα, όπως υποστηρίζει; Αν η οντότητα μέσα του, πράγματι, θέλει να βρει τον Τάμπριελ;»

«Ούτε το ένα ούτε το άλλο μπορώ να κάνω,» αποκρίθηκε η μάγισσα. «Το μόνο που μπορώ να ελέγξω είναι αν η οντότητα εξακολουθεί να βρίσκεται εντός του.»

«Κάνε το.»

Η Ιλρίνα’νορ άρθρωσε τα λόγια για κάποιο ξόρκι, εστιάζοντας το βλέμμα της στον Τζακ. Έπειτα είπε: «Η οντότητα εξακολουθεί να είναι μέσα του. Σ’αυτό, τουλάχιστον, λέει αλήθεια.»

Ο Τζακ τής είπε: «Παλιότερα, νομίζεις ότι η οντότητα μπορούσε τόσο εύκολα να εντοπιστεί;»

«Τι εννοείς;»

«Κρυβόταν. Και το αποκλείω εσύ να μπορούσες να τη βρεις μ’ένα απλό Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως που χρησιμοποίησες.»

«Κι αυτό θέλεις να πεις ότι είναι απόδειξη πως η οντότητα κι εσύ έχετε γίνει ένα;»

«Αν όχι, τότε τι είναι;»

«Δεν ξέρω,» είπε η Ιλρίνα. «Παλιότερα, εγώ δεν είχα επιχειρήσει κανένα ξόρκι επάνω σου. Πρώτη φορά το έκανα όταν σε είχαμε στα μπουντρούμια, σε κώμα: και τότε, ναι, μπορούσα να διαισθανθώ την ενεργειακή οντότητα.»

«Βρισκόμασταν σε… συνδιαλλαγή, εγώ κι εκείνη.»

Η Ιλρίνα’νορ δεν συνέχισε την κουβέντα μαζί του.

Η Αλιζέτ παρατήρησε: «Τίποτα απ’αυτά δεν αποτελεί απόδειξη ότι δεν σχεδιάζει να μας παγιδέψει.»

«Ο Δαίδαλος, πάντως, επιμένει να έρθει κι εκείνος,» είπε ο Αρκαλόν. «Και λέει πως σκέφτεται να φέρει κι άλλους επαναστάτες μαζί του.»

«Μα, πού θα μας συναντήσει;» είπε η Ανταρλίδα.

«Θα μας βρει με αεροσκάφος, μόλις ξεκαθαρίσουμε προς τα πού κατευθυνόμαστε.»

«Καλώς. Υποθέτω, ξέρει τι κάνει.»

3.

Ήταν μεσημέρι όταν προσγειώθηκαν στο κάστρο της Νέλερβικ, έτσι πήγαν να φάνε και να ξεκουραστούν μερικές ώρες. Τον Τζακ τον οδήγησαν πάλι στο κελί του και τον έκλεισαν εκεί, υπό φρούρηση.

Η Ανταρλίδα καθόταν μόνη και κάπνιζε ένα τσιγάρο στο δωμάτιο που παλιά μοιραζόταν με τον Τάμπριελ, όταν κάποιος ακούστηκε να χτυπά την πόρτα της.

«Ποιος είναι;»

«Ο Όρνιφιμ.»

«Έλα.»

Ο Ιεράρχης άνοιξε και μπήκε, βρίσκοντάς την καθισμένη σε μια καρέκλα πλάι στο παράθυρο, με τα πόδια της τεντωμένα εμπρός της και σταυρωμένα στον αστράγαλο. Το τσιγάρο στο χέρι της ήταν μισοτελειωμένο. «Έγινε κάτι;» τον ρώτησε.

«Πρέπει να μιλήσουμε για το ραβδί,» είπε ο Όρνιφιμ.

Η Ανταρλίδα φύσηξε καπνό. «Το ραβδί. Σωστά. Εδώ το έχω, φυσικά. Κρυμμένο.»

Ο Όρνιφιμ ένευσε. «Πρέπει να το πάρουμε μαζί μας. Όλοι συμφωνούμε.» Όλοι οι Ιεράρχες, εννοούσε προφανώς.

Η Ανταρλίδα ανασήκωσε τους ώμους. «Εντάξει.» Για εσάς είναι τόσο σημαντικό, όχι για εμένα. Σηκώθηκε από την καρέκλα σβήνοντας το τσιγάρο της στο τασάκι πάνω στο περβάζι του παραθύρου. Πλησίασε το κρεβάτι και σήκωσε το στρώμα. Από κάτω, ανάμεσα σε διάφορα πανιά (που ήταν εκεί για κάλυψη), διακρινόταν, αν παρατηρούσες, κάτι μακρύ τυλιγμένο με ύφασμα. «Το βλέπεις;» ρώτησε η Ανταρλίδα, κοιτάζοντας τον Όρνιφιμ πάνω απ’τον ώμο της.

«Ναι.»

«Πάρτο.»

Ο Ιεράρχης πήρε το ραβδί, και η Ανταρλίδα έβαλε πάλι το στρώμα στη θέση του. Ο Όρνιφιμ ξετύλιξε λιγάκι το ύφασμα για να δει την πορφυρή σφαίρα στην κορυφή του ραβδιού, και την ομίχλη που φαινόταν να αργοκινείται εντός της – το πνεύμα του Μεγάλου Ιεράρχη.

«Θα το κρατήσεις εσύ;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.

Ο Όρνιφιμ κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Απλά να το έχεις μαζί σου.» Το έτεινε προς το μέρος της. Όλοι οι Ιεράρχες έμοιαζε να φοβούνται να κρατήσουν το ραβδί, σαν να επρόκειτο για κάποιου είδους ασέβεια… ιεροσυλία, ίσως.

«Εντάξει.» Η Ανταρλίδα το πήρε από το χέρι του και το ακούμπησε, όρθιο, στον τοίχο σα να μην ήταν τίποτα παραπάνω από ένα κομμάτι ξύλο. Ο Τάμπριελ ήταν που την ενδιέφερε, όχι αυτό το καταραμένο μπαστούνι.

«Θα ξεκινήσουμε το απόγευμα, έτσι;»

«Ναι.» Η Ανταρλίδα κάθισε πάλι στην καρέκλα της.

Ο Όρνιφιμ έφυγε.

4.

«Το αποκλείω να είναι ζωντανός ο προφήτης!» είπε ο Πολ στον Δαίδαλο. «Κι αντί να σκέφτεσαι να πάμε κι εμείς σ’αυτή την παγίδα, θα έπρεπε να προσπαθείς μέσω της Διάττα να τους συνετίσεις για να μην κάνουν τη μαλακία που πάνε να κάνουν!»

«Γιατί είσαι τόσο σίγουρος ότι πρόκειται για απάτη, Πολ;» Ο Δαίδαλος τον ατένιζε ήρεμα, καθισμένος σε μια πολυθρόνα κι έχοντας μια κούπα κρασί στο χέρι.

«‘Γιατί’; Ίσως – ίσως, λέω – επειδή τον είδαν να πεθαίνει με τα ίδια τους τα μάτια και τον κήδεψαν πριν από… πριν από πόσο; Ένας μήνας πάει από τότε;» Ο Πολ ήταν όρθιος ανάμεσά τους.

«Περίπου,» ένευσε η Διάττα, στεκόμενη κοντά στο τζάκι της αίθουσας, με τον ώμο της ακουμπισμένο στον τοίχο και τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της.

«Μάγε,» είπε ο Πολ, εμφατικά. «Αποκλείεται – ο Τάμπριελ – να ζει.»

«Τίποτα μην αποκλείεις,» επέμεινε ο Δαίδαλος.

Ο Πολ κοίταξε τους υπόλοιπους: τη Φενίλδα, που ήταν καθισμένη στον καναπέ· τη Λαμρίτ, που καθόταν πλάι στη Φενίλδα· τον Άλτρες και τον Δάρυλμος, οι οποίοι κάθονταν σε δύο από τις καρέκλες του μικρού τραπεζιού της αίθουσας. «Υπάρχει κανένας άλλος εδώ μέσα που να πιστεύει ότι ο Τάμπριελ μπορεί νάναι ζωντανός;»

«Εγώ,» είπε η Φενίλδα, και το παράξενο θραύσμα που έμοιαζε να βρίσκεται μέσα στο αριστερό της μάτι γυάλισε αντανακλώντας το φως του μεσημεριού που ερχόταν από το παράθυρο.

«Μιλάω σοβαρά, Φενίλδα!» Ο Πολ νόμιζε ότι η μάγισσα τού έκανε πλάκα.

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Σοβαρά σού μιλάω κι εγώ.»

«Και θέλεις να μου εξηγήσεις πώς το θεωρείς εφικτό να ζει κάποιος που το πτώμα του έχει καεί εδώ κι ένα μήνα;»

«Δε μπορώ να σ’το εξηγήσω,» αποκρίθηκε η Φενίλδα. «Αλλά τον τελευταίο καιρό, πρώτον, έχω δει πολλά πράγματα που δεν εξηγούνται και, δεύτερον, έχω δει να συμβαίνουν πολλά που παλιότερα θεωρούσα αδύνατα.»

«Ωραία. Επομένως, γιατί να μη δεις κι έναν νεκρό να παρουσιάζεται ξαφνικά σαν νάναι ζωντανός, ε;»

«Μπορεί να μην είναι αυτό που νομίζεις, Πολ,» είπε ο Δαίδαλος. «Στη Βίηλ λειτουργούν δυνάμεις απόκρυφες, και πολύ μεγάλες. Και ο Τάμπριελ ποτέ δεν ήταν ένας… συνηθισμένος άνθρωπος.»

«Πράγμα το οποίο σημαίνει… τι;»

«Σκέψου μόνο αυτά που έβλεπε. Τις εικόνες που έρχονταν στο μυαλό του, ύστερα από ό,τι του συνέβη στο Πορφυρό Κενό.»

«Και λοιπόν; Υπάρχει καμια σχέση ανάμεσα σ’αυτό και στη νεκρανάσταση που υπονοείς ότι μπορεί νάναι εφικτή;»

«Τα πάντα είναι σχετικά μεταξύ τους, Πολ.»

«Μαλακίες!» γρύλισε ο Πολ. «Αυτά είναι σαν τις σαχλαμάρες που λένε κάτι τσαρλατάνοι για να τουμπάρουνε όσους θέλουν να ληστέψουν!»

«Νομίζεις ότι κανένας θα πίστευε την αλήθεια για τον Ελκράσ’ναρχ;»

«Ποια αλήθεια; Ότι θέλει να ανασχηματίσει τον Ενιαίο Κόσμο και τα λοιπά; Ακόμα δεν είμαι απόλυτα πεπεισμένος γι’αυτό, μάγε–»

«Δε σου μιλάω γι’αυτό. Σου λέω για τον ίδιο τον Ελκράσ’ναρχ. Θα πίστευε κανένας τι συμβαίνει, αν του το περιέγραφες, Πολ;»

Ο Πολ δίστασε ν’απαντήσει.

«Κανένας δεν θα σε πίστευε, και το ξέρεις. Εκτός ίσως από άτομα σαν εμένα, ή τη Φενίλδα.»

«Μάγε… δεν είναι ακριβώς το ίδιο.»

«Δεν είναι;»

Η Λαμρίτ ρώτησε: «Ποιος είναι ο Ελκράσ’ναρχ;»

Ακόμα δεν ξέρει, συνειδητοποίησε ο Πολ. Κανένας δεν της έχει μιλήσει γι’αυτόν. Στράφηκε να την κοιτάξει. «Ο Ελκράσ’ναρχ είναι… Κοίτα, είναι μια ολόκληρη ιστορία με τον Ελκράσ’ναρχ–»

«–την οποία καλύτερα να σου πούμε μια άλλη στιγμή, Πρόμαχε,» τον διέκοψε ο Δαίδαλος.

«Μισό λεπτό,» είπε η Λαμρίτ. «Είναι σημαντικός αυτός ο Ελκράσ’ναρχ;»

«Πολύ σημαντικός. Αλλά θα σου μιλήσουμε άλλη φορά γι’αυτόν.»

Η Λαμρίτ συνοφρυώθηκε, σαν να μην της άρεσε που της αρνούνταν έτσι.

«Δεν είναι επί του παρόντος, Πρόμαχε. Έχε μου εμπιστοσύνη.» Και ο Δαίδαλος στράφηκε στον Πολ. «Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»

«Σου είπα: δεν είναι το ίδιο.»

«Το ίδιο είναι. Παρεμφερές, τουλάχιστον.»

«Κι αν αυτός ο Τζακ σχεδιάζει να τους οδηγήσει σε παγίδα;» είπε ο Πολ.

«Η ιστορία του, πάντως, ακούγεται αληθινή.»

«Ποια ιστορία;»

«Αυτή σχετικά με την ενεργειακή οντότητα μέσα του.»

Ο Πολ γέλασε. «Αληθινή; Εγώ το πρώτο που θα σκεφτόμουν–»

«Ναι, θα ήταν πως λέει ψέματα. Αλλά εγώ γνωρίζω τη διάσταση για την οποία μίλησε στην Ανταρλίδα. Ονομάζεται Λετδάρκη· και ήταν, πράγματι, φυλακές εκεί παλιά. Ο Τζακ είπε αλήθεια, Πολ. Έχει έναν από τους Εραστές μέσα του, και είναι πολύ πιθανό ο Εραστής να θέλει να έρθει σε επαφή με τον Τάμπριελ για να βρει απαντήσεις σε κάποια ερωτήματά του.»

«Τι Εραστές; Τι λες;»

«Έτσι ονομάζεται η οντότητα.» Ήταν η Διάττα που απάντησε, γνωρίζοντας τις λεπτομέρειες μέσω του δεσμού των Ιεραρχών. «Υποτίθεται πως ήταν δύο οντότητες σ’αυτή τη διάσταση – οι Εραστές – και μπορούσαν κάπως, με την αλληλεπίδρασή τους, να παράγουν συνεχόμενη ενέργεια. Μετά, όμως, η μία από τις δύο πέθανε, και η άλλη εξαγριώθηκε.»

«Αυτή που είναι τώρα μέσα στον Τζακ;» ρώτησε ο Πολ.

«Ναι.»

Ο Πολ κούνησε το κεφάλι. «Εξωφρενικά πράγματα…»

«Κοίταξε,» του είπε ο Δαίδαλος. «Ό,τι κι αν συμβαίνει, το ζήτημα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Δε μπορούμε να το αγνοήσουμε. Και νομίζω πως, όπου κι αν σκοπεύει ο Τζακ να οδηγήσει την Ανταρλίδα και τους άλλους, καλύτερα να είμαι μαζί τους. Πολύ πιθανόν να χρειαστούν τη βοήθειά μου.»

Ο Πολ κάθισε σε μια πολυθρόνα. «Κι εγώ που νόμιζα ότι θα πήγαιναν να βρουν τον προφήτη να κοιμάται κάτω από κανένα δέντρο…»

Ο Δαίδαλος στράφηκε στη Λαμρίτ. «Πρόμαχε, θα ήθελα να έχουμε τη Χρυσαλλίδα έτοιμη για αναχώρηση μέσα στις επόμενες ώρες. Είναι εφικτό;»

«Είναι,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Ωστόσο, συνιστώ προσοχή – ακόμα και σ’εσένα, Δαίδαλε. Κανένας πράκτορας της Παντοκράτειρας δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστος, όσες παράξενες οντότητες κι αν έχει μέσα του.»

5.

Το απόγευμα, η Πριγκίπισσα Βασνίτα αποχαιρέτησε την Ανταρλίδα και την ομάδα της, και είπε ότι θα προτιμούσε να μπορούσε να είναι ενήμερη της κατάστασης κάθε στιγμή. Κι έριξε ένα βλέμμα στον Αρκαλόν. Ένα βλέμμα που υπονοούσε ότι το ξαναείχε συζητήσει μαζί του αυτό το θέμα, πρόσφατα.

Ο Όρνιφιμ είπε: «Δυστυχώς, Υψηλοτάτη, πρέπει να είμαστε όλοι εκεί. Ο Μεγάλος Προφήτης μπορεί να μας χρειάζεται.» Αναμφίβολα, αναφερόταν στους Ιεράρχες.

Η Βασνίτα ένευσε σαν να είχε ξανακούσει ακριβώς τα ίδια λόγια αλλά από άλλο στόμα. «Ναι,» είπε, «καταλαβαίνω,» καθώς στεκόταν μπροστά στον Θρόνο της Νέλερβικ με τους υπόλοιπους ολόγυρά της.

«Θα μπορούσα να σας συνοδέψω αν θέλετε,» προθυμοποιήθηκε ο Ραφέλνες.

«Δεν υπάρχει λόγος,» του είπε η Αλιζέτ. «Καλύτερα να βρίσκεσαι εδώ, όπου μπορείς να βοηθήσεις στον πόλεμο.»

Η έκφραση του Ιερού Μαχητή των Οστών μαρτυρούσε πως και η δική του γνώμη ήταν, κατά βάθος, ίδια.

«Πηγαίνετε, λοιπόν,» είπε η Βασνίτα, «και είθε τα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών να είναι στο πλευρό σας.»

Η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, και οι υπόλοιποι έφυγαν από το κάστρο της Νέλερβικ και πήγαν στο λιμάνι της πόλης, όπου τους περίμενε το υποβρύχιό τους. Κατέβηκαν στο εσωτερικό του, από την καταπακτή, και η Ιλρίνα’νορ κάθισε στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους και ύφανε τη Μαγγανεία Κινήσεως. Η Αλιζέτ πήρε θέση στο πηδάλιο. Ο Τζακ κάθισε δίπλα της, για να την καθοδηγεί, και οι άλλοι κάθισαν πίσω τους.

Το σκάφος ξεκίνησε, πλέοντας δυτικά. Έφτασε γρήγορα στις αντικρινές όχθες του ποταμού και, παίρνοντας τη μορφή τετράποδου οχήματος, βγήκε, για να διασχίσει κάποια εδάφη προτού χρειαστεί πάλι να μεταμορφωθεί σε υποβρύχιο ώστε να περάσει κάποιον ποταμό και να αλλάξει ύστερα ξανά σε τετράποδο όχημα. Συνεχείς εναλλαγές ώσπου να φτάσει στον μεγάλο ποταμό Κάνιλρεχ, ο οποίος αποτελούσε σύνορο με το Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ μέχρι που οι επαναστάτες τον είχαν περάσει σε πολλά σημεία και είχαν κάνει κάποια εδάφη και περιοχές του Σάνκριλαμ δικά τους.

Το ταξίδι δεν ήταν και τόσο σύντομο. Οι εκτάσεις ανάμεσα στα ποτάμια δεν ήταν ομαλές. Προτίμησαν, όμως, να μην κατευθυνθούν βόρεια και μετά δυτικά, πλέοντας σε μεγάλους ποταμούς, αλλά να πάνε δυτικά και μόνο, προσπερνώντας ό,τι εμπόδιο κι αν τους παρουσιαζόταν· διότι ο Τζακ δεν ήξερε πού ακριβώς ήταν ο προορισμός τους, κι όταν έλεγε «δυτικά», η Αλιζέτ οδηγούσε το μεταβαλλόμενο όχημα τους προς τα εκεί χωρίς πολλές παρεκκλίσεις. Εξάλλου, μπορεί να σταματούσαν, τελικά, και κάπου μέσα στην Κοιλάδα των Ποταμών.

Πράγμα το οποίο, όμως, δεν συνέβη. Όπου κι αν βρισκόταν ο Τάμπριελ, το μέρος ήταν πιο μακριά: κάπου στα κεντρικά πριγκιπάτα της Βίηλ, ίσως, όπως είχε υποθέσει η Αλιζέτ το πρωί.

Χρειάστηκαν παραπάνω από έντεκα ώρες μέχρι να φτάσουν στη Σάνιθλεκ, που παλιά ανήκε στο Σάνκριλαμ αλλά τώρα βρισκόταν στα χέρια της Επανάστασης. Έντεκα ώρες συμπεριλαμβανομένης μίας στάσης που υποχρεωτικά έκαναν για να ξεκουραστεί η Ιλρίνα’νορ. Επομένως, βρέθηκαν στην πόλη τρεις ώρες, περίπου, πριν από τα ξημερώματα. Σταμάτησαν, φυσικά, ώστε να αναπαυθούν στο κάστρο. Οι μαχητές της περιοχής τούς είπαν για κάποιες συγκρούσεις που γίνονταν με τους Παντοκρατορικούς στα δυτικά, αλλά κανένας από την ομάδα της Ανταρλίδας δεν ήταν πρόθυμος να καθίσει για να το συζητήσει περαιτέρω, καθώς όλοι τους ήταν κουρασμένοι από το ταξίδι. Θα μάθαιναν, όμως, περισσότερα το πρωί, γιατί πιθανώς το πέρασμα από το Σάνκριλαμ δεν θα ήταν εύκολο. Ίσως οι Παντοκρατορικοί να προσπαθούσαν να σταματήσουν το όχημά τους – για να το ελέγξουν, αν μη τι άλλο. Και σχεδόν όλοι όσοι βρίσκονταν μέσα ήταν καταζητούμενοι. Η Ανταρλίδα και η Ιλρίνα’νορ σίγουρα· η Αλιζέτ κατά πάσα πιθανότητα, μετά από τα τελευταία γεγονότα· οι Ιεράρχες ήταν επίσης πιθανό να έχουν γίνει πλέον γνωστοί· και ο Τζακ… ποιος ξέρει τι μπορεί να γινόταν με τον Τζακ, ούτως ή άλλως, σε μια συνάντηση με Παντοκρατορικές δυνάμεις; Η Ανταρλίδα ήταν βέβαιη ότι όφειλαν να αποφύγουν οπωσδήποτε τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας. Και η Αλιζέτ συμφωνούσε.

Όταν ξημέρωσε για τα καλά, και είχαν κοιμηθεί πάνω από τέσσερις ώρες, συγκεντρώθηκαν στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου και συνάντησαν τον Βαρόνο της περιοχής, ο οποίος ονομαζόταν Καρλάνος και ήταν ένας πενηνταπεντάρης άντρας με λευκό-ροζ δέρμα και ψαρά μαλλιά και μούσια. Εκτός από αυτόν, στην αίθουσα βρίσκονταν, επίσης, πολλοί αριστοκράτες και, κυρίως, στρατιωτικοί.

«Γιατί φέρατε τον αιχμάλωτό σας στο κάστρο μου;» ρώτησε ο Βαρόνος Καρλάνος, καθισμένος στην ψηλή πολυθρόνα του. Αναφερόταν στον Τζακ, ο οποίος είχε περάσει τη νύχτα στα μπουντρούμια, και ακόμα δεν τον είχαν φέρει επάνω.

«Δε θα τον αφήσουμε εδώ, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Θα τον πάρουμε μαζί μας τώρα που θα φύγουμε.» Εκείνη και η Αλιζέτ είχαν γνωρίσει αρκετά καλά τον Βαρόνο της Σάνιθλεκ, ύστερα από την κατάκτηση της πόλης του από την Επανάσταση. Ο Καρλάνος δεν είχε καμια ιδιαίτερη πίστη στην Παντοκράτειρα, και δεν είχε προκαλέσει προβλήματα όταν οι Παντοκρατορικές δυνάμεις εδώ είχαν διαλυθεί. Ωστόσο, έμοιαζε να είναι ανήσυχος: να φοβάται τι θα γινόταν αν, ίσως, οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας έπαιρναν ξανά τη Σάνιθλεκ στα χέρια τους. Θα τον άφηναν να διοικεί, ή θα σκότωναν και αυτόν και την οικογένειά του;

«Θα φύγετε, λοιπόν…» είπε ο Βαρόνος, παρατηρώντας την Ανταρλίδα που στεκόταν αντίκρυ του και τρίβοντας ελαφρά τα άγρια μούσια του. «Για πού; Νομίζαμε ότι είχατε επιστρέψει για να πολεμήσετε εδώ…» Καταλάβαινε ότι και εκείνη και η Αλιζέτ ήταν καλές στον πόλεμο, και ότι οι πολεμιστές της περιοχής τις έβλεπαν ως ηρωίδες· επομένως, τις ήθελε στην πόλη του και για πρακτικούς λόγους αλλά και για να εμψυχώνουν.

«Δυτικά πηγαίνουμε,» απάντησε η Ανταρλίδα. «Έχουμε… αναλάβει μια δουλειά προς τα εκεί.»

«Δυτικά ο τόπος είναι γεμάτος δυνάμεις της Παντοκράτειρας!» την προειδοποίησε ο Βαρόνος Καρλάνος.

«Και συγκρούσεις γίνονται εκεί, Ανταρλίδα, από τότε που έφυγες,» πρόσθεσε ένας στρατιωτικός που είχε πολεμήσει μαζί της στην περιοχή της Σάνιθλεκ. Ήταν αρχηγός μιας μισθοφορικής συντροφιάς, και ονομαζόταν Βορνάρος. Ένας πρασινόδερμος, ψηλός, ευρύστερνος άντρας με σημαδεμένη όψη. Φαινόταν να του αρέσει η Ανταρλίδα. Είσαι μια γυναίκα που θα μπορούσε πάντα νάναι στο πλευρό μου, της είχε πει.

«Δε λείπω και τόσο καιρό,» είπε η Ανταρλίδα. «Μερικές μέρες.»

«Κι όμως, έχουν γίνει διάφορα από τότε,» είπε ο Βορνάρος, και πλησιάζοντας έναν προβολέα συνδεδεμένο με μια μικρή εστία πάτησε ένα κουμπί κι έκανε έναν χάρτη της περιοχής να παρουσιαστεί στον τοίχο. Τράβηξε το σπαθί του και έδειξε. «Εδώ κι εδώ έχουμε συγκρουστεί με τους λευκοντυμένους.»

«Εκείνο που θέλουμε είναι να περάσουμε από αυτά τα εδάφη χωρίς επεισόδια,» είπε η Αλιζέτ. «Βιαζόμαστε.»

Ο Βορνάρος την ατένισε σταθερά. Ύστερα ένευσε. «Τότε, καλύτερα να πάτε από δω.» Έδειξε μια περιοχή σημειωμένη με δέντρα και μικρά τρίγωνα. «Δε νομίζω από δω να σας επιτεθούν–»

«Το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ,» τον διέκοψε η Αλιζέτ, κοιτάζοντας την προβολή στον τοίχο.

«Όμως δε θα μπορείτε να πάρετε οχήματα μαζί σας. Τα μέρη είναι πολύ κακοτράχαλα.»

«Το όχημά μας είναι φτιαγμένο για τέτοια εδάφη.»

«Όπως νομίζεις.»

Ο Βαρόνος της Σάνιθλεκ ρώτησε: «Θ’αργήσετε να επιστρέψετε;»

«Δεν είμαστε βέβαιοι,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα, «αλλά ελπίζουμε πως όχι.»

Ο Καρλάνος ένευσε, σαν να ήθελε να πει: Το εύχομαι. Σας χρειάζομαι. Εκείνο, όμως, που είπε ήταν: «Οι Μεγάλοι Κολοσσοί μαζί σας.»

Η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, και οι υπόλοιποι πήγαν στα μπουντρούμια για να πάρουν τον Τζακ και, ύστερα, επιβιβάστηκαν στο όχημά τους, που τους περίμενε στον χώρο στάθμευσης του κάστρου έχοντας τη μορφή τετράκυκλου. Η Ιλρίνα’νορ έκανε τη Μαγγανεία Κινήσεως, καθισμένη στο ενεργειακό κέντρο.

«Δε χρειάζεται να με κλειδώνετε στα μπουντρούμια όποιου κάστρου συναντάμε,» τους είπε ο Τζακ. «Υποσχέθηκα ότι θα σας οδηγήσω στον Τάμπριελ κι αυτό θα κάνω· δεν πρόκειται να σας εγκαταλείψω στο δρόμο.»

«Περιμένεις να σε πιστέψουμε επειδή απλά το λες;» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα.

Η Αλιζέτ, που ήταν καθισμένη στο τιμόνι του οχήματος, ενεργοποίησε τις μηχανές του και το οδήγησε έξω από το κάστρο της Σάνιθλεκ.

«Θα σε είχα σκοτώσει,» πρόσθεσε η Ανταρλίδα ατενίζοντας τον Τζακ εχθρικά, «αν δεν είχες πει ότι θα μας οδηγούσες στον Τάμπριελ.» Εκείνος έμεινε σιωπηλός, και το βλέμμα του ήταν συλλογισμένο.

Η Αλιζέτ πήγε το όχημά τους προς την περιοχή που τους είχε δείξει ο Βορνάρος, και η Ιλρίνα’νορ, χρησιμοποιώντας το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, έκανε τους τροχούς του να εξαφανιστούν και τα μεταλλικά πόδια του με τα εύκαμπτα δάχτυλα να εμφανιστούν. Αν κάποιος το κοίταζε από έξω, θα του θύμιζε τώρα ένα γιγάντιο τέρας: κάτι σαν τα αυτοκίνητα του Δαίδαλου, αλλά πολύ πιο μεγάλο, και πολύ πιο αργοκίνητο.

Το τετράποδο όχημα μπήκε στους δεντρόφυτους τόπους με το ανώμαλο έδαφος και βάδισε σταθερά, χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς τα πόδια του γαντζώνονταν από το ένα μέρος στο άλλο σαν τα πόδια αρπακτικού. Η Αλιζέτ είχε ενεργοποιημένους τους ανιχνευτές του συστήματος αλλά δεν έβλεπε να εντοπίζουν τίποτα το ύποπτο. Αναμενόμενα εξάλλου, σκέφτηκε. Οι Παντοκρατορικοί δεν θα έρχονταν από εδώ. Αυτή η περιοχή ήταν ανάμεσα στα δύο σημεία που είχε δείξει αρχικά ο Βορνάρος – τα δύο σημεία όπου γίνονταν συγκρούσεις. Ωστόσο, οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί…

«Ανταρλίδα,» είπε η Αλιζέτ. «Έχε το νου σου. Μπορεί να μην περνάνε εύκολα οχήματα από εδώ, αλλά ίσως οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας να έχουν στείλει πεζούς να διασχίσουν ετούτα τα εδάφη για να ξαφνιάσουν τους επαναστάτες.»

Η Ανταρλίδα ένευσε, βρίσκοντας την επιφύλαξη της Αλιζέτ λογική. Εκείνη και οι Ιεράρχες κοίταζαν έξω απ’τα παράθυρα του οχήματος, ολόγυρα, για ύποπτες κινήσεις. Αλλά διέσχισαν, τελικά, ετούτα τα μέρη χωρίς να εντοπίσουν τίποτα, κι όταν βρέθηκαν σε πιο βατά εδάφη η Ιλρίνα’νορ μετέτρεψε πάλι το όχημά τους σε τετράτροχο και η ταχύτητά τους πολλαπλασιάστηκε. Η Αλιζέτ, κοιτάζοντας τον χάρτη στην οθόνη της κονσόλας μπροστά της, προσπαθούσε να οδηγεί από όσο το δυνατόν πιο απόμερες περιοχές, όπου δεν θα συναντούσαν συγκεντρωμένα Παντοκρατορικά στρατεύματα· και, σε ορισμένες στιγμές, χρειάστηκε να αλλάξουν μορφή ξανά, προκειμένου να περάσουν από κάποιο δύσβατο μέρος.

Από απόσταση, είδαν Παντοκρατορικά αεροσκάφη – αεροπλάνα και ελικόπτερα – καθώς επίσης και μεταγωγικά, και μεγάλους καταυλισμούς. Κι όλος ο στρατός που συγκεντρώνεται εδώ, συλλογίστηκε η Ανταρλίδα, θα έρθει προς τ’ανατολικά, για να χτυπήσει το Χαύδοραλ και το Νέλερβικ… Καλύτερα να τους χτυπήσουμε εμείς πρώτοι. Όπως και σχεδίαζαν, άλλωστε. Η Ανταρλίδα σκέφτηκε ότι ετούτο το ταξίδι, όποιο κι αν αποδεικνυόταν να είναι το αποτέλεσμά του – είτε έβρισκαν τον Τάμπριελ στο τέλος του είτε όχι – μπορεί να τους φαινόταν χρήσιμο και μόνο για κάποιες από τις πληροφορίες που πήραν γι’αυτά τα εδάφη. Δεν ήταν πολλές, σίγουρα, αλλά στον πόλεμο τίποτα δεν είναι άχρηστο. Ολόκληρες μάχες έχουν κερδηθεί από μια λεπτομέρεια – μια γνώση εις βάρος του εχθρού.

Όταν πέρασαν τέσσερις ώρες, σταμάτησαν για να ξεκουραστεί η Ιλρίνα’νορ αλλά κι όλοι οι υπόλοιποι. Ήθελαν να βγουν λίγο από το όχημα και να φάνε.

«Προς τα πού θα πάμε μετά;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Τζακ, καθώς ήταν καθισμένοι γύρω από μια καλυμμένη φωτιά.

«Δυτικά.»

«Όλο ‘δυτικά’ μάς λες…» παρατήρησε η Ράιλμεχ.

Ο Τζακ ανασήκωσε τους ώμους. «Αυτό διαισθάνομαι, αυτό σάς λέω. Δυτικά βρίσκεται ο Τάμπριελ.»

Η Ανταρλίδα ξεδίπλωσε έναν χάρτη και τον κοίταξε, καθώς όλοι έτρωγαν. Δυτικά… σκέφτηκε. Αν εξακολουθήσουμε να πηγαίνουμε δυτικά, συνέχεια δυτικά… θα φτάσουμε στον Νέρελρημ, και μετά στο Μεγάλο Σχίσμα. Εκεί θα πρέπει ν’αλλάξουμε δρόμο οπωσδήποτε, ή να κάνουμε τον γύρο.

Νότια από το Μεγάλο Σχίσμα ήταν οι Ερημιές και ο Τόπος Ανάπαυσης – το μέρος όπου λεγόταν πως οι Λάν’τραχαμ πήγαιναν για να πεθάνουν όταν αισθάνονταν πως είχε έρθει η ώρα τους· το μέρος όπου επίσης λεγόταν πως πήγαιναν όσοι ήθελαν να γίνουν Ιεροί Μαχητές των Οστών, προκειμένου να βάλουν τα κόκαλα των νεκρών Λάν’τραχαμ επάνω τους. Η περιοχή ήταν, αναμφίβολα, ιερή για τη Βίηλ. Μήπως εκεί, τελικά, θα συναντούσαν τον Τάμπριελ;

Νότια, επίσης, ήταν και η διαστασιακή δίοδος προς Σάρντλι, μέσα στις Ερημιές. Αλλά αυτό η Ανταρλίδα δεν νόμιζε ότι μπορεί να σχετιζόταν με τη δική τους αποστολή. Δεν το θεωρούσε πιθανό ο Τζακ να τους οδηγούσε στη Σάρντλι.

«Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε η Αλιζέτ, βλέποντάς την να κοιτάζει τον χάρτη συνοφρυωμένη.

«Προσπαθώ να υποθέσω πού μπορεί να φτάσουμε,» είπε η Ανταρλίδα γυρίζοντας το βλέμμα της για να την κοιτάξει.

«Βάσει ποιας λογικής;»

Η Ανταρλίδα μόρφασε. «Δυτικής.»

Η Αλιζέτ μειδίασε. «Και πού κατέληξες;»

«Στο Μεγάλο Σχίσμα θα φτάσουμε.»

Η Αλιζέτ ένευσε, γιατί το ήξερε. Γνώριζε καλά τη γεωγραφία της Βίηλ. Δε χρειαζόταν να κοιτάξει χάρτη για κάτι τόσο απλό.

«Και νότια από το Σχίσμα βρίσκεται αυτός ο Τόπος Ανάπαυσης, που είναι ιερό μέρος, σωστά;» συνέχισε η Ανταρλίδα.

«Ναι.»

«Αναρωτιέμαι αν ίσως εκεί μάς οδηγεί ο Τζακ…»

«Ο Τόπος Ανάπαυσης είναι το μέρος όπου πάνε οι Λάν’τραχαμ για να πεθάνουν, Ανταρλίδα–»

«Το ξέρω.»

«Δε νομίζω ότι μπορεί να έχουμε καμια δουλειά εκεί.» Η Αλιζέτ έστρεψε το βλέμμα της στον Τζακ.

«Δεν έχω απαντήσεις να σας δώσω από τώρα,» είπε εκείνος. «Δεν βλέπω οράματα· απλώς διαισθάνομαι πού βρίσκεται ο Τάμπριελ.»

Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ δεν περίμεναν και καμια άλλη απάντηση από αυτόν.

6.

Ταξίδεψαν δύο ώρες ακόμα, όλο δυτικά, μέσα στα εδάφη του Σάνκριλαμ, και έφτασαν στις ανατολικές όχθες του μεγάλου ποταμού Νέρελρημ, μακριά από οποιαδήποτε πόλη ή χωριό.

«Δυτικά πάλι;» ρώτησε η Αλιζέτ τον Τζακ. Καθόταν ξανά στο τιμόνι. Ήξερε τη Βίηλ καλύτερα από όλους τους, και δεν έδειχνε εύκολα να κουράζεται ούτε να βαριέται. Ήταν Μαύρη Δράκαινα, άλλωστε. Ήταν η Σκοτεινή Βασίλισσα.

«Ναι,» απάντησε ο Τζακ.

Η Αλιζέτ ζήτησε, μέσω διαύλου, από την Ιλρίνα να τους δώσει μορφή υποβρυχίου, και οδήγησε το όχημά τους μέσα στον ποταμό. Βούλιαξαν κάτω από την επιφάνεια και σύντομα έφτασαν στην αντικρινή όχθη, όπου βγήκαν, στάζοντας, και άλλαξαν πάλι μορφή για να συνεχίσουν για δύο ώρες ακόμα το ταξίδι τους. Μετά, σταμάτησαν και καταυλίστηκαν για τη νύχτα.

«Ακόμα δυτικά τον διαισθάνεσαι;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Τζακ.

«Ναι.»

«Θα φτάσουμε στο Μεγάλο Σχίσμα, λοιπόν.»

«Έτσι φαίνεται.»

Η Ανταρλίδα τον άρπαξε απ’τον γιακά με το ένα χέρι. «Μην παίζεις μαζί μας!»

«Δεν παίζω μαζί σας,» είπε ο Τζακ, μη μοιάζοντας θορυβημένος από την αντίδρασή της. «Εκείνο που η ενεργειακή οντότητα μού λέει σάς το μεταβιβάζω.»

Η Ανταρλίδα τον άφησε και βημάτισε γύρω απ’τον καταυλισμό τους, ατενίζοντας τα σκοτάδια. Το κρύο ήταν δυνατό και το αισθανόταν να προσπαθεί να γλιστρήσει κάτω από την κάπα της. Το τοπίο όπου βρίσκονταν τώρα ήταν σχετικά ξερό, με ελάχιστο χορτάρι και μερικά άφυλλα δέντρα. Απόμακρα φαίνονταν τα φώτα κάποιας μικρή πόλης. Σε ποιο πριγκιπάτο ανήκαν ετούτα τα εδάφη; αναρωτήθηκε η Ανταρλίδα. Στο Σάνκριλαμ; Ή στο Νέφκαλ; Ή στο Κάνρελ, ίσως;

Στράφηκε για να δει πού ήταν η Αλιζέτ, να τη ρωτήσει, και παρατήρησε πως όλοι γύρω από τις δύο φωτιές που είχαν ανάψει ήταν τυλιγμένοι στις κάπες τους και χασμουριόνταν, έτοιμοι να αποκοιμηθούν. Η Ιλρίνα’νορ κάπνιζε ένα τσιγάρο, σιωπηλά. Η πιο ξύπνια απ’όλους ήταν, αναμενόμενα, η Σκοτεινή Βασίλισσα· τα μάτια της γυάλιζαν ατσάλινα μέσα από τις σκιές.

Η Ανταρλίδα την πλησίασε και τη ρώτησε σε ποιο πριγκιπάτο ανήκαν αυτές οι περιοχές.

«Στο Σάνκριλαμ, νομίζω,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ.

«Νομίζεις;»

«Ανέκαθεν γίνονταν πόλεμοι για τα εδάφη νότια του Νέρελρημ. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στο Νέφκαλ και στο Σάνκριλαμ είναι πολλές. Κι ανάμεσα στο Σάνκριλαμ και στο Κάνρελ επίσης· αλλά όχι τόσο πολλές. Γιατί ρωτάς, όμως;»

«Από περιέργεια. Ο Τόπος Ανάπαυσης σε ποιον ανήκει; Οι Ερημιές;»

«Σε κανέναν, φυσικά. Όπως και το Μεγάλο Σχίσμα. Κανένας πρίγκιπας δεν θα τολμούσε να ισχυριστεί πως ο Τόπος Ανάπαυσης τού ανήκει. Και ποιος θα ήθελε τις Ερημιές μες στην επικράτειά του, Ανταρλίδα; Όλο επικίνδυνα θηρία περιφέρονται εκεί. Θα έβαζες εσύ στρατιώτες να φρουρούν μια περιοχή με καθόλου καλλιεργήσιμα εδάφη; Με ούτε ένα χωριό ή υποστατικό;»

Η Ανταρλίδα ένευσε. «Καταλαβαίνω.»

«Τι έλεγες πριν στον Τζακ;» τη ρώτησε η Αλιζέτ, που την είχε δει να τον αρπάζει απ’τον γιακά αλλά δεν είχε ακούσει τα λόγια της.

«Τίποτα σπουδαίο. Τον προειδοποιούσα απλώς.»

«Δεν έχει νόημα,» είπε η Αλιζέτ. «Ξέρει τι κάνει. Ό,τι κι αν είναι αυτό.»

Η Ανταρλίδα έμεινε σιωπηλή για λίγο. Ύστερα: «Θα φυλάξω πρώτη σκοπιά,» δήλωσε. «Και θα πω στην Ιλρίνα να υφάνει μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω μας, αν μπορεί.»

Η Αλιζέτ ένευσε.

Η Ανταρλίδα πλησίασε τη μάγισσα και τη ρώτησε. Εκείνη, αν και φαινόταν κουρασμένη, είπε εντάξει.

7.

Την επόμενη ημέρα ταξίδεψαν λίγο περισσότερο από δύο ώρες – συνεχώς δυτικά, σύμφωνα με τις οδηγίες του Τζακ – και έφτασαν σε μια από τις άκριες του Μεγάλου Σχίσματος, το οποίο εκτεινόταν για εκατοντάδες χιλιόμετρα από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά.

«Εδώ!» είπε ξαφνικά ο Τζακ. «Εδώ.»

Η Αλιζέτ σταμάτησε το όχημά τους. «Τι ‘εδώ’;» Το τοπίο ήταν ξερό, εκτός από κάτι λίγα δέντρα. Αντίκρυ τους φαινόταν ο πελώριος γκρεμός του Μεγάλου Σχίσματος – ένα άνοιγμα επάνω στο έδαφος της Βίηλ, σαν πληγή ύστερα από το χτύπημα κάποιας γιγάντιας λεπίδας που είχε κατέλθει από τους ουρανούς.

Ο Τζακ συνοφρυώθηκε. «Κάτω…» μουρμούρισε. Και: «Πρέπει να βγούμε.»

«Να βγούμε πού;» έκανε η Ανταρλίδα, αγριοκοιτάζοντάς τον. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ!»

«Τον διαισθάνομαι προς τα κάτω,» είπε ο Τζακ.

Η Αλιζέτ έστρεψε τα γκρίζα μάτια της επάνω του. «Κάτω; Σα να λέμε… μέσα στο Μεγάλο Σχίσμα;»

«…Ναι.» Από τον τρόπο που ακούστηκε να το λέει, έμοιαζε κι ο ίδιος να μη μπορεί να το πιστέψει.

Αλλά η Ανταρλίδα νόμιζε ότι πιθανώς να ήταν και προσποιητό αυτό. Τράβηξε το ξιφίδιο από τη μπότα της. «Μας είπες ψέματα!»

«Την αλήθεια σάς είπα! Και τώρα τον διαισθάνομαι προς τα κάτω.»

«Το Μεγάλο Σχίσμα λέγεται πως είναι απύθμενο, Τζακ,» είπε η Αλιζέτ. «Δε μπορεί να μην τόχεις ακούσει, αν είσαι καιρό εδώ, στη Βίηλ.»

Εκείνος ένευσε. «Τόχω ακούσει…»

«Λοιπόν;»

«Δεν ξέρω. Κι εμένα μού φαίνεται περίεργο. Αλλά νιώθω πως ο Τάμπριελ βρίσκεται κάτω. Κάπου στα βάθη του Μεγάλου Σχίσματος.»

Ο Αρκαλόν παρενέβη: «Ο Δαίδαλος λέει να μείνουμε εδώ και να μην κάνουμε τίποτα. Έρχεται να μας βρει.»

«Ποια είναι η γνώμη του γι’αυτό;» ρώτησε η Αλιζέτ. «Μπορούμε να κατεβούμε μέσα στο Μεγάλο Σχίσμα;»

Ο Αρκαλόν έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές. Μετά αποκρίθηκε: «Λέει πάλι να μείνουμε εδώ και να μην κάνουμε τίποτα. Πρέπει να έρθει ο ίδιος.»

Η Αλιζέτ κοίταξε την Ανταρλίδα.

Εκείνη είπε: «Δε βλέπω να έχουμε άλλη επιλογή.» Θηκάρωσε το ξιφίδιο στη μπότα της και, ανοίγοντας μια πόρτα του οχήματος, βγήκε.

Κοίταξε το έρημο τοπίο γύρω της. Τι σχέδιο μπορεί να έχει ο Τζακ; σκέφτηκε, απορημένη, οργισμένη. Αποκλείεται να είχε κανένα σχέδιο. Αλλά αυτό, επίσης, δεν σήμαινε πως εδώ όπου τους είχε φέρει θα έβρισκαν τον Τάμπριελ. Πολύ πιθανόν να ήταν παραπλανημένος: η ενεργειακή οντότητα εντός του να τον οδηγούσε σε μέρη που δεν είχε κανένα νόημα να τον οδηγεί.

Κι εμείς τον ακολουθήσαμε…

Η Ανταρλίδα βάδισε ώς την άκρη του Μεγάλου Σχίσματος και κοίταξε κάτω, προς τα βάθη του, τα οποία, πράγματι, όπως είχε πει η Αλιζέτ, φάνταζαν ατελείωτα. Δεν έβλεπες πυθμένα: μονάχα πυκνό, αδιαπέραστο σκοτάδι πολύ, πολύ μακριά.

Ο Τάμπριελ δεν μπορεί να είναι εκεί κάτω. Κανένας δεν μπορεί να είναι εκεί κάτω!

Η Ανταρλίδα κλότσησε μια πέτρα και την είδε να χάνεται μέσα σε ατέρμονα σκοτάδια. Ποτέ δεν την άκουσε να χτυπά και να σταματά να πέφτει.

Απολλώνια

1.

Όταν είχαν βγει από τον Αιθέρα, προσγειωθεί στον Βασιλικό Αερολιμένα, και πάει στο παλάτι της Απαστράπτουσας, η Αντίκλεια, η Βασίλισσα του Ανδρόνικου, είχε διαμαρτυρηθεί που εκείνος θα έφευγε πάλι τόσο νωρίς.

«Πρέπει να πάω, όμως,» της είχε πει ο Ανδρόνικος. «Να μάθω από πρώτο χέρι τι γίνεται στο Βόρειο Μέτωπο. Επιπλέον, ο Οδυσσέας πολύ πιθανόν να χρειάζεται τη βοήθειά μου.»

Η Αντίκλεια αναστέναξε. «Είσαι ένας άνθρωπος, Ανδρόνικε. Τι διαφορά μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος; Κανονικά, ούτε στη Σάρντλι δεν χρειαζόταν να πας ο ίδιος. Έχεις άλλους που μπορούν να κάνουν αυτές τις δουλειές για εσένα, δεν έχεις;»

«Δεν είναι έτσι. Αν δεν είχα πάει ο ίδιος στη Σάρντλι, νομίζεις ότι οι Σάρντλιοι άρχοντες θα είχαν αποφασίσει να στραφούν εναντίον της Παντοκράτειρας; Ποτέ. Το αποκλείω. Εκτός των άλλων παραγόντων, ήταν και η παρουσία μου που τους παρακίνησε. Όταν θέλεις να κάνεις κάτι σημαντικό, πρέπει να μπορείς να δείξεις και το πρόσωπό σου. Δεν γίνεται από απόσταση.»

Η Αντίκλεια, όμως, ήταν φανερά δυσαρεστημένη από όλα τούτα. Ο Ανδρόνικος μπορούσε να το διακρίνει όχι μόνο από την έκφρασή της αλλά κι από τον τρόπο που βάδιζε, καθώς πήγαινε να σταθεί μπροστά σ’ένα από τα μεγάλα παράθυρα των βασιλικών διαμερισμάτων του παλατιού, κάνοντας το φόρεμά της να αναδεύεται κολακευτικά γύρω από το ψηλό, χρυσόδερμο σώμα της. Το βλέμμα της χάθηκε έξω απ’το τζάμι, στην Απολλώνια νύχτα. Τα καστανά της μαλλιά χύνονταν στους ώμους και στην πλάτη της, συγκρατημένα μακριά από το πλατύ μέτωπό της με μια ξύλινη, λαξευτή χτένα.

«Φεύγεις και μ’εγκαταλείπεις εδώ. Δε με παίρνεις ούτε καν μαζί σου…» είπε.

Ο Ανδρόνικος άφησε το κρασοπότηρό του παραδίπλα και σηκώθηκε από τον καναπέ, ζυγώνοντάς την. «Κάποιος πρέπει να είναι εδώ, αγάπη μου–»

Η Αντίκλεια στράφηκε να τον ατενίσει καθώς εκείνος ήταν κοντά της. «Δε μ’αγάπας. Αγαπάς τη Μαύρη Δράκαινα.»

«Αυτό δεν είναι αλήθεια.»

«Είναι αλήθεια!» επέμεινε Αντίκλεια. «Εκείνη ήταν μαζί σου στη Σάρντλι, όχι εγώ!»

«Επειδή εσύ είσαι Βασίλισσα της Απολλώνιας τώρα, και η Ιωάννα είναι, όπως είπες, Μαύρη Δράκαινα. Οι ικανότητές της–»

«Δεν είναι η μοναδική Μαύρη Δράκαινα που–»

«Την ξέρω, όμως. Ξέρω ότι είναι καλή σ’αυτό που κάνει–»

«Και γιατί την ξέρεις; Πώς έχει – έχει προκύψει αυτό;»

«Δε σ’το έκρυψα ποτέ ότι αγαπούσα την Ιωάννα προτού παντρευτούμε,» της είπε ο Ανδρόνικος, στενοχωρημένος που η Αντίκλεια είχε πάλι αποφασίσει να επιστρέψει σ’αυτό το κουρασμένο θέμα. «Γνώριζες ότι–»

«Το γνώριζα.» Η φωνή της ακουγόταν πικραμένη. «Αλλά ακόμα την αγαπάς.»

«Η σχέση μου μαζί της έχει τελειώσει.» Και ήταν αλήθεια. Στην Απολλώνια, είχε τελειώσει. Στη Σάρντλι, όμως… Στη Σάρντλι είχε πάλι πλαγιάσει με την Ιωάννα. Αλλά η Σάρντλι ήταν μια άλλη διάσταση, μακριά από εδώ, και τα πράγματα ήταν… αλλιώς… έκρυθμα. Ήταν διαφορετικά εκεί. Και τώρα, αυτό είχε λήξει.

«Αλλά εγώ δεν ήμουν μαζί σου στη Σάρντλι,» επανέλαβε η Αντίκλεια, σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις του στο πρόσωπό του ή στο βλέμμα του – πράγμα που ο Ανδρόνικος δεν θεωρούσε τελείως απίθανο. Ήταν, άλλωστε, μάγισσα του τάγματος των Διαλογιστών, και πολλοί έλεγαν ότι οι Διαλογιστές είχαν έναν παράξενο, σχεδόν υπερφυσικό τρόπο να καταλαβαίνουν τους άλλους ανθρώπους.

«Τι να έκανες στη Σάρντλι;»

«Δεν έχω εγώ ικανότητες που θα μπορούσαν να σου χρειαστούν;»

«Οι ικανότητές σου μου χρειάζονται περισσότερο στην Απολλώνια. Απ’ό,τι μου είπαν η Βασιλική και οι άλλοι στο παλάτι, τα καταφέρνεις καλά.»

«Δε χρειάζομαι επαίνους!» είπε απότομα η Αντίκλεια.

«Δεν είναι έπαινος. Είναι η αλήθεια, νομίζω.»

Η Αντίκλεια αναστέναξε. «Τώρα, όμως, θα φύγεις πάλι–»

«Όχι για άλλη διάσταση, όμως. Θα είμαι εδ–»

«Υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουμε κι έναν κληρονόμο για τον θρόνο. Πώς θα γίνει αυτό, αν ποτέ δεν είσαι εδώ;»

Ο Ανδρόνικος χαμογέλασε γιατί του φάνηκε αστείο. Ακουγόταν σαν κομμάτι διαλόγου από εκείνες τις κωμωδίες που έπαιζαν τα τηλεοπτικά κανάλια.

«Τι γελάς;» είπε η Αντίκλεια, αν και το χαμόγελό του έμοιαζε νάναι κολλητικό. Ο Ανδρόνικος μπορούσε να το δει να ξεπροβάλλει δειλά στις άκριες του στόματός της.

Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και την τράβηξε κοντά του. «Αντίκλεια, Βασίλισσά μου,» είπε, εσκεμμένα θεατρικά, «θα κάνουμε κληρονόμο. Ίσως ακόμα κι απόψε.»

Τα χείλη τους συναντήθηκαν, και ύστερα τα σώματά τους συναντήθηκαν, γυμνά, στην κρεβατοκάμαρα των βασιλικών διαμερισμάτων.

Η πρώτη φορά ήταν γρήγορη και δυνατή σαν καταιγίδα. Μετά η Αντίκλεια, γυρίζοντας να τον κοιτάξει, με τους ώμους της να γυαλίζουν χρυσαφένια στο χαμηλό φως της λάμπας, του είπε: «Γιατί δε μένεις, τουλάχιστον, μερικές μέρες; Ο πόλεμος θα συνεχίζεται ακόμα στο Βόρειο Μέτωπο και μετά από μερικές μέρες, Ανδρόνικε.»

«Θα επιστρέψω,» της αποκρίθηκε υψώνοντας το χέρι της για να το φιλήσει. «Σύντομα.»

Η όψη της αγρίεψε. «Τι να σε κάνει ο Οδυσσέας εκεί; Έχω ακούσει ότι τα καταφέρνει μια χαρά μόνος του! Κι εδώ, στην Απολλώνια, σ’αντίθεση με τη Σάρντλι, δεν χρειάζεται η παρουσία σου για να ωθήσει κανέναν να επαναστατήσει. Είναι ήδη επαναστατημένοι, από χρόνια – εξαιτίας σου.»

«Η παρουσία μου, όμως, θα δώσει θάρρος στους πολεμιστές μας. Θα ξέρουν ότι είμαι κοντά τους, όχι κάπου μακριά, αγνοώντας τους.»

«Αγνοώντας τους… όπως αγνοείς εμένα.»

«Γιατί το νομίζεις αυτό;» ρώτησε ο Ανδρόνικος, ενοχλημένος.

«Γιατί είναι η αλήθεια,» είπε η Αντίκλεια. «Απλά με παντρεύτηκες επειδή έπρεπε κάποια να παντρευτείς.»

«Αν ήθελα να παντρευτώ κάποια, δεν θα ήσουν εσύ. Θα ήταν κάποια τυχαία. Θα ήταν η πρώτη γυναίκα από αριστοκρατικό οίκο που τύχαινε να συναντήσω. Διάλεξα εσένα» – ο δείκτης του αριστερού του χεριού πίεσε, ελαφρά, το δεξί της στήθος – «επειδή είσαι η καλύτερη Βασίλισσα της Απολλώνιας που θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.»

Η κολακεία του δεν την τούμπαρε· ήταν έξυπνη γυναίκα: γι’αυτό, άλλωστε, την είχε διαλέξει. «Η καλύτερη Βασίλισσα που θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς…»

«Ναι.»

«Για την Απολλώνια. Όχι για σένα, αγάπη μου.»

«Σ’αρέσει, όμως, να παίζεις με τα λόγια.»

Η Αντίκλεια δεν μίλησε.

«Επομένως, η επιλογή μου ήταν καλή,» συνέχισε ο Ανδρόνικος.

Η Αντίκλεια τον λοξοκοίταξε.

«Αυτή είναι αρετή για μια βασίλισσα,» εξήγησε εκείνος. «Είσαι καλή πολιτικός. Κατά πάσα πιθανότητα, καλύτερη από εμένα. Εγώ είμαι χάλια πολιτικός.» Η Ιωάννα πάντα μου έλεγε ότι είμαι υπερβολικά ιδεαλιστής. Αλλά αυτό, δεδομένης της κατάστασης, μάλλον δεν θα ήταν συνετό να το προσθέσει. Επομένως, ίσως τελικά να μην είμαι και τόσο άσχετος από πολιτική.

«Χάλια πολιτικός; Ο Πρίγκιπας της Επανάστασης;»

«Σοβαρολογώ.»

Κάποια άσχημη σκέψη πρέπει να πέρασε απ’το μυαλό της – φάνηκε στα μάτια της. «Ίσως να έχεις δίκιο…»

Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Έτσι πιστεύεις λοιπόν για μένα;» την πείραξε.

«Τουλάχιστον, εκείνο που ξέρω εγώ είναι ότι, όντως, δεν είσαι καλός πολιτικός με τη σύζυγό σου. Αύριο θα την αφήσεις πάλι εδώ. Και ποιοι θα πάνε μαζί σου στο Βόρειο Μέτωπο;»

«Αυτοί που ήταν μαζί μου και στη Σάρντλι.»

«Και η Μαύρη Δράκαινα, επομένως…»

«Αμφιβάλλεις ότι μπορεί να βοηθήσει εκεί;»

«Ο Οδυσσέας, έχω ακούσει, έχει ήδη κάποιες Μαύρες Δράκαινες κοντά του.»

«Ακόμα μία δεν βλάπτει. Και πάψε πλέον να πιστεύεις ότι συμβαίνει κάτι μ’εμένα και την Ιωάννα, γιατί δεν συμβαίνει.»

«Ίσως,» είπε η Αντίκλεια, κι έσκυψε για να τον φιλήσει.

Επιδόθηκαν ξανά στην προσπάθεια να δώσουν στο Βασίλειο της Απολλώνιας τον επόμενο Βασιληά ή Βασίλισσά του.

2.

Η νύχτα εκείνη με την Αντίκλεια δεν ήταν πλέον παρά ακόμα μια ανάμνηση στο μυαλό του Ανδρόνικου. Και, καθώς ξεκουραζόταν μέσα στο δωμάτιό του, σε μια πολυκατοικία-φρούριο που είχαν πάρει από τους Παντοκρατορικούς, του έμοιαζε παράξενο που αυτή η ανάμνηση τον προβλημάτιζε πολύ περισσότερο από τα πρόσφατα γεγονότα.

Είχε δει τόσους ανθρώπους να σκοτώνονται από εκρήξεις και σφαίρες και ενεργειακές ριπές, αλλά εκείνο που περνούσε ξανά και ξανά από τις σκέψεις του ήταν η Αντίκλεια.

Και πλησίαζε αυγή πια.

Η νυχτερινή επίθεση του Οδυσσέα είχε πετύχει καλύτερα απ’ό,τι ο Πρόμαχος φανταζόταν, όπως είχε ο ίδιος πει στον Ανδρόνικο πριν από μερικές ώρες. Ολόκληρη η νότια μεριά της Νούμβρια είχε παρθεί από τον Απολλώνιο Στρατό. Πρώτα, φυσικά, το νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης είχε πέσει στα χέρια των Απολλώνιων, ύστερα από τη διάλυση της Μαγγανείας Αντιπυραυλικού Πεδίου· και μετά, από εκεί αλλά και από τα νότια, οι Απολλώνιοι είχαν χτυπήσει το νοτιοανατολικό τμήμα. Η Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου ήταν ακόμα ενεργή σ’αυτή την περιοχή της Νούμβρια, αλλά δεν μπορούσε να προσφέρει και κανένα μεγάλο πλεονέκτημα στους Παντοκρατορικούς, τώρα που οι εχθροί τους βρίσκονταν τόσο κοντά. Η δουλειά της ήταν να αποκρούει πυραύλους και ρουκέτες που έρχονταν από μακριά, έξω από το πεδίο. Όταν ήσουν μέσα στο πεδίο, μπορούσες να επιτεθείς με ό,τι ήθελες.

Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας είχαν αναγκαστεί να υποχωρήσουν προς τα βόρεια, και τώρα καταλάμβαναν λίγο περισσότερο από το μισό της Νούμβρια, ενώ οι Απολλώνιοι καταλάμβαναν όλη την υπόλοιπη πόλη.

Δεκάδες άνθρωποι είχαν σκοτωθεί. Εκατοντάδες, πολύ πιθανόν.

Ο ίδιος ο Ανδρόνικος και οι σύντροφοί του, μέσα στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα, είχαν σκοτώσει πολλούς. Κι εκείνος τώρα δεν αισθανόταν πως μπορούσε να ενδιαφερθεί καθόλου γι’αυτό το θέμα, παρά μονάχα για την Αντίκλεια. Είχε αρχίσει να γίνεται κυνικός; Είχε αρχίσει να γίνεται όπως η Ιωάννα τού έλεγε πως έπρεπε να γίνει;

Μετά από τόσους θανάτους και σκοτωμούς, μερικοί ακόμα δεν σε εντυπωσιάζουν…

Ο Ανδρόνικος έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι, και πήρε το βλέμμα του από το παράθυρο, απ’όπου μπορούσε να δει τις ρημαγμένες πολυκατοικίες της Νούμβρια, τους χτυπημένους από ρουκέτες και πυραύλους και βόμβες δρόμους της, τα σκοτάδια και τα συντρίμμια που έκρυβαν πτώματα και αίμα. Φωτιές ήταν αναμμένες εδώ κι εκεί, τις οποίες κανένας δεν έμπαινε στον κόπο να σβήσει επειδή έμοιαζαν να βρίσκονται σε δυσπρόσιτα σημεία και δεν φαινόταν να υπάρχει άμεσος κίνδυνος να εξαπλωθούν.

Ο Ανδρόνικος, βαδίζοντας ξυπόλυτος επάνω στο ξύλινο πάτωμα, ξάπλωσε στο στρατιωτικό κρεβάτι. Αν δεν κοιμόταν καθόλου, αύριο δεν θα μπορούσε να σταθεί. Έπρεπε να κάνει κάτι για να τον πάρει ο ύπνος. Δίπλωσε τα χέρια του πίσω απ’το κεφάλι. Το σώμα του το αισθανόταν τόσο τσιτωμένο, το μυαλό του τόσο φορτισμένο…

Έκλεισε τα μάτια.

Και τότε συνειδητοποίησε ότι, απόμακρα, ακόμα ακούγονταν εκρήξεις και πυροβολισμοί. Συγκρούσεις εξακολουθούσαν να γίνονται ανάμεσα στους Απολλώνιους και τους Παντοκρατορικούς, αν και, αναμφίβολα, μικρές πλέον.

Πόλεμος… κι άλλος πόλεμος… κι άλλος πόλεμος…

Κι άλλος πόλεμος.

Αλλά τώρα βρισκόμαστε στο τέλος.

Στο τέλος της Συμπαντικής Παντοκρατορίας.

Το οποίο εμείς θα φέρουμε.

Έχουμε κάνει τα πάντα – όλα τα σωστά βήματα – το τέλος θα έρθει…

Κι ύστερα, ξαφνιάζοντας τον εαυτό του, σκέφτηκε τον Ορείχαλκο που είχε πάει στη Ρελκάμνια. Μα το Φως του Απόλλωνα, αν είναι ακόμα ζωντανός εύχομαι όλοι οι θεοί στο σύμπαν να τον βοηθήσουν. Διότι, αν δεν τον σκότωνε κατευθείαν η Παντοκράτειρα, ο Ελκράσ’ναρχ θα φρόντιζε – κάπως – ο Ορείχαλκος να πεθάνει. Ο Ανδρόνικος δεν είχε καμια αμφιβολία γι’αυτό.

3.

Άνοιξε τα μάτια του ακούγοντας κάποιον να χτυπά την πόρτα του δωματίου. «Ποιος είναι;» ρώτησε καθώς ανασηκωνόταν επάνω στο κρεβάτι, παρατηρώντας πως είχε ξημερώσει.

«Ο Προαιρέσιος, Μεγαλειότατε. Ο Πρόμαχος ζητά να συγκεντρωθούμε όλοι για πολεμικό συμβούλιο.»

«Έρχομαι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, κι άρχισε να ετοιμάζεται. Χωρίς καμια ιδιαίτερη βιάση.

Όταν ήταν ντυμένος με ρούχα όχι και τόσο φανταχτερά (σίγουρα όχι ρούχα που θα ταίριαζαν σε βασιληά της Απολλώνιας) και ζωσμένος τα όπλα του, βγήκε απ’το δωμάτιο και βάδισε μέσα στους διαδρόμους της μεγάλης πολυκατοικίας. Φρουροί τον χαιρετούσαν επίσημα, κι εκείνος τούς χαιρετούσε κάπου-κάπου με κανένα νεύμα του κεφαλιού, νιώθοντας κουρασμένος, μη θεωρώντας ότι είχε κοιμηθεί αρκετά. Μπήκε σ’έναν ανελκυστήρα κι ανέβηκε ένα πάτωμα. Βγήκε, διέσχισε ακόμα έναν διάδρομο, και μπήκε στο δωμάτιο γενικής εποπτείας της πολυκατοικίας την οποία οι Παντοκρατορικοί είχαν διαμορφώσει σαν οχυρό. Εδώ ήταν που είχαν και το κέντρο της Μαγγανείας Αντιπυραυλικού Πεδίου που είχε σαμποτάρει χτες ο Οδυσσέας.

Στο δωμάτιο, ο Ανδρόνικος είδε συγκεντρωμένους τον Οδυσσέα, την Αθηνά, τη Νικίτα, τον Ευθύπορο, τη Βατράνια, τον Προαιρέσιο, την Ιωάννα, και τον Στρατηγό Δομίνικο Εύηχο, ο οποίος έμοιαζε πια πολύ ηλικιωμένος για τη θέση του καθώς πλησίαζε τα εξήντα. Ήταν επικεφαλής των Απολλώνιων δυνάμεων στη Νούμβρια, προτού, πριν από έξι χρόνια, υποχωρήσουν από εδώ εξαιτίας των περιστάσεων. Τώρα, ο Στρατηγός Εύηχος έδειχνε αποφασισμένος να ξαναπάρει τούτη την περιοχή υπό τον έλεγχό του. Ο Ανδρόνικος δεν ήταν βέβαιος πια για τις ικανότητές του. Ίσως ένας νεότερος άνθρωπος να μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα σ’αυτή τη δουλειά…

«Καλημέρα, Μεγαλειότατε,» χαιρέτησε ο Δομίνικος Εύηχος.

Ο Ανδρόνικος έκλινε το κεφάλι προς το μέρος του. «Στρατηγέ…» αποκρίθηκε, και κάθισε στην καρέκλα πλάι στον Οδυσσέα.

«Κουρασμένος φαίνεστε, Βασιληά μου,» του είπε ο Πρόμαχος.

«Δεν κοιμήθηκα καλά,» παραδέχτηκε ο Ανδρόνικος. Και ρώτησε: «Περιμένουμε κι άλλους;»

«Ναι.»

Η Ιωάννα, καθισμένη αντίκρυ στον Ανδρόνικο, με το τραπέζι ανάμεσά τους, κάπνιζε ένα τσιγάρο· κι απέφυγε το βλέμμα του όταν εκείνος έκανε να την κοιτάξει.

«Τι έγινε, λοιπόν, στη Σάρντλι;» ρώτησε η Βατράνια, που κι εκείνη κάπνιζε και είχε από κοντά ένα φλιτζάνι Σάρντλιο καφέ. «Είναι δική μας, τώρα;»

«Είναι εναντίον της Παντοκρατορίας,» είπε ο Ανδρόνικος, «δεν είναι δική μας.»

«Αυτό εννοούσα. Θα μας βοηθήσουν στην επίθεση κατά της Ρελκάμνια;»

«Δε νομίζω. Αλλά το γεγονός ότι στερούν στους Παντοκρατορικούς τον ορυκτό πλούτο τους είναι αρκετό. Θα δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα στην οικονομία της Συμπαντικής Παντοκρατορίας.»

«Η Παντοκράτειρα έχει έναν σύζυγο εκεί, στη Σάρντλι, δεν έχει;» ρώτησε η Βατράνια.

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Τον Ορείχαλκο, του Οίκου των Ορειβατών. Είναι με το μέρος μας τώρα. Ήταν, προτού εξαφανιστεί, τουλάχιστον…» πρόσθεσε, προβληματισμένα.

Η Βατράνια συνοφρυώθηκε. «Προτού εξαφανιστεί;»

«Αφού διώξαμε τους Παντοκρατορικούς από τη διάσταση–»

Η Άνμα’ταρ και ο Σέλιρ’χοκ ήρθαν εκείνη τη στιγμή και πήραν θέσεις στο τραπέζι, χαιρετώντας τους υπόλοιπους με νεύματα.

«–ο Ορείχαλκος έφυγε, κι άφησε ένα μήνυμα ότι θα πήγαινε στη Ρελκάμνια.»

«Στη Ρελκάμνια;» Η Βατράνια έσβησε το τσιγάρο της στο τασάκι.

«Ήθελε να μιλήσει στην Παντοκράτειρα.»

«Μας πρόδωσε, δηλαδή;»

«Δε νομίζω. Η απόφασή του έχει να κάνει με τον γάμο τους που έγινε μέσα σ’έναν από τους Πύργους του Ήλιου και του Ανέμου της Σάρντλι.»

Η Βατράνια συνοφρυώθηκε, μη δείχνοντας να καταλαβαίνει.

«Έχει ιδιαίτερη σημασία για τους Σάρντλιους. Ιερή. Και ο Ορείχαλκος πηγαίνει στη Ρελκάμνια, μάλλον, για να βοηθήσει την Παντοκράτειρα.»

«Να τη βοηθήσει;» Η Βατράνια έμοιαζε τώρα πιο απορημένη από πριν.

«Γνωρίζεις για τον Ελκράσ’ναρχ, έτσι δεν είναι;»

Η Βατράνια ένευσε. «Πρόσφατα.»

«Ο Ορείχαλκος πιστεύει ότι ο Ελκράσ’ναρχ κρατά την Παντοκράτειρα, με κάποιον τρόπο, υπό τον έλεγχό του.»

«Ναι αλλά πηγαίνοντας εκεί δεν θα τον σκοτώσουν;»

«Αυτό λέω κι εγώ,» παρενέβη η Ιωάννα.

Η Βατράνια στράφηκε να την κοιτάξει.

«Θα τον σκοτώσουν,» είπε η Ιωάννα. «Δεν υπάρχει αμφιβολία. Ή θα του κάνουν τίποτα χειρότερο. Κι αυτά περί ιερού δεσμού του γάμου της Σάρντλι είναι μαλακίες.»

Τότε, μπήκε στο δωμάτιο ο Βαλέριος. «Απαρτία, λοιπόν,» είπε. «Πολύ καλημέρα σας.»

«Καλώς τον,» είπε ο Οδυσσέας. «Λείπουν κάποιοι ακόμα.»

Ο Βαλέριος κάθισε σε μια καρέκλα πλάι στην Αθηνά. «Ήταν κουραστική νύχτα.»

Η Βατράνια είπε: «Κάποιος έπρεπε να τον συγκρατήσει.»

«Ελπίζω να μη μιλάς για μένα,» είπε ο Βαλέριος.

«Δε μιλάω για σένα.»

«Χαίρομαι.»

Ο Ανδρόνικος είπε: «Έφυγε αιφνίδια, μες στη νύχτα. Το ήξερε πως θα προσπαθούσαμε να τον μεταπείσουμε αν μας το έλεγε.»

«Ήταν μεγάλη ανοησία του,» πρόσθεσε η Ιωάννα.

«Ας μην κρίνουμε από τώρα,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Θα δούμε στο μέλλον. Ίσως, τελικά, ο Ορείχαλκος να καταφέρει κάτι που δεν το φανταζόμαστε.»

Η Ιωάννα μόρφασε αποδοκιμαστικά. Δεν το νόμιζε, μάλλον.

Η Αριάδνη’ταρ μπήκε στο δωμάτιο και, λίγο πιο μετά, ο Φέτανιρ.

«Κλείσε την πόρτα,» του είπε ο Οδυσσέας, καθώς περνούσε το κατώφλι.

Ο μαυρόδερμος επαναστάτης έκλεισε. «Είμαστε όλοι εδώ;»

«Ναι. Ήσουν ο τελευταίος.» Ο Οδυσσέας άπλωσε έναν πελώριο χάρτη της Νούμβρια ανάμεσά τους, επάνω στον οποίο υπήρχαν σημειωμένες οι θέσεις που είχε καταλάβει ο Απολλώνιος Στρατός και οι θέσεις που ακόμα βρίσκονταν υπό Παντοκρατορική κατοχή. «Έτσι έχει η κατάσταση,» τους είπε. «Εδώ,» έδειξε, «υπάρχει άλλο ένα αντιπυραυλικό πεδίο, γιατί αυτή είναι η περιοχή όπου έχουν το διοικητήριό τους.»

«Τ’άλλα σημεία της πόλης είναι ανοιχτά;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

Ο Οδυσσέας ένευσε. «Ναι. Ούτως ή άλλως, χαλούσαν τρομερά μεγάλη ποσότητα ενέργειας για να διατηρούν τρία αντιπυραυλικά πεδία ενεργά, και απασχολούσαν τουλάχιστον τρεις μάγους.»

«Ήταν ο μόνος τρόπος,» είπε ο Στρατηγός Εύηχος, «για να έχουν λιγότερο στρατό τοποθετημένο στη Νούμβρια.»

Ο Ανδρόνικος τον κοίταξε υψώνοντας ένα φρύδι.

«Χωρίς τα αντιπυραυλικά πεδία,» εξήγησε εκείνος, «θα έπρεπε να υπάρχει περισσότερη φύλαξη εδώ για να σταματήσει τις δυνάμεις μας απ’το να εισβάλουν.»

«Πράγματι έτσι είναι, Βασιληά μου,» είπε ο Οδυσσέας στον Ανδρόνικο. «Οι Παντοκρατορικοί έχουν αποδυναμωθεί. Έχουν πρόβλημα με τη διαίρεση των στρατιωτικών τους δυνάμεων.»

«Πώς θα συνεχίσουμε, λοιπόν;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Θα πάρουμε και την υπόλοιπη Νούμβρια, φυσικά. Αναρωτιέμαι μόνο αν θα ήταν σκόπιμο να προσπαθήσουμε να ρίξουμε κι αυτό το αντιπυραυλικό πεδίο προτού επιτεθούμε.»

«Τώρα,» είπε η Ιωάννα, «θα είναι πιο καλά προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο σαμποτάζ.»

«Δίχως αμφιβολία,» συμφώνησε η Αθηνά.

«Επομένως, καλύτερα να μην το ριψοκινδυνέψουμε,» είπε ο Ανδρόνικος.

«Θα μας δώσει, όμως, μεγάλο πλεονέκτημα αν ρίξουμε το πεδίο, Μεγαλειότατε,» τόνισε ο Στρατηγός Δομίνικος Εύηχος.

«Μπορεί,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Αλλά, αν αποτύχουμε, θα πεθάνουν άνθρωποι που μάχονται για εμάς εδώ και χρόνια, Στρατηγέ.»

«Προτείνετε, δηλαδή, απλά να επιτεθούμε και να προσπαθήσουμε να εισβάλουμε στην περιοχή του πεδίου.»

«Είναι το καλύτερο, νομίζω. Επιπλέον, μπορεί να μη χρειαστεί καν να εισβάλουμε στην περιοχή του πεδίου. Απ’ό,τι βλέπω, δεν είναι και τόσο μεγάλη. Αν οι Παντοκρατορικοί ηττηθούν σε κάθε άλλη μεριά, θα υποχωρήσουν.»

Ο Οδυσσέας ένευσε. «Αυτό είναι το πιθανότερο.»

Και μετά, ασχολήθηκαν με κάποιες λεπτομέρειες του σχεδίου επίθεσης.

4.

Πρώτα επιτέθηκαν τα Απολλώνια αεροπλάνα. Περνώντας πάνω από τα μέρη της πόλης όπου ακόμα βρίσκονταν Παντοκρατορικοί, εξαπέλυσαν πυραύλους και ρουκέτες εναντίον τους, ενώ έβαλλαν με πυροβόλα, διαλύοντας οχυρωματικά έργα, ανατινάζοντας άρματα μάχης, καταστρέφοντας ολόκληρα τμήματα πολυκατοικιών. Οι Παντοκρατορικοί, ασφαλώς, ανταπέδωσαν με τα αντιαεροπορικά τους οπλικά συστήματα. Σφαίρες, ρουκέτες, και εκρήξεις γέμισαν τον πρωινό ουρανό πάνω από τη βόρεια και κεντρική μεριά της Νούμβρια. Τα Απολλώνια αεροσκάφη, τελικά, επέστρεψαν στο στρατόπεδο νότια της πόλης.

Αλλά, προτού καν τελειώσει η επίθεσή τους, εφόρμησαν και οι Ιππότες της Απολλώνιας επάνω στα δυνατά πολεμικά άτια τους, ντυμένοι, αυτοί και τα ζώα, με ενεργειακά φορτισμένες πανοπλίες που γυάλιζαν και τους προστάτευαν από εχθρικά πυρά. Στα πλευρά των καβαλάρηδων υπήρχαν καλά προφυλαγμένες ενεργειακές φιάλες, κι από εκεί ήταν που οι αρματωσιές αντλούσαν ενέργεια ώστε να παράγουν απωθητικές δυνάμεις που εξοστράκιζαν τις σφαίρες των εχθρών τους. Στα γαντοφορεμένα χέρια των Ιπποτών ήταν μακριές λόγχες οι οποίες φάνταζαν διάπυρες καθώς κι αυτές φορτίζονταν από τις ίδιες πηγές ενέργειας.

Αρκετοί από τους Ιππότες έπεσαν από τα πυρά των Παντοκρατορικών, αλλά οι υπόλοιποι χτύπησαν τα οχυρωματικά έργα και τα άρματα μάχης με τις ενεργειακές λόγχες τους, προκαλώντας ισχυρές εκρήξεις μέσα από τις οποίες οι ίδιοι περνούσαν αλώβητοι. Οι αρματωσιές τους στραφτάλιζαν και σπινθηροβολούσαν. Οι οπλές των αλόγων τους βροντούσαν επάνω στους κατακρεουργημένους δρόμους της Νούμβρια. Παντοκρατορικοί πολεμιστές ποδοπατούνταν από κάτω τους, κι όσοι τύχαινε να χτυπηθούν από τις λόγχες των Ιπποτών εξαϋλώνονταν· μονάχα τα κόκαλά τους έμεναν, σκορπισμένα ολόγυρα.

Οι Ιππότες της Απολλώνιας, όμως, παρά την τρομερή δύναμή τους, δεν μπορούσαν να νικήσουν τους Παντοκρατορικούς από μόνοι τους. Στράφηκαν και υποχώρησαν, ύστερα από την καταστροφή που είχαν προκαλέσει, ώστε να επιτεθούν τα άρματα μάχης του Απολλώνιου στρατεύματος, πυροβολώντας με μακριά, φαρδύκαννα κανόνια και μικρότερα πυροβόλα και πολυβόλα, εξαπολύοντας ρουκέτες. Ορισμένα είχαν ερπύστριες που συνέθλιβαν τα πάντα από κάτω τους, άλλα ήταν πιο ευκίνητα διαθέτοντας τροχούς – από δύο (τα πολύ ευέλικτα οχήματα) έως οκτώ (τα λιγότερο ευέλικτα και περισσότερο σταθερά και πάνοπλα).

Οι Απολλώνιοι καβαλάρηδες και πεζοί ακολούθησαν τα άρματα, πυροβολώντας και προσπαθώντας ή να αφανίσουν τους Παντοκρατορικούς ή να τους αναγκάσουν να υποχωρήσουν από τις θέσεις τους.

Το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα κυλούσε ανάμεσά τους, επάνω σε οκτώ πελώριους τροχούς, χτυπώντας τον εχθρό με τα πυροβόλα και το ρουκετοβόλο του, και αποτελώντας κινητή βάση και τηλεπικοινωνιακό κέντρο για τις Απολλώνιες δυνάμεις. Στο εσωτερικό του βρίσκονταν ο Οδυσσέας, ο Ανδρόνικος, και κάποιοι Απολλώνιοι αξιωματικοί, καθώς επίσης και η Άνμα’ταρ, η Αριάδνη’ταρ, και ο Σέλιρ’χοκ, για να κάθονται στο ενεργειακό κέντρο και να χρησιμοποιούν τη Μαγγανεία Κινήσεως. Η Ιωάννα, η Αθηνά, και η Νικίτα πήγαιναν κι έρχονταν, άλλοτε μπαίνοντας στο όχημα, άλλοτε φεύγοντας για να βοηθήσουν όπου υπήρχε ανάγκη.

Οι συγκρούσεις κράτησαν ώς τη δύση του ήλιου, και η όψη της Νούμβρια είχε γίνει χειρότερη από πριν. Ο Ανδρόνικος δεν θα μπορούσε πλέον να την αποκαλέσει πόλη. Ερείπια ήταν, και μόνο ερείπια. Ένας τόπος κατεστραμμένος τελείως από τον πόλεμο. Θα χρειάζονταν χρόνια για να ανοικοδομηθούν όλα αυτά.

Τουλάχιστον, όμως, οι θάνατοι και οι καταστροφές είχαν φέρει αποτέλεσμα: οι Παντοκρατορικοί είχαν τώρα υποχωρήσει στη βόρεια μεριά της πόλης, γύρω από το αντιπυραυλικό πεδίο τους. Και ο Οδυσσέας έλεγε πως δεν θ’αργούσαν να τους διώξουν κι από εκεί.

«Αλλά καλύτερα να κινηθούμε γρήγορα, Πρίγκιπά μου,» τόνισε στον Ανδρόνικο ενώ ακόμα βρίσκονταν στο εσωτερικό του Μεταβλητού Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος, «γιατί μπορεί να έρθουν ενισχύσεις.»

«Εκτός αν υποχωρήσουν στην Κοιλάδα της Γλαυκής.»

«Ναι, υπάρχει η πιθανότητα να συμβεί αυτό, βέβαια. Όμως το πρωί, μόλις ξημερώσει, θα επιτεθούμε,» επέμεινε ο Πρόμαχος.

Ο Ανδρόνικος δεν διαφώνησε. Ο Οδυσσέας βρισκόταν, τελευταία, συνεχώς στο Βόρειο Μέτωπο· ήξερε την κατάσταση καλύτερα από εκείνον. «Στην Κοιλάδα της Γλαυκής πώς είναι τα πράγματα;»

«Η Γλαυκόπολη βρίσκεται υπό Παντοκρατορική κατοχή, φυσικά,» είπε ο Οδυσσέας. «Αλλά, από τις λίγες πληροφορίες που έχουμε καταφέρει να συγκεντρώσουμε γι’αυτά τα μέρη, η κατάσταση δεν είναι τόσο άσχημη όσο στη Βολιρία, για παράδειγμα.»

«Λιγότερες στρατιωτικές δυνάμεις;»

«Πολύ λιγότερες. Η Κοιλάδα της Γλαυκής τούς ενδιέφερε μόνο ώς πέρασμα για να φτάσουν στη Νούμβρια.»

«Και τώρα που, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα διωχτούν από τη Νούμβρια;»

Ο Οδυσσέας ανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως να υποχωρήσουν από την Κοιλάδα της Γλαυκής.»

Η Ιωάννα, η Αθηνά, και η Νικίτα μπήκαν τότε στο όχημα και τους συνάντησαν εκεί όπου κάθονταν, κοντά στο τιμόνι και στα τηλεπικοινωνιακά και οπλικά συστήματα. Εκτός απ’τους δυο τους, κανένας άλλος δεν ήταν εδώ· οι υπόλοιποι στρατιωτικοί είχαν φύγει για την ώρα.

«Τα πάντα φαίνονται ήσυχα,» είπε η Αθηνά.

«Ύποπτα ήσυχα, ίσως,» πρόσθεσε η Νικίτα.

«Έχετε κάποια ένδειξη,» ρώτησε ο Οδυσσέας, «ότι οι Παντοκρατορικοί ετοιμάζουν κάτι;»

«Όχι,» αποκρίθηκε η Νικίτα· «θα μπορούσαν, όμως.»

Η Ιωάννα ρώτησε: «Η Άνμα κι οι άλλοι είναι ακόμα στο ενεργειακό κέντρο;»

«Όχι,» είπε ο Ανδρόνικος. «Έχουν βγει για να ξεκουραστούν.»

«Καλύτερα να φύγεις κι εσύ από εδώ. Είσαι εκτεθειμένος. Όλοι μας είμαστε.» Το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα δεν ήταν σταθμευμένο και πολύ μακριά από τα καινούργια σύνορα ανάμεσα στους Παντοκρατορικούς και τους Απολλώνιους μέσα στη Νούμβρια.

«Η Ιωάννα έχει δίκιο,» συμφώνησε ο Οδυσσέας. «Καλύτερα να πάμε στο δικό μας αντιπυραυλικό πεδίο, Πρίγκιπά μου.»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Πάμε. Αλλά χρειαζόμαστε τρεις μάγους αν θέλουμε να πάρουμε το όχημα μαζί μας.» Ήταν πρόβλημα αυτό το πελώριο μηχάνημα παρά την εξαιρετική ιδιότητά του να παίρνει άπειρες μορφές.

«Η Άνμα, ο Σέλιρ, και η Αριάδνη είναι εξουθενωμένοι.» Ο Οδυσσέας άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό και ζήτησε να έρθουν αμέσως τρεις μάγοι από το στράτευμα.

Όταν ήταν στο όχημα και είχαν υφάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως, ο Πρόμαχος άρχισε να το οδηγεί προς το καινούργιο Κ.Ε.Α.Δ. μέσα στη Νούμβρια.

Και ο Ανδρόνικος τον ρώτησε: «Στην Ξανθούπολη τι συμβαίνει;»

«Δεν έχουμε επιτεθεί ακόμα. Αλλά γίνονται συγκρούσεις στο Ταλκάσιο Πέρασμα. Με την παρουσία του υπερδιαστασιακού στροβίλου, ορισμένες μάχες είναι διπλά επικίνδυνες, απ’ό,τι μου λέει η Στρατηγός Ιπποθόη Καλλίνοη.»

«Πλησιάζουμε στην Ξανθούπολη, δηλαδή;»

«Ναι. Θα μπορούσαμε να είχαμε επιτεθεί και τώρα, αλλά περιμέναμε να δούμε πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα στη Νούμβρια, για να ξεμπερδέψουμε με τη δυτική μεριά του Βόρειου Μετώπου.»

«Και στη Χρυσόπολη; Στο Πέρασμα του Σμαραγδένιου Βουνού;»

«Το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού είναι και πάλι δικό μας, Πρίγκιπά μου, και χτυπάμε τα περίχωρα της Βολιρίας από εκεί. Και το σφυροκόπημα είναι άγριο, μπορώ να σας διαβεβαιώσω, γιατί ήμουν σ’αυτά τα μέρη προτού έρθω εδώ, στη Νούμβρια, για να διώξουμε μια και καλή τους Παντοκρατορικούς από την πόλη.»

Πόλη… σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Τρόπος του λέγειν, πλέον.

«Με τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο τι θα γίνει, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε η Αθηνά. «Κάποτε, ακουγόταν ότι κάποιος μάγος ονόματι Δαίδαλος θα τον έκανε να εξαφανιστεί.»

«Έτσι μου έχει υποσχεθεί,» της είπε ο Ανδρόνικος. «Αλλά ακόμα δεν έχει συμβεί τίποτα. Και τώρα ο Δαίδαλος μάς βοηθά στη μάχη μας εναντίον της Παντοκράτειρας. Επομένως…» Η όψη του ήταν προβληματισμένη. «Δεν ξέρω τι θα γίνει, για να είμαι ειλικρινής. Μακάρι να υπήρχε κάποιος άλλος τρόπος για να σταματήσω τον στρόβιλο… Έχει φτάσει σχεδόν ώς τη Σερίβια, μα τον Απόλλωνα κι όλους τους θεούς…» Αν δεν γίνει κάτι, η Απολλώνια θα διχοτομηθεί. Μήπως ο Δαίδαλος συμπέρανε, τελικά, ότι δεν μπορεί να μας βοηθήσει; Και, σ’αυτή την περίπτωση, γιατί δεν μου το λέει; Τουλάχιστον, να ξέρω!

Η Ιωάννα, βλέποντάς τον έτσι προβληματισμένο, ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του, καθώς εκείνη ήταν όρθια και ο Ανδρόνικος καθισμένος στη θέση μπροστά στα τηλεπικοινωνιακά συστήματα του οχήματος.

Έστρεψε το βλέμμα του για να την κοιτάξει και, παρότι αυτό το βλέμμα δεν ήταν ούτε εχθρικό ούτε επικριτικό αλλά, μάλλον, στενοχωρημένο, η Ιωάννα απομάκρυνε το χέρι της από πάνω του. Δεν είστε πια στη Σάρντλι, ανόητη, σκέφτηκε, θυμωμένη με τον εαυτό της.

«Θα βρεθεί μια λύση, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας συνεχίζοντας να οδηγεί. «Πρέπει να βρεθεί.» Ωστόσο ακουγόταν σα να μην το πίστευε.

5.

«Θα μείνεις στην Απολλώνια τελικά;» ρώτησε ο Οδυσσέας, συναντώντας τη Βατράνια στο δωμάτιο γενικής εποπτείας όταν επέστρεψε στο καινούργιο Κ.Ε.Α.Δ. Κανένας άλλος εκτός από τους δυο τους δεν ήταν εδώ· οι περισσότεροι είχαν πάει να ξεκουραστούν. Και ούτε ο Οδυσσέας δεν θα ήταν εδώ, αν δεν ήθελε να μαζέψει κάτι χαρτιά προτού πάει για ύπνο.

«Βιάζεσαι να με διώξεις;» ρώτησε η Βατράνια, που βημάτιζε νωχελικά μέσα στο δωμάτιο, με τα τακούνια της να ηχούν επάνω στο πάτωμα.

«Αν μένεις περιμένοντας να στείλουμε στρατό στη Σεργήλη, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Τουλάχιστον, όχι σύντομα.» Ο Οδυσσέας συγκέντρωσε τα χαρτιά που ήθελε και τα έβαλε σ’έναν φάκελο. Ήταν αναφορές σχετικά με τα αποθέματα στα πολεμοφόδια, οι οποίες είχαν εκτυπωθεί μέσα από την ειδική έξοδο του τηλεπικοινωνιακού διαύλου του δωματίου.

«Δε θ’αργήσω να φύγω,» τον διαβεβαίωσε η Βατράνια. «Μένω απλώς για να δω πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα εδώ. Είμαι βέβαιη ότι όλοι οι Πρόμαχοι της Σεργήλης θα ενδιαφέρονται να μάθουν.

»Η μάχη πήγε καλά, έτσι;» Σταμάτησε να βαδίζει, στρεφόμενη να τον κοιτάξει ευθέως.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Οι Παντοκρατορικοί είναι, όντως, αποδυναμωμένοι. Τόσο όσο νομίζαμε. Περισσότερο, ίσως. Μονάχα αυτά τα αντιπυραυλικά πεδία στη νότια μεριά της πόλης ήταν που μας προκαλούσαν πραγματικό πρόβλημα πλέον.»

«Το ίδιο θα γίνει και στις άλλες κατεχόμενες πόλεις; Στη Βολιρία; Στην Ξανθούπολη;»

«Το εύχομαι. Στη Βολιρία, πάντως, η αντίσταση δεν είναι όπως εδώ. Είναι πολύ σθεναρή.»

«Την Ξανθούπολη σκοπεύουν να την κρατήσουν, τώρα που έχει φτάσει εκεί ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος;»

«Δεν έχω καμια πληροφορία ότι σχεδιάζουν να φύγουν,» είπε ο Οδυσσέας.

Η Βατράνια πλησίασε το τραπέζι στο κέντρο του δωματίου. «Ποιο είναι το σχέδιό σας, λοιπόν; Κοίταζα τους χάρτες» – έδειξε με το χέρι της – «και προσπαθούσα να μαντέψω πώς θα κινηθείτε. Έχοντας πάρει τη Νούμβρια, θα διασχίσετε το Δυτικό Πέρασμα, θα κατακτήσετε τη Γλαυκόπολη, θα περάσετε από τους Δασότοπους του Βορέα, και θα φτάσετε σ’αυτά τα μέρη που λέγονται ‘Παλιά Κάστρα’. Σωστά; Αλήθεια, τι είναι τα Παλιά Κάστρα; Δεν τάχω ξανακούσει.»

Ο Οδυσσέας μειδίασε. «Έχεις όρεξη για ιστορίες επειδή δεν ήσουν στη μάχη όλη μέρα.»

«Κατάκριση ήταν αυτή;»

Το μειδίαμα του Οδυσσέα πλάτυνε. «Δεν ξέρω καν αν θα ακολουθήσουμε το σχέδιο που λες, αλλά δεν αποκλείεται κιόλας.»

«Δεν τελείωσα,» τόνισε η Βατράνια.

Ο Οδυσσέας ύψωσε ένα φρύδι ερωτηματικά.

Η Βατράνια συνέχισε: «Από εκεί που είπα θα πάει ένα μέρος των δυνάμεών σας, και οι υπόλοιπες θα έρθουν από την Ξανθούπολη και τη Βολιρία ώστε να ωθήσετε, τελικά, τους Παντοκρατορικούς στον Ερειπιώνα – τη δίοδο προς Ρελκάμνια.»

«Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν το σχέδιό μας εκτός από αυτό που περιγράφεις;»

«Βλέπεις; έχω στρατηγικό μυαλό κατά βάθος.»

«Ωστόσο,» πρόσθεσε ο Οδυσσέας, «δεν είμαι βέβαιος ότι συμφέρει να στείλουμε στρατό μέσα στους Δασότοπους του Βορέα. Πιο πολύ μπελάς θα είναι για εμάς παρά βοήθεια. Το να πάρουμε τη Γλαυκόπολη – αν οι Παντοκρατορικοί αποφασίσουν να την υπερασπιστούν – θα είναι αρκετό, νομίζω. Κι από κει μπορούμε να στέλνουμε στρατό προς τη Βολιρία, τη Βιρβάνη, και τα Παλιά Κάστρα με αεροσκάφη, αν χρειάζεται.»

«Ναι αλλά αν ο στρατός σας έρθει από τους Δασότοπους θα μπορέσετε να περικυκλώσετε τα Παλιά Κάστρα.»

«Δε θα έχει νόημα. Τα Παλιά Κάστρα δεν ενδιαφέρουν και τόσο τους Παντοκρατορικούς εκεί όπου βρίσκονται. Μόνο η Βορεόπολη είναι που έχει κάποια σημασία» – την έδειξε πάνω στον χάρτη – «αλλά κι αυτή, ουσιαστικά, τους είναι άχρηστη. Δε μοιάζει με τις άλλες πόλεις της Απολλώνιας που έχεις γνωρίσει, και οι κάτοικοί της είναι παράξενοι. Έχε υπόψη σου πως κι εγώ από φήμες τα ξέρω όλα αυτά· δεν έχω πάει ποτέ ο ίδιος στα Παλιά Κάστρα. Όπως και νάχει, πολύ πιθανόν οι Παντοκρατορικοί να μην έχουν καν δυνάμεις τους εκεί.»

«Καθόλου;» απόρησε η Βατράνια. «Πώς κρατάνε την περιοχή, τότε; Τα Παλιά Κάστρα δεν είναι μέρος του Βασιλείου της Απολλώνιας;»

«Όχι.»

«Τι;»

«Ποτέ δεν ήταν, απ’ό,τι ξέρω. Η περιοχή ονομάζεται, επίσης, ‘η Γη των Βορεάδων’, κι όπως βλέπεις βρίσκεται κοντά στον Μέγα Παγετό» – έδειξε την άκρη του χάρτη – «όπου η Απολλώνια τελειώνει. Οι Βορεάδες είναι ένας πανάρχαιος λαός, Βατράνια. Λατρεύουν τον Βορέα, ο οποίος είναι εξίσου πανάρχαιος θεός και αδελφός του Απόλλωνα. Λέγεται πως η ανάσα του ήταν που δημιούργησε τον Μέγα Παγετό.»

«Μύθοι.»

«Ίσως. Αλλά οι Βορεάδες ανέκαθεν ήταν διαφορετικοί από τους υπόλοιπους Απολλώνιους, και ποτέ τα Παλιά Κάστρα δεν βρίσκονταν μέσα στο Βασίλειο της Απολλώνιας.»

«Και τι έγινε όταν ήρθαν οι Παντοκρατορικοί;» ρώτησε η Βατράνια. «Από τα Παλιά Κάστρα θα πέρασαν πρώτα, έτσι δεν είναι;» Βρίσκονταν αρκετά κοντά στο Μονοπάτι του Ανέμου, που αποτελούσε δίοδο από τη Ρελκάμνια.

«Στη Βιρβάνη επιτέθηκαν πρώτα, απ’ό,τι ξέρω. Με τους Βορεάδες δεν έχω ακούσει να είχαν πολλές συγκρούσεις.»

«Θέλεις να πεις ότι οι Βορεάδες δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα την κυριαρχία τους;»

«Μπορεί να είδαν ότι δεν είχαν τρόπο να τους αντιμετωπίσουν. Όπως και νάχει, Βατράνια, τώρα είναι λιγάκι αργά για να συζητάμε για τους Βορεάδες. Αύριο έχουμε, ίσως, μια πολύ σκληρή μάχη να δώσουμε.» Δεν ήταν αντικειμενικά αργά – μόλις είχε πέσει ο ήλιος – αλλά, ύστερα από τόσες συγκρούσεις στη Νούμβρια, όλοι οι πολεμιστές της Απολλώνιας ήταν εξουθενωμένοι.

Η Βατράνια κάθισε σε μια καρέκλα. «Εγώ θα κοιμηθώ πιο μετά.»

«Το φανταζόμουν,» είπε ο Οδυσσέας, και έφυγε.

Σάρντλι

1.

Η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη εξαφανίστηκε.

Έφυγε από το Μέγαρο της Ζούγκλας αφότου ο Ορείχαλκος, του Οίκου των Ορειβατών, πέταξε για Ρελκάμνια. Έφυγε, και κανένας από τους συγγενείς της, του Οίκου των Ουράνιων, δεν μπορούσε να τη βρει, παρότι έψαξαν με ελικόπτερα και οχήματα και άλογα. Ούτε τα ίχνη της δεν κατόρθωσαν να εντοπίσουν. Δεν ήξεραν αν είχε πάει βόρεια, μέσα στη ζούγκλα Νισθάν’κνα, ή αν είχε πάει δυτικά, προς τη Φανχάι, ή ανατολικά, προς τη Σάτ’βνι, ή νότια, προς τα βαλτοτόπια ή τις πεδιάδες. Εξαιτίας του Ορείχαλκου τούς είχε εγκαταλείψει, κι όλοι τους φοβόνταν ότι μπορεί να σκεφτόταν να κατευθυνθεί κι εκείνη στη Ρελκάμνια, μπαίνοντας σε κάποιο αεροσκάφος που θα ταξίδευε μέσω του Αιθέρα.

Επικοινωνώντας με τον Οίκο των Πολεοδόμων, τους ζήτησαν να έχουν το νου τους στο αεροδρόμιο της Φανχάι. Αν εντοπίσουν εκεί την Ανεμόφθαλμη να τη σταματήσουν. Οι Πολεοδόμοι δίστασαν να δώσουν θετική απάντηση, καθώς η αρχή και τα έθιμά τους ήταν να διατηρούν την πόλη τους ανοιχτή και ελεύθερη· αλλά, αφού ο Επουράνιος ο Πρώτος, ο θείος της Ανεμόφθαλμης της Δεύτερης, εξήγησε στην Οικόκαρδη τη Δεύτερη και στον Οικοδάκτυλο πώς ακριβώς είχε η κατάσταση, εκείνοι αποκρίθηκαν ότι θα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βοηθήσουν. Ήταν, όμως, βέβαιο πως η Ανεμόφθαλμη θα ερχόταν στη Φανχάι για να πετάξει; ρώτησαν. Και ο Επουράνιος αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι, δυστυχώς, δεν είχε κανένας την παραμικρή ιδέα τι μπορεί να σχεδίαζε η ανιψιά του…

Κι έτσι, ο Οίκος των Ουράνιων συνέχισε ν’αναζητά την Ανεμόφθαλμη τη Δεύτερη.

2.

Το είχα δει!

Το ήξερα! Το ήξερα το ήξερα το ήξερα! Έπρεπε να είχα κάνει κάτι!

Το θυμόταν – από το όνειρό της – ο Ορείχαλκος να σκύβει και να φιλά τον αυχένα μιας ξαπλωμένης γυναίκας. Της Παντοκράτειρας.

Έπρεπε να είχα κάνει κάτι! Έπρεπε να το περιμένω ότι θα αντιδρούσε έτσι! Έπρεπε να τον είχα, κάπως, εμποδίσει!

Η Ανεμόφθαλμη δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό της γι’αυτό που είχε γίνει. Δεν καταλάβαινε τι μπορεί να είχε ωθήσει τον Ορείχαλκο να δράσει έτσι – ήταν δυνατόν να έτρεφε ακόμα κάποια συμπάθεια για την Παντοκράτειρα; – αλλά θεωρούσε ότι ήταν δικό της το φταίξιμο που δεν τον είχε σταματήσει.

Είχε φύγει από το Μέγαρο της Ζούγκλας μη μπορώντας ν’ακούει τις ομιλίες των συγγενών της, μη μπορώντας ν’ακούει κανέναν να μιλά. Ήθελε να μείνει μόνη, και είχε καταλήξει μέσα στη Νισθάν’κνα. Κανένας δεν την είχε συναντήσει μέχρι να φτάσει εκεί. Οδήγησέ με, αδελφή μου! είχε ζητήσει από το β’ζάιλ της. Οδήγησέ με, ώστε κανένα να μη δω μπροστά μου και κανένας να μην έρθει πίσω μου! Και το β’ζάιλ της, η αγέννητη αδελφή της, την είχε οδηγήσει. Η Ανεμόφθαλμη είχε βαδίζει για ώρες μέσα στη ζούγκλα – πράγμα επικίνδυνο εξαιτίας των θηρίων – έχοντας μονάχα ένα κυνηγετικό μαχαίρι στη ζώνη της. Το β’ζάιλ της την προειδοποίησε, ορισμένες φορές, να προσέχει, ν’αλλάξει δρόμο για ν’αποφύγει κάποιον κίνδυνο, και η Ανεμόφθαλμη υπάκουσε.

Το μεσημέρι εκείνο είχε κοιμηθεί κάτω από ένα δέντρο, και είχε ονειρευτεί… είχε δει πάλι αυτά τα τόσο παράξενα όνειρα όπου συναντούσε το β’ζάιλ της το οποίο είχε τη μορφή του εαυτού της. Ή ίσως να μην ήταν ακριβώς το β’ζάιλ της αλλά κάτι άλλο· αισθανόταν μπερδεμένη. Άκουγε φωνές και ένιωθε να βυθίζεται σε ατέρμονα σκότη. Έβλεπε σκόρπιες εικόνες.

«Περίμενε! Πού πας;» φώναξε στην Ανεμόφθαλμη η οποία, βγαίνοντας από το νερό, ανέβαινε μια πέτρινη σκάλα.

«Έλα μαζί μου. Έλα να σου δείξω πού είναι αυτός που ψάχνεις.» Της έκανε νόημα να πλησιάσει καθώς συνέχιζε ν’ανεβαίνει.

Η Ανεμόφθαλμη ακολούθησε την Ανεμόφθαλμη πάνω στα σκαλοπάτια, ενώ ένας άνεμος λυσσομανούσε γύρω της. Η οδηγός έφτασε στην κορυφή, μπροστά σε μια πόρτα· την έσπρωξε, ανοίγοντάς την.

«Δες,» είπε.

Και η Ανεμόφθαλμη κοίταξε και είδε–

μια ατελείωτη πολιτεία με πανύψηλες πολυκατοικίες και γέφυρες και δρόμους για οχήματα ράγες για τρένα ποτάμια και θάλασσες με οικοδομημένα νησιά που τα ένωναν γέφυρες αεροσκάφη που πετούσαν ανάμεσα στα οικοδομήματα και μια πορφυρή γραμμή στους ουρανούς σαν τραύμα

–κι όλα τούτα κάτι θύμιζαν στην Ανεμόφθαλμη.

«Έχεις ξανάρθει εδώ,» της είπε η οδηγός· και η Ανεμόφθαλμη συνειδητοποίησε τώρα ότι ήταν γονατισμένη ενώ η οδηγός στεκόταν από πάνω της. «Θυμάσαι;»

«Είναι η… Ρελκάμνια; Δεν έχω ξαναπάει στη Ρελκάμνια!»

Η Ανεμόφθαλμη πλάι στην Ανεμόφθαλμη γέλασε.

Η πόρτα έκλεισε, η σκάλα θρυμματίστηκε σε εκατομμύρια μικρά χαλίκια–

Η Ανεμόφθαλμη έπεσε στο κενό, ουρλιάζοντας–

Και ξύπνησε, ανοίγοντας ξαφνιασμένη τα μάτια της μέσα στη ζούγκλα. Ήταν απόγευμα και τα πάντα τυλιγμένα σε σκιές. Το φως γλιστρούσε κοκκινωπό ανάμεσα από τις φυλλωσιές και τους κορμούς των δέντρων.

Η Ανεμόφθαλμη βλεφάρισε. Ανασηκώθηκε. Το κεφάλι της πονούσε.

«Αδελφή μου;»

Εδώ είμαι, αποκρίθηκε το β’ζάιλ της.

«Εσύ μού το είπες αυτό;»

Ποιο;

«Ότι έχω ξαναπάει στη Ρελκάμνια.»

Θυμήθηκα επειδή θυμήθηκες.

«Τι θυμήθηκα;» φώναξε η Ανεμόφθαλμη. «Δεν έχω ξαναπάει στη Ρελκάμνια!» Τινάχτηκε όρθια.

Και είδε ένα πελώριο φίδι να την ατενίζει από ένα κλαδί. Η γλώσσα του μπαινόβγαινε κοροϊδευτικά. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα επάνω της.

Η Ανεμόφθαλμη γνώριζε το είδος του. Ήταν δηλητηριώδες. Πολύ επικίνδυνο. Σχεδόν παρέλυσε από τον τρόμο της.

Το φίδι τεντώθηκε προς το μέρος της: πρασινοκίτρινες φολίδες στραφτάλισαν στο κοκκινωπό φως του απογεύματος· οι κουλούρες που διέγραφε το σώμα του επάνω στο χοντρό κλαρί δεν έμοιαζαν να έχουν τέλος, και κινιόνταν με τρόπο που ζάλιζε.

Γύρω απ’το κεφάλι του, η κουκούλα του (όπως ονόμαζαν αυτό το ειδικό πτερύγιο) ήταν κατεβασμένη – και τώρα, απότομα, άνοιξε! Το εσωτερικό της λαμπύριζε με μυριάδες χρώματα, υπνωτίζοντας.

Ρούρ’καφ, λεγόταν αυτό το φίδι: ο κουκουλοφόρος υπνωτιστής.

Κοίταζε κάτω, τη σκιά του! προειδοποίησε το β’ζάιλ. Τη σκιά του, αδελφή μου! – αλλιώς πάμε κι οι δυο χαμένες.

Η Ανεμόφθαλμη κατάφερε ν’απομακρύνει τα μάτια της από τα μαγευτικά χρώματα – και είδε τη σκιά του φιδιού να τη ζυγώνει. Επιφυλακτικά. Αλλά όχι αργά. Ήξερε ακριβώς τι έκανε τούτος ο επικίνδυνος κυνηγός της ζούγκλας.

Περίμενε, ψιθύρισε το β’ζάιλ. Μη φοβάσαι. Έχε έτοιμα τα χέρια σου. Μόλις έρθει, θα τον αρπάξεις πίσω απ’την κουκούλα και θα στρέψεις το στόμα του προς τη γη.

Η Ανεμόφθαλμη πήρε μια βαθιά ανάσα.

Η σκιά ήρθε πιο κοντά: και ξαφνικά, χίμησε!

Τα χέρια της Ανεμόφθαλμης ήταν έτοιμα, όπως της είχε πει το β’ζάιλ της, κι άρπαξαν το ερπετό πίσω απ’την κουκούλα. Γύρισαν την όψη του προς τα κάτω, ενώ αυτό σύριζε και το μακρύ σώμα του σπαρταρούσε, κουλουριαζόταν και ξεκουλουριαζόταν, αφήνοντας το κλαδί του. Είχε πανικοβληθεί.

Πέταξέ το μακριά σου, της είπε το β’ζάιλ της, και θα φύγει. Ξέρει τώρα ότι είσαι αφέντρα του.

Η Ανεμόφθαλμη υπάκουσε: τίναξε το φίδι μέσα στη βλάστηση. Και δεν το ξαναείδε.

Ελευθέρωσε την ανάσα που τώρα μόνο συνειδητοποίησε ότι κρατούσε.

«Αδελφή μου,» ρώτησε, μην έχοντας ξεχάσει την προηγούμενη κουβέντα με το β’ζάιλ της, «πώς είναι δυνατόν να θυμάμαι ότι κάποτε ήμουν στη Ρελκάμνια αφού το ξέρω πως ποτέ δεν έχω πάει εκεί;»

Κι όμως έχεις πάει… Μη με ρωτάς άλλα· δε μπορώ ν’απαντήσω.

3.

Η Ανεμόφθαλμη δεν επέστρεψε στο Μέγαρο της Ζούγκλας, ούτε στη Νισθάι. Συνέχισε να περιπλανιέται στη Νισθάν’κνα, καθώς στο μυαλό της είχε καρφωθεί η πεποίθηση ότι μπορούσε, κάπως, μέσα από τα όνειρά της, να μάθει τι συνέβαινε στον Ορείχαλκο και να τον βοηθήσει.

Το β’ζάιλ της τη γλίτωσε από βέβαιο θάνατο πολλές φορές, προειδοποιώντας την για κρυφούς κινδύνους της ζούγκλας – πράγματα και πλάσματα που εκείνη δεν είχε προσέξει αλλά εκείνο τα είχε προσέξει. Η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη δεν ήταν ανίδεη σχετικά με τις ζούγκλες – κάθε άλλο: είχε επανειλημμένα κυνηγήσει εδώ και περάσει νύχτες μέσα σε σκηνή – μα όσο καλά κι αν γνώριζες τη Νισθάν’κνα, η Νισθάν’κνα πάντοτε σε γνώριζε καλύτερα. Κανένας δεν μπορούσε να επιβιώσει για πάντα σε τούτα τα μέρη, ειδικά χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό. Και η Ανεμόφθαλμη, φεύγοντας από το Μέγαρο της Ζούγκλας, δεν είχε πάρει μαζί της ούτε τρόφιμα, ούτε ρούχα, ούτε όπλα.

Τις ημέρες που ακολούθησαν, ζούσε σαν αγρίμι. Τα μαύρα μαλλιά της είχαν γίνει μια μπλεγμένη μάζα· το πορφυρό δέρμα της είχε μαυρίσει και γδαρθεί σε πολλά σημεία· τα ρούχα της είχαν τραβηχτεί και τρυπήσει από δω κι από κει· οι μπότες της ταλαιπωρούσαν τα πόδια της, κι απειλούσαν αργά ή γρήγορα να διαλυθούν.

Και η Ανεμόφθαλμη δεν έβλεπε πια όνειρα, σαν οι θεοί ν’αρνούνταν να της δώσουν την απάντηση που ζητούσε, σαν να έπαιζαν μαζί της.

Πρέπει να πάω στη Ρελκάμνια! Στη Ρελκάμνια… Αλλά από πού ν’αρχίσω; Πού να ξέρω πού έχει βάλει αυτή η διαβολική γυναίκα τον Ορείχαλκο; Όμως, αν κάποτε ήμουν εκεί, κανονικά θα ήξερα! Θα ήξερα!

Ήταν συγχυσμένη, κι αισθανόταν πως ποτέ δεν θα έβρισκε λύση. Το β’ζάιλ της την προέτρεψε μερικές φορές να επιστρέψει στη Νισθάι. Αν είναι η λύση να βρεθεί, θα βρεθεί, αδελφή μου. Πάμε πίσω! της είπε. Αλλά η Ανεμόφθαλμη δεν άκουσε τη συμβουλή του. Συνέχισε να ζει στις ζούγκλες.

Και να ταξιδεύει.

Και κάποια μέρα έφτασε στις βόρειες παρυφές της Νισθάν’κνα, εκεί όπου αυτή τελειώνει κι αντίκρυ της αρχίζει η Τρίγωνη. Η ατελείωτη αμμώδης έκταση της ερήμου γυάλιζε κάτω από τον πρωινό ήλιο, μοιάζοντας με θάλασσα που κυματίζει. Ένα μεγάλο γκριζόφτερο πουλί πετούσε στον ουρανό, κρώζοντας δυνατά. Η φωνή του αντηχούσε στο έρημο τοπίο.

Η Ανεμόφθαλμη γονάτισε, κουρασμένα, στον στενό πεδινό τόπο ανάμεσα στη ζούγκλα και στην έρημο. Τα χέρια της άγγιξαν το μαλακό χώμα. Τα μαλλιά της έριχναν μια σκοτεινή σκιά μπροστά της.

Τι να κάνω; αναρωτήθηκε. Γιατί δεν έρχονται πάλι τα όνειρα; Πώς θα βοηθήσω τον Ορείχαλκο; Πώς; Πρέπει να μάθω αν είναι αλήθεια αυτό που μου είπε η Ανεμόφθαλμη – αν, όντως, κάποτε ήμουν στη Ρελκάμνια – όσο απίθανο κι αν μοιάζει.

Και μονάχα ένας τρόπος υπήρχε για να ξεκλειδώσει, ίσως, τούτο το μυστήριο.

Ξάπλωσε στο έδαφος για να ξεκουραστεί, κλείνοντας τα μάτια. Έχοντας πάρει την απόφασή της.

Το β’ζάιλ της την παρατηρούσε σιωπηλά.

4.

…Πόσες φορές πάλι;… Δεν είναι ούτε τέσσερις ούτε πέντε ούτε δέκα – είναι ένας!… Δε μπορώ να σε πιστέψω… Χαχαχαχαχαχαχα… Αν δεν επιστρέψει τώρα, δεν θα επιστρέψει ποτέ!… Έχουν συγκεντρωθεί όλοι, για να μας πολεμήσουν… Το όνομά του είναι Τάμπριελ… Τάμπριελ… Τάμπριελ… Η αποτυχία τους είναι βέβαιη…

Βρισκόταν σ’ένα δωμάτιο μαζί μ’έναν φονιά, και ξιφομαχούσαν, έκαναν πέρα-δώθε, μπροστά-πίσω, γύρω-γύρω, οι λεπίδες τους συγκρούονταν, και ο φονιάς την κάρφωσε στο στήθος, κι εκείνη αισθάνθηκε το όπλο του μέσα της, αισθάνθηκε αίμα να την πλημμυρίζει, και είδε φως να τυλίγει τον φονιά–

Σκόνταψε κι έπεσε σ’έναν λάκκο με νερό. Με αίμα. Μπροστά της ήταν κάποιος, γονατισμένος όπως εκείνη. Ύψωσε το βλέμμα της κι αντίκρισε το πρόσωπό της.

«…Όχι,» ψέλλισε, μην ξέροντας ακριβώς γιατί. «Δεν είναι δυνατόν…»

Η Ανεμόφθαλμη την άρπαξε απ’τα μαλλιά, με τα δύο χέρια, κι έχωσε το κεφάλι της μες στο νερό. Εκείνη πάλευε να ξεφύγει, μα δεν μπορούσε. Ο εαυτός της ήταν πολύ δυνατός.

Πνιγόταν.

Ανοίγοντας τα βλέφαρά της, ξύπνησε και είδε δυνατό ήλιο από πάνω της. Τα έκλεισε, ξαφνιασμένη, τυφλωμένη, και γύρισε στο πλάι. Τα άνοιξε πάλι. Αργά. Βλεφαρίζοντας, για να διώξει το φως που χόρευε μπροστά τους.

Είσαι καλά, αδελφή μου;

«Γιατί;» ρώτησε η Ανεμόφθαλμη κλαίγοντας. «Γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί απλά δεν μου λες τι πρέπει να κάνω;»

Δε φταίω εγώ, αδελφή μου. Θυμάσαι· θυμάσαι πολύ…

Η Ανεμόφθαλμη σηκώθηκε στα γόνατα, νιώθοντας τη ράχη της να πονά. Κι ύστερα από λίγο, άρχισε πάλι να ταξιδεύει. Ανατολικά τώρα, προς τον ποταμό Σάτβραν. Πήγαινε στις παρυφές της ζούγκλας, έτσι μπορούσε να κινείται πιο γρήγορα, χωρίς να έχει ν’ανησυχεί συνεχώς για μπλεγμένο χορτάρι, πυκνή βλάστηση, επικίνδυνες ρίζες, και ακόμα πιο επικίνδυνα έντομα, ερπετά, και θηρία. Είχε κυνηγήσει αρκετά όσο βρισκόταν στα βάθη της Νισθάν’κνα (είχε φτιάξει κι ένα τόξο και βέλη γι’αυτή τη δουλειά), και είχε τώρα μαζί της, νόμιζε, κάμποσα τρόφιμα για να φτάσει ώς τον ποταμό Σάτβραν χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Επίσης, είχε σκοτώσει έναν πάνθηρα νάρελνταθ και είχε μαζέψει όσο από το αίμα του μπορούσε μέσα σ’ένα φλασκί, γιατί ήταν δυναμωτικό όπως ήξερε και όπως είχε διαπιστώσει. Ύστερα από τις πρώτες γουλιές κιόλας, η Ανεμόφθαλμη είχε νιώσει πιο δυνατή, σαν η κούρασή της να είχε φτερουγίσει και οι αντοχές της να είχαν διπλασιαστεί. Ακόμα είχε κάμποσο από αυτό το αίμα μες στο φλασκί της, διατηρώντας το σε ρευστή κατάσταση με αντιπηκτικό το οποίο είχε φτιάξει η ίδια από ένα φυτό της ζούγκλας και λιωμένη βδέλλα. Διότι, φυσικά, το αίμα νάρελνταθ δεν ήταν κάτι που έπινες μονοκοπανιά, εκτός αν ήθελες να αυτοκτονήσεις. Ήταν δηλητήριο σε μεγάλες δόσεις.

Τον πάνθηρα νάρελνταθ η Ανεμόφθαλμη είχε, αρχικά, προσπαθήσει να τον σκοτώσει με το καινούργιο τόξο της, σκαρφαλωμένη πάνω σ’ένα δέντρο, και παραλίγο το θηρίο να της κόψει το πόδι. Μόλις την είχε αντιληφτεί είχε καταλάβει την πρόθεσή της και είχε ορμήσει καταπάνω της, πηδώντας. Η Ανεμόφθαλμη ελευθέρωσε τότε το βέλος απ’το τόξο της, κι αυτό καρφώθηκε στον ώμο του θηρίου. Παρ’όλ’αυτά, ο πάνθηρας δεν διέκοψε την επίθεσή του: γαντζώθηκε πάνω στον κορμό του δέντρου σαν να ήταν εύκολη σκάλα και τα δόντια του έκλεισαν λίγο πιο κάτω απ’το γόνατο της Ανεμόφθαλμης – η οποία, αμέσως, πέταξε το τόξο, τράβηξε το κυνηγετικό μαχαίρι της, και το έμπηξε βαθιά μέσα στο αριστερό μάτι του θηρίου. Έτσι, ο πάνθηρας νάρελνταθ έπεσε νεκρός. Και το αίμα του έκανε την Ανεμόφθαλμη να μπορεί να συνεχίζει να ταξιδεύει – αν και κουτσαίνοντας λιγάκι – αφού επέδεσε την πληγή της κι έβαλε βοτάνια της ζούγκλας επάνω. Τα δόντια του θηρίου είχαν φτάσει ώς το κόκαλο της κνήμης. Ευτυχώς, δεν το είχαν σπάσει.

Ο Βάσλεοθ με προστατεύει, σκεφτόταν η Ανεμόφθαλμη, ύστερα. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Τι την είχε πιάσει να κυνηγήσει πάνθηρα νάρελνταθ; Το β’ζάιλ της την είχε συμβουλέψει να μην το κάνει· εκείνη, όμως, το είχε αγνοήσει. Τι μου συμβαίνει; Από αυτή τη βραδιά κι έπειτα, ήταν βέβαιη ότι ο εαυτό της είχε αγριέψει τόσο όσο ποτέ δεν θα μπορούσε, παλιότερα, να φανταστεί. Τι θα νόμιζε τώρα ο Ορείχαλκος για εκείνη, αν την έβλεπε έτσι; Η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη είχε γελάσει μ’ετούτη τη σκέψη, και το γέλιο της είχε αντηχήσει μέσα στις ζούγκλες Νισθάν’κνα σαν το γέλιο κάποιου στοιχειού, ή ίσως σαν το αλύχτημα θηρίου. Νυχτοπούλια είχαν φτεροκοπήσει, φεύγοντας ολόγυρά της. Ένα απόμακρο σύριγμα είχε ακουστεί, καθώς κι ένα φοβισμένο γρύλισμα. Το β’ζάιλ της ήταν τελείως σιωπηλό και, νόμιζε η Ανεμόφθαλμη, μαζεμένο ίσως.

Τώρα, αυτή η νύχτα ήταν πίσω της, και η Ανεμόφθαλμη οδοιπορούσε στις βόρειες παρυφές της Νισθάν’κνα, προς τα ανατολικά, νιώθοντας τις μπότες της σχεδόν διαλυμένες κάτω από τα πόδια της. Το τόξο της ήταν περασμένο σταυρωτά στην πλάτη της, καμωμένο από ευλύγιστο αλλά δυνατό ξύλο. Η φαρέτρα της κρεμόταν από τον ώμο της, το φλασκί με το αίμα νάρελνταθ από τη ζώνη της, πλάι στο κυνηγετικό της μαχαίρι. Το πόδι της, φυσικά, ήταν ακόμα επιδεμένο με κουρέλια ρούχων, φύλλα, και βοτάνια. Το β’ζάιλ της την ακολουθούσε πιστά, ακούγοντας και βλέποντας ό,τι δεν προλάβαινε η ίδια ν’ακούσει και να δει. Τα μπλεγμένα μαλλιά της ανέμιζαν κάπου-κάπου, ή στον υγρό άνεμο που ερχόταν από τη ζούγκλα, φέρνοντας μεθυστικές οσμές από φυτά και τη μυρωδιά των θηρίων, ή στον ξερό, καυτό άνεμο που ερχόταν από την Τρίγωνη μυρίζοντας πέτρα και άμμο.

Μετά από δυο μέρες οδοιπορίας, η Ανεμόφθαλμη (αποφεύγοντας κάτι αγρίμια μια φορά, και μια άλλη κάτι ανθρώπους από φυλή που της έμοιαζαν άγριοι) κατέληξε στις όχθες του ποταμού Σάτβραν μέσα στη νύχτα και, γονατίζοντας, γέμισε τις χούφτες της με νερό και ήπιε.

Πού πηγαίνεις, αδελφή μου; τη ρώτησε το β’ζάιλ της. Πού σκοπεύεις να καταλήξεις έτσι;

Η Ανεμόφθαλμη δεν του απάντησε. Κοίταζε την αντανάκλασή της στα νερά του ποταμού, και σκεφτόταν: Σαν θηρίο είμαι… Αν την έβλεπαν έτσι οι συγγενείς της, οι Ουράνιοι, θα την αναγνώριζαν;

Εκείνη τη νύχτα, προσευχήθηκε πολλή ώρα στον Βάσλεοθ, τον προστάτη των ταξιδευτών, κι ύστερα ξάπλωσε και κοιμήθηκε κοντά στον ποταμό, νανουρισμένη από το τραγούδι του.

5.

Μέσα στο σκιερό φως της αυγής, γδύθηκε και βυθίστηκε στην αγκαλιά του Σάτβραν. Είχε να πλυθεί κανονικά από τότε που μπήκε στις ζούγκλες. Έβρισκε πηγές με νερό, ασφαλώς, αλλά πολλές φορές δεν ήταν αρκετά μεγάλες για να γδυθεί και να βουτήξει μέσα, και στις υπόλοιπες περιπτώσεις φοβόταν να μείνει τόσο εκτεθειμένη μες στη ζούγκλα, ακόμα και για λίγο. Ο ποταμός τώρα πήρε όλο τον ιδρώτα και τη λάσπη της Νισθάν’κνα από πάνω της, πηγαίνοντάς τα προς τη θάλασσα.

Η Ανεμόφθαλμη βγήκε και ντύθηκε, και ταξίδεψε πάλι. Προς τα βόρεια, ακολουθώντας τις όχθες.

Πού πηγαίνουμε, αδελφή μου;

Δεν έδωσε απάντηση στο β’ζάιλ της.

Μέσα στην ημέρα συνάντησε ένα χωριό στο πλάι του ποταμού. Είδε ότι, εκτός από τις απλές βάρκες των ντόπιων ψαράδων, ήταν και μια μηχανοκίνητη βάρκα αραγμένη. Πλησίασε και ρώτησε σε ποιον ανήκε. Πήρε την απάντηση που περίμενε: ότι ανήκε σ’έναν μικρό έμπορο της περιοχής. Τον οποίο βρήκε έξω απ’την ταβέρνα του χωριού να διαπραγματεύεται με τους ψαράδες για ν’αγοράσει τα ψάρια τους στην όσο το δυνατόν χαμηλότερη τιμή. Η Ανεμόφθαλμη τον περίμενε να τελειώσει, με τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της. Από ένα σημείο και ύστερα, παρατήρησε ότι την είχε προσέξει και τις έριχνε λοξές, ανήσυχες ματιές, σα να πίστευε ότι ήταν εκεί για να τον ληστέψει. Όταν τέλειωσε με τους ψαράδες, κι ένας βοηθός του άρχισε να παίρνει κιβώτια με ψάρια για να τα μεταφέρει στη βάρκα, η Ανεμόφθαλμη τον ζύγωσε. Ο έμπορος την ατένισε επιφυλακτικά, με μάτια στενεμένα. Το δέρμα του ήταν κατάμαυρο, και το ένα του χέρι ήταν χωμένο μέσα σε μια μεγάλη τσέπη του δερμάτινου πανωφοριού του, αναμφίβολα σφίγγοντας τη λαβή πιστολιού.

Η Ανεμόφθαλμη τον ρώτησε αν πήγαινε στη Ράσ’βνι.

Εκείνος απάντησε ότι, ναι, εκεί πήγαινε.

«Θα με πάρεις μαζί σου.» Δεν ήταν ερώτηση, και η Ανεμόφθαλμη κρατούσε στο χέρι της μερικά χαρτονομίσματα καθώς το έλεγε. Είχε, κατά τύχη, μερικά χρήματα στην τσέπη του παντελονιού της από τότε που έφυγε απ’το Μέγαρο της Ζούγκλας. Μέχρι στιγμής τα θηρία της Νισθάν’κνα είχαν αποδειχτεί ανένδοτα στη δωροδοκία, έτσι τα είχε κρατήσει όλα. Τρία δεκασάρντλια, πέντε τρισάρντλια, και εφτά σάρντλια – σε κέρματα τα τελευταία. Στον έμπορο, τώρα, η Ανεμόφθαλμη έδωσε τα χαρτονομίσματα, κρατώντας μόνο τα κέρματα.

Εκείνος χαμογέλασε παίρνοντας τα λεφτά. «Βεβαίως! Βεβαίως και μια τόσο όμορφη κοπέλα θα έρθει μαζί μου.» Δεν ήταν μικρό το ποσό. Καθόλου μικρό.

Το μεσημέρι βρίσκονταν στη Ράσ’βνι, στις δυτικές όχθες του ποταμού Σάτβραν, και ο έμπορος προθυμοποιήθηκε να κεράσει την Ανεμόφθαλμη σε μια τοπική ταβέρνα. Εκείνη δέχτηκε, αλλά αρνήθηκε ν’απαντήσει στις περίεργες ερωτήσεις του σχετικά με το ποια ήταν και «ποιοι καλοί θεοί την είχαν οδηγήσει στη βάρκα του». Τον ρώτησε αν ήξερε πού έφερναν οι νομάδες, σε τούτες τις περιοχές, νέσερ’τακ για να τα πουλήσουν. Ο έμπορος την κοίταξε παραξενεμένος, γιατί μονάχα έναν λόγο μπορεί να είχε η Ανεμόφθαλμη για να σκοπεύει ν’αγοράσει νέσερ’τακ: ήθελε να διασχίσει την έρημο.

Ο έμπορος είπε: «Στις παρυφές της Τρίγωνης, δυτικά από δω, υπάρχει ένας τέτοιος καταυλισμός.»

«Πώς μπορώ να πάω;»

«Θα πρέπει να ρωτήσεις στο κέντρο της πόλης. Πήγαινε και μίλα με τον φίλο μου τον Κασρίμ, που πουλά ζώα και τα ξέρει αυτά καλύτερα από μένα. Θα σου δώσει οδηγίες για να φτάσεις εκεί.» Και της εξήγησε πού ακριβώς θα έβρισκε τον Κασρίμ.

Η Ανεμόφθαλμη τον ευχαρίστησε και έφυγε αμέσως απ’την ταβέρνα, κατευθυνόμενη προς το κέντρο της Ράσ’βνι. Αρκετοί περαστικοί τής έριχναν περίεργα βλέμματα, καθώς μάλλον αναρωτιόνταν αν ήταν από καμια άγρια φυλή. Η Ανεμόφθαλμη μπορεί να είχε πλυθεί στον ποταμό αλλά αυτό δεν είχε κάνει, στιγμιαία, την όψη της να χάσει την αγριάδα που είχε αποκτήσει ύστερα από τόσες μέρες στις ζούγκλες. Ούτε τα μαλλιά της είχαν ξεμπλεχτεί και χτενιστεί από μόνα τους.

Γιατί θες να πας στην έρημο, αδελφή μου; τη ρώτησε το β’ζάιλ της.

Η Ανεμόφθαλμη δεν του απάντησε.

Γιατί δεν μου μιλάς, αδελφή μου;

Γιατί είσαι τόσο σιωπηλή;

Τι μου κρύβεις;

Τι σκοπεύεις να κάνεις και δεν θέλεις να μου το πεις;

Η Ανεμόφθαλμη αγνοούσε τη φωνή της αγέννητης αδελφής της καθώς διάσχιζε τους δρόμους της Ράσ’βνι, η οποία δεν ήταν καμια μεγάλη πόλη όπως η Φανχάι ή η Νισθάι, αλλά ούτε και μικρή ήταν. Είχε κάμποσες πολυκατοικίες, και στους δρόμους της περνούσε αρκετός κόσμος και μηχανοκίνητα οχήματα, μαζί με ζώα και κάρα. Οι υπόνομοί της βρομούσαν φρικτά από όσες σχάρες έτυχε να ζυγώσει η Ανεμόφθαλμη – και μετά από την τρίτη, τις απέφευγε εσκεμμένα.

Στο κέντρο της Ράσ’βνι είχε περισσότερη κίνηση, αν και τώρα άρχιζε να διαλύεται καθότι μεσημέρι. Ο ήλιος ήταν δυνατός και έκανε τις δουλειές να σταματούν. Εργάτες και υπάλληλοι πήγαιναν κάτω από τις σκιές υπόστεγων. Ορισμένοι άνοιγαν αναψυκτικά ή ποτά για να ξεδιψάσουν.

Η Ανεμόφθαλμη πλησίασε το κατάστημα του άντρα που της είχε πει ο έμπορος. Πέρασε την είσοδο και μπήκε σ’έναν σκιερό, δροσερό χώρο που μύριζε ζώα. Όχι τυχαία, φυσικά· όπου κι αν κοίταζε, η Ανεμόφθαλμη μπορούσε να δει κλουβιά με μικρότερα και μεγαλύτερα θηρία. Ένας γιγάντιος κροκόδειλος κάσ’νεκαχ με κλειστά μάτια, που έμοιαζε να κοιμάται· δύο ρούρ’καφ, κουκουλοφόροι υπνωτιστές, σαν αυτόν που της είχε επιτεθεί την πρώτη ημέρα στη Νισθάν’κνα, ο ένας τυλιγμένος γύρω από ένα κλαδί μέσα στο κλουβί, ο άλλος κουλουριασμένος από κάτω· κάμποσα κίρ’χικ, τα εξάποδα τρωκτικά με τα μαύρα, γυαλιστερά μάτια και τα μυτερά αφτιά· τρεις κάσ’τερχ, ψηλοί, τριχωτοί σκύλοι με χαυλιόδοντες· και άλλα ζώα. Επίσης, παραδίπλα ήταν ένας μικρός στάβλος με μερικά άλογα από διάφορες ράτσες.

Ένας άντρας, που καθόταν σε μια καρέκλα πλάι στο κλουβί μιας τίγρης (η οποία ίσως και να τον παρατηρούσε πεινασμένα), πήρε το βλέμμα του απ’το περιοδικό που κοίταζε και το έστρεψε στην Ανεμόφθαλμη. Τα μαύρα μάτια του στένεψαν επάνω στο χρυσόδερμο πρόσωπό του.

«Τι θα θέλατε;» ρώτησε.

«Είσαι ο Κασρίμ;»

«Μόνο αν δεν ήρθες να με σκοτώσεις.»

«Δεν ήρθα να σε σκοτώσω.»

Ο άντρας σηκώθηκε απ’την καρέκλα ρίχνοντας το περιοδικό κάτω. «Ο Κασρίμ είμαι.» Φορούσε ένα βρόμικο γκρίζο παντελόνι με τιράντες και μια ξεφτισμένη λευκή μπλούζα.

«Μου είπαν ότι ξέρεις να μου πεις πού μπορώ να βρω νέσερ’τακ

«Ποιος σ’το είπε αυτό;»

Η Ανεμόφθαλμη δεν ήξερε το όνομα του εμπόρου (δεν της είχε συστηθεί) αλλά του τον περιέγραψε.

«Α, αυτός.» Ο Κασρίμ βημάτισε προς το μέρος της. «Στις παρυφές της Τρίγωνης υπάρχει ένας καταυλισμός όπου νομάδες πουλάνε νέσερ’τακ. Θα τον συναντήσεις άμα φύγεις από την πόλη ακολουθώντας τη Δυτική Λεωφόρο και μετά στρίψεις στο πρώτο μονοπάτι προς τα βορειοδυτικά. Θα το δεις να διακλαδίζεται σ’ορισμένα σημεία αλλά εσύ θα πηγαίνεις συνέχεια βορειοδυτικά ή δυτικά. Στο τέλος θα φτάσεις, έτσι, στον καταυλισμό που σου λέω. Έχεις όχημα;»

«Όχι.»

«Πώς θα πας;»

«Βαδίζοντας.»

«Θα σου πάρει δυο μέρες έτσι.»

Η Ανεμόφθαλμη ανασήκωσε τους ώμους.

«Άμα θες μπορώ να σε στείλω σε κάποιον για να μισθώσεις όχημα, ή μπορώ να σου πουλήσω άλογο.» Έδειξε προς τ’άλογα με μια κίνηση του σαγονιού του.

«Δεν έχω τόσα χρήματα.»

«Πώς σκέφτεσαι τότε ν’αγοράσεις νέσερ’τακ

«Μ’αυτό.» Η Ανεμόφθαλμη ύψωσε το φλασκί που περιείχε το αίμα του πάνθηρα νάρελνταθ. Ήξερε ότι οι νομάδες θα το εκτιμούσαν.

Ο Κασρίμ συνοφρυώθηκε, μην καταλαβαίνοντας.

«Σ’ευχαριστώ, πάντως,» του είπε η Ανεμόφθαλμη, και στράφηκε προς την έξοδο του καταστήματος.

«Οι θεοί μαζί σου,» άκουσε τη φωνή του πίσω της.

6.

Ο καταυλισμός στην άκρη της ερήμου φαινόταν, μέσα στη νύχτα, μόνο από τις φωτιές του κι από τις λιγοστές ενεργειακές λάμπες που ήταν αναμμένες εκεί. Καθώς όμως η Ανεμόφθαλμη πλησίαζε, μπορούσε να διακρίνει ολοένα και περισσότερες λεπτομέρειες. Σκηνές, και τα σχοινιά που τις συγκρατούσαν. Φρουροί με καραμπίνες, τουφέκια, και σπαθιά, ντυμένοι με κάπες και κουκούλες, μοιάζοντας με σκοτεινά αγάλματα. Ένας βωμός του Σάμπρεοθ στο κέντρο του καταυλισμού, όπου υπήρχε το άγαλμα του θεού καμωμένο από αμμόλιθο – κάτι σαν πελώριο κύμα με τεράστιο στόμα και μάτια. Και σε μια άκρη του καταυλισμού ήταν η μάντρα με τα νέσερ’τακ.

Οι φρουροί σταμάτησαν την Ανεμόφθαλμη μιλώντας της στη Συμπαντική Γλώσσα – πράγμα που σήμαινε ότι είχαν πολλούς επισκέπτες εδώ, κι όχι μονάχα από τη Σάρντλι.

«Τι θέλεις;» τη ρώτησε μια κουκουλοφόρος μορφή με αναμφίβολα γυναικεία φωνή, αν και τραχιά σαν την άμμο που τη φυσά ο ξερός άνεμος της ερήμου.

Η Ανεμόφθαλμη απάντησε: «Νέσερ’τακ.»

Η γυναίκα τής έδειξε προς τη μεριά της μάντρας.

Η Ανεμόφθαλμη ένευσε και πήγε εκεί.

Τα νέσερ’τακ ήταν πλάσματα που κατοικούσαν κυρίως στις παρυφές της ερήμου αλλά πήγαιναν, κατά περιόδους, και βαθύτερα. Είχαν ξηρά, τραχιά σώματα που μπορούσαν να ζήσουν για πολλές ημέρες χωρίς τροφή και νερό. Διέθεταν δύο πλατιά μπροστινά πόδια με νύχια τα οποία ανοιγόκλειναν κατά βούληση, ενώ στην πίσω μεριά το σώμα τους μετατρεπόταν σε ουρά, πλατιά κι αυτή και θυμίζοντας σκούπα. Όταν τα νέσερ’τακ ταξίδευαν στην έρημο, έμοιαζαν, με τις κινήσεις τους, να γλιστρούν επάνω στην άμμο της όπως ένα πλοίο αρμενίζει στον ποταμό ή στη θάλασσα. Ο λαιμός τους ήταν μακρύς και τα κεφάλια τους στενά και μυτερά, σχεδόν σαν πουλιών αλλά χωρίς να έχουν ράμφος. Πάνω από το κεφάλι, ξεκινώντας από τη μύτη και τελειώνοντας στον αυχένα, υπήρχε ένα κοκάλινο πτερύγιο που σχημάτιζε αμβλυγώνιο τρίγωνο.

Ένας λιγνός, κοκαλιάρης άντρας με κόκκινο δέρμα ήρθε να συναντήσει την Ανεμόφθαλμη κάτω από το φως μιας ενεργειακής λάμπας. «Κυρία,» είπε στη Συμπαντική, «τι θα θέλατε;»

Η Ανεμόφθαλμη τού μίλησε στην Πανσάρντλια: «Ένα νέσερ’τακ. Αλλά δεν έχω χρήματα: μόνο αυτό.» Πήρε το φλασκί με το αίμα νάρελνταθ και το έτεινε προς το μέρος του.

«Τι είναι;» ρώτησε ο άντρας, καχύποπτα. Κι εκείνος μιλούσε στην Πανσάρντλια τώρα.

Η Ανεμόφθαλμη τού είπε.

Ο άντρας πήρε το φλασκί στα χέρια του, το ξετάπωσε, και μύρισε το περιεχόμενο. «Μοιάζει, όντως,» παραδέχτηκε. «Αλλά υπάρχουν κι απατεώνες.»

«Δεν είμαι απ’αυτούς.»

«Θα το δούμε… Περιμένεις λίγο;»

«Δε θα φύγεις μαζί με το φλασκί μου,» του είπε η Ανεμόφθαλμη.

Ο άντρας μειδίασε. «Τότε ίσως και να λες αλήθεια.» Και φώναξε προς μια σκηνή: «Νισβάκι!»

Μια γυναίκα βγήκε, πλησιάζοντας. Ήταν ντυμένη με μακρύ χιτώνα και είχε χρυσό δέρμα και μαύρα σγουρά μαλλιά κομμένα στο ύψος του ώμου.

«Η κυρία μού λέει ότι αυτό είναι αίμα νάρελνταθ,» της είπε ο άντρας υψώνοντας το φλασκί.

Η γυναίκα το πήρε στα χέρια της. «Θα δοκιμάσω λιγότερο από μια γουλιά,» είπε στην Ανεμόφθαλμη. Εκείνη ένευσε, έτσι η χρυσόδερμη γυναίκα έφερε το στόμιο του φλασκιού στα χείλη της και ρούφηξε μια σταλιά από το υγρό. Φάνηκε να το ανακινεί μέσα στο στόμα της. Ύστερα, το έφτυσε παραδίπλα. «Αληθινό είναι,» είπε στον άντρα, και του έδωσε το φλασκί.

«Πολύ ωραία, πολύ ωραία,» είπε εκείνος στρέφοντας το βλέμμα του στην Ανεμόφθαλμη. «Αλλά μακάρι νάχες και κάτι άλλο ακόμα, για να συμπληρώσεις…»

Η Ανεμόφθαλμη τον ατένισε με στενεμένα μάτια. «Μισό φλασκί με αίμα νάρελνταθ είναι παραπάνω από αρκετό για ένα από τα ζώα σου.»

«Καλώς,» είπε ο άντρας, «καλώς. Ας πούμε ότι είναι.» Άνοιξε τη μάντρα και πλησίασε ένα από τα νέσερ’τακ. Του πέρασε χαλινάρι και σέλα και το έβγαλε, πηγαίνοντάς το κοντά στην Ανεμόφθαλμη. Το θηρίο την κοίταζε βλεφαρίζοντας, αγουροξυπνημένο.

«Εντάξει,» είπε εκείνη παίρνοντας το χαλινάρι. «Μπορώ να ξεκουραστώ στον καταυλισμό σας;»

«Φυσικά. Όπου θέλεις.»

Η Ανεμόφθαλμη απομακρύνθηκε από τη μάντρα τραβώντας το νέσερ’τακ πίσω της χωρίς πρόβλημα. Την ακολουθούσε σχεδόν σαν να βαριόταν, παραδομένο στην εξημερωμένη μοίρα του.

Η Ανεμόφθαλμη κάθισε σ’ένα ήσυχο σημείο ανάμεσα στις σκηνές, και το νέσερ’τακ ξάπλωσε πλάι της.

Πού θα πάμε, αδελφή μου; τη ρώτησε το β’ζάιλ της γι’ακόμα μια φορά. Την είχε ρωτήσει επανειλημμένως τις δύο ημέρες που ταξίδευαν για να φτάσουν στον καταυλισμό, αλλά εκείνη δεν του είχε απαντήσει γιατί ήξερε πως θα αντιδρούσε αρνητικά. Τώρα, όμως, αποφάσισε να του αποκριθεί, ακόμα κι αν ήταν να του πει ψέματα.

«Στην έρημο. Θέλω να δω αν εκεί θα ονειρευτώ περισσότερο.»

Το β’ζάιλ της έμεινε σιωπηλό, όμως η Ανεμόφθαλμη είχε την αίσθηση ότι δεν την πίστευε, και ότι ήταν ανήσυχο.

7.

Ταξίδεψαν μέσα στην Τρίγωνη, η Ανεμόφθαλμη, το β’ζάιλ της, και το νέσερ’τακ. Ταξίδεψαν προς τα δυτικά, πλησιάζοντας τα βουνά στο κέντρο της ερήμου. Καθότι οι εκτάσεις ήταν κατά κύριο λόγο αμμώδεις, το νέσερ’τακ γλιστρούσε άνετα επάνω στις θίνες με ταχύτητα που ένας άνθρωπος, ή ακόμα κι ένα άλογο, ποτέ δεν θα μπορούσε να αναπτύξει και να διατηρήσει σ’ένα τοπίο σαν ετούτο. Η Ανεμόφθαλμη είχε περισσότερο την αίσθηση ότι βρισκόταν πάνω σε βάρκα παρά ότι ίππευε. Οι κινήσεις του νέσερ’τακ έμοιαζαν να γίνονται τόσο πολύ ένα με τις καμπυλώσεις της ερήμου, που το θηρίο θα έλεγε κανείς ότι αποτελούσε προέκτασή της – άλλο ένα φυσικό στοιχείο της. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά η Ανεμόφθαλμη είχε την αίσθηση ότι το νέσερ’τακ απολάμβανε το ταξίδι τους. Σφύριζε χαρούμενα, κάπου-κάπου, μέσα από το μακρύ ρύγχος του. (Τα πλάσματα του είδους του ποτέ δεν γρύλιζαν, ούτε βρυχιόνταν.) Και την πήγαινε από νερόλακκο σε νερόλακκο σε όαση σε νερόλακκο, διευκολύνοντας το ταξίδι της. Πρέπει να μπορούσε να μυριστεί το νερό και τα δέντρα από τεράστιες αποστάσεις. Η Ανεμόφθαλμη το συμπάθησε από την πρώτη ημέρα κιόλας. Τον ονόμασε Αμμοβάτη, γιατί ήταν αρσενικός.

Αδελφή μου, μη μου λες ψέματα. Καταλαβαίνω πού σκοπεύεις να μας πας, της είπε το β’ζάιλ της, τη δεύτερη νύχτα του ταξιδιού τους, όταν είχαν σταματήσει για να ξεκουραστούν κοντά σ’έναν νερόλακκο και μια φωτιά.

«Πού;»

Σ’εκείνο το μέρος στο κέντρο της Τρίγωνης…

Το καταραμένο β’ζάιλ είχε μαντέψει σωστά.

Έτσι δεν είναι; Εκεί δεν σκοπεύεις να μας πας; Στο Στόμα.

«Δική μου δουλειά,» είπε η Ανεμόφθαλμη.

ΔΙΚΗ ΣΟΥ; ούρλιαξε το β’ζάιλ. Δεν είναι μόνο δική σου, αδελφή μου! Θα υποφέρουμε εκεί! Η φωνή του ακουγόταν θρηνητική. Θα υποφέρουμε όπως κι εκείνη την προηγούμενη φορά. Δεν θυμάσαι; Δεν θυμάσαι;

Η Ανεμόφθαλμη δεν απάντησε.

ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΣ ΠΑΣ ΕΚΕΙ! φώναξε το β’ζάιλ. Δε μπορείς να μας πας εκεί! Μην είσαι ανόητη! Θέλεις να πεθάνουμε;

«Αφού δεν πεθάναμε πριν, ούτε τώρα θα πεθάνουμε.» Η Ανεμόφθαλμη ήπιε λίγο απ’το νερό στο φλασκί της.

Σε παρακαλώ, αδελφή μου! Το ξέρεις πόσο σ’αγαπώ! Μη μας πας εκεί. Θα υποφέρουμε… Θα υποφέρουμε!

Η Ανεμόφθαλμη δεν του μίλησε.

ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ ΣΟΥ! ούρλιαξε ξέφρενα το β’ζάιλ μετά από μια στιγμή σιωπής. Δε μπορείς να μου το κάνεις αυτό! Έχεις τρελαθεί; Καημένη αδελφή μου, έχεις τρελαθεί;

«Μη μιλάς συνέχεια. Εξουθενώνεις τον εαυτό σου αχρείαστα.»

Δεν εξουθενώνομαι εγώ, αδελφή μου. Μπορώ να σου μιλάω όλη νύχτα!

«Και μετά, τι θα κάνουμε την ημέρα, αδελφή μου; Αν δε μ’αφήσεις να κοιμηθώ, τι θα κάνουμε; Θα πεθάνουμε εδώ, μες στην έρημο; Το προτιμάς αυτό απ’το να πάμε στο Στόμα των Θεών;»

ΟΟΟΟοοοοοο-χουχουχουχου! κλαψούρισε το β’ζάιλ. Γιατί με τυραννάς έτσι, αδελφή μου; Γιατί; Δε θα το ξεχάσω αυτό! Δε θα το ξεχάσω!

«Μην το ξεχάσεις. Αλλά σκάσε τώρα.»

Το β’ζάιλ συνέχισε να κλαψουρίζει, να ουρλιάζει, να παρακαλεί, και να απειλεί, αλλά η Ανεμόφθαλμη δεν του μιλούσε πλέον καθόλου.

Ο Αμμοβάτης αναδεύτηκε μες στον ύπνο του, σφυρίζοντας εύηχα και σαλεύοντας την πλατιά ουρά του πάνω στην άμμο.

8.

Το μεσημέρι της τέταρτης ημέρας από την αρχή του ταξιδιού της στην Τρίγωνη, η Ανεμόφθαλμη έφτασε σ’ένα σημείο στους πρόποδες των ξερών βουνών όπου οι βράχοι άνοιγαν λες και είχαν διαλυθεί από κάποια έκρηξη. Δεν είχε ξανάρθει εδώ, αλλά αμέσως αναγνώρισε το μέρος γιατί είχε δει φωτογραφίες του. Το Στόμα των Θεών, στην καρδιά της Τρίγωνης.

Σταμάτα, αδελφή μου! Σταμάτα! προειδοποίησε το β’ζάιλ της.

Η Ανεμόφθαλμη κατέβηκε, μ’ένα ευέλικτο πήδημα, απ’τη ράχη του Αμμοβάτη και τον πήρε από τα χαλινάρια. «Δε σκόπευα να απομακρυνθώ.»

Ξέρεις τι εννοώ – μην παίζεις μαζί μου! Σταμάτα! Μη μπεις εκεί μέσα!

«Το έχω αποφασίσει· μη με τσαντίζεις.»

Νομίζεις ότι εκεί θα βρεις απαντήσεις; Δε θα βρεις… δε θα βρεις… –Σ’το λέω: ΔΕΝ ΘΑ ΒΡΕΙΣ!

«Μη φωνάζεις. Θα δυσκολέψεις τα πράγματα και για τις δυο μας.»

Το β’ζάιλ θρηνούσε ενώ η Ανεμόφθαλμη πλησίαζε το άνοιγμα ανάμεσα στους γιγάντιους βράχους, ακολουθώντας μια καθοδική κλίση του αμμώδους εδάφους που από μέσα του, σε τούτο το μέρος, ξεπρόβαλλαν και πολλές πέτρες. Κι ολοένα περισσότερες, καθώς η Ανεμόφθαλμη προχωρούσε τραβώντας τον Αμμοβάτη πίσω της. Τα βουνά έκλεβαν τη θέση της ερήμου με κάθε μέτρο που βάδιζες.

Μια σπηλιά είδε η Ανεμόφθαλμη να διαμορφώνεται, τώρα, μέσα από τους βράχους, εν μέρει ανοιχτή στον ουρανό, εν μέρει κλειστή, κρυμμένη σε σκιές. Αυτό δεν το είχε ποτέ ξανά δει, γιατί απαγορευόταν κανείς να τραβά φωτογραφίες σ’ένα τέτοιο ιερό μέρος. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα έριχνε την οργή των θεών επάνω του – και ειδικά του Σάμπρεοθ, που όλοι τον έτρεμαν.

Ω αδελφή μου… Ω καημένη αδελφή μου… έχεις τρελαθεί!…

«Σκάσε πια,» μούγκρισε η Ανεμόφθαλμη μέσα από την κουκούλα της. «Δε μπορείς ποτέ να σωπάσεις;» Την είχε ζαλίσει αυτές τις τελευταίες ημέρες· συνεχώς μιλούσε και μιλούσε και μιλούσε. Μετά βίας την άφηνε να κοιμηθεί.

Η σπηλιά είχε σταλαγμίτες και σταλακτίτες σαν άγρια δόντια, και στο κέντρο της διακρινόταν μια κρυστάλλινη λίμνη. Κανένας άνθρωπος δεν φαινόταν εκεί κοντά· μονάχα ένα πουλί είχε σταματήσει για να πιει νερό. Ένα μεγάλο, γκριζόφτερο πουλί με αστραφτερά πράσινα μάτια. «Ο ερημίτης» το έλεγαν, επειδή του άρεσαν οι έρημοι. Ατένισε την Ανεμόφθαλμη, για λίγο, με το ένα του μάτι, και μετά συνέχισε να πίνει νερό.

Η Ανεμόφθαλμη σταμάτησε μέσα στη σπηλιά, αφήνοντας τα χαλινάρια του Αμμοβάτη, και κοίταξε ολόγυρα, μήπως ήταν και τίποτε άλλο εδώ το οποίο της κρυβόταν στις σκιές. Δεν διέκρινε, όμως, ούτε θηρίο ούτε άνθρωπο. Και η σπηλιά ήταν δροσερή και γαλήνια.

Ήπιε νερό από τη λίμνη και κάθισε παραδίπλα για να φάει από τις προμήθειές της, οι οποίες ολοένα και λιγόστευαν. Ευχόταν να τις έφταναν για να φύγει από την έρημο, όταν έβγαινε από το Στόμα των Θεών.

Ο ερημίτης μοιραζόταν τη σπηλιά μαζί της και με τον Αμμοβάτη ατάραχος. Το νέσερ’τακ ήπιε λίγο νερό και, μετά, κουλουριάστηκε γύρω από έναν πελώριο σταλαγμίτη, κλείνοντας τα μάτια.

Η Ανεμόφθαλμη έστρεψε το βλέμμα της προς το σκοτεινό βάθος του σπηλαίου, όπου με το ζόρι διακρινόταν μια τρύπα ακόμα πιο σκοτεινή: μια τρύπα όπου αν ήθελε να μπει θα έπρεπε να μπει σκυφτή.

Αδελφή μου, ξανασκέψου το! Ξανασκέψου το!

«Το έχω ήδη σκεφτεί.»

Ο ερημίτης ύψωσε το κεφάλι του για να την ατενίσει έντονα στο άκουσμα της φωνής της. Παρότι δεν ήταν και πολύ δυνατή, αντηχούσε μες στο σπήλαιο.

Θα υποφέρουμε… θα υποφέρουμε κι οι δύο…

Η Ανεμόφθαλμη δεν ξαναμίλησε στο β’ζάιλ της. Ντρεπόταν τον ερημίτη. Έφαγε σιωπηλά, κι ύστερα ήπιε ξανά νερό και, αφού έβγαλε τις μπότες της, ξάπλωσε για να ξεκουραστεί.

Η αγέννητη αδελφή της συνέχισε να μουρμουρίζει, να παρακαλεί, και να ικετεύει.

Ο Αμμοβάτης σφύριζε μες στον ύπνο του.

Ο ερημίτης φτερούγισε και έφυγε απ’τη σπηλιά όταν μονάχα το β’ζάιλ ήταν ξύπνιο.

9.

Η Ανεμόφθαλμη ξύπνησε το απόγευμα, με το κοκκινωπό φως του ήλιου να γλιστρά μέσα στη σπηλιά κάνοντάς τη να νομίζει ότι είχε ξαφνικά βρεθεί σε κάποια άλλη διάσταση. Σηκώθηκε στα γυμνά πόδια της και βάδισε.

Τώρα που είσαι ξεκούραστη, αδελφή μου, βλέπεις ότι ήταν ανόητο αυτό που ήθελες να κάνεις, έτσι; Σωστά; Σωστά δεν τα λέω;

Η Ανεμόφθαλμη αναστέναξε. Γονάτισε πλάι στη λίμνη, γέμισε τις χούφτες της με νερό, και–

ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΜΟΥ! αντήχησε η φωνή του β’ζάιλ μέσα στο κεφάλι της.

–ήπιε. Ήρεμα.

Γιατί με αγνοείς; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Ξέρεις πόσο σ’αγαπώ, αδελφή μου, δεν ξέρεις πόσο σ’αγαπώ;

Η Ανεμόφθαλμη ορθώθηκε. «Θα πάω στο Στόμα των Θεών,» είπε, «και δεν πρόκειται να με μεταπείσεις. Θέλω να μάθω εκείνο που είναι να μάθω. Εξάλλου, εσύ η ίδια μού είπες ότι κανονικά θα έπρεπε να θυμάμαι τη Ρελκάμνια, παρότι αυτό μοιάζει αδύνατο.»

Σου λέω μόνο ό,τι εσύ ξέρεις… μόνο ό,τι εσύ ξέρεις… κλαψούρισε το β’ζάιλ.

«Πες μου κι άλλα, τότε,» το πρόσταξε η Ανεμόφθαλμη. «Κι άλλα απ’αυτά που… ξέρω· και ίσως να το σκεφτώ να μη μπω στο Στόμα των Θεών.»

Δε μπορώ… Δε μπορώ!

«Γιατί;»

Επειδή ούτε εγώ δεν τα ξέρω!

Η Ανεμόφθαλμη δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Η νοημοσύνη των β’ζάιλ ήταν διαφορετική από των ανθρώπων: όλοι το έλεγαν. Κανένας ευγενής της Σάρντλι δεν είχε μπορέσει ποτέ να κατανοήσει απόλυτα το β’ζάιλ του. Ήταν ένα μυστήριο.

Η Ανεμόφθαλμη πλησίασε τον Αμμοβάτη, που είχε ξυπνήσει, και τον χάιδεψε κάτω από το σαγόνι, όπως ήξερε πως άρεσε στα νέσερ’τακ. Ο Αμμοβάτης κροτάλισε ελαφρά τα δόντια του, ευχαριστημένος. Σφύριξε.

«Θα φύγω τώρα για λίγο,» του είπε εκείνη. «Θα με περιμένεις, εντάξει;»

Ακόμα ένα σφύριγμα.

Η Ανεμόφθαλμη στράφηκε και βάδισε προς τη χαμηλή τρύπα στο βάθος της σπηλιάς.

Όχι, αδελφή μου! ΟΧΙ! ΣΤΑΜΑΤΑ!

Η Ανεμόφθαλμη, σκύβοντας χωρίς δισταγμό, μπήκε στο Στόμα των Θεών–

Βάδιζε μέσα σε μια σήραγγα που έμοιαζε ατέρμονη, και ρευστή από κάτω της. Πόση ώρα ήταν εδώ πέρα;

Ένας άνεμος ούρλιαζε μες στη σήραγγα, ένας άνεμος που τραβούσε τα ρούχα της Ανεμόφθαλμης, τραβούσε τα μαλλιά της, και το ίδιο το δέρμα της.

ΣΕ ΜΙΣΩ! ΣΕ ΜΙΣΩ! ΣΕ ΜΙΣΩ ΣΕ ΜΙΣΩ ΣΕ ΜΙΣΩ! φώναζε κάποια. Από πού ερχόταν αυτή η φωνή;

ΒΓΑΛΕ ΜΕ ΑΠΟ ΔΩΩΩΩΩΩ!

Η Ανεμόφθαλμη δέχτηκε ένα χτύπημα στο πρόσωπο, και βούλιαξε στο νερό–

Βγαίνει επάνω σ’έναν βράχο, αγκομαχώντας. Πλοκάμια τραβάνε τα πόδια της. Όχι – γυρίζει και κοιτάζει – τα πόδια της είναι πλοκάμια. Η Ανεμόφθαλμη ουρλιάζει ξέφρενα, καθώς τα πλοκάμια της ανασαλεύουν. Βλέπει σχήματα να διαγράφονται από πάνω της στο σκοτάδι.

Με πρόδωσες! λέει κάποια. Με πρόδωσες! Και η Ανεμόφθαλμη έχει τώρα έναν ιστό αράχνης επάνω στο πρόσωπό της: της κλείνει το στόμα, τα μάτια, τα ρουθούνια. Σφαδάζει απεγνωσμένη. Τα χέρια της πιάνονται σε κάτι γλιστερό.

Φωνές έρχονται. Πολλές, περίεργες φωνές.

…μεταλλικά τέρατα!… Αν τα πράγματα ήταν όπως πριν, θα τον είχαμε βρει… Ερείπια, τα πάντα είναι ερείπια… Γι’αυτό, όπως βλέπετε, πρέπει ν’αλλάξουμε πορεία!… Από εμάς… ο εχθρός σας… φωτίζοντας το μέρος μ’αυτό το μαραφέτι… να κατεβείτε… Ο Τάμπριελ; Αποκλείεται!…

Η Ανεμόφθαλμη είχε κυλιστεί και είχε κυλιστεί στις λάσπες, και θα κυλιόταν και θα κυλιόταν και θα κυλιόταν. Τα χέρια της είχαν βγάλει τους ιστούς από το πρόσωπό της, και σκαρφάλωνε σε μια πλαγιά με ενοχλητική βλάστηση. Σκαρφάλωνε ενώ κρεμόταν ανάποδα, από το ταβάνι – και μια κατάμαυρη σκιά με κίτρινα μάτια την καταδίωκε. ΠΟΝΑΩ! ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΣΟΥ! Εσύ μάς έφερες εδώ! Εσύ! Ποια μιλούσε; Ποια ήταν αυτή;

Η Ανεμόφθαλμη κλοτσά κάποιο πλάσμα με το πλοκάμι της, και το βλέπει να πέφτει σε μια άβυσσο όπου κατρακυλούν λάσπες, νερά, αίματα, και νεκρά έντομα.

Σηκώνεται όρθια και φωνάζει: Ρελκάμνια! Πότε ήμουν στη Ρελκάμνια; Πότε ήμουν στη Ρελκάμνια; Η σπηλιά θρυμματίζεται από πάνω της, και η Ανεμόφθαλμη βλέπει μια σκάλα, στον ουρανό, λίγα μέτρα πάνω από τη γη. Πηδά και πιάνεται στο πρώτο σκαλοπάτι, κι αρχίζει ν’ανεβαίνει, με χέρια και με πόδια, γιατί στην κορυφή της σκάλας μπορεί να δει μια κλειστή πόρτα – μια πόρτα που ξέρει ότι πρέπει να φτάσει.

Τα σκαλοπάτια κομματιάζονται πίσω της. Εκείνη δεν γυρίζει να τα κοιτάξει. Βλέπει μονάχα μπροστά.

Κι έφτασε, τώρα, στην πόρτα. Στάθηκε όρθια, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Άπλωσε το χέρι της κι έπιασε τον μεγάλο χαλκά.

Ένα άλλο χέρι αρπάζει τον καρπό της.

Γυρίζει και κοιτάζει καταπρόσωπο την Ανεμόφθαλμη.

—Ύστερα από εδώ, δεν υπάρχει επιστροφή.

—Το ξέρω.

—Δεν ξέρεις τίποτα. Δες τις φωνές που φτερουγίζουν στον ουρανό.

Η Ανεμόφθαλμη αφουγκράζεται, και βλέπει τις φωνές που φτερούγιζαν στον ουρανό ολόγυρά τους.

—Το Μεγάλο Όνειρο σε κοιτάζει, της λέει η Ανεμόφθαλμη. Αν το κοιτάξεις κι εσύ, θα το ονειρευτείς. Για πάντα.

—Θέλω να μάθω για τη Ρελκάμνια.

Η Ανεμόφθαλμη αφήνει τον καρπό της και κρύβεται μέσα στη σκιά κάτω από τα πόδια της.

Τράβηξε τον χαλκά και άνοιξε την πόρτα.

Κι από πίσω ήταν ένα όνομα.

10.

Η Ανεμόφθαλμη βγήκε από το Στόμα των Θεών και στάθηκε μπροστά στην κρυστάλλινη λίμνη.

Ο Αμμοβάτης την παρατηρούσε τώρα με διαφορετικά μάτια, σαν να μην την αναγνώριζε. Σφύριξε ερωτηματικά.

Η Ανεμόφθαλμη τού χαμογέλασε. «Εγώ είμαι,» του είπε, και ήξερε πως την κατάλαβε.

Ω αδελφή μου… κλαψούρισε το β’ζάιλ της. Ποιες είμαστε τώρα, αδελφή μου; Ποιες είμαστε;…

Η Ανεμόφθαλμη τράβηξε το κυνηγετικό της μαχαίρι και έκοψε το β’ζάιλ από πάνω της. Το άρπαξε, με το ένα χέρι, και το κράτησε εμπρός της σαν παλιό ρούχο.

Ο Αμμοβάτης σύρθηκε προς τα πίσω, τρομαγμένος, σαν να παρατηρούσε κάτι το τελείως αφύσικο, κάτι το ασύλληπτο.

Και, πράγματι, ακριβώς έτσι ήταν. Η παλιά, κοιμισμένη Ανεμόφθαλμη, αν το έβλεπε αυτό να συμβαίνει, θα τρελαινόταν. Κυριολεκτικά. Η συνηθισμένη νοημοσύνη δεν μπορούσε να το αντιληφτεί πλήρως.

Αλλά η Ανεμόφθαλμη δεν ονειρευόταν πλέον αυτό το παλιό όνειρο.

«Ξέρεις ποια είμαστε,» είπε στο πνεύμα στο χέρι της.

Είμαι μπερδεμένη, αδελφή μου… μπερδεμένη, μπερδεμένη…

«Πες ποια είμαστε!» πρόσταξε η Ανεμόφθαλμη.

Άζ’λεφκ, ψέλλισε το πνεύμα. Άζ’λεφκ.

Θυμηθήκαμε, αδελφή μου. Θυμηθήκαμε… Θυμήθηκες.

Η Ανεμόφθαλμη ένευσε. «Θυμήθηκα,» είπε, και έκλεισε το πνεύμα μέσα στην αγκράφα της ζώνης της.

Στράφηκε στον Αμμοβάτη και έβγαλε από το στόμα της ένα σφύριγμα ίδιο με το δικό του: τόσο ίδιο που το θηρίο το κατάλαβε σαν η Ανεμόφθαλμη να μιλούσε στη ζωώδη γλώσσα του.

Θα ξεκουραστούμε εδώ απόψε, και το πρωί θα φύγουμε, του είχε πει.

Ρελκάμνια

1.

Ήταν καλοκαίρι στη Ρελκάμνια, και ο ήλιος πύρωνε τα μέταλλα και τις πέτρες των οικοδομημάτων της Ατέρμονης Πολιτείας. Τα οδοστρώματα, οι γέφυρες, και οι ράγες έκαιγαν σαν φωτιά. Η Παντοκράτειρα, βέβαια, αν ήθελε μπορούσε να μη νιώσει τίποτα απ’αυτά, κλεισμένη στο Παντοτινό Ανάκτορο με συστήματα που ρύθμισαν την ατμόσφαιρα στη θερμοκρασία της αρεσκείας της. Ωστόσο, την τρίτη ημέρα που ο Ορείχαλκος βρισκόταν μαζί της, η Αγαρίστη βγήκε σ’ένα μπαλκόνι για να δει πώς ήταν ο πραγματικός καιρός στη διάστασή της, και σκέφτηκε:

Μα τους θεούς! τι λάβρα είν’ αυτή;

Ο λιγοστός αέρας που ερχόταν προς το μέρος της έκανε το πρόσωπό της να ζεσταίνεται λες κι έβγαινε από το στόμιο φούρνου. Το δάπεδο κάτω από τα γυμνά πόδια της ήταν καυτό. Τα κάγκελα του μπαλκονιού ήταν επίσης καυτά, διαπίστωσε αγγίζοντάς τα – κι αμέσως απομάκρυνε το χέρι της.

Η Παντοκράτειρα χαμογέλασε. Καιρός για πάρτι! σκέφτηκε, και ξαναμπήκε στο εσωτερικό των προσωπικών της διαμερισμάτων μέσα στο Παντοτινό Ανάκτορο.

Πέρασε από δωμάτια και δωμάτια, και έφτασε εκεί όπου καθόταν ο Ορείχαλκος, οκλαδόν, στο πάτωμα, και διαλογιζόταν, λουσμένος από το πρωινό φως που έμπαινε από ένα κρυστάλλινο παράθυρο. Ο χώρος ήταν λιτά διακοσμημένος, και ό,τι διακόσμηση υπήρχε προερχόταν από τη Σάρντλι: Σάρντλια φυτά, Σάρντλια αγάλματα, Σάρντλιοι πίνακες, Σάρντλια έπιπλα. Η Αγαρίστη είχε διαμορφώσει το δωμάτιο ειδικά για τον Ορείχαλκο· δεν ήθελε να αισθάνεται ξένος στο σπίτι της. Ήθελε να αισθάνεται σαν να ήταν στο δικό του σπίτι.

«Αγάπη μου!» είπε γελώντας, καθώς βάδιζε προς το μέρος του, με την πράσινη, κεντητή ρόμπα της ν’ανεμίζει γύρω της. «Έχω μια ιδέα!»

Ο Ορείχαλκος άνοιξε τα μάτια του για να κοιτάξει την Αγαρίστη, που είχε τώρα δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ και καστανά μαλλιά. Όταν είχαν ξυπνήσει μαζί, πριν από καμια ώρα, το δέρμα της ήταν κόκκινο και τα μαλλιά της γαλανά. Κάτι έκανε με τους Υπερασπιστές της και άλλαζε την εμφάνισή της, απ’ό,τι είχε καταλάβει ο Ορείχαλκος, αλλά ποτέ δεν το είχε δει να συμβαίνει μπροστά του· η Αγαρίστη τού έλεγε όλες τις φορές να απομακρύνεται, και κλεινόταν σε κάποιο δωμάτιο μαζί και με τους τέσσερις Υπερασπιστές προτού η αλλαγή πραγματοποιηθεί. Ο Ορείχαλκος δεν είχε επιχειρήσει (ακόμα) να κρυφοκοιτάξει. Φοβόταν ότι ίσως ο Ελκράσ’ναρχ να τον καταλάβαινε και να προσπαθούσε να στρέψει αυτή του την ενέργεια εναντίον του, κάνοντας την Αγαρίστη να τον αντιπαθήσει, ή τουλάχιστον να τον δει με καχυποψία. Και τα δύο θα αποτελούσαν εμπόδιο για τα σχέδια του Ορείχαλκου· επομένως, για την ώρα, ήταν… φρόνιμος.

Ακούγοντας τώρα τα λόγια της Παντοκράτειρας, σκέφτηκε: Δε μ’αρέσει αυτό. «Τι ιδέα;» τη ρώτησε. Οι ιδέες της ήταν, συνήθως, παράξενες το λιγότερο.

Η Παντοκράτειρα γονάτισε μπροστά του. «Να κάνουμε ένα πάρτι!»

Αυτό δεν είναι και τόσο παράξενο… «Γιατί όχι;» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος. «Τι έχεις στο μυαλό σου;»

Η Αγαρίστη τεντώθηκε και τον φίλησε δυνατά. «Απλώς ένα πάρτι. Θα καλέσω κόσμο και θα… γίνει ό,τι γίνει.» Χαμογέλασε.

Κόσμο… Αυτό ίσως ν’αποδειχτεί ενδιαφέρον… και πληροφοριακό, αναλογίστηκε ο Ορείχαλκος. «Πώς το σκέφτηκες, αλήθεια;»

«Βγήκα έξω και είδα ότι έχει τρομερή ζεστή· και, άρα, τώρα είναι ό,τι πρέπει για πάρτι, σωστά;»

«Μάλλον,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος. «Ποιους θα καλέσεις;»

Η Αγαρίστη ανασήκωσε τους ώμους. «Κόσμο… Τις πιο στενές μου φίλες, κατ’αρχήν. Τη Ρία-Μία– Την ξέρεις τη Ρία-Μία, έτσι;»

Ο Ορείχαλκος ένευσε. Η Αρχιέρεια του Κρόνου.

«Τη Βάρμη. Την Καλλιστώ– Της το χρωστάω να τη διασκεδάσω λίγο, ύστερα από εκείνο το μαστίγωμα.»

«Ποιο μαστίγωμα;»

«Είχα προστάξει να τη μαστιγώσουν όταν με τσάντισε. Ήταν τότε που είχα μόλις μάθει ότι η Σάρντλι αποστάτησε, και νόμιζα ότι με πρόδωσες. Είχα θυμώσει πολύ.» Αλλά τώρα που το έλεγε δεν αισθανόταν πλέον θυμωμένη. Τι ανόητη που ήμουν! σκέφτηκε. Ο Ορείχαλκος δεν θα μπορούσε ποτέ να με προδώσει – τον είχαν ξεγελάσει. «Ακόμα θα έχει ουλές στην πλάτη της.

»Τέλος πάντων. Εκτός απ’αυτές, θα καλέσω τη Τζένιφερ τη Μαύρη Δράκαινα, την οποία θεωρώ επίσης φίλη μου πια. Και θα καλέσω και κάποιους αριστοκράτες, βέβαια…» Συνοφρυώθηκε σκεπτική. «Τον Σείριο Εισόδιο, σίγουρα. Την Κάλθρα-Λάντι, τον Κέσνελ-Ριθ.» Χαμογέλασε. «Είναι εραστές, ξέρεις, οι δυο τους, και είναι κι οι δύο παντρεμένοι και το κρύβουν για να μην το μάθουν οι σύζυγοί τους. Κάποια μέρα πρέπει να τους… τρομάξω λιγάκι· χι-χι-χι-χι-χι…»

«Να τους τρομάξεις;»

«Ναι, κάτι θα βρω να κάνω,» είπε η Παντοκράτειρα.

Δεν το αμφιβάλλω, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Εκείνος ο πρώην πράκτοράς της ακόμα ήταν κλεισμένος στον παράξενο λαβύρινθο, και μπορούσες να τον παρακολουθήσεις μέσα από τα μάτια τηλεοπτικών πομπών. «Ελπίζω όχι σ’αυτό το πάρτι.»

«Δεν ξέρω· δεν έχω αποφασίσει, αγάπη μου.» Η Αγαρίστη πετάχτηκε όρθια.

«Τον Ρίμναλ’μορ θα τον καλέσεις;»

Η Αγαρίστη, που ήταν έτοιμη να φύγει για να ξεκινήσει τις προετοιμασίες, στάθηκε και τα φρύδια της σούφρωσαν. «Θέλεις να τον καλέσω;» Της είχε πει ότι ήθελε να τον γνωρίσει, αλλά ακόμα οι δυο τους δεν είχαν συναντηθεί.

Ο Ορείχαλκος σηκώθηκε από το πάτωμα. «Γιατί όχι;»

«Δε θα μου κάνεις ζήλιες, όμως!»

«Υπόσχομαι πως όχι.»

«Δεν έχεις τίποτα να ζηλέψεις απ’τον Ρίμναλ, ούτως ή άλλως, αγάπη μου,» είπε η Παντοκράτειρα· και, ζυγώνοντάς τον, τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τον φίλησε.

«Τέτοια γνώμη έχεις για τον σύζυγό σου;»

«Την αλήθεια λέω μονάχα. Είναι ο καλύτερος Τεχνομαθής μάγος στη Ρελκάμνια· είμαι βέβαιη. Είναι πολύ καλός με τις μηχανές… αλλά όχι με τη δική μου μηχανή.»

2.

Οι πρωινές ειδήσεις τελείωσαν, και ο Ελπιδοφόρος έκλεισε τον τηλεοπτικό δέκτη αντίκρυ του με το τηλεχειριστήριο. «Δε λένε τίποτα τόσο κακό για την οικονομία ακόμα,» είπε στον Κλαρκ. Το μόνο αρνητικό που είχαν αναφέρει ήταν ότι, εξαιτίας της πρόσφατης αποστασίας της Σάρντλι, οι τιμές πολλών πρώτων υλών θα αυξάνονταν, καθώς μέχρι πρότινος η Ρελκάμνια από εκεί έπαιρνε κυρίως τα μεταλλεύματά της.

Ο Κλαρκ καθόταν παραδίπλα, στο ίδιο τραπέζι με τον Ελπιδοφόρο, και έπαιρνε πρωινό. «Αναμενόμενο ήταν να μην προσέξουν από τώρα τη διαφορά. Το χρήμα μου χρειάζεται κάποιο χρόνο μέχρι να κυκλοφορήσει. Και δεν έχω δώσει ακόμα όλη την ποσότητα που σχεδιάζω.»

«Γιατί καθυστερείς;»

«Για να τους μπερδέψουμε. Δε θέλουμε να καταλάβουν αμέσως ότι η ποσότητα του χρήματος αυξήθηκε δραματικά στη διάσταση. Ούτε θέλουμε να καταλάβουν από πού προέρχεται το επιπρόσθετο χρήμα. Αν το καταλάβουν, θα έχω βάλει σε κίνδυνο τους ανθρώπους που με εξυπηρετούν.»

Ο Ελπιδοφόρος ήπιε μια γουλιά από την πορτοκαλάδα του. «Εξήγησέ μου ξανά γιατί η αύξηση της ποσότητας του χρήματος θα προκαλέσει πρόβλημα στην οικονομία της Ρελκάμνια.»

Ο Κλαρκ αναστέναξε. «Ας πούμε ότι έχεις καντίνα και πουλάς την πορτοκαλάδα ένα δεκάδιο, εντάξει;»

«Ας πούμε.»

«Γιατί να μην την πουλήσεις δύο δεκάδια; Ή τρία; Ή πέντε; Ή δέκα;»

Ο Ελπιδοφόρος μόρφασε. «Κανένας δε θα την αγοράσει, υποθέτω. Θα πάνε σε καμια άλλη καντίνα.»

«Γιατί η κάθε καντίνα να μην έχει την πορτοκαλάδα δέκα δεκάδια, Ελπιδοφόρε;»

Ο Ελπιδοφόρος άναψε τσιγάρο. «Παραγίνεσαι φιλοσοφικός, μάγε. Ένας απλός στρατιωτικός είμαι.»

Ο Κλαρκ τον έδειξε με το πιρούνι του. «Όχι και τόσο απλός. Γιατί η κάθε καντίνα να μη δίνει την πορτοκαλάδα δέκα δεκάδια; Γιατί να μην τη δίνει πενήντα, εδώ που τα λέμε;»

Ο Ελπιδοφόρος γέλασε. «Σιγά μην παίρνουμε και τον καφέ ένα κατοστάρικο, μάγε!»

«Γιατί όχι;»

«Ποιος έχει τόσα λεφτά; Αν πουλάς–»

«Ακριβώς,» τόνισε ο Κλαρκ. «Ποιος έχει τόσα λεφτά; Όταν όμως η ποσότητα του χρήματος αυξηθεί για όλους, τότε τι θα γίνει, Ελπιδοφόρε;»

Ο Ελπιδοφόρος συνοφρυώθηκε, νομίζοντας πως άρχιζε να μπαίνει στο νόημα. «Θα έχουν όλοι περισσότερα λεφτά…» Φύσηξε καπνό απ’τα ρουθούνια, αργά.

«Και άρα θα μπορείς, ίσως, να πουλάς τις πορτοκαλάδες σου πενήντα δεκάδια τη μία. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα τις αγοράζουν κιόλας. Κι επίσης, όλες οι υπόλοιπες καντίνες θα έχουν εξίσου ‘εξωφρενικές’ τιμές για τις πορτοκαλάδες και τις λεμονάδες και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς.»

«Ναι αλλά, αν θέλουμε, θα μπορούμε να έχουμε και πιο χαμηλές τιμές…»

«Θα μπορείτε; Για σκέψου καλύτερα. Δεν θα ανεβάζετε μόνο εσείς τις τιμές. Θα τις ανεβάζει ολόκληρη η αγορά, για τον εξής απλό λόγο ότι οι πάντες θα είναι πλουσιότεροι!»

«Καλώς,» ο Ελπιδοφόρος τίναξε στάχτη μέσα στο τασάκι, «αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό θα είναι κακό για την οικονομία. Απλά θ’αλλάξουν… κάποιοι παράγοντες.»

«Το χρήμα θα υποτιμηθεί,» του είπε ο Κλαρκ. «Όταν η πορτοκαλάδα πουλιέται πενήντα δεκάδια, τότε τι αξία θα έχει το δεκάδιο; Το ένα πεντηκοστό της πορτοκαλάδας;»

«Μάλιστα,» αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος.

«Τα πάντα θα χάσουν το νόημά τους. Και η Ρελκάμνια θα χάσει, επίσης, τη δυνατότητα του εμπορίου με άλλες διαστάσεις.»

«Γιατί;»

«Γιατί τα χρήματά της θα έχουν πολύ λιγότερη αξία από τα δικά τους, φυσικά.»

«Δε θα έχει χάσει τη δυνατότητα τελείως, επομένως· απλά θα βρίσκεται σε χειρότερη θέση.»

«Αρχίζεις και με διορθώνεις· αυτό είναι καλό σημάδι,» είπε ο Κλαρκ. Και συνέχισε σιωπηλά το πρωινό του.

Μετά από λίγο, όταν είχε σβήσει το τσιγάρο του, ο Ελπιδοφόρος ρώτησε: «Το μόνο που θα κάνουμε τώρα, δηλαδή, θα είναι να περιμένουμε η οικονομία της Ρελκάμνια να καταρρεύσει;» Είχε αρχίσει πάλι να βαριέται μέσα στο διαμέρισμα του Κλαρκ, παρότι ήταν μυστηριώδες και παράδοξα μεγάλο.

«Φυσικά και όχι. Πού προτείνεις να χτυπήσουμε;»

«Εννοείς, πράκτορες της Παντοκράτειρας;»

«Ή του Ελκράσ’ναρχ. Εσύ ξέρεις πού βρίσκονται καλύτερα από εμένα.»

«Υπάρχουν κάποια μέρη που θα μπορούσα να πάω…» είπε σκεπτικά ο Ελπιδοφόρος. «Θα με περιμένουν, βέβαια, όπως και τις προηγούμενες φορές τελευταία, αλλά αυτό δε νομίζω να τους σώσει από τα όπλα των Πειθαρχικών του Κενού…»

«Μόλις έχεις αποφασίσει, ειδοποίησέ με,» του είπε ο Κλαρκ, «για να προστάξω το Φαντασκεύασμα να σε μεταφέρει, και για να κανονίσουμε ό,τι άλλο μπορεί να χρειάζεσαι.»

3.

Η Παντοκράτειρα πρόσταξε να ετοιμάσουν μια ολόκληρη ταράτσα για το πάρτι που σχεδίαζε, και πήγε η ίδια να επιβλέψει τη διακόσμηση. Δύο από τους Υπερασπιστές της ήταν μαζί της. Το ίδιο κι ο Ορείχαλκος, ο οποίος κοίταζε ολόγυρα με σχεδόν επιστημονική προσοχή. Το Παντοτινό Ανάκτορο ανέκαθεν τον ενδιέφερε, και το ενδιαφέρον του είχε κεντριστεί ακόμα περισσότερο τώρα που η Αγαρίστη τον είχε ξεναγήσει εδώ. Ή τουλάχιστον, σ’ένα μέρος του Παντοτινού Ανακτόρου. «Δε μπορούμε να πάμε παντού, αγάπη μου,» του είχε πει.

«Γιατί;» είχε ρωτήσει ο Ορείχαλκος.

Η Αγαρίστη είχε γελάσει. «Μα επειδή είναι τεράστιο φυσικά! Κι επιπλέον, ούτε εγώ δεν το ξέρω όλο.»

«Η Παντοκράτειρα δεν γνωρίζει ολόκληρο το σπίτι της;»

«Σου μοιάζει παράξενο, ε;»

«Δεν είναι;»

«Το μεγαλύτερο μέρος του Παντοτινού Ανακτόρου είναι ακατοίκητο, αγάπη μου,» εξήγησε η Παντοκράτειρα. «Δεν είναι ένα χτίριο αλλά πολλά χτίρια ενωμένα. Μου το έφτιαξαν οι Υπερασπιστές μου όταν ξεκινήσαμε την Παντοκρατορία μου.»

Ο Ορείχαλκος συνοφρυώθηκε. «Οι Υπερασπιστές σου; Πώς;»

«Βάλαμε ανθρώπους να ενώσουν όλα τα οικοδομήματα σε τούτη την περιοχή, φυσικά!» γέλασε η Παντοκράτειρα. «Πώς αλλιώς;» Βάδιζαν επάνω σε μια γέφυρα τώρα καθώς μιλούσαν. Μια γέφυρα που βρισκόταν μέσα στο Παντοτινό Ανάκτορο, πάνω από μια άβυσσο που έμοιαζε ατελείωτα βαθιά στον Ορείχαλκο. Μπορούσε να δει άλλα πατώματα από κάτω: ανοίγματα, παράθυρα, μικρούς εξώστες…

«Γιατί;» ρώτησε.

Η Αγαρίστη γέλασε ξανά. «Γιατί, γιατί, γιατί, γιατί! Σ’αρέσει πολύ, μου φαίνεται, αυτή η λέξη, αγάπη μου!» Αλλά του απάντησε: «Η Παντοκράτειρα δεν μπορούσε να μένει σ’ένα οποιοδήποτε χτίριο. Ήταν προφανές ότι χρειαζόμουν ένα παλάτι. Αλλά κανένα παλάτι στη Ρελκάμνια δεν ήταν αντάξιο μιας Παντοκράτειρας. Από εδώ, μην ξεχνάς, διοικώ ολόκληρο το σύμπαν! Οπότε, έπρεπε να φτιάξουμε ένα παλάτι. Και το φτιάξαμε.»

«Πώς ξεκίνησε, Αγαρίστη; Πώς ξεκίνησαν όλα… ολ’αυτά; Η Παντοκρατορία, εσύ, οι Υπερασπιστές…»

«Είπαμε να σε ξεναγήσω, δεν είπαμε;» αποκρίθηκε η Παντοκράτειρα καθώς άφηναν τη γέφυρα πίσω τους μπαίνοντας σ’έναν διάδρομο. «Δεν έχει νόημα να συζητάμε για άσχετα πράγματα!»

Πάντοτε απέφευγε να του απαντήσει σε τέτοιες ερωτήσεις, είχε παρατηρήσει ο Ορείχαλκος. Ήταν σα να μην ήθελε να θυμάται πώς είχε καταλήξει Παντοκράτειρα ολόκληρου του Γνωστού Σύμπαντος. Ή σα να φοβόταν να μιλήσει. Μπορεί να φοβόταν τους Υπερασπιστές – τον Ελκράσ’ναρχ; αναρωτιόταν ο Ορείχαλκος. Θα του φαινόταν περίεργο, όμως, αν αλήθευε: διότι, βλέποντας την Αγαρίστη να συναναστρέφεται τους Υπερασπιστές της, δεν του δινόταν η εντύπωση πως τους φοβόταν. Τουναντίον, μάλλον σαν υπηκόους της τους μιλούσε. Σαν υποτακτικούς της, ίσως. Και, σίγουρα, σαν συμβούλους τούς έβλεπε. Και οι Υπερασπιστές ποτέ δεν της έφερναν αντίρρηση σε ό,τι επιθυμούσε.

Επί του παρόντος, ο Ορείχαλκος κοίταξε τις άλλες ταράτσες του Παντοτινού Ανακτόρου από την ταράτσα όπου ο ίδιος βρισκόταν. Μερικές ήταν πιο ψηλά, μερικές πιο χαμηλά. Κάποιες έμοιαζαν με κήπους, κάποιες ήταν μικρά αεροδρόμια, κάποιες δεν είχαν τίποτα το ιδιαίτερο ή αξιοσημείωτο, κάποιες ήταν καλυμμένες με αστραφτερά κρύσταλλα. Σ’ορισμένες στέκονταν λευκοντυμένοι φρουροί, σ’άλλες υπήρχαν πυροβόλα ή κεραίες, κι άλλες ήταν τελείως άδειες.

Μ’ολόκληρη πόλη έμοιαζε αυτό το Παντοτινό Ανάκτορο· και σίγουρα ήταν πολύ μεγαλύτερο από πολλές πόλεις στη Σάρντλι.

«Τι κοιτάζεις, αγάπη μου;» τον ρώτησε η Αγαρίστη.

«Τίποτα συγκεκριμένο…»

«Νόμιζα ότι σε ξενάγησα και σου έλυσα όλες σου τις απορίες!»

Όλες μου τις απορίες; Μάλλον όχι. «Ακόμα με εκπλήσσει αυτό το μέρος.»

«Θα το συνηθίσεις,» του είπε η Αγαρίστη, και στράφηκε πάλι στους ανθρώπους που έστηναν τη διακόσμηση για το πάρτι, τοποθετώντας μεγάλα φυτά, πίνακες που ακουμπούσαν σε ειδικά τρίποδα, έπιπλα, αγάλματα, οθόνες, ηχεία, κονσόλες. Στο κέντρο της ταράτσας υπήρχε μια πισίνα, και τώρα την έπλεναν για να τη γεμίσουν με νερό.

«Τι αφόρητη ζέστη…» ξεφύσησε η Παντοκράτειρα, μετά από λίγο, καθώς έκανε αέρα με μια μεγάλη βεντάλια. Πλησίαζε μεσημέρι. «Πάμε μέσα, Ορείχαλκε;»

«Πάμε.»

Οι δύο Υπερασπιστές τούς ακολούθησαν στο εσωτερικό του Παντοτινού Ανακτόρου.

4.

Η Παντοκράτειρα είχε αλλάξει μορφή για το πάρτι. Το δέρμα της ήταν τώρα χρυσαφί σαν του Ορείχαλκου, και τα μαλλιά της κόκκινα, επίσης σαν του Ορείχαλκου. Σκεφτόταν πως θα ήταν ωραία να μοιάζει με τη θηλυκή αντανάκλασή του. Φορούσε ένα φόρεμα από την τελευταία μόδα της Σάρντλι και παπούτσια από δέρμα Σάρντλιου κροκόδειλου. Τα μαλλιά της ήταν δεμένα έτσι ώστε μια μεγάλη κοτσίδα να κρέμεται πίσω από το κεφάλι της και δύο μικρότερες να πέφτουν μπροστά από τους ώμους της.

Ο Ορείχαλκος ήταν ντυμένος επίσης σύμφωνα με τη μόδα της Σάρντλι, και φορούσε κοσμήματα Ρελκάμνιας κατασκευής τα οποία του είχε δώσει η Αγαρίστη. Ήταν όλα τους αντιγραφές Σάρντλιων κοσμημάτων, και ο Ορείχαλκος νόμιζε ότι αυτό φαινόταν με άσχημο τρόπο· αλλά δεν είπε τίποτα στη σύζυγό του.

Περίμεναν οι δυο τους στην ταράτσα που είχε ετοιμαστεί για το πάρτι, καθισμένοι στο μπαρ πλάι στην πισίνα, πίνοντας η Αγαρίστη έναν Γλυκό Κρόνο κι ο Ορείχαλκος ένα ποτήρι τάο βις, ενώ άκουγαν μουσική από τη Σάρντλι μέσα από τα μεγάλα ηχεία του ηχοσυστήματος.

Οι καλεσμένοι τους άρχισαν να έρχονται ο ένας κατόπιν του άλλου, ή και δύο, τρεις, ή τέσσερις μαζί. Αριστοκράτες της Ρελκάμνια, κυρίως – παρατήρησε ο Ορείχαλκος – που άλλοι έμοιαζαν τιμημένοι από την πρόσκληση της Παντοκράτειρας, άλλοι καχύποπτοι, άλλοι μια ανάμιξη και των δύο. Η Αγαρίστη επέμενε όλοι τους να έρχονται και να συστήνονται στον Ορείχαλκο, και τα ονόματά τους του φαίνονταν περίεργα. Κάποιων ήταν: Κάλθρα-Λάντι, Νέλκορ-Λάντι, Βάρνελ-Νοθ· ενώ άλλων: Σείριος Εισόδιος, Δήμητρα Κεσμάλη, Φρειδερίκος Σάλντρωθ. Παράξενο… Υπήρχε κάποιο ιδιαίτερο νόημα σ’αυτή τη διαφοροποίηση των ονομάτων τους;

«Ορείχαλκε!» είπε η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου. «Χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω!» Τον φίλησε και στα δύο μάγουλα. Φορούσε ένα μακρύ, φαρδύ φόρεμα με εξίσου φαρδιά μανίκια και βαθύ ντεκολτέ – ένα ρούχο που κολάκευε την εύσωμη μορφή της. Στον λαιμό της ήταν περασμένο ένα περιλαίμιο που ο Ορείχαλκος νόμιζε ότι πρέπει να είχε θρησκευτική σημασία. «Το άκουσα χτες το απόγευμα ότι ήρθες, και κατάλαβα γιατί η Μεγαλειοτάτη δεν έχει επικοινωνήσει καθόλου μαζί μου τελευταία.» Χαμογέλασε.

«Ελπίζω να μην είχες τίποτα σημαντικό να συζητήσεις μαζί της,» είπε ο Ορείχαλκος.

«Ανοησίες,» είπε η Αγαρίστη. «Ποτέ δεν λέμε τίποτα σημαντικό με τη Ρία.» Και λίγο πιο μετά, όταν η Αρχιέρεια του Κρόνου είχε απομακρυνθεί και μια άλλη γυναίκα είχε πλησιάσει: «Αυτή είναι η Τζένιφερ, αγάπη μου. Η Μαύρη Δράκαινα.»

Ο Ορείχαλκος την είχε ξαναδεί: στη Σάρντλι, στην τελευταία επίσκεψη της Αγαρίστης εκεί. Ήταν μια γυναίκα με κατάλευκο δέρμα, κοντά ξανθά μαλλιά, και βλέμμα υπολογιστικό. Τώρα, φορούσε λευκό πουκάμισο, λευκό παντελόνι, και λευκές μπότες. Η ενδυμασία της έμοιαζε να ξεπροβάλλει μέσα από το πετσί της. Οι κινήσεις της μαρτυρούσαν ότι μπορούσε να σε σκοτώσει με δυο, τρία χτυπήματα αν ήθελε.

«Υψηλότατε,» είπε, κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση.

«Δεν υπάρχει λόγος για υποκλίσεις,» είπε ο Ορείχαλκος. «Η Μεγαλειοτάτη μού λέει ότι είσαι προσωπική φίλη της.»

«Έτσι επιθυμούσε η Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε η Τζένιφερ, «και έτσι έγινε.»

Η Καλλιστώ πλησίασε μετά από τη Μαύρη Δράκαινα, και στην όψη της ο Ορείχαλκος διάβαζε πως αισθανόταν ότι δεν ήξερε αν θα έπρεπε να φοβάται ή να είναι οργισμένη. Το φόρεμά της κάλυπτε ολόκληρη την πλάτη της και τίποτα από τα μαστιγώματα δεν φαινόταν, αλλά οι κινήσεις της δεν ήταν άνετες· πρέπει ακόμα να πονούσε.

«Καλωσήρθες, Ορείχαλκε,» είπε μ’ένα βεβιασμένο χαμόγελο. «Η Μεγαλειοτάτη είχε ανησυχήσει πολύ για εσένα όταν έμαθε πως η Σάρντλι αποστάτησε.»

«Καταλαβαίνω την ανησυχία της. Ελπίζω η αναταραχή που προκλήθηκε να μην ήταν και πολύ μεγάλη.»

«Σχετικά είναι τα πάντα,» είπε η Καλλιστώ.

Ο Ορείχαλκος ύψωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά.

«Εξαρτάται ποιον κοιτάζει η αιχμή του ξίφους,» είπε η Καλλιστώ, φανερά δυσαρεστημένα. Και συνοφρυώθηκε παρατηρώντας τον. «Η Μεγαλειοτάτη;» ρώτησε, αγγίζοντας το πρόσωπό της· και ο Ορείχαλκος κατάλαβε ότι αναφερόταν στις ουλές στο δικό του πρόσωπο. Η Καλλιστώ νόμιζε ότι ίσως η Παντοκράτειρα ευθυνόταν γι’αυτές.

«Όχι,» της αποκρίθηκε. «Σε μια συμπλοκή, στη Σάρντλι.»

Η Αγαρίστη, που στεκόταν παραδίπλα, κατάλαβε τι είχε πει η Καλλιστώ. «Πώς τολμάς!» φώναξε. «Πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις κάτι τέτοιο;»

Η Καλλιστώ έκανε, ενστικτωδώς, ένα βήμα όπισθεν. «Δεν ήθελα να υπονοήσω τίποτα, Μεγαλειοτάτη…»

«Εξαφανίσου από μπροστά μου!»

Η Καλλιστώ έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα.

«Τι διεστραμμένη γυναίκα…» είπε η Παντοκράτειρα, σταυρώνοντας τα χέρια της εμπρός της.

«Δε νομίζω ότι είχε κακό στο μυαλό της, αγάπη μου,» είπε ο Ορείχαλκος, πίνοντας την τελευταία γουλιά από το τάο βις του κι αφήνοντας το ποτήρι επάνω στο μπαρ.

«Ίσως. Αλλά είμαι σε καλή διάθεση απόψε, αλλιώς θα έβλεπε…» Η Παντοκράτειρα χτυπούσε το πόδι της νευρικά στο πάτωμα. Ύστερα είπε: «Πού είναι πια αυτός ο Ρίμναλ;» Και ήταν έτοιμη να ζητήσει να της φέρουν έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό για να τον καλέσει, όταν διέκρινε τη μορφή του να ξεπροβάλλει ανάμεσα από τον κόσμο χαιρετώντας κάποιους ευγενείς και μάγους. «Νάτος!» είπε, και του έκανε νόημα να πλησιάσει.

Ο Ρίμναλ’μορ την πρόσεξε και ήρθε κοντά.

Δεν ήταν ντυμένος τόσο καλά όσο άλλοι εδώ. Δεν είχε καθόλου κοσμήματα επάνω του, και φορούσε ένα γκρίζο πουκάμισο με γυρισμένα μανίκια, ένα μαύρο παντελόνι, και απλά παπούτσια. Το δέρμα του ήταν χρυσό, τα μαλλιά του μαύρα και σγουρά. Τα μάτια του ατένιζαν τον Ορείχαλκο πίσω από ένα ζευγάρι ελλειψοειδή γυαλιά.

«Το είχα μάθει πως είσαι εδώ,» είπε· «όχι από τη σύζυγό μας, όμως.»

«Θα σ’το έλεγα,» τόνισε η Αγαρίστη· «απλά δεν είχα προλάβει ακόμα.»

«Χαίρομαι για τη γνωριμία, Ρίμναλ.» Ο Ορείχαλκος έτεινε το χέρι του προς τον μάγο.

Εκείνος το έσφιξε βιαστικά με το δικό του. «Παρομοίως. Αν και οφείλω να ομολογήσω ότι με εκπλήσσει η τόσο… απρόσμενη άφιξή σου. Ειδικά ύστερα από την αποστασία της Σάρντλι.»

«Η αποστασία της Σάρντλι δεν έχει καμια σχέση με τον γάμο μου με την–» Ήταν έτοιμος να πει Αγαρίστη αλλά θυμήθηκε ότι οι άλλοι σύζυγοί της δεν ήξεραν το πραγματικό της όνομα. «–Μεγαλειοτάτη.»

«Και πώς είναι δυνατόν να ισχύει αυτό;»

«Τι είναι αυτές οι ανοησίες;» παρενέβη η Παντοκράτειρα. «Δεν είναι προφανές; Ο Ορείχαλκος βρίσκεται εδώ, όχι στη Σάρντλι· δεν θέλει να είναι μαζί με αποστάτες!»

«Πράγματι,» είπε ο Ρίμναλ’μορ. «Προτιμά να είναι ανάμεσά μας… Θα ξανάρθω,» υποσχέθηκε, κι απομακρύνθηκε, πηγαίνοντας λιγάκι παραπέρα στο μπαρ, για να ζητήσει ένα ποτό.

«Μην του δίνεις σημασία,» είπε η Παντοκράτειρα στον Ορείχαλκο. «Ζηλεύει.»

Ο Ορείχαλκος, όμως, δε νόμιζε πως η ζήλεια ήταν η αιτία για τα λόγια ή για το βλέμμα του Ρίμναλ’μορ. Με υποπτεύεται.

Και τότε είδε μια γυναίκα να πλησιάζει τον μάγο. Κοκκινομάλλα, με κοντά μαλλιά και λευκό-ροζ δέρμα. Ένα χρυσό σκουλαρίκι κρεμόταν από το αριστερό της αφτί, καμωμένο σαν ξίφος. Φορούσε κοντή φούστα και κοντομάνικη μπλούζα που έφτανε ώς τον αφαλό. Άγγιξε τον ώμο του Ρίμναλ’μορ και του μίλησε χαμηλόφωνα. Εκείνος στράφηκε και της απάντησε καθώς έπαιρνε το ποτό του από το μπαρ.

«Ποια είναι αυτή;» ρώτησε ο Ορείχαλκος την Παντοκράτειρα, γιατί νόμιζε πως κάτι τού θύμιζε.

«Από τη διάστασή σου ήρθε, πρόσφατα. Τη λένε Χριστίνα Ταχυδάκτυλη. Ήταν Επόπτρια σε κάποια περιοχή της Σάρντλι. Δε θυμάμαι ποια ακριβώς, τώρα…»

Ο Ορείχαλκος όμως θυμήθηκε. Χριστίνα Ταχυδάκτυλη… Στη Ραντ’κάμι ήταν. Στην έδρα του Οίκου των Ακτοφυλάκων. «Και γνωρίζεται με τον Ρίμναλ;»

«Δεν τους έχω ξαναδεί μαζί,» είπε η Παντοκράτειρα. Αλλά ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Κάπου θάχουν συναντηθεί και παλιότερα.»

Δύο αριστοκράτες ζύγωσαν, τότε, και παρακάλεσαν την Μεγαλειοτάτη να έρθει να της δείξουν κάποια έργα τέχνης που έφτιαχναν σε συνεργασία οι δυο τους. Ο ένας ονομαζόταν Σάρκελ-Ράο κι ο άλλος Κάρλο Νερεσβέλης, και ο Ορείχαλκος αμέσως κατάλαβε ότι πρέπει να ήταν εραστές. Είπαν στην Παντοκράτειρα ότι τα έργα τους συνδύαζαν το παλιό με το καινούργιο, τον αρχαίο κόσμο της Ρελκάμνια με τον σύγχρονο, για να ακολουθήσουν τη διάσταση στην καινούργια εποχή που ερχόταν. «Το Παλαιό σε συνδυασμό με το Καινό, Μεγαλειοτάτη!» τόνισε ο Σάρκελ-Ράο, με τρόπο που έκανε εντύπωση στον Ορείχαλκο. Παλαιό και Καινό; Δε νόμιζε ότι αυτές οι λέξεις ήταν τυχαίες.

«Δείξτε μου,» τους προέτρεψε η Παντοκράτειρα, και τους ακολούθησε προς ένα σημείο της ταράτσας όπου κάποια πράγματα βρίσκονταν σκεπασμένα με υφάσματα. Ο Ορείχαλκος δεν πήγε μαζί τους· έμεινε όρθιος στην άκρη του μπαρ, παρατηρώντας τον κόσμο ολόγυρά του.

Όλοι τους ήταν, ουσιαστικά, άγνωστοι για εκείνον παρότι μπορεί ορισμένους να τους είχε δει μερικές φορές παλιότερα, από προηγούμενες επισκέψεις του στη Ρελκάμνια, ή από προηγούμενες επισκέψεις της Αγαρίστης στη Σάρντλι. Υπάρχει περίπτωση κανένας τους να μπορεί να με βοηθήσει σ’αυτό που ήρθα να κάνω;

Κοίταξε τη Βάρμη, η οποία μιλούσε με δυο άντρες που κουνούσαν συνέχεια τα κεφάλια τους σαν νευρόσπαστα. Κι οι τρεις είχαν ποτά και τσιγάρα στα χέρια.

«Κάθεσαι μόνος;»

Ο Ορείχαλκος είχε ήδη δει, με τις άκριες των ματιών του, τη Ρία-Μία να τον ζυγώνει – δεν ήταν εύκολο να μην την προσέξεις – αλλά δεν είχε στραφεί προς το μέρος της. Τώρα γύρισε να την κοιτάξει. «Σεβασμιότατη…» είπε χαμογελώντας.

«Στη Ρελκάμνια είναι πιο σωστό να αποκαλείς μια ιέρεια του Κρόνου ‘Ιερόχρονη’. Αλλά την Αρχιέρεια την αποκαλείς ‘Παντόχρονη’,» αποκρίθηκε η Ρία-Μία. «Όμως,» τόνισε, «εσύ μπορείς να με λες ‘Ρία’, και το ξέρεις.»

«Χαίρομαι γι’αυτό.»

Η Ρία έτεινε το ένα από τα δύο ποτά που κρατούσε προς το μέρος του. «Υπόγειος οίνος. Μας έχει μείνει λίγος ακόμα, εδώ στη Ρελκάμνια.»

Ο Ορείχαλκος πήρε το ποτό και δοκίμασε. Πράγματι, ήταν υπόγειος οίνος από τη Σάρντλι, όχι κάποια απομίμηση.

«Πού πήγε η Μεγαλειοτάτη;» ρώτησε η Ρία-Μία.

«Εκεί.» Ο Ορείχαλκος έδειξε με το βλέμμα του. Οι δύο ευγενείς τής παρουσίαζαν κάτι πίνακες που είχαν ξεσκεπάσει, μιλώντας και χειρονομώντας, μοιάζοντας ενθουσιασμένοι.

«Μάλιστα… Δεν ήθελε να πας μαζί της;»

«Εγώ δεν ήθελα να πάω.»

«Νόμιζα ότι θα σε τραβούσε παντού, τώρα που είσαι εδώ,» είπε η Ρία μ’ένα λοξό, πονηρό μειδίαμα στα χείλη. «Ακόμα και στο μπάνιο. Κυρίως στο μπάνιο, ίσως.»

«Είναι σύνηθες στη Ρελκάμνια οι ιερωμένες να κάνουν τέτοια κουβέντα;»

Η Ρία-Μία γέλασε. «Για εμένα, είναι.»

«Αφού είσαι Αρχιέρεια, υποθέτω πως εσύ φτιάχνεις το τυπικό, Ρία.»

«Όχι ακριβώς.» Ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό της – υπόγειος οίνος κι αυτός, απ’ό,τι φαινόταν.

Ο Ορείχαλκος ακράγγιξε το περιλαίμιό της. «Αυτό έχει σχέση με το λειτούργημά σου;»

Η Ρία ένευσε. «Ναι. Μόνο η Αρχιέρεια του Κρόνου το φορά. Αλλά όχι συνέχεια. Γίνεται άβολο κάπου-κάπου. Όμως, όπως βλέπεις, τώρα ούτε άμφια φοράω ούτε τίποτε άλλο που να με διακρίνει, και δεν θα ήθελα κανένας να μπερδευτεί.»

«Αλήθεια, Ρία, από πότε γνωρίζεις την Παντοκράτειρα;» ρώτησε ο Ορείχαλκος, σαν να μην ήθελε να κάνει τίποτα περισσότερο από κουβέντα για να περάσει η ώρα.

«Όταν εγώ ήμουν μαθητευόμενη ιέρεια, εκείνη ήταν Παντοκράτειρα. Αλλά δεν την ήξερα από τότε. Όχι προσωπικά.»

«Όταν έγινες Αρχιέρεια τη γνώρισες;»

«Ναι.»

«Πριν από πόσο καιρό, δηλαδή;»

«Πόσο μεγάλη με κάνεις;»

«Αν πω ότι είσαι μεγαλύτερη απ’ό,τι είσαι, θα προσβληθείς. Αν πω ότι είσαι μικρότερη, θα νομίσεις ότι σ’το λέω επίτηδες για να σε κολακέψω.»

«Κολάκεψέ με, λοιπόν!» τον προέτρεψε η Ρία-Μία.

«Είκοσι-πέντε.»

«Τώρα, το ξέρω πως μου κάνεις πλάκα!»

Ο Ορείχαλκος μειδίασε. «Εσύ το ζήτησες.»

Η Ρία-Μία ήπιε υπόγειο οίνο. «Πριν από εννιά χρόνια έγινα Αρχιέρεια και γνώρισα από κοντά την Παντοκράτειρα. Δυο χρόνια μετά, σε παντρεύτηκε.»

«Μάλιστα. Δηλαδή, δεν την ήξερες καθόλου όταν ήταν μικρή.»

«Μικρή;» Η Ρία γέλασε. «Κανένας δεν ξέρει την Παντοκράτειρα από τόσο παλιά! Ορισμένοι, δε, ισχυρίζονται ότι ποτέ δεν ήταν μικρή. Την έχεις δει εσύ να γερνά, όλα τα χρόνια που τη γνωρίζεις; Εγώ ούτε ρυτίδα δεν έχω προσέξει να παρουσιάζεται στο πρόσωπό της. Φαίνεται να είναι από είκοσι-πέντε μέχρι τριάντα· κι ανέκαθεν τόσο φαινόταν.»

«Οι Υπερασπιστές της;» ρώτησε ο Ορείχαλκος. «Δεν την ξέρουν από παλιά;»

«Καλύτερα να μην κάνεις και πολλές ερωτήσεις γι’αυτούς, Ορείχαλκε.»

«Γιατί;»

«Διότι είναι ακόμα πιο παράξενοι από την Παντοκράτειρα. Εκείνο μόνο που μπορώ να σου πω είναι πως βρίσκονταν μαζί της από πολύ παλιά. Από τότε που έγινε Παντοκράτειρα, βασικά. Για πιο πριν… ποιος ξέρει;» Η Ρία-Μία έμοιαζε να αισθάνεται άβολα τώρα καθώς μιλούσε γι’αυτούς. Έμοιαζε, μάλιστα, να φοβάται.

«Σύμφωνα με τη θρησκεία του Κρόνου, τι θα μπορούσαν να είναι οι Υπερασπιστές, Ρία;»

«Μα τα Γένια του Κρόνου! Σου είπα: μην κάνεις πολλές ερωτήσεις γι’αυτούς.»

«Για τη θρησκεία του Κρόνου είναι η ερώτηση…»

Η Ρία-Μία τον ατένισε επικριτικά. «Η θρησκεία του Κρόνου δεν έχει εξήγηση περί του θέματος.»

«Σίγουρα πρέπει να παραδέχεται ότι υφίστανται διάφορες… οντότητες. Δαίμονες. Κατώτερες θεότητες. Δεν ξέρω ακριβώς το δόγμα σας.»

«Ορείχαλκε, πού θέλεις να καταλήξεις;»

«Απλώς είμαι περίεργος να μάθω.»

Η Ρία-Μία αναστέναξε. «Σύμφωνα με το δόγμα μας, οι Υπερασπιστές είναι, μάλλον, δαίμονες. Αλλά το καλύτερο που έχεις να κάνεις – σ’το ξαναλέω – είναι να μη ρωτάς και πολλά γι’αυτούς.»

«Γιατί; Τι μπορεί να συμβεί;» Προσπάθησε να κάνει την έκφρασή του όσο πιο αθώα μπορούσε.

«Οτιδήποτε. Έχουν τρομερές δυνάμεις στη διάθεσή τους.»

«Εμένα μού φαίνεται ότι υπακούουν την Παντοκράτειρα σαν σκυλάκια.»

«Την Παντοκράτειρα και μόνο,» τόνισε η Ρία-Μία. «Οι άλλοι όλοι, όταν μας πουν κάτι, θεωρούμε ότι το είπε η ίδια η Μεγαλειοτάτη.»

«Ακόμα κι αν αντίκειται στις επιθυμίες της;»

«Οι Υπερασπιστές δεν κάνουν πράγματα που αντίκεινται στις επιθυμίες της.»

Σοβαρά; Τότε, γιατί αντικατέστησαν τον θείο μου τον Όνυχα μ’ένα Δημιούργημα; Καλύτερα, όμως, να μην το ανέφερε τώρα αυτό. Και καλύτερα να τελείωνε εδώ τούτη την κουβέντα με τη Ρία· δεν ήθελε να κάνει την Αρχιέρεια να υποψιαστεί πως ήταν, ίσως, κατάσκοπος της Επανάστασης. Αρκετοί το υποψιάζονται ήδη… Λοξοκοίταξε τον Ρίμναλ’μορ, ο οποίος εξακολουθούσε να μιλά με τη Χριστίνα Ταχυδάκτυλη, αν και πλέον είχαν απομακρυνθεί από το μπαρ.

«Να σε ρωτήσω κάτι άσχετο, Ρία;»

«Φυσικά!» Έμοιαζε παραπάνω από χαρούμενη ν’αλλάξει θέμα.

«Είσαι αριστοκρατικής καταγωγής;»

Η Ρία χαμογέλασε. «Πού το κατάλαβες;»

«Από το όνομά σου. Ορισμένοι από τους αριστοκράτες….»

Η Ρία-Μία ένευσε. «Είμαι αριστοκράτισσα. Του Παλαιού Οίκου των Μία’κιρκ.»

«Παλαιού Οίκου;» Μπορεί αυτό να είχε σχέση με το Παλαιό και το Καινό που είχε αναφέρει, πιο πριν, ο Σάρκελ-Ράο;

«Ναι. Υπάρχουν οι Παλαιοί Οίκοι και οι Καινοί Οίκοι. Αλλά οι Παλαιοί είμαστε οι πραγματικοί ευγενείς της Ρελκάμνια. Οι άλλοι είναι… νεόφερτοι. Εμείς ήμασταν εδώ από τις απαρχές του χρόνου, Ορείχαλκε. Αυτοί πήραν τίτλους για διάφορους λόγους.»

«Και οι Καινοί έχουν διαφορετικά ονόματα από εσάς;»

Η Ρία μόρφασε. «Έχουν ό,τι όνομα μπορείς να φανταστείς. Δεν είναι πραγματικοί ευγενείς, όπως σου είπα.»

«Το ίδιο πιστεύουν κι εκείνοι;»

«Δεν το παραδέχονται, φυσικά. Αλλά η διάσταση κι εμείς έχουμε μια ιδιαίτερη σύνδεση την οποία αυτοί δεν θα καταφέρουν ποτέ να αποκτήσουν, όσα χρόνια κι αν περάσουν.»

Στο μυαλό του Ορείχαλκου ήρθαν τα β’ζάιλ που είχαν όλοι οι ευγενείς της Σάρντλι. Συνέβαινε, άραγε, κάτι παρόμοιο κι εδώ, στη Ρελκάμνια; «Τι σύνδεση;»

«Σύνδεση… Εε, δεν είναι εύκολο να σ’το εξηγήσω ακριβώς. Είναι κάτι που το αισθάνεσαι. Νομίζεις ότι είναι τυχαίο που οι Παλαιοί κάνουν καλύτερους ιερείς;»

Ο Ορείχαλκος, ασφαλώς, δεν είχε ιδέα ποιοι έκαναν, στη Ρελκάμνια, καλύτερους ιερείς και ποιοι όχι. «Καταλαβαίνω,» είπε, συμπεραίνοντας ότι δεν πρέπει να υπήρχε κάτι παρόμοιο με το β’ζάιλ των ευγενών της Σάρντλι.

«Η Μεγαλειοτάτη επιστρέφει,» παρατήρησε η Ρία-Μία.

Ο Ορείχαλκος στράφηκε και είδε την Αγαρίστη να πλησιάζει.

«Ακόμα ο Ρίμναλ να έρθει;» ρώτησε φτάνοντας κοντά.

«Δε νομίζω ότι με συμπάθησε…» είπε ο Ορείχαλκος.

«Μη λες βλακείες. Απλά μου κάνει ζήλιες.»

«Ο Ρίμναλ;» είπε η Ρία-Μία. «Ζήλιες;»

«Εσύ τι κάνεις εδώ;» τη ρώτησε η Αγαρίστη.

«Παρέα στον σύζυγό σου, για να μη βαριέται. Ο άλλος σου σύζυγος φαίνεται να έχει αρκετή παρέα.» Η Ρία-Μία κοίταξε τον Ρίμναλ, που μιλούσε με τη Χριστίνα Ταχυδάκτυλη, και τώρα είχε πάει κοντά τους κι η Βάρμη.

«Τι σου έδειχναν αυτοί οι κύριοι;» ρώτησε ο Ορείχαλκος την Αγαρίστη, θέλοντας ν’αλλάξει θέμα.

«Τους πίνακές τους. Και τους αγόρασα όλους. Κάπου θα βρω να τους βάλω.» Το βλέμμα της όμως ήταν στον Ρίμναλ, στη Χριστίνα, και στη Βάρμη ενόσω μιλούσε στον Ορείχαλκο· και αναρωτιόταν: Τι λέει μ’αυτές τόση ώρα; Μου είπε ότι θα ξαναερχόταν! «Πες του να έρθει εδώ, Ρία.»

«Εγώ;» Η Αγαρίστη δεν πρόσεξε ότι η Αρχιέρεια του Κρόνου έμοιαζε να το θεωρεί υποτιμητικό να πάει να φωνάξει κάποιον σαν να ήταν υπηρέτρια. Ο Ορείχαλκος, όμως, το πρόσεξε.

«Ναι, εσύ. Είναι καμια άλλη Ρία εδώ;» είπε η Παντοκράτειρα.

«Εντάξει.»

Η Ρία-Μία πήγε και μίλησε στον Ρίμναλ’μορ, και εκείνος επέστρεψε μαζί της.

«Τι λέγατε τόση ώρα εκεί;» τον ρώτησε η Παντοκράτειρα.

«Διάφορα βαρετά πράγματα, αγάπη μου.»

«Τι βαρετά πράγματα;»

«Η Χριστίνα μάς εξηγούσε τι συνέβη στη Σάρντλι,» είπε ο Ρίμναλ’μορ. «Ο Άρχοντας Ορείχαλκος φαίνεται να έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σ’αυτά τα γεγονότα…» Το βλέμμα του στράφηκε στον Ορείχαλκο.

«Θ’αρχίσουμε πάλι τα ίδια;» είπε, απότομα, η Παντοκράτειρα, θυμωμένη με τη συμπεριφορά του Ρίμναλ. Τι προσπαθεί να κάνει; Να διώξει τον Ορείχαλκο για να είναι μόνο εκείνος εδώ; Ο μοναδικός σύζυγός μου που βρίσκεται στη Ρελκάμνια; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί!

«Απλώς το όλο θέμα με έχει παραξενέψει…» εξήγησε ο Ρίμναλ’μορ. «Απορώ γιατί ο Ορείχαλκος, ύστερα από τις ενέργειές του στη Σάρντλι, ήρθε εδώ. Η Χριστίνα μάς έλεγε ότι είναι γνωστό πως συμμάχησε με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο–»

Η Παντοκράτειρα τον χαστούκισε, δυνατά· παραλίγο τα γυαλιά του να φύγουν από το πρόσωπό του. «Αρκετά, είπα!» φώναξε. «Δε θέλω κουβέντες γι’αυτό το τέρας απόψε στο πάρτι μου!»

«Όπως επιθυμείς, αγάπη μου,» αποκρίθηκε ο Ρίμναλ’μορ ύστερα από μια στιγμή, αποφεύγοντας να κοιτάζει τον Ορείχαλκο. Εκείνος, όμως, μπορούσε να διακρίνει καθαρά τον θυμό στην όψη του μάγου, παρότι το ένα του μάγουλο ήταν κοκκινισμένο από το ράπισμα της Παντοκράτειρας.

«Ο Ορείχαλκος μού εξήγησε τι συνέβη,» συνέχισε η Αγαρίστη, έντονα, σαν να ήθελε να κάνει τον Ρίμναλ και τη Ρία-Μία οπωσδήποτε να καταλάβουν. «Ο Ανδρόνικος τον εξαπάτησε. Του είπε ψέματα για εμένα και για τους Υπερασπιστές μου!»

«Τι ψέματα;» ρώτησε διστακτικά η Αρχιέρεια του Κρόνου· και, προς στιγμή, λοξοκοίταξε τον Ορείχαλκο προτού η ματιά της επιστρέψει ξανά στην Παντοκράτειρα.

«Του είπε ότι οι Υπερασπιστές μου είναι… κάποιος δαίμονας. Πώς τον αποκάλεσε, αγάπη μου;» Η Αγαρίστη στράφηκε στον Ορείχαλκο γιατί δεν θυμόταν το παράξενο όνομα.

Ο Ορείχαλκος σκέφτηκε ότι δεν θα είχε νόημα, φυσικά, να πει ψέματα τώρα. «Ελκράσ’ναρχ,» αποκρίθηκε· και παρατήρησε την αντίδραση της Ρία-Μία. Δεν το έχει ξανακούσει, συμπέρανε. Δεν ξέρει τίποτα.

Η Αγαρίστη γέλασε. «Ακούστε όνομα! Είναι δυνατόν; Και ο Ανδρόνικος τού είπε πως αυτός ο δαίμονας με ελέγχει κάπως. Γι’αυτό ο Ορείχαλκος στράφηκε εναντίον μου. Δηλαδή, όχι εναντίον μου· εναντίον της Παντοκρατορίας. Νόμιζε ότι έπρεπε να με βοηθήσει.»

«Αξιοθαύμαστο,» σχολίασε ο Ρίμναλ’μορ. «Εγώ δεν θα τολμούσα να έρθω στη Ρελκάμνια ύστερα από τέτοια… γεγονότα. Πώς το αποφάσισες, Ορείχαλκε;» Και τώρα στράφηκε να τον ατενίσει.

«Για εμένα, η Παντοκράτειρα και η Παντοκρατορία δεν είναι το ίδιο,» απάντησε εκείνος.

«Σίγουρα, όμως, θα έπρεπε να φοβάσαι ότι, ερχόμενος εδώ, μπορεί να σκοτωνόσουν· ή να φυλακιζόσουν, στην καλύτερη περίπτωση.»

«Παντρευτήκαμε σ’έναν από τους Πύργους του Ήλιου και του Ανέμου, Ρίμναλ. Το ήξερα πως θα με άκουγε, τουλάχιστον.»

Ο Ρίμναλ’μορ δεν φαινόταν να καταλαβαίνει. Μάλλον δεν γνώριζε για τους Πύργους του Ήλιου και του Ανέμου.

«Κι ευτυχώς που ήρθες,» είπε η Αγαρίστη, περνώντας το χέρι της μέσα στο χέρι του Ορείχαλκου, πιάνοντάς τον αγκαζέ. «Αν έμενες εκεί, ο Ανδρόνικος θα έβρισκε ένα σωρό τρόπους για να σε στρέψει εναντίον μου, και να διαστρέψει το μυαλό σου.»

«Αναμφίβολα,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος.

«Μάλιστα,» είπε ο Ρίμναλ’μορ. «Αν είσαι λοιπόν ένας από εμάς, δεν θα έχεις τίποτα να φοβηθείς…»

«Δεν φοβάμαι,» δήλωσε ο Ορείχαλκος.

«Και τέρμα αυτές οι κουβέντες!» είπε η Παντοκράτειρα. «Ας περάσουμε καλά απόψε!»

5.

Όσο οι ώρες περνούσαν, οι πάντες μεθούσαν ολοένα και περισσότερο, και οι φωνές τους αντηχούσαν ολοένα και δυνατότερα επάνω στην ειδικά διακοσμημένη ταράτσα. Πολλοί γδύνονταν και βουτούσαν στην πισινά, για να βγουν αργότερα και, μετά, να ξαναβουτήξουν. Κάποιοι χόρευαν στον ρυθμό των τραγουδιών που έπαιζε το ηχοσύστημα, τα οποία δεν ήταν πια Σάρντλια – όχι όλα, τουλάχιστον. Η Παντοκράτειρα δεν βούτηξε μαζί με τους πρώτους στην πισίνα, αλλά δεν άργησε κι εκείνη να πέσει στο νερό. Χωρίς να βγάλει τα ρούχα της. Γδύθηκε ενώ ήταν μέσα, κι όταν βγήκε, ντυμένη μόνο με τα εσώρουχα της, πρόσταξε τον υπηρέτη στο ηχοσύστημα να βάλει ένα Σάρντλιο τραγούδι και ζήτησε από τον Ορείχαλκο να χορέψουν. Εκείνος, φυσικά, δεν της έφερε αντίρρηση, και χόρεψαν για πολλή ώρα. Μέχρι που κουράστηκαν και έπεσαν μαζί στην πισίνα.

Σε κάποια στιγμή πριν από τα ξημερώματα, η Τζένιφερ έλεγε ότι ήταν από τις καλύτερες Μαύρες Δράκαινες που είχαν εκπαιδευτεί. Μονάχα η Αλιζέτ, η Σκοτεινή Βασίλισσα, μπορούσε να αναμετρηθεί μαζί της. Και τώρα, ίσως, ούτε αυτή. Είχαν έρθει φήμες από τη Βίηλ – όπου είχαν αρχίσει προβλήματα με την Επανάσταση και πόλεμος γινόταν κι εκεί, εκπλήσσοντας πολλούς Παντοκρατορικούς – ότι η Αλιζέτ είχε αποστατήσει. Είχε προδώσει την Παντοκράτειρα και είχε πάει με τους επαναστάτες. Ήταν, φημολογείτο, μαζί με τον ίδιο τον Τάμπριελ, τον Προφήτη της Νόρχακ!

«Μπορεί να μην είναι αλήθεια,» της είπε η Βάρμη.

«Μέσα από το δίκτυο των πρακτόρων της Μεγαλειοτάτης ήρθε αυτή η πληροφορία,» διαφώνησε η Τζένιφερ. «Εγώ το πιστεύω. Τα πάντα είναι να περιμένει κανείς, σε τέτοιους καιρούς που βρισκόμαστε.»

«Ακόμα κι αν η Αλιζέτ μάς έχει προδώσει, αυτό δεν σημαίνει ότι τώρα είσαι, ξαφνικά, καλύτερη από εκείνη, Τζένιφερ,» είπε ο Σείριος Εισόδιος. «Τι σχέση έχουν οι πεποιθήσεις της με τις άλλες ικανότητές της;»

«Πεποιθήσεις; Κάπως λύγισαν τη θέλησή της οι αποστάτες! Αυτό, όμως, ποτέ δεν θα συνέβαινε μ’εμένα! Γι’αυτό είμαι καλύτερή της τώρα. Είμαι η μοναδική πραγματική Μαύρη Δράκαινα! Η μόνη που εξακολουθεί να υπηρετεί πιστά τη Μεγαλειοτάτη, και πάντα θα την υπηρετεί και θα τσακίζει τους εχθρούς της!» Ήταν, φανερά, λιγάκι (ίσως και πολύ) μεθυσμένη.

«Απόδειξέ το, τότε!» φώναξε ο Κέσνελ-Ριθ.

«Ναι,» συμφώνησε ο Διόφαντος’νιρ, ένας μάγος του τάγματος των Βιοσκόπων. «Απόδειξέ το.»

«Με προκαλείτε λοιπόν; Θέλει κάποιος από σας τους δυο να έρθει να τα βάλει μαζί μου;»

«Θα προτείνω κάτι άλλο.»

Οι πάντες στράφηκαν να κοιτάξουν την Παντοκράτειρα, που τώρα είχε καλύψει με μια ρόμπα τα βρεγμένα εσώρουχά της και καθόταν επάνω στο μπαρ, στην άκρη της πισίνας, καπνίζοντας ένα μακρύ τσιγάρο.

«Πείτε μας, Μεγαλειοτάτη!» την προέτρεψε ο Σείριος Εισόδιος.

«Ναι!» γέλασε η Κάλθρα-Λάντι, που σίγουρα ήταν πολύ μεθυσμένη, πράγμα φανερό από τον τρόπο που κυλιόταν πλάι στην πισίνα. «Πείτε μας!»

Η Παντοκράτειρα τούς είπε· και μετά από λίγο, μια μακριά σανίδα είχε στηθεί πάνω από την πισίνα, έτσι ώστε να ξεκινά απ’τη μια άκρη της και να φτάνει στην άλλη. Η Τζένιφερ, ντυμένη τώρα με τη μελανή στολή Μαύρης Δράκαινας και ξυπόλυτη, ανέβηκε στη σανίδα και οι άλλοι προσπαθούσαν να τη ρίξουν από εκεί με ό,τι τρόπο μπορούσαν να φανταστούν. Το μόνο που απαγορευόταν ήταν η χρήση όπλων. Έτσι, οι παρευρισκόμενοι βουτούσαν στο νερό της πισίνα και κολυμπώντας πλησίαζαν τη σανίδα, για ν’αρπάξουν τους αστραγάλους της Τζένιφερ και να την τραβήξουν κάτω. Εκείνη, όμως, δεν τους άφηνε να την αγγίξουν, και τους κλοτσούσε ή τους έσπρωχνε με τις πατούσες της. Έναν ευγενή τον έβγαλαν από την πισίνα ενώ εκείνος ούρλιαζε ότι είχε χάσει το μάτι του. Μετά απ’αυτό οι υπόλοιποι ήταν πιο προσεκτικοί στις απόπειρές τους.

Τελικά, η Χριστίνα Ταχυδάκτυλη ήταν που κατόρθωσε να ρίξει τη Τζένιφερ από τη σανίδα. Στεκόμενη στην άκρη της πισίνας, τίναξε ένα μακρύ μαστίγιο. Η δερμάτινη ουρά τυλίχτηκε γύρω από τη δεξιά κνήμη της Μαύρης Δράκαινας, και η Χριστίνα τράβηξε βίαια, γρυλίζοντας. Η Τζένιφερ προσπάθησε, απεγνωσμένα, να ισορροπήσει, αλλά έπεσε, κάνοντας το νερό της πισίνας να τιναχτεί ολόγυρα. Φωνές και σφυρίγματα αντήχησαν, και κάποιοι άρπαξαν τη Χριστίνα και τη σήκωσαν στα χέρια, πάνω απ’τα κεφάλια τους, φωνάζοντας Καινούργια Μαύρη Δράκαινα! Καινούργια Μαύρη Δράκαινα! ενώ εκείνη γελούσε μη μπορώντας να σταματήσει.

Ο Ορείχαλκος γελούσε επίσης, πίνοντας ακόμα ένα ποτήρι τάο βις, καθώς καθόταν σ’ένα ψηλό σκαμνί του μπαρ, πλάι στην Παντοκράτειρα (η οποία εξακολουθούσε να είναι καθισμένη επάνω στο μπαρ). Αισθανόταν πλέον κι αυτός ζαλισμένος και ακραία ευδιάθετος. Δεν πρέπει να παρασύρομαι, όμως, προειδοποίησε τον εαυτό του. Ο Ελκράσ’ναρχ, αναμφίβολα, τον περίμενε να κάνει το παραμικρό λάθος για να τον βγάλει από τη μέση.

Και τότε αναρωτήθηκε: Πού είναι οι Υπερασπιστές τώρα; Μέσα στο πάρτι, τους είχε χάσει τελείως. Κοίταξε τριγύρω, και κατάφερε να εντοπίσει έναν ανάμεσα σε κάτι μεγάλα φυτά της Σάρντλι. Είχε την αίσθηση πως η δαιμονική οντότητα τον παρατηρούσε – εκείνον και μόνο εκείνον – και ρίγησε. Αλλά ο Ορείχαλκος είχε αφήσει τη σκιά του στον Αιθέρα, και ο φόβος δεν μπορούσε να παραμείνει εντός του.

Το πάρτι, τελικά, έληξε δυο ώρες πριν από το μεσημέρι, και ο Ορείχαλκος πήγε την Αγαρίστη στα διαμερίσματά της κρατώντας την στα χέρια. Δύο Υπερασπιστές τον ακολουθούσαν, σιωπηλοί και απειλητικοί όπως συνήθως.

Βίηλ

1.

Ο Δάρυλμος άπλωσε το χέρι του και έπιασε το γόνατό της καθώς εκείνη παραμέριζε την κουβέρτα και έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι. «Έλα, Φενίλδα, μείνε λίγο ακόμα, για μια φορά.»

Η Φενίλδα μειδίασε. «Έχω και δικό μου δωμάτιο εδώ· και μ’αρέσει.»

«Ναι, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.»

Η Φενίλδα χτύπησε το χέρι του, για να το απομακρύνει από το γόνατό της, και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Στάθηκε όρθια πλάι του, με τις σαγηνευτικές καμπύλες του ολόγυμνου γαλανόδερμου σώματός της ν’αντανακλούν το φως του τζακιού, κόβοντας την ανάσα του Δάρυλμος. «Επιπλέον,» συνέχισε η Φενίλδα, «είχαμε συμφωνήσει ότι απλά παίζουμε, έτσι δεν είχαμε συμφωνήσει;» Το μυστηριώδες θραύσμα μέσα στο αριστερό της μάτι γυάλιζε στην πορτοκαλιά ακτινοβολία που ήταν το μοναδικό φως στο μικρό δωμάτιο που ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος είχε παραχωρήσει στον Δάρυλμος, στον ξενώνα του παλατιού της Πριγκιπικής.

Ο πρασινόδερμος επαναστάτης αναστέναξε, σχεδόν κωμικά – εσκεμμένα, ίσως. «Εσύ παίζεις, εγώ πεθαίνω.»

«Τα παραλές,» γέλασε η Φενίλδα. Σκύβοντας, τεντώθηκε πάνω απ’το κρεβάτι, πήρε το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια της, και γέμισε το στόμα του με τα χείλη της.

«Άλλαξες γνώμη, λοιπόν;» ρώτησε ο Δάρυλμος κρατώντας την κοντά του.

«Όχι.» Η Φενίλδα αποτραβήχτηκε, υπομειδιώντας.

«Γιατί δε μένεις λίγο παραπάνω μια φορά; Τι θα συμβεί;» επέμεινε ο Δάρυλμος.

Η Φενίλδα σηκώθηκε πάλι απ’το κρεβάτι. Πήρε τα μεγάλα, στρογγυλά γυαλιά της από το κομοδίνο, και τα φόρεσε. «Σου είπα: έχω δωμάτιο.»

«Πάμε στο δωμάτιό σου, τότε! Δεν έχω πρόβλημα.»

«Όχι,» είπε η Φενίλδα· και, χωρίς να ρίξει τίποτα επάνω της, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη για να φτιάξει τα μαλλιά της, τα οποία δεν έπεφταν πλέον ώς τη μέση, όπως παλιά, αλλά ώς τον ώμο, και ήταν πολύ πιο βολικά.

Άκουσε τον Δάρυλμος να μουγκρίζει πίσω της. «Γιατί;»

«Έτσι,» του είπε. Της άρεσε να τον πειράζει. Απορούσε γιατί ποτέ παλιότερα δεν το είχε σκεφτεί αυτό με κανέναν από τους εραστές της: και πάντα την ταλαιπωρούσαν με τα καμώματά τους.

«Καλά, Φενίλδα, όπως θέλεις.» Τον άκουγε απογοητευμένο.

Και γέλασε. Έχοντας τελειώσει με τα μαλλιά της, στράφηκε στο μέρος του. «Γιατί μου μουτρώνεις;» του είπε. «Αφού συμφωνήσαμε ότι απλά παίζουμε. Δε θα μείνω για πάντα στη Βίηλ, και το ξέρεις.»

«Εντάξει, μάλλον έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε ο Δάρυλμος.

Η Φενίλδα πλησίασε το κρεβάτι. Στάθηκε και άνοιξε τα χέρια της, απλώνοντάς τα δεξιά κι αριστερά. «Μπορείς, όμως, να με ντύσεις.» Και δε θα ήταν η πρώτη φορά.

«Καλύτερα όχι.»

Κατέβασε τα χέρια της. «Γιατί όχι;»

«Βαριέμαι.»

«Θα πρέπει να ντυθώ μόνη μου, τότε,» είπε η Φενίλδα· και, στρέφοντάς του την πλάτη, ξεκίνησε.

Είχε μόλις τραβήξει τη λεπτή περισκελίδα της επάνω, όταν τον άκουσε να σηκώνεται από το κρεβάτι λέγοντας: «Άλλαξα γνώμη.»

Η Φενίλδα χαμογέλασε. «Ωραία,» είπε και έδωσε στον Δάρυλμος τον στηθόδεσμό της.

«Εξάλλου, συμφωνήσαμε ότι απλά παίζουμε.» Πλησίασε και φίλησε το πλάι του λαιμού της.

«Ακριβώς.»

Όταν την είχε ντύσει, φορώντας της το ένα ρούχο μετά το άλλο, με ελάχιστη βοήθεια από εκείνη, ο Δάρυλμος είπε: «Σίγουρα δε θέλεις να μείνεις;»

«Μην αρχίζουμε πάλι τα ίδια,» του αποκρίθηκε αγγίζοντας τα χείλη του με δύο δάχτυλά της.

Ο Δάρυλμος φίλησε τα δάχτυλα.

«Καληνύχτα,» είπε η Φενίλδα. «Και μην ξεχνάς ότι δεν είμαστε και τόσο μακριά.» Του έκλεισε το μάτι, το αριστερό, κρύβοντας προς στιγμή την παράξενη γυαλάδα του· ύστερα στράφηκε, άνοιξε την πόρτα, και βγήκε απ’το δωμάτιο του Δάρυλμος.

Το δικό της δωμάτιο, πράγματι, δεν ήταν και τόσο μακριά. Στον ξενώνα του παλατιού της Πριγκιπικής βρισκόταν κι αυτό, ανάμεσα στα δωμάτια άλλων επαναστατών της Λαμρίτ. Η ίδια η Πρόμαχος έμενε επίσης εδώ. Όπως κι ο Πολ. Οι δυο τους μοιράζονταν ένα δωμάτιο τελευταία, είχε παρατηρήσει η Φενίλδα. Όμως νόμιζε πως κι αυτοί απλά έπαιζαν· μάλλον ο Πολ δεν σκόπευε να μείνει στη Βίηλ, και η Λαμρίτ σίγουρα δεν σκόπευε να φύγει. Εδώ ήταν η πατρίδα της, και πολεμούσε χρόνια για να την απελευθερώσει.

Η Φενίλδα βάδισε προς το δωμάτιό της, βλέποντας ήδη την πόρτα αντίκρυ της αφού είχε στρίψει σε μια γωνία όπου στεκόταν ένα άγαλμα.

Ο Άλτρες φάνηκε, ξαφνικά, να διασχίζει τον διάδρομο, ερχόμενος προς το μέρος της. «Τι γίνεται, Φενίλδα; Περιδιαβαίνεις κι εσύ τόσο αργά;» Έμοιαζε λιγάκι πιωμένος.

«Νυχτερινοί περίπατοι,» του χαμογέλασε, καθώς περνούσαν ο ένας δίπλα από τον άλλο και συνέχιζαν τους αντίθετους δρόμους τους.

Τις τελευταίες ημέρες βρίσκονταν εδώ επαναστάτες που, κανονικά, θα είχαν φύγει για τ’ανατολικά, προκειμένου να βοηθήσουν στον πόλεμο εναντίον των Παντοκρατορικών του Έλρηνεχ και του Κάνρελ. Αποκλείεται και η Λαμρίτ και ο Πολ και ο Άλτρες και ο Δάρυλμος να ήταν όλοι στην Πριγκιπική συγχρόνως. Μπορεί κι εγώ να είχα πάει προς τ’ανατολικά, σκεφτόταν η Φενίλδα καθώς ξεκλείδωνε την πόρτα της κι έμπαινε στο δωμάτιο, πατώντας τον διακόπτη για ν’ανάψει την ενεργειακή λάμπα στο ταβάνι. Όλοι, όμως, οι επαναστάτες – και κυρίως αυτοί που θεωρούνταν αρχηγοί ανάμεσα στους υπόλοιπους – βρίσκονταν εδώ, στο παλάτι, από τότε που είχαν μάθει, μέσω των Ιεραρχών, ότι η Ανταρλίδα είχε μιλήσει με τον Τζακ’μορ Πολύχρωμο. Κανένας δεν έφευγε από την Πριγκιπική τώρα, μέχρι να δουν πού θα οδηγούσε, τελικά, ο Τζακ την Ανταρλίδα και την Αλιζέτ. Ο Δαίδαλος επέμενε ότι θα έπρεπε κι εκείνοι να πάνε εκεί, κατά πάσα πιθανότητα. Ό,τι κι αν συνέβαινε, ήταν κάτι το πολύ παράξενο.

Η Φενίλδα γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ο Πολ δεν πίστευε ότι ο Τάμπριελ θα αναστηνόταν, αλλά εκείνη είχε τις αμφιβολίες της. Είχε δει τόσα περίεργα να γίνονται τελευταία – πράγματα που θεωρούσε αδύνατα. Γιατί όχι κι αυτό, λοιπόν; Από την άλλη, βέβαια, δεν μπορούσε να φανταστεί πώς ακριβώς μπορεί να συνέβαινε. Ακόμα και το σώμα του Τάμπριελ είχε καεί. Θα εμφανιζόταν ένα καινούργιο σώμα από το πουθενά;

Έχοντας βγάλει τα γυαλιά της, έτριψε τα μάτια της και χασμουρήθηκε. Κοιμήσου, Φενίλδα, σκέφτηκε. Δεν είναι τώρα ώρα για να λύσεις αυτό το πρόβλημα. Ούτε ο Δαίδαλος δεν ξέρει τη λύση.

Κουκουλώθηκε στην κουβέρτα της (γιατί έκανε κρύο και, προτού πάει στο δωμάτιο του Δάρυλμος, δεν είχε ανάψει στο δικό της δωμάτιο ούτε το τζάκι ούτε το ενεργειακό σύστημα θέρμανσης), γύρισε στο πλάι, και έκλεισε τα μάτια.

Μετά από λίγο, κοιμήθηκε.

Και ξύπνησε ακούγοντας κάποιον να χτυπά την πόρτα.

Τι θέλουν νυχτιάτικα;

Η Φενίλδα άνοιξε τα βλέφαρα κι ανασηκώθηκε – για να διαπιστώσει, λιγάκι ξαφνιασμένη, ότι δεν ήταν νύχτα πλέον. Πρωινό φως έμπαινε από τα μισόκλειστα παντζούρια του παραθύρου της.

Καθάρισε τον λαιμό της και ρώτησε, δυνατά: «Ποιος είναι;»

«Ο υπηρέτης σου.»

Ο Δάρυλμος. Και του είχε πει ήδη, τρεις φορές τουλάχιστον, να μην αποκαλεί τον εαυτό του υπηρέτη της. Δε χρειάζομαι υπηρέτες, του είχε τονίσει. Αλλά εκείνος δεν άκουγε.

Η Φενίλδα σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, βγαίνοντας από τα σκεπάσματα και διαπιστώνοντας πόσο κρύο έκανε. «Τώρα!» φώναξε στον Δάρυλμος. Και καθώς έβαζε τις μπότες της και μια ρόμπα, το βλέμμα της έπεσε πάνω στις δύο μάσκες που της είχε φτιάξει ο πρασινόδερμος επαναστάτης. Ήταν διακοσμητικές, φυσικά, καμωμένες με φοβερή δεξιοτεχνία, και κρέμονταν πάνω από το μικρό τζάκι της.

Η Φενίλδα άνοιξε την πόρτα. «Δε χρειάζομαι υπηρέτες,» είπε στον Δάρυλμος.

Εκείνος μειδίασε. «Τους έχεις παρ’όλ’αυτά.»

Η Φενίλδα αναποδογύρισε τα μάτια, μορφάζοντας. «Τι θέλεις;»

«Ο Δαίδαλος λέει πως η Ανταρλίδα και οι άλλοι έφτασαν εκεί που ήταν να φτάσουν, και καλύτερα να ετοιμαζόμαστε.»

Η Φενίλδα συνοφρυώθηκε. «Εκεί που ήταν να φτάσουν; Πού, δηλαδή;»

«Στο Μεγάλο Σχίσμα.»

«Πού;»

«Ο Τζακ ισχυρίζεται ότι πρέπει να κατεβούν εκεί μέσα για να βρουν τον Τάμπριελ.»

2.

«Το Μεγάλο Σχίσμα λένε πως δεν έχει πυθμένα,» είπε η Λαμρίτ, όταν εκείνη, ο Πολ, ο Δαίδαλος, η Φενίλδα, η Διάττα, ο Άλτρες, και ο Δάρυλμος ήταν όλοι συγκεντρωμένοι σε μια μικρή αίθουσα του παλατιού.

«Φυσικά και έχει,» είπε ο Δαίδαλος. «Αλλά είναι πολύ δύσκολο να φτάσει κανείς εκεί.»

«Έχεις πάει, δηλαδή;» ρώτησε η Λαμρίτ.

«Ας πούμε ότι έχω πλησιάσει, όμως δεν το θεώρησα σκόπιμο να φτάσω ώς το τέλος. Στον πυθμένα του Μεγάλου Σχίσματος βρίσκεται το Φως, Λαμρίτ. Το Φως της Βίηλ. Η ενέργειά της.»

«Το Φως έχει κάποια συγκεκριμένη πηγή;» Η Πρόμαχος έμοιαζε παραξενεμένη.

«Ναι. Περίπου. Στο κέντρο της διάστασης.»

Ο Πολ ρώτησε: «Γιατί μπορεί, λοιπόν, ο Τζακ να τους οδηγεί εκεί; Είναι δυνατόν εκεί να βρίσκεται ο Τάμπριελ;»

«Δεν ξέρω. Τίποτα δεν αποκλείεται. Προτείνω, όμως, να πάω μόνος μου, κι ας έρθει μονάχα η Φενίλδα μαζί μου, αν θέλει.»

Γιατί εγώ; παραξενεύτηκε εκείνη. Έχει κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του; Θέλει να μου δείξει κάτι; Τον κοίταξε ερωτηματικά, αλλά ο μάγος δεν της έδωσε καμια εξήγηση.

Η Λαμρίτ, συγχρόνως, έλεγε: «Δε μπορούμε να σ’αφήσουμε να πας μόνος σου.»

«Εννοείται,» πρόσθεσε ο Άλτρες.

«Κι εγώ,» είπε η Διάττα, «πρέπει οπωσδήποτε να έρθω.»

«Οι άλλοι τρεις Ιεράρχες είναι υπεραρκετοί,» της τόνισε ο Δαίδαλος. «Δε θα έχεις να προσφέρεις κάτι παραπάνω.»

«Παρ’όλ’αυτά–»

«Διάττα, καλύτερα να μείνεις εδώ. Όταν θα λείπω, η Λαμρίτ θα μπορεί μέσα από εσένα να μαθαίνει τι μας συμβαίνει.»

«Δαίδαλε,» επανέλαβε η Λαμρίτ, «δεν θα πας εκεί μόνος. Θα–»

«Δεν έχετε καμια βοήθεια να μου προσφέρετε, Πρόμαχε. Μονάχα η Φενίλδα μπορεί, ίσως, να μου προσφέρει κάποια βοήθεια.» (Εγώ; απόρησε η Φενίλδα. Τι μπορώ να κάνω εγώ;) «Από εσάς το μοναδικό πράγμα που θέλω είναι η Χρυσαλλίδα και ο πιλότος της.»

«Σε χρειαζόμαστε,» του είπε η Λαμρίτ. «Αν εξαιτίας κάποιας κακοτυχίας σε χάσουμε….»

«Δεν είμαι πληρωμένος μισθοφόρος, Πρόμαχε,» της θύμισε ο μάγος. «Βρίσκομαι εδώ επειδή θέλω να βρίσκομαι. Μην το ξεχνάς αυτό.»

«Εντάξει, δεν είπα το αντίθετο… Αλλά αν συμβεί κάτι με τα αυτοκίνητα….»

«Δεν θα αργήσω. Κι αν αργήσω, τότε σας πρόσφερα ό,τι μπορούσα να σας προσφέρω όσο ήμουν μαζί σας, κι αυτό ήταν.»

Της Λαμρίτ δεν φαινόταν να της αρέσει τούτο, όμως δεν προσπάθησε να διαφωνήσει. «Πότε θα φύγεις, λοιπόν; Τώρα;»

«Ναι.» Και στράφηκε στη Φενίλδα, η οποία ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα κοντά στο τζάκι. «Θα έρθεις;»

Κάτι μέσα της την έκανε να γνέψει καταφατικά χωρίς δισταγμό. «Ναι,» είπε, και σηκώθηκε.

Ο Δαίδαλος σηκώθηκε επίσης από την πολυθρόνα του. «Θα πεις στον πιλότο να έχει έτοιμη τη Χρυσαλλίδα, Πρόμαχε;»

Η Λαμρίτ ένευσε, φανερά βεβιασμένα. «Θα του το πω.»

«Μια στιγμή, μάγε,» είπε ο Πολ. «Δε μπορείς να πας μόνος σου και να πάρεις και τη Φενίλδα. Εγώ ήμουν με τον Τάμπριελ από την αρχή.»

«Θέλεις να έρθεις μαζί μας;» τον ρώτησε ο Δαίδαλος.

«Το ξέρω ότι θα το μετανιώσω πικρά, αλλά, ναι, θα έρθω.»

«Όχι!» παρενέβη η Λαμρίτ, έντονα. «Θα μείνεις εδώ.»

Ο Πολ κούνησε το κεφάλι. «Είμαι περίεργος να μάθω–»

«Η Επανάσταση, όμως, σε χρειάζεται κι εσένα όσο και τον Δαί–»

«Όπως κι ο Δαίδαλος, έτσι κι εγώ είμαι εδώ επειδή το θέλω να είμαι.»

Η Λαμρίτ ήταν τώρα όρθια, θυμωμένη. «Αν φύγετε όλοι, ό,τι κάναμε ίσως να πάει χαμένο!»

«Αποκλείεται,» είπε ο Δαίδαλος. «Ακόμα κι αν εξαφανιστούμε, το Κίρτβεχ θα εξακολουθήσει να είναι εξεγερμένο κατά της Συμπαντικής Παντοκρατορίας–»

«Και η Νίνα,» πρόσθεσε ο Πολ, «γνωρίζει, ούτως ή άλλως, καλύτερα το δίκτυο των πρακτόρων της Παντοκράτειρας απ’ό,τι εγώ σε τούτα τα μέρη.»

«Η Νίνα;» φώναξε η Λαμρίτ. «Δεν την εμπιστεύομαι τη Νίνα, ακόμα κι ύστερα απ’όσα έγιναν! Εσύ θα μπορείς ευκολότερα να δεις αν σκέφτεται να μας στήσει κάποια απάτη, και το ξέρεις, Πολ!» Κοπάνησε τη γροθιά της επάνω στο τραπέζι. Στις καρέκλες του ήταν, τώρα πλέον, καθισμένοι μόνο ο Δάρυλμος κι ο Άλτρες, κοιτάζοντας την Πρόμαχο και τους υπόλοιπους σιωπηλά, αναποφάσιστα· προβληματισμένα ίσως.

«Δεν πρόκειται να κάνει καμία απάτη,» είπε ο Πολ.

«Εγώ δεν είμαι και τόσο σίγουρη γι’αυτό!»

«Πρόμαχε,» τους διέκοψε ο Δαίδαλος, «αρκετά έχουμε καθυστερήσει. Η Ανταρλίδα κι οι άλλοι μάς περιμένουν, και το Μεγάλο Σχίσμα απέχει εκατοντάδες χιλιόμετρα από εδώ.»

Η Λαμρίτ τούς αγριοκοίταζε όλους.

Την έχουμε τσαντίσει, σκέφτηκε η Φενίλδα. Αν ήμασταν από τους «κανονικούς» επαναστάτες της, μπορεί και να μας είχε κλοτσήσει.

«Θα επιστρέψουμε,» είπε ο Πολ στην Πρόμαχο της Επανάστασης. «Πού νομίζεις ότι θα εξαφανιστούμε; Θα μας καταπιεί αυτό το Μεγάλο Σχίσμα;»

«Αρκετά,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ σταυρώνοντας τα χέρια της εμπρός της. «Κάντε ό,τι νομίζετε.»

3.

Ο Νελμάτρες τούς περίμενε κοντά στη Χρυσαλλίδα, στο αεροδρόμιο της Πριγκιπικής, φορώντας χειμωνιάτικα ρούχα αλλά όχι κάπα.

«Η Καπετάνισσα μ’ακούστηκε τσαντισμένη από τον δίαυλο,» τους είπε. «Είχατε διαφωνίες σχετικά με το σκάφος μου;»

«Τίποτα που θα σε κάνει να χαρείς αν το μάθεις,» αποκρίθηκε ο Πολ.

Ο Νελμάτρες μειδίασε. «Ελάτε,» είπε, και μπήκε στο μικρό, λιγνό αεροπλάνο που στεκόταν πάνω σε τέσσερα μεταλλικά πόδια τα οποία είχαν νύχια που έμοιαζαν να μπορούν να γαντζωθούν οπουδήποτε.

Η Φενίλδα, ο Πολ, και ο Δαίδαλος ακολούθησαν τον πιλότο στο εσωτερικό της Χρυσαλλίδας και κάθισαν – οι δύο πρώτοι πίσω του και ο τελευταίος δίπλα του.

«Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε ο Νελμάτρες, καθώς πατούσε κουμπιά επάνω στην κονσόλα μπροστά του κλείνοντας τις πόρτες του αεροπλάνου και βάζοντας τις μηχανές του σε λειτουργία.

«Στο Μεγάλο Σχίσμα,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος.

«Μεγάλοι Κολοσσοί! Και τι περιμένουμε να βρούμε εκεί;»

«Κάποιους άλλους επαναστάτες, και μετά… βλέπουμε. Εσύ δεν θα μείνεις.»

«Αν δεν αργήσετε, δεν θα είχα πρόβλημα να σας περιμένω.»

«Θα κάνουμε παραπάνω από μία ημέρα, σίγουρα,» είπε ο Δαίδαλος. «Επομένως, θα σου πρότεινα να επιστρέψεις στην Πριγκιπική.»

Ο Νελμάτρες δεν αποκρίθηκε. Ύψωσε το αεροπλάνο πάνω από το αεροδρόμιο και το παλάτι και, ύστερα, άρχισε να το πιλοτάρει προς τα βορειοανατολικά, έχοντας στην οθόνη της κονσόλας του τον χάρτη της Βίηλ. «Θα πρέπει να περάσουμε από το Έλρηνεχ,» είπε, «όπου οι Παντοκρατορικοί πιθανώς να μας εντοπίσουν. Ειδικά τώρα με τον πόλεμο θα είναι πολύ προσεχτικοί, και κατά πάσα πιθανότητα θα καταδιώξουν ένα σκάφος σαν το δικό μας αν δεν συμφωνήσουμε να προσγειωθούμε. Θα έλεγα, το λοιπόν, να πάμε βόρεια και μετά ανατολικά, πάνω από το Νέφκαλ.»

«Και το Νέφκαλ θα περιφρουρεί τους ουρανούς του,» είπε ο Πολ.

«Σίγουρα, αλλά εκεί δεν έχουμε επιτεθεί ακόμα, και νομίζω ότι θα μπορέσουμε να περάσουμε πιο εύκολα. Τι λέτε;»

«Ας πάμε,» είπε ο Πολ. «Έτσι κι αλλιώς, το σκάφος σου είναι γρήγορο· δε θα χάσουμε και πολύ χρόνο. Τι λες, μάγε;»

«Πάμε,» συμφώνησε ο Δαίδαλος.

Η Φενίλδα παρατήρησε ότι κανένας δεν τη ρώτησε. Αλλά ήταν αναμενόμενο· δεν ήξερε καθόλου καλά τη Βίηλ, ούτε ήταν στρατιωτικός.

Η Χρυσαλλίδα πέταξε βόρεια-βορειοανατολικά, περνώντας πάνω από το Πριγκιπάτο Κίρτβεχ και πάνω από τις γκρίζες, ραγισμένες εκτάσεις της Καμένης Γης, και φτάνοντας στους Δασότοπους του Βορρά (όπως τους είπε ο Νελμάτρες – γιατί η Φενίλδα δεν είχε ιδέα πώς ονομάζονταν ετούτες οι περιοχές) όπου το σκηνικό άλλαζε τελείως και οι εκτάσεις γίνονταν πράσινες ώς εκεί που μπορούσες να δεις. Είχαν περάσει περίπου δυο ώρες ώς τώρα, και ήταν μεσημέρι. Ο Νελμάτρες έστρεψε τη Χρυσαλλίδα προς τα νοτιοανατολικά και συνέχισε την πτήση τους. Σύντομα άφησαν πίσω τους τους Δασότοπους του Βορρά και πέταξαν πάνω από πεδινά και λοφώδη εδάφη, όπου φαίνονταν πόλεις, χωριά, και οχυρά.

«Το Πριγκιπάτο Νέφκαλ;» ρώτησε η Φενίλδα.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο πιλότος.

Και μετά από λίγο: «Τα Δαιμόνια τους, γαμώ! Μας εντόπισαν. Μας κάνουν σήμα.»

«Τι όπλα χρησιμοποιούνται στις αερομαχίες, στη Βίηλ;» ρώτησε ο Πολ.

«Έμβολα,» αποκρίθηκε ο Νελμάτρες, «και σε ακραίες περιπτώσεις εκρηκτικά. Έρχονται από πάνω σου και τα ρίχνουν ελπίζοντας να σε χτυπήσουν. Αλλά είναι πολύ ριψοκίνδυνο, γιατί μπορεί από την έκρηξη να χτυπηθεί κι ο επιτιθέμενος ή οι σύμμαχοί του.»

«Τι εννοείς έμβολα;» ρώτησε ο Πολ.

«Έμβολα – όπως στα πλοία. Έρχονται κοντά σου και σε χτυπάνε.»

«Σοβαρολογείς;»

«Ναι, αλλά δε μένουν επάνω σου: σε προσπερνάνε, φυσικά. Δεν είναι ακριβώς όπως στα πλοία.»

Η Φενίλδα ρώτησε: «Δεν είχες ξανάρθει παλιά στη Βίηλ, Πολ;»

«Είχα, όμως δεν είχε τύχει να βρεθώ σε αερομαχία.»

«Μας πλησιάζουν,» είπε ο Νελμάτρες κοιτάζοντας την κονσόλα του. «Τρία είναι. Μας κάνουν σήμα να προσγειωθούμε.»

«Μάγε,» ρώτησε ο Πολ, «δεν μπορείς να τους ρίξεις τίποτα;»

«Δεν έχω καθόλου χειροβομβίδες μαζί μου, Πολ.»

«Πολύ έξυπνο, κωμικέ. Αλλά αν μπορείς να κάνεις κάτι–»

«Μόλις πλησιάσουν, ίσως καταφέρω να διαταράξω την ομαλή ροή της ενέργειας στις εστίες τους.»

«Κι αυτό θα τους καταρρίψει;»

«Θα χάσουν ύψος, σίγουρα. Αλλά μη βασίζεσαι μόνο σε μένα, πιλότε,» είπε ο Δαίδαλος στον Νελμάτρες, ο οποίος κατένευσε.

Η Φενίλδα, κοιτάζοντας από το παράθυρο πλάι της, είδε ένα Παντοκρατορικό μαχητικό να έρχεται γυρίζοντας στο πλάι και δείχνοντας καθαρά τα μεγάλα έμβολα στα φτερά του. «Έρχεται να μας χτυπήσει!» προειδοποίησε η μάγισσα.

«Βοήθησέ με, Φενίλδα,» της είπε ο Δαίδαλος. «Δε μπορώ να διαταράξω την ενεργειακή ροή όλων τους συγχρόνως.»

Εγώ; σκέφτηκε η Φενίλδα, γι’ακόμα μια φορά εκείνη την ημέρα, σαν κάτι μέσα της να ήθελε να αμφισβητήσει τις ικανότητές της. Μετά, όμως, παρακινημένη από τα λόγια του Δαίδαλου, άρχισε να κάνει ένα Ξόρκι Ενεργειακής Συστολής, στέλνοντας τις μαγικά διευρυμένες αισθήσεις της προς τη μεριά του ερχόμενου αεροσκάφους. Δε μπορούσε να επικεντρωθεί, ωστόσο. Παρότι έβρισκε την εστία, βαθιά μέσα στο σκάφος, δεν μπορούσε να μπλοκάρει την ενεργειακή ροή της–

Και το Παντοκρατορικό ήρθε κοντά–

Το έμβολο χτύπησε τη Χρυσαλλίδα κάνοντάς τη να τρανταχτεί. Η Φενίλδα ταρακουνήθηκε, και το ξόρκι της διαλύθηκε.

Άκουσε τον Νελμάτρες να καταριέται τα Δαιμόνια, και μετά να λέει: «Το ένα έχασε ύψος! Εσύ το έκανες, μάγε;»

«Ναι,» απάντησε ο Δαίδαλος.

«Προσπάθησε ν’απομακρυνθείς από τ’άλλα, πιλότε, κι άσε τις κουβέντες!» γρύλισε ο Πολ. «Γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος…»

Η Φενίλδα αισθανόταν τσαντισμένη με τον εαυτό της. Δεν είχε καταφέρει να βοηθήσει – δεν είχε καταφέρει να κάνει τίποτα! Κι έβλεπε, από το παράθυρό της, το εχθρικό αεροπλάνο να ζυγώνει πάλι, να γυρίζει στο πλάι, τα έμβολά του να γυαλίζουν στον μεσημεριανό ήλιο…

Η Φενίλδα άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Ενεργειακής Συστολής. Εστιάστηκε προς τη μεριά του Παντοκρατορικού μαχητικού, ψάχνοντας να διαταραξεί την ενεργειακή πηγή στα βάθη των μηχανών του. Μπορούσε να νιώσει το Φως παντού γύρω της, αλλά πολύ πιο ασθενικά απ’ό,τι άλλες φορές… Γιατί; Και τότε θυμήθηκε αυτό που είχε ακούσει να λένε για τα αεροσκάφη: ότι δεν μπορούσαν να πετάξουν και πάρα πολύ ψηλά επειδή, όσο πιο πολύ απομακρύνονταν από το έδαφος, τόσο πιο δύσκολο ήταν οι εστίες τους να αντλήσουν την ενέργεια της διάστασης, σαν το Φως να μην έφτανε ώς εδώ πάνω.

Η Φενίλδα, όμως, προσπάθησε

Και πάλι δεν πρόλαβε.

Είδε το έμβολο έξω απ’το παράθυρό της και, με μια ακούσια κραυγή, τινάχτηκε, σκύβοντας και βάζοντας τα χέρια της πάνω απ’το κεφάλι.

Δεν άκουσε, όμως, κανέναν ήχο θραύσης, ούτε αισθάνθηκε κανένα τράνταγμα όπως πριν. Τίποτα.

«Τι…;» έκανε, υψώνοντας το κεφάλι και κοιτάζοντας ολόγυρα.

«Παρά τρίχα, πιλότε,» είπε ο Πολ. «Έγδαρε το τζάμι, ο δαιμονισμένος.»

«Σοβαρά;» έκανε ο Νελμάτρες.

«Σχεδόν.»

Ο Νελμάτρες γέλασε. «Τους έχουμε αφήσει πίσω, τώρα,» είπε. «Και δε βλέπω να μας ακολουθούν.»

«Είσαι παιδί των Αρχαίων Κολοσσών, πιλότε.»

«Παλιά ιστορία, Πολ.»

«Υποτίθεται, όμως, πως θα μας πήγαινες από το Νέφκαλ για να μην συναντήσουμε τους λευκούς…»

«Ατυχήματα πάντα συμβαίνουν.»

«Αυτό παραλίγο νάταν το τελευταίο μας,» σχολίασε ο Πολ.

«Έχω δει και χειρότερα.»

«Κι εγώ. Πράγμα που, όμως, δεν πάει να πει τίποτα.»

«Τελικά, είσαι πολύ εντάξει άνθρωπος, Πολ, το ξέρεις;»

«Πρώτη φορά μού το λένε.»

Η Φενίλδα απορούσε πώς είχαν όρεξη για κουβέντα. Ύστερα, μειδίασε κι έστρωσε τα γυαλιά της.

4.

Η Ανταρλίδα καταλάβαινε ότι δεν ήταν δυνατόν ο Δαίδαλος κι οι άλλοι να έρθουν αμέσως. Το Πριγκιπάτο Κίρτβεχ απείχε εκατοντάδες χιλιόμετρα από το Μεγάλο Σχίσμα. Ωστόσο δεν μπορούσε και να περιμένει. Αισθανόταν ανυπόμονη. Νευρική. Βημάτιζε πέρα-δώθε, ενώ οι υπόλοιποι ήταν καταυλισμένοι γύρω από το όχημά τους.

«Ακόμα διαισθάνεσαι τον Τάμπριελ από κάτω μας;» ρώτησε τον Τζακ όταν είχε έρθει το μεσημέρι.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Ανταρλίδα.»

Η Μαύρη Δράκαινα γύρισε για να κοιτάξει την Ιλρίνα’νορ.

«Κάθισε,» της είπε η μάγισσα. «Δε θα έρθουν πιο γρήγορα αν συνέχεια κάνεις γύρω-γύρω.»

Η Ανταρλίδα ήξερε πως η Ιλρίνα είχε δίκιο. Και σπάνια ήταν τόσο νευρική. Σχεδόν ποτέ, βασικά. Η εκπαίδευσή της το απέτρεπε· συνιστούσε υπομονή. Αν μόνο αυτή η περίπτωση δεν αφορούσε τον Τάμπριελ… κι αν δεν ήταν τόσο, μα τόσο, παράξενη…

Ωστόσο, η Ανταρλίδα κάθισε επάνω σε μια πέτρα, κοντά στην άκρη του Μεγάλου Σχίσματος, στρέφοντας το βλέμμα της στα βάθη του που έμοιαζαν ατελείωτα. Δεν είχε και πολλές ελπίδες ότι εκεί κάτω θα έβρισκαν τον Τάμπριελ. Ή μάλλον, ένα μέρος του μυαλού της της έλεγε ότι ήταν αδύνατο να τον βρουν, εκεί ή οπουδήποτε, ενώ ένα άλλο μέρος του μυαλού της ήθελε να πιστεύει ότι μπορεί να υπήρχε έστω μια μικρή πιθανότητα.

Τάμπριελ… σκέφτηκε. Γιατί όλα έγιναν τόσο περίεργα από τότε που βυθιστήκαμε μαζί σ’εκείνον τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο;

«Θα φας τίποτα;» τη ρώτησε η Αλιζέτ, μετά από κάποια ώρα, πλησιάζοντάς την.

Η Ανταρλίδα κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

«Όπως θέλεις.»

Η Αλιζέτ απομακρύνθηκε πάλι, πηγαίνοντας κοντά στους υπόλοιπους. Δε μπορούσε να καταλάβει αυτές τις αντιδράσεις της Ανταρλίδας. Ή μάλλον, μπορούσε να καταλάβει ότι προέρχονταν από την αγάπη της για τον Τάμπριελ, αλλά τις θεωρούσε απαράδεκτες. Η Ανταρλίδα ήταν Μαύρη Δράκαινα, δεν ήταν; Ίσως όχι τόσο καλή όσο εγώ, όμως είναι Μαύρη Δράκαινα. Θα έπρεπε να επιδεικνύει περισσότερο έλεγχο του εαυτού της, σκέφτηκε η Αλιζέτ καθώς καθόταν ξανά στο έδαφος, κάτω από ένα στραβόκορμο δέντρο. Τι κερδίζει έτσι, μην ηρεμώντας, μην τρώγοντας; Εξαντλεί τις δυνάμεις της χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. –Και τώρα καπνίζει, παρατήρησε, βλέποντας την Ανταρλίδα να ανάβει τσιγάρο καθισμένη επάνω στον βράχο, εξακολουθώντας να κοιτάζει τα βάθη του Μεγάλου Σχίσματος. Αλλά αυτό δεν είναι μόνο δικό της ελάττωμα. Κι άλλες Μαύρες Δράκαινες είχαν αυτή την ελεεινή συνήθεια, από παλιά: ορισμένες λιγότερο, ορισμένες περισσότερο. Η Αλιζέτ νόμιζε ότι, κανονικά, ο εκπαιδευτής τους, ο Άλδρος Λόρτραν, ο «Θεός», θα έπρεπε να τους το είχε απαγορεύσει να καπνίζουν. Το μόνο που έκανε το κάπνισμα ήταν να φθείρει το σώμα. Μια φορά, μάλιστα, κατά την περίοδο της εκπαίδευσής τους, η Αλιζέτ είχε τύχει να τους αναφέρει την άποψή της για το τσιγάρο ενώ ο Θεός δεν ήταν μπροστά, και είχαν γυρίσει και την είχαν απειλήσει πως θα την έσφαζαν έτσι κι έλεγε κάτι τέτοιο στον Άλδρος Λόρτραν, οι καταραμένες σκρόφες. Τότε η Αλιζέτ τις είχε φοβηθεί. Σήμερα δεν θα τις φοβόταν. Αλλά σήμερα ήταν πλέον αργά.

«Τι σου είπε;» τη ρώτησε Ιλρίνα’νορ, που ήταν καθισμένη παραδίπλα.

«Δεν έχει όρεξη για φαγητό.»

«Κατανοητό είναι,» είπε η μάγισσα, «αλλά θα έπρεπε να φάει κάτι. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς θα είναι εδώ ο Δαίδαλος κι οι άλλοι.»

«Δε νομίζω ν’αργήσουν, αν έρχονται μ’αεροπλάνο.» Και είχε ακούσει – οι Ιεράρχες είχαν πει – ότι κι ο Πολ θα ήταν μαζί τους. Το νέο αυτό την είχε κάνει να χαρεί που θα τον ξανάβλεπε. Αναρωτιόταν αν ο Πολ θα θυμόταν ακόμα τα φιλιά τους στις παρυφές των Δασότοπων των Λάν’τραχαμ. Η Αλιζέτ χαμογέλασε αχνά, καθώς αυτό ήρθε στο μυαλό της. Γιατί να έχει ξεχάσει; Εγώ τα θυμάμαι.

Η Ιλρίνα’νορ, μετά από μερικές στιγμές σιωπής, είπε: «Θέλω να δω πώς είναι ο Δαίδαλος στην πραγματικότητα. Σύμφωνα μ’αυτά που λέτε εσείς, πρέπει να είναι πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα.»

«Μη νομίζεις ότι εξωτερικά θα δεις τίποτα το σπουδαίο.»

«Δεν εννοώ εξωτερικά. Εννοώ… γενικά. Θέλω να δω πώς μιλάει, πώς… κάνει τη μαγεία του. Να μάθω τι σκέφτεται.»

«Σου έχει κινήσει τόσο την περιέργεια;»

«Φυσικά,» είπε η Ιλρίνα. «Λέτε πως δεν είναι μάγος του τάγματος των Πεφωτισμένων κι όμως χειρίζεται το Φως. Και φτιάχνει και ζωντανές οντότητες από μέταλλο. Μπορεί και χρησιμοποιεί τη μαγεία του μέσα από τους Ιεράρχες, από ασύλληπτες αποστάσεις! Σοβαρολογείς, Αλιζέτ; – πώς θα ήταν δυνατόν να μην μου είχε κινήσει την περιέργεια;»

«Υποθέτω ότι κι εμένα, αν ήμουν μάγισσα, θα με παραξένευαν όλ’αυτά. Όχι πως και τώρα δεν με παραξενεύουν, αλλά ούτως ή άλλως κάθε είδους μαγεία με παραξενεύει, Ιλρίνα.»

5.

Το μικρό αεροπλάνο παρουσιάστηκε στον ουρανό από πάνω τους όταν το μηχανικό ρολόι της Ανταρλίδας έδειχνε τρεις παρά είκοσι. Όλοι, αμέσως, σηκώθηκαν και τράβηξαν τα όπλα τους. Σίγουρα ήταν οι σύμμαχοί τους – ο Δαίδαλος κι οι άλλοι – κανένας δεν είχε αμφιβολία, όμως επίσης κανένας δεν ήθελε να το ριψοκινδυνέψει.

Το αεροσκάφος έστρεψε τους προωθητήρες του κάθετα, άπλωσε τα νυχάτα πόδια του, και κατέβηκε σε απόσταση περίπου δεκαπέντε μέτρων από το σταματημένο μεταβαλλόμενο όχημα. Οι πόρτες του άνοιξαν και ο Δαίδαλος, ο Πολ, η Φενίλδα, κι ένας άλλος άντρας βγήκαν, πλησιάζοντας την ομάδα της Ανταρλίδας και της Αλιζέτ.

«Εδώ είμαστε,» είπε ο Πολ καθώς συναντιόνταν. «Επάνω στην ώρα για καφέ, ίσως. Αν και δεν έχουμε φάει τίποτα, εκτός από ένα έμβολο στο πλάι του σκάφους μας.»

«Σας επιτέθηκαν;» ρώτησε η Αλιζέτ, γνωρίζοντας πώς γίνονταν οι αερομαχίες στη Βίηλ.

«Καθώς περνούσαμε από το Πριγκιπάτο Νέφκαλ. Ευτυχώς, όμως, το χτύπημα δεν ήταν σοβαρό. Τρία Παντοκρατορικά μαχητικά μάς κυνήγησαν. Και να φανταστείς ο κύριος μάς πήγε από κει για καλύτερα.» Έδειξε, με το βλέμμα του, τον επαναστάτη που η Αλιζέτ δεν ήξερε.

«Νελμάτρες,» συστήθηκε εκείνος. «Πιλότος: παλιά σε πλοίο, τώρα σε αεροπλάνο. Κι αν πηγαίναμε από το Έλρηνεχ, νομίζω πως τα πράγματα θα ήταν χειρότερα για εμάς.»

«Ίσως,» είπε ο Πολ.

Η Ανταρλίδα ρώτησε: «Δαίδαλε, τι πρέπει να κάνουμε;» Δεν είχε υπομονή για να συζητάνε ανοησίες σχετικά με το πώς ήταν το ταξίδι τους. Σημασία είχε ότι τώρα βρίσκονταν εδώ, και ήθελε επιτέλους να μάθει τι μπορούσε να γίνει για να ξαναδεί ζωντανό τον Τάμπριελ.

Ο Δαίδαλος δεν της απάντησε· στράφηκε στον Τζακ. «Εσύ είσαι ο Τζακ’μορ Πολύχρωμος;»

«Ναι.»

«Και νομίζεις ότι ο Τάμπριελ βρίσκεται στα βάθη του Μεγάλου Σχίσματος;»

«Ναι.»

Ο Δαίδαλος εστίασε το βλέμμα του επάνω στον Τζακ και υποτονθόρυσε τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Μετά είπε: «Όντως, υπάρχει μια ενεργειακή οντότητα μέσα σου. Συμβιώνει μαζί σου. Και την αναγνωρίζω.»

«Την αναγνωρίζεις;» έκανε ο Τζακ, ξαφνιασμένος.

«Είναι ο ένας από τους Εραστές. Της Λετδάρκης, της διάστασης-φυλακής.»

Ο Τζακ τον παρατηρούσε συνοφρυωμένος τώρα. «Έχεις πάει εκεί;»

Ο Δαίδαλος ένευσε. «Πολύ παλιά. Ο Εραστής μού ζήτησε να τον πάρω από τη Λετδάρκη, αλλά αρνήθηκα. Τελικά, βρήκε εσένα για να τον μεταφέρεις…»

Η Ιλρίνα’νορ ρώτησε: «Ήταν πράγματι νεκρός και τον ανέστησε;»

«Πολύ πιθανόν,» είπε ο Δαίδαλος. «Αν το σώμα δεν έχει νεκρωθεί τελείως, και η ψυχή δεν έχει αποχωρήσει, μια αρκετά ισχυρή ενεργειακή οντότητα μπορεί να το επαναφέρει στη ζωή.»

«Και γιατί τώρα αυτή η οντότητα αναζητά τον Τάμπριελ;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Δε μπορώ να είμαι βέβαιος, αν η ίδια δεν μας πει.» Ο Δαίδαλος στράφηκε πάλι στον Τζακ, ατενίζοντάς τον σαν να περίμενε κάποια απάντηση από αυτόν – ή, μάλλον, από τον Εραστή μέσα του.

Εκείνος, όμως, δεν μίλησε.

«Υποθέτω,» είπε ο Δαίδαλος, κοιτάζοντας ξανά την Ανταρλίδα τώρα, «πως θέλει να ρωτήσει τον Τάμπριελ πού θα μπορούσε να βρει ένα άλλο μέρος για να κατοικήσει. Ή ένα άλλο σώμα, ίσως.»

«Γιατί ο Τάμπριελ να ξέρει;»

«Γιατί όχι; Δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος.»

«Είναι, επίσης, νεκρός, Δαίδαλε,» παρενέβη η Αλιζέτ. «Πώς θα τον βρούμε; Στην περίπτωση του Τζακ, υπήρχε τουλάχιστον το σώμα του. Στην περίπτωση του Τάμπριελ, δεν έχουμε τίποτα.»

«Θα πρέπει να ψάξουμε και να ανακαλύψουμε την απάντηση.» Η έκφραση στο πρόσωπο του Δαίδαλου μαρτυρούσε ότι το θέμα παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εκείνον.

«Μέσα στο Μεγάλο Σχίσμα;»

«Ναι, αφού εκεί λέει ο Τζακ ότι διαισθάνεται την παρουσία του…»

Η Ανταρλίδα είπε: «Θα χρειαστούμε ορειβατικούς εξοπλισμούς. Έχετε φέρει μαζί σας;»

«Ελάχιστους, για περίπτωση ανάγκης. Και σίγουρα δεν θα τους χρειαστούμε από τώρα – αν τους χρειαστούμε ποτέ.»

«Είναι αδύνατο να κατεβούμε αλλιώς εκεί κάτω,» είπε η Ανταρλίδα. «Ή μήπως σκέφτεσαι να πάμε με το αεροπλάνο;» Το Μεγάλο Σχίσμα ήταν αρκετά μεγάλο για να το χωρά.

«Αυτό θα ήταν καταστροφικό. Δε μπορείς να κατεβείς με αεροσκάφος στον πυθμένα του Μεγάλου Σχίσματος. Οι εστίες υπερφορτίζονται.»

«Γιατί;»

«Διότι το Μεγάλο Σχίσμα καταλήγει στο κέντρο της Βίηλ, στην καρδιά του Φωτός. Εκεί απ’όπου εκπηγάζει όλη η ενέργεια της διάστασης.»

«Τι θα κάνουμε, επομένως;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Υπάρχει δρόμος για να κατεβούμε. Θα σας οδηγήσω.»

6.

Οι Ιεράρχες, η Ιλρίνα’νορ, η Ανταρλίδα, ο Τζακ, και ο Δαίδαλος μπήκαν στο μεταβαλλόμενο όχημα· ο Πολ, η Αλιζέτ, η Φενίλδα, και ο Νελμάτρες μπήκαν στο αεροπλάνο και τους ακολούθησαν πετώντας από πάνω τους. Ο Δαίδαλος έδειχνε τον δρόμο στην Ανταρλίδα καθώς εκείνη οδηγούσε. Την έβαλε να πάει νοτιοανατολικά, να περάσει από την ανατολική άκρη του Μεγάλου Σχίσματος, να στρίψει, και να προχωρήσει κατά μήκος της νότιας μεριάς του, πηγαίνοντας προς τα δυτικά τώρα. Τα εδάφη ήταν άτσαλα αλλά το όχημά τους δεν είχε πρόβλημα να τα διασχίζει.

Μετά από τρεισήμισι ώρες, όταν είχε αρχίσει να νυχτώνει, ο Δαίδαλος είπε στην Ανταρλίδα να σταματήσει, κι εκείνη σταμάτησε. Απέξω μπορούσε να δει ένα τοπίο που δεν είχε τίποτα το αξιοσημείωτο. Βραχώδες ήταν, με κάτι λίγα άφυλλα δέντρα από δω κι από κει. Δύο λύκοι έτρεχαν να απομακρυνθούν από το όχημα, θορυβημένοι από την παρουσία του.

«Τι είναι εδώ;» ρώτησε τον Δαίδαλο.

«Εδώ υπάρχει μια σπηλιά,» αποκρίθηκε ο μάγος, «που οδηγεί στα βάθη του Μεγάλου Σχίσματος.»

Από πάνω τους, η Χρυσαλλίδα άρχισε να κατεβαίνει, και γρήγορα προσγειώθηκε τσακίζοντας και καίγοντας κάτι χαμόδεντρα. Οι επιβάτες της βγήκαν, καθώς και η Ανταρλίδα κι οι άλλοι έβγαιναν από το όχημα. Η Ιλρίνα’νορ φαινόταν κουρασμένη από τη δουλειά στο ενεργειακό κέντρο. Ακούμπησε την πλάτη της πάνω στο σταματημένο τροχοφόρο ενώ οι υπόλοιποι συγκεντρώνονταν μπροστά της.

Ο Δαίδαλος τούς είπε αυτό που είχε πει και στην Ανταρλίδα.

«Δηλαδή, η σπηλιά φτάνει ώς κάτω;» ρώτησε ο Πολ.

«Όχι,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Αλλά υπάρχει εκεί μια σήραγγα η οποία καταλήγει στο νότιο τοίχωμα του Μεγάλου Σχίσματος.»

«Και μετά;»

«Μετά υπάρχουν μονοπάτια. Όπου θα πρέπει να βαδίσουμε προσεχτικά.»

«Επομένως, υποθέτω ότι δεν θα κατεβούμε απόψε.»

«Αύριο,» είπε ο Δαίδαλος. «Τώρα θα πρότεινα να ξεκουραστούμε.» Και κοίταξε την Ανταρλίδα.

Εκείνη ένευσε, καταλαβαίνοντας ότι αυτό ήταν το πιο λογικό. «Πόσες ώρες υπολογίζεις να κάνουμε μέχρι να φτάσουμε στον πυθμένα του Μεγάλου Σχίσματος, Δαίδαλε;» ρώτησε.

«Δε θα κάνουμε ώρες, Ανταρλίδα. Θα κάνουμε δυο-τρεις μέρες, στην καλύτερη περίπτωση.»

«Μέρες;» πετάχτηκε ο Πολ. «Θα κατεβαίνουμε εκεί κάτω για μέρες, μάγε;»

«Δε γίνεται πιο γρήγορα.»

«Έχεις κατεβεί εσύ, παλιότερα;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Ναι,» απάντησε ο Δαίδαλος. «Αλλά όχι ώς τον πυθμένα. Κάπου σταμάτησα…»

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. Κάποιος ιδιαίτερος λόγος; Ή κίνδυνος; «Γιατί;»

«Δεν ήθελα να γνωρίσω το Φως της Βίηλ από τόσο κοντά,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος, κι εκείνη καταλάβαινε ότι έκρυβε κάτι.

«Υπάρχει κίνδυνος; Μπορεί να μας σκοτώσει το Φως;»

«Το Φως, από τέτοια απόσταση, σίγουρα δεν είναι ακίνδυνο. Όμως εκεί κάτω κατοικούν και… άλλες οντότητες.»

«Τι οντότητες;»

«Έχεις ακούσει για τους Οδηγούς της Βίηλ;»

«Ναι.»

«Νομίζω πως εκεί κάτω είναι το σπίτι τους.»

«Δαίδαλε,» είπε τότε η Φενίλδα, «η Λαμρίτ είχε κάποιες… συναναστροφές με μια Οδηγό. Αυτή που συντροφεύει τον Ταλμάρος τον Οδηγημένο – τον πειρατή.»

Ο Δαίδαλος την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Τι συναναστροφές;»

Η Φενίλδα εξήγησε όσο καλύτερα μπορούσε.

«Μάλιστα,» είπε ο Δαίδαλος, σκεπτικά. «Συνηθισμένη περίπτωση.»

Η Αλιζέτ ρώτησε: «Ξέρεις τι είναι οι Οδηγοί;»

«Ακριβώς, όχι· και αμφιβάλλω αν κανένας εκτός απ’τους ίδιους το γνωρίζει αυτό. Πάντως, γενικά, οι Οδηγοί είναι οντότητες άμεσα συνδεδεμένες με τη Βίηλ. Κάποιοι από αυτούς ήταν παλιότερα άνθρωποι σαν εμάς, αλλά μετά έγιναν ένα με τη διάσταση. Είναι προέκτασή της.»

«Και ο Τάμπριελ μπορεί να έχει κάποια σχέση μαζί τους;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ,» είπε ο Δαίδαλος.

7.

Πέρασαν τη νύχτα κατασκηνωμένοι κοντά στο Μεγάλο Σχίσμα, με το πελώριο φεγγάρι της Βίηλ να τους ατενίζει από ψηλά στον σκοτεινό ουρανό.

Η Ανταρλίδα, αρχικά, ρωτούσε τον Δαίδαλο πώς πίστευε ότι μπορεί ο Τάμπριελ να επανερχόταν στη ζωή – πώς μπορεί αυτό να ήταν δυνατό. Εκείνος, όμως, της είπε ότι δεν είχε απάντηση να της δώσει. Ακόμα κι όταν η Ανταρλίδα τού ανέφερε πως νόμιζε ότι είχε δει έναν Οδηγό – έναν μυστηριώδη μασκοφόρο – στην κηδεία του Τάμπριελ («Εγώ και μόνο εγώ τον είδα· κανένας άλλος»), ο μάγος εξακολουθούσε να μη μπορεί να φτάσει σε κάποιο συμπέρασμα. «Η κατάσταση είναι ασυνήθιστη, Ανταρλίδα. Θα πρέπει να ακολουθήσουμε την ανιχνευτική μέθοδο.»

«Τι είναι αυτή η μέθοδος;»

«Με άλλα λόγια, ‘βλέποντας και κάνοντας’.»

Και η Ανταρλίδα σταμάτησε τις ερωτήσεις της. Πήγε στο εσωτερικό του οχήματος και προσπάθησε να κοιμηθεί.

Η Ιλρίνα’νορ, τότε, πλησίασε τον Δαίδαλο κι άρχισε να του μιλά για διάφορα πράγματα: σχετικά με τη χρήση του Φωτός, σχετικά με τα αυτοκίνητα. Αλλά δεν καταλάβαινε τις περισσότερες από τις απαντήσεις του. Τι έξυπνος άνθρωπος! σκέφτηκε, εντυπωσιασμένη. Ιδιοφυής. Μιλά για πράγματα που ανέκαθεν θεωρούσα αδύνατα σαν να είναι συνηθισμένα!

Η Φενίλδα, καθισμένη παραδίπλα, τυλιγμένη και κουκουλωμένη στην κάπα της για να προστατεύεται από το κρύο, έβλεπε την Πεφωτισμένη μάγισσα και χαμογελούσε κρυφά. Σ’όλους αυτή την επιρροή έχει ο Δαίδαλος, παρατήρησε. Ευτυχώς η Ιλρίνα δεν είναι παλαβή σαν τον Καρτάφες. Η Φενίλδα νόμιζε ότι την είχε ήδη συμπαθήσει, από τη συμπεριφορά της.

Οι Ιεράρχες κάθονταν σιωπηλά γύρω από μια φωτιά, και η Ράιλμεχ ακόνιζε το σπαθί της. Ο Τζακ ήταν ανάμεσά τους, τρώγοντας, εξίσου σιωπηλός. Τα μάτια του, όμως, τους παρατηρούσαν όλους, γιατί τον ενδιέφερε να ξέρει πώς αντιδρούσαν, πώς συμπεριφέρονταν. Δεν είχε ξεχάσει όσα είχε μάθει ως πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ επειδή ο Εραστής κι εκείνος είχαν πλέον γίνει ένα. Επίσης, κάπου-κάπου, αναρωτιόταν τι να είχε συμβεί στην Ανδρομάχη. Η Ανταρλίδα, κάποια στιγμή ενώ ταξίδευαν προς το Μεγάλο Σχίσμα, είχε υποκύψει στις ερωτήσεις του και του είχε απαντήσει ότι η Ανδρομάχη κατάφερε να δραπετεύσει από τα μπουντρούμια του κάστρου της Νέλερβικ και να βουτήξει στον ποταμό. Ίσως και να πνίγηκε, του είχε πει. Αλλά ο Τζακ δεν νόμιζε ότι η Ανδρομάχη θα είχε πνιγεί. Αν ήξερε κάτι καλά, εκτός απ’το να ξιφομαχεί, ήταν να επιβιώνει. Πρέπει να ήταν ζωντανή, υπέθετε, και μάλλον θα είχε κατευθυνθεί προς το Σάνκριλαμ για να βρει καταφύγιο. Πουθενά στην ανατολική Βίηλ δεν θα ήταν ασφαλής· οι πράκτορες της Επανάστασης την κυνηγούσαν.

Ο Νελμάτρες δεν ήταν μέσα στην κατασκήνωση των υπόλοιπων. Κοιμόταν στο εσωτερικό της Χρυσαλλίδας, τυλιγμένος σε μια κουβέρτα, και ονειρευόταν ότι πιλόταρε ένα καράβι που πετούσε, και ότι καπετάνισσα του σκάφους ήταν η Λαμρίτ.

Η Αλιζέτ δεν έδινε σημασία σε κανέναν από τους άλλους καθώς μιλούσε με τον Πολ, ρωτώντας τον πώς ήταν τα πράγματα στο Κίρτβεχ, τι είχε συμβεί, και λέγοντάς του ότι κι εκείνη θα προτιμούσε να ήταν εκεί, όπου είχε περισσότερο ενδιαφέρον· στην ανατολική Βίηλ τα πράγματα ήταν βαρετά.

«Βαρετά;» έκανε ο Πολ. «Αν κατάλαβα καλά απ’αυτά που έλεγε η Διάττα, κοντέψατε να σκοτωθείτε παραπάνω από μια φορά.»

«Σαχλαμάρες,» είπε η Αλιζέτ. «Η μόνη επικίνδυνη περίπτωση – όχι για εμένα, βέβαια – ήταν όταν ο Τζακ και η Ανδρομάχη διείσδυσαν στο κάστρο της Νέλερβικ για να δολοφονήσουν τον Τάμπριελ.»

«Και η μάχη της Τάσβεραλ;»

Η Αλιζέτ ανασήκωσε τους ώμους. «Απλά, ακόμα μια μάχη.»

«Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος… Εσείς οι Μαύρες Δράκαινες με εκπλήσσετε με την παλαβομάρα σας.»

«Δεν είμαι σαν τις άλλες Μαύρες Δράκαινες που έχεις γνωρίσει.»

«Δεν έχω γνωρίσει και τόσες πολλές,» είπε ο Πολ. «Μόνο εσένα και την Ανταρλίδα.»

«Δε θα βρεις άλλη σαν εμένα.» Τα γκρίζα μάτια της αντανακλούσαν το φως της φωτιάς ανάμεσά τους σαν ατσάλινες λεπίδες.

«Ο Τάμπριελ, τελικά, θα έπρεπε να σε είχε κρατήσει δεμένη,» είπε ο Πολ, και ήπιε μια γουλιά κρασί από το φλασκί του.

Η Αλιζέτ τού πήρε το φλασκί για να πιει κι εκείνη. Κρασί από το Έλρηνεχ, κατάλαβε αμέσως. Το είχε γευτεί αμέτρητες φορές, αφού το συγκεκριμένο Πριγκιπάτο ήταν η πατρίδα της μέσα στη Βίηλ. «Αν νομίζεις ότι είμαι τόσο μεγάλη απειλή, θα μπορούσες να με δέσεις εσύ ο ίδιος, Πολ.»

«Μάλλον δε θα είχα καμια πιθανότητα να το καταφέρω, εκτός αν κοιμόσουν. Αλλά δε νομίζω ότι κοιμάσαι ποτέ.»

Η Αλιζέτ γέλασε. «Θα μπορούσες να με μεθύσεις.»

«Θα έπιανε;»

Η Αλιζέτ ήπιε κι άλλο κρασί. «Δε θα μάθεις αν δεν προσπαθήσεις.»

«Εσύ κρατάς το φλασκί,» παρατήρησε ο Πολ.

Η Αλιζέτ τού το έδωσε. Εκείνος το πήρε και της έδωσε να πιει. Μία, δύο, τρεις φορές.

«Είσαι τώρα αρκετά ζαλισμένη;» τη ρώτησε.

Η Αλιζέτ σηκώθηκε όρθια, με μια γρήγορη κίνηση, κι έπιασε τον ώμο της κάπας του, τραβώντας τον για να την ακολουθήσει. Ο Πολ την ακολούθησε: μέσα στα σκοτάδια, πέρα απ’τον καταυλισμό τους, πίσω από δύο ψηλούς ογκόλιθους που έμοιαζαν επικίνδυνοι να κατρακυλήσουν αν εξασκούσες επάνω τους αρκετή υπεράνθρωπη δύναμη. Η Αλιζέτ και ο Πολ δεν εξασκούσαν τόσο μεγάλη δύναμη καθώς φιλιόνταν ακουμπισμένοι επάνω στη μία από τις πελώριες πέτρες.

«Δεν πρόκειται να σε δέσω χωρίς φωτιά εδώ πέρα,» της είπε σε κάποια στιγμή, με το στόμα του κοντά στο αφτί της.

«Ναι,» αποκρίθηκε ξέπνοα η Αλιζέτ. «Ας ανάψουμε μια φωτιά.»

Κι αφού ο Πολ ενεργοποίησε τον φακό του, έψαξαν για ξύλα εκεί γύρω.

8.

«Πού στα δάση του Κάρτωλακ έχουν εξαφανιστεί αυτοί;» γρύλισε η Ανταρλίδα, το πρωί, όταν βγήκε απ’το όχημα και δεν έβλεπε πουθενά τον Πολ και την Αλιζέτ.

«Νομίζω πως τους είδα να σηκώνονται και να πηγαίνουν προς τα κει,» της είπε ο Τζακ, δείχνοντας.

Η Ανταρλίδα τον κοίταξε με καχυποψία. «Πότε;»

«Το βράδυ. Μετά δεν ξέρω τι έγινε· έπεσα και κοιμήθηκα.»

Κι ούτε κανείς άλλος ήξερε πού βρίσκονταν. Είχαν όλοι κοιμηθεί χωρίς να φυλάξει κανένας σκοπιά επειδή ο Δαίδαλος τούς είπε ότι είχε υφάνει μια μαγγανεία μέσω της οποίας αν κάποιος πλησίαζε θα τον καταλάβαινε αμέσως. Τρομερή απερισκεψία, νόμιζε η Ανταρλίδα. Αν ήμουν ξύπνια, τα πράγματα θα είχαν γίνει αλλιώς! Αλλά εκείνη είχε κοιμηθεί πριν απ’τους υπόλοιπους, μέσα στο μεταβαλλόμενο όχημα, νιώθοντας ψυχικά κουρασμένη από την αναμονή και από το γεγονός πως ούτε ο Δαίδαλος δεν γνώριζε τι ακριβώς θα συναντούσαν στα βάθη του Μεγάλου Σχίσματος και, κυρίως, αν ο Τάμπριελ ήταν όντως ζωντανός ή όχι.

«Σίγουρα τούς είδες να πηγαίνουν προς τα κει;» είπε στον Τζακ.

«Ναι.»

Η Ανταρλίδα βάδισε γρήγορα προς εκείνη την κατεύθυνση, με τις αισθήσεις της σε πλήρη εγρήγορση κι έτοιμη να τραβήξει το σπαθί της αν χρειαζόταν. Ωστόσο δε νόμιζε ότι τίποτα κακό είχε συμβεί. Είχε, μάλιστα, μια πολύ συγκεκριμένη υποψία γιατί οι δυο τους μπορεί να είχαν απομακρυνθεί από τον καταυλισμό. Θυμόταν τότε, στις βόρειες παρυφές των Δασότοπων των Λάν’τραχαμ, που τους είχε παρακολουθήσει, κρυμμένη, να φιλιούνται ανάμεσα στα δέντρα. Νόμιζα ότι η Αλιζέτ ίσως προσπαθούσε να τον παραπλανήσει για να τον χρησιμοποιήσει εναντίον μας… αλλά τελικά πρέπει να τον συμπαθεί. Την είχε ακούσει, ορισμένες φορές, να μιλά για τον Πολ με κάποιο ενδιαφέρον, όσο βρίσκονταν στην ανατολική Βίηλ.

Η Ανταρλίδα, έχοντας περάσει πίσω από δύο ψηλούς ογκόλιθους, σταμάτησε απότομα.

Είχα δίκιο, λοιπόν.

Οι δυο τους ήταν ξαπλωμένοι πλάι σε μια σβησμένη φωτιά, τυλιγμένοι στις βαριές κάπες τους, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Οι μπότες τους και πολλά από τα ρούχα τους ήταν ριγμένα παραδίπλα.

Η Ανταρλίδα χτύπησε τη λεπίδα του σπαθιού της πάνω σ’έναν απ’τους ογκόλιθους, και ο Πολ κι η Αλιζέτ ξύπνησαν αμέσως. Η Σκοτεινή Βασίλισσα έκανε, από ένστικτο, να πάρει πολεμική στάση, αλλά η Ανταρλίδα είδε ξαφνιασμένη ότι οι καρποί της ήταν δεμένοι μπροστά της, και το σχοινί ενωνόταν μ’ένα επίσης σχοινένιο κολάρο στον λαιμό της. Οι αγκώνες της ήταν υποχρεωτικά λυγισμένοι, και τα χέρια της κάλυπταν τα γυμνά της στήθη.

«Τα κέρατα του Κάρτωλακ!» αναφώνησε η Ανταρλίδα. «Τι…;»

«Τι κάνεις εδώ, Ανταρλίδα;» είπε ο Πολ, ενώ η Αλιζέτ την ατένιζε μ’ένα βλέμμα γεμάτο οργή, και το πρόσωπο κι ο λαιμός της είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν.

«Εσείς τι κάνετε εδώ;» αντιγύρισε η Ανταρλίδα. «Φύγατε απ’τον καταυλισμό; Τρελαθήκατε; Μπορεί να–!»

«Φύγε, Ανταρλίδα!» γρύλισε η Αλιζέτ. «Θα έρθουμε! Φοβήθηκες μη μας φάει κανένα θηρίο;»

«Καλά έκανες και την έδεσες,» είπε η Ανταρλίδα στον Πολ. «Ίσως θα έπρεπε να την κρατήσουμε έτσι – για καλό και για κακό.» Και η όψη της Αλιζέτ – εξοργισμένη, προσβεβλημένη, και αβοήθητη συγχρόνως: σπάνιο θέαμα πραγματικά σ’αυτό το πρόσωπο – έκανε την Ανταρλίδα να γελάσει αληθινά για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό.

«Αν τη λύσω τώρα, θα σε σκοτώσει, νομίζω,» είπε ο Πολ.

«Γι’αυτό σου λέω: άστην έτσι.»

«Τότε θα σκοτώσει κι εμένα.»

«Θα συζητάτε για πολύ ακόμα;» γρύλισε η Αλιζέτ. «Φύγε, Ανταρλίδα! Τώρα!»

Η Ανταρλίδα θηκάρωσε το σπαθί της κι επέστρεψε στον καταυλισμό. Καλύτερα να μην το παρατραβούσε, αν και σκεφτόταν ότι μια τέτοια περίσταση απαιτούσε απαθανάτιση με φωτογραφία.

«Τους βρήκα,» είπε στους άλλους. «Έρχονται.»

Η Ιλρίνα’νορ ένευσε.

«Εσύ θα έρθεις μαζί μας;» ρώτησε ο Αρκαλόν τον Νελμάτρες.

«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ο Δαίδαλος μού είπε να φύγω. Αλλά τώρα το σκέφτομαι να περάσω πάλι πάνω απ’το Νέφκαλ ή το Έλρηνεχ…»

«Πήγαινε από το Κάνρελ,» του πρότεινε η Ιλρίνα’νορ. «Δυτικά του Κάνρελ–»

«–οι περιοχές είναι άνομες, και δεν ανήκουν σε κανέναν πρίγκιπα· το ξέρω. Όμως πόλεμος γίνεται, τώρα, κι εκεί. Και την προηγούμενη φορά, αν δεν είχα τον Άρχοντα Δαίδαλο μαζί μου, μπορεί να μην είχα καταφέρει να αποφύγω τα τρία Παντοκρατορικά αεροπλάνα. Γι’αυτό φοβάμαι να επιστρέψω μόνος – από οποιαδήποτε μεριά.»

«Έλα τότε στο Σχίσμα, μαζί μας,» του είπε η Ανταρλίδα.

«Και ποιος θα φυλάει το κορίτσι μου;» Ο Νελμάτρες κοίταξε προς τη μεριά της προσγειωμένης Χρυσαλλίδας.

«Θα προφυλάξω με τη μαγεία μου και το αεροπλάνο και το όχημα,» είπε ο Δαίδαλος.

Ο πιλότος συνοφρυώθηκε. «Τι θα κάνεις;»

«Θα τα κλειδώσω, έτσι ώστε να μη μπορεί να τα ενεργοποιήσει κανένας που δεν γνωρίζει το κατάλληλο νοητικό σύνθημα.»

«Κι ώς πότε θα διαρκέσει αυτή η μαγγανεία, μάγε;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Για κανένα μήνα.»

«Ένα μήνα;» έκανε, έκπληκτος, ο Τζακ, που ήταν μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών.

«Η Βίηλ είναι μια ανεξάντλητη μπαταρία,» του είπε ο Δαίδαλος.

«Ναι αλλά και πάλι… Τι είδους μάγος είσαι ακριβώς, Δαίδαλε;»

«Όχι απ’αυτούς που γνωρίζεις.»

Ο Πολ και η Αλιζέτ ήρθαν κοντά τους τότε, ντυμένοι και χωρίς η δεύτερη να έχει σχοινιά επάνω της. Το βλέμμα που έριξε στην Ανταρλίδα ήταν εχθρικό, το λιγότερο, αλλά δεν είπε τίποτα.

«Προς τα πού είναι αυτή η σπηλιά, λοιπόν;» ρώτησε ο Πολ.

«Εκεί.» Ο Δαίδαλος έδειξε κάτι βράχια, όπου τίποτα ιδιαίτερο δεν διακρινόταν με την πρώτη ματιά. «Αλλά πρώτα πρέπει να προστατέψω το όχημά μας και το–» Στράφηκε στον Νελμάτρες. «Τελικά, τι θα κάνεις; Θα έρθεις ή όχι;»

Εκείνος φάνηκε σκεπτικός για λίγο. Ύστερα είπε: «Δεν έχω ποτέ ξανά κατεβεί τόσο βαθιά κάτω από τη γη, οπότε γιατί όχι; ας το κάνω τώρα.»

Ο Δαίδαλος ένευσε, και πήγε να υφάνει τις μαγγανείες του.

Η Φενίλδα τον παρακολουθούσε να δουλεύει με το Φως, μαθαίνοντας γι’ακόμα μια φορά από την τεχνική του. Η Ερευνήτρια μέσα της αισθανόταν συνεπαρμένη απ’αυτά που έβλεπε, έχοντας πλέον καταλάβει ότι από το τάγμα των Ερευνητών δεν είχε διδαχτεί σχεδόν τίποτα για το πώς λειτουργούσε το σύμπαν.

Απολλώνια

1.

Την επομένη, οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στη Νούμβρια, καθώς οι Απολλώνιες δυνάμεις χτυπούσαν στις δυνάμεις της Παντοκράτειρας που είχαν οχυρωθεί στη βόρεια μεριά της πόλης, γύρω από μια Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου. Πυροβολισμοί και εκρήξεις αντηχούσαν παντού, μαζί με τους προωθητήρες γρήγορων μαχητικών αεροπλάνων, τους έλικες ελικοπτέρων, τις μηχανές αρμάτων μάχης, και τις κραυγές των μαχόμενων. Εκτυφλωτικές λάμψεις ξεπηδούσαν κάθε τόσο στον ουρανό, στους δρόμους, ή μέσα από τα οικήματα, επικίνδυνες να τυφλώσουν όσους δεν προστάτευαν τα μάτια τους.

Οι Παντοκρατορικοί, τελικά, δεν θα υποχωρούσαν εύκολα από εδώ.

Η Ιωάννα είχε εισβάλει σε μια πολυκατοικία μαζί με τη Νικίτα, την Αθηνά, και την Αριάδνη’ταρ. Είχαν μπει από μια πόρτα που ήταν αφύλαχτη και, μετά, σκότωναν όποιον πολεμιστή της Παντοκράτειρας συναντούσαν. Στόχος τους ήταν το ενεργειακό κανόνι στον έβδομο όροφο, καθώς βρισκόταν πάνω από μία από τις λεωφόρους της πόλης που οι Απολλώνιες δυνάμεις ήθελαν να καταλάβουν.

Τώρα, ο χειριστής και ο μάγος του κανονιού ήταν νεκροί, και η Ιωάννα άλλαζε γεμιστήρα σ’ένα από τα πιστόλια της. Η Νικίτα είχε τραυματιστεί στο αριστερό μπράτσο από μια αδέσποτη ριπή, και η Αριάδνη τη βοηθούσε να βγάλει τη σφαίρα από μέσα της και να δέσει το τραύμα. Η Αθηνά παραφυλούσε στην πόρτα, με το τουφέκι της έτοιμο, μήπως κανείς πλησιάσει. Εκτός από τις τέσσερις γυναίκες, μονάχα σκοτωμένοι Παντοκρατορικοί υπήρχαν στο δωμάτιο.

Η Ιωάννα ζύγωσε το παράθυρο από το οποίο έβγαινε η μουσούδα του ενεργειακού κανονιού. Πήγε κοντά του με προσοχή, έχοντας τον ώμο της στον τοίχο, γιατί ποτέ δεν ήξερες τι μπορεί να ερχόταν από έξω. Από κάτω της είδε τις Απολλώνιες δυνάμεις να συγκεντρώνονται στις πλευρές της μεγάλης λεωφόρου, η οποία ονομαζόταν Δυτικών Ορέων, και να επιτίθενται στους Παντοκρατορικούς που βρίσκονταν εκεί. Η Ιωάννα είχε ήδη ειδοποιήσει τον Οδυσσέα ότι το ενεργειακό κανόνι ήταν αδρανοποιημένο, επομένως δεν αποτελούσε απειλή πλέον. Απολλώνια οχήματα άρχιζαν να μπαίνουν στη λεωφόρο, πυροβολώντας, ενώ οι Παντοκρατορικοί υποχωρούσαν. Απολλώνιοι πεζοί ακολουθούσαν τα τεθωρακισμένα άρματα, με τουφέκια και οπλοπολυβόλα. Ένα Απολλώνιο αεροπλάνο πέρασε γρήγορα από πάνω τους κι ανάμεσα από τις πολυκατοικίες, βομβαρδίζοντας τις θέσεις των Παντοκρατορικών. Ύστερα, δέχτηκε έναν πύραυλο από τα βόρεια και η Ιωάννα το είδε να πέφτει κάπου μέσα στην πόλη, φλεγόμενο και καπνίζοντας.

Το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα φάνηκε να ζυγώνει από τη μακρινή νότια στροφή της Λεωφόρου Δυτικών Ορέων, έχοντας τη μορφή πελώριου ερπυστριοφόρου. Η Ιωάννα γνώριζε ότι στο εσωτερικό του βρίσκονταν ο Οδυσσέας, ο Ανδρόνικος, η Βατράνια (που επέμενε να έρθει παρότι ο Πρόμαχος έμοιαζε έτοιμος να τη βρίσει), η Άνμα’ταρ, ο Σέλιρ’χοκ, και ο Σθένελος’σαρ (που το τραύμα στο πόδι του δεν τον εμπόδιζε απ’το να χρησιμοποιεί τη Μαγγανεία Κινήσεως μαζί με τους άλλους δύο μάγους).

Από έναν πλευρικό δρόμο της λεωφόρου, τότε, η Ιωάννα είδε να έρχεται ένα μακρόστενο Παντοκρατορικό άρμα, πολύ βαριά θωρακισμένο, με όλους τους τροχούς του κρυμμένους πίσω από προστατευτικά μέταλλα. Επάνω του βρισκόταν ένα τεράστιο κανόνι που η Ιωάννα, από την κατασκευή του, υποπτευόταν ότι ήταν ενεργειακό. Δεξιά κι αριστερά αυτού του κανονιού υπήρχαν δύο μικρότερα, με κάννες πλατύτερες από το στέλεχός τους – ηχητικά όπλα.

Η Ιωάννα άνοιξε τον πομπό της και κάλεσε το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα.

«Οδυσσέα, μ’ακούς;»

«Ναι.»

«Ένα εχθρικό άρμα έρχεται προς το μέρος σας, από τα βόρεια. Φέρει ενεργειακό κανόνι και δύο ηχητικά. Μου μοιάζει επικίνδυνο – φύγετε από τον δρόμο – τώρα!» Η Ιωάννα, καθώς μιλούσε, έβλεπε το Παντοκρατορικό άρμα να φτάνει κοντά στη λεωφόρο. Θα χτυπήσει τους στρατιώτες με ήχο, και θα γεμίσει τον δρόμο με ενεργειακά πυρά.

Η Νικίτα ήρθε και στάθηκε λιγάκι πιο πίσω από την Ιωάννα, ώστε να μπορεί να κοιτάζει, πάνω από τον ώμο της, τις συγκρούσεις έξω απ’το παράθυρο. «Τι συμβαίνει;»

«Δε βλέπεις;»

Το Παντοκρατορικό άρμα μπήκε στη λεωφόρο, στρίβοντας με δυσκολία και προκαλώντας ζημιά σε μια από τις πολυκατοικίες με τον θωρακισμένο όγκο του. Πέτρες και σοβάδες έπεσαν. Την ίδια περίπου στιγμή, το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα ολοκλήρωνε τη μεταμόρφωσή του και γινόταν αεροσκάφος με έλικες. Το ρουκετοβόλο του τώρα ήταν μοιρασμένο εξίσου δεξιά κι αριστερά, και τα δύο πυροβόλα του βρίσκονταν από κάτω. Υψώθηκε στον αέρα πάνω από τη Νούμβρια, καθώς το Παντοκρατορικό άρμα έπαιρνε θέση μάχης. Μόλις οι άλλες Παντοκρατορικές δυνάμεις υποχώρησαν πίσω του, το άρμα έβαλε με τα ηχητικά του όπλα. Η Ιωάννα είδε τζάμια να θρυμματίζονται και ανθρώπους να πέφτουν στο έδαφος, σφαδάζοντας, κρατώντας τα κεφάλια τους. Το ενεργειακό κανόνι επάνω στο άρμα, τότε, εξαπέλυσε μια ριπή που έσχισε τον αέρα της Λεωφόρου Δυτικών Ορέων σαν αστροπελέκι, χτυπώντας ένα από τα οχήματα των Απολλώνιων και κομματιάζοντάς το, στέλνοντας θραύσματα ολόγυρα, σκοτώνοντας και καίγοντας στρατιώτες.

Η Ιωάννα μίλησε στον πομπό της: «Οδυσσέα, χρειαζόμαστε έναν Τεχνομαθή μάγο εδώ.»

«Γιατί;»

«Για να χτυπήσουμε το άρμα των Παντοκρατορικών με το ενεργειακό κανόνι.»

«Δεν το καταστρέψατε;»

«Σκεφτήκαμε ότι ίσως να φαινόταν χρήσιμο.»

«Η ταράτσα της πολυκατοικίας σας είναι ασφαλής;»

«Δεν έχουμε ανεβεί ώς εκεί.»

«Ανεβείτε, και θα σας στείλω έναν μάγο.»

«Καλώς.»

Η Ιωάννα έκλεισε τον πομπό και είπε στις άλλες: «Τον ακούσατε. Πάμε.»

«Θ’αφήσουμε το κανόνι αφύλαχτο;» ρώτησε η Αριάδνη.

«Δε νομίζω κανένας να προλάβει να έρθει για να το χρησιμοποιήσει εναντίον μας,» είπε η Ιωάννα. Και στρεφόμενη στη Νικίτα: «Εσύ είσαι ’ντάξει; Μπορείς να πολεμήσεις;»

Αντί για απάντηση, η πορφυρόδερμη Μαύρη Δράκαινα ύψωσε στα χέρια το τουφέκι της. Υποθέτω μπορείς, σκέφτηκε η Ιωάννα. Και ρώτησε την Αθηνά, που στεκόταν ακόμα κοντά στην πόρτα: «Είδες ή άκουσες κανέναν;»

«Ψυχή.»

«Ωραία. Ανεβαίνουμε. Με τις σκάλες.» Η Ιωάννα ήθελε να διαλύσουν οποιαδήποτε αντίσταση ίσως να υπήρχε· κι αν ανέβαιναν με τον ανελκυστήρα, απλά θα την απέφευγαν: πράγμα που δεν τις βόλευε.

Βγήκαν απ’το δωμάτιο με τα όπλα τους έτοιμα – η Ιωάννα ένα πιστόλι σε κάθε χέρι, η Αριάδνη’ταρ πιστόλι μόνο στο ένα χέρι, η Αθηνά και η Νικίτα ένα τουφέκι η καθεμία – και άρχισαν ν’ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας που πήγαιναν προς τα πάνω διαγράφοντας ομαλές σπείρες. Η Ιωάννα άκουσε τη μάγισσα να μουρμουρίζει ξόρκια πίσω από τα δόντια της – μάλλον ανιχνευτικής φύσης.

Θραύσματα από σπασμένα γυαλιά, πέτρες, σοβάδες, και άλλα πράγματα έτριζαν κάτω από τις μπότες τους καθώς ανέβαιναν, περνώντας από τους ορόφους χωρίς να σταματούν για πολύ. Αν υπήρχαν Παντοκρατορικοί εδώ, θα έπρεπε λογικά να περιφρουρούν την περιοχή τους, όχι να είναι καταχωνιασμένοι σε κάποιο δωμάτιο.

Η Ιωάννα και οι συμπολεμίστριές της πέρασαν από τον όγδοο όροφο της πολυκατοικίας, από τον ένατο, από τον δέκατο, από τον εντέκατο, και έφτασαν στον δωδέκατο και τελευταίο χωρίς να συναντήσουν καμία αντίσταση, πάντοτε όμως προσεχτικές, με τα μάτια τους ανοιχτά και αφουγκραζόμενες το άμεσο περιβάλλον τους πίσω από τις εκρήξεις που αντηχούσαν στην πόλη και στη Λεωφόρο Δυτικών Ορέων κάτω από την πολυκατοικία.

Μόνο η ταράτσα έμενε τώρα. Ανέβηκαν τα τελευταία σκαλοπάτια και βρέθηκαν εκεί, ανάμεσα σε κεραίες και καλώδια. Γύρω-γύρω, κάποια από τα σιδερένια κάγκελα ήταν τελείως κατεστραμμένα.

Η Ιωάννα μίλησε στον πομπό της: «Οδυσσέα;»

«Ναι.»

«Είμαστε την ταράτσα. Δεν υπάρχει εχθρός.»

«Εντάξει.»

Η επικοινωνία τους τερματίστηκε, και οι τέσσερις γυναίκες περίμεναν για λίγο. Η Ιωάννα γονάτισε, στο ένα γόνατο, σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορεί να δει τη μάχη στη λεωφόρο από κάτω. Τα όπλα του Παντοκρατορικού άρματος προκαλούσαν μεγάλη καταστροφή στις Απολλώνιες δυνάμεις. Ο ήχος παρέλυε τους στρατιώτες, και οι ενεργειακές ριπές διαπερνούσαν ακόμα και την πιο ισχυρή θωράκιση των αρμάτων μάχης.

Πάνω από την πολυκατοικία, πανίσχυροι έλικες ξαφνικά ακούστηκαν, δυνατός άνεμος σηκώθηκε, και μια μεγάλη σκιά έπεσε πάνω στις Μαύρες Δράκαινες και στη μάγισσα. Κοίταξαν ψηλά και είδαν το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα.

Τι κάνουν; σκέφτηκε η Ιωάννα. Δεν έπρεπε νάρθουν οι ίδιοι εδώ! Είναι επικίνδυνα!

Μια ανεμόσκαλα έπεσε από το αεροσκάφος, κι ένας άντρας κατέβηκε γρήγορα. Κοντός στο ανάστημα, με δέρμα λευκό, μαύρα μαλλιά, και μουστάκι. Επάνω στη στολή του ήταν καρφιτσωμένο το σύμβολο του μαγικού τάγματος των Τεχνομαθών.

«Οι Μαύρες Δράκαινες, υποθέτω…» είπε.

«Πάμε κάτω,» του είπε η Αθηνά, και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει προς την πόρτα. Εκείνος υπάκουσε.

Οι υπόλοιπες πήγαν πίσω τους, ενώ το μεγάλο αεροσκάφος με τους έλικες έφευγε.

«Ούτε συστάσεις ούτε τίποτα;» είπε ο μάγος καθώς κατέβαιναν τις σκάλες.

«Επικεντρωνόμαστε στα απαραίτητα πράγματα,» αποκρίθηκε η Αριάδνη’ταρ.

Η Νικίτα, μόλις βρέθηκαν στον δωδέκατο όροφο, κάλεσε τον ανελκυστήρα, κι όταν αυτός ήρθε, άνοιξε την πόρτα με το ένα χέρι ενώ στο άλλο είχε έτοιμο το πιστόλι της, για παν ενδεχόμενο. Κανένας δεν ήταν μέσα στον θάλαμο, έτσι οι γυναίκες και ο Τεχνομαθής μάγος μπήκαν.

«Υπάρχουν Παντοκρατορικοί εδώ μέσα;» ρώτησε ο τελευταίος.

«Υπήρχαν,» είπε η Νικίτα.

«Αλλά δε βλάπτει να είμαστε προσεχτικές,» πρόσθεσε η Αθηνά.

«Ασφαλώς…» είπε ο μάγος.

Κατέβηκαν στον έβδομο όροφο και βγήκαν με τα όπλα τους έτοιμα. Ακόμα κι ο Τεχνομαθής τώρα κρατούσε ένα πιστόλι. Μόνο νεκρούς, όμως, συνάντησαν μέχρι να φτάσουν στο δωμάτιο με το ενεργειακό κανόνι.

«Εδώ είμαστε,» είπε η Αθηνά στον μάγο.

«Το βλέπω.» Ο άντρας στάθηκε ανάμεσα στις δύο μεγάλες μεταλλικές πλάκες που ονομάζονταν δέκτες, άγγιξε τη μία με το δεξί χέρι και την άλλη με το αριστερό, και έκανε τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως – που μόνο οι μάγοι του τάγματος των Τεχνομαθών μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σωστά, με ελάχιστες εξαιρέσεις μάγων άλλων ταγμάτων.

Οι δέκτες ενώνονταν, μέσω καλωδίων, με το ενεργειακό κανόνι και με τις φιάλες ενέργειας που βρίσκονταν, προστατευμένες, σε μια γωνία του δωματίου. Η Ιωάννα κάθισε στη θέση του πυροβολητή και είδε, στην κονσόλα μπροστά της, ότι η ενεργειακή ροή ήταν ομαλή και το όπλο έτοιμο να βάλει. Κοιτάζοντας μέσα από το στόχαστρο στην οθόνη, σημάδεψε το Παντοκρατορικό άρμα στη Λεωφόρο Δυτικών Ορέων, και πάτησε τη σκανδάλη. Τρεις ενεργειακές ριπές το χτύπησαν, η μία κατόπιν της άλλης, και η Ιωάννα το είδε, μέσω της οθόνης του κανονιού, να γίνεται κομμάτια και θρύψαλα καθώς εξερράγη από το εσωτερικό. Οι ενεργειακές του φιάλες είχαν χτυπηθεί. Μονάχα κομμάτια μετάλλων απέμεναν τώρα από αυτό, καθώς ο πυκνός καπνός διαλυόταν. Φωτιές ήταν αναμμένες παντού γύρω του. Κι εκτός από το άρμα, κι άλλα Παντοκρατορικά οχήματα και πολεμιστές είχαν χτυπηθεί από την έκρηξη. Οι Απολλώνιοι αναθάρρησαν από αυτό και συνέχισαν την επίθεσή τους. Είχαν πάλι το πάνω χέρι.

Απρόσμενα – «Καλυφθείτε!» φώναξε η Αθηνά.

Η Ιωάννα αισθάνθηκε ολόκληρο το δωμάτιο να τραντάζεται γύρω της και είδε τα πάντα να θολώνουν. Το κανόνι έφευγε από τη θέση του, σπρωγμένο από κάποια τρομερή δύναμη – παρασέρνοντας κι εκείνη μαζί του. Η Ιωάννα πήδησε έξω – κάτι τη χτύπησε στο κεφάλι – παράξενοι στραφταλίζοντες χρωματικοί σχηματισμοί σκέπασαν τα μάτια της – σκοτάδι την τύλιξε…

2.

Πυροβολισμοί μέσα στα βαθιά ορυχεία… Ο Σάνραντιλ’φεν έλεγε ότι εχθρός ερχόταν· το ήξερε, με τη μαγεία του… Ο Ανδρόνικος: πού ήταν ο Ανδρόνικος; Πρέπει να τον βρω! Ίσως να τον είχαν παγιδέψει!

Η Ιωάννα γλίστρησε σε μια χαραμάδα–

–και έπεσε–

Και άνοιξε τα βλέφαρά της.

Βρισκόταν σε κάποιο δωμάτιο. Ξαπλωμένη. Άκουγε ομιλίες από κάπου, σαν ζουζουνίσματα μες στ’αφτιά της. Επίσης… θόρυβος μηχανών; Θόρυβος από έλικες.

Ανασάλεψε κάτω απ’την κουβέρτα που τη σκέπαζε. Όλα τα μέλη της κινούνταν κανονικά· δεν είχε σπάσει τίποτα. Ούτε αισθανόταν το σώμα της τραυματισμένο. Άγγιξε τα πλευρά της, την κοιλιά της, το στήθος της…

«Νομίζω ότι έχει συνέλθει, Πρίγκιπά μου,» αντήχησε μια φωνή.

Κάποιος ακούστηκε να έρχεται από εκεί όπου η Ιωάννα δεν μπορούσε να δει. Έκανε να γυρίσει, αλλά μια άλλη φωνή – την οποία αναγνώρισε αμέσως – της είπε: «Μη σηκώνεσαι.»

Και ο Ανδρόνικος ήρθε να καθίσει πλάι της.

«Στο Αυτοσυντηρούμενο Όχημα είμαστε;» τον ρώτησε.

«Ναι. Χτυπήθηκες στο κεφάλι. Αλλά δεν πρέπει νάναι κάτι σοβαρό, απ’ό,τι μου λένε.»

«Μεγαλειότατε, με συγχωρείτε,» είπε κάποιος από δίπλα.

«Ναι.» Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε από κοντά της, κι ένας άλλος άντρας ήρθε να καθίσει εκεί, ντυμένος με τη στολή νοσηλευτή.

Της έδειξε δύο δάχτυλα. «Πόσα είναι αυτά, Ιωάννα;»

«Δύο.»

«Αυτά;» Της έδειξε τρία δάχτυλα.

«Τρία.»

«Αυτά;» Της έδειξε ένα δάχτυλο.

«Ένα είναι αυτό, ή βλέπω παραισθήσεις.»

Ο νοσηλευτής χαμογέλασε. «Ένα είναι,» επιβεβαίωσε. Έβγαλε από την τσέπη του έναν μικρό φακό και, παραμερίζοντας με το άλλο χέρι το βλέφαρό της, κοίταξε το δεξί της μάτι φωτίζοντάς το. Ύστερα, το αριστερό. «Εντάξει φαίνεσαι,» της είπε. «Κάθισε και πες μου αν ζαλίζεσαι.» Σηκώθηκε από δίπλα της.

Η Ιωάννα πήρε καθιστή θέση πάνω στο στενό κρεβάτι. «Λιγάκι.»

«Λογικό είναι. Όπως είπα, εντάξει φαίνεσαι.» Ο νοσηλευτής έγνεψε προς τη μεριά του Ανδρόνικου κι έπειτα έφυγε.

«Τι έγινε;» ρώτησε η Ιωάννα, χωρίς να ξαναξαπλώσει.

Ο Ανδρόνικος κάθισε πλάι της. «Σας έριξε ρουκέτες ένα Παντοκρατορικό αεροσκάφος.»

«Είναι καλά οι άλλες; Ο μάγος;»

«Μερικές μελανιές και γρατσουνιές, μονάχα. Εσύ χτυπήθηκες περισσότερο.»

Η Ιωάννα άγγιξε το κεφάλι της και διαπίστωσε ότι ένας επίδεσμος ήταν εκεί. Έκανε να πιάσει την ταμπακιέρα της από μια τσέπη της στολής της αλλά δεν τη βρήκε. «Ποιος μαλάκας μού πήρε τα τσιγάρα μου;» ρώτησε.

«Εγώ,» είπε ο Ανδρόνικος.

Η Ιωάννα, που περίμενε αυτή την απάντηση, μειδίασε. «Δος μου απ’τα δικά σου, τότε.»

Ο Ανδρόνικος τής έδωσε ένα και της το άναψε με τον ενεργειακό αναπτήρα του.

«Πόσες ώρες έχουν περάσει;» θέλησε να μάθει η Ιωάννα.

«Μισή. Και η μάχη φαίνεται να πηγαίνει καλά. Αν συνεχίσουμε έτσι, ώς το βράδυ οι Παντοκρατορικοί πρέπει να έχουν υποχωρήσει από τη Νούμβρια.»

Η Ιωάννα άκουσε βήματα να έρχονται, και στράφηκε – αργά, γιατί αν γύριζε το κεφάλι της πιο γρήγορα ήξερε ότι θα την πονούσε.

«Είναι καλά, λοιπόν.» Η Βατράνια στεκόταν στην πόρτα του μικρού αναρρωτήριου του μεγάλου αεροσκάφους, ντυμένη με τη στολή Απολλώνιου στρατιωτικού και με μια καρφίτσα στον ώμο η οποία την αναγνώριζε ως πρέσβειρα.

«Ευτυχώς, το χτύπημα δεν ήταν τόσο σοβαρό,» είπε ο Ανδρόνικος.

«Η Αθηνά μού έλεγε ότι μπορούσαν να είχαν σκοτωθεί όλες τους. Απλώς το σημάδι του εχθρού ήταν χάλια.»

«Ίσως. Δε ζήτησα να μάθω λεπτομέρειες.»

«Ο Οδυσσέας, παρεμπιπτόντως, θέλει να σε ρωτήσει κάποια πράγματα.»

Η Ιωάννα το θεωρούσε λιγάκι παρεξηγήσιμο που, όταν η Βατράνια ήταν μόνη ή σχεδόν μόνη μαζί του, δεν του μιλούσε στον πληθυντικό, σπανίως τον αποκαλούσε Πρίγκιπά μου, και ποτέ Υψηλότατε ή Μεγαλειότατε. Εδώ ο Οδυσσέας, που τον γνώριζε τόσα χρόνια – πολύ πριν από την ίδια την Ιωάννα – και πάλι τού απευθυνόταν όπως όφειλε (αν και κάπου ίσως να το παρατραβούσε). Η Βατράνια ήταν ουσιαστικά ξένη. Εντάξει, μαχόταν για την Επανάσταση και κάποτε ήταν σημαντική πράκτορας στη Σεργήλη, προτού κυνηγηθεί από τους Παντοκρατορικούς κι αναγκαστεί να φύγει· αλλά και τι μ’αυτό; Τόσοι άλλοι δεν υπηρετούσαν την Επανάσταση όπως εκείνη; Τόσοι άλλοι δεν την υπηρετούσαν ακόμα καλύτερα;

Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε απ’την άκρη του κρεβατιού. «Τι πράγματα;»

«Σχετικά με τη μάχη. Προς τα πού να οδηγήσει τώρα το αεροσκάφος.»

Ο Ανδρόνικος έφυγε απ’το αναρρωτήριο.

Η Ιωάννα φύσηξε καπνό απ’την άκρη του στόματός της.

Η Βατράνια έμεινε εκεί που στεκόταν. «Ο Πρίγκιπάς μας είχε ασπρίσει λιγάκι όταν έμαθε ότι χτυπήθηκες,» είπε.

Η Ιωάννα τη λοξοκοίταξε. «Τι θες να πεις;»

Η Βατράνια ανασήκωσε τους ώμους. «Μια παρατήρηση έκανα μόνο… Σ’αφήνω να ξεκουραστείς.» Στράφηκε να φύγει.

«Βατράνια.»

Η Βατράνια στάθηκε.

«Να κοιτάς τη δουλειά σου, εντάξει;» της είπε η Ιωάννα.

Η Βατράνια τής έριξε ένα τελευταίο βλέμμα, σαν να προσπαθούσε να διαβάσει το μυαλό της, κι ύστερα έφυγε.

3.

Ο Σέλιρ’χοκ, η Άνμα’ταρ, και ο Σθένελος’σαρ έδωσαν άλλη μορφή στο αεροσκάφος. Οι έλικές του εξαφανίστηκαν, τέσσερα μεγάλα φτερά παρουσιάστηκαν στα πλευρά του, και τέσσερις μεγάλοι προωθητήρες στα νώτα του. Τα πυροβόλα του τώρα βρίσκονταν από πάνω· το ρουκετοβόλο ήταν μοιρασμένο κάτω από τα φτερά. Η θωράκισή του, από την αρχή ώς το τέλος, ήταν ανυπέρβλητη. Τα αντιαεροπορικά πυρά των Παντοκρατορικών εξοστρακίζονταν επάνω της σαν μύγες, παρότι επρόκειτο για σφαίρες μεγάλες σαν κεφάλια ανθρώπων.

Το αεροσκάφος πέρασε πάνω από τις γραμμές των πολεμιστών της Παντοκράτειρας πυροβολώντας και εξαπολύοντας ρουκέτες. Δύο καταπακτές άνοιξαν από κάτω του και Απολλώνιοι στρατιώτες έριξαν βόμβες, προκαλώντας δυνατές εκρήξεις στο έδαφος.

Ένας πύραυλος βλήθηκε από μια πολυκατοικία χτυπώντας το γιγάντιο αεροπλάνο στην πίσω μεριά. Τραντάχτηκε ολόκληρο, αλλά η ζημιά που προκλήθηκε δεν ήταν μεγάλη: μονάχα η θωράκισή του είχε τσακιστεί· οι μηχανές ήταν αλώβητες. Απολλώνιοι πολεμιστές έκλεισαν αμέσως τη μικρή τρύπα που είχε δημιουργηθεί, χρησιμοποιώντας σκληρά μέταλλα και πυροκολλητές.

Παντοκρατορικά μαχητικά ήρθαν καταπάνω στο μεταβαλλόμενο αεροπλάνο, πυροβολώντας και εκτοξεύοντας ρουκέτες. Οι ριπές τους δεν μπορούσαν να του προκαλέσουν σοβαρές βλάβες παρότι σήκωσαν ολόκληρη θύελλα φωτιάς και καπνών ολόγυρά του. Η Αθηνά και ο Ανδρόνικος, καθισμένοι η πρώτη στο σύστημα ελέγχου των πυροβόλων και ο δεύτερος στο σύστημα ελέγχου του ρουκετοβόλου, κατέρριπταν το ένα εχθρικό αεροπλάνο μετά το άλλο, ή τους έκαναν ζημιές που τα ανάγκαζαν να φύγουν. Τελικά, τα Παντοκρατορικά μαχητικά υποχώρησαν καθώς και το μεταβαλλόμενο αεροσκάφος υποχωρούσε πηγαίνοντας πίσω από τις Απολλώνιες γραμμές.

Ο Οδυσσέας το κατέβασε προς ένα ανοιχτό μέρος της Νούμβρια, ζητώντας, μέσω διαύλου, από τους μάγους να του δώσουν μια μορφή με τροχούς. Όταν βρισκόταν πλέον στη γη, δεν ήταν αεροσκάφος αλλά καλά θωρακισμένο και οπλοφόρο όχημα.

«Πρόμαχε,» ακούστηκε η φωνή του Στρατηγού Δομίνικου Εύηχου από τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της κονσόλας.

«Ναι,» είπε ο Οδυσσέας.

«Οι Παντοκρατορικές δυνάμεις συγκεντρώνονται μέσα στο τελευταίο αντιπυραυλικό πεδίο τους. Προτείνω να εισβάλουμε.»

Ο Οδυσσέας κοίταξε τον Ανδρόνικο. Εκείνος έγνεψε αρνητικά, και ο Πρόμαχος τού έγνεψε ότι συμφωνούσε με την άποψή του. Είπε στον Δομίνικο Εύηχο: «Όχι ακόμα, Στρατηγέ. Θα περιμένουμε λίγο, να δούμε μήπως σκοπεύουν να υποχωρήσουν ή να παραδοθούν. Ο Βασιληάς μας συμφωνεί.»

«Καλώς, Πρόμαχε. Περιμένουμε.» Η επικοινωνία τερματίστηκε.

Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε από τη θέση του. «Μπορούμε να προσπαθήσουμε να επικοινωνήσουμε μαζί τους.»

«Με τους Παντοκρατορικούς, Πρίγκιπά μου;» είπε ο Οδυσσέας.

«Ναι.»

«Καλύτερα όχι εσείς, γιατί ίσως να εντοπίσουν από πού έρχεται το σήμα και να εξαπολύσουν πυραύλους.»

«Εσύ τότε, Οδυσσέα, αν συμφωνείς.»

«Τι θα θέλατε να τους πω;»

«Να τους ζητήσεις να υποχωρήσουν, φυσικά.»

«Θα μπορούσαμε, ίσως, να τους ζητήσουμε και να παραδοθούν.»

«Ίσως;» είπε ο Ανδρόνικος.

«Αν έχουμε, ώς τώρα, περικυκλώσει το αντιπυραυλικό πεδίο.»

«Μάθε το.»

Ο Οδυσσέας επικοινώνησε, μέσω του πομπού του οχήματος, με κάποιους στρατιωτικούς και, μετά από λίγο, κατόρθωσε να μάθει ότι οι Απολλώνιες δυνάμεις δεν είχαν ακόμα κυκλώσει ολόκληρη την περιοχή γύρω από το πεδίο, αλλά αυτό έκαναν τώρα.

«Να μιλήσω με τους Παντοκρατορικούς, Πρίγκιπά μου;»

«Ναι.»

Ο Οδυσσέας πάτησε μερικά πλήκτρα στην κονσόλα, στέλνοντας σήμα στις δυνάμεις της Παντοκράτειρας και περιμένοντας απάντησε. Ο Ανδρόνικος στάθηκε παραδίπλα καθώς ο Πρόμαχος ήταν καθισμένος.

Οι Παντοκρατορικοί απάντησαν. Μια οθόνη ενεργοποιήθηκε και το πρόσωπο ενός άντρα φάνηκε. Ήταν γαλανόδερμος και είχε καφετιά μαλλιά και μούσι. Τα πράσινα μάτια του γυάλιζαν με τρόπο που ο Ανδρόνικος μπορούσε να κρίνει ότι φανέρωναν οργή, όχι παραίτηση. Σαν παγιδευμένος λύκος.

Κι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν άγνωστος για τον Πρίγκιπα της Επανάστασης. Ονομαζόταν Κλεάνθης Νιρλέμβω, και ήταν συνταγματάρχης στον Παντοκρατορικό Στρατό.

«Ο Πρόμαχος…» είπε ο Συνταγματάρχης Νιρλέμβω, προφανώς αναγνωρίζοντας το πρόσωπο του Οδυσσέα. «Θέλεις να διαπραγματευτείς, αποστάτη;»

Κι ο Οδυσσέας τον αναγνώριζε. «Αν είσαι πρόθυμος, Συνταγματάρχη. Προτείνουμε να παραδοθείς προτού εισβάλουμε στο αντιπυραυλικό πεδίο και σας αποτελειώσουμε.»

«Ο στρατός της Συμπαντικής Παντοκρατορίας δεν παραδίνεται! Σκεφτόμουν μήπως ήθελες να προτείνεις ανακωχή για κάποιες ημέρες.»

«Σ’εμάς δεν χρειάζεται ανακωχή,» του είπε ο Οδυσσέας. «Σ’εσάς χρειάζεται. Πράγμα που σημαίνει ότι σας συμφέρει να παραδοθείτε.»

«Δε θα μου πεις τι με συμφέρει, αποστάτη!»

«Δέχεσαι να παραδοθείς;»

«Όχι.»

«Τότε, ίσως είμαστε πρόθυμοι να σου επιτρέψουμε να υποχωρήσεις ειρηνικά.»

«Αν αποφασίσω να υποχωρήσω, αυτό θα είναι δική μου υπόθεση, όχι δική σου!» δήλωσε ο Κλεάνθης Νιρλέμβω.

«Πολύ καλά. Αφού δεν υπολογίζεις ούτε τις ζωές των πολεμιστών σου, οι συγκρούσεις θα συνεχιστούν κανονικά.»

«Μην προσπαθείς να μου κάνεις υποδείξεις στρατιωτικής ηθικής… Πρόμαχε,» είπε ο Κλεάνθης Νιρλέμβω, στραβώνοντας τα χείλη, σχεδόν τρίζοντας τα δόντια. Και τερμάτισε, με το πάτημα ενός κουμπιού, την επικοινωνία.

Ο Οδυσσέας στράφηκε στον Ανδρόνικο. «Όπως άκουσες, Πρίγκιπά μου….»

«Από παλιά τον είχα για ένα φανατικό κάθαρμα, Οδυσσέα. Τώρα βεβαιώθηκα.»

4.

Οι Απολλώνιοι είχαν το αντιπυραυλικό πεδίο περιτριγυρισμένο αλλά δεν επιχείρησαν αμέσως να εισβάλουν. Ο Ανδρόνικος είχε προστάξει να περιμένουν μερικές ώρες, ώστε να ξεκουραστούν ύστερα από τις τελευταίες συγκρούσεις. Και ο Οδυσσέας οδήγησε τον Πρίγκιπα της Επανάστασης, και τους υπόλοιπους μέσα στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα, στο καινούργιο Κ.Ε.Α.Δ. της Νούμβρια, όπου βγήκαν και πήγαν κι αυτοί να ξεκουραστούν.

Χωρίς να έχουν καμία υποψία για την απειλή που ερχόταν από κάτω τους.

Ο Συνταγματάρχης Κλεάνθης Νιρλέμβω, όσο γίνονταν οδομαχίες στην πόλη, και οι Παντοκρατορικοί πολεμιστές του σκοτώνονταν με τους πολεμιστές της Απολλώνιας, είχε βάλει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που πίστευε ότι ίσως να του έδινε τη νίκη. Είχε προστάξει τους ανθρώπους του μέσα στο αντιπυραυλικό πεδίο να κατεβούν στα υπόγεια μιας πολυκατοικίας και ν’αρχίσουν να σκάβουν, χρησιμοποιώντας ενεργειακά τρυπάνια, που ήταν σαν μικρά ενεργειακά κανόνια, και μηχανικά τρυπάνια, που είχαν μεγάλες, μακριές, στροβιλιζόμενες μουσούδες γεμάτες εγκοπές. Οι Τεχνομαθείς μάγοι του συνταγματάρχη είχαν βοηθήσει στο να γίνουν αυτά τα εργαλεία όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά.

Έτσι τώρα οι Παντοκρατορικοί κινούνταν κάτω από τη Νούμβρια, κάτω από τους υπονόμους της, εκεί όπου οι Απολλώνιοι δεν μπορούσαν να αντιληφτούν τον ερχομό τους. Και πλησίαζαν τον στόχο τους. Το Κέντρο Ελέγχου Απολλώνιων Δυνάμεων.

Μέσα στην πολυκατοικία-οχυρό του Κ.Ε.Α.Δ., στο ισόγειο, ο Φέτανιρ και ο Ευθύπορος κάθονταν κι έπαιζαν χαρτιά, ενώ γύρω τους στο φυλάκιο βρίσκονταν Απολλώνιοι στρατιώτες και μια μάγισσα-γιατρός του τάγματος των Βιοσκόπων.

«Εσείς οι Μοργκιανοί μού φαίνεται πως είστε πολύ καλοί στη χαρτοπαιξία,» παρατήρησε ο Ευθύπορος, αφήνοντας ένα φύλλο επιφυλακτικά επάνω στο τραπέζι, προσπαθώντας να συμπληρώσει τον σχηματισμό μπροστά του και, συγχρόνως, να αποτρέψει τον Φέτανιρ απ’το να κάνει το ίδιο.

Ο μαυρόδερμος επαναστάτης ρουθούνισε. «Μην ακούς τις μαλακίες που λένε κάτι Απολλώνιοι ξευτίλες, αγαπητέ. Εγώ, απλά, είμαι πολύ καλός στα χαρτιά.» Κι έβαλε το κατάλληλο φύλλο στο κατάλληλο σημείο για να μπλοκάρει τον σχηματισμό του Ευθύπορου.

Εκείνος αναστέναξε κι ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα, κοιτάζοντας τα φύλλα στα χέρια του σκεπτικά.

«Αυτό εδώ,» του είπε η Βιοσκόπος, ερχόμενη από πίσω του και δείχνοντας μια κάρτα.

Ο Φέτανιρ τη λοξοκοίταξε. «Τι ’ναι τώρα αυτά, ρε μάγισσα; Δε θα μας αφήσεις να παίξουμε;»

Ένας δυνατός γδούπος αντήχησε ξαφνικά.

«Τι έκαν’ έτσι;» είπε ένας στρατιώτης, καθώς σηκωνόταν οπλίζοντας το τουφέκι του.

«Σα νάρθε από κάτω…» παρατήρησε ο Φέτανιρ συνοφρυωμένος, αφήνοντας τα φύλλα του κλειστά πάνω στο τραπέζι.

Η Βιοσκόπος τράβηξε το πιστόλι της, απασφαλίζοντάς το.

Ο Ευθύπορος πήρε το τουφέκι του από δίπλα και σηκώθηκε απ’την καρέκλα.

Ένας στρατιώτης βγήκε στον διάδρομο έξω απ’το φυλάκιο – και πυροβολισμοί αντήχησαν – ο στρατιώτης σωριάστηκε, κραυγάζοντας – αιμόφυρτος – νεκρός.

«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!» έκανε η Βιοσκόπος. «Μας επιτίθενται!»

«Σήμανε τον συναγερμό!» της είπε ο Ευθύπορος, και πήγε στο πλάι της πόρτας του φυλακίου, υψώνοντας το τουφέκι του και κοιτάζοντας από την άκρη, με επιφύλαξη.

Κάποιος πρέπει να πρόσεξε την κάννη του να προεξέχει γιατί, αμέσως, πύρα ήρθαν. Μεγάλες σφαίρες χτύπησαν τους τοίχους και την πόρτα.

Και ο Ευθύπορος είδε τι ερχόταν από το πέρας του διαδρόμου, από τη μεριά που οδηγούσε στα υπόγεια της πολυκατοικίας: Πολεμιστές, ντυμένοι με μεταλλικές πανοπλίες από πάνω ώς κάτω, μοιάζοντας με μηχανές που περπατούσαν. Κι αυτές οι πανοπλίες γυάλιζαν. Στραφτάλιζαν όπως οι αρματωσιές των Ιπποτών της Απολλώνιας. Ο Ευθύπορος πυροβόλησε τους εχθρούς και είδε τις σφαίρες του να εξοστρακίζονται επάνω τους, από τις απωθητικές δυνάμεις των ενεργειακά φορτισμένων μετάλλων.

Οι Παντοκρατορικοί κρατούσαν στα χέρια τους μεγάλα περιστρεφόμενα πολυβόλα, και γέμισαν τον διάδρομο με βροχή από σφαίρες καθώς πλησίαζαν.

Ο Ευθύπορος αποτραβήχτηκε κλείνοντας την πόρτα και αμπαρώνοντάς την. «Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!» καταράστηκε. «Οι καριόληδες πρέπει νάρθαν απ’τα υπόγεια: και είναι Ολετήρες!»

«Τι είναι;» έκανε ο Φέτανιρ, που δεν είχε ξανακούσει το όνομα.

Ο Ευθύπορος ήξερε καλά τι ήταν οι Ολετήρες επειδή κάποτε, ως στρατιώτης της Παντοκράτειρας, είχε μάθει γι’αυτούς. «Φοράνε πανοπλίες σαν τους Ιππότες της Απολλώνιας, αλλά δεν είναι πάνω σε άλογα, ούτε κουβαλάνε λόγχες. Χρησιμοποιούν βαριά πολυβόλα. Από εδώ πήρε την ιδέα γι’αυτούς ο Παντοκρατορικός Στρατός – από την Απολλώνια.»

«Δεν είχα την τιμή να τους ξέρω,» είπε ο Φέτανιρ, παραξενεμένος.

«Σπάνια χρησιμοποιούνται γιατί χρειάζονται μεγάλα αποθέματα ενέργειας.»

«Μάγισσα, σήμανες το συναγερμό;» ρώτησε ο Φέτανιρ τη Βιοσκόπο.

«Ναι.»

Ο θόρυβος του συναγερμού μόλις και μετά βίας ακουγόταν πίσω από τους πυροβολισμούς των δυνατών πολυβόλων. Η μεταλλική πόρτα του φυλακίου φάνηκε να βουλιάζει από τα χτυπήματα των μεγάλων σφαιρών.

«Πρέπει να φύγουμε,» είπε ο Ευθύπορος. «Δε μπορούμε να κρατήσουμε εδώ!»

Ένας Απολλώνιος στρατιώτης ανέβηκε τη μικρή σκάλα στον τοίχο κι άνοιξε την καταπακτή στο ταβάνι. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν επάνω, ενώ πίσω τους η αμπαρωμένη πόρτα διαλυόταν κάτω από το σφυροκόπημα των πολυβόλων.

5.

Ο ήχος του συναγερμού ξύπνησε τον Οδυσσέα από τον ελαφρύ μεσημεριανό ύπνο του.

Τινάχτηκε όρθιος, πιάνοντας το πιστόλι από το κομοδίνο και πηγαίνοντας ν’ανοίξει την πόρτα του δωματίου για να κοιτάξει έξω. Στον διάδρομο, αναμενόμενα, επικρατούσε αναστάτωση. Κι άλλοι είχαν βγει από τα δωμάτιά τους, με όπλα στα χέρια.

«Τι συμβαίνει;» φώναξε. «Τι γίνεται;» Απόμακρα, από τους κάτω ορόφους της πολυκατοικίας, νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει πυροβολισμούς.

«Δεν ξέρω, Οδυσσέα,» είπε ο Ανδρόνικος. Ο Πρίγκιπας πλησίαζε τον Πρόμαχο από τη μια μεριά του διαδρόμου, και η Βατράνια τον πλησίαζε από την άλλη.

Τότε, ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του Οδυσσέα κουδούνισε, κι εκείνος μπήκε στο δωμάτιό του και τον άνοιξε, ενώ ο Ανδρόνικος και η Βατράνια τον ακολουθούσαν μέσα.

«Ναι;» είπε ο Οδυσσέας.

«Πρόμαχε;»

«Ναι.»

«Παντοκρατορικοί έχουν εισβάλει. Από τα υπόγεια, μάλλον. Ολετήρες – αν και πρέπει νάχουν κι άλλους μαζί τους.»

«Ώς πού έχουν φτάσει;»

«Στον πρώτο όροφο είναι, τώρα, και πάνε για τον δεύτερο. Μας ξαφν–»

«Απωθήστε τους,» πρόσταξε ο Οδυσσέας. «Όσο μπορείτε κρατήστε τους πίσω. Κλειδώστε πόρτες, απενεργοποιήστε τους ανελκυστήρες–»

«Το έχουμε κάνει ήδη.»

«–ρίξτε τους χειροβομβίδες.»

«Μάλιστα, Πρόμαχε.»

«Έρχομαι κάτω σε λίγο.» Ο Οδυσσέας τερμάτισε την επικοινωνία.

«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ…» μουρμούρισε ο Ανδρόνικος, έχοντας, φυσικά, ακούσει τι γινόταν.

«Τι είναι οι Ολετήρες;» ρώτησε η Βατράνια.

Ο Οδυσσέας και ο Ανδρόνικος την αγνόησαν, καθώς ο πρώτος έβαζε βιαστικά τις μπότες του και ο δεύτερος έβγαινε απ’το δωμάτιο.

6.

Όταν είχαν κατεβεί στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας και ήταν συγκεντρωμένοι σ’ένα δωμάτιο γεμάτο όπλα, πολεμοφόδια, και τηλεπικοινωνιακές συσκευές, ο Σέλιρ’χοκ είπε στον Ανδρόνικο:

«Πρίγκιπά μου, αν διαταράξουμε τη ροή της ενέργειας, μπορούμε να αχρηστέψουμε τις πανοπλίες των Ολετήρων.»

«Και πώς θα το κάνουμε αυτό; Έχεις σκεφτεί κάτι;» Ο Ανδρόνικος είχε καλή γνώμη για τις ικανότητες του Σέλιρ’χοκ, ακόμα και σε θέματα που κανονικά δεν ήταν της αρμοδιότητας ενός μάγου του τάγματος των Διαλογιστών.

«Με Ξόρκι Ενεργειακής Συστολής.»

«Δεν είναι αρκετό,» παρενέβη ο Σθένελος’σαρ. Κι όλοι στράφηκαν να τον κοιτάξουν. «Ένα Ξόρκι Ενεργειακής Συστολής το πολύ να μπλοκάρει την ενεργειακή ροή σε μία από τις πανοπλίες τους. Αλλά αυτοί είναι πολλοί. Ο συνταγματάρχης πρέπει να έχει χαλάσει σχεδόν όλα του τα ενεργειακά αποθέματα για να τους φορτίσει, ελπίζοντας πως θα μας ξεκάν–»

«Συγνώμη που σε διακόπτω,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «αλλά γίνεται να προκαλέσουμε μεγάλο πρόβλημα σε πολλούς με ένα μόνο ξόρκι, αν μεγεθύνουμε την επίδρασή του μέσω αισθητήρων και με ενέργεια από ενεργειακές φιάλες.»

Ο Σθένελος συνοφρυώθηκε σκεπτικά.

«Τι λες;» τον ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ, γιατί εκείνος ήταν μάγος του τάγματος των Ερευνητών και είχε περισσότερες γνώσεις για ενεργειακά ζητήματα.

«Γίνεται,» είπε ο Σθένελος. «Προφανώς και γίνεται. Αλλά πώς θα προλάβουμε να στήσουμε ολόκληρο σύστημα με αισθητήρες και φιάλες ενώ έρχονται και μας πυροβολούν, Σέλιρ;»

«Θα το κάνουμε εδώ, στον τρίτο όροφο, όπου δεν γίνονται ακόμα συγκρούσεις. Θα ετοιμάσουμε τα πάντα – γρήγορα – και μετά θα υποχωρήσουμε.»

«Μπορεί και να πιάσει,» παραδέχτηκε ο Σθένελος’σαρ, «αν όντως φανούμε γρήγοροι.» Και κοίταξε ερωτηματικά τον Ανδρόνικο και τον Οδυσσέα.

«Ας το κάνουμε,» είπε ο τελευταίος.

Και ο Πρίγκιπας της Επανάστασης κατένευσε. Ύστερα: «Τι λες, Αριάδνη;» ρώτησε τη μάγισσα του τάγματος των Δρακαινών.

«Συμφωνώ,» αποκρίθηκε εκείνη.

«Άνμα;» Ο Ανδρόνικος κοίταξε την άλλη μάγισσα του τάγματος των Δρακαινών.

Η μελαχρινή, χρυσόδερμη γυναίκα έγνεψε καταφατικά, και ο Πρίγκιπας ήταν βέβαιος ότι δεν συμφωνούσε με το σχέδιο του Σέλιρ’χοκ απλά και μόνο επειδή εκείνος ήταν εραστής της.

Ο Ανδρόνικος στράφηκε στους υπόλοιπους. «Ξεκινήστε να τοποθετείτε αισθητήρες.»

«Δεν υπάρχουν και πολλοί αισθητήρες εδώ, Μεγαλειότατε,» είπε ένας Απολλώνιος αξιωματικός.

«Βρείτε, τότε! Φέρτε αισθητήρες από όπου υπάρχουν μες στο χτίριο.» Και καθώς αρκετοί έφευγαν, βιαστικά, απ’το δωμάτιο, ο Ανδρόνικος είπε στον Σέλιρ και τον Σθένελο: «Θα μας δίνετε οδηγίες για το πού και πώς πρέπει να τοποθετηθούν οι αισθητήρες.»

7.

Μέχρι να συγκεντρωθούν οι συσκευές, οι ενεργειακές φιάλες, και τα καλώδια που χρειάζονταν, οι Ολετήρες είχαν καταλάβει και τον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας, διαλύοντας τα πάντα στο πέρασμά τους, και πήγαιναν για τον τρίτο. Εν τω μεταξύ, στο τηλεπικοινωνιακό κέντρο του Κ.Ε.Α.Δ. οι χειριστές των οργάνων είχαν παρατηρήσει ότι δεν μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με άλλους μέσω τηλεπικοινωνιακών συχνοτήτων. Συγχρόνως, το ίδιο πρόβλημα φαινόταν να έχει κάθε πομπός μέσα στην πολυκατοικία.

«Προκαλούν παρεμβολές, Μεγαλειότατε,» είπε στον Ανδρόνικο μία γυναίκα που υπηρετούσε στο τηλεπικοινωνιακό κέντρο. Ο Πρίγκιπας της Επανάστασης είχε πάει εκεί, μαζί με την Ιωάννα και τον Βαλέριο, για να μάθει τι συνέβαινε με τους πομπούς που δυσλειτουργούσαν.

«Τι παρεμβολές;»

«Δεν είμαι βέβαιη,» αποκρίθηκε η γυναίκα, προσπαθώντας να πιάσει κάποια συχνότητα και ακούγοντας μονάχα παράσιτα από το μεγάφωνο μπροστά της.

«Οι μάγοι των Παντοκρατορικών πιθανώς να ευθύνονται,» υπέθεσε η Ιωάννα.

«Μπορούν να σταματήσουν όλα τα συστήματά μας, τόσο εύκολα;» απόρησε ο Ανδρόνικος. «Πώς είναι δυνατόν;»

«Ίσως να έχουν κάνει κάτι παρόμοιο μ’αυτό που σχεδιάζουν ο Σέλιρ και ο Σθένελος.»

«Πάμε κάτω· πρέπει να τους ρωτήσω.»

Ο Βαλέριος και η Ιωάννα ακολούθησαν τον Ανδρόνικο. Μπήκαν στον ανελκυστήρα, που λειτουργούσε μόνο για τους επάνω ορόφους, και κατέβηκαν στον τέταρτο, όπου τώρα οι Απολλώνιοι μαχητές συγκέντρωναν και τοποθετούσαν τους αισθητήρες και τα καλώδια. Ο τρίτος όροφος δεν ήταν πλέον ασφαλής γι’αυτή τη δουλειά, καθώς συγκρούσεις γίνονταν. Κρότοι και πυροβολισμοί αντηχούσαν από κάτω, μαζί με κραυγές.

«Μάγε!» φώναξε ο Ανδρόνικος στον Σέλιρ’χοκ, ο οποίος έδειχνε σε μια πολεμίστρια τον τοίχο όπου έπρεπε να τοποθετήσει έναν από τους αισθητήρες κι έλεγε σ’έναν άλλο στρατιώτη από πού να περάσει το καλώδιο που θα συνέδεε αυτόν τον αισθητήρα και τους υπόλοιπους στην ίδια σειρά με τις ενεργειακές φιάλες. «Μάγε!»

Ο Σέλιρ’χοκ πλησίασε τον Ανδρόνικο, την Ιωάννα, και τον Βαλέριο καθώς κι αυτοί πήγαιναν προς εκείνον. «Τι είναι, Πρίγκιπά μου;»

«Έχουν κάπως προκαλέσει πρόβλημα στις τηλεπικοινωνίες μας. Προσπάθησε να χρησιμοποιήσεις τον πομπό σου.»

Ο Σέλιρ’χοκ επιχείρησε να καλέσει την Άνμα’ταρ και άκουσε μονάχα παράσιτα. «Σαν Ξόρκι Τηλεπικοινωνιακής Παρεμβολής είναι,» παρατήρησε. «Αλλά για να επηρεάζει όλους τους πομπούς εδώ μέσα….»

«Δεν επηρεάζει μόνο τους πομπούς που κουβαλάμε μαζί μας· επηρεάζει όλα τα τηλεπικοινωνιακά συστήματα γενικά. Το τηλεπικοινωνιακό κέντρο έχει αχρηστευτεί· δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τον στρατό μας έξω από την πολυκατοικία, παρά μόνο αν στείλουμε κάποιο αεροσκάφος από εδώ.»

«Πρέπει να έχουν, κάπως, ενισχύσει το Ξόρκι Τηλεπικοινωνιακής Παρεμβολής, όπως εμείς προσπαθούμε να κάνουμε τώρα για να–»

«Και πώς μπορούμε να διαλύσουμε αυτή την επιρροή;»

«Θα μπορούσα να προσπαθήσω να σπάσω το ξόρκι,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Αλλά, αν η δύναμή του είναι τόσο μεγάλη, δε νομίζω ότι θα τα κατάφερνα. Όχι χωρίς επιπλέον βοήθεια.»

«Ενέργεια;»

«Που να εστιάζεται μέσα από κάποιον μηχανισμό. Και ίσως να χρειαζόμουν και τη βοήθεια άλλων μάγων.»

Η Ιωάννα παρενέβη: «Καλύτερα να επικεντρωθούμε για την ώρα στους Ολετήρες. Αν αυτοί ηττηθούν, οι Τεχνομαθείς που μάλλον έχουν υφάνει αυτό το ξόρκι, και μάλλον βρίσκονται κάπου στο ισόγειο ή στον πρώτο όροφο, θα υποχωρήσουν.»

«Συμφωνώ,» είπε ο Ανδρόνικος. «Συνέχισε τη δουλειά με τους αισθητήρες, Σέλιρ.»

Ο μάγος απομακρύνθηκε χωρίς άλλη κουβέντα. Είχε πολλά να κάνει, και λίγο χρόνο.

Ο Ανδρόνικος συνάντησε, σ’ένα δωμάτιο, τον Οδυσσέα και του είπε για το θέμα των τηλεπικοινωνιών. Μαζί τους, στον ίδιο χώρο, ήταν και η Βατράνια, η Νικίτα, ο Ευθύπορος, και δύο αξιωματικοί του Απολλώνιου Στρατού.

Ο Πρόμαχος ένευσε. «Το είχα καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, γιατί πριν από λίγο προσπάθησα να επικοινωνήσω με τους πολεμιστές μας στον τρίτο όροφο και δεν μπορούσα. Έστειλα, τελικά, κάποιον κάτω για να ρωτήσει τι γίνεται – και τα πράγματα είναι άσχημα, Πρίγκιπά μου. Οι Παντοκρατορικοί έχουν καταλάβει τον μισό όροφο.»

«Οι αισθητήρες είναι σχεδόν έτοιμοι, όμως, έτσι;» είπε ο Ανδρόνικος.

«Ο Σθένελος λέει ότι, λογικά, δεν πρέπει ν’αργήσουμε.»

Ο εν λόγω μάγος, όμως, τώρα δεν ήταν εδώ για να το επιβεβαιώσει. Ούτε και κανένας άλλος μάγος. Ακόμα και η Άνμα’ταρ κι η Αριάδνη’ταρ έλειπαν. Ήταν όλοι μαζί με τους στρατιώτες που τοποθετούσαν τους αισθητήρες.

Μετά από λίγο, ο Φέτανιρ πετάχτηκε μέσα στο δωμάτιο. «Πρόμαχε! Έρχονται! Ανεβαίνουν!»

«Φεύγουμε, τότε,» είπε ο Οδυσσέας.

Βγήκαν στους διαδρόμους του τέταρτου ορόφου, και είδαν ότι ορισμένοι στρατιώτες ακόμα τραβούσαν καλώδια.

«Σθένελε!» φώναξε ο Πρόμαχος. «Σθένελε!»

Ο μάγος ήρθε, κουτσαίνοντας λιγάκι από την αριστερή μεριά, όπου ο μηρός του είχε τραυματιστεί όταν διέλυσαν το νοτιοδυτικό αντιπυραυλικό πεδίο.

«Τι γίνεται; Έτοιμοι;» ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Σχεδόν.»

«Πρέπει νάναι έτοιμοι τώρα, Σθένελε! Φεύγουμε. Πηγαίνουμε πάνω.»

«Εντάξει,» είπε ο Σθένελος’σαρ. «Ανεβαίνετε κι ερχόμαστε.» Κι απομακρύνθηκε μέσα στους διαδρόμους.

Ο Οδυσσέας, ο Ανδρόνικος, και οι άλλοι πήγαν στις σκάλες της πολυκατοικίας. Από κάτω τους ακούγονταν πυροβολισμοί και κραυγές. Ανέβηκαν στον πέμπτο όροφο και έφτασαν στο δωμάτιο όπου οι μάγοι είχαν τοποθετήσει τις ενεργειακές φιάλες για τη δουλειά που ήθελαν. Στο πάτωμα είχαν ανοίξει μια μικρή τρύπα για να φέρουν επάνω τα καλώδια. Σ’έναν τοίχο ήταν στημένη μια ειδική κονσόλα με αισθητήρες, μέσα από τους οποίους ο Σθένελος’σαρ και ο Σέλιρ’χοκ θα έκαναν το ξόρκι που θα αδρανοποιούσε τις ενεργειακά φορτισμένες πανοπλίες των Ολετήρων.

Οι πυροβολισμοί από κάτω άρχισαν να ακούγονται από πιο κοντά. Ο εχθρός ανέβαινε, χτυπώντας τα πάντα στο πέρασμά του με πολυβόλα. Εκρήξεις αντήχησαν: από χειροβομβίδες μάλλον. Οι Απολλώνιοι προσπαθούσαν να κρατήσουν τους Ολετήρες πίσω. Ουρλιαχτά ακούστηκαν και η κλαγγή από μέταλλα, καθώς κατάφρακτοι μαχητές έπεφταν. Κι άλλες εκρήξεις ακολούθησαν σαν απόηχος των πρώτων. Κάποιες ενεργειακές φιάλες των Ολετήρων είχαν χτυπηθεί, συμπέρανε ο Ανδρόνικος, και είχαν σπάσει, παρότι σίγουρα ήταν καλά προστατευμένες. Αυτό θα τους κόψει λιγάκι τη φόρα…

Ο Σέλιρ’χοκ, ο Σθένελος’σαρ, και οι άλλοι ήρθαν επάνω, στον πέμπτο όροφο και στο δωμάτιο όπου βρισκόταν ο Πρίγκιπας της Επανάστασης. Η Άνμα’ταρ ενεργοποίησε το σύστημα των αισθητήρων που είχαν στήσει, γυρίζοντας έναν διακόπτη επάνω στην κονσόλα στον τοίχο. Ένα υπόκωφο, συνεχόμενο σύριγμα άρχισε ν’ακούγεται, το οποίο κανένας δεν σχολίασε. Η μικρή οθόνη της κονσόλας έγραψε: ΑΝΑΜΟΝΗ ΓΙΑ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ.

5%

25%

38%

59%

Οι πυροβολισμοί δυνάμωσαν ξανά. Χαλασμός γινόταν στον τέταρτο όροφο. Ο Ανδρόνικος φοβήθηκε ότι ίσως οι αισθητήρες να πάθαιναν βλάβη και το σχέδιο των μάγων να μη λειτουργούσε.

72%

87%

98%

ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΛΗΡΩΣ ΕΝΕΡΓΟ

«Τώρα, Σθένελε!» είπε ο Σέλιρ’χοκ, και, στεκόμενος μπροστά στους αισθητήρες της κονσόλας, άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Ενεργειακής Συστολής.

Ο Σθένελος, ερχόμενος πλάι του, τον μιμήθηκε.

Ο Ανδρόνικος αφουγκράστηκε, περιμένοντας ν’ακούσει κάποια αλλαγή στη μάχη από κάτω. Οι κραυγές νόμισε ότι πλήθυναν και εντάθηκαν.

Ο Ευθύπορος – που είχε μείνει κάτω, στον τέταρτο – ήρθε τώρα τρέχοντας. «Πρόμαχε! Έπιασε! Έπιασε!»

«Επιτεθείτε!» πρόσταξε ο Οδυσσέας. «Και μην τους απωθήσετε. Σκοτώστε τους.» Αν τους απωθούσαν, οι πανοπλίες τους πιθανώς να άρχιζαν πάλι να λειτουργούν κανονικά, όταν βρίσκονταν μακριά από την εμβέλεια της μαγείας του Σέλιρ’χοκ και του Σθένελου’σαρ.

8.

Η επίδραση του ξορκιού, που ερχόταν μέσα από τους αισθητήρες που γέμιζαν τον τέταρτο όροφο, είχε μπλοκάρει την ομαλή ροή της ενέργειας στις αρματωσιές των Ολετήρων. Και οι πανοπλίες τους, χωρίς νάναι ενισχυμένες από τις απωθητικές δυνάμεις, δεν μπορούσαν να τους προσφέρουν καμια σπουδαία προστασία εναντίον των αυτόματων τουφεκιών και οπλοπολυβόλων των Απολλώνιων. Περισσότερο τους δυσχέραιναν στις κινήσεις τους παρά τους έδιναν κανένα πλεονέκτημα. Και για τα περιστρεφόμενα πολυβόλα τους το ίδιο ίσχυε. Ήταν μεγάλα όπλα, βαριά, που μπορούσαν να προκαλέσουν τεράστιες καταστροφές όταν ήσουν άτρωτος, αλλά όταν δεν ήσουν άτρωτος σε παρακώλυαν μέσα στους στενούς χώρους της πολυκατοικίας. Τα ευέλικτα όπλα των Απολλώνιων αποδεικνύονταν, ξαφνικά, πολύ πιο αποτελεσματικά.

Οι Ολετήρες χτυπιόνταν και έπεφταν χωρίς να μπορούν να προβάλουν καμια σοβαρή αντίσταση. «Υποχωρήστε!» φώναζε κάποιος αξιωματικός τους. «ΥΠΟΧΩΡΗΣΤΕ!» Αλλά οι Απολλώνιοι, ακολουθώντας τις διαταγές του Προμάχου Οδυσσέα, προσπαθούσαν να τους αποκλείσουν μέσα στα δωμάτια και τους διαδρόμους της πολυκατοικίας και να τους σκοτώσουν μέχρι τον τελευταίο. Η Ιωάννα, η Νικίτα, η Αθήνα, η Αριάδνη’ταρ, και η Άνμα’ταρ είχαν πάει να βοηθήσουν σ’αυτή τη δουλειά, και τα όπλα τους ποτέ δεν σταματούσαν να πυροβολούν. Ο τέταρτος όροφος γέμιζε ολοένα και περισσότερο με πτώματα αρματωμένα απ’το κεφάλι ώς τα πόδια και λουσμένα στο αίμα.

Ορισμένοι Ολετήρες κατόρθωσαν να υποχωρήσουν στις σκάλες, και οι Απολλώνιοι τούς καταδίωξαν, πυροβολώντας και εκτοξεύοντας χειροβομβίδες. Τα σκαλοπάτια κομματιάζονταν, θραύσματα πετάγονταν από δω κι από κει, καπνός είχε σηκωθεί, φωτιές είχαν ανάψει σε διάφορα σημεία. Οι εκρήξεις ενεργειακών φιαλών των Ολετήρων ακολουθούσαν τις εκρήξεις των χειροβομβίδων.

Καθώς κατέβαιναν τα πατώματα της πολυκατοικίας, οι Ολετήρες – όσοι είχαν απομείνει απ’αυτούς – διαπίστωσαν πως οι πανοπλίες τους άρχιζαν πάλι να λειτουργούν κανονικά, η μία κατόπιν της άλλης. Οι σφαίρες των Απολλώνιων εξοστρακίζονταν ξανά. Όμως τώρα ήταν πολύ αργά για τους Ολετήρες· είχαν μείνει ελάχιστοι, και η υποχώρησή τους ήταν γενικευμένη. Οι άλλοι πολεμιστές της Παντοκράτειρας δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν καθώς κι αυτοί είχαν μπλεχτεί μέσα στον όλο πανικό, κυνηγημένοι από τα πυρά των Απολλώνιων.

Οι Παντοκρατορικοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας, ώστε να προβάλουν εκεί ό,τι αντίσταση μπορούσαν.

Ο Ευθύπορος ανέβηκε στον πέμπτο, για ν’αναφέρει στον Πρόμαχο και στον Πρίγκιπα της Επανάστασης πώς είχε η κατάσταση. Και πρόσθεσε: «Οι τηλεπικοινωνίες μας είναι ακόμα μπλοκαρισμένες.»

Ο Ανδρόνικος καταράστηκε. «Κάποιος πρέπει να βγει για να φέρει βοήθεια από έξω. Αν τους χτυπάμε και από πάνω και από κάτω, θ’αναγκαστούν να ξανατρυπώσουν στην τρύπα απ’όπου ήρθαν.»

«Υπάρχουν ελικόπτερα στην ταράτσα, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας.

Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι, και είπε στον Ευθύπορο: «Φώναξέ μου την Αθηνά.»

Μετά από λίγο, η μελανόδερμη πορφυρομάλλα Μαύρη Δράκαινα ήταν αντίκρυ του. «Πρίγκιπά μου,» είπε. Ιδρώτας γυάλιζε στο μέτωπό της, και στα χέρια της ήταν το τουφέκι της.

«Μπορείς να κατεβείς από κάποιο παράθυρο του δεύτερου ορόφου της πολυκατοικίας;»

«Φυσικά, Πρίγκιπά μου.»

«Κατέβα, τότε. Πήγαινε να ειδοποιήσεις τον Στρατηγό Εύηχο. Πες του πώς έχει η κατάσταση, και ζήτα του να επιτεθεί στους Παντοκρατορικούς από κάτω.»

«Μάλιστα.» Η Αθηνά πέρασε το τουφέκι της στον ώμο και έφυγε.

9.

«Κανονικά δεν έπρεπε να είσαι εδώ,» είπε η Άνμα’ταρ στην Ιωάννα, καθώς ήταν καλυμμένες στο πλάι της κορυφής μιας σκάλας που οδηγούσε στον πρώτο όροφο. «Είσαι τραυματισμένη, κι άμα ζαλιστείς και πέσεις θα χρειαστεί να σε μαζεύουμε.»

«Δεν πρόκειται να ζαλιστώ,» είπε η Ιωάννα. «Θα με βοηθήσεις τώρα, ή απλά θα μιλάς;» Άλλαξε γεμιστήρα στο τουφέκι της και το όπλισε. Το ύψωσε στον ώμο καθώς ήταν γονατισμένη στο ένα γόνατο. Κοίταξε μέσα από το στόχαστρο.

Η Άνμα’ταρ άρχισε να κάνει το Ξόρκι Καπνογόνου Θραύσεως Πυρών. Η Ιωάννα άκουγε τα λόγια της, μη μπορώντας να καταλάβει λέξη· ήταν όμως εκπαιδευμένη να περιμένει το τέλος του ξορκιού, και τότε πάτησε τη σκανδάλη – ενώ η Άνμα άρθρωνε την τελευταία συλλαβή.

Η σφαίρα της Ιωάννας έπεσε ανάμεσα στους Παντοκρατορικούς που υπερασπίζονταν το πέρας της σκάλας – και διαλύθηκε σε μυριάδες θραύσματα ενώ, συγχρόνως, σήκωνε αφύσικα πολύ καπνό και μια εκτυφλωτική λάμψη πεταγόταν. Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας κραύγασαν, τυφλωμένοι, κι άρχισαν να βήχουν σπασμωδικά.

«Επίθεση!» φώναξε ένας Απολλώνιος αξιωματικός πίσω από την Ιωάννα και την Άνμα’ταρ, και οι Απολλώνιοι στρατιώτες άρχισαν να κατεβαίνουν τη σκάλα πυροβολώντας με οπλοπολυβόλα.

Καθώς όμως είχαν φτάσει στα μισά, δύο Παντοκρατορικά πολυβόλα τούς έριξαν (από αυτά των Ολετήρων, κατά πάσα πιθανότητα), θερίζοντας τους προπορευόμενους μαχητές της Απολλώνιας και αναγκάζοντας τους άλλους να υποχωρήσουν προς τα πάνω. Ένας απ’αυτούς πέταξε μια χειροβομβίδα.

Ο αξιωματικός καταράστηκε στο όνομα του Μαύρου Νάρζουλ.

Η Ιωάννα ρώτησε την Άνμα: «Τι ήθελε ο Ανδρόνικος την Αθηνά;»

«Ξέρω γω… Κάποια δουλειά, μάλλον.»

10.

Όταν ο Απολλώνιος Στρατός επιτέθηκε συντονισμένα έξω από την πολυκατοικία του Κ.Ε.Α.Δ., οι Παντοκρατορικοί βρέθηκαν ουσιαστικά περικυκλωμένοι, και υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν προς τα υπόγεια. Οι Απολλώνιοι κατέβηκαν από τον δεύτερο όροφο στον πρώτο και, εν συνεχεία, στο ισόγειο, καταδιώκοντάς τους.

Η Άνμα’ταρ έδειξε στην Ιωάννα ένα μηχάνημα που βρισκόταν στο κέντρο ενός δωματίου του ισογείου. «Το βλέπεις αυτό; Μ’αυτό, μάλλον, μας μπλόκαραν τις τηλεπικοινωνίες.»

Το μηχάνημα ήταν γεμάτο καλώδια, είχε το μέγεθος μέτριου τραπεζιού, κι επάνω του βρισκόταν ένα μεταλλικό πιάτο με κεραία στο κέντρο η οποία έδειχνε προς την οροφή. Τριγύρω στο δωμάτιο ήταν ενεργειακές φιάλες που, μέσω καλωδίων, συνδέονταν με το μηχάνημα.

«Πρέπει,» συνέχισε η Άνμα’ταρ, «δυο-τρεις Τεχνομαθείς να ήταν συγκεντρωμένοι εδώ και να έκαναν Ξόρκια Τηλεπικοινωνιακής Παρεμβολής, παρακωλύοντας όλες τις τηλεπικοινωνίες στους επάνω ορόφους.»

Η Ιωάννα ύψωσε το τουφέκι της προς το μηχάνημα. «Θα μας χρειαστεί ή να το πυροβολήσω;»

«Άστο· ποτέ δεν ξέρεις. Πάμε κάτω.»

Η Ιωάννα δεν διαφώνησε.

Στα υπόγεια της πολυκατοικίας, οι πυροβολισμοί ήταν εκκωφαντικοί: και οι Παντοκρατορικοί υποχωρούσαν κάτω από τα πυρά των Απολλώνιων μαχητών.

«Στρατηγέ,» είπε η Ιωάννα, βλέποντας τον Δομίνικο Εύηχο ανάμεσα στους στρατιώτες του. «Ήρθες μέσα…»

«Φυσικά και θα ερχόμουν, Μαύρη Δράκαινα,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ο ίδιος ο Βασιληάς βρισκόταν σε κίνδυνο! Έπρεπε να με είχατε ειδοποιήσει νωρίτερα!»

«Ήταν αδύνατο,» είπε η Άνμα’ταρ. «Οι τηλεπικοινωνίες ήταν μπλοκαρισμένες, και είχαμε ένα πρόβλημα πολύ πιο άμεσο να αντιμετωπίσουμε. Δε θα προλαβαίνατε να έρθετε, ούτως ή άλλως.»

«Μου το είπε η Αθηνά. Ποιος θα το φανταζόταν ότι θα εισέβαλαν έτσι; Και με τέτοιο σχέδιο; Γι’αυτό, ακόμα κι όταν ο εχθρός μοιάζει ηττημένος, πρέπει να περιμένεις ότι μπορεί να ανατρέψει την έκβαση της μάχης,» είπε ο Δομίνικος Εύηχος με διδακτικό ύφος, σαν οι δύο γυναίκες να ήταν μαθήτριές του. «Και το είχα πει στον Βασιληά μας να επιτεθούμε αμέσως στο αντιπυραυλικό πεδίο! Αν το είχαμε κάνει, δεν θα είχε συμβεί τώρα αυτό.»

Η Αθηνά ήρθε κοντά τους, με την κάννη του τουφεκιού της να καπνίζει. «Υποχώρησαν, Στρατηγέ,» είπε.

«Πού; Από πού είχαν έρθει;»

«Από μια σήραγγα που φαίνεται να πηγαίνει βαθιά. Αναμφίβολα, οι ίδιοι την έσκαψαν – από το αντιπυραυλικό πεδίο τους ώς εδώ.»

«Ανατινάξτε την. Κλείστε την είσοδο,» πρόσταξε ο Στρατηγός Εύηχος έναν αξιωματικό του, ο οποίος ένευσε και έδωσε διαταγές στους στρατιώτες.

11.

Η Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου των Παντοκρατορικών διαλύθηκε χωρίς καμία επέμβαση από τους Απολλώνιους, και Παντοκρατορικά αεροσκάφη έφυγαν από εκείνη την περιοχή, πετώντας γρήγορα προς τα βόρεια. Τα αντιαεροπορικά όπλα των Απολλώνιων δεν κατόρθωσαν παρά να καταρρίψουν ένα μονάχα, αλλά ούτως ή άλλως δεν ήταν πολλά. Ο Συνταγματάρχης Κλεάνθης Νιρλέμβω είχε συγκεντρώσει ό,τι στρατό μπορούσε και είχε υποχωρήσει. Τους υπόλοιπους μαχητές του τους είχε αφήσει πίσω. Κι εκείνοι δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση: μόλις οι Απολλώνιοι πλησίασαν την περιοχή τους, δήλωσαν πως παραδίνονταν.

Ο Ανδρόνικος πρόσταξε να πάρουν τα όπλα τους και να τους αιχμαλωτίσουν χωρίς να πειράξουν κανέναν.

«Η Νούμβρια είναι και πάλι δική μας, Πρίγκιπά μου,» του είπε ο Οδυσσέας, καθώς βρίσκονταν μέσα στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα το οποίο είχε τώρα μορφή πελώριου ελικοπτέρου με τρεις έλικες και πετούσε πάνω από το Απολλώνιο στράτευμα.

«Ναι…» μουρμούρισε ο Ανδρόνικος κοιτάζοντας κάτω, τη ρημαγμένη πόλη: τους δρόμους που ήταν γεμάτοι λάκκους από τις εκρήξεις· τις πολυκατοικίες που έμοιαζαν με κατακρεουργημένα βουνά, άλλες κομμένες στα δύο, άλλες σκυφτές σαν γέροντες· τους τοίχους, τις πέτρες, και τα μέταλλα που ήταν όλα μαυρισμένα από τις φωτιές και τους καπνούς· τα συντρίμμια από άρματα μάχης και αεροσκάφη. «Αλλά δεν είναι πια πόλη, Οδυσσέα. Και δεν ξέρω πότε θα έχουμε χρόνο να την ανοικοδομήσουμε.» Διότι, φυσικά, ο τελευταίος τους αγώνας – αυτός που ήλπιζαν ότι θα ήταν ο τελευταίος τους αγώνας – κατά της Παντοκράτειρας είχε μόλις αρχίσει…

Ρελκάμνια

1.

Ο Ελπιδοφόρος βάδιζε μέσα σ’έναν μεταλλικό, γεωμετρικά τέλειο διάδρομο του Φαντασκευάσματος, βλέποντας στο πέρας του τους Τεχνίτες να εργάζονται πυρετωδώς επεκτείνοντάς τον – μια ξέφρενη θολούρα από κινούμενα μηχανικά μέλη, που χτυπούσαν, τρυπούσαν, έστριβαν. Μαζί με τον Ελπιδοφόρο ήταν οι δύο Πειθαρχικοί του Κενού, ο Άερ’θλαρ και η Άι’νιρ, αιωρούμενοι εκατέρωθέν του και μοιάζοντας να μετατοπίζονται ξαφνικά από το ένα σημείο στο άλλο καθώς μετακινούνταν, σαν να ήταν φώτα που αναβόσβηναν ρυθμικά.

Κι έτσι, πηγαίνουμε πάλι να σκοτώσουμε, σκεφτόταν, μουντά, ο Ελπιδοφόρος. Ύστερα από τόσους φόνους πρακτόρων της Παντοκράτειρας και του Ελκράσ’ναρχ, ακόμα δεν είχε συνηθίσει στην ιδέα… την ιδέα ότι ήταν, ουσιαστικά, δολοφόνος. Όμως οι επιλογές του ήταν λίγες. Με ποιου το μέρος θα ήταν; Με του Ελκράσ’ναρχ, ή του Κλαρκ; Η απάντηση ήταν προφανής. Ο Ελπιδοφόρος ήθελε να εκδικηθεί τον Ελκράσ’ναρχ για ό,τι του είχε κάνει – σ’εκείνον και σε τόσους άλλους ανθρώπους. Μπορεί ο Κλαρκ να αγωνιζόταν για κάτι το ιδεολογικό, το φιλοσοφικό ίσως, αλλά για τον Ελπιδοφόρο η υπόθεση ήταν πολύ πιο προσωπική. Θα μετανιώσεις την ημέρα που συναντηθήκαμε, Ελκράσ’ναρχ. Την ημέρα που φύτεψες τη νοσηρή σου ζωή μέσα μου. Και ο μόνος τρόπος για να βοηθήσει στη διάλυση της επιρροής του Ελκράσ’ναρχ στη Ρελκάμνια – και σ’ολόκληρο το Γνωστό Σύμπαν – ήταν να χτυπήσει τους πράκτορές του.

Θα τον περίμεναν, φυσικά. Όπως και τις προηγούμενες φορές τελευταία, θα ήταν έτοιμοι γι’αυτόν και για τους Πειθαρχικούς. Το ήξεραν πως τους κυνηγούσε. Το μόνο που δεν ήξεραν ήταν πού θα χτυπούσε. Επομένως, θα παραφυλούσαν παντού: σε όσα περισσότερα μέρη μπορούσαν.

Και, σίγουρα, εκεί που θα πάω τώρα θα παρακολουθούν την περιοχή σαν αρπακτικά. Το μέρος ήταν, αναμφίβολα, επικίνδυνο. Ο Ελπιδοφόρος, όμως, είχε προτιμήσει αυτό αντί για κάποιο άλλο. Κι όταν το είχε αναφέρει στον Κλαρκ, εκείνος τού είχε πει πως έπρεπε να κάνει ό,τι νόμιζε. «Σε εμπιστεύομαι σ’αυτό το θέμα, γιατί ξέρεις περισσότερα από εμένα. Αλλά να θυμάσαι: σε χρειάζομαι ζωντανό.» Ο Ελπιδοφόρος δεν σκόπευε να πεθάνει. Και είχε, φυσικά, ζητήσει από τον Κλαρκ εφόδια και τη βοήθεια των ανθρώπων του. Ο μάγος δεν του είχε αρνηθεί τίποτα. Μάλιστα, τον είχε ρωτήσει: «Θα ήθελες να έρθω κι εγώ;» Αλλά ο Ελπιδοφόρος είχε αποκριθεί αρνητικά. Δεν υπήρχε λόγος ο Κλαρκ να ήταν εκεί. Όχι από την αρχή, τουλάχιστον. «Μετά, όμως…» του είχε πει ο Ελπιδοφόρος, «μετά, μάλλον θα σε χρειαστώ.» Ο Κλαρκ είχε δείξει ενδιαφέρον. «Τι έχεις κατά νου, Ελπιδοφόρε;» Και ο Ελπιδοφόρος τού είχε εξηγήσει.

Επί του παρόντος, πλησίασε την έξοδο που το Φαντασκεύασμα είχε δημιουργήσει στο πέρας του διαδρόμου του: μια απλή, μεταλλική πόρτα. Οι Τεχνίτες τώρα δεν φαίνονταν πουθενά· είχαν, κυριολεκτικά, λιώσει μέσα στους τοίχους, σαν να ήταν όντα από κάποια ρευστή ύλη, όχι μηχανικά αυτόματα.

Ο Ελπιδοφόρος τράβηξε το πιστόλι του και άνοιξε την πόρτα με επιφύλαξη – μια χαραμάδα μονάχα – κοιτάζοντας έξω, μια δεντρόφυτη αυλή. Αν όλα είχαν πάει καλά, πρέπει να βρισκόταν στη μονοκατοικία του Βόντεκ-Ρίε, στην Κρανοφόρο: μια πλούσια συνοικία της Ρελκάμνια βόρεια του Εμπορικού Κέντρου όπου ο Ελπιδοφόρος, η Λίντα Ναράθλω, και οι άνθρωποί της είχαν δολοφονήσει τον Νάρνταλ Φέρενγκοχ.

Ο Βόντεκ είχε πει στον Κλαρκ ότι θα περίμενε τον Ελπιδοφόρο, επομένως δεν μπορεί να ήταν μακριά.

Ο Ελπιδοφόρος βγήκε από το Φαντασκεύασμα ακολουθούμενος από τους δύο Πειθαρχικούς του Κενού, και πάντα έτοιμος για κίνδυνο. Ακόμα κι εδώ μπορεί οι πράκτορες της Παντοκράτειρας να είχαν διεισδύσει. Έχοντας ζήσει τόσα χρόνια μέσα στο δαιμονικό δίκτυο του Ελκράσ’ναρχ, ο Ελπιδοφόρος δεν μπορούσε πλέον να θεωρήσει τίποτα απίθανο.

Βρισκόταν στο πλάι ενός υπόστεγου, μέσα στις σκιές του πρωινού: εκεί είχε εμφανιστεί η έξοδος του Φαντασκευάσματος. Ο Κλαρκ έλεγε ότι το Φαντασκεύασμα μπορούσε να παρουσιάσει πόρτες μόνο σε μέρη που δεν παρατηρούνταν άμεσα από κάποιον άνθρωπο. Είχε κάτι να κάνει με την αλλοίωση της πραγματικότητας, η οποία ήταν ευκολότερη όταν δεν υπήρχε άμεσος παρατηρητής. Ο Ελπιδοφόρος δεν πολυκαταλάβαινε αυτά τα περίεργα πράγματα. Ήταν για τους μάγους, όχι για εκείνον.

Με το πιστόλι του κρυμμένο κάτω από την κάπα του, και τους Πειθαρχικούς πίσω του, ζύγωσε την άκρη του υπόστεγου και κοίταξε στο εσωτερικό. Βλέποντας διάφορα κομμάτια για αεροσκάφη: μηχανές, έλικες, φτερά, τροχούς, σκέπαστρα, προωθητήρες. Κι ανάμεσά τους στεκόταν ένας ψηλός, νευρώδης άντρας με λευκό-ροζ δέρμα και ξανθά μαλλιά.

«Εσύ είσαι;» ρώτησε ο Βόντεκ-Ρίε, έχοντας μάλλον παρατηρήσει κάποιον να ζυγώνει από το πλάι.

«Ναι,» είπε ο Ελπιδοφόρος, μπαίνοντας στο υπόστεγο μαζί με τον Άερ’θλαρ και την Άι’νιρ.

Ο Βόντεκ γέλασε. «Μα τα παπάρια του Κρόνου! Πάλι μ’αυτά τα φαντάσματα τριγυρίζεις;»

«Φοβάμαι να περιφέρομαι μόνος,» αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος, μειδιώντας καθώς τον πλησίαζε. Οι Πειθαρχικοί έμειναν σιωπηλοί, σαν να μην είχε ειπωθεί τίποτα για εκείνους.

«Ποιο είν’ το σχέδιο, λοιπόν; Ο Μάγος μού είπε μόνο ότι ετοιμάζεις πάλι κάποια φασαρία.»

«Αντιθέτως, όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα τελειώσουμε, τόσο το καλύτερο.»

«Και νομίζεις ότι θα το καταφέρουμε αυτό;»

«Την άλλη φορά στη Θαλπερή δεν τα πήγαμε κι άσχημα.»

«Πού θα πάμε τώρα; Και τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο Βόντεκ-Ρίε.

«Θα σου εξηγήσω. Και θα πας να πάρεις τον Βισδέλο από τη Φιλήσυχη και τον Λούη από την Α’ Κατωρίγια. Εγώ θα πάω να πάρω την Άβα από το Κοινόβιο, και θα συναντηθούμε σ’αυτή τη διεύθυνση.» Του έδωσε ένα χαρτάκι.

Ο Βόντεκ-Ρίε το κοίταξε. «Στο Σύμφυρμα… Κοντά στην καρδιά του θηρίου, τούτη τη φορά, ε;» Το Σύμφυρμα ήταν μια συνοικία που βρισκόταν νότια της Ακαδημίας Επιστημονικών Τεχνών (επίσης γνωστής και ως Α.Ε.Τ.), βόρεια του Κεντρικού Στρατώνα του Παντοκρατορικού Στρατεύματος (επίσης γνωστός και ως Κε.Σ.Πα.Σ), και δυτικά της Ανακτορικής Συνοικίας, όπου ήταν και το Παντοτινό Ανάκτορο. «Δε φοβάσαι μήπως μας μαγκώσουν εκεί πέρα;»

«Όχι αν ακολουθήσετε κατά γράμμα τις οδηγίες μου. Όπως θάχεις καταλάβει, δεν παίζω· και ξέρω καλά το δίκτυο των πρακτόρων της Παντοκράτειρας.»

2.

Ο Σκοτ Θάμρω κοίταζε κάτι χαϊμαλιά που κρέμονταν στη βιτρίνα ενός γωνιακού καταστήματος, επάνω σε μια από τις πλατφόρμες της αγοράς, κοντά στις κυλιόμενες σκάλες. Τα μαραφέτια ήταν καμωμένα από κάποιου είδους μέταλλο που στραφτάλιζε στο ενεργειακό φως της βιτρίνας, κι επάνω τους ήταν πιασμένες χάντρες διαφόρων χρωμάτων, καθώς και γούρια σχετιζόμενα με τη θρησκεία του Κρόνου. Ο Σκοτ αναρωτήθηκε αν, αγοράζοντας ένα από αυτά για την Ελίζα, θα μπορούσε να την κάνει να σκεφτεί πως ίσως τελικά εκείνη η φορά που είχαν κοιμηθεί μαζί δεν ήταν λάθος. Αλλά, απ’την άλλη, δεν είμαι τόσο συναισθηματικός τύπος. Σκοτώνω για να ζω.

Απομακρύνθηκε από τη βιτρίνα, ντυμένος με ελαφριά καλοκαιρινά ρούχα κι έχοντας ένα πλατύγυρο καπέλο στο κεφάλι. Επίσης, φορούσε ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά: όχι με μαύρους αλλά με κοκκινωπούς φακούς. Και ο λόγος αυτής της αμφίεσης δεν ήταν μονάχα να μην τον αναγνωρίζουν: εξάλλου, μέσα σε τόσο κόσμο που είχε η αγορά, δεν ήταν εύκολο κάποιος να σε εντοπίσει. Ο λόγος της αμφίεσης ήταν, συγχρόνως, και πιο πρακτικός: Είχε ήλιο, κι όταν καθόσουν όλη μέρα εδώ, έπρεπε κάπως να προστατεύεις το κεφάλι και τα μάτια σου. Η οροφή της αγοράς δεν ήταν κλειστή, και το φως – ειδικά τώρα, το μεσημέρι – αντανακλούσε επάνω σε εκατοντάδες κρύσταλλα και μέταλλα, ενώ πύρωνε κάθε επιφάνεια που δεν ήταν καλά κρυμμένη στη σκιά.

Ο Σκοτ κατέβηκε από την πλατφόρμα χρησιμοποιώντας την κυλιόμενη σκάλα κοντά στο κατάστημα όπου είχε δει τα χαϊμαλιά. Μαζί του κατέβαιναν κι άλλοι. Μπροστά του, δύο κοπέλες γελούσαν σαν κάτι να τις γαργαλούσε καθώς μιλούσαν αναμεταξύ τους για κάποια κινηματογραφική ταινία. Κουβαλούσαν τσάντες γεμάτες ρούχα και μπιχλιμπίδια.

Ο Σκοτ άναψε τσιγάρο καθώς κατέβαινε από τη σκάλα και βάδιζε σ’ένα χαμηλότερο επίπεδο της αγοράς, ανάμεσα στον κόσμο και στα καταστήματα. Άκουσε κάποιους να συζητούν για την οικονομική κατάσταση στη Ρελκάμνια, η οποία προβλεπόταν να εξελιχθεί προς πολύ άσχημη κατεύθυνση, τώρα που η Σάρντλι είχε αποστατήσει κατά της Συμπαντικής Παντοκρατορίας και γενικευμένος πόλεμος γινόταν στη Σεργήλη. Ακόμα και στη Βίηλ είχαν πόλεμο, που παλιότερα όλοι οι Παντοκρατορικοί στρατιωτικοί ισχυρίζονταν πως ήταν μια «σίγουρη» διάσταση: απ’αυτές που αποκλείεται ποτέ να πήγαιναν με το μέρος του Αρχιπροδότη. «Και δεν έχει και τίποτα να κάνεις για να το αποφύγεις,» έλεγε ο ένας απ’τους ομιλητές. «Πού να πας; Όπου μες στη Ρελκάμνια κι άμα πας, τα ίδια θάναι. Κι άμα κάνεις να φύγεις απ’τη διάσταση – πράγμα όχι εύκολο – μπορεί και να σε πουν κι εσένα αποστάτη.»

Δεν αποκλείεται, σκέφτηκε ο Σκοτ. Με την παράνοια που πότιζε, τελευταία, ολόκληρη τη Ρελκάμνια, η κάθε πιθανώς ύποπτη κίνηση φαινόταν αποστασία. Οι πάντες είχαν τρελαθεί, και όλοι μέσα στο δίκτυο των πρακτόρων της Παντοκράτειρας φοβόνταν πότε θα ερχόταν η ώρα τους να πεθάνουν. Ο καταραμένος Ελπιδοφόρος τούς έχει κάνει να κατουρήσουν τα βρακιά τους. Στο τέλος, οι πράκτορας θάναι που θ’αρχίσουν ν’αποστατούν πρώτοι, ελπίζοντας να γλιτώσουν τα τομάρια τους!

Αναρωτιέμαι που δεν έχει ακόμα έρθει για μένα, το δαιμονισμένο γέννημα του Σκοτοδαίμονος, συλλογίστηκε ο Σκοτ. Γνωριζόμαστε από παλιά, εξάλλου…

Κοίταζε ολόγυρα, τις κινήσεις του κόσμου, ψάχνοντας για οτιδήποτε θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ύποπτο. Η δουλειά του εδώ ήταν να κάνει αυτό και μόνο αυτό: να κοιτάζει, να παρακολουθεί· να είναι έτοιμος. Και ο τελικός σκοπός ήταν να παγιδέψει τον Ελπιδοφόρο, σε περίπτωση που εκείνος παρουσιαζόταν.

Ο Σκοτ, ασφαλώς, δεν ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που έκανε τέτοια δουλειά. Κι άλλοι παραφυλούσαν μέσα στην Κεντρική Αγορά του Συμφύρματος. Και παντού στη Ρελκάμνια, πράκτορες των Υπερασπιστών επίσης αυτό έκαναν. Όμως κανένα αποτέλεσμα δεν είχαν δει ακόμα. Ο καταραμένος Ελπιδοφόρος και τα μυστηριώδη φαντάσματά του, κι όσοι άλλοι τον βοηθούσαν, πάντοτε ξεγλιστρούσαν. Σκότωναν και έφευγαν, με τρόπο που δεν άφηναν το παραμικρό ίχνος πίσω τους. Πώς σκατά το κατόρθωναν αυτό; αναρωτιόταν ο Σκοτ. Με τόσους μάγους και τόση τεχνολογία που είχαν στη διάθεσή τους οι Υπερασπιστές, πάλι δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τους δολοφόνους. Ο Σκοτ το θεωρούσε εξωφρενικό· αλλά συνέβαινε. Και ούτε η Ελίζα μπορούσε να δώσει καμια εξήγηση. Το ερευνητικό δαιμόνιο στο κεφάλι της είχε παραλύσει. «Κανονικά, ύστερα από τόσες επιθέσεις που έχουν κάνει,» έλεγε στον Σκοτ, «κάποιο ίχνος θάπρεπε να έχουν αφήσει πίσω τους. Κάτι που να μπορούμε ν’ακολουθήσουμε.»

Ναι, καλά…

Ο Ελπιδοφόρος είχε ξεφύγει μέσα απ’τα ίδια τα χέρια των Υπερασπιστών. Αναμφίβολα, πανίσχυροι σύμμαχοι τον συνέτρεχαν. Τα πράγματα πάνε απ’το κακό στο χειρότερο – ο Σκοτ, τελειώνοντας το τσιγάρο του, το πέταξε κάτω και το πάτησε – και μπορεί στο τέλος να δούμε ακόμα και την Παντοκρατορία να διαλύεται. Και τότε, τι θα γίνει μ’εμάς; Θα μας τραβήξουν οι Υπερασπιστές στο βάραθρο μαζί τους; Το πιθανότερο, όφειλε να παραδεχτεί μουντά ο Σκοτ.

Ανέβηκε σε μια πλατφόρμα, από μια σιδερένια σκάλα που κουδούνιζε κάτω απ’τα πόδια του, και κάθισε σ’ένα σκαμνί μιας καντίνας. Ζήτησε ένα αναψυκτικό και του το έδωσαν αφού πλήρωσε. Άνοιξε το κουτάκι και ήπιε, παρατηρώντας τον κόσμο στα χαμηλότερα επίπεδα της αγοράς αλλά και στα ψηλότερα. Μπορούσε να διακρίνει πού ήταν μερικοί από τους άλλους πράκτορες που πρόσεχαν για επίθεση του Ελπιδοφόρου. Σε κάποια στιγμή, μπάνισε και την Ελίζα: αυτές τις καταπληκτικές γάμπες να γυαλίζουν λευκά κάτω από την κοντή φούστα της, λίγο προτού κρυφτούν πίσω από κάτι γλάστρες με φυτά και η Ελίζα χαθεί απ’τα μάτια του.

Ίσως έπρεπε να της είχα αγοράσει εκείνο το χαϊμαλί. Ποτέ δεν ξέρεις…

Όταν ξανανέβαινε στην άλλη πλατφόρμα, μπορεί και να το έκανε. Εξάλλου, όλη μέρα εδώ γυρόφερναν, έτσι όπως είχε καταντήσει το πράγμα.

Και, κατά πάσα πιθανότητα, τσάμπα καθόμαστε σε τούτη την περιοχή. Μετά από τόσα μέρη που υπάρχουν στη Ρελκάμνια, σιγά μην έρθει ο Ελπιδοφόρος να επιτεθεί εδώ, δίπλα στην καρδιά της καρδιάς της Συμπαντικής Παντοκρατορίας…

3.

Η Άβα Λιγόγελη τον περίμενε. Όταν ο Ελπιδοφόρος παρουσιάστηκε στο εκπαιδευτήριό της ήταν έτοιμη. Καθόταν σε μια γωνία του μεγάλου δωματίου και κάπνιζε. Μουσική γέμιζε τον χώρο, προερχόμενη από τα ηχεία στον τοίχο. Ο Ελπιδοφόρος αναγνώριζε το τραγούδι: Χρηματιστές και Διάβολοι, του συγκροτήματος Κακοπροαίρετες Ιεραρχίες.

«Καλώς τον,» είπε η Άβα, σβήνοντας το τσιγάρο της καθώς σηκωνόταν όρθια: μια ψηλή, γεροδεμένη, μακροπρόσωπη γυναίκα με χρυσό δέρμα και πράσινα, κοντοκουρεμένα μαλλιά. Ήταν ντυμένη με μελανή κοντομάνικη μπλούζα, δερμάτινο παντελόνι, και χαμηλά παπούτσια. Πήρε μια ελαφριά, μπεζ καλοκαιρινή καπαρντίνα από δίπλα και τη φόρεσε. Ύστερα έκλεισε τη μουσική, με το πάτημα ενός κουμπιού σε μια κονσόλα, και πλησίασε τον Ελπιδοφόρο.

«Όπλα;» ρώτησε εκείνος.

«Έχω,» του απάντησε η Άβα. Μάλλον ήταν κρυμμένα μες στην καπαρντίνα της.

Ο Ελπιδοφόρος ένευσε.

«Πού πηγαίνουμε;» τον ρώτησε.

«Στο Σύμφυρμα. Τις λεπτομέρειες θα σ’τις εξηγήσω στο δρόμο.»

Η Άβα τον ακολούθησε έξω από την πίσω πόρτα του εκπαιδευτηρίου της και, στρεφόμενη, την έκλεισε και την κλείδωσε. Τη μπροστινή την είχε κλείσει από ώρα, αφού είχε φροντίσει να τον περιμένει μόνη μέσα στο οίκημα.

Στο σοκάκι όπου βρίσκονταν τώρα υπήρχε μια σιδερένια σκάλα και, πλάι στη σκάλα, μια σιδερένια πόρτα, ανοιχτή. Μπροστά στην πόρτα στέκονταν – ή, μάλλον, αιωρούνταν – τα φαντάσματα που ο Ελπιδοφόρος είχε συστήσει ως Άερ’θλαρ και Άι’νιρ, την προηγούμενη φορά που η Άβα είχε συνεργαστεί μαζί του.

«Αυτή η πόρτα δεν θυμάμαι να ήταν παλιά εκεί,» του είπε.

«Δεν ήταν. Αλλά δεν έχεις ξαναμπεί στο Φαντασκεύασμα;»

«Το ανέφερες όταν επιτεθήκαμε στη Θαλπερή. Μέχρι τότε δεν το είχα ξανακούσει, αν και ξέρω πως ο Μάγος έχει πολλά παράξενα πράγματα στη διάθεσή του.»

Ο Ελπιδοφόρος πέρασε το κατώφλι της πόρτα. Η Άβα τον ακολούθησε μέσα σ’έναν μεταλλικό διάδρομο που της φαινόταν εξωπραγματικός.

«Τι… τι είν’ αυτό;» άρθρωσε, χάσκοντας.

Πίσω της η πόρτα ακούστηκε να κλείνει και, κοιτάζοντας πάνω απ’τον ώμο της, είδε ότι τα δύο φαντάσματα είχαν μπει επίσης.

«Πάμε,» είπε ο Ελπιδοφόρος αρχίζοντας να βαδίζει.

«Πού θα μας βγάλει;» ρώτησε η Άβα, ακολουθώντας τον. «Και πώς εμφανίστηκε εδώ; Δε μπορεί να υπάρχει τέτοιος διάδρομος πλάι στο εκπαιδευτήριό μου! Βασικά, αυτός ο τοίχος όπου ήταν η πόρτα–»

«Δεν είναι πλάι στο εκπαιδευτήριό σου. Είμαστε, ουσιαστικά, σε άλλη διάσταση. Μη ρωτάς λεπτομέρειες· δεν είμαι μάγος και δεν μπορώ να σου απαντήσω. Πάντως, εδώ δεν βρισκόμαστε ακριβώς στη Ρελκάμνια. Απ’ό,τι έχω καταλάβει απ’αυτά που λέει ο Κλαρκ, είμαστε παράλληλα στη Ρελκάμνια. Το Φαντασκεύασμα είναι ένα πολύ, πολύ γρήγορο μεταφορικό μέσο για εμάς. Όπως ένα αεροπλάνο, φαντάσου.»

«Αεροπλάνο; –Τα Γένια του Κρόνου!» Η Άβα σταμάτησε απότομα, βλέποντας αντίκρυ της τους Τεχνίτες να εργάζονται στο πέρας του περάσματος για να δημιουργήσουν μια γωνία.

Ο Ελπιδοφόρος μειδίασε με την αντίδρασή της. Είναι τρομαχτικοί την πρώτη φορά που τους αντικρίζεις, σκέφτηκε. «Μη σοκάρεσαι· φίλοι είναι.»

«Και τι κάνουν;»

«Μας ανοίγουν το δρόμο.»

«Δε μου φαίνεται, πάντως, ότι πηγαίνουμε τόσο γρήγορα όσο ένα αεροπλάνο. Βαδίζουμε!»

«Νομίζεις. Στην πραγματικότητα, κινούμαστε πολύ πιο γρήγορα. Έτσι λέει ο Κλαρκ κι έτσι έχω διαπιστώσει πως είναι.»

«Και ποιος… ποιος οδηγεί αυτό το πράγμα;»

«Οδηγείται από μόνο του,» είπε ο Ελπιδοφόρος. «Έχει κάποιου είδους νοημοσύνη, και ο Κλαρκ τού έχει εξηγήσει πού πρέπει να μας πάει. Σε δύο-και-κάτι ώρες θα είμαστε εκεί, υπολογίζω. Χρόνος της Ρελκάμνια, ασφαλώς. Εμάς δεν θα μας φανεί το ίδιο.»

Προχώρησαν, έτσι, μέσα σε γεωμετρικά τέλειους διαδρόμους που φωτίζονταν από ένα καθαρό λευκό φως το οποίο δεν είχε φανερή πηγή προέλευσης εκτός, ίσως, από τους ίδιους τους τοίχους. Οι Τεχνίτες εργάζονταν διαρκώς, ακούραστα, και τα αποτελέσματα της δουλειάς τους ήταν πάντοτε άψογα. Θα τα ζήλευαν οι καλύτεροι τεχνίτες και μηχανικοί της Ρελκάμνια.

Η Άβα ρώτησε τον Ελπιδοφόρο: «Ο Μάγος μού είπε ότι θα ήταν κι ο Βόντεκ-Ρίε μαζί μας, καθώς κι ο άχαρος και ο ιερέας.»

«Ο άχαρος» ήταν ο Λούης στο λεξιλόγιό της· ο Ελπιδοφόρος την είχε ξανακούσει να τον αποκαλεί έτσι. «Ο ιερέας» ήταν ο Βισδέλος, φυσικά. Τον Βόντεκ-Ρίε η Άβα τον συμπαθούσε – αν και ο Ελπιδοφόρος δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έβρισκε.

«Θα τους συναντήσουμε όταν βγούμε απ’το Φαντασκεύασμα,» της απάντησε. Και μετά, άρχισε να της λέει πού ακριβώς θα επιτίθονταν και πώς είχε η κατάσταση εκεί όσον αφορούσε το δίκτυο των πρακτόρων της Παντοκράτειρας. «Θα πρέπει, όμως, να είμαστε έτοιμοι και για εκπλήξεις,» της τόνισε, «γιατί, όπως σας είπα και την προηγούμενη φορά, μας περιμένουν. Το ξέρουν πως τους κυνηγάμε. Γι’αυτό κιόλας σας χρειάζομαι, αλλιώς θα τους αναλαμβάναμε εύκολα εγώ κι οι Πειθαρχικοί του Κενού.»

«Είσαι, πάντως, περίεργος, Ελπιδοφόρε,» παρατήρησε η Άβα. «Πώς τα ξέρεις όλ’αυτά για το δίκτυο των πρακτόρων της–;»

«Ήμουν πράκτορας κι εγώ, κάποτε· το έχω ξαναπεί.»

«Δεν μας έχεις πει, όμως, γιατί στράφηκες εναντίον τους…»

«Ούτε εσύ μού έχεις πει γιατί είσαι εναντίον τους.»

«Εγώ απλά δεν τους γουστάρω, και ο Μάγος μ’έχει βοηθήσει πολλές φορές για να τον αγνοήσω τώρα.»

«Πολύ εύκολα ρισκάρεις τη ζωή σου, τότε.»

Η Άβα γέλασε. «Είμαι… απερίσκεπτη, το ξέρω. Αλλά έτσι ζω εδώ και χρόνια τώρα. Δεν είναι η πρώτη φορά που ρισκάρω τη ζωή μου, και δεν θα είναι η τελευταία.»

Όταν βγήκαν από το Φαντασκεύασμα βρέθηκαν σ’ένα σκοτεινό στενορύμι του Συμφύρματος, κάτω από μια πέτρινη γέφυρα όπου περνούσαν τρένα.

«Δε βλέπω τους άλλους,» παρατήρησε η Άβα. Μονάχα πεταμένα σκουπίδια και σιδερικά υπήρχαν εδώ. Το μέρος βρομούσε – ευτυχώς, όχι αποπνιχτικά. Μπορούσες να το ανεχτείς.

«Θα έρθουν σε λίγο.»

«Θα έπρεπε, κανονικά, να ήταν τώρα εδώ;» ρώτησε η Άβα, καχύποπτα.

«Δεν είχαμε πει συγκεκριμένη ώρα. Είχαμε πει μόνο ‘το συντομότερο δυνατό’. Και ο Βόντεκ θα πετούσε πρώτα στη Φιλήσυχη, για να πάρει τον Βισδέλο, μετά στην Α’ Κατωρίγια, για να πάρει τον Λούη, και μετά εδώ. Δεν είναι μικρή η απόσταση, ακόμα και γι’αυτόν, νομίζω.»

Η Άβα γέλασε. «Δεν τον ξέρεις καλά.»

«Ίσως.» Η αλήθεια ήταν πως δεν τον είχε δει ποτέ να πιλοτάρει, αλλά απ’ό,τι είχε καταλάβει είχε τη φήμη του τρελού πιλότου.

Η Άβα ακούμπησε την πλάτη της σ’έναν βρόμικο τοίχο και άναψε τσιγάρο. Ο Ελπιδοφόρος έβγαλε κάπες από τον σάκο του και τις έριξε πάνω στους Πειθαρχικούς του Κενού, για να τους σκεπάσει από τυχόν ύποπτα βλέμματα – αν και ήταν άκρως απίθανο κάποιος να τους πρόσεχε εδώ πέρα. Ύστερα, άναψε κι εκείνος τσιγάρο.

«Τα φαντάσματα μιλάνε;» ρώτησε η Άβα.

«Μιλάμε,» τη διαβεβαίωσε η Άι’νιρ, και η Άβα φάνηκε να ξαφνιάζεται λιγάκι από μια τόσο ευθεία απάντηση. Γέλασε, ωστόσο. Το επίθετό της – Λιγόγελη – δεν σχετιζόταν στο παραμικρό με τον χαρακτήρα της.

«Με το συμπάθιο,» είπε η Άβα στην Πειθαρχική του Κενού, «αλλά δε σας ξανάχα ακούσει να μιλάτε.»

«Δεν είχαμε τίποτα να πούμε,» εξήγησε ο Άερ’θλαρ.

«Αλήθεια, επιτρέπεται να ρωτήσω πού σας βρήκε ο Μάγος;»

«Όχι,» είπε η Άι’νιρ, τελεσίδικα.

«Εντάξει,» μόρφασε η Άβα, «απλώς σκέφτηκα μήπως…»

Ο Βόντεκ-Ρίε, ο Λούης, και ο Βισδέλος ήρθαν μετά από καμια ώρα.

«Χαίρετε,» είπε ο ιερέας.

«Ιερόχρονε,» αντιχαιρέτησε ο Ελπιδοφόρος, κλίνοντας το κεφάλι προς τη μεριά του Βισδέλου.

«Ο Βόντεκ μάς είπε πώς έχει η κατάσταση,» είπε ο Λούης. «Θα προσθέσεις τίποτα;» Κάπνιζε ένα τσιγάρο που πρέπει να περιείχε κάποιο περίεργο χόρτο – ίσως από τη Σάρντλι ή τη Φεηνάρκια. Πάντως, δεν μύριζε σαν κανονικός καπνός στον Ελπιδοφόρο.

«Αν ο Βόντεκ σάς είπε όλα όσα τού είπα, τότε είμαστε καλυμμένοι–»

«Μοιάζει, βέβαια, σα να πάμε να βάλουμε τον κώλο μας μέσα σε σφηκοφωλιά,» παρατήρησε ο Λούης. «Ώρες-ώρες απορώ γιατί σας βοηθάω.»

«Γιατί κι ο Μάγος σ’έχει βοηθήσει,» του είπε ο Βισδέλος.

«Πράγματι, αλλά θα έβαζες τον κώλο σου μέσα σε σφηκοφωλιά για τον Μάγο;»

«Μια ανακεφαλαίωση,» τους διέκοψε ο Ελπιδοφόρος, «σε περίπτωση που ο Βόντεκ ξέχασε κάτι.»

4.

Ο λόγος που ο Ελπιδοφόρος χρειαζόταν την Άβα και τους άλλους ήταν απλός: Ακόμα και οι Πειθαρχικοί του Κενού δεν μπορούσαν να χτυπήσουν συγχρόνως σε πολλά σημεία της Κεντρικής Αγοράς του Συμφύρματος. Αλλά ήταν πολύ σημαντικό η επίθεση να γίνει συγχρονισμένα· διότι, μόλις οι πράκτορες της Παντοκράτειρας εντόπιζαν το παραμικρό, θα ήταν πανέτοιμοι να πέσουν όλοι επάνω στους εχθρούς τους. Και παρότι οι Πειθαρχικοί έμοιαζαν άτρωτοι στις σφαίρες, ο Ελπιδοφόρος σίγουρα δεν ήταν άτρωτος – και είχε ήδη τραυματιστεί μία φορά από μια προηγούμενη, πιο απερίσκεπτη επίθεση. Επιπλέον, ακόμα και ο Άερ’θλαρ κι η Άι’νιρ μπορεί να κινδύνευαν, καθώς ποιος ήξερε τι διαβολικά κόλπα πιθανώς να είχε προετοιμάσει ο Ελκράσ’ναρχ προκειμένου να τους παγιδέψει και να τους εξολοθρεύσει;

Επομένως, πλησίασαν την Κεντρική Αγορά σύμφωνα με το σχέδιο του Ελπιδοφόρου, χωρισμένοι αλλά με τις κινήσεις τους συγχρονισμένες. Γνώριζαν όλοι πού βρίσκονταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας και πώς ήταν οι όψεις τους. Ωστόσο, «τα πράγματα θα είναι από λιγάκι έως πολύ αλλαγμένα απ’ό,τι τα ήξερα παλιά,» τους είχε προειδοποιήσει ο Ελπιδοφόρος. «Να είστε σε ετοιμότητα.»

Το Σύμφυρμα δεν είχε πάρει το όνομά του τυχαία. Έμοιαζε μ’ένα συνονθύλευμα από ό,τι οικήματα, εταιρείες, και βιομηχανίες μπορούσε κανείς να φανταστεί. Σα να είχε κάποιος πάρει κομμάτια από κάθε σημείο της Ρελκάμνια και να τα είχε φέρει άτακτα εδώ. Το επίπεδο ζωής, ωστόσο, δεν ήταν και τόσο κακό στην περιοχή. Αλλά η ρυμοτομία ήταν χάλια. Ευτυχώς, ο Ελπιδοφόρος και οι σύντροφοί του είχαν έναν πολύ καλό χάρτη του Κλαρκ μαζί τους, και δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν ένα σωρό εισόδους για την Κεντρική Αγορά, μεγαλύτερες και μικρότερες.

Η Άβα μπήκε από ένα δρομάκι στα βορειοδυτικά, όπου δεν χωρούσαν μεγάλα οχήματα κι απ’όπου περισσότερο πεζοί περνούσαν. Φορούσε ένα ζευγάρι μεγάλα μαύρα γυαλιά κι ένα στραβό, μαύρο καπελάκι, ώστε να μην είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Τα χέρια της ήταν κρυμμένα μέσα στην ελαφριά, καλοκαιρινή κάπα της, αγγίζοντας τα όπλα της.

Ο Βόντεκ-Ρίε ήρθε από τα βορειοανατολικά, από έναν δρόμο πολύ μεγαλύτερο, απ’τον οποίο περνούσαν οχήματα κάθε είδους και, μάλιστα, δίπλα του υπήρχε ένα γκαράζ. Ο δρόμος αυτός οδηγούσε σε μια πλατφόρμα η οποία σε πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά της αγοράς, όπου γινόταν κι ο περισσότερος συνωστισμός. Ο Βόντεκ φορούσε κι αυτός σκούρα γυαλιά αλλά πολύ πιο στενά από της Άβα, και το καπέλο του ήταν πλατύγυρο και ψάθινο, εισαγμένο από τη Σάρντλι – προτού η Σάρντλι αποστατήσει εναντίον της Παντοκράτειρας.

Ο Ελπιδοφόρος, ο Άερ’θλαρ, και η Άι’νιρ μπήκαν στην Κεντρική Αγορά του Συμφύρματος από τον σταθμό του τρένου στα ανατολικά, όπου κυκλοφορούσε κόσμος κάθε είδους. Οι Πειθαρχικοί του Κενού ήταν τυλιγμένοι στις κάπες τους σαν ζητιάνοι, και ο Ελπιδοφόρος δεν έμοιαζε πολύ καλύτερος. Πέρασαν στο εσωτερικό της αγοράς ακολουθώντας το ρεύμα του ανθρώπινου ποταμού που οδηγούσε προς τα εκεί. Βρέθηκαν έτσι στο ισόγειο αλλά, σύντομα, ανέβηκαν προς μια πλατφόρμα στα νοτιοανατολικά.

Ο Λούης ήρθε από τα νότια, καπνίζοντας ήρεμα το τσιγάρο του και έχοντας την κουκούλα της κάπας του σηκωμένη, δήθεν για να τον προστατεύει από τον δυνατό μεσημεριανό ήλιο. Πέρασε από μια σήραγγα, φωτισμένη από ενεργειακά φώτα μερικά από τα οποία αναβόσβηναν εκνευριστικά, και πήγε προς την καρδιά της αγοράς. Μουρμούριζε σιγανά τους στίχους του τραγουδιού Αγώνας Πυρός, του συγκροτήματος Ελάσσονες Ανεμοβούβαλοι, που ήταν από τη Σεργήλη αλλά η μουσική του ταξίδευε σε πολλές διαστάσεις.

Ο Βισδέλος ήρθε από τα δυτικά, φορώντας ένα μαύρο πλατύγυρο καπέλο, σκούρα γυαλιά, και ρούχα που τον έκαναν να μοιάζει με διαδιαστασιακό έμπορο από τη Φεηνάρκια. Την κουκούλα του την είχε σε μια τσέπη και ήταν έτοιμος να τη βγάλει και να τη φορέσει. Ο Κουκουλοφόρος Ιερέας ποτέ δεν χτυπούσε χωρίς την κουκούλα του. Είχε καταντήσει να έχει συναισθηματική αξία γι’αυτόν. Νόμιζε ότι έπαιρνε δύναμη από την κουκούλα – ότι ίσως ακόμα και να την είχε ευλογήσει ο ίδιος ο Κρόνος.

Σαν υπηρέτες του Ανόφθαλμου, του Χάροντα, του γιου του Κρόνου και του Σκοτοδαίμονος, που είναι γρουσουζιά να λες το όνομά του, μπήκαν ο Ελπιδοφόρος και οι σύντροφοί του στην αγορά. Φονιάδες μπερδεμένοι μέσα στο πλήθος. Και στην αρχή, κανένας άνθρωπος δεν είχε καταλάβει τίποτα.

Οι φύλακες, όμως, παρατηρούσαν και περίμεναν.

Η Ελίζα καθόταν στη σκιά ενός δέντρου, πλάι σ’έναν ζωγράφο του δρόμου, και κάπνιζε ένα τσιγάρο ενώ συγχρόνως κοίταζε κάτι διακοσμητικά μπιχλιμπίδια που είχε αγοράσει από ένα κατάστημα, όταν άκουσε έναν πυροβολισμό ν’αντηχεί όχι και τόσο μακριά της, κι αμέσως μετά είδε φως να πετάγεται. Μια μακριά, κατάλευκη δέσμη φωτός. Μια ρομφαία που ήταν δύσκολο για το μυαλό να συλλάβει πού άρχιζε και πού τελείωνε.

Η Ελίζα είδε φασαρία να συμβαίνει σε μια πλατφόρμα από πάνω της: κόσμος να τρέχει πανικόβλητος. Και σε μια άλλη πλατφόρμα είχε παρουσιαστεί μια μορφή με κατάλευκο μανδύα που έμοιαζε να φωσφορίζει. Φορούσε κουκούλα, αλλά το πρόσωπό της φαινόταν και ήταν σαν από μέταλλο, ενώ τα μάτια της γυάλιζαν σαν λίθοι. Στο ένα χέρι αυτής της απόκοσμης μορφής ήταν η ασύλληπτου μεγέθους φωτεινή ρομφαία.

Η Ελίζα είχε πεταχτεί όρθια, τραβώντας το πιστόλι της, καθώς χαλασμός άρχιζε να γίνεται παντού στην Κεντρική Αγορά του Συμφύρματος, ενώ κι άλλοι πυροβολισμοί αντηχούσαν.

5.

Ο Βισδέλος κρύφτηκε σε μια σκιερή γωνία, έβγαλε το καπέλο και τα γυαλιά του, και φόρεσε την κουκούλα του. Έβλεπε τον στόχο αντίκρυ του. Έναν τύπο που πουλούσε αναψυκτικά και σάντουιτς. Πράκτορας της Παντοκράτειρας, σύμφωνα με τον Ελπιδοφόρο. Ο Βισδέλος έφυγε από τη γωνία – ενώ άκουγε σαματά να ξεκινά από άλλες μεριές της αγοράς – πήρε καλύτερη θέση, τράβηξε το πιστόλι από την τσάντα του, και πυροβόλησε. Βρήκε τον πράκτορα ανάμεσα στις ωμοπλάτες, κι αυτός σωριάστηκε πάνω σε αναψυκτικά και άδεια και μισογεμάτα ποτήρια. Ο Βισδέλος τον ξαναπυροβόλησε, για να βεβαιωθεί.

Ο Σκοτ, που βρισκόταν σε μια πλατφόρμα πιο πάνω, είδε τον πράκτορα να πέφτει, καθώς και τον κουκουλοφόρο που τον πυροβολούσε. «Γαμήσου!» γρύλισε μέσα απ’τα δόντια του. Είχαν, τελικά, επιτεθεί εδώ, μες στο Σύμφυρμα, ο Ελπιδοφόρος κι η συμμορία του! Αν ήταν δυνατόν! Ο Σκοτ τράβηξε το πιστόλι του, με την ταχύτητα, την επιδεξιότητα, και την ψυχραιμία ενός έμπειρου εκτελεστή, και πυροβόλησε, χτυπώντας τον κουκουλοφόρο άντρα και σωριάζοντάς τον. Ύστερα έτρεξε κάτω, γιατί έβλεπε ότι παντού πανικός ξεκινούσε και πολλοί μισθοφόροι φύλακες ύψωναν τα όπλα τους – άσχετος κόσμος θα σκοτωνόταν σήμερα.

Ο Λούης, εν τω μεταξύ, είχε φτάσει στην καρδιά της αγοράς, και άκουσε έναν πυροβολισμό όχι πολύ μακριά του. Ο Βόντεκ-Ρίε, σκέφτηκε. Και είδε μια γυναίκα να στρέφεται προς τον ήχο, βάζοντας το χέρι της μέσα στην τσάντα της. Ο στόχος – η πράκτορας για την οποία είχε μιλήσει ο Ελπιδοφόρος. Πουλούσε λαχεία. Και τώρα πούλησε τα τελευταία της. Ο Λούης τράβηξε το μικρό πιστόλι του και την πυροβόλησε, γρήγορα, δύο φορές στο στήθος. Έπειτα έτρεξε ανάμεσα σε δύο οικήματα καθώς κάποιος πυροβολούσε εκείνον από μια ψηλότερη πλατφόρμα: σφαίρες κουδούνιζαν πίσω του. Ο Ελπιδοφόρος μάς είχε προειδοποιήσει για αλλαγές…

Ο πράκτορας που είχε πυροβολήσει τον Λούη ήταν απ’τους καινούργιους που είχαν τοποθετηθεί εδώ, για να παραφυλάνε. Μόλις είχε δει τον άγνωστο να ρίχνει στην πράκτορα που πουλούσε τα λαχεία είχε επιχειρήσει να τον σκοτώσει, μα δεν είχε φανεί αρκετά γρήγορος: ο καταραμένος είχε τρέξει και είχε απομακρυνθεί. Τώρα ο πράκτορας έφυγε από τη θέση του για να τον κυνηγήσει.

Ο πυροβολισμός που είχε ακούσει ο Λούης όταν έφτασε στην καρδιά της αγοράς ήταν, όπως κι ο ίδιος είχε υποθέσει, από το πιστόλι του Βόντεκ-Ρίε. Ο ευγενής, έχοντας φτάσει στο περίπτερο που είχε πει ο Ελπιδοφόρος κι έχοντας αναγνωρίσει το πρόσωπο του πράκτορα που πουλούσε εφημερίδες, τον είχε πυροβολήσει κατακέφαλα, τινάζοντας αίματα και μυαλά επάνω στα τελευταία νέα. Ύστερα, είχε αναμιχθεί με το πανικόβλητο πλήθος – πηγαίνοντας ακόμα πιο βαθιά στην καρδιά της αγοράς, προς έναν άλλο στόχο.

Από μια πλατφόρμα, ένας από τους καινούργιους πράκτορες που παραφυλούσαν είδε τον Βόντεκ-Ρίε αλλά δεν πρόλαβε να τον πυροβολήσει μέσα στον χαλασμό που αμέσως ξεκίνησε. Ο δολοφόνος μπλέχτηκε πολύ γρήγορα με τον άλλο κόσμο. Έτσι, ο πράκτορας έτρεξε ξοπίσω του. Πυροβόλησε, δύο φορές. Την πρώτη φορά χτύπησε μια γυναίκα στο χέρι, η οποία έπεσε ουρλιάζοντας· τη δεύτερη φορά χτύπησε έναν χοντρό άντρα στο αριστερό πόδι, κι αυτός έπεσε βρίζοντας τον Σκοτοδαίμονα. Ο Βόντεκ-Ρίε, έχοντας καταλάβει ότι τον κυνηγούσαν, χώθηκε μέσα σ’ένα εστιατόριο.

Όσο γίνονταν αυτά, η Άβα είχε φτάσει πλάι σε μια γυναίκα που φαινόταν ιδιωτική φρουρός αλλά δεν ήταν: όχι ακριβώς. Ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας. Και τώρα τραβούσε το πιστόλι της καθώς άκουγε τον σαματά να ξεκινά. Είδε την Άβα κι αμέσως στράφηκε, καχύποπτα. Η Άβα τής άρπαξε το χέρι με το όπλο και το έστρεψε ψηλά. Η γυναίκα πάτησε σπασμωδικά τη σκανδάλη και σφαίρες εκτοξεύτηκαν από την κάννη. Η Άβα τής έσπασε το γόνατο με μια κλοτσιά, και τη χτύπησε με το δικό της γόνατο στην κοιλιά κάνοντάς τη να διπλωθεί. Ύστερα, της έστριψε τον λαιμό, σκοτώνοντάς την.

Ένας ιδιωτικός φρουρός, από ένα αντικρινό κοσμηματοπωλείο, είδε αυτό που συνέβη και τραβώντας το πιστόλι του πυροβόλησε την Άβα. Η σφαίρα την πήρε ξυστά στον αριστερό ώμο, σκίζοντας τα ρούχα της και κάνοντας αίμα να πεταχτεί, αλλά δεν μπήχτηκε μέσα της. Η Άβα τινάχτηκε πίσω από ένα παγκάκι και πυροβόλησε τον φρουρό στην κοιλιά. Δεν ήταν πράκτορας (εκτός αν ήταν απ’τους καινούργιους που ο Ελπιδοφόρος τής είχε πει ότι πιθανώς να παραφυλούσαν) αλλά της είχε επιτεθεί…

6.

Ο Ελπιδοφόρος είχε μόλις σκοτώσει με το πιστόλι του έναν από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας που παρίστανε τον σερβιτόρο σε μια καφετέρια. Τώρα άκουσε πίσω του πυροβολισμούς, κι αμέσως καλύφτηκε γονατίζοντας πίσω από ένα από τα τραπεζάκια.

Στρεφόμενος είδε έναν άγνωστο να έρχεται προς το μέρος του, από μια αντικρινή πλατφόρμα, έχοντας υψωμένο το πιστόλι του και πυροβολώντας. Καινούργιος πράκτορας, σκέφτηκε. Δεν πρέπει να ήταν εδώ παλιότερα.

Ο Άερ’θλαρ, που αιωρείτο παραδίπλα, ακόμα τυλιγμένος στην κάπα του, έριξε τώρα την κάπα από πάνω του καθώς μια φωτεινή ρομφαία παρουσιαζόταν στο χέρι του και στρεφόταν καταπάνω στον ερχόμενο πράκτορα. Η λεπίδα φάνηκε στον Ελπιδοφόρο να αποκτά, ξαφνικά, απίστευτο μήκος – ή ίσως να ήταν τόσο μακριά εξαρχής και εκείνος να μην το είχε προσέξει. Η ρομφαία σπάθισε το κεφάλι του πράκτορα, εξαϋλώνοντάς το.

Αλλά ο Ελπιδοφόρος άκουσε τότε μια σφαίρα να χτυπά την άκρη του τραπεζιού πλάι του. Τι σκατά; Γύρισε, ξαφνιασμένος, και από κάτω του, από το ισόγειο της αγοράς, είδε μια γυναίκα να τον πυροβολεί. Ξανθά μαλλιά, λευκό δέρμα, στενά παραλληλόγραμμα γυαλιά. Νόμιζε πως κάπου την είχε ξαναδεί. Πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ, μάλλον.

Ο Ελπιδοφόρος την πυροβόλησε, κι εκείνη κρύφτηκε πίσω από μια καντίνα που ήταν τώρα έρημη καθώς ο ιδιοκτήτης της είχε ήδη φύγει έντρομος.

Ο Άερ’θλαρ γύρισε τη ρομφαία του και η καντίνα διαλύθηκε.

7.

Η Ελίζα κρύφτηκε πίσω από μια παρατημένη καντίνα μόλις ο άντρας με την κάπα και την κουκούλα στράφηκε και την πυροβόλησε. Και ήταν έτοιμη να του ρίξει κι εκείνη, καλά καλυμμένη όπως τώρα ήταν, όταν το φάντασμα έστρεψε αυτό το ατελείωτο φωτεινό σπαθί του καταπάνω της. Η Ελίζα, νιώθοντας έναν ανείπωτο τρόμο να συνθλίβει τα σωθικά της, κύλησε αμέσως στο πλάι καθώς η καντίνα διαλυόταν πίσω της. Σηκώθηκε κι έτρεξε, χώθηκε μέσα σ’ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, λαχανιασμένη.

«Μην πυροβολείτε, μην πυροβολείτε!» είπε, πανικόβλητα, ο γηραιός ιδιοκτήτης υψώνοντας τα χέρια του, τρέμοντας ολόκορμος. «Σας παρακαλώ! Πάρτε ό,τι–!»

«Σκασμός!» του είπε απότομα η Ελίζα, κολλώντας την πλάτη της στον τοίχο πλάι στην πόρτα. «Δε θα σε πειράξω.» Και τι σκατά περιμένω; Τα φαντάσματα είναι εδώ! Οι αφέντες μας είπαν τι πρέπει αμέσως να κάνουμε σε μια τέτοια περίπτωση.

Η Ελίζα έβγαλε από την τσέπη της τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της και πίεσε ένα κουμπί, στέλνοντας, στην ειδική συχνότητα, σήμα ότι οι φωτεινοί δαίμονες ήταν εδώ.

Και το σήμα ταξίδεψε μέσα και πάνω από τους οικοδομημένους δρόμους της Ρελκάμνια. Από κεραία σε κεραία σε κεραία σε κεραία. Σαν να ήταν δαίμονας και το ίδιο. Ένας δαίμονας αποτελούμενος από πληροφορία. Μια πιθηκόμορφη, άυλη οντότητα που πηδούσε από τον έναν τηλεπικοινωνιακό αναμεταδότη στον άλλο με τρομερή ταχύτητα. Έφυγε από το Σύμφυρμα και μπήκε στην Ανακτορική Συνοικία, στο Παντοτινό Ανάκτορο, και στον νου του Ελκράσ’ναρχ, ο οποίος δεν χρειαζόταν δέκτη για να λάβει το σήμα. Ο ίδιος του ο εαυτός ήταν δέκτης.

Ένας από τους Υπερασπιστές βγήκε σ’έναν εξώστη, και η πάνοπλη μορφή του έλιωσε, έγινε ενέργεια, κατάμαυρη με πορφυρές και ασημένιες ανταύγειες, και χωρίστηκε· πήρε το σχήμα δύο μεγάλων πουλιών, που πέταξαν πάνω από την Ανακτορική Συνοικία. Προς το Σύμφυρμα. Με ταχύτητα αεροσκαφών, χωρίς να παρακωλύονται από κανένα βάρος μετάλλων και μηχανισμών.

Όσοι τα είδαν να περνούν νόμισαν πως είχαν δει αστραπές ή διαρροή ενέργειας από κάποιο οικοδόμημα. Ελάχιστοι τα αναγνώρισαν ως «πτηνά κάποιου είδους», «δαίμονες, ίσως».

8.

Πού είναι ο Σκοτ; αναρωτήθηκε ο Ελπιδοφόρος, κοιτάζοντας μέσα στον χαλασμό της Κεντρικής Αγοράς του Συμφύρματος. Περίμενε ότι θα τον συναντούσε εδώ, ότι, λογικά, ο Ελκράσ’ναρχ εδώ θα τον είχε να παραφυλά, γιατί το Σύμφυρμα ήταν η συνοικία όπου ο Σκοτ Θάμρω έμενε. Πού σκατά είσαι, Σκοτ;

Ο Ελπιδοφόρος κατέβηκε από την πλατφόρμα όπου ήταν ανεβασμένος, και μαζί του ήρθε ο Άερ’θλαρ. Η Άι’νιρ ήταν λίγο παραπέρα, έχοντας ήδη εξολοθρεύσει έναν πράκτορα, και τώρα κι αυτή πλησίαζε. Ο Ελπιδοφόρος δεν ήταν βέβαιος αν η γυναίκα πίσω απ’την καντίνα είχε σκοτωθεί, έτσι άλλαξε γεμιστήρα στο πιστόλι του. Πού την έχω ξαναδεί; Κάπου την έχω ξαναδεί, νομίζω. Όπως και νάχε, έπρεπε να βεβαιωθεί αν ήταν νεκρή ή όχι.

Πήγε πίσω απ’τη διαλυμένη καντίνα και δεν είδε κανένα πτώμα. Ζωντανή, λοιπόν.

Η Άι’νιρ χτύπησε κάποιον με τη ρομφαία της. Ο Ελπιδοφόρος είδε έναν μισθοφόρο φρουρό να πέφτει με το στήθος του καμένο. Δεν πρέπει να ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας ή του Ελκράσ’ναρχ. Τι θέλουν και μπλέκονται αυτοί; Δε βλέπουν ότι η υπόθεση δεν τους αφορά;

«Πρέπει να βρούμε τον κύριο Θάμρω,» είπε ο Ελπιδοφόρος στους Πειθαρχικούς του Κενού.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Άερ’θλαρ, «αλλά δεν τον διακρίνω πουθενά.» Ήξεραν, φυσικά, πώς ήταν η όψη του. Ο Ελπιδοφόρος τούς είχε δείξει εικόνες που είχαν βρει από το Παντοκρατορικό Δίκτυο – ο Κλαρκ μπορούσε να εισβάλει εκεί χωρίς δυσκολία. Έμπαινε κι έβγαινε σαν να ήταν ξέφραγο γκαράζ.

Ο Ελπιδοφόρος άνοιξε τον πομπό του, καλώντας τους συντρόφους του.

«Άβα;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Όλα καλά. Να την κάνουμε τώρα; – γιατί σε λίγο θα γίνει της πουτάνας εδώ.»

«Περίμενε,» της είπε. «Βόντεκ-Ρίε;» Καμία απάντηση. «Μ’ακούς; Βόντεκ;» Πάλι, καμία απάντηση. Σκατά. Ίσως νάχει προβλήματα – ίσως νάναι νεκρός. «Βισδέλε; Βισδέλε;»

«…Ελπιδοφόρε…» Ο Κουκουλοφόρος Ιεράς μιλούσε με δυσκολία. «Χτυπήθηκα. Κάποιος πούστης με πυροβόλησε. Δεν τον είδα.»

«Έρχομαι. Πού είσαι;»

«Εκεί που έπρεπε – στον πρώτο μου στόχο… εκεί κοντά, δηλαδή…»

Ο Ελπιδοφόρος προχώρησε μέσα στην Κεντρική Αγορά που έμοιαζε να αδειάζει μ’απίστευτη ταχύτητα – ειδικά από εκεί όπου περνούσαν οι Πειθαρχικοί του Κενού. Και μόνο η όψη τους ήταν αρκετή για να τρομοκρατήσει τον κόσμο.

Αφού όμως είχε διασχίσει τη μισή απόσταση προς τον Βισδέλο, ο Ελπιδοφόρος δέχτηκε πυρά. Και η Άι’νιρ ίσα που πρόλαβε να τον σώσει, παρεμβάλλοντας τον φωτεινό μανδύα της μπροστά του κι εξοστρακίζοντας τη σφαίρα με τρόπο που φάνταζε εξωπραγματικός. Οι πυροβολισμοί, όμως, συνεχίστηκαν. Από κάποια πλατφόρμα. Ο Ελπιδοφόρος καλύφτηκε, οι Πειθαρχικοί έστρεψαν τις ρομφαίες τους προς τον εχθρό, οι φωτεινές λεπίδες διέλυσαν μια κυλιόμενη σκάλα, κάτι τραπέζια και καρέκλες, κάτι τζάμια και πάγκους. Αλλά οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν από άλλο σημείο τώρα.

Πολύ καλός για νάναι κάτι λιγότερο από ειδικός εκτελεστής… σκέφτηκε ο Ελπιδοφόρος· και φώναξε: «ΣΚΟΤ! ΣΚΟΤ ΘΑΜΡΩ!»

Ο Σκοτ, καλυμμένος πίσω από μια πέτρινη προεξοχή, με τον δεξή ώμο του μισοκαμένο από τις παράδοξες σπάθες αυτών των δαιμόνων, αναγνώρισε τη φωνή του Ελπιδοφόρου. Αυτός είναι, ο καταραμένος, σκέφτηκε. Αυτός. Αλλά οι αφέντες μας τώρα έρχονται… Όταν είχε κάνει να τους καλέσει μέσω του πομπού του, είχε διαπιστώσει ότι κάποιος άλλος τούς είχε καλέσει πρώτος· το αποθηκευμένο σήμα είχε απενεργοποιηθεί.

«Ελπιδοφόρε!» φώναξε. «Πάει καιρός από την Ταρασμάλθη, ε; Δε φανταζόμουν τότε ότι θα σε πυροβολούσα, αλλά ούτε κι ότι θα τραβούσες δαίμονες εδώ, στη Ρελκάμνια!» Ήθελε να τον καθυστερήσει.

Και ο Ελπιδοφόρος το κατάλαβε. Γιατί θέλει να με καθυστερήσει; Ο Σκοτ δεν ήταν από εκείνους που έπιαναν κουβεντούλα. Έβλεπε το σκότωμα επαγγελματικά. Πληρωνόταν για να σκοτώνει κόσμο. «Έλα κάτω, Σκοτ, και θα συζητήσουμε!»

Ένα γέλιο αντήχησε από πάνω. «Δε είμαι τόσο βλάκας, Ελπιδοφόρε!»

«Να τον σκοτώσουμε;» ρώτησε η Άι’νιρ.

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος – χωρίς να φωνάζει, φυσικά, για να μη μπορεί να τον ακούσει ο Σκοτ. «Σας είπα: όχι.» Και δυναμώνοντας τη φωνή του: «Έλα κάτω, Σκοτ, και σου υπόσχ–!»

Τζάμια ακούστηκαν να σπάνε, και ένα δυνατό σύριγμα σαν από διαρροή ενέργειας.

Ο Ελπιδοφόρος στράφηκε και είδε δύο ενεργειακά πουλιά να πετάνε μέσα στην Κεντρική Αγορά του Συμφύρματος, καταστρέφοντας πινακίδες και ταμπέλες στο πέρασμά τους. Ερχόμενα σαν πύραυλοι για να καταστρέψουν.

«Πολύ αργά τώρα, Ελπιδοφόρε!» φώναξε ο Σκοτ κι άρχισε πάλι να πυροβολεί, με δύο πιστόλια στα χέρια του.

Τα ενεργειακά πουλιά κατευθύνονταν προς τους Πειθαρχικούς, και ο Άερ’θλαρ είπε «Ο Ελκράσ’ναρχ!» καθώς η ρομφαία του και η ρομφαία της Άι’νιρ στρέφονταν πάραυτα καταπάνω στον εχθρό. Τα πουλιά τις απέφυγαν με εξωπραγματική ευελιξία. Ευελιξία που δεν μπορούσε να έχει κανένα πλάσμα με συνηθισμένη υλική μορφή. Τα πτηνά γλίστρησαν ανάμεσα από τις ατελείωτες λεπίδες σαν νερό, σαν καθαρή ενέργεια. Κατέβηκαν αντίκρυ στους Πειθαρχικούς ενώ συγχρόνως οι μορφές τους άλλαζαν όπως μέσα σε όνειρο, και τώρα ήταν δύο πάνοπλοι πολεμιστές. Στα χέρια τους κρατούσαν σπαθιά που τινάχτηκαν σαν φλόγες καταπάνω στον Άερ’θλαρ και την Άι’νιρ, και η ξιφομαχία που άρχισε έκανε τα πάντα να διαλυθούν γύρω από τον Ελπιδοφόρο και τον Σκοτ, μέσα σ’έναν στρόβιλο ενεργειακής καταστροφής.

9.

Η Ελίζα είδε τα παράξενα πουλιά να περνάνε πάνω από τις πλατφόρμες και τις σκάλες της αγοράς, κι αμέσως κατάλαβε: Οι αφέντες μας! Δεν τους είχε δει ποτέ ξανά σ’αυτή τη μορφή, μα δεν είχε αμφιβολία ότι ήταν αυτοί. Δε μπορεί να ήταν τίποτε άλλο.

Έφυγε από το παλαιοβιβλιοπωλείο και τους ακολούθησε, με προσοχή – αν και τώρα, που η Κεντρική Αγορά του Συμφύρματος είχε σχεδόν αδειάσει, δεν θα ήταν πολύ δύσκολο να δει κάποιον που σκόπευε να την πυροβολήσει.

Η Ελίζα σταμάτησε απότομα όταν ατένισε, από απόσταση, τους δύο κατάλευκους, φωτεινούς δαίμονες· κι αμέσως καλύφτηκε πίσω από κάτι πέτρινα σκαλιά μόλις τα ενεργειακά πουλιά προσγειώθηκαν αλλάζοντας μορφή κι αρχίζοντας να ξιφομαχούν με τους εχθρούς τους. Μια τζαμαρία θρυμματίστηκε από πάνω της και γυαλιά έλουσαν την Ελίζα καθώς κάλυπτε το κεφάλι της με τα χέρια. Ευτυχώς, τα κομμάτια ήταν τόσο μικρά που δεν κινδύνεψε.

Ύστερα, κοιτάζοντας από την άκρη ενός σκαλοπατιού της πέτρινης σκάλας, είδε τον κουκουλοφόρο άντρα με την κάπα να απομακρύνεται από τα φωτεινά φαντάσματα και τους Υπερασπιστές και να πηγαίνει βιαστικά προς μια κυλιόμενη σκάλα που είχε πάψει να κινείται.

10.

Ο Ελπιδοφόρος ανέβηκε στην πλατφόρμα όπου υπολόγιζε πως κρυβόταν ο Σκοτ, και πάραυτα καλύφτηκε στο πλάι μιας πόρτας καθώς εκείνος τον είδε και τον πυροβόλησε.

«Παραδόσου!» φώναξε ο Ελπιδοφόρος.

«Εσύ πρέπει να παραδοθείς, προδότη!»

Ο Ελπιδοφόρος τον πυροβόλησε, και τον είδε να προσπαθεί να καλυφτεί μετά δυσκολίας πίσω από μια πέτρινη προεξοχή, μέρος της αρχιτεκτονικής διακόσμησης του χώρου. Ήταν εξαιρετική κάλυψη για ν’αποφεύγεις πυρά από άλλες πλατφόρμες ή από το ισόγειο, αλλά όχι από την ίδια πλατφόρμα.

«Σκοτ! Δεν ξέρεις τι ακριβώς υπηρετείς!»

«Άσε τις μαλακίες!» Ο Σκοτ πυροβολούσε πάλι.

Θα δυσκολευτούμε, λοιπόν. Ο Ελπιδοφόρος άνοιξε τον πομπό του για να καλέσει τη βοήθεια των άλλων του συντρόφων, γιατί τώρα οι Πειθαρχικοί ήταν απασχολημένοι. Οι λεπίδες τους ακόμα ακούγονταν να συγκρούονται με τη δύναμη του Ελκράσ’ναρχ, και ήχοι θραύσεις συνόδευαν αυτές τις συγκρούσεις, καθώς και εκρήξεις. Κάμποσες φωτιές είχαν ήδη ανάψει.

11.

Η Ελίζα, περνώντας κάτω από καμάρες, τρέχοντας με προσοχή, για να μην τη χτυπήσουν τα θραύσματα από τη σύγκρουση των Υπερασπιστών με τους φωτεινούς δαίμονες, πλησίασε τη σταματημένη κυλιόμενη σκάλα με το πιστόλι της στο χέρι. Άρχισε ν’ανεβαίνει, σκυφτή, πατώντας αθόρυβα στα μαλακά παπούτσια της – περισσότερο από συνήθεια παρά επειδή πίστευε ότι μπορεί κάποιος να την άκουγε μέσα σε τέτοιο χαλασμό. Από πάνω, μια φωνή αντήχησε: «Σκοτ! Δεν ξέρεις τι ακριβώς υπηρετείς!» Και κάποιος απάντησε: «Άσε τις μαλακίες!» Και πυροβολισμοί ακολούθησαν.

Η δεύτερη φωνή που είχε ακουστεί ήταν, σίγουρα, του Σκοτ. Την πρώτη η Ελίζα δεν την αναγνώριζε αλλά υπέθετε ότι πιθανώς να ήταν του Ελπιδοφόρου. Ποιος άλλος θα ήταν τόσο κοντά σ’αυτούς τους φωτεινούς δαίμονες;

Η Ελίζα έφτασε επάνω, στην κορυφή της σκάλας, και έμεινε ακίνητη εκεί, γονατισμένη στο ένα γόνατο, κρατώντας το πιστόλι της με τα δύο χέρια. Είδε πού ήταν ο Σκοτ, είδε και πού ήταν καλυμμένος ο εχθρός του – πίσω από το κατώφλι μιας πόρτας ενός παρατημένου καταστήματος ρούχων.

Η Ελίζα πήγε προς το κατάστημα, κολλώντας την πλάτη της στον τοίχο. Ο Ελπιδοφόρος (αν ήταν όντως αυτός) δεν πρέπει να την είχε αντιληφτεί, γιατί συνέχιζε ν’ανταλλάσσει ριπές με τον Σκοτ. Η Ελίζα παρατήρησε ότι ο Σκοτ ήταν πολύ χάλια καλυμμένος εκεί όπου βρισκόταν. Απορούσε που, ώς τώρα, καμια σφαίρα του Ελπιδοφόρου δεν τον είχε πετύχει. Θα μπορούσε ο Ελπιδοφόρος επίτηδες να αστοχεί; Να μην ήθελε να τον χτυπήσει αλλά μονάχα να τον κρατήσει στη θέση του;

Γιατί, όμως; Οι αφέντες μας είναι κάτω, κι άμα έρθουν εδώ– Δεν υπήρχε χρόνος για σκέψεις. Η Ελίζα έψαξε για πίσω πόρτα στο κατάστημα. Δεν βρήκε καμία. Είδε μόνο ένα παράθυρο. Ήταν, όμως, κλειστό με τζαμαρία, το καταραμένο, και δεν άνοιγε από έξω. Ύψωσε το πιστόλι της και το πυροβόλησε. Κρύσταλλα έσπασαν.

Ο Ελπιδοφόρος, ακούγοντας τον θόρυβο, τινάχτηκε από τη θέση του πέφτοντας κάτω, πίσω από έναν πάγκο με ρούχα.

«Ακίνητος!» φώναξε η Ελίζα.

Αυτή πάλι! παρατήρησε ο Ελπιδοφόρος. Πού έχουμε ξανασυναντηθεί; Ύψωσε το πιστόλι του και την πυροβόλησε, χτυπώντας την άκρη του παραθύρου καθώς εκείνη πεταγόταν στο πλάι του.

«Παραδόσου!» φώναξε η Ελίζα. «Είμαστε δύο, είσαι μόνος σου!»

«Δεν είναι μόνος του,» άκουσε πίσω της.

Και, ξαφνιασμένη, στράφηκε για να δει μια άγνωστη γυναίκα με καπαρντίνα, στραβό καπέλο, και μεγάλα μαύρα γυαλιά να τη σημαδεύει με πιστόλι.

«Άσε κάτω το σιδερικό,» είπε η Άβα.

«Καλώς. Εντάξει.» Η Ελίζα, γονατίζοντας ήρεμα, άφησε στο πάτωμα το πιστόλι της.

«Μπες μέσα τώρα – κι όχι εξυπνάδες,» είπε η Άβα, δείχνοντας, με μια κίνηση του κεφαλιού, το παράθυρο.

Η Ελίζα υπάκουσε, και ο Ελπιδοφόρος, βλέποντάς την να μπαίνει, παρατήρησε το πρόσωπό της. Πού την έχω ξαναδεί;… Και ξαφνικά θυμήθηκε! Λίγο προτού συναντήσω τον Κλαρκ για πρώτη φορά! Ναι, αυτή πρέπει να ήταν. Μέσα σε μια πολυκατοικία. Και τότε φορούσε κάποιου είδους υπηρεσιακή στολή.

Η Άβα την ακολούθησε στο εσωτερικό του καταστήματος, με το πιστόλι της υψωμένο.

Πυροβολισμοί ακούστηκαν απρόσμενα από έξω. Διπλοί. Δεν έριχνε μόνο ο Σκοτ.

Ο Ελπιδοφόρος πήγε πάλι στο πλάι της πόρτας. Είδε τον Λούη να προσπαθεί να πλησιάσει. Άλλαξε γεμιστήρα και πυροβόλησε τον Σκοτ, επανειλημμένα, αναγκάζοντάς τον να καλυφτεί και να μη μπορεί να ρίξει. «Έλα!» φώναξε στον Λούη, κι εκείνος έτρεξε και μπήκε στο κατάστημα.

«Τι σκατά θες; Να με σκοτώσεις, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος;» διαμαρτυρήθηκε.

«Ο τύπος που σε πυροβολούσε είναι ο Σκοτ.»

«Οπότε δεν τρέχει μία άμα με καθαρίσει, ε;»

Ο Ελπιδοφόρος στράφηκε στην Ελίζα. «Πώς σε λένε;»

Εκείνη έμεινε σιωπηλή.

«Ο κύριος σε ρω–» άρχισε η Άβα, ακόμα σημαδεύοντάς την.

Αλλά ο Ελπιδοφόρος τη διέκοψε μ’ένα νόημα του άοπλου χεριού του. Είπε στην Ελίζα: «Υπηρετείς τον Ελκράσ’ναρχ, έτσι δεν είναι; Τους Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας.»

Δεν το αρνήθηκε – αν και δεν είχε ιδέα τι σήμαινε αυτό το όνομα: Ελκάσ… Σκεφτόταν πώς μπορούσε να ξεφύγει από τούτους τους αποστάτες χωρίς να την καθαρίσουν, και δεν έβρισκε καμια λύση.

«Με λένε Ελπιδοφόρο,» της είπε εκείνος.

«Το φαντάστηκα.»

«Έχουμε ξανασυναντηθεί.»

«Δεν το νομίζω.»

«Σκέψου. Μια βροχερή μέρα. Σε μια πολυκατοικία. Φυλούσες σκοπιά, νομίζω. Φορούσες μια υπηρεσιακή στολή. Μου πρότεινες να μείνω λίγο για να πιούμε καφέ, αλλά βιαζόμουν.»

Η Ελίζα συνοφρυώθηκε. Το περιστατικό ήρθε πάλι στη μνήμη της. «Εσύ…» μουρμούρισε.

«Ναι. Όπως βλέπεις, έχουμε γνωριστεί. Πες μου πώς σε λένε.»

«Θέλεις να μάθεις προτού με σκοτώσεις σαν τους άλλους;»

«Μπορεί να μη σε σκοτώσω καθόλου, άμα μου πεις.»

Η Ελίζα δεν ήταν φανατική πράκτορας των Υπερασπιστών. Τους υπηρετούσε γιατί δεν είχε άλλη επιλογή και γιατί αυτό είχε πλέον μάθει να κάνει. Αν μπορούσε λέγοντας το όνομά της να γλιτώσει τον θάνατο…. «Ελίζα Κάρριλνηχ με λένε, αφού πιστεύεις ότι αυτό έχει τόσο μεγάλη σημασία.»

Ο Ελπιδοφόρος ένευσε. Ύστερα στράφηκε στην πόρτα του καταστήματος. «Σκοτ!» φώναξε πάλι. «Έχω εδώ μια αιχμάλωτη και θα τη σκοτώσω αν δεν παραδοθείς!»

«Μπλοφάρεις!» απάντησε εκείνος.

«Τη λένε Ελίζα Κάρριλνηχ,» φώναξε ο Ελπιδοφόρος, αν και δεν ήταν βέβαιος πως μια αιχμάλωτος θα τον έκανε να παραδοθεί. Ο άνθρωπος ήταν ειδικός εκτελεστής· τι τον ένοιαζε για τη ζωή των άλλων;

Ο Σκοτ δεν απάντησε. Και μονάχα η συνεχιζόμενη σύγκρουση των Πειθαρχικών του Κενού με τον Ελκράσ’ναρχ ακουγόταν τώρα, σαν βροντές και αστραπές. Στοίχημα ήταν αν είχαν περάσει πέντε λεπτά από την αρχή της, υπολόγιζε ο Ελπιδοφόρος. Κατά πάσα πιθανότητα, λιγότερα. Μέσα στη μάχη, όμως, η κάθε στιγμή μοιάζει να επεκτείνεται, να γίνεται ώρες.

«Σκοτ!»

«Σε άκουσα!»

Ο Ελπιδοφόρος άρπαξε την Ελίζα από το μπράτσο και την τράβηξε ώς την πόρτα του καταστήματος ρούχων, βάζοντας το πιστόλι του στην πίσω μεριά του κεφαλιού της. «Τη βλέπεις!» φώναξε. «Παραδόσου, έλα εδώ, αλλιώς πεθαίνει!»

«Τι σκατά θες μαζί μου, Ελπιδοφόρε;»

«Έλα εδώ, Σκοτ! Χωρίς τα όπλα σου. Θα τη σκοτώσω!» Ο Ελπιδοφόρος ήταν λιγάκι ξαφνιασμένος που το κόλπο του έμοιαζε να έχει κάπως επηρεάσει τον ειδικό εκτελεστή. Ίσως να φάνηκα απλά τυχερός…

Η Ελίζα έμεινε σιωπηλή, καθώς έβλεπε τον Σκοτ αντίκρυ της να είναι ακίνητος, καλυμμένος πίσω από την αρχιτεκτονική προεξοχή της πλατφόρμας. Αισθανόταν σαν δειλή που δεν έβρισκε το θάρρος να του φωνάξει Φύγε! Τρέξε και φύγε! Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν ήθελε να πεθάνει έτσι. Όμως, επίσης, δεν θα τον παρακαλούσε να παραδοθεί κιόλας· δεν θα έφτανε ώς εκεί. Αν είναι να με σκοτώσουν, ας με σκοτώσουν· δεν θα παρακαλέσω για τη ζωή μου!

Ο Σκοτ σηκώθηκε όρθιος, βγαίνοντας από την κάλυψή του, με τα χέρια ψηλά και χωρίς όπλα. Πλησίασε την είσοδο του καταστήματος και μπήκε, καθώς ο Ελπιδοφόρος παραμέριζε από το κατώφλι τραβώντας και την Ελίζα μαζί του.

Είπε στον Λούη: «Ψάξε τους και τους δύο, και πάρε ό,τι όπλα έχουν.» Η Άβα είχε το πιστόλι της υψωμένο, σημαδεύοντάς τους.

Ο Ελπιδοφόρος άνοιξε τον πομπό του. «Βόντεκ! Πού σκατά είσαι;»

«Μαζί με τον ιερέα. Είναι χτυπημένος–»

«Το ξέρω πως είναι–»

«Δε μπορούμε να πλησιάσουμε. Μπροστά μας γίνεται– Τα φαντάσματά σου χτυπιούνται με–»

«Φύγετε. Φύγετε από την αγορά.»

«Σίγουρος;»

«Ναι. Πηγαίνετε. Τώρα!» Ο Ελπιδοφόρος τερμάτισε την επικοινωνία με τον Βόντεκ-Ρίε και πάτησε ένα άλλο κουμπί τον πομπό του, στέλνοντας σήμα στον Κλαρκ.

Ένα ενεργειακό πουλί φάνηκε, τότε, να πετά, περνώντας δίπλα από την πλατφόρμα, βγαίνοντας στον ουρανό από πάνω, φεύγοντας από την Κεντρική Αγορά του Συμφύρματος. Κι αμέσως μετά, οι Πειθαρχικοί του Κενού υψώθηκαν, με τους φωτεινούς τους μανδύες ν’ανεμίζουν γύρω τους, φτάνοντας επάνω στην πλατφόρμα. Η φωσφορική ακτινοβολία της Άι’νιρ έμοιαζε να είναι κάπως αδυνατισμένη, παρατήρησε ο Ελπιδοφόρος, και στην αριστερή της μεριά υπήρχε ένα… μαύρο σημάδι. Θύμιζε κάψιμο επάνω σε γυαλί. Αλλά δεν ήταν πάντα εκεί: τη μια χανόταν μέσα στις πτυχώσεις του μανδύα της, την άλλη παρουσιαζόταν ξανά· κι έδινε, συγχρόνως, την εντύπωση ότι δεν βρισκόταν επάνω αλλά κάτω από τον μανδύα. Δεν μπορούσες να καταλάβεις πού ακριβώς βρισκόταν, σαν να έπαιζε με τις αισθήσεις σου.

«Τραυματίστηκες;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος, καθώς εκείνος κι οι υπόλοιποι έβγαιναν απ'το κατάστημα μαζί με τους αιχμαλώτους.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Άι’νιρ. «Αλλά ο Ελκράσ’ναρχ τραυματίστηκε χειρότερα.»

Ο Ελπιδοφόρος θυμήθηκε ότι δύο ενεργειακά πουλιά είχαν έρθει αλλά ένα έφυγε πριν από λίγο.

«Δεν ήταν, όμως, ολόκληρος εδώ,» τόνισε ο Άερ’θλαρ. «Μονάχα ένα μέρος της δύναμής του αντιμετωπίσαμε. Κι εσύ, Ελπιδοφόρε, πήρες δύο αιχμαλώτους ενώ μας είχες μιλήσει για έναν…»

«Θα μπορούσαμε να τη σκοτώσουμε τώρα,» είπε η Άβα.

«Όχι!» παρενέβη αμέσως ο Ελπιδοφόρος. «Είναι πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ. Ξέρει πράγματα.»

Κάποιοι ακούστηκαν τότε να έρχονται από τη σταματημένη κυλιόμενη σκάλα, και σύντομα ο Βόντεκ-Ρίε και ο Βισδέλος φάνηκαν. Ο πρώτος υποβάσταζε τον δεύτερο, που ήταν τραυματισμένος στα πλευρά· αλλά και ο ευγενής είχε χτυπηθεί, έβλεπε ο Ελπιδοφόρος: είχε μια πληγή στον αριστερό ώμο – από σφαίρα, σίγουρα.

«Δεν φύγατε…» παρατήρησε ο Ελπιδοφόρος.

«Είδαμε ότι το γλέντι τελείωσε,» είπε ο Βόντεκ-Ρίε. «Τι σκατά ήταν αυτοί οι δαίμονες που επιτέθηκαν στα φαντάσματά σου;»

«Οι Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας.»

«Έχουν κάνει την αγορά κομμάτια και θρύψαλα. Κάλεσες τον Μάγο;»

«Ναι.»

«Και πού είναι, ο γαμημένος; Αιμορραγούμε του θανατά, όπως βλέπεις.»

«Εδώ είμαι, Βόντεκ.»

Είδαν τον Κλαρκ να πλησιάζει, ξεπροβάλλοντας ανάμεσα από δύο καταστήματα που πουλούσαν γυναικεία εσώρουχα (και ήταν τώρα παρατημένα, όπως και τα περισσότερα στην αγορά). «Τελικά, κατάφερα να εντοπίσω ακριβώς τη θέση σου,» είπε στον Ελπιδοφόρο. «Δεν ήμουν και τόσο μακριά, άλλωστε.»

«Ήσουν στο Σύμφυρμα;» τον ρώτησε ο Λούης.

«Στο Κηπευτήριο. Στα άκρα. Ελάτε τώρα.»

«Μας επιτέθηκε ο Ελκράσ’ναρχ,» του είπε ο Ελπιδοφόρος. «Μόλις τώρα έφυγε. Οι Πειθαρχικοί συγκρούστηκαν μαζί του.»

Ο Κλαρκ κοίταξε το τραύμα της Άι’νιρ. Ένευσε. «Ακόμα ένας λόγος να φύγουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.»

Τον ακολούθησαν, και βρήκαν μια πόρτα του Φαντασκευάσματος να τους περιμένει σε μια άλλη πλατφόρμα, τελείως έρημη, η οποία ενωνόταν μ’αυτήν μέσω μιας μικρής, σιδερένιας γέφυρας.

Βίηλ

1.

Ο Δαίδαλος τούς οδήγησε προς το στόμιο μιας σπηλιάς, ενώ ένας ξερός, ψυχρός άνεμος φυσούσε.

Η Ανταρλίδα κοίταξε μέσα στο σκοτάδι σαν να περίμενε ότι θα διέκρινε κάτι εκεί: κάποιον φύλακα, ίσως. Τίποτα περισσότερο, όμως, από σταλαγμίτες και σταλακτίτες δεν φαινόταν, καθώς επίσης και μερικές νυχτερίδες που κρέμονταν ανάποδα, με τα φτερά τους τυλιγμένα σαν μανδύες γύρω από τα σώματά τους. Κοιμισμένες μέσα στο πρωινό.

Ο Δαίδαλος άναψε έναν φακό και ορισμένες από τις νυχτερίδες ξύπνησαν απρόσμενα και φτεροκόπησαν στο εσωτερικό του σπηλαίου. Ο μάγος προχωρούσε πρώτος και οι υπόλοιποι τον ακολουθούσαν. Η Ανταρλίδα, ο Τζακ, και ο Αρκαλόν βάδιζαν αμέσως πίσω του· μετά, έρχονταν η Ιλρίνα’νορ και ο Όρνιφιμ· μετά η Φενίλδα και ο Νελμάτρες· μετά ο Πολ, η Αλιζέτ, και η Ράιλμεχ, για να φυλάνε τα νώτα τους σε περίπτωση κινδύνου. Το σπήλαιο δεν ήταν μικρό, αλλά ούτε και πολύ μεγάλο ήταν· ο χώρος περιοριζόταν από τους σταλαγμίτες και τους σταλακτίτες. Κι όταν έφτασαν στη σήραγγα, περιορίστηκε ακόμα περισσότερο. Έπρεπε, υποχρεωτικά, να πηγαίνουν δύο-δύο. Στο φάρδος, πιο πολλοί δεν χωρούσαν.

«Θα χρειαστεί να πολεμήσουμε;» ρώτησε η Ανταρλίδα, που τώρα είχε αφήσει τον Τζακ να πηγαίνει μπροστά της, πλάι στον Δαίδαλο, κυρίως επειδή δεν ήθελε να τον έχει πίσω της. Ήθελε να είναι σε θέση εύκολα να τον χτυπήσει αν προσπαθούσε να κάνει κάτι εναντίον τους. «Υπάρχουν θηρία μέσα στο Σχίσμα;»

«Ελάχιστα,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος. «Και δεν είναι αυτά που θα πρέπει να φοβόμαστε.»

«Τι είναι, τότε;»

Ο μάγος δεν αποκρίθηκε, και σε λίγο η σήραγγα τελείωσε. Ο Δαίδαλος βγήκε πρώτος από το άνοιγμα στο πέρας της, και μαζί του ο Τζακ. Στάθηκαν επάνω σε μια πέτρινη προεξοχή, περίπου τρία μέτρα στο φάρδος, η οποία ξεπρόβαλλε από το νότιο τοίχωμα του Μεγάλου Σχίσματος. Από κάτω, η άβυσσος φαινόταν να κατεβαίνει ατέρμονα.

Η Ανταρλίδα τούς ακολούθησε επάνω στην προεξοχή και είδε ότι από τη μια μεριά ξεκινούσε ένα καθοδικό μονοπάτι, κι από την άλλη μεριά ένα άλλο καθοδικό μονοπάτι: προεξοχές κι αυτά, ουσιαστικά, από το νότιο τοίχωμα του Σχίσματος.

«Από πού;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

Ο Δαίδαλος κοίταξε ερωτηματικά τον Τζακ.

«Κάτω,» είπε εκείνος. «Αυτό γνωρίζω μόνο.»

Η Ανταρλίδα ρώτησε τον Δαίδαλο, απορημένη: «Εσύ δεν ξέρεις τον δρόμο;»

«Ξέρω από πού πρέπει να πάμε· μην ανησυχείς,» της αποκρίθηκε εκείνος, κοιτάζοντάς την ήρεμα μέσα απ’την κουκούλα της κάπας του. «Απλώς ρώτησα τον Τζακ μήπως είχε καμια πρόταση να κάνει, εφόσον είναι ο οδηγός μας εδώ.» Και στράφηκε προς το μονοπάτι στα αριστερά, ξεκινώντας να βαδίζει πρώτος.

Η Ανταρλίδα και ο Τζακ τον ακολούθησαν, και μετά ήρθαν οι υπόλοιποι. Μια μακριά ουρά από έντεκα ανθρώπους στο σύνολό τους, όλοι στριμωγμένοι επάνω στην πέτρινη προεξοχή του γιγάντιου τοιχώματος, βλέποντας το ατελείωτο χάσμα να ανοίγεται πεινασμένα από κάτω τους.

Η Φενίλδα βρισκόταν συνωστισμένη κάπου στη μέση της ουράς προσπαθώντας ν’αποφεύγει να κοιτάζει προς τα βάθη του Σχίσματος, γιατί αυτό την έκανε να ζαλίζεται και τα γόνατά της να τρέμουν. Είχε το βλέμμα της στραμμένο μπροστά, στην πλάτη του Ιεράρχη που ονομαζόταν Όρνιφιμ. Κι από κάτω μπορούσε να διαισθανθεί έναν δυνατό παλμό: το Φως της Βίηλ. Η Φενίλδα ποτέ ξανά δεν το είχε νιώσει τόσο ισχυρό, κι αναρωτιόταν τι θα συνέβαινε όταν πήγαιναν ακόμα πιο βαθιά μέσα στο Μεγάλο Σχίσμα. Ο Δαίδαλος είχε πει ότι στον πυθμένα βρισκόταν η ίδια η πηγή του Φωτός. Θα γινόταν ίσως η αίσθησή του επώδυνη εκεί κάτω; Όπως όταν βάζεις τα χέρια σου πολύ κοντά σε μια εστία φωτιάς;

Το μονοπάτι συνεχιζόταν για κάμποση ώρα, στενό όπως είχε ξεκινήσει. Δεν ήταν ακριβώς επικίνδυνα στενό, αλλά ούτε και ακίνδυνο ήταν. Όσο απλά βάδιζαν χωρίς να βιάζονται, χωρίς να ζαλίζονται ή να παραπατάνε, δεν υπήρχε περίπτωση να πέσουν. Αλλά σε μια έκρυθμη κατάσταση άνθρωποι μπορούσαν να γλιστρήσουν και, κατρακυλώντας, να τσακιστούν πάνω στο νότιο τοίχωμα του Μεγάλου Σχίσματος. Ή να συνεχίσουν να πέφτουν – ποιος ξέρει για πόση ώρα; – μέχρι να κοπανήσουν στον πυθμένα και τα σώματά τους να διαλυθούν.

Κοιτάζοντας προς τα κάτω, η Αλιζέτ μπορούσε να δει κι άλλες προεξοχές ώς εκεί όπου έφτανε το φως της ημέρας. Ορισμένες βρίσκονταν πολύ βαθιά, ορισμένες πιο πάνω· και πολλές φορές ήταν δύσκολο να υπολογίσεις πόσο φαρδιές ήταν, εξαιτίας της απόστασης. Όμως η Αλιζέτ νόμιζε ότι κάποιες πρέπει να ήταν μεγάλες. Αρκετά μεγάλες για να καθίσουμε όλοι σ’έναν κύκλο, γύρω από μια φωτιά. Κι επίσης, σπηλιές διακρίνονταν σε διάφορα σημεία του νότιου τοιχώματος του Σχίσματος, που κι αυτές άλλες ήταν πιο μεγάλες άλλες πιο μικρές. Σε κάποιες η Αλιζέτ είδε ότι πουλιά έκαναν τις φωλιές τους. Ένα απ’αυτά τώρα ερχόταν για να φέρει τροφή στα μικρά του, χτυπώντας μεγάλες μαύρες φτερούγες και κρατώντας στο ράμφος του έναν λαγό. Το πτηνό πρέπει να ήταν τόσο μεγάλο όσο η μισή Αλιζέτ.

«Δε ζαλίζεσαι κοιτάζοντας κάτω;» τη ρώτησε ο Πολ.

«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνη, εξακολουθώντας να κοιτάζει κάτω.

Ο Πολ αποφάσισε να ρίξει μια ματιά εκεί κι ο ίδιος. Δεν τον έπιασε ζάλη αμέσως, φυσικά· όμως ήταν βέβαιος πως αν συνέχιζε να έχει το βλέμμα του στραμμένο προς τα βάθη του Σχίσματος για κάμποση ώρα, τότε σίγουρα θα ζαλιζόταν. «Μπορείς να διακρίνεις τον δρόμο απ’όπου σκέφτεται να μας οδηγήσει ο μάγος;» ρώτησε, γιατί εκείνος δεν μπορούσε. Οι προεξοχές και τα μονοπάτια μπλέκονταν το ένα μέσα και πίσω από το άλλο.

«Εσύ μπορείς;»

«Αν μπορούσα θα σε ρώταγα;»

«Δεν είναι εύκολο,» είπε η Αλιζέτ. «Βασικά, είναι αδύνατο, εκτός αν έχεις ήδη κάποια γνώση του μέρους.»

Ο Πολ πήρε το βλέμμα του από τα βάθη του Μεγάλου Σχίσματος. Η Σκοτεινή Βασίλισσα συνέχισε να κοιτάζει με ενδιαφέρον, ενώ τα βήματά της ήταν σταθερά επάνω στο πέτρινο μονοπάτι.

Μετά από τρεις βασανιστικές ώρες ταξιδιού, η προεξοχή όπου βάδιζαν πλάτυνε. Έγινε, σταδιακά αλλά γρήγορα, μεγάλη σαν αίθουσα θρόνου κάποιου πρίγκιπα ή πριγκίπισσας της Βίηλ. Δύο μεγάλα ποντίκια βρίσκονταν εδώ, παλεύοντας για κάποιο κομμάτι τροφής, αλλά μόλις είδαν τους ανθρώπους να ζυγώνουν (αναμφίβολα σπάνιο γεγονός σε τούτα τα μέρη), αμέσως εξαφανίστηκαν μέσα σε τρύπες που η Ανταρλίδα μπορούσε με το ζόρι να δει κάτω από τις πέτρες.

«Θα κάνουμε στάση εδώ,» δήλωσε ο Δαίδαλος, και κάθισε πάνω σ’έναν βράχο, τυλίγοντας την κάπα γύρω του.

Η Ανταρλίδα μπορούσε ν’ακούσει πως των περισσότερων οι αναπνοές ήταν λαχανιασμένες πλέον. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι είχαν ταλαιπωρηθεί. Το μονοπάτι που ώς τώρα ακολουθούσαν, εκτός του ότι ήταν στενό κι έπρεπε να προσέχουν πού βάδιζαν, δεν ήταν ομαλό κάτω από τα πόδια τους: η επιφάνεια ήταν τραχιά και έκανε μικρές λακκούβες, ενώ υπήρχαν προεξοχές που έμοιαζαν να θέλουν να τρυπήσουν τις σόλες μποτών. Επίσης, το μονοπάτι δεν κατέβαινε σαν κεκλιμένο επίπεδο, σαν μια λοξή ευθεία· έκανε στροφές σε πολλά σημεία. Η ομάδα πήγαινε προς τα αριστερά για μερικές εκατοντάδες μέτρα και, μετά, έπρεπε να στρίψει σ’ένα στενό, επικίνδυνο μέρος για να συνεχίσει να κατεβαίνει προς τα δεξιά για μια παρόμοια, ίσως, απόσταση προτού αναγκαστεί να στρίψει ξανά, και πάει λέγοντας. Είχαν όλοι τους εξουθενωθεί. Ακόμα κι η Ανταρλίδα, παρά την εκπαίδευση Μαύρης Δράκαινας, αισθανόταν κάπως κουρασμένη. Ήταν βέβαιη πως κι η Αλιζέτ δεν μπορεί να ένιωθε ξεκούραστη. Ωστόσο, δε βλάπτει να συνεχίσουμε λίγο ακόμα…

«Δεν υπάρχει άλλο σημείο, πιο κάτω;» ρώτησε τον Δαίδαλο.

«Τι εννοείς;»

«Άλλο σημείο για να ξεκουραστούμε. Ίσως θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε καμια ώρα ακόμα, μέχρι το μεσημέρι.»

«Καλύτερα εδώ,» είπε ο Δαίδαλος, και η Ανταρλίδα δεν διαφώνησε γιατί έβλεπε πως οι περισσότεροι είχαν ήδη καθίσει είτε σε πέτρες είτε στο έδαφος, και δεν έμοιαζαν πρόθυμοι να προχωρήσουν.

Κοίταξε προς τα πάνω, για πρώτη φορά από τότε που είχαν αρχίσει την κάθοδό τους, και είδε το άνοιγμα του Μεγάλου Σχίσματος σαν απόμακρο στόμιο μέσα απ’το οποίο φαινόταν ο ουρανός. Πρέπει να έχουμε κατεβεί γύρω στα τρία χιλιόμετρα, υπολόγισε. Και κάθισε κι εκείνη, βγάζοντας από τον σάκο της κάτι για να φάει.

Παραδίπλα, ήταν καθισμένη η Φενίλδα, με την πλάτη ακουμπισμένη επάνω σε κάτι πρασινάδες του νότιου τοιχώματος του Μεγάλου Σχίσματος, νιώθοντας εξοντωμένη. Θεοί… σκέφτηκε, βγάζοντας τα μεγάλα γυαλιά της, τι ήθελα και ήρθα; Αισθανόταν τα γόνατά της να την πονάνε, και τα πόδια της την έκοβαν μέσα στις μπότες της. Κοίταξε τα γυαλιά στο χέρι της και είδε ότι τα κρύσταλλα ήταν θολωμένα απ’τον ιδρώτα. Τα σκούπισε με το μανίκι της. Ύστερα έκλεισε τα γυαλιά και τα έβαλε σε μια μπροστινή τσέπη της.

Το Φως το αισθανόταν δυνατό παντού γύρω της, αλλά όχι και τόσο πιο δυνατό από τότε που είχαν ξεκινήσει να κατεβαίνουν. Πόσο βαθιά είμαστε τώρα; αναρωτήθηκε, κοιτάζοντας προς τα πάνω και μη μπορώντας να υπολογίσει την απόσταση. Πολύ βαθιά, πάντως… Ο ουρανός τής φαινόταν πολύ φωτεινός και πήρε τα μάτια της από εκεί. Έλυσε τις μπότες της και τις έβγαλε, κι έτριψε τα πόδια της πάνω από τις μάλλινες κάλτσες. Είχαν μουδιάσει.

«Τζακ,» ρώτησε ο Ιλρίνα’νορ, «έχεις να μας πεις τίποτα;»

«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος μασώντας αργά ένα παστό κομμάτι κρέας. «Κάτω. Μόνο αυτό ξέρω.»

«Είναι από τη δική μας μεριά, τουλάχιστον, ή όχι;» θέλησε να μάθει η Ιλρίνα.

«Τι πάει να πει αυτό;»

«Από το νότιο τοίχωμα, ή από το βόρειο;»

«Δεν ξέρω. Κάτω είναι.»

Η Ανταρλίδα τον παρατηρούσε καθώς μιλούσε με τη μάγισσα. Θα μπορούσε να λέει ψέματα; αναρωτιόταν. Θα μπορούσε, ακόμα και τώρα, να λέει ψέματα; Για ποιο λόγο, όμως;

Μετά από λίγο, ο Πολ είπε: «Αυτά τα πουλιά που κάνουν τις φωλιές τους στα βράχια: ορισμένα δε μου φαίνονται και τόσο φιλήσυχα, μάγε.» Απευθυνόταν στον Δαίδαλο.

«Δεν είναι.»

«Θα μπορούσαν να μας επιτεθούν;»

«Αν δεν πλησιάσουμε τις φωλιές τους, δε νομίζω. Μην τα πειράξετε και δε θα σας πειράξουν.»

Η Αλιζέτ ρώτησε: «Τι άλλα πλάσματα υπάρχουν εδώ κάτω;»

«Την ίδια ερώτηση μού έκανε κι η Ανταρλίδα, στην αρχή: Αν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε θηρία. Όπως της είπα, υπάρχουν κάποια που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν επικίνδυνα, αλλά είναι λίγα, και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μας επιτεθούν αν δεν τα ενοχλήσουμε.»

2.

Μετά από τη μεσημεριανή ξεκούραση, όταν είχαν αρχίσει πάλι να κατεβαίνουν, είδαν ένα από τα όντα για τα οποία είχε μιλήσει ο Δαίδαλος. Βάδιζαν επάνω σε τόσο μεγάλες προεξοχές, τώρα, που θύμιζαν δωμάτια αρχοντικού, σπηλιές χωρίς οροφή και με μονάχα έναν τοίχο – το νότιο τοίχωμα του Μεγάλου Σχίσματος. Ανάμεσά τους υπήρχαν ελάχιστα στενά σημεία, σαν γέφυρες που ένωναν νησίδες.

Επάνω σε μια απ’αυτές τις γέφυρες ήταν που αντίκρισαν το πλάσμα. Ήταν ερπετοειδές, με τέσσερα πόδια και ουρά. Από τη μια άκρη ώς την άλλη (χωρίς να υπολογίζει κανείς την ουρά) ήταν τόσο μακρύ όσο μια μετρίου αναστήματος γυναίκα ήταν ψηλή. Στο κεφάλι του φύτρωνε ένα κέρατο, κι από εκεί ώς το πέρας της ουράς του, διασχίζοντας την πλάτη του, υπήρχε μια μακριά κόκκινη λωρίδα. Το δέρμα του, κατά τα άλλα, ήταν μαυροπράσινο. Τα μάτια του γυάλιζαν σαν κομμάτια από κρύσταλλο.

Σαν το αριστερό μάτι της Φενίλδα, παρατήρησε ο Πολ, τραβώντας το σπαθί του καθώς ατένιζε το ερπετό.

«Μη,» είπε ο Δαίδαλος στρεφόμενος να τον κοιτάξει.

«Δεν είναι επικίνδυνο;»

«Μόνο αν του επιτεθείς.»

«Είναι, όμως, στο δρόμο μας,» παρατήρησε η Ανταρλίδα.

«Θα φροντίσουμε να πάει παραδίπλα,» είπε ο Δαίδαλος. Και, στρέφοντας το βλέμμα του σε μια στενή προεξοχή από πάνω τους, άρχισε να κάνει κάποιο ξόρκι.

Η Φενίλδα δεν καταλάβαινε ακριβώς τι ξόρκι ήταν. Δεν το είχε ξαναδεί. Όμως γρήγορα το μυαλό της κατανόησε τι ήθελε να επιτύχει μ’αυτό ο μάγος. Ως συνήθως, αναμίγνυε τις μαγικές φράσεις και τεχνικές όπως ένας ζωγράφος αναμιγνύει τα χρώματα στην παλέτα του. Στέλνει Φως προς την προεξοχή από πάνω μας, σα να δημιουργεί μια πρόσκαιρη εστία εκεί.

Το ερπετό έστρεψε τα μάτια του προς τη μεριά που ο Δαίδαλος είχε συγκεντρώσει το Φως – αόρατο για όλους όσους δεν ήταν Πεφωτισμένοι μάγοι. Αλλά, προφανώς, όχι αόρατο και για το ερπετό. Το πλάσμα έφυγε από τη γέφυρα και πήγε προς τα εκεί, σκαρφαλώνοντας εύκολα επάνω σε σημεία που η Φενίλδα και μόνο που τα έβλεπε ζαλιζόταν.

«Το προσελκύει το Φως;» είπε η Ιλρίνα’νορ.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος. «Και τώρα δεν είναι πια στον δρόμο μας.»

«Τι έκανε πριν, κρεμασμένο πάνω σ’αυτή τη γέφυρα;» ρώτησε ο Πολ.

«Αναζητούσε ερωτικό σύντροφο,» απάντησε ο Δαίδαλος, βαδίζοντας.

«Υπάρχουν και καλύτερα μέρη για τέτοιες δουλειές…»

«Ανάλογα με τον κόσμο στον οποίο ζεις, Πολ.»

Πέρασαν τη γέφυρα και συνέχισαν να προχωρούν σε μεγάλες προεξοχές του Σχίσματος οι οποίες θύμιζαν ανοιχτές σπηλιές, καθώς νύχτωνε και το σκοτάδι γινόταν ολοένα και πιο πυκνό. Ο Δαίδαλος είχε τώρα ανάψει έναν φακό. Και όχι μόνο εκείνος. Όταν ο Πολ έστρεψε το φως του δικού του φακού σε μια τρύπα στο νότιο τοίχωμα του Σχίσματος, ένα διαπεραστικό σύριγμα ακούστηκε από μέσα και κάτι φάνηκε ν’ανασαλεύει. Αμέσως, ο Πολ έριξε αλλού την ακτινοβολία του. «Οι ένοικοι διαμαρτύρονται…» μουρμούρισε· και, με τις άκριες των ματιών του, είδε την Αλιζέτ να υπομειδιά πλάι του.

Οι προεξοχές δεν άργησαν να στενέψουν πάλι: να γίνουν μονοπάτια, πιο επικίνδυνα από το πρώτο που κατέβαιναν. Κάπου-κάπου, πέτρες ακούγονταν να φεύγουν από δίπλα και να κατρακυλούν. Η Φενίλδα κρατούσε τη ζώνη του Όρνιφιμ μπροστά της, και την αναπνοή της επίσης. Αισθανόταν ιδρωμένη παρά το κρύο της νύχτας, που ήταν πιο έντονο εδώ κάτω απ’ό,τι στην επιφάνεια της Βίηλ.

Τα περισσότερα μέλη της ομάδας βάδιζαν πιο αργά σε τούτα τα μονοπάτια, και με πιο μεγάλη προσοχή· και η ομάδα, ως σύνολο, έπρεπε πάντα να προχωρεί με την ταχύτητα του αργότερού της μέλους.

Η Ανταρλίδα είχε βαδίσει και σε πιο επικίνδυνα μέρη κατά την εκπαίδευσή της ως Μαύρη Δράκαινα αλλά και αργότερα, έτσι δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα. Προχωρούσε σχεδόν διαισθητικά· δεν χρειαζόταν να κοιτάζει καθόλου πού έβαζε τα πόδια της. Σε κάποια στιγμή, ύψωσε το κεφάλι της για να δει πόσο βαθιά βρίσκονταν, κι αισθάνθηκε ένα πρόσκαιρο δέος βλέποντας τον σκοτεινιασμένο ουρανό να φαίνεται σαν ανάμεσα από τα σαγόνια κάποιου θηρίου. Πρέπει να έχουμε κατεβεί πάνω από πέντε χιλιόμετρα τώρα, υπολόγισε. Γι’αυτό και το κρύο γύρω μας είναι τόσο έντονο.

Όταν νύχτωσε για τα καλά, ο Δαίδαλος τούς έκανε νόημα να σταματήσουν κι έστρεψε το φως του φακού του σε μια σπηλιά επάνω στο τοίχωμα πλάι τους. «Ναι…» είπε σα να μονολογούσε. «Ακόμα εδώ.» Κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του. «Ανταρλίδα, ίσως να χρειαστεί να διώξουμε κάτι από μέσα.»

Η Μαύρη Δράκαινα, νεύοντας, τράβηξε το σπαθί της. Το ίδιο κι ο Αρκαλόν, που ήταν κοντά, ένα βήμα πίσω της.

«Τι;» ρώτησε ο Τζακ, που δεν είχε όπλα μαζί του για να τραβήξει.

«Θα δούμε,» αποκρίθηκε μόνο ο Δαίδαλος, και φώτισε προς τα βάθη της σπηλιάς.

Η Ανταρλίδα τον ακολούθησε καθώς έμπαινε. Δεν είδε, όμως, τίποτα εδώ μέσα, και το σπήλαιο ήταν αρκετά ευρύχωρο, παρατήρησε. Επίσης… «Πού οδηγούν αυτά τα ανοίγματα;» ρώτησε τον Δαίδαλο. Υπήρχαν δύο στενά περάσματα.

«Δεν τα έχω ακολουθήσει, δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο μάγος. Και φώναξε στους άλλους: «Μπορείτε να έρθετε!»

Όταν όλοι ήταν συγκεντρωμένοι στη σπηλιά, άναψαν μια φωτιά με τα ξύλα που είχαν μαζί τους και κάθισαν να ξεκουραστούν. Το κρύο ήταν διαπεραστικό, διαπίστωσαν τώρα που είχαν πάψει να κινούνται και τα σώματά τους έχαναν, σιγά-σιγά, τη θερμότητα που είχαν δημιουργήσει.

«Θα ξεπαγιάσουμε,» σχολίασε ο Πολ. «Στον πυθμένα, θα βρούμε πάγους – αν καταφέρουμε να φτάσουμε εκεί ζωντανοί.»

«Από ένα σημείο και μετά, κάνει ζέστη,» τους πληροφόρησε ο Δαίδαλος. «Πολύ ζέστη.»

«Εξαιτίας του Φωτός;» ρώτησε η Φενίλδα.

«Ναι.»

«Ωραία,» είπε ο Πολ τρίβοντας τα χέρια του· «και πότε θα φτάσουμε εκεί;»

«Έχουμε ακόμα δρόμο,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος.

Η Ανταρλίδα κοίταξε τον Τζακ, αλλά εκείνος έμεινε σιωπηλός καθώς έτρωγε.

3.

Την επόμενη ημέρα, μετά δυσκολίας κατάλαβαν ότι είχε ξημερώσει. Το πρωινό φως δεν έφτανε εύκολα εδώ κάτω. Το άνοιγμα του Μεγάλου Σχίσματος, το άνοιγμα στην επιφάνεια της Βίηλ, φαινόταν απόμακρα από το σημείο όπου βρίσκονταν. Και το κρύο εξακολουθούσε να είναι δυνατό.

Ο Δαίδαλος προχώρησε με τον φακό του αναμμένο, και φακούς είχαν επίσης αναμμένους ο Όρνιφιμ και ο Πολ.

Ο Νελμάτρες είπε: «Αρχίζω να το μετανιώνω που αποφάσισα να έρθω.»

«Τώρα είναι πολύ αργά, τιμονιέρη μου,» του είπε ο Πολ. «Τώρα θα πιάσεις πάτο μαζί μας.»

Ο Νελμάτρες μειδίασε. «Το φοβόμουν ότι κάτι τέτοιο θα έλεγες.»

«Αρχίζεις να με μαθαίνεις, για κακή σου τύχη.»

Η Φενίλδα, που βάδιζε λιγάκι πιο μπροστά τους, δεν έδινε σημασία στην ανούσια κουβέντα τους. Τα πόδια της την πέθαιναν. Νόμιζε ότι την πονούσαν πιο πολύ σήμερα απ’ό,τι χτες, παρότι είχε κοιμηθεί τόσες ώρες. Μετά όμως από καμια ώρα ταξιδιού επάνω στα στενά, επικίνδυνα περάσματα, ζεστάθηκε και οι πόνοι της ελαττώθηκαν. Οι αισθήσεις της τώρα ήταν περισσότερο εστιασμένες στη δύναμη του Φωτός ολόγυρά της, η οποία μεγάλωνε: η Φενίλδα ήταν βέβαιη γι’αυτό.

Οι προεξοχές φάρδυναν πάλι: μετατράπηκαν σε ανοιχτές σπηλιές, όλο ξερή, παγωμένη πέτρα και καθόλου βλάστηση. Ελάχιστα ζωντανά πλάσματα έβλεπες να τριγυρνάνε εδώ. Κάτι έντομα περισσότερο κυκλοφορούσαν, τεντώνοντας ερωτηματικά τις κεραίες τους προς τους ανθρώπινους ταξιδιώτες.

Ο Πολ σκότωσε ένα με τη μπότα του.

«Τι;» τον ρώτησε η Ράιλμεχ.

«Δε μ’άρεσε η φάτσα του.»

Για ολόκληρη την ημέρα, κατέβαιναν και κατέβαιναν και κατέβαιναν, περνώντας από στενότερα και φαρδύτερα σημεία, πάντοτε κοντά στο νότιο τοίχωμα του Μεγάλου Σχίσματος. Το βόρειο τοίχωμα, αντίκρυ τους, ούτε που μπορούσαν πλέον να το ατενίσουν· ήταν χαμένο στο σκοτάδι των υπόγειων βαθών. Σε ορισμένα μέρη, είδαν νερό να κυλά επάνω σε βράχους, αναβλύζοντας από σχισμάδες.

«Είναι πόσιμο;» ρώτησε ο Αρκαλόν τον Δαίδαλο.

«Συνήθως ναι,» απάντησε ο μάγος. «Αλλά όχι πάντα.»

Η μοναδική βλάστηση που συνάντησαν ήταν κάτι μανιτάρια που φύτρωναν σε φαινομενικά τυχαία σημεία.

«Αυτά τρώγονται, μάγε;» ρώτησε ο Αρκαλόν.

«Δε θα σ’το πρότεινα, εκτός αν πρόκειται αλλιώς να πεθάνεις από ασιτία.»

Όταν πια είχε φτάσει το μεσημέρι, δεν έβλεπαν καθόλου τον ουρανό από πάνω τους. Ήταν κρυμμένος πίσω από προεξοχές των τοιχωμάτων του Μεγάλου Σχίσματος· κι επιπλέον, η Ανταρλίδα νόμιζε ότι δεν είχαν κατεβεί κατακόρυφα μέχρι εδώ: είχαν προχωρήσει και προς τα πλάγια. Το Σχίσμα δεν πρέπει να ήταν μια τρύπα από πάνω ώς κάτω· έπαιρνε κλίση.

Καθώς σταματούσαν για να ξεκουραστούν, η Ανταρλίδα μίλησε στον Δαίδαλο γι’αυτό, κι εκείνος τής είπε πως είχε δίκιο.

«Είμαστε μακριά από τον πυθμένα ακόμα;» ρώτησε η Ιλρίνα’νορ, κουκουλωμένη στην κάπα της, φανερά ξεπαγιασμένη.

«Όταν πλησιάζουμε θα το καταλάβεις,» απάντησε ο Δαίδαλος. «Σας είπα, θα κάνει ζέστη. Επιπλέον, εσύ θα μπορείς να νιώσεις το Φως σε μεγάλη ένταση.»

«Ήδη το αισθάνομαι σε μεγάλη ένταση.»

«Δεν έχεις αισθανθεί τίποτα ακόμα,» είπε, μυστηριωδώς, ο Δαίδαλος, κι απέφυγε να συζητήσει άλλο το θέμα. Ούτε και η μάγισσα τον πίεσε· μέσα στο κρύο δεν έμοιαζε νάχει όρεξη για κουβέντες.

Το απόγευμα, ένα μεγάλο πουλί όρμησε στα νώτα της ομάδας, μέσα απ’τις πυκνές σκιές.

«Προσοχή!» φώναξε η Αλιζέτ, τραβώντας το ξίφος της και σπαθίζοντας προς τη μεριά του. Το βρήκε στην αριστερή φτερούγα, και το πτηνό έπεσε απότομα – καταπάνω της – με τα νύχια του απλωμένα – κρώζοντας ενώ πριν ήταν σιωπηλό (μάλλον ελπίζοντας να τους αιφνιδιάσει). Η Σκοτεινή Βασίλισσα αισθάνθηκε αιχμές σαν από λεπίδες να μπήγονται στον ώμο της καθώς στρεφόταν στο πλάι για να μη χτυπηθεί το πρόσωπό της. Τράβηξε το ξιφίδιο από τη ζώνη της, με το αριστερό χέρι, και κάρφωσε το πουλί στο σώμα. Η κραυγή του ήταν διαπεραστική, και η Αλιζέτ το τίναξε, βίαια, ρίχνοντάς το στα βάθη του Μεγάλου Σχίσματος.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Πολ.

«Ναι. Μόνο κάτι γρατσουνιές.»

«Μάγε!» φώναξε ο Πολ στον Δαίδαλο, που βάδιζε πιο μπροστά από αυτούς παρότι τώρα οι προεξοχές ήταν φαρδιές. «Μας είπες ότι δεν θα μας επιτίθονταν χωρίς λόγο!»

«Τι ήταν;» ρώτησε ο Δαίδαλος, καθώς όλοι σταματούσαν και τραβούσαν τα όπλα τους.

«Ένα πουλί,» είπε η Αλιζέτ. «Με μαύρα φτερά, ή γκρίζα αλλά πολύ σκούρα. Ήρθε αθόρυβα, χωρίς να φτεροκοπά, με τις φτερούγες του ανοιχτές και γλιστρώντας πάνω στον αέρα.»

«Έμοιαζε με νυχτερίδα;»

«Δε νομίζω.»

«Κατάλαβα, τότε, για τι μιλάς,» είπε ο Δαίδαλος. «Ονομάζεται τυφλογέρακας. Απαντάται στα βάθη του Μεγάλου Σχίσματος, ή σε άλλα βαθιά, ανοιχτά υπόγεια μέρη. Δεν βλέπει· κυνηγά με άλλες αισθήσεις.»

«Ελπίζω να μη συναντήσουμε κι άλλα τέτοια,» είπε ο Πολ.

«Θ’αναζητήσουν ευκολότερη λεία,» τον διαβεβαίωσε ο Δαίδαλος.

«Αυτό σημαίνει ότι θα επιτεθούν σ’εμένα, αντί για την Αλιζέτ, την επόμενη φορά;»

Ορισμένοι γέλασαν ή χαμογέλασαν μ’αυτό, και συνέχισαν το ταξίδι τους.

Μέχρι να σταματήσουν για να κοιμηθούν επάνω σε μια από τις ανοιχτές σπηλιές του Μεγάλου Σχίσματος, δεν συνάντησαν τίποτε άλλο εχθρικό, αν και σε κάποια στιγμή ο Πολ νόμιζε πως είδε κάτι να σαλεύει ύποπτα μες στο σκοτάδι. Αφού όμως είναι ήσυχο δεν μας πειράζει, σκέφτηκε.

Άναψαν δύο φωτιές και κάθισαν γύρω τους για να ζεσταθούν και να φάνε. Άνοιξαν τα φλασκιά τους και ήπιαν κρασί, που θα έφερνε επιπλέον ζεστασιά στα ξεπαγιασμένα σώματά τους. Από πάνω τους δεν φαινόταν τίποτα παρά σκοτάδι και πέτρα· από κάτω τους, το ίδιο. Από κάπου ακουγόταν νερό να κελαρύζει. Ένα απόμακρο κρώξιμο αντήχησε.

«Κάποιος μάς χαιρετά,» μουρμούρισε ο Πολ, καπνίζοντας ένα τσιγάρο τυλιγμένος στην κάπα του.

Τα μάτια της Αλιζέτ έψαξαν το σκοτάδι για πιθανούς κινδύνους, μα η Σκοτεινή Βασίλισσα δεν εντόπισε τίποτα.

Η Φενίλδα αισθανόταν τον παλμό του Φωτός πολύ δυνατό, τώρα. Νόμιζε πως μπορούσε ν’ακούσει το Φως να βουίζει μες στ’αφτιά της. Αν και ήθελε να βγάλει τις μπότες της για να ξεκουράσει τα ταλαιπωρημένα πόδια της, δεν το τόλμησε, φοβούμενη τις παγωμένες πέτρες.

«Ο Τάμπριελ είναι ακόμα από κάτω μας, Τζακ;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Ναι.» Ο Τεχνομαθής μάγος έμοιαζε μισοκοιμισμένος. Χασμουρήθηκε κι έκρυψε το πρόσωπό του μες στην κουκούλα της κάπας του.

4.

«Μας είχες πει ‘δυο-τρεις μέρες’,» θύμισε η Ανταρλίδα στον Δαίδαλο, το άλλο πρωί. «Ετούτη είναι η τρίτη που κατεβαίνουμε.»

«Πράγματι. Αλλά υπολόγιζα την κάθοδο έχοντας υπόψη μου τον καιρό που είχα κατεβεί εδώ μόνος.»

«Θες να πεις πως καθυστερούμε επειδή είμαστε περισσότεροι;»

«Πολύ πιθανόν.»

«Τι άλλη εξήγηση μπορεί να υπάρχει; Μπορεί να έχουμε χαθεί;»

«Πώς να χαθούμε, Ανταρλίδα; Όλο κάτω πηγαίνουμε.»

Η Μαύρη Δράκαινα, όμως, νόμιζε πως η απάντησή του δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρη. Υπάρχουν, προφανώς, πολλοί δρόμοι που οδηγούν κάτω, σκέφτηκε. Αλλά δεν είπε τίποτα.

Και κατέβαιναν πάλι μέσα στα σκοτεινά βάθη, προσέχοντας πού πατούσαν και φωτίζοντας με τους φακούς τους. Ούτε μια δέσμη ηλιακού φωτός δεν έφτανε ώς εδώ κάτω.

«Πόσο βαθιά λες να είμαστε;» ρώτησε ο Πολ την Αλιζέτ.

«Περισσότερο από δέκα χιλιόμετρα.»

«Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος…»

Αργότερα, αλλά πολύ πριν από το μεσημέρι, ο Πολ παρατήρησε: «Το κρύο σα να μειώθηκε.»

Και δεν ήταν ο μόνος που το είχε προσέξει: όλοι το έλεγαν ο ένας στον άλλο.

«Αυτό σημαίνει πως φτάνουμε, μάγε;» ρώτησε ο Αρκαλόν.

«Ναι,» απάντησε ο Δαίδαλος.

Η Ανταρλίδα αισθάνθηκε ένα σφίξιμο εντός της. Σύντομα θα μάθαινε αν ο Τζακ είχε πει αλήθεια ή ψέματα, ή αν ήταν παραπλανημένος. Θα μάθαινε αν ο Τάμπριελ βρισκόταν εδώ… Και η Ανταρλίδα παρακαλούσε όλους τους θεούς να ήταν εδώ, γιατί ήθελε να τον ξανάχει κοντά της, παρότι γνώριζε πως αυτό ήταν παράλογο, τελείως παράλογο…

Όταν έφτασε το μεσημέρι και σταμάτησαν σε μια σπηλιά, η ζέστη ήταν πια δυνατή. Οι περισσότεροι έβγαλαν τις κάπες τους και τις μπότες τους για να ξεμουδιάσουν. Θα νόμιζε κανείς ότι ήταν καλοκαίρι, όχι χειμώνας, εδώ κάτω. Η Φενίλδα αισθάνθηκε τα ταλαιπωρημένα πόδια της να ανακουφίζονται· το κεφάλι της, όμως, δεν μπορούσε να ξεκουραστεί. Ένιωθε τη δύναμη του Φωτός να την πιέζει, και για λίγο φοβήθηκε ότι ο πονοκέφαλός της ίσως να επέστρεψε, κι αισθάνθηκε μια τρομερή θλίψη να την περιτυλίγει. Αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι αυτό δεν επρόκειτο να συνέβαινε, και επικεντρώθηκε στο να κατανοήσει το Φως αντί να προσπαθεί να το διώξει από το μυαλό της. Κοιτάζοντας την Ιλρίνα’νορ, νόμιζε πως κι εκείνη πρέπει να είχε παρόμοιο πρόβλημα. Ήταν συνοφρυωμένη, σκεπτική, και αμίλητη, ενώ οι άλλοι ολόγυρά τους μιλούσαν και γελούσαν, ξελαφρωμένοι λόγω της ζέστης.

Το απόγευμα (σύμφωνα με τα ρολόγια τους), η Ανταρλίδα ξύπνησε όσους ακόμα κοιμόνταν, λέγοντας πως ήταν ώρα να συνεχίσουν. Βιαζόταν να φτάσει στον πυθμένα και να μάθει την αλήθεια για τον Τάμπριελ.

«Σύντομα,» είπε στον Τζακ, «θα ανακαλύψουμε αν αυτά που μας είπες ισχύουν.» Ο τόνος της φωνής της ήταν απειλητικός, και το μενεξεδί βλέμμα της επίσης.

Ο Τζακ αποκρίθηκε: «Σας είπα ό,τι αντιλαμβάνομαι. Μη θεωρήσεις εμένα υπεύθυνο για οτιδήποτε άλλο, Μαύρη Δράκαινα. Δε βλέπω οράματα, δεν ξέρω τι ακριβώς θα συναντήσουμε.»

Βγήκαν απ’τη σπηλιά και ακολούθησαν ένα στενό μονοπάτι που κατέβαινε στριφτά προς τα υπόγεια βάθη. Ολόγυρά τους τώρα ξεπρόβαλλε κάμποση βλάστηση μέσα από τους βράχους, και μικρά ζώα και πουλιά περιφέρονταν, ενώ έντομα ζουζούνιζαν πετώντας, ή σκαρφάλωναν επάνω σε βλαστούς, φυλλωσιές, και μανιτάρια.

«Ένας κήπος στα βάθη της γης,» παρατήρησε ο Πολ. «Επιτρέπεται να τραβήξω φωτογραφίες, μάγε;» ρώτησε, δυναμώνοντας τη φωνή του για ν’ακουστεί μπροστά.

«Κανένας δεν θα σε σταματήσει, Πολ,» ήρθε στ’αφτιά του η απάντηση του Δαίδαλου.

Ο Πολ έβγαλε μια φωτογραφική μηχανή που λειτουργούσε με εστία και έκανε να τραβήξει μια φωτογραφία, αλλά ένα έντονο ΤΣΑΦ! αντήχησε και καπνός βγήκε από τη συσκευή.

«Γαμήσου!…» γρύλισε ο Πολ. Άνοιξε την κάτω μεριά της μηχανής και έβγαλε την εστία, η οποία ήταν φανερά καμένη. Δεν είχε ποτέ ξανά δει κάτι τέτοιο να συμβαίνει. Οι εστίες δεν καίγονταν έτσι. Απλά πέθαιναν, ορισμένες φορές· έπαυαν να λειτουργούν και ήθελαν αλλαγή.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Δαίδαλος από μπροστά.

Ο Πολ τού απάντησε.

«Μην κάνεις τίποτα,» του φώναξε ο Δαίδαλος. «Θα σου εξηγήσω λίγο παρακάτω.»

Λίγο παρακάτω, και μετά από κανένα τέταρτο της ώρες, βρέθηκαν σε μια από τις ανοιχτές σπηλιές που προεξείχαν από το νότιο τοίχωμα του Μεγάλου Σχίσματος. Εκεί σταμάτησαν προσωρινά, και ο Δαίδαλος είπε:

«Οι εστίες υπερφορτίζονται εδώ κάτω. Θυμάστε που σας τόνισα ότι δεν μπορούμε να κατεβούμε με αεροσκάφος;»

«Ακόμα κι αν δεν υπερφορτίζονταν, πάλι δεν θα μπορούσαμε να κατεβούμε με αεροσκάφος,» παρατήρησε η Ανταρλίδα. «Πώς να το οδηγήσεις ώς εδώ κάτω, χωρίς να προσκρούσεις πάνω σε πέτρες;»

«Ασχέτως,» είπε ο Δαίδαλος, νεύοντας. «Η εστία του θα καιγόταν πολύ γρήγορα, ούτως ή άλλως.»

«Οι φακοί μας λειτουργούν, όμως,» τόνισε ο Πολ.

«Μέχρι στιγμής. Όσο πιο μεγάλες είναι οι εστίες, τόσο πιο ψηλά μέσα στο Σχίσμα υπερφορτίζονται.»

«Αυτό σημαίνει ότι και οι φακοί θα πάψουν να λειτουργούν τελικά;»

«Ναι,» είπε ο Δαίδαλος. «Θα πρέπει, στο τέλος, να χρησιμοποιήσουμε λάμπες λαδιού.»

Και μετά από καμια ώρα καθόδου επάνω σε ανοιχτά σπήλαια και στενά μονοπάτια, συνέβη ακριβώς αυτό. Ενώ βρίσκονταν σε μια πλατιά προεξοχή του νότιου τοιχώματος, με υπόγεια βλάστηση να φυτρώνει γύρω τους και κάτω από τα πόδια τους, οι φακοί τους, ο ένας μετά τον άλλο, έσβησαν – ΤΣΑΦ! ΤΣΑΦ! ΤΣΑΦ! ΤΣΑΦ! – καθώς οι εστίες τους καίγονταν. Αναγκάστηκαν, έτσι, ν’ανάψουν τις τρεις λάμπες λαδιού που είχαν μαζί τους. Τη μία την κρατούσε ο Δαίδαλος, στην αρχή της ομάδας· την άλλη ο Πολ, στο τέλος της ομάδας· και την τρίτη ο Όρνιφιμ, στη μέση της ομάδας.

Η Φενίλδα, πλάι στον Όρνιφιμ, αισθανόταν τον παλμό του Φωτός τόσο δυνατό όσο ποτέ. Δεν τον αντιλαμβανόταν πλέον μόνο με το μυαλό της αλλά και με το σώμα της. Η ενέργεια της Βίηλ ήταν σχεδόν απτή ολόγυρά της. Όταν κινούσε το χέρι της εμπρός της, νόμιζε πως ο αέρας είχε υφή. Δεν ήταν ακριβώς παχύρευστος, δεν έκανε τις κινήσεις της πιο αργές, αλλά δεν ήταν και όπως ο κανονικός αέρας. Επίσης, είχε διαπιστώσει ότι το Φως επηρέαζε τις σκέψεις της: τις έκανε κάπως πιο αργές, πιο δύσκαμπτες. Τη βόλευε καλύτερα να μη σκέφτεται καθόλου όσο αισθανόταν αυτό τον πανίσχυρο ενεργειακό παλμό παντού γύρω της.

Ρίχνοντας μια ματιά στην Ιλρίνα’νορ, είδε ότι κι εκείνη πρέπει να ένιωθε τα ίδια πράγματα. Τα μάτια της Πεφωτισμένης μάγισσας ήταν διασταλμένα, τα χείλη της μισάνοιχτα· και, κάπου-κάπου, κινούσε το χέρι της μπροστά της, σα να μπορούσε ν’αγγίξει κάτι στον αέρα.

Τον Δαίδαλο, παραδόξως, το φαινόμενο δεν έμοιαζε να τον επηρεάζει. Ίσως να το είχε συνηθίσει επειδή παλιότερα είχε ξανάρθει εδώ κάτω, υπέθετε η Φενίλδα. Αλλά συνηθίζεται κάτι τέτοιο;

«Συνεχίζουμε,» είπε ο Δαίδαλος, αφού και οι τρεις λάμπες ήταν αναμμένες. «Και μη βιάζεστε. Τώρα είμαστε κοντά.»

Η Ανταρλίδα, που βάδιζε πλάι στον Δαίδαλο, άκουσε τον Τζακ να μουρμουρίζει: «Ναι.»

Στράφηκε να τον κοιτάξει. «Τι;» τον ρώτησε.

«Ο Τάμπριελ είναι, πράγματι, κοντά μας.»

Ο Τάμπριελ… σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Πώς βρέθηκε εδώ κάτω;… Πώς είναι δυνατόν; Ακόμα δυσπιστούσε: και θα εξακολουθούσε να δυσπιστεί μέχρι που να τον έβλεπε.

Συνέχισαν να κατεβαίνουν διασχίζοντας την υπόγεια βλάστηση, περνώντας κοντά από τα μικρά ζώα και τα έντομα του Μεγάλου Σχίσματος, τα οποία δεν έκαναν καμια εχθρική κίνηση εναντίον τους. Η θερμότητα, εν τω μεταξύ, είχε αυξηθεί. Κανένας δεν φορούσε κάπα τώρα· τις είχαν βγάλει και τις είχαν διπλώσει. Και οι περισσότεροι ήταν ιδρωμένοι, λες κι ήταν καλοκαίρι.

«Θα ζεσταθούμε κι άλλο;» ρώτησε ο Αρκαλόν τον Δαίδαλο.

«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος. Αλλά έμοιαζε να σκέφτεται κάτι άλλο, και να παρατηρεί πολύ προσεχτικά το μονοπάτι εμπρός τους.

Η Φενίλδα αισθανόταν τον παλμό του Φωτός ακόμα πιο δυνατό τώρα. Τη ζάλιζε σχεδόν, κι έπρεπε να έχει το μυαλό της συγκεντρωμένο για να μην παραπατήσει και πέσει. Ένιωθε τον ιδρώτα να κυλά κάτω από τα ρούχα της. Έβγαλε τα γυαλιά της για να τα σκουπίσει, ώστε να ξεθολώσουν· αλλά διαπίστωσε ότι η θολούρα δεν οφειλόταν μονάχα στα θαμπωμένα κρύσταλλα. Ήταν σαν η όρασή της να είχε θαμπώσει. Ή μήπως συνέβαινε κάτι στον αέρα;

Η Φενίλδα βλεφάρισε, έντονα. Η θολούρα δεν καθάρισε.

«Την προηγούμενη φορά, ώς εδώ έφτασα…» Η φωνή του Δαίδαλου ήρθε απόμακρα στ’αφτιά της, λες κι ο μάγος να βρισκόταν μακριά, πολύ μακριά, ενώ δεν ήταν παρά μερικά βήματα πιο μπροστά.

Τι συμβαίνει; αναρωτήθηκε η Φενίλδα, φοβούμενη ότι εκείνη ήταν, τελικά, που είχε αρχίσει να παθαίνει κάτι. Φοβούμενη ότι η επιρροή του Φωτός, κάπως, την αρρώσταινε. Ήταν έτοιμη να μιλήσει, να ζητήσει βοήθεια από τον Δαίδαλο, όταν συνειδητοποίησε πως τα χείλη της ήταν κολλημένα το ένα με το άλλο, και η γλώσσα της έμοιαζε νάχει πετρώσει μες στο στόμα της.

Η θολούρα γύρω της αυξήθηκε. Το φως από τις λάμπες φαινόταν να βγαίνει μέσα από πυκνή ομίχλη. Η Φενίλδα φόρεσε τα γυαλιά της, νιώθοντας τα χέρια της μουδιασμένα, τρέμοντας. Η όρασή της δεν βελτιώθηκε. Αν μη τι άλλο, χειροτέρεψε.

Παραπάτησε, κι έκανε να πιαστεί από τον Όρνιφιμ πλάι της. Μα τα δάχτυλά της δεν τον βρήκαν. Η Φενίλδα σκόνταψε κι έπεσε στα γόνατα.

Και τα χείλη της, ξαφνικά, άνοιξαν, η γλώσσα της κινήθηκε: «Βοήθεια!» φώναξε. «Βοηθήστε με! Δεν… δεν… Κάτι μού συμβαίνει…»

Αλλά κανείς δεν της απάντησε.

Τίποτα δεν ακουγόταν γύρω της. Ούτε ομιλίες, ούτε βήματα. Τίποτα. Μια εφιαλτική σιγαλιά απλωνόταν παντού.

Και η Φενίλδα έβλεπε μονάχα ομίχλη. Όπου κι αν κοίταζε, ομίχλη υπήρχε. Ήταν βέβαιη τώρα πως δεν ήταν η όρασή της που είχε πρόβλημα. Πράγματι, μια παράξενη θολούρα είχε τυλίξει τα πάντα.

Παρά το σύγκρυο που ένιωθε να τη διατρέχει, κατάφερε να ορθωθεί. «Δαίδαλε;» φώναξε, κι άκουσε τη φωνή της ν’αντηχεί: Δαίδαλε; Δαιδαλε; Δαίδαλε; Δαίδαλε;

Κανένας δεν της απάντησε.

«Δαίδαλε!»

Δαίδαλε Δαίδαλε Δαίδαλε Δαίδαλε Δαίδαλε Δαίδαλε Δαίδαλε…

Πώς ήταν δυνατόν όλοι να είχαν εξαφανιστεί;

Ονειρεύομαι;

Λιποθύμησα, όταν έπεσα, και τώρα ονειρεύομαι;

«Μιλήστε μου!»

Μιλήστε μιλήστε μιλήστε μιλήστε μιλήστε μιλήστε…

Μια κίνηση μέσα απ’την ομίχλη.

Η Φενίλδα στράφηκε, και είδε κάτι να έρχεται. Κάτι… Μια μάσκα. Μια μεταλλική μάσκα που γυάλιζε. Αιωρείτο μέσα στην ομίχλη, χωρίς να φαίνεται κεφάλι πίσω της, ούτε σώμα από κάτω της.

Η Φενίλδα οπισθοχώρησε μερικά βήματα. «Ποιος…;» τραύλισε.

Άλλες δύο μάσκες παρουσιάστηκαν, πλησιάζοντάς την μέσα απ’την ομίχλη.

Γιατί είσαι εδώ; ρώτησε μια ασώματη φωνή.

«Θέλ… Είμαι με…» Η Φενίλδα ξεροκατάπιε. «Είμαι με τους άλλους… Πού είν’ οι άλλοι;»

Οι μάσκες πλησίασαν. Και δεν ήταν, τώρα, μόνο τρεις. Ήταν περισσότερες. Την περιτριγύρισαν.

Γιατί είσαι εδώ; Γιατί είσαι μαζί τους; ρώτησε η ασώματη φωνή. Ποια από τις μάσκες μιλούσε;

«Είμαι με τον Δαίδαλο. Ήρθα επειδή μου το ζήτησε.»

Ναι, είσαι σαν αυτόν σε πολλά πράγματα, παρατήρησε μια άλλη ασώματη φωνή. Γυναικεία, νόμιζε η Φενίλδα.

Και σώματα φάνηκαν τώρα κάτω από τις μάσκες. Σώματα μέσα από την ομίχλη. Σκοτεινά. Ντυμένα με φαρδιά ρούχα.

5.

Μας είχες επισκεφτεί και παλιότερα… είπε η ασώματη φωνή πίσω από τις μάσκες.

«Ναι, είχα έρθει,» απάντησε ο μάγος.

Το όνομά σου είναι Δαίδαλος. Έτσι μας είχες συστηθεί.

«Το όνομά μου είναι Δαίδαλος.»

Είχες πει ότι είσαι ερευνητής του σύμπαντος, ότι δεν έχεις συγκεκριμένο σκοπό που ήρθες.

«Τότε, έτσι ήταν.»

Αρνήθηκες τη φιλοξενία μας. Δεν θέλησες να γνωρίσεις την οικία μας.

«Δεν ήμουν έτοιμος.»

Έχουν περάσει πολλά, πολλά χρόνια από τότε, όπως τα μετρούν οι άνθρωποι της Βίηλ.

«Πράγματι.»

Γιατί είσαι τώρα εδώ;

«Αναζητώ κάποιον. Το όνομά του είναι Τάμπριελ. Μου είπαν ότι βρίσκεται εδώ. Έχω μαζί μου έναν άνθρωπο που διαισθάνεται την παρουσία του στην οικία σας.»

Δεν φιλοξενούμε τον οποιονδήποτε, και η ύβρις είναι κάτι που τιμωρούμε. Το ξέρεις αυτό, Δαίδαλε…

«Ναι.»

Αλλά εσύ δεν είσαι ο οποιοσδήποτε. Ούτε και μία από τους συντρόφους σου.

«Οι άλλοι πρέπει να έρθουν επίσης. Όλοι μαζί αναζητούμε τον Τάμπριελ. Είναι πράγματι εδώ;»

Έχουμε έναν… ιδιαίτερο φιλοξενούμενο. Ίσως θα ήθελες να τον γνωρίσεις…

6.

Η Ανταρλίδα είχε βυθιστεί μέσα σε μια παράξενη ομίχλη η οποία της είχε φανεί να βγαίνει μέσα από τις ίδιες τις πέτρες και τα φυτά ολόγυρά της. Οι σύντροφοί της, σύντομα, είχαν χαθεί από τα μάτια της, κι όσο κι αν φώναζε, κανένας δεν της απαντούσε. Ούτε ο Δαίδαλος, ούτε ο Τζακ, ούτε ο Αρκαλόν, ούτε η Αλιζέτ…

Πώς ήταν δυνατόν να είχε συμβεί αυτό; Υπήρχε, ίσως, κάποια παραισθησιογόνος ουσία στον αέρα; Αναδιδόμενη από τα φυτά, πιθανώς;

Μετά, μέσα απ’την ομίχλη, είχαν παρουσιαστεί οι μάσκες. Μεταλλικές μάσκες που αιωρούνταν, χωρίς να έχουν σώματα από κάτω τους. Περιτριγύρισαν την Ανταρλίδα κι έμοιαζαν να την παρατηρούν. Πάντα απομακρύνονταν, όταν έκανε να τις πλησιάσει. Ποτέ δεν μπορούσε να τις φτάσει, αν και προσπάθησε, πηδώντας, απλώνοντας τα χέρια της.

«Τι θέλετε;» τους φώναξε. «Ποιοι είστε;»

«Είστε οι Οδηγοί;» τους ρώτησε. «Οι Οδηγοί της Βίηλ;»

«Ήταν ένας από εσάς στην κηδεία του Τάμπριελ;»

«Είδα έναν μασκοφόρο στην κηδεία του Τάμπριελ! Μόνο εγώ τον είδα και κανένας άλλος, νομίζω. Ήταν ένας από εσάς;»

«Είναι ο Τάμπριελ εδώ; Τον έχετε εδώ;»

«Ο Τζακ λέει πως τον διαισθάνεται εδώ. Λέει πως ο Τάμπριελ είναι εδώ!»

«Μιλήστε μου, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ! Είναι ο Τάμπριελ εδώ;»

«Γιατί δε μου μιλάτε;»

«Το όνομά μου είναι Ανταρλίδα. Ανταρλίδα Ταρφάνη. Είμαι από τη Σεργήλη. Έχω εκπαιδευτή ως Μαύρη Δράκαινα, αλλά δεν υπηρετώ πλέον την Παντοκράτειρα. Ήρθα εδώ για να βρω τον Τάμπριελ. Το ξέρω ότι είναι νεκρός, αλλά ο Τζακ λέει ότι βρίσκεται εδώ.»

«Είναι ζωντανός ο Τάμπριελ; Είναι ζωντανός;»

Ύστερα, οι μάσκες διαλύθηκαν, κι από πίσω τους πρόσωπα φάνηκαν–

7.

«Τι πετάτε και με κοιτάτε; Σας αρέσει η φάτσα μου;»

«Σας μιλάω, ρε! Ποιοι είστε;»

Ο Πολ έκανε γύρω-γύρω μέσα στην αφύσικη ομίχλη, παρατηρώντας τις μάσκες που τον παρατηρούσαν. Η λάμπα στο χέρι του έμοιαζε άχρηστη, μην προσφέροντας καθόλου φωτισμό. Μην κάνοντας τίποτα για να αποκαλύψει την Αλιζέτ ή τους υπόλοιπους. Μονάχα αυτές οι καταραμένες μάσκες φαίνονταν!

«Τι γίνετε εδώ; Προσπαθείτε να με τρελάνετε;»

«Ο Ελκράσ’ναρχ έχει πράγματα, μου φαίνεται, να μάθει από εσάς…»

«Τι θέλετε; Θέλετε να σας πω κάτι;»

«Τι περιφέρεστε συνέχεια γύρω μου; Μείνετε σ’ένα μέρος!»

«Μια ερώτηση. Μια απλή ερώτηση, εντάξει; Γνωρίζετε, μήπως, έναν άνθρωπο που τον λένε Τάμπριελ; Έχει κόκκινο δέρμα, λεύκα μαλλιά. Είναι προφήτης· βλέπει κάτι περίεργα οράματα, ξέρει το μέλλον ορισμένες φορές. Σας λέει τίποτα αυτό;»

Οι μάσκες άρχισαν να αλλοιώνονται ολόγυρά του.

Είπα κάτι σωστό; αναρωτήθηκε ο Πολ. Ή κάτι λάθος;

Οι μάσκες έχαναν τη μεταλλικότητά τους. Και τη λεία τους μορφή. Αποκτούσαν χαρακτηριστικά προσώπων.

Ήταν πρόσωπα.

Και η ομίχλη είχε διαλυθεί. Ξαφνικά.

Τα πρόσωπα ήταν τα πρόσωπα των συντρόφων του Πολ.

«Τι!» φώναξε εκείνος. «Πώς;… Αλιζέτ;»

Εκείνη βλεφάριζε. «Πριν από λίγο, μάσκες ήταν γύρω μου. Αλλά τώρα…»

«Κι εγώ το ίδιο έβλεπα,» είπε ο Πολ.

«Κι εγώ,» είπε ο Νελμάτρες.

«Κάποιες οντότητες ήταν εδώ,» είπε η Ράιλμεχ.

«Παραισθήσεις βλέπαμε όλοι μας!» είπε ο Πολ, εξαγριωμένος. «Κάτι έχει ο γαμημένος αέρας εδώ κάτω!»

«Δεν ήταν παραισθήσεις, Πολ,» ακούστηκε η φωνή του Δαίδαλου, κι όλοι στράφηκαν να τον αντικρίσουν. «Συναντήσαμε τους Οδηγούς της Βίηλ. Εδώ είναι το σπίτι τους· σας το είπα.»

«Δε μας μίλησαν, όμως. Δεν είπαν τίποτα. Τους ρώτησα αν εδώ είναι ο Τάμπριελ–»

«Μίλησα εγώ μαζί τους,» του είπε ο Δαίδαλος. «Άκουσα τις φωνές τους.»

«Κι εγώ.» Τώρα, όλοι γύρισαν για να δουν τη Φενίλδα.

Ο Δαίδαλος ένευσε, σαν να το περίμενε.

Ο Πολ ρώτησε: «Ποιος άλλος τούς μίλησε;»

Κανένας δεν αποκρίθηκε.

«Εσύ;» είπε ο Πολ στην Ιλρίνα’νορ.

Η μάγισσα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

Η Ανταρλίδα ρώτησε: «Τι σου είπαν, Δαίδαλε; Σου είπαν αν ο Τάμπριελ είναι εδώ;»

«Μας προσκάλεσαν στην οικία τους,» αποκρίθηκε ο μάγος, «όπου έχουν έναν ιδιαίτερο επισκέπτη.»

«Ακολουθήστε με.» Η φωνή ήταν καινούργια, και, γι’ακόμα μια φορά, όλοι τους στράφηκαν για να κοιτάξουν.

Όσο μιλούσαν είχαν σχηματίσει κύκλο και έβλεπαν προς τα μέσα, ο ένας τον άλλο. Ο νέος ομιλητής βρισκόταν προς το βάθος του Μεγάλου Σχίσματος, μπροστά τους, αντίκρυ τους, όπως όταν κατέβαιναν πριν από λίγο. Φορούσε φαρδύ χιτώνα και κουκούλα. Και το πρόσωπό του κρυβόταν πίσω από μια μεταλλική μάσκα.

«Θα μας δεχτείτε όλους;» ρώτησε ο Δαίδαλος.

«Ναι,» απάντησε ο Οδηγός. «Αυτή είναι η επιθυμία του επισκέπτη μας, για τον οποίο έχουμε μεγάλη εκτίμηση.»

8.

Ο Οδηγός τούς πήγε μπροστά σε ένα μεγάλο αψιδωτό άνοιγμα στον πυθμένα του Μεγάλου Σχίσματος. Έφτασαν εκεί καμια ώρα αφότου τον είχαν συναντήσει. Δεν υπήρχε πύλη που να κλείνει το άνοιγμα· οι ένοικοι δεν έμοιαζαν να φοβούνται εισβολή. Και, περνώντας το κατώφλι, η Ανταρλίδα, ο Δαίδαλος, και οι σύντροφοί τους βρέθηκαν σ’ένα μέρος όλο πέτρινα δωμάτια, διαδρόμους, και μεταλλικές πόρτες, οι οποίες, σε αντίθεση με την είσοδο, ήταν κλειστές και αμπαρωμένες. Οδηγοί τούς περίμεναν σε διάφορα σημεία, παρατηρώντας τους πίσω από μεταλλικές μάσκες, μοιάζοντας ο ένας με τον άλλο. Ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις αν οι ίδιοι παρουσιάζονταν ξανά και ξανά από τα ανοίγματα των διαδρόμων, ή αν ήταν καινούργιοι. Στους τοίχους υπήρχαν σωλήνες, κι από οπές αυτών των σωλήνων, σκεπασμένες με κρύσταλλο, έβγαινε φως.

Η Φενίλδα παραξενεύτηκε από τούτο. Τι είδους μηχανισμός ήταν; Σίγουρα, δεν επρόκειτο για κάποιου είδους ενεργειακές λάμπες… Δεν μπορούσε, όμως, να σκεφτεί καθαρά καθώς αισθανόταν τον παλμό του Φωτός δυνατότερο από ποτέ· έτσι, έπαψε ν’αναρωτιέται. Εξάλλου, ό,τι μηχανισμούς κι αν είχαν στη διάθεσή τους οι Οδηγοί, μάλλον ήταν πέρα από τη δική της κατανόηση.

«Είναι ο Τάμπριελ εδώ;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Οδηγό τους. «Τον έχετε εδώ; Είναι ζωντανός;»

Εκείνος δεν αποκρίθηκε, σα να μην την είχε ακούσει.

Η Ανταρλίδα έκανε να ξαναρωτήσει, αλλά ο Δαίδαλος τής έγνεψε να σωπάσει, και η Μαύρη Δράκαινα υπάκουσε. Έριξε, όμως, ένα έντονο ερωτηματικό βλέμμα στον Τζακ.

«Εδώ είναι,» είπε εκείνος. «Πολύ κοντά μας.»

Ο επισκέπτης τους, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Αυτόν πρέπει να εννοούσε ο Οδηγός μιλώντας για τον επισκέπτη τους. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι ένας Οδηγός παρακολουθούσε την κηδεία του Τάμπριελ. Πώς, όμως, μπορεί ο Τάμπριελ να ήταν εδώ αφού το σώμα του είχε καεί; Το είδα να καίγεται, μπροστά μου, από τη μαγική ενέργεια της Βίηλ!

…Από τη μαγική ενέργεια της Βίηλ; Η Ανταρλίδα αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει. Ο Δαίδαλος λέει ότι εδώ κάτω είναι η πηγή αυτής της ενέργειας. Η πηγή του Φωτός… Η Ανταρλίδα νόμιζε, μάλιστα, πως κάτι μπορούσε να νιώσει. Ένα γαργαλητό στο δέρμα της, ένα μυρμήγκιασμα κάπου-κάπου· και είχε μια αίσθηση, μια πολύ περίεργη αίσθηση… Οι μάγοι, άραγε – ο Δαίδαλος, η Φενίλδα, η Ιλρίνα – καταλάβαιναν περισσότερα; Είναι το Φως αυτό που νιώθω;

Ο Οδηγός τούς οδήγησε σ’ένα δωμάτιο με όμορφα λαξευτά έπιπλα και αγωγούς απ’τους οποίους έβγαινε ακτινοβολία. Σε μια καρέκλα ήταν καθισμένος ένας μασκοφόρος άντρας, ο οποίος σηκώθηκε μόλις τους είδε να μπαίνουν. Και έβγαλε τη μάσκα του.

Το πρόσωπο που φανερώθηκε ήταν αντρικό, και είχε δέρμα κατάμαυρο και πράσινα μούσια και μαλλιά.

«Χαίρετε,» είπε.

«Πού είναι ο Τάμπριελ;» ρώτησε η Ανταρλίδα, χωρίς να χαιρετήσει. «Είναι εδώ ο Τάμπριελ;»

Ο άντρας έμεινε σιωπηλός, αν και τα φρύδια του έσμιξαν ελαφρώς. Του λέει κάτι το όνομα! σκέφτηκε η Ανταρλίδα, και στράφηκε στον Τζακ.

Τα μάτια του Τζακ ατένιζαν έντονα τον άντρα αντίκρυ τους. «Αυτός είναι…» μουρμούρισε.

«Ποιος;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα. «Πού είναι ο Τάμπριελ;»

«Αυτός,» είπε ο Τζακ, εξακολουθώντας να κοιτάζει τον μαυρόδερμο άντρα, «είναι ο Τάμπριελ.»

9.

Η Ανταρλίδα τράβηξε το σπαθί της.

«Παρακαλούμε, όχι όπλα εδώ,» είπε ο Οδηγός που τους είχε φέρει στο δωμάτιο.

Η Ανταρλίδα, στρέφοντας την αιχμή του ξίφους της στον λαιμό του Τζακ, φώναξε: «Αυτός δεν είναι ο Τάμπριελ! Μας είπες ψέματα!»

«Τον διαισθάνομαι όπως διαισθανόμουν τον Τάμπριελ όταν τον σκότωσα,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Ανταρλίδα,» είπε ο Δαίδαλος, «κατέβασε το σπαθί σου.»

Η Ανταρλίδα δεν κινήθηκε.

«Κατέβασε το σπαθί του, Ανταρλίδα! Μην προσβάλλεις τους οικοδεσπότες μας, γιατί όλοι θα το μετανιώσουμε.»

Η Μαύρη Δράκαινα έριξε ένα λοξό βλέμμα στον μασκοφόρο άντρα, ο οποίος εξακολουθούσε να στέκεται ακίνητος, με τα χέρια του χαμένα μέσα στα φαρδιά μανίκια του χιτώνα του. Έμοιαζε άοπλος, άκακος· αλλά η Ανταρλίδα δεν αμφέβαλλε ότι οι δυνάμεις του ήταν μεγάλες και μυστηριώδεις. Ακόμα κι ο Δαίδαλος έδειχνε να τους φοβάται τους Οδηγούς.

Κατέβασε το σπαθί της και το θηκάρωσε. «Θα σε σκοτώσω μετά,» υποσχέθηκε στον Τζακ.

Ο Δαίδαλος τώρα απευθύνθηκε στον μαυρόδερμο άντρα. «Άζ’λεφκ,» χαιρέτησε.

«Δαίδαλε,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Δεν περίμενα να σε βρω εδώ.»

«Εγώ, αντιθέτως, το φανταζόμουν πως θα ερχόσουν.»

«Δεν με εκπλήσσει,» είπε ο Δαίδαλος.

«Τι σκατά συζητάτε;» τους διέκοψε ο Πολ. «Τον ξέρεις αυτόν τον άνθρωπο, Δαίδαλε;»

«Έχουμε συναντηθεί μερικές φορές. Στη συγκεκριμένη μορφή, κατάγεται από τη Μοργκιάνη.»

«Στη συγκεκριμένη μορφή;»

«Τον έχω συναντήσει και σε άλλες μορφές, Πολ. Ο Άζ’λεφκ είναι… ιδιαίτερος επισκέπτης, όπως μου είπαν και οι οικοδεσπότες μας. Δεν γνώριζα, όμως, Άζ’λεφκ, ότι είχες συναναστροφές με τους Οδηγούς της Βίηλ…»

«Περνάω από εδώ όταν βρίσκομαι στη διάσταση,» αποκρίθηκε ο Άζ’λεφκ.

«Γιατί ο Τζακ λέει πως είσαι ο Τάμπριελ;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

Ο Άζ’λεφκ έστρεψε το βλέμμα του επάνω της· και κάτι στα μάτια του – κάτι το μυστηριώδες – την έκανε προς στιγμή να νομίσει πως, όντως, αυτός ήταν ο Τάμπριελ. «Εσύ είσαι η Ανταρλίδα, έτσι δεν είναι;»

Η Ανταρλίδα, νιώθοντας ξαφνικά ότι δεν μπορούσε να μιλήσει, κατένευσε μονάχα.

«Σε θυμάμαι,» είπε ο Άζ’λεφκ.

«Εγώ δεν σε θυμάμαι. Δε νομίζω ότι έχουμε ξανασυναντηθεί.»

Ο Άζ’λεφκ χαμογέλασε μέσα από τα μούσια του. «Με γνωρίζεις. Αρκετά καλά.»

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε.

Ο Άζ’λεφκ έριξε μια γρήγορη ματιά στον Τζακ. «Ο κύριος έχει δίκιο: είμαι ο Τάμπριελ.»

Η Ανταρλίδα αναρωτήθηκε αν της έκαναν κάποιο κρύο αστείο. «Δεν γελάω,» είπε, με μια δολοφονική γυαλάδα στα μενεξεδιά μάτια της.

«Το ξέρω ότι θα σου είναι δύσκολο να το πιστέψεις, αλλά είμαι ο Τάμπριελ,» επέμεινε ο άγνωστος.

«Άζ’λεφκ,» είπε ο Δαίδαλος, «αν ήσουν ο Τάμπριελ, γιατί μου το έκρυψες στις προηγούμενες συναντήσεις μας;»

«Διότι ο Τάμπριελ δεν ήξερε ότι ήμουν εγώ. Ούτε εγώ μέχρι στιγμής θυμόμουν ότι ήμουν ο Τάμπριελ.»

«Τι είν’ αυτά που λέτε!» παρενέβη ξανά ο Πολ. «Δεν ξέρω ποιος είσαι, αλλά είναι δυνατόν να είσαι δύο άνθρωποι συγχρόνως;»

«Δύο άνθρωποι;» είπε ο Άζ’λεφκ. «Δεν είμαι μόνο ‘δύο’, Πολ, και δεν είμαι μόνο ‘άνθρωποι’. Ούτε τους θυμάμαι όλους, φυσικά. Όταν ήρθα εδώ, στη Βίηλ, έτυχε να θυμηθώ τον Τάμπριελ. Κάτι με οδήγησε να έρθω, περίπου συγχρόνως με τον θάνατό του.»

«Είναι τρελός,» είπε η Ανταρλίδα. «Πάμε να φύγουμε. Άδικα κατεβήκαμε εδώ.»

«Περίμενε,» της είπε ο Δαίδαλος. «Δεν είναι τρελός· ξέρει ακριβώς τι λέει.» Κι έστρεψε το βλέμμα του στον Άζ’λεφκ. «Δεν γνώριζα ότι υπάρχουν μορφές σου που δεν ξέρουν ότι είσαι εσύ.»

«Υπάρχουν,» αποκρίθηκε ο Άζ’λεφκ. «Ο Τάμπριελ δεν ήταν από την αρχή εγώ. Αλλά στο Πορφυρό Κενό άλλαξε. Η ψυχή του… άνοιξε. Και εκεί, είδε τον Άζ’λεφκ, και ο Άζ’λεφκ είδε εκείνον. Το μυαλό του, όμως, δεν το συνειδητοποίησε.»

«Γι’αυτό έβλεπε εκείνες τις εικόνες;» ρώτησε ο Δαίδαλος.

«Όχι.» Ο Άζ’λεφκ κάθισε πάλι στην πολυθρόνα του, κάνοντας και στους υπόλοιπους νόημα να καθίσουν. Κανένας, όμως, δεν κάθισε· έμειναν όρθιοι, αντίκρυ του. «Οι εικόνες έρχονταν στο μυαλό του, υποθέτω, από το ίδιο το σύμπαν. Δεν είχαν άμεση σχέση μ’εμένα.»

«Λέτε τρελά πράγματα!» φώναξε η Ανταρλίδα, που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Τάμπριελ. Κατά πρώτον, δεν έμοιαζαν καθόλου οι δυο τους!

«Είναι αυτά που ακούς περισσότερο τρελά από τις εικόνες που έβλεπε ο Τάμπριελ; Εικόνες από το μέλλον, από το παρελθόν – πράγματα που μπορεί να συμβούν, ή μπορεί να έχουν συμβεί;

»Τίποτα δεν είναι τυχαίο, Ανταρλίδα, και συγχρόνως τα πάντα είναι τυχαία.»

«Δεν ξέρω πού το έχεις ακούσει αυτό–»

«Εγώ σού το είπα. Πολλές φορές.»

«Δεν σε πιστεύω,» δήλωσε, ψυχρά, η Ανταρλίδα. Δεν είναι ο Τάμπριελ!

«Το σύμπαν είναι σαν ένα ζάρι. Γνωρίζεις πόσες πλευρές έχει – επομένως, τίποτα δεν είναι τυχαίο – αλλά, όταν το ρίξεις, δεν ξέρεις ποια πλευρά θα παρουσιαστεί επάνω – επομένως, τα πάντα είναι τυχαία. Θυμάσαι πότε σ’το είπα αυτό; Ήμασταν στο κάστρο της Νέλερβικ. Είχαμε επιστρέψει εκεί ύστερα από τη μάχη στη Χαύδοραλ. Ο Ναλτάρες μάς είχε μιλήσει, λίγο πιο πριν, για τις υποψίες του σχετικά με τον Άρχοντα Θαλράνος, και είχαμε δει και την υπηρέτρια που ονομάζεται Ρισάββα. Θυμάσαι, Ανταρλίδα;»

Η Ανταρλίδα αισθανόταν έναν κόμπο στον λαιμό της. Πώς ήταν δυνατόν αυτός ο άγνωστος άνθρωπος να ξέρει τέτοια πράγματα;

«Είμαι ο Τάμπριελ, Ανταρλίδα,» της είπε ο Άζ’λεφκ. «Τον θυμήθηκα ενώ βρισκόμουν στη Βίηλ. Κάτι μέσα μου ήθελε να τον θυμηθεί. Κάτι μέσα μου έπρεπε να τον θυμηθεί. Διότι είναι ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο σε τούτους τους καιρούς.

»Έτσι, όταν τον θυμήθηκα, κάθισα εδώ, μαζί με τους φίλους μου τους Οδηγούς της Βίηλ, και σας περίμενα. Το ήξερα ότι θα ερχόσασταν να με βρείτε, γιατί προτού ο Τάμπριελ πεθάνει είχε αισθανθεί την οντότητα μέσα στον Τζακ να προσπαθεί να τον προσεγγίσει. Κι εγώ γνώριζα ακριβώς τι θα έκανε μια τέτοια οντότητα για να φτάσει κοντά μου.»

«Η οντότητα,» ρώτησε ο Δαίδαλος, «ήθελε εσένα, Άζ’λεφκ, όχι τον Τάμπριελ;»

«Εγώ είμαι ο Τάμπριελ, Δαίδαλε.»

«Υπέθεσα ότι ήθελε να έρθει σε επαφή με τον Τάμπριελ επειδή έβλεπε τις εικόνες που έβλεπε…»

«Και έτσι είναι,» είπε ο Άζ’λεφκ.

«Βλέπεις τις εικόνες που έβλεπε ο Τάμπριελ;»

«Όχι.»

«Επομένως,» πετάχτηκε η Ανταρλίδα, «δεν είσαι ο Τάμπριελ! Όχι πραγματικά.»

«Ο Τάμπριελ είμαι,» επέμεινε ο μυστηριώδης μαυρόδερμος άντρας. «Και θα βλέπω και τις εικόνες που έβλεπε εκείνος μόλις… βαδίσω έναν συγκεκριμένο δρόμο. Δεν θα καθυστερήσουμε· μην ανησυχείτε.»

Απολλώνια

1.

Μετά την κατάκτηση της Νούμβρια, οι δυνάμεις του Βασιλείου της Απολλώνιας δεν έμειναν στάσιμες. Προχώρησαν στο Δυτικό Πέρασμα, μέσα στα βουνά, προκειμένου να φτάσουν στην Κοιλάδα της Γλαυκής. Η προέλασή τους, όμως, δεν ήταν βιαστική, διότι φοβόνταν ότι ίσως οι Παντοκρατορικοί να τους περίμεναν· ίσως, μάλιστα, να τους είχαν στήσει κάποια παγίδα σε τούτα τα ορεινά μέρη.

Ο Πρόμαχος Οδυσσέας, παρά τον πιθανό κίνδυνο, ήταν με το στράτευμα φυσικά. Δεν θα εγκατέλειπε τώρα τους Απολλώνιους πολεμιστές, ύστερα από τον σκληρό αγώνα που είχε δοθεί στη Νούμβρια. Το ίδιο και ο Στρατηγός Δομίνικος Εύηχος. Πετούσαν, επί του παρόντος, οι δυο τους μέσα στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα, το οποίο είχε πάρει τη μορφή γιγάντιου αεροπλάνου. Από κάτω τους έβλεπαν να ανοίγεται το μεγάλο πέρασμα των Δυτικών Βουνών, και τις Απολλώνιες δυνάμεις να κινούνται επιφυλακτικά εντός του: πρώτα να έρχονται τα τεθωρακισμένα άρματα, μετά να ακολουθούν οι ιππείς, και τέλος οι πεζοί. Τα αεροσκάφη έκαναν κύκλους ολόγυρα, αναζητώντας ενδείξεις για ενέδρες ή άλλους κινδύνους – όπως κρυμμένα ενεργειακά κανόνια.

Η αεροπορική κατόπτευση, όμως, δεν ήταν αρκετή από μόνη της· υπήρχαν πράγματα που, από τόσο ψηλά, ένα αεροσκάφος δεν μπορούσε να εντοπίσει, ή οι πιθανότητες να τα παραβλέψει ήταν πολύ μεγάλες. Επομένως, ο Στρατηγός Εύηχος είχε προστάξει και ανιχνευτές ξηράς να απλωθούν στην περιοχή, μπροστά από το κύριο σώμα του στρατεύματος. Οι Μαύρες Δράκαινες Αθηνά και Νικίτα ήταν μαζί τους, το ίδιο και η Αριάδνη’ταρ, ο Φέτανιρ, και ο Ευθύπορος.

Κανένας, μέχρι στιγμής, δεν είχε στείλει σήμα ότι είχε εντοπιστεί κίνδυνος. Πράγμα που μπορεί να σήμαινε ότι, όπως υποπτεύονταν οι Απολλώνιοι, το Δυτικό Πέρασμα ήταν όντως ασφαλές· ή ότι οι Παντοκρατορικοί δεν είχαν κάνει την κίνησή τους ακόμα.

Ο Στρατηγός Εύηχος είπε στον Οδυσσέα, καθώς στέκονταν μπροστά στο μεγάλο εμπρόσθιο παράθυρο του αεροσκάφους: «Δε μ’αρέσει αυτό το μηχάνημα, Οδυσσέα. Αποτελεί πολύ μεγάλο στόχο για τον εχθρό, και πάρα πολλούς μάγους χρειάζεται για να λειτουργήσει.» Αναφερόταν, φυσικά, στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα.

«Ορισμένοι θεωρούν αυτού του είδους τα οχήματα τελευταία λέξη της τεχνολογίας, σ’ολόκληρο το Γνωστό Σύμπαν, Στρατηγέ.»

«Μπορεί. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι και εύχρηστα για πόλεμο.»

«Μην ξεχνάς ότι δεν ξοδεύουν ενέργεια. Χρησιμοποιείται, βέβαια, τεράστια ποσότητα ενέργειας στην αρχική κατασκευή τους – η οποία είναι πάρα πολύ δύσκολη, απ’ό,τι μου έχουν πει οι Τεχνομαθείς μάγοι μας – αλλά εμείς δεν κάναμε την αρχική κατασκευή του συγκεκριμένου οχήματος· την έκανε η Παντοκράτειρα για εμάς.»

«Ακόμα κι έτσι, πρέπει συνεχώς να έχουμε απασχολημένους τρεις μάγους εδώ πέρα,» επέμεινε ο Δομίνικος Εύηχος. «Το κόστος δεν είναι μικρό. Αυτοί οι μάγοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται αλλού.»

«Μας προσφέρει ευελιξία…»

«Ευελιξία; Είναι τεράστιο!»

«Παίρνει ό,τι μορφή μπορεί να θελήσουμε.»

«Τεράστια μορφή,» τόνισε ο Δομίνικος Εύηχος.

«Τέλος πάντων,» είπε ο Οδυσσέας, βλέποντας ότι δεν θ’άλλαζε γνώμη στον Στρατηγό. «Άλλη φορά θα σκεφτούμε αν θα το χρησιμοποιήσουμε.»

Ο Δομίνικος ένευσε, σαν αυτή να ήταν η απάντηση που ήθελε να λάβει.

Ο Οδυσσέας, μετά από λίγο, στράφηκε στη γυναίκα που ήταν καθισμένη μπροστά στην κονσόλα τηλεπικοινωνιών του αεροσκάφους. «Δεν έχουμε κανένα σήμα ακόμα από τους ανιχνευτές;»

«Τίποτα, Πρόμαχε.»

«Κάλεσε την Αθηνά.»

Η στρατιωτικός πάτησε δύο πλήκτρα, και σύντομα η φωνή της Αθηνάς ακούστηκε απ’το μεγάφωνο: «Μάλιστα;»

«Εγώ είμαι Αθηνά, ο Οδυσσέας,» της είπε ο Οδυσσέας, πιάνοντας το μικρόφωνο και φέρνοντάς το κοντά στο στόμα του.

«Πρόμαχε…»

«Έχετε εντοπίσει τίποτα;»

«Τίποτα ακόμα. Και το θεωρώ πλέον αρκετά πιθανό να μην υπάρχει καμια ενέδρα. Κατά πάσα πιθανότητα, οι Παντοκρατορικοί δεν είχαν πια δυνάμεις στο Δυτικό Πέρασμα. Τις είχαν αποσύρει από εδώ όταν κατέκτησαν τη Νούμβρια. Κι αυτοί που υποχώρησαν από τη Νούμβρια δεν νομίζω πως είναι αρκετοί για να μας έχουν στήσει ενέδρα.»

«Ναι, μάλλον έχεις δίκιο. Συνεχίστε, όμως, να κατοπτεύετε.»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε η Αθηνά, και η επικοινωνία τους τερματίστηκε.

«Ο καιρός είναι καλός,» παρατήρησε ο Δομίνικος Εύηχος, βηματίζοντας με τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του και κοιτάζοντας έξω απ’το παράθυρο. «Αν υπάρχει εχθρός, οι Μαύρες Δράκαινες θα τον βρουν· είμαι βέβαιος. Αποκλείεται να καταφέρει να τους κρυφτεί.»

2.

Ο Ανδρόνικος είχε φύγει από την περιοχή της Νούμβρια, την αυγή, προτού το Απολλώνιο στράτευμα μπει στο Δυτικό Πέρασμα. Τα είχαν συμφωνήσει με τον Οδυσσέα αποβραδίς. «Καλύτερα να πάτε στη Χρυσόπολη, Πρίγκιπά μου,» είχε πει ο Πρόμαχος. «Τώρα που η Νούμβρια είναι και πάλι δική μας, η επόμενη δύσκολη αναμέτρηση θα είναι στη Βολιρία. Θα έρθω κι εγώ, αφού βεβαιωθούμε για την κατάσταση στη Γλαυκόπολη και στην Κοιλάδα της Γλαυκής.» Ο Ανδρόνικος, όμως, νόμιζε πως, εκτός των άλλων, ο Οδυσσέας προσπαθούσε και να τον κρατήσει μακριά από κάποια πιθανώς ύπουλη κίνηση των Παντοκρατορικών· διότι δεν αποκλείεται, μέσα στο Δυτικό Πέρασμα, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας να τους είχαν στήσει ενέδρα· και το ίδιο ίσχυε και για την Κοιλάδα της Γλαυκής. Οι Απολλώνιοι δεν είχαν καθόλου καλή πληροφόρηση γι’αυτά τα μέρη.

Ωστόσο, ο Ανδρόνικος δεν διαφώνησε με τον Οδυσσέα. Έβλεπε ότι ο Πρόμαχος είχε δίκιο. Η παρουσία του Βασιληά της Απολλώνιας και Πρίγκιπα της Επανάστασης στη Χρυσόπολη ήταν σημαντική, αφού από εκεί τώρα προβλεπόταν να γίνουν όλες οι σημαντικές επιθέσεις στο Βόρειο Μέτωπο.

Έτσι, είχε φύγει από τη Νούμβρια μέσα σε αεροπλάνο. Πιλότος ήταν ο Προαιρέσιος, και, εκτός απ’αυτόν, μαζί με τον Ανδρόνικο είχαν έρθει η Ιωάννα, ο Σέλιρ’χοκ, η Άνμα’ταρ, ο Βαλέριος, και η Βατράνια. Η τελευταία, αρχικά, είχε διαφωνήσει να πάει στη Χρυσόπολη· είχε πει ότι είχε αποφασίσει να μείνει εδώ, στη Νούμβρια, για να δει πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Ο Οδυσσέας είχε τσαντιστεί μαζί της. «Δεν πρόκειται να μείνεις εδώ,» της είχε πει. «Δε μας βοηθάς σε τίποτα, και είσαι και στα πόδια μας. Αφού θέλεις να δεις πώς θα εξελιχτεί ο πόλεμος στο Βόρειο Μέτωπο, πήγαινε στη Χρυσόπολη! Αύριο θα προελαύνουμε μέσα στο Δυτικό Πέρασμα, και μαζί μας δεν υπάρχει περίπτωση να σε έχω!» Η Βατράνια μπορεί να ήταν καλή ως πράκτορας της Επανάστασης, αλλά δεν είχε στρατιωτική εμπειρία· ο Ανδρόνικος θεωρούσε δικαιολογημένο τον Οδυσσέα να μην τη θέλει εδώ. Η ίδια η Βατράνια, βέβαια, είχε θυμώσει με τον Πρόμαχο· αλλά τελικά είχε φύγει μαζί με τον Ανδρόνικο, πετώντας προς Χρυσόπολη. Δε μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Το αεροπλάνο τους τώρα, ύστερα από μια ώρα πτήσης, περνούσε πάνω από τους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος – μια μεγάλη περιοχή ανάμεσα στη Νούμβρια, τη Χρυσόπολη, και την Ταλκασία, γεμάτη δασώδεις λόφους. Ο Προαιρέσιος ήταν στο πηδάλιο, και ο Ανδρόνικος καθόταν δίπλα του, κοιτάζοντας κάτω: και ενθυμούμενος, για λίγο, τον καιρό που είχε κάνει πόλεμο στους Παντοκρατορικούς μέσα από τους Δασότοπους του Ωχρού Χώματος.

Διώχνοντας αυτές τις αναμνήσεις απ’το μυαλό του – δεν είχαν πια κανένα νόημα – στράφηκε στη Βατράνια, που καθόταν πίσω του, σιωπηλή, κοιτάζοντας από ένα φινιστρίνι.

«Γιατί θέλεις να βρίσκεσαι στην Απολλώνια, Βατράνια;» τη ρώτησε.

Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της επάνω του. «Ήρθα για να ζητήσω ενισχύσεις για τη Σεργήλη, Πρίγκιπά μου· το ξέρεις.»

«Ο Οδυσσέας, όμως, σου είπε ότι υπάρχει δυσκολία, και δε νομίζω τα πράγματα ν’αλλάξουν σύντομα. Ίσως η Επανάσταση στη Σεργήλη να σε χρειάζεται πολύ περισσότερο από ό,τι σε χρειαζόμαστε στην Απολλώνια.»

Η Βατράνια μειδίασε στραβά. «Τουλάχιστον, με διώχνεις με τρόπο. Το εκτιμώ αυτό.»

Ο Ανδρόνικος γέλασε. «Δε σε διώχνω. Μείνε, αν θέλεις να μείνεις. Απλώς σου λέω πως, αν το κάνεις για να βοηθήσεις τη Σεργήλη, δεν έχει νόημα. Δε μπορούμε τώρα να στείλουμε ενισχύσεις εκεί. Ούτε ένα αεροσκάφος. Ούτε έναν στρατιώτη. Αργότερα ίσως, όταν έχουμε απομακρύνει τους Παντοκρατορικούς από τη Βολιρία και την Ξανθούπολη.»

«Και πότε υπολογίζεις να γίνει αυτό;» ρώτησε η Βατράνια.

«Δεν είμαι βέβαιος. Όπως βλέπεις, όμως, ετοιμαζόμαστε για την τελική ήττα των Παντοκρατορικών στην Απολλώνια.»

«Θα περιμένω, τότε,» είπε η Βατράνια. «Λίγο ακόμα, τουλάχιστον. Ούτε στη Σεργήλη μπορώ να κάνω κάτι ιδιαίτερο για να βοηθήσω, από μόνη μου. Ο Οδυσσέας, χτες, δεν είχε άδικο που μου είπε πως θα του ήμουν περισσότερο βάρος παρά βοήθεια στο Δυτικό Πέρασμα. Δεν έχω στρατιωτικές γνώσεις. Και ακόμα και οι πολεμικές μου ικανότητες είναι περιορισμένες. Ωστόσο,» τόνισε, «θα μπορούσε να μου το είχε ζητήσει πιο ευγενικά.»

«Ήταν πολύ πιεσμένος,» είπε ο Ανδρόνικος. «Όλοι μας είμαστε, τούτο τον καιρό.»

Η Βατράνια ένευσε σαν να ήθελε ν’αποκριθεί: Εντάξει, το καταλαβαίνω· κι έστρεψε πάλι το βλέμμα της στο φινιστρίνι.

Μετά από ακόμα μία ώρα κι ένα τέταρτο πτήσης, έφτασαν πάνω από τη Χρυσόπολη και έδωσαν αμέσως σήμα ότι επρόκειτο για Απολλώνιο αεροσκάφος και όχι για εχθρικό· διότι, έτσι όπως ήταν τα πράγματα τώρα, δεν αποκλείεται να τους κατέρριπταν εν όψει.

Από κάτω, ο Ανδρόνικος μπορούσε να δει ότι τα σημάδια του πολέμου ακόμα δεν είχαν σβηστεί από τη Χρυσόπολη, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει από τότε που οι Παντοκρατορικοί την είχαν πρόσκαιρα κατακτήσει και μετά είχαν αναγκαστεί να υποχωρήσουν από εκεί. Φαντάσου πόσο καιρό θα χρειαστεί μέχρι να ανοικοδομηθεί η Νούμβρια, όπου τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Πόσο καιρό θα χρειαστεί μέχρι να μπορεί πάλι να ονομαστεί πόλη…

Ο Προαιρέσιος πλησίασε το παλάτι της Χρυσόπολης και ζήτησε άδεια προσγείωσης, δηλώνοντας ότι μετέφερε τον Βασιληά. Η άδεια αμέσως δόθηκε, και το αεροπλάνο προσεδαφίστηκε στο μικρό αεροδρόμιο του παλατιού, σταματώντας κοντά σε άλλα αεροσκάφη. Οι πόρτες του άνοιξαν και οι επιβάτες κατέβηκαν.

Ο Ανδρόνικος έριξε ένα βλέμμα στην Ιωάννα, για να δει πώς βάδιζε και πώς στεκόταν. Το κεφάλι της ήταν, φυσικά, ακόμα δεμένο με επίδεσμο, και ο Πρίγκιπας της Επανάστασης φοβόταν ότι ίσως το τραύμα της να την έκανε να ζαλίζεται. Όμως δεν την είδε να παραπατά. Αν έκρινε κανείς από τις κινήσεις της, θα μπορούσε να μην είχε ποτέ τραυματιστεί. Θα μπορούσε να φόρα τον επίδεσμο σαν κεφαλόδεσμο γύρω απ’τα ξανθά μαλλιά της. Μαύρες Δράκαινες… σκέφτηκε ο Ανδρόνικος.

Ένας υπηρέτης και μια υπηρέτρια του παλατιού ήρθαν γρήγορα κοντά σ’εκείνον και τους συντρόφους του και έκαναν υπόκλιση προσφωνώντας τον Μεγαλειότατε. «Αν γνωρίζαμε για την άφιξή σας, θα είχαν γίνει οι απαραίτητες προετοιμασίες,» είπε ο υπηρέτης.

«Καμία προετοιμασία δεν χρειαζόταν,» είπε ο Ανδρόνικος. Και ρώτησε: «Ποιος βρίσκεται τώρα στο παλάτι; Η Δούκισσα; Ο Δούκας;»

«Κανένας από τους δύο, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο υπηρέτης – ένας χρυσόδερμος, εύσωμος μεσήλικας. «Ο μεγάλος τους γιος, ο Άρχοντας Καλλίβιος, είναι υπεύθυνος στο παλάτι, και έχει τη διοίκηση της πόλης μαζί με τον αδελφό του, τον Άρχοντα Κορνήλιο.»

«Μάλιστα,» είπε ο Ανδρόνικος. «Οδηγήστε με, τότε, στον Άρχοντα Καλλίβιο.»

«Όπως προστάζει ο Βασιληάς μας.»

Οι υπηρέτες υποκλίθηκαν ξανά και βάδισαν πρώτοι, με τον Ανδρόνικο και τους υπόλοιπους στο κατόπι τους. Διέσχισαν τον κήπο του παλατιού και μπήκαν στο κεντρικό οικοδόμημα, όπου στη μεγάλη αίθουσα συνάντησαν τον Καλλίβιο, ο οποίος είχε ήδη ειδοποιηθεί για τον ερχομό τους. Ήταν ένας ψηλός νεαρός με τα σημάδια του πολέμου φανερά στο πρόσωπο και στα μάτια του. Είχε δει πολλούς θανάτους και καταστροφές για την ηλικία του. Πριν από κάποια χρόνια, όταν η Χρυσόπολη είχε κατακτηθεί από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας, η Δούκισσα Ευδοκία είχε αιχμαλωτιστεί εδώ, στο παλάτι, αρνούμενη να εγκαταλείψει την πόλη της. Είχε, όμως, προστάξει τον σύζυγό της, Πολυκρίτη, και τους δύο γιους της να φύγουν, να πάνε στα ενδότερα του Βασιλείου της Απολλώνιας, όπου θα ήταν ασφαλείς. Εκείνοι δεν είχαν υπακούσει: είχαν κάνει πως έφευγαν αλλά, στην πραγματικότητα, είχαν κρυφτεί μέσα στη Χρυσόπολη, όπου και οργάνωσαν μια αντίσταση εναντίον των Παντοκρατορικών κατακτητών. Ο Ανδρόνικος και οι Απολλώνιες δυνάμεις είχαν βοηθηθεί πολύ από αυτή την αντίσταση, όταν επιχείρησαν – και τα κατάφεραν – να πάρουν την πόλη από τα χέρια της Παντοκράτειρας.

Ο Άρχοντας Καλλίβιος έμοιαζε, στην εμφάνιση, περισσότερο στον πατέρα του απ’ό,τι στη μητέρα του. Είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, σαν εκείνον, ενώ η Δούκισσα της Χρυσόπολης ήταν κατάλευκη στο δέρμα. Τα μαλλιά του ήταν καστανά και σπαστά, και είχε αφήσει μούσι, ενώ την τελευταία φορά που ο Ανδρόνικος τον είχε δει το πρόσωπό του ήταν ξυρισμένο. Φορούσε γαλανό πουκάμισο με αργυρό σιρίτι, και μαύρο δερμάτινο παντελόνι και μπότες. Από τη ζώνη του κρέμονταν ένα σπαθί με χρυσοποίκιλτη λαβή, κι ένα πιστόλι. Ο Ανδρόνικος είχε ακούσει πως ο Άρχοντας Καλλίβιος ήταν εξαιρετικός ξιφομάχος· όλοι οι ευγενείς της Χρυσόπολης το έλεγαν. Κι όλοι φοβόνταν να τον Καλέσουν. Ούτε ένας που τον είχε Καλέσει δεν τον είχε νικήσει μέχρι στιγμής. Τα Καλέσματα δεν ήταν για σοβαρά ζητήματα, βέβαια, απ’ό,τι ήξερε ο Ανδρόνικος, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως οι ευγενείς δεν τα έπαιρναν στα σοβαρά. Παντού στην Απολλώνια το Κάλεσμα ήταν σοβαρή υπόθεση ανάμεσα στην αριστοκρατία.

«Μεγαλειότατε,» χαιρέτησε ο Άρχοντας Καλλίβιος, κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση. «Κανένας δεν με ενημέρωσε για την άφιξή σας εκ των προτέρων.»

«Κανένας δεν ήξερε ότι θα ερχόμουν, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Ούτε κι εγώ ο ίδιος. Χτες βράδυ το αποφάσισα.»

«Υπάρχει ιδιαίτερος λόγος για την επίσκεψή σας;» ρώτησε ο Καλλίβιος· κι ο Ανδρόνικος παρατήρησε ότι οι διάφοροι αυλικοί που βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα παρατηρούσαν τους επισκέπτες και τον μεγάλο γιο της Δούκισσάς τους με έντονο ενδιαφέρον. Και ήταν, βέβαια, όλοι τους όρθιοι για να υποδεχτούν τον Βασιληά, όπως υποδείκνυαν οι καλοί τρόποι.

«Κατά πρώτον,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «θέλω να σας ανακοινώσω – να ανακοινώσω σε όλους σας,» τόνισε ρίχνοντας ένα γρήγορο βλέμμα στους συγκεντρωμένους αυλικούς κι επιστρέφοντας τη ματιά του ξανά στον Καλλίβιο, «ότι η Νούμβρια είναι τώρα δική μας, και οι Απολλώνιες δυνάμεις έχουν ήδη προχωρήσει στο Δυτικό Πέρασμα–»

Ζητωκραυγές και γέλια τον διέκοψαν. Οι αυλικοί φαίνονταν πολύ ευχαριστημένοι. Όπως ήταν αναμενόμενο, άλλωστε. Ορισμένοι μιλούσαν αναμεταξύ τους, ή φιλιόνταν, ή αγκαλιάζονταν.

Σώπασαν, ωστόσο, καθώς ο Ανδρόνικος συνέχιζε: «Αυτό σημαίνει πως η δυτική πλευρά του Βόρειου Μετώπου βρίσκεται, κατά πάσα πιθανότητα, υπό τον έλεγχό μας. Το θεωρούμε αμφίβολο αν θα συναντήσουμε αντίσταση στο Δυτικό Πέρασμα, ή αν η αντίσταση αυτή θα είναι μεγάλη. Επιπλέον, ούτε στην Κοιλάδα της Γλαυκής περιμένουμε να δυσκολευτούμε, αν και εκεί κάποιες Παντοκρατορικές δυνάμεις πρέπει, οπωσδήποτε, να υπάρχουν.»

«Τα νέα που μας φέρνετε είναι εξαιρετικά, Βασιληά μου,» είπε ο Καλλίβιος, που κι αυτός χαμογελούσε και τα καστανά του μάτια γυάλιζαν. «Ήταν, αληθινά, εκείνο που όλοι χρειαζόμασταν ν’ακούσουμε.» Και ρίχνοντας μια ματιά στους αυλικούς του: «Δεν μιλάω σωστά, άρχοντές μου, αρχόντισσές μου;»

Του αποκρίθηκαν πως, πράγματι, μιλούσε σωστά· πως αυτά ήταν, όντως, καταπληκτικά νέα· πως ο στρατός, αναμφίβολα, θα εμψυχωνόταν από τη νίκη στη δυτική πλευρά του Βόρειου Μετώπου.

«Και εκτιμούμε ιδιαιτέρως το γεγονός ότι εσείς ο ίδιος, Μεγαλειότατε, ήρθατε για να μας ενημερώσετε,» είπε ο Καλλίβιος στον Ανδρόνικο. «Αισθανόμαστε ταπεινωμένοι.»

«Δεν ήρθα μόνο για να σας φέρω τα νέα, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Αυτό θα μπορούσε να το κάνει κι ένας μαντατοφόρος, χωρίς δυσκολία. Ήρθα για να είμαι εδώ, μαζί σας, στον αγώνα που δίνετε εναντίον των Παντοκρατορικών. Ήρθα για να πολεμήσω στο πλευρό σας, ώστε να πάρουμε τη Βολιρία από τα χέρια της Παντοκράτειρας και να την καταστήσουμε ξανά μέρος του Βασιλείου της Απολλώνιας!»

Ζητωκραυγές ακούστηκαν πάλι από τους ενθουσιασμένους αυλικούς.

3.

Το μεσημέρι, ο Καλλίβιος φιλοξένησε τον Ανδρόνικο και τους συντρόφους του στο παλάτι και γευμάτισε μαζί τους. Εκτός από αυτόν, στο τραπέζι ήταν και ο μικρότερος αδελφός του, Κορνήλιος (που έμοιαζε περισσότερο στη μητέρα τους, τη Δούκισσα, και λιγότερο στον πατέρα τους), καθώς επίσης και η σύζυγος του Καλλίβιου, Αντιγόνη, και ο Συνταγματάρχης Λούσιος Εύστομος, τοπικός στρατιωτικός από τον Οίκο των Ευστόμων.

Ο Ανδρόνικος τούς ζήτησε να του μιλήσουν για την κατάσταση στο Πέρασμα του Σμαραγδένιου Βουνού, καθώς έτρωγαν, κι εκείνοι δεν δίστασαν να υπακούσουν.

«Το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού είναι πάλι δικό μας, Μεγαλειότατε,» είπε ο Συνταγματάρχης Εύστομος. «Και από εκεί χτυπάμε τη Βολιρία.»

«Αυτό το γνωρίζω ήδη, Συνταγματάρχη,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Με έχει ενημερώσει ο Πρόμαχος Οδυσσέας.»

«Τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και τόσο, από τότε που ο Πρόμαχος ήταν κοντά μας,» είπε ο Συνταγματάρχης Εύστομος.

«Πώς είναι η αντίσταση στη Βολιρία;»

«Πολύ σθεναρή, Μεγαλειότατε. Ενισχύσεις έρχονται διαρκώς από τα βόρεια. Και υπάρχουν Παντοκρατορικές δυνάμεις γύρω από την πόλη, όχι μονάχα μέσα σ’αυτήν. Οι Παντοκρατορικοί φαίνονται αποφασισμένοι να κρατήσουν τη Βολιρία με νύχια και με δόντια αν χρειαστεί.»

«Το ξέρουν πως, αν χάσουν την Απολλώνια, η Παντοκρατορία τους θα διαλυθεί,» είπε ο Καλλίβιος.

Ο Ανδρόνικος θεωρούσε αυτή τη σκέψη λιγάκι αφελή. Η Απολλώνια ήταν, σίγουρα, μια σημαντική διάσταση του Γνωστού Σύμπαντος, αλλά η επιβίωση της Παντοκρατορίας δεν εξαρτιόταν μόνο από τη λαβή που ακόμα διατηρούσε πάνω στην Απολλώνια. Για να διαλυθεί, θα έπρεπε πολλές διαστάσεις να επαναστατήσουν εναντίον της – όπως και γινόταν αυτή τη στιγμή, ευτυχώς. Οι Απολλώνιοι μόνοι τους δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ένα τόσο ισχυρό και μεγάλο θηρίο.

Αλλά ο Ανδρόνικος, φυσικά, δεν ανέφερε τίποτα από αυτά στον γιο της Δούκισσας Ευδοκίας και του Δούκα Πολυκρίτη. Καλό ήταν, άλλωστε, οι νεαροί Απολλώνιοι να πιστεύουν στον αγώνα κατά της Παντοκράτειρας. Είπε: «Παρά τα τόσα μέτωπα που έχουν ανοιχτά σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν, εξακολουθούν να στέλνουν ενισχύσεις στη Βολιρία…»

«Μάλιστα, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο Συνταγματάρχης Εύστομος. «Μέχρι και στις τελευταίες αναφορές που μας έχουν έρθει σημειώνεται ότι δέχτηκαν ενισχύσεις· οι δυνάμεις τους αυξήθηκαν παρά τις ζημιές που είχαν υποστεί εξαιτίας μας.»

Ο Ανδρόνικος τα σκέφτηκε όλ’αυτά καθώς έτρωγε, χωρίς να μιλά.

Η Ιωάννα ρώτησε: «Έχουν προσπαθήσει να καταλάβουν το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού ξανά;»

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Συνταγματάρχης Εύστομος. «Ο πόλεμός τους είναι αμυντικός τώρα. Θετικό πράγμα για εμάς. Μέχρι ν’αποφασίσουμε ότι πρέπει οπωσδήποτε να τους διώξουμε από τη Βολιρία και να τους ωθήσουμε βόρεια.»

«Αυτή η ώρα έχει έρθει, Συνταγματάρχη,» είπε ο Ανδρόνικος. «Τώρα που η δυτική πλευρά του Βόρειου Μετώπου είναι δική μας, θα κινηθούμε βόρεια και ανατολικά. Θα πάω ο ίδιος στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού.» Ήπιε μια γουλιά από το κρασί του.

«Θα ήθελα να σας συνοδέψω, Βασιληά μου,» δήλωσε ο Καλλίβιος, «αλλά η μητέρα έχει προστάξει να μείνουμε εδώ, εγώ κι ο αδελφός μου. Έχουν έρθει, όμως, στιγμές που μπαίνω στον πειρασμό να την παρακούσω…»

«Η Δούκισσα έχει δίκιο, Άρχοντά μου, που σας θέλει στη Χρυσόπολη. Η πόλη δεν μπορεί να μείνει χωρίς την πρέπουσα διοίκηση.»

Και ο Συνταγματάρχης Λούσιος Εύστομος έγνεψε καταφατικά, σαν να ήθελε να υπογραμμίσει τα λόγια του Βασιληά της Απολλώνιας.

«Το αντιλαμβάνομαι,» είπε ο Καλλίβιος. «Όμως πιστεύω πως η μητέρα και ο πατέρας βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού.»

«Τώρα μας είπε ο συνταγματάρχης ότι οι Παντοκρατορικοί δεν έχουν κάνει καμία προσπάθεια να καταλάβουν ξανά το φρούριο…»

«Πράγματι, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο Καλλίβιος. «Αλλά μπορεί να το επιχειρήσουν. Τίποτα δεν μας λέει ότι αυτό αποκλείεται. Αν θέλουν να παραμείνουν στη Βολιρία, μάλιστα, νομίζω πως θα τους είναι αναγκαίο να καταλάβουν το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού, αλλιώς συνεχώς θα το χρησιμοποιούμε ως βάση για να τους χτυπάμε από εκεί.»

Ο Ανδρόνικος σκέφτηκε ότι ο γιος της Ευδοκίας μιλούσε σωστά. Όντως, αν οι Παντοκρατορικοί ήθελαν να κρατήσουν τη Βολιρία, θα έπρεπε κάποια στιγμή να επιχειρήσουν να καταλάβουν το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού, προκειμένου να διώξουν την απειλή του από τόσο κοντά τους.

«Θα τους αποτρέψουμε, Άρχοντά μου,» είπε ο Ανδρόνικος. «Γι’αυτό είμαστε εδώ. Σύντομα, η Βολιρία θα είναι και πάλι μέρος του Βασιλείου της Απολλώνιας.»

4.

Μέχρι να πέσει η νύχτα, οι Απολλώνιες δυνάμεις είχαν φτάσει στα μέσα του Δυτικού Περάσματος, μεταφέροντας τους στρατιώτες τους με μεγάλα μεταγωγικά – οχήματα ξηράς και αεροσκάφη. Τα εδάφη είχαν ελεγχθεί εξονυχιστικά από τους ανιχνευτές τους και καμία ενέδρα Παντοκρατορικών δεν είχε εντοπιστεί.

Ο Οδυσσέας βρισκόταν πάλι στο εσωτερικό του Μεταβλητού Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος, το οποίο είχε τώρα τη μορφή μεγάλου εξάτροχου και ήταν σταματημένο μέσα στον καταυλισμό των Απολλώνιων, που τα φώτα του έσχιζαν τη νύχτα. Ο Πρόμαχος καθόταν μαζί με την Αθηνά, τον Ευθύπορο, και τον Σθένελο’σαρ, και συζητούσαν πίνοντας.

«Και η υπόλοιπη πορεία μας το ίδιο εύκολη προβλέπω να είναι,» έλεγε η Μαύρη Δράκαινα, έχοντας τα πόδια της διπλωμένα επάνω στο κάθισμά της. Το κατάμαυρο δέρμα της ήταν μισοχαμένο στο σκοτάδι, εκεί μέσα στις σκιές όπου καθόταν. Μονάχα τα πορφυρά μαλλιά της φαίνονταν έντονα, και τα μάτια της. «Όταν όμως φτάσουμε στην Κοιλάδα της Γλαυκής υποπτεύομαι πως τα πράγματα θα δυσκολέψουν.»

«Πιο λογικό δεν θα ήταν να μας επιτεθούν μέσα στο πέρασμα;» είπε ο Ευθύπορος. «Τα στενά μέρη συμφέρουν τους αμυνόμενους.»

«Όταν οι αμυνόμενοι είναι ήδη εκεί,» αποκρίθηκε η Αθηνά. «Οι Παντοκρατορικοί, μάλλον, δεν είχαν αφήσει καθόλου στρατό στο Δυτικό Πέρασμα αφού κατέκτησαν τη Νούμβρια. Τι να τον κάνουν, εξάλλου; Ο σκοπός ήταν να κρατήσουν την πόλη. Και δεν φοβόνταν ότι κάποιος θα ερχόταν από τα νώτα τους.»

«Και πάλι, όμως, δεν θα τους συνέφερε καλύτερα να φέρουν στρατό στο πέρασμα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, αφού τους διώξαμε από τη Νούμβρια;»

«Ίσως και να τους συνέφερε – αν μπορούσαν να φανούν τόσο γρήγοροι. Αλλά μάλλον δεν μπορούσαν. Εμείς ήμασταν πιο γρήγοροι απ’αυτούς. Μπήκαμε στο πέρασμα αμέσως μόλις επανακτήσαμε την πόλη.»

Ο Οδυσσέας είπε: «Ίσως να μην το περίμεναν αυτό. Να προχωρήσουμε αμέσως ύστερα από τη νίκη μας, εννοώ.»

«Ίσως,» συμφώνησε η Αθηνά, και ήπιε μια γουλιά από το αναψυκτικό της που ονομαζόταν Σερπετού Αίμα χωρίς να περιέχει ούτε σταγόνα αίματος από Σερπετό.

Ο Σθένελος είπε: «Θα δούμε στην πράξη τι θα γίνει. Αυτό δε συμβαίνει πάντα στον πόλεμο, εξάλλου; Πάρα τα σχέδια που μπορεί να κάνεις, στο τέλος όλα στην πράξη τα βλέπεις.» Και ο Σθένελος ήξερε από πόλεμο: είχε αγωνιστεί και στο Βόρειο Μέτωπο της Απολλώνιας, εναντίον των Παντοκρατορικών, αλλά και στο Νότιο, εναντίον των τερατωδών πλασμάτων που έρχονταν από την Απολεσθείσα Γη (και που τον τελευταίο καιρό, ευτυχώς για τους Απολλώνιους, είχαν ελαττώσει τις επιθέσεις τους σαν να είχαν κουραστεί).

«Έτσι είναι,» είπε ο Ευθύπορος. «Αλλά καλύτερα να είσαι προετοιμασμένος.»

«Δε λέω το αντίθετο,» αποκρίθηκε ο Σθένελος, κι έπαψε να προσπαθεί να διακρίνει τη μορφή της Αθηνάς μέσα από τις σκιές. Τουλάχιστον ένα μήνα είχε βάλει στο μάτι τη μελανόδερμη Μαύρη Δράκαινα, μα δεν είχε καταφέρει να την πλησιάσει. Ο Οδυσσέας τον είχε παρατηρήσει πολλές φορές. Είναι χειρότερος από εμένα, είχε σκεφτεί. Ο Οδυσσέας μπορεί κατά καιρούς να είχε σχέσεις με διάφορες γυναίκες στο Γνωστό Σύμπαν μα αυτό δεν συνέβαινε επειδή τις κυνηγούσε· απλά έτσι έρχονταν οι περιστάσεις· και ποτέ δεν ήταν φορτικός μαζί τους. Ο Σθένελος, όμως, δρούσε σαν ελεύθερος σκοπευτής. Η Αθηνά, μια μέρα, είχε πει στον Πρόμαχο: «Θα τον δείρω άμα συνεχίσει.» Ο Οδυσσέας είχε απλώς χαμογελάσει. «Μην τον παρεξηγείς. Έτσι είναι, από τη φύση.»

Επί του παρόντος, ο Οδυσσέας είπε: «Καλό θα ήταν να μάθουμε τι θα έχουμε ν’αντιμετωπίσουμε στην Κοιλάδα της Γλαυκής προτού βγάλουμε το στράτευμά μας από το Δυτικό Πέρασμα.»

«Να κατοπτεύσουμε με το ξημέρωμα;» ρώτησε η Αθηνά.

«Ναι, κάποια αεροσκάφη σκέφτομαι πως θα συνέφερε να τα στείλουμε από το πρωί, ώστε να περάσουν πάνω από τα βουνά και να κοιτάξουν τι γίνεται από την άλλη. Αλλά ανιχνευτές ξηράς όχι από τόσο νωρίς. Από το απόγευμα, που θα έχουμε βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχει αντίσταση στο πέρασμα.»

Η Αθηνά ένευσε, μοιάζοντας να συμφωνεί. Ήπιε ακόμα μια γουλιά από το μεταλλικό κουτάκι με το αναψυκτικό της.

«Αν υπάρχει αντίσταση,» προειδοποίησε ο Ευθύπορος, «πιθανώς να καταρρίψουν τα αεροσκάφη, Πρόμαχε.»

«Δε θα περάσουν πάνω από το πέρασμα· θα περάσουν από τα νότια και θα κάνουν κύκλο. Θα ρίξουν μια γρήγορη ματιά στην Κοιλάδα της Γλαυκής κι αμέσως θα επιστρέψουν.»

Ο Ευθύπορος δεν μίλησε, αλλά, αν έκρινε ο Οδυσσέας από την όψη του, η ιδέα εξακολουθούσε να μην του φαίνεται καλή. Πολεμούσε μέσα στον Στρατό της Παντοκράτειρας κάποτε, εναντίον των επαναστατών: και ίσως αυτό να τον έχει κάνει να φοβάται τους Παντοκρατορικούς περισσότερο απ’ό,τι εμείς…

«Ο στρατηγός έχει πάει για ύπνο;» ρώτησε ο Σθένελος, αλλάζοντας θέμα.

«Τον ξέρεις τον Δομίνικο Εύηχο,» του είπε ο Οδυσσέας. «Πιστεύει ότι πρέπει να κοιμάσαι νωρίς για να ξυπνάς νωρίς· και δεν χαλαρώνει εύκολα την πειθαρχία του.»

Ο Ευθύπορος κι η Αθηνά γέλασαν, και ο Σθένελος χαμογέλασε πλατιά και ήπιε λίγο απ’το κρασί του.

5.

Ο Άρχοντας Καλλίβιος τούς φιλοξένησε, φυσικά, στο δούκικο παλάτι της Χρυσόπολης για τη νύχτα. Και για όσο καιρό ήθελαν, πρόσθεσε. Αλλά ο Ανδρόνικος δεν σκόπευε να μείνει εκεί για πολύ. Θα πήγαινε στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού μόλις ξημέρωνε, γιατί επιθυμούσε να βρίσκεται όσο πιο κοντά μπορούσε στον πόλεμο που έδιναν οι Απολλώνιοι εναντίον των Παντοκρατορικών.

«Οι κινήσεις σου είναι ανόητες!» του είπε η Ιωάννα, το βράδυ, όταν βρέθηκαν μόνοι οι δυο τους, στη στολισμένη αίθουσα δίπλα στα δωμάτια που ο Άρχοντας Καλλίβιος είχε παραχωρήσει στους συντρόφους του Ανδρόνικου. Ο ίδιος ο Ανδρόνικος φιλοξενείτο σ’άλλο σημείο του παλατιού, ένα όροφο πιο πάνω, και είχε τρία πλήρως εξοπλισμένα δωμάτια στη διάθεσή του: ένα δωμάτιο αναψυχής, ένα γραφείο, και ένα υπνοδωμάτιο – χωρίς να υπολογίζει κανείς το λουτρό και την τουαλέτα. «Κανένας λογικός βασιληάς της Απολλώνιας δεν θα έβαζε τον εαυτό του σε τόσο μεγάλο κίνδυνο, εκτός αν ήταν ανάγκη!»

«Έχω βάλει τον εαυτό μου και σε μεγαλύτερο κίνδυνο· το ξέρεις και το ξέρω.» Ο Ανδρόνικος καθόταν σ’έναν καναπέ φτιαγμένο από βελούδο και ξύλο. Η Ιωάννα ήταν καθισμένη σε μια πολυθρόνα αντίκρυ του, καπνίζοντας, και αποτρέποντας τον εαυτό της απ’το να πάει και να κουλουριαστεί δίπλα του, παρότι το ήθελε. Είμαστε στην Απολλώνια τώρα, έλεγε από μέσα της, όχι στη Σάρντλι. Αυτά τελείωσαν!

«Δεν ήσουν Βασιληάς της Απολλώνιας τότε.»

«Ήμουν, όμως, Αντιβασιλέας, διορισμένος απ’τον πατέρα μου.» Όταν ο Βασιληάς Αρχίμαχος είχε αρρωστήσει, είχε δηλώσει πως ο Ανδρόνικος μπορούσε να παίρνει αποφάσεις αντί για εκείνον.

«Άλλο βασιληάς άλλο αντιβασιλέας,» επέμεινε η Ιωάννα. «Κι επιπλέον, τότε ο αδελφός σου ο Λούσιος ζούσε ακόμα–»

«Ας μη συζητάμε για τον Λούσιο!» τη διέκοψε απότομα ο Ανδρόνικος. Προτιμούσε να μην τον σκέφτεται. Ο Λούσιος τον είχε προδώσει, είχε προσπαθήσει να σφετεριστεί την εξουσία, είχε κάνει πράγματα απαράδεκτα στο Βασίλειο, και ο Ανδρόνικος είχε αναγκαστεί, στο τέλος, να τον σκοτώσει. Ακόμα δεν είχε συμβιβαστεί απόλυτα μ’αυτό – ακόμα αναρωτιόταν κάπου-κάπου αν τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχτεί αλλιώς – όμως ήξερε ότι είχε κάνει ό,τι ήταν απαραίτητο να κάνει, δεδομένων των περιστάσεων. «Αν κάτι μού συμβεί, η Βασιλική εξακολουθεί να είναι ζωντανή και υγιέστατη. Θα πάρει εκείνη τον Κυανό Θρόνο.»

«Μου έχεις πει, όμως, ότι ο πατέρας σας ποτέ δεν τη θεωρούσε και τόσο καλή για να διοικήσει· και μου έχεις πει, επίσης, ότι συμφωνούσες μαζί του σ’αυτό.»

«Τι καθόμαστε και συζητάμε, Ιωάννα; Τι νόημα έχουν όλα τούτα;»

«Το θέμα είναι ότι δεν θα έπρεπε να πας στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού. Το καλύτερο θα ήταν να επέστρεφες στην Απαστράπτουσα, και εγώ, η Άνμα, κι ο Σέλιρ θα πηγαίναμε στο φρούριο. Αυτή είναι η δουλειά μας. Η δική σου είναι άλλη, τώρα.» Και δε χρειάζεται να είμαστε συνέχεια τόσο κοντά, πρόσθεσε νοερά, κι αναστέναξε, σβήνοντας το τσιγάρο της στο τασάκι επάνω στο γόνατό της.

«Η δουλειά μου δεν έχει αλλάξει, Ιωάννα. Εξακολουθώ να είμαι ο Πρίγκιπας της Επανάστασης. Ποτέ άλλοτε δεν μου έλεγες να φύγω–»

«Σου είπα – ήταν διαφορετικές οι συνθήκες.»

«Δεν το νομίζω.» Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε από τον καναπέ.

«Δεν το νομίζεις;» έκανε η Ιωάννα, δυναμώνοντας ασυναίσθητα τη φωνή της. «Τι είναι, τότε;»

«Πηγαίνω για ύπνο,» είπε ο Ανδρόνικος, αποφεύγοντας εσκεμμένα να απαντήσει.

Η Ιωάννα σηκώθηκε, απότομα, από την πολυθρόνα ρίχνοντας το τασάκι της στο χαλί. «Και είναι ανάγκη όλοι να είμαστε σ’ένα μέρος, λοιπόν; Θα μπορούσα εγώ να ήμουν στο Δυτικό Πέρασμα. Ίσως εκεί να με είχαν ανάγκη περισσότερο! Ίσως να παρουσιαστεί κίνδυνος. Εδώ, νομίζω ότι οι Απολλώνιοι έχουν όσες δυνάμεις χρειάζονται!»

Υπέροχα… σκέφτηκε, κουρασμένα, ο Ανδρόνικος. Αρχίσαμε τα ίδια πάλι. «Δε σε υποχρέωσα να έρθεις, Ιωάννα,» της αποκρίθηκε. «Απλώς είπα εσύ, η Άνμα, και ο Σέλιρ να έρθετε μαζί μου. Γιατί δεν διαφώνησες αφού δεν ήθελες να έρθεις;»

Η Ιωάννα αισθάνθηκε κάτι να πιέζει τον λαιμό της. «Ήθελα να έρθω. Αλλά δεν ξέρω αν αυτή είναι η… πιο συνετή κίνηση. Όπως και το γεγονός ότι σκοπεύεις να πας ο ίδιος στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού!»

«Θα πάω, όμως,» είπε ο Ανδρόνικος. «Εγώ ξεκίνησα αυτό τον αγώνα, εγώ θα τον τελειώσω. Καληνύχτα, Ιωάννα.»

«Καληνύχτα, Ανδρόνικε,» μουρμούρισε εκείνη, βλέποντάς τον να βγαίνει από την αίθουσα.

Ύστερα έσκυψε, μάζεψε το τασάκι, τις στάχτες, και τα αποτσίγαρα απ’το χαλί και τα απόθεσε πάνω σ’ένα τραπεζάκι. Βγήκε κι εκείνη από την αίθουσα, αλλά από άλλη έξοδο, προς τα δωμάτια όπου φιλοξενούνταν οι επαναστάτες σύντροφοί της.

Και είδε πως στον διάδρομο δεν ήταν μόνη. Η Βατράνια είχε την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και τα χέρια σταυρωμένα μπροστά της, γεμίζοντας τη ρόμπα της με βαθιές πτυχώσεις.

Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε, σταματώντας να βαδίζει.

«Νομίζεις ότι είναι λάθος που πηγαίνουμε στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού;» ρώτησε η Βατράνια.

Τα μάτια της Ιωάννα γυάλισαν οργισμένα. «Κρυφάκουγες;»

«Όχι επίτηδες,» αποκρίθηκε αμέσως η Βατράνια. «Είχα πάει στο λουτρό.» Έδειξε την πόρτα του λουτρού με τον αντίχειρά της. «Και γυρίζοντας….» Ανασήκωσε τους ώμους.

Τα ξανθά μαλλιά της ήταν βρεγμένα, παρατήρησε η Ιωάννα. Μπορεί και να έλεγε αλήθεια. Ωστόσο, είχε κρυφακούσει! «Δε μπορούσες απλά να πας στο δωμάτιό σου;»

«Συγνώμη,» είπε η Βατράνια (αν και η Ιωάννα δεν πίστευε ότι πραγματικά λυπόταν), «αλλά… δεν ξέρω,» χαμογέλασε· «νόμιζα ότι γινόταν κάτι το σημαντικό, ίσως. Είναι σημαντικό;»

«Τι να είναι σημαντικό; Απλά συζητάγαμε. Τίποτα το σπουδαίο.» Η Ιωάννα την προσπέρασε, πηγαίνοντας προς την πόρτα του δωματίου της.

«Νομίζεις, όμως, πως δεν κάνει καλά ο Πρίγκιπάς μας που πηγαίνει στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού;»

Η Ιωάννα σταμάτησε προτού πιάσει το πόμολο. Αναστέναξε. «Θα ήταν ίσως καλύτερα να βρισκόταν στην Απαστράπτουσα. Είναι Βασιληάς της Απολλώνιας, άρα οφείλει να είναι στην πρωτεύουσα του Βασίλειου του.»

«Σπάνια, όμως, βρίσκεται εκεί, έτσι δεν είναι;» Η Βατράνια ήρθε κοντά της.

Η Ιωάννα στράφηκε πάλι να την κοιτάξει. «Γιατί όλες αυτές οι ερωτήσεις; Ούτε εσύ, κανονικά, θα έπρεπε να είσαι εδώ.»

«Τόσο καιρό ήμουν στην Απολλώνια, Ιωάννα…»

«Ναι, αλλά τώρα είχες αποφασίσει να επιστρέψεις στη Σεργήλη.»

«Και η Σεργήλη μ’έστειλε ξανά εδώ. Και δε μπορώ να πω ότι δεν σας συμπαθώ, τους Απολλώνιους.»

«Δεν είμαι Απολλώνια.»

Η Βατράνια μειδίασε. «Το ξέρω. Ο Οδυσσέας μού έχει πει ότι κατάγεσαι από την Υπερυδάτια. Έτσι δεν είναι;»

Η Ιωάννα ένευσε.

«Και πώς γνώρισες τον Ανδρόνικο; Πήγαινε στην Υπερυδάτια;»

Η Ιωάννα άρχισε να θυμώνει. «Δε σ’το είπε αυτό ο Οδυσσέας;»

«Βασικά, ελάχιστα μού είπε για σένα. Τα άλλα αποκρίθηκε ότι δεν ήταν δουλειά μου.»

«Είχε δίκιο: δεν είναι δουλειά σου. Και ό,τι έχεις ακούσει για εμένα και τον Ανδρόνικο δεν υφίσταται πλέον.»

«Παράξενο, τότε, το γεγονός ότι ήθελες ή αυτός να φύγει ή εσύ.»

«Γιατί είσαι τόσο περίεργη; Δεν είναι τίποτα που σε αφορά! Συζητούσαμε για ένα καθαρά στρατηγικό θέμα! Και, ναι, πιστεύω ότι καλύτερα να μην πήγαινε στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού. Αλλά, άμα θέλει, θα πάει ούτως ή άλλως.» Πάντα έτσι κάνει! Η Ιωάννα άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο της, κλείνοντας απότομα πίσω της.

Δεν είχε τύχει να γνωρίσει τη Βατράνια και πολύ, όσο εκείνη βρισκόταν στην Απολλώνια, και τώρα συμπέραινε ότι δεν είχε χάσει και τίποτα. Ο Οδυσσέας τη συναναστρεφόταν περισσότερο, και η Ιωάννα αναρωτήθηκε πώς την ανεχόταν. Τι ενοχλητική–

Η πόρτα χτύπησε.

Η Ιωάννα στράφηκε. «Ποιος είναι;»

«Εγώ.» Η Βατράνια. «Άνοιξέ μου.»

Η Ιωάννα δεν απάντησε, ούτε κινήθηκε.

«Σε παρακαλώ,» είπε η Βατράνια, «άνοιξέ μου.»

Αν είναι δυνατόν… Η Ιωάννα τής άνοιξε, έτοιμη να τη δείρει αν χρειαζόταν.

«Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη,» είπε η Βατράνια, κάπως σφιγμένα. «Μόνο αυτό. Δεν υπάρχει λόγος να είμαστε τσακωμένες – ειδικά σε τέτοιους καιρούς που ζούμε.»

Η Ιωάννα νόμιζε πως, αυτή τη φορά, ήταν ειλικρινής. «Εντάξει,» της είπε, «δεν τρέχει τίποτα. Δε μπορώ να σου κρατήσω κακία επειδή ήσουν λίγο περίεργη.» Χαμογέλασε, αυθόρμητα.

Η Βατράνια τής επέστρεψε το χαμόγελο. «Να έρθω μέσα;» ρώτησε. «Να πιούμε ένα ποτό, να κουβεντιάσουμε για ό,τι θέλεις;»

Η Ιωάννα δεν μπορούσε ν’αποφασίσει αν ήταν υπολογισμένο αυτό – ακόμα μια προσπάθεια της Βατράνιας να ικανοποιήσει την περιέργειά της – ή όχι. «Έλα,» της είπε τελικά, και παραμέρισε απ’το κατώφλι αφήνοντάς τη να μπει.

Δεν αποδείχτηκε τόσο κακή συζητήτρια όσο η Ιωάννα υποψιαζόταν.

6.

Το πρωί, ο Οδυσσέας έστειλε αεροπλάνα προς την Κοιλάδα της Γλαυκής ώστε να κατοπτεύσουν και, επιστρέφοντας, να του αναφέρουν πώς ήταν η κατάσταση εκεί. Εν τω μεταξύ, το Απολλώνιο στράτευμα διέσχιζε το Δυτικό Πέρασμα, με τους ανιχνευτές να προπορεύονται για να ελέγχουν τις περιοχές για τυχόν ενέδρες των Παντοκρατορικών. Ο Οδυσσέας και ο Στρατηγός Εύηχος βρίσκονταν μέσα στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα, το οποίο είχε πάρει τη μορφή πελώριου ερπυστριοφόρου και κυλούσε πίσω από το κύριο σώμα του στρατεύματος.

Τα ανιχνευτικά αεροπλάνα επέστρεψαν μετά από δύο ώρες περίπου και, κάνοντας κύκλους πάνω από το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα, ανέφεραν στον Πρόμαχο και στον Στρατηγό ότι είχαν φτάσει στην αρχή της Κοιλάδας της Γλαυκής και είχαν εντοπίσει κάποιες Παντοκρατορικές δυνάμεις – άρματα μάχης και πεζούς – όχι, όμως, αρκετές σε πλήθος για να μπορούν να αντιμετωπίσουν τους Απολλώνιους που έρχονταν. «Λογικά θα υποχωρήσουν, Πρόμαχε,» είπε ο πιλότος που μιλούσε μέσω πομπού. Αλλά πρόσθεσε ότι Παντοκρατορικά αεροσκάφη είχαν επιτεθεί στα ανιχνευτικά αεροπλάνα, και μια σύντομη αερομαχία είχε διεξαχθεί. «Επειδή, όμως, δε θελήσαμε να πάμε πιο βαθιά μέσα στην Κοιλάδα, δε μας κυνήγησαν. Κι έτσι επιστρέψαμε.»

«Καλά κάνατε,» είπε ο Οδυσσέας. «Γυρίστε στη Νούμβρια τώρα.»

«Μάλιστα, Πρόμαχε.»

Ο Οδυσσέας είδε, μέσα στην οθόνη των μηχανικών ανιχνευτών του Μεταβλητού Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος, τα αεροπλάνα να φεύγουν κατευθυνόμενα νοτιοανατολικά.

«Δε φαίνεται να σχεδιάζουν να προβάλουν αντίσταση,» είπε σκεπτικά ο Δομίνικος Εύηχος.

Ο Οδυσσέας ένευσε χωρίς να μιλήσει. Θα περίμενε ν’ακούσει και τις αναφορές των ανιχνευτών ξηράς προτού φτάσει σ’αυτό το συμπέρασμα.

Το μεσημέρι, που το στράτευμα σταμάτησε για να ξεκουραστεί μερικές ώρες, οι ανιχνευτές ξηράς επέστρεψαν, με τις Μαύρες Δράκαινες ανάμεσά τους: και η Αθηνά είπε στον Οδυσσέα ότι δεν είχαν εντοπίσει την παρουσία κανενός εχθρού.

«Η Αριάδνη είχε υφάνει πολλές φορές το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως στα κιάλια όλων, για να μπορούμε να παρατηρούμε και την παραμικρή λεπτομέρεια. Τίποτα, όμως, δεν είδαμε. Δεν υπάρχει αντίσταση, Οδυσσέα,» είπε η Αθηνά, καθώς εκείνη και η Νικίτα στέκονταν μπροστά στο μεγάλο ερπυστριοφόρο απ’το οποίο είχαν μόλις βγει ο Πρόμαχος και ο Στρατηγός.

«Και η Αριάδνη είναι εξουθενωμένη ύστερα από τόση δουλειά με τη μαγεία της,» πρόσθεσε η Νικίτα.

Ο Δομίνικος Εύηχος, έχοντας ακούσει αρκετά, απομακρύνθηκε πηγαίνοντας προς τα εκεί όπου στέκονταν μερικοί αξιωματικοί του Απολλώνιου στρατεύματος.

«Ευτυχώς που βρήκε κάποιον για να της τρίβει την πλάτη…» σχολίασε η Αθηνά, μόλις ο Στρατηγός ήταν πιο μακριά από κει όπου μπορούσε να την ακούσει.

«Τι πάει να πει αυτό;» απόρησε ο Οδυσσέας.

Η Νικίτα χαμογελούσε, μοιάζοντας διασκεδασμένη. «Η Αθηνά δε μπορεί ν’αποφασίσει αν τον μισεί ή τον γουστάρει, μου φαίνεται.»

«Μη λες σαχλαμάρες!» μούγκρισε η μαυρόδερμη, πορφυρομάλλα Μαύρη Δράκαινα, λοξοκοιτάζοντάς την.

Ο Οδυσσέας άρχισε να έχει μια υποψία για το τι γινόταν. «Για τον Σθένελο μιλάτε;»

«Ο τύπος είναι απαίσιος,» είπε η Αθηνά.

«Πρόθυμος κι εξυπηρετικός, όμως,» πρόσθεσε η Νικίτα, σοβαρά. Την πείραζε· ήταν φανερό για τον Οδυσσέα.

Η Αθηνά αναποδογύρισε τα μάτια, αρνούμενη να την κοιτάξει, στρέφοντας το βλέμμα αλλού.

«Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε,» τους είπε ο Οδυσσέας. «Μιλάτε σα μεθυσμένες.»

Οι Μαύρες Δράκαινες απομακρύνθηκαν, και ο Πρόμαχος κάθισε σε κάτι μεταλλικά σκαλιά του ερπυστριοφόρου και άναψε τσιγάρο. Κάπνιζε παρατηρώντας τις κινήσεις στον πρόχειρο στρατιωτικό καταυλισμό ολόγυρά του. Οι Απολλώνιοι συμπολεμιστές του του έμοιαζαν πιο εύθυμοι από άλλες φορές. Παρά τους τόσους θανάτους και ταλαιπωρίες που είχαν υπομείνει, η νίκη στη Νούμβρια τούς είχε ενθουσιάσει. Τους είχε κάνει αισιόδοξους. Έμοιαζαν σαν πολεμιστές από παραμύθι, πρόθυμοι για την επόμενη μάχη. Ανυπομονώντας γι’αυτήν.

Ο Οδυσσέας δεν μπορούσε παλιότερα να καταλάβει τη νοοτροπία των στρατιωτικών. Δεν ήταν στρατιωτικός· ήταν σωματοφύλακας προτού μπλεχτεί με την Επανάσταση και γίνει Πρόμαχος. Δούλευε για τον Βασιλικό Οίκο της Απολλώνιας· για τον Βασιληά Αρχίμαχο, τον πατέρα του Ανδρόνικου, ο οποίος πλέον ήταν νεκρός. Ο Οδυσσέας, όμως, δεν είχε γίνει επαναστάτης μονάχα λόγω των περιστάσεων, επειδή είχε παρασυρθεί από τον Ανδρόνικο: κι ο ίδιος πίστευε στην Επανάσταση και ήταν εναντίον της Παντοκρατορίας. Έτσι νόμιζε, τουλάχιστον. Αν οι απόψεις του ήταν επηρεασμένες από τον Πρίγκιπα, αυτό, υπέθετε, ήταν αδύνατο να το γνωρίζει απόλυτα. Βέβαια, ο Ανδρόνικος σίγουρα τον είχε επηρεάσει κάπως…

Όπως και νάχε, ο Οδυσσέας δεν ήταν στρατιωτικός· και μόνο επειδή ήταν Πρόμαχος της Επανάστασης βρισκόταν τώρα εδώ, ανάμεσα σε τόσους στρατιωτικούς, και μπορούσε να προστάζει όπως κι ο Στρατηγός Δομίνικος Εύηχος. Παλιότερα, θεωρούσε τους στρατιωτικούς πολύ συντηρητικούς και βαρετούς· πίστευε ότι δεν είχαν την ευελιξία άλλων ανθρώπων. Ωστόσο, με την Επανάσταση, είχε αναγκαστεί να βρεθεί πολλές φορές στο Βόρειο Μέτωπο (και στο Νότιο, κάπου-κάπου) και είχε ανακαλύψει πως αυτό δεν αλήθευε πάντα. Ορισμένοι, μάλιστα, ήταν το ακριβώς αντίθετο. Ο Οδυσσέας νόμιζε πως τους είχε καταλάβει σε μεγάλο βαθμό πλέον.

Είδε τον Στρατηγό Εύηχο να έρχεται προς το μέρος του.

Μερικοί απ’αυτούς, βέβαια, σκέφτηκε ο Οδυσσέας παίρνοντας ακόμα μια τζούρα απ’το τσιγάρο του, δεν είναι και τόσο διαφορετικοί από την αρχική μου άποψη γι’αυτούς…

«Όλα εντάξει, Πρόμαχε;» ρώτησε ο Δομίνικος.

«Ναι.»

Ο Στρατηγός ένευσε, και είπε: «Θα ξεκουραστώ μερικές ώρες.»

«Όπως αγαπάς.»

Ο Δομίνικος ανέβηκε στο ερπυστριοφόρο.

Ο Οδυσσέας έμεινε έξω, τελειώνοντας το τσιγάρο του και παρατηρώντας τον στρατιωτικό καταυλισμό.

Σε κάποια στιγμή, ο Σθένελος’σαρ ήρθε κοντά του, κουτσαίνοντας λιγάκι.

«Πώς πάει το πόδι;» ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Καλύτερα.»

«Η Αριάδνη κοιμήθηκε;»

Ο Σθένελος μειδίασε. «Δεν ξέρω από πού παίρνεις τις πληροφορίες σου, Πρόμαχε…»

«Οι Μαύρες Δράκαινες είναι καλές κατάσκοποι.» Ο Οδυσσέας έριξε το τσιγάρο του κάτω και το πάτησε.

«Μάλιστα. Η Αριάδνη, όντως, κοιμήθηκε.»

«Ωραία, γιατί το απόγευμα ξεκινάμε το τελευταίο σκέλος τούτης της πορείας. Όταν έχει βραδιάσει, υπολογίζω να είμαστε στην Κοιλάδα της Γλαυκής.»

7.

Όταν ξημέρωσε πέταξαν για Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού, η Ιωάννα, ο Ανδρόνικος, η Βατράνια, η Άνμα’ταρ, ο Σέλιρ’χοκ, και ο Βαλέριος. Πιλότος, φυσικά, ήταν ο Προαιρέσιος, και χρησιμοποίησαν το ίδιο αεροπλάνο με το οποίο είχαν έρθει στη Χρυσόπολη. Ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προτού ξεκινήσουν, προειδοποίησε τη Βατράνια ότι τα μέρη όπου θα πήγαιναν ήταν επικίνδυνα – ανοιχτός πόλεμος γινόταν – όμως εκείνη αποκρίθηκε ότι το ήξερε, κι έμοιαζε αποφασισμένη να έρθει, οπότε ο Ανδρόνικος δεν επιχείρησε να τη μεταπείσει.

Το αεροσκάφος τους πέταξε πάνω από το Πέρασμα του Σμαραγδένιου Βουνού, εκπέμποντας σήματα στις Απολλώνιες δυνάμεις ότι επρόκειτο για φίλο και όχι για εχθρό. Κοιτάζοντας κάτω, ο Ανδρόνικος μπορούσε να δει στις πλαγιές του περάσματος μεγάλα πυροβόλα να είναι στημένα, καθώς και ενεργειακά κανόνια, ενώ άρματα μάχης, πεζοί, και καβαλάρηδες ήταν έτοιμοι να κινηθούν ανά πάσα στιγμή. Οι Απολλώνιες δυνάμεις φρουρούσαν ετούτη τη δίοδο των βουνών πάρα πολύ καλά, καθώς ήταν από τις σημαντικότερες της βόρειας μεριάς του Βασιλείου της Απολλώνιας. Η σημαντικότερη, ίσως.

Το αεροπλάνο του Προαιρέσιου έκανε περίπου μία ώρα μέχρι να φτάσει στη βόρεια άκρη του περάσματος, όπου βρισκόταν ένα βουνό καταπράσινο από την κορφή ώς τους πρόποδες. Όλοι ετούτοι οι ορεινοί τόποι, βέβαια, ήταν πράσινοι τώρα, καθότι άνοιξη στην Απολλώνια, αλλά το συγκεκριμένο βουνό φάνταζε πιο πράσινο από οτιδήποτε άλλο εδώ. Τα χρώματα της βλάστησής του έδιναν την εντύπωση πως γυάλιζαν κάτω από τις αχτίνες του δυνατού ήλιου.

Γυάλιζαν σαν μυριάδες σμαράγδια.

Εξ ου και το όνομά του. Το Σμαραγδένιο Βουνό.

Και στους ανατολικούς του πρόποδες ήταν οικοδομημένο ένα εντυπωσιακό οχυρό, από μεγάλες συμπαγείς πέτρες ενισχυμένες με μέταλλα. Κανόνια ξεπρόβαλλαν από πυργίσκους και πολεμίστρες. Κι επάνω στα τείχη του υπήρχαν πολλά άλλα μικρότερα ανοίγματα για να μπορούν να πυροβολούν οι υπερασπιστές του. Σημαίες του Βασιλείου της Απολλώνιας κυμάτιζαν στις οροφές και στις επάλξεις του.

Το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού.

Στρατός ήταν καταυλισμένος μπροστά του και από κάτω του. Ο περισσότερες στρατός που είχε, μέχρι στιγμής, δει ο Ανδρόνικος στο ορεινό πέρασμα. Χιλιάδες Απολλώνιοι πολεμιστές, εκατοντάδες άρματα μάχης και αεροσκάφη. Σκηνές και πρόχειρα οικοδομήματα ήταν στημένα παντού, καθώς και οχυρωματικά έργα, προς τα ανατολικά κυρίως, όπου βρισκόταν η Βολιρία και οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας.

Το αεροπλάνο του Προαιρέσιου πέταξε πάνω από το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού και, μόλις έλαβε άδεια προσεδάφισης, προσγειώθηκε στο μικρό αεροδρόμιο πίσω από τα ψηλά τείχη. Ο Ανδρόνικος και οι άλλοι αποβιβάστηκαν, και δύο Απολλώνιοι αξιωματικοί – ένας άντρας και μια γυναίκα – τούς συνάντησαν, χαιρετώντας στρατιωτικά τον Βασιληά.

«Μας αιφνιδιάσατε, Μεγαλειότατε, αλλά η παρουσία σας, ασφαλώς, αποτελεί ευχάριστη έκπληξη,» είπε ο άντρας, εύγλωττα.

«Με ενημέρωσαν ότι η Δούκισσα Ευδοκία και ο Δούκας Πολυκρίτης βρίσκονται εδώ.»

«Εδώ βρίσκονται, Μεγαλειότατε;»

«Θα μπορούσα να τους συναντήσω;»

«Φυσικά. Ελάτε μαζί μας.»

Οι δύο αξιωματικοί οδήγησαν τον Ανδρόνικο και τους συντρόφους του στα ενδότερα του φρουρίου, όπου μπορούσες σχεδόν να αισθανθείς το πάχος της πέτρας και των μετάλλων που σε περιέκλειαν, προστατεύοντάς σε από κάθε απειλή. Αυτή η προστασία, όμως, δεν ήταν αρκετή για να αποτρέψει τους Παντοκρατορικούς απ’το να κατακτήσουν το οχυρό παλιότερα, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Όσο πετούσε πάνω από το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού, μέσα στο αεροπλάνο του Προαιρέσιου, μπορούσε να δει τη μεριά που είχε επισκευαστεί ύστερα από την επίθεση των δυνάμεων της Παντοκράτειρας. Φαινόταν πολύ καθαρά, σαν πρόσφατη ουλή επάνω στο σώμα του οχυρού.

Συνάντησαν τη Δούκισσα Ευδοκία σε μια λιτή αίθουσα (όπως ήταν όλα τα δωμάτια και οι διάδρομοι στο φρούριο), καθισμένη σ’ένα τραπέζι μαζί με τον σύζυγό της και μερικούς στρατιωτικούς. Μόλις ο Βασιληάς της Απολλώνιας μπήκε, άπαντες σηκώθηκαν κάνοντας υποκλίσεις και χαιρετώντας.

«Μεγαλειότατε,» ρώτησε η Δούκισσα της Χρυσόπολης, «σε τι οφείλουμε ετούτη την επίσκεψη;» Ήταν μια γυναίκα με δέρμα κατάλευκο σαν το χιόνι (όχι και τόσο κοινό στην Απολλώνια), πυρόξανθα μαλλιά, και έντονα πράσινα μάτια. Τα τελευταία έξι χρόνια – από τότε που η πόλη της είχε κατακτηθεί από τους Παντοκρατορικούς και, ύστερα, παρθεί πάλι από τις Απολλώνιες δυνάμεις – την είχαν κουράσει φανερά. Ο Ανδρόνικος μπορούσε να το δει στις αυλακώσεις του προσώπου της, και στο γεγονός ότι λευκές τρίχες είχαν παρουσιαστεί μέσα στα μαλλιά της. Η τωρινή της ενδυμασία ήταν κάτι ανάμεσα σε στρατιωτική και του παλατιού· ούτε ακριβώς το ένα, ούτε ακριβώς το άλλο.

«Επέστρεψα από τη Σάρντλι,» δήλωσε ο Ανδρόνικος, «αφού φρόντισα η διάσταση να στραφεί εξολοκλήρου εναντίον της Παντοκράτειρας.»

«Τα νέα που μας φέρνετε είναι εξαιρετικά, Βασιληά μου,» είπε ο Δούκας Πολυκρίτης, ο σύζυγος της Ευδοκίας, που είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ (πολύ πιο συνηθισμένο στην Απολλώνια απ’ό,τι το δικό της δέρμα) και μαύρα σγουρά μαλλιά, δεμένα κοτσίδα. Ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος από εκείνη, νόμιζε ο Ανδρόνικος· ωστόσο, ο πόλεμος δεν έμοιαζε να τον έχει σημαδέψει το ίδιο.

«Και σας φέρνω κι άλλα καλά νέα. Έρχομαι από τη Νούμβρια. Η πόλη είναι τώρα δική μας. Οι Παντοκρατορικοί υποχώρησαν από εκεί, αν και όχι χωρίς να χρειαστεί οι πολεμιστές μας να δώσουν σκληρό αγώνα.»

Ο Ανδρόνικος είδε κάποιους στρατιωτικούς να μιλούν αναμεταξύ τους. Η Δούκισσα Ευδοκία είπε: «Καθίστε, Μεγαλειότατε. Και οι σύντροφοί σας, επίσης.»

Ο Ανδρόνικος κάθισε στην καρέκλα που του πρόσφεραν στην κορυφή του τραπεζιού, και οι υπόλοιποι – οι σύντροφοί του και όσοι βρίσκονταν ήδη στο δωμάτιο – πήραν θέσεις ολόγυρά του. «Ήρθα,» είπε στη Δούκισσα, «για να μείνω. Σκοπεύω ν’αγωνιστώ μαζί σας μέχρι να πάρουμε τη Βολιρία.»

«Η παρουσία σας μας τιμά, Βασιληά μου,» αποκρίθηκε η Ευδοκία.

«Και θα ενισχύσει, αναμφίβολα, το ηθικό των πολεμιστών μας,» πρόσθεσε ο Πολυκρίτης.

«Μίλησα με τον γιο σας, τον Καλλίβιο, προτού έρθω,» είπε ο Ανδρόνικος. «Έχει εξελιχτεί σε πολύ ικανό πολιτικό, οφείλω να ομολογήσω.»

«Το ευχόμαστε, Βασιληά μου,» είπε ο Πολυκρίτης.

«Ανησυχούσε για εσάς,» συνέχισε ο Ανδρόνικος. «Πιστεύει ότι οι Παντοκρατορικοί σύντομα θα επιτεθούν στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού, παρότι εδώ και καιρό δεν το έχουν επιχειρήσει.»

«Ο πόλεμός τους είναι, κυρίως, αμυντικός,» αποκρίθηκε η Ευδοκία. «Εμείς είναι που επιτιθέμεθα.»

«Αυτό, βέβαια, δεν αποκλείει το ότι μπορεί να κάνουν σχέδια εναντίον μας,» πρόσθεσε ο Πολυκρίτης. «Ωστόσο δεν έχει υποπέσει κάτι συγκεκριμένο στην αντίληψή μας.»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Καταλαβαίνω. Θα με ενημερώσετε, λοιπόν, πώς ακριβώς έχει η κατάσταση;»

«Ασφαλώς,» είπε η Ευδοκία, και κοίταξε προς τη μεριά του συζύγου της.

Ο Πολυκρίτης πάτησε μερικά πλήκτρα επάνω σε μια κονσόλα, και ένας προβολέας δημιούργησε την εικόνα ενός χάρτη στον τοίχο. Ήταν οι περιοχές γύρω από τη Βολιρία, μαζί με διάφορες σημειώσεις σχετικά με τις θέσεις των δυνάμεων της Παντοκράτειρας και των Απολλώνιων.

8.

Μέχρι να πέσει η νύχτα, οι ανιχνευτές του Οδυσσέα δεν εντόπισαν καμια ενέδρα στημένη από τους Παντοκρατορικούς στο Δυτικό Πέρασμα. Έτσι, το Απολλώνιο στράτευμα, με τη χρήση μεταγωγικών οχημάτων και αεροσκαφών, έφτασε τελικά στη βορειοδυτική άκρη του περάσματος και κατασκήνωσε στις αρχές της Κοιλάδας της Γλαυκής, κάτω από τους πρόποδες των Δυτικών Βουνών. Αντίκρυ τους απλώνονταν κάμποι μονάχα, καθώς και μερικοί κατάφυτοι λόφοι, γαλανοί στο φως της Γλαυκής, η οποία φαινόταν μεγάλη στον νυχτερινό ουρανό.

Ο Οδυσσέας κοίταξε ψηλά, αναζητώντας την Αθώρητη, το άλλο φεγγάρι της Απολλώνιας, που ήταν γκρίζο και πολύ σκούρο, πολλές φορές σχεδόν αόρατο. Σχετιζόταν με τον σκοτεινό θεό Μαύρο Νάρζουλ, όπως η Γλαυκή σχετιζόταν με τη δύναμη του Απόλλωνα. Ο Οδυσσέας κατόρθωσε, τελικά, να βρει την Αθώρητη. Παρότι δεν ήταν κρυμμένη πίσω από σύννεφα (δεν είχε καθόλου σύννεφα απόψε), με δυσκολία την έβλεπες μέσα στον νυχτερινό ουρανό. Το γαλανό φως της Γλαυκής αμέσως σου τραβούσε το βλέμμα.

«Εκεί πάνω δεν θα βρεις τους Παντοκρατορικούς, Πρόμαχε,» είπε ο Δομίνικος Εύηχος πλησιάζοντας τον Οδυσσέα.

«Δεν έψαχνα γι’αυτούς, Στρατηγέ. Αλλά ούτε και στους κάμπους μπροστά μας φαίνεται να κρύβονται. Οι Μαύρες Δράκαινες έλεγξαν, με τη βοήθεια Ξορκιών Οπτικής Ενισχύσεως μάλιστα.»

«Μην υποτιμάς τον εχθρό μας. Είδες τι συνέβη τις προάλλες στη Νούμβρια: από κάτω μας έσκαψαν για να έρθουν,» είπε ο Δομίνικος, κι απομακρύνθηκε.

Εδώ δε νομίζω ότι θα κάνουν το ίδιο, σκέφτηκε ο Οδυσσέας. Κι αν το επιχειρούσαν, οι ανιχνευτές θα τους εντόπιζαν. Πόσο μακριά θα ξεκινούσαν να σκάβουν; Εδώ πέρα δεν υπήρχε μέρος για να κρυφτούν· ο τόπος ήταν ανοιχτός.

Στη Γλαυκόπολη, όμως, δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει…

9.

Η Ναλτάφιρ περίμενε τέσσερις ημέρες, και ο Άζ’λεφκ ακόμα δεν είχε παρουσιαστεί.

Οι προμήθειες της μάγισσας δεν είχαν τελειώσει· είχε μαζί της τροφές για αρκετές ημέρες, πεπιεσμένες με Μαγγανεία Μοριακής Συμπιέσεως. Χωρούσαν όλες μέσα σ’ένα κρυστάλλινο δοχείο: πολλά μικρά μπαλάκια. Όταν η Ναλτάφιρ ήθελε να φάει, έβγαζε ένα μπαλάκι, έκανε μια Μαγγανεία Μοριακής Αποσυμπιέσεως, και έτρωγε το φαγητό που είχε μεγεθυνθεί. Είχε γίνει, βέβαια, άνω-κάτω, αλλά αυτό δεν την ενοχλούσε και τόσο.

Η Ναλτάφιρ ήταν τώρα καθισμένη μπροστά στη φωτιά της, τυλιγμένη στην κάπα της και έχοντας υφάνει μια Μαγγανεία Νοητικής Συγχύσεως γύρω της, έτσι ώστε να είναι φοβερά δύσκολο να τη δει κάποιος από μακριά, ακόμα κι αν ήταν ανιχνευτής του Απολλώνιου Στρατού. Επίσης, είχε σε διαρκή λειτουργία μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως και μια Μαγγανεία Πνευματικής Διαισθήσεως για καλό και για κακό. Δεν την κούραζαν όλα αυτά. Βαριόταν, ήταν η αλήθεια, και δεν ήξερε πόσο μπορεί να χρειαζόταν να περιμένει μέχρι να παρουσιαστεί ο Άζ’λεφκ.

Αλλά τι θα γινόταν αν ο Άζ’λεφκ ποτέ δεν έδινε σημασία στη νοητική μορφή που η Ναλτάφιρ είχε εξαπλώσει μέσα στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο; Δεν μπορεί! Αποκλείεται. Ο Άζ’λεφκ τα ερευνούσε κάτι τέτοια φαινόμενα. Στο τέλος, θα το έβρισκε. Το μοναδικό πρόβλημα ήταν τι θα συνέβαινε στη Ρελκάμνια ώς τότε.

Από την άλλη, βέβαια, η Ναλτάφιρ δεν νόμιζε ότι μπορούσε να κάνει και πολλά από μόνη της για να βοηθήσει την κατάσταση στη Ρελκάμνια. Ενώ ο Άζ’λεφκ, αν όντως ήταν αυτός που ευθυνόταν για τη σχέση της Αγαρίστης με τον Ελκράσ’ναρχ, θα μπορούσε ίσως να λύσει όλο τον γρίφο. Ή, τουλάχιστον, θα μπορούσε να δώσει κάποια βασική, και πολύ χρήσιμη, πληροφορία. Η Ναλτάφιρ ήταν βέβαιη.

Οι γάτες της περιφέρονταν ανήσυχα γύρω από τη φωτιά. Το Σερπετό ήταν κουλουριασμένο και ακίνητο. Δεν έδειχνε να διαφωνεί μ’αυτή την τεμπέλικη ζωή των τελευταίων ημερών.

Η Ναλτάφιρ κοίταξε προς τη μεριά του υπερδιαστασιακού στροβίλου. Μήπως έχανε τον χρόνο της εδώ; Δεν ήταν βιαστικός άνθρωπος, γενικά· όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο χρόνος δεν της ήταν αμελητέος, αφού ο Κύκλος της Αλήθειας είχε βαλθεί να νικήσει τον Ελκράσ’ναρχ.

Θα περίμενε μερικές ημέρες ακόμα και μετά θα έβλεπε. Εξάλλου, μπορεί ο Άζ’λεφκ να είχε εντοπίσει τη σκεπτομορφή μέσα στον στρόβιλο και ήδη να ερχόταν προς την Απολλώνια…

Ρελκάμνια

1.

«Πού σκατά είμαστε;» Ο Σκοτ κοίταζε ολόγυρά του, τον γεωμετρικά τέλειο, μεταλλικό διάδρομο που φωτιζόταν από κάποιο μυστηριώδες φως το οποίο έμοιαζε να προέρχεται από τους ίδιους τους τοίχους χωρίς πουθενά να φαίνεται να υπάρχουν λάμπες.

Κανένας δεν του απάντησε.

«Μάγε, κάνε κάτι,» έσκουξε ο Βισδέλος, «αλλιώς είμαι τελειωμένος· το αισθάνομαι, ο Ανόφθαλμος με καλεί…»

Ο Κλαρκ στράφηκε στο μέρος του τραυματισμένου Κουκουλοφόρου Ιερέα. Άγγιξε μια συσκευή που φορούσε γύρω απ’το αφτί του και μίλησε σε μια παράξενη γλώσσα. Από τον τοίχο, ένα μεταλλικό πλάσμα ξεπρόβαλε σαν να έρρεε από μέσα του: σαν να ήταν υγρό και να γινόταν, ξαφνικά, στέρεο. Είχε τη μορφή πελώριου εντόμου με οκτώ πόδια και μακριά βελονοειδή μουσούδα· και στο μέγεθος ήταν όσο ο μισός Κλαρκ. Αμέσως άρχισε να δουλεύει επάνω στον τοίχο· τα μέλη του κινούνταν με τόσο μεγάλη ταχύτητα που το ανθρώπινο μάτι δεν μπορούσε να τα παρακολουθήσει: έμοιαζαν με θολούρα.

«Γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος…» μουρμούρισε ο Σκοτ, κάτω απ’την ανάσα του. «Τι… τι γίνεται εδώ;»

«Σκασμός!» μούγκρισε η Άβα, εξακολουθώντας να τον σημαδεύει με το πιστόλι της.

Ο Σκοτ την αγριοκοίταξε αλλά δεν είπε τίποτα.

Το έντομο δημιούργησε ένα μεταλλικό κάθισμα, κι ύστερα εξαφανίστηκε μέσα στον τοίχο. «Κάθισε,» είπε ο Κλαρκ στον Βισδέλο, ο οποίος πρόθυμα υπάκουσε με τη βοήθεια του Βόντεκ-Ρίε. Ο ευγενής ήταν επίσης τραυματισμένος αλλά όχι τόσο βαριά.

Ο Κλαρκ τράβηξε ένα κοφτερό μαχαίρι από κάπου μέσα στην ενδυμασία του και έσκισε τα ρούχα του Κουκουλοφόρου Ιερέα για ν’αποκαλύψει το τραύμα στα πλευρά του.

«Έχω σφαίρα μέσα μου,» μούγκρισε εκείνος.

Ο Κλαρκ ένευσε. Άγγιξε το μέτωπο του Βισδέλου. «Χαλάρωσε,» είπε. «Έχε μου εμπιστοσύνη. Χαλάρωσε.» Και μουρμούρισε λόγια σε κάποια άγνωστη γλώσσα. Τα μάτια του ιερέα έκλεισαν και φάνηκε να πέφτει σε στιγμιαίο λήθαργο.

Ο Κλαρκ άγγιξε ξανά τη συσκευή στ’αφτί του και μίλησε στο Φαντασκεύασμα. Ακόμα ένα μηχανικό έντομο ξεπρόβαλε από τον τοίχο και, με απίστευτα γρήγορες κινήσεις, επέκτεινε το κάθισμα όπου καθόταν ο Βισδέλος· το έκανε κρεβάτι. Και ο Κλαρκ έβαλε εκεί τον ιερέα να ξαπλώσει ενώ οι άλλοι παρακολουθούσαν σιωπηλοί.

«Ελπιδοφόρε, μπορείς να του βγάλεις τη σφαίρα;» ρώτησε.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος· και, χρησιμοποιώντας ένα λιγνό μαχαίρι, έκανε τομή και έβγαλε τη σφαίρα, όσο πιο προσεχτικά μπορούσε, από τα πλευρά του Βισδέλου.

Ο Κλαρκ, τότε, σήκωσε το αριστερό του μανίκι και, με το δικό του μαχαίρι, έσκισε τον ίδιο του τον πήχη μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα των άλλων. Χάραξε ένα ολόκληρο τετράγωνο εκεί, το οποίο αιμορραγούσε.

«Τι κάνεις;» έκρωξε ο Λούης, με τα μάτια του γουρλωμένα.

Ο Κλαρκ έχωσε το μαχαίρι σε μια άκρη του τετραγώνου και το σήκωσε. Σήκωσε τη σάρκα του… κι από κάτω παρουσιάστηκε κάτι το μηχανικό!

Μα όλους τους θεούς! σκέφτηκε, ξαφνιασμένος, ο Ελπιδοφόρος. Τι είναι ο Κλαρκ; Μηχανή; Είναι το χέρι του μια μηχανή;

«Τι σκατά είν’ αυτό;» μούγκρισε ο Σκοτ, και κανένας δεν του απάντησε.

Ο Κλαρκ έκρυψε το μαχαίρι του και τράβηξε ένα μηχανικό τμήμα μέσα από τον ανοιγμένο πήχη του. Το κράτησε ανάμεσα στα δάχτυλά του, τον δείκτη και τον αντίχειρα. Ήταν κάτι που έμοιαζε ζωντανό: είχε μικρά πόδια που κουνιόνταν στον αέρα. Ο μάγος άφησε το μικροσκοπικό, μηχανικό πλάσμα να πέσει πάνω στην πληγή του Βισδέλου, κι εκείνο αμέσως χώθηκε εκεί μέσα, βαθιά. Εξαφανίστηκε.

Ο Κλαρκ έκλεισε το ανοιγμένο τετράγωνο στον πήχη του. Έβαλε τη σάρκα πάλι στη θέση της, και η σάρκα φάνηκε πάραυτα ν’αρχίζει να θεραπεύεται. Η πληγή έκλεινε, μην αφήνοντας τίποτα πίσω της παρά αίμα.

«Τι έκανες;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος. «Τι ήταν αυτό;»

«Κάτι για να τον βοηθήσω,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ. Και, χρησιμοποιώντας σχισμένα κομμάτια από τα ρούχα του Βισδέλου, επέδεσε το τραύμα του Κουκουλοφόρου Ιερέα. «Σύντομα θα γίνει καλά.»

«Τι πήρες απ’το χέρι σου;» ρώτησε ο Βόντεκ-Ρίε. «Τι έχεις κάτω απ’το δέρμα σου, Μάγε;»

Ο Κλαρκ δεν του απάντησε. Μίλησε πάλι στο Φαντασκεύασμα. Δύο έντομα βγήκαν από τον τοίχο και σήκωσαν τον Βισδέλο με τα μισά τους πόδια τα οποία κοίταζαν προς τα πάνω. Τα υπόλοιπα κοίταζαν προς τα κάτω, και τα έντομα άρχισαν γρήγορα να βαδίζουν μπροστά, προπορευόμενα και μεταφέροντας τον ιερέα μαζί τους.

«Πάμε,» είπε ο Κλαρκ, κι οι άλλοι τον ακολούθησαν.

«Θα το κάνεις αυτό και για μένα, Μάγε;» ρώτησε ο Βόντεκ-Ρίε, κρατώντας τον τραυματισμένο του ώμο.

«Δεν υπάρχει ανάγκη,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ.

Στο πέρας του διαδρόμου, οι Τεχνίτες φαινόταν να λειτουργούν πυρετωδώς, επεκτείνοντας το πέρασμα προς τα αριστερά. Οι μορφές τους ήταν θολές από την ταχύτητα.

«Τι είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε γι’ακόμα μια φορά ο Σκοτ. «Πού βρισκόμαστε;» Κοίταξε τον Ελπιδοφόρο.

«Μην περιμένεις απαντήσεις από εμένα,» του είπε εκείνος. «Εξακολουθείς να είσαι εχθρός μας, Σκοτ.»

«Και πώς εσύ έγινες εχθρός των Υπερασπιστών; Τι άλλαξε; Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Επαναστάτες;»

«Κατά μία έννοια, ναι, είναι επαναστάτες. Αν ρωτάς, όμως, αν υπηρετούν τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, όχι, δεν τον υπηρετούν. Όχι άμεσα.»

«Δεν καταλαβαίνω,» μούγκρισε ο Σκοτ. «Κανονικά θα έπρεπε να σας είχαμε βρει προ πολλού!»

«Κι εγώ το ίδιο θα έλεγα, παλιότερα… που δεν ήξερα πολλά πράγματα.»

Καθώς έστριβαν στην καινούργια στροφή που είχαν δημιουργήσει οι Τεχνίτες, ο Σκοτ ρώτησε τον Ελπιδοφόρο: «Και τι θέλεις τώρα από εμένα και την Ελίζα; Πληροφορίες; Νομίζεις ότι γνωρίζουμε πιο πολλά από σένα;»

«Όχι, δεν το νομίζω αυτό.»

«Τότε, γιατί δεν είμαστε ακόμα νεκροί;»

«Γιατί, κατά πρώτον, σίγουρα ξέρετε διαφορετικά πράγματα από εμένα για το δίκτυο των πρακτόρων της Παντοκράτειρας και των Υπερασπιστών. Και, κατά δεύτερον, θέλω να μιλήσουμε.»

«Τι έχουμε να πούμε;»

«Πολλά. Αλλά τώρα, όσο ταξιδεύουμε, δεν είναι η ώρα γι’αυτά.»

«Ταξιδεύουμε; Τι…» Ο Σκοτ κοίταζε πάλι τους Τεχνίτες να δουλεύουν με την απίστευτα γρήγορη ταχύτητά τους. «Τι είναι εδώ;»

«Ένα μεταφορικό μέσο. Μόνο αυτό χρειάζεται να ξέρεις, για την ώρα,» αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος.

2.

Βγήκαν, τελικά, στο διαμέρισμα του Κλαρκ, και ο Ελπιδοφόρος κι η Άβα σήκωσαν τον Βισδέλο στα χέρια για να τον αποθέσουν σ’έναν καναπέ· διότι οι Τεχνίτες δεν μπορούσαν να βγουν από το Φαντασκεύασμα. Σαν τους Πειθαρχικούς του Κενού είχαν κι αυτοί τη δυνατότητα να υπάρχουν μονάχα στη διάστασή τους.

«Δεν καταλαβαίνω πώς ήρθαμε εδώ…» είπε ο Σκοτ κοιτάζοντας γύρω του. «Κατά πρώτον, είμαστε… ψηλά.» Από τη τζαμαρία στον τοίχο μπορούσε να δει την πόλη από κάτω.

«Πες ότι κόψαμε δρόμο,» του εξήγησε ο Ελπιδοφόρος.

Ο Κλαρκ είπε στον Βόντεκ-Ρίε να καθίσει για να περιποιηθεί τον ώμο του. Ο ευγενής υπάκουσε, και ο μάγος τού έβγαλε τη σφαίρα χωρίς να ζητήσει τη βοήθεια του Ελπιδοφόρου αυτή τη φορά. Προφανώς, δεν νόμιζε ότι χρειαζόταν κάποιον πιο ειδικό στους τραυματισμούς από τον ίδιο, γιατί το τραύμα δεν ήταν και σε τόσο επικίνδυνο σημείο όπως στον ιερέα.

Ο Βόντεκ-Ρίε γρύλιζε, όμως. «Πονάει, Μάγε!»

«Θέλεις να σε υπνώσω;»

«Δε χρειάζεται.»

Ο Κλαρκ ένευσε, σα να περίμενε αυτή την απάντηση. Ύστερα, έφερε αντισηπτικό και μια αλοιφή και τα έβαλε πάνω στο τραύμα του Βόντεκ-Ρίε, προτού το δέσει με καθαρό επίδεσμο.

Το βλέμμα του, μετά, πήγε στην Άβα που ήταν κι εκείνη τραυματισμένη στον ώμο αλλά, καταφανώς, ελαφριά.

«Δεν έχω σφαίρα μέσα μου,» του είπε κουνώντας το κεφάλι της. «Ξυστά πέρασε. Μπορώ να περιποιηθώ τον εαυτό μου.»

Ο Κλαρκ ένευσε και, παίρνοντας τα θεραπευτικά του εργαλεία μαζί του, πήγε κοντά στον Βισδέλο, για να λύσει τον πρόχειρο επίδεσμο που είχε φτιάξει από τα ρούχα του ιερέα – ο οποίος ήταν ακόμα σε βαθύ λήθαργο. Ο Ελπιδοφόρος είδε ότι το τραύμα είχε ήδη αρχίσει να κλείνει· το μηχανικό πλασματάκι που είχε ρίξει ο Κλαρκ μέσα στον Βισδέλο πρέπει να το είχε κάνει αυτό…

Ο μάγος έβαλε αντισηπτικό και μια αλοιφή στην πληγή του Βισδέλου, και την έδεσε ξανά, με κανονικό επίδεσμο.

«Αυτό που έριξες μέσα του,» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος, «μπορείς να το βγάλεις μετά;»

«Μόνο αν ανιχνεύσω τη θέση του και κάνω εγχείρηση, Ελπιδοφόρε,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ καθώς σηκωνόταν από το πλάι του κοιμισμένου Βισδέλου. «Αλλά δεν υπάρχει λόγος. Θα πεθάνει αργά ή γρήγορα και θ’αφομοιωθεί από το σώμα του φίλου μας.»

«Είναι ακίνδυνο;»

«Τελείως φιλικό προς τον ανθρώπινο οργανισμό.»

«Κάθε φορά με εκπλήσσεις, Κλαρκ,» είπε ο Ελπιδοφόρος. Κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα του στον Σκοτ και την Ελίζα, οι οποίοι στέκονταν κοντά στη τζαμαρία του καθιστικού σαν να σκέφτονταν να σπάσουν το κρύσταλλο και να πηδήσουν έξω – πράγμα που, σίγουρα, θα σήμαινε τον θάνατό τους, από τέτοιο ύψος.

«Μην κάνετε καμια ανοησία,» τους είπε ο Ελπιδοφόρος. «Δε θέλουμε το κακό σας, αν μπορούμε να το αποφύγουμε.»

Ο Κλαρκ είπε στον Βόντεκ-Ρίε, τον Λούη, και την Άβα: «Θα σας μεταφέρω στα σπίτια σας.»

«Μέσα σ’αυτό το… Φαντ–;» έκανε να ρωτήσει η Άβα.

«Ναι,» τη διέκοψε ο Κλαρκ. «Αλλά μια στιγμή, πρώτα.» Έφυγε απ’το καθιστικό και σε λίγο επέστρεψε με μια τσάντα. Την άνοιξε πάνω στο τραπέζι, αφήνοντας χρήματα να πέσουν. Εκατοντάδες χαρτονομίσματα. Εκατοστάδια. «Πάρτε,» τους προέτρεψε. «Και όπως είπαμε, έτσι; Να τα ξοδέψετε.»

Ο Βόντεκ-Ρίε, ο Λούης, και η Άβα μάζεψαν όσα χρήματα μπορούσαν, χώνοντάς τα μέσα στα ρούχα τους. Ο Σκοτ και η Ελίζα τούς παρακολουθούσαν με απορημένες εκφράσεις και στενεμένα μάτια. Ο Ελπιδοφόρος, βλέποντάς τους έτσι, ήθελε να γελάσει αλλά συγκρατήθηκε. Οι Πειθαρχικοί του Κενού αιωρούνταν παραδίπλα, σιωπηλοί και ακίνητοι. Το τραύμα της Άι’νιρ, που έμοιαζε με κάψιμο πάνω σε γυαλί, φαινόταν μια να εμφανίζεται μια να εξαφανίζεται μέσα από τις πτυχώσεις του λευκού, φωτεινού μανδύα της.

Ο Βόντεκ-Ρίε, ο Λούης, και η Άβα, αφού μάζεψαν τα χαρτονομίσματα, ακολούθησαν τον Κλαρκ μέσα στο Φαντασκεύασμα. Και, προτού κλείσει την πόρτα, ο μάγος είπε στον Ελπιδοφόρο: «Να τους προσέχεις.»

Ο Ελπιδοφόρος ένευσε, και ο Κλαρκ έφυγε.

«Να μας προσέχεις;» είπε ο Σκοτ. «Τι να προσέξεις από εμάς, όταν έχεις αυτούς να μας φυλάνε;» Έδειξε τους Πειθαρχικούς με το σαγόνι του.

«Ο Κλαρκ είναι πάντοτε επιφυλακτικός,» αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος ανασηκώνοντας τους ώμους. Και πλησίασε την κάβα. «Θέλετε κάτι να πιείτε;»

«Δηλητήριο;»

«Γιατί να σας δηλητηριάσω όταν μπορώ απλά να σας σκοτώσω;»

«Δε σκοτώνουν όλα τα δηλητήρια,» είπε ο Σκοτ.

Ο Ελπιδοφόρος γέμισε ένα ποτήρι με Κρύο Ουρανό για τον εαυτό του. «Μπορεί να ήθελα, λοιπόν, να σας ναρκώσω για να πάρω πληροφορίες από εσάς;» Ήπιε. «Δεν έχετε και τόσο σημαντικές πληροφορίες να μου δώσετε, Σκοτ. Ο ίδιος το είπες.» Γέμισε ακόμα δύο ποτήρια και τ’άφησε πάνω στην ξύλινη κάβα.

Η Ελίζα κοίταξε τον Σκοτ ερωτηματικά, επειδή της είχε κάποτε πει ότι γνώριζε παλιότερα τον Ελπιδοφόρο. Ο Σκοτ μόρφασε και, πλησιάζοντας τα ποτήρια, πήρε το ένα. Ήπιε. Η Ελίζα τον μιμήθηκε.

«Το φανταζόμουν ότι θα σε συναντούσα στο Σύμφυρμα,» του είπε ο Ελπιδοφόρος. «Ο Ελκράσ’ναρχ, λογικά, εκεί θα σε είχε να φυλάς.»

«Ο ποιος;»

«Αυτό είναι το πραγματικό όνομα των Υπερασπιστών της Παντοκράτειρας. Ελάχιστοι το ξέρουν.»

Ο Σκοτ συνοφρυώθηκε. Ήπιε Κρύο Ουρανό. «Αν με ήθελες, μπορούσες νάρθεις στο σπίτι μου.»

«Το οποίο θα βρίσκεται υπό παρακολούθηση, σίγουρα.»

Ο Σκοτ ένευσε, σαν για να επιβεβαιώσει τα λόγια του. Ύστερα ρώτησε: «Και τι έχουμε να πούμε οι δυο μας, Ελπιδοφόρε;»

«Οι τρεις μας.» Ο Ελπιδοφόρος κοίταξε την Ελίζα.

Εκείνη βλεφάρισε πίσω απ’τα παραλληλόγραμμα γυαλιά της, σαστισμένη από όλα τούτα. «Οι Υπερασπιστές θα μας σκοτώσουν, αν μάθουν τι συνέβη,» είπε.

«Πολύ πιθανό,» αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος. «Ή θα σας κάνουν τίποτα ακόμα χειρότερο. Όπως αυτό που είχαν κάνει σε μένα.» Και τότε μόνο πέρασε από το μυαλό του: Αλήθεια, πώς δεν μπορούσαν ξανά να με ελέγχουν; Οι Υπερασπιστές είχαν έρθει στην Κεντρική Αγορά του Συμφύρματος. Είχαν, ουσιαστικά, μπει μέσα στη διάσταση που δημιουργούσε το φυλαχτό του Κλαρκ γύρω απ’τον Ελπιδοφόρο. Επομένως, θα έπρεπε να μπορούν να έρθουν σε επαφή μαζί του· δεν βρίσκονταν πλέον σε διαφορετικές διαστάσεις, αυτός κι εκείνοι.

Τους συλλογισμούς του διέκοψε η Ελίζα: «Τι σου είχαν κάνει;»

«Αυτό θα το πούμε άλλη φορά. Για την ώρα, θα σας εξηγήσω μερικά πράγματα για τον Ελκράσ’ναρχ και την Παντοκράτειρα.»

3.

Όταν ο Κλαρκ επέστρεψε, είχαν περάσει τεσσερισήμισι ώρες. Ήταν απόγευμα, και το φως ακόμα δυνατό στη Ρελκάμνια καθότι καλοκαίρι. Ο ήλιος έκανε ανταύγειες καθώς έμπαινε στο καθιστικό του διαμερίσματος. Ο Ελπιδοφόρος, ο Σκοτ, και η Ελίζα είχαν φάει (ο πρώτος είχε φέρει φαγητό από την κουζίνα, όταν πείνασαν) και τώρα κάθονταν στα αναπαυτικά καθίσματα καπνίζοντας και πίνοντας. Στον ώμο του Σκοτ, που ήταν λιγάκι καμένος από τις ρομφαίες των Πειθαρχικών του Κενού, είχαν βάλει μια θεραπευτική αλοιφή.

Ο Κλαρκ μπήκε στο καθιστικό ξαφνιάζοντάς τους. Έμοιαζε κουρασμένος, καθώς έβγαλε την καπαρντίνα του και κάθισε σε μια πολυθρόνα.

«Γιατί άργησες τόσο;» τον ρώτησε ο Ελπιδοφόρος.

«Δεν άργησα. Ακόμα και το Φαντασκεύασμα χρειάζεται κάποιο χρόνο για να κάνει όλο αυτό τον κύκλο.»

Σωστά… σκέφτηκε ο Ελπιδοφόρος. Ο Κλαρκ έπρεπε να αφήσει τον Λούη στην Α’ Κατωρίγια Συνοικία· μετά, τον Βόντεκ-Ρίε στην Κρανοφόρο· μετά, την Άβα στο Κοινόβιο· και μετά, έπρεπε να επιστρέψει στην Α’ Κατωρίγια, όπου ήταν το διαμέρισμά του. Ένας μικρός κύκλος της Ρελκάμνια.

«Τους μίλησα για τον Ελκράσ’ναρχ,» είπε ο Ελπιδοφόρος.

Ο Κλαρκ κοίταξε τον Σκοτ και την Ελίζα, οι οποίοι έμειναν σιωπηλοί.

«Και για την πλοηγό,» πρόσθεσε ο Ελπιδοφόρος.

«Αυτά που μας είπες εξηγούν πολλά,» είπε ο Σκοτ. «Αλλά μας έχεις μπλέξει άσκοπα. Τι διαφορά έχει για εμάς αν ο Ελκράσ’ναρχ διοικεί τη Ρελκάμνια ή κάποιος άλλος;»

«Δεν ξέρω πώς μπήκες στο δίκτυό του, Σκοτ, αλλά είμαι βέβαιος πως η διαδικασία δεν θα ήταν ευχάριστη…»

«Σχετικό είναι αυτό. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν ζούσα αλλιώς.»

«Τόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε;»

«Ήμουν νεαρός,» είπε ο Σκοτ.

«Εσύ;» Ο Ελπιδοφόρος κοίταξε την Ελίζα.

«Δεν ήμουν και τόσο μικρή,» παραδέχτηκε εκείνη. «Και, όχι, η διαδικασία δεν ήταν ευχάριστη.»

«Τι λόγο έχετε, λοιπόν, να υπηρετείτε τον Ελκράσ’ναρχ;»

«Οι επιλογές μας,» είπε η Ελίζα, «ήταν… λίγες. Καμία, βασικά.»

«Βλέπεις; Τώρα, όμως, μπορείτε να κάνετε κάτι διαφορετικό. Τώρα μπορείτε να τον πολεμήσετε

Ο Σκοτ ρουθούνισε. «Θεωρίες για παλαβούς… Νομίζεις πραγματικά ότι θα καταφέρετε να ανατρέψετε τα πάντα; Εσύ και…» Κοίταξε τους Πειθαρχικούς, τον Κλαρκ. «Εσύ κι αυτοί, ό,τι κι αν είναι;»

«Δεν είμαστε μόνοι μας,» του είπε ο Κλαρκ. «Παντού στο Γνωστό Σύμπαν, η Επανάσταση χτυπά την Παντοκρατορία. Επιπλέον, θεωρείς πως οι δυνάμεις μας είναι μικρές;»

«Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν έχω ξαναδεί τίποτα σαν εσένα κι αυτά τα φαντάσματα. Ούτε τίποτα σαν το… μεταφορικό μέσο που ο Ελπιδοφόρος μού είπε ότι ονομάζεις Φαντασκεύασμα. Όμως,» τόνισε, «δεν είχα τελειώσει.»

«Τελείωσε λοιπόν,» τον προέτρεψε ο Κλαρκ, κοιτάζοντάς τον παρατηρητικά, με σχεδόν επιστημονική περιέργεια.

«Ούτε τώρα έχουμε, ουσιαστικά, επιλογή,» είπε ο Σκοτ. «Αυτό ήθελα να πω. Δε μπορούμε να επιστρέψουμε στον Ελκράσ’ναρχ. Θα είναι πολύ ριψοκίνδυνο για εμάς. Επιπλέον, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μας αφήσετε να επιστρέψουμε.»

«Σ’αυτό έχεις δίκιο,» του είπε ο Κλαρκ. «Στο πρώτο από τα δύο. Ο Ελκράσ’ναρχ θα σας σκοτώσει αν μάθει ότι μιλήσατε μαζί μας. Επομένως, καλό θα ήταν να μην το μάθει.»

Ο Σκοτ συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος. Τι θέλει να μας πει τώρα; αναρωτήθηκε. Θέλει να μας πει να επιστρέψουμε στους Υπερασπιστές;

«Αν δεν το μάθει,» εξήγησε ο Ελπιδοφόρος, «θα μπορείτε να κινηθείτε ελεύθερα μέσα στο δίκτυό του. Βοηθώντας μας.»

«Θέλετε να γίνουμε κατάσκοποί σας;» έκανε η Ελίζα.

«Ναι,» είπε ο Ελπιδοφόρος. «Χρειαζόμαστε ανθρώπους που να βρίσκονται μέσα στο δίκτυο του Ελκράσ’ναρχ–»

«Δεν ξέρεις τι λες!» τον διέκοψε ο Σκοτ. «Ήδη θα το έχουν καταλάβει ότι μας αιχμαλωτίσατε!»

«Αποκλείεται. Απλά θα σας έχουν χάσει–»

«Κι αυτό σε τι συμπέρασμα θα τους οδηγήσει;»

«Υπάρχουν τηλεοπτικοί πομποί στη Γενική Αγορά του Συμφύρματος,» τόνισε η Ελίζα.

«Δεν σας είδαν, όμως, να φεύγετε μαζί μας,» τη διαβεβαίωσε ο Κλαρκ.

Η Ελίζα τον ατένισε συνοφρυωμένη.

«Βεβαιώθηκα γι’αυτό.»

Η Ελίζα δεν ρώτησε πώς. Είχε καταλάβει ότι οι μαγικές δυνάμεις αυτού του ανθρώπου υπερέβαιναν τις ικανότητες κάθε άλλου μάγου που είχε γνωρίσει στη ζωή της. Πιθανώς, κάθε άλλου μάγου που υπήρχε στη Ρελκάμνια. Πώς ήταν δυνατόν αυτός ο Κλαρκ να μη δουλεύει για τους Υπερασπιστές; Δε γνώριζαν για την ύπαρξή του; Της έμοιαζε πολύ παράξενο.

«Ακόμα κι έτσι,» είπε ο Σκοτ. «Ακόμα κι αν κανένας δεν μας είδε να φεύγουμε μαζί σας. Πού θα ισχυριστούμε ότι ήμασταν τόσες ώρες;»

«Κρυμμένοι,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ. «Φοβηθήκατε από τη μάχη με τους… δαίμονες του Ελπιδοφόρου.»

«Θα μας υποψιαστούν,» είπε η Ελίζα.

«Μπορεί να είστε και τραυματισμένοι, επίσης,» πρόσθεσε ο Κλαρκ.

«Τραυματισμένοι;» είπε ο Σκοτ. «Δεν είμαστε τραυματισμένοι.»

«Μπορούμε να το φροντίσουμε αυτό.»

«Προτείνεις να καθίσουμε να μας πυροβολήσεις!;»

«Δε θα χρειαστεί να σας πυροβολήσω,» διευκρίνισε ο Κλαρκ. «Έχω τρόπους να προκαλέσω τραύματα πολύ πιο… ανώδυνα. Και χωρίς κανέναν κίνδυνο για τη ζωή σας.»

Ο Σκοτ και η Ελίζα έμειναν αμίλητοι για λίγο. Μετά, ο πρώτος είπε: «Ας πούμε ότι συμφωνούμε. Γιατί μετά να μη σε προδώσουμε στον Ελκράσ’ναρχ;»

Ο Κλαρκ μόρφασε αδιάφορα. «Μπορείτε να του πείτε την αλήθεια, αν θέλετε. Τι νομίζετε ότι θα γίνει μ’αυτό;»

Ο Σκοτ συνοφρυώθηκε. Τίποτα, κατέληξε ύστερα από σύντομη σκέψη. Τίποτα απολύτως. Δεν είχαν κανένα στοιχείο που μπορούσε να τους οδηγήσει στο διαμέρισμα του Κλαρκ. Ούτε είχαν καταλάβει πώς μπορούσαν να παγιδέψουν αυτόν ή τον Ελπιδοφόρο. Αν μη τι άλλο, ο Σκοτ αισθανόταν πιο μπερδεμένος από πριν. Και τώρα ήξερε και κάτι που ήταν επικίνδυνο. Ήξερε την αλήθεια για τον Ελκράσ’ναρχ και την Παντοκράτειρα. Αν το έλεγε αυτό στους Υπερασπιστές, ποια θα ήταν η αντίδρασή τους; Θα μας καθαρίσουν, μάλλον.

Η Ελίζα, που έκανε παρόμοιες σκέψεις, είπε στον Κλαρκ: «Δεν έχουμε τρόπο να σας βλάψουμε. Και οι Υπερασπιστές, κατά πάσα πιθανότητα, θα μας σκοτώσουν διότι θα υφίσταται ο κίνδυνος να έχουμε προσηλυτιστεί από εσάς.»

«Ακριβώς,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ. «Το καλύτερο που μπορείτε να κάνετε, λοιπόν, είναι να προσηλυτιστείτε όντως από εμάς και να πολεμήσετε στο πλευρό μας.»

Ο Σκοτ μειδίασε, βλέποντας την ειρωνεία της κατάστασης. «Την έχουμε γαμήσει ούτως ή άλλως.»

«Ο Ελκράσ’ναρχ δεν έχει κάνει τίποτα το καλό για εσάς,» τους είπε ο Ελπιδοφόρος. «Απλά σας χρησιμοποιεί – εδώ και χρόνια.»

«Αν είναι, πάντως, να παρουσιαστούμε ξανά,» είπε η Ελίζα, «καλύτερα να το κάνουμε γρήγορα. Όσο αργούμε, τόσο το πράγμα χειροτερεύει.»

4.

Το Φαντασκεύασμα τούς μετέφερε στο Σύμφυρμα. Ο Κλαρκ άνοιξε την πόρτα που είχαν δημιουργήσει οι Τεχνίτες και κοίταξε έξω, μέσα απ’το σκοτάδι ενός σοκακιού. Είχε νυχτώσει πλέον. «Δε βλέπω κανέναν,» είπε. Και στράφηκε ξανά στους άλλους, μέσα στον γεωμετρικά τέλειο διάδρομο του Φαντασκευάσματος.

Ο Ελπιδοφόρος, παρατηρώντας την Ελίζα και τον Σκοτ, νόμιζε πως κι οι δυο τους ήταν αγχωμένοι. Οι όψεις τους έμοιαζαν… πιεσμένες· τα βλέμματά τους αβέβαια. Ήταν χρόνια πράκτορες που παρακολουθούν άλλους πράκτορες, αλλά τώρα φοβούνται σαν ετούτη νάναι η πρώτη φορά που μπλέκονται σε δίκτυο.

Ξέρουν καλά τους Υπερασπιστές και τις μεθόδους τους.

«Βγάλτε τα ρούχα που πρέπει να βγάλετε,» τους είπε ο Κλαρκ.

Ο Σκοτ γυμνώθηκε από τη μέση κι επάνω, αποκαλύπτοντας ένα γαλανόδερμο γεροδεμένο σώμα με φαρδείς ώμους. Ο Κλαρκ ένευσε και πήρε μια συσκευή από τον σάκο του η οποία είχε μακριά, μυτερή μουσούδα στη μία άκρη και στην άλλη μια μεγάλη μπαταρία. Ανάμεσά τους ήταν κάτι πλήκτρα και μια μικρή οθόνη.

«Έτοιμος;» ρώτησε ο μάγος.

«Ελπίζω να μη με σκοτώσεις,» μούγκρισε ο Σκοτ.

Ο Κλαρκ έκανε ένα ξόρκι αγγίζοντας τα δεξιά πλευρά του γαλανόδερμου εκτελεστή. Στένεψε ελαφρώς τα μάτια καθώς κάποια πληροφορία ερχόταν στο μυαλό του, κι έπειτα πάτησε μερικά πλήκτρα πάνω στη συσκευή.

«Τι σκατά είν’ αυτό το πράμα;» ρώτησε ο Σκοτ.

Ο Κλαρκ τού είπε: «Ακίνητος»· και τον κάρφωσε στα πλευρά με τη μυτερή μουσούδα της συσκευής, σαν να επρόκειτο για βελόνα.

Ο Σκοτ μόρφασε, αλλά δε φάνηκε να πονά. Μετά, όμως, ο Κλαρκ πάτησε ένα κουμπί και η συσκευή μπήκε σε εντατική λειτουργία: ένα δυνατό φωτάκι άναψε επάνω της, κι άρχισε ολόκληρη να πάλλεται μέσα στα χέρια του μάγου. Τότε, ο Σκοτ έτριξε τα δόντια, και γρύλισε.

«Κρατήστε τον!» πρόσταξε ο Κλαρκ· και η Ελίζα κι ο Ελπιδοφόρος έπιασαν τον Σκοτ από τα μπράτσα, δεξιά κι αριστερά.

«Γαμώ…» μούγκρισε εκείνος, «τα μυαλά… του Σκοτοδαίμονος!…» Η όψη του είχε παραμορφωθεί καθώς αισθανόταν κάτι να ανακατεύει τις σάρκες του. Αίμα κυλούσε από τα πλευρά του. «Σταμάτα!» φώναξε.

«Μην κουνηθείς!» τον προειδοποίησε ο Κλαρκ, σταθερά.

Μετά από λίγο, η συσκευή έπαψε να πάλλεται, και ο μάγος τράβηξε το κεντρί της έξω από τον Σκοτ, ο οποίος άγγιξε, με το ένα χέρι, τον τοίχο του Φαντασκευάσματος ενώ το άλλο του χέρι ήταν στα πλευρά του που αιμορραγούσαν.

«Η πληγή μοιάζει να έγινε από σφαίρα,» τον πληροφόρησε ο Κλαρκ. «Με τη διαφορά ότι δεν κινδύνεψες.»

«Φάε σκατά…» γρύλισε ο Σκοτ, βαριανασαίνοντας. «Δεν ήταν και τόσο αθώο…»

Ο Κλαρκ στράφηκε στην Ελίζα.

Εκείνη ξεροκατάπιε. Το λευκό-ροζ δέρμα στο πρόσωπό της είχε ασπρίσει. «Εντάξει, κάντο,» είπε. Ακούμπησε την πλάτη της σ’ένα απ’τα λεία τοιχώματα του Φαντασκευάσματος και σήκωσε τη φούστα της ώς τον μηρό.

Ο Κλαρκ, αφού σκούπισε το κεντρί του εργαλείου του από το αίμα του Σκοτ και το πέρασε με αντισηπτικό, άρθρωσε ένα ξόρκι αγγίζοντας τον δεξή μηρό της Ελίζας, περίπου δέκα εκατοστά πάνω από το γόνατο.

«Γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε εκείνη.

«Για να δω πώς είναι ο οργανισμός σου.» Ο Κλαρκ ρύθμιζε κάποια πράγματα στη συσκευή του, πατώντας πλήκτρα. «Δεν πρέπει να γίνουν λάθη.»

«Βιοσκοπικό ξόρκι;»

«Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι.»

«Σε είχα περάσει για Τεχνομαθή…»

«Δεν ανήκω σε κανένα τάγμα πλέον.» Ο Κλαρκ την κάρφωσε στον μηρό με τη μυτερή μουσούδα της συσκευής του. Πάτησε ένα πλήκτρο, και ο μηχανισμός άρχισε πάλι να πάλλεται.

Η Ελίζα αισθάνθηκε σαν κάτι να είχε χωθεί μέσα στο πόδι της και να στροβιλιζόταν. Κάποιο σκουλήκι, κάποιου είδους παράσιτο. Μόρφασε από τον πόνο. Δάγκωσε το χείλος της, κάνοντάς το να αιμορραγήσει. Και συγχρόνως, είδε αίμα να τρέχει επάνω στον μηρό της καθώς το εργαλείο του μάγου δούλευε μέσα της. Η Ελίζα πήρε μια βαθιά ανάσα, κλείνοντας τα μάτια, προσπαθώντας να μην ουρλιάξει.

Ευτυχώς, όπως και με τον Σκοτ, η διαδικασία δεν κράτησε πολύ. Ο Κλαρκ απέσυρε το κεντρί της συσκευής του από τη σάρκα της. Και η Ελίζα διαπίστωσε ότι είχε ιδρώσει από πάνω ώς κάτω και αγκομαχούσε, σαν ο οργανισμός της να είχε περάσει από πυρετό. Επίσης, ολόκληρος ποταμός από αίμα έτρεχε στον μηρό της.

Έβγαλε ένα μαντήλι από τα ρούχα της και το πίεσε πάνω στο τραύμα.

«Μοιάζει κι αυτό να έγινε από σφαίρα,» της είπε ο Κλαρκ. «Πηγαίνετε τώρα. Φύγετε. Κρυφτείτε και περιποιηθείτε τις πληγές, κι ύστερα μπείτε πάλι στο δίκτυο του Ελκράσ’ναρχ.»

Ο Σκοτ είχε ήδη φορέσει τα ρούχα του, αφού είχε κάνει μια τρύπα εκεί όπου λογικά θα τον είχε χτυπήσει η σφαίρα. «Μας υποχρέωσες…»

«Και για να επικοινωνήσουμε, όπως είπαμε, εντάξει;» τους ρώτησε ο Ελπιδοφόρος.

Ο Σκοτ κατένευσε. «Ναι.»

Ο Κλαρκ μισάνοιξε την πόρτα του Φαντασκευάσματος και κοίταξε έξω. Έπειτα, την άνοιξε ολόκληρη. «Πηγαίνετε!»

Ο Σκοτ και η Ελίζα βγήκαν στο Σύμφυρμα, υποβαστάζοντας ο ένας τον άλλο.

Ο Κλαρκ έκλεισε, και εκείνος κι ο Ελπιδοφόρος άρχισαν να φεύγουν μέσα στο Φαντασκεύασμα, ακολουθούμενοι από τους δύο Πειθαρχικούς του Κενού.

«Τους εμπιστεύεσαι;» ρώτησε ο μάγος.

«Όχι. Αλλά η αλήθεια είναι ότι τους μπλέξαμε τόσο που δεν θα τολμήσουν να μας προδώσουν.»

«Το ίδιο νομίζω κι εγώ.»

«Να σου κάνω μια ερώτηση, Κλαρκ;»

«Ακούω.»

«Όταν ο Ελκράσ’ναρχ ήρθε στην Κεντρική Αγορά του Συμφύρματος, μπήκε μέσα στην εμβέλεια του φυλαχτού που μου έχεις δώσει· σωστά;»

«Αφού πολέμησε με τον Άερ’θλαρ και την Άι’νιρ, είναι προφανές πως αυτό συνέβη, Ελπιδοφόρε.»

«Επομένως, ο Ελκράσ’ναρχ ήταν τότε στην ίδια διάσταση με εμένα, ή κάνω λάθος;»

«Απορείς γιατί δεν άρχισε να σε ελέγχει όπως παλιά. Να ελέγχει το σώμα σου.»

«Ναι.»

«Δεν είχε χρόνο, προφανώς. Η αναμέτρησή του με τους Πειθαρχικούς του Κενού απαιτούσε όλες του τις δυνάμεις και όλη του την προσοχή.» Κοίταξε τις δύο φωτεινές οντότητες που αιωρούνταν πίσω τους. «Έχω δίκιο;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Άερ’θλαρ. «Ωστόσο, η νίκη μας δεν ήταν εύκολη, Κλαρκ. Είναι, πράγματι, πολύ ισχυρός. Αν είχε έρθει ολόκληρος να μας πολεμήσει, δεν ξέρω αν θα τον νικούσαμε ή αν εκείνος θα μας αφάνιζε και τους δύο.»

Βίηλ

1.

Η Ανταρλίδα αισθανόταν εξοργισμένη και απογοητευμένη.

Ύστερα από όλο αυτό το ταξίδι, δεν είχαν βρει τον Τάμπριελ. Και παρότι ο άντρας εμπρός τους ισχυριζόταν πως ήταν αυτός, ήταν προφανές πως δεν ήταν. Κάπως, όμως, γνώριζε πράγματα που τα γνώριζε κι ο Τάμπριελ.

«Πάμε να φύγουμε,» είπε η Ανταρλίδα στρεφόμενη στον Δαίδαλο.

«Μη φύγετε από τώρα. Θα έρθω μαζί σας,» μίλησε ο Άζ’λεφκ πριν από τον μάγο. «Νόμιζα ότι αυτό θα το είχατε καταλάβει.»

Η Ανταρλίδα έστρεψε τα μάτια της επάνω του. Επάνω σ’αυτόν τον άντρα με το κατάμαυρο δέρμα και τα πράσινα μούσια και μαλλιά, ο οποίος δεν έμοιαζε καθόλου στον Τάμπριελ. Εκτός από τα μάτια του… Τα μάτια του, ίσως… «Γιατί να σε θέλουμε μαζί μας;»

«Δε μπορώ να μείνω εδώ, Ανταρλίδα. Πρέπει να τελειώσω εκείνο που άρχισα στη Βίηλ. Εκείνο που άρχισα στο Γνωστό Σύμπαν. Και οι Ιεράρχες νομίζω πως με χρειάζονται–»

«Σταμάτα να μιλάς σαν να είσαι ο Τάμπριελ!» φώναξε η Ανταρλίδα.

«Περίμενε,» της είπε ο Άζ’λεφκ, «και σύντομα δεν θα αμφιβάλλεις πια για το ποιος είμαι.»

Η Ανταρλίδα στράφηκε τώρα στους Ιεράρχες – στον Αρκαλόν, τον Όρνιφιμ, τη Ράιλμεχ. «Τον αναγνωρίζετε αυτόν τον άνθρωπο; Νομίζετε ότι είναι ο Μεγάλος Προφήτης;»

Εκείνοι έμειναν σιωπηλοί για μερικές στιγμές. Αμήχανοι. Ύστερα, ο Αρκαλόν είπε: «Σίγουρα, δεν μοιάζει στην εμφάνιση.» Ο Όρνιφιμ είπε: «Δε θα τον αναγνωρίζαμε αν τον βλέπαμε απλώς…» Η Ράιλμεχ είπε: «Όχι, δεν… δεν μοιάζει… Αλλά…»

«Εγώ είμαι,» τους τόνισε ο Άζ’λεφκ. «Αν έχετε το ραβδί μου μαζί σας, δώστε το μου και θα το καταλάβετε.»

«Το έχουμε μαζί μας,» αποκρίθηκε η Ράιλμεχ.

«Όχι!» είπε η Ανταρλίδα, απότομα. «Ο Μέγας μπορεί να σας προστάζει, δεν μπορεί;»

«Ο Μέγας,» είπε ο Αρκαλόν, «είναι το κέντρο της ύπαρξής μας.»

«Θέλετε να το ριψοκινδυνέψετε, λοιπόν; Όταν αυτός ο άνθρωπος έχει το ραβδί στα χέρια του….»

«Όσα λέει, όμως,» είπε ο Όρνιφιμ, «τον κάνουν να μοιάζει με τον Μεγάλο Προφήτη, Ανταρλίδα…»

«Μπορούμε να δοκιμάσουμε,» πρότεινε η Ράιλμεχ· «κι αν αποδειχτεί ότι δεν είναι αυτός, του παίρνετε το ραβδί.»

Η Ανταρλίδα λοξοκοίταξε τον Άζ’λεφκ, για να δει την αντίδρασή του σ’αυτό. Η όψη του, όμως, ήταν στωική όπως… όπως του Τάμπριελ. (Δεν είναι ο Τάμπριελ!) Δεν φανέρωνε τίποτα.

Η Ανταρλίδα ατένισε τον Δαίδαλο, που φαινόταν να γνωρίζει αυτόν τον Άζ’λεφκ – όποιος – ό,τι – κι αν ήταν. «Θα μπορούμε να του πάρουμε το ραβδί, μετά;»

Ο μάγος δεν αποκρίθηκε αμέσως, αλλά ο Πολ είπε: «Είμαστε τόσοι και είναι ένας. Εγώ λέω να το προσπαθήσουμε, να δούμε τι θα πουν οι Ιεράρχες.»

«Θα πουν, όμως, την αλήθεια αν τους προστάξει να μην την πουν;» έθεσε το ερώτημα η Ανταρλίδα. «Ο Μέγας τούς ελέγχει

«Βλέπω πως δεν υπάρχει περίπτωση να με πιστέψετε τώρα, ό,τι κι αν συμβεί,» είπε ο Άζ’λεφκ. «Επομένως, αφήστε το ραβδί· δεν το θέλω. Υποσχεθείτε μου, όμως, πως θα με περιμένετε μέχρι να βαδίσω έναν δρόμο και να σας αποδείξω ότι είμαι ο Τάμπριελ.»

Η Ανταρλίδα κοίταξε πάλι τον Δαίδαλο.

«Θα σε περιμένουμε,» είπε ο μάγος στον Άζ’λεφκ.

«Δε θ’αργήσω,» υποσχέθηκε εκείνος. Και στράφηκε στον Οδηγό που τους είχε φέρει εδώ. «Θα ήθελα να εισέλθω στο Φως.»

«Ασφαλώς, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο μυστηριώδης μασκοφόρος.

«Ευχαριστώ,» είπε ο Άζ’λεφκ· και, κάνοντας νόημα να τον ακολουθήσουν, βγήκε απ’το δωμάτιο προχωρώντας μέσα στους πέτρινους διαδρόμους της οικίας των Οδηγών της Βίηλ.

Καθώς βάδιζαν πίσω του, η Ανταρλίδα ρώτησε τον Δαίδαλο: «Τον πιστεύεις; Πιστεύεις ότι είναι ο Τάμπριελ;»

«Ο Άζ’λεφκ είναι ο πιο μυστηριώδης μάγος που έχω συναντήσει σ’ετούτο το σύμπαν. Δεν αποκλείω τίποτα.»

«Δε μπορεί να σοβαρολογείς! Πώς είναι δυνατόν να είναι ο Τάμπριελ;»

«Ο Άζ’λεφκ παίρνει πολλές μορφές. Αυτό το ήξερα από πριν.»

«Ίσως, αλλά ο Τάμπριελ ήταν ο Τάμπριελ, όχι κάποιος άλλος!» επέμεινε η Ανταρλίδα. «Ποτέ δεν μου είχε πει τίποτα για κανέναν Άζ’λεφκ, παρότι, κατά καιρούς, μου είχε μιλήσει για την παράξενη εμπειρία του στο Πορφυρό Κενό – όταν αυτές οι εικόνες άρχισαν να παρουσιάζονται στο μυαλό του.»

«Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν ο Άζ’λεφκ–»

«Πώς μπορείς να το πιστεύεις αυτό;»

Ο μαυρόδερμος, πρασινομάλλης άντρας σταμάτησε τότε μπροστά σε μία από τις μεγάλες μεταλλικές πόρτες που υπήρχαν στους διαδρόμους αυτού του μέρους. Έπιασε την αμπάρα της και την έσυρε.

«Μην έρχεστε πολύ κοντά,» είπε.

Ο Δαίδαλος έκανε νόημα να απομακρυνθούν, κι οι άλλοι υπάκουσαν.

«Και μην κοιτάζετε ευθεία,» πρόσθεσε ο Άζ’λεφκ, «αλλά προς το πλάι.»

Και, καθώς ο μαυρόδερμος άντρας το έλεγε αυτό, η Φενίλδα, που στεκόταν πίσω από τον Δαίδαλο, συνειδητοποίησε κάτι: Το Φως είναι μετά από τούτη την πόρτα! Η πηγή του Φωτός της Βίηλ! Και όχι μονάχα μετά από τη συγκεκριμένη πόρτα, αλλά από κάθε αμπαρωμένη μεταλλική πόρτα στην οικία των Οδηγών. Η Φενίλδα αισθάνθηκε έναν μεγάλο τρόμο να τη γεμίζει· αισθάνθηκε πως ήθελε να τρέξει να φύγει, πως δεν ήταν έτοιμη ν’αντικρίσει μια τόσο μεγάλη δύναμη.

«Κοιτάζετε στο πλάι,» επανέλαβε ο Άζ’λεφκ.

«Κάντε ό,τι σας λέει!» είπε ο Δαίδαλος. «Μπορεί να τυφλωθείτε!»

Η Φενίλδα υπάκουσε, καταλαβαίνοντας ότι ο μάγος δεν υπερέβαλλε.

Η Ανταρλίδα υπάκουσε επίσης. Το ίδιο κι οι άλλοι.

Ο Άζ’λεφκ τράβηξε την πόρτα, ανοίγοντάς την.

Μια παντοδύναμη ακτινοβολία πλημμύρισε τα πάντα.

Μια θάλασσα φωτός ήταν παντού γύρω τους.

Κάθε άλλο πράγμα εκτός από το φως έμοιαζε με σκοτεινή σκιά.

Η Ανταρλίδα έμεινε ακίνητη, κοκαλωμένη, νιώθοντας χαμένη. Νιώθοντας να τρέμει.

Η Φενίλδα αισθανόταν τον παλμό του Φωτός πανίσχυρο εντός της. Νόμιζε πως η καρδιά της θα έσπαγε, πως τα κόκαλά της έτριζαν. Κι αναρωτήθηκε προς στιγμή: Τι μαγεία θα μπορούσα τώρα να κάνω με τέτοια δύναμη! Τι μαγεία! Είχε την εντύπωση πως θα μπορούσε να υφάνει μια μαγγανεία που θα δημιουργούσε και θα συντηρούσε μια ολόκληρη διάσταση! Είχε την εντύπωση πως είχε μεταμορφωθεί σε θεά. Αλλά, συγχρόνως, σκέφτηκε πως οποιαδήποτε χρήση του Φωτός τώρα πιθανώς να τη διέλυε, να έκανε το σώμα της σκόνη, και να σκόρπιζε την ψυχή της στα πέρατα του σύμπαντος.

«Μην κοιτάζετε ευθεία το Φως!» αντήχησε η φωνή του Δαίδαλου, ως τελευταία προειδοποίηση: κι ακούστηκε σαν καμπάνα μέσα στην απόλυτη ησυχία.

Κανείς τους δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε – πόση ώρα ακριβώς βρίσκονταν μέσα σ’αυτή τη λαμπερή θάλασσα – στιγμές; λεπτά; ώρες; – αλλά κάποτε το παντοδύναμο φως εξαφανίστηκε, και οι σκιές πήραν πάλι χρώμα. Τα πάντα που πριν φαίνονταν ψεύτικα έγιναν ξανά αληθινά.

Η μεταλλική πόρτα είχε κλείσει, χωρίς να έχει αμπαρωθεί. Ένας Οδηγός στεκόταν μπροστά της – μάλλον, αυτός που τους είχε φέρει εδώ.

Ο Άζ’λεφκ δεν φαινόταν πουθενά.

«Πού πήγε;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Μόνο ο ίδιος ξέρει,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος.

«Ταξιδεύει μέσα στο Φως,» είπε ο Οδηγός.

«Και πότε θα επιστρέψει;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Θα επιστρέψει,» απάντησε μονάχα ο Οδηγός, συνεχίζοντας να στέκεται μπροστά στην πόρτα, σαν για να τους αποτρέψει απ’το να την ανοίξουν και να βυθιστούν κι εκείνοι στο Φως.

Μπορεί κάποιος από εμάς να είναι τόσο τρελός ώστε να θέλει να το κάνει αυτό; αναρωτήθηκε η Ανταρλίδα. Και, συνοφρυωμένη, κοίταξε τον Δαίδαλο. «Εσύ έχεις ποτέ… ταξιδέψει μέσα στο Φως;»

Ο μάγος κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»

Η Φενίλδα ξεροκατάπιε. Ρώτησε: «Τι συμβαίνει εκεί μέσα, Δαίδαλε; Τι… τι γίνεται όταν πας εκεί;» Υπήρχε κάτι βαθιά εντός της που ήθελε να πάει, ήθελε να δει πώς ακριβώς ήταν το Φως στην καρδιά του. Το λογικό μέρος, όμως, του μυαλού της την προειδοποιούσε, την κρατούσε μακριά.

«Δεν ξέρω, Φενίλδα. Και δεν είναι κάτι που αισθάνομαι έτοιμος να επιχειρήσω… αν, δηλαδή, οι Οδηγοί με άφηναν.»

Ο Οδηγός μπροστά στην πόρτα έμεινε σιωπηλός.

Ο Πολ ρώτησε: «Θα τον περιμένουμε πολλή ώρα να βγει από κει μέσα;»

«Δε νομίζω,» είπε ο Δαίδαλος. «Υπομονή.»

Ο Νελμάτρες γέλασε νευρικά. «Μα τους Κολοσσούς! Άμα τα λέω αυτά, δε θα με πιστεύουν. Θα με περνάνε για παλαβό!»

2.

Το μηχανικό ρολόι της Ανταρλίδας έμοιαζε νάχει τρελαθεί· και το ίδιο ίσχυε και για τα ρολόγια όλων. Το καθένα έδειχνε και διαφορετική ώρα, και η ώρα αυτή άλλαζε κάθε τόσο με διαφορετικό ρυθμό.

«Γιατί συμβαίνει αυτό, μάγε;» ρώτησε ο Πολ.

«Μάλλον επειδή είμαστε πλάι στην πηγή του Φωτός,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος.

«Μα, τα ρολόγια είναι μηχανικά· δεν έχουν εστία!»

«Ο χρόνος είναι ακανόνιστος εδώ, υποπτεύομαι.»

Ο Πολ κοίταξε τον Οδηγό, που ακόμα στεκόταν μπροστά στην πόρτα, αλλά εκείνος δεν έβγαλε άχνα. Δεν έμοιαζε πρόθυμος να εξηγήσει τίποτα.

Η Ανταρλίδα, ωστόσο, δεν χρειαζόταν ρολόι για να υπολογίσει τον χρόνο. Μέσα στην εκπαίδευσή της ως Μαύρη Δράκαινα ήταν να μπορεί να το κάνει αυτό με το μυαλό της, με αρκετή ακρίβεια. Τώρα, εδώ, σε τούτο το παράξενο μέρος, αισθανόταν κάτι να προσπαθεί να μπερδέψει τις αισθήσεις της, τις σκέψεις της, μην αφήνοντάς την να υπολογίσει τον χρόνο σωστά. Αλλά δεν νόμιζε πως είχε περάσει περισσότερο από μισή ώρα ή τρία τέταρτα όταν, τελικά, η μεταλλική πόρτα πίσω από τον Οδηγό άρχισε ν’ανοίγει–

«Μην κοιτάτε το Φως!» φώναξε πάλι ο Δαίδαλος, και η Ανταρλίδα έστρεψε το βλέμμα της στο πλάι.

Η ακτινοβολία πλημμύρισε τα πάντα.

Μια θάλασσα απίστευτης – ασύλληπτης – λαμπρότητας.

Οι άνθρωποι γύρω από την Ανταρλίδα είχαν γίνει άχρωμες σκιές. Της θύμιζαν μαύρες κολόνες, καθώς τους κοιτούσε μέσα από μισόκλειστα βλέφαρα, έχοντας το βλέμμα της στραμμένο στο πλάι και προς τα κάτω.

Μια απ’αυτές τις κολόνες κινήθηκε βιαστικά, από τ’αριστερά της Ανταρλίδας.

«Ιλρίνα!» ακούστηκε μια φωνή. Του Πολ;

«Στάσου!» Η φωνή της Ράιλμεχ;

«Σταματήστε την!» Ο Πολ πάλι;

Η Ανταρλίδα άπλωσε το χέρι της κι άρπαξε το μπράτσο της σκιερής μορφής προτού την προσπεράσει. Και, ναι, ήταν το μπράτσο γυναίκας, σίγουρα. Η μάγισσα μάλλον.

«Άσε με!» ούρλιαξε η Ιλρίνα’νορ.

Η Ανταρλίδα τύλιξε το άλλο χέρι της γύρω από τη μέση της μάγισσας και την τράβηξε πίσω. «Πού πηγαίνεις; Δεν πρέπει να πας εκεί!»

«Μην κοιτάτε το Φως!» Η φωνή του Δαίδαλου. «Μην κοιτάτε το Φως!»

Η Ιλρίνα’νορ ούρλιαζε και χτυπιόταν, αλλά η Ανταρλίδα τη βαστούσε γερά και η μάγισσα δεν μπορούσε να της ξεφύγει. «Εντάξει!» φώναξε η Μαύρη Δράκαινα. «Την κρατάω!»

Κι ύστερα, η τρομερή ακτινοβολία διαλύθηκε, οι σκιές ζωντάνεψαν, έγιναν πραγματικές· και η Ιλρίνα’νορ άρχισε να κλαίει μέσα στα χέρια της Ανταρλίδας. Να κλαίει με δυνατούς λυγμούς.

«Τι διάολος την έπιασε;» ρώτησε ο Πολ.

«Το Φως…» Η φωνή της Φενίλδα έτρεμε. «Την καλούσε…»

Ο Πολ στράφηκε να την κοιτάξει. «Είσαι καλά εσύ;»

Το γαλανόδερμο πρόσωπό της γυάλιζε από τον ιδρώτα. Η Φενίλδα κατένευσε. «Ναι.»

Μετά ήταν που πρόσεξαν τον Τάμπριελ.

Ακόμα κι η Ανταρλίδα, ώς τότε, δεν τον είχε δει. Η φασαρία που είχε κάνει η Ιλρίνα’νορ είχε αποσπάσει την προσοχή όλων τους.

Τώρα, όμως, τον έβλεπαν. Στεκόταν μπροστά από τη μεταλλική, αμπαρωμένη πόρτα. Στεκόταν και τους κοίταζε. Και ήταν αυτός· δεν υπήρχε αμφιβολία. Ψηλός – ψηλότερος από τους περισσότερους ανθρώπους – πορφυρό δέρμα, λευκά μακριά μαλλιά, μικρό γένι στο σαγόνι – κι αυτά τα ψυχρά, γκρίζα, μυστηριώδη μάτια. Ο Τάμπριελ.

Η Ανταρλίδα ένιωθε να έχει παραλύσει.

«Με πιστεύεις τώρα;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ.

«…Δε… Πώς;… Πήρες τη μορφή του!» Ακόμα κρατούσε την Ιλρίνα’νορ μέσα στα χέρια της, καθώς η μάγισσα έκλαιγε, αλλά την είχε σχεδόν ξεχάσει.

«Θυμήθηκα τη μορφή του,» εξήγησε ο Άζ’λεφκ. «Το Φως μού τη θύμισε. Το Φως είχε πάρει το σώμα του, και το Φως το επέστρεψε ξανά. Και τώρα βλέπω τις εικόνες που έβλεπα όταν ήμουν ο Τάμπριελ.»

«Γιατί;» ρώτησε ο Δαίδαλος, ενώ η Ανταρλίδα αισθανόταν πως δεν ήξερε τι να πει. Όλα αυτά ήταν παράλογα!

«Οι εικόνες έρχονταν από το σύμπαν προς έναν συγκεκριμένο δέκτη και μόνο, Δαίδαλε. Όλα τα χαρακτηριστικά αυτού του δέκτη έπρεπε να έχουν μία και μόνο μορφή. Οι εικόνες δεν μπορούν να έρθουν σε άλλον – όχι οι ίδιες εικόνες, τουλάχιστον. Τώρα, η μορφή μου είναι ακριβώς εκείνη που πρέπει. Το σώμα μου και το μυαλό μου έχουν όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά. Τώρα, ουσιαστικά, είμαι ο Τάμπριελ-που-θυμάται-ότι-είναι-ο-Άζ’λεφκ, όχι ο Άζ’λεφκ-που-θυμάται-ότι-είναι-ο-Τάμπριελ.» Και έτεινε το χέρι του προς την Ανταρλίδα. «Θα μου δώσεις τώρα το ραβδί, Ανταρλίδα;»

Εκείνη κοίταξε τους Ιεράρχες, κοίταξε τον Δαίδαλο. Οι πρώτοι ατένιζαν τον Τάμπριελ χάσκοντας, ο δεύτερος έμοιαζε σκεπτικός. Κανένας δεν είπε τίποτα στην Ανταρλίδα. Τι να κάνω; σκέφτηκε εκείνη. Τι να κάνω;

«Πες μου,» τη ρώτησε ο Τάμπριελ, «είναι δυνατόν να μην είμαι ο Τάμπριελ; Γνωρίζω αυτά που γνώριζε, η όψη μου είναι ίδια.»

«Μα… άλλαξες!» είπε η Ανταρλίδα. «Μεταμορφώθηκες, κάπως!»

«Δεν μεταμορφώθηκα. Είμαι αυτός που ήμουν. Απλώς έχασα την προηγούμενη μορφή. Κάποιος άλλος έπρεπε να χάσει τη μορφή του για να ανακτήσω εγώ τη δική μου. Δεν καταλαβαίνεις; Πρέπει να υπάρχει ισορροπία. Ο άλλος Άζ’λεφκ θυσιάστηκε επειδή πίστεψε ότι αυτός εδώ ο Άζ’λεφκ είναι σημαντικότερος.»

«Δηλαδή… δηλαδή, ο άντρας με το μαύρο δέρμα… δεν υπάρχει;»

«Υπάρχει. Τον θυμάμαι. Το όνομά του ήταν Κάλνεντουρ. Καταγόταν από τη Μοργκιάνη. Από τις περιοχές που ονομάζονται Βασίλειο της Χάρνωθ.»

Η Ανταρλίδα δεν μίλησε. Τα χείλη της ήταν πιεσμένα. Η Ιλρίνα’νορ έκλαιγε μέσα στην αγκαλιά της.

«Το ραβδί, Ανταρλίδα,» επέμεινε ο Τάμπριελ, έχοντας το χέρι του απλωμένο. «Οι Ιεράρχες θα το καταλάβουν αμέσως ότι είμαι εγώ· θα δεις.»

Η Ανταρλίδα άφησε την Ιλρίνα από τα χέρια της, την απομάκρυνε. Η μάγισσα σκούπισε τα μάτια της και–

«Κολοσσοί!» φώναξε. «Κολοσσοί!» Πανικός υπήρχε στη φωνή της.

«Τι;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Δε βλέπω! Δε βλέπω!»

3.

«Ηρέμησε, Ιλρίνα,» της είπε ο Δαίδαλος, όταν την πήγαν στο δωμάτιο του Άζ’λεφκ μέσα στην οικία των Οδηγών και την έβαλαν να καθίσει στο κρεβάτι. «Ηρέμησε. Άσε με να δω τα μάτια σου, εντάξει;»

Εκείνη ένευσε, ξεροκαταπίνοντας. Έτρεμε ολόκορμη. Το ένα της χέρι έσφιγγε το σεντόνι του κρεβατιού, το άλλο τη φούστα της. Τα δάχτυλά της είχαν ασπρίσει.

Η Φενίλδα καταλάβαινε τι ήταν εκείνο που είχε κάνει την Πεφωτισμένη μάγισσα να κοιτάξει το Φως και να βαδίσει προς την ανοιχτή πόρτα. Καταλάβαινε, γιατί κι εκείνη είχε αισθανθεί ακριβώς το ίδιο κάλεσμα. Και παραλίγο να πέσει στην ίδια παγίδα. Θεοί… ευτυχώς, κάτι με κράτησε πίσω.

Ο Δαίδαλος, έχοντας το πρόσωπο της Ιλρίνα ανάμεσα στα χέρια του, κράτησε τα βλέφαρά της ανοιχτά με τους αντίχειρές του. «Μη φοβάσαι,» της είπε σιγανά. «Απλά θα δω κάτι…» Και μουρμούρισε τα λόγια για κάποιο ξόρκι – ένα ξόρκι απ’το οποίο η Φενίλδα δεν καταλάβαινε τίποτα πέρα από το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε το Φως ως μέσο για την πραγματοποίησή του.

Ο Δαίδαλος είπε, μετά από μερικές στιγμές, αφήνοντας το πρόσωπο της Ιλρίνα’νορ: «Η όρασή σου θα επανέλθει. Από το σοκ έχεις τυφλωθεί. Τα μάτια σου δεν έχουν πάθει σοβαρή ζημιά.»

«…Πόσο;» ψέλλισε εκείνη.

«Κάποιες ημέρες, ίσως. Δε μπορώ να είμαι βέβαιος. Πάντως, μη φοβάσαι: θα ξαναδείς.»

Η Ιλρίνα’νορ ένευσε, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, μοιάζοντας τώρα να χαλαρώνει κάπως. Τα χέρια της δεν έσφιγγαν πια το σεντόνι, ούτε τη φούστα της. Πήγαν στον σάκο της, απ’όπου έβγαλε ένα φλασκί και το άνοιξε για να πιει, με προσοχή. Τα κατάφερε αξιοσημείωτα καλά, χωρίς να χύσει ούτε σταγόνα στα ρούχα της, παρατήρησε η Φενίλδα. Αισθανόταν ανακουφισμένη που η Ιλρίνα θα γινόταν καλά· την είχε συμπαθήσει.

Η Ανταρλίδα ρώτησε τους Ιεράρχες, τώρα που το θέμα με την τύφλωση της μάγισσας είχε λήξει: «Να του δώσω το ραβδί;»

«Ναι,» είπε ο Αρκαλόν.

Η Ράιλμεχ έγνεψε καταφατικά.

«Ναι,» είπε ο Όρνιφιμ. «Αν αυτός δεν είναι ο Μεγάλος Προφήτης, τότε δεν ξέρω πού αλλού μπορεί να τον βρούμε. Κι αν δεν τον βρούμε… τι θα γίνει με τον Πατέρα μας που είναι κλεισμένος εκεί μέσα;»

«Όπως θέλετε.» Η Ανταρλίδα έλυσε το ραβδί από τον σάκο της, το ξετύλιξε από τα πανιά και τα δέρματα με τα οποία ήταν τυλιγμένο, και το παρέδωσε στον Τάμπριελ.

Εκείνος το κράτησε σταθερά, ακουμπώντας το πέρας του στο πάτωμα. Μέσα στην πορφυρή σφαίρα στην κορυφή του κάτι φαινόταν να αναδεύεται, αν παρατηρούσες.

Οι Ιεράρχες χαμογέλασαν, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο.

«Αυτός είναι,» είπε ο Αρκαλόν.

Ο Τάμπριελ ατένισε την Ανταρλίδα.

Εκείνη τον κοίταξε με δυσπιστία. Ρώτησε τους Ιεράρχες: «Βλέπετε και τον άλλο μέσα του; Αυτόν τον Άζ’λεφκ;»

«Δεν παρατηρούμε καμία διαφορά, Ανταρλίδα,» είπε ο Αρκαλόν.

«Καμία,» ένευσε η Ράιλμεχ.

Η Ανταρλίδα αναρωτήθηκε αν ήταν, με κάποιο μαγικό τρόπο, επηρεασμένοι· αν ήταν αναγκασμένοι να το πουν αυτό.

«Ο Άζ’λεφκ,» εξήγησε ο Τάμπριελ, «βρίσκεται σ’ένα μέρος της ψυχής μου με το οποίο οι Ιεράρχες δεν έχουν καμία σχέση. Δεν μπορούν να φτάσουν εκεί. Όπως δεν μπορούν να φτάσουν στο μέρος όπου πηγαίνω και ‘κοιτάζω’ τις εικόνες.»

Η Ανταρλίδα αισθανόταν κάτι να την πνίγει. «Το εύχομαι να είσαι εσύ…» είπε. «Το ξέρεις ότι το εύχομαι να είσαι εσύ.»

«Εγώ είμαι. Και θα το διαπιστώσεις και μόνη σου, σύντομα.»

«Αν όντως είσαι ο Τάμπριελ,» του είπε ο Πολ, καχύποπτα, «τότε, μα τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος, αυτό είναι το πιο περίεργο κόλπο που έχεις κάνει ώς τώρα!»

«Ποιος άλλος θα μπορούσα να είμαι; Και γιατί να πάρω τη μορφή του Τάμπριελ; Για να σας κοροϊδέψω; Είμαι, ίσως, πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ;»

«Τίποτα δεν αποκλείεται,» είπε ο Πολ. «Και πιο λογικό θα ήταν. Εξάλλου, γνωρίζουμε πως κι ο Ελκράσ’ναρχ μπορεί να δίνει άλλες μορφές σε ανθρώπους. Ούτε εγώ ήμουν έτσι παλιά. Μου άλλαξε την όψη. Ο Τάμπριελ το ξέρει αυτό.»

«Δεν έχω ξεχάσει τι μας είπες,» ένευσε ο Τάμπριελ. «Όμως δεν είναι η ίδια περίπτωση. Εγώ έκανα ανταλλαγή με τη βοήθεια του Φωτός· δεν αλλοίωσα τη μορφή μου.»

«Και ποια είναι η διαφορά, Μεγάλε Προφήτη;» Υπήρχε ειρωνεία στη φωνή του Πολ, όπως συνήθως όταν έλεγε Μεγάλε Προφήτη.

«Η διαφορά είναι ότι εγώ δεν είμαι μεταμορφωμένος, ενώ εσύ είσαι. Κανένας δεν μπορεί να μου δώσει την ‘αρχική’ μου μορφή, γιατί δεν έχω αρχική μορφή.»

«Ούτε κι εμένα μπορεί κανένας να μου δώσει την αρχική μου μορφή.»

«Εγώ μπορώ, Πολ, όποτε θέλεις.»

Ο Πολ πάγωσε απ’το κεφάλι ώς τα πόδια.

4.

Αδύνατον! σκέφτηκε. Μας δουλεύει!

«Πώς…» τραύλισε. «Πώς μπορείς…; Ο Τάμπριελ δεν είχε ποτέ δυνάμεις παρόμοιες του Ελκράσ’ναρχ!»

«Ο Τάμπριελ θυμήθηκε τον Άζ’λεφκ, όμως, όπως κι ο Άζ’λεφκ θυμήθηκε τον Τάμπριελ. Θέλεις ξανά την αρχική σου μορφή, Πολ;»

Ο Πολ δεν τον εμπιστευόταν. Δεν τον πίστευε ακόμα. «Μισό λεπτό, για να καταλάβω. Μπορείς να δίνεις στους άλλους ό,τι μορφή θέλεις; Μπορείς να τους αλλάζεις το χρώμα του δέρματός τους; Το χρώμα των μαλλιών τους; Όπως κάνει ο Ελκράσ’ναρχ;»

«Όχι,» είπε ο Τάμπριελ. «Μπορώ, όμως, να σου δώσω την αρχική σου μορφή. Αυτό που σου έχει κάνει ο Ελκράσ’ναρχ δεν είναι παρά μια… αλλοίωση της αρχικής σου μορφής, σαν να παίρνεις στα χέρια σου πλαστικό και να το διαστρέφεις λιγάκι. Η αρχική ύλη του πλαστικού δεν έχει αλλάξει. Καταλαβαίνεις τι λέω; Το σύμπαν θυμάται ποιος είσαι, Πολ, δεν έχει ξεχάσει. Εγώ απλά θα επαναφέρω στην επιφάνεια αυτή τη μνήμη. Θέλεις;»

Ο Πολ τον κοίταζε σαστισμένος. Η αρχική μου μορφή… σκέφτηκε. Και προσπάθησε να τη φέρει στο μυαλό του. Δεν ήταν πάντοτε λευκόδερμος με ξανθά μαλλιά. Κάποτε, παλιά, όταν ονομαζόταν Χρίστος Λευκοχαίτης και ήταν δικηγόρος στη Ρελκάμνια, είχε δέρμα κόκκινο σαν του Τάμπριελ και μαλλιά μαύρα. Μετά, εκείνος ο δικηγόρος είχε μπλέξει… είχε μπλέξει πολύ άσχημα, με δυνάμεις που δεν είναι να μπλέκει κανείς. Και ο κύριος Χρίστος Λευκοχαίτης είχε πεθάνει. Ο Πολ Ντέρνηχ, ο πράκτορας των Υπερασπιστών της Παντοκράτειρας, είχε γεννηθεί.

Την έχω συνηθίσει πλέον αυτή τη μούρη… σκέφτηκε ο Πολ, αγγίζοντας το πρόσωπό του.

Αισθάνθηκε την Αλιζέτ ν’ακουμπά τον ώμο του. «Άστο,» του είπε. «Είναι ανάγκη να γίνει τώρα;»

Ο Πολ, όμως, ήταν περίεργος. Μπορούσε, όντως, ο Τάμπριελ να του δώσει την παλιά του μορφή; Όταν επιστρέψω στο Κίρτβεχ, δεν θα με αναγνωρίζουν! Ούτε ο Δάρυλμος δεν κάνει τέτοιες μάσκες! Επιπλέον, αν ο Τάμπριελ τού έδινε την παλιά του μορφή, οι πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ δεν θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν το ίδιο εύκολα. Ήξεραν τον Πολ Ντέρνηχ, όχι τον Χρίστο Λευκοχαίτη. Από την άλλη, βέβαια, δεν θα μπορούσε να διεισδύσει σε κάποιο μέρος ως Πολ Ντέρνηχ. Θα έχανε μερικές προσβάσεις. Εκτός αν με κυνηγάνε παντού πλέον… πράγμα που δεν αποκλειόταν. Πολύ πιθανόν η προδοσία του να είχε διαρρεύσει. Κάποιος από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ – κάποιος από αυτούς που είχαν καταφέρει να φύγουν ζωντανοί – ίσως να είχε αναφέρει το όνομά του. Τι «ίσως»; Αν το ήξερε, σίγουρα θα το είχε αναφέρει.

Πιο καλά καλυμμένος από τα μάτια τους παρά ακάλυπτος.

«Τι αποφασίζεις, Πολ;» ρώτησε ο Τάμπριελ, ήρεμα.

«Δώσε μου την αρχική μου μορφή.»

Ο Τάμπριελ ένευσε. Είπε στην Αλιζέτ: «Απομακρύνσου.»

Εκείνη έκανε μερικά βήματα όπισθεν. «Είσαι σίγουρος γι’αυτό, Πολ;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Θα είναι καλή μεταμφίεση εναντίον των πρακτόρων του Ελκράσ’ναρχ και της Παντοκράτειρας.»

Ο Τάμπριελ έδωσε το ραβδί του στην Ανταρλίδα, και ύψωσε τα χέρια του προς τον Πολ, πλησιάζοντάς τον.

Ο Πολ είδε τον Τάμπριελ να αγγίζει κάτι ρευστό μπροστά του, σαν ο αέρας να ήταν συμπυκνωμένος. Τα δάχτυλά του χώθηκαν εκεί, μισοεξαφανίστηκαν. Και η πυκνή ύλη κινήθηκε. Ο Τάμπριελ έμοιαζε να τη σαλεύει. Τα πάντα φάνηκαν να παίρνουν παράξενα σχήματα γύρω από τον Πολ, σαν να βρίσκονταν πίσω από νερό που έκανε μυστηριώδεις κυματισμούς. Οι μορφές έχαναν το σχήμα τους. Ο Πολ φοβήθηκε. Νόμιζε ότι χανόταν σ’έναν ακατανόητο, χαοτικό βυθό. Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Μην κινηθείς, έλεγε στον εαυτό του. Μην κινηθείς. Μην κινηθείς. Γιατί, ποιος ξέρει τι μπορεί να γινόταν αν κινιόταν ενόσω αυτός ο Άζ’λεφκ άλλαζε τη μορφή του; Ίσως να παραμορφωνόταν…

Κι ενώ ο Πολ έβλεπε αυτά, και το μυαλό του έκανε ταραγμένες σκέψεις, οι άλλοι στο δωμάτιο έβλεπαν κάτι τελείως διαφορετικό. Έβλεπαν τον Τάμπριελ να πιάνει τον αέρα γύρω από τον Πολ και να τον σκεπάζει μ’αυτόν. Σαν το περιβάλλον να ήταν ζωγραφικός πίνακας και ο Άζ’λεφκ ο ζωγράφος. Τα χέρια του ήταν πινέλα, και τα πινέλα μετακινούσαν τη μπογιά τυλίγοντας τον Πολ μέσα σ’ένα κουκούλι από χρώματα και διαστρεβλωμένα σχήματα. Μετά από μερικές στιγμές, κανένας δεν μπορούσε πλέον να διακρίνει τον Πολ· μονάχα μια ακαθόριστη μορφή υπήρχε εκεί όπου πριν από λίγο αυτός στεκόταν.

Η Αλιζέτ ανησύχησε. Αν δεν μπορέσει να τον ξανα– να τον ξαναφτιάξει; αναρωτήθηκε. Πώς είναι δυνατόν να έχει τέτοιες δυνάμεις ο Τάμπριελ; Ανέκαθεν ήταν περίεργος, αλλά όχι τόσο περίεργος! Αυτή η… οντότητα δεν έμοιαζε καν για άνθρωπος έτσι όπως δρούσε…

Ο Άζ’λεφκ συνέχιζε να εργάζεται. Συνέχιζε να ζωγραφίζει με τα χέρια του επάνω στον καμβά μπροστά του, και μια ανθρώπινη μορφή παρουσιάστηκε πάλι, σταδιακά. Ήταν ένας άντρας, στο ύψος του Πολ, με το γενικό σουλούπι του Πολ. Αλλά τα χρώματά του ήταν τελείως διαφορετικά. Το δέρμα του ήταν πορφυρό, τα μαλλιά και τα μούσια του μαύρα.

Είδαν τον Τάμπριελ να στρώνει και τις τελευταίες πινελιές επάνω στη μορφή του Πολ, ενώ ο ίδιος ο Πολ έβλεπε εμπρός του το δωμάτιο να καθαρίζει. Εξαφανίζονταν και οι τελευταίοι κυματισμοί. Δεν είχε πια την αίσθηση ότι βρισκόταν στον βυθό κάποιας μυστηριώδους θάλασσας.

«Ορίστε,» είπε ο Τάμπριελ. «Έχεις τώρα την αρχική σου μορφή.» Κι έκανε μερικά βήματα όπισθεν. Στράφηκε και πήρε το ραβδί του από το χέρι της Ανταρλίδας.

Ο Πολ κοίταξε την Αλιζέτ.

«Είσαι κατακόκκινος,» είπε εκείνη.

Ο Πολ μειδίασε. «Έναν καθρέφτη!» ζήτησε, κοιτάζοντας γύρω-γύρω, τους συντρόφους του. «Έχει κάποιος έναν καθρέφτη;»

«Εγώ,» είπε η Ιλρίνα’νορ, καθισμένη στο κρεβάτι, κι άρχισε να ψάχνει μέσα στον σάκο της, ενώ τα τυφλά της μάτια ατένιζαν αλλού. Μετά από λίγο έβγαλε έναν μικρό καθρέφτη και τον έτεινε μπροστά.

Ο Πολ πλησίασε και τον πήρε από το χέρι της. Κοίταξε τον εαυτό του. «Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος…!» άρθρωσε, κατάπληκτος. «Είμαι… ναι… είμαι όπως παλιά. Είμαι… Είμαι πάλι ο Χρίστος Λευκοχαίτης! Χα-χα-χα! Είμαι πάλι ο Χρίστος Λευκοχαίτης!» Έριξε τον καθρέφτη πάνω στον σάκο της Ιλρίνα’νορ. Στράφηκε στον Τάμπριελ. «Πώς το έκανες αυτό, επιστήμονα; Πώς το έκανες;»

«Δε γίνεται να σ’το εξηγήσω. Είναι πασιφανές όταν μπορείς να το δεις, αλλά τελείως ακατανόητο όταν δεν μπορείς.»

«Θα σε λέμε, λοιπόν, από δω και μπρος, Χρίστο Λευκοχαίτη;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

Ο Πολ χαμογελώντας είπε: «Όχι. Έχω συνηθίσει πια να με φωνάζουν Πολ. Αυτό είναι το όνομά μου. –Μέχρι που ν’αποφασίσω, ίσως, να το αλλάξω,» πρόσθεσε ύστερα από μια στιγμή, σαν να το ξανασκέφτηκε.

5.

Ξεκουράστηκαν για κάποιες ώρες μέσα στην οικία των Οδηγών.

Ήταν πολλοί για να καθίσουν όλοι μέσα στο δωμάτιο του Τάμπριελ, έτσι χωρίστηκαν. Οι Οδηγοί τούς έδωσαν πρόθυμα άλλα δωμάτια παρόμοια μ’αυτό όπου φιλοξενούσαν εκείνον. Έμοιαζαν να έχουν μεγάλο σεβασμό για τον Άζ’λεφκ· τον αποκαλούσαν Άρχοντα. Επομένως, σέβονταν και τους φίλους του. Οι τρεις Ιεράρχες – ο Αρκαλόν, η Ράιλμεχ, και ο Όρνιφιμ – φιλοξενήθηκαν σε ένα δωμάτιο· ο Πολ πήγε στο ίδιο δωμάτιο με την Αλιζέτ· ο Δαίδαλος, η Φενίλδα, και η Ιλρίνα’νορ ξεκουράστηκαν μαζί· ο Νελμάτρες με τον Τζακ’μορ Πολύχρωμο· και η Ανταρλίδα με τον Τάμπριελ.

Οι Οδηγοί, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, πρέπει να είχαν πάρα πολλά χρόνια να έχουν τόσους επισκέπτες, αν ό,τι έλεγε ο Δαίδαλος για το Μεγάλο Σχίσμα αλήθευε. Ωστόσο είχαν έτοιμα δωμάτια για όλους. Παράδοξο. Αλλά αυτό δεν ήταν το μοναδικό παράδοξο που είχε συμβεί σήμερα. Και ήταν, αναμφίβολα, το λιγότερο σημαντικό για την Ανταρλίδα. Τι την ένοιαζε για τους ξενώνες των Οδηγών; Ας τους εμφάνιζαν από το πουθενά!

Αφού είδε, από το κατώφλι της πόρτας, πού πήγαν τους άλλους, έστρεψε το βλέμμα της στον Τάμπριελ, ο οποίος καθόταν στην πολυθρόνα, με το ραβδί του αφημένο παραδίπλα, να στηρίζεται στον τοίχο.

«Μου φαίνεται τόσο παράξενο…» του είπε, κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

«Το καταλαβαίνω, Ανταρλίδα.» Ύψωσε το χέρι του προς το μέρος της.

Η Ανταρλίδα πλησίασε, διστακτικά. Άπλωσε κι εκείνη το χέρι της. Άγγιξε τις άκριες των δαχτύλων του με τις άκριες των δαχτύλων της. Τα δάχτυλά τους μπλέχτηκαν, σφίχτηκαν. Η αίσθηση ήταν τόσο ίδια… Όπως όταν ήμουν με τον Τάμπριελ…

«Ακόμα αμφιβάλλεις,» της είπε. Δεν ήταν ερώτηση.

Η Ανταρλίδα άφησε το χέρι του. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. «Σε είδα να πεθαίνεις,» είπε. «Η Ιλρίνα διατήρησε το σώμα σου για μέρες με τη μαγεία της. Για ένα μήνα, βασικά. Μετά, δεν μπορούσε άλλο να το διατηρεί, κι έπρεπε να σε κηδέψουμε. Είδα το σώμα σου να καίγεται, μπροστά μου.»

«Είδες το Φως να το παίρνει,» διόρθωσε ο Τάμπριελ.

Η Ανταρλίδα ένευσε. «Οι μάγοι της Βίηλ το έκαναν, ναι…»

«Το Φως πήρε το σώμα μου και το Φως πάλι το επέστρεψε.»

«Είσαι, όμως, τώρα, συγχρόνως, ένας άλλος άνθρωπος…»

«Ανέκαθεν ήμουν κι αυτός· απλώς δεν το θυμόμουν. Και δεν είμαι μόνο αυτός· είμαι και πολλοί ακόμα. Είμαι ο Άζ’λεφκ, Ανταρλίδα. Και δεν έγινα τώρα ο Άζ’λεφκ. Από τότε που με γνώρισες ήμουν ο Άζ’λεφκ.»

«Αλλά δεν τον είχες αναφέρει ποτέ.»

Ο Τάμπριελ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν θυμόμουν,» επανέλαβε. «Δεν θυμούνται όλες οι μορφές του Άζ’λεφκ όλες τις άλλες μορφές. Κάποιες μορφές δεν θυμούνται τίποτα· δεν ξέρουν καν ότι είναι ο Άζ’λεφκ.»

Η Ανταρλίδα αναστέναξε. «Είσαι, λοιπόν, ο Τάμπριελ.»

«Φυσικά.»

Της Ανταρλίδας τίποτα δεν της φαινόταν «φυσικό» από αυτά. Όλα αφύσικα τής έμοιαζαν, για την ακρίβεια. Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και τον πλησίασε ξανά. Κάθισε στα γόνατά του, βάζοντας τα χέρια της στους ώμους του, αγγίζοντας το πρόσωπό του. Η αίσθησή του ήταν ίδια. Αν σταματούσε να σκέφτεται, δεν μπορούσε να αμφιβάλλει πως ήταν αυτός.

Τον φίλησε, και ο Τάμπριελ ανταποκρίθηκε όπως ο Τάμπριελ, κανονικά, θα ανταποκρινόταν. Τα χέρια του κινήθηκαν με οικείο τρόπο επάνω της. Κι ύστερα από λίγο, σηκώθηκε από την πολυθρόνα και τη σήκωσε κι εκείνη μαζί του. Πλησίασαν το κρεβάτι και ξάπλωσαν εκεί, με τα σώματά τους μπλεγμένα και, σύντομα, χωρίς κανένα ρούχο επάνω τους. Μου έλειψες, του ψιθύρισε η Ανταρλίδα στ’αφτί καθώς εκείνος κινιόταν ρυθμικά μέσα της. Μου έλειψες πολύ… Και ήταν αλήθεια. Τον είχε συνηθίσει κοντά της, πλάι της. Αισθανόταν πως ταίριαζε μ’αυτό τον άνθρωπο, όσο παράξενος κι αν ήταν. Μου έλειψες, του είπε παίρνοντας τον λοβό του αφτιού του μέσα στο στόμα της. Κι ύστερα ένα γλυκό κύμα οργασμού την τύλιξε, διατρέχοντας τη ράχη της, και η Ανταρλίδα έκλεισε τα μάτια, και ήταν σα να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα που εκείνος βρισκόταν μακριά της, σα να μην ήταν ποτέ νεκρός.

Στριφογύρισαν πάνω στο κρεβάτι, και ο Τάμπριελ βρέθηκε τώρα από κάτω της. Η Ανταρλίδα σηκώθηκε, σέρνοντας τις ανοιχτές παλάμες της στο στέρνο του, κοιτάζοντας μέσα σ’αυτά τα γκρίζα, παράξενα, ομιχλώδη μάτια. Τα χέρια του γλίστρησαν επάνω στα πλευρά της, κράτησαν μέσα τους τα στήθη της, δυνατά, κι ύστερα ανέβηκαν και μπλέχτηκαν στα ξανθά μαλλιά της. Η Ανταρλίδα λύγισε και τον φίλησε, και ορθώθηκε ξανά, κάνοντας τους ώμους πίσω και καβαλώντας τον δυνατά και γρήγορα: και τον αισθάνθηκε να τελειώνει μέσα της ενώ ένας άγριος οργασμός την τράνταζε φέρνοντας ένα τρέμουλο στους μύες της.

Μετά, ξάπλωσε δίπλα του, με το ένα της πόδι επάνω στο δικό του και το χέρι της στο στήθος του. «Σ’αγαπώ,» της είπε ο Τάμπριελ και, παραμερίζοντας τα μαλλιά της, τη φίλησε βαθιά.

«Σου έλειψα;»

«Δεν κατάλαβα τον χρόνο που πέρασε όπως τον κατάλαβες εσύ.»

Η Ανταρλίδα γέλασε. «Κι εγώ τώρα νομίζω πως δεν πέρασε καθόλου χρόνος. Υποσχέσου μου πως δεν θα ξαναπεθάνεις!»

«Θα προσπαθήσω,» είπε σκεπτικά, ενώ τύλιγε και ξετύλιγε τα μαλλιά της γύρω από τα δάχτυλά του.

«Φταίω κι εγώ, το ξέρω…» είπε η Ανταρλίδα, σοβαρά τώρα.

Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»

«Θα έπρεπε να σε φρουρούσα καλύτερα. Ο Τζακ δεν θα έπρεπε… Δεν θα έπρεπε να τον είχα αφήσει να σε πλησιάσει… Μες στη συμπλοκή, για λίγο, σε έχασα…»

Ο Τάμπριελ έβαλε το δάχτυλό του στα χείλη της για να τη σταματήσει. «Τίποτα δεν είναι τυχαίο, Ανταρλίδα. Θυμήθηκα. Επομένως, ο Τζακ ίσως να μου έκανε χάρη, τελικά. Υπάρχουν πολλά που ο Άζ’λεφκ ξέρει αλλά ο Τάμπριελ δεν θυμόταν.»

Η Ανταρλίδα ρώτησε: «Τι θέλει ο Τζακ από εσένα; Τι θέλει αυτή η οντότητα μέσα του;»

«Μάλλον, να μου μιλήσει, όπως υποθέτει ο Δαίδαλος.»

«Θέλει να τη βοηθήσεις; Να της πεις κάτι για… για το μέλλον της;»

«Ναι…» Ο Τάμπριελ, όμως, της φαινόταν προβληματισμένος. Κοίταζε το ταβάνι, σαν να σκεφτόταν, ή σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί.

«Δεν είσαι σίγουρος;»

«Μέχρι να μου πει, όχι, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος.»

«Γιατί δεν τον ρώτησες πριν;»

«Είχαμε πολλά άλλα να συζητήσουμε,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, «και ο Τζακ ήταν σιωπηλός.»

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε, καχύποπτη. «Ναι, πράγματι, ήταν σιωπηλός. Ύποπτα σιωπηλός, ίσως… Τάμπριελ, το αποκλείεις να έχει κακό στο μυαλό του;»

«Να θέλει πάλι να με σκοτώσει;»

«Ναι.»

«Η οντότητα μέσα του, όμως, είναι που τον οδήγησε εδώ.»

«Τι ξέρεις γι’αυτή την οντότητα;»

«Τίποτα.»

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε πάλι, παραξενεμένη τώρα. «Τίποτα;» Είχε την εντύπωση ότι ο Άζ’λεφκ γνώριζε περισσότερα από τον Δαίδαλο· πώς μπορούσε, λοιπόν, να μην το ξέρει αυτό; Ο Δαίδαλος το ήξερε.

«Δεν έγινα ξαφνικά παντογνώστης, Ανταρλίδα.»

Η Ανταρλίδα τού είπε όσα γνώριζε για την οντότητα που ονομαζόταν Εραστής: όσα είχε αποκαλύψει σ’εκείνη και τους άλλους ο Τζακ. «Ο Δαίδαλος,» πρόσθεσε, «ξέρει για τον Εραστή. Είχε, μάλιστα, κάποτε πάει σ’αυτή τη διάσταση-φυλακή.»

«Πώς τη λένε;»

«Δε θυμάμαι τ’όνομα.»

Ο Τάμπριελ ήταν πάλι σκεπτικός. «Νομίζω πως κάτι μού φέρνει στο μυαλό…»

«Κάτι από… τις αναμνήσεις του Άζ’λεφκ;»

«Ίσως. Όπως και νάχει, θα μάθουμε σύντομα. Ο Τζακ – η οντότητα μέσα του – πρέπει να μου μιλήσει, αν θέλει κάτι από εμένα.»

6.

Η Φενίλδα, στην αρχή, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το Φως την ενοχλούσε· δεν άφηνε ούτε το μυαλό της ούτε το σώμα της να ησυχάσουν. Σταδιακά, όμως, με επιμονή, έφερε τον εαυτό της σε ισορροπία με την ένταση της ενέργειας ολόγυρά της και κοιμήθηκε. Τα όνειρά της ήταν περίεργα: μονάχα αυτό θυμόταν όταν ξύπνησε, τίποτα περισσότερο. Καμία λεπτομέρεια. Το παραμικρό.

Ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι και είδε πως ο Δαίδαλος έμοιαζε επίσης τώρα να έχει ξυπνήσει. Το ίδιο και η Ιλρίνα. Συγχρόνως, κι οι τρεις μας; σκέφτηκε η Φενίλδα. Γιατί; Συνέβη κάτι που μας ξύπνησε; Ακούστηκε κάποιος θόρυβος;

Ο Δαίδαλος ρώτησε: «Πώς είσαι, Ιλρίνα;»

«Ακόμα δεν βλέπω,» είπε η Πεφωτισμένη μάγισσα στρεφόμενη προς το μέρος του, μάλλον ακούγοντας από πού ερχόταν η φωνή του.

«Θα δεις· μην ανησυχείς.»

«Είσαι,» τον ρώτησε πνιχτά, «σίγουρος, Δαίδαλε;»

«Ναι,» είπε ο μάγος. «Τα μάτια σου δεν έχουν πάθει τίποτα.» Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι.

Η Φενίλδα ρώτησε: «Θα φύγουμε τώρα;»

«Ναι. Εκτός αν ο Τάμπριελ έχει κάτι άλλο στο μυαλό του. Που δεν το νομίζω.»

«Είναι αληθινά ο Τάμπριελ, Δαίδαλε; Τι είναι ο Άζ’λεφκ;»

«Ο Άζ’λεφκ… Θα μπορούσες να πεις ότι είναι ένας αφάνταστα ισχυρός μάγος, Φενίλδα. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω πολλά γι’αυτόν. Εκείνο που ξέρω είναι ότι έχει δυνάμεις πέρα από τη δική μου κατανόηση, και ότι παρουσιάζεται σε πολλές μορφές.»

Δυνάμεις πέρα από τη δική μου κατανόηση… Όταν ο Δαίδαλος το έλεγε αυτό, σήμαινε ότι σίγουρα επρόκειτο για κάτι πολύ παράξενο. Η Φενίλδα δεν είχε καμία αμφιβολία. Και δεν του έκανε άλλες ερωτήσεις, καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι, φορούσε τις μπότες της, και έστρωνε τα ρούχα της.

Όταν ήταν κι οι τρεις έτοιμοι, πήραν τους σάκους τους και βγήκαν απ’το δωμάτιο.

Και η Φενίλδα είδε, ξαφνιασμένη, ότι κι οι υπόλοιποι σύντροφοί τους ακριβώς αυτή τη στιγμή είχαν βρει για να βγουν από τα δικά τους δωμάτια. Γιατί; Κάποια παραδοξότητα στον τρόπο με τον οποίο κυλούσε ο χρόνος μέσα στην οικία των Οδηγών; Κάτι σχετικό με το γεγονός ότι τα ρολόγια δεν δούλευαν σωστά εδώ; Ή απλή σύμπτωση;

«Όλοι έτοιμοι, βλέπω,» είπε ο Δαίδαλος. Και προς τον Τάμπριελ: «Θα φύγουμε;»

«Δεν υπάρχει λόγος να μείνουμε άλλο εδώ, Δαίδαλε.»

«Καλώς. Θ’ακολουθήσουμε τον δρόμο που ακολουθήσαμε για να έρθουμε;»

«Δεν μπορείτε εσείς να φύγετε από άλλο δρόμο,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.

Ο Δαίδαλος δεν έκανε ερωτήσεις. Αλλά η Φενίλδα αναρωτήθηκε: Υπάρχει κι άλλος δρόμος; Άλλος δρόμος μέσα από το Μεγάλο Σχίσμα; Ή από κάπου αλλού; Είχε την αίσθηση ότι ο Τάμπριελ αναφερόταν στη δεύτερη περίπτωση. Υπήρχαν, επομένως, και διαφορετικοί τρόποι για να φτάσεις ή να φύγεις από την οικία των Οδηγών.

Με τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα να προπορεύονται, διέσχισαν τους πέτρινους διαδρόμους που στους τοίχους τους υπήρχαν αγωγοί, από ορισμένα σημεία των οποίων έβγαινε φως. Καθώς βάδιζαν, ο Τάμπριελ χαιρετούσε τους Οδηγούς με νεύματα, κι εκείνοι ή αντιχαιρετούσαν με παρόμοιο τρόπο ή έλεγαν «Αντίο, Άρχοντά μου». Η Φενίλδα σκέφτηκε: Για να τον σέβονται έτσι οι Οδηγοί, τι ακριβώς είναι ο Άζ’λεφκ; Φέρνοντας στο νου της τα όσα τούς είχε εξηγήσει πριν, σχετικά με την αλλαγή του σώματός του και με το πώς… θυμόταν άλλους ανθρώπους, δεν μπόρεσε παρά να φτάσει στο συμπέρασμα ότι αποκλείεται απλά να ήταν ένας μάγος, όπως έλεγε ο Δαίδαλος. Πρέπει να ήταν κάποιου είδους οντότητα απλωμένη στο σύμπαν. Άραγε, παλιότερα ο Δαίδαλος δεν ήξερε ότι ο Άζ’λεφκ είχε αυτή την ικανότητα να θυμάται; Πόσες φορές είχε συναντήσει τον Άζ’λεφκ; Και σε ποιες μορφές;

Η Ερευνήτρια μέσα στη Φενίλδα την έτρωγε σαν περίεργο δαιμόνιο που ήθελε να μάθει, να μάθει, να μάθει τα πάντα. Εκείνη, όμως, τιθάσευσε τον εαυτό της και δεν ρώτησε τίποτα. Δεν ήταν τώρα η ώρα για τέτοιες ερωτήσεις – αν ήταν ποτέ. Όπως είχε κι η ίδια πει στη Λαμρίτ για τους Οδηγούς, υπάρχουν στο σύμπαν πράγματα που είναι πέρα από την ανθρώπινη κατανόηση.

Βγήκαν από την οικία των Οδηγών, και ο Τάμπριελ είπε στον Δαίδαλο: «Εσύ μάς οδηγείς τώρα.»

«Εσύ δεν ξέρεις τον δρόμο;»

«Δεν έχω έρθει ποτέ από εδώ. Δεν έχω ποτέ κατεβεί από το Μεγάλο Σχίσμα.»

Κι από πού ήρθες, τότε; ρωτούσε το δαιμόνιο της Ερευνήτριας μέσα στη Φενίλδα. Εκείνη έμεινε σιωπηλή, αλλά ο Πολ, σαν ηχώ των σκέψεών της, ρώτησε: «Και πώς ήρθες;»

Ο Τάμπριελ έστρεψε το βλέμμα του για να τον κοιτάξει. «Υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι για την καρδιά της Βίηλ,» αποκρίθηκε. Και μετά στράφηκε πάλι στον Δαίδαλο.

Εκείνος απλώς ένευσε και ξεκίνησε να βαδίζει πρώτος.

Άρχισαν έτσι να ανεβαίνουν το Μεγάλο Σχίσμα, ταξιδεύοντας επάνω σε στενές προεξοχές στο νότιο τοίχωμά του και σε προεξοχές μεγάλες σαν ανοιχτά σπήλαια.

7.

Χρειάστηκαν δύο ολόκληρες ημέρες και μισή για να φτάσουν στην επιφάνεια της Βίηλ, και το ταξίδι τους δεν διέφερε και τόσο από την προηγούμενη φορά. Οι κίνδυνοι και οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν ήταν τα ίδια αλλά αντίστροφα.

Στην αρχή, η Φενίλδα ένιωσε μια απώλεια μέσα της και ολόγυρά της, καθώς απομακρυνόταν από την πηγή του Φωτός. Αισθανόταν σαν να πετούσε και να είχε πέσει ξαφνικά. Αισθανόταν μια βαθιά μελαγχολία εντός της. Αισθανόταν λες και της είχαν κλέψει κάτι. Η Ιλρίνα’νορ πρέπει να ένιωθε το ίδιο, γιατί η Φενίλδα την έβλεπε, συχνά-πυκνά, να αναστενάζει. Ωστόσο, αυτό ίσως να προερχόταν κι από την κούραση. Έπρεπε συνεχώς κάποιος να την καθοδηγεί, γιατί η όρασή της δεν είχε επιστρέψει.

Καθώς ανέβαιναν, η θερμότητα σύντομα αντικαταστήθηκε από έντονο ψύχος, και τυλίχτηκαν όλοι στις κάπες τους για να μην παγώσουν. Η διαφορά ήταν πολύ αισθητή, και στην αρχή τούς ενόχλησε υπερβολικά, κάνοντάς τους να τρέμουν ασυγκράτητα κάπου-κάπου.

Μερικά πλάσματα που συνάντησαν δεν το βρήκαν δύσκολο να τα διώξουν. Όπως είχε πει ο Δαίδαλος, τα περισσότερα όντα μέσα στο Μεγάλο Σχίσμα δεν ήταν πολύ επικίνδυνα.

Από ένα σημείο και μετά, έβλεπαν ένα άνοιγμα από πάνω τους: ένα άνοιγμα απ’το οποίο, απόμακρα, ουρανός φαινόταν. Και το άνοιγμα μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε, όσο ταξίδευαν, όσο οι ώρες, η μία κατόπιν της άλλης, περνούσαν. Στο τέλος, έγινε τεράστιο. Είχαν πλέον φτάσει πολύ κοντά στην επιφάνεια της Βίηλ.

Ήταν μεσημέρι της τρίτης ημέρας, και ο Δαίδαλος τούς έβαλε μέσα στη στενή σήραγγα που τους είχε βάλει και όταν είχαν ξεκινήσει να κατεβαίνουν. Τη διέσχισαν και βρέθηκαν στη σπηλιά, κι από τη σπηλιά βγήκαν χωρίς δυσκολία και συνάντησαν το μεταβαλλόμενο όχημα και το αεροπλάνο τους εκεί όπου τα είχαν αφήσει. Κανένας δεν φαινόταν να τα έχει πειράξει.

Η Ανταρλίδα σκέφτηκε: Ο Τζακ, άραγε, θα του μιλήσει τώρα; Όσο ταξίδευαν, ανεβαίνοντας το Μεγάλο Σχίσμα, ο Τζακ δεν είχε επιχειρήσει να πει τίποτα στον Τάμπριελ. Ήταν συνέχεια σιωπηλός. Σε σημείο που να βάζει την Ανταρλίδα σε υποψίες. Σχεδίαζε κάτι; Ή, μήπως, είχε πάθει κάτι; Του είχε κάνει κάτι η οντότητα μέσα του; Σε κάποια στιγμή, όταν ξεκουράζονταν σε μια από τις ανοιχτές σπηλιές στο νότιο τοίχωμα του Σχίσματος, η Ανταρλίδα τον είχε ρωτήσει: «Είσαι καλά;»

«Ναι,» είχε απαντήσει εκείνος.

«Ήρθες ώς εδώ για τον Τάμπριελ, αλλά δεν του έχεις μιλήσει ακόμα…»

«Θα του μιλήσω όταν είναι ώρα.»

Αυτή ήταν η μόνη εξήγηση που είχε δώσει ο Τζακ’μορ Πολύχρωμος για τη σιωπή του, και ούτε ο Τάμπριελ τον είχε πλησιάσει για να του μιλήσει. Κι οι δυο τους έμοιαζαν να περιμένουν κάτι.

Η Ανταρλίδα ήταν πανέτοιμη, όπως συνήθως, για κάθε ενδεχόμενο. Και είχε μιλήσει και στην Αλιζέτ, ψιθυριστά, για να μην την ακούσει ο Τζακ. «Πρέπει να τον προσέχουμε,» της είχε πει, και της είχε εξηγήσει γιατί τον φοβόταν. Η Αλιζέτ είχε συμφωνήσει. Εξάλλου, εκείνη από την αρχή δεν τον εμπιστευόταν καθόλου τον Τζακ.

Αν είναι να του μιλήσει πρέπει να το κάνει τώρα, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, καθώς είχαν βγει από τη σπηλιά και πλησίαζαν το όχημά τους. Λοξοκοίταξε τον Τζακ, ο οποίος βάδιζε παραδίπλα, τυλιγμένος στην κάπα του και με την κουκούλα στο κεφάλι.

Ο Δαίδαλος άνοιξε την πόρτα του οχήματος και άγγιξε το τιμόνι. Τα φρύδια του έσμιξαν προς στιγμή, και είπε: «Εντάξει.»

«Τι εντάξει;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Κανένας δεν έχει πειράξει τη μαγγανεία που ύφανα.» Και πήγε προς το αεροπλάνο, κάνοντας νόημα στον Νελμάτρες να τον ακολουθήσει. Εκείνος υπάκουσε.

Η Ιλρίνα’νορ ακούμπησε, με τον ένα αγκώνα, επάνω στο μεταβαλλόμενο όχημα, δείχνοντας κουρασμένη.

«Βλέπεις καλύτερα τώρα;» τη ρώτησε ο Πολ, που η Ανταρλίδα ακόμα δεν μπορούσε να τον συνηθίσει μ’αυτή την πορφυρόδερμη εμφάνιση. Της έμοιαζε μεταμφιεσμένος.

«Το ίδιο,» αποκρίθηκε η μάγισσα. Το πρωί της τελευταίας ημέρας, όταν είχε ξυπνήσει, τους είχε πει ότι μπορούσε να διακρίνει σκιερές μορφές· και μετά από δυο ώρες περίπου, ότι μπορούσε να τους ξεχωρίσει – να καταλάβει ποιος ήταν ποιος – όταν βρίσκονταν μπροστά της. «Μακριά, ακόμα δεν βλέπω.»

«Αφού είχες τέτοια βελτίωση,» της είπε η Αλιζέτ, «θα δεις και μακριά, σύντομα. Ο Δαίδαλος αποκλείεται να έκανε λάθος.» Τον εμπιστεύονταν όλοι τους τον Δαίδαλο.

Η Ιλρίνα ένευσε.

Ο Τζακ ρώτησε τότε, ξαφνιάζοντάς τους λίγο: «Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε, Τάμπριελ; Μόνοι;»

Προτού ο Τάμπριελ αποκριθεί, η Ανταρλίδα είπε: «Σε καμία περίπτωση μόνοι!»

«Θα ήταν προτιμότερο να μην ακούσει κανένας άλλος γι’αυτό το θέμα,» επέμεινε ο Τζακ, χωρίς να θυμώνει.

«Δε θα πάμε μακριά, Ανταρλίδα,» είπε ο Τάμπριελ. «Θα μπορείς να μας δεις.»

«Τι!» έκανε εκείνη, έκπληκτη. «Όχι πάλι τα ίδια! Και την άλλη φορά έτσι συνέβη ό,τι συνέβη!»

«Θα σας οδηγούσα εδώ αν ήθελα να τον σκοτώσω;» είπε ο Τζακ.

Η Ανταρλίδα τράβηξε το σπαθί της.

«Ανταρλίδα,» είπε ο Τάμπριελ, «θα πάμε ώς εκεί.» Έδειξε με το ραβδί του. «Δεν έχει όπλα επάνω του. Αν μου χιμήσει, θα προλάβετε σίγουρα να έρθετε και να με βοηθήσετε.»

8.

«Αν θυμάσαι κάτι, μου το κρύβεις,» είπε ο Τζακ, όταν απομακρύνθηκαν από τους υπόλοιπους και βάδιζαν, αργά, επάνω στο ξερό χειμερινό χορτάρι. «Γιατί;»

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.»

«Δεν θυμάσαι, λοιπόν, Άζ’λεφκ…»

Ο Τάμπριελ στάθηκε και στράφηκε να τον αντικρίσει. «Πες μου. Τι θέλει η οντότητα μέσα σου από εμένα;»

Ο Τζακ γέλασε. «Τι θέλει; Ούτε σ’εμένα δεν το είχε αποκαλύψει αυτό, στην αρχή. Ξέρεις, όπως λένε, δεν μπορείς να προδώσεις όταν δεν έχεις τις πληροφορίες. Τώρα, όμως, μου αποκάλυψε γιατί σε αναζητούσε.»

Ο Τάμπριελ έμεινε σιωπηλός, παρατηρώντας το πρόσωπο μες στην κουκούλα της κάπας του Τζακ. Στο μυαλό του, μια ανάμνηση πάλευε να αναδυθεί. Μια ανάμνηση του Άζ’λεφκ…

«Δεν θυμάσαι τη Λετδάρκη;» είπε ο Τζακ.

Λετδάρκη… Η διάσταση-φυλακή… Ήμουν κάποτε εκεί;… Ναι, ο Άζ’λεφκ ήταν κάποτε εκεί, σ’αυτή τη διάσταση.

Οι Εραστές… Οι δύο οντότητες που παρήγαγαν συνεχόμενη ενέργεια…

«Τον σκότωσες,» είπε ο Τζακ. «Σκότωσες τον άλλο Εραστή. Μου το φανέρωσε χτες, τη νύχτα, ο Εραστής που βρίσκεται μέσα μου.»

«Δεν τον σκότωσα,» αποκρίθηκε ο Άζ’λεφκ, εμφατικά. «Με είχαν φυλακίσει εκεί, κι έπρεπε να διαταράξω την ενεργειακή ροή της φυλακής για να φύγω.»

«Κι από το… τέχνασμά σου εκείνος σκοτώθηκε!»

«Δεν ήταν η πρόθεσή μου να τον σκοτώσω.»

«Παρ’όλ’αυτά σκοτώθηκε!» Τα μάτια του Τζακ γυάλιζαν, και μέσα τους ο Τάμπριελ μπορούσε να διακρίνει μεγάλη οργή. Μίσος. Λύσσα.

Θέλει εκδίκηση. «Σκέψου, Τζακ: Δεν είσαι εσύ κανένας από τους Εραστές–»

«Κι όμως, είμαι–»

«Ο Εραστής φώλιασε μέσα σου, για να μπορέσει να φύγει απ’τη Λετδάρκη!»

«Ήμουν νεκρός και με ανέστησε. Χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχα! Και τώρα είμαστε ένα! Η θέλησή του είναι και δική μου.»

«Αν μου επιτεθείς, το ξέρεις ότι δεν θα καταφέρεις τίποτα.»

Ο Τζακ γέλασε πάλι. Έκανε μερικά βήματα πίσω. «Δε μ’ενδιαφέρει να σκοτώσω τον Τάμπριελ – όχι πια. Ο Άζ’λεφκ μ’ενδιαφέρει!» γρύλισε. Τέντωσε το χέρι του και ένας κώνος ενέργειας εκτοξεύτηκε από τη μισάνοιχτη χούφτα του.

Ο Τάμπριελ είδε τον ενεργειακό στρόβιλο να έρχεται καταπάνω του, εκπηγάζοντας από την οντότητα που είχε γίνει ένα με τον Τζακ. Δεν πανικοβλήθηκε· περίμενε κάτι τέτοιο. Εστίασε αμέσως τις δυνάμεις του – τις δυνάμεις του Άζ’λεφκ που προέρχονταν από το Μεγάλο Όνειρο του σύμπαντος – και κύρτωσε τον εαυτό του γύρω από την ενέργεια. Τα μάτια του, όμως, την είδαν να περνά γύρω από το σώμα του, σαν η πραγματικότητα εκεί να καθρεπτιζόταν αντίστροφα.

Άκουσε τον Τζακ να ουρλιάζει με μια φωνή που δεν ήταν δική του. Έμοιαζε με ενεργειακός τριγμός. Σαν ο Εραστής να προσπαθούσε να μιλήσει μέσα από ανθρώπινο στόμα και να το έβρισκε αδύνατο.

9.

Η Ανταρλίδα είδε τον Τζακ να εκτοξεύει ενέργεια από το προτεταμένο χέρι του. Ενέργεια σαν αυτή από την οποία αποτελείτο το κουκούλι που τον είχε τυλίξει στα μπουντρούμια του κάστρου της Νέλερβικ.

«Δαίδαλε!» φώναξε η Ανταρλίδα (γιατί ο μάγος είχε επιστρέψει κοντά τους, ύστερα από τη σύντομη επίσκεψή του στο αεροπλάνο του Νελμάτρες) κι έτρεξε προς τον Τάμπριελ και τον Τζακ.

Η ενέργεια φαινόταν να διασπάται γύρω από τον πρώτο, σαν κάποιου είδους αόρατο πεδίο να τον προστάτευε: κάτι που έμοιαζε με τη Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου, ίσως. Ο Τζακ, όμως, επέμενε· εξακολουθούσε να έχει το χέρι του τεντωμένο και να τινάζει ενέργεια σαν μια συνεχόμενη κωνοειδή ροή.

Η Ανταρλίδα έτρεχε καταπάνω του, με το σπαθί της έτοιμο για να τον χτυπήσει στον λαιμό. Εκείνος την αντιλήφτηκε, τα μάτια του στράφηκαν στιγμιαία επάνω της, κι ένα μέρος της ενεργειακής ροής πήδησε, ακανόνιστα, προς το πλάι – προς το μέρος της. Η Ανταρλίδα προσπάθησε να την αποφύγει, είδε το χορτάρι ν’αρπάζει ξαφνικά φωτιά εμπρός της, φλόγες πήδησαν ψηλά κλείνοντάς της τον δρόμο, η Ανταρλίδα σκόνταψε κι έπεσε, ουρλιάζοντας εξαγριωμένη.

Ο Τάμπριελ την αντιλαμβανόταν μόνο στα όρια των αισθήσεών του, καθώς έπρεπε να έχει τις δυνάμεις του επικεντρωμένες στην άμυνα, κάνοντας συνεχόμενες κυρτώσεις του εαυτού του προκειμένου να αποφεύγει την ενέργεια του Εραστή που τον καταδίωκε – καταδίωκε το κέντρο της ύπαρξης του Άζ’λεφκ, προσπαθώντας να αφανίσει κάτι πολύ περισσότερο από τη μορφή του Τάμπριελ.

Τώρα όμως, με την έφοδο της Ανταρλίδας, ο Εραστής είχε αναγκαστεί να πάρει ένα μέρος της ορμητικής του δύναμης από την επίθεση κατά του Άζ’λεφκ, κι έτσι ο Τάμπριελ βρήκε την ευκαιρία να κυρτώσει τον εαυτό του με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνει την ενέργεια του Εραστή να στραφεί ενάντια στον ίδιο.

Ο Τζακ κραύγασε άναρθρα καθώς ο ενεργειακός βρόχος έκλεινε, και ο Τάμπριελ είδε το σώμα του γαλανόδερμου πράκτορα να τινάζεται πίσω, να κουτρουβαλά μες στο ξερό χορτάρι.

Ο Δαίδαλος είχε έρθει τώρα κοντά, τρέχοντας, και η Αλιζέτ κι ο Πολ ήταν μαζί του, με όπλα στα χέρια. Η Ανταρλίδα, εν τω μεταξύ, ορθωνόταν πίσω από τα φλεγόμενα χόρτα, και πηδούσε πάνω από τις φλόγες, ουρλιάζοντας: «ΤΖΑΚ!» Το σπαθί της γυάλιζε στο χέρι της.

Ο Τζακ, που για λίγο είχε χαθεί από τα μάτια τους, σηκώθηκε όρθιος, και ενέργεια τρεμόπαιζε στον αέρα γύρω του, κάνοντας το χορτάρι να πιάνει φωτιά και να καίγεται.

«Δεν τελειώσαμε, Άζ’λεφκ!» κραύγασε. «ΦΟΝΙΑ! Θα με ξαναδείς! Θα με ξαναδείς!» Και μετέτρεψε τα χόρτα σε παρανάλωμα πυρός παντού γύρω του.

Η Ανταρλίδα αναγκάστηκε να πεταχτεί πίσω, ενώ ο Δαίδαλος άρθρωνε τα λόγια για κάποιο ξόρκι κι έκανε νόημα στον Πολ και την Αλιζέτ να μην πλησιάσουν. Ο Τάμπριελ, κυρτώνοντας τον εαυτό του γύρω κι ανάμεσα από τις φλόγες, τις απέφυγε χωρίς δυσκολία και πλησίασε την Ανταρλίδα. Έπιασε το μπράτσο της και την τράβηξε μαζί του. «Μακριά!» της είπε.

Και ζύγωσαν τον Δαίδαλο, την Αλιζέτ, και τον Πολ. Οι Ιεράρχες έρχονταν τρέχοντας, ενώ ο Νελμάτρες, η Φενίλδα, και η Ιλρίνα’νορ στέκονταν σε κάμποση απόσταση από εδώ, ακόμα κοντά στο μεταβαλλόμενο όχημα, και κοίταζαν μην ξέροντας τι να κάνουν.

«Πού είναι;» ρώτησε η Ανταρλίδα, προσπαθώντας να εντοπίσει, με το βλέμμα της, τον Τζακ μέσα απ’τους καπνούς του χόρτου που καιγόταν.

«Άστον να φύγει,» της είπε ο Τάμπριελ.

«Τι; Γιατί;»

«Είναι επικίνδυνος για εσάς.»

«Το ήξερα πως το κάθαρμα μάς κορόιδευε από την αρχή!» γρύλισε η Ανταρλίδα.

«Εκείνος δεν το ήξερε.»

«Τι δεν ήξερε;»

«Δεν ήξερε γιατί η οντότητα μέσα του με αναζητούσε.»

Ο Δαίδαλος είπε: «Δεν ήθελε, τελικά, καθοδήγηση από εσένα;»

«Ήθελε να αφανίσει το πνεύμα του Άζ’λεφκ, Δαίδαλε,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.

Η Ανταρλίδα ακόμα παρατηρούσε τις φλόγες και τους καπνούς, μήπως ο Τζακ ερχόταν ξανά, μήπως πλησίαζε για να τους αποτελειώσει. Όμως πουθενά δεν μπορούσε να διακρίνει τη μορφή του, ούτε την ενέργεια της οντότητας που κρυβόταν εντός του.

Πρέπει να είχε φύγει.

Απολλώνια

1.

Με το ξημέρωμα, το Απολλώνιο στράτευμα ξεκίνησε να προελαύνει μέσα στην Κοιλάδα της Γλαυκής. Το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα ήταν μεταμορφωμένο σε μεγάλο ερπυστριοφόρο και βρισκόταν σε κεντρικό σημείο ανάμεσα από τους υπόλοιπους μαχητές και τα άρματα μάχης, έτσι ώστε να μπορεί να αποτελεί, κυρίως, τηλεπικοινωνιακό κέντρο. Ο Δομίνικος Εύηχος εξακολουθούσε να λέει πως δεν του άρεσε αυτό το όχημα γιατί αποτελούσε μεγάλο στόχο, αλλά δεν είχε προτείνει στον Οδυσσέα να το στείλουν κάπου αλλού στο Βόρειο Μέτωπο ή στα ενδότερα του Βασιλείου. Προφανώς, δεν το θεωρούσε τελείως άχρηστο, σκεφτόταν ο Πρόμαχος.

Ανιχνευτές, φυσικά, προηγούνταν του κυρίου σώματος του στρατεύματος και αεροσκάφη πετούσαν από πάνω και γύρω του. Κανένας, όμως, δεν είχε αναφέρει ακόμα ότι είχαν δει Παντοκρατορικά στρατεύματα. Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας που είχαν εντοπίσει χτες τα αεροσκάφη τα οποία έστειλε προς τα εδώ ο Οδυσσέας πρέπει να είχαν υποχωρήσει. Δεν ήταν αρκετές ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν το Απολλώνιο στράτευμα που ερχόταν. Αναρωτιέμαι αν το ίδιο θα συμβεί και στη Γλαυκόπολη.

Το ευχόταν, βέβαια. Ευχόταν να έβρισκαν την πόλη παρατημένη από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας. Αλλά φοβόταν πως τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο εύκολα. Χρόνια πολέμου κατά των Παντοκρατορικών τον είχαν διδάξει πάντοτε να περιμένει το χειρότερο από τους εχθρούς του.

Μέχρι το μεσημέρι το Απολλώνιο στράτευμα προέλαυνε προς τα βόρεια, κι όταν ο ήλιος είχε μεσουρανήσει, στρατοπέδευσε, όχι πολύ μακριά από μια μικρή πόλη. Οι ανιχνευτές ανέφεραν στον Οδυσσέα και στον Στρατηγό Εύηχο ότι δεν είχαν εντοπίσει ούτε έναν Παντοκρατορικό μαχητή σε τούτα τα μέρη.

«Ωραία,» είπε ο Οδυσσέας. «Αυτό είναι καλό.» Αλλά πρόσταξε η φύλαξη του στρατοπέδου να είναι άψογη, και ο Δομίνικος Εύηχος συμφώνησε μαζί του.

Θα μπορούσαν να είχαν φτάσει στη Γλαυκόπολη ώς τώρα, αν είχαν βάλει τα μεταγωγικά να μεταφέρουν τους πολεμιστές τους πιο γρήγορα. Αλλά δεν ήθελαν να βιαστούν. Κατά πρώτον, και ο Οδυσσέας και ο Στρατηγός Εύηχος πίστευαν ότι έπρεπε να ανιχνεύσουν διεξοδικά ετούτα τα εδάφη για τυχόν ενέδρες ή απλή παρουσία Παντοκρατορικών. Κατά δεύτερον, αν Παντοκρατορικοί εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη Γλαυκόπολη, ήθελαν να τους δώσουν μια καλή ευκαιρία να καταλάβουν τη δύναμη του Απολλώνιου στρατεύματος και να υποχωρήσουν.

Ο Οδυσσέας βγήκε από το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα και βάδισε προς τα εκεί όπου πρόσφεραν φαγητό στους αξιωματικούς, για να πάρει κι εκείνος ένα πιάτο κι ένα κουτάκι με αναψυκτικό. Μετά, πήγε και κάθισε σε μια λυόμενη καρέκλα κάτω από ένα κιόσκι, γιατί ο ήλιος ήταν δυνατός σήμερα στην Κοιλάδα της Γλαυκής.

Ο Οδυσσέας άνοιξε το αναψυκτικό και ήπιε μια γουλιά, κοιτάζοντας τους καταπράσινους τόπους πέρα απ’το στρατόπεδο. Ήταν πράγματι όμορφα τα μέρη εδώ, σκέφτηκε. Παλιότερα, όταν δεν γινόταν πόλεμος στα βόρεια της Απολλώνιας, πολλοί αριστοκράτες έρχονταν στην Κοιλάδα της Γλαυκής για να κάνουν διακοπές. Ο τουρισμός, σίγουρα, είχε πέσει πολύ, από τότε.

Η Αθηνά, η Νικίτα, και η Αριάδνη’ταρ ήρθαν κοντά του με φαγητό στα χέρια.

«Κάθεσαι μόνος σου, Οδυσσέα;» είπε η πρώτη.

«Να ησυχάσει το κεφάλι μου λίγο.»

«Μιλάει πολύ ο Στρατηγός;» ρώτησε η Αριάδνη.

«Οι ερπύστριες του άρματός μας μουγκρίζουν πολύ,» είπε ο Οδυσσέας.

Οι τρεις γυναίκες κάθισαν κοντά του: η Αριάδνη’ταρ και η Αθηνά σε λυόμενες καρέκλες όπως εκείνος· η Νικίτα στο χορτάρι, οκλαδόν.

«Οι Παντοκρατορικοί πρέπει να την κοπάνησαν,» είπε η τελευταία, τρώγοντας. «Δε βλέπεις ούτε τη σκόνη τους. Αλλά υπάρχουν ίχνη από άρματα μάχης στη γη τα οποία κατευθύνονται προς τα βόρεια.»

«Αλήθεια;» ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Ναι,» είπε η Νικίτα.

«Βρήκαμε αρκετά,» πρόσθεσε η Αθηνά. «Τα πρόσεξε πρώτη η Νικίτα, που τα κιάλια της ήταν ενισχυμένα από τη μαγεία της Αριάδνης. Πλησιάσαμε και διαπιστώσαμε πως, όντως, ήταν ίχνη από άρματα μάχης. Τροχούς και ερπύστριες.»

«Φαίνεται να πήγαιναν προς τη Γλαυκόπολη;» ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Υπάρχει και καμια άλλη σημαντική τοποθεσία προς τα βόρεια;»

«Όχι,» είπε ο Οδυσσέας σκεπτικά, μασώντας και κοιτάζοντας πέρα από τις σκηνές των στρατοπεδευμένων Απολλώνιων μαχητών.

2.

«Να έρθω κι εγώ;»

Ο Προαιρέσιος ήταν στο μικρό αεροδρόμιο του Φρουρίου του Σμαραγδένιου Βουνού και ετοίμαζε το αεροπλάνο του, τον Γαλανό Αετό, για πτήση. Ακούγοντας αυτή τη φωνή πίσω του, στράφηκε και κοίταξε τη Βατράνια. Ήταν ντυμένη με μαύρο δερμάτινο πανωφόρι, λευκό ελαφρύ πουκάμισο, καφέ υφασμάτινο παντελόνι, και μπότες. Στο μέτωπό της ήταν σηκωμένα ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά, συγκρατώντας πίσω τα ξανθά μαλλιά της. Σαν από διαφήμιση έμοιαζε. Και ήταν πανέμορφη όπως πάντα.

«Τι να έρθεις να κάνεις;» τη ρώτησε ο Προαιρέσιος, διστακτικός μαζί της διότι αυτό δεν ήταν κάτι το οποίο είχε υπολογίσει, όταν, χτες το απόγευμα, είχαν συμφωνήσει με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο και τη Δούκισσα Ευδοκία να πάει για κατόπτευση σήμερα το πρωί.

«Θα πάρω φωτογραφίες.» Η Βατράνια έβγαλε μια φωτογραφική μηχανή από τον μικρό σάκο στο πλάι της. «Εσύ δεν μπορείς και να οδηγείς το αεροπλάνο και να φωτογραφίζεις τις θέσεις των Παντοκρατορικών.»

«Χα!» έκανε ο Προαιρέσιος. «Μην είσαι και τόσο σίγουρη. Η οικογένειά μου, Βατράνια, βγάζει τους καλύτερους πιλότους στο Βασίλειο της Απολλώνιας.»

Η Βατράνια μειδίασε. «Φταίει κάτι στο κρασί που πίνετε;»

«Καλά, συνέχισε να γελάς…» Ο Προαιρέσιος στράφηκε πάλι στους προωθητήρες του Γαλανού Αετού, ελέγχοντας τους μηχανισμούς τους μ’ένα εργαλείο στο χέρι του. Τα πάντα φαίνονταν εντάξει.

«Δε μου απάντησες, όμως, σε καμία ερώτηση,» παρατήρησε η Βατράνια.

«Τι ερώτηση;» Ο Προαιρέσιος έκλεισε το ανοιχτό σκέπασμα μπροστά του και το ασφάλισε. Στράφηκε πάλι στη Βατράνια.

«Να έρθω; Και: μπορείς να φωτογραφίζεις ενώ συγχρόνως πιλοτάρεις;»

«Ναι και ναι,» αποκρίθηκε ο Προαιρέσιος, και βάδισε προς την ανοιχτή είσοδο του αεροπλάνου.

Η Βατράνια ξαφνιάστηκε λίγο. «Είσαι πιο εύκολος απ’ό,τι φανταζόμουν,» είπε ακολουθώντας τον.

«Ευχαριστώ. Το εκτιμώ όταν μου λένε ότι είμαι εύκολος.» Ο Προαιρέσιος κάθισε στη θέση του πιλότου.

Η Βατράνια κάθισε δίπλα του. «Φιλοφρόνηση ήταν. Υπάρχουν κάτι πολύ στριμμένοι άνθρωποι, ξέρεις.»

«Ξέρω.» Ο Προαιρέσιος τη λοξοκοίταξε.

«Αρχίσαμε τις ύπουλες προσβολές, τώρα;»

Ο Προαιρέσιος μειδίασε καλοπροαίρετα.

Η Βατράνια τού επέστρεψε το μειδίαμα.

«Δε θα μπορούσα ποτέ να πω όχι στην παρέα σου, Βατράνια,» είπε ο Προαιρέσιος, αρχίζοντας να ενεργοποιεί τα συστήματα του αεροσκάφους και δίνοντας σήμα στο κέντρο ελέγχου του Φρουρίου του Σμαραγδένιου Βουνού ότι ετοιμαζόταν για αναχώρηση.

«Αν δεν ερχόμουν εγώ θα πήγαινες μόνος σου για κατόπτευση;»

«Δε θα ήταν η πρώτη φορά.»

«Και θα τραβούσες, συγχρόνως, φωτογραφίες;»

Ο Προαιρέσιος ενεργοποίησε τις μηχανές του Γαλανού Αετού, και το βουητό τους ήταν δυνατό. «Αν χρειαζόταν θα τραβούσα. Αλλιώς, απλά θα θυμόμουν τις θέσεις των Παντοκρατορικών.»

«Είναι αλήθεια, δηλαδή, ότι μπορείς να πιλοτάρεις και να φωτογραφίζεις;»

«Πόσο δύσκολο νομίζεις ότι είναι; Ειδικά για κάποιον σαν εμένα.» Πατώντας μερικά πλήκτρα, ετοίμασε το αεροπλάνο για απογείωση. Έστρεψε τους προωθητήρες κάθετα, με ελάχιστη ένταση, κι ύστερα άρχισε να την αυξάνει σταδιακά. Ο Γαλανός Αετός σηκώθηκε από το έδαφος. «Εσύ έχεις καμια ιδέα από οδήγηση αεροσκάφους, Βατράνια;»

«Δυστυχώς, δεν πετάω.»

«Κρίμα.» Ο Γαλανός Αετός υψώθηκε πάνω από το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού.

Η Βατράνια φόρεσε τα σκούρα γυαλιά της. «Σκοπεύεις να λιποθυμήσεις στο τιμόνι και να χρειαστείς τη βοήθειά μου;»

«Αυτό είναι αδύνατο να συμβεί, Βατράνια.» Ο Προαιρέσιος έστρεψε τους προωθητήρες οριζόντια, σε πλήρη ισχύ τώρα, και πέταξε προς τα ανατολικά. Τράβηξε τα μαύρα γυαλιά του από την τσέπη του και τα φόρεσε. Ήταν ειδικά φτιαγμένα για πτήση: κάλυπταν και τα πλάγια.

«Είναι όλοι στην οικογένειά σου τόσο μετριόφρονες όσο είναι καλοί πιλότοι;»

Ο Προαιρέσιος γέλασε. «Η μετριοφροσύνη μου συναγωνίζεται τη δική σου, Βατράνια.»

«Γιατί το λες αυτό; Νομίζεις ότι δεν είμαι αρκετά μετριόφρων γυναίκα;»

«Αρκετά; Καθόλου, ίσως.»

Η Βατράνια ρύθμιζε κάτι στη φωτογραφική μηχανή της. «Δε με ξέρεις τόσο καλά για να το λες αυτό,» είπε, ουδέτερα. «Εκτός αν ακούς φήμες.»

«Ποτέ δεν ακούω φήμες. Πιστεύω μόνο ό,τι βλέπω με τα μάτια μου.»

«Και τι βλέπουν τα μάτια σου για τη Βατράνια Κινκάρδη;»

«Ότι είναι ντυμένη σαν από διαφήμιση περιοδικού μόδας ενώ πηγαίνουμε να κατοπτεύσουμε τις θέσεις των δυνάμεων της Παντοκράτειρας κοντά στη Βολιρία.»

Η Βατράνια γέλασε. «Κατηγόρησέ με, λοιπόν, ότι προσέχω την εμφάνισή μου! Κάθαρμα.» Δεν υπήρχε ψόγος στη φωνή της.

Ο Προαιρέσιος δεν απάντησε, πιλοτάροντας σιωπηλά και έχοντας το νου του στα ανιχνευτικά συστήματα του αεροσκάφους, καθώς επίσης και στο τι έβλεπε έξω από το μπροστινό παράθυρο. Διότι υπήρχαν πράγματα – επικίνδυνα πράγματα – που μπορεί τα ανιχνευτικά συστήματα να μην έπιαναν.

Η Βατράνια ρώτησε: «Ο Οίκος σου είναι ο Οίκος των Ευδεών, έτσι;»

«Ναι.»

«Και είστε όλοι τόσο καλοί πιλότοι όσο λες;»

«Δεν είπα ότι είμαστε όλοι καλοί πιλότοι. Αλλά ο Οίκος μου έχει βγάλει μερικούς από τους καλύτερους πιλότους της Απολλώνιας. Κι αυτό είναι η αλήθεια. Όποιον κι αν ρωτήσεις θα σ’το πει. Εκτός άμα είναι τελείως άσχετος με το θέμα.» Ο Προαιρέσιος έβγαλε ένα πακέτο με μαστίχες απ’την τσέπη του. «Θέλεις;»

«Όχι, ευχαριστώ.»

Ο Προαιρέσιος πήρε μια μαστίχα, την ξετύλιξε, και την έβαλε στο στόμα του. «Δεν είναι δύσκολο,» είπε.

«Τι;»

«Να μασάς μαστίχα και να πιλοτάρεις.»

Η Βατράνια γέλασε. Κι ύστερα κοίταξε κάτω, τα εδάφη ανάμεσα στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού και στη Βολιρία. Ήταν φανερά χτυπημένα από τον πόλεμο. Ακόμα κι από τέτοιο ύψος μπορούσε κανείς να το διακρίνει. Έβλεπες κρατήρες που είχαν δημιουργηθεί από εκρήξεις· έβλεπες περιοχές χωρίς καθόλου χορτάρι, περιοχές όπου τα δέντρα ήταν καμένα, μαυρισμένα· έβλεπες, κάπου-κάπου, και κανένα κατεστραμμένο χωριό ή φυλάκιο. Απολλώνιες δυνάμεις η Βατράνια δεν μπορούσε πλέον να δει, και ρώτησε γι’αυτό τον Προαιρέσιο.

«Ετούτα τα μέρη δεν ελέγχονται από κανέναν,» της αποκρίθηκε εκείνος.

Η Βατράνια ύψωσε τη μηχανή της και τράβηξε μερικές φωτογραφίες.

«Τι κάνεις εκεί; Είδες Παντοκρατορικούς;» ρώτησε ο Προαιρέσιος.

«Όχι.»

«Τότε;»

«Θέλω να ξέρω πώς είναι, από τον αέρα, τα εδάφη που έχουν χτυπηθεί από τον πόλεμο. Χρηματοδοτούσα κινηματογραφικές ταινίες κάποτε, στη Σεργήλη.»

«Σοβαρά;»

«Ναι. Προτού οι πράκτορες της Παντοκράτειρας με κυνηγήσουν και χάσω όλα μου τα λεφτά.»

«Καλές ταινίες;»

«Φυσικά!»

«Δεν πιστεύω να ήταν τίποτα τσόντες…»

«Είσαι πάντα τόσο κακός;»

«Ζητώ ταπεινά συγνώμη. Πες καμια ταινία· μπορεί να την έχω δει.»

«Τα Άγρια Λουλούδια της Θακέρκοβ είχαν κυκλοφορήσει και έξω απ’τη Σεργήλη,» είπε η Βατράνια. «Η Θακέρκοβ είναι πόλη της Σεργήλης,» πρόσθεσε. «Εκεί έμενα προτού αναγκαστώ να φύγω.»

«Το ξέρω ότι είναι πόλη· τι νομίζεις ότι είμαι; κανένας τύπος που δεν έχει βγει απ’τη διάστασή του; Κι αν δεν κάνω λάθος, την έχω δει την ταινία που λες. Δεν ήξερα ότι εσύ την είχες χρηματοδοτήσει.»

«Σ’άρεσε;»

«Δε θυμάμαι, για να είμαι ειλικρινής.»

Συνέχισαν να κάνουν ελαφριά κουβέντα μέχρι που, μετά από περίπου είκοσι λεπτά, είδαν την πρώτη παρουσία Παντοκρατορικών από κάτω τους. Άρματα μάχης γύρω από ένα μικρό οχυρό. Η Βατράνια τράβηξε μια φωτογραφία. Ο Προαιρέσιος απομάκρυνε το αεροπλάνο του, στρίβοντάς το προς τα βόρεια – διαγράφοντας μια ευέλικτη τροχιά στον αέρα, χωρίς καμια δυσκολία.

Μετά, εντόπισαν ακόμα μία θέση με παρουσία Παντοκρατορικών· και μετά, άλλη μία, κι άλλη μία. Η Βατράνια τραβούσε φωτογραφίες.

«Σα μυρμήγκια έχουν γεμίσει τούτα τα μέρη,» παρατήρησε ο Προαιρέσιος μασώντας τη μαστίχα του.

Και τότε είδαν έναν πύραυλο να εκτοξεύεται από ένα οχυρό και να έρχεται καταπάνω τους.

«Γαμήσου,» μούγκρισε ο Προαιρέσιος, κι έκανε δύο αμυντικούς ελιγμούς στον αέρα, με αποτέλεσμα η εχθρική βολίδα να εκραγεί πολλά μέτρα κάτω από τον Γαλανό Αετό. «Τώρα μας πήραν είδηση. Πρέπει να τελειώνουμε στα γρήγορα και να φεύγουμε.»

«Νόμιζα ότι ήσουν απ’τους καλύτερους πιλότους της Απολλώνιας…»

«Όταν δεν με κυνηγάνε πύραυλοι. Και σύντομα θα μας κυνηγάνε κι άλλα πράγματα· θα δεις.»

Η Βατράνια τράβηξε ακόμα μια φωτογραφία, καθώς ατένισαν από κάτω τους έναν ολόκληρο καταυλισμό Παντοκρατορικών μαχητών. Πλάι στις σκηνές βρίσκονταν και άρματα μάχης, καθώς και προσγειωμένα αεροσκάφη. Ορισμένα από τα τελευταία φαινόταν να ετοιμάζονται για απογείωση.

«Τι σου έλεγα;» είπε ο Προαιρέσιος, κι έστρεψε τον Γαλανό Αετό προς τα δυτικά, διαγράφοντας τροχιά ενενήντα μοιρών.

Δύο φωτάκια άρχισαν ν’αναβοσβήνουν στην οθόνη των ανιχνευτών μπροστά τους.

«Αυτά είναι;» ρώτησε η Βατράνια. «Τ’αεροπλάνα απ’τον καταυλισμό;»

«Αποκλείεται να βρέθηκαν τόσο γρήγορα πίσω μας.»

Η Βατράνια προσπάθησε να κοιτάξει απ’το παράθυρο, αλλά δεν κατόρθωσε να τα δει.

«Είναι ακριβώς πίσω μας,» εξήγησε ο Προαιρέσιος. «Μη στραβώνεις το λαιμό σου· δεν πρόκειται να τους δεις έτσι. –Κρατήσου!» Έβαλε τον Γαλανό Αετό να κάνει έναν ελιγμό που είχε ως αποτέλεσμα τα δόντια της Βατράνιας να τρίξουν κι εκείνη να καταραστεί τα κέρατα του Κάρτωλακ.

Πίσω τους εκρήξεις αντήχησαν.

Ρουκέτες, κατάλαβε αμέσως ο Προαιρέσιος, κι επιτάχυνε προς τα δυτικά – προς το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού.

Τα Παντοκρατορικά μαχητικά συνέχιζαν να τον ακολουθούν, του έλεγε το σύστημα των ανιχνευτών.

«Θέλουν παιχνίδια,» μουρμούρισε ο Προαιρέσιος· και σκέφτηκε: Ο Προαιρέσιος Ευδεής δεν πρόκειται να περιμένει οι Απολλώνιες δυνάμεις να διώξουν τους εχθρούς του για εκείνον. «Κρατήσουμε καλά, Βατράνια,» τόνισε· και ύψωσε ξαφνικά το αεροπλάνο του. Έβαλε τον Γαλανό Αετό ν’ανεβεί ακολουθώντας μια απότομη καμπύλη και να γυρίσει ανάποδα. Το πάνω είχε τώρα βρεθεί κάτω, και το κάτω πάνω· και το αεροπλάνο επέστρεφε ολοταχώς προς τ’ανατολικά. Η Βατράνια ούρλιαξε, και τα γυαλιά της έπεσαν.

Ο Προαιρέσιος γύρισε πάλι το αεροπλάνο του από την καλή, και προς τα δυτικά. Βρισκόταν λίγο πιο πίσω από τους εχθρούς του, και πιο ψηλά από αυτούς. Τους έβλεπε έξω από το τζάμι. Πάτησε τη σκανδάλη του ρουκετοβόλου, εξαπολύοντας δύο ρουκέτες καταπάνω στο ένα Παντοκρατορικό μαχητικό. Ο ελιγμός που έκανε ο πιλότος του για να τις αποφύγει – πολύ αργά – ήταν, αν μη τι άλλο, ερασιτεχνικός, όφειλε να παρατηρήσει ο Προαιρέσιος μ’ένα αυτάρεσκο μειδίαμα. Το αεροσκάφος χτυπήθηκε στην πρύμνη και στο αριστερό φτερό – οι εκρήξεις ήταν δυνατές – κι έπεσε προς τη γη, φλεγόμενο και καπνίζοντας.

Η Βατράνια ξερνούσε δίπλα από το κάθισμά της.

Το άλλο Παντοκρατορικό μαχητικό γύρισε και έφυγε ολοταχώς.

«Έτσι,» είπε ο Προαιρέσιος και, χωρίς να το καταδιώξει, συνέχισε την πτήση του προς τα δυτικά, γιατί δεν είχε αμφιβολία πως σύντομα κι άλλα μαχητικά θα έρχονταν.

Βλέποντας με τις άκριες των ματιών του ότι η Βατράνια είχε τελειώσει να ξερνά, της έδωσε ένα χαρτομάντιλο.

«…Ευχαριστώ,» είπε εκείνη και σκούπισε το πρόσωπό της.

«Ήταν ανάγκη να το κάνεις αυτό;»

«Τι να έκανα έτσι όπως πήγαινες!;»

«Άλλη φορά να μην τρως τόσο προτού πετάξεις μαζί μου.»

«Είσαι επικίνδυνος πιλότος!»

«Πιο επικίνδυνο θα ήταν αν τους είχαμε ακόμα στο κατόπι μας,» είπε ο Προαιρέσιος.

«Τους έδιωξες;»

«Άκου ερωτήσεις, τώρα…»

3.

Καθώς ο ήλιος έγερνε ολοένα και περισσότερο προς τη δύση, το Απολλώνιο στράτευμα πλησίαζε τη Γλαυκόπολη, με τους ανιχνευτές του να προηγούνται και τα αεροσκάφη του να κάνουν κύκλους στον ουρανό. Τα μεταγωγικά έπαιρναν τους Απολλώνιους στρατιώτες, τους πήγαιναν κάποιες δεκάδες χιλιόμετρα βόρεια, τους άφηναν για λίγο εκεί, και μετά τους έπαιρναν πάλι και τους πήγαιναν ακόμα πιο μακριά. Αυτό έδινε χρόνο στους ανιχνευτές να ελέγχουν τα εδάφη προτού έρθει το κυρίως σώμα του στρατεύματος.

Αντίσταση δεν είχαν μέχρι στιγμής συναντήσει, και ούτε είχαν εντοπίσει καμία παρουσία Παντοκρατορικών.

Στη Γλαυκόπολη, σκεφτόταν ο Οδυσσέας. Εκεί ίσως να μας εναντιωθούν.

Και καθώς η νύχτα έπεφτε, έφτασαν σ’ένα μέρος απ’όπου μπορούσαν να δουν τα φώτα από τις πολυκατοικίες της πόλης. Γύρω της δεν φαίνονταν Παντοκρατορικές δυνάμεις. Το πεδίο ήταν ανοιχτό. Και η Γλαυκόπολη έμοιαζε ήσυχη στον Οδυσσέα, καθώς την ατένιζε με τα κιάλια του, καθισμένος επάνω στην οροφή του μεγάλου ερπυστριοφόρου το οποίο είχε σταματήσει μαζί με το υπόλοιπο Απολλώνιο στράτευμα. Αυτό μπορεί να είναι είτε καλό σημάδι είτε κακό, συμπέρανε. Είτε οι Παντοκρατορικοί είχαν αποχωρήσει και οι πολίτες ήταν ακόμα μαζεμένοι επειδή φοβόνταν ότι μπορεί κάτι άσχημο να συνέβαινε, κάποια μάχη να ξεσπούσε με το Απολλώνιο στράτευμα που πλησίαζε· είτε οι Παντοκρατορικοί είχαν κρυφτεί μέσα στην πόλη και είχαν προστάξει τους κατοίκους να μείνουν ήσυχοι, ενώ περίμεναν τους Απολλώνιους να μπουν στους δρόμους της Γλαυκόπολης για να τους χτυπήσουν από ενέδρες.

«Θέλεις να μπούμε εμείς πρώτες, Πρόμαχε;» ρώτησε η Αθηνά, που καθόταν δίπλα του επάνω στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα, μαζί με τη Νικίτα και την Αριάδνη’ταρ. «Δε θα μας πάρουν είδηση, αφού δεν έχουν καμια άμυνα γύρω από την πόλη.»

«Μπορεί να έχουν ανιχνευτικά συστήματα εν ενεργεία,» την προειδοποίησε η Νικίτα, «ή και ανθρώπους τους που παρακολουθούν από τα παράθυρα πολυκατοικιών.»

«Θα είμαστε προσεχτικές,» είπε η Αθηνά.

«Ας δούμε πρώτα αν ο Δούκας της Γλαυκόπολης θ’απαντήσει σε τηλεπικοινωνιακό κάλεσμά μας.» Ο Οδυσσέας σηκώθηκε από εκεί όπου ήταν καθισμένος και κατέβηκε στο εσωτερικό του ερπυστριοφόρου. Οι τρεις γυναίκες τον ακολούθησαν.

Ο Δομίνικος Εύηχος περίμενε μέσα στο άρμα. «Τι συμπέρανες, Πρόμαχε;» ρώτησε.

«Ας τους στείλουμε σήμα,» είπε ο Οδυσσέας.

Ο Δομίνικος ένευσε συμφωνώντας.

Ο Οδυσσέας πήγε στην τηλεπικοινωνιακή κονσόλα και έστειλε σήμα προς τη Γλαυκόπολη, σε μια γνωστή συχνότητα του στρατού. Λογικά οι αρχές της πόλης θα την παρακολουθούσαν αυτή τη συχνότητα, αν οι Παντοκρατορικοί είχαν αποχωρήσει.

«Θα μιλήσω εγώ,» προθυμοποιήθηκε ο Δομίνικος.

Ο Οδυσσέας δεν έφερε αντίρρηση, έτσι ο Στρατηγός είπε στο μικρόφωνο του πομπού: «Σας καλεί ο Δομίνικος Εύηχος, Στρατηγός του Απολλώνιου στρατεύματος που βρίσκεται νότια της Γλαυκόπολης. Επιθυμώ να μιλήσω με τον Δούκα Ευγένιο.» Αυτός ήταν, τουλάχιστον, Δούκας της Γλαυκόπολης όταν οι Παντοκρατορικοί είχαν έρθει σε τούτα τα εδάφη. Μετά, κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς του είχε συμβεί, μα όλοι υπέθεταν ότι εξακολουθούσε να κατοικεί στην πόλη του, αν και υποτελής της Παντοκράτειρας.

Ο Δομίνικος επανέλαβε το μήνυμά του μία ακόμα φορά, και τελικά ήρθε απάντηση.

«Ο Δούκας θα λάβει αμέσως το μήνυμά σας, Στρατηγέ, και θα σας απαντήσει.»

«Με ποιον μιλάω;»

«Λοχαγός Δαμιανός Νεομαθής. Του Απολλώνιου Στρατού. Τα Παντοκρατορικά στρατεύματα αποχώρησαν πριν από έξι ώρες, Στρατηγέ, και ο Δούκας έδωσε σ’όλους τους Απολλώνιους αξιωματικούς τους τίτλους που είχαν πριν από την κατοχή.»

«Είναι βέβαιο πως οι Παντοκρατορικοί έχουν αποχωρήσει, Λοχαγέ Νεομαθή;»

«Μάλιστα, Στρατηγέ. Θα σας το επιβεβ– Λαμβάνουμε σήμα τώρα από τον Δούκα. Να τον συνδέσω;»

«Ασφαλώς. Μπορούμε να έχουμε και εικόνα του;»

«Μάλιστα. Καλεί από το παλάτι.»

Η οθόνη στην κονσόλα μπροστά στον Οδυσσέα και τον Δομίνικο έδειξε το πρόσωπο ενός άντρα πολύ πιο νέου απ’ό,τι ο Πρόμαχος νόμιζε πως ήταν ο Δούκας Ευγένιος Καλλίφωνος. Είχε δέρμα χρυσό και μαλλιά πλούσια, μαύρα, και σπαστά. Φορούσε γυαλιά με επάργυρο σκελετό.

«Ο Στρατηγός Δομίνικος Εύηχος;» ρώτησε.

«Μάλιστα,» είπε ο Δομίνικος. «Αλλά εσείς δεν είστε ο Δούκας Ευγένιος.»

Ο άντρας μέσα στην οθόνη χαμογέλασε. «Είμαι ο γιος του, Στρατηγέ. Ονομάζομαι Κωνστάντιος.»

«Κι ο πατέρας σας, Άρχοντά μου;»

«Νεκρός, Στρατηγέ. Είμαι ο καινούργιος Δούκας της Γλαυκόπολης.»

«Λυπάμαι πολύ που μαθαίνω για τον θάνατό του, Άρχοντά μου. Οφείλεται στους Παντοκρατορικούς;»

«Όχι, Στρατηγέ.»

«Θα μπορούσαμε να εισέλθουν στη Γλαυκόπολη, εγώ, ο Πρόμαχος Οδυσσέας, και κάποιοι άλλοι αξιωματικοί και κοντινοί μας άνθρωποι;»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε ο Δούκας της Γλαυκόπολης. «Θα στείλω κάποιους να σας οδηγήσουν στο παλάτι. Θα σας περιμένουν στη νότια είσοδο της πόλης.»

«Ευχαριστούμε, Υψηλότατε,» είπε ο Δομίνικος.

«Σύντομα θα μιλήσουμε από κοντά, Στρατηγέ. Σας χαιρετώ.»

Ο Δομίνικος ένευσε, και η επικοινωνία τους τερματίστηκε. Το πρόσωπο του Δούκα Κωνστάντιου εξαφανίστηκε από την οθόνη.

Ο Δομίνικος στράφηκε στον Οδυσσέα. «Τον γνωρίζεις, Πρόμαχε;»

«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Τον υποπτεύεσαι;»

«Εσύ δεν τον υποπτεύεσαι;»

«Νομίζεις ότι θα ισχυριζόταν πως είναι γιος του Δούκα Ευγένιου χωρίς να είναι;»

«Μπορεί να είναι γιος του,» είπε ο Δομίνικος, «και να μας πρόδωσε.»

Η Αθηνά, που δεν στεκόταν μακριά τους, είπε: «Δεν αποκλείεται, Στρατηγέ.»

«Τι προτείνετε, λοιπόν;» ρώτησε ο Οδυσσέας. «Να μην πάμε στο παλάτι;»

4.

Όταν ο Γαλανός Αετός επέστρεψε στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού, η Βατράνια πήγε στο δωμάτιό της, για να πλυθεί, ενώ ο Προαιρέσιος πήγε να αναφέρει στον Πρίγκιπα της Επανάστασης. Τον βρήκε στην αίθουσα σχεδιασμών του οχυρού, μαζί με τη Δούκισσα Ευδοκία, τον Δούκα Πολυκρίτη, την Ιωάννα, τον Σέλιρ’χοκ, την Άνμα’ταρ, τον Βαλέριο, και μερικούς αξιωματικούς του Απολλώνιου Στρατού. Δεν φαινόταν να γίνεται κάποιο συμβούλιο, καθώς κάθονταν από δω κι από κει μέσα στην αίθουσα. Ο Ανδρόνικος μιλούσε με τη Δούκισσα της Χρυσόπολης· ο Δούκας Πολυκρίτης έλεγε κάτι σ’έναν αξιωματικό, κι εκείνος κοίταζε την οθόνη ενός πληροφοριακού συστήματος· η Ιωάννα κάπνιζε και συζητούσε με την Άνμα’ταρ και τον Βαλέριο· ο Σέλιρ’χοκ έμοιαζε συλλογισμένος καθώς κοίταζε από ένα παράθυρο. Και ήταν ο πρώτος που στράφηκε να δει τον Προαιρέσιο.

Μάλλον με πρόσεξε να προσγειώνομαι, σκέφτηκε ο πιλότος· και, πλησιάζοντας τον Ανδρόνικο και τη Δούκισσα, χαιρέτησε: «Μεγαλειότατε. Δούκισσά μου.»

«Τι νέα έχουμε, Προαιρέσιε;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

Ο Προαιρέσιος πήρε μια καρέκλα και κάθισε κοντά τους. «Αν μου φέρετε έναν χάρτη μπορώ να σας δείξω πού εντόπισα Παντοκρατορικούς.»

Η Ευδοκία είπε σε μια αξιωματικό να φέρει έναν χάρτη, και σε λίγο είχαν έναν χάρτη της ευρύτερης περιοχής απλωμένο ανάμεσά τους· και ήρθαν κι η Ιωάννα, η Άνμα’ταρ, και ο Βαλέριος κοντά για να κοιτάξουν.

Ο Προαιρέσιος έδειξε τις θέσεις που είχε δει από το αεροπλάνο του. «Η Βατράνια τράβηξε και μερικές φωτογραφίες,» πρόσθεσε. «Θα έρθει σε λίγο και θα τις φέρει.»

«Η Βατράνια;» έκανε ο Ανδρόνικος. Δεν είχαν συμφωνήσει ότι και η Βατράνια θα πήγαινε σ’αυτή την ανιχνευτική αποστολή.

«Επέμενε να έρθει, Πρίγκιπά μου.»

«Τέλος πάντων. Καλό θα ήταν να μου το είχες πει, πρώτα. Νόμιζα ότι βρισκόταν στο δωμάτιό της.»

«Ούτε εγώ το ήξερα ότι ήθελε να έρθει. Με συνάντησε στο αεροδρόμιο, στιγμές προτού φύγω.»

Η Ευδοκία, αλλάζοντας θέμα, ρώτησε: «Οι Παντοκρατορικοί σε πρόσεξαν;»

Ο Προαιρέσιος ένευσε. «Ναι. Στην αρχή προσπάθησαν να με καταρρίψουν μ’ένα αντιαεροπορικό βλήμα, το οποίο απέφυγα σχετικά εύκολα. Μετά, έστειλαν κάποια αεροσκάφη για να με καταδιώξουν. Δύο με πρόφτασαν. Το ένα το κατέρριψα, το άλλο έφυγε.»

«Το ίδιο συμβαίνει πάντα και με τους δικούς μου ανιχνευτές,» είπε η Δούκισσα. «Όλες τις φορές οι Παντοκρατορικοί τούς εντοπίζουν. Προσέχουν πάρα πολύ την περιοχή γύρω από τη Βολιρία.»

«Έτσι όπως έχει πλέον διαμορφωθεί η κατάσταση,» είπε ο Ανδρόνικος, «είναι το πιο σημαντικό σημείο που κρατάνε στην Απολλώνια. Και θα πρέπει να το πάρουμε από αυτούς,» πρόσθεσε. «Τι οπλισμοί υπάρχουν σε καθεμία από τούτες τις θέσεις, Προαιρέσιε;»

Ο Προαιρέσιος τούς ανέφερε ό,τι είχε παρατηρήσει, και άρχισαν να κάνουν κάποιους σχεδιασμούς για το πώς πιθανώς συνέφερε να επιτεθούν. Τώρα και ο Δούκας Πολυκρίτης είχε έρθει κοντά, καθώς κι ο Σέλιρ’χοκ.

Όταν η Βατράνια μπήκε στο δωμάτιο, κανένας τους δεν την πρόσεξε εκτός από τους αξιωματικούς που δεν κοίταζαν τον χάρτη με τις θέσεις που είχε σημειώσει ο Προαιρέσιος.

«Τα πράγματα, πάντως,» έλεγε ο Πολυκρίτης, «φαίνεται να έχουν αλλάξει πολύ, ύστερα από την τελευταία μας πληροφόρηση γι’αυτές τις περιοχές. Οι Παντοκρατορικοί μετακινούνται συχνά. Επομένως, αναρωτιέμαι αν θα έχουν μετακινηθεί και ώσπου να τους επιτεθούμε. Ειδικά αφού είδαν το αεροπλάνο του Προαιρέσιου.»

«Υπάρχει, σίγουρα, αυτή η πιθανότητα,» είπε η Ιωάννα. «Οπότε θα ήταν ίσως προτιμότερο να επιτεθούμε γρήγορα, αν έχουμε τις απαιτούμενες δυνάμεις στη διάθεσή μας.»

«Δυνάμεις υπάρχουν–»

«Με συγχωρείτε.» Στράφηκαν για να δουν τη Βατράνια. «Σας έφερα μερικές φωτογραφίες από τις θέσεις των Παντοκρατορικών.»

Ο Προαιρέσιος παρατήρησε ότι ήταν ντυμένη διαφορετικά από πριν, αλλά όχι λιγότερο προσεγμένα.

«Να τις δούμε;» είπε ο Πολυκρίτης.

Η Βατράνια τού έδωσε τη φωτογραφική μηχανή της, κι εκείνος τη συνέδεσε με μια από τις κονσόλες. Πάτησε μερικά πλήκτρα, και σε μια οθόνη δεν άργησαν να εμφανιστούν οι φωτογραφίες, η μία δίπλα στην άλλη. Ο Πολυκρίτης άρχισε να τις μεγεθύνει, κατά σειρά, για να τις δουν καλύτερα.

«Μεγαλώστε την αυτήν λίγο περισσότερο, Δούκα μου,» ζήτησε η Ιωάννα όταν είχαν φτάσει στη δεύτερη.

Ο Πολυκρίτης τη μεγέθυνε κι άλλο.

«Αυτό εκεί,» είπε η Ιωάννα δείχνοντας, «πρέπει νάναι ενεργειακό κανόνι.»

Ο Πολυκρίτης εστίασε την οθόνη γύρω απ’το συγκεκριμένο σημείο. Ήταν θολό, δεν φαινόταν καθαρά· μονάχα μια μουσούδα διακρινόταν να προεξέχει από κάπου. «Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη;»

«Από τέτοιο ύψος, έτσι φαίνονται τα ενεργειακά κανόνια, Δούκα μου,» είπε η Ιωάννα. «Δεν είμαι απόλυτα βέβαιη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ενεργειακό κανόνι είναι.»

Ο Πολυκρίτης συνέχισε ν’αλλάζει φωτογραφίες στην οθόνη μέχρι που τις είχαν κοιτάξει όλες. Ακόμα μια φορά η Ιωάννα είπε ότι κάπου υπήρχε ενεργειακό κανόνι, κι έβαλε τον Δούκα να εστιάσει για να το δουν καλύτερα. Ουσιαστικά, βέβαια, τίποτα περισσότερο από μια θολούρα δεν φαινόταν ύστερα από τόσο μεγάλη μεγέθυνση.

«Επομένως,» είπε ο Ανδρόνικος όταν τελείωσαν. «Εδώ,» έδειξε την πρώτη Παντοκρατορική θέση επάνω στον χάρτη, «υπάρχει ένα μικρό οχυρό με άρματα μάχης. Εδώ,» έδειξε τη δεύτερη θέση, «είναι ακόμα ένα μικρό οχυρό – με ενεργειακό κανόνι, όπως μας λέει η Ιωάννα. Εδώ» – συνέχιζε να δείχνει – «έχουμε μια ανοιχτή βάση που λειτουργεί, πιθανώς, ως τηλεπικοινωνιακός κόμβος. Εδώ είναι ένα οχυρό με αντιαεροπορικούς πυραύλους και ενεργειακό κανόνι – πάλι, όπως μας λέει η Ιωάννα. Και εδώ είναι ένας μεγάλος καταυλισμός, όπου, εκτός από μαχητές, υπάρχουν σταθμευμένα άρματα μάχης και προσγειωμένα αεροσκάφη.»

Ο Πολυκρίτης ένευσε. «Ναι, Μεγαλειότατε. Έτσι μοιάζει να είναι η κατάσταση. Όμως, όπως βλέπετε από τα παλιότερα σημάδια επάνω στον χάρτη, οι Παντοκρατορικοί καταλάμβαναν διαφορετικές θέσεις πριν. Από ορισμένες, προφανώς, έχουν φύγει. Για παράδειγμα, αν βρίσκονταν ακόμα εδώ» – έδειξε με το χέρι του – «ο Προαιρέσιος, πιστεύω, θα τους εντόπιζε–»

«Χωρίς αμφιβολία, Δούκα μου,» είπε ο πιλότος.

«Ορισμένες άλλες, όμως, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ακόμα υφίστανται. Όπως αυτή κι αυτή.» Ο Πολυκρίτης τις έδειξε, τη μία κατόπιν της άλλης.

«Δεν πήγα τόσο κοντά στα βουνά,» παραδέχτηκε ο Προαιρέσιος.

«Δε θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε αυτές τις θέσεις,» είπε ο Ανδρόνικος, «αν κατευθυνθούμε προς τη Βολιρία χωρίς απόκλιση. Οι Παντοκρατορικοί, αν έχουν στρατό στις θέσεις που αναφέρεις, Δούκα μου, τον έχουν για να προσέχει μήπως έρθουμε από τη νότια μεριά τους.»

«Ναι,» συμφώνησε ο Πολυκρίτης. «Ωστόσο, καλό θα ήταν να έχουμε υπόψη μας κι αυτές τις θέσεις.»

«Σίγουρα,» συμφώνησε ο Ανδρόνικος. «Ας κάνουμε, λοιπόν, μια ανακεφαλαίωση της κατάστασης κι ας ανανεώσουμε τον χάρτη.»

Τον ανανέωσαν, κρατώντας σημειωμένες μόνο τις θέσεις που είχε δει ο Προαιρέσιος και όσες από τις προηγούμενες θεωρούσαν πιθανό ακόμα να υφίστανται. Μετά, άρχισαν να σχεδιάζουν την επίθεσή τους κατά των Παντοκρατορικών δυνάμεων της Βολιρίας. Το μεσημέρι διέκοψαν το συμβούλιό τους για να ξεκουραστούν μερικές ώρες, κι ύστερα συνέχισαν μέχρι το βράδυ.

Όταν ο ήλιος είχε δύσει, είχαν αποφασίσει πώς θα κινούνταν, και ο Ανδρόνικος αισθανόταν ανήσυχος. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους του πολέμου που είχε ξεκινήσει εδώ και τόσα χρόνια εναντίον της Παντοκράτειρας. Του πολέμου που, τότε, του έμοιαζε απελπισμένος, απίθανο να νικήσει. Δεν μπορούσε, όμως, και να μην ξεκινήσει την επανάστασή του, παρότι γνώριζε ότι άλλες, παλιότερες επαναστάσεις είχαν αποτύχει, η Παντοκράτειρα τις είχε συνθλίψει. Με τη δική μου επανάσταση δεν θα συμβεί το ίδιο! σκεφτόταν τότε ο Ανδρόνικος. Κι όπως είχε αποδειχτεί, είχε δίκιο. Τουλάχιστον, ώς τώρα η Επανάσταση δεν είχε καταπνιγεί, και τον τελευταίο καιρό η Παντοκρατορία ήταν που έχανε έδαφος. Ο Ανδρόνικος, όμως, είχε την υποστήριξη της Απολλώνιας, μιας ολόκληρης ισχυρής διάστασης· δεν ήταν όπως κάποιους άλλους, παλιότερους επαναστάτες οι οποίοι είχαν ελάχιστη υποστήριξη, κι αυτή περιορισμένης πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης. Είχε στρέψει το Βασίλειο της Απολλώνιας εναντίον της Παντοκράτειρας, και είχε υποσχεθεί στον λαό του ότι θα τον ελευθέρωνε. Και τώρα αυτό το όνειρο, ύστερα από τόσα χρόνια αγώνα, πλησίαζε να γίνει πραγματικότητα. Οι Παντοκρατορικές δυνάμεις, που σφυροκοπούσαν αλύπητα τα βόρεια μέρη της Απολλώνιας προσπαθώντας να φτάσουν στα ενδότερά της, τώρα θα διώχνονταν, θα οδηγούνταν πίσω, στη Ρελκάμνια.

Και μετά, η Επανάσταση θα πήγαινε εκεί, στην ίδια τη διάσταση-έδρα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, για να δώσει το τελειωτικό χτύπημα και να φροντίσει ότι το θηρίο δεν θα ξανασηκωνόταν για να τους υποτάξει όλους.

Στον Ανδρόνικο θα έμοιαζαν όλα τούτα σαν όνειρο αν δεν είχε πολεμήσει τόσο σκληρά για να τα φέρει σε πέρας. Πήραμε τη Νούμβρια. Τώρα, θα πάρουμε τη Βολιρία, και την Ξανθούπολη, και την Άρφια. Και το Βόρειο Μέτωπο θα καταρρεύσει. Θα τρέψουμε τους Παντοκρατορικούς σε υποχώρηση, προς τον Ερειπιώνα.

Ωστόσο, αυτή η στιγμή δεν είχε ακόμα έρθει. Και ο Ανδρόνικος ήξερε ότι καλύτερα ήταν να επικεντρώσει τις σκέψεις του στο παρόν, για να αντιμετωπίσει την κατάσταση που είχε μπροστά του.

Πήγε στο δωμάτιό του μέσα στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού – λιτό και απλό, όπως όλα τα δωμάτια εδώ – έβγαλε τις μπότες του, και ξάπλωσε στο μικρό κρεβάτι.

Τι να έκανε, άραγε, ο Οδυσσέας τώρα; αναρωτήθηκε. Είχε φτάσει στη Γλαυκόπολη;

5.

Ένα τετράκυκλο όχημα απομακρύνθηκε από το στρατόπεδο των Απολλώνιων δυνάμεων και πήγε προς τη νότια είσοδο της Γλαυκόπολης, που οι πολυκατοικίες της φώτιζαν σαν δαυλοί μέσα στη νύχτα. Στο εσωτερικό του οχήματος βρίσκονταν ο Οδυσσέας, καθισμένος στο τιμόνι, και ο Στρατηγός Δομίνικος Εύηχος, καθισμένος στη θέση του συνοδηγού. Πίσω τους ήταν ο Ευθύπορος, ο Φέτανιρ, και τρεις Απολλώνιοι στρατιώτες που είχαν διακριθεί στο πεδίο της μάχης για τη γενναιότητα και την ικανότητά τους.

Το όχημα, κυλώντας επάνω στους μεγάλους, ατρακτοειδείς τροχούς του, ακολούθησε τον δρόμο που οδηγούσε στη νότια είσοδο της Γλαυκόπολης και συνάντησε εκεί ένα άλλο όχημα να το περιμένει. Ένα χαμηλό τρίκυκλο, με το γυάλινο σκέπαστρό του σηκωμένο. Πλάι του στεκόταν μια γυναίκα ντυμένη με τη στολή του Απολλώνιου Στρατού κι έχοντας επάνω της γαλόνια που τη διέκριναν ως ανθυπολοχαγό. Μέσα στο όχημα, στο τιμόνι, καθόταν ένας άντρας, ντυμένος όχι στρατιωτικά αλλά, μάλλον, με την ενδυμασία αυλικού.

Ο Οδυσσέας σταμάτησε μπροστά τους. Άνοιξε το παράθυρο πλάι του και μίλησε στη γυναίκα.

«Είμαι ο Πρόμαχος Οδυσσέας Επίμετρος,» της είπε. «Και έχω μαζί μου τον Στρατηγό Δομίνικο Εύηχο και κάποιους άλλους συντρόφους μας.»

«Καλώς ορίσατε, Πρόμαχε,» αποκρίθηκε η γυναίκα, που ήταν ψηλή, χρυσόδερμη, και πορφυρομάλλα με κοντοκουρεμένα μαλλιά. «Είμαι η Ανθυπολοχαγός Λουκιλία Αντίπλευρη. Βρίσκομαι εδώ με διαταγή του Δούκα της Γλαυκόπολης, προκειμένου να σας οδηγήσω στο παλάτι του, στο κέντρο της πόλης.»

«Οδηγήστε μας, κυρία Ανθυπολοχαγέ,» της είπε ο Οδυσσέας. Κι εκείνη, νεύοντας, μπήκε στο τρίκυκλο και το γυάλινο σκέπαστρο έκλεισε από πάνω της καθώς το όχημα ξεκινούσε.

Ο Οδυσσέας το ακολούθησε.

Ο Δομίνικος παρατήρησε: «Αποκλείεται αυτή να ήταν στρατιωτικός εδώ πριν από την Παντοκρατορική Κατοχή.»

«Ναι, είναι πολύ νέα· το πρόσεξες κι εσύ, Στρατηγέ…»

«Γύρω στα εικοσιπέντε, την υπολογίζω.»

Ο Οδυσσέας ένευσε. «Κι εγώ,» είπε καθώς έμπαιναν στη Γλαυκόπολη και οι πολυκατοικίες ορθώνονταν ολόγυρά τους. Τα οικοδομήματα δεν ήταν τόσο ψηλά όσο στην Απαστράπτουσα ή σε άλλες κεντρικές πόλεις του Βασιλείου της Απολλώνιας, μα ούτε και χαμηλά θα μπορούσε κανείς να τα αποκαλέσει.

«Πόσο, λοιπόν, ήταν όταν κατατάχθηκε στο Στράτευμα; Δέκα χρονών;» είπε ο Δομίνικος.

Ο Οδυσσέας ήξερε, βέβαια, πόσα χρόνια βρίσκονταν οι Παντοκρατορικοί στην Απολλώνια, αλλά κάθε φορά που το σκεφτόταν το μυαλό του έμοιαζε να εκπλήσσεται. Πώς είναι δυνατόν να τους έχουμε τόσο καιρό εδώ πέρα; Πρώτα, ως κατακτητές, με τον Πρίγκιπά μας παντρεμένο με την Παντοκράτειρα σαν κίνηση καλής θέλησης κι από τις δύο πλευρές. Έπειτα, ως εχθρούς, πολεμώντας τους στο Βόρειο Μέτωπο σε μια σύγκρουση που φαινόταν πως δεν θα τελειώσει ποτέ – κι ακόμα έτσι φαίνεται, παρότι υπολογίζουμε ότι η νίκη είναι κοντά…

«Δε συμφωνείς, Πρόμαχε;»

«Συμφωνώ, Στρατηγέ. Απλώς δεν έχω τίποτα να πω.»

«Πολύ πιθανόν να πηγαίνουμε σε παγίδα,» τόνισε ο Δομίνικος. «Αυτή η γυναίκα μπορεί νάναι πράκτορας των Παντοκρατορικών!»

«Μπορεί. Αλλά νομίζεις ότι οι Παντοκρατορικοί θα έκαναν τέτοιο λάθος;»

«Γιατί όχι;»

«Δεν ξέρεις καλά τους πράκτορές τους, μου φαίνεται.»

«Έτσι νομίζεις, Πρόμαχε;» έκανε, απότομα, ο Δομίνικος. Προφανώς είχε προσβληθεί.

«Μην το παίρνεις προσωπικά, Στρατηγέ. Είσαι καλός στρατιωτικός, έχεις προσφέρει πολλά στο Βόρειο Μέτωπο, γνωρίζεις τις τακτικές των Παντοκρατορικών στον πόλεμο· αλλά δεν ξέρεις τι γίνεται μέσα στα δίκτυά τους όπως ξέρω εγώ. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας μπορούν να αποδειχτούν δαιμόνιοι, σε διαβεβαιώνω. Κι αυτό δεν είναι ένα λάθος που θεωρώ πως θα έκαναν.»

«Θα δούμε,» μουρμούρισε ο Δομίνικος, κοιτάζοντας μπροστά, το τρίκυκλο όχημα που ακολουθούσαν.

Στους δρόμους δεν υπήρχε παρά ελάχιστη κίνηση από τροχοφόρα και έφιππους: κι ορισμένοι από τους τελευταίους, παρατήρησε ο Οδυσσέας, καβαλούσαν Σερπετά, όχι άλογα. Πολύ περισσότερα Σερπετά απ’ό,τι θα έβλεπες σε οποιαδήποτε άλλη πόλη της Απολλώνιας – και η Γλαυκόπολη δεν ήταν και καμια τεράστια πόλη. Τα πλάσματα αυτά, όμως, ήταν πολλά στην Κοιλάδα της Γλαυκής, και οι άνθρωποι εδώ τα εκπαίδευαν και τα χρησιμοποιούσαν συχνά για τις δουλειές τους και τις μικρών αποστάσεων μετακινήσεις τους.

Η Ανθυπολοχαγός Αντίπλευρη τούς οδήγησε στην κεντρική αγορά της Γλαυκόπολης, όπου όλα τα καταστήματα ήταν ανοιχτά και κόσμος τριγύριζε παρά τη νυχτερινή ώρα. Ο Οδυσσέας έβλεπε τους ντόπιους να μιλούν εύθυμα αναμεταξύ τους, κι αρκετούς να πίνουν και να καπνίζουν μέσα στον δρόμο, συζητώντας και γελώντας. Δεν του φαίνονταν φοβισμένοι. Θυμίζουν ανθρώπους που έχουν πρόσφατα αποτινάξει έναν ζυγό από πάνω τους και διασκεδάζουν. Μπορεί, λοιπόν, όλα τούτα να ήταν παγίδα των Παντοκρατορικών;

Το δούκικο παλάτι ορθωνόταν μετά την κεντρική αγορά της Γλαυκόπολης, σ’ένα ψηλότερο σημείο: και δεν άργησαν καθόλου να φτάσουν εκεί. Τα δύο φύλλα της ψηλής, καγκελωτής πύλης του κήπου του άνοιξαν, και το τετράτροχο όχημα του Οδυσσέα μπήκε μαζί με το τρίκυκλο που το οδηγούσε, πηγαίνοντας σ’έναν ανοιχτό χώρο στάθμευσης. Οι επιβάτες κατέβηκαν, και η Ανθυπολοχαγός Λουκιλία Αντίπλευρη είπε: «Θα σας πάω στη μεγάλη αίθουσα, όπου ο Δούκας σάς περιμένει.»

Ο Οδυσσέας, ο Στρατηγός Εύηχος, και οι υπόλοιποι την ακολούθησαν, εγκαταλείποντας τον χώρο στάθμευσης. Εκεί έμεινε μόνο ο οδηγός του τρίκυκλου, ο οποίος έκλεισε το σκέπαστρο του οχήματος και έφυγε κι αυτός.

Σιγή βασίλεψε για λίγο στο μέρος.

Ύστερα, η πίσω πόρτα του τετράκυκλου οχήματος του Οδυσσέα άνοιξε απειροελάχιστα. Αρκετά για να κοιτάξει ένα γυαλιστερό μάτι από τη χαραμάδα.

Η Νικίτα δεν έβλεπε κανέναν άνθρωπο τριγύρω. Ο χώρος στάθμευσης τής έμοιαζε έρημος. Το ίδιο κι ο σκοτεινός κήπος πέρα απ’αυτόν.

Στράφηκε στην Αθηνά και την Αριάδνη’ταρ, οι οποίες, όπως κι εκείνη, είχαν μόλις βγει από την καταπακτή στο πίσω πάτωμα του οχήματος και βρίσκονταν γονατισμένες για να μην τύχει και τις δει κανένας από έξω.

Η Νικίτα τούς μίλησε με τα δάχτυλά της μες στο μισοσκόταδο: Μόνες είμαστε.

Η Αθηνά κοίταξε, κρυφά, από το μπροστινό παράθυρο του οχήματος, καθώς κι από τα πλάγια. Μάλλον, είπαν τα δάχτυλά της στις άλλες δύο.

Η Αριάδνη’ταρ ρώτησε: Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως;

Η Νικίτα κατένευσε· τράβηξε ένα ζευγάρι μικρά κιάλια από τη μαύρη στολή της και τα έδωσε στη μάγισσα. Εκείνη έκανε ένα ξόρκι επάνω τους, ψιθυριστά, και της τα επέστρεψε. Η Νικίτα, χρησιμοποιώντας τα, κοίταξε έξω από το όχημα, προς όλες τις μεριές, παραμένοντας γονατισμένη, κρυμμένη.

Κατέβασε τα κιάλια και έγνεψε στις άλλες δύο: Κανένας.

Πάμε, πρότεινε η Αθηνά.

Η Νικίτα και η Αριάδνη’ταρ κατένευσαν, και όλες τους βγήκαν από το τετράκυκλο όχημα. Τρεις σκιές μέσα στη νύχτα, οι οποίες γρήγορα χάθηκαν ανάμεσα στα οχήματα του χώρου στάθμευσης και μέσα στον κήπο του δούκικου παλατιού της Γλαυκόπολης…

Εν τω μεταξύ, η Ανθυπολοχαγός Αντίπλευρη είχε οδηγήσει τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του στο κεντρικό οίκημα του παλατιού, και τώρα βάδιζαν στους στολισμένους διαδρόμους του. Παντού υπήρχαν τοιχογραφίες με όμορφα τοπία από την Κοιλάδα της Γλαυκής, με κυνηγούς, με άλογα, και με Σερπετά. Επίσης, σε κάποια σημεία, μεγάλα σπαθιά κρέμονταν διασταυρωμένα, καθώς και παλιές, καλλιτεχνικά λαξεμένες καραμπίνες.

«Από πότε είσαι στο Στράτευμα, Ανθυπολοχαγέ;» ρώτησε ο Δομίνικος Εύηχος.

Η Λουκιλία Αντίπλευρη σταμάτησε και στράφηκε να τον κοιτάξει. «Δυστυχώς, πρόσφατα, Στρατηγέ. Πολύ πρόσφατα.»

«Πόσο πρόσφατα; Όσο οι Παντοκρατορικοί βρίσκονταν εδώ, σίγουρα δεν επέτρεπαν καινούργιους να κατατάσσονται στον Απολλώνιο Στρατό!»

«Δεν μπορούσαν, όμως, να αρνηθούν στον Δούκα μας να έχει μια κάποια προσωπική φύλαξη. Ήταν υποτελής τους αλλά εξακολουθούσε να είναι Δούκας της Γλαυκόπολης.»

«Η προσωπική φύλαξη διαφέρει πολύ από τον τακτικό στρατό,» είπε ο Δομίνικος.

«Πράγματι,» αποκρίθηκε η Λουκιλία. «Όμως, όταν οι Παντοκρατορικοί αποχώρησαν, ο Δούκας μας είχε μόνο εμάς για στρατό του.»

«Θέλεις να πεις ότι, στην πραγματικότητα, είσαι σωματοφύλακας;»

«Θα σας εξηγήσει ο Δούκας για εμάς, Στρατηγέ. Να συνεχίσουμε;»

Ο Δομίνικος δίστασε για μια στιγμή ν’απαντήσει, έτσι μίλησε ο Οδυσσέας: «Ασφαλώς. Δεν έχει νόημα να στεκόμαστε και να συζητάμε μες στη μέση του διαδρόμου.» Και χαμογέλασε.

Η Λουκιλία τού επέστρεψε το χαμόγελο – αν κι έμοιαζε προβληματισμένη – στράφηκε, και συνέχισε να προπορεύεται.

Ο Δομίνικος έριξε στον Οδυσσέα ένα έντονο βλέμμα καθώς πάλι την ακολουθούσαν.

«Ηρέμησε,» του ψιθύρισε ο Πρόμαχος. «Ό,τι κι αν συμβαίνει, με τη συμπεριφορά σου, απλά τους προειδοποιείς ότι κάτι έχουμε καταλάβει.»

«Σωστά μιλά ο Πρόμαχος,» τόνισε ο Φέτανιρ πίσω τους, ο οποίος, προφανώς, είχε ακούσει τα λόγια του Οδυσσέα παρότι η φωνή του ήταν επίτηδες χαμηλωμένη.

Ο Δομίνικος Εύηχος συνοφρυώθηκε. Κι έμεινε σιωπηλός ώσπου έφτασαν στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού.

Το δωμάτιο ήταν, αναμενόμενα, ευρύχωρο και στολισμένο με τοιχογραφίες και πίνακες. Το ξύλινο πάτωμά του γυάλιζε και έτριζε κάτω από τα πόδια τους. Στο βάθος, επάνω σ’ένα βάθρο, βρισκόταν ένας ξύλινος θρόνος σκεπασμένος με μαξιλάρια και υφάσματα. Κανένας δεν καθόταν εκεί, όμως: Ο άντρας που είχαν δει στην οθόνη τους, μέσα στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα, στεκόταν κοντά στο μεγάλο τραπέζι της αίθουσας περιτριγυρισμένος από διάφορους ανθρώπους, που ορισμένοι ήταν ντυμένοι σαν Απολλώνιοι στρατιωτικοί, ορισμένοι άλλοι όχι. Ο ίδιος φορούσε τα επάργυρα γυαλιά του και πλούσια ρούχα: μαύρη τουνίκα με ασημένιο σιρίτι, μαύρο δερμάτινο παντελόνι, μαύρα γυαλιστερά παπούτσια, κι ένα πορφυρό χιτώνιο που σκέπαζε τους ώμους και την πλάτη, άνοιγε μπροστά στο στήθος και στην κοιλιά, κι έφτανε ώς τους μηρούς. Δενόταν στη μέση με χρυσό κορδόνι, και είχε χρυσό σιρίτι στις άκριές του και χρυσά κεντήματα επάνω του. Στον γοφό του Δούκα κρεμόταν ένα κοντό σπαθί από μια αργυρή αλυσίδα, θηκαρωμένο σε λαξευτό θηκάρι.

«Ο Στρατηγός Δομίνικος Εύηχος,» είπε ο Δούκας Κωνστάντιος. «Και… ο Πρόμαχος Οδυσσέας;»

«Μάλιστα, Δούκα μου,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Και χαίρομαι πολύ για τη γνωριμία.»

«Νομίζω πως σας είχα δει και παλιότερα, Πρόμαχε, προτού ξεκινήσει η Επανάσταση και τα εδάφη μας καταληφθούν από Παντοκρατορικά στρατεύματα.»

«Αν με είχατε δει, θα ήταν σε κάποια περίσταση που ο τότε Πρίγκιπας και νυν Βασιληά μας, Ανδρόνικος, είχε επισκεφτεί τη Γλαυκόπολη.»

«Ναι,» είπε ο Κωνστάντιος. «Μάλλον. Ήσασταν από τότε μαζί με τον Βασιληά μας;»

«Ασφαλώς, Δούκα μου.»

«Θα θέλαμε να μάθουμε,» είπε ο Δομίνικος Εύηχος, κάπως άκομψα, «τι ακριβώς συνέβη με τους Παντοκρατορικούς, Υψηλότατε. Αποφάσισαν να υποχωρήσουν και απλώς… έφυγαν;»

«Ουσιαστικά, ναι, Στρατηγέ,» αποκρίθηκε ο Κωνστάντιος. «Έμαθαν ότι το στράτευμά σας ερχόταν προς τη Γλαυκόπολη αφού η Νούμβρια είχε πέσει στα χέρια σας. Είχε έρθει εδώ ένας Παντοκρατορικός αξιωματικός από τη Νούμβρια. Το όνομά του ήταν Κλεάνθης Νιρλέμβω. Συνταγματάρχης.»

Αυτό το καθίκι, σκέφτηκε ο Οδυσσέας. «Τον ξέρουμε, Δούκα μου.»

«Συζήτησε με τους αξιωματικούς εδώ. Δεν ήμουν παρών και δεν γνωρίζω τι ακριβώς είπαν· όμως, μετά, με ενημέρωσαν ότι θα έφευγαν. Είχαν καταλάβει ότι δεν μπορούσαν να αντιμε–»

Μια τζαμαρία ακούστηκε να σπάει παραδίπλα – ένας πυροβολισμός αντήχησε και δυο λάμπες ενός πολύφωτου στο ταβάνι θρυμματίστηκαν – φωνές από τους παρευρισκόμενους – κάποιοι τράβηξαν πιστόλια, κάποιοι σπαθιά ή ξιφίδια.

Ο Οδυσσέας, στρεφόμενος αμέσως και τραβώντας το πιστόλι του, είδε ότι η τζαμαρία που είχε σπάσει ήταν στ’αριστερά, κι ένας άντρας ήταν πεσμένος ανάμεσα στα γυαλιά μ’ένα τουφέκι μακρινής εμβέλειας στα χέρια του. Φορούσε μαύρα ρούχα, ιδανικά για να τον κρύβουν στο σκοτάδι, και είχε δέρμα λευκό με ροζ απόχρωση. Το κεφάλι του ήταν τελείως ξυρισμένο. Από πάνω του στεκόταν η Αθηνά, με το δεξί της πόδι στην πλάτη του, καθώς εκείνος ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα. Η Μαύρη Δράκαινα έσκυψε κι έβαλε το ξιφίδιό της στο πλάι του λαιμού του, λέγοντάς του κάτι που, μέσα στη βαβούρα της αίθουσας, δεν ακούστηκε.

Η Νικίτα και Αριάδνη’ταρ ήρθαν από τη σπασμένη τζαμαρία, η πρώτη με τουφέκι στα χέρια, η δεύτερη με πιστόλι και ξιφίδιο.

«Ησυχία!» αντήχησε η φωνή του Δούκα Κωνστάντιου πάνω από τις κραυγές των υπόλοιπων, κι οι κραυγές αυτές καταλάγιασαν κάπως.

Αρκετά για να μπορέσει η Αριάδνη ν’ακουστεί καθώς έλεγε: «Πρόμαχε, τον πιάσαμε να σε σημαδεύει.»

«Προδότες!» γρύλισε ο Δομίνικος Εύηχος, και τραβώντας το σπαθί του διέγραψε το σύμβολο του Καλέσματος στον αέρα εμπρός του.

Προς τον Δούκα Κωνστάντιο Καλλίφωνο.

«Τι κάνεις;» φώναξε ένας άντρας που ήταν ντυμένος με τα ιερατικά άμφια της θρησκείας του Απόλλωνα. «Ο Δούκας μας δεν είναι προδότης, Στρατηγέ!»

Ο Κωνστάντιος ατένισε προς στιγμή τον Δομίνικο έκπληκτος. Ύστερα τράβηξε κι εκείνος το σπαθί του–

Μια γυναίκα τού έπιασε το χέρι. «Περίμενε, Άρχοντά μου! Δεν ξέρει τι κάνει!»

«Δομίνικε,» είπε ο Οδυσσέας, «δε γνωρίζουμε ότι ο Δούκας μάς πρόδωσε.»

«Τότε, πώς αυτός ο δολοφόνος βρισκόταν μες στο παλάτι του;» φώναξε ο Δομίνικος Εύηχος.

«Αν με Καλέσεις, Στρατηγέ, θα αποδεχτώ το Κάλεσμά σου,» δήλωσε ο Κωνστάντιος, «όπως απαιτεί το έθιμο και η τιμή του Οίκου μου. Αλλά να ξέρεις πως εγώ δεν θα πρόδιδα ποτέ Απολλώνιους αγωνιστές!»

Ο Οδυσσέας ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Δομίνικου. «Στρατηγέ. Το αποκλείεις να είναι αυτό ένα κόλπο των Παντοκρατορικών για να μας βάλουν να σκοτωθούμε αναμεταξύ μας;»

«Πώς βρέθηκε, τότε, αυτός ο δολοφόνος μέσα στο παλάτι;» επέμεινε ο Δομίνικος, δείχνοντας τον πεσμένο άντρα με τη λεπίδα του σπαθιού του.

«Θα το ανακαλύψουμε,» είπε ο Οδυσσέας.

«Κι εν τω μεταξύ; Θα δώσουμε την ευκαιρία και σ’άλλους να μας επιτεθούν;»

«Δεν το ξέρουμε ότι υπάρχουν άλλοι.»

«Όπου είναι ένας….»

«Επιπλέον,» πρόσθεσε ο Οδυσσέας, «έχουμε καλή φύλαξη.» Και κοίταξε την Αθηνά, τη Νικίτα, και την Αριάδνη’ταρ. Αν δεν τις είχα κρύψει μες στο όχημά μας, για να βγουν και να ελέγξουν κρυφά τον χώρο, τώρα πιθανώς να ήμουν νεκρός… Γι’ακόμα μια φορά, οι Μαύρες Δράκαινες είχαν αποδειχτεί πολύτιμες για την Επανάσταση και κατάρα για την Παντοκρατορία που τις είχε εκπαιδεύσει.

Ρελκάμνια

1.

«Αιμορραγούμε σαν καρφωμένα γουρούνια!» μούγκρισε ο Σκοτ, καθώς παραπατούσαν μέσα στα σκοτεινά σοκάκια του Συμφύρματος. Το χέρι του ήταν πιεσμένο στα δεξιά του πλευρά, κι αισθανόταν αίμα να γλιστρά ανάμεσα από τα δάχτυλά του.

«Πρέπει να… φύγουμε… από δω,» έκανε η Ελίζα, αγκομαχώντας. Βάδιζε μετά δυσκολίας με το τραυματισμένο πόδι της.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Σκοτ, και σταμάτησε σ’ένα στενορύμι, πλάι σε μια παλιά πόρτα, όχι και τόσο μακριά από εκεί όπου τους είχε αφήσει ο Κλαρκ βγάζοντάς τους από το Φαντασκεύασμα. «Είσαι καλά;»

«Είπε ότι δεν είναι τίποτα σοβαρό· απλώς φαίνεται.»

«Ναι, ’ντάξει. Τον πιστεύεις όμως;» Ο Σκοτ έσκισε ένα μεγάλο κομμάτι από τα ρούχα του χρησιμοποιώντας το ξιφίδιό του. Σήκωσε το επάνω μέρος της ενδυμασίας του και τύλιξε τον αυτοσχέδιο επίδεσμο γύρω απ’τα πλευρά του, δένοντάς τον με δύναμη για να σταματήσει την αιμορραγία. «Περίμενε,» είπε στην Ελίζα, βλέποντάς την να προσπαθεί κι εκείνη να σκίσει κάποιο κομμάτι από τα ρούχα της. «Περίμενε.»

«Τι;»

«Θα σε βοηθήσω.»

«Δε χρειά–»

«Περίμενε, είπα!»

«Καλά.» Η Ελίζα δεν είχε αντοχές για να διαφωνήσει, καθώς είχε την πλάτη της ακουμπισμένη στον τοίχο κι έμοιαζε εξαντλημένη από την αιμορραγία.

Ο γαμημένος μάγος είπε ότι τα τραύματά του είναι ακίνδυνα: αλλά πώς μπορεί αυτό ν’αληθεύει όταν κινδυνεύεις να χύσεις όλο σου το αίμα στο πλακόστρωτο; σκέφτηκε ο Σκοτ, κόβοντας ακόμα ένα κομμάτι από τα δικά του ρούχα και γονατίζοντας μπροστά στην Ελίζα. Τύλιξε τον αυτοσχέδιο επίδεσμο γύρω απ’τον τραυματισμένο μηρό της και τον έδεσε σφιχτά, κόβοντας τη ροή του αίματος.

«Εντάξει;» τη ρώτησε.

«Έτσι νομίζω.»

Ο Σκοτ σηκώθηκε όρθιος πάλι. «Λοιπόν,» είπε. «Πες μου: τι θα κάναμε κανονικά, αν είχαμε χτυπηθεί στη συμπλοκή στην Κεντρική Αγορά;»

«Γιατί ρωτάς εμένα, Σκοτ;»

«Εσύ ήσουν κάποτε ιδιωτική ερευνήτρια.»

Η Ελίζα μειδίασε, αν και αδύναμα. Έβγαλε τα παραλληλόγραμμα γυαλιά της και σκούπισε τον ιδρώτα από μέτωπό της με το μανίκι της. «Αν δύο φυσιολογικοί άνθρωποι κατόρθωναν να βγουν ζωντανοί αλλά τραυματισμένοι από κείνο το μακελειό, θα έτρεχαν στο κοντινότερο νοσοκομείο.»

«Δεν είμαστε φυσιολογικοί άνθρωποι.»

«Ακόμα και τα δικά μας τραύματα, όμως, δεν κλείνουν αυτόματα.»

«Νομίζεις ότι θα ήταν λογικό να σε πήγαινα στο σπίτι μου στο Σύμφυρμα;»

«Εσύ δεν το νομίζεις;»

Ο Σκοτ ένευσε. «Πάμε, τότε. Αλλά υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα–»

«Οι τηλεοπτικοί πομποί.»

Ο Σκοτ ένευσε ξανά.

«Θα πάμε από δρόμους που δεν έχουν τηλεοπτικούς πομπούς,» είπε η Ελίζα. «Απ’τα σοκάκια.» Φόρεσε τα γυαλιά της.

«Ναι,» συμφώνησε ο Σκοτ.

«Εσύ θα τα ξέρεις καλύτερα τούτα τα λημέρια απ’ό,τι εγώ…» Ο ερωτηματικός τόνος ήταν έκδηλος στη φωνή της.

«Τα ξέρω.» Ο Σκοτ ήταν χρόνια στο Σύμφυρμα. «Στην Κεντρική Αγορά, όμως… είχε κι εκεί πομπούς.»

«Δεν άκουσες τι είπε ο Κλαρκ; Ότι τους φρόντισε.»

«Ναι αλλά… όλους;»

«Λογικά, πρέπει. Αλλιώς πώς περιμένει να υποστηρίξουμε ότι φύγαμε τραυματισμένοι;»

Ο Σκοτ σκέφτηκε την κατάσταση για λίγο. «Μπορεί αυτός ο καριόλης και ο Ελπιδοφόρος να μας έμπλεξαν πολύ άσχημα, Ελίζα…» είπε, τελικά. Δεν ήθελε ούτε καν να διανοείται – δεν μπορούσε να διανοηθεί – τι θα τους έκαναν οι αφέντες τους αν μάθαιναν τι είχε συμβεί: αν μάθαιναν τι είχαν συμφωνήσει η Ελίζα και ο Σκοτ με τους αποστάτες.

Η Ελίζα ένευσε. «Ναι,» άρθρωσε πνιχτά.

Φοβάται, παρατήρησε ο Σκοτ. «Με συγχωρείς,» της είπε.

«Γιατί;»

«Έμπλεξες εξαιτίας μου.»

«Μη λες βλακείες. Πάμε στο σπίτι σου.»

Ο Σκοτ δεν μίλησε άλλο. Και βάδισαν μέσα στα σοκάκια του Συμφύρματος, πηγαίνοντας από εκεί όπου ήξερε πως δεν υπήρχαν τηλεοπτική πομποί, από τις πιο φτωχικές κι ασήμαντες περιοχές. Πέρασαν κάτω από γέφυρες και μέσα από σήραγγες, πίσω από μπαρ δευτέρας κατηγορίας γεμάτα μεθύστακες, δίπλα από κακόφημα πορνεία. Βάδισαν σ’ένα στενορύμι πολύ κοντά στις ράγες ενός τρένου για να θεωρείται ασφαλές.

Η καλοκαιρινή νύχτα ήταν γλυκιά. Μια βόλτα στην Ατέρμονη Πολιτεία της Ρελκάμνια μπορεί να ήταν ρομαντική, υπό άλλες συνθήκες. Κρίμα που εμείς τρώγαμε όλα μας τα βράδια κυνηγώντας φαντάσματα, σκέφτηκε ο Σκοτ. Και τώρα; Τα φαντάσματα θ’αρχίσουν να κυνηγάνε εμάς.

Μετά από καμια ώρα έφτασαν κοντά στην πολυκατοικία πίσω από την οποία ο Σκοτ είχε το σπίτι του. Το οποίο παρακολουθείται, για να με προστατέψουν αν χρειαστεί. Γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος. Τώρα αυτή η προστασία θα αποτελούσε πρόβλημα. Θα τον έβλεπαν να μπαίνει μαζί με την Ελίζα. Και, δεδομένου ότι το πιστολίδι στην Κεντρική Αγορά του Συμφύρματος είχε πέσει μεσημέρι, θα έπρεπε οι δυο τους να δικαιολογήσουν τι έκαναν μετά, τόσες ώρες. Κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό απ’όλα. Αν τους υποπτεύονταν από την αρχή, την είχαν γαμήσει.

Η Ελίζα, σα νάχε μοιραστεί τις σκέψεις του, του ψιθύρισε στ’αφτί: «Το σπίτι σου παρακολουθείται.»

Ο Σκοτ ένευσε. «Δε μπορούμε να το αποφύγουμε αυτό.»

«Ναι,» μουρμούρισε εκείνη, κι ο φόβος ήταν πάλι έκδηλος στη φωνή της.

Όταν είσαι ιδιωτικός ερευνητής, μάλλον μπορείς να φανταστείς δεκάδες τρόπους με τους όποιους μπορεί κάποιος να σε ανακαλύψει, σκέφτηκε ο Σκοτ. Ευτυχώς που εγώ είμαι μόνο ένας φονιάς. Κάνει τη ζωή μου πιο απλή, κάπου-κάπου.

Διέσχισαν τη λεωφόρο μπροστά από την πολυκατοικία ανεβαίνοντας σε μια γέφυρα. Από κάτω τους οχήματα κινούνταν στο φως ενεργειακών λαμπών, με τα δικά τους φώτα επίσης αναμμένα. Ο Σκοτ και η Ελίζα κατέβηκαν από την άλλη μεριά της γέφυρας και μπήκαν στον μικρό δρόμο πλάι στην πολυκατοικία, ακούγοντας τα βήματά τους ν’αντηχούν στο πλακόστρωτο. Βρέθηκαν πίσω από το ψηλό οικοδόμημα και μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του Σκοτ. Εκείνος έβγαλε τα κλειδιά του και άνοιξε. Μπήκαν και έκλεισε. Άναψε το φως.

Περίμενε ότι ίσως να έβρισκε κάποιον να τον περιμένει εδώ. Κάποιον πράκτορα σταλμένο από εκείνους. Μα το καθιστικό ήταν άδειο. Κι ένας γρήγορος έλεγχος στα υπόλοιπα δωμάτια, του είπε πως κι αυτά άδεια ήταν.

«Εντάξει;» ρώτησε η Ελίζα, που είχε καθίσει σε μια καρέκλα, κουρασμένη από τη νυχτερινή τους διαδρομή. Τα παπούτσια της ήταν ριγμένα παραδίπλα.

«Ναι,» είπε ο Σκοτ, και άφησε το σώμα του να καταρρεύσει στον καναπέ.

«Φαίνεσαι χάλια.»

«Κι εσύ.» Αν και τα πόδια της τού έμοιαζαν καταπληκτικά όπως πάντα.

Η Ελίζα κοίταξε το τραύμα στον μηρό της, αγγίζοντας τον αυτοσχέδιο επίδεσμο. «Νομίζω ότι έχει πάψει να αιμορραγεί.» Έκανε να ξετυλίξει τον επίδεσμο.

«Στάσου!»

Η Ελίζα τον αγνόησε και ξετύλιξε τον επίδεσμο. Πράγματι, το τραύμα είχε πάψει να αιμορραγεί.

«Μάλιστα… Ο Κλα–» Διέκοψε, αμέσως, τον εαυτό του καθώς είδε την Ελίζα να βάζει το δάχτυλό της μπροστά στα χείλη, εμφατικά. Σωστά, σκέφτηκε ο Σκοτ. Μπορεί να παρακολουθούν το σπίτι μέσα απ’τους τηλεπικοινωνιακούς διαύλους. Γνώριζε πως οι Τεχνομαθείς μάγοι είχαν ένα ξόρκι που μετέτρεπε όλους τους διαύλους σ’ένα σπίτι σε κοριούς.

«Πάμε να πλυθούμε,» είπε η Ελίζα, και σηκώθηκε απ’την καρέκλα.

Ο Σκοτ ένευσε, και την οδήγησε στο μπάνιο, όπου μπήκαν κι οι δύο.

Η Ελίζα άνοιξε το ντους, αφήνοντάς το να τρέχει. Ο ήχος του νερού που τρέχει ήταν γνωστό πως έκανε παρεμβολές στους κοριούς. Αλλά εδώ μέσα ο Σκοτ δεν είχε κανέναν τηλεπικοινωνιακό δίαυλο, και το είπε στην Ελίζα.

«Δεν πειράζει,» αποκρίθηκε εκείνη. «Για καλό και για κακό.

»Δες αν και το δικό σου τραύμα έχει κλείσει.»

Ο Σκοτ έβγαλε τα ρούχα του από τη μέση κι επάνω και ξετύλιξε τον επίδεσμο. Το τραύμα είχε, πράγματι, πάψει να αιμορραγεί. «Λοιπόν, ο μάγος ήξερε τι έκανε. Έχει περάσει, βέβαια, και μια ώρα από τότε που μας κάρφωσε. Αν δεν είχαμε πάψει να αιμορραγούμε, θάχαμε ψοφήσει.»

«Ναι,» είπε η Ελίζα, κοιτάζοντας το τραύμα του και το δικό της, «αλλά μοιάζει νάχουν κλείσει καλά. Δε φαίνονται νάναι έτοιμα να ξανανοίξουν. Δε νομίζω. Οι τομές που έκανε… λες κι ήταν χειρούργος, Σκοτ. Καλύτερος από χειρούργος. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο μηχάνημα.»

«Ούτε κι εγώ. Αλλά εδώ ο άνθρωπος έχει μηχανές μέσα στα χέρια του! Δεν είδες τι έριξε στην πληγή εκείνου του τύπου που είχα πυροβολήσει;»

Η Ελίζα ένευσε. Και ρώτησε: «Θα κάνουμε ό,τι συμφωνήσαμε με τον Ελπιδοφόρο;»

Ο Σκοτ δεν αποκρίθηκε αμέσως. Έπιασε το ακουστικό του ντους από δίπλα και, κρατώντας το πάνω απ’το κεφάλι του, άφησε το νερό να τον λούσει, μισοντυμένος καθώς ήταν. Η αίσθηση τού έκανε καλό, όπως όταν είσαι εμπύρετος και ρίχνεις νερό επάνω σου. Και πράγματι, σαν νάχε πυρετό ένιωθε.

«Ρίξε μου,» του είπε η Ελίζα· και, για μια στιγμή, εκείνος δεν κατάλαβε τι του ζητούσε. Μετά, όμως, έστρεψε το ακουστικό προς το μέρος της και της έριξε νερό από πάνω ώς κάτω, καθώς εκείνη είχε τα βλέφαρα κλειστά. Τα βρεγμένα ρούχα κολλούσαν στο σώμα της φανερώνοντας τις καμπύλες του, και ο Σκοτ αισθάνθηκε να καυλώνει από τη θέα της. Αυτή θα ήταν η χειρότερη στιγμή για να βγάλει και τα υπόλοιπά του ρούχα.

Άφησε το ακουστικό του ντους παραδίπλα.

«Θα κάνουμε ό,τι συμφωνήσαμε μαζί τους;» ρώτησε ξανά η Ελίζα.

«Τι άλλη επιλογή έχουμε;»

«Θα μπορούσαμε να πούμε ότι… ότι απλά τραυματιστήκαμε και ήρθαμε σπίτι σου, και… μετά να μην βοηθήσουμε καθόλου τον Ελπιδοφόρο.»

«Θα μας βρει και θα μας σκοτώσει, και το ξέρεις.»

«Το έχεις αποφασίσει, λοιπόν…»

Ο Σκοτ την ατένισε συνοφρυωμένος. «Εσύ δεν το έχεις;»

Η Ελίζα απέφυγε το βλέμμα του. «Σκεφτόμουν… Καθώς ερχόμασταν εδώ, σκεφτόμουν… Νομίζεις ότι ο Κλαρκ, ο Ελπιδοφόρος, κι οι σύμμαχοί τους θα νικήσουν, Σκοτ;»

«Φαίνεται να έχουν πολλές δυνάμεις στη διάθεσή τους. Κοίτα· μας συμφέρει, για την ώρα, να το παίξουμε διπρόσωποι – και με τη μία πλευρά και με την άλλη.»

«Δεν είμαστε με τη μία, αν κάνουμε αυτό που λες· είμαστε μόνο με την άλλη.»

«Κι αν κρύψουμε από τους αφέντες μας ότι μιλήσαμε με τον Ελπιδοφόρο και, συγχρόνως, προδώσουμε τον Ελπιδοφόρο, τότε με ποιον είμαστε, Ελίζα; Με κανέναν. Πράγμα χειρότερο. Αμφιβάλλεις ότι αυτός ο Κλαρκ μπορεί να μας βρει και να μας καθαρίσει οποιαδήποτε ώρα τού κατέβει; Τον είδες πώς κινείται μες στη Ρελκάμνια!»

«Ναι,» είπε η Ελίζα, «ναι…» Και ύψωσε πάλι το βλέμμα της, για να τον κοιτάξει καταπρόσωπο. «Έχεις δίκιο.» Άγγιξε το μάγουλό του με το χέρι της, προσκαλώντας το πρόσωπό του κοντά στο δικό της.

Ο Σκοτ, πλησιάζοντας, έσκυψε και τη φίλησε. Αισθάνθηκε το χέρι της τώρα να είναι πίσω απ’το κεφάλι του, να σφίγγει τα μαλλιά του. Θεοί! τι γυναίκα! Το είχε ξανασκεφτεί, τελικά, να–;

Ένα γόνατο τον χτύπησε, επώδυνα, στην αντρική του φύση. Ο Σκοτ ένιωσε την αναπνοή του να κόβεται, και είδε χρώματα να χορεύουν μπροστά του. Το χέρι της Ελίζας εξακολουθούσε να κρατά δυνατά τα μαλλιά του, και ώθησε το κεφάλι του προς τον τοίχο.

Ο Σκοτ άκουσε ένα έντονο

ΝΤΑΠ!

ν’αντηχεί μέσα στο κρανίο του, και μετά έχασε τις αισθήσεις του.

2.

Ήταν μουδιασμένος.

Οι ώμοι… Οι ώμοι του… Δεν κουνιόνταν.

Τι συνέβαινε;

Το κεφάλι του πονούσε.

Κάποιος έκανε κάτι στα πόδια του.

Πού είμαι;

Κοιμάμαι.

Ξύπνα! Βλεφάρισε, ανοίγοντας τα μάτια του. Είδε τρεις λάμπες στο ταβάνι. Τρεις; Ενώθηκαν κι έγιναν μία, καθώς η όρασή του ξεθόλωνε. Ήταν γνωστή αυτή η λάμπα…

Στο μπάνιο του σπιτιού μου.

Η Ελίζα!

Κάποιος έκανε κάτι στα πόδια του.

Προσπάθησε να ανασηκωθεί παρά τον βόμβο μέσα στο κεφάλι του. Αλλά το βρήκε δύσκολο. Τα χέρια του– Τα ύψωσε. Ήταν δεμένα μπροστά του.

Κι από πίσω τους είδε μια γονατισμένη μορφή. Την Ελίζα. Να τελειώνει τους κόμπους στα πόδια του.

Σχοινί; Πού βρήκε σχοινί; Πρέπει να είχε καταφέρει να βρει το δικό του σχοινί μέσα στο σπίτι. Ήταν καλή στο να βρίσκει πράγματα, σίγουρα, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος…

«Ελίζα,» έκρωξε ο Σκοτ.

Εκείνη στράφηκε να τον ατενίσει, ξαφνιασμένη. Ύψωσε ένα πιστόλι.

Αμφιβάλλει ότι με έχει δέσει καλά; «Τι κάνεις; Γιατί;»

Η Ελίζα άφησε κάτω το πιστόλι. Στράφηκε στους αστράγαλούς του και έσφιξε το σχοινί, δένοντας ακόμα έναν κόμπο. Ύστερα, γύρισε πάλι να τον κοιτάξει, γονατισμένη στο πάτωμα του μπάνιου. Το νερό ακόμα έτρεχε στο νους· ο Σκοτ το άκουγε από δίπλα.

«Με συγχωρείς,» είπε η Ελίζα. «Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σε χτυπήσω. Αλλά τι άλλο να έκανα; Δε μπορώ να σ’αφήσω να πας με τους αποστάτες, Σκοτ. Πρέπει να τα πούμε όλα στους αφέντες μας – ακριβώς όπως έγιναν–»

«Όχι,» τη διέκοψε εκείνος, νιώθοντας ένα αόρατο σφυρί να κοπανά το πλάι του κεφαλιού του. «Όχι, Ελίζα. Δεν ξέρεις τι θα μας κάνουν!»

«Ξέρω τι θα μας κάνουν!» φώναξε εκείνη. «Ξέρω τι θα μας κάνουν όταν καταλάβουν πως τους προδώσαμε–»

«Δε θα το καταλάβουν!»

«Σκοτ, δεν μπορώ…» Ήρθε προς τα πάνω: πιο κοντά στο κεφάλι του παρά στα πόδια του, ακόμα γονατισμένη. «Θα το καταλάβουν, και… και δεν μπορώ ξανά να… Δε γίνεται. Ξέρω τι θα κάνουν.» Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της, πίσω απ’τα γυαλιά της, επάνω στα μάγουλά της. «Προσπαθώ να μας σώσω και τους δύο!»

«Και τους δύο; Προσπαθείς να σώσεις τον εαυτό σου!»

«Όχι! Δε θα πω ότι σκεφτόσουν να πας με τους αποστάτες–»

«Ελίζα, ακόμα κι αν οι αφέντες μας δεν σε σκοτώσουν ή δεν σου διαγράψουν τη μνήμη ύστερα από τη συνάντησή μας με τον Κλαρκ και τον Ελπιδοφόρο, ο Ελπιδοφόρος θα σε βρει και θα σε σκοτώσει. Και μάλλον θα βρει και θα σκοτώσει κι εμένα–»

«Θα μας προστατέψουν από αυτούς!»

«Κανέναν δεν μπορούν να προστατέψουν! Ο Ελπιδοφόρος έχει δολοφονήσει τόσους πράκτορες! Δε σε συμφέρει να κάνεις αυτό που λες. Σκέψου, Ελίζα. Γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος, σκέψου!»

Το χέρι της άγγιξε το γυμνό του στήθος, τα κοντά νύχια μπήχτηκαν στη σάρκα του. «Τρία χρόνια!» γρύλισε η Ελίζα, μοιάζοντας εξαγριωμένη, πανικόβλητη. «Είχαν περάσει τρία χρόνια, και δεν κατάλαβα πώς πέρασαν! Νόμιζα ότι είχα τρελαθεί! Νόμιζα… νόμιζα… Είχαν αλλάξει τα πάντα, Σκοτ.» Έκλαιγε, μιλώντας σπαστά. «Και θα μου το κάνουν πάλι, αν το καταλάβουν…»

Πρέπει αυτό που της έκαναν για να την επιστρατεύσουν να ήταν χειρότερο απ’αυτό που έκαναν σ’εμένα, οι καριόληδες. «Αν πας και τους πεις για την επαφή μας με τον Κλαρκ και τον Ελπιδοφόρο, θα σου κάνουν κάτι ούτως ή άλλως!» επέμεινε ο Σκοτ. «Εσύ τι θα έκανες μ’έναν πράκτορα που έχει έρθει σε τέτοια επαφή με τον εχθρό; – και μάλιστα, έναν εχθρό σαν τον Κλαρκ και τον Ελπιδοφόρο! Θα τον άφηνες να τριγυρίζει ελεύθερος; Πες μου!»

Η Ελίζα δάγκωσε τα χείλη της. Βλεφάριζε για να διώξει δάκρυα απ’τα μάτια της. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι είχαν μπλέξει τόσο άσχημα – ο Σκοτ το έβλεπε στο πρόσωπό της – ευχόταν όλα τούτα να μπορούσαν να λυθούν εύκολα, με μία και μόνο έξυπνη κίνηση. Αλλά δεν γίνεται αυτό, Ελίζα. Δεν γίνεται.

«Ή θα τον φυλάκιζες,» της είπε, «ή θα τον σκότωνες, ή θα του έσβηνες τη μνήμη. Γιατί θα φοβόσουν ότι ο εχθρός τον έχει διαβάλλει με τρόπο που δεν μπορείς να φανταστείς – τρόπο που μπορεί να είναι πολύ, πολύ επικίνδυνος για σένα–»

Ένα έντονο κουδούνισμα αντήχησε στο σπίτι.

Ο δίαυλος του καθιστικού.

Κάποιος με καλεί, σκέφτηκε ο Σκοτ, και είχε την υποψία ποιος ήταν.

Η Ελίζα έστρεψε το βλέμμα της στην πόρτα του μπάνιου.

«Μη μας προδώσεις,» της είπε ο Σκοτ. «Αν μας προδώσεις, θα συμβεί αυτό που φοβάσαι. Αυτό που κι εγώ φοβάμαι.»

Η Ελίζα πήρε το πιστόλι της από κάτω και σηκώθηκε όρθια, βάδισε προς την πόρτα.

«Ελίζα!»

Δεν γύρισε για να του μιλήσει· βγήκε απ’το μπάνιο. Και ο Σκοτ, για λίγο, άκουγε μονάχα το νερό του ντους να τρέχει.

Εντάξει, σκέφτηκε, παραδομένα, τη γαμήσαμε. Κάποια στιγμή θα συνέβαινε κι αυτό. Ο Ανόφθαλμος έρχεται να μας πάρει…

Πίσω από τον θόρυβο του τρεχούμενου νερού, άκουσε την Ελίζα να μιλά. Αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε.

Κρόνε, δεν ξέρω αν δίνεις σημασία σ’ένα κάθαρμα σαν εμένα, αλλά αν μ’ακούς κάνε την να μην πει τη χαζομάρα που σκέφτεται να πει! Σε ικετεύω.

Μετά από λίγο, είδε τα γυμνά της πόδια να τον πλησιάζουν.

«Σκότωσέ με τώρα αν έκανες τη μαλακία,» της είπε ο Σκοτ. «Καλύτερα να πάω απ’τη δική σου σφαίρα παρά απ’τη δική τους.»

Η Ελίζα γονάτισε δίπλα του. Είχε ένα ξιφίδιο στο χέρι της και έκοψε τα δεσμά των ποδιών του, κι ύστερα των χεριών του. «Δεν τους είπα τίποτα,» του είπε, ατενίζοντας τον καταπρόσωπο καθώς εκείνος ανασηκωνόταν μουδιασμένα, αναρωτούμενος αν τώρα ήταν μια καλή στιγμή για να της χιμήσει, να τη ρίξει αναίσθητη, και να φύγει από δω όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ίσως ο Κλαρκ να προλάβαινε να τον σώσει προτού τον πιάσουν οι Υπερασπιστές. Τα λόγια της Ελίζας, όμως, τον έκαναν να αναθεωρήσει τη στρατηγική του.

«Τι…» ψέλλισε. «Τι ‘τίποτα’;»

«Τίποτα,» επανέλαβε εκείνη. «Τους είπα ότι τραυματιστήκαμε στη συμπλοκή. Ότι χτυπήθηκες πιο άσχημα από εμένα – στα πλευρά – και είσαι ξαπλωμένος.»

Ο Σκοτ πήρε μια βαθιά ανάσα, ηρεμώντας.

«Είμαστε με τον Κλαρκ,» του είπε η Ελίζα. Και, γονατισμένη καθώς ακόμα ήταν, τον αγκάλιασε. Σφιχτά.

3.

Η Παντοκράτειρα είχε, σήμερα, δέρμα πορφυρό σαν αίμα και μαλλιά πράσινα, ενώ τα μάτια της γυάλιζαν σαν σμαράγδια. Ήταν ντυμένη μ’ένα μακρύ, πτυχωτό φόρεμα από πράσινο λεπτό ύφασμα, το οποίο δενόταν σφιχτά στη μέση και στο στήθος της. Μανίκια δεν είχε, και τα χέρια της Παντοκράτειρας, από τα μπράτσα ώς τους καρπούς, ήταν γεμάτα αργυρούς, χρυσούς, και μπρούντζινους κρίκους, λαξεμένους με διάφορα σχήματα. Η ζώνη της ήταν δερμάτινη και μαύρη, με επίχρυσο πλαίσιο και μεγάλη χρυσή αγκράφα με ρουμπίνι στο κέντρο. Από τη ζώνη κρεμόταν ένα θηκαρωμένο πιστόλι για λόγους ασφαλείας (και, κυρίως, επειδή ο Ορείχαλκος επέμενε), το οποίο εκείνη δεν είχε τραβήξει ούτε στιγμή. Στο δεξί της χέρι βαστούσε ένα μακρύ μαστίγιο με τρεις ουρές. Μέσα στη λαβή του μαστιγίου ήταν μια ισχυρή μπαταρία που έκανε τις ουρές του να διατρέχονται από ενέργεια.

Η Παντοκράτειρα χτύπησε με το μαστίγιο τον κατάλευκο άντρα που βρισκόταν στα τέσσερα μπροστά της. Εκείνος τσύριξε και τινάχτηκε πίσω. Ήταν γυμνός και βρόμικος· τα μαλλιά και τα μούσια του έκρυβαν το πρόσωπό του. Μονάχα δυο γουρλωμένα γυαλιστερά μάτια φαίνονταν.

«Μεγαλειοτάτη…» έκρωξε πονεμένα, καθώς οι μύες του έτρεμαν φανερά από το ενεργειακό τράνταγμα που είχαν δεχτεί. «Σας παρακαλώ… Σας ικετεύω…»

Η Παντοκράτειρα γέλασε. Και μετά είπε, σοβαρά, αυστηρά: «Σε ρώτησα τι θέλεις από εμένα!»

Ο Ορείχαλκος την παρακολουθούσε από μια μεγάλη οθόνη των διαμερισμάτων της, μην εγκρίνοντας καθόλου αυτό που έκανε αλλά μην έχοντας, επίσης, καταφέρει να της αλλάξει γνώμη.

«Τι νόημα θα έχει, αγάπη μου;» την είχε ρωτήσει.

«Θα έχει πλάκα!» του είχε απαντήσει. «Δε θέλεις να με δεις να παίζω λίγο με το ζωάκι μας;»

Δεν ήταν μας, και δεν ήταν ζωάκι. «Όχι.»

Η Αγαρίστη είχε γελάσει. «Θέλεις αλλά μου το κρύβεις!»

Τι μπορούσε να της απαντήσει ο Ορείχαλκος τότε; Θα το έκανε ούτως ή άλλως. Ήταν φτιαγμένη.

Και τώρα χτυπούσε το μαστίγιό της στο πάτωμα. «Πες μου! Τι θέλεις από εμένα;» φώναζε στον πρώην Ανώτατο Ελεγκτή της συνοικίας που ονομαζόταν Λαμπροφόρος.

«Μεγαλειοτάτη… σας είπα…» ψέλλισε ο άντρας, τρέμοντας.

«Μου είπες να σ’αφήσω να φύγεις!»

Ο άντρας δεν μίλησε.

Ο Ορείχαλκος νόμιζε ότι ήταν επικίνδυνο εκεί όπου είχε πάει η Αγαρίστη, μέσα στον λαβύρινθο. Αυτός ο πρώην πράκτορας πολύ πιθανόν να είχε αγριέψει τόσο που θα τη σκότωνε με την πρώτη ευκαιρία που του παρουσιαζόταν. Ο φόβος δεν θα τον κρατούσε· σίγουρα, θα είχε παραφρονήσει ύστερα από τόσο καιρό εκεί μέσα. «Μην πας μόνη σου, αγάπη μου,» της είχε πει ο Ορείχαλκος. «Μην ανησυχείς τόσο για μένα!» ήταν η απάντησή της. Ένας από τους Υπερασπιστές, όμως, είχε πάει μαζί της, αν και τώρα δεν τον έβλεπε ο τηλεοπτικός πομπός που κοίταζε την Αγαρίστη· βρισκόταν πίσω της, εκεί όπου ο φυλακισμένος δεν μπορούσε να τον προσέξει. Επειδή η Παντοκράτειρα δεν ήθελε να τον προσέξει. «Θέλω να δει μόνο εμένα!» είχε επιμείνει. Και κανένας δεν διαφωνούσε με την Παντοκράτειρα· ούτε καν οι Υπερασπιστές της.

«Μου είπες να σ’αφήσω να φύγεις!» φώναξε πάλι η Παντοκράτειρα.

«Μεγαλειοτάτη, αυτό θα ήθελα…»

Η Αγαρίστη τινάχτηκε μπροστά ξανά, και τον χτύπησε με το ενεργειακό μαστίγιο. Ο άντρας ούρλιαξε και κουλουριάστηκε.

Ο Ορείχαλκος στεκόταν μες στη μέση του δωματίου και κοίταζε την οθόνη. Είχε σχεδόν ξεχάσει τη Ρία-Μία που ήταν καθισμένη πίσω του, σε μια πολυθρόνα.

Τώρα, όμως, άκουσε τη φωνή της: «Ορείχαλκε; Μπορώ να σου πω κάτι;»

Στράφηκε να την κοιτάξει. Είχε τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο κάτω απ’το φαρδύ φόρεμά της, και στα χέρια της κρατούσε μια μεγάλη κούπα κρύο τσάι. «Φυσικά και μπορείς, Ρία.» Του είχε ζητήσει να την αποκαλεί Ρία, όχι Σεβασμιότατη ή Παντόχρονη.

«Στο πάρτι – θυμάσαι το πάρτι – με είχες ρωτήσει…» Η Ρία-Μία κοίταξε προς τη μία πόρτα του δωματίου, όπου δεν ήταν κανένας. Κοίταξε προς την άλλη πόρτα του δωματίου, πάνω απ’τον ώμο της, όπου πάλι κανένας δεν ήταν. «Με είχες ρωτήσει τι πιστεύει η θρησκεία του Κρόνου για τους Υπερασπιστές.» Του έκανε νόημα να έρθει κοντά της.

Μέσα στην οθόνη, η Παντοκράτειρα έλεγε στον κουλουριασμένο άντρα: «Νομίζεις ότι έχεις καλύψει όλες τις άλλες ανάγκες σου εδώ μέσα;» Εκείνος μουρμούρισε κάτι που δεν ακούστηκε καλά.

Ο Ορείχαλκος πλησίασε τη Ρία-Μία. Κάθισε στην πολυθρόνα πλάι στη δική της.

«Με είχες ρωτήσει, αν σύμφωνα με το δόγμα της θρησκείας του Κρόνου, οι Υπερασπιστές θεωρούνται… δαίμονες.» Η φωνή της Αρχιέρειας ήταν σιγανή. Φοβόταν ότι θα τους άκουγαν.

«Τι είπες;» φώναξε η Παντοκράτειρα. «Δε σ’άκουσα! Μίλα μου πιο καθαρά! Πες μου τι θέλεις!»

Ο Ορείχαλκος σηκώθηκε από τη θέση του και, πατώντας δυο πλήκτρα σε μια κονσόλα στον τοίχο, έβαλε μουσική. Ύστερα ήρθε πάλι και κάθισε κοντά στη Ρία-Μία, η οποία έδειχνε νευρική.

Μέσα στην οθόνη, η Παντοκράτειρα φάνηκε να κάνει νόημα στον άντρα με το κατάλευκο δέρμα να την ακολουθήσει. Τα λόγια της χάνονταν πίσω από τη μουσική που προερχόταν από τα ηχεία. Ο άντρας την ακολούθησε, βαδίζοντας στα τέσσερα όπως τον είχε εξαρχής προστάξει.

Η Ρία-Μία είπε: «Με ρώτησες αν, σύμφωνα με τη θρησκεία του Κρόνου, είναι δαίμονες. Και μετά… Η Μεγαλειοτάτη μάς είπε ότι ο Αρχιπροδότης σε είχε κοροϊδέψει: σου είχε πει ότι οι Υπερασπιστές είναι κάποιος δαίμονας μ’ένα περίεργο όνομα.»

«Πού θέλεις να καταλήξεις, Ρία;»

Ο λευκόδερμος άντρας ακολουθούσε την Παντοκράτειρα προς έναν διάδρομο. Βγήκαν από την περιοχή του τηλεοπτικού πομπού, και ο Ορείχαλκος ενεργοποίησε τον επόμενο πομπό μ’ένα τηλεχειριστήριο, όχι επειδή του άρεσε αυτό το απεχθές θέαμα αλλά επειδή ανησυχούσε για την Αγαρίστη.

«Πουθενά,» είπε η Ρία-Μία. «Μου φάνηκαν… περίεργα όλα αυτά, όμως. Κι έχω δει κι εγώ τους Υπερασπιστές να κάνουν κάποια πολύ τρομαχτικά πράγματα.»

Ο Ορείχαλκος αναρωτήθηκε: Προσπαθεί να με δοκιμάσει; Την έχει βάλει ο Ελκράσ’ναρχ για να μάθει τι σχεδιάζω; Δεν το νόμιζε. Δε νόμιζε πως ο δισταγμός και ο συγκαλυμμένος φόβος της Αρχιέρειας του Κρόνου ήταν προσποιητοί. «Σύμφωνα με τον Ανδρόνικο, ο Ελκράσ’ναρχ έχει κάνει κάποια συμφωνία με την Παντοκράτειρα προκειμένου να μπορεί να βρίσκεται εδώ, στο σύμπαν μας.»

Η Ρία συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή;»

Ο λευκόδερμος άντρας ακολούθησε την Παντοκράτειρα μέσα στον διάδρομο. Εκείνη χτύπησε κάτω το μαστίγιό της και φώναξε: «Πίσω!» Ο άντρας έμεινε για λίγο στη θέση του, στα τέσσερα, σαν θηρίο. Κοκαλωμένος.

Ο Ορείχαλκος είπε: «Ο Ελκράσ’ναρχ είναι οντότητα από τον Ενιαίο Κόσμο. Δεν θα μπορούσε να βρίσκεται εδώ χωρίς έναν πλοηγό. Η Αγαρίστη είναι ο πλοηγός του.»

«Και νομίζεις ότι αυτό αληθεύει;»

Η Παντοκράτειρα είχε απομακρυνθεί γρήγορα, και έκανε πάλι νόημα στο «ζωάκι» της να πλησιάσει. «Έλα!» φώναζε. «Έλα! Και θα σου δώσω να φας!»

Ο Ορείχαλκος αναστέναξε κοιτάζοντας την οθόνη με τις άκριες των ματιών του. Πώς είναι δυνατόν να της αρέσουν τέτοια πράγματα; Είναι τρελή; Είναι τελείως τρελή; «Εσύ τι νομίζεις, Ρία;» ρώτησε την Αρχιέρεια του Κρόνου.

Η Ρία-Μία έσμιξε τα χείλη. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το τσάι της. «Δεν αισθάνομαι βολικά να το συζητάω εδώ.»

«Πού μπορούμε να το συζητήσουμε;»

Ο λευκόδερμος άντρας πλησίασε την Παντοκράτειρα. Εκείνη έβγαλε από μια τσέπη του φορέματός της κάτι τυλιγμένο σε χαρτί: κάποιο φαγητό. Σοκολάτα; Ο άντρας ήρθε ακόμα πιο κοντά.

Η Ρία-Μία έγλειψε τα χείλη, νευρικά. «Στον Ύψιστο Ναό θα ήταν πολύ καλύτερα, αλλά…» Κοίταξε τον Ορείχαλκο με στενεμένα μάτια. «Θέλεις;»

Μια καταπακτή άνοιξε κάτω απ’τον λευκόδερμο άντρα κι αυτός έπεσε ουρλιάζοντας. Η Παντοκράτειρα γελούσε, χοροπηδώντας σαν κοριτσάκι που παίζει με το κατοικίδιό του.

Ο Ορείχαλκος, ορισμένες φορές, αισθανόταν τρομοκρατημένος από την Αγαρίστη. Ήταν τέρας. Είπε στη Ρία-Μία: «Αν θέλεις κι εσύ, γιατί όχι; Μπορούμε να μιλήσουμε κάποια στιγμή. Θα μ’ενδιέφερε η γνώμη της Αρχιέρειας του Κρόνου πάνω σ’ένα τέτοιο θέμα.»

4.

Όταν η Παντοκράτειρα επέστρεψε από τον λαβύρινθο, άλλαξε ρούχα, άλλαξε εμφάνιση (από πορφυρόδερμη έγινε γαλανόδερμη, κι από πρασινομάλλα, μελαχρινή), και συνάντησε τον Ορείχαλκο και τη Ρία-Μία στο δωμάτιο όπου εκείνοι, πριν από λίγη ώρα, την παρακολουθούσαν μέσα στην οθόνη. Η Αγαρίστη τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’το κεφάλι του Ορείχαλκου και τον φίλησε, ζουλώντας τα χείλη του με τα δικά της.

Ύστερα, ρώτησε: «Λοιπόν; Δεν είχε πλάκα;»

«Τρομερή πλάκα,» είπε η Ρία-Μία.

«Ήταν επικίνδυνο, όμως,» τόνισε ο Ορείχαλκος. «Αυτός ο άνθρωπος είναι εκτός εαυτού εκεί μέσα· μπορεί να σου είχε χιμήσει.»

Η Αγαρίστη γέλασε. «Σιγά! Και τι θα μου έκανε; Δε μπορούσε να μου κάνει τίποτα. Εγώ κρατούσα το μαστίγιο, και είχα και το πιστόλι μου για περίπτωση ανάγκης. Κι ένας από τους Υπερασπιστές μου δεν ήταν μακριά.» Ανασήκωσε τους ώμους, και ξάπλωσε στον μαλακό σοφά, ανεβάζοντας τα πόδια της στην πλάτη του καθίσματος, χαμογελώντας. «Το αποθηκεύσατε στο σύστημα;»

«Όπως ζήτησες, αγάπη μου,» της είπε ο Ορείχαλκος.

«Βάλτε το να το δω!»

Ο Ορείχαλκος πάτησε ένα πλήκτρο του τηλεχειριστήριου, και η οθόνη άρχισε να παίζει την εγγραφή με την Παντοκράτειρα και τον φυλακισμένο στον λαβύρινθο. Η Αγαρίστη παρακολουθούσε και γελούσε. Κάπου-κάπου έλεγε: «Είμαι τρομερή ηθοποιός, δεν είμαι;» Και, σκεπτικά: «Άλλη φορά, θα κάνω πιο ωραία πράγματα.»

«Μπορούμε να βρούμε και πιο διασκεδαστική απασχόληση απ’το να ασχολούμαστε μ’αυτό τον κρατούμενο,» είπε ο Ορείχαλκος, όταν η αναπαραγωγή της αποθηκευμένης εγγραφής τελείωσε.

«Όπως;» ρώτησε η Αγαρίστη.

«Δεν έχω αμφιβολία, αγάπη μου, ότι μπορείς να σκεφτείς εκατομμύρια έξυπνα πράγματα.» Ήταν καθισμένος στην πολυθρόνα πλάι σ’αυτή της Ρία-Μία.

Η Αγαρίστη είπε στην Αρχιέρεια του Κρόνου: «Με λατρεύει, δεν φαίνεται;»

«Είναι καταφανές,» αποκρίθηκε εκείνη, υπομειδιώντας.

«Αμφέβαλλες, αγάπη μου;» ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Ποτέ,» είπε η Αγαρίστη. Και σηκώθηκε από τον καναπέ. «Να ζητήσω να μας ετοιμάσουν φαγητό;» Το μεσημέρι δεν ήταν και τόσο μακριά.

«Πεινάς;»

«Μετά από τόση δουλειά; Φυσικά!»

Ο Ορείχαλκος σηκώθηκε από την πολυθρόνα. «Θα πάω εγώ να παραγγείλω φαγητό· και θα πλυθώ κιόλας και θ’αλλάξω ρούχα.» Είχε πλυθεί το πρωί, όταν είχαν ξυπνήσει, μα ήταν βέβαιος πως ένα δεύτερο μπάνιο δεν θα φαινόταν περίεργο στην Αγαρίστη. Ούτε, φυσικά, το γεγονός ότι ήθελε ν’αλλάξει ρούχα. Η ίδια άλλαζε ρούχα κάθε μερικές ώρες. «Μόλις είμαι έτοιμος θα έρθω να σας βρω εδώ.»

«Τι θα παραγγείλεις;»

«Έκπληξη,» της είπε ο Ορείχαλκος, πλησιάζοντάς την και τυλίγοντας το ένα του χέρι γύρω από τη μέση της για να τη φιλήσει.

«Μ’αρέσουν πολύ, πολύ οι εκπλήξεις!» γέλασε η Παντοκράτειρα.

Ο Ορείχαλκος βγήκε απ’το δωμάτιο περνώντας δίπλα από έναν Υπερασπιστή ο οποίος στεκόταν κοντά στο κατώφλι της μίας εξόδου.

Η Ρία-Μία, βλέποντας τον Ορείχαλκο να φεύγει, πήρε μια βαθιά ανάσα. Διακριτικά. Δεν ήθελε να φανεί αγχωμένη. Είμαι βέβαιη γι’αυτό που πάω να κάνω; σκέφτηκε. Τέλος πάντων. Αφού το αποφασίσαμε… Δε νόμιζε ότι η Παντοκράτειρα θα παρεξηγιόταν αμέσως. Και ο Ορείχαλκος έφυγε, όπως συμφωνήσαμε, για να μου κάνει χώρο…

Ακόμα καθισμένη στην πολυθρόνα της, είπε: «Σε ζηλεύω, Αγαρίστη.»

«Είμαι η Παντοκράτειρα,» αποκρίθηκε εκείνη βαδίζοντας μες στο δωμάτιο. «Όλοι με ζηλεύουν!» Γέλασε. Στάθηκε μπροστά στην κονσόλα στον τοίχο, κοιτάζοντας τα τραγούδια που ήταν αποθηκευμένα στο ηχοσύστημα.

«Εννοώ για τον Ορείχαλκο. Είναι πολύ καλός συζητητής.»

«Είναι, δεν είναι;» Η Αγαρίστη κοίταζε σκεπτικά τη λίστα με τα τραγούδια στη μικρή οθόνη μπροστά της. Παράξενο αυτό που της έλεγε η Ρία, σκέφτηκε. Συνήθως δεν σχολίαζε πόσο καλοί συζητητές ήταν οι σύζυγοί της. Αλλά ο Ορείχαλκος, βέβαια, δεν είναι ένας οποιοσδήποτε σύζυγός μου. Κι επιπλέον, ήταν πολύ καλός συζητητής. Ήταν αλήθεια!

«Και είναι καλός και στο κρεβάτι, απ’ό,τι σ’έχω ακούσει να λες…» συνέχισε η Ρία-Μία.

Η Αγαρίστη μειδίασε. «Είναι τέλειος στο κρεβάτι,» είπε, και επιλέγοντας τραγούδι το έβαλε να παίζει. Ψιλές Κραυγές σε Χαμηλούς Δρόμους, του συγκροτήματος Μεταμεσονύκτιες Διαδρομές.

«Και τον κρατάς όλο για τον εαυτό σου,» παρατήρησε η Ρία-Μία, ελπίζοντας πως ο τόνος της φωνής της δεν ήταν υπεροπτικός αλλά, ίσως, λιγάκι παραπονιάρικος.

Η Παντοκράτειρα στράφηκε να την ατενίσει. «Τι πάει να πει αυτό, Ρία;» ρώτησε, καθώς οι Μεταμεσονύκτιες Διαδρομές γέμιζαν το δωμάτιο με τους στοιχειωτικούς ήχους τους.

Η Ρία-Μία μόρφασε. «Μην το πάρεις… εμ, ξέρεις… από την κακή μεριά… αλλά σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν…» Αμήχανα, ξεσταύρωσε τα γόνατά της και τα σταύρωσε ξανά, από την αντίθετη, κάτω από το φόρεμά της.

Η Αγαρίστη γέλασε βλέποντας την αντίδραση της Αρχιέρειας του Κρόνου. Κάνει σα να μην κρατιέται! Αλλά φυσικό δεν ήταν; «Ρία. Τι θέλεις να μου πεις; Πες το!»

«Όπως σου εξήγησα, είναι μόνο μια σκέψη.» Η Ρία-Μία καθάρισε τον λαιμό της. Τώρα, ή θα γελάσει και όλα θα είναι καλά, συλλογίστηκε, ή θα έχω πολύ άσχημα ξεμπερδέματα. Αισθανόταν ένα τρέμουλο στη ραχοκοκαλιά της, και εν μέρει το μετάνιωσε που είχε κάνει αυτή τη συμφωνία με τον Ορείχαλκο. Τώρα, όμως, δεν μπορούσε να κάνει πίσω. «Σκεφτόμουν… Επειδή, βασικά, μου έχεις πει τόσα γι’αυτόν… Σκεφτόμουν ότι ίσως θα μπορούσες να μ’αφήσεις να τον πάρω μαζί μου στον Ύψιστο Ναό για ένα απόγευμα.»

Η Παντοκράτειρα γέλασε. «Μου ζητάς να σου δανείσω τον σύζυγό μου, Ρία;»

Η Ρία-Μία ξεροκατάπιε. Μεγάλε Κρόνε, τι το ήθελα αυτό; Αυτό δε θάχει καλή εξέλιξη… «Αν…» Χαμογέλασε. «Μόνο αν θέλεις, Αγαρίστη, βέβαια.»

Έχει θράσος, όμως! παρατήρησε η Παντοκράτειρα. Κι αυτό τής άρεσε. Η κατάσταση είχε αποκτήσει απρόσμενο ενδιαφέρον! «Ο Ορείχαλκος δεν είναι ένας οποιοσδήποτε σύζυγός μου,» τόνισε, πηγαίνοντας να σταθεί αντίκρυ στην Αρχιέρεια του Κρόνου, η οποία ήταν ακόμα καθισμένη στην πολυθρόνα της.

«Ναι, το καταλαβαίνω. Κοίτα, αν–»

Η Αγαρίστη τη διέκοψε σαν η Ρία-Μία να μην είχε αρχίσει καν να μιλά: «Αν μου ζητούσες τον Ρίμναλ’μορ, τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά. Να σου δώσω τον Ρίμναλ, Ρία;» Ήθελε να την πειράξει, να δει την αντίδρασή της, να διασκεδάσει μαζί της.

«Α…» Η Ρία-Μία κόμπιασε. «Επειδή έχεις πει… Επειδή λες ότι ο Ορείχαλκος είναι τόσο – διαφορετικός – γι’αυτό είπα μήπως, αν θέλεις, θα μπορούσες να… να συμφωνήσεις σε κάτι τέτοιο.»

Η Παντοκράτειρα γελούσε.

Η Ρία-Μία αισθάνθηκε να την κοροϊδεύουν. Παίζει μαζί μου! σκέφτηκε. Το βρίσκει διασκεδαστικό! Αλλά είμαι η Αρχιέρεια του Κρόνου! Δεν είμαι καμια υπηρέτρια! Εκείνη, όμως, ήταν η Παντοκράτειρα. Πρόσεχε, Ρία. Πρόσεχε. Ξεροκατάπιε. Σηκώθηκε όρθια, γιατί δεν μπορούσε να είναι άλλο καθισμένη ενώ η Αγαρίστη στεκόταν. Της δινόταν εντύπωση ότι αυτή η θέση τη μείωνε. Συνειδητοποίησε ότι τα πόδια της έτρεμαν, και πάλεψε για να καλμάρει τα νεύρα της. Είμαι η Αρχιέρεια του Κρόνου σ’ολόκληρη τη Ρελκάμνια!

«Αγαρίστη, αν δεν θέλεις, δεν υπάρχει πρόβλημα. Ήταν μονάχα μια σκέψη. Κακώς, ίσως–»

«Όχι,» τη διέκοψε η Παντοκράτειρα, εξακολουθώντας να γελά. «Καλά έκανες και το ανέφερες! Θέλεις ακόμα, έτσι δεν είναι;»

Μα τον Μεγάλο Κρόνο, θα πει ναι; Η Ρία δεν μπορούσε να εγκαταλείψει την προσπάθειά της τώρα. «Θέλω. Αν δεν ήθελα, δε θα σ’το έλεγα εξαρχής.»

Η Παντοκράτειρα την ατένισε παρατηρητικά. «Δε νομίζω, όμως, πως του Ορείχαλκου θα του άρεσαν τα… παιχνίδια σου.» Τα παιχνίδια της περιλάμβαναν λουριά, μαστίγια, αλυσίδες, και τους άντρες της κατά κύριο λόγο δεμένους, όπως είχε η Αγαρίστη διαπιστώσει πολλές φορές που είχε παίξει μαζί με την Αρχιέρεια του Κρόνου. Ο Ορείχαλκος τα θεωρούσε αυτά «άχρηστα εξαρτήματα». Και η αλήθεια ήταν πως, με τον Ορείχαλκο, η Αγαρίστη δεν αισθανόταν να της χρειάζεται τίποτε άλλο εκτός από τον Ορείχαλκο.

«Κάτι θα βρούμε,» είπε η Ρία-Μία, και βημάτισε μέσα στο δωμάτιο – κυρίως για να βάλει τα πόδια της σε κίνηση και να διαλύσει μέρος της νευρικότητας που την έπληττε απ’την κορφή ώς τα νύχια.

«Μπορεί και να είχε πλάκα…» είπε η Παντοκράτειρα, σκεπτικά, παρατηρώντας την Αρχιέρεια του Κρόνου. «Δε θα τον αναγκάσω, όμως. Μόνο αν εκείνος θέλει.»

«Ασφαλώς,» είπε αμέσως η Ρία-Μία· και σκέφτηκε, λιγάκι έκπληκτη: Μα τον Κρόνο, συμφώνησε! «Εννοείται, Αγαρίστη.»

«Βέβαια…» η Παντοκράτειρα την κοίταξε από πάνω ώς κάτω, «δεν ξέρω αν θα θέλει να κάνει τίποτα με κάποια σαν εσένα.»

Τι εννοεί; Η Ρία-Μία ήταν λιγάκι εύσωμη, αλλά δεν ήταν άσχημη! Δεν είμαι άσχημη! Αν κάποια άλλη γυναίκα τής το έλεγε αυτό, η Ρία θα τη χτυπούσε. Αλλά τώρα είπε μονάχα: «Ρώτησέ τον, τότε, και βλέπουμε,» έχοντας μια πικρή γεύση στο στόμα.

Τα χείλη της Παντοκράτειρας λύγισαν σχηματίζοντας ένα χαμόγελο που φάνηκε στη Ρία τρομακτικό. «Θα τον ρωτήσω.»

«Όχι όταν είμαι παρούσα, σε παρακαλώ. Κάποια άλλη στιγμή.»

«Γιατί;»

«Ντρέπομαι.»

Η Παντοκράτειρα γέλασε. «Πρώτη φορά ακούω κάτι τέτοιο από εσένα, Ρία!»

Το λευκό-ροζ δέρμα της Αρχιέρειας του Κρόνου κοκκίνισε στον λαιμό και στα μάγουλα.

«Χι-χι-χι-χι-χι-χι…» συνέχισε να γελά η Παντοκράτειρα, καθώς της έστρεφε την πλάτη και πήγαινε ν’αλλάξει τραγούδι στο ηχοσύστημα, γιατί το προηγούμενο είχε τελειώσει πριν από λίγο, μερικές στιγμές προτού η Ρία-Μία πει Όχι όταν είμαι παρούσα.

5.

«Μα όλους τους θεούς!» φώναξε η Παντοκράτειρα. «Τι πράγματα είν’ αυτά που συμβαίνουν!» Αναστέναξε, σταματώντας να βαδίζει μέσα στο μεγάλο σαλόνι που ήταν γεμάτο κρυστάλλινα σκεύη. «Πότε θα σταματήσουν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα;» Είχε μόλις πληροφορηθεί για το μακελειό στην Κεντρική Αγορά του Συμφύρματος, που είχε διαδραματιστεί χτες το μεσημέρι.

Ο Ορείχαλκος καθόταν σε μια πολυθρόνα, προβληματισμένος. Αναρωτιόταν αν αυτός ο Στίβεν Νέλκος βρισκόταν σε επαφή με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Κι αν ναι, τόσο μεγάλες δυνάμεις είχε η Επανάσταση μέσα στη Ρελκάμνια;

Η Παντοκράτειρα στράφηκε σ’έναν απ’τους Υπερασπιστές της ο οποίος στεκόταν σε μια γωνία του δωματίου. «Δεν έχουμε απάντηση να δώσουμε, Αρχόντισσά μου,» είπε η επιβλητική οντότητα. «Και το έχουμε ξανασυζητήσει. Γίνεται το παν για τον εντοπισμό των αποστατών.»

«Το παν! Αλλά κανένα αποτέλεσμα ακόμα!» φώναξε η Αγαρίστη. «Και συνεχώς άνθρωποί μου σκοτώνονται!» Στράφηκε τώρα στη Βάρμη, η οποία στεκόταν αντίκρυ της μέσα στο δωμάτιο. «Γιατί δεν με ενημέρωσες γι’αυτό νωρίτερα;»

«Έπρεπε να γίνουν έρευνες, Μεγαλειοτάτη. Και… ήταν ένας από τους Υπερασπιστές σου κοντά μου όταν το θέμα συζητήθηκε. Νόμιζα ότι θα σ’το είχε πει.»

Η Παντοκράτειρα συνοφρυώθηκε. Κοίταξε πάλι τον Υπερασπιστή.

«Δεν υπήρχε λόγος να σε αναστατώσουμε, Αρχόντισσά μας. Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Κι εμείς κάνουμε ήδη ό,τι μπορεί να γίνει.»

Τι κάνουν; Αναρωτιέμαι, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Δε φαίνεται να έχουν τη δύναμη να δώσουν τέλος στο κακό. Ήταν τόσο ισχυροί αυτοί οι εχθροί, που ούτε ο Ελκράσ’ναρχ δεν μπορούσε να τους κατατροπώσει μέσα στην ίδια τη Ρελκάμνια;

Η Παντοκράτειρα αναστέναξε κουρασμένα. Κάθισε σε μια καρέκλα του τραπεζιού. «Εντάξει,» είπε. Και προς τη Βάρμη: «Πήγαινε αν θέλεις.»

Η διοικήτρια της προσωπικής της φρουράς ένευσε, χαιρέτησε, και αποχώρησε.

«Μη στενοχωριέσαι, αγάπη μου,» είπε ο Ορείχαλκος. «Είμαι βέβαιος πως, στο τέλος, θα τους πιάσουν.»

«Θα τους πιάσουν; Να τους αφανίσουν θέλω!»

«Εκείνο που θέλεις, εκείνο θα γίνει.»

Η όψη της ήταν συλλογισμένη. «Δεν ξέρω, Ορείχαλκε… Όλο προβλήματα παρουσιάζονται, τελευταία. Όλο προβλήματα… Δε μ’αφήνουν να ησυχάσω! Πρώτα, έγινε αυτό στη Σάρντλι – και φοβήθηκα τόσο για σένα. Και συγχρόνως, μου λένε πως γίνεται πόλεμος παντού στην Παντοκρατορία μου: στη Φεηνάρκια, στη Σεργήλη – παντού! Και τώρα, ακόμα και στη Βίηλ, που ποτέ κανείς δεν θα το φανταζόταν. Επίσης, η φίλη μου η Φενίλδα έχει εξαφανιστεί. Θυμάσαι που σου είπα;»

«Ναι, θυμάμαι, αγάπη μου.» Η εξαφάνισή της του είχε φανεί παράξενη. Θα μπορούσε η Φενίλδα’σαρ να ήταν με τους επαναστάτες;

«Κι αυτός ο τρελός, ο Στίβεν Νέλκος, που είχε δολοφονήσει την Αγγελική, τριγυρίζει ελεύθερος και σκοτώνει κι άλλο κόσμο. Και έχει και δαίμονες μαζί του, κι άλλους κακοποιούς που τον βοηθάνε! Μια φορά, πρόσφατα, προσπαθούσαν να μπουν στα όνειρά μου. Ούτε στον ύπνο μου δε μ’αφήνουν να ξεκουραστώ!

»Το μόνο καλό που έχει συμβεί είναι ότι ήρθες εσύ, αγάπη μου.»

«Δε θα ήθελα ποτέ να είμαι μακριά σου, Αγαρίστη.»

Η Αγαρίστη ένευσε σαν για ν’αποκριθεί Το ξέρω. Σ’εμπιστεύμαι. Μετά, μια γυαλάδα πέρασε από τα μάτια της. Μια παιχνιδιάρικη γυαλάδα, την οποία ο Ορείχαλκος γνώριζε καλά. «Α ναι, τώρα που το θυμήθηκα!» Η Αγαρίστη χαμογελούσε. «Ξέρεις τι μου είπε η Ρία, το πρωί, όσο δεν ήσουν κοντά μας;»

«Τι;»

«Θέλει…» Η Παντοκράτειρα σηκώθηκε απ’την καρέκλα και, γελώντας σαν κοριτσάκι, πήγε να καθίσει στα γόνατά του. «Θέλει να πας, ένα απόγευμα, στον Ύψιστο Ναό. Μόνος σου. Μαζί της.»

«Σοβαρά; Για ποιο λόγο;» έκανε τον ανήξερο ο Ορείχαλκος.

«Χα-χα-χα-χα-χα… Δε μπορείς να φανταστείς;»

«Φοβάμαι πως όχι. Αν ήθελε κάτι να μου πει, μπορούσε να μου το πει κι εδώ. Ή μήπως θέλει κάτι να μου δείξει μέσα στον Ναό;»

«Ναι, κάτι θέλει να σου δείξει. Τον χοντρό εαυτό της χωρίς ρούχα, πιθανώς.»

«Τι είναι αυτά που λες, αγάπη μου;»

«Θέλει να κοιμηθείς μαζί της. Μου το είπε. Μου το ζήτησε.»

«Και συμφώνησες;» Φάνηκε ξαφνιασμένος.

«Είπα εντάξει, αλλά μόνο αν θέλεις εσύ.»

«Και θέλεις να θέλω, αγάπη μου;»

Η Παντοκράτειρα γελούσε, τρανταζόταν ολόκληρη από το γέλιο, μέσα στην αγκαλιά του. Έμπλεξε τα δάχτυλα του ενός της χεριού μέσα στα πορφυρά του μαλλιά, ενώ τα δάχτυλα του άλλου χεριού της άγγιζαν τις ουλές πάνω στο χρυσόδερμο πρόσωπό του, μοιάζοντας να προσπαθούν να τις ακολουθήσουν σαν να ήταν μονοπάτια. «Θα είν’ ωραία, δε θα είναι; Η Ρία θα πάθει την πλάκα της μαζί σου, είμαι σίγουρη!»

«Προτείνεις να πάω, δηλαδή;»

«Σου είπα: μόνο αν θέλεις. Αλλά, αλήθεια, δε θέλεις να δεις πώς θα αντιδράσει;»

«Ίσως να είχε ενδιαφέρον η αντίδρασή της…»

«Θα έχει! Και μετά, θα μου πεις τα πάντα, έτσι; Θέλω να μπορώ να την κοροϊδεύω. Συμφωνείς;»

«Θα το σκεφτώ, αγάπη μου.»

«Έλα τώρα, Ορείχαλκε! Γιατί όχι;»

«Λες, ε;»

«Ναι!»

«Εντάξει, τότε, θα πάω.»

«Το αποφάσισες;»

«Ναι.»

«Χα-χα-χα-χα-χα-χα-χα-χα!… Πρέπει, όμως, να σε προειδοποιήσω για τα γούστα της,» του είπε, πιο σοβαρά.

«Νομίζω ότι μου έχεις ήδη αναφέρει κάποια πράγματα.» Του είχε αναφέρει πολύ περισσότερα από κάποια πράγματα, βασικά. Δεν ήταν σωστό να μιλάς έτσι για την Αρχιέρεια του Κρόνου, ό,τι κι αν έκανε στο κρεβάτι της, νόμιζε ο Ορείχαλκος. Ήταν ιερωμένη.

«Θα μάθεις κι άλλα,» είπε η Παντοκράτειρα.

6.

«Βρίσκεται εδώ για να διαστρέψει το μυαλό της Αρχόντισσά μας.»

«Ναι…»

«Μοιάζεις σκεπτική. Αμφιβάλλεις γι’αυτό που σου λέμε;»

«Όχι, δεν το αμφιβάλλω. Κι εμένα μού φάνηκε περίεργο το γεγονός ότι ήρθε, έτσι ξαφνικά, μετά από την αποστασία ολόκληρης της Σάρντλι.»

«Τον έχει στείλει εδώ ο Αρχιπροδότης, για να μπερδέψει την Αρχόντισσά μας. Αλλά η ίδια δεν το βλέπει γιατί τον συμπαθεί.»

«Ναι, είναι φανερό ότι τον συμπαθεί. Πολύ. Αν όμως της το λέγατε… Εσάς σάς εμπιστεύεται.»

«Της το έχουμε πει. Δεν ακούει.»

Ένευσε. «Τη βλέπω πώς φέρεται όταν ο Ορείχαλκος είναι κοντά της. Σίγουρα την επηρεάζει η παρουσία του.»

«Είσαι πρόθυμη, λοιπόν, να βοηθήσεις; Αυτή ίσως νάναι μία από τις ελάχιστες ευκαιρίες που θα έχουμε για να τον ξεφορτωθούμε και η Αρχόντισσά μας να είναι και πάλι ασφαλής. Σ’το ζητάμε, Μαύρη Δράκαινα, δεν σε προστάζουμε. Θέλουμε να δούμε αν είσαι αληθινά πιστή στην Παντοκράτειρα και στη Συμπαντική Παντοκρατορία.»

«Ποτέ κανένας δεν έχει αμφιβάλλει γι’αυτό!» είπε η Τζένιφερ στους δύο Υπερασπιστές που στέκονταν εμπρός της κι άλλοτε μιλούσε ο ένας, άλλοτε ο άλλος, αλλά με την ίδια απόκοσμη φωνή.

«Το ξέρουμε. Θα μας βοηθήσεις;»

«Ναι. Αλλά έχετε σκεφτεί ποια θα είναι, μετά, η αντίδραση της Μεγαλειοτάτης;»

«Δεν θα μάθει τίποτα για την ανάμιξή σου, φυσικά. Κι όσο για τον Ορείχαλκο… ο Στίβεν Νέλκος τον σκότωσε.»

Βίηλ

1.

«Τι έγινε τώρα, ρε επιστήμονα; Θέλεις να μας εξηγήσεις;» ρώτησε ο Πολ.

Στέκονταν όλοι τους κοντά στο μεταβαλλόμενο όχημα, μακριά από το σημείο όπου, πριν από λίγο, είχαν συγκρουστεί ο Τάμπριελ και ο Τζακ. Το χορτάρι ήταν καμένο εκεί – στάχτες και μαυρισμένο χώμα – αλλά η φωτιά είχε καταλαγιάσει. Ο Τζακ είχε εξαφανιστεί· δεν φαινόταν πουθενά. Η Ανταρλίδα είχε προτείνει να ψάξουν γι’αυτόν, να τον κυνηγήσουν, αλλά ο Τάμπριελ είχε διαφωνήσει· κι εκείνη νόμιζε ότι το είχε κάνει επειδή φοβόταν γι’αυτήν και για τους υπόλοιπους, όχι για τον εαυτό του.

«Θα σας εξηγήσω,» είπε τώρα ο Τάμπριελ στον Πολ. «Όμως ας καθίσουμε πρώτα. Ανάψτε καμια φωτιά.»

«Δεν άναψαν ήδη αρκετές φωτιές;» σχολίασε ο Πολ, αλλά βοήθησε τους υπόλοιπους να συγκεντρώσουν ξύλα και ν’ανάψουν δύο φωτιές, γύρω από τις οποίες τελικά κάθισαν βγάζοντας φαγητά και ποτά από τους σάκους τους για να γευματίσουν. Ο μεσημεριανός ήλιος ήταν λαμπερός από πάνω τους, και η ημέρα ήταν ζεστή για χειμωνιάτικη.

«Από την αρχή δεν τον εμπιστευόμουν,» είπε η Αλιζέτ, και κανένας δεν είχε αμφιβολία ότι αναφερόταν στον Τζακ. «Το φανταζόμουν ότι μπορεί να σε αναζητούσε για κακό σκοπό. Όμως… από ένα σημείο και μετά…»

«Πίστεψες ότι ήταν ειλικρινής,» είπε ο Τάμπριελ.

Η Αλιζέτ κατένευσε.

«Και ήταν ειλικρινής. Ο Τζακ δεν ήξερε ότι ήθελε να με σκοτώσει – ώς τώρα.»

«Του ήρθε ξαφνικά η επιθυμία;» απόρησε ο Πολ.

«Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά,» του είπε ο Τάμπριελ. «Αν εσύ δεν ήθελες ένας πράκτοράς σου να μπορεί, σε καμία περίπτωση, να αποκαλύψει μια πληροφορία, τι θα έκανες, Πολ;»

«Δε θα του έδινα καθόλου την πληροφορία.»

«Το ίδιο σκέφτηκε και η οντότητα μέσα στον Τζακ. Δεν του έδωσε καθόλου την πληροφορία, παρά μόνο τώρα, που έπρεπε πλέον να ενεργήσει. Και ίσως να ενέργησε βιαστικά, κατά τη γνώμη μου. Δεν είχε υπομονή. Σφάλμα που μπορεί να αποδειχτεί μοιραίο, πολλές φορές.»

«Γιατί, όμως, να σε θέλει νεκρό αυτή η οντότητα;» ρώτησε ο Πολ, μορφάζοντας. «Δε βγάζουν κανένα νόημα όλ’αυτά.»

«Πριν από… πολύ καιρό, σε μια άλλη μορφή, ήμουν φυλακισμένος σε μια διάσταση που ονομάζεται Λετδάρκη–»

«Δεν την έχω ακουστά.»

«Είναι μια μικρή διάσταση-φυλακή, εγκαταλειμμένη πλέον. Η φυλακή αυτή λειτουργούσε με ενέργεια την οποία δημιουργούσαν δύο ενεργειακές οντότητες. Οι οντότητες ήταν γνωστές ως ‘οι Εραστές’. Η καθεμία από μόνη της δεν θα μπορούσε να τροφοδοτήσει ολόκληρη τη διάσταση, ασφαλώς· αλλά η επαφή τους μπορούσε. Καταλαβαίνεις τι σου λέω, Πολ;»

«Αν ήμουν σαν αυτούς,» ο Πολ έριξε μια γρήγορη ματιά στον Δαίδαλο, τη Φενίλδα, και την Ιλρίνα’νορ, «σίγουρα θα καταλάβαινα καλύτερα. Αλλά, ναι, γενικά καταλαβαίνω.»

Ο Τάμπριελ ένευσε. Ήπιε μια γουλιά κρασί από το φλασκί της Ανταρλίδας και συνέχισε: «Για να δραπετεύσω από τη Λετδάρκη εφάρμοσα ένα κόλπο με τη ροή της ενέργειας, ώστε τα συστήματα στη διάσταση-φυλακή να μπλοκάρουν και προβλήματα να προκληθούν. Δεν σκόπευα να σκοτώσω τον έναν από τους δύο Εραστές, αλλά, δυστυχώς, αυτό ήταν ένα παράπλευρο αποτέλεσμα. Ο άλλος Εραστής – εκείνος που επιβίωσε – είναι η οντότητα μέσα στον Τζακ.»

«Σα να λέμε ότι του σκότωσες τη γυναίκα…»

«Αν σκέφτεσαι με όρους αρσενικού και θηλυκού, ναι, θα μπορούσες να πεις ότι ήταν σαν να του σκότωσα τη γυναίκα.»

«Γι’αυτό σε θέλει νεκρό. Αλλά είσαι ο Τάμπριελ τώρα· δεν είσαι αυτός ο άλλος που είχε φυλακιστεί εκεί. Σωστά;»

«Το πνεύμα του Άζ’λεφκ ενυπάρχει σ’εμένα, Πολ. Ο Εραστής αυτό το πνεύμα κυνηγά να καταστρέψει· δεν τον ενδιαφέρει τούτη η συγκεκριμένη μορφή που βλέπεις.»

«Όλ’αυτά είναι τελείως τρελά, αλλά, από τη στιγμή που μου έδωσες πίσω την κανονική μου μορφή, τα δέχομαι. Μια βασική ερώτηση, όμως: Αφού το ήξερες ότι ήσουν κάποτε σ’εκείνη τη διάσταση, αφού το ήξερες ότι είχες προηγούμενα με τον Εραστή, γιατί δεν μας προειδοποίησες;»

«Δεν το θυμόμουν.»

Ο Πολ τον ατένισε με δυσπιστία.

«Δεν θυμάμαι όλες τις μορφές του Άζ’λεφκ, Πολ,» είπε ο Τάμπριελ. «Πρέπει κάτι να συμβεί για να θυμηθώ ορισμένα πράγματα. Ή μπορεί και να τα θυμηθώ για κάποιον άλλο λόγο. Πάντως, δεν είναι δυνατόν ένα ανθρώπινο μυαλό να ξέρει τα πάντα για τον Άζ’λεφκ, ακόμα κι όταν βρίσκεται μέσα σε μία από τις μορφές του Άζ’λεφκ.»

Ο Δαίδαλος μίλησε: «Τι είναι, λοιπόν, ο Άζ’λεφκ, Τάμπριελ;»

Η Ανταρλίδα σκέφτηκε ότι αυτός ήταν το τελευταίο άτομο που θα περίμενε να κάνει μια τέτοια ερώτηση. Αλλά, σε ό,τι αφορούσε τον Άζ’λεφκ, ο Δαίδαλος έμοιαζε το ίδιο άσχετος όσο κι οι άλλοι. Ή σχεδόν το ίδιο. Ομολογουμένως, γνώριζε κάποια πράγματα γι’αυτόν. Όπως, για παράδειγμα, ότι υπήρχε.

«Ένα πνεύμα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, «που υφίσταται στο σύμπαν μας.»

«Δεν είσαι μάγος, δηλαδή…» είπε ο Δαίδαλος, ατενίζοντάς τον συλλογισμένα.

«Μάγος… Εξαρτάται τι ορισμό δίνεις σ’αυτή τη λέξη, Δαίδαλε. Κάποιοι θα μπορούσαν να με δουν ως ‘μάγο’, υποθέτω.»

«Ο τρόπος που ενέργησες για να αντιμετωπίσεις τον Τζακ,» είπε ο Δαίδαλος, «μου θυμίζει τους τρόπους που ενεργούν διάφορες οντότητες που είναι ένα με τις διαστάσεις στις οποίες ανήκουν.»

«Όπως οι Οδηγοί της Βίηλ.»

«Όπως οι Οδηγοί της Βίηλ,» συμφώνησε ο Δαίδαλος.

Ο Τάμπριελ μάσησε για λίγο, σιωπηλός, το κομμάτι ψημένο παστό κρέας που κρατούσε. Ύστερα είπε: «Μπορείς να υποθέσεις ότι είμαι σαν τους Οδηγούς της Βίηλ – και σαν άλλες παρόμοιες οντότητες – αλλά όχι μόνο για μία διάσταση.»

«Σου είναι τόσο δύσκολο να ορίσεις τι είσαι;» τον ρώτησε η Αλιζέτ, παραξενεμένη από τις απαντήσεις του.

«Μπορείς εσύ να μας πεις τι είσαι, Αλιζέτ; Και μη μου αποκριθείς ότι είσαι Μαύρη Δράκαινα, ούτε ότι σ’έχουν ονομάσει ‘η Σκοτεινή Βασίλισσα’. Ούτε καν ότι σε λένε Αλιζέτ Τάνρεχ. Αυτά είναι ιδιότητες που επικαλύπτουν τη βασική σου φύση. Πες μου τι είσαι. Πώς θα όριζες τον άνθρωπο, αν σε ρωτούσε κάποιος που δεν είναι άνθρωπος; Θα μπορούσες να του απαντήσεις ότι είναι κάτι που έχει δυο πόδια, δυο χέρια. Κάτι που σκέφτεται με τρόπο λογικό – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Αλλά όλα τούτα δεν εξηγούν πραγματικά τι είναι ο άνθρωπος. Εσύ, όμως, το ξέρεις. Ξέρεις, ενστικτωδώς, τι είσαι. Αλλά είναι αφάνταστα περίπλοκο να το εξηγήσεις. Αδύνατο, ίσως.»

«Και το ίδιο ισχύει για τον Άζ’λεφκ…»

«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ. «Όπως το ίδιο ισχύει και για τους Ιεράρχες.» Κοίταξε τον Αρκαλόν, τον Όρνιφιμ, τη Ράιλμεχ. «Νομίζεις ότι μπορούν να μας πουν τι είναι;»

Ο Αρκαλόν μειδίασε.

«Γιατί χαμογελάς;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Γιατί η Πριγκίπισσα Βασνίτα μού ζητούσε κάποτε να της εξηγήσω τι είναι οι Ιεράρχες. Και ο Μεγάλος Προφήτης έχει δίκιο: δεν γίνεται. Όχι ακριβώς.»

«Το ερώτημα είναι οντολογικό,» είπε ο Δαίδαλος. «Και, όπως όλα τα οντολογικά ερωτήματα, δύσκολα απαντιέται· το ξέρω. Όμως δεν μπορούσα παρά να ρωτήσω, Τάμπριελ.»

Εκείνος ένευσε. «Κατανοητό, Δαίδαλε.»

«Κάποτε, σου είχα προτείνει να γίνεις μέλος του Κύκλου της Αλήθειας. Τώρα, μου μοιάζει αστείο. Είσαι δεκάδες φορές σοφότερος από εμάς.»

«Η σοφία μου είναι διαφορετικής φύσης από τη δική σας. Αλλά μιλάς σωστά: δεν ταιριάζω στον κύκλο σας.»

Ο Πολ ρώτησε: «Και τι θα κάνουμε τώρα που σε ξαναβρήκαμε; Συνεχίζουμε σύμφωνα με το σχέδιο; Ή έχει κάτι αλλάξει;»

«Τίποτα δεν έχει αλλάξει, Πολ,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε εδώ για να απελευθερώσουμε τη Βίηλ από τις δυνάμεις της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Και θα ήθελα να μου πείτε τι συνέβη όσο έλειπα.»

«Δεν έχεις κάποιον μαγικό τρόπο για να το μάθεις αυτομάτως;» ρώτησε ο Πολ μεταξύ αστείου και σοβαρού.

«Δυστυχώς, όχι.»

2.

Αποφάσισαν ότι δεν θα ξεκινούσαν σήμερα. Θα διανυκτέρευαν κοντά στο Μεγάλο Σχίσμα, και με την αυγή θα έφευγαν, οι μισοί για τα δυτικά, οι μισοί για τα ανατολικά, ώστε να συνεχίσουν τον πόλεμό τους κατά των Παντοκρατορικών. Θα τους έκλειναν σαν μέγγενη ανάμεσά τους, και θα τους έδιωχναν από τη διάσταση.

Φωτιές ήταν αναμμένες στον καταυλισμό τους, τώρα, για να τους ζεσταίνουν, διαλύοντας συγχρόνως το σκοτάδι της νύχτας. Η Ανταρλίδα καθόταν στην άκρη του καταυλισμού, επάνω σε μια πέτρα, ατενίζοντας προς τ’ανατολικά. Αναλογιζόταν το ταξίδι τους ώς την καρδιά της Βίηλ, και τα αποτελέσματά του. Και τελικά δεν αισθανόταν και τόσο απογοητευμένη από αυτά. Το αντίθετο, μάλλον.

Ο Τάμπριελ ήταν ξαπλωμένος μέσα στη σκηνή του, και οι περισσότεροι υπέθεταν ότι ίσως να κοιμόταν. Αν και μ’αυτόν ποτέ δεν μπορούσαν να ξέρουν: ίσως το πνεύμα του Άζ’λεφκ να περιφερόταν σ’ολόκληρη τη Βίηλ, σ’ολόκληρο το Γνωστό Σύμπαν, όσο το σώμα του βρισκόταν σε αδράνεια.

Ο Όρνιφιμ και η Ράιλμεχ κάθονταν στο κέντρο του καταυλισμού, σιωπηλοί, αλλά έχοντας εκείνη την άμεση επαφή των Ιεραρχών που τους έκανε να φαίνονται σαν να συζητούσαν.

Ο Αρκαλόν έπαιζε Συλλέκτη με τον Νελμάτρες. Κρανία μικρών πουλιών ήταν απλωμένα ανάμεσά τους. Ο δεύτερος φαινόταν να νικά.

Η Ιλρίνα’νορ ξεκουραζόταν στη σκηνή της. Η όρασή της είχε καλυτερέψει από το πρωί, αλλά, με τη δύση του ήλιου, δεν μπορούσε να διακρίνει και πολλά πράγματα.

Ο Δαίδαλος κάπνιζε ένα τσιγάρο, αμίλητος, παρατηρώντας το παιχνίδι του Αρκαλόν και του Νελμάτρες, χωρίς να δίνει συμβουλές σε κανέναν. Η γυαλάδα στα μάτια του φανέρωνε ότι διασκέδαζε μ’αυτό που έβλεπε.

Η Φενίλδα ήταν καθισμένη πλάι στον μάγο, τυλιγμένη στην κάπα της, κοιτάζοντας τον νυχτερινό ουρανό πίσω απ’τα μεγάλα, στρογγυλά γυαλιά της. Το φεγγάρι της Βίηλ ήταν τεράστιο, και υπήρχαν τόσοι πολλοί αστερισμοί… Προσπαθούσε να τους διακρίνει τον έναν μετά τον άλλο. Κάπου-κάπου χασμουριόταν όμως, γιατί νύσταζε. Μάλλον, υπέθετε, δε θ’άντεχε να μείνει ξύπνια μέχρι να τους ξεχωρίσει όλους.

Η Αλιζέτ, που πριν από λίγο είχε κρυφτεί κάτω απ’τη σκηνή της, τώρα κοίταξε και πάλι έξω, παραμερίζοντας ελάχιστα την κουρτίνα. Έψαξε με το βλέμμα της μέσα στις σκιές του καταυλισμού, αναζητώντας τον Πολ. Και δεν τον βρήκε πουθενά. Επομένως, ήταν κι αυτός στη σκηνή του. Η Αλιζέτ βγήκε απ’τη δική της σκηνή και πήγε προς τα εκεί – μια αθόρυβη σκιά ανάμεσα στις υπόλοιπες σκιές – περνώντας πίσω απ’τον Νελμάτρες και τον Αρκαλόν, την ώρα που ο Ιεράρχης έλεγε ήρεμα: «Νομίζω ότι κλέβεις, πιλότε.»

«Μη λες ανοησίες. Εσύ, επειδή είσαι εξωδιαστασιακός, δεν ξέρεις να παίζεις Συλλέκτη,» άκουσε η Αλιζέτ τον Νελμάτρες να αποκρίνεται, καθώς απομακρυνόταν από τους δυο τους φτάνοντας έξω απ’τη σκηνή του Πολ.

Γονατίζοντας, διέκρινε πως ο Πολ ήταν μέσα, και είπε σιγανά το όνομά του. Εκείνος την άκουσε και, παραμερίζοντας την κουρτίνα, έβγαλε το κεφάλι του έξω. Κόκκινο δέρμα, μαύρα μαλλιά και μούσια. Η Αλιζέτ ακόμα δεν το είχε συνηθίσει έτσι. Ήταν τελείως διαφορετικός από πριν, παρότι η γενικότερη μορφή του δεν είχε αλλάξει.

«Τι;» τη ρώτησε.

Η Αλιζέτ κάθισε μπροστά στη σκηνή του, με τα πόδια διπλωμένα από κάτω της. «Σκεφτόμουν για το Πριγκιπάτο Κίρτβεχ,» είπε.

Ο Πολ συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»

«Αναρωτιόμουν πού θα μπορούσα να βοηθήσω περισσότερο: εκεί ή στην ανατολική Βίηλ;»

«Νόμιζα ότι συμφώνησες πως θα πήγαινες με τους υπόλοιπους στα ανατολικά…»

«Ναι,» είπε η Αλιζέτ, «επειδή εκεί ήμουν πριν. Αλλά ίσως να ερχόμουν στο Κίρτβεχ… αν υπήρχε λόγος.» Τα γκρίζα μάτια της που θύμιζαν λεπίδες τον ατένιζαν παρατηρητικά μες στη νύχτα. «Στο Κίρτβεχ γίνεται πόλεμος,» τόνισε.

«Και στ’ανατολικά γίνεται πόλεμος, Αλιζέτ,» είπε ο Πολ. «Δε νομίζω ότι στο Κίρτβεχ σε χρειάζονται περισσότερο απ’ό,τι εκεί. Οι επαναστάτες της Λαμρίτ είναι καλά οργανωμένοι, και ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος τούς υποστηρίζει πλήρως.» Ωστόσο, ο Πολ υποπτευόταν ότι η Αλιζέτ έψαχνε πρόφαση για να έρθει στο Κίρτβεχ ώστε να είναι κοντά του. Πράγμα το οποίο ο ίδιος δεν νόμιζε ότι, δεδομένων των περιστάσεων, ήταν καλή ιδέα.

«Είναι, όμως, ένα πριγκιπάτο, μόνο του, ενάντια σ’όλα τα πριγκιπάτα της κεντρικής Βίηλ. Αντιθέτως, στην ανατολή, είναι τρία πριγκιπάτα ενωμένα.»

«Στο Κίρτβεχ, ο Δαίδαλος έχει φτιάξει αυτά τα αυτοκίνητα, και πίστεψέ με δεν έχεις ξαναδεί τέτοιες πολεμικές μηχανές. Επιπλέον, νομίζω πως καλύτερα θα ήταν να μην αλλάζουμε τα σχέδιά μας τώρα, έτσι απροειδοποίητα.» Στο Κίρτβεχ, συχνά μοιραζόταν το κρεβάτι της Λαμρίτ, και δεν ήθελε να μάθει ποια μπορεί να ήταν η αντίδραση της Προμάχου αν εκείνη ανακάλυπτε ότι το ίδιο έκανε και με την Αλιζέτ. Επίσης, ούτε την αντίδραση της Αλιζέτ ήθελε να γνωρίσει, αν εκείνη μάθαινε ότι ο Πολ ερωτοτροπούσε με τη Λαμρίτ. Όπως και νάχε θα γινόταν κάποια παρεξήγηση – και προτιμούσε να την αποφύγει.

«Απροειδοποίητα;»

«Ναι. Θέλω να πω… έρχεσαι ξαφνικά τώρα και μου το λες. Δεν το συζήτησες πριν με όλους.»

Η Αλιζέτ αισθάνθηκε πειραγμένη. Γιατί της μιλούσε έτσι; αναρωτήθηκε. Είχε κάτι αλλάξει από τότε που κατέβηκαν στο Μεγάλο Σχίσμα και ξαναγύρισαν στην επιφάνεια; Έφταιγε η… η μεταμόρφωσή του; Δε μπορεί να ξέχασε! «Σκέφτηκα να ρωτήσω εσένα πρώτα,» του είπε, εμφατικά. «Δε θα ήθελες να έρθω στο Κίρτβεχ, μαζί σου;» Σ’εκείνη το ίδιο φαινόταν είτε βρισκόταν στην ανατολική είτε στη δυτική Βίηλ. Και προτιμούσε να είναι με τον Πολ παρά με την Ανταρλίδα και τον Τάμπριελ – παρότι την Ανταρλίδα την είχε συμπαθήσει λιγάκι, τον τελευταίο καιρό, ενώ παλιά την έβλεπε, αν όχι εχθρικά, τουλάχιστον ουδέτερα.

«Αλιζέτ,» είπε ο Πολ, αγγίζοντας το χέρι της, «το ξέρεις ότι θα ήθελα να έρθεις. Αλλά αυτή δεν είναι δικαιολογία για να τσαλακώσουμε τη στρατηγική μας στη Βίηλ. Δεν είμαστε στο σχολείο.»

Η Αλιζέτ μειδίασε. Αυτό που λέει είναι σωστό, παρατήρησε. Κι απόρησε με τον εαυτό της, που σκεφτόταν τόσο αντιεπαγγελματικά. Ο Πολ ήταν ωραίος τύπος – ακόμα και τώρα που η εμφάνισή του είχε αλλάξει – αλλά αυτός, όντως, δεν ήταν λόγος για να τσαλακώσουν τη στρατηγική τους. Δε θα έπρεπε να το σκέφτομαι καθόλου! Γέλασε.

«Τι συμβαίνει, Ατσάλινα Μάτια;» ρώτησε ο Πολ. «Δεν είναι έτσι;»

«Φυσικά και είναι,» είπε η Αλιζέτ. «Απλά ήθελα να δω τι θα μου απαντούσες.»

Ο Πολ δεν ήταν βέβαιος αν ήταν αλήθεια αυτό, αλλά από την έκφρασή της δεν μπορούσε να κρίνει. Ίσως και να ήταν. Ποιος ήξερε πώς σκεφτόταν η Σκοτεινή Βασίλισσα; «Περνούσα από δοκιμασία, λοιπόν, ε;»

«Περίπου.»

«Έλα μέσα και θα μάθεις καλύτερα την απάντησή μου.» Ο Πολ γλίστρησε στο εσωτερικό της σκηνής του.

Η Αλιζέτ, χαμογελώντας, τον ακολούθησε. «Αναρωτιόμουν,» του είπε καθώς ξάπλωνε επάνω του, στηριζόμενη στους αγκώνες της, «αν, μαζί με την εμφάνισή σου, είχαν αλλάξει κι άλλα πράγματα.»

«Τίποτα δεν έχει αλλάξει, Ατσάλινα Μάτια,» της αποκρίθηκε. «Κι αυτή η όψη είναι η κανονική μου, μην ξεχνάς.»

«Μη με λες ‘Ατσάλινα Μάτια’!» γέλασε η Αλιζέτ.

«Γιατί όχι; Ορισμένες φορές νομίζω ότι θα με καρφώσεις μ’αυτά.»

3.

Το πρωί, μόλις είχε ξημερώσει, χωρίστηκαν. Η Ανταρλίδα, ο Τάμπριελ, η Ιλρίνα’νορ (που είχε ανακτήσει την όρασή της σχεδόν εξολοκλήρου πλέον), η Αλιζέτ, ο Όρνιφιμ, η Ράιλμεχ, και ο Αρκαλόν μπήκαν στο μεταβαλλόμενο όχημα και ξεκίνησαν για τ’ανατολικά. Ο Νελμάτρες, ο Δαίδαλος, ο Πολ, και η Φενίλδα ανέβηκαν στη Χρυσαλλίδα, και ο πιλότος ενεργοποίησε τις μηχανές του μικρού, γρήγορου αεροπλάνου. Οι προωθητήρες του το ύψωσαν στον ουρανό, κι ύστερα στράφηκε και πέταξε προς τα νοτιοδυτικά.

«Γιατί πάμε από κει, αφεντικό;» ρώτησε ο Πολ τον Νελμάτρες.

«Για να μην πάθουμε τα ίδια που πάθαμε την προηγούμενη φορά.»

«Και την προηγούμενη φορά, όμως, υποτίθεται πως είχαμε πάει από κει που είχαμε πάει προκειμένου ν’αποφύγουμε τους Παντοκρατορικούς. Πράγμα που δεν έπιασε.»

«Τώρα θα πιάσει.»

«Να το δω και να μην το πιστέψω.»

«Όλο γκρίνια είσαι, γαμώ τα Δαιμόνια! Πώς περιμένεις να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου;» είπε ο Νελμάτρες. «Μη νομίζεις πως, επειδή είναι αέρας εδώ και φαίνεται σα να μην υπάρχουν λακκούβες, δεν χρειάζεται κανείς να είναι προσεχτικός.»

«Σώπα,» αποκρίθηκε ο Πολ· «είχα ακριβώς αυτή την εντύπωση.»

«Έχω την αίσθηση ότι με δουλεύεις…»

«Δεν έχεις ανάγκη εσύ: κάποτε πιλόταρες καράβι.»

Η Φενίλδα, ακούγοντάς τους, δεν μπορούσε παρά να χαμογελά.

Ο Πολ την πρόσεξε. «Θα μας ρίξεις και κάνα κέρμα, ή τζάμπα το κάνουμε;» της είπε.

«Όχι,» αποκρίθηκε η Φενίλδα.

«Συνέχεια απλήρωτοι σ’αυτή την κωλοεπανάσταση…»

Μετά από μισή ώρα έφτασαν στους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ και πετούσαν πάνω από τις ατελείωτες καταπράσινες εκτάσεις τους. Η Φενίλδα, έχοντας σκουρύνει τα γυαλιά της με τη βοήθεια του Φωτός, κοίταζε έξω από το παράθυρο πλάι της. Θα κατόρθωνε, άραγε, να διακρίνει κανέναν Λάν’τραχαμ μέσα από τη βλάστηση;

Ο Πολ ρώτησε τον Νελμάτρες: «Πιστεύεις ότι πάνω από τους δασότοπους δεν θα μας επιτεθούν οι Παντοκρατορικοί, πιλότε;»

«Υπάρχει μια πιθανότητα. Δε νομίζω, όμως, τούτα τα μέρη να τα περιπολούν τόσο καλά όσο τις άλλες περιοχές απ’όπου τους επιτίθενται τα στρατεύματα του Πρίγκιπα Νοσνάλτος και οι πειρατές της Νιλκάριχ.»

«Μπορεί και νάχεις δίκιο,» είπε ο Πολ σκεπτικά. «Θα το δούμε.»

Ατελείωτοι είναι, σκέφτηκε η Φενίλδα, μετά από λίγο, παρατηρώντας τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ από κάτω τους. Δεν τους είχε ξαναδεί από τόσο ψηλά, και μόνο έτσι καταλάβαινες το πραγματικό μέγεθός τους. Η έκταση που κάλυπταν ήταν τεράστια.

Μετά από μισή ώρα ακόμα, η Χρυσαλλίδα πέρασε πάνω από μια μεγάλη δημοσιά η οποία διέσχιζε τους δασότοπους από τα νότια προς τα βόρεια, σαν γιγάντιο φίδι από πέτρα. Επάνω της η Φενίλδα μπορούσε να δει οχήματα να κινούνται. Μεταγωγικά, νόμιζε, του Παντοκρατορικού Στρατού. Από το Κάνρελ πάνε στο Έλρηνεχ…

«Πάλι τα ίδια…» μούγκρισε ο Νελμάτρες.

«Τι;» ρώτησε ο Πολ, που καθόταν στις πίσω θέσεις, δίπλα στη Φενίλδα, και δεν μπορούσε να δει την οθόνη των ανιχνευτικών συστημάτων που κοίταζε ο πιλότος.

«Παντοκρατορικά μαχητικά.»

«Πολλά;»

«Τρία.»

«Τρία ήταν και την άλλη φορά.»

«Ευτυχώς έχεις καλή μνήμη,» είπε ο Νελμάτρες, κι έβαλε τη Χρυσαλλίδα να ελιχθεί στον αέρα με τέτοιο τρόπο που έκανε το στομάχι της Φενίλδα να διαμαρτυρηθεί. «Μάγε; Θα μας βοηθήσεις;»

«Ναι,» είπε ο Δαίδαλος, λακωνικά, καθισμένος δίπλα στον πιλότο.

«Θα κάνω κι εγώ ό,τι μπορώ,» προθυμοποιήθηκε η Φενίλδα, αν και ήξερε πως, την προηγούμενη φορά, δεν είχε καταφέρει και πολλά.

«Το όλο θέμα ήταν να μην μας εντοπίσουν, γαμώ το κεφάλι σου, πιλότε,» μούγκρισε ο Πολ.

«Και τι να κάνω εγώ, τώρα; Μας είδαν!»

«Ξέρεις τι λένε; Το καλύτερο είναι να νικάς τον εχθρό σου χωρίς να δώσεις μάχη.»

«Όλο λόγια του ανέμου είσαι, γαμώ τα Δαιμόνια σου.»

Η Φενίλδα είδε, από το παράθυρό της, ένα Παντοκρατορικό μαχητικό να παρουσιάζεται.

«Μας κάνουν σήμα να προσγειωθούμε,» είπε ο Νελμάτρες.

Η Φενίλδα, φέρνοντας τον εαυτό της σε επαφή με το Φως και αντλώντας δύναμη από αυτό, άρθρωσε τα λόγια για ένα Ξόρκι Ενεργειακής Συστολής.

Ο Νελμάτρες πρέπει να είχε ενεργοποιήσει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, γιατί η μάγισσα τον άκουσε να λέει: «Δε σας καταλαβαίνω. Κάτι δεν πάει καλά με το σήμα σας.»

«Σου ζητάμε να προσγειωθείς,» ήρθε μια φωνή μέσα από παράσιτα, «διαφορετικά θα επιτεθούμε.»

Η Φενίλδα είχε βρει, με τις μαγικά διευρυμένες αισθήσεις της, την εστία στην καρδιά του αεροσκάφους που έβλεπε. Αντιλαμβανόταν την ενέργεια που συγκεντρωνόταν εκεί σαν μυριάδες χορδές που έρχονταν όλες προς ένα σημείο. Και είχε τη δύναμη να μετακινήσει αυτές τις χορδές. Οπότε, τις μετακίνησε μπλέκοντάς τες αναμεταξύ τους, κάνοντάς τες κουβάρια και κόμπους.

Το Ξόρκι Ενεργειακής Συστολής είχε πιάσει. Το Παντοκρατορικό μαχητικό φάνηκε να χάνει ύψος απότομα. Η Φενίλδα ήξερε ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν μόνιμο. Σύντομα αυτές οι «χορδές» θα ξεμπλέκονταν πάλι και το αεροπλάνο θα πετούσε κανονικά. Ωστόσο, με το ξόρκι της, είχε δώσει μεγάλο πλεονέκτημα στον Νελμάτρες.

Διότι κι ο Δαίδαλος, βέβαια, έκανε το ίδιο.

Μια ξαφνιασμένη κραυγή ακούστηκε από τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του πιλότου.

Και ο Νελμάτρες γέλασε. «Στο καλό!» φώναξε. Και η Φενίλδα αισθάνθηκε τη Χρυσαλλίδα γύρω της να αναπτύσσει ταχύτητα.

«Έρχεται ένας ακόμα,» είπε ο Πολ κοιτάζοντας έξω απ’το παράθυρό του.

«Το ξέρω, αλλά δε θα μας προλάβει,» απάντησε ο Νελμάτρες.

Η Φενίλδα δεν μπορούσε να δει, από το δικό της παράθυρο, το αεροπλάνο που έβλεπε ο Πολ. «Είναι ένα από τα αρχικά τρία,» ρώτησε, «ή τελείως καινούργιο;»

«Ένα από τα αρχικά τρία είναι,» είπε ο Πολ.

«Αν έρθει πιο κοντά,» είπε ο Δαίδαλος, «θα χτυπήσω την εστία του.»

«Δεν πρόκειται νάρθει πιο κοντά, μάγε,» είπε ο Νελμάτρες.

Και αποδείχτηκε σωστός. Σύντομα ξέφυγαν από το Παντοκρατορικό μαχητικό, προτού αυτό προλάβει να τους προσεγγίσει για να τους χτυπήσει με τα έμβολά του.

«Φτηνά τη γλιτώσαμε πάλι,» σχολίασε ο Πολ.

«Τη Φενίλδα να ευχαριστείτε,» τους είπε ο Δαίδαλος.

Ο Πολ στράφηκε στη μάγισσα.

«Δεν έκανα τίποτα που δεν είχα προσπαθήσει να κάνω και την προηγούμενη φορά,» εξήγησε εκείνη. «Απλά τώρα άργησαν να μας επιτεθούν, επειδή ο Νελμάτρες τούς μίλησε και του απάντησαν, ενώ τότε μας είχαν επιτεθεί αμέσως.»

«Θα πρέπει, τελικά, πάντα να πετάω μαζί με μάγους,» είπε ο πιλότος.

«Στον ύπνο σου, σίγουρα,» του είπε ο Πολ.

Ο Νελμάτρες ρώτησε τον Δαίδαλο: «Πώς ανέχεται η Λαμρίτ αυτόν τον κόπανο;»

«Κόπανος;» έκανε ο Πολ. «Ελπίζω να μη μιλάς για μένα, βαρκάρη αεροπλάνου!»

«Για κάποιον άλλο λέμε· παλιό μας γνωστό.»

Η Φενίλδα δεν μπορούσε παρά να χαμογελά σαν χαζή ξανά. Δεν είναι να τους βάζεις αυτούς τους δύο μέσα στο ίδιο αεροσκάφος!

Είχαν αφήσει τη δημοσιά προ πολλού πίσω τους, αλλά οι δασότοποι, φυσικά, εξακολουθούσαν ν’απλώνονται σαν ατέρμονο πράσινο χαλί από κάτω τους. Η Φενίλδα τούς κοίταζε ψάχνοντας για Λάν’τραχαμ ξανά. Κανένα δεν μπορούσε να δει, όμως. Η βλάστηση τα έκρυβε καλά.

Όταν ατένισε έναν μεγάλο ποταμό, κατάλαβε ότι πρέπει να ήταν ο Άσλερχ, που, σύμφωνα με τους χάρτες που είχε δει, ξεκινούσε από τα βόρεια, από το Πριγκιπάτο Νέφκαλ, περνούσε από το Πριγκιπάτο Έλρηνεχ, από τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ, και από τις άνομες περιοχές δυτικά του Πριγκιπάτου Κάνρελ, για να χυθεί τελικά στη Λίμνη των Κολοσσών. Πλοία αρμένιζαν επάνω του.

Η Φενίλδα αισθανόταν πια κουρασμένη. Στα όρια του ύπνου. Τα βλέφαρά της ήταν βαριά. Τα μάτια της έκλεισαν και κοιμήθηκε. Ξύπνησε, όμως, σχεδόν αμέσως γιατί ήθελε να δει όλους τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ από την αρχή ώς το τέλος.

Το καταπράσινο χαλί από κάτω της συνεχιζόταν και συνεχιζόταν και συνεχιζόταν, για εκατοντάδες χιλιόμετρα ακόμα, δυτικά του ποταμού Άσλερχ. Θεοί… σκέφτηκε η Φενίλδα. Τι υπέροχο που είναι… Στη Ρελκάμνια, την πατρίδα της, είχαν κάπως καταφέρει να καταστρέψουν όλα τα δάση και να οικοδομήσουν κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο γης. Δεν υπήρχαν εκεί εκτάσεις παρόμοιες με τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ. Ούτε κατά διάνοια. Υπήρχαν μονάχα κάτι τεχνητά δάση. Καμία σχέση με το πραγματικό δάσος που υπήρχε εδώ.

Τελικά, η Χρυσαλλίδα έφτασε στις όχθες της Λίμνης των Κολοσσών, και η Φενίλδα είδε μια πόλη εκεί. Η οποία κάτι τής θύμιζε… Φυσικά! Η Νιλκάριχ. Η πόλη των πειρατών.

Το αεροσκάφος έκανε στροφή και την προσπέρασε, πετώντας τώρα πάνω απ’τα αστραφτερά νερά της Λίμνης των Κολοσσών και τους βράχους που ξεπρόβαλλαν σαν δάχτυλα γιγάντων από εκεί, ή σαν λεπίδες πέτρινων σπαθιών.

«Πόση ώρα ακόμα μέχρι την Κίρτβεχ;» ρώτησε η Φενίλδα.

«Καμια ωρίτσα, μάγισσα,» αποκρίθηκε ο Νελμάτρες.

Η Φενίλδα έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε.

4.

Ο Τάμπριελ και η Ιλρίνα’νορ εργάζονταν εναλλάξ στο ενεργειακό κέντρο του μεταβαλλόμενου οχήματος, έτσι αυτό μπορούσε να διανύει περισσότερη απόσταση, καθώς όταν ο ένας ξεκουραζόταν, η άλλη ρύθμιζε τη ροή της ενέργειας, και αντιστρόφως. Στο τιμόνι ήταν μια η Ανταρλίδα, μια η Αλιζέτ, μια ο Όρνιφιμ.

Τώρα, καθώς έπεφτε η νύχτα, είχαν διασχίσει το Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ χωρίς να συναντήσουν κανένα πρόβλημα από τους Παντοκρατορικούς και πλησίαζαν τη Σάνιθλεκ, στις όχθες του ποταμού Κάνιλρεχ. Δεν είχαν φτάσει ακόμα εκεί, όμως, και είδαν, μέσα στο λυκόφως, μια μάχη να διεξάγεται. Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας χτυπιόνταν με τους επαναστάτες των ανατολικών πριγκιπάτων.

Η Αλιζέτ, που ήταν στο τιμόνι, σταμάτησε τους τροχούς του οχήματος. «Μπορούμε να τους αποφύγουμε,» είπε, «κάνοντας τον κύκλο.»

«Πιθανώς νάναι πολεμιστές από τη Σάνιθλεκ,» είπε η Ανταρλίδα, σκεπτικά.

«Προτείνεις, δηλαδή, να αναμιχθούμε;» Η Αλιζέτ κοίταξε μια αυτήν μια τον Τάμπριελ. (Η Ιλρίνα ήταν τώρα στο ενεργειακό κέντρο.)

«Ας πάμε να ρίξουμε μια ματιά,» είπε εκείνος.

«Προφήτης ή όχι, θάπρεπε να ξέρεις ότι στη μάχη δεν μπορείς ποτέ ‘να ρίξεις μια ματιά’. Αν πλησιάσεις, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να αναμιχθείς.»

«Τουλάχιστον, πήγαινέ μας σ’ένα σημείο που θα έχουμε καλή θέα,» είπε ο Τάμπριελ, παίρνοντας στα χέρια τα κιάλια του.

«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ, πατώντας το πετάλι και βάζοντας πάλι τους τροχούς σε κίνηση.

«Αυτό εκεί το ύψωμα είναι ό,τι πρέπει.» Η Ανταρλίδα έδειξε.

«Επίσης, είναι αδύνατο να σκαρφαλώσουμε εκεί εκτός αν αλλάξουμε μορφή.»

«Ας αλλάξουμε, τότε.»

Η Αλιζέτ ενεργοποίησε τον εσωτερικό δίαυλο του οχήματος και το είπε στην Ιλρίνα. Εκείνη, κάνοντας ένα Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, μεταμόρφωσε το όχημά τους δίνοντάς του τέσσερα δυνατά πόδια με εύκαμπτα δάχτυλα και γαμψά νύχια. Η Αλιζέτ το οδήγησε στο ύψωμα που είχε δείξει η Ανταρλίδα και το έβαλε να σκαρφαλώσει ώς την κορυφή. Από κάτω τους τώρα μπορούσαν να δουν πολύ καλύτερα το πεδίο της μάχης, χωρίς να έχουν πλησιάσει ιδιαίτερα.

«Θα τα ενισχύσεις;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Τάμπριελ, δίνοντάς του τα κιάλια της.

Εκείνος έκανε επάνω τους ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως και της τα επέστρεψε. Η Ανταρλίδα τα έφερε στα μάτια της και κοίταξε, για να διαπιστώσει πως, όπως είχε αρχικά υποθέσει, οι Παντοκρατορικοί συγκρούονταν με πολεμιστές από τη Σάνιθλεκ. Υπήρχαν σημαίες με το έμβλημα του Βαρόνου Καρλάνος ανάμεσα στους επαναστάτες, και η Ανταρλίδα είδε και τους μισθοφόρους του Βορνάρος μέσα στη μάχη. Και τον ίδιο τον Βορνάρος. Στεκόταν επάνω σ’ένα ανοιχτό τετράκυκλο όχημα με μεγάλη μεταλλική βαλλίστρα. Στηριζόταν στο χείλος του με το ένα χέρι και κρατούσε ένα κιάλι με το άλλο, κοιτάζοντας προς τη μεριά των Παντοκρατορικών.

Οι συγκρούσεις που διεξάγονταν ήταν άγριες και πολλές. Η μάχη ήταν μεγάλη. Η Ανταρλίδα συνειδητοποίησε ότι, μέσα στο σούρουπο, εκείνη κι οι σύντροφοί της δεν την είχαν δει ολόκληρη. Είχαν δει μονάχα τη βόρεια άκρη της. Αλλά η μάχη έπιανε μια τεράστια περιοχή. Στο βάθος, ένα χωριό φαινόταν να φλέγεται, ενώ ένα οχυρό ήταν φανερά σφυροκοπημένο από ριπές καταπελτών. Από το οχυρό, κάπου-κάπου, φωτεινές λωρίδες εκτοξεύονταν: βολές από ενεργειακό κανόνι. Οχήματα και ιππείς και γιγαντοβαλλίστρες γέμιζαν το πεδίο της μάχης απ’τη μια άκρη ώς την άλλη, μαζί με χιλιάδες πεζούς.

«Τα πράγματα αγρίεψαν,» παρατήρησε η Ανταρλίδα.

«Αργά ή γρήγορα θα γινόταν,» είπε η Αλιζέτ.

Η Ανταρλίδα κατέβασε τα κιάλια της. «Δεν έχεις ιδέα τι εννοώ. Χωρίς κιάλια – χωρίς οπτικά ενισχυμένα κιάλια, ίσως – δεν μπορείς να δεις ώς πού εκτείνεται η μάχη.»

«Φαίνονται κάτι φωτιές στο βάθος…»

Η Ανταρλίδα τής έδωσε τα κιάλια.

Η Αλιζέτ κοίταξε. «Η επικράτεια των Δαιμόνιων…» μουρμούρισε.

Ο Τάμπριελ κοίταζε επίσης, με τα δικά του κιάλια, αλλά ήταν σιωπηλός.

«Είναι κι ο Βορνάρος εδώ,» παρατήρησε η Αλιζέτ.

«Ναι,» είπε η Ανταρλίδα.

«Ποιος είναι αυτός; Τον ξέρετε;» ρώτησε ο Τάμπριελ.

«Τον γνωρίσαμε όσο πολεμούσαμε κατά των Παντοκρατορικών,» εξήγησε η Ανταρλίδα. «Είναι ένας αρχηγός μισθοφόρων. Αρκετά καλός στη δουλειά του. Είναι ο πρασινόδερμος άντρας επάνω στο τετράκυκλο όχημα με τη βαλλίστρα. Λίγο πιο πέρα από μια σημαία του Βαρόνου Καρλάνος που είναι καρφωμένη στη γη.»

«Ναι,» μουρμούρισε ο Τάμπριελ στρέφοντας τα κιάλια του, «νομίζω πως τον βλέπω.»

«Θα μπορούσαμε να τον πλησιάσουμε,» είπε η Αλιζέτ, «αν κινηθούμε προσεχτικά. Σίγουρα θα ξέρει να μας πει ακριβώς τι γίνεται.» Κατέβασε τα κιάλια από μπροστά της.

«Το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ,» παραδέχτηκε η Ανταρλίδα.

Ο Τάμπριελ κατέβασε τα δικά του κιάλια. «Πάμε,» συμφώνησε.

Η Αλιζέτ έβαλε το τετράποδο όχημα να κατεβεί προσεχτικά από την κορυφή του πετρώδους υψώματος όπου είχε σκαρφαλώσει, και μετά ζήτησε, μέσω του διαύλου, από την Ιλρίνα’νορ να το μεταμορφώσει ξανά σε τετράκυκλο. Όταν αυτό έγινε, η Αλιζέτ οδήγησε το όχημα προς τα εκεί όπου είχε δει τον Βορνάρος με τα κιάλια της, προσπαθώντας ν’αποφεύγει τις συγκρούσεις. Εν τω μεταξύ, η Ανταρλίδα εξέπεμπε, μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού του οχήματος, σήμα προς τους επαναστάτες της ανατολικής Βίηλ ότι φίλοι πλησίαζαν, όχι εχθροί.

Πέρασαν πίσω από τουλάχιστον τριακόσιους πολεμιστές – Παντοκρατορικούς και του Βαρόνου της Σάνιθλεκ – που χτυπιόνταν μπλεγμένοι σε άγρια κοντινή μάχη, πέρασαν ανάμεσα από τις γραμμές των επαναστατών, κάνοντας σινιάλο σε ορισμένους ότι ήταν σύμμαχοι, και έφτασαν τελικά κοντά στο τετράκυκλο ανοιχτό όχημα με τη γιγαντοβαλλίστρα όπου στεκόταν ο Βορνάρος: ψηλός, ευρύστερνος, πρασινόδερμος, ντυμένος με αλυσιδωτή αρματωσιά και κράνος που η προσωπίδα του ήταν σηκωμένη. Έστρεψε το σημαδεμένο του πρόσωπο προς το μέρος τους και τους κοίταξε, καθώς η Αλιζέτ σταματούσε τους τροχούς του οχήματός τους.

Η Ανταρλίδα άνοιξε μια πλευρική πόρτα και πήδησε έξω.

«Ανταρλίδα!» αναφώνησε ο Βορνάρος, αναγνωρίζοντάς την αμέσως. Και γέλασε. «Πάνω στην ώρα!»

Οι υπόλοιποι βγήκαν επίσης από το όχημα.

«Επιστρέψατε απ’το ταξίδι σας, βλέπω,» παρατήρησε ο Βορνάρος. «Και…» Ατένισε συλλογισμένα τον Τάμπριελ. «Δε μπορεί να υπάρχει κι άλλος σαν εσένα, με κόκκινο δέρμα, άσπρα μαλλιά, αυτό το ραβδί με τη σφαίρα…»

«Δεν υπάρχει άλλος,» τον διαβεβαίωσε ο Τάμπριελ, καθώς εκείνος κι οι σύντροφοί του ζύγωναν το όχημα του αρχηγού των μισθοφόρων.

«Είχα ακούσει πως ήσουν νεκρός.» Ο Βορνάρος πήδησε στο έδαφος, κάνοντας την πανοπλία του να κουδουνίσει. Οι άλλοι πολεμιστές που ήταν μες στο όχημα κοίταζαν τον Τάμπριελ επίσης παραξενεμένοι· πρέπει να ήξεραν γι’αυτόν, από φήμες. Ήταν γνωστό πλέον στα ανατολικά πριγκιπάτα ότι ένας μυστηριώδης μάγος είχε βοηθήσει στην απελευθέρωση από τους Παντοκρατορικούς, συνωμοτώντας με την Πριγκίπισσα Βασνίτα, την Πριγκίπισσα Λισρρέτα, και τον Πρίγκιπα Αλβάρος.

«Δεν ήταν νεκρός,» είπε η Ανταρλίδα προτού ο Τάμπριελ μιλήσει. Διότι φοβόταν πως μπορεί να τους έλεγε κάτι περίεργο, όπως Ήμουν, όμως όχι πια. Αλλά τούτοι οι άνθρωποι ήταν απλοί μισθοφόροι· δεν θα καταλάβαιναν τέτοια παράξενα πράγματα.

«Εσύ η ίδια είχες πει ότι σκοτώθηκε από έναν δολοφόνο των Παντοκρατορικών!»

«Έτσι νομίζαμε,» εξήγησε η Ανταρλίδα, «αλλά κάναμε λάθος. Όπως βλέπεις, είναι ζωντανός.»

Ο Βορνάρος συνοφρυώθηκε, κοιτάζοντας τον Τάμπριελ από πάνω ώς κάτω. «Ναι, αυτό είναι φανερό…»

«Τι συμβαίνει, λοιπόν, εδώ, Βορνάρος;» ρώτησε η Ανταρλίδα. «Δεν γίνονταν συγκρούσεις ώς εδώ, πριν από κάποιες μέρες.»

Ο πρασινόδερμος, σημαδεμένος αρχηγός μισθοφόρων έστρεψε το βλέμμα του πάλι επάνω της. Ένευσε. «Ναι, δε γίνονταν. Αλλά τα πράγματα αλλάζουν γρήγορα, όπως σου είπα και την άλλη φορά που συναντηθήκαμε, Ανταρλίδα. Επιτεθήκαμε στους λευκούς που ήταν καμια δεκαριά χιλιόμετρα απόσταση από τη Σάνιθλεκ, κι απ’τις δυο μεριές των δύσβατων τόπων που σας είχα πει να διασχίσετε για να τους αποφύγετε. Έγιναν κάποιες συγκρούσεις, αλλά νικήσαμε εύκολα γιατί είχαμε ενισχύσεις και από το Πριγκιπάτο Νέλερβικ και από το Πριγκιπάτο Τάσβεραλ. Ήρθαν τρεις μέρες αφότου είχατε φύγει από τη Σάνιθλεκ. Επιτεθήκαμε, λοιπόν, στους λευκούς και τους τρέψαμε σε φυγή. Και μετά, αρχίσαμε να προχωράμε δυτικά, μέσα στα εδάφη του Σάνκριλαμ. Πήραμε τα οχυρά στις δύο γέφυρες χωρίς κανέναν κόπο, και συνεχίσαμε. Όταν φτάσαμε εδώ, όμως, βρήκαμε ολόκληρο φουσάτο να μας περιμένει. Κι έχει αρχινήσει τούτο που βλέπεις.» Έδειξε αντίκρυ τους, το εκτεταμένο πεδίο μάχης. «Ευτυχώς, μας έχει στείλει κι άλλες ενισχύσεις η Πριγκίπισσα Βασνίτα, κι έχουν έρθει κι από το Τάσβεραλ κάμποσοι.»

«Και πώς φαίνεται να πηγαίνει η μάχη;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Ισοδύναμοι μού φαινόμαστε με τους λευκούς, για την ώρα,» απάντησε ο Βορνάρος. «Κανένας δε βρίσκεται στα πρόθυρα της νίκης ή της ήττας. Θα μείνετε να βοηθήσετε;» Κοίταξε μια την Ανταρλίδα μια την Αλιζέτ.

Εκείνες δεν απάντησαν αμέσως· κοίταξαν κι οι δύο τον Τάμπριελ. Ο οποίος τούς είπε: «Σε στρατιωτικά θέματα θα κάνουμε ό,τι εσείς νομίζετε. Ωστόσο, πιστεύω πως, προς το παρόν, καλό θα ήταν να μιλήσουμε με την Πριγκίπισσα Βασνίτα.»

Η Ανταρλίδα κατένευσε. Το ίδιο είχε κι εκείνη στο μυαλό της. «Ναι,» είπε, «συμφωνώ.» Και ούτε η Αλιζέτ διαφώνησε.

«Θα επιστρέψετε, μετά;» ρώτησε ο Βορνάρος, που ήταν φανερό πως τις ήθελε στο πλευρό του.

«Πολύ πιθανόν,» του είπε η Ανταρλίδα.

«Εκτός αν ο πόλεμος κατά των Παντοκρατορικών μάς οδηγήσει αλλού,» πρόσθεσε η Αλιζέτ.

5.

Ο πόλεμος πήγαινε καλά, έκρινε η Πριγκίπισσα Βασνίτα· και ο καινούργιος της Στρατηγός, ο Νίλφες Βάθμακ, συμφωνούσε. Το ίδιο κι ο Υπασπιστής της, ο Νολτράκος. Ωστόσο, οι ζωές που χάνονταν από αυτές τις συγκρούσεις έθλιβαν την Πριγκίπισσα του Νέλερβικ. Μακάρι να υπήρχε διαφορετικός τρόπος για να διωχτούν οι Παντοκρατορικοί από τη διάστασή της… Τέτοιος τρόπος, όμως, δεν υπήρχε· έτσι, η Βασνίτα παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή τις εξελίξεις του πολέμου και σκεφτόταν. Όλο σκεφτόταν. Τόση σκέψη δεν της έκανε καλό· ήταν σίγουρη.

Σήμερα, μετά το μεσημεριανό φαγητό, είχε πάει στα πριγκιπικά διαμερίσματά της μέσα στο κάστρο της Νέλερβικ. Και δεν είχε ξαπλώσει. Καθόταν στο γραφείο της και κοιτούσε τον χάρτη του πολέμου, με τις σημειωμένες θέσεις των στρατευμάτων και των κατακτημένων περιοχών. Στη Σάνιθλεκ, που είχε παρθεί πρόσφατα από το Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ, οι Ανατολικές Δυνάμεις (όπως ονόμαζαν πλέον τους ενωμένους στρατούς τους τα Πριγκιπάτα Νέλερβικ, Χαύδοραλ, και Κάνρελ) είχαν προχωρήσει καμια τριανταριά χιλιόμετρα προς τα δυτικά, σύμφωνα με τις τελευταίες αναφορές που είχε η Βασνίτα· και θα προχωρούσαν κι άλλο αν δεν είχαν συναντήσει αντίσταση. Όμως οι εχθροί που είχαν βρει αντίκρυ τους ήταν πολλοί, και τώρα συγκρούσεις διεξάγονταν εκεί. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, κανένας δεν είχε αναφέρει στη Βασνίτα ότι οι Ανατολικές Δυνάμεις ηττούνταν.

Στις δυτικές όχθες του ποταμού Κάνιλρεχ, επίσης, υπήρχαν αρκετά σημεία που είχαν κατακτηθεί από την Ανατολική Συμμαχία. (Ακόμα μια καινούργια ονομασία, την οποία τα τρία πριγκιπάτα χρησιμοποιούσαν για να αναφέρονται στον εαυτό τους.) Δύο ήταν τα σημαντικότερα: το πρώτο βρισκόταν κάπου ογδόντα χιλιόμετρα νότια της Σάνιθλεκ· το δεύτερο, κάπου ογδόντα χιλιόμετρα βόρεια της Τάρνελβακ. Επίσης, η Επανάσταση είχε κατακτήσει όλες τις ακτές στο νοτιοανατολικό άκρο του Πριγκιπάτου Κάνρελ, κι από κει είχε αρχίσει να επεκτείνεται και προς την ενδοχώρα του. Μια περιοχή προς τα βορειοδυτικά είχε καταληφθεί προ ημερών, και ήταν σημειωμένη στον χάρτη της Βασνίτα.

Οι Παντοκρατορικοί, όμως, δεν είχαν μείνει άπραγοι. Είχαν κατακτήσει την Τάρνελβακ, στη συμβολή των ποταμών Κάνιλρεχ και Νέρελρημ, και τη χρησιμοποιούσαν ως βάση για να επιτίθενται στους επαναστάτες. Επίσης, πιο πρόσφατα, είχαν καταλάβει ένα από τα νησιά του Πράσινου Πελάγους και το χρησιμοποιούσαν κι αυτό με παρόμοιο τρόπο. Ο στόλος του Χαύδοραλ δεν είχε κατορθώσει να αποτρέψει τούτη την κατάκτηση, και τώρα το εν λόγω Πριγκιπάτο δεχόταν σφοδρές επιθέσεις από εκεί. Οι Παντοκρατορικοί, υποπτευόταν η Βασνίτα (και ο Στρατηγός Νίλφες είχε συμφωνήσει μαζί της, όταν τον είχε ρωτήσει), προσπαθούσαν να διαλύσουν τον μοναδικό αξιόλογο στόλο που είχε η Ανατολική Συμμαχία – αυτόν του Χαύδοραλ. Τα πλοία του Νέλερβικ ήταν όλα ποταμόπλοια· δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν από τις ακτές. Και ο στόλος του Τάσβεραλ δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο, ενώ το μοναδικό σοβαρό λιμάνι του ήταν η Τάσνερακ· οι υπόλοιπες ακτές του ήταν πολύ βραχώδεις και επικίνδυνες.

Η Βασνίτα ακούμπησε την πλάτη της στην πολυθρόνα και άναψε τσιγάρο μ’ένα σπίρτο. Αναρωτιόταν τι να γινόταν τώρα στη δυτική Βίηλ, στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ. Με την αναχώρηση των Ιεραρχών, δεν είχε καμία πληροφόρηση για το τι συνέβαινε εκεί. Δεν είχε κατασκόπους που να φτάνουν τόσο μακριά· κι επιπλέον, όλοι οι άνθρωποί της ήταν τώρα απασχολημένοι στα εδάφη της Ανατολικής Συμμαχίας και στις κατακτημένες περιοχές των Πριγκιπάτων Σάνκριλαμ και Κάνρελ. Επίσης, παρακολουθούσαν μήπως κανένας εχθρός ερχόταν από το Πέρασμα Ντόσβεκ. Το Πριγκιπάτο Ντόσβεκ δεν είχε ακόμα δηλώσει πως ήταν με τους επαναστάτες, αλλά ούτε τους είχε επιτεθεί. Τώρα, όμως, που τελειώνει ο χειμώνας, σκέφτηκε η Βασνίτα, δεν αποκλείεται κάποια στρατεύματα να έρθουν από το πέρασμα. Υπήρχαν Παντοκρατορικοί στο Ντόσβεκ· δεν είχαν φύγει. Ίσως να μετανιώσουμε το γεγονός ότι το έχουμε αγνοήσει ώς τώρα.

Ο επικοινωνιακός δίαυλος επάνω στο γραφείο της κουδούνισε. Η Βασνίτα φύσηξε καπνό απ’την άκρη του στόματός της και, με μια κουρασμένη κίνηση, πάτησε το κουμπί που ενεργοποιούσε το μηχάνημα.

«Ναι;» είπε.

«Συγνώμη που σ’ενοχλώ τέτοια ώρα, Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Νολτράκος, νυν Υπασπιστής της και πρώην εραστής της, γλυκομίλητος όπως πάντα.

«Δεν πειράζει. Δεν κοιμόμουν, εξάλλου.»

«Η Ανταρλίδα επέστρεψε. Και ο Τάμπριελ είναι μαζί της.»

Τ’ανάστημα των Κολοσσών! σκέφτηκε η Βασνίτα, κατάπληκτη. Ο Τζακ έλεγε, λοιπόν, την αλήθεια! Αλλά πώς…; Η Βασνίτα είχε δει τον Τάμπριελ νεκρό. Και μετά, οι μάγοι τον είχαν κάψει επάνω στον βωμό. Εγώ η ίδια έκανα την κηδεία!

«Βασνίτα;» Η φωνή του Νολτράκος, από τον δίαυλο.

«Είναι… είναι σίγουρα ο Τάμπριελ, Νολτράκος;»

«Εμένα έτσι μου φαίνεται, τουλάχιστον. Είναι ίδιος. Το ξέρω ότι μοιάζει παράλογο.»

«Κατεβαίνω να τους συναντήσω στην Αίθουσα του Θρόνου.»

«Εκεί είναι και σε περιμένουν.»

6.

Στέκονταν στο κέντρο της αίθουσας και μιλούσαν με τον Νολτράκος, τον Νίλφες Βάθμακ, και την Κελρίτ Βόρτεμαχ, όταν η Βασνίτα μπήκε από μια πλευρική πόρτα και οι φρουροί ανακοίνωσαν αμέσως την παρουσία της, λέγοντας μεγαλόφωνα: «Η Υψηλοτάτη, Βασνίτα Κάλνεραχ, Πριγκίπισσα του Νέλερβικ και Μεγαλοκυρά της Κοιλάδας των Ποταμών!» (Δεν υπήρχε λόγος για τόση φασαρία σχετικά με τον εαυτό της, πίστευε η Βασνίτα, αλλά αυτό ήταν το τυπικό της αυλής· και δεν μπορούσε να πει πως δεν την κολάκευε, βαθιά μέσα της.)

Στράφηκαν όλοι να την κοιτάξουν.

«Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ.

Ήταν ακριβώς όπως η Βασνίτα τον θυμόταν. Ψηλός όσο μπορεί να είναι ένας φυσιολογικός άντρας, πορφυρόδερμος, με άσπρα μακριά μαλλιά και μικρό γένι στο σαγόνι. Γκρίζα, ψυχρά μάτια. Εκείνο το ραβδί στο χέρι του, το οποίο είχε μια κόκκινη σφαίρα στην κορυφή.

«Δεν το πιστεύω…» είπε χαμηλόφωνα η Βασνίτα, πλησιάζοντάς τον.

«Δεν είστε η μόνη, Πριγκίπισσά μου,» τη διαβεβαίωσε η Κελρίτ, που κάποτε, όταν είχαν επιτεθεί στη Χαύδοραλ για να διώξουν τους Παντοκρατορικούς από εκεί, ήταν ναύαρχος του ανατολικού στόλου και είχε πολεμήσει κοντά στον Τάμπριελ και τους συντρόφους του.

«Πώς είναι δυνατόν;» ρώτησε η Βασνίτα, κοιτάζοντας μια τον Τάμπριελ μια την Ανταρλίδα. «Κάναμε την κηδεία σου, κανονικά,» είπε σ’εκείνον.

«Δώσατε το σώμα μου στο Φως, και το Φως το επέστρεψε.»

Η Βασνίτα συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή… κάποιος μάγος σε επανέφερε από τους νεκρούς; Μπορεί να γίνει τέτοιο πράγμα;»

«Δεν με επανέφερε κανένας μάγος, Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ. «Αναγεννήθηκα μέσα από το Φως.»

Η Βασνίτα δεν καταλάβαινε. «Και ο Τζακ…; Μας έλεγε ότι…» Τον αναζήτησε με το βλέμμα της, μα δεν τον είδε ανάμεσα στους Ιεράρχες, την Αλιζέτ, και την Ιλρίνα’νορ. «Πού είναι ο Τζακ;»

«Ήταν, τελικά, προδότης,» είπε η Ανταρλίδα.

«Προδότης; Αιχμάλωτός μας ήταν.»

«Η οντότητα μέσα του με ήθελε νεκρό,» είπε ο Τάμπριελ.

«Μα ήσουν νεκρός,» τόνισε η Βασνίτα.

«Όχι, όμως, με τέτοιο τρόπο ώστε να μη μπορώ να επιστρέψω. Η οντότητα μέσα στον Τζακ ήθελε να βεβαιωθεί ότι θα έμενα νεκρός.»

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα,» παραδέχτηκε η Βασνίτα, σαστισμένη.

«Θα σου τα εξηγήσουμε όλα, Πριγκίπισσά μου, όσο καλύτερα μπορούμε. Αλλά να περιμένεις ότι θα σε παραξενέψουν πολύ.»

«Είμαι ήδη παραξενεμένη, Άρχοντά μου.»

«Επίσης,» πρόσθεσε ο Τάμπριελ, «θα πρέπει να σου ζητήσω να μην πεις πουθενά τα όσα θα σου πω. Εξάλλου, ακόμα και να τα πεις, αποκλείεται κανένας να σε πιστέψει.»

«Δεν με εκπλήσσει.»

Ο Στρατηγός Νίλφες ρώτησε: «Εμείς δεν θα ακούσουμε αυτή την… απίθανη ιστορία, Άρχοντα Τάμπριελ;»

«Δεν υπάρχει λόγος, Στρατηγέ· δεν σας αφορά. Θα σας εξηγήσει η Πριγκίπισσα ό,τι η ίδια νομίζει.»

Ο Νίλφες Βάθμακ τον ατένισε συνοφρυωμένος: φανερά δυσαρεστημένος από την απάντησή του.

«Ο Ραφέλνες πού είναι, Υψηλοτάτη;» ρώτησε η Ανταρλίδα τη Βασνίτα.

«Στις νοτιοανατολικές ακτές του Κάνρελ, μαζί με τον Πρόμαχο Άτβος.»

«Ο Άτβος έχει πάει στο Κάνρελ;» πετάχτηκε η Ιλρίνα’νορ.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Βασνίτα. «Απ’όσο ξέρω, εκεί είναι. Πήγε πριν από τρεις ημέρες.»

«Έχουμε κατακτήσει περισσότερα εδάφη στο Κάνρελ;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Λίγο περισσότερα.»

Για να συνεχίσουν τη συζήτησή τους ανέβηκαν στα προσωπικά διαμερίσματα της Βασνίτα, γιατί εκείνη ήθελε τώρα να μάθει τι είχε συμβεί με τον Τάμπριελ, αλλά ο Τάμπριελ δεν ήθελε να μιλήσει γι’αυτό το θέμα εδώ, μέσα στην Αίθουσα του Θρόνου, όπου πάρα πολλοί μπορούσαν, πολύ εύκολα, να κρυφακούσουν.

Όταν είχαν καθίσει στις πολυθρόνες και στον καναπέ του καθιστικού των πριγκιπικών διαμερισμάτων, δύο υπηρέτριες έφεραν σε όλους ποτά και γλυκίσματα, προτού η Βασνίτα τις προστάξει να τους αφήσουν μόνους. Οι κοπέλες έφυγαν κλείνοντας διακριτικά την εξώπορτα των διαμερισμάτων.

«Πείτε μου, λοιπόν,» ζήτησε η Πριγκίπισσα του Νέλερβικ, νιώθοντας την περιέργειά της να βρίσκεται σε έξαψη. Δεν είχε ποτέ ξανά δει άνθρωπο να επιστρέφει από τους νεκρούς. Δεν είχε καν ακούσει για κάτι τέτοιο. Ούτε για τους Οδηγούς δεν λέγονταν τόσο ακραία πράγματα.

Ο Τάμπριελ ήπιε μια γουλιά από το κρασί του και, ύστερα, της είπε τα πάντα. Της μίλησε για τον Άζ’λεφκ· για την επίσκεψή του στην οικία των Οδηγών, στο Μεγάλο Σχίσμα· για την αλλαγή του σώματός του μέσω της δύναμης του Φωτός· για την επίθεση του Εραστή που κρυβόταν μέσα τον Τζακ’μορ Πολύχρωμο.

Η Βασνίτα άκουγε, κι όσο άκουγε τόσο πιο μπερδεμένη αισθανόταν. Προσπαθούσε να κάνει το μυαλό της να κατανοήσει όλες αυτές τις παράξενες αλήθειες αλλά το έβρισκε αδύνατο. Συνεχώς κάτι δεν ταίριαζε. Κάτι δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου, λογικό.

«Αν έρχονταν άλλοι να μου πουν τέτοια πράγματα, θα σκεφτόμουν ότι ή ήταν τρελοί ή προσπαθούσαν κάπως να με κοροϊδέψουν.»

«Κι εμείς το ίδιο θα σκεφτόμασταν, Υψηλοτάτη,» είπε η Αλιζέτ.

«Είναι, λοιπόν, αλήθεια όλα αυτά…»

«Από την αρχή ώς το τέλος, Υψηλοτάτη,» είπε η Ιλρίνα’νορ, «αν και, ομολογουμένως, ο Τάμπριελ τα ανέφερε περιληπτικά.» Τώρα πλέον, η όρασή της είχε επιστρέψει πλήρως, και δεν είχε κανένα πρόβλημα να βλέπει ακόμα και με χαμηλό φως.

«Σε ένα πράγμα έχεις απόλυτο δίκιο, Άρχοντά μου,» είπε η Βασνίτα στον Τάμπριελ: «δεν έχει νόημα να τα πούμε αυτά σε κανέναν άλλο. Κανένας δεν πρόκειται να τα πιστέψει.»

Ο Τάμπριελ ένευσε. Το περίμενε ότι η Πριγκίπισσα του Νέλερβικ θα το έβλεπε έτσι. Την είχε για λογική και έξυπνη γυναίκα. Και είναι καλή στα πολιτικά θέματα, παρότι η ίδια μπορεί να δυσανασχετεί πολλές φορές. «Θα πρέπει, όμως, με κάποιον τρόπο, να δικαιολογήσουμε το γεγονός ότι επέστρεψα από τους νεκρούς, Πριγκίπισσά μου.»

«Κι έχεις κάτι να προτείνεις;»

«Θα ήθελα πρώτα να μάθω τι θα μου πρότεινες εσύ.»

Η Βασνίτα το σκέφτηκε για λίγο, ακουμπώντας το σαγόνι στα πλεγμένα μακριά δάχτυλα των χεριών της. Τελικά είπε: «Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι κάψαμε ένα καλοφτιαγμένο ομοίωμα, περιμένοντας να δούμε ποια θα ήταν η αντίδραση των Παντοκρατορικών.»

«Ποια θα μπορούσε να είναι η αντίδραση των Παντοκρατορικών σε κάτι τέτοιο;» απόρησε ο Όρνιφιμ.

«Όχι,» είπε η Βασνίτα· «ξεχάστε το. Θα υποστηρίξουμε κάτι διαφορετικό. Θα πούμε ότι κάψαμε ένα ομοίωμα επειδή φοβόμασταν πως υπήρχε κάποιο σχέδιο για να δολοφονήσουν τον Τάμπριελ. Ανησυχήσαμε ύστερα από εκείνη την πρώτη απόπειρα δολοφονίας – κατά την οποία ο Τάμπριελ τραυματίστηκε – και πήραμε τα μέτρα μας. Τώρα, όμως, που πέρασε αρκετός καιρός, ο Τάμπριελ μπορούσε να εμφανιστεί και πάλι.»

«Άψογο,» είπε ο Τάμπριελ. Και κοίταξε τους υπόλοιπους, ερωτηματικά.

«Συμφωνώ,» ένευσε η Ανταρλίδα.

«Δε νομίζω ότι θα βρούμε τίποτα καλύτερο,» είπε η Αλιζέτ.

«Μοιάζει καλή λύση,» είπε ο Αρκαλόν, «και λογική.»

«Αυτό,» τόνισε η Βασνίτα, «θα το πούμε στους ευγενείς και στους στρατιωτικούς – στους ανθρώπους, δηλαδή, που πρέπει να εξηγήσουμε κάποια πράγματα. Στον λαό και στον στρατό μπορούμε να ανακοινώσουμε κάτι τελείως διαφορετικό…»

«Όπως;» ρώτησε ο Τάμπριελ, ενώ η Ανταρλίδα αναρωτιόταν ποιος ο λόγος να περιπλέκουν το θέμα. Δεν ήταν καλύτερα να το κρατήσουν ξεκάθαρο για όλους;

«Ότι αναστήθηκες,» αποκρίθηκε η Βασνίτα.

«Μα αυτό ακριβώς δεν είναι που θέλουμε να αποφύγουμε να πούμε;» απόρησε η Ανταρλίδα. Ήταν δυνατόν η Πριγκίπισσα να προτείνει δύο αντιφατικά πράγματα;

Η Βασνίτα χαμογέλασε. «Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πρόκειται να πιστέψουν ότι ο Τάμπριελ επέστρεψε από τους νεκρούς – και είναι αδύνατο να τους εξηγήσουμε πώς συνέβη. Δεν πρόκειται να το καταλάβουν. Όμως υπάρχουν και άνθρωποι που, αναμφίβολα, θα θέλουν ο παράξενος κοκκινόδερμος μάγος της Επανάστασης να έχει αναστηθεί. Εμείς δεν θα υποστηρίξουμε, σε καμία σοβαρή συζήτηση, ότι όντως αυτό συνέβη· αλλά θα το χρησιμοποιήσουμε για να εμψυχώσουμε τον στρατό μας. Ακόμα κι αν οι πολεμιστές μας δεν πιστέψουν κατά βάθος ότι ο Τάμπριελ επέστρεψε από τους νεκρούς, θα πείσουν τον εαυτό τους πως είναι πραγματικότητα, για να τους βοηθήσει στον αγώνα που δίνουν και για να τρομοκρατήσουν τους Παντοκρατορικούς.»

«Όσο ο καιρός περνά τόσο περισσότερο θαυμάζω την πολιτική σου ικανότητα, Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ, ειλικρινά.

Η Βασνίτα χαμογέλασε πάλι. «Μια έμπνευση της στιγμής ήταν, μόνο. Μπορεί να μην είναι και τόσο καλή στρατηγική, τελικά,» είπε μετριοφρόνως.

«Κι όμως, νομίζω πως πρόκειται για άψογη στρατηγική,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. Και κοίταξε τον Αρκαλόν, ο οποίος στη διάστασή του, τη Νόρχακ, είχε κάποτε πολιτική θέση.

«Συγγραφέας είναι, τι περιμένεις;» είπε ο Ιεράρχης, αναφερόμενος στη Βασνίτα. «Κρύβει την αλήθεια πίσω από ένα λογικό ψέμα και μια παράλογη μερική αλήθεια που πλασάρει ως προπαγάνδα. Και, ναι, συμφωνώ ότι είναι άψογη στρατηγική.»

Απολλώνια

1.

Ο Στρατηγός Δομίνικος Εύηχος απέσυρε το Κάλεσμα προς τον Δούκα Κωνστάντιο της Γλαυκόπολης, και η Αθηνά κι η Νικίτα ώθησαν τον επίδοξο δολοφόνο του Οδυσσέα στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας, όπου και τον έβαλαν να καθίσει σε μια πολυθρόνα ενώ τον σημάδευαν με πιστόλια.

Ο Οδυσσέας τον ατένισε παρατηρητικά. Ήταν ένας άντρας με λευκό-ροζ δέρμα και ξυρισμένο κεφάλι. Δεν του θύμιζε κάτι· δεν νόμιζε ότι τον είχε ξανασυναντήσει στην Απολλώνια ή σε οποιαδήποτε άλλη διάσταση. «Τραυματίστε τον: ελαφριά αλλά όχι επιπόλαια,» ζήτησε.

Η Αριάδνη’ταρ τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη μπότα της και σπάθισε τον αιχμάλωτο στο αριστερό μπράτσο, σχίζοντας τη μαύρη ενδυμασία του και το δέρμα από κάτω.

Αίμα έτρεξε.

Ο Οδυσσέας ένευσε. «Δεν είναι Δημιούργημα, λοιπόν.»

Ο Δούκας Κωνστάντιος τον κοίταξε ερωτηματικά. «‘Δημιούργημα’, Πρόμαχε;»

«Δεν έχετε ακούσει για τα Δημιουργήματα της Παντοκράτειρας, Δούκα μου;»

«Ναι, αλλά δεν έχω ποτέ δει κάποιο.»

«Τα Δημιουργήματα δεν αιμορραγούν,» εξήγησε ο Οδυσσέας. «Το παρατηρείς όταν τους κάνεις ένα τραύμα μετρίου μεγέθους. Από τις γρατσουνιές δεν μπορείς να το δεις.»

«Μάλιστα,» είπε ο Κωνστάντιος.

Ο Δομίνικος ακόμα ατένιζε συλλογισμένα – αν όχι εχθρικά – τον Δούκα της Γλαυκόπολης.

Ο Οδυσσέας ρώτησε τον αιχμάλωτο: «Ποιος σ’έστειλε;»

«Θα μ’αφήσεις να φύγω, Πρόμαχε, αν σου απαντήσω;» είπε εκείνος, αρκετά ψύχραιμα δεδομένης της κατάστασης. Η φωνή του ήταν βραχνή, όπως εκείνων των καπνιστών που καπνίζουν πιο πολύ από την Ιωάννα τη Μαύρη Δράκαινα.

«Μπορεί να το σκεφτώ να μη σε σκοτώσω,» του απάντησε ο Οδυσσέας.

«Ο Συνταγματάρχης Κλεάνθης Νιρλέμβω έδωσε τη διαταγή.»

«Αυτό το καθίκι…» μούγκρισε ο Δομίνικος Εύηχος. Και ρώτησε τον αιχμάλωτο: «Κι ο Δούκας; Ήταν μέσα στο κόλπο;» Κοίταζε τον Κωνστάντιο με τις άκριες των ματιών του. Το χέρι του ήταν στη λαβή του σπαθιού στη ζώνη του, έτοιμος πάλι να το τραβήξει απ’το θηκάρι.

«Ο Δούκας;» είπε ο αιχμάλωτος. «Όχι, ο Δούκας δεν ήξερε. Ή, αν ήξερε, δεν το έχω πληροφορηθεί.»

«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!» αναφώνησε ο Κωνστάντιος. «Φυσικά και δεν ήξερα τίποτα! Δεν έκανα ποτέ σχέδια μαζί με τους Παντοκρατορικούς που βρίσκονταν εδώ. Δεν με άφηναν να είμαι κοντά όταν κατέστρωναν σχέδια!»

Στον Οδυσσέα ο Δούκας της Γλαυκόπολης έμοιαζε ειλικρινής. Ο Δομίνικος Εύηχος, όμως, φαινόταν να έχει τις αμφιβολίες του, αν και δεν μιλούσε, ούτε είχε ξανατραβήξει το σπαθί του για να επαναλάβει το Κάλεσμα.

Ο Πρόμαχος ρώτησε τον αιχμάλωτο: «Ποιο είναι το όνομά σου;»

«Νικόλαος Πολύγλωσσος.»

«Από την Υπερυδάτια κατάγεσαι;»

«Ναι.»

«Πού είχες κρυφτεί μέσα στο παλάτι για να μας περιμένεις;»

«Στον κήπο ήμουν. Ο Δούκας δεν είχε προλάβει να ασφαλίσει ακόμα όλα τα μέρη· ο Ταγματάρχης Κάλρηχ μόλις έφυγε.»

«Ο Ταγματάρχης Κάλρηχ;»

Ο Κωνστάντιος είπε πριν από τον αιχμάλωτο: «Ο διοικητής των Παντοκρατορικών δυνάμεων της Γλαυκόπολης, Πρόμαχε. Ταγματάρχης Κάδμος Κάλρηχ.»

Ο Οδυσσέας ρώτησε τον Νικόλαο: «Εσύ με ποιον ήσουν αρχικά; Μ’αυτόν, ή με τον Συνταγματάρχη Νιρλέμβω;»

«Με τον Ταγματάρχη Κάλρηχ ήμουν. Με είχε εδώ μήπως χρειαζόταν καμια… ειδική δουλειά στη Γλαυκόπολη.»

«Δολοφονία, σα να λέμε.»

Ο Νικόλαος κατένευσε.

«Δεν καταλαβαίνω το εξής,» του είπε ο Δομίνικος: «πώς σκόπευες να φύγεις από εδώ αφότου σκότωνες τον Πρόμαχο;»

«Η αποστολή μου ήταν να δολοφονήσω και αυτόν και εσένα, Στρατηγέ,» του είπε ο Νικόλαος. «Θα σας πυροβολούσα τον έναν μετά τον άλλο, απανωτά.»

«Και μετά, πώς σκόπευες να φύγεις;» επέμεινε ο Δομίνικος.

«Σας είπα: ο Δούκας δεν έχει ακόμα ασφαλίσει το παλάτι τόσο καλά όσο πιστεύει.»

Ο Οδυσσέας τον άρπαξε, με το ένα χέρι, από το πέτο της κατάμαυρης ενδυμασίας του. «Θες να πεις ότι κρύβονται κι άλλοι Παντοκρατορικοί μες στο παλάτι;»

2.

Εισέβαλαν οπλισμένοι στα δωμάτια που ο Νικόλαος μαρτύρησε ότι κρύβονταν οι Παντοκρατορικοί σύμμαχοί του. Ο Ευθύπορος κλότσησε την πρώτη πόρτα και τινάχτηκε στο πλάι, ενώ κρατούσε υψωμένο το τουφέκι του. Ο Φέτανιρ ήταν γονατισμένος παραδίπλα, βαστώντας ένα πιστόλι. Η Νικίτα στεκόταν από πάνω του, με το τουφέκι της έτοιμο. Η Αθηνά ήταν από την άλλη μεριά, μαζί με την Αριάδνη’ταρ, έχοντας πιστόλια στα χέρια κι οι δύο. Ο Οδυσσέας, ο Δομίνικος, και οι τρεις Απολλώνιοι μαχητές που είχαν πάρει μαζί τους από το στρατόπεδο στέκονταν λιγάκι πιο πίσω. Και ακόμα πιο πίσω ήταν ο Δούκας Κωνστάντιος, η Ανθυπολοχαγός Λουκιλία Αντίπλευρη, και κάποιοι άλλοι – όλοι με όπλα στα χέρια.

Πίσω από την πόρτα που κλότσησε ο Ευθύπορος αποκαλύφθηκε ένα άδειο δωμάτιο.

«Έξω!» φώναξε η Νικίτα. «Χωρίς όπλα και με τα χέρια σας ψηλά!»

Κανένας δεν αποκρίθηκε, και κανένας δεν πλησίασε.

Η Νικίτα και η Αθηνά μπήκαν πρώτες. Η Αριάδνη’ταρ, ο Ευθύπορος, και ο Φέτανιρ τις ακολούθησαν. Ο Οδυσσέας και ο Δομίνικος ήρθαν μετά, κάνοντας νόημα στους υπόλοιπους να μείνουν πίσω. Πήγαν στο ένα δωμάτιο μετά το άλλο, καλύπτοντας τους εαυτούς τους στο πλάι πορτών και στρέφοντας τις κάννες των όπλων τους πρώτα προς τις γωνίες.

Κανένας δεν βρισκόταν εδώ, όμως. Και ο Οδυσσέας παρατήρησε ότι τα δωμάτια έμοιαζαν βιαστικά εγκαταλειμμένα. Κάποιοι, λοιπόν, ήταν εδώ, πολύ πρόσφατα. Και έφυγαν άρον-άρον.

Ο Πρόμαχος πλησίασε τον Δούκα Κωνστάντιο και είπε: «Προστάξτε να μην αφήσουν κανέναν να βγει από το παλάτι, Υψηλότατε!»

Ο Κωνστάντιος στράφηκε στην Ανθυπολοχαγό Αντίπλευρη, κάνοντάς της νόημα να υπακούσει. Η Λουκιλία πήρε τον πομπό από τη ζώνη της και, ενεργοποιώντας τον, έδωσε τη διαταγή που είχε προτείνει ο Οδυσσέας.

Ένας φρουρός τής απάντησε, και τα λόγια του τα άκουσαν, από το μεγάφωνο του πομπού, όλοι όσοι βρίσκονταν κοντά της: «Κάποιοι μόλις βγήκαν, Ανθυπολοχαγέ, μ’ένα τετράκυκλο όχημα.»

«Ποιοι;»

«Δε ρωτήσαμε. Ένας άντρας μάς έκανε νόημα, από τη θέση του οδηγού, ν’ανοίξουμε την πύλη του κήπου και την ανοίξαμε.»

«Εντάξει,» είπε η Λουκιλία και έκλεισε τον πομπό.

«Αυτοί ήταν,» είπε ο Κωνστάντιος, κοιτάζοντας τον Οδυσσέα.

«Πολύ το φοβάμαι, Δούκα μου.»

«Μπορούμε να τους κυνηγήσουμε,» προθυμοποιήθηκε η Νικίτα.

«Από τον αέρα,» είπε ο Οδυσσέας. «Θέλω μόνο να μάθω πού θα πάνε.»

«Εκτός αν ο Δούκας μάς δώσει κάποιο αεροσκάφος, πρέπει να επιστρέψουμε στο στρατόπεδο για να πάρουμε από εκεί ένα,» αποκρίθηκε η Αθηνά.

«Έχω ένα ελικόπτερο εδώ, στο παλάτι,» είπε ο Κωνστάντιος.

«Ίσως, όμως, να μην ήταν καλή ιδέα να στείλουμε τις Μαύρες Δράκαινες μακριά μας,» είπε ο Δομίνικος στον Οδυσσέα.

Ακόμα υποπτεύεται τον Δούκα. «Στρατηγέ…» Και ίσως να έχει κάποιο δίκιο…

«Μπορώ να πάω εγώ, Πρόμαχε,» προθυμοποιήθηκε ο Φέτανιρ, «μαζί με δύο ακόμα.» Κοίταξε τους τρεις Απολλώνιους μαχητές από το στράτευμα.

«Κανένας σας δεν ξέρει να πιλοτάρει.»

«Θα πιλοτάρω εγώ, αν μου το επιτρέψει ο Δούκας.»

Ο Οδυσσέας στράφηκε για να δει την Ανθυπολοχαγό Λουκιλία Αντίπλευρη. Ύστερα κοίταξε τον Κωνστάντιο.

«Δεν έχω πρόβλημα,» δήλωσε εκείνος. «Κι ελπίζω αυτό να σας πείσει ότι είμαι υπέρ της Επανάστασης,» πρόσθεσε, ρίχνοντας ένα έντονο βλέμμα στον Δομίνικο Εύηχο, ο οποίος τον αγνόησε.

Ο Οδυσσέας είπε στον Φέτανιρ: «Πηγαίνετε.

»Εσύ κι εσύ,» κοίταξε δύο από τους τρεις Απολλώνιους μαχητές, «μαζί του.»

«Μάλιστα, Πρόμαχε.»

«Θα σας οδηγήσω στο ελικόπτερο,» τους είπε η Λουκιλία, και την ακολούθησαν, φεύγοντας.

«Πρόμαχε,» ρώτησε η Αθηνά, «να ερευνήσουμε τα δωμάτια;»

Ο Οδυσσέας ένευσε. «Ναι.»

Η Αθηνά, η Νικίτα, και η Αριάδνη’ταρ έπιασαν δουλειά. Η τελευταία χρησιμοποίησε κάποια ξόρκια, υποτονθορύζοντας λόγια και κάνοντας μικρές χειρονομίες με τα δάχτυλά της. Οι υπόλοιποι περίμεναν.

Ο Δούκας Κωνστάντιος είπε: «Οφείλω να σου ζητήσω συγνώμη για τούτο το επεισόδιο, Πρόμαχε. Αν γνώριζα για την ύπαρξη αυτών των πρακτόρων εδώ…. Και δεν το συζητάω καν αν γνώριζα για το σχέδιό τους να σε δολοφονήσουν…»

Ο Δομίνικος ρώτησε, κάπως απότομα, προτού ο Οδυσσέας προλάβει ν’απαντήσει στον Κωνστάντιο: «Θέλετε να μας εξηγήσετε, Δούκα μου, πώς είναι δυνατόν η κυρία Αντίπλευρη να είναι ανθυπολοχαγός του Απολλώνιου Στρατού ενώ βρισκόσασταν υπό Παντοκρατορική Κατοχή τόσα χρόνια; Αν δεν κάνω λάθος για την ηλικία της, είναι αδύνατον να ήταν στον Απολλώνιο Στρατό προτού έρθουν οι Παντοκρατορικοί εδώ.»

«Προτού;» είπε ο Κωνστάντιος. «Η Λουκιλία ήταν τότε κοριτσάκι, Στρατηγέ, κι εγώ νεαρός.»

«Το παραδέχεστε, λοιπόν!»

«Φυσικά.»

«Τι συμβαίνει, τότε, Δούκα μου; Πώς η κυρία Αντίπλευρη είναι, ξαφνικά, ανθυπολοχαγός;»

«Όσο βρισκόμασταν υπό Παντοκρατορική Κατοχή, Στρατηγέ, έπρεπε να πάρουμε κάποια μέτρα για την προσωπική μας προστασία. Οι Παντοκρατορικοί, ασφαλώς, δεν μας άφηναν να έχουμε τακτικό στρατό, όμως δεν μπορούσαν να αρνηθούν στον Δούκα της Γλαυκόπολης – στον πατέρα μου, τότε – μια προσωπική φρουρά. Την προσωπική φρουρά αυτή ο πατέρας μου την οργάνωσε ο ίδιος, από ανθρώπους που θεωρούσε πιστούς. Ανάμεσα σ’αυτούς ήταν κι η Λουκιλία. Όταν οι Παντοκρατορικοί εγκατέλειψαν τη Γλαυκόπολη, και έπρεπε να αναθέσω σε κάποιους ανθρώπους την περιφρούρησή της, έδωσα τίτλους αξιωματικών σε ορισμένους από τους ανθρώπους της προσωπικής φρουράς μου.»

«Η οποία πόσο μεγάλη είναι, Δούκα μου;» ρώτησε ο Δομίνικος, δείχνοντας σκεπτικός.

«Είκοσι-τέσσερα άτομα. Οι Παντοκρατορικοί δεν επέτρεπαν περισσότερους.»

Ο Δομίνικος ένευσε, μοιάζοντας ικανοποιημένος από τις απαντήσεις του Κωνστάντιου.

«Ο πατέρας σας πώς πέθανε, αν επιτρέπεται, Δούκα μου;» ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Αρρώστησε, δυστυχώς,» αποκρίθηκε ο Κωνστάντιος. «Αισθητηριακή νέκρωση.»

«Μα τον Απόλλωνα… Λυπάμαι, Δούκα μου.» Ο Οδυσσέας ήξερε ότι η αισθητηριακή νέκρωση ήταν μια πολύ άσχημη ασθένεια. Ο ασθενής έχανε, σταδιακά, όλες του τις αισθήσεις, ώσπου πέθαινε. Σπανίως θεραπευόταν.

Ο Κωνστάντιος αναστέναξε, βλεφαρίζοντας πίσω απ’τα γυαλιά του με τον επάργυρο σκελετό. «Αποφάσισε ο ίδιος να δώσει τέλος στη ζωή του προτού η ασθένεια φτάσει σε προχωρημένο στάδιο.»

Ο Οδυσσέας καταλάβαινε τον Δούκα Ευγένιο, κι έβλεπε πως κι ο Κωνστάντιος μάλλον συμφωνούσε με την ενέργεια του πατέρα του.

«Πριν από δύο χρόνια συνέβη,» συνέχισε ο νέος Δούκας της Γλαυκόπολης. «Κρίμα που δεν πρόλαβε να δει την πόλη του ελεύθερη, Πρόμαχε.»

«Είμαι βέβαιος ότι εκεί όπου βρίσκεται το ξέρει πως η Γλαυκόπολη ανήκει ξανά στο Βασίλειο της Απολλώνιας, Δούκα μου.»

«Το εύχομαι.»

3.

Η ανθυπολοχαγός δεν ήταν καθόλου κακή πιλότος, συμπέρανε ο Φέτανιρ καθώς πετούσαν πάνω από τη Γλαυκόπολη μέσα στη νύχτα.

«Αν πήγαν να κρυφτούν κάπου μέσα στην πόλη, αποκλείεται να τους βρούμε,» είπε η Λουκιλία. «Ας κοιτάξουμε, λοιπόν, προς τις άκριες, και πρώτα προς τα βόρεια. Συμφωνείς;» ρώτησε τον Φέτανιρ, ο οποίος καθόταν δίπλα της.

«Ναι.» Πράγματι, αν είχαν καταχωνιαστεί κάπου μέσα στην πόλη, θα ήταν αδύνατο να τους εντοπίσουν. Στην ύπαιθρο, όμως, αν το όχημά τους ταξίδευε, θα το έβλεπαν πολύ εύκολα από τον αέρα.

Η Λουκιλία οδήγησε το ελικόπτερο προς τα βόρεια, αφήνοντας την πόλη πίσω της.

«Γιατί δεν ανάβεις τον προβολέα μας;» τη ρώτησε ο Φέτανιρ.

«Για λόγους ασφάλειας. Καλύτερα να μη μας δουν να τους ακολουθούμε. Επιπλέον, προς τα εδώ υποχώρησε το Παντοκρατορικό στράτευμα.»

«Φοβάσαι ότι ίσως να μας καταρρίψουν;»

«Δεν αποκλείεται. Αναλόγως πόσο μακριά έχουν φτάσει.»

Ο Φέτανιρ πήρε ένα ζευγάρι κιάλια και κοίταξε κάτω. Δεν μπορούσε να διακρίνει κανένα όχημα να βγαίνει από τη Γλαυκόπολη για να τρέξει ανάμεσα στους αγρούς βόρειά της. Μόνο έναν μοναχικό καβαλάρη είδε, ο οποίος πήγαινε προς ένα υποστατικό.

«Δεν τους βλέπω,» είπε.

Οι δύο Απολλώνιοι στρατιώτες, που κάθονταν πίσω από τη Λουκιλία και τον Φέτανιρ, κοίταζαν κι αυτοί με κιάλια. Ο ένας είπε: «Ούτε εγώ τούς βλέπω προς τ’ανατολικά.» Κι ο άλλος: «Ούτε προς τα δυτικά. Κι αν ήταν μέσα σε όχημα, σίγουρα θα είχαν τα φώτα τους αναμμένα, αλλιώς αποκλείεται να μπορούσαν να οδηγήσουν.»

«Ναι, μάλλον,» αποκρίθηκε ο Φέτανιρ. «Εκτός αν φοβόνταν ότι θα τους κυνηγήσουμε. Πράγμα πολύ πιθανό, δε νομίζετε;»

«Αν δεν έχουν αναμμένα τα φώτα τους,» είπε η Λουκιλία, «θάναι πολύ δύσκολο να τους βρούμε.»

«Θα είναι,» τη διαβεβαίωσε ο Φέτανιρ. «Πέτα λίγο προς τ’ανατολικά.»

Η ανθυπολοχαγός το έκανε, αλλά ακόμα ο Φέτανιρ δεν μπορούσε να εντοπίσει κανέναν με τα κιάλια του. Τα κατέβασε, λέγοντας: «Στην πόλη πρέπει ν’αποφάσισαν να κρυφτούν. Εγώ αυτό θα έκανα στη θέση τους. Θα κρυβόμουν μες στη Γλαυκόπολη και θα περίμενα να φύγω κάποια στιγμή που δεν θα φαινόταν ύποπτο.»

«Μπορούμε, τότε, να ψάξουμε να βρούμε το όχημά τους,» είπε η Λουκιλία. «Αφού έφυγε απ’τον χώρο στάθμευσης του παλατιού, είναι γνωστό.»

«Θα το παράτησαν σε κάποιο άσχετο σημείο, κατά πάσα πιθανότητα. Αλλά ας το ψάξουμε. Δε χάνουμε τίποτα.»

Η Λουκιλία πιλόταρε το ελικόπτερο προς το δούκικο παλάτι ξανά.

4.

«Πού μπορεί να πήγαν οι φίλοι σου;» ρώτησε ο Οδυσσέας τον Νικόλαο Πολύγλωσσο, ο οποίος καθόταν σε μια καρέκλα στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού, με τα χέρια δεμένα πίσω απ’την πλάτη. Η Νικίτα, η Αθηνά, και η Αριάδνη’ταρ δεν είχαν βρει κανένα χρήσιμο στοιχείο ύστερα από την έρευνα στα δωμάτια των Παντοκρατορικών· και ο Φέτανιρ κι η Λουκιλία δεν είχαν επιστρέψει ακόμα.

«Δεν ξέρω,» είπε ο Νικόλαος. «Ίσως να έφυγαν απ’την πόλη, ίσως να έμειναν και να κρύφτηκαν…»

«Κάνε μια υπόθεση, τουλάχιστον,» τον πίεσε η Νικίτα, στεκόμενη πίσω του σαν απειλητική σκιά. Τράβηξε το ξιφίδιο από τη ζώνη της.

Ο Νικόλαος ρουθούνισε. «Τι θέλετε να σας πω – μαλακίες; Δεν ξέρω! Ξέρω μόνο ότι πήγαιναν κάπου-κάπου σε κανένα μπαρ–»

«Σαν αυτό;» Η Αθηνά τράβηξε μια κάρτα από μια δερμάτινη θήκη, στην οποία είχαν μαζέψει ό,τι τους είχε φανεί ελαφρώς ενδιαφέρον από τα δωμάτια των Παντοκρατορικών.

«Ναι,» απάντησε ο Νικόλαος, όταν η μαυρόδερμη Μαύρη Δράκαινα τού έδειξε την κάρτα από κοντά. «Αλλά δε νομίζω να πήγαν εκεί τώρα. Ούτε είχαν κανέναν συγγενή εδώ. Κάποιες σχέσεις είχαν μόνο, αλλά αποκλείεται να πήγαν να κρυφτούν στα σπίτια τους. Το πιο πιθανό είναι να έφυγαν απ’την πόλη.»

Ο Οδυσσέας έκανε νόημα στη Νικίτα να θηκαρώσει το ξιφίδιό της.

«Μη βιάζεσαι, Πρόμαχε,» είπε εκείνη, σέρνοντας τη λεπίδα στο πλάι του λαιμού του Νικόλαου, ο οποίος έμεινε ακίνητος χωρίς να μοιάζει περισσότερο φοβισμένος από πριν.

«Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σας πω,» δήλωσε. «Αν εκτίμησες τη συνεργασία μου, Πρόμαχε–»

«Δεν τελειώσαμε μαζί σου,» τον διέκοψε η Νικίτα, χωρίς να φωνάζει αλλά με φωνή κοφτερή σαν το ξιφίδιό της. «Μπορείς να μας πεις κι άλλα. Όπως πού σκοπεύατε να πάτε εσύ κι οι φίλοι σου ύστερα από τη δολοφονία του Προμάχου;»

«Στο στράτευμα, πού άλλου;»

«Το οποίο πού βρίσκεται;»

«Βόρεια της Γλαυκόπολης. Κι ο Δούκας μπορεί να σας το απαντήσει αυτό.»

«Πού ακριβώς;» επέμεινε η Νικίτα.

«Στα εκατό χιλιόμετρα είχαμε πει να συναντηθούμε. Θα πηγαίναμε εκεί με ενεργοκίνητο όχημα, φυσικά. Τώρα, όμως, αν ο ταγματάρχης δει ότι δεν ερχόμαστε ώς την αυγή, θα φύγει. Δε θα κάτσει να μας περιμένει· μας το είχε πει.»

«Ας υποθέσουμε ότι δεν σας είχαμε πιάσει αλλά είχατε απλά αργήσει. Τι θα κάνατε;»

«Θα προσπαθούσαμε να φτάσουμε στα Παλιά Κάστρα και, μετά, στη Βολιρία μάλλον.»

«Στα Παλιά Κάστρα;» είπε ο Οδυσσέας. Απείχαν πάνω από χίλια-εξακόσια χιλιόμετρα από τη Γλαυκόπολη, αν δεν έκανε λάθος· και, για να φτάσει κανείς εκεί, έπρεπε να περάσει από τους Δασότοπους του Βορέα. «Μέσα στο όχημα; Θα σας έφταναν τα καύσιμα;»

«Μάλλον όχι, αν δεν είχαμε εξοπλιστεί. Πάντως, κάπως, θα έπρεπε να πάμε στα Παλιά Κάστρα.»

«Ποια είναι η κατάσταση εκεί;» τον ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Οι κάτοικοί τους είναι πιο… συνεργάσιμοι από εσάς τους υπόλοιπους Απολλώνιους,» είπε ο Νικόλαος.

«Τι σημαίνει αυτό; Παραδόθηκαν αμέσως;»

«Απ’ό,τι ξέρω, ναι. Δεν ήμουν εδώ τότε, Πρόμαχε. Έχουν, όμως, καλές σχέσεις με τους πράκτορες της Παντοκράτειρας και με τους στρατιωτικούς.»

Για λόγους επιβίωσης μάλλον, σκέφτηκε ο Οδυσσέας. Αν και γνώριζε ελάχιστα για τους Βορεάδες, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν ένας λαός που θα χαιρόταν να είναι υποτελής.

Ο Φέτανιρ, η Λουκιλία, και οι δύο Απολλώνιοι μαχητές ήρθαν μετά από λίγο στη μεγάλη αίθουσα. Και η ανθυπολοχαγός είπε στον Κωνστάντιο: «Δεν τους βρήκαμε, Δούκα μου. Το όχημά τους δεν φαινόταν πουθενά στα περίχωρα της πόλης.»

«Υπάρχει η περίπτωση να μην είχαν ανάψει τους προβολείς τους,» εξήγησε ο Φέτανιρ, «αν κι αυτό είναι λιγάκι ριψοκίνδυνο μες στη νύχτα. Εκείνο που, προσωπικά, πιστεύω είναι ότι κρύφτηκαν κάπου στην πόλη, περιμένοντας να φύγουν το πρωί, αναμιγμένοι με τον πολύ κόσμο.»

«Αυτό είναι το πιθανότερο,» συμφώνησε ο Οδυσσέας.

«Τι λες κι εσύ;» Η Νικίτα έτριψε πάλι τη λεπίδα της στο πλάι του λαιμού του Νικόλαου.

«Μάλλον έτσι είναι.»

Η Λουκιλία είπε: «Σκεφτόμαστε να ψάξουμε για το όχημα που πήραν από το παλάτι. Αν και ο Φέτανιρ νομίζει πως, λογικά, θα το έχουν αφήσει σε κάποιο τυχαίο σημείο της πόλης. Και συμφωνώ μαζί του.»

«Παρ’όλ’αυτά,» είπε ο Οδυσσέας, «ψάξτε γι’αυτό.»

Η Λουκιλία ένευσε. Το ίδιο κι ο Φέτανιρ.

Ο Δούκας Κωνστάντιος συμφώνησε.

Ο Δομίνικος Εύηχος είπε στον Οδυσσέα: «Καλό θα ήταν εμείς να επιστρέψουμε στο στρατόπεδο, Πρόμαχε. Για λόγους ασφάλειας, αν μη τι άλλο. Οι άνθρωποι του Δούκα μπορούν, νομίζω, να εντοπίσουν το όχημα και μόνοι τους.»

«Αν θέλεις, είσαι ελεύθερος να επιστρέψεις, Στρατηγέ. Για την ακρίβεια, θα το πρότεινα. Εγώ, όμως, και οι Δράκαινες θα μείνουμε. Ξέρουμε πώς να αντιμετωπίζουμε πράκτορες της Παντοκράτειρας.»

«Κι εγώ θα μείνω, Πρόμαχε,» δήλωσε ο Φέτανιρ.

Ο Οδυσσέας δεν έφερε αντίρρηση.

Ο Δομίνικος είπε: «Όπως επιθυμείς. Αλλά να προσέχεις. Σίγουρα, αυτή η πόλη κρύβει ακόμα κινδύνους.»

«Είμαι συνηθισμένος στους κινδύνους,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. Κι έδωσε το χέρι του στον Στρατηγό.

Ο Δομίνικος Εύηχος αντάλλαξε μια χειραψία με τον Πρόμαχο της Επανάστασης, κι ύστερα έφυγε μαζί με τους τρεις Απολλώνιους μαχητές και τον Ευθύπορο. Ο τελευταίος προτού αποχωρήσει έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Οδυσσέα (Να πάω;) κι εκείνος έγνεψε καταφατικά (Να πας).

5.

Μέχρι το πρωί, είχαν εντοπίσει το όχημα που πάρθηκε από το παλάτι. Δύο ώρες πριν από την αυγή, οι άνθρωποι του Δούκα το βρήκαν σ’έναν δρόμο στο κέντρο της πόλης. Κανένα σημάδι δεν υπήρχε, όμως, από αυτούς που το είχαν κλέψει. Η Νικίτα, η Αριάδνη’ταρ, και η Αθηνά πήγαν να ερευνήσουν μαζί με τον Φέτανιρ και την Ανθυπολοχαγό Λουκιλία Αντίπλευρη, αλλά τίποτα το ενδιαφέρον δεν ανακάλυψαν. Ρώτησαν και μερικούς ανθρώπους των γύρο πολυκατοικιών, μα εκείνοι τούς απάντησαν ότι δεν είχαν προσέξει κάτι το παράξενο.

«Χάνουμε τον χρόνο μας,» είπε ο Φέτανιρ, καθώς επέστρεφαν προς το παλάτι καβαλώντας άλογα και ένα Σερπετό. Η Λουκιλία ήταν επάνω στο τελευταίο, κι έμοιαζε εκείνη συνηθισμένη σ’αυτό κι αυτό συνηθισμένο σ’εκείνη. «Δεν πρόκειται να τους βρούμε. Μπορεί, τούτη τη στιγμή, να είναι οπουδήποτε μέσα ή έξω από την πόλη. Τρεις ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα το αξιοσημείωτο επάνω τους δεν είναι εύκολο να τους εντοπίσεις σ’ένα τέτοιο περιβάλλον, ειδικά αν προσπαθούν να μην εντοπιστούν.»

«Δεν έχεις άδικο,» του είπε Αθηνά. «Και μάλλον ούτε νόημα έχει να συνεχίσουμε να τους κυνηγάμε. Ακόμα κι αν τους πιάσουμε, τι θα γίνει; Δεν έχουν τίποτα να μας πουν. Το όλο θέμα ήταν μήπως μας οδηγήσουν σε καμια κρυφή βάση των Παντοκρατορικών έξω από τη Γλαυκόπολη. Αλλά δε νομίζω ότι, τελικά, θα πήγαιναν προς καμία βάση. Ο Νικόλαος είπε ότι θα κατευθύνονταν βόρεια, για να συναντήσουν το στράτευμα του Ταγματάρχη Κάδμου Κάλρηχ.»

«Αν έλεγε αλήθεια,» τόνισε η Νικίτα.

«Εσείς θα πάτε βόρεια;» τους ρώτησε η Λουκιλία. «Εννοώ το στράτευμά σας. Θα κατευθυνθεί βόρεια, τώρα; Ή θα μείνετε στη Γλαυκόπολη για κάποιο καιρό;»

«Βασικά, ο Πρόμαχος και ο Στρατηγός δεν σκέφτονται να φύγουμε αμέσως. Ούτε και στο άμεσο μέλλον, απ’ό,τι έχω καταλάβει,» απάντησε ο Φέτανιρ. «Οι Δασότοποι του Βορέα είναι δύσβατοι, και δεν υπάρχει εκεί καμια θέση στρατηγικής σημασίας για τους Παντοκρατορικούς.»

«Ή κάνουμε λάθος;» ρώτησε η Αθηνά τη Λουκιλία, η οποία ήταν από τούτα τα μέρη και, αναμφίβολα, γνώριζε τους Δασότοπους του Βορέα καλύτερα.

«Δεν κάνετε λάθος,» αποκρίθηκε η ανθυπολοχαγός. «Στους δασότοπους, πράγματι, δεν υπάρχουν θέσεις μεγάλης στρατηγικής σημασίας. Μόνο μερικές απομονωμένες πόλεις και χωριά. Μικρές πόλεις. Ούτε μία πολυκατοικία δεν βρίσκεις εκεί.»

«Έχεις πάει;» τη ρώτησε ο Φέτανιρ.

«Δεν έχω διασχίσει όλους τους δασότοπους, αλλά, ναι, έχω πάει στις αρχές τους.»

«Δεν έχεις επισκεφτεί ποτέ τα Παλιά Κάστρα, δηλαδή;»

«Όχι,» είπε η Λουκιλία. «Είναι πολύ μακριά από εδώ. Αλλά θα ήθελα κάποτε να δω αυτά τα μέρη. Έχω ακούσει πολλά.»

«Όπως;»

«Οι Βορεάδες, που κατοικούν εκεί, λέγεται πως είναι πολύ παράξενος λαός. Μυστηριώδης. Βασικά, Βορεάδες θεωρούνται κι οι άνθρωποι που μένουν στους Δασότοπους του Βορέα. Αλλά δεν είναι ίδιοι μ’εκείνους που κατοικούν στα Παλιά Κάστρα – ειδικά όσοι βρίσκονται προς τη δική μας μεριά. Ωστόσο, έχουν κάτι περίεργες αντιλήψεις κι αυτοί.»

«Οι άνθρωποι της Κοιλάδας της Γλαυκής δεν είστε Βορεάδες;» ρώτησε ο Φέτανιρ, που του είχε φανεί ενδιαφέρον το θέμα.

Η Λουκιλία κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Εμείς, πριν από πολλά χρόνια, λέει η Ιστορία μας, ήρθαμε από τα νότια επειδή θεωρήσαμε τούτη την κοιλάδα ευλογημένη από το Φως του Απόλλωνα. Δεν λατρεύουμε τον Βορέα εδώ, Φέτανιρ. Ή μάλλον, τον λατρεύουν πολύ λίγοι.»

«Υπάρχει ναός του;»

«Μεγάλος ναός, όχι. Σε κάποια σπίτια, όμως, υπάρχουν βωμοί.»

«Βωμοί;»

«Ναι. Κάνουν θυσίες ορισμένοι στον Βορέα. Κάτι που ποτέ δεν γίνεται για τον Απόλλωνα. Δεν είσαι Απολλώνιος, έτσι, Φέτανιρ;»

«Δεν είμαι, αλλά έχω περάσει κάμποσα χρόνια εδώ. Γνωρίζω πώς ζείτε.»

«Από πού είσαι;»

«Από τη Μοργκιάνη. Αλλά η Επανάσταση μ’έχει οδηγήσει σ’αρκετές διαστάσεις.»

Είδε καλοπροαίρετη ζήλια στα μάτια της Λουκιλίας. «Κι εγώ θα ήθελα να είχα ταξιδέψει,» του είπε. «Δυστυχώς, όμως, σ’αυτή την κοιλάδα ήμουν πάντα. Όχι πως είναι άσχημη η Κοιλάδα της Γλαυκής· έχω ακούσει να λένε ότι είναι από τα ομορφότερα μέρη της Απολλώνιας. Παρ’όλ’αυτά….»

«Καταλαβαίνω,» ένευσε ο Φέτανιρ.

6.

Αρκετές ώρες προτού ξεκινήσουν την επίθεση στα περίχωρα της Βολιρίας, ένα αεροπλάνο ήρθε στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού σταλμένο από τη Γλαυκόπολη. Ο πιλότος του συνάντησε τον Βασιληά Ανδρόνικο στο δωμάτιο σχεδιασμών και του έδωσε ένα μήνυμα. «Από τον Πρόμαχο Οδυσσέα, Μεγαλειότατε,» είπε.

Ο Ανδρόνικος έριξε ένα βλέμμα στη Δούκισσα Ευδοκία, με την οποία μιλούσε προτού έρθει ο πιλότος. Εκείνη τού έκανε νόημα να διαβάσει το μήνυμα. Εκτός από τους δυο τους, στο δωμάτιο ήταν μερικοί στρατιωτικοί, ο Σέλιρ’χοκ, και η Ιωάννα.

Ο Ανδρόνικος ρώτησε τον πιλότο: «Σου ζήτησε ο Πρόμαχος να μου αναφέρεις κάτι;»

«Μόνο να σας παραδώσω το μήνυμα, Μεγαλειότατε. Θα μπορούσα, βέβαια, να σας αναφέρω προφορικά τι συνέβη στη Γλαυκόπολη, αν επιθυμείτε.»

«Εντάξει,» του είπε ο Ανδρόνικος, «δεν χρειάζεται. Πήγαινε να ξεκουραστείς.»

Ο πιλότος, ύστερα από μια σύντομη υπόκλιση, αποχώρησε.

Ο Ανδρόνικος ξεδίπλωσε το χαρτί στα χέρια του και είδε πως ήταν άδειο. Πάντα προσεχτικός ο Οδυσσέας, σκέφτηκε. Έστειλε ευαίσθητο χαρτί. Υπήρχε, άραγε, όντως ανάγκη για τόσο μεγάλη μυστικότητα; Ή ήταν απλώς για τη μάλλον απίθανη περίπτωση που ο μαντατοφόρος αιχμαλωτιζόταν από τους Παντοκρατορικούς και του έπαιρναν το μήνυμα;

Ο Ανδρόνικος πίεσε, ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη του, μια γωνία του χαρτιού. Τίποτα δεν έγινε. Πίεσε μια άλλη γωνία, κι αυτή ήταν η σωστή.

Ο Ανδρόνικος στέκεται σ’ένα χορταριασμένο λιβάδι. Είναι πρωί, κι εμπρός του απλώνονται τρία μονοπάτια: το μεσαίο είναι λιθόστρωτο· το δεξί και το αριστερό, χωμάτινα. Αισθάνεται ότι πρέπει να ακολουθήσει ένα απ’αυτά, πρέπει να διαλέξει, πρέπει να συνεχίσει· δεν μπορεί να μείνει εδώ, μες στη μέση του λιβαδιού.

Στρέφεται από την άλλη: δεν ακολουθεί κανέναν δρόμο εκτός από τον δικό του.

Γράμματα παρουσιάστηκαν επάνω στο ευαίσθητο χαρτί. Ο Ανδρόνικος είχε δώσει τη σωστή απάντηση στο νοητικό σύνθημα κλειδώματος. Διάβασε τα λόγια του Οδυσσέα και έμαθε ότι η Γλαυκόπολη είχε εγκαταλειφθεί από τους Παντοκρατορικούς, καθώς και ότι ένας δολοφόνος είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον Πρόμαχο και τον Στρατηγό Εύηχο μέσα στο ίδιο το παλάτι του Δούκα Κωνστάντιου, ο οποίος ήταν γιος του Δούκα Ευγένιου Καλλίφωνου που είχε πεθάνει πρόσφατα.

Τα νέα, λοιπόν, ήταν και καλά και κακά. Κι ο Ανδρόνικος καταλάβαινε γιατί ο Οδυσσέας πιθανώς να μην ήθελε να πέσουν στα χέρια των Παντοκρατορικών.

Καθώς πήρε το βλέμμα του από το μήνυμα, είδε την Ιωάννα να σηκώνει το ένα της φρύδι ερωτηματικά. «Καλά νέα,» της είπε. Και κοίταξε και τους άλλους δύο που κάθονταν κοντά του: τον Σέλιρ’χοκ και τη Δούκισσα Ευδοκία. «Η Γλαυκόπολη είναι δική μας. Οι Παντοκρατορικοί που βρίσκονταν εκεί υποχώρησαν χωρίς να δώσουν μάχη.» Και τους μίλησε, επίσης, για τον καινούργιο Δούκα και για τον δολοφόνο.

«Υπάρχει, λοιπόν, η υποψία ότι αυτός ο Δούκας Κωνστάντιος πιθανώς να είναι προδότης;» ρώτησε η Ιωάννα.

«Ο Οδυσσέας γράφει ότι στην αρχή τον υποπτεύτηκαν· μετά, όμως, λέει πως έγινε φανερό ότι δεν μπορεί να είναι προδότης. Αν και τίποτα δεν είναι βέβαιο.»

«Το γράφει αυτό; Ότι τίποτα δεν είναι βέβαιο;»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Ναι.»

Ο Σέλιρ’χοκ είπε: «Η Νικίτα, η Αθηνά, και η Αριάδνη’ταρ είμαι σίγουρος ότι θα είναι πανέτοιμες για κάθε ενδεχόμενα.»

Ξέρεις τι πρέπει να πεις για να με ηρεμήσεις, Σέλιρ, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Όλοι τους εμπιστεύονταν τις ικανότητες των Μαύρων Δρακαινών. Και δεν ήταν πως ο Ανδρόνικος είχε ξεχάσει την παρουσία τους κοντά στον Οδυσσέα, όμως ανησυχούσε γι’αυτόν, που τον ήξερε τόσα χρόνια. Θα ήταν τραγικό να σκοτωθεί τώρα που ο αγώνας τους κατά της Παντοκράτειρας πλησίαζε στο τέλος του. Η ανησυχία μου πρέπει να φαίνεται στην όψη μου· ο Σέλιρ πρέπει να τη διέκρινε. Είναι καλός σ’αυτά.

«Εμείς, όμως,» είπε η Δούκισσα Ευδοκία, «δεν υπάρχει λόγος ν’αλλάξουμε τίποτα στο σχέδιό μας. Έτσι δεν είναι;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «δεν υπάρχει λόγος ν’αλλάξουμε τίποτα.» Στράφηκε σ’έναν από τους στρατιωτικούς στο δωμάτιο και του έκανε νόημα να πλησιάσει.

Εκείνος ήρθε κοντά. «Μεγαλειότατε.»

«Κάλεσε τον πιλότο που ήταν εδώ πριν από λίγο. Θέλω να του πω κάτι.»

«Μέσω διαύλου, Μεγαλειότατε, ή να του ζητήσω να έρθει;»

«Μέσω διαύλου.»

Ο στρατιωτικός πήγε σε μια κονσόλα και μίλησε σ’ένα μικρόφωνο. Μετά από λίγο έδωσε έναν δίαυλο – συνδεδεμένο με καλώδιο με την κονσόλα – στον Ανδρόνικο. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο πιλότος που είχε έρθει από τη Γλαυκόπολη, και ο Πρίγκιπας της Επανάστασης τον ρώτησε αν είχε διαταγές να επιστρέψει αμέσως ή αν μπορούσε να περιμένει ώς το πρωί. Εκείνος αποκρίθηκε ότι μπορούσε να περιμένει αν ο Μεγαλειότατος το επιθυμούσε. Ο Ανδρόνικος το επιθυμούσε. «Θέλω να μεταφέρεις ένα μήνυμα για εμένα επιστρέφοντας,» του είπε. «Αλλά δεν το έχω έτοιμο ακόμα.»

Ήθελε να αναφέρει στον Οδυσσέα πώς πήγαν τα πράγματα μετά την επίθεση που θα γινόταν σήμερα το βράδυ.

7.

Ο Προαιρέσιος γελούσε με μια εξωφρενική ιστορία που του διηγιόταν ο Βαλέριος από ένα από τα πάμπολλα ταξίδια του. Ο άνθρωπος είχε περάσει από τόσες καταστάσεις που νόμιζες ότι έλεγε ψέματα όταν μιλούσε γι’αυτές. Δεν ήταν δυνατόν κάποιος να έχει περάσει από τόσα μέσα σε μία ζωή! σκεφτόταν ο Προαιρέσιος. Κι όμως, αυτή ακριβώς ήταν η περίπτωση του Βαλέριου. Είχε εξασκήσει πιο πολλά επαγγέλματα απ’ό,τι κι ο ίδιος θυμόταν: μισθοφόρος, δύτης, μαντατοφόρος, ερευνητής, δημοσιογράφος – ο Προαιρέσιος σίγουρα ξεχνούσε κάποια που του είχε αναφέρει, κατά καιρούς, ο Βαλέριος.

Η Άνμα’ταρ καθόταν στο ίδιο δωμάτιο και τους κοίταζε καθώς μιλούσαν. Έμοιαζε με μεγάλη γάτα, κουλουριασμένη και διασκεδασμένη από τους δύο άντρες που παρατηρούσε. Κάπου-κάπου, έπινε καμια γουλιά από την κούπα της που περιείχε Γλυκό Πορφυρόχρυσο: ένα ποτό της Απολλώνιας: κρασί με μέλι και βατόμουρο.

«Δε μπορεί νάσαι σοβαρός!» γέλασε ο Προαιρέσιος, απευθυνόμενος στον Βαλέριο.

«Μου τόχεις ξαναπεί αυτό.» Κι εκείνος γελούσε.

Ο Προαιρέσιος κούνησε το κεφάλι του και ήπιε μια γουλιά Σεργήλιο οίνο.

«Τ’αγόρασαν, τελικά, και τα δύο,» επανέλαβε ο Βαλέριος: «και το καλό όχημα και το σκάρτο.» Έβγαλε ένα μεγάλο τσιγάρο από μια τσέπη του πουκαμίσου του, καθώς κι έναν επίσης μεγάλο αναπτήρα.

Προτού προλάβει ν’ανάψει το τσιγάρο, η Βατράνια μπήκε στο μικρό δωμάτιο, που ήταν λιτό όπως κάθε άλλο στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού: ένα τραπέζι, μερικές καρέκλες, και τίποτ’άλλο.

Ο Προαιρέσιος στράφηκε να την κοιτάξει. Ήταν ντυμένη σαν Απολλώνια πολεμίστρια τώρα: φορούσε τη στολή: αλλά πάνω απ’το αριστερό στήθος είχε καρφιτσωμένη μια καρφίτσα που την αναγνώριζε ως πρέσβειρα, για να μην την μπερδέψει κανένας αξιωματικός και της δώσει διαταγές. Αν και αυτό ήταν ψιλοαπίθανο, νόμιζε ο Προαιρέσιος. Παρά τη στρατιωτική της στολή, η Βατράνια κάπως κατάφερνε πάλι να μοιάζει σαν να είχε βγει από περιοδικό μόδας.

«Γεια,» είπε.

«Καλώς την,» χαιρέτησε ο Βαλέριος.

«Κάτσε,» της είπε ο Προαιρέσιος δείχνοντας την καρέκλα πλάι του.

Η Βατράνια κάθισε. «Του λες ιστορίες;» ρώτησε τον Βαλέριο. Τον ήξερε· είχαν συναντηθεί και παλιότερα, κάμποσες φορές.

«Ναι.»

«Ο Πρίγκιπάς μας είναι μαζί με τη Δούκισσα και μιλάνε. Υπάρχει τίποτα καινούργιο για την επίθεση που θα κάνουμε το βράδυ;» ρώτησε η Βατράνια όλους.

«Τίποτα,» της είπε η Άνμα’ταρ. «Απλώς ασχολούνται με λεπτομέρειες, κάνουν υποθέσεις. Τα γνωστά σ’αυτές τις περιπτώσεις.»

«Απορώ που εσύ δεν είσαι μαζί τους…»

«Δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για μένα. Όταν είναι να δράσουμε, θα δράσω.»

«Γι’αυτό ήρθα κι εγώ να σας ρωτήσω,» δήλωσε η Βατράνια.

Κι οι τρεις τους την κοίταξαν ερωτηματικά.

«Βασικά, εσάς τους δύο,» εξήγησε εκείνη δείχνοντας, με το βλέμμα της, τον Προαιρέσιο και τον Βαλέριο. «Θα λάβετε μέρος στην επίθεση;»

«Εξαρτάται σε πιο στάδιο της επίθεσης αναφέρεσαι,» αποκρίθηκε ο Προαιρέσιος. «Στην αρχή, που θα γίνουν τα σαμποτάζ, άλλοι θα τα αναλάβουν. Όπως η κυρία από δω.» Κοίταξε την Άνμα’ταρ.

«Θα ήταν καλό να είχαμε και τις άλλες Δράκαινες,» σχολίασε ο Βαλέριος. «Αυτές που είναι τώρα με τον Οδυσσέα. Εμείς ίσως να τις χρειαζόμαστε πιο πολύ απ’αυτόν.»

«Μια στιγμή! Θέλω να ρωτήσω κάτι, είπα,» παρενέβη η Βατράνια προτού η κουβέντα πάει προς άλλη κατεύθυνση. «Κι επιπλέον, ήρθε μήνυμα από τον Οδυσσέα πιο πριν.»

«Τι μήνυμα;» έκανε ο Βαλέριος. «Χτυπάνε τη Γλαυκόπολη;»

«Θα σας πω. Αλλά, πρώτα, μια ερώτηση,» επέμεινε η Βατράνια. «Θα εμπλακείτε στη μάχη; Εσείς οι δύο.» Πάλι, έβγαζε έξω την Άνμα.

«Θα είμαι με τον Πρίγκιπά μας όταν κάνουμε την κανονική επίθεση, μετά από τα σαμποτάζ,» είπε ο Βαλέριος σηκώνοντας τους ώμους. «Θα χρειαστεί όλους όσους μπορεί να έχει στο πλευρό του.»

«Μη μου πεις, Βατράνια: θέλεις να έρθεις,» την πρόλαβε ο Προαιρέσιος.

Εκείνη μειδίασε. «Έχεις αρχίσει να με μαθαίνεις.»

«Ακόμα ένα τουφέκι δεν θα πάει χαμένο,» παρατήρησε ο Βαλέριος.

«Δεν πρόκειται να πάρουν μια πρέσβειρα στη μάχη,» του είπε ο Προαιρέσιος. «Ούτε η Δούκισσα θα το θέλει, ούτε ο Πρίγκιπάς μας.»

«Έχεις δίκιο.» Η Βατράνια άγγιξε τον ώμο του. «Αλλά θα μπορούσα να είμαι στο αεροπλάνο σου.»

Ο Προαιρέσιος μόρφασε, δυσανασχετώντας.

«Όταν επιτεθούν, δεν θα είσαι μαζί τους;»

«Θα είμαι, Βατράνια. Αλλά… Υποθέτω θα ήταν ηλίθιο να σου τονίσω πως οι αερομαχίες είναι επικίνδυνες, έτσι;»

«Έτσι.»

«Πάρ’ την,» του είπε ο Βαλέριος σηκώνοντας πάλι τους ώμους καθώς κάπνιζε. «Άμα δεν πέσεις δεν πρόκειται να τρέξει τίποτα. Κι άμα πέσεις… έπεσες.»

«Δεν πέφτω τόσο εύκολα, Βαλέριε.»

«Τότε, τι σ’ανησυχεί;»

«Ότι, στο τέλος, ο Πρίγκιπάς μας θα με βρίσει. Είναι προφανές ότι δεν συμφωνεί η Βατράνια να έρχεται μαζί μου.»

«Δεν είμαι υπήκοος του Βασιλείου της Απολλώνιας!» τόνισε η Βατράνια.

«Δεν ήσουν τόσο ξεπαρμένη όταν σου προσφέραμε άσυλο στην Απολλώνια επειδή σε κυνηγούσαν στη Σεργήλη,» παρατήρησε ο Βαλέριος.

Η Βατράνια τον αγριοκοίταξε. «Δεν είπα ότι δεν είμαι ευγνώμων γι’αυτό! Απλώς λέω ότι, αν θέλω να έρθω μαζί σας, είναι δική μου υπόθεση.»

«Δεν είναι τελείως δική σου. Στον πόλεμο, άμα έκανε ο καθένας ό,τι του φυσούσε, οι διοικητές δεν θα ήξεραν τι τους γινόταν. Αλλά δε νομίζω πως θα παρακωλύσεις κανέναν με το να πετάξεις μαζί με τον Προαιρέσιο, οπότε γι’αυτό τού είπα να σε πάρει.»

«Επομένως, ουσιαστικά, είμαστε της ίδιας γνώμης. Γιατί κάνεις θέμα;»

Ο Βαλέριος φύσηξε καπνό χωρίς ν’αποκριθεί.

«Μαλακίες λέτε όλη την ώρα!» είπε η Άνμα’ταρ. Πιο πριν δεν μιλούσε, αλλά είχε πλέον αποφασίσει ότι δεν μπορούσε άλλο να μείνει βουβή. «Βατράνια, κανονικά θα έπρεπε να μείνεις εδώ. Δεν έχεις δουλειά στο πεδίο της μάχης, κι αν τύχει να γίνει κάτι άσχημο, μάλλον πρόβλημα θα είσαι για τον Προαιρέσιο. Ή, αν τραυματιστείς, θα πρέπει να σε περιθάλψουμε.»

«Είναι ανάγκη συνέχεια να κάνεις τόσο κακές σκέψεις;» τη ρώτησε η Βατράνια μεταξύ αστείου και σοβαρού.

Η Άνμα, τσαντισμένη με τη συμπεριφορά της, κοπάνησε την κούπα της στο τραπέζι, κάνοντας λίγο Γλυκό Πορφυρόχρυσο να πεταχτεί έξω. «Δεν παίζουμε εδώ! Κι ο Οδυσσέας είχε δίκιο που σου έλεγε, εξαρχής, να επιστρέψεις στη Σεργήλη. Δεν έχεις καμια δουλειά ούτε στην Απολλώνια και ούτε, σίγουρα, στο Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού!»

«Θέλω να δω πώς θα εξελιχτ–»

«Αν θες να δεις πώς θα εξελιχτεί ο πόλεμος, τότε μείνε ήσυχη κι απλά κοίταζε!» Και προς τον Προαιρέσιο: «Μην την πάρεις μαζί σου.»

Εκείνος σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του, διστακτικός να απαντήσει.

«Δε θα του πεις εσύ τι να–» άρχισε η Βατράνια.

«Προαιρέσιε,» επανέλαβε η Άνμα’ταρ, «μην την πάρεις μαζί σου. Συνεννοηθήκαμε;»

Η Βατράνια πετάχτηκε όρθια. «Καλά, εσύ θα του πεις τι να κάνει;» φώναξε.

«Μην κάνεις φασαρία! Ο πόλεμος στην Απολλώνια δεν είναι για να σε διασκεδάζει!» αντιγύρισε η Άνμα καθώς κι εκείνη σηκωνόταν. «Δεν έχεις να προσφέρεις τίποτα στο πεδίο της μάχης – μείνε στη θέση σου. Τέλος!» Και κοίταξε τον Προαιρέσιο, έντονα.

Εκείνος δεν είπε τίποτα. Νόμιζε ότι η Άνμα’ταρ ίσως να το παράκανε λιγάκι…

Η μάγισσα τού είπε: «Αν την πάρεις μαζί σου, θα πάω να μιλήσω στον Πρίγκιπά μας για το θέμα. Η κατάσταση έχει καταντήσει ηλίθια.»

«Τι σε νοιάζει εσένα; – δε μπορώ να καταλάβω!» φώναξε η Βατράνια.

«Λοιπόν, τέλος!» παρενέβη ο Προαιρέσιος. «Η Άνμα μιλά λογικά. Βατράνια, καλύτερα να μην έρθεις μαζί μου. Είναι πόλεμος και–»

«Πρόταση είναι αυτή ή–;»

«Δεν είναι πρόταση. Δεν πρόκειται να σε πάρω. Δεν θα είναι μια αποστολή για κατόπτευση, όπως την προηγούμενη φορά.»

Η Βατράνια κοίταξε μια αυτόν μια την Άνμα’ταρ, φανερά περισσότερο οργισμένη με τη μάγισσα. Ύστερα έφυγε από το δωμάτιο, χωρίς άλλη κουβέντα.

Ωραία… σκέφτηκε ειρωνικά ο Προαιρέσιος.

«Αυτά που κάνετε με τη Βατράνια είναι απαράδεκτα,» είπε η Άνμα. «Σας κουνιέται λιγάκι και συμφωνείτε σε κάτι εξωφρενικές χαζομάρες!»

«Δεν είναι έτσι, Άνμα,» αποκρίθηκε ο Προαιρέσιος, αν και η αλήθεια ήταν πως συμπαθούσε τη Βατράνια. Ήταν όμορφη και άνετη· πώς μπορούσες να μην τη συμπαθείς; Και είχε σκεφτεί πως ίσως κατάφερνε να την κάνει να πλαγιάσει μαζί του. Αλλά, ύστερα από τούτο που συνέβη τώρα, μάλλον οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο είχαν απότομα μηδενιστεί.

«Δεν είναι;» Η Άνμα’ταρ κάθισε πάλι στην καρέκλα της.

«Εντάξει,» είπε ο Βαλέριος, «η Βατράνια είναι… ευπαρουσίαστη. Αλλά μη νομίζεις ότι θα βάζαμε και χειροβομβίδα στα δόντια μας αν μας το ζητούσε.»

«Αυτό σάς έλειπε,» μούγκρισε η Άνμα’ταρ, και ήπιε μια γουλιά από το ποτό της. «Μην ξανασυμφωνήσετε να την πάρετε στη μάχη. Καλώς;»

Κανένας τους δεν μίλησε. Η μάγισσα κοίταξε μια τον έναν μια τον άλλο. «Εντάξει;» τους ρώτησε, επίμονα.

«Ναι, ρε παιδί μου,» είπε βαριεστημένα ο Βαλέριος, τινάζοντας στάχτη απ’το τσιγάρο του μέσα στο τασάκι.

«Εντάξει,» ένευσε ο Προαιρέσιος.

8.

Πρώτα, θα σαμπόταραν τη Θέση Τρία και τη Θέση Τέσσερα. Η Θέση Τρία ήταν μια ανοιχτή βάση που βρισκόταν σε κεντρικό σημείο ανάμεσα στις άλλες Παντοκρατορικές θέσεις λειτουργώντας, μάλλον, ως τηλεπικοινωνιακός κόμβος. Και ήταν καλό να διακόψουν τις τηλεπικοινωνίες των Παντοκρατορικών προτού τους χτυπήσουν. Η Θέση Τέσσερα ήταν ένα οχυρό με αντιαεροπορικούς πυραύλους και ενεργειακό κανόνι – όπλα τα οποία έπρεπε να καταστραφούν για να διευκολυνθεί η επίθεση που θ’ακολουθούσε.

Η Άνμα’ταρ, μαζί με ανθρώπους της Δούκισσας Ευδοκίας, ειδικά εκπαιδευμένους σε σαμποτάζ, θα πήγαινε στη Θέση Τρία. Στο πλευρό της θα ήταν και ο Σέλιρ’χοκ, γιατί οι Διαλογιστές ήταν καλοί σε ό,τι είχε σχέση με τηλεπικοινωνιακές συχνότητες.

Τη Θέση Τέσσερα θα τη χτυπούσε η Ιωάννα, πάλι μαζί με ανθρώπους της Δούκισσας Ευδοκία.

Οι υπόλοιπες δυνάμεις ήταν προετοιμασμένες έξω από το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού χωρίς να έχουν ξεκινήσει να κινούνται. Δεν ήθελαν να δώσουν κανένα σημάδι στους Παντοκρατορικούς ότι σκόπευαν να επιτεθούν απόψε.

Ο Ανδρόνικος είχε βγει από το φρούριο και ήταν μέσα σ’ένα θωρακισμένο άρμα με τηλεπικοινωνιακά συστήματα, μαζί με τη Δούκισσα Ευδοκία, τον Βαλέριο, και μερικούς στρατιωτικούς. Περίμεναν σήματα που θα τους ειδοποιούσαν για την επιτυχία των σαμποτάζ.

Ο Βαλέριος τού είχε πει για τις σκέψεις του σχετικά με τις άλλες Μαύρες Δράκαινες. «Θα μπορούσαν να μας φανούν χρήσιμες. Ειδικά αφού ο Πρόμαχος τώρα δεν είναι σε σύγκρουση με τον εχθρό.» Αλλά ο Ανδρόνικος πίστευε ότι ο Οδυσσέας τις χρειαζόταν εκεί που ήταν. Ίσως, μάλιστα, περισσότερο από εμάς. Επιπλέον, δεν προλάβαιναν να τις καλέσουν τώρα, εκτός αν σκέφτονταν να καθυστερήσουν την επίθεσή τους. Κι αν την καθυστερούσαν, υπήρχε κίνδυνος οι Παντοκρατορικοί ν’αλλάξουν πάλι τις θέσεις τους δυτικά της Βολιρίας – πράγμα το οποίο έκαναν αρκετά συχνά, πιθανώς για να αποπροσανατολίζουν τους Απολλώνιους.

Επομένως, ο Ανδρόνικος ακολούθησε το σχέδιο όπως το είχαν εξαρχής καταστρώσει.

Η Άνμα’ταρ και η Ιωάννα θα πλησίαζαν κρυφά τα σημεία που έπρεπε να χτυπήσουν μέσα στη νύχτα, θα εισέβαλαν, θα έκαναν τη ζημιά, και θα έφευγαν γρήγορα. Θα έρχονταν προς το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού και θα έστελναν σήμα, προκειμένου να ξεκινήσει η επίθεση. Ο Ανδρόνικος ήξερε ότι ήταν παραπάνω από ικανές για να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους, αλλά ανησυχούσε για την Ιωάννα επειδή ήταν ακόμα τραυματισμένη στο κεφάλι. Το τραύμα δεν ήταν σοβαρό, βέβαια, όμως και πάλι ο Ανδρόνικος θα προτιμούσε να μην πήγαινε εκείνη στη Θέση Τέσσερα. Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχαν καμια άλλη Μαύρη Δράκαινα να στείλουν, κι ακόμα και τραυματισμένη η Ιωάννα ήταν καλύτερη από τους καλύτερους ανθρώπους της Δούκισσας Ευδοκίας για μια τέτοια δουλειά. Οπότε έπρεπε να πάει μαζί τους, ως αρχηγός τους. Ο Ανδρόνικος την είχε ρωτήσει μήπως θα ήθελε να το ξανασκεφτεί, αλλά εκείνη τον είχε αγριοκοιτάξει λέγοντάς του: «Τι νομίζεις ότι είμαι; Από πορσελάνη; Θα κάνω τη δουλειά μου όπως πάντα!»

Τελευταία, του μιλούσε πιο απότομα απ’ό,τι συνήθως. Ορισμένες φορές, σχεδόν λες και ήταν τσακωμένοι.

(Σ’αγαπώ, Ιωάννα· το ξέρεις, δεν το ξέρεις; Μην κάνεις λες και δεν είναι έτσι.)

«Σήμα, Μεγαλειότατε!» είπε η γυναίκα μπροστά στην κονσόλα τηλεπικοινωνιών. «Της Ομάδας Ένα-Τρία.»

Η ομάδα της Άνμα’ταρ και του Σέλιρ’χοκ.

«Απάντησε,» πρόσταξε ο Ανδρόνικος, καθώς σηκωνόταν από τη θέση του και πλησίαζε την κονσόλα.

Η γυναίκα πάτησε ένα πλήκτρο.

«Πρίγκιπά μου;» Η φωνή της Άνμα ακούστηκε μέσα από παράσιτα.

«Ναι,» είπε ο Ανδρόνικος.

«Καταστρέψαμε τον τηλεπικοινωνιακό κόμβο.»

«Καλώς. Επιστρέψτε.»

«Μάλιστα.» Και η επικοινωνία τερματίστηκε.

Τώρα πρέπει ν’ακούσουμε και την Ιωάννα, σε λίγο, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, καθίζοντας ξανά, νιώθοντας νευρικός. Η Ιωάννα είχε πάει λιγάκι πιο μακριά από την Άνμα, γιατί εκεί ήταν η Θέση Τέσσερα – κάπου δεκαπέντε χιλιόμετρα απόσταση από τη Θέση Τρία. Τα δίκυκλα, όμως, που χρησιμοποιούσαν οι σαμποτέρ της Δούκισσας Ευδοκίας ήταν γρήγορα· δεν θ’αργούσαν, επιστρέφοντας, να φτάσουν σε απόσταση τηλεπικοινωνιακής εμβέλειας από το όχημα του Ανδρόνικου.

Ωστόσο, καθώς η ώρα περνούσε, δεν ερχόταν σήμα.

«Ίσως θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε,» πρότεινε ο Βαλέριος. «Αφού ο τηλεπικοινωνιακός κόμβος τους έχει καταστραφεί–»

«Είπαμε πως θα περιμένουμε και τα δύο σαμποτάζ να γίνουν.»

«Σίγουρα, θα έχει γίνει ώς τώρα και το άλλο.»

«Τότε γιατί–;» Ο Ανδρόνικος διέκοψε τα λόγια του καθώς, από την ανοιχτή πόρτα του οχήματος, είδε την Άνμα’ταρ και τον Σέλιρ’χοκ να μπαίνουν. Αυτοί είχαν επιστρέψει· πώς ήταν δυνατόν η Ιωάννα ν’αργούσε τόσο;

«Συναντήσατε την Ιωάννα στο δρόμο σας;» τους ρώτησε αμέσως.

«Όχι, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ.

«Τι–»

Γι’ακόμα μια φορά τον διέκοψαν. «Σήμα, Μεγαλειότατε!» είπε η γυναίκα στην κονσόλα. «Από την Ομάδα Δύο-Τέσσερα.»

Ο Ανδρόνικος πήγε κοντά. Επιτέλους! «Σύνδεσέ μας.»

Μια αντρική φωνή ακούστηκε: «Μεγαλειότατε;»

«Ο ίδιος.» Γιατί δεν μιλά η Ιωάννα;

«Τα συστήματά τους καταστράφηκαν. Όμως δυσκολευτήκαμε· το οχυρό ήταν καλά προφυλαγμένο. Αρχίστε αμέσως την επίθεση!»

«Πού είναι η Ιωάννα;» τον ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Νομίζω, Μεγαλειότατε, πως την αιχμαλώτισαν.»

Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! «Πώς;»

«Χτυπήθηκε και έπεσε, κι έπρεπε να υποχωρήσουμε. Δεν ξέρω ακριβώς τι έγινε μετά.»

9.

Ο Ανδρόνικος δεν είχε άλλη επιλογή απ’το να προστάξει να ξεκινήσει η επίθεση. Δεν μπορούσε να την καθυστερήσει για χάρη της Ιωάννας, και δεν ήξερε αν, ούτως ή άλλως, αυτό θα ωφελούσε σε τίποτα. Μέσα του, αισθανόταν μια λεπίδα να τον έχει χτυπήσει. Αναρωτιόταν αν ήταν καλύτερα οι Παντοκρατορικοί να είχαν αιχμαλωτίσει την Ιωάννα ή να την είχαν σκοτώσει. Η Παντοκράτειρα δεν φημιζόταν για την καλοσύνη της, κι όλες οι Μαύρες Δράκαινες ήταν καταζητούμενες.

Τώρα, όμως, ο Ανδρόνικος δεν μπορούσε να το σκέφτεται αυτό. Τώρα, έπρεπε να επικεντρωθεί στη μάχη. Είναι Μαύρη Δράκαινα. Έχει περάσει από πολλές δυσκολίες. Είναι δυνατή. Ξέρει τι κάνει. Ξέρει πώς να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της–

Απόλλωνα, βοήθησέ την!

10.

Οι Απολλώνιες δυνάμεις, επιβιβασμένες σε μεταγωγικά οχήματα και αεροσκάφη, διέσχισαν γρήγορα τα εβδομήντα χιλιόμετρα που τις χώριζαν από τις θέσεις των Παντοκρατορικών και επιτέθηκαν, ενώ συγχρόνως οι σαμποτέρ της Δούκισσας Ευδοκίας πήγαιναν να κάνουν ακόμα μία δουλειά. Να καταστρέψουν ένα ενεργειακό κανόνι, σ’ένα μικρό οχυρό που ήταν πλάι σ’ένα άλλο οχυρό γύρω απ’το οποίο βρίσκονταν κάμποσα Παντοκρατορικά άρματα. Όταν οι Απολλώνιες δυνάμεις έφτασαν σ’αυτή τη θέση δεν δέχτηκαν ριπές από το κανόνι, και χτύπησαν άγρια τους εχθρούς τους που, εξαιτίας του κατεστραμμένου τηλεπικοινωνιακού κόμβου, ήταν αποκομμένοι από τους συμμάχους τους.

Η βάση όπου βρισκόταν ο κατεστραμμένος κόμβος δέχτηκε επίσης επίθεση από τους Απολλώνιους, καθώς και ο μεγάλος Παντοκρατορικός καταυλισμός στα βόρειά της. Πίσω από αυτόν τον καταυλισμό, προς τα ανατολικά, ήταν το οχυρό με τους αντιαεροπορικούς πυραύλους και το ενεργειακό κανόνι που είχε χτυπήσει η ομάδα της Ιωάννας. Κανένα από αυτά τα επικίνδυνα όπλα δεν λειτουργούσε τώρα. Έτσι τα Απολλώνια αεροσκάφη είχαν γλιτώσει από έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο.

Ο Προαιρέσιος, πιλοτάροντας τον Γαλανό Αετό, πέρασε πάνω από τις αποθήκες πυρομαχικών του μεγάλου Παντοκρατορικού καταυλισμού και τις βομβάρδισε, ενώ δεκάδες άλλα μαχητικά του Βασιλείου της Απολλώνιας χτυπούσαν τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας στο έδαφος και στον αέρα. Ο ουρανός και η γη γέμισαν καπνό και φωτιά.

Αποδιοργανωμένοι και άσχημα σφυροκοπημένοι, οι Παντοκρατορικοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να υποχωρήσουν προς τη Βολιρία μερικές ώρες πριν από τα ξημερώματα. Το οχυρό όπου βρίσκονταν τα κατεστραμμένα αντιαεροπορικά όπλα ήταν από τα τελευταία σημεία που πάρθηκαν – ένα μέρος βιαστικά οικοδομημένο αλλά πολύ καλά φρουρούμενο. Ο Ανδρόνικος πρόσταξε να το ερευνήσουν εξονυχιστικά αναζητώντας την Ιωάννα. Κανένας, όμως, δεν βρήκε τη Μαύρη Δράκαινα.

Ο Σέλιρ’χοκ έκανε ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως, προσπαθώντας να την εντοπίσει μέσα στα μικροσκοπικά κάτοπτρα του ραβδιού του· αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

«Την έχουν πάρει από εδώ, Πρίγκιπά μου,» είπε. «Πρέπει να την έχουν πάει στη Βολιρία.»

Ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε την παρόρμηση να προστάξει τώρα – τώρα αμέσως – το στράτευμά του να επιτεθεί στην πόλη. Αλλά το ήξερε πως μια τέτοια κίνηση θα ήταν ανόητη.

Καθισμένος κουρασμένα μέσα στο θωρακισμένο άρμα που λειτουργούσε ως τηλεπικοινωνιακός κόμβος, είπε: «Δε θα την κρατήσουν για πολύ εκεί, Σέλιρ. Θα την πάνε στη Ρελκάμνια. Στην Παντοκράτειρα. Αν είναι ακόμα ζωντανή.»

«Μπορεί να καθυστερήσουν, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Βαλέριος. «Μπορεί να τη βρούμε μέσα στην πόλη όταν την απελευθερώσουμε.»

«Πολύ φοβάμαι, όμως, Βαλέριε,» είπε η Δούκισσα Ευδοκία, όχι και τόσο ενθαρρυντικά, «ότι δεν θα την απελευθερώσουμε και τόσο γρήγορα. Οι Παντοκρατορικοί τη φυλάνε όσο καμια άλλη πόλη στο Βόρειο Μέτωπο.»

Ο Ανδρόνικος, φυσικά, το ήξερε ήδη αυτό.

Ρελκάμνια

1.

Το μεγάλο ελικόπτερο πετούσε πάνω από την Ιερή Συνοικία, και ο Ορείχαλκος, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, μπορούσε να δει την πελώρια πυραμίδα που υψωνόταν ανάμεσα στα υπόλοιπα οικοδομήματα της Ρελκάμνια. Στην κορυφή της υπήρχε μια μεγάλη, πορφυρή σφαίρα, η οποία φώτιζε σαν γιγάντια λάμπα, αν και το φως της χανόταν μέσα στο ακόμα δυνατό φως του απογεύματος. Στις τέσσερις γωνίες της πυραμίδας ορθώνονταν ψηλοί πυργίσκοι με αιχμηρές οροφές, ενώ στις λείες πλευρές της υπήρχαν τριγωνικά παράθυρα, συμμετρικά κατανεμημένα.

Ο Ύψιστος Ναός του Κρόνου.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ορείχαλκος τον έβλεπε. Τον είχε ξαναδεί και στις προηγούμενες επισκέψεις του στη Ρελκάμνια. Και όχι μόνο από έξω, αλλά και από μέσα. Ποτέ άλλοτε, όμως, δεν είχε πάει στα προσωπικά δωμάτια της Αρχιέρειας του Κρόνου.

Το ελικόπτερο πλησίασε μια πλατφόρμα στο πλάι της πελώριας πυραμίδας. Επάνω της μερικοί άνθρωποι στέκονταν. Οι δύο ήταν, φανερά, μισθοφόροι στις υπηρεσίες του Ναού. Βρίσκονταν εκατέρωθεν μιας ανοιχτής πόρτας, ντυμένοι επίσημα και βαστώντας τουφέκια στην αγκαλιά τους. Λίγο πιο μπροστά απ’αυτούς, αλλά μακριά από το ελικοδρόμιο, στεκόταν μια εύσωμη γυναίκα φορώντας ιερατικά άμφια, τα οποία ανέμιζαν ολόγυρά της μαζί με τα σγουρά, καστανά της μαλλιά, καθώς το ελικόπτερο πλησίαζε.

Ο Ορείχαλκος πήρε το βλέμμα του από το παράθυρο και στράφηκε να κοιτάξει την Αγαρίστη, η οποία καθόταν πλάι του έχοντας δέρμα κατάμαυρο και μαλλιά κατάλευκα. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα με κοντά μανίκια, και μαύρα γάντια χωρίς δάχτυλα, τα οποία έφταναν ώς τους αγκώνες.

«Θα επιστρέψω να σε πάρω μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα,» του είπε. «Εκτός αν προτιμάς άλλη στιγμή.»

«Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα θα ήταν καλά,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος.

«Ωραία,» είπε η Παντοκράτειρα. «Και μην είσαι και πολύ φρόνιμος μαζί της.» Του έκλεισε το δεξί μάτι.

Ο Ορείχαλκος μειδίασε. «Η σύζυγός μου μου δίνει παράξενες συμβουλές…»

Η Αγαρίστη γέλασε. «Όχι και τόσο παράξενες! Και μην ξεχνάς πως θέλω να μου πεις τα πάντα, μετά, όταν επιστρέψεις.»

«Εννοείται.»

Το ελικόπτερο προσγειώθηκε στην πλατφόρμα που προεξείχε από τον Ύψιστο Ναό του Κρόνου, και ο Ορείχαλκος είδε, από το παράθυρο, τα ιερατικά άμφια και τα μαλλιά της Ρία-Μία ν’ανεμίζουν πιο έντονα από τον αέρα που σήκωναν οι έλικες. Μετά, οι μηχανές του αεροσκάφους σταμάτησαν, και ο άνεμος καταλάγιασε. Η Αρχιέρεια του Κρόνου ήταν ακίνητη, περιμένοντας.

Ένας φρουρός, που ήταν μέσα στο ελικόπτερο, άνοιξε μια πόρτα του και ο Ορείχαλκος σηκώθηκε για να βγει. Η Αγαρίστη σηκώθηκε επίσης· τον αγκάλιασε και τον φίλησε, δυνατά. «Θα μου λείψεις αφόρητα, αγάπη μου,» είπε, σφίγγοντας τις πτυχές του χιτωνίου του μέσα στις γροθιές της. «Οι ώρες θα είναι χρόνια.»

«Αυτό μού ακούγεται σαν ποίηση,» την πείραξε ο Ορείχαλκος, γελώντας.

«Νομίζεις ότι θα έπρεπε να γράψω;»

«Ίσως.» Ο Ορείχαλκος τη φίλησε ξανά και μετά βγήκε από το ελικόπτερο.

Ο καιρός ήταν ζεστός, ακόμα κι εδώ πάνω. Χωρίς τους έλικες του αεροσκάφους να περιστρέφονται δεν είχε καθόλου αέρα. Ο Ορείχαλκος φορούσε μονάχα ένα ελαφρύ χιτώνιο, ένα υφασμάτινο παντελόνι, και σανδάλια, κι όμως αισθανόταν να ζεσταίνεται.

Η Ρία-Μία χαμογέλασε βλέποντάς τον. Το λευκόδερμο πρόσωπό της ήταν όμορφα βαμμένο: τα χείλη της κόκκινα, τα βλέφαρά της μαύρα. Ωστόσο, το βάψιμο ήταν διακριτικό – ίσως λόγω της ιερατικής της θέσης, υπέθεσε ο Ορείχαλκος.

«Καλησπέρα,» είπε πλησιάζοντάς την.

«Καλωσόρισες στον Ύψιστο Ναό του Κρόνου, Ορείχαλκε,» αποκρίθηκε εκείνη. «Έλα μαζί μου.» Και στράφηκε, βαδίζοντας προς την ανοιχτή πόρτα ανάμεσα στους δύο φρουρούς.

Ο Ορείχαλκος την ακολούθησε, ενώ πίσω του άκουγε τους έλικες του αεροσκάφους της Παντοκράτειρας να μπαίνουν πάλι σε λειτουργία.

2.

Η Τζένιφερ δεν ήταν θρησκευόμενη. Δεν πήγαινε ποτέ στους Ναούς του Κρόνου για να προσευχηθεί. Ούτε καν για τυπικούς λόγους. Όταν ήταν μικρή και ζούσε στην Παράλληλη Συνοικία μαζί με τους γονείς της, η μητέρα της επέμενε να πηγαίνουν οικογενειακώς κάθε μέρα στην Τελετή της Πρώτης Ώρας. Ήταν βασανιστήριο για τη Τζένιφερ· κι όταν είχε μεγαλώσει λίγο, αρνιόταν πια να πηγαίνει, παρά τους τσακωμούς που αυτό προκαλούσε με τη μητέρα της. Αργότερα, όταν έφυγε για να εκπαιδευτεί ως Μαύρη Δράκαινα, κανένας δεν απαιτούσε πλέον από αυτήν να πηγαίνει στον ναό.

Και τώρα ήταν εδώ για τη δουλειά της και μόνο. Για να υπηρετήσει, γι’ακόμα μια φορά, τη Συμπαντική Παντοκρατορία.

Κόσμος ήταν συγκεντρωμένος στον πελώριο σηκό του Ύψιστου Ναού, ο οποίος είχε πυραμιδοειδές σχήμα – μια πυραμίδα μέσα σε μια μεγαλύτερη πυραμίδα – και στο κέντρο του στεκόταν το άγαλμα ενός πανύψηλου άντρα που αντί για κεφάλι είχε μια φωτεινή κόκκινη σφαίρα. Απεικόνιση του Κρόνου, του ισχυρότερου θεού της Ρελκάμνια.

Στην περιφέρεια της αίθουσας του σηκού υπήρχαν αγάλματα και των παιδιών του. Αριστερά, η Τζένιφερ μπορούσε να δει τη Ρασιλλώ, την Κυρά του Σιδήρου, προστάτιδα των μισθοφόρων και των πολεμιστών, ντυμένη με σφιχτοδεμένο πολεμικό χιτώνα ο οποίος είχε ανοίγματα για τα μακριά, καλλίγραμμα, μποτοφορεμένα πόδια της. Στα χέρια της κρατούσε ένα τουφέκι, κι από την πλάτη της κρεμόταν ένα σπαθί. Τα μαλλιά της ήταν δεμένα κότσο πίσω απ’το κεφάλι της. Τα μάτια της φάνταζαν αυστηρά, άγρια, αποφασισμένα.

Στην άλλη μεριά του σηκού, δεξιά, η Τζένιφερ έβλεπε το άγαλμα της Καθμύρας, Κυράς του Χρυσού, προστάτιδας του εμπορίου και των εμπόρων. Ήταν ντυμένη τελείως διαφορετικά από την αδελφή της, τη Ρασιλλώ: φορούσε μακριά καπαρντίνα και φούστα, και στα χέρια της, μπροστά της, κρατούσε ένα κλειστό κουτί που έμοιαζε να κρύβει κάποιον θησαυρό στο εσωτερικό του. Από τον ώμο της κρεμόταν μια τσάντα που έφερνε στο μυαλό επαγγελματία.

Δεξιά και προς την είσοδο του σηκού έστεκε το άγαλμα του Ηρώταλου, Επαΐοντα της Τεχνουργίας, προστάτη των μηχανικών και των τεχνητών. Τον απεικόνιζαν κοντό και ευρύστερνο, με καράφλα και μακριά γενειάδα. Φορούσε χιτώνα, κι από πάνω είχε περασμένες δύο φαρδιές ζώνες και μία εξίσου φαρδιά τιράντα, όπου συγκρατούνταν δεκάδες εργαλεία, μικρότερα και μεγαλύτερα.

Αριστερά και προς την είσοδο του σηκού βρισκόταν το άγαλμα του Μηρμέδιου, Επαΐοντα της Ιατρικής, προστάτη των γιατρών. Ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας, με μακριά μούσια και μαλλιά. Κρατούσε ραβδί και φορούσε ρούχα ταξιδιωτικά – παντελόνι, τουνίκα, και κάπα – επειδή, σύμφωνα με τον μύθο (τον οποίο ακόμα κι η Τζένιφερ ήξερε), κάποτε, πριν από πολλούς αιώνες, στις απαρχές του χρόνου, τριγύριζε σ’όλη τη Ρελκάμνια διδάσκοντας στους ανθρώπους την τέχνη της ιατρικής ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν τις ασθένειες και τους τραυματισμούς που τους έστελνε ο Σκοτοδαίμων.

Στο βάθος του σηκού, ήταν το άγαλμα του Ζερκάλδη, Επαΐοντα της Γραφής, προστάτη των γραμματιζούμενων και της γνώσης. Απεικονιζόταν ως νέος και όμορφος, ντυμένος με ρούχα σαν αυτά των αριστοκρατών, και στα χέρια του κρατούσε ένα ανοιχτό βιβλίο. Το πρόσωπό του ήταν πλατύ και, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο ήταν λαξεμένο, φάνταζε φωτεινό.

Επίσης στο βάθος του σηκού, σε μια τοιχογραφία, απεικονιζόταν ο Έπαφος: γνωστός ιερέας-ήρωας της θρησκείας του Κρόνου. Ήταν ντυμένος με χρυσά άμφια και κράνος με φτερά, και στο δεξί χέρι κρατούσε ένα φωτεινό σπαθί που η λάμψη του απομάκρυνε μια απειλητική σκιερή μορφή, σαν να προσπαθούσε να τη διώξει από την τοιχογραφία.

Η σκιερή μορφή ήταν, υποτίθεται, ο Σκοτοδαίμων. Σύμφωνα με τους μύθους, ο Έπαφος τον είχε αντιμετωπίσει αυτοπροσώπως. (Και, ναι, ήταν κι αυτός ο μύθος τόσο γνωστός που ακόμα κι η Τζένιφερ, που απεχθανόταν τα της θρησκείας, τον γνώριζε.)

Στο πάτωμα της μεγάλης αίθουσας, όχι και τόσο μακριά από την τοιχογραφία με τον Έπαφο, υπήρχε ένας λάκκος σκεπασμένος με γυαλί. Εκεί μέσα βρισκόταν ο Χάροντας, ο Ανόφθαλμος, που δουλειά του ήταν να μεταφέρει τις ψυχές των νεκρών στο Έρεβος, και που όλοι απέφευγαν να τον σκέφτονται και να λένε το όνομά του. Ήταν γέννημα του Κρόνου και του Σκοτοδαίμονος, έλεγαν. Και η Τζένιφερ απορούσε πώς ήταν δυνατόν δύο άντρες να είχαν κάνει παιδί. Όμως η θρησκεία σπάνια έβγαζε νόημα!

Προχώρησε, αργά, ανάμεσα στους ανθρώπους που βρίσκονταν στον σηκό. Αν δεν έκανε λάθος, όλοι αυτοί είχαν συγκεντρωθεί εδώ περιμένοντας την Τελετή της Νυκτερινής Ώρας. Εν τω μεταξύ προσεύχονταν, άλλοι γονατιστοί μπροστά σε κάποιο από τα αγάλματα, άλλοι όρθιοι με τα μάτια κλειστά και τα χέρια ενωμένα· και κάποιοι άφηναν προσφορές στις ειδικές θέσεις στα πόδια των αγαλμάτων. Προσφορές υπολογίσιμης χρηματικής αξίας, όπως πολύ καλά ήξερε η Τζένιφερ. Θυμόταν πως η μητέρα της το θεωρούσε πρέπον, μία φορά τον μήνα τουλάχιστον, να κάνει μια προσφορά που δεν άξιζε λιγότερο από πενήντα δεκάδια. Οι μόνοι που επωφελούνταν από αυτά ήταν οι ιερείς, έτσι όπως το έβλεπε η Τζένιφερ.

Ήταν ντυμένη με ελαφριά κάπα και κουκούλα καθώς βάδιζε ανάμεσα στους παρευρισκόμενους, και το ήξερε πως η εμφάνισή της δεν θα τραβούσε περίεργα βλέμματα γιατί κι άλλοι ήταν ντυμένοι παρόμοια. Αυτή η αμφίεση τούς πρόσφερε νοητική απομόνωση για να προσευχηθούν.

Η Τζένιφερ δεν ήταν εδώ ούτε για να κάνει προσευχές ούτε προσφορές, βέβαια. Ωστόσο, γονάτισε αντίκρυ στο άγαλμα της Καθμύρας και περίμενε.

Περίμενε για την Τελετή της Νυκτερινής Ώρας.

3.

Η Ρία-Μία οδήγησε τον Ορείχαλκο στα άδυτα του Ύψιστου Ναού του Κρόνου. Πέρασαν από διαδρόμους διακοσμημένους με διάφορα στολίδια και τοιχογραφίες. Ιερείς και ιέρειες που συνάντησαν στο δρόμο τους χαιρέτησαν σεβάσμια τη Ρία-Μία, αποκαλώντας την Παντόχρονη· και σ’έναν απ’αυτούς εκείνη είπε: «Δεν θα κάνω εγώ την Τελετή της Νυκτερινής Ώρας απόψε. Έχω άλλη δουλειά.»

«Όπως επιθυμείτε, Παντόχρονη,» αποκρίθηκε ο ιερέας, και πέρασε κάτω από μια λαξευτή πόρτα.

Σύντομα, ο Ορείχαλκος και η Ρία-Μία μπήκαν σ’έναν ανελκυστήρα· η δεύτερη πάτησε ένα κουμπί στον τοίχο κι άρχισαν ν’ανεβαίνουν.

«Στα δωμάτιά σου πηγαίνουμε;» τη ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Φυσικά.»

Μετά από λίγο, ο ανελκυστήρας σταμάτησε. Η Αρχιέρεια του Κρόνου άνοιξε την πόρτα και ο Ορείχαλκος την ακολούθησε ξανά. Πέρασαν από έναν διάδρομο φρουρούμενο από δύο οπλισμένες γυναίκες, η Ρία–Μία ξεκλείδωσε μια πόρτα, και μπήκαν σ’ένα καθιστικό με πάτωμα από γυαλιστερό ξύλο, πίνακες στους τοίχους (θρησκευτικής θεματολογίας, αναμφίβολα, έκρινε ο Ορείχαλκος), φουσκωτό σοφά, λαξευτές πολυθρόνες, κι ένα χαμηλό αλλά όχι και τόσο μικρό τραπεζάκι.

«Κάθισε,» είπε η Αρχιέρεια του Κρόνου, κλείνοντας πίσω της και κλειδώνοντας.

Ο Ορείχαλκος κάθισε σε μια πολυθρόνα.

Η Ρία-Μία είπε: «Περίμενε μισό λεπτό,» και μπήκε σ’ένα άλλο δωμάτιο.

Ο Ορείχαλκος την άκουσε να λέει από μέσα: «Δεν θα σας χρειαστώ καθόλου απόψε.» (…) «Όχι, τίποτα. Απλά να το έχετε υπόψη.» (…) «Ναι, μπορείτε να πάτε.»

Η Ρία επέστρεψε στο καθιστικό. «Φρόντισα να μη μας ενοχλήσουν,» είπε καθίζοντας στον σοφά.

Ο Ορείχαλκος σηκώθηκε από την πολυθρόνα και πήγε να καθίσει δίπλα της. «Υπάρχει περίπτωση κανείς να μας ακούει εδώ;» της ψιθύρισε στ’αφτί.

«Το αποκλείω,» είπε η Ρία.

Ο Ορείχαλκος ένευσε. Δεν περίμενε κοριοί να ήταν τοποθετημένοι μέσα στα δωμάτια της Αρχιέρειας του Κρόνου, ούτως ή άλλως. «Κατ’αρχήν, πρέπει να σου πω πως η Αγαρίστη μού ζήτησε να της αναφέρω κάποια πράγματα.»

Η Ρία συνοφρυώθηκε. «Τι πράγματα;» Φαινόταν αγχωμένη.

«Ερωτικού περιεχομένου.»

«Α,» έκανε η Ρία γελώντας, ξαφνιασμένη. «Δεν κατάλαβα πριν. Αλλά δε με εκπλήσσει που σ’το ζήτησε, για να είμαι ειλικρινής…»

«Τι θέλεις να της πω;» ρώτησε ο Ορείχαλκος. «Πρόσεξε, βέβαια, τι θα ζητήσεις,» την προειδοποίησε φιλικά.

Η Ρία γέλασε ξανά. Σηκώθηκε από τον σοφά και πήγε στη μικρή κάβα του δωματίου. Γέμισε δύο ποτήρια με Γλυκό Κρόνο και επέστρεψε κοντά στον Ορείχαλκο, δίνοντάς του το ένα. Ήπιε μια γουλιά από το δικό της. «Δεν ξέρω…» είπε σκεπτικά. «Ίσως… ίσως θα ήταν φρόνιμο να σχηματίσεις την προσωπική σου άποψη.» Ύψωσε ένα της φρύδι, ατενίζοντάς τον ερευνητικά.

«Τι πάει να πει αυτό, Ρία;»

«Εκείνο που είμαι βέβαιη πως καταλαβαίνεις ότι πάει να πει.»

«Εγώ νόμιζα πως ήθελες να συζητήσουμε.»

«Θα διαρκέσει η συζήτησή μας όλη τη νύχτα;»

«Εξαρτάται, αλλά αμφίβολο είναι. Τι έχεις να μου πεις;» τη ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Εσύ δεν θα μου έλεγες τι σου είπε ο Αρχιπροδότης για τους Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας;»

Ο Ορείχαλκος ένευσε. Πράγματι, αυτό τού είχε ζητήσει. Ήπιε μια γουλιά από τον Γλυκό Κρόνο. Δεν του πολυάρεσε το συγκεκριμένο ποτό. Πολύ γλυκό για τα γούστα του, και χτυπούσε πολύ γρήγορα στο κεφάλι. Δεν ήταν κι άσχημο, όμως. «Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος μού είπε πως το όνομά του είναι Ελκράσ’ναρχ. Δεν είναι τέσσερις, αλλά ένας. Μία οντότητα που προϋπήρχε, από την εποχή του Ενιαίου Κόσμου. Δεν θα μπορούσε, όμως, να υπάρξει ελεύθερη στο σύμπαν μας γιατί είναι πολύ διαφορετικό από τον Ενιαίο Κόσμο. Επομένως, χρειαζόταν έναν πλοηγό. Κι ο πλοηγός του Ελκράσ’ναρχ είναι η Αγαρίστη.»

«Γιατί η Αγαρίστη;» ρώτησε η Ρία. «Τι έχει εκείνη που δεν το έχει οποιαδήποτε άλλη γυναίκα στη Ρελκάμνια; Ούτε μάγισσα είναι, ούτε ιέρεια, ούτε… ούτε έχει τίποτα ιδιαίτερες γνώσεις, απ’όσο ξέρω. Το μόνο παράξενο που κάνει είναι να αλλάζει την εμφάνισή της κάθε τόσο.»

«Ο Ελκράσ’ναρχ το κάνει αυτό για εκείνη, απ’ό,τι έχω καταλάβει,» είπε ο Ορείχαλκος. «Και δεν ξέρω γιατί ακριβώς επέλεξε την Αγαρίστη για πλοηγό του. Ίσως να ήταν τυχαίο. Η ίδια η Αγαρίστη, όταν παντρευόμασταν, όταν ήμασταν μέσα στον Πύργο του Ήλιου και του Ανέμου, μου αφηγήθηκε μια ιστορία. Δεν είπε ότι μιλούσε για τον εαυτό της, βέβαια, αλλά πιστεύω πως η πρωταγωνίστρια της ιστορίας της ήταν η ίδια.» Και ο Ορείχαλκος μίλησε στη Ρία-Μία για εκείνη την αλλόκοτη διήγηση: για μια κοπέλα που δούλευε στο μηχανουργείο του πατέρα της και ήταν ταλαιπωρημένη, μέχρι που βρήκε ένα μαγικό κουτί κι εκεί μέσα είδε όλα όσα επιθυμούσε. Αλλά στο εσωτερικό του κουτιού ήταν κι ένας Κάτοχος, ο οποίος της πρότεινε να κάνουν μια συμφωνία. «‘Θα κουβαλάς πάντοτε το κουτί μου μαζί σου,’ της είπε, ‘κι εγώ θα σ’αφήνω να παίρνεις από εκεί ό,τι θέλεις’. Και η κοπέλα συμφώνησε. Κι εδώ τελειώνει η ιστορία, Ρία.»

«Πιστεύεις ότι ο Κάτοχος ήταν αυτός ο Ελκράσ’ναρχ;»

«Ίσως.»

«Η Αγαρίστη, όμως, δεν κουβαλά κανένα κουτί μαζί της. Ούτε νομίζω πως έχει κανένα κουτί στην κατοχή της που να το θεωρεί πολύτιμο ή ιδιαίτερο. Έχεις εσύ προσέξει κάτι τέτοιο;» Η Ρία δεν θα το θεωρούσε απίθανο αν ο Ορείχαλκος ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε δει το κουτί. Η Παντοκράτειρα φαινόταν να τον συμπαθεί όσο κανέναν άλλο από τους συζύγους της. Τον λάτρευε.

«Όχι, δεν έχω δει κανένα κουτί. Αλλά σκέψου ότι ίσως να μιλούσε μεταφορικά.»

«Μεταφορικά;» Η Ρία πλησίαζε να τελειώσει το ποτό της.

«Ναι. Μπορεί η οντότητα που ονομάζεται Ελκράσ’ναρχ να παρουσιάστηκε μπροστά της και να της έκανε μια πρόταση: να της δώσει ό,τι επιθυμεί αν εκείνη συμφωνήσει να γίνει πλοηγός του.»

«Κι ό,τι επιθυμούσε ήταν η Παντοκρατορία; Ήθελε ολόκληρο το σύμπαν να είναι δικό της;»

«Θα φτάσουμε και σ’αυτό.»

«Θες να πεις ότι ξέρεις τι ζήτησε από τον Ελκράσ’ναρχ;»

«Ξέρω τι μου είπε ο Ανδρόνικος για το θέμα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας.»

«Εντάξει, αλλά ακόμα δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει να είσαι πλοηγός. Είναι σαν… σαν να έχεις παραδώσει την ψυχή σου στη δύναμη κάποιας πνευματικής οντότητας;»

«Δεν πιστεύει η θρησκεία του Κρόνου ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο;»

«Φυσικά και το πιστεύει,» είπε η Ρία. «Υπάρχουν και εξορκισμοί εναντίον των υπηρετών του Σκοτοδαίμονος, καθώς κι εναντίον άλλων οντοτήτων πνευματικής φύσης.»

Ενδιαφέρον… σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Θα μπορούσαν, άραγε, να πιάσουν εναντίον του Ελκράσ’ναρχ; Για κάποιο λόγο, το αμφέβαλλε πολύ. Προτού όμως ρωτήσει, η Ρία είπε: «Τι συμβαίνει, λοιπόν, με την Παντοκρατορία; Τι σου είπε ο Ανδρόνικος;»

«Ο Ελκράσ’ναρχ έχει λόγο που θέλει να σχηματίσει την Παντοκρατορία. Για να– Ή μάλλον, εσύ, ως Αρχιέρεια του Κρόνου, τι λόγος νομίζεις ότι θα μπορούσε να είναι αυτός;»

Η Ρία συνοφρυώθηκε. Λες τούτο να είναι κάποιο παιχνίδι της; αναρωτήθηκε. Δεν θα το απέκλειε η Παντοκράτειρα να την κορόιδευε. Να είχε στείλει εδώ τον Ορείχαλκο για να παίξει μαζί της, να παίξει με το μυαλό της. Όχι, δεν μπορεί. Άλλωστε, εγώ ζήτησα από τον Ορείχαλκο να έρθει εδώ. Κι εγώ, επίσης, το ζήτησα κι από την Αγαρίστη.

«Τι νομίζεις, Ρία;»

Η Αρχιέρεια του Κρόνου ξεροκατάπιε. Στράγγισε το ποτήρι της. Είπε: «Δεν ξέρω, Ορείχαλκε. Πού να ξέρω;»

«Γιατί τέτοιες οντότητες κάνουν ό,τι κάνουν;»

«Μπορεί να υπάρχει μια πληθώρα λόγων… Μπορεί… Πες μου! Μη με ρωτάς. Πες μου τι σου είπε ο Ανδρόνικος.»

«Ότι ο Ελκράσ’ναρχ προσπαθεί να αναδημιουργήσει τον Ενιαίο Κόσμο.»

«Δηλαδή;»

«Είναι λιγάκι τραβηγμένο αυτό που θα ακούσεις τώρα. Ακόμα και στον ίδιο τον Ανδρόνικο μοιάζει περίεργο, αλλά μου εξήγησε ότι του το αποκάλυψε ένας μάγος με πάρα πολλές γνώσεις.»

«Και τι είπε αυτός ο μάγος;»

«Ότι το σύμπαν μας διαμορφώνεται από το τι πιστεύουμε γι’αυτό. Επομένως, ο Ελκράσ’ναρχ προσπαθεί να δημιουργήσει στα μυαλά όλων την αντίληψη ότι οι διαστάσεις είναι ένα – ότι δεν έχουν ουσιαστική διαφορά η μία από την άλλη, εφόσον ανήκουν σε μία Συμπαντική Παντοκρατορία. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, μετά από αιώνες πιθανώς, οι διαστάσεις ν’αρχίσουν να ενώνονται, ώστε τελικά να ανασχηματιστεί ο Ενιαίος Κόσμος.»

Ο Ορείχαλκος τώρα περίμενε η Ρία-Μία να γελάσει ή να του πει πως έλεγε ασυναρτησίες. Την είδε όμως συνοφρυωμένη ξανά. Σκεπτική. Κι ύστερα από μερικές στιγμές, η Αρχιέρεια του Κρόνου είπε: «Αυτό, ξέρεις, δεν είναι και τόσο απίθανο, Ορείχαλκε.»

«Το πιστεύεις, δηλαδή;» Ακόμα κι ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να το πιστέψει. Και δεν τον ενδιέφερε και τόσο. Σημασία είχε ότι η Παντοκρατορία ήταν επικίνδυνη τώρα, για πρακτικούς – εμπορικούς και πολιτικούς – λόγους, και ότι η Αγαρίστη ήταν υποχείριο αυτού του δαίμονα.

«Γιατί όχι;» του απάντησε η Ρία. «Είμαι ιέρεια, Ορείχαλκε. Η πίστη δεν είναι κάτι το ξένο για εμένα.»

Ο Ορείχαλκος την ατένισε με άλλο βλέμμα τώρα, διαφορετικό απ’ό,τι την ατένιζε μέχρι στιγμής. Ήταν σαν η Ρία-Μία να του είχε αποκαλύψει μια πτυχή του εαυτού της καλά κρυμμένη. Παλιότερα, την είχε για εκείνες τις ιέρειες που απλά ιερουργούν διαδικαστικά, χωρίς να έχουν καμια βαθιά πίστη ή πνευματικότητα. Τώρα, όμως, δεν αισθανόταν πια σίγουρος πως η Ρία-Μία συγκαταλεγόταν ανάμεσά τους. Και δεν ήταν φυσικό, άλλωστε; Ό,τι κι αν ήταν, ήταν και Αρχιέρεια του Κρόνου.

«Γιατί με κοιτάς έτσι;» τον ρώτησε, έχοντας παρατηρήσει μια διαφορά στο βλέμμα του. «Τι γνώμη έχεις για μένα, Ορείχαλκε;»

«Η γνώμη μου γίνεται ολοένα και καλύτερη,» της είπε.

Η Ρία μειδίασε. «Ελπίζω αυτό να μην αλλάξει για όλο το υπόλοιπο βράδυ.» Το ερωτικό υπονοούμενο ήταν έκδηλο στη φωνή της.

Ο Ορείχαλκος τής επέστρεψε το μειδίαμα. Ναι, σκέφτηκε, γι’αυτό δεν μπορείς να το πιστέψεις ότι είναι πραγματική Αρχιέρεια…

Τη ρώτησε: «Νομίζεις πως όσα μου είπε ο Ανδρόνικος αληθεύουν;»

Η Ρία τον ατένισε με καχυποψία προς στιγμή. «Δεν… Πού να ξέρω;… Είναι παρατραβηγμένα, αναμφίβολα.» Δε βλάπτει να είμαι επιφυλακτική. «Η Αγαρίστη ποτέ δεν έχει αναφέρει τίποτα, ούτε για τον Ελκράσ’ναρχ ούτε για το ότι είναι πλοηγός κάποιας οντότητας.

»Ορείχαλκε, εσύ τα θεωρείς αληθινά αυτά;» Άσε εκείνον να πει πρώτος ότι τα πιστεύει.

«Θα μπορούσαν και να ήταν αληθινά,» παραδέχτηκε ο Ορείχαλκος. «Αλλά δεν τα έχω διαπιστώσει.»

«Την έχεις ρωτήσει;»

«Αρνείται να μιλήσει για το θέμα. Δε λέει τίποτα για τη ζωή της προτού γίνει Παντοκράτειρα.»

Η Ρία ένευσε. Το περίμενε αυτό. Ακόμα και στον Ορείχαλκο δεν μιλά…

«Σ’ενδιαφέρει, όμως, η υπόθεση…» παρατήρησε εκείνος.

«Είναι, ομολογουμένως… αξιοπερίεργο.»

«Θεωρείς την Αγαρίστη φίλη σου;»

«Φυσικά,» είπε αμέσως η Ρία, και ο Ορείχαλκος σκέφτηκε: Φοβάται ότι τη δοκιμάζω για λογαριασμό της Παντοκράτειρας. Είναι αδύνατο να με εμπιστευτεί πλήρως.

«Αν αληθεύουν αυτά τα πράγματα, λοιπόν – αν όντως η Αγαρίστη είναι πλοηγός του Ελκράσ’ναρχ – θα ήσουν πρόθυμη να τη βοηθήσεις να ελευθερωθεί;»

Η Ρία-Μία αισθάνθηκε τη γλώσσα της να δένεται κόμπος. «Δε… Κοίτα, δεν ξέ… Βασικά, δεν μου μοιάζει φυλακισμένη.» Χαμογέλασε, αμήχανη. «Μου μοιάζει το ακριβώς αντίθετο.»

«Τα φαινόμενα, πολλές φορές, απατούν.»

«Ορείχαλκε, αν… Αν προσπαθήσεις… Αν μαθευτεί ότι θέλεις να… Βέβαια… Με συγχωρείς.» Σηκώθηκε από τον σοφά και πήγε πάλι στην κάβα για να ξαναγεμίσει το ποτήρι της με Γλυκό Κρόνο – και να οργανώσει τις σκέψεις της. Επιστρέφοντας, του είπε: «Αν μιλήσεις γι’αυτά τα πράγματα στην Αγαρίστη κι εκείνη τα εκλάβει ως εχθρικά, τότε θα μπλέξεις πολύ άσχημα.»

«Της έχω ήδη πει τι μου είπε ο Ανδρόνικος. Δεν με πήρε σοβαρά. Οι Υπερασπιστές της, όμως, δεν φαίνεται να με συμπαθούν.»

Η Ρία-Μία χλόμιασε. «Θα σε σκοτώσουν,» τον προειδοποίησε, «αν νομίσουν ότι είσαι πραγματικά επικίνδυνος. Τα ίδια τους τα χέρια είναι όπλα. Μπορούν–»

«Το ξέρω.»

«Έχε το νου σου.» Και κακώς μιλάω μαζί σου, ίσως, σκέφτηκε η Ρία, νιώθοντας ένα σύγκρυο να τη διατρέχει.

«Θα είμαι προσεχτικός,» είπε ο Ορείχαλκος. «Και τώρα θα ήθελα να ρωτήσω εγώ εσένα κάποια πράγματα.»

«Τι πράγματα;» Η Ρία φοβόταν ότι, στο τέλος, μπορεί να την έμπλεκε πολύ άσχημα, αλλά τώρα που τον είχε καλέσει εδώ δεν είχε νόημα να μην συνεχίσει τη συζήτηση μαζί του. Εξάλλου, το ήξερα πως θα ήταν μια επικίνδυνη συζήτηση, δεν το ήξερα;

«Ανέφερες, πιο πριν, ότι στη θρησκεία του Κρόνου υπάρχουν εξορκισμοί για τον διωγμό εχθρικών πνευμάτων…»

«Ναι, υπάρχουν.»

«Θα μπορούσαν, νομίζεις, να χρησιμοποιηθούν εναντίον του Ελκράσ’ναρχ;»

Η Ρία τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, αδυνατώντας για λίγο να πιστέψει τι ήταν αυτό που ίσως να πρότεινε. Ύστερα, κούνησε το κεφάλι της. «Δε νομίζω… Μπορεί. Αλλά δε νομίζω. Επιπλέον, πώς θα τον πλησιάσεις…; Ή, πώς θα πλησιάσεις την Αγαρίστη για να το κάνεις αυτό; Γιατί, αν η ψυχή της ελέγχεται κάπως από τον Ελκράσ’ναρχ, ο εξορκισμός θα πρέπει να γίνει μ’εκείνη παρούσα.»

«Καταλαβαίνω το πρόβλημα,» είπε ο Ορείχαλκος. «Θεωρητικά, όμως, θα μπορούσε να γίνει;»

Η Ρία αναστέναξε, κι ακούμπησε την πλάτη της στον σοφά. Ήπιε μια γουλιά Γλυκό Κρόνο. «Κοίτα. Οι εξορκισμοί γίνονται, συνήθως, εναντίον πνευματικών οντοτήτων. Ο Ελκράσ’ναρχ, όμως, έχει σώμα· δεν είναι πνευματική οντότητα. Είναι ενεργειακή οντότητα, πιθανώς. Αυτό δεν σημαίνει ότι ένας εξορκισμός αποκλείεται να έπιανε. Αλλά ούτε σημαίνει πως θα έπιανε κιόλας. Κι αν ήμουν στη θέση σου, ούτε που θα το σκεφτόμουν να το επιχειρήσω.

»Πες μου, Ορείχαλκε, γιατί είσαι πραγματικά εδώ; Σε έχει στείλει ο Αρχιπροδότης;»

Ο Ορείχαλκος ξαφνιάστηκε από τούτη την ερώτηση, αν και σκέφτηκε πως μάλλον δεν θα έπρεπε. Αυτά που της λέω αποτελούν προδοσία ίσως. Προδοσία κατά της Παντοκρατορίας. «Όχι,» αποκρίθηκε. «Για την ακρίβεια, έφυγα χωρίς να τους πω τίποτα.»

«Δηλαδή, δεν είσαι με το μέρος τους;»

«Ρία,» είπε ο Ορείχαλκος, «εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να βοηθήσω την Αγαρίστη. Γι’αυτό ήρθα. Δεν είμαι εναντίον της, όπως της είπα. Είναι σύζυγός μου ύστερα από τελετή σε Πύργο του Ήλιου και του Ανέμου: κι αυτό είναι πολύ σημαντικό.»

Η Ρία-Μία τον ατένισε για λίγο αμίλητη. Δεν της αξίζει ένας άνθρωπος σαν εσένα, σκέφτηκε, και ήπιε ακόμα μια γουλιά από το ποτό της, το οποίο είχε αρχίσει να τη ζαλίζει.

4.

Οι ιερείς και οι ιέρειες του Κρόνου ήρθαν στον μεγάλο σηκό από τα ενδότερα του Ύψιστου Ναού, και άρχισαν να τελούν την Τελετή της Νυκτερινής Ώρας, καθώς ο ήλιος της Ρελκάμνια είχε μόλις δύσει.

Στον σηκό, ελάχιστα φώτα ήταν αναμμένα, κι αυτά όχι ενεργειακά αλλά ψηλά κεριά, τα οποία ή κρατούσαν οι πιστοί ή στηρίζονταν σε μεταλλικούς βρόχους. Αυτό ήταν το τυπικό της Τελετής της Νυκτερινής Ώρας. Οι ιερείς καλωσόριζαν την πρώτη ώρα της νύχτας, και ζητούσαν από τον Υπερχρόνιο Άρχοντα η νύχτα να είναι καλή και οι υπηρέτες του Σκοτοδαίμονος να μείνουν μακριά από τους πιστούς.

Μέσα στις πυκνές σκιές και τα σκοτάδια, τούτη ήταν η τέλεια στιγμή για να κινηθεί η Τζένιφερ. Για να εισβάλει στα ενδότερα του Ναού χωρίς να την προσέξουν.

Τον χάρτη του (τον οποίο της είχαν δώσει οι Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας) τον είχε αποστηθίσει και τον είχε μέσα στο μυαλό της. Γνώριζε όλα τα περάσματα και τα δωμάτια, τις εισόδους και τις εξόδους· ήξερε πού βρισκόταν ο κάθε ανελκυστήρας και η κάθε σκάλα, ποια σημεία φρουρούνταν και ποια όχι.

Περνώντας ανάμεσα από τον κόσμο που γέμιζε τον σηκό, πλησίασε ένα πλευρικό άνοιγμα μπροστά στο οποίο στεκόταν ένας φρουρός τυλιγμένος σε πυκνό σκοτάδι. Τα εκπαιδευμένα μάτια της Τζένιφερ μετά βίας τον διέκριναν. Το ρολόι στον καρπό της άρχισε να δονείται. Στο εσωτερικό του υπήρχε μια λεπτεπίλεπτη συσκευή που εντόπιζε τηλεοπτικούς πομπούς. Ο Ρίμναλ’μορ τής είχε δώσει αυτό το ρολόι, όταν η Τζένιφερ τον είχε συναντήσει μετά από προτροπή των Υπερασπιστών. Προφανώς κι εκείνος συμφωνούσε ότι ο Ορείχαλκος ήταν επικίνδυνος κι έπρεπε να βγει από τη μέση.

Και το ρολόι, τώρα, ειδοποιούσε τη Τζένιφερ ότι ένας τηλεοπτικός πομπός ήταν κοντά. Εκείνη το ήξερε ήδη: υπήρχε ένας μηχανικός οφθαλμός πάνω από τη θύρα που φυλούσε ο φρουρός· ήταν σημειωμένος στον χάρτη. Η Μαύρη Δράκαινα στάθηκε μέσα στο σκοτάδι, σε μικρή απόσταση από τον φρουρό. Και τον παρατήρησε. Δεν φαινόταν να την έχει προσέξει.

Η Τζένιφερ πάτησε ένα κουμπί στο ρολόι της, κι αυτό έστειλε ένα ειδικό τηλεπικοινωνιακό σήμα το οποίο μπλόκαρε τον τηλεοπτικό πομπό. Τουλάχιστον, αυτό τής είχε πει ο Ρίμναλ’μορ ότι θα έκανε. Να έχεις υπόψη σου, όμως, πως μετά από δύο τέτοιες χρήσεις η μπαταρία του θα τελειώσει, την είχε προειδοποιήσει. Έτσι η Τζένιφερ είχε πάρει δέκα μπαταρίες μαζί της, για καλό και για κακό. Χωρούσαν όλες στην τσέπη της· δεν ήταν μεγάλες.

Και ο μηχανικός οφθαλμός τώρα ήταν μπλοκαρισμένος. Το ρολόι της δεν δονείτο πια.

Η Μαύρη Δράκαινα κινήθηκε γρήγορα προς τον φρουρό, έχοντας ήδη το μικρό τοξοπίστολο στο χέρι της, κρυμμένο κάτω από την κάπα της. Ο άντρας την είδε να έρχεται. «Τι θέλετε;» τη ρώτησε, μην έχοντας καταλάβει τις προθέσεις της μέσα στο σκοτάδι της μεγάλης αίθουσας. Η Τζένιφερ κινήθηκε αστραπιαία. Το ένα της χέρι τού έκλεισε το στόμα, το άλλο πάτησε τη σκανδάλη του τοξοπίστολου. Ένα μικρό βέλος-σύριγγα πετάχτηκε απ’το όπλο και καρφώθηκε στον μηρό του φρουρού, τρυπώντας εύκολα το παντελόνι του. Η Τζένιφερ τον κράτησε γερά για μερικές στιγμές, καθώς εκείνος παρέλυε, μένοντας ακίνητος σαν άγαλμα, με τα μέλη του κοκαλωμένα στις θέσεις τους, τα μάτια του ορθάνοιχτα. Η Τζένιφερ τον στήριξε στον τοίχο πίσω του.

Το φάρμακο που του είχε ρίξει προκαλούσε πλήρη ακινητοποίηση, κάνοντας τις κλειδώσεις σκληρές σαν πέτρες, αλλά δεν έκλεβε τις αισθήσεις του θύματος. Ο φρουρός θα μπορούσε και να ακούσει και να δει, αν και κάπως θολά. Το φάρμακο ονομαζόταν «κουκλοποιός», χαριτολογώντας, επειδή ήταν σαν να μετατρέπει τους ανθρώπους σε κούκλες που θύμιζαν αυτές που έβλεπες στις βιτρίνες καταστημάτων. Η δόση που είχε ρίξει η Μαύρη Δράκαινα στον φρουρό ήταν αρκετή για να τον κρατήσει σ’αυτή την κατάσταση για πάνω από μία ώρα.

Η Τζένιφερ τον προσπέρασε και γλίστρησε στα ενδότερα του Ύψιστου Ναού του Κρόνου.

5.

«Υπάρχουν παρόμοιες περιπτώσεις για τις οποίες μπορούμε να διαβάσουμε;» ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Περιπτώσεις σαν αυτή της Αγαρίστης; Όχι, δεν υπάρχουν. Άλλες περιπτώσεις πνευματικής κατάληψης από οντότητες, όμως, υπάρχουν.»

«Ούτε καν στους μύθους της θρησκείας του Κρόνου;»

«Πραγματικά, νομίζεις ότι η θρησκεία του Κρόνου μπορεί να σε βοηθήσει, Ορείχαλκε;» είπε η Ρία-Μία.

«Αν όχι, τότε θα πρέπει να βρω κάτι άλλο,» αποκρίθηκε εκείνος· κι έχοντας τώρα τελειώσει το ποτό του, άφησε το άδειο ποτήρι στην πλάτη του σοφά.

«Θέλεις ακόμα ένα;»

«Όχι, ευχαριστώ. Μπορούμε να κοιτάξουμε, τώρα;»

«Τι;»

«Για πιθανές παρόμοιες περιπτώσεις. Τις έχετε καταγεγραμμένες, απ’ό,τι καταλαβαίνω…»

«Υπάρχει αρχείο,» παραδέχτηκε η Ρία.

«Με εξορκισμούς;»

«Εκτός των άλλων, τους καταγράφουμε κι αυτούς.»

«Και οι μύθοι;»

«Μπορώ να σου δώσω να διαβάσεις για τους μύθους της θρησκείας του Κρόνου, αν θέλεις. Κατά πρώτον, υπάρχει η εκλαϊκευμένη έκδοση, που μπορείς να τη βρεις παντού στη Ρελκάμνια. Υποθέτω, όμως, ότι σ’ενδιαφέρει κάτι πιο… διεξοδικό.»

«Έχεις δίκιο.»

Η Ρία σηκώθηκε από τον σοφά και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Φεύγοντας απ’το καθιστικό μπήκαν σ’ένα γραφείο. Η Αρχιέρεια του Κρόνου πλησίασε μια βιβλιοθήκη κι ακούμπησε το χέρι της επάνω σ’ένα ράφι. «Εδώ,» είπε. «Αυτή είναι η βασική μυθολογία της θρησκείας του Κρόνου.»

Ο Ορείχαλκος μπορούσε να μετρήσει έξι χοντρά βιβλία, τα οποία έγραφαν στη ράχη: ΙΕΡΟΙ ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΥΠΕΡΧΡΟΝΙΟΥ ΑΡΧΟΝΤΑ· και: ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ, και τα λοιπά. «Αρκετά πράγματα,» παρατήρησε. «Και το αρχείο με τους εξορκισμούς;»

«Αυτό δεν το έχω εδώ. Βρίσκεται στο Αρχείο του Ναού.»

«Θα με πας εκεί;»

Η Ρία-Μία έσμιξε τα χείλη, διστακτική. «Υποτίθεται πως για άλλο λόγο είσαι εδώ. Τι κάνουμε στο Αρχείο;»

«Θα μας δει κανένας;»

«Δε μπορούμε να πάμε και τελείως κρυφά. Αν και, βέβαια, τώρα θα γίνεται η Τελετή της Νυκτερινής Ώρας· δε νομίζω ότι κανένας από τους ιερείς ή τους μαθητευόμενους θα είναι στο Αρχείο. Οι φρουροί, όμως….»

«Δικοί σου φρουροί δεν είναι, Ρία; Πιστεύεις ότι η Αγαρίστη θα πάει να τους ρωτήσει πού σε είδαν να πηγαίνεις;»

«Μάλλον όχι, αλλά…» Φοβάμαι. Έχω πολλά να χάσω, έτσι και πάρει είδηση ότι την ξεγέλασα. «Εντάξει, πάμε,» του είπε τελικά. «Πάμε.» Και, ανοίγοντας ένα συρτάρι του γραφείου της, πήρε μια αρμαθιά κλειδιά και τα έκρυψε σε μια τσέπη της φαρδιάς ενδυμασίας της.

Έφυγαν από τα προσωπικά δωμάτια της Αρχιέρειας του Κρόνου, μπήκαν σ’έναν ανελκυστήρα, κατέβηκαν δύο πατώματα, και μετά βγήκαν πάλι. Ο διάδρομος στον οποίο βρέθηκαν ήταν άδειος. Από ένα τριγωνικό παράθυρο πλάι τους φεγγαρόφωτο έμπαινε – ασημένιο και κόκκινο – από τα δύο φεγγάρια της Ρελκάμνια. Ο ήλιος είχε δύσει. Ο διάδρομος ήταν μισοσκότεινος· μονάχα προς το τέλος του φαινόταν ένα ενεργειακό φως, να έρχεται από δίπλα.

Η Ρία-Μία προπορεύτηκε. Ο Ορείχαλκος την ακολούθησε. Διέσχισαν τον διάδρομο κι έστριψαν, και είδαν ότι το φως προερχόταν από μια λάμπα πάνω από μια κλειστή πόρτα. Η Ρία την πλησίασε, έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη της, και την ξεκλείδωσε. Μπήκε πρώτη και ο Ορείχαλκος ήρθε πίσω της.

Η Ρία έκλεισε και, πατώντας έναν διακόπτη στον τοίχο, άναψε τα ενεργειακά φώτα του δωματίου, αποκαλύπτοντας σειρές από ράφια και μερικά πληροφοριακά συστήματα με οθόνες και κονσόλες.

«Λοιπόν,» είπε, κι ακουγόταν αγχωμένη. «Από πού ν’αρχίσουμε;» Πλησίασε ένα από τα πληροφοριακά συστήματα και, με το πάτημα ενός μεγάλου κουμπιού, το ενεργοποίησε: η οθόνη άναψε. «Να δούμε τους καταγεγραμμένους εξορκισμούς μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια;»

«Συνέβη κάτι το αξιοσημείωτο μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια;»

«Τίποτα που να έρχεται αμέσως στο μυαλό μου.»

«Ας δούμε πιο παλιά, τότε.»

Η Ρία-Μία πληκτρολόγησε, και στην οθόνη παρουσιάστηκε μια ολόκληρη λίστα με ημερομηνίες και εγγραφές. «Πριν από πενήντα χρόνια,» είπε.

«Κρατάτε διεξοδικό αρχείο,» παρατήρησε ο Ορείχαλκος, που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί τους ιερείς της δικής του διάστασης να κάνουν κάτι τέτοιο. Δε νόμιζε ότι κατέγραφαν και πολλά πράγματα. Μάλιστα, αρκετοί μύθοι, παραδόσεις, και παραβολές μεταδίδονταν προφορικά· δεν ήταν πουθενά γραμμένα.

«Φυσικά,» είπε η Ρία-Μία. «Πρέπει να ξέρουμε τι έκαναν οι ιερωμένοι πριν από εμάς.»

«Τα έχεις διαβάσει όλα αυτά;»

«Φυσικά και όχι,» αποκρίθηκε εκείνη, γελώντας κοφτά. «Τι να τα κάνω;»

«Πώς θα δούμε, λοιπόν, αν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον εδώ; Απ’ό,τι καταλαβαίνω, έχετε καταγεγραμμένες περιπτώσεις εξορκισμών από ολόκληρη τη Ρελκάμνια.»

Η Ρία-Μία ένευσε. «Ναι. Κοίτα, η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο, Ορείχαλκε…» Και καλύτερα να φύγουμε από δω και να το παρατήσουμε το θέμα, ούτως ή άλλως, σκέφτηκε, νιώθοντας πως όσο περισσότερο χρόνο περνούσαν εδώ τόσο περισσότερο κινδύνευε η θέση της ως Αρχιέρεια.

6.

Η Τζένιφερ ανέβηκε στο πάτωμα όπου βρίσκονταν τα προσωπικά δωμάτια της Αρχιέρειας του Κρόνου. Ο ανελκυστήρας σταμάτησε. Εκείνη δεν άνοιξε την πόρτα. Το ρολόι της δονείτο.

Η Μαύρη Δράκαινα πάτησε το κουμπί, κάνοντας τον τηλεοπτικό πομπό έξω από τον ανελκυστήρα να μπλοκάρει. Κοίταξε το ρολόι για να δει αν είχε ακόμα μπαταρία. Διαπίστωσε ότι βρισκόταν στο τέλος της· δεν μπορούσε να στείλει άλλο τηλεπικοινωνιακό παλμό απενεργοποίησης. Έπρεπε να την αλλάξει. Πρώτα, όμως, θα έβγαινε, γιατί οι τηλεοπτικοί πομποί δεν έμεναν μπλοκαρισμένοι για πάντα, όπως την είχε προειδοποιήσει ο Ρίμναλ’μορ.

Η Τζένιφερ άνοιξε την πόρτα – μια χαραμάδα μόνο – και κοίταξε στον διάδρομο. Ήταν άδειος. Βγήκε και προχώρησε, όχι προς τα προσωπικά δωμάτια της Αρχιέρειας, αλλά προς ένα σημείο που, κοιτάζοντας τον χάρτη του Ύψιστου Ναού, της είχε φανεί απομονωμένο. Έφτασε χωρίς να συναντήσει κανέναν. Οι φρουροί ήταν από την άλλη μεριά.

Εδώ, ένας διάδρομος κατέληγε σε τοίχο, χωρίς να οδηγεί πουθενά. Παραδίπλα υπήρχαν δυο πόρτες που έβγαζαν σε αποθήκες. Αλλά δεν ήταν αυτές που ενδιέφεραν τη Τζένιφερ. Έστρεψε το βλέμμα της στο τριγωνικό παράθυρο. Καθότι καλοκαίρι, ήταν ανοιχτό. Πιάστηκε από τις άκριές του και, βγάζοντας το μισό σώμα της έξω, κοίταξε προς τα δίπλα. Προς τα παράθυρα των προσωπικών δωματίων της Ρία-Μία. Αυτά δεν ήταν ανοιχτά αλλά κλεισμένα με κουρτίνες. Δε θάχω πρόβλημα να μπω.

Η Τζένιφερ έβγαλε τα μαλακά παπούτσια της και τα έκρυψε μέσα στα ρούχα της. Φόρεσε νύχια της γάτας στα χέρια και στα πόδια, ενώ σκεφτόταν: Τώρα, μια απ’αυτές τις προδότριες, τις μάγισσες του τάγματος των Δρακαινών, θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμη. Θα μπορούσε να κάνει ένα Ξόρκι Λιθικής Έλξεως, για να τη βοηθήσει στην αναρρίχηση. Όμως δεν είχε σημασία· η Τζένιφερ θα τα κατάφερνε και μόνη της. Μονάχα η Αλιζέτ είναι καλύτερη από εμένα. Και τελευταία είχαν έρθει πληροφορίες από τη Βίηλ ότι κι αυτή πιθανώς να είχε προδώσει την Παντοκράτειρα. Αν ήταν έτσι, τότε η Τζένιφερ ήταν η μοναδική Μαύρη Δράκαινα που ακόμα παρέμενε πιστή. Άρα, είμαι η καλύτερη.

Το τριγωνικό παράθυρο ήταν στενό. Δεν ήταν και τόσο εύκολο για έναν άνθρωπο να περάσει από μέσα του και να βγει. Για μια Μαύρη Δράκαινα, όμως, δεν ίσχυε το ίδιο. Η Τζένιφερ πιάστηκε, πέρασε έξω το ένα της πόδι και το ένα της χέρι, και γάντζωσε τα ατσάλινα νύχια της γάτας στο εξωτερικό, επικλινές τοίχωμα της πελώριας πυραμίδας του Ύψιστου Ναού. Από κάτω της φαίνονταν άλλα οικοδομήματα της Ιερής Συνοικίας, καθώς και από πάνω της – κάποια ήταν ψηλότερα από τον Ναό. Η Τζένιφερ δεν έδωσε και πολύ σημασία στο ύψος, παρότι αν έπεφτε από εδώ ήξερε ότι θα γινόταν κομμάτια. Πιέζοντας με δύναμη τα νύχια της γάτας πάνω στο εξωτερικό τοίχωμα, έβγαλε και το άλλο της χέρι και πόδι από το παράθυρο. Τώρα ήταν ολόκληρη έξω, κρεμασμένη από τον τοίχο, που ήταν λείος χωρίς πολλές εσοχές. Λιγάκι να χαλάρωνε τη δύναμη με την οποία πίεζε τα νύχια της γάτας, η Τζένιφερ θα έπεφτε.

Δεν λάθεψε, όμως: διαδικαστικά, πήγε προς τα προσωπικά δωμάτια της Αρχιέρειας του Κρόνου. Έφτασε στο παράθυρο του υπνοδωματίου και πιάστηκε από την άκρη του, χαλαρώνοντας τώρα λίγο τους τσιτωμένους μύες της. Παραμέρισε, με το ένα χέρι, την κουρτίνα του παραθύρου – ελάχιστα – και κοίταξε μέσα. Το υπνοδωμάτιο ήταν σκοτεινό· τίποτα δεν διακρινόταν στο φεγγαρόφωτο· και ούτε η Τζένιφερ μπορούσε ν’ακούσει ομιλίες ή άλλους ήχους.

Σπρώχνοντας το σώμα της προς τα πάνω, πέρασε από το παράθυρο και μπήκε στο δωμάτιο. Έβγαλε τα νύχια της γάτας από τα χέρια και τα πόδια της και τράβηξε το ξιφίδιό της. Άνοιξε λιγάκι την πόρτα του υπνοδωματίου και κοίταξε. Υπήρχε φως στο καθιστικό αλλά κανένας δεν ήταν εκεί. Δυο ποτήρια ήταν αφημένα στην πλάτη του σοφά: το ένα άδειο, το άλλο μισογεμάτο.

Η Τζένιφερ φόρεσε την ειδική μάσκα στην κάτω μεριά του προσώπου της και τράβηξε από μια τσέπη του παντελονιού της τον θύλακα με το αναισθητικό αέριο.

Βγήκε απ’το υπνοδωμάτιο και, βαδίζοντας αθόρυβα επάνω στα γυμνά πόδια της, ερεύνησε όλα τα δωμάτια για να δει πού βρίσκονταν ο Ορείχαλκος και η Ρία-Μία. Δεν τους είδε πουθενά, όμως.

Ήταν εδώ, στο καθιστικό, αλλά έφυγαν.

Πού πήγαν;

Έπρεπε να τους βρει!

Η Τζένιφερ έβγαλε τη μάσκα της κι έμεινε, για λίγο, ακίνητη. Συλλογισμένη.

Πού μπορεί να είχαν πάει; Στο σπίτι της Ρία-Μία, ίσως; Αυτό θ’άλλαζε τα πράγματα τελείως. Άργησα! Έπρεπε να είχα έρθει πιο νωρίς.

Τράβηξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της και κάλεσε τον Ρίμναλ’μορ, για να ζητήσει την καθοδήγησή του. Εκείνος, μάλλον, θα ήξερε πιο καλά πού μπορεί η Ρία-Μία να είχε πάει τον Ορείχαλκο.

7.

Ο Ορείχαλκος και η Ρία-Μία, συμβουλευόμενοι τη λίστα εγγραφών στην οθόνη του πληροφοριακού συστήματος, έπαιρναν βιβλία και φακέλους από τα ράφια του Αρχείου και διάβαζαν τις παλιές, κιτρινισμένες σελίδες τους. Ορισμένα κείμενα ήταν χειρόγραφα και τόσο κακογραμμένα που ήταν σχεδόν αδύνατο να διαβαστούν. Άλλα ήταν τυπωμένα με παλιότερα τυπογραφικά συστήματα αλλά, τουλάχιστον, διαβάζονταν. Τα πάντα ήταν γραμμένα στη Συμπαντική Γλώσσα, την οποία ο Ορείχαλκος ήξερε. Ωστόσο είχαν πολλούς ιδιωτισμούς, παράξενες εκφράσεις, και ασυνήθιστες λέξεις που δεν χρησιμοποιούνταν πλέον. Ή, τουλάχιστον, όχι ευρέως: όχι στη Συμπαντική που μιλιόταν σ’ολόκληρο το Γνωστό Σύμπαν. Ο Ορείχαλκος, κάποιες φορές, δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήθελε να πει ο συγγραφέας. Η Ρία-Μία, όμως, γέννημα-θρέμμα της Ρελκάμνια, έβγαζε νόημα πιο εύκολα και τον βοηθούσε.

«Δεν έχετε καμια τοπική γλώσσα στη Ρελκάμνια;» τη ρώτησε, σε κάποια στιγμή, ο Ορείχαλκος.

«Διάλεκτοι υπάρχουν–»

«Εννοώ άλλη γλώσσα πέρα από τη Συμπαντική.»

«Ανέκαθεν τη Συμπαντική μιλούσαμε εδώ. Πιο παλιά, λένε ότι υπήρχε και κάποια άλλη γλώσσα στην οποία βασίστηκε η Συμπαντική, αλλά έχει να χρησιμοποιηθεί εδώ και αιώνες.»

«Από τη Ρελκάμνια, δηλαδή, εξαπλώθηκε η Συμπαντική σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν;»

«Το έχουν υποθέσει πολλοί αυτό, ναι,» αποκρίθηκε η Ρία. «Ωστόσο, έγινε πριν από την Παντοκρατορία. Πολύ πιο πριν. Οπότε δεν μπορεί να έχει καμια σχέση μ’αυτήν. Μάλλον οι έμποροι ήταν οι πρώτοι που ήθελαν να υπάρχει μια κοινή γλώσσα σ’όλες τις διαστάσεις.»

«Τέλος πάντων, δεν είναι επί του παρόντος,» είπε ο Ορείχαλκος, και συνέχισαν να ψάχνουν το Αρχείο.

Αφιέρωσαν αρκετή ώρα στην αναζήτησή τους, κοιτάζοντας επί τροχάδην τις περισσότερες αναφορές, ψάχνοντας για κάτι που ίσως να τους ενδιέφερε· μα δεν βρήκαν τίποτα. Υπήρχαν περιπτώσεις που οι ιερείς του Κρόνου είχαν διαλύσει την επιρροή διάφορων πνευματικών οντοτήτων από ανθρώπους της Ρελκάμνια – οντοτήτων που ή ήταν εσωδιαστασιακές ή είχαν, κάπως, μεταφερθεί εδώ από άλλες διαστάσεις. Υπήρχε, μάλιστα, και μια περίπτωση που ένας ιερέας είχε ο ίδιος καταληφθεί από μια τέτοια οντότητα και την είχε καταπολεμήσει μόνος του. Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Ελκράσ’ναρχ. Και πουθενά δεν γινόταν καμια αναφορά για «πλοηγό».

«Πάμε να φύγουμε,» πρότεινε η Ρία, βλέποντας πως είχε πάει δέκα η ώρα. «Δε θέλω να συμβεί… καμια ατυχία.»

Ο Ορείχαλκος κατανοούσε την ανησυχία της, έτσι ένευσε συμφωνώντας. Έβαλαν τα έγγραφα στις θέσεις τους, έκλεισαν το πληροφοριακό σύστημα, και έφυγαν από το Αρχείο.

Στον διάδρομο δεν συνάντησαν κανέναν. Μπήκαν στον ανελκυστήρα και επέστρεψαν στα δωμάτια της Αρχιέρειας του Κρόνου. Οι μόνοι που τους είδαν, ώς εκεί, ήταν οι δύο φρουροί που στέκονταν απέξω.

«Εντάξει,» είπε η Ρία, καθίζοντας στον σοφά και ηρεμώντας λιγάκι. Είδε ότι το ποτήρι της περιείχε ακόμα Γλυκό Κρόνο και το πήρε από την πλάτη του καθίσματος για να πιεί μια γουλιά. Αισθάνθηκε το ποτό να γλυκαίνει το στόμα της και να τη ζεσταίνει. Ο Ορείχαλκος είχε καθίσει αντίκρυ της, σε μια πολυθρόνα. «Να… αλλάξουμε θέμα;» τον ρώτησε.

Εκείνος έμοιαζε σκεπτικός, έχοντας το σαγόνι ακουμπισμένο στο χέρι του. Οι ουλές στο πρόσωπό του ήταν σαν να είχαν σκοτεινιάσει. Για κάποιο λόγο, αυτά τα τραύματα δεν τον έκαναν να φαίνεται πιο άσχημος, νόμιζε η Ρία, που τον θυμόταν κι από παλιά. Είχε κάτι στις κινήσεις του αυτός ο άνθρωπος, στο βλέμμα του… Και το χρυσό του δέρμα και τα πορφυρά του μαλλιά την έκαναν να θέλει να τα αγγίξει. Φαίνονταν να έχουν υπέροχη υφή.

Ο Ορείχαλκος την κοίταξε ερωτηματικά.

«Πρέπει κάτι να έχεις να αναφέρεις στη Μεγαλειοτάτη,» είπε εκείνη, σταυρώνοντας τα γόνατά της προκλητικά και πίνοντας ακόμα μια γουλιά Γλυκό Κρόνο. «Και τίποτα δεν είναι σαν την προσωπική εμπειρία.»

«Η Αγαρίστη μού έχει πει κάποια πράγματα για εσένα…»

Η Ρία-Μία προσπάθησε να διώξει το κοκκίνισμα που αισθάνθηκε να έρχεται στο πρόσωπό της. «Μην πιστεύεις ό,τι ακούς. Θα κάνουμε μόνο ό,τι σ’αρέσει· το είπα και στην Αγαρίστη.» Τι του έχει πει για εμένα; Δε θα έπρεπε να λέει πολλά! Γιατί να τον προδιαθέτει εναντίον μου;

Ο Ορείχαλκος την ατένισε σκεπτικά.

Η Ρία θυμήθηκε τα λόγια της Παντοκράτειρας: Βέβαια… – και η Αγαρίστη την είχε κοιτάξει από πάνω ώς κάτω – δεν ξέρω αν θα θέλει να κάνει τίποτα με κάποια σαν εσένα. Αισθανόταν προσβεβλημένη. Η Παντοκράτειρα πρέπει να την είχε κακολογήσει επίτηδες! Φανταζόταν τι μπορεί να του είχε, ίσως, πει: Είναι χοντρή και με παράξενα βίτσια. Δεν είναι σαν εμένα, αγάπη μου· να το ξέρεις! Ήταν έτοιμη να μιλήσει, όταν ο Ορείχαλκος σηκώθηκε από την πολυθρόνα του.

«Από κει είναι το υπνοδωμάτιό σου;» τη ρώτησε δείχνοντας.

Η Ρία-Μία μειδίασε, ξαφνιασμένη. «Ναι,» είπε, και σηκώθηκε κι εκείνη από τον σοφά. «Αλλά δεν είναι ανάγκη να πάμε τόσο μακριά. Εκτός αν επιμένεις.» Βάδισε προς το μέρος του.

Και, από το γραφείο της, ο επικοινωνιακός δίαυλος κουδούνισε.

«Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!» καταράστηκε η Ρία. «Και τους είχα πει να μην με ενοχλήσουν… Μη μου φύγεις,» είπε στον Ορείχαλκο, υπομειδιώντας, και πήγε στο γραφείο.

Εκείνος έμεινε στο καθιστικό, όρθιος, ακούγοντας την να λέει: «Τι! Ερευνήσατε;» (…) «Είναι δυνατόν;» (…) «Ερευνήστε ξανά. Αλλά μη μ’ενοχλήσετε εκτός αν τον βρείτε και τον πιάσετε.»

Η Ρία-Μία επέστρεψε στο καθιστικό.

«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Κάποιος – ή, ίσως, κάποια· δεν είναι βέβαιο – επιτέθηκε σ’έναν φρουρό στον σηκό, κατά την Τελετή της Νυκτερινής Ώρας. Τον χτύπησε με μια σύριγγα που είχε μέσα κουκλοποιό.»

«Κουκλοποιό;»

«Ένα φάρμακο που σε κάνει να μένεις στη θέση σου σαν κούκλα ενώ οι αισθήσεις σου είναι θολωμένες. Επίσης, ο τηλεοπτικός πομπός πάνω από την πόρτα που φυλούσε ο φρουρός είχε απενεργοποιηθεί για λίγο, σαν από κάποια εσωτερική βλάβη των κυκλωμάτων του.»

«Υποθέτω δεν βρέθηκε ο δράστης.» Τα πρώτα λόγια της Ρία τον είχαν διαβεβαιώσει γι’αυτό.

Η Αρχιέρεια κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Και δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί έγινε αυτό που έγινε. Τίποτα δεν φαίνεται να έχει κλαπεί. Κανένας δεν είναι δολοφονημένος. Τους είπα να συνεχίσουν να ερευνούν, αλλά να μη μ’ενοχλήσουν εκτός αν τον πιάσουν.»

Παράξενο κάτι τέτοιο να συμβεί τώρα… σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Μετά, όμως, η Ρία ήταν πάλι μπροστά του και τα χέρια της επάνω στο χιτώνιό του.

«Δεν άλλαξες γνώμη;» του είπε.

Ο Ορείχαλκος αποφάσισε πως μάλλον το θέμα στον Ναό δεν μπορεί να σχετιζόταν με τη δική του επίσκεψη εδώ. Και η Ρία, προφανώς, δεν ήθελε να καθίσει να το συζητήσει.

8.

«Πήγαινε στο σπίτι της,» της είχε πει ο Ρίμναλ’μορ μέσω του πομπού. «Πήγαινε να δεις. Ξέρεις πού είναι;»

Η Τζένιφερ ήξερε, και είχε πάει.

Είχε κατεβεί από το πλάι του Ναού, χρησιμοποιώντας τα νύχια της γάτας, και είχε πάει. Το σπίτι της Ρία-Μία βρισκόταν στην Ιερή Συνοικία. Ήταν μια μεγάλη μονοκατοικία. Φρουρούμενη, φυσικά. Όμως η Τζένιφερ, παρά την κούρασή της από την αναρρίχηση, κατόρθωσε να εισβάλει χωρίς δυσκολία, και ερεύνησε όλα τα δωμάτια της οικίας. Μέσα βρήκε μόνο μια μαθητευόμενη ιέρεια του Κρόνου, η οποία πρέπει να υπηρετούσε την Αρχιέρεια στις δουλειές του σπιτιού. Ο Ορείχαλκος, σίγουρα, δεν ήταν εδώ. Ούτε η Ρία-Μία.

Πού έχουν πάει; Πού είναι δυνατόν να έχουν πάει; αναρωτήθηκε η Τζένιφερ, όταν είχε φύγει από το σπίτι της Αρχιέρειας και βάδιζε στους δρόμους της Ιερής Συνοικίας ακούγοντας οχήματα να σφυρίζουν καθώς περνούσαν από δίπλα της. Αισθανόταν τους μύες της να πονάνε τώρα που είχαν κρυώσει. Το κατέβασμα από την ψηλή πυραμίδα του Ναού τής είχε κοστίσει. Ωστόσο, υπέθετε πως θα μπορούσε να το ξανακάνει αν χρειαζόταν.

Και ίσως να χρειαστεί.

Όπου κι αν πήγαν – σε κάποιο νυχτερινό κέντρο, ίσως; – δεν θα επιστρέψουν πάλι στον Ναό; Δεν είναι αυτό το λογικότερο; Εξάλλου, σύμφωνα μ’ό,τι της είχαν πει οι Υπερασπιστές, η Παντοκράτειρα είχε επιτρέψει στη Ρία-Μία να συναναστραφεί μόνη τον Ορείχαλκο για ερωτικούς λόγους. Πού θα εξασκούσαν, λοιπόν, τις ερωτικές τους δραστηριότητες; Στο δρόμο; Ή στο σπίτι της θα πήγαιναν ή στα προσωπικά της δωμάτια στον Ναό.

Πρέπει να ξαναπάω εκεί. Κι αν πάλι λείπουν, θα τους περιμένω. Κακώς έφυγα, εξαρχής!

9.

Εντάξει, σκέφτηκε η Ρία, καταλαβαίνω τώρα, πλήρως, γιατί τον λατρεύει όπως τον λατρεύει… Εκτός των άλλων προτερημάτων του, ήταν και εξωφρενικά καλός εραστής.

Μετά οι σκέψεις της έπαψαν να είναι τόσο συγκροτημένες, καθώς αισθανόταν το σώμα της να πλησιάζει σε δεύτερη κορύφωση. Βρισκόταν στα τέσσερα επάνω στο μεγάλο κρεβάτι του υπνοδωματίου της και αισθανόταν τον Ορείχαλκο να τη λογχίζει βαθιά και επιδέξια μέσα στη γυναικεία της φύση, ενώ τα χέρια του τη χάιδευαν από τα μάγουλα ώς τους μηρούς, χωρίς να μένουν για πολύ σε κανένα σημείο, εξάπτοντάς την από πάνω ώς κάτω. Όταν περνούσαν κοντά από το στόμα της, η Ρία προσπαθούσε να δαγκώσει τα δάχτυλά του αλλά εκείνος όλο της ξεγλιστρούσε.

Κρόνε… Κρόνε… Κρόνε… μουρμούριζε τώρα η Ρία, καθώς το πρόσωπό της τριβόταν στο σεντόνι. Το χέρι του, διατρέχοντας τη ράχη της από κάτω προς τα πάνω, έφτασε στον αυχένα της, μπλέχτηκε στα μαλλιά της, ενώ το όργανό του έκανε μέσα της μια κίνηση που η Ρία δεν θα μπορούσε να περιγράψει ακόμα κι αν είχε τέτοια πρόθεση εκείνη τη στιγμή που ο δεύτερος οργασμός σκέπαζε τις αισθήσεις και το μυαλό της.

Ύστερα, αισθάνθηκε τον Ορείχαλκο ν’αποτραβιέται, και γύρισε ανάσκελα για να τον δει γονατισμένο από πάνω της, με το όργανό του όρθιο και γυαλιστερό. Εκείνος δεν είχε τελειώσει, συνειδητοποίησε η Ρία. Ύστερα από τόση ώρα που έκαναν έρωτα, εκείνος ακόμα δεν είχε τελειώσει! Και η Ρία ήταν βέβαιη ότι το έκανε εσκεμμένα. Πώς μπορούσε;

Αν είχε αυτό τον άντρα στο κρεβάτι της, νόμιζε ότι στο τέλος θα ξεχνούσε όλα τα μαστίγια και τα λουριά. Θα έπιαναν αράχνες μέσα στη ντουλάπα της.

Παραμέρισε τα καστανά της μαλλιά από το μέτωπό της. «Τώρα,» του είπε, καθαρίζοντας τον λαιμό της, «έχεις προσωπική πείρα.»

Ο Ορείχαλκος έσπρωξε στο πλάι τον αριστερό της μηρό με το δεξί του γόνατο, κρατώντας τον κάτω, εκθέτοντας την τριχωτή φύση της καθώς έσκυβε από πάνω της. Η Ρία αισθανόταν το όργανό του να τη γαργαλά, κι ένιωθε ξανά σχεδόν έτοιμη γι’αυτόν· ή, τουλάχιστον, σε λίγο θα ήταν έτοιμη, το ήξερε. Όμως ο Ορείχαλκος δεν βυθίστηκε μέσα της. Φίλησε τα χείλη της.

«Η Αγαρίστη δεν θα με πιστέψει αν της πω την αλήθεια.»

«Τέτοια πράγματα, λοιπόν, σου είχε πει για εμένα…»

«Τα έβγαλε απ’το μυαλό της;»

«Όχι,» παραδέχτηκε η Ρία, χωρίς κανένα ενδοιασμό τώρα. «Αν σου είπε αυτά που νομίζω, όχι.»

«Θα με προτιμούσες δεμένο, δηλαδή;»

«Όχι εσένα. Εσένα σε προτιμώ όπως είσαι, λυτός. Αλλά θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε ό,τι θέλεις…»

«Προτιμώ κι εγώ να είμαι λυτός.»

Η Ρία-Μία γέλασε, και ο Ορείχαλκος σκέφτηκε ότι ήταν πολύ χαριτωμένη όταν γελούσε έτσι. «Τι θα ήθελες, λοιπόν;» τον ρώτησε. «Έχουμε ακόμα ώρα. Κι εσύ…» γλιστρώντας το χέρι της προς τα κάτω έπιασε το ορθωμένο όργανό του, «δε φαίνεται να έχεις μεταπτώσεις. Θα μου πεις το μυστικό σου;»

«Αν είναι μυστικό, θα είμαι τόσο πρόθυμος να το αποκαλύψω;»

Η Ρία μετακίνησε το χέρι της επάνω στο όργανό του. «Δεν οφείλεται σε φάρμακ–;»

«Σσς,» της έκανε ο Ορείχαλκος, βάζοντας τα δάχτυλά του πάνω στα χείλη της.

Η Ρία χαμογέλασε νομίζοντας ότι ήταν κάποιο παιχνίδι. «Τι;»

«Υπάρχει τίποτα που να σκαρφαλώνει πάνω στους εξωτερικούς τοίχους της πυραμίδας σου;»

Η Ρία συνοφρυώθηκε. «Τι;»

Ο Ορείχαλκος άκουγε έναν παράξενο ήχο από έξω, σαν κάτι που τρίβει τα νύχια του πάνω σε πέτρα. Και τώρα, ό,τι κι αν ήταν αυτό, βρισκόταν πολύ κοντά στο παράθυρο.

10.

Η Τζένιφερ το είχε λιγάκι μετανιώσει που αποφάσισε να σκαρφαλώσει ξανά πάνω στην πυραμίδα του Ύψιστου Ναού. Ακόμα και για εκείνη το ύψος ήταν μεγάλο. Οι μύες της διαμαρτύρονταν, αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να σταματήσει σε κάποιο από τα ενδιάμεσα παράθυρα για να ξεκουραστεί. Έπρεπε να πάει κατευθείαν στο παράθυρο του υπνοδωματίου της Ρία-Μία. Ώς τώρα, ο φρουρός τον οποίο είχε χτυπήσει θα είχε σίγουρα ανακαλυφθεί, και οι φύλακες του Ναού θα βρίσκονταν σε εγρήγορση. Η Τζένιφερ θα έπρεπε να είναι πιο γρήγορη και πιο προσεκτική από πριν. Και δυστυχώς, οι δυνάμεις της ήταν εξαντλημένες.

Τελικά, όμως, έφτασε επάνω, πιάστηκε από τις άκριες του τριγωνικού παραθύρου, και παραμέρισε ελάχιστα την κουρτίνα.

Και την πρόσεξαν!

Η Τζένιφερ είδε τη Ρία-Μία, ολόγυμνη, και τον Ορείχαλκο, επίσης ολόγυμνο, να πετάγονται από το κρεβάτι. Και η Αρχιέρεια έβγαζε μια ξαφνιασμένη κραυγή.

Η Τζένιφερ δεν καθυστέρησε καθόλου: άρπαξε τον θύλακα από την τσέπη του παντελονιού της και, πατώντας το κουμπί που άνοιγε αυτόματα το σκέπασμά του, τον πέταξε μέσα στο υπνοδωμάτιο.

Το δοχείο χτύπησε στο ξύλινο πάτωμα, ελευθερώνοντας, με πίεση, αέριο.

«Κρόνε!» έκανε η Ρία-Μία, κολλώντας την πλάτη της στη ντουλάπα, τρομοκρατημένη.

«Μην αναπνέεις!» της είπε ο Ορείχαλκος, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Το αέριο είχε, πάρα πολύ γρήγορα, τυλίξει ολόκληρο το δωμάτιο σε μια πυκνή ομίχλη. Και η Ρία είχε εισπνεύσει. Ούτε, πανικόβλητη καθώς ήταν, σταμάτησε την αναπνοή της αμέσως μόλις της το ζήτησε ο Ορείχαλκος. Αισθάνθηκε να ζαλίζεται, είδε σκοτάδι να έρχεται από τα πλάγια – να κλείνει σαν κουρτίνες αυλαίας μπροστά στα μάτια της.

Καθώς η Ρία-Μία σωριαζόταν στο πάτωμα, ο Ορείχαλκος (που είχε αμέσως πάψει να αναπνέει) τινάχτηκε προς την τουαλέτα κάτω από τον καθρέφτη της Αρχιέρειας του Κρόνου κι έπιασε το χερούλι του μεγάλου συρταριού, τραβώντας το.

«Έχεις κανένα όπλο εδώ;» είχε ρωτήσει τη Ρία, λίγο προτού ο άγνωστος παραμερίσει την κουρτίνα του τριγωνικού παραθύρου.

«Ένα μικρό πιστόλι στην τουαλέτα–» Δεν είχε προλάβει να πει περισσότερα.

Τώρα, ο Ορείχαλκος είδε πως πράγματι υπήρχε ένα μικρό πιστόλι εκεί μέσα.

Την ίδια στιγμή, η Τζένιφερ (την οποία εκείνος δεν αναγνώρισε, καθώς φορούσε κουκούλα και μάσκα αερίων στην κάτω μεριά του προσώπου της) περνούσε το παράθυρο μπαίνοντας στο υπνοδωμάτιο. Οι κινήσεις της ήταν αργές – το καταλάβαινε και καταριόταν τον εαυτό της γι’αυτό· θα έπρεπε ήδη να ήταν επάνω στον στόχο της, καρφώνοντάς τον.

Τράβηξε το ξιφίδιο από τη ζώνη της. (Δεν ήθελε να κάνει φασαρία με πυροβόλα.)

Ο Ορείχαλκος άρπαξε το πιστόλι από το συρτάρι και, κατεβάζοντας την ασφάλεια, το έστρεψε καταπάνω της, πυροβολώντας.

Τη βρήκε στον αριστερό ώμο, και η Τζένιφερ τινάχτηκε πίσω, νιώθοντας την πλάτη της να κοπανά στην άκρη του παραθύρου. Όχι! σκέφτηκε. Και: Γιατί δεν έχει ήδη λιποθυμήσει, ο γαμημένος;

«Βγάλε τη μάσκα σου!» πρόσταξε ο Ορείχαλκος, προσπαθώντας να μην αναπνέει.

Δε μπορώ να τον αφήσω να με πιάσει! Αλλά από τέτοια απόσταση ήταν αδύνατο ν’αποφύγει τις ριπές του ώστε να τον πλησιάσει και να τον καρφώσει. Και ούτε προλάβαινε να τραβήξει το δικό της πιστόλι. Το σώμα της ήταν τόσο κουρασμένο.

Εκμεταλλευόμενη το δισταγμό του να τη σκοτώσει αμέσως, στράφηκε στο παράθυρο και πήδησε έξω, κατρακυλώντας επάνω στο επικλινές, λείο τοίχωμα της γιγάντιας πυραμίδας, νιώθοντας τα νύχια της γάτας να γλιστράνε, να μη μπορούν να τη συγκρατήσουν…

Ο Ορείχαλκος άκουσε κάποιον να κλοτσά την πόρτα του υπνοδωματίου πίσω του.

«Ακίνητος!» αντήχησε μια γυναικεία φωνή. «Βγες έξω!»

Στρεφόμενος, είδε μια γυναίκα με πιστόλι. Η μία από τις φρουρούς έξω απ’τα δωμάτια της Ρία, μάλλον.

Άφησε το δικό του πιστόλι να πέσει και, με τα χέρια σηκωμένα, βγήκε.

«Στα γόνατα!» πρόσταξε η γυναίκα, ενώ και η άλλη φρουρός ήταν εδώ, κρατώντας το πιστόλι της έτοιμο.

Ο Ορείχαλκος ανέπνευσε ελεύθερα καθώς στο καθιστικό δεν έφτανε το αέριο. «Μια δολοφόνος,» είπε ξέπνοα. «Ήρθε απ’το παράθυρο. Έριξε αναισθητικό.»

Η μία φρουρός μπήκε στο υπνοδωμάτιο, η άλλη συνέχισε να τον σημαδεύει. «Μείνε ακίνητος,» τον προειδοποίησε.

Βίηλ

1.

Η Ανδρομάχη βρισκόταν δυο μήνες τώρα στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ, και τα πράγματα τής φαινόταν να πηγαίνουν απ’το κακό στο χειρότερο σ’ολόκληρη τη Βίηλ. Επαναστάτες είχαν ξεσηκωθεί παντού, και στα ανατολικά και στα δυτικά, κι απειλούσαν να τσακίσουν τα κεντρικά πριγκιπάτα της Βίηλ ανάμεσά τους. Κάποια εδάφη του Σάνκριλαμ και του νοτιοανατολικού Κάνρελ είχαν ήδη κατακτηθεί· και η κατάσταση στη δύση δεν ήταν καλύτερη. Πειρατές και πολεμικά πλοία του Πριγκιπάτου Κίρτβεχ ανέβαιναν τον ποταμό Άσλερχ, ενώ επιθέσεις γίνονταν στα φρούρια του περάσματος της Ουράς καθώς οι επαναστάτες προσπαθούν να περάσουν από εκεί για να εισβάλουν στο Πριγκιπάτο Έλρηνεχ. Και οι άνομες πόλεις νότια της Λίμνης των Κολοσσών, οι οποίες δεν βρίσκονταν υπό την κυριαρχία κανενός πρίγκιπα, λεγόταν πως είχαν επίσης συμμαχήσει με την Επανάσταση και τον Πρίγκιπα Νοσνάλτος του Κίρτβεχ.

Η Ανδρομάχη αισθανόταν, εν μέρει, καλά από όλα τούτα τα δυσάρεστα. Δεν είμαι η μόνη που απέτυχα, σκεφτόταν. Είχε πάει, μαζί με τον Τζακ Πολύχρωμο, στην ανατολική Βίηλ με την ελπίδα ότι θα διέλυε τους αποστάτες, ότι θα εκδικιόταν τον Πρίγκιπα Αλβάρος του Χαύδοραλ, και ότι, ίσως, θα κατόρθωνε να ξαναπάρει το Χαύδοραλ υπό τον έλεγχό της. Τίποτα από αυτά δεν είχε πραγματοποιηθεί. Μονάχα εκείνος ο καταραμένος επαναστάτης, ο Τάμπριελ, ο πρώην σύζυγος της Παντοκράτειρας, είχε πεθάνει. Αλλά ο θάνατός του δεν ήταν αρκετός για να ανατρέψει την κατάσταση, παρά τα όσα έλεγε ο Τζακ για τη σημαντικότητά του.

Και ο Τζακ; Ήταν κι αυτός νεκρός, κατά πάσα πιθανότητα. Οι επαναστάτες αποκλείεται να τον είχαν κρατήσει για πολύ ζωντανό. Θα είχαν πάρει τις πληροφορίες που ήθελαν, βασανίζοντάς τον, και μετά θα τον είχαν σκοτώσει. Η Ανδρομάχη τον είχε συμπαθήσει λιγάκι, έτσι λυπόταν γι’αυτό. Όμως, σε έκρυθμες καταστάσεις, τέτοια πράγματα συνέβαιναν, δυστυχώς…

Περνούσε τώρα τον καιρό της στη Σάνκριλαμ. Δεν είχε έρθει διαταγή από τη Ρελκάμνια που να τη στέλνει κάπου αλλού. Οι ανώτεροί της έμοιαζαν να την έχουν ξεχάσει. Παρότι πόλεμοι και αναταραχές μαίνονταν παντού στο Γνωστό Σύμπαν – ακόμα και μέσα στην ίδια τη Ρελκάμνια, σύμφωνα με κάποιες τελευταίες πληροφορίες – η Παντοκράτειρα, ή μάλλον οι άνθρωποι που τη συμβούλευαν, δεν φαινόταν να πιστεύουν ότι η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη μπορούσε να φανεί χρήσιμη πουθενά αλλού εκτός από το μέρος όπου ήδη βρισκόταν. Όμως η ίδια δεν νόμιζε πως ούτε κι εδώ ήταν πραγματικά χρήσιμη.

Μέχρι να συνέλθει από την απόδρασή της απ’τα μπουντρούμια του κάστρου της Νέλερβικ και από το ταξίδι της ώς την πρωτεύουσα του Σάνκριλαμ, είχαν περάσει δέκα ημέρες, και μετά η Ανδρομάχη είχε βρει τον εαυτό της σ’ένα περιβάλλον που ελεγχόταν από άλλους ανθρώπους. Ένα περιβάλλον όπου δεν είχε, ουσιαστικά, καμία θέση. Παντοκρατορικός Επόπτης στην περιοχή ήταν ο Ταγματάρχης Λούσιος Φαθράλω, ο οποίος δεν τη συμπαθούσε αλλά δεν μπορούσε και να της αρνηθεί να μείνει εδώ. Ανώτατος Ελεγκτής των πρακτόρων της Παντοκράτειρας στο Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ ήταν ο Ναρτάθες Λάρενραχ, ένας γαλανόδερμος γηγενής της Βίηλ, λιγάκι μεγαλύτερος από εκείνη σε ηλικία, ο οποίος δεν την έβλεπε αρνητικά, όπως ο Λούσιος, αλλά δεν της έδινε και πληροφορίες σχετικά με το δίκτυό του. Η Ανδρομάχη τού είχε ζητήσει να συνεργαστούν, όμως εκείνος είχε αρνηθεί, λέγοντας ότι αυτή τη στιγμή δεν χρειαζόταν κάποια καινούργια Ανώτερη Ελέγκτρια: αυτό απλώς θα περιέπλεκε τα πράγματα στο δίκτυό του, τα οποία ήταν ήδη μπλεγμένα. Ωστόσο, είχε αφήσει να υπονοηθεί ότι θα ήθελε την Ανδρομάχη στο κρεβάτι του. Εκείνη τον είχε αγνοήσει, κάνοντας πως δεν καταλάβαινε.

Η Πριγκίπισσα Ισλάννα έβρισκε την παρέα της διασκεδαστική, ορισμένες φορές. Η Ανδρομάχη ήταν αριστοκράτισσα – αν και από την Απολλώνια, όχι από τη Βίηλ – και ήξερε πώς να συμπεριφερθεί σε άλλους ανθρώπους της κοινωνικής της στάθμης, σε οποιαδήποτε διάσταση κι αν βρισκόταν. Εκτός αν τα ήθη και τα έθιμα της διάστασης ήταν τόσο παράξενα που να της είναι ακατανόητα: πράγμα που δεν συνέβαινε στη Βίηλ. Είχε κάνει, λοιπόν, κάμποσες συζητήσεις με την Πριγκίπισσα του Σάνκριλαμ, και νόμιζε πλέον ότι την ήξερε κάμποσο. Η Ισλάννα ήταν ευχάριστη γενικά, αν και τσαντιζόταν εύκολα. Με το παραμικρό, πολλές φορές. Τα νεύρα της δεν πρέπει να ήταν σε καθόλου καλή κατάσταση, είχε συμπεράνει η Ανδρομάχη.

Ο σύζυγος της Πριγκίπισσας ονομαζόταν Νολβέρτες και ήταν εθισμένος στον χυμό σκίανθου. Κάπου-κάπου έδινε την εντύπωση ότι ονειρευόταν όρθιος. Όταν ενδιαφερόταν για κάτι, ήταν συνήθως για το εμπόριο σκίανθου, το οποίο είχε ήδη πληγεί πολύ άσχημα με τον πόλεμο στα ανατολικά· διότι ο σκίανθος φύτρωνε κυρίως στους Δασότοπους της Σκιάς, στο Πριγκιπάτο Τάσβεραλ, που ήταν ένα από τα επαναστατημένα ανατολικά πριγκιπάτα. Η Ανδρομάχη είχε μιλήσει με τον Νολβέρτες μερικές φορές, όταν ήταν πιο νηφάλιος. Βαρεμένος τής είχε φανεί, τελείως.

Ο αδελφός της Πριγκίπισσας, ο Στρατηγός Νίλφες, ήταν πολύ πιο καλός – και σοβαρός – συζητητής. Βασικά, ήταν ο καλύτερος σ’ολοκληρη την Αυλή, νόμιζε η Ανδρομάχη. Όμως τον τελευταίο καιρό είχε φύγει, κατευθυνόμενος στ’ανατολικά εδάφη του Πριγκιπάτου, όπου γίνονταν οι συγκρούσεις με τους αποστάτες.

Ο Υπασπιστής Φέλρες, ξάδελφος της Πριγκίπισσας Ισλάννα, δεν ήταν και τόσο ικανοποιητικό υποκατάστατο του Στρατηγού Νίλφες. Ήταν, σίγουρα, πραγματιστής και μεθοδικός – εκείνος, ουσιαστικά, φρόντιζε για τα πάντα στο παλάτι – αλλά η Ανδρομάχη δεν τον πολυσυμπαθούσε. Η συμπεριφορά του ήταν πολύ… διαδικαστική – τον ενδιέφερε μόνο να βάζει τα πράγματα σε τάξη, να ελέγχει, να ρυθμίζει. Κι έμοιαζε να θεωρεί την Ανδρομάχη παρείσακτη. Όποτε την κοιτούσε, εκείνη είχε την εντύπωση πως σκεφτόταν πού να την τοποθετήσει, σαν να ήταν κάποιο αντικείμενο – κάτι που, αχρείαστα, είχε προστεθεί στο παλάτι.

Ο Λοχαγός Ιβάν Κάλρω, ο αξιωματικός που όταν η Ανδρομάχη ήταν Επόπτρια στη Χαύδοραλ βρισκόταν εκεί μαζί της, είχε φύγει από τη Σάνκριλαμ πολύ πριν από τον Στρατηγό Νίλφες. Ο Επόπτης Λούσιος Φαθράλω τον είχε στείλει στα ανατολικά εδάφη του Πριγκιπάτου, μαζί με πολλούς άλλους Παντοκρατορικούς στρατιωτικούς. «Θα έπρεπε να με είχες ρωτήσει!» του είπε η Ανδρομάχη όταν επέστρεψε στη Σάνκριλαμ. Και ο Λούσιος τής είχε απαντήσει: «Πρώτον, αν δεν κάνω λάθος, έλειπες τότε· είχες πάει ανατολικά μαζί με τον ειδικό πράκτορα Τζακ Πολύχρωμο. Δεύτερον, ο Λοχαγός Κάλρω υπόκειται στις διαταγές μου, καθώς είναι Παντοκρατορικός αξιωματικός, όχι ένας από τους κατασκόπους σου. Αλλά ξέχασα,» είχε προσθέσει με κακία, «δεν έχεις πια κατασκόπους υπό τις διαταγές σου.»

Η Ανδρομάχη ήθελε να τον πνίξει. Και αυτόν και εκείνη τη σκρόφα τη σύζυγό του, την Αμάλριτ’νορ, η οποία ήταν μάγισσα του τάγματος των Πεφωτισμένων και Αρχικατάσκοπος στο Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ. Η ελεεινή είχε, μια μέρα, το θράσος να έρθει και να ρωτήσει την Ανδρομάχη αν θα την ενδιέφερε να μεταφέρει μηνύματα. Μηνύματα! «Δεν είμαι μαντατοφόρος,» της είχε απαντήσει εκείνη. «Είμαι ειδική πράκτορας. Ανώτερη Ελέγκτρια. Κάποτε, Ανώτατη Ελέγκτρια στο Χαύδοραλ, και Επόπτρια.»

«Όχι πια, όμως,» της είχε πει η Αμάλριτ’νορ, συνεχίζοντας να την κοιτάζει με ερωτηματικό βλέμμα.

«Δε μ’ενδιαφέρει η πρότασή σου.»

«Είπα μήπως ήθελες να κάνεις κάτι για το Πριγκιπάτο…» Και με τούτα τα λόγια, η άθλια τής είχε γυρίσει την πλάτη και είχε φύγει. Καλύτερα! Η Ανδρομάχη δεν χρειαζόταν να βλέπει τη σκυλόφατσά της!

Με τα παιδιά της Πριγκίπισσας Ισλάννα – τον Ράνθρος και την Αλθαρέτ – δεν είχε και πολλές επαφές. Δεν της φέρονταν εχθρικά, αλλά την απέφευγαν. Δεν ήταν πρόθυμα να μιλήσουν μαζί της. Ο Ράνθρος όταν δεν διάβαζε έκανε ιππασία· και η Αλθαρέτ συνεχώς ασχολιόταν ή με τον μέγαυλο (το παραδοσιακό πνευστό μουσικό όργανο του Σάνκριλαμ) ή με τον νεαρό εραστή της.

Τουλάχιστον, η Ανδρομάχη είχε βρει μερικούς άντρες και γυναίκες – αριστοκράτες όλοι τους – που έκαναν αγώνες ξιφομαχίας στον κήπο του παλατιού και ήταν πρόθυμοι να τη συμπεριλαμβάνουν στις αναμετρήσεις τους. Η ξιφομαχία τής άρεσε – και ήταν καλή σ’αυτήν – οπότε η Ανδρομάχη περνούσε ωραία μαζί τους. Την έλεγαν όλοι «η Απολλώνια», και συμφωνούσαν ότι ήταν άψογη με το σπαθί. Μια φορά, είχε αναμετρηθεί και με τον Μελράνος, τον φημισμένο Πρόμαχο της Πριγκίπισσας Ισλάννα: έναν Ιερό Μαχητή των Οστών που, σύμφωνα με τις φήμες, είχε νικήσει σε εκατοντάδες μονομαχίες με άλλους Ιερούς Μαχητές και μη. Οι αριστοκράτες με τους οποίους έκανε αγώνες η Ανδρομάχη το θεωρούσαν αδύνατο κάποιος να νικήσει τον Μελράνος. Κι όταν είχε η ίδια ξιφομαχήσει μαζί του είχε διαπιστώσει πως, σίγουρα, αυτό δεν ήταν εύκολο. Την είχε νικήσει, φυσικά, καταφέρνοντας να την κάνει να χάσει την ισορροπία της και να πέσει: και προτού η Ανδρομάχη προλάβει να σηκωθεί είχε βρει το πόδι του στον ώμο της και την αιχμή του σπαθιού του μπροστά στα μάτια της. Ήταν γρήγορος. Αλλά, μετά, ένας από τους φίλους της τους αριστοκράτες τής είχε πει ότι αποδείχτηκε αξιοθαύμαστη εναντίον του Μελράνος. Κατάφερε να μείνει όρθια πολύ περισσότερο από άλλους, και δεν έχασε το σπαθί της ακόμα κι όταν έπεσε! Ο αριστοκράτης που της τα είπε αυτά ήταν νεαρός, ενθουσιώδης, και έμοιαζε να τη γλυκοκοιτάζει και να τη θαυμάζει. Ονομαζόταν Θαλράνος – μια δυστυχής συνωνυμία με τον σύζυγο της Κισβέτα, πρώην Πριγκίπισσας του Νέλερβικ. Ευτυχώς, ο νεαρός δεν είχε καμία σχέση μ’εκείνο το καθίκι.

Η Ανδρομάχη βρισκόταν τώρα, γι’ακόμα μια φορά, στον κήπο του όμορφου παλατιού της Πριγκίπισσας Ισλάννα, περιτριγυρισμένη από φυτά και δέντρα και ξιφομαχώντας με πέντε από τους αριστοκράτες – τρεις άντρες και δύο γυναίκες. Ο χειμώνας βρισκόταν στο τέλος του, και ο καιρός είχε γλυκάνει. Όλοι τους ήταν ντυμένοι ελαφριά.

«Νομίζω πως έχετε γίνει καλύτεροι από τότε που άρχισα να ξιφομαχώ μαζί σας,» τους είπε η Ανδρομάχη καθώς αντάλλασσε σπαθιές με δύο από αυτούς συγχρόνως. Οι άλλοι τρεις ξιφομαχούσαν ελεύθερα αναμεταξύ τους. Ανάμεσά τους ήταν και ο Θαλράνος.

«Μας έχεις μάθει πολλά πράγματα!» αποκρίθηκε στην Ανδρομάχη μια κοπέλα που τη θαύμαζε και προσπαθούσε να της μοιάσει – όχι μόνο στο σπαθί αλλά και στο φέρσιμο. Ήταν η μία από τους δύο που αντάλλασσαν τώρα σπαθιές μαζί της. Ονομαζόταν Αλιζέτ. Ο άλλος ήταν ένας μεγαλύτερος άντρας, αλλά, και πάλι, αρκετά χρόνια μικρότερος από την Ανδρομάχη. Το δικό του όνομα ήταν Δάρυλμος. Παρότι κι οι δύο μάχονταν εναντίον της, δυσκολεύονταν να τη νικήσουν.

«Θα έπρεπε να ήσουν στο στρατό, Ανδρομάχη,» της είπε τώρα ο Δάρυλμος.

«Η Παντοκράτειρα έχει άλλες δουλειές για εμένα. Η ξιφομαχία είναι η προσωπική μου ενασχόληση. Αν και» – αφόπλισε την Αλιζέτ – «μου φαίνεται χρήσιμη, συχνά, και σε πρακτικά θέματα.» Η κοπέλα την ατένιζε σχεδόν λατρευτικά.

Μετά από μερικές σπαθιές, η Ανδρομάχη κατάφερε να αφοπλίσει και τον Δάρυλμος. Και τώρα, κι οι υπόλοιποι είχαν τελειώσει τον αγώνα τους και είχαν συγκεντρωθεί για να ξεκουραστούν. Πλησίαζε μεσημέρι.

«Θα έρθεις να φας μαζί μας, Ανδρομάχη;» ρώτησε ο Θαλράνος, κάπως διστακτικά.

«Κάποια άλλη στιγμή,» αποκρίθηκε εκείνη θηκαρώνοντας το σπαθί της στη μέση της. «Είμαι κουρασμένη. Εσείς είστε όλοι πιο νέοι από μένα και νομίζετε ότι κι εγώ έχω τις ίδιες αντοχές μ’εσάς,» τους πείραξε.

«Είσαι, πάντως, καλύτερη από εμάς,» της είπε ο Δάρυλμος, ενώ ο Θαλράνος την κοίταζε απογοητευμένα.

«Λόγω εμπειρίας και μόνο,» απάντησε η Ανδρομάχη. Και άρχισε να απομακρύνεται. «Καλό μεσημέρι.»

«Καλό μεσημέρι!» ακούστηκε η φωνή της Αλιζέτ πίσω της, πάνω από τις φωνές των υπολοίπων.

Αυτά τα παιδιά έχουν πλάκα, σκέφτηκε η Ανδρομάχη. Αλλά θα ήθελε να κάνει κάτι περισσότερο απ’το να περνά την ώρα της με άσκοπες ξιφομαχίες, όσο κι αν της άρεσαν.

Πήγε προς το δωμάτιό της, διασχίζοντας τον κήπο. Όταν όμως έφτασε μπροστά σε μια πόρτα του κεντρικού οικήματος του παλατιού, σταμάτησε απότομα.

Δίπλα στην πόρτα, με την πλάτη του ακουμπισμένη στον τοίχο και τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του, στεκόταν ο Τζακ’μορ Πολύχρωμος.

«Το φανταζόμουν ότι θα σ’έβρισκα εδώ,» της είπε.

«Εγώ δεν το φανταζόμουν ότι θα σε ξανάβλεπα,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη, ατάραχα. Ύστερα τον πλησίασε και, παίρνοντας το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια της, τον φίλησε. «Δραπέτευσες;» ρώτησε.

«Περίπου.»

«Περίπου;»

«Έχεις καμια δουλειά τώρα;» τη ρώτησε.

«Όχι. Πήγαινα στο δωμάτιό μου, να ξεκουραστώ.»

«Ωραία. Θα ξεκουραστούμε μαζί.»

Η Ανδρομάχη δεν έφερε αντίρρηση.

2.

Μια υπηρέτρια έφερε φαγητό στο δωμάτιο, όσο ο Τζακ καθόταν και περίμενε την Ανδρομάχη να τελειώσει το μπάνιο της. Σύντομα, η Ανδρομάχη βγήκε απ’το λουτρό τυλιγμένη σε μια ρόμπα, με τα ξανθά μαλλιά της νωπά. Είδε το φαγητό επάνω στο τραπέζι, πλησίασε, πήρε μια τηγανητή πατάτα από τη σάλτσα, και την έφαγε. «Δοκίμασε,» είπε στον Τζακ. «Είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχω φάει στη Βίηλ.»

Εκείνος σηκώθηκε από την πολυθρόνα, ζύγωσε το τραπέζι, και υπάκουσε.

«Δεν είναι καλή;» ρώτησε η Ανδρομάχη καθίζοντας μπροστά στα φαγητά.

«Έχω ξαναδοκιμάσει.» Ο Τζακ κάθισε αντίκρυ της. «Τοπική συνταγή του Σάνκριλαμ.»

«Πώς κατάφερες να τους ξεφύγεις;» τον ρώτησε η Ανδρομάχη. «Νόμιζα ότι θα σε είχαν προ πολλού αποκεφαλίσει, ύστερα από τη δολοφονία του Τάμπριελ.»

«Ο Τάμπριελ δεν είναι νεκρός,» είπε ο Τζακ ατενίζοντάς την σκεπτικά.

Η Ανδρομάχη συνοφρυώθηκε. «Δεν είναι;… Οι φήμες που άκουσα – που άκουσαν όλοι – λένε ότι κάποιος τον σκότωσε. Κανένας δεν τον ξανάχει δει με τους επαναστάτες. Μάλιστα, λένε πως έγινε και η κηδεία του.»

«Ο Τάμπριελ,» επανέλαβε ο Τζακ, «είναι ζωντανός.»

Η Ανδρομάχη έφαγε ακόμα μια πατάτα. «Τον είδες;»

«Ναι.» Ο Τζακ γέμισε τα ποτήρια τους με κρασί.

«Και πώς ξέφυγες; Ακόμα δεν μου είπες…»

Ο Τζακ ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα. «Είσαι έτοιμη ν’ακούσεις την πιο παράξενη ιστορία στη ζωή σου;»

«Τόσο περίεργα είναι τα πράγματα;» απόρησε η Ανδρομάχη.

«Στην αρχή,» είπε ο Τζακ, «ο Τάμπριελ ήταν, πράγματι, νεκρός. Τον είχα σκοτώσει.» Και ξεκίνησε τη διήγησή του.

Όσο μιλούσε τόσο περισσότερο η Ανδρομάχη νόμιζε ότι την κορόιδευε. Ο Τζακ, όμως, δεν γελούσε. Έτσι, εκείνη δεν του έκανε ερωτήσεις· απλά τον άκουγε, τρώγοντας κάπου-κάπου. Ήταν πια βαθύ μεσημέρι όταν ο Τζακ τελείωσε, και μια εξίσου βαθιά ησυχία απλωνόταν στο παλάτι της Πριγκίπισσας Ισλάννα, καθώς οι πιο πολλοί είχαν πάει να ξεκουραστούν και δεν ακούγονταν ομιλίες, φωνές, ή βαδίσματα – ούτε καν απόμακρα.

Η Ανδρομάχη σκέφτηκε: Πάει, τρελάθηκε τελείως… Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! Σάλταρε.

Ο Τζακ πρέπει να παρατήρησε κάτι στην έκφραση του προσώπου της, γιατί τότε ύψωσε το δεξί του χέρι ανάμεσά τους, με την παλάμη προς τα πάνω. Μεταξύ των δαχτύλων του και μέσα στη χούφτα του ενέργεια τρεμόπαιξε, σαν ο άνθρωπος να ήταν μπαταρία που είχε πάθει διαρροή!

Τα μάτια της Ανδρομάχης γούρλωσαν. «Πώς…;» ψέλλισε.

Ο Τζακ έστρεψε την παλάμη του προς την πιατέλα που περιείχε κομμάτια από ψημένο κοτόπουλο. Το κρέας μαύρισε.

«Σταμάτα!» είπε η Ανδρομάχη.

Η ενεργειακή διαρροή διακόπηκε.

Η Ανδρομάχη ατένισε τα μάτια του, αναρριγώντας. Θεοί… τι είναι μέσα του; Τι υπάρχει εκεί μέσα; Έγλειψε τα χείλη της, νευρικά. «Και τι… τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;»

«Θα βρω τον Άζ’λεφκ, και θα τον αφανίσω από αυτό το σύμπαν. Κι εσύ, Ανδρομάχη, θα με βοηθήσεις.»

Η Ανδρομάχη κοίταξε το μαυρισμένο κοτόπουλο. Δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να καταλήξει έτσι. «Αν επιμένεις…» αποκρίθηκε.

«Μη με κοιτάς έτσι,» της είπε εκείνος, ήρεμα, φιλικά. «Εξακολουθώ να είμαι ο Τζακ. Δεν έχει αλλάξει τίποτα.»

Η Ανδρομάχη ξεροκατάπιε. «Δεν ήσουν…» κοίταξε το κοτόπουλο πάλι, «τόσο κάλος μάγειρας πριν.»

Ο Τζακ μειδίασε. «Δεν είχες δοκιμάσει ποτέ τη μαγειρική μου.»

Η Ανδρομάχη γέλασε.

Το μειδίαμα του Τζακ πλάτυνε.

Η Ανδρομάχη ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’το κρασί της. «Επομένως, ο Τάμπριελ είναι αυτός ο Άζ’λεφκ…»

«Ναι.»

«Πώς είναι, όμως, δυνατόν;»

«Το πνεύμα του Άζ’λεφκ υπάρχει μέσα στον Τάμπριελ.»

Αυτό δεν της έλεγε τίποτα. Τέλος πάντων… «Θα το πεις και σε άλλους πράκτορες;»

«Κανένας δεν χρειάζεται να το ξέρει. Μόνο εμείς οι δύο.»

«Τζακ, αν όμως… αν είναι κάτι επικίνδυνο για την Παντοκρατορία…»

«Για την Παντοκρατορία, κι εγώ είμαι επικίνδυνος,» τόνισε ο Τζακ. «Και θα σου πω ένα ακόμα μυστικό. Θέλεις να το ακούσεις;»

«Λατρεύω τα μυστικά,» είπε η Ανδρομάχη.

«Υπάρχει ένα δίκτυο πρακτόρων που παρακολουθεί ακόμα και τους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Και ήμουν μέσα σ’αυτό το δίκτυο μέχρι στιγμής. Ακόμα ίσως να είμαι, αν δω πως με συμφέρει.»

«Τι δίκτυο;»

«Το δίκτυο των Υπερασπιστών της Παντοκράτειρας.»

«Τι διαφορά μπορεί να έχει αυτό από… από το κανονικό δίκτ–;»

«Οι Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας είναι, στην πραγματικότητα, μία οντότητα πολύ ισχυρή, η οποία ονομάζεται Ελκράσ’ναρχ. Ήρθα σε επαφή μαζί της όταν επέστρεψα από τη διάσταση όπου ο Εραστής με ανέστησε. Με θεωρούσε επικίνδυνο ο Ελκράσ’ναρχ, γι’αυτό είχε προστάξει τους πράκτορές του να με φυλακίσουν και να πειραματιστούν επάνω μου. Όταν είδε ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτα από την ενεργειακή οντότητα που κρυβόταν μέσα μου, μ’έβαλε στο δίκτυό του.»

«Μου λες…» Της φαίνονταν απίθανα όλα τούτα. Τελείως απίθανα. «Μου λες πράγματα που δεν μπορώ να πιστέψω, Τζακ… Προσπαθείς να μου εξηγήσεις ότι δεν υπηρετούμε την Παντοκράτειρα αλλά κάποιον… κάποιον μυστηριώδη δαίμονα;»

Ο Τζακ σήκωσε το ποτήρι του και ήπιε κρασί. «Αυτό ακριβώς συμβαίνει, Ανδρομάχη. Αυτό συνέβαινε ανέκαθεν: από την αρχή της Συμπαντικής Παντοκρατορίας.»

Η Ανδρομάχη σηκώθηκε από την καρέκλα της, πήρε ένα τσιγάρο από το κομοδίνο, και, ανάβοντάς το μ’ένα από τα σπίρτα της Βίηλ, επέστρεψε στο τραπέζι για να καθίσει αντίκρυ στον Τζακ.

«Τι θέλεις τώρα να κάνω;» τον ρώτησε. «Μετά απ’αυτά που μου είπες… αν είναι αλήθεια, αν δεν είσαι τρελός… τι θέλεις να κάνω;»

«Τίποτα, Ανδρομάχη,» αποκρίθηκε ο Τζακ τρώγοντας το φαγητό του με σχετική όρεξη – δεν είχε φάει μπουκιά πριν, όσο μιλούσε. «Τίποτα δεν χρειάζεται να κάνεις. Να συνεχίσεις να υπηρετείς όπως υπηρετούσες. Έκανες ακριβώς ό,τι έπρεπε.»

«Μα… Αν… Μου μίλησες για μια κατάσταση που…»

«Τι σκέφτεσαι; Να βγεις και να πεις σε όλους την αλήθεια; Να τους εξηγήσεις για τον Ελκράσ’ναρχ; Δεν πρόκειται κανένας να σε πιστέψει, και οι πράκτορές του θα φροντίσουν ή να πεθάνεις από κάποιο ‘ατύχημα’ ή να κλειστείς σε κάποιο ψυχιατρείο στη Ρελκάμνια. Έχεις πολλά να χάσεις και τίποτα να κερδίσεις.» Ο Τζακ ήπιε ακόμα μια γουλιά κρασί.

Η Ανδρομάχη τον κοίταζε συνοφρυωμένη. «Εσύ, δηλαδή, θα συνεχίσεις να τον υπηρετείς, ακόμα κι ύστερα… ύστερα απ’ό,τι έγινε μ’αυτό τον Εραστή μέσα σου;»

«Με συμφέρει, για την ώρα,» είπε ο Τζακ. «Μου δίνει πρόσβαση σ’ένα πολύ καλό και εκτεταμένο δίκτυο. Τι έχω να χάσω; Αν μη τι άλλο, θα με οδηγήσει στον Άζ’λεφκ πιο εύκολα.»

«Και μετά;»

«Δεν ξέρω τι θα κάνω μετά, Ανδρομάχη. Θα πρέπει να αυτοσχεδιάσω.»

«Δε θέλεις να βγάλεις αυτή την οντότητα από μέσα σου;» Η Ανδρομάχη καταλάβαινε ότι αυτό που έλεγε ίσως να ήταν επικίνδυνο, γιατί η οντότητα σίγουρα την άκουγε από τα αφτιά του Τζακ, και μπορεί να τον έβαζε να την κάψει ζωντανή. Ωστόσο, το είπε. Παράτολμα, ίσως.

Ο Τζακ γέλασε. «Να τη βγάλω από μέσα μου; Δεν βγαίνει, Ανδρομάχη. Είναι ένα με την ψυχή μου, τώρα. Αν μπορούσες να δεις την ενεργειακή μας φύση, θα το διέκρινες αυτό.» Έπλεξε τα δάχτυλα των χεριών του μπροστά του. «Δεν είμαστε έτσι.» Απομάκρυνε το ένα χέρι, κρατώντας υψωμένο μόνο το άλλο. «Είμαστε έτσι. Καταλαβαίνεις; Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να… ξεδιπλώσεις για να μας διαχωρίσεις.»

Η Ανδρομάχη άλλαξε θέμα: «Για τώρα, λοιπόν, θα μείνεις στη Σάνκριλαμ;»

«Οι επαναστάτες θα έρθουν προς τα εδώ, αργά ή γρήγορα. Και ο Τάμπριελ θα είναι μαζί τους. Πάω στοίχημα, μάλιστα, πως σύντομα θα φτάσουν φήμες ώς εδώ ότι ο μυστηριώδης κοκκινόδερμος μάγος της Επανάστασης είναι και πάλι ζωντανός.»

Μετά έμεινε σιωπηλός καθώς έτρωγε, και η Ανδρομάχη τον παρατηρούσε επίσης σιωπηλή, καπνίζοντας. Όταν τελείωσε το τσιγάρο της, το έσβησε μέσα στο πιάτο με τα απομεινάρια του φαγητού της.

«Μπορείς να μου απαντήσεις σε κάτι, Τζακ;» τον ρώτησε.

«Ασφαλώς, αν έχω τις απαραίτητες γνώσεις.» Γέμισε πάλι το ποτήρι του με κρασί και ήπιε.

«Μπορείς να σκοτώσεις κάποιον μ’αυτή την ενέργεια που χειρίζεσαι; Μπορείς να τον ψήσεις όπως… αυτό;» Κοίταξε τα μαυρισμένα κομμάτια κρέατος ανάμεσά τους.

«Μπορώ να τον σκοτώσω μόνο αν τον χτυπάω για κάποια ώρα. Δεν θα πεθάνει αμέσως, όπως από ένα βέλος στην καρδιά ή στο κεφάλι. Βασικά, είναι σαν να τον χτυπά διαρροή ενέργειας. Θέλεις να δεις;» Άπλωσε το χέρι του και ενέργεια το τύλιξε, τρίζοντας.

Η Ανδρομάχη πετάχτηκε πίσω, όρθια, ανατρέποντας την καρέκλα της.

Ο Τζακ γέλασε. «Ηρέμησε. Δεν είναι άμεσα θανατηφόρο. Ούτε θα σε χτυπούσα με όλη μου τη δύναμη.»

«Δε μου χρειάζεται,» είπε εκείνη, τελεσίδικα.

«Όπως επιθυμείς.» Η ενέργεια κρύφτηκε μέσα στη χούφτα του Τζακ.

3.

Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, και η Αλιζέτ πήγαν δυτικά, στη Σάνιθλεκ και πέρα απ’αυτήν, όπου γίνονταν οι συγκρούσεις με τους Παντοκρατορικούς που έρχονταν από τα βάθη του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ και τους πολεμιστές της Πριγκίπισσας Ισλάννα. Η Ιλρίνα’νορ δεν πήγε μαζί τους. Κατευθύνθηκε νότια, προς τη Νάσπελ, με τελικό σκοπό να φτάσει στις νοτιοανατολικές ακτές του Πριγκιπάτου Κάνρελ που είχαν κατακτηθεί από την Ανατολική Συμμαχία. Διότι εκεί, σύμφωνα με τις πληροφορίες της Πριγκίπισσας Βασνίτα του Νέλερβικ, βρισκόταν ο Πρόμαχος Άτβος. Η Ράιλμεχ συνόδεψε την Ιλρίνα’νορ, για να μαθαίνουν οι άλλοι Ιεράρχες τι γινόταν στο Κάνρελ και να μπορούν να το αναφέρουν άμεσα σε όσους χρειαζόταν, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για την αποστολή μαντατοφόρων.

Ένα ποταμόπλοιο του Νέλερβικ άφησε τη μάγισσα και την Ιεράρχη στις νότιες όχθες του Λάρερημ, βγάζοντάς τες από την Κοιλάδα των Ποταμών. Εκεί, οι δύο γυναίκες ανέβηκαν στο δίκυκλο που είχαν πάρει μαζί τους – η Ράιλμεχ μπροστά, οδηγώντας, και η Ιλρίνα πίσω, έχοντας τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από τη μέση της πολεμίστριας – και κατευθύνθηκαν προς τη Νάσπελ. Το απόγευμα έφτασαν στην κυκλική, άριστα συμμετρική πόλη που δεν ήταν άγνωστη σε καμία από τις δυο τους. Πήγαν αμέσως στο κάστρο στο κέντρο της Νάσπελ, και η Ιλρίνα’νορ ρώτησε για τον σύζυγό της. Της απάντησαν πως ο Πρόμαχος της Επανάστασης είχε ταξιδέψει στα κατακτημένα εδάφη του Κάνρελ, όπως της είχε πει και η Πριγκίπισσα Βασνίτα. Της πρότειναν να μείνει στο κάστρο για να διανυκτερεύσει, αλλά η Ιλρίνα αποκρίθηκε ότι προτιμούσε να φύγει αφού η ημέρα είχε ακόμα φως. Εκείνη και η Ράιλμεχ ανέβηκαν πάλι στο δίκυκλό τους και ταξίδεψαν νότια. Σταμάτησαν τελικά σ’ένα πανδοχείο στο σταυροδρόμι όπου η δημοσιά της Νάσπελ συναντούσε την παραλιακή δημοσιά που συνέδεε τη Λίνερελ με τη Χαύδοραλ. Το μέρος ήταν καλό, αλλά το γεγονός ότι κάθε λογής άνθρωποι περνούσαν από εδώ φαινόταν πεντακάθαρα. Όσο κι αν ο ιδιοκτήτης προσπαθούσε, ποτέ δεν μπορούσε να το έχει περιποιημένο. Η Ιλρίνα’νορ και η Ράιλμεχ έκλεισαν ένα δωμάτιο και πέρασαν εκεί τη νύχτα.

Το πρωί, ξεκούραστες, ταξίδεψαν προς τα δυτικά, και το μεσημέρι είχαν φτάσει στη Χαύδοραλ. Έξω από το λιμάνι της είδαν έναν ολόκληρο στόλο από πολεμικά σκάφη. Ήταν, όμως, όλα τους του Πριγκιπάτου Χαύδοραλ, παρατήρησε η Ιλρίνα· δεν γινόταν ναυμαχία. Αλλά, καθώς εκείνη και η Ράιλμεχ έρχονταν προς τα εδώ, είχαν, από απόσταση, αγναντέψει κάποια σκάφη να μάχονται στο Πράσινο Πέλαγος. Δεν είχαν σταματήσει για να τα κοιτάξουν καλύτερα με τα κιάλια τους. Η Πριγκίπισσα Βασνίτα είπε ότι οι Παντοκρατορικοί έχουν καταλάβει ένα από τα νησιά του Πράσινου Πελάγους και το χρησιμοποιούν σαν βάση για επιθέσεις… σκέφτηκε η μάγισσα.

Στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου, επισκέφτηκαν το κάστρο του Πρίγκιπα Αλβάρος επάνω στο Κεφάλι του Κολοσσού, και συνάντησαν τον ίδιο τον Πρίγκιπα στην Αίθουσα του Θρόνου. Ο Αλβάρος είπε στην Ιλρίνα ότι, πράγματι, ο Πρόμαχος είχε πάει στο Κάνρελ, και ότι εκεί οι συγκρούσεις είχαν ενταθεί.

«Πράγμα που έχει αποδειχτεί καλό, Αρχόντισσά μου,» πρόσθεσε, καθισμένος στον θρόνο του. «Το Χαύδοραλ δέχεται τώρα λιγότερες επιθέσεις από τους Παντοκρατορικούς, καθώς τους απασχολεί περισσότερο να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στο Κάνρελ απ’ό,τι να χτυπήσουν τα δικά μου εδάφη.»

«Αυτός, Υψηλότατε, ήταν ο σκοπός μας εξαρχής,» αποκρίθηκε η Ιλρίνα’νορ. «Ο Άτβος σάς είχε υποσχεθεί ότι θα έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει το Πριγκιπάτο σας στον αγώνα που θα δίναμε, αλλά και αργότερα, όταν ο αγώνας θα έχει τελειώσει.»

«Και έχω ευχαριστήσει τον Πρόμαχο για τη βοήθειά του.»

«Θα ήθελα να ταξιδέψω στις κατακτημένες περιοχές του Κάνρελ, Υψηλότατε,» είπε η Ιλρίνα’νορ. «Μαζί με τη Ράιλμεχ.»

Ο Αλβάρος φάνηκε σκεπτικός για λίγο. «Δεν θα σου πρότεινα να πας με πλοίο, Αρχόντισσά μου. Το Πράσινο Πέλαγος δεν είναι ασφαλές. Ούτε και ο ποταμός Νέρελρημ, βέβαια. Το καλύτερο θα ήταν να ταξιδέψεις με αεροσκάφος.»

«Υπάρχει κάποιο διαθέσιμο;»

Ο Αλβάρος κοίταξε προς τη μεριά των συμβούλων του. «Υπάρχει;»

«Τι πράγμα, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε ένας απ’αυτούς, τον οποίο η Ιλρίνα δεν αναγνώριζε.

«Αεροσκάφος για να μεταφέρει την Αρχόντισσα Ιλρίνα’νορ στα κατακτημένα εδάφη του Κάνρελ! Δεν ακούτε τι λέμε;»

«Με συγχωρείτε, Πρίγκιπά μου· δεν–»

«Υπάρχει, αδελφέ,» είπε ο Μέλτρος, ο αδελφός του Αλβάρος, που ήταν δυο χρόνια μικρότερος από εκείνον και είχε τραυματιστεί άσχημα στη μάχη της Χαύδοραλ, όταν η Ιλρίνα’νορ και οι άλλοι επαναστάτες είχαν επιτεθεί εδώ για να διώξουν τους Παντοκρατορικούς. Δεν ήταν βέβαιο ότι ο Μέλτρος θα ζούσε αλλά, τελικά, είχε ζήσει· και φαινόταν σαν να είχε αναγεννηθεί. Σαν να είχε επιστρέψει από τους νεκρούς, όπως ο Τάμπριελ. Η Ιλρίνα δεν τον ήξερε παλιότερα, όμως στα μάτια του νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει μια λάμψη που δεν πρέπει πρωτύτερα να υπήρχε. Και είχε ακούσει και τον Αλβάρος, κάποτε, να λέει ότι πολύ είχε αλλάξει ο αδελφός του ύστερα από εκείνον τον τραυματισμό: προς το καλύτερο, ίσως.

Επί του παρόντος, ο Μέλτρος συνέχισε: «Ένα αεροσκάφος θα πετάξει αύριο προς το Κόκκινο Φρούριο, για να μεταφέρει πολεμοφόδια, προμήθειες, και κάποιους μαχητές. Η Αρχόντισσα μπορεί να πάει μαζί του.»

«Συμφωνείς, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε ο Αλβάρος την Ιλρίνα’νορ.

«Ασφαλώς, Υψηλότατε. Και σας ευχαριστώ.»

Την υπόλοιπη ημέρα, επομένως, ήταν φιλοξενούμενη στο κάστρο του Πρίγκιπα του Χαύδοραλ, όπου είδε πως, διαρκώς, στρατιωτικοί και μαντατοφόροι πήγαιναν κι έρχονταν. Ούτε μια στιγμή ησυχίας δεν υπήρχε. Ο πόλεμος κρατούσε τους πάντες σε συνεχή εγρήγορση.

Το απόγευμα, η Ιλρίνα έτυχε να βρεθεί κοντά στον Νισμάνος, τον πατέρα του Αλβάρος, και τον ρώτησε τι γινόταν μ’αυτό το νησί στο Πράσινο Πέλαγος που έλεγαν ότι το είχαν κατακτήσει οι Παντοκρατορικοί.

«Είναι αλήθεια,» αποκρίθηκε εκείνος. «Και πολύ σοβαρό πρόβλημα, επίσης. Προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο για να τους αποτινάξουμε. Αλλά δεν ξέρω αν αυτό θα το καταφέρουμε σύντομα.» Ακόμα υπήρχε δυσαρέσκεια στη φωνή του επειδή η Επανάσταση έμπλεξε το Χαύδοραλ σε τούτη την κατάσταση, νόμιζε η Ιλρίνα. Αποκλείεται, όμως, να μην έβλεπε πως σίγουρα το Πριγκιπάτο είχε πολλά περισσότερα οφέλη να κερδίσει επαναστατώντας παρά μένοντας στο πλευρό της Συμπαντικής Παντοκρατορίας!

Η Ιλρίνα απορούσε που ακόμα υπήρχαν άνθρωποι στη Βίηλ οι οποίοι θεωρούσαν πως η Παντοκρατορία είχε κάτι θετικό να τους προσφέρει – ειδικά μετά από όσα είχε καταφέρει η Επανάσταση τον τελευταίο καιρό. Κανονικά, θα έπρεπε όλοι τους να είχαν ξεσηκωθεί!

Η Ράιλμεχ γνώριζε κάμποσους από τους στρατιωτικούς που βρίσκονταν στο κάστρο, ή που έρχονταν κι έφευγαν, και η Ιλρίνα την είδε να μιλά μαζί τους και να αστειεύεται. Είχε αναμιχθεί πολύ με τους ανθρώπους της Χαύδοραλ η Ιεράρχης, καθώς για αρκετό καιρό βρισκόταν εδώ για λόγους επικοινωνίας, και μετά, με τον πόλεμο, έτρεχε στις όχθες των ποταμών Νέρελρημ και Κάνιλρεχ για να βλέπει πώς πήγαιναν τα πράγματα (και να τα βλέπουν κι οι υπόλοιποι οι Ιεράρχες) και να βοηθά όπου μπορούσε. Διότι ήταν καλή πολεμίστρια, είχε παρατηρήσει η Ιλρίνα. Και η ίδια η Ράιλμεχ κάποτε της είχε αναφέρει πως στη διάστασή της, τη Νόρχακ, υπηρετούσε στο παλάτι κάποιας βασίλισσας – το όνομα της οποίας η Ιλρίνα τώρα είχε ξεχάσει.

Όταν νύχτωνε, ο Άλτρες, ο μοναδικός Ιερός Μαχητής των Οστών στο Χαύδοραλ, ήρθε στο κάστρο του Πρίγκιπα για να αναφέρει ότι εκείνος κι οι πολεμιστές του είχαν νικήσει τους Παντοκρατορικούς στις ακτές του Πράσινου Πελάγους, αποτρέποντας μια απόβαση που προσπαθούσαν να κάνουν. Ο Πρίγκιπας Αλβάρος μίλησε με τους συμβούλους του και είπε στον Άλτρες ότι θα του έδινε διαταγές το πρωί. Εκείνος χαιρέτησε τον Πρίγκιπα του Χαύδοραλ κι ύστερα πλησίασε τη Ράιλμεχ μέσα στη μεγάλη αίθουσα. Η Ιλρίνα τούς είδε να μιλάνε σαν να ήταν παλιοί φίλοι, και νόμιζε πως τα μάτια της Ράιλμεχ γυάλιζαν άτακτα καθώς τα χέρια της άγγιζαν τα κόκαλα της τρομερής πανοπλίας του Άλτρες η οποία ήταν ένα με το σώμα του. Αργότερα, η Ιλρίνα ήταν βέβαιη πως οι δυο τους αποσύρθηκαν στο ίδιο δωμάτιο. Η Ράιλμεχ έχει κάνει φίλους εδώ…

Αντιθέτως, η Ιλρίνα τούς μόνους που ήξερε καλά στο κάστρο της Χαύδοραλ ήταν κάποιους επαναστάτες τους οποίους ο Άτβος είχε αφήσει εδώ για να επιβλέπουν την κατάσταση. Μίλησε μαζί τους και ήπιε μερικά ποτά. Τη ρώτησαν γιατί δεν είχε πάει με τον Πρόμαχο, κι εκείνη τούς αποκρίθηκε μονάχα ότι έπρεπε να κάνει κάποια άλλη δουλειά μαζί με την Ανταρλίδα και την Αλιζέτ. Προτίμησε να μην μπει σε λεπτομέρειες για το θέμα της ανάστασης του Τάμπριελ· τους είπε, όμως, ότι ο Τάμπριελ είχε επιστρέψει. «Δεν ήταν, τελικά, νεκρός. Απλώς έπρεπε να τον κρύψουμε για λίγο.»

«Από φόβο για απόπειρα δολοφονίας;»

«Ακριβώς. Και τώρα, θα το εκμεταλλευτούμε αυτό με τρόπο που μας συμφέρει. Θα πούμε ότι επέστρεψε από τους νεκρούς. Πράγμα που θα τρομοκρατήσει τους εχθρούς μας και θα εμψυχώσει τους μαχητές μας.»

Οι επαναστάτες συμφώνησαν ότι αυτό ήταν καλό σχέδιο.

«Ιδέα της Πριγκίπισσας Βασνίτα,» τους είπε η Ιλρίνα’νορ, και άκουσε διάφορα κολακευτικά σχόλια γι’αυτήν, τα οποία την έκαναν λιγάκι να ζηλέψει. Οι παλιοί επαναστάτες την είχαν, γενικά, σε μεγάλη υπόληψη την τωρινή Πριγκίπισσα του Νέλερβικ.

Όταν ξημέρωσε, η Ράιλμεχ, παρά τις νυχτερινές της δραστηριότητες με τον Άλτρες, δεν ξεχάστηκε. Συνάντησε την Ιλρίνα’νορ έξω απ’το δωμάτιό της και πήγαν εκεί όπου ήταν προσγειωμένο το μεγάλο ελικόπτερο μέσα στο κάστρο. Τα πολεμοφόδια και οι προμήθειες είχαν ήδη φορτωθεί, και ορισμένοι πολεμιστές του Πρίγκιπα επιβιβάζονταν. Η Ιλρίνα’νορ και η Ράιλμεχ ανέβηκαν στο αεροσκάφος μαζί τους, και οι δύο έλικές του βούισαν καθώς απογειωνόταν.

Το ελικόπτερο υψώθηκε πάνω από τη Χαύδοραλ και πέταξε δυτικά, ακολουθώντας τις ακτές που ήταν κατακτημένες από την Ανατολική Συμμαχία· διότι αν πήγαινε λίγο πιο βόρεια θα βρισκόταν σε εδάφη των Παντοκρατορικών. Ο πιλότος το εξήγησε αυτό στην Ιλρίνα’νορ καθώς οδηγούσε – περισσότερο επειδή του άρεσε να μιλά, απ’ό,τι κατάλαβε εκείνη, παρά για κανέναν άλλο λόγο. Δεν τον είχε ρωτήσει, άλλωστε. Ούτε ήταν και τόσο περίεργο που ακολουθούσαν τις ακτές.

Από δω δεν υπάρχει κίνδυνος, Αρχόντισσά μου, είχε πει ο πιλότος· αλλά μετά από κανένα δεκάλεπτο είδαν ένα Παντοκρατορικό μαχητικό να έρχεται προς το μέρος τους, με τα έμβολα κάτω από τα φτερά του να αστράφτουν στον πρωινό ήλιο.

«Εχθρός!» είπε η Ιλρίνα.

«Τα Δαιμόνια!» καταράστηκε ο πιλότος του ελικοπτέρου, κι έκανε να στρίψει για ν’αποφύγει το άλλο αεροσκάφος. Αυτό, όμως, δεν αποδείχτηκε εύκολο. Το ελικόπτερο δεν ήταν ούτε τόσο γρήγορο ούτε τόσο ευέλικτο όσο το Παντοκρατορικό αεροπλάνο που ερχόταν σαν καταστροφική βολίδα καταπάνω του. Μετά βίας ο πιλότος κατόρθωσε να ελιχθεί και να χαλάσει την επίθεση του εχθρού· και παρ’όλ’αυτά, το ελικόπτερο χτυπήθηκε ξυστά. Και τραντάχτηκε βίαια.

Και μετά, η Ιλρίνα κρατιόταν γερά από το κάθισμά της καθώς το αεροσκάφος έμοιαζε να έχει χάσει τη σταθερότητά του. «Θα πέσουμε;» ρώτησε. «Τι έγινε;»

«Ο πίσω έλικας, πρέπει να χτύπησε τον πίσω έλικά μας, πρέπει να έσπασε ένα κομμάτι του,» αποκρίθηκε ο πιλότος, πνιχτά. «Όχι δε θα πέσουμε.»

Τότε, όμως, το Παντοκρατορικό μαχητικό φάνηκε να επιστρέψει.

«Μεγάλοι Κολοσσοί…» μουρμούρισε η Ιλρίνα, σκεπτόμενη ότι ίσως να μην ξανάβλεπε τον Άτβος, και ίσως να μην είχε, τελικά, ποτέ την ευκαιρία να συναντήσει και πάλι τον γιο τους, τον Άλδρος, που είχαν εγκαταλείψει πριν από τόσα χρόνια… Κακώς άργησα. Κακώς άργησα…

Ο πιλότος έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια ν’αποφύγει το Παντοκρατορικό αεροπλάνο, ενώ οι πολεμιστές του Χαύδοραλ φώναζαν από πίσω: «Έχουμε τη βαλλίστρα έτοιμη! Δώσε μας βολή!»

«Ναι!» φώναξε ο πιλότος. «Ναι!» Κι έστριψε, απότομα, κάνοντας το αεροσκάφος να τρανταχτεί.

Η Ιλρίνα αισθάνθηκε χολή ν’ανεβαίνει στον λαιμό της. Ευτυχώς δεν είχε φάει πρωινό. Ένιωθε τα πόδια της να έχουν παγώσει.

Το αεροπλάνο χάθηκε απ’το πεδίο όρασής της καθώς ο πιλότος είχε γυρίσει στο πλάι το ελικόπτερο.

Κραυγές νίκης αντήχησαν από τους πολεμιστές πίσω, κι ένας απ’αυτούς φώναξε: «Το βρήκαμε, πιλότε!»

Μετά, όμως, το ελικόπτερο τραντάχτηκε δυνατά, κι άρχισε να πέφτει.

Η Ιλρίνα’νορ έτριξε τα δόντια. Πίσω της, άκουσε τη Ράιλμεχ να γρυλίζει σε κάποια γλώσσα που εκείνη δεν γνώριζε – μάλλον, την τοπική της διάστασής της.

Το ελικόπτερο έπεφτε προς μια πεδιάδα. Έπεφτε γρήγορα.

«Σταμάτα το!» είπε η Ιλρίνα. «Σταμάτα το!»

Ο πιλότος δεν αποκρίθηκε. Ιδρώτας γυάλιζε στο λευκόδερμο πρόσωπό του.

Τι στα Δαιμόνια συνέβη; αναρωτήθηκε η Ιλρίνα. Δεν το πέτυχαν με τη βαλλίστρα; Πώς μας χτύπησε; Η βολή δεν πρέπει να ήταν αρκετή για να ανακόψει την επίθεση του Παντοκρατορικού μαχητικού. Αυτή ήταν η μοναδική εξήγηση που μπορούσε να σκεφτεί.

Το ελικόπτερο έχανε τώρα ύψος πιο ομαλά, νόμιζε η Ιλρίνα κοιτάζοντας από το μπροστινό παράθυρο. Είχε, αναμφίβολα, πάρει καλύτερη κλίση. Πιο πριν πέφταμε με τη μύτη, σκέφτηκε αναρριγώντας.

Το έδαφος πλησίαζε

πλησίαζε

πλησίαζε

πλησ–

Βρόντος, τράνταγμα, ήχοι θραύσης, φωνές.

Η Ιλρίνα άνοιξε διστακτικά τα μάτια της, για να δει ότι είχαν προσγειωθεί άτσαλα στην πεδιάδα.

Πλάι της, ο πιλότος κατέρρευσε πάνω στο τιμόνι, ασθμαίνοντας, λουσμένος στον ιδρώτα.

«Μου φαίνεται πως θα πρέπει να πάμε με τα πόδια, τελικά,» παρατήρησε η Ράιλμεχ.

4.

Δεν χρειάστηκε, όμως, να πάνε με τα πόδια. Είχαν πέσει σε περιοχές κατακτημένες από την Ανατολική Συμμαχία: έτσι, σύντομα, οι Ανατολικές Δυνάμεις τούς βρήκαν και τους βοήθησαν. Ένας διοικητής είπε ότι απορούσε πώς αυτό το δαιμονισμένο αεροπλάνο είχε κατορθώσει να βρεθεί εδώ πέρα και να τους χτυπήσει. Περιφρουρούσαν τα μέρη με ισχυρές μεταλλικές βαλλίστρες οι οποίες εκτόξευαν βέλη σε μεγάλη απόσταση προς τον ουρανό. Είχαν επίσης και μερικά ενεργειακά κανόνια. «Πρέπει να σας είδαν από το Πράσινο Πέλαγος,» είπε, «και να έστειλαν από εκεί το αεροπλάνο για να σας επιτεθεί. Προσπαθούν να μας προκαλέσουν προβλήματα στον ανεφοδιασμό, οι δαιμονισμένοι!»

Ένα ενεργοκίνητο φορτηγό δεν άργησε να έρθει για να πάρει τα πολεμοφόδια και τις προμήθειες από το εσωτερικό του κατεστραμμένου ελικοπτέρου. Τα περισσότερα ήταν άθικτα. Μονάχα η μεγάλη βαλλίστρα που οι πολεμιστές του Χαύδοραλ είχαν χρησιμοποιήσει είχε σπάσει. Οι χορδές της είχαν κοπεί, και τα μέταλλά της είχαν κυρτώσει. Χρειαζόταν επισκευή, αν ήταν να αποκτήσει ξανά την αρχική δύναμη και ακρίβειά της.

Ευτυχώς, κανένας από τους επιβάτες του ελικοπτέρου δεν είχε σκοτωθεί. Ορισμένοι μονάχα είχαν τραυματιστεί ελαφρά – χτυπήματα στο κεφάλι, κυρίως: μελανιές και γρατσουνιές. Το σοβαρότερο ήταν ότι μια πολεμίστρια είχε βγάλει τον ώμο της. Ο πιλότος έμοιαζε ευχαριστημένος που είχε κατορθώσει να τους προσγειώσει ζωντανούς και χωρίς να έχουν σπουδαίες απώλειες στα πολεμοφόδια.

«Το σκάφος μου δεν ήταν για αερομαχίες,» είπε στην Ιλρίνα’νορ. «Μονάχα αυτή τη βαλλίστρα είχαμε για άμυνα, κι ο άλλος ερχόταν καταπάνω μας και μας κοπανούσε με έμβολα. Τι να κάνω; Το ελικόπτερο δεν μπορεί να αναμετρηθεί με το αεροπλάνο στον αέρα· όλοι το λένε. Κανονικά, θάπρεπε να είχαμε κάνα-δυο μαχητικά μαζί μας για να μας προστατεύουν. Θα πρέπει να το μάθει ο Πρίγκιπας αυτό.»

Η Ιλρίνα έγνεφε από ευγένεια, γιατί, στην πραγματικότητα, δεν είχε καμια όρεξη να τον ακούει. «Πού βρίσκεται ο Πρόμαχος Άτβος;» ρώτησε τον διοικητή, απομακρυνόμενη από τον πιλότο μόλις διακόπηκε για λίγο η λογόρροιά του.

«Στο Κόκκινο Φρούριο, όπου πηγαίνετε κι εσείς.»

Ωραία, σκέφτηκε η Ιλρίνα. Δε θα χρειαζόταν να ψάχνει γι’αυτόν.

Όταν τα πολεμοφόδια και οι προμήθειες είχαν φορτωθεί στο φορτηγό, εκείνη και η Ράιλμεχ επιβιβάστηκαν μαζί με τους πολεμιστές του Πρίγκιπα Αλβάρος και τον πιλότο. Το τροχοφόρο ήταν στο μεγαλύτερό του μέρος ανοιχτό, και το σκέπαζαν με καμβάδες μονάχα όταν χρειαζόταν. Ήταν σπαστό, χωρισμένο σε δύο τμήματα. Διέθετε οκτώ μεγάλες ρόδες, ειδικές για ανώμαλα εδάφη: οι μισές στο μπροστινό τμήμα, κι οι υπόλοιπες στο πίσω. Όλες τους κινούνταν με εσωτερικούς μηχανισμούς – το πίσω τμήμα δεν σερνόταν σαν βαγόνι. Η θέση του οδηγού βρισκόταν, φυσικά, μπροστά: κι αυτή ήταν το μοναδικό κλειστό μέρος του οχήματος.

Η Ιλρίνα’νορ και η Ράιλμεχ κάθονταν πίσω, τυλιγμένες στις κάπες τους. «Απομακρυνόμαστε από τις ακτές,» παρατήρησε η πρώτη.

«Το Κόκκινο Φρούριο είναι στην ενδοχώρα, Αρχόντισσά μου,» της εξήγησε ένας πολεμιστής του Χαύδοραλ. «Πρόσφατα κατακτήθηκε.»

«Οι κτήσεις μας εδώ έχουν μεγαλώσει,» πρόσθεσε ένας άλλος, που του έλειπαν τρία μπροστινά δόντια και ήταν αντικατεστημένα με αργυρά.

Η Ιλρίνα’νορ ατένιζε τα εδάφη ολόγυρά της καθώς το φορτηγό τα διέσχιζε. Το Κάνρελ ήταν η πατρίδα της, αλλά σε τούτες τις περιοχές, στο νοτιοανατολικό άκρο, δεν είχε ταξιδέψει παρά ελάχιστες φορές και δεν τις πολυθυμόταν. Μονάχα κάποια πολύ βασικά ορόσημα αναγνώριζε. Το τοπίο δεν την έκανε να αισθάνεται νοσταλγικά. Είχε όμως πάρει μια απόφαση πλέον: Δεν θα δίσταζε άλλο να πάει να βρει τον γιο της. Αμέσως μόλις συναντούσε τον Άτβος θα του πρότεινε να πάνε για τον Άλδρος. Η πτώση του ελικόπτερου τής είχε θυμίσει πως ήταν θνητή, όπως κάθε άνθρωπος. Μπορεί, από τη μια μέρα στην άλλη, να πέθαινε χωρίς να έβλεπε τον Άλδρος. Και τότε δεν θα είχε δεύτερη ευκαιρία: δεν θα επέστρεφε από τους νεκρούς σαν τον Τάμπριελ.

Το φορτηγό έφτασε το μεσημέρι στο Κόκκινο Φρούριο: ένα κάστρο οικοδομημένο μέσα σ’έναν ποταμό εκατοντάδες φορές μικρότερο από τον Νέρελρημ ή τον Κάνιλρεχ. Δεν ήταν πλωτός, και δύο γέφυρες τον δρασκέλιζαν, η μία από τα βόρεια κι η άλλη από τα νότια, καταλήγοντας στο κάστρο. Το φορτηγό πέρασε από τη νότια γέφυρα. Και, καθώς τώρα η Ιλρίνα στεκόταν όρθια, είδε ότι το Κόκκινο Φρούριο, παρότι έμοιαζε να ξεπροβάλλει μέσα από το ποτάμι, αυτό δεν αλήθευε. Ήταν χτισμένο επάνω σ’ένα μικρό νησί, χωρίς ν’αφήνει σπιθαμή ανεκμετάλλευτη. Στις επάλξεις του κυμάτιζαν οι σημαίες της Ανατολικής Συμμαχίας: τρία σπαθιά που σχημάτιζαν τρίγωνο, μ’έναν ήλιο ανάμεσά τους.

Το φορτηγό σταμάτησε στον περίβολο του κάστρου, κι αφού οι επιβάτες του κατέβηκαν, άρχισε να ξεφορτώνει με τη βοήθεια των ανθρώπων του Κόκκινου Φρουρίου. Η Ιλρίνα ρώτησε πού βρισκόταν ο Πρόμαχος, και της απάντησαν ότι ήταν στη μεγάλη αίθουσα. Εκείνη τούς συστήθηκε και τους ζήτησε να την οδηγήσουν εκεί. Μια πολεμίστρια προπορεύτηκε, και η Ιλρίνα την ακολούθησε μαζί με τη Ράιλμεχ. Μπήκαν στα ενδότερα του Κόκκινου Φρουρίου, διέσχισαν πέτρινους διαδρόμους, και έφτασαν σε μια μεγάλη αίθουσα με δύο μακρόστενα τραπέζια.

Στην κορυφή ενός από αυτά ήταν καθισμένος ο Άτβος, με τον Ραφέλνες, τον Ιερό Μαχητή των Οστών, πλάι του, καθώς και μερικούς άλλους. Η Ιλρίνα και η Ράιλμεχ πλησίασαν. Ο Άτβος τις είδε και σηκώθηκε από τη θέση του. Χαμογελώντας, αγκάλιασε και φίλησε τη γυναίκα του.

«Ιλρίνα,» είπε, με κάποια ανακούφιση στη φωνή του. «Τι έγινε; Βρήκατε…;»

Η Ιλρίνα κατένευσε. «Τον βρήκαμε.»

«Μα… τον είδαμε να…»

Η Ιλρίνα έριξε μια ματιά στους ανθρώπους γύρω τους, οι οποίοι είχαν επίσης σηκωθεί από τις θέσεις τους. «Θα σου εξηγήσω,» είπε στον Άτβος, «όταν είμαστε μόνοι.»

Εκείνος ένευσε. «Καλώς,» αποκρίθηκε. «Κάθισε μαζί μας. Όπως βλέπεις, τρώμε.» Και προς τη Ράιλμεχ: «Καλωσόρισες, Ράιλμεχ.»

«Καλώς σας βρίσκω, Πρόμαχε.»

«Πώς είναι τα πράγματα στη δυτική Βίηλ;» ρώτησε ο Άτβος καθώς όλοι τους κάθονταν. Ο Ραφέλνες έφυγε από την καρέκλα του για να πάρει αυτή τη θέση η Ιλρίνα, δίπλα στον Πρόμαχο.

«Ο πόλεμος συνεχίζεται,» αποκρίθηκε η Ράιλμεχ. «Υπολογίζουν ότι σύντομα θα φτάσουν στο ανατολικό άκρο του περάσματος της Ουράς–»

«Πες μου γι’αυτούς που επιτίθενται στα δυτικά του Κάνρελ,» ζήτησε ο Άτβος. «Για τα σκάφη που έρχονται από τον ποταμό Άσλερχ.»

«Δεν υπάρχει καμια σημαντική εξέλιξη, απ’όσο ξέρω. Ωστόσο, έχουν καταλάβει κάποιες θέσεις στις ανατολικές όχθες του ποταμού.»

«Συζητούσαμε τώρα τη στρατηγική μας για να προχωρήσουμε μέσα στο Πριγκιπάτο,» εξήγησε ο Άτβος, «και λέγαμε ότι θα μας συνέφερε αν οι επαναστάτες της δυτικής Βίηλ έκαναν έναν πολύ δυνατό αντιπερισπασμό στις δυτικές άκρες του Κάνρελ, ώστε να τραβήξουν ένα μέρος του στρατού του εκεί, με αποτέλεσμα ο δικός μας αγώνας να διευκολυνθεί. Μπορείς να το μεταβιβάσεις αυτό;»

«Μεταβιβάστηκε ήδη, Πρόμαχε,» είπε η Ράιλμεχ, καθώς ένας υπηρέτης του κάστρου γέμιζε την κούπα της με μπίρα. «Η Διάττα το έμαθε. Θα το πει στην Πρόμαχο Λαμρίτ και στον Πρίγκιπα Νοσνάλτος.»

Ο Άτβος ένευσε. «Καλώς. Αν μπορέσουν να μας βοηθήσουν έτσι, θα έχει μεγάλη σημασία για εμάς.»

«Τι ακριβώς σχεδιάζετε;» ρώτησε η Ιλρίνα.

«Να καταλάβουμε μεγαλύτερο μέρος του Πριγκιπάτου, φυσικά. Η πρωτεύουσα είναι ακόμα μακριά μας, αλλά δεν θ’αργήσουμε να φτάσουμε. Κι αν ο Ρέτβελνος και οι Παντοκρατορικοί αφιερώσουν μεγάλο μέρος των δυνάμεών τους για να μας αντιμετωπίσουν εδώ, δεν θα έχουν τίποτα για να μας αντιμετωπίσουν όταν είμαστε εκεί.»

Η Ιλρίνα μπορούσε ν’ακούσει την ένταση στη φωνή του. Ο Άτβος αισθανόταν ότι βρισκόταν κοντά, πολύ κοντά, στο να πάρει εκδίκηση από τον άνθρωπο που τον είχε προδώσει στους Παντοκρατορικούς: τον Ρέτβελνος, που παλιά ήταν Στρατηγός του Κάνρελ και τώρα Πρίγκιπας.

«Πιστεύω, Πρόμαχε, όπως σου ξαναείπα, πως δεν θα μας πολεμήσουν και τόσο εδώ· θα κρατήσουν τις δυνάμεις τους για το κέντρο.» Ο Κασμάρες είχε μιλήσει: ένας από τους παλιούς επαναστάτες του Άτβος, ο οποίος ήταν κάποτε στρατιωτικός στο Κάνρελ και δεν είχε προδώσει τον Πρίγκιπά του. Ήταν καμια πενταετία μεγαλύτερος του Προμάχου, αλλά θα μπορούσες να τον κάνεις και μικρότερο, έτσι εύρωστος όπως ήταν παρά τα χρόνια του. Μονάχα τα μαλλιά του τον μεγάλωναν, τα οποία ήταν κατάλευκα και κουρεμένα κοντά σαν κράνος επάνω στο λευκόδερμο κεφάλι του. «Είδες πόσο εύκολα πήραμε τούτη τη νοτιοανατολική άκρη–»

«Όχι και τόσο εύκολα,» τον διέκοψε η Κισβέτα, ακόμα μία από τις επαναστάτριες που υπηρετούσαν τον Άτβος από παλιά.

«Θα μπορούσαν να μας είχαν δυσκολέψει πολύ περισσότερο,» επέμεινε ο Κασμάρες. «Αυτό σημαίνει πως κρατάνε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους στο κέντρο.»

«Πιθανώς νάχεις δίκιο,» είπε ο Άτβος. «Γι’αυτό κιόλας από δω και πέρα θ’αρχίσουμε να συγκεντρώνουμε συμμάχους: ευγενείς που είναι πρόθυμοι ν’αγωνιστούν για την Επανάσταση και για τον δικαιωματικό τους Πρίγκιπα.»

Η Κισβέτα ένευσε. «Δε μπορεί όλοι νάναι σαν τη Βαρόνη.»

«Ποια Βαρόνη;» ρώτησε η Ιλρίνα.

«Τη Βαρόνη του Κόκκινου Φρουρίου. Μαρέλνιτ την έλεγαν,» εξήγησε ο Άτβος. «Της προτείναμε να έρθει με το μέρος μας, αλλά αρνήθηκε παρότι ήταν φανερό πως δεν είχε αρκετές δυνάμεις για να μας αντιμετωπίσει. Επιτεθήκαμε στο κάστρο και, όπως βλέπεις, είναι τώρα δικό μας. Η Βαρόνη αυτοκτόνησε προτού φτάσουμε κοντά της. Πράγμα λυπηρό, γιατί είχα προστάξει να μην τη σκοτώσουν. Ήθελα να τη φέρω με το μέρος μας.»

«Το κάστρο, πάντως, μοιάζει να είναι σε πολύ καλή θέση για άμυνα…» παρατήρησε η Ράιλμεχ, σαν να ήθελε να πει ότι της φαινόταν περίεργο που το είχαν καταλάβει τόσο εύκολα.

«Κατεβάσαμε στρατό με ελικόπτερα,» εξήγησε ο Κασμάρες. «Δεν είχαν αρκετά αντιαεροπορικά όπλα για να μας σταματήσουν. Μονάχα τέσσερις γιγαντοβαλλίστρες στις επάλξεις, τις οποίες καταστρέψαμε από απόσταση μ’ένα ενεργειακό κανόνι προτού στείλουμε τα ελικόπτερα.»

Η Ράιλμεχ ένευσε, καταλαβαίνοντας τώρα.

«Η Διάττα έχει πάει να μιλήσει στη Λαμρίτ;» τη ρώτησε ο Άτβος.

«Τώρα πηγαίνει, Πρόμαχε. Κι εκεί μεσημέρι είναι, μην ξεχνάς. Και παρεμπιπτόντως, η Λαμρίτ δεν βρίσκεται στο παλάτι της Κίρτβεχ.»

«Πού είναι;»

«Στο πέρασμα της Ουράς. Εκεί γίνονται οι περισσότερες συγκρούσεις.»

«Αυτό δε μ’αρέσει,» είπε σκεπτικά ο Άτβος. «Μπορεί να σημαίνει ότι δεν θα έχουν τη δυνατότητα να κάνουν επίθεση στα δυτικά του Κάνρελ.»

«Μπορεί,» συμφώνησε η Ράιλμεχ. «Θα δείξει.»

Απολλώνια

1.

Ήταν δύσκολο να εισβάλουν στο Παντοκρατορικό οχυρό. Ακόμα κι εκείνη, με την ειδική εκπαίδευσή της, όφειλε να το παραδεχτεί αυτό. Ευτυχώς, όμως, κατόρθωσαν να αδρανοποιήσουν το ενεργειακό κανόνι και τους αντιαεροπορικούς πυραύλους προτού βρεθούν σε δυσμενή θέση, με πολεμιστές της Παντοκράτειρας σε κάθε διάδρομο, σε κάθε σκάλα, και σε κάθε δωμάτιο γύρω τους.

«Από κει!» φώναξε η Ιωάννα, δείχνοντας στους υπόλοιπους τον μοναδικό δρόμο που μπορεί να τους οδηγούσε έξω από τούτο το μέρος. «Από κει! Γρήγορα!» Και η ίδια έμεινε, για λίγο, πίσω, πυροβολώντας με το τουφέκι της τους ερχόμενους Παντοκρατορικούς. Διαγράφοντας μια θανατηφόρα τροχιά από σφαίρες και φωτιά με τις ριπές της. Είδε λευκοντυμένους άντρες και γυναίκες να πέφτουν από την επίθεσή της, να σωριάζονται ουρλιάζοντας, και γύρισε για να υποχωρήσει κι εκείνη μαζί με τους δολιοφθορείς της Δούκισσας της Χρυσόπολης.

Τότε ήταν που μια σφαίρα τη βρήκε στον μηρό, κάνοντάς τη να παραπατήσει και να πέσει στα γόνατα. Οι εχθροί ήταν πολλοί, και δεν είχαν όλοι υποχωρήσει, τρομαγμένοι από τα πυρά της.

«Ιωάννα!» κραύγασε ένας από τους συντρόφους της, κι εκείνη τούς είδε, στο βάθος του διαδρόμου, να σταματούν και να γυρίζουν.

«Όχι!» τους φώναξε. «Πηγαίνετε – θα έρθω!» ενώ, συγχρόνως, αντηχούσε η κραυγή ενός Παντοκρατορικού: «Αιχμαλωτίστε την! Αιχμαλωτίστε την!» Και λευκοντυμένοι πολεμιστές βρέθηκαν ολόγυρά της, προτού προλάβει να σηκωθεί. Τους πυροβόλησε, εξ επαφής, με το τουφέκι της, αλλά μετά κάποιος κλότσησε το όπλο από τα χέρια της. Ένας άλλος έκανε να την αρπάξει απ’τα μαλλιά· η Ιωάννα τράβηξε το ξιφίδιο από τη ζώνη της και τον χτύπησε στον καρπό. Μια πολεμίστρια την κλότσησε στην πλάτη. Η Ιωάννα γύρισε και τη χτύπησε με τον αγκώνα της στο διάφραγμα καθώς σηκωνόταν, νιώθοντας τον πόνο από τη σφαίρα στον μηρό της να τη λογχίζει έντονα.

Άκουγε πυροβολισμούς γύρω της· οι ανόητοι οι δολιοφθορείς της Δούκισσας δεν είχαν φύγει! «ΦΥΓΕΤΕ!» ούρλιαξε η Ιωάννα, τραβώντας το πιστόλι της και πυροβολώντας έναν Παντοκρατορικό στο κεφάλι, βλέποντας μυαλά, αίματα, και κοκάλινα θραύσματα να τινάζονται πάνω σ’αυτούς πίσω του. Κάποιος τη χτύπησε, με την οπίσθια μεριά του τουφεκιού του, στον τραυματισμό μηρό της, και η Ιωάννα, γρυλίζοντας, γονάτισε πάλι – και κάρφωσε τον πολεμιστή στην κοιλιά με το ξιφίδιό της. Το αίμα του κοκκίνισε τη λευκή στολή του. Ένα μποτοφορεμένο πόδι τη χτύπησε κατακέφαλα, και η Ιωάννα είδε χρώματα να χορεύουν εμπρός της· πυροβόλησε τυχαία, άκουσε κάποιον να ουρλιάζει· αισθάνθηκε κάποιον ν’αρπάζει το χέρι της, να το χτυπά, το πιστόλι της έφυγε. Κάποιος άλλος – ή ο ίδιος; – την έσπρωξε κάτω. Η Ιωάννα τον κάρφωσε προς τα πίσω (γιατί πίσω της βρισκόταν) με το ξιφίδιό της: το ουρλιαχτό του αντήχησε στ’αφτιά της, το αίμα του μούσκεψε τα ρούχα της. Μια πολεμίστρια βρέθηκε, ξαφνικά, μπροστά της και την κοπάνησε στην κοιλιά μ’ένα ρόπαλο με σιδερένια άκρη. Οι κοιλιακοί μύες της, αν και σκληροί, δεν μπόρεσαν να ανακόψουν όλη την ορμή του χτυπήματος: η Ιωάννα έχασε την αναπνοή της. Δέχτηκε μια γροθιά στο μάγουλο, κλοτσιές στα πλευρά και στην πλάτη, ένα χτύπημα στο κεφάλι–

Λιποθύμησε.

……

Με είχαν αναγνωρίσει (σκέφτηκε ενώ βρισκόταν σε κάποιο ακατονόμαστο μέρος, ασώματη, αιωρούμενη στο κενό) Με είδαν Αλλιώς θα με σκότωναν Έπρεπε να είχα φορέσει κουκούλα

Πολύ αργά τώρα

Καλύτερα να με είχαν σκοτώσει

(Και μετά από ακαθόριστο χρονικό διάστημα, ενώ ακόμα βρισκόταν ασώματη σε κάποιο ακατονόμαστο κενό ανάμεσα στον χώρο και στον χρόνο) Ο Ανδρόνικος θα κάνει κάτι ανόητο τώρα Τον ξέρω πώς είναι Θα κάνει κάτι ανόητο

Εκτός αν με θεωρήσει νεκρή

Αλλά δεν είναι χαζός Ξέρει ότι η Παντοκράτειρα με καταζητεί Όλες οι Μαύρες Δράκαινες είναι καταζητούμενες

Ανδρόνικε με συγχωρείς δεν ήθελα να με πιάσουν

……

Αισθανόταν να βρίσκεται μέσα σε κάτι που μετακινείτο. Όχημα; Αεροσκάφος; Ήταν μουδιασμένη. Και δεμένη: ένιωθε τα δεσμά στα χέρια και στα πόδια της. Βλεφάρισε. Είδε θολές σκιές, κι ένα φως – ενεργειακή λάμπα.

«Ξυπνάει!» άκουσε μια γυναικεία φωνή να λέει, ανήσυχα.

Κάποιος τη χτύπησε στο κεφάλι.

Λιποθύμησε.

……

Με φοβούνται ακόμα κι όταν είμαι ανήμπορη Τι μαλάκες

Θα με πάνε στη Ρελκάμνια

Ή θα με χρησιμοποιήσουν εναντίον του Ανδρόνικου

Δε θα μου δώσουν την ευκαιρία να ξεφύγω Θα είναι διαρκώς από πάνω μου

Τουλάχιστον αδρανοποιήσαμε τα όπλα του οχυρού Οι Απολλώνιοι θα νικήσουν Η Άνμα και ο Σέλιρ θα έκαναν επίσης καλά τη δουλειά τους Το ξέρω Δε μπορεί να απέτυχαν

……

Νερό. Παγωμένο. Επάνω της.

Κυλούσε στο σώμα της, από το κεφάλι ώς τα πόδια. Ήταν γυμνή.

Η όρασή της ήταν θολή· έβλεπε σκιές. Σκιές ανθρώπων.

Κάτι κρατούσε τα χέρια της πάνω απ’το κεφάλι της, τεντωμένα, με τους καρπούς τον έναν κοντά στον άλλο.

Κάτι, επίσης, κρατούσε τα πόδια της δεμένα, τεντωμένα κι αυτά, με τους αστραγάλους τον έναν κοντά στον άλλο. Τα δάχτυλά τους με το ζόρι ακουμπούσαν στο πάτωμα.

Την είχαν κρεμασμένη όρθια, σαν ένα κομμάτι κρέας, μέσα σε κάποιο δωμάτιο.

Η Ιωάννα βλεφάρισε, προσπαθώντας να ξεθολώσει την όρασή της.

Κάποιος έστρεψε ένα λάστιχο προς το μέρος της και νερό την έλουσε ξανά, παγωμένο. Οι μύες της σφίχτηκαν ακούσια. Τα δόντια της έτριξαν.

«Τη συνέφερες!» γέλασε κάποιος.

Η Ιωάννα τούς έβλεπε καθαρά τώρα. Δυο άντρες και μια γυναίκα. Αναγνώριζε τον έναν άντρα – αυτόν που δεν κρατούσε το λάστιχο – και τη γυναίκα. Ονομαζόταν Ευγένιος Οξύτριχος. Στρατηγός στον Παντοκρατορικό Στρατό. Καταγόταν από τη διάσταση της Ιωάννας, την Υπερυδάτια. Η γυναίκα ονομαζόταν Τζηλ Μαλράβω. Ταγματάρχης στον Παντοκρατορικό Στρατό. Καταγόταν από τη Ρελκάμνια, και είχε συνάψει φιλικές σχέσεις με την Ιωάννα όσο εκείνη υπηρετούσε ακόμα την Παντοκράτειρα. Ο άντρας με το λάστιχο είχε επάνω του τα γαλόνια λοχαγού, και είχε κατάμαυρο δέρμα και πράσινα μαλλιά. Τριγύρω, στις άκριες του δωματίου, ήταν και κάποιοι στρατιώτες, παρατήρησε τώρα η Ιωάννα. Με φοβούνται, ακόμα και δεμένη και γυμνή.

«Τι κάνεις, Ιωάννα;» ρώτησε η Τζηλ με εχθρικό βλέμμα.

«Δε μπορώ να πω ότι χαίρομαι που σας βλέπω,» έκρωξε η Ιωάννα.

Ο μαυρόδερμος λοχαγός τη χαστούκισε με το λάστιχο: κι εκείνη αισθάνθηκε το χτύπημα πιο έντονα εξαιτίας των προηγούμενων χτυπημάτων που είχε δεχτεί το πρόσωπό της. Ωστόσο δεν κραύγασε, ούτε με κανέναν άλλο τρόπο άφησε να φανεί ότι πόνεσε.

«Οι Μαύρες Δράκαινες είναι σκληρές σαν πέτρες, λένε,» είπε η Τζηλ, με τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της και τα γαλανά μάτια της να γυαλίζουν από μίσος. «Χτύπα την πιο δυνατά, Λοχαγέ! Θέλω να την ακούσω!»

Ο μαυρόδερμος άντρας τη μαστίγωσε με το λάστιχο, στο πρόσωπο και στο σώμα: και τα μαστιγώματα ήταν τσουχτερά. Η Ιωάννα είδε το λευκό δέρμα της να κοκκινίζει και να μαυρίζει. Αλλά δεν φώναξε.

Ο λοχαγός σταμάτησε, μοιάζοντας κουρασμένος.

«Ίσως να χρειάζεται διαφορετικό εργαλείο,» είπε ο Στρατηγός Ευγένιος Οξύτριχος, ατενίζοντάς την παρατηρητικά σαν να απολάμβανε το θέαμα του μελανιασμένου και τραυματισμένου γυμνού σώματός της.

Η Ιωάννα τον κοίταξε παγερά, μην κάνοντας τον κόπο να τον βρίσει όπως ήταν βέβαιη ότι όλοι τους θα ήθελαν.

«Σαν πέτρα, πράγματι,» σχολίασε ο μαυρόδερμος λοχαγός.

«Ακόμα κι οι πέτρες σπάνε.» Η Τζηλ πλησίασε την Ιωάννα και τη γρονθοκόπησε στο αριστερό στήθος, μία, δύο, τρεις φορές. Ο πόνος έκανε τους μύες της Μαύρης Δράκαινας να παραλύσουν, αλλά τα χείλη της δεν κινήθηκαν παρά μόνο για να μορφάσουν.

«Τι σχεδιάζει ο Αρχιπροδότης;» τη ρώτησε ο Ευγένιος. «Πες μας.»

Η Ιωάννα δεν μίλησε.

«Τι έχει στο μυαλό του για τη Βολιρία;» φώναξε ο Ευγένιος.

Η Ιωάννα παρέμεινε βουβή.

«Δεν έχει γλώσσα;» είπε ο μαυρόδερμος λοχαγός. Και, πλησιάζοντας την βιαστικά, άρπαξε το πρόσωπό της με το ένα χέρι, πιέζοντας επώδυνα τα μάγουλά της για ν’ανοίξει το στόμα της και να χώσει το άλλο του χέρι μέσα.

Η Ιωάννα τού δάγκωσε το δάχτυλο, δυνατά, μπήγοντας τα δόντια της βαθιά στην κατάμαυρη σάρκα. Ο λοχαγός κραύγασε, προσπαθώντας να τραβήξει πίσω το χέρι του και μη μπορώντας. «Άσε με!» ούρλιαξε. «Άσε με!» Τα δόντια της είχαν κλείσει σαν ατσάλινη μέγγενη επάνω του.

Η Τζηλ τη γρονθοκόπησε στο στήθος, ξανά και ξανά. «Άφησέ τον! Άνοιξέ το στόμα σου, ο Σκοτοδαίμων να σε πάρει! ΑΦΗΣΕ ΤΟΝ!»

Τελικά, ο λοχαγός κατάφερε να τραβήξει έξω από τα δόντια της το δάχτυλό του και ν’απομακρυνθεί, ουρλιάζοντας και φωνάζοντας. «Η γαμημένη σκρόφα! Η γαμημένη σκρόφα! Παραλίγο να μου κόψει το δάχτυλο!»

«Πήγαινε στους θεραπευτές,» του είπε, ψύχραιμα, ο Ευγένιος κοιτάζοντας τη Μαύρη Δράκαινα, όχι αυτόν· «μπορεί να κόλλησες λύσσα.»

Ο λοχαγός δεν έφυγε, όμως· γρυλίζοντας σαν θηρίο, έπιασε από κάτω το λάστιχο κι άρχισε να μαστιγώνει άγρια την Ιωάννα, χτυπώντας την στο κεφάλι και στα πλευρά, μέχρι που πληγές άνοιξαν επάνω της.

«ΛΟΧΑΓΕ!» γκάριξε ο Ευγένιος. «Σου είπα, πήγαινε στους θεραπευτές! Ήταν διαταγή!»

Η Ιωάννα είχε αρχίσει να ζαλίζεται· νόμιζε ότι δεν κρεμόταν απλώς αλλά στριφογύριζε κιόλας· κι έβλεπε χρώματα να χορεύουν στις άκριες των ματιών της, ενώ οι φωνές των Παντοκρατορικών έρχονταν απόμακρα στ’αφτιά της.

Είδε τον μαυρόδερμο άντρα να ρίχνει κάτω το αιματοβαμμένο λάστιχο και να φεύγει απ’το δωμάτιο.

Η Τζηλ γέλασε ψυχρά. «Τον τρόμαξες,» είπε στην Ιωάννα.

Ο Ευγένιος είπε: «Πες μας τι ξέρεις για τα σχέδια του Αρχιπροδότη, Μαύρη Δράκαινα, και θα γλιτώσεις λίγο πόνο. Σ’το υπόσχομαι.»

Η Ιωάννα δεν μίλησε. Ακόμα κι αν είχε κάτι συγκεκριμένο να τους πει, δεν θα τους το έλεγε. Άστους ν’αναρωτιούνται, να σκέφτονται, να αποπροσανατολίζονται… Δεν θα πρόδιδε ποτέ τον Ανδρόνικο.

«Νόμιζες ότι θα ήταν τόσο εύκολο, Στρατηγέ;» ρώτησε η Τζηλ.

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Ευγένιος.

Η Ιωάννα λιποθύμησε.

Κι από κάπου, κάποια στιγμή, άκουσε: «Να τη στείλουμε στη Ρελκάμνια;»

«Στο τέλος θα πρέπει. Η Παντοκράτειρα την θέλει.»

2.

Μετά από τη νίκη τους στις περιοχές δυτικά της Βολιρίας, οι Απολλώνιες δυνάμεις άρχισαν να οχυρώνονται σ’αυτές τις τοποθεσίες και να ετοιμάζονται για να επιτεθούν στην πόλη. Ο Ανδρόνικος απέστειλε, επίσης, μήνυμα στον Οδυσσέα και στον Στρατηγό Εύηχο, στη Γλαυκόπολη, για να τους ζητήσει να μεταφέρουν ένα μέρος του στρατού τους εδώ, μέσω αεροσκαφών. Θα χρειάζονταν όσο το δυνατόν περισσότερους μαχητές και μηχανές πολέμου για να κατακτήσουν τη Βολιρία. Και ο Ανδρόνικος αισθανόταν να βιάζεται: αισθανόταν να θέλει να πάρει την πόλη όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Παρότι ήξερε ότι αυτή ήταν μια ανόητη παρόρμηση, μια επικίνδυνη παρόρμηση, δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Αν υπήρχε έστω και μια μικρή πιθανότητα να καταφέρει να σώσει την Ιωάννα από εκεί….

Πώς θα το έκανε, όμως; Ήταν αδύνατο. Με τον πόλεμο, οι Παντοκρατορικοί απλά θα την απομάκρυναν και θα τη μετέφεραν ταχύτερα στη Ρελκάμνια. Πρέπει να στείλω ανθρώπους τώρα, προτού επιτεθούμε, για να εισβάλουν στη Βολιρία και να πάρουν από εκεί την Ιωάννα. Όμως ούτε αυτό ήταν εύκολο. Κατά πρώτον, ποιους ανθρώπους θα ρίσκαρε έτσι; Τις Μαύρες Δράκαινες; Ήταν οι μόνες που μπορούσε να φανταστεί ότι θα κατόρθωσαν κάτι τόσο δύσκολο. Κι αν τις χάσω; Χρειάζονταν στον πόλεμο· ήταν απαραίτητες· πολύτιμες. Δε μπορώ να φανώ τόσο απερίσκεπτος. Αν το κάνω αυτό, δεν είμαι Βασιληάς της Απολλώνιας. Είμαι ένας ανόητος που τον νοιάζει μόνο για τον εαυτό του. Τόσοι άνθρωποι έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους σε μένα, στις αποφάσεις μου.

Αλλά και η Ιωάννα… Η Ιωάννα!… Απόλλωνα, τι να κάνω; Της έχω φερθεί τόσο χάλια. Δε μπορώ να την αφήσω εκεί. Πρέπει να κάνω κάτι!

Και το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι μπορεί να υπέθετε πως την είχαν μέσα στη Βολιρία μα δεν είχε ιδέα πού μέσα στη Βολιρία πιθανώς να την κρατούσαν. Δεν ήξερε τίποτα για τις θέσεις των Παντοκρατορικών στο εσωτερικό της πόλης. Ούτε εκείνος ούτε κανένας άλλος επαναστάτης. Ακόμα κι αν στείλω τις Μαύρες Δράκαινες να τη σώσουν από εκεί, πού θα πάνε για να τη βρουν; Είναι δυνατόν να ψάξουν ολόκληρη τη Βολιρία;

Ο Ανδρόνικος ήταν καθισμένος έξω από τη σκηνή του, στο κέντρο του Απολλώνιου καταυλισμού, όταν ο Οδυσσέας τον πλησίασε ξεπροβάλλοντας ανάμεσα από τις υπόλοιπες σκηνές.

«Πρίγκιπά μου…» είπε ο Πρόμαχος.

Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Ήρθες ο ίδιος.»

«Ναι, αποφάσισα να έρθω ο ίδιος. Ο Δομίνικος Εύηχος έμεινε στη Γλαυκόπολη, απλά για να βεβαιωθεί ότι τα πράγματα θα συνεχίσουν να είναι ήσυχα εκεί. Θα στείλει κάποιους ανιχνευτές προς τα βόρεια, για να δούμε αν οι Παντοκρατορικοί έχουν όντως υποχωρήσει ή κρύβονται και περιμένουν.

»Πρίγκιπά μου,» άλλαξε θέμα, «μόλις το έμαθα… Μόλις τώρα που ήρθα…» Ένιωθε παράδοξα αμήχανος. Δεν μπορούσε να το αρθρώσει ξεκάθαρα, λες και κολλούσε στον λαιμό του. «Η Άνμα μού το είπε.»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. Αναστέναξε. Δεν είχε αμφιβολία τι είχε μάθει ο Οδυσσέας. «Και την είχα ρωτήσει: ήθελε να πάει ή όχι; Ήταν χτυπημένη στο κεφάλι.»

«Δεν ήταν κάτι βαρύ, Πρίγκιπά μου. Δε μπορούσατε να προβλέψετε αυτό που συνέβη,» είπε ο Οδυσσέας.

«Οι Μαύρες Δράκαινες δεν παθαίνουν τίποτα· έτσι έχουμε καταντήσει να νομίζουμε όλοι οι επαναστάτες. Αλλά δεν είναι έτσι, Οδυσσέα· και εσύ το καταλαβαίνεις και εγώ. Και δεν ξέρω τώρα τι να κάνω για να τη βοηθήσω…»

Ο Οδυσσέας κάθισε κοντά του. «Θα βρούμε έναν τρόπο.»

«Μου λες ψέματα και το ξέρεις. Μπορεί ήδη να την έχουν στείλει προς τη Ρελκάμνια. Μπορεί ήδη να βρίσκεται στη Ρελκάμνια.»

Μπορεί, όφειλε να παραδεχτεί σιωπηλά ο Οδυσσέας. Αλλά είπε: «Γιατί τόσο γρήγορα; Ίσως να θέλουν να πάρουν πληροφορίες από αυτήν.»

Ο Ανδρόνικος γέλασε κοφτά, χωρίς καμια ευθυμία να υπάρχει στο γέλιο του. «Πληροφορίες; Από Μαύρη Δράκαινα;»

«Δε θα προσπαθήσουν, όμως;» έθεσε το ερώτημα ο Οδυσσέας. Και, για εκείνον, η απάντηση ήταν θετική. Πίστευε ότι, όντως, θα προσπαθούσαν να αποσπάσουν κάποιες πληροφορίες από την Ιωάννα, ασχέτως αν θα τα κατάφερναν.

«Ακόμα κι έτσι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Τι θα γίνει; Απλά…» ξεροκατάπιε, «θα την κάνουν να πονέσει. Δε θάχω ευκαιρία να τη σώσω… εκτός… Δεν ξέρω. Εκτός αν σκεφτώ κάτι.»

«Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας, «λυπάμαι που θα το πω αυτό, αλλά πρέπει να έχετε κατά νου ότι οφείλετε να σκεφτείτε τον πόλεμο πρώτα.»

«Λες να μην το ξέρω;» Καταλάβαινε, όμως, πως ο Οδυσσέας μιλούσε έτσι μονάχα επειδή ενδιαφερόταν για την Απολλώνια και την Επανάσταση, και για κανέναν άλλο λόγο. Κι εκείνος αγαπούσε την Ιωάννα – αν και όχι όπως εγώ. «Αυτός ο πόλεμος θα συνεχιστεί κανονικά, Οδυσσέα. Όπως είχαμε εξαρχής σχεδιάσει. Δεν θα κάνουμε πίσω. Τώρα, οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας θα φύγουν μια και καλή από τη διάστασή μας, και δεν θα επιστρέψουν ποτέ ξανά.» Πρέπει, όμως, κάπως να τη βοηθήσω. Πώς;

Πώς;

3.

Ο Ανδρόνικος κάλεσε τον Σέλιρ’χοκ να έρθει κοντά σ’εκείνον και τον Οδυσσέα, και ο μάγος ήρθε και στάθηκε αντίκρυ τους.

«Κάθισε,» του πρότεινε ο Ανδρόνικος, και ο Σέλιρ’χοκ κάθισε σ’ένα σκαμνί μπροστά στη σκηνή του Πρίγκιπα, όπως ήταν καθισμένοι κι οι άλλοι δύο. «Θέλω να σε ρωτήσω το εξής: Αν έμπαινες στη Βολιρία, θα μπορούσες με τη μαγεία σου να εντοπίσεις πού βρίσκεται η Ιωάννα; Εννοώ, την ακριβή θέση της.»

«Η Βολιρία είναι μεγάλη πόλη, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ. «Δεν την έχω ποτέ επισκεφτεί αλλά, από τους χάρτες που έχω δει, νομίζω πως εκτείνεται περίπου δέκα χιλιόμετρα προς κάθε κατεύθυνση.»

«Σχεδόν,» συμφώνησε ο Ανδρόνικος νεύοντας.

«Το Ξόρκι Ανιχνεύσεως δεν λειτουργεί σε τόσο μεγάλες αποστάσεις. Ωστόσο, αν βάδιζα μέσα στην πόλη, ή αν κάποιο όχημα με μετέφερε μέσα σ’αυτήν, ενώ συγχρόνως έκανα το ξόρκι, τότε ναι, πιθανώς να εντόπιζα την Ιωάννα κάποια στιγμή, εκτός αν έχουν κάνει κάτι για να την κρύψουν.»

«Κάτι; Μαγεία, εννοείς;»

«Φυσικά.»

Ο Ανδρόνικος το σκέφτηκε. Κοίταξε τον Οδυσσέα. Εκείνος είπε: «Αν ο Σέλιρ καταφέρει να μπει στην πόλη, τότε σίγουρα θα προσπαθήσει. Με τέτοια, όμως, κατάσταση που επικρατεί τώρα, πώς θα μπει; Οι Παντοκρατορικοί δεν θα επιτρέπουν σε κανέναν ούτε να μπαίνει ούτε να βγαίνει από την πόλη. Τα μέτρα ασφαλείας θα είναι εξωφρενικά.»

Ο Σέλιρ’χοκ είπε: «Καλύτερα να μιλήσετε στην Άνμα γι’αυτό.»

«Το έχω σκεφτεί, Σέλιρ,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Είχα σκεφτεί να στείλω τις Μαύρες Δράκαινες για να σώσουν την Ιωάννα, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να το ρισκάρω.»

«Οι ίδιες δεν θα δίσταζαν.»

«Αν αιχμαλωτιστούν, όμως… κι αν αιχμαλωτιστείς κι εσύ μαζί τους… τότε, θα σας χάσω όλους. Και σας χρειάζομαι. Η Επανάσταση σάς χρειάζεται.»

«Το όλο θέμα,» είπε ο Οδυσσέας, «είναι να περάσουν τα όρια της πόλης. Μετά, στους δρόμους, δεν θα έχουν πολλά να φοβηθούν. Μιλάμε πάντα για τις Μαύρες Δράκαινες.»

«Οι Παντοκρατορικοί, όμως, θα έχουν την Ιωάννα σε κάποιο μέρος που φυλάσσεται στενά. Κι αφού οι Μαύρες Δράκαινες την πάρουν από εκεί, θα πρέπει και να τη βγάλουν από την πόλη – πράγμα που αποκλείεται να είναι εύκολο. Επιπλέον, δεν ξέρουμε καν αν η Ιωάννα είναι στη Βολιρία· μπορεί ήδη να την έχουν μεταφέρει στη Ρελκάμνια ή κάπου αλλού.»

«Αν δεν προσπαθήσουμε, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «ποτέ δεν θα μάθουμε. Να ειδοποιήσω την Άνμα; Να της ζητήσω να φέρει και τις Μαύρες Δράκαινες για να το συζητήσετε με όλες τους;» Ο μάγος τράβηξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από τη ζώνη του.

Ο Ανδρόνικος ήταν διστακτικός. Θα πουν ότι είναι πρόθυμες να προσπαθήσουν. Το ήξερε ότι αυτό θα έλεγαν. Θα ήταν, όμως, σωστό να μπουν σε τέτοιο κίνδυνο; Για ένα μόνο άτομο; Ακόμα κι αν αυτό το άτομο ήταν η Ιωάννα; Ακόμα κι αν ο Ανδρόνικος ήθελε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τη σώσει από τα χέρια της Παντοκράτειρας;

Ο Οδυσσέας άγγιξε τον ώμο του. «Ας δούμε τι έχουν να πουν, Πρίγκιπά μου.»

Ο Ανδρόνικος καθάρισε τον λαιμό του. «Είναι εδώ; Έχουν έρθει όλες από τη Γλαυκόπολη;»

«Στη Γλαυκόπολη δεν έχουν πλέον και πολλά να κάνουν. Και τις ξέρεις πώς είναι,» πρόσθεσε ο Οδυσσέας υπομειδιώντας: «βαριούνται εύκολα.»

4.

Ο Σέλιρ’χοκ τις κάλεσε και, μετά από λίγο, ήρθαν: οι δύο μάγισσες του τάγματος των Δρακαινών και οι δύο Μαύρες Δράκαινες: η Άνμα’ταρ – χρυσόδερμη και μαυρομάλλα, κοντοκουρεμένη – η Αριάδνη’ταρ – λευκόδερμη, μελαχρινή, με μακριά σγουρά μαλλιά – η Νικίτα – πορφυρόδερμη, με μακριά γαλανά μαλλιά δεμένα κότσο – η Αθηνά – με δέρμα μαύρο σαν τη βαθιά νύχτα και μαλλιά σαν τη φωτιά. Στέκονταν η μία πλάι στην άλλη, ντυμένες με τις μαύρες στολές τους, έχοντας τα όπλα τους θηκαρωμένα και κρεμασμένα επάνω τους.

Ο Ανδρόνικος τούς ζήτησε να καθίσουν, κι εκείνες κάθισαν μπροστά του, η Άνμα’ταρ και η Αθηνά επάνω σε πέτρες, οι άλλες δύο στο ανοιξιάτικο χορτάρι, οκλαδόν. Ο Πρίγκιπας της Επανάστασης τούς εξήγησε πώς είχε η κατάσταση και τι είχε στο μυαλό του. «Θα μπορούσατε να εισβάλετε στη Βολιρία;» τις ρώτησε. «Απαντήστε μου ειλικρινά. Θα το θεωρούσατε εύκολο ή δύσκολο;»

«Δε μπορούμε να πούμε, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε η Αθηνά, «χωρίς περισσότερες πληροφορίες.»

«Σίγουρα, όμως, οι Παντοκρατορικοί θα φυλάνε καλά το μέρος,» πρόσθεσε η Αριάδνη’ταρ.

«Δεν ξέρουμε τίποτα για το πώς έχουν τοποθετημένες τις δυνάμεις τους στα όρια της πόλης,» είπε η Νικίτα. «Θα πρέπει πρώτα, τουλάχιστον, να στείλουμε ανιχνευτές, να τραβήξουν μερικές φωτογραφίες.»

Η Αριάδνη’ταρ ένευσε συμφωνώντας. «Αν και δεν είναι βέβαιο ότι αυτό θα είναι αρκετό για να κρίνουμε την κατάσταση. Ποτέ πριν δεν είχαμε πλησιάσει τόσο στη Βολιρία, Πρίγκιπά μου, σε αντίθεση με τη Νούμβρια. Τη Νούμβρια την πολιορκούσαμε για καιρό. Βρισκόμασταν απέναντί της. Ξέραμε πολλά για το πώς ήταν τοποθετημένες οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας εκεί.»

«Είναι αλήθεια,» είπε ο Οδυσσέας. «Η Βολιρία είναι άγνωστη ενώ η Νούμβρια ήταν γνωστή.»

«Παίζει ρόλο αυτό,» τόνισε η Αθηνά.

Έχουν δίκιο, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Τους προτείνω να πάνε σ’ένα άγνωστο μέρος. Ένα άγνωστο, αναμφίβολα άκρως επικίνδυνο μέρος. Δε θάπρεπε καν να το συζητάω.

Αλλά η Αθηνά, σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις του στο πρόσωπό του, πρόσθεσε: «Όμως δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να καταφέρουμε να εισβάλουμε και να βρούμε την Ιωάννα.»

«Θα μπορούσαμε να το επιχειρήσουμε όταν θα έχουν ξεκινήσει οι επιθέσεις εναντίον της πόλης,» πρότεινε η Νικίτα. «Πότε σκοπεύετε να επιτεθείτε, Πρίγκιπά μου;»

«Αύριο. Δε θα είναι, όμως, επικίνδυνο να εισβάλετε ενώ γίνεται μάχη;»

«Σίγουρα. Αλλά όχι πιο επικίνδυνο από αν δεν γίνεται μάχη. Ίσως να είναι λιγότερο επικίνδυνο, μάλιστα, καθώς η προσοχή τους θα είναι στραμμένη αλλού.»

«Αυτό που λέει η Νικίτα είναι αλήθεια,» είπε η Αθηνά. «Ίσως να είναι ευκολότερο να εισβάλουμε μέσα στη μάχη.»

«Και πάλι, όμως, ο κίνδυνος θα είναι μεγάλος για εσάς…» Ο Ανδρόνικος ήταν σκεπτικός ξανά. Μπορεί να τις έστελνε εκεί και να χτυπιόνταν ακόμα κι από κάποια τυχαία ριπή, κάποια τυχαία έκρηξη. Σκέφτεσαι πολύ, θα του έλεγε η Ιωάννα. Το ήξερε πως αυτό θα του έλεγε.

«Είμαστε πρόθυμες να προσπαθήσουμε, Πρίγκιπά μου,» δήλωσε η Νικίτα. Και κοίταξε τις άλλες, οι οποίες κατένευσαν: η Αθηνά αμέσως· η Άνμα και η Αριάδνη με κάποιο δισταγμό.

«Δε θ’αφήσουμε την Ιωάννα στα χέρια τους,» είπε η Αθηνά.

Η Άνμα’ταρ κοίταξε ερωτηματικά τον Σέλιρ’χοκ. «Θα έρθω μαζί σας,» δήλωσε εκείνος. «Δε θα είναι η πρώτη φορά που διακινδυνεύω τη ζωή μου μέσα στην Επανάσταση.»

Ο Ανδρόνικος τότε, όμως, κούνησε το κεφάλι. «Όχι,» είπε. «Δε μπορώ να σας το ζητήσω αυτό. Θα ήταν βιαστικό, και το αποτέλεσμα αβέβαιο ούτως ή άλλως.» Μπορεί να την έχουν πάρει από τη Βολιρία. «Θα δούμε, πρώτα, πώς ακριβώς είναι τοποθετημένοι οι Παντοκρατορικοί στα όρια της πόλης και μετά θα δράσουμε.»

«Αυτό θα ήταν το καλύτερο, νομίζω, Πρίγκιπά μου,» είπε η Αριάδνη’ταρ, που πολλές φορές, είχε παρατηρήσει ο Ανδρόνικος, φαινόταν πιο λογική απ’τις άλλες.

Η Νικίτα τής έριξε ένα λοξό βλέμμα που του έμοιαζε λιγάκι υποτιμητικό, αλλά δεν μίλησε.

Η Αθηνά είπε, νεύοντας: «Ας γίνει έτσι.»

5.

Με την αυγή, εκατοντάδες Απολλώνια αεροσκάφη απογειώθηκαν από το Φρούριο του Σμαραγδένιου Βουνού κι από τις τριγυρινές βάσεις και πέταξαν προς τη Βολιρία. Για να επιτεθούν. Για να βομβαρδίσουν τις Παντοκρατορικές θέσεις στα δυτικά της.

Η Βολιρία, σύμφωνα με όσα ήξεραν οι Απολλώνιοι, δεν ήταν όπως η Νούμβρια – μια πόλη εγκαταλειμμένη, χωρίς πολίτες, με τα περισσότερα οικοδομήματά της μισοδιαλυμένα. Αντιθέτως, ήταν μια πόλη που λειτουργούσε κανονικά, αλλά υπό Παντοκρατορική κατοχή. Ήταν από τις πρώτες πόλεις που είχαν κατακτηθεί από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας όταν αυτές είχαν έρθει στην Απολλώνια – και οι Απολλώνιοι ποτέ δεν την είχαν ανακτήσει. Επομένως, η σημερινή αεροπορική επίθεση – αλλά και κάθε επόμενη επίθεση – θα έπρεπε να γίνει με προσοχή. Ο Βασιληάς και η Δούκισσα Ευδοκία της Χρυσόπολης είχαν προστάξει να μη χτυπηθούν τα οικοδομήματα της πόλης, παρά μονάχα αν υπήρχαν φανερά οπλικά συστήματα τοποθετημένα στις οροφές ή στα μπαλκόνια τους. Εκείνο που τα Απολλώνια μαχητικά έπρεπε να χτυπήσουν ήταν οι αμυντικοί μηχανισμοί των Παντοκρατορικών στα δυτικά όρια της πόλης.

Ο Προαιρέσιος πιλόταρε τον Γαλανό Αετό ανάμεσα στα υπόλοιπα αεροσκάφη, νιώθοντας το σώμα του και το μυαλό του σε υπερδιέγερση, ενθουσιασμένος με την πρόκληση που πρόσφερε η επίθεση στη Βολιρία.

Ήταν μόνος του, φυσικά. Η Βατράνια δεν ήταν μαζί του. Δε θα την έπαιρνε σε μια τέτοια αεροπορική επίθεση ακόμα κι αν η Άνμα’ταρ δεν του είχε ποτέ πει τίποτα. Όμως η Βατράνια δεν του είχε ζητήσει να την πάρει, ούτως ή άλλως. Δεν του μιλούσε καν πλέον. Την είχε δει μια-δυο φορές στο Απολλώνιο στρατόπεδο όπου ήταν κι ο Βασιληάς, αλλά εκείνη τον είχε αποφύγει. Επίτηδες, αναμφίβολα. Δε θάπρεπε να τόχει πάρει τόσο προσωπικά. Δεν το έκανα για να την προσβάλω. Είναι επικίνδυνα εδώ πέρα.

Ο Προαιρέσιος αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο πλήρως. Αλλά του άρεσε. Τέτοιες ήταν οι στιγμές που μπορούσε να δοκιμάσει τον εαυτό του στο έπακρο ως πιλότος. Και δεν αμφέβαλλε για τις ικανότητές του.

Τα Απολλώνια σμήνη έφτασαν στα περίχωρα της Βολιρίας. Ο Προαιρέσιος είδε τους αμυντικούς πύργους των Παντοκρατορικών που ήταν στημένοι από τα βόρεια ώς τα νότια, γεμάτοι όπλα. Και μπροστά τους είδε άρματα μάχης, πεζούς, και ιππείς. Χιλιάδες. Ορδές λευκοντυμένων πολεμιστών της Παντοκράτειρας.

Η πρώτη κοντινή εικόνα του εχθρού. Οι ανιχνευτές του Απολλώνιου στρατεύματος δεν είχαν καταφέρει να πλησιάσουν και πολύ, γιατί και οι Παντοκρατορικοί είχαν δικούς τους μαχητές που περιφέρονταν στα δυτικά της πόλης και, μόλις ατένιζαν τους Απολλώνιους ανιχνευτές, αμέσως τους πυροβολούσαν.

«Προς όλα τα σκάφη,» άκουσε ο Προαιρέσιος τη φωνή της Σμηνάρχου Δομινίκης Λαοσσόης: «Χτυπήστε τα άρματα μάχης και, αμέσως μετά, τους πύργους. Επαναλαμβάνω: Χτυπήστε τα άρματα μάχης και, αμέσως μετά, τους πύργους!»

Ο Προαιρέσιος ήταν από τους ελάχιστους ανεξάρτητους πιλότους – ή, όπως τους έλεγαν στη στρατιωτική αργκό, πιλότους-μπαλαντέρ – δεν ήταν υποχρεωμένος ν’ακολουθήσει την εντολή της, ούτε το υπόλοιπο σμήνος. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορούσε να φανταστεί τίποτα καλύτερο να κάνει.

Όπως και τα υπόλοιπα αεροσκάφη, έτσι και το δικό του βομβάρδισε τα άρματα μάχης των Παντοκρατορικών και μετά εξαπέλυσε ρουκέτες εναντίον των αμυντικών πύργων. Τα οπλικά συστήματα των πύργων αυτών είχαν, φυσικά, συγχρόνως μπει σε λειτουργία. Ένα ενεργειακό κανόνι γέμιζε τον ουρανό με μακριές φωτεινές λόγχες: ένα Απολλώνιο μαχητικό χτυπήθηκε στο φτερό, άσχημα. Πυροβόλα έβαλλαν συνεχόμενα, με διπλές και μονές κάννες, διαφόρων ειδών, όλα μακρινής εμβέλειας, ικανά να πετύχουν αεροσκάφη. Και αντιαεροπορικοί πύραυλοι ήρθαν πίσω από τους πύργους, από το εσωτερικό της πόλης, ξεπρόβαλαν πάνω από τις πολυκατοικίες, με τις ουρές τους να φλέγονται. Ο Προαιρέσιος είδε Απολλώνια μαχητικά να ανατινάζονται στον αέρα, τυλιγμένα σε λαίλαπες φωτιάς. Μερικοί πιλότοι πρόλαβαν να ανοίξουν τα αλεξίπτωτά τους και να ξεφύγουν από τον πύρινο θάνατο. Τα πυροβόλα, όμως, χτυπούσαν ακόμα και τους αλεξιπτωτιστές, σκοτώνοντάς τους στον αέρα ή διαλύοντας τα αλεξίπτωτά τους – πράγμα που είχε το ίδιο αποτέλεσμα σ’αυτό το ύψος.

Ο Προαιρέσιος απέφυγε μια ριπή από το ενεργειακό κανόνι και πέρασε πάνω από τις πολυκατοικίες της Βολιρίας.

Η φωνή της σμηνάρχου ακούστηκε από τον πομπό: «Στροφή και χτύπημα ξανά στους πύργους!»

Ο Προαιρέσιος δεν ακολούθησε τώρα τα υπόλοιπα αεροπλάνα. Πήγε προς τη μεριά απ’όπου φαινόταν να έρχονται οι πύραυλοι. Ένα κανόνι τον πυροβόλησε από την οροφή μιας πολυκατοικίας· δεν ήταν και πολύ μεγάλο, ούτε έμοιαζε επικίνδυνο, αλλά ο Προαιρέσιος το χτύπησε με τις ρουκέτες του Γαλανού Αετού, καταστρέφοντάς το – χωρίς να προκαλέσει σοβαρές ζημιές στην πολυκατοικία.

Οι δρόμοι της Βολιρίας ήταν έρημοι από κάτω του: ούτε μαχητές της Παντοκράτειρας δεν φαίνονταν: όλοι ήταν κρυμμένοι.

Και τότε, ο Προαιρέσιος είδε Παντοκρατορικά αεροσκάφη να έρχονται από τα βόρεια, από τον αερολιμένα της πόλης. Εκατοντάδες μαχητικά, και ένα πελώριο θωρηκτό αέρος που υψωνόταν με ισχυρούς προωθητήρες και έλικες. Άγρια αερομαχία θα επακολουθούσε· ήταν προφανές. Καλύτερα, επομένως, οι Παντοκρατορικοί να είχαν όσο το δυνατόν λιγότερα αντιαεροπορικά όπλα.

Ο Προαιρέσιος είχε καταλάβει τώρα από πού έρχονταν οι πύραυλοι. Διέκρινε τον πύργο επάνω στον οποίο βρισκόταν το επικίνδυνο οπλικό σύστημα. Ζύγωσε, επιταχύνοντας – κι εξαπέλυσε ρουκέτες.

Για να τις δει να προσκρούουν επάνω σε κάτι ημιαόρατο.

Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου!

Ο Προαιρέσιος προσπάθησε να ξεχωρίσει τα άκρα της: να δει πού άρχιζε η ελαφριά θολούρα στον αέρα και πού τελείωνε. Αλλά δεν είχε χρόνο. Δύο κανόνια τον πυροβολούσαν από έναν άλλο πύργο, και ένας πύραυλος εκτοξεύτηκε προς το μέρος του από τον πύργο που είχε στόχο.

Ο Γαλανός Αετός υψώθηκε απότομα. Ο πύραυλος τον ακολούθησε – ακολούθησε τη θερμότητά του.

Καριόληδες… σκέφτηκε ο Προαιρέσιος· μειδιώντας, όμως, διασκεδασμένος. Δε θα με φτάσετε!

Πήγε προς τα Παντοκρατορικά σμήνη που είχαν ήδη εμπλακεί σε αερομαχία με τα Απολλώνια. Πυροβόλησε ένα εχθρικό αεροπλάνο, χτυπώντας το στο φτερό. Ο Παντοκρατορικός πιλότος έκανε να γυρίσει για να επιτεθεί στον Προαιρέσιο· εκείνος πέρασε τον Γαλανό Αετό πάνω απ’το Παντοκρατορικό μαχητικό και τον έβαλε, αμέσως μετά, να βουτήξει. Πίσω του η έκρηξη ήταν δυνατή, καθώς ο πύραυλος που πριν από λίγο κυνηγούσε τον Προαιρέσιο διέλυε τον εχθρό του.

6.

Προτού η αερομαχία τελειώσει, τα βαριά άρματα μάχης των Απολλώνιων επιτέθηκαν στα δυτικά της Βολιρίας, σφυροκοπώντας τους Παντοκρατορικούς με ριπές μεγάλων κανονιών, ρουκετοβόλων, και ενεργειακών κανονιών. Οι Παντοκρατορικοί, αν και πρόσφατα χτυπημένοι από τα Απολλώνια αεροσκάφη, πάραυτα ανταπέδωσαν. Τα βαριά Απολλώνια άρματα αναγκάστηκαν να ανακόψουν την πορεία τους, για ν’αφήσουν τα πιο ελαφριά άρματα να έρθουν, τα οποία μπορούσαν να τρέχουν και να βάλλουν συγχρόνως, αποφεύγοντας τις εχθρικές ριπές και σπέρνοντας πανικό και θάνατο: χαμηλά τετράκυκλα με κιγκλιδωτή θωράκιση και πλατύστομα, κοντά κανόνια· τρίκυκλα με αλεξίσφαιρα γυάλινα σκέπαστρα και διπλά πυροβόλα που οι μουσούδες τους έμοιαζαν να έχουν αρπάξει φωτιά· δίκυκλα όπου ο ένας καβαλάρης οδηγούσε κι ο άλλος έριχνε με οπλοπολυβόλο ή τουφέκι μακρινής εμβέλειας.

Οι Παντοκρατορικοί έφεραν μπροστά τα μεγάλα, βαριά, θωρακισμένα άρματά τους για να διαλύσουν την έφοδο των ελαφριών Απολλώνιων αρμάτων: γίγαντες από σκληρά, ενισχυμένα μέταλλα, με πελώριους αγκαθωτούς τροχούς ή ερπύστριες, με ρουκετοβόλα, πυροβόλα, και πολυβόλα, ακόμα και ενεργειακά κανόνια. Τα ελαφριά Απολλώνια άρματα δεν μπορούσαν να καταστρέψουν τέτοια θηρία, ενώ πολλές φορές μία και μόνο ριπή των θηρίων αυτών ήταν ικανή να κάνει ένα από τα Απολλώνια οχήματα κομμάτια.

Οι Ιππότες της Απολλώνιας ξεπρόβαλαν μέσα από τη σκόνη και τις φωτιές, καλπάζοντας ξέφρενα επάνω στα δυνατά πολεμικά άτια τους. Θωρακισμένοι με ενεργειακά φορτισμένες αρματωσιές, ήταν σχεδόν άτρωτοι ενάντια σε ριπές μικρού διαμετρήματος· μονάχα τα κανόνια μπορούσαν να τους βλάψουν. Αλλά, με την ταχύτητα που έκαναν την έφοδό τους και με το σχηματισμό που είχαν, ήταν, μέσα στη θολούρα της μάχης, πολύ δύσκολο να τους πετύχουν. Με τις ενεργειακά φορτισμένες λόγχες τους κοκκινισμένες, έπεσαν πάνω στα Παντοκρατορικά θωρηκτά σαν να έπεφταν πάνω σε μυθικά τέρατα από μέταλλο και γρανάζια: και δυνατές εκρήξεις ακολούθησαν καθώς οι λόγχες των Ιπποτών διαλύονταν με τη σύγκρουση κι εκείνοι αμέσως έκαναν στροφή για να φύγουν. Πελώριες τρύπες άνοιξαν επάνω στα άρματα μάχης των Παντοκρατορικών, ενώ πολλά διαλύθηκαν ολοσχερώς, ή οι τροχοί τους τινάχτηκαν από δω κι από κει, ή οι ερπύστριές τους κόπηκαν και μπλόκαραν. Ουρλιαχτά, κραυγές, και εκρήξεις αντηχούσαν παντού.

Οι Ιππότες της Απολλώνιας κάλπαζαν τώρα προς τους συμμάχους τους ενώ δέχονταν πυρά από τους Παντοκρατορικούς. Ορισμένοι, αναπόφευκτα, έπεσαν, από εκρήξεις ρουκετών κι από βολές μεγάλων κανονιών. Αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο από τους Απολλώνιους.

Οι Παντοκρατορικοί, όμως, τους επιφύλασσαν μια έκπληξη.

Ανάμεσα από τα άρματα μάχης των δυνάμεων της Παντοκράτειρας το έδαφος φάνηκε να σπάει καθώς φως το έσκιζε: φως και φωτιά. Λαμπερές ουρές διέγραφαν ρυάκια, ρημάζοντας τη γη, καταδιώκοντας τους Ιππότες της Απολλώνιας – τινάζοντάς τους στον αέρα μόλις τους συναντούσαν, όχι έναν-έναν αλλά πολλούς μαζί.

Ο Οδυσσέας, βρισκόμενος μέσα στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα μαζί με τον Ανδρόνικο, κοίταζε με τα κιάλια του. «Ενεργειακές τορπίλες ξηράς, Πρίγκιπά μου!» είπε.

«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ…» καταράστηκε ο Ανδρόνικος κάτω απ’την ανάσα του.

Το Αυτοσυντηρούμενο Όχημα είχε τώρα μορφή μεγάλου τροχοφόρου και ήταν σταθμευμένο επάνω σ’ένα ύψωμα απ’όπου φαινόταν καθαρά το πεδίο της μάχης. Ο Ανδρόνικος, παρότι δεν κρατούσε κιάλια όπως ο Οδυσσέας, μπορούσε να δει την καταστροφή που έσπερναν οι λάμψεις οι οποίες έμοιαζαν να τρέχουν σαν λαμπερά φίδια επάνω στη γη, αφήνοντας πίσω τους σκοτεινά χαντάκια. Οι Ιππότες της Απολλώνιας είχαν δεχτεί άσχημο πλήγμα.

Αλλά οι επιθέσεις του Απολλώνιου στρατεύματος συνεχίστηκαν. Τα ελαφριά άρματα μάχης, περνώντας μέσα από τις καταστροφές και τη θολούρα, επιτέθηκαν στους Παντοκρατορικούς, ακολουθούμενα από τους ιππείς, και μετά, από τα βαριά άρματα και το πεζικό. Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας αναγκάστηκαν να αποκριθούν με παρόμοιο τρόπο. Δύο γιγάντιοι στρατοί συγκρούστηκαν στα περίχωρα της Βολιρίας, τραντάζοντας το έδαφος, ενώ στον ουρανό η αερομαχία πυρπολούσε τα πρωινά σύννεφα.

7.

«Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!» καταράστηκε ο Στρατηγός Ευγένιος Οξύτριχος, στεκόμενος στην οροφή του Κέντρου Ελέγχου των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, περίπου στο κέντρο της Βολιρίας. Στα χέρια του κρατούσε ένα ζευγάρι κιάλια ενισχυμένα από μάγο, με Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως, και αγνάντευε τη σύγκρουση που διεξαγόταν στα δυτικά. Έβλεπε πράγματα και λεπτομέρειες που, χωρίς μαγική βοήθεια, θα ήταν αδύνατο να διακρίνει μέσα στον χαλασμό που επικρατούσε.

«Ποτέ ξανά δεν είχε συμβεί αυτό!» γρύλισε. «Ποτέ ξανά… Είναι αποφασισμένοι, οι γαμημένοι Απολλώνιοι κι ο τρισκατάρατος Πρίγκιπάς τους!»

«Καλύτερα να μη στεκόμαστε, όμως, εδώ, Στρατηγέ,» είπε η Ταγματάρχης Τζηλ Μαλράβω, που βρισκόταν πλάι του. «Είμαστε εκτεθειμένοι.»

Ο Ευγένιος τη θεωρούσε δειλή ορισμένες φορές. Το Κέντρο Ελέγχου ήταν προστατευμένο από Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου· δεν μπορούσε να χτυπηθεί. Εκτός αν κάποιο από τα καταραμένα αεροσκάφη των Απολλώνιων γλιστρούσε μέσα στο πεδίο κι έφτανε σε απόσταση βολής. Αλλά δεν υπήρχαν και πολλές πιθανότητες να συμβεί αυτό, έτσι όπως τα Παντοκρατορικά αεροσκάφη είχαν γεμίσει τον ουρανό. Κι επιπλέον, οι Παντοκρατορικοί είχαν τόσα αμυντικά οπλικά συστήματα.

«Τι φοβάσαι, Ταγματάρχη; Νομίζεις ότι η κατάσταση δεν είναι υπό έλεγχο;»

«Δε φοβάμαι, Στρατηγέ, αλλά… καλύτερα να φυλαγόμαστε. Όπως λες κι εσύ, τέτοιο πράγμα δεν είχε ποτέ ξαν– Στρατηγέ!»

Ο Ευγένιος κατέβασε τα κιάλια του και είδε πως η Τζηλ έδειχνε ένα αεροπλάνο το οποίο ερχόταν καταπάνω τους. Καταπάνω στο Κέντρο Ελέγχου. Αυτός ο τρελός πιλότος είχε, κάπως, καταφέρει να προσπεράσει τα αμυντικά συστήματα!

8.

Ο Προαιρέσιος είδε τους δύο Παντοκρατορικούς – αξιωματικούς μάλλον – επάνω στον μεγάλο πύργο με τις ψηλές κεραίες ο οποίος πρέπει, σίγουρα, να ήταν κάποιο βασικό τηλεπικοινωνιακό κέντρο. Η μία αξιωματικός έδειχνε τον Γαλανό Αετό.

Ο Προαιρέσιος μειδίασε ψυχρά. Τώρα το καταλάβατε ότι δεν υπάρχει μέρος όπου δεν μπορεί να φτάσει ο Προαιρέσιος πιλοτάροντας; σκέφτηκε, καθώς εξαπέλυε ρουκέτες εναντίον τους – τις τελευταίες του Γαλανού Αετού.

Τους είδε να τρέχουν να βουτήξουν σε μια καταπακτή· είχαν ήδη αρχίσει να τρέχουν όταν εκείνος πάτησε τη σκανδάλη· μάλλον θα προλάβαιναν να τη σκαπουλάρουν οι καριόληδες.

Και το τετραπλό πυροβόλο που βρισκόταν παραδίπλα, ανάμεσα στις κεραίες, πυροβολούσε σαν μανιακό. Ο Προαιρέσιος, ενόσω έβλεπε την οροφή του τηλεπικοινωνιακού κέντρου να ανατινάζεται, κατάλαβε ότι το σκάφος του χτυπήθηκε. Γαμήσου! Κοίταξε τις ενδείξεις στην κονσόλα του ενώ συγχρόνως ελισσόταν για να στρίψει και ν’απομακρυνθεί, κάνοντας περίεργες μανούβρες στον αέρα προκειμένου να γίνει δύσκολος στόχος. Οι ενδείξεις τού έλεγαν ότι το χτύπημα δεν ήταν σοβαρό· δεν άναβε κανένα φωτάκι άμεσου κινδύνου.

Πέταξε βόρεια, πάνω από τις πολυκατοικίες. Ατένισε ένα πελώριο συγκρότημα οικοδομημάτων που μπορεί να ήταν μονάχα στρατώνας, και νόμιζε πως το αντιπυραυλικό πεδίο έφτανε ώς εκεί. Δεν είναι και μικρό. Οι Παντοκρατορικοί είχαν καλύψει ένα μεγάλο μέρος της κεντροδυτικής περιοχής της πόλης.

Δύο Παντοκρατορικά μαχητικά βρέθηκαν, ξαφνικά, πίσω του. Πυροβολώντας, εξαπέλυσαν ρουκέτες. Ο Προαιρέσιος απέφυγε τα πυρά και τις περισσότερες από τις ρουκέτες· μία, όμως, τον βρήκε στο δεξί φτερό. Στην κονσόλα του, κόκκινα μεγάλα γράμματα άρχισαν να αναβοσβήνουν: ΖΗΜΙΑ ΣΤΟ ΔΕΞΙ ΦΤΕΡΟ.

Αφού ακόμα πετάμε, θα τη σκαπουλάρουμε. Ο Προαιρέσιος βούτηξε προς τα κάτω· κι όπως το περίμενε τον ακολούθησαν· έστριψε γύρω από έναν ουρανοξύστη και υψώθηκε κατακόρυφα· έστριψε ξανά, απότομα, επικίνδυνα – ο Γαλανός Αετός παραλίγο να βγει από την πορεία του εξαιτίας του χτυπημένου φτερού. Αλλά ο Προαιρέσιος τώρα είχε βρεθεί σε καλή θέση: πυροβολώντας διέλυσε τις μηχανές του ενός Παντοκρατορικού μαχητικού, κι αυτό έπεσε ανάμεσα στις πολυκατοικίες προτού ο πιλότος του προλάβει να τιναχτεί έξω με αλεξίπτωτο.

Τότε, κάτι χτύπησε τον Γαλανό Αετό – κάποιο κανόνι, ίσως – και η κονσόλα έγραψε: ΖΗΜΙΑ ΣΤΗΝ ΟΥΡΑ με μεγάλα γράμματα που αναβόσβηναν. Το αεροπλάνο έπεφτε. Ο Προαιρέσιος προσπάθησε να το στρίψει προς τα δυτικά και να το ανεβάσει. Δρόμοι και οικοδομήματα περνούσαν από κάτω του, ενώ ο Γαλανός Αετός βουτούσε και υψωνόταν, βουτούσε και υψωνόταν – και μονάχα αυτό τον γλίτωνε από τα πυρά του Παντοκρατορικού μαχητικού πίσω του.

Μετά, όμως, άλλο ένα μαχητικό ήρθε από τα βόρεια, και μια ρουκέτα του χτύπησε τον Αετό στα πλευρά.

Ο Προαιρέσιος πάτησε αμέσως ένα κουμπί στην κονσόλα. Τα λουριά του καθίσματός του λύθηκαν αυτομάτως και τινάχτηκε έξω από το αεροσκάφος του καθώς η οροφή του πιλοτηρίου άνοιγε. Το αλεξίπτωτό του φούσκωσε από πάνω του. Είδε τα Παντοκρατορικά αεροπλάνα να τον προσπερνούν, αιφνιδιασμένα. Μετά, όμως, καθώς ο Προαιρέσιος πλησίαζε στο έδαφος, ριπές από ένα αεροσκάφος χτύπησαν το αλεξίπτωτό του.

Έπεσε απότομα.

Ήταν προετοιμασμένος γι’αυτό.

Τα πόδια του συνάντησαν τη γη, τα γόνατά του λύγισαν, και το σώμα του έκανε τούμπα. Παρ’όλ’αυτά αισθάνθηκε σαν ένα πελώριο πέτρινο ρόπαλο να τον είχε χτυπήσει. Ευτυχώς, όχι πολύ δυνατά.

Τραβώντας το σπαθί του έσκισε το αλεξίπτωτο που τον είχε σκεπάσει σαν κουβέρτα και κοίταξε έξω. Ένα αεροπλάνο φαινόταν στον ουρανό, πάνω από τις πολυκατοικίες. Ο Προαιρέσιος έλυσε το αλεξίπτωτο από το σώμα του κι έτρεξε μέσα σ’έναν μικρό δρόμο της Βολιρίας.

Καλύτερα να ξεφορτωνόταν γρήγορα τη στολή που τον αναγνώριζε ως Απολλώνιο πιλότο, γιατί εδώ μέσα μονάχα μία περίπτωση υπήρχε να τη βγάλει καθαρή: να αναμιχθεί με τους πολίτες.

9.

Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι το μεσημέρι, και μετά έπαψαν, αφήνοντας πίσω τους καπνό, φωτιά, και συντρίμμια. Και οι Απολλώνιοι και οι Παντοκρατορικοί είχαν συγκεντρώσει εκατοντάδες τραυματίες που είχαν ανάγκη από περίθαλψη. Η πρώτη επίθεση στη Βολιρία δεν ήταν μια ανώδυνη αψιμαχία· ήταν μια επώδυνη καταιγίδα φωτιάς και αίματος. Κανένας δεν φαινόταν να έχει αποκτήσει το πάνω χέρι, και κανένας δεν είχε βγει αλώβητος. Τα δυτικά άκρα της πόλης είχαν κατακρεουργηθεί από ξώφαλτσες ριπές και βολίδες που είχαν βρει λάθος στόχους. Οι πολυκατοικίες είχαν γεμίσει τρύπες, και ούτε ένα τζάμι δεν ήταν άσπαστο.

Ο Ανδρόνικος ήλπιζε, τουλάχιστον, να μη βρίσκονταν πολίτες εκεί μέσα. Αποκλείεται. Ακόμα κι οι Παντοκρατορικοί πρέπει να έστειλαν, εξαναγκαστικά, τους πάντες στο κέντρο της πόλης.

Μέχρι να πάρουμε τη Βολιρία, μου φαίνεται ότι θα καταντήσει σαν τη Νούμβρια… Μια μελαγχολική σκέψη.

Ο Ανδρόνικος κατέβασε τα κιάλια του. Είχε δει όσα χρειαζόταν να δει.

Στεκόταν δίπλα στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα, και πίσω του βρίσκονταν ο Οδυσσέας και διάφοροι αξιωματικοί. Ανάμεσά τους ήταν και η Δούκισσα Ευδοκία κι ο σύζυγός της ο Πολυκρίτης, καθώς επίσης και ο Βαλέριος κι ο Σέλιρ’χοκ.

Η Αθηνά ήρθε κοντά τους μ’έναν επίδεσμο τυλιγμένο γύρω απ’το αριστερό της μπράτσο. Το μαυρόδερμο πρόσωπό της ήταν γεμάτο στάχτη και καπνό. Ο ιδρώτας σχημάτιζε ευδιάκριτα ρυάκια επάνω του.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος δείχνοντας με το βλέμμα του το τραύμα της.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη αδιάφορα. «Ένα θραύσμα από χειροβομβίδα με χτύπησε.» Και είπε: «Ο Προαιρέσιος, Πρίγκιπά μου. Δεν επέστρεψε.»

Ο Ανδρόνικος αναστέναξε. Όχι ξανά. Όχι όπως η Ιωάννα. «Ίσως να έχει αργήσει. Μπορεί να προσπαθεί να κάνει… κάτι.»

«Όλα τα σμήνη έχουν επιστρέψει, Πρίγκιπά μου. Και βλέπετε εσείς κανένα αεροσκάφος να πετά τώρα πάνω από τη Βολιρία;» Η Αθηνά έδειξε προς την πόλη που φαινόταν καθαρά κάτω από το ύψωμα, πίσω από τους καπνούς. «Εκτός απ’αυτά τα Παντοκρατορικά ελικόπτερα, φυσικά.» Ελικόπτερα που είχαν πάει να μαζέψουν τραυματίες.

«Είναι καλός πιλότος, Αθηνά· δεν θα έκανε κάτι ανόητο. Θ’απέφευγε τον κίνδυνο.» Ο Ανδρόνικος δεν ήθελε να πιστέψει ότι κι αυτός είχε χαθεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έχανε συμμάχους – ανθρώπους που τους ήξερε χρόνια – αλλά κάθε φορά… κάθε φορά… οι ίδιες σκέψεις. Πρέπει να σταματήσεις να είσαι τόσο ιδεαλιστής, νόμισε πως άκουσε τη φωνή της Ιωάννας. Οι άνθρωποι σκοτώνονται, Ανδρόνικε. Αργά ή γρήγορα όλοι πεθαίνουν.

10.

Ο Στρατηγός Ευγένιος Οξύτριχος στεκόταν μπροστά στο τραπέζι κι άκουγε τις αναφορές των αξιωματικών του σχετικά με τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και τις ζημιές στην πόλη, στα όπλα, στα άρματα, στα αεροσκάφη, στα οχυρωματικά έργα.

«Είναι η χειρότερη επίθεση που έχουμε δεχτεί από τους Απολλώνιους σε τούτα τα μέρη,» παρατήρησε. Κι εστίασε το βλέμμα του στον χάρτη που ήταν απλωμένος πάνω στο τραπέζι: τον χάρτη της Βολιρίας. Θέσεις ήταν σημειωμένες επάνω του, οι οποίες εύκολα εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν με την τεχνολογία του ευαίσθητου χαρτιού· το μόνο που χρειαζόταν ήταν η μια πλευρά του χάρτη να είναι συνδεδεμένη με την κονσόλα παραδίπλα. Ο Ευγένιος πάτησε τώρα μερικά πλήκτρα σ’αυτή την κονσόλα και δύο θέσεις κοκκίνισαν. Δύο αμυντικοί πύργοι που είχαν καταστραφεί, που τα οπλικά τους συστήματα είχαν διαλυθεί. Θα έπρεπε να επισκευαστούν, σύντομα, ή να αντικατασταθούν. Οι Απολλώνιοι δεν θα περίμεναν πολύ μέχρι την επόμενή τους επίθεση. Σύμφωνα μ’ό,τι του έλεγαν οι αξιωματικοί του, δεν είχαν πληγεί και τόσο άσχημα. Όχι χειρότερα από εμάς, τουλάχιστον. Ακόμα και οι ενεργειακές τορπίλες ξηράς δεν τους είχαν πτοήσει τόσο όσο ήλπιζε ο Ευγένιος. Και ξόδεψα τόσες ενεργειακές φιάλες γι’αυτό. Ας ελπίσουμε μόνο ότι δεν θα ξαναστείλουν τους καταραμένους Ιππότες τους. Αν και πολύ φοβόταν ότι θα το έκαναν. Θα σκέφτονταν: Θα είναι ο εχθρός μας πρόθυμος να ξαναξοδέψει τόση ενέργεια; Και θα είχαν δίκιο.

«Εντάξει, πηγαίνετε,» είπε ο Ευγένιος στους δύο τελευταίους αξιωματικούς, κι εκείνοι χαιρέτισαν στρατιωτικά και αποχώρησαν.

Η Τζηλ έμεινε, κι ο Ευγένιος τής είπε: «Πρέπει να διώξουμε τη Μαύρη Δράκαινα. Δεν τη θέλω εδώ.»

Η Τζηλ συνοφρυώθηκε. «Φοβάσαι ότι θα δραπετεύσει και θα μας κάνει δολιοφθορές;»

Ο Ευγένιος γέλασε ψυχρά. «Δεν είναι δυνατόν άνθρωπος να δραπετεύσει από εκεί που την έχουμε. Όμως είδες τι έγινε μ’αυτόν τον τρελό πιλότο. Είδες ώς πού έφτασε. Μπορεί κάτι παρόμοιο να συμβεί στο άμεσο μέλλον και, κάπως, η φυλακή της να χτυπηθεί, και τότε – τότε ίσως η Μαύρη Δράκαινα να δραπετεύσει.»

«Μα, αν έχει πληροφορίες να μας δώσει….» Η Τζηλ ήθελε να κρατήσει την Ιωάννα κι άλλο εδώ. Ήθελε να την κάνει να υποφέρει επειδή είχε προδώσει την Παντοκρατορία με τόσο απαίσιο τρόπο, πηγαίνοντας με το μέρος του Αρχιπροδότη. Ανέκαθεν ήταν απείθαρχη η Ιωάννα, νόμιζε η Τζηλ. Όλο απορίες για το ένα πράγμα και για το άλλο. Όλο αμφιβολίες. Παλιότερα, όταν οι δυο τους μιλούσαν, η Ιωάννα τής έλεγε διάφορα περίεργα. Ακόμα και τις μεθόδους του Παντοκρατορικού συστήματος αμφισβητούσε, σαν εκείνη να ήξερε καλύτερα. Εκείνη, που ήταν μονάχα μια δολοφόνος, που γνώριζε μόνο πώς να σκοτώνει, όπως αυτό το ίδιο το Παντοκρατορικό σύστημα την είχε εκπαιδεύσει. Και κοίτα ώς πού είχε φτάσει! Στην προδοσία. «Δε χρειάζεται να τη στείλουμε αμέσως στη Ρελκάμνια. Η Παντοκράτειρα δεν θα μας κατηγορήσει γι’αυτό.»

«Δεν έχει άλλες πληροφορίες να μας δώσει, Ταγματάρχη!» της είπε κοφτά ο Ευγένιος. «Τι να μας πει; Βλέπουμε ποιο είναι το σχέδιο του Αρχιπροδότη και μόνοι μας! Επίθεση και επίθεση και επίθεση – μέχρι να μας τσακίσει. Αυτό είναι το σχέδιό του· είναι καταφανές.

»Θα την ξαποστείλω στη Ρελκάμνια, προτού έχουμε καμια δυσάρεστη έκπληξη.»

«Μα, όπως είπες κι εσύ, εκεί που την έχουμε δεν πρόκειται να ξεφύγει!» διαμαρτυρήθηκε η Τζηλ. «Περίμενε λίγο. Άσε τη Βαλνάμνιρ’χοκ να τη σκαλίσει. Η μάγισσα έχει σπάσει κι άλλους αιχμαλώτους που ήταν δύσκολοι.»

«Όχι, όμως, Μαύρες Δράκαινες.»

«Δε βλάπτει να την αφήσουμε να προσπαθήσει. Εκτός αν πιστεύεις ότι μέσα στις επόμενες ώρες η Ιωάννα θα δραπετεύσει!»

Ο Ευγένιος το σκέφτηκε. Δε νόμιζε ότι η Μαύρη Δράκαινα είχε τίποτα σημαντικό να τους αποκαλύψει, και τώρα δεν ήταν ώρα για παιχνίδια· όμως συμφώνησε. Πράγματι, δεν έβλαπτε ν’άφηναν τη Βαλνάμνιρ’χοκ να κάνει μια προσπάθεια…

Ρελκάμνια

1.

Για να επικοινωνούν μαζί του, ο Κλαρκ τούς είχε πει να εκπέμπουν ένα σήμα από έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό σε μια συγκεκριμένη συχνότητα (την οποία δεν χρησιμοποιούσαν παρά ελάχιστοι άλλοι, ανάμεσα στους οποίους δεν ήταν ούτε οι πράκτορες της Παντοκράτειρας ούτε του Ελκράσ’ναρχ). Αυτό όφειλαν να το κάνουν σε κάποια σημεία της Ρελκάμνια και μόνο, αν ήθελαν να έχει αποτέλεσμα. Μέσα σ’αυτά τα σημεία ήταν το διαμέρισμα της Ελίζας στον τριακοστό-δεύτερο όροφο της σαρανταώροφης πολυκατοικίας στο Κηπευτήριο, και το σπίτι του Σκοτ στο Σύμφυρμα. «Θα εκπέμπετε το σήμα σ’αυτή τη συχνότητα για τουλάχιστον μισή ώρα,» τους είχε πει ο Κλαρκ, «και μετά μπορείτε να φύγετε. Θα σας βρω εγώ και θα μιλήσουμε.» Δεν τους είχε εξηγήσει γιατί τα πράγματα έπρεπε να συμβαίνουν έτσι. Δεν τους είχε πει γιατί έπρεπε να εκπέμπουν το σήμα μόνο σ’αυτά τα συγκεκριμένα σημεία της Ρελκάμνια, ούτε γιατί έπρεπε να το εκπέμπουν για τουλάχιστον μισή ώρα. Ούτε είχε αναφέρει πώς εκείνος, μετά, θα τους έβρισκε αφού θα είχαν φύγει από εκεί. Τότε, όμως, που τους είχε μιλήσει δεν του είχαν κάνει ερωτήσεις, και τώρα όφειλαν να ακολουθήσουν τις οδηγίες του όπως ήταν, ακόμα κι αν έμοιαζαν λιγάκι περίεργες – αν όχι παράλογες.

Η Ελίζα υπέθετε ότι ίσως ο Κλαρκ να φοβόταν πως μπορεί να τον πρόδιδαν, γι’αυτό είχε προτείνει τέτοιου είδους επικοινωνία. Και δεν είχε άδικο να τους υποπτεύεται. Η ίδια η Ελίζα δεν ήξερε πώς θα αντιδρούσε αν οι πράκτορες των Υπερασπιστών τούς καταλάβαιναν και τους… τους έκαναν ό,τι μπορούσαν να τους κάνουν – και δεν ήθελε να σκέφτεται τι μπορεί να ήταν αυτό. Ίσως να πρόδιδα τον Κλαρκ, σε μια τέτοια περίπτωση. Το πιθανότερο, βασικά, είναι να τον πρόδιδα. Εδώ είχε φτάσει στα πρόθυρα να τον προδώσει από την αρχή, όταν το μυαλό της είχε γεμίσει από δυσάρεστες, τρομαχτικές σκέψεις σχετικά με τους Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας και τη δύναμη που διέθεταν. Είχε φοβηθεί ότι αποκλείεται, αποκλείεται, ποτέ να τους κορόιδευαν. Σίγουρα εκείνοι θα τα καταλάβαιναν όλα αμέσως, θα καταλάβαιναν ότι ο Σκοτ και η Ελίζα τούς είχαν προδώσει, και θα τους τιμωρούσαν.

Τώρα, καθώς σκεφτόταν αναδρομικά την αντίδρασή της, η Ελίζα αισθανόταν άσχημα. Είχε πανικοβληθεί αχρείαστα, και είχε φερθεί σκατά στον Σκοτ. Είμαι τόσο μαλακισμένη, ορισμένες φορές… Αν είχε κάνει το λάθος να ειδοποιήσει τότε τους Υπερασπιστές, αυτό θα ήταν το τέλος και εκείνης και του Σκοτ. Ευτυχώς, είχε έρθει στα συγκαλά της την τελευταία στιγμή. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν εκείνο που την είχε συνεφέρει. Ο Σκοτ, ίσως… Ή ίσως να είχε φοβηθεί περισσότερο το βέβαιο από το πιθανό, και είχε αποφασίσει πως καλύτερα το ρίσκο παρά η σίγουρη τιμωρία.

Κι όπως είχε αποδειχτεί, οι Υπερασπιστές, μέχρι στιγμής, δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Είχαν δεχτεί την ιστορία της Ελίζας και του Σκοτ, ότι είχαν τραυματιστεί στην Κεντρική Αγορά του Συμφύρματος και είχαν φύγει. Οριακά τα καταφέραμε, αλλά τα καταφέραμε.

Η Ελίζα βρισκόταν τώρα στο Πλευρό, την εργατική συνοικία κοντά στις ακτές της Μεγάλης Θάλασσας και ανατολικά του Πλευροπόταμου ο οποίος ένωνε τη Μεγάλη Θάλασσα με τη Μικρή. Ήταν βράδυ και η Ελίζα δεν είχε υπηρεσία, και είχαν συμφωνήσει με τον Σκοτ ότι εκείνη θα πήγαινε να στείλει το σήμα. Η Ελίζα δεν είχε πρόβλημα μ’αυτό· την ανησυχούσε μονάχα ένα πράγμα: ότι ήταν η πρώτη φορά που καλούσαν τον Κλαρκ – και η αρχή είναι πάντα δύσκολη. Η Ελίζα δεν ήταν βέβαιη ότι κανένας πράκτορας δεν την παρακολουθούσε, ή δεν θα καταλάβαινε – κάπως – τι πήγαινε να κάνει: ή ότι, τουλάχιστον, πήγαινε να κάνει κάτι ύποπτο. Γι’αυτό κιόλας δεν είχε προτιμήσει να στείλουν το σήμα από το σπίτι της ή από το σπίτι του Σκοτ. Καλύτερα από ένα από τα άλλα μέρη που τους είχε πει ο Κλαρκ.

Πλησίασε το μπαρ που ονομαζόταν «Η Πράσινη Μαζορέτα» και είχε έξω από την είσοδό του μια ταμπέλα από την οποία προεξείχε η φωτεινή απεικόνιση μιας πρασινόδερμης κοπέλας με μακριά μαύρα μαλλιά η οποία στριφογύριζε επάνω στο ένα πόδι, κρατώντας ψηλά πάνω απ’το κεφάλι της, με τα δύο χέρια, ένα ραβδί. Η Ελίζα έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο μπαρ, με τη δυνατή μουσική να γεμίζει ξαφνικά τα αφτιά της και τη θερμότητα να γλιστρά μέσα στην καπαρντίνα της. Πλήρωσε τον άντρα της εισόδου και πήγε παραμέσα, ψάχνοντας να βρει θέση κάπου στα τραπεζάκια. Δεν είχε ξανάρθει ποτέ παλιότερα εδώ, και το μέρος είχε τώρα αρκετό κόσμο. Δύο γυναίκες χόρευαν επάνω στη σκηνή: η μία πρέπει να είχε φυσικό πράσινο δέρμα, η άλλη ήταν φανερά βαμμένη πράσινη. Ο πράσινος δερματικός χρωματισμός δεν ήταν και τόσο κοινός· ο ιδιοκτήτης μάλλον δεν μπορούσε να βρει και δεύτερη πρασινόδερμη χορεύτρια, οπότε είχε αποφασίσει να βάψει τη μία από τις δύο.

Η Ελίζα βρήκε, τελικά, ένα τραπέζι στις άκριες της αίθουσας και, βγάζοντας την καλοκαιρινή καπαρντίνα της, κάθισε. Ένας σερβιτόρος ήρθε να τη ρωτήσει τι θα έπαιρνε. Η Ελίζα παράγγειλε έναν Κρύο Ουρανό, κι όταν ο νεαρός απομακρύνθηκε, άνοιξε την τσάντα της και ενεργοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μέσα, ο οποίος ήταν ήδη ρυθμισμένος στη συχνότητα που είχε πει ο Κλαρκ. Ο σερβιτόρος επέστρεψε μαζί με το ποτό της και ένα μικρό πιατάκι ξηρούς καρπούς. Επίσης, της άφησε έναν κατάλογο επάνω στο τραπέζι. «Σε περίπτωση που θέλετε και κάτι άλλο, κυρία,» είπε και έφυγε.

Η Ελίζα έπινε το ποτό της ήρεμα, παρατηρώντας τον κόσμο μέσα στο μπαρ. Δε νόμιζε ότι κανένας την παρακολουθούσε, αλλά, βέβαια, ποτέ δεν ξέρεις… Ήταν αγχωμένη, όφειλε να παραδεχτεί. Αισθανόταν ένα σφίξιμο εντός της. Όμως δεν το έδειχνε· ήταν βέβαιη πως φαινόταν άνετη στους εξωτερικούς παρατηρητές.

Όταν καμια ώρα πέρασε, η Ελίζα είχε πιει ακόμα ένα ποτό – μια Αφρισμένη Κυρά – και είχε καπνίσει, συνολικά, τρία τσιγάρα. Άνοιξε την τσάντα της και απενεργοποίησε τον πομπό. Φόρεσε την καπαρντίνα της και έφυγε από την Πράσινη Μπαλαρίνα, ενώ οι χορεύτριες, που πριν από λίγο είχαν κάνει διάλειμμα, επέστρεφαν πάλι στη σκηνή: και τώρα το δέρμα της βαμμένης φαινόταν πιο ρεαλιστικό.

2.

Επέστρεψε στο σπίτι της παίρνοντας κάμποσα μεταφορικά μέσα: ένα επιβατηγό πλοιάριο για να διασχίσει τον Πλευροπόταμο (κανένα τέταρτο της ώρας)· έναν σιδηρόδρομο, από τον Επιλογέα, για να φτάσει στην Πλωτή (περίπου μια ώρα)· μια βάρκα, στην Πλωτή, για να διασχίσει τα κανάλια της και να φτάσει στη νοτιοδυτική της άκρη (δυόμισι ώρες)· και το ελικόπτερο ενός αερομεταφορέα, από εκεί, για να φτάσει στην πολυκατοικία της στο Κηπευτήριο (μία ώρα ακριβώς). Η απόσταση δεν ήταν μικρή. Κάπου τετρακόσια χιλιόμετρα, την υπολόγιζε η Ελίζα. Είχε χρειαστεί λιγότερο χρόνο για να πάει στο Πλευρό επειδή, τελειώνοντας την υπηρεσία της, δεν βρισκόταν και πολύ μακριά από εκεί. Τώρα, όμως, έφτασε στο σπίτι της μέσα στη βαθιά νύχτα, κι αισθανόταν ισοπεδωμένη. Έβγαλε τα παπούτσια της και τα περισσότερα ρούχα της και ξάπλωσε στον καναπέ.

Κάποια στιγμή, κάποιος σ’αυτή την καταραμένη διάσταση πρέπει να βρει έναν τρόπο για να μεταφέρεσαι στιγμιαία απ’το ένα σημείο στο άλλο, σκέφτηκε. Και μετά συνειδητοποίησε πως ούτε ο Κλαρκ δεν το είχε καταφέρει αυτό. Πρέπει, επομένως, να ήταν δύσκολο.

Υψώνοντας το δεξί της γόνατο, κοίταξε τον επίδεσμο στον μηρό της. Ξεκόλλησε την άκρη του επιδέσμου και τον ξετύλιξε, για να δει πώς ήταν το τραύμα που της είχε, τεχνητά, προκαλέσει ο Κλαρκ. Καλά έμοιαζε να πηγαίνει, αν και ήταν ακόμα εμφανές. Η Ελίζα τύλιξε πάλι τον επίδεσμο και κόλλησε το αυτοκόλλητο.

Άπλωσε το χέρι της κι έπιασε τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο που δεν ήταν μακριά. Πάτησε ένα πλήκτρο και κάλεσε τον Σκοτ.

«Ναι;» ακούστηκε η φωνή του, μετά από λίγο.

«Κοιμάσαι;»

«Περίπου. Όλα καλά;»

«Ναι. Θες νάρθεις από δω;»

«Είσαι σπίτι σου;»

«Ναι.»

«Γιατί δεν ήρθες σπίτι μου μετά απ’τη βόλτα;» Της είχε δώσει κλειδί. Ακόμα κι αν εκείνος έλειπε, θα μπορούσε να μπει.

«Δεν το σκέφτηκα. Θα έρθεις; Δεν είναι τόσο μακριά.»

«Ναι.»

Η Ελίζα τού έστειλε ένα φιλί μέσα απ’το μικρόφωνο.

Το σπίτι του Σκοτ ήταν στο Σύμφυρμα: απόσταση γύρω στα διακόσια-πενήντα χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι της Ελίζας στο Κηπευτήριο. Αλλά, στη Ρελκάμνια, ακόμα και μεγαλύτερες αποστάσεις θεωρούνταν να μην είναι και τόσο μακρινές.

Η Ελίζα, όμως, είχε αποκοιμηθεί όταν το κουδούνι του διαμερίσματός της χτύπησε ξυπνώντας την. Έτριψε τα μάτια της και σηκώθηκε.

«Εσύ είσαι;» ρώτησε πλησιάζοντάς την εξώπορτα.

«Ναι,» ακούστηκε η φωνή του από έξω.

Η Ελίζα τού άνοιξε και ο Σκοτ μπήκε. «Πρέπει νάχεις κοιμηθεί πιο λίγο από εμένα,» παρατήρησε.

«Ίσως,» του είπε, και πήγε πάλι να ξαπλώσει στον καναπέ.

Παρ’όλ’αυτά, σκέφτηκε ο Σκοτ κοιτάζοντάς την από πάνω ώς κάτω, εξακολουθείς να δείχνεις υπέροχη. Κάθισε στο πέρας του καναπέ κι έβαλε τα πόδια της στα γόνατά του, τρίβοντάς τα με τα χέρια του, πάνω από τις κοντές κάλτσες.

«Επικοινώνησες;» τη ρώτησε, χαμηλόφωνα, αναγκάζοντάς την σχεδόν να χρειαστεί να διαβάσει τα χείλη του.

Η Ελίζα κούνησε το κεφάλι επάνω στο μαξιλαράκι του καναπέ. «Όχι.»

Αναρωτιέμαι πού θ’αποφασίσει να μας συναντήσει, σκέφτηκε ο Σκοτ, βγάζοντας τα καλτσάκια της το ένα μετά το άλλο. Πιάνοντας σταθερά το ένα της πόδι, φίλησε το πέλμα.

Η Ελίζα γέλασε. «Σταμάτα! Γαργαλιέμαι!»

Ο Σκοτ κράτησε τα πόδια της γερά καθώς εκείνη προσπαθούσε να αποτραβηχτεί.

«Τι έκανες σήμερα;» τον ρώτησε η Ελίζα. «Όλα κανονικά;»

«Κανονικότατα. Απλώς κοίταζα. Ακόμα κι οι αφέντες μας καταλαβαίνουν πως όταν είμαι τραυματισμένος δεν μπορώ να κάνω πολύ περισσότερα.»

«Πονάς ακόμα;»

«Μέσα σε τέσσερις μέρες δεν γίνεται καλά ένα τραύμα από σφαίρα στα πλευρά,» είπε ο Σκοτ. Μπορεί να ήταν τεχνητό, από εκείνη τη συσκευή του Κλαρκ, αλλά σίγουρα δεν ήταν επιπόλαιο.

Η Ελίζα χασμουρήθηκε. «Θέλω να κοιμηθώ.»

Ο Σκοτ ένευσε. «Θα μείνω εδώ όσο κοιμάσαι.»

Η Ελίζα χαμογέλασε. Το ήξερε ότι αυτό θα της έλεγε. «Αλλά μη με γαργαλάς.»

«Το υπόσχομαι.» Ο Σκοτ σηκώθηκε για να βάλει κάτι να πιει. «Μπορεί κι εμένα να με πάρει ο ύπνος. Μη νομίζεις ότι έχω κοιμηθεί και πολύ.»

Η Ελίζα σύντομα κοιμήθηκε ξανά. Ο Σκοτ έμεινε ξύπνιος, καθισμένος στο πέρας του καναπέ, μ’ένα ποτήρι Κρύο Ουρανό στο χέρι και τα πόδια της Ελίζας στα γόνατά του. Αναρωτιόταν αν ο Κλαρκ θα ερχόταν να τους βρει εδώ μέσα. Θα ήταν, άραγε, τόσο ανόητος; Υπήρχε η πιθανότητα να παρακολουθούσαν το διαμέρισμα. Οι Υπερασπιστές είχαν φανεί να τους πιστεύουν, μετά απ’το επεισόδιο στην Κεντρική Αγορά του Συμφύρματος, αλλά τίποτα δεν ήταν βέβαιο…

Και τι παράδοξη μορφή επικοινωνίας ήταν αυτή που είχε επιλέξει ο μάγος! Γιατί μπορούσε να πιάσει τη συγκεκριμένη συχνότητα μόνο σε συγκεκριμένα μέρη της Ρελκάμνια; Είχε τίποτα κεραίες εκεί; Κεραίες που δεν έχει ανακαλύψει το δίκτυο των Υπερασπιστών;

Τον Σκοτ κόντευε να τον πάρει ο ύπνος, όταν άκουσε πίσω του κάποιον να καθαρίζει διακριτικά τον λαιμό του. Ξαφνιασμένος στράφηκε και είδε τον Κλαρκ να έχει βγει από την κουζίνα της Ελίζας.

Ήταν αυγή πλέον. Πρωινό φως γλιστρούσε ανάμεσα από τις γρίλιες.

«Τα μούσια του Κρόνου γαμώ,» μούγκρισε ο Σκοτ.

Ο Κλαρκ τού έκανε νόημα να τον ακολουθήσει, και ξαναμπήκε στην κουζίνα.

Ο Σκοτ γαργάλησε τα πόδια της Ελίζας. Εκείνη ξύπνησε χαμογελώντας. «Σου είπα–»

«Πάμε στην κουζίνα να φάμε τίποτα;» τη ρώτησε.

Η Ελίζα συνοφρυώθηκε. «Στην κουζίνα;»

«Στην κουζίνα,» είπε ο Σκοτ επιτηδευμένα.

Η Ελίζα κατάλαβε ότι δεν είχε το φαγητό στο μυαλό του. Σηκώθηκε απ’τον καναπέ και φόρεσε γρήγορα τα ρούχα της. Μπήκαν στην κουζίνα και βρήκαν εκεί μια ανοιχτή πόρτα. Μια πόρτα που δεν υπήρχε πριν. Μια πόρτα που, βάσει της αρχιτεκτονικής του διαμερίσματος, δεν μπορούσε να υπάρχει.

«Μάλιστα,» είπε η Ελίζα.

Πέρασαν το κατώφλι και η πόρτα έκλεισε πίσω τους καθώς βρέθηκαν μέσα σ’έναν μεταλλικό, γεωμετρικά τέλειο διάδρομο. Ο Κλαρκ στεκόταν αντίκρυ τους, και μαζί του ήταν ο Ελπιδοφόρος και οι δύο Πειθαρχικοί του Κενού.

«Ελπίζω να μην ήρθαμε πολύ πρωί,» είπε ο μάγος.

Η Ελίζα έτριψε μια τσίμπλα από το αριστερό της μάτι. «Δεν είναι κι αργά.»

«Εσείς μας καλέσατε,» της θύμισε ο Κλαρκ.

Η Ελίζα ένευσε. «Ναι,» χασμουρήθηκε.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος, ατενίζοντάς τους παρατηρητικά, με στενεμένα μάτια.

Περιμένει πιθανή προδοσία, σκέφτηκε ο Σκοτ – χωρίς να τον αδικεί. Κι εκείνος, άλλωστε, το ίδιο θα περίμενε.

«Μια απόπειρα δολοφονίας έγινε στον Ύψιστο Ναό του Κρόνου προχτές,» είπε η Ελίζα.

«Αντιπροχτές,» διόρθωσε ο Σκοτ.

«Σωστά· είμαστε στην επόμενη μέρα. Τέλος πάντων,» είπε η Ελίζα προς τον Κλαρκ, «δεν είναι ο ακριβής χρόνος που έχει σημασία.»

«Τι έχει σημασία;» ρώτησε ο μάγος.

«Το γεγονός, φυσικά. Οι αφέντες μας – ο Ελκράσ’ναρχ – είχαν βάλει στόχο έναν σύζυγο της Παντοκράτειρας. Τον Ορείχαλκο. Τον έχετε ακουστά;»

«Ο Σάρντλιος σύζυγός της.»

«Ακριβώς. Ήρθε εδώ, στη Ρελκάμνια, πριν από κάποιες ημέρες. Τώρα το μάθαμε εμείς οι δύο. Έφυγε από τη διάστασή του όταν αυτή αποστάτησε. Αλλά οι Υπερασπιστές δεν τον εμπιστεύονται.»

«Νομίζουν ότι είναι εδώ για να διαστρέψει το μυαλό της Παντοκράτειρας,» είπε ο Σκοτ, «κι έτσι προτιμούν να τον σκοτώσουν. Οπότε, πρόσταξαν τη Τζένιφερ – τη Μαύρη Δράκαινα – να κάνει τη δουλειά τους–»

«Είναι μέσα στο δίκτυο των πρακτόρων του Ελκράσ’ναρχ;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος.

«Απ’όσο ξέρω, όχι. Όμως κάπως την έβαλαν να επιχειρήσει τη δολοφονία, ενώ ο Ορείχαλκος θα ήταν στον Ύψιστο Ναό του Κρόνου μαζί με την Αρχιέρεια.»

«Η Παντοκράτειρα, υποθέτω, δεν γνωρίζει γι’αυτό…»

«Φυσικά και όχι. Γι’αυτό ενημερωθήκαμε εμείς, βασικά – εμείς και άλλοι πράκτορες των Υπερασπιστών. Πρέπει να ξέρουμε τι έγινε, για να μη συμβεί κανένα λάθος. Μας πρόσταξαν να προστατέψουμε τη Τζένιφερ, η οποία παραλίγο να σκοτωθεί.»

«Να την προστατέψετε από ποιον; Από την Παντοκράτειρα;»

«Από τους πράκτορες που δεν ξέρουν την αλήθεια. Οι Υπερασπιστές δεν θέλουν να την ανακαλύψουν, δεν θέλουν να μαθευτεί ότι εκείνη ήταν που επιχείρησε να δολοφονήσει τον Ορείχαλκο. Ίσως να σκέφτονται να την ξαναχρησιμοποιήσουν.»

«Σίγουρο είναι αυτό,» είπε η Ελίζα. «Τώρα θα την εκβιάζουν. Τώρα θα είναι για πάντα δική τους, ακόμα κι αν μέχρι στιγμής δεν ήταν.»

Ο Σκοτ ένευσε, ενθυμούμενος πως κι εκείνος είχε μπλέξει με παρόμοιο τρόπο με τους Υπερασπιστές – ή τον Ελκράσ’ναρχ, όπως τον έλεγαν. «Ναι, μάλλον έτσι θα γίνει.»

«Ο Ορείχαλκος ήταν στον Ναό μόνος μαζί με την Αρχιέρεια;» ρώτησε ο Κλαρκ. «Η Παντοκράτειρα δεν ήταν εκεί;»

«Όχι, δεν ήταν,» είπε η Ελίζα.

«Η Παντοκράτειρα και η Αρχιέρεια του Κρόνου είναι προσωπικές φίλες, απ’ό,τι έχω καταλάβει,» εξήγησε ο Σκοτ. «Επρόκειτο για κάποιο ερωτικό παιχνίδι.»

«Και ο Ελκράσ’ναρχ,» είπε η Ελίζα, «σκέφτηκε να επωφεληθεί από την ευκαιρία. Δε μπορεί να σκοτώσει τον Ορείχαλκο όσο είναι κοντά στην Παντοκράτειρα γιατί η Παντοκράτειρα τον θεωρεί πως είναι ο αγαπημένος της σύζυγος.»

«Είναι αλήθεια,» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος, «ότι ο Ορείχαλκος έχει έρθει εδώ για να τη διαφθείρει με κάποιον τρόπο;»

«Δεν ξέρουμε αν αληθεύει,» αποκρίθηκε η Ελίζα. «Οι αφέντες μας, όμως, το πιστεύουν.»

«Για να το πιστεύει ο Ελκράσ’ναρχ δεν μπορεί να είναι τελείως αβάσιμο,» είπε ο Κλαρκ.

Η Ελίζα ένευσε. «Αυτό σκεφτήκαμε κι εμείς. Και γι’αυτό νομίζουμε ότι ήταν σημαντικό να μάθετε τι έγινε.»

«Φυσικά και ήταν,» συμφώνησε ο Κλαρκ. «Σας ευχαριστούμε πολύ για τούτη την πληροφορία.»

«Αν είμαστε ζωντανοί ώς αύριο, έλα να μας το ξαναπείς αυτό,» του είπε ο Σκοτ.

Η Ελίζα ρίγησε και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να τους είχαν καταλάβει.

«Εδώ μέσα αποκλείεται κανένας να μας ακούει,» τους διαβεβαίωσε ο Κλαρκ. «Είμαστε σε άλλη διάσταση, ουσιαστικά.»

«Ό,τι πεις εσύ,» αποκρίθηκε ο Σκοτ, μορφάζοντας.

«Τι άλλα ξέρετε για τον Ορείχαλκο;»

«Λίγα πράγματα–»

«Μια στιγμή,» τον διέκοψε ο Ελπιδοφόρος. «Πώς ακριβώς έγινε η απόπειρα δολοφονίας; Πώς κατάφερε να γλιτώσει ο Ορείχαλκος από μια Μαύρη Δράκαινα; Και τι νομίζει τώρα η Παντοκράτειρα; Ποιος προσπάθησε να σκοτώσει τον σύζυγό της;»

«Εσύ, φυσικά, Ελπιδοφόρε,» αποκρίθηκε ο Σκοτ. «Ο Στίβεν Νέλκος και οι κακοποιοί που τον συντρέχουν.»

3.

Η Τζένιφερ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, στα δωμάτιά της στο Παντοτινό Ανάκτορο, και κοίταζε το ταβάνι ενώ άκουγε Μεταμεσονύκτιες Διαδρομές, καπνίζοντας αργά με το αριστερό χέρι. Το δεξί ήταν σπασμένο και δεμένο για να φτιάξει το κόκαλο. Ακουμπούσε πάνω στην κοιλιά της.

Ο ήχος του κουδουνιού της εξώπορτας εισέβαλε στην επικράτεια της μουσικής που ερχόταν από τα ηχεία του δωματίου. Η Τζένιφερ αναστέναξε. Έπιασε το τηλεχειριστήριο πλάι της και, πατώντας ένα κουμπί, έκλεισε τη μουσική. Πατώντας ένα άλλο κουμπί, έκανε την οθόνη αντίκρυ της ν’ανάψει για να δει ποιος ήταν έξω. Ο Ρίμναλ’μορ. Με θυμήθηκε, σκέφτηκε, όχι και τόσο ευχαριστημένη.

Το τηλεχειριστήριο είχε μικρόφωνο στη μια άκρη. Η Τζένιφερ το έφερε κοντά στα χείλη της και, πατώντας ένα κουμπί, ρώτησε: «Τι θέλεις, μάγε;»

«Να σε δω, Τζένιφερ. Να μπω;» ήρθε η φωνή του από την άλλη άκρη του τηλεχειριστηρίου η οποία διέθετε μεγάφωνο.

«Μπες.» Η Τζένιφερ πάτησε, επάνω στο τηλεχειριστήριο, το κουμπί που άνοιγε αυτόματα την εξώπορτά της. «Και κλείσε καθώς μπαίνεις.»

Τον είδε, από την οθόνη, να περνά το κατώφλι κι όπως του είχε ζητήσει να κλείνει πίσω του. Η Τζένιφερ έσβησε την οθόνη και τον περίμενε. «Στο υπνοδωμάτιο είμαι,» φώναξε.

Ο μάγος σύντομα ήταν κοντά της. Στεκόταν πλάι στο κρεβάτι της και την κοίταζε πίσω από τα γυαλιά του.

«Τι στο μυαλό του Σκοτοδαίμονος συνέβη;» ρώτησε δυσαρεστημένα.

Η Τζένιφερ τον αγριοκοίταξε. «Τι να συνέβη; Ο ώμος μου είναι σπασμένος, η κνήμη μου είναι σπασμένη, και είμαι γεμάτη μελανιές.»

«Εννοώ, γιατί δεν τον σκότωσες;» είπε απότομα ο Ρίμναλ’μορ.

«Δεν ενδιαφέρθηκες να με ρωτήσεις πιο πριν!»

«Θα έπρεπε να μου μιλάς καλύτερα, Μαύρη Δράκαινα! Μην ξεχνάς ότι είμαι Πρίγκιπας της Παντοκρατορίας.»

«Πρίγκιπας ή όχι, αν η Μεγαλειοτάτη μάθαινε ότι–»

«Θα με εκβιάσεις τώρα;»

Αν μπορούσα να σηκωθώ θα σε είχα σπάσει στο ξύλο! γρύλισε εσωτερικά η Τζένιφερ. «Αν δεν θέλεις τίποτα, φύγε από δω!»

«Δε φταίω εγώ γι’αυτό, Τζένιφερ,» της είπε δείχνοντάς την από πάνω ώς κάτω, με μια χειρονομία. «Απλά θέλω να μάθω τι έγινε.»

«Δε σου είπαν εκείνοι

«Μου είπαν μόνο ότι απέτυχες κι έπεσες από το πλάι της πυραμίδας. Η Μεγαλειοτάτη ξέρει ότι βρέθηκες σε κάποιο τροχαίο δυστύχημα.»

Η Τζένιφερ αναστέναξε. «Ήμουν κουρασμένη. Θα τον είχα σκοτώσει αλλά με πυροβόλησε στον ώμο. Κρατούσε πιστόλι. Το έβγαλε από ένα συρτάρι. Θα μπορούσε να με είχε σκοτώσει. Ήμουν κουρασμένη,» επανέλαβε. «Αλλά δίστασε να πυροβολήσει και δεύτερη φορά, έτσι πήδησα απ’το παράθυρο· τι άλλο να έκανα; Αν η πυραμίδα δεν ήταν… δεν ήταν πυραμίδα, θα είχα σκοτωθεί. Θα έπεφτα κατακόρυφα και θα είχα σκοτωθεί.»

«Μάλιστα…» είπε ο Ρίμναλ’μορ, σκεπτικά. «Και πού ακριβώς ήταν, τελικά, ο Ορείχαλκος;»

«Στα δωμάτια της Αρχιέρειας τούς βρήκα και τους δύο.»

«Δηλαδή, ήταν μέσα στον Ναό και πριν;»

«Ίσως,» είπε η Τζένιφερ. «Ή ίσως να είχαν βγει για λίγο και να επέστρεψαν. Πάντως, κακώς πήγα στο σπίτι της Ρία-Μία. Εξάντλησα τον εαυτό μου, και το αποτέλεσμα….» Μόρφασε δυσαρεστημένα, κοιτάζοντας τους επιδέσμους που ακινητοποιούσαν το χέρι και το πόδι της.

«Σε πόσο καιρό σού είπαν ότι θα είσαι καλά;»

«Σε κάνα μήνα,» απάντησε. Και συνέχισε: «Είχα λιποθυμήσει όταν έπεσα από την πυραμίδα, Ρίμναλ. Κάποιοι… κάποιοι άγνωστοι με βρήκαν, όμως. Με συνέφεραν… σ’ένα μέρος. Δεν ξέρω πού ήμουν. Αλλά, μετά, ήρθε ένας από τους Υπερασπιστές, με διαβεβαίωσε πως όλα ήταν εντάξει, πως η Παντοκράτειρα δεν θα μάθαινε τίποτα.»

Ο Ρίμναλ’μορ ένευσε. «Μην ανησυχείς γι’αυτό. Μέχρι χτες μου έλεγε πόσο τσαντισμένη ήταν με το ατύχημα που σου συνέβη. ‘Σαν κάτι να συνωμότησε να σκοτώσει τον Ορείχαλκο και τη Τζένιφερ μέσα σε μία νύχτα,’ έλεγε. Και νομίζει ότι κι εσένα επιχείρησε να σε δολοφονήσει ο Στίβεν Νέλκος, παρότι της έχουν πει πως δεν υπάρχει καμια ένδειξη ότι ήταν απόπειρα δολοφονίας. Σε θεωρεί φίλη της, Τζένιφερ. Δεν ήρθε να σε επισκεφτεί;»

«Ήρθε. Αλλά…»

«Ναι, ξέρω, η Μεγαλειοτάτη παίζει παράξενα παιχνίδια καμια φορά. Σου ξαναλέω, όμως: μην ανησυχείς· δεν έχει καταλάβει το παραμικρό για την αλήθεια. Και ούτε η Ρία-Μία ούτε ο Ορείχαλκος είδαν το πρόσωπό σου. Ο Ορείχαλκος, όμως, κατάλαβε ότι ήταν γυναίκα που προσπάθησε να τον σκοτώσει – αυτόν ή την Αρχιέρεια.»

«Δεν είναι σίγουρος ότι εκείνος ήταν ο στόχος;»

«Όχι. Έτσι λέει, τουλάχιστον.»

Θετικό αυτό, σκέφτηκε η Τζένιφερ.

«Γίνε καλά,» της είπε ο Ρίμναλ’μορ, «και ίσως να μας δοθεί η ευκαιρία να ξαναπροσπαθήσουμε.»

«Τι; Όχι, εγώ δεν…» Δε θέλω να μπλέξω με την Παντοκράτειρα.

«Οι Υπερασπιστές επιμένουν, Τζένιφερ. Είναι θέμα ασφάλειας της ίδιας της Παντοκρατορίας.»

Η Τζένιφερ έσμιξε τα χείλη της· δεν μίλησε.

«Και εγώ ανησυχώ για τη σύζυγό μου,» πρόσθεσε ο Ρίμναλ’μορ. «Αυτός ο Ορείχαλκος είναι καταφανώς επικίνδυνος μαζί της.»

Η Τζένιφερ έμεινε πάλι σιωπηλή.

«Λοιπόν,» είπε ο μάγος. «Πηγαίνω αλλά θα ξαναπεράσω. Θες να σου φέρω τίποτα όσο είμαι ακόμα εδώ;»

«Όχι, ευχαριστώ. Μη νομίζεις ότι δε μπορώ καθόλου να σηκωθώ απ’το κρεβάτι.»

«Το φανταζόμουν ότι θα μπορούσες, Μαύρη Δράκαινα.» Ο Ρίμναλ’μορ έβγαλε μια μικρή δερμάτινη θήκη από μια τσέπη του σακακιού του και την πέταξε προς το μέρος της.

Η Τζένιφερ την έπιασε στον αέρα με το αριστερό χέρι. «Τι ειν’ αυτό;»

«Κάτι για να περνάς την ώρα σου. Οι πλακέτες ταιριάζουν στο τηλεχειριστήριό σου.» Έριξε μια ματιά στη συσκευή πλάι της. «Τις έφτιαξα για σένα,» της είπε. Ύστερα, στράφηκε και έφυγε.

Η Τζένιφερ άνοιξε τη θήκη, τράβηξε μια από τις μικρές πλακέτες που ήταν μέσα, και την πέρασε στην ειδική θέση του τηλεχειριστηρίου. Το ύψωσε και πάτησε ένα κουμπί του. Στην οθόνη αντίκρυ της, σύντομα, παρουσιάστηκε ένα πεδίο μάχης κι ένα μεγάλο στόχαστρο. Πάνω-πάνω έγραφε: ΕΠΙΛΕΞΤΕ ΟΠΛΟ.

Η Τζένιφερ μειδίασε. Πάτησε ένα κουμπί και διάφορα όπλα παρουσιάστηκαν στην οθόνη. Δεν είναι και πολύ σωστά τα χαρακτηριστικά τους, παρατήρησε κοιτάζοντάς τα. Αλλά παιχνίδι ήταν. Επέλεξε ένα τουφέκι μέτριας εμβέλειας και ξεκίνησε να σκοτώνει εικονικούς αποστάτες που είχαν καταλάβει μια πόλη, προσπαθώντας να φτάσει στον αρχηγό τους. Χρησιμοποιούσε το τηλεχειριστήριό της για να στοχεύει.

Στην πραγματικότητα θα ήταν πιο εύκολο, σκέφτηκε. Στην οθόνη έβλεπες συνέχεια μπροστά· δεν μπορούσες εύκολα ν’αντιληφτείς αν κάποιος ερχόταν από πίσω σου, ή από τα πλάγια.

Ωστόσο, το παιχνίδι την απορρόφησε για κάμποσες ώρες.

4.

Ο Ελπιδοφόρος έκλεισε τον τηλεοπτικό δέκτη που ήταν συντονισμένος στα Ρελκάμνια Νέα. «Δυο μήνες κοντεύουν να περάσουν και το χρήμα σου δεν βλέπω νάχει φέρει κανένα αποτέλεσμα, Κλαρκ,» είπε.

Ο μάγος καθόταν πλάι σ’ένα Σάρντλιο φυτό που κοίταζε μια αυτόν μια τον Ελπιδοφόρο με τα δύο μεγάλα, γουρλωτά μάτια του. «Δεν άκουσες τι έλεγε τώρα; Η οικονομία πάει χάλια.»

«Εξαιτίας των πολέμων παντού στο Γνωστό Σύμπαν και της απώλειας της Σάρντλι, απ’ό,τι υποθέτουν.»

«Το χρήμα μου δεν μπορούν να το εντοπίσουν, Ελπιδοφόρε. Τους χτυπά κάτι που είναι αόρατο.»

«Ναι αλλά δεν θα υποπτεύονταν ακριβώς αυτό; Ότι κάτι… κάτι επιπλέον συμβαίνει, πέρα από την απώλεια της Σάρντλι και τους πολέμους;»

«Θα το καταλάβουν. Υπομονή.»

«Συνεχίζεις να μοιράζεις λεφτά;»

«Φυσικά. Χτες δεν έδωσα έναν ολόκληρο σάκο στον φίλο μας τον Σκοτ και στην Ελίζα, όταν τους μιλήσαμε;»

«Εννοώ, εκτός απ’αυτά.»

«Συνεχίζω, Ελπιδοφόρε,» τον διαβεβαίωσε ο Κλαρκ. «Αλλά τώρα άλλο είναι εκείνο που με απασχολεί.»

«Τι;»

«Πώς μπορούμε να εκμεταλλευτούμε την παρουσία του Ορείχαλκου. Διότι πρέπει, οπωσδήποτε, να είναι με την Επανάσταση.»

«Είσαι σίγουρος;»

«Νομίζεις ότι ο Ελκράσ’ναρχ, σε διαφορετική περίπτωση, θα τον ήθελε νεκρό; Ο Ορείχαλκος ίσως να ξέρει ότι οι Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας δεν είναι αυτό που δείχνουν. Ίσως να ξέρει όλη την αλήθεια. Εξάλλου, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είχε κατά νου να τον πάρει με το μέρος του. Γι’αυτό είχε πάει στη Σάρντλι – κι όπως είδες, η Σάρντλι αποστάτησε. Αν ο Ορείχαλκος δεν είχε κάποιο σχέδιο, γιατί να έρθει εδώ μετά από κάτι τέτοιο;»

«Το ρίσκο θα ήταν, όντως, μεγάλο. Ακόμα κι αν δεν είχε προδώσει την Παντοκράτειρα… η Παντοκράτειρα δεν ανέχεται την αποτυχία. Βασικά, απορώ που δεν του έκανε τίποτα… άσχημο. Φημίζεται για τελείως διαφορετική συμπεριφορά.»

«Είναι ο αγαπημένος της σύζυγος,» του θύμισε ο Κλαρκ.

«Και πάλι, όμως. Εκείνη είναι η Παντοκράτειρα.»

«Ακόμα κι οι Παντοκράτειρες έχουν αδυναμίες. Δεν είναι φτιαγμένες από πέτρα. Ο Ορείχαλκος δεν νομίζω ότι είναι ηλίθιος: δεν θα ερχόταν εδώ αν δεν πίστευε ότι υπήρχε καλή πιθανότητα να παραμείνει ζωντανός και αρτιμελής, και να μπορεί να την επηρεάσει κάπως.»

«Να την επηρεάσει και να καταφέρει τι;»

«Αυτό που προσπαθούσαμε να κάνουμε κι εμείς μέσα από τα όνειρά της όταν η Ναλτάφιρ ήταν εδώ,» είπε ο Κλαρκ: «να τη στρέψει εναντίον του Ελκράσ’ναρχ.»

«Γι’αυτό ο Ελκράσ’ναρχ τον φοβάται τόσο…»

«Δε μπορεί να υπάρχει άλλος λόγος.»

«Επομένως,» είπε ο Ελπιδοφόρος, «ο Ορείχαλκος είναι άνθρωπός μας χωρίς να το ξέρει.»

Ο Κλαρκ ένευσε. «Καλό, λοιπόν, θα ήταν αν ήμασταν σε συνεννόηση μαζί του.»

«Μου έχεις πει ότι δεν μπορείς να βάλεις το Φαντασκεύασμα μέσα στο Παντοτινό Ανάκτορο…»

«Δυστυχώς όχι. Ο Ελκράσ’ναρχ έχει φροντίσει εκεί να μη γίνονται τέτοιες εισβολές.»

«Πώς το έχει κάνει; Με κάποια μαγγανεία;»

«Παίζοντας με το ενεργειακό πεδίο του χώρου σ’εκείνες τις διαστασιακές συντεταγμένες,» εξήγησε ο Κλαρκ.

«Καλά, άστο.» Είχε αρχίσει πάλι να μιλά σαν μάγος και μπέρδευε τον Ελπιδοφόρο.

Ο Κλαρκ μειδίασε μέσα από τα μούσια του. «Θα πρέπει να περιμένουμε μια ευκαιρία να παρουσιαστεί. Ή ίσως θα μπορούσες εσύ να πας να τον βρεις, Ελπιδοφόρε.»

«Θα φρουρούν ακόμα και τα ακατοίκητα μέρη του Παντοτινού Ανακτόρου τώρα, Κλαρκ. Μία φορά μπαίνεις από έναν δρόμο· όχι και δεύτερη.»

«Εκτός αν έχεις βοήθεια εκ των έσω.»

«Ο Σκοτ και η Ελίζα;»

«Δε νομίζεις ότι αυτή θα ήταν μια καλή περίπτωση για να τους δοκιμάσουμε;»

«Αν τους υποψιαστεί ο Ελκράσ’ναρχ,» είπε ο Ελπιδοφόρος, «τελείωσε η υπόθεση μαζί τους.»

«Θα κινηθούμε με προσοχή. Χωρίς βιάση.»

«Δηλαδή, όχι τώρα;»

«Όχι τώρα,» επιβεβαίωσε ο Κλαρκ. «Τώρα, καλό θα ήταν να ξεπαστρέψουμε ακόμα μερικούς πράκτορες. Όσο αποδυναμώνουμε το δίκτυο του Ελκράσ’ναρχ, τόσο πιο δυνατοί γινόμαστε στη Ρελκάμνια.»

Βίηλ

1.

«Έχεις δει φίδια να κάνουν έρωτα, Ανταρλίδα;»

«Όχι, δε νομίζω.»

«Κάθονται μέσα στο χορτάρι και ενώνουν τις κάτω άκριες των ουρών τους όπου βρίσκονται τα γεννητικά τους όργανα. Και τα κεφάλια τους κουνιούνται πέρα-δώθε, το ένα κοντά στο άλλο.»

«Αυτό δεν κάνουν κι οι άνθρωποι;»

«Περίπου, ναι. Στη Φεηνάρκια έχουμε διαφόρων ειδών φίδια. Κάποια τόσο μικρά όσο το δάχτυλό μου· κάποια τόσο μεγάλα που φτάνουν, να, από κείνο το δέντρο,» έδειξε, «μέχρι εκείνο· και το σώμα τους είναι τόσο πλατύ όσο η μέση σου, Ανταρλίδα.»

«Τι σχέση έχουν, όμως, αυτά με τους Εραστές και με τον Τζακ;»

Κάθονταν έξω απ’τη σκηνή τους, μέσα στο σούρουπο. Ο χειμώνας στη Βίηλ είχε περάσει, και ο καιρός ήταν πιο γλυκός. Πλάι τους μια φωτιά ήταν αναμμένη· τα ξύλα της έτριζαν και σπίθες πετάγονταν. Μερικά ζουζούνια είχαν στήσει ιπτάμενο χορό γύρω της· κάποια, αργά ή γρήγορα, έπεφταν στις φλόγες και έκαιγαν τα φτερά τους.

Ο Τάμπριελ είπε: «Όταν δύο φίδια ζευγαρώνουν και τότε πας και σκοτώσεις το ένα, το άλλο σε κυνηγά ακατάπαυστα μέχρι που να σε σκοτώσει. Αυτό ισχύει για σχεδόν όλα τα δηλητηριώδη είδη φιδιών. Στη Φεηνάρκια, στην ύπαιθρο, όχι πολύ μακριά από την Έλγκοροβ, θυμάμαι που ένας κυνηγός είχε δει δύο φίδια να ζευγαρώνουν μέσα στα χόρτα. Είχε γονατίσει και, από απόσταση, τα είχε σημαδέψει με την καραμπίνα του. Και είχε σκοτώσει το ένα, χτυπώντας το στο κεφάλι. Το άλλο είχε αμέσως εξαφανιστεί μες στο χορτάρι και, σύντομα, ο κυνηγός το είδε να έρχεται καταπάνω του με τρομερή ταχύτητα. Προσπάθησε να το πυροβόλησε μα δεν το πέτυχε, και το φίδι πάλι εξαφανίστηκε. Φοβισμένος – γιατί καταλάβαινε ότι τώρα θα τον καταδίωκε – ο κυνηγός έφυγε από την ύπαιθρο κι έτρεξε να βρει ασφάλεια στην Έλγκοροβ, η οποία, όπως ξέρεις, είναι μεγάλη πόλη. Ακόμα κι εκεί, όμως, τελικά το φίδι κατάφερε να τον εντοπίσει. Τον βρήκαν πεθαμένο στο σπίτι του, από δηλητήριο. Δαγκωμένο στο πόδι ενώ κοιμόταν.

»Το ίδιο συνέβη και με τους Εραστές. Σκότωσα, τότε, χωρίς πρόθεση, τον έναν από αυτούς, προκειμένου να δραπετεύσω από τη φυλακή της Λετδάρκης. Τον σκότωσα ενώ ζευγάρωνε με το ταίρι του, κι έτσι ο άλλος Εραστής με κυνηγά: και δεν θα ησυχάσει μέχρι να είμαι νεκρός. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί έχει τέτοια εμμονή μαζί μου;»

«Εσύ, όμως, δεν είσαι… δεν είσαι ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος που δραπέτευσε από τη Λετδάρκη, Τάμπριελ,» είπε η Ανταρλίδα.

«Είμαι ο Άζ’λεφκ. Ο Εραστής δεν κυνηγά αυτή τη μορφή. Κυνηγά το πνεύμα. Και είμαι βέβαιος ότι θα τον ξανασυναντήσω όσο βρίσκομαι στη Βίηλ.»

«Μέσα στο Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ;»

«Ίσως.»

Μάλλον δεν είχε «δει» τίποτα σχετικά μ’αυτό, υπέθεσε η Ανταρλίδα. Και, παίρνοντας το βλέμμα της από τον Τάμπριελ, έριξε μια ματιά στον στρατιωτικό καταυλισμό γύρω τους. Εκατοντάδες φωτιές σαν τη δική τους και αμέτρητες σκηνές, μέσα στο δειλινό. Σημαίες κυμάτιζαν στον ελαφρύ άνεμο: σημαίες με το έμβλημα της Ανατολικής Συμμαχίας. Τα μέταλλα οχημάτων και ενεργειακών κανονιών γυάλιζαν στις τελευταίες αχτίνες του ήλιου.

Είχαν περάσει δεκαπέντε ημέρες από τότε που ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα είχαν επιστρέψει στο Πριγκιπάτο Νέλερβικ. Δεκαπέντε ημέρες πολέμου. Γιατί, αμέσως μετά από την επίσκεψή τους στο κάστρο της Πριγκίπισσας Βασνίτα, είχαν πάει στις περιοχές δυτικά της Σάνιθλεκ προκειμένου να βοηθήσουν στις συγκρούσεις εναντίον των Παντοκρατορικών και των δυνάμεων της Πριγκίπισσας Ισλάννα του Σάνκριλαμ. Μαζί τους ήταν η Αλιζέτ και ο Όρνιφιμ. Ο Αρκαλόν είχε μείνει με την Πριγκίπισσα Βασνίτα, στη Νέλερβικ, για να έχουν άμεση επικοινωνία· αλλά θα ερχόταν αν τον χρειάζονταν. Η Ράιλμεχ είχε πάει με την Ιλρίνα’νορ, για να βρουν τον Πρόμαχο Άτβος, κάπου στα κατακτημένα νοτιοανατολικά εδάφη του Πριγκιπάτου Κάνρελ. Κι απ’ό,τι έλεγε ο Όρνιφιμ, τον είχαν βρει σ’ένα οχυρό που ονομαζόταν Κόκκινο Φρούριο, και μετά είχαν προχωρήσει μαζί του προς τα δυτικά: πολεμώντας τις δυνάμεις των Παντοκρατορικών του Κάνρελ και επιστρατεύοντας καθοδόν μερικούς ευγενείς – όσους ήταν πρόθυμοι να συμμαχήσουν με τον δικαιωματικό Πρίγκιπα του Κάνρελ. Όπως είχε αποδειχτεί, δεν ήταν και λίγοι. Έβλεπαν ότι η Ανατολική Συμμαχία είχε δύναμη, και δεν αγαπούσαν τους Παντοκρατορικούς δυνάστες τους.

Η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ είχαν προχωρήσει μέσα στο Σάνκριλαμ με μεγαλύτερη δυσκολία απ’ό,τι είχε προχωρήσει ο Άτβος μέσα στο Κάνρελ, αν αυτά που τους έλεγε ο Όρνιφιμ ήταν σωστά. Οι Παντοκρατορικοί του Σάνκριλαμ δεν δέχονταν επιθέσεις και από τα ανατολικά και από τα δυτικά, έτσι μπορούσαν να επικεντρώσουν όλες τους τις δυνάμεις μονάχα προς τη μία μεριά – εναντίον του στρατεύματος της Ανατολικής Συμμαχίας. Είχαν γίνει πολλές συγκρούσεις, καθώς ο Επόπτης του Σάνκριλαμ έστελνε το ένα πολεμικό κύμα κατόπιν του άλλου κατά των πολεμιστών που συνόδευαν η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ. Οι απώλειες δεν ήταν λίγες, και αν και είχαν κατορθώσει να περάσουν το αρχικό εμπόδιο που είχε συναντήσει ο Βορνάρος, δεν είχαν καταφέρει να απομακρυνθούν περισσότερο από εκατόν-πενήντα χιλιόμετρα από τη Σάνιθλεκ προς τα δυτικά.

Στο Κάνρελ οι Παντοκρατορικοί συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους στο κέντρο του Πριγκιπάτου, σκεφτόταν η Ανταρλίδα, αλλά εδώ, στο Σάνκριλαμ, δεν είχαν ανάγκη να κάνουν το ίδιο. Απλώνονταν παντού, σαν πλημμύρα. Τους συναντούσες σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό. Έστηναν συνεχώς παγίδες για τις Ανατολικές Δυνάμεις. Τις χτυπούσαν με εκρηκτικές ύλες που έριχναν από αεροσκάφη, τα οποία περνούσαν γρήγορα και έφευγαν. Επιτίθονταν, από απόσταση και ύψος, με ενεργειακά κανόνια ή γιγαντοβαλλίστρες, και μετά πάλι υποχωρούσαν. Προσπαθούσαν να ανακόψουν την προέλασή τους σε στενά σημεία: περάσματα λοφότοπων, γέφυρες, μονοπάτια δασών. Προκαλούσαν ζημιές στα φορτηγά με τα εφόδια. Έβαζαν νάρκες στον δρόμο τους: τις οποίες, συνήθως, εντόπιζαν οι Πεφωτισμένοι μάγοι των Ανατολικών Δυνάμεων με Ξόρκια Εντοπισμού Εκρηκτικών Υλών και Ξόρκια Εντοπισμού Προκαλύψεως, για την περίπτωση που οι αντίπαλοι μάγοι είχαν προσπαθήσει να καταστήσουν τις εκρηκτικές ύλες αόρατες για τις αισθήσεις τους.

Το φουσάτο των Ανατολικών Δυνάμεων διοικείτο από τρεις ανθρώπους: τον Νίλφες Βάθμακ, Στρατηγό του Νέλερβικ· τον Άρχοντα Νιρκάδος Ράλενθακ, έναν αριστοκράτη από το Χαύδοραλ· και τον Ρηθμάλος, τον Θεριστή των Οστών του Τάσβεραλ. Ο Νίλφες ήταν καλός στη θεωρία του πολέμου, νόμιζε η Ανταρλίδα· ο Οίκος του είχε φροντίσει για την άριστη εκπαίδευσή του επί του θέματος. Αλλά ετούτες ήταν οι πρώτες πραγματικές μάχες που έβλεπε. Δεν ήταν και πολύ μεγάλος. Μικρότερο από τριάντα-πέντε χρονών, τον υπολόγιζε η Ανταρλίδα. Ο Νιρκάδος ήταν μεγαλύτερος, αλλά είχε περισσότερη εμπειρία στη θάλασσα παρά στην ξηρά. Η Ανταρλίδα απορούσε γιατί ο Πρίγκιπας Αλβάρος είχε στείλει αυτόν και όχι κάποιον άλλο. Ο Ρηθμάλος ήταν καλός για να σκοτώνει ανθρώπους αλλά χάλια στη στρατηγική. Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα θα έπρεπε να είχε στείλει τη Στρατηγό Εκάρνιτ, νόμιζε η Ανταρλίδα. Η Εκάρνιτ ήταν πολύ ικανή. Μάλλον, όμως, η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ θεωρούσε ότι τη χρειαζόταν περισσότερο μέσα στο Πριγκιπάτο της – για λόγο που η Ανταρλίδα δεν μπορούσε να φανταστεί. Άλλωστε, το Τάσβεραλ δεν βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο από τους Παντοκρατορικούς.

Το σούρουπο είχε αρχίσει να δίνει τη θέση του στη νύχτα, όσο η Ανταρλίδα κοίταζε το στρατόπεδο και πέρα απ’αυτό, αναλογιζόμενη την εκστρατεία των Ανατολικών Δυνάμεων μέχρι στιγμής. Οι σκιές είχαν ήδη πυκνώσει αισθητά. Πολλά σημεία ήταν τυλιγμένα στο σκοτάδι.

Κάποιος ερχόταν προς εκείνη και τον Τάμπριελ.

Ο Όρνιφιμ.

«Συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα, μόλις ήταν κοντά.

«Σκέφτηκα ότι θα θέλατε να μάθετε,» αποκρίθηκε ο Ιεράρχης, «πως η Πρόμαχος Λαμρίτ και οι άλλοι ετοιμάζονται να πολιορκήσουν τα Δόντια της Ουράς. Το τελευταίο φρούριο στο πέρασμα της Ουράς.»

«Τώρα;» ρώτησε η Ανταρλίδα. «Μες τη νύχτα;»

«Ναι.»

2.

Ακόμα και με τη βοήθεια των αυτοκινήτων του Δαίδαλου ο πόλεμος στα βουνά της Ουράς και στο πέρασμα που τα διέσχιζε ήταν δύσκολος. Πολύ πιο δύσκολος από την προέλαση των επαναστατών στο Σάνκριλαμ, όπως ανέφερε η Διάττα στον Πολ, τη Λαμρίτ, και τους άλλους. Αυτό, όμως, το είχαν ούτως ή άλλως καταλάβει κι οι ίδιοι. Κόντευαν να περάσουν δυο μήνες που οι δυνάμεις του Πρίγκιπα Νοσνάλτος συγκρούονταν με τις δυνάμεις των Παντοκρατορικών του Έλρηνεχ, και τώρα μόνο είχαν φτάσει στο ανατολικό άκρο του περάσματος της Ουράς. Ο αγώνας ήταν σκληρός μέσα στα βουνά, ειδικά όσο ήταν χειμώνας· κι ακόμα και τώρα, που είχε μπει η άνοιξη, όλα τα χιόνια δεν είχαν αυτομάτως λιώσει, ούτε ο καιρός στα χαμηλά μέρη είχε αυτομάτως γίνει καλοκαιρινός. Επίσης, στην Ουρά κυλούσαν πολλοί επικίνδυνοι χείμαρροι. Έτσι, όταν προ ημερών η Διάττα είχε πει στην Πρόμαχο Λαμρίτ ότι ο Πρόμαχος Άτβος χρειαζόταν τη βοήθεια των δυτικών επαναστατών – ήθελε να επιτεθούν στα δυτικά του Κάνρελ, για αντιπερισπασμό – η Λαμρίτ είχε αρνηθεί να συμφωνήσει με το σχέδιό του. «Πες του,» είχε ζητήσει από την Ιεράρχη, «ότι θα μπορέσουμε να τον βοηθήσουμε μόνο αφότου έχουμε διασχίσει το πέρασμα της Ουράς. Τώρα δεν είναι ώρα για ν’αλλάζουμε τις προτεραιότητές μας.» Δεν ήθελε να το ριψοκινδυνέψει. Ακόμα και όλα τα αυτοκίνητα του Δαίδαλου εδώ τα είχαν συγκεντρώσει, στην Ουρά· δεν ήταν πλέον κανένα στα νοτιοανατολικά, μαζί με τον στόλο του Πρίγκιπα Νοσνάλτος και τους πειρατές, που χτυπούσαν τις όχθες του ποταμού Άσλερχ.

Παρ’όλ’αυτά, ο στρατός του Προμάχου Άτβος είχε προχωρήσει κάμποσο μέσα στο Κάνρελ, σύμφωνα μ’ό,τι ανέφερε η Διάττα. Η Λαμρίτ, επομένως, θεωρούσε ότι είχε αποφασίσει σωστά, και ούτε ο Πολ νόμιζε πως είχε κάνει λάθος. Επιπλέον, πίστευε ότι, αν μη τι άλλο, μάλλον αυτή η Ανατολική Συμμαχία θα έπρεπε να τους στέλνει βοήθεια, όχι το αντίστροφο. Το Κίρτβεχ ήταν ένα Πριγκιπάτο, η Ανατολική Συμμαχία ήταν τρία. Αν δεν είχαμε τα αυτοκίνητα του Δαίδαλου, θα είχαμε ηττηθεί εδώ και πολύ καιρό, σκεφτόταν κάπου-κάπου ο Πολ, αναλογιζόμενος τα δεδομένα του πολέμου ώς τώρα. Στις περισσότερες μάχες, τα αυτοκίνητα είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο. Αν και ο Πολ δεν ήταν στρατηγός, νόμιζε πως τα πράγματα θα είχαν πάρει δραματικά διαφορετική τροπή αν δεν ήταν τα αυτοκίνητα στο πλευρό τους. Το είχε πει και στη Λαμρίτ, και η Πρόμαχος είχε συμφωνήσει· το ίδιο κι ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος, και ο Στρατηγός του Κίρτβεχ, ο Φαρτάνες, και η Νίνα Έκγραμμη.

Αν δεν είχαμε αυτά τα μεταλλικά τέρατα, τώρα δεν θα ήμασταν εδώ, συλλογίστηκε ο Πολ, κοιτάζοντας τα αυτοκίνητα, καθώς οι δυνάμεις του Πρίγκιπα Νοσνάλτος παρατάσσονταν στις πλαγιές των βουνών και μέσα στο ορεινό πέρασμα, σε ασφαλή απόσταση από τα Δόντια της Ουράς. Ο Πάνοπλος στεκόταν πλάι στον Εξάποδο, ανάμεσα στους υπόλοιπους μαχητές του Κίρτβεχ, οι οποίοι είχαν πλέον συνηθίσει να μάχονται και να ξεκουράζονται κοντά στους μεταλλικούς ανθρώπους του Δαίδαλου. Ο Κατακρημνιστής δεν ήταν και πολύ μακριά, ακίνητος σαν ογκόλιθος, ατενίζοντας τα Δόντια της Ουράς μέσα στη νύχτα, λες και προσπαθούσε να υπολογίσει ποιο ήταν το πιο αδύναμο σημείο των τειχών τους για να το κουτουλήσει και να το γκρεμίσει. Ο Οπλοφόρος βρισκόταν επάνω σε μια πλαγιά, έτοιμος – πάντοτε έτοιμος – να χρησιμοποιήσει το ενεργειακό του κανόνι όταν χρειαζόταν… κι ακόμα κι όταν δεν χρειαζόταν ορισμένες φορές. Εξακολουθεί να του αρέσει να σημαδεύει στόχους όπως όταν τον πρωτοέφτιαξε ο Δαίδαλος. Η Ιπτάμενη στεκόταν μερικά βήματα πλάι του, με τις φτερούγες της μαζεμένες. Αυτή και ο Πάνοπλος ήταν τα πιο ανθρώπινα αυτοκίνητα, θεωρούσε ο Πολ. Τα άλλα ήταν τέρατα· τέλος.

Τη Νυχτερινή δεν μπορούσε να τη δει πουθενά. Είχε γίνει ένα με το σκοτάδι.

Λίγο πιο πέρα από εκεί όπου στέκονταν ο Πάνοπλος, ο Εξάποδος, και ο Κατακρημνιστής, οι μαχητές του Πρίγκιπα Νοσνάλτος συναρμολογούσαν πολιορκητικές μηχανές. Το ίδιο κι επάνω στις πλαγιές των βουνών, εκεί όπου υπήρχε μέρος. Εκεί όπου, το απόγευμα, είχαν ξεπαστρέψει κάμποσους πολεμιστές της Παντοκράτειρας και είχαν αναγκάσει τους υπόλοιπους να υποχωρήσουν. Οι καταραμένοι είχαν πιάσει όλα τα καλά σημεία γύρω από το πέρασμα της Ουράς. Με το που το φουσάτο του Νοσνάλτος προχωρούσε ένα βήμα εδώ μέσα, δεχόταν πυρά από γιγαντοβαλλίστρες, λιθοβόλους καταπέλτες, και ενεργειακά κανόνια. Χωρίς να υπολογίζει κανείς τις ατελείωτες ενέδρες και παγίδες που έστηναν οι Παντοκρατορικοί, εφορμώντας από πλευρικά ανοίγματα, ή ρίχνοντας ογκόλιθους ή εκρηκτικές ύλες από κρημνούς. Οι αεροπορικές επιθέσεις, επίσης, δεν έλειπαν· αλλά σταμάτησαν μόλις οι Παντοκρατορικοί είδαν ότι οι επαναστάτες ήταν οργανωμένοι καλά και χτυπούσαν αμέσως τα αεροσκάφη, με ενεργειακά κανόνια και γιγαντοβαλλίστρες μακρινής εμβέλειας. Επιπλέον, οι δυνάμεις του Κίρτβεχ είχαν και τα δικά τους αεροπλάνα, που επιτίθεντο στα Παντοκρατορικά χρησιμοποιώντας έμβολα μόλις τα εντόπιζαν να πλησιάζουν το στράτευμα. Τα βουνά της Ουράς γύρω από το πέρασμα είχαν, σίγουρα, γεμίσει με συντρίμμια αεροσκαφών και με κουφάρια πιλότων που τα μασουλούσαν τα άγρια θηρία που έβγαιναν να βρουν τροφή.

«Τι νομίζεις;» Η Λαμρίτ είχε έρθει να σταθεί πλάι στον Πολ, τυλιγμένη στην κάπα της. Έλεγαν πως ήταν άνοιξη, αλλά το κρύο εδώ, στην Ουρά, εξακολουθούσε να είναι τσουχτερό: ειδικά τις νύχτες.

«Τι να νομίζω; Μοιάζει, όντως, με δόντια. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο.» Το οχυρό αντίκρυ τους έπιανε και τις δύο μεριές του περάσματος της Ουράς. Το ένα τμήμα του ήταν οικοδομημένο στη βόρεια πλαγιά και ορθωνόταν μυτερό σαν να ήθελε να σκίσει τον νυχτερινό ουρανό· το άλλο τμήμα του ήταν οικοδομημένο στη νότια πλαγιά και ορθωνόταν εξίσου μυτερό και ελαφρώς πιο ψηλό. Ανάμεσά τους ήταν μια γέφυρα γεμάτη επάλξεις και πολεμικές μηχανές. Φώτα ήταν αναμμένα σε κάμποσα σημεία του φρουρίου, μα δεν αποκάλυπταν και πολλά γι’αυτό. Αεροσκάφη πετούσαν γύρω του. «Δε θάναι εύκολο να το πάρουμε.»

Η Λαμρίτ ένευσε. «Είναι από τα καλύτερα φρούρια της Βίηλ, έχω ακούσει να λένε. Το έχτισε ένας Πρίγκιπας του Έλρηνεχ, πριν από αιώνες, κι ακόμα στέκεται. Ποτέ δεν έχει κατακτηθεί. Ούτε μία φορά.»

«Αλλά εμείς ευελπιστούμε να το κατακτήσουμε. Όπως πάντα, αισιόδοξοι.»

«Τι άλλη επιλογή έχουμε; Πρέπει οπωσδήποτε να πάρουμε υπό τον έλεγχό μας το πέρασμα της Ουράς, απ’τη μια άκρη ώς την άλλη.»

«Να χαίρεσαι που έχουμε μαζί μας ανθρώπους από μέταλλο,» είπε ο Πολ, ατενίζοντάς πάλι τον Πάνοπλο, τον Εξάποδο, και τον Κατακρημνιστή. «Ξέρεις τι σκέφτομαι, όμως;»

«Τι;»

«Ότι ετούτη τη φορά ο κερατάς δεν θάναι εύκολο να ορμήσει καταπάνω στον στόχο του.»

Η Λαμρίτ μειδίασε. Της φαινόταν αστείο που ο Πολ αποκαλούσε τον Κατακρημνιστή «κερατά». Τον ίδιο τον Κατακρημνιστή δεν έμοιαζε να τον πειράζει, όμως· δεν το είχε σχολιάσει όποτε το είχε ακούσει. «Θα πρέπει να σκαρφαλώσει στις πλαγιές.»

«Και είναι κι οι δύο απότομες,» είπε ο Πολ. «Κι ώσπου να φτάσει επάνω, θα του ρίχνουν ό,τι μπορείς να διανοηθείς.»

Η Λαμρίτ ένευσε. «Δε θα τον στείλουμε αμέσως να επιτεθεί. Ποτέ δεν τον στέλνουμε αμέσως, εξάλλου.» Πάντοτε περίμεναν μέχρι να καταστρέψουν τους αμυντικούς οπλισμούς του εχθρού, γιατί αλλιώς οι Παντοκρατορικοί μπορεί να διέλυαν το αυτοκίνητο – ή, τουλάχιστον, να του προκαλούσαν σοβαρές βλάβες – με κάποιο ενεργειακό κανόνι.

«Θ’αρχίσουμε να τους χτυπάμε απόψε;» ρώτησε ο Πολ.

«Ναι. Για να δούμε, κατά πρώτον, τι όπλα έχουν στη διάθεσή τους.»

3.

«Ετοιμάζονται να χτυπήσουν τα Δόντια της Ουράς,» είπε η Ράιλμεχ, καθισμένη σ’ένα σκαμνί κοντά στο ένα από τα δύο μεγάλα τζάκια.

Ο Άτβος, που ήταν καθισμένος στο τραπέζι της μεγάλης αίθουσας, στράφηκε να την ατενίσει. «Τα Δόντια της Ουράς; Το φρούριο;»

«Ναι,» ένευσε η Ράιλμεχ. «Έφτασαν στο τέλος του περάσματος των βουνών. Η Διάττα είναι μαζί τους.»

«Ας ελπίσουμε ότι θα το κατακτήσουν γρήγορα και θα μας βοηθήσουν όπως τους ζητήσαμε,» είπε η Ιλρίνα’νορ, που ήταν καθισμένη κοντά στον Άτβος, με μια κούπα κρασί στα χέρια.

Εκτός από αυτούς, στο μεγάλο, λαξευτό τραπέζι ήταν καθισμένος ο Καλμέρθος, ο Δούκας της Χάνμαρελ, στο κάστρο του οποίου βρίσκονταν τώρα όλοι τους. Ο Καλμέρθος είχε συμφωνήσει να συμμαχήσει με τον Άτβος, μόλις είχε δει τα σκάφη της Ανατολικής Συμμαχίας να έρχονται έξω απ’το λιμάνι της πόλης του και το φουσάτο του Προμάχου να συγκεντρώνεται έξω από τα τείχη της. Οι Παντοκρατορικοί που βρίσκονταν στη Χάνμαρελ ήταν ελάχιστοι, κι αμέσως υποχώρησαν, κατευθυνόμενοι προς τα κεντρικά του Πριγκιπάτου Κάνρελ, όταν ο Καλμέρθος τούς απείλησε: Ή φεύγετε ή θα έχετε να κάνετε με τους μισθοφόρους μου και με τους πολεμιστές και τα πλοία της Ανατολικής Συμμαχίας συγχρόνως!

Ο Δούκας της Χάνμαρελ ήταν συμφεροντολόγος άνθρωπος. Ο Άτβος τον θυμόταν από παλιά. Ποτέ δεν πήγαινε κόντρα στην τύχη, αλλά πάντοτε την εκμεταλλευόταν στο έπακρο. Όταν οι Παντοκρατορικοί είχαν κατηγορήσει τον Πρίγκιπα Άτβος για προδότη και τον είχαν κυνηγήσει μέσα στο ίδιο του το Πριγκιπάτο, ο Καλμέρθος είχε, φυσικά, συμφωνήσει μαζί τους: ο Άτβος ήταν, αναμφίβολα, αποστάτης και πολύ, πολύ επικίνδυνος. Τώρα, όμως, ήταν ο δικαιωματικός Πρίγκιπας του Κάνρελ που επέστρεφε για να διεκδικήσει τον θρόνο του. Το δίκιο, ο νόμος, και η δύναμη των Κολοσσών ήταν – καταφανώς – με το μέρος του.

Ο Καλμέρθος, ο Δούκας της Χάνμαρελ, ήταν ξάδελφος του Άτβος από τη μεριά της μητέρας του, που ήταν Πριγκίπισσα του Κάνρελ πριν από εκείνον. Ποτέ, όμως, ο Δούκας δεν άφηνε τους οικογενειακούς δεσμούς να υποσκελίσουν τα πολιτικά του συμφέροντα. Πολλοί από τους συγγενείς του Άτβος ήταν έτσι. Οι περισσότεροι. Και ίσως να έκαναν καλά. Αν είχαν εναντιωθεί στους Παντοκρατορικούς όταν εκείνος είχε κυνηγηθεί, δεν θα είχε τώρα συμμάχους για να φέρει με το μέρος του τόσο εύκολα. Θα ήταν όλοι τους νεκροί ή φυλακισμένοι. Τη θέση τους θα είχαν πάρει άλλοι που οι Παντοκρατορικοί τούς θεωρούσαν πιο έμπιστους.

Δίπλα στον Καλμέρθος τώρα καθόταν η σύζυγός του, Θελρίτ, παχιά και καλοζωισμένη. Παρότι η Χάνμαρελ δεν ήταν το σημαντικότερο λιμάνι του Κάνρελ, πολύ χρήμα περνούσε από εδώ, και η ζωή ήταν χλιδάτη. Ο πόλεμος δεν φαινόταν να είχε αγγίξει την πόλη μέχρι στιγμής. Και τώρα που την είχε αγγίξει δεν είχε πάθει και καμια τρομερή ζημιά.

Η Ράιλμεχ είπε στην Ιλρίνα’νορ: «Δε νομίζω να το κατακτήσουν γρήγορα, Ιλρίνα. Λένε πως τα Δόντια της Ουράς είναι πολύ ανθεκτικό οχυρό. Και, βλέποντάς το, δεν το αμφισβητώ.»

«Το έχω ακούσει,» είπε ο Άτβος. «Αλλά δεν έχω πάει ποτέ εκεί.»

Ο Καλμέρθος ατένιζε τη Ράιλμεχ καλά-καλά. Ο Άτβος τού είχε πει ότι η Ιεράρχης μπορούσε να βλέπει μακριά, μέσω άλλων ανθρώπων παρόμοιων με εκείνη, αλλά ο Δούκας εξακολουθούσε να μοιάζει σαστισμένος από αυτό. «Πόσους τέτοιους κατασκόπους έχεις, ξάδελφε;» ρώτησε τώρα τον Άτβος, στρέφοντας το βλέμμα του στον Πρόμαχο.

«Δεν είναι δικοί μου κατάσκοποι, Καλμέρθος. Απλώς μάχονται κι αυτοί για την επανάσταση. Ήρθαν μαζί με τον Τάμπριελ. Ίσως να τον έχεις ακούσει.»

«Ο κοκκινόδερμος μάγος. Λένε ότι σκοτώθηκε και μετά αναστήθηκε. Αληθεύει;»

«Όχι ακριβώς. Ήταν ένα κόλπο για να μπερδέψουμε τους Παντοκρατορικούς όταν χρειαζόταν. Και τώρα μας εξυπηρετεί για να τους τρομοκρατούμε.»

Ο Καλμέρθος ένευσε. «Το φανταζόμουν. Προσπαθούσαν να τον δολοφονήσουν;»

«Είσαι υποψιασμένος, ξάδελφε, όπως πάντα.»

Ο Καλμέρθος μειδίασε μέσα από τα μούσια του. «Λιγάκι πιο αθώος αν ήμουν, ακόμα κι η Θελρίτ, η αγαπημένη μου, θα είχε βρει ευκαιρία, κάποια στιγμή, να με μαχαιρώσει.» Ακούμπησε το χέρι του στους ώμους της.

«Τι τρομερές σκέψεις που κάνεις, Άρχοντά μου…» είπε εκείνη.

«Η Χάνμαρελ είναι ένα πολύ… ευαίσθητο μέρος,» συνέχισε να λέει ο Καλμέρθος. «Πρέπει πάντα να έχεις το νου σου, Άτβος.»

«Ελπίζω αυτό να μην ήταν έμμεση προειδοποίηση,» είπε ο Πρόμαχος.

«Φυσικά και ήταν. Οι Παντοκρατορικοί στρατιώτες έφυγαν, αλλά κάποιοι πράκτορές τους μπορεί να εξακολουθούν να βρίσκονται εδώ.»

Όχι πως ο Άτβος δεν το είχε ήδη σκεφτεί αυτό. Ήξερε τις μεθόδους τους. «Είμαι κι εγώ προσεχτικός, ξάδελφε, όχι μόνο εσύ. Αλλιώς δεν θα ήμουν ζωντανός ώς τώρα.»

«Σίγουρα,» ένευσε ο Καλμέρθος.

Είχαν κατακτήσει – ή, μάλλον, απλά μπει – στην Χάνμαρελ πριν από τρεις ημέρες, και η Ιλρίνα έκανε πάντα Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως όταν εκείνη κι ο Άτβος έπεφταν για ύπνο στο κάστρο του ξαδέλφου του. Για καλό και για κακό. Μέχρι στιγμής, όμως, κανένας δεν είχε επιχειρήσει να τους σκοτώσει.

«Οι Παντοκρατορικοί μοιάζει να έχουν πολύ στρατό στα Δόντια της Ουράς;» ρώτησε ο Πρόμαχος τη Ράιλμεχ.

«Δε φαίνονται και πολλά μέσα στη νύχτα. Μονάχα κάτι αεροσκάφη βλέπει η Διάττα να περιφέρονται πάνω από το οχυρό· και στις επάλξεις του σίγουρα είναι στημένες πολεμικές μηχανές.»

Ο Άτβος άναψε την πίπα του, σκεπτικός. Ρούφηξε καπνό και τον φύσηξε προς τα ενεργειακά φώτα στο ψηλό ταβάνι της αίθουσας τα οποία κρέμονταν από έναν μεγάλο πολυέλαιο. «Παρότι η Λαμρίτ δεν μας βοήθησε από τα δυτικά,» είπε, «δεν δυσκολευτήκαμε να φτάσουμε ώς εδώ. Αυτό με προβληματίζει. Και τον Κασμάρες επίσης. Τι λες εσύ, Καλμέρθος; Είναι τόσο αποδυναμωμένοι οι Παντοκρατορικοί;»

«Αποδυναμωμένοι δεν είναι,» αποκρίθηκε ο Δούκας της Χάνμαρελ. «Αυτό το παλιοτόμαρο ο πρώην Στρατηγός σου και νυν Πρίγκιπας, ο Ρέτβελνος, πρέπει νάχει κάτι στο νου του. Και η Επόπτρια που είναι τώρα μαζί του στην πρωτεύουσα έχει το ίδιο μυαλό μ’εκείνον.»

«Δεν είναι πια Επόπτρια η Σιτράθα, έτσι;»

«Όχι. Αυτή ήταν όσο ήσουν εσύ Πρίγκιπας. Αφότου έφυγες, έμεινε δυο, τρία χρόνια ακόμα και μετά την πήραν από δω. Μάλλον η ίδια ήθελε να φύγει, ή ίσως να την κατηγόρησαν οι Παντοκρατορικοί για την προδοσία σου: ίσως να θεώρησαν ότι δεν περιφρουρούσε αρκετά καλά το Πριγκιπάτο. Μια άλλη ήρθε – αυτή που είναι ακόμα εδώ. Ευρυδίκη τη λένε, και είναι, εκτός των άλλων, μάγισσα – όχι της Βίηλ, όμως.» Όχι του τάγματος των Πεφωτισμένων, δηλαδή.

«Τι είδους μάγισσα;» ρώτησε ο Άτβος.

Ο Καλμέρθος έτριψε τα μούσια του. «Του τάγματος των Βιοσκόπων, νομίζω πως έχω ακούσει να λένε.»

«Και είναι καλή στη στρατηγική;» Του φαινόταν λιγάκι παράξενο.

«Σε κάθε είδους δολοπλοκίες. Ξέρεις τι πιστεύω εγώ πως σκέφτονται να κάνουν οι δυο τους – αυτή κι ο Ρέτβελνος;»

«Πες μου.»

«Θυμάσαι πώς είναι ο ποταμός Βάλρηχ, έτσι; Ξεκινά απ’τα βουνά, πάει προς τα βόρεια, στρίβει ανατολικά, και χύνεται στη θάλασσα. Ανάμεσα σ’αυτόν και στα βουνά είναι κλεισμένα όλα τα βασικά μέρη του Κάνρελ. Τουλάχιστον, αυτοί που είναι εκεί θέλουν να τα θεωρούν ‘βασικά’.»

«Η Καρδιά του Κάνρελ,» ένευσε ο Άτβος. Έτσι ονόμαζαν αυτές τις περιοχές. «Θες να πεις ότι θα μας περιμένουν στον ποταμό;»

«Ναι. Το έχεις συμπεράνει κι εσύ, προφανώς.»

Ο Άτβος κατένευσε. «Αν όμως όλο το υπόλοιπο Κάνρελ έχει στραφεί εναντίον τους, πώς μπορεί να είναι βέβαιο ότι αυτό θα τους ωφελήσει;»

«Καλύτερο δεν είναι απ’το να αποδυναμώσουν το στράτευμά τους απλώνοντάς το σ’όλο το Πριγκιπάτο; Αν σε σταματήσουν στον ποταμό, το Κάνρελ δεν είναι δικό σου. Δεν έχεις τον θρόνο.»

Ναι, ο Άτβος το ήξερε αυτό. Δεν μπορούσε, ωστόσο, παρά να υποπτεύεται ότι ο Ρέτβελνος ίσως να είχε κάποια άλλη παγίδα κατά νου. Βέβαια, οι ανιχνευτές που είχε στείλει δυτικά της Χάνμαρελ δεν του είχαν αναφέρει κανέναν μεγάλο κίνδυνο. Για τα επόμενα εκατό χιλιόμετρα, το πεδίο ήταν ανοιχτό, με την εξαίρεση κάποιων φυλακίων, μικρών οχυρών, και καταυλισμών από Παντοκρατορικούς μαχητές.

4.

Όταν πήγαν στο δωμάτιο που ο Καλμέρθος τούς είχε παραχωρήσει μέσα στο κάστρο της Χάνμαρελ, η Ιλρίνα’νορ ύφανε γύρω τους μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως που θα διαρκούσε ώς το πρωί. Δεν εμπιστευόταν τον ξάδελφο του συζύγου της στο ελάχιστο, γιατί, όπως ο Άτβος, έτσι κι εκείνη θυμόταν από παλιά τη συμπεριφορά του, και το θεωρούσε πιθανό να τους πρόδιδε στους Παντοκρατορικούς αν έβλεπε πως αυτό τον συνέφερε.

Ωστόσο, δεν ήταν μια πιθανή προδοσία του Καλμέρθος εκείνο που απασχολούσε τώρα την Ιλρίνα. Έχοντας τελειώσει με τη μαγγανεία, στράφηκε στον Άτβος, ο οποίος είχε ήδη ξαπλώσει στο κρεβάτι και κοίταζε το ταβάνι. Η Ιλρίνα κάθισε πλάι του, διπλώνοντας το ένα της πόδι από κάτω της.

«Πότε θα πάμε για τον Άλδρος;» τον ρώτησε.

Ο Άτβος την κοίταξε συνοφρυωμένος. Αυτή ήταν η τρίτη φορά που του το έλεγε από τότε που είχε έρθει να τον βρει στο Κόκκινο Φρούριο. Και τον είχε παραξενέψει, γιατί θυμόταν πως πριν η Ιλρίνα ήθελε να αποφύγει να συναντήσει τον γιο τους.

«Είμαστε κοντά πια, δεν είμαστε;» είπε η Ιλρίνα. «Νότια από τις Ερημιές δεν ήταν που τον αφήσαμε;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Άτβος. «Είμαστε πιο κοντά, σίγουρα, αλλά απέχουμε ακόμα κάπου τριακόσια χιλιόμετρα, Ιλρίνα.»

«Θα περιμένεις να φτάσουμε εκεί ως κατακτητές; Δε θα ήταν καλύτερα να πάμε οι δυο μας πρώτα; Μπορεί οτιδήποτε να συμβεί με τις στρατιωτικές συγκρούσεις…»

Αυτό είναι αλήθεια, σκέφτηκε ο Άτβος. «Γιατί βιάζεσαι, όμως;»

«Δε βιάζομαι! Δεν είπαμε ότι θα το κάνουμε; Γιατί να το καθυστερούμε;»

«Αν δεν απατώμαι, προτού φύγεις να πας να βρεις τον Τάμπριελ, ήσουν της αντίθετης γνώμης.»

Η Ιλρίνα απέφυγε το βλέμμα του. «Ποτέ δεν ήμουν της αντίθετης γνώμης. Απλώς… δεν το είχαμε πάρει απόφαση ακόμα.» Αναστέναξε. Τον κοίταξε πάλι. «Επιπλέον, πόλεμος γίνεται, Άτβος. Κινδυνεύουμε. Όλοι. Και εμείς και, ίσως, ο Άλδρος. Όσο πιο γρήγορα πάμε να τον βρούμε, τόσο το καλύτερο· δε συμφωνείς;»

Εκείνος ένευσε. «Συμφωνώ. Θέλεις, λοιπόν, να ξεκινήσουμε αύριο;»

«Αύριο;» Δισταγμός, ξαφνικά, στα μάτια της. Μετά, όμως: «Ναι, γιατί όχι; Αύριο. Με αεροσκάφος;»

«Δεν ξέρω αν θα ήταν ασφαλές. Θα δίνουμε στόχο.»

Η Ιλρίνα κατένευσε, καθώς θυμόταν τι είχε συμβεί στο ελικόπτερό της που πήγαινε προς το Κόκκινο Φρούριο. Εκείνη η πτώση ήταν που την είχε κάνει να πάρει την τελική απόφαση ότι έπρεπε, επιτέλους, να πάει να βρει τον γιο της. «Με όχημα;»

«Ναι, καλύτερα,» είπε ο Άτβος. «Με άλογα δεν το συζητάω, γιατί θα κάνουμε πολύ καιρό.»

«Σίγουρα.»

«Θα μπορούσαμε να κινηθούμε κι αλλιώς, βέβαια…» είπε ο Άτβος, ύστερα από μερικές στιγμές σκεπτικής σιγής.

«Δηλαδή;»

«Στα δυτικά μας βρίσκεται η Λάσενρεχ. Και είναι μέσα στα σχέδιά μας να την κατακτήσουμε. Θα μπορούσαμε να φτάσουμε πρώτα εκεί και μετά να πάμε να βρούμε τον Άλδρος. Θα είμαστε ακόμα πιο κοντά του.»

«Η Λάσενρεχ είναι η γενέτειρά μου,» είπε η Ιλρίνα συλλογισμένα. Είχε χρόνια να την επισκεφτεί. Από τότε που εκείνη κι ο Άτβος είχαν αυτοεξοριστεί από το Κάνρελ, δεν είχε ξαναπάει στην πόλη της, ούτε στην οικογένειά της.

«Ελπίζω ο Οίκος σου να εξακολουθεί να είναι πιστός σ’εμένα.»

«Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορώ να το υποσχεθώ…»

«Προφανώς,» είπε ο Άτβος κλείνοντας το χέρι της μέσα στη χούφτα του.

Η Ιλρίνα γέλασε σιγανά. «Μεγάλοι Κολοσσοί… Θυμάμαι την αντίδραση των δικών μου όταν τους ανακοίνωσες ότι σκεφτόσουν να με παντρευτείς. Δε μπορούσαν να το πιστέψουν ότι ο γιος της Πριγκίπισσας θα ήθελε να παντρευτεί τη θυγατέρα μιας οικογένειας που βρίσκεται τόσο μακριά από την Καρδιά του Κάνρελ.»

«Οι γυναίκες στην Καρδιά του Κάνρελ ήταν βαρετές,» είπε ο Άτβος, «και πάω στοίχημα ότι αυτό ακόμα δεν έχει αλλάξει.»

Η Ιλρίνα ξάπλωσε στο κρεβάτι και, γυρίζοντας στο πλάι, του είπε: «Δε νομίζω, όμως, πως είναι καλή ιδέα πρώτα να κατακτήσουμε τη Λάσενρεχ και μετά να πάμε για τον Άλδρος.»

«Γιατί;»

«Θέλω να μάθω αν είναι καλά, αν είναι ζωντανός, αν είναι εκεί που τον αφήσαμε. Και μετά μπορούμε να συνεχίσουμε την εκστρατεία – μαζί του.»

Κάτι συνέβη, σκέφτηκε ο Άτβος, που της άλλαξε πολύ τη γνώμη για τον γιο μας. Το γεγονός ότι κινδύνεψε να χάσει την όρασή της μέσα στο Μεγάλο Σχίσμα, ίσως; Η Ιλρίνα τού είχε πει για εκείνη την παράξενη εμπειρία της, όταν μια πόρτα είχε ανοίξει – μια πόρτα που πίσω της κρυβόταν η ίδια η πηγή του Φωτός της Βίηλ…

«Συμφωνείς ή διαφωνείς;» τον ρώτησε, βλέποντάς τον σιωπηλό.

«Πάμε,» είπε ο Άτβος. «Αύριο. Αλλά θα πάρουμε και μερικούς επαναστάτες μαζί μας, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί καθοδόν.»

«Φυσικά,» αποκρίθηκε η Ιλρίνα.

5.

Πελώρια ατσάλινα βέλη, σιδερένιες σφαίρες γεμάτες καρφιά, μεγάλες κοτρόνες, μερικές ενεργειακές ριπές – έπεσαν όλα μαζί καταπάνω στα Δόντια της Ουράς. Και τα τείχη του τρομερού φρουρίου φάνηκαν να τραντάζονται.

Οι επαναστάτες είχαν φέρει τις πολεμικές μηχανές τους εντός εμβέλειας προκειμένου να βάλουν. Στα άκρα της εμβέλειας, για την ακρίβεια, ώστε να μην είναι εύκολοι στόχοι για τους Παντοκρατορικούς, οι οποίοι είχαν, φυσικά, παρόμοιες πολεμικές μηχανές και ίσως και καλύτερες. Ακόμα κι έτσι, όμως, οι επαναστάτες δέχτηκαν αντίποινα.

Πελώρια ατσάλινα βέλη, σιδερένιες σφαίρες γεμάτες καρφιά, μεγάλες κοτρόνες, ενεργειακές ριπές – ήρθαν καταπάνω τους. Οι περισσότερες βολές αστόχησαν τις πολεμικές μηχανές μέσα στη νύχτα: προσέκρουσαν πάνω στις πλαγιές του περάσματος των βουνών, πάνω σε ογκόλιθους, πάνω σε δέντρα και θάμνους, πάνω στο χώμα. Κάποιες έλιωσαν στρατιώτες από κάτω τους. Και ορισμένες βρήκαν τον στόχο τους: ένας λιθοβόλος καταπέλτης κομματιάστηκε από μια ενεργειακή ριπή· ένα ενεργειακό κανόνι έπαθε σοβαρές ζημιές από μια μεγάλη πέτρα· ακόμα ένας λιθοβόλος χτυπήθηκε, από το βέλος γιγαντοβαλλίστρας· μια γιγαντοβαλλίστρα δέχτηκε μια αγκαθωτή σφαίρα και οι χορδές της έσπασαν.

Κι αμέσως μετά, αεροσκάφη ήρθαν από τη μεριά των Δοντιών της Ουράς. Ελικόπτερα, κυρίως, που είχαν επάνω τους βαλλίστρες προσαρτημένες και ενεργειακά κανόνια. Πετούσαν και έβαλλαν. Ενώ κάποια άλλα περνούσαν πάνω από τους επιτιθέμενους επιχειρώντας να ρίξουν – εκρηκτικά, φοβόνταν οι επαναστάτες, κι αμέσως χτυπούσαν τα αεροσκάφη με ό,τι όπλα είχαν. Ένα από αυτά εξερράγη στον αέρα – πράγμα που σήμαινε ότι όντως κουβαλούσε εκρηκτικές ύλες. Άλλα, όμως, απλά χτυπήθηκαν, κι άφησαν να πέσουν από κάτω τους πέτρες και αγκαθωτές σιδερένιες σφαίρες.

Ένα αεροπλάνο πέρασε γρήγορα ανάμεσα από τους επαναστάτες και τα Δόντια της Ουράς και έριξε εκρηκτικά. Μεγάλη ποσότητα, όπως φάνηκε, γιατί ολόκληρο το πέρασμα ανατινάχτηκε σ’εκείνο το σημείο. Χώμα και πέτρες πήδησαν ψηλά στον ουρανό. Κάποιοι είδαν το αεροπλάνο που είχε πετάξει τα εκρηκτικά να χτυπιέται από τα αποτελέσματα της έκρηξης και να στροβιλίζεται στον γεμάτο σκόνη και πέτρες αέρα γυρίζοντας προς τα ανατολικά.

Η Λαμρίτ είπε στον Στρατηγό Φαρτάνες να σταματήσουν την επίθεση. «Μάθαμε ό,τι ήταν να μάθουμε για την άμυνά τους.»

Ο Στρατηγός του Κίρτβεχ δεν διαφώνησε· ενεργοποιώντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του πρόσταξε τους μαχητές του ν’απομακρύνουν τις πολεμικές μηχανές και να σταματήσουν να ρίχνουν. «Ήμουν έτοιμος να το κάνω ούτως ή άλλως, Πρόμαχε,» είπε στη Λαμρίτ, με όψη προβληματισμένη.

Ο Πολ στεκόταν πίσω τους και κοίταζε τη θολούρα στο τέλος του περάσματος να καθαρίζει σιγά-σιγά, αποκαλύπτοντας πίσω της τόνους από μεγάλους και μικρούς βράχους. «Οι δαιμονισμένοι…» είπε, «μπλόκαραν το πέρασμα ξανά.» Το είχαν κάνει και παλιότερα: είχαν ρίξει εκρηκτικά για να ανατινάξουν τους βράχους και να κλείσουν το πέρασμα της Ουράς, εμποδίζοντας έτσι την προέλαση του φουσάτου του Πρίγκιπα Νοσνάλτος. Οι επαναστάτες έτρωγαν χρόνο προκειμένου να διαλύσουν τα εμπόδια. Ευτυχώς που είχαν τα ενεργειακά κανόνια και τον Οπλοφόρο· οι ριπές τους, αν χρησιμοποιούνταν με προσοχή, είχαν αποδειχτεί το μοναδικό πράγμα που μπορούσε να ανοίξει το πέρασμα χωρίς να προκαλέσει κατολίσθηση.

«Θέλουν να μας αναγκάσουν να πάμε κοντά,» είπε ο Φαρτάνες, «εκεί όπου μπορούν να μας χτυπάνε με τα όπλα τους. Αλλά δε θα τους κάνουμε τη χάρη.»

«Και πώς σκέφτεσαι να καθαρίσουμε το δρόμο για να φτάσουμε στα Δόντια;»

«Μπορεί να μη χρειαστεί να καθαρίσουμε το δρόμο, Πολ,» αποκρίθηκε ο Στρατηγός Φαρτάνες. «Μπορεί να πάμε από δίπλα, σκαρφαλώνοντας στα βουνά.»

«Μας λες ανέκδοτα, μου φαίνεται, αρχηγέ. Από κει θα είμαστε πιο ευάλωτοι.»

«Είσαι σίγουρος γι’αυτό; Πώς θα μας χτυπήσουν μες στα βουνά; Νομίζεις ότι θα μπορούν να μας σημαδέψουν; Ερχόμενοι από το πέρασμα είμαστε, στην πραγματικότητα, πιο ευάλωτοι.»

«Ξεχνάς τ’αεροσκάφη.»

«Αυτά ίσως να είναι το μόνο μας πρόβλημα.»

«Θανατηφόρο πρόβλημα, όμως. Άμα έρθουν από πάνω σου ενώ είσαι γαντζωμένος σε μια πλαγιά, δεν έχεις και πολλές πιθανότητες να επιβιώσεις, είτε σκοπεύουν να σου ρίξουν εκρηκτικά είτε, απλά, κοτρόνες στο κεφάλι.»

«Θα βρούμε έναν μηχανισμό άμυνας,» είπε ο Φαρτάνες. «Εξάλλου, έχουμε και τ’αυτοκίνητα. Το ένα απ’αυτά πετάει.»

«Ακόμα κι η πεταλούδα δεν μπορεί να τα βάλει μόνη της μ’όλα τ’αεροσκάφη των Παντοκρατορικών.»

«Και το άλλο αυτοκίνητο κουβαλά ενεργειακό κανόνι!»

«Ο Οπλοφόρος δεν μπορεί να σκαρφαλώσει σε απότομες πλαγιές, αρχηγέ.»

«Δεν είσαι στρατιωτικός, αν θυμάμαι καλά, Πολ!» είπε ο Φαρτάνες, μοιάζοντας τσαντισμένος μαζί του.

Ούτε κι εσύ, απ’ό,τι φαίνεται! γρύλισε εσωτερικά ο Πολ. «Ξέρω, όμως, πότε είναι επικίνδυνο να σκοτωθούμε όλοι! Επιπλέον, πες μου: Ακόμα κι αν φτάσουμε κοντά στα Δόντια, σκαρφαλώνοντας από τα βόρεια κι από τα νότια, πώς στο μυαλό του Σκοτοδαίμονος θα πολιορκήσουμε το φρούριο; Με τα χέρια μας; Διότι, σίγουρα, δε θα μπορούμε να κουβαλήσουμε πολεμικές μηχανές μαζί μας!»

«Θα πρέπει να τις πάρουμε σε κομμάτια–»

«Τα όποια θα συναρμολογήσουμε ενώ είμαστε έξω από τα τείχη τους και μας πετροβολούν;»

«Κάνε τη δουλειά σου, κι άσε εμένα να κάνω τη δική μου!»

Προτού ο Πολ απαντήσει, η Λαμρίτ είπε: «Θα το ξανασυζητήσουμε. Έτσι κι αλλιώς δεν θα επιτεθούμε απόψε.»

Ο Φαρτάνες έκανε να μιλήσει αλλά εκείνη τον διέκοψε: «Έτσι δεν είναι, Στρατηγέ;»

Ο Φαρτάνες ένευσε. «Ναι.»

Ο Πολ κοίταξε προς τα Δόντια της Ουράς. Το πέρασμα ήταν τελείως μπλοκαρισμένο. Ο δρόμος προς το απόρθητο οχυρό ήταν κλεισμένος με πέτρες και χαλίκια και ογκόλιθους, το ένα πάνω στο άλλο – ακόμα ένα αμυντικό τείχος για τους Παντοκρατορικούς.

«Κάποιοι έρχονται.» Η Διάττα ήταν που μίλησε, γιατί μονάχα εκείνη κοίταζε, κάπου-κάπου, και προς τα πίσω, προς τα δυτικά.

Ο Πολ στράφηκε να την αντικρίσει, συνειδητοποιώντας ότι είχε σχεδόν ξεχάσει την παρουσία της. Την είδε να έχει το χέρι της υψωμένο, δείχνοντας.

Πράγματι, ένα όχημα ερχόταν έχοντας τους προβολείς του αναμμένους.

Ο Φαρτάνες πάτησε ένα κουμπί επάνω στον τηλεπικοινωνιακό πομπό που βρισκόταν ακουμπισμένος στο τραπέζι μπροστά στη σκηνή του. «Τι είναι το όχημα που έρχεται;» ρώτησε.

«Μας έδωσε φιλικό σήμα, Στρατηγέ,» ήρθε η απάντηση από το μεγάφωνο του πομπού.

Ο Φαρτάνες έκλεισε τον πομπό και είπε: «Εφόδια, ίσως, από τον Πρίγκιπα.»

Δεν είναι φορτηγό, παρατήρησε ο Πολ. Τι φέρνει; Σπίρτα;

Το όχημα σταμάτησε μέσα στον καταυλισμό και τέσσερις φιγούρες βγήκαν από το εσωτερικό του, σκοτεινές μέσα στη νύχτα. Μίλησαν με δύο στρατιώτες, κι αυτοί έδειξαν προς τη μεριά του Πολ, της Λαμρίτ, και του Φαρτάνες.

«Εμάς έρχονται να βρουν,» παρατήρησε ο Πολ.

«Έτσι φαίνεται,» συμφώνησε η Πρόμαχος. «Και νομίζω πως έχω μια ιδέα ποιοι είναι.»

Ο Πολ ένευσε. «Ναι, κι εγώ.»

Και δεν είχε άδικο. Δεν ήταν βέβαιος ότι θα ήταν όλοι τους, αλλά υποψιαζόταν ότι θα ήταν τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς. Όταν ήρθαν κοντά, αποκαλύφτηκαν τα πρόσωπά τους στο φως της ενεργειακής λάμπας του τραπεζιού του Φαρτάνες. Ο Δαίδαλος, η Φενίλδα, ο Καρτάφες’νορ, και ο Δάρυλμος.

«Μόνο εσύ μάς έλειπες, πρασινομούρη,» είπε ο Πολ στον τελευταίο, επίτηδες, για να τον πειράξει – αν και το πράσινο δέρμα δεν ήταν τόσο σπάνιο στη Βίηλ όσο σε άλλες διαστάσεις.

Εκείνος μειδίασε. «Είχα ετοιμάσει μια μάσκα για να ομορφύνω τη δική σου μούρη, Πολ. Αλλά, δυστυχώς, ο Τάμπριελ με πρόλαβε.»

«Αυτή δεν είναι μάσκα, εξυπνάκια. Αυτό είναι το κανονικό μου πρόσωπο.»

«Και τώρα έχουμε δύο γνωστούς κοκκινομούρηδες στη Βίηλ,» είπε ο Δάρυλμος με το χαμόγελό του να πλαταίνει.

«Τι σας φέρνει εδώ;» ρώτησε η Λαμρίτ.

«Μάθαμε ότι φτάνετε στο τέλος του περάσματος, Πρόμαχε,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος. «Ήρθαμε να βοηθήσουμε όσο μπορούμε.»

«Έχεις κάποιο τρόπο για να καθαρίσεις αυτά τα μπάζα;» Ο Πολ έδειξε τις πέτρες που έκλειναν το πέρασμα.

«Νομίζω πως έχετε τρόπο κι εσείς, ή κάνω λάθος;»

«Όχι χωρίς να βρεθούμε εντός της εμβέλειας των Παντοκρατορικών. Πριν από λίγο ανατίναξαν το πέρασμα ακριβώς γι’αυτό το λόγο.»

Ο Δαίδαλος φάνηκε σκεπτικός προς στιγμή. Ύστερα είπε: «Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον Κατακρημνιστή. Αλλά θα δεχτεί κι αυτός ριπές… Έχουν ενεργειακά κανόνια, υποθέτω.»

«Εννοείται.»

«Επομένως, φαίνεται να έχουμε πράγματι πρόβλημα,» συμπέρανε ο Δαίδαλος.

«Εγώ είπα ποια είναι η λύση,» είπε ο Στρατηγός Φαρτάνες.

«Η λύση σου, όμως, θα μας σκοτώσει όλους,» τόνισε ο Πολ.

Ο Φαρτάνες τον ατένισε εχθρικά. «Δεν διοικείς εσύ αυτό τον στρατό!»

«Για την ώρα, ας ξεκουραστούμε,» παρενέβη η Λαμρίτ. «Και το πρωί βλέπουμε τι θα κάνουμε. Ίσως κάτι που τώρα δεν είναι φανερό τότε να γίνει φανερό.»

«Δεν αποκλείεται, Πρόμαχε,» συμφώνησε ο Δαίδαλος.

Κι ακόμα φαινόταν σκεπτικός.

Καλό αυτό, παρατήρησε ο Πολ. Αν κάποιος μπορεί να βρει λύση που δεν θα διαλύσει ούτε τις πολεμικές μηχανές μας ούτε θα σκοτώσει το μισό φουσάτο μας αυτός είναι.

6.

«Το σχέδιό σας έπιασε, Στρατηγέ.»

«Ρίσκο ήταν. Μπορούσαν να είχαν ανατινάξει το αεροπλάνο στον αέρα· και τότε απλά θα είχαμε χάσει και τόσες εκρηκτικές ύλες.»

Ο Στρατηγός Ιανός Θάρδηχ ήταν πάντοτε, ακόμα και σε τούτη την προχωρημένη ηλικία, σκληρός με τον εαυτό του. Δεν έβγαζε κανείς τίποτα με το να είναι κάτι λιγότερο, πίστευε. Απλώς γινόταν χειρότερος.

Στεκόταν τώρα δίπλα στον Επόπτη του Πριγκιπάτου Έλρηνεχ και κοίταζαν, μέσα από μια οθόνη στον τοίχο, τα αποτελέσματα της έκρηξης στο πέρασμα της Ουράς. Οι αποστάτες δεν είχαν, μέχρι στιγμής, επιχειρήσει να διαλύσουν τα μπάζα. Είχαν καταλάβει ότι αυτό θα τους καθιστούσε αμέσως στόχους για τις πολεμικές μηχανές των Δοντιών. Το σχέδιο του Ιανού είχε, πράγματι, δουλέψει καλά.

«Αναμφίβολα, αύριο θα κάνουν κάποια προσπάθεια ν’ανοίξουν τον δρόμο,» είπε στον Επόπτη χωρίς να τον κοιτάζει· είχε τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του κι ατένιζε τη μεγάλη οθόνη και το φουσάτο των αποστατών που φαινόταν εκεί. «Ή θα επιχειρήσουν να έρθουν από τα βουνά.»

«Και τι θα κάνουμε τότε;» ρώτησε ο Νικόλαος’σαρ. Γύρω από τους δύο άντρες υπήρχαν κονσόλες και μικρότερες οθόνες, που μπροστά τους ήταν καθισμένοι πέντε άνθρωποι εκπαιδευμένοι στις τηλεπικοινωνίες. Αυτό ήταν το κέντρο ελέγχου των Δοντιών της Ουράς.

«Θα δούμε, ανάλογα,» αποκρίθηκε ο Ιανός. Και, στρεφόμενος τώρα να κοιτάξει τον Νικόλαο, ρώτησε: «Γνωρίζεις το Ξόρκι Ανιχνεύσεως;»

«Αρκετά καλά, αν και υπάρχουν Διαλογιστές που, ασφαλώς, το ξέρουν καλύτερα από εμένα.» Ο Επόπτης του Έλρηνεχ ήταν μάγος του τάγματος των Ερευνητών, και βρισκόταν κάμποσα χρόνια εδώ, στη Βίηλ. Ήταν κατά μια δεκαετία νεότερος από τον Ιανό. «Και κάποιοι Πεφωτισμένοι, επίσης. Οι γηγενείς μάγοι είναι ικανοί σε μια πολύ μεγάλη γκάμα ξορκιών, Στρατηγέ. Εντυπωσιακό, οφείλει κανείς να παρατηρήσει.»

Τον Ιανό δεν τον ενδιέφεραν οι θεωρίες και οι παρατηρήσεις, παρά μόνο αν είχαν κάτι ουσιαστικό να του προσφέρουν. «Μπορείς να εντοπίσεις έναν άνθρωπο από μια φωτογραφία που θα σου δείξω;»

«Αν είναι κοντά…»

Ο Ιανός έβγαλε μέσα από το δερμάτινο πανωφόρι του τη φωτογραφία ενός λευκόδερμου, ξανθού άντρα με μακριά μαλλιά και μούσι.

«Θα προσπαθήσω,» προθυμοποιήθηκε ο Επόπτης. Και, για μερικές στιγμές, κοίταξε καλά τη φωτογραφία σαν να προσπαθούσε να απομνημονεύσει κάθε λεπτομέρειά της. Ύστερα, πλησίασε μια οθόνη που δεν ήταν αναμμένη και άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Ανιχνεύσεως ενώ με το ένα χέρι άγγιζε την άκρη της οθόνης.

Ο Ιανός περίμενε, με τα δικά του χέρια σταυρωμένα μπροστά του.

Ο Νικόλαος’σαρ άφησε την άκρη της οθόνης και στράφηκε στον Στρατηγό. «Δεν είναι κοντά μας,» είπε. «Ποιος είναι; Κάποιος αποστάτης;»

«Ένας πολύ επικίνδυνος προδότης,» αποκρίθηκε ο Ιανός. «Ονομάζεται Πολ Ντέρνηχ, και κάποτε ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας.»

«Οι πράκτορες σάς ζήτησαν να τον βρείτε, Στρατηγέ;»

Όχι ακριβώς, σκέφτηκε ο Ιανός. Όταν τα νέα για την προδοσία του Πολ είχαν φτάσει στη Ρελκάμνια, ο ίδιος ο Ελκράσ’ναρχ είχε πει στον Ιανό να τον βρει και να τον αιχμαλωτίσει, αφού τον πρόσταξε να πάει στη Βίηλ για να βοηθήσει όπως νόμιζε στον πόλεμο που γινόταν εκεί. Ο Ελκράσ’ναρχ τού είχε εμπιστοσύνη. Ο Ιανός ήταν από τους πρώτους του πράκτορες μέσα στη Ρελκάμνια. Ήταν νεαρός στρατιωτικός τότε, και ο Κρυφός Άρχοντας τον είχε ανταμείψει όπως του άξιζε. Ήταν Στρατηγός σήμερα. Ήταν Στρατηγός εδώ και πολλά χρόνια. Και δεν είχε καταντήσει σαν κάτι άλλους, όπως ο Μάριος Υψίκορμος, που είχαν ξεχάσει τι θα πει πραγματική μάχη. Ο Ιανός παρέμενε δραστήριος ακόμα και τώρα, στα πενήντα-έξι του χρόνια.

«Φυσικά,» αποκρίθηκε στον Επόπτη. «Βρίσκομαι σε άμεση επαφή μαζί τους. Οι πληροφορίες μου λένε πως ο Πολ Ντέρνηχ είναι στο Κίρτβεχ. Εκείνος ευθύνεται για την κατάσταση που έχουμε τώρα να αντιμετωπίσουμε.»

«Ένας άνθρωπος; Μόνος του; Δεν είναι δυνατόν, Στρατηγέ!»

«Σίγουρα, όχι μόνος του. Είχε και βοήθεια. Αλλά έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Είχε διεισδύσει στο δίκτυό μας και προκαλέσει πάρα πολλά προβλήματα προτού φανερωθεί τι πραγματικά ήταν.»

«Μάλιστα,» είπε ο Νικόλαος’σαρ δείχνοντας να καταλαβαίνει.

«Προσπάθησε πάλι να τον βρεις,» ζήτησε ο Ιανός. «Μου κάνει εντύπωση που δεν είναι μ’αυτό το στράτευμα που αντιμετωπίζουμε.»

Ο Νικόλαος έκανε ξανά το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, αλλά τίποτα δεν παρουσιάστηκε στην οθόνη. Δεν μπορούσε να εντοπίσει τον Πολ Ντέρνηχ.

Ο Ιανός αναρωτήθηκε αν ο Πολ ήταν προστατευμένος μέσω κάποιας μαγείας.

Δεν μπορούσε με τίποτα να φανταστεί ότι το ξόρκι του Νικόλαου’σαρ αποτύχαινε επειδή ο Πολ δεν ήταν πλέον ο άνθρωπος στη φωτογραφία…

Απολλώνια

1.

Η Ναλτάφιρ περίμενε ο Άζ’λεφκ να προσέξει τη συνολική νοητική οντότητα που είχε ξαμολήσει μέσα στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο, αλλά όσο περίμενε δεν έμενε η ίδια τελείως άπραγη. Κάθε τόσο – μία φορά την ημέρα, τουλάχιστον – πλησίαζε τον στρόβιλο και, απλώνοντας τις μαγικά διευρυμένες αισθήσεις της μέσα του, ερχόταν σε επαφή με τις νοητικές οντότητες που είχε ενοποιήσει κάνοντάς τες να αντιληφθούν την ενιαία ρίζα τους. Ήθελε να δει αν κανένας τις ερευνούσε. Αλλά, συνεχώς, η απάντηση που λάμβανε το μυαλό της ήταν αρνητική: κανείς δεν έδινε σημασία στις ενοποιημένες νοητικές οντότητές της. Έτσι, η Ναλτάφιρ επέστρεφε πάλι στον μικρό καταυλισμό της, κοντά στο Σερπετό και στις γάτες της, προστατευμένη από μια Μαγγανεία Νοητικής Συγχύσεως, μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως, και μια Μαγγανεία Πνευματικής Διαισθήσεως. Ευτυχώς ετούτα τα μέρη ήταν έρημα, όμως, και κανένας δεν πλησίαζε εδώ ούτως ή άλλως.

Το απόγευμα της όγδοης ημέρας, η Ναλτάφιρ, έχοντας φάει το μεσημεριανό της και διαλογιστεί για μερικές ώρες, σηκώθηκε και πλησίασε ξανά τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Στάθηκε εμπρός του και ήρθε, πνευματικά, σε επαφή με τη συνολική νοητική οντότητα που είχε απλώσει εντός του. Δεν χρειαζόταν καν κάποιο ξόρκι για να το κάνει αυτό· το «ξόρκι» που χρησιμοποιούσε ήταν μονάχα μια σκέψη κι ένα βλεφάρισμα: δεν υπήρχε λόγος να ονομαστεί.

Το μυαλό της άγγιξε τη νοητική μορφή – και η Ναλτάφιρ συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν το μοναδικό μυαλό που την άγγιζε!

2.

Κάθε που γέρνει ο ήλιος έρχομαι και νιώθω το Μεγάλο Ποτάμι – που θα μπορούσα να το πω και Μεγάλο Δρόμο – αλλά ποτέ ξανά δεν είχα ακούσει αυτό το τραγούδι να έρχεται από εκεί παρότι διάφορα πράγματα περνάνε από το Μεγάλο Ποτάμι, κυλάνε εντός του παρασυρμένα από αυτό, αλλά είναι κατά κύριο λόγο ανούσια και δεν με ενδιαφέρουν, όμως ετούτο είναι περίεργο: το τραγούδι μοιάζει νάναι για μένα, να με καλεί, μοιάζει να ξέρει κάπως το όνομά μου, να φωνάζει βαθιά το όνομα της ψυχής μου. Τι παράξενο! Κι όποτε το αφουγκράζομαι καταλήγω στην προέλευσή του που είναι αυτή η ατελείωτη μορφή που απλώνεται μέσα στο Μεγάλο Ποτάμι, δεν παρασέρνεται από αυτό, μοιάζει μ’ένα στάσιμο ρεύμα. Σίγουρα δεν πιάνει όλο το Μεγάλο Ποτάμι, αποκλείεται να το πιάνει όλο, είναι ίσως ατελείωτο, μα φτάνει μακριά, πολύ μακριά, και περνά και από εδώ· αγγίζει, δεν έχω αμφιβολία, και άλλους κόσμους, και με ξέρει – αυτό το τραγούδι της μου λέει ότι με ξέρει!

Το πλάσμα στεκόταν σε δύο πόδια και ήταν ντυμένο με δέρματα ζώων. Είχε τα μικρά χέρια του σταυρωμένα μπροστά στην κοιλιά του, ενώ το ένα από τα μεγάλα χέρια του βαστούσε το ξύλινο ραβδί του, και το άλλο κρεμόταν ακίνητο πλάι του. Κοίταζε συλλογισμένα το φαινόμενο που αποκαλούσε «Μεγάλο Ποτάμι», ενώ βρισκόταν μέσα σ’ένα δάσος: το αρχικό μέρος όπου είχε εμφανιστεί το Μεγάλο Ποτάμι ξετρυπώνοντας από τη γη.

Όταν τη ρωτάω όμως για μένα δεν αποκρίνεται ποτέ στις ερωτήσεις μου, δεν πρέπει νάχει νοημοσύνη, σίγουρα όχι σαν τη δική μου· αναρωτιέμαι αν είναι τυχαίο που η ψυχή μου νιώθει να την καλεί, μου μοιάζει απίθανο να γνωριζόμαστε, αν και ο κόσμος είναι ατέρμονος και το μυστήριό του μεγάλο. Πώς θα μπορούσα να μάθω περισσότερα–;

Μια άλλη παρουσία!

Μέσα από τη μορφή που απλώνεται στο Μεγάλο Ποτάμι, μια άλλη παρουσία! Σε κάποια άκρη του Ποταμιού. Στην κορυφή του! Με φωνάζει, ακούω να με φωνάζει. «Άζ’λεφκ,» λέει. Ξέρει το πραγματικό μου όνομα! το όνομα που μου αποκαλύφθηκε μέσα από τα όνειρά μου! Κάποια θεά νομίζω, η παρουσία είναι σίγουρα θηλυκή, και μου ζητά να έρθω να τη βρω στην αρχή της μορφής που απλώνεται μέσα στο Μεγάλο Ποτάμι. Θα μπορούσε να θέλει το κακό μου αλλά αν ναι δεν καταλαβαίνω γιατί, δεν γνωριζόμαστε, και είναι τόσο εύκολο αν δω κίνδυνο να φύγω πάλι κολυμπώντας μέσα στα ρεύματα του Μεγάλου Ποταμιού· την άλλη φορά που το είχα κάνει ήταν εύκολο και έτσι θα είναι και τώρα. Ίσως θα έπρεπε να είχα ταξιδέψει περισσότερο αλλά υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χαθεί κανείς. Όχι όμως αν ακολουθήσω αυτή τη μορφή, η μορφή θα με οδηγήσει όπως μια σκαλωσιά.

Η θεά πρέπει να είναι κάποια πολύ εξελιγμένη μορφή νοημοσύνης, το διαισθάνομαι, το ξέρω! Θα μπορούσε ίσως να έχει κάποιο μυστικό να μου αποκαλύψει;

Το πλάσμα βούτηξε στο Μεγάλο Ποτάμι και ακολούθησε τη μορφή που απλωνόταν εκεί σαν να ήταν ένα σταθερό ρεύμα μέσα του. Γύρω του, τώρα, έβλεπε μονάχα αλλοιωμένα σχήματα, ακαθόριστες σκιές, και, κάπου-κάπου, ξεκάθαρα αντικείμενα που ταξίδευαν στο Μεγάλο Ποτάμι παρασυρμένα από αυτό.

Πλησίασε, τελικά, την άκρη όπου βρισκόταν η θεά. Είδε τη σκιά της πέρα, έξω, από το νερό του Μεγάλου Ποταμού.

Έφτασα!

3.

Η Ναλτάφιρ έκανε ένα βήμα όπισθεν, βλέποντας το πλάσμα που ξεπρόβαλε μέσα από τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Ήταν ανθρωποειδές αλλά ψηλότερο από οποιονδήποτε άνθρωπο είχε αντικρίσει. Είχε πολύ ψηλά πόδια. Και τέσσερα χέρια: δύο που έμοιαζαν με κανονικά χέρια ανθρώπου και δύο πολύ πιο μακριά. Στο ένα από τα τελευταία κρατούσε ένα ξύλινο ραβδί γεμάτο χαράγματα και λαξεύματα. Το κεφάλι του πλάσματος ήταν μακρόστενο και μαλλιαρό. Στην άκρη του σαγονιού του κρεμόταν ένα μακρύ, μαύρο γένι, όπως από το σαγόνι τράγου. Τα μάτια του ήταν μεγάλα αλλά όχι γουρλωτά: αντιθέτως, ήταν στενά και παρατηρητικά. Το δέρμα του ήταν γκριζωπό.

Το πλάσμα ήταν ντυμένο με δέρματα ζώων, και ένας σάκος κρεμόταν από τη μέση του. Έμοιαζε πρωτόγονο. Δε μπορεί τούτη να ήταν μια από τις μορφές που έπαιρνε ο Άζ’λεφκ!

Αλλά ποιος ξέρει τι είδους παιχνίδια έπαιζε αυτός;

«Είσαι ο Άζ’λεφκ;» ρώτησε η Ναλτάφιρ με επιφύλαξη, ενώ πίσω της άκουγε τις γάτες της να νιαουρίζουν φοβισμένα και το Σερπετό να βαδίζει πάνω στο χορτάρι. Η μάγισσα μπορούσε να διαισθανθεί την ανησυχία του μεγάλου ερπετού: δεν αναγνώριζε αυτό το παράξενο ανθρωποειδές πλάσμα και δεν το συμπαθούσε, και ήταν έτοιμο να προστατέψει τη Ναλτάφιρ αν χρειαζόταν.

Το πλάσμα που είχε έρθει από τον στρόβιλο έτριξε, για μερικές στιγμές, τα δόντια του· έκανε κάποια φαινομενικά άσκοπα κλικ κλακ με τη γλώσσα του. Έμοιαζε, ίσως… συλλογισμένο; Ύστερα είπε, μιλώντας στη Συμπαντική: «Γνωρίζεις το πραγματικό μου όνομα…» με θαυμασμό. Δέος, ίσως.

«Σε αναζητούσα,» αποκρίθηκε η Ναλτάφιρ. «Αλλά δεν περίμενα ότι… θα έπαιρνες αυτή τη μορφή.» Δεν είχε ποτέ ξανά δει τέτοιο πλάσμα. «Τι είναι αυτή η μορφή;»

Ο Άζ’λεφκ την ατένισε για λίγο σαν ατελείωτα περίπλοκες σκέψεις να περνούσαν απ’το μυαλό του – πράγμα που έμοιαζε παράδοξο, δεδομένης αυτής της φαινομενικά πρωτόγονης μορφής. «Ονομαζόμουν ____________ προτού μάθω το πραγματικό μου όνομα. Κι ακόμα πολλοί στην πατρίδα μου έτσι με αποκαλούν.»

Η Ναλτάφιρ δεν μπόρεσε να πιάσει ακριβώς το όνομα που είπε το πλάσμα. Η λέξη ήταν τελείως άγνωστη γι’αυτήν. Μονάχα ένα Τες κατάλαβε. «Υπάρχουν κι άλλοι σαν εσένα;»

«Φυσικά. Σαν εσένα δεν έχω ξαναδεί, όμως. Είσαι θεά;»

Η Ναλτάφιρ συνοφρυώθηκε. «Πρώτη φορά που κάποιος με ονομάζει ‘θεά’,» παραδέχτηκε, «κι έχω ζήσει πολλά χρόνια.» Πρέπει να είναι τελείως πρωτόγονο αυτό το πλάσμα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί ο Άζ’λεφκ – ο κανονικός Άζ’λεφκ – να με περνούσε για θεά. «Με κοροϊδεύεις, Άζ’λεφκ;»

Σκέψεις, ατελείωτες σκέψεις, φάνηκαν να περνάνε από το μυαλό του πλάσματος: η Ναλτάφιρ το έβλεπε στα μάτια του. Ποτέ δεν παύει να σκέφτεται! Τελικά, ο Τες είπε: «Δεν θα τολμούσα, Απόμακρη Θεά. Μπορώ μονάχα να σ’ευχαριστήσω για το ιερό δώρο που μου έκανες.»

«Ποιο δώρο;» Αν δεν ήταν ο Άζ’λεφκ, τότε πώς είχε καταλάβει το κάλεσμα της συνολικής νοητικής οντότητας; Πώς είχε γλιστρήσει μέσα από τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο, μα όλους τους θεούς του ατέρμονου σύμπαντος; Αυτό ήταν κάτι που μονάχα ο Άζ’λεφκ θα μπορούσε να κάνει. Κανένας άλλος. Είχε τόσο τρομερές δυνάμεις, κι όμως έβλεπε τη Ναλτάφιρ σαν… θεά… Παράλογο. Τελείως παράλογο.

«Τη γλώσσα σου, Απόμακρη Θεά. Θα την κρατήσω στη μνήμη μου για πάντα.»

Το πλάσμα πρέπει να είχε στιγμιαία μάθει τη Συμπαντική Γλώσσα! συνειδητοποίησε η Ναλτάφιρ. Και τώρα, το είδε να γονατίζει μπροστά της, στο ένα γόνατο· κι έτσι το πρόσωπό του βρέθηκε λιγάκι πιο πάνω από το δικό της πρόσωπο – ενώ πριν βρισκόταν δυο κεφάλια πιο πάνω.

Αυτό δεν είναι εκείνο που περίμενα, σκέφτηκε η Ναλτάφιρ. Δεν είναι καθόλου εκείνο που περίμενα. Πλησίασε το πλάσμα για ν’αγγίξει τον ώμο του. «Άζ’λεφκ,» είπε. «Είσαι σίγουρος πως είσαι ο Άζ’λεφκ;»

«Αυτό είναι το όνομα που μου αποκαλύφθηκε μέσα από τα όνειρά μου, Απόμακρη Θεά, όταν κατάλαβα το ατελείωτο του κόσμου,» είπε το πλάσμα ύστερα από μερικές στιγμές σκέψης. «Το άλλο μου όνομα είναι ____________,» επανέλαβε.

«Θα σε λέω Τες, αν δεν σε πειράζει.»

«Όπως επιθυμείς, Απόμακρη Θεά.»

«Πώς διέσχισες τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο, Τες;»

Ο Τες την ατένισε συλλογισμένα.

Μέσα στο κεφάλι του σκέψεις κυλούσαν: Τόσο παράξενη αυτή η θεά, με γνώριζε κι όμως με ρωτά αν όντως είμαι αυτός που κάλεσε – τι παραδοξότητα! Αυτή που η μορφή μέσα στο Μεγάλο Ποτάμι είναι σίγουρα δική της με κοιτάζει και μου μιλά σαν εγώ να ήμουν κάτι περισσότερο από εκείνη! Μα τους θεούς κοίτα πώς είναι το σώμα της! τόσο μικροσκοπικό και του λείπουν τα μακριά χέρια! και το δέρμα της, μαύρο σαν τα πυκνά σκοτάδια, αλλά τα μάτια της γεμάτα φλογερή νοημοσύνη! και τα μαλλιά της σαν λουλούδια πάνω στο κεφάλι της.

Και τι παράξενη ονομασία είναι τώρα τούτη; υπερδιαστασιακός στρόβιλος… Τι μυστηριώδης και όμορφη η Γλώσσα της Απόμακρης Θεάς! Πρέπει να αναφέρεται στο Μεγάλο Ποτάμι νομίζω, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.

«Το Μεγάλο Ποτάμι, Απόμακρη Θεά;» Έδειξε πίσω του, με το ελεύθερο μακρύ χέρι.

Η Ναλτάφιρ έγνεψε καταφατικά. «Ναι.»

Δεν μπορεί να καταλάβει πώς ήρθα! ενώ η ίδια δημιούργησε αυτή τη μορφή μέσα στο Μεγάλο Ποτάμι η οποία με καλούσε με το αληθινό μου όνομα, και με ξέρει! «Κολύμπησα, Απόμακρη Θεά. Βούτηξα στο Μεγάλο Ποτάμι και κολύμπησα ακολουθώντας το ρεύμα που είχες δημιουργήσει.» Με δοκιμάζει ίσως για να δει αν ήρθα τυχαία ή αν την άκουσα.

«Απλά… κολύμπησες.»

Τι άλλο περιμένει να της πω; δεν είμαι εγώ γνώστης των μυστηρίων του σύμπαντος όπως εκείνη, μονάχα ένας ερευνητής, βούτηξα και κολύμπησα ακολουθώντας ένα κάλεσμα εξαιτίας της περιέργειάς μου· πώς μπορείς να μην ερευνήσεις όταν βλέπεις τέτοια μυστηριώδη ομορφιά στον κόσμο! «Ναι.»

Η Ναλτάφιρ παρατήρησε για λίγο τον Τες αμίλητη, απορώντας που είχε καθυστερήσει τόσο για να της πει μονάχα ένα ναι, ενώ ατελείωτες σκέψεις φαινόταν να κυλάνε πίσω από τα ερευνητικά μάτια του. «Κολύμπησε» μέσα στον στρόβιλο αλλά δεν ξέρει πώς. Το έκανε φυσικά, όπως ένα αμφίβιο που βουτά στο ποτάμι. Η Ναλτάφιρ, όμως, θα περίμενε μια καλύτερη απάντηση από τον Άζ’λεφκ, σε οποιαδήποτε μορφή του.

«Δεν θυμάσαι τις άλλες σου μορφές;» τον ρώτησε. Πίσω της διαισθανόταν το Σερπετό να έχει πλησιάσει, παραξενεμένο τώρα, περισσότερο, παρά θορυβημένο.

Ο Τες το είχε επίσης προσέξει. Αυτός ο υπηρέτης της Απόμακρης Θεάς μοιάζει με τους μεγάσαυρους της πατρίδας μου αλλά εκείνοι είναι ψηλότεροι και δυνατότεροι και δεν έχουν αυτό το κέρατο στη μουσούδα, όμως νιώθω μια ασυνήθιστη δύναμη μέσα σ’ετούτο το πλάσμα, μια δύναμη που οι μεγάσαυροι δεν την έχουν, μια δύναμη που αγγίζει τα όρια της αντίληψής μου· πρέπει αυτό το πλάσμα νάναι βαθιά συνδεδεμένο με τον κόσμο της Απόμακρης Θεάς, είμαι σίγουρος πως αν έπεφτα να κοιμηθώ θα το συναντούσα και στα όνειρά μου, υπάρχει διπλό εδώ πέρα. Μη με φοβάσαι φίλε μου, η θεά σου με ονομάζει Τες και δεν είμαι εδώ ως εχθρός.

Αλλά η Απόμακρη Θεά κάτι με έχει ρωτήσει! Σε ποιες άλλες μορφές μπορεί να αναφέρεται; Μάλλον ξέρει για τα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου. «Τις θυμάμαι, Απόμακρη Θεά. Όποτε επισκέπτομαι κάποια από τις πολλαπλές πλευρές στον ύπνο μου, θυμάμαι και τις άλλες μορφές. Ήμουν κάποτε ένα πτηνό που φτεροκοπούσε πάνω από έναν κόσμο όλο γιγάντια νησιά. Ήμουν κάποτε ένα πλάσμα σαν… εσένα, νομίζω, και κατοικούσα σε μια πόλη που απλωνόταν ώς τα πέρατα του ορίζοντα, έχοντας οικοδομήματα που έφταναν ώς τους ουρανούς. Και υπήρχαν οχήματα σ’αυτή την πόλη που πετούσαν και δεν τα τραβούσαν ζώα, ούτε τα κινούσε ο Άνεμος του Αστερισμού. Όταν μίλησα στους πατριώτες μου γι’αυτή την πόλη, νόμιζαν ότι τους έκανα πλάκα.» Ένα λαρυγγώδες γέλιο βγήκε μέσα από τον Τες ενώ το μακρύ του γένι κουνιόταν καθώς το κεφάλι του τρανταζόταν.

Η Ναλτάφιρ αναλογίστηκε τα λόγια του. Έτσι όπως της τα έλεγε, ήταν σαν ο Τες να ήταν ο Άζ’λεφκ αλλά όχι ακριβώς. Μήπως ο Άζ’λεφκ είχε, κάπως, παγιδευτεί στη μορφή αυτού του πρωτόγονου πλάσματος και, στα όνειρά του, θυμόταν τις μορφές που είχε πάρει παλιότερα; Αν αυτό αλήθευε, τότε η Ναλτάφιρ όφειλε να τον βοηθήσει. Αλλά πώς;

«Απόμακρη Θεά, δεν σε κοροϊδεύω.»

«Το ξέρω,» είπε η Ναλτάφιρ.

Φυσικά και το ξέρει! σκέφτηκε ο Τες. Τι ανόητος που είμαι να υποθέτω ότι μπορεί να μην ήξερε ήδη την αλήθεια, ότι αυτή μπορεί να μην ήταν απλώς μια ερώτηση για να με δοκιμάσει…

Η Ναλτάφιρ ρώτησε: «Θα έρθεις να καθίσεις μαζί μου;»

«Ναι, Απόμακρη Θεά.»

«Το όνομά μου είναι Ναλτάφιρ,» είπε η μάγισσα, γυρίζοντας και βαδίζοντας προς τον καταυλισμό της. Το Σερπετό βάδισε πλάι της.

Ο Τες σηκώθηκε όρθιος και την ακολούθησε.

Οι γάτες της περίμεναν κοντά στη φωτιά. Νιαούρισαν βλέποντάς τον να έρχεται.

Ο Τες μειδίασε. Σαν μικροσκοπικές γάτες είναι· ίσως η θεά να τις μίκρυνε επειδή την προσέβαλαν κάπως και να τις έκανε δούλες της. Ακόμα κι εγώ τις φοβίζω!

Η Ναλτάφιρ κάθισε πλάι στη φωτιά, και ο Τες αντίκρυ της, οκλαδόν.

«Θα ήθελα να σε ρωτήσω κάποια πράγματα,» του είπε.

«Φυσικά,» αποκρίθηκε εκείνος μετά από σκέψη.

«Στη Ρελκάμνια, θυμάσαι να συνάντησες μια κοπέλα που ονομαζόταν Αγαρίστη; Δεν ήσουν σ’αυτή τη μορφή, βέβαια. Ήσουν σαν εμένα, αλλά αρσενικός του είδους μου. Περνούσες από τη Ρελκάμνια και, κατά καιρούς, σταματούσες στο μηχανουργείο του πατέρα της Αγαρίστης.»

Ο Τες σκέφτηκε. Και μετά είπε: «Όχι, δεν το θυμάμαι.»

Τι κάνουμε τώρα; αναρωτήθηκε η Ναλτάφιρ. Αν ο Άζ’λεφκ είχε παγιδευτεί σ’αυτή τη μορφή και είχε ξεχάσει το παρελθόν του, τι μπορούσε εκείνη να κάνει; Πώς μπορούσε να λάβει τη βοήθειά του εναντίον του Ελκράσ’ναρχ; «Η πόλη που βλέπεις στα όνειρά σου – αυτή με τα πανύψηλα οικοδομήματα και με τα οχήματα που πετάνε – μάλλον είναι η Ρελκάμνια.»

«Πού βρίσκεται; Εδώ;»

«Όχι. Είναι σε άλλη διάσταση. Σε άλλο κόσμο.»

«Ναι, καταλαβαίνω πώς χρησιμοποιείς τη λέξη ‘διάσταση’ στη γλώσσα σου.»

Ευτυχώς. «Θα ήσουν πρόθυμος να ταξιδέψεις μαζί μου ώς τη Ρελκάμνια, Άζ’λεφκ;»

«Θα ήταν μεγάλη μου τιμή ένα τέτοιο ταξίδι, Απόμακρη Θεά.»

«Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα,» του είπε η Ναλτάφιρ. «Η μορφή σου. Δεν υπάρχουν άλλοι σαν εσένα εκεί, και η διάσταση διοικείται από ένα καθεστώς που… ας πούμε ότι δεν φημίζεται για την ελεύθερη ιδεολογία του. Ίσως να σε φυλακίσουν απλά και μόνο επειδή η μορφή σου είναι διαφορετική από τη δική τους. Μπορείς ν’αλλάξεις μορφή;»

Μετά από κάποια ώρα σκέψης, ο Τες είπε: «Μπορώ να τους κάνω να νομίζουν ότι είμαι σαν εσένα.» Και η Ναλτάφιρ είδε τον εαυτό της αντίκρυ της.

«Εντάξει,» είπε, «αλλά όχι τόσο ίδιος μ’εμένα. Και… πες μου, πώς το έκανες αυτό; Επηρέασες κάπως την αντίληψή μου; Δηλαδή, θα πιάνει και σε πολλούς ανθρώπους συγχρόνως;»

«Δεν επηρέασα εσένα, Απόμακρη Θεά. Πήρα τον κόσμο και τον έκανα καθρέφτη γύρω μου.» Μειδίασε πάνω από το μακρύ γένι του. «Πρέπει να προσέχω, όμως, γιατί μπορεί ο καθρέφτης να σπάσει. Καθρέφτης είναι.»

«Μάλιστα,» είπε η Ναλτάφιρ, αφού κι εκείνη σκέφτηκε κάποια πράγματα. «Θα ταξιδέψουμε στη Ρελκάμνια, λοιπόν. Αλλά θα ειδοποιήσουμε πρώτα τον Κλαρκ. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει τώρα να πάμε σε κάποια μεγάλη πόλη της Απολλώνιας, για να βρω τον κατάλληλο εξοπλισμό.»

4.

Την είχαν κλειδώσει μέσα σ’ένα σιδερένιο κατασκεύασμα που δεν της άφηνε περιθώριο να κουνήσει ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια της αλλά την ανάγκαζε να στέκεται όρθια. Μονάχα ένα στενό άνοιγμα για τα μάτια της υπήρχε, μέσα από το οποίο έβλεπε μια ανοιχτή πόρτα: το μοναδικό μέρος γύρω της απ’όπου ερχόταν φως.

Η Ιωάννα ήξερε πώς ονόμαζαν οι Παντοκρατορικοί αυτό το πράγμα όπου την είχαν κλείσει παρότι δεν το είχε δει καλά από έξω· ήταν μισολιπόθυμη όταν την είχαν βάλει εδώ. «Ανθρώπινο άγαλμα» το έλεγαν, και το χρησιμοποιούσαν για βασανιστήρια, ή για να κλειδώνουν άκρως επικίνδυνους εγκληματίες μέχρι να μεταφερθούν αλλού.

Από το στενό άνοιγμα της φυλακής της, η Ιωάννα δεν μπορούσε να διακρίνει κανέναν φρουρό μες στο σκοτάδι, όμως το απέκλειε να την είχαν αφήσει αφρούρητη, ακόμα κι όταν ήταν κλεισμένη εδώ μέσα. Οι φρουροί πρέπει να βρίσκονταν εκεί όπου αδυνατούσε να τους δει.

Ολόκληρο το σώμα της είχε μουδιάσει, στη στάση που του επέβαλλε το ανθρώπινο άγαλμα, και πονούσε από τις μελανιές και τα τραύματα επάνω του. Η Ιωάννα αισθανόταν κράμπες σε διάφορα σημεία, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα για να τις χαλαρώσει.

Της ήταν αδύνατο να υπολογίσει τον χρόνο εδώ μέσα. Σε κάποιες στιγμές, λιποθυμούσε ή κοιμόταν, και μετά ξυπνούσε πάλι, από κάποιο θόρυβο ίσως, ή εξαιτίας της άβολης στάσης. Άκουγε την αναπνοή της δυνατή μέσα στο μεταλλικό κουβούκλιο που την περιέβαλλε. Μύριζε σίδερο και τον ιδρώτα της· και το αίμα της, επίσης.

Μονάχα η εκπαίδευσή της ως Μαύρη Δράκαινα κρατούσε μακριά τον απόλυτο τρόμο που απειλούσε να την τυλίξει και να κλέψει το μυαλό της. Ο Άλδρος Λόρτραν, ο εκπαιδευτής των Μαύρων Δρακαινών, που ήθελε να τον αποκαλούν Θεό, κάποτε τις είχε θάψει όλες τους κάτω από τη γη. Αλλά η καθεμία δεν ήξερε τι είχε συμβεί στις άλλες: ο Θεός τις είχε πάρει ξεχωριστά· έτσι, μέσα στο μυαλό της θαμμένης στριφογύριζε συνεχώς η φρικτή σκέψη ότι μπορεί αυτή να ήταν κάποια παρανοϊκή τιμωρία ειδικά για εκείνη. Ο Άλδρος Λόρτραν τις είχε αφήσει ώρες ολόκληρες παγιδευμένες κάτω από τη γη. Δύο τις είχε πιάσει υστερία· είχαν σχεδόν παραφρονήσει όταν τις έβγαλαν. Δεν ολοκλήρωσαν ποτέ την εκπαίδευσή τους. Οι άλλες τα είχαν καταφέρει να μη χάσουν τα λογικά τους, αλλά ορισμένες ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση.

Η Ιωάννα, κλειδωμένη τώρα μέσα στο ανθρώπινο άγαλμα, καταλάβαινε ότι τούτη η εμπειρία δεν ήταν τόσο άσχημη όσο εκείνη, και το μυαλό της δεν μπορούσε να πανικοβληθεί. Ωστόσο, παρά την εκπαίδευσή της, ήταν αδύνατο να μην αισθάνεται έναν φόβο βαθιά εντός της.

Σε κάποια στιγμή, είδε μια σκιερή φιγούρα να περνά μπροστά από το φως της πόρτας αντίκρυ της. Και μετά, ακόμα μία. Παράξενο. Πριν, τόσες ώρες (πόσες ακριβώς, άραγε;), δεν είχε δει τίποτα τέτοιο.

Ξαφνικά, κάτι χτύπησε το σιδερένιο περίβλημα γύρω της, κάνοντάς το να δονηθεί ολόκληρο, και τραντάζοντας και την Ιωάννα στο εσωτερικό του. Η δόνηση νόμιζε ότι έφτασε ώς τα κόκαλά της. Το μουδιασμένο σώμα της πόνεσε.

Ένα ουρλιαχτό αντήχησε από κάπου.

Ακόμα ένα χτύπημα στο ανθρώπινο άγαλμα, διαπερνώντας το ταλαιπωρημένο σώμα της Ιωάννας.

Ένας ήχος, σαν κάποιος να κοπανούσε πέτρες με σφυρί.

Τι σκατά γίνεται; Τι κάνουν;

Το φως στην πόρτα αντίκρυ της αναβόσβησε, κι ένα σκυλί φάνηκε να περνά τρέχοντας.

Τι κάνουν;

Κάποιος χτύπησε ξανά το ανθρώπινο άγαλμα όπου ήταν κλεισμένη. Ο πόνος την είχε πια παραλύσει τελείως. Βλεφάρισε για να διώξει δάκρυα από τα μάτια της.

Το φως στην πόρτα έσβησε.

Ακόμα ένα ουρλιαχτό αντήχησε.

Προσπαθούσαν να σε υποβάλουν, είπε στον εαυτό της η Ιωάννα. Μη δίνεις σημασία. Έκλεισε τα μάτια της.

Δυνατά γαβγίσματα ακούστηκαν από κάπου.

Άλλο ένα χτύπημα πάνω στο σιδερένιο περίβλημα γύρω της.

Η Ιωάννα προσπαθούσε να τους αγνοήσει, εξακολουθώντας να έχει τα βλέφαρα σφαλισμένα. Αισθάνθηκε, όμως, έναν δυνατό τρόμο να έρχεται να την καταλάβει, σπρώχνοντας για να παραμερίσει την εκπαίδευσή της. Τα αιχμηρά νύχια του βυθίζονταν στην ψυχή της.

Αδύνατον! Δε μπορούσε να το πιστέψει ότι είχε τρομοκρατηθεί έτσι από τούτες τις μαλακίες των Παντοκρατορικών. Έφερε στο νου της την εκπαίδευσή της· αυτό, όμως, έκανε μονάχα τον τρόμο της να μεγαλώσει. Αισθανόταν παγωμένη, βαθιά μέσα της. Οι σκέψεις της στριφογύριζαν. Το γυμνό σώμα της έτρεμε μέσα στη σιδερένια φυλακή που το κρατούσε ακίνητο. Κάποιος κάνει κάτι! σκέφτηκε η Ιωάννα. Κάποιος μού κάνει κάτι επίτηδες! Κάποιος μάγος, ίσως; Κάποιος του τάγματος των Διαλογιστών; Χρησιμοποιούσαν τέτοιου είδους ξόρκια, δεν χρησιμοποιούσαν;

Η Ιωάννα πάλεψε να διώξει τον τρόμο, και το βρήκε τόσο δύσκολο όσο αν προσπαθούσε να σταματήσει παγερό νερό που την έλουζε από ψηλά.

Ακούσια, κραύγασε. Πάλεψε, μάταια, να σπρώξει τη φυλακή της, να την ανοίξει.

Σταμάτησε τον εαυτό της. Αυτό είναι άσκοπο! Άσκοπο!

Αισθανόταν τόσο παγιδευμένη, τόσο αδύναμη… Πολέμησέ το! Πολέμησέ το! Άνοιξε τα μάτια της, ψάχνοντας να βρει κάτι για να απασχολήσει το μυαλό της, να ξεφύγει από τον παράλογο τρόμο. Αλλά έβλεπε μονάχα σκοτάδι.

Κι ύστερα από λίγο, κάποιος ή κάποιοι άρχισαν να χτυπάνε αλλεπάλληλα το ανθρώπινο άγαλμα, τραντάζοντάς την ενώ, συγχρόνως, ο τρόμος σπάθιζε την ψυχή της. Η Ιωάννα νόμιζε ότι δεν μπορούσε ν’αντέξει άλλο· προσπάθησε να κάνει τη φυλακή της να γείρει και να πέσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Τα δόντια της έτριζαν, γεύτηκε αίμα.

«Σταματήστε!» ούρλιαξε. Και τα χτυπήματα σταμάτησαν.

Αντίκρυ της, πίσω από τα δάκρυα που θόλωναν τα μάτια της, είδε ένα φως να ανάβει. Η πόρτα είχε αποκαλυφτεί ξανά· και μια ανθρώπινη φιγούρα ερχόταν από εκεί. Φορούσε φαρδιά ρούχα και κουκούλα. Πλησίασε τη φυλακή της Ιωάννας και στάθηκε μπροστά της. Μέσα από την κουκούλα εκείνη διέκρινε ένα γυναικείο πρόσωπο, κατάμαυρο, με γκρίζα μάτια.

«Ο Στρατηγός Οξύτριχος θέλει να μάθει τα σχέδια του Αρχιπροδότη για τη Βολιρία, Μαύρη Δράκαινα,» είπε η άγνωστη. «Θα του μιλήσεις;»

Η Ιωάννα έτρεμε από τον φόβο που είχε, αναμφίβολα, προκληθεί με κάποια μαγεία· μετά δυσκολίας, απάντησε: «Δεν ξέρω τίποτα.»

Η μαυρόδερμη γυναίκα τής γύρισε την πλάτη και βάδισε προς την πόρτα· εξαφανίστηκε μέσα στο φως.

Και χτυπήματα άρχισαν πάλι να πέφτουν πάνω στο ανθρώπινο άγαλμα, απανωτά, αδιάκοπα. Ώσπου η Ιωάννα λιποθύμησε.

5.

Οι Απολλώνιες δυνάμεις σφυροκοπούσαν συνεχόμενα τη Βολιρία από τα δυτικά. Στόχος τους ήταν να διαλύσουν τους αμυντικούς πύργους των Παντοκρατορικών από εκείνη τη μεριά, καθώς και κάθε άλλο σύστημα άμυνας, ώστε να εισβάλουν στην πόλη και ν’αρχίσουν να καταλαμβάνουν θέσεις εντός της. Όταν αυτό γινόταν, ο Ανδρόνικος νόμιζε πως θα είχε πιθανότητες να εντοπίσει και την Ιωάννα, αν εξακολουθούσαν να την κρατάνε ακόμα στη Βολιρία και δεν την είχαν στείλει βόρεια, στον Ερειπιώνα – τη διαστασιακή δίοδο προς Ρελκάμνια. Οι Παντοκρατορικοί, όμως, ήταν αποφασισμένοι να δυσκολέψουν τα πράγματα για τον Πρίγκιπα της Επανάστασης και τους μαχητές του. Χτυπούσαν τους Απολλώνιους με μεγάλα πυροβόλα, πυραύλους, ρουκέτες, ενεργειακά κανόνια, άρματα μάχης, αεροσκάφη, μεταβαλλόμενα άρματα. Ο κόσμος ολόκληρος τρανταζόταν από το κροτάλισμα των όπλων, τους τροχούς και τις ερπύστριες πελώριων οχημάτων, το βούισμα από έλικες και προωθητήρες, τον καλπασμό αλόγων.

Όταν όμως, το μεσημέρι, έγινε παύση πυρός και οι ζημιές καταμετρήθηκαν, φάνηκε πως οι Απολλώνιοι είχαν κατορθώσει να επιτύχουν το μεγαλύτερο μέρος του στόχου τους. Οι περισσότεροι αμυντικοί πύργοι στα δυτικά άκρα της Βολιρίας ήταν κατεστραμμένοι, και σχεδόν κάθε οικοδόμημα από εκείνη τη μεριά της πόλης ήταν ρημαγμένο.

Δεν είμαστε μακριά τώρα, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, ατενίζοντας τα συντρίμμια, τους καπνούς, και τις φωτιές με τα κιάλια του, από το ύψωμα όπου στεκόταν. Ώς το βράδυ μπορούμε να είμαστε μέσα, αν παλέψουμε σκληρά. Και ήλπιζε πως η στρατηγική του ήταν λογική, πως δεν έβαζε τους Απολλώνιους σε παράλογο κίνδυνο απλά και μόνο για χάρη της Ιωάννας. Το γεγονός ότι ο Οδυσσέας και η Δούκισσα Ευδοκία συμφωνούσαν μαζί του μέχρι στιγμής τον έκανε να πιστεύει πως είχε δράσει καλά.

Κατέβασε τα κιάλια του και στράφηκε προς το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα και τους συντρόφους του.

6.

Στο εσωτερικό της Βολιρίας, μέσα στο Κέντρο Ελέγχου των Παντοκρατορικών, ο Στρατηγός Ευγένιος Οξύτριχος ήταν εξοργισμένος με την κατάσταση.

«Χρειαζόμαστε βοήθεια,» είπε στους αξιωματικούς του.

«Έχουμε στείλει αεροσκάφος στη Βιρβάνη, Στρατηγέ, από το πρωί, κατόπιν διαταγής σας–»

«Η Βιρβάνη δεν έχει τίποτα να μας προσφέρει!» τον διέκοψε ο Ευγένιος. «Χρειαζόμαστε βοήθεια από τη Ρελκάμνια!»

Η Τζηλ Μαλράβω είπε: «Η Μεγαλειοτάτη, αυτό τον καιρό, είναι πολύ διστακτική να στείλει στρατό, εξαιτίας της γενικευμένης–»

«Αν δεν μας στείλει ενισχύσεις, θα χάσουμε την Απολλώνια!» είπε ο Ευγένιος, κοπανώντας τη γροθιά του στο τραπέζι γύρω απ’το οποίο όλοι τους στέκονταν. «Αν πέσει η Βολιρία στα χέρια του Αρχιπροδότη, έχουμε ηττηθεί. Δεν πρόκειται να κρατήσουμε τη Βιρβάνη. Και η Ξανθούπολη επίσης δέχεται επιθέσεις τώρα, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, ενώ η Νούμβρια έχει παρθεί, και από τη Γλαυκόπολη οι δυνάμεις μας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.»

«Και θα είναι εδώ, σύντομα, Στρατηγέ,» είπε ένας ταγματάρχης. «Πρέπει να βρίσκονται επί του παρόντος στα Παλιά Κάστρα.»

«Και τι διαφορά νομίζεις ότι θα κάνει αυτό;» γρύλισε ο Ευγένιος. «Πόσους μαχητές έχουν να μας προσφέρουν; Πόσα άρματα; Πόσα αεροσκάφη; Οι δυνάμεις στη Νούμβρια αποδεκατίστηκαν, και στη Γλαυκόπολη δεν υπήρχε ποτέ κανένα σοβαρό στράτευμα!»

«Παρ’όλ’αυτά, Στρατηγέ,» επέμεινε ο ταγματάρχης, «θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις δυνάμεις που έχουμε όσο καλύτερα μπορούμε, προκειμένου να αναγκάσουμε τον Αρχιπροδότη να υποχωρήσει.»

«Αύριο,» είπε ο Ευγένιος έντονα, «αν όχι απόψε, οι Απολλώνιοι θα περάσουν τα δυτικά άκρα της πόλης! Οι περισσότεροι πύργοι μας εκεί είναι κατεστραμμένοι· δε μπορούμε να τους κρατήσουμε για πολύ μακριά μας–»

«Θα τους χτυπήσουμε τότε μέσα στους δρόμους της Βολιρίας, Στρατηγέ,» είπε η Τζηλ. «Και μπορεί αυτό να μας συμφέρει καλύτερα. Οι δρόμοι μιας πόλης είναι, συχνά, το καλύτερο αμυντικό έργο.»

Ο Ευγένιος έστρεψε τα μάτια του επάνω της. «Και τι θα γίνει με τους πολίτες, Ταγματάρχη; Πού θα τους κλείσουμε;»

«Θα πρέπει να μεταφερθούν στα ανατολικά. Πέρα από το Κέντρο. Στην Ψηλή Πόλη, πιθανώς. Ή στη Βόρεια Αρχή, πίσω από τον Αερολιμένα. Στα Εργοστάσια, σίγουρα.»

«Η Ταγματάρχης Μαλράβω μιλά σωστά, Στρατηγέ,» είπε ο ταγματάρχης που είχε μιλήσει και πριν.

«Αυτές είναι ακραίες λύσεις,» τους είπε ο Ευγένιος. «Ο καλός στρατιωτικός δεν αφήνει τον εχθρό πρώτα να εισβάλει και μετά προσπαθεί να τον νικήσει!»

«Η κατάστασή μας, Στρατηγέ, είναι, όμως, ακραία.»

«Στο Στόμα του Σκοτοδαίμονος, όλοι σας!» μούγκρισε ο Ευγένιος, χτυπώντας πάλι τη γροθιά του στο τραπέζι. Και μετά, καθώς καθόταν στην πολυθρόνα του, είπε πιο ήρεμα: «Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε. Δεν έχει νόημα να το συζητάμε άλλο. Η κατάσταση εξελίσσεται σκατά· αυτό είναι το μόνο βέβαιο.»

Ο ένας κατόπιν του άλλου, οι αξιωματικοί έφυγαν από τον θάλαμο σχεδιασμών. Ήταν έτοιμη και η Τζηλ να φύγει, όταν η Βαλνάμνιρ’χοκ μπήκε βαστώντας το μακρύ ραβδί της με τα μικροσκοπικά κάτοπτρα, τα κυκλώματα, και τους κρυστάλλους. Το μαυρόδερμο πρόσωπό της ήταν γαλήνιο, όπως συνήθως.

«Κύριε Στρατηγέ,» είπε. «Μπορώ να σας μιλήσω;»

«Πες μου, μάγισσα. Κι άλλα άσχημα νέα;» Ο Ευγένιος άναψε ένα τσιγάρο, εκνευρισμένα.

«Η Μαύρη Δράκαινα είπε πως δεν ξέρει τίποτα για τα σχέδια του Αρχιπροδότη,» ανέφερε η Βαλνάμνιρ’χοκ. «Δε νομίζω ότι ψεύδεται, κύριε Στρατηγέ.»

«Χρησιμοποίησες τις… τεχνικές σου επάνω της;»

«Ασφαλώς.»

«Οι Μαύρες Δράκαινες είναι περισσότερο ανθεκτικές από τους συνηθισμένους ανθρώπους,» παρενέβη η Τζηλ, «και μπορούν να σε ξεγελάσουν εύκολα.»

«Πάψε πια, Ταγματάρχη!» είπε αποδοκιμαστικά ο Ευγένιος, μορφάζοντας και κουνώντας προς το μέρος της το χέρι του που κρατούσε το αναμμένο τσιγάρο. «Τι μπορεί νάχει να μας αποκαλύψει; Το βλέπω το σχέδιο του Αρχιπροδότη κι εγώ ο ίδιος. Κατά μέτωπο επίθεση είναι. Και δεν πρόκειται να κρατάω άλλο τη Μαύρη Δράκαινα εδώ. Δεν τη θέλω. Έχω άλλα για να με απασχολούν· δε χρειάζομαι κι αυτό!»

Η Τζηλ δεν μίλησε· η έκφρασή της, όμως, έλεγε καθαρά ότι διαφωνούσε.

Η γυναίκα είναι πωρωμένη! σκέφτηκε ο Ευγένιος· και, αγνοώντας την, είπε στη Βαλνάμνιρ’χοκ: «Σ’ευχαριστώ για τις υπηρεσίες σου, μάγισσα. Μπορείς να πηγαίνεις.»

Εκείνη έκλινε το κεφάλι σε σύντομο χαιρετισμό και αποχώρησε από την αίθουσα σχεδιασμών.

Ο Ευγένιος τίναξε στάχτη στο τασάκι του. «Απόψε θα βάλουμε τη Μαύρη Δράκαινα σ’ένα αεροσκάφος και θα τη στείλουμε στη Ρελκάμνια,» είπε. Κι από τον τόνο της φωνής του ήταν φανερό πως δεν θα ανεχόταν καμια διαφωνία από την Ταγματάρχη Τζηλ Μαλράβω.

7.

Ο Προαιρέσιος είχε κρυφτεί μέσα στην πόλη, και είχε περάσει τη νύχτα στα σοκάκια, πίσω από μια μεγάλη λεωφόρο που ονομαζόταν Υψηλή Οδός, όπως έλεγαν οι πινακίδες. Το πρωί, είχε ξυπνήσει ξεπαγιασμένος γιατί είχε βγάλει τη στολή του πιλότου, όταν έπεσε στη Βολιρία, και από μέσα φορούσε μονάχα ελαφριά ρούχα. Όχι πολύ ελαφριά – ευτυχώς, δεν ήταν σαν να είχε βγει με τις πιτζάμες του στον δρόμο – αλλά δεν ήταν και τα κατάλληλα για να κοιμηθείς έξω από το σπίτι σου μες στη νύχτα, ακόμα κι αν ήταν άνοιξη.

Το σώμα του, ωστόσο, ξεμούδιασε γρήγορα, και ο Προαιρέσιος βγήκε κάτω από τη σιδερένια σκάλα όπου είχε κρυφτεί. Βάδισε μέσα στα σοκάκια ενώ απόμακρα άκουγε τις Απολλώνιες δυνάμεις να χτυπάνε τα δυτικά της πόλης. Δυστυχώς, δεν νόμιζε ότι θα ήταν συνετό να πάει τώρα προς τα εκεί για να συναντήσει τους άλλους επαναστάτες. Κατά πάσα πιθανότητα, κάτι θα τον σκότωνε προτού προλάβει να τους πλησιάσει. Καλύτερα να περίμενε μέχρι εκείνοι να φτάσουν εδώ. Ήταν ψύχραιμος όταν χρειαζόταν. Κάποιος που δεν ήταν ψύχραιμος δεν θα μπορούσε να είναι από τους καλύτερους πιλότους του Βασιλείου της Απολλώνιας.

Οι δρόμοι ολόγυρά του ήταν σιωπηλοί, καθώς οι Παντοκρατορικοί είχαν επιβάλει στους πολίτες να μένουν στα σπίτια τους. Κανένας δεν περνούσε εκτός από ελάχιστους στρατιώτες της Παντοκράτειρας που περιπολούσαν επάνω σε άλογα. Ο Προαιρέσιος δεν είχε πρόβλημα να τους αποφεύγει.

Το πιστόλι του το είχε περασμένο μέσα στο παντελόνι του, κρυμμένο κάτω από τη μπλούζα. Το σπαθί του το είχε τυλιγμένο σ’ένα μικρό χαλί που είχε βρει στα σκουπίδια. Δεν ήθελε κανένας να δει ότι οπλοφορούσε.

Πλησίασε μια καφετέρια που της είχε επιτραπεί να είναι ανοιχτή. Ελάχιστα καταστήματα ήταν ανοιχτά, ασφαλώς· μονάχα όσα θεωρούνταν πρώτης ανάγκης, για να πάει κάποιος άνθρωπος της γειτονιάς τους. Ο Προαιρέσιος κοίταξε στο εσωτερικό από ένα παράθυρο, είδε ότι μονάχα τέσσερις άνθρωποι ήταν μέσα, υπολογίζοντας τον ιδιοκτήτη. Οι τρεις ήταν άντρες, η μία γυναίκα. Φορούσαν όλοι τους ρούχα πολιτικά. Κανένας δεν έπινε καφέ: οι άντρες είχαν μπροστά τους μπίρες και κρασί, η γυναίκα τσάι.

Ο Προαιρέσιος έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Άπαντες στράφηκαν στο μέρος του. «Να καθίσω;» τους ρώτησε.

«Κάθισε,» του είπε ο άντρας που, μάλλον, ήταν ο ιδιοκτήτης.

Ο Προαιρέσιος πήρε θέση σ’ένα τραπεζάκι, ακούμπησε το τυλιγμένο χαλί του παραδίπλα, και ζήτησε μια κούπα καφέ και κάτι για να φάει. Ο άντρας τού έφερε τον καφέ και ένα μεγάλο κομμάτι κέικ. Ο Προαιρέσιος τού έδωσε ένα χαρτονόμισμα των τριών λιδρών.

«Κάτσε να σου φέρω ρέστα,» είπε ο ιδιοκτήτης.

«Δε χρειάζεται· κράτα τα.»

«Σ’ευχαριστώ.»

Η γυναίκα είπε, τότε, στον Προαιρέσιο: «Δε σ’έχω ξαναδεί εδώ.» Τον κοίταζε με περιέργεια που σίγουρα δεν ήταν ερωτική.

«Δεν είμαι από δω,» αποκρίθηκε εκείνος. «Είμαι από τα νότια.»

«Από τη Νότια Αρχή, ή πιο πάνω;» ρώτησε ένας από τους άντρες.

«Από τη Νότια Αρχή,» είπε ο Προαιρέσιος χωρίς να έχει ιδέα τι ήταν αυτό το μέρος.

«Και πώς βρέθηκες εδώ;» θέλησε να μάθει η γυναίκα.

Ο Προαιρέσιος, τρώγοντας το κέικ του πεινασμένα και πίνοντας καφέ, είπε: «Έχω μια ξαδέλφη πιο βόρεια από δω, και είχα πάει να την επισκεφτώ. Μένει μόνη της η καημένη και φοβάται τώρα με τον πόλεμο.»

«Καλά,» είπε ο άντρας που είχε μιλήσει και πριν – ένας παχύς, χρυσόδερμος τύπος με μεγάλο καστανό μουστάκι – «κι από τη Νότια Αρχή πώς ήρθες εδώ πάνω, και πώς σκοπεύεις να γυρίσεις;»

«Αυτό κάνω τώρα. Γυρίζω. Βαδίζοντας. Δεν επιτρέπουν οχήματα.»

«Μονάχα για άμεση ανάγκη,» είπε ένας άλλος άντρας. Ήταν γέρος, λιγνός σαν μπαστούνι, και κρατούσε μπαστούνι, επάνω στο οποίο ακουμπούσε τα χέρια του, και το σαγόνι του πάνω στα χέρια, παρατηρώντας τον Προαιρέσιο με γουρλωτά μάτια.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Προαιρέσιος· «αλλά άντε να τους πείσεις ότι ήταν άμεση ανάγκη να δω την ξαδέλφη μου.»

«Τ’άλογα δεν τάχουν απαγορέψει,» του είπε η γυναίκα.

«Σοβαρά; Νόμιζα ότι ήταν απαγορευμένα κι αυτά. Βέβαια, δεν έχω άλογο τώρα. Μου ψόφησε ο Μαύρος μου, δυστυχώς· ήταν γέρικος πια.»

Η κουβέντα στράφηκε, μετά, στον πόλεμο και στους Παντοκρατορικούς και τι μπορεί να απογινόταν η Βολιρία· οι θαμώνες της καφετέριας φαινόταν να φοβούνται πολύ για την πόλη τους. Ανησυχούσαν ότι, αν οι Απολλώνιες δυνάμεις εισέβαλαν, θα γίνονταν οδομαχίες και οι περιουσίες τους θα καταστρέφονταν. «Τόσα χρόνια είμαστε υπό κατοχή αλλά ζούμε· τώρα θα μπορούμε να ζήσουμε;» είπε ο παχύς άντρας με τα μουστάκια. «Ο Βασιληάς δεν θα θέλει να ισοπεδώσει την πόλη!» του είπε η γυναίκα. «Παράπλευρες ζημιές, όμως, θα γίνουν· πάντα γίνονται,» είπε ο λιγνός γέρος με το μπαστούνι.

Ο Προαιρέσιος τελείωσε τον καφέ και το κέικ του και κάθισε για λίγο ακόμα μαζί τους. Ύστερα, σηκώθηκε από τη θέση του και τους χαιρέτησε με σκοπό να αποχωρήσει. Εκείνοι τού ευχήθηκαν καλή τύχη, και του είπαν καλύτερα να αποφεύγει τις περιπολίες, οι οποίες, ευτυχώς, δεν ήταν πολλές.

Ο Προαιρέσιος, διασχίζοντας με επιφύλαξη τους δρόμους της Βολιρίας, πήγε βόρεια και βρέθηκε, τελικά, σε μια περιοχή που, σύμφωνα με τις πινακίδες, ονομαζόταν Βόρεια Αρχή. Κάπου εδώ πρέπει να ήταν ο αερολιμένας της πόλης – τον είχε δει όταν πετούσε από πάνω της – και σκόπευε να τον φτάσει. Ίσως κατόρθωνε να γλιστρήσει μέσα και να πάρει κανένα αεροσκάφος.

Όταν βρέθηκε, όμως, σ’έναν δρόμο απ’όπου μπορούσε να δει το αεροδρόμιο, συμπέρανε ότι δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να εισβάλει εκεί. Οι Παντοκρατορικοί το φρουρούσαν καλά. Επίσης, ο Προαιρέσιος πρόσεξε πως όλο το μέρος σκεπαζόταν από μια Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου – μια ημιορατή κουρτίνα που έμοιαζε να θολώνει τον αέρα. Αναμενόμενο να υπάρχει εδώ κάτι τέτοιο.

Ο Προαιρέσιος βρήκε ένα καλό σημείο και κάθισε και περίμενε. Προς τα δυτικά, πίσω από τα ψηλά οικοδομήματα της Βολιρίας, μπορούσε να δει λάμψεις και εκρήξεις, ενώ αεροσκάφη μάχονταν στον αέρα, κάνοντάς τον να θέλει κι εκείνος να ήταν εκεί. Βρόντοι και κρότοι αντηχούσαν.

Το μεσημέρι οι συγκρούσεις έπαψαν, και η ησυχία που απλώθηκε στην πόλη ήταν τρομαχτική.

Ο Προαιρέσιος πεινούσε πάλι, κι αναρωτήθηκε πού θα μπορούσε εδώ γύρω να βρει κάτι να φάει.

8.

Δυο ώρες πριν από τη δύση του ήλιου, οι Απολλώνιες δυνάμεις άρχισαν πάλι να σφυροκοπούν τη Βολιρία, και η δυτική άμυνα των Παντοκρατορικών ήταν πια κατακερματισμένη. Οι περισσότεροι αμυντικοί πύργοι από εκείνη τη μεριά της πόλης είχαν καταστραφεί, και δεν υπήρχε χρόνος παρά για ελάχιστες επισκευές. Οι Απολλώνιοι έρχονταν μαζικά. Τα αεροσκάφη τους χτυπούσαν ό,τι πυροβόλα και ρουκετοβόλα υπήρχαν στα δυτικά, ενώ συγχρόνως αερομαχούσαν με τα σκάφη των Παντοκρατορικών. Γύρω από το μεγάλο ιπτάμενο θωρηκτό της Παντοκρατορίας ο αέρας είχε γεμίσει καπνό και φωτιά. Και στην ξηρά τα βαριά Απολλώνια άρματα μάχης έρχονταν πυροβολώντας και πυροβολώντας και πυροβολώντας, σταθερά, προσπαθώντας να λυγίσουν την τελευταία γραμμή άμυνας που είχε απομείνει στα δυτικά άκρα της Βολιρίας. Οι πεζοί και τα ελαφριά άρματα μάχης ακολουθούσαν, και οι Ιππότες της Απολλώνιας πέρασαν καλπάζοντας ανάμεσα από τα βαριά άρματα μάχης και έπεσαν πάνω στους Παντοκρατορικούς, χτυπώντας τους με τις ενεργειακά φορτισμένες λόγχες τους που προκαλούσαν εκρήξεις και φεύγοντας, μετά, μέσα από τις φλόγες, ανέγγιχτοι αυτοί και τα άλογά τους με τις ειδικές πανοπλίες τους.

Οι Απολλώνιοι κατόρθωσαν να καταλάβουν τα δυτικά άκρα της Βολιρίας καθώς ο ήλιος έδυε, και οι Παντοκρατορικοί έλαβαν διαταγή, μέσω των πομπών τους, να υποχωρήσουν. Να υποχωρήσουν μέχρι το ύψος της Ακριανής Λεωφόρου. Οι πολίτες είχαν ήδη αρχίσει να διώχνονται από τα σπίτια τους, από τους Παντοκρατορικούς που είχαν αναλάβει την επίβλεψή τους. Όσοι έφεραν αντίσταση να εγκαταλείψουν τις οικίες τους εξαναγκάστηκαν δια της βίας. Τους έβαλαν όλους σε μεγάλα μεταγωγικά και τους πήγαν προς το Κέντρο, απ’όπου θα μεταφέρονταν αλλού, μόλις γίνονταν οι ανάλογες ετοιμασίες.

Τα Απολλώνια άρματα μάχης, εν τω μεταξύ, σταμάτησαν σε τέτοιες θέσεις ώστε να ορίσουν το σύνορο της κατακτημένης περιοχής, και στρατιώτες καλύφτηκαν από πίσω τους, με τα όπλα τους – τουφέκια και οπλοπολυβόλα – σε ετοιμότητα. Επίσης, μεγαλύτερα πυροβόλα στήθηκαν επάνω σε τρίποδα στα σημεία που θεωρούνταν περισσότερο σημαντικά. Οι Ιππότες της Απολλώνιας είχαν επιστρέψει στο στρατόπεδο, για να κατεβούν από τα άλογά τους, να βγάλουν τις βαριές ενεργειακά φορτισμένες πανοπλίες τους, και να ξεκουραστούν.

Το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα σταμάτησε σε ασφαλή απόσταση από το σύνορο της κατακτημένης περιοχής, και ο Ανδρόνικος κι ο Οδυσσέας βγήκαν ατενίζοντας γύρω τους τις καταστροφές που είχαν υποστεί τα οικοδομήματα της πόλης.

«Από δω και πέρα θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεχτικοί, Οδυσσέα,» είπε ο Ανδρόνικος. «Δε θέλω η Βολιρία να ισοπεδωθεί προκειμένου να διώξουμε τους Παντοκρατορικούς. Ούτε θέλω να χτυπηθούν οι πολίτες της.»

«Ασφαλώς, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Πρόμαχος. «Αυτός είναι ο σκοπός μας ούτως ή άλλως.»

Ο Ανδρόνικος άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και κάλεσε τις Μαύρες Δράκαινες κοντά του, καθώς επίσης και τον Σέλιρ’χοκ. Ο τελευταίος ήταν στο ενεργειακό κέντρο του Μεταβλητού Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος μαζί με την Άνμα’ταρ και την Αριάδνη’ταρ, έτσι δεν άργησαν οι τρεις τους να έρθουν κοντά στον Πρίγκιπα της Επανάστασης. Η Νικίτα και η Αθηνά ήρθαν λίγο πιο μετά, με τα τουφέκια τους στον ώμο, ντυμένες με τις μελανές στολές τους.

«Μπορούμε να προσπαθήσουμε να εισβάλουμε, Πρίγκιπά μου,» δήλωσε αμέσως η πρώτη. Ο Ανδρόνικος δεν τους είχε πει ότι τις είχε καλέσει για να τις ρωτήσει για την Ιωάννα, αλλά όλες τους το είχαν, φυσικά, καταλάβει. «Δεν θα είναι δύσκολο, έτσι αποδιοργανωμένοι όπως είναι τώρα οι Παντοκρατορικοί.»

Ο Ανδρόνικος κοίταξε και την Αθηνά, η οποία έγνεψε καταφατικά. Κοίταξε, μετά, την Άνμα’ταρ και την Αριάδνη’ταρ, και τον Σέλιρ’χοκ. Η Άνμα είπε: «Σίγουρα, τώρα είναι μια καλή ευκαιρία, προτού προλάβουν να οργανώσουν αρτιότερα την άμυνά τους.»

«Πηγαίνετε, τότε,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, αν και φοβόταν ότι ίσως αυτό να ήταν ένα πολύ παράτολμο σχέδιο.

9.

Η Ιωάννα συνήλθε καθώς τις έδεναν τα χέρια πίσω από την πλάτη, με χειροπέδες. Ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα στο βρόμικο δάπεδο ενός δωματίου και γύρω της έβλεπε στρατιωτικές μπότες και λευκά παντελόνια.

«Ξύπνησε,» είπε κάποιος.

«Σηκώστε την,» πρόσταξε ένας άλλος, και την τράβηξαν από τις αλυσίδες των χειροπεδών, αναγκάζοντάς την να σταθεί όρθια. Ήταν ακόμα γυμνή, συνειδητοποίησε, και τα πόδια της έτρεμαν. Τόσες ώρες μέσα στο ανθρώπινο άγαλμα την είχαν αφήσει αδύναμη, μουδιασμένη, ζαλισμένη.

Είδε μπροστά της τον λοχαγό που του είχε δαγκώσει το χέρι. «Κρίμα που θα σε στείλουμε στη Ρελκάμνια, Μαύρη Δράκαινα,» της είπε. «Έπρεπε να σε κρατήσουμε κι άλλο εδώ, για να σου δείξουμε την αγάπη μας.» Και τη γρονθοκόπησε στο στομάχι.

Η αναπνοή της κόπηκε, παρότι οι κοιλιακοί μύες της ήταν δυνατοί. Είδε χρώματα να χορεύουν στις άκριες των ματιών της, περιβάλλοντας τον λοχαγό. Ο οποίος είχε υψώσει τη γροθιά του, έτοιμος να την ξαναχτυπήσει.

Συγκεντρώνοντας την τελευταία της αντοχή, η Ιωάννα τέντωσε απότομα το δεξί της πόδι και τον κλότσησε στ’αρχίδια, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο λοχαγός διπλώθηκε κραυγάζοντας, κι αμέσως οι άλλοι που ήταν γύρω της άρχισαν να τη χτυπάνε.

Η Ιωάννα έχασε τις αισθήσεις της.

10.

Η Νικίτα είχε δίκιο: δεν δυσκολεύτηκαν να περάσουν από τις γραμμές των ακόμα αποδιοργανωμένων Παντοκρατορικών και να εισβάλουν στη Βολιρία. Αν δεν ήταν, φυσικά, αυτές που ήταν, πολύ πιθανό να είχαν δυσκολευτεί· αλλά οι Μαύρες Δράκαινες ειδικεύονταν σε τέτοιου είδους εισβολές. Χρησιμοποιώντας σαν συμμάχους τους τα συντρίμμια, τους καπνούς, τις φωτιές, τα σκοτάδια της νύχτας, τους δρόμους, και τα οικοδομήματα, βρέθηκαν σύντομα πίσω από το καινούργιο σύνορο των Παντοκρατορικών και μέσα στην πόλη. Από εδώ και πέρα, ο κίνδυνος να τις αντιληφτούν ήταν σαφώς μικρότερος. Οι δρόμοι ήταν έρημοι, και οι περιπολίες (μερικοί λευκοντυμένοι πολεμιστές επάνω σε άλογα) ελάχιστες, καθώς οι περισσότεροι στρατιώτες βρίσκονταν στα δυτικά, όπου η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη. Δεν φοβόνταν ότι μπορεί οι πολίτες να στρέφονταν ξαφνικά εναντίον τους, να τους επιτίθονταν εκ των έσω.

Σφάλμα πιθανώς, σκέφτηκε ο Σέλιρ’χοκ. Οι πολίτες της Βολιρίας, βλέποντας τους Απολλώνιους να πλησιάζουν, ίσως να εξεγείρονταν για να αποτινάξουν τους δυνάστες τους και να δώσουν τέλος στην πολιορκία μια ώρα αρχύτερα. Το μόνο που χρειάζεται είναι ή κάποιος να τους οργανώσει ή αρκετοί απ’αυτούς να ξεσηκωθούν ώστε οι άλλοι να παραμερίσουν τον φόβο τους και ν’ακολουθήσουν.

Η Άνμα τού είχε πει να έρχεται πίσω της και να κάνει ακριβώς ό,τι κι εκείνη· έτσι ο Σέλιρ αυτό έκανε. Είχε γίνει σκιά της, καθώς πήγαιναν από το ένα καλυμμένο σημείο στο άλλο αποφεύγοντας τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας. Τώρα, που βρίσκονταν πλέον στους δρόμους της Βολιρίας, πίσω από τις γραμμές των Παντοκρατορικών, οι κινήσεις της Άνμα είχαν γίνει πιο άνετες, όπως και των υπόλοιπων γυναικών. Μονάχα καμια έφιππη περιπολία έπρεπε να αποφεύγουν, πράγμα εύκολο ακόμα και για τον Σέλιρ. Τα όπλα τους, ωστόσο, τα είχαν έτοιμα, κρυμμένα κάτω από τις κάπες τους για κάθε ενδεχόμενο, και ο μάγος είχε το ραβδί του τυλιγμένο με υφάσματα για να μη φαίνονται τα μικροσκοπικά κάτοπτρα, τα κυκλώματα, και οι κρύσταλλοι. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να ανακοινώνει πως ήταν του τάγματος των Διαλογιστών.

Σε κάποια στιγμή, η Αθηνά έκανε νόημα να σταματήσουν, και σταμάτησαν. «Πρέπει να βρισκόμαστε κοντά στον Ναό του Απόλλωνα, τώρα,» είπε· «ή, τουλάχιστον, στο μέρος όπου ήταν ο Ναός παλιά.» Είχε μελετήσει τον χάρτη της Βολιρίας· τον είχε αποστηθίσει. «Δηλαδή, αρκετά μέσα στην πόλη.» Στράφηκε στον Σέλιρ’χοκ. «Δες αν είναι κάπου εδώ η Ιωάννα.»

Εκείνος κατένευσε. Ξετύλιξε τα υφάσματα από το ραβδί του και άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, ενώ έφερνε στο νου του την όψη και τη μορφή της Ιωάννας. Την ήξερε καλά, έτσι δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα. Οι μαγικά διευρυμένες αισθήσεις του απλώθηκαν ολόγυρα, ψάχνοντας… και ό,τι αντιλαμβάνονταν θα φαινόταν, ως αντικατοπτρισμός, επάνω στα καθρεφτάκια του ραβδιού του Σέλιρ’χοκ.

Τίποτα, όμως, δεν εντόπισε στη γύρω περιοχή. Επανέλαβε το Ξόρκι Ανιχνεύσεως και άντλησε δύναμη από τους κρυστάλλους του ραβδιού του, οι οποίοι ήταν ζωντανοί οργανισμοί – αποφορτίζονταν και ξαναφορτίζονταν από μόνοι τους μετά από κάποια ώρα. Η ενέργεια που τώρα ο Σέλιρ’χοκ τράβηξε από αυτούς ενίσχυσε το ξόρκι του, αυξάνοντας την εμβέλειά του, και οι αισθήσεις του έψαξαν πάλι για την Ιωάννα, επίμονα.

Επίμονα.

Πέρα… ακόμα πιο πέρα…

Εκεί!

Μια κόκκινη κουκίδα παρουσιάστηκε επάνω στα κάτοπτρα του ραβδιού του Σέλιρ’χοκ.

«Τη βρήκες!» είπε η Άνμα’ταρ.

Εκείνος ένευσε. «Ναι. Βόρεια είναι.»

Η Αθηνά έφερε πάλι στο νου της τον χάρτη της Βολιρίας. «Σε κάποιο φυλάκιό τους, ίσως. Αλλιώς δεν μπορώ να καταλάβω πού.» Ο χάρτης δεν περιλάμβανε τις στρατιωτικές θέσεις των Παντοκρατορικών· ήταν παλιός, από πριν από την κατάκτηση της πόλης.

«Τη μετακινούν!» προειδοποίησε ο Σέλιρ’χοκ.

«Κουνηθείτε τότε,» είπε η Νικίτα, και βάδισαν βιαστικά.

Η κουκίδα εξακολουθούσε να φαίνεται πάνω στα κάτοπτρα του Σέλιρ’χοκ, αλλά πήγαινε πιο γρήγορα τώρα. Έφτασε στην άκρια των μικρών καθρεφτών – κι εξαφανίστηκε. «Πρέπει να την έβαλαν σε όχημα. Απομακρύνθηκε. Προς τα βόρεια. Δεν την εντοπίζω πια.»

Η Νικίτα τούς έγνεψε να σταματήσουν. «Άλογα,» είπε.

Και πράγματι, οπλές ακούγονταν να πλησιάζουν. Μια από τις περιπολίες των Παντοκρατορικών.

«Πρέπει να τα πάρουμε,» πρόσθεσε η Νικίτα.

Κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Κρύφτηκαν στις σκοτεινές πλευρές του δρόμου, και η περιπολία σύντομα φάνηκε. Πέντε λευκοντυμένοι πολεμιστές της Παντοκράτειρας, έφιπποι, με κοντά τουφέκια να κρέμονται πλάι τους και με τα χέρια τους στις λαβές των όπλων.

Πέντε, σκέφτηκε ο Σέλιρ. Όσοι κι εμείς.

Δίπλα του, η Άνμα είχε ήδη τραβήξει το πιστόλι της. Παραδίπλα, η Αθηνά πρέπει να είχε κάνει το ίδιο, αλλά ο Σέλιρ δεν μπορούσε να την ξεχωρίσει μες στο σκοτάδι. Τράβηξε κι εκείνος το πιστόλι του.

Αντίκρυ, στην άλλη μεριά του δρόμου, κρύβονταν η Νικίτα και η Αριάδνη’ταρ. Κι αυτές ήταν που άρχισαν πρώτες να ρίχνουν. Η Άνμα’ταρ, η Αθηνά, και ο Σέλιρ’χοκ αμέσως τις μιμήθηκαν. Οι Παντοκρατορικοί έπεσαν από τα άλογά τους, νεκροί, προτού προλάβουν να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Οι γυναίκες έτρεξαν κι έπιασαν τα ζώα από τα χαλινάρια πριν απομακρυνθούν.

«Πάμε!» είπε η Νικίτα, καβαλικεύοντας ένα απ’αυτά μ’ένα ξαφνικό άλμα.

Την ακολούθησαν μέσα στους ήσυχους δρόμους της Βολιρίας, καλπάζοντας. Αναμφίβολα θα τραβούσαν την προσοχή των Παντοκρατορικών, αλλά αυτό δεν μπορούσε να αποφευχθεί αν ήθελαν να προλάβουν την Ιωάννα.

Η Αθηνά είχε στο μυαλό της τον χάρτη της πόλης, καθώς προπορευόταν καθοδηγώντας τους υπόλοιπους. Τους πήγε στο Κέντρο της Βολιρίας, όπου είδαν σκηνές στημένες και πολίτες να είναι καθισμένοι γύρω τους. Μερικές φωτιές ήταν αναμμένες, για ζεστασιά. Κάποιοι Παντοκρατορικοί φώναξαν στις Μαύρες Δράκαινες να σταματήσουν, αλλά εκείνες τούς αγνόησαν· κι όταν μια έφιππη ομάδα έκανε να τις πλησιάσει, να τους κόψει τον δρόμο, την πυροβόλησαν, ρίχνοντας τους καβαλάρηδες στη γη και κάνοντας τ’άλογα να αφηνιάσουν και να σκορπιστούν.

Η Αθηνά οδήγησε τους συντρόφους της στη Βολίρια Λεωφόρο, τη διέσχισε, και μπήκε στους μικρότερους δρόμους βόρειά της.

«Ελπίζω να ξέρεις πού μας πηγαίνεις!» της είπε η Νικίτα. Κι έριξε μια ματιά πάνω απ’τον ώμο της. «Μας ακολουθούν! Ένα τρίκυκλο και δυο δίκυκλα!»

«Σέλιρ!» φώναξε η Αθηνά. «Πού είναι τώρα η Ιωάννα;»

«Δε μπορώ να κάνω το ξόρκι ενώ καλπάζουμε έτσι,» αποκρίθηκε ο μάγος.

«Σκατά,» γρύλισε η Αθηνά, και τράβηξε μια χειροβομβίδα από τη ζώνη της. Κοίταξε τη Νικίτα. Εκείνη ένευσε και τράβηξε επίσης μια χειροβομβίδα.

Η Αθηνά έβγαλε την περόνη με τα δόντια της και πέταξε τη βόμβα προς τα πίσω. Η Νικίτα τη μιμήθηκε. Εκρήξεις ακολούθησαν, ρόδες ακούστηκαν να τρίβονται απότομα στο πλακόστρωτο, ήχοι θραύσεις, κραυγές.

Η Αθηνά έστριψε σ’έναν δρόμο, κι οι άλλοι κάλπασαν πίσω της.

Σταμάτησαν όταν βρέθηκαν σ’ένα ήρεμο μέρος κάπου πέρα από την Υψηλή Οδό. Ο Σέλιρ’χοκ έκανε πάλι το ξόρκι του, χωρίς να ξεπεζέψει. Οι κρύσταλλοι πάνω στο ραβδί του φώτισαν σαν λάμπες. Και μια κόκκινη κουκίδα παρουσιάστηκε στα μικροσκοπικά κάτοπτρα.

«Βόρεια,» είπε ο μάγος.

Κι άλλο βόρεια; σκέφτηκε η Αθηνά. Πού–;

«Και λιγάκι δυτικά,» συνέχισε ο Σέλιρ’χοκ διακόπτοντας τον συλλογισμό της.

Φυσικά! σκέφτηκε η Αθηνά. «Στο αεροδρόμιο! Την πάνε στο αεροδρόμιο!»

Έστρεψαν τα άλογά τους και κάλπασαν σαν ο Μαύρος Νάρζουλ να τους κυνηγούσε.

Μετά από λίγο, περιπολίες Παντοκρατορικών μαχητών τούς καταδίωκαν, αλλά δεν σταμάτησαν για να τις αντιμετωπίσουν. Δεν υπήρχε χρόνος!

11.

Ο Προαιρέσιος, καθισμένος στην ταράτσα μιας αποθήκης, τυλιγμένος με μια παλιά, μαύρη κάπα που είχε βρει στα σκουπίδια (Ρακοσυλλέκτες έχουμε καταντήσει, αλλά τι να κάνεις; τα καταστήματα ρούχων είναι κλειστά), κοίταζε το αεροδρόμιο της Βολιρίας. Το απόγευμα, που οι Απολλώνιοι είχαν επιτεθεί στα δυτικά, Παντοκρατορικά αεροσκάφη είχαν υψωθεί από εδώ μαζί με το γιγάντιο θωρηκτό αέρος. Οι αερομαχίες που είχαν ακολουθήσει είχαν κάνει τον Προαιρέσιο να ζηλέψει πραγματικά που δεν πετούσε κι εκείνος. Γαμώ την ατυχία μου γαμώ! είχε σκεφτεί (αγνοώντας το γεγονός ότι ήταν τυχερός που ήταν ζωντανός και όχι αιχμάλωτος ύστερα από την πτώση του Γαλανού Αετού μέσα στην πόλη). Θα ήθελε πολύ να έριχνε κι εκείνος μερικές ρουκέτες στα πλευρά αυτού του καταραμένου θωρηκτού.

Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν για δυο ώρες περίπου, μπροστά από τον ήλιο που έγερνε προς τον δυτικό ορίζοντα. Οι εκρήξεις που έβλεπε ο Προαιρέσιος μπερδεύονταν με την κοκκινωπή ακτινοβολία του. Κι όταν ο ήλιος είχε πια βουλιάξει πίσω από τις πολυκατοικίες της Βολιρίας, και το φως του είχε σβήσει, η μάχη είχε τελειώσει. Παντοκρατορικά αεροσκάφη επέστρεφαν για να προσγειωθούν στον αερολιμένα της πόλης. Το θωρηκτό αέρος ήταν μαζί τους, φλεγόμενο και καπνίζοντας, αλλά ακόμα σε καλή λειτουργία. Αν πετούσα εγώ με τα Απολλώνια σμήνη, τώρα αυτό το τέρας θα ήταν συντρίμμια, σκέφτηκε ο Προαιρέσιος, και έβγαλε μια σοκολάτα από την τσέπη του. Την ξετύλιξε και τη δάγκωσε. Είχε αγοράσει μερικά τρόφιμα από ένα τοπικό περίπτερο που ήταν ανοιχτό για τους ανθρώπους της γειτονιάς.

Ύστερα από τέσσερις μπουκιές είχε τελειώσει τη σοκολάτα, και είδε ένα Παντοκρατορικό μεταγωγικό να πλησιάζει, χωρίς βιάση, την πύλη του αεροδρομίου. Ήταν ένα μεγάλο φορτηγό όχημα με τέσσερις ψηλούς τροχούς. Οι φύλακες άνοιξαν την πύλη και το μεταγωγικό μπήκε.

Προτού όμως η πύλη κλείσει, πέντε καβαλάρηδες φάνηκαν να έρχονται ολοταχώς προς τα εκεί. Και πίσω τους, απόμακρα, άλλοι καβαλάρηδες ακολουθούσαν.

Τι στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ;

12.

«Αυτό το μεταγωγικό πρέπει νάναι!» φώναξε η Νικίτα, βλέποντας το μεγάλο φορτηγό να περνά την πύλη του αεροδρομίου.

«Περιμένετε!» φώναξε η Αθηνά στους φύλακες της πύλης, αποσκοπώντας να τους κάνει να σαστίσουν ώστε να δώσουν σ’εκείνη και τους συντρόφους της τον λίγο χρόνο που χρειάζονταν. «Μην κλείνετε! Υπάρχει κίνδυνος! ΚΙΝΔΥΝΟΣ!»

Η πύλη, πράγματι, έμεινε ανοιχτή για λίγο ακόμα. Μετά, όμως, οι φύλακες πρέπει να πρόσεξαν τους Παντοκρατορικούς ιππείς που καταδίωκαν τις Δράκαινες, έτσι άρχισαν πάραυτα να κλείνουν.

Πολύ αργά.

Εκείνες και ο Σέλιρ’χοκ πέρασαν. Τελευταία ερχόταν η Άνμα’ταρ, και το άλογό της κλότσησε τα μισόκλειστα φύλλα της πύλης για να τα ανοίξει διάπλατα.

Η Αθηνά και η Νικίτα είχαν ήδη τα πιστόλια τους στα χέρια, και πυροβόλησαν τους δύο φύλακες μέσα από το παράθυρο του μικρού φυλακίου. Η Αριάδνη’ταρ τράβηξε μια χειροβομβίδα και την πέταξε καταπάνω στους ερχόμενους Παντοκρατορικούς ιππείς, χτυπώντας ορισμένους και κάνοντας τ’άλογα των υπόλοιπων να αφηνιάσουν και να σηκωθούν στα πισινά τους πόδια κλοτσώντας τον αέρα με τα μπροστινά.

«Εκεί!» φώναξε η Νικίτα, δείχνοντας ένα μεγάλο αεροπλάνο, μπροστά στο οποίο είχε σταματήσει το μεταγωγικό. Παντοκρατορικοί στρατιώτες έβγαζαν από το μεγάλο όχημα κάποια που ήταν λιπόθυμη (ή ναρκωμένη), δεμένη χειροπόδαρα, και γυμνή. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά, το δέρμα της λευκό με απόχρωση του ροζ, και γεμάτο μώλωπες και πληγές.

Η Ιωάννα.

Η Νικίτα, η Αθηνά, και οι άλλοι κάλπασαν προς τα εκεί, πυροβολώντας τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας που προσπαθούσαν να τους πυροβολήσουν. Μια σφαίρα βρήκε την Άνμα’ταρ στο πόδι, λιγάκι πιο κάτω απ’το γόνατο, κάνοντάς την να τρίξει τα δόντια απ’τον πόνο. Η Αριάδνη’ταρ πυροβόλησε τον Παντοκρατορικό που είχε χτυπήσει την Άνμα.

Η Αθηνά και η Νικίτα πέταξαν κάτω τα άδεια από σφαίρες πιστόλια τους, έβγαλαν τα τουφέκια τους από τον ώμο, κι άρχισαν να πυροβολούν ό,τι κινιόταν. Αλλά όχι προς τη μεριά της Ιωάννας, φοβούμενες ότι μπορεί να τη χτυπούσαν.

Τα πυρά τους έπεσαν πάνω σε κάτι ενεργειακές φιάλες που ήταν αφημένες πλάι σ’ένα ελικόπτερο: τις θρυμμάτισαν και πυροδότησαν τα ενεργειακά υγρά. Η έκρηξη που ακολούθησαν φώτισε το νυχτερινό αεροδρόμιο, κάνοντας στιγμιαία τα πάντα να φανούν άσπρα και μαύρα και ακίνητα. Ύστερα, το κατεστραμμένο ελικόπτερο φλεγόταν.

Μια σφαίρα χτύπησε το άλογο της Νικίτας στον λαιμό και η Μαύρη Δράκαινα, γρυλίζοντας, κύλησε στο έδαφος και σηκώθηκε πάλι όρθια με το τουφέκι της υψωμένο, πυροβολώντας.

Η Αθηνά κάλπασε προς το μεγάλο αεροπλάνο όπου οι Παντοκρατορικοί είχαν ήδη βάλει την Ιωάννα και η ράμπα του σηκωνόταν για να κλείσει την πόρτα. Οι μηχανές του βρίσκονταν σε εντατική λειτουργία.

Η Αθηνά πυροβόλησε μια λευκοντυμένη πολεμίστρια καθώς εκείνη προσπαθούσε να επιβιβαστεί στο μεταγωγικό μπροστά στο αεροσκάφος. Οι τροχοί του φορτηγού μπήκαν σε κίνηση, και το μεγάλο όχημα ήρθε προς την Αθηνά, ολοταχώς, με φανερή πρόθεση να τη χτυπήσει. Η Μαύρη Δράκαινα σηκώθηκε όρθια επάνω στους αναβατήρες της σέλας της, ακόμα πυροβολώντας με το τουφέκι. Το μπροστινό τζάμι του μεταγωγικού, αν και αναμφίβολα από ανθεκτικά κρύσταλλα, έγινε κομμάτια και θρύψαλα· ο οδηγός ήταν σκυμμένος πίσω από το τιμόνι.

Ο γεμιστήρας του τουφεκιού τελείωσε. Η Αθηνά δεν είχε χρόνο να τον αλλάξει· το φορτηγό ήταν κοντά. Βάζοντας το ένα πόδι στιγμιαία πάνω στη σέλα, πήδησε απ’το άλογό της προτού το ζώο αφηνιάσει. Πήδησε ψηλά, σαν να ήταν ακροβάτισσα, και κατέληξε στην οροφή του μεταγωγικού, γονατισμένη στο ένα γόνατο. Πήρε μια χειροβομβίδα από τη ζώνη της, τράβηξε την περόνη με τα δόντια, και πέταξε τη χειροβομβίδα μέσα στο όχημα, από το σπασμένο μπροστινό τζάμι, ενώ την ίδια στιγμή τιναζόταν στο έδαφος. Δεν έδωσε σημασία στην έκρηξη πίσω της· άλλαζε τον γεμιστήρα του τουφεκιού της καθώς έτρεχε προς το αεροπλάνο όπου βρισκόταν η Ιωάννα.

Αλλά ήταν αργά.

Το μεγάλο αεροσκάφος είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσει ταχύτητα επάνω στον αεροδιάδρομο.

Γονατίζοντας ξανά στο ένα γόνατο, η Αθηνά το πυροβόλησε ελπίζοντας – παρότι γνώριζε ότι ήταν ανέλπιδο – να το σταματήσει. Οι σφαίρες της δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα επάνω στο γιγάντιο σκάφος: το οποίο σύντομα απογειώθηκε.

«Γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!» γρύλισε η Αθηνά. Κι αλλάζοντας πάλι γεμιστήρα, έτρεξε προς τους συντρόφους της.

Για να δει ότι και κάποιος άλλος ερχόταν προς την ίδια μεριά.

Κάποιος γνωστός.

Ο Προαιρέσιος!

Στο χέρι του κρατούσε το σπαθί του. Αιματοβαμμένο. Κάποιος Παντοκρατορικός είχε γνωρίσει την κόψη του.

Η Αθηνά γέλασε. «Είσαι ακόμα ζωντανός, πωρωμένε ξιφομάχε;»

«Σκέφτηκα ότι ίσως να χρειαζόσασταν έναν πιλότο,» αποκρίθηκε ο Προαιρέσιος, σκουπίζοντας τη λεπίδα του επάνω στην παλιά, μαύρη κάπα που φορούσε.

«Πρέπει να κυνηγήσουμε αυτό το αεροπλάνο.» Η Νικίτα έδειξε το μεγάλο αεροσκάφος που είχε υψωθεί στον νυχτερινό ουρανό.

«Χλωμό το βλέπω να το φτάσουμε, αλλά ελάτε,» είπε ο Προαιρέσιος, κι έτρεξε προς ένα πολύ μικρότερο αεροπλάνο. Ένα Παντοκρατορικό μαχητικό.

Ο Σέλιρ’χοκ και οι δύο μάγισσες είχαν ήδη ξεπεζέψει και, μαζί με την Αθηνά και τη Νικίτα, τον ακολούθησαν. Η Άνμα’ταρ κούτσαινε από την αριστερή μεριά· ο Σέλιρ τής είχε δώσει το ραβδί του για να στηρίζεται.

Ανέβηκαν στο αεροπλάνο, και ο Προαιρέσιος κάθισε στο πιλοτήριο και ενεργοποίησε τα συστήματά του. Φοβόταν ότι ίσως να μην είχε αρκετά αποθέματα ενέργειας για να υψωθεί – και τότε θα την είχαν άσχημα, καθώς έβλεπε Παντοκρατορικούς στρατιώτες να έρχονται από παντού – αλλά ευτυχώς δεν ήταν έτσι. Στην κονσόλα η ένδειξη ήταν 67% κάτω από την ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ.

Ο Προαιρέσιος έβαλε μπροστά τις μηχανές. «Κρατηθείτε!» φώναξε χωρίς να κοιτάξει να δει τι έκαναν. «Θα είναι βιαστική η απογείωση!» Κι έβαλε το αεροπλάνο να τρέξει στον αεροδιάδρομο, αυξάνοντας την ταχύτητα με παράτολμο ρυθμό. Άκουγε τις μηχανές του σκάφους να βουίζουν, τα μέταλλά του να τρίζουν. Οι σύντροφοί του δεν μιλούσαν. Μαύρες Δράκαινες είναι, τι περιμένεις; Κι ο άλλος είναι Διαλογιστής. Όλοι τους, φυσικά, μουγκοί παρά την εξωφρενικότητα της κατάστασης.

Παντοκρατορικοί πυροβολούσαν το αεροπλάνο από γύρω καθώς αυτό έτρεχε πάνω στον αεροδιάδρομο, ενώ ο Προαιρέσιος έβλεπε στην κονσόλα του ότι το κέντρο ελέγχου τού ζητούσε να κόψει ταχύτητα αμέσως, λόγω επικινδυνότητας. Τι νομίζουν, ότι θα με κάνουν να ενδιαφερθώ για την ασφάλειά μου; σκέφτηκε· και, πατώντας μερικά πλήκτρα στην κονσόλα, τους έστειλε ένα σήμα που ήταν το αντίστοιχο του άι γαμήσου στις σιωπηλές τηλεπικοινωνίες.

Ύστερα, ύψωσε το μαχητικό πάνω απ’το αεροδρόμιο.

ΖΗΜΙΑ! έγραψε η κονσόλα του. ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΦΤΕΡΟ. Τα πυροβόλα του αερολιμένα τον είχαν χτυπήσει.

«Τι έγινε;» ρώτησε η Αθηνά, που είχε νιώσει το τράνταγμα.

«Το φτερό μας,» είπε ο Προαιρέσιος. «Αλλά πετάμε ακόμα. Οπότε, εντάξει.»

«Πώς βρέθηκες μες στην πόλη;» τον ρώτησε η Αριάδνη, καθώς εκείνος καταδίωκε το μεγάλο αεροπλάνο που φαινόταν να υψώνεται και να υψώνεται και να υψώνεται στον ουρανό της Απολλώνιας.

«Με κατέρριψαν, αλλά δε μ’αιχμαλώτισαν κιόλας. Η Βολιρία είναι γεμάτοι πολίτες: δύσκολα σε βρίσκουν άμα χαθείς εκεί μέσα.»

«Πράγματι,» είπε η Αθηνά.

«Δεν το προλαβαίνουμε, όμως, κοπελιές,» είπε ο Προαιρέσιος. «Και νομίζω πως πάει για το σημείο μετάβασης προς Αιθέρα, ενώ το δικό μας αεροπλάνο δεν έχει αιθερικές ιδιότητες.»

«Χτύπα το!» είπε η Νικίτα. «Τώρα!»

«Δε νομίζω να το σταματήσω έτσι, αλλά αφού επιμένεις…» Ο Προαιρέσιος ενεργοποίησε το στόχαστρο, το επικέντρωσε στο μεγάλο αεροπλάνο αντίκρυ του, και πάτησε τη σκανδάλη του ρουκετοβόλου.

Δύο ρουκέτες διέγραψαν φωτεινές λωρίδες στον νυχτερινό ουρανό. Η μία αστόχησε· η άλλη χτύπησε το αεροσκάφος κοντά στην πρύμνη, αλλά όχι στους προωθητήρες. Καπνός άρχισε να βγαίνει, όμως το αεροπλάνο εξακολουθούσε να σκαρφαλώνει στον ουρανό.

«Πάνε για το σημείο μετάβασης,» είπε ο Προαιρέσιος. «Το δικό μας σκάφος δεν είναι φτιαγμένο για τέτοια ύψη.» Κι έστριψε, εγκαταλείποντας το κυνήγι.

«Όχι!» γρύλισε η Νικίτα αρπάζοντας τον ώμο του. «Η Ιωάννα είναι κει μέσα, καταραμένε Απολλώνιε! Πρέπει να το σταματήσουμε!»

«Δεν μπορούμε!» φώναξε ο Προαιρέσιος. «Θα περάσει το σημείο μετάβασης τώρα!»

«Γαμώ–!»

«Έχει δίκιο, Νικίτα,» είπε η Αθηνά. «Μας ξέφυγε.»

Η Νικίτα δεν μίλησε, αλλά το χέρι της χαλάρωσε πάνω στον ώμο του Προαιρέσιου.

Εκείνος πήγε το αεροπλάνο τους προς τα δυτικά, προς τους Απολλώνιους, στέλνοντας σήμα ότι ήταν φίλος και μιλώντας στον πομπό, λέγοντας το όνομά του και, επίσης, ότι μετέφερε τις Μαύρες Δράκαινες και τον Σέλιρ’χοκ.

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο Τελευταίος Πόλεμος και η Ατέρμονη Πολιτεία

 

 

 

 

Ρελκάμνια

1.

«Περιστοιχίζομαι από ηλίθιους!» φώναξε η Παντοκράτειρα, μπαίνοντας στο δωμάτιο όπου ο Ορείχαλκος καθόταν οκλαδόν και διαλογιζόταν περιτριγυρισμένος από φυτά της Σάρντλι. Πρωινό φως γλιστρούσε από τα κρυστάλλινα παράθυρα.

Άνοιξε τα μάτια του και ατένισε την Αγαρίστη. Είχε, τώρα, δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ και μακριά μαύρα μαλλιά, ενώ, όταν είχαν ξυπνήσει μαζί, προτού πάει να μιλήσει με τους πράκτορές της, είχε δέρμα κατάμαυρο και μαλλιά κατάλευκα. Ο Ορείχαλκος αναρωτιόταν, ορισμένες φορές, πώς ήταν η κανονική της εμφάνιση – δηλαδή, πριν γνωρίσει τον Ελκράσ’ναρχ. Κάπου-κάπου προσπαθούσε να διακρίνει ποιο δέρμα τής ταίριαζε περισσότερο, μα ήταν αδύνατο να φτάσει σε κανένα χρήσιμο συμπέρασμα. Όλα τα δέρματα, όλα τα μαλλιά, όλα τα μάτια, έμοιαζαν να της ταιριάζουν το ίδιο, σαν να ήταν γεννημένη για ν’αλλάζει μορφές.

«Τι σ’έχει ταράξει τόσο, αγάπη μου;» τη ρώτησε, ήρεμα, χωρίς να σηκωθεί από τη θέση του στο πάτωμα του δωματίου.

Η Παντοκράτειρα, οργισμένη, έβγαλε το ένα της παπούτσι και το εκτόξευσε καταπάνω σ’ένα φυτό της Σάρντλι με τρία μάτια. Το κεντρικό του μάτι έκλεισε, τρομαγμένα, καθώς το υπόδημα περνούσε από πάνω του. Ύστερα, και τα τρία μάτια κοίταξαν το μεγάλο κλωνάρι που είχε σπάσει, και υπήρχε θλίψη στο βλέμμα τους. Η Παντοκράτειρα τράβηξε και το άλλο της παπούτσι και το πέταξε κι αυτό. Χτύπησε ένα λουλούδι που δεν είχε μάτια, καθώς κι ένα βάζο πίσω του. Το δεύτερο έσπασε, έπεσε στο πάτωμα, κι έγινε κομμάτια.

«Περιστοιχίζομαι από ηλίθιους!» είπε ξανά η Παντοκράτειρα, κι αναστέναξε.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Ορείχαλκος. «Τι σου είπαν;»

Η Αγαρίστη ήρθε και κάθισε πλάι του, επάνω στο μαλακό χαλί. «Ακόμα κάποιοι πράκτορές μου είναι νεκροί. Ένας στην Πλωτή, και δύο στην Παράλληλη Συνοικία.»

Ο Ορείχαλκος δεν ήξερε τίποτα γι’αυτά τα μέρη. «Σημαντικοί πράκτορες;»

Η Αγαρίστη ανασήκωσε τους ώμους. «Ξέρω γω; Πράκτορές μου ήταν, όμως! Και κανένας δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να σταματήσει τον Στίβεν Νέλκος που πάει και σκοτώνει όποιον του κατέβει! Ακόμα κι εσένα, αγάπη μου, παραλίγο να σε σκοτώσει!…» Τον κοίταξε με ανησυχία – φόβο – στο βλέμμα της. Απλώνοντας το χέρι της άγγιξε το πρόσωπό του. «Θα είχα ανατινάξει ολόκληρη τη Ρελκάμνια, αν είχε συμβεί αυτό: απλά και μόνο για να σκοτωθεί κι ο Στίβεν Νέλκος μαζί με τους υπόλοιπους.»

«Δε θα ήθελα κάτι τέτοιο,» είπε ο Ορείχαλκος. «Θα πέθαιναν πολλοί περισσότεροι αθώοι απ’ό,τι εγκληματίες. Κι επιπλέον, σου είπα: μια γυναίκα ήταν που μας επιτέθηκε, όχι αυτός ο Στίβεν Νέλκος.»

«Ήταν συνεργός του! Έχει βοηθούς. Κρύβονται μέσα στη Ρελκάμνια και δεν μπορούμε να τους βρούμε. Ακόμα και δαίμονες έχει μαζί του, αγάπη μου!»

«Γιατί, τότε, να μη στείλει τους δαίμονές του να με σκοτώσουν; Γιατί αυτή τη γυναίκα, όποια κι αν ήταν;»

«Κάποιο λόγο θα είχε.»

Ο Ορείχαλκος δεν νόμιζε ότι ήταν ο Στίβεν Νέλκος που είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει, εκείνον ή τη Ρία. Σε κάθε επίθεση που σχετιζόταν με το όνομά του αναφέρονταν κι αυτά τα λευκά φαντάσματα με τα ενεργειακά σπαθιά: ο Ορείχαλκος, όμως, δεν είχε δει τίποτα που θα μπορούσε να το περιγράψει έτσι. Η δολοφόνος ήταν, σίγουρα, άνθρωπος και είχε έρθει απ’το παράθυρο, σκαρφαλώνοντας επάνω στην πυραμίδα του Ύψιστου Ναού. Ο καθένας θα μπορούσε να την είχε στείλει. Κάποιος που ήθελε τη Ρία-Μία νεκρή, πιθανώς. Ή κάποιος που ήθελε τον Ορείχαλκο νεκρό.

Η Ρία, όταν την είχε ρωτήσει, του είχε πει ότι δεν μπορούσε να σκεφτεί κάποιον συγκεκριμένο που ήθελε να τη σκοτώσει. Ο Ορείχαλκος, όμως, μπορούσε να σκεφτεί κάποιον που θα ήθελε να τον σκοτώσει. Τον Ελκράσ’ναρχ, φυσικά.

Μετά από την απόπειρα δολοφονίας, είχαν όλοι καταλήξει ότι ο Στίβεν Νέλκος ευθυνόταν γι’αυτήν επειδή ένας Υπερασπιστής το είχε πει στην Παντοκράτειρα. Κανένα άλλο στοιχείο δεν υπήρχε. «Είναι βέβαιο, Αρχόντισσά μας, πως ο Στίβεν Νέλκος ήθελε να δολοφονήσει τον σύζυγό σου,» είχε πει ο Υπερασπιστής, και η Αγαρίστη είχε αμέσως συμφωνήσει. Και όλοι οι άλλοι το είχαν βρει σωστό, από τον φόβο τους και μόνο για τον Στίβεν Νέλκος. Αφού κάτι κακό συνέβαινε στη διάσταση, αναμφίβολα το τοπικό φάντασμα έπρεπε να φταίει! Ο Ορείχαλκος το θεωρούσε γελοίο· κανείς δεν έμοιαζε να κάθεται να σκεφτεί λογικά.

Τώρα, είπε στην Παντοκράτειρα: «Μπορεί να μην ήταν αυτός, αγάπη μου.»

«Και ποιος να ήταν;»

«Τι αποδείξεις έχουμε ότι ήταν ο Στίβεν Νέλκος;»

«Προσπάθησε να σε σκοτώσει!»

«Αυτό δεν αποτελεί απόδειξη.»

«Έχει σκοτώσει τόσο κόσμο!»

«Μπορεί δέκα άνθρωποι να σκοτωθούν μέσα στο ίδιο χτίριο την ίδια νύχτα,» είπε ο Ορείχαλκος, «και ο καθένας να έχει δολοφονηθεί από διαφορετικό άτομο.»

«Ναι αλλά εδώ ξέρουμε ποιος είναι!» επέμεινε η Παντοκράτειρα.

«Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι κάτι λευκά φαντάσματα παρουσιάζονται και επιτίθενται στους πράκτορές σου. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Δεν ξέρουμε καν αν ο Στίβεν Νέλκος είναι παρών σε όλες τις επιθέσεις· δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να καταλήξουμε σ’αυτό το συμπέρασμα. Και στη δική μου περίπτωση, δεν παρουσιάστηκαν ούτε καν τα λευκά φαντάσματα. Μια γυναίκα είδα μόνο η οποία φορούσε κουκούλα και μάσκα. Μάσκα αερίων, μάλλον. Δεν ήταν φάντασμα, ούτε δαίμονας. Την τραυμάτισα. Και ίσως, τελικά, θα έπρεπε να την είχα ξαναπυροβολήσει για να τη σκοτώσω, ώστε να δούμε το πρόσωπό της και να πάρουμε πιθανώς κάποιο χρήσιμο στοιχείο.»

«Καμια αποστάτρια θα ήταν,» είπε η Αγαρίστη.

Αποκλείεται, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Οι επαναστάτες που ήταν με τον Ανδρόνικο, αναμφίβολα, θα ήξεραν πως η Σάρντλι είχε πάει με το μέρος της Επανάστασης. Τι λόγο μπορεί να είχαν να θέλουν να τον σκοτώσουν; Μονάχα ο Ελκράσ’ναρχ είχε κίνητρο. «Ούτε αυτό το ξέρουμε με βεβαιότητα. Ίσως, μάλιστα, ο στόχος να μην ήμουν εγώ αλλά η Ρία. Ξέρεις κάποιον που θα την ήθελε νεκρή;»

Η Αγαρίστη συνοφρυώθηκε σκεπτικά για λίγο. «Όχι,» είπε μετά. «Δε μου έρχεται κανένας. Βασικά, η Ρία δεν πολυτσακώνεται. Δε νομίζω ότι έχει τίποτα τόσο έντονες συγκρούσεις με κανέναν. Εσύ πρέπει να ήσουν ο στόχος, αγάπη μου – εξαιτίας μου.» Τον αγκάλιασε, σφιχτά, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο του. «Με συγχωρείς.»

Ο Ορείχαλκος τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της. «Δε φταις εσύ, Αγαρίστη.»

«Σ’άφησα αφύλαχτο στον Ναό,» είπε η Παντοκράτειρα παίρνοντας το κεφάλι της από τον ώμο του και κοιτάζοντάς τον καταπρόσωπο.

«Με τόση φρούρηση εκεί μέσα, δεν νομίζω ότι ήμουν αφύλαχτος. Και… η αλήθεια είναι ότι αυτό που συνέβη ήταν παράξενο. Σκέψου: κάποιος σκαρφάλωσε πάνω στην πυραμίδα.»

«Και λοιπόν;»

«Η πυραμίδα του Ύψιστου Ναού είναι τεράστια, Αγαρίστη!»

Η Παντοκράτειρα συνοφρυώθηκε.

«Ποιος θα σκαρφάλωνε εκεί πάνω;» συνέχισε ο Ορείχαλκος. «Δεν είναι εύκολο. Και είναι πολύ, πολύ επικίνδυνο.»

«Ναι, έχεις δίκιο…» μουρμούρισε εκείνη, κοιτάζοντας κάτω.

«Έχεις κάποιον – κάποια – στο μυαλό σου;»

«Όχι,» παραδέχτηκε η Αγαρίστη και ύψωσε πάλι το βλέμμα της στο πρόσωπό του. «Μονάχα μια Μαύρη Δράκαινα θα μπορούσε να–» Διέκοψε τον εαυτό της. «Ορείχαλκε!»

Συγχρόνως, εκείνος σκεφτόταν: Μαύρη Δράκαινα; Η Τζένιφερ δεν είχε βρεθεί σε τροχαίο δυστύχημα την ίδια νύχτα που η δολοφόνος είχε επιτεθεί σ’αυτόν και τη Ρία-Μία;

«Οι Μαύρες Δράκαινες,» είπε η Αγαρίστη, «έχουν συμμαχήσει με τον Ανδρόνικο! Πρέπει νάχει στείλει κάποιες απ’αυτές εδώ, στη Ρελκάμνια! Πρέπει να σχεδιάζει να–»

«Δεν είναι, όμως, καταζητούμενες όλες τους;»

«Φυσικά και είναι.»

«Επομένως, πόσο εύκολο θα ήταν να έρθουν εδώ; Όλοι σου οι πράκτορες τις κυνηγάνε.»

«Να, όμως, που τα κατάφεραν! Μόνο μια Μαύρη Δράκαινα θα μπορούσε να σκαρφαλώσει πάνω στην πυραμίδα του Ύψιστου Ναού!»

Ναι, συλλογίστηκε ο Ορείχαλκος, μια Μαύρη Δράκαινα, αλλά όχι απ’αυτές που νομίζεις. Το θεωρούσε πολύ πιθανό να ήταν η Τζένιφερ. Πώς δεν το είχε σκεφτεί πριν; Το τροχαίο δυστύχημα δεν ήταν αληθινό· είχε τραυματιστεί επειδή είχε πέσει από την πυραμίδα. Και, βασικά, ήταν απίστευτα τυχερή που είχε γλιτώσει ζωντανή ύστερα από τέτοια πτώση. Όμως, σίγουρα, κάποια που ήξερε πώς να σκαρφαλώσει εκεί πάνω ήξερε και πώς να πέσει ώστε να μη διαλυθεί τελείως.

«Πρέπει να ενημερώσω τους πράκτορές μου,» είπε η Αγαρίστη, κι έκανε να σηκωθεί.

Ο Ορείχαλκος την έπιασε από το μπράτσο, αποτρέποντάς την. «Στάσου. Η Τζένιφερ δεν βρέθηκε σε… τροχαίο δυστύχημα την ίδια νύχτα που εγώ και η Ρία δεχτήκαμε επίθεση;»

Η Παντοκράτειρα συνοφρυώθηκε. «Και;… Θέλεις να πεις…; Υποθέτεις ότι κι αυτήν οι Μαύρες Δράκαινες προσπάθησαν να τη σκοτώσουν, τελικά, και όχι ο Στίβεν Νέλκος;»

Την εμπιστεύεται τόσο πολύ; «Την εμπιστεύεσαι τόσο πολύ;»

Το συνοφρύωμά της βάθυνε. «Τι;… Όχι… Σκέφτεσαι ότι η Τζένιφερ σού επιτέθηκε; Ότι είπε ψέματα για το τροχαίο; Μα–»

«Δεν βρέθηκε πτώμα κάτω από την πυραμίδα,» της θύμισε ο Ορείχαλκος. «Η δολοφόνος έζησε.»

«Ναι αλλά δεν μπορεί να ήταν η Τζένιφερ! Οι πράκτορές μου τη βρήκαν στο τροχαίο.»

Εμπιστεύεσαι τους πράκτορές σου; «Ναι…»

Η Παντοκράτειρα κούνησε το κεφάλι της. «Δεν ήταν η Τζένιφερ, Ορείχαλκε. Αποκλείεται.»

«Αρχόντισσά μας.» Ένας Υπερασπιστής είχε παρουσιαστεί στην είσοδο του δωματίου.

Ο Ορείχαλκος και η Αγαρίστη στράφηκαν να τον ατενίσουν. Κανένας απ’τους δυο τους δεν τον είχε δει να έρχεται. «Τι είναι;» ρώτησε η Παντοκράτειρα.

«Η Βάρμη είναι εδώ και ζητά να σου μιλήσει, Αρχόντισσά μας. Λέει πως έφεραν μια αιχμάλωτη από την Απολλώνια.»

2.

Η Αγαρίστη και ο Ορείχαλκος συνάντησαν τη Βάρμη, τη διοικήτρια της προσωπικής φρουράς της Παντοκράτειρας, σ’ένα καθιστικό με πέτρινα καθίσματα που επάνω τους είχαν μαλακά δερμάτινα μαξιλάρια. Γύρω-γύρω στέκονταν πέτρινα αγάλματα λαξεμένα με μια παράξενη τεχνοτροπία. Ήταν από μια μικρή διάσταση που η Παντοκρατορία είχε ανακαλύψει πριν από τρία χρόνια και είχε σκοτώσει σχεδόν όλους τους κατοίκους της, οι οποίοι ήταν ημιάγριοι. Τους υπόλοιπους τούς είχε κάνει απλήρωτους υπηρέτες – δηλαδή, δούλους – και πειραματόζωα. Στο πάτωμα του δωματίου ήταν απλωμένα χαλίκια και χώμα. Νόμιζες ότι βρισκόσουν σε κάποια πετρώδη έρημο εδώ μέσα.

«Μεγαλειοτάτη,» είπε η Βάρμη, επίσημα, ντυμένη με τη στρατιωτική της στολή.

«Συνέχισε! Μην περιμένεις την έγκρισή μου. Τι νομίζεις ότι είμαι, για όνομα του Κρόνου; Έχουμε πάψει να είμαστε φίλες;»

«Ασφαλώς και όχι.»

«Ωραία,» είπε η Παντοκράτειρα. «Κάθισε.» Έδειξε μια πέτρινη πολυθρόνα.

Η Βάρμη κάθισε εκεί, επάνω στα μαλακά δερμάτινα μαξιλάρια, και η Αγαρίστη κι ο Ορείχαλκος κάθισαν αντίκρυ της, σ’έναν καναπέ. Η Βάρμη είπε: «Έφεραν την Ιωάννα από την Απολλώνια. Τη Μαύρη Δράκαινα.»

«Την Ιωάννα;»

«Ναι.»

Η Αγαρίστη γέλασε, ευχαριστημένη. «Επιτέλους! Οι προδότες τιμωρούνται όπως πρέπει! Πού την έχετε;»

«Σ’ένα κελί, φυσικά. Δεμένη.»

«Να τη λύσετε και να τη ρίξετε στον καινούργιο μου λαβύρινθο,» πρόσταξε η Παντοκράτειρα. «Εκεί που είναι κι εκείνος ο αποτυχημένος πράκτορας που έχω πια ξεχάσει το όνομά του.»

Η Βάρμη την ατένισε διστακτικά. «Είσαι βέβαιη γι’αυτό;»

«Φυσικά και είμαι βέβαιη! Ας διασκεδάσουμε λίγο!»

3.

Την έριξαν σ’ένα κελί, με τα χέρια της δεμένα πίσω από την πλάτη και εν μέρει ναρκωμένη. Κάποιος τής είχε κάνει μια ένεση όσο βρίσκονταν μέσα στο αεροσκάφος. Τώρα, άνοιξαν το κελί της και την τράβηξαν έξω, αναγκάζοντάς την να σταθεί όρθια. Ήταν ακόμα γυμνή και παραπατούσε. Έτρεμε. Νόμιζε ότι είχε πια φτάσει στο τέλος της αντοχής της.

Πού βρίσκομαι; αναρωτήθηκε. Πού μ’έχουν πάει τώρα; Δεν είχε καταλάβει και πολλά, πέρα από το ότι την είχαν μεταφέρει μέσω αεροσκάφους. Είμαι στη Ρελκάμνια;

Γύρω της στέκονταν άνθρωποι ντυμένοι με λευκές στολές.

«Ιωάννα!» είπε κάποια, έντονα, σαν για να την ξυπνήσει, να τη συνεφέρει.

Η Ιωάννα έστρεψε το βλέμμα της προς το μέρος της φωνής. Το πρόσωπο που είδε της φαινόταν θολό στην αρχή, αλλά ύστερα η όρασή της ξεθόλωσε. Μια γυναίκα με λευκό-ροζ δέρμα. Μαύρα, κοντά μαλλιά. Στρατιωτική στολή.

«Βάρμη…» μουρμούρισε η Ιωάννα. Ήταν, σίγουρα, η Βάρμη Ύλντρηχ· δε μπορεί να ήταν άλλη. «Είμαι στη Ρελκάμνια, λοιπόν;»

«Δεν έπρεπε να τους είχες αφήσει να σε πιάσουν,» της είπε η Βάρμη. «Η Μεγαλειοτάτη δεν θα φανεί και τόσο επιεικής μαζί σου.»

«Πες στη Μεγαλειοτάτη να πάει να γαμηθεί–»

Κάποιος τη γρονθοκόπησε στο στόμα, και η Ιωάννα έχασε, γι’ακόμα μια φορά, τις αισθήσεις της.

Όταν συνήλθε, είδε ένα φως από πάνω της. Βλεφάρισε, για να ξεθολώσει πάλι την όρασή της, κι αυτή τη φορά νόμιζε ότι βρισκόταν σε περισσότερη εγρήγορση. Η επίδραση του ναρκωτικού τους είχε αρχίσει να περνά, και δεν την ξαναείχαν ναρκώσει. Θα το μετανιώσουν.

Η Ιωάννα ανασηκώθηκε, για να διαπιστώσει ότι βρισκόταν σ’ένα άδειο μεταλλικό δωμάτιο που είχε μονάχα ένα λάξευμα στον τοίχο: μια γυμνή γυναίκα με νεκροκεφαλή αντί για κανονικό κεφάλι. Μάλλον δεν είμαι σε έκθεση γλυπτικής…

Και τότε πρόσεξε παραδίπλα, στο πάτωμα, ένα κοντό, μυτερό σπαθί. Πολύ μυτερό. Η λεπίδα του ήταν σχεδόν τριγωνική. Κάποιο από τα παιχνίδια της Παντοκράτειρας… Η Ιωάννα δεν άγγιξε το όπλο, παρότι βρισκόταν εκεί όπου μπορούσε απλώνοντας το χέρι της να πιάσει τη λαβή του.

Σηκώθηκε όρθια και, καθώς έριξε μια ματιά στο σώμα της, είδε ότι δεν ήταν γυμνή πλέον. Φορούσε περισκελίδα και μια κοντή μπλούζα χωρίς μανίκια. Κοίταξε ολόγυρά της, ψάχνοντας για τηλεοπτικούς πομπούς, γιατί ήταν βέβαιη πως η Παντοκράτειρα την παρακολουθούσε. Δεν βρήκε, όμως, κανέναν μηχανικό οφθαλμό. Μάλλον είναι εμφυτευμένοι στους τοίχους, όπως τότε που η Παντοκράτειρα μάς είχε όλες τις Μαύρες Δράκαινες φυλακισμένες στο Αυτοσυντηρούμενο Μεταβλητό Όχημα. Πολύ φοβόταν, όμως, ότι από ετούτη τη φυλακή ο Ανδρόνικος δεν θα προλάβαινε να έρθει για να τη βοηθήσει να δραπετεύσει ζωντανή.

Η Ιωάννα κοίταξε τις εξόδους γύρω της. Δύο πόρτες, ανοιχτές, και μια μεγάλη τρύπα που οδηγούσε σε κάποιον σωλήνα μέσα στον τοίχο.

Έσκυψε και έπιασε το σπαθί, με επιφύλαξη–

Αμέσως τινάχτηκε πίσω καθώς ενέργεια τράνταξε το ταλαιπωρημένο σώμα της. Ευτυχώς, όμως, όχι πολύ. Δεν είχε κλείσει το χέρι της επάνω στη λαβή του ξίφους· μονάχα με τα δάχτυλα το είχε αγγίξει. Πρέπει νάχε κάποια μπαταρία στο εσωτερικό του.

«Ποιος σου είπε να το πιάσεις αυτό;»

Η Ιωάννα στράφηκε, όχι και τόσο ξαφνιασμένη. Αντίκρυ της είδε το ολόγραμμα μιας γυναίκας με λευκό δέρμα και μαύρα μαλλιά. Ήταν ντυμένη με άσπρο φόρεμα, κι επάνω της κοσμήματα στραφτάλιζαν. Το πρόσωπό της ήταν έντονα βαμμένο. Οριζόντια μπροστά της κρατούσε ένα σπαθί παρόμοιο μ’αυτό στο πάτωμα του δωματίου· το ένα χέρι της ήταν στη λαβή, το άλλο στη μυτερή αιχμή.

«Κάνεις πολλά που δεν σου λένε,» είπε η Παντοκράτειρα, ατενίζοντας την Ιωάννα αυστηρά.

Εκείνη δεν μίλησε.

«Δεν έχεις τίποτα να πεις;»

«Τι να πω;»

«Δε θέλεις να φύγεις από εδώ;»

«Δε θα μ’αφήσεις να φύγω, ούτως ή άλλως.»

«Σωστά,» είπε η Παντοκράτειρα. «Αλλά μπορώ να σου κάνω πολλά πολύ δυσάρεστα πράγματα αν αποδειχτείς… όχι διασκεδαστική.»

«Δεν είμαι εδώ για να σε διασκεδάζω,» αποκρίθηκε η Ιωάννα, μορφάζοντας.

Η Παντοκράτειρα γέλασε. Ύψωσε το ξίφος που κρατούσε. «Θέλεις το σπαθί;»

Η Ιωάννα δεν μίλησε.

«Σε ρώτησα: θέλεις το σπαθί;» Η φωνή της Παντοκράτειρας είχε δυναμώσει.

«Δε θα παίξω το παιχνίδι σου,» δήλωσε η Ιωάννα.

«Έτσι νομίζεις!» Και το ολόγραμμα εξαφανίστηκε.

Η Ιωάννα έμεινε όρθια μέσα στο δωμάτιο, ακίνητη, νιώθοντας το σώμα της να πονά από τα τραύματα και τις μελανιές επάνω του. Δεν προσπάθησε να πιάσει το σπαθί, ούτε πλησίασε καμια από τις εξόδους. Εξάλλου, δεν ήταν αληθινές έξοδοι: φυλακή ήταν ολόκληρο ετούτο το μέρος.

Τελικά, κάθισε στο πάτωμα. Περιμένοντας να δει τι άλλη μαλακία θα σκαρφιζόταν η Παντοκράτειρα.

Σύντομα, ένα γρύλισμα ακούστηκε από το στρογγυλό άνοιγμα. Ένα γρύλισμα που δεν μπορεί να ήταν ανθρώπινο. Και βήματα το συνόδευαν, τα οποία επίσης δεν μπορεί να ήταν ανθρώπινα.

Η Ιωάννα πετάχτηκε όρθια, νιώθοντας το σώμα της να διαμαρτύρεται – ειδικά το τραύμα στον μηρό της. Οι Παντοκρατορικοί είχαν βγάλει τη σφαίρα από εκεί αλλά δεν είχαν κάνει και πολλά για να περιποιηθούν την πληγή πέρα απ’το να την αποστειρώσουν με φωτιά· και η Ιωάννα πρέπει να ήταν λιπόθυμη ή ναρκωμένη όσο γίνονταν αυτά, γιατί δεν θυμόταν τίποτα.

Το πλάσμα που ερχόταν απ’το στρογγυλό άνοιγμα πλησίασε περισσότερο: μια σκιά φάνηκε, δύο γυαλιστερά μάτια, δύο χαυλιόδοντες. Η Ιωάννα απομακρύνθηκε όσο μπορούσε. Φρόντισε να βρίσκεται κοντά σε μια από τις άλλες εξόδους, για να φύγει γρήγορα αν χρειαζόταν.

Το πλάσμα πετάχτηκε έξω από τον σωλήνα. Θύμιζε αγριόχοιρο εκ πρώτης όψεως, έτσι χοντρό και χαμηλό όπως ήταν, με χαυλιόδοντες να ξεπροβάλλουν από το στόμα του· μετά, όμως, καταλάβαινε κανείς ότι έμοιαζε και με λύκο συγχρόνως. Είχε τη μουσούδα λύκου, το κεφάλι λύκου, και οι τρίχες του περισσότερο για λύκου φαίνονταν παρά για αγριόχοιρου.

Η Ιωάννα θυμήθηκε. Αυτό το θηρίο ήταν γηγενές της Φεηνάρκια. Λυκόχοιρο το ονόμαζαν οι ντόπιοι. Ήταν πολύ άγριο. Κι ετούτο εδώ πρέπει να ήταν και πεινασμένο.

Ένας ξαφνικός μεταλλικός ήχος ακούστηκε, και η Ιωάννα είδε τις πόρτες να κλείνουν, απότομα, καθώς ατσάλινες πλάκες κατέβαιναν.

Ο λυκόχοιρος όρμησε καταπάνω της. Η Ιωάννα πήδησε όσο πιο ψηλά μπορούσε. Προσγειώθηκε πίσω του. Τα γόνατά της, όμως, ήταν πολύ κουρασμένα για να τη στηρίξουν και σωριάστηκε στο πάτωμα, νιώθοντας πόνους να τη διατρέχουν από πάνω ώς κάτω.

«Θέλεις το σπαθί, Ιωάννα;» Το ολόγραμμα της Παντοκράτειρας είχε πάλι παρουσιαστεί.

Ο λυκόχοιρος, ακούγοντας τη φωνή, στάθηκε για λίγο κι έριξε ένα βλέμμα στην άυλη μορφή, παραξενεμένος.

«Πάρε το σπαθί, Ιωάννα!» Η Παντοκράτειρα έδειξε το ξίφος στο πάτωμα. «Πάρτο!»

Ο λυκόχοιρος ατένισε τη Μαύρη Δράκαινα με προσοχή, έτοιμος να χιμήσει. Εκείνη σηκώθηκε όρθια, αγνοώντας τον πόνο που τη λόγχιζε πατόκορφα.

Το θηρίο χίμησε. Η Ιωάννα τινάχτηκε για να το αποφύγει, και οι χαυλιόδοντές του πέρασαν ξυστά από δίπλα της καθώς εκείνη κουτρουβαλούσε.

«Χα-χα-χα-χα-χα-χα-χα…» Το γέλιο της Παντοκράτειρας αντηχούσε μέσα στο δωμάτιο. «Χα-χα-χα-χα-χα-χα-χα…»

Η Ιωάννα είχε βρεθεί πάλι κοντά στο σπαθί. Ο λυκόχοιρος γύριζε προς το μέρος της.

«Πάρε το σπαθί, Ιωάννα, αλλιώς θα πεθάνεις!» είπε η Παντοκράτειρα. «Ή νομίζεις ότι μπορείς να τον σκοτώσεις με τα χέρια σου; Με τα δόντια σου; Θα μ’άρεσε πολύ να το δω αυτό, αλλά μπορείς;»

Γαμημένη τρελή σκρόφα! σκέφτηκε η Ιωάννα, παρατηρώντας τον λυκόχοιρο να την παρατηρεί, να υπολογίζει, μέσα στο θηριώδες μυαλό του, τις δυνάμεις της.

«Πάρε το σπαθί, ανόητη!» φώναξε η Παντοκράτειρα.

Ο λυκόχοιρος εφόρμησε, γρυλίζοντας. Η Ιωάννα, που είχε ήδη λυγίσει – επώδυνα – τα γόνατά της, τινάχτηκε. Βρέθηκε πάνω στη ράχη του θηρίου, πιάστηκε γερά από τις άγριες τρίχες του. Ο λυκόχοιρος σάστισε προς στιγμή, και η Ιωάννα τύλιξε τους αγκώνες της γύρω απ’το κεφάλι του, απ’τον λαιμό του, πιέζοντας. Ο λαιμός του θηρίου, όμως, ήταν απίστευτα σκληρός και δυνατός, και ο λυκόχοιρος άρχισε τώρα να χτυπιέται και να πηδά μανιασμένα, γρυλίζοντας, αλυχτώντας. Η Ιωάννα έτριξε τα δόντια καθώς προσπαθούσε, απεγνωσμένα, να σπάσει τον λαιμό του, να τον σκοτώσει.

«Πάρε το σπαθί!» φώναξε η Παντοκράτειρα.

Η Ιωάννα την αγνόησε. Αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι δεν θα κατόρθωνε να πνίξει τον λυκόχοιρο. Με το ζόρι μπορούσε πλέον να κρατιέται επάνω του· έτσι όπως το θηρίο τιναζόταν, δε θ’αργούσε να την αποτινάξει.

Μεταλλικά πράγματα ακούστηκαν να κουδουνίζουν στο πάτωμα, και η Ιωάννα είδε, με τις άκριες των ματιών της, ότι σπαθιά είχαν πέσει από κάπου – από κάποιες τρύπες που, μάλλον, είχαν ανοίξει στο ταβάνι προς στιγμή. Σπαθιά ίδια με το προηγούμενο.

«Πάρε ένα άλλο σπαθί, αν δε σ’αρέσει το πρώτο!» γέλασε η Παντοκράτειρα.

Και τότε ο λυκόχοιρος κατάφερε να πετάξει την Ιωάννα από τη ράχη του. Εκείνη κατρακύλησε στο πάτωμα, πέρασε πάνω από ένα σπαθί, και κατέληξε πλάι σ’ένα άλλο.

«Πάρτο!» ούρλιαξε η Παντοκράτειρα. «Θες να σκοτωθείς;»

Ο Ανδρόνικος θα ήθελε να πεθάνω έτσι; Η Ιωάννα άρπαξε τη λαβή του μυτερού ξίφους.

Κανένα ενεργειακό ρεύμα δεν τη χτύπησε.

Ο λυκόχοιρο μούγκρισε, τα μάτια του στραφτάλισαν. Της χίμησε, τρέχοντας, έχοντας προτεταμένους τους χαυλιόδοντές του με φανερή πρόθεση να την καρφώσει επάνω τους.

Η Ιωάννα τούς απέφυγε κυλώντας πάλι στο πάτωμα. Σηκώθηκε στο ένα γόνατο – και η πληγή στον μηρό της τη δάγκωσε σαν να είχε δεκάδες μυτερά δοντάκια που ήθελαν το κακό της. Ο λυκόχοιρος είχε εξαγριωθεί πια· της όρμησε κατευθείαν.

«Σκότωσέ τον!» φώναξε η Παντοκράτειρα. «Σκότωσέ τον, σκότωσέ τον! Χα-χα-χα!» Ακουγόταν ενθουσιασμένη, η ανώμαλη.

Η Ιωάννα πήδησε ξανά: μετά δυσκολίας, γιατί ολόκληρο το σώμα της διαμαρτυρόταν. Βρέθηκε πάνω στον λυκόχοιρο, τον καβάλησε, κι άρχισε να τον καρφώνει με το κοντό, μυτερό σπαθί της. Αίμα τιναζόταν και το θηρίο σπαρταρούσε, αλλά η Ιωάννα κρατιόταν γερά επάνω του και συνέχιζε να το χτυπά.

Ο λυκόχοιρος έκανε αξιοσημείωτα πολλή ώρα να πεθάνει. Όταν τελικά κατέρρευσε, η Ιωάννα ήταν λουσμένη στον ιδρώτα της και στο αίμα του και εξουθενωμένη, νιώθοντας τα χέρια της βαριά και τα πόδια της κομμένα. Η αναπνοή έβγαινε επώδυνα από τα πνευμόνια της.

Η Παντοκράτειρα χειροκροτούσε γελώντας. «Μπράβο, Ιωάννα! Μπράβο!»

Η Ιωάννα τής έριξε ένα βλέμμα που υποσχόταν ότι στο τέλος θα την έβρισκε και θα την έσφαζε σαν λυκόχοιρο.

Η Παντοκράτειρα δεν φάνηκε να το καταλαβαίνει ή, αν το καταλάβαινε, να δίνει σημασία. «Από κει,» είπε δείχνοντας μια από τις πόρτες – που τώρα είχαν πάλι ανοίξει, πρόσεξε η Ιωάννα – «είναι η ανταμοιβή σου.»

Η Ιωάννα πέταξε το σπαθί της καταπάνω στο ολόγραμμα, και το όπλο πέρασε, φυσικά, από μέσα του σαν να ήταν αέρας. Μονάχα μια μικρή αναταραχή δημιουργήθηκε.

«Μην προσπαθείς να δαγκώσεις το χέρι που σε ταΐζει, Ιωάννα!» είπε η Παντοκράτειρα μοιάζοντας δυσαρεστημένη.

Η Ιωάννα σηκώθηκε από τη ράχη του λυκόχοιρου.

«Και πάρε ένα σπαθί μαζί σου. Ποτέ δεν ξέρεις πού μπορεί να σου χρειαστεί,» συμβούλεψε η Παντοκράτειρα· κι ύστερα, το ολόγραμμά της εξαφανίστηκε.

Η Ιωάννα πήρε ένα σπαθί και κοίταξε προς την έξοδο που της είχε δείξει. Ακόμα μια παγίδα; Από την άλλη μεριά, όμως, δεν θα ήταν παγίδα; Όπου κι αν πήγαινε, παγίδα θα ήταν.

Η Ιωάννα πλησίασε την πόρτα, προσεχτικά. Πέρα απ’το κατώφλι της, μονάχα σκοτάδι φαινόταν τώρα, αλλά πριν νόμιζε πως είχε δει ένα δωμάτιο. Μπήκε, έτοιμη να δεχτεί επίθεση.

Φως άναψε ξαφνικά, και στο κέντρο του δωματίου, στο πάτωμα, είδε φαγητά και ποτά να είναι αφημένα. Τριγύρω υπήρχαν τρεις πόρτες, ανοιχτές.

Αυτή είναι η ανταμοιβή μου; Καλοσύνη της που αποφάσισε να με ταΐσει παρότι πήγα να της δαγκώσω το χέρι…

4.

«Δεν είναι καταπληκτική, αγάπη μου;»

Η Αγαρίστη είχε βγάλει τα καλώδια από πάνω της και είχε κατεβεί από το ειδικό κατασκεύασμα που έκανε το ολόγραμμά της να εμφανίζεται μέσα στον λαβύρινθο. Πλησίαζε τον Ορείχαλκο καθώς μιλούσε, εκεί όπου αυτός ήταν καθισμένος, σε μια πολυθρόνα. Η Βάρμη καθόταν σε μια άλλη πολυθρόνα, παραδίπλα· η Παντοκράτειρα είχε επιμείνει να βρίσκεται εδώ. Στον τοίχο υπήρχε μια μεγάλη οθόνη, μέσα στην οποία φαινόταν η Ιωάννα καθισμένη στο κέντρο του άδειου δωματίου, κοιτάζοντας με επιφύλαξη τα φαγητά και τα ποτά που ήταν αφημένα εκεί.

Ο Ορείχαλκος αισθανόταν άσχημα που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τη βοηθήσει. Την είχε γνωρίσει από κοντά, άλλωστε, στη Σάρντλι.

«Δεν είναι;» ρώτησε πάλι η Αγαρίστη, ενθουσιασμένη.

«Δε σε κατάλαβα, αγάπη μου…»

«Είπα: δεν είναι καταπληκτική;» Η Παντοκράτειρα ήρθε και κάθισε στα γόνατά του.

«Σίγουρα είναι,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος. «Παραλίγο να τη σκοτώσεις, όμως…»

«Τι σημασία έχει αυτό; Είναι προδότρια έτσι κι αλλιώς! Από τους χειρότερους ανθρώπους στο Γνωστό Σύμπαν. Το ίδιο κακιά όσο κι ο Αρχιπροδότης. Αλλά θα μας προσφέρει πολλές ώρες διασκέδασης τώρα!» Και γελούσε ξανά.

Ο Ορείχαλκος αναρωτήθηκε αν είχε κάνει, τελικά, λάθος που είχε έρθει στη Ρελκάμνια. Υπήρχε κανένας τρόπος να βοηθήσει την Αγαρίστη; Να διώξει την επιρροή του Ελκράσ’ναρχ από πάνω της; Να σταματήσει όλη αυτή την παραφροσύνη;

Ο Ελκράσ’ναρχ με φοβάται. Αυτό σημαίνει ότι έχω κάποιες πιθανότητες επιτυχίας. Πρέπει μονάχα να βρω το κλειδί… Και νόμιζε ότι το κλειδί ίσως να ήταν μέσα της. Μέσα στο μυαλό της. Πώς θα φτάσω εκεί;

«Γιατί είσαι τόσο σκεπτικός, αγάπη μου;» ρώτησε η Παντοκράτειρα.

«Οι ικανότητες της Μαύρης Δράκαινας μ’έχουν αφήσει άφωνο. Παρότι είναι τόσο τραυματισμένη κατάφερε να σκοτώσει αυτό το θηρίο, ό,τι κι αν είναι.»

«Λυκόχοιρο το λένε. Είναι από τη Φεηνάρκια.»

«Συνεχώς μαθαίνω πράγματα μαζί σου, αγάπη μου.»

Η Παντοκράτειρα μειδίασε και τον φίλησε ηχηρά.

Η Βάρμη έμοιαζε να αισθάνεται άβολα καθώς ήταν καθισμένη παραδίπλα. Ρώτησε: «Με χρειάζεσαι τίποτε άλλο, Αγαρίστη;»

«Βιάζεσαι να φύγεις;»

«Όχι, απλώς λέω…»

«Πήγαινε αν θέλεις. Αν έχεις δουλειές.» Η Παντοκράτειρα ήταν σε καλή διάθεση.

Η Βάρμη ένευσε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα της, φεύγοντας από το δωμάτιο.

«Γίνεται ολοένα και πιο μελαγχολική, τελευταία,» είπε η Αγαρίστη στον Ορείχαλκο. «Ανησυχώ γι’αυτήν.»

«Ίσως απλά να είναι κουρασμένη. Απ’ό,τι έχω ακούσει, όμως, της έχεις κάνει πολλά άσχημα αστεία…»

«Ποιος σου λέει τέτοια πράγματα;»

«Δε θυμάμαι ακριβώς ποιος το είπε. Αλλά νομίζω πως κι εσύ μου έχεις πει κάτι.»

Η Παντοκράτειρα συνοφρυώθηκε προσπαθώντας να θυμηθεί. Πράγματι, του είχε πει μερικά από αυτά που είχε κάνει στη Βάρμη. «Της άξιζαν, όμως!» τόνισε. «Είχε έρθει και μου είχε πει ότι ήσουν εναντίον μου, οπότε την έκλεισα στα Κελιά της Αβύσσου.»

«Δεν ήξερε, Αγαρίστη. Η Σάρντλι είχε αποστατήσει, επομένως το λογικό ήταν να υποθέσει κανείς ότι είχα στραφεί εναντίον σου.»

«Εγώ ποτέ δεν αμφέβαλα ότι με αγαπάς, αγάπη μου.» Η Παντοκράτειρα τον φίλησε ξανά. Ύστερα είπε: «Αλλά δεν την άφησα και για πολύ στα Κελιά της Αβύσσου. Παραείναι ευαίσθητη, νομίζω!»

Σε φοβάται σαν να είσαι κάποια εξωπραγματική δαιμόνισσα, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Την έχεις τρομοκρατήσει. Αλλά δεν το είπε αυτό. Ρώτησε: «Τι θα φάμε για μεσημεριανό, αγάπη μου;»

«Ο ένας τον άλλο;» πρότεινε η Παντοκράτειρα, χαμογελώντας και μπλέκοντας τα δάχτυλά της μέσα στα πορφυρά μαλλιά του.

Βίηλ

1.

Φαίνονται ήσυχοι, σκέφτηκε ο Πολ, κοιτάζοντας, μέσα από την αραιή ομίχλη, προς τη μεριά των Δοντιών της Ουράς καθώς έβγαινε από τη σκηνή του. Ήταν αυγή, και ούτε αεροσκάφη δεν πετούσαν γύρω από το πελώριο φρούριο. Τα όπλα του – γιγαντοβαλλίστρες, καταπέλτες, ενεργειακά κανόνια – ήταν όλα ακίνητα. Είμαστε, βέβαια, εκτός της εμβέλειάς τους. Και εκείνο που θέλουν το έχουν πετύχει: να μας κρατήσουν μακριά, πέρα από τα σύνορα του Έλρηνεχ. Τα μάτια του Πολ, θέλοντας και μη, έπεσαν στους τόνους πέτρας και χώματος που έκλειναν το πέρασμα της Ουράς αντίκρυ του, μπροστά στα Δόντια, δημιουργώντας ένα επιπλέον τείχος προστασίας για τους Παντοκρατορικούς.

Η Λαμρίτ ήταν ήδη έξω από τη σκηνή της, η οποία ήταν στημένη δίπλα στη σκηνή του Πολ. Καθόταν επάνω σε μια πέτρα κι έμοιαζε σκεπτική. «Από τι ώρα σηκώθηκες;» τη ρώτησε ο Πολ.

«Λίγο πριν ξημερώσει.»

«Κάποιος ιδιαίτερος λόγος;»

«Όχι.»

Ο Πολ έστρεψε πάλι το βλέμμα του στα Δόντια της Ουράς και στο καινούργιο τείχος μπροστά στο απόρθητο φρούριο. Για να ανατινάξουμε τα βράχια, θα πρέπει τα όπλα μας να γίνουν στόχος για τα όπλα των Δοντιών. Τι άλλη λύση, όμως, υπάρχει; Αυτό που προτείνει ο Στρατηγός Φαρτάνες; Να σκαρφαλώσουμε τα βουνά βόρεια και νότια του περάσματος ώστε να πλησιάσουμε το φρούριο από γύρω; Αυτοκτονία!

«Δεν πιστεύω να σκέφτεσαι να συμφωνήσεις με το σχέδιο του Στρατηγού;» είπε ο Πολ στη Λαμρίτ.

«Έχεις κάποιο καλύτερο σχέδιο;»

«Οποιοδήποτε άλλο σχέδιο είναι καλύτερο. Ακόμα κι απλά να ανατινάξουμε τα μπάζα με ενεργειακά κανόνια, αγνοώντας το γεγονός ότι τα κανόνια αυτά πιθανώς να καταστραφούν από τους Παντοκρατορικούς.»

«Μάλλον έχεις δίκιο,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Όμως δεν μπορεί κανείς να μην υπολογίσει και την εμπειρία του Φαρτάνες.»

«Ποια εμπειρία; Πόσα χρόνια έχουν να δουν τέτοιο πόλεμο στο Κίρτβεχ; Πριν από δέκα χρόνια έγιναν κάποιες συγκρούσεις στη Λίμνη των Κολοσσών, και τελικά, για να πάψουν, ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος παντρεύτηκε την τωρινή του Πριγκίπισσα, την Ελνέσσα. Και οι ναυμαχίες στα γλυκά νερά δεν έχουν καμια σχέση με μια πολιορκία σαν ετούτη, μέσα στα βουνά.»

«Θεωρείς, λοιπόν, ότι ο Στρατηγός δεν ξέρει τι λέει.»

«Πολύ πιθανόν. Δες αυτές τις πλαγιές, Λαμρίτ!» Ο Πολ έδειξε τα βουνά που ορθώνονταν βόρεια και νότια του περάσματος. «Νομίζεις πραγματικά ότι θα μπορέσουμε να τις σκαρφαλώσουμε χωρίς να σκοτωθούμε όλοι από τους Παντοκρατορικούς καθώς θα τους πλησιάζουμε;»

Η Λαμρίτ σηκώθηκε από την πέτρα όπου καθόταν. Αμίλητη.

Ο Πολ, βλέποντας ότι η Πρόμαχος δεν είχε όρεξη για κουβέντα τώρα, δεν μίλησε άλλο. Πήρε τα κιάλια του στα χέρια και κοίταξε τα Δόντια της Ουράς και την τριγυρινή περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των βουνών βόρεια και νότια του περάσματος.

Για δες εκεί κάτι όμορφα αγάλματα… σκέφτηκε μετά από λίγο, καθώς είχε παρατηρήσει μερικές μορφές πίσω από τους βράχους, σκιερές μέσα στο φως της αυγής.

«Μας περιμένουν,» είπε στη Λαμρίτ. «Επάνω στις πλαγιές.»

«Τι;» έκανε εκείνη.

Ο Πολ κατέβασε τα κιάλια του και στράφηκε να την κοιτάξει. Η Πρόμαχος εξακολουθούσε να είναι όρθια, με την κάπα της τυλιγμένη γύρω της και την κουκούλα σηκωμένη στο κεφάλι. «Οι Παντοκρατορικοί έχουν πολεμιστές τους στις πλαγιές των βουνών, κρυμμένους, περιμένοντάς μας. Ο Στρατηγός Φαρτάνες δεν είναι η μόνη μεγαλοφυΐα που σκέφτηκε ότι μπορούμε να σκαρφαλώσουμε.»

Η Λαμρίτ συνοφρυώθηκε κοιτάζοντας τους κρημνούς και τους βράχους βόρεια και νότια του περάσματος.

Ο Πολ τής έδωσε τα κιάλια του. «Δε φαίνονται με το μάτι.»

Η Λαμρίτ πήρε τα κιάλια και κοίταξε. Ο Πολ τής έδειξε με το ένα χέρι, ενώ ακουμπούσε το άλλο στους ώμους της ωθώντας την προς τη σωστή μεριά. «Εκεί,» της είπε. «Προς τα κει. Δεν είναι κάποιοι κρυμμένοι πίσω απ’τους βράχους; Και δε φαίνεται σα να μας κοιτάζουν όπως εμείς τους κοιτάζουμε;»

«Έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε η Πρόμαχος.

«Και δες κι από κει.» Ο Πολ τής έδειξε προς την αντίθετη μεριά του περάσματος.

«Ναι, κι άλλοι… Έχουν πιάσει και τα βόρεια και τα νότια.» Η Λαμρίτ κατέβασε τα κιάλια.

«Φούνταρε, λοιπόν, σε λίμνη κολοσσών το σχέδιο του μεγάλου Στρατηγού. Με το που μας δουν να ζυγώνουμε από τα βουνά, θα μας λιανίσουν. Και θάχουν, σίγουρα, πιάσει τις καλύτερες θέσεις στην περιοχή.»

Μετά από λίγο, ο Άλτρες τούς πλησίασε. «Πρόμαχε,» είπε, «ο Δαίδαλος θέλει να μας μιλήσει.»

Η Λαμρίτ και ο Πολ τον ακολούθησαν, πλησιάζοντας τη σκηνή του μάγου, η οποία ήταν στημένη κοντά στη σκηνή της Φενίλδα και του Καρτάφες’νορ. Ο Στρατηγός Φαρτάνες, κάποιοι αξιωματικοί, και μερικοί επαναστάτες ήταν ήδη εδώ.

«Ελπίζω, μάγε,» είπε ο Πολ, «να μας έφτιαξες βάρκα σωτηρίας, γιατί το σχέδιο του Στρατηγού μόλις διαπιστώσαμε ότι βούλιαξε ακόμα πιο βαθιά στη λίμνη απ’ό,τι ήταν ήδη φουνταρισμένο.»

Ο Φαρτάνες τον αγριοκοίταξε κι έκανε να μιλήσει, αλλά η Λαμρίτ τον πρόλαβε λέγοντας: «Οι Παντοκρατορικοί έχουν πολεμιστές τους στους κρημνούς βόρεια και νότια του περάσματος, έτοιμους για εμάς.»

«Τι;» έκανε ο Φαρτάνες. Ίδια ακριβώς αντίδραση με τη δική της.

«Υπάρχουν κι άλλοι που σκέφτηκαν ότι μπορεί να είμαστε ηλίθιοι,» είπε ο Πολ. «Δες και μόνος σου αν θέλεις. Αλλά με κιάλια. Δεν φαίνονται με το μάτι.»

Ο Φαρτάνες τον αγνόησε· απευθύνθηκε στη Λαμρίτ: «Ας ακούσουμε πρώτα τι έχει να μας πει ο κύριος Δαίδαλος.»

Η Πρόμαχος κατένευσε, κι όλοι τους στράφηκαν στον μάγο.

«Τι φοβάστε πιο πολύ;» ρώτησε εκείνος, κουκουλωμένος στην κάπα του, όπως κι οι περισσότεροι, εξαιτίας του ψύχους των βουνών και της πρωινής ομίχλης. «Τα ενεργειακά κανόνια ή τις βαλλίστρες και τους καταπέλτες;»

«Τα κανόνια είναι, σαφώς, τα πιο επικίνδυνα,» είπε ο Φαρτάνες, «και ο εχθρός φαίνεται να έχει αρκετά στις επάλξεις.»

Ο Δαίδαλος ένευσε. «Το φανταζόμουν. Έχω έναν τρόπο να προφυλάξω τα δικά μας κανόνια από τα κανόνια του εχθρού, καθώς θα ανατινάζουν το εμπόδιο μπροστά στο φρούριο. Θα χρειαστώ, όμως, τουλάχιστον τέσσερις εστίες και κάποια μηχανικά κομμάτια. Και οι εστίες πιθανώς να καταστραφούν ύστερα από την υπηρεσία που θα μας προσφέρουν.»

«Τι θα κάνεις;» ρώτησε ο Καρτάφες’νορ, με τα μάτια του να γυαλίζουν από ενθουσιώδη περιέργεια μέσα από την κουκούλα του. (Περιμένει ξανά κάτι τόσο ακραίο όσο τα αυτοκίνητα; αναρωτήθηκε ο Πολ.)

«Θα δημιουργήσω ένα πεδίο μονόπλευρου ενεργειακού αποπροσανατολισμού γύρω από τα κανόνια μας.»

«Τι είναι αυτό;» είπε ο Φαρτάνες.

«Καθώς οι ριπές των εχθρικών κανονιών θα έρχονται, θα χάνουν τον στόχο τους· θα έλκονται προς κάποια συγκεκριμένα σημεία που έχω εγώ καθορίσει. Αυτό, όμως, πολύ πιθανόν να υπερφορτίσει τις εστίες και όλους τους μηχανισμούς που θα χρησιμοποιήσω και να τους κάψει.»

«Δεν μας πειράζει,» δήλωσε ο Φαρτάνες. «Μηχανισμούς και εστίες ξαναφτιάχνουμε. Τα ενεργειακά κανόνια είναι πολύ πιο δύσκολο να φτιαχτούν· και οι μάγοι που τα χειρίζονται, όταν σκοτωθούν, δεν ξαναγεννιούνται.»

Ο Δαίδαλος ένευσε. «Επίσης,» πρόσθεσε, «τονίζω ότι αυτή η μέθοδος θα σας προστατέψει από τις ενεργειακές ριπές του εχθρού, όχι και από τις ριπές των βαλλιστρών ή των καταπελτών. Θα πρέπει εσείς να βρείτε τρόπο για να προστατευτείτε από αυτές.»

«Θα βρούμε.»

Τι άλλη εξυπνάδα θ’ακούσουμε τώρα από τον Στρατηγό; «Για παράδειγμα;» τον ρώτησε ο Πολ.

Ο Φαρτάνες δεν γύρισε να τον κοιτάξει. «Θα τοποθετήσουμε ατσάλινες ασπίδες γύρω και πάνω από τα κανόνια. Μονάχα οι κάννες τους θα προεξέχουν, καθώς και ο μηχανικός οφθαλμός που χρειάζεται για τη στόχευση από την εσωτερική οθόνη.»

Όχι και τόσο άσχημο, παραδέχτηκε ο Πολ σιωπηλά.

«Τι μηχανισμούς χρειάζεσαι, Δαίδαλε;» ρώτησε η Λαμρίτ.

Εκείνος τής απάντησε, αναλυτικά.

Κι αφού βρέθηκαν μέσα στο στράτευμα οι απαραίτητοι μηχανισμοί και πέντε εστίες, ο Δαίδαλος και ο Καρτάφες’νορ άρχισαν να εργάζονται, ενώ η Φενίλδα παρακολουθούσε.

Ο Πολ δεν ήταν κοντά τους. Κοίταζε με τα κιάλια του τα Δόντια της Ουράς και τους κρημνούς βόρεια και νότια του περάσματος, καθώς οι ώρες περνούσαν. Σε κάποια στιγμή, είπε στην Ιπτάμενη να κάνει μια βόλτα γύρω απ’τον καταυλισμό του φουσάτου του Πρίγκιπα Νοσνάλτος, για να δει μήπως οι Παντοκρατορικοί επιχειρούσαν να πλησιάσουν από τα βουνά. Αποδείχτηκε, όμως, πως δεν είχαν τις ίδιες παλαβές ιδέες με τον Στρατηγό Φαρτάνες.

Τους διοικεί κάποιος που είναι έξυπνος, προσεχτικός, και ευρηματικός συγχρόνως, συμπέρανε ο Πολ. Και ρώτησε τη Λαμρίτ ποιος ήταν Επόπτης στο Έλρηνεχ και ποιος Στρατηγός, τούτη την περίοδο.

«Επόπτης είναι κάποιος Νικόλαος Λιθοβάτης. Μάγος του τάγματος των Ερευνητών, απ’όσο ξέρω. Και Στρατηγός του Πριγκιπάτου είναι η Νιρλέτα Ζέρενλαχ, μια αριστοκράτισσα του Έλρηνεχ.»

«Καλή στη δουλειά της;»

«Όχι και τόσο, νομίζω.»

«Και ούτε ο Επόπτης μού ακούγεται για στρατηγικό μυαλό.»

«Μάλλον έχεις δίκιο. Αλλά γιατί ρωτάς;»

«Γιατί κάποιο στρατηγικό μυαλό νομίζω πως διοικεί τα Δόντια της Ουράς τώρα.»

2.

Ο Κασμάρες διαφώνησε έντονα όταν ο Άτβος τού είπε τι σχεδίαζε να κάνει. «Πρόμαχε, είναι ριψοκίνδυνο! Μπορεί να σου επιτεθούν στο δρόμο, που θα είσαι αφύλαχτος!»

«Γι’αυτό ελάχιστοι άνθρωποι θα ξέρουν πού πηγαίνω. Κι ο ξάδελφός μου δεν θα είναι ένας από αυτούς.»

«Θα μάθει, όμως, ότι έχεις φύγει από το κάστρο· δε μπορούμε να του το κρύψουμε.»

«Δε θα του το κρύψετε. Θα του πείτε ότι έχω πάει να κάνω κάποια δουλειά γύρω από τη Χάνμαρελ, κι ότι δεν μπορείτε να αποκαλύψετε περισσότερα. Είναι έξυπνος άνθρωπος: καταλαβαίνει πως κι εμείς είμαστε έξυπνοι και, επομένως, όχι πρόθυμοι να του φανερώσουμε πολλά για τις κινήσεις μας.»

«Ακόμα κι έτσι, Πρόμαχε, δεν μου αρέσει… Ίσως να γίνει κάτι εδώ, όσο θα λείπεις…»

«Δε θ’αργήσω,» του υποσχέθηκε ο Άτβος. «Ένα όχημα, μόνο του, κινείται γρήγορα.»

Αυτή τη συζήτηση την είχαν κάνει λίγο πριν από τα ξημερώματα, μέσα στο δωμάτιο του Προμάχου. Ύστερα, ο Άτβος και η Ιλρίνα ετοιμάστηκαν για αναχώρηση και ειδοποίησαν τους επαναστάτες που θα έπαιρναν μαζί τους. Όλοι τους ήταν παλιοί, έμπιστοι άνθρωποι του Άτβος: η Κισβέτα, ο Νίλφες, και ο Μέλτρος. Κανένας δεν διαφώνησε με το σχέδιο του Προμάχου όπως ο Κασμάρες. Αυτό, όμως, δεν έκανε τον Κασμάρες λιγότερο έμπιστο: απλά λιγότερο παράτολμο, πιο λογικό. Ήταν καλός στρατιωτικός, ανέκαθεν, από τότε που υπηρετούσε τον Άτβος μέσα στο Πριγκιπάτο Κάνρελ, προτού ο Πρόμαχος γίνει Πρόμαχος χάνοντας τον θρόνο του.

Τώρα ο Άτβος, η Ιλρίνα’νορ, η Κισβέτα, ο Νίλφες, και ο Μέλτρος βρίσκονταν στον χώρο στάθμευσης του κάστρου του Δούκα Καλμέρθος και φόρτωναν τα πράγματα τους στο τετράκυκλο όχημα που θα έπαιρναν για να ταξιδέψουν. Ο Μέλτρος έκλεισε τον αποθηκευτικό χώρο του οχήματος και είπε: «Όλα εντάξει εδώ, Πρόμαχε.»

Ο Άτβος ήταν έτοιμος να αποκριθεί ότι τότε μπορούσαν να ξεκινήσουν, όταν μια φωνή ακούστηκε:

«Να έρθω κι εγώ μαζί σας;»

Όλοι τους στράφηκαν για να δουν τον Ραφέλνες, τον Ιερό Μαχητή των Οστών, να τους πλησιάζει έχοντας το σπαθί του περασμένο στην πλάτη του και ντυμένος, όπως πάντα, με ελάχιστα ρούχα πέραν από την κοκάλινη αρματωσιά που ήταν ένα με το σώμα του. Από τον ώμο του κρεμόταν ένας σάκος.

«Μίλησες με τον Κασμάρες,» είπε ο Άτβος: και δεν ήταν ερώτηση.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ραφέλνες σταματώντας αντίκρυ του, «αλλά δεν θα έρθω αν η παρουσία μου δεν είναι επιθυμητή, Πρόμαχε.»

«Μένοντας εδώ θα μπορούσες να βοηθήσεις σε περίπτωση που γίνει κάτι όσο λείπω· όμως, αν δεν σε πάρω μαζί μου, μάλλον ο Κασμάρες δεν θα ησυχάσει. Κι επιπλέον, αν συναντήσουμε εχθρούς, η παρουσία σου θα είναι παραπάνω από επιθυμητή.» Ο Άτβος τού έδωσε το χέρι του, και ο Ραφέλνες το έσφιξε. Τα κόκαλα της πανοπλίας του Ιερού Μαχητή ήταν σκληρά.

Ο Πρόμαχος στράφηκε στους επαναστάτες του. «Τώρα, μπορούμε να ξεκινήσουμε.»

Επιβιβάστηκαν στο όχημα: ο Άτβος στη θέση του οδηγού, η Ιλρίνα καθισμένη πλάι του, και οι υπόλοιποι πίσω, χωρώντας ίσα-ίσα. Ο Πρόμαχος ενεργοποίησε τη μηχανή και έβαλε τα χέρια του στο τιμόνι και τα πόδια του στα πετάλια. Βγήκαν από το κάστρο του Δούκα Καλμέρθος χωρίς κανένας να τους κάνει ερωτήσεις. Ο Άτβος θεωρείτο ξανά Πρίγκιπας του Κάνρελ από όσους είχαν αποφασίσει να συμμαχήσουν μαζί του, και, άρα, σε τούτες τις περιοχές μπορούσε να πράττει όπως επιθυμούσε· δεν χρειαζόταν να δίνει λόγο στους φρουρούς της πύλης.

Οδήγησε το όχημα μέσα στους πλακόστρωτους δρόμους της Χάνμαρελ, και παρατήρησε, γι’ακόμα μια φορά, ότι η κίνηση δεν είχε μειωθεί καθόλου παρά την υποτιθέμενη κατάκτηση της πόλης από την Ανατολική Συμμαχία. Ο κόσμος ήταν πολύς, και τα ενεργοκίνητα οχήματα και οι άμαξες επίσης. Ο Άτβος αναρωτήθηκε πόσοι από αυτούς που περιφέρονταν εδώ ήταν πράκτορες της Παντοκράτειρας. Παλιά συνήθεια των επαναστατών. Όχι πως τώρα ήταν ανούσιο κάτι τέτοιο. Καλύτερα οι Παντοκρατορικοί να μην ήξεραν ότι ο Πρόμαχος έφευγε από την πόλη. Και ο Άτβος είχε βεβαιωθεί γι’αυτό, όσο μπορούσε. Τα τζάμια του οχήματος ήταν φιμέ, και είχε την κουκούλα της κάπας του σηκωμένη στο κεφάλι για την ώρα.

Πέρασε από τη βόρεια πύλη της Χάνμαρελ και οδήγησε δυτικά, μέσα στην ενδοχώρα του Κάνρελ. Σύντομα, έβγαλε το όχημά του από τη δημοσιά και ακολούθησε μικρότερους δρόμους που οι πιθανότητες να κατασκοπεύονται από τους Παντοκρατορικούς ήταν ελάχιστες.

Η Ιλρίνα’νορ πήρε ένα ζευγάρι κιάλια από τον μικρό σάκο της και έκανε ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω τους. Τα έφερε στα μάτια της κι άρχισε να κοιτάζει ολόγυρα ενόσω ο Άτβος οδηγούσε.

«Τι βλέπεις;»

«Τίποτα ιδιαίτερο.»

Ο Άτβος αισθανόταν σαν να οδηγούσε το όχημά του μέσα σε όνειρο καθώς διέσχιζε τούτους τους τόπους. Ύστερα από τόσα χρόνια εξορίας, είχε επιστρέψει στο Πριγκιπάτο του! Όταν είχε φύγει από εδώ, κυνηγημένος, δεν ήταν βέβαιος ότι θα ξαναγύριζε. Δεν ήταν βέβαιος για τίποτα· ούτε καν ότι θα επιβίωνε. Τώρα, όμως, είμαι εδώ, και ο Ρέτβελνος θα δει τον χειρότερό του εφιάλτη να έρχεται καταπάνω του.

Το τετράκυκλο όχημα ήταν απλά φτιαγμένο· δεν είχε μηχανικό σύστημα με οθόνη και χάρτη. Ο Άτβος άνοιξε έναν χάρτη από περγαμηνή μπροστά του, για να βλέπει τους δρόμους, τα ποτάμια, τις πόλεις, τα χωριά, τα δάση, και τους λοφότοπους. Παρότι το Κάνρελ ήταν το Πριγκιπάτο του, δεν γνώριζε, φυσικά, κάθε δημοσιά, κάθε γέφυρα, και κάθε μονοπάτι.

Το μεσημέρι σταμάτησαν στους πρόποδες κάτι ξερών λόφων και βγήκαν για να ξεκουραστούν.

Η Ιλρίνα ήξερε καλά την περιοχή. Ήταν το Δουκάτο της Λάσενρεχ. «Η πατρίδα μου,» είπε, βαδίζοντας μέσα στο ψηλό χορτάρι και στα λουλούδια που είχαν θεριέψει με τον ερχομό της άνοιξης. Ακόμα και στις ξερές ράχες των λόφων φαινόταν λίγο γρασίδι, σαν ελάχιστες τρίχες επάνω στο κεφάλι καραφλού γίγαντα.

Ο Άτβος βάδιζε πλάι στη σύζυγό του. «Εκτείνεται ώς εδώ το Δουκάτο;»

«Ναι,» είπε η Ιλρίνα. «Εδώ είναι τα σύνορα. Θυμάσαι που σου είπα να στρίψεις πιο πριν; Αν είχαμε πάει από την άλλη θα βρισκόμασταν στην περιοχή που πάντα φρουρείται, πίσω από τους λόφους.» Η Ιλρίνα έδειξε. «Εκεί ανέκαθεν είχε φυλάκια και μισθοφόρους. Είναι, όμως, ήσυχο μέρος γενικά. Ή, τουλάχιστον, ήταν, απ’ό,τι θυμάμαι.» Έσκυψε κι έκοψε ένα λουλούδι. Το έφερε κοντά στο πρόσωπό της και το μύρισε. Η οσμή του ήταν πλούσια και γλυκιά.

Ο Άτβος συνοφρυώθηκε. «Τέτοια δεν ήταν τα λουλούδια που είχες φέρει στον γάμο μας;»

Η Ιλρίνα μειδίασε. «Τα θυμάσαι.»

«Φυσικά.» Ο Άτβος πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της και φιλήθηκαν, μέσα στην ανοιξιάτικη βλάστηση.

Ύστερα επέστρεψαν κοντά στους άλλους, που έστηναν έναν πρόχειρο καταυλισμό μπροστά από το σταματημένο όχημα.

«Πρόμαχε,» είπε ο Μέλτρος, «έχουμε χρόνο, νομίζεις, για έρωτες τώρα;» Το χαμόγελό του φάνταζε παράξενο επάνω στο σκληρό, μονόφθαλμο πρόσωπό του.

«Άνοιξη είναι, Γίγαντα – και να κοιτάς τη δουλειά σου,» του απάντησε η Ιλρίνα, πετώντας του το λουλούδι που κρατούσε. Χαμογελούσε κι εκείνη, όμως.

Τον αποκαλούσαν Γίγαντα οι άλλοι επαναστάτες τον Μέλτρος επειδή ήταν πραγματικά γιγαντόσωμος. Τώρα, ο Γίγαντας έβαλε το λουλούδι στο δεξί του αφτί και κάθισε πλάι στη φωτιά που η Κισβέτα είχε μόλις ανάψει. Τα ξύλα έτριζαν, και ο Νίλφες τοποθέτησε πάνω από τις φλόγες ένα μεγάλο κομμάτι κρέας αρχίζοντας να το ψήνει. Ο Ραφέλνες καθόταν και τους κοίταζε σιωπηλά με τα γαλανά του μάτια. Ο Άτβος αναρωτήθηκε αν ακόμα σκεφτόταν τον θάνατο της γυναίκας του, της Αλιζέτ Βάθμακ. Μάλλον θα περνούσαν πολλά χρόνια προτού η οργή και η θλίψη σβήσουν από την ψυχή του.

«Πού πηγαίνουμε, λοιπόν, Πρόμαχε;» ρώτησε ο Νίλφες περιστρέφοντας το κρέας πάνω από τις φλόγες. Ο Άτβος τούς είχε πει ότι τους χρειαζόταν αλλά δεν τους είχε εξηγήσει τίποτα περισσότερο, καθώς είχαν φύγει βιαστικά από τη Χάνμαρελ. «Να προκαλέσουμε κανένα πρόβλημα στους λευκούς;»

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Άτβος. «Πηγαίνουμε να βρούμε τον γιο μου.»

«Τον γιο σου;» έκανε η Κισβέτα καθώς τα φρύδια της τινάζονταν επάνω. «Έχεις γιο;» Δεν ήξεραν όλοι οι επαναστάτες για τον Άλδρος. Ελάχιστοι γνώριζαν, βασικά, και ήταν ορκισμένοι να μην αποκαλύψουν τίποτα σε κανέναν.

«Ναι,» της είπε ο Άτβος. «Έχουμε έναν γιο, εγώ κι η Ιλρίνα. Αλλά τον κρύψαμε προτού φύγουμε από το Πριγκιπάτο. Ήταν μικρός τότε και δεν θέλαμε να κινδυνέψει. Τώρα, βέβαια, θα είναι μεγάλος πια. Έχουμε χρόνια να τον δούμε.»

«Πού τον έχετε κρύψει;»

«Σ’ένα μέρος νότια από τις Ερημιές. Είναι μαζί μ’έναν άνθρωπο που κι οι δυο μας εμπιστευόμαστε. Αποκλείεται να μας έχει προδώσει.»

«Ο γιος σας… ξέρει, Πρόμαχε;» ρώτησε η Κισβέτα. «Ξέρει ποιος είναι; Ξέρει ότι είναι γιος του δικαιωματικού Πρίγκιπα του Κάνρελ;»

«Δεν ήταν και τόσο μικρός όταν τον κρύψαμε. Του είπαμε πώς είχε η κατάσταση και γιατί θα έπρεπε να παραμείνει κρυμμένος. Υποσχεθήκαμε ότι θα επιστρέψουμε κάποτε γι’αυτόν. Ελπίζω να το θυμάται και να μην έχει χάσει την πίστη του σ’εμάς.»

«Θα το θυμάται, Πρόμαχε· είμαι σίγουρος πως θα το θυμάται,» είπε ο Νίλφες, που ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους που ήξεραν για τον Άλδρος. «Όταν σου λένε κάτι οι γονείς σου προτού φύγουν, ποτέ δεν το ξεχνάς.» Ο Άτβος θυμήθηκε ότι ο Νίλφες ήταν ορφανός από πολύ μικρή ηλικία· είχαν κι οι δυο γονείς του χαθεί όταν το καράβι μέσα στο οποίο βρίσκονταν ναυάγησε. Μάλλον δεν είχε ποτέ ξεχάσει τα τελευταία λόγια που είχε ακούσει από αυτούς.

3.

Το απόγευμα, καθώς άφηναν την περιοχή του Δουκάτου της Λάσενρεχ πίσω τους, η Ιλρίνα’νορ μουρμούρισε: «Μεγάλοι Κολοσσοί…»

Κοίταζε με τα μαγικά ενισχυμένα κιάλια της έξω από το όχημα κι έμοιαζε να έχει δει κάτι που την είχε ανησυχήσει. Παντοκρατορικοί; σκέφτηκε αμέσως ο Άτβος.

«Τι;» ρώτησε.

«Σταυροί.»

Ο Άτβος σταμάτησε το όχημα. Η Ιλρίνα τού έδωσε τα κιάλια της κι εκείνος, υψώνοντάς τα, είδε προς τα νότια ψηλούς σταυρούς, με ανθρώπους καρφωμένους επάνω. Μισή ντουζίνα. Οι μαγικά ενισχυμένοι φακοί τούς έφερναν αρκετά κοντά ώστε να μπορεί να διακρίνει τα πρόσωπά τους· δεν αναγνώριζε, όμως, κανέναν.

Κατέβασε τα κιάλια. «Εκεί πρέπει νάναι η Βαρονία Νίρενλεκ.»

«Τι συμβαίνει, Πρόμαχε;» ρώτησε ο Νίλφες, από πίσω. «Εχθροί;»

«Έχουν σταυρώσει έξι ανθρώπους, και δε νομίζω νάναι κανένας του Στρατού της Παντοκράτειρας.»

«Ίσως οι ντόπιοι να προσπάθησαν να αποστατήσουν,» είπε ο Νίλφες.

«Αυτό σκέφτομαι κι εγώ. Αλλά βιάστηκαν. Θα ερχόμασταν εδώ, ούτως ή άλλως. Έπρεπε να περιμένουν.»

«Ο Ρέτβελνος μάλλον τους τιμώρησε για παραδειγματισμό, το κάθαρμα,» μούγκρισε ο Νίλφες.

«Και θα λάβει παρόμοια τιμωρία, όταν φτάσουμε σ’αυτόν,» αποκρίθηκε ο Άτβος, και πάτησε πάλι το πετάλι του οχήματος, βάζοντας τους τροχούς σε κίνηση.

Η κατεύθυνσή του τώρα ήταν βορειοδυτική· ακολουθούσε μονοπάτια εγκαταλειμμένα και κακοτράχαλα, καθώς και μέρη όπου δεν υπήρχαν καθόλου μονοπάτια κι αν οι ρόδες του οχήματός του δεν ήταν μεγάλες και ατρακτοειδείς δεν θα μπορούσε καθόλου να περάσει. Πλησίαζε τις Ερημιές, και ετούτοι οι τόποι γίνονταν ολοένα και πιο άγριοι. Ορισμένοι έλεγαν – και δεν είχαν πάντα άδικο – ότι σ’αυτά τα μέρη τέρατα κατέβαιναν κάπου-κάπου από τις Ερημιές, για να κατασπαράξουν τα ζώα βοσκών ή ακόμα και ανθρώπους. Πολλές φορές είχαν βρεθεί φαγωμένα πρόβατα και βόδια που οι ντόπιοι δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν τι ακριβώς τα είχε λιανίσει. Σίγουρα, πάντως, δεν ήταν λύκοι, ούτε τσακάλια. Από πολιτικής άποψης, όμως, αυτές οι περιοχές δεν παρουσίαζαν και κανένα μεγάλο ενδιαφέρον, έτσι ελάχιστα φυλάκια υπήρχαν, και περιπολίες ποτέ δεν τριγύριζαν. Ο Άτβος δεν φοβόταν ότι θα συναντούσε Παντοκρατορικούς εδώ. Η Ιλρίνα, ωστόσο, εξακολουθούσε να κοιτάζει με τα κιάλια της.

Λίγο προτού ο ήλιος δύση, άρχισε να βρέχει, και άκουγαν το νερό να χτυπά πάνω στα μέταλλα και στα τζάμια του οχήματός τους καθώς πλησίαζαν το μέρος όπου είχαν αφήσει τον γιο τους πριν από τόσα χρόνια. Ο Άτβος είχε ενεργοποιήσει τους υαλοκαθαριστήρες, προσπαθώντας να διακρίνει τα ορόσημα μέσα στη βροχή και στο σκοτεινιασμένο περιβάλλον.

Η Ιλρίνα αισθανόταν ένα σφίξιμο εντός της. Θα έβρισκαν τον Άλδρος εκεί όπου έπρεπε να τον βρουν, ή κάτι τρομερό θα του είχε συμβεί; αναρωτιόταν. Μήπως ο γιος τους είχε βαρεθεί και είχε φύγει; Ήταν αρκετά μεγάλος πια· ο Νιρκέντος δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει. Ίσως ο Άλδρος είχε πάει να τους αναζητήσει, εκείνη και τον Άτβος… Ίσως… Όμως δεν χρειαζόταν η Ιλρίνα τώρα να σκέφτεται έτσι. Τώρα θα μάθαινε.

Μακάρι να τον βρούμε εκεί. Αλλά, αν δεν τον βρούμε, τουλάχιστον ας μην έχει πέσει στα χέρια του Ρέτβελνος και των ανθρώπων της Παντοκράτειρας! προσευχήθηκε στα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών.

«Νάτο!» είπε ο Άτβος, όταν ο ήλιος είχε χαθεί πλέον στον δυτικό ορίζοντα και το σκοτάδι ήταν πολύ πυκνό. «Αυτό εκεί πρέπει νάναι.» Έδειξε.

Η Ιλρίνα έκανε πάλι ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω στα κιάλια της και κοίταξε. Δεν είχε δυσκολία να διακρίνει ένα παλιό κάστρο στην πλαγιά ενός κατάφυτου λοφίσκου. «Ναι,» είπε, καθαρίζοντας νευρικά τον λαιμό της, «αυτό πρέπει να είναι. Εδώ…»

Ο Άτβος οδήγησε το όχημά τους με προσοχή προς το κάστρο, έχοντας τους προβολείς αναμμένους. Ανέβηκε στην πλαγιά του λόφου και σταμάτησε κοντά στο παλιό οικοδόμημα που μέσα στη βροχή διακρινόταν ότι ήταν εν μέρει ερειπωμένο. Όχι, όμως, και ακατοίκητο. Από κάποια παράθυρα, φως φαινόταν.

«Βγαίνουμε,» είπε ο Άτβος στους συντρόφους του. Άνοιξε την πόρτα πλάι του και βγήκε πρώτος, σηκώνοντας την κουκούλα της κάπας του για να προστατέψει το κεφάλι του από τη βροχή.

Η Ιλρίνα τον ακολούθησε, όπως κι οι υπόλοιποι. Και ο Πρόμαχος παρατήρησε ότι η Κισβέτα και ο Μέλτρος είχαν τα χέρια τους στα μανίκια των σπαθιών τους, αλλά δεν είχαν τραβήξει τις λεπίδες. Φοβόνταν ότι ίσως οι Παντοκρατορικοί να τους είχαν στήσει παγίδα εδώ.

Ο Άτβος προπορεύτηκε προς το παλιό κάστρο, και πέρασε την ανοιχτή πύλη του περίβολου. Ένας σκύλος άρχισε να γαβγίζει μέσα απ’το σκοτάδι. Πρόβατα ακούστηκαν να βελάζουν από μια στάνη.

«Νιρκέντος!» φώναξε ο Άτβος. «ΝΙΡΚΕΝΤΟΣ!» Και περίμενε, ενώ ο σκύλος εξακολουθούσε να γαβγίζει και τα πρόβατα να βελάζουν. Όποιος κι αν κατοικούσε σε τούτο το κάστρο, όφειλε σύντομα να βγει ύστερα από τέτοια φασαρία.

Και πράγματι, μια σκοτεινή μορφή φάνηκε επάνω σε μια σκάλα. «Ποιος φωνάζει;» αντήχησε μια γέρικη φωνή.

Ο Άτβος προχώρησε μέσα στον περίβολο του κάστρου, με τους επαναστάτες γύρω του. Κατέβασε την κουκούλα της κάπας του, νιώθοντας τη βροχή να λούζει το κεφάλι και το πρόσωπό του. «Ο Άτβος είμαι, Νιρκέντος. Ο Άτβος Μέλνεριχ. Επέστρεψα στο Πριγκιπάτο μου, και θέλω να δω τον γιο μου.»

Αστραπές έσκισαν τον ουρανό, και η όψη του γέρου επάνω στη σκάλα αποκαλύφθηκε για λίγο. Είχε άσπρα, φουντωτά μαλλιά και μακριά μούσια. Το δέρμα του ήταν λευκό και ζαρωμένο. Τα μάτια του μαύρα και σπινθηροβόλα. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν ο Νιρκέντος’νορ: και ο Άτβος και η Ιλρίνα τον αναγνώριζαν. Αν και ήταν πιο γερασμένος απ’ό,τι τον θυμόνταν.

«Υψηλότατε,» είπε. «Ανεβείτε.»

4.

Τους οδήγησε σε μια μεγάλη αίθουσα που θερμαινόταν από δύο αναμμένα τζάκια. Τριγύρω, στην περιφέρειά της, έστεκαν γλυπτά από ξύλο. Στο κέντρο της ήταν ένα τραπέζι, κι ένας νεαρός άντρας είχε μόλις σηκωθεί από μια καρέκλα, ατενίζοντας τους επισκέπτες. Δεν μπορεί να ήταν μεγαλύτερος από είκοσι χρονών, και είχε δέρμα λευκό και μαλλιά πράσινα και μακριά.

Ούτε η Ιλρίνα ούτε ο Άτβος αμφέβαλλαν ότι αυτός ήταν ο Άλδρος, ο γιος τους. Είχε το δέρμα της μητέρας του και τα μαλλιά και τα μάτια του πατέρα του. Χαμογέλασαν κι οι δυο τους, ευχαριστημένοι, ανακουφισμένοι. Ήταν εδώ! Εδώ όπου τον είχαν αφήσει πριν από τόσα χρόνια! Τίποτα κακό δεν του είχε συμβεί. Οι Παντοκρατορικοί δεν τον είχαν βρει. Ο Νιρκέντος τον είχε φυλάξει, όπως είχε υποσχεθεί.

Τα μάτια του Άλδρος διαστάλθηκαν βλέποντάς τους, γιατί πρέπει κι εκείνος να τους αναγνώρισε. Έμοιαζε, όμως, να μην τολμά να μιλήσει αμέσως, να φοβάται ότι ίσως έκανε λάθος.

Ο Άτβος ένευσε. «Ναι, εμείς είμαστε,» του είπε. Κι ύστερα, εκείνος και η Ιλρίνα ήταν κοντά στον γιο τους, αγκαλιάζοντάς τον και γελώντας.

«Κοίτα πώς μεγάλωσες!» είπε η Ιλρίνα.

«Άφησα ένα παιδί εδώ και βρήκα έναν άντρα,» είπε ο Άτβος, σφίγγοντας τον ώμο του γιου του.

Ο Άλδρος δεν είχε μιλήσει ακόμα, εξακολουθώντας να μοιάζει σαστισμένος. Τελικά είπε: «Δεν ξέρω τι να πω… Νόμιζα ότι ποτέ δεν θα ερχόσασταν, αν και τελευταία είχα ακούσει διάφορα…»

«Φυσικά και θα ερχόμασταν,» είπε η Ιλρίνα. «Σου είχαμε υποσχεθεί ότι θα ερχόμασταν.» Είχαν κι οι τρεις τους δακρύσει καθώς στέκονταν ο ένας κοντά στον άλλο.

«Θα σε είχαμε πάρει μαζί μας αν μπορούσαμε, Άλδρος,» του είπε ο Άτβος. «Κι αν ήσουν τότε πιο μεγάλος, σίγουρα θα σε είχαμε πάρει μαζί μας.»

«Καταλαβαίνω, πατέρα,» αποκρίθηκε εκείνος. «Η κατάσταση ήταν… δύσκολη. Ο Νιρκέντος μού έχει εξηγήσει ακριβώς τι συνέβη, γιατί τότε ήμουν μικρός και δεν είχα καταλάβει πολλά.

»Αμφέβαλλα ότι ήσασταν ακόμα ζωντανοί, μέχρι που άκουσα ότι κάποιος Άτβος, Πρόμαχος της Επανάστασης, έχει ξεσηκώσει τα πριγκιπάτα της ανατολικής Βίηλ μαζί μ’έναν παράξενο κοκκινόδερμο μάγο.»

Ο Άτβος ένευσε. «Είναι αλήθεια.»

«Οι φήμες κυκλοφορούν σ’όλες τις πόλεις του Κάνρελ,» είπε ο Άλδρος.

«Υψηλότατε,» είπε ο Νιρκέντος, «δυστυχώς δεν έχω πολλά να προσφέρω σε τούτο το κάστρο–»

«Δεν υπάρχει λόγος, Νιρκέντος. Μου έχεις ήδη προσφέρει πολλά.»

«Καθίστε, τότε. Παρακαλώ.»

Ο Άτβος, η Ιλρίνα, και οι σύντροφοί τους κάθισαν γύρω από το τραπέζι στο κέντρο της αίθουσας. Και ο Πρόμαχος είπε: «Να σας συστήσω τον Ραφέλνες, Ιερό Μαχητή των Οστών, από το Πριγκιπάτο Νέλερβικ· την Κισβέτα, πιστή συντρόφισσά μου εδώ και χρόνια μέσα στην Επανάσταση· και τον Νίλφες και τον Μέλτρος τον Γίγαντα, πιστούς συντρόφους μου επίσης.»

«Χαίρω πολύ,» είπε ο Νιρκέντος. «Δεν έχω και πολλούς επισκέπτες εδώ, όπως θα καταλαβαίνετε – κι έτσι ακριβώς το θέλω – αλλά η παρουσία σας είναι ευπρόσδεκτη.»

Ο Άτβος παρατήρησε ότι τα γέρικα χέρια του Νιρκέντος’νορ έμοιαζαν να έχουν υποστεί βαριά εγκαύματα τα οποία είχαν εδώ και καιρό θεραπευτεί. Παράξενο· δεν θυμόταν παλιά να ήταν έτσι, και δεν νόμιζε ότι δεν θα είχε προσέξει κάτι τέτοιο για τούτο τον ξάδελφο της μητέρας του. «Πώς πέρασαν τα χρόνια, Νιρκέντος; Ελπίζω η φύλαξη του γιου μου να μη σε οδήγησε σε κίνδυνο.»

«Τα χρόνια, για εμένα, στην ηλικία μου, περνάνε πλέον γρήγορα, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε ο γέρο-μάγος. «Μια δεκαετία κυλά σαν νερό στον ποταμό. Και η παρέα του Άλδρος ήταν κάτι που, οφείλω να πω, μ’έκανε να νιώσω νεότερος. Ο γιος σας είναι ένας πολύ ικανός μάγος, Υψηλότατε.»

Ο Άτβος και η Ιλρίνα κοίταξαν τον Άλδρος. Ύστερα κοίταξαν πάλι τον Νιρκέντος, ο οποίος ένευσε χαμογελώντας μέσα από τα λευκά μούσια του. «Το Χάρισμά του έγινε φανερό τρία χρόνια αφού τον αφήσατε σ’εμένα. Μπορούσε να διαισθανθεί το Φως. Μπορούσε και να το χειριστεί. Είναι ένας του τάγματος των Πεφωτισμένων, τώρα. Τον έχω διδάξει σχεδόν όλα όσα ξέρω. Γνωρίζει ακόμα και πώς να φτιάχνει εστίες.»

Η Ιλρίνα κοίταξε τον γιο της χαμογελώντας, νιώθοντας περήφανη γι’αυτόν. Το Χάρισμα δεν ήταν πάντοτε κληρονομικό· μπορεί κι οι δύο γονείς κάποιου να ήταν μάγοι κι εκείνος να μην ήταν, ή μπορεί κι οι δύο να μην ήταν μάγοι αλλά εκείνος να ήταν. Ο Άλδρος, όμως, μάλλον είχε κληρονομήσει το Χάρισμά της. Κακώς ανησυχούσα γι’αυτόν. Φαίνεται πως μόνο καλά πράγματα τού έχουν συμβεί εδώ, παρότι ήταν τόσα χρόνια απομονωμένος.

«Σ’ευχαριστούμε, Νιρκέντος,» είπε η Ιλρίνα’νορ στον συνάδελφό της.

«Τι άλλο να έκανα, Αρχόντισσά μου;» αποκρίθηκε εκείνος. «Να μη δίδασκα τον γιο σας;» Και στράφηκε στον Άλδρος. «Να φιλέψουμε τους επισκέπτες μας;»

«Ασφαλώς, Δάσκαλε,» αποκρίθηκε εκείνος· και, προτού ο Άτβος και η Ιλρίνα προλάβουν να πουν ότι δεν υπήρχε λόγος, σηκώθηκε από το τραπέζι και έφυγε από τη μεγάλη αίθουσα.

«Με συγχωρείτε κιόλας για την ερώτηση, κύριε,» είπε ο Ραφέλνες στον Νιρκέντος, «αλλά, αν είστε μάγος, τι κάνετε εδώ, μες στην ερημιά, σ’ένα παλιό κάστρο;»

«Ζω ήσυχος από την κακία του κόσμου, Ιερέ Μαχητή,» αποκρίθηκε ο Νιρκέντος’νορ.

«Ο Νιρκέντος ήταν ξάδελφος της μητέρας μου, Ραφέλνες,» είπε ο Άτβος, «κι αποφάσισε να αποσυρθεί από την πολιτική ζωή του Πριγκιπάτου όταν έχασε τη σύζυγό του.»

Ο Πρόμαχος διέκρινε θλίψη στα μάτια του Ιερού Μαχητή. Στο μυαλό του Ραφέλνες, μάλλον, είχε έρθει η Αλιζέτ. «Με συγχωρείτε αν η ερώτησή μου ήταν προσβλητική, Άρχοντά μου,» είπε στον Νιρκέντος’νορ.

«Δεν ήταν,» τον διαβεβαίωσε ο μάγος, «και καμία συγνώμη δεν χρειάζεται. Είναι φυσικό να αναρωτιέσαι τι κάνω εδώ – αν είμαι εξόριστος, ή παράνομος.»

«Δεν μου φαίνεστε για παράνομος, για να είμαι ειλικρινής.»

«Αποσύρθηκα από την αριστοκρατική κοινωνία του Πριγκιπάτου γιατί αποφάσισα πως οι μηχανορραφίες τους δεν ήταν πια για εμένα,» εξήγησε ο Νιρκέντος’νορ. «Όχι πως και πρωτύτερα μού άρεσαν ιδιαίτερα· ποτέ δεν πολυανακατευόμουν σ’αυτά. Σε αντίθεση με τη σύζυγό μου, η οποία ήταν… ενθουσιώδης σε τέτοιες δραστηριότητες. Όταν έχασε τη ζωή της εξαιτίας τους, δεν ήταν ξεκάθαρο ποιος την είχε δολοφονήσει· θα μπορούσαν να είναι… διάφοροι,» είπε σκεπτικά ο Νιρκέντος. «Αυτές, όμως, ήταν οι τελευταίες μηχανορραφίες που ήθελα να δω. Μετά από δυο χρόνια, έφυγα. Πάει πολύς καιρός από τότε. Ο Πρίγκιπάς μας,» έριξε μια ματιά στον Άτβος, «δεν ήταν ακόμα Πρίγκιπας, και η μητέρα του – η ξαδέλφη μου – καθόταν στον Θρόνο του Κάνρελ.»

Ο Άλδρος επέστρεψε τότε, φέρνοντας μια μεγάλη πιατέλα με ψωμί, μέλι, και βούτυρο και τοποθετώντας την στο κέντρο του τραπεζιού.

«Όπως βλέπετε, δεν έχω και πολλά για να κερνάω επισκέπτες,» είπε ο Νιρκέντος.

«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» τον διαβεβαίωσε ο Άτβος· «δεν ήρθαμε για να φάμε.»

Ο Άλδρος τούς έφερε και μια καράφα με κρασί, καθώς και κούπες, κι ύστερα κάθισε πάλι κοντά τους.

Η Ιλρίνα είχε τώρα προσέξει τα καμένα χέρια του Νιρκέντος, όπως κι ο Άτβος πιο πριν· εκείνη, όμως, νόμιζε πως ήξερε τι μπορεί να του είχε συμβεί. Αφού ο Μέλτρος τής γέμισε την κούπα με κρασί, η Ιλρίνα ρώτησε τον μάγο: «Το Σημάδι του Φωτός;» δείχνοντας τα χέρια του με το βλέμμα της.

Ο Νιρκέντος κατένευσε. «Ναι… Το αναγνώρισες.» Ήπιε μια γουλιά κρασί από την κούπα που ο Μέλτρος είχε μόλις γεμίσει γι’αυτόν. «Πρωτύτερα, ο Υψηλότατος με ρώτησε αν η φύλαξη του Άλδρος με οδήγησε σε κίνδυνο. Γενικά, δεν μπορώ να πω ότι με οδήγησε. Υπήρξε, όμως, μια φορά που τα Δαιμόνια έβαλαν τα νύχια τους μες στο κάστρο μου, εδώ, τόσο μακριά από τον πολιτισμό. Πρέπει να ήταν δυο χρόνια αφού μου είχατε εμπιστευτεί τον γιο σας, Αρχόντισσά μου, και μια ομάδα ήρθε. Σταμάτησαν το όχημά τους εκεί όπου έχετε τώρα σταματήσει κι εσείς το δικό σας – γι’αυτό, για νάμαι ειλικρινής, όταν σας είδα, στην αρχή φοβήθηκα. Τέλος πάντων. Είχαν σταματήσει εκεί, έξω από την πύλη μου. Βγήκαν από το όχημα και μπήκαν στον περίβολο. Έξι ήταν, όλοι τους άντρες οπλισμένοι. Και μου ζήτησαν να ερευνήσουν το κάστρο. Τους κοίταξα καλά-καλά, να δω μήπως ήταν της Παντοκράτειρας, μα επάνω τους δεν είχαν το σύμβολό της. Τους ρώτησα ποιος τους έστειλε και με ποιο δικαίωμα ζητούσαν να ερευνήσουν την οικία μου. Η απάντησή τους ήταν να τους υπακούσω χωρίς πολλές ρωτήσεις αν ήθελα το καλό μου. Και τότε σκέφτηκα ότι πρέπει κάποιος ευγενής να τους είχε στείλει: κάποιος που υποπτευόταν ότι μπορεί να μου είχατε εμπιστευτεί τον γιο σας.

»Τους πολέμησα, γιατί δεν σκόπευα να τους παραδώσω τον Άλδρος, ούτε να τους αφήσω να μάθουν ότι ήταν εδώ – ότι είχα ένα μικρό παιδί μαζί μου στο κάστρο. Κάλεσα το Φως,» ύψωσε τα σημαδεμένα χέρια του εμπρός του, «και τους έκαψα.»

«Μπορούσες να είχες σκοτωθεί…» κόμπιασε η Ιλρίνα. Ήξερε, όπως και όλοι οι Πεφωτισμένοι, ότι ένας μάγος είχε τη δύναμη, αν ήθελε, να αντλήσει την ενέργεια της διάστασης όπως ήταν και να τη χρησιμοποιήσει με τρόπο καταστροφικό. Πολλές φορές δεν επιζούσε ύστερα από κάτι τέτοιο, εκτός αν το έκανε με μεγάλη ικανότητα και προσοχή. Και πάντοτε το Φως άφηνε το σημάδι του επάνω στον μάγο. Στα χέρια του συνήθως, γιατί μ’αυτά κατεύθυνε τη ροή της ενέργειας σε τέτοιες περιπτώσεις.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Νιρκέντος. «Πράγματι, μπορούσα να είχα σκοτωθεί. Αλλά πώς θα σας αντίκριζα τώρα, αν τους είχα αφήσει να πάρουν τον Άλδρος;»

Ο Άτβος δεν ήξερε από μαγεία αλλά καταλάβαινε ότι ο μάγος είχε κινδυνέψει. «Σύντομα θα είμαι πάλι στον Θρόνο του Κάνρελ, Νιρκέντος. Και τότε σου υπόσχομαι πως θα σε ανταμείψω όπως σου αξίζει. Όπως εσύ επιθυμείς.»

«Δεν έχω ανάγκη από ανταμοιβές, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε εκείνος. Και συνέχισε τη διήγησή του: «Και οι έξι σκοτώθηκαν από το Φως που τους χτύπησε. Έθαψα, τότε, τα πτώματά τους στη γη, γιατί φοβόμουν ότι κάποιος μπορεί να έβλεπε τον καπνό αν τα έδινα τροφή στη φωτιά. Και το όχημά τους το έβαλα στο κάστρο μου και το διέλυσα. Χρειάζομαι μηχανικά κομμάτια, εξάλλου, για διάφορους λόγους εδώ μέσα· και μια εστία ποτέ δεν πάει χαμένη.»

«Δεν τους αναζήτησε κανένας αυτούς τους ανθρώπους;» ρώτησε ο Άτβος.

«Παραδόξως όχι,» αποκρίθηκε ο Νιρκέντος. «Περίμενα, μέρα με τη μέρα, να έρθουν περισσότεροι. Παντοκρατορικοί, ίσως. Και είχα πει στον Άλδρος να είναι έτοιμος να κρυφτεί στα υπόγεια του κάστρου, που οι σήραγγές τους οδηγούν στην άλλη μεριά του λόφου…»

«Θυμάμαι, Δάσκαλε,» είπε ο γιος της Ιλρίνα και του Άτβος.

«Αλλά κανένας δεν ήρθε,» τελείωσε ο Νιρκέντος. «Και ήμασταν μόνοι από τότε. Κάπου-κάπου μονάχα ταξιδεύαμε στις τριγυρινές πόλεις, για ό,τι χρειαζόμαστε – αλλά πάντοτε με προσοχή.»

«Στη Βαρονία Νίρενλεκ τι έχει γίνει, Νιρκέντος;» ρώτησε ο Άτβος.

«Τι εννοείτε, Υψηλότατε;»

«Προτού φτάσουμε εδώ, είδαμε σταυρωμένους μέσα στα εδάφη της Βαρονίας. Έξι ανθρώπους.»

«Δεν το έχω ακούσει,» είπε ο Νιρκέντος. «Πρέπει να συνέβη τις τελευταίες ημέρες.» Και κοίταξε τον Άλδρος.

«Ούτε εγώ το άκουσα όταν πήγα για προμήθειες,» είπε εκείνος.

«Υποθέτω,» είπε ο Άτβος, «ότι θα προσπάθησαν να αποστατήσουν κατά της Παντοκράτειρας, και ο Ρέτβελνος τούς σταύρωσε για παραδειγματισμό.»

«Το πιθανότερο, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε ο Νιρκέντος. «Αλλά εγώ και ο Άλδρος έχουμε εντοπίσει κάτι άλλο που μας έχει παραξενέψει. Ομάδες Παντοκρατορικών πηγαινοέρχονται προς τα βόρεια, στις Ερημιές. Ποτέ ξανά δεν το είχα δει αυτό να συμβαίνει.»

«Και είναι, όντως, παράξενο. Τι κάνουν εκεί;»

«Δεν ξέρω.»

«Φέρνουν μεγάλα οχήματα μαζί τους,» είπε ο Άλδρος. «Ψηλά φορτηγά, σαν να μεταφέρουν κάτι.»

Ο Άτβος κοίταξε την Ιλρίνα και τους υπόλοιπους επαναστάτες, τον έναν μετά τον άλλο. Κανένας δεν είχε κάτι να πει. Εκτός από την Κισβέτα. «Ίσως θα έπρεπε να το ερευνήσουμε, Πρόμαχε.»

Ο Άτβος ένευσε. Ναι, πρέπει, σκέφτηκε. Και προς τον Νιρκέντος: «Ήρθα για τον γιο μου, και θα τον πάρω μαζί μου, αν κι ο ίδιος το επιθυμεί. Κι αν επιθυμείς να έρθεις κι εσύ, είσαι ευπρόσδεκτος.»

Ο μάγος φάνηκε σκεπτικός, πράγμα που ο Άτβος δεν το περίμενε. Νόμιζε ότι η απάντησή του θα ήταν, αμέσως, όχι.

«Ο αγώνας μας είναι εναντίον των Παντοκρατορικών,» τον διαβεβαίωσε ο Πρόμαχος. «Μεταξύ των ευγενών δολοπλοκίες δεν θα υπάρξουν, όσο μαχόμαστε ενωμένοι.»

«Εγώ δεν θα ήμουν και τόσο βέβαιος γι’αυτό, Υψηλότατε,» είπε ο Νιρκέντος. «Ωστόσο, είμαι πρόθυμος να σας βοηθήσω. Όποτε με χρειαστείτε μπορείτε να με καλέσετε.»

Ο Άτβος σκέφτηκε: Είσαι πια πολύ μεγάλος για να μένεις ολομόναχος σ’ένα μοναχικό κάστρο. Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί εδώ. «Αν σου πω ότι σε χρειάζομαι τώρα;»

«Υψηλότατε, θα προτιμούσα να με καλέσετε μόνο για κάποιον συγκεκριμένο λόγο.»

Το περίμενα… «Όπως επιθυμείς, Νιρκέντος. Έκανες για εμένα την πιο σημαντική υπηρεσία που μπορούσες να κάνεις· δεν είναι δυνατόν να σου αρνηθώ τίποτα.» Και στράφηκε στον γιο του. «Θα έρθεις μαζί μας, Άλδρος, ελπίζω.»

«Σας περίμενα χρόνια,» ήταν η απάντησή του, και η μοναδική που χρειαζόταν να δώσει.

5.

Ήταν νύχτα, και τα πράγματα ήσυχα μπροστά από τα Δόντια της Ουράς. Ούτε μια ενεργειακή ριπή δεν είχε εκτοξευτεί, ούτε ένα βέλος, ούτε μια πέτρα, ούτε μια αγκαθωτή μεταλλική σφαίρα. Αεροσκάφη περιφέρονταν γύρω από το απόρθητο φρούριο στο τέλος του περάσματος της Ουράς, αλλά έδειχναν να είναι εκεί μονάχα για λόγους κατόπτευσης. Επίσης, πολεμιστές της Παντοκράτειρας εξακολουθούσαν να βρίσκονται στις πλαγιές βόρεια και νότια του περάσματος, όπως έβλεπε ο Πολ με τα κιάλια του. Μας περιμένουν να κάνουμε τη μαλακία. Αλλά δε θα την κάνουμε. Και η Ιπτάμενη, έχοντας ερευνήσει τα εδάφη γύρω από το φουσάτο του Πρίγκιπα Νοσνάλτος, είχε αναφέρει ότι κανένας Παντοκρατορικός δεν πλησίαζε για να τους επιτεθεί από τα πλάγια.

Ο Δαίδαλος ήρθε να συναντήσει τον Πολ, τη Λαμρίτ, και τον Στρατηγό Φαρτάνες εκεί όπου κάθονταν, γύρω από μια φωτιά, μαζί με μερικούς άλλους, επαναστάτες και στρατιωτικούς του Κίρτβεχ.

«Ο μηχανισμός είναι έτοιμος,» ανέφερε ο μάγος.

«Μπορούμε, δηλαδή, να τον χρησιμοποιήσουμε αμέσως;» ρώτησε ο Φαρτάνες.

«Ναι. Και θα το πρότεινα. Οι Παντοκρατορικοί θα είναι δυσκολότερο να σημαδέψουν τα κανόνια μας μες στο σκοτάδι της νύχτας.»

Ο Φαρτάνες έριξε ένα βλέμμα στη Λαμρίτ και στους στρατιωτικούς. Τον Πολ τον αγνόησε επιδεικτικά. Ποτέ δεν θα με συγχωρέσει ο Στρατηγός. Με πληγώνει κατάκαρδα. Στα όρια της αυτοκτονίας.

«Ας το κάνουμε,» είπε η Λαμρίτ, και οι στρατιωτικοί συμφώνησαν. Τόσο καιρό μάχονταν μέσα σε τούτο το ορεινό πέρασμα, και ήταν παραπάνω από πρόθυμοι να φτάσουν πλέον στο τέλος της εκστρατείας τους.

Ο Στρατηγός Φαρτάνες έδωσε διαταγές να ξεκινήσουν, και ολόκληρος ο στρατιωτικός καταυλισμός μπήκε σε κίνηση, καθώς οι πολεμιστές εξοπλίζονταν και ετοιμάζονταν για επίθεση.

Ο Πολ κοίταζε με τα κιάλια του προς τα Δόντια της Ουράς και είδε πως κι εκεί υπήρχε δραστηριότητα. Μας είδαν και κατάλαβαν ότι κάτι θα κάνουμε.

Οι πολεμιστές του Κίρτβεχ μετέφεραν τα μηχανήματα που είχαν φτιάξει ο Δαίδαλος και ο Καρτάφες’νορ σ’ένα ύψωμα επάνω στη βόρεια πλαγιά του περάσματος. Επρόκειτο για δύο μεταλλικά κατασκευάσματα, τρία μέτρα στο πλάτος και τέσσερα στο ύψος. Το καθένα είχε επάνω του τρία μέτρια κάτοπτρα και δύο μικρότερα, τοποθετημένα έτσι ώστε τα μεγάλα να σχηματίζουν τρίγωνο ενώ τα μικρά να βρίσκονται ανάμεσά τους. Πίσω από τα κάτοπτρα ορθώνονταν τρεις κεραίες. Πέντε εστίες ακολουθούσαν τα μηχανήματα επάνω σ’ένα χαμηλό καρότσι, και συνδέονταν με τα μηχανήματα μέσω καλωδίων. Στον Πολ, όλο αυτό το σύστημα φάνταζε τελείως αλλόκοτο. Τι θα κάνουμε; Θ’αντανακλάσουμε κανένα φως; Οι ενεργειακές ριπές των κανονιών δεν αντανακλούσαν επάνω στα κάτοπτρα· απλά τα έσπαγαν. Μάλλον, λοιπόν, ο Δαίδαλος δεν σκόπευε τα κανόνια να χτυπήσουν τους καθρέφτες των μηχανημάτων.

Αφού τα μηχανήματα είχαν τοποθετηθεί στην πλαγιά, μεταφέρθηκαν εκεί τρία ενεργειακά κανόνια, προστατευμένα με ατσάλινες ασπίδες ολόγυρα. Οι χειριστές τους ήταν μαζί, καθώς και οι μάγοι που χρειάζονταν για να ρυθμίζουν τη ροή της ενέργειας των καταστροφικών όπλων.

Ο Πολ πήρε το βλέμμα του από αυτά και κοίταξε πάλι προς τα Δόντια της Ουράς, χωρίς τα κιάλια του. Οι Παντοκρατορικοί συγκεντρώνονταν στις επάλξεις, και τα μεγάλα όπλα τους στρέφονταν προς τα τρία ενεργειακά κανόνια του Πρίγκιπα Νοσνάλτος. Αναμφίβολα, αναρωτιόταν γιατί βρίσκονταν και τα τρία τόσο κοντά το ένα στο άλλο. Από στρατηγικής άποψης ήταν παράλογο. Καλύτερα να έχεις τους στόχους απλωμένους, ώστε ο εχθρός να μην μπορεί να συγκεντρώσει τις βολές του σ’ένα σημείο και να τους καταστρέψει όλους συγχρόνως.

Ο Στρατηγός Φαρτάνες, μιλώντας μέσω εκφωνητή, πρόσταξε τα κανόνια να βάλουν, και ενεργειακές ριπές εκτοξεύτηκαν από τις κάννες τους προς τις πέτρες που έκλειναν το πέρασμα, ανατινάζοντάς τες, διαλύοντάς τες, μετατρέποντάς τες σε σκόνη, και μειώνοντας το ύψος του αυτοσχέδιου τείχους.

Την ίδια στιγμή, ενεργειακές ριπές εκτοξεύτηκαν και από τα Δόντια της Ουράς προς τα κανόνια των επαναστατών. Αλλά δεν έφτασαν ποτέ στους στόχους τους. Σαν να είχαν συναντήσει μια αόρατη, γλιστερή, κυρτή επιφάνεια διασκορπίστηκαν από δω κι από κει, χτύπησαν τις πλαγιές του περάσματος, κοντά στα σημεία όπου ο Πολ είχε δει τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας να παραφυλάνε. Πολύ έξυπνο από μέρους του Δαίδαλου, σκέφτηκε, γελώντας. Έκπληξη, καριόληδες!

Ύψωσε τα κιάλια του και είδε πανικό να επικρατεί στις επάλξεις του γιγάντιου φρουρίου, καθώς οι υπερασπιστές, βλέποντας την παταγώδη αποτυχία των ενεργειακών κανονιών, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Θα βρουν την εναλλακτική λύση, σύντομα. Και, φυσικά, τη βρήκαν. Ο Πολ είδε κάποιον διοικητή να βγαίνει στις επάλξεις και να φωνάζει: και οι ριπές από τα ενεργειακά κανόνια έπαψαν.

…Κάποιον διοικητή;

Αυτός δεν ήταν κάποιος διοικητής! Το ξέρω αυτό το καθίκι! Ήταν ο Στρατηγός Ιανός Θάρδηχ. Πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ. Ο Πολ δεν τον είχε συναντήσει πολλές φορές, αλλά δεν του ήταν και άγνωστος. Τι κάνει εδώ; Η απάντηση ήταν προφανής – και διπλή, κατά πάσα πιθανότητα: Η κατάσταση ήταν έκρυθμη στη Βίηλ, οπότε οι αφέντες του τον είχαν στείλει εδώ για να βάλει μια τάξη· κι επίσης, ίσως να αναζητούσε τον Πολ, ως επικίνδυνο προδότη.

Οι γιγαντοβαλλίστρες και οι καταπέλτες είχαν ήδη αρχίσει να εκτοξεύουν βέλη, πέτρες, και αγκαθωτές σφαίρες. Ο Πολ κατέβασε τα κιάλια του και κοίταξε προς τη μεριά των ενεργειακών κανονιών του Κίρτβεχ. Τα εχθρικά βλήματα έπεφταν βροχή πάνω στις ατσάλινες ασπίδες τους, ενώ οι κάννες τους συνέχιζαν να βάλλουν, διαλύοντας τα μπάζα που έφραζαν το πέρασμα. Το αυτοσχέδιο τείχος των Παντοκρατορικών είχε πλέον γίνει σκόνη· περισσότερη ήταν η θολούρα σ’εκείνο το σημείο παρά οι πέτρες.

Παραδίπλα, ο Πολ άκουσε τη Λαμρίτ να λέει: «Τώρα, Κατακρημνιστή. Τώρα!»

Και το φως στα μάτια του αυτοκινήτου εντάθηκε, καθώς το κερασφόρο κεφάλι του έσκυβε, σαν ο Κατακρημνιστής να συγκέντρωνε τις δυνάμεις του. Ύστερα, τινάχτηκε, τρέχοντας με τρομερή ταχύτητα. Απίστευτη ταχύτητα για τον όγκο του. Τα πόδια του έκαναν τη γη να τραντάζεται. Σαν βολίδα πέρασε ανάμεσα από τους πολεμιστές του Πρίγκιπα Νοσνάλτος (που είχαν από πριν κάνει χώρο ειδικά γι’αυτόν) και μέσα από τη θολούρα του κατεστραμμένου αυτοσχέδιου τείχους των Παντοκρατορικών, και πήγε καταπάνω στο τμήμα του οχυρού που βρισκόταν στη βόρεια πλαγιά του περάσματος. Οι Παντοκρατορικοί ήταν αποπροσανατολισμένοι από όλα όσα συνέβαιναν, αλλά πρόλαβαν να εξαπολύσουν μερικές ριπές εναντίον του αυτοκινήτου. Όλες αστόχησαν, λόγω της ταχύτητάς του. Ο Κατακρημνιστής έμοιαζε να έχει γίνει μια θολούρα. Καθώς ανέβαινε την πλαγιά, όμως, η ορμή του υποχρεωτικά μειώθηκε, και τότε μια ενεργειακή ριπή έπεσε επικίνδυνα κοντά του, ενώ μια πέτρα τον χτύπησε κι εξοστρακίστηκε από το πλατύ σώμα του.

Με το κεφάλι του κατεβασμένο και τα στριφτά του κέρατα προτεταμένα, έπεσε πάνω στα τείχη του βόρειου τμήματος των Δοντιών της Ουράς, και ο Πολ είδε ένα ολόκληρο κομμάτι τους να καταρρέει ενώ πυκνή σκόνη σηκωνόταν.

«ΕΠΙΘΕΣΗ!» αντήχησε, τότε, η φωνή του Στρατηγού Φαρτάνες, μεγεθυσμένη από τον εκφωνητή στην πλάτη του· και ένα μεγάλο μέρος του φουσάτου του Πρίγκιπα Νοσνάλτος εφόρμησε προς το βόρειο τμήμα των Δοντιών της Ουράς, με την υποστήριξη αεροσκαφών: μεγάλα ελικόπτερα με γιγαντοβαλλίστρες προσαρτημένες, και γρήγορα αεροπλάνα που είχαν σκοπό να εξαπολύσουν εκρηκτικά πάνω στο απόρθητο φρούριο. Συγχρόνως, βαλλίστρες, καταπέλτες, και ενεργειακά κανόνια χτυπούσαν τα Δόντια της Ουράς προσπαθώντας να δημιουργήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο χάος στις επάλξεις του.

6.

Τα τείχη των Δοντιών της Ουράς ήταν παχιά και ανθεκτικά· τα ενεργειακά κανόνια χρειάζονταν παραπάνω από μία βολή στο ίδιο σημείο για ν’ανοίξουν τρύπα – και τότε αυτή η τρύπα δεν ήταν και πολύ μεγάλη, όπως σε άλλους στόχους. Ο Κατακρημνιστής, όμως, κατόρθωσε με μια κουτουλιά να γκρεμίσει ένα μεγάλο μέρος των τειχών στο βόρειο τμήμα του απόρθητου φρουρίου. Πέρασε μέσα από σύννεφα σκόνης και πέτρες και βρέθηκε σε μια αυλή των Δοντιών της Ουράς.

Αλλά ακόμα και τότε το οχυρό, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα θεωρείτο αφύλαχτο σ’εκείνο το σημείο. Δεν θα θεωρείτο ανοιχτό. Οι υπερασπιστές του θα μπορούσαν γρήγορα να απωθήσουν τους πολιορκητές, εστιάζοντας τις δυνάμεις τους στο άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί. Αυτό, όμως, θα ίσχυε αν οι πολιορκητές ήταν άνθρωποι και τα σπαθιά, τα δόρατα, τα τσεκούρια, και τα βέλη μπορούσαν να τους βλάψουν. Ο Κατακρημνιστής δέχτηκε λεπίδες επάνω στο ψηλό, πλατύ σώμα του χωρίς να καταλάβει τίποτα. Ύψωσε τη γροθιά του και χτύπησε μια πολεμίστρια του Έλρηνεχ, διαλύοντας την ασπίδα της και εκτοξεύοντας τη γυναίκα πίσω, επάνω στους συντρόφους της, σκοτωμένη. Κατέβασε το κεφάλι του κι όρμησε σε κάτι άλλους, σκορπίζοντάς τους, άλλους νεκρούς κατευθείαν, άλλους με σπασμένα κόκαλα. Ουρλιαχτά και κραυγές αντηχούσαν. Κι άλλα βέλη έπεσαν πάνω στον Κατακρημνιστή, κι άλλες λεπίδες τον χτύπησαν – τίποτα δεν μπορούσε να τον βλάψει. Και οι γροθιές του διέλυαν όποιον τον πλησίαζε. Μονάχα βολές από κάποιο ενεργειακό κανόνι θα μπορούσαν να του προκαλέσουν ζημιά ή να τον καταστρέψουν, αλλά κανένα κανόνι δεν βρισκόταν εδώ, πίσω από τα τείχη· δεν υπήρχε λόγος γι’αυτό· ήταν όλα τοποθετημένα στις επάλξεις.

Και τώρα εκρήξεις τράνταζαν τα Δόντια της Ουράς, καθώς τα αεροπλάνα του Κίρτβεχ περνούσαν γρήγορα πάνω από το οχυρό εξαπολύοντας εκρηκτικές ύλες – και, συγχρόνως, δέχονταν βολές από βαλλίστρες και ενεργειακά κανόνια, και πολλά χτυπιόνταν και έπεφταν στα βουνά ή αναγκάζονταν να επιστρέψουν επειγόντως στο στρατόπεδο. Άλλα αεροπλάνα, πάλι, εμπλέκονταν σε σύντομες αερομαχίες με τα μαχητικά των Παντοκρατορικών, και αλληλοχτυπιόνταν σαν γιγάντια έντομα με τα έμβολα στα φτερά τους.

Ο Κατακρημνιστής συνέχιζε να μάχεται λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Οι πελώριες γροθιές του και οι κουτουλιές του κερασφόρου κεφαλιού του τσάκιζαν τους υπερασπιστές του φρουρίου, είτε ήταν Παντοκρατορικοί είτε μισθοφόροι του Έλρηνεχ.

Και οι πολεμιστές του Πρίγκιπα Νοσνάλτος ήρθαν ανεβαίνοντας τη βόρεια πλαγιά του ορεινού περάσματος, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των όπλων στις επάλξεις ήταν απασχολημένο. Μαζί με τους επαναστάτες ήταν τρία από τα υπόλοιπα αυτοκίνητα: ο Πάνοπλος, ο Εξάποδος, και η Νυχτερινή, η οποία γινόταν ένα με το σκοτάδι. Ο Οπλοφόρος δεν είχε έρθει γιατί δεν ήταν αρκετά γρήγορος και δεν μπορούσε εύκολα να σκαρφαλώσει την πλαγιά. Η Ιπτάμενη είχε μείνει πίσω γιατί η Λαμρίτ τής το είχε ζητήσει· το φτερωτό αυτοκίνητο μπορούσε να φανεί πιο χρήσιμο αλλού, πίστευε η Πρόμαχος – όπως για να χτυπήσει συγκεκριμένα σημεία στις επάλξεις, μέσα στον χαλασμό.

Οι υπερασπιστές των Δοντιών πίσω από το άνοιγμα στα τείχη δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να κρατήσουν μακριά τους επιτιθέμενους. Ενάντια στα αυτοκίνητα τα όπλα τους ήταν άχρηστα. Ακόμα και η απλή παρουσία των μεταλλικών πλασμάτων ήταν αρκετή για να προκαλέσει τρόμο, ενώ τα χτυπήματά τους ήταν θανατηφόρα. Οι μαχητές του Πρίγκιπα Νοσνάλτος το βρήκαν παιχνιδάκι να εισβάλουν σ’ένα από τα ισχυρότερα φρούρια της Βίηλ: στα Δόντια της Ουράς, που λεγόταν πως ποτέ δεν είχαν πορθηθεί.

Ο Στρατηγός Φαρτάνες, που ήταν πίσω, στον στρατιωτικό καταυλισμό, πρόσταξε κι άλλοι πολεμιστές ν’ακολουθήσουν τους πρώτους, αφού η αρχική έφοδος έμοιαζε να έχει πάει τόσο καλά. Και, πάραυτα, ακόμα ένα μέρος του φουσάτου κατευθύνθηκε προς το άνοιγμα στο βόρειο τμήμα των Δοντιών.

Η Λαμρίτ είπε στην Ιπτάμενη να κάνει ζημιές στα όπλα στις επάλξεις, όπου μπορούσε, αλλά να είναι προσεχτική, να μη χτυπηθεί από καμια ενεργειακή βολή. Το φτερωτό αυτοκίνητο έφυγε, ενώ ο Οπλοφόρος είχε ήδη πάει σε θέση όπου μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ενεργειακό του κανόνι, και χτυπούσε στόχους επάνω στις επάλξεις. Μέσα στο χάος, κανένα όπλο δεν στρεφόταν εναντίον του. Διότι αυτός δεν ήταν ο μόνος που επιτιθόταν. Καταπέλτες, βαλλίστρες, ενεργειακά κανόνια, άλλα στο έδαφος, άλλα προσαρτημένα σε ελικόπτερα – όλα σφυροκοπούσαν τις επάλξεις. Και όσα αεροπλάνα είχαν επιβιώσει από την πρώτη επίθεση επέστρεφαν τώρα, για να βομβαρδίσουν το νότιο τμήμα των Δοντιών της Ουράς. Το βόρειο θα ήταν επικίνδυνο να το χτυπήσουν, με τόσους επαναστάτες εκεί, αναμιγμένους με τους Παντοκρατορικούς και τους μαχητές του Έλρηνεχ.

«Να πάρουμε αυτό το συμπαθητικό εργαλείο και να πάμε κι εμείς;» πρότεινε ο Πολ στη Λαμρίτ, δείχνοντας με τον αντίχειρά του ένα μικρό, ανοιχτό όχημα με τέσσερα πόδια, αργοκίνητο αλλά φτιαγμένο ειδικά για ν’ανεβαίνει σε πλαγιές, εκεί όπου τα τροχοφόρα ήταν πολύ επικίνδυνο, ή ακόμα κι αδύνατο, να σκαρφαλώσουν.

Η Πρόμαχος της Επανάστασης κατένευσε. «Πάμε,» είπε, καθώς έβλεπε πως κι ο Στρατηγός Φαρτάνες σκόπευε να πλησιάσει τη μάχη. Βάδιζε προς το άλογό του που ήταν δεμένο παραδίπλα.

Η Λαμρίτ και ο Πολ πήγαν στο όχημα, και εκείνος κάθισε στο τιμόνι βάζοντας τη μηχανή μπροστά. Το βούισμά της ίσα που ακούστηκε από κάτω τους, μέσα στους κρότους και στις ιαχές της μάχης. Τα πόδια του οχήματος μπήκαν σε κίνηση. Έτρεξε προς την πλαγιά – όσο πιο γρήγορα μπορούσε να τρέξει, δηλαδή πολύ πιο αργά από ένα άλογο – κι άρχισε να τη σκαρφαλώνει. Η Λαμρίτ είχε την ασπίδα της δεμένη στο αριστερό της χέρι, μισοϋψωμένη, έτοιμη ν’αποκρούσει όποιο βέλος τυχόν ερχόταν προς το μέρος εκείνης ή του Πολ. Είχε οπλιστεί προτού ξεκινήσει η επίθεση: φορούσε αλυσιδωτό θώρακα, ατσάλινο περικάρπιο και περιβραχιόνιο στο δεξί χέρι, κράνος που η προσωπίδα του ανοιγόκλεινε, και προστατευτικά κομμάτια για τους μηρούς και τις κνήμες. Ο Πολ ήταν εξίσου καλά ντυμένος, με φολιδωτή αρματωσιά από πάνω ώς κάτω, αλλά δεν κουβαλούσε ασπίδα. Το κράνος του ήταν παρόμοιο με το δικό της.

Το όχημά τους ζορίστηκε να σκαρφαλώσει την πλαγιά, παρά την υποτιθέμενη ικανότητά του ν’ανεβαίνει ακόμα και στα πιο δύσκολα σημεία, αλλά τελικά έφτασε επάνω, όπου οι πολεμιστές του Πρίγκιπα Νοσνάλτος εισέβαλλαν στο άνοιγμα που ο Κατακρημνιστής είχε δημιουργήσει στα τείχη του φρουρίου. Ορισμένοι απ’αυτούς αναγνώρισαν αμέσως την Πρόμαχο της Επανάστασης και φώναξαν στους άλλους να της κάνουν χώρο ώστε να περάσει επάνω στο όχημά της. Πολλοί ζητωκραύγαζαν: Τα Δόντια δικά μας! Τα Δόντια δικά μας! Τα Δόντια δικά μας!

Ο Πολ και η Λαμρίτ είδαν ότι δεν είχε απομείνει καμια αντίσταση στην αυλή του φρουρίου πίσω από την τρύπα στα τείχη. Οι υπερασπιστές ήταν συγκεντρωμένοι στις σκάλες, και είχαν κλείσει κι αμπαρώσει πόρτες και παράθυρα ολόγυρα, ενώ εξαπέλυαν κανένα βέλος από ανοίγματα. Ο Κατακρημνιστής, εκείνη τη στιγμή, έπεφτε πάνω σε μια κλειστή πύλη κομματιάζοντάς την – και οι πολεμιστές του Κίρτβεχ τον ακολουθούσαν πέρα από το κατώφλι της, κραυγάζοντας νικητήρια. Μακελειό ακολούθησε μέσα, εκεί όπου ο Πολ και η Λαμρίτ δεν μπορούσαν να δουν καλά τι γινόταν.

«Ένας παλιός φίλος είναι εδώ,» της είπε ο Πολ. «Αναρωτιέμαι αν θα μείνει για να τον συναντήσουμε.»

«Παλιός φίλος;»

«Υπηρέτης του Ελκράσ’ναρχ.» Της είχαν εξηγήσει πια τι συνέβαινε πραγματικά με τους Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας. Η Λαμρίτ το είχε βρει λιγάκι δύσκολο να το πιστέψει, αλλά δεν την πολυενδιέφερε κατά πόσο ήταν αλήθεια· ο αγώνας της κατά της Παντοκρατορίας δεν είχε αλλάξει. Εκείνο που την ένοιαζε ήταν να απελευθερώσει τη Βίηλ, κι αυτό έκανε τώρα μαζί με τους συντρόφους της.

7.

Ο Ιανός Θάρδηχ έφυγε από τις επάλξεις όταν είδε πως ξεκινούσε η εναέρια επίθεση. Πήγε στο κέντρο ελέγχου μέσα στο φρούριο, όπου και συνάντησε τον Επόπτη του Έλρηνεχ.

«Στρατηγέ,» είπε ο Νικόλαος’σαρ, «μου λένε ότι έκαναν άνοιγμα στο τείχος στο βόρειο τμήμα του οχυρού!»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ιανός. «Ήρθε καταπάνω μας ένα από τα… κατασκευάσματά τους. Ήρθε σαν βολίδα ενώ ήμασταν αποπροσανατολισμένοι απ’ό,τι είχε συμβεί.»

«Τι είχε συμβεί;»

«Αυτό δε σ’το είπαν, Επόπτη;» έκανε, εκνευρισμένα, ο Ιανός. «Άρχισαν να διαλύουν με ενεργειακά κανόνια τις πέτρες που έφραζαν το πέρασμα. Κι όταν επιχειρήσαμε να χτυπήσουμε τα κανόνια τους με τα δικά μας, οι βολές μας διασκορπίστηκαν γύρω τους σαν κάποιου είδους πεδίο να τα προστάτευε. Αλλά δεν έχω ιδέα τι μπορεί να ήταν αυτό. Όπως δεν έχω ιδέα και τι είδους τεχνολογία μπορεί να χρησιμοποιούν οι αποστάτες για να φτιάχνουν τις πολεμικές μηχανές που φτιάχνουν, τελευταία.» Αυτοί οι μεταλλικοί άνθρωποι είχαν, σύμφωνα με τις αναφορές του, προκαλέσει τρομερές καταστροφές παντού: και εδώ, στην οροσειρά της Ουράς, και νότια, στις όχθες του ποταμού Άσλερχ. Σε πολλές περιπτώσεις, η παρουσία τους και μόνο ήταν που είχε κάνει τη ζυγαριά της μάχης να γείρει προς όφελος των αποστατών.

Ο Νικόλαος’σαρ έμεινε σιωπηλός. Σκεπτικός.

«Τι νομίζεις;» ρώτησε ο Ιανός. Μπορεί ο Ερευνητής να είχε κάποια ιδέα τι ήταν, τουλάχιστον, αυτό το πεδίο που απέκρουε τις ενεργειακές ριπές. Οι μεταλλικοί άνθρωποι δεν ήξερε τι ήταν, ή πώς φτιάχνονταν· ο Ιανός το είχε συζητήσει μαζί του και παλιότερα.

«Τι να νομίζω; Δε γνωρίζω τι γίνεται, Στρατηγέ. Οι αποστάτες έχουν κάνει κάποιες ανακαλύψεις που είναι, ομολογουμένως… θαυμαστές.»

Ο καταραμένος μάγος έμοιαζε να βλέπει το θέμα φιλοσοφικά! σκέφτηκε ο Ιανός. «Αν δεν κάνουμε κι εμείς τις ίδιες ‘θαυμαστές’ ανακαλύψεις, Επόπτη,» είπε απότομα, «θα χάσουμε τον πόλεμο!» Και, στρέφοντάς του την πλάτη, πήγε προς μια από τις κονσόλες του κέντρου ελέγχου και πρόσταξε τη χειρίστρια που καθόταν εκεί: «Δείξε μου την κατάσταση στο βόρειο τμήμα του φρουρίου.»

Η γυναίκα τού έδειξε τέσσερις οθόνες που ήταν ενεργές. Σε δύο απ’αυτές συγκρούσεις φαινόταν να γίνονται. Και η κατάσταση δεν έμοιαζε καλή. Ύστερα, η μία οθόνη νεκρώθηκε καθώς κάτι – κάποιο βέλος μάλλον – χτύπησε τον τηλεοπτικό πομπό που της έστελνε οπτικά δεδομένα.

Το βόρειο τμήμα ίσως να πρέπει να εγκαταλειφθεί, σκέφτηκε ο Ιανός Θάρδηχ· και μπορούμε, μετά, να το βομβαρδίσουμε ώστε να σκοτώσουμε τους πάντες εκεί μέσα, ελπίζοντας πως κι αυτά τα μεταλλικά τέρατα θα πεθάνουν.

8.

«Υποχωρούν, Πρόμαχε,» είπε ένας από τους πολεμιστές του Πρίγκιπα Νοσνάλτος στη Λαμρίτ – ένας από τους διοικητές του στρατεύματος. «Φαίνεται να εγκαταλείπουν το βόρειο τμήμα του φρουρίου.»

«Δε μ’αρέσει αυτό,» είπε ο Πολ. «Ίσως να σκέφτονται να μας ρίξουν εκρηκτικά όσο βρισκόμαστε εδώ μέσα.»

«Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ,» ένευσε η Λαμρίτ.

Στέκονταν μέσα σ’ένα από τα φυλάκια του βόρειου τμήματος των Δοντιών της Ουράς το οποίο οι υπερασπιστές του φρουρίου είχαν εγκαταλείψει, αν και όχι χωρίς να δώσουν μάχη. Στο δάπεδο ήταν απλωμένα αρκετά πτώματα για να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούσαν χαλί από μέταλλο, πετσί, σάρκα, και κόκαλα.

Προτού ο διοικητής απομακρυνθεί από εκείνη και τον Πολ, η Λαμρίτ τον ρώτησε: «Ποια είναι η κατάσταση στις επάλξεις;»

«Η ίδια, Πρόμαχε. Υποχωρούν προς τη γέφυρα που ενώνει το βόρειο με το νότιο τμήμα.»

«Τι όπλα έχουν μείνει επάνω;»

«Κάποια είναι τελείως κατεστραμμένα, κάποια λειτουργούν ακόμα.»

Η Λαμρίτ στράφηκε στον Πολ. «Πάμε να δούμε.»

Εκείνος ένευσε, και, αφήνοντας τον διοικητή πίσω τους, ανέβηκαν τις πέτρινες σκάλες του φρουρίου, όπου επίσης υπήρχαν πτώματα απλωμένα από δω κι από κει, και σ’ορισμένα σημεία δεν ήξερες πού να βάλεις το πόδι σου για να τα περάσεις και να συνεχίσεις να ανεβαίνεις. Τελικά, έφτασαν στις επάλξεις, όπου ένας κρύος άνεμος φυσούσε ερχόμενος από τα βουνά, περονιάζοντάς τους μετά από την έξαψη της μάχης. Ο Πολ και η Λαμρίτ δεν είχαν προλάβει να εμπλακούν και πολύ στις συγκρούσεις, αλλά και μόνο ο χαλασμός γύρω τους ήταν αρκετός για να τους κάνει να νιώσουν ότι ψήνονταν μέσα στις αρματωσιές τους. Τώρα, τα μέταλλα πάγωναν σταδιακά επάνω τους.

Κοιτάζοντας ολόγυρα, είδαν πως η κατάσταση ήταν όπως την είχε αναφέρει εκείνος ο διοικητής. Πράγματι, κάποια όπλα ήταν τελείως διαλυμένα ενώ κάποια άλλα χτυπημένα αλλά λειτουργικά, και υπήρχαν κι ορισμένα που δεν έμοιαζε να έχουν χτυπηθεί καθόλου.

Η Ιπτάμενη τούς πλησίασε πετώντας, με το ξανθό της λοφίο ν’ανεμίζει και τα μέταλλά της να γυαλίζουν στα ενεργειακά φώτα του φρουρίου. «Πολ,» είπε με τη μεταλλική της φωνή. «Λαμρίτ. Υποχωρούν.» Κι έδειξε προς τα νότια. Επάνω στη γέφυρα που ένωνε το βόρειο με το νότιο τμήμα των Δοντιών, η υποχώρηση των υπερασπιστών του φρουρίου ήταν καταφανής. Συγκεντρώνονταν εκεί και χτυπούσαν με ό,τι τηλέμαχα όπλα είχαν τους επιτιθέμενους, για να τους κρατήσουν μακριά.

Η Λαμρίτ έκανε νόημα στους πολεμιστές του Νοσνάλτος που έβλεπε πιο κοντά της, ζητώντας τους να πλησιάσουν· κι όταν είχαν έρθει, τους πρόσταξε: «Οπλίστε ό,τι βαλλίστρα, καταπέλτη, και κανόνι μπορεί να οπλιστεί. Και προσέχετε για αεροσκάφη. Πολύ πιθανόν να μας χτυπήσουν με εκρηκτικά.»

«Μάλιστα, Πρόμαχε.»

9.

Η Φενίλδα, ο Δαίδαλος, ο Καρτάφες’νορ, και η Διάττα στέκονταν και κοιτούσαν την πολιορκία από απόσταση. Το χάος στο βόρειο τμήμα των Δοντιών της Ουράς ήταν φανερό και χωρίς κιάλια, αλλά η Φενίλδα και ο Καρτάφες’νορ κρατούσαν από ένα ζευγάρι ο καθένας.

Η μάγισσα, τελικά, είπε: «Ο Πολ και η Λαμρίτ είναι στις επάλξεις, και δε φαίνεται κανένας εχθρός να βρίσκεται πια εκεί. Πρέπει να έχουν καταλάβει ολόκληρο το βόρειο τμήμα.»

«Δε με εκπλήσσει,» είπε ο Καρτάφες. «Τα παιδιά μας είναι… είναι εκπληκτικά. Ποτέ πριν τα Δόντια της Ουράς δεν είχαν παρθεί, από κανέναν πολιορκητή, αλλά μπροστά στη δύναμη των δημιουργημάτων μας δεν μπορούσαν να αντισταθούν!»

Η Φενίλδα κατέβασε τα κιάλια της και στράφηκε στον Δαίδαλο. «Κατά πάσα πιθανότητα, έτσι είναι,» είπε εκείνος. «Το βόρειο τμήμα είναι δικό μας… αν και πολύ γρήγορα, νομίζω.»

Ο Καρτάφες’νορ, κατεβάζοντας κι εκείνος τα κιάλια του, πρότεινε: «Να πάμε κι εμείς εκεί;»

«Όχι,» είπε ο Δαίδαλος. «Δεν υπάρχει λόγος. Τη δουλειά μας την κάναμε.» Ήταν σκεπτικός.

Και τότε, αεροσκάφη φάνηκαν να υψώνονται πίσω από το νότιο τμήμα των Δοντιών της Ουράς.

«Θα βομβαρδίσουν τη βόρεια μεριά!» είπε η Διάττα, μοιάζοντας να καταλαβαίνει αμέσως το σχέδιο των Παντοκρατορικών.

«Ειδοποιήστε την Πρόμαχο!» είπε ο Δαίδαλος.

Και η Φενίλδα ενεργοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της. Την ίδια στιγμή, όμως, αεροσκάφη του Κίρτβεχ πετούσαν ενάντια στα Παντοκρατορικά μαχητικά, και τα όπλα στις βόρειες επάλξεις των Δοντιών της Ουράς άρχιζαν να βάλλουν.

10.

«Καλυφτείτε!» φώναξε η Λαμρίτ στους πολεμιστές που βρίσκονταν στις επάλξεις, καθώς εκείνη κι ο Πολ έτρεχαν για να γονατίσουν πίσω από μια πόρτα.

Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της Προμάχου κουδούνισε καθώς γονάτιζαν κι εκείνη ύψωνε την ασπίδα της μπροστά τους. «Βρήκαν την ώρα να με καλέσουν!…» γρύλισε, και δεν έπιασε τον πομπό για ν’απαντήσει.

Κρότοι και εκρήξεις αντήχησαν από τις επάλξεις, και ο Πολ, κοιτάζοντας από την άκρη της πόρτας, είδε τα αεροσκάφη των Παντοκρατορικών να χτυπιούνται από τις ριπές των μεγάλων όπλων και να αερομαχούν με τα αεροσκάφη του Πρίγκιπα Νοσνάλτος. Ορισμένα διαλύονταν στον αέρα, γεμίζοντάς τον φωτιά και καπνό. Άλλα πάθαιναν ζημιές που τα ανάγκαζαν να υποχωρήσουν. Λίγα κατόρθωσαν να περάσουν πάνω από το βόρειο τμήμα του φρουρίου· καθώς περνούσαν, όμως, άνοιξαν καταπακτές από κάτω τους και εκρηκτικές ύλες έπεσαν.

Οι επάλξεις τραντάχτηκαν σαν από πανίσχυρο σεισμό· πέτρες έφυγαν απ’τη θέση τους και εκσφενδονίστηκαν με θανατηφόρα ταχύτητα· πολεμικές μηχανές καταστράφηκαν· ενεργειακές λάμπες έγιναν θρύψαλα· ενεργειακά καλώδια κόπηκαν· πυκνή ομίχλη από σκόνη υψώθηκε· άνθρωποι σκοτώθηκαν ακαριαία. Ο Πολ είχε ήδη μισοκλείσει την πόρτα – και τώρα την έκλεισε τελείως, γρήγορα, καθώς είδε μια κοτρόνα να έρχεται καταπάνω του. Άκουσε την πέτρα να βροντά πάνω στο βαρύ σίδερο της πόρτας. Μια βαθιά λακκούβα δημιουργήθηκε εκεί.

Μετά, οι κρότοι έπαψαν, και ο Πολ άνοιξε πάλι την πόρτα για να κοιτάξει τις φωτιές, τη θολούρα, και την καταστροφή. Το φρούριο, παραδόξως, δεν είχε πέσει – πράγμα που έλεγε πολλά για την άριστη, ανθεκτική κατασκευή του.

Η Λαμρίτ βγήκε με την ασπίδα της ακόμα μισοϋψωμένη, και ο Πολ την ακολούθησε.

«Ιπτάμενη!» φώναξε η Πρόμαχος. «Ιπτάμενη!»

Μετά από λίγο, η μεταλλική μορφή του αυτοκινήτου ξεχώρισε μέσα απ’την ομίχλη, φτερουγίζοντας. Η Ιπτάμενη ήταν μαυρισμένη από τους καπνούς και τις φωτιές, αλλά τα μάτια της φώτιζαν δυνατά όπως πάντα. Το ένα της φτερό ήταν φανερά χτυπημένο, όμως όχι αχρηστευμένο. Προσγειώθηκε μπροστά στον Πολ και τη Λαμρίτ και, καθώς έκανε μερικά βήματα, φάνηκε ότι κούτσαινε λιγάκι.

«Τραυματίστηκες…» παρατήρησε η Πρόμαχος.

«Ελάχιστα,» αποκρίθηκε το αυτοκίνητο. «Ένας οποιοσδήποτε μεταλλουργός μπορεί να με βοηθήσει να επισκευαστώ.»

Ο Πολ κοίταξε στον ουρανό, προσπαθώντας να διακρίνει κάτι μέσα από τους καπνούς. Νόμιζε πως οι αερομαχίες είχαν τελειώσει. Τα Παντοκρατορικά αεροσκάφη πρέπει να είχαν απομακρυνθεί από τη βόρεια μεριά των Δοντιών της Ουράς.

«Πρόμαχε!» Η φωνή ήρθε από πίσω τους, και ο Πολ κι η Λαμρίτ στράφηκαν για να δουν τον Στρατηγό Φαρτάνες να έχει μόλις βγει από μια καταπακτή των επάλξεων. «Αυτή η πλευρά του οχυρού φαίνεται να είναι εξολοκλήρου δική μας. Θα την ασφαλίσουμε προτού συνεχίσουμε για να πάρουμε τη γέφυρα και το νότιο τμήμα.»

«Συμφωνώ, Στρατηγέ,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Πρέπει να ανασυγκροτηθούμε και να δούμε πώς ακριβώς έχει η κατάσταση.»

«Θα πρότεινα μόνο μια τελευταία επίθεση. Με αεροσκάφη. Για βομβαρδισμό του νότιου τμήματος του φρουρίου.»

«Ως αντίποινα;»

«Ασφαλώς. Ας μη δείξουμε πως μια τέτοια επίθεση των εχθρών μας θα μείνει αναπάντητη!»

«Δεν ξέρω αν αυτό θα ήταν συνετό, Στρατηγέ,» είπε η Λαμρίτ.

Ο Φαρτάνες είχε, όμως, ήδη ενεργοποιήσει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του. «Πρόμαχε, ο εχθρός θέλει τον φόβο μας. Θα του δώσουμε, επομένως, το αντίθετο από εκείνο που ζητά!»

Η πρόταση του Στρατηγού, παρατήρησε ο Πολ, μόνο «πρόταση» δεν ήταν, τελικά… Ο Φαρτάνες παραείχε πάρει αυτό τον πόλεμο προσωπικά. Είχε ξεχάσει ποιοι ήταν εκείνοι που είχαν ξεκινήσει την εξέγερση στο Κίρτβεχ. Αν δεν ήταν η Λαμρίτ και οι επαναστάτες της, εκείνος και οι όμοιοί του ποτέ δεν θα είχαν ξεσηκωθεί κατά των Παντοκρατορικών.

Ο Φαρτάνες είπε μιλώντας στον πομπό του: «Σμήναρχε. Χτυπήστε το νότιο τμήμα των Δοντιών με εκρηκτικά. Βομβαρδίστε το μία φορά και, μετά, φύγετε.»

11.

Τα μαχητικά του Κίρτβεχ δέχτηκαν ριπές από τις επάλξεις των Δοντιών της Ουράς, καθώς πλησίαζαν – βολές από ενεργειακά κανόνια, πελώρια βέλη από γιγαντοβαλλίστρες, ακόμα και πέτρες από καταπέλτες (οι οποίες, κατά κανόνα, αστοχούσαν) – και τα Παντοκρατορικά αεροσκάφη ήρθαν αμέσως για να εμπλακούν σε αερομαχία μαζί τους – έμβολα σπάθιζαν φτερά, ουρές, και σώματα. Κάποια αεροπλάνα του Κίρτβεχ εξερράγησαν στον αέρα, όταν οι ενεργειακές ριπές πυροδότησαν τα εκρηκτικά εντός τους. Κάποια εξερράγησαν επειδή δέχτηκαν έντονα χτυπήματα είτε από βέλη είτε από έμβολα – τα εκρηκτικά που κουβαλούσαν, στη Βίηλ, δεν ήθελαν πολύ για να εκραγούν. Ο ουρανός, γι’ακόμα μια φορά, είχε γεμίσει φωτιά και καπνό. Και μερικά Παντοκρατορικά αεροσκάφη, που βρίσκονταν κοντά σ’αυτά του Κίρτβεχ, χτυπήθηκαν επίσης από τις πανίσχυρες εκρήξεις.

Τα μαχητικά που κατόρθωσαν να περάσουν πάνω από το νότιο τμήμα των Δοντιών της Ουράς εξαπέλυσαν τα εκρηκτικά τους σαν βροχή, τραντάζοντας τις επάλξεις, ανατινάζοντας πολεμικές μηχανές και ανθρώπους, και κάνοντας ολάκερο το φρούριο να δονηθεί πατόκορφα. Ύστερα, πραγματοποίησαν απότομη, κοφτή στροφή κι επέστρεψαν προς τα δυτικά, προς το σημείο προσγείωσης μέσα στα βουνά της Ουράς. Όλα τα αεροσκάφη ήταν, φυσικά, ικανά για κατακόρυφη προσγείωση· ούτε ένα δεν είχε τροχούς. Δεν υπήρχε χώρος για να στήσει κανείς αεροδιάδρομο εδώ πέρα.

Ο Δαίδαλος, η Φενίλδα, ο Καρτάφες’νορ, και η Διάττα στέκονταν και, από ασφαλή απόσταση, παρακολουθούσαν την καταστροφή που είχε τυλίξει το νότιο τμήμα των Δοντιών της Ουράς.

«Αυτό,» είπε ο Δαίδαλος, «ήταν τελείως αχρείαστο.»

«Γιατί;» απόρησε ο Καρτάφες. «Ρίξαμε πάνω τους την οργή των Δαιμόνιων!»

«Και χάσαμε τόσα αεροσκάφη… Ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος είναι πλούσιος, και το Κίρτβεχ έχει πολλούς πόρους· ωστόσο οι δυνάμεις του Πριγκιπάτου δεν είναι ανεξάντλητες. Αν δεν κάνω λάθος, έχουμε συγκεντρώσει εδώ τα περισσότερα αεροσκάφη μας. Στον ποταμό Άσλερχ ελάχιστα απομένουν· την εκστρατεία εκεί έχουν αναλάβει, κατά κύριο λόγο, οι πειρατές και οι ελεύθερες πόλεις νότια της Λίμνης των Κολοσσών – κι αυτοί κυρίως με πλοία μάχονται. Πράγμα που σημαίνει πως, αν χάσουμε όλο μας τον αεροπορικό στόλο εδώ, μετά δεν θα έχουμε αεροσκάφη για να πολεμήσουμε – ενώ οι Παντοκρατορικοί θα έχουν. Οι πόροι τους είναι, αναμφίβολα, περισσότεροι από του Πρίγκιπα.»

«Θα φτιάξουμε, τότε, κι άλλα ιπτάμενα αυτοκίνητα, Δαίδαλε!» Ο Καρτάφες ακουγόταν να ενθουσιάζεται και μόνο με τη σκέψη.

«Θα προτιμούσα να μη χρειαστεί, Καρτάφες,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος συλλογισμένα. Αναρωτιόταν αν οι Οδηγοί της Βίηλ θα επενέβαιναν κάποτε για να σταματήσουν τις κλοπές του Φωτός της διάστασης. Και ο Δαίδαλος δεν ήθελε να τους προκαλέσει.

Απολλώνια

1.

Η Ναλτάφιρ οδήγησε τον Τες προς την Ταλκασία. Ο Άζ’λεφκ μπορούσε να την ακολουθήσει εύκολα, καθώς εκείνη καβαλούσε το Σερπετό της· έτρεχε σαν άλογο! Την εμφάνισή του την είχε αλλάξει – ή μάλλον, όπως έλεγε ο ίδιος, είχε μετατρέψει τον κόσμο γύρω του σε καθρέφτη. Η Ναλτάφιρ τού είχε ζητήσει να μη χρησιμοποιήσει τη δική της αντανάκλαση, γιατί αυτό θα φαινόταν περίεργο σ’όποιον τύχαινε να τους δει – και, κατά πάσα πιθανότητα, θα τους έβλεπαν ή ανιχνευτές του Απολλώνιου Στρατού ή πολεμιστές. Ο Τες, όμως, παρότι ήταν ο Άζ’λεφκ, δεν μπορούσε να πάρει μια μορφή που δεν έβλεπε. Δε μπορείς να πάρεις μια μορφή που θυμάσαι; τον ρώτησε η Ναλτάφιρ, διότι της είχε πει πως θυμόταν ότι κάποτε είχε μια μορφή σαν τη δική της. Αλλά ο Τες απάντησε ότι δεν μπορείς να κάνεις καθρέφτη τη σκέψη σου. Θα μπορούσε, όμως, να κάνει καθρέφτη τη δική της σκέψη. Πώς; τον ρώτησε η Ναλτάφιρ, κι εκείνος τής ζήτησε να σκεφτεί τη μορφή που ήθελε. Η Ναλτάφιρ έφερε στο μυαλό της μια πολύ ξεκάθαρη εικόνα ενός άντρα που θα μπορούσε να ήταν Απολλώνιος. (Δεν ήταν καθόλου δύσκολο για εκείνη να δημιουργεί νοητικές εικόνες και να τις κρατά για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στο μυαλό της.) Χωρίς να φανεί ότι ο Τες έκανε κάτι, η αντανάκλαση του φανταστικού Απολλώνιου άντρα παρουσιάστηκε μπροστά στη Ναλτάφιρ. Έκανα καθρέφτη τη σκέψη σου, της εξήγησε ο Άζ’λεφκ· και μετά, κοιτάζοντας την αντανάκλαση, έκανε καθρέφτη τον κόσμο γύρω από τον εαυτό του.

Κι έτσι, τώρα, δίπλα στο Σερπετό της Ναλτάφιρ δεν φαινόταν να τρέχει ένα ψηλό, γκριζόδερμο ανθρωποειδές πλάσμα με μακριά μούρη, τέσσερα χέρια, και παράξενο ραβδί, αλλά ένας ψηλός (όχι τόσο ψηλός όσο ο Τες, φυσικά!), όμορφος άντρας με λευκό-ροζ δέρμα, ξανθά μαλλιά, και ξυρισμένο πρόσωπο, που κανένας δεν θα αμφέβαλλε ότι πιθανώς να ήταν Απολλώνιος. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μαύρο, γυαλιστερό ραβδί που δεν έμοιαζε καθόλου με το πραγματικό ραβδί του Τες.

Το βράδυ βρίσκονταν στην Ταλκασία, και η Ναλτάφιρ είδε ότι φαινόταν κίνηση στο Ταλκάσιο Πέρασμα, προς τα ανατολικά. Μεγάλα μεταγωγικά και άρματα μάχης πήγαιναν στα βουνά ή έρχονταν από εκεί. Οι συγκρούσεις με τους Παντοκρατορικούς πρέπει να είχαν ενταθεί.

Η Ναλτάφιρ επέστρεψε το Σερπετό της στη μάντρα απ’όπου το είχε αγοράσει. Είπε στον άντρα εκεί ότι την είχε υπηρετήσει καλά αλλά δεν θα το χρειαζόταν άλλο, κι εκείνος τής έδωσε πίσω ένα μέρος των χρημάτων της. Το Σερπετό φαινόταν λυπημένο που το εγκατέλειπε, όμως η Ναλτάφιρ δεν μπορούσε να το πάρει μαζί της εκεί όπου θα πήγαινε. Δεν υπήρχαν Σερπετά στη Ρελκάμνια, και θα τραβούσε αμέσως την προσοχή των πρακτόρων της Παντοκράτειρας.

Οι γάτες της την ακολουθούσαν καθώς πήγαινε προς τον σιδηροδρομικό σταθμό της Ταλκασίας, ενώ ο Τες βάδιζε πλάι της σαν να ήταν σύζυγός της. Κοιτούσε, όμως, γύρω του λες και δεν είχε ξαναδεί πόλη.

Τι θαυμαστό μέρος είναι τούτο! σκεφτόταν. Τόσο μεγαλοπρεπές και συγχρόνως τόσο τρομαχτικό, και με πελώρια οικοδομήματα· κάποια καταστροφή πρέπει όμως να έχει συμβεί εδώ πρόσφατα· και είναι ανοησία τους που έχουν χτίσει την πόλη τόσο κοντά στο Μεγάλο Ποτάμι, υπάρχει κίνδυνος. Αναρωτιέμαι αν η Απόμακρη Θεά πιστεύει ότι εδώ θα βρούμε τον εξοπλισμό που λέει πως χρειάζεται για να επικοινωνήσει μ’αυτόν τον Κλαρκ στη διάσταση που ονομάζεται Ρελκάμνια…

Κι όταν, μετά από κάποια ώρα αναμονής στον σταθμό, είδε το τρένο να έρχεται: Ένα πελώριο μεταλλικό θηρίο! κι αυτοί οι άνθρωποι βγαίνουν από τα πλευρά του, ενώ άλλοι μπαίνουν. Η Απόμακρη Θεά μού κάνει νόημα να την ακολουθήσω, να μπούμε κι εμείς εκεί!

«Μη δείχνεις τόσο σαστισμένος,» είπε η Ναλτάφιρ στον Τες καθώς ζύγωναν μια από τις ανοιχτές πόρτες των βαγονιών του τρένου που είχε έρθει δυο ώρες πριν από τα μεσάνυχτα. «Θα νομίσουν ότι είσαι από άλλη διάσταση, ή ότι έχεις πάθει αμνησία κι όλα σού μοιάζουν περίεργα.»

«Με συγχωρείς, Απόμακρη Θεά.»

«Ναλτάφιρ,» τόνισε εκείνη.

«Όπως επιθυμείς.»

Ανέβηκαν στο τρένο και πήγαν στη μικρή καμπίνα που είχε κλείσει η Ναλτάφιρ όσο βρίσκονταν στον σταθμό. Είχε προτιμήσει να είναι μόνοι, εκείνη κι ο Τες, γιατί ήταν τόσο παράξενος που δεν θα το θεωρούσε απίθανο να την έβαζε αχρείαστα σε μπελάδες. Και μόνο το βλέμμα του μπορούσε να τραβήξει ανεπιθύμητη προσοχή. Όσο κι αν προσπαθούσε δεν φαινόταν να του είναι δυνατόν να μη μοιάζει παραξενεμένος από το περιβάλλον.

Το τρένο ξεκίνησε όταν όλοι οι επιβάτες είχαν ανεβεί και οι πόρτες είχαν κλείσει. Καθώς έτρεχε πάνω στις ράγες, η σκοτεινή ύπαιθρος της Απολλώνιας φαινόταν να περνά γρήγορα έξω από το παράθυρο της Ναλτάφιρ και του Τες. Ο δεύτερος κοίταζε αμίλητα. Μέχρι που, σε κάποια στιγμή, είπε: «Η διάστασή σου μοιάζει σε ορισμένα πράγματα με τη δική μου, ενώ σε άλλα πράγματα είναι τελείως διαφορετική.»

«Συνήθως, έτσι συμβαίνει με τις διαστάσεις.» Η Ναλτάφιρ είχε ξαπλώσει στο ένα κρεβάτι, βγάζοντας τις μπότες και την καπαρντίνα της. Οι γάτες της ήταν κουλουριασμένες κάτω απ’το κρεβάτι και κάπου-κάπου γρύλιζαν, ενοχλημένες από τον θόρυβο του σιδηρόδρομου που δεν τις άφηνε να κοιμηθούν. Αναμφίβολα προτιμούσαν την ύπαιθρο όπου βρίσκονταν τόσες ημέρες, κυνηγώντας ποντίκια μες στο ψηλό χορτάρι. «Κάποια στοιχεία τους μοιάζουν, κάποια όχι,» συνέχισε να λέει η Ναλτάφιρ στον Τες, χωρίς να τον κοιτάζει. «Το σύμπαν είναι σαν μια σειρά από καθρέφτες που ο καθένας αντικατοπτρίζει τα πράγματα λιγάκι διαφορετικά. Νομίζω πως και το ίδιο έχει ξεχάσει ποια είναι η τέλεια μορφή του, ο αρχικός καθρέφτης.»

«Διδάσκομαι πολλά από εσένα, Ναλτάφιρ,» είπε συλλογισμένα ο Τες.

Εκείνη αισθανόταν παράξενα που ο Άζ’λεφκ τής έλεγε κάτι τέτοιο. Ήταν δυνατόν να μην ήξερε για τον Ενιαίο Κόσμο; Είχε λησμονήσει τα πάντα, σ’αυτή την πρωτόγονη μορφή; Το ίδιο συνέβαινε, άραγε, κι όταν έπαιρνε άλλες μορφές; Η Ναλτάφιρ δεν το νόμιζε.

«Άζ’λεφκ,» τον ρώτησε, «πριν πάρεις αυτή τη μορφή, ποια μορφή είχες;»

Ο Τες έστρεψε το βλέμμα του επάνω της, παύοντας να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Τι με ρωτά η Απόμακρη Θεά; αναρωτήθηκε. Αναφέρεται στα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου, μήπως; Όχι, δεν μπορεί, για κάτι άλλο μιλά, όμως δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς, δεν είχα καμια άλλη μορφή πριν από αυτήν, απλώς δεν αντιλαμβανόμουν τόσα πολλά πράγματα.

«Προτού γίνεις Τες, τι ήσουν;» είπε η Ναλτάφιρ, παρατηρώντας τον δισταγμό του – περισσότερο δισταγμό απ’ό,τι συνήθως.

«Τες ήμουν και τότε, Απόμακρη Θεά. Μετά, το όνομα ‘Άζ’λεφκ’ μού αποκαλύφθηκε μέσα από τα όνειρά μου.»

Παράξενο, σκέφτηκε η Ναλτάφιρ. Δεν είναι ο πραγματικός Άζ’λεφκ; Τι ακριβώς συνέβαινε; «Είσαι σίγουρος ότι… τα όνειρα ήταν όνειρα;»

«Φυσικά, Απόμακρη Θεά. Δεν γνώριζα τίποτα μέχρι τότε. Τίποτα.»

Αν, τελικά, δεν είναι ο πραγματικός Άζ’λεφκ, πιθανώς να φέρω στη Ρελκάμνια κάποιον που δεν μπορεί να μας βοηθήσει. Τι να έκανε, όμως; Να τον έστελνε πίσω στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο; Θα ερχόταν άλλος Άζ’λεφκ μετά απ’αυτόν; Επιπλέον, ο Τες είχε δυνάμεις που ήταν όντως υπερβατικές. Δυνάμεις που, κανονικά, μονάχα ο Άζ’λεφκ θα μπορούσε να έχει. Είχε έρθει μέσα από τον στρόβιλο κολυμπώντας (!), όπως υποστήριζε. Όχι, δεν μπορεί να μην είναι ο Άζ’λεφκ· απλώς κάτι τού έχει συμβεί και έχει ξεχάσει τον εαυτό του εν μέρει. Ίσως στη Ρελκάμνια να θυμόταν ξανά…

2.

Έφτασαν στη Βανκάρη, στις βόρειες ακτές της Άπατης Θάλασσας, προτού ξημερώσει και αποβιβάστηκαν από το τρένο.

Ακόμα μια τέτοια μεγάλη πολιτεία, παρατήρησε ο Τες, αλλά δεν μοιάζει και τόσο με την προηγούμενη: τα οικοδομήματα είναι πανύψηλα μα αυτά εδώ δεν μοιάζουν χτυπημένα από καταστροφή, ετούτη η πολιτεία είναι πολύ πιο όμορφη.

Η Ναλτάφιρ τον οδήγησε έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Βανκάρης, σ’έναν από τους νυχτερινούς δρόμους της όπου οχήματα περνούσαν – αν και λιγότερα, φυσικά, απ’ό,τι τις πρωινές ώρες. Ο Τες τα κοίταζε καλά-καλά. Είχε δει παρόμοια και στην Ταλκασία, αλλά δεν είχε κάνει την ερώτηση που είχε έρθει τότε στο μυαλό του. Τώρα, την έκανε:

«Πώς κινούνται, Ναλτάφιρ; Δεν έχουν ιστία.»

«Ιστία;» είπε εκείνη. «Δε χρειάζονται ιστία. Κινούν τις μηχανές τους με ενέργεια αποθηκευμένη σε φιάλες.»

«Παράξενο…» μουρμούρισε ο Τες σαν να μονολογούσε.

«Στη διάστασή σου έχετε οχήματα που κινούνται με ιστία;» ρώτησε η Ναλτάφιρ, καθώς βάδιζαν σ’έναν πεζόδρομο φωτισμένο από λάμπες επάνω σε κολόνες. Οδηγούσε τον Τες προς το ξενοδοχείο όπου είχε διανυκτερεύσει και την προηγούμενη φορά που είχε περάσει από τη Βανκάρη.

«Όλα τα οχήματα εκεί κινούνται με τον Άνεμο του Αστερισμού και, ναι, έχουν ιστία, υποχρεωτικά.»

Η Ναλτάφιρ είχε την αίσθηση πως αυτός ο Άνεμος του Αστερισμού δεν ήταν ένας απλός αέρας. «Τι είναι ο Άνεμος του Αστερισμού, Τες;»

Μετά από σκέψη, εκείνος απάντησε: «Μια δύναμη που έρχεται από τον Αστερισμό στους ουρανούς. Τα ιστία συγκεντρώνουν τη δύναμη και, καθώς την απελευθερώνουν, ωθούν τα οχήματά μας και τα πλοία μας.»

«Μάλιστα,» είπε η Ναλτάφιρ καταλαβαίνοντας. «Κι αυτό συμβαίνει μέρα-νύχτα;»

«Ο Αστερισμός είναι στον ουρανό και τη μέρα και τη νύχτα. Απλώς ο προσανατολισμός των ιστίων πρέπει να είναι σωστός για να συλλέξουν τη μέγιστη δυνατή ενέργεια.»

«Υποθέτω δεν έχετε αεροσκάφη…»

«Πλοία που να ταξιδεύουν στον αέρα; Όχι. Θα μπορούσαν ίσως να κινηθούν αν σηκώνονταν από το έδαφος, αλλά πώς να τα σηκώσεις από το έδαφος;»

«Οι πόλεις σας δεν είναι σαν αυτή;» τον ρώτησε η Ναλτάφιρ δείχνοντας γύρω τους.

Ο Τες κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι τόσο ψηλά χτίρια. Οι ουρανοί είναι επικίνδυνοι. Πιο καλά να χτίζεις προς τα κάτω, σκάβοντας, παρά προς τα πάνω.»

«Γιατί οι ουρανοί είναι επικίνδυνοι;»

«Πετάνε μεγάσαυροι και άλλα θηρία του αέρα.»

Η Ναλτάφιρ πήγε τον Τες στο ξενοδοχείο που είχε διανυκτερεύσει και στην προηγούμενη επίσκεψή της στη Βανκάρη, έκλεισε ένα δωμάτιο, και πέρασαν τη νύχτα τους εκεί, μαζί με τις γάτες της, οι οποίες έμοιαζαν να παραπονιούνται τώρα που η Ναλτάφιρ μιλούσε συνέχεια μ’αυτόν τον καινούργιο σύντροφό της και τις αγνοούσε. Δεν φαινόταν να συμπαθούν καθόλου τον Τες.

Το πρωί, η Ναλτάφιρ αναζήτησε μέσα στην πόλη τα μηχανικά κομμάτια που τις χρειάζονταν και ένα μέρος για να στήσει τον εξοπλισμό της. Το μέρος το βρήκε εύκολα: μια αποθήκη κοντά στο λιμάνι, την οποία νοίκιασε για τρεις ημέρες. «Θέλω να βάλω μέσα κάτι πράγματα που μετά θα μεταφερθούν αλλού,» είπε στον άντρα με τον οποίο έκανε τη δοσοληψία. Εκείνος δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται τι δουλειά μπορεί να είχε η Ναλτάφιρ· ήταν απλώς ευχαριστημένος που τον πλήρωνε αμέσως με μετρητά.

Τα μηχανικά κομμάτια δυσκολεύτηκε περισσότερο να τα βρει, επειδή ήθελε πολύ εξειδικευμένα πράγματα. Έπρεπε να φτιάξει ένα μηχάνημα που θα μπορούσε να δεχτεί Ξόρκι Υπερδιαστασιακής Αποστολής ώστε να στείλει το μήνυμά της στον Κλαρκ διαμέσου των διαστάσεων. Αυτό δεν ήταν εύκολο. Τα μαγικά τάγματα έλεγαν ότι μονάχα οι Τεχνομαθείς μάγοι μπορούσαν να χρησιμοποιούσουν Ξόρκια Υπερδιαστασιακής Αποστολής μέσω μηχανημάτων. Πράγμα που, βέβαια, ήταν αστείο. Οποιοσδήποτε μάγος μπορούσε να το κάνει, με τις σωστές γνώσεις, όπως πολύ καλά ήξερε η Ναλτάφιρ. Πάντως, δεν ήταν κάτι το απλό, σε καμία περίπτωση. Ο μηχανισμός έπρεπε να είναι άριστα κατασκευασμένος, οι διαστασιακές συντεταγμένες έπρεπε να έχουν ρυθμιστεί επακριβώς, και έπρεπε να υπάρχει ένα αντίστοιχο μηχάνημα-δέκτης εκεί όπου έστελνες το μήνυμα. Ο Κλαρκ είχε, φυσικά, δέκτη, και ήταν άψογα φτιαγμένος· επομένως, η Ναλτάφιρ δεν χρειαζόταν ν’ανησυχεί γι’αυτό: έπρεπε μονάχα να επικεντρωθεί στη δουλειά της.

Ολόκληρη την ημέρα τριγύριζε στη Βανκάρη μαζί με τον Τες αγοράζοντας μηχανικά κομμάτια, πηγαίνοντάς τα στην αποθήκη που είχε νοικιάσει, ελέγχοντάς τα, και συναρμολογώντας τα. Ο Τες παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά χωρίς να μιλά, γιατί δεν ήθελε να την ενοχλήσει. Καταλάβαινε ότι αυτή η δουλειά είχε απορροφήσει την Απόμακρη Θεά.

Κατά το απόγευμα, όμως, τη ρώτησε: «Γιατί πρέπει να στείλεις μήνυμα στον Κλαρκ;»

«Για να είναι προετοιμασμένος για την άφιξή μας. Δεν θέλω να ριψοκινδυνέψω ταξιδεύοντας μέσα στη Ρελκάμνια. Καλύτερα να ξέρει ότι θα έρθουμε και να είναι έτοιμος να μας παραλάβει αμέσως, με το Φαντασκεύασμα.»

«Τόσο επικίνδυνη είναι η Ρελκάμνια;»

Η Ναλτάφιρ ένωνε κάτι καλώδια καθώς μιλούσε, γονατισμένη μπροστά από ένα άνοιγμα των μηχανισμών. «Δεν είναι εκεί το θέμα. Φοβάμαι μήπως κάτι πάει στραβά και η πραγματική σου μορφή αποκαλυφθεί. Τότε θα βρούμε ξαφνικά τους πράκτορες της Παντοκράτειρας να μας καταδιώκουν από τη μια άκρη της διάστασης ώς την άλλη.»

Ο Τες δεν αποκρίθηκε, μένοντας σκεπτικός. Είχε πάρει την αληθινή του μορφή τώρα που δεν βρίσκονταν στους δρόμους, και τα μικρά του χέρια ήταν σταυρωμένα μπροστά του, ενώ κρατούσε το ραβδί του με το μεγάλο δεξί χέρι.

«Λοιπόν,» είπε η Ναλτάφιρ καθώς σηκωνόταν όρθια, «νομίζω πως όλα είναι έτοιμα. Το μόνο που απομένει είναι να αγοράσουμε ενέργεια.»

Ο Τες άλλαξε μορφή και βγήκαν πάλι από την αποθήκη. Πήγαν στο κέντρο της πόλης και βρήκαν ένα κατάστημα που πουλούσε ενεργειακές φιάλες διαφόρων μεγεθών και ειδών. Η Ναλτάφιρ πλήρωσε για ν’αγοράσει έξι και ζήτησε να της τις φέρουν στην αποθήκη. Ο υπάλληλος υποσχέθηκε ότι θα τις είχε εκεί σε καμια ώρα. Η Ναλτάφιρ έφυγε από το κατάστημα και, μαζί με τον Τες και τις γάτες της, μπήκε σ’ένα επιβατηγό όχημα που πήγαινε στο λιμάνι.

Κατέβηκαν μερικούς δρόμους απόσταση από την αποθήκη κι αγόρασαν πρόχειρο φαγητό από μια καντίνα, το οποίο πήραν μαζί τους.

«Μέχρι στιγμής δεν μου έχεις πει τίποτα για το φαγητό που τρώτε στη διάστασή σου,» παρατήρησε η Ναλτάφιρ, όταν είχαν επιστρέψει στην αποθήκη και έτρωγαν.

«Είναι πολύ διαφορετικό.»

«Καλύτερο ή χειρότερο;»

«Υποκειμενική, νομίζω, θα είναι η απάντηση.»

Η Ναλτάφιρ μειδίασε. Μπορεί να ήταν πρωτόγονος ο Τες μα δεν ήταν ανόητος. Μάλλον δεν είναι σύνηθες δείγμα της φυλής του, όμως. Ή ίσως η φυλή του να μην ήταν και τόσο πρωτόγονη, τελικά. Εξάλλου, είχαν οχήματα, σύμφωνα με τα λόγια του. Αν και, βέβαια, μπορεί να μην ήταν τίποτα περισσότερο από άμαξες με ειδικά πανιά. Τα ιστία, άραγε, που είχε αναφέρει ο Τες ήταν από ύφασμα ή κάποια άλλη ύλη;

Η πόρτα της αποθήκης χτύπησε και η Ναλτάφιρ είπε: «Πάρε την τοπική μορφή.»

Ο Τες έκανε τη σκέψη της καθρέφτη και ο ξανθός, όμορφος Απολλώνιος παρουσιάστηκε ανάμεσά τους. Ύστερα, έκανε καθρέφτη τον κόσμο γύρω από τον εαυτό του αντιγράφοντας τη μορφή του άντρα.

Η Ναλτάφιρ πήγε και άνοιξε την πόρτα.

«Φέραμε τις φιάλες, κυρία,» είπε ένας χρυσόδερμος τύπος, ντυμένος εργατικά.

«Αφήστε τις εδώ.» Η Ναλτάφιρ έδειξε δίπλα από την πόρτα.

Ο άντρας έφερε τις φιάλες μέσα, με προσοχή, τη μία μετά την άλλη, βγάζοντάς τες από μια άμαξα που είχε σταματήσει έξω από την αποθήκη. Το άλογο χρεμέτιζε κουρασμένα, κάθε τόσο, κουνώντας τη χαίτη του.

«Ευχαριστώ,» είπε η Ναλτάφιρ στον μεταφορέα, και του έδωσε ένα μικρό φιλοδώρημα.

«Ο Απόλλων μαζί σας, κυρία.»

Η Ναλτάφιρ έκλεισε την πόρτα και ζήτησε από τον Τες να τη βοηθήσει να μεταφέρει τις φιάλες ακριβώς εκεί όπου τις ήθελε. Εκείνος τη βοήθησε, κι όταν οι φιάλες ήταν η μία δίπλα στην άλλη, η Ναλτάφιρ τις συνέδεσε, με καλώδια, με τον ενεργειακό μετατροπέα του μηχανήματος που είχε φτιάξει. Γύρισε έναν διακόπτη και άναψαν όλα τα σωστά φωτάκια.

Ο Κοκκινομάτης νιαούρισε βλέποντάς τα. Ο Γκριζοχαίτης έμεινε σιωπηλός, με την ουρά του ορθωμένη, βηματίζοντας αθόρυβα γύρω από τους μηχανισμούς.

Η Ναλτάφιρ πληκτρολόγησε το μήνυμά της σε μια κονσόλα, και γράμματα παρουσιάστηκαν στην οθόνη.

«Αυτή η γλώσσα είναι η Συμπαντική;» ρώτησε ο Τες. Είχε κατανοήσει πώς να τη μιλά, όταν το μυαλό του είχε έρθει σε επαφή με το μυαλό της Απόμακρης Θεάς, αλλά δεν ήξερε και πώς να τη διαβάζει.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Ναλτάφιρ. Και, όταν είχε ολοκληρώσει το μήνυμά της, πάτησε δύο πλήκτρα ακόμα. Όλα τα γράμματα στην οθόνη άλλαξαν. Είχε κωδικοποιήσει το μήνυμα, για την απίθανη περίπτωση που μπορεί οι πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ ή της Παντοκράτειρας να το υπέκλεπταν.

Το αποθήκευσε μέσα στο σύστημα, και ρύθμισε με προσοχή τις διαστασιακές συντεταγμένες του πομπού. Ύστερα, πάτησε τον διακόπτη που ενεργοποιούσε τον πομπό, και είδε ένα φωτάκι ν’αναβοσβήνει έντονα ενώ ένα ρυθμικό μπιπ, μπιπ, μπιπ ακουγόταν.

ΑΠΟΣΤΟΛΕΑΣ ΕΤΟΙΜΟΣ, έγραψε η οθόνη.

Η Ναλτάφιρ άρθρωσε, τότε, τα λόγια για το Ξόρκι Υπερδιαστασιακής Αποστολής, φορτίζοντας το μηχάνημα με τη δύναμή του, κάνοντας το σύμπαν να υπακούσει στη θέληση της και να δημιουργήσει δρόμο ανάμεσα από τις διαστάσεις του για την αποστολή του μηνύματος.

ΠΑΤΗΣΤΕ ΠΛΗΚΤΡΟ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ‘Η ΑΚΥΡΩΣΗΣ, έγραψε η οθόνη. Η Ναλτάφιρ πάτησε το πλήκτρο αποστολής, κι ένα ξαφνικό βούισμα ακούστηκε ολόγυρα, ενώ η ένδειξη ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ άρχισε να μειώνεται με πολύ γρήγορο ρυθμό:

91%

72%

58%

44%

21%

12%

6%

ΜΗΝΥΜΑ ΕΣΤΑΛΗ, έγραψε η οθόνη.

Ίσα-ίσα μάς έφτασαν οι έξι φιάλες, παρατήρησε η Ναλτάφιρ. Κι ευτυχώς, γιατί δεν είχε και πολλά λεφτά ακόμα μαζί της. Θα έπρεπε να πάρει χρήματα από τον λογαριασμό της σε μια από τις τράπεζες του Βασιλείου της Απολλώνιας.

Κάθισε σ’ένα σκαμνί, και ο Γκριζοχαίτης πήδησε στα γόνατά της. Η Ναλτάφιρ έβαλε τα χέρια της επάνω του, χαϊδεύοντας το μαλακό τρίχωμά του. Ο γάτος γουργούρισε ευχαριστημένα.

Ο Τες ρώτησε: «Το έστειλες;»

«Ναι. Περιμένουμε τώρα ο Κλαρκ να μας απαντήσει. Δε θα γίνει αμέσως γιατί η χρονική διαφορά ανάμεσα στη Ρελκάμνια και στην Απολλώνια είναι μεγάλη. Αλλά δε νομίζω και ν’αργήσει πολύ. Λογικά, μόλις δει το μήνυμα θα δώσει απάντηση.»

Μετά από καμια ώρα, η οθόνη έγραψε: ΕΙΣΕΡΧΟΜΕΝΟ ΜΗΝΥΜΑ. Η Ναλτάφιρ σηκώθηκε και πάτησε το πλήκτρο της αποδοχής. Διάβασε τα γράμματα που παρουσιάστηκαν στην οθόνη.

Στράφηκε στον Τες. «Όλα εντάξει· ο Κλαρκ θα μας περιμένει. Αύριο, λοιπόν, πετάμε για Απαστράπτουσα και μετά, από εκεί, για Αιθέρα με προορισμό τη Ρελκάμνια.»

3.

Ειδοποίησαν τον Στρατηγό Ευγένιο Οξύτριχο μέσα στη νύχτα για την επίθεση στον Αερολιμένα της Βολιρίας. Δεν είχε ακόμα ξαπλώσει για να κοιμηθεί· κοιμόταν πολύ λίγο τώρα, με τους Απολλώνιους να σφυροκοπούν τα δυτικά της πόλης. Επιπλέον, απόψε συγκεκριμένα, δεν σκόπευε να πέσει για ύπνο μέχρι να του πουν πως το αεροπλάνο που μετέφερε τη Μαύρη Δράκαινα είχε φύγει για Αιθέρα. Και τούτα τα νέα που του είχαν μόλις φέρει τον έκαναν ν’ανησυχήσει.

«Η Μαύρη Δράκαινα;» ρώτησε τη λοχία που είχε έρθει για να του αναφέρει. «Τι έγινε με τη Μαύρη Δράκαινα;»

«Την έβαλαν στο αεροπλάνο και πέρασαν στον Αιθέρα, απ’όσο ξέρω, κύριε Στρατηγέ.»

«Απ’όσο ξέρεις; Δεν είσαι σίγουρη;» Η επίθεση στον Αερολιμένα είχε, αναμφίβολα, γίνει προκειμένου να σώσουν την Ιωάννα· δεν μπορεί να υπήρχε άλλος λόγος. Ο Ευγένιος, όμως, απορούσε πώς γνώριζαν ότι απόψε θα την έστελναν στη Ρελκάμνια. Είχαν κάποια πληροφόρηση οι Απολλώνιοι; Υπήρχαν κατάσκοποί τους μέσα στη πόλη; Ανάμεσα στους ίδιους τους αξιωματικούς του Ευγένιου, ίσως; Ή μήπως επρόκειτο για διαβολική σύμπτωση;

«Σίγουρη είμαι, κύριε Στρατηγέ. Βρισκόμουν στο αεροδρόμιο· είδα τους στρατιώτες να βάζουν τη Μαύρη Δράκαινα στο αεροσκάφος, και το αεροσκάφος να φεύγει. Οι εχθροί ανέβηκαν σ’ένα από τα αεροπλάνα μας και το καταδίωξαν, αλλά δε νομίζω ότι κατάφεραν να το καταρρίψουν. Αν τα είχαν καταφέρει θα το είχαμε μάθει· θα είχε φανεί. Επιπλέον, καθώς οι εχθροί απογειώνονταν, ένα πυροβόλο είχε χτυπήσει το φτερό τους.»

«Σας ξέφυγαν, όμως!»

«Δυστυχώς, Στρατηγέ.»

«Φύγε,» της είπε ο Ευγένιος, εκνευρισμένα. «Πήγαινε στον Αερολιμένα. Και φροντίστε να επιδιορθωθούν όλες οι ζημιές.»

«Μάλιστα, κύριε Στρατηγέ.» Η λοχίας χαιρέτισε στρατιωτικά και αποχώρησε.

Ο Ευγένιος κάθισε πίσω απ’το γραφείο του και άναψε ένα τσιγάρο. «Σκατά,» μουρμούρισε. Αλλά, τουλάχιστον, φαινόταν πως είχαν πάρει τη Μαύρη Δράκαινα από εδώ. Ο Ευγένιος δεν θα ήθελε να γνωρίσει την οργή της Παντοκράτειρας: και ήταν βέβαιος πως θα τη γνώριζε αν η Ιωάννα δραπέτευε. Η Μεγαλειοτάτη είχε μανία με τις Μαύρες Δράκαινες· το θεωρούσε προσωπική προσβολή που την είχαν προδώσει και συμμαχήσει με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.

4.

«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!» καταράστηκε ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, κοπανώντας τη γροθιά του στο εξωτερικό, θωρακισμένο τοίχωμα του Μεταβλητού Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος. Του είχαν μόλις πει ότι το αεροσκάφος που μετέφερε την Ιωάννα είχε καταφέρει να διαφύγει περνώντας στον Αιθέρα.

«Προσπαθήσαμε να το σταματήσουμε, Πρίγκιπά μου· ήταν, όμως, αδύνατο…» είπε ο Προαιρέσιος.

«Το καταλαβαίνω· κάνατε ό,τι μπορούσατε,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Και χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Προαιρέσιε.» Έσφιξε τον ώμο του πιλότου. «Νόμιζα ότι είχες χαθεί. Όμως ήλπιζα ότι απόψε θα καταφέρναμε να πάρουμε την Ιωάννα από τα χέρια τους…» Ήταν φανερά απογοητευμένος.

«Θα τα είχαμε καταφέρει,» είπε η Αθηνά, «αν είχαμε λίγο περισσότερο χρόνο. Όταν μπήκαμε στην πόλη, τότε οι Παντοκρατορικοί την πήγαιναν προς το αεροδρόμιο, λες και ήξεραν για τον ερχομό μας.»

Η Νικίτα στένεψε τα μάτια σκεπτικά. «Μπορεί και, κάπως, να το ήξεραν.»

«Υποθέτεις ότι υπάρχει προδότης ανάμεσά μας;» τη ρώτησε η Αριάδνη’ταρ. Η Άνμα’ταρ και ο Σέλιρ’χοκ δεν ήταν εδώ· η πρώτη ήταν τραυματισμένη και ο δεύτερος είχε πάει μαζί της, για να περιποιηθούν το τραύμα της.

«Φαίνεται απίθανο,» είπε η Νικίτα, «αλλά ποτέ δεν ξέρεις.»

Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι. «Δεν το νομίζω. Μεταξύ μας το συζητήσαμε. Μονάχα εσείς ήσασταν κοντά μου, και ο Οδυσσέας, όταν αποφασίσαμε να εισβάλετε απόψε.» Έριξε ένα βλέμμα στον Πρόμαχο που στεκόταν παραδίπλα. «Και το θεωρώ αδύνατο κάποιος από εσάς να είναι προδότης.»

«Δεν ήταν προδότης που τους ειδοποίησε, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας. «Απλώς είχαν στο πρόγραμμα να στείλουν την Ιωάννα στη Ρελκάμνια όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, κι όταν είδαν ότι καταλάβαμε ένα τμήμα της πόλης, αποφάσισαν να μην το καθυστερήσουν άλλο. Η Παντοκράτειρα καταζητεί όλες τις Μαύρες Δράκαινες, και οι στρατιωτικοί που βρίσκονται στη Βολιρία δεν θα ήθελαν να ριψοκινδυνέψουν να τη δυσαρεστήσουν. Όσο πιο πολύ κρατούσαν την Ιωάννα αιχμάλωτη, τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα υπήρχε να τη σώσουμε.»

«Ναι, μάλλον αυτό είναι,» συμφώνησε ο Ανδρόνικος. Και θα τα καταφέρναμε να τη σώσουμε, σκέφτηκε, αν είχαν καθυστερήσει λίγο. Λίγο! Αισθανόταν ότι του την είχαν πάρει μέσα από τα δάχτυλά του. Και τώρα; Τι μπορούσε να κάνει τώρα γι’αυτήν; Τίποτα. Όταν εκείνος κι οι άλλοι έφταναν στη Ρελκάμνια για να πολιορκήσουν το καθεστώς της Παντοκράτειρας, θα ήταν, σίγουρα, πολύ αργά για την Ιωάννα…

5.

«Δείτε ποιος επέστρεψε από τον κόσμο των νεκρών!» φώναξε ο Βαλέριος, οδηγώντας τον Προαιρέσιο στη μεριά του καταυλισμού όπου κάθονταν διάφοροι παλιοί επαναστάτες, ανάμεσα στους οποίους ο Φέτανιρ, ο Ευθύπορος, και ο Σθένελος’σαρ, που είχαν πρόσφατα έρθει από τη Γλαυκόπολη.

Ο Φέτανιρ γέλασε. «Πιλότε! Γαμώ την ανωμαλία σου, σε είχα για ηρωικά σκοτωμένο!»

«Προτιμώ να είμαι ηρωικά ζωντανός,» αποκρίθηκε ο Προαιρέσιος, νιώθοντας το χαμόγελο να προσπαθεί να σκίσει το πρόσωπό του στα δύο.

Οι επαναστάτες σηκώνονταν όρθιοι, ο ένας μετά τον άλλο, καθώς έβλεπαν τον Προαιρέσιο να έχει επιστρέψει. Μερικοί έβγαιναν από τις σκηνές τους και, αντικρίζοντάς τον, βλαστημούσαν γελώντας. Ήταν γνωστός σε όλους, καθώς αγωνιζόταν χρόνια για την Επανάσταση· και δεν ήταν και κάποιος που μπορούσες εύκολα να αγνοήσεις, με τους κομπασμούς του για το πιλοτάρισμά του και την ικανότητά του στην ξιφομαχία. Πολλοί από τους επαναστάτες είχαν διασταυρώσει τα σπαθιά τους μαζί του· φιλικά, ασφαλώς.

Η Βατράνια ξεπρόβαλε ανάμεσα από τους υπόλοιπους και, πλησιάζοντας γρήγορα τον Προαιρέσιο, τον αγκάλιασε και φίλησε το μάγουλό του ηχηρά. Δεν έμοιαζε πια θυμωμένη μαζί του· ή, τουλάχιστον, όχι ετούτη τη στιγμή.

«Αυτός ο τρελός,» είπε ο Βαλέριος δείχνοντας τον Προαιρέσιος, «έπεσε με αλεξίπτωτο μέσα στη Βολιρία, κατάφερε να μη σκοτωθεί από τα πυρά των αεροπλάνων που τον κυνηγούσαν, και κρύφτηκε στους δρόμους της. Πήγε κοντά στο αεροδρόμιο της πόλης και περίμενε την ευκαιρία ν’αρπάξει αεροσκάφος και να φύγει!» Οι επαναστάτες ολόγυρα γελούσαν και σχολίαζαν. «Και τα κατάφερε στο τέλος! Αν και, βέβαια, οι Μαύρες Δράκαινες βοήθησαν.»

«Τι έκαναν αυτές εκεί;» ρώτησε ο Ευθύπορος.

«Είχαν πάει να βρουν την Ιωάννα.»

«Είναι και η Ιωάννα τώρα εδώ, δηλαδή;» ρώτησε ο Φέτανιρ.

«Δυστυχώς όχι, φίλε μου. Δεν την πρόλαβαν. Οι Παντοκρατορικοί την είχαν μόλις βάλει σ’ένα αεροπλάνο για να τη μεταφέρουν στη Ρελκάμνια. Οι Μαύρες Δράκαινες μπήκαν στο αεροδρόμιο και είχαν αρχίσει να τα διαλύουν όλα, όμως το αεροπλάνο ήδη απογειωνόταν. Τότε, μπήκε στ’αεροδρόμιο κι αυτός» – ακούμπησε το χέρι του στους ώμους του Προαιρέσιου – «κι ανέβηκαν σ’ένα αεροπλάνο και κυνήγησαν αυτό που είχε μέσα του την Ιωάννα, αλλά δεν το πρόφτασαν.»

«Επειδή είχαν πυροβολήσει το φτερό μας καθώς φεύγαμε,» τόνισε ο Προαιρέσιος. «Και θα τους καταδίωκα και μέσα στον Αιθέρα αν μπορούσα, αλλά το σκάφος που είχαμε πάρει δεν είχε αιθερικές ιδιότητες.»

«Τουλάχιστον εσύ είσαι μαζί μας,» του είπε ο Ευθύπορος.

«Πού είναι οι Μαύρες Δράκαινες;» ρώτησε ο Φέτανιρ. «Είναι καλά;»

«Ναι,» απάντησε ο Βαλέριος. «Μονάχα η Άνμα’ταρ τραυματίστηκε, αλλά όχι άσχημα.»

Η ατμόσφαιρα είχε τώρα σοβαρέψει, εξαιτίας των δυσάρεστων νέων για την Ιωάννα. Αλλά ο Φέτανιρ είπε, προσπαθώντας να τους φτιάξει τη διάθεση: «Μία ήττα, αλλά και μία νίκη. Υπάρχει λόγος για να το γιορτάσουμε!» Και ύψωσε το κουτάκι μπίρας που κρατούσε.

Ορισμένοι συμφώνησαν μαζί του, υψώνοντας κι εκείνοι τα ποτά τους – όσοι κρατούσαν ποτά.

«Όχι μόνο μία νίκη,» είπε ο Ούρος, παλιός επαναστάτης και σημαδεμένος στο πρόσωπο ύστερα από μια μάχη. «Καταλάβαμε ολόκληρο τμήμα της Βολιρίας απόψε, και οι Μαύρες Δράκαινες, παρότι δεν έσωσαν την Ιωάννα, έκαναν τόσες ζημιές στους Παντοκρατορικούς!»

«Σωστά!» συμφώνησε η Σαρφάλλη, μια μικροκαμωμένη, γαλανόδερμη, πορφυρομάλλα επαναστάτρια καταγόμενη από την Αλβέρια. «Είμαστε πιο κερδισμένοι απ’αυτούς!»

Οι επαναστάτες γελούσαν τώρα και τσούγκριζαν τα ποτά τους, δίνοντας στον εαυτό τους τη δύναμη που θα χρειαζόταν για τις επόμενες ημέρες πολέμου που θα ακολουθούσαν.

6.

Με το ξημέρωμα, το σφυροκόπημα άρχισε ξανά. Και τώρα οι συγκρούσεις γίνονταν μέσα στους δρόμους της Βολιρίας. Οι Παντοκρατορικοί βοηθιούνταν από αυτό, καθώς η πόλη τούς πρόσφερε κάλυψη, και είναι δύσκολο να ξεπαστρέψεις τον πολιορκούμενο που είναι καλά καλυμμένος και ξέρει χρόνια την περιοχή του. Το μόνο θετικό, σκεφτόταν ο Ανδρόνικος, ήταν πως οι πολίτες φαινόταν να έχουν εγκαταλείψει ολόκληρη τη δυτική μεριά της Βολιρίας. Τουλάχιστον, οι Παντοκρατορικοί δεν είχαν προσπαθήσει να τους χρησιμοποιήσουν ως ασπίδα. Πρέπει να θεωρούσαν πως αυτό πιθανώς να στρεφόταν εναντίον τους· πιθανώς οι ίδιοι οι πολίτες να τους χτυπούσαν με ό,τι όπλα μπορούσαν να αυτοσχεδιάσουν ή να αρπάξουν.

Όπως και νάχε, το θέαμα δεν ευχαριστούσε τον Ανδρόνικο. Βρισκόμενος στο εσωτερικό του Μεταβλητού Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος – το οποίο τώρα είχε πάρει τη μορφή πελώριου ερπυστριοφόρου άρματος – έβλεπε τη Βολιρία να αρχίζει να μοιάζει ολοένα και περισσότερο με την ερειπωμένη Νούμβρια. Κάθε βολή κανονιού, κάθε ρουκέτα ρουκετοβόλου, κάθε βόμβα ή χειροβομβίδα, κάθε ριπή ενεργειακού κανονιού ήταν σαν μια ακόμα πινελιά ενός ζωγράφου που ειδικευόταν στους πίνακες ερειπίων – και η Βολιρία ήταν τώρα ο καμβάς του.

Τι νόημα έχει να βγούμε νικητές στον αγώνα μας εναντίον της Συμπαντικής Παντοκρατορίας αν τα πάντα γύρω μας έχουν μετατραπεί σε ερείπια;…

Και το μυαλό του Ανδρόνικου πήγε στην Ιωάννα – Τι νόημα έχει να νικήσουμε αν τόσοι καλοί άνθρωποι έχουν χαθεί; – συνέχεια στην Ιωάννα…

Το ήξερε, όμως, πως δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι. Η Ιωάννα είχε αγωνιστεί για κάτι που πίστευε. Κανένας δεν την είχε εξαναγκάσει να πολεμήσει για την Επανάσταση. Δεν θα ήθελε να μελαγχολώ για χάρη της. Δεν θα ήθελε να σκέφτομαι καθόλου το κόστος του αγώνα μας – μονάχα να συνεχίζω να μάχομαι. Θα έλεγε ότι παραείμαι ιδεαλιστής. Και μειδίασε, άθελά του.

Μετά, όμως, δεν είχε πια λόγο να χαμογελά καθώς οι συγκρούσεις μέσα στη Βολιρία εντείνονταν. Κι ακόμα κι ο Πρίγκιπας της Επανάστασης όφειλε να είναι προσεχτικός μέσα στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημά του.

Καμια ώρα αφότου είχε ξεκινήσει η επίθεση, τον πληροφόρησαν μέσω πομπού ότι οι δυνάμεις της Απολλώνιας είχαν μόλις καταστρέψει έναν αμυντικό πύργο. Επάνω του βρισκόταν ένα οπλικό σύστημα με αντιαεροπορικούς πυραύλους, αλλά το ακόμα σημαντικότερο ήταν πως μέσα στον πύργο πρέπει να υπήρχε ένα από τα σημεία εστίασης της Μαγγανείας Αντιπυραυλικού Πεδίου που φαινόταν πίσω από τις πολυκατοικίες της Βολιρίας, γιατί τώρα το πεδίο είχε καταρρεύσει. Ο Ανδρόνικος κοίταξε πιο προσεχτικά έξω από το παράθυρο του άρματός του και είδε πως, όντως, έτσι ήταν. Η θολούρα του αντιπυραυλικού πεδίου δεν υπήρχε πλέον. Κάποια περιοχή που οι Παντοκρατορικοί θεωρούν σημαντική έχει μείνει αφύλαχτη.

Ο Οδυσσέας, που καθόταν παραδίπλα, είπε: «Τα πράγματα ίσως, τελικά, να αποδειχτούν πιο εύκολα απ’ό,τι νομίζαμε, Πρίγκιπά μου.»

Το αμφιβάλλω, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, αλλά δεν μίλησε.

7.

«Φτιάξτε το ξανά!» φώναξε ο Στρατηγός Ευγένιος Οξύτριχος, όταν του ανέφεραν μέσω πομπού πως το αντιπυραυλικό πεδίο είχε διαλυθεί ύστερα από την καταστροφή του αμυντικού πύργου στα νοτιοδυτικά του Κέντρου Ελέγχου.

«Θα πρέπει οι μάγοι να το φροντίσουν αυτό, κύριε Στρατηγέ. Εμείς δεν ξέρουμε…»

«Θα τους ειδοποιήσω, Ταγματάρχη. Κρατήστε τους Απολλώνιους μακριά με όλες σας τις δυνάμεις.»

«Μάλιστα, κύριε Στρατηγέ.»

Ο Ευγένιος κάλεσε, μέσω του πομπού του, τους μάγους που δούλευαν μέσα στο Κέντρο Ελέγχου επιβλέποντας τα συστήματα.

«Μάλιστα;» είπε μια αντρική φωνή. Ο Στίβεν’μορ.

«Ο Στρατηγός Οξύτριχος είμαι, Στίβεν.»

«Στρατηγέ. Η Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου έχει πρόβλημα–»

«Μόλις το πληροφορήθηκα.»

«Ένα από τα σημεία εστίασης πρέπει να έχει καταστραφεί.»

«Ο αμυντικός πύργος στα νοτιοδυτικά μας. Μπορείτε να ξαναφτιάξετε το πεδίο; Χρησιμοποιώντας άλλο σημείο εστίασης, ίσως;»

«Γίνεται, Στρατηγέ. Θα πρέπει, βέβαια, να στηθεί εξοπλισμός. Και καλύτερα θα ήταν αυτό να μη γίνει και πολύ κοντά στον κατεστραμμένο αμυντικό πύργο, γιατί οι Απολλώνιοι–»

«Εννοείται. Θα συρρικνώσουμε λιγάκι το πεδίο. Δε θέλω το σημείο εστίασης να ξαναχαλάσει.»

«Ασφαλώς, Στρατηγέ. Ξεκινάμε αμέσως.»

Ο Ευγένιος τερμάτισε την επικοινωνία.

«Οι Απολλώνιοι κερδίζουν συνεχώς έδαφος,» παρατήρησε η Ταγματάρχης Τζηλ Μαλράβω, στεκόμενη πλάι στον Στρατηγό, μέσα στην αίθουσα τηλεπικοινωνιών του Κέντρου Ελέγχου. Γύρω τους υπήρχαν κονσόλες, οθόνες, πομποδέκτες, πληροφοριακά συστήματα, και άνθρωποι που δούλευαν σ’όλα αυτά.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ευγένιος. «Αλλά όχι για πολύ. Έχουμε συγκεντρώσει σχεδόν όλες μας τις δυνάμεις στα δυτικά – στη Βασιλική Οδό και στην Ακριανή Λεωφόρο. Δε θα προχωρήσουν περισσότερο.» Στράφηκε να την κοιτάξει. «Και θέλω να πας κι εσύ εκεί, Ταγματάρχη.»

«Εγώ; Δεν ξέρω, Στρατηγέ, αν θα είχα κάτι ιδιαίτερο να….» Κόμπιασε.

«Είναι διαταγή, Ταγματάρχη. Πήγαινε. Θέλω να αναλάβεις την επίβλεψη των δυνάμεων στη γωνία Ακριανής Λεωφόρου και Σμίλης.»

Δεν της άρεσε που ο Ευγένιος Οξύτριχος την έστελνε, ουσιαστικά, στην πρώτη γραμμή. Δεν είμαι αξιωματικός της πρώτης γραμμής! Δεν είμαι καμια λοχίας! Όμως τι μπορούσε να του απαντήσει; «Μάλιστα, Στρατηγέ. Να πάω τώρα, αμέσως;» Η φωνή της ήταν σφιγμένη. Και η γροθιά της επίσης.

«Λες να χρειάζεται να περιμένεις κι άλλο;» είπε ο Ευγένιος.

Η Τζηλ στράφηκε και έφυγε, πηγαίνοντας να εξοπλιστεί.

8.

Ο Ανδρόνικος είδε, μετά από κανένα μισάωρο, το αντιπυραυλικό πεδίο να ανεγείρεται ξανά, αν και πιο πίσω από την αρχική του θέση. Οι Απολλώνιες δυνάμεις είχαν τώρα καταλάβει τα ερείπια του αμυντικού πύργου, καθώς και την τριγυρινή περιοχή.

«Ενεργή και πάλι η Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου,» παρατήρησε ο Οδυσσέας. «Πρέπει να υπάρχουν σημαντικοί στόχοι εκεί μέσα. Κάποιο αρχηγείο, πιθανώς, ή κέντρο ελέγχου. Ίσως και κανένας στρατώνας. Ο κεντρικός στρατώνας τους.»

«Μάλλον,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Οι Μαύρες Δράκαινες είπαν πως είδαν κάτι συγκεκριμένο από κείνη τη μεριά;»

«Πέρασαν από το Κέντρο της Βολιρίας, Πρίγκιπά μου. Η προστατευμένη περιοχή είναι δυτικότερα του Κέντρου, νομίζω.» Ο Οδυσσέας έκανε έναν χάρτη της πόλης να παρουσιαστεί σε μια οθόνη ανάμεσα σ’εκείνον και τον Ανδρόνικο. Ήταν ο καλύτερος χάρτης της Βολιρίας που είχαν: και, δυστυχώς, δεν περιλάμβανε τις θέσεις των Παντοκρατορικών, παρά μονάχα τους βασικούς δρόμους και περιοχές της πόλης. Ο Οδυσσέας σηκώθηκε από το κάθισμά του και έδειξε επάνω στον χάρτη με το δάχτυλό του. «Κάπου εδώ πρέπει να είναι το πεδίο.»

Ο Ανδρόνικος ένευσε σκεπτικά. «Ναι… Και το άλλο κοντινότερο σημείο εστίασης του πεδίου μάλλον είναι κάπου στη βόρεια μεριά της Ακριανής Λεωφόρου.»

«Έτσι πιστεύω κι εγώ,» είπε ο Οδυσσέας, καθίζοντας πάλι.

Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν για ώρες, και τώρα η αντίσταση των Παντοκρατορικών έμοιαζε να έχει ισχυροποιηθεί. Αν μη τι άλλο είχαν καλυφτεί καλύτερα ανάμεσα και μέσα στα οικοδομήματα της Βολιρίας, χρησιμοποιώντας την πόλη στο μέγιστο ως οχυρωματικό έργο. Είχαν καταλάβει ότι οι Απολλώνιοι θα ήταν διστακτικοί να κάνουν την Βολιρία κομμάτια προκειμένου να νικήσουν.

Κι αυτός ο δισταγμός ίσως να μας κοστίσει, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος καθώς το μεσημέρι πλησίαζε και οι συγκρούσεις ελαττώνονταν, σαν κι οι δύο πλευρές να είχαν, αμίλητα, συμφωνήσει ότι ήταν ώρα για μια μικρή ανακωχή.

Βγήκε από το Αυτοσυντηρούμενο Όχημα μαζί με τον Οδυσσέα. Βρίσκονταν στη Βασιλική Οδό, πίσω από τις γραμμές των Απολλώνιων μαχητών, πίσω από το καινούργιο σύνορο που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα σ’αυτούς και τους Παντοκρατορικούς. Δεν προχωρήσαμε και πολύ σήμερα, ώς τώρα, όφειλε να παρατηρήσει ο Ανδρόνικος. Δυο-τρεις εκατοντάδες μέτρα μονάχα, ενώ χτες είχαμε κατακτήσει πολύ περισσότερο έδαφος.

«Οδυσσέα,» ρώτησε, «νομίζεις ότι είμαστε πιο προσεκτικοί απ’ό,τι πρέπει;»

«Τι εννοείτε, Πρίγκιπά μου;»

«Μιλάω για την πόλη. Για τα οικοδομήματά της. Αν προσέχαμε λιγότερο τι καταστρέφουμε, ίσως να μπορούσαμε να νικήσουμε ευκολότερα.»

«Ίσως,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, «ή ίσως όχι. Δε νομίζω ότι υπάρχει λόγος αυτή τη στιγμή ν’αλλάξουμε τακτική.»

Ο Ανδρόνικος το σκέφτηκε για λίγο και, τελικά, έγνεψε καταφατικά.

Τράβηξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από τη ζώνη του και κάλεσε τη Δούκισσα Ευδοκία, που βρισκόταν σε βορειότερο σημείο από εκείνον και τον Οδυσσέα, κοντά στην Ακριανή Λεωφόρο.

«Μάλιστα,» άκουσε τη φωνή της μέσα από το μεγάφωνο.

«Ο Ανδρόνικος είμαι, Δούκισσά μου.»

«Μεγαλειότατε.»

«Πώς είναι τα πράγματα από τη μεριά σας;»

«Δεν έχουμε προχωρήσει και πολύ από το πρωί. Σε κάποια στιγμή, το αντιπυραυλικό πεδίο που βλέπαμε έσβησε, μετά ενεργοποιήθηκε ξανά. Δεν ξέρουμε γιατί.»

«Εξαιτίας μας,» της είπε ο Ανδρόνικος. «Διαλύσαμε ένα από τα σημεία εστίασής του. Ύστερα έφτιαξαν καινούργιο σημείο εστίασης. Κατά τα άλλα, κι εμείς δεν έχουμε προχωρήσει πολύ.»

Η Δούκισσα της Χρυσόπολης τον χαιρέτησε, και η επικοινωνία τους τερματίστηκε.

9.

Το απόγευμα, ήρθαν ενισχύσεις από τα Παλιά Κάστρα. Μπήκαν στη Βολιρία από τα ανατολικά, από τον δρόμο που διέσχιζε τους Βολίριους Λόφους. Μεταγωγικά οχήματα γεμάτα στρατιώτες, και άρματα μάχης μεγάλα και μικρά. Επίσης, στον Αερολιμένα, ερχόμενα από τα βόρεια, προσγειώθηκαν ογκώδη αεροσκάφη που μετέφεραν στρατό, καθώς και κάποια μαχητικά αεροπλάνα.

Ο Συνταγματάρχης Κλεάνθης Νιρλέμβω και ο Ταγματάρχης Κάδμος Κάλρηχ συνάντησαν τον Στρατηγό Ευγένιο Οξύτριχο στο Κέντρο Ελέγχου των Παντοκρατορικών δυνάμεων της πόλης.

«Φαίνεται πως κρατάς την κατάσταση υπό έλεγχο, Στρατηγέ,» παρατήρησε ο Κλεάνθης Νιρλέμβω, μιλώντας σαν κάποιος να τον είχε αναθέσει επόπτη εδώ.

«Υπό έλεγχο;» είπε ο Ευγένιος, λιγάκι έκπληκτος. «Οι Απολλώνιοι έχουν καταλάβει όλο το δυτικό άκρο της πόλης!»

«Θα μπορούσαν, ωστόσο, τα πράγματα να ήταν χειρότερα, Στρατηγέ, δε θα μπορούσαν;» ρώτησε ο Ταγματάρχης Κάδμος Κάλρηχ, που, μέχρι στιγμής, ήταν στη Γλαυκόπολη και δεν είχε δει καμια πραγματική μάχη με τους Απολλώνιους. Είχε εγκαταλείψει την πόλη μόλις έμαθε ότι οι Απολλώνιες δυνάμεις έρχονταν προς τα εκεί.

«Αυτό μπορεί να ειπωθεί για κάθε περίσταση,» αποκρίθηκε ο Ευγένιος.

«Όπως και νάχει,» είπε ο Κάδμος, «ελπίζω οι δυνάμεις που σου φέραμε να αποδειχτούν αρκετές για να σου δώσουν το πλεονέκτημα που χρειάζεσαι εναντίον του Αρχιπροδότη.»

Ο Ευγένιος γέλασε, κοφτά, σαρκαστικά, μη μπορώντας να συγκρατήσει τον εαυτό του. «Παραείσαι αισιόδοξος, οφείλω να ομολογήσω, Ταγματάρχη! Οι Απολλώνιοι δεν αστειεύονται καθόλου, μπορώ να σε διαβεβαιώσω, και οι δυνάμεις που μου φέρατε, αν δεν είναι τουλάχιστον όσες έχω ήδη εδώ, στη Βολιρία, δεν νομίζω ότι θα αποδειχτούν αρκετές για να γυρίσουν την πλάστιγγα του πολέμου.»

«Θα πρέπει, τότε, να φάνουμε ευρηματικοί, Στρατηγέ,» είπε ο Κλεάνθης Νιρλέμβω. «Δεν είναι μόνο η στρατιωτική υπεροχή που μετράει.»

«Παρ’όλ’αυτά, μέτρησε στη Νούμβρια.»

Τα μάτια του Κλεάνθη στένεψαν οργισμένα. «Μη με κρίνεις, Στρατηγέ, ενώ δεν ήσουν εκεί! Οι Απολλώνιοι μπορούν να φανούν εξίσου ευρηματικοί με εμάς. Και προσπάθησα να τους εξολοθρεύσω με κάθε μέσο στη διάθεσή μου. Αν είχα περισσότερες δυνάμεις στην πόλη, θα τα κατάφερνα. Αλλά, όπως βλέπεις κι εσύ, υπάρχουν ελλείψεις τελευταία. Πολλές ελλείψεις.»

«Παντού στην Παντοκρατορία,» ένευσε ο Ευγένιος.

«Θα πρέπει, λοιπόν, να πολεμήσουμε με ό,τι έχουμε. Και η κατάσταση εδώ, στη Βολιρία, δεν νομίζω πως είναι ούτε κατά διάνοια τόσο άσχημη όσο ήταν στη Νούμβρια.»

«Ας το ελπίσουμε,» είπε ο Ευγένιος. «Ελάτε μαζί μου, να σας ενημερώσω πώς έχουν τα πράγματα, κύριοι.»

Τον ακολούθησαν στον θάλαμο σχεδιασμών του Κέντρου Ελέγχου.

10.

Ο Ανδρόνικος καθόταν στο εσωτερικό του Μεταβλητού Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος, ενώ συγκρούσεις γίνονταν μέσα στη νύχτα χωρίς οι Απολλώνιοι να φαίνεται να μπορούν να κερδίσουν έδαφος.

«Δούκας της Βολιρίας ήταν ο Λουκιανός,» είπε στον Οδυσσέα, «μέχρι που άρχισε η Επανάσταση. Μετά, χάσαμε τα ίχνη του. Η Βολιρία απομονώθηκε από το υπόλοιπο Βασίλειο. Τώρα είναι η πρώτη φορά που φτάνουμε εδώ.»

«Ναι, Πρίγκιπά μου. Θυμάμαι το όνομά του, αν και δε νομίζω ότι τον είχα συναντήσει ποτέ.»

«Αναρωτιέμαι τι να έχει γίνει. Είναι αιχμάλωτος; Είναι νεκρός;»

«Πρόκειται για ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, Πρίγκιπά μου;»

«Όχι ακριβώς. Νομίζω πως ίσως να μπορούσαμε να επισπεύσουμε την πολιορκία της Βολιρίας αν ξεσηκώναμε τον λαό της εναντίον των Παντοκρατορικών. Αν δημιουργήσουμε, δηλαδή, μια εσωτερική αντίσταση.»

«Και πιστεύετε ότι ο Δούκας Λουκιανός θα αποτελούσε καλό σύμβολο για να ξεσηκώσει τους πολίτες.»

«Ναι,» είπε ο Ανδρόνικος. «Αν οι Μαύρες Δράκαινες μπορούσαν να εισβάλουν ξανά στην πόλη και να τον πάρουν από τα χέρια των Παντοκρατορικών, θα μας φαινόταν χρήσιμος, νομίζω.»

«Δεν έχετε άδικο, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, και τον κοίταξε συλλογισμένα καθώς ήταν καθισμένοι ο ένας αντικρύ στον άλλο μέσα στο Αυτοσυντηρούμενο Όχημα. «Όμως δεν έχουμε ιδέα πού μπορεί οι Παντοκρατορικοί να τον κρατάνε. Ίσως, μάλιστα, να είναι νεκρός. Είχε παιδιά;»

Ο Ανδρόνικος έτριψε τα ξανθά του μούσια. «Νομίζω πως είχε δυο κόρες, Οδυσσέα.»

«Πόσο χρονών ήταν; Αυτός, όχι οι κόρες του.»

Ο Ανδρόνικος μόρφασε, αβέβαιος. «Καμια πενηνταριά, ίσως. Πριν από δέκα χρόνια, όμως: πριν από την Επανάσταση.»

«Δηλαδή, τώρα, αν ζει, θάναι πάνω από εξήντα.»

«Προφανώς.»

«Οι κόρες του, επομένως, πρέπει νάναι μεγάλες. Δε μπορεί νάναι μικρότερες από είκοσι-πέντε.»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Ναι.»

«Ακόμα, λοιπόν, κι αν ο Δούκας είναι νεκρός, αυτές πιθανώς να μπορούν να μας βοηθήσουν. Γιατί δε ρωτάμε τη Δούκισσα Ευδοκία; Ίσως να ξέρει περισσότερα, και για τον Δούκα Λουκιανό και για τις κόρες του.»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Ας τη ρωτήσουμε.» Ενεργοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του οχήματος και σύντομα βρίσκονταν σε επικοινωνία με τη Δούκισσα της Χρυσόπολης.

«Δούκισσά μου, μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο;»

«Ασφαλώς. Είδατε, παρεμπιπτόντως, τα αεροσκάφη που ήρθαν στο αεροδρόμιο της πόλης, Μεγαλειότατε;»

«Ποια αεροσκάφη;»

«Μεγάλα αεροσκάφη που, μάλλον, μετέφεραν στρατό· και μαχητικά αεροπλάνα, επίσης. Ήρθαν πριν από μερικές ώρες. Οι ανιχνευτές μου, που ανεβαίνουν σε οροφές πολυκατοικιών για να κατοπτεύουν, τα είδαν. Ήταν άμεσα φανερά από εδώ.»

«Ενισχύσεις;»

«Ναι. Από τα βόρεια. Από τα Παλιά Κάστρα, υποθέτω. Αν έρχονταν από τη Βιρβάνη ή από τον Ερειπιώνα, θα τους βλέπαμε να πλησιάζουν από τ’ανατολικά.»

Ο Ανδρόνικος κοίταξε τον Οδυσσέα. «Αυτοί που υποχώρησαν από τη Γλαυκόπολη…»

Ο Πρόμαχος κούνησε το κεφάλι, συμφωνώντας.

«Τι είπατε, Μεγαλειότατε;» ρώτησε η Δούκισσα.

«Μιλούσα στον Οδυσσέα, Δούκισσά μου. Θα μπορούσατε να καθίσετε μπροστά σε κάποιο τηλεπικοινωνιακό σύστημα με οθόνη, για να συζητήσουμε πιο άνετα; Θέλω να σας ρωτήσω κάποια πράγματα.»

«Μισό λεπτό.»

Ο Ανδρόνικος περίμενε και, μετά από λίγο, το κατάλευκο πρόσωπο της Ευδοκίας παρουσιάστηκε στην οθόνη του, πλαισιωμένο από πυρόξανθα μαλλιά που ήταν πιασμένα πίσω με κάποιο κοκαλάκι. Οι λίγες άσπρες τούφες μετά βίας διακρίνονταν.

«Σας ακούω, Μεγαλειότατε,» είπε η Ευδοκία, με τη φωνή της τώρα να έρχεται πιο καθαρά, σχεδόν σαν να ήταν η ίδια μπροστά τους.

Ο Ανδρόνικος τη ρώτησε για τον Δούκα Λουκιανό.

«Κι εγώ έχω χάσει την επαφή μου μαζί του εδώ και χρόνια,» είπε η Ευδοκία. «Οι Παντοκρατορικοί δεν επέτρεπαν καμία επικοινωνία. Υποθέτω ότι πρέπει να τον έχουν αιχμάλωτο κάπου· δεν ξέρω, όμως, αν είναι μέσα στη Βολιρία. Ο Πολυκρίτης κατάγεται από τη Βολιρία, αλλά ούτε εκείνος νομίζω πως ξέρει κάτι περισσότερο.»

Ο Ανδρόνικος δεν γνώριζε ότι ο σύζυγος της Δούκισσας της Χρυσόπολης ήταν από τη Βολιρία. «Μπορείτε να τον ρωτήσετε;»

«Θα τον ρωτήσω.» Μέσα στην οθόνη, η Ευδοκία έφερε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό στο αφτί της και περίμενε. Ύστερα την είδαν να μιλά με τον Πολυκρίτη, να τον ρωτά για τον Δούκα Λουκιανό και τις κόρες του. Τελικά, έκλεισε τον πομπό και είπε: «Δεν ξέρει, Βασιληά μου. Έχασε επαφή ακόμα και με την οικογένειά του όταν η Επανάσταση ξεκίνησε και το Βασίλειο διαιρέθηκε. Πάντως, μου λέει ότι, αν ο Δούκας είναι ζωντανός, έστω και αιχμάλωτος, πρέπει λογικά να βρίσκεται στην Υψηλή Πόλη.»

Ο Οδυσσέας ενεργοποίησε τον χάρτη που είχαν, κάνοντάς τον να παρουσιαστεί σε μια άλλη οθόνη. «Υψηλή Πόλη ή Ψηλή Πόλη, Δούκισσά μου;» ρώτησε. «Γιατί ο χάρτης μου έχει μια περιοχή που τη λένε ‘Ψηλή Πόλη’.»

«Το ίδιο μέρος είναι. Χρησιμοποιούνται και τα δύο ονόματα. Στους πρόποδες των Βολίριων Λόφων δεν βρίσκεται; Στο ανατολικό άκρο της πόλης, κοντά στη Βόρεια Αρχή;»

«Ναι.»

«Αυτή είναι η περιοχή,» είπε η Ευδοκία. «Εκεί ήταν συγκεντρωμένη παλιά όλη η αριστοκρατική κοινωνία της πόλης. Εκεί ήταν και η οικογένεια του Πολυκρίτη, και ο σύζυγός μου υποθέτει πως ακόμα εκεί θα είναι. Γιατί, όμως, όλες αυτές οι ερωτήσεις για τον Δούκα Λουκιανό και τις κόρες του;»

Ο Ανδρόνικος τής εξήγησε τι είχε κατά νου.

«Το σχέδιό σας θα μπορούσε να λειτουργήσει καλά, Μεγαλειότατε,» είπε η Ευδοκία. «Εκτός όμως από την Υψηλή Πόλη, δεν μπορώ να σας κατευθύνω σε κανένα άλλο μέρος.»

«Ευχαριστώ, Δούκισσά μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. Τη χαιρέτησε και η επικοινωνία τους τερματίστηκε.

Στράφηκε στον Οδυσσέα. «Τι λες; Να επιχειρήσουμε να τον βρούμε τον Δούκα;»

«Τις Μαύρες Δράκαινες να ρωτήσετε, Πρίγκιπά μου, όχι εμένα.»

11.

Όταν νύχτωσε για τα καλά και έγινε παύσης πυρός, η Αθηνά, η Νικίτα, και η Αριάδνη’ταρ βρέθηκαν πλάι στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα ύστερα από κάλεσμα του Πρίγκιπα της Επανάστασης. Εκτός απ’αυτές, εδώ ήταν και ο Οδυσσέας, ο Σέλιρ’χοκ, και ο Βαλέριος. Ο Ανδρόνικος είχε μεγάλη εκτίμηση για τον μάγο, και πίστευε ότι ίσως να είχε κάτι σημαντικό να προσφέρει. Όσο για τον Βαλέριο, ήταν πολυμήχανος· κανένας δεν αμφέβαλλε γι’αυτό.

«Λοιπόν,» τους είπε ο Ανδρόνικος, «ακούστε τι έχω στο μυαλό μου.» Κι όταν τελείωσε με τις εξηγήσεις, ρώτησε τις Μαύρες Δράκαινες αν πίστευαν ότι θα μπορούσαν να εισβάλουν για δεύτερη φορά στη Βολιρία.

«Δε νομίζω να δυσκολευτούμε,» αποκρίθηκε η Νικίτα. «Ακόμα κι αν οι Παντοκρατορικοί θέλουν τώρα να περιφρουρήσουν καλύτερα την περιοχή τους, αυτό θάναι αδύνατο με τις συγκρούσεις που γίνονται.»

Η Αθηνά και η Αριάδνη’ταρ συμφώνησαν. «Ωστόσο,» είπε η τελευταία, «χωρίς κανένα στοιχείο για το πού βρίσκεται ο Δούκας, δεν θα είναι καθόλου απλό να τον εντοπίσουμε. Εκτός αν ο Σέλιρ θεωρεί πως μπορεί να τον ανιχνεύσει με τη μαγεία του.» Κοίταξε τον μαυρόδερμο Διαλογιστή.

«Αν είχα μια εικόνα του, έστω, θα μπορούσα να προσπαθήσω,» αποκρίθηκε εκείνος.

Η Αριάδνη κοίταξε τώρα τον Ανδρόνικο, ερωτηματικά.

Ο Ανδρόνικος κοίταξε τον Οδυσσέα. Ο Πρόμαχος είπε: «Δεν έχω εγώ καμια φωτογραφία του Δούκα, Πρίγκιπά μου. Και ούτε νομίζω πως τώρα υπάρχει χρόνος για να αναζητήσουμε κάποια.»

«Εκτός αν έχει η Δούκισσα Ευδοκία.»

«Αποκλείεται. Δεν είναι ούτε καν συγγενής της ή συγγενής του συζύγου της.»

Ο Ανδρόνικος ήξερε ότι ο Οδυσσέας είχε δίκιο. «Θα πρέπει να τον εντοπίσετε αλλιώς,» είπε στις Μαύρες Δράκαινες. «Δυστυχώς δεν μπορώ να σας καθοδηγήσω περισσότερο. Πιστεύω, όμως, ότι αν κατορθώναμε να δημιουργήσουμε μια εσωτερική αντίσταση στη Βολιρία, αυτό θα μας έδινε μεγάλο πλεονέκτημα. Θα διώχναμε τους Παντοκρατορικούς δύο φορές πιο γρήγορα, πιθανώς.»

«Θέλετε, λοιπόν, να ξεκινήσουμε απόψε, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε η Νικίτα.

Ο Οδυσσέας μειδίασε. «Πάντα πρόθυμες να σκοτωθούν αυτές οι κοπέλες,» είπε στον Ανδρόνικο, κι οι περισσότεροι γέλασαν.

«Θα το σκεφτούμε λίγο ακόμα,» απάντησε ο Πρίγκιπας της Επανάστασης στη Νικίτα, «κι αν είναι να ξεκινήσετε, θα ξεκινήσετε αύριο. Αυτή η αποστολή πιθανώς να πάρει μέρες για να ολοκληρωθεί. Θα πρέπει να έχετε υπόψη σας ότι θα χρειαστεί να κρυφτείτε μέσα στην πόλη, σαν τον Προαιρέσιο.»

«Δε θα είναι πρόβλημα,» τον διαβεβαίωσε η Αθηνά.

«Ωραία, τότε,» είπε ο Ανδρόνικος. «Θα σας ενημερώσω αύριο για το τι θα γίνει τελικά.»

Ρελκάμνια

1.

Ευτυχώς, δεν είχε διακοπεί κάθε επικοινωνία ανάμεσα σε Απολλώνια και Ρελκάμνια, παρά τον πόλεμο. Και παρότι τα δρομολόγια της αερογραμμής Απολλώνια-Αιθήρ-Ρελκάμνια ήταν λίγα, η Ναλτάφιρ δεν δυσκολεύτηκε να βρει εισιτήριο για εκείνη και τον Τες. Δεν υπήρχαν και πολλοί Απολλώνιοι που ήθελαν να ταξιδέψουν στη διάσταση-έδρα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Γνώριζαν, άλλωστε, ότι ο έλεγχος που θα τους γινόταν μόλις έφταναν στη Ρελκάμνια θα ήταν παρανοϊκά εξονυχιστικός.

Και πράγματι, έτσι ήταν. Μετά από οκτώ ώρες πτήσης στον Αιθέρα, το αεροπλάνο που μετέφερε τη Ναλτάφιρ και τον Τες προσγειώθηκε στον Ανατολικό Αερολιμένα της Ρελκάμνια, και οι Παντοκρατορικοί φρουροί επέτρεψαν στους επιβάτες να βγουν ένας-ένας. Και έναν-έναν, φυσικά, τους έλεγχαν. Για όπλα, για ασυνήθιστα αντικείμενα, για μάσκες στο πρόσωπό τους, για πλαστά χρήματα. Ό,τι μπορούσες να φανταστείς. Ακόμα και τις γάτες της Ναλτάφιρ πέρασαν από ανιχνευτικά μηχανήματα, υπό την επίβλεψη μάγων, παρά τις έντονες νιαουριστικές διαμαρτυρίες τους.

Αλλά η Ναλτάφιρ δεν ανησυχούσε τόσο για τον Κοκκινομάτη και τον Γκριζοχαίτη, όσο για τον Τες. Αν περνούσε από το νου των Παντοκρατορικών η παραμικρή υποψία ότι ήταν μεταμφιεσμένος, θα είχαν άσχημα επακόλουθα. Τελικά, όμως, αποδείχτηκε πως εκείνος δεν είχε πρόβλημα να τους ξεγελάσει παριστάνοντας τον Απολλώνιο σύζυγό της. Η Ναλτάφιρ τού είχε φτιάξει μια πλαστή ταυτότητα, ασφαλώς, όπως είχε και μία για τον εαυτό της. Σύμφωνα με τη δική της ταυτότητα, εκείνη καταγόταν από τη Σάρντλι αλλά έμενε χρόνια στην Απολλώνια.

Η Ναλτάφιρ είχε μόλις πάρει τα ρούχα της από τον έλεγχο και τα είχε φορέσει, όταν είδε τον Τες να έρχεται κοντά της, μοιάζοντας να έχει βάλει τα ρούχα του βιαστικά.

«Όλα εντάξει;» τον ρώτησε.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος, σιγανά. «Είχες δίκιο, πάντως: σ’αυτή τη διάσταση, είναι τρελοί.»

Η Ναλτάφιρ μειδίασε, και πήγαν να παραλάβουν τις αποσκευές τους, ενώ οι γάτες της την ακολουθούσαν μοιάζοντας οργισμένες που ήταν υποχρεωμένες να φοράνε κολάρο όσο βρίσκονταν μέσα στο αεροδρόμιο ώστε η Ναλτάφιρ να μπορεί να τις κρατά με λουρί.

Όταν βγήκαν από τη δυτική έξοδο του Ανατολικού Αερολιμένα, η Ναλτάφιρ ρώτησε τον Τες εκείνο που είχε εδώ και κάμποσα λεπτά στο μυαλό της: «Τι ρούχα τούς έδωσες, αλήθεια;» Ο Τες δεν φορούσε τα ρούχα που φαινόταν πως φορούσε. Αυτά ήταν μέρος της αντανάκλασης που είχε δημιουργήσει γύρω από τον εαυτό του.

«Τους έκανα να δουν τα ρούχα που ήθελαν να δουν,» αποκρίθηκε εκείνος σαν να ήταν το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο. «Έναν αντικατοπτρισμό.»

«Και οι μηχανές;» Περνούσαν τα ρούχα από μηχανές· δεν τα κοίταζαν μόνο άνθρωποι για κρυφές τσέπες ή για διπλά υφάσματα.

«Οι μηχανές δεν είναι μέρος του μυστηρίου του σύμπαντος;» Η Απόμακρη Θεά με δοκιμάζει ξανά, σκέφτηκε ο Τες, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση για ετούτες τις ερωτήσεις· θα νόμιζε κανείς ότι δεν γνωρίζει πράγματα που είναι φανερά!

«Μάλιστα…» είπε η Ναλτάφιρ, παραξενεμένη, συμπεραίνοντας ότι, προφανώς, ο Άζ’λεφκ δεν έκανε κάτι που απλώς μπέρδευε τις ανθρώπινες αισθήσεις: έκανε κάτι που μπέρδευε το ίδιο το σύμπαν. Πώς το κατάφερνε αυτό, της ήταν αδιανόητο.

Βάδισαν έξω από το αεροδρόμιο, πηγαίνοντας προς το μέρος που της είχε πει ο Κλαρκ ότι θα τη συναντούσε. Ήταν απόγευμα, αλλά ο ήλιος της Ρελκάμνια δυνατός ακόμα. Καλοκαίρι, παρατήρησε η Ναλτάφιρ. Έκανε ζέστη. Έβγαλε την καπαρντίνα της και την πήρε στο χέρι. Δεν ήταν καλοκαιρινή.

Ο Τες κοίταζε τα ψηλά οικοδομήματα ολόγυρά τους, τα οποία έφταναν στους ουρανούς, ορισμένα αγγίζοντας ακόμα και τα σύννεφα. Αεροσκάφη πετούσαν ανάμεσά τους. Αερογέφυρες τα συνέδεαν, επάνω στις οποίες οχήματα και πεζοί κινούνταν. Ναι, σκέφτηκε ο Τες, αυτή είναι η πόλη που είχα ονειρευτεί, ατελείωτη, με μεγάλα σπίτια και γέφυρες και δρόμους, εκατό, χίλιες φορές μεγαλύτερη από τις πολιτείες στην άλλη διάσταση, την Απολλώνια. Είναι σαν κάποτε να ήμουν εδώ, σ’ένα από τα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου τα οποία είναι κάτι περισσότερο από όνειρα, κατοπτρισμοί του κόσμου…

Η Ναλτάφιρ τον είδε που κοίταζε τριγύρω καλά-καλά, και τον ρώτησε: «Σου θυμίζει κάτι η Ρελκάμνια;» ελπίζοντας πως η απάντησή του θα ήταν θετική.

«Ίσως…» αποκρίθηκε ο Τες, συλλογισμένα. «Από τα όνειρα…»

«Εκτός από τα όνειρα,» επέμεινε η Ναλτάφιρ. «Δεν ήσουν κάποτε εδώ, Άζ’λεφκ; Δεν είχες γνωρίσει μια κοπέλα που ονομαζόταν Αγαρίστη; Σ’ένα μηχανουργείο;»

«Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς, Απόμακρη Θεά.»

«Ναλτάφιρ. Και, λογικά, πρέπει να ξέρεις για τι μιλάω, απλώς δεν το θυμάσαι. Είχες συναντήσει την Αγαρίστη παλιότερα, πριν από πολλά χρόνια. Της είχες κάνει κι ένα δώρο: ένα βραχιόλι με μια πέτρα επάνω η οποία περιστρεφόταν αργά, ακολουθώντας τον χρόνο κάποιας άλλης διάστασης.»

«Όχι,» είπε ο Τες ύστερα από σκέψη, «δεν έχει συμβεί αυτό.»

Ανέβηκαν σε μια γέφυρα και, καθώς περνούσαν πάνω από έναν μεγάλο δρόμο γεμάτο οχήματα, η Ναλτάφιρ είπε: «Κι όμως, έχει συμβεί. Προσπάθησε να θυμηθείς. Δεν είσαι ο Τες, στην πραγματικότητα· το όνομά σου είναι Άζ’λεφκ. Κι εκτός από το γεγονός ότι της έδωσες αυτό το βραχιόλι, είναι πιθανό να είχες κι άλλες επαφές με την Αγαρίστη. Σου λέει κάτι το όνομα Ελκράσ’ναρχ

Ελκράσ’ναρχ… σκέφτηκε ο Τες. Ελκράσ’ναρχ, ναι, πού έχω ξανακούσει το όνομα Ελκράσ’ναρχ; Το έχω ονειρευτεί, νομίζω, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση, γιατί στη διάστασή μου κανένας δεν έχει, ούτε κατά διάνοια, τέτοιο όνομα. Ελκράσ’ναρχ… Ελκράσ’ναρχ…

«Πες μου, Τες! Το θυμάσαι;»

«Νομίζω… ότι το έχω ονειρευτεί κι αυτό.»

Κατέβηκαν από τη γέφυρα πατώντας επάνω στα σκαλοπάτια μιας σιδερένιας σκάλας, και βρέθηκαν κοντά στη γωνία ενός δρόμου. Η Ναλτάφιρ κοίταξε τις πινακίδες. Εδώ ήταν που ο Κλαρκ είχε πει ότι θα τη συναντούσε. Μπήκε στον δρόμο, ο οποίος ήταν μικρός, μονάχα για πεζούς. Ο Τες και οι γάτες της την ακολούθησαν.

Το μέρος ήταν ήσυχο. Όλο πίσω πόρτες, κάδους σκουπιδιών, και τοιχογραφίες. Ένας άντρας ακουμπούσε τον ώμο του επάνω σε μια από τις τελευταίες η οποία απεικόνιζε ένα αεροπλάνο με δόντια και νύχια. Φορούσε καλοκαιρινή καπαρντίνα και πλατύγυρο καπέλο. Είχε μαύρο μούσι, και πρόσωπο με κατάλευκο δέρμα.

Η Ναλτάφιρ τον πλησίασε.

«Καλωσήρθες και πάλι στη Ρελκάμνια, κυρία με τις γάτες,» χαιρέτησε ο Κλαρκ, παίρνοντας τον ώμο του από τον τοίχο.

Η Ναλτάφιρ μειδίασε. «Ελπίζω να μην έλειψα πολύ.»

«Σχεδόν τρεις Ρελκάμνιους μήνες.» Ο Κλαρκ έστρεψε το βλέμμα του στον Τες. «Αλλά κατάφερες να βρεις τον Άζ’λεφκ…»

«Ονομάζομαι ____________, όμως η Απόμακρη Θεά με λέει ‘Τες’. Ωστόσο, ναι, το αληθινό μου όνομα είναι Άζ’λεφκ.»

Ο Κλαρκ συνοφρυώθηκε, λιγάκι παραξενεμένος από τούτα τα λόγια.

«Θα σου εξηγήσω,» του είπε η Ναλτάφιρ, «όσο καλύτερα μπορώ. Ο Άζ’λεφκ δεν είναι αυτό που φαίνεται.»

«Πράγμα το οποίο όλοι μας γνωρίζουμε.»

«Όχι, δεν κατάλαβες. Πάμε μέσα στο Φαντασκεύασμα, όμως, και θα καταλάβεις.»

Ο Κλαρκ τούς οδήγησε σε μια σιδερένια πόρτα, κρυμμένη σε μια σκιερή γωνία του δρόμου. Την άνοιξε και μπήκαν σ’έναν από τους γεωμετρικά τέλειους διαδρόμους του Φαντασκευάσματος.

Ένας κόσμος μέσα σ’έναν άλλο κόσμο! παρατήρησε ο Τες, εκπληκτικό, και αυτός ο κόσμος μοιάζει να σκέφτεται, μπορώ ν’ακούσω την κίνηση της νοημοσύνης που κρύβεται πίσω από τους τοίχους· η ύπαρξη τέτοιου πράγματος και μόνο φαντάζει παράδοξη, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι είναι φτιαχτό…

Η Ναλτάφιρ είπε: «Τες, σταμάτα να κάνεις τον κόσμο καθρέφτη γύρω σου.»

«Δεν υπάρχει κίνδυνος εδώ;»

«Όχι.»

Ο Τες πήρε την αληθινή του μορφή.

«Τα Γένια του Κρόνου…» μουρμούρισε ο Κλαρκ, αντικρίζοντας το ψηλό ανθρωποειδές πλάσμα με τα τέσσερα χέρια.

«Είστε όλοι πολύ διαφορετικοί από εμένα,» είπε ο Τες· «το παρατηρώ. Αλλά στη δική μου διάσταση κανένας δεν είναι σαν εσάς.»

«Από πού είσαι;»

«Δεν έχουμε όνομα για τη διάστασή μας, και δεν ξέρουμε για άλλες διαστάσεις. Δηλαδή, εκτός από εμένα. Εγώ ξέρω. Μπορώ να κολυμπήσω μέσα στο Μεγάλο Ποτάμι και να βρεθώ αλλού.»

«Εννοεί τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο που ξεκίνησε από την Απολλώνια,» εξήγησε η Ναλτάφιρ.

«Μια στιγμή,» είπε ο Κλαρκ· «δεν καταλαβαίνω. Ο Άζ’λεφκ…» Στράφηκε να κοιτάξει τον Τες. «Αν είσαι ο Άζ’λεφκ, δε μπορεί να μην είχες ώς τώρα πρόσβαση σε άλλες διαστάσεις. Είσαι ταξιδευτής. Ερευνητής του σύμπαντος.»

«Ναι, είμαι ερευνητής του σύμπαντος,» αποκρίθηκε ο Τες, «αλλά δεν ξέρω τόσα όσα η Απόμακρη Θεά.»

Ο Κλαρκ κοίταξε τη Ναλτάφιρ, απορημένος. Το βλέμμα του ρωτούσε, ξεκάθαρα: Τι λέει; Τι συμβαίνει εδώ;

«Νομίζω πως έχει, εν μέρει, χάσει τη μνήμη του, Κλαρκ.»

2.

Ο Ελπιδοφόρος χαμογέλασε βλέποντας τη μαυρόδερμη μάγισσα με τα μενεξεδιά μαλλιά και τα αστραφτερά πράσινα μάτια. «Ναλτάφιρ!» είπε, πλησιάζοντάς την για να την αγκαλιάσει και να τη φιλήσει στο μάγουλο. Η παρουσία της ήταν ευχάριστη όσο ήταν εδώ μαζί τους. Του είχε λείψει· το σπίτι του Κλαρκ έμοιαζε, πολλές φορές, βαρετό χωρίς αυτήν, παρά τις ατελείωτες παραδοξότητές του. «Έπρεπε να είχες επιστρέψει νωρίτερα.»

«Πίστεψέ με, προσπάθησα,» αποκρίθηκε η Ναλτάφιρ, χαμογελώντας κι εκείνη. Ο Κοκκινομάτης πήδησε πάνω σε μια πολυθρόνα, ο Γκριζοχαίτης πάνω στον καναπέ. Το φυτό από τη Σάρντλι, που ήταν παραδίπλα, παρατηρούσε τις γάτες με τα μεγάλα μάτια του, επιφυλακτικά ίσως.

Ο Ελπιδοφόρος στράφηκε στον Κλαρκ και στο παράξενο, ψηλό, γκριζόδερμο πλάσμα που στεκόταν πλάι του. Είχε τέσσερα χέρια, τα δύο μακρύτερα από τα υπόλοιπα (και σαφώς μακρύτερα από ανθρώπου), και κρατούσε ένα λαξευτό ραβδί. Το μακρόστενο πρόσωπό του φάνταζε στον Ελπιδοφόρο βγαλμένο από εφιάλτη, ή από εφιαλτική παραίσθηση.

«Ο Άζ’λεφκ,» του είπε η Ναλτάφιρ.

«Τον περίμενα πιο… συμπαθητικό.»

«Με συγχωρείς αν η εμφάνισή μου μοιάζει παράξενη,» είπε το πλάσμα, συλλογισμένα.

«Μην το παίρνεις προσωπικά· απλώς δεν είμαι συνηθισμένος σε κάτι… σαν εσένα. Έχω, ωστόσο, δει κι άλλα παράξενα πλάσματα, ομολογουμένως.» Έστρεψε προς στιγμή το βλέμμα του στους Πειθαρχικούς του Κενού, που αιωρούνταν στην άλλη άκρη του δωματίου.

Το πλάσμα τούς ατένισε, και ήταν φανερό στα μάτια του πως σκεφτόταν πολύ έντονα. «Σας έχω ονειρευτεί,» τους είπε τελικά.

«Έχουμε ξανασυναντηθεί, Άζ’λεφκ,» είπε η Άι’νιρ. «Σε αναγνωρίζω, παρότι η υλική σου μορφή είναι τώρα άλλη.»

«Πώς τον αναγνωρίζεις;» ρώτησε ο Κλαρκ.

«Η πνευματική του μορφή είναι ίδια, Κλαρκ,» αποκρίθηκε η Άι’νιρ. «Μέσα του ενυπάρχει το πνεύμα του Άζ’λεφκ. Το βλέπουμε – και εγώ και ο Άερ’θλαρ.»

«Επομένως,» είπε η Ναλτάφιρ, «είναι ο Άζ’λεφκ. Σωστά;»

«Φυσικά και είναι ο Άζ’λεφκ.»

«Δεν θυμάται, όμως. Νομίζει ότι ανέκαθεν είχε αυτή τη μορφή.»

«Το πνεύμα του Άζ’λεφκ υπάρχει σε πολλές μορφές.»

«Το ξέρω ότι μπορείς να συναντήσεις τον Άζ’λεφκ σε πολλές μορφές, Άι’νιρ. Όμως αυτός εδώ ονομάζεται Τες και νομίζει πως πάντα έτσι ήταν, πως αυτή είναι η αρχική του μορφή.»

«Το πνεύμα του Άζ’λεφκ υπάρχει σε πολλές μορφές,» επανέλαβε η Πειθαρχική του Κενού.

Η Ναλτάφιρ συνοφρυώθηκε. «Θες να πεις ότι ο Άζ’λεφκ είναι κάποιου είδους συλλογική νοημοσύνη;» Δεν το θεωρούσε και πολύ πιθανό. Τέτοιου είδους πλάσματα περιορίζονταν, συνήθως, σε μία και μόνο διάσταση, ή ακόμα και σε μία συγκεκριμένη περιοχή, καθώς έπρεπε να βρίσκονται το ένα σχετικά κοντά στο άλλο για να διατηρούν τον τηλεπαθητικό τους δεσμό.

«Όχι,» είπε η Άι’νιρ. «Είναι, απλά, ένα πνεύμα που υφίσταται σε πολλές μορφές, μάγισσα. Η πνευματική του μορφή δεν είναι ούτε σαν τη δική σου, ούτε σαν του Κλαρκ, ούτε σαν του Ελπιδοφόρου. Ούτε καν σαν των γατών σου. Απλώνει παρακλάδια προς διάφορες κατευθύνσεις. Κατευθύνσεις τις οποίες ούτε εμείς δεν μπορούμε να αντιληφθούμε όλες συγχρόνως.»

«Ναι,» είπε ο Άερ’θλαρ, «έτσι είναι. Εγώ δεν τον έχω ξανασυναντήσει τον Άζ’λεφκ, αλλά η πνευματική του υπόσταση είναι ακριβώς όπως την περιγράφει η Άι’νιρ. Ή, τουλάχιστον, αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να την περιγράψει ώστε να την κατανοήσετε.»

Ο Κλαρκ και η Ναλτάφιρ αλληλοκοιτάχτηκαν. Ύστερα, εκείνη ρώτησε τους Πειθαρχικούς: «Θέλετε να μας πείτε ότι υπάρχουν πολλοί Άζ’λεφκ;»

«Το πνεύμα του Άζ’λεφκ υπάρχει σε πολλές μορφές,» επανέλαβε η Άι’νιρ. «Το είπαμε ήδη, μάγισσα.» Πάντοτε ήταν υπεροπτική όταν μιλούσε με τους ανθρώπους, ειδικά για θέματα που πίστευε ότι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν· ο Ελπιδοφόρος το είχε παρατηρήσει επανειλημμένα αυτό στη συμπεριφορά της. Ο Άερ’θλαρ ήταν πιο συζητήσιμος – αν και ήταν κι αυτός πολύ περίεργος, φυσικά.

«Πώς μπορώ να τον κάνω να θυμηθεί τη συναναστροφή του με την Αγαρίστη;» ρώτησε η Ναλτάφιρ.

«Δεν μπορείς να τον κάνεις να θυμηθεί τίποτα,» είπε η Άι’νιρ. «Το πνεύμα του θα του το αποκαλύψει όταν αισθανθεί πως είναι η σωστή ώρα.»

«Αυτό δεν μας βοηθά,» παρατήρησε η Ναλτάφιρ. «Δεν μας βοηθά καθόλου.» Και κοίταξε τον Τες.

«Λυπάμαι, Απόμακρη Θεά,» είπε εκείνος, «αλλά ήμουν εδώ, στη Ρελκάμνια, μονάχα σε κάποια από τα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου.»

«Το όνομα Ελκράσ’ναρχ, όμως, σου θυμίζει κάτι.»

Μετά από κάποια σκέψη, ο Τες αποκρίθηκε: «Ναι. Είναι σημαντικό αυτό;»

«Είναι.» Και προς την Άι’νιρ, η Ναλτάφιρ είπε: «Αν συναντήσει τον Ελκράσ’ναρχ, υπάρχει περίπτωση να θυμηθεί;»

«Σου απάντησα ήδη, μάγισσα.»

Ο Τες ρώτησε: «Θα μου εξηγήσετε τι συμβαίνει μ’αυτόν τον Ελκράσ’ναρχ;»

«Ναι,» είπε ο Κλαρκ. «Κάθισε. Ούτως ή άλλως, θα είστε κι οι δύο κουρασμένοι απ’το ταξίδι σας, υποθέτω.»

3.

Η Παντοκράτειρα τέντωσε τεμπέλικα το γυμνό της σώμα επάνω στο πελώριο κρεβάτι. Το δέρμα της σήμερα ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ, τα μαλλιά της ξανθά, τα μάτια της γαλανά. Στράφηκε να κοιτάξει τον Ορείχαλκο, ο οποίος είχε μόλις έρθει στο δωμάτιο και ξαπλώσει στην άλλη άκρη του κρεβατιού, ντυμένος μονάχα με μια περισκελίδα. Ένα μέτρο άδειου σεντονιού τούς χώριζε.

Η Αγαρίστη τού έκανε νόημα, με το δάχτυλό της, να πλησιάσει.

Ο Ορείχαλκος δεν κινήθηκε. Της έκανε νόημα, με το δάχτυλό του, να πλησιάσει.

Η Αγαρίστη μειδίασε παιχνιδιάρικα, και του έκανε πιο επίμονα νόημα να πλησιάσει.

Ο Ορείχαλκος, ξανά, δεν κινήθηκε· και τις έκανε πιο επίμονα νόημα να πλησιάσει.

Η Παντοκράτειρα γέλασε και του πέταξε ένα μαξιλάρι. «Έλα εδώ!» πρόσταξε.

«Θα μου λύσεις, πρώτα, μια απορία που τρώει το μυαλό μου από καιρό;» τη ρώτησε. Το σημαδεμένο πρόσωπό του ήταν αινιγματικό. Τα πορφυρόχρωμα μαλλιά του γυάλιζαν ελαφρά στο ασθενικό φως του δωματίου.

Η Αγαρίστη τον περίμενε εδώ και ώρα, και δεν είχε όρεξη να του λύνει τώρα απορίες. Είχε πάει σ’ένα τυχαίο υπνοδωμάτιο των διαμερισμάτων της, είχε γδυθεί, και είχε ξαπλώσει, περιμένοντάς τον να τη βρει όταν θα αποφάσιζε να ξαπλώσει κι εκείνος. Προτού φύγει από κοντά του τον είχε αφήσει να διαβάζει κάτι περιοδικά από διάφορες συνοικίες της Ρελκάμνια. Ορισμένα μιλούσαν για την οικονομία, ορισμένα για τα τεχνητά δάση της διάστασης, ορισμένα για τα προβλήματα στο σιδηροδρομικό δίκτυο. Η Αγαρίστη τα βαριόταν· είχε βρει άλλα πράγματα για ν’απασχοληθεί· και μετά είχε όρεξη για ερωτικά παιχνίδια. Αλλά ήθελε να του κάνει έκπληξη. Έτσι τον περίμενε εδώ, σε τούτο το υπνοδωμάτιο, όπου το κρεβάτι ήταν τεράστιο, το πάτωμα ήταν από παλιό ξύλο βαμμένο πράσινο, το παράθυρο ήταν κλειστό με γρίλιες που θύμιζαν φυλλωσιές, και στο ταβάνι ήταν ζωγραφισμένος ένας σουρεαλιστικός χάρτης ολόκληρης της Ρελκάμνια.

Ο Ορείχαλκος είχε αργήσει να έρθει, κι αυτό η Αγαρίστη είχε διαπιστώσει ότι είχε κάνει την επιθυμία της να φουντώσει αντί να κοπάσει.

Αγνοώντας την ερώτησή του, του έκανε ξανά νόημα να πλησιάσει, και με τα τέσσερα δάχτυλα τώρα.

«Δε θα μου λύσεις την απορία;» επέμεινε ο Ορείχαλκος.

«Είναι από τα περιοδικά;»

«Δεν είναι από τα περιοδικά.»

«Τι είναι, τότε;»

Ο Ορείχαλκος την πλησίασε. Αλλά άφησε ξανά λίγο κενό ανάμεσά τους – το οποίο η Αγαρίστη αμέσως γέμισε. Διέτρεξε το ένα της χέρι επάνω του.

«Γιατί πάντα αρνείσαι να μου πεις πώς γνώρισες τους Υπερασπιστές σου;» τη ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Αυτή είναι η απορία σου;»

«Ναι. Έχω την περιέργεια να μάθω.»

Η Παντοκράτειρα γέλασε. «Τι το ενδιαφέρον νομίζεις πως έχει; Επειδή σου είπε εκείνα τα τρελά πράγματα ο Ανδρόνικος;» Η όψη της ξαφνικά σοβάρεψε.

«Δεν έχουν σχέση με τον Ανδρόνικο οι απορίες μου για εσένα.»

Η Αγαρίστη τον ατένισε στα μάτια, σκεπτικά. Τον φίλησε στα χείλη. «Απλώς τους γνώρισα, αγάπη μου. Τους μίλησα και… συμφωνήσαμε. Κι αυτό ήταν. Τελείωσε. Εντάξει;»

«Δεν καταλαβαίνω,» είπε ο Ορείχαλκος, κρατώντας την κοντά του τώρα. «Κάποτε, μου μίλησες για ένα κουτί. Όταν λέγαμε ιστορίες μέσα στον Πύργο του Ήλιου και του Ανέμου. Μου είπες ότι μέσα στο κουτί είδες όλα όσα επιθυμούσες.»

«Δεν… δε σου είπα…»

«Δεν ήταν μια τυχαία ιστορία,» επέμεινε ο Ορείχαλκος.

Η Αγαρίστη αναστέναξε θυμωμένα. «Γιατί θες να μάθεις; Τι σημασία έχει;» Η φωνή της ήταν πιο δυνατή από πριν.

«Θέλω να ξέρω ποια είσαι.»

«Ξέρεις ποια είμαι!»

«Δεν ξέρω τίποτα για το παρελθόν σου, Αγαρίστη. Και όλοι λένε ότι ξαφνικά παρουσιάστηκες και ήσουν η Παντοκράτειρα. Και οι Υπερασπιστές ήταν ανέκαθεν κοντά σου.» Ο Ορείχαλκος αναρωτήθηκε αν τώρα που μιλούσε με την Αγαρίστη ο Ελκράσ’ναρχ τούς άκουγε κάπως. Πάντως, αν ήταν έτσι, δεν το είχε βρει σκόπιμο να τους διακόψει. Ακόμα.

Η Παντοκράτειρα γέλασε. «Ναι, αυτό ξέρουν! Όλοι αυτό ξέρουν. Αλλά τι νόημα θα είχε να τους πω κάτι άλλο;»

«Βρήκες πράγματι κάποιο παράξενο κουτί, ή με κορόιδευες στον πύργο που παντρευτήκαμε;» τη ρώτησε ο Ορείχαλκος γαργαλώντας τα πλευρά της.

Η Αγαρίστη απομάκρυνε το χέρι του, γελώντας· το πήρε από τα πλευρά της και το μετέφερε στον μηρό της. «Δε θα σε κορόιδευα ποτέ, αγάπη μου. Επιπλέον, τότε, δεν είχα όρεξη γι’αστεία. Ήταν πολύ περίεργα εκεί μέσα, σ’αυτό τον πύργο. Και λιγάκι τρομαχτικά. Και παραλίγο να σκοτωθούμε, στο τέλος.»

Ναι, όταν το β’ζάιλ μου εξοργίστηκε μαζί μας. Και μετά, οι Υπερασπιστές σου το αφάνισαν. «Αυτό δεν έπρεπε κανονικά να είχε συμβεί. Αλλά πες μου για το κουτί, Αγαρίστη. Θέλω να μάθω. Μπορεί να μην είμαστε σε Πύργο του Ήλιου και του Ανέμου τώρα, μα αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να πούμε ιστορίες.»

«Είσαι περίεργος. Πολύ περίεργος!» είπε η Αγαρίστη. «Αν ήταν άλλος σύζυγός μου, θα τον είχα τιμωρήσει που είναι τόσο περίεργος!»

«Τιμώρησέ με, τότε – αφού μου πεις.»

Η Παντοκράτειρα γέλασε κι έμπλεξε τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού μέσα στα μαλλιά του. Έκλεισε τη γροθιά της. «Θες τόσο πολύ να μάθεις, ε; Ναι, βρήκα ένα κουτί. Έναν κύβο. Είχε πέσει – κατά λάθος, ίσως – από κάποιο όχημα. Μάλλον, ένα από τα οχήματα του Άζ’λεφκ. Ερχόταν καμια φορά στο μηχανουργείο του πατέρα μου για να κάνει επισκευές. Μπορεί ακόμα να έρχεται, ποιος ξέρει;» Γέλασε. «Αν ψάχνει το κουτί, δε θα το βρίσκει.»

Ο Ορείχαλκος συνοφρυώθηκε. «Γιατί; Τι έκανες με το κουτί;»

«Κοίταξα μέσα του, αγάπη μου. Κοίταξα μέσα σ’ένα από τα κρυστάλλινα μάτια εκείνου του κύβου... και είδα τόσα, τόσα, τόσα πράγματα! Δε μπορώ να σου περιγράψω όλα όσα είδα. Είδα όλη μου την Παντοκρατορία! Είδα αμέτρητες διαστάσεις και πράγματα! Και τα ήθελα όλα. Έκανα να τ’αρπάξω, αλλά το κουτί είχε έναν φύλακα. Μου είπε ότι μπορούσα να τα έχω όλα αυτά, να είναι όλα δικά μου, φτάνει να κρατάω το κουτί του μαζί μου. Κι εκείνος θα ήταν οι Υπερασπιστές μου. Συμφώνησα, και έτσι έγινε, αγάπη μου. Αυτό είναι. Τώρα ξέρεις.» Τα χείλη της πλησίασαν τα χείλη του.

«Μια στιγμή. Και το κουτί τι έγινε;»

Η Παντοκράτειρα γέλασε. Δάγκωσε το κάτω χείλος του, ελαφρά. «Είναι μέσα μου.»

Ο Ορείχαλκος έβαλε το χέρι του μπροστά στο στόμα της προτού τον δαγκώσει ξανά. «Τι λες, Αγαρίστη; Πώς είναι δυνατόν να είσαι μέσα σου;»

«Μπήκε μέσα στο χέρι μου, όταν μου το έδωσε ο φύλακας.»

«Μα, ο φύλακας δεν ήταν μέσα στο κουτί;»

Η Αγαρίστη γέλασε. «Είναι περίεργο, δεν είναι; Ναι, ήταν μέσα… δηλαδή, εμφανίστηκε όταν κοίταξα το ένα από τα κρυστάλλινα μάτια του κύβου και είδα όλα όσα είδα.»

«Πού εμφανίστηκε; Μπροστά σου; Πλάι σου; Ή σαν όνειρο;»

«Μπορεί να ήταν και σαν όνειρο,» παραδέχτηκε η Αγαρίστη, μπερδεμένη. Ακόμα δεν το είχε ξεκαθαρίσει αυτό εντός της, ύστερα από τόσα χρόνια. Ήταν το πιο παράξενο απ’όλα τα πράγματα που της είχαν δείξει οι Υπερασπιστές της. «Αγάπη μου, δεν έχει σημασία! Είδα μπροστά μου τον φύλακα, και ο φύλακας μού έδωσε τον κύβο και μου είπε ‘Αν κρατάς το κουτί μας μαζί σου, θα έχεις ό,τι θέλεις από εμάς και θα είμαστε οι Υπερασπιστές σου’. Συμφώνησα, και έτσι έγινε. Δεν ξέρω· κάποιες φορές νομίζω πως ίσως εγώ να είμαι μέσα στο κουτί, όχι το κουτί μέσα σ’εμένα.»

«Αν είσαι μέσα στο κουτί, Αγαρίστη, τότε εγώ πώς βρίσκομαι εδώ;»

Η Παντοκράτειρα γέλασε σαν να είχε ακούσει το μεγαλύτερο αστείο. «Επειδή κι εσύ είσαι μέσα στο κουτί, ανόητε!»

Ο Ορείχαλκος κούνησε το κεφάλι. «Δε θυμάμαι να μπήκα σε κανένα κουτί,» είπε χαμογελώντας, γιατί, παρότι η κατάσταση ήταν όντως πολύ περίεργη, ήταν συγχρόνως και αστεία.

«Επειδή ήσουν ήδη εκεί και με περίμενες!» Τυλίχτηκε γύρω του και τον δάγκωσε ξανά. Τράβηξε την περισκελίδα του προς τα κάτω με το ένα χέρι, και την έσπρωξε ακόμα πιο κάτω με το πόδι της.

«Περίμενε, Αγαρίστη. Πού είναι το κουτί, τώρα;»

Καθώς τον καβαλούσε, η Παντοκράτειρα είπε: «Ή εγώ είμαι μέσα σ’αυτό, ή αυτό είναι μέσα σ’εμένα, αγάπη μου!» Γελώντας. «Όπως κι εσύ είσαι μέσα μου. Ή εγώ είμαι μέσα σου;» Τον φίλησε, γλιστρώντας τη γλώσσα της μέσα στο στόμα του.

4.

Όταν η Αγαρίστη κοιμόταν σαν μωρό, μπρούμυτα, παραδίπλα στο πελώριο κρεβάτι, ο Ορείχαλκος ήταν ακόμα ξύπνιος. Κοιτούσε τον σουρεαλιστικό χάρτη της Ρελκάμνια στο ταβάνι, και αναρωτιόταν. Αναρωτιόταν γι’αυτά που η Παντοκράτειρα τού είχε πει…

Δεν έμαθα τίποτα. Όμως, από τα λόγια της, είναι φανερό ότι μπορεί να ισχύει εκείνο που υποστηρίζει ο Ανδρόνικος. Μπορεί, όντως, η Αγαρίστη να είναι πλοηγός του Ελκράσ’ναρχ… Της είπε πως αν κρατά το κουτί του μαζί της θα έχει ό,τι θέλει… Το κουτί του… Αυτό το κουτί πρέπει να είναι κάτι σημαντικό για εκείνον. Κάτι που την κάνει πλοηγό του.

Θα μπορούσε να ήταν μεταφορική έννοια, να μην ήταν πραγματικό κουτί. Η Αγαρίστη, όμως, φαινόταν να το εκλαμβάνει ως πραγματικό. Έλεγε ότι το είχε αγγίξει. Ότι είχε κοιτάξει μέσα σ’ένα από τα κρυστάλλινα μάτια του και είχε δει ό,τι επιθυμούσε – πανέμορφα οράματα. Επομένως, το κουτί ήταν φυσικό αντικείμενο. Και μετά… τι έγινε;

Αποκλείεται η Αγαρίστη να βρισκόταν μέσα του. Κατά πρώτον, πώς να χωρούσε; Κατά δεύτερον, ο Ορείχαλκος δεν είχε μπει σε κανένα κουτί. Ούτε αυτός ούτε ολόκληρο το υπόλοιπο σύμπαν, προφανώς! Ήταν αστείο και μόνο που η Αγαρίστη το σκεφτόταν. Ή μήπως του έκανε πλάκα; Ο Ορείχαλκος δεν θα το θεωρούσε απίθανο. Ήταν τέτοιος ο χαρακτήρας της, και σίγουρα ήταν ευδιάθετη απόψε.

Τι να πιστέψω, όμως; Το άλλο που είπε; Ότι το κουτί μπήκε μέσα σ’εκείνη όταν ο φύλακάς του – ο Ελκράσ’ναρχ – της το έδωσε; Κι αυτό παράλογο ήταν. Πώς μπορούσε ένα κουτί να μπει μέσα σ’έναν άνθρωπο χωρίς να τον σκοτώσει;

Ο Ορείχαλκος είχε εξερευνήσει όλο το σώμα της Αγαρίστης, πολλές φορές, και δεν είχε δει πουθενά επάνω της σημάδια από εγχείρηση. Βέβαια, σε μια γυναίκα που συνεχώς άλλαζε μορφή, θα έμεναν τέτοια σημάδια; Μα τι σκέφτομαι; Αποκλείεται μέσα στο σώμα της να βρίσκεται ένα ολόκληρο κουτί! Πόσο μικρό είναι; Σαν το νύχι της; Έτσι όπως εκείνη το περιέγραφε, δεν έμοιαζε νάναι τόσο μικρό. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να κοιτάξει μέσα σ’ένα από τα κρυστάλλινα μάτια του – τα οποία ήταν, προφανώς, κάποια ανοίγματα επάνω του…

Εντάξει· επομένως, πού καταλήγουμε, μα τις θύελλες του Σάμπρεοθ; Αν, όντως, υπάρχει αυτό το κουτί, πώς μπορώ να το βρω;

Ο Ορείχαλκος είχε πολλά ερωτηματικά, και καμια ουσιαστική απάντηση.

Είχε, όμως, βγάλει ένα συμπέρασμα: Η Αγαρίστη δεν είναι απόλυτα βέβαιη ότι δεν ονειρεύεται. Νομίζει ότι έχει βρεθεί, ύστερα από τη συμφωνία της με τον Ελκράσ’ναρχ, σε κάποιο ονειρικό βασίλειο που κάθε επιθυμία της γίνεται πραγματικότητα. Είναι σαν αυτός ο δαίμονας να την έχει υπνωτίσει. Η Παντοκράτειρα δεν πρέπει ποτέ να είχε καθίσει να σκεφτεί τι σήμαινε το να κρατά το κουτί του μαζί της. Κι αν κάποτε είχε αναρωτηθεί γι’αυτό, μάλλον ο Ελκράσ’ναρχ θα είχε βρει τρόπο για να στρέψει την προσοχή της προς άλλα πράγματα. Της έδινε ό,τι ήθελε, την έκανε ευτυχισμένη. Την έκανε να νομίζει πως ήταν το κέντρο του σύμπαντος, και πως το σύμπαν υπήρχε μονάχα για να την υπηρετεί.

Την έχει ξεγελάσει, και δεν ξέρω πώς να τη βοηθήσω.

Γιατί, άραγε, ο Ελκράσ’ναρχ φαίνεται να με θεωρεί τόσο επικίνδυνο; Αποκλείεται η Παντοκράτειρα ποτέ να τον προδώσει. Ίσως να μη μπορεί να τον προδώσει…

Κάτι, όμως, φοβάται από εμένα ο Ελκράσ’ναρχ. Κάτι… Αν κατάφερνα να το ανακαλύψω…

5.

«Χτες,» είπε ο Κλαρκ, «δύο πληροφοριοδότες μας μας ανέφεραν ότι η Παντοκράτειρα έχει αιχμαλωτίσει μία από τις Μαύρες Δράκαινες: κάποια που ονομάζεται Ιωάννα και ήταν χρόνια ερωμένη του Πρίγκιπα Ανδρόνικου.» Ήταν νύχτα πλέον, αφού ο Κλαρκ είχε εξηγήσει τι ήταν ο Ελκράσ’ναρχ (για χάρη του Τες) και τι είχε συμβεί στη Ρελκάμνια όσο η Ναλτάφιρ έλειπε. Κάθονταν όλοι αναπαυτικά στο καθιστικό του διαμερίσματος του μάγου, ύστερα από ένα γεύμα το οποίο ο Τες είχε πει ότι ήταν τελείως διαφορετικό από αυτά που έτρωγαν στη διάστασή του αλλά πολύ ωραίο και χορταστικό. Το πεπτικό του σύστημα δεν φαινόταν να έχει μεγάλες διαφορές από των ανθρώπων. «Την έχει κλεισμένη σ’έναν λαβύρινθο μέσα στο Παντοτινό Ανάκτορο. Έναν λαβύρινθο που η Παντοκράτειρα έχει κατασκευάσει για την προσωπική της διασκέδαση.» Ο Κλαρκ ήταν καθισμένος σε μια πολυθρόνα πλάι στο Σάρντλιο φυτό με τα μάτια. Ο Ελπιδοφόρος καθόταν αντίκρυ του, σε μια άλλη πολυθρόνα, και ο Τες ήταν ανάμεσά τους, σε πολυθρόνα επίσης, έχοντας αφήσει το ραβδί του ακουμπισμένο παραδίπλα. Η ψηλή του μορφή έμοιαζε σχεδόν κωμική επάνω στο κάθισμα που ήταν φτιαγμένο για ανθρώπους. Είχε τα δάχτυλα των μεγάλων του χεριών πλεγμένα μπροστά στο μακρύ πρόσωπό του, ενώ τα μικρότερα χέρια του ήταν σταυρωμένα στο στήθος του. Η Ναλτάφιρ ήταν μισοξαπλωμένη στον καναπέ, παρέα με τις γάτες της. Ο Άερ’θλαρ και η Άι’νιρ αιωρούνταν πίσω της, μερικά εκατοστά πάνω από το πάτωμα, όπως συνήθως, με τους λευκούς τους μανδύες να φωτίζουν αχνά. Το τραύμα της Άι’νιρ – που θύμιζε κάψιμο πάνω σε γυαλί – ύστερα από τη σύγκρουσή τους με τον Ελκράσ’ναρχ φαινόταν να έχει, πλέον, σχεδόν θεραπευτεί. Ελάχιστα διακρινόταν.

Ο Κλαρκ ήπιε μια γουλιά από την Αφρισμένη Κυρά του και είπε: «Σκεφτόμασταν να επιχειρήσουμε διάσωση της Μαύρης Δράκαινας, αλλά δεν το έχουμε αποφασίσει ακόμα. Θα μπορούσε, αναμφίβολα, να μας φανεί χρήσιμη με τις ικανότητές της.»

«Το Φαντασκεύασμα μού έχεις πει ότι δεν μπορεί να μπει μέσα στο Παντοτινό Ανάκτορο, σωστά;» είπε η Ναλτάφιρ.

«Αυτό είναι το βασικό μας πρόβλημα. Καθώς επίσης και το γεγονός ότι δεν ξέρουμε πού ακριβώς μέσα στο Παντοτινό Ανάκτορο βρίσκεται ο λαβύρινθος όπου η Παντοκράτειρα έχει κλείσει την Ιωάννα.»

«Οι πληροφοριοδότες σου δεν ήξεραν; Αλήθεια, ποιοι είναι οι πληροφοριοδότες αυτοί;»

Ο Ελπιδοφόρος ήταν που απάντησε: «Δύο πρώην πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ. Ελίζα Κάρριλνηχ και Σκοτ Θάμρω είναι τα ονόματά τους.» Και της εξήγησε τις συνθήκες υπό τις οποίες τους είχαν πάρει με το μέρος τους. «Δεν έχουν, όμως, άμεση πρόσβαση στο Παντοτινό Ανάκτορο, δυστυχώς,» πρόσθεσε. «Μπαίνουν εκεί μόνο αν ο Ελκράσ’ναρχ τούς προστάξει – και δεν το κάνει πολύ συχνά. Έχει άλλους ανθρώπους για να ελέγχουν το Ανάκτορο.»

«Ωστόσο,» τόνισε ο Κλαρκ, «ο Σκοτ μάς είπε ότι γνωρίζει κάποια βασικά πράγματα για τα μέτρα ασφαλείας που έχουν τώρα παρθεί στα ακατοίκητα μέρη του Ανακτόρου.»

Ο Ελπιδοφόρος ένευσε. «Μπορεί να μας δείξει επάνω στον χάρτη μας πού υπάρχουν τηλεοπτικοί πομποί και φρουροί.»

«Φρουροί;» είπε η Ναλτάφιρ. «Στα ακατοίκητα μέρη του Ανακτόρου;»

«Ύστερα από την εισβολή μου εκεί, σε εκπλήσσει; Ο Ελκράσ’ναρχ θέλει να είναι βέβαιος ότι δεν θα ξαναμπώ στο Ανάκτορο για να φυτέψω πάλι καμια περίεργη συσκευή κοντά στα διαμερίσματα της Παντοκράτειρας ή αλλού.»

«Ο Άζ’λεφκ,» είπε ο Κλαρκ, «θα μπορούσε να μας βοηθήσει, αν θέλει, όταν αποφασίσουμε να εισβάλουμε στο Παντοτινό Ανάκτορο.» Κοίταξε τον Τες, ερωτηματικά.

«Με τι τρόπο, Κλαρκ;» Παρότι τη Ναλτάφιρ ακόμα την έλεγε, κάπου-κάπου, Απόμακρη Θεά, για τους άλλους δεν είχε πλέον την αυταπάτη ότι μπορεί να ήταν θείες οντότητες. Τους έβλεπε σαν πλάσματα όπως τον εαυτό του· απλώς λιγάκι διαφορετικά.

«Έχεις πει ότι μπορείς να κάνεις τον κόσμο καθρέφτη γύρω σου. Αυτό σημαίνει ότι μπορείς να εισβάλεις σχεδόν οπουδήποτε. Εξάλλου, πέρασες από τον έλεγχο στο αεροδρόμιο χωρίς να καταλάβουν το παραμικρό για την αληθινή σου μορφή – πράγμα αξιοθαύμαστο.»

Ο Τες έμεινε σκεπτικός για κάμποση ώρα, αλλά ήταν προφανές ότι ετοιμαζόταν να απαντήσει, έτσι τον περίμεναν. Τελικά είπε: «Θα βοηθήσω, αν μπορώ, Κλαρκ. Αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ταξίδι για εμένα.»

«Μη νομίζεις, βέβαια, ότι είναι και ακίνδυνο,» τον προειδοποίησε ο Ελπιδοφόρος, που δεν ήξερε πώς σκεφτόταν αυτό το πλάσμα και δεν ήθελε να το εκμεταλλευτούν.

«Κανένα αληθινό ταξίδι δεν είναι ακίνδυνο,» αποκρίθηκε ο Τες συλλογισμένα. «Αυτή είναι και η αξία του. Αν δεν ήθελα να ταξιδέψω, δεν θα κολυμπούσα στο Μεγάλο Ποτάμι για ν’ανταποκριθώ στο κάλεσμα της Απόμακρης Θεάς.»

Φαίνεται αποφασισμένος, παρατήρησε ο Ελπιδοφόρος. Και φαίνεται να κατάλαβε ακριβώς τι είχα στο μυαλό μου. Ίσως, τελικά, ο Τες να μη σκεφτόταν και τόσο διαφορετικά από τους ανθρώπους. Ωστόσο, υπήρχε αναμφίβολα κάποια ιδιαιτερότητα στη σκέψη του.

Ο Κλαρκ είπε στον Τες: «Τον Ελκράσ’ναρχ, όμως, ίσως να μη μπορείς να τον κοροϊδέψεις μ’αυτό τον καθρέφτη σου.»

Ο Τες το σκέφτηκε για κάμποσο προτού αποκριθεί: «Μάλλον έχεις δίκιο. Αν ο Ελκράσ’ναρχ είναι από ενέργεια, θα μπορεί να δει την ενεργειακή μου μορφή, κι αυτή δεν αλλάζει όταν κάνω τον κόσμο καθρέφτη.»

«Εντάξει,» είπε η Ναλτάφιρ. «Ακόμα κι αν ο Τες μπορεί να μας βοηθήσει να εισβάλουμε στο Ανάκτορο, πάλι δεν ξέρουμε πού ακριβώς είναι αυτός ο λαβύρινθος της Παντοκράτειρας, Κλαρκ.»

«Ναι,» ένευσε ο μάγος. «Ένα, σίγουρα, σοβαρό πρόβλημα.»

«Μόνο κάποιος μέσα από το Παντοτινό Ανάκτορο θα μπορούσε να μας αποκαλύψει τη θέση του λαβυρίνθου – είτε με τη θέλησή του είτε χωρίς,» είπε ο Ελπιδοφόρος. «Και έχω ένα τέτοιο άτομο κατά νου. Ένα άτομο που, λογικά, πρέπει να ξέρει.»

Ο Κλαρκ και η Ναλτάφιρ τον κοίταξαν ερωτηματικά.

«Πρώτα, όμως,» είπε ο Ελπιδοφόρος – «προτού κάνουμε οτιδήποτε για να εισβάλουμε στο Ανάκτορο – θέλω να ζητήσω κάτι. Και ξέρετε κι οι δυο σας τι είναι.»

Ο Κλαρκ και η Ναλτάφιρ αμέσως κατάλαβαν. «Μας εκβιάζεις, Ελπιδοφόρε;» ρώτησε ο πρώτος, μεταξύ αστείου και σοβαρού.

«Υπάρχει μια ατελείωτη δουλειά που πρέπει να τελειώσει, Κλαρκ. Μου το είχατε υποσχεθεί. Όταν θα επέστρεφε η Ναλτάφιρ, θα το κάναμε.»

Η μάγισσα είπε: «Μπορούμε να ξεκινήσουμε όποτε θέλεις, αν και θα πρότεινα όχι απόψε.»

«Γιατί;» Ο Ελπιδοφόρος, παρότι ήταν ασφαλής από τον Ελκράσ’ναρχ όσο φορούσε το φυλαχτό του Κλαρκ, ανυπομονούσε να ξεφορτωθεί το εμφύτευμα από μέσα του.

«Θα χρειαστεί να σε υπνωτίσω – πράγμα το οποίο δεν είναι δύσκολο. Μπορώ να το κάνω και τώρα, αν θέλεις. Όμως είχαμε, επίσης, πει ότι θα σε βοηθήσω όσο μπορώ: και, για να το κάνω αυτό, καλύτερα να είμαι ξεκούραστη.»

«Αύριο τότε;» πρότεινε ο Ελπιδοφόρος.

«Αύριο,» συμφώνησε η Ναλτάφιρ. Και κοίταξε ερωτηματικά τον Κλαρκ. Ο Κοκκινομάτης νιαούρισε· ο Γκριζοχαίτης τρίφτηκε πάνω στα πόδια της.

«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ. «Δεν έχουμε κάποια συγκεκριμένη δουλειά να κάνουμε. Τις προάλλες σκοτώσαμε άλλους τρεις πράκτορες· επομένως, θα ήταν ανόητο να κινηθούμε ξανά τόσο σύντομα. Ωστόσο,» πρόσθεσε, «καλό θα ήταν να μην αργήσουμε πολύ να σώσουμε την Ιωάννα, γιατί δεν αποκλείεται και να σκοτωθεί μέσα στον λαβύρινθο της Παντοκράτειρας. Πόσο καιρό θα πάρει ο Ελπιδοφόρος να νικήσει το εμφύτευμα;»

«Εξαρτάται,» απάντησε η Ναλτάφιρ. «Πάντως, δεν νομίζω να χρειαστεί περισσότερο από μερικές ώρες. Το πολύ να χρειαστεί μία ημέρα.»

Ο Κλαρκ ένευσε. «Καλώς,» είπε. «Και τι κίνδυνοι υπάρχουν; Μπορεί να συμβεί τίποτα… απρόοπτο;»

«Από τη στιγμή που το εμφύτευμα έχει γίνει ένα με τον Ελπιδοφόρο, δεν το θεωρώ πιθανό να τον σκοτώσει αλλά ούτε και να πάρει τον έλεγχο του σώματος ή του μυαλού του. Αν μπορούσε να το κάνει αυτό, νομίζω ότι θα το είχε κάνει ήδη – από τότε που απομακρύναμε τον Ελπιδοφόρο από την επιρροή του Ελκράσ’ναρχ.»

«Δεν υπάρχει, επομένως, κανένας απολύτως κίνδυνος;»

«Τίποτα δεν είναι τελείως ακίνδυνο, Κλαρκ. Ειδικά κάτι τέτοιο. Αλλά δεν μπορώ να προβλέψω όλους τους κινδύνους. Γι’αυτό κιόλας θέλω να είμαι κοντά στον Ελπιδοφόρο όταν θα τον υπνωτίσω. Κι όταν λέω κοντά, εννοώ μαζί του στον πνευματικό κόσμο όπου θα αντιμετωπίσει το εμφύτευμα.»

Ο Τες, ξαφνιάζοντάς τους λιγάκι (γιατί δεν περίμεναν την παρέμβασή του), ρώτησε: «Τι είδους εμφύτευμα είναι αυτό;»

Ο Κλαρκ τού εξήγησε τι είχε κάνει ο Ελκράσ’ναρχ για να βλέπει και να ακούει μέσα από τις αισθήσεις του Ελπιδοφόρου και για να μπορεί, αν χρειαζόταν, να κατευθύνει το σώμα του.

«Μάλιστα…» Ο Τες ατένιζε τον Ελπιδοφόρο παρατηρητικά. «Το βλέπω.»

«Τι βλέπεις;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος.

«Αυτό το εμφύτευμα. Είναι μέσα στην ενεργειακή μορφή σου και έρχεται σε επαφή με το μυαλό σου. Βρίσκεται σε πολύ επικίνδυνη θέση. Δε θα μπορούσα να το βγάλω χωρίς να σε καταστρέψω.»

Ο Ελπιδοφόρος συνοφρυώθηκε. «Αν ήταν σε άλλη θέση, θα μπορούσες να το βγάλεις;»

«Ναι, εύκολα.»

«Πώς;»

Ο Τες μόρφασε. «Θα το έπιανα.» Ύψωσε το δεξί μεγάλο χέρι του, κάνοντας τσιμπίδα με τον δείκτη και τον αντίχειρα. Μειδίασε.

Ο Ελπιδοφόρος κοίταξε τη Ναλτάφιρ, παραξενεμένος. Εκείνη είπε: «Είναι ο Άζ’λεφκ,» σαν αυτό να εξηγούσε τα πάντα.

«Υπάρχει και κάτι άλλο μέσα σου, Ελπιδοφόρε,» είπε ο Τες. «Αλλά αυτό πρέπει να είναι στο υλικό σου σώμα, γιατί το βλέπω να έρχεται μόνο οριακά σε επαφή με την ενεργειακή και την πνευματική μορφή σου.»

«Το παράσιτο,» είπε ο Ελπιδοφόρος. «Το παράσιτο που με μόλυνε στην Έτκρυ’ο. Είναι ένας θεός από τον Ενιαίο Κόσμο. Επικίνδυνος. Ο Ελκράσ’ναρχ τον φοβάται. Μέσα μου, όμως, είναι ανενεργός – μέχρι να μεταδοθεί.»

Ο Τες έμοιαζε να έχει πέσει σε βαθιά σκέψη καθώς τον ατένιζε.

«Θα μπορούσες να βγάλεις από μέσα μου το παράσιτο, Άζ’λεφκ;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος.

«Δεν μπορώ να το τραβήξω έξω από το υλικό σου σώμα. Το μόνο που νομίζω πως θα μπορούσε να γίνει είναι να το τρομάξουμε και να φύγει.»

Ο Ελπιδοφόρος γέλασε. «Να το τρομάξουμε;»

«Ναι,» είπε ο Τες μετά από κάμποσες στιγμές έντονης σκέψης.

«Πώς;» Ο Ελπιδοφόρος απορούσε γιατί αυτό το πλάσμα έδειχνε συνεχώς να συλλογίζεται τόσο πολύ.

«Ρίχνοντας μέσα στο υλικό σώμα σου κάτι που φοβάται, φυσικά. Αλλά τώρα δεν ξέρω τι θα μπορούσε να ήταν αυτό. Κάποιο δηλητήριο, ίσως. Θανατηφόρο.»

«Αυτό, σίγουρα, θα τελείωνε όλη την ιστορία.»

«Θα σε σώζαμε προτού το δηλητήριο σε σκοτώσει αλλά αφού το παράσιτο έχει φύγει από μέσα σου,» εξήγησε ο Τες.

«Τέλος πάντων,» παρενέβη ο Κλαρκ, επιφυλακτικά. «Δε νομίζω ότι είναι επί του παρόντος αυτό το θέμα.»

«Στάσου, Κλαρκ,» είπε ο Ελπιδοφόρος· «με ενδιαφέρει.» Και προς τον Τες: «Έχεις κάποιο συγκεκριμένο δηλητήριο στο μυαλό σου;»

«Θα πρέπει να δούμε τι δηλητήρια υπάρχουν σ’ετούτη τη διάσταση.» Και πρόσθεσε: «Η περίπτωσή σου έχει μεγάλο ενδιαφέρον, Ελπιδοφόρε. Ένας γρίφος φτιαγμένος για εμένα…» Τον παρατηρούσε πάλι καλά-καλά, σαν να έβλεπε πολύ περισσότερα πράγματα από απλώς έναν άντρα καθισμένο σε μια πολυθρόνα. Τα μάτια του λαμπύριζαν.

Ο Ελπιδοφόρος στράφηκε στη Ναλτάφιρ και είπε, υπομειδιώντας: «Είναι τιμή ή κατάρα που ο Άζ’λεφκ με θεωρεί ενδιαφέρων;»

Εκείνη τού επέστρεψε το μειδίαμα. «Θα δείξει.» Ο Γκριζοχαίτης έσεισε τα μουστάκια του.

«Πρώτη προτεραιότητα έχει το εμφύτευμα του Ελκράσ’ναρχ, όμως,» τόνισε ο Ελπιδοφόρος.

Η Ναλτάφιρ ένευσε. «Εννοείται.»

6.

Ο Ορείχαλκος ξύπνησε, το πρωί, πριν από την Αγαρίστη και ζήτησε, μέσω διαύλου, να του φέρουν πρωινό. Μετά από λίγο, μια υπηρέτρια ήρθε σ’ένα από τα πολλά δωμάτιο των διαμερισμάτων της Παντοκράτειρας κρατώντας έναν δίσκο με μια κούπα Σάρντλιο καφέ, ένα μπολ με βούτυρο, και φρυγανιές. Τον άφησε πάνω σ’ένα τραπεζάκι. «Καλημέρα, Υψηλότατε,» είπε, κάνοντας μια υπόκλιση, και έφυγε. Η πόρτα έκλεισε αυτόματα πίσω της.

Ο Ορείχαλκος πήρε τον δίσκο στα χέρια του και πρόσεξε ότι, κάτω από την κούπα και τα πιάτα, κάτι ήταν γραμμένο. Παραξενεμένος, παραμέρισε τα αντικείμενα και είδε μια λέξη: ΚΑΛΗΜΕΡΑ. Του φάνηκε ελαφρώς περίεργο γιατί δεν είχε ξαναδεί να γράφουν τέτοια πράγματα επάνω στους δίσκους στο Παντοτινό Ανάκτορο. Ίσως ετούτοι να ήταν καινούργιοι.

Ο Ορείχαλκος μετέφερε το πρωινό σ’ένα άλλο δωμάτιο. Ήταν ακόμα προβληματισμένος σχετικά μ’αυτά που του είχε πει η Αγαρίστη. Προβληματισμένος σχετικά με το τι μπορούσε να κάνει για να την απαγκιστρώσει από τον Ελκράσ’ναρχ. Άφησε τον δίσκο επάνω στο τραπέζι για να φάει αργότερα, όταν το μυαλό του θα είχε γαληνέψει.

Πήγε σ’ένα δωμάτιο όλο κρυστάλλινα παράθυρα και ξύλινο πάτωμα. Τριγύρω υπήρχαν κάμποσα Σάρντλια φυτά: τα μάτια μερικών τον παρατηρούσαν. Ο Ορείχαλκος κάθισε κάτω και διαλογίστηκε για κάποια ώρα, προσπαθώντας ν’αδειάσει το μυαλό του από τη θολούρα που το γέμιζε. Γνώριζε ότι, πολλές φορές, η απάντηση ερχόταν όταν δεν σκεφτόσουν. Το ένστικτο, το ασυνείδητο μέρος της σκέψης, ήταν εξίσου δυνατό με το συνειδητό μέρος. Άλλωστε, τα ζώα το ένστικτο ακολουθούσαν, και μ’αυτό επιβίωναν.

Όταν ο Ορείχαλκος είχε καθαρίσει το μυαλό του από τους περίπλοκους νυχτερινούς συλλογισμούς που τον είχαν κρατήσει ξάγρυπνο σχεδόν ώς το πρωί, σηκώθηκε όρθιος και πήγε στο δωμάτιο όπου είχε αφήσει το πρωινό του. Η Αγαρίστη δεν πρέπει να είχε ξυπνήσει ακόμα, γιατί δεν άκουγε πουθενά βήματα μέσα στα λαβυρινθώδη διαμερίσματα, ούτε φασαρία. Και η Παντοκράτειρα δεν ήταν σιωπηλή γυναίκα.

Ο Ορείχαλκος πήρε την κούπα με τον Σάρντλιο καφέ και ήπιε μια γουλιά. Και πρόσεξε, ξαφνικά, κάτι περίεργο. Επάνω στον δίσκο, το ΚΑΛΗΜΕΡΑ δεν υπήρχε πλέον. Αλλά ο δίσκος έμοιαζε κατά τα άλλα ίδιος. Κάποιος τον είχε αλλάξει; Γιατί; Ο Ορείχαλκος κοίταξε, ενστικτωδώς, γύρω του. Κανένας δεν ήταν στο δωμάτιο: μονάχα πίνακες κι ένα άγαλμα.

Θα μπορούσε κάποιος να είχε πάρει τον πρώτο δίσκο, και το πρωινό μαζί, για να φέρει έναν άλλο με το ίδιο πρωινό επάνω αλλά δηλητηριασμένο; Ανοησίες. Γιατί απλά να μη ρίξει το δηλητήριο στο ήδη υπάρχον πρωινό;

Επομένως, τι είχε γίνει; Κάποιος είχε αλλάξει τον δίσκο για να του κάνει πλάκα; Κι επιπλέον, ποιος είχε πρόσβαση εδώ πέρα; Απ’ό,τι ήξερε ο Ορείχαλκος, οι υπηρέτες δεν έμπαιναν κατά βούληση.

Ύψωσε την κούπα και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του.

Ο Ελκράσ’ναρχ. Μονάχα αυτός μπορούσε να κάνει εδώ μέσα ό,τι ήθελε. Αλλά γιατί να μου αλλάξει τον δίσκο;

Παρά την παραδοξότητα της κατάστασης, συνέχισε το πρωινό του σα να μη συνέβαινε τίποτα. Άλλωστε, αν ήθελε ο Ελκράσ’ναρχ να τον δηλητηριάσει, είχε άπειρες ευκαιρίες να το κάνει· δεν ήταν ανάγκη να του αλλάξει τον δίσκο. Κι επιπλέον, η Παντοκράτειρα θα το μάθαινε αν ο Ορείχαλκος δηλητηριαζόταν· δεν ήταν κάτι που θα έμενε κρυφό.

Προτού τελειώσει το πρωινό του, άκουσε βήματα να έρχονται και είδε την Αγαρίστη να μπαίνει στο δωμάτιο έχοντας αλλάξει εμφάνιση. Ήταν τώρα κατάμαυρη σαν τη σκοτεινότερη νύχτα, με μαλλιά πορφυρά. Φορούσε ένα ζευγάρι λευκά γοβάκια, και ήταν τυλιγμένη σε μια κόκκινη, μεταξωτή ρόμπα με περίτεχνα κεντήματα.

«Συνέχεια στο ίδιο δωμάτιο παίρνεις πρωινό, αγάπη μου,» του είπε καθίζοντας αντίκρυ του.

«Μ’αρέσει εδώ.»

«Δεν το έχεις βαρεθεί πια;»

«Όχι ιδιαίτερα.»

«Εγώ έλεγα να του αλλάξουμε τη διακόσμηση.»

«Αν θέλεις.»

«Θα το σκεφτώ,» είπε η Παντοκράτειρα ακουμπώντας την πλάτη της στην καρέκλα και σταυρώνοντας τα χέρια της μπροστά της.

Μετά από λίγο, ένας Υπερασπιστής ήρθε στο δωμάτιο. «Το πρωινό σας έφτασε, Αρχόντισσά μας.»

«Πείτε να μου το φέρουν εδώ.»

Ο Υπερασπιστής έφυγε και, μετά, ένας υπηρέτης μπήκε στο δωμάτιο μαζί με τον Υπερασπιστή. Άφησε έναν δίσκο επάνω στο τραπέζι και, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση, είπε: «Καλημέρα, Μεγαλειοτάτη.»

Το πρωινό επάνω στον δίσκο ήταν σαφώς πιο πλούσιο από αυτό του Ορείχαλκου, αλλά εκείνος νόμιζε πως αν κάτι υπήρχε γραμμένο εκεί, κάτω από τα πιάτα, το ποτήρι, και το φλιτζάνι, θα το πρόσεχε. Πουθενά ΚΑΛΗΜΕΡΑ, τώρα…

«Φύγε,» είπε η Παντοκράτειρα στον υπηρέτη και, καθώς εκείνος έφευγε, άρχισε να τρώει με όρεξη.

«Ξέρεις τι σκέφτομαι, αγάπη μου;» είπε μετά από λίγο, σκουπίζοντας τα χείλη της με μια πετσέτα.

«Είμαι όλος αφτιά.»

«Μη λες ψέματα: σ’έχω δει από πάνω ώς κάτω,» γέλασε η Αγαρίστη. Και συνέχισε: «Λέω να κάνουμε ένα πάρτι!»

«Ξανά;»

«Θα είναι διαφορετικό πάρτι, αγάπη μου! Και η Ιωάννα θα έχει ξεχωριστή θέση.»

Του Ορείχαλκου δεν του άρεσε καθόλου που η Αγαρίστη βασάνιζε τη Μαύρη Δράκαινα, αλλά δε φαινόταν να μπορεί να κάνει τίποτα για να τη μεταπείσει. «Γιατί απλά δεν τη βάζεις σε κάποια φυλακή; Τι νόημα έχουν όλα αυτά;»

«Έλα τώρα! Το βλέπεις ότι είναι διασκεδαστικό!»

«Όπως και νάχει, θα ήταν επικίνδυνο να τη φέρεις στο πάρτι.»

«Δε θα τη φέρω εκεί. Θα την παρακολουθούμε μέσα στο λαβύρινθο. Θα βάζουμε στοιχήματα. Θα περάσουμε καλά!»

«Ό,τι σ’ευχαριστεί, αγάπη μου,» της είπε ο Ορείχαλκος, που είχε τελειώσει το πρωινό του.

Η Αγαρίστη ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’το τσάι στο φλιτζάνι της. Και ήταν συλλογισμένη. Μετά, ήπιε άλλη μια γουλιά τσάι και σηκώθηκε απ’την καρέκλα της. «Πάμε να ειδοποιήσουμε κόσμο,» είπε.

«Από τώρα;»

«Γιατί ν’αργούμε;»

Ο Ορείχαλκος την ακολούθησε μέσα στα λαβυρινθώδη διαμερίσματά της, που εκείνη έμοιαζε να γνωρίζει όπως τα θηρία της ζούγκλας γνωρίζουν το λημέρι τους. Παρά τις αλλαγές που έκανε κάθε τόσο – τις αλλαγές που έκαναν άλλοι γι’αυτήν – ποτέ δεν φαινόταν να μπερδεύεται στο ελάχιστο. Η Παντοκράτειρα είχε, από πολλές απόψεις, κάτι το τελείως αλλόκοτο επάνω της, σκέφτηκε γι’ακόμα μια φορά ο Ορείχαλκος. Παρ’όλ’αυτά, ύστερα από τον γάμο τους, ποτέ δεν είχε αμφιβάλει ότι την αγαπούσε. Και γι’αυτό κιόλας βρισκόταν τώρα εδώ. Η παραξενιά της τον προσέλκυε, αλλά επίσης και το γεγονός ότι νόμιζε πως μπορούσε να διακρίνει μια άλλη γυναίκα πίσω από το προσωπείο της Παντοκράτειρας.

Η Αγαρίστη τον οδήγησε σ’ένα δωμάτιο όλο κονσόλες και οθόνες. Κάθισε σε μια καρέκλα και, πατώντας μερικά πλήκτρα, ενεργοποίησε μια οθόνη, μέσα στην οποία, σύντομα, το πρόσωπο του Ρίμναλ’μορ παρουσιάστηκε.

«Καλημέρα, αγάπη μου,» του είπε η Παντοκράτειρα. «Ελπίζω να μη σε ξύπνησα.»

«Ήμουν ξύπνιος εδώ και πολλή ώρα.»

«Θα κάνω ένα πάρτι,» είπε η Αγαρίστη, «και θα έχουμε και την Ιωάννα εκεί – αν και μόνο μέσα από οθόνη, φυσικά.» Γέλασε.

«Θα βάζουμε και στοιχήματα;»

«Εννοείται! Και θα ήθελα να ζητήσω τη συμβουλή σου για κάποια πράγματα…»

«Θέλεις να στήσω τίποτα ενδιαφέρον μέσα στον λαβύρινθο;»

«Ναι!»

Ο Ορείχαλκος είδε, με τις άκριες των ματιών του, μια κίνηση σε μια από τις υπόλοιπες οθόνες, και στράφηκε προς τα εκεί ενώ η Παντοκράτειρα συνέχιζε να μιλά με τον άλλο σύζυγό της. Κόκκινες γραμμές είχαν παρουσιαστεί πάνω στην οθόνη σαν να είχε ανοίξει από μόνη της, σαν να ήταν χαλασμένη ίσως. Μετά, όμως, οι γραμμές πήραν διαφορετικό σχήμα, και το χρώμα τους άλλαξε. ΚΑΛΗΜΕΡΑ, έγραψε η οθόνη· και το χρώμα των γραμμάτων ήταν ορειχάλκινο. Ορειχάλκινο.

Το ΚΑΛΗΜΕΡΑ άρχισε να λιώνει, κυλώντας μέσα στην οθόνη σαν αίμα. Μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως.

Ο Ορείχαλκος, όταν συνήλθε από το ξάφνιασμα, πλησίασε την οθόνη. Έψαξε να δει αν ήταν ενεργοποιημένη. Δεν ήταν. Την ενεργοποίησε, και δεν είδε τίποτα παράξενο. Η οθόνη είχε γράψει:

[1] ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ

[2] ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟ ΔΙΑΥΛΟ

[3] ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

[4] ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΝΑΚΤΟΡΟΥ

Κανένα ΚΑΛΗΜΕΡΑ δεν παρουσιάστηκε.

«Τι κάνεις εκεί, αγάπη μου;»

Στράφηκε για να δει την Αγαρίστη να τον κοιτάζει. Το πρόσωπο του Ρίμναλ’μορ δεν ήταν πλέον στην άλλη οθόνη.

«Τίποτα,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος. «Απλώς κοίταζα.»

«Ο Ρίμναλ υποσχέθηκε να μου φτιάξει κάτι έξυπνο για το πάρτι!» είπε η Παντοκράτειρα, μοιάζοντας ενθουσιασμένη.

«Δε σου είπε τι ακριβώς;»

«Όχι. Θα είναι έκπληξη.» Η Παντοκράτειρα στράφηκε πάλι στην κονσόλα της, καλώντας κάποιον άλλο.

Ο Ορείχαλκος πρόσεξε ότι ένας από τους Υπερασπιστές στεκόταν στην πόρτα του δωματίου τηλεπικοινωνιών και τους κοίταζε.

Ο Ελκράσ’ναρχ…

Πρώτα, ένας δίσκος που έγραφε ΚΑΛΗΜΕΡΑ εξαφανίζεται μυστηριωδώς κι ένας άλλος δίσκος τον αντικαταστεί… Τώρα, μια οθόνη γράφει, απροειδοποίητα, ΚΑΛΗΜΕΡΑ ενώ είναι κλειστή, και μετά, τα γράμματα εξαφανίζονται εξίσου μυστηριωδώς…

Ο Ορείχαλκος είχε την αίσθηση ότι κάποιος προσπαθούσε να παίξει με το μυαλό του· και δεν είχε αμφιβολία ποιος ήταν αυτός ο κάποιος.

Πολύ έξυπνο, Ελκράσ’ναρχ. Δε μπορείς να σκοτώσεις το σώμα μου όσο βρίσκομαι κοντά στην Αγαρίστη αλλά μπορείς να προσπαθήσεις να σκοτώσεις το μυαλό μου, χωρίς εκείνη να καταλάβει το παραμικρό.

Προς στιγμή νόμιζε ότι συνάντησε το απόκοσμο βλέμμα του Ελκράσ’ναρχ πίσω από το κλειστό κράνος του Υπερασπιστή, και ήξερε ότι ο Ελκράσ’ναρχ είχε καταλάβει πως τον είχε καταλάβει. Αλλά μάλλον το περίμενε αυτό.

Θα είναι ένας αγώνας θέλησης, λοιπόν. Όπως ήταν από την αρχή, άλλωστε.

Ο Ελκράσ’ναρχ προσπαθούσε να τον τρομοκρατήσει, να τον συγχύσει. Όμως ο Ορείχαλκος δεν φοβόταν. Είχε αφήσει τον φόβο του στον Αιθέρα, και δεν θα έκανε πίσω μέχρι που να ελευθέρωνε την Αγαρίστη από την επιρροή αυτού του δαίμονα.

Βίηλ

1.

Με το ξημέρωμα, οι επαναστάτες είχαν ήδη καταστρώσει ένα σχέδιο, και επιτέθηκαν. Η βόρεια μεριά των Δοντιών της Ουράς χτύπησε τη νότια.

Πρώτα, έπεσαν μερικά καπνογόνα στη βόρεια άκρη της γέφυρας η οποία ένωνε τα δύο τμήματα των Δοντιών και την οποία είχαν υπό τον έλεγχό τους, εξολοκλήρου, οι Παντοκρατορικοί. Τρεις φιάλες εκτοξεύτηκαν από φορητές βαλλίστρες (τη μία τη χειριζόταν η Λαμρίτ, την άλλη ο Πολ, και την τρίτη ο Άλτρες) και έσπασαν πάνω στην πελώρια πέτρινη γέφυρα ελευθερώνοντας τον καπνό τους και σηκώνοντας θολούρα. Μονάχα αυτό ήθελαν τώρα οι επαναστάτες: τη θολούρα. Ο καπνός δεν προκαλούσε βήχα ή λιποθυμία. Παρακώλυε, όμως, τις γιγαντοβαλλίστρες και τα ενεργειακά κανόνια.

Ο Κατακρημνιστής, έχοντας ήδη φορτιστεί με το Φως της Βίηλ από την εστία που είχε προσαρμοσμένη στην πλάτη του, έφυγε με τρομερή ταχύτητα από μια ανοιχτή πύλη του βόρειου τμήματος των Δοντιών και έτρεξε καταπάνω στη γέφυρα. Ήταν αδύνατο τίποτα να τον στοχεύσει τόσο γρήγορα που κινιόταν μέσα στην αφύσικη ομίχλη. Το πλατύ κερασφόρο αυτοκίνητο έπεσε πάνω στους μαχητές της Παντοκράτειρας και του Έλρηνεχ σαν άνεμος ολέθρου, σκορπίζοντάς τους και συνθλίβοντάς τους, και καταστρέφοντας με κουτουλιές ό,τι πολεμική μηχανή συναντούσε. Αμέσως, ο Πάνοπλος και ο Εξάποδος τον ακολούθησαν, συμβάλλοντας στο μακελειό. Και οι επαναστάτες του Κίρτβεχ ήρθαν μετά από τα αυτοκίνητα, κραυγάζοντας και κραδαίνοντας τα όπλα τους. Ανάμεσά τους ήταν και η Νυχτερινή, που μπορεί τώρα, το πρωί, να μη γινόταν αόρατη αλλά οι κυρτές λεπίδες που είχε αντί για χέρια εξακολουθούσαν να είναι κοφτερές και θανατηφόρες.

Οι υπερασπιστές της γέφυρας δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αυτή την έφοδο. Υποχωρούσαν και υποχωρούσαν και υποχωρούσαν. Τα μεγάλα όπλα που βρίσκονταν στις επάλξεις του νότιου τμήματος των Δοντιών δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν γιατί ήταν αδύνατο να ξεχωρίσουν τους εχθρούς από τους φίλους μέσα στον χαλασμό. Κι επιπλέον, οι επαναστάτες συνέχιζαν να ρίχνουν καπνογόνα, καλύπτοντας γρήγορα όλο το μήκος της γέφυρας με ομίχλη.

Το σχέδιό τους, όμως, δεν προέβλεπε επίθεση μόνο επάνω στη γέφυρα αλλά και κάτω από αυτήν.

Μια ακόμα πύλη είχε ανοίξει στο βόρειο τμήμα των Δοντιών: η πύλη που βρισκόταν στην πλαγιά των βουνών. Και από εκεί βγήκαν πολεμιστές του Κίρτβεχ μαζί με τον Στρατηγό Φαρτάνες, τραβώντας ανάμεσά τους, γρήγορα, έναν ενεργειακό πολιορκητικό κριό. Κινήθηκαν ακριβώς κάτω από τη γέφυρα ώστε τα όπλα στις επάλξεις του νότιου τμήματος των Δοντιών να μη μπορούν εύκολα να τους στοχεύσουν. Και, μέσα στον πανικό που γινόταν, κατόρθωσαν να φτάσουν στην αντικρινή μεριά του περάσματος με ελάχιστες απώλειες. Ο κριός τους βρέθηκε μπροστά στη μεγάλη πύλη του νότιου τμήματος των Δοντιών της Ουράς, αρχίζοντας να την κοπανά βίαια με την κεφαλή του, τραντάζοντάς την ολόκληρη και προκαλώντας τρομερό βρόντο, λες κι έπεφταν αστροπελέκια. Ο πολιορκητικός κριός ήταν ένα πελώριο, ξύλινο κατασκεύασμα με έξι ρόδες, που στην καρδιά του διέθετε εστία η οποία φόρτιζε με ενέργεια τους μηχανισμούς του ώστε να κινούν πέρα-δώθε τη μεγάλη, αγκαθωτή κεφαλή του. Άνθρωποι χρειάζονταν μονάχα για να σπρώχνουν τον κριό και για να ανεβοκατεβάζουν τον μοχλό εντός του ο οποίος είχε τρεις θέσεις δύναμης: μηδενική (που απενεργοποιούσε το μηχανισμό), πρώτη ταχύτητα (για μέτρια χτυπήματα), και δεύτερη ταχύτητα (για μέγιστη ισχύ στα χτυπήματα). Τώρα, οι πολιορκητές είχαν τον μοχλό στην τρίτη θέση – και πάλι η πύλη φαινόταν να αντέχει. Κάποιοι υπερασπιστές του φρουρίου τούς χτυπούσαν από τις πολεμίστρες πάνω από την πύλη, ρίχνοντάς τους βέλη, φωτιά, και βραστό λάδι· αλλά οι επιτιθέμενοι προστατεύονταν με μεγάλες ασπίδες, και οι περισσότεροι δεν ήταν πολύ κοντά στην πύλη. Μόνο τον κριό είχαν μπροστά, και ο χειριστής στο εσωτερικό του ήταν καλά προφυλαγμένος κάτω από καλοσφυρηλατημένα και ενισχυμένα μέταλλα επενδυμένα με βρεγμένα πετσιά.

Εν τω μεταξύ, οι επαναστάτες επάνω στη γέφυρα είχαν επίσης φτάσει στη νότια μεριά των Δοντιών της Ουράς και πηδούσαν στις επάλξεις εκεί, διαλύοντας την άμυνα των Παντοκρατορικών με τη βοήθεια των αυτοκινήτων. Δεκάδες συμπλοκές φούντωσαν σε διάφορα σημεία των νότιων επάλξεων. Και ο Κατακρημνιστής – χωρίς να έχει αναπτύξει υπερφυσική ταχύτητα μέσω της εστίας στην πλάτη του – κοπανούσε τώρα μια πύλη με το κεφάλι του, και οι μεντεσέδες της έτριζαν κι ήταν έτοιμοι να σπάσουν. Ο Πάνοπλος άρπαζε ή κλοτσούσε Παντοκρατορικούς πετώντας τους από τις επάλξεις και στέλνοντάς τους να τσακιστούν κάτω, στην πλαγιά. Επάνω στον Εξάποδο είχαν ανεβεί μερικοί επαναστάτες και χτυπούσαν ολόγυρα τους εχθρούς τους, κραυγάζοντας και τρομοκρατώντας τους. Η Λαμρίτ και ο Πολ μάχονταν πλάι-πλάι, ντυμένοι με τις πανοπλίες τους και κραδαίνοντας τα σπαθιά τους.

Κάτω από τη γέφυρα, η μεγάλη πύλη της νότιας μεριάς των Δοντιών έπεσε ύστερα από δεκάδες πανίσχυρα χτυπήματα του ενεργειακού πολιορκητικού κριού, και οι πολεμιστές του Κίρτβεχ εισέβαλαν κραυγάζοντας Για τον Πρίγκιπα! Για τον Πρίγκιπα! Για τον Πρίγκιπα! ενώ συγκρούονταν με τους μαχητές της Παντοκράτειρας και του Έλρηνεχ. Ο χειριστής του πολιορκητικού κριού, καθώς είχε κατεβάσει τον μοχλό στη μηδενική θέση, παρατήρησε ότι η εστία του μηχανήματος είχε μόλις πεθάνει. Ίσα-ίσα είχαν προλάβει να ρίξουν την πύλη. Οι Μεγάλοι Κολοσσοί είναι μαζί μας! σκέφτηκε, και τράβηξε το σπαθί του, βγαίνοντας από το προστατευτικό κέλυφος της πολιορκητικής μηχανής.

2.

Ο Στρατηγός Ιανός Θάρδηχ και ο Επόπτης Νικόλαος’σαρ βρίσκονταν στο κέντρο ελέγχου, στο εσωτερικό της γέφυρας των Δοντιών της Ουράς, όταν έγινε η επίθεση από πάνω τους. Αμέσως, φυσικά, υποχώρησαν καθώς οι επαναστάτες είχαν ήδη αρχίσει να κατεβαίνουν από τις καταπακτές και να επιτίθενται στους υπερασπιστές του φρουρίου. Πήγαν κι οι δυο τους στο νότιο τμήμα των Δοντιών, μαζί με άλλους αξιωματικούς, κι εκεί συνάντησαν τον Διοικητή των Δοντιών της Ουράς: τον Ταλδάμος Έντενρικ, έναν παλιό στρατιωτικό που ήταν υπεύθυνος για το φρούριο εδώ και δεκαπέντε χρόνια.

«Τα Δόντια έπεσαν,» του είπε ο Ιανός. «Καλύτερα να φεύγουμε.»

«Αποκλείεται!» φώναξε ο Ταλδάμος, που ήταν αγουροξυπνημένος. Τον είχαν σηκώσει άρον-άρον για να του αναφέρουν ότι ο εχθρός είχε πάρει τη γέφυρα και η επικράτεια των Δαιμόνιων μαινόταν. «Τα Δόντια ποτέ δεν έχουν πέσει!»

«Πάντα υπάρχει η πρώτη φορά για όλα,» είπε ο Ιανός. «Δεν αντιμετωπίζουμε συνηθισμένους εχθρούς. Δεν έχεις δει τι πολεμικές μηχανές έχουν οι αποστάτες, Διοικητή;»

«Ναι, τις έχω δει–»

«Δεν υπάρχει περίπτωση να τους απωθήσουμε αφού κατάφεραν να φτάσουν ώς εδώ! Πρέπει να φύγουμε. Τώρα!»

Ο Ταλδάμος Έντενρικ ήταν διστακτικός. Έτριβε τα μουστάκια του. «Τα Δόντια θ’αντέξουν…» ψέλλισε, δυσπιστώντας αυτό που συνέβαινε. «Πρέπει ν’αντέξουν!»

«Εμείς, όμως, δεν θα αντέξουμε!» τόνισε ο Ιανός. «Αν θέλεις να μείνεις, μείνε. Αλλά εγώ παίρνω όλους τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας και φεύγω.»

«Τι!» φώναξε ο Ταλδάμος. «Δεν έχεις την–!» Σταμάτησε μόνος του τον εαυτό του. Στράφηκε στον Νικόλαο’σαρ. «Επόπτη, εσύ μόνο μπορείς να πάρεις μια τέτοια απόφαση!»

«Ο Ιανός είναι ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας, Διοικητή, σταλμένος από τη Ρελκάμνια,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Πολύ φοβάμαι ότι η δικαιοδοσία του είναι ισχυρότερη και ευρύτερη από τη δική μου. Ωστόσο, ακόμα κι αν μπορούσα να τον σταματήσω, δεν θα το έκανα. Νομίζω πως έχει δίκιο.»

Ο Ταλδάμος ήταν, καταφανώς, εξοργισμένος. Το λευκό του πρόσωπο είχε κοκκινίσει.

«Και σε προστάζω κι εσένα να φύγεις μαζί μας, Διοικητή,» συνέχισε ο Επόπτης. «Αυτό είναι μέσα στη δικαιοδοσία μου. Δε θα σ’αφήσω να σκοτωθείς ή να αιχμαλωτιστείς. Ο Πρίγκιπας σε θεωρεί καλό στρατιωτικό.»

«Ασφαλώς,» έκανε κολακευμένος ο Ταλδάμος, «αλλά… αλλά το φρούριο…»

«Γάμα το φρούριο!» γρύλισε ο Ιανός. «Πάμε να φύγουμε προτού φτάσουν εδώ.» Ήδη οι ιαχές της μάχης και οι γδούποι ακούγονταν να πλησιάζουν. Οι συμπλοκές, αν διεξάγονταν ακόμα μόνο στις επάλξεις, δεν θα έμεναν για πολύ εκεί, ήταν βέβαιος ο Ιανός. Αλλά ήξερε πως οι πόλεμοι δεν κρίνονταν από την πτώση ενός οχυρού. Κρίνονταν από τους ανθρώπους που γνώριζαν πώς να επιβιώνουν, για να μπορέσουν να ξαναχτυπήσουν τον εχθρό τους σύντομα, με περισσότερη εμπειρία από πριν.

Ο Ταλδάμος, όμως, δεν έμοιαζε να το καταλαβαίνει αυτό, και είχε γίνει κατακόκκινος πάλι ακούγοντας τα λόγια του Στρατηγού. Ο Ιανός δεν κάθισε άλλο να συζητήσει μαζί του· άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και πρόσταξε να έχουν το ελικόπτερό του έτοιμο. Ύστερα, πήγε προς το ελικοδρόμιο, αδιαφορώντας αν ο Ταλδάμος ή ακόμα κι ο Νικόλαος τον ακολουθούσαν.

Καθοδόν, έδωσε ακόμα μία διαταγή: πρόσταξε όλοι οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας να υποχωρήσουν από το οχυρό. Για τους πολεμιστές του Έλρηνεχ δεν είπε τίποτα. Ας έκαναν ό,τι ήθελαν. Αν και υποψιαζόταν πως, βλέποντας τους συμμάχους τους να υποχωρούν, θα υποχωρούσαν κι αυτοί.

3.

Η αντίσταση των υπερασπιστών του φρουρίου κατέρρευσε μπροστά στην επίθεση των επαναστατών. Κατέρρευσε πιο γρήγορα απ’ό,τι η Λαμρίτ περίμενε, ακόμα και δεδομένης της δύναμης των αυτοκινήτων. Ο εχθρός είχε τραπεί σε φυγή. Τα περάσματα και οι αίθουσες των Δοντιών της Ουράς άδειαζαν το ένα μετά το άλλο, κι όταν ο Πολ και η Λαμρίτ κοίταξαν από μια πολεμίστρα, προς τ’ανατολικά, είδαν ότι αεροσκάφη και οχήματα έφευγαν, ενώ κάποιοι έτρεχαν πεζοί κι άλλοι έφιπποι. Η Πρόμαχος της Επανάστασης έδωσε διαταγή να μην τους καταδιώξουν, διότι μπορεί οι Παντοκρατορικοί να είχαν υπόψη τους καμια παγίδα για τους επαναστάτες. Το ίδιο πρέπει να σκέφτηκε κι ο Στρατηγός Φαρτάνες, γιατί ούτε αυτός έστειλε κανέναν πολεμιστή ξωπίσω των υποχωρούντων μαχητών του φρουρίου.

«Ο Στρατηγός, λοιπόν, δεν έμεινε να μας τιμήσει,» είπε ο Πολ θηκαρώνοντας το σπαθί του, καθώς εκείνος και η Λαμρίτ πήγαιναν προς μια κεντρική αίθουσα των Δοντιών της Ουράς, όπου συγκεντρώνονταν κι άλλοι επαναστάτες και αρχηγοί του στρατού του Πρίγκιπα Νοσνάλτος.

«Ποιος Στρατηγός; Ο Φαρτάνες;»

«Ο Ιανός Θάρδηχ. Το καθίκι που σου είπα ότι είδα στις επάλξεις. Θα τον ξανασυναντήσουμε, όμως· είμαι βέβαιος. Έφυγε από τα Δόντια αλλά, σίγουρα, όχι κι από το Έλρηνεχ.»

Στην αίθουσα, που ήταν γεμάτη οπλισμένους επαναστάτες, συνάντησαν τον Στρατηγό Φαρτάνες και τον Άλτρες.

«Θρίαμβος!» φώναξε ο πρώτος βλέποντας την Πρόμαχο και τον Πολ. Στο χέρι του κρατούσε ακόμα το αιματοβαμμένο σπαθί του, και το ύψωσε. «Τράπηκαν σε φυγή σαν δαρμένα σκυλιά! Για πρώτη φορά στην Ιστορία, τα Δόντια της Ουράς έπεσαν – και είναι δικά μας!»

Ολόγυρά του, οι στρατιωτικοί του Κίρτβεχ ζητωκραύγασαν.

Ο Άλτρες μειδίασε. «Μακάρι να μπορούσα να μοιραστώ τον ενθουσιασμό τους, Πρόμαχε,» είπε στη Λαμρίτ. «Ποτέ δεν ήμουν, κατά βάθος, στρατιωτικό πνεύμα.»

«Μη μας κρύβεις την πολεμική μοχθηρία σου τώρα, στρατηγέ μου,» του είπε ο Πολ, κι οι τρεις τους γέλασαν, ενώ οι στρατιωτικοί γύρω τους εξακολουθούσαν να ζητωκραυγάζουν και ο Φαρτάνες να χαμογελά άγρια σαν λύκος που είχε σκοτώσει τη μεγαλύτερη λεία της περιοχής.

Ο Πολ έβγαλε το κράνος του και το έριξε πάνω σ’ένα τραπέζι. Είχε κουραστεί πλέον να το έχει στο κεφάλι του. Ούτε εκείνος ήταν πολεμοχαρής: με το ζόρι κουβαλούσε όλ’αυτά τα σίδερα. «Αρκετά!» φώναξε στους στρατιωτικούς του Κίρτβεχ. «Δεν ελέγχουμε, καλύτερα, το φρούριο πρώτα, από πάνω ώς κάτω, προτού αρχίσουμε να γλεντάμε; Ένας πολύ επικίνδυνος άνθρωπος της Παντοκράτειρας ήταν εδώ, και είναι πιθανό πως, φεύγοντας, μας άφησε κρυμμένες εκπλήξεις.»

«Τι εννοείς;» τον ρώτησε μια διοικήτρια των μισθοφόρων του Κίρτβεχ.

«Αν είχα κάποια συγκεκριμένη ιδέα, δεν θα έλεγα να ερευνήσετε το οικοδόμημα.»

Ένας άλλος στρατιωτικός είπε: «Έχουμε ήδη προστάξει να ψαχτούν τα πάντα.»

«Για λάφυρα, αν μη τι άλλο,» πρόσθεσε ένας μονόχειρας που έμοιαζε παλαίμαχος· και κάμποσοι γέλασαν.

«Σίγουρα υπάρχουν ένα σωρό μηχανήματα, εστίες, και όπλα εδώ πέρα,» είπε μια γαλανόδερμη πολεμίστρια βγάζοντας το κράνος της κι ελευθερώνοντας μια πλούσια, φουντωτή χαίτη από ξανθά μαλλιά. «Ίσως και θησαυροί.»

Ο μονόχειρας ένευσε. «Ναι, λένε πως είναι γεμάτα χρυσάφι κι ασήμι τα Δόντια της Ουράς.»

«Μύθος, το δίχως άλλο,» του είπε ο Φαρτάνες, που τώρα είχε θηκαρώσει το σπαθί του.

«Μπορεί, Στρατηγέ, μπορεί. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις.»

4.

Αφού τίποτα δεν εξερράγη μετά από μισή ώρα έρευνας, θεώρησαν πως οι Παντοκρατορικοί, υποχωρώντας, δεν τους είχαν αφήσει θανατηφόρες εκπλήξεις. Έτσι έφεραν κι άλλους μέσα στο φρούριο. Τους ανακοίνωσαν ότι ήταν ασφαλές και μπορούσαν να έρθουν.

Ο Δαίδαλος, η Φενίλδα, η Διάττα, ο Καρτάφες’νορ, και ο Δάρυλμος συνάντησαν τον Πολ και τη Λαμρίτ στο κέντρο ελέγχου των Δοντιών της Ουράς, όπου ήδη κάποιοι μηχανικοί είχαν πάρει υπό την επίβλεψή τους τις κονσόλες και τους τηλεπικοινωνιακούς διαύλους, ρυθμίζοντας και ελέγχοντας τα συστήματα διεξοδικά. Ανάμεσά τους ήταν και μια μάγισσα του τάγματος των Πεφωτισμένων η οποία συνεχώς δούλευε τη μαγεία της σε συνδυασμό με μηχανές κι έμοιαζε να ξέρει πολλές λεπτομέρειες.

Ο Δάρυλμος είπε, μειδιώντας: «Τι γίνεται εδώ, Πρόμαχε; Προσπαθούν να το γκρεμίσουν το μέρος;»

Η Λαμρίτ γέλασε, καθώς ήταν καθισμένη στην άκρη ενός τραπεζιού, έχοντας προ πολλού βγάλει την πανοπλία της. Πλάι της βρισκόταν ένα ανοιχτό μπουκάλι κρασί, από το κελάρι των Δοντιών της Ουράς.

«Σοβαρολογώ,» είπε ο Δάρυλμος. «Είδα κάτι παλαβούς να χτυπάνε τους τοίχους με σφυριά!»

«Είναι ορισμένοι που πιστεύουν ότι υπάρχει θησαυρός εδώ μέσα, μασκοποιέ,» εξήγησε ο Πολ. «Και μάλλον ελέγχουν μήπως κανένας τοίχος είναι κούφιος και κάτι κρύβεται από πίσω.»

«Θησαυρός;» ρουθούνισε ο Δάρυλμος. «Σε φρούριο στο τέλος ενός ορεινού περάσματος είμαστε, όχι σε θησαυροφυλάκιο τράπεζας.»

«Προσπάθησε να τους πείσεις, άμα θέλεις.» Ο Πολ στεκόταν πλάι στη Λαμρίτ, με το ένα του χέρι ακουμπισμένο στους ώμους της. Κι εκείνος είχε ξεφορτωθεί την αρματωσιά του κι αισθανόταν πολύ πιο ελαφρύς και ευδιάθετος τώρα. Ίσως, βέβαια, γι’αυτό να έφταιγε και το κρασί από τα κελάρια των Δοντιών. «Επιπλέον,» είπε πιάνοντας το μπουκάλι δίπλα από τον γοφό της Προμάχου, «σκέψου, μασκοποιέ: Αφού έχουν τόσο καλό κρασί κρυμμένο εδώ μέσα, αποκλείεται νάχουν και θησαυρό;» Ήπιε μια μικρή γουλιά. Δε χρειαζόταν να μεθύσει από τώρα.

«Τι να πω;» αποκρίθηκε ο Δάρυλμος. «Ό,τι πεις εσύ με την κόκκινη μούρη.» Μειδίασε, δείχνοντας τα δόντια του.

Η Φενίλδα γέλασε σιγανά, και σκέφτηκε: Ο Πολ, όπου κι αν πάει, πάντα βρίσκει κάποιον για ν’ανταλλάσσει λόγια μεταξύ αστείου και σοβαρού. Θυμόταν ακόμα τα όσα έλεγαν εκείνος κι ο Νελμάτρες, κατά τη διάρκεια του επικίνδυνου σε μερικά σημεία ταξιδιού μέσα στη Χρυσαλλίδα.

«Σε διασκεδάζουμε, μάγισσα;» της είπε ο Πολ.

«Δε φταίτε εσείς· γίνεται με φυσικό τρόπο,» αποκρίθηκε η Φενίλδα με το αριστερό της μάτι να γυαλίζει σαν να είχε μέσα του κάποιο κρυστάλλινο θραύσμα.

«Πώς βλέπεις τα πράγματα, Δαίδαλε;» ρώτησε η Λαμρίτ.

«Κανένα πρόβλημα απολύτως δεν παρατηρώ, Πρόμαχε. Αν και δεν είμαι στρατιωτικός, βέβαια.»

«Μ’εκείνες τις εστίες και τους μηχανισμούς που προστάτεψαν τα κανόνια μας από τις ενεργειακές ριπές του εχθρού, τι έγινε, αλήθεια;»

«Οι τρεις από τις πέντε εστίες κάηκαν,» είπε ο Δαίδαλος. «Τα μηχανήματα έχουν υποστεί ζημιές αλλά μπορούν να επιδιορθωθούν. Σας είχα προειδοποιήσει ότι θα ήταν επικίνδυνο.»

Η Λαμρίτ ανασήκωσε τους ώμους μορφάζοντας. «Δεν ήταν δικά μου, ούτως ή άλλως. Του Πρίγκιπα ήταν.»

Οι άλλοι γέλασαν. Η Πρόμαχος ήταν, φανερά, λιγάκι πιωμένη. Συνήθως δεν αστειευόταν έτσι.

«Κι ο Πρίγκιπας θάναι γκρινιάρης σαν κωλόγρια άμα έχει πρόβλημα μ’αυτό, ύστερα από τη νίκη μας,» πρόσθεσε ο Πολ.

«Δεν είναι τέτοιος ο χαρακτήρας του,» του είπε η Λαμρίτ καθώς πάλι γελούσαν.

«Συμπαθείς τον Πρίγκιπα, λοιπόν, ε;» την πείραξε ο Πολ.

«Να μην πω εκείνο που είναι ήδη φανερό;»

Ο Πολ στράφηκε στη Διάττα. «Είπες στον Πρόμαχο Άτβος για τη νίκη μας;»

«Η Ράιλμεχ το γνωρίζει, αλλά δεν είναι ο Πρόμαχος τώρα κοντά της.»

«Πού είναι;»

«Έχει πάει να βρει τον γιο του.»

Η Λαμρίτ ρώτησε: «Έφυγε από τη Χάνμαρελ;»

«Ναι. Μαζί με την Ιλρίνα’νορ, τον Ραφέλνες, και μερικούς επαναστάτες του. Στους περισσότερους δεν είπε πού θα πήγαινε.»

«Μισό λεπτό. Έχει ο Άτβος γιο;» είπε ο Πολ.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Διάττα. «Τον είχε κρύψει για νάναι ασφαλής, τόσα χρόνια. Ο Κασμάρες – ένας παλιός επαναστάτης του Άτβος – το εξήγησε στη Ράιλμεχ όταν της είπε ότι ο Πρόμαχος είχε φύγει από την πόλη.»

«Πόσο χρονών ήταν ο γιος του όταν τον έκρυψε;»

Η Διάττα ανασήκωσε τους ώμους. «Μικρός.»

«Θα πάθει σοκ το παλικάρι – ειδικά αν δεν ξέρει ότι ο πατέρας του είναι Πρόμαχος της Επανάστασης.»

«Ίσως να μην ξέρει καν ότι ήταν κάποτε Πρίγκιπας του Κάνρελ,» είπε η Λαμρίτ, «κι επομένως ο ίδιος είναι κληρονόμος του θρόνου.»

«Δε νομίζω ότι δεν ξέρει,» είπε η Διάττα.

«Κι εσύ πού το ξέρεις;» τη ρώτησε ο Πολ.

«Έτσι όπως μίλησε ο Κασμάρες στη Ράιλμεχ, τέτοια εντύπωση μού έδωσε.»

«Μ’αυτούς τους Ιεράρχες το πράγμα είναι εξωφρενικό,» σχολίασε ο Πολ απευθυνόμενος στη Λαμρίτ. «Άλλος μιλάει σε άλλον κι άλλος παίρνει εντυπώσεις.»

Η Πρόμαχος γέλασε, και ήπιε μια γουλιά κρασί από το μπουκάλι.

Η Διάττα είπε: «Επίσης, ο Μεγάλος Προφήτης ξέρει για την κατάκτηση των Δοντιών, και είναι ευχαριστημένος.»

«Υπέροχα,» είπε ο Πολ. «Ζούμε για να τον ευχαριστούμε.»

5.

Ο Πρίγκιπας Ναλφίρες του Έλρηνεχ, που ήταν μεγάλης ηλικίας και όλοι περίμεναν τον θάνατό του από τον έναν χρόνο στον άλλο, είχε πεθάνει από γεράματα πριν από δύο μήνες, και ο γιος του, Νεσνάρες, είχε τώρα τον θρόνο. Επιτέλους ο γέρος ήταν νεκρός, όπως έπρεπε να ήταν εδώ και καιρό, και του είχε ανοίξει τον δρόμο για την εξουσία! Εκείνο που ο Ναλφίρες αρνιόταν τόσα χρόνια στον γιο του το είχε φροντίσει η φύση. Ο Νεσνάρες, όμως, δεν είχε προλάβει να χαρεί την νεοαπόκτητη πριγκιπική του δύναμη. Πόλεμος είχε αμέσως ξεσπάσει με το Κίρτβεχ. Και οι πληροφοριοδότες του του έλεγαν πως ο λόγος ήταν επειδή ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος είχε επαναστατήσει εναντίον της Παντοκράτειρας. Ο άνθρωπος ήταν τρελός! Και το Πριγκιπάτο του είχε τύχει να βρίσκεται πλάι στο Έλρηνεχ! Τα Δαιμόνια του πατέρα μου με κυνηγάνε ακόμα και μετά τον θάνατό του! είχε σκεφτεί, πολλές φορές, ο Νεσνάρες, εξοργισμένος με τον πόλεμο.

Στην αρχή, όμως, δεν είχε αμφιβολία ότι οι Παντοκρατορικοί θα κατέπνιγαν την εξέγερση και θα τιμωρούσαν τον Πρίγκιπα Νοσνάλτος όπως του άξιζε – το σκυλί! Αλλά τα πράγματα δεν είχαν εξελιχτεί έτσι. Ούτε κατά διάνοια. Η επανάσταση, αν μη τι άλλο, είχε φουντώσει στα δυτικά του Έλρηνεχ, και το Πριγκιπάτο του Νεσνάρες δεχόταν άγριες, πολύ άγριες, επιθέσεις. Σ’όλο το πέρασμα της Ουράς σκοτωμοί γίνονταν· ορισμένοι από τους ευγενείς έλεγαν ότι το πέρασμα είχε μετατραπεί σε ποταμό αίματος. Και από τον Άσλερχ, όλο πειρατικά πλοία ανέβαιναν στο Πριγκιπάτο, περνώντας μέσα από τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ. Πειρατικά πλοία και πλοία του στόλου του Πρίγκιπα Νοσνάλτος. Μα τα Δαιμόνια, η κατάσταση ήταν εξοργιστική!

Και τώρα, είχε χειροτερέψει.

Ο Παντοκρατορικός Επόπτης είχε διακόψει τον Νεσνάρες από το μεσημεριανό του γεύμα – το οποίο έπαιρνε μαζί με τη σύζυγό του κι ένα φιλικό ζευγάρι – για να του αναφέρει πως τα Δόντια της Ουράς, το φρούριο στην αρχή του περάσματος των βουνών, είχε πέσει. Οι αποστάτες του Κίρτβεχ το είχαν κυριέψει.

Ο Νεσνάρες ανέτρεψε κατά λάθος την κούπα του, χύνοντας το κρασί στο τραπέζι, επάνω κι ανάμεσα στα πιάτα, βάφοντας κόκκινο το λευκό τραπεζομάντηλο. «Τι!» φώναξε. «Τα Δόντια της Ουράς δεν έχουν πέσει ποτέ, Επόπτη! Τι έκανες στο Πριγκιπάτο μου;» Σηκώθηκε όρθιος, ανατρέποντας και την καρέκλα του.

«Δεν ευθύνομαι εγώ, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε ο Νικόλαος’σαρ, σταθερά, όχι σαν να δικαιολογείται. «Ούτε ο Διοικητής Ταλδάμος Έντενρικ ευθύνεται.» Έριξε ένα βλέμμα στον στρατιωτικό που στεκόταν μερικά βήματα πίσω του μαζί με τον Στρατηγό Ιανό Θάρδηχ ο οποίος είχε έρθει πρόσφατα από τη διάσταση-έδρα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας προκειμένου να βοηθήσει στον πόλεμο.

«Ποιος ευθύνεται, τότε, Επόπτη;» απαίτησε να μάθει ο Νεσνάρες.

«Οι αποστάτες, Πρίγκιπά μου.» Δεν ήταν ο Νικόλαος που του είχε απαντήσει αλλά ο Ιανός Θάρδηχ.

Ο Νεσνάρες έστρεψε το βλέμμα του σ’αυτόν. «Οι αποστάτες είναι ο εχθρός, Στρατηγέ! Κάποιος έπρεπε να μπορεί να τους κρατήσει μακριά μας!»

«Διαθέτουν τεχνολογία την οποία εμείς δεν έχουμε στην κατοχή μας. Το είχαμε παρατηρήσει ήδη, πολλές φορές, στις μάχες που έγιναν μέσα στο πέρασμα της Ουράς. Έχουν μεταλλικούς ανθρώπους που καταστρέφουν τα πάντα στο διάβα τους. Ένας απ’αυτούς, μάλιστα, πετάει! Οι αποστάτες κάπως τους φτιάχνουν, ενώ οι δικοί σας μάγοι δεν έχουν ιδέα πώς μπορεί κάτι τέτοιο να γίνει.»

«Κάποιοι από τους καλύτερους μάγους της Βίηλ δουλεύουν για εμένα, Στρατηγέ!» είπε ο Νεσνάρες σφίγγοντας τη γροθιά του.

«Προφανώς υπάρχουν κι άλλοι, ακόμα πιο καλοί. Εκείνο που έχω εγώ να προτείνω είναι να βάλετε τους μάγους σας να ανακαλύψουν τι είδους τεχνολογία χρησιμοποιούν οι αποστάτες, αλλιώς δεν θα χάσετε μόνο τα Δόντια της Ουράς αλλά κι ολόκληρο το Πριγκιπάτο σας.»

«Θα τους συνθλίψουμε με το που θα κάνουν να βγουν από το πέρασμα!» ούρλιαξε ο Νεσνάρες. «Δεν θα τους αφήσω να πατήσουν καν το πόδι τους στις πεδιάδες του Έλρηνεχ!»

«Θα πρότεινα να μη γίνουν βιαστικές κινήσεις,» του είπε ο Ιανός, «γιατί μην ξεχνάτε πως μας χτυπάνε και από το νότο: από τον ποταμό Άσλερχ.»

«Δεν ξεχνάω τίποτα!»

«Αν οι μάγοι σας είναι ανίκανοι να βρουν την τεχνολογία που έχουν βρει οι αποστάτες–»

«Οι μάγοι μου δεν είναι ανίκανοι, Στρατηγέ! Τι κάνουν οι μάγοι της Παντοκράτειρας, μπορείς να μου πεις; Γιατί αυτοί δεν έχουν ανακαλύψει την τεχνολογία που έχουν ανακαλύψει κι οι αποστάτες;»

«Είναι γνωστό πως η μαγεία, στη Βίηλ, λειτουργεί με ιδιαίτερο τρόπο,» είπε ο Ιανός. «Ακόμα κι εγώ, που δεν είμαι μάγος, το ξέρω αυτό. Οι μάγοι της Μεγαλειοτάτης, επομένως, δεν είναι εύκολο να ανακαλύψουν από τη Ρελκάμνια κάτι που υποτίθεται πως πρέπει να δουλεύει εδώ!»

«Δε με βοηθάς, Στρατηγέ.» Το βλέμμα του Νεσνάρες ήταν απειλητικό.

«Αντιθέτως, Πρίγκιπά μου, οι διαταγές μου είναι να σας βοηθήσω όσο καλύτερα μπορώ. Κι αυτό κάνω.» Παρότι το καταραμένο Πριγκιπάτο σου μου μοιάζει καταδικασμένο, αν δεν βρεθεί σύντομα τρόπος να κατατροπώσουμε τους μεταλλικούς ανθρώπους, πρόσθεσε νοερά ο Ιανός. Και δεν ήταν μόνο οι μεταλλικοί άνθρωποι, πολύ φοβόταν. Οι αποστάτες είχαν βρει ακόμα και κάποια μέθοδο για να αποκρούουν τις ριπές ενεργειακών κανονιών! Κάτι πολύ άσχημο συνέβαινε εδώ πέρα. Κάτι που έπρεπε, κανονικά, να είχε καταπνιγεί εν τη γενέσει.

Τώρα, η δουλειά του Ιανού Θάρδηχ θα ήταν δύσκολη.

Και ο Κρυφός Άρχοντας δεν συγχωρούσε εύκολα, ακόμα και τους παλιούς του πράκτορες πολλές φορές.

6.

Ο Άτβος και η Ιλρίνα’νορ έφτασαν στη Χάνμαρελ μέσα στο μεσημέρι. Ο Πρόμαχος οδηγούσε το όχημά τους, όπως και όταν είχαν φύγει, και τώρα, καθώς πέρασαν τη βόρεια πύλη, κοίταζε ολόγυρα μήπως δει καμια αλλαγή στην πόλη του ξαδέλφου του, Δούκα Καλμέρθος. Τίποτα το διαφορετικό, όμως, δεν παρατηρούσε. Ο Καλμέρθος δεν πρέπει να είχε προδώσει την Επανάσταση. Προφανώς, θεωρούσε ότι ακόμα τον συνέφερε να είναι με τον Άτβος.

Ο Πρόμαχος πήγε το όχημά του στο κάστρο του Δούκα της Χάνμαρελ και ζήτησε πρόσβαση. Οι φύλακες τον αναγνώρισαν και τον άφησαν να μπει και να πάει στον χώρο στάθμευσης.

Καθώς εκείνος, η Ιλρίνα, ο Ραφέλνες, και ο Άλδρος έβγαιναν από το όχημα παίρνοντας από μέσα τα πράγματά τους, ο Κασμάρες και η Ράιλμεχ ήρθαν να τους συναντήσουν. Μάλλον παραφυλούσε ο Κασμάρες να δει πότε θα επέστρεφα, σκέφτηκε ο Άτβος, υπομειδιώντας. Ή είχε βάλει άλλους να παραφυλάνε γι’αυτόν – έμπιστους επαναστάτες.

«Πρόμαχε! Τώρα που σε βλέπω ζωντανό, τα καλά νέα αρχίζουν να έχουν νόημα μες στην ψυχή μου.»

Ο Άτβος γέλασε. «Μελοδραματικός εσύ, Κασμάρες; Αλλά για ποια καλά νέα μιλάς;»

Η Ράιλμεχ απάντησε πρώτη: «Η Πρόμαχος Λαμρίτ πήρε τα Δόντια της Ουράς.»

«Όσο έλειπα;»

«Σήμερα το πρωί. Ο Δαίδαλος, γι’ακόμα μια φορά, έπαιξε σημαντικό ρόλο, και τα αυτοκίνητά του επίσης.»

«Πρέπει να μας στείλει κι εμάς κανένα απ’αυτά!» είπε ο Κασμάρες χαμογελώντας. «Θα μας χρειαστούν για να δείξουμε στον Προδότη ποια είναι η θέση του.» Ο Προδότης ήταν, φυσικά, ο Ρέτβελνος, ο νυν Πρίγκιπας και πρώην Στρατηγός του Κάνρελ.

«Πολύ πιθανό,» αποκρίθηκε ο Άτβος, νηφάλια.

Ο Κασμάρες συνοφρυώθηκε τότε. «Πού είναι οι άλλοι, Πρόμαχε; Μη μου πεις ότι….»

«Όχι, δεν είναι νεκροί, Κασμάρες. Ο Μέλτρος, ο Νίλφες, και η Κισβέτα έμειναν πίσω, μαζί με τον Νιρκέντος’νορ, για να ερευνήσουν ένα θέμα. Δεν πρόσεξες, όμως, τον γιο μου;» Ο Άτβος στράφηκε στον Άλδρος.

Ο Κασμάρες τον κοίταξε επίσης, σαν πριν να μην τον είχε δει. «Νεαρέ, είναι αλήθεια ότι δε σε θυμάμαι και πολύ καλά από παλιά…»

Ο Άλδρος μειδίασε άνετα. «Θα γνωριστούμε τώρα, Κασμάρες.»

«Μόλις μου διαβεβαίωσες ότι έχεις το χάρισμα του πατέρα σου. Είσαι γεννημένος Πρίγκιπας.»

«Μεγάλωσα σ’ένα κάστρο κοντά στις Ερημιές. Μάλλον, δεν ξέρω τίποτα από πολιτική ζωή.»

«Το χάρισμα και η γνώση είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα, Άρχοντά μου,» εξήγησε ο Κασμάρες.

«Έχει, επίσης, το Χάρισμα της μητέρας του,» του είπε ο Άτβος. «Είναι μάγος.»

Ο Κασμάρες συνοφρυώθηκε.

«Άλδρος’νορ,» συνέχισε ο Άτβος. «Ο Νιρκέντος τον εκπαίδευσε.»

«Ακόμα καλύτερα νέα, λοιπόν! Αλλά οι άλλοι πού πήγαν, Πρόμαχε; Τι πήγαν να ερευνήσουν;»

«Κάτι περίεργες εμφανίσεις στις Ερημιές. Ο Άλδρος και ο Νιρκέντος είχαν δει, πολλές φορές, από απόσταση, Παντοκρατορικούς να κατευθύνονται βόρεια. Και μαζί τους είχαν μεγάλα φορτηγά.»

«Πήγαιναν κι έρχονταν, σαν να είχαν κάποια δουλειά εκεί,» εξήγησε ο Άλδρος.

«Παράξενο, πράγματι,» είπε ο Κασμάρες, συνοφρυωμένος. «Το μόνο που μπορώ να φανταστώ είναι… Αλλά τότε, βέβαια, δεν θα έρχονταν, μόνο θα πήγαιναν…»

«Τι σκέφτηκες, Κασμάρες;» ρώτησε ο Άτβος.

«Στις Ερημιές, υπάρχει μια δίοδος προς Σάρντλι, Πρόμαχε. Μόνο προς, όμως. Είναι μονόδρομη.»

«Ναι,» είπε ο Άτβος. «Επομένως, όντως, δεν είναι λογικό το ότι και πηγαίνουν και έρχονται. Επιπλέον, οι Ερημιές είναι γεμάτες επικίνδυνα τέρατα, γι’αυτό και η δίοδος δεν πολυχρησιμοποιείται ούτως ή άλλως.»

Ο Κασμάρες ένευσε. «Δε μπορώ να καταλάβω τι πάνε και κάνουν.»

«Ας ελπίσουμε ότι θα μάθουμε σύντομα,» είπε η Ιλρίνα, «γιατί ίσως να έχει σχέση με τον πόλεμο.»

«Σίγουρα έχει,» είπε ο Κασμάρες. «Οι Παντοκρατορικοί δεν θα επισκέπτονταν άσκοπα έναν τόσο επικίνδυνο τόπο.»

Ο Άτβος ρώτησε: «Με τον ξάδελφό μου, όλα εντάξει;»

«Ναι, αν και κατάλαβε πως δεν τον εμπιστευόμαστε και γι’αυτό δεν του λέγαμε πού ήσουν.»

«Ήμουν βέβαιος ότι θα το καταλάβαινε. Πάμε να του μιλήσω. Και μετά, έχουμε να σχεδιάσουμε τη συνέχεια της εκστρατείας μας.»

7.

Οι προφητικές ικανότητες του Τάμπριελ είχαν αποδειχτεί πολύτιμες στην εκστρατεία μέσα στο Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ. Αρκετές φορές, είχε προειδοποιήσει τις Ανατολικές Δυνάμεις για πιθανές ενέδρες των Παντοκρατορικών και των μαχητών της Πριγκίπισσας Ισλάννα, ή είχε προτείνει εναλλακτικούς δρόμους και εναλλακτικές μεριές επίθεσης. Σπανίως λάθευε. Οι τρεις αρχηγοί του μεγάλου φουσάτου – ο Νίλφες Βάθμακ, ο Νιρκάδος Ράλενθακ, και ο Ρηθμάλος ο Θεριστής των Οστών – είχαν αποκτήσει πολύ καλή γνώμη για τις απόψεις και τις προειδοποιήσεις του. Βασίζονταν σ’αυτόν όταν έκαναν τα σχέδιά τους.

Η Ανταρλίδα είχε παρατηρήσει ότι τώρα ο Τάμπριελ ήταν πιο βέβαιος για τις εικόνες που «έβλεπε». Οφειλόταν αυτό, ίσως, στο γεγονός ότι ο Άζ’λεφκ είχε ξυπνήσει μέσα του; Μπορεί, αν και ο ίδιος ισχυριζόταν πως οι εικόνες δεν είχαν άμεση σχέση με τη φύση του πνεύματος του Άζ’λεφκ· ήταν δύο ξεχωριστά πράγματα. Όμως δεν της φαινόταν και τόσο σίγουρος όταν το έλεγε αυτό.

Είναι διαφορετικός τώρα, αλλά συγχρόνως είναι και όπως ήταν ανέκαθεν. Μια πολύ παράξενη αίσθηση. Ορισμένες φορές, της φαινόταν πιο απόμακρος απ’ό,τι παλιά, πιο μυστηριώδης· ενώ άλλες φορές είχε την ακριβώς αντίθετη εντύπωση: ότι ο Τάμπριελ ήταν πιο οικείος απ’ό,τι παλιά, πιο ζωντανός.

Έχει πολλούς ανθρώπους μέσα στο μυαλό του, τώρα. Ακόμα περισσότερους απ’ό,τι ήδη είχε. Την τρόμαζε αυτή η αλλαγή του, κάπου-κάπου. Όμως δεν αμφισβητούσε πια στο ελάχιστο ότι ήταν, όντως, ο Τάμπριελ.

Ο Τάμπριελ αλλά… εξελιγμένος.

Ο χειρότερος δαίμονας των Παντοκρατορικών, σκεφτόταν η Ανταρλίδα. Αν αυτά που έφταναν στ’αφτιά της αλήθευαν, οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας είχαν τρομάξει από τα νέα ότι ο κοκκινόδερμος, λευκομάλλης μάγος, ο πρώην σύζυγος της Παντοκράτειρας, ο Προφήτης της Νόρχακ, είχε πεθάνει και επιστρέψει από τους νεκρούς.

Αυτό, βέβαια, δεν έκανε την προέλαση μέσα στα εδάφη του Σάνκριλαμ ευκολότερη. Οι Ανατολικές Δυνάμεις έπρεπε να αγωνίζονται σκληρά για κάθε σπιθαμή εδάφους που κέρδιζαν. Κι αν δεν γινόταν πόλεμος παντού στη Βίηλ, αποκλείεται να είχαν φτάσει ώς εδώ όπου τώρα είχαν φτάσει – ακόμα και με τις προφητικές δυνάμεις του Τάμπριελ. Οι Παντοκρατορικοί θα είχαν έρθει από όλα τα τριγυρινά πριγκιπάτα και θα τους είχαν συνθλίψει.

Αλλά τα πράγματα, επί του παρόντος, δεν ήταν έτσι. Το φουσάτο είχε χτες βράδυ κατακτήσει μια σημαντική βαρονία ανατολικά της Ένθελρακ, όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλές από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας ελπίζοντας να στήσουν ενέδρα στην Ανατολική Συμμαχία. Ο Τάμπριελ είχε προδεί την ενέδρα. Μόλις είχε αντικρίσει τα εδάφη της βαρονίας από έναν λόφο, είχε πει στους αρχηγούς του φουσάτου να προσέχουν γιατί εδώ ήταν πολύ πιθανό οι Παντοκρατορικοί να προσπαθήσουν να τους κυκλώσουν και να τους χτυπήσουν με πολύ καταστροφικά όπλα – ενεργειακά κανόνια και καταπέλτες που εκτόξευαν γιγάντιες αγκαθωτές σφαίρες.

Ο Νιρκάδος Ράλενθακ – που δεν ήξερε και τόσα για μάχη στην ξηρά, και η Ανταρλίδα ακόμα απορούσε γιατί ο Πρίγκιπας Αλβάρος δεν είχε στείλει κάποιον άλλο αντί γι’αυτόν – είπε: «Εδώ; Αποκλείεται! Πού να κρυφτούν;» Τα εδάφη ήταν, πράγματι, σχετικά ανοιχτά.

Ο Νίλφες Βάθμακ έμεινε σκεπτικός, κοιτάζοντας τον χάρτη επάνω στο λυόμενο τραπέζι μπροστά στη σκηνή του. Πίσω του κυμάτιζε η σημαία της Ανατολικής Συμμαχίας, μέσα στο ηλιόλουστο πρωινό.

Ο Ρηθμάλος, που ήξερε πολλά από ανταρτοπόλεμο, είπε: «Παντού υπάρχουν κρυψώνες, Άρχοντα Νιρκάδος – ακόμα κι εκεί που δε μπορείς να το φανταστείς. Εγώ λέω να προσέξουμε, αφού ο Προφήτης έτσι προτείνει.»

Ο Νίλφες ένευσε χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τον χάρτη. «Σίγουρα θα προσέξουμε. Μέχρι στιγμής, ένα πράγμα έχουμε μάθει: Οι Παντοκρατορικοί του Σάνκριλαμ είναι ύπουλοι και επίμονοι. Επομένως, τα μάτια μας πρέπει να βλέπουν Δαιμόνια και κάτω από τις πέτρες.»

Έτσι, προτού προελάσουν στα εδάφη της Βαρονίας της Πράσινης Πέτρας (όπως την έλεγαν οι ντόπιοι), η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, ο Όρνιφιμ, και κάποιοι ανιχνευτές της Ανατολικής Συμμαχίας είχαν πάει να κατοπτεύσουν την περιοχή: και ειδικά το σημείο όπου ο Τάμπριελ είχε πει ότι νόμιζε πως είχε «δει» να τους στήνουν ενέδρα. Σύντομα, ανακάλυψαν ότι οι καλύβες και οι στάνες των χωρικών ήταν γεμάτες κρυμμένους στρατιώτες της Παντοκράτειρας και μισθοφόρους της Πριγκίπισσας Ισλάννα. Επίσης, σε πολλά μέρη ο εχθρός είχε σκάψει χαντάκια και είχε χωθεί μέσα, περιμένοντας, καλυμμένος με ανοιξιάτικο χορτάρι. Οι πολεμικές μηχανές ήταν παρόμοια κρυμμένες, με τη βοήθεια της βλάστησης του τόπου (παρότι λιγοστή) και των οικημάτων των χωρικών που είχαν επιταχθεί.

«Τ’ανάστημα των Κολοσσών!» μούγκρισε ο Νίλφες Βάθμακ όταν του ανέφεραν πώς είχε η κατάσταση.

«Έχουν το μυαλό των Δαιμόνιων αυτοί οι δαιμονισμένοι Παντοκρατορικοί,» μουρμούρισε ο Νιρκάδος.

Ο Ρηθμάλος γέλασε. «Τι σας εκπλήσσει; Ήταν προφανές πως θα κρύβονταν εκεί που δε θα το φανταζόσουν. Αλλά τώρα» – ύψωσε τον πολεμικό του πέλεκυ – «το τσεκούρι μου τους περιμένει!» Μειδίασε άγρια μέσα από το οστέινο κράνος που ήταν ένα με το κεφάλι του.

Η Ανταρλίδα είχε παρατηρήσει ότι ο Θεριστής των Οστών χαιρόταν παράφορα κάθε φορά που τσάκιζε έναν ακόμα πολεμιστή της Παντοκράτειρας. Το μίσος του δεν έμοιαζε να γνωρίζει κορεσμό.

Με την Αλιζέτ φαινόταν να τα πηγαίνουν καλά, παρότι πολεμούσαν και φέρονταν με τελείως διαφορετικό τρόπο. Η Σκοτεινή Βασίλισσα απόλυτα ελεγχόμενη και ψυχρή στη μάχη· ο Θεριστής των Οστών μια ξέφρενη θύελλα αίματος και ατσαλιού, όλο κραυγές και βρισιές.

Επιτέθηκαν στη Βαρονία της Πράσινης Πέτρας όταν ο ήλιος έδυε, και χτύπησαν κατευθείαν τις θέσεις όπου οι εχθροί τους ήταν κρυμμένοι. Το μακελειό που ακολούθησε έκανε τον Ρηθμάλος να καταχαρεί, ήταν βέβαιη η Ανταρλίδα, παρότι δεν πολέμησε κοντά του. Βρισκόταν κοντά στον Τάμπριελ και στον Όρνιφιμ καθώς συγκρούονταν με τους Παντοκρατορικούς.

Μέχρι τα μεσάνυχτα, η βαρονία ήταν δική τους. Κανένας Παντοκρατορικός δεν είχε μείνει στην περιοχή, και ο Βαρόνος παραδόθηκε χωρίς να φέρει αντίσταση. Δήλωσε πως ήταν πρόθυμος να συμμαχήσει με την Επανάσταση, και οι αρχηγοί του φουσάτου δέχτηκαν μετά χαράς όσους πολεμιστές είχε να τους προσφέρει. Αργότερα, όμως, ρώτησαν τον Τάμπριελ μήπως ο Βαρόνος σχεδίαζε προδοσία, και ο Τάμπριελ τούς είπε: «Αν σχεδιάζει προδοσία, δεν το έχω ‘δει’.» Δεν ήταν παντογνώστης, όπως είχε επισημάνει πολλές φορές, για να μην τους μπαίνουν περίεργες ιδέες.

Ετούτη δεν ήταν η μοναδική περίπτωση που είχαν βρει συμμάχους μέσα στο Σάνκριλαμ. Πολλές περιοχές που ελευθέρωναν από τους Παντοκρατορικούς αποφάσιζαν να πάνε με το μέρος της Επανάστασης – ειδικά τώρα που ακουγόταν πως η Επανάσταση είχε αποκτήσει μεγάλη δύναμη στη Βίηλ. Τα νέα για τους πολέμους παντού, από την ανατολή ώς τη δύση, είχαν κυκλοφορήσει. Ούτε οι πράκτορες της Παντοκράτειρας δεν μπορούσαν να τα καταπνίξουν. Η αλήθεια δεν κρύβεται όταν είναι τόσο μαζική.

Τώρα ήταν απόγευμα, και το φουσάτο των Ανατολικών Δυνάμεων κατασκηνωμένο μέσα στη Βαρονία της Πράσινης Πέτρας. Οι μαχητές του ετοιμάζονταν για περισσότερο πόλεμο. Εξοπλίζονταν και επισκεύαζαν μηχανές, πανοπλίες, και όπλα. Είχαν ήδη κάψει τους νεκρούς και περιποιηθεί τους τραυματίες. Έκαναν δεήσεις στα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών, έχοντας ανάψει φωτιές στον βωμό στο κάστρο του Βαρόνου, σ’έναν άλλο βωμό που ήταν στην ύπαιθρο, και σ’ένα τέμενος το οποίο θεωρείτο ο πιο ιερός χώρος λατρείας στη Βαρονία της Πράσινης Πέτρας. Είχε στο κέντρο του έναν πελώριο λίθο πράσινου χρώματος (ο μοναδικός τέτοιος λίθος που είχε δει η Ανταρλίδα – και δεν αμφέβαλλε ότι από αυτόν είχε πάρει η βαρονία το όνομά της), κι επάνω στον λίθο ήταν ένα ψηλό άγαλμα το οποίο απεικόνιζε μια πανέμορφη γυναίκα ντυμένη για μάχη, μ’ένα ξίφος στο αριστερό χέρι κι ένα τόξο στο δεξί. (Οι Αρχαίοι Κολοσσοί δεν ήταν μόνο αρσενικοί, φαίνεται, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, αν και θα μπορούσες να το φανταστείς αφού εξαφανίστηκαν τελικά…)

Το πρωί, ο Όρνιφιμ είχε πει ότι η Λαμρίτ και οι επαναστάτες της είχαν καταλάβει τα Δόντια της Ουράς, και σύντομα το στράτευμα του Κίρτβεχ θα εισέβαλε στο Έλρηνεχ.

«Πλησιάζουμε να διώξουμε τους Παντοκρατορικούς από ολόκληρη τη Βίηλ!» είχε παρατηρήσει ο Νίλφες Βάθμακ. «Ποιος θα το φανταζόταν τούτο, παλιά;»

«Κανένας,» είχε πει ο Νιρκάδος, νηφάλια.

«Εγώ, όμως, θα πέθαινα προσπαθώντας να τους τσακίσω μέχρι τον τελευταίο,» είχε δηλώσει ο Ρηθμάλος.

Η Ανταρλίδα, φυσικά, το περίμενε ότι η κατάσταση κάποτε θα έφτανε ώς εδώ. Τι νόημα θα είχε να ερχόμασταν στη Βίηλ αν όχι για να φτάσουμε ώς εδώ; σκέφτηκε, καθώς ήταν καθισμένη έξω απ’τη σκηνή της κι ακόνιζε το ξίφος της, μέσα στο κοκκινωπό φως του απογεύματος.

Ο Τάμπριελ βγήκε απ’τη σκηνή, έχοντας αφήσει το ραβδί του μέσα. Ντυμένος ελαφριά και ξυπόλυτος. Μοιάζοντας με θηρίο της φύσης. Η όψη του, γαλήνια.

«Αύριο,» του είπε η Ανταρλίδα, «μπορούμε να πλησιάσουμε την Ένθελρακ.»

«Το ξέρω. Δεν το είπαμε;»

Η Ανταρλίδα σταμάτησε ν’ακονίζει το ξίφος της· το κάρφωσε στη γη. «Καταλαβαίνεις γιατί σε ρωτάω…»

«Δεν είμαι σίγουρος αν κάτι απ’αυτά που έχω ‘δει’ σχετίζεται με την πολιορκία της Ένθελρακ,» δήλωσε ο Τάμπριελ και κάθισε κοντά της. Έβγαλε την πίπα του από μια τσέπη του παντελονιού του και τη γέμισε με καπνό. Την άναψε μ’ένα από τα ειδικά σπίρτα της Βίηλ.

«Ο Τζακ; Θα είναι εκεί;»

Ο Τάμπριελ φύσηξε καπνό, στέλνοντάς τον να διαγράψει σπείρες προς τον ουρανό και να παρασυρθεί από τον αδύναμο αγέρα. «Μπορεί. Κι αν όχι εκεί, κάπου κοντά θα βρίσκεται.» Κι αλλάζοντας θέμα: «Ο Άτβος επέστρεψε.»

«Ήρθες σε επαφή με τους Ιεράρχες; Μου είπες ότι θα κοιμόσουν.»

«Προτού κοιμηθώ ήρθα σε επαφή μαζί τους· κι εκείνη την ώρα, το μεσημέρι, είχε μόλις επιστρέψει ο Άτβος στη Χάνμαρελ. Βρήκε τον γιο του, Ανταρλίδα.»

«Πώς είναι;»

«Δεν του μοιάζει και τόσο. Στη μάνα του μοιάζει πιο πολύ. Είναι και μάγος.»

Η Ανταρλίδα ύψωσε ένα της φρύδι, λιγάκι ξαφνιασμένη.

«Του τάγματος των Πεφωτισμένων, φυσικά. Τον δίδαξε αυτός που τον φυλούσε ώς τώρα. Όμως ο Άτβος ανησυχεί για κάτι που συμβαίνει στις Ερημιές.» Και της είπε για τα Παντοκρατορικά φορτηγά που πηγαινόρχονταν εκεί.

«Ίσως να εξοπλίζουν καμια βάση…» υπέθεσε η Ανταρλίδα, σκεπτική.

«Ο Άτβος δεν το θεωρεί πιθανό. Ούτε και κανένας άλλος. Οι Ερημιές είναι ακατοίκητες – και για καλό λόγο. Εκτός απ’το αφιλόξενο τοπίο, είναι γεμάτες παράξενα θηρία. Τέρατα. Ακόμα και η διαστασιακή δίοδος εκεί, η οποία οδηγεί προς – και μόνο προς – τη Σάρντλι, είναι, ουσιαστικά, εγκαταλειμμένη.»

«Ίσως, όμως, να τους συμφέρει να φτιάξουν κάποια βάση σ’αυτά τα μέρη.» Η Ανταρλίδα προσπάθησε να φέρει στο μυαλό της τη γεωγραφία του Πριγκιπάτου Κάνρελ.

Ο Τάμπριελ έμεινε σιωπηλός.

«Εσύ τι νομίζεις;» τον ρώτησε.

«Δεν ξέρω. Δεν είμαι στρατηγός, Ανταρλίδα.»

Πάντοτε τέτοια απάντηση έδινε σε τέτοιες ερωτήσεις.

8.

Ο εχθρός θα πήγαινε να πολιορκήσει την Ένθελρακ, στις όχθες του ποταμού Νέρελρημ. Όλες οι πληροφορίες που έρχονταν στη Σάνκριλαμ αυτό έλεγαν, και κανείς δεν αμφέβαλλε πλέον. Όπως και κανείς δεν αμφέβαλλε για τη δύναμη των αποστατών – της Ανατολικής Συμμαχίας, όπως αποκαλούσαν τώρα τον εαυτό τους τα τρία ανατολικά πριγκιπάτα, Νέλερβικ, Χαύδοραλ, και Τάσβεραλ. Είχαν κατορθώσει να διασχίσουν όλα τα ανατολικά εδάφη του Σάνκριλαμ, τσακίζοντας τον στρατό των Παντοκρατορικών και της Πριγκίπισσας Ισλάννα στο πέρασμά τους. Πολλοί έλεγαν ότι γι’αυτό ευθυνόταν ο κοκκινόδερμος μάγος που είχαν μαζί τους, ο Τάμπριελ, ο πρώην σύζυγος της Παντοκράτειρας, ο οποίος είχε επιστρέψει από τους νεκρούς. Κανείς δεν τον είχε δει για καιρό, από τότε που είχε γίνει η κηδεία του, και τώρα είχε πάλι εμφανιστεί, και η δύναμη των αποστατών είχε μεγαλώσει. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους της Σάνκριλαμ και στην Αυλή του παλατιού της Πριγκίπισσας είχαν αρχίσει να ξεπερνάνε κάθε λογική, νόμιζε η Ανδρομάχη.

Και ο Τζακ δεν έλεγε τίποτα για να καλμάρει τους ντόπιους. Αλλά, από την άλλη, τι να έλεγε; Αν τους αποκάλυπτε την πραγματικότητα, αυτό ίσως να τους πανικόβαλε ακόμα περισσότερο – αν τον πίστευαν. Επιπλέον, η αλήθεια ήταν πως ο Τάμπριελ είχε, όντως, αναστηθεί. Είχε σκοτωθεί αλλά τώρα ξαναζούσε. Επειδή ήταν ο Άζ’λεφκ.

Τούτη η ιστορία ακόμα φάνταζε τελείως αλλόκοτη στην Ανδρομάχη, όμως δεν την αμφισβητούσε πια. Τι νόημα είχε να την αμφισβητεί; Δεν είχε, άλλωστε, καμια άλλη καλύτερη εξήγηση να δώσει για την επιστροφή του Τάμπριελ. Και ο Τζακ, για να αποδείξει την ιστορία του, της είχε επιδείξει τις δυνάμεις που είχε – δυνάμεις πολύ παράξενες, τις οποίες σκόπευε να χρησιμοποιήσει για να καταστρέψει τον Άζ’λεφκ. Τον Άζ’λεφκ, όχι τον Τάμπριελ. Ο Τάμπριελ δεν τον απασχολούσε πλέον. Η μάχη της οντότητας που βρισκόταν μέσα στον Τζακ ήταν με μια άλλη μυστηριώδη πνευματική οντότητα.

Δεν είναι πράκτορας της Παντοκράτειρας πια, υπενθύμιζε, κάπου-κάπου, στον εαυτό της η Ανδρομάχη. Δεν ήταν ποτέ πράκτορας της Παντοκράτειρας. Όχι ακριβώς. Υπηρετούσε τον Ελκράσ’ναρχ, όπως τον ονομάζει – τους Υπερασπιστές της. Και τώρα, ούτε αυτούς δεν υπηρετεί.

Φυσικά, ο Τζακ δεν είχε αναφέρει τίποτα σε κανέναν για όλα τούτα. Ούτε στον Λούσιο Φαθράλω, τον Παντοκρατορικό Επόπτη του Σάνκριλαμ, ούτε στον Ναρτάθες Λάρενραχ, τον Ανώτατο Ελεγκτή των πρακτόρων της Παντοκράτειρας στο Πριγκιπάτο. Μονάχα η Ανδρομάχη τα ήξερε, και ο Τζακ την είχε προειδοποιήσει να μην αποκαλύψει τίποτα – «για το δικό σου καλό,» της είχε τονίσει, «όχι για το δικό μου.» Και είχε δίκιο. Τέτοιες γνώσεις ήταν, αναμφίβολα, απαγορευμένες. Ποιος θα με πιστέψει, ούτως ή άλλως;

Η Ανδρομάχη, για πρώτη φορά στη ζωή της, είχε αρχίσει να έχει αμφιβολίες για τη δύναμη την οποία υπηρετούσε. Δεν ήταν η Παντοκράτειρα. Δεν ήταν καν το όλο πολιτικό σύστημα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Ήταν οι επιθυμίες ενός μυστηριώδους δαίμονα που κινούσε τα νήματα κρυμμένος πίσω από την Παντοκράτειρα, ελέγχοντας τους προσωπικούς πράκτορές του σαν μαριονέτες. Τι κάνω εδώ; αναρωτιόταν η Ανδρομάχη το βράδυ, προτού κοιμηθεί. Τι κάνω μ’αυτούς τους ανθρώπους;

Τώρα, όμως, εδώ βρισκόταν, και δεν ήξερε πού αλλού να πάει.

Και το φουσάτο της Ανατολικής Συμμαχίας όλοι έλεγαν ότι, σύντομα, θα χτυπούσε την Ένθελρακ. Σε μία, δύο, τρεις ημέρες. Ο στρατός του Πριγκιπάτου συγκεντρωνόταν εκεί. Ο Στρατηγός Νίλφες ήταν ήδη εκεί. Το ίδιο κι ο Επόπτης, και ο Μελράνος, ο Ιερός Μαχητής των Οστών: ο Πρόμαχος της Πριγκίπισσας Ισλάννα. Η Ανδρομάχη είχε ακούσει πως και ο Λοχαγός Ιβάν Κάλρω – που ήταν παλιά μαζί της, στη Χαύδοραλ – βρισκόταν τώρα στην Ένθελρακ, έχοντας επιβιώσει από τον πόλεμο στα ανατολικά εδάφη του Σάνκριλαμ.

Κανένας δεν είχε ζητήσει στην Ανδρομάχη να πάει κι εκείνη στην Ένθελρακ. Την αγνοούσαν στις στρατιωτικές κινήσεις που έκαναν. Δεικτικά, ίσως. Πράγμα που την ενοχλούσε. Ο Λούσιος τη θεωρούσε καταστροφική στις τακτικές πολέμου, ύστερα από τον βομβαρδισμό της Χαύδοραλ. Θα έπρεπε να εύχεται ο ηλίθιος να είχα ισοπεδώσει τη Χαύδοραλ τελείως! Τώρα δεν θα αντιμετωπίζαμε τόσους εχθρούς από την Ανατολική Συμμαχία!

Η Ανδρομάχη μπορούσε, φυσικά, να πάει στην Ένθελρακ χωρίς κανένας να της το ζητήσει. Εξακολουθούσε να είναι ειδική πράκτορας της Παντοκράτειρας, με βαθμό Ανώτερη Ελέγκτρια. Όμως δίσταζε. Μέχρι που ο Τζακ το πρότεινε.

«Αύριο,» της είπε, καθισμένος πλάι στο τζάκι, «θα ταξιδέψω στην Ένθελρακ. Ο Άζ’λεφκ είναι κοντά, και θα τον συναντήσω.» Είχε τα πόδια του τεντωμένα εμπρός του, καθώς καθόταν στην καρέκλα, και τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος. Το φως της φωτιάς αντανακλούσε επάνω στο γυμνό, γαλανόδερμο σώμα του.

Η Ανδρομάχη ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, μ’ένα σεντόνι τυλιγμένο γύρω της. Είχαν κάνει έρωτα πριν από λίγο. Στην αρχή, δίσταζε να πλαγιάσει μαζί του. Η ενέργεια που κρυβόταν εντός του την τρόμαζε. Φοβόταν πως, αν τον άφηνε να μπει μέσα της, μπορεί να καιγόταν η γυναικεία της φύση. Εξάλλου, ποιος ξέρει τι μπορεί ο Τζακ να έκανε όταν έφτανε σε οργασμό; Ίσως φωτιά να πεταγόταν από κάθε άνοιγμα του σώματός του. Τελικά, τίποτα δεν είχε πεταχτεί από το σώμα του εκτός από ό,τι περιμένει μια γυναίκα να πεταχτεί από το σώμα ενός άντρα όταν βρίσκεται στην αγκαλιά της.

«Πώς το ξέρεις ότι θα είναι με τον στρατό που θα πολιορκήσει την πόλη;» ρώτησε η Ανδρομάχη.

«Δεν μπορεί να είναι αλλού. Συνεχώς ακούμε ότι ο κοκκινόδερμος μάγος πλησιάζει μαζί με τους αποστάτες, και οι παράξενες δυνάμεις του είναι που υπερνικούν την άμυνα της Πριγκίπισσας Ισλάννα και του Επόπτη.»

«Αληθεύει;»

Ο Τζακ έστρεψε το βλέμμα του επάνω της. «Ο Τάμπριελ μπορεί να προβλέπει το μέλλον. Αληθεύει.»

«Αυτό σημαίνει ότι ξέρει τις κινήσεις μας πριν τις κάνουμε;»

«Ορισμένες, ναι. Ορισμένες, όχι. Αλλά το πνεύμα του Άζ’λεφκ πρέπει τώρα να έχει ενισχύσει αυτή του την ικανότητα.»

Η Ανδρομάχη δεν μίλησε. Δεν ήξερε τίποτα από αυτά. Δεν τα καταλάβαινε. «Θα έρθω στην Ένθελρακ,» δήλωσε. «Αλλά να σε ρωτήσω κάτι; Αν ο Τάμπριελ ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνουν οι αποστάτες για να πάρουν την πόλη, τι νόημα έχει να την υπερασπιστούμε;»

Ο Τζακ γέλασε κοφτά. «Δεν ξέρει τι ακριβώς πρέπει να κάνουν. Απλώς βλέπει κάποια πράγματα. Έτσι κατάλαβα απ’αυτά που είπε ο Άζ’λεφκ όσο ήμασταν στα βάθη του Μεγάλου Σχίσματος. Μπορείτε να νικήσετε τους επαναστάτες αν φανείτε έξυπνοι.»

«‘Μπορείτε’;» είπε η Ανδρομάχη. «Δεν συμπεριλαμβάνεις τον εαυτό σου ανάμεσά μας;»

«Δε θα είμαι για πολύ καιρό πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ, ούτε της Παντοκράτειρας.»

«Θα πας, επομένως, με τους αποστάτες; Με τον Αρχιπροδότη;»

«Όχι,» είπε ο Τζακ. «Δε θα πάω με κανέναν. Είναι άσκοπο. Θα περιμένω να δω ποιος θα νικήσει ύστερα απ’αυτό τον συμπαντικό καβγά και, μετά, θα σκεφτώ τι με συμφέρει.»

Ίσως να έχει δίκιο, σκέφτηκε η Ανδρομάχη. Ίσως αυτό να είναι το καλύτερο. «Τζακ,» ρώτησε, «τι νομίζεις ότι πρέπει να κάνω;»

«Εσύ; Ό,τι θέλεις, φυσικά.»

«Πιστεύεις ότι η Επανάσταση θα νικήσει;»

«Είναι πιθανό. Βέβαιο, όμως; Τίποτα δεν είναι βέβαιο, Ανδρομάχη.»

Το βλέμμα της ταξίδεψε πάνω στις πτυχώσεις του σεντονιού. «Αν νικήσουν, δε θα μπορώ να επιστρέψω στην Απολλώνια. Ποτέ. Κι αν ηττηθούν… έχω αμφιβολίες τώρα για… Ύστερα απ’όσα μού είπες για τον Ελκράσ’ναρχ…» Ύψωσε τη ματιά της για να τον ατενίσει. «Δεν έχω πια ιδέα τι συμβαίνει στην Παντοκρατορία.»

«Γιατί; πριν νόμιζες πως είχες;»

«Μη με κοροϊδεύεις!» είπε η Ανδρομάχη, πικαρισμένη.

«Δε σε κοροϊδεύω. Απλώς σου λέω πως κακώς είχες την ψευδαίσθηση ότι γνώριζες τι γινόταν. Σ’αυτό το σύμπαν, ποτέ κανείς δεν ξέρει τι γίνεται, Ανδρομάχη. Είναι ένας χώρος πολυσύνθετος. Κάθε παιχνίδι συμπεριλαμβάνεται μέσα σε κάποιο άλλο, ευρύτερο παιχνίδι. Ακόμα κι ο Ελκράσ’ναρχ ίσως να είναι το πιόνι κάποιου, χωρίς να το ξέρει.»

Η Ανδρομάχη έμεινε σιωπηλή καθώς το αναλογιζόταν αυτό.

Ο Τζακ σηκώθηκε από την καρέκλα πλάι στο τζάκι και βάδισε προς το μέρος της. Το βλέμμα της Ανδρομάχης πήγε, ακούσια, στο πουλί του που κρεμόταν κάτω από τις πυκνές, μαύρες τρίχες ανάμεσα στα πόδια του. Ύστερα υψώθηκε για να κοιτάξει το πρόσωπό του. Ο Τζακ άρπαξε την κάτω άκρη του σεντονιού που τη σκέπαζε. Το τράβηξε, σηκώνοντάς το, αποκαλύπτοντας τα πόδια της.

«Ε,» του είπε η Ανδρομάχη, «τι κάνεις;» Ο Τζακ έριξε το σεντόνι προς τα πάνω, σκεπάζοντάς το κεφάλι της. «Τι κάνεις;» φώναξε η Ανδρομάχη γελώντας. «Πάψε!» Αισθάνθηκε τα χέρια του να παραμερίζουν τους μηρούς της, δυνατά, κι ύστερα η αναπνοή του ήταν κοντά στη φύση της. Η γλώσσα του γλίστρησε μέσα της. «Οοοοοο…» έκανε η Ανδρομάχη, και τύλιξε τα πόδια της γύρω από τους ώμους του, αφήνοντας το κεφάλι της σκεπασμένο με το σεντόνι.

9.

Το επόμενο πρωί, έφυγαν από τη Σάνκριλαμ μέσα σ’ένα χαμηλό, τετράκυκλο όχημα με δερμάτινη οροφή και όλα τα παράθυρα κατεβασμένα. Ο καιρός ήταν γλυκός εδώ, στις όχθες του ποταμού Νέρελρημ, και δεν κρύωναν. Η Ανδρομάχη οδηγούσε, και ο αέρας που τίναζε τα ξανθά μαλλιά της της ήταν ευχάριστος. Ο Τζακ καθόταν πλάι της χωρίς να μιλά, μοιάζοντας σκεπτικός. Αναρωτιόταν πώς να πολεμήσει τον Άζ’λεφκ; Η Ανδρομάχη δεν τον ρώτησε. Καλύτερα να μην ξέρω.

Επάνω στη λιθόστρωτη δημοσιά συνάντησαν ελάχιστους ταξιδιώτες, κάμποσα κάρα που πήγαιναν πράγματα σε τριγυρινά χωριά, δύο μεταγωγικά που μετέφεραν στρατό, τρία φορτηγά οχήματα με εμπορεύματα – ένα φορτωμένο με άχυρα, ένα φορτωμένο με ξύλα, και ένα κλειστό, που δεν φαινόταν τι περιείχε.

Έφτασαν στην Ένθελρακ πριν από το μεσημέρι, και είδαν ότι οι επάλξεις της πόλης ήταν γεμάτες στρατό και πολεμικές μηχανές, και ο ουρανός της γεμάτος αεροσκάφη. Στο λιμάνι υπήρχαν κάμποσα καράβια, αλλά ήταν προφανές πως κανένας δεν περίμενε επίθεση από τον ποταμό. Οι Ανατολικές Δυνάμεις έρχονταν από την ξηρά.

Η βόρεια πύλη της πόλης δεν ήταν κλειστή, αλλά οι φρουροί σταμάτησαν την Ανδρομάχη και τον Τζακ για έλεγχο. Κι οι δύο έδειξαν τις ταυτότητες που τους αναγνώριζαν ως ειδικούς πράκτορες της Παντοκράτειρας. Η λοχίας των φρουρών τις κοίταξε, τις πέρασε από έναν σαρωτή επαλήθευσης (Έχουν πάρει σοβαρά μέτρα ασφάλειας, παρατήρησε η Ανδρομάχη), και, αφού το μηχάνημα τη διαβεβαίωσε ότι ήταν αυθεντικές, τους τις επέστρεψε και τους άφησε να μπουν χωρίς να γίνει κανένας έλεγχος στο όχημά τους.

Η Ανδρομάχη οδήγησε σε δρόμους που ήταν γεμάτοι μισθοφόρους με το λευκό χιτώνιο του Στρατού της Παντοκράτειρας πάνω από τις πανοπλίες τους. Πήγε στο κάστρο της Ένθελρακ, το οποίο ήταν γαντζωμένο επάνω σ’ένα κατάφυτο ύψωμα πλάι στον ποταμό. Στην πύλη έδειξε πάλι την ταυτότητά της και την άφησαν να περάσει και να βάλει το όχημά της στον χώρο στάθμευσης. Έσβησε τη μηχανή, άνοιξε την πόρτα πλάι της, και βγήκε.

Ο Τζακ βγήκε από την άλλη.

«Πάμε να βρούμε τον Λούσιο,» είπε η Ανδρομάχη, κι εκείνος την ακολούθησε στον περίβολο του κάστρου. Η Ανδρομάχη ρώτησε εκεί έναν φρουρό πού ήταν ο Επόπτης, κι ο φρουρός τής αποκρίθηκε να πάει στο εσωτερικό του κεντρικού οικήματος για να ρωτήσει.

Ο Τζακ και η Ανδρομάχη μπήκαν στο κεντρικό οίκημα και ρώτησαν άλλους φρουρούς, οι οποίοι τους κατεύθυναν ή στη μεγάλη αίθουσα ή στα δωμάτια που η Δούκισσα της Ένθελρακ είχε παραχωρήσει στον Επόπτη και τη σύζυγό του. Υπέροχα, σκέφτηκε ειρωνικά η Ανδρομάχη· είναι κι αυτή εδώ… Τη συμπαθούσε λιγότερο από τον Λούσιο, την Αμάλριτ’νορ, την Αρχικατάσκοπο του Σάνκριλαμ. Ήταν μια σκρόφα και μισή.

Τελικά, έτυχε να συναντήσει πρώτο τον Στρατηγό Νίλφες, τον οποίο συμπαθούσε σαφώς περισσότερο. Ήταν στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου και δεν φάνηκε ξαφνιασμένος που την είδε.

«Καλωσόρισες,» της είπε, «αν και δεν ξέρω κατά πόσο ήταν συνετό να έρθεις. Σύμφωνα με τις αναφορές μας, σύντομα θα βρισκόμαστε σε κατάσταση πολιορκίας.»

«Το γνωρίζω,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη στον αδελφό της Πριγκίπισσας Ισλάννα, που της έμοιαζε μόνο στην όψη. «Είμαι εδώ για να βοηθήσω όσο μπορώ. Δεν έχει νόημα να κάθομαι στην πρωτεύουσα. Αν ο εχθρός μάς νικήσει στην Ένθελρακ, τα πράγματα στη Σάνκριλαμ θα γίνουν αυτομάτως πολύ άσχημα.»

Ο Νίλφες ένευσε. «Όντως. Γι’αυτό έχουμε συγκεντρώσει πολύ μεγάλο μέρος του στρατού μας εδώ. Αλλά, δυστυχώς, δεν έρχεται βοήθεια από την Παντοκράτειρα παρότι το έχουμε ζητήσει.» Ο τόνος της φωνής του υποδήλωνε ερώτηση. Μάλλον περίμενε ότι οι δύο πράκτορες μπροστά του μπορούσαν να του δώσουν κάποια εξήγηση.

«Ο στρατός της Μεγαλειοτάτης,» απάντησε ο Τζακ, «είναι πολύ πιεσμένος τον τελευταίο καιρό, Στρατηγέ. Παντού πόλεμοι γίνονται, όχι μόνο στη Βίηλ.»

«Η Βίηλ, όμως, είναι πολύ κοντά στη Ρελκάμνια. Και ποιος είστε εσείς, κύριε, αν επιτρέπεται;» Δεν γνώριζε τον Τζακ. Πρώτη φορά τον έβλεπε.

«Τζακ’μορ Πολύχρωμος. Ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας.» Ο Τζακ έδειξε την ταυτότητά του.

«Ήρθατε από τη Ρελκάμνια;»

«Όχι. Είμαι πολλά χρόνια στη Βίηλ, Στρατηγέ· απλώς δεν είχε τύχει να συναντηθούμε.»

«Ελπίζω οι γνώσεις σας ως Τεχνομαθής μάγος να μπορούν να μας βοηθήσουν στην επερχόμενη σύγκρουση,» είπε ο Νίλφες, έχοντας παρατηρήσει το ’μορ στο τέλος του ονόματος του Τζακ.

«Κι εγώ το ελπίζω.»

«Πού είναι ο Λούσιος;» ρώτησε η Ανδρομάχη.

«Ο Επόπτης βρίσκεται στα δωμάτιά του, αν δεν κάνω λάθος.»

«Εσύ μάς περίμενες;» Του μιλούσε στον ενικό, εδώ και καιρό. Είχαν γνωριστεί αρκετά καλά στην Αυλή της Πριγκίπισσας Ισλάννα.

«Σε είδα στον περίβολο, να βγαίνεις από τον χώρο στάθμευσης. Στεκόμουν στις επάλξεις του κάστρου εκείνη την ώρα, επειδή επέβλεπα την τοποθέτηση κάποιων πολεμικών μηχανών. Έχεις κάτι να πεις στον Επόπτη; Να τον φωνάξω;»

«Δεν υπάρχει λόγος. Θα τον δω όταν τον δω.»

Ο Στρατηγός του Σάνκριλαμ κούνησε το κεφάλι καταφατικά, κι ύστερα έγνεψε σε μια υπηρέτρια να πλησιάσει. Της είπε: «Ετοίμασε δύο δωμάτια για την κυρία Ανδρομάχη Χρυσόπτερη και τον κύριο Τζακ Πολύχρωμο. Θα μείνουν μαζί μας.»

«Μάλιστα, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε εκείνη, κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση και φεύγοντας.

10.

«Όλοι είναι στις θέσεις τους, Εξοχότατε,» τελείωσε ο λοχαγός που είχε έρθει να αναφέρει στον Λούσιο. «Θα θέλατε να μεταφερθούν κι άλλοι εκεί;»

«Για την ώρα, όχι. Θα το συζητήσω και με τον Στρατηγό. Πήγαινε – και να έχεις υπόψη σου: Δεν λες τίποτα γι’αυτό, σε κανέναν.»

«Μάλιστα, Εξοχότατε.» Ο λοχαγός χαιρέτισε στρατιωτικά και βάδισε προς την εξώπορτα.

Την άνοιξε και στο κατώφλι φάνηκε η Αμάλριτ’νορ, ξαφνιασμένη.

«Συγνώμη, Αρχόντισσά μου,» είπε, αμήχανα, ο στρατιωτικός.

Η Αμάλριτ χαμογέλασε. «Δεν πειράζει.» Και του έκανε χώρο να βγει.

Εκείνος έφυγε από τα δωμάτια του Επόπτη, και η Αρχικατάσκοπος του Σάνκριλαμ μπήκε, κλείνοντας πίσω της.

«Ξέρεις ποια είναι εδώ;» είπε στον Λούσιο.

Εκείνος συνοφρυώθηκε.

«Η Ανδρομάχη,» είπε η Αμάλριτ, «κι αυτός ο Τζακ Πολύχρωμος.»

Ο Λούσιος κούνησε το χέρι του αδιάφορα. «Δεν πρόκειται να τη συμβουλευτούμε για τη στρατηγική μας, ούτως ή άλλως.» Πήγε στο γραφείο του και κάθισε. «Και ίσως να μπορεί να βοηθήσει στην πολιορκία. Στο σπαθί είναι καλή, έχω ακούσει να λένε στο παλάτι.»

Η Αμάλριτ ένευσε. «Είναι,» είπε. «Αλλά, αν φτάσουμε στο σημείο να χρειαστεί το σπαθί της, τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα για εμάς.»

Ο Λούσιος έμεινε σιωπηλός, σκεπτικός, έχοντας το σαγόνι του ακουμπισμένο στη γροθιά του.

Η Αμάλριτ, που στεκόταν αντίκρυ του, έβαλε τα χέρια της στην ξύλινη επιφάνεια του γραφείου και στηρίχτηκε εκεί. «Τι σου είπε ο λοχαγός;»

«Οι δυνάμεις μας φαίνεται να έχουν τοποθετηθεί όπως πρέπει. Και κανέναν ανιχνευτή του εχθρού δεν έχουν εντοπίσει εκεί κοντά. Όμως…» Ο Λούσιος έσμιξε τα χείλη, δυσανασχετώντας. «Όμως κι άλλες φορές υποτίθεται πως οι ενέδρες ήταν τέλειες, και οι αποστάτες τις διέλυσαν, ή τις πέρασαν εύκολα. Κάτι κάνει αυτός ο μάγος, Αμάλριτ. Κάτι κάνει!»

Η Αμάλριτ γέλασε. «Μην είσαι ανόητος! Προκατάληψη είναι. Εξάπλωσαν τη φήμη ότι επέστρεψε από τους νεκρούς για να μας τρομάξουν. Δεν είναι καταφανές;»

«Η ικανότητά τους, όμως, να προβλέπουν τις κινήσεις μας είναι… εξωπραγματική.»

«Σου έχει απλώς γεννηθεί αυτή η εντύπωση,» είπε η Αμάλριτ παίρνοντας τα χέρια της από το γραφείο.

Ο Λούσιος κοπάνησε τη γροθιά του, οργισμένα, επάνω στο έπιπλο. «Τα Δαιμόνια, Αμάλριτ! Δεν είναι η εντύπωσή μου! Είμαι στρατιωτικός· ξέρω ποιες είναι οι πιθανότητες να προβλέψει ο εχθρός τα σχέδιά σου!»

«Είσαι στρατιωτικός,» είπε η Αμάλριτ, ψύχραιμα, «αλλά από πότε έχεις να δεις πόλεμο;»

«Θα αμφισβητήσεις, τώρα, τις γνώσεις μου;» έκανε θυμωμένα ο Λούσιος. «Ούτε του Στρατηγού τού φαίνεται φυσιολογικό αυτό που συμβαίνει!»

Η Αμάλριτ αναστέναξε. «Ίσως να έχουν καλούς ανιχνευτές. Ίσως να χρησιμοποιούν κάποιες μεθόδους που είναι…» ανασήκωσε τους ώμους, «πολύ αποτελεσματικές. Αλλά δε νομίζω ότι όλα αυτά έχουν σχέση με την υποτιθέμενη επιστροφή του κοκκινόδερμου μάγου από τους νεκρούς.»

«Ίσως…» αποκρίθηκε ο Λούσιος, συλλογισμένα. Και το βλέμμα του πήγε στον χάρτη που ήταν απλωμένος επάνω στο γραφείο: έναν χάρτη της περιοχής γύρω από την Ένθελρακ, όπου ήταν σημειωμένες οι θέσεις των μαχητών του. Είπε στην Αμάλριτ μετά από μερικές στιγμές: «Ζήτα από τον Τζακ να έρθει να του μιλήσω. Μόνο αυτός, όχι η Ανδρομάχη.»

«Τον εμπιστεύεσαι;» Η μάγισσα ακόμα στεκόταν.

«Είναι χρόνια στη Βίηλ, και νομίζω ότι είναι καλός στη δουλειά του. Ίσως να έχει κάτι χρήσιμο να προτείνει. Εξάλλου, κατόρθωσε να ξεφύγει από τα μπουντρούμια των αποστατών, στη Νέλερβικ.»

«Όπως θέλεις,» είπε αδιάφορα η Αμάλριτ, κι έφυγε από τα δωμάτιά τους.

Ύστερα από λίγη ώρα, ενώ ο Λούσιος κάπνιζε ένα τσιγάρο, ο Τζακ ήρθε να τον επισκεφτεί χωρίς τη συνοδία της μάγισσας.

«Επόπτη,» χαιρέτησε καθίζοντας αντίκρυ του.

«Μου είπαν ότι ήρθες σήμερα.»

«Ναι. Δεν έχει περάσει πολλή ώρα που είμαι στο κάστρο. Συνάντησα ήδη τον Στρατηγό Νίλφες.»

«Σου μίλησε για το σχέδιό μας;»

«Όχι. Ποιο σχέδιο;»

Ωραία, σκέφτηκε ο Λούσιος. Ακολούθησε πιστά την απόφασή μας να μην αναφέρουμε τίποτα σε κανέναν, παρά μόνο σε όσα άτομα είναι απαραίτητο. «Έχουμε στήσει ενέδρα για το στρατό των αποστατών. Ο σκοπός είναι να τους διαλύσουμε προτού φτάσουν αρκετά κοντά στην Ένθελρακ ώστε να την πολιορκήσουν.»

«Κι άλλες ενέδρες έχουν στηθεί εναντίον τους κι έχουν αποτύχει,» είπε ο Τζακ, «ή κάνω λάθος;»

«Δεν κάνεις λάθος,» αποκρίθηκε ο Λούσιος ενοχλημένα. «Αυτή τη φορά, όμως, είναι πολύ σημαντικό η ενέδρα να πετύχει. Τα πάντα, βέβαια, φαίνεται να έχουν στηθεί τέλεια. Ωστόσο… έχω την αίσθηση ότι οι αποστάτες διαθέτουν κάποια ιδιαίτερη μέθοδο για να ανακαλύπτουν τα σχέδιά μας…»

Ο Τζακ τον ατένιζε παρατηρητικά, αμίλητος.

«Δεν έχεις να πεις τίποτα για το θέμα;» ρώτησε ο Λούσιος.

«Πιστεύεις ότι ξέρω κάτι και το κρύβω;»

«Ήσουν καιρό αιχμάλωτός τους, και δραπέτευσες.»

«Αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Το μόνο που γνωρίζω – και σ’το έχω ήδη πει – είναι ότι ο Τάμπριελ διαθέτει προφητικές ικανότητες.»

«Και νομίζεις ότι εξαιτίας αυτών μπορούν και υπερνικούν τα σχέδιά μας;»

«Όχι μόνο, αλλά σίγουρα συμβάλλουν. Μην ξεχνάς, Επόπτη, πως έχουν επίσης δύο Μαύρες Δράκαινες μαζί τους: την Ανταρλίδα και την Αλιζέτ, η οποία πρόσφατα μας πρόδωσε. Είναι κι οι δυο τους πολύ ικανές στη δουλειά τους.»

Ο Λούσιος έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι επάνω στον χάρτη. «Ο Τάμπριελ ήταν, τελικά, νεκρός ή όχι;»

«Τον κάρφωσα με το σπαθί μου,» είπε ο Τζακ· «αυτό είναι το βέβαιο. Μετά, δεν ξέρω τι έγινε· με είχαν φυλακίσει. Υποθέτω πως τον περιέθαλψαν, τον έκρυψαν για κάποιο καιρό, και τώρα διαδίδουν πως αναστήθηκε. Ένας αθάνατος μάγος είναι τρομαχτική ιδέα για τον εχθρό σου, δε νομίζεις;»

«Σίγουρα.»

«Μην είσαι αφελής,» του είπε ο Τζακ (ενοχλώντας τον Λούσιο μ’αυτό τον χαρακτηρισμό, τον οποίο είχε αρθρώσει τόσο άνετα λες κι ήταν γενική αλήθεια). «Ο Τάμπριελ δεν είναι το μόνο σου πρόβλημα. Δεν είναι καν το βασικό σου πρόβλημα. Και μην αμφιβάλλεις πως είμαι εδώ, ξανά, για να τον σκοτώσω.»

«Και πώς σχεδιάζεις να το κάνεις αυτό;»

«Θα τον περιμένω να έρθει.»

«Δηλαδή, υποθέτεις ότι η ενέδρα μου θα αποτύχει!»

Ο Τζακ γέλασε. «Δε μπορώ να είμαι βέβαιος, αλλά, ναι, υπάρχει μια καλή πιθανότητα, νομίζω.»

Το βλέμμα του Λούσιου σκοτείνιασε. «Αν όμως η ενέδρα μου δεν αποτύχει, τότε μπορεί οι μαχητές μου να σκοτώσουν τον Τάμπριελ πριν από εσένα.»

«Το αμφιβάλλω,» είπε ο Τζακ· αλλά ο τόνος της φωνής του έμοιαζε να λέει: Αποκλείεται.

11.

Η Ανδρομάχη ήταν τσαντισμένη που ο Λούσιος είχε καλέσει τον Τζακ αλλά είχε αρνηθεί να δεχτεί κι εκείνη στα δωμάτιά του. Όταν η Αμάλριτ’νορ – που τους είχε συναντήσει στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου – της είχε πει «Όχι εσύ, μόνο ο Τζακ», η Ανδρομάχη ήταν στα πρόθυρα να τη γρονθοκοπήσει. Τώρα, καθόταν στη μεγάλη αίθουσα και περίμενε, με μια κούπα κρασί κοντά της. Διάφοροι πήγαιναν κι έρχονταν στο δωμάτιο χωρίς να της δίνουν σημασία. Μονάχα κανένα βιαστικό βλέμμα τής έριχναν. Η παρουσία της δεν τους παραξένευε· με την επικείμενη πολιορκία πολλοί περνούσαν από το κάστρο της Ένθελρακ: μαντατοφόροι, αξιωματικοί, πράκτορες, μάγοι…

Τελικά, μια γυναίκα την πλησίασε. Ήταν κοντή, και δεν μπορεί να είχε δει λιγότερους από πενήντα χειμώνες. Το λευκό δέρμα της ήταν, όμως, καλοδιατηρημένο και το πρόσωπό της βαμμένο. Είχε μαύρα μαλλιά με μερικές τούφες άσπρων ανάμεσά τους. Κοσμήματα γυάλιζαν επάνω στο βαθυγάλαζο φόρεμά της με τα διακοσμητικά κεντήματα.

«Ποια είστε;» ρώτησε.

Η Ανδρομάχη δεν σηκώθηκε από την καρέκλα της. Συστήθηκε, όμως. «Ειδική πράκτορας της Παντοκράτειρας,» πρόσθεσε όταν είδε πως το όνομά της δεν έλεγε τίποτα στην άλλη γυναίκα, «και πρώην Επόπτρια του Πριγκιπάτου Χαύδοραλ.»

«Μάλιστα…» είπε εκείνη συλλογισμένα.

«Κι εσείς;»

Η γυναίκα συνοφρυώθηκε. Θεωρούσε, μάλλον, ότι η Ανδρομάχη όφειλε ήδη να τη γνωρίζει. «Η Δούκισσα της Ένθελρακ,» είπε. «Θελρίτ Νάρβεληχ.»

«Φυσικά.» Η Ανδρομάχη σηκώθηκε από την καρέκλα της. «Με συγχωρείτε που δεν σας αναγνώρισα αμέσως, Δούκισσά μου.» Δεν τη θυμόταν· δεν την είχε δει ποτέ της· αλλά δεν είχε σημασία.

Η Θελρίτ Νάρβεληχ φάνηκε ευχαριστημένη. «Υποθέτω, έχετε πολλά στο μυαλό σας…»

«Πράγματι,» είπε η Ανδρομάχη. «Αυτοί είναι δύσκολοι καιροί για όλους μας.» Συγχρόνως σκεφτόταν: Νάρβεληχ; Συγγενής της Ισλάννα; Ο Οίκος της Πριγκίπισσας του Σάνκριλαμ ονομαζόταν Νάρβεληχ.

«Αυτό ξαναπείτε το,» αποκρίθηκε η Δούκισσα. «Πώς άφησαν τέτοιους κακοποιούς να φτάσουν ώς εδώ – ώς την Ένθελρακ – ακόμα δεν μπορώ να το καταλάβω.»

«Οι αποστάτες έχουν μαζί τους μερικούς πολύ επικίνδυνους ανθρώπους, Δούκισσά μου,» της είπε η Ανδρομάχη. Κάθισαν και άρχιζαν να συζητάνε. Η κουβέντα τους δεν είχε καμια πραγματική ουσία, αλλά η Ανδρομάχη θεωρούσε πως ίσως να της φαινόταν χρήσιμο να αποκτήσει φιλικές σχέσεις με τη Δούκισσα της Ένθελρακ.

Όταν είδε τον Τζακ να μπαίνει στη μεγάλη αίθουσα, είπε: «Με συγχωρείτε, Δούκισσά μου· πρέπει να μιλήσω σε κάποιον.»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε εκείνη, μοιάζοντας να μην ενοχλείται καθόλου.

Η Ανδρομάχη πλησίασε τον Τζακ στην άλλη άκρη της αίθουσας, περνώντας ανάμεσα από τις πολλές ψηλές κολόνες του μεγάλου δωματίου.

«Γνώρισες την αγαπητή Δούκισσα, βλέπω…» της είπε εκείνος.

«Την ξέρεις;»

«Όχι προσωπικά. Πώς σου φάνηκε;»

«Όλο λόγια και άγνοια.»

Ο Τζακ μειδίασε.

«Τι σου είπε ο μαλάκας;» ρώτησε η Ανδρομάχη.

«Έχει ετοιμάσει μια ενέδρα για τον στρατό των αποστατών.»

«Ακόμα μια ενέδρα;»

«Με ρωτούσε μήπως μπορούσα να του δώσω κάποια πληροφορία γιατί οι προηγούμενες ενέδρες απέτυχαν.»

«Και;»

«Τι να του πω; Ο Τάμπριελ έχει προφητικές ικανότητες, οι Μαύρες Δράκαινες είναι… Μαύρες Δράκαινες. Του τα έχω πει ήδη. Δεν ξέρω κάτι άλλο, κι αυτή είναι η αλήθεια.»

Η Ανδρομάχη συνοφρυώθηκε. «Παράξενο που ο Νίλφες δεν μας ανέφερε τίποτα για την ενέδρα…»

«Ο Επόπτης θέλει να το κρατήσει όσο πιο κρυφό γίνεται. Νομίζει ότι έτσι θα είναι λιγότερες οι πιθανότητες οι αποστάτες να του χαλάσουν το σχέδιο.»

«Εσύ τι νομίζεις; Θα πετύχει η ενέδρα;»

«Δεν ξέρω· λεπτομέρειες δεν μου είπε. Κι επιπλέον, εμένα ο Άζ’λεφκ μ’ενδιαφέρει. Αυτόν περιμένω. Και δεν το θεωρώ πιθανό ο Λούσιος να καταφέρει να τον σκοτώσει.»

Απολλώνια

1.

Πέρασαν τις γραμμές των Παντοκρατορικών μέσα στη νύχτα, η Αθηνά, η Νικίτα, η Άνμα’ταρ, η Αριάδνη’ταρ, ο Σέλιρ’χοκ, και ο Βαλέριος. Δεν δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα. Οι δύο Μαύρες Δράκαινες οδηγούσαν κι οι υπόλοιποι ακολουθούσαν. Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας δεν ήταν και πολύ εύκολο να περιφρουρούν τα σύνορά τους μέσα στη Βολιρία ενώ συνεχώς γίνονταν συγκρούσεις. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος δεν είχε ακόμα προστάξει παύση πυρός, εσκεμμένα, προκειμένου να περάσουν οι απεσταλμένοι του στα ενδότερα της πόλης.

Τώρα βρίσκονταν εκεί και δεν χρειαζόταν ν’ανησυχούν μήπως καμια τυχαία έκρηξη τούς τινάξει στον αέρα· αλλά έπρεπε να προσέχουν για τις περιπολίες των Παντοκρατορικών. Οι δρόμοι, κατά τα άλλα, ήταν άδειοι από πολίτες και οχήματα, εκτός από στρατιωτικά. Οι Μαύρες Δράκαινες δεν είχαν πρόβλημα να πλοηγούνται αθέατες μέσα στη Βολιρία και να οδηγούν τους συντρόφους τους από το ένα οικοδομικό τετράγωνο στο άλλο. Όποτε περνούσαν έφιπποι Παντοκρατορικοί από κοντά τους, ή Παντοκρατορικοί επάνω σε ενεργειακά δίκυκλα, κρύβονταν στις πυκνές σκιές της πόλης και περίμεναν. Ύστερα συνέχιζαν τον δρόμο τους.

Είχαν μάθει όλοι τους τον χάρτη της Βολιρίας, αλλά η Αθηνά τον ήξερε καλύτερα. Είχε αποστηθίσει κάθε περιοχή, κάθε δρόμο, κάθε πλατεία, κάθε σοκάκι· έτσι εκείνη προπορευόταν, εκείνη έλεγε πού θα στρίψουν, ποια οδό θ’ακολουθήσουν, ποια θα αποφύγουν. Η Νικίτα είχε, περισσότερο, το νου της μήπως κανείς παραφυλούσε ή πλησίαζε.

Ο Σέλιρ’χοκ αναγνώριζε την περιοχή όπου τώρα βρίσκονταν, γιατί κι αυτός είχε μάθει αρκετά καλά τον χάρτη της Βολιρίας. «Τα Εργοστάσια» ονομαζόταν, και όχι χωρίς καλό λόγο· υπήρχαν, όντως, πολλά εργοστάσια εδώ. Έμοιαζαν εγκαταλειμμένα μέσα στη νύχτα, αλλά δεν μπορεί να ήταν πραγματικά εγκαταλειμμένα· απλώς οι λειτουργίες τους είχαν σταματήσει λόγω της ώρας.

Η Νικίτα έκανε νόημα, κι όλοι στάθηκαν μες στο σκοτάδι ενός σοκακιού. Απόμακρα, οπλές ακούγονταν. Μια περιπολία ερχόταν.

Ο Σέλιρ’χοκ ρώτησε τον Βαλέριο, χαμηλόφωνα: «Δεν έχεις ξανάρθει εδώ;» Ήταν πολυταξιδεμένος.

«Έχω ξανάρθει,» παραδέχτηκε εκείνος, «αλλά, όπως είπα και στον Πρίγκιπά μας όταν δεν ήσουν κοντά, δεν ξέρω και τόσο καλά την πόλη. Ειδικά από τότε που μπήκα στην Επανάσταση, δεν την έχω επισκεφτεί ούτε μια φορά. Κι αυτό σημαίνει πολλά χρόνια–»

«Σσς!» του έκανε έντονα η Νικίτα, με τα μάτια της να γυαλίζουν άγρια μες στο σκοτάδι.

Ο Βαλέριος σώπασε.

Μετά από λίγο, η έφιππη περιπολία των Παντοκρατορικών πέρασε από αντίκρυ τους κι απομακρύνθηκε. Οι μαχητές μιλούσαν αναμεταξύ τους· μία απ’αυτούς γελούσε σαν μεθυσμένη.

«Νομίζεις ότι θα με άκουγαν με τέτοιο σαματά που κάνουν;» είπε ο Βαλέριος στη Νικίτα.

Η Μαύρη Δράκαινα δεν του μίλησε, και βγήκαν από το σοκάκι.

Η Αθηνά τούς οδήγησε βόρεια και, τελικά, έφυγαν από τα Εργοστάσια. Έφτασαν σε μια μεγάλη, πλατιά λεωφόρο που ο Σέλιρ’χοκ ήταν βέβαιος πως ήταν η Βολίρια Λεωφόρος, η οποία αποτελούσε συνέχεια της δημοσιάς που διέσχιζε τους Βολίριους Λόφους. Ξεκινούσε από τα ανατολικά της πόλης και, στο Κέντρο, έστριβε ανεβαίνοντας βόρεια και καταλήγοντας στον Αερολιμένα.

Αυτή τη φορά η Αθηνά ήταν που τους έκανε νόημα να σταματήσουν.

«Γαμήσου…» μουρμούρισε η Νικίτα.

«Τι;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ.

Η Άνμα’ταρ, που ήταν πλάι του, του έδειξε τις οροφές των αντικρινών πολυκατοικιών. Εκείνος ύψωσε το βλέμμα του και είδε κάτι φιγούρες που με το ζόρι διακρίνονταν. Σκοπευτές.

«Πρέπει να πάμε από άλλη μεριά,» είπε η Αθηνά. «Θα μας δουν αν κάνουμε να περάσουμε από δω.»

«Μπορώ να βοηθήσω σ’αυτό.»

Άπαντες στράφηκαν να κοιτάξουν τον Σέλιρ’χοκ.

«Με μια Μαγγανεία Νοητικής Συγχύσεως,» εξήγησε εκείνος. «Το περιβάλλον, αν μη τι άλλο, έτσι σκοτεινό όπως είναι, εξυπηρετεί.»

«Τους φτάνεις με τη μαγεία σου, εκεί πάνω πού βρίσκονται;» απόρησε η Νικίτα.

«Δε χρειάζεται να φτάσω αυτούς, μονάχα την περιοχή που μ’ενδιαφέρει. Από εδώ, ας πούμε,» έδειξε μπροστά της, «ώς εκεί,» έδειξε την αντικρινή μεριά της λεωφόρου.

Η Νικίτα κοίταξε την Άνμα και την Αριάδνη, ερωτηματικά.

«Γίνεται,» είπε η δεύτερη. «Ξέρω κι εγώ τη Μαγγανεία Νοητικής Συγχύσεως, αλλά όχι και τόσο καλά.»

Η Άνμα’ταρ ένευσε. «Ναι.»

«Ας το κάνουμε,» είπε η Αθηνά.

«Εντάξει,» συμφώνησε η Νικίτα.

Ο Σέλιρ’χοκ άρθρωσε τα λόγια για τη μαγγανεία και άντλησε ενέργεια από τους ζωντανούς κρυστάλλους επάνω στο ραβδί του. Εστίασε επίμονα το βλέμμα του στην περιοχή που ήθελε να επηρεάσει και επικέντρωσε κάθε του σκέψη και αίσθηση εκεί. Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του έμοιαζε, για κάμποση ώρα, σαν όνειρο. Οι σύντροφοί του ψιθύριζαν αναμεταξύ τους μα εκείνος δεν άκουγε, ή δεν καταλάβαινε, τι έλεγαν. Όταν ήταν βέβαιος πως είχε τοποθετήσει σωστά τη μαγγανεία, έπαψε την αυτοσυγκέντρωσή του και είπε: «Έτοιμη.»

«Χρειαζόταν τόση ώρα;» ρώτησε η Νικίτα. «Έκανες περίπου δέκα λεπτά.»

«Χρειαζόταν,» της απάντησε η Αριάδνη αντί για τον Σέλιρ. «Κουνήσου τώρα.»

Η Νικίτα δεν έκανε άλλες ερωτήσεις· έτρεξε στην αντικρινή μεριά της Βολίριας Λεωφόρου. Και οι υπόλοιποι την ακολούθησαν. Κανένας πυροβολισμός δεν αντήχησε. Κανένας συναγερμός. Ησυχία παντού.

«Τι είδαν οι σκοπευτές;» ρώτησε η Νικίτα, καθώς συνέχιζαν την πορεία τους προς τα βόρεια, μη σταματώντας καθόλου.

«Τίποτα,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Καμια φευγαλέα σκιά, το πολύ, την οποία το μυαλό τους αγνόησε.»

Προχώρησαν μέσα στους δρόμους της πόλης και, σύντομα, βρέθηκαν στους πρόποδες των Βολίριων Λόφων και στην Ψηλή Πόλη. Αναγνώρισαν τη συνοικία αμέσως από τις πολυτελείς οικίες της. Οι πολυκατοικίες ήταν χαμηλές, και όλα τα υπόλοιπα οικήματα ήταν μονοκατοικίες με μεγάλους κήπους και γκαράζ. Περιπολίες Παντοκρατορικών, όμως, περιφέρονταν ακόμα κι εδώ, και όλοι οι πολίτες ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους.

Η Δούκισσα Ευδοκία τούς είχε πει πού κατοικούσε ο Δούκας της Βολιρίας παλιά, έτσι κατευθύνθηκαν προς τα εκεί. Δεν είχαν και κανένα άλλο στοιχείο για ν’ακολουθήσουν, εξάλλου, κανέναν άλλο τρόπο να τον εντοπίσουν, αυτόν ή τις κόρες του.

Το παλάτι του Δούκα ήταν, αναμφίβολα, η μεγαλύτερη μονοκατοικία της περιοχής, και είχε τον μεγαλύτερο κήπο. Στην πύλη του κήπου στέκονταν δύο φρουροί που δεν ήταν ντυμένοι με στολές πολεμιστών της Παντοκράτειρας αλλά ούτε και με στολές Απολλώνιων μαχητών. Μισθοφόροι σωματοφύλακες. Από το εσωτερικό του παλατιού, φώτα φαίνονταν. Το μέρος δεν ήταν εγκαταλειμμένο. Όμως δεν ήταν και βέβαιο ότι ο Δούκας έμενε ακόμα εδώ. Μπορεί να ήταν φυλακισμένος, σκέφτηκε ο Σέλιρ’χοκ, και κάποιος Παντοκρατορικός να είχε κάνει κατάληψη της οικίας του.

Αφού η ομάδα των Μαύρων Δρακαινών έκανε έναν κύκλο ολόκληρου του μεγάλου κήπου, σταμάτησε σε μια σκοτεινή γωνία, πίσω από το σκεπαστό γκαράζ μιας πολυτελούς οικίας.

«Λοιπόν,» είπε η Αθηνά, «κάποιος μένει εκεί μέσα.»

«Δεν το ξέρουμε, όμως, ότι είναι ο Δούκας,» προειδοποίησε ο Σέλιρ.

Η Αθηνά ένευσε. «Γι’αυτό καλύτερα να μη μπούμε από την κεντρική είσοδο.»

«Από τα κάγκελα, τότε;» ρώτησε η Αριάδνη’ταρ.

«Προτιμότερο.»

«Μπορεί νάχουν συστήματα ασφαλείας με Βιοσκόπους που εντοπίζουν ζωτική ενέργεια,» είπε η Άνμα’ταρ.

«Τόσο μεγάλη προφύλαξη;» έκανε, δύσπιστα, η Αθηνά.

«Αν μένει κάποιος σημαντικός εκεί μέσα, γιατί όχι; Μπορώ, όμως, να αδρανοποιήσω το σύστημα αν υπάρχει. Με μια Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως. Όσο είστε κοντά μου, η ζωτική σας ενέργεια θα είναι κρυμμένη.»

«Εντάξει,» συμφώνησε η Αθηνά· «δε χάνουμε τίποτα. Αλλά εγώ θεωρώ πως περισσότερο πρέπει να προσέχουμε για κανένα σύστημα συναγερμού με αισθητήρες.»

«Θα φροντίσω εγώ γι’αυτό,» δήλωσε η Αριάδνη’ταρ. «Αν υπάρχουν αισθητήρες απ’τη μεριά που θα μπούμε, θα τους εντοπίσω.»

«Ωραία. Έχετε τίποτ’ άλλο να προτείνετε;»

Κανένας δεν μίλησε.

«Πάμε,» είπε η Αθηνά. «Από τη δυτική μεριά, που είναι πιο σκοτεινή.»

2.

Οι άλλοι πέντε κινούνταν γύρω από την Άνμα’ταρ που είχε κάνει τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως. Και, καθώς ζύγωναν τα ψηλά κάγκελα, η Αριάδνη’ταρ μουρμούρισε ένα Ξόρκι Εντοπισμού Αισθητήρων. Ο Σέλιρ’χοκ έκανε, συγχρόνως, ένα Ξόρκι Εντοπισμού Προκαλύψεως, για τη λιγάκι απίθανη περίπτωση ότι μπορεί κάποιος μάγος να είχε προσπαθήσει να κρύψει κάτι από τα ανιχνευτικά ξόρκια άλλων μάγων.

Δεν βρήκε τίποτα ύποπτο.

Αλλά η Αριάδνη είπε: «Υπάρχουν αισθητήρες. Εκεί κι εκεί.» Έδειξε στα κάγκελα. Τίποτα δεν φαινόταν μες στο σκοτάδι.

«Μπορείς να τους αδρανοποιήσεις;» ρώτησε η Αθηνά.

«Με Ξόρκι Μηχανικής Δυσλειτουργίας, μόνο.» Υπήρχε δισταγμός στη φωνή της.

«Και είναι κακό αυτό;»

«Αν κάποιος παρακολουθεί το σύστημα με το οποίο συνδέονται οι αισθητήρες μπορεί να παρατηρήσει ότι αρχίζουν να γίνονται μικροπροβλήματα. Επίσης, δεν είναι απόλυτα βέβαιο ότι οι αισθητήρες θα απενεργοποιηθούν τελείως· ίσως να εντοπίσουν κάτι που μοιάζει με σφάλμα αλλά είναι ύποπτο.»

«Γιατί μ’εσάς τις μάγισσες τα πράγματα είναι πάντα τόσο μπερδεμένα;» μούγκρισε η Νικίτα.

Ο Σέλιρ είχε, εν τω μεταξύ, κάνει ένα Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος και είχε καταλάβει ότι οι αισθητήρες δεν ενώνονταν μέσω καλωδίων με κάποιο κεντρικό σύστημα αλλά έστελναν τηλεπικοινωνιακό σήμα σ’αυτό. Τώρα είπε: «Μπορώ να μπλοκάρω το σήμα των αισθητήρων προσωρινά.»

«Ίσως να είναι ενωμένοι με καλώδια,» είπε η Αριάδνη.

«Δεν είναι· μόλις το έλεγξα. Στέλνουν τηλεπικοινωνιακό σήμα.»

«Κάνε το,» του είπε η Αθηνά.

«Ναι,» συμφώνησε η Άνμα.

Ο Σέλιρ’χοκ μουρμούρισε τα λόγια για ένα Ξόρκι Τηλεπικοινωνιακής Παρεμβολής. Δεν άντλησε ενέργεια από τους κρυστάλλους στο ραβδί του· δεν το θεώρησε απαραίτητο. «Μπορούμε να περάσουμε,» είπε όταν τελείωσε.

Η Νικίτα και η Αθηνά πήγαν πρώτες. Πήδησαν ψηλά, σαν αγριόγατες, και πιάστηκαν από την κορυφή των κάγκελων, η οποία δεν ήταν τελείως ακίνδυνη: τα κάγκελα σχημάτιζαν μυτερές αιχμές, σαν λόγχες. Οι δύο Μαύρες Δράκαινες δεν φάνηκαν να έχουν πρόβλημα μ’αυτό, όμως· κατάφεραν να σταθούν ανάμεσά τους, με τα γόνατα λυγισμένα. Και η Νικίτα έριξε ένα σχοινί, δένοντάς το σ’ένα κάγκελο και κάνοντας νόημα στον Βαλέριο και στον Σέλιρ’χοκ να έρθουν. Πρώτος σκαρφάλωσε ο Βαλέριος και πήδησε από την άλλη μεριά των κάγκελων, ενώ η Αθηνά είχε ήδη πηδήσει εκεί για να ελέγξει για κανέναν κίνδυνο. Ο Σέλιρ’χοκ πέρασε το ραβδί του στην πλάτη του και σκαρφάλωσε κι εκείνος, ενώ έβλεπε την Άνμα να τινάζεται ευέλικτα, να πιάνεται στην κορυφή των κάγκελων (αν και με περισσότερη δυσκολία από τη Νικίτα και την Αθηνά), κι αμέσως να πηδά απ’την άλλη.

Ο μάγος δυσκολεύτηκε ν’ανεβεί ακόμα και με το σχοινί, κι έβαλε τα πόδια του με προσοχή ανάμεσα στις αιχμές των κάγκελων. Η Νικίτα τον βοήθησε, μοιάζοντας να στέκεται εκεί σαν να ήταν το φυσικό της περιβάλλον. Ο Σέλιρ πήδησε μέσα στον κήπο, και μούγκρισε καθώς στραβοπάτησε.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε η Άνμα.

«Έτσι νομίζω.»

Η Αριάδνη’ταρ πήδησε μέσα, και η Νικίτα την ακολούθησε. Η Αριάδνη έκανε ένα Ξόρκι Οσφραντικής Προκαλύψεως· ο Σέλιρ το αναγνώρισε από τα λόγια. Χρησίμευε για να παρεμποδίζει την όσφρηση των θηρίων. Καλή ιδέα. Διότι ήταν πολύ πιθανό να περιφέρονται σκυλιά-φύλακες εδώ μέσα.

Διέσχισαν τον κήπο με προσοχή, και με τα πιστόλια τους τραβηγμένα. Ο Σέλιρ’χοκ αισθανόταν το πόδι του να τον πονά λιγάκι, αλλά το αγνόησε. Δε νόμιζε ότι το είχε στραμπουλήσει.

Πλησίασαν ένα μεγάλο οίκημα που δεν μπορούσαν να το δουν ολόκληρο. Από τη μεριά που το έβλεπαν, είχε πλάι του έναν στάβλο. Κανένας φρουρός δεν φαινόταν πουθενά.

«Πού πηγαίνουμε τώρα;» ρώτησε ο Βαλέριος.

Η Αθηνά είπε: «Μπαίνουμε από την πρώτη πόρτα που βρίσκουμε ανοιχτή· αιχμαλωτίζουμε τον πρώτο άνθρωπο που τυχαίνει να συναντήσουμε· ρωτάμε αν εδώ κατοικεί ακόμα ο Δούκας Λουκιανός. Συμφωνείτε;»

Συμφώνησαν.

Η Αθηνά βάδισε πρώτη, και η Νικίτα πλάι της, παρατηρώντας το περιβάλλον σαν να βρίσκονταν σε ζούγκλα. Ο Σέλιρ’χοκ υποτονθόρυσε ένα Ξόρκι Εντοπισμού Νοητικής Δραστηριότητος. Δεν ανίχνευσε κανέναν ανθρώπινο νου γύρω τους, καθώς έμπαιναν στην πρώτη πόρτα της οικίας που βρήκαν ξεκλείδωτη. Ύστερα, όμως, ενώ προχωρούσαν με προσοχή από δωμάτιο σε διάδρομο σε δωμάτιο, εντόπισε κάποια μυαλά που κοιμόνταν και το είπε στους συντρόφους του. «Από κει.» Έδειξε.

Η Άνμα’ταρ κοίταξε μέσα σ’έναν μισοσκότεινο διάδρομο με πόρτες δεξιά κι αριστερά. «Δωμάτια για το υπηρετικό προσωπικό, μάλλον. Πόσοι είναι, Σέλιρ;»

«Δύο.» Και έδειξε και τις πόρτες.

«Πάμε αλλού,» πρότεινε η Αθηνά. «Κι αν δε βρούμε τίποτα, ξαναρχόμαστε εδώ.»

Προχώρησαν κι άλλο μέσα στο σπίτι, που ήταν όμορφα στολισμένο με πίνακες, καθρέφτες, και χαλιά, κι έφτασαν κοντά σε μια μεγάλη διπλή πόρτα που το ένα της φύλλο ήταν ανοιχτό. Από μέσα ακούγονταν δύο γυναικείες φωνές να μιλάνε σιγανά. Η Αθηνά έκανε νόημα στους άλλους να μείνουν πίσω και, με προσοχή, κρυφοκοίταξε. Είδε δύο γυναίκες, καστανές, η μία χρυσόδερμη, η άλλη με δέρμα λευκό-ροζ. Πρέπει να ήταν από είκοσι-πέντε χρονών μέχρι τριάντα. Κάθονταν η μία κοντά την άλλη, σ’ένα στρογγυλό τραπέζι. Είχαν μπροστά τους έναν ραδιοφωνικό δέκτη που φαινόταν κλειστός. Η χρυσόδερμη κάπνιζε καθώς μιλούσαν. Η Αθηνά δεν μπορούσε ν’ακούσει τι έλεγαν· η αίθουσα μέσα στην οποία βρίσκονταν ήταν μεγάλη και οι γυναίκες δεν ήταν κοντά στην πόρτα. Για δωμάτιο δεξιώσεων έμοιαζε στη Μαύρη Δράκαινα. Είχε ένα πελώριο, όμορφο χαλί στο πάτωμα, καλοφτιαγμένα λαξευτά έπιπλα, ένα τεράστιο πολύφωτο στο ταβάνι, και έναν ανοιχτό χώρο για χορό.

Η Αθηνά πήγε πάλι κοντά στους συντρόφους της και τους είπε, ψιθυριστά, τι είχε δει.

«Πάμε μέσα,» είπε ο Βαλέριος· «κι αν είμαστε τυχεροί, αυτές θάναι οι κόρες του Δούκα.»

Οι άλλοι κατένευσαν.

Και μπήκαν στο μεγάλο δωμάτιο με τα πιστόλια τους υψωμένα.

Οι δύο καστανομάλλες γυναίκες τινάχτηκαν, τρομαγμένες, ανατρέποντας τις καρέκλες τους. Η χρυσόδερμη τράβηξε ένα πιστόλι μέσα απ’το φόρεμά της.

«Ήρεμα!» είπε η Αθηνά. «Δεν ερχόμαστε εχθρικά. Δεν ερχόμαστε εχθρικά.» Κατέβασε το όπλο της. «Να μιλήσουμε θέλουμε.»

«Τι…» ψέλλισε η λευκόδερμη γυναίκα. «Από πού…;»

«Ποιος σας έστειλε;» ρώτησε η χρυσόδερμη, χωρίς να κατεβάσει το πιστόλι της, παρότι ήταν φανερά σε μειονεκτική θέση με τόσους αντιπάλους αντίκρυ της παρόμοια οπλισμένους.

«Πείτε μας πρώτα ποιες είστε,» απαίτησε η Νικίτα, που εξακολουθούσε κι εκείνη να έχει το πιστόλι της υψωμένο.

«Μπήκατε στο σπίτι μας και δεν ξέρετε ποιες είμαστε;» Η χρυσόδερμη δεν φαινόταν να την πιστεύει.

«Λες να σας ρωτούσαμε αλλιώς;»

Οι δύο γυναίκες αλληλοκοιτάχτηκαν.

«Μη σας μπαίνουν τίποτα περίεργες ιδέες,» τις προειδοποίησε η Νικίτα.

Η Αριάδνη τις ρώτησε: «Είστε η Ευρύκλεια και η Φλαβία, οι κόρες του Δούκα Λουκιανού;»

Από την έκφραση στα πρόσωπά τους, ο Σέλιρ’χοκ κατάλαβε πως αυτές ήταν. «Θέλουμε να σας μιλήσουμε,» τους είπε. «Και στον πατέρα σας, αν είναι ζωντανός.»

«Ο πατέρας μας είναι ζωντανός,» του απάντησε η χρυσόδερμη κατεβάζοντας τώρα το πιστόλι της. «Αλλά εσείς δεν ξέρουμε ακόμα ποιοι είστε.»

Ο Σέλιρ’χοκ καταλάβαινε ότι έπρεπε να ειπωθεί· παρά τον κίνδυνο, δεν μπορούσε να αποφευχθεί, αν ήθελαν να πάρουν τον Δούκα και την οικογένειά του με το μέρος τους. «Μας έστειλε ο Βασιληάς της Απολλώνιας, Ανδρόνικος του Οίκου των Ευφρόνων.»

3.

Προτού η Ευρύκλεια και η Φλαβία πάνε να ειδοποιήσουν τον πατέρα τους, ο Σέλιρ’χοκ και η Άνμα’ταρ έκαναν – ύστερα από προτροπή της Αθηνάς – Ξόρκια Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος για να δουν αν υπήρχαν κοριοί μέσα στο δωμάτιο. Δεν εντόπισαν κανέναν. Ή, τουλάχιστον, δεν υπήρχαν κοριοί που να εκπέμπουν· ίσως να υπήρχαν κοριοί με καλώδια· αλλά αυτό ήταν λιγάκι σπάνιο.

«Θα πάμε μαζί να τον ειδοποιήσουμε,» είπε η Νικίτα στις κόρες του Δούκα.

«Εντάξει,» αποκρίθηκε η χρυσόδερμη – η Φλαβία. «Ελάτε.»

«Τι θέλετε να του πείτε;» ρώτησε η Ευρύκλεια. «Δεν είναι προδότης ο πατέρας μας.»

«Δεν είμαστε εδώ για να του κάνουμε κακό,» τις διαβεβαίωσε ο Σέλιρ’χοκ. «Ο Βασιληάς θέλει να συμμαχήσει μαζί του, για να διώξουμε πιο γρήγορα τους Παντοκρατορικούς από την πόλη.»

Το βλέμμα των δύο γυναικών φάνηκε να σκοτεινιάζει, και ο Σέλιρ αναρωτήθηκε γιατί. Φοβόνταν;

«Ελάτε,» είπε τελικά η Φλαβία.

Και τους οδήγησαν στον πρώτο όροφο της διώροφης οικίας μέσω μιας μεγάλης, πλατιάς πέτρινης σκάλας στην αίθουσα δεξιώσεων. Από εκεί ανέβηκαν μια άλλη σκάλα, πολύ πιο στενή και στριφτή, καμωμένη από ξύλο. Έφτασαν επάνω, σ’έναν διάδρομο, και η Φλαβία χτύπησε μια πόρτα.

«Μπαμπά; Θέλουμε να σου μιλήσουμε.»

Καμια απάντηση.

Η Φλαβία χτύπησε πάλι. «Μπαμπά;»

Η πόρτα, τελικά, μισάνοιξε και μια γυναίκα παρουσιάστηκε. Λευκόδερμη, ξανθά μαλλιά, αγουροξυπνημένη, τυλιγμένη με ρόμπα. Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα. Πολύ μικρότερη απ’ό,τι ο Πρίγκιπάς μας υπολογίζει τον Δούκα, σκέφτηκε ο Σέλιρ’χοκ, λιγάκι παραξενεμένος. Μπορούσε αυτή να ήταν σύζυγός του;

«Τι θέλεις, Φλαβία;» ρώτησε η άγνωστη.

«Να μιλήσουμε στον πατέρα μας.»

Τα μάτια της ξανθιάς γυναίκας πήγαν στον Σέλιρ’χοκ και τους άλλους, πίσω από τη Φλαβία. Τώρα φάνηκε να τους πρόσεξε για πρώτη φορά. «Ποιοι είν’ αυτοί;» έκανε, ξαφνιασμένη.

«Μην ανησυχείς· κάποιοι επισκέπτες, μονάχα.»

«Επισκέπτες; Είναι οπλισμένοι!»

«Μην πανικοβάλλεστε,» είπε ο Σέλιρ’χοκ.

Αλλά η Νικίτα είχε ήδη υψώσει το πιστόλι της και σημάδευε την άγνωστη. «Θέλουμε να μιλήσουμε με τον Δούκα. Κάνε πίσω, όποια κι αν είσαι.»

Η γυναίκα ύψωσε τα χέρια της, επιφυλακτικά, και οπισθοχώρησε.

«Σοβαρά σού μιλάω, Μοίρα,» είπε η Φλαβία. «Δεν είναι εισβολείς. Δε με απειλούν· απλώς– Μοίρα! Τι κάνεις;»

Ο Σέλιρ’χοκ και οι άλλοι δεν έβλεπαν μέσα στο δωμάτιο· είχαν δει μόνο ότι η Μοίρα είχε φύγει από το κατώφλι, βιαστικά.

Η Νικίτα παραμέρισε, απότομα, τη Φλαβία και τη μισάνοιχτη πόρτα μπαίνοντας στο δωμάτιο. Ένας ηλικιωμένος άντρας ήταν στο κρεβάτι και φαινόταν τώρα μόλις να σηκώνεται βάζοντας τη ρόμπα του. Η ξανθιά γυναίκα έτρεχε προς έναν τηλεπικοινωνιακό δίαυλο.

«Σταμάτα!» της φώναξε η Νικίτα. «Θα σε πυροβολήσω! Σταμάτα!» Τη σημάδευε με το πιστόλι της.

Η Μοίρα δεν άγγιξε τον δίαυλο. Στράφηκε να την αντικρίσει, οργισμένη. «Φονιάδες!» γρύλισε. «Ποιος σας έστειλε εδώ;»

«Τι συμβαίνει;» απαίτησε ο ηλικιωμένος άντρας που είχε μόλις σηκωθεί απ’το κρεβάτι.

Τώρα, όλοι ήταν μέσα στο μεγάλο υπνοδωμάτιο, και ο Σέλιρ’χοκ είπε: «Δούκα μου, μας συγχωρείτε γι’αυτό. Ο Βασιληάς μάς έστειλε. Δεν είμαστε εδώ για να σας δολοφονήσουμε, ούτε για να κάνουμε κακό σε κανέναν. Ήταν, όμως, απαραίτητο να έρθουμε έτσι, διότι δεν ξέραμε αν ήσασταν ζωντανός ή αιχμάλωτος.»

«Εισβάλατε σαν κλέφτες στην οικία μου!» φώναξε ο Δούκας Λουκιανός.

«Φύγετε!» τους είπε η Μοίρα. «Δεν έχουμε τίποτα να πούμε μαζί σας! Φύγετε!»

«Μια στιγμή,» είπε ο Βαλέριος. «Μια στιγμή. Ο Βασιληάς θέλει να κάνει μια συμφωνία με τον Δούκα.»

«Τι είδους συμφωνία;» γρύλισε η Μοίρα.

Του Σέλιρ’χοκ τού φάνηκε λιγάκι παράξενο που εκείνη είχε μιλήσει αντί για τον Λουκιανό. Αλλά ίσως, στην προχωρημένη του ηλικία, ο Δούκας να μην ήταν και τόσο δραστήριος. Από την άλλη, βέβαια, έτσι όπως είχε εκφραστεί πριν….

Ο Βαλέριος είπε: «Όπως θα ξέρετε, οι Απολλώνιες δυνάμεις πολιορκούν την πόλη από τα δυτικά. Και θα πάρουμε την πόλη· είναι βέβαιο. Ο Βασιληάς, όμως, θα το εκτιμούσε αν κι οι ίδιοι οι Βολίριοι συνέβαλλαν στον αγώνα της απελευθέρωσής τους. Η βοήθειά σας, Δούκα μου, είναι πολύτιμη για όλους μας. Μόνο εσείς μπορείτε να συγκεντρώσετε τον λαό σας, να τον εμψυχώσετε, και να οργανώσετε μια εσωτερική αντίσταση–»

«Τι είναι αυτά που λες;» τον διέκοψε απότομα ο Δούκας Λουκιανός. «Θέλεις να με καταστρέψεις; Να καταστρέψεις την οικογένειά μου; Την πόλη μου;»

«Δούκα μου,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «δεν ακούσατε τι σας είπε ο Βαλέριος; Θα πάρουμε τη Βολιρία, σύντομα. Με τη βοήθειά σας, όμως, θα την πάρουμε ακόμα πιο γρήγορα–»

«Μην εξαπλώνεται την ελεεινή σας προπαγάνδα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι!» έφτυσε ο Δούκας μοιάζοντας εξαγριωμένος. «Τίποτα δεν θα καταφέρετε, κι αν σας βοηθήσουμε θα καταστραφούμε κι εμείς!»

«Μπαμπά, άκουσέ τους τουλάχιστον!» είπε η Φλαβία. «Δεν είναι μια οποιαδήποτε σύγκρουση αυτή που συμβαίνει. Όλοι το λέν–»

«Σιωπή! Το έχουμε ξανασυζητήσει. Δεν θα κάνουμε ανοησίες! Δεν παίζουμε με τις ζωές του λαού μας, Φλαβία.»

«Μα, μπαμπά, οι Παντοκρατορικοί είναι κατακτ–»

«Η Παντοκράτειρα είναι τώρα μονάρχης μας,» είπε, επίμονα, ο Δούκας. «Δεν έχουμε άλλον μονάρχη.»

Ο Σέλιρ’χοκ έκρινε πως η συμπεριφορά του Δούκα Λουκιανού ήταν, το λιγότερο, παράξενη. Είναι δυνατόν να μη διανοείται καν την απελευθέρωση; Είναι δυνατόν να είναι τόσο τυφλός ώστε να μη βλέπει πως οι Παντοκρατορικοί είναι φοβερά πιεσμένοι; «Δούκα μου. Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έχουν ήδη διωχτεί από τη Νούμβρια και τη Γλαυκόπολη. Και, σε περίπτωση που το αγνοείτε, παντού στο Γνωστό Σύμπαν διεξάγονται πόλεμοι κατά της Παντοκρατορίας: και η Επανάσταση δείχνει να κερδίζει. Το μόνο που ζητάμε από εσάς είναι–»

«Αρκετά δεν ακούσαμε;» τον διέκοψε η Μοίρα, που έμοιαζε πολύ αγχωμένη. Τα χέρια της έσφιγγαν τη ρόμπα της, το σώμα της ήταν φανερά τσιτωμένο, και τα μάτια της κοίταζαν από δω κι από κει, κάπου-κάπου, σαν να έψαχνε πιθανές διεξόδους ή όπλα.

«Ποια είστε εσείς;» ρώτησε ο Βαλέριος. «Η σύζυγος του Δούκα;»

«Δεν είναι αυτή η μητέρα μας!» είπε η Ευρύκλεια, αυθόρμητα, παρότι έδειχνε γενικά να είναι πιο σιωπηλή από τη Φλαβία.

Η Μοίρα αγριοκοίταξε την Ευρύκλεια.

«Δεν είναι δουλειά σας ποια είναι η Μοίρα,» είπε ο Δούκας Λουκιανός. «Τώρα, φύγετε από το σπίτι μου!»

«Είστε, δηλαδή, με την Παντοκράτειρα;» απόρησε η Αριάδνη’ταρ. «Είναι δυνατόν; Γεννηθήκατε Απολλώνιος, Δούκα μου, δεν γεννηθήκατε; Θα υποστηρίξετε τους κατακτητές μας;» Είστε συνειδητά προδότης; έμοιαζε να υπονοεί ο τόνος της. Και η μάγισσα ακουγόταν κατάπληκτη. Ήταν κι εκείνη γεννημένη Απολλώνια.

«Είμαστε εδώ για να ελευθερώσουμε τη Βολιρία – και θέλουμε να το κάνουμε με όσο το δυνατόν λιγότερες καταστροφές στην πόλη,» τόνισε ο Βαλέριος.

«Σας είπα – φύγετε,» επέμεινε ο Δούκας.

Πώς φέρεται έτσι; σκέφτηκε ο Σέλιρ’χοκ. Τόσο γρήγορα αποφασίζει; Κι επίσης, κάτι – κάτι – σε σχέση με την ηλικία του… Ο Δούκας φαινόταν για πάνω από εξήντα χρονών – εξήντα-πέντε, ίσως – αλλά ο τρόπος που μιλούσε, ο τρόπος που στεκόταν… Έμοιαζε για πιο εύρωστος απ’ό,τι θα έπρεπε.

Δεν είναι ο Δούκας Λουκιανός! Ο Σέλιρ’χοκ το θεωρούσε πολύ πιθανό να είχαν μπροστά τους ένα Δημιούργημα της Παντοκράτειρας.

«Δε μπορούμε να φύγουμε,» είπε η Νικίτα, χωρίς να απευθύνεται στον Δούκα ή στη Μοίρα αλλά στους συντρόφους της. «Θα ειδοποιήσουν τους Παντοκρατορικούς για να μας κυνηγήσουν.»

«Υποσχόμαστε πως αυτό δεν θα συμβεί,» πετάχτηκε αμέσως η Μοίρα. «Θα φύγετε χωρίς κανένας να σας αγγίξει.»

«Δε μου φαίνεσαι και τόσο αξιόπιστη,» της είπε η Αθηνά.

Ο Σέλιρ ψιθύρισε στ’αφτί της Άνμα: «Ο Δούκας είναι Δημιούργημα, νομίζω. Σκέψου πώς είναι η συμπεριφορά του.»

Η Άνμα’ταρ συνοφρυώθηκε παρατηρώντας τον ηλικιωμένο άντρα αντίκρυ τους.

Η Μοίρα, συγχρόνως, έλεγε: «Δε σας φαίνομαι αξιόπιστη; Μπήκατε σαν φονιάδες μες στο σπίτι μου! Τι περιμένετε; να σας κεράσουμε γλυκό;»

«Ούτε, όμως, και να μας διώξετε έτσι περιμέναμε,» της είπε ο Βαλέριος. «Δεν κάναμε κακό σε κανέναν, και ο σκοπός μας είναι μονάχα να σας ελευθερώσουμε απ’τους κατακτητές σας. Για να είμαι ειλικρινής, μου κάνει αίσθηση που δεν θέλετε να το συζητήσουμε. Τι έχετε να κερδίσετε από την Παντοκράτειρα; Αριστοκράτισσα του Βασιλείου της Απολλώνιας δεν είστε εσείς, Αρχόντισσά μου;»

«Δεν είναι αριστοκράτισσα,» είπε η Ευρύκλεια. «Από τη Ρελκάμνια είναι!»

Η Άνμα’ταρ πυροβόλησε. Ο Δούκας Λουκιανός χτυπήθηκε στο πόδι. Δεν έπεσε, όμως, όπως λογικά θα έπεφτε ένας άνθρωπος της ηλικίας του· απλά έκανε ένα βήμα πίσω. Και ούτε αίμα πετάχτηκε από το τραύμα του.

«Δημιούργημα!» φώναξε η Αριάδνη’ταρ, ενώ η Άνμα τον ξαναπυροβολούσε.

«Σταματήστε!» ούρλιαξε η Φλαβία, ενώ η Ευρύκλεια τσύριζε άναρθρα.

Η Μοίρα πετάχτηκε προς το κομοδίνο· η Νικίτα, όμως, την πρόλαβε αρπάζοντάς την απ’τα μαλλιά, κλοτσώντας την πίσω απ’το γόνατο, και σωριάζοντάς την στο πάτωμα. Κόλλησε το πιστόλι της στο μέτωπο της Μοίρας, φωνάζοντας: «Εκτός αν είσαι κι εσύ τέρας, πίστεψέ με, θα πεθάνεις άμα κουνηθείς!»

Ο Δούκας παραπατούσε κάτω από τις ριπές της Άνμα’ταρ και της Αθηνάς. Και η μορφή του άλλαξε. Το σώμα του κύρτωσε αφύσικα, σχηματίζοντας γωνία. Κυνόδοντες φύτρωσαν στο στόμα του και τα νύχια των χεριών του μεγάλωσαν: έγιναν φονικά εργαλεία. Μια σφαίρα της Άνμα χτύπησε το Δημιούργημα στο δεξί μάτι, διαλύοντάς το και φανερώνοντας μια παχύρευστη αργυρόχρωμη μάζα η οποία άρχισε αμέσως να θεραπεύει την πληγή ανασχηματίζοντας το δέρμα και τον οφθαλμό με φρικτό τρόπο.

«Πες του να σταματήσει και να παραδοθεί! Πες του!» πρόσταξε η Νικίτα τη Μοίρα, εξακολουθώντας να τη σημαδεύει.

Το Δημιούργημα έκανε ένα τρομερό άλμα, χιμώντας καταπάνω στην Άνμα’ταρ, προσπαθώντας να αγνοήσει τις σφαίρες που το έραιναν σπρώχνοντάς το πίσω. Ο Σέλιρ’χοκ το χτύπησε στα πόδια με το ραβδί του, και το τέρας σωριάστηκε μπροστά στην Άνμα.

«Σταμάτα!» φώναξε η Μοίρα. «Λουκιανέ, σταμάτα! Σταμάτα, Λουκιανέ!»

Το Δημιούργημα σηκώθηκε στο ένα γόνατο ατενίζοντάς τους με σχιστά, δαιμονικά μάτια γεμάτα οργή. Ολόκληρο το πρόσωπό του ήταν τραβηγμένο προς τα πίσω, τσιτωμένο σαν μάσκα επάνω σε κρανίο.

«Δε… δε, δε μπορεί αυτός νάναι…» ψέλλισε η Ευρύκλεια.

«Αυτός δεν είναι ο πατέρας μας,» είπε η Φλαβία ξεροκαταπίνοντας. Και στρέφοντας το πιστόλι της προς το τέρας: «Πού είναι ο πατέρας μας;»

«Ο πατέρας σας, κατά πάσα πιθανότητα, είναι νεκρός,» της είπε η Αθηνά.

Το Δημιούργημα ήταν σιωπηλό.

Η Νικίτα σήκωσε τη Μοίρα όρθια, τραβώντας την από τα μαλλιά. «Πού είναι ο Δούκας, σκρόφα;»

«Δεν ξέρω– Ααα!» Σωριάστηκε στο πάτωμα καθώς η Νικίτα τη γρονθοκόπησε καταπρόσωπο.

Η Φλαβία ρώτησε: «Γιατί αυτό το φρικτό πράγμα σταμάτησε να επιτίθεται όταν το πρόσταξε να σταματήσει;»

«Είναι η ελέγκτρια του Δημιουργήματος,» εξήγησε ο Σέλιρ’χοκ. «Τα Δημιουργήματα πάντα έχουν κάποιον πράκτορα της Παντοκράτειρας που τα ελέγχει.»

«Μα…» έκανε η Ευρύκλεια. «Αυτός… Πώς άλλαξαν τον πατέρα μας;»

«Πρέπει να σκοτώθηκε όταν και η μαμά σκοτώθηκε,» της είπε η Φλαβία, θλιμμένα.

Ο Βαλέριος στράφηκε να κοιτάξει τις δύο κόρες του Λουκιανού. «Εφόσον ο Δούκας είναι νεκρός, πρέπει εσείς να αναλάβετε τη διοίκηση της πόλης, Αρχόντισσές μου. Και χρειαζόμαστε πάρα πολύ τη βοήθειά σας.»

Η Φλαβία ένευσε. «Θα την έχετε.» Κι έστρεψε δολοφονικά μάτια προς τη Μοίρα. Ύψωσε το πιστόλι της.

«Περίμενε,» της είπε η Αθηνά. «Μπορεί να έχει χρήσιμες πληροφορίες να μας δώσει.»

«Επιπλέον, αν τη σκοτώσουμε, το Δημιούργημα θα γίνει ανεξέλεγκτο,» πρόσθεσε ο Σέλιρ’χοκ.

«Δε θα πεθάνει;» ρώτησε η Φλαβία εξακολουθώντας να σημαδεύει τη Μοίρα, χωρίς να στραφεί στον μάγο.

«Δεν το νομίζω.»

4.

Οι φρουροί του παλατιού, ακούγοντας τους πυροβολισμούς, δεν άργησαν να έρθουν στο εσωτερικό του κεντρικού οικήματος με τα όπλα τους υψωμένα. Και συνάντησαν την ομάδα των Μαύρων Δρακαινών και τις κόρες του Δούκα να κατεβάζουν το Δημιούργημα και τη Μοίρα στην αίθουσα δεξιώσεων μέσω της μεγάλης σκάλας. Το τέρας ήταν ήσυχο μόνο επειδή η Νικίτα είχε το πιστόλι της στο κεφάλι της πράκτορος της Παντοκράτειρας, και είχε πάρει πάλι τη μορφή του Δούκα. Έτσι, μόλις οι φρουροί το είδαν, αμέσως τραντάχτηκαν.

«Ελευθερώστε τον Δούκα!» φώναξε ένας τους, ενώ οι υπόλοιποι σημάδευαν τους επαναστάτες με καραμπίνες και πιστόλια.

«Αυτός δεν είναι ο πατέρας μας!» τους είπε η Ευρύκλεια. «Μας είχαν ξεγελάσει.» Και η Φλαβία πυροβόλησε το Δημιούργημα στο κεφάλι, κάνοντας εκεί ένα μεγάλο τραύμα και αποκαλύπτοντας την πραγματική του φύση· γιατί, όπως και πριν, αίμα δεν πετάχτηκε, μονάχα μια ασημόχρωμη παχύρευστη μάζα φανερώθηκε.

Οι φρουροί αναφώνησαν, συγχυσμένοι.

«Κατεβάστε τα όπλα σας,» τους πρόσταξε η Φλαβία, κι εκείνοι υπάκουσαν. «Ο Δούκας – ο πατέρας μας – είναι νεκρός. Οι Παντοκρατορικοί τον είχαν αντικαταστήσει μ’αυτό το πράγμα. Τούτη η γυναίκα,» έδειξε τη Μοίρα, «το ελέγχει με κάποιο τρόπο.»

Η Μοίρα δεν μίλησε· ήταν σιωπηλή, και το πρόσωπό της πρησμένο από τη γροθιά της Νικίτας.

Ο Σέλιρ’χοκ ψιθύρισε στην Άνμα’ταρ: «Χρειαζόμαστε φωτιά για να το καταστρέψουμε.»

Εκείνη ένευσε. «Θ’ανάψουμε μία στον κήπο.» Και πήγε κοντά στην Αθηνά για να της μιλήσει χαμηλόφωνα. Μετά, οι δυο τους βγήκαν από την αίθουσα.

Η Φλαβία ρώτησε: «Πού πηγαίνουν;»

Ο Σέλιρ’χοκ την πλησίασε και της ψιθύρισε, για να μην ακούσει τίποτα το Δημιούργημα: «Πάνε ν’ανάψουν φωτιά στον κήπο του παλατιού, Αρχόντισσά μου. Τα Δημιουργήματα πεθαίνουν μόνο με φωτιά και ισχυρά οξέα. Και δεν μπορούμε να το κρατήσουμε αιχμάλωτο.»

Η Φλαβία ένευσε. «Φυσικά,» είπε. «Θα πάω, όμως, μαζί τους, γιατί μπορεί να συναντήσουν φρουρούς και να έχουν προβλήματα.»

«Ναι, αυτό θα ήταν καλό, Αρχόντισσά μου.»

Η Φλαβία ψιθύρισε κάτι στ’αφτί της Ευρύκλειας – μάλλον, πού θα πήγαινε, υπέθεσε ο Σέλιρ – κι ύστερα έφυγε κι αυτή από την αίθουσα δεξιώσεων, αφού πρόσταξε τους φρουρούς του παλατιού: «Να μείνουν εδώ μόνο όσοι είναι απαραίτητοι για να φυλάνε αυτή τη γυναίκα,» δείχνοντας τη Μοίρα. «Οι άλλοι ελάτε μαζί μου.» Οι περισσότεροι την ακολούθησαν. Δύο έμειναν μαζί με τον Σέλιρ’χοκ και τους άλλους επαναστάτες, έχοντας τα όπλα τους σε ετοιμότητα.

Ο μάγος τούς κοίταξε προσπαθώντας να μη φαίνεται η καχυποψία του στο πρόσωπό του. Άραγε, η Μοίρα ήταν μόνη της εδώ μέσα; Ή υπήρχαν κι άλλοι πράκτορες της Παντοκράτειρας;

Ο Βαλέριος ρώτησε την Ευρύκλεια: «Ο πατέρας σας, προτού πεθάνει, είχε καθορίσει τη διάδοχο του Δουκάτου;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη διστακτικά. «Εμένα.» Πράγμα που δεν έμοιαζε να της αρέσει. «Επειδή είμαι η μεγαλύτερη.»

«Αλλά δεν είσαι, τελικά, και πολύ συνετή,» της είπε η Μοίρα, αγριοκοιτάζοντάς την. «Νομίζεις ότι η Παντοκράτειρα θα–; Ογκχ!»

Η Νικίτα την είχε μόλις γρονθοκοπήσει στα πλευρά. «Σκασμός!»

Η Αριάδνη, ξαφνικά, πυροβόλησε, και ο Σέλιρ είδε τον έναν απ’τους δύο φρουρούς που είχαν μείνει πίσω να πέφτει – ενώ ο άλλος έστρεφε το πιστόλι του προς τον Βαλέριο. Και κάποιος είχε παρουσιαστεί σε μια άκρη του δωματίου – ο μάγος τον πρόσεξε με τις άκριες των ματιών του μονάχα.

«Βαλέριε!» φώναξε, πέφτοντας γρήγορα πάνω στον άλλο επαναστάτη για να τον βγάλει απ’το πεδίο βολής του επίδοξου φονιά του. Ο Βαλέριος πρέπει να κατάλαβε αμέσως τι γινόταν γιατί δεν έφερε καμία αντίσταση στο σπρώξιμο του Σέλιρ’χοκ και σωριάστηκαν κι οι δυο τους στο πάτωμα, αλλά όχι προτού ο μάγος αισθανθεί μια σφαίρα να περνά ξυστά από τον ώμο του, γδέρνοντάς τον.

Η Νικίτα πυροβόλησε, γονατίζοντας στο ένα γόνατο συγχρόνως. Ο φρουρός που είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον Βαλέριο σωριάστηκε με μια σφαίρα στο δεξί μάτι, ενώ ένα βάζο πίσω από τη Μαύρη Δράκαινα έσπαγε.

Ο Σέλιρ κοίταξε προς τη μεριά που είχε παρουσιαστεί η σκιερή φιγούρα λίγο πιο πριν, και είδε έναν άντρα με υπηρετική στολή να στέκεται κρατώντας μια καραμπίνα, οπλίζοντας τώρα βιαστικά, για να ξαναπυροβολήσει τη Νικίτα. Αλλά δεν αποδείχτηκε αρκετά γρήγορος. Κραύγασε, πέφτοντας, καθώς η Αριάδνη’ταρ, καλυμμένη τώρα πίσω από μια καρέκλα, τον πυροβόλησε. Και η Νικίτα τον πυροβόλησε επίσης, σκοτώνοντάς τον.

Η Μοίρα, έχοντας ξαναβρεί τη μιλιά της, φώναξε: «Σκότωσέ τους όλους, Λουκιανέ!» κι έτρεξε προς μια έξοδο της αίθουσας.

Ο Βαλέριος πετάχτηκε πάνω και την κυνήγησε.

Το Δημιούργημα όρμησε καταπάνω στη Νικίτα. Εκείνη, ακόμα γονατισμένη στο ένα γόνατο, στράφηκε και το πυροβόλησε στο στήθος, μα αυτό δεν ανέκοψε την ορμή του. Έπεσε πάνω της, σωριάζοντάς την και κρατώντας την κάτω με τρομερή δύναμη. Οι κυνόδοντές του πήγαν προς τον λαιμό της–

–και συνάντησαν το ραβδί του Σέλιρ’χοκ. «Μακριά, τέρας!» γρύλισε ο μάγος, και κλότσησε το Δημιούργημα στα πλευρά – χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Η Αριάδνη το πυροβόλησε στο κεφάλι, και ο Σέλιρ’χοκ και η Νικίτα, συνδυάζοντας τις δυνάμεις τους, κατόρθωσαν να το πετάξουν παραδίπλα. Το τέρας έκανε σκισίματα πάνω στα ρούχα και στο δέρμα τους, με τα επικίνδυνα νύχια του. Είχε πάλι πάρει τη φρικτή μορφή του που δεν θύμιζε καθόλου τον Δούκα Λουκιανό.

Κραυγές ακούστηκαν από την άλλη άκρη της αίθουσας, και ο Σέλιρ στράφηκε για να δει τον Βαλέριο να παλεύει με τη Μοίρα, η οποία πολεμούσε σαν αγριόγατα για να ξεφύγει, γρατσουνίζοντάς τον, κλοτσώντας τον, γρονθοκοπώντας τον, χτυπώντας τον με το κεφάλι της, δαγκώνοντάς τον. Και μετά τράβηξε το ξιφίδιο από τη ζώνη του και το έστρεψε εναντίον του. Ο Βαλέριος άρπαξε τον καρπό της κάνοντας το όπλο πίσω. Το γόνατό της υψώθηκε για να τον χτυπήσει στα χαμηλά, αλλά ο επαναστάτης κινήθηκε ευέλικτα και τον βρήκε στο στομάχι. Διπλώθηκε, ακούσια.

Αλλά τότε η Αριάδνη βρισκόταν κοντά στη Μοίρα, και την κλότσησε στα πόδια, σωριάζοντάς την στο χαλί, με το ξιφίδιο να έχει φύγει από το χέρι της.

Το Δημιούργημα, την ίδια στιγμή, ορθώθηκε. Η Νικίτα το πυροβόλησε επανειλημμένα – και οι σφαίρες του πιστολιού της τελείωσαν. Ο Σέλιρ τής έδωσε το δικό του πιστόλι, και η Μαύρη Δράκαινα συνέχισε να το πυροβολεί για να το κρατήσει απασχολημένο· το σώμα του είχε γεμίσει ανοίγματα τα οποία έρρεαν παχύρευστο ασημί υγρό που προσπαθούσε να τα κλείσει. Το θέαμα ήταν αποτρόπαιο. Αλλά το Δημιούργημα δεν έμοιαζε να ενοχλείται πολύ από τις σφαίρες που δεχόταν.

Η Αριάδνη’ταρ πάτησε, με το ένα πόδι, πάνω στο στήθος της Μοίρας ενώ τη σημάδευε με το πιστόλι της. «Πρόσταξέ το να σταματήσει!» φώναξε. «Τώρα!»

Εκείνη, γι’ακόμα μια φορά, υπάκουσε, και ο «Λουκιανός» έπαψε να κινείται.

«Φύγε από πάνω της!» είπε η Νικίτα στην Αριάδνη. Η μάγισσα παραμέρισε, και η Μαύρη Δράκαινα άρπαξε τη Μοίρα απ’τα μαλλιά, σηκώνοντάς την κι αρχίζοντας να την ξυλοκοπά. Άγρια.

Τη σάπισε.

Ο Σέλιρ’χοκ φοβήθηκε, κάποια στιγμή, ότι μπορεί να τη σκότωνε. Η Νικίτα έμοιαζε να έχει τα πιο βίαια ένστικτα όλων των Μαύρων Δρακαινών συγκεντρωμένα μέσα της.

Εν τω μεταξύ, η Αθηνά και η Άνμα’ταρ είχαν έρθει τρέχοντας στην αίθουσα δεξιώσεων και ρωτούσαν τι είχε συμβεί. Ο Βαλέριος τούς εξήγησε.

5.

Μέσα από ματωμένα χείλη και σπασμένα δόντια, η Μοίρα πρόσταξε το Δημιούργημα να βγει στον κήπο. Και η Νικίτα την τράβηξε μαζί τους καθώς όλοι πήγαιναν εκεί.

Μια μεγάλη φωτιά ήταν αναμμένη μπροστά στον στάβλο του παλατιού, και η Φλαβία και οι φρουροί της περίμεναν ολόγυρα. Κρατούσαν δαυλούς που δυνατές φλόγες χόρευαν στην κορυφή τους. Έμοιαζαν όλοι τους να έχουν στα χέρια σπαθιά από φωτιά, μέσα στη νύχτα· μαγικά σπαθιά για να καταστρέψουν έναν δαίμονα.

Το Δημιούργημα βλέποντάς τους κατάλαβε· δεν ήταν ηλίθιο, ούτε μηχάνημα· είχε νοημοσύνη. Και ένστικτο αυτοσυντήρησης, όπως φάνηκε. Γιατί στράφηκε, αμέσως, και επιτέθηκε στη Νικίτα. Τα νύχια του μπήχτηκαν στην πορφυρή σάρκα της καθώς η Μαύρη Δράκαινα ξαφνιάστηκε: το ένα νυχάτο χέρι στον αριστερό ώμο της, το άλλο στα δεξιά πλευρά της. Θα μπορούσε να είχε δαγκώσει και τον λαιμό της – να την είχε σκοτώσει, ίσως – αν το ενδιέφερε ο θάνατός της περισσότερο απ’το να αποδράσει. Δεν τη δάγκωσε, όμως· την έσπρωξε δυνατά, σωριάζοντάς την, και έτρεξε.

Η Αθηνά, η Άνμα, η Αριάδνη, και ο Βαλέριος το πυροβόλησαν, ανακόπτοντας την πορεία του. Ακόμα κι ένα Δημιούργημα δεν μπορούσε να τρέχει και πολύ γρήγορα ενώ δεχόταν καταιγισμό πυρών. «Κάψτε το!» φώναξε η Αθηνά. «Κάψτε το!» Και η Φλαβία κι οι φρουροί της πήγαν κοντά του κοπανώντας το με τους δαυλούς τους, βάζοντάς του φωτιά. Ύστερα, πολλοί τράβηξαν σπαθιά, χτυπώντας το βίαια, για να το κρατήσουν σ’έναν κύκλο ανάμεσά τους. Κι η ίδια η Φλαβία είχε ένα ξίφος στο χέρι της, και δεν έμοιαζε νάναι άσχημη ξιφομάχος. Όπως όλοι οι ευγενείς της Απολλώνιας, έτσι κι εκείνη ήταν εκπαιδευμένη στο σπαθί. Για την περίπτωση Καλέσματος, αν μη τι άλλο.

Κομμάτια άρχισαν να φεύγουν απ’το σώμα του Δημιουργήματος κάτω από τις σπαθιές των Απολλώνιων, και στο τέλος το τέρας κατέρρευσε, έχοντας μετατραπεί σε κάτι σαν κάρβουνο που ελάχιστες φλόγες χόρευαν πλέον επάνω του.

«Υπάρχει κανένας άλλος πράκτορας της Παντοκράτειρας μέσα στο παλάτι;» ρώτησε ο Βαλέριος τη Μοίρα.

«Όχι,» μουρμούρισε εκείνη μέσα από κατεστραμμένα χείλη.

Η Νικίτα τη γρονθοκόπησε στην κοιλιά, σωριάζοντάς τη στο έδαφος διπλωμένη. Ύστερα από την τελευταία επίθεση που είχε δεχτεί από το Δημιούργημα, φαινόταν περισσότερο τσαντισμένη από πριν. Τα κουρελιασμένα ρούχα της ήταν μουσκεμένα από το αίμα.

Ο Βαλέριος την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Λέει ψέματα, νομίζεις;»

«Δεν έχει σημασία. Και καλύτερα να φύγουμε από δω, ούτως ή άλλως· το μέρος δεν είναι ασφαλές.»

«Ναι,» συμφώνησε ο Σέλιρ’χοκ. «Αν είναι να ξεσηκώσουμε τον λαό της Βολιρίας, πρέπει να το κάνουμε από αλλού.»

«Υπάρχει ένα μέρος για να πάμε που νομίζω ότι είναι ασφαλές,» δήλωσε η Φλαβία.

«Θα μας οδηγήσεις, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε η Αθηνά.

Η Φλαβία θηκάρωσε το σπαθί της στη μέση της. «Εννοείται.»

6.

«Λάβαμε ένα μήνυμα, Πρίγκιπά μου.»

Ο Ανδρόνικος δεν κοιμόταν. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Καθόταν στην πίσω μεριά του Μεταβλητού Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος και κάπνιζε, αφήνοντας τον καπνό να βγαίνει από μια ανοιχτή καταπακτή από πάνω του. Το μέρος ήταν σκοτεινό· δεν είχε ανάψει κανένα φως για να το φωτίσει.

«Τι μήνυμα;» ρώτησε τη Βατράνια, η οποία είχε ένα κομμάτι χαρτί στο χέρι της. Από το πρωί, τον είχε βρει και του έλεγε πως δεν μπορούσε να αισθάνεται άχρηστη ανάμεσά τους: αφού ήταν εδώ, ήθελε να βοηθήσει, με ό,τι τρόπο πίστευε εκείνος πως ήταν δυνατόν. Ο Ανδρόνικος δεν νόμιζε ότι η Βατράνια ήταν ικανή για πόλεμο – δεν είχε την απαραίτητη εκπαίδευση – επομένως της είχε πει Εντάξει, βοήθησέ μας στις τηλεπικοινωνίες. Μπορείς; –Φυσικά και μπορώ, είχε αποκριθεί εκείνη. Και τώρα καθόταν και παρακολουθούσε τα τηλεπικοινωνιακά συστήματα του Μεταβλητού Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος όσο ο Οδυσσέας ξεκουραζόταν.

«Από τους απεσταλμένους σου μέσα στην πόλη.» Η Βατράνια έδωσε στον Ανδρόνικο το χαρτί. «Ήταν κωδικοποιημένο. Το αποκωδικοποίησα.»

«Δυσκολεύτηκες;»

«Ο Οδυσσέας έχει τον κώδικα αποθηκευμένο στο σύστημα,» είπε η Βατράνια. «Ο καθένας θα μπορούσε να το αποκωδικοποιήσει.»

Ο Ανδρόνικος πάτησε έναν διακόπτη πλάι του, ανάβοντας μια μικρή λάμπα στον τοίχο, και διάβασε το μήνυμα ενώ η Βατράνια συνέχιζε να στέκεται παραδίπλα.

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΓΑΤΕΣ ΠΡΟΣ ΛΕΥΚΟ ΠΡΙΓΚΙΠΑ:

Ο ΔΟΥΚΑΣ ΗΤΑΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ, ΝΕΚΡΟ ΤΩΡΑ. ΤΟ ΕΛΕΓΧΕ ΜΙΑ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ, ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΜΑΣ ΤΩΡΑ. ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΜΑΣ, ΕΧΟΥΜΕ ΚΡΥΦΤΕΙ ΣΕ ΑΣΦΑΛΕΣ ΜΕΡΟΣ. ΘΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΟΥΜΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ.

 

«Καλά νέα, έτσι;» είπε η Βατράνια.

«Ναι, αν και όχι το γεγονός ότι ο Δούκας ήταν Δημιούργημα.»

Η Βατράνια κάθισε δίπλα του. «Όπως λένε, δε μπορείς να τα έχεις όλα δικά σου.»

Ο Ανδρόνικος τσάκισε το μήνυμα μέσα στη γροθιά του. «Όχι, δεν μπορείς…» Έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι, που περιείχε τρία αποτσίγαρα ακόμα μέσα σε μια λίμνη από στάχτες.

«Λυπάμαι για ό,τι έγινε με την Ιωάννα,» είπε μετά από λίγο η Βατράνια. «Το ξέρω ότι… τη συμπαθούσες πολύ.»

Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι, και πάτησε τον διακόπτη σβήνοντας το φως. «Και αυτή και τόσοι άλλοι, Βατράνια… Σε κάνει ν’αναρωτιέσαι αν άξιζε η Επανάσταση, τελικά.»

«Δε θα ήθελα να ζω κάτω από το καθεστώς ελέγχου των Παντοκρατορικών, Πρίγκιπά μου,» είπε η Βατράνια αγγίζοντας τον ώμο του. Ύστερα, σηκώθηκε από δίπλα του και έφυγε χωρίς άλλες κουβέντες. Ο Ανδρόνικος άκουσε τα βήματά της να ξεμακραίνουν επάνω στο μεταλλικό πάτωμα του Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος.

Και οι σκέψεις του γρήγορα απομακρύνθηκαν από τη Βατράνια.

Έχουμε κρυφτεί σε ασφαλές μέρος, έλεγε το μήνυμα. Αλλά δεν ανέφερε πού ήταν αυτό το ασφαλές μέρος. Γιατί, άραγε; αναρωτήθηκε ο Ανδρόνικος. Φοβόνταν υποκλοπή από τους Παντοκρατορικούς; Κατά πάσα πιθανότητα. Θα ήθελα, όμως, να ξέρω πού είναι καταχωνιασμένοι. Τώρα, αν κάτι τούς συνέβαινε δεν θα μπορούσε να τους βοηθήσει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να συνεχίσει τον πόλεμό του εναντίον των Παντοκρατορικών. Ίσως επίτηδες να μη μου είπαν πού είναι, για να μη με βάλουν στον πειρασμό να πάω να τους βρω. Ήταν κάτι που πιθανώς να σκέφτονταν ο Σέλιρ’χοκ και ο Βαλέριος.

Τέλος πάντων… Διαρκώς, αυτή φαίνεται να είναι η μοναδική μου επιλογή: να συνεχίζω τον πόλεμο.

Ήταν παράξενο, νόμιζε, που αισθανόταν τόσο κουρασμένος από όλ’ αυτά τώρα που πλησίαζαν στο τέλος του αγώνα τους.

Στίβεν Νέλκος

Τα οχήματα της Ατέρμονης Πολιτείας σφυρίζουν μπροστά μου, μέσα στη βροχή, καθώς στέκομαι στην άκρη της γέφυρας και περιμένω να περάσω απέναντι. Κάποια στιγμή ένα φανάρι ανάβει και περνάω–

Ο μαλάκας έρχεται καταπάνω μου!

Πηδάω όσο πιο γρήγορα μπορώ, με χτυπά στον ώμο με το πλάι, ακούω τους τροχούς του ημιφορτηγού να γρυλίζουν επάνω στο οδόστρωμα, τινάζομαι κι αισθάνομαι μια παράξενη δύναμη να με αρπάζει, κυλιέμαι κάτω, σηκώνομαι στο ένα γόνατο. Ο ώμος μου πονά αλλά δε νομίζω ότι έχω σπάσει τίποτα. Η τσάντα μου είναι πεσμένη παραδίπλα.

«Συγνώμη, κύριε, συγνώμη.» Το ημιφορτηγό έχει σταματήσει, και ο οδηγός του είναι που μου μιλά από ένα ανοιχτό παράθυρο. Δε μπορώ να δω καλά το πρόσωπό του· φορά κουκούλα· θα ορκιζόμουν, όμως, ότι έχει κάτι το γνώριμο επάνω του. «Είστε καλά;»

Πιάνοντας την τσάντα μου από κάτω, σηκώνομαι όρθιος. «Ναι, έτσι νομίζω…» Και προτού προλάβω να του πω Δε βλέπεις το φανάρι; αγνοεί πάλι το φανάρι και ξεκινά τους τροχούς του, φεύγοντας. Στην πίσω μεριά του οχήματος του είναι γραμμένο το όνομα ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ.

Τρελός, σίγουρα.

Τα άλλα οχήματα έχουν σταματήσει πίσω από το φανάρι, αλλά κανένας δεν φαίνεται να δίνει σημασία στο περιστατικό. Τέλος πάντων· δε γαμιέται. Πηγαίνω προς μια σκάλα και κατεβαίνω από τη γέφυρα. Λίγο παρακάτω, φτάνω στον Κεντρικό Στρατώνα Παντοκρατορικού Στρατεύματος. Τους δείχνω την ταυτότητά μου και μπαίνω. «Καλημέρα, κύριε Ταγματάρχη,» μου λέει η φρουρός.

Πηγαίνω στο γραφείο μου. Ασχολούμαι με κάτι συνηθισμένες υποθέσεις του Κε.Σ.Πα.Σ., τίποτα το σπουδαίο. Έρχεται ένας λοχαγός και μου λέει για κάτι ελλείψεις σε μια από τις αποθήκες. Κανονίζουμε να γίνουν παραγγελίες. Πηγαίνω να επισκεφτώ κάτι στρατιώτες που βρίσκονται στο θεραπευτήριο ύστερα από μια επικίνδυνη αποστολή στη Φεηνάρκια. Κάποιοι δεν με πολυσυμπαθούν, κάποιοι με συμπαθούν. Ένας τους είναι παλιός γνωστός μου.

Μια νοσοκόμα με πλησιάζει καθώς σηκώνομαι κι απομακρύνομαι από τον γνωστό μου. Είναι κατάμαυρη στο δέρμα κι έχει όμορφα μενεξεδιά μαλλιά. Μετρίου αναστήματος, με καταπράσινα μάτια και κάτι βλεφαρίδες τεράστιες. Μα τον Κρόνο, δε νομίζω ότι έχω δει πιο μεγάλες βλεφαρίδες!

«Κύριε Ταγματάρχη…;» λέει, και ο ερωτηματικός τόνος στη φωνή της είναι έκδηλος.

«Ναι;» λέω, απορώντας που με κοιτάζει έτσι περίεργα. Αναρωτιέται αν είμαι εγώ;

«Ο Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, σωστά;»

«Ναι.» Παρατηρώ ότι μια γκρίζα γάτα με μαύρες ραβδώσεις περιφέρεται γύρω από τα πόδια της νοσοκόμας, τρίβεται επάνω τους. Κάτι μού θυμίζει αυτή η γάτα, νομίζω… Βλέπω κι άλλη μια γάτα να πλησιάζει, από δίπλα: αυτή κατάλευκη, αλλά με κατακόκκινα μάτια, και κομμένο δεξί αφτί. «Δεν επιτρέπονται τα ζώα εδώ μέσα,» λέω αυστηρά στη νοσοκόμα.

Εκείνη κοιτά κάτω. «Ουπς!» λέει χαμογελώντας. «Συγνώμη. Δεν ξέρω πώς γλίστρησαν πάλι εδώ.» Σκύβει και πιάνει τη γκρίζα γάτα, σηκώνοντάς την στην αγκαλιά της, ενώ η λευκή, κοκκινομάτα γάτα φεύγει γρήγορα, τρέχοντας.

«Να μην ξανασυμβεί,» τονίζω.

«Μην ανησυχείτε, κύριε Ταγματάρχη, δεν θα ξανασυμβεί.»

Την προσπερνάω και συνεχίζω τον δρόμο μου.

«Κύριε Ταγματάρχη;»

Σταματώ. «Τι;»

«Είστε καλά;»

«Φυσικά. Γιατί ρωτάς;»

«Τίποτα, απλώς ρώτησα…»

Μου έκανε τα γλυκά μάτια; Της χαμογελάω και φεύγω. Ορισμένες απ’αυτές τις νοσοκόμες που φέρνουν εδώ παραείναι περίεργες. Αλλά άμα ξαναδώ γάτες να τρέχουν μες στο θεραπευτήριο, αυτή η συγκεκριμένη νοσοκόμα θα φύγει προτού προλάβει ν’ανοιγοκλείσει τις πελώριες βλεφαρίδες της.

Εγκαταλείπω τον Κε.Σ.Πα.Σ. και, παίρνοντας συγκοινωνία, πηγαίνω στο μηχανουργείο όπου έχω αφήσει το όχημά μου για να το επισκευάσουν. Προχτές εκείνος ο καριόλης που με τράκαρε μου διέλυσε όλη την αριστερή μεριά και έναν μπροστινό τροχό. Ευτυχώς, φτάνοντας στο μηχανουργείο, διαπιστώνω πως το έχουν επισκευάσει. Είναι γρήγοροι. Τους πληρώνω (όχι και τόσο φτηνοί), παίρνω το όχημα, και φεύγω.

Όταν φτάνω στο σπίτι μου στη Λαμπροφόρο, έχει νυχτώσει. Αφήνω το όχημα στο γκαράζ, παίρνω τον ανελκυστήρα, ανεβαίνω στο ρετιρέ. Ξεκλειδώνω– Είναι ήδη ανοιχτά! Παραμερίζω – με επιφύλαξη – την πόρτα. Η Αγγελική θέλει να μου κάνει έκπληξη, ή κάτι ύποπτο συμβαίνει; Πιάνω το πιστόλι μου, για καλό και για κακό· το τραβώ από τη θήκη, χωρίς όμως να ανοίξω την ασφάλεια. Αλλά το δάχτυλό μου είναι επάνω της.

Μπαίνω στο διαμέρισμα με προσοχή, βηματίζοντας αργά.

«Αγγελική;»

Καμια απάντηση. Το ξύλινο δάπεδο τρίζει κάτω από τα πόδια μου. Ανεβαίνω στο χαλί, αν και είναι ήδη αργά για να το παίξω σιωπηλός. Αν είναι κάποιος εδώ μέσα, ξέρει για την παρουσία μου.

Βλέπω πως τα πράγματα στο σαλόνι είναι άνω-κάτω. Κάποιος μού έχει διαλύσει το διαμέρισμα! Ψάχνοντας για κάτι; Τι μπορεί να ήθελε;

Η μπαλκονόπορτα είναι ανοιχτή – μια φιγούρα στέκεται στο μπαλκόνι.

«Ακίνητος!» φωνάζω σημαδεύοντας με το πιστόλι μου καθώς πλησιάζω.

Ο άγνωστος φορά κουκούλα αλλά το φως από το σαλόνι αποκαλύπτει το πρόσωπό του. Το ξέρω αυτό το πρόσωπο. Είναι το δικό μου! Μου μοιάζει απίστευτα, ο γαμημένος!

«Μην κουνηθείς!» τον απειλώ καθώς πηγαίνω κοντά του, μπροστά του. «Κατέβασε την κουκούλα σου!»

Ο άγνωστος χαμογελά. Κατεβάζει την κουκούλα του. Είναι ολόιδιος μ’εμένα! Πώς είναι δυνατόν; Έχω ακούσει για τα Δημιουργήματα που φτιάχνει η Παντοκράτειρα – εκείνη και κανένας άλλος – αλλά δε μπορεί να έχει φτιάξει ένα σαν εμένα! Είναι τελείως παράλογο!

Ο άγνωστος κλοτσά, χτυπά το χέρι μου, πατάω ενστικτωδώς τη σκανδάλη και πυροβολώ στον αέρα, το όπλο μού φεύγει, πέφτει κάτω.

«Νομίζεις ότι αυτός ο κόσμος εξακολουθεί νάναι δικός σου;» ουρλιάζει ο άγνωστος που έχει το πρόσωπό μου. «Τώρα είναι δικός μου! ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ!» Με γρονθοκοπεί καταπρόσωπο, παραπατάω, τινάζεται, πηδά, βρίσκεται πάνω στην κουπαστή του μπαλκονιού.

Παλαβός! Έχει ξεφύγει από κάνα άσυλο!

«Σταμάτα!» του φωνάζω.

«Σύντομα θα μάθεις σε ποιον ανήκει τούτος ο κόσμος,» μου λέει απειλητικά – και πηδά απ’το μπαλκόνι!

Πετάγομαι και κοιτάζω από την άκρη, τον βλέπω να βρίσκεται ήδη κάτω, στον δρόμο. Μου κουνά τη γροθιά του κι εξαφανίζεται μέσα στα σκοτάδια της πόλης.

Πώς είναι δυνατόν να έζησε πέφτοντας από τέτοιο ύψος;

Καθώς υψώνω το βλέμμα μου βλέπω μια γάτα σε μια αντικρινή οροφή. Μια κατάλευκη γάτα κάτω από τις ακτίνες των φεγγαριών. Και νομίζω ότι τα μάτια της γυαλίζουν κόκκινα· ή, μήπως, φταίει το φως του κόκκινου φεγγαριού γι’αυτήν την ψευδαίσθηση; Η γάτα στρέφεται κι εξαφανίζεται.

Πιάνω το πιστόλι μου από κάτω και πάω μέσα στο διαμέρισμά μου ξανά. Το ερευνώ διεξοδικά, μήπως είναι και κανένας άλλος κρυμμένος εδώ. Τίποτα όμως· άδειο είναι. Ανοίγω τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο και ζητώ να γίνει έρευνα. Αμέσως.

Κανένας δεν βρίσκει το παραμικρό παρότι ψάχνουν μέχρι το πρωί. Ούτε αποτυπώματα υπάρχουν ούτε κανένα άλλο ίχνος. Ούτε οι μάγοι βρίσκουν τίποτα με τα ανιχνευτικά ξόρκια τους. «Είναι σαν να πέρασε κάτι τελείως αόρατο από εδώ, κύριε Ταγματάρχη,» μου λένε.

«Αυτός που είδα, πάντως, δεν ήταν αόρατος. Και μου έμοιαζε. Ήταν σα να φορούσε μια μάσκα καμωμένη όπως το πρόσωπό μου.»

«Να προσέχετε, κύριε Ταγματάρχη.»

Αυτό το ξέρω κι εγώ.

Προστάζω ν’αλλάξουν όλες τις κλειδαριές στο διαμέρισμά μου, και να βάλουν καινούργιο σύστημα συναγερμού, πιο καλό από το προηγούμενο το οποίο, όπως μου ανέφεραν, δεν είχε ενεργοποιηθεί καθόλου, λες κι είχε ξαφνικά χαλάσει.

Αφού επιβλέπω όλες τις αλλαγές κι αφού μιλάω σε μερικούς πράκτορες της Παντοκράτειρας για τον παράξενο άντρα που ήταν ίδιος μ’εμένα, την υπόλοιπη ημέρα ξεκουράζομαι. Και καλώ την Αγγελική μέσω του τηλεπικοινωνιακού διαύλου. Της λέω τι έγινε κι εκείνη ακούγεται ν’ανησυχεί. Αποφασίζουμε να συναντηθούμε το απόγευμα.

Συναντιόμαστε σε μια σουίτα του ξενοδοχείου πολυτελείας «Τα Επτά Τρίγωνα», το οποίο είναι μέσα στη Λαμπροφόρο, όχι και τόσο μακριά από το σπίτι μου. Η Αγγελική, παρότι έχει φανερά ανησυχήσει γι’αυτό που μου συνέβη, δεν είναι τόσο ευχάριστη μαζί μου όσο άλλες φορές. Μου μοιάζει κάπως κουρασμένη, λιγότερο ενθουσιώδης ίσως. Απόμακρη. «Είσαι καλά;» τη ρωτάω.

«Ναι,» μου λέει. «Γιατί να μην είμαι;»

Αργότερα, όμως, μου ζητά να φύγω. «Με συγχωρείς, Στίβεν,» μου λέει, «δεν είμαι και τόσο καλά, δεν έχω διάθεση.» Είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι της σουίτας, η Αγγελική έχει βγάλει τα μισά της ρούχα αλλά τα άλλα μισά παραμένουν πεισματικά επάνω της.

«Τι είναι;» τη ρωτάω. «Φοβάσαι ότι ίσως να έρθει κι εδώ αυτός που παρουσιάστηκε στο σπίτι μου;»

«Όχι· μην είσαι ανόητος.»

«Κανέναν δεν πρόκειται ν’αφήσω να σε πειράξει.»

Γελά κοφτά. «Μην είσαι ανόητος· απλώς δεν είμαι και τόσο καλά απόψε. Θέλω να μείνω μόνη.»

Ανέκαθεν ήταν πεισματάρα όταν κάτι τής έμπαινε στο κεφάλι, και τα καπρίτσια της ήταν απότομα. Ίσως να φταίει η αριστοκρατική καταγωγή της. Ποτέ άλλοτε, όμως, δεν με είχε διώξει έτσι. Τέλος πάντων, δε θέλω να χαλάσουμε την καρδιά μας. Τη φιλάω, ντύνομαι, και φεύγω από τη σουίτα. Παίρνω τον ανελκυστήρα και κατεβαίνω προς το γκαράζ.

Σε κάποια στιγμή, ο ανελκυστήρας σταματά ανεξήγητα σ’έναν όροφο, η πόρτα του ανοίγει, δεν βλέπω κανέναν να περιμένει έξω. Κάλεσαν τον ανελκυστήρα και έφυγαν; Παρατηρώ, όμως, κάποιον να περνά αντίκρυ μου και να στρίβει σε μια γωνία. Κάποιον που νομίζω πως μου μοιάζει!

Προτού προλάβω να κάνω τίποτα, η πόρτα του ανελκυστήρα κλείνει και κατεβαίνω πάλι.

Όχι!

Πατάω το κόκκινο κουμπί που γράφει ΣΤΑΣΗ. Ο ανελκυστήρας σταματά. Πατάω το κουμπί του ορόφου όπου είχα σταματήσει πριν. Ανεβαίνω, φτάνω. Βγαίνω και τρέχω προς τα εκεί όπου είδα τον άγνωστο που μου έμοιαζε. Δεν τον βρίσκω πουθενά. Κάτι υπηρέτες με κοιτάζουν παράξενα.

«Θα μπορούσαμε να σας βοηθήσουμε, κύριε;»

«Είδατε έναν… έναν άνθρωπο που μου μοιάζει να περνά από εδώ πριν από λίγο; Πριν από κάνα λεπτό, ίσως.»

«Όχι, κύριε.»

«Εντάξει.»

Μια γάτα απομακρύνεται, τρέχοντας. Έχει γκρίζο τρίχωμα με μαύρες ραβδώσεις. Τι μου θυμίζει; Την αγνοώ και συνεχίζω να ψάχνω για τον παράξενο άντρα. Μήπως νόμιζα ότι μου έμοιαζε; αναρωτιέμαι. Μήπως απλά είμαι ταραγμένος από το χτεσινοβραδινό επεισόδιο;

Η Αγγελική! Ίσως να κινδυνεύει. Δεν είναι βέβαιο, αλλά υπάρχει μια πιθανότητα. Αν όντως αυτό το τρελό κάθαρμα βρίσκεται εδώ, ίσως να ξέρει ότι είναι ερωμένη μου, ίσως να την κυνηγήσει.

Παίρνω πάλι τον ανελκυστήρα. Τραβάω το πιστόλι μου για να είμαι έτοιμος. Κατεβάζω την ασφάλεια. Αισθάνομαι τον ιδρώτα που κυλά στις πλευρές του κεφαλιού μου. Τι σκατά είν’ αυτός ο τύπος; Κανένας περίεργος αποστάτης; Ο Αρχιπροδότης τον έχει στείλει εδώ; Αλλά τι δουλειά μπορεί νάχει μαζί μου; Δεν είμαι δα και τόσο σημαντικός. Υπάρχουν πολύ πιο σημαντικοί αξιωματικοί από εμένα.

Ο ανελκυστήρας σταματά, η πόρτα του ανοίγει, βγαίνω, πηγαίνω στη σουίτα της Αγγελικής. Πιάνω το πόμολο– Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη! Αισθάνομαι τον σφυγμό μου να έχει δυναμώσει. Ανοίγω προσεχτικά, αθόρυβα, με το πιστόλι μου υψωμένο. Κοιτάζω μέσα στο καθιστικό και βλέπω μονάχα πεταμένα ρούχα στο πάτωμα. Γυναικεία, αλλά και αντρικά…

Τι συμβαίνει; Δε θυμάμαι ν’άφησα ρούχα εδώ.

Πηγαίνω προς την κρεβατοκάμαρα. Η πόρτα είναι ανοιχτή, και μέσα βλέπω την Αγγελική ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι, με τα κατάλευκα πόδια της τυλιγμένα γύρω από τη μέση ενός ολόγυμνου άντρα με το πρόσωπό μου!

Κάτι πρέπει να είπα, τότε, ή να κραύγασα άναρθρα, γιατί κι οι δύο στρέφονται τώρα προς το μέρος μου – η Αγγελική φανερά ξαφνιασμένη, ο άντρας χαμογελώντας ειρωνικά.

«Στίβεν…» τραυλίζει η Αγγελική, αμήχανα.

Στίβεν; Δε νομίζει ότι ο άντρας από πάνω της είμαι εγώ; «Τι… Αυτός ο άνθρωπος!…»

«Σου είπα,» λέει τότε ο άντρας με το πρόσωπό μου: «ο κόσμος τούτος είναι δικός μου.»

Τον σημαδεύω. «Φύγε από πάνω της! Απομακρύνσου! Στον τοίχο! ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ!» κραυγάζω.

Ο εχθρός μου γελά.

Η Αγγελική φωνάζει: «Στίβεν, σταμάτα! Τι είν’ αυτά; Σταμάτα! Σε παρακαλώ! Ήθελα να σ’το πω από πριν αλλά δε μπορούσα. Σε παρακαλώ, σταμάτα!»

«Να μου πεις τι;»

«Δε… δε βλέπεις τι ήθελα να σου πω; Δε μπορούμε να συνεχίσουμε…»

«Μα, αυτός ο άνθρωπος! Έχει το πρόσωπό μου!»

Η Αγγελική με κοιτάζει συνοφρυωμένη σαν να μην καταλαβαίνει τι της λέω

Ο εχθρός μου γελά. «Ρίξε κάτω το όπλο σου. Τούτος ο κόσμος είναι δικός μου.»

Τον πυροβολώ–

έχω την αίσθηση ότι κάτι λυγίζει ολόγυρά μου

–αστοχώ (από τέτοια απόσταση!).

«Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ!» Η φωνή του εχθρού μου αντηχεί από παντού καθώς ουρλιάζει.

Κι από τους τοίχους του δωματίου βγαίνουν δύο άντρες και δύο γυναίκες, όλοι τους ντυμένοι με κόκκινες στολές, μαύρα γυαλιά, και μαύρα γάντια. Στο ένα χέρι κρατάνε πιστόλι, στο άλλο ξιφίδιο. Έρχονται για να με σκοτώσουν.

Δύο γάτες πετάγονται από πίσω μου, η μία περνά δίπλα μου, η άλλη ανάμεσα από τα πόδια μου – η μία είναι λευκή με κόκκινα μάτια, η άλλη γκρίζα με μαύρες ραβδώσεις και μαύρα μάτια. Τσυρίζουν σαν δαιμονισμένες. Ο εχθρός μου και οι πράκτορές του δείχνουν να αποπροσανατολίζονται υπερβολικά από την παρουσία τους, κραυγάζουν σαν να είδαν δύο τρομαχτικά εξωδιαστασιακά τέρατα – παρότι εκείνοι είναι που βγήκαν από τους τοίχους σαν οι τοίχοι να ήταν αέρας.

Πυροβολώ έναν κοκκινοντυμένο πράκτορα στο στήθος κι αυτός πέφτει νεκρός. Πυροβολώ μία ακόμα, στο κεφάλι, σκοτώνοντάς την επίσης.

Ο εχθρός μου καρφώνει την Αγγελική στην καρδιά μ’ένα μακρύ ξιφίδιο το οποίο αφήνει επάνω στο κατάλευκο σώμα της. «Θα σε ξαναδώ!» ουρλιάζει. «ΤΟΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ!» Και, κάνοντας ένα απίστευτο άλμα, πετάγεται από το κρεβάτι και βουτά μέσα στον τοίχο.

Αποφεύγω δύο σφαίρες, νιώθοντας πως ξαφνικά έχω αποκτήσει υπερφυσική ταχύτητα. Στρέφω το πιστόλι μου προς την πράκτορα στα δεξιά μου και τη σκοτώνω. Το στρέφω προς τον τελευταίο πράκτορα και τον σκοτώνω κι αυτόν.

Ουρλιάζω, καθώς παρατηρώ πως η Αγγελική είναι ακίνητη και νεκρή επάνω στο κρεβάτι, και το αίμα της έχει μουσκέψει τα σεντόνια.

Κρόνε, τι σκατά είναι αυτά που συμβαίνουν; Πώς περνάνε από τους τοίχους αυτοί οι κακοποιοί; Ποιοι είναι; Ποιος είναι αυτός ο τρελός με το πρόσωπό μου;

Και οι γάτες– Ψάχνω με το βλέμμα μου για τις γάτες, ολόγυρά στο δωμάτιο, μα δεν τις βλέπω πουθενά. Πού πήγαν;

–Μια γυναίκα στέκεται στο κατώφλι!

Τη σημαδεύω με το πιστόλι μου.

Υψώνει τα χέρια της, ήρεμα. «Φίλη,» λέει. Το δέρμα της είναι κατάμαυρο, τα μαλλιά της μενεξεδιά, τα μάτια της πράσινα. Έχει πελώριες βλεφαρίδες. Κάτι μού θυμίζει. Πού την έχω ξαναδεί;

«Ποια είσαι;»

«Θέλω απλά να σε βοηθήσω. Έχουμε ξανασυναντηθεί. Το όνομά μου είναι Ναλτάφιρ.»

«Ναλτάφιρ;… Δε μου λέει κάτι.»

Οι γάτες έχουν παρουσιαστεί ξανά, και τρίβονται πάνω στα μποτοφορεμένα πόδια της. «Με είχες δει στο θεραπευτήριο.»

Φυσικά! Η νοσοκόμα με τις γάτες! Αυτή είναι, η ίδια. Αλλά τόσο διαφορετικά ντυμένη. Φορά ένα γκρίζο ταγέρ – σακάκι και παντελόνι – κι ένα λευκό πουκάμισο από μέσα. Στους ώμους της πέφτει μια μαύρη κάπα.

«Τι…;» Δεν ξέρω τι να πω.

«Κοίτα,» μου λέει, «δεν είμαι πραγματικά νοσοκόμα, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να σε πλησιάσω. Δε μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο. Αυτός ο κόσμος είναι δικός σου–»

«Είσαι τρελή κι εσύ;» φωνάζω, έχοντας κατεβάσει το πιστόλι μου. «Ποιος κόσμος; Είμαστε στη Ρελκάμνια, στη διάσταση-έδρα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας! Ο ‘κόσμος’ – ό,τι κι αν εννοείτε – σίγουρα δεν είναι δικός μου! Ούτε αυτού του τρελού που σκότωσε την Αγγελική!»

Η Ναλτάφιρ χαμογελά, μοιάζοντας διασκεδασμένη. «Άκουσέ με λίγο. Νομίζεις ότι είναι φυσιολογικό άνθρωποι να περνάνε μέσα από τοίχους; Από πού ήρθαν αυτοί;» Δείχνει τους νεκρούς κοκκινοντυμένους πράκτορες στο πάτωμα.

«Κάποια… κάποια μαγεία, ή τεχνολογία. Κάτι καινούργιο…»

«Δεν είναι τίποτα το ‘καινούργιο’, Στίβεν,» μου λέει. «Κι εσύ μπορείς να περάσεις μέσα από τους τοίχους, φτάνει να το θέλεις.»

«Είσαι πραγματικά παλαβή…»

«Προσπάθησέ το. Πέρνα μέσα από την πόρτα.» Κλείνει την πόρτα μπροστά της. «Σε περιμένω απέξω,» ακούγεται η φωνή της από την άλλη μεριά. «Πίστεψε ότι θα περάσεις και θα δεις που θα περάσεις.»

Προσπαθεί κάποιος να με τρελάνει; Αυτές είναι κλασικές τεχνικές ψυχολογικού πολέμου. Ή ίσως όχι και τόσο κλασικές, αλλά τέλος πάντων… Ας το κάνω, να δούμε.

Πλησιάζω την πόρτα. Απλώνω το χέρι μου και την αγγίζω. Κανονικότατο ξύλο. Γελάω. Πώς να περάσω;

«Πίστεψέ το, Στίβεν, και θα περάσεις,» ακούω τη φωνή της Ναλτάφιρ από την άλλη μεριά.

’Ντάξει, λέω στον εαυτό μου, μπορείς να περάσεις. Πέρνα!

Το χέρι μου βυθίζεται στο ξύλο. Δεν είμαστε καθόλου καλά… Κάνω ένα μεγάλο βήμα προς την πόρτα, με πρόθεση να περάσω από μέσα της, βέβαιος ότι θα τα καταφέρω–

Βγαίνω από την άλλη, μπροστά στη Ναλτάφιρ. Κοιτάζω πίσω μου. Η πόρτα εξακολουθεί να είναι κλειστή.

Η Ναλτάφιρ χαμογελά. «Πόνεσες;»

«Πρέπει νάναι ολόγραμμα,» λέω.

Η Ναλτάφιρ μού κάνει νόημα να παραμερίσω από μπροστά της. Παραμερίζω. Περνά από δίπλα μου και κλοτσά, επανειλημμένα, την πόρτα με το μποτοφορεμένο πόδι της, κάνοντας λακκούβα στο ξύλο.

«Το παθαίνουν αυτό τα ολογράμματα;» με ρωτά.

Σκύβω και πιάνω το κατεστραμμένο ξύλο. Το αισθάνομαι κανονικό, πραγματικό. Πώς, τότε, πέρασα από μέσα του; Προσπαθώ να πείσω πάλι τον εαυτό μου ότι μπορεί να περάσει, και το χέρι μου περνά.

Σηκώνομαι όρθιος. «Δεν καταλαβαίνω… Όταν θέλω κάτι να είναι ολόγραμμα, είναι; Κι όταν δεν θέλω να είναι, δεν είναι;»

«Ναι,» μου λέει η Ναλτάφιρ, «και όχι μόνο. Αυτός είναι ο κόσμος σου, Στίβεν· μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις εδώ.»

«Μη μου λες τώρα–»

«Νομίζεις ότι είσαι στη Ρελκάμνια. Είσαι στη Ρελκάμνια-του-μυαλού-σου.»

Πώς είναι δυνατόν; Τα πάντα τα νιώθω πραγματικά. «Η Αγγελική είναι νεκρή…»

«Ο Ελπιδοφόρος σκότωσε τη σκεπτομορφή της, γι’αυτό είναι νεκρή.»

«Αν αυτός ο κόσμος είναι δικός μου, όπως λες, δεν μπορώ να την ξαναζωντανέψω;»

«Δυστυχώς, ο κόσμος δεν είναι τελείως δικός σου. Ανήκει και στον Ελπιδοφόρο, που είναι μέρος του εαυτό σου.»

«Αυτός ο παλαβός που έχει το πρόσωπό μου ονομάζεται Ελπιδοφόρος;»

«Ναι.»

«Κι εσύ τι είσαι; Πώς τα ξέρεις αυτά;»

«Εγώ… είμαι μια φίλη σου. Δεν ανήκω εδώ, κανονικά, γι’αυτό κιόλας δεν έχω μεγάλη ελευθερία κινήσεων. Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ, αλλά, στο τέλος, εσύ πρέπει να νικήσεις τον Ελπιδοφόρο.»

«Πρέπει;»

«Οπωσδήποτε. Γι’αυτό σ’έφερα εδώ.»

«Με έφερες;»

«Ναι. Εσύ μού το ζήτησες. Για να νικήσεις τον Ελπιδοφόρο. Και μπορείς να τον νικήσεις. Ό,τι δυνάμεις έχει εκείνος, τις ίδιες δυνάμεις έχεις κι εσύ – και περισσότερες. Ο κόσμος ήταν δικός σου πολύ προτού έρθει αυτός και εισβάλει εδώ.»

«Γιατί δεν τα ήξερα όλα αυτά εγώ;»

«Επειδή το μυαλό σου έχει συνηθίσει να βλέπει την πραγματικότητα αναλλοίωτη, και τη βλέπει έτσι ακόμα κι όταν ονειρεύεται.»

«Με δουλεύεις…»

«Το ξέρω ότι δεν μπορείς εύκολα να με πιστέψεις. Αλλά δεν έχει σημασία: μην με πιστέψεις. Απλώς νίκησε τον Ελπιδοφόρο· γι’αυτό είσαι εδώ.»

«Θα έρθεις μαζί μου;»

«Θα το προτιμούσα,» μου λέει.

«Έλα, τότε.»

Βαδίζω προς τη μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Την ανοίγω και βγαίνω. Η Ναλτάφιρ με ακολουθεί

«Μπορώ να πηδήσω κάτω,» τη ρωτάω, «χωρίς να σκοτωθώ;»

«Φυσικά. Αλλά εγώ μπορώ μόνο αν το θέλεις εσύ.»

Της δίνω το χέρι μου. Ανεβαίνουμε στην κουπαστή, ανάμεσα στα φυτά, και πηδάμε από τα Επτά Τρίγωνα. Αισθάνομαι τον αέρα να περνά γρήγορα αλλά ομαλά γύρω μου. Προσγειωνόμαστε κάτω, στο πεζοδρόμιο. Ορισμένοι γυρίζουν και μας κοιτάζουν προς στιγμή, αλλά κανένας δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία.

Γελάω. Αδύνατον! κι όμως συμβαίνει.

«Οι γάτες σου;»

«Θα μας βρουν, μη φοβάσαι. Τις σκέφτομαι, βασικά, γι’αυτό υπάρχουν. Αλλά έχουν πια αποκτήσει δική τους βούληση εδώ μέσα. Όπως κι όλοι οι άλλοι άνθρωποι έχουν δική τους βούληση σ’αυτό τον κόσμο αλλά, στην πραγματικότητα, εσύ τούς έχεις πλάσει. Είναι σκεπτομορφές.»

Έξι τύποι επάνω σε δίκυκλα σταματούν αντίκρυ μας. Φοράνε κόκκινες στολές, μαύρα γυαλιά, και μαύρα γάντια. Κατεβαίνουν κρατώντας καραμπίνες.

«Κι αυτοί;» ρωτάω.

«Σκεπτομορφές του εχθρού σου.»

Πιστολίδι αρχίζει. Άνθρωποι και οχήματα τρέχουν από δω κι από κει, για να ξεφύγουν. Αν είναι κατασκευάσματα του μυαλού μου, είναι κατασκευάσματα που τα ενδιαφέρει πολύ η ζωή τους.

Αποφεύγω τις σφαίρες των κοκκινοντυμένων πρακτόρων με ταχύτητα που δεν ήξερα ότι κατείχα. Είναι σαν να αγνοώ, ή να αλλοιώνω, την πραγματικότητα γύρω μου. Τους πυροβολώ, και ένας σκοτώνεται χτυπημένος στην κοιλιά, ένας άλλος χτυπημένος στο στήθος, ένας τρίτος σωριάζεται πάνω στο γυάλινο σκέπαστρο ενός τρίκυκλου σπάζοντάς το. Πού είναι η Ναλτάφιρ; Έχει καλυφτεί πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα ενός καταστήματος, γονατισμένη. Καλύπτομαι κι εγώ, πίσω από μια μεταλλική κολόνα· μερικές σφαίρες σφυρίζουν γύρω μου, μερικές χτυπάνε επάνω της. Σκοτώνω ακόμα δύο κοκκινοντυμένους πράκτορες – κεφάλι και στήθος. Ο ένας που απομένει ανεβαίνει στο δίκυκλό του και τρέχει να φύγει. Τον πυροβολώ στην πλάτη, χάνει τον έλεγχο του οχήματός του και κοπανά πάνω σ’ένα κατάστημα, μπαίνει μέσα στη βιτρίνα, πέφτει ανάμεσα στα ρούχα.

«Πάμε,» λέω στη Ναλτάφιρ, και φεύγουμε. Κατεβαίνουμε σε μια σήραγγα μέσω μιας στριφτής πέτρινης σκάλας, βαδίζουμε στον υπόγειο πεζόδρομο ενώ οχήματα περνάνε από δίπλα μας με τα φώτα τους αναμμένα.

«Πού πρέπει να πάω για να βρω τον Ελπιδοφόρο;» τη ρωτάω.

«Δεν ξέρω.»

Ωραία…

Οι γάτες της έχουν, ξαφνικά, βρεθεί κοντά μας, μας ακολουθούν σαν σκιές, παρουσιάζονται κι εξαφανίζονται δίπλα από τα πόδια μας.

«Αν όλα αυτά είναι όνειρο, δεν μπορώ απλώς να ξυπνήσω και να τελειώνει, Ναλτάφιρ;»

«Εσύ ήθελες να έρθεις εδώ, για να νικήσεις τον Ελπιδοφόρο.»

Περίεργα, πολύ περίεργα, όλα τούτα. Όμως δεν μπορώ ν’αμφισβητήσω ότι κάποιος θέλει να με σκοτώσει, ούτε ότι έχω δυνάμεις που πριν ήταν αφάνταστες για εμένα. Και τις ίδιες δυνάμεις έχουν και οι εχθροί μου – ή παρόμοιες, τουλάχιστον.

Στρίβουμε σε μια καμάρα και μπαίνουμε σ’έναν σταθμό τρένου. Περιμένουμε λίγο ενώ παρατηρώ το περιβάλλον γύρω μας. Κι άλλοι άνθρωποι περιμένουν εδώ, κανένας δεν φορά κόκκινη στολή. Το τρένο έρχεται. Έχουμε ήδη αγοράσει εισιτήρια από το αυτόματο μηχάνημα, και επιβιβαζόμαστε. Η αμαξοστοιχία ξεκινά.

«Πού πηγαίνουμε;» με ρωτά η Ναλτάφιρ.

«Στον Κε.Σ.Πα.Σ.»

«Γιατί;»

«Δεν ξέρω. Έχεις κανένα καλύτερο μέρος να προτείνεις;»

Δεν απαντά. Δείχνει να με εμπιστεύεται. Παράξενο· εγώ δεν εμπιστεύομαι τίποτα πλέον, ούτε καν τον εαυτό μου.

Μια δυνατή έκρηξη αντηχεί μέσα στα υπόγεια, ολόκληρη η αμαξοστοιχία τραντάζεται, τα φώτα της αναβοσβήνουν, το βαγόνι μέσα στο οποίο βρίσκομαι με τη Ναλτάφιρ ανατρέπεται, άνθρωποι ουρλιάζουν, πράγματα πέφτουν σαν κοτρόνες από δω κι από κει, τζάμια σπάνε– Μετά, ξαφνικά: ησυχία.

Ακούω αδύναμα βογκητά γύρω μου, κλάματα, κραυγές: βοήθεια! βοήθεια!

«Ναλτάφιρ;» Τα φώτα έχουν σβήσει τελείως· ανασηκώνομαι προσεχτικά μες στο σκοτάδι, διαπιστώνοντας ότι δεν έχω σπάσει τίποτα, ότι δεν έχω καν χτυπήσει πουθενά. Καθώς το βαγόνι ανατρεπόταν αισθανόμουν σαν μια αόρατη δύναμη να με είχε τυλίξει προστατευτικά. «Ναλτάφιρ;»

«Ναι…»

«Είσαι καλά;» Απλώνω το χέρι μου και βρίσκω τον ώμο της, σαν να ήξερα ήδη ότι ήταν εκεί.

«Ναι. Δεν ανάβεις κανένα φως;»

Καλή ιδέα. Τα φώτα του βαγονιού αρχίζουν ξαφνικά να ξαναλειτουργούν, αν και αναβοσβήνοντας κάπου-κάπου.

Άντρες και γυναίκες με κόκκινες στολές, μαύρα γυαλιά, και μαύρα γάντια έχουν μπει στο τρένο. Όχι και τόσο καλή ιδέα, τελικά.

Στρέφονται αμέσως προς το μέρος μου, λες και το γεγονός ότι άναψα, νοητικά, τα φώτα να τράβηξε τα βλέμματά τους κατευθείαν επάνω μου. Υψώνουν τα όπλα τους.

Πυροβολώ δύο, προτού προλάβουν να αντιδράσουν. Οι υπόλοιποι με πυροβολούν. Οι επιβάτες – όσοι έχουν ακόμα τις αισθήσεις τους, όσοι είναι ακόμα ζωντανοί – ουρλιάζουν και προσπαθούν να καλυφτούν. Βλέπω μερικούς να σκοτώνονται. Οι σφαίρες με αστοχούν, χτυπώντας σε κάθε άλλο σημείο εκτός από εμένα. Μία με παίρνει ξυστά. Στο αριστερό μάγουλο. Δεν είμαι άτρωτος, τελικά. Πυροβολώ στο στήθος μια γυναίκα με κόκκινη στολή.

Οι κοκκινοντυμένοι έρχονται από παντού, τώρα· σπάνε όσα παράθυρα δεν είναι ήδη σπασμένα και εισβάλουν. Ποτέ δεν περίμενα ότι κάποιος θα σαμπόταρε ένα ολόκληρο τρένο για χάρη μου.

Πυροβολώ, καλυμμένος πίσω από ένα κάθισμα, και σύντομα διαπιστώνω ότι δεν είμαι μόνος. Κάποιοι άλλοι έχουν παρουσιαστεί, κάποιοι με μαύρες στολές, λευκά γυαλιά, και λευκά γάντια· άντρες και γυναίκες. Χτυπάνε τους κοκκινοντυμένους· φαίνεται να τους έχουν ξαφνιάσει.

Ρίχνω μια ματιά στη Ναλτάφιρ που είναι ζαρωμένη πίσω μου, για να δω αν είναι ακόμα καλά. Καλά είναι. Γυρίζω πάλι και συνεχίζω να πυροβολώ. Πτώματα έχουν γεμίσει το βαγόνι. Το μέρος έχει γίνει σαν σουρεαλιστικός πίνακας. Και το γεγονός ότι οι σφαίρες στο πιστόλι μου δεν έχουν ακόμα τελειώσει είναι πολύ ύποπτο.

Κανένας κοκκινοντυμένος δεν απομένει. Οι μαυροντυμένοι με πλησιάζουν, με τα όπλα τους κατεβασμένα. Οι κάννες καπνίζουν, οι λεπίδες είναι αιματοβαμμένες. «Άρχοντά μου,» μου λέει ένας, «συγνώμη που αργήσαμε.»

Φαίνεται πως, για κάποιο λόγο, είναι με το μέρος μου, όπως οι κοκκινοντυμένοι είναι με το μέρος του εχθρού μου. Αισθάνομαι πως τώρα δεν είναι ώρα να κάνω ερωτήσεις σχετικά με το πώς και το γιατί. Σηκώνομαι όρθιος, και δίνω το χέρι μου στη Ναλτάφιρ για να σηκωθεί κι εκείνη.

«Πώς θα φύγουμε από εδώ;» ρωτάω τους πολεμιστές μου.

«Υπάρχει ένα πέρασμα. Από κει ήρθαν και οι εχθροί μας για να σαμποτάρουν το τρένο. Ακολουθήστε μας, Άρχοντά μου.»

Βγαίνουμε από το αναποδογυρισμένο βαγόνι χρησιμοποιώντας τις πόρτες και τα παράθυρά του σαν καταπακτές. Η σήραγγα είναι σκοτεινή γύρω μας αλλά όλοι έχουμε φακούς. Πηγαίνουμε προς μια μεριά και καταλήγουμε σ’ένα πέρασμα όπου υπάρχουν πεταμένοι διάφοροι εξοπλισμοί και εκρηκτικές ύλες. Το διασχίζουμε.

«Σκέφτομαι να πάω στον Κε.Σ.Πα.Σ.,» λέω στους πολεμιστές μου.

«Ο Ελπιδοφόρος έχει ήδη καταλάβει τον Στρατώνα,» μου απαντά μία από αυτούς.

«Και είναι κι ο ίδιος εκεί,» προσθέτει ένας άλλος.

Κι ένας τρίτος: «Έχει σκοτώσει όλους τους Στρατηγούς.»

Δε ρωτάω γιατί η Παντοκράτειρα δεν έχει κάνει κάτι για όλ’αυτά. Μάλλον, όπως φαίνεται, οι δυνάμεις μου και η επιρροή μου είναι μεγαλύτερες από τις δικές της.

Ανεβαίνουμε ένα κεκλιμένο επίπεδο και βγαίνουμε στην επιφάνεια. Πλησιάζει αυγή, παρατηρώ. Τόσες ώρες έχουν περάσει; Μου φαίνεται περίεργο. Αλλά δεν είναι το μόνο περίεργο που συμβαίνει, οπότε εύκολα το αποδέχομαι.

Φτάνουμε, μετά από λίγο βάδισμα, στη Μακριά Λεωφόρο, όπου ένας ολόκληρος στρατός από μαυροντυμένους με λευκά γυαλιά και λευκά γάντια μάς περιμένει. Μπαίνω σ’ένα ψηλό, ανοιχτό όχημα μαζί με τη Ναλτάφιρ, κι αρκετοί από τους πολεμιστές μου με ακολουθούν. Ένας απ’αυτούς οδηγεί. Ξεκινάμε όλοι για τον Στρατώνα. Κάποιοι ακολουθούν πεζοί, κάποιοι επάνω σε δίκυκλα, κάποιοι επάνω σε οχήματα τρίκυκλα ή τετράκυκλα, ή πελώρια φορτηγά. Οι πολεμιστές μου είναι σιωπηλοί και αποφασισμένοι. Πυροβολούν όσους κοκκινοντυμένους προσπαθούν να μας κλείσουν τον δρόμο. Εκτοξεύουν ρουκέτες καταπάνω σε φορτηγά που παρουσιάζονται για να μας σταθούν εμπόδιο. Ανεβαίνουμε σε μια γέφυρα, ψηλά πάνω από τη γη, ανάμεσα σε ουρανοξύστες. Οι πολεμιστές μου πυροβολούν ελικόπτερα που πλησιάζουν για να μας βομβαρδίσουν. Δέχονται κι αυτοί ριπές, αρκετοί σκοτώνονται, κάποια οχήματα φεύγουν από τη γέφυρα και πέφτουν, γίνονται κομμάτια και κομματιάζουν κι άλλα οχήματα κι ανθρώπους από κάτω τους. Στρίβουμε σε άλλη γέφυρα, και σε άλλη. Κατεβαίνουμε πάλι στη Μακριά Λεωφόρο· πλησιάζουμε τον Κε.Σ.Πα.Σ.

Δεχόμαστε σφοδρή επίθεση από πολεμικά άρματα, μεγάλα πυροβόλα, ρουκετοβόλα, ενεργειακά κανόνια. Βλέπω τους μαχητές μου να διαλύονται γύρω μου. Σηκώνω ένα ρουκετοβόλο στον ώμο μου. Σημαδεύω, πατάω τη σκανδάλη, ένα ενεργειακό κανόνι ανατινάζεται. Ξανασημαδεύω, ξαναπατάω τη σκανδάλη, ακόμα ένα ενεργειακό κανόνι ανατινάζεται. Λέω στον οδηγό μου να σηκωθεί και κάθομαι εγώ στο τιμόνι. Πηγαίνω το όχημα κατευθείαν προς την πύλη του Στρατώνα. Ολοταχώς. Ακούω τους τροχούς του να γρυλίζουν, τις μηχανές του να βρυχούνται. Πυροβόλα και πολυβόλα και ενεργειακά κανόνια προσπαθούν να με καταστρέψουν, αλλά, για κάποιο λόγο, αστοχούν. Γύρω μου ο κόσμος έχει γίνει σαν σφαίρα και οι ριπές τους γλιστρούν στην επιφάνειά της. Μία πέφτει επικίνδυνα κοντά μου, τραντάζοντας το όχημα, όμως γρήγορα το επαναφέρω στην πορεία του. Κλείνω την οροφή του, το σκεπάζω ολόγυρα με πανίσχυρα μέταλλα. Στη μπροστινή του μεριά μεγάλα έμβολα παρουσιάζονται.

Πατάω το πετάλι στο τέρμα.

Πέφτω πάνω στην πύλη του Κε.Σ.Πα.Σ. Η πύλη γκρεμίζεται και το όχημά μου περνά. Οι μαχητές μου που είναι επάνω του πυροβολούν προς κάθε κατεύθυνση, εκτοξεύουν χειροβομβίδες και ρουκέτες. Οι άλλοι πολεμιστές μου ακολουθούν. Η μάχη που ξεσπά μέσα στον περίβολο του Στρατώνα είναι άγρια. Ο κόσμος έχει γεμίσει με μαυροντυμένους και κοκκινοντυμένους ανθρώπους. Στιγμιαία αναρωτιέμαι πού έχουν πάει όλοι εκείνοι οι λευκοντυμένοι μαχητές της Παντοκράτειρας – το ξεχνάω γρήγορα. Εκτοξεύω μια ρουκέτα καταπάνω σ’ένα οικοδόμημα με δύο ενεργειακά κανόνια στην οροφή. Η οροφή διαλύεται και τα ενεργειακά κανόνια πέφτουν, τυλιγμένα σε φλόγες και καπνό.

Κάτι χτυπά το όχημά μου, μια δυνατή έκρηξη γίνεται, το όχημα ανατρέπεται. Ανοίγω αυτομάτως την οροφή του και πεταγόμαστε όλοι έξω, χωρίς τραυματισμούς ή απώλειες. Δίνω ένα τουφέκι στη Ναλτάφιρ, που μοιάζει σαστισμένη από όλα τούτα. Δεν είναι ένα απλό όπλο: έχει επάνω ξιφολόγχη και εκτοξευτή χειροβομβίδων, και μπορείς να το ρυθμίσεις είτε ως πυροβόλο είτε ως ενεργειακό όπλο είτε ως ηχητικό.

«Ευχαριστώ,» λέει η Ναλτάφιρ μοιάζοντας να έχει καταλάβει αμέσως όλες τις χρήσεις του τουφεκιού. Το υψώνει και πυροβολεί. Οι γάτες της κρύβονται ανάμεσα στα πόδια της, γρυλίζοντας, με τις ουρές τους ορθωμένες.

Σφαίρες και φλόγες τινάζονται παντού. Όσοι είναι γύρω μου είναι καλύτερα προστατευμένοι από τους υπόλοιπους, φυσικά.

Βλέπω τον Ελπιδοφόρο να ξεπροβάλει, ντυμένος σαν Στρατηγός της Παντοκρατορίας. Πυροβολεί τους πολεμιστές μου σα να μη μπορούν να τον δουν, κρατώντας ένα πιστόλι σε κάθε χέρι. Τη μια είναι εδώ, την άλλη εκεί. Καμια σφαίρα δεν φαίνεται να μπορεί να τον πετύχει. Πετά τα πιστόλια του, τραβά ένα ξιφίδιο και πλησιάζει τους πολεμιστές μου από μεριές που δεν μπορούν να τον αντιληφτούν· τους σφάζει, καρφώνοντάς τους στην πλάτη, στον λαιμό, στα πλευρά, στο στήθος. Το αίμα τους βάφει τη λευκή του στολή. Η στολή κοκκινίζει ολοένα και περισσότερο· γίνεται, στο τέλος, σαν τις στολές των μαχητών του.

Σηκώνει ένα ρουκετοβόλο και το στρέφει καταπάνω μου. Πατά τη σκανδάλη.

Κάνω τη ρουκέτα να χάσει τον στόχο της.

Ο Ελπιδοφόρος πετά κάτω το ρουκετοβόλο, ουρλιάζοντας: «ΤΟΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ!» Τραβά πάλι δύο πιστόλια και έρχεται καταπάνω μου.

«Μείνε πίσω,» λέω στη Ναλτάφιρ. Τραβάω ένα σπαθί και πηγαίνω κι εγώ καταπάνω του.

Με πυροβολεί. Αποφεύγω τις σφαίρες σαν να είναι σερπαντίνες. Χτυπάω μία με τη λεπίδα μου, στέλνοντάς την στο κεφάλι ενός κοκκινοντυμένου μαχητή.

Ο Ελπιδοφόρος ουρλιάζει, τραβά ένα σπαθί, και οι λεπίδες μας συγκρούονται, ξανά και ξανά και ξανά, τινάζοντας φλόγες και αστραπές ολόγυρα. Βροντές αντηχούν από τον ουρανό, ρωγμές ανοίγουν στη γη. Κάποιοι μαυροντυμένοι μαχητές καίγονται, κάποιοι κοκκινοντυμένοι μαχητές καίγονται.

Χτυπάω τον Ελπιδοφόρο καταπρόσωπο με τη λαβή του όπλου μου. Πέφτει, κυλιέται, ξανασηκώνεται. Κατεβάζω απότομα το σπαθί μου. Στον αέρα. Μια αστραπή πετάγεται και βρίσκει τον Ελπιδοφόρο στο πρόσωπο. Η όψη του διαλύεται σαν μάσκα – τα κομμάτια της διασκορπίζονται, θρύψαλα, θραύσματα – κι από πίσω φανερώνεται μια όψη που μοιάζει ακόμα περισσότερο με μάσκα. Ένα κράνος από κάποια παράξενη ύλη – ή, ίσως, ενέργεια.

Τι μου θυμίζει;

«Ελκράσ’ναρχ!» γρυλίζω.

Το κράνος τυλίγεται, απότομα, από σάρκα. Αντικρίζω ξανά το πρόσωπό μου, αλλά μέσα από τα μάτια μπορώ τώρα να δω ποιος είναι πραγματικά εκεί.

«Ελκράσ’ναρχ!» Δεν είναι αυτός ο εαυτός μου. Έχει απλώς μεταμφιεστεί σαν εμένα! Όπως εξαρχής υποπτευόμουν. Και αναμνήσεις γεμίζουν τώρα το μυαλό μου. Θυμάμαι για το εμφύτευμα. Θυμάμαι τι είχα ζητήσει από τη Ναλτάφιρ σε μια Ρελκάμνια που μοιάζει μ’αυτήν μα δεν είναι ίδια.

«Δεν θα είσαι για πολύ ακόμα μακριά από την επιρροή μου, προδότη!» φωνάζει ο εχθρός μου με απόκοσμη φωνή. Και, με τη δική μου φωνή πάλι: «ΤΟΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ!»

Το σπαθί μου, που είχα μόλις εκτοξεύσει σαν ακόντιο, τον καρφώνει στο στήθος. Πιάνει τη λαβή του με τα δύο χέρια, προσπαθώντας να το τραβήξει έξω. Ορμάω καταπάνω του και τον γρονθοκοπώ καταπρόσωπο. Φλόγες πετάγονται από τη γροθιά μου, και ο εχθρός μου – το Εμφύτευμα – τινάζεται πίσω, κατρακυλά μέσα σε φωτιές και καπνούς.

Κοκκινοντυμένοι άντρες και γυναίκες πέφτουν νεκροί. Οι μαυροντυμένοι πολεμιστές μου τους κομματιάζουν.

Το Εμφύτευμα προσπαθεί να σηκωθεί και, συγχρόνως, να τραβήξει το σπαθί μου από μέσα του. Το πυροβολώ, συνεχόμενα, με δύο πιστόλια. Και τότε είναι που διαπιστώνω ότι δεν μπορεί να σκοτωθεί. Το βλέπω να χτυπιέται αλλά να ορθώνεται αργά.

Η Ναλτάφιρ και ο Κλαρκ από την αρχή έλεγαν ότι είναι μέρος του εαυτού μου πλέον, παρότι το έβαλε εκεί ο Ελκράσ’ναρχ. Δε μπορώ να το σκοτώσω όσο εγώ εξακολουθώ να είμαι ζωντανός.

Το Εμφύτευμα μοιάζει να έχει καταλάβει τις σκέψεις μου γιατί γελά ξέφρενα καθώς βγάζει το σπαθί μου από μέσα του. Και το σπαθί είναι, απρόσμενα, τουφέκι στα χέρια του. Το στρέφει προς τη μεριά μου και πυροβολεί.

Αποφεύγω τις ριπές, πηδώντας ψηλά στον αέρα. Πολύ ψηλά. Βλέπω τον Στρατώνα και τη μάχη που διεξάγεται εκεί σαν μικρογραφία από κάτω μου.

Απλώνω το χέρι μου και πιάνω ένα φλεγόμενο άστρο. Ένα κομμάτι διάπυρης ύλης, έτοιμο να εκραγεί. Το τραβάω μαζί μου προς τη γη, καθώς κατεβαίνω ολοταχώς, κραυγάζοντας. Το ρίχνω στο έδαφος, μπροστά στο Εμφύτευμα.

Η έκρηξη ανατινάζει ολόκληρο τον περίβολο του Στρατώνα. Κοκκινοντυμένοι μαχητές εξαϋλώνονται, οι δικοί μου είναι προστατευμένοι από την επίθεσή μου, και η Ναλτάφιρ επίσης, αν και μοιάζει ζαλισμένη. Έχει πέσει πλάι στο αναποδογυρισμένο όχημα, με τις γάτες της στην αγκαλιά της. Τα μενεξεδιά μαλλιά της είναι καψαλισμένα, τα ρούχα της μαυρισμένα και κουρελιασμένα. Δε φαίνεται να μπορεί να σηκωθεί. Το τουφέκι που της είχα δώσει δεν το βλέπω πουθενά κοντά της.

Ίσως να το παράκανα μ’αυτό το διάπυρο άστρο.

Το Εμφύτευμα έχει τιναχτεί στην άλλη μεριά του Στρατώνα. Η σάρκα του είναι διαλυμένη καθώς προσπαθεί να σηκωθεί. Κάτω από το δέρμα του φαίνεται μια ύλη που μπορεί να είναι και ενέργεια. Μαύρη, που κάνει αργυρόχρωμες και πορφυρόχρωμες ανταύγειες.

Πηδάω, τινάζομαι – και βρίσκομαι πλάι στο Εμφύτευμα ενώ αυτό είναι ακόμα κάτω. Αρπάζω τους ώμους του, το δέρμα του, και τραβάω. Δυνατά. Μου αντιστέκεται. Τραβάω ακόμα πιο δυνατά.

Ακόμα πιο δυνατά.

Πέφτω πίσω.

Με το δέρμα του Εμφυτεύματος σαν στολή στα χέρια μου.

Αντίκρυ μου βλέπω ένα πράγμα που με το ζόρι το διακρίνεις για ανθρωπόμορφο. Ένα πράγμα από μαύρη ύλη που κάνει αργυρόχρωμες και πορφυρόχρωμες ανταύγειες.

Ουρλιάζει σαν να το έχουν τραυματίσει θανάσιμα. Θανατηφόρα ενέργεια τρεμοπαίζει γύρω του.

Και τη στέλνει εναντίον μου.

Την αποφεύγω.

«Στον δικό μου κόσμο, Ελκράσ’ναρχ,» φωνάζω, «δεν μπορείς να με σκοτώσεις! Ούτε να με ελέγχεις!» Και φοράω τη δερμάτινη στολή του Εμφυτεύματος.

Το ουρλιαχτό του τραντάζει τον Στρατώνα· οικήματα καταρρέουν, εκρηκτικές ύλες εκρήγνυνται, οχήματα διαλύονται, ενεργειακές φιάλες σπάνε κι ακόμα περισσότερες εκρήξεις γίνονται. Το έδαφος έχει καταντήσει ένας λαβύρινθος από ρωγμές, τρύπες, και λακκούβες. Κοκκινοντυμένοι και μαυροντυμένοι μαχητές πέφτουν μέσα σε αρκετές από αυτές, κραυγάζοντας. Παρατηρώ πως το όχημά μου – αυτό που έχει ανατραπεί – βρίσκεται στα πρόθυρα να πέσει σε μια πελώρια ρωγμή. Και η Ναλτάφιρ είναι τώρα γαντζωμένη επάνω του, μαζί με τις γάτες της. Μοιάζει τρομοκρατημένη. Παρότι έλεγε ότι όλα αυτά δεν είναι παρά ένα όνειρο, δεν φαίνεται να πιστεύει ότι το όνειρο είναι τελείως ακίνδυνο.

Και δεν είναι. Το ξέρω πως δεν είναι.

«Πού είσαι;» ουρλιάζει το Εμφύτευμα. «Πού είσαι, γαμημένε; ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;» Χτυπά από δω κι από κει, με πελώρια πλοκάμια ενέργειας, προσπαθώντας να με βρει.

Δεν μπορεί να με αντιληφτεί όταν φοράω το πετσί που είχε φορέσει για να γίνει σαν εμένα. Είμαι αόρατος γι’αυτό.

«Ελκράσ’ναρχ!» φωνάζω.

Μ’ένα θηριώδες ουρλιαχτό, το Εμφύτευμα στρέφει όλη του τη δύναμη προς τη μεριά της φωνής μου. Πετάγομαι και αποφεύγω την επικίνδυνη ενέργεια. Οριακά. Η ενέργεια χτυπά έναν πύργο, ο πύργος γκρεμίζεται, πέφτει πάνω στο Εμφύτευμα. Παγιδεύοντάς το ανάμεσα στα χαλάσματα.

Ένα σπαθί βρίσκεται στα χέρια μου. Ένα ακτινοβόλο ξίφος από δυνατό φως. Ένας ήλιος. Τινάζομαι, υψώνοντάς τον. Πατάω στα χαλάσματα, πλάι στο Εμφύτευμα, χωρίς να μπορεί να με δει. Κατεβάζω τη λεπίδα επάνω του.

Η μαύρη ύλη διαλύεται σε μυριάδες θραύσματα, σαν ημίρρευστο γυαλί.

Με μια συλλογική κραυγή πόνου, οι κοκκινοντυμένοι μαχητές πεθαίνουν, και εξαφανίζονται σαν ποτέ να μην είχαν υπάρξει.

«Στίβεν!» ουρλιάζει η Ναλτάφιρ, καθώς το όχημά μου – το όχημα πάνω στο οποίο είναι γαντζωμένη – γέρνει προς το χάσμα πλάι του.

Κάνω το χάσμα να κλείσει, σαν τα σαγόνια ενός πελώριου τέρατος.

Οι γάτες με αγριοκοιτάζουν. Έπρεπε να το είχες κάνει αυτό νωρίτερα, μοιάζει να μου λένε.

Ρελκάμνια

1.

Ο Ελπιδοφόρος ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα σ’ένα στενό κρεβάτι. Πλάι του, σ’ένα άλλο στενό κρεβάτι, ήταν ξαπλωμένη η Ναλτάφιρ. Στο κεφάλι της φορούσε ένα μεταλλικό διάδημα, από το οποίο ξεκινούσαν καλώδια που τελείωναν στο διάδημα που φορούσε ο Ελπιδοφόρος.

Οι γάτες της μάγισσας περιφέρονταν ανήσυχα γύρω από τα δύο κρεβάτια. Γλιστρούσαν από κάτω τους και ξανάβγαιναν. Έπαιζαν κρυφτό η μία με την άλλη. Χασμουριόνταν κάπου-κάπου.

Ο Ελπιδοφόρος άνοιξε τα μάτια του, και είδε το ταβάνι. Μια ενεργειακή λάμπα. Βλεφάρισε και στράφηκε στο πλάι. Παρατήρησε ότι και η Ναλτάφιρ είχε ξυπνήσει. Θυμόταν το όνειρό του σαν να το είχε ζήσει στην πραγματική του ζωή.

Η μάγισσα έβγαλε το διάδημα από το κεφάλι της και πήρε καθιστή θέση επάνω στο κρεβάτι. «Πώς αισθάνεσαι;» τον ρώτησε.

Ο Ελπιδοφόρος έβγαλε το δικό του διάδημα και πήρε κι εκείνος καθιστή θέση. «Δεν ξέρω,» είπε. «Καλά, υποθέτω. Νομίζω ότι τον νίκησα. Νίκησα το εμφύτευμα.»

Η Ναλτάφιρ ένευσε. «Κι εγώ έτσι νομίζω.» Ο Γκριζοχαίτης πήδησε στην αγκαλιά της. Ο Κοκκινομάτης τρίφτηκε πάνω στα γυμνά μαύρα πόδια της.

Με τον Γκριζοχαίτη στα χέρια, η μάγισσα σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε ώς τον επικοινωνιακό δίαυλο. Τον άνοιξε, πάτησε ένα κουμπί, και, μετά από μερικές στιγμές, ακούστηκε από το μεγάφωνο η φωνή του Κλαρκ:

«Ναι;»

«Τελειώσαμε. Μπορείς να φέρεις εδώ τον Άζ’λεφκ;»

«Τον φέρνω.»

Η Ναλτάφιρ έκλεισε τον δίαυλο και στράφηκε πάλι στον Ελπιδοφόρο, ο οποίος είχε τώρα σηκωθεί από το κρεβάτι, νιώθοντας το κεφάλι του λιγάκι μουδιασμένο. Το είπε στη μάγισσα.

«Δεν είναι τίποτα,» του αποκρίθηκε η Ναλτάφιρ. «Από την ύπνωση και τη νοητική υπερδιέγερση.»

Ο Ελπιδοφόρος ένευσε. Το περίμενε ότι κάτι τέτοιο θα του απαντούσε. Κάθισε στην καρέκλα κοντά στο κρεβάτι του – την ίδια καρέκλα όπου είχε καθίσει η Ναλτάφιρ για να τον υπνωτίσει ενώ εκείνος ήταν ξαπλωμένος και φορούσε το διάδημα. Ο Ελπιδοφόρος δεν την είχε δει ποτέ να ξαπλώνει στο άλλο κρεβάτι και να φορά το δικό της διάδημα· ήταν ήδη κοιμισμένος όταν αυτό έγινε.

Τώρα, πήρε ένα τσιγάρο από την τσέπη του και το άναψε.

Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και ο Κλαρκ μπήκε, μαζί με τον Τες και τους δύο Πειθαρχικούς του Κενού.

Η Ναλτάφιρ ρώτησε τον Άζ’λεφκ: «Υπάρχει το εμφύτευμα μέσα στον Ελπιδοφόρο;»

Εκείνος τον ατένισε σκεπτικά. «Όχι,» είπε. «Αλλά η ενεργειακή του μορφή έχει αλλάξει σχήμα.»

Ο Ελπιδοφόρος συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»

«Αυτό που λέω. Η ενεργειακή σου μορφή έχει αλλάξει σχήμα, και υπάρχει μια… ένδυση γύρω της, με την οποία μπορείς να τυλιχτείς αν θέλεις, νομίζω.»

«Ένδυση;»

Καθώς ο Τες, μοιάζοντας βαθιά συλλογισμένος, δεν του απάντησε αμέσως, ο Ελπιδοφόρος αναρωτήθηκε τι μπορούσε να ήταν αυτό. Θα μπορούσε να είναι το δέρμα που τράβηξα από το Εμφύτευμα στο όνειρό μου; Αλλά αυτό δεν ήταν πραγματικό!

Ή, μήπως, ήταν;

Ο Ελπιδοφόρος έφερε εκείνη τη δερμάτινη στολή στο μυαλό του, φαντάστηκε ότι την φορούσε.

Ο Τες γέλασε, και το μακρύ γένι στο σαγόνι του μακρόστενου προσώπου του τραντάχτηκε. «Το βρήκες!»

«Τι βρήκα;»

«Φόρεσες την ένδυση. Τύλιξες την ενεργειακή σου μορφή με αυτήν.»

«Και… και τι έγινε; Τι άλλαξε;»

Ο Τες φάνηκε συλλογισμένος πάλι.

Ο Ελπιδοφόρος κοίταξε τη Ναλτάφιρ. Εκείνη δεν είχε απάντηση να του δώσει. Ο Ελπιδοφόρος τής περιέγραψε τι είχε συμβεί στην ονειρική του σύγκρουση με το Εμφύτευμα. «Δε μπορούσε να με δει όσο φορούσα τη δερμάτινη στολή.»

«Ίσως,» είπε η Άι’νιρ, ξαφνιάζοντάς τους όλους με την παρέμβασή της, «ο Ελκράσ’ναρχ να μη μπορεί να σε δει όταν φοράς την ένδυση επάνω στην ενεργειακή σου μορφή.»

«Ναι,» ένευσε ο Τες σαν να είχε φτάσει σε κάποιο πολύ σοβαρό συμπέρασμα, «αυτό είναι πολύ πιθανό. Η ένδυση καλύπτει την ενεργειακή σου μορφή. Κι αν ο Ελκράσ’ναρχ βλέπει μονάχα ενέργεια, πιθανώς να μη μπορεί να σε δει.»

«Εσύ δεν βλέπεις την ενεργειακή μου μορφή τώρα;»

«Εγώ τη βλέπω – αλλά καλυμμένη.»

«Ναι, είναι καλυμμένη,» συμφώνησε κι η Άι’νιρ.

Ο Ελπιδοφόρος φαντάστηκε ότι έβγαζε τη δερμάτινη στολή.

«Και τώρα η ένδυση παραμερίστηκε,» παρατήρησε η Άι’νιρ.

«Ναι,» είπε ο Τες.

«Αφού εσείς βλέπετε την ένδυση, γιατί να μην τη βλέπει κι ο Ελκράσ’ναρχ;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος.

Μετά από σκέψη, ο Τες αποκρίθηκε: «Επειδή είναι κάτι σχηματισμένο από εκείνον και από εσένα συγχρόνως. Επιπλέον, αυτό που μας είπες για την ονειρική σου αναμέτρηση εκεί παραπέμπει.»

«Αν έχουμε τέτοιο όπλο στη διάθεσή μας,» παρατήρησε ο Κλαρκ, «θα μπορούμε να καταφέρουμε πολλά εναντίον του Ελκράσ’ναρχ.»

«Οφείλουμε να είμαστε προσεχτικοί, όμως,» τόνισε η Ναλτάφιρ. «Δεν το έχουμε δοκιμάσει ακόμα.»

«Σίγουρα.» Και η όψη του Κλαρκ έμοιαζε να συμπληρώνει ότι σύντομα έπρεπε να το δοκιμάσουν.

2.

Η Ιωάννα είχε σκεφτεί, πολλές φορές, να αυτοκτονήσει. Να στρέψει την αιχμή του ξίφους προς το μέρος της και να το καρφώσει βαθιά στην κοιλιά της. Αυτό θα έκανε όλη τούτη την ανοησία να λάβει τέλος, και σίγουρα θα δυσαρεστούσε την Παντοκράτειρα, που ήθελε να κρατά την Ιωάννα μέσα σ’ετούτο τον λαβύρινθο για να διασκεδάζει.

Όμως δεν το έκανε, δεν αυτοκτόνησε. Κάτι τη συγκρατούσε. Η ελπίδα ότι ίσως να κατόρθωνε να δραπετεύσει, όσο απίθανο κι αν φαινόταν. Η ελπίδα ότι, αργά ή γρήγορα, οι επαναστάτες θα έρχονταν εδώ για να πολιορκήσουν τη Ρελκάμνια, όπως ήταν το σχέδιό τους από την αρχή, και τότε θα την ελευθέρωναν. Θ’αφήσει η Παντοκράτειρα να με ελευθερώσουν; Δε θα με σκοτώσει πρώτα;

Όπως και νάχε, ο Ανδρόνικος δεν θα ήθελε η Ιωάννα να αυτοκτονήσει εκτός αν τα πράγματα γίνονταν αφόρητα. Κι εκείνη δεν νόμιζε ότι τα πράγματα είχαν γίνει αφόρητα ακόμα.

Ο λαβύρινθος πρέπει να άλλαζε κάθε λίγο (μερικές φορές, ενώ κοιμόταν, νόμιζε πως άκουγε τροχαλίες να γυρίζουν και γωνίες να περιστρέφονται), οι παγίδες ήταν διαβολικές (και κάποιες θανατηφόρες), επικίνδυνα πλάσματα παρουσιάζονταν (εκτός από εκείνο τον λυκόχοιρο στην αρχή, η Ιωάννα είχε, ώς τώρα, αντιμετωπίσει έναν πάνθηρα, ένα μηχανικό αυτόματο με τροχούς που πρέπει κάποιος να καθοδηγούσε έξω από τον λαβύρινθο, κι ένα πλάσμα που δεν είχε ξαναδεί ποτέ της), αλλά ήταν ακόμα ζωντανή, και η Παντοκράτειρα δεν φαινόταν πρόθυμη να την αφήσει να πεθάνει από ασιτία. Συχνά-πυκνά έβρισκε φαγητό και νερό μέσα στον λαβύρινθο.

Τώρα βρισκόταν σ’ένα δωμάτιο όπου δεν είχε ξαναβρεθεί – ή ίσως να ήταν ένα αλλαγμένο δωμάτιο. Γύρω της οι τοίχοι ήταν μεταλλικοί. Το πάτωμα ήταν πέτρινο, και το αισθανόταν παγωμένο κάτω από τις πατούσες της: πιο παγωμένο, νόμιζε, απ’ό,τι δικαιολογούσε η κανονική θερμοκρασία της πέτρας. Στην αντικρινή μεριά του δωματίου υπήρχε ένα στρογγυλό άνοιγμα, ψηλό όσο εκείνη. Στο κέντρο του δωματίου ήταν ένας λάκκος.

Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε. Άλλη μια φορά, πριν, είχε συναντήσει λάκκο. Μέσα του υπήρχε βρόμικο νερό και κάτι που σάλευε: κάτι, μάλλον, ζωντανό αλλά δυσδιάκριτο. Ένα πιστόλι ήταν κρεμασμένο σ’ένα από τα τοιχώματα του λάκκου· αν η Ιωάννα το ήθελε έπρεπε να βρει κάποιο τρόπο να κατεβεί ώς εκεί για να το πάρει. Η Ιωάννα, μη θέλοντας να παίξει άλλο ένα παιχνίδι της Παντοκράτειρας, το είχε αγνοήσει και είχε φύγει.

Αναρωτιόταν τι να υπήρχε μέσα σ’ετούτο τον καινούργιο λάκκο, τώρα. Ακόμα ένα πιστόλι; Ή μήπως ήταν ο ίδιος λάκκος;

Η Ιωάννα βάδισε προς το μέρος του και, ξαφνικά, τα πόδια της έφυγαν απ’το πάτωμα. Άρχισε να αιωρείται σαν μπαλόνι.

Πίσω της άκουσε έναν θόρυβο· στράφηκε και είδε ότι η πόρτα απ’την οποία είχε μπει στο δωμάτιο είχε κλείσει.

Γάμα τον λάκκο, σκέφτηκε· φεύγω από δω. Και προσπάθησε να μετακινήσει το σώμα της προς το στρογγυλό άνοιγμα αντίκρυ της. Ήταν σαν να κολυμπούσε. Ή, μάλλον, σαν να βρισκόταν στο Πορφυρό Κενό. Μόνο που εδώ πέρα δεν υπήρχαν Άνεμοι για να τη σπρώχνουν ή να–

Κάτι την τραβούσε προς τον λάκκο καθώς έκανε να τον προσπεράσει. Η Ιωάννα πάλεψε να απομακρυνθεί· η δύναμη, όμως, ήταν μεγάλη και την είχε ξαφνιάσει. Προτού καταφέρει να σταματήσει τον εαυτό της, έφτασε σε τέτοιο σημείο που μπορούσε να δει τι βρισκόταν μέσα στον λάκκο. Κάποιου είδους γαλανόχρωμο υγρό που στραφτάλιζε και τσιτσίριζε. Καυστικό! της δόθηκε αμέσως η εντύπωση. Και δε νόμιζε πως είχε άδικο.

Η Ιωάννα αντιστάθηκε ενώ η αόρατη δύναμη την προσέλκυε προς το βάθος του λάκκου. Κλότσησε τα πόδια της, κίνησε τα χέρια της. Ήταν σαν μια ρουφήχτρα να προσπαθούσε να την παρασύρει. Γαμώτο! Οι μαλακίες της Μεγαλειοτάτης ποτέ δεν γνωρίζουν τέλος! Η Ιωάννα έτριξε τα δόντια, ενώ ο λάκκος ερχόταν ολοένα και πιο κοντά, ολοένα και πιο κοντά – κι εκείνη τώρα πήγαινε κάτω, προς το καυστικό υγρό.

Γρυλίζοντας, άρπαξε την άκρη του λάκκου – δυνατά. Κρατήθηκε εκεί, τραβήχτηκε πάνω, κλοτσώντας. Τα πόδια της έφταναν ώς το απέναντι τοίχωμα του λάκκου· της έδωσαν την ώθηση που χρειαζόταν. Κατάφερε να πεταχτεί επάνω, έξω. Και «κολύμπησε» ακόμα πιο δυνατά, ακόμα πιο εσπευσμένα, από πριν. Απομακρύνθηκε από τον λάκκο, αλλά αυτός εξακολουθούσε να έλκει το σώμα της. Οι μύες της πονούσαν, οι κλειδώσεις και οι τένοντές της την έκαιγαν, το τραύμα στον μηρό της τη λόγχιζε.

Η στρογγυλή έξοδος, όμως, ήταν κοντά… πιο κοντά… πιο κοντά… Και στο τέλος, μετά από κοπιαστική πάλη, η Ιωάννα έφτασε εκεί. Οι κανονικές ελκτικές δυνάμεις της Ρελκάμνια επέστρεψαν απότομα, και η Ιωάννα κοπάνησε επώδυνα στο πάτωμα, χτυπώντας το κεφάλι της. Ζαλίστηκε και πρέπει να έχασε, για λίγο, τις αισθήσεις της.

Όταν ξύπνησε αισθανόταν μουδιασμένη, οι μύες της πονούσαν· εξακολουθούσε, όμως, να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο: κανένας δεν την είχε πάρει από εδώ. Σηκώθηκε όρθια, μουγκρίζοντας. Η πόρτα στην άλλη μεριά του λάκκου ήταν ακόμα κλειστή. Βασικά, δεν φαινόταν καθόλου πόρτα: μονάχα τοίχος, τώρα. Η Ιωάννα στράφηκε και μπήκε στο στρογγυλό άνοιγμα, βαδίζοντας προσεχτικά – γιατί πάντα έπρεπε να προσέχει εδώ μέσα. Δεν υπήρχε ποτέ λόγος για να μην είναι προσεχτική.

Διέσχισε μια πέτρινη σήραγγα και, στο πέρας της, είδε μια ζούγκλα. Ή μάλλον, ένα δωμάτιο γεμάτο φυτά. Κάποιο θηρίο, αναμφίβολα, θα κρυβόταν εδώ. Κάτι από τη Σάρντλι, ίσως.

Και, καθώς θυμήθηκε τη Σάρντλι, η Ιωάννα αναρωτήθηκε τι να είχε γίνει ο Ορείχαλκος. Σε ποια φυλακή της Ρελκάμνια να βρισκόταν τώρα; Αν ήταν ακόμα ζωντανός. Η Παντοκράτειρα, βέβαια, πολύ πιθανό να τον είχε ρίξει κι αυτόν σε κάποιον λαβύρινθο σαν κι ετούτο. Ή ίσως να είμαστε στον ίδιο λαβύρινθο και να μην έχουμε ποτέ συναντηθεί. Ήταν δυνατόν; Με το παρανοϊκό μυαλό της Παντοκράτειρας, τίποτα δεν ήταν ν’αποκλείεις.

Η Ιωάννα μπήκε στη ζούγκλα με επιφύλαξη, τραβώντας το σπαθί από τη ζώνη της. Δεν ήταν το μυτερό σπαθί που της είχε δώσει η Παντοκράτειρα όταν είχε πρωτοβρεθεί στον λαβύρινθο· ήταν ένα άλλο, πιο καλοφτιαγμένο ξίφος το οποίο είχε βρει μετά, μαζί με τη ζώνη και το θηκάρι. Ήταν κρεμασμένο στον τοίχο ενός δωματίου γεμάτο ολογράμματα όπλων – αγχέμαχα, πυροβόλα, τόξα, μικρά, μεγάλα. Αυτό, όμως, ήταν το μοναδικό πραγματικό όπλο εκεί μέσα, και η Ιωάννα, αφού το άγγιξε με δισταγμό, το είχε πάρει. Είχε δέσει τη ζώνη στη μέση της κι ακόμα τη φορούσε.

Τ’αφτιά της ήταν τεντωμένα καθώς βάδιζε ανάμεσα στα πυκνά φυτά του δωματίου, κι ολόκληρο το σώμα της τσιτωμένο, έτοιμο να κινηθεί. Μερικά από τα φυτά είχαν μάτια που την παρατηρούσαν.

Ένας απ’αυτούς τους παράξενους οφθαλμούς κοίταξε προς τα δεξιά της: κι από εκεί η Ιωάννα άκουσε ένα βήμα.

Στράφηκε.

«ΑΑΑααααααα!» κραύγασε ένας κατάλευκος άντρας καθώς ορμούσε καταπάνω της κρατώντας ρόπαλο γεμάτο καρφιά.

Η Ιωάννα απέφυγε εύκολα το χτύπημά του και, βάζοντάς του τρικλοποδιά, τον σώριασε. Το μεγάλο όπλο έφυγε απ’τα χέρια του. Έμοιαζε μεσήλικας και ήταν ντυμένος μονάχα με μια δερμάτινη περισκελίδα και γάντια χωρίς δάχτυλα. Δεν της φαινόταν για άγριος, αλλά μάλλον για ταλαιπωρημένος – και σαν να είχε έρθει από καρναβάλι.

«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε.

Εκείνος, αμέσως, άρπαξε το ρόπαλό του και σηκώθηκε πάλι όρθιος. Της όρμησε.

Αδέξια.

Η Ιωάννα απέφυγε το χτύπημά του και σπάθισε το ρόπαλο, σπάζοντας ένα κομμάτι του και πετώντας το από τα χέρια του άντρα. Εκείνος, γρυλίζοντας σαν θηρίο, επιχείρησε να τη γρονθοκοπήσει. Η Ιωάννα έκανε πίσω, άνετα, και η γροθιά του αστόχησε το πρόσωπό της για μερικά εκατοστά. Τον γρονθοκόπησε στη μύτη, κάνοντάς τον να τιναχτεί πίσω με μια φωνή πόνου. Τον κλότσησε στην κοιλιά, όχι πολύ δυνατά. Ο άντρας διπλώθηκε.

«Δε θα σε σκοτώσω προτού μου πεις ποιος είσαι,» του υποσχέθηκε. «Κι ακόμα κι όταν μου πεις, ούτε και τότε θα σε σκοτώσω, κατά πάσα πιθανότητα.»

Ο άντρας την κοίταξε με απορημένα μάτια, βογκώντας.

Η Ιωάννα τον περίμενε να μπορέσει ξανά να μιλήσει. Υπέθετε πως ήξερε να μιλά· αποκλείεται να ήταν αγριάνθρωπος. Για άνθρωπος της πόλης έμοιαζε, ντυμένος σαν θεατρίνος. Κωμικός.

«Μέδμορ-Ράθωζ,» της είπε, τελικά.

«Μέδμορ-Ράθωζ; Αυτό είναι τ’όνομά σου.»

«Ναι.» Ακόμα βαριανάσαινε.

«Από τη Ρελκάμνια είσαι, υποθέτω…»

Ο Μέδμορ κατένευσε. Τα μάτια του πήγαν προς το πεσμένο, μισοσπασμένο ρόπαλό του.

«Μην κοιτάς εκεί,» του είπε η Ιωάννα. «Αν κάνεις να μου ξαναεπιτεθείς, θα σε χτυπήσω στ’αλήθεια.»

«Θα με σκοτώσεις έτσι κι αλλιώς.»

«Σου είπα: δεν θα σε σκοτώσω.»

Ο Μέδμορ την κοίταξε συνοφρυωμένος.

«Αν ήθελα να σε σκοτώσω, λες να ήσουν ζωντανός τώρα; Ξέρεις τι είμαι;»

Ο Μέδμορ δεν αποκρίθηκε.

«Μαύρη Δράκαινα είμαι.»

Τα μάτια του γούρλωσαν. «Δε μου το είπε….» τραύλισε.

«Ποιος; Η Παντοκράτειρα; Σου ζήτησε να μου επιτεθείς;»

Ο Μέδμορ έγλειψε τα σκασμένα χείλη του, νευρικά. «Είπε ότι μια γυναίκα θα ερχόταν. Αν τη σκότωνα θα μ’ελευθέρωνε απ’το λαβύρινθο επιτέλους… Αλλά…» Την ατένισε παρατηρητικά. «Όντως… Σε αναγνωρίζω. Είσαι η Ιωάννα.»

«Πώς με ξέρεις;» Οι Μαύρες Δράκαινες ήταν καταζητούμενες αλλά δεν γνώριζαν κι οι πάντες τα πρόσωπά τους.

«Ήμουν… ήμουν πράκτορας της Παντοκράτειρας. Ειδικός πράκτορας. Ανώτατος Ελεγκτής.» Ακουγόταν πικραμένος καθώς μιλούσε.

«Κι αυτή είναι η ανταμοιβή σου;»

«Η Μεγαλειοτάτη με παρεξήγησε.»

«Μαλακίες,» είπε η Ιωάννα. «Η Μεγαλειοτάτη είναι μια σκρόφα και μισή.»

Τα μάτια του γούρλωσαν. «Μας ακούει!» την προειδοποίησε.

Η Ιωάννα ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Ας μας ακούει. Άμα ήθελε να μας σκοτώσει, θα μας είχε ήδη σκοτώσει.»

«Μπορεί, όμως… μπορεί, μπορεί να μας κάνει–»

«Ας κάνει ό,τι χειρότερο μπορεί!»

«Όχι!» φώναξε ο Μέδμορ.

Η Ιωάννα γέλασε. «Αφού δίνεις τόσο μεγάλη αξία σε κάποια που σε φυλάκισε και παίζει μαζί σου, πάρε πάλι αυτό το ρόπαλο κι έλα να με σκοτώσεις.»

Ο Μέδμορ έριξε μια ματιά στο ρόπαλο. Ύστερα το βλέμμα του πήγε σ’εκείνη. «Δε θα τα καταφέρω και το ξέρεις.»

«Νομίζεις ότι η Παντοκράτειρα δεν το περίμενε αυτό;»

«Ποιο;»

«Ότι δε θα κατάφερνες να με σκοτώσεις με όπλο μονάχα ένα αστείο ρόπαλο. Και ότι ούτε εγώ θα σε σκότωνα.»

Ο Μέδμορ συνοφρυώθηκε, και η Ιωάννα είδε κάτι να γυαλίζει μέσα στα μάτια του. Δεν είναι ηλίθιος, λοιπόν. Απλώς ήταν συγχυσμένος, τόσο καιρό που βρισκόταν εδώ μέσα – γιατί, αν έκρινε από την όψη του, δεν μπορεί να τον είχαν ρίξει χτες στον λαβύρινθο.

«Νομίζω πως καλύτερα δύο άνθρωποι μαζί παρά ο καθένας μόνος,» του είπε η Ιωάννα. «Τι λες;» Θηκάρωσε το σπαθί της στη μέση της.

Ο Μέδμορ κατένευσε. «Σίγουρα.»

«Πάρε το ρόπαλό σου και πάμε.»

Βίηλ

1.

Το φουσάτο των Ανατολικών Δυνάμεων δεν προχώρησε αμέσως προς την Ένθελρακ. Ανασυγκροτήθηκε μέσα στη Βαρονία της Πράσινης Πέτρας – ο Βαρόνος της οποίας είχε συμμαχήσει με την Επανάσταση – και έστειλε ανιχνευτές προς τα δυτικά, για να δουν πώς ήταν το έδαφος. Οι τρεις αρχηγοί του φουσάτου – ο Νίλφες Βάθμακ, ο Νιρκάδος Ράλενθακ, και ο Ρηθμάλος ο Θεριστής των Οστών – αποφάσισαν να μη στείλουν αεροσκάφη για να κατοπτεύσουν επειδή φοβόνταν ότι πολύ πιθανόν οι Παντοκρατορικοί να τα κατέρριπταν, όπως είχε ξαναγίνει. Οι ανιχνευτές που κινούνταν στο έδαφος μπορούσαν, σαφώς πιο εύκολα, να είναι αθέατοι, κρυμμένοι στη βλάστηση.

Ανάμεσα στους ανιχνευτές ήταν, φυσικά, η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ. Ο Όρνιφιμ δεν είχε έρθει μαζί τους αυτή τη φορά, γιατί δεν ήταν απαραίτητο ο Τάμπριελ να μπορεί να δει τι συνέβαινε, και δεν ήθελαν να ριψοκινδυνέψουν τη ζωή του μοναδικού Ιεράρχη που είχαν εδώ. Ο ίδιος ο Όρνιφιμ το θεωρούσε λιγάκι αστείο αυτό το τελευταίο – «Έχω περάσει από πολλά,» τους είπε, «και στη Νόρχακ και σε άλλες διαστάσεις, τελευταία· μια ανιχνευτική αποστολή δεν θα με σκοτώσει αν δεν είναι γραφτό να με σκοτώσει» – αλλά δεν διαφώνησε με την απόφασή τους. Μάλλον, δεν είχε και καμια ιδιαίτερη επιθυμία να τρέχει στα δυτικά· προτιμούσε να κάθεται και να ρεμβάζει μέσα στη Βαρονία της Πράσινης Πέτρας.

Καμια εκατοστή χιλιόμετρα τούς χώριζαν από την Ένθελρακ, και η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, και οι ανιχνευτές τους τα ερεύνησαν επάνω σε ενεργειακά δίκυκλα και άλογα. Αυτοί που καβαλούσαν τα οχήματα πήγαν πιο μακριά, αυτοί που καβαλούσαν τα ζώα έμειναν στα εδάφη κοντά στη Βαρονία της Πράσινης Πέτρας.

Οι Μαύρες Δράκαινες πλησίασαν την Ένθελρακ. Ανέβηκαν σε υψώματα και κοίταξαν με τα κιάλια τους· γλίστρησαν κρυφά σε χαμηλώματα του εδάφους, σε σημεία με πυκνή βλάστηση, σε χωριά και μικρές πόλεις, σε οικοδομήματα που έμοιαζαν εγκαταλειμμένα· έψαξαν για εχθρούς σε κάθε μέρος όπου εχθροί μπορούσαν να κρυφτούν.

Και τους βρήκαν.

Ήταν καλά καλυμμένοι, ομολογουμένως, αλλά κι εκείνες ήξεραν καλά τη δουλειά τους.

Οι Παντοκρατορικοί περίμεναν τις Ανατολικές Δυνάμεις δεκαπέντε χιλιόμετρα ανατολικά της Ένθελρακ. Κάμποσες ίλες ιππικού βρίσκονταν επάνω σ’ένα δενδρώδες ύψωμα στα βορειοανατολικά· λόχοι πεζικού ήταν χωμένοι σε χαμηλώματα γεμάτα βλάστηση στα βόρεια και στα νότια· και στα δυτικά, πίσω από ένα δάσος, κρύβονταν μεγάλα άρματα μάχης με ενεργειακά κανόνια και γιγαντοβαλλίστρες, καθώς και μερικές ακόμα ίλες ιππικού και λόχοι πεζικού.

Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ κατάλαβαν το σχέδιο των εχθρών τους: Σκόπευαν να παγιδέψουν τις Ανατολικές Δυνάμεις ανάμεσα στους λόχους βόρεια και νότια, και τότε θα έρχονταν, καλπάζοντας από το ύψωμα, οι ίλες από τα βορειοανατολικά για να πέσουν πάνω στα νώτα του φουσάτου και να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά. Μετά, όταν το ιππικό θα είχε περάσει, θα πλησίαζαν τα άρματα μάχης από τα δυτικά.

Μαζί με τους άλλους τέσσερις ανιχνευτές που ήταν επάνω σε δίκυκλα, οι Μαύρες Δράκαινες επέστρεψαν στον καταυλισμό των Ανατολικών Δυνάμεων καθώς βράδιαζε. Κατέβηκαν από τα οχήματά τους και πήγαν να συναντήσουν τους τρεις αρχηγούς του φουσάτου, οι οποίοι κάθονταν μπροστά στις σκηνές τους, γύρω από ένα λυόμενο τραπέζι, μαζί με τον Τάμπριελ και τον Όρνιφιμ.

«Μας περιμένουν,» είπε η Ανταρλίδα.

«Το ήξερα,» μούγκρισε ο Νίλφες. «Κι άλλες ενέδρες…»

«Ανοίξτε έναν χάρτη,» ζήτησε η Ανταρλίδα, βγάζοντας τα γάντια της και περνώντας τα στη ζώνη της.

Ο Νιρκάδος ξεδίπλωσε μια μεγάλη περγαμηνή επάνω στο τραπέζι. Η Ανταρλίδα τούς έδειξε σε ποιες θέσεις βρίσκονταν οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας, κι ύστερα είπε ποιο είχαν υποθέσει εκείνη κι η Αλιζέτ ότι ήταν το σχέδιό τους.

«Συμφωνώ,» είπε ο Νίλφες Βάθμακ, νεύοντας· «έτσι πρέπει νάχουν σκεφτεί. Δε μπορεί νάναι κάτι άλλο.»

«Πώς αλλιώς θα πάμε στην Ένθελρακ, όμως;» έθεσε το ερώτημα ο Νιρκάδος. «Από κει είναι ο μόνος δρόμος.»

«Δεν είναι ο ίδιος δρόμος όταν ξέρεις κάτι παραπάνω γι’αυτόν!» είπε ο Ρηθμάλος. «Θα επιτεθούμε πρώτα εδώ, στο ιππικό τους.» Έδειξε τις ίλες επάνω στον λόφο.

«Δεν είναι εύκολο ν’ανεβούμε εκεί,» τον προειδοποίησε η Αλιζέτ. «Το ιππικό θάρθει καταπάνω μας και θα μας κάνει κομμάτια.»

«Καλύτερα να βομβαρδίσουμε αυτή τη θέση με αεροσκάφη,» είπε ο Νίλφες.

«Αυτό είχα κι εγώ κατά νου,» συμφώνησε η Αλιζέτ. «Και μετά, απλά θα χωρίσουμε το σώμα του στρατεύματός μας στα δύο, και οι μισοί θα χτυπήσουν εκείνους που κρύβονται στα νότια ενώ οι άλλοι μισοί εκείνους που κρύβονται στα βόρεια. Τα άρματα μάχης, ύστερα, δε νομίζω να καθίσουν να μας αντιμετωπίσουν. Θα υποχωρήσουν προς την Ένθελρακ. Και καλό θα ήταν να τα καταδιώξουμε, με αεροσκάφη και με δικά μας άρματα μάχης.»

«Καμια φορά, Αλιζέτ,» είπε ο Νίλφες, «αναρωτιέμαι γιατί απλά δεν αφήνουμε εσένα να κανονίζεις όλη μας τη στρατηγική.»

«Επειδή ξέρεις, Άρχοντά μου, ότι περισσότερα μυαλά προβλέπουν περισσότερους κινδύνους,» αποκρίθηκε η Σκοτεινή Βασίλισσα, με έκφραση όμως που δεν φανέρωνε καμία μετριοφροσύνη.

«Υπάρχουν, βέβαια, κι εξαιρέσεις,» σχολίασε ο Νιρκάδος λοξοκοιτάζοντας τον Τάμπριελ, ο οποίος έμεινε σιωπηλός.

«Δεν έχεις ‘δει’ τίποτα γι’αυτή την ενέδρα, προφήτη;» τον ρώτησε ο Ρηθμάλος.

«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, «δε νομίζω.» Έμοιαζε συλλογισμένος. Η Ανταρλίδα αναρωτήθηκε αν σκεφτόταν τον Τζακ και τον Εραστή που κρυβόταν εντός του. Όσο κατόπτευε μαζί με την Αλιζέτ και τους άλλους, προσπαθούσε να κοιτάξει με τα κιάλια της ανάμεσα στους κρυμμένους πολεμιστές της Παντοκράτειρας, για να εντοπίσει τον Τζακ, αν βρισκόταν εκεί. Όμως πουθενά δεν τον είχε δει· και δεν το είχε ρισκάρει να πλησιάσει περισσότερο, ή να βγει από τη δική της κρυψώνα και να πάει σε πιο ακάλυπτη θέση, γιατί τότε μπορεί να έβαζε σε κίνδυνο ολόκληρο το φουσάτο της Ανατολικής Συμμαχίας. Αν οι Παντοκρατορικοί καταλάβαιναν ότι τους είχαν καταλάβει, πιθανώς να άλλαζαν τα σχέδιά τους.

«Θα κινηθούμε όπως πρότεινε η Αλιζέτ,» είπε ο Νίλφες Βάθμακ. «Εκτός αν κάποιος έχει κάτι να διορθώσει ή να συμπληρώσει…» Τους κοίταξε όλους, έναν-έναν, ερωτηματικά. Παρότι η διοίκηση του φουσάτου υποτίθεται ότι ήταν μοιρασμένη εξίσου ανάμεσα στους τρεις αρχηγούς – έναν από το Νέλερβικ, έναν από το Χαύδοραλ, κι έναν από το Τάσβεραλ – ο Νίλφες ήταν εκείνος που έπαιρνε τις περισσότερες αποφάσεις κι έμοιαζε να είναι ο πραγματικός αρχηγός του στρατεύματος. Και όχι αδικαιολόγητα, νόμιζε η Ανταρλίδα. Ήταν, άλλωστε, Στρατηγός του Νέλερβικ, και ο Οίκος του, οι Βάθμακ, ήξερε από πόλεμο και στρατηγική.

Ο Νιρκάδος κούνησε το κεφάλι αρνητικά· ο Ρηθμάλος αποκρίθηκε: «Αυτό που είπε η Αλιζέτ.» Ο Τάμπριελ δεν εξέφρασε άποψη, ούτε ο Όρνιφιμ.

Η Ανταρλίδα είπε απλώς: «Συμφωνώ.»

2.

Με την αυγή, τα αεροσκάφη των Ανατολικών Δυνάμεων πέταξαν από τη Βαρονία της Πράσινης Πέτρας φορτωμένα με εκρηκτικά. Η Αλιζέτ οδηγούσε ένα από αυτά – ένα μικρό, λιγνό αεροπλάνο – και κατεύθυνε το υπόλοιπο σμήνος, που αποτελείτο από δύο ελικόπτερα και δύο αεροπλάνα.

Η Σκοτεινή Βασίλισσα όφειλε να παραδεχτεί ότι οι Παντοκρατορικοί είχαν βάλει σε καλό σημείο το ιππικό τους. Η θέση δεν ήταν εύκολο να παρατηρηθεί· το μάτι γλιστρήσουμε και πήγαινε παραπέρα. Κι ανάμεσα στα πυκνά δέντρα του λόφου, τίποτα το ύποπτο δεν φαινόταν. Ούτε ένας πολεμιστής, ούτε ένα άλογο.

Η Αλιζέτ, όμως, ήξερε πως ήταν εκεί και περίμεναν, ακονίζοντας τα όπλα τους.

Το σμήνος την ακολούθησε καθώς έστριβε ευέλικτα στον αέρα. Η Σκοτεινή Βασίλισσα πέρασε πάνω από τον λόφο και πάτησε το κουμπί που άνοιγε την καταπακτή του αεροπλάνου της, ελευθερώνοντας τα εκρηκτικά. Τα άλλα αεροσκάφη τη μιμήθηκαν. Βροντές αντήχησαν σ’ολόκληρο το τοπίο· φωτιά και καπνός υψώθηκαν προς τον ουρανό.

«Βοήθεια!» άκουσε η Αλιζέτ μέσα από τον πομπό της· ο οδηγός του ενός από τα ελικόπτερα μιλούσε. «Χτυπήθηκα!»

Η Αλιζέτ κοίταξε πίσω της, από το παράθυρο του αεροπλάνου, και είδε ότι η ουρά του ελικοπτέρου φλεγόταν – από την έκρηξη, σίγουρα, όχι επειδή οι Παντοκρατορικοί το είχαν χτυπήσει. Οι εκρηκτικές ύλες παραήταν πολλές. Αλλά ο Στρατηγός δεν ήθελε να μ’ακούσει…

«Γεράκι Δύο, ψύχραιμα,» είπε η Αλιζέτ, πατώντας το κουμπί που ενεργοποιούσε το μικρόφωνο του πομπού της. «Προλαβαίνεις να κατευθυνθείς προς τα ανατολικά και να προσγειωθείς πίσω από τις γραμμές μας. Επαναλαμβάνω: προλαβαίνεις να κατευθυνθείς προς τα ανατολικά και να προσγειωθείς πίσω από τις γραμμές μας. Μην πανικοβάλλεσαι.»

«Θα προσπαθήσω.»

Η Αλιζέτ έκανε στροφή προς τα ανατολικά, και το σμήνος της την ακολούθησε.

Πέρασαν πάνω από το διαιρεμένο φουσάτο των Ανατολικών Δυνάμεων, που το μισό εφορμούσε στους Παντοκρατορικούς λόχους στα βόρεια και το μισό στους Παντοκρατορικούς λόχους στα νότια, οι οποίοι ήταν όλοι χωμένοι σε κατάφυτα χαμηλώματα.

3.

Ολόκληρη η βορειοανατολική μεριά της περιοχής φλεγόταν ύστερα από τον βομβαρδισμό των αεροσκαφών. Η φωτιά καταβρόχθιζε λυσσασμένα το ανοιξιάτικο χορτάρι και τα δέντρα· πυκνός, μαύρος καπνός υψωνόταν στους ουρανούς.

«Το παρακάναμε, ίσως,» είπε ο Νίλφες Βάθμακ, κοιτάζοντας προς τα εκεί. Στεκόταν μέσα σ’ένα τετράκυκλο όχημα με γιγαντοβαλλίστρα, και η Ανταρλίδα κι ο Τάμπριελ ήταν κοντά του.

«Καλά το είχε πει η Αλιζέτ, Στρατηγέ,» παρατήρησε η Μαύρη Δράκαινα. «Ήταν πολλά τα εκρηκτικά· δεν χρειάζονταν όλα. Δύο αεροσκάφη επαρκούσαν.»

«Ήθελα να είμαι σίγουρος. Αλλά μάλλον έχεις δίκιο, Ανταρλίδα.» Ο Νίλφες έδειχνε να το έχει μετανιώσει.

Και ο άνεμος δεν ήταν υπέρ τους. Έφερνε τις φλόγες και τους καπνούς προς το μέρος τους.

Όπως και νάχε, το φουσάτο, βέβαια, δεν θα σταματούσε την επίθεσή του. Το όχημα του Νίλφες, της Ανταρλίδας, και του Τάμπριελ (όπου, εκτός από αυτούς, ήταν επιβιβασμένοι μία οδηγός και ένας χειριστής για τη βαλλίστρα) ακολουθούσε το βόρειο τμήμα του στρατεύματος – αυτό πιο κοντά στις φλόγες – και έβλεπαν τώρα τους μαχητές της Ανατολικής Συμμαχίας να χτυπάνε τους Παντοκρατορικούς που ήταν καταχωνιασμένοι στο δεντρόφυτο χαμήλωμα. Είχαν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, το πλεονέκτημα του ανώτερου εδάφους, και αριθμητική υπεροχή. Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας δεν είχαν ελπίδες να νικήσουν. Ακόμα κι αν δεν ήταν τρομοκρατημένοι από αυτή την τροπή των πραγμάτων.

Και στη νότια μεριά η κατάσταση ήταν παρόμοια. Η Ανταρλίδα, στρέφοντας το βλέμμα της προς τα εκεί, είδε να γίνονται άγριες συγκρούσεις και οι Παντοκρατορικοί να υποχωρούν εγκαταλείποντας την κάλυψή τους και τρέχοντας, άτακτα, προς τα δυτικά.

Ο Τάμπριελ, κρατώντας το ραβδί του, ήρθε σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη στο εσωτερικό της πορφυρής σφαίρας. Και το μυαλό του άγγιξε τη συλλογική νοημοσύνη των Ιεραρχών: Ο Όρνιφιμ, που βρισκόταν στη νότια μεριά της μάχης, έβλεπε τους Παντοκρατορικούς να υποχωρούν, αποδιοργανωμένοι, συγχυσμένοι, τρομοκρατημένοι. Ελάχιστοι πρόβαλλαν αντίσταση, και οι μαχητές της Ανατολικής Συμμαχίας εύκολα τούς κομμάτιαζαν κατεβαίνοντας μες στο δεντρόφυτο χαμήλωμα με δυνατές πολεμικές κραυγές. Ο Ρηθμάλος, ο Θεριστής των Οστών, ήταν μαζί τους, και το μεγάλο τσεκούρι του έκοβε τους εχθρούς σαν να ήταν στάχια. Ακρωτηριασμένα μέλη και διαλυμένα σώματα έπεφταν παντού γύρω του, ενώ τα όπλα των Παντοκρατορικών δεν έμοιαζαν να μπορούν να διαπεράσουν την κοκάλινη αρματωσιά του Ιερού Μαχητή.

Στη Νέλερβικ, ο Αρκαλόν έλεγε στην Πριγκίπισσα Βασνίτα τι συνέβαινε τώρα στο Σάνκριλαμ.

Στο Πριγκιπάτο Έλρηνεχ, η Διάττα άκουγε τον Στρατηγό Φαρτάνες, τη Λαμρίτ, τον Πολ, τον Άλτρες, και τον Δαίδαλο να συζητάνε για τη στρατηγική τους: πώς να προχωρήσουν ανατολικά, μετά από τα Δόντια της Ουράς. Είχαν ήδη στείλει ανιχνευτές για να κατοπτεύσουν τα εδάφη και κανένας δεν είχε εντοπίσει εχθρικά στρατεύματα.

Στο Πριγκιπάτο Κάνρελ, η Ράιλμεχ ήταν μαζί με το φουσάτο του Προμάχου Άτβος καθώς αυτό προέλαυνε προς τα δυτικά έχοντας εγκαταλείψει από χτες τη Χάνμαρελ. Πλησίαζαν τη Λάσενρεχ σήμερα, τη γενέτειρα της Ιλρίνα’νορ. Οι επαναστάτες που είχαν μείνει στις Ερημιές, στα βόρεια, για να δουν τι συνέβαινε εκεί με τις παράξενες εμφανίσεις Παντοκρατορικών, δεν είχαν επιστρέψει ακόμα ώστε να αναφέρουν στον Πρόμαχο.

Ο Τάμπριελ συνέχισε να βρίσκεται σε νοητική επαφή με τους Ιεράρχες καθώς η μάχη μαινόταν και οι Παντοκρατορικοί φαινόταν να υποχωρούν προς την Ένθελρακ.

«Καταδιώξτε τους!» πρόσταξε ο Στρατηγός Νίλφες Βάθμακ μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού του. «Καταδιώξτε τους!»

Και τα άρματα της Ανατολικής Συμμαχίας κυνήγησαν τους πεζούς, πατώντας τους κάτω από μεγάλους τροχούς, χτυπώντας τους με γιγαντοβαλλίστρες, εκτοξεύοντας σιδερένιες αγκαθωτές σφαίρες από καταπέλτες. Οι ιππείς κάλπασαν ξοπίσω των Παντοκρατορικών, σπαθίζοντάς τους ή καρφώνοντάς τους με λόγχες.

Μετά, όμως, φάνηκαν να έρχονται τα Παντοκρατορικά άρματα από τα δυτικά. Και εξαπέλυσαν τις βολές τους εναντίον των επαναστατών – μεγάλα βέλη, σιδερένιες σφαίρες, ενεργειακές ριπές. Οι μαχητές της Ανατολικής Συμμαχίας αναγκάστηκαν να ανακόψουν την καταδίωξή τους, και πολλοί από τους πανικόβλητους πεζούς γλίτωσαν.

Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας υποχώρησαν προς τα δυτικά. Προς την Ένθελρακ, που δεν απείχε παρά δεκαπέντε χιλιόμετρα από τούτη την περιοχή.

«Σταματήστε την καταδίωξη,» πρόσταξε ο Νίλφες. «Σταματήστε την καταδίωξη!» Άλλαξε συχνότητα στον πομπό του. «Περιορίστε τη φωτιά! Σβήστε την!»

«Μάλιστα, Στρατηγέ,» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

Οι φλόγες είχαν έρθει απειλητικά κοντά, και ο καπνός επίσης. Ορισμένοι πολεμιστές έβηχαν· τα άλογα που βρίσκονταν στα βόρεια χρεμέτιζαν ανήσυχα, και οι καβαλάρηδές τους δυσκολεύονταν να τα συγκρατήσουν. Μερικοί λόχοι της οπισθοφυλακής των Ανατολικών Δυνάμεων φάνηκαν να κινούνται προς την πυρκαγιά με σκοπό να την κατασβήσουν. Κάποια μεταγωγικά έφυγαν ολοταχώς, με ανατολική κατεύθυνση, μάλλον για να φέρουν νερό από τη Βαρονία της Πράσινης Πέτρας.

Η Αλιζέτ, έφιππη και καλπάζοντας γρήγορα, ήρθε κοντά στο όχημα του Νίλφες Βάθμακ.

«Έχουμε πρόβλημα, Στρατηγέ,» είπε.

«Το βλέπω,» αποκρίθηκε εκείνος, μουντά. Άνοιξε πάλι τον πομπό του και μίλησε: «Καθαρίστε την περιοχή από χόρτο για να μη μπορούν οι φλόγες να περάσουν.»

4.

«Ορίστε! Το είχα πει!» φώναξε ο Παντοκρατορικός Επόπτης του Σάνκριλαμ. «Χρησιμοποιούν κάποια μυστηριώδη μέθοδο για να εντοπίζουν τις ενέδρες μας!»

Βρισκόταν στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου της Ένθελρακ, και γύρω του ήταν συγκεντρωμένοι ο Στρατηγός Νίλφες Νάρβεληχ, η Δούκισσα Θελρίτ Νάρβεληχ, ο Λοχαγός Ιβάν Κάλρω, η Αμάλριτ’νορ, ο Μελράνος ο Πρόμαχος της Πριγκίπισσας Ισλάννα, ο Τζακ, η Ανδρομάχη, και κάποιοι αξιωματικοί και μάγοι.

«Αυτός ο γαμημένος προφήτης τους το κάνει!» συνέχισε να φωνάζει ο Λούσιος.

Είχαν μόλις επιστρέψει στην πόλη οι υποχωρούντες μαχητές από τα ανατολικά και είχαν προειδοποιήσει ότι ήταν πολύ πιθανό τώρα οι αποστάτες να έρχονταν για να πολιορκήσουν την Ένθελρακ.

«Κι ακόμα κανένας δεν έχει καταφέρει να ανακαλύψει το μυστικό τους, ώστε να τους πολεμήσουμε αποτελεσματικά!»

«Σου είπα, Επόπτη,» τον διέκοψε ο Τζακ: «δεν υπάρχει μυστικό. Και δεν είναι βέβαιο ότι ο Τάμπριελ χαλάει από μόνος του τις ενέδρες που στήνετε.»

Ο Λούσιος ήταν έτοιμος να του απαντήσει, αλλά ο Στρατηγός Νίλφες τον πρόλαβε: «Ό,τι κι αν συμβαίνει, τώρα ο εχθρός βρίσκεται προ των πυλών μας. Δεκαπέντε χιλιόμετρα μάς χωρίζουν, και δε νομίζω να συνεχίσουν να μας χωρίζουν για πολύ. Ας μη συγχυζόμαστε, κι ας επικεντρωθούμε στο να αντιμετωπίσουμε την πολιορκία.»

Αρκετοί κατένευσαν και είπαν πως είχε δίκιο: τώρα δεν είχε νόημα να αναρωτιούνται τι έφταιγε κι οι αποστάτες είχαν φτάσει ώς εδώ. Σημασία είχε ότι βρίσκονταν κοντά και ήταν επικίνδυνοι.

«Επιπλέον,» τόνισε ο Νίλφες, «κι εγώ τούς είχα στήσει ενέδρες στ’ανατολικά τις οποίες κατατρόπωσαν, αλλά δεν θεωρώ ότι, σώνει και καλά, είχαν κάποια μυστηριακή μέθοδο και το κατάφεραν–»

«Λένε, όμως, ότι ο Κόκκινος Μάγος, ο Τάμπριελ, επέστρεψε από τους νεκρούς, Στρατηγέ,» είπε ένας διοικητής.

Μια μάγισσα πρόσθεσε: «Τον είχαν δολοφονήσει και μετά ξαναγύρισε.»

«Εγώ τον είχα δολοφονήσει,» τους είπε ο Τζακ, και στράφηκαν ξαφνιασμένοι προς το μέρος του. «Όμως δεν είμαι βέβαιος ότι ήταν, όντως, νεκρός. Τον χτύπησα με το σπαθί μου και έπεσε· μόνο αυτό ξέρω. Μάλλον, απλά τραυματίστηκε. Τούτη τη φορά, ωστόσο, θα φροντίσω να μείνει νεκρός, αν είναι μαζί μ’ετούτο το φουσάτο!»

«Αρκετά μ’αυτόν τον Κόκκινο Μάγο!» είπε ο Στρατηγός Νίλφες, νηφάλια, όχι απότομα. «Κάνουμε πόλεμο, όχι τσαρλατανίστικες επαφές με τα Πνεύματα και τα Δαιμόνια! Θα αντιμετωπίσουμε την κατάσταση όπως τη βλέπουμε μπροστά μας. Στρατηγικά.» Και πάλι, κάμποσοι συμφώνησαν με νεύματα και με λόγια· ο Στρατηγός είχε επιρροή ανάμεσά τους, παρατήρησε η Ανδρομάχη. Πράγμα που δεν την εξέπληττε. Ήταν, ίσως, ο καλύτερος απ’όλους μέσα σε τούτο το Πριγκιπάτο. Λογικός και νηφάλιος, και καλός συζητητής. «Επιπλέον,» είπε ο Νίλφες για να ελαφρύνει λιγάκι το κλίμα, «ξέρω πως ένας από τους αρχηγούς του φουσάτου της Ανατολικής Συμμαχίας έχει το όνομά μου, και θέλω επιτέλους να δω ποιος από τους δυο μας είναι ο ικανότερος στρατιωτικός!»

Ορισμένοι γέλασαν – κάποιοι ανάμεσά τους κάπως νευρικά. Μια αξιωματικός είπε: «Είναι του Υψηλού Οίκου των Βάθμακ, Στρατηγέ. Από το Νέλερβικ. Λένε ότι οι Βάθμακ είναι καλοί στρατιωτικοί.»

«Όχι τόσο καλοί όσο εγώ, όμως,» αποκρίθηκε ο Νίλφες Νάρβεληχ. «Και τώρα,» είπε, «πάρτε όλοι θέσεις μάχης και ετοιμαστείτε για πολιορκία. Ο συνονόματός μου σύντομα θα βρίσκεται έξω από τα ανατολικά τείχη μας.»

5.

Η Ανδρομάχη στεκόταν στις επάλξεις του κάστρου της Ένθελρακ, με τον αέρα του ποταμού Νέρελρημ να τινάζει τα ξανθά μαλλιά της. Πλάι της καθόταν ο Τζακ μ’ένα ζευγάρι κιάλια στα χέρια – Ρελκάμνιας κατασκευής. Δεν τα είχε ακόμα υψώσει στα μάτια του ούτε μία φορά. Δε χρειαζόταν, εξάλλου· δεν υπήρχε τίποτα για να δει καθώς ατένιζε προς τα ανατολικά.

Τώρα, όμως, ενώ ο ήλιος μεσουρανούσε, σύννεφα σκόνης φάνηκαν από εκείνη την κατεύθυνση και, μέσα από τη θολούρα, ψηλά μεταγωγικά οχήματα. Τα μέταλλά τους γυάλιζαν στο μεσημεριανό φως. Γύρω τους κάλπαζαν χιλιάδες ιππείς, και μικρότερα οχήματα και άρματα μάχης ακολουθούσαν. Από πάνω τους, σύντομα ήρθαν αεροσκάφη: ελικόπτερα, όχι αεροπλάνα, μικρότερα και μεγαλύτερα. Τα τελευταία ήταν οπλισμένα με γιγαντοβαλλίστρες.

Οι αποστάτες! ακούστηκαν φωνές στις επάλξεις, γύρω, πάνω, και κάτω από την Ανδρομάχη και τον Τζακ. Η Ανατολική Συμμαχία… Οι αποστάτες… Ο Στρατός του Κόκκινου Μάγου… Οι αποστάτες… Ο εχθρός…

«Ο Άζ’λεφκ,» μουρμούρισε ο Τζακ. Και ύψωσε τα κιάλια του για να κοιτάξει ενώ, συγχρόνως, υποτονθόρυζε κάποιο ξόρκι. Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως, υπέθεσε η Ανδρομάχη.

Η ίδια δεν ήθελε να κοιτάξει με τα κιάλια της· δε νόμιζε ότι υπήρχε λόγος. Κι έτσι καλά τούς έβλεπε.

Τα μεταγωγικά, οι ιππείς, και τα υπόλοιπα οχήματα σταμάτησαν σε κάμποση απόσταση από τα τείχη της Ένθελρακ – ενάμιση χιλιόμετρο, την υπολόγιζε η Ανδρομάχη: πέρα από την εμβέλεια οποιουδήποτε ενεργειακού κανονιού. Από τα μεταγωγικά στρατός άρχισε να βγαίνει – χιλιάδες πολεμιστές – και να καταυλίζεται, καθώς η σκόνη τριγύρω καταλάγιαζε. Σημαίες στήθηκαν. Και τώρα, η Ανδρομάχη ύψωσε τα κιάλια της για να κοιτάξει το σύμβολο επάνω τους. Ναι, αυτό… σκέφτηκε. Τρία σπαθιά που σχημάτιζαν τρίγωνο, κι ένας ήλιος ανάμεσά τους. Δεν το είχε ποτέ πριν αντικρίσει, μα της είχαν πει ότι αυτό ήταν το σύμβολο που χρησιμοποιούσε η Ανατολική Συμμαχία. Το κάθε σπαθί συμβόλιζε ένα από τα πριγκιπάτα Νέλερβικ, Τάσβεραλ, και Χαύδοραλ, και ο ήλιος ανάμεσά τους συμβόλιζε τη δύναμη της Επανάστασης.

Η Ανδρομάχη κατέβασε τα κιάλια της.

Αεροπλάνα υψώθηκαν από τον αερολιμένα της Ένθελρακ, και κατευθύνθηκαν προς τους στρατοπεδεύοντες επαναστάτες, μάλλον ελπίζοντας να τους βομβαρδίσουν προτού έχουν την ευκαιρία να οργανωθούν. Τότε, όμως, αεροπλάνα της Ανατολικής Συμμαχίας κατέβηκαν από τα ψηλά στρώματα του ουρανού – ήταν κρυμμένα ανάμεσα στα σύννεφα! – και όρμησαν καταπάνω τους, ενώ τα μεγάλα ελικόπτερα τα υποστήριζαν με τις γιγαντοβαλλίστρες τους. Η Ανδρομάχη είδε αεροπλάνα να περνάνε επικίνδυνα κοντά το ένα από το άλλο καθώς αλληλοχτυπιόνταν με τα έμβολα στα φτερά τους. Οι εκρηκτικές ύλες ήταν πολύ ασταθείς στη Βίηλ και έτοιμες να ανατιναχτούν μ’ένα γερό τράνταγμα· έτσι, καθώς τα αεροσκάφη που τις κουβαλούσαν τραντάζονταν, εκρήξεις γίνονταν στον ουρανό διαλύοντας τα αεροπλάνα που μετέφεραν τα εκρηκτικά και χτυπώντας, πιο σοβαρά ή πιο ελαφρά, όλα όσα ήταν γύρω τους. Η Ανδρομάχη είδε αεροσκάφη να πέφτουν, φλεγόμενα, καπνίζοντας· ή είδε τα κομμάτια τους να σκορπίζονται προς τη γη.

Ενεργειακά κανόνια άρχισαν να βάλλουν από το φουσάτο των αποστατών: μακριές, φωτεινές λόγχες έσχιζαν κάθετα τον ουρανό. Γιγαντοβαλλίστρες στράφηκαν προς τα πάνω, εξαπολύοντας το ένα πελώριο βέλος μετά το άλλο.

Τα Παντοκρατορικά μαχητικά αναγκάστηκαν να κάνουν μεταβολή και να επιστρέψουν στην Ένθελρακ. Μονάχα ένα είχε καταφέρει να πλησιάσει το φουσάτο αρκετά ώστε να ρίξει εκρηκτικά επάνω στους μαχητές του, και το σημάδι του δεν ήταν και πολύ καλό. Τα μισά εκρηκτικά είχαν πέσει έξω από την περιοχή όπου στρατοπέδευαν οι επαναστάτες, προκαλώντας ελάχιστη ζημιά.

«Νάτος…» μουρμούρισε ο Τζακ.

«Ο Τάμπριελ;» ρώτησε η Ανδρομάχη.

Ο Τζακ κατέβασε τα κιάλια του. «Ναι. Εδώ είναι.»

6.

Ο Άζ’λεφκ διαισθάνθηκε ότι ο Εραστής τον κοιτούσε. Ένιωσε τα μάτια του να ατενίζουν την ενεργειακή του μορφή.

Στράφηκε προς το κάστρο που φαινόταν απόμακρα, πίσω από τα τείχη της Ένθελρακ, κοντά στις όχθες του ποταμού Νέρελρημ, ενώ στον ουρανό τα αεροσκάφη συγκρούονταν και ο μεσημεριανός ήλιος κρυβόταν πίσω από σύννεφα πυκνού, μαύρου καπνού.

Μια ισχυρή έκρηξη έγινε στη γη. Νότια.

Ο Τάμπριελ γύρισε και είδε ότι φωτιές είχαν ανάψει. Ένα από τα Παντοκρατορικά αεροπλάνα είχε καταφέρει να έρθει κοντά και να ρίξει τα εκρηκτικά του.

«Δεν έχασαν καιρό, οι δαιμονισμένοι!» είπε ο Νιρκάδος Ράλενθακ.

«Τούτη ήταν η καλύτερη στιγμή για βομβαρδισμό, Άρχοντά μου,» του είπε ο Νίλφες Βάθμακ, καθώς όλοι τους στέκονταν γύρω από το ανοιχτό τετράκυκλο όχημα με τη γιγαντοβαλλίστρα. Παραδίπλα, μερικοί ιπποκόμοι έστηναν τις σκηνές των αρχηγών του φουσάτου.

Ο Νιρκάδος ένευσε. «Ναι, πράγματι. Αλλά, για να βιάζονται τόσο, αυτό ίσως να σημαίνει πως φοβούνται επειδή δεν έχουν αρκετές δυνάμεις στην Ένθελρακ.»

«Δεν το νομίζω, Άρχοντά μου,» είπε η Αλιζέτ κοιτάζοντας τα τείχη της πόλης με τα κιάλια της. «Οι επάλξεις τους είναι γεμάτες, όχι μονάχα με μαχητές αλλά και με βαλλίστρες, καταπέλτες, ενεργειακά κανόνια. Δε θάναι εύκολο να πάρουμε την Ένθελρακ.»

Ο Νίλφες είπε: «Το ξέρουν πως, αν πάρουμε την Ένθελρακ, ο επόμενος στόχος θα είναι η Σάνκριλαμ, η πρωτεύουσά τους. Κι αν την πάρουμε κι αυτήν, το Πριγκιπάτο είναι δικό μας.»

«Πάμε να τους λιανίσουμε!» γρύλισε ο Ρηθμάλος, έχοντας ήδη το τσεκούρι του στα χέρια.

«Δεν είναι τώρα καιρός για βιαστικές κινήσεις,» του είπε η Αλιζέτ εξακολουθώντας να κοιτάζει με τα κιάλια της. «Αν τα εδάφη ώς εδώ ήταν γεμάτα με ενέδρες, φανταστείτε τι θα γίνεται μες στους δρόμους της Ένθελρακ, όταν καταφέρουμε να περάσουμε τα τείχη της.»

Ο Τάμπριελ ήρθε σε επαφή με τους Ιεράρχες.

7.

«Ο Μεγάλος Προφήτης ρωτά αν θα μπορούσαμε να του στείλουμε κάποια από τα αυτοκίνητα,» είπε η Διάττα, μπαίνοντας στην αίθουσα των Δοντιών της Ουράς όπου κάθονταν η Λαμρίτ, ο Πολ, ο Δαίδαλος, και η Φενίλδα μαζί με μερικούς άλλους επαναστάτες και στρατιωτικούς του Κίρτβεχ. Πολλοί έτρωγαν, καθώς ήταν πλέον μεσημέρι.

«Τι να τα κάνει;» ρώτησε ο Πολ.

«Έφτασαν στην Ένθελρακ. Πιστεύει ότι τα αυτοκίνητα θα διευκόλυναν την πολιορκία της πόλης.»

«Και τι θα γίνει μ’εμάς; Έχουμε κι εμείς πολιορκίες να κάνουμε. Το Έλρηνεχ δεν θα απελευθερωθεί χωρίς να πολεμήσουμε.»

Η Διάττα ανασήκωσε τους ώμους. «Εγώ απλώς λέω τι θέλει ο Μεγάλος Προφήτης.»

Η Λαμρίτ είπε: «Ο επόμενος στόχος μας είναι η πρωτεύουσα, αλλά δε νομίζω ότι θα φτάσουμε αμέσως εκεί. Θα βάλουν, σίγουρα, στρατό στο δρόμο μας.»

«Και δε θα χρειαστούμε τα αυτοκίνητα για να τον διαλύσουμε;» έκανε ο Πολ.

«Επίσης,» πρόσθεσε η Λαμρίτ, «όπως λέγαμε και πριν, ίσως να μην ήταν φρόνιμο να κινηθούμε αμέσως. Καλύτερα να προχωρήσουμε όταν έχει έρθει κι ο στόλος από τον ποταμό Άσλερχ, ώστε να χτυπήσουμε από δυο μεριές την Έλρηνεχ.»

«Λαμρίτ, σου είπα ότι, παραδόξως, συμφωνώ με τον Στρατηγό αυτή τη φορά.» Ο Στρατηγός Φαρτάνες είχε προτείνει να προχωρήσουν, για να διαλύσουν ό,τι εμπόδιο μπορεί να έβαζαν οι Παντοκρατορικοί στο διάβα τους, αλλά να μην πολιορκήσουν την πρωτεύουσα αμέσως: να περιμένουν τον ερχομό του στόλου. Επιπλέον, μέχρι να φτάσουν στην πρωτεύουσα, ο στόλος μπορεί να είχε ήδη καταφέρει να κατατροπώσει την αντίσταση στον ποταμό. «Και μην ξεχνάς,» συνέχισε ο Πολ, «πως το Σάνκριλαμ απέχει περίπου χίλια χιλιόμετρα από εμάς. Πώς θα πάνε εκεί τα αυτοκίνητα;»

«Η Ιπτάμενη θα μπορούσε εύκολα να πετάξει,» είπε ο Δαίδαλος.

«Και θα στείλουμε την πεταλούδα μόνη της; Να κάνει τι;»

«Απλώς το ανέφερα· δεν πρότεινα τίποτα.»

«Ο Κατακρημνιστής,» είπε η Λαμρίτ, «θα μπορούσε να τους βοηθήσει πολύ στην πολιορκία.»

«Και πώς θα φτάσει εκεί;» έθεσε το ερώτημα ο Πολ. «Τρέχοντας;»

«Δεν είναι ανάγκη νάσαι τόσο αρνητικός.»

«Θέλεις, δηλαδή, να τους στείλουμε τον Κατακρημνιστή;»

«Θα μας εξυπηρετήσει όλους αυτό, Πολ! Δεν είμαστε μόνοι μας. Η Επανάσταση είναι ενωμένη

«Δεν είπα το αντίθετο. Αλλά το πρόβλημα είναι πρακτικό. Αφού πιστεύεις ότι είναι λογικό να τον στείλουμε, απάντησέ μου: πώς θα φτάσει εκεί;»

«Αεροπορικώς,» απάντησε η Λαμρίτ. «Είναι το ευκολότερο.»

«Μπορεί αεροπλάνο να τον σηκώσει;» Ο Πολ κοίταξε τον Δαίδαλο.

Ο μάγος φάνηκε σκεπτικός προς στιγμή. «Είναι, αναμφίβολα, βαρύς. Θα ήταν ριψοκίνδυνο. Ακόμα κι αν το αεροπλάνο καταφέρει να απογειωθεί και να μείνει στον αέρα, με τέτοιο βάρος επάνω του θα είναι πολύ ευάλωτο αν Παντοκρατορικά αεροσκάφη το καταδιώξουν.»

«Ορίστε,» είπε ο Πολ στη Λαμρίτ. «Δεν συμφέρει.»

«Θα μπορούσε, όμως, να λυθεί το πρόβλημα,» πρόσθεσε ο Δαίδαλος.

«Μου τα χαλάς τώρα, μάγε,» σχολίασε ο Πολ.

Ο Δαίδαλος συνέχισε σαν να μην τον είχε διακόψει: «Με δύο εστίες.»

«Τι δύο εστίες;»

«Μέσα στο αεροπλάνο. Ή τρεις, αν χρειαστεί – αν και δε νομίζω.»

Η Φενίλδα είπε: «Θα δώσεις περισσότερη δύναμη στις μηχανές του…»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος. «Γι’αυτό κιόλας θα πρέπει να τις ενισχύσω. Κανονικά, ίσως να μην αντέξουν τόση ενέργεια· ίσως να εκραγούν.»

«Και θα κάτσουμε τώρα να κάνουμε μαστορέματα για να στείλουμε τον κερατά στο Σάνκριλαμ;» είπε ο Πολ.

Η Λαμρίτ γέλασε. «Δεν το κάνουμε για πλάκα.»

Ο Πολ ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα, σταυρώνοντας τα χέρια του εμπρός του. «Ό,τι νομίζετε. Εσείς είστε τ’αφεντικά, και λογική δεν υφίσταται.»

Η Λαμρίτ ρώτησε τον Δαίδαλο: «Σε πόση ώρα θα έχεις ένα ενισχυμένο αεροπλάνο έτοιμο;»

«Ώς τα μεσάνυχτα, αν ξεκινήσω τώρα. Μέσα στα Δόντια βρήκαμε αρκετές εστίες και μηχανικούς εξοπλισμούς· δεν θα υπάρξει πρόβλημα από αυτή την άποψη.»

8.

Το στράτευμα του Προμάχου Άτβος συνάντησε ελάχιστη αντίσταση στα σύνορα του Δουκάτο Λάσενρεχ. Ένα μικρό οχυρό με τρεις γιγαντοβαλλίστρες, ένα Παντοκρατορικό άρμα με καταπέλτη, και λιγότερους από τριακόσιους πολεμιστές. Ύστερα από τις πρώτες σοβαρές ζημιές στην οχύρωση και στο άρμα – οι επαναστάτες γκρέμισαν ένα μέρος των τειχών με καταπέλτες και ενεργειακές ριπές, και διέλυσαν τις ερπύστριες του άρματος με δύο καλοσημαδεμένες βολές από γιγαντοβαλλίστρες – οι υπερασπιστές μπήκαν σ’ένα μικρό ελικόπτερο και υποχώρησαν. Όσοι δεν χωρούσαν στο αεροσκάφος έφυγαν τρέχοντας, ή καλπάζοντας επάνω σε άλογα. Ο Άτβος πρόσταξε να μην τους κυνηγήσουν, και είπε να πάρουν το άρμα τους και να το επισκευάσουν. Θα χρειαζόταν.

Τώρα ήταν απόγευμα και οι σκιές πύκνωναν παντού στο Δουκάτο που είχε γεννήσει την Ιλρίνα’νορ. Το στράτευμα των επαναστατών πλησίαζε την πρωτεύουσα της περιοχής προελαύνοντας σταθερά: χιλιάδες πεζοί στο κεντρικό σώμα, με άρματα μάχης και ιππικό γύρω τους, ενώ από πάνω πετούσαν αεροσκάφη. Τα μέρη απ’όπου περνούσαν ήταν εγκαταλειμμένα από πολεμιστές της Παντοκράτειρας, και σε πολλά σημεία είχαν φύγει ακόμα κι οι ντόπιοι. Οι πιο τολμηροί, όμως, είχαν παραμείνει στα υποστατικά τους και ατένιζαν το στράτευμα των επαναστατών που διέσχιζε τους τόπους τους.

Τα αεροσκάφη, μιλώντας τηλεπικοινωνιακά στον Άτβος, ανέφεραν ότι ένα φουσάτο ερχόταν. Ο Πρόμαχος πρόσταξε τους πάντες να ετοιμαστούν για σύγκρουση, αλλά να περιμένουν. Να μην επιτεθούν πρώτοι. Το στράτευμά του σταμάτησε και οχυρώθηκε όσο καλύτερα μπορούσε για τα δεδομένα της περιοχής, η οποία ήταν, κατά κύριο λόγο, πεδινή. Οι μάγοι ύφαναν τις Μαγγανείες Οπλικής Φορτίσεως που ρύθμιζαν τα ενεργειακά κανόνια. Οι χειριστές των γιγαντοβαλλίστρων και των καταπελτών όπλισαν τις πολεμικές μηχανές τους. Οι οδηγοί των οχημάτων είχαν τα χέρια τους στα τιμόνια, τα πόδια τους στα πετάλια, και τις μηχανές ενεργοποιημένες. Οι ιππείς είχαν κατεβάσει τις προσωπίδες των κρανών τους και κρατούσαν υψωμένες τις ασπίδες τους και κατεβασμένες τις λόγχες τους. Οι πεζοί περίμεναν ακίνητοι, με τα όπλα και τις ασπίδες τους στα χέρια. Οι βαλλιστροφόροι είχαν οπλίσει τις βαλλίστρες τους· οι τοξότες είχαν περάσει βέλη στις χορδές των τόξων τους αλλά δεν τις είχαν τεντώσει ακόμα. Οι αξιωματικοί του στρατεύματος στέκονταν μπροστά από τους μαχητές τους αναμένοντας διαταγές από τον Πρόμαχο.

Ο Άτβος, η Ιλρίνα, ο Άλδρος, ο Ραφέλνες, η Ράιλμεχ, και ο Κασμάρες ήταν καβάλα σε άλογα, πλάι στον σημαιοφόρο της Ανατολικής Συμμαχίας, και αγνάντευαν προς τα δυτικά. Σύντομα, φάνηκε η σκόνη του φουσάτου που πλησίαζε, και ύστερα, τα οχήματα κι οι μαχητές του. Δεν ήταν καθόλου λίγοι, παρατήρησε ο Άτβος. Τουλάχιστον δύο χιλιάδες, τους υπολόγιζε. Υπεραριθμούμε, βέβαια, αλλά αν γίνει μάχη θα χυθεί πολύ αίμα. Υψώνοντας τα κιάλια του τους κοίταξε. Δεν κουβαλούσαν τη σημαία της Παντοκράτειρας. Είχαν μόνο τη σημαία του Δουκάτο Λάσενρεχ. Το σύμβολο ήταν σκέτο, όχι συνδυασμένο με το σύμβολο του Πριγκιπάτου Κάνρελ.

Ο Άτβος το είπε στην Ιλρίνα.

Εκείνη φάνηκε ανακουφισμένη. «Έρχονται να μας μιλήσουν. Δε μπορεί να έρχονται για να μας επιτεθούν.» Υποπτευόταν ότι συγγενείς της βρίσκονταν μέσα σ’αυτό το φουσάτο. Είχαν συγκεντρώσει όσους μαχητές μπορούσαν στο Δουκάτο και είχαν πάει να συναντήσουν τους εισβολείς.

Ο Άτβος δεν μίλησε.

Η Ιλρίνα δίσταζε να το κάνει πριν αλλά τώρα δεν άντεχε άλλο. Πρέπει να μάθω! Τράβηξε το τηλεσκόπιο από τη ζώνη της, ύφανε επάνω του ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως, και κοίταξε προς το στρατό που ερχόταν. Αναζητώντας κάποιον γνωστό.

Και δεν άργησε να τον βρει. Είχαν περάσει χρόνια από τότε που τον είχε αντικρίσει για τελευταία φορά, μα τον αναγνώρισε. Ήταν ο μικρός αδελφός της, ο Βανράθες. Στεκόταν επάνω σ’ένα θωρακισμένο πολεμικό άρμα με δύο γιγαντοβαλλίστρες, κρατώντας το κράνος του παραμάσκαλα.

«Ο Βανράθες είναι μαζί τους,» είπε η Ιλρίνα στον Άτβος.

Εκείνος θυμόταν τον μικρό αδελφό της παρότι δεν τον είχε συναντήσει και πολλές φορές. «Ελπίζω να φανεί διαλλακτικός.»

«Δεν ήταν ποτέ φανατικά υπέρ των Παντοκρατορικών.»

«Έχουμε, όμως, χρόνια να τον δούμε, Ιλρίνα.»

Εκείνη δεν μίλησε καθώς έσφιγγε το τηλεσκόπιο μέσα στα χέρια της.

Το φουσάτο σταμάτησε στα πεντακόσια μέτρα απόσταση από τον στρατό των επαναστατών. Και κάποιος μίλησε μέσω εκφωνητή. Η φωνή του αντήχησε στην περιοχή, καβαλώντας τον άνεμο.

«Ερχόμαστε εν ονόματι του Οίκου των Ράνελραχ, αρχόντων του Δουκάτου της Λάσενρεχ!» είπε ο ομιλητής, που η Ιλρίνα αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο αδελφός της, ακόμα και προτού υψώσει το τηλεσκόπιό της για να βεβαιωθεί. «Ονομάζομαι Βανράθες Ράνελραχ, και απαιτώ να μάθω ποιος εισβάλει στο Δουκάτο μου τρομοκρατώντας τον λαό μου!»

Ο Άτβος φόρεσε έναν εκφωνητή στην πλάτη του με τη βοήθεια του Κασμάρες, και απάντησε στον Βανράθες, με τη φωνή του να μεγεθύνεται και να αντηχεί σαν φωνή των Κολοσσών: «ΕΙΜΑΙ Ο ΑΤΒΟΣ ΜΕΛΝΕΡΙΧ, ΑΡΧΟΝΤΑ ΒΑΝΡΑΘΕΣ. ΚΑΙ ΕΡΧΟΜΑΙ ΕΙΡΗΝΙΚΑ. ΣΤΑ ΕΔΑΦΗ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ, ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ ΚΑΝΡΕΛ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗ ΘΕΛΗΣΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ, ΔΙΚΟ ΜΟΥ.

»ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΣΥΖΥΓΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΗ ΣΟΥ, ΙΛΡΙΝΑ’ΝΟΡ. ΜΟΝΟ Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΟΥΚΑΤΟΥ ΣΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ.»

Σιγή για λίγο έπεσε ανάμεσα στους δύο στρατούς. Μετά, ένας καβαλάρης έφυγε από το φουσάτο του Οίκου των Ράνελραχ και ήρθε προς τους επαναστάτες, περιτριγυρισμένος από άλλους καβαλάρηδες, ένας από τους οποίους βαστούσε τη σημαία του Δουκάτου Λάσενρεχ. Σταμάτησαν στα διακόσια μέτρα απόσταση, και περίμεναν.

Ο Άτβος πήγε, έφιππος επίσης, να τους συναντήσει, μαζί με την Ιλρίνα, τον Ραφέλνες, τον γιο του, και αρκετούς από τους επαναστάτες του και τους πολεμιστές των Ανατολικών Δυνάμεων.

Ο Βανράθες έβγαλε το κράνος του. «Ιλρίνα;»

Η μάγισσα έβγαλε το δικό της κράνος. «Ναι, εδώ είμαι, Βανράθες. Είναι αλήθεια.»

Ο μικρός αδελφός της χαμογέλασε, κι έμοιαζε έτοιμος να αφιππεύσει και να πάει να την αγκαλιάσει. Όμως, τελικά, δεν κατέβηκε από τη σέλα. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, με τη χάρη των Αρχαίων Κολοσσών, Ιλρίνα. Αλλά δεν φανταζόμουν,» πρόσθεσε, «ότι θα στεκόσουν μαζί μ’έναν στρατό που εισβάλλει στο Δουκάτο μας.»

«Δεν εισβάλλει, Άρχοντά μου,» τον διαβεβαίωσε ο Άτβος, έχοντας κι εκείνος βγάλει το κράνος του. «Απλώς περνάμε. Χτυπήσαμε εκείνο το οχυρό στα ανατολικά γιατί μας στάθηκε εμπόδιο, και γιατί είχε επάνω του τη σημαία της Παντοκράτειρας. Δεν θα σας επιτεθούμε αν δεχτείτε εμένα ως Πρίγκιπα του Κάνρελ, όπως ορίζει ο Νόμος, κι αν συμφωνήσετε να αγωνιστείτε υπέρ της Επανάστασης, εναντίον της Παντοκράτειρας και εναντίον του Σφετεριστή, Ρέτβελνος Βάνδερμαχ.»

Ο Βανράθες μειδίασε. «Περιμέναμε να έρθει αυτή η ώρα, Πρίγκιπά μου. Κανέναν δεν θα συναντήσεις στο Δουκάτο Λάσενρεχ που να συμπαθεί τον Σφετεριστή. Μέχρι πρότινος, όμως, νομίζαμε όλοι ότι ήσασταν νεκρός. Αυτό ακουγόταν παντού στο Πριγκιπάτο.»

«Οι ψευδείς φήμες που είχαν εξαπλώσει οι πράκτορες της Παντοκράτειρας.»

«Όπως έχει πλέον γίνει φανερό, Υψηλότατε,» είπε ο Βανράθες. Αφίππευσε, τράβηξε το σπαθί του, και το κράτησε εμπρός του με τα δύο χέρια στη λαβή, υψώνοντας τη λεπίδα στις τελευταίες, κοκκινωπές ακτίνες του ήλιου. «Ενώπιον των Πνευμάτων των Αρχαίων Κολοσσών, που όλοι μας είμαστε παιδιά τους, δηλώνω πως το ξίφος μου ανήκει στον Άτβος Μέλνεριχ, δικαιωματικό Πρίγκιπα του Κάνρελ!»

Ο Άτβος, καθισμένος στο άλογό του, ένευσε. «Δέχομαι με τιμή τις υπηρεσίες σου, Άρχοντα Βανράθες Ράνελραχ, όπως και παλιά.»

Ο Βανράθες θηκάρωσε το σπαθί του και ανέβηκε πάλι στη σέλα του αλόγου του. «Θα προπορευτώ ώς το Κάστρο του Ήλιου, Πρίγκιπά μου, για να ανακοινώσω στην οικογένειά μου την ευχάριστη επιστροφή σας. Μπορείτε να στρατοπεδεύσετε όπου επιθυμείτε, αν και θα πρότεινα κοντά στα τείχη της Λάσενρεχ, η οποία δεν είναι μακριά από εδώ.»

«Θα έρθουμε στη Λάσενρεχ,» αποκρίθηκε ο Άτβος.

Η Ιλρίνα ρώτησε τον αδελφό της προτού γυρίσει το άλογό του και φύγει: «Πώς είναι η μητέρα και ο πατέρας, Βανράθες;»

Εκείνος δίστασε για μια στιγμή· ύστερα απάντησε: «Δυστυχώς είναι κι οι δύο νεκροί. Πέθαναν με διαφορά έναν χρόνο ο ένας από τον άλλο. Από φυσικές αιτίες.»

Τούτα τα νέα τη λύπησαν. Ήλπιζε ότι θα προλάβαινε να τους δει ακόμα μια φορά.

«Ο αδελφός μας, ο Ελράμος, είναι Δούκας της Λάσενρεχ τώρα,» είπε ο Βανράθες· και, στρέφοντας το άλογό του, κάλπασε προς το φουσάτο του Δουκάτου μαζί με τους καβαλάρηδες που τον συνόδευαν.

9.

Οι Ανατολικές Δυνάμεις χτυπούσαν συνεχόμενα την Ένθελρακ από το απόγευμα και ύστερα. Πελώρια βέλη, αγκαθωτές μεταλλικές σφαίρες, γιγάντιες κοτρόνες, ενεργειακές ριπές εκτοξεύονταν από και προς τα τείχη της μεγάλης πόλης. Ο βρόντος και η σκόνη που είχαν σηκώσει ήταν κάτι το τρομερό. Σπασίματα και μικρές τρύπες είχαν δημιουργηθεί επάνω στα τείχη, αλλά οι ζημιές δεν ήταν τόσο μεγάλες ώστε οι πολιορκητές να το θεωρούν σκόπιμο ακόμα να πλησιάσουν.

«Χρειάζεται κι άλλο κοπάνημα,» συμπέρανε ο Νίλφες Βάθμακ, όταν ο ήλιος έδυσε, κοιτάζοντας την Ένθελρακ με τα κιάλια του, τα οποία ο Τάμπριελ τού είχε ενισχύσει μ’ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως. «Τα τείχη της είναι πολύ ισχυρά, κι ακόμα είναι γεμάτα με πολεμικές μηχανές. Πρέπει να έφεραν κι άλλες, καινούργιες, γιατί είμαι βέβαιος ότι σε κάποια σημεία τις είχαμε καταστρέψει αλλά τώρα τις ξαναβλέπω!»

«Μπορεί να τις επισκεύασαν,» υπέθεσε ο Ρηθμάλος.

Ο Νίλφες κατέβασε τα κιάλια του κουνώντας το κεφάλι. «Αποκλείεται. Ορισμένες είχαν γίνει κομμάτια· τι να επισκευάσεις; Πρέπει νάχουν μαζέψει όλα τα όπλα του Πριγκιπάτου εκεί μέσα – και το Σάνκριλαμ είναι μεγάλο Πριγκιπάτο.»

«Εγώ ακόμα επιμένω να ορμήσουμε, να σκαρφαλώσουμε τα καταραμένα τείχη τους, και να τους σφάξουμε όλους,» μούγκρισε ο Ρηθμάλος, στηριζόμενος στο μεγάλο τσεκούρι του που ήταν γυρισμένο ανάστροφα, με την κεφαλή κάτω και τη μακριά λαβή επάνω.

«Αν είχαμε άλλους εκατό Ιερούς Μαχητές των Οστών, ίσως αυτό να ήταν συνετό να το επιχειρήσουμε, φίλε μου,» του είπε ο Νίλφες, και οι άλλοι γύρω τους γέλασαν. Εκτός από τον Τάμπριελ, που σπάνια γελούσε ούτως ή άλλως.

Ο Ρηθμάλος τούς έδειξε τα δόντια του – χαμογελώντας κι εκείνος.

«Αναπαυόμαστε τώρα,» είπε ο Νίλφες, «και συνεχίζουμε πάλι με την αυγή.» Πριν από λίγο είχαν προστάξει τα όπλα να σταματήσουν να ρίχνουν.

«Την αυγή μπορεί να έχουμε βοήθεια, Στρατηγέ.» Ο Τάμπριελ ήταν που είχε μιλήσει και όλοι στράφηκαν να τον αντικρίσουν.

«Το έχεις ‘δει’;» ρώτησε ο Νίλφες, μοιάζοντας να αναρωτιέται από πού μπορούσε να έρθει αυτή η βοήθεια.

Και η Ανταρλίδα την ίδια απορία είχε. Από την Πριγκίπισσα Βασνίτα, ίσως;

«Επικοινώνησα με την Πρόμαχο Λαμρίτ. Ο Δαίδαλος ετοιμάζεται να μας στείλει ένα από τα αυτοκίνητά του,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Αυτό που ονομάζεται Κατακρημνιστής.»

Ο Όρνιφιμ ήταν ο μόνος που δεν έμοιαζε ξαφνιασμένος από τούτα τα νέα. «Ο Κατακρημνιστής είναι ακριβώς ό,τι μας χρειάζεται τώρα,» είπε.

«Μπορεί να κάνει αυτό που νομίζω πως υπονοεί το όνομά του;» ρώτησε ο Νίλφες.

«Ναι, Στρατηγέ,» απάντησε ο Τάμπριελ. «Γκρεμίζει τείχη. Εξαιτίας του πάρθηκαν τόσο γρήγορα τα Δόντια της Ουράς. Όμως ο Δαίδαλος θέλει να τον προσέξουμε, γιατί δεν είναι άτρωτος. Οι βολές από ενεργειακά κανόνια μπορούν να του προκαλέσουν σοβαρές ζημιές. Μπορούν ακόμα και να τον καταστρέψουν τελείως.»

«Φυσικά και θα τον προσέξουμε,» είπε ο Νίλφες Βάθμακ.

10.

«Τάμπριελ;»

Ακούγοντας τη φωνή του Όρνιφιμ έξω απ’τη σκηνή, η Ανταρλίδα ξύπνησε. Ανασηκώθηκε και κοίταξε το πρόσωπό του Τάμπριελ για να δει ότι τα μάτια του είχαν ανοίξει.

«Ο Όρνιφιμ,» του ψιθύρισε.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος, και η Ανταρλίδα φίλησε τα χείλη του. Ήταν κι οι δυο τους πολύ δραστήριοι χτες βράδυ. Η Ανταρλίδα είχε πια διαπιστώσει ότι πριν από μια μεγάλη μάχη ήταν πάντοτε πιο ερωτική, για κάποιο λόγο. Ίσως ο οργανισμός της να γούσταρε τη γνώση του επερχόμενου κινδύνου. Ή ίσως να φοβόταν ότι, μετά τη μάχη, μπορεί να μην ήταν πια εδώ, ή μπορεί ο Τάμπριελ να μην ήταν κοντά της. Ούτε η ίδια δεν ήταν βέβαιη για την απάντηση.

«Τάμπριελ;» Η φωνή του Όρνιφιμ ξανά. Ήταν ο μόνος από τους Ιεράρχες που, τελευταία, τον αποκαλούσε οικεία με το όνομά του αντί να τον προσφωνεί Μεγάλε Προφήτη.

«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ, δυνατά. «Έλα μέσα, Όρνιφιμ.»

Ο Ιεράρχης παραμέρισε την κουρτίνα της σκηνής και μπήκε. «Ο Δαίδαλος είναι εδώ,» είπε.

Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα ντύθηκαν γρήγορα και βγήκαν στο αχνό φως της αυγής. Μια αραιή ομίχλη είχε σηκωθεί από τον ποταμό και έχει τυλίξει τα τείχη της Ένθελρακ, αντίκρυ στον καταυλισμό των Ανατολικών Δυνάμεων. Οι εχθροπραξίες δεν είχαν ξεκινήσει ακόμα. Σιγαλιά βασίλευε στο στρατόπεδο, η οποία έσπαζε από καμια ξαφνική φωνή κάπου-κάπου, από το χρεμέτισμα κανενός αλόγου, από το βούισμα κάποιας μηχανής, από το ακόνισμα όπλων.

«Από δω,» είπε ο Όρνιφιμ.

«Ξέρουμε πού είναι το αεροδρόμιο,» του είπε η Ανταρλίδα.

Βάδισαν ώς την ανατολικότερη άκρη του καταυλισμού και πέρα απ’αυτήν, όπου ένας χώρος είχε ανοιχτεί ειδικά για να μπορούν να προσγειώνονται αεροσκάφη. Οι πολεμιστές της Ανατολικής Συμμαχίας είχαν βγάλει ακόμα και το χορτάρι ώστε να έχουν τη δυνατότητα να κατεβαίνουν και αεροπλάνα με τροχούς τα οποία ήθελαν χώρο για να τρέξουν.

Το αεροπλάνο του Δαίδαλου δεν ήταν τέτοιου είδους· είχε πόδια, και προωθητήρες που τώρα ήταν γυρισμένοι κάθετα. Ο μάγος στεκόταν μπροστά του, καθώς κι άλλοι τρεις: ο Νελμάτρες, ο Πολ, και η Φενίλδα. Πλάι τους ορθωνόταν ένα ανθρωπόμορφο μεταλλικό κατασκεύασμα με πελώριους ώμους και χοντρά πόδια και χέρια. Ήταν ψηλότερο ακόμα κι από τον Τάμπριελ, που ήταν πολύ ψηλός, και το κεφάλι του θύμιζε κεφάλι κριαριού με τα κέρατα που είχε. Τα μάτια του φώτιζαν σαν ενεργειακές λάμπες. Η Ανταρλίδα δεν αμφέβαλλε ότι αυτός ήταν ο Κατακρημνιστής. Οι γροθιές του έμοιαζαν να μπορούν, πράγματι, να γκρεμίσουν τείχη.

«Καλημέρα,» χαιρέτησε ο Δαίδαλος. «Συγνώμη αν ήρθαμε πολύ νωρίς.»

«Δεν θα μπορούσατε να έρθετε πολύ νωρίς,» τον διαβεβαίωσε ο Τάμπριελ. «Ο χρόνος είναι πολύτιμος.»

Ο Δαίδαλος έμοιαζε να περιμένει αυτή την απάντηση. «Ο κύριος,» είπε ρίχνοντας ένα βλέμμα στο αυτοκίνητο πλάι του, «είναι ο Κατακρημνιστής.»

«Καλή σας ημέρα,» χαιρέτησε ο ίδιος με βαριά, μεταλλική φωνή.

«Μιλάει κανονικά…» παρατήρησε η Ανταρλίδα, λιγάκι παραξενεμένη.

«Φυσικά και μιλάει κανονικά,» της είπε ο Δαίδαλος σαν να ήταν αυτονόητο.

Ο Κατακρημνιστής γονάτισε στο ένα γόνατο για να είναι πιο κοντά τους. «Εσείς πρέπει να είστε η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ…»

«Το βρήκες, μεγάλε,» του είπε ο Πολ. «Όπως σου είπα, δύο δημοφιλείς κοκκινόδερμοι τύποι κυκλοφορούν σε τούτη τη διάσταση, και ο πιο άσχημος είναι ο Τάμπριελ.»

Η Φενίλδα χαμογελούσε. Ο Τάμπριελ δεν χαμογελούσε. «Χάρηκα για τη γνωριμία, Κατακρημνιστή,» είπε στο αυτοκίνητο.

«Αλήθεια,» ρώτησε η Ανταρλίδα, «πώς τον φέρατε εδώ; Αποκλείεται να χωρά μέσα στο σκάφος σας!»

«Τον δέσαμε από κάτω,» εξήγησε ο Δαίδαλος. «Έχω κάνει κάποιες ειδικές αλλαγές στο αεροπλάνο για να μπορεί να τον σηκώσει.»

«Και πάλι παραλίγο να πέσουμε,» είπε ο Νελμάτρες.

«Κυρίως επειδή ο πιλότος ακόμα νομίζει ότι πιλοτάρει καράβι,» σχολίασε ο Πολ.

Τότε, είδαν τον Νίλφες Βάθμακ να έρχεται βαδίζοντας γρήγορα. «Τ’ανάστημα των Κολοσσών!» αναφώνησε. «Αυτό είναι το αυτοκίνητο;»

«Ποιος είναι αυτός, Δαίδαλε;» ρώτησε ο Κατακρημνιστής στρέφοντας το βλέμμα του στον μάγο.

«Είναι ζωντανό;» έκανε ο Νίλφες, ξαφνιασμένος. «Είναι άνθρωπος εκεί μέσα;»

«Όχι,» του απάντησε ο Δαίδαλος, «δεν είναι άνθρωπος εκεί μέσα. Και ούτε εγώ σας γνωρίζω, Άρχοντά μου…»

«Να σου συστήσω τον Άρχοντα Νίλφες Βάθμακ, Δαίδαλε,» είπε η Ανταρλίδα, «Στρατηγό του Νέλερβικ, και έναν από τους τρεις αρχηγούς του στρατεύματός μας.»

Ο Δαίδαλος τού είπε ότι χαιρόταν για τη γνωριμία, και μετά, προς όλους: «Δυστυχώς, δεν μπορώ να μείνω για πολύ εδώ· με χρειάζονται στο Έλρηνεχ. Για την επιστροφή του Κατακρημνιστή θα συνεννοηθούμε μέσω των Ιεραρχών.»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. Και ρώτησε: «Δεν θα καθίσετε ούτε λίγο, για να ξεκουραστείτε;»

«Θα καθίσουμε κάνα δίωρο,» είπε ο Νελμάτρες, «αλλιώς ο Πολ θα παραπονιέται πάλι για την οδήγησή μου.»

«Δε θάρθω μαζί σας, έξυπνε πιλότε.»

Ο Νελμάτρες τον κοίταξε συνοφρυωμένος.

«Δε σ’το είπε η Λαμρίτ; Θα μείνω εδώ μερικές μέρες, για να δω τι θα γίνει με την πολιορκία. Έτσι κι αλλιώς, στα Δόντια δεν φαίνεται να κάνετε τίποτα το ενδιαφέρον τώρα.»

«Σύντομα θα προελάσουμε ανατολικά, ή κάνω λάθος;»

«Όπως και νάχει,» είπε ο Πολ, «θα μείνω λίγο εδώ. Κάποιος πρέπει να προσέχει τον φίλο μας, εξάλλου.» Ακούμπησε το χέρι του στον πελώριο μεταλλικό ώμο του Κατακρημνιστή.

«Ο Πολ είναι πολύ φιλικό πρόσωπο,» είπε το αυτοκίνητο.

«Ορίστε, κάποιος που, επιτέλους, λέει όλη την αλήθεια για μένα.»

«Πάμε να σας ξεναγήσουμε στον καταυλισμό, λοιπόν,» πρότεινε η Ανταρλίδα. «Είμαι βέβαιη πως η Αλιζέτ δεν θα δυσαρεστηθεί καθόλου από την παρουσία σου.»

Απολλώνια

1.

Οι Απολλώνιες δυνάμεις σφυροκοπούσαν πάλι τους Παντοκρατορικούς από την αυγή. Η Ακριανή Λεωφόρος είχε τυλιχτεί στις φλόγες από τη βόρεια ώς τη νότια άκρη της, ενώ εκεί όπου συναντούσε τη Βασιλική Οδό το μακελειό ήταν χειρότερο. Παρότι οι μαχητές και τα άρματα του Συνταγματάρχη Κλεάνθη Νιρλέμβω και του Ταγματάρχη Κάδμου Κάλρηχ είχαν προστεθεί στις δυνάμεις που ο Στρατηγός Ευγένιος Οξύτριχος είχε ήδη στη Βολιρία, οι Απολλώνιοι κατόρθωναν, κάπως, να προχωρούν μέσα στην πόλη. Αργά μεν, αλλά προχωρούσαν. Δεν επρόκειτο για ένα μέτωπο που ο Ευγένιος αισθανόταν σίγουρος πως μπορούσε να διατηρήσει ακλόνητο. Επρόκειτο για ένα μέτωπο που νόμιζε πως βρισκόταν στα όρια να καταρρεύσει, με αποτέλεσμα οι μαχητές του να αναγκαστούν να υποχωρήσουν κι άλλο προς τα ανατολικά, μέσα στη Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου και πιο κοντά στο Κέντρο Ελέγχου. Αυτό θα ήταν καταστροφικό, γιατί οι Απολλώνιοι θα τους ακολουθούσαν, και το αντιπυραυλικό πεδίο αυτομάτως θα έχανε την ισχύ του· θα έπρεπε να συρρικνωθεί πάλι, πολύ περισσότερο από πριν.

Τώρα, καθώς ο Ευγένιος στεκόταν μέσα στην αίθουσα τηλεπικοινωνιών του Κέντρου Ελέγχου, μια λοχαγός ήρθε να τον συναντήσει. Τον χαιρέτισε στρατιωτικά και παρουσιάστηκε. Ήταν από την ανατολική μεριά της πόλης, εκεί όπου ακόμα τα πράγματα ήταν ήσυχα.

«Κύριε Στρατηγέ,» είπε, «ο Δούκας Λουκιανός και η σύζυγός του εξαφανίστηκαν. Στο παλάτι βρέθηκαν κάποιοι νεκροί: ένας υπηρέτης και δύο φρουροί. Όλοι τους πράκτορές μας, κύριε Στρατηγέ.»

Τι ήταν πάλι αυτό; Είχαν οι καταραμένοι Απολλώνιοι εισβάλει ξανά στην πόλη για να κάνουν σαμποτάζ; «Εξαφανίστηκαν;» φώναξε ο Ευγένιος. «Πού εξαφανίστηκαν;»

«Δεν ξέρουμε πού έχουν πάει, κύριε Στρατηγέ· κανένας δεν ξέρει–»

«Βρείτε τους! Ψάξτε για τα ίχνη τους! Κουνηθείτε, Λοχαγέ!»

«Μάλιστα, κύριε Στρατηγέ.» Η γυναίκα χαιρέτισε στρατιωτικά κι έκανε να γυρίσει και να φύγει.

«Περίμενε.»

«Κύριε Στρατηγέ;»

Ο Ευγένιος άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και, αφού πάτησε τρία κουμπιά, τον έφερε στ’αφτί του. Σύντομα άκουσε μια φωνή:

«Μάλιστα, κύριε Στρατηγέ.»

«Βαλνάμνιρ, μπορείς να έρθεις στην αίθουσα τηλεπικοινωνιών;»

«Βεβαίως. Έρχομαι αμέσως.»

Ο Ευγένιος έκλεισε τον πομπό του. «Περίμενε λίγο, Λοχαγέ,» είπε, και κάθισε σε μια καρέκλα μπροστά σε μια κονσόλα.

Ο Δούκας εξαφανίστηκε! σκέφτηκε. Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος… Τι μπορεί να είχαν κάνει, τούτη τη φορά, οι αποστάτες; Νόμιζαν ότι είχαν έρθει να διασώσουν τον Δούκα, οι ανόητοι; Ο πραγματικός Δούκας Λουκιανός ήταν νεκρός εδώ και χρόνια· ένα Δημιούργημα της Παντοκράτειρας είχε πάρει τη θέση του. Και η καινούργια του σύζυγος ήταν η πράκτορας που το πρόσταζε. Αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να κρατάνε τους πολίτες της Βολιρίας υπό έλεγχο. Αν ο Δούκας τους τους έλεγε πως τους συνέφερε να μην αμφισβητούν την εξουσία της Παντοκράτειρας, ελάχιστοι ήταν που θα την αμφισβητούσαν. Αγαπούσαν τον Δούκα τους· έτσι, τουλάχιστον, ήξερε ο Ευγένιος. Και μέχρι στιγμής, πράγματι, δεν είχε παρουσιαστεί πρόβλημα στη Βολιρία. Ο λαός της ήταν υπνωτισμένος όπως όφειλε. Εξάλλου, όπως έλεγαν και οι πράκτορες της Παντοκράτειρας, η αποτελεσματικότερη μέθοδος για να ελέγχεις κάποιον είναι να μην ξέρει ότι τον ελέγχεις, να νομίζει ότι είναι ελεύθερος, να νομίζει ότι η επιλογή να σε υπηρετεί είναι δική του.

Ήξεραν, άραγε, ο καταραμένος Αρχιπροδότης και οι αποστάτες του ότι ο Δούκας Λουκιανός ήταν Δημιούργημα; Αν όχι, τότε ίσως να είχαν έρθει για να τον πάρουν από την πόλη, κι έτσι μπορεί, τελικά, να καταδίκαζαν τον εαυτό τους. Μπορεί το Δημιούργημα να κατόρθωνε να φτάσει τόσο κοντά στον Ανδρόνικο ώστε να τον σκοτώσει. Από την άλλη, αν οι αποστάτες γνώριζαν, κάπως, για την ύπαρξη του Δημιουργήματος, τότε θα είχαν έρθει για να το καταστρέψουν. Αλλά, αν είναι έτσι, γιατί το πτώμα της Μοίρας δεν βρέθηκε ανάμεσα στους άλλους νεκρούς;

Η Βαλνάμνιρ’χοκ μπήκε στην αίθουσα βαστώντας το ραβδί της. Επάνω του γυάλιζαν κρύσταλλοι, κυκλώματα, και μικροσκοπικά κάτοπτρα. «Κύριε Στρατηγέ,» χαιρέτησε κλίνοντας το κεφάλι.

Ο Ευγένιος σηκώθηκε από την καρέκλα του. Της είπε αυτά που του είχε πει η λοχαγός η οποία ακόμα στεκόταν αντίκρυ του. Και πρόσθεσε: «Μπορείς να βρεις τον Δούκα;»

«Μπορώ να προσπαθήσω. Αν είναι ακόμα μέσα στη Βολιρία.»

«Κάνε το.»

Η Βαλνάμνιρ’χοκ εστίασε τα γκρίζα μάτια της στα κάτοπτρα του ραβδιού της και μουρμούρισε τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Οι κρύσταλλοι επάνω στο ραβδί φώτισαν και κάτι φάνηκε ν’αλλάζει στα κυκλώματά του, ίσως επειδή μπήκαν σε λειτουργία, υπέθεσε ο Ευγένιος που δεν ήξερε και πολλά από μαγεία και δεν είχε ιδέα τι έκαναν οι μάγοι του τάγματος των Διαλογιστών.

Μετά από λίγο, η μάγισσα είπε: «Δεν τον βρίσκω, κύριε Στρατηγέ.»

«Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος…» μούγκρισε ο Ευγένιος. «Προσπάθησε να εντοπίσεις τη Μοίρα Λευκόχειρη. Την έχεις δει; Ξέρεις πώς είναι;»

«Ξέρω,» αποκρίθηκε η Βαλνάμνιρ’χοκ, «αλλά θα προτιμούσα να την ξαναδώ.»

Ο Ευγένιος πληκτρολόγησε στην κονσόλα πλάι του και, σε μια οθόνη, παρουσιάστηκε ένα γυναικείο πρόσωπο με λευκό-ροζ δέρμα και ξανθά μαλλιά. Η Βαλνάμνιρ το παρατήρησε και, ύστερα, εστιάζοντας πάλι το βλέμμα της στα κάτοπτρα του ραβδιού της, υποτονθόρυσε κάποιο ξόρκι.

Ο Ευγένιος περίμενε. Μπορεί να της έκρυψαν τον Δούκα, με κάποια μαγεία; Ή είναι νεκρός; Δεν αποκλειόταν, ειδικά αν είχαν καταλάβει ότι ήταν Δημιούργημα. Δεν υπήρχε περίπτωση οι αποστάτες να κρατήσουν ζωντανό ένα Δημιούργημα.

Η Βαλνάμνιρ’χοκ ούρλιαξε και, χάνοντας την ισορροπία της, έπεσε στο πάτωμα. Το ραβδί έφυγε απ’το χέρι της. Οι άντρες και οι γυναίκες που βρίσκονταν στα τηλεπικοινωνιακά συστήματα ολόγυρα σηκώθηκαν από τις θέσεις τους.

«Όχι!» τους είπε ο Ευγένιος. «Μείνετε εκεί πού είστε!» Και γονάτισε στο ένα γόνατο πλάι στη μάγισσα. «Βαλνάμνιρ;»

Δεν ήταν λιπόθυμη· κατόρθωσε να ανασηκωθεί.

«Τι συνέβη;» τη ρώτησε ο Ευγένιος.

«Έχουν κάποιο μάγο,» είπε εκείνη με βαριά φωνή. «Του τάγματος των Διαλογιστών, σίγουρα.» Ακούμπησε το κεφάλι της στην παλάμη του χεριού της καθώς έπαιρνε καθιστή θέση στο πάτωμα.

«Και τι έκανε; Σε χτύπησα από απόσταση; Γίνεται;»

«Έχει κρύψει την παρουσία της Μοίρας με κάποιο Ξόρκι ή Μαγγανεία Προκαλύψεως. Αλλά έχει υφάνει μαζί κι ένα Ξόρκι Πνευματικής Παγιδεύσεως.» Η μάγισσα έπιασε από κάτω το ραβδί της και, αναπνέοντας σταθερά, σηκώθηκε όρθια.

Ο Ευγένιος ορθώθηκε εμπρός της. Για Ξόρκι Προκαλύψεως ήξερε, αλλά για Ξόρκι Πνευματικής Παγιδεύσεως δεν είχε ξανακούσει.

Η Βαλνάμνιρ’χοκ, παρατηρώντας μάλλον την απορία στο βλέμμα του, είπε: «Είναι όπως όταν σου έχουν στήσει ενέδρα. Μόνο αν εσύ πας προς εκείνη την κατεύθυνση μπορείς να χτυπηθείς. Είναι, ουσιαστικά, σαν να παγιδεύεις τον εαυτό σου.»

«Αυτός ο μάγος πρέπει να είναι ισχυρός.»

«Σίγουρα δεν είναι πρωτάρης,» είπε η Βαλνάμνιρ’χοκ.

«Δεν υπάρχει περίπτωση να διαπεράσεις την άμυνά του; Να μάθεις πού έχουν τη Μοίρα;»

«Δεν είμαι βέβαιη.»

«Τώρα που ξέρεις γι’αυτή την πνευματική ενέδρα….»

«Δεν έχει σημασία. Αν πάλι στραφώ προς την ίδια κατεύθυνση, το Ξόρκι Πνευματικής Παγιδεύσεως θα ενεργοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο. Εκτός αν καταφέρω να το υπερνικήσω και, μετά, να υπερνικήσω το Ξόρκι Προκαλύψεως επάνω στο οποίο έχει υφανθεί.»

«Θα προσπαθήσεις;»

«Όχι τώρα, κύριε Στρατηγέ.»

«Κάνε το όποτε νομίζεις. Αλλά να ξέρεις ότι είναι πολύ σημαντικό να τους βρούμε.»

2.

Ο παλιός Ναός του Απόλλωνα ήταν χτισμένος μέσα στους πρόποδες των λόφων και λειτουργούσε ακόμα. Κυρίως επειδή ήταν μικρός και ελάχιστοι έρχονταν εδώ. Τον άλλο Ναό του Απόλλωνα, αυτόν που βρισκόταν στη Νότια Αρχή, οι Παντοκρατορικοί τον είχαν κλείσει και, στο Κέντρο της Βολιρίας, είχαν ανεγείρει έναν Ναό του Κρόνου. Ο Ναός στους πρόποδες των λόφων, για κάποιο λόγο, τους είχε ξεφύγει. Οι πράκτορές τους δεν είχαν ψάξει πολύ για λιγότερο γνωστά σημεία θρησκευτικής λατρείας. Και όσοι γνώριζαν για τον μικρό Ναό – ανάμεσα στους οποίους και η Φλαβία κι η Ευρύκλεια – νόμιζαν πως ο Δούκας Λουκιανός τον είχε προστατέψει, για να διατηρήσει τη θρησκεία του Απόλλωνα ζωντανή στη Βολιρία. Όμως η αλήθεια ήταν διαφορετική: το Δημιούργημα απλά δεν ήξερε για την ύπαρξη του Ναού· και ούτε η Μοίρα Λευκόχειρη ήξερε. Η Φλαβία και η Ευρύκλεια, βλέποντας ότι ο πατέρας τους παρίστανε τον καλό υπηρέτη της Παντοκράτειρας προκειμένου να προστατέψει τον λαό του, δεν του είχαν ποτέ αναφέρει αυτό τον μικρό Ναό. Εξάλλου, πράκτορες της Παντοκράτειρας μπορεί παντού να τους παρακολουθούσαν, και δεν θα ήταν φρόνιμο να μάθουν ότι ο πατέρας τους έκανε έστω κι αυτή τη μικρή πνευματική αντίσταση. Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζαν οι δυο κόρες του Δούκα. Κι ευτυχώς, τελικά, που δεν είχαν πει τίποτα στο Δημιούργημα γιατί, αν του είχαν πει, τώρα ο Ναός στους πρόποδες δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ασφαλές μέρος για να κρυφτούν μαζί με τους απεσταλμένους του Βασιληά.

Η Ορκισμένη ιέρεια που έμενε στον Ναό τούς είχε δεχτεί σχεδόν σαν να τους περίμενε, και τους είχε εκφράσει τη χαρά της που είχαν αποφασίσει να έρθουν στην Οικία του Άρχοντα του Γαλανού Φωτός για να βρουν προφύλαξη από τους δυνάστες. Ήταν μια γυναίκα άνω των πενήντα με δέρμα χρυσό και μαλλιά μαύρα και μακριά, με κάμποσες τούφες λευκών ανάμεσά τους. Υπήρχε, όμως, κάτι στην εμφάνισή της που την έκανε να μοιάζει πανάρχαια. Φορούσε γαλανό ράσο, χρυσή ζώνη, και ένα γάντι από χρυσά μεταλλικά τμήματα στο αριστερό της χέρι. Η τυπική αμφίεση των Ορκισμένων ιερειών του Απόλλωνα, οι οποίες φημολογείτο πως είχαν μυστηριακές δυνάμεις που δεν είχε κανένας ιερέας ή απλή ιέρεια.

Η Φλαβία και η Ευρύκλεια είχαν ευχαριστήσει την Πάμφωτη για τη φιλοξενία της και, η μία κατόπιν της άλλης, είχαν φιλήσει το χρυσό της γάντι. Η Ορκισμένη ιέρεια – που ονομαζόταν Μαριανή – τους παραχώρησε ένα δωμάτιο στο βάθος του Ναού, ζητώντας συγνώμη που δεν είχε περισσότερο χώρο. Η Φλαβία τής αποκρίθηκε ότι δεν χρειάζονταν περισσότερο χώρο· όλα ήταν εντάξει.

Η Αθηνά, όμως, ρώτησε αν υπήρχε έξοδος διαφυγής από εδώ, και η Μαριανή τής είπε ότι υπήρχε, και της έδειξε ένα στενό πέρασμα που οδηγούσε σε μια σκάλα σκαμμένη στις πέτρες των λόφων. «Βγάζει στα ανατολικά,» είπε η Ορκισμένη. «Σε περίπτωση κινδύνου μπορείτε να φύγετε από εκεί.» Η Αθηνά ένευσε και πήγε να ερευνήσει μαζί με την Αριάδνη’ταρ.

Τώρα πλέον, είχαν κι οι δυο τους επιστρέψει. Η Αριάδνη βρισκόταν στον ξενώνα μαζί με τη Νικίτα (της οποίας τα τραύματα η Ορκισμένη είχε περιποιηθεί με δεξιοτεχνία), την Άνμα’ταρ, τον Βαλέριο, τη Φλαβία, και τη Μοίρα. Η Αθηνά ήταν στον σηκό του μικρού Ναού, μαζί με την Ευρύκλεια, τη Μαριανή, και τον Σέλιρ’χοκ. Η Ορκισμένη και ο μάγος κουβέντιαζαν για ένα πνευματικό ζήτημα σχετικά με την πίστη. Η Αθηνά απορούσε πώς είχαν διάθεση για κάτι τέτοιο τώρα, και κοίταζε κάπου-κάπου προς την είσοδο του Ναού και πέρα απ’αυτήν, για να δει μήπως κανείς πλησίαζε. Τίποτα, όμως, δεν διέκρινε μέσα στο γκρίζο φως της αυγής. Κανέναν κίνδυνο.

Το φως του ήλιου της Απολλωνίας, σταδιακά, δυνάμωσε και οι πρόποδες των λόφων φωτίστηκαν, δεντρόφυτοι ώς ένα σημείο και, μετά, οικοδομημένοι. Η Ψηλή Πόλη φαινόταν καθαρά από εδώ, αλλά ο Ναός δεν μπορούσε να διακριθεί από την Ψηλή Πόλη εκτός αν ήξερες ακριβώς πού να κοιτάξεις· ήταν μονάχα μια τρύπα επάνω σε μια πλαγιά. Πέρα από την Ψηλή Πόλη φαινόταν η υπόλοιπη Βολιρία να απλώνεται στην πεδιάδα, και μακριά, στη δυτική της μεριά, εκρήξεις ξεπηδούσαν. Ολοένα και περισσότερες εκρήξεις. Και μαύρος καπνός σηκωνόταν. Οι εχθροπραξίες είχαν ξεκινήσει.

Ο Πρίγκιπάς μας, σκέφτηκε η Αθηνά, θα αισθάνεται τώρα περισσότερο αισιόδοξος που καταφέραμε να ξεπαστρέψουμε το Δημιούργημα και σύντομα θα αρχίσουμε την αντίσταση εκ των έσω. Αν και, βέβαια, ήξερε ότι η θλίψη του ήταν πολύ πιο βαθιά, και είχε να κάνει με την Ιωάννα…

«Κάποιος προσπάθησε να εντοπίσει τη Μοίρα.» Η φωνή του Σέλιρ’χοκ.

Η Αθηνά στράφηκε πάλι στο εσωτερικό του Ναού και τον πλησίασε.

«Δεν τα κατάφερε,» συνέχιζε να λέει ο μάγος. «Όποιος κι αν ήταν, τον χτύπησε η πνευματική παγίδα που είχα ετοιμάσει γι’αυτόν.»

«Υπάρχει περίπτωση, όμως, να βρήκε τη θέση μας;» ρώτησε η Ευρύκλεια φοβισμένα.

Ο Σέλιρ’χοκ κούνησε το κεφάλι εκπέμποντας καθησυχαστική βεβαιότητα. «Όχι. Για να μας εντοπίσει πρέπει να διαπεράσει τη Μαγγανεία Προκαλύψεως, και δεν κατόρθωσε ούτε καν να διαπεράσει το Ξόρκι Πνευματικής Παγιδεύσεως.»

«Ωραία,» είπε η Αθηνά. «Και τώρα που ξημέρωσε, καλύτερα να μην καθυστερούμε. Είναι ώρα ν’αρχίσουμε να κινούμαστε μέσα στην πόλη. Να ξεσηκώσουμε τον λαό της.» Κοίταξε την Ευρύκλεια.

Εκείνη κατένευσε, αν κι έμοιαζε τρομαγμένη απ’όλα αυτά. Κι όσο η ώρα περνούσε, το θάρρος της φαινόταν να λιγοστεύει. Σε αντίθεση με την αδελφή της, τη Φλαβία.

Η Αθηνά νόμιζε ότι η Φλαβία θα ήταν καλύτερη Δούκισσα, αλλά ο πατέρας τους είχε ορίσει ως κληρονόμο του Θρόνου της Βολιρίας την Ευρύκλεια πριν από το θάνατό του – προτού, δηλαδή, αντικατασταθεί από το Δημιούργημα.

3.

Οι Απολλώνιες δυνάμεις χτυπούσαν την Ακριανή Λεωφόρο ολόκληρη την ημέρα αλλά δεν είχαν κατορθώσει να την περάσουν, σαν να αποτελούσε αδιαπέραστο φράγμα ή ποτάμι δύσκολο να γεφυρωθεί. Οι Παντοκρατορικοί αισθάνονταν το ηθικό τους να έχει αναπτερωθεί λιγάκι. Η βοήθεια που είχε έρθει έξω από τη Βολιρία – από τη Γλαυκόπολη – έμοιαζε να έχει αποδώσει, σκέφτονταν ή έλεγαν όλοι όσοι πολεμούσαν στη δυτική μεριά της πόλης. Τους κρατάμε στη θέση τους και, σύντομα, θα τους σπρώξουμε πίσω – έξω από τη Βολιρία! Έτσι νόμιζαν. Έτσι ήλπιζαν.

Η Ταγματάρχης Τζηλ Μαλράβω, όμως, ήταν ακόμα θυμωμένη που ο Στρατηγός Οξύτριχος την είχε στείλει εδώ, αν και όφειλε να παραδεχτεί πως η κρίση του δεν ήταν και τελείως λαθεμένη. Η Τζηλ είχε βοηθήσει αρκετά τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας στην Ακριανή Λεωφόρο. Ήταν έμπειρη στρατιωτικός. Όμως η θέση μου δεν είναι εδώ, στην πρώτη γραμμή! σκεφτόταν.

Σήμερα, όλη την ημέρα, ήταν κλεισμένη μέσα σ’ένα τεθωρακισμένο άρμα, παρακολουθώντας τις κινήσεις των Παντοκρατορικών και των Απολλώνιων μέσω των ανιχνευτικών και τηλεπικοινωνιακών συστημάτων και κατευθύνοντας τους στρατιώτες της όσο καλύτερα μπορούσε. Συγχρόνως, γύρω της άκουγε εκρήξεις και πυροβολισμούς. Το άρμα της τρανταζόταν κάθε λίγο, καθώς κι αυτό πυροβολούσε και εκτόξευε ρουκέτες και δεχόταν ριπές από τους εχθρούς. Δύο φορές αναγκάστηκε ν’αλλάξει θέση. Μια φορά υπέστη σοβαρή ζημιά στα τηλεπικοινωνιακά του συστήματα, και η Τζηλ έβριζε τους τεχνικούς καθώς προσπαθούσαν απεγνωσμένα να τα επισκευάσουν.

Τώρα νύχτωνε πλέον. Η Ταγματάρχης υπολόγιζε ότι οι εχθροπραξίες σύντομα θα σταματούσαν, και σκεφτόταν να επικοινωνήσει με τον Στρατηγό Οξύτριχο για να τη μεταθέσει αλλού. Δεν είναι εδώ η θέση μου! Δεν πρόλαβε, όμως, να κάνει τις σκέψεις της πραγματικότητα, καθώς κάτι χτύπησε το άρμα της, δυνατά: μεγάλος βρόντος αντήχησε ολόγυρά της και το περιβάλλον αναποδογύρισε. Ουρλιάζοντας, η Τζηλ έφυγε από την καρέκλα της και κοπάνησε το κεφάλι της σ’ένα μεταλλικό τοίχωμα.

Σκοτάδι την τύλιξε.

Ξύπνησε ουρλιάζοντας ξανά, νιώθοντας έναν έντονο πόνο, ένα– Καίγομαι! Είδε φλόγες να χορεύουν γύρω της. Η στρατιωτική της στολή είχε αρπάξει φωτιά στα πόδια. Η Τζηλ προσπάθησε ν’αποτραβηχτεί, να φύγει, και διαπίστωσε ότι το δεξί της πόδι ήταν παγιδευμένο κάτω από πολλά βαριά πράγματα.

«Βοήθεια!» κραύγασε, βλέποντας μονάχα φλόγες και σκοτάδι. «ΒΟΗΘΕΙΑ! ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΕ! ΠΟΥ ΕΙΣΤΕ; ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΕ!» Πού είχαν πάει όλοι οι άλλοι που βρίσκονταν μέσα στο άρμα; Γιατί την είχαν εγκαταλείψει, οι γαμημένοι λιποτάκτες; Πού ήταν! «ΒΟΗΘΕΙΑ!» Η φωτιά έτρωγε τη στολή της – και τα πόδια της. Άρχισε να βήχει, ξερά, από τους καπνούς.

Ξαφνικά, φως ήρθε από κάπου. Όχι το φως που εξέπεμπαν οι φλόγες· ένα άλλου είδους φως. Τεχνητό. Η Τζηλ είδε μια ανθρώπινη φιγούρα να την κοιτάζει από ένα άνοιγμα, κρατώντας φακό. «Η ταγματάρχης!» άκουσε τον άντρα να φωνάζει. «Είναι ακόμα μέσα, ανόητοι! Και έχει φωτιά! Φέρτε νερό! Φέρτε νερό εδώ!»

«Βγάλε με έξω!» ούρλιαξε η Τζηλ, απλώνοντας απεγνωσμένα τα χέρια της προς το μέρος του. «ΒΓΑΛΕ ΜΕ ΕΞΩ! Το πόδι μου έχει πιαστεί! Βγάλε με! Πιάσε με!»

Ο άντρας φαινόταν να διστάζει να πλησιάσει: να φοβάται. Φλόγες χόρευαν παντού, μουγκρίζοντας δαιμονισμένα.

«Τράβηξε με!» ούρλιαξε η Τζηλ, βλέποντας τη μορφή του θολή πίσω από τα δάκρυά της. Κι ύστερα έβηχε πάλι, μη μπορώντας να σταματήσει.

Ο άντρας έκανε ν’απλώσει, τότε, το χέρι του, διστακτικά – αλλά τα πάντα τραντάχτηκαν γι’ακόμα μια φορά. Άλλη μια έκρηξη είχε γίνει. «Όχι!» κραύγασε η Τζηλ καθώς το αναποδογυρισμένο άρμα γύριζε ξανά και τα αντικείμενα μέσα του μετατοπίζονταν απότομα. Το πόδι της, απρόσμενα, ελευθερώθηκε, όμως άλλα πράγματα έπεσαν επάνω στα πλευρά της κρατώντας την κάτω. Και οι φλόγες εξακολουθούσαν να την καταβροχθίζουν. Η Τζηλ χτυπιόταν και ούρλιαζε – και μετά, κάτι παγωμένο την έλουσε. Νερό. Είδε κάποιον να στέκεται στο άνοιγμα και να κρατά ένα λάστιχο, βρέχοντας όλο το εσωτερικό του άρματος. Οι φωτιές έσβηναν, γρήγορα, η μία μετά την άλλη. Η Τζηλ αισθάνθηκε την αφόρητη θερμότητα να εγκαταλείπει το σώμα της.

Κάποιοι μπήκαν στο αναποδογυρισμένο άρμα, έσπρωξαν τα πράγματα από πάνω της, και την τράβηξαν έξω, ενώ εκείνη, τελείως εξαντλημένη, δεν μπορούσε ούτε καν να μουρμουρίσει.

4.

«Κύριε Στρατηγέ.»

Η ίδια λοχαγός πάλι: αυτή που είχε έρθει και το πρωί. Και ούτε τούτη τη φορά τού έμοιαζε να φέρνει καλά μαντάτα. Το καταλάβαινε, από την όψη της.

«Τι είναι;» ρώτησε ο Ευγένιος, παίρνοντας το βλέμμα του από το ολόγραμμα του χάρτη της Βολιρίας στο κέντρο του θαλάμου σχεδιασμών. Πλάι του στέκονταν ο Συνταγματάρχης Κλεάνθης Νιρλέμβω και ο Ταγματάρχης Κάδμος Κάλρηχ.

«Σαμποτάζ, κύριε Στρατηγέ. Στα Εργοστάσια. Σ’ένα εργοστάσιο στα Εργοστάσια.»

Τα μάτια του Ευγένιου στένεψαν οργισμένα. «Ποιο εργοστάσιο, Λοχαγέ;»

«Μηχανές Νικηφόρου Εργοθέτη, κύριε Στρατηγέ.»

Το μεγαλύτερο εργοστάσια που κατασκεύαζε μηχανές οχημάτων. «Τι!» φώναξε ο Ευγένιος. «Είστε τυφλοί; Πώς αφήσατε κάτι τέτοιο να συμβεί; Σας είπα – να φρουρείτε τη γαμημένη πόλη! Ειδικά τώρα που χάθηκε ο Δούκας!»

«Κύριε Στρατηγέ, δεν είμαι υπεύθυνη για τη φύλαξη στα Εργοστάσια–»

«Είστε όλοι υπεύθυνοι, Λοχαγέ! Κάποιοι αποστάτες τριγυρίζουν μέσα στην πόλη μου, και δεν έχετε ΑΚΟΜΑ καταφέρει να τους βρείτε!»

«Κύριε Στρατηγέ, στο εργοστάσιο υπήρχε η πρέπουσα φύλαξη, απ’ό,τι μου είπαν–»

Ο Ευγένιος κοπάνησε τη γροθιά του στο τραπέζι. «Σκατά φύλαξη υπήρχε!»

«Μου ανέφεραν,» συνέχισε η λοχαγός, απτόητη, θρασέως ίσως, «ότι αυτοί που επιτέθηκαν δεν ήταν ένας και δύο. Ήταν τουλάχιστον δύο ντουζίνες, κύριε Στρατηγέ. Και ήταν καλά οπλισμένοι. Κανένας, όμως, δεν φορούσε στολή Απολλώνιου στρατιώτη· ορισμένοι εικάζουν ότι ίσως να ήταν πολίτες.»

«Πολίτες…» είπε ο Ευγένιος σαν να μονολογούσε. Είναι πιθανό, τώρα που ο Δούκας εξαφανίστηκε. Ίσως… ναι, ίσως να είναι αυτό… Ίσως οι αποστάτες να προσπαθούσαν να βάλουν τον λαό της Βολιρίας να χτυπήσει τον στρατό του Ευγένιου μέσα από την πόλη.

«Μάλιστα, κύριε Στρατηγέ. Πολίτες. Αν και δεν είναι βέβαιο.»

«Είναι πολύ πιθανό, όμως,» είπε ο Ευγένιος, νηφάλια τώρα. Το κακό είχε γίνει· δεν είχε νόημα να φωνάζει πλέον. «Λοιπόν. Άκουσέ με. Θα πεις να διπλασιαστούν παντού οι φρουρές– Μάλλον, όχι. Θα τετραπλασιαστούν. Με καταλαβαίνεις;»

«Μάλιστα, κύριε Στρατηγέ.»

«Με την παραμικρή υπόνοια ότι κάποιος πολίτης έχει όπλα στην κατοχή του ή ότι υποστηρίζει τους εχθρούς μας – με τον οποιονδήποτε τρόπο, ακόμα και με τα λόγια – τον συλλαμβάνετε αμέσως.»

«Μάλιστα, κύριε Στρατηγέ.»

«Αν προβάλει αντίσταση, τον σκοτώνετε επιτόπου.»

«Μάλιστα, κύριε Στρατηγέ.»

«Και βρείτε μου τους αποστάτες που έχουν παρεισφρήσει στην πόλη. Δεν τους θέλω υποχρεωτικά ζωντανούς.»

«Μάλιστα, κύριε Στρατηγέ.»

«Μπορείς να πηγαίνεις, Λοχαγέ.»

Η λοχαγός χαιρέτισε στρατιωτικά και αποχώρησε.

«Δε βλέπω οι μαχητές σου να μπορούν να κρατήσουν την κατάσταση υπό έλεγχο, τελικά, Στρατηγέ,» παρατήρησε ο Συνταγματάρχης Κλεάνθης Νιρλέμβω.

Ο Ευγένιος τον αγριοκοίταξε. Νόμιζε, ο καταραμένος, ότι μπορούσε να κρίνει τους πάντες και τα πάντα! «Τι περιμένεις να κάνουν, Συνταγματάρχη; Μας χτυπά ολόκληρο στράτευμα από τα δυτικά, και τώρα μας χτυπάνε και μέσα από την ίδια την πόλη.»

«Δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν καταφέρει να εισβάλουν. Πόσω μάλλον να φτάσουν ώς το παλάτι και ν’απαγάγουν τον Δούκα!»

«Η Νούμβρια είναι στα χέρια τους, Συνταγματάρχη, άρα η κριτική σου μικρής βαρύτητας.»

Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, άγρια.

Ο Κάδμος Κάλρηχ είπε: «Ας μην αρχίσουμε τώρα να κατηγορούμε ο ένας τον άλλο, κύριοι. Δεν θα εξυπηρετηθούμε ούτε εμείς ούτε η Παντοκρατορία έτσι.»

Ένας λοχίας μπήκε στο δωμάτιο χαιρετώντας στρατιωτικά. «Κύριε Στρατηγέ;»

Ο Ευγένιος στράφηκε να τον κοιτάξει. «Ναι.»

«Η Ταγματάρχης Μαλράβω τραυματίστηκε. Άσχημα, ίσως.»

Κι άλλα καλά νέα, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος! «Ίσως; Τι πάει να πει ‘ίσως’, Λοχία;»

«Έχει βαριά εγκαύματα στα πόδια, κύριε Στρατηγέ, και αρκετά πλευρά της είναι σπασμένα, καθώς και το αριστερό της χέρι. Επίσης, το δεξί της πόδι είναι χτυπημένο αλλά όχι σπασμένο. Αυτή είναι η αναφορά των θεραπευτών. Οι Βιοσκόποι δεν έχουν εντοπίσει τίποτα το σοβαρό εσωτερικά.»

Ο Ευγένιος καταράστηκε χαμηλόφωνα. «Μάλιστα,» αναστέναξε. «Πηγαίνετέ τη στον Βόρειο Στρατώνα και φροντίστε την.»

«Μάλιστα, κύριε Στρατηγέ!» Ο λοχίας χαιρέτισε και έφυγε.

«Τουλάχιστον,» είπε καυστικά ο Κλεάνθης, «το σύνορο της Ακριανής Λεωφόρου κρατά. Μέχρι στιγμής.»

5.

Μέσα στη νύχτα έγιναν κάποιες συλλήψεις κοντά στον Νότιο Στρατώνα. Πολίτες, οπλισμένοι. «Πού βρήκατε τα όπλα;» τους ρώτησαν οι Παντοκρατορικοί. «Από τα Εργοστάσια,» απάντησαν εκείνοι. Οι Παντοκρατορικοί ζήτησαν να μάθουν συγκεκριμένα από ποιο εργοστάσιο, αν και δεν υπήρχαν πολλά που κατασκεύαζαν όπλα στη Βολιρία. Ένα ήταν από παλιά εδώ, κι άλλο ένα είχε φτιαχτεί τελευταία, ύστερα από την Κατοχή. Οι πολίτες τα είχαν πάρει από το δεύτερο, και οι αξιωματικοί έστειλαν στρατό εκεί για να ερευνήσει. Εν τω μεταξύ, έβαλαν όλους τους συλληφθέντες σ’ένα μεγάλο φορτηγό το οποίο άρχισε να διασχίζει τους δρόμους της Βολιρίας πηγαίνοντας προς τα κρατητήρια στο Κέντρο.

Δεν έφτασε, όμως, ποτέ εκεί.

Η Νικίτα και η Αθήνα πήδησαν πάνω στην οροφή του, πέφτοντας από μπαλκόνια πολυκατοικιών σαν αιλουροειδή των πόλεων. Η Αριάδνη’ταρ έκανε ένα Ξόρκι Μηχανικής Δυσλειτουργίας, προκαλώντας προβλήματα στη μηχανή του μεγάλου τροχοφόρου κι αναγκάζοντας τον οδηγό να φρενάρει. Ο Βαλέριος όρμησε από τα δεξιά, η Άνμα’ταρ από τ’αριστερά, ενώ η Νικίτα και η Αθηνά επιτέθηκαν από πάνω. Οι μαχητές της Παντοκράτειρας ήταν σύντομα νεκροί, και οι Βολίριοι πολίτες ελεύθεροι.

Πήραν το φορτηγό και εξαφανίστηκαν μες στη νύχτα.

Δυο ώρες αργότερα, στο Κέντρο της πόλης, κάποιοι μπήκαν στον Ναό του Κρόνου, έβγαλαν όπλα από τα ρούχα τους, και έκαναν τον χώρο σμπαράλια, σκοτώνοντας όλους τους φρουρούς. Οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας τούς κυνήγησαν, αλλά τους έχασαν όταν αυτοί κατέβηκαν στους υπονόμους της Βολιρίας.

Η Φλαβία και μερικοί άλλοι ευγενείς της πόλης επιτέθηκαν στον Ανατολικό Στρατώνα, μαζί με αρκετούς πολίτες πρόθυμους να τους βοηθήσουν. Χτύπησαν με όπλα που είχαν αρπάξει από τα Εργοστάσια, εκτοξεύοντας ρουκέτες και χειροβομβίδες καταπάνω στους Παντοκρατορικούς και πυροβολώντας κατά βούληση με αυτόματα τουφέκια και οπλοπολυβόλα. Τελικά, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να κρυφτούν σε μια φιλική οικία μέσα στην Υψηλή Πόλη.

Μια ώρα πριν από την αυγή, οι απεσταλμένοι του Πρίγκιπα της Επανάστασης πλησίασαν, κρυφά, έναν αμυντικό πύργο με δύο μεγάλα πυροβόλα. Ο Σέλιρ’χοκ έκανε ένα Ξόρκι Τηλεπικοινωνιακής Παρεμβολής μπλοκάροντας τη συχνότητα όπου είχε εντοπίσει ότι ήταν ρυθμισμένο το τηλεπικοινωνιακό σύστημα του πύργου. Η Αθηνά, ακροβολισμένη σε μια χαμηλή οροφή, σημάδεψε με το τουφέκι της τους φρουρούς στην είσοδο του αμυντικού πύργου. Η Άνμα’ταρ, ξαπλωμένη μπρούμυτα πλάι της, ύφανε ένα Ξόρκι Καπνογόνου Θραύσεως Πυρών και, μόλις η Αθηνά πάτησε τη σκανδάλη του όπλου της, το εξαπέλυσε. Η σφαίρα που έφυγε από την κάννη του τουφεκιού της Μαύρης Δράκαινας διέσχισε τον αέρα και διαλύθηκε σε μυριάδες επικίνδυνα κομμάτια καθώς έφτασε στους φρουρούς στην είσοδο του πύργου. Συγχρόνως, μια εκτυφλωτική λάμψη πετάχτηκε και αποπνιχτικός καπνός τούς σκέπασε.

Η Νικίτα και ο Βαλέριος πετάχτηκε από ένα σκοτεινό σοκάκι ανάμεσα σε δύο κολλητές πολυκατοικίες, κατευθυνόμενοι προς την είσοδο του αμυντικού πύργου ενώ πυροβολούσαν σαν παλαβοί. Η Αριάδνη’ταρ και ο Σέλιρ’χοκ τούς ακολούθησαν.

Πέρασαν πάνω από τα πτώματα των φρουρών και εισέβαλαν στον πύργο, συνεχίζοντας να σκοτώνουν όποιον συναντούσαν. Η Άνμα’ταρ και η Αθηνά έμειναν έξω, παραφυλώντας μήπως τίποτα άλλοι μαχητές της Παντοκράτειρας έπαιρναν είδηση τι γινόταν και έρχονταν – πράγμα πολύ πιθανό.

Η Νικίτα, ο Βαλέριος, η Αριάδνη’ταρ, και ο Σέλιρ’χοκ, έχοντας ξαφνιάσει τους φύλακες του πύργου, τους σκότωσαν χωρίς καθυστέρηση, και μόλις βρέθηκαν μπροστά στον μεγάλο αισθητήρα τον κατέστρεψαν με απανωτές ριπές. Διαλύοντας, έτσι, το ένα από τα σημεία εστίασης της Μαγγανείας Αντιπυραυλικού Πεδίου.

Καθώς το αντιπυραυλικό πεδίο έπεφτε, η Αθηνά και η Άνμα’ταρ είδαν λευκοντυμένους στρατιώτες να έρχονται προς τον πύργο, με τα όπλα τους σε ετοιμότητα. «Ακόμα ένα ξόρκι, Άνμα,» ζήτησε η Αθηνά, σημαδεύοντας με το τουφέκι της. Η μάγισσα άρθρωσε γρήγορα τα λόγια για το Ξόρκι Καπνογόνου Θραύσεως Πυρών. Η Μαύρη Δράκαινα πάτησε τη σκανδάλη, και οι Παντοκρατορικοί χτυπήθηκαν από τα θραύσματα της σφαίρας ενώ τυφλώθηκαν από τη λάμψη κι άρχισαν να βήχουν σπασμωδικά από τον καπνό.

«Ξανά!» είπε η Αθηνά, κι άκουσε την Άνμα να υποτονθορύζει πάλι τα λόγια για το ξόρκι. Πάτησε τη σκανδάλη της μόλις κατάλαβε ότι η μάγισσα ήταν έτοιμη, και οι Παντοκρατορικοί ξαναχτυπήθηκαν από κοφτερά θραύσματα σφαίρας, από λάμψη, και από καπνό. Ύστερα, η Αθηνά απλά πυροβόλησε όσους ήταν ακόμα ζωντανοί.

Η Νικίτα, ο Σέλιρ’χοκ, η Αριάδνη’ταρ, και ο Βαλέριος βγήκαν από τον αμυντικό πύργο, και όλοι μαζί χάθηκαν μέσα στους δρόμους της πόλης, αποφεύγοντας τους μαχητές της Παντοκράτειρας.

6.

«Πρίγκιπά μου! Πρίγκιπά μου!»

Ο Ανδρόνικος άνοιξε τα μάτια του για να δει τον Οδυσσέα να είναι γονατισμένος πλάι στο στενό του κρεβάτι μέσα στο μεγάλο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα. Ανασηκώθηκε. «Τι συμβαίνει, Οδυσσέα;»

«Το αντιπυραυλικό πεδίο έπεσε, Πρίγκιπά μου. Οι Μαύρες Δράκαινες και ο Σέλιρ’χοκ το έριξαν. Είναι λίγο πριν από τα ξημερώματα. Να επιτεθούμε; Η Δούκισσα Ευδοκία, στα βόρεια, μου είπε ότι έχει ήδη προστάξει τους δικούς της να επιτεθούν.»

«Φυσικά και να επιτεθούμε,» είπε ο Ανδρόνικος καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι.

Ο Οδυσσέας ένευσε και έφυγε.

Ο Πρίγκιπας της Επανάστασης δεν είχε βγάλει και πολλά ρούχα για να κοιμηθεί. Φόρεσε και τα υπόλοιπα, καθώς και τις μπότες του, και βγήκε από τον μικρό χώρο που αποτελούσε δωμάτιό του μέσα στο Αυτοσυντηρούμενο Όχημα. Πήγε στη μπροστινή μεριά του άρματος, βλέποντας πως οι πάντες εκεί ήταν έτοιμοι: ένας οδηγός, δύο πυροβολητές, ο Οδυσσέας (στο τηλεπικοινωνιακό σύστημα), και η Βατράνια (που φαινόταν να έχει μόλις ξυπνήσει). Ο Ανδρόνικος στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και κοίταξε έξω, προς τα ανατολικά. Πράγματι, το αντιπυραυλικό πεδίο είχε πέσει: ο αέρας δεν φαινόταν πλέον θολός πίσω από τις σφυροκοπημένες πολυκατοικίες. Οι Απολλώνιοι ξεκινούσαν την επίθεση: εκτόξευαν ρουκέτες και πυραύλους βαθιά μέσα στις γραμμές των Παντοκρατορικών, εκεί όπου πριν, εξαιτίας του πεδίου, δεν μπορούσαν να χτυπήσουν. Εκρήξεις φώτιζαν τη νύχτα και δυνατοί βρόντοι αντηχούσαν.

Ο Ανδρόνικος μονάχα για ένα πράγμα λυπόταν: η Βολιρία, τελικά, δεν θα γλίτωνε μια μοίρα παρόμοια της Νούμβρια – τουλάχιστον εν μέρει. Ας ελπίσουμε ότι οι Παντοκρατορικοί θα υποχωρήσουν προτού χρειαστεί να ισοπεδώσουμε όλη την πόλη για να τους διώξουμε.

«Πού είναι οι Μαύρες Δράκαινες και ο Σέλιρ, Οδυσσέα; Σου είπαν;» ρώτησε ο Ανδρόνικος χωρίς να στρέψει το βλέμμα του προς τον Πρόμαχο της Επανάστασης.

«Όχι, Πρίγκιπά μου. Η επικοινωνία τους ήταν βιαστική.»

7.

Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας ξύπνησαν εσπευσμένα λίγο πριν από την αυγή, καθώς οι Απολλώνιοι άρχισαν να τους χτυπάνε και η Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου είχε διαλυθεί. Ρουκέτες και πύραυλοι έσχιζαν τον ουρανό και βουτούσαν προς τη γη, χτυπώντας στόχους που πριν αδυνατούσαν να χτυπήσουν, διαλύοντας οχυρωμένες θέσεις, άρματα μάχης, οπλικά συστήματα. Οι Παντοκρατορικοί, καθώς είδαν τους Απολλώνιους να έρχονται μαζικά από τη Βασιλική Οδό, συγκέντρωσαν δυνάμεις στη συμβολή Βασιλικής Οδού και Ακριανής Λεωφόρου. Οχυρώθηκαν εκεί για να ανακόψουν την πορεία των εχθρών τους. Αλλά, τότε, οι Ιππότες της Απολλώνιας εφόρμησαν καλπάζοντας καταπάνω τους. Οι οπλές των αλόγων τους βροντούσαν επάνω στο οδόστρωμα, και οι πάνοπλοι καβαλάρηδες κραύγαζαν ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ! ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ! ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ! βαστώντας ενεργειακά φορτισμένες λόγχες που έμοιαζαν διάπυρες στις άκρες.

Παντοκρατορικοί αξιωματικοί πρόσταξαν να τους διαλύσουν προτού πλησιάσουν, και κάννες στράφηκαν εναντίον τους λαμπυρίζοντας μες στο σκοτάδι, γεμίζοντας τον αέρα με σφαίρες και φωτιά. Αλλά τα πυρά εξοστρακίζονταν πάνω στις ενεργειακά φορτισμένες πανοπλίες των Ιπποτών και στις πανοπλίες των πολεμικών αλόγων τους· και οι Ιππότες συνέχιζαν ακάθεκτοι την έφοδό τους. Ελάχιστες απώλειες είχαν. Τρία ενεργειακά κανόνια έβαλαν εναντίον τους και σκότωσαν κάποιους, όμως οι υπόλοιποι έπεσαν πάνω στους Παντοκρατορικούς που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν φράγμα στη Βασιλική Οδό. Οι πεζοί ποδοπατήθηκαν κάτω από πεταλωμένες οπλές, οι ιππείς σωριάστηκαν από τις σέλες των αλόγων τους, τα άρματα και τα οχυρωματικά έργα χτυπήθηκαν από τις διάπυρες λόγχες των Ιπποτών της Απολλώνιας οι οποίες έκαναν πανίσχυρες εκρήξεις. Οι Ιππότες περνούσαν μέσα από τις φωτιές και τα πυρά χωρίς να φαίνεται να βλάπτονται. Οι ενεργειακά φορτισμένες πανοπλίες τους στραφτάλιζαν και σπινθηροβολούσαν. Όταν οι λόγχες τους είχαν διαλυθεί μέσα στα χέρια τους, τις πέταξαν και κάποιοι τράβηξαν σπαθιά ενώ άλλοι πιστόλια, χτυπώντας κατά βούληση καθώς υποχωρούσαν για να έρθει, μετά απ’αυτούς, το κυρίως σώμα του στρατού της Απολλώνιας.

8.

Το σκοτάδι ήταν ακόμα πυκνό όταν ο Ευγένιος σηκώθηκε άρον-άρον, καθώς τον ειδοποίησαν ότι το αντιπυραυλικό πεδίο είχε πέσει και οι Απολλώνιοι επιτίθονταν. Πηγαίνοντας στην αίθουσα τηλεπικοινωνιών του Κέντρου Ελέγχου, κάλεσε τον Στίβεν’μορ.

«Μάλιστα, Στρατηγέ,» άκουσε τη φωνή του μάγου.

«Το πεδίο έπεσε.»

«Μόλις το πληροφορήθηκα.»

«Κάνεις κάτι για να το επαναφέρεις;»

«Διαλύθηκε ένα σημείο εστίασης, Στρατηγέ.»

«Φτιάξτε άλλο–»

Ολόκληρο το Κέντρο Ελέγχου τραντάχτηκε καθώς το χτύπησε κάποιος από τους Απολλώνιους πυραύλους που έσχιζαν τον ουρανό.

«Φτιάξτε άλλο σημείο εστίασης!» φώναξε ο Ευγένιος μέσα στο μικρόφωνο του διαύλου.

«Θα χρειαστεί κάποιος χρόνος–»

«Κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς! Έχουμε συγκεντρώσει όλα τα σημαντικότερα μέρη του στρατεύματός μας σε τούτη την περιοχή, μάγε! Κουνήσου!»

«Μάλιστα, Στρατηγέ.»

Η επικοινωνία τερματίστηκε.

Ο Ευγένιος στάθηκε μπροστά σε μια κονσόλα με οθόνη και άρχισε να παρακολουθεί την εξέλιξη της μάχης, όπως την έδειχναν κάποιοι τηλεοπτικοί πομποί στημένοι σε στρατηγικά σημεία της πόλης.

«Στρατηγέ,» άκουσε τη φωνή του Κλεάνθη Νιρλέμβω, μετά από λίγο.

«Όχι τώρα, Συνταγματάρχη,» είπε ο Ευγένιος χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει. «Δεν έχω ώρα για άσκοπους διαπληκτισμούς.»

«Η άμυνά σου δεν θα κρατήσει,» του είπε ο Κλεάνθης. «Πρέπει να υποχωρήσουμε στο Κέντρο της Βολιρίας και να οργανώσουμε την άμυνά μας εκεί, όσο έχουμε καιρό.»

«Η άμυνά μου θα κρατήσει, Συνταγματάρχη.»

«Δε βλέπεις τι γίνεται; Οι Απολλώνιοι περνάνε! Σύντομα, θα βρίσκονται πολύ κοντά σ’αυτό το Κέντρο Ελέγχ–»

Το οικοδόμημα τραντάχτηκε, οι οθόνες και τα φώτα αναβόσβησαν. Ακόμα ένας πύραυλος το είχε χτυπήσει.

«Σ’το είπα, Στρατηγέ!» φώναξε ο Κλεάνθης. «Πάμε στο Κέντρο!»

Ο Ευγένιος στράφηκε, εξοργισμένος, να τον αντικρίσει. «Ποιος είναι ο ανώτερος αξιωματικός εδώ μέσα, Συνταγματάρχη;»

«Εσύ είσαι, Στρατηγέ, και η απόφαση είναι δική σου, αλλά–»

Το Κέντρο Ελέγχου τραντάχτηκε ξανά. Τα φώτα έσβησαν.

«Τι σκατά συμβαίνει;» φώναξε ο Ευγένιος μες στο σκοτάδι.

Αυτόνομες ενεργειακές λάμπες άναψαν. «Το ενεργειακό κέντρο πρέπει να χτυπήθηκε, Στρατηγέ,» είπε μια γυναίκα που δούλευε στα τηλεπικοινωνιακά συστήματα.

«Πρόσταξε να συγκεντρωθούμε στο Κέντρο της πόλης, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!» γρύλισε ο Κλεάνθης. «Και θα χτυπήσουμε τους Απολλώνιους από εκεί. Θα τους αναγκάσουμε να ξαναέρθουν σε μας – θα τους στήσουμε ενέδρες, παγίδες. Θα τους κουράσουμε.»

«Ξέρεις τι δυνάμεις έχω συναθροισμένες σε τούτη την περιοχή, Συνταγματάρχη;» αντιγύρισε ο Ευγένιος. «Ξέρεις τι εξοπλισμός υπάρχει; Δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω! Κι επίσης, ο Βόρειος Στρατώνας είναι αμέσως βόρειά μας, και λίγο πιο βόρεια, ο Αερολιμένας. Αν φύγουμε από εδώ, θα τα χάσουμε όλα κατά πάσα πιθαν–»

Ο Κλεάνθης τον γρονθοκόπησε ξαφνικά καταπρόσωπο. Ο Ευγένιος παραπάτησε, ζαλισμένος, σαστισμένος, βλέποντας χρώματα να ξεπηδάνε μπροστά του. Και ο Κλεάνθης τον ξαναχτύπησε – μια γροθιά στην κοιλιά, μια γροθιά στο κεφάλι – σωριάζοντάς τον αναίσθητο στο πάτωμα της αίθουσας τηλεπικοινωνιών.

Οι άντρες και οι γυναίκες γύρω του είχαν ήδη σηκωθεί, τραβώντας πιστόλια, σημαδεύοντας τον συνταγματάρχη.

«Αφήστε τις μαλακίες,» τους είπε ο Κλεάνθης. «Δεν είμαι προδότης. Προσπαθώ να σας σώσω, καθυστερημένοι! Τώρα, εγώ είμαι ο ανώτερος αξιωματικός εδώ πέρα και θα κάνετε ό,τι σας λέω. Εκκενώστε αυτή την αίθουσα. Εκκενώστε ολόκληρο το Κέντρο Ελέγχου. Υποχωρούμε στο Κέντρο της Βολιρίας.»

Το οικοδόμημα τραντάχτηκε από ακόμα μια ισχυρή έκρηξη.

Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας γύρω από τον Συνταγματάρχη Κλεάνθη Νιρλέμβω κατέβασαν τα όπλα τους και υπάκουσαν.

9.

Οι Παντοκρατορικοί υποχώρησαν. Όχι άτακτα, όμως. Προτού αναγκαστούν να υποχωρήσουν άτακτα, υποχώρησαν τακτικά. Άδειασαν τη Βασιλική Οδό, σχεδόν ξαφνιάζοντας τους Απολλώνιους· και έφυγαν από την Ακριανή Λεωφόρο πηγαίνοντας προς τη Βολίρια Λεωφόρο, διασχίζοντας τους μικρότερους δρόμους ανάμεσα σ’αυτές τις δύο μεγάλες αρτηρίες.

«Κάτι σαν να άλλαξε,» παρατήρησε ο Οδυσσέας, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο του Μεταβλητού Αυτοσυντηρούμενο Οχήματος το οποίο είχε τώρα μορφή πελώριου τεθωρακισμένου ερπυστριοφόρου και κινείτο σταθερά πίσω από τους Απολλώνιους μαχητές και τα Απολλώνια άρματα.

«Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε η Βατράνια.

«Πολύ απότομη μεταβολή στις τακτικές τους…» είπε ο Οδυσσέας, σκεπτικά.

«Μα, αφού τους νικούσαμε!» γέλασε η Βατράνια. «Τι να έκαναν;»

«Νόμιζα ότι θα επέμεναν στις θέσεις τους, όσο περισσότερο μπορούσαν. Ότι θα αναδημιουργούσαν το αντιπυραυλικό πεδίο λιγάκι πιο ανατολικά. Αλλά τώρα δεν μου φαίνεται ότι έχουν κανέναν σκοπό να κρατήσουν ετούτη την περιοχή.»

«Πράγματι,» συμφώνησε ο Ανδρόνικος. «Είναι σαν κάτι να άλλαξε. Η διοίκηση, ίσως.»

«Ο Στρατηγός Ευγένιος Οξύτριχος είναι επικεφαλής των Παντοκρατορικών δυνάμεων στη Βολιρία. Τουλάχιστον, έτσι μας είπε η Δούκισσα Ευδοκία. Υποθέτετε ότι τον σκοτώσαμε, Πρίγκιπά μου;»

«Δεν ξέρω, Οδυσσέα. Μπορεί…»

«Λογικά, θα ήταν καλά καλυμμένος. Ακόμα και το γεγονός ότι το αντιπυραυλικό πεδίο έπεσε ξαφνικά, μες στη νύχτα… δε μπορεί αυτό να ήταν που τον άφησε αφύλαχτο.»

«Καταλαβαίνω τι θες να πεις.»

«Ίσως να έγινε κανένα ατύχημα,» είπε η Βατράνια.

Ο Ανδρόνικος και ο Οδυσσέας έμειναν σιωπηλοί. Μετά ο Πρόμαχος είπε: «Εμένα, πάντως, αυτό με βάζει σε υποψίες.»

Η Δούκισσα Ευδοκία τούς κάλεσε, τότε, μέσω των τηλεπικοινωνιακών συστημάτων. Ο Οδυσσέας δέχτηκε την κλήση, και το πρόσωπο της Δούκισσας της Χρυσόπολης φάνηκε στην οθόνη.

«Πρόμαχε,» είπε. «Δεν ξέρω τι γίνεται από τη μεριά σας, αλλά από εδώ οι Παντοκρατορικοί υποχωρούν. Έχουν ήδη φύγει από την Ακριανή Λεωφόρο και οι ανιχνευτές μου μου λένε ότι πηγαίνουν στη Βολίρια Λεωφόρο. Μονάχα τον στρατώνα τους δεν φαίνεται να εγκαταλείπουν. Και το αεροδρόμιο, φυσικά.»

«Το ίδιο συμβαίνει κι από τη δική μας μεριά, Δούκισσά μου,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Σας παραξενεύει κι εσάς η αντίδρασή τους;» Μπορούσε να το δει στην όψη της: η Ευδοκία δεν έμοιαζε χαρούμενη αλλά προβληματισμένη.

«Ναι. Ήταν πολύ απότομο. Είχαμε, βέβαια, το πάνω χέρι, μα δεν νόμιζα ότι θα υποχωρούσαν τόσο σύντομα.»

«Ας είμαστε προσεχτικοί,» πρότεινε ο Οδυσσέας.

«Να χτυπήσουμε τον στρατώνα;» ρώτησε η Ευδοκία.

«Ναι, θα έλεγα,» είπε ο Ανδρόνικος. «Καλύτερα να μην τους δώσουμε χρόνο να ανασυγκροτηθούν.»

«Όντως,» συμφώνησε ο Οδυσσέας. «Αλλά μην ξεχνάμε ότι τώρα, με μια τόσο ξαφνική υποχώρηση, παρουσιάζεται κι άλλο ένα πρόβλημα.»

«Τι πρόβλημα;» ρώτησε η Ευδοκία.

«Δε νομίζω ότι οι Παντοκρατορικοί έχουν εκκενώσει τα μέρη της πόλεις στα οποία υποχωρούν. Πρέπει να υπάρχουν ακόμα πολίτες εκεί.»

«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!…» καταράστηκε ο Ανδρόνικος μέσα από τα δόντια του. Ο Οδυσσέας είχε δίκιο, σκέφτηκε. Η κίνηση των Παντοκρατορικών δεν ήταν προμελετημένη, άρα οι πολυκατοικίες δεν θα είχαν αδειάσει. Αν τους χτυπήσουμε, θα χτυπήσουμε συγχρόνως και άοπλους ανθρώπους. Απολλώνιους πολίτες.

«Δεν το είχα σκεφτεί αυτό…» παραδέχτηκε η Ευδοκία κομπιάζοντας.

«Ακούστε,» είπε ο Ανδρόνικος. «Θα προχωρήσουμε γρήγορα, τώρα, προς τα ανατολικά. Ώστε να καταλάβουμε όσο περισσότερο έδαφος μπορούσε. Να ασφαλίσουμε όσο μεγαλύτερο μέρος της πόλης μπορούμε. Και για μετά… βλέπουμε.»

«Μα, Πρίγκιπά μου, αν μας έχουν στήσει κάποια παγίδα….» είπε ο Οδυσσέας.

«Πώς θα πρόλαβαν να στήσουν παγίδα, Οδυσσέα;»

«Το ξέρω, δεν φαίνεται να είχαν χρόνο· όμως μπορούμε να το ρισκάρουμε;»

«Ναι. Για χάρη των πολιτών της Βολιρίας,» απάντησε, αποφασιστικά, ο Ανδρόνικος. «Πρέπει να ασφαλίσουμε όσους περισσότερους από αυτούς μπορούμε.»

«Όπως επιθυμείτε, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας, πιο πολύ προβληματισμένος παρά δυσαρεστημένος με την απόφαση του Ανδρόνικου. Καταλάβαινε τι τον είχε ωθήσει να δώσει αυτή τη διαταγή. Και ίσως να ήταν το καλύτερο, μάλιστα.

Ο Ανδρόνικος έστρεψε το βλέμμα του στην Ευδοκία, στην οθόνη. «Δούκισσά μου;»

«Συμφωνώ, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε εκείνη. «Θα κινηθούμε έτσι.»

«Καλώς,» είπε ο Ανδρόνικος. «Και να προσέχετε. Διότι οι υποψίες του Οδυσσέα πολύ πιθανόν να μην είναι τελείως αβάσιμες.»

10.

Οι Απολλώνιοι εισέβαλαν στην περιοχή που παλιότερα ήταν καλυμμένη από τη Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου χωρίς να συναντήσουν καμία αντίσταση. Όλες οι πολυκατοικίες εκεί ήταν εγκαταλειμμένες· πολίτες δεν υπήρχαν στο εσωτερικό τους. Υπήρχαν, όμως, οπλισμοί, πολεμοφόδια, ενεργειακές φιάλες, κι άλλα χρήσιμα εξαρτήματα τα οποία οι Παντοκρατορικοί είχαν εγκαταλείψει με τη βιαστική υποχώρησή τους. Στα νοτιοανατολικά του πρώην αντιπυραυλικού πεδίου ήταν που οι Απολλώνιοι βρήκαν κατοικημένες πολυκατοικίες, και φρόντισαν να πάρουν τους πολίτες από εκεί και να τους μεταφέρουν πίσω από τις γραμμές τους, προς τα δυτικά, όπου θα ήταν ασφαλείς.

Μετά, πιο μέσα στη Βολιρία, συνάντησαν αντίσταση από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας. Είχαν οργανωθεί ξανά. Στο Κέντρο της πόλης και γύρω από αυτό. Ο Ανδρόνικος έδωσε διαταγή στους πολεμιστές του να μην επιτεθούν αμέσως. Ήθελε πρώτα να εξετάσουν την καινούργια κατάσταση.

«Λαμβάνουμε ένα σήμα, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας. «Από τους Παντοκρατορικούς φαίνεται να είναι.»

«Απάντησε.»

Ο Οδυσσέας πάτησε το πλήκτρο της αποδοχής και η οθόνη εμπρός τους ενεργοποιήθηκε δείχνοντας το πρόσωπο του Συνταγματάρχη Κλεάνθη Νιρλέμβω.

Αυτό το κάθαρμα πάλι! σκέφτηκε ο Ανδρόνικος.

Αυτό το κάθαρμα πάλι, σκέφτηκε ο Οδυσσέας. Πρέπει να ήρθε μαζί με τις ενισχύσεις των Παντοκρατορικών.

«Πρόμαχε,» είπε ο Κλεάνθης Νιρλέμβω, «ξανασυναντιόμαστε… Και καλά λένε, λοιπόν: είναι κι ο Αρχιπροδότης μαζί σου. Κανείς δεν περίμενε ότι θα έλειπε από τούτη τη μάχη.»

«Τι θέλεις;» τον ρώτησε ο Οδυσσέας. «Νόμιζα ότι ο Στρατηγός Ευγένιος Οξύτριχος ήταν επικεφαλής στη Βολιρία.»

«Δυστυχώς, έχει εξουθενωθεί ύστερα από τις τελευταίες… αναμετρήσεις του μαζί σας. Εγώ έχω αναλάβει τώρα.»

«Και τι θέλεις, Κλεάνθη;» επέμεινε στην αρχική ερώτηση του Οδυσσέα ο Ανδρόνικος, που γνώριζε τον συνταγματάρχη από παλιά.

«Να σας ενημερώσω για κάτι, απλώς,» αποκρίθηκε ο Κλεάνθης Νιρλέμβω. «Οι πολίτες της Βολιρίας θα παραμείνουν στα σπίτια τους. Κανένας δεν θα μεταφερθεί ανατολικότερα, όπως έγινε όταν επιτεθήκατε στα δυτικά της πόλης.»

«Θα σκοτώσεις αθώους ανθρώπους, καθίκι;» γρύλισε ο Ανδρόνικος. «Δεν κάνουμε έτσι πόλεμο! Πουθενά στο Γνωστό Σύμπαν!»

Ο Κλεάνθης γέλασε ξερά. «Πάντα κάτι παράξενες ιδέες είχες στο κεφάλι σου, Πρίγκιπα Ανδρόνικε! Στον πόλεμο, ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι οχυρωματικά έργα έχει στη διάθεσή του. Και τα δικά μου οχυρωματικά έργα είναι, τώρα, οι άνθρωποι της Βολιρίας. Σε κανέναν δεν θα επιτραπεί να εγκαταλείψει το σπίτι του. Αν μου επιτεθείτε, θα χτυπάμε συγχρόνως και αυτούς.»

Η επικοινωνία τερματίστηκε απότομα.

«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!» καταράστηκε ο Ανδρόνικος κοπανώντας τη γροθιά του πάνω στην κονσόλα του τηλεπικοινωνιακού συστήματος.

«Όπου παρουσιάζεται αυτός ο γαμημένος, πάντα κάτι κακό συμβαίνει,» μουρμούρισε ο Οδυσσέας, δυσανασχετώντας.

«Τον συμπαθείτε, βλέπω,» παρατήρησε η Βατράνια.

Την αγριοκοίταξαν.

Ρελκάμνια

1.

Η Ρία-Μία ήταν ακόμα σοκαρισμένη ύστερα από εκείνη την απόπειρα δολοφονίας στο υπνοδωμάτιό της.

Μέσα στον ίδιο τον Ύψιστο Ναό!

Η δολοφόνος είχε σκαρφαλώσει από το παράθυρο – αδιανόητο! Κι ευτυχώς που ήταν ο Ορείχαλκος μαζί με τη Ρία, αλλιώς, αν ήταν μόνη της, σίγουρα θα ήταν τώρα νεκρή. Και μόνο που το σκεφτόταν, ένα ρίγος διέτρεχε τη ράχη της.

Από την άλλη, βέβαια, αν δεν ήταν ο Ορείχαλκος μαζί της, ίσως ποτέ να μη γινόταν η απόπειρα δολοφονίας. Διότι η Ρία-Μία δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποιος ήθελε να σκοτώσει εκείνη. Ή τουλάχιστον, δεν είχε κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο κατά νου. Ποιος να την ήθελε νεκρή; Δεν είχε τίποτα έντονες συγκρούσεις με κανέναν. Και ποιος θα μπορούσε να σκαρφαλώσει επάνω στην ίδια την πυραμίδα του Ύψιστου Ναού, μα τα Γένια του Κρόνου;

Το είχε πει στον Ορείχαλκο, όταν είχε συνέλθει ύστερα από την επιρροή του υπνωτικού αερίου, και είχαν κι οι δυο τους συμφωνήσει ότι μάλλον εκείνον ήταν που κυνηγούσαν να σκοτώσουν – και πολύ πιθανόν η δολοφόνος να ήταν σταλμένη από τους Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας.

Μεγάλε Κρόνε! Με υποπτεύονται, άραγε, κι εμένα; Πιστεύουν ότι δολοπλοκούσα με κάποιον που είναι εχθρός της Παντοκρατορίας; Τις επόμενες ημέρες, η Ρία δεν μπορούσε να διώξει έναν βαθύ, επίμονο φόβο από μέσα της, καθώς περίμενε, ώρα με την ώρα, κάποιος να προσπαθήσει να τη σκοτώσει. Τελικά, κανένας δεν την είχε πειράξει: πράγμα που ίσως να σήμαινε ότι οι Υπερασπιστές δεν τη θεωρούσαν πιθανή προδότρια, δεν νόμιζαν ότι είχε συμμαχήσει με τον Ορείχαλκο. Και μακάρι να ήταν έτσι. Η Ρία δεν ήθελε να πεθάνει. Της άρεσε να ζει.

Τώρα ήταν νύχτα και βρισκόταν στο σπίτι της μιλώντας με την Παντοκράτειρα μέσω διαύλου.

«Γεια σου, Ρία· τι κάνεις;»

Η Αρχιέρεια του Κρόνου κάθισε στον μεγάλο καναπέ παίρνοντας το ακουστικό του διαύλου μαζί της. «Καλά.»

«Δεν προσπάθησε κανένας να σε σκοτώσει…;» Την είχε ρωτήσει αυτό το πράγμα κάμποσες φορές, ύστερα από εκείνο το επεισόδιο στο Ναό.

Η Ρία-Μία αισθάνθηκε ξανά ένα ρίγος να τη διατρέχει. «Όχι. Σου είπα: αποκλείεται να ήθελαν να σκοτώσουν εμένα. Δεν έχω πειράξει κανέναν, ούτε έχω κόντρες με κάποιον. Κι επιπλέον, ποιος θα σκαρφάλωνε τόσο εύκολα στο πλάι του Ύψιστου Ναού, Αγαρίστη;»

«Ναι, έχεις δίκιο· είμαι βέβαιη πως τον Ορείχαλκο κυνηγούσαν, ούτως ή άλλως. Αυτοί οι καταραμένοι αποστάτες· άνθρωποι του Ανδρόνικου, σίγουρα. Αλλά έχουμε μια πολύ καλή υποψία ποιος θα μπορούσε να σκαρφαλώσει επάνω στην πυραμίδα, Ρία.»

«Ποιος;» Ήταν πολύ περίεργη να μάθει.

«Μια Μαύρη Δράκαινα. Ο Ανδρόνικος έχει στείλει Μαύρες Δράκαινες μέσα στη Ρελκάμνια! Είναι η μόνη εξήγηση, Ρία.»

Η Αρχιέρεια του Κρόνου συνοφρυώθηκε. Μια Μαύρη Δράκαινα; Θυμήθηκε ότι η Τζένιφερ είχε βρεθεί σε κάποιο ατύχημα, την ίδια νύχτα που η μυστηριώδης δολοφόνος επιτέθηκε σ’εκείνη και τον Ορείχαλκο και, ως συνέπεια, έπεσε από την πυραμίδα… «Εε, ναι… ναι, όντως. Μοιάζει πιθανό.»

«Δε μπορώ να σκεφτώ κανένα άλλο άτομο τόσο καλά εκπαιδευμένο,» συνέχισε η Παντοκράτειρα. «Ποιος θα τολμούσε να σκαρφαλώσει εκεί πάνω; Είναι πολύ επικίνδυνα.»

«Έχεις δίκιο…» Η Ρία αισθανόταν μουδιασμένη. Η Τζένιφερ; Μεγάλε Κρόνε, έστειλαν τη Τζένιφερ;

«Τέλος πάντων. Άστα τώρα αυτά. Θυμάσαι που σου είπα ότι θα κάνουμε πάρτι; Πάρτι με την Ιωάννα για θέαμα;»

«…Ναι.» Τη Ρία δεν την ενδιέφερε το πάρτι τώρα· το μυαλό της ήταν στη Τζένιφερ και στον Ορείχαλκο και στους Υπερασπιστές. Αυτοί την έστειλαν. Αλλά όχι για εμένα. Δε μπορεί να υποπτεύονται εμένα. Δε μπορεί! «Ναι, Αγαρίστη, θυμάμαι.»

«Ο Ρίμναλ επιτέλους ετοίμασε εκείνο που έλεγε!» είπε ενθουσιωδώς η Παντοκράτειρα.

«Τι;»

«Δε μου είπε, το κάθαρμα· θα είναι έκπληξη!» Γελούσε.

«Ωραία.»

«Το πάρτι θα γίνει αύριο. Θ’αρχίσουμε από το πρωί και θα συνεχίσουμε ώς τα μεσάνυχτα. Ώς και μετά τα μεσάνυχτα, μάλλον.»

«Ωραία,» είπε πάλι η Ρία-Μία, χωρίς να αισθάνεται κανέναν ενθουσιασμένο.

«Δε μου ακούγεσαι και τόσο ενθουσιασμένη…»

«Αντιθέτως, Αγαρίστη· δεν έβλεπα την ώρα να γίνει αυτό το πάρτι. Δεν έχουμε κάθε μέρα μια Μαύρη Δράκαινα για να μας διασκεδάζει!»

«Χα-χα-χα! Πράγματι! Και ξέρεις τι έχω κάνει; Ξέρεις;»

«Τι;»

«Την άφησα να συναντήσει τον Μέδμορ.»

«Τον ποιον;»

«Τον Μέδμορ-Ράθωζ, Ρία! Τον πρώην Ανώτατο Ελεγκτή της Λαμπροφόρου.»

«Γιατί;»

«Για να έχει πιο πλάκα. Θα γίνει χαμός!»

«Ωραία,» είπε η Ρία-Μία.

«Να είσαι εδώ από τους πρώτους, αύριο. Το υπόσχεσαι;»

«Φυσικά.»

«Σ’αγαπώ, Ρία!» Η Αγαρίστη τής έστειλε ένα φιλί μέσα από τον δίαυλο. «Θα σε δω το πρωί.»

«Καληνύχτα, Αγαρίστη.»

Η επικοινωνία τους τερματίστηκε.

Η Ρία-Μία ξάπλωσε μουδιασμένα στον καναπέ, αναστενάζοντας. Δεν είχε καμία διάθεση να πάει σε πάρτι, αλλά δεν μπορούσε να πει όχι στην Παντοκράτειρα. Αν την υποπτεύονταν, εξάλλου, αυτό θα ισχυροποιούσε τις υποψίες τους…

Μεγάλε Κρόνε, πώς έμπλεξα έτσι; Γιατί έμπλεξα έτσι; Είμαι χαζή; Δεν έπρεπε ποτέ να είχα ζητήσει από τον Ορείχαλκο να έρθει στον Ναό!

Από την άλλη, βέβαια, όσα τής είχε πει για τους Υπερασπιστές – για τον Ελκράσ’ναρχ – ήταν ενδιαφέροντα… Όμως, ακόμα κι αν ίσχυαν, τι μπορούσε η Ρία να κάνει; Κι ακόμα κι αν μπορούσε να κάνει κάτι, έπρεπε; Θα κρίνω εγώ τι θα γίνει με την Παντοκρατορία;

Ήταν Αρχιέρεια του Κρόνου, φυσικά… Αυτό δεν σήμαινε ότι είχε κάποια ευθύνη για τους κατοίκους της Ρελκάμνια;

Αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι όσα λέει ο Ορείχαλκος αληθεύουν. Δεν είμαι καθόλου σίγουρη!

Αν δεν ήταν αλήθεια, όμως, γιατί να στείλουν τη Τζένιφερ – ή όποια έστειλαν, τέλος πάντων – για να τον σκοτώσει;

Τα έχω μπερδέψει. Καλύτερα να μην το σκέφτομαι άλλο.

Η Ρία σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε να κάνει μπάνιο. Ύστερα, θα παρακολουθούσε κανένα κανάλι στον τηλεοπτικό της δέκτη, για να ηρεμήσει. Ύστερα, θα διάβαζε ποίηση. Ύστερα, θα προσευχόταν στον Κρόνο. Ύστερα, θα έπεφτε για ύπνο.

Κι αύριο… στο πάρτι.

2.

«Και τώρα,» έλεγε ο άντρας μέσα στην οθόνη, «θα δείξουμε πώς μπορεί να ανατιναχτεί ένα ορειχάλκινο βάζο και να γίνει κομμάτια χωρίς ούτε καν να το αγγίξουμε, φορτίζοντάς το απλά με ενέργεια.» Πλησίασε ένα τραπεζάκι επάνω στο οποίο βρισκόταν ένα ορειχάλκινο βάζο. «Το τραπέζι είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να είναι καλός αγωγός της ενέργειας, και το έχουμε συνδέσει με καλώδια.» Η οθόνη έδειξε τα πόδια του τραπεζιού, τα οποία ήταν πράγματι συνδεδεμένα με καλώδια. «Φτάνουν ώς εδώ.» Ο άντρας που έκανε την εκπομπή ακολούθησε τα καλώδια και, τελικά, στάθηκε πλάι σε μια ενεργειακή φιάλη ψηλή μέχρι τη μέση του. «Όπως μου λένε οι ειδικοί, το ορειχάλκινο βάζο θα έχει ανατιναχτεί προτού ξοδευτεί η μισή φιάλη. Ας δούμε, λοιπόν!»

Η εκπομπή αυτή – την οποία πρόβαλλε το κανάλι Ζωντανή Πόλη – έδειχνε διάφορα πράγματα που υποτίθεται πως ήταν «παράξενα»· αλλά κυρίως ήταν διασκεδαστική για τους κατοίκους της Ρελκάμνια.

Ο Ορείχαλκος καθόταν σε μια καρέκλα και παρακολουθούσε.

Ο άντρας μέσα στην οθόνη γύρισε έναν διακόπτη και το βάζο άρχισε να δονείται επάνω στο τραπέζι. «Δε μου φαίνεται ότι θ’αντέξει για πολύ ακόμα αυτός ο ορείχαλκος!» είπε ο παρουσιαστής, και κάποιοι ακούστηκαν να γελάνε από κάπου όπου δεν φαίνονταν. Το βάζο, μετά από λίγο, ανατινάχτηκε. «Χίλια κομμάτια ορείχαλκου! Οι εδικοί είχαν δίκιο, φαίνεται.»

Ο Ορείχαλκος, χρησιμοποιώντας το τηλεχειριστήριο, έκλεισε τον τηλεοπτικό δέκτη.

Ακόμα μια προσπάθεια του Ελκράσ’ναρχ να αποπροσανατολίσει το μυαλό του, ή κάτι τυχαίο; Ο Ορείχαλκος υποπτευόταν πως αυτό ήταν και το όλο νόημα του ψυχικού πολέμου που είχε ξεκινήσει ο δαίμονας εναντίον του – να μη μπορεί να αναγνωρίσει τι ήταν τυχαίο και τι όχι, από ένα σημείο και μετά. Να χάσει την ικανότητα της λογικής.

Αλλά ο Ελκράσ’ναρχ δεν τα είχε καταφέρει ώς τώρα. Όχι, βέβαια, επειδή δεν είχε προσπαθήσει αρκετά. Ύστερα από εκείνο το πρωινό που ο δίσκος, στην αρχή, έγραφε ΚΑΛΗΜΕΡΑ και, μετά, το ΚΑΛΗΜΕΡΑ είχε μυστηριωδώς εξαφανιστεί, ο Ελκράσ’ναρχ είχε κάνει δεκάδες παρόμοιες σαχλαμάρες που είχαν στόχο αποκλειστικά και μόνο το μυαλό του Ορείχαλκου. Η Αγαρίστη δεν τα έβλεπε όλα αυτά, δεν μπορούσε να τα δει· κι αν ο Ορείχαλκος τής τα έλεγε, δεν ήταν βέβαιο ότι θα πίστευε πως ήταν κάτι περισσότερο από συμπτώσεις. Ή, ακόμα κι αν την έπειθε πως όντως κάτι συνέβαινε, η Αγαρίστη ποτέ δεν θα δεχόταν ότι οι Υπερασπιστές της ήταν που είχαν στήσει τούτη την ψυχική παγίδα. Ο Ελκράσ’ναρχ είχε βρει ένα αρκετά αποτελεσματικό είδος πολέμου εναντίον του Ορείχαλκου. Ένα κρυφό είδος πολέμου.

Ένας άλλος άνθρωπος, υποπτευόταν ο Ορείχαλκος, ένας άνθρωπος που είχε εξασκήσει λιγότερο τις ικανότητες συγκέντρωσης του νου – ένας συνηθισμένος άνθρωπος της Ρελκάμνια, κατά πάσα πιθανότητα – θα είχε ήδη αρχίσει να πανικοβάλλεται, να νομίζει, ίσως, ότι τρελαινόταν. Όπως και νάχε, ο φόβος σίγουρα θα τον είχε κυριέψει. Αντιθέτως, ο Ορείχαλκος παρακολουθούσε την όλη ιστορία σαν θεατρική παράσταση, ελαφρώς διασκεδασμένος, αν και ορισμένες φορές όφειλε να ομολογήσει ότι ο Ελκράσ’ναρχ τον ξάφνιαζε.

Οι Υπερασπιστές τον παρακολουθούσαν συνεχώς, μέσα στα διαμερίσματα της Παντοκράτειρας αλλά και έξω από αυτά. Περίμεναν να δουν σημάδια ότι θα είχε αρχίσει να τα χάνει. Ο Ορείχαλκος δεν τους έδινε κανένα τέτοιο σημάδι, και νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει θυμό στις μυστηριώδεις, απόκοσμες όψεις τους. Θα σε καταστρέψουμε, έμοιαζαν να λένε. Δεν είναι παρά θέμα χρόνου. Τούτη η διάσταση είναι δική μας. Η Παντοκράτειρα είναι δική μας. Μας ενοχλείς και, επομένως, πρέπει να αφανιστείς.

Αλλά ο Ορείχαλκος είχε υπομονή. Περίμενε και παρατηρούσε. Και είχε αφήσει τον φόβο του στον Αιθέρα.

Βήματα ακούστηκαν να έρχονται προς το δωμάτιο. Η Αγαρίστη.

Ο Ορείχαλκος σηκώθηκε από την καρέκλα του και την είδε να μπαίνει, ντυμένη με φαρδύ παντελόνι και φαρδιά μπλούζα, έχοντας σήμερα, από το πρωί, κατάμαυρο δέρμα και πράσινα μαλλιά.

«Μίλησα με τη Ρία-Μία,» είπε η Αγαρίστη. «Είναι κατενθουσιασμένη που το πάρτι θα γίνει αύριο!»

«Υπέροχα,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος χαμογελώντας. «Μένει κανένας άλλος να καλέσεις;»

Η Παντοκράτειρα συνοφρυώθηκε σκεπτικά. «Μπα, δε νομίζω. Πρέπει να το έχω πει σε όλους ότι το πάρτι θα γίνει αύριο τελικά. Κι αν έχω ξεχάσει να το πω σε κάποιους, θα τους το πουν οι άλλοι, δε θα τους το πουν;»

«Αποκλείεται να τους αφήσουν να χάσουν τέτοιο γεγονός.»

«Σίγουρα όχι!» γέλασε η Παντοκράτειρα, κι έβγαλε τη μπλούζα της με μια γρήγορη κίνηση, τραβώντας την πάνω απ’το κεφάλι. Από μέσα φορούσε έναν λευκό στηθόδεσμο με γυαλιστερά κρόσσια. Πλησίασε τον Ορείχαλκο και, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω απ’το λαιμό του, τον φίλησε βαθιά.

Ο Ορείχαλκος τη σήκωσε στην αγκαλιά του και βάδισε μέσα στα δωμάτια του λαβυρίνθου των διαμερισμάτων της, τα οποία πλέον είχε μάθει καλά. Η Αγαρίστη γελούσε και συνέχιζε να τον φιλά.

Σε μια γωνία, ο Ορείχαλκος είδε, με τις άκριες των ματιών του, έναν από τους Υπερασπιστές να στέκεται και να τον ατενίζει. Ο Ελκράσ’ναρχ είχε τσαντιστεί που ο Ορείχαλκος αρνιόταν να αντιδράσει στις τρομοκρατικές μεθόδους του όπως ένας «φυσιολογικός» άνθρωπος θα έπρεπε να έχει αντιδράσει.

Κρίμα που δεν είμαι από τη Ρελκάμνια, Ελκράσ’ναρχ, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος, προσπερνώντας την απειλητική φιγούρα του Υπερασπιστή και μπαίνοντας σ’ένα άλλο δωμάτιο με την Παντοκράτειρα στα χέρια του.

3.

Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που ο Σκοτ και η Ελίζα έρχονταν στο διαμέρισμα του Κλαρκ. Ο ίδιος ο μάγος τούς είχε φέρει εδώ, μέσω του Φαντασκευάσματος. Δεν τον είχαν καλέσει εκείνοι, αυτή τη φορά· εκείνος είχε πάει και τους είχε βρει. Τους είχε πει ότι ήταν πολύ σημαντικό να μιλήσουν, το συντομότερο δυνατό· κι έπρεπε να έρθουν μαζί του. Ο Σκοτ και η Ελίζα είχαν κανονίσει τις δουλειές τους έτσι ώστε να τους μείνει ο απαραίτητος ελεύθερος χρόνος. Οι Υπερασπιστές ήταν πιο ελαστικοί μαζί τους ύστερα από τους τραυματισμούς τους στη Γενική Αγορά του Συμφύρματος. Δεν είχε περάσει ένας μήνας ακόμα από τότε που ο Κλαρκ είχε δημιουργήσει, μ’εκείνη τη συσκευή του, ένα τραύμα στα πλευρά του Σκοτ κι άλλο ένα στον μηρό της Ελίζας.

Ενόσω βρίσκονταν μέσα στο Φαντασκεύασμα, ο μάγος τούς είπε: «Έχετε τέσσερις μέρες να επικοινωνήσετε μαζί μου.»

Πλάι του στέκονταν οι δύο Πειθαρχικοί του Κενού, και η Ελίζα τούς κοίταζε με κάποια καχυποψία. Τους φοβόταν, ήταν η αλήθεια. Κι αναρωτήθηκε πώς μπορούσαν να βρίσκονται εδώ χωρίς να είναι κοντά κι ο Ελπιδοφόρος. Δεν είχε πει κάτι για ένα φυλαχτό; Ένα φυλαχτό που, εκτός των άλλων, μπλόκαρε και τον έλεγχο που ασκούσαν οι Υπερασπιστές επάνω του; Τέλος πάντων…

«Δεν είχαμε κάτι ιδιαίτερο να αναφέρουμε,» είπε η Ελίζα.

«Τίποτα δεν έχει γίνει στο Παντοτινό Ανάκτορο, ή κάπου αλλού;»

«Τίποτα που να το έχουμε ακούσει εμείς, τουλάχιστον, μάγε,» είπε ο Σκοτ. «Μας έφερες εδώ για να μας ανακρίνεις;»

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ. «Σου μοιάζει με ανάκριση;»

«Δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω. Και δεν μας έχεις πει τι ακριβώς μας θέλεις.»

«Θα μάθετε σύντομα. Η Ιωάννα είναι ακόμα ζωντανή;»

«Δεν ακούσαμε ότι πέθανε.»

Μετά από λίγο, η Ελίζα είπε: «Να σε ρωτήσω κάτι, Κλαρκ;»

«Ρώτησέ με.»

«Τι γίνεται μ’αυτή τη μέθοδο που μας έχεις πει να χρησιμοποιούμε για να επικοινωνούμε μαζί σου; Πώς… πώς ακριβώς λειτουργεί; Δεν καταλαβαίνω. Εντάξει, εκπέμπουμε σε μια συχνότητα που δεν είναι γνωστή, αλλά γιατί μόνο σε συγκεκριμένα μέρη; Και γιατί πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον μισή ώρα; Είναι σαν… σαν κάτι να περνά και να πιάνει το σήμα. Αλλά, αν όντως ισχύει αυτό, δεν καταλαβαίνω τι περνάει.»

Ο Κλαρκ μειδίασε μέσα από τα μαύρα μούσια του. «Δε μπορείς να φανταστείς;»

«Θες να πεις ότι η υπόθεσή μου είναι σωστή; Κάτι, πράγματι, περνάει και πιάνει το σήμα;»

«Ναι.»

«Έγινες και μάγισσα, τώρα,» την πείραξε ο Σκοτ.

Η Ελίζα τον αγνόησε. «Τι περνάει, λοιπόν, Κλαρκ;»

«Το Φαντασκεύασμα, φυσικά. Κάνει κύκλους στα μέρη όπου σας έχω πει να επικοινωνείτε μαζί μου.»

«Μπορεί αυτό το πράγμα» – η Ελίζα κοίταξε γύρω της, τους μεταλλικούς, αυτόφωτους τοίχους· κοίταξε στο βάθος, τους Τεχνίτες που εργάζονταν – «να πιάνει τηλεπικοινωνιακά σήματα;»

«Μπορεί. Πολύ εύκολα, μάλιστα. Συνεχώς πιάνει τηλεπικοινωνιακά σήματα από τη Ρελκάμνια.»

Η Ελίζα δεν είχε άλλες ερωτήσεις να κάνει. Ήξερε ότι, αν ζητούσε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες, τα λόγια του Κλαρκ απλά θα την μπέρδευαν – δεδομένου ότι εκείνος θα δεχόταν να της δώσει απαντήσεις.

Μετά από κάποια ώρα, έφτασαν στο διαμέρισμα του μάγου και συνάντησαν εκεί τον Ελπιδοφόρο, μια κατάμαυρη γυναίκα με μενεξεδιά μαλλιά και μεγάλες βλεφαρίδες, δύο γάτες, και έναν άντρα με λευκό-ροζ δέρμα και μαύρα μαλλιά. Τη γυναίκα ο Κλαρκ τη σύστησε ως Ναλτάφιρ, τον άντρα ως Τες.

Τες; απόρησε η Ελίζα. Τι όνομα είν’ αυτό; Από ποια διάσταση κατάγεται; Το Ναλτάφιρ πρέπει να ήταν Μοργκιανό όνομα. Από κείνα τα ονόματα που ήταν και αντρικά και γυναικεία. Είχαν αρκετά τέτοια στη Μοργκιάνη, απ’ό,τι ήξερε η Ελίζα.

«Υπέροχη η γνωριμία,» είπε ο Σκοτ, «αλλά σίγουρα δεν μας φέρατε εδώ για να γνωρίσουμε τους φίλους σας…»

«Μην το πάρεις προσωπικά,» του αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος, «αλλά σας φέραμε, κυρίως, επειδή θέλουμε πληροφορίες για τα ακατοίκητα μέρη του Παντοτινού Ανακτόρου. Και για τα κατοικημένα, επίσης.» Ξετύλιξε έναν μεγάλο, κυλινδρικά τυλιγμένο χάρτη και τον άπλωσε πάνω στο τραπέζι του σαλονιού του Κλαρκ.

«Σκοπεύεις να εισβάλεις ξανά;» ρώτησε ο Σκοτ, συνοφρυωμένος.

«Ναι. Για να πάρουμε την Ιωάννα από εκεί.»

«Σου είπα: δεν ξέρω πού είναι ο λαβύρινθος όπου την έχει κλείσει η Παντοκράτειρα.»

«Δεν υπάρχει πρόβλημα· θα πάρουμε από αλλού αυτή την πληροφορία.» Ο Σκοτ ήταν έτοιμος να ρωτήσει από πού, αλλά ο Ελπιδοφόρος συνέχισε μη δίνοντάς του χρόνο: «Από εσάς εκείνο που θέλουμε είναι μόνο να μας πείτε πώς έχουν προστατέψει τον χώρο οι πράκτορες της Παντοκράτειρας.»

«Ελπίζω να μη ζητάτε να πάμε και μαζί σας,» είπε ο Σκοτ.

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος, «αυτό δεν είναι απαραίτητο. Αν θέλετε, όμως, μπορείτε να έρθετε.» Τους κοίταξε και τους δύο.

«Μας δουλεύεις…»

Η Ελίζα έμεινε σιωπηλή. Και, βασικά, συμφωνούσε με τον Σκοτ.

Ο Ελπιδοφόρος ανασήκωσε τους ώμους. «Κανένα πρόβλημα.» Στράφηκε στον απλωμένο χάρτη των ακατοίκητων περιοχών του Παντοτινού Ανακτόρου. «Δείξτε μου.»

Όταν τελείωσαν, πλησίαζαν πλέον μεσάνυχτα.

Ο Κλαρκ είπε στον Σκοτ και την Ελίζα: «Αν αυτά που μας δείξατε δεν αληθεύουν, δεν θα το ξεχάσουμε.»

«Αυτά ξέρουμε, αυτά σάς δείξαμε,» αποκρίθηκε ο Σκοτ. «Ακόμα νομίζεις ότι ίσως να σας προδώσουμε;»

Ο Κλαρκ δεν μίλησε.

«Όχι,» είπε ο Ελπιδοφόρος, «δε νομίζουμε ότι θα ήσασταν τόσο ανόητοι.»

Η Ελίζα τον παρατηρούσε όσο μιλούσαν, καθισμένοι όλοι τους γύρω από το τραπέζι, και δεν είχε διακρίνει τίποτα να κρέμεται γύρω απ’το λαιμό του, ακόμα και κρυμμένο μέσα στα ρούχα του. «Δε φοράς πια το φυλαχτό;» τον ρώτησε τώρα.

Ο Ελπιδοφόρος έστρεψε τα μάτια του επάνω της. «Δεν το χρειάζομαι πια.»

«Την άλλη φορά, μας είχε πει….»

«Η Ναλτάφιρ με βοήθησε να ξεφορτωθώ το εμφύτευμα του Ελκράσ’ναρχ.» Ο Ελπιδοφόρος έριξε μια ματιά στη μαυρόδερμη γυναίκα. «Δε μπορεί πλέον να με ελέγχει, ούτε να ξέρει πού είμαι.»

«Πηγαίνεις, όμως, πάλι εκεί που μπορεί εύκολα να σε βρει,» παρατήρησε ο Σκοτ. «Τόσο σημαντική θεωρείτε τη Μαύρη Δράκαινα;»

«Θα μας βοηθήσει πολύ, αναμφίβολα,» είπε ο Ελπιδοφόρος. «Αλλά υπάρχει κι άλλος λόγος που θέλουμε να εισβάλουμε στο Παντοτινό Ανάκτορο.»

«Τι λόγος;» ρώτησε η Ελίζα.

«Θα αποτολμήσω να δοκιμάσω κάτι, αν μου δοθεί η ευκαιρία. Κάτι που αφορά τον Ελκράσ’ναρχ…»

«Και υποθέτω δεν θες να μας πεις τι είναι.»

«Δεν υπάρχει λόγος να ξέρετε. Όχι ακόμα, τουλάχιστον.»

Ο Σκοτ είπε: «Να έχετε, πάντως, υπόψη ότι η Παντοκράτειρα θα έχει τον λαβύρινθο της Μαύρης Δράκαινας γεμάτο τηλεοπτικούς πομπούς. Θα είναι αυτοκτονία να μπείτε εκεί μέσα.»

«Θα μπορούσατε να μας βοηθήσετε, εσύ κι η Ελίζα,» είπε ο Ελπιδοφόρος.

«Δεν έχουμε τρελαθεί τελείως ακόμα, Ελπιδοφόρε. Βγάλτο απ’το μυαλό σου!»

«Και καλύτερα να μην πας ούτε εσύ για την Ιωάννα,» πρότεινε η Ελίζα. «Δε νομίζω ότι θα τα καταφέρεις, ακόμα και… ακόμα και με τις δυνάμεις του Κλαρκ.» Έριξε ένα βλέμμα στον μάγο.

«Έχουμε κι άλλες δυνάμεις στη διάθεσή μας εκτός από τις δικές μου, Ελίζα.»

«Αν σας αιχμαλωτίσουν,» τόνισε ο Σκοτ, «φροντίστε να μας κάνετε τη χάρη να μην πείτε τίποτα για εμάς.»

«Δε χρειάζεται ν’ανησυχείς γι’αυτό,» αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος.

Βίηλ

1.

Η Αλιζέτ χαμογέλασε. «Τι κάνεις εσύ εδώ;»

«Σκέφτηκα να μείνω μερικές μέρες για να σας μάθω πώς γίνονται οι πολιορκίες,» αποκρίθηκε ο Πολ.

Η Αλιζέτ τον φίλησε ενώ στέκονταν ανάμεσα στις σκηνές του στρατοπέδου. Οι πολεμιστές των Ανατολικών Δυνάμεων βρίσκονταν σε κίνηση παντού γύρω τους, καθώς ξυπνούσαν για ν’αρχίσουν πάλι τις εχθροπραξίες εναντίον των Παντοκρατορικών στην Ένθελρακ.

Για φαντάσου… σκέφτηκε η Ανταρλίδα παρατηρώντας τον Πολ και την Αλιζέτ. Δεν είχε ποτέ διανοηθεί ότι θα έβλεπε τη Σκοτεινή Βασίλισσα ερωτευμένη. Όμως ούτε και για τον εαυτό της θα θεωρούσε κάτι τέτοιο εφικτό, και της είχε συμβεί με τον πιο απίθανο άνθρωπο, ίσως: έναν πρώην σύζυγο της ίδιας της Παντοκράτειρας. Αλλά αυτό είναι τελείως διαφορετικό! Της Αλιζέτ απλώς της αρέσει να τον πηδάει· είμαι σίγουρη· δε μπορεί νάναι αληθινά ερωτευμένη μαζί του.

«Ανταρλίδα!» της φώναξε ο Όρνιφιμ, κι εκείνη στράφηκε για να τον δει να της κάνει νόημα να έρθει.

«Τι;» τον ρώτησε πλησιάζοντάς τον.

«Οι αρχηγοί έχουν συγκεντρωθεί για να σχεδιάσουν.» Έδειξε με τον αντίχειρα πάνω από τον ώμο του.

Η Ανταρλίδα ένευσε και βάδισε προς τις σκηνές των τριών αρχηγών του φουσάτου των Ανατολικών Δυνάμεων. Είχαν στήσει, ως συνήθως, ένα μεγάλο τραπέζι εκεί και στέκονταν ολόγυρά του, ο Νίλφες Βάθμακ, ο Νιρκάδος Ράλενθακ, και ο Ρηθμάλος ο Θεριστής των Οστών. Μαζί τους ήταν ο Τάμπριελ, καθώς και ο Δαίδαλος, η Φενίλδα, κι ο Νελμάτρες. Δεν είχαν αποχωρήσει ακόμα· ο πιλότος ήθελε να ξεκουραστεί προτού ξαναπιλοτάρει. Ο Κατακρημνιστής στεκόταν παραδίπλα, σαν πελώριο άγαλμα από μέταλλο. Τα μάτια του φώτιζαν λες κι ήταν ενεργειακές λάμπες.

Οι τρεις αρχηγοί είχαν έναν χάρτη της Ένθελρακ απλωμένο επάνω στο τραπέζι: όσο πιο καλό χάρτη τούς ήταν εφικτό να βρουν, γιατί κανένας τους δεν καταγόταν από το Σάνκριλαμ, και ούτε είχαν κατασκόπους μέσα στην Ένθελρακ.

«Νομίζεις, δηλαδή, πως το μηχάνημά σου μπορεί άνετα να χτυπήσει οποιοδήποτε σημείο των τειχών;» έλεγε ο Νιρκάδος στον Δαίδαλο, καθώς η Ανταρλίδα έφτανε κοντά τους.

«Υποθέτω δεν θα έχει κανένα πρόβλημα,» αποκρίθηκε ο μάγος. Και προς το αυτοκίνητο: «Κατακρημνιστή, έχεις καμια προτίμηση ποιο σημείο των τειχών να χτυπήσεις;»

«Της πόλης που βλέπουμε αντίκρυ μας, Δαίδαλε;»

«Ναι.»

«Όλα τα τείχη της ίδια μού φαίνονται.»

«Πήρατε την απάντησή σας, Άρχοντά μου,» είπε ο Δαίδαλος στον Νιρκάδος, ο οποίος κοίταζε το αυτοκίνητο φανερά παραξενεμένος. «Το μόνο που θα σας συμβούλευα είναι να μην τον βάλετε να ορμήσει από μεριά που προστατεύεται με ενεργειακά κανόνια. Οι ενεργειακές ριπές μπορούν ακόμα και να τον καταστρέψουν ολοσχερώς.»

«Οι καταπέλτες; Οι βαλλίστρες;» ρώτησε ο Νίλφες.

«Δε θα προλάβουν καν να τον σημαδέψουν, Στρατηγέ.»

«Δε μου μοιάζει για τόσο γρήγορος.»

«Δεν τον έχετε δει να τρέχει, γι’αυτό το λέτε αυτό. Πιστέψτε με, είναι πολύ γρήγορος.»

«Μετά δυσκολίας τον βλέπεις,» πρόσθεσε ο Νελμάτρες, μειδιώντας. «Είναι σα να γίνεται σίφουνας, ο δαιμονισμένος.»

Ο Νίλφες έμοιαζε να έχει τις αμφιβολίες του, αλλά εκείνο που είπε ήταν: «Επομένως, απλά πρέπει να δούμε ποιο μέρος είναι λιγότερο προστατευμένο από ενεργειακά κανόνια. Δουλειά για τα κιάλια μας, αρχικά…» Και πήρε ένα ζευγάρι από το τραπέζι.

Ο Ρηθμάλος ρώτησε τον Τάμπριελ: «Θα μας φέρει τη νίκη αυτό το κατασκεύασμα;»

«Θα δείξει.»

2.

Η Ανδρομάχη ξύπνησε τρομαγμένη από ένα εφιαλτικό όνειρο κι από έναν δυνατό, ξερό κρότο.

Έβλεπε στον ύπνο της ότι προσπαθούσε να κολυμπήσει αλλά το νερό την παρέσερνε κάτω. Είχε δει κάμποσες φορές αυτό τον εφιάλτη ύστερα από την απόδρασή της από το κάστρο της Νέλερβικ, που είχε χρειαστεί να βουτήξει στον ποταμό.

Ανασηκωμένη επάνω στο κρεβάτι, κοίταξε έξω από τα χαραγμένα παντζούρια του παραθύρου, και είδε ότι οι εχθροπραξίες είχαν αρχίσει. Μεγάλα βλήματα και ενεργειακές ριπές εκτοξεύονταν προς και από τα τείχη της Ένθελρακ.

Πρέπει να ήταν καμια ώρα μετά την αυγή, έκρινε η Ανδρομάχη.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άναψε το φως πατώντας τον διακόπτη στον τοίχο, γιατί δεν ήταν ασφαλές ν’ανοίγουν τα παντζούρια τώρα με την πολιορκία, παρότι το κάστρο της Δούκισσας Θελρίτ βρισκόταν πλάι στον ποταμό Νέρελρημ, μακριά από την εμβέλεια των εχθρικών πολεμικών μηχανών.

Η Ανδρομάχη πήγε στην τουαλέτα, έπλυνε το πρόσωπό της, και ντύθηκε. Βγήκε απ’το δωμάτιο και βάδισε προς αυτό του Τζακ, το οποίο δεν ήταν μακριά. Χτύπησε την πόρτα. Κανένας δεν της απάντησε.

«Τζακ;»

Πάλι, καμία απάντηση.

Η Ανδρομάχη έκανε ν’ανοίξει, περιμένοντας να βρει την πόρτα κλειδωμένη. Παραδόξως, ίσως, ήταν ανοιχτή. Μπήκε στο δωμάτιο και είδε ότι ο Τζακ δεν ήταν εδώ. Το κρεβάτι του ήταν άστρωτο. Οι μπότες του έλειπαν. Η Ανδρομάχη έφυγε.

Τον βρήκε, τελικά, στις επάλξεις του κάστρου, όπως περίμενε. Στεκόταν εκεί και αγνάντευε ανατολικά, προς το στρατόπεδο των αποστατών, κρατώντας ένα ζευγάρι κιάλια.

Η Ανδρομάχη ήρθε και στάθηκε κοντά του περνώντας τον αντίχειρά της στο πλάι της ζώνης του. Ο Τζακ δεν έδειξε να ξαφνιάζεται, σαν να την είχε κάπως αντιληφτεί παρά τον σαματά της πολιορκίας.

«Δες τι έφεραν οι φίλοι μας οι επαναστάτες,» της είπε και της έδωσε τα κιάλια του.

Εκείνη τα ύψωσε και κοίταξε.

«Εκεί… εκεί.» Ο Τζακ, βάζοντας το χέρι του στους ώμους της, την έκανε να στρίψει.

Η Ανδρομάχη ατένισε έναν γίγαντα από μέταλλο. Ήταν τουλάχιστον δύο φορές ψηλότερος από οποιονδήποτε πολεμιστή της Ανατολικής Συμμαχίας μπορούσε να δει. Και είχε κέρατα κριαριού στο κεφάλι του. Και τα μάτια του φώτιζαν. Σίγουρα ο Τζακ είχε κάνει Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω στα κιάλια, συνειδητοποίησε η Ανδρομάχη, αλλιώς δεν θα διακρίνονταν τόσες λεπτομέρειες.

«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ… Πρέπει νάναι σαν αυτές τις μηχανές που έχουμε ακούσει ότι χρησιμοποιούν εναντίον του Έλρηνεχ.»

«‘Αυτοκίνητα’ τα λέει ο Δαίδαλος,» την πληροφόρησε ο Τζακ. «Τ’ανέφεραν μια-δυο φορές, εκ παραδρομής, όσο ήμουν μαζί τους.»

«Ο Δαίδαλος είναι εκείνος ο μάγος που μου είπες, ε;» Η Ανδρομάχη συνέχιζε να κοιτάζει με περιέργεια τον μεταλλικό γίγαντα.

«Ναι. Αλλά δεν είναι ένας συνηθισμένος μάγος, σαν αυτούς που ξέρεις. Έχουμε συναντηθεί και παλιότερα…»

Η Ανδρομάχη τώρα κατέβασε τα κιάλια της και στράφηκε να τον ατενίσει. «Παλιότερα;»

«Στη Λετδάρκη. Του είχα ζητήσει να με πάρει από εκεί αλλά αρνήθηκε.»

«Μιλάς για… Δε μιλάς για τον εαυτό σου, δηλαδή… Μιλάς για…»

«Είμαστε ένα πλέον, σου έχω εξηγήσει.»

Η Ανδρομάχη προτίμησε ν’αλλάξει θέμα. «Τι είναι αυτός ο Δαίδαλος;»

«Μάγος, αλλά όχι από τα μαγικά τάγματα. Είναι… πέρα από αυτά.»

«Τι θα πει ‘πέρα από αυτά’;»

«Νομίζω πως χρησιμοποιεί την ανθρώπινη αντίληψη της μαγείας χωρίς τους περιορισμούς των ταγμάτων.»

«Ποιος το λέει αυτό; Εσύ ή…; –Τζακ, είσαι μάγος. Τεχνομαθής. Πώς μπορείς να μου λες ότι υπάρχει κάποιος μάγος που είναι, για κάποιο λόγο, πέρα από τα μαγικά τάγματα;»

«Έτσι είναι, Ανδρομάχη. Ο Δαίδαλος έχει προχωρήσει. Δεν ξέρω πώς το έχει κάνει. Ως μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών, δεν μπορώ να το καταλάβω.»

«Και η οντότητα μέσα σου;»

Ο Τζακ μειδίασε αχνά. «Η οντότητα μέσα μου δεν είναι ανθρώπινη· δεν αντιλαμβάνεται τη μαγεία όπως οι άνθρωποι. Γι’αυτήν, τα πάντα είναι ενέργεια.»

«Τέλος πάντων. Υπάρχουν κι άλλοι σαν τον Δαίδαλο;»

«Δεν είμαι σίγουρος. Μόνο τον Δαίδαλο έχω συναντήσει. Πιθανώς να υπάρχουν.»

Η Ανδρομάχη συνοφρυώθηκε, παραξενεμένη από όλα τούτα. Ύστερα στράφηκε πάλι προς τα ανατολικά. Ύψωσε τα κιάλια της και κοίταξε τον μεταλλικό γίγαντα που φαινόταν πάνω από τις σκηνές του αντίπαλου στρατοπέδου.

«Αν υπάρχουν κι άλλοι σαν τον Δαίδαλο,» ρώτησε η Ανδρομάχη, «γιατί δεν υπηρετούν την Παντοκράτειρα;»

«Τέτοιοι άνθρωποι δεν υπηρετούν κανέναν, Ανδρομάχη.»

«Υπηρετούν την Επανάσταση, όμως!»

«Δε νομίζω ότι ο Δαίδαλος το βλέπει ως ‘υπηρεσία’. Άλλος είναι ο σκοπός του, και υποπτεύομαι πως έχει σχέση με τον Ελκράσ’ναρχ.»

«Γνωρίζει για…;»

«Φυσικά και γνωρίζει.»

«Ο γίγαντας κινείται, Τζακ!»

3.

Ο Κατακρημνιστής άντλησε ενέργεια από την εστία στην πλάτη του, και τα μάτια του άστραψαν σαν φλεγόμενα άστρα. Κατέβασε το κεφάλι του με τα μεγάλα κέρατα ενώ μπροστά του οι πολεμιστές των Ανατολικών Δυνάμεων τού έκαναν χώρο.

Ύστερα, ο Κατακρημνιστής έτρεξε. Έφυγε τόσο γρήγορα που σχεδόν χάθηκε από τα μάτια τους. Σαν βέλος κατευθύνθηκε προς το σημείο των τειχών που οι αρχηγοί του στρατεύματος, η Ανταρλίδα, και η Αλιζέτ είχαν θεωρήσει πιο ακάλυπτο από τα ενεργειακά κανόνια των Παντοκρατορικών. Μερικές ριπές ήρθαν προς τον Κατακρημνιστή αλλά αστόχησαν. Το αυτοκίνητο χίμησε προς τη νοτιοανατολική πλευρά των τειχών κι έπεσε πάνω τους.

Οι επαναστάτες είδαν ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης να σηκώνεται εκεί, και ο Νίλφες Βάθμακ, που κρατούσε ένα ζευγάρι οπτικά ενισχυμένα κιάλια στα μάτια του, αναφώνησε: «Το έκανε! Μια ολόκληρη τρύπα στα τείχη!»

«Τ’ανάστημα των Μεγάλων Κολοσσών!» είπε ο Νιρκάδος, κατάπληκτος.

Ο Ρηθμάλος γέλασε. «Με τέτοιες μηχανές, θα πάρουμε όλο το Σάνκριλαμ σε μερικές μέρες!»

Ο Κατακρημνιστής ξεπρόβαλε μέσα από τη θολούρα, επιστρέφοντας ολοταχώς προς το στρατόπεδο. Βολές από καταπέλτες, γιγαντοβαλλίστρες, και δύο ενεργειακές ριπές τον καταδίωξαν. Μία από τις τελευταίες έπεσε επικίνδυνα κοντά του – κατά τύχη, μάλλον – αλλά δεν τον χτύπησε. Το αυτοκίνητο έφτασε στο στρατόπεδο και διέλυσε μερικές σκηνές. Πολεμιστές της Ανατολικής Συμμαχίας έτρεχαν από δω κι από κει, πανικόβλητοι.

«Τι κάνει το μηχάνημά σου, μάγε;» γρύλισε ο Νίλφες, μοιάζοντας ξαφνικά οργισμένος.

«Κεκτημένη ταχύτητα, Στρατηγέ. Δε μπορεί να σταματήσει αμέσως, ύστερα από τόση ορμή που έχει αναπτύξει. Γι’αυτό σας είπα ότι δεν είχε νόημα να δοκιμάσετε τον Κατακρημνιστή. Μόλις είστε έτοιμοι να επιτεθείτε, βάλτε τον να πάει πρώτος.»

«Καλύτερα, όμως, να έχουμε ήδη δημιουργήσει μερικές τρύπες στα τείχη τους προτού επιτεθούμε,» είπε ο Νιρκάδος. «Η Ένθελρακ είναι μεγάλη πόλη.»

Έχει αρχίσει να μαθαίνει από πόλεμο στην ξηρά, παρατήρησε η Ανταρλίδα.

«Όπως νομίζετε,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος. «Σας έχω προειδοποιήσει, όμως, να προσέχετε τον Κατακρημνιστή· δεν είναι άτρωτος.»

«Μη φοβάσαι,» του είπε ο Πολ· «εγώ θα είμαι εδώ.»

Το αυτοκίνητο τούς πλησίασε, με τα βαριά του βήματα να τραντάζουν το έδαφος.

«Πώς είδες τα πράγματα;» το ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Τίποτα το σπουδαίο,» αποκρίθηκε η βαθιά, μεταλλική φωνή του Κατακρημνιστή. «Χτύπησα μερικούς από τους πολεμιστές τους κι αμέσως έφυγα, όπως μου ζητήσατε.»

4.

«Τι στα Δαιμόνια ήταν αυτό!;» φώναξε ο Λούσιος Φαθράλω, που στεκόταν μαζί με τον Στρατηγό Νίλφες Νάρβεληχ επάνω σ’έναν από τους Δίδυμους – τους δύο αμυντικούς πύργους στο νοτιοανατολικό άκρο του Παλιού Τείχους, το οποίο περιτριγύριζε την Παλιά Πόλη της Ένθελρακ και βρισκόταν τριακόσια μέτρα απόσταση, στα περισσότερά του σημεία, από το εξωτερικό τείχος της πόλης, που ήταν σαφώς ισχυρότερο.

«Δεν ξέρω, Εξοχότατε. Δεν το έχω ξαναδεί,» αποκρίθηκε ο Νίλφες, συνοφρυωμένος.

Ο Λούσιος ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί. Μια βολίδα είχε φανεί να έρχεται καταπάνω στο εξωτερικό τείχος της πόλης, να το χτυπά, και ν’ανοίγει ολόκληρη τρύπα! Μετά, αυτή η βολίδα είχε φύγει ξανά· κι όταν ο Λούσιος είχε κοιτάξει με τα κιάλια του, είχε δει στον καταυλισμό των αποστατών έναν μεταλλικό γίγαντα με στριφτά κέρατα.

«Πρέπει να είναι κάτι σαν τα μηχανικά κατασκευάσματα που λένε ότι έχουν φέρει οι αποστάτες για να χτυπήσουν το Έλρηνεχ…» μουρμούρισε ο Λούσιος, συλλογισμένα.

«Πολύ πιθανόν,» συμφώνησε ο Νίλφες. «Αλλά εμείς δεν είχαμε ξανασυναντήσει τίποτα παρόμοιο, όσο αντιμετωπίζαμε τις Ανατολικές Δυνάμεις.»

«Ό,τι κι αν είναι, πρέπει να καταστραφεί, αλλιώς θα διαλύσει τα τείχη μας και θα εισβάλουν.» Ο Λούσιος έψαξε, με τα κιάλια του, μέσα στο εχθρικό στρατόπεδο, να δει μήπως υπήρχαν κι άλλοι μεταλλικοί γίγαντες, όμως μονάχα αυτός ο ένας φαινόταν. Ωραία, σκέφτηκε. Όσο δυνατός κι αν είναι, όταν επικεντρώσουμε όλες μας τις ριπές καταπάνω του, δεν θα επιβιώσει. Το πρόβλημα, βέβαια, ήταν σε ποιο σημείο των τειχών της Ένθελρακ θα εφορμούσε μετά… Για να προετοιμαστούν κατάλληλα γι’αυτόν, έπρεπε να το μαντέψουν.

Ο Λούσιος κατέβασε τα κιάλια του και κοίταξε τα εξωτερικά τείχη της Ένθελρακ. Πού θα τον έβαζα εγώ να επιτεθεί;…

5.

Ο Δαίδαλος, η Φενίλδα, και ο Νελμάτρες πήραν το αεροπλάνο τους και έφυγαν. Ο Πολ και ο Κατακρημνιστής έμειναν με τις Ανατολικές Δυνάμεις. Και η πολιορκία συνεχιζόταν καθώς πολεμικές μηχανές εξακολουθούσαν να βάλλουν ακατάπαυστα. Κομμάτια από τα τείχη έσπαγαν, αλλά καμία ριπή δεν έκανε ούτε κατά διάνοια τη ζημιά που είχε προκαλέσει ο Κατακρημνιστής με την έφοδό του.

Οι αρχηγοί του φουσάτου συγκεντρώθηκαν για να σχεδιάσουν την επόμενή τους κίνηση.

«Οι πύλες αποκλείονται,» είπε ο Νίλφες Βάθμακ. «Είναι πολύ καλά προστατευμένες από τις πολεμικές μηχανές του εχθρού.» Όλοι συμφώνησαν με νεύματα ή γρήγορες καταφατικές φράσεις. «Επομένως, εγώ θα πρότεινα να στείλουμε τον Κατακρημνιστή εδώ ή εδώ.» Έδειξε δύο θέσεις επάνω στον χάρτη.

«Εκτός αν ο εχθρός έχει καταλάβει ότι θα στοχεύσουμε τα σημεία με τη λιγότερη κάλυψη από ενεργειακά κανόνια,» είπε ο Πολ.

Ο Νίλφες τον κοίταξε ερωτηματικά. «Πώς να το έχει καταλάβει;»

«Από την πρώτη έφοδο του Κατακρημνιστή, φυσικά, η οποία έγινε σε ακάλυπτο σημείο.»

«Ας κοιτάξουμε με τα κιάλια αν υπάρχουν αλλαγές στις πολεμικές μηχανές στις επάλξεις,» πρότεινε η Ανταρλίδα.

Το θεώρησαν καλή ιδέα, έτσι το έκαναν.

«Οι θέσεις των ενεργειακών κανονιών δεν μοιάζουν αλλαγμένες,» παρατήρησε ο Νίλφες, αφού είχαν πάλι επιστρέψει γύρω από τον χάρτη τους στο τραπέζι.

«Έχουν, όμως, πολλές πολεμικές μηχανές συγκεντρωμένες στην πόλη,» είπε η Ανταρλίδα. «Το έχουμε ήδη διαπιστώσει αυτό, όταν καταστρέψαμε κάποιες κι αμέσως αντικαταστάθηκαν.»

«Όπως και νάχει, δεν θα προλάβουν να τις ανεβάσουν στα τείχη προτού έρθει καταπάνω τους ο Κατακρημνιστής. Ούτε να τους αλλάξουν θέσεις θα προλάβουν.»

«Γιατί να μην κάνουμε έναν αντιπερισπασμό;» πρότεινε η Αλιζέτ. «Να απομακρύνουμε την προσοχή τους από το πραγματικό σημείο της επίθεσής μας.»

«Αυτή δεν είναι άσχημη ιδέα,» παραδέχτηκε ο Νίλφες σκεπτικά.

«Επίσης,» πρόσθεσε η Αλιζέτ, «λογικό δεν θα ήταν να επιτεθούμε – να κάνουμε την κανονική μας επίθεση, δηλαδή – κάπου όπου δεν θα το περιμένουν;»

«Πού;»

«Στην πύλη.» Η Αλιζέτ έδειξε την ανατολική πύλη της Ένθελρακ: αυτή που ήταν αντίκρυ στον καταυλισμό τους.

«Δε θα το περιμένουν να επιτεθούμε εκεί;» έκανε ο Πολ. «Είναι το πρώτο μέρος όπου θα επιτιθόταν κάποιος.»

«Ακριβώς γι’αυτό δεν θα πιστεύουν ότι θα στείλουμε τον Κατακρημνιστή εκεί. Αν κάνουν σχέδια βάσει της προηγούμενής του εφόδου, θα περιμένουν ότι το αυτοκίνητο θα χτυπήσει πάλι κάποιο σχετικά αφύλαχτο σημείο των τειχών.»

«Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η ανατολική πύλη θα πάψει να είναι καλά προστατευμένη, Αλιζέτ,» είπε ο Νίλφες.

«Θα τη χτυπήσουμε από τον αέρα προτού εφορμήσουμε. Και συγχρόνως, πολεμιστές μας θα επιτίθενται στο άνοιγμα που έκανε πριν ο Κατακρημνιστής και στη νότια πύλη, η οποία δεν είναι μακριά από αυτό.» Η Αλιζέτ έδειχνε τις θέσεις επάνω στον χάρτη, καθώς μιλούσε.

«Δεν αποκλείεται να πιάσει…» είπε ο Νίλφες σαν να μονολογούσε, τρίβοντας το αξύριστο σαγόνι του.

«Είναι αρκετά πιθανό, Στρατηγέ,» είπε ο Τάμπριελ, ξαφνιάζοντάς τους.

«Έχεις ‘δει’ κάτι;» τον ρώτησε ο Νιρκάδος.

«Μια πύλη τυλιγμένη σε σκόνη και καπνό. Μάλλον, η ανατολική πύλη της Ένθελρακ, και…» Ο Τάμπριελ δεν συνέχισε.

«Και;» τον παρότρυνε ο Νίλφες.

«Αυτό. Θα είμαι μαζί σας όταν επιτεθείτε.»

Δε μ’αρέσει τούτο, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Πάλι κάτι παράξενο έχει «δει».

6.

Ολόκληρη την ημέρα σφυροκοπούσαν την Ένθελρακ με τις πολεμικές μηχανές τους, και οι πολεμικές μηχανές της Ένθελρακ ανταπέδιδαν. Οι κρότοι αντηχούσαν σ’όλη την πόλη και στους τόπους που την περιέβαλλαν. Οι χωρικοί και οι γαιοκτήμονες είχαν προ πολλού αφήσει τα υποστατικά και τα σπίτια τους και απομακρυνθεί. Οι βοσκοί είχαν πάρει τα ζώα τους από τις στάνες και είχαν φύγει. Πουθενά γύρω από την Ένθελρακ δεν υπήρχε ασφάλεια, διότι όλες οι ριπές δεν έβρισκαν τους αντιπάλους. Πολλές κοτρόνες ή σιδερένιες σφαίρες που εκτόξευαν οι καταπέλτες έφευγαν προς τελείως τρελές κατευθύνσεις, και το ίδιο ίσχυε και για τα βέλη από τις γιγαντοβαλλίστρες κάπου-κάπου. Μονάχα οι βολές των ενεργειακών κανονιών ήταν ακριβείας, αλλά κι αυτές δεν έφταναν πάντα τους στόχους τους, καθώς οι παρατάξεις βρίσκονταν στα όρια της εμβέλειας των όπλων. Πολλές φορές, έτσι, οι ενεργειακές ριπές χτυπούσαν τα εδάφη ανάμεσα στην Ένθελρακ και στο στρατόπεδο των Ανατολικών Δυνάμεων. Ο τόπος είχε ρημάξει.

Η νύχτα έπεσε, κι ακόμα οι πολεμικές μηχανές βρίσκονταν σε λειτουργία. Οι χειριστές τους δούλευαν εναλλάξ, για να ξεκουράζονται. Ορισμένοι είχαν σκοτωθεί από επιτυχημένες βολές των εχθρών τους. Οι μάγοι που έκαναν Μαγγανείες Οπλικής Φορτίσεως στα ενεργειακά κανόνια ήταν εξουθενωμένοι.

Το μεγάλο φεγγάρι της Βίηλ ατένιζε θυμωμένα πολιορκούμενους και πολιορκητές.

Οι Ανατολικές Δυνάμεις έβαλαν το σχέδιό τους σε δράση.

Ένα μεγάλο μέρος του φουσάτου τους εφόρμησε, μέσα στη νύχτα, προς τη νότια πύλη της Ένθελρακ και προς το άνοιγμα που είχε δημιουργήσει ο Κατακρημνιστής στη νοτιοανατολική μεριά των τειχών. Αεροσκάφη υποστήριξαν τους πολεμιστές της Ανατολικής Συμμαχίας προτού φτάσουν κοντά στα τείχη, βομβαρδίζοντας τους εχθρούς. Ορισμένα καταρρίφθηκαν από μεγάλα βέλη, σιδερένιες αγκαθωτές σφαίρες, ή ενεργειακές ριπές. Τα υπόλοιπα, αφού έριξαν εκρηκτικά, υποχώρησαν. Αλλά οι πολεμικές μηχανές των επαναστατών δεν σταμάτησαν να βάλλουν παρά μόνο όταν οι εφορμώντες ήταν στο νοτιοανατολικό τείχος της Ένθελρακ μαζί με ιππικό και άρματα μάχης. Κάποια από αυτά τα άρματα είχαν πλατφόρμες που σηκώνονταν για να ανεβάζουν τους πολιορκητές στις επάλξεις, όπου χάος τούς περίμενε. Άλλα μετέφεραν πολιορκητικούς κριούς, για να χτυπήσουν την πύλη και τα ταλαιπωρημένα από τις εκρήξεις τείχη.

Ο Λούσιος Φαθράλω, στεκόμενος τώρα στις επάλξεις του κάστρου της Δούκισσας, ατένιζε την επίθεση με τα κιάλια του και δεν μπορούσε να δει πουθενά τον μεταλλικό γίγαντα. Θα χτυπήσει αλλού αυτή τη φορά. Όπως το περίμενα. Κατέβασε τα κιάλια και κοίταξε προς κάθε μεριά, περιμένοντας να δει τα μέταλλα του μηχανήματος να γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο, τα μάτια του να φωτίζουν σαν άστρα, καθώς ερχόταν. Δύο σημεία ήταν πιθανά να χτυπήσουν οι αποστάτες, και ο Λούσιος τα είχε αφήσει εσκεμμένα αφύλαχτα. Ή τουλάχιστον, τα είχε αφήσει να φαίνονται αφύλαχτα. Είχε κρύψει δύο ενεργειακά κανόνια στο καθένα, και είχε προστάξει τους χειριστές τους να περιμένουν. Μονάχα όταν έβλεπαν τον μεταλλικό γίγαντα να έρχεται θα άνοιγαν τις πολεμίστρες και θα έβγαζαν τις κάννες των κανονιών, για να τον χτυπήσουν συγχρονισμένα και να τον κάνουν κομμάτια.

Αλλά η επίθεση δεν ήρθε από εκεί όπου περίμενε ο Παντοκρατορικός Επόπτης του Σάνκριλαμ.

Ένα σμήνος αεροπλάνων της Ανατολικής Συμμαχίας ζύγωσε γρήγορα την ανατολική πύλη της πόλης, με φανερή πρόθεση να τη βομβαρδίσει. Όλες οι πολεμικές μηχανές σ’εκείνη την περιοχή στράφηκαν εναντίον του, και ελικόπτερα απογειώθηκαν αμέσως, κουβαλώντας γιγαντοβαλλίστρες και εξαπολύοντας βέλη καταπάνω στα εχθρικά μαχητικά. Τα αεροπλάνα των αποστατών στράφηκαν και έφυγαν – ούτε ένα δεν εξαπέλυσε τα εκρηκτικά του – και κάποια από αυτά καταρρίφθηκαν.

Χωρίς να προκαλέσουν εκρήξεις έξω από τα τείχη της πόλης.

Ο Λούσιος συνοφρυώθηκε. Δεν κουβαλούσαν εκρηκτικά, τελικά; Στη Βίηλ, αποκλείεται να έπεφταν και οι εκρηκτικές ύλες μέσα τους να μην έκαναν τεράστιες εκρήξεις. Δεν σκόπευαν να μας βομβαρδίσουν; Γιατί ήρθαν, λοιπόν;

Τότε, είδε όλο το υπόλοιπο φουσάτο των Ανατολικών Δυνάμεων – όσους μαχητές και άρματα δεν είχαν επιτεθεί στα νοτιοανατολικά – να κάνει έφοδο προς την ανατολική πύλη. Και ο μεταλλικός γίγαντας προπορευόταν.

Ερχόταν με τρομερή ταχύτητα. Μια θολούρα μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.

Και οι δυνάμεις στην ανατολική πύλη και γύρω από αυτήν ήταν αποπροσανατολισμένες από την αεροπορική υποτιθέμενη επίθεση.

Ο Λούσιος κοπάνησε τη γροθιά του στις επάλξεις του κάστρου, οργισμένος.

7.

Ο Κατακρημνιστής έπεσε πάνω στην ανατολική πύλη της Ένθελρακ, και η ανατολική πύλη κομματιάστηκε. Σκόνη σηκώθηκε.

Οι υπερασπιστές της πόλης επιτέθηκαν στο ψηλό αυτοκίνητο εφορμώντας του από γύρω με δόρατα και σπαθιά. Ο Κατακρημνιστής, όμως, δεν μπορούσε να χτυπηθεί από τέτοια όπλα. Γρονθοκόπησε προς τα δεξιά και τρεις αντίπαλοί του τινάχτηκαν πέρα, με τις ασπίδες τους διαλυμένες. Γρονθοκόπησε προς τα αριστερά κι άλλοι δύο έπεσαν. Κατέβασε το κεφάλι του και όρμησε σ’αυτούς που βρίσκονταν αντίκρυ του, οι οποίοι σωριάστηκαν σαν μποτίλιες. Οι πρώτοι που χτυπήθηκαν από τα κέρατά του σκοτώθηκαν ακαριαία· τα κόκαλά τους έσπασαν. Οι υπόλοιποι – όσοι είχαν ακόμα τις αισθήσεις τους – τράπηκαν σε φυγή, κραυγάζοντας τρομοκρατημένοι.

Και τότε οι Ανατολικές Δυνάμεις έφτασαν στην πύλη της Ένθελρακ: πεζοί και άρματα και ιππείς. Εισέβαλαν στην πόλη κατακόπτοντας τους Παντοκρατορικούς και τους μισθοφόρους της Πριγκίπισσας Ισλάννα, πηγαίνοντας να καταλάβουν τις επάλξεις επάνω στα τείχη.

Ο Κατακρημνιστής άρπαξε το πλάι ενός Παντοκρατορικού άρματος με γιγαντοβαλλίστρα, το ανασήκωσε, και το ανέτρεψε, αφήνοντάς το να καταλήξει με τους τροχούς στον αέρα. Ο χειριστής της γιγαντοβαλλίστρας τσακίστηκε, ο οδηγός και οι άλλοι που ήταν μέσα παγιδεύτηκαν, και προσπαθούσαν απεγνωσμένα να ανοίξουν τις θωρακισμένες πόρτες για να βγουν.

Καμια ντουζίνα βαλλιστροφόροι ήρθαν και στάθηκαν αντίκρυ στο αυτοκίνητο. Σημάδεψαν και πάτησαν τις σκανδάλες των όπλων τους. Βέλη έλουσαν τον Κατακρημνιστή, χωρίς να του προκαλέσουν την παραμικρή ζημιά. Τα φωτεινά μάτια του στράφηκαν επάνω τους, και τα πόδια του βρόντησαν στο πλακόστρωτο της πόλης καθώς όρμησε στους βαλλιστροφόρους. Εκείνοι έτρεξαν να φύγουν πετώντας τα όπλα τους.

Κι από πίσω τους, ένας άντρας αποκαλύφτηκε.

Ο Τζακ’μορ Πολύχρωμος.

Δεν ήταν ντυμένος για πόλεμο. Ενώ όλοι γύρω του μάχονταν φορώντας πανοπλίες και κράνη και κρατώντας ασπίδες, αυτός φορούσε μόνο ένα δερμάτινο παντελόνι και μια κοντή μπλούζα. Ήταν άνοιξη, άλλωστε, κι ο καιρός γλυκός σήμερα. Από τη μέση του κρεμόταν ένα θηκαρωμένο σπαθί, και το ένα του χέρι ήταν επάνω στη λαβή. Το άλλο το ύψωσε προς το αυτοκίνητο.

Μπορούσε να δει την ενέργεια που το κινούσε. Την ενέργεια που προερχόταν από μέσα του. Δεν ήταν μια απλή μηχανή, όπως ένα όχημα ή ένα ενεργειακό κανόνι. Είχε δική του ενεργειακή μορφή. Ήταν κάτι το ζωντανό. Και, άρα, ο Εραστής μπορούσε να το επηρεάσει. Δεν ήταν καν δύσκολο. Η ενεργειακή μορφή του αυτοκινήτου δεν ήταν τόσο εξελιγμένη όσο των περισσότερων άλλων έμβιων όντων. Επρόκειτο για το δημιούργημα ενός ανθρώπου, ακόμα κι αν αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Δαίδαλος.

Ο Τζακ το σταμάτησε. Στέλνοντας ενεργειακά κύματα προς το μέρος του το έκανε να συγχυστεί, με αποτέλεσμα τα χέρια και τα πόδια του να πάψουν να κινούνται. Τα μάτια του συνέχισαν να φωτίζουν, και τώρα το φως τους έμοιαζε οργισμένο. Ο Τζακ μπορούσε να δει την ενεργειακή μορφή του αυτοκινήτου να παλεύει να ξεφύγει από την επίθεσή του. Να παλεύει μάταια.

Ο Τζακ χαμογέλασε στραβά.

Κι ύστερα, ο Τάμπριελ ήρθε έφιππος πλάι στο ψηλό, κερασφόρο αυτοκίνητο, ντυμένος με πανοπλία και έχοντας την προσωπίδα του κράνους του σηκωμένη. Στο χέρι του βαστούσε το ραβδί του με την πορφυρή σφαίρα στην κορυφή. Η Ανταρλίδα και ο Όρνιφιμ βρίσκονταν κοντά του, δεξιά κι αριστερά του, έφιπποι κι αυτοί και πάνοπλοι.

«Άζ’λεφκ…» είπε ο Τζακ.

Ο Τάμπριελ το είχε «δει» ότι θα τον συναντούσε να προσπαθεί να κάνει κακό στον Κατακρημνιστή. Δεν ήταν βέβαιος πού ακριβώς θα συνέβαινε αυτό, ή πότε, αλλά το είχε «δει», σε μία από τις δεκάδες εικόνες που γέμιζαν το μυαλό του. Και το είχε θεωρήσει πιθανό ότι αυτή η στιγμή θα ερχόταν τώρα, στην Ένθελρακ. Όλα τα στοιχεία ήταν στη θέση τους, περιμένοντας να συνδεθούν με τον σωστό τρόπο.

Ο Άζ’λεφκ προκάλεσε μια μικρή αλλαγή στην ενεργειακή μορφή του Κατακρημνιστή – μια σχεδόν αμελητέα αλλαγή που σύντομα θα εξαφανιζόταν – όμως ήταν αρκετή για να ξεγλιστρήσει το αυτοκίνητο από την παραλυτική επιρροή της δύναμης του Εραστή.

Ο Κατακρημνιστής κοπάνησε το δεξί του πόδι στο πλακόστρωτο, θυμωμένα, γεμίζοντας το έδαφος με ρωγμές και σπασμένες πέτρες. Ήταν έτοιμος να ορμήσει στον Τζακ, αλλά ο Τάμπριελ τού είπε: «Όχι! Φύγε!»

Το αυτοκίνητο δίστασε.

«Φύγε!» φώναξε ο Τάμπριελ. «Ο Δαίδαλος σού είπε να μη σκοτωθείς!»

Και τότε ο Τζακ επιτέθηκε. Στέλνοντας κύματα ενέργειας καταπάνω στον Άζ’λεφκ και τους συντρόφους του.

Ο Τάμπριελ κύρτωσε τον χώρο γύρω από την επικίνδυνη ενέργεια, ενώ φώναζε: «Ανταρλίδα, Όρνιφιμ – φύγετε!» Ο Κατακρημνιστής, ευτυχώς, είχε ακούσει την προτροπή του και απομακρυνόταν, μπαίνοντας στους δρόμους της Ένθελρακ για να βοηθήσει τους πολεμιστές της Ανατολικής Συμμαχίας.

Η Ανταρλίδα είχε ήδη το σπαθί της στο χέρι, από τότε που πέρασαν τη διαλυμένη πύλη της Ένθελρακ. «Δεν πηγαίνουμε πουθενά!» Μπροστά τους έβλεπε τα ενεργειακά κύματα του Τζακ να έχουν κυρτώσει, να έχουν σχηματίσει μια παράξενη καμπύλη, και καταλάβαινε ότι ο Τάμπριελ ήταν που το έκανε αυτό.

«Είμαστε μαζί σου, Μεγάλε Προφήτη!» δήλωσε ο Όρνιφιμ, και κατέβασε την προσωπίδα του κράνους του.

Ο Τζακ χτύπησε, ξαφνικά, το πλακόστρωτο με ενέργεια, κάνοντας τις πέτρες να ραγίσουν και να τιναχτούν. Τα άλογα του Τάμπριελ, της Ανταρλίδας, και του Όρνιφιμ πανικοβλήθηκαν, σηκώθηκαν στα πίσω πόδια τους χρεμετίζοντας.

8.

«Ο κερατάς φαίνεται να τα έχει κάνει όλα πριν από εμάς,» παρατήρησε ο Πολ, καθώς εκείνος και η Αλιζέτ περνούσαν, πεζοί, την κατεστραμμένη πύλη της Ένθελρακ βλέποντας το μακελειό που γινόταν στους δρόμους προς κάθε μεριά και τους μαχητές της Ανατολικής Συμμαχίας ν’ανεβαίνουν στις επάλξεις από τις πέτρινες σκάλες των τειχών.

«Σχεδόν,» είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα, έχοντας το βλέμμα της στραμμένο προς το βάθος της κεντρικής οδού που ξεκινούσε από την πύλη. Λάμψεις φαίνονταν από εκεί, σαν από διαρροή ενέργειας.

«Όχι πάλι αυτός ο τρελός…» είπε ο Πολ, παρατηρώντας τον Τζακ αντίκρυ στον Τάμπριελ, την Ανταρλίδα, και τον Όρνιφιμ. Η ενέργεια που έστελνε καταπάνω τους έμοιαζε να χάνει την πορεία της σαν να έβρισκε κάποιο αόρατο εμπόδιο. Αλλά, μετά, άλλαξε απότομα κατεύθυνση και χτύπησε το πλακόστρωτο, το οποίο ανατινάχτηκε από τον Τζακ ώς τους τρεις αντίπαλούς του. Τα άλογα των τελευταίων αφήνιασαν: ο Όρνιφιμ έπεσε από τη σέλα, ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα με το ζόρι κρατήθηκαν επάνω.

«Πάμε κοντά,» είπε η Αλιζέτ.

«Νομίζεις ότι θα ήταν καλή ιδέα;»

«Όχι από μπροστά. Από δίπλα.»

Ο Πολ την ακολούθησε.

9.

Ο Τάμπριελ κατέβηκε από το άλογό του προτού αυτό αφηνιάσει ξανά και τον ρίξει. Και τούτη η μικρή διάσπαση της προσοχής του ήταν αρκετή για να διαπεράσει ο Τζακ την άμυνα του Άζ’λεφκ και να στείλει ένα πλοκάμι ενέργειας μέσα του. Ο Τάμπριελ στηρίχτηκε στο ραβδί του, γρυλίζοντας, καθώς αισθανόταν μια πύρινη λόγχη να τον έχει τρυπήσει. Την αισθανόταν μέσα στο στήθος του, αλλά ήξερε πως, στην πραγματικότητα, ήταν στην ενεργειακή του μορφή, όχι στο φυσικό του σώμα. Αναζητούσε να σπάσει το ενεργειακό πλέγμα και να φτάσει το πνεύμα του Άζ’λεφκ, να το χτυπήσει και να το καταστρέψει.

Η Ανταρλίδα σπιρούνισε το άλογό της, εφορμώντας στον Τζακ. Εκείνος, χωρίς να πάρει την προσοχή του από τον Τάμπριελ, έστειλε ένα κύμα ενέργειας προς το ζώο. Αυτό χρεμέτισε πανικόβλητα, αφήνιασε ξανά. Η Ανταρλίδα αναγκάστηκε να πέσει από τη σέλα, να κυλήσει στο κατακρεουργημένο πλακόστρωτο, και να σηκωθεί. Ευτυχώς, η πανοπλία της ήταν μόνο από πετσί κι ελάχιστα μεταλλικά τμήματα, και δεν επηρέαζε τόσο τις κινήσεις της.

Ο Τάμπριελ μεταμόρφωσε την ενεργειακή του μορφή – προσπαθώντας, συγχρόνως, να μην τη λέπτυνε και ο εχθρός τη διαπεράσει. Την έκανε σωληνοειδή, και το ενεργειακό πλοκάμι του Εραστή πέρασε από μέσα της, βρέθηκε ξαφνικά στο κενό. Η ενεργειακή μορφή του Τάμπριελ ανασχηματίστηκε παραδίπλα, χωρίς το υλικό του σώμα να έχει μετακινηθεί. Το πλοκάμι ενέργειας του Τζακ είχε εξαφανιστεί.

«Τζακ!» φώναξε ο Τάμπριελ, προσπαθώντας ν’ακουστεί πάνω από τον σαματά της μάχης ολόγυρά τους. «Δε μπορείς να εξαφανίσεις το πνεύμα του Άζ’λεφκ μόνο μέσω εμένα! Δεν είμαι εγώ μόνο ό,τι υπάρχει από τον Άζ’λεφκ!»

«Δεν έχει σημασία,» αποκρίθηκε ο Τζακ, τυλιγμένος από νήματα ενέργειας που σπινθηροβολούσαν, τρίζοντας. «Αν ο Άζ’λεφκ δεν τελειώσει μ’εσένα, θα συνεχίσω να τον αναζητώ! Θα τον βρω, όπου κι αν κρύβεται στο σύμπαν!»

Η Αλιζέτ πετάχτηκε από δίπλα του, σπαθίζοντάς τον.

Το ξίφος της συνάντησε τα ενεργειακά νήματα του Τζακ σαν να ήταν κάτι το υλικό. Σπίθες πετάχτηκαν.

Ο Τζακ, ξαφνιασμένος, προφανώς μην περιμένοντας επίθεση, στράφηκε στη Σκοτεινή Βασίλισσα χτυπώντας την σπασμωδικά μ’ένα κύμα ενέργειας. Το σώμα της Αλιζέτ τραντάχτηκε και, ουρλιάζοντας, έπεσε.

Ο Πολ εκτόξευσε το σπαθί του καταπάνω στον Τζακ, ενώ πλησίαζε την Αλιζέτ γρήγορα. Το ξίφος κοπάνησε πάνω στα ενεργειακά νήματα και τινάχτηκε στην οροφή ενός διπλανού σπιτιού.

Ο Τάμπριελ πλησίασε τον Τζακ βαδίζοντας σταθερά προς το μέρος του, ενώ έκανε νόημα στην Ανταρλίδα να μείνει πίσω. Εκείνη, διστακτικά, υπάκουσε συμπεραίνοντας ότι μάλλον δεν μπορούσε να κάνει και πολλά για να βοηθήσει. Όμως δεν έφυγε· περίμενε, παρατηρώντας.

Ο Τζακ στράφηκε στον Άζ’λεφκ, στέλνοντας πάλι ένα ενεργειακό πλοκάμι καταπάνω του, βάζοντάς το να διαγράψει σπείρες ολόγυρά του αποσκοπώντας να τον τυλίξει. Ο Τάμπριελ έβλεπε τον Εραστή σαν ένα πελώριο, επικίνδυνο φίδι που χρησιμοποιούσε μαστιγοειδώς μία από τις φωτεινές ουρές του. Κύλησε σαν νερό ανάμεσα από τις ενεργειακές σπείρες, βρέθηκε κοντά στον Τζακ. Και χτύπησε, με την παλάμη του, το ενεργειακό πεδίο γύρω από τον Εραστή, προκαλώντας ισχυρές δονήσεις. Είδε την ενεργειακή μορφή του Τζακ να τραντάζεται σαν να ήταν στο κέντρο μιας γυάλινης επιφάνειας, σαν κι αυτή να ήταν καμωμένη από γυαλί. Κι άκουσε την κραυγή του Εραστή να γεμίζει τ’αφτιά του.

«Ξέρεις πώς σκότωσα τον άλλο Εραστή;» φώναξε ο Άζ’λεφκ. «ΕΤΣΙ τον σκότωσα!» Και χτύπησε ξανά το ενεργειακό πεδίο με την παλάμη του, προκαλώντας κι άλλες δονήσεις. Το γιγάντιο φίδι μπροστά του παλλόταν και σφάδαζε και σύριζε. Ο Τζακ κραύγαζε. Έστειλε δεκάδες ξίφη από κύματα ενέργειας καταπάνω στον Τάμπριελ, κι εκείνος κύλησε όπως το νερό ανάμεσά τους· οι λεπίδες δεν μπορούν να κόψουν ό,τι δεν τους φέρνει αντίσταση.

Ο Άζ’λεφκ κοπάνησε, γι’ακόμα μια φορά, το ενεργειακό πεδίο, τραντάζοντάς το και τραντάζοντας μαζί και την ενεργειακή μορφή του Εραστή. «Ήταν ο μόνος τρόπος για να ελευθερωθώ από τη Λετδάρκη, κι ο άλλος Εραστής ήταν πολύ κοντά στην επίθεσή μου,» είπε ο Τάμπριελ στον Τζακ. «Δεν ήταν η πρόθεσή μου να τον σκοτώσω, αλλά πέθανε.» Χτύπησε πάλι με την ανοιχτή του παλάμη. Το πεδίο γύρω τους δονήθηκε όπως οι χορδές μουσικού οργάνου. Ο Τζακ ούρλιαξε, παραπατώντας. Η μορφή του Εραστή φαινόταν να κινδυνεύει να σπάσει· μερικά μικροσκοπικά θραύσματά της πλανιόνταν στο ενεργειακό πεδίο όπως κομμάτια χαρτιού στη θάλασσα.

Ο Εραστής άνοιξε ένα ζευγάρι πελώρια ενεργειακά σαγόνια για να καταπιεί τον Άζ’λεφκ, αλλά ο Άζ’λεφκ έγινε πελώριος μπροστά του, και μετά χωρίστηκε στα δύο περνώντας εκατέρωθέν του, και μετά ήταν μονάχα από τη μία μεριά, και η παλάμη του χτύπησε το ενεργειακό πεδίο. Κομμάτια από τον Εραστή τινάχτηκε προς όλες τις κατευθύνσεις.

Ο Τζακ έπεσε στο κατακρεουργημένο πλακόστρωτο του δρόμου, ουρλιάζοντας λες και λεπίδες να είχαν τρυπήσει το σώμα του, παρότι φαινόταν να μην έχει επάνω του ούτε γρατσουνιά.

Ο Τάμπριελ γονάτισε στο ένα γόνατο πλάι του, στηριζόμενος στο ραβδί του. «Λυπάμαι,» είπε. «Δεν ήταν η πρόθεσή μου ποτέ να γίνει έτσι. Ούτε με τον άλλο τότε, ούτε μ’εσένα τώρα.» Ύψωσε το χέρι του, με την παλάμη ανοιχτή, νιώθοντας το ενεργειακό πεδίο ανάμεσα στα δάχτυλά του, επάνω στο δέρμα του, να τον γαργαλά με τη φορτισμένη παρουσία του.

«Είσαι ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ!» ούρλιαξε ο Τζακ. Τα μάτια του σπινθηροβολούσαν σχεδόν όπως του Κατακρημνιστή, ενέργεια τρεμόπαιζε αδύναμα γύρω από όλο του το σώμα.

«Δεν ήθελα να πεθάνει, αλλά έπρεπε να ελευθερωθώ. Δεν θα έκανες το ίδιο;» Ο Τάμπριελ χτύπησε ξανά το ενεργειακό πεδίο.

Ο Τζακ κραύγασε, σφαδάζοντας σαν να τον έσφαζαν. Είχε διπλωθεί.

«Άκουσέ με,» του είπε ο Τάμπριελ. «Θέλεις να με ακούσεις;»

«Τι έχουμε να πούμε;» Η φωνή του ήταν ξερή, ο λαιμός του γδαρμένος, η ενεργειακή του μορφή αδύναμη: έμοιαζε μ’ένα κουρελιασμένο κουστούμι μέσα στον άνεμο μιας ανοιχτής πεδιάδας.

«Δεν σε θεωρώ εχθρό μου–»

«Δε μ’ενδιαφέρει τι με θεωρείς,» μόρφασε ο Τζακ. «Τελείωσε μαζί μου αν είναι να τελειώσεις!» έκρωξε.

«Μακάρι να μπορούσα να φέρω πίσω τον άλλο Εραστή!» είπε ο Τάμπριελ. «Αλλά δεν έχω τέτοια δύναμη, και το ξέρεις.»

«Αυτό δεν ακυρώνει ό,τι έκανες…»

Ο Τάμπριελ συμπέρανε ότι δεν υπήρχε τρόπος να τον μεταστρέψει. Η απώλεια του άλλου Εραστή ήταν πολύ τρομερή γι’αυτόν. Αλλά ήταν κρίμα μια τέτοια ενεργειακή οντότητα να χαθεί έτσι… «Ο μοναδικός σκοπός της ύπαρξής σου είναι να κυνηγάς τον Άζ’λεφκ;»

«Ναι…» Η φωνή του Τζακ ήταν αδύναμη τώρα.

«Και πριν; Ποιος ήταν πριν ο σκοπός σου; Όταν ήσουν με τον άλλο Εραστή.»

Ο Τζακ χαμογέλασε καθώς μνήμες τον γέμιζαν. «Ήμουν μαζί του· αυτό ήταν αρκετό.»

«Και προτού ήσουν μαζί του;»

Ο Τζακ έμεινε σιωπηλός.

«Σας έβαλαν μαζί οι δεσμοφύλακες της Λετδάρκης για να παράγετε ενέργεια για τη διάσταση. Δεν το έκαναν επειδή σας συμπαθούσαν. Πού ήσουν πριν από αυτό, Τζακ;»

«Ο Άζ’λεφκ δεν ξέρει…» μουρμούρισε ο Τζακ, χωρίς να λείπει η ειρωνεία από τη φωνή του.

«Ο Άζ’λεφκ δεν ξέρει τα πάντα.»

«Στη Ρελκάμνια γεννήθηκα.»

«Γεννήθηκες;»

«Ναι.»

Ο Τάμπριελ δεν χρειαζόταν να ρωτήσει πώς. Μια τέτοια ενεργειακή οντότητα πρέπει να είχε γεννηθεί από ενέργεια· ήταν ο πιθανότερος τρόπος. «Και ο άλλος Εραστής;»

«Δεν ξέρω.»

«Δε σου είπε;»

«Δε μας ενδιέφεραν αυτά τα πράγματα.»

«Ήσουν φυλακισμένος, επομένως, κι εσύ, Τζακ.»

Τα μάτια του ατένισαν το πρόσωπο του Τάμπριελ παραξενεμένα, μην καταλαβαίνοντας τι εννοούσε.

«Στη Λετδάρκη. Ήσουν φυλακισμένος.»

Ο Τζακ γέλασε ξερά. «Δεν ξέρεις τι λες!»

«Ήσουν σε μια παγίδα, αν και ήταν μια παγίδα ευτυχίας για σένα. Το ένα, όμως, δεν ακυρώνει το άλλο.» Ο Τάμπριελ είδε σκέψεις να περνάνε πίσω από τα μάτια του Τζακ. «Κι ακόμα είσαι στην ίδια παγίδα. Θα συνεχίσεις να κυνηγάς το πνεύμα του Άζ’λεφκ; Νομίζεις ότι πραγματικά θα καταφέρεις να το αφανίσεις; Ο σκοπός σου είναι μάταιος. Θα πεθάνεις χωρίς λόγο. Αν όχι από εμένα, από κάποιον άλλο. Κι ακόμα κι αν καταφέρεις να αφανίσεις τον Άζ’λεφκ από το σύμπαν, μετά τι θα κάνεις; Τι θα κάνεις; Δεν είσαι μόνο ενεργειακή οντότητα πλέον· είσαι και ο Τζακ Πολύχρωμος.»

«Τώρα είναι που θα μου ζητήσεις να σε υπηρετήσω για ν’αποκτήσω ‘σκοπό’ στην ύπαρξή μου;»

«Ο Άζ’λεφκ δεν έχει υπηρέτες.» Ο Τάμπριελ σηκώθηκε όρθιος. «Πήγαινε. Συνέχισε την αναζήτησή σου, αν πιστεύεις ότι έχει νόημα.»

Η Ανταρλίδα, που στεκόταν παραδίπλα, με το σπαθί της στο χέρι, είπε: «Τι του λες; Σκότωσέ τον! Αν τον αφήσεις να φύγει τώρα, θα τον ξανασυναντήσουμε μετά!»

Ο Τζακ αποκρίθηκε στον Τάμπριελ καθώς, μετά δυσκολίας, ανασηκωνόταν: «Τίποτα δεν έχει νόημα πια.» Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα.

«Και οι άλλες μισές αναμνήσεις;» του είπε ο Άζ’λεφκ. «Αυτές του Τζακ;»

«Δεν είναι και πολύ καλύτερες. Και τώρα ούτε να βρίσκομαι στις υπηρεσίες του Ελκράσ’ναρχ δεν έχει νόημα. Ο Εραστής δεν το δέχεται. Του μοιάζει ανόητο.»

«Τότε, γιατί να μην τον πολεμήσεις; Μαζί μας.»

Τα μάτια του Τζακ γυάλισαν οργισμένα. «Το ήξερα! Θέλεις να με βάλεις να σας υπηρετήσω!»

«Κάνε ό,τι νομίζεις. Δεν θα σε σκοτώσω.» Ο Τάμπριελ τού έδωσε το χέρι του για να σηκωθεί.

Η Ανταρλίδα ήταν έτοιμη να τιναχτεί και να σπαθίσει τον Τζακ προτού γίνει κάτι μοιραίο. Ο Τάμπριελ ακόμα δεν είχε βάλει μυαλό; αναρωτιόταν. Και την προηγούμενη φορά έτσι παραλίγο ο Τζακ να τον σκοτώσει. Τον είχε πάρει μακριά από τους υπόλοιπους, δήθεν ότι ήθελε να του μιλήσει.

Ο Τάμπριελ τής έριξε ένα βλέμμα που έλεγε να μείνει στη θέση της.

Ο Τζακ δίστασε για μια στιγμή· ύστερα έπιασε το χέρι του Άζ’λεφκ και σηκώθηκε όρθιος, μοιάζοντας πολύ αδύναμος, εξαντλημένος.

Ο Τάμπριελ είδε ότι, παραδίπλα, ο Πολ είχε ήδη βοηθήσει την Αλιζέτ να σηκωθεί, και η Σκοτεινή Βασίλισσα, αν και λιγάκι καψαλισμένη ίσως, ήταν καλά. Κοίταζε τον Τάμπριελ και τον Τζακ να έχουν τα χέρια τους ενωμένα, και απορία καθρεπτιζόταν στο πρόσωπό της. Η ίδια απορία που καθρεπτιζόταν και στο πρόσωπο του Πολ. Τρελάθηκαν οι πάντες; ήταν σαν οι όψεις τους να ρωτάνε.

«Τι θα κάνεις;» ρώτησε ο Άζ’λεφκ τον Τζακ, καθώς τα χέρια τους χώριζαν.

«Δεν ξέρω.» Στράφηκε και βάδισε προς έναν παράπλευρο δρόμο γεμάτο με πτώματα. Ρυάκια αίματος κυλούσαν ανάμεσα στις πλάκες.

«Θα τον αφήσεις να φύγει;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Τάμπριελ.

Εκείνος ένευσε. «Ναι.»

«Θα ξανάρθει για να σε σκοτώσει!»

«Δεν το νομίζω. Έχει καταλάβει ότι το πρόβλημά του δεν είμαι εγώ.»

«Πριν, άλλα μου έλεγες! Ότι θα σε κυνηγά για πάντα και κάτι παρόμοια.»

«Θα κυνηγά τον Άζ’λεφκ για πάντα. Αυτή την αναζήτηση ίσως και να τη συνεχίσει… αν είναι πιο ανόητος απ’ό,τι νομίζω.»

«Είναι πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ, Τάμπριελ!»

«Όχι πια.»

Η Ανταρλίδα κοίταξε τον Τζακ που βάδισε κουρασμένα στον αιματοβαμμένο δρόμο, αγγίζοντας κάπου-κάπου τους τοίχους πλάι του για να στηρίζεται. Ίσως θα έπρεπε να τον σκοτώσω, σκέφτηκε. Τώρα, όσο έχω ακόμα καιρό. Το χέρι της πήγε στο ξιφίδιο στη ζώνη της. Μπορούσε να το τραβήξει και να το εκτοξεύσει καταπάνω του. Δεν αμφέβαλλε ότι θα τον πετύχαινε· τώρα, ούτε εκείνο το ενεργειακό κέλυφος δεν τον προστάτευε πια.

«Μην τον σκοτώσεις, Ανταρλίδα,» της είπε ο Τάμπριελ. «Μπορεί, τελικά, να μας βοηθήσει εναντίον του Ελκράσ’ναρχ. Ξέρει πράγματα για το δίκτυό του.»

«Είναι, όμως, επικίνδυνος.»

«Το ίδιο έλεγες και για την Αλιζέτ. Δε νομίζω ότι ο Τζακ ήταν λιγότερο θύμα από τον Πολ, ή από άλλους πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ. Αλλά τώρα ο Εραστής μέσα του δεν δέχεται πλέον αυτή την καταπίεση.»

Η Ανταρλίδα άφησε τη λαβή του ξιφιδίου της, χωρίς να το τραβήξει.

Ο Τάμπριελ στράφηκε πίσω του για να δει πού ήταν ο Όρνιφιμ. Τον είχε χάσει αφού ο Ιεράρχης έπεσε από το άλογό του. Και τώρα τον βρήκε να είναι ξαπλωμένος στο πλακόστρωτο, ακίνητος.

Τον πλησίασε, και η Ανταρλίδα ακολούθησε. Ο Τάμπριελ γονάτισε πλάι στον Όρνιφιμ και έβγαλε το κράνος του, είδε αίμα να έχει μουσκέψει τα μακριά, μαύρα μαλλιά του. Άγγιξε τον σφυγμό στο λαιμό του. Φαινόταν ζωντανός· απλά χτυπημένος.

«Είναι καλά;» ρώτησε η Αλιζέτ, που είχε πλησιάζει μαζί με τον Πολ, παραπατώντας λιγάκι. Ζαλιζόταν ύστερα από το ενεργειακό χτύπημα του Τζακ.

«Έτσι νομίζω,» είπε ο Τάμπριελ. Και καθώς ορθωνόταν: «Ας τον πάρουμε από εδώ.»

10.

Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν όλη τη νύχτα, αλλά δεν πέρασαν τα όρια των Παλιών Τειχών. Οι Ανατολικές Δυνάμεις δεν εισέβαλαν στην Παλιά Πόλη της Ένθελρακ· αυτές ήταν οι διαταγές που είχαν δώσει οι τρεις αρχηγοί του φουσάτου. Για την ώρα, ήθελαν να καταλάβουν ολόκληρη τη Νέα Πόλη και όλες τις επάλξεις των εξωτερικών τειχών. Το μακελειό ήταν απερίγραπτο. Οι τρεις αρχηγοί είχαν, επίσης, προστάξει να μη γίνει λεηλασία των οικημάτων της Ένθελρακ, αλλά λεηλασία έγινε. Ως συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτό είναι αδύνατο να αποτραπεί. Οι στρατοί, στο μεγαλύτερό τους μέρος, αποτελούνται από πλιατσικολόγους και καιροσκόπους· μονάχα μια μικρή, σχεδόν αμελητέα μερίδα είναι ιδεαλιστές. Καθώς οι δρόμοι της Ένθελρακ γέμιζαν με αίμα και πτώματα, αρκετοί από τους μαχητές των Ανατολικών Δυνάμεων κατέκλεβαν τα καταστήματα στη Βόρεια και στη Νότια Αγορά της πόλης, και μπήκαν ακόμα και σε σπίτια. Απέφυγαν να σκοτώσουν πολίτες – και, πράγματι, ελάχιστοι φόνοι διαπράχθηκαν – αλλά έγιναν κάμποσοι βιασμοί. Ο Νίλφες Βάθμακ αποκεφάλισε, προσωπικά, έναν διοικητή μιας μισθοφορικής ομάδας όταν τον έπιασε να βιάζει την κόρη ενός εμπόρου, και πρόσταξε να εκτελούνται όλοι όσοι θα συλλαμβάνονταν να βιάζουν ή να σκοτώνουν πολίτες. «Δεν είμαστε εδώ για να βασανίσουμε τον λαό του Σάνκριλαμ! Το λέμε αυτό από τότε που εισβάλαμε στο Πριγκιπάτο – δε θα βγω ψεύτης επειδή τα Δαιμόνια έχουν μπει στο μυαλό σας!»

Ο Νιρκάδος Ράλενθακ βρήκε τρεις Χαυδοράλιες πολεμίστριες από τον στρατό του Πρίγκιπα Αλβάρος να έχουν ξεγυμνώσει και δέσει έναν Παντοκρατορικό αξιωματικό μέσα σε μια εγκαταλειμμένη ταβέρνα και να τον χτυπάνε. Μία από αυτές έβγαζε τα ρούχα της για να τον καβαλήσει, ενώ μια άλλη κρατούσε το πουλί του, όταν ο Νιρκάδος παρενέβη μαζί με μερικούς από τους προσωπικούς του φρουρούς. Πρόσταξε να μαστιγώσουν τη μισθοφόρο που φαινόταν να έχει ξεκινήσει αυτή την ιστορία και να πάρουν τον Παντοκρατορικό αξιωματικό αιχμάλωτο αφού του φορούσαν τα ρούχα του. Τις άλλες δύο τις έστειλε στο στρατόπεδο αμέσως, έξω από την πόλη.

Ένα μεγάλο τέμενος στα βόρεια της Ένθελρακ το σεβάστηκαν και κανένας δεν το πείραξε, καθώς επίσης και όλους τους βωμούς. Τα παιδιά των Αρχαίων Κολοσσών δεν τολμούσαν να βεβηλώσουν τα μέρη λατρείας των Πνευμάτων.

Οι υπερασπιστές της Ένθελρακ επιτέθηκαν από τα Παλιά Τείχη χρησιμοποιώντας τόξα, βαλλίστρες, γιγαντοβαλλίστρες, καταπέλτες, ενεργειακά κανόνια. Αλλά σύντομα σταμάτησαν γιατί είδαν ότι πιο πολλή ζημιά προκαλούσαν στην πόλη που υποτίθεται πως έπρεπε να προστατέψουν παρά στον εχθρό.

Πολλοί από τους Παντοκρατορικούς και τους πολεμιστές της Πριγκίπισσας υποχώρησαν στην Παλιά Πόλη, ενώ άλλοι βγήκαν από εκεί για να αντιμετωπίσουν τους επιτιθέμενους. Ανάμεσα σ’αυτούς τους τελευταίους ήταν ο Λοχαγός Ιβάν Κάλρω και ο Στρατηγός Νίλφες Νάρβεληχ, ο αδελφός της Πριγκίπισσας του Σάνκριλαμ, καθώς επίσης και ο Μελράνος, ο Πρόμαχος της Πριγκίπισσας, με την κοκάλινη αρματωσιά του και κραδαίνοντας ένα μεγάλο σπαθί που κατέκοβε όποιον ήταν αρκετά άτυχος ώστε να βρεθεί στο διάβα του. Είχε σκοτώσει δεκάδες πολεμιστές των Ανατολικών Δυνάμεων, όταν τελικά συνάντησε τον Ρηθμάλος, τον Θεριστή των Οστών, και οι δύο Ιεροί Μαχητές συγκρούστηκαν καθώς όλοι παραμέριζαν από γύρω τους, τρομαγμένοι από την αγριότητα της αναμέτρησής τους. Ακόμα κι η Αλιζέτ η Σκοτεινή Βασίλισσα, βλέποντάς τους, δεν τους πλησίασε. Εξακολουθούσε, εξάλλου, να είναι ζαλισμένη από εκείνο το ενεργειακό χτύπημα του Τζακ· έβλεπε, κάπου-κάπου, λάμψεις μπροστά της και παραπατούσε. Ο Πολ τής είχε προ πολλού προτείνει να επιστρέψει, καλύτερα, στο στρατόπεδο, αλλά εκείνη είχε αρνηθεί. Κι όπως είχε αποδειχτεί, η Σκοτεινή Βασίλισσα ζαλισμένη ήταν περίπου τόσο ικανή όσο τρεις πολεμιστές της Ανατολικής Συμμαχίας ξεζάλιστοι.

Ο Μελράνος και ο Ρηθμάλος μονομαχούσαν για πολλή ώρα, και συγχρόνως μετακινούνταν. Μπήκαν σε σπίτια και τα ρήμαξαν, πήγαν από τον έναν δρόμο στον άλλο. Το σπαθί του Προμάχου της Πριγκίπισσας άστραφτε στο φως ενεργειακών λαμπών και στο φως του μεγάλου φεγγαριού της Βίηλ και συγκρουόταν με τον μεγάλο πέλεκυ του Θεριστή των Οστών. Κάπου-κάπου, ο ένας Ιερός Μαχητής κατόρθωνε κάποιο χτύπημα στον άλλο και κομμάτια από τις κοκάλινες πανοπλίες τους πετάγονταν, μα ελάχιστα τραύματα είχαν στα σώματά τους, και δεν έμοιαζαν να τους παρακωλύουν και πολύ.

(Τα κοκάλινα θραύσματα από τις αρματωσιές τους ορισμένοι πολίτες της Ένθελρακ, αλλά και μαχητές και των δύο παρατάξεων, τα μάζεψαν γιατί, στη Βίηλ, θεωρούνταν γούρικα από πολλούς. Προέρχονταν, άλλωστε, από τους Λάν’τραχαμ και ήταν αναμφίβολα ευλογημένα από τα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών· περιείχαν δύναμη.)

Ο Παντοκρατορικός Επόπτης Λούσιος Φαθράλω, στην αρχή, στεκόταν στις επάλξεις του κάστρου της Δούκισσας· ύστερα, πήγε στις επάλξεις των Παλιών Τειχών χρησιμοποιώντας τη γέφυρα που τις συνέδεε με το κάστρο. Εκεί πλησίασε, τελικά, το πλήρωμα μιας γιγαντοβαλλίστρας που ήταν καλά καλυμμένη. Στάθηκε και παρακολουθούσε τη μάχη με τα κιάλια του, που ήταν μαγικά ενισχυμένα από τη σύζυγό του, την Αρχικατάσκοπο του Σάνκριλαμ, Αμάλριτ’νορ, η οποία επί του παρόντος βρισκόταν στο εσωτερικό του κάστρου. Ο Λούσιος, σε κάποια στιγμή, είδε τον Μελράνος να μάχεται εναντίον του Ρηθμάλος. Τον δεύτερο δεν τον αναγνώριζε, δεν ήξερε ποιος ήταν, αλλά έβλεπε ότι ήταν, πέραν πάσης αμφιβολίας, Ιερός Μαχητής των Οστών. «Χτυπήστε τον,» πρόσταξε ο Λούσιος το πλήρωμα της γιγαντοβαλλίστρας. «Αυτόν τον Ιερό Μαχητή. Όχι τον δικό μας – βλέπετε τον μανδύα της Πριγκίπισσας! Τον άλλο χτυπήστε.»

«Δεν ξέρουμε αν θα τα καταφέρουμε, Εξοχότατε,» είπε ένας τους καθώς έστρεφαν τη μεγάλη πολεμική μηχανή. «Είναι μικρός στόχος…»

«Προσπαθήστε! Φαίνεται αρκετά καλά τώρα.»

Σημάδεψαν, και εκτόξευσαν το γιγάντιο βέλος.

Το οποίο έφυγε από τα Παλιά Τείχη, ταξίδεψε κάμποσες δεκάδες μέτρα περνώντας πάνω από οικήματα, διέλυσε κατά λάθος μια σοφίτα, και έπεσε κοντά – αρκετά κοντά – στον Ρηθμάλος. Χτύπησε, ξυστά, την αριστερή του μεριά, καταστρέφοντας κάμποσα κόκαλα από την οστέινη αρματωσιά του. Ο Ρηθμάλος έχασε την ισορροπία του, παραπάτησε: και ο Μελράνος, καθότι άριστος ξιφομάχος, πάραυτα άδραξε την ευκαιρία. Σπάθισε τον Θεριστή των Οστών στον λαιμό, διαπερνώντας τον και κάνοντας τη λεπίδα του να βγει από τον αυχένα του εχθρού του. Ύστερα κλότσησε το πτώμα για να ελευθερώσει το σπαθί του.

Και είδε ένα από τα άρματα των Ανατολικών Δυνάμεων να έρχεται καταπάνω του, ολοταχώς. Οι περισσότεροι πολεμιστές του φουσάτου θαύμαζαν τον Ρηθμάλος – τον λάτρευαν σχεδόν – και βλέποντας τον να πέφτει είχαν εξοργιστεί, κι αμέσως ζητούσαν το αίμα του φονιά του. Ο Μελράνος δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί, κουρασμένος από την αναμέτρηση καθώς ήταν. Τινάχτηκε μόνο λιγάκι στο πλάι, έπεσε κάτω, και το αριστερό του πόδι πατήθηκε από έναν βαρύ μεταλλικό τροχό. Ο Πρόμαχος της Πριγκίπισσας Ισλάννα ούρλιαξε καθώς τα κόκαλα της πανοπλίας του με το ζόρι μπόρεσαν ν’αντέξουν το βάρος. Τσακίστηκαν και μπήχτηκαν στο κρέας του. Πιάστηκε από έναν τοίχο και μετά δυσκολίας σηκώθηκε όρθιος, μην ξέροντας αν το πόδι του είχε σπάσει ή όχι. Βέλη τον έλουσαν από κάθε μεριά· ορισμένα καρφώθηκαν στο σώμα του, ανάμεσα από τα κόκαλα της αρματωσιάς του. Παραπατούσε, έτοιμος να πέσει· και τότε μόνο πολεμιστές της Πριγκίπισσας έσπευσαν να τον συντρέξουν μαζί με Παντοκρατορικούς, και με το ζόρι τον γλίτωσαν από τη μανία των πολεμιστών της Ανατολικής Συμμαχίας.

11.

Η Ανδρομάχη στεκόταν στις επάλξεις του κάστρου κι έψαχνε, με τα κιάλια της, για τον Τζακ μέσα στη νυχτερινή πόλη. Δεν τον έβρισκε πουθενά. Δεν έπρεπε ποτέ να είχε βγει από την ασφάλεια της Παλιάς Πόλης! Η Ανδρομάχη τού το είχε πει, εκείνος όμως την είχε αγνοήσει. Ήθελε να συναντήσει τον Άζ’λεφκ. Και τον είχε συναντήσει. Η Ανδρομάχη τούς είχε δει, με τα κιάλια της, να μάχονται μ’έναν τελείως αλλόκοτο τρόπο: ο Τζακ εκτόξευε ενέργεια και ο Τάμπριελ κάπως την εξέτρεπε από την πορεία της ή έμοιαζε να την κάνει να εξαφανίζεται ορισμένες φορές. Η Ανδρομάχη είχε παραξενευτεί· της έμοιαζαν απίστευτα όλ’ αυτά.

Μετά, όμως, είχε γίνει κάτι που της είχε φανεί ακόμα πιο περίεργο. Ο Τζακ και ο Τάμπριελ μιλούσαν. Ο πρώτος είχε πέσει στο πλακόστρωτο (παρότι ο εχθρός του δεν τον είχε χτυπήσει με κανέναν φανερό τρόπο) και ο δεύτερος είχε γονατίσει πλάι του – και μιλούσαν! Και, ύστερα, ο Τάμπριελ είχε βοηθήσει τον Τζακ να σηκωθεί όρθιος και τον είχε αφήσει να φύγει!

Από τότε η Ανδρομάχη είχε χάσει τον Τζακ, καθώς αυτός είχε μπει σε μικρότερους δρόμους της Ένθελρακ κι ώς τώρα δεν είχε επιστρέψει στο κάστρο.

Μάλλον είναι νεκρός… Η Ανδρομάχη αισθανόταν λυπημένη από αυτό. Τον είχε συμπαθήσει, τελικά.

12.

Μέχρι τα ξημερώματα οι οδομαχίες είχαν τελειώσει. Η Νέα Πόλη της Ένθελρακ ανήκε στις Ανατολικές Δυνάμεις. Ο Νίλφες Βάθμακ και ο Νιρκάδος Ράλενθακ προσπαθούσαν να επιβάλουν πειθαρχεία στους πολεμιστές τους κι έμοιαζαν να τα καταφέρνουν. Ολοένα και λιγότερα έκτροπα γίνονταν με τους πολίτες. Οι μαχητές της Πριγκίπισσας Ισλάννα και της Παντοκράτειρας είχαν όλοι υποχωρήσει πίσω από τα Παλιά Τείχη. Ο Λοχαγός Ιβάν Κάλρω είχε επιβιώσει, αν και τραυματισμένος. Ο Στρατηγός του Σάνκριλαμ, Νίλφες Νάρβεληχ, ήταν νεκρός· η Ανταρλίδα τον είχε σκοτώσει σε μια από τις οδομαχίες. Ο Τζακ ακόμα δεν είχε επιστρέψει στο κάστρο, και τώρα οι πύλες του Παλιού Τείχους ήταν αμπαρωμένες και δεν υπήρχε περίπτωση να ανοίξουν ούτε για λίγο. Στο λιμάνι, που το μεγαλύτερο – και το κυριότερο – μέρος του βρισκόταν πίσω από την Παλιά Πόλη, ποταμόπλοια ήταν έτοιμα να αποπλεύσουν. Πολλοί ευγενείς της Ένθελρακ είχαν ήδη φύγει, ταξιδεύοντας βόρεια επάνω στον Νέρελρημ, καθώς και απλοί πολίτες, αποσκοπώντας να φτάσουν στην Σάνκριλαμ.

Ο Λούσιος Φαθράλω αναρωτιόταν αν θα ήταν φρόνιμο να υποχωρήσει από την Ένθελρακ και να πάει κι εκείνος στη Σάνκριλαμ μαζί με τον στρατό του, όταν η φωνή του Νίλφες Βάθμακ αντήχησε μέσα στην πόλη, μεγεθυσμένη από εκφωνητή, ζητώντας ακριβώς αυτό: οι Παντοκρατορικοί να φύγουν και η Ένθελρακ να απελευθερωθεί από τον ζυγό της Παντοκράτειρας. Είχε, μάλιστα, το θράσος (κατά τη γνώμη του Λούσιου) να ισχυριστεί ότι οι αποστάτες δεν ήθελαν το κακό των πολιτών της Ένθελρακ, και τους παρότρυνε να συμμαχήσουν με τις Ανατολικές Δυνάμεις για να αποτινάξουν τους δυνάστες τους.

Η Δούκισσα Θελρίτ έριχνε λοξές ματιές στον Λούσιο, καθώς οι δυο τους – και πολλοί άλλοι: ευγενείς, στρατιωτικοί, μάγοι, πράκτορες, φρουροί – βρίσκονταν στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου και άκουγαν τα λόγια του Νίλφες Βάθμακ, Στρατηγού του Πριγκιπάτου Νέλερβικ, όπως είχε ο ίδιος συστήσει τον εαυτό του.

«ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΟΛΥ,» προειδοποίησε η φωνή του Νίλφες, ερχόμενη με τον ανοιξιάτικο άνεμο. «ΘΑ ΕΠΙΤΕΘΟΥΜΕ ΣΥΝΤΟΜΑ, ΑΝ ΔΟΥΜΕ ΠΩΣ ΟΙ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΙ ΔΥΝΑΣΤΕΣ ΕΠΙΜΕΝΟΥΝ ΝΑ ΚΡΑΤΟΥΝ ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΥΠΟ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΟΥΣ!»

«Φεύγουμε,» δήλωσε ο Λούσιος, ύστερα από μερικές στιγμές απόλυτης σιγής μέσα στη μεγάλη αίθουσα.

«Τι;» πετάχτηκε ένας ευγενής της Ένθελρακ. «Δεν – δε μπορείτε να μας αφήσετε σ’αυτά – σ’αυτά τα σκυλιά!»

«Μη φοβάσαι, Άρχοντά μου,» του είπε ο Λούσιος, κάπως περιφρονητικά, «δεν πρόκειται να σας πειράξουν. Δεν τον άκουσες τι είπε;»

«Μα, Εξοχότατε!»

«Η απόφαση είναι δική μου,» φώναξε ο Λούσιος. «Και αποφασίζω ότι θα αποχωρήσουμε από την πόλη.»

Η Δούκισσα Θελρίτ τού έμοιαζε ανακουφισμένη από αυτό, αλλά δεν μπορούσε παρά να στραφεί προς τη μεριά της και να της πει: «Δούκισσά μου, με συγχωρείτε αν φαίνεται πως εγκαταλείπω την πόλη σας, όμως πραγματικά πιστεύω ότι αν μείνουμε εδώ θα προκληθούν πολύ περισσότερες καταστροφές απ’ό,τι αν φύγουμε – και, στο τέλος, δεν θα κατορθώσουμε να κρατήσουμε την Ένθελρακ. Οι αποστάτες διαθέτουν όπλα πολύ ισχυρότερα από τα δικά μας. Δεν έχουμε τίποτα που μπορεί να συγκριθεί μ’αυτό τον μεταλλικό γίγαντα που έχουν φέρει· κι αφού κατόρθωσε να διαλύσει τα εξωτερικά τείχη σαν να ήταν από άμμο, δεν νομίζω να δυσκολευτεί καθόλου να κάνει το ίδιο και στα Παλιά Τείχη.»

Η Δούκισσα Θελρίτ ένευσε, δείχνοντας φοβισμένη. «Καταλαβαίνω, Εξοχότατε, καταλαβαίνω…» Το καλοδιατηρημένο λευκόδερμο πρόσωπό της είχε χλομιάσει. Μαύροι κύκλοι υπήρχαν γύρω από τα μάτια της· δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, όπως όλοι τους.

«Αν θέλετε, ασφαλώς, μπορείτε να έρθετε μαζί μας, στην πρωτεύουσα.»

«Όχι,» είπε η Δούκισσα Θελρίτ, πιο γενναία απ’ό,τι μαρτυρούσε η όψη της, «θα μείνω στην πόλη μου. Ό,τι κι αν είναι να γίνει.»

«Δε νομίζω πως θα σας πειράξουν, Δούκισσά μου,» της είπε ο Λούσιος. Κι ύστερα έριξε ένα βλέμμα στη σύζυγό του, που δεν στεκόταν μακριά από εκείνον.

Η Αμάλριτ’νορ ένευσε, κι αυτό το νεύμα ο Λούσιος το ήξερε καλά. Σήμαινε ότι συμφωνούσε απόλυτα μαζί του. «Πάμε,» του είπε. «Όσο πιο γρήγορα φύγουμε από εδώ, τόσο το καλύτερο.»

13.

Ο Λούσιος και η Αμάλριτ’νορ θα έφευγαν με ελικόπτερο, παίρνοντας μαζί τους και τον Μελράνος που ήταν βαριά τραυματισμένος. Κάποιοι άλλοι αξιωματικοί, μάγοι, και τραυματίες θα έφευγαν επίσης με ελικόπτερα, ενώ όλα τα Παντοκρατορικά μαχητικά αεροπλάνα θα εγκατέλειπαν αμέσως τον Αερολιμένα της Ένθελρακ ο οποίος βρισκόταν πέντε χιλιόμετρα βόρεια της πόλης, περιτειχισμένος φυσικά και ακόμα απείραχτος από τους αποστάτες. Το υπόλοιπο Παντοκρατορικό στράτευμα, καθώς και οι περισσότεροι μαχητές της Πριγκίπισσας Ισλάννα, θα έφευγαν με καράβια από το λιμάνι.

Η Ανδρομάχη αποφάσισε να πάει μαζί τους, για να κάνει παρέα στον Λοχαγό Ιβάν Κάλρω, που ήταν χτυπημένος – ευτυχώς, όχι βαριά. Επίσης, ήλπιζε να συναντήσει τον Τζακ ώσπου να αποπλεύσει, αν και αυτό δεν της φαινόταν και τόσο πιθανό πλέον. Γιατί δεν είχε πάρει ούτε καν έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό μαζί του όταν είχε φύγει από το κάστρο; Τι ανόητος που ήταν! Ο Τάμπριελ δεν τον σκότωσε αλλά ο μαλάκας κατάφερε κάπως να σκοτωθεί από μόνος του!

«Έλα, Ανδρομάχη! Τι περιμένεις;» της φώναξε ο Ιβάν, από το κατάστρωμα του ποταμόπλοιου, όπου είχε μόλις ανεβεί με τη βοήθεια μιας Παντοκρατορικής πολεμίστριας. Δεν αποκαλούσε πλέον την Ανδρομάχη Εξοχότατη, φυσικά, αφού δεν ήταν Επόπτρια, ούτε στον πληθυντικό τής μιλούσε.

«Θ’ανεβώ,» αποκρίθηκε εκείνη. «Πήγαινε μέσα. Θ’ανεβώ.»

Ο Ιβάν απομακρύνθηκε ενώ η Ανδρομάχη παρέμεινε στην αποβάθρα, κοιτάζοντας την κοσμοπλημμύρα στο λιμάνι: μισθοφόροι, κυρίως, φανερά καταπονημένοι όλοι τους και κάποιοι άσχημα τραυματισμένοι. Πόδια έλειπαν, χέρια έλειπαν, μάτια, αφτιά· πρόσωπα ήταν κατακρεουργημένα από χτυπήματα λεπίδων ή από φωτιές.

Η Ανδρομάχη κατέβηκε από την αποβάθρα, ψάχνοντας με το βλέμμα της ανάμεσα στον κόσμο. Πού είσαι, Τζακ; Αν είσαι ζωντανός, αν είσαι μέσα στην Παλιά Πόλη, μη μου πεις ότι σκέφτεσαι να μείνεις εδώ…

Αλλά, μάλλον, δεν είναι ζωντανός…

Και μετά, λίγο προτού γυρίσει για να φύγει, τον είδε! Βάδιζε μέσα στο πλήθος. Ερχόμενος προς το μέρος της.

Η Ανδρομάχη χαμογέλασε. Πήγε κοντά του και τον φίλησε. «Γιατί δεν ήρθες στο κάστρο;»

Ο Τζακ μειδίασε κουρασμένα. «Νομίζεις ότι θα ήμουν πιο ασφαλής εκεί;»

«Θα ήξερα ότι ήσουν ζωντανός!»

«Δεν ήμουν καν στην Παλιά Πόλη, Ανδρομάχη. Λιποθύμησα έξω από τα Παλιά Τείχη, σ’ένα σοκάκι. Ξύπνησα, το πρωί, από τις φωνές του Νίλφες Βάθμακ κι από τη γλώσσα μιας γάτας που έγλειφε το μάγουλό μου.»

«Προσπαθείς να με κάνεις να ζηλέψω;»

Αυτό το μειδίαμα του Τζακ ήταν πιο αληθινό από το προηγούμενο.

«Πώς ήρθες εδώ, αφού ήσουν έξω από τα Παλιά Τείχη;» τον ρώτησε η Ανδρομάχη.

«Έκλεψα μια ψαρόβαρκα από μια αποβάθρα της Νέας Πόλης.»

«Έπρεπε πρώτα να είχες επικοινωνήσει μαζί μου. Μέσα από κάποιον τηλεπικοινωνιακό θάλαμο.»

«Όσους συνάντησα τους είχαν σπάσει. Τόσο πολύ σε νοιάζει για μένα;»

«Κοιμόσουν στο κρεβάτι μου προχτές.»

«Δικαιολογία είναι αυτή;»

Η Ανδρομάχη γέλασε. «Έλα, πάμε στο πλοίο,» είπε πιάνοντας το χέρι του.

Της έφερε αντίσταση. «Περίμενε· δεν είμαι σίγουρος ότι θέλω να πάω στη Σάνκριλαμ.»

Η Ανδρομάχη συνοφρυώθηκε. «Τι είπες με τον Τάμπριελ; Γιατί δε σε σκότωσε; Μπορούσε να σε είχε σκοτώσει, έτσι δεν είναι; Σας παρακολουθούσα.»

Ο Τζακ ένευσε. «Μπορούσε. Δεν έχει νόημα πλέον να είμαι μαζί σου, Ανδρομάχη. Δεν είμαι πράκτορας της Παντοκράτειρας. Δεν μπορώ να είμαι.»

Το συνοφρύωμά της βάθυνε. «Μη λες ανοησίες…» Η φωνή της ακουγόταν αδύναμη ακόμα και στην ίδια.

«Δεν καταλαβαίνεις; Ξέρεις την αλήθεια για τον Ελκράσ’ναρχ· στην έχω πει. Δε μπορώ να τον υπηρετώ πλέον· δε με συμφέρει.»

«Δε σε συμφέρει;» σχεδόν φώναξε η Ανδρομάχη. «Μα, είσαι… είσαι Ανώτατος Ελ–!»

«Δεν είμαι αυτός που ήμουν.»

«Συμμάχησες με τους αποστάτες!» τον κατηγόρησε. «Άντε γαμήσου,» είπε, τσαντισμένα, και γύρισε για να πάει προς το πλοίο που την περίμενε.

Ο Τζακ τής έπιασε τον αγκώνα. Η Ανδρομάχη στράφηκε, έτοιμη να τον γρονθοκοπήσει καταπρόσωπο. Αλλά εκείνος την πρόλαβε λέγοντας: «Δεν συμμάχησα με κανέναν.»

«Τι είπατε με τον Τάμπριελ;»

«Κάποια πράγματα… Δεν έχει σημασία. Έχει δίκιο, όμως, σε ορισμένα από αυτά. Δεν έχω κανέναν αληθινό σκοπό. Το να κυνηγάω το πνεύμα του Άζ’λεφκ δεν είναι σκοπός. Ο Εραστής θέλει να τον αφανίσει, ναι, αλλά ο Εραστής δεν είναι μόνος του σ’αυτό το σώμα. Έχουμε γίνει ένα αμάλγαμα.»

«Μ’έχεις μπερδέψει,» του είπε η Ανδρομάχη σαν πάλι να τον κατηγορούσε. «Θα έρθεις μαζί μου ή θα μείνεις εδώ; Αποφάσισε.» Τον περίμενε αυτόν τον ανώμαλο τόσες ώρες να εμφανιστεί, και τώρα τολμούσε να της λέει αυτές τις κωλομαλακίες!

Ο Τζακ άφησε τον αγκώνα της, κι ήταν συλλογισμένος.

«Φεύγω,» του είπε η Ανδρομάχη και, γυρίζοντας, βάδισε προς το πλοίο που την περίμενε. Ανέβηκε στο κατάστρωμά του χωρίς να κοιτάξει πίσω. Μετά μόνο στράφηκε για να δει πού ήταν ο Τζακ· και περίμενε να μην τον δει πουθενά, περίμενε να έχει εξαφανιστεί μες στο πλήθος, όπως εμφανίστηκε.

Όμως, αντιθέτως, ο Τζακ ερχόταν προς το καράβι. Ανέβηκε τη ράμπα μαζί με τους τελευταίους επιβάτες και, κάνοντας μερικά βήματα, βρέθηκε πλάι της. Η Ανδρομάχη πέρασε, σιωπηλά, το χέρι της γύρω από τη μέση του και τον κράτησε κοντά της.

Απολλώνια

1.

Σε κανέναν από τους πολίτες της Βολιρίας δεν επιτρεπόταν να φύγει από το σπίτι του, παρότι πολλές από τις κατοικημένες πολυκατοικίες βρίσκονταν τώρα κοντά στις περιοχές όπου οι δυνάμεις του Βασιλείου της Απολλώνιας ήταν έτοιμες να συγκρουστούν με τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας. Ο Συνταγματάρχης Κλεάνθης Νιρλέμβω, ο καινούργιος αρχηγός των Παντοκρατορικών στη Βολιρία, κρατούσε τους κατοίκους της πόλης όμηρους και ήταν πρόθυμος να τους χρησιμοποιήσει ως ασπίδα ενάντια στους εχθρούς του. Οι πάντες είχαν τρομοκρατηθεί.

Η εσωτερική αντίσταση, όμως, που είχαν ξεκινήσει οι κόρες του Δούκα Λουκιανού δεν είχε σταματήσει. Αν μη τι άλλο, τούτη η κίνηση του συνταγματάρχη είχε δώσει αφορμή να φουντώσει. Πολλοί πολίτες της Βολιρίας που ήταν, αρχικά, διστακτικοί να πάρουν τα όπλα είχαν τώρα πάει με τους αντιστασιακούς, βλέποντας πως, αν δεν αντιδρούσαν όσο ήταν καιρός, σύντομα θα ερχόταν η δική τους ώρα για να χρησιμοποιηθούν ως ασπίδα από τον συνταγματάρχη.

Χτύπησαν όλες τις περιοχές γύρω από το Κέντρο της Βολιρίας: τον Νότιο Στρατώνα, τον Ανατολικό Στρατώνα, τα πιο αφύλαχτα εργοστάσια, σπίτια Παντοκρατορικών αξιωματικών, φυλάκια. Επιτέθηκαν σε Παντοκρατορικές περιπολίες, σκοτώνοντας τους στρατιώτες και παίρνοντας άλογα, οχήματα, και όπλα.

Αναφορές έρχονταν, η μία μετά την άλλη, στον Κλεάνθη Νιρλέμβω για τις καταστροφές. Εκείνος πρόσταξε να βρουν τους αντιστασιακούς και να τους σκοτώσουν όλους. Αλλά υπήρχε πρόβλημα να επιτευχθεί αυτό, γιατί οι περισσότεροι Παντοκρατορικοί πολεμιστές έπρεπε να είναι στο σύνορο που χώριζε τις δικές τους περιοχές της πόλης από τις περιοχές που είχαν κατακτήσει οι Απολλώνιες δυνάμεις, και γιατί ήταν πολύ δύσκολο να εντοπίσουν και να εξολοθρεύσουν μερικές οπλισμένες ομάδες που περιφέρονταν σ’όλη τη Βολιρία χτυπώντας με φαινομενικά τυχαίο τρόπο κάθε Παντοκρατορική θέση και μετά φεύγοντας.

«Ο καταραμένος Αρχιπροδότης,» γρύλισε ο Κλεάνθης, «έπαψε να μας επιτίθεται αλλά έβαλε τους δολιοφθορείς του να μας χτυπάνε από μέσα!»

«Λένε πως είναι πολίτες, Κλεάνθη,» του είπε ο Κάδμος Κάλρηχ, καθώς οι δυο τους βρίσκονταν στο δωμάτιο σχεδιασμών του καινούργιου Κέντρου Ελέγχου των Παντοκρατορικών δυνάμεων, το οποίο ήταν στον Ανατολικό Στρατώνα, στα όρια της Υψηλής Πόλης. «Δεν είναι άνθρωποι σταλμένοι από τον Αρχιπροδότη. Ο ίδιος ο λαός της Βολιρίας–»

«Μαλακίες!» τον διέκοψε ο Κλεάνθης. «Ο λαός της Βολιρίας δεν θα ξεσηκωνόταν από μόνος του!»

«Δεν ξεσηκώθηκε από μόνος του. Πόλεμος γίνεται, και οι Απολλώνιοι φαίνεται να νικάνε.»

«Οι Βολίριοι, όμως, ήταν ανέκαθεν ήσυχοι. Ποτέ δεν είχαν παρουσιάσει πρόβλημα!»

«Ίσως επειδή βρίσκονταν σχετικά απομονωμένοι από τους υπόλοιπους Απολλώνιους. Δεν είχαν άλλη επιλογή.»

Ο Κλεάνθης κούνησε το κεφάλι του. «Δε μπορώ να το πιστέψω. Κάτι έχει κάνει ο Αρχιπροδότης – είναι η μοναδική λογική εξήγηση. Και σκέψου, επίσης, ότι ο Δούκας εξαφανίστηκε· το ίδιο κι οι κόρες του.»

«Ο Δούκας ήταν Δημιούργημα–»

«Ακριβώς.»

Ο Κάδμος αναστέναξε. Άναψε τσιγάρο, καθώς στεκόταν όρθιος αντίκρυ στην οθόνη που έδειχνε τον χάρτη της Βολιρίας με την κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι στιγμής. Η μισή πόλη, περίπου, ήταν κατακτημένη από τις δυνάμεις του Πρίγκιπα Ανδρόνικου.

«Ίσως,» είπε ο Κάδμος, «ήταν μεγάλο λάθος που φυλάκισες τον Στρατηγό Οξύτριχο.»

«Ήταν ανίκανος να αντιμετωπίσει–»

Ο Κάδμος στράφηκε, απότομα, να τον κοιτάξει. «Ήξερε, όμως, τη Βολιρία καλύτερα από εσένα, Κλεάνθη!»

Ο Κλεάνθης Νιρλέμβω ρουθούνισε. «Δεν ήξερε να κάνει πόλεμο, Ταγματάρχη.» Ήταν καθισμένος πίσω από το γραφείο του, με την πλάτη ακουμπισμένη στη μαλακή δερμάτινη πολυθρόνα και τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του, γεμίζοντας τη λευκή στρατιωτική του στολή με πτυχώσεις.

«Κι εσύ τι έχεις καταφέρει;»

«Τι έχω καταφέρει; Δε βλέπεις ότι έχω, τουλάχιστον, σταματήσει την επίθεση του Αρχιπροδότη και οχυρώσει καλύτερα τις δυνάμεις μας;»

«Ναι, αλλά τι νόημα έχει αυτό όταν μας χτυπάνε από μέσα;»

Ο Κλεάνθης κοπάνησε τη γροθιά του πάνω στο γραφείο. «Και πριν μας χτυπούσαν από μέσα, Ταγματάρχη! Απλώς τώρα το φαινόμενο μοιάζει να έχει διογκωθεί.»

«Και τι σκέφτεσαι να κάνεις για να το σταματήσεις;»

Ο Κλεάνθης δεν αποκρίθηκε. Ακούμπησε το μουσάτο σαγόνι του στο χέρι του, συλλογισμένα. Ύστερα, ενεργοποίησε τον επικοινωνιακό δίαυλο πάνω στο γραφείο του. «Πείτε στη Βαλνάμνιρ’χοκ να έρθει στο δωμάτιο σχεδιασμών. Επειγόντως.»

«Μάλιστα, κύριε Συνταγματάρχη,» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από το μεγάφωνο, και η επικοινωνία τερματίστηκε.

Μετά από λίγο, η μαυρόδερμη μάγισσα ήταν στο δωμάτιο. Η γαλήνια όψη στο πρόσωπό της δεν ταίριαζε στην τεταμένη κατάσταση που όλοι τους βίωναν, νόμιζε ο Κάδμος Κάλρηχ.

«Συνταγματάρχη,» είπε η Βαλνάμνιρ’χοκ, μοιάζοντας να αγνοεί τελείως τον Κάδμο καθώς ατένιζε τον Κλεάνθη. Τα γκρίζα μάτια της τον παρατηρούσαν επίμονα σαν να προσπαθούσαν να διαπεράσουν το μυαλό του.

«Είσαι του τάγματος των Διαλογιστών,» είπε ο Κλεάνθης. «Μπορείς να εντοπίσεις με τη μαγεία σου τον Δούκα της Βολιρίας; Να μάθουμε αν είναι ζωντανός;»

«Δεν είναι ζωντανός, κύριε Συνταγματάρχη. Ο Στρατηγός είχε σκεφτεί να ψάξει γι’αυτόν πριν από εσάς. Όπως επίσης και για τη σύζυγό του, Μοίρα Λευκόχειρη. Η τελευταία ήταν προστατευμένη από επικίνδυνη μαγεία, την οποία ήταν αδύνατο να διαπεράσω.»

«Αδύνατο; Αφού δεν μπορείς εσύ να τα καταφέρεις, δεν έχουμε κάποιον άλλο μάγο εδώ που να μπορεί;»

«Δε νομίζω ότι είναι εύκολο, κύριε Συνταγματάρχη. Κι όπως είπα, η μαγεία είναι επικίνδυνη.»

«Πράγμα που σημαίνει τι, μάγισσα;»

«Σε χτυπά όταν επιχειρήσεις να εντοπίσεις τη Μοίρα Λευκόχειρη. Στο μυαλό.»

Ο Κλεάνθης την ατένισε για λίγο τρίβοντας το μούσι του. Το βλέμμα του ήταν σκληρό αλλά δεν έμοιαζε να κοιτά πραγματικά τη μάγισσα· ήταν περισσότερο σαν να σκεφτόταν. Η Βαλνάμνιρ τον περίμενε να μιλήσει· τελικά, εκείνος είπε: «Προσπάθησες να εντοπίσεις τις κόρες του Δούκα;»

«Όχι.»

Ο Κλεάνθης πληκτρολόγησε επάνω στην κονσόλα του γραφείου του. Στην οθόνη του τοίχου, ο χάρτης της πόλης έσβησε και δύο εικόνες παρουσιάστηκαν, η μία πλάι στην άλλη. Η πρώτη έδειχνε μια καστανομάλλα γυναίκα με δέρμα λευκό-ροζ· από κάτω της έγραφε ΕΥΡΥΚΛΕΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΩΝ ΒΟΡΕΙΟΜΑΧΩΝ. Η δεύτερη εικόνα έδειχνε μια χρυσόδερμη γυναίκα με επίσης καστανά μαλλιά, κι από κάτω έγραφε ΦΛΑΒΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΩΝ ΒΟΡΕΙΟΜΑΧΩΝ.

Ο Κλεάνθης έριξε μια ματιά σε μια άλλη οθόνη, επάνω στο γραφείο του, πολύ μικρότερη από αυτή στον τοίχο. Παρουσίαζε κάποιες πληροφορίες για τις δύο γυναίκες. Ο συνταγματάρχης τις διάβασε βιαστικά και είπε: «Αυτή» – έδειξε τη μία από τις εικόνες – «είναι η Ευρύκλεια, η μεγάλη κόρη του Δούκα, κληρονόμος του Δ–»

«Γνωρίζω ποιες είναι, κύριε Συνταγματάρχη,» τον διέκοψε η Βαλνάμνιρ’χοκ.

Ο Κλεάνθης την κοίταξε ενοχλημένα.

Ο Κάδμος σκέφτηκε: Η μάγισσα είναι στη Βολιρία χρόνια, Κλεάνθη, ενώ εσύ τώρα ήρθες… Ήταν μεγάλη ανοησία που ο συνταγματάρχης είχε φυλακίσει τον Στρατηγό Οξύτριχο, και ο Κάδμος φοβόταν πως όλοι τους πιθανώς να το πλήρωναν – κι όχι επειδή πιθανώς να κατέληγαν στο Στρατοδικείο της Ρελκάμνια.

«Αφού τις ξέρεις, προσπάθησε να τις βρεις!» πρόσταξε ο Κλεάνθης τη Βαλνάμνιρ’χοκ. «Πολύ πιθανόν να είναι αιχμάλωτες των αποστατών.»

«Όχι αν έμαθαν ότι ο πατέρας τους ήταν Δημιούργημα, κύριε Συνταγματάρχη· δεν το νομίζω.»

Ο Κλεάνθης συνοφρυώθηκε. «Υποθέτεις ότι είναι ανάμεσα στους δολιοφθορείς που μας χτυπάνε εκ των έσω;»

«Δεν είναι πολίτες οι περισσότεροι από αυτούς;» είπε η Βαλνάμνιρ’χοκ. «Ποιος θα ξεσήκωνε πιο εύκολα τους πολίτες από τις κόρες του Δούκα, κύριε Συνταγματάρχη;»

«Και γιατί τόσες ώρες δεν ερχόσουν να μου το πεις αυτό, μάγισσα;» φώναξε ο Κλεάνθης. «Πλησιάζει μεσημέρι, και έχω πάρει την αρχηγεία από πριν από τα ξημερώματα!»

«Δεν με ρωτήσατε, κύριε Συνταγματάρχη,» αποκρίθηκε ουδέτερα η Βαλνάμνιρ’χοκ.

«Τα λόγια σου είναι οριακά προδοτικά!» γρύλισε ο Κλεάνθης καθώς ορθωνόταν απειλητικά από την πολυθρόνα του. «Βρες μου τις κόρες του Δούκα – τώρα.»

«Πολύ πιθανόν να είναι κι αυτές προστατευμένες μέσω μαγείας.»

«Δε μ’ενδιαφέρει· προσπάθησε.»

«Θα επιχειρήσω πρώτα να εντοπίσω τη Φλαβία,» είπε η Βαλνάμνιρ’χοκ. «Είναι, απ’όσο ξέρω, η πιο δραστήρια από τις δύο, και το θεωρώ πιθανότερο να είναι ανάμεσα στους αντιστασιακούς.»

«Εντάξει,» είπε ο Κλεάνθης καθώς καθόταν ξανά, «ψάξε γι’αυτήν πρώτα.»

Η Βαλνάμνιρ’χοκ εστίασε το βλέμμα της στα μικροσκοπικά κάτοπτρα του ραβδιού της και μουρμούρισε τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Μετά από λίγο, είπε: «Τη βρήκα…» Κι έμοιαζε παραξενεμένη.

«Πού είναι;»

«Βορειοανατολικά από εδώ. Όχι πολύ μακριά. Μέσα στην Υψηλή Πόλη.» Μια κόκκινη κουκίδα είχε παρουσιαστεί επάνω στα κάτοπτρα του ραβδιού της μάγισσας, την οποία εκείνη ατένιζε με επιφύλαξη· δεν είχε ούτε στιγμή στραφεί να κοιτάξει τον συνταγματάρχη.

«Μπορείς να οδηγήσεις τους πολεμιστές μας εκεί;»

«Θα μπορούσα, ναι…» Ήταν φανερά προβληματισμένη.

«Τι σε απασχολεί;» τη ρώτησε ο Κάδμος Κάλρηχ.

«Αναρωτιέμαι γιατί να μην έχουν καλύψει και την παρουσία της Φλαβίας, αφού κάλυψαν την παρουσία της Μοίρας Λευκόχειρης.»

«Μια παράβλεψη από μέρος τους, προφανώς,» είπε ο Κλεάνθης. «Είναι δυνατόν να έχουν καλυμμένους τους πάντες;»

«Λογικά, όμως, δεν θα ήταν προσεχτικοί μ’ένα τέτοιο ζήτημα;» έθεσε το ερώτημα η Βαλνάμνιρ’χοκ.

«Μπορεί και όχι. Μπορεί να βιάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τις κόρες του Δούκα για να ξεσηκώσουν τους πολίτες της Βολιρίας!»

«Μπορεί…» Η Βαλνάμνιρ’χοκ δεν έδειχνε πεπεισμένη.

«Θα οδηγήσεις τους στρατιώτες μας εκεί όπου βρίσκεται η Φλαβία Βορειομάχη,» είπε ο Κλεάνθης, «και θα τη συλλάβετε.» Και προς τον Κάδμο: «Ταγματάρχη, θα πας κι εσύ μαζί.»

«Μάλιστα,» αποκρίθηκε εκείνος. «Δε θα ήταν, όμως, συνετό να ψάξουμε και για την άλλη κόρη του Δούκα, πρώτα;»

«Τι σημασία έχει πού βρίσκεται η άλλη; Βρήκαμε τη μία και είναι κοντά μας. Πηγαίνετε να τη συλλάβετε προτού απομακρυνθεί. Μην κάθεστε άλλο!»

Ο Κάδμος Κάλρηχ χαιρέτισε στρατιωτικά και, μαζί με τη Βαλνάμνιρ’χοκ, βγήκε από το δωμάτιο σχεδιασμών.

Ο Κλεάνθης, μένοντας μόνος, επανέφερε στην οθόνη του τοίχου τον χάρτη της Βολιρίας, παρατηρώντας τις θέσεις των Παντοκρατορικών και των Απολλώνιων, προσπαθώντας να εκπονήσει κάποιο σχέδιο που θα του έφερνε τη νίκη – και θα του έδινε εκδίκηση για την απώλεια της Νούμβρια.

2.

(«Σας το είπα ότι αποκλείεται, αργά ή γρήγορα, να μην το επιχειρήσουν.»)

Ένας λόχος έφυγε από τον Ανατολικό Στρατώνα υπό την αρχηγεία του Ταγματάρχη Κάδμος Κάλρηχ και, επάνω σε μεταγωγικά οχήματα, κινήθηκε μέσα στην Υψηλή Πόλη. Η Βαλνάμνιρ’χοκ τούς καθοδηγούσε, συνεχίζοντας το Ξόρκι Ανιχνεύσεως και βλέποντας τη θέση της Φλαβίας επάνω στα μικροσκοπικά κάτοπτρα του ραβδιού της. Έλεγε στον οδηγό του προπορευόμενου οχήματος προς τα πού να στρίψει κάθε φορά.

(«Συνεχίζει να έχει στραμμένη την προσοχή του επάνω μας, και νομίζω πως πλησιάζει.»)

Ο προορισμός δεν ήταν μακριά· από την αρχή η Βαλνάμνιρ’χοκ το είχε πει, και τώρα πλέον δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. «Μέσα σ’αυτό το σπίτι είναι,» είπε στον οδηγό, δείχνοντας μια πλούσια οικία περιτριγυρισμένη με κήπο. Μια από τις οικίες των αριστοκρατών της Υψηλής Πόλης.

(«Ναι, σίγουρα μας πλησιάζει. Πρέπει νάναι κοντά μας τώρα.»)

Ο Κάδμος Κάλρηχ, καθισμένος κοντά στη μάγισσα, άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του μιλώντας σ’όλα τα οχήματα: «Κυκλώστε την οικία στα αριστερά μας. Και δυο ντουζίνες μαχητές να έρθουν στην κεντρική πύλη του κήπου, για να εισβάλουν μαζί μου.»

(«Ετοιμαστείτε,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Ο μάγος τους βρίσκεται πολύ κοντά. Έξω από το σπίτι, μάλλον.» Διέκοψε την αυτοσυγκέντρωσή του, παύοντας να αντιλαμβάνεται την επίδραση του Ξορκιού Ανιχνεύσεως γύρω από τη Φλαβία.)

Οι Παντοκρατορικοί μαχητές σταμάτησαν τα μεταγωγικά τους και βγήκαν με τα όπλα τους ανά χείρας, κυκλώνοντας την οικία. Ο Κάδμος Κάλρηχ, η Βαλνάμνιρ’χοκ, και δύο ντουζίνες στρατιώτες άνοιξαν την κεντρική πύλη – η οποία αφύλαχτη – και μπήκαν στον κήπο. Ο ταγματάρχης και οι άλλοι πολεμιστές είχαν τα όπλα τους υψωμένα, έτοιμοι να δεχτούν επίθεση από αποστάτες· η μάγισσα κρατούσε μονάχα το ραβδί της.

Κανένας δεν τους επιτέθηκε, τελικά, καθώς διέσχιζαν τον κήπο και ζύγωναν το πλούσιο σπίτι. Έφτασαν μπροστά στην είσοδο, η οποία ήταν κλειστή, και ο Κάδμος έκανε νόημα σ’έναν από τους μαχητές του να την κλοτσήσει. Εκείνος υπάκουσε, καθώς όλοι είχαν συγκεντρωθεί δεξιά κι αριστερά της πόρτας. Πάραυτα, σημάδεψαν μέσα. Μονάχα έναν στολισμένο προθάλαμο είδαν. Όχι οπλισμένους αντιστασιακούς, όπως περίμεναν.

Ένα τρομαγμένο ουρλιαχτό αντήχησε.

Τι σκατά γίνεται; απόρησε ο Κάδμος καθώς, συγχρόνως, έκανε νόημα στους μαχητές του να μπουν.

Στην άκρη του δωματίου στεκόταν, κοκαλωμένη, μια υπηρέτρια που τους ατένιζε με γουρλωμένα μάτια. «Τι… τι θέλετε…;» ψέλλισε.

«Την Αρχόντισσα Φλαβία του Οίκου των Βορειομάχων,» είπε ο Κάδμος Κάλρηχ. «Πού είναι;»

Η υπηρέτρια έδειξε, φοβισμένα, προς μια κλειστή διπλή πόρτα.

Ο Κάδμος κοίταξε τη Βαλνάμνιρ’χοκ. Εκείνη κατένευσε, λέγοντας: «Εκεί πρέπει να είναι, Ταγματάρχη.»

Ο Κάδμος έκανε νόημα στους μαχητές του να εισβάλουν. Ένας κλότσησε την πόρτα ανοίγοντάς και τα δύο φύλλα της, κι οι υπόλοιποι μπήκαν με τα όπλα τους υψωμένα, σημαδεύοντας ολόγυρα, έτοιμοι για κάποια παγίδα.

Το δωμάτιο όπου βρέθηκαν ήταν ένα σαλόνι, όμορφα στολισμένο όπως κι ο προθάλαμος. Ζωγραφικοί πίνακες ήταν στους τοίχους. Ένα μαλακό χαλί απλωνόταν στο πάτωμα. Ένα πελώριο τζάκι υπήρχε στο βάθος, κι επάνω του ήταν τρία αγάλματα αετών, ο ένας εκ των οποίων – ο μεσαίος – είχε τις φτερούγες του περήφανα ανοιγμένες.

Μπροστά στο τζάκι, που ήταν σβηστό, υπήρχε μια μεγάλη πολυθρόνα. Κι επάνω στην πολυθρόνα καθόταν η Φλαβία Βορειομάχη, ντυμένη με κομψό φόρεμα, έχοντας τα πόδια σταυρωμένα στο γόνατο, και καπνίζοντας ένα μακρύ τσιγάρο. Δεν έμοιαζε και τόσο ξαφνιασμένη που τους έβλεπε.

«Έχουμε και κουδούνι στην κεντρική είσοδο,» τους είπε, φυσώντας καπνό από την άκρια του στόματός της.

Ο Κάδμος Κάλρηχ πέρασε ανάμεσα από τους πολεμιστές του, με τη Βαλνάμνιρ’χοκ μερικά βήματα πίσω του. «Τι σημαίνει αυτό, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε. «Μας περιμένατε;»

Η Φλαβία τίναξε στάχτη στο τασάκι επάνω στον βραχίονα της πολυθρόνα της. «Ναι.»

Οι πόρτες του δωματίου άνοιξαν, κουρτίνες παραμερίστηκαν, το εσωτερικό του τζακιού περιστράφηκε μέσω κάποιου κρυφού μηχανισμού – και οπλισμένοι επαναστάτες βγήκαν.

«Πετάξτε τα όπλα σας!» φώναξε η Αθηνά. «Στο πάτωμα! Στο πάτωμα!» Είχε βγει από το τζάκι και είχε καλυφτεί αμέσως πίσω από την πολυθρόνα της Φλαβίας, η οποία δεν είχε σηκωθεί από τη θέση της, παίρνοντας ακόμα μια τζούρα από το τσιγάρο.

Ένας Παντοκρατορικός πυροβόλησε – στη στιγμή δύο σφαίρες τον χτύπησαν, μία στο κεφάλι, μία στο στήθος.

«Όχι!» φώναξε ο Κάδμος. «Μην πυροβολείτε! Κάντε ό,τι σας είπε. Αφήστε τα όπλα σας στο πάτωμα.»

Οι μαχητές του υπάκουσαν, καθώς κι ο ίδιος άφηνε το πιστόλι του μπροστά του, στο χαλί.

«Βαλνάμνιρ…» είπε ο Σέλιρ’χοκ, ξεπροβάλλοντας ανάμεσα από τους επαναστάτες.

Η μάγισσα τον κοίταξε, κάπως ξαφνιασμένη. «Σέλιρ’χοκ.» Τα γκρίζα μάτια της στένεψαν. «Συνεχίζεις να συναναστρέφεσαι κακοποιούς.»

«Οι κακοποιοί δεν είναι πάντα αυτοί που φημολογείται πως είναι,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ.

«Εσύ είχες κάνει το Ξόρκι Πνευματικής Παγιδεύσεως;»

«Ναι.»

Η Βαλνάμνιρ’χοκ ένευσε δείχνοντας να αναγνωρίζει κάποιον ανώτερό της στην τέχνη της μαγείας παρότι βρισκόταν στην αντίπαλη παράταξη.

«Εσύ είσαι ο αρχηγός τους,» είπε η Αθηνά στον Κάδμος· «πρόσταξε αυτούς που μας έχουν περικυκλώσει από έξω να φύγουν.»

Ο ταγματάρχης άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και υπάκουσε. Ύστερα είπε στη Μαύρη Δράκαινα: «Ονομάζομαι Κάδμος Κάλρηχ. Ταγματάρχης. Ήμουν στη Γλαυκόπολη.»

«Κι εγώ,» είπε η Αθηνά, «προτού έρθω εδώ. Δεν είχαμε την τύχη να σε συναντήσουμε, Ταγματάρχη.»

«Δε μπορούσα να σας αντιμετωπίσω εκεί.»

«Ούτε εδώ φαίνεται να μπορείς,» σχολίασε ο Βαλέριος.

«Μη νομίζετε ότι η αιχμαλωσία μου θα σας δώσει τη νίκη!» του είπε ο Κάδμος, στρεφόμενος να τον αντικρίσει.

«Δεν το νομίζουμε αυτό, Ταγματάρχη,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ. «Τη μάγισσά σας που προσπαθεί να μας ανιχνεύσει θέλαμε να εξουδετερώσουμε.»

«Ωστόσο,» πρόσθεσε η Φλαβία, «είμαστε βέβαιοι πως θα έχεις κάποιες πληροφορίες να μας δώσεις για τα σχέδια του Συνταγματάρχη Νιρλέμβω.»

«Πολύ φοβάμαι ότι θα απογοητευθείτε, Αρχόντισσά μου,» είπε ο Κάδμος Κάλρηχ.

3.

Ο Κάδμος Κάλρηχ, η Βαλνάμνιρ’χοκ, και οι πολεμιστές που είχαν πάρει μαζί τους για να εισβάλουν στην οικία είχαν εξαφανιστεί. Μόνο ο λόχος είχε επιστρέψει. Ο Κλεάνθης ήθελε να βρίσει τη λοχαγό, γιατί ήταν, προφανώς, λάθος που είχε πάρει τον λόχο της και είχε φύγει· όμως το μόνο της έγκλημα ήταν να υπακούσει στις διαταγές του ταγματάρχη, και ο Κλεάνθης δεν μπορούσε να την κατηγορήσει γι’αυτό. Έστειλε, ωστόσο, στρατιώτες να εισβάλουν στην οικία, αμέσως. Σε λίγο τού ανέφεραν, μέσω πομπού, πως τη βρήκαν άδεια. Κανένας δεν έμενε εκεί πια. Ο Κλεάνθης το περίμενε. Οι καταραμένοι επαναστάτες τούς είχαν στήσει παγίδα. Γι’αυτό δεν είναι να εμπιστεύεσαι μάγους για να κάνεις τις δουλειές σου! Η Βαλνάμνιρ’χοκ δεν είχε καταλάβει τίποτα, και τώρα είχε χαθεί κι αυτή μαζί με τους άλλους.

4.

«Η εσωτερική αντίσταση πρέπει να έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας στον Ανδρόνικο, καθώς οι δυο τους στέκονταν στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, μαζί με τη Βατράνια, τον Ευθύπορο, και τον Προαιρέσιο. «Κάθε τόσο γίνονται εκρήξεις σε τυχαία σημεία της πόλης.»

«Μπορούμε, όμως, να περιμένουμε τους πολίτες της Βολιρίας να ελευθερώσουν την πόλη μόνοι τους;» είπε ο Ανδρόνικος, ατενίζοντας τα ψηλά οικοδομήματα και τους δρόμους που απλώνονταν μπροστά του και από κάτω του, προς τα ανατολικά, φτάνοντας ώς τους πρόποδες των Βολίριων Λόφων, στο βάθος.

«Προτείνετε να επιτεθούμε, Πρίγκιπά μου;»

Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Το είπαμε, Οδυσσέα: δεν θα επιτεθώ όσο αυτό το κάθαρμα κρατά τους ανθρώπους του Βασιλείου μου ομήρους μέσα στα σπίτια τους.»

«Τότε,» έθεσε το ερώτημα ο Ευθύπορος, «πώς θα απελευθερώσουμε την πόλη, Πρίγκιπά μου; Πώς θα συνεχίσουμε την εκστρατεία μας;»

«Κάτι θα σκεφτούμε. Η Δούκισσα Ευδοκία, εξάλλου, δεν έχει ακόμα επιτεθεί τον Αερολιμένα της Βολιρίας· και πολιορκεί τον Βόρειο Στρατώνα καθώς μιλάμε.» Ο Ανδρόνικος έστρεψε το βλέμμα του προς τα βορειοδυτικά, όπου εκρήξεις και καπνός φαίνονταν πίσω από τις πολυκατοικίες. Αεροσκάφη πετούσαν στον ουρανό και, κάθε τόσο, εκτόξευαν ρουκέτες ή πυροβολούσαν, ενώ κανόνια και ρουκετοβόλα τα χτυπούσαν από τη γη.

5.

Πλησίαζε μεσημέρι όταν η Μαγγανεία Αντιπυραυλικού Πεδίου γύρω από τον Αερολιμένα της Βολιρίας έπεσε και οι αντάρτες της πόλης επιτέθηκαν στο αεροδρόμιο με ρουκετοβόλα και χειροβομβίδες. Η Αθηνά, η Νικίτα, η Αριάδνη’ταρ, ο Βαλέριος, και η Φλαβία ήταν μαζί τους. Ο Σέλιρ’χοκ και η Άνμα’ταρ δεν ήταν εκεί, αλλά ο πρώτος είχε δώσει στη Φλαβία ένα δαχτυλίδι φορτισμένο με Ξόρκι Προκαλύψεως ώστε οι Παντοκρατορικοί μάγοι να μη μπορούν να τη βρουν με Ξόρκια Ανιχνεύσεως. Δεν ήταν να το ρισκάρουν ύστερα από ό,τι είχε γίνει· ήταν προφανές ότι θα έψαχναν για τις δύο κόρες του Δούκα Λουκιανού. (Η Ευρύκλεια ήταν ασφαλής στον Ναό του Απόλλωνα στους πρόποδες των λόφων, προστατευμένη μέσα στη Μαγγανεία Προκαλύψεως που θα διαρκούσε ώς το βράδυ.)

Οι φρουροί του Αερολιμένα αντεπιτέθηκαν, στρέφοντας μεγάλα πυροβόλα κατά των ανταρτών και πυροβολώντας με τουφέκια από τις οροφές χτιρίων, ενώ αεροσκάφη συνέχιζαν να απογειώνονται και να προσγειώνονται στο αεροδρόμιο. Αυτό δεν πτόησε τους αντιστασιακούς, φυσικά. Εξάλλου, είχαν ήδη εισβάλει στον αμυντικό πύργο στα νοτιοδυτικά του Αερολιμένα, όπου βρισκόταν το ένα σημείο εστίας της Μαγγανείας Αντιπυραυλικού Πεδίου το οποίο είχαν μόλις καταστρέψει. Τώρα χρησιμοποιούσαν τον αμυντικό πύργο προς όφελός τους.

Οι δυνάμεις της Δούκισσας Ευδοκίας, σύντομα, πρόσεξαν ότι το αντιπυραυλικό πεδίο είχε πέσει, καθώς και ότι κάποιοι χτυπούσαν τον Αερολιμένα. Της το ανέφεραν, και η Δούκισσα της Χρυσόπολης πρόσταξε ν’αφήσουν τον Βόρειο Στρατώνα και να επιτεθούν εκεί. Οι μαχητές της υπάκουσαν, στρέφοντας όλη τη δύναμη πυρός τους εναντίον του Αερολιμένα της Βολιρίας, διατηρώντας μονάχα μια βασική άμυνα κατά των υπερασπιστών του στρατώνα.

Οι Παντοκρατορικοί δεν άργησαν να διωχτούν από το αεροδρόμιο. Πολλά από τα αεροσκάφη τους πέταξαν, φεύγοντας από την πόλη.

Η Φλαβία και ο Βαλέριος βγήκαν από τον αμυντικό πύργο μαζί με κάμποσους ένοπλους πολίτες, και βάδισαν προς το άρμα της Δούκισσας Ευδοκίας, η οποία είχε μόλις ανοίξει μια πλευρική θύρα και πηδήσει έξω. Ο Βαλέριος είχε πει στη Φλαβία: «Αυτή είναι η Δούκισσα της Χρυσόπολης»· γι’αυτό τώρα την πλησίαζαν.

Η Ευδοκία συνοφρυώθηκε βλέποντάς τους. Τον Βαλέριο τον αναγνώριζε μόνο ως κάποιον επαναστάτη· δεν ήξερε το όνομά του. Την καστανομάλλα, χρυσόδερμη γυναίκα που βάδιζε πλάι του δεν τη γνώριζε καθόλου.

«Δούκισσά μου,» χαιρέτησε ο Βαλέριος. «Επάνω στην ώρα.»

«Ποιο είναι το όνομά σου;» τον ρώτησε η Ευδοκία.

«Βαλέριος, Δούκισσά μου.»

Η Ευδοκία έστρεψε το βλέμμα της ερωτηματικά προς τη γυναίκα δίπλα του, η οποία της φαινόταν να έχει αρχηγική θέση ανάμεσα στους υπόλοιπους, αν και δεν φορούσε στρατιωτική στολή ή κανένα άλλο διακριτικό. Ήταν ντυμένη σαν πολίτιδα, και είχε ένα τουφέκι κρεμασμένο στον ώμο κι ένα σπαθί στη μέση. Τα ρούχα της, σίγουρα, δεν ήταν φτωχικά, αν και σκονισμένα από τη μάχη.

«Είμαι η Φλαβία του Οίκου των Βορειομάχων, Δούκισσά μου,» συστήθηκε. «Κόρη του Δούκα Λουκιανού της Βολιρίας. Ο πατέρας μου, δυστυχώς, είναι νεκρός.»

Η Ευδοκία βλεφάρισε. «Νεκρός; Λυπάμαι, Αρχόντισσά μου.»

«Προχτές το βράδυ το μάθαμε, εγώ κι η αδελφή μου. Τον είχαν αντικαταστήσει μ’ένα Δημιούργημα, κι ακόμα θα νομίζαμε ότι ο πατέρας μας ήταν ζωντανός αν δεν είχαν έρθει οι άνθρωποι του Βασιληά στο παλάτι.»

«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ…» μουρμούρισε η Ευδοκία, ξαφνιασμένη. «Χαίρομαι που εσείς είστε καλά, τουλάχιστον, Αρχόντισσά μου. Η αδελφή σας είναι επίσης καλά;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Φλαβία.

Τότε, πλησίασαν η Αθηνά, η Νικίτα, και η Αριάδνη’ταρ. «Το αεροδρόμιο φαίνεται να είναι ασφαλές, Δούκισσά μου,» ανέφερε η πρώτη.

Η Ευδοκία ένευσε. «Ωραία. Ας το βάλουμε σε καλή χρήση, λοιπόν.»

6.

Οι αποστάτες είχαν καταλάβει και τον Αερολιμένα της Βολιρίας τώρα, και ώς το βράδυ η μία καταστροφή διαδεχόταν την άλλη μέσα στην πόλη. Ο Κλεάνθης δεν έμοιαζε να μπορεί να κάνει τίποτα για να σταματήσει αυτή την κατάσταση. Είχε καταφέρει να εμποδίσει την πρόοδο των Απολλώνιων δυνάμεων, αλλά φαινόταν πως θα έχανε τον πόλεμο εκ των έσω. Συγκέντρωσε τους αξιωματικούς του και τους ζήτησε λύσεις, σχέδια, ό,τι είχαν να προτείνουν. Καμια πρόταση, όμως, δεν έγινε που να φαινόταν αποτελεσματική. Οι πολίτες της Βολιρίας γνώριζαν, αναμφίβολα, την πόλη τους καλύτερα από τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας, και δεν ήταν τακτικός στρατός, δεν βρίσκονταν σ’ένα συγκεκριμένο μέρος όπου μπορούσες να τους χτυπήσεις: εμφανίζονταν από δω κι από κει, επιτίθονταν, κι εξαφανίζονταν μες στους δρόμους και στα οικοδομήματα. Χρησιμοποιούσαν, επίσης, πολύ τις σήραγγες του υπόγειου σιδηρόδρομου (ο οποίος ήταν εγκαταλειμμένος τώρα) και τους υπονόμους. Είχαν αρπάξει από τα Εργοστάσια ό,τι όπλα, πυρομαχικά, και εξοπλισμούς μπορούσαν (κι αυτοί που συμμετείχαν στις κλοπές πρέπει να ήταν εργάτες – ήξεραν καλά τις εισόδους και τις εξόδους των μεγάλων οικοδομημάτων) και είχαν ανατινάξει τα περισσότερα μηχανήματα των εργοστασίων που έφτιαχναν όπλα και μηχανές για οχήματα. Οι Παντοκρατορικοί δεν μπορούσαν να ανεφοδιαστούν μέσα από την πόλη, παρά μόνο με όσα πράγματα είχαν ήδη στις αποθήκες τους – τα οποία ολοένα και λιγόστευαν.

Ορισμένοι αξιωματικοί πρότειναν στον Κλεάνθη να υποχωρήσουν, να φύγουν από τη Βολιρία. Εκείνος τούς είπε πως αν ξανάκουγε τέτοιες προτάσεις θα τους θεωρούσε προδότες. «Θα κρατήσουμε την πόλη υπό τον έλεγχό μας! Δε θ’αφήσουμε κάτι αντάρτες των δρόμων να μας διώξουν από τη θέση μας! Έχουμε ήδη σταματήσει τη μεγαλύτερη απειλή – τον στρατό του Αρχιπροδότη.»

Και μετά, πήγε να βρει τον Ευγένιο Οξύτριχο, στο δωμάτιο όπου τον κρατούσε φυλακισμένο, μέσα στην πολυκατοικία που αποτελούσε καινούργιο Κέντρο Ελέγχου για τις Παντοκρατορικές δυνάμεις. Είχε μαζί του και δύο φρουρούς, φυσικά, γιατί πίστευε ότι ο Στρατηγός ίσως να ήταν επικίνδυνος.

Ο Ευγένιος καθόταν σε μια καρέκλα και έπινε μια κούπα καφέ ενώ κάπνιζε. Το βλέμμα που έστρεψε προς τον συνταγματάρχη ήταν, πράγματι, επικίνδυνο. Μπορεί και να χιμούσε στον Κλεάνθη, αν δεν ήταν αυτοί οι δύο φρουροί εκατέρωθέν του.

Ο Κλεάνθης τού είπε ότι είχε καταφέρει να σταματήσει τον στρατό του Αρχιπροδότη αλλά υπήρχε πρόβλημα με την αντίσταση των πολιτών στο εσωτερικό της πόλης. «Εσύ ήσουν εδώ πολύ πριν από εμένα· πώς προτείνεις να αντιμετωπιστεί η κατάσταση;»

«Αν σ’ενδιέφερε ο τρόπος που θα αντιμετώπιζα εγώ την κατάσταση δεν θα με είχες φυλακίσει,» του απάντησε ο Ευγένιος.

«Έκανα ό,τι έπρεπε να κάνω για να διασφαλίσω τη νίκη των δυνάμεων της Παντοκράτειρας,» είπε ο Κλεάνθης, με πεποίθηση. «Δεν θα κάνεις τώρα το ίδιο κι εσύ, Στρατηγέ;»

«Να κάνω τι;» φώναξε ο Ευγένιος καθώς σηκωνόταν όρθιος. Το θράσος του Κλεάνθη Νιρλέμβω ήταν αισχρό! Πρώτα, τον είχε ξυλοκοπήσει και φυλακίσει, και τώρα ερχόταν για να ζητήσει τη γνώμη του για το πώς να αντιμετωπίσει τον εχθρό! Ο άνθρωπος είναι τρελός! «Πώς περιμένεις να σου προτείνω οτιδήποτε από εδώ όπου βρίσκομαι; Δεν ξέρω πώς έχει εξελιχτεί ο πόλεμος!»

«Ξέρεις, όμως, τη Βολιρία,» είπε επίμονα ο Κλεάνθης. «Πώς νομίζεις ότι θα έχουν οργανώσει την αντίστασή τους οι πολίτες; Ποια είναι τα μέρη όπου μπορώ να τους παγιδεύσω; Πού μπορεί να κρύβονται; Σίγουρα θα έχουν κάποιες κρυφές βάσεις!»

Ο Ευγένιος κούνησε το κεφάλι και ξανακάθισε. «Δεν είχα ποτέ παλιότερα αντιμετωπίσει αντάρτες μέσα στη Βολιρία. Ο Δούκας κρατούσε τους πολίτες του υπό έλεγχο.»

«Το Δημιούργημα είναι νεκρό! Και οι κόρες του Δούκα – που δεν είναι Δημιουργήματα – είναι με το μέρος των αποστατών τώρα.»

«Δεν έχω ιδέα πώς μπορείς να αντιμετωπίσεις την κατάσταση, Κλεάνθη,» είπε ο Ευγένιος πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ του. «Σκότωσε όλους τους πολίτες της Βολιρίας· στο τέλος, έτσι θα σκοτώσεις και τους αντιστασιακούς.»

«Δεν έχω καμία όρεξη για τις ειρωνείες σου, Στρατηγέ!» γρύλισε ο Κλεάνθης.

«Τότε, καλύτερα να φύγεις από δω.» Ο Ευγένιος έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι πλάι στην κούπα με τον καφέ.

Ο Κλεάνθης έσεισε τη γροθιά του. «Ανόητε! Αν ηττηθούμε στη Βολιρία, δεν θα ηττηθώ μόνο εγώ αλλά κι εσύ! Πρέπει να κρατήσουμε την πόλη.»

«Εγώ δεν μπορώ να την κρατήσω. Γι’αυτό δεν με… απομάκρυνες;»

Ο Κλεάνθης, βλέποντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να βγάλει άκρη μαζί του, στράφηκε και έφυγε ακολουθούμενος από τους φρουρούς του.

7.

Το μήνυμα έγραφε:

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΓΑΤΕΣ ΠΡΟΣ ΛΕΥΚΟ ΠΡΙΓΚΙΠΑ:

ΕΤΟΙΜΑΣΤΕΙΤΕ ΓΙΑ ΕΠΙΘΕΣΗ ΟΤΑΝ ΟΛΑ ΤΑ ΤΕΧΝΗΤΑ ΦΩΤΑ ΣΒΗΣΟΥΝ. ΘΑ ΧΤΥΠΗΣΟΥΜΕ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ.

 

Ο Ανδρόνικος ρώτησε τον Οδυσσέα: «Στην καρδιά του εχθρού;» Στεκόταν μέσα στο καινούργιο τηλεπικοινωνιακό κέντρο των Απολλώνιων δυνάμεων. Ήταν ξημερώματα και είχε ξυπνήσει πριν από λίγο. Το κωδικοποιημένο μήνυμα είχε έρθει εδώ και μισή ώρα, όπως του είχε πει ο Πρόμαχος.

«Ό,τι ξέρετε ξέρω, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Υποθέτω πως αναφέρονται στο Κέντρο Ελέγχου των Παντοκρατορικών.»

«Μάλιστα…» είπε συλλογισμένα ο Ανδρόνικος. «Θα σβήσουν, λοιπόν, τα φώτα και θα μας δώσουν έτσι την ευκαιρία που ζητάμε. Θα επιτεθούμε μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να χρειάζεται να χτυπήσουμε με μεγάλα πυροβόλα, ρουκέτες, και πυραύλους. Χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να διαλύσουμε οικοδομήματα με πολίτες μέσα. Μόνο οι δικοί μας πολεμιστές εναντίον των πολεμιστών της Παντοκράτειρας.»

Ο Οδυσσέας ένευσε. «Το καλύτερο που μπορούσε να γίνει, νομίζω. Η πόλη θα είναι όλη σκοτεινή, εκτός από τις θέσεις που πρέπει να χτυπήσουμε.» Οι στρατώνες και οι άλλες αμυντικές θέσεις των Παντοκρατορικών ήταν, φυσικά, αυτόφωτες, έχοντας δικά τους συστήματα φωτισμού και ενέργειας.

Ο Ανδρόνικος ένευσε, ελπίζοντας τα πράγματα να μη στράβωναν και όμηροι πολίτες να σκοτώνονταν. «Ας ετοιμαστούμε. Κι ας ενημερώσουμε και τη Δούκισσα Ευδοκία. Προσωπικά, καλύτερα, όχι μέσω τηλεπικοινωνιακών συστημάτων.» Οι τηλεπικοινωνιακές συνομιλίες μπορούσαν πάντα να υποκλαπούν από τον εχθρό.

8.

Ο Βόρειος Στρατώνας είχε παρθεί από τις Απολλώνιες δυνάμεις. Ο ίδιος ο Κλεάνθης είχε προστάξει οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας να υποχωρήσουν από εκεί, όταν είχε διαπιστώσει ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Δεν είχε νόημα να κρατάνε αυτή τη θέση ούτως ή άλλως· βρισκόταν μέσα σε μια περιοχή εξολοκλήρου κατειλημμένη από τον εχθρό. Πιο καλά οι στρατιώτες εκεί να έρχονταν προς τα ανατολικά, για να κυνηγήσουν τους αντάρτες μέσα στην πόλη, των οποίων οι επιθέσεις δεν είχαν ελαττωθεί παρά τις έντονες προσπάθειες του συνταγματάρχη.

Τώρα, είχε νυχτώσει και ο Κλεάνθης είχε μόλις επιστρέψει στο Κέντρο Ελέγχου ύστερα από μια επίσκεψη στην τραυματισμένη Ταγματάρχη Τζηλ Μαλράβω. Βρισκόταν καιρό εδώ, στη Βολιρία, έτσι ο Κλεάνθης είχε πάει να τη ρωτήσει πώς νόμιζε ότι όφειλαν να αντιμετωπιστούν οι αντιστασιακοί. Η Τζηλ είχε γελάσει, πράγμα που φάνηκε πως την είχε κάνει να πονέσει καθώς ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι τυλιγμένη με επιδέσμους.

«Ο Ευγένιος δεν θα είναι καθόλου ευχαριστημένος μαζί σου, Συνταγματάρχη…» είπε.

«Δε σε ρώτησα για τον Ευγένιο Οξύτριχο, αλλά για–»

«Άκουσα για τι με ρώτησες,» τον διέκοψε η ξερή, σπασμένη φωνή της. «Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνεις. Ποτέ παλιότερα δεν είχαμε ν’αντιμετωπίσουμε ξεσηκωμούς μέσα στη Βολιρία.»

«Το αντιλαμβάνομαι αυτό. Όμως γνωρίζεις την πόλη αρκετά καλά. Πες μου» – κάθισε πλάι της, στο κρεβάτι – «πού μπορεί να κρύβονται οι αντάρτες; Πού μπορεί να είναι οι κρυφές βάσεις τους μέσα στην πόλη;»

«Δεν ξέρω–»

«Δεν είναι δυνατόν! Δε μπορείς ούτε καν να υποθέσεις; Ποια είναι τα πιο πιθανά μέρη, Ταγματάρχη; Απάντησέ μου!»

Η Τζηλ αναστέναξε. «Πονάω από πάνω μέχρι κάτω. Και σου ξαναλέω: δεν ξέρω, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος! Ψάξε στον παλιό Ναό του Απόλλωνα, αν θες· ίσως εκεί νάναι κρυμμένοι. Ή σε κανένα παλιό εργοστάσιο. Ή στην οικία κανενός ευγενή, στην Ψηλή Πόλη.»

«Μιλάς για τον Ναό του Απόλλωνα κοντά στον Νότιο Στρατώνα;»

«Ναι. Είναι εγκαταλειμμένος, και έχει υπόγεια.»

Ο Κλεάνθης φάνηκε σκεπτικός. Δεν είχε προστάξει τους ανθρώπους του να ψάξουν εκεί. Δεν γνώριζε για τον Ναό. «Θα το έχω υπόψη,» είπε. «Στα Εργοστάσια έχω ψάξει παντού. Και πολλές οικίες ευγενών έχουν ήδη ερευνηθεί.»

«Ωραία,» είπε η Τζηλ κουρασμένα. «Μου δίνεις τα τσιγάρα μου, σε παρακαλώ;»

Ο Κλεάνθης πήρε το πακέτο από δίπλα και της το έδωσε μαζί με τον αναπτήρα. Ύστερα έφυγε.

Τώρα, καθώς ανέβαινε στον θάλαμο τηλεπικοινωνιών του Κέντρου Ελέγχου, σκεφτόταν να προστάξει να ερευνηθεί αυτός ο παλιός Ναός του Απόλλωνα. Γιατί κανένας δεν του τον είχε αναφέρει ώς τώρα; Από την άλλη, βέβαια, οι αποστάτες μάλλον θα υποπτεύονται ότι εκεί θα ψάξουμε πρώτα… Όπως και νάχε, δεν μπορούσε να μην τον ερευνήσει.

Βγήκε απ’τον ανελκυστήρα, μπήκε στον θάλαμο τηλεπικοινωνιών–

–και είδε, από τα παράθυρα, ότι ολόκληρη η πόλη ήταν τυλιγμένη στο σκοτάδι.

Οι άνθρωποι που δούλευαν εδώ είχαν σηκωθεί από τις θέσεις τους και κοίταζαν έξω.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Κλεάνθης.

Στράφηκαν αμέσως στο μέρος του χαιρετώντας στρατιωτικά. «Έχουμε κάποια διακοπή, κύριε Συνταγματάρχη,» είπε μια γυναίκα.

«Κάτι πρέπει να έγινε στο κέντρο παροχής ενέργειας της Βολιρίας,» είπε ένας άντρας.

Ο Κλεάνθης είχε μια πολύ καλή υποψία τι μπορεί να είχε συμβεί. Οι καταραμένοι αντάρτες της πόλης!

«Μας επιτίθενται,» είπε τότε ένας άλλος από τους χειριστές των τηλεπικοινωνιακών συστημάτων, κοιτάζοντας έξω.

Ο Κλεάνθης πλησίασε το παράθυρο. Πράγματι, ο άντρας είχε δίκιο. Λάμψεις φαίνονταν από τα δυτικά, ανάμεσα από τις πολυκατοικίες, επάνω στη Βολίρια Λεωφόρο και μέσα στους μικρότερους δρόμους. Οι δυνάμεις του Αρχιπροδότη είχαν βρει την ευκαιρία να επιτεθούν, όσο η πόλη ήταν τυλιγμένη στο σκοτάδι.

Ο Κλεάνθης πήγε σ’ένα από τα τηλεπικοινωνιακά συστήματα και το ενεργοποίησε. «Συνταγματάρχης Νιρλέμβω προς όλες τις Παντοκρατορικές δυνάμεις,» είπε στο μικρόφωνο: «Συγκεντρωθείτε στο σύνορό μας με τους Απολλώνιους! Κανένας να μη μείνει πίσω! Επαναλαμβάνω: συγκεντρωθείτε άπαντες στο σύνορό μας με τους Απολλώνιους! Δεχόμαστε μαζική επίθεση!»

Κι ύστερα, ήταν έτοιμος να καλέσει τους πολεμιστές του που βρίσκονταν στα Εργοστάσια, να μάθει τι είχε γίνει με το κέντρο παροχής ενέργειας της πόλης – όταν, απρόσμενα, μια έκρηξη αντήχησε μέσα στην πολυκατοικία.

«Τι…;» άρθρωσε ο Κλεάνθης, ξαφνιασμένος. Και προς τους χειριστές των συστημάτων: «Ενεργοποιήστε όλους τηλεοπτικούς πομπούς του οικοδομήματος – τώρα!»

Μια γυναίκα κι ένας άντρας πάτησαν, εσπευσμένα, πλήκτρα επάνω σε μια μεγάλη κονσόλα. Οθόνες ενεργοποιήθηκαν ολόγυρα. Ο Κλεάνθης είδε αντάρτες να έχουν εισβάλει στο χτίριο και να σκοτώνουν τους πολεμιστές του. Σε κάποια στιγμή πρόσεξε το πρόσωπο μιας γυναίκας ντυμένης με μελανή στολή. Μια από τις καταζητούμενες Μαύρες Δράκαινες! Είχε κατάμαυρο δέρμα και κόκκινα μαλλιά. Έστρεψε την κάννη του πιστολιού της προς τον τηλεοπτικό πομπό και πυροβόλησε. Η εικόνα στην οθόνη έσβησε· μονάχα παράσιτα φαίνονταν τώρα.

Ο Κλεάνθης κοπάνησε τη γροθιά του πάνω σε μια κονσόλα. «Απενεργοποιήστε τους ανελκυστήρες!» πρόσταξε.

Οι χειριστές των συστημάτων τούς απενεργοποίησαν. Ήταν όλοι τους χλομοί, φοβισμένοι.

«Και ετοιμάστε τα όπλα σας,» πρόσθεσε ο Κλεάνθης.

«Κύριε Συνταγματάρχη, εμείς δεν–»

«Είπα, ετοιμάστε τα όπλα σας!»

Πιστόλια βγήκαν από τις θήκες τους, οπλίστηκαν, ασφάλειες άνοιξαν.

«Και κλειδώστε την είσοδο,» είπε ο Κλεάνθης.

Μια γυναίκα έκλεισε τη σιδερένια πόρτα και τράβηξε την αμπάρα.

Ο Κλεάνθης μίλησε σ’ένα μικρόφωνο: «Σας μιλά ο Συνταγματάρχης Νιρλέμβω. Βρίσκομαι στο Κέντρο Ελέγχου και δέχομαι επίθεση. Χρειάζομαι βοήθεια–» Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το τηλεπικοινωνιακό σύστημα δεν λειτουργούσε. Κάτι είχε μπλοκάρει το σήμα. «Γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!» Και προς τους χειριστές: «Γυρίστε το σύστημα στην καλωδιακή σύνδεση. Έχουμε καλωδιακή σύνδεση, έτσι δεν είναι;»

«Μάλιστα, κύριε Συνταγματάρχη.» Μια γυναίκα πάτησε μερικά πλήκτρα σε μια κονσόλα.

Ο Κλεάνθης είδε τον πομπό του να ενεργοποιείται ξανά–

Μια έκρηξη τράνταξε την πόρτα του θαλάμου, κάνοντας την αμπάρα να σπάσει, τα σίδερα να λυγίσουν.

Ο Κλεάνθης τράβηξε το πιστόλι του, πυροβολώντας τυφλά προς την είσοδο, μέσα από τον καπνό. Δεν άκουσε καμία κραυγή, δεν διέκρινε κανέναν να χτυπιέται. Πολλοί από τους χειριστές των συστημάτων τον μιμήθηκαν.

Λάμψη–

Ο Κλεάνθης έχασε την όρασή του–

Καπνός–

Ο Κλεάνθης άρχισε να βήχει, παλεύοντας ν’αναπνεύσει και μη μπορώντας. Γύρω του άκουγε κι άλλους να βήχουν, καθώς και φωνές.

«Ρίξτε τα όπλα σας κάτω!» πρόσταξε κάποια. «Τα όπλα σας κάτω!» Ένας πυροβολισμός αντήχησε, και μια πονεμένη κραυγή.

Ο Κλεάνθης βλεφάρισε προσπαθώντας να δει μέσα από δακρυσμένα μάτια. Διέκρινε σκοτεινές φιγούρες. Έκανε να υψώσει το πιστόλι του, αλλά κάτι τον χτύπησε στα πλευρά, κάποιος άρπαξε το χέρι του και τον ανάγκασε να πετάξει το όπλο. Τον έσπρωξαν επάνω σε μια κονσόλα, μπρούμυτα.

«Φρόνιμα τώρα, Συνταγματάρχη,» άκουσε κάποια να του λέει, ενώ αισθανόταν ένα γόνατο στη ράχη του και την κόψη ενός ξιφιδίου στον λαιμό του.

Μετά από λίγο, οι δυνατές φωνές έπαψαν και ο καπνός είχε διαλυθεί. Ο Κλεάνθης μπορούσε πάλι να δει, αν και κάπως θολά. Η γυναίκα που τον κρατούσε πάνω στην κονσόλα πήρε το γόνατό της από την πλάτη του και τη λεπίδα της από τον λαιμό του. Τον άφησε να σηκωθεί. Ο Κλεάνθης είδε πως ήταν η Μαύρη Δράκαινα με το κατάμαυρο δέρμα και τα κόκκινα μαλλιά. Τριγύρω ήταν κι άλλοι αποστάτες, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει καλά τα πρόσωπά τους, καθώς τα μάτια του πονούσαν ακόμα από εκείνη τη λάμψη. Ξόρκι Καπνογόνου Θραύσεως Πυρών πρέπει να ήταν. Οι μάγισσες του τάγματος των Δρακαινών το χρησιμοποιούν συχνά.

«Πρόσταξε τους στρατιώτες σου να παραδοθούν, Συνταγματάρχη,» είπε η κοκκινομάλλα Μαύρη Δράκαινα. «Ούτως ή άλλως θα χάσουν αυτή τη μάχη. Χάρη θα τους κάνεις.»

«Δεν πρόκειται να παραδοθώ!» γρύλισε ο Κλεάνθης. «Σκοτώστε με αν θέλετε.»

Είδε μια άλλη γυναίκα να υψώνει το πιστόλι της. Στενεύοντας τα μάτια του την παρατήρησε. Πορφυρό δέρμα, γαλανά μαλλιά, άγρια όψη, γρατσουνιές στο πρόσωπο.

«Περίμενε,» είπε η μαυρόδερμη, που – ο Κλεάνθης τώρα το θυμήθηκε – πρέπει να ονομαζόταν Αθηνά. «Δε βιαζόμαστε, Νικίτα.» Και κοπάνησε τον συνταγματάρχη στη μύτη με τη λαβή του ξιφιδίου της. Δυνατά.

Ο Κλεάνθης έχασε τις αισθήσεις του.

9.

Οι Απολλώνιοι πολεμιστές αντιμετώπισαν τους Παντοκρατορικούς μέσα στους σκοτεινούς δρόμους της Βολιρίας, και βρήκαν τους πολίτες της με το μέρος τους – και οπλισμένους. Οι συγκρούσεις ήταν άσχημες, καθώς η ορατότητα ήταν χάλια και δεν προβλεπόταν να βελτιωθεί. Οι ζημιές που είχαν προκαλέσει οι αντιστασιακοί στο κέντρο παροχής ενέργειας στα Εργοστάσια δεν μπορούσαν να επιδιορθωθούν γρήγορα. Το είχαν ρημάξει, βάζοντας ενεργειακές φιάλες να εκραγούν μαζικά.

Ο Ανδρόνικος βρισκόταν μέσα στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα όταν έλαβε σήμα, μέσω των τηλεπικοινωνιακών συστημάτων, ότι κάποιος ήθελε να του μιλήσει. Πάτησε το πλήκτρο της αποδοχής και το πρόσωπο της Αθηνάς παρουσιάστηκε στην οθόνη.

«Πρίγκιπά μου,» είπε η Μαύρη Δράκαινα, «είμαστε στο Κέντρο Ελέγχου των Παντοκρατορικών. Έχουμε τον Συνταγματάρχη Νιρλέμβω αιχμάλωτό μας και ολόκληρη την πολυκατοικία υπό έλεγχο.»

«Κάνατε καλή δουλειά,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Χωρίς εσάς θα είχαμε αναγκαστεί ή να σκοτώσουμε πολίτες ή να σταματήσουμε τον πόλεμό μας.»

«Οι κόρες του Δούκα φταίνε για όλα, Πρίγκιπά μου,» είπε η Αθηνά υπομειδιώντας.

«Είναι εκεί, μαζί σας;»

«Όχι· δεν ήθελα να ριψοκινδυνέψουν. Η παρουσία τους είναι πολύ σημαντική. Αλλά θα τις συναντήσετε σύντομα, είμαι βέβαιη.»

10.

Οι συγκρούσεις τελείωσαν πολύ πριν από την αυγή. Μόλις οι Παντοκρατορικοί συνειδητοποίησαν ότι ο στρατός τους είχε μείνει ακέφαλος και ότι έχαναν τη μάχη εναντίον των Απολλώνιων δυνάμεων και των αντιστασιακών της πόλης, τράπηκαν σε φυγή προς τα ανατολικά, ακολουθώντας τη Βολίρια Λεωφόρο που οδηγούσε στη δημοσιά η οποία διέσχιζε τους λόφους. Κατευθυνόμενοι, μάλλον, προς τη Βιρβάνη, υπέθεσε ο Ανδρόνικος. Και δεν πρόσταξε να τους καταδιώξουν.

Ο Οδυσσέας είχε σταματήσει το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα (το οποίο είχε τη μορφή γιγάντιου ερπυστριοφόρου) στο Κέντρο της Βολιρίας, και από ένα στενό παράθυρο ο Ανδρόνικος μπορούσε τώρα να δει τους κατοίκους της πόλης να πυρπολούν τη μεγάλη πυραμίδα του Ναού του Κρόνου, που ήταν θεός από τη Ρελκάμνια, όχι δικός τους. Ελπίζω τούτη η φωτιά να μη φύγει από τον έλεγχο, σκέφτηκε ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, που είχε δει πια αρκετές πυρκαγιές να καταβροχθίζουν αρκετές πόλεις. Και δεν ήταν λίγες οι φωτιές που ήδη έκαιγαν στη Βολιρία, ύστερα από τις άγριες συμπλοκές των Απολλώνιων με τους Παντοκρατορικούς.

Σηκώθηκε από τη θέση του, άνοιξε μια πλευρική πόρτα του άρματος, και βγήκε. Η Βατράνια τον ακολούθησε έξω· το ίδιο κι ο Οδυσσέας και κάποιοι άλλοι Απολλώνιοι πολεμιστές, έχοντας τα όπλα τους έτοιμα για την περίπτωση που χρειαζόταν να προστατεύσουν τον Βασιληά τους.

Για λίγο, ο Ανδρόνικος κοίταζε ολόγυρα, τις φωτιές που χόρευαν στο Κέντρο της Βολιρίας, τους αντιστασιακούς που πανηγύριζαν υψώνοντας τα όπλα τους και κραυγάζοντας μέσα στη νύχτα, τους Απολλώνιους στρατιώτες που έμοιαζαν να έχουν χαλαρώσει τώρα που οι Παντοκρατορικοί είχαν υποχωρήσει, τους άοπλους πολίτες που έβγαιναν δειλά, επιφυλακτικά, από τα σπίτια τους· τα απομεινάρια αρμάτων μάχης, τα πτώματα που κείτονταν στους δρόμους και στις γωνίες, τα κατεστραμμένα καταστήματα, τα όπλα που ήταν πεταμένα από δω κι από κει, τους κάλυκες που γέμιζαν το οδόστρωμα σαν σκορπισμένες χάντρες, τους τροχούς χτυπημένων οχημάτων…

Ένα τρίκυκλο ήρθε αργά προς το μέρος του, προσέχοντας πώς περνούσε ανάμεσα από τις φλόγες και τα συντρίμμια. Ήταν ανοιχτό, και μέσα του φαίνονταν ο Βαλέριος, η Άνμα’ταρ, ο Σέλιρ’χοκ, και δύο ακόμα γυναίκες. Ο πρώτος ήταν στο τιμόνι, ενώ οι υπόλοιποι κάθονταν πίσω. Ίσα-ίσα που χωρούσαν. Σταμάτησαν κοντά στο μεγάλο Αυτοσυντηρούμενο Όχημα και κατέβηκαν.

«Πρίγκιπά μου,» χαιρέτησε ο Σέλιρ’χοκ.

«Σέλιρ,» είπε ο Ανδρόνικος. «Άνμα. Βαλέριε. Χαίρομαι που όλοι δείχνετε καλά.»

«Ο ανταρτοπόλεμος δεν είναι τόσο επικίνδυνος όσο η κατά μέτωπο επίθεση, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Βαλέριος, χαμογελώντας. Και η μία από τις δύο άγνωστες γυναίκες – η χρυσόδερμη – του ψιθύρισε κάτι. «Αυτός είναι,» της είπε ο Βαλέριος. «Ο Βασιληάς. Απλώς τον λέω Πρίγκιπα επειδή για όλους τους επαναστάτες είναι ‘ο Πρίγκιπας της Επανάστασης’.»

Η γυναίκα στράφηκε στον Ανδρόνικο κι έκανε μια σύντομη υπόκλιση. «Μεγαλειότατε. Είμαι η Φλαβία του Οίκου των Βορειομάχων, δεύτερη κόρη του Δούκα Λουκιανού.»

«Κι εγώ η Ευρύκλεια του Οίκου των Βορειομάχων,» είπε η άλλη γυναίκα, «η πρώτη κόρη του Δούκα Λουκιανού. Θέλουμε να σας ευχαριστήσουμε προσωπικά για ό,τι κάνατε για εμάς. Αν δεν είχατε στείλει τους ανθρώπους σας, ακόμα θα πιστεύαμε ότι ο πατέρας μας ήταν ζωντανός, Βασιληά μου.» Έμοιαζε πολύ θλιμμένη καθώς αναφερόταν στον πατέρα της· η φωνή της ήταν βραχνή.

«Δεν έκανα τίποτα περισσότερο απ’ό,τι ήμουν υποχρεωμένος να κάνω, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Χρειαζόμουν βοήθεια από το εσωτερικό της πόλης – για να την κατακτήσω πιο γρήγορα και με λιγότερες απώλειες και υλικές ζημιές, ήλπιζα. Λυπάμαι για τον θάνατο του πατέρα σας. Μακάρι να μπορούσα να είχα κάνει κάτι για να τον έχω αποτρέψει.»

Η Ευρύκλεια και η Φλαβία έμειναν σιωπηλές, μην ξέροντας τι να πουν.

Ναι, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, έτσι είναι πάντα όταν χάνεις κάποιον που αγαπάς και που σε αγαπάει. Τα λόγια ποτέ δεν είναι αρκετά, και ποτέ δεν μοιάζουν αληθινά. Απομάκρυνε απ’το μυαλό του την Ιωάννα, που μάλλον δεν θα ξανάβλεπε. Απομάκρυνε κι άλλους συντρόφους που είχε χάσει στον αγώνα του εναντίον της Παντοκράτειρας.

«Ποια από τις δυο σας είναι Δούκισσα τώρα; Είχε ορίσει κληρονόμο ο πατέρας σας;» τις ρώτησε. Αν δεν είχε ορίσει, θα έπρεπε να είναι η Ευρύκλεια, ως μεγαλύτερη.

Αλλά φαίνεται πως ο Δούκας Λουκιανός αυτήν είχε ορίσει ούτως ή άλλως. «Εγώ, Μεγαλειότατε,» είπε. «Λίγο προτού σκοτωθεί – και εννοώ προτού τον αντικαταστήσουν με το Δημιούργημα – είχε ορίσει εμένα ως κληρονόμο. Τότε δεν το είχα πολυσκεφτεί,» πρόσθεσε, «επειδή ο πατέρας ζούσε ακόμα. Δεν περίμενα ότι θα πέθαινε παρά μετά από πολλά χρόνια… Τώρα, όμως…» Κοίταξε γύρω της, τις καταστροφές που είχαν γίνει στην πόλη. Ύστερα έστρεψε πάλι το βλέμμα της στον Ανδρόνικο. «Είστε ο Βασιληάς, επομένως η απόφασή σας, νομίζω, πρέπει να μπορεί να αλλάξει κάποια πράγματα. Θα ήθελα να παραχωρήσω το Δουκάτο στη Φλαβία.» Ατένισε την αδελφή της.

Η Φλαβία φάνηκε ξαφνιασμένη. «Ευρύκλεια,» είπε κομπιάζοντας. «Δεν…» Χαμογέλασε αμήχανα. «Δεν το έχεις σκεφτεί καλά. Ο μπαμπάς εσένα όρισε κληρονόμο, κι αυτό πρέπει να το σεβαστούμε.»

Η Ευρύκλεια κούνησε το κεφάλι. «Δε θέλω να είμαι Δούκισσα, Φλαβία. Δεν μπορώ…» Απέφυγε το βλέμμα της αδελφής της.

«Μη βλέπεις τώρα αυτή… αυτή την καταστροφή!» της είπε η Φλαβία δείχνοντας, με μια χειρονομία, ολόγυρά τους. «Η πόλη θα ανοικοδομηθεί. Και θα είμαι πλάι σου, ούτως ή άλλως· το ξέρεις.» Ακούμπησε το χέρι της στους ώμους της Ευρύκλειας, η οποία ατένιζε τους σκορπισμένους κάλυκες στο οδόστρωμα και δεν μίλησε.

«Αρχόντισσά μου,» είπε ο Ανδρόνικος στην Ευρύκλεια, «μπορείς να παραχωρήσεις την εξουσία σου σε κάποιον άμεσο συγγενή που είναι πρόθυμος να την αποδεχτεί. Είναι δικαίωμά σου, σύμφωνα με τον Νόμο του Βασιλείου. Ούτε ο Βασιληάς δεν μπορεί να παρέμβει σ’αυτό, ακόμα κι αν θέλει. Ωστόσο, θα σε προέτρεπα να περιμένεις λίγο και να το ξανασκεφτείς. Κι αν, τελικά, αυτή είναι η απόφασή σου… αυτή είναι η απόφασή σου.»

Η Ευρύκλεια δίστασε προς στιγμή· ύστερα, κατένευσε συλλογισμένα. «Ναι… Έτσι θα κάνω, Μεγαλειότατε.»

«Εντάξει,» παρενέβη ο Βαλέριος, «αρκετά με τις κουβέντες για διαδοχή! Μόλις νικήσαμε μια πολύ σημαντική μάχη. Η Βολιρία είναι ξανά ελεύθερη από τους Παντοκρατορικούς: ξανά μέρος του Βασιλείου της Απολλώνιας! Αν μη τι άλλο, πρέπει να βγάλουμε όλα τα ποτά από όλα τα κελάρια της πόλης!»

Η Φλαβία στράφηκε να τον κοιτάξει, χαμογελώντας πλατιά, και τα μάτια της γυάλιζαν.

Ο Βαλέριος τής επέστρεψε το μειδίαμα, και γέλασε.

Ο Ανδρόνικος νόμιζε ότι συμπαθιούνταν οι δυο τους, παρότι ο Βαλέριος πρέπει να την περνούσε για πάνω από δέκα χρόνια.

Η Άνμα’ταρ είπε στον Πρίγκιπα της Επανάστασης: «Έχουμε αιχμάλωτούς μας την ελέγκτρια του Δημιουργήματος – μια πράκτορα που ονομάζεται Μοίρα Λευκόχειρη – τον Ταγματάρχη Κάδμο Κάλρηχ – που είχε έρθει εδώ ύστερα από τη Γλαυκόπολη, όπως φαίνεται – μια μάγισσα ονόματι Βαλνάμνιρ’χοκ, τον Συνταγματάρχη Κλεάνθη Νιρλέμβω, και τον Στρατηγό Ευγένιο Οξύτριχο.»

«Ας ελπίσουμε ότι θα μπορέσουν, κάπως, να μας φανούν χρήσιμοι,» είπε ο Ανδρόνικος.

«Σίγουρα,» είπε η Άνμα’ταρ, «θα ξέρουν περισσότερα πράγματα από εμάς για το τι γίνεται στη Βιρβάνη και στα Παλιά Κάστρα.»

Ο Ανδρόνικος ευχόταν να μπορούσε να ανταλλάξει την Ιωάννα για όλους αυτούς και για τις πληροφορίες τους μαζί. Αλλά ήξερε πως δεν ήταν εφικτό. Η Παντοκράτειρα την είχε, τώρα.

Ρελκάμνια

1.

ΕΙΝΑΙ ΝΥΧΤΑ,

ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΖΟΥΓΚΛΑ.

ΕΝΑ ΞΕΦΩΤΟ ΑΝΟΙΓΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΑΣ.

ΕΧΕΤΕ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΗ ΘΕΑ

ΚΑΙ, ΑΡΑ, ΘΑ ΑΝΤΑΜΕΙΦΘΕΙΤΕ;

Ή ΤΗΝ ΕΧΕΤΕ ΔΥΣΑΡΕΣΤΗΣΕΙ

ΚΑΙ, ΑΡΑ, ΘΑ ΤΙΜΩΡΗΘΕΙΤΕ;

 

Έτσι έγραφε η πινακίδα πάνω από την είσοδο, χαραγμένη στο ξύλο του τοίχου με μεγάλα γράμματα. Μετά από το κατώφλι φαινόταν ένας κατάφυτος χώρος, σκοτεινός. Απόμακρες φωνές πουλιών ακούγονταν κάπου-κάπου.

Ο Μέδμορ έγλειψε τα ξεραμένα χείλη του, διστακτικά· η Παντοκράτειρα είχε κάμποσες ώρες να τους δώσει νερό ή κάποιο άλλο υγρό, κι αισθανόταν αφυδατωμένος. «Καλύτερα να το αποφύγουμε,» ψιθύρισε. Δεν κρατούσε πλέον ρόπαλο· είχε στο χέρι του ένα τσεκούρι που είχαν βρει κρεμασμένο σε μια μεταλλική ράβδο, ψηλά στο ταβάνι ενός δωματίου, τουλάχιστον δέκα μέτρα από το έδαφος. Η Ιωάννα είχε απορήσει ώς πού, τέλος πάντων, έφτανε αυτός ο γαμημένος λαβύρινθος της Παντοκράτειρας και πόσες φορές μπορούσε ν’αλλάξει και να ξαναλλάξει. Διότι αποκλείεται να μην τον είχαν πια εξερευνήσει όλο. Η Ιωάννα ήταν, φυσικά, που είχε σκαρφαλώσει για να πιάσει το τσεκούρι· ο Μέδμορ δεν μπορούσε να ανεβεί ώς εκεί πάνω.

Τώρα, η Ιωάννα είπε: «Τι έχουμε να χάσουμε;»

Ο Μέδμορ την κοίταξε νευρικά, φοβισμένα. «Κι αν την έχουμε… δυσαρεστήσει;»

Ακόμα φερόταν σαν να είχε βγει από άσυλο, σκέφτηκε η Ιωάννα. «Θα μας κάνει κάτι κακό ούτως ή άλλως.»

«Σωστά, βέβαια…» παραδέχτηκε ο Μέδμορ σκεπτικά. Και ατένισε την είσοδο αντίκρυ τους με καχυποψία, σαν να ήταν το πελώριο στόμα κάποιου θηρίου που τον προσκαλούσε για να τον καταπιεί.

Η Ιωάννα πέρασε πρώτη την πόρτα, τραβώντας το σπαθί της. Το σκοτάδι της τεχνητής ζούγκλας την τύλιξε. Γύρω της παράξενοι ήχοι ακούγονταν, αναμφίβολα τεχνητοί κι αυτοί. Τα μάτια της παρατηρούσαν τις σκιές.

Σκιές… επομένως, από κάπου ερχόταν λίγο φως. Η Ιωάννα, όμως, δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ακριβώς.

Πίσω της άκουγε τον Μέδμορ-Ράθωζ να την ακολουθεί, βαδίζοντας προσεχτικά. Η αναπνοή του αντηχούσε δυνατή. Ο άνθρωπος ήταν μισότρελος, είχε καταλήξει η Ιωάννα: κάτι για το οποίο, σίγουρα, έφταιγε η Παντοκράτειρα. Κανένας δεν θα μπορούσε να διατηρήσει για πολύ καιρό τα λογικά του εδώ μέσα, εκτός αν ήδη ήταν μισότρελος – όπως μια Μαύρη Δράκαινα. Ορισμένες φορές, η Ιωάννα όφειλε να ευχαριστεί εκείνον τον παλαβό μαλάκα τον Άλδρος Λόρτραν που ήθελε να τον αποκαλούν Θεό. Ήταν, άραγε, ζωντανός ακόμα; Ήταν εδώ, στη Ρελκάμνια;

Η ζούγκλα γύρω της της έδινε την αίσθηση ότι ήταν, κατά βάθος, ακίνδυνη. Οι παράξενοι ήχοι και ο ασθενικός φωτισμός υπήρχαν απλώς για να τρομοκρατούν. Η Ιωάννα δεν νόμιζε ότι οι εκπαιδευμένες αισθήσεις της μπορούσαν να εντοπίσουν κανένα θηρίο ή άνθρωπο να κινείται εδώ. Και σύντομα είδε ν’ανοίγεται εμπρός της ένα ξέφωτο ανάμεσα στα πυκνά φυτά. Στο κέντρο του ήταν αφημένα τρία καλάθια, κλειστά: πλατιά όσο η μέση της Ιωάννας, και ψηλά μέχρι τα γόνατά της. Καθόλου μικρά, δηλαδή.

«Τι… τι είναι…;» τραύλισε ο Μέδμορ, πίσω της.

«Ας μάθουμε.»

«Στάσου!» Ο Μέδμορ άρπαξε τον ώμο της προτού τα πλησιάσει.

Η Ιωάννα στράφηκε να τον κοιτάξει με βλέμμα που μαρτυρούσε ότι δεν θα ανεχόταν ακόμα πολλές μαλακίες από αυτόν.

«Ίσως νάναι παγίδα,» ψιθύρισε ο Μέδμορ.

«Η παγίδα είναι παντού γύρω μας ούτως ή άλλως.»

Αυτό φάνηκε να τον έβαλε σε σκέψεις. Συνοφρυώθηκε.

Η Ιωάννα πλησίασε τα καλάθια. Άνοιξε ένα με το ένα χέρι ενώ κρατούσε το σπαθί της έτοιμο στο άλλο χέρι. Το σκέπασμα του καλαθιού έπεσε στο χορτάρι του τεχνητού εδάφους. Μέσα, η Ιωάννα είδε μπουκάλια με ποτά. Έπιασε ένα και το ύψωσε μπροστά της. Σεργήλιος οίνος.

«Η Μεγαλειοτάτη θέλει να μας μεθύσει,» είπε.

Και άνοιξε το δεύτερο καλάθι, με την ίδια προσοχή. Δεν ήταν τώρα ώρα για να χαλαρώσει. Ο Μέδμορ, παρότι μισότρελος, δεν είχε τελείως άδικο που έλεγε ότι όφειλαν να είναι επιφυλακτικοί. Η Παντοκράτειρα δεν το είχε και πολύ να τους σκοτώσει – ακόμα κι αν θεωρούσε ότι ο θάνατός τους είχε επέλθει από κάποιο λάθος στο καλά υπολογισμένο παιχνίδι της.

Μέσα στο καλάθι ήταν ρούχα. Η Ιωάννα έπιασε μια μπλούζα σηκώνοντάς την μπροστά της. «Και να μας ντύσει,» πρόσθεσε. «Ωραία.»

Ο Μέδμορ κοίταζε νευρικά τριγύρω, τα σκοτάδια της τεχνητής ζούγκλας.

Η Ιωάννα τον αγνόησε. Άνοιξε το τρίτο, και τελευταίο, καλάθι. Και είδε φαγητά κλεισμένα σε πλαστικά, διαφανή κουτάκια μικρότερα και μεγαλύτερα. Μονάχα ένα αδιαφανές κουτάκι υπήρχε εκεί μέσα, κι επάνω έγραφε ΜΑΧΑΙΡΟΠΙΡΟΥΝΑ – ΠΕΤΣΕΤΕΣ – ΟΔΟΝΤΟΓΛΥΦΙΔΕΣ.

«Και να μας ταΐσει,» είπε η Ιωάννα.

«Έχει φαγητό;» ρώτησε ο Μέδμορ.

«Ναι.»

Ο Μέδμορ πλησίασε. Κοίταξε μέσα στο καλάθι. Του έτρεχαν τα σάλια, φανερά. «Ας φάμε, τότε! Δε μπορεί νάναι δηλητηριασμένο, ε;»

Η Ιωάννα ανασήκωσε τους ώμους. «Τίποτα δεν αποκλείεται.» Έβγαλε τα φαγητά από το καλάθι, αφήνοντάς τα στο έδαφος. Βρήκε επίσης ένα τραπεζομάντηλο. Το άπλωσε κάτω, και ο Μέδμορ κάθισε δίπλα κι άνοιξε ένα πλαστικό κουτάκι που περιείχε κοτόπουλο. Άρχισε να τρώει, με τα χέρια.

«Αν δεν είναι δηλητηριασμένο, θα δηλητηριαστείς από μόνος σου,» του είπε η Ιωάννα, μεταξύ αστείου και σοβαρού.

Εκείνος την κοίταξε συνοφρυωμένος.

«Έχει και πιρούνια.» Του έδειξε το αδιαφανές κουτάκι.

Ο Μέδμορ το άνοιξε και πήρε πιρούνι και μαχαίρι, συνεχίζοντας το γεύμα του.

Η Ιωάννα έβγαλε τα ρούχα από το καλάθι για να τα κοιτάξει. Ήταν αρκετά για να ντυθούν κι οι δύο. Ένα υφασμάτινο παντελόνι, μια δερμάτινη μπλούζα με κορδόνια, ένα μακρύ φόρεμα για δεξίωση, μακριά μαύρα γυναικεία γάντια, μακριές γυναικείες κάλτσες, ένα φουλάρι. Και υπήρχαν και υποδήματα, επίσης: ένα ζευγάρι γοβάκια, ένα ζευγάρι επαγγελματικά παπούτσια. Κι ένα σημείωμα κάτω απ’όλα αυτά. Η Ιωάννα το σήκωσε και το διάβασε δυνατά, για να το ακούσει κι ο Μέδμορ:

«Η Θεά είναι ευχαριστημένη μαζί μας, και απαιτεί να ντυθείτε αξιοπρεπώς για το δώρο που θα σας κάνει.»

«Λες να σκέφτεται να μας ελευθερώσει;» ρώτησε ο Μέδμορ.

«Δε νομίζω.» Η Ιωάννα έριξε κάτω τα ρούχα, πήρε ένα μπουκάλι Σεργήλιο οίνο από το άλλο καλάθι, και κάθισε κοντά στο τραπεζομάντηλο, για να φάει.

Διαπίστωσε ότι πεινούσε, και σύντομα ήταν σίγουρη πως έτρωγε σχεδόν το ίδιο λαίμαργα με τον Μέδμορ-Ράθωζ.

Άνοιξε το κρασί και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Τον ρώτησε σκουπίζοντας τα χείλη της: «Είσαι αριστοκράτης, σωστά;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος μασώντας κάτι ζυμαρικά. «Του Οίκου των Ράθωζ’κναρ.»

«Δεν την ενδιαφέρει την Παντοκράτειρα τι θα πει η οικογένειά σου για τη φυλάκισή σου;»

«Μάλλον όχι.» Ο Μέδμορ δεν είχε διακόψει καθόλου το φαγητό του.

Η Ιωάννα ήπιε κι άλλο κρασί.

Αφού είχαν φάει και χορτάσει, και είχαν τελειώσει το μπουκάλι με τον Σεργήλιο οίνο και ανοίξει ένα μπουκάλι Αφρισμένη Κυρά, ο Μέδμορ είπε, κάπως μεθυσμένα: «Δε φοράμε τα ρούχα;»

Η Ιωάννα ανασήκωσε τους ώμους. «Φόρεσέ τα,» αποκρίθηκε, καθώς ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα πλάι στο τραπεζομάντηλο και κοιτούσε τον επίδεσμο που ήταν τυλιγμένος γύρω από το τραύμα στον αριστερό μηρό της. Πριν από κάμποσες ώρες είχε βρει ένα ρολό επίδεσμο και κάτι θεραπευτικές αλοιφές επάνω σ’ένα τραπεζάκι – φιλευσπλαχνία της Παντοκράτειρας. Είχε ανοίξει το τραύμα και το είχε κοιτάξει. Δε φαινόταν και τόσο χάλια, ευτυχώς, αλλά του είχε βάλει τις αλοιφές και είχε αλλάξει τον επίδεσμο. Τώρα το αισθανόταν καλύτερα· όμως δεν ήταν και βέβαιη. Μπορεί να έφταιγε το κρασί.

Ο Μέδμορ σύρθηκε ώς τα ρούχα, μοιάζοντας να βαριέται να σηκωθεί από κάτω. Τα κοίταξε διεξοδικά. Ύστερα, σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται με το παντελόνι και τη μπλούζα, καλύπτοντας τη δερμάτινη περισκελίδα που τον έκανε να φαίνεται σαν παρωδία αγρίου της Σάρντλι.

«Ξέρεις τι λείπει;» είπε η Ιωάννα.

«Τι;»

«Τσιγάρα. Θέλω να καπνίσω.»

Ο Μέδμορ γέλασε.

Και η Ιωάννα γέλασε.

Είμαστε μεθυσμένοι, σίγουρα, σκέφτηκε.

Ο Μέδμορ, αφού ντύθηκε, της έριξε τα γυναικεία ρούχα. «Φόρεσέ τα,» είπε, και κάθισε πάλι. Έμοιαζε πιο πολιτισμένος τώρα – αν αγνοούσες την όψη στο πρόσωπό του.

«Αυτά είναι άχρηστα.» Η Ιωάννα πέταξε τα γάντια παραδίπλα. «Κι αυτά.» Πέταξε και τις μακριές κάλτσες παραδίπλα. «Ή μάλλον,» έπιασε πάλι τα γάντια, «αυτά ίσως και να φανούν χρήσιμα, κάποια στιγμή. Θα τα κρατήσουμε.» Σηκώθηκε όρθια και φόρεσε το φόρεμα, ελευθερώνοντας τα ξανθά μαλλιά της από τη λαιμόκοψη. Το έστρωσε επάνω της, κοιτάζοντας το κριτικά. «Πολύ μακρύ,» είπε. Ξεθηκάρωσε το σπαθί της, το οποίο είχε αφήσει στο τεχνητό έδαφος, και χρησιμοποιώντας το έκοψε την κάτω άκρη του φορέματος, κονταίνοντάς το. Τώρα έπεφτε ώς τα γόνατά της, αντί ώς τις κνήμες. «Πιο καλά έτσι,» παρατήρησε η Ιωάννα και κάθισε ξανά. Έπιασε το ένα γοβάκι και το περιεργάστηκε μέσα στα χέρια της ενώ ο Μέδμορ την παρατηρούσε. Κράτησε γερά το τακούνι και το έσπασε. Ύστερα, έκανε το ίδιο και με το άλλο γοβάκι. «Τώρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν εδώ μέσα,» είπε η Ιωάννα, αφήνοντας τα υποδήματα πλάι της.

Ο Μέδμορ ήπιε ακόμα μια γουλιά Αφρισμένη Κυρά από το μπουκάλι.

Η Ιωάννα αναστέναξε και ξάπλωσε. Ήθελε, πραγματικά, ένα τσιγάρο.

Ο Μέδμορ τής έδωσε το μπουκάλι· εκείνη ήπιε μια γουλιά και του το επέστρεψε. «Δε χρειάζεται να μεθύσουμε τελείως,» του είπε.

Ο Μέδμορ ένευσε. «Σωστά.» Και ήπιε πάλι.

Η Ιωάννα γέλασε.

Και μετά από λίγη ώρα, καθώς κοίταζε τα σκοτάδια της τεχνητής ζούγκλας, την πήρε ο ύπνος.

Όταν ξύπνησε είδε ότι γύρω της η ζούγκλα έμοιαζε να έχει μαραθεί. Τα δέντρα ήταν σκελετωμένα και άφυλλα. Το χορτάρι στο έδαφος ήταν ελάχιστο, και το χώμα αραιό: μέταλλο φαινόταν από κάτω του.

Η Ιωάννα ανασηκώθηκε. Τα καλάθια ήταν εδώ· το ίδιο και ό,τι φαγητά και ποτά είχαν απομείνει. Ο Μέδμορ κοιμόταν παραδίπλα, ροχαλίζοντας.

Η Ιωάννα φόρεσε τα παπούτσια της και σηκώθηκε όρθια. Έσκυψε και πήρε τη ζώνη με το σπαθί της από κάτω. Την έδεσε στη μέση της. Ανάμεσα από τα σκελετωμένα δέντρα μπορούσε να δει ότι η αίθουσα στην οποία βρίσκονταν εκείνη κι ο Μέδμορ ήταν τεράστια. Δεν ήταν βέβαιη πού ακριβώς τελείωνε.

Παραμέρισε τα μαλλιά της από το μέτωπο. Έπιασε το σχισμένο κομμάτι από το φόρεμά της και το χρησιμοποίησε σαν κεφαλόδεσμο, για να κρατά τα μαλλιά μακριά από το πρόσωπό της.

Είμαι ακόμα ζαλισμένη από τα ποτά, παρατήρησε. Κακώς ήπιαμε τόσο. Ποιος ξέρει τι θα τους έριχνε η Παντοκράτειρα τώρα που–

Η αίθουσα τραντάχτηκε σαν σεισμός να είχε πιάσει.

Ο Μέδμορ τινάχτηκε πάνω, ουρλιάζοντας. «Τι είν’ αυτό;»

«Ήρεμα,» του είπε η Ιωάννα, σε πλήρη εγρήγορση. «Ήρεμα.»

Ο σεισμός – αν ήταν όντως σεισμός – δυνάμωσε.

Το πάτωμα ανάμεσα στον Μέδμορ και την Ιωάννα άνοιξε, χωρίστηκε. Χώματα έπεσαν μέσα στο χάσμα, που ολοένα και μεγάλωνε.

«Ιωάννα!»

Η Ιωάννα πήδησε και βρέθηκε δίπλα στον Μέδμορ. «Εδώ είμαι.»

«Το φαγητό…» Έδειξε τα πράγματα που είχαν μείνει στην άλλη μεριά του χάσματος το οποίο συνέχιζε να πλαταίνει.

«Γάμα το φαγητό.» Γύρω τους, στο πάτωμα, η Ιωάννα έβλεπε κι άλλα ανοίγματα να δημιουργούνται. Το χώμα γλιστρούσε σαν καταρράκτης μέσα τους, μαζί με ό,τι χόρτα είχαν απομείνει· τα σκελετωμένα δέντρα έγερναν απότομα και γκρεμίζονταν. Η αίθουσα ήταν, πράγματι, πελώρια, παρατήρησε η Ιωάννα, και, καθώς ο σεισμός συνεχιζόταν, νησίδες έμοιαζαν να διαμορφώνονται. Ορισμένες απ’αυτές συνδέονταν με πλέγματα από συρματόσχοινα που σχημάτιζαν γέφυρες· άλλες συνδέονταν από τα δέντρα που είχαν πέσει ανάμεσά τους· άλλες από λεπτές μεταλλικές γέφυρες.

Τι σκατά είχε πάλι σκεφτεί η Παντοκράτειρα; Αυτό ήταν το χειρότερο, ίσως, που είχε κάνει ώς τώρα.

«Ιωάννα!» Ο Μέδμορ έδειχνε μέσα στα χάσματα.

«Ναι, το είδα.» Από κάτω τους πλούτη φαινόταν να απλώνονται. Αμύθητοι θησαυροί. Λόφοι από χρυσάφι και ασήμι και αστραφτερούς λίθους. Σα να είχαν βγει από παραμύθι. «Αδύνατον να είναι αληθινό. Κι ακόμα κι αν είναι, δε μας χρειάζονται τα πλούτη εδώ μέσα.»

Ξαφνικά, ένα δυνατό ΚΡ-ΚΡ-ΚΡ-ΚΡ-ΚΡ-ΚΡ-ΚΡ-ΚΡ-ΚΡ ακούστηκε από ψηλά. Η Ιωάννα ύψωσε το βλέμμα της και είδε ότι το ταβάνι της αίθουσας βρισκόταν τουλάχιστον πέντε μέτρα από το πάτωμα: και τώρα, από εκεί κατέρχονταν μακριές αλυσίδες σε φαινομενικά τυχαία σημεία. Μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει κάποιος για να πηδήσει από νησίδα σε νησίδα.

«Θα πεθάνουμε εδώ…» ψέλλισε ο Μέδμορ. «Ήρθε το τέλος μας…»

Η Ιωάννα παρατήρησε ότι επάνω σε μερικές από τις αλυσίδες μεγάλα φίδια ήταν τυλιγμένα. Από τέτοια απόσταση, όμως, δεν μπορούσε να κρίνει αν ήταν δηλητηριώδη ή όχι. Όπως και νάχε, αυτό δεν διευκόλυνε τα πράγματα…

«Αναρωτιέμαι,» είπε, «τι θα κάνει η Μεγαλειοτάτη αν καθίσουμε εδώ κι αρνηθούμε να μετακινηθούμε.» Στη δική τους νησίδα δεν υπήρχε καμια γέφυρα που να τη συνέδεε με κάποια άλλη· μπορούσαν να την εγκαταλείψουν μόνο με τη χρήση των αλυσίδων.

Επάνω σε μερικές νησίδες, τότε, ορθώθηκαν, βγαίνοντας μέσα από το πάτωμα, μεταλλικά και λίθινα αγάλματα που παρίσταναν τελείως αλλόκοτες μορφές, όχι πάντοτε ανθρώπινες.

«Είναι…» Ο Μέδμορ ξεροκατάπιε. «Είναι σα νάμαστε μέσα στο εικονικό παιχνίδι που έχει φτιάξει κάποιος Τεχνομαθής μάγος… Όμως αυτό απλά θα το έβλεπες στην οθόνη…»

Έχει δίκιο, σκέφτηκε η Ιωάννα. Πράγματι, μοιάζει με στήσιμο εικονικού παιχνιδιού… «Εδώ θα μείνουμε,» είπε στον Μέδμορ. «Δε θα πάμε πουθενά.»

Εκείνος δεν μίλησε.

Ένα ξαφνικό τρίξιμο ήρθε από το βάθος της αίθουσας. Η Ιωάννα κοίταξε προς τα εκεί, και είδε έναν μεταλλικό άνθρωπο να έρχεται. Πρέπει να ήταν πιο ψηλός από εκείνη και τον Μέδμορ: κάπου δυόμισι μέτρα, αν έκρινε καλά από τέτοια απόσταση. Και κρατούσε ένα μαστίγιο από ενέργεια με το ένα χέρι, ενώ στο άλλο είχε ένα μεγάλο σπαθί. Το κεφάλι του ήταν σφαιρικό και επάνω στο ανέκφραστο πρόσωπό του υπήρχε μια οριζόντια λωρίδα που φώτιζε με κόκκινο φως, εκεί όπου έπρεπε να είναι τα μάτια του. Τα πόδια του έκαναν μπροστά-πίσω με τρόπο κοφτό, μηχανικό, φανερά προκαθορισμένο. Γύρω από τα πέλματά του η Ιωάννα νόμιζε ότι μπορούσε να δει ενεργειακές σπίθες να πετάγονται. Γιατί, άραγε;

«Θα μας σκοτώσει!» αναφώνησε ο Μέδμορ, τρέμοντας.

«Δε μπορεί να μας φτάσει,» μουρμούρισε η Ιωάννα. «Πώς θα διασχίσει τα χάσματα;» Της φαινόταν αδύνατο αυτό το κατασκεύασμα να μπορεί να πηδήσει. Κι ούτε συζήτηση να πιαστεί από τις αλυσίδες, ή να περάσει από τις λεπτές γέφυρες.

Ύστερα, όμως, διαπίστωσε ότι η εκτίμησή της δεν ήταν σωστή. Το αυτόματο μπορούσε να πάει από τη μια νησίδα στην άλλη. Βάδιζε πάνω στον αέρα (!) χωρίς να διακόπτεται καθόλου ο σταθερός ρυθμός της κίνησής του. Κι εκεί όπου τα πόδια του «πατούσαν» σπίθες πετάγονταν πάλι.

Ο Μέδμορ κραύγασε τρομοκρατημένος.

«Πάμε!» του είπε η Ιωάννα και, πηδώντας, πιάστηκε από μια από τις αλυσίδες.

2.

«Αγάπη μου, αυτό είναι ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ!» αναφώνησε ενθουσιασμένα η Παντοκράτειρα και, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον Ρίμναλ’μορ, φίλησε ηχηρά το μάγουλό του.

Εκείνος χαμογέλασε. «Σ’αρέσει, αγάπη μου;»

«Πολύ. Πολύ!»

Η μεγάλη αίθουσα ήταν γεμάτη με κόσμο που η Παντοκράτειρα είχε καλέσει για το πάρτι. Η Ρία-Μία ήταν εδώ, και η Καλλιστώ, και η Βάρμη· η Κάλθρα-Λάντι, ο Νέλκορ-Λάντι, ο Κέσνελ-Ριθ, ο Σείριος Εισόδιος, και άλλοι αριστοκράτες της Ρελκάμνια· η Χριστίνα Ταχυδάκτυλη, πράκτορας και πρώην Επόπτρια από τη Σάρντλι· ο Στρατηγός Μάριος Υψίκορμος και η σύζυγός του, και άλλοι αξιωματικοί, μάγοι, επιστήμονες, και τεχνουργοί. Ο Ορείχαλκος στεκόταν κοντά στην Παντοκράτειρα, μ’ένα ποτήρι τάο βις στο χέρι, αν και ήταν πολύ νωρίς για τέτοιο ποτό.

Στο βάθος της αίθουσας υπήρχε μια γιγάντια οθόνη που έδειχνε την Ιωάννα και τον πρώην Ανώτατο Ελεγκτή της Λαμπροφόρου να βρίσκονται μέσα στον καινούργιο λαβύρινθο της Παντοκράτειρας, μπλεγμένοι στο παιχνίδι που ο Ρίμναλ’μορ είχε φτιάξει ειδικά για την περίσταση. Η Ιωάννα πηδούσε τώρα και πιανόταν σε μια από τις αλυσίδες που κρέμονταν από το ταβάνι, φωνάζοντας στον Μέδμορ να την ακολουθήσει. Εκείνος έμοιαζε διστακτικός παρότι το αυτόματο του Ρίμναλ’μορ ερχόταν καταπάνω του κρατώντας σπαθί και ενεργειακό μαστίγιο.

Τριγύρω, σε διάφορα σημεία της αίθουσας του πάρτι, υπήρχαν κι άλλες οθόνες, μικρότερες, που έδειχναν τα ίδια πράγματα με τη γιγάντια οθόνη. Επίσης, μέσα στο μεγάλο δωμάτιο ήταν καρέκλες, πολυθρόνες, καναπέδες, μπουφέδες με φαγητά και ποτά, υπηρέτες, και φρουροί. Οι τελευταίοι περιφέρονταν στις άκριες, σχεδόν αθέατοι.

«Έχουν ελπίδες να αντιμετωπίσουν αυτό το πράγμα;» ρώτησε ο Ορείχαλκος τον Ρίμναλ’μορ.

«Δεν είμαι βέβαιος,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Αλλά είναι Μαύρη Δράκαινα, δεν είναι;»

Η Παντοκράτειρα γέλασε, διασκεδασμένη από τα λόγια του. Ορισμένες φορές, ο Ρίμναλ την εκνεύριζε αφόρητα έτσι απορροφημένος από άσχετα πράγματα όπως φαινόταν. Άλλες φορές, όμως – όπως τώρα – ήταν υπέροχος!

«Το αυτόματο, παρεμπιπτόντως, δεν χειρίζεται μόνο του τα όπλα του,» εξήγησε ο Ρίμναλ’μορ· «απλώς κινείται από μόνο του.»

«Και ποιος χειρίζεται τα όπλα;» ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Όποιος από εμάς θέλει, φυσικά.» Ο Ρίμναλ έβγαλε μια συσκευή από την τσέπη του σακακιού του και την έδωσε στην Παντοκράτειρα. «Θα το δοκιμάσεις, αγάπη μου;»

«Έχει τόσα πολλά κουμπιά!» παρατήρησε εκείνη.

Ο Ρίμναλ τής έδωσε κάποιες βασικές οδηγίες, και η Παντοκράτειρα χρησιμοποίησε το χειριστήριο. Στη γιγαντο-οθόνη, το ανθρωποειδές αυτόματο τίναξε το ενεργειακό του μαστίγιο, χτυπώντας ένα πεσμένο δέντρο και σπάζοντας τον κορμό του μέσα σε σπίθες και ξαφνικές φλόγες.

Η Παντοκράτειρα γέλασε, χοροπηδώντας επιτόπου σαν κοριτσάκι.

Ο Μέδμορ-Ράθωζ πήδησε από τη νησίδα του και πιάστηκε στην αλυσίδα απ’όπου η Ιωάννα είχε ήδη φύγει και πιαστεί σε μια άλλη αλυσίδα παραπέρα.

«Τον τρόμαξες, αγάπη μου,» παρατήρησε ο Ρίμναλ’μορ νηφάλια.

3.

Αυτή ήταν η είσοδος που είχαν προτείνει ο Σκοτ και η Ελίζα. Μόνο ένας τηλεοπτικός πομπός βρισκόταν εδώ – για τον οποίο ο Κλαρκ είχε πει να μην ανησυχούν· «θα είναι σα να μη μας βλέπει» – και δύο πράκτορες φυλούσαν το μέρος κρυμμένοι στα τριγυρινά οικήματα – τους οποίους ο Άερ’θλαρ και η Άι’νιρ είχαν μόλις σκοτώσει προτού προλάβουν να φωνάξουν ή να κινηθούν.

Ο Ελπιδοφόρος έπιασε τη χειρολαβή της μεταλλικής πόρτας και την τράβηξε. Μέσα είδε σκοτάδι, και το φώτισε ανάβοντας τον φακό επάνω στο πιστόλι του. Όπως τα θυμόμουν, παρατήρησε. Δεν ήταν, φυσικά, η πρώτη φορά που ερχόταν εδώ: γνώριζε τις εισόδους και τις εξόδους των ακατοίκητων τμημάτων του Παντοτινού Ανακτόρου πολύ καλά, τόσα χρόνια που δούλευε σαν σκλάβος για τον Ελκράσ’ναρχ.

Μπήκε πρώτος, και ο Κλαρκ, ο Άερ’θλαρ, η Άι’νιρ, η Ναλτάφιρ, και ο Τες τον ακολούθησαν. Το φυλαχτό που δημιουργούσε συνθήκες παρόμοιες με του Πορφυρού Κενού το φορούσε τώρα ο Άερ’θλαρ, για να μπορούν οι δύο Πειθαρχικοί να υφίστανται στον χώρο. Ο Τες είχε τη μορφή ξανθού άντρα με δέρμα λευκό-ροζ· ή, όπως έλεγε, είχε κάνει τον κόσμο καθρέφτη γύρω του. Οι γάτες της Ναλτάφιρ ήταν πίσω, στο διαμέρισμα του Κλαρκ, δυσαρεστημένες που θα έμεναν μακριά από την κυρά τους.

Ο Ελπιδοφόρος φώτιζε τον δρόμο μαζί με τον Κλαρκ, ο οποίος είχε επίσης ανάψει έναν φακό που ήταν προσαρτημένος στο πιστόλι του. Η Ναλτάφιρ μουρμούριζε ξόρκια πίσω τους· ίσως να ερευνούσε το μέρος για τίποτα το επικίνδυνο. Καλά έκανε, έκρινε ο Ελπιδοφόρος: δεν ήταν να εμπιστεύονται τον Σκοτ και την Ελίζα απόλυτα. Επιπλέον, κι οι ίδιοι είχαν πει πως πιθανώς να μη γνώριζαν τα πάντα για τα μέτρα προφύλαξης που είχαν παρθεί εδώ πέρα.

Ο Ελπιδοφόρος οδήγησε τους συντρόφους του μέσα στα ακατοίκητα μέρη του Παντοτινού Ανακτόρου. Διέσχισαν περάσματα από διαβρωμένα μέταλλα· ανέβηκαν σκάλες· πέρασαν από το εσωτερικό γιγάντιων σωλήνων· πέρασαν από δωμάτια, μικρά και μεγάλα, άλλα γεμάτα θραύσματα που έτριζαν κάτω από τα πόδια τους, άλλα με πιθανώς επικίνδυνα υγρά χυμένα στο πάτωμά τους· πέρασαν από γέφυρες που δρασκέλιζαν σκοτεινά χάσματα ανάμεσα σε οικοδομημένα τμήματα όλο πέτρα, μέταλλο, καλώδια, και σωληνώσεις. Για τους τηλεοπτικούς πομπούς που είχαν τοποθετήσει οι Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας σε διάφορα σημεία, ο Κλαρκ πάντοτε έλεγε ότι δεν έπρεπε να ανησυχούν· «γι’αυτούς δεν υπάρχουμε.» Ο μάγος, σίγουρα, είχε κάποιο Ξόρκι Τηλεοπτικής Ασυνέχειας διαρκώς ενεργό γύρω του· ο Ελπιδοφόρος δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλιώς. Τους πράκτορες της Παντοκράτειρας που φρουρούσαν ετούτα τα μέρη τούς μπέρδευε η Ναλτάφιρ με τα ξόρκια της, και ο Άερ’θλαρ κι η Άι’νιρ γρήγορα τούς ξεπάστρευαν με τις φωτεινές τους ρομφαίες. Σε κάποιο σημείο, ο Κλαρκ αδρανοποίησε έναν περίπλοκο μηχανισμό από καλά στημένες και κρυμμένες μαγγανείες. «Τι ήταν εδώ;» τον ρώτησε ο Ελπιδοφόρος, κι εκείνος αποκρίθηκε: «Δεν έχουμε χρόνο τώρα.» Και συνέχισαν την πορεία τους μέσα στα ακατοίκητα μέρη του Ανακτόρου, χωρίς να έχουν μέχρι στιγμής τραβήξει την προσοχή των εχθρών τους. Τουλάχιστον, δεν είχαν δει πολεμιστές της Παντοκράτειρας να έρχονται μαζικά καταπάνω τους, ούτε τον Ελκράσ’ναρχ να πλησιάζει για να τους αντιμετωπίσει αυτοπροσώπως. Όλα δείχνουν καλά, σκέφτηκε ο Ελπιδοφόρος. Οι πληροφορίες της Ελίζας και του Σκοτ ήταν αρκετά ακριβείς, όφειλε να ομολογήσει: μονάχα για τρία, τέσσερα σημεία φύλαξης έμοιαζε να μην ξέρουν. Και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι τα είχαν κρύψει επίτηδες, γιατί το ακατοίκητο τμήμα του Παντοτινού Ανακτόρου ήταν τεράστιο και λαβυρινθώδες· αδύνατον κάποιος να ήξερε όλες τις παγίδες που μπορούσαν να στηθούν εδώ.

Εκτός από αυτές, όμως, ο Ελπιδοφόρος και οι σύντροφοί του είχαν να αντιμετωπίσουν και τους φυσικούς (ή, ίσως, παραφυσικούς) κινδύνους του χώρου. Τρεις φορές συνάντησαν μεταλλαγμένους ενοίκους – κάτι γιγάντια ποντίκια με μπρούντζινες ουρές, ένα πελώριο έντομο που έσταζε διαβρωτικά υγρά, μια μάζα από σάρκα και πλοκάμια – και αναγκάστηκαν να τους σκοτώσουν. «Τι είναι τούτα τα όντα, Ελπιδοφόρε;» ρώτησε ο Τες. «Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος· «απομεινάρια από αποτυχημένα πειράματα, υποθέτω, που έγιναν παλιά εδώ. Ή ίσως από πειράματα του Ελκράσ’ναρχ. Το Παντοτινό Ανάκτορο ήταν δεκάδες οικοδομήματα – πολλά από τα οποία εργαστήρια και εργοστάσια – προτού γίνει Παντοτινό Ανάκτορο.» Ο Κλαρκ δεν πρόσθεσε τη γνώμη του επί του θέματος. Και δεν συνάντησαν μόνο πλάσματα στον λαβύρινθο από διαβρωμένα μέταλλα, υγρές πέτρες, και φθαρμένα πλαστικά· συνάντησαν και εμπόδια που χρειάστηκε να προσπεραστούν: μια λίμνη από οξέα, που έπρεπε να βαδίσουν προσεχτικά πλάι της· ένα δωμάτιο όλο μπερδεμένα καλώδια, πολλά από τα οποία έκαναν διαρροή επικίνδυνης ενέργειας· ένα παλιό φρεάτιο ανελκυστήρα, το οποίο έπρεπε να σκαρφαλώσουν. Οι Πειθαρχικοί του Κενού ήταν οι πιο τυχεροί απ’όλους σ’αυτές τις περιπτώσεις, καθώς πετούσαν. Αν και ο Κλαρκ κι η Ναλτάφιρ δεν φαινόταν να τα πηγαίνουν άσχημα εκεί όπου χρειαζόταν να αναρριχηθούν· πιάνονταν στους τοίχους σαν αράχνες και ανέβαιναν, με τη χρήση κάποιου ξορκιού. Επίσης, ο Ελπιδοφόρος πρόσεξε ότι ο Κλαρκ έμοιαζε να έχει τρομερή δύναμη: σίγουρα, μεγαλύτερη από ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Έφταιγαν γι’αυτό, άραγε, εκείνες οι μηχανές που είχε δει ο Ελπιδοφόρος μέσα του, όταν ο Κλαρκ είχε σκίσει το χέρι του για να βοηθήσει τον τραυματισμένο Βισδέλο; Η Ναλτάφιρ, πάντως, δεν έμοιαζε να έχει υπερφυσική δύναμη· παρ’όλ’αυτά, ποτέ δεν φάνηκε κουρασμένη στον Ελπιδοφόρο, σαν να ζούσε έξω από το σώμα της και να το κινούσε από μακριά.

Τελικά, αφού σκότωσαν τρεις ακόμα πράκτορες της Παντοκράτειρας, έφτασαν μπροστά σε μια κλειστή πόρτα και ο Ελπιδοφόρος είπε στους συντρόφους του: «Εδώ είμαστε. Από δω και πέρα μπαίνουμε στα κατοικημένα μέρη του Ανακτόρου. Και το διαμέρισμά της δεν είναι μακριά.»

Άνοιξε λιγάκι την πόρτα για να κοιτάξει από πίσω έναν διάδρομο. Μια φρουρός, ντυμένη με τη λευκή στολή του Παντοκρατορικού Στρατού, στεκόταν στο πέρας του. Ο Ελπιδοφόρος στράφηκε στους συντρόφους του και τους είπε για την ύπαρξή της.

Ο Κλαρκ βγήκε πρώτος, για να αδρανοποιήσει τον τηλεοπτικό πομπό που ήταν στον διάδρομο – και, πράγματι, μονάχα η παρουσία του φαινόταν να είναι αρκετή γι’αυτό· ο Ελπιδοφόρος δεν τον είδε να μουρμουρίζει λόγια ούτε να κάνει τίποτα κινήσεις με τα δάχτυλά του. Ο Άερ’θλαρ ακολούθησε τον μάγο, κι αμέσως σκότωσε τη φρουρό με τη φωτεινή του ρομφαία που δεν ήταν εύκολο να πεις πού άρχιζε και πού τελείωνε, μοιάζοντας να αψηφά την ίδια την έννοια του χώρου.

«Ελάτε,» είπε ο Κλαρκ. «Ελπιδοφόρε, συνεχίζεις να οδηγείς.»

Ο Ελπιδοφόρος ένευσε.

Βάδισαν μέσα στους διαδρόμους του Παντοτινού Ανακτόρου, αγνοώντας τους τηλεοπτικούς πομπούς και σκοτώνοντας αμέσως όσους φρουρούς συναντούσαν, με τη βοήθεια των Πειθαρχικών του Κενού. Οι άλλοι δεν χρειάστηκε ούτε στιγμή να πυροβολήσουν με τα πιστόλια τους, τα οποία είχαν, βέβαια, έτοιμα στα χέρια τους. Ακόμα κι ο Τες κρατούσε ένα, παρότι είχε πει ότι του ήταν άγνωστο παλιότερα ως όπλο.

Ο προορισμός τους δεν ήταν μακριά, και ο Ελπιδοφόρος θυμόταν καλά ετούτα τα μέρη του Παντοτινού Ανακτόρου. Είχε έρθει εδώ κάμποσες φορές… πριν από μια ζωή ολόκληρη, του φαινόταν. Ήταν άλλος άνθρωπος, ουσιαστικά, τότε. Η Αγγελική Έμφωτη τον είχε φέρει εδώ, η οποία ήταν φίλη της Παντοκράτειρας και ερωμένη του. Η Αγγελική… που ο Ελκράσ’ναρχ την είχε δολοφονήσει με τα χέρια του Ελπιδοφόρου: χρησιμοποιώντας τον σαν εργαλείο, σαν όπλο, για να εκπληρώσει τη θέλησή του. Κι όλα αυτά χωρίς η ίδια η Αγγελική να φταίει σε τίποτα. Είχε, κατά λάθος, μολυνθεί από τον ιό μέσα στον Ελπιδοφόρο – τον επικίνδυνο θεό από τον Ενιαίο Κόσμο που καραδοκούσε μέσα στον οργανισμό του – όταν είχαν κάνει έρωτα, και ο ιός την είχε οδηγήσει σ’ένα μηχάνημα που ο Ελκράσ’ναρχ θεωρούσε επικίνδυνο για την ύπαρξή του. Επομένως, η Αγγελική έπρεπε να πεθάνει, για να πεθάνει και ο ιός μέσα της. Γιατί ο Ελκράσ’ναρχ θεωρούσε εκείνο το μηχάνημα τόσο επικίνδυνο, ο Ελπιδοφόρος ποτέ δεν είχε μάθει. Ήταν ένα μυστηριώδες πληροφοριακό σύστημα που είχε ο ίδιος βρει στην Έτκρυ’ο, τη διάσταση όπου είχε μολυνθεί από τον ιό. Ίσως να περιείχε κάποια πληροφορία που οι Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας ήθελαν να κρατήσουν κρυφή. Ίσως το μηχάνημα να αποκάλυπτε την ύπαρξη της πλοηγού του Ελκράσ’ναρχ. Ποιος ξέρει; Ο θεός, πάντως, που κρυβόταν μέσα στον οργανισμό του Ελπιδοφόρου δεν έμοιαζε να συμπαθεί καθόλου τους Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας. Ήταν εχθρός τους. Ένας εχθρός από τον Ενιαίο Κόσμο: από εκεί όπου ανήκαν κι οι ίδιοι.

Ο Ελπιδοφόρος είπε: «Εδώ,» και έδειξε την πόρτα του διαμερίσματος της Βάρμης Ύλντρηχ, η οποία πρέπει, λογικά, να ήξερε πού βρισκόταν ο λαβύρινθος όπου η Παντοκράτειρα είχε κλείσει την Ιωάννα. Ήταν, άλλωστε, η διοικήτρια της προσωπικής φρουράς της.

Ο Κλαρκ έκανε κάποιο ξόρκι, έχοντας την προσοχή του στραμμένη στην πόρτα, και η κλειδαριά ακούστηκε να ξεκλειδώνει αυτόματα, χωρίς κανένας να την αγγίξει.

Ο Ελπιδοφόρος άνοιξε και μπήκε με το πιστόλι του υψωμένο. Οι άλλοι τον ακολούθησαν. Κανένας δεν ήταν στο χολ. Έψαξαν και τα υπόλοιπα δωμάτια. Ούτε εκεί ήταν κανένας.

«Παράξενο…» μουρμούρισε ο Ελπιδοφόρος.

«Ίσως να έχει πάει στη δουλειά της,» υπέθεσε η Ναλτάφιρ, συνοφρυωμένη.

«Από τέτοια ώρα; Γι’αυτό ήρθαμε τώρα· η Βάρμη δεν ξυπνά τόσο νωρίς, απ’όσο ξέρω, εκτός αν υπάρχει κάποια ανάγκη. Και ούτε ο άντρας της ξυπνά τόσο νωρίς, υποθέτω.»

«Τι είναι ο άντρας της;»

«Επιστήμονας. Ασχολείται με τον σχεδιασμό αεροσκαφών.»

Η Ναλτάφιρ στράφηκε στον καθρέφτη του υπνοδωματίου. «Αν είναι μέσα στο Παντοτινό Ανάκτορο, δε θα δυσκολευτώ να τη βρω,» είπε, και άρθρωσε τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Μια κόκκινη κουκίδα παρουσιάστηκε επάνω στο κάτοπτρο.

Ξόρκι Ανιχνεύσεως, συνειδητοποίησε ο Ελπιδοφόρος. «Τη βρήκες;»

«Ναι.» Η Ναλτάφιρ έκλεισε για μερικές στιγμές τα μάτια, και η κουκίδα εξαφανίστηκε από τον καθρέφτη. Άνοιξε πάλι τα μάτια. «Θα σας οδηγήσω σ’αυτήν. Είναι τρία πατώματα κάτω.»

4.

Ο Μέδμορ-Ράθωζ με το ζόρι κατάφερε να πιαστεί στην επόμενη αλυσίδα που κρεμόταν από το ψηλό ταβάνι και, μετά, να πηδήσει στη νησίδα όπου είχε πηδήσει και η Ιωάννα. Έτρεμε ολόκληρος.

«Κάποτε,» είπε, λαχανιασμένα, «ήμουν πολύ πιο ευέλικτος… Όχι σαν εσένα, Μαύρη Δράκαινα, αλλά κάποτε ήμουν…»

Η Ιωάννα δεν το αμφέβαλλε. Ο άνθρωπος ήταν ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας, άλλωστε. Τώρα, όμως, πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα, απ’ό,τι φαινόταν. «Μια χαρά τα καταφέρνεις,» του είπε, ενώ παρακολουθούσε το αυτόματο να κινείται πετώντας σπίθες εκεί όπου πατούσε.

Δε στρίβει για νάρθει προς τα δω… παρατήρησε συνοφρυωμένη, και κάπως παραξενεμένη. Κάποιος πρέπει να το έλεγχε, βέβαια· δε μπορεί να ήταν αυτόβουλο. Η Παντοκράτειρα, ίσως. Και μάλλον ήθελε να τους τρομοκρατήσει.

Το αυτόματο, περνώντας από νησίδα σε νησίδα, πατώντας στον αέρα σαν να ήταν έδαφος, έφτασε την αρχική νησίδα όπου βρίσκονταν προηγουμένως η Ιωάννα και ο Μέδμορ. Χτύπησε μια φορά το μαστίγιό του και συνέχισε την πορεία του – πάλι χωρίς να στρίψει!

«Τι κάνει;» μουρμούρισε η Ιωάννα, απορημένη. «Γιατί;…» Και πώς σκατά μπορούσε να πατά στον αέρα; Μήπως το κενό ήταν κάποιου είδους παραίσθηση; Η Ιωάννα έβγαλε, δοκιμαστικά, το ένα της πόδι από το άκρο της νησίδας, για να δει αν μπορούσε κι εκείνη να πατήσει επάνω σε κάποιο αόρατο υλικό ίσως. Δεν υπήρχε τίποτα, όμως· μονάχα αέρας.

«Τι κάνεις;» τη ρώτησε ο Μέδμορ.

«Τίποτα.» Η Ιωάννα έστρεψε ξανά την προσοχή της στο αυτόματο.

Ενεργειακές σπίθες πετάγονταν εκεί όπου πατούσαν τα πόδια του, τα οποία κινούνταν ρυθμικά, χωρίς να φαίνεται να δίνουν καμια σημασία στο έδαφος. Ένα μπροστά, ένα πίσω – ένα μπροστά, ένα πίσω – ξανά και ξανά και ξανά. Γόνατο δεν λύγιζε. Κάτι δεν πάει καλά εδώ… Κάτι…

Το αυτόματο χτύπησε με το σπαθί του ένα μισοπεσμένο δέντρο, διαλύοντας τον σκελετωμένο κορμό του, καθώς συνέχιζε την πορεία του. Αν σκοπεύει να μας φτάσει, φαίνεται να διανύει έναν τελείως γελοίο κύκλο για να το καταφέρει.

«Δε μας βλέπει;» απόρησε ο Μέδμορ.

«Το ερώτημα είναι: Δεν μας βλέπει αυτός που το χειρίζεται;»

«Μην κάνεις τίποτα για να τραβήξεις την προσοχή του.»

Η Ιωάννα γέλασε κοφτά. «Δε μπορεί να μην ξέρει ότι είμαστε εδώ.» Τι μαλακία είναι αυτή; Τι πρέπει να κάνουμε εδώ μέσα; Κοίταξε την απέραντη αίθουσα, απ’άκρη σ’άκρη, αναζητώντας εξόδους. Δεν είδε καμία. Ούτε μια πόρτα, ούτε μια τρύπα. Το μοναδικό πράγμα που ξεχώριζε έντονα ήταν εκείνα τα παράξενα αγάλματα επάνω σε ορισμένες νησίδες. Τα αγάλματα που είχαν εμφανιστεί, σαν να φύτρωναν από το έδαφος, όταν είχαν σχηματιστεί και οι νησίδες.

Η Ιωάννα έψαξε να δει πού ήταν το πιο κοντινό. Απείχε τέσσερις νησίδες από τη δική της. Στη μία μπορούσε να φτάσει πατώντας επάνω σε μια γέφυρα από πλεγμένα σύρματα· στην άλλη, για να φτάσει, έπρεπε να πηδήσει σε κάτι αλυσίδες (και σε μία απ’αυτές κρεμόταν ένα μεγάλο φίδι)· μετά, για να πάει στην τρίτη, πάλι σε αλυσίδες έπρεπε να πηδήσει· και την τέταρτη μπορούσε να τη φτάσει μέσω ενός πεσμένου κορμού, νόμιζε.

«Ιωάννα!» Ο Μέδμορ έδειχνε προς το αυτόματο.

Ερχόταν προς το μέρος τους τώρα, έχοντας κάνει στροφή.

«Πάμε – από δω!» Η Ιωάννα έτρεξε πάνω στη γέφυρα από πλεγμένα σύρματα–

«ΑΑΑΑαααααα!»

Δεν περίμενε ότι ενεργειακό ρεύμα θα τη χτυπούσε. Δεν φαινόταν καμια διαρροή ενέργειας πριν.

Αισθάνθηκε το ρεύμα να περνά από τα πέλματά της και να παραλύει τα πόδια της, τραντάζοντάς την σύγκορμη. Ευτυχώς που φορούσε παπούτσια· αν ήταν ξυπόλυτη, όπως πριν, το αποτέλεσμα αναμφίβολα θα ήταν πολύ χειρότερο. Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, έχασε την ισορροπία της. Έπεσε.

Είδε τους αμύθητους θησαυρούς να έρχονται προς το μέρος της. Κάλυψε το κεφάλι με τους πήχεις της.

Βούτηξε μέσα σε εκατομμύρια χρυσούς και αργυρούς δίσκους.

«Ιωάννα!» άκουσε από πάνω τη φωνή του Μέδμορ. «Ιωάννα! Ιωάννα!»

Έβγαλε το ένα της χέρι μέσα από τα πλούτη και τράβηξε το σώμα της επάνω, νιώθοντας να τρέμει, νιώθοντας το κεφάλι της να πονά.

«Φύγε!» φώναξε στον Μέδμορ. «Πήδα στις αλυσίδες! Μόνο στις αλυσίδες! Φύγε!»

Τον είδε, ψηλά από πάνω της, να κινείται υπακούγοντας την. Να πηδά και–

–παραλίγο να πέσει ο ανόητος, αλλά κατόρθωσε να πιαστεί και να τυλίξει τα χέρια και τα πόδια του γύρω από τη χοντρή αλυσίδα.

Η Ιωάννα σηκώθηκε όρθια επάνω στα αμύθητα πλούτη, βλέποντας ολόγυρά της έναν λαβύρινθο από βουνά. Βουνά που οι κορυφές τους ήταν οι νησίδες. Πώς σκατά θα σκαρφαλώσω τώρα εκεί πάνω;

Άκουσε τους θησαυρούς να κινούνται παραδίπλα. Στράφηκε και είδε από μέσα τους να βγαίνει ένα ερπετοειδές πλάσμα με κατάμαυρα μάτια. Είχε τέσσερα νυχάτα πόδια, τα οποία γαντζώνονταν με φανερή ευελιξία επάνω στα νομίσματα και στα πετράδια, και γύρω απ’το κεφάλι του υπήρχε ένα μεγάλο λοφίο από δέρμα και κόκαλο.

Λεοντόσαυρος! Η Ιωάννα το αναγνώριζε αυτό το πλάσμα. Ήταν γηγενές της Αρβήντλια, μιας διάστασης όλο καυτές ερήμους. Την είχε επισκεφτεί μαζί με τον Ανδρόνικο για να αποκωδικοποιήσουν το μήνυμα του Αρίσταρχου: το μήνυμα που τους είχε αποκαλύψει την πραγματική φύση του Ελκράσ’ναρχ και το γεγονός ότι η Παντοκράτειρα ήταν πλοηγός του.

Η Ιωάννα αισθάνθηκε, ακούσια, ένα ρίγος να τη διατρέχει. Οι λεοντόσαυροι ήταν πολύ επικίνδυνοι· κι ετούτος εδώ δεν έμοιαζε καθόλου φιλικός.

Ορμούσε καταπάνω της.

Η Ιωάννα έτρεξε, συνειδητοποιώντας ότι φορούσε μόνο το ένα από τα δύο παπούτσια· το άλλο πρέπει να το είχε χάσει με την πτώση, και τώρα, σίγουρα, δεν ήταν ώρα να ψάξει γι’αυτό.

Άκουγε τον λεοντόσαυρο να έρχεται· οι θησαυροί κουδούνιζαν στο πέρασμά του.

Η Ιωάννα είδε έναν κατακόκκινο λίθο, πιο μεγάλο απ’τη γροθιά της. Τον άρπαξε και τον πέταξε προς τον λεοντόσαυρο, χτυπώντας τον στο κεφάλι. Το πλάσμα σύριξε, ζαλισμένα, ενώ η Ιωάννα δεν είχε σταματήσει καθόλου να τρέχει.

Απόμακρα, είδε ακόμα έναν λεοντόσαυρο να ξεπροβάλει μέσα από τους θησαυρούς.

Τα μαλλιά της Έχιδνας, γαμώ! σκέφτηκε η Ιωάννα. Η τρελή σκρόφα τόχει βάλει σκοπό να μας σκοτώσει! Πηδώντας πιάστηκε στο πλάι μιας νησίδας κι άρχισε να σκαρφαλώνει, εσπευσμένα. Ευτυχώς, υπήρχαν κάμποσες εσοχές και προεξοχές, και τα χέρια και τα πόδια μιας Μαύρης Δράκαινας δεν είχαν κανένα πρόβλημα να γαντζώνονται. Χρειάστηκε, όμως, να πετάξει και το τελευταίο της παπούτσι γιατί τη δυσκόλευε.

Από κάτω, είδε τον πρώτο λεοντόσαυρο που την κυνηγούσε να πιάνει το γοβάκι μέσα στο στόμα του και τα δόντια του να το διαλύουν.

Η Ιωάννα συνέχισε ν’ανεβαίνει.

Τα ερπετοειδή πλάσματα δεν μπορούσαν να την ακολουθήσουν εδώ.

5.

«Ορίστε,» είπε ο Ρίμναλ’μορ, «η Μαύρη Δράκαινα είναι ακόμα ζωντανή.»

Έβλεπαν, μέσα στη γιγαντο-οθόνη και στις άλλες μικρότερες οθόνες της αίθουσας, την Ιωάννα να φτάνει στην κορυφή μιας νησίδας. Οι πάντες μιλούσαν αναμεταξύ τους, σχολιάζοντας. Ορισμένοι γελούσαν.

«Πού είναι η Τζένιφερ;» ρώτησε η Καλλιστώ, κρατώντας ένα ποτήρι σαμπάνια. «Τόσο χτυπημένη είναι που δεν μπορούσε να έρθει;»

«Δεν ήθελε,» αποκρίθηκε η Παντοκράτειρα, έχοντας ακόμα το χειριστήριο του αυτόματου στα χέρια της. «Αισθάνεται άσχημα, η καημένη.»

«Υπάρχει τρόπος να βγουν από κει μέσα;» ρώτησε ο Ορείχαλκος τον Ρίμναλ’μορ, αναφερόμενος στην Ιωάννα και στον Μέδμορ.

«Φυσικά και υπάρχει. Αν καταφέρουν να τον ανακαλύψουν. Νόμιζες ότι θα έφτιαχνα ένα παιχνίδι που δεν υπάρχει τρόπος να το νικήσεις;»

Δεν είναι παιχνίδι αυτό! σκέφτηκε, οργισμένα, ο Ορείχαλκος, αλλά δεν μίλησε γιατί ήταν προφανές ότι το «παιχνίδι» διασκέδαζε την Παντοκράτειρα. Θύελλες του Σάμπρεοθ! Πώς είναι δυνατόν να της αρέσουν τέτοια πράγματα; Ο Ορείχαλκος ήταν βέβαιος ότι υπήρχε κάτι πολύ καλύτερο μέσα της: κάτι προγενέστερο του ελέγχου που είχε ασκήσει ο Ελκράσ’ναρχ επάνω στο μυαλό της. Αυτό, αυτό το καλύτερο που υπάρχει μέσα της, είναι που πρέπει να ανακαλύψω και να φέρω στην επιφάνεια. Και μπορώ να το κάνω. Αλλιώς δεν θα είχε λόγο να με φοβάται ο Ελκράσ’ναρχ.

Κοιτάζοντας όμως την Παντοκράτειρα τώρα, να κρατά το τηλεχειριστήριο στα χέρια της, να κοιτάζει τη γιγαντο-οθόνη με μάτια που γυάλιζαν, και να χαμογελά σαν κοριτσάκι, του φαινόταν πολύ δύσκολο να κατορθώσει τον σκοπό του.

Και οι λοξές ματιές που του έριχνε ο Ρίμναλ’μορ δεν ήταν καθόλου φιλικές… Ο Ορείχαλκος αναρωτιόταν αν ο μάγος θα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τούτη την περίσταση για να στρέψει την Αγαρίστη εναντίον του. Θ’ανακαλύψει ότι δεν είναι εύκολο να το πετύχει αυτό.

6.

Φυσικά, αναγκάστηκαν πάλι να σκοτώσουν φρουρούς. Σύντομα θα πάρουν είδηση ότι κάποιοι έχουν εισβάλει, ακόμα κι αν κανένας τηλεοπτικός πομπός δεν μας έχει δει, σκέφτηκε ο Ελπιδοφόρος· ακόμα κι αν κανένας τηλεοπτικός πομπός δεν έχει δει τους νεκρούς. Ήταν θέμα χρόνου προτού το Ανάκτορο γεμίσει με οπλισμένους πολεμιστές.

«Μακριά ακόμα;» ρώτησε τη Ναλτάφιρ, ενώ βρίσκονταν σ’έναν διάδρομο που ο ένας του τοίχος ήταν καμωμένος, από τη μια άκρη ώς την άλλη, από γυαλί – άθραυστο, αναμφίβολα – και το πρωινό φως έμπαινε άπλετο.

«Όχι,» απάντησε η μάγισσα. «Εκεί.» Έδειξε στο πέρας του διαδρόμου, τη δίφυλλη πόρτα, μπροστά από την οποία βρίσκονταν δύο νεκροί φρουροί: ο ένας με μια μεγάλη καμένη τρύπα στο στήθος, ο άλλος ακέφαλος. Οι Πειθαρχικοί του Κενού τούς είχαν σκοτώσει στη στιγμή, με τις φωτεινές λεπίδες τους να αψηφούν το μήκος του μακρύ διαδρόμου, να τον κάνουν να μοιάζει με ντουλάπα.

Ο Ελπιδοφόρος πλησίασε τη δίφυλλη πόρτα με τους συντρόφους του ολόγυρά του. Κι από το εσωτερικό άκουσε φασαρία. Πολλές ομιλίες. «Ό,τι κι αν γίνεται εκεί μέσα, η Βάρμη δεν είναι μόνη, Ναλτάφιρ.»

Άνοιξε, προσεχτικά, το ένα φύλλο της πόρτας και κρυφοκοίταξε από τη χαραμάδα που δημιουργήθηκε. Είδε μια μεγάλη αίθουσα, και πολύ κόσμο συγκεντρωμένο. Κάποιο πάρτι γινόταν. Είδε οθόνες τριγύρω, και μια γιγαντο-οθόνη στο βάθος, που μέσα της φαινόταν η Ιωάννα η Μαύρη Δράκαινα. Παραδίπλα στεκόταν η Παντοκράτειρα, και ο Ρίμναλ’μορ, και ο Ορείχαλκος. (Ο Ελπιδοφόρος αναγνώριζε τον τελευταίο από την εικόνα που είχαν βρει στο Παντοκρατορικό Δίκτυο. Ο Κλαρκ μπορούσε να μπαινοβγαίνει εκεί σαν το πληροφοριακό σύστημα να ήταν τελείως ξεκλείδωτο.) Και η Βάρμη: η Ναλτάφιρ είχε δίκιο ότι ήταν εδώ. Και πλάι της, η Καλλιστώ. Ο Ελπιδοφόρος αναγνώρισε κι ένα σωρό άλλους αξιωματικούς και ευγενείς, φυσικά· κάποτε ήταν ένας από αυτούς. Και είδε και τον Ελκράσ’ναρχ: τους τέσσερις Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας, σε διάφορα σημεία της αίθουσας, καταφανείς και συγχρόνως αθέατοι.

Στράφηκε πάλι στους συντρόφους του και τους είπε τι γινόταν. «Πρέπει να κάνουμε τη Βάρμη να έρθει σ’εμάς· δε μπορούμε να μπούμε. Τες, μπορείς να πάρεις τη μορφή ενός Παντοκρατορικού πολεμιστή; Ξέρεις, λευκή στολή και τα λοιπά…» Έδειξε τον νεκρό στο πάτωμα.

Ο Τες το σκέφτηκε για λίγο. «Δεν υπάρχει πρόβλημα, Ελπιδοφόρε.»

«Ωραία. Είσαι, λοιπόν, ο μόνος που μπορεί να φέρει τη Βάρμη σ’εμάς με την ελάχιστη δυνατή φασαρία, νομίζω. Εμένα, δυστυχώς, με ξέρουν· δε μπορώ να πάω.»

7.

«Διοικήτρια, με συγχωρείτε…»

Η Βάρμη στράφηκε για να δει έναν στρατιώτη να στέκεται πλάι της. «Τι είναι;»

«Μπορείτε να έρθετε λίγο, παρακαλώ;» είπε ο άντρας, διστακτικά, σαν να χρειαζόταν να σκεφτεί προς στιγμή προτού μιλήσει.

Συνέβη κάτι άσχημο πάλι; Η Βάρμη φοβόταν τα άσχημα συμβάντα, τελευταία. Η Παντοκράτειρα μπορεί να εξοργιζόταν· κι αν εξοργιζόταν, η Βάρμη ίσως να κατέληγε μαζί με την Ιωάννα και τον Μέδμορ-Ράθωζ. Και μόνο η σκέψη έκανε ένα σύγκρυο να τη διατρέξει.

Ακολουθώντας τον στρατιώτη, απομακρύνθηκε από την Καλλιστώ, την Παντοκράτειρα, και τους άλλους. «Πες μου!» τον ώθησε. «Τι έγινε;»

«Πρέπει να έρθετε μαζί μου, Διοικήτρια. Έξω. Με συγχωρείτε.»

Η Βάρμη τον κοίταξε συνοφρυωμένη. Ο άντρας τής έμοιαζε φανερά προβληματισμένος. Γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος… Γιατί παράξενα πράγματα ξανά; «Πάμε,» του είπε.

Κι εκείνος βάδισε πρώτος καθώς διέσχιζαν την αίθουσα του πάρτι, προς τη δίφυλλη έξοδο.

«ΔΙΟΙΚΗΤΡΙΑ, ΣΤΑΜΑΤΑ!» αντήχησε μια απόκοσμη φωνή πάνω από τις υπόλοιπες φωνές των παρευρισκόμενων.

Η Βάρμη στράφηκε για να δει έναν από τους Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας πίσω της, σε κάμποση απόσταση.

Ο Υπερασπιστής ύψωσε το χέρι του δείχνοντας τον στρατιώτη πλάι της. «Τι είναι αυτό το πλάσμα που ακολουθείς, Διοικήτρια;»

«…Πλάσμα;» έκανε η Βάρμη, σαστισμένη. «Ένας στρατιώτης της Παντ–»

«Δεν είναι στρατιώτης της Μεγαλειοτάτης! Δεν είναι καν άνθρωπος όπως εσείς.»

Η Βάρμη έκανε μερικά βήματα μακριά από τον στρατιώτη, κοιτάζοντας τον απορημένα. Με κανονικό άνθρωπο τής έμοιαζε…

Σ’όλη την αίθουσα οι κουβέντες είχαν πάψει. Κανένας τώρα δεν ατένιζε τις οθόνες· άπαντες είχαν στρέψει τα βλέμματά τους στον Υπερασπιστή.

Το χέρι του μετατράπηκε, ξαφνικά, σε μαύρη φωτιά που μέσα της παιχνίδιζαν πορφυρές και αργυρές γλώσσες.

Η δίφυλλη πόρτα της αίθουσας άνοιξε καθώς κάποιος την κλότσησε. Και η Βάρμη είδε, με γουρλωμένα μάτια, τον Στίβεν Νέλκος. Βαστούσε δύο πιστόλια και πυροβολούσε, χτυπώντας οθόνες, σβηστές λάμπες στο ταβάνι, και τζάμια παραθύρων. Και πίσω του ορθώνονταν δύο ψηλές λευκές μορφές με μανδύες που εξέπεμπαν φως. Στα χέρια τους είχαν λαμπερά σπαθιά που η Βάρμη αδυνατούσε να καταλάβει πόσο μακριά ήταν. Τα φαντάσματα!

Ο Υπερασπιστής εκτόξευσε μαύρη φωτιά καταπάνω στον στρατιώτη πλάι στη διοικήτρια.

Οι Πειθαρχικοί του Κενού διασταύρωσαν τα φωτεινά ξίφη τους μπροστά στον Τες, σταματώντας την επίθεση. Λάμψεις και ενέργεια τινάχτηκαν ολόγυρα.

Η Βάρμη κάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της, κραυγάζοντας.

«Φέρ’ την έξω!» φώναξε ο Ελπιδοφόρος στον Τες, συνεχίζοντας να πυροβολεί.

Εκείνος γρονθοκόπησε τη διοικήτρια στο στομάχι, κάνοντάς τη να διπλωθεί, την άρπαξε, και την τράβηξε έξω από την αίθουσα, κοντά στον Ελπιδοφόρο και τους συντρόφους του, ενώ οι Πειθαρχικοί του Κενού απέκρουαν τις επιθέσεις του Ελκράσ’ναρχ.

Η δίφυλλη πόρτα έκλεισε.

Και ο Κλαρκ την κλείδωσε μ’ένα ισχυρό ξόρκι.

Έτρεξαν μέσα στον διάδρομο, τραβώντας τη μισολιπόθυμη Βάρμη μαζί τους. Ο Τες μπορούσε άνετα να τη σηκώνει με τα τέσσερα χέρια του· τα πόδια της δεν ακουμπούσαν στο έδαφος.

Πίσω τους, η πόρτα διαλύθηκε. Τα κομμάτια της τινάχτηκαν ώς το αντικρινό πέρας του διαδρόμου, μαζί με μαύρες φλόγες και πορφυρές κι αργυρές γλώσσες φωτιάς. Η μορφή ενός Υπερασπιστή φάνηκε μέσα από την καταστροφή, καθώς ο Ελπιδοφόρος και οι σύντροφοί του έμπαιναν στον ανελκυστήρα και πατούσαν ένα από τα κουμπιά του, φεύγοντας.

Βίηλ

1.

Οι Παντοκρατορικοί είχαν εγκαταλείψει την Ένθελρακ πριν από το μεσημέρι, φεύγοντας κυρίως μέσω του ποταμού Νέρελρημ αλλά και με αεροσκάφη. Οι Ανατολικές Δυνάμεις μπήκαν στην Παλιά Πόλη ειρηνικά, χωρίς να προκαλέσουν ζημιές ή να επιτεθούν σε κανέναν. Ο Κατακρημνιστής ορθωνόταν ανάμεσά τους, βαδίζοντας βαριά αλλά ήρεμα, και χαιρετώντας κάπου-κάπου τους κατοίκους της πόλης που, φοβισμένοι, κοίταζαν από τα παράθυρα των σπιτιών τους. «Καλημέρα σας,» τους έλεγε με τη μεταλλική του φωνή. «Καλημέρα.» Και απορούσε γιατί κανένας δεν του απαντούσε.

Σκύβοντας, είπε στον Πολ, που ίππευε παραδίπλα: «Δεν είναι και πολύ φιλικοί οι άνθρωποι αυτής της πόλης, ε;»

Η Ανταρλίδα, που επίσης ίππευε εκεί κοντά, γέλασε. «Δεν τους έχουμε δώσει και κανέναν καλό λόγο για να μην μας φοβούνται.»

«Επιπλέον,» είπε ο Πολ στον Κατακρημνιστή, «δεν είσαι σαν τους περισσότερους διαβάτες που τυχαίνει να περάσουν από την πόλη τους.»

Στην πλαγιά του κατάφυτου υψώματος επάνω στο οποίο ήταν το κάστρο της Ένθελρακ συνάντησαν συγκεντρωμένους πολεμιστές της Δούκισσας της περιοχής, πάνοπλους και έτοιμους να πολεμήσουν αν χρειαζόταν. Είχαν τις προσωπίδες των κρανών τους κατεβασμένες, τις ασπίδες τους υψωμένες, αλλά τα σπαθιά τους θηκαρωμένα και τα δόρατά τους σε κάθετη θέση, ως ένδειξη καλής θέλησης, καθώς αντίκριζαν τον Τάμπριελ, την Ανταρλίδα, τον Όρνιφιμ, τον Νίλφες Βάθμακ, τον Νιρκάδος Ράλενθακ, τον Πολ, την Αλιζέτ, και τον Κατακρημνιστή, που όλοι ήταν έφιπποι – εκτός από τον τελευταίο, φυσικά.

«Θέλουμε να μιλήσουμε με τη Δούκισσα,» δήλωσε ο Νίλφες Βάθμακ, αφού συστήθηκε στους φρουρούς του κάστρου. «Να τη γνωρίσουμε απλώς, βασικά. Δεν είμαστε εδώ ώς κατακτητές. Εφόσον διώχτηκαν οι Παντοκρατορικοί, θα φύγουμε από την πόλη σύντομα.»

Ένας από τους φρουρούς έβγαλε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό και, στεκόμενος πίσω από τους συντρόφους του, μίλησε για λίγο – στην ίδια τη Δούκισσα, πιθανώς, ή σε κάποιον άλλο μέσα στο κάστρο. Ύστερα, είπε στον Νίλφες: «Μπορείτε να περάσετε, Στρατηγέ. Όχι, όμως, και αυτό το… κατασκεύασμα.» Έδειξε τον Κατακρημνιστή.

«Περιμένεις νάρθουμε μέσα τελείως απροστάτευτοι;» του είπε ο Πολ. «Μπορεί νάχετε κρυμμένους Παντοκρατορικούς φονιάδες στο κάστρο σας.»

«Σας διαβεβαιώνω πως δεν συμβαίνει τέτοιο πράγμα, κύριε.»

«Άμα έχω ένα βέλος καρφωμένο στο κούτελο, θάχει κανένα νόημα η διαβεβαίωσή σου;»

«Κύριε, ας μην–»

«Εντάξει,» τους διέκοψε ο Νίλφες. «Δε θα πάρουμε μαζί μας τον Κατακρημνιστή» – έδειξε το αυτοκίνητο πίσω τους με τον αντίχειρά του – «αλλά θα πάρουμε μερικούς άλλους πολεμιστές μας. Όπως λέει κι ο Πολ, δεν μπορούμε ακόμα να σας εμπιστευτούμε πλήρως.»

«Καλώς,» αποκρίθηκε ο άντρας, που πρέπει να ήταν αρχηγός της φρουράς του κάστρου αν έκρινε κανείς από το ντύσιμό του κι από το γεγονός ότι εκείνος μονάχα μιλούσε.

Ο Νίλφες άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και κάλεσε μερικούς μαχητές του. Σύντομα είχε κοντά του μια ντουζίνα καβαλάρηδες.

Ο αρχηγός των φρουρών ένευσε προς το μέρος του Στρατηγού του Νέλερβικ δείχνοντας ότι συμφωνούσε και δεν είχε πρόβλημα.

Ο Νίλφες στράφηκε στον Κατακρημνιστή. «Πρέπει να μείνεις έξω.»

«Εντάξει, Στρατηγέ. Θα σας περιμένω εδώ.»

«Αυτό θα ήταν το καλύτερο.»

Οι φρουροί του κάστρου παραμέρισαν, και ο Νίλφες Βάθμακ κι οι σύντροφοί του έβαλαν τα άλογά τους να βηματίσουν επάνω στον πλακόστρωτο δρόμο που σκαρφάλωνε το ύψωμα και ανέβαινε προς το κάστρο της Ένθελρακ. Η πύλη τούς περίμενε ανοιχτή, και όλοι οι πολεμιστές που φαίνονταν εκεί και πιο μέσα, στον περίβολο του κάστρου, είχαν τα σπαθιά τους θηκαρωμένα και τα δόρατά τους σε κάθετη θέση. Ωστόσο, η Ανταρλίδα έβαλε το χέρι της στο ξιφίδιο στη ζώνη της, έτοιμη να το τραβήξει και να το εκτοξεύσει αν χρειαζόταν· και κοίταζε ολόγυρα με τις άκριες των ματιών της, γιατί δεν θα το θεωρούσε καθόλου απίθανο να συνέβαινε αυτό που έλεγε ο Πολ – να κρυβόταν κανένας Παντοκρατορικός δολοφόνος εδώ μέσα.

Η Αλιζέτ, πίσω από την Ανταρλίδα και πλάι στον Πολ, είχε ακριβώς την ίδια αντίδραση: ένα χέρι στο ξιφίδιο στη ζώνη της, και όλες οι αισθήσεις της σε εγρήγορση. Ακόμα ένιωθε κάπως ζαλισμένη από εκείνο το ενεργειακό χτύπημα του Τζακ, κι αυτό την ενοχλούσε· φοβόταν ότι ίσως να μη δρούσε στη μάχη τόσο γρήγορα ή τόσο αποτελεσματικά όσο κανονικά.

Ο Τάμπριελ ήταν ήρεμος. Η διαίσθησή του δεν τον προειδοποιούσε για τίποτα το ύποπτο στο κάστρο της Ένθελρακ. Στο αριστερό του χέρι βαστούσε το μακρύ ραβδί του όπου, μέσα στην πορφυρή σφαίρα στην κορυφή του, ήταν φυλακισμένος ο Μέγας Ιεράρχης.

Ιπποκόμοι ήρθαν για να πάρουν τα άλογά τους, και φρουροί για να τους οδηγήσουν στο εσωτερικό του κάστρου. Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, και οι υπόλοιποι αφίππευσαν, και μετά από λίγο έφτασαν σε μια μεγάλη, ψηλή αίθουσα με πολλές κολόνες, όπου συνάντησαν τη Δούκισσα Θελρίτ Νάρβεληχ. Πρέπει να ήταν, σίγουρα, πάνω από πενήντα χρονών, και καταγόταν από τον ίδιο Υψηλό Οίκο με την Πριγκίπισσα Ισλάννα.

Τους χαιρέτησε τυπικά, φανερά επιφυλακτική μαζί τους καθώς στεκόταν μπροστά από τον ξύλινο θρόνο της. Γύρω της βρίσκονταν διάφοροι αυλικοί, πολλοί από τους οποίους ατένιζαν εχθρικά τους νικητές της πολιορκίας, και κάποιοι είχαν τα χέρια τους στις λαβές των θηκαρωμένων σπαθιών τους.

Ο Νίλφες Βάθμακ χαιρέτησε επίσημα τη Δούκισσα της Ένθελρακ, και σύστησε τον εαυτό του και τους συντρόφους του. «Ο Νιρκάδος Ράλενθακ, Δούκισσά μου, Άρχοντας από το Πριγκιπάτο Χαύδοραλ. Ο Άρχοντας Τάμπριελ, από τη διάσταση Νόρχακ, σύμμαχος της Επανάστασης κατά της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Ο Όρνιφιμ, πιστός σύντροφος του Άρχοντα Τάμπριελ. Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ, Μαύρες Δράκαινες, κάποτε στις υπηρεσίες της Παντοκράτειρας αλλά όχι πια. Ο Πολ…» Μια στιγμή αμηχανίας, γιατί δεν ήξερε πώς ακριβώς να τον συστήσει. «Επαναστάτης, χρόνια γνωστός του Άρχοντα Τάμπριελ.

»Δούκισσά μου, δεν είμαστε εδώ ως εχθροί σας. Ούτε η Ανατολική Συμμαχία είναι εναντίον του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ–»

«Περίεργο τρόπο έχετε να το δείχνετε αυτό, Άρχοντα Νίλφες Βάθμακ!» είπε ένας από τους ευγενής που στέκονταν κοντά στη Δούκισσα.

«Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας δεν θα εγκατέλειπαν την πόλη σας αν δεν την πολιορκούσαμε, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Νίλφες. «Ούτε το Πριγκιπάτο σας θα εγκαταλείψουν αν δεν τους πιέσουμε να το εγκαταλείψουν.»

«Τ’ανάστημα των Κολοσσών!» αναφώνησε ο ευγενής. «Ποιος σας είπε ότι εμείς θέλαμε οι Παντοκρατορικοί να εγκαταλείψουν την πόλη μας; Ή το Πριγκιπάτο μας;»

«Ο σκοπός μας είναι να ελευθερώσουμε τη Βίηλ από το ζυγό της Παντοκράτειρας.» Ήταν ο Τάμπριελ που μίλησε, τώρα. «Ολόκληρη τη Βίηλ.»

«Θα μας ελευθερώσετε, δηλαδή, είτε το επιθυμούμε είτε όχι!»

«Αρνούμαι να πιστέψω ότι είστε ευχαριστημένοι ως υποτελείς της Παντοκράτειρας, Άρχοντά μου,» είπε ο Νίλφες. «Είμαστε όλοι παιδιά των Αρχαίων Κολοσσών, και δούλοι κανενός! Η Τυραννίδα τελείωσε εδώ και χίλια-πεντακόσια χρόνια!»

Ορισμένοι ακούστηκαν να συμφωνούν με τα ένθερμα λόγια του Νίλφες Βάθμακ, λέγοντας πως είχε, πράγματι, δίκιο. Η Ανταρλίδα είχε παρατηρήσει, πολλές φορές, ότι οι κάτοικοι της Βίηλ θυμούνταν αυτή την περιβόητη Τυραννίδα μονάχα όταν κάποιος εσκεμμένα την ανέφερε· μετά, την ξεχνούσαν πάλι.

«Τι σχέδια έχετε, λοιπόν, για το Δουκάτο μου, Άρχοντα Νίλφες Βάθμακ;» ρώτησε η Δούκισσα Θελρίτ, ατενίζοντάς τους όλους με φανερή καχυποψία.

«Κανένα σχέδιο απολύτως δεν έχουμε, Δούκισσά μου. Ο στρατός μας σύντομα θα εγκαταλείψει την πόλη σας – χωρίς να προκληθούν ζημιές, σας το υπόσχομαι – και θα κατασκηνώσει έξω από αυτήν–»

«Οι κατασκηνωμένοι στρατοί πάντοτε λεηλατούν, Άρχοντα Νίλφες!» είπε ο ευγενής που είχε μιλήσει και πριν: ένας ευτραφής άντρας με γαλανό δέρμα, καστανά σγουρά μαλλιά, και μουστάκι, ο οποίος δεν μπορεί να ήταν μικρότερος από σαράντα-πέντε χρονών.

«Έχω ήδη αποτρέψει τις λεηλασίες όσο ήταν δυνατόν – ενώ γίνονταν συγκρούσεις μέσα στην πόλη σας. Πιστέψτε με, θα τις αποτρέψω και όταν δεν γίνονται συγκρούσεις. Επιπλέον, ο στρατός μας δεν θα μείνει για πάντα σε τούτες τις περιοχές.»

«Πού σκοπεύετε να κατευθυνθείτε μετά; Στη Σάνκριλαμ;» ρώτησε η Δούκισσα Θελρίτ.

«Θα προτιμούσαμε, Δούκισσά μου,» απάντησε ο Τάμπριελ αντί για τον Νίλφες, «η Πριγκίπισσα Ισλάννα να αποφάσιζε να διώξει τους Παντοκρατορικούς από το Πριγκιπάτο της η ίδια, ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω αιματοχυσία.»

Η Δούκισσα της Ένθελρακ ατένισε παρατηρητικά αυτόν τον παράξενο άντρα με το εξωδιαστασιακό κόκκινο δέρμα και τα λευκά μαλλιά. Είχε ακούσει πως ήταν επικίνδυνος μάγος, πρώην σύζυγος της Παντοκράτειρας, και προφήτης. «Δε νομίζω η ξαδέλφη μου να πάρει εύκολα μια τέτοια απόφαση, Άρχοντα Τάμπριελ. Ωστόσο, δεν θα προσπαθήσω να σας αποτρέψω από το να επιχειρήσετε να την πείσετε.»

2.

Ο Άτβος και η Ιλρίνα’νορ διέμεναν στο Κάστρο του Ήλιου, τις τελευταίες τρεις ημέρες. Εκεί είχαν συναντήσει τον Ελράμος, τον μεγάλο αδελφό της Ιλρίνα και καινούργιο Δούκα της Λάσενρεχ, ο οποίος ορκίστηκε πίστη στον Άτβος Μέλνεριχ, τον δικαιωματικό Πρίγκιπα του Κάνρελ, και δήλωσε πως, μέχρι στιγμής, πίστευε ότι ήταν νεκρός. Αυτό, τουλάχιστον, είχε εξαπλώσει ο Σφετεριστής Ρέτβελνος Βάνδερμαχ. Ο Άτβος αποκρίθηκε στον Ελράμος πως δεν τον κατηγορούσε για τίποτα· «ακόμα κι αν ήξερες ότι ήμουν ζωντανός, Άρχοντά μου, δεν θα μπορούσες να κάνεις και πολλά μόνος σου εναντίον των δυνάμεων της Παντοκράτειρας.»

Μέσα στην πρώτη ημέρα που ο Άτβος και η Ιλρίνα φιλοξενήθηκαν στο Κάστρο του Ήλιου, δύο γνωστοί αριστοκράτες και ένας στρατιωτικός εξαφανίστηκαν από την πόλη της Λάσενρεχ, και ούτε τις υπόλοιπες ημέρες παρουσιάστηκαν. Μια έρευνα σχετικά μ’αυτούς έδειξε ότι πρέπει να ήταν πράκτορες της Παντοκράτειρας. «Δεν είχα καμία ιδέα γι’αυτό,» είπε ο Ελράμος στον Άτβος. «Ήταν άνθρωποι του Δουκάτου μου, όλοι τους.»

«Άνθρωποι που είχαν αποφασίσει ότι η εξουσία της Παντοκράτειρας τούς συνέφερε καλύτερα από τη δική σου, αδελφέ,» του είπε η Ιλρίνα.

Οι ανιχνευτές του Άτβος – η Κισβέτα, ο Νίλφες, και ο Μέλτρος – που ερευνούσαν τις παράξενες εμφανίσεις των Παντοκρατορικών φορτηγών στις Ερημιές δεν είχαν επιστρέψει ακόμα για να του αναφέρουν τίποτα, και ο Πρόμαχος της Επανάστασης ανησυχούσε λιγάκι γι’αυτούς. Δεν έκανε, όμως, καμια κίνηση για να πάει να τους βρει – για την ώρα. Απασχόλησε τον εαυτό του με το να συνάπτει συμμαχίες με τους άρχοντες στις περιοχές γύρω από το Δουκάτο της Λάσενρεχ. Ζητούσε να τον υποστηρίξουν στον αγώνα του κατά του Σφετεριστή και των Παντοκρατορικών. Τους θύμιζε πως ήταν ο δικαιωματικός Πρίγκιπας του Κάνρελ, γόνος του Υψηλού Οίκου των Μέλνεριχ· δεν ήταν νεκρός, όπως είχαν εσκεμμένα διαδώσει οι πράκτορες της Παντοκράτειρας και ο Σφετεριστής, και τώρα είχε επιστρέψει για να αποδώσει δικαιοσύνη και να τους ελευθερώσει όλους από τον ζυγό της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Η εξέγερση στο Κάνρελ, τους τόνιζε με τις επιστολές του, δεν ήταν παρά ένα μέρος της ευρύτερης επανάστασης που γινόταν σ’ολόκληρη τη Βίηλ.

Το απόγευμα της τρίτης ημέρας της διαμονής του στο Δουκάτο Λάσενρεχ, ο Άτβος μίλησε σε μια μεγάλη συγκέντρωση ευγενών που είχαν έρθει από τις τριγυρινές περιοχές. Τους μίλησε ενώ ήταν όλοι τους συναθροισμένοι στο Τέμενος της Χρυσής Αψίδας – ένα σημαντικό ιερό μέρος του Λάσενρεχ, πολύ γνωστό. Βρισκόταν στις παρυφές ενός δάσους, όχι πολύ μακριά από την πόλη της Λάσενρεχ, και ήταν στρωμένο με μεγάλες, αριστοτεχνικά σκαλισμένες πλάκες. Δύο ψηλά πέτρινα αγάλματα ορθώνονταν εδώ, τα οποία απεικόνιζαν γυναίκες με μαλλιά μακριά ώς τη μέση και φορέματα όλο πτυχώσεις. Ανάμεσά τους βρισκόταν μια αψίδα από χρυσάφι, στην επιφάνεια της οποίας ήταν λαξεμένες οι μορφές Λάν’τραχαμ. Η κάθε γιγάντια γυναίκα είχε το ένα της χέρι ακουμπισμένο πάνω στην αψίδα σαν να την αγκάλιαζε, και το άλλο χέρι τοποθετημένο με την παλάμη στο πλάι της αψίδας σαν να τη στήριζε. Κάτω από την αψίδα υπήρχε ένας μεγάλος πέτρινος βωμός, με πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους τοποθετημένους συμμετρικά σε διάφορα σημεία του. Κανένας κάτοικος της Βίηλ, φυσικά, δεν θα διανοείτο να τους κλέψει.

Εδώ ήταν που ο Άτβος Μέλνεριχ, Πρόμαχος της Επανάστασης και εξόριστος Πρίγκιπας του Κάνρελ, απευθύνθηκε στους ευγενείς του Πριγκιπάτου του που είχαν συγκεντρωθεί για να τον ακούσουν, επιδιώκοντας να τους φέρει με το μέρος του και να τους στρέψει εναντίον του Σφετεριστή και της Παντοκράτειρας. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο, όπως διαπίστωσε. Οι ευγενείς είχαν ήδη μάθει για την Ανατολική Συμμαχία, φυσικά, καθώς και για τον πόλεμο στο Σάνκριλαμ, όπου οι φήμες έλεγαν ότι οι Ανατολικές Δυνάμεις νικούσαν. (Ο Άτβος τούς πληροφόρησε πως όχι μόνο νικούσαν αλλά αυτό το πρωί είχαν, μάλιστα, κατακτήσει την Ένθελρακ, μια σημαντική πόλη στις όχθες του Νέρελρημ.) Επιπλέον, κανένας δεν ήταν ευχαριστημένος με τους Παντοκρατορικούς φόρους, ούτε με την πολιτική που ασκούσε ο Ρέτβελνος Βάνδερμαχ στο Πριγκιπάτο. Περίμεναν απλά την ευκαιρία για να ξεσηκωθούν. Και τώρα η ευκαιρία είχε παρουσιαστεί: ο παλιός Πρίγκιπας, που πολλοί νόμιζαν για νεκρό, είχε επιστρέψει· όχι μόνος, αλλά φέρνοντας μαζί του ολόκληρο φουσάτο και άρματα και αεροσκάφη και πολεμικές μηχανές.

Ζητωκραύγασαν τον Άτβος Μέλνεριχ όταν εκείνος έπαψε να τους μιλά, στεκόμενος μπροστά από τον πέτρινο λιθοστόλιστο βωμό, κάτω από τη χρυσή αψίδα του ιερού τεμένους, ανάμεσα στα πανύψηλα αγάλματα. Ζήτω ο Άτβος Μέλνεριχ, ο Πρίγκιπας του Κάνρελ! Ζήτω ο Πρίγκιπας του Κάνρελ, ο Άτβος Μέλνεριχ! Άτβος Μέλνεριχ! Άτβος! Άτβος! ΑΤΒΟΣ! Ζήτω ο Πρίγκιπας του Κάνρελ, αληθινός γόνος των Αρχαίων Κολοσσών! Ούρλιαζαν, φώναζαν, κραύγαζαν, κραδαίνοντας όπλα στον αέρα: γυμνολέπιδα σπαθιά και δόρατα και τόξα. Μια Ιερή Μαχήτρια των Οστών – μία από τις απίστευτα σπάνιες γυναίκες που γίνονταν Ιεροί Μαχητές – γονάτισε στο ένα γόνατο μπροστά στον Άτβος και του πρόσφερε το σπαθί της. Ο Άτβος τής είπε ότι αισθανόταν αληθινά τιμημένος από αυτό, και της ζήτησε να σηκωθεί.

Προτού φύγει από το κέντρο του Τεμένους της Χρυσής Αψίδας, κάποιος προσπάθησε να τον τοξέψει από μακριά. Αλλά το βέλος χτύπησε πάνω σ’ένα από τα αγάλματα κι εξοστρακίστηκε. Ανθρωποκυνηγητό άρχισε αμέσως από τους παλιούς επαναστάτες του Άτβος και από τους ανθρώπους του Δούκα Ελράμος· όμως τελικά ο επίδοξος δολοφόνος δεν βρέθηκε, και όλοι υπέθεσαν ότι πρέπει να ήταν κάποιος πράκτορας της Παντοκράτειρας: ίσως ένας από αυτούς που είχαν εξαφανιστεί από την πόλη όταν ο Άτβος έφτασε εκεί. Οι παρευρισκόμενοι ευγενείς θεώρησαν σημάδι των Πνευμάτων το γεγονός ότι το βέλος του κακοποιού είχε χτυπήσει πάνω στο άγαλμα. Τα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών προστατεύουν τον δικαιωματικό Πρίγκιπα του Κάνρελ! έλεγαν.

Τη νύχτα, όταν είχαν επιστρέψει στο Κάστρο του Ήλιου και είχαν πάει στα δωμάτιά τους, η Ιλρίνα ζήτησε από τον Άτβος να μην ξαναβγεί να μιλήσει έτσι, σε ανοιχτό χώρο, σε τόσους ανθρώπους. «Ο Ρέτβελνος τώρα θα προσπαθεί να σε σκοτώσει με κάθε ευκαιρία. Το ξέρει πως αν εσύ χαθείς η επανάσταση στο Κάνρελ πιθανώς να σταματήσει.»

«Ακόμα κι αν σκοτωθώ εγώ, ο Άλδρος θα συνεχίσει τον πόλεμό μου, για να καθίσει εκείνος στον θρόνο του Πριγκιπάτου,» αποκρίθηκε ο Άτβος.

Η Ιλρίνα τον κοίταξε έντονα, έτοιμη να διαφωνήσει εξίσου έντονα, οργισμένα ίσως, αλλά εκείνος την πρόλαβε: «Όμως έχεις δίκιο: δεν είναι συνετό να βγαίνω και να μιλάω σε ανοιχτούς χώρους.»

Η Ιλρίνα ένευσε και, λύνοντας τα κορδόνια του φορέματός της, το άφησε να γλιστρήσει ώς τη μέση της, καθώς πλησίαζε τον Άτβος για να πάρει το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια της και να τον φιλήσει. Είχε ξυπνήσει ο έρωτας μέσα της, βλέποντας τον Πρίγκιπά της να μιλά στους συγκεντρωμένους αριστοκράτες στο Τέμενος της Χρυσής Αψίδας. Ήταν ξανά εκείνος ο ένθερμος αγωνιστής, ο παράτολμος επαναστάτης, που έκανε την καρδιά της να φλογίζεται.

Αφού αναστάτωσαν την κρεβατοκάμαρά τους σαν ερωτευμένοι έφηβοι, κοιμήθηκαν στο μεγάλο κρεβάτι σαν κουρασμένοι μεσήλικες. Και ξύπνησαν με την αυγή, ακούγοντας το ρολόι στο κομοδίνο να κελαηδά με τις φωνές πέντε πουλιών του δάσους. Διότι, φυσικά, δεν ήταν ετούτες μέρες για να παρακοιμούνται. Είχαν δουλειές να κάνουν, σχέδια να καταστρώσουν, μια επανάσταση να τροφοδοτήσουν, έναν κλεμμένο θρόνο να κατακτήσουν.

Συνάντησαν τον Δούκα Ελράμος (τον μεγάλο αδελφό της Ιλρίνα), τον Βανράθες (τον μικρό αδελφό της Ιλρίνα), τον Κασμάρες τον επαναστάτη και κάποτε στρατιωτικό του Κάνρελ, τον Ραφέλνες τον Ιερό Μαχητή των Οστών, τη Ράιλμεχ την Ιεράρχη, τον Άλδρος’νορ τον γιο τους, και μερικούς άλλους στρατιωτικούς, άρχοντες, και μάγους στην Αίθουσα του Ήλιου. Το μεγάλο δωμάτιο είχε ψηλά κρυστάλλινα παράθυρα απ’όπου έμπαινε άπλετο το φως του πρωινού, και στο ταβάνι του ήταν ζωγραφισμένος ένας γιγάντιος ήλιος. Στο κέντρο του βρισκόταν ένα πελώριο στρογγυλό τραπέζι, που επάνω του ήταν επίσης ζωγραφισμένος ένας ήλιος. Ο Άτβος και οι υπόλοιποι συγκεντρώθηκαν γύρω από το τραπέζι, και συζήτησαν για τη στρατηγική τους, για τα εφόδια και τους εξοπλισμούς, για τους μαχητές τους, και για τα ζώα, τα οχήματα, τα αεροσκάφη, και τα μηχανήματα που είχαν στη διάθεσή τους. Όταν πλησίαζε μεσημέρι, μια πολεμίστρια της φρουράς του παλατιού μπήκε στην αίθουσα και, αφού ζήτησε συγνώμη που διέκοπτε, τους ενημέρωσε πως τρεις άντρες και μια γυναίκα ήταν εδώ και επιθυμούσαν να μιλήσουν στον Πρίγκιπα. «Ο γηραιότερος συστήθηκε ως Νιρκέντος’νορ, Υψηλότατε.»

Ο Νιρκέντος! Επέστρεψαν, σκέφτηκε ο Άτβος. Δεν περίμενε, όμως, ότι και ο μάγος θα ερχόταν μαζί τους. «Να περάσουν,» είπε.

Η πολεμίστρια έκανε μια σύντομη υπόκλιση και αποχώρησε.

Ο Νίλφες, ο Μέλτρος ο Γίγαντας, η Κισβέτα, και ο Νιρκέντος’νορ μπήκαν στην αίθουσα. «Πρόμαχε…» χαιρέτησε ο πρώτος.

«Καθίστε,» τους είπε ο Άτβος, καθώς εκείνος κι οι υπόλοιποι γύρω από το τραπέζι είχαν σηκωθεί για να υποδεχτούν τους επαναστάτες και τον γέρο-μάγο.

Όταν όλοι τους ήταν καθισμένοι, η Κισβέτα είπε: «Θα ερχόμασταν πιο γρήγορα, Πρόμαχε, αλλά στην αρχή δεν ξέραμε πού ακριβώς βρισκόσουν. Σύντομα, όμως, μας πληροφόρησαν ότι τώρα είσαι στη Λάσενρεχ, όχι στη Χάνμαρελ.»

Ο Άτβος ένευσε. «Είχα πει να σας περιμένουν και να σας στείλουν αμέσως σ’εμένα. Τι βρήκατε στις Ερημιές;» ρώτησε. «Το όχημα που φτιάξατε λειτουργούσε κανονικά, έτσι;» Είχαν πει ότι, χρησιμοποιώντας τα μηχανικά κομμάτια που είχε ο Νιρκέντος’νορ συγκεντρωμένα στο παλιό κάστρο όπου κατοικούσε, θα έφτιαχναν ένα όχημα για να πάνε στις Ερημιές· έτσι, ο Άτβος, η Ιλρίνα, ο Άλδρος, και ο Ραφέλνες μπορούσαν να πάρουν το δικό τους όχημα και να φύγουν.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Κισβέτα. «Δεν παρουσιάστηκε κανένα πρόβλημα, αν και ορισμένα από τα κομμάτια ήταν λιγάκι σκουριασμένα.»

Ο Νίλφες είπε: «Μάθαμε τι κάνουν οι Παντοκρατορικοί στις Ερημιές, Πρόμαχε.»

«Συγκεντρώνουν τέρατα,» απάντησε ο Νιρκέντος’νορ στην ερώτηση που ήταν έτοιμος να κάνει ο Άτβος.

«Τέρατα;» είπε η Ιλρίνα.

Ο Νιρκέντος ένευσε προς το μέρος της. «Ναι, Αρχόντισσά μου. Παγιδεύουν τα άγρια πλάσματα που κατοικούν στις Ερημιές και τα βάζουν σε μεγάλα φορτηγά. Τα μεταφέρουν στην Καρδιά του Κάνρελ, υποθέτω. Ίσως να σκέφτονται να τα ξαμολήσουν εναντίον σας, στον πόλεμο.»

«Αδύνατον!» είπε ο Ελράμος. «Τα πλάσματα στις Ερημιές δεν μπορούν να εξημερωθούν!»

Ο Νιρκέντος κοίταξε τον μεγάλο αδελφό της Ιλρίνα και Δούκα της Λάσενρεχ με απορία στα μάτια. Ποιος είναι αυτός; ρωτούσε η έκφρασή του. Η Ιλρίνα τον σύστησε. «Ο Δούκας Ελράμος,» είπε ο Νιρκέντος. «Είχα ακούσει το όνομά σας, Άρχοντά μου, μα δεν σας είχα ποτέ δει. Δε νομίζω ότι εξημερώνουν τα πλάσματα από τις Ερημιές· απλώς τα φυλακίζουν.»

«Και, μετά, θα τα ελευθερώσουν μέσα στη μάχη;» είπε ο Άτβος.

«Έτσι πιστεύω, Υψηλότατε.»

«Είναι το πιο λογικό, Πρόμαχε,» είπε ο Νίλφες. «Τι άλλο να τα θέλουν;»

«Πώς ακριβώς τα παγιδεύουν;» θέλησε να μάθει ο Βανράθες. «Δε νομίζω ότι είναι εύκολο να γίνει αυτό…»

«Υπάρχουν τρόποι, όπως φάνηκε, Άρχοντά μου,» είπε η Κισβέτα.

«Πείτε μας τι είδατε,» ζήτησε ο Ελράμος.

Ο Νίλφες είπε: «Ήμασταν κρυμμένοι πίσω από ένα ύψωμα όταν ατενίσαμε δύο φορτηγά να έρχονται, περιτριγυρισμένα από τέσσερα δίκυκλα που το καθένα είχε δύο καβαλάρηδες, έναν για να το οδηγεί κι έναν για να κρατά βαλλίστρα. Παντοκρατορικοί όλοι τους, και δεν το έκρυβαν: είχαν το σύμβολο της Παντοκράτειρας επάνω τους. Τους ακολουθήσαμε από απόσταση, για να μη μας πάρουν είδηση, και τους είδαμε να σταματούν σ’ένα μέρος που… δε μπορώ να το περιγράψω γιατί δεν είχε και τίποτα το ιδιαίτερο: ένα ακόμα μέρος στις Ερημιές, ξερό και άδειο. Έβγαλαν ένα μηχάνημα από ένα φορτηγό και το άφησαν κάτω. Το ενεργοποίησαν–»

«Τι είδους μηχάνημα;» ρώτησε η Ιλρίνα.

«Ενεργειακός δονητής, μεγάλης κλίμακας,» απάντησε ο Νιρκέντος, αντί για τον Νίλφες. «Ξέρεις τι είναι;»

«Έχω ακούσει ότι υπάρχει…»

«Προκαλεί δονήσεις στο Φως.»

Η Ιλρίνα ένευσε. «Ναι. Συνήθως, όμως, χρησιμοποιείται για πειραματικούς λόγους.»

«Οι Παντοκρατορικοί, μάλλον, ανακάλυψαν πως, όταν συντονίζεται σε μια συγκεκριμένη συχνότητα, έλκει πλάσματα με νοημοσύνη κατώτερη της ανθρώπινης.»

Ο Νίλφες είπε: «Ενεργοποίησαν αυτή τη μηχανή και ένας μάγος τους έκανε κάποιο ξόρκι–»

«Ξόρκι Ενεργειακού Ελέγχου,» εξήγησε ο Νιρκέντος, «για να μην υπάρξει πρόβλημα με τη συσκευή.»

Ο Νίλφες έμοιαζε λιγάκι ενοχλημένος που συνέχεια τον διέκοπταν, αλλά δεν το είπε. «Αφού ο μάγος έκανε το ξόρκι, όλοι τους περίμεναν. Και δεν άργησαν να φανούν δύο ντρέζ’νιθ να έρχονται καταπάνω τους, τρέχοντας όπως τρέχουν τα ντρέζ’νιθ. Αμέσως έβαλαν μέσα πάλι το μηχάνημά τους, ξεκίνησαν τα οχήματά τους, κι άρχισαν κι αυτοί να τρέχουν. Αλλά όχι και πολύ γρήγορα. Τα ντρέζ’νιθ, φυσικά, τους κυνήγησαν. Όταν έφτασαν κοντά σ’ένα φορτηγό, οι πίσω πόρτες του άνοιξαν. Τα ντρέζ’νιθ πήδησαν μέσα, και μετά οι πόρτες έκλεισαν και όλα τα οχήματα σταμάτησαν. Πρέπει οι Παντοκρατορικοί να χτύπησαν τα πλάσματα με κάτι το αναισθητικό.»

«Τι είναι τα ντρέζ’νιθ;» ρώτησε ο Βανράθες. Το όνομά τους δεν ήταν γνωστό στους περισσότερους κατοίκους της Βίηλ· τα πλάσματα δεν απαντιόνταν πουθενά εκτός από τις Ερημιές βόρεια του Κάνρελ και νότια του Τόπου Ανάπαυσης.

«Μοιάζουν λιγάκι με σαύρες, Άρχοντά μου, αλλά χωρίς ουρές,» απάντησε ο Νίλφες. «Έχουν τέσσερα κέρατα στο κεφάλι, δύο από πάνω και δύο από κάτω. Έχουν ψηλά πόδια, και τρέχουν απίστευτα γρήγορα. Είναι θανάσιμοι αντίπαλοι.»

«Τα ξέρουμε!» είπε ο Ελράμος, σαν ξαφνικά να τα θυμήθηκε. Και προς τον αδελφό του: «Τα είχαν αναφέρει εκείνοι οι εξερευνητές που είχαν πάει στις Ερημιές.»

Ο Βανράθες ένευσε. «Ναι, αλλά δεν γνώριζαν ότι τα λένε ντρέζ’νιθ.»

«Λίγοι γνωρίζουν το όνομά τους,» είπε ο Νιρκέντος’νορ.

«Οι Παντοκρατορικοί συγκεντρώνουν, λοιπόν, πλάσματα από τις Ερημιές…» είπε σκεπτικά ο Άτβος, ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός του.

«Έτσι φαίνεται, Πρόμαχε,» αποκρίθηκε η Κισβέτα.

«Και ο μόνος λόγος που μπορεί να τα θέλουν είναι για να τα χρησιμοποιήσουν εναντίον μας,» πρόσθεσε ο Νίλφες. «Εγώ, τουλάχιστον, δε μπορώ να σκεφτώ τίποτ’ άλλο. Και ούτε ο μάγος μπορεί.» Έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στον Νιρκέντος’νορ.

Ο Μέλτρος ο Γίγαντας, που μέχρι στιγμής ήταν σιωπηλός, κατένευσε, μουγκρίζοντας για να δηλώσει πως συμφωνούσε.

Υπέροχα, σκέφτηκε ο Άτβος. Τώρα, εκτός από ανθρώπους, θα έχουμε ν’αντιμετωπίσουμε και τέρατα στην Καρδιά του Κάνρελ…

3.

Η Ένθελρακ είχε κατακτηθεί. Στα Δόντια της Ουράς, οι επαναστάτες το έμαθαν αμέσως μέσω της Διάττα. Και ο Στρατηγός Φαρτάνες άρχισε πάλι να επιμένει ότι όφειλαν να κινηθούν: προς την πρωτεύουσα του Έλρηνεχ, η οποία, άλλωστε, δεν ήταν και τόσο μακριά.

«Δεν έχει νόημα να καθυστερούμε άλλο, Πρόμαχε,» είπε στη Λαμρίτ, ενώ ήταν συγκεντρωμένοι σε μια αίθουσα των Δοντιών κάνοντας πολεμικό συμβούλιο. «Και στο Κάνρελ και στο Σάνκριλαμ, οι άλλοι επαναστάτες προχωρούν.»

«Τα πλοία μας, όμως, δεν έχουν ακόμα ανεβεί τον ποταμό Άσλερχ,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Οι τελευταίες αναφορές λένε πως εξακολουθούν να συναντούν αντίσταση στις όχθες των Δασότοπων των Λάν’τραχαμ.»

«Δεν έχει σημασία! Όταν κινηθούμε προς τα ανατολικά, ο εχθρός θα αναγκαστεί να μοιράσει τις δυνάμεις του· και η αντίσταση που συναντούν τα πλοία θα μειωθεί.»

Η Λαμρίτ κοίταξε τους υπόλοιπους γύρω απ’το τραπέζι. «Τι νομίζετε;» ρώτησε.

Ο Άλτρες είπε: «Ο Στρατηγός ίσως να έχει δίκιο. Δε βλέπω τι νόημα έχει να καθυστερούμε περισσότερο. Έχουμε ήδη ανεφοδιαστεί.» Ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος τούς είχε στείλει εξοπλισμούς από το Κίρτβεχ, καθώς και κάποιους καινούργιους μισθοφόρους. «Το μόνο που καταφέρνουμε πια, περιμένοντας, είναι να δίνουμε χρόνο στον εχθρό να ετοιμαστεί για εμάς.»

«Αυτό λέω κι εγώ,» τόνισε ο Φαρτάνες.

«Συμφωνώ,» είπε ο Δάρυλμος, όταν το βλέμμα της Λαμρίτ πήγε σ’αυτόν.

Κάποιοι άλλοι επαναστάτες επίσης έγνεψαν καταφατικά.

Όταν η Λαμρίτ κοίταξε τη Φενίλδα, εκείνη δεν ήξερε τι να αποκριθεί. «Δεν έχω γνώμη, Πρόμαχε,» είπε. «Αλλά αφού οι περισσότεροι φαίνεται να νομίζουν ότι είναι συνετό να προχωρήσουμε….»

«Το ίδιο λέω κι εγώ,» είπε ο Δαίδαλος.

«Καλώς,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Ετοιμαζόμαστε και ξεκινάμε.»

«Τα μεταγωγικά μας είναι ήδη έτοιμα,» είπε ο Φαρτάνες. «Και έχω αναφορές από τους ανιχνευτές που στείλαμε προς τα ανατολικά, Πρόμαχε…»

«Τι αναφορές;»

«Ο εχθρός έχει συγκεντρώσει κάποιους μαχητές του στις πεδιάδες του Έλρηνεχ. Δεν είναι, όμως, πολλοί. Νομίζω πως περιμένουν να δουν πώς θα κινηθούμε προτού στείλουν περισσότερους.»

«Τώρα, επομένως, σίγουρα θα στείλουν,» είπε η Λαμρίτ.

Ο Φαρτάνες ένευσε. «Ναι. Γι’αυτό κιόλας προτείνω να χτυπήσουμε γρήγορα κάποιες θέσεις.» Άπλωσε έναν χάρτη στο τραπέζι ανάμεσά τους. «Βλέπεις, Πρόμαχε;» είπε δείχνοντας. «Έχω σημειώσει ό,τι μου ανέφεραν οι ανιχνευτές μας. Αυτές, τις κοντινότερες θέσεις, νομίζω πως καλό θα ήταν να τις χτυπήσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Απόψε κιόλας. Δεν απέχουν πάνω από τριάντα χιλιόμετρα από τα Δόντια της Ουράς. Τα μεταγωγικά οχήματα και τα αεροσκάφη μας μπορούν να μεταφέρουν γρήγορα τους μαχητές μας εκεί ώστε να επιτεθούν.»

Η Λαμρίτ δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί για πολύ. «Αφού το αποφασίσαμε να κινηθούμε, ας κινηθούμε δυναμικά,» είπε.

«Χαίρομαι που είμαστε σύμφωνοι, Πρόμαχε,» αποκρίθηκε ο Στρατηγός Φαρτάνες· κι έμοιαζε να το εννοεί, γιατί μέχρι στιγμής είχαν πολλές συγκρούσεις και διαφωνίες με τη Λαμρίτ.

Η Πρόμαχος έστρεψε το βλέμμα της στον Δαίδαλο και τη Φενίλδα. «Θα μας επιστρέψουν τον Κατακρημνιστή, τώρα;»

«Υποθέτω ότι δεν τον χρειάζονται πια,» είπε ο Δαίδαλος. «Θα πρέπει να πάμε να τον παραλάβουμε. Αλλά υπάρχει πραγματικά λόγος να βιαστούμε; Εννοώ, είναι οχυρωμένη κάποια από τις θέσεις που θα χτυπήσουμε;»

«Υπάρχουν μερικά μικρά φρούρια,» είπε ο Φαρτάνες. «Τίποτα το σπουδαίο, όμως. Νομίζω πως και με τα άλλα αυτοκίνητα θα μπορέσουμε να τα πάρουμε. Εύκολα.»

«Εντάξει,» είπε η Λαμρίτ, «αλλά όταν χρειαστούμε τον Κατακρημνιστή θα πρέπει να μας τον επιστρέψουν. Και μάλλον θα τον χρειαστούμε σύντομα. Δε θα επιτεθούμε στην Έλρηνεχ χωρίς αυτόν.»

«Θα μπορούσατε να φτιάξετε και κανένα άλλο αυτοκίνητο, κύριε Δαίδαλε;» ρώτησε ο Φαρτάνες.

«Μόνο αν είναι απαραίτητο, Στρατηγέ,» απάντησε ο μάγος.

Η Φενίλδα νόμιζε πως είδε τον Καρτάφες’νορ, που καθόταν παραδίπλα, να είναι έτοιμος να μιλήσει, αλλά φάνηκε να το ξανασκέφτεται και έμεινε σιωπηλός. Σίγουρα θα ήθελε να φτιάξουμε κι άλλους μεταλλικούς ανθρώπους. Η Φενίλδα αναρωτιόταν αν, στο τέλος, θα αποδεικνυόταν μεγάλο σφάλμα που ο Δαίδαλος τού είχε δείξει πώς να κατασκευάζει αυτοκίνητα. Τι θα τον σταματούσε απ’το να κάνει του κεφαλιού του όταν, τελικά, ο Δαίδαλος έφευγε από τη Βίηλ; Κι αυτή η ώρα δεν θ’αργούσε να έρθει, ήταν βέβαιη η Φενίλδα. Όταν οι Παντοκρατορικοί διώχνονταν από εδώ, ο Δαίδαλος δεν θα έμενε· δεν είχε έρθει για να κατοικήσει στη Βίηλ. Ο μόνος λόγος που βρισκόταν στη διάσταση ήταν επειδή ήθελε να κατατροπώσει τον Ελκράσ’ναρχ.

Μετά, όμως, τι θα γίνει με τα αυτοκίνητα; Είναι ζωντανές οντότητες· δεν είναι μηχανές…

Όταν το πολεμικό συμβούλιο διαλύθηκε και οι υπόλοιποι άρχισαν να προετοιμάζονται για την προέλαση προς τα ανατολικά, η Φενίλδα μίλησε στον Δαίδαλο για τις σκέψεις της. Βρίσκονταν μόνοι οι δυο τους, σ’ένα από τα δωμάτια των Δοντιών της Ουράς που ήταν γεμάτα μηχανικούς εξοπλισμούς και εστίες. Ο Καρτάφες’νορ ήταν σ’ένα άλλο από αυτά τα δωμάτια, παραδίπλα. Είχαν έρθει για να συγκεντρώσουν και να συναρμολογήσουν κάποια κομμάτια που θα χρειάζονταν στον πόλεμό τους κατά των Παντοκρατορικών του Έλρηνεχ· κι άλλοι μάγοι και μηχανουργοί ήταν εδώ.

Ο Δαίδαλος, αφού άκουσε τη Φενίλδα, είπε: «Δε μπορώ εγώ να μείνω για πάντα στη Βίηλ και να τους φυλάω. Ούτε εσύ.»

«Ναι, αλλά τι θα γίνει με τα αυτοκίνητα; Και τι θα γίνει με τη γνώση που τους έδωσες; Ο Καρτάφες μπορεί να φτιάξει κι άλλα, όποτε του κατέβει.» Κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της, για να βεβαιωθεί ότι κανένας δεν ήταν αρκετά κοντά ώστε να την ακούσει.

«Του έχω τονίσει τους κινδύνους. Επιπλέον, θυμάσαι τους Οδηγούς της Βίηλ… νομίζεις ότι θ’αφήσουν το Φως να εξαντληθεί;»

«Είσαι σίγουρος πως δεν θα το αφήσουν;»

«Δεν ισχυρίζομαι ότι γνωρίζω πώς σκέφτονται οι Οδηγοί, αλλά αυτή την αίσθηση έχω. Κι αφού τώρα έμαθα στον Καρτάφες πώς να φτιάχνει τα αυτοκίνητα, τι να κάνω; Δε μπορώ να πάρω πίσω αυτή τη γνώση. Ούτε είμαι πρόθυμος να τον σκοτώσω προκειμένου η γνώση να χαθεί.»

«Δεν πρότεινα να τον σκοτώσεις…» Καταλάβαινε, όμως, ότι τα λόγια της σ’αυτό το φυσικό συμπέρασμα οδηγούσαν. Αλλά δεν θα δολοφονήσω έναν άνθρωπο επειδή ξέρει κάτι, ακόμα κι αν είναι περίεργος σαν τον Καρτάφες’νορ.

Ο Δαίδαλος ένευσε σαν να γνώριζε τις σκέψεις της, σαν κι εκείνος να είχε κάνει τις ίδιες σκέψεις και να είχε καταλήξει στο ίδιο πράγμα. «Θα πρέπει να εμπιστευτούμε τους ανθρώπους της Βίηλ, όταν είναι ώρα να φύγουμε. Και θα πρέπει, επίσης, να έχουμε υπόψη μας ότι τα αυτοκίνητα έχουν δική τους θέληση. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς θα αποφασίσουν μετά από αυτό τον πόλεμο. Τα κωδικογράφησα έτσι ώστε να υπακούουν εμένα και τον Καρτάφες και να θεωρούν τους υπόλοιπους επαναστάτες φίλους τους, αλλά από κει και πέρα είναι αυτόνομες προσωπικότητες· δεν είναι μηχανές. Το καθένα έχει τον χαρακτήρα του, ο οποίος αναπτύσσεται και μεταλλάσσεται από τις εμπειρίες του.»

4.

Η Δούκισσα της Ένθελρακ προθυμοποιήθηκε να τους φιλοξενήσει στο κάστρο της, αλλά εκείνοι δεν δέχτηκαν επειδή φοβόνταν ότι ίσως Παντοκρατορικοί δολοφόνοι να κρύβονταν εκεί μέσα. Ειδικά η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ ήταν απόλυτες σ’αυτό: δεν το θεωρούσαν καθόλου ασφαλές να μείνουν στο κάστρο. Επομένως, πέρασαν την υπόλοιπη ημέρα στον καταυλισμό που στήθηκε έξω από τα καταχτυπημένα τείχη της Ένθελρακ και στις όχθες του ποταμού Νέρελρημ.

Είχαν σκοπό να στείλουν μήνυμα στην Πριγκίπισσα Ισλάννα, στη Σάνκριλαμ, ζητώντας της να διώξει τους Παντοκρατορικούς από το Πριγκιπάτο της, μα δεν το έκαναν ακόμα, όχι επειδή είχαν αποθαρρυνθεί από τη γνώμη της Δούκισσας Θελρίτ σχετικά μ’αυτό το θέμα αλλά επειδή ήθελαν πρώτα η κατάσταση στην Ένθελρακ να ηρεμήσει και να δουν ότι εδώ όλα βρίσκονταν υπό έλεγχο.

Το πρωί έδωσε τη θέση του στο μεσημέρι, και ο ήλιος ήταν έντονος, η ανοιξιάτικη ζέστη δυνατή στις όχθες του μεγάλου ποταμού. Το μεσημέρι έδωσε τη θέση του στο απόγευμα, κι ένας αέρας έπιασε ο οποίος έδιωξε τη ζέστη, σηκώνοντας κύματα στον ποταμό και κάνοντας το χορτάρι και τα δέντρα να χορεύουν.

Η Αλιζέτ στήριξε το κεφάλι της στο ένα χέρι και ανασηκώθηκε, για να κοιτάξει τον Πολ, που ήταν ξαπλωμένος δίπλα της μέσα στη σκηνή της. «Θα φύγεις τώρα που τελείωσε η πολιορκία της Ένθελρακ; Ή θα μείνεις μέχρι να διώξουμε τους Παντοκρατορικούς από το Πριγκιπάτο;»

«Δεν ξέρω, Ατσάλινα Μάτια· δεν έχει έρθει ακόμα ο Δαίδαλος για να με πάρει, και δε σκοπεύω να βαδίζω ώς το Έλρηνεχ.»

«Πρέπει να μας αφήσουν εδώ τον Κατακρημνιστή ώσπου να πάρουμε τη Σάνκριλαμ τουλάχιστον,» είπε η Αλιζέτ, γέρνοντας το κεφάλι και δαγκώνοντας τον ώμο του, δυνατά.

«Ήρεμα! Θα χρειαστεί να σε δέσω ξανά, νομίζω,» της είπε ο Πολ.

Η Αλιζέτ μειδίασε.

«Είσαι πονηρή,» παρατήρησε ο Πολ.

Η Αλιζέτ τον δάγκωσε πάλι. Στο ίδιο σημείο.

Ο Πολ μόρφασε. «Ο ‘Μεγάλος Προφήτης’» – υπήρχε μια κάποια ειρωνεία στη φωνή του – «φαίνεται να ελπίζει ότι θα πάρουμε τη Σάνκριλαμ χωρίς να χρειαστεί να την πολιορκήσουμε.»

Τα γκρίζα μάτια της Αλιζέτ τον κοίταξαν με περιέργεια. «Πιστεύεις ότι θα γίνει;»

Ο Πολ έτριψε τον δαγκωμένο ώμο του που είχε κοκκινίσει. «Έχει μαντικές ικανότητες…»

«Δε νομίζω ότι η Πριγκίπισσα Ισλάννα θα παραδοθεί έτσι απλά, Πολ.»

«Την ξέρεις προσωπικά;»

«Την ξέρει η Δούκισσα Θελρίτ. Δεν άκουσες τι είπε;»

«Την άκουσα, αλλά… η Πριγκίπισσα τι θα προτιμήσει; Πόλεμο, ή το τέλος του πολέμου;»

«Θα φοβάται να πει στον Επόπτη να μαζέψει τους ανθρώπους του και τους πολεμιστές του και να πάει για τη διαστασιακή δίοδο,» είπε η Αλιζέτ. «Και με καλό λόγο, μάλλον.»

Ο Πολ ύψωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά.

«Το θεωρείς απίθανο ο Επόπτης να την αιχμαλωτίσει, αυτήν και την οικογένειά της, προκειμένου να κρατήσει το Πριγκιπάτο; Στα βόρεια βουνά του βρίσκεται η διαστασιακή δίοδος προς Ρελκάμνια, Πολ· άρα, το Σάνκριλαμ είναι σημαντικό μέρος.»

«Χμμ…» Κοίταξε σκεπτικά το υφασμάτινο ταβάνι της σκηνής.

Και μετά, κοιτούσε τα γυμνά στήθη της Αλιζέτ καθώς εκείνη, απότομα, τον καβάλησε. Τα χέρια του χάιδεψαν τους σφριγηλούς μηρούς της, νιώθοντας δυνατούς μύες κάτω από το δέρμα.

«Νομίζεις, λοιπόν, ότι η παρουσία μου εδώ θα αποδειχτεί απαραίτητη;» τη ρώτησε.

«Δεν έχω καμία αμφιβολία.» Τα ατσάλινα μάτια της κατέβηκαν προς το πρόσωπό του.

5.

Όταν νύχτωσε, οι δυνάμεις της Επανάστασης ήταν έτοιμες στα Δόντια της Ουράς. Μεγάλα μεταγωγικά οχήματα και αεροσκάφη έφυγαν από το οχυρό κατευθυνόμενα προς τις μεγάλες πεδιάδες του Πριγκιπάτου Έλρηνεχ. Η Ιπτάμενη πετούσε πάνω από τα οχήματα· ο Οπλοφόρος και ο Πάνοπλος τα ακολουθούσαν, ο πρώτος κυλώντας επάνω στους τροχούς του, ο δεύτερος τρέχοντας· η Νυχτερινή ήταν κάπου χαμένη μες στα σκοτάδια, αλλά σίγουρα όχι μακριά από το υπόλοιπο στράτευμα· ο Εξάποδος ήταν σκαρφαλωμένος επάνω στην οροφή ενός μεγάλου φορτηγού, γιατί δεν μπορούσε να τρέξει τόσο γρήγορα ώστε να προλαβαίνει τα οχήματα.

Η Λαμρίτ καθόταν μέσα σ’ένα τετράκυκλο άρμα με διπλή γιγαντοβαλλίστρα. Πλάι της ήταν ο Άλτρες, οδηγώντας. Πίσω της βρίσκονταν δύο χειριστές της βαλλίστρας, ο ένας για να στοχεύει, ο άλλος για να φορτώνει τα βέλη μόλις εκτοξεύονταν. Της κακοφαινόταν λιγάκι τώρα, που πήγαινε στη μάχη χωρίς τον Πολ κοντά της. Τον είχε συνηθίσει, αν και δεν είχε αυταπάτες ότι θα έμενε για πάντα στη Βίηλ. Σίγουρα θα έφευγε όταν οι Παντοκρατορικοί διώχνονταν. Ωστόσο, δεν της είχε πει ποτέ ότι είχε κάποιο συγκεκριμένο μέρος για να πάει· και, γενικά, δεν έλεγε πολλά για τον εαυτό του. Η Λαμρίτ ήξερε μονάχα πως κάποτε ήταν πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ, και πως ο Ελκράσ’ναρχ τού είχε αλλάξει τη μορφή – η τωρινή, κοκκινόδερμη μορφή του ήταν η πραγματική του μορφή. Κι επίσης, η Λαμρίτ γνώριζε ότι, μετά, ο Πολ είχε συναντήσει τον Τάμπριελ στη Νόρχακ και όλα είχαν, τελικά, αλλάξει γι’αυτόν. Ίσως να θέλει να επιστρέψει στη Ρελκάμνια, όταν η Ρελκάμνια θα είναι ελεύθερη από τους Παντοκρατορικούς…

Η Λαμρίτ, βέβαια, σκόπευε να μείνει στη Βίηλ. Η Βίηλ ήταν η πατρίδα της, και είχε αγωνιστεί χρόνια για να φτάσει η μέρα που οι Παντοκρατορικοί θα διώχνονταν από εδώ. Ήμουν κοριτσάκι όταν ήρθαν. Σκότωσαν τον πατέρα μου, ανάγκασαν τη μητέρα μου να εξοριστεί από το Πριγκιπάτο Νέφκαλ, να έρθει εδώ, στο Έλρηνεχ… Όταν τους έχω διώξει, θα… Τι θα έκανε, τότε; Είχε μάθει να είναι πειρατίνα, και μετά επαναστάτρια, Πρόμαχος της Επανάστασης. Τι θα έκανε σε μια ειρηνική περίοδο, χωρίς Παντοκρατορικούς δυνάστες για να πολεμά;

Δεν ήταν, όμως, ώρα ν’αναρωτιέται γι’αυτό.

Τώρα, θα χτυπούσαν τους εχθρούς τους.

«Εδώ είναι που χωριζόμαστε,» είπε ο Άλτρες, και έστριψε μαζί με τα υπόλοιπα μεταγωγικά και άρματα μάχης που πήγαιναν βόρεια. Τα άλλα μισά στρέφονταν προς τα νότια, για να χτυπήσουν συγχρονισμένα όλες τις θέσεις του εχθρού μέσα στη νύχτα.

Η Λαμρίτ, μετά από κανένα δεκάλεπτο, είδε ένα φρούριο να διακρίνεται, με τις σημαίες της Παντοκράτειρας και του Έλρηνεχ να κυματίζουν στις επάλξεις του, φωτισμένες από ενεργειακά φώτα. Γύρω του ένας μικρός στρατός ήταν συγκεντρωμένος, ο οποίος έβγαινε εσπευσμένα από τις σκηνές του κι ετοιμαζόταν για μάχη. Μας είδαν.

Τα μεταγωγικά οχήματα σταμάτησαν, και οι πολεμιστές του Πρίγκιπα Νοσνάλτος άρχισαν να αποβιβάζονται, πανέτοιμοι για επίθεση. Από μερικά φορτηγά βγήκαν άλογα, και οι ιππείς τους τα καβάλησαν για να ορμήσουν στη μάχη. Μεγάλα ελικόπτερα κατέβηκαν προς τη γη, σχοινιά έπεσαν, και πολεμιστές γλίστρησαν στο έδαφος.

Η Λαμρίτ παρατήρησε ότι κάτι γινόταν μέσα στον καταυλισμό των εχθρών τους προτού οι πολεμιστές της επιτεθούν εκεί. Κάποια αναστάτωση. Έφερε τα κιάλια της στα μάτια. Είδε ανθρώπους να σκοτώνονται, είδε ανθρώπους να ψάχνουν να βρουν κάτι που τους χτυπούσε και εξαφανιζόταν. Η Νυχτερινή.

Η Λαμρίτ κατέβασε τα κιάλια της.

Οι πολεμιστές της επιτίθονταν: βέλη έπεφταν καταπάνω στους Παντοκρατορικούς και τους μισθοφόρους του Πρίγκιπα Νεσνάρες του Έλρηνεχ. Οι ιππείς, εν συνέχεια, εφόρμησαν με πολεμικές κραυγές, και οι πεζοί τούς ακολούθησαν. Μαζί τους έτρεχε ο Εξάποδος, που στη ράχη του ήταν ανεβασμένοι ορισμένοι πολεμιστές, κάποιοι απ’αυτούς κρατώντας τόξα ή βαλλίστρες.

Οι επαναστάτες δεν άργησαν να πάρουν αυτό το μικρό φρούριο του Έλρηνεχ. Και μετά από τα Δόντια της Ουράς, η κατάκτησή του τους φάνηκε αστεία.

6.

Ύστερα από την πληροφορία που είχαν πάρει, σχετικά με τα θηρία που συγκέντρωνε ο Ρέτβελνος από τις Ερημιές, ο Άτβος και οι άλλοι το θεώρησαν συνετό να μη δώσουν στον Σφετεριστή άλλο χρόνο να προετοιμαστεί εναντίον τους. Ζήτησαν από όλους τους τους συμμάχους μέσα στο Κάνρελ να τους συντρέξουν, με στρατό και εξοπλισμούς, και ξεκίνησαν να προελαύνουν δυτικά μόλις ξημέρωσε η επόμενη ημέρα μετά την επιστροφή του Νίλφες, της Κισβέτα, του Μέλτρος, και του Νιρκέντος’νορ.

Τους χώριζαν πάνω από διακόσια-πενήντα χιλιόμετρα από την Καρδιά του Κάνρελ: διακόσια-πενήντα χιλιόμετρα γεμάτα πεδιάδες, μικρά δάση, και λοφότοπους. Μπορούσαν να τα διανύσουν σε μία ημέρα, αν ήθελαν να βιαστούν. Είχαν τα απαραίτητα οχήματα και αεροσκάφη ώστε να μπορεί να μεταφερθεί σχεδόν όλος ο στρατός τους στις όχθες του ποταμού Βάλρηχ ώς το βράδυ. Όμως δεν το έκαναν. Φοβόνταν να κινηθούν τόσο γρήγορα επειδή, παρότι φαινόταν ότι ο Ρέτβελνος συγκέντρωνε τις δυνάμεις του στην Καρδιά του Κάνρελ, υπήρχε πάντα η περίπτωση να τους είχε στήσει παγίδες μέχρι τις όχθες του ποταμού Βάλρηχ. Οπότε, όφειλαν να είναι προσεχτικοί, αν δεν ήθελαν η επανάστασή τους να καταπνιγεί πριν από την ολοκλήρωσή της.

Ο Άτβος είπε ότι θα μετακινούνταν πενήντα χιλιόμετρα την ημέρα, θα ερευνούσαν τα εδάφη, και μετά θα συνέχιζαν την επόμενη ημέρα. Αυτό, σίγουρα, θα έδινε κάποιο χρόνο στον Σφετεριστή, αλλά όχι και πολύ. Σε πέντε ημέρες, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα έφταναν στην Καρδιά του Κάνρελ.

Η επιφυλακτικότητα του Προμάχου δεν πήγε χαμένη. Τη δεύτερη κιόλας ημέρα βρήκαν μια ολόκληρη δημοσιά και τους αγρούς γύρω της παγιδευμένους με νάρκες που θα προκαλούσαν μια αρκετά μεγάλη έκρηξη για να τους τινάξει όλους στον αέρα και ν’αφήσει στη γη έναν κρατήρα που θα ήταν εδώ για τα επόμενα δέκα χρόνια αν κάποιος δεν έκανε κάτι για να τον σκεπάσει. Η Ιλρίνα’νορ και μερικοί άλλοι μάγοι του τάγματος των Πεφωτισμένων εντόπισαν τις νάρκες με Ξόρκια Εντοπισμού Εκρηκτικών Υλών, και το στράτευμα του Άτβος άλλαξε πορεία, κάνοντας έναν μικρό κύκλο, αντί να επιδοθεί στον αφοπλισμό της επικίνδυνης περιοχής. Ο Πρόμαχος, όμως, σημείωσε το μέρος στον χάρτη του για να το έχει υπόψη για αργότερα. Και έθεσε φύλακες γύρω του οι οποίοι θα σταματούσαν όποιον πήγαινε να πλησιάσει.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ένα σμήνος μαχητικών αεροπλάνων προσέγγισε το στράτευμα του Άτβος με φανερό σκοπό να το βομβαρδίσει. Όμως κατόρθωσαν να τα αναχαιτίσουν, με ριπές από τη γη (ενεργειακά κανόνια και γιγαντοβαλλίστρες) και από τον αέρα (ενεργειακά κανόνια και γιγαντοβαλλίστρες προσαρτημένα σε μεγάλα ελικόπτερα)· και μετά, τα μαχητικά των Ανατολικών Δυνάμεων έπεσαν καταπάνω στα μαχητικά των Παντοκρατορικών, χτυπώντας τα με έμβολα και φεύγοντας γρήγορα μέσα από τις εκρήξεις που τσουρούφλιζαν τα φτερά τους.

Το στράτευμα του Άτβος καταυλίστηκε, τελικά, ανάμεσα σ’ένα δάσος και σε μια πόλη, και ήταν όλοι σε εγρήγορση για κανένα άλλο δυσάρεστο επεισόδιο μέσα στη νύχτα. Τίποτα, όμως, δεν συνέβη. Και την επομένη συνέχισαν την προέλασή τους.

Ένα ελικόπτερο ήρθε από τα ανατολικά και, μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού, ανέφερε στον Άτβος ότι τα καράβια είχαν αποπλεύσει από τη Χάνμαρελ. «Καλώς,» αποκρίθηκε ο Πρόμαχος. Ο ξάδελφός του, ο Δούκας Καλμέρθος, εξακολουθούσε να παραμένει πιστός σ’εκείνο και στην Επανάσταση. Ο Άτβος δεν φοβόταν πραγματικά ότι μπορεί να τον πρόδιδε τώρα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Ήταν έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο.

Το σχέδιό του ήταν τα πλοία από τη Χάνμαρελ να ταξιδέψουν νοτιοδυτικά, κατά μήκος των ακτών, να μπουν στον ποταμό Βάλρηχ και να τον ακολουθήσουν προς την πρωτεύουσα. Συγχρόνως, οι δυνάμεις ξηράς και αέρος του Άτβος θα έφταναν στην Πύλη της Καρδιάς, τη μεγάλη γέφυρα που δρασκέλιζε τον ποταμό Βάλρηχ και οδηγούσε στην πρωτεύουσα και στις περιοχές που αποκαλούνταν Καρδιά του Κάνρελ.

Αμφίβολο ήταν αν όλα θα πήγαιναν όπως ο Πρόμαχος τα είχε σχεδιάσει. Ύστερα από πολλά χρόνια πείρας, γνώριζε πλέον πως τα σχέδια σπάνια λειτουργούσαν όπως έπρεπε να λειτουργήσουν. Όμως, αν ήταν κάτι να πάει στραβά, δεν ήθελε να είναι κάποια προδοσία από τους συμμάχους του. Και τώρα, ύστερα από την αναφορά του ελικοπτέρου, νόμιζε πως δεν χρειαζόταν πια να ανησυχεί γι’αυτό.

Ολόκληρη εκείνη την ημέρα δεν συνάντησαν καμία αντίσταση, καμία παγίδα ή ενέδρα, από τον Ρέτβελνος και τους Παντοκρατορικούς του συμμάχους. Ο Άτβος αναρωτιόταν πότε σκόπευε ο Σφετεριστής να ξαμολήσει τα τέρατα από τις Ερημιές εναντίον τους…

7.

Το πλοίο της Ανδρομάχης έφτασε στη Σάνκριλαμ στις τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και οι μαχητές που μετέφερε άρχισαν να αποβιβάζονται στο λιμάνι της πρωτεύουσας του Πριγκιπάτου. Η Ανδρομάχη ήταν τυλιγμένη στην κάπα της, γιατί έκανε ψύχρα, και είχε τον σάκο της στον ώμο. Ήταν από τους πρώτους που κατέβηκαν στις αποβάθρες, μαζί με τον Τζακ και τον Λοχαγό Ιβάν Κάλρω ο οποίος ήταν τραυματισμένος κι έπρεπε μια πολεμίστρια να τον υποστηρίζει. Κανένας τους δεν είχε όρεξη για κουβέντες καθώς πλησίαζαν μια άμαξα που είχε έρθει στο λιμάνι για να παραλάβει αξιωματικούς και τραυματίες. Ανέβηκαν στο τροχοφόρο και, όταν ήταν γεμάτο, ο αμαξάς χτύπησε τα άλογα με το μαστίγιό του και κατευθύνθηκαν προς το παλάτι της Πριγκίπισσας Ισλάννα. Η πύλη τούς περίμενε ανοιχτή και, στον κήπο, κατέβηκαν από την άμαξα. Υπηρέτες είχαν συγκεντρωθεί για να τους δώσουν ό,τι βοήθεια είχαν ανάγκη. Η Ανδρομάχη τούς είπε ότι δεν τους χρειαζόταν, και ο Τζακ την ακολούθησε ώς το δωμάτιό της.

Χωρίς πολλές κουβέντες, γδύθηκαν και έπεσαν να κοιμηθούν. Ήταν εξουθενωμένοι.

Ο ύπνος τούς σκέπασε…

Η Ανδρομάχη στεκόταν στις επάλξεις της Ένθελρακ και έβλεπε τον Τζακ να εκτοξεύει λόγχες φωτεινής ενέργειας και έναν σκοτεινό εχθρό να τις καταπίνει μέσα στον μανδύα του. Μετά, μια τρύπα άνοιξε στο πλακόστρωτο του δρόμου και ο Τζακ έπεσε μέσα. Η Ανδρομάχη τον έψαχνε μα δεν τον έβρισκε. Μονάχα ποτάμια αίματος έβλεπε, και ανθρώπους να χτυπιούνται ο ένας με τον άλλο. Ένας μεταλλικός, κερασφόρος γίγαντας γρονθοκοπούσε τα τείχη, κομματιάζοντάς τα. ΜΠΟΥΜ! ΜΠΟΥΜ! ΜΠΟΥΜ! ΜΠΟΥΜ!

«…Ανδρομάχη.» Κάποιος τής μιλούσε. Εκείνη γύρισε, αλλά κανένας δεν ήταν πλάι της στις επάλξεις.

«Ανδρομάχη!» Κάποιος εχθρός, ίσως, που προσπαθούσε να την ξεγελάσει; Η Ανδρομάχη τράβηξε το σπαθί της, ψάχνοντας μέσα στις πυκνές σκιές που δημιουργούσαν οι φωτιές της μάχης.

«Ανδρομάχη!» Ο άγνωστος την άγγιξε. Η Ανδρομάχη στράφηκε, σίγουρη ότι τώρα θα τον αντίκριζε, μα ήταν αόρατος.

Κάτι τράνταξε το πόδι της, και η Ανδρομάχη άνοιξε τα μάτια.

Είδε τον Τζακ να είναι ανασηκωμένος πλάι της, στο κρεβάτι. «Τι θέλεις;» τον ρώτησε μουδιασμένα.

Ο επικοινωνιακός δίαυλος του δωματίου ακούστηκε να κουδουνίζει. «Αυτό,» της είπε ο Τζακ.

Η Ανδρομάχη αναστέναξε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πλησίασε τον δίαυλο και τον άνοιξε, φέρνοντας το ακουστικό στο αφτί της. «Ναι;»

«Ανδρομάχη. Επέστρεψες.» Ο Λούσιος ήταν. Σίγουρα, αυτός και η αχώνευτη η γυναίκα του είχαν έρθει στην πρωτεύουσα πολλές ώρες πριν από την Ανδρομάχη, με το ελικόπτερό τους.

«Για να είμαι εδώ…»

«Σε ξύπνησα;»

«Ναι.»

«Πλησιάζει μεσημέρι. Τέλος πάντων. Μου είπαν ότι ο Τζακ είναι μαζί σου. Αληθεύει;»

Η Ανδρομάχη κοίταξε τον Τζακ στο κρεβάτι της. Αν καθυστερούσε ν’απαντήσει στον Λούσιο, για να ρωτήσει τον Τζακ αν ήθελε να αληθεύει ή όχι, θα ήταν ουσιαστικά σαν να αποκρινόταν: Ναι, εδώ είναι αλλά δεν σ’το λέω. «Αληθεύει,» είπε.

«Θέλω να του μιλήσω. Το συντομότερο δυνατό.»

Η Ανδρομάχη χασμουρήθηκε, όχι επίτηδες. «Ναι, εντάξει.»

«Μιλάω σοβαρά!» Ο Λούσιος, μάλλον, νόμιζε ότι το είχε κάνει επίτηδες.

«Μόλις μας ξύπνησες! Τι θες να σου πω; Θα σ’τον στείλω όταν έχει ετοιμαστεί, εντάξει;»

«Εντάξει.» Ο Λούσιος τερμάτισε την επικοινωνία.

Η Ανδρομάχη επέστρεψε στο κρεβάτι, και ξαφνικά θυμήθηκε πώς είχε ξυπνήσει πριν από λίγο. Προτού ο Τζακ τής μιλήσει, τον ρώτησε: «Με χτύπησες στο πόδι με τις ενέργειές σου;»

«Ναι. Δε φαινόταν να μπορείς να συνέλθεις αλλιώς.»

Η Ανδρομάχη τον γρονθοκόπησε στο στήθος, όχι και τόσο ελαφρά, καθώς ήταν ανασηκωμένος πλάι της· είδε την αναπνοή του να κόβεται προς στιγμή. «Να μην το ξανακάνεις!»

«Δεν είναι τόσο επικίνδυνο, Ανδρομάχη.»

«Είπα, να μην το ξανακάνεις.»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Τζακ. «Ο Επόπτης ήταν;»

«Ναι. Θέλει να σου μιλήσει.»

Ο Τζακ ξάπλωσε. «Το φοβόμουν.»

Η Ανδρομάχη τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Γιατί;»

«Διότι για ένα πράγμα μπορεί να θέλει να μου μιλήσει. Και είναι, σίγουρα, αυτό που νομίζεις κι εσύ.»

8.

Όταν ο Τζακ μπήκε στο γραφείο του Λούσιου, στα δωμάτια του Επόπτη μέσα στο παλάτι, είδε ότι εκεί ήταν, επίσης, ο Ναρτάθες Λάρενραχ – ο Ανώτατος Ελεγκτής των πρακτόρων της Παντοκράτειρας στο Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ – και η Αμάλριτ’νορ – η Αρχικατάσκοπος του Πριγκιπάτου. Όλοι τους τον κοίταζαν με καχυποψία καθώς στεκόταν ανάμεσά τους.

«Κάθισε,» του είπε ο Λούσιος, που ήταν καθισμένος πίσω από το γραφείο του. Ο Ναρτάθες και η Αμάλριτ’νορ κάθονταν δεξιά κι αριστερά του γραφείου, σε καρέκλες: ο πρώτος μπροστά από έναν ζωγραφικό πίνακα, ατενίζοντας τον Τζακ ερευνητικά· η δεύτερη πλάι σε μια ενεργειακή, όμορφα λαξεμένη λάμπα, μοιάζοντας έτοιμη να υφάνει ξόρκια ή να τραβήξει το ξιφίδιο από τη ζώνη της.

Του Τζακ δεν του άρεσαν καθόλου όλα τούτα. Ωστόσο κάθισε στην καρέκλα που τον περίμενε. Ανάμεσά τους. Σαν ανάκριση τού έμοιαζε.

«Στην πολιορκία,» του είπε ο Λούσιος, «σε είδα – εγώ και άλλοι – να… εκτοξεύεις κάποιου είδους ενέργεια εναντίον του Τάμπριελ. Τουλάχιστον, υποθέτω ότι ήταν ο Τάμπριελ· κρατούσε ένα ραβδί με–»

«Ο Τάμπριελ ήταν,» τον διαβεβαίωσε ο Τζακ.

«Και τι είδους όπλο χρησιμοποιούσες εναντίον του;» ρώτησε ο Ναρτάθες Λάρενραχ.

«Δεν ήταν όπλο. Όχι σαν αυτά που ξέρετε, Ανώτατε Ελεγκτή.» Ο Τζακ τον κοίταζε με τις άκριες των ματιών του.

«Όχι σαν αυτά που ξέρουμε; Κατέχεις όπλα – όπλα τόσο δυνατά – και δεν μας το έχεις αποκαλύψει; Υπάρχει λόγος γι’αυτό, κύριε Πολύχρωμε;» Ο Ναρτάθες ήταν ο μόνος που μπορούσε να τον αναγκάσει να δώσει απάντηση. Ο Λούσιος δεν είχε αυτή τη δικαιοδοσία. Ο Τζακ ήταν ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας με βαθμό Ανώτερου Ελεγκτή· μονάχα ένας Ανώτατος Ελεγκτής, στην περιοχή του, είχε το δικαίωμα να τον προστάζει.

«Δεν είναι κάτι που έχει αξία για εσάς.»

«Εσύ θα το κρίνεις αυτό;» έκανε, απότομα, ο Ναρτάθες. «Μόνος σου; Δείξε μου αυτό το όπλο!»

Ο Τζακ στράφηκε τώρα για να τον ατενίσει ευθέως. Ύψωσε το δεξί του χέρι και ενέργεια τρεμόπαιξε ανάμεσα στα δάχτυλά του.

«Τι…;» άκουσε τον Λούσιο να αναφωνεί.

Ο Ναρτάθες συνοφρυώθηκε βαθιά.

Η Αμάλριτ’νορ είπε, πίσω από τον Τζακ: «Δε χρησιμοποιεί το Φως, την ενέργεια της Βίηλ…»

«Μαγεία!» είπε ο Ναρτάθες. «Έκανες μαγεία, επομένως! Αυτό δεν είναι κάποιο όπλο.»

«Ούτε ‘μαγεία’ είναι. Αλλά η μαγεία είναι όπλο, Ανώτατε Ελεγκτή.»

«Μην παίζεις με τα λόγια! Γνωρίζουμε ότι είσαι του τάγματος των Τεχνομαθών. Από πού προέρχεται αυτό που κάνεις τώρα; Κανέναν Τεχνομαθή δεν έχω δει να το ξανακάνει! Είσαι και Πεφωτισμένος;»

«Δε μπορεί να είναι Πεφωτισμένος,» τόνισε η Αμάλριτ’νορ. «Αυτή η ενέργεια που χρησιμοποιεί – το ξαναλέω – δεν προέρχεται από τη Βίηλ.»

«Προέρχεται από μέσα μου,» εξήγησε ο Τζακ.

«Και τι ακριβώς είναι;» απαίτησε ο Λούσιος, ενώ η Αμάλριτ’νορ ακουγόταν να μουρμουρίζει ένα ξόρκι. Το έμπειρο αφτί του Τζακ αμέσως το αναγνώρισε: Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως.

«Είναι αυτό που είναι.»

«Απάντησέ μας χωρίς υπεκφυγές, Πολύχρωμε!» πρόσταξε ο Ναρτάθες. «Τι είναι αυτή η ενέργεια; Και πώς είναι δυνατόν να προέρχεται από μέσα σου;»

«Δε νομίζω ότι έχουμε τίποτ’ άλλο να πούμε.» Ο Τζακ σηκώθηκε από την καρέκλα του.

Κι οι τρεις τους πετάχτηκαν αμέσως όρθιοι. «Φυσικά και έχουμε!» φώναξε ο Ναρτάθες. «Έχουμε πολλά να πούμε! Κάθισε ξανά.»

«Είμαι ύποπτος για προδοσία;» απαίτησε ο Τζακ, ατενίζοντάς τον έντονα.

«Δεν είσαι ύποπτος για προδοσία, αλλά είσαι ύποπτος γενικά. Δεν ξέρουμε τι είναι αυτό που κάνεις, και θέλουμε να μάθουμε. Ίσως να μας φανεί χρήσιμο εναντίον των αποστατών· οι καιροί είναι δύσκολοι.»

«Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να σας πω περισσότερα. Θα συνεχίσω, όμως, να υπηρετώ την Παντοκράτειρα όπως πάντα την υπηρετούσα.»

«Θα με αναγκάσεις να σε θέσω υπό κράτηση;»

«Νόμιζα πως ακόμα κι ένας Ανώτατος Ελεγκτής χρειάζεται έναν πολύ καλό λόγο για να θέσει υπό κράτηση έναν Ανώτερο Ελεγκτή.»

«Τον έχω τον πολύ καλό λόγο. Ό,τι κι αν είναι αυτή η ενέργεια μέσα σου–»

«Δεν είναι δική σου δουλειά.»

Τα μάτια του Ναρτάθες άστραψαν οργισμένα. Ήταν πολλά χρόνια στο Σάνκριλαμ, και δεν είχε μάθει κανένας – κανένας – να αμφισβητεί την εξουσία του. «Θα σε θέσω υπό κράτηση, λοιπόν.» Έκανε να πιάσει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό που κρεμόταν από τη ζώνη του–

Ο Τζακ ύψωσε το χέρι του και ενέργεια χτύπησε τον Ανώτατο Ελεγκτή του Σάνκριλαμ, μπροστά στα έκπληκτα μάτια της Αμάλριτ’νορ και του Λούσιου.

Ο Ναρτάθες, ουρλιάζοντας, σωριάστηκε στο πάτωμα. Κι έμεινε ακίνητος.

«Σταμάτα!» φώναξε ο Λούσιος, και ο Τζακ είδε ότι είχε σηκώσει μια μικρή, οπλισμένη βαλλίστρα κάτω από το γραφείο του.

«Δεν είναι νεκρός, Επόπτη. Και κατέβασε το όπλο σου.» Ένα δίκτυ ενέργειας είχε τυλίξει τον Τζακ, τρεμοπαίζοντας γύρω του. Ήταν ακόμα αδύναμος από την επίθεση του Άζ’λεφκ, αλλά όχι τόσο αδύναμος ώστε να μη μπορεί ν’αντιμετωπίσει αυτούς τους ανόητους.

«Κατέβασέ το!» είπε η Αμάλριτ’νορ στον σύζυγό της. Ακουγόταν τρομαγμένη.

Ο Λούσιος δίστασε.

Ο Τζακ τον αγνόησε· στράφηκε και βγήκε από το γραφείο.

«Συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε ο φρουρός που είχε μόλις μπει από την είσοδο των δωματίων του Επόπτη. Είχε, μάλλον, ακούσει την κραυγή του Ανώτατου Ελεγκτή.

«Ένας κύριος λιποθύμησε,» είπε ο Τζακ, προσπερνώντας τον και φεύγοντας.

9.

Ο Τζακ’μορ Πολύχρωμος εξαφανίστηκε. Πήρε ένα δίκυκλο από το γκαράζ του παλατιού και, μετά, κανένας δεν τον ξαναείδε. Ο Λούσιος έφερε την Ανδρομάχη στο γραφείο του με τη συνοδία φρουρών – πράγμα που την εξόργισε. Τι νομίζει ότι είμαι; Καμια αξιωματικός του γαμημένου στρατού του; Φωνάζοντας, τη ρώτησε τι ήξερε για τον Τζακ. Ήξερε για την ενέργεια που υπήρχε μέσα του; Ήξερε ότι τόσο καιρό έκρυβε τέτοιο όπλο από όλους τους;

«Τόλμησε να χτυπήσει τον Ανώτατο Ελεγκτή! Μ’αυτή την ενέργεια. Τον έχουν μεταφέρει στα δωμάτιά του. Ευτυχώς δεν είναι νεκρός, αλλά έχει δεχτεί ένα πολύ ισχυρό σοκ.»

Του άξιζε, αναμφίβολα, σκέφτηκε η Ανδρομάχη, που δεν τον συμπαθούσε. «Δεν ξέρω τίποτα, Λούσιε.»

«Κοιμόσουν μαζί του!»

«Και λοιπόν;»

Η Αμάλριτ’νορ τής είπε: «Θες να πιστέψουμε ότι δεν σου είχε αποκαλύψει τίποτα για τις παράξενες δυνάμεις του;»

«Τίποτα απολύτως.»

«Δεν τον είδες στην πολιορκία να εκτοξεύει αυτή την ενέργεια;» τη ρώτησε ο Λούσιος.

«Ο Τζακ ήταν;»

Ο Λούσιος κοπάνησε τη γροθιά του στο γραφείο του. «Μη μου κάνεις τη χαζή!» φώναξε.

«Κι εσύ μη μου δίνεις εμένα διαταγές, Επόπτη!» αντιγύρισε η Ανδρομάχη. «Ξεχνάς ότι είμαι ειδική πράκτορας της Παντοκράτειρας;»

«Ο Ανώτατος Ελεγκτής–»

«Δεν τον βλέπω να είναι εδώ.»

«Μπορείς να θεωρήσεις ότι μιλάω εκ μέρους του–»

«Κανένας δεν μιλά εκ μέρους ενός Ανώτατου Ελεγκτή, εκτός αν έχει έγγραφη άδεια από τον ίδιο ή από την Παντοκράτειρα. Έχεις τέτοια έγγραφη άδεια, Λούσιε;»

Ο Λούσιος δεν αποκρίθηκε, όμως το βλέμμα του ήταν άγριο καθώς την ατένιζε σταθερά.

«Το φαντάστηκα,» είπε η Ανδρομάχη. Και, γυρίζοντάς του την πλάτη, βάδισε προς την έξοδο του γραφείου του. Όπου στέκονταν δύο φρουροί, οι οποίοι δεν παραμέρισαν.

«Φύγετε από μπροστά μου. Τώρα,» τους πρόσταξε, και έβγαλε την ταυτότητά της από την τσέπη της. Την ταυτότητα που την αναγνώριζε ως ειδική πράκτορα της Παντοκράτειρας. Ήταν καινούργια και γυαλιστερή, αφού την προηγούμενη την είχε χάσει όταν την αιχμαλώτισαν στη Νέλερβικ.

Οι φρουροί, διστακτικά, παραμέρισαν, και η Ανδρομάχη έφυγε από τα δωμάτια του Επόπτη.

Πήγε στο δικό της δωμάτιο και, γρήγορα, μάζεψε τα πράγματά της. Διότι ήταν βέβαιη πως όταν ο Ναρτάθες Λάρενραχ συνερχόταν θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα μαζί του. Ο Τζακ έπρεπε να έρθει να μου μιλήσει προτού αποφασίσει να φύγει μόνος του! σκέφτηκε, θυμωμένη.

10.

Το απόγευμα ένας μαντατοφόρος ήρθε στο παλάτι της Πριγκίπισσας Ισλάννα, επάνω σε δίκυκλο. Στους φρουρούς είπε ότι θα παρέδιδε το μήνυμά του στο χέρι της Πριγκίπισσας και μόνο, και μετά θα έφευγε· οι διαταγές του δεν ήταν να περιμένει απάντηση. Τον ρώτησαν από πού ερχόταν, αλλά αρνήθηκε να αποκριθεί. (Οι κατάσκοποι της Αμάλριτ’νορ, όμως, και οι πράκτορες της Παντοκράτειρας ανέφεραν αργότερα ότι τον είχαν δει να έρχεται από τα νότια, από τη δημοσιά που ένωνε τη Σάνκριλαμ με την Ένθελρακ.) Οι φρουροί, τελικά, του επέτρεψαν πρόσβαση στο παλάτι, και ο άντρας, ντυμένος με κάπα, δερμάτινο παντελόνι, μαύρη τουνίκα, και ψηλές καφετιές μπότες, μπήκε στην Αίθουσα του Θρόνου και γονάτισε στο ένα γόνατο μπροστά στην Πριγκίπισσα του Σάνκριλαμ.

Η Ισλάννα είχε καθίσει στον Υψηλό Θρόνο για να τον υποδεχτεί, και η όψη της ήταν ανήσυχη. Όλα αυτά που είχαν συμβεί στην Ένθελρακ την είχαν τρομάξει, γιατί φοβόταν – ήξερε – ότι η πόλη της είχε σειρά: η πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου. Οι καταραμένοι αποστάτες – αυτή η περιβόητη «Ανατολική Συμμαχία» – θα έρχονταν κι εδώ για να καταστρέψουν τα πάντα!

«Σήκω,» είπε στον μαντατοφόρο.

Εκείνος ορθώθηκε. «Φέρνω μήνυμα, Υψηλοτάτη. Μόνο για τα δικά σας μάτια.» Κι έβγαλε μέσα από την κάπα του ένα τυλιγμένο κομμάτι χαρτί, δεμένο με ταινία και σφραγισμένο.

«Φέρτε το μου,» πρόσταξε η Ισλάννα τούς υπηρέτες της, και μια γυναίκα πήρε το μήνυμα από το χέρι του μαντατοφόρου και το έδωσε στην Πριγκίπισσα.

Ο Λούσιος, που βρισκόταν στην αίθουσα μαζί με άλλους, αξιωματικούς και ευγενείς, γηγενείς της Βίηλ και εξωδιαστασιακούς, κοίταζε συνοφρυωμένος. Θεωρούσε βέβαιο πως αυτό το μήνυμα ερχόταν από τους αποστάτες. Ήταν αναμενόμενο ότι θα προσπαθούσαν να στρέψουν την Πριγκίπισσα κατά της Παντοκράτειρας. Συνεχώς διατυμπάνιζαν ότι δεν είχαν τίποτα εναντίον των κατοίκων του Σάνκριλαμ, μονάχα τους Παντοκρατορικούς ήθελαν να διώξουν.

Ο μαντατοφόρος είπε: «Τώρα, Υψηλοτάτη, έχω διαταγές να φύγω.»

«Διαταγές; Από ποιον;» ρώτησε η Ισλάννα.

«Από εκείνους που σας στέλνουν το μήνυμα.»

«Να περιμένεις,» τον πρόσταξε, και έσπασε τη σφραγίδα του κυλίνδρου με το βαμμένο νύχι του αντίχειρά της. Ξετύλιξε την κορδέλα και άνοιξε το μήνυμα. Το διάβασε. Έμεινε σιωπηλή.

«Τι γράφει, Υψηλοτάτη;» ρώτησε ο Λούσιος. «Είναι από τους αποστάτες;»

Η Ισλάννα τον αγνόησε. «Μπορείς να πηγαίνεις,» είπε στον μαντατοφόρο.

Εκείνος έκανε μια βαθιά υπόκλιση και αποχώρησε από την Αίθουσα του Θρόνου.

«Πριγκίπισσά μου,» επέμεινε ο Λούσιος, «είναι το μήνυμα από τους αποστάτες;»

«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνη, τυλίγοντας το χαρτί μέσα στα χέρια της. «Είναι… προσωπικής φύσης.»

Ο Λούσιος δεν αμφέβαλλε ότι του έλεγε ψέματα. Αλλά δεν μπορούσε να την αποκαλέσει ψεύτρα μέσα στην ίδια την Αίθουσα του Θρόνου. Ήταν Πριγκίπισσα του Σάνκριλαμ, ακόμα κι αν εκείνος ήταν Παντοκρατορικός Επόπτης εδώ. Οι αποστάτες πρέπει να της έκαναν κάποια πρόταση, σκέφτηκε. Πράγμα που σημαίνει ότι οφείλω να είμαι πιο προσεκτικός τώρα. Θα μιλούσε με την Αμάλριτ. Η σύζυγός του ήταν γηγενής της Βίηλ, αλλά πάντοτε πιστή στην Παντοκράτειρα.

11.

Ο μαντατοφόρος επέστρεψε νύχτα με το δίκυκλό του.

«Σου είπε τίποτα;» τον ρώτησε ο Νίλφες Βάθμακ, όταν εκείνος ήρθε μπροστά στη σκηνή του Στρατηγού του Νέλερβικ για αναφέρει ότι είχε παραδώσει το μήνυμα στην Πριγκίπισσα.

«Τίποτα, Άρχοντά μου. Στην αρχή, μου ζήτησε να περιμένω, να μη φύγω αμέσως. Μετά, όμως, όταν διάβασε το μήνυμα, μου είπε να πηγαίνω. Κι αυτό ήταν: έφυγα, χωρίς κανένας να επιχειρήσει να με εμποδίσει.»

Ο Νίλφες, που ήταν όρθιος, κοίταξε τους υπόλοιπους, που ήταν καθισμένοι γύρω από το λυόμενο τραπέζι, επάνω στο οποίο βρισκόταν αναμμένη μια ενεργειακή λάμπα και κάτω απ’το οποίο ήταν μια εστία.

Ο Νιρκάδος Ράλενθακ είπε: «Αυτό δεν περιμέναμε να συμβεί;»

Η Αλιζέτ είπε: «Αν ο Επόπτης μάθει για την πρότασή μας, πολύ πιθανόν να αιχμαλωτίσει την Πριγκίπισσα. Αν δεν μάθει για την πρότασή μας, πολύ πιθανόν πάλι το ίδιο να κάνει.»

Η Ανταρλίδα έμεινε σιωπηλή. Ο Τάμπριελ επίσης. Και ο Πολ.

Ο Νίλφες στράφηκε στον μαντατοφόρο. «Ο Επόπτης είπε τίποτα;»

«Δεν έχω δει ποτέ τον Επόπτη, Άρχοντά μου, αλλά νομίζω πως ήταν στην Αίθουσα του Θρόνου όταν παρέδωσα το μήνυμα. Από την ενδυμασία του. Και, ναι, μίλησε στην Πριγκίπισσα. Τη ρώτησε τι γράφει το μήνυμα, κι αν είναι από τους αποστάτες. Εκείνη δεν του απάντησε. Μου ζήτησε να φύγω και έφυγα.»

«Μπορεί, επομένως, να του απάντησε μετά,» είπε ο Νιρκάδος.

Ο Νίλφες κοίταξε τον Τάμπριελ ερωτηματικά. «Δεν ξέρω,» δήλωσε εκείνος, έχοντας πια βαρεθεί να νομίζουν ότι μπορούσε να «βλέπει» την κάθε λεπτομέρεια.

Ο Νίλφες έκανε νόημα στον μαντατοφόρο να πηγαίνει, κι ο μαντατοφόρος αποχώρησε.

«Θα περιμένουμε, λοιπόν, ή θα προχωρήσουμε;» έθεσε το ερώτημα ο Νιρκάδος Ράλενθακ.

Ο Νίλφες κάθισε στην καρέκλα του. «Ας περιμένουμε λίγο. Ούτως ή άλλως δεν είναι φρόνιμο να μην αφήσουμε καθόλου τους μαχητές μας να ξεκουραστούν.»

«Θα μπορούσαμε να ξαφνιάσουμε τους Παντοκρατορικούς,» είπε η Ανταρλίδα. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν επάνω της. «Πιστεύουν ότι θα επιτεθούμε στη Σάνκριλαμ. Υπάρχει αμφιβολία γι’αυτό;»

«Θα πρότεινες κάποιον άλλο στόχο;» απόρησε ο Νίλφες. «Αν η πρωτεύουσα πέσει, το Πριγκιπάτο θα πέσει.»

«Ναι, αλλά ορισμένες φορές φαίνεται να ξεχνάμε πως εκείνο που μας ενδιαφέρει πραγματικά είναι να διώξουμε τους Παντοκρατορικούς, όχι να πάρουμε το Πριγκιπάτο.»

«Ποτέ δεν το ξεχνάμε αυτό, Ανταρλίδα!»

«Δεν ήθελα να υπονοήσω ότι είναι κανένας από εμάς κακόβουλος ή πολεμοκάπηλος. Εννοώ ότι, συνήθως, σκεφτόμαστε σαν κατακτητές παρότι δεν ερχόμαστε να κάνουμε κανονική κατάκτηση.»

«Πού θες να καταλήξεις;»

«Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας θέλουν το Σάνκριλαμ, εκτός των άλλων, για έναν πολύ σημαντικό λόγο: Υπάρχει η διαστασιακή δίοδος εδώ. Αυτή που οδηγεί προς, και μόνο προς, Ρελκάμνια.»

Ο Νίλφες συνοφρυώθηκε.

Η Ανταρλίδα συνέχισε: «Αν καταλάβουμε τη δίοδο, θα τους προκαλέσουμε τεράστιο πρόβλημα. Και πάω στοίχημα πως τώρα, με τον πόλεμο, δε θα την έχουν προστατευμένη τόσο καλά όσο πριν–»

«Μα, ίσα-ίσα,» είπε ο Νιρκάδος. «Αφού γίνεται πόλεμος….»

«Η δίοδος είναι στα βόρεια του Πριγκιπάτου, μέσα στα βουνά. Εμείς είμαστε στα κεντρικά του Σάνκριλαμ, τετρακόσια χιλιόμετρα απόσταση από τη δίοδο. Και ο πόλεμός μας ξεκίνησε από ακόμα πιο μακριά. Επομένως, είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι πολλές δυνάμεις που βρίσκονταν στα βόρεια του Πριγκιπάτου έχουν μεταφερθεί προς τα νότια; Σκεφτείτε μόνο ότι την Τάρνελβακ, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, εξακολουθούν να την κρατάνε με αρκετό στρατό.»

«Ο οποίος μπορεί να έχει ήδη αρχίσει να έρχεται προς εμάς,» είπε ο Νίλφες.

«Μπορεί,» συμφώνησε η Ανταρλίδα. «Όμως αυτό δεν ακυρώνει εκείνο που λέω.»

«Πιστεύεις ότι θα έπρεπε να πάμε για τη δίοδο.»

«Ναι, και γρήγορα. Να μην τους δώσουμε χρόνο να προετοιμαστούν.»

Ο Νίλφες φάνηκε σκεπτικός. «Εσύ, Αλιζέτ, τι νομίζεις;»

«Μπορεί η Ανταρλίδα να έχει δίκιο. Σίγουρα, έτσι θα ασκηθεί πίεση στον Επόπτη. Ωστόσο δεν ξέρω αν θα είναι αρκετή για να τον κάνει να φύγει. Εξάλλου, αν εμείς ελέγχουμε τη δίοδο, δεν θα μπορεί να υποχωρήσει προς Ρελκάμνια. Θα πρέπει να παραδοθεί, ώστε να τον αφήσουμε να υποχωρήσει. Και κάποιος που αισθάνεται παγιδευμένος είναι πάντα πιο επικίνδυνος.»

«Επομένως, είσαι ή δεν είσαι υπέρ να καταλάβουμε τη δίοδο;»

«Δεν είμαι σίγουρη,» παραδέχτηκε η Αλιζέτ.

«Γιατί δεν περιμένουμε να δούμε τι θα κάνει η Πριγκίπισσα;» είπε ο Πολ. «Και μετά δρούμε ανάλογα. Αν είναι έξυπνη, δε θ’αφήσει το Πριγκιπάτο της να διαλυθεί. Θα διώξει τους Παντοκρατορικούς.»

«Θα την αιχμαλωτίσουν,» είπε η Αλιζέτ, όπως του είχε πει και την άλλη φορά, όταν το είχαν συζητήσει οι δυο τους.

«Καλύτερα. Θα μας δώσουν έτσι την ευκαιρία να ξεσηκώσουμε τους ανθρώπους του Σάνκριλαμ εναντίον τους.»

«Πράγματι…» είπε ο Νιρκάδος, συλλογισμένα. «Βασικά, ίσως θα ήταν έξυπνο να τους ωθήσουμε να την αιχμαλωτίσουν.»

Ο Πολ συνοφρυώθηκε. «Νομίζω ότι χτύπησες το θηρίο στο κόκαλο τώρα, αρχηγέ.» Αντάλλαξαν ένα βλέμμα που έλεγε ότι είχαν την ίδια ιδέα. Ο Πολ ρώτησε, στρεφόμενος στον Τάμπριελ: «Τι λες, Προφήτη; Μας συμφέρει;»

«Ήσουν πράκτορας των εχθρών μας, Πολ. Εσύ τα ξέρεις αυτά καλύτερα από εμένα. Πες μας τι σκέφτεσαι· μην είσαι ντροπαλός.»

Ο Πολ μειδίασε μέσα από τα μαύρα μούσια του. «Μιλάς στη γλώσσα μου τώρα, νομίζω.»

12.

Αφού έτρεψαν σε φυγή τις λιγοστές δυνάμεις που βρίσκονταν στα δυτικά εδάφη του Έλρηνεχ, η Πρόμαχος Λαμρίτ και ο Στρατηγός Φαρτάνες έστειλαν ανιχνευτές τους προς την πρωτεύουσα, και από ξηράς και από αέρα, για να ερευνήσουν για ενέδρες και άλλες παγίδες. Τίποτα δεν εντόπισαν, όμως. Η δημοσιά που οδηγούσε προς την Έλρηνεχ ήταν ανοιχτή, και άδεια κατά κύριο λόγο. Ελάχιστοι ταξιδιώτες και έμποροι περνούσαν από αυτόν τον μεγάλο δρόμο που παλιότερα ήταν πολυσύχναστος. Ο πόλεμος έχει την τάση να προκαλεί τέτοιες ξαφνικές ερημώσεις.

Το στράτευμα από το Κίρτβεχ, παρ’όλ’αυτά, προέλασε με προσοχή προς τα ανατολικά. Πενήντα χιλιόμετρα την ημέρα. Μεταφορά των μαχητών με μεταγωγικά οχήματα και αεροσκάφη. Ενώ συνεχιζόταν να γίνεται κατόπτευση των εδαφών.

Οι πεδιάδες του Έλρηνεχ φαίνονταν παράξενα ήσυχες και άδειες. Την πρώτη ημέρα, οι επαναστάτες δεν συνάντησαν καμία αντίσταση και κανέναν άνθρωπο γενικά. Οι αγροικίες ήταν εγκαταλειμμένες· το ίδιο και τα χωριά και οι πόλεις. Κάποιος από τους εχθρούς μας, σκέφτηκε η Λαμρίτ, ο Πρίγκιπας ή ο Επόπτης, ή αυτός ο Στρατηγός Ιανός Θάρδηχ που ανέφερε ο Πολ, είχε τη φαεινή ιδέα να διώξει τους πάντες από εκεί όπου λογικά θα περνούσαμε. Αναρωτιέμαι προς τα πού να τους πήγε; Νότια; Βόρεια; Βόρεια, μάλλον. Δε θα τους έστελνε προς τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ, υπέθετε η Λαμρίτ. Εξάλλου, από τον ποταμό Άσλερχ έρχονταν τα πλοία του Πρίγκιπα Νοσνάλτος και των κουρσάρων της Νιλκάριχ, καθώς επίσης και δυνάμεις από άλλες ελεύθερες πόλεις στα νότια της Λίμνης των Κολοσσών.

Τη δεύτερη ημέρα, σχεδόν μόλις είχαν ξεκινήσει να προελαύνουν, οι αγροί και τα λιβάδια ολόγυρά τους άρπαξαν φωτιά. Το στράτευμα των επαναστατών κλείστηκε ανάμεσα σε τείχη από φλόγες που καταβρόχθιζαν το ανοιξιάτικο χορτάρι.

Η Λαμρίτ καταράστηκε, καθώς έβλεπε πανικό να καταλαμβάνει τους μαχητές της. Ποιος θα το περίμενε ότι ο Πρίγκιπας του Έλρηνεχ θα συμφωνούσε να κάψει ολόκληρα στρέμματα γης του Πριγκιπάτου του για να πολεμήσει τους εχθρούς του; Ή μήπως ο Πρίγκιπας δεν είχε συμφωνήσει; Ένα ανούσιο ερώτημα, αυτή τη στιγμή.

Οι επαναστάτες βάλθηκαν να καταπολεμήσουν τη λαίλαπα, για να επιβιώσουν. Πετούσαν χώμα προς τις φλόγες· έπαιρναν βαρέλια με νερό από τις προμήθειές τους και τα ξόδευαν για να βρέξουν τη φωτιά· χρησιμοποιούσαν πυροσβεστικές αντλίες. Απομάκρυναν τα φορτηγά που μετέφεραν εκρηκτικές ύλες για να μην πυρποληθούν, γιατί τότε θα τινάζονταν όλοι στον αέρα. Ο Δαίδαλος μίλησε στα αυτοκίνητα, λέγοντάς τους τι να κάνουν για να βοηθήσουν. Η Ιπτάμενη πέταξε μέχρι μια εγκαταλειμμένη πόλη την οποία είχαν προσπεράσει χτες βράδυ· πήρε κουβάδες με νερό από το πηγάδι εκεί και τους έφερε μαζί της, λούζοντας τις φλόγες. Επέστρεψε, μετά, στην πόλη για να πάρει περισσότερο νερό. Ο Πάνοπλος έτρεξε προς ένα χωριό, για να κάνει το ίδιο: να αντλήσει νερό από το πηγάδι του και να το φέρει. Ο Εξάποδος πήγε μαζί του, αν και με μικρότερη ταχύτητα. Η Νυχτερινή, δυστυχώς, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να βοηθήσει. Ο Οπλοφόρος, όμως, πήγε, κυλώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, προς την πόλη όπου και η Ιπτάμενη μάζευε νερό. Τα αυτοκίνητα δεν επηρεάζονταν από τη φωτιά. Όταν ο Καρτάφες’νορ διαμαρτυρήθηκε ότι μπορεί να σκοτώνονταν, ο Δαίδαλος τού είπε: «Πρέπει να μείνουν ώρες ολόκληρες ακίνητα μέσα στις φλόγες για να πάθουν κάτι.»

Η Φενίλδα έβλεπε την καταστροφή γύρω της κι ευχόταν να μπορούσε να βοηθήσει. Όμως δεν ήξερε τι να κάνει. Ύστερα, θυμήθηκε ότι υπήρχε ένα ξόρκι που γνώριζαν ελάχιστοι μάγοι οι οποίοι συνήθως ήταν προσαρτημένοι σε στρατιωτικά ή πυροσβεστικά σώματα. Το Ξόρκι Πύρινης Διαβάσεως. Η Φενίλδα δεν το ήξερε, αλλά πόσο δύσκολο μπορεί να ήταν να το εφεύρει – ή να εφεύρει κάτι παρόμοιο μ’αυτό; Επικαλούμενη το Φως που διαισθανόταν ολόγυρά της, προσπάθησε να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να διαμορφώσει μια σήραγγα ανάμεσα στους καπνούς και στις φλόγες. Με τις άκριες των ματιών της, είδε ότι ο Δαίδαλος την παρατηρούσε σιωπηλός. Δεν καταλάβαινε τι έκανε, ή δεν ήθελε να τη βοηθήσει; Η Φενίλδα δεν το σκέφτηκε άλλο, καθώς ο νους της ήταν στραμμένος αλλού.

Αεροπλάνα ήρθαν από τα Δόντια της Ουράς, βρέχοντας τις φλεγόμενες πεδιάδες γύρω από τη μεγάλη δημοσιά. Κι ύστερα στράφηκαν και έφυγαν.

Η Φενίλδα το βρήκε! Βρήκε, επιτέλους, τον σωστό συνδυασμό, νόμιζε. Και έκανε το ξόρκι. Οι φλόγες και οι καπνοί αντίκρυ της χωρίστηκαν, και στο τέλος της σήραγγας φάνηκαν πάλι φλόγες και καπνοί. Το πέρασμα που είχε δημιουργηθεί δεν ήταν τόσο μακρύ, φυσικά, ώστε να διασχίζει όλη τη φλεγόμενη περιοχή. Οι πολεμιστές γύρω από τη Φενίλδα αναφώνησαν ξαφνιασμένοι.

«Ακολουθήστε με!» τους φώναξε εκείνη. «Θα σας οδηγήσω στην πόλη που περάσαμε χτες βράδυ – για να πάρουμε νερό!» Και ανέβηκε σ’ένα φορτηγό μαζί με άλλους, ανάμεσα στους οποίους κι ο Δάρυλμος.

«Είσαι σίγουρη ότι ξέρεις τι κάνεις;» τη ρώτησε ο πρασινόδερμος μασκοποιός της Επανάστασης.

«Ναι. Νομίζω. Τι άλλη επιλογή έχουμε, εξάλλου; Ας το δοκιμάσουμε.» Και προς τον οδηγό του φορτηγού: «Ξεκινά. Προς τα εκεί.» Έδειξε.

Ο άντρας, έχοντας ενεργοποιήσει τη μηχανή, γύρισε το τιμόνι, και το μεγάλο τροχοφόρο έστριψε, αφήνοντας τη δημοσιά και πηγαίνοντας προς τις φλόγες.

Η Φενίλδα ύφανε το ξόρκι, εστιάζοντας όλη της την προσοχή επάνω του, αντλώντας δύναμη από το Φως. Ο Δάρυλμος νόμιζε πως είδε το αριστερό της μάτι να γυαλίζει πιο έντονα απ’ό,τι συνήθως.

Οι φλόγες και οι καπνοί χωρίστηκαν μπροστά από το φορτηγό. «Τ’ανάστημα των Κολοσσών…» έκανε ο οδηγός. Και γέλασε καθώς οδηγούσε μέσα στη μαγική σήραγγα. «Τ’ανάστημα των Κολοσσών!»

Το όχημα διέσχισε τη σήραγγα και βρέθηκε ανάμεσα σε άλλες φλόγες, τις οποίες η Φενίλδα χώρισε ξανά με τη μαγεία της. Βγήκαν από την πυρκαγιά και έτρεξαν προς την πόλη, βλέποντας την Ιπτάμενη να φτεροκοπά από πάνω τους και τον Οπλοφόρο να επιστρέφει από την πόλη μεταφέροντας κουβάδες με νερό.

13.

Τους πήρε όλη την ημέρα για να κατασβέσουν τη φωτιά στους αγρούς. Και όταν το απόγευμα ήρθε, ήταν όλοι τους εξαντλημένοι και οι τόποι γύρω τους καρβουνιασμένοι. Δεν μπορούσαν να συνεχίσουν σήμερα την προέλασή τους, αλλά, τουλάχιστον, είχαν επιβιώσει.

«Λοιπόν, η παγίδα τους ήταν πιο ύπουλη απ’ό,τι φανταζόμασταν,» είπε ο Στρατηγός Φαρτάνες, καθώς εκείνος και η Λαμρίτ βάδιζαν επάνω στις στάχτες, ακούγοντάς τες να τρίζουν κάτω από τις μπότες τους. «Κανένας δεν είχε σκεφτεί ότι θα έβαζαν φωτιά στους αγρούς του Έλρηνεχ! Τα Δαιμόνια έχουν μπει μέσα τους, Πρόμαχε! Ξέρεις πόσα στρέμματα κάηκαν; Κι εδώ ήταν ένα σωρό αμπέλια. Το Έλρηνεχ φημίζεται για το κρασί του. Πάει η οικονομία του, μετά από τούτο: κατρακύλησε. Σ’το λέω σίγουρα.»

«Προφανώς είναι πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα για να μας σταματήσουν απ’το να φτάσουμε στην πρωτεύουσα. Το γεγονός ότι πήραμε τόσο γρήγορα τα Δόντια της Ουράς πρέπει να τους πανικόβαλε, Στρατηγέ.»

«Μάλλον. Αλλιώς αυτές οι ενέργειες είναι τελείως – τελείως – παράλογες.» Ο Φαρτάνες κούνησε το κεφάλι του, δείχνοντας απορημένος. Σοκαρισμένος. Το πρόσωπό του ήταν ακόμα μαυρισμένο από τους καπνούς· δεν το είχε πλύνει.

14.

Ο Πρίγκιπας Νεσνάρες του Έλρηνεχ κοπάνησε τη γροθιά του επάνω στο τραπέζι, καθώς είχε σηκωθεί όρθιος. «Έκαψες το Πριγκιπάτο μου, Στρατηγέ, και οι δαιμονισμένοι αποστάτες είναι ακόμα ζωντανοί!» ούρλιαξε.

Ο Ιανός Θάρδηχ τον ατένισε ήρεμα, νηφάλια, καθώς ήταν καθισμένος αντίκρυ του στο μεγάλο τραπέζι της Αίθουσας του Θρόνου. «Τους καθυστερήσαμε, όμως–»

«Τους καθυστερήσαμε; Κάηκε το Πριγκιπάτο μου για να τους καθυστερήσουμε!»

«Ήταν μια παγίδα που δεν μπορούσαν να προβλέψουν–»

«Αρκετά μ’εσένα, Στρατηγέ! Θα μας καταστρέψεις όλους!»

«Πρίγκιπά μου,» είπε η Αρχόντισσα Νιρλέτα Ζέρενλαχ, που ήταν Στρατηγός του Έλρηνεχ, «εγώ είχα προειδοποιήσει εξαρχής ότι αυτό το σχέδιο ήταν πολύ επικίνδυνο. Ο πατέρας σας δεν θα συμφωνούσε–»

«Ο πατέρας μου δεν είναι πια εδώ,» τη διέκοψε ο Νεσνάρες αγριοκοιτάζοντάς την. Γιατί όλοι τους, κάθε τρεις και λίγο, θυμούνταν τον πατέρα του; Ήταν νεκρός πια! Νεκρός! Στράφηκε στον Ιανό Θάρδηχ. «Θέλω να φύγεις από το Πριγκιπάτο μου, Στρατηγέ.»

«Πολύ φοβάμαι ότι δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Υψηλότατε.»

«Θα κάνεις ό,τι σε προστάζω να κάνεις!» φώναξε ο Νεσνάρες.

Ο Ιανός κοίταξε τον Επόπτη του Έλρηνεχ, τον Νικόλαο’σαρ, απορώντας που δεν είχε διδάξει σ’αυτούς τους ντόπιους πώς όφειλαν να φέρονται σ’έναν ειδικό πράκτορα της Παντοκράτειρας. Ο Επόπτης έμεινε σιωπηλός. Είναι ανόητος και δειλός, συγχρόνως, σκέφτηκε ο Ιανός. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και είπε στον Πρίγκιπα: «Δεν είναι δική μου η απόφαση αν θα φύγω ή αν θα μείνω–»

«Ακριβώς, Στρατηγέ–»

«Αλλά ούτε και δική σας είναι. Είμαι ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας, και βρίσκομαι εδώ κατόπιν εντολής της, επειδή η κατάσταση στη Βίηλ έχει φύγει από τον έλεγχο. Θα μείνω, Υψηλότατε, μέχρι που να μην υπάρχει πλέον λόγος να είμαι στο Έλρηνεχ.»

Ο Νεσνάρες ήταν εξοργισμένος μ’αυτόν τον δαιμονισμένο Παντοκρατορικό. Θέλει να κάνει κουμάντο μέσα στο Πριγκιπάτο μου! Ποιος νομίζει ότι είναι; «Δε θα σ’αφήσω να κάψεις το Πριγκιπάτο, ακόμα κι αν χρειαστεί να σε σκοτώσω με τα χέρια μου!» Τράβηξε το σπαθί από τη ζώνη του.

Κάποιοι Παντοκρατορικοί πολεμιστές τράβηξαν επίσης τα όπλα τους, καθώς και οι φρουροί του Πρίγκιπα. Η Στρατηγός Νιρλέτα στάθηκε αμήχανη, με το χέρι της στη λαβή του δικού της ξίφους αλλά χωρίς να το τραβήξει.

Ο Ιανός δεν έκανε καμια κίνηση να πιάσει όπλο. «Ο σκοπός ήταν οι αποστάτες να καούν.»

«Και ο σκοπός, μα τα Δαιμόνια, δεν πραγματοποιήθηκε! Οι ανιχνευτές μας λένε πως όσος ήταν ο εχθρικός στρατός πριν, τόσος είναι και τώρα!»

«Επομένως, θα πρέπει να βρούμε έναν άλλο τρόπο για να νικήσουμε. Εγώ είχα μόνο υπόψη μου να μειώσω τις δυνάμεις των αποστατών μέχρι να φτάσουν στην Έλρηνεχ. Διότι, πιστέψτε με, Υψηλότατε, όταν φτάσουν εδώ θα έχετε πρόβλημα.»

Ο Νεσνάρες έμεινε για λίγο σιωπηλός και, διστακτικά, θηκάρωσε το σπαθί του. «Ελπίζω, Στρατηγέ, το επόμενό σου σχέδιο να είναι καλύτερο από το προηγούμενο,» είπε, τελικά, συμπεραίνοντας πως δεν υπήρχε τρόπος να ξεφορτωθεί τον Ιανό Θάρδηχ χωρίς να δεχτεί επίθεση από όλους τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας.

Απολλώνια

1.

Ο Ανδρόνικος πρόσταξε τις Απολλώνιες δυνάμεις να μείνουν, προς το παρόν, στη Βολιρία, να μην κινηθούν βόρεια. Διότι έπρεπε να ανασυγκροτηθούν, να ανεφοδιαστούν, και να βοηθήσουν τους κατοίκους της πόλης σε ό,τι τους χρειάζονταν. Είχαν δημιουργηθεί πάρα πολλά προβλήματα κατά την πολιορκία· και ευτυχώς που τα πράγματα δεν είχαν εξελιχτεί ακόμα χειρότερα, σκεφτόταν ο Ανδρόνικος. Η μισή Βολιρία είχε υποστεί σοβαρές υλικές ζημιές στους δρόμους και στα οικοδομήματά της, και αρκετά εργοστάσια στα Εργοστάσια είχαν καταστραφεί από τις επιθέσεις των αντιστασιακών. Οι ιδιοκτήτες τους ζητούσαν κάποια βοήθεια από τον Βασιληά της Απολλώνιας ώστε να αναστυλώσουν τις δουλειές τους. Ο Ανδρόνικος τούς αποκρίθηκε ότι, αυτή τη στιγμή, ήταν αδύνατο να τους προσφέρει οικονομική ενίσχυση, όμως θα φρόντιζε γι’αυτό μόλις ο πόλεμος στην Απολλώνια τελείωνε – πράγμα που, τους υποσχέθηκε, δεν θα αργούσε.

Οι αιχμάλωτοι Συνταγματάρχης Κλεάνθης Νιρλέμβω, Ταγματάρχης Κάδμος Κάλρηχ, Στρατηγός Ευγένιος Οξύτριχος, και Μοίρα Λευκόχειρη ανακρίθηκαν από τους ειδικούς ανακριτές των Απολλώνιων δυνάμεων για να αποκαλύψουν πληροφορίες σχετικά με τη Βιρβάνη και τα Παλιά Κάστρα. Οι πληροφορίες δεν ήταν συνταρακτικές, όφειλε να παρατηρήσει ο Ανδρόνικος. Η Βιρβάνη είχε λιγότερες Παντοκρατορικές στρατιωτικές δυνάμεις από τη Βολιρία ή την Ξανθούπολη (ακριβώς όπως οι Απολλώνιοι περίμεναν), και πολλές από αυτές τις δυνάμεις είχαν έρθει στη Βολιρία για να υποστηρίξουν τον Στρατηγό Οξύτριχο, επομένως τώρα εκεί ήταν ακόμα λιγότερες. Στα Παλιά Κάστρα, επίσης, δεν υπήρχε πολύς Παντοκρατορικός στρατός, αλλά οι κάτοικοι της περιοχής ήταν πάντοτε «συνεννοήσιμοι», όπως τους χαρακτήρισαν οι περισσότεροι αιχμάλωτοι· δεν είχαν αντισταθεί στην εξουσία της Παντοκράτειρας, καταλαβαίνοντας ότι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον στρατό της.

Ο Ανδρόνικος έστειλε ανιχνευτές του προς τη Βιρβάνη και τα Παλιά Κάστρα, για να μάθει από πρώτο χέρι πώς ήταν η εικόνα εκεί. Επίσης, έστειλε ανθρώπους του προς την Ξανθούπολη, όπου η Στρατηγός Ιπποθόη Καλλίνοη πολεμούσε τους Παντοκρατορικούς. Ήθελε να πληροφορηθεί τι γινόταν σ’αυτές τις περιοχές, για να δει πώς θα συνέχιζε την εκστρατεία του.

Προς τα Παλιά Κάστρα πέταξαν ο Προαιρέσιος και η Αριάδνη’ταρ, για να κατοπτεύσουν. Προς τη Βιρβάνη, από ξηράς, πήγαν ο Βαλέριος, η Αθηνά, και ο Φέτανιρ. Και προς την Ξανθούπολη πήγαν η Άνμα’ταρ, ο Ευθύπορος, και η Νικίτα μέσα σ’ένα μεταβαλλόμενο σκάφος που έπαιρνε τη μορφή αεροπλάνου και τετράκυκλου οχήματος. Χρησιμοποίησαν τέτοιο κατασκεύασμα γιατί ο δρόμος δεν ήταν εύκολος. Υπήρχε ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος μπροστά τους. Περνούσε από τις βόρειες παρυφές της Ξανθούπολης και συνέχιζε προς τα βορειοανατολικά για τριακόσια χιλιόμετρα, την τελευταία φορά που τον είχαν υπολογίσει. Επομένως, η Άνμα’ταρ, ο Ευθύπορος, και η Νικίτα θα πετούσαν ώς εκεί που μπορούσαν και, μετά, με τη μορφή οχήματος, θα έστριβαν από την άκρη του στροβίλου, γιατί κοντά στην άκρη ήταν η Άρφια και μπορεί οι Παντοκρατορικοί να τους εντόπιζαν ευκολότερα με τη μορφή αεροπλάνου. Αυτό το «κοντά», βέβαια, ήταν εκατόν-πενήντα χιλιόμετρα, αλλά οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας αναμφίβολα είχαν τις δυνάμεις τους απλωμένες σ’όλη εκείνη την περιοχή, καθώς και την εμβέλεια των ανιχνευτικών συστημάτων τους. Αν εντόπιζαν ένα άγνωστο αεροπλάνο να περνά, θα το κατέρριπταν.

2.

Πρώτοι επέστρεψαν ο Προαιρέσιος και η Αριάδνη’ταρ, την επόμενη ημέρα αφότου είχαν φύγει από τη Βολιρία. Το αεροπλάνο τους δεν ήταν χτυπημένο από τον εχθρό. Στην αίθουσα σχεδιασμένων του καινούργιου Κ.Ε.Α.Δ., στο Κέντρο της Βολιρίας, ανέφεραν στον Ανδρόνικο και στον Οδυσσέα ότι στα Παλιά Κάστρα και στη Βορεόπολη δεν φαινόταν να υπάρχουν παρά ελάχιστες Παντοκρατορικές δυνάμεις, ακριβώς όπως είχαν πει οι αιχμάλωτοι.

«Και τα μέρη είναι πολύ όμορφα, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Προαιρέσιος. «Δεν τα είχα ποτέ ξαναδεί. Είναι μια περιοχή όλο κάμπους και μικρά δάση και ρυάκια.»

«Η Γη των Βορεάδων,» είπε ο Οδυσσέας. «Λένε πως είναι το ομορφότερο μέρος στα βόρεια της Απολλώνιας.»

«Κάποιοι πρέπει να μας είδαν, πάντως,» είπε η Αριάδνη. «Ντόπιοι, νομίζω. Μας έδειχναν από έναν λόφο.»

«Φάνηκαν εχθρικοί;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

Η Αριάδνη ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν προσπάθησαν να μας καταρρίψουν.»

Ο Προαιρέσιος ένευσε.

«Πώς είναι η Βορεόπολη;» θέλησε να μάθει ο Ανδρόνικος.

«Αληθεύει αυτό που ακούγεται, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο πιλότος: «δεν μοιάζει με τις πόλεις της Απολλώνιας που ξέρουμε. Τα οικοδομήματά της είναι… διαφορετικά.» Ήταν σκεπτικός προς στιγμή, καθώς προσπαθούσε να φέρει στο μυαλό του την εικόνα της πόλης που είχε δει – της μεγαλύτερης πόλης βόρεια της Βολιρίας. «Οι πολυκατοικίες δεν είναι τόσο ψηλές όσο στο Βασίλειο της Απολλώνιας, σίγουρα. Αλλά εκείνο που αμέσως προσέχεις είναι ότι οι Βορεάδες δεν χτίζουν με τόσο πολύ γυαλί και μέταλλο όσο εμείς. Τα οικοδομήματά τους μοιάζουν με πελώριες πέτρες. Είναι σαν πύργοι κάστρων. Όπως τα κάστρα που βλέπεις από φωτογραφίες της Βίηλ. Λες και συνέχεια περιμένουν επίθεση. Κι αυτοί οι πύργοι συνδέονται μεταξύ τους με μεγάλες πέτρινες γέφυρες. Αρκετός κόσμος περπατά εκεί πάνω, σα νάναι δρόμοι.»

«Παρεμπιπτόντως,» τόνισε η Αριάδνη, «μπορεί όντως να τους ενδιαφέρει η άμυνα.»

Ο Ανδρόνικος την κοίταξε ερωτηματικά.

«Είδαμε πουλιά που δεν φάνηκαν καθόλου φιλικά ή ακίνδυνα. Δεν τάχω ξαναδεί πουθενά στην Απολλώνια, Πρίγκιπά μου.»

Ο Προαιρέσιος ένευσε. «Ούτε εγώ. Και είναι μεγάλα.»

«Με μεγάλα ράμφη και μεγάλα νύχια,» πρόσθεσε η Αριάδνη.

«Πόσο μεγάλα;» ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Όσο το μισό αεροπλάνο μου,» απάντησε ο Προαιρέσιος.

«Λιγάκι πιο μικρά, μάλλον.» Η Αριάδνη έπιασε την καφετιέρα επάνω στο τραπέζι και γέμισε μια κούπα με καφέ. Ήπιε μια γουλιά.

«Οι άρπαγες του Βορέα,» είπε ο Οδυσσέας, υπομειδιώντας. «Νόμιζα ότι ήταν μύθος.»

«Αυτά τα πουλιά;» έκανε ο Προαιρέσιος, γεμίζοντας κι εκείνος μια κούπα καφέ για τον εαυτό του. «Λέγονται ‘άρπαγες του Βορέα’;»

«Ναι. Σύμφωνα με τον θρύλο, είναι παιδιά του. Από την ίδια γενιά με τους Βορεάδες.»

«Ωραίους συγγενείς έχουν,» σχολίασε η Αριάδνη. «Χειρότερους απ’τους δικούς μου.»

«Και είναι επικίνδυνα αυτά τα πουλιά;» ρώτησε ο Ανδρόνικος. «Σας επιτέθηκαν;»

«Σε κάποια στιγμή, δύο ήρθαν καταπάνω στο αεροπλάνο της Αριάδνης,» είπε ο Προαιρέσιος, «με τρομερή ταχύτητα.»

Η Αριάδνη ένευσε. «Με ξάφνιασαν λιγάκι. Δεν ήταν δύσκολο, βέβαια, να τα αποφύγω· δεν είναι και τόσο γρήγορα όσο ένα αεροπλάνο.»

«Ένα αεροπλάνο σαν τα δικά μας,» τόνισε ο Προαιρέσιος. «Κανένα πιο αργό μπορεί και να το είχαν προφτάσει. Το ίδιο ισχύει και για ελικόπτερα.»

«Δεν είναι μέρος για αεροδρόμια, λοιπόν, τα Παλιά Κάστρα,» είπε ο Ανδρόνικος.

«Καλά,» είπε ο Προαιρέσιος, «δεν είναι και τόσοι πολλοί οι άρπαγες του Βορέα. Πάντως, πρέπει νάναι αρκετοί.»

«Και υποθέτετε ότι τα οικοδομήματα στη Βορεόπολη μπορεί να μοιάζουν με πύργους για να έχουν καλύτερη δυνατότητα άμυνας ενάντια στους άρπαγες;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

Η Αριάδνη ανασήκωσε τους ώμους. «Υπάρχει μια πιθανότητα.»

«Αναρωτιέμαι,» είπε ο Προαιρέσιος, «αν αυτά τα πτηνά φτάνουν ποτέ ώς τη Βολιρία;»

«Η Φλαβία και η Ευρύκλεια θα ξέρουν,» υπέθεσε ο Οδυσσέας.

Τις ρώτησαν, αργότερα, πηγαίνοντας στο παλάτι της Βολιρίας, κι εκείνες αποκρίθηκαν πως είχαν ακούσει ότι ορισμένες φορές κάποιοι είχαν δει άρπαγες του Βορέα, αλλά ήταν σπάνιο φαινόμενο. «Κάνουν τις φωλιές τους στα ψηλά βουνά, Μεγαλειότατε,» είπε η Φλαβία στον Ανδρόνικο, «όχι σε χαμηλά μέρη όπως τους Βολίριους Λόφους.»

«Υπάρχουν και βουνά νότια από εδώ,» είπε ο Οδυσσέας, καθώς όλοι τους βρίσκονταν στην αίθουσα δεξιώσεων όπου η Αθηνά, ο Σέλιρ’χοκ, και οι άλλοι είχαν πρωτοσυναντήσει τις δύο κόρες του Δούκα χωρίς να είναι βέβαιοι ότι ήταν αυτές. «‘Η Βόρεια Οροσειρά’ τη λέμε εμείς που κατοικούμε νότιά της, στο εσωτερικό του Βασιλείου.»

«Εκεί, όμως, δεν κάνουν τις φωλιές τους οι άρπαγες του Βορέα,» είπε η Φλαβία.

«Αυτό λέω κι εγώ, Αρχόντισσά μου. Δεν είναι αρκετά ψηλά κι απόκρημνά τα βουνά της Βόρειας Οροσειράς;»

«Τους αρέσει το ψύχος,» είπε η Ευρύκλεια, κάνοντάς τους όλους να στραφούν να την κοιτάξουν. «Έτσι έχω ακούσει. Οι άρπαγες του Βορέα πάντοτε φωλιάζουν κοντά στον Μέγα Παγετό.» Ο Μέγας Παγετός ήταν ένα πέρας της Απολλώνιας, στον απώτερο βορρά, μετά από τα Παγωμένα Όρη.

«Αυτό εξηγεί το φαινόμενο αρκετά καλά,» παρατήρησε ο Οδυσσέας.

3.

Προτού συναντήσουν τις κόρες του Δούκα Λουκιανού για να μιλήσουν μαζί τους για τους άρπαγες του Βορέα, είχαν συναντήσει την Αθηνά, τον Βαλέριο, και τον Φέτανιρ οι οποίοι είχαν μόλις επιστρέψει από την ανιχνευτική τους αποστολή προς τη Βιρβάνη.

«Παντοκρατορικά στρατεύματα είναι συγκεντρωμένα γύρω από την πόλη, Πρίγκιπά μου,» είπε η Αθηνά. «Αυτοί που υποχώρησαν από εδώ είναι τώρα, σίγουρα, εκεί, καθώς και δυνάμεις που ήδη βρίσκονταν στην πόλη.»

«Ωστόσο,» πρόσθεσε ο Βαλέριος, «δεν πρέπει νάναι τα πράγματα τόσο άσχημα όσο ήταν εδώ, νομίζω.»

Η Αθηνά κατένευσε. «Αποκλείεται νάναι τόσο άσχημα. Και μάλλον δεν έχουν λάβει ενισχύσεις από τη Ρελκάμνια. Η Παντοκρατορία, επιτέλους, έχει αρχίσει να στερεύει από στρατό.»

«Εδώ και καιρό,» είπε ο Οδυσσέας. «Σε διαφορετική περίπτωση, θα είχαν ήδη στείλει εναντίον μας χιλιάδες μαχητές και εκατοντάδες άρματα μάχης και αεροσκάφη.»

Τα νέα τούτα ευχαρίστησαν τον Ανδρόνικο. Η Βιρβάνη, όπως φαινόταν, δεν θα κατέληγε άλλη μια Βολιρία, ούτε άλλη μια Νούμβρια. Με τη θέληση του Απόλλωνα, η πολιορκία της θα ήταν σύντομη, και οι ζημιές στην πόλη λίγες.

Η Άνμα’ταρ, η Νικίτα, και ο Ευθύπορος επέστρεψαν την επόμενη ημέρα και ανέφεραν ότι οι Παντοκρατορικοί είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν την Ξανθούπολη και να πηγαίνουν στην Άρφια.

«Πρέπει να έμαθαν ότι η Βολιρία περιήλθε στα χέρια μας,» είπε ο Ευθύπορος, «και φοβούνται πως θα τους επιτεθούμε τώρα και από τα βορειοδυτικά. Δε νομίζω ότι θα μπορούσαν ν’αντέξουν μια τέτοια επίθεση. Οι δυνάμεις στην Άρφια και στην Ξανθούπολη, απ’ό,τι λέει η Στρατηγός Ιπποθόη, πρέπει νάναι, συνολικά, λιγότερες από όσες ήταν οι δυνάμεις εδώ, στη Βολιρία.»

«Και ούτε στην Άρφια πιστεύω πως θα μείνουν,» είπε η Άνμα, «αλλιώς δε θ’άφηναν την Ξανθούπολη.»

«Ναι,» μόρφασε η Νικίτα· «η Άρφια δεν είναι και τόσο σημαντική. Αν πάλευαν για κάποια πόλη, θα πάλευαν για την Ξανθούπολη.»

«Θα έρθουν, δηλαδή, προς τα εδώ;» ρώτησε ο Οδυσσέας. «Προς τη Βιρβάνη;»

«Είναι το πιθανότερο,» ένευσε ο Ευθύπορος.

Ο Οδυσσέας κοίταξε τον Ανδρόνικο.

«Νόμιζες ότι τόσο γρήγορα θα υποχωρούσαν στον Ερειπιώνα;» του είπε εκείνος. Και σκέφτηκε απογοητευμένα: Τελικά, ίσως η Βιρβάνη να καταλήξει άλλη μια Βολιρία. Αλλά ακόμα, φυσικά, το απευχόταν.

4.

Οι επόμενες δύο ημέρες επιβεβαίωσαν την υπόθεση της Άνμα’ταρ, της Νικίτας, και του Ευθύπορου. Οι Παντοκρατορικοί, ερχόμενοι από τα νοτιοανατολικά, συγκέντρωναν τα στρατεύματά τους στη Βιρβάνη. Η Στρατηγός Ιπποθόη Καλλίνοη έστειλε μήνυμα στον Ανδρόνικο το οποίο έγραφε ότι η Ξανθούπολη και η Άρφια είχαν απελευθερωθεί και ανήκαν πάλι στο Βασίλειο της Απολλώνιας. Ο Ανδρόνικος τής ζήτησε να του δώσει ένα μέρος από τις δυνάμεις της Ταλκασίας· και το ίδιο αίτημα έκανε και προς τον Δούκα Κωνστάντιο Καλλίφωνο της Γλαυκόπολης. Ήθελε να είναι ισχυρός όταν θα κινιόταν εναντίον των Παντοκρατορικών που είχαν συναθροιστεί στη Βιρβάνη.

Μέσα σε δύο ημέρες, οι ενισχύσεις από την Ταλκασία και τη Γλαυκόπολη βρίσκονταν στη Βολιρία, και το στράτευμα ήταν έτοιμο να προελάσει με τη διαταγή του Ανδρόνικου. Εκείνος, όμως, προτίμησε πρώτα να ζητήσει από τους Παντοκρατορικούς της Βιρβάνης να αποχωρήσουν ειρηνικά. Επικεφαλής των δυνάμεων εκεί ήταν η Συνταγματάρχης Φενίλδα Ριάλθος, έτσι σ’αυτήν απευθύνθηκε ο Βασιληάς της Απολλώνιας με την επιστολή του, η οποία μεταφέρθηκε στους Παντοκρατορικούς μέσω τηλεπικοινωνιακών συστημάτων, από ένα Απολλώνιο αεροσκάφος που πλησίασε τη Βιρβάνη στέλνοντας σήμα ότι ερχόταν ως μαντατοφόρος.

Η Συνταγματάρχης Φενίλδα Ριάλθος ποτέ δεν απάντησε, οπότε οι Απολλώνιες δυνάμεις προέλασαν προς τη Βιρβάνη, όπου και συνάντησαν αντίσταση από τους Παντοκρατορικούς. Καμία σχέση με όπως ήταν τα πράγματα στη Βολιρία, όμως, παρατήρησε ο Ανδρόνικος. Εδώ η άμυνά τους ήταν πολύ πιο αδύναμη. Δεν περίμεναν ποτέ ότι οι Απολλώνιοι θα έφταναν ώς τη Βιρβάνη, και δεν ήταν καθόλου καλά προετοιμασμένοι για να αποκρούσουν μια επίθεση τέτοιας κλίμακας.

Ο Ανδρόνικος συνέχισε, επαναλαμβανόμενα, να τους στέλνει μηνύματα μέσω τηλεπικοινωνιακών συστημάτων, ζητώντας τους να υποχωρήσουν, ενώ οι Απολλώνιες δυνάμεις σφυροκοπούσαν την πόλη από ξηράς κι από αέρος. Αυτή η κατάσταση εξακολούθησε για τέσσερις ημέρες, καθώς ο Ανδρόνικος δεν ήθελε να βάλει τους μαχητές του να εισβάλουν στους δρόμους της Βιρβάνης ακόμα, αν μπορούσε να το αποφύγει. Είχε περικυκλώσει την πόλη και την είχε αποκλείσει από οποιαδήποτε επικοινωνία θα μπορούσε να έχει με Παντοκρατορικούς που βρίσκονταν έξω από αυτήν. Κάποια αεροσκάφη που προσπάθησαν να απομακρυνθούν (μάλλον για να πάνε στη Ρελκάμνια), οι Απολλώνιοι τα κατέρριψαν. Και την αυγή της πέμπτης ημέρας, η Συνταγματάρχης Φενίλδα Ριάλθος δήλωσε, μέσω του τηλεπικοινωνιακού συστήματος, πως ήταν πρόθυμη να υποχωρήσει από τη Βιρβάνη, φτάνει οι Απολλώνιοι να μην καταδίωκαν εκείνη και τους πολεμιστές της. Ο Ανδρόνικος συμφώνησε, και οι Απολλώνιες δυνάμεις επέτρεψαν στους Παντοκρατορικούς να φύγουν από τη Βιρβάνη και να κατευθυνθούν βόρεια.

Η Άνμα’ταρ, η Νικίτα, ο Βαλέριος, και ο Ευθύπορος τούς παρακολούθησαν μέσα στο μεταβαλλόμενο όχημα που μετατρεπόταν και σε αεροπλάνο. Τους είδαν να πηγαίνουν στον Ερειπιώνα και να ανασυγκροτούνται εκεί, να μην περνάνε ακόμα τη διαστασιακή δίοδο προς Ρελκάμνια. Επέστρεψαν στη Βιρβάνη και το ανέφεραν στον Ανδρόνικο και στον Οδυσσέα.

«Δυνάμεις να έρχονται από το Μονοπάτι του Ανέμου είδατε;» ρώτησε ο Πρίγκιπας της Επανάστασης. Το Μονοπάτι του Ανέμου ήταν η διαστασιακή δίοδος από (και μόνο από) Ρελκάμνια, και δεν βρισκόταν μακριά από τον Ερειπιώνα.

«Όχι,» αποκρίθηκε η Άνμα’ταρ.

Ο Ανδρόνικος στράφηκε στον Οδυσσέα. «Πιστεύεις πως είναι ώρα να πάμε να μιλήσουμε με τους Βορεάδες, λοιπόν;»

«Νομίζω πως πρέπει, Πρίγκιπά μου. Δε μπορούμε να αγνοήσουμε την κατάσταση στα Παλιά Κάστρα, ακόμα κι αν ο Προαιρέσιος και η Αριάδνη είπαν ότι δεν είδαν παρά ελάχιστες Παντοκρατορικές δυνάμεις εκεί.»

Ο Ανδρόνικος κατένευσε. Ήταν της ίδιας γνώμης.

Ρελκάμνια

1.

Η Ιωάννα, σκαρφαλώνοντας, έφτασε στην κορυφή, και βρέθηκε πάνω σε μια από τις νησίδες.

«Ιωάννα! Ιωάννα!»

Στράφηκε προς τη φωνή και είδε τον Μέδμορ να στέκεται σε κάμποση απόσταση από εκείνη. Τέσσερις νησίδες τούς χώριζαν. Το ανθρωποειδές αυτόματο με το σπαθί και το ενεργειακό μαστίγιο ήταν πιο κοντά στη δική της μεριά.

«Μείνε εκεί που είσαι,» φώναξε η Ιωάννα στον Μέδμορ, και κοίταξε να δει πού βρισκόταν το κοντινότερο άγαλμα. Δύο νησίδες απείχε. Και ήταν ένα κατασκεύασμα από μέταλλο το οποίο θύμιζε διασταύρωση ανθρώπου και αράχνης, καθώς είχε περίεργες, μακριές αποφύσεις.

Η Ιωάννα το έδειξε στον Μέδμορ. «Εκεί πηγαίνω,» του φώναξε, και πήδησε. Πιάστηκε σε μια από τις αλυσίδες που κρέμονταν από την ψηλή οροφή. Το φίδι που ήταν τυλιγμένο στην αλυσίδα πλάι της έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της Ιωάννας· η διχαλωτή του γλώσσα ξεπρόβαλε από το στόμα του. Η Ιωάννα δεν του έδωσε χρόνο να την πλησιάσει· πήδησε αμέσως στην επόμενη αλυσίδα και κατέληξε σε μια από τις νησίδες.

Είδε πως το αυτόματο έστριβε τώρα, περπατώντας στον αέρα. Σπίθες πετάγονταν γύρω από τα πόδια του. Πήγαινε προς το άγαλμα όπου κατευθυνόταν κι εκείνη. Η Ιωάννα έμεινε ακίνητη, παρατηρώντας το. Το αυτόματο πέρασε κοντά από το άγαλμα και συνέχισε την πορεία του. Η Ιωάννα εξακολούθησε να το παρατηρεί, νομίζοντας πως είχε αρχίσει να διακρίνει κάτι…

Ακολουθεί ξανά τον ίδιο δρόμο, έτσι δεν είναι; σκέφτηκε. Ναι, έτσι ήταν! Το αυτόματο έμοιαζε να έχει ολοκληρώσει έναν κύκλο και να τον επαναλαμβάνει τώρα. Όπως ένα τρένο επάνω σε ράγες… Η Ιωάννα κοίταξε τα πόδια του που κινούνταν μηχανικά, χωρίς ν’αλλάζουν ρυθμό ούτε στιγμή – ένα μπροστά, ένα πίσω· ένα μπροστά, ένα πίσω… Κοίταξε τις ενεργειακές σπίθες που πετάγονταν γύρω από τα μεταλλικά πέλματα… Κινείται επάνω σε ράγες. Κάποιου είδους ράγες που δεν είναι ορατές αλλά όταν τις ακουμπά πετάγονται σπίθες.

Η Ιωάννα έστρεψε πάλι το βλέμμα της στο άγαλμα. Ένας πεσμένος κορμός δέντρου ένωνε τη νησίδα της με τη νησίδα του, αλλά τολμούσε να βαδίσει εκεί πάνω, ή ξανά ενεργειακό ρεύμα θα τη χτυπούσε; Η Ιωάννα πλησίασε επιφυλακτικά. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το πεσμένο δέντρο. Όχι, δεν περνούσε ρεύμα από εδώ, φυσικά. Όπως το περίμενε. Βάδισε επάνω του, ξυπόλυτη, ευέλικτη, κι έφτασε στη νησίδα όπου ορθωνόταν το άγαλμα.

«Τι να κάνω, Ιωάννα;» της φώναξε ο Μέδμορ.

«Μείνε εκεί που είσαι,» επανέλαβε εκείνη. Από εκεί δεν περνάνε οι «ράγες» του αυτόματου. Κι έστρεψε ξανά το βλέμμα της στο άγαλμα, ζυγώνοντάς το.

2.

Η Παντοκράτειρα ξαφνιάστηκε όταν ένας από τους Υπερασπιστές της φώναξε στη Βάρμη να σταματήσει και μετά της είπε ότι ο στρατιώτης δίπλα της δεν ήταν άνθρωπος. Αλλά ξαφνιάστηκε ακόμα περισσότερο από αυτά που ακολούθησαν. Η διπλή πόρτα της αίθουσας άνοιξε, και ο Στίβεν Νέλκος παρουσιάστηκε πυροβολώντας, με δύο πιστόλια, οθόνες, σβηστές λάμπες, παράθυρα. Πίσω του ορθώνονταν δύο μορφές με λευκούς μανδύες και κουκούλες, πρόσωπα που γυάλιζαν σαν να ήταν μεταλλικά, και μάτια που θύμιζαν πετράδια. Στα χέρια τους κρατούσαν φωτεινές ρομφαίες, τις οποίες διασταύρωσαν για να αποκρούσουν μια λόγχη μαύρης φωτιάς που εξαπέλυσε ο Υπερασπιστής εναντίον του πολεμιστή πλάι στη Βάρμη.

Τότε, ο πολεμιστής γρονθοκόπησε τη Βάρμη και την τράβηξε έξω από την αίθουσα. Η διπλή πόρτα έκλεισε. Ουρλιαχτά και κραυγές αντηχούσαν παντού. Κανένας δεν είχε προλάβει να αντιδράσει παρά μόνο για να φωνάξει.

Η Παντοκράτειρα αισθανόταν μουδιασμένη. Είχαν απαγάγει τη Βάρμη!

Ο Υπερασπιστής χτύπησε τη δίφυλλη πόρτα με μαύρη φωτιά που από μέσα της ξεπηδούσαν αργυρές και πορφυρές γλώσσες. Η πόρτα διαλύθηκε, και ο Υπερασπιστής βγήκε.

Στρατιώτες είχαν συγκεντρωθεί γύρω από την Παντοκράτειρα και τους συζύγους της, με τα όπλα τους στα χέρια, έτοιμοι να την προστατέψουν – αχρείαστα, τώρα που η απειλή έμοιαζε να έχει περάσει.

«Πώς τον αφήσατε να μπει;» φώναξε η Παντοκράτειρα. «Πώς σκατά τον αφήσατε πάλι να μπει στο Ανάκτορό μου;»

«Ποιος ήταν αυτός;» ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Ο Στίβεν Νέλκος,» είπε ο Ρίμναλ’μορ.

«Κι αυτοί οι καταραμένοι δαίμονες ήταν πάλι μαζί του!» είπε η Παντοκράτειρα.

Ένας Υπερασπιστής την είχε ήδη πλησιάσει. «Ήταν σίγουρα ο Στίβεν Νέλκος, Αρχόντισσά μου;»

«Ναι, φυσικά και ήταν! Δεν τον είδατε;»

Ο Υπερασπιστής δεν μίλησε.

Ο Ορείχαλκος συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος, καθώς σκεφτόταν: Τον αναγνώρισε ο Ρίμναλ’μορ, τον αναγνώρισε η Αγαρίστη, αλλά ο Ελκράσ’ναρχ δεν τον αναγνώρισε; Και ο Ελκράσ’ναρχ ήταν πιο κοντά από όλους τους… «Γιατί είπες ότι εκείνος ο στρατιώτης δεν ήταν άνθρωπος;»

Ο Υπερασπιστής αγνόησε την ερώτησή του. Είπε στην Παντοκράτειρα: «Σταματήσαμε τον ανελκυστήρα τους, Μεγαλειοτάτη. Καλό θα ήταν τώρα να σημάνετε τον συναγερμό.»

«Ναι,» είπε η Παντοκράτειρα, ταραγμένη, και βάδισε προς μια κονσόλα. Απορούσε πώς ήταν δυνατόν – ξανά! – να είχαν αφήσει τον Στίβεν Νέλκος να εισβάλει έτσι στο Παντοτινό Ανάκτορο! Πάτησε τα πλήκτρα της κονσόλας, σημαίνοντας γενικό συναγερμό. Όλοι οι πολεμιστές της που βρίσκονταν μέσα στο Ανάκτορο θα έπαιρναν τώρα τα όπλα τους, ξέροντας ότι επρόκειτο για έκτακτη ανάγκη.

3.

Ο ανελκυστήρας σταμάτησε απότομα, καθώς ένα δυνατό τρίξιμο αντήχησε.

«Τι…;» έκανε ο Ελπιδοφόρος.

«Ο Ελκράσ’ναρχ,» είπε ο Κλαρκ. «Έκαψε τα κυκλώματα.» Ευτυχώς, μια πόρτα μισοφαινόταν μπροστά τους, αν και κλειστή. «Ανοίξτε την,» είπε στους Πειθαρχικούς του Κενού, δείχνοντας την.

Μια φωτεινή ρομφαία παρουσιάστηκε στο χέρι της Άι’νιρ, χτυπώντας την πόρτα και καταστρέφοντάς την όπως η φωτιά καταστρέφει το χαρτί.

Οι Πειθαρχικοί βγήκαν πρώτοι στον διάδρομο, αιωρούμενοι, και οι άλλοι τούς ακολούθησαν τραβώντας τη Βάρμη μαζί τους, η οποία ήταν ακόμα ζαλισμένη.

Όμως όχι και αβοήθητη. Ήταν εκπαιδευμένη ως πολεμίστρια, και τώρα, που το αρχικό σοκ τής είχε περάσει, έδρασε. Κλότσησε τον Τες – τον οποίο ακόμα έβλεπε σαν άνθρωπο – στο γόνατο και προσπάθησε να ξεφύγει από τη λαβή του. Αλλά δεν τα κατάφερε. Την κρατούσε, τελικά, πιο καλά απ’ό,τι της φαινόταν, και η κλοτσιά της ήταν σαν να μην τον είχε χτυπήσει στο γόνατο αλλά… πιο κάτω; Είχε, μήπως, δίκιο ο Υπερασπιστής; Δεν ήταν άνθρωπος, όποιος κι αν ήταν;

Ο Ελπιδοφόρος άρπαξε τη Βάρμη απ’τον γιακά της στολής της και, απότομα, την κόλλησε στον τοίχο, κάνοντας την πλάτη της να χτυπήσει επώδυνα. «Τέρμα οι ανοησίες!» της είπε, με την κάννη του πιστολιού του κοντά στο πρόσωπό της.

«Είσαι ηλίθιος που ήρθες εδώ, Στίβεν! Τι να με κάνεις εμένα αιχμάλωτη;»

«Δεν ήρθαμε για σένα.»

«Ελπιδοφόρε, πάμε προς τα ακατοίκητα μέρη!» του είπε ο Κλαρκ, εσπευσμένα, καθώς μια έκρηξη ακουγόταν από τον ανελκυστήρα. «Ο Ελκράσ’ναρχ έρχεται!»

Τραβώντας τη Βάρμη μαζί τους, έτρεξαν.

Οι Πειθαρχικοί του Κενού κατέκοψαν μερικούς στρατιώτες της Παντοκράτειρας που παρουσιάστηκαν μπροστά τους.

«Κρόνε…» έκανε η Βάρμη. «Τι όπλα χειρίζονται;» Κανένας δεν της απάντησε.

Έφτασαν σ’έναν άλλο ανελκυστήρα. Τον κάλεσαν και μπήκαν. Ο Ελπιδοφόρος πάτησε ένα κουμπί. Ανέβηκαν δυο πατώματα και– Πάτησε ένα άλλο κουμπί, κάνοντας τον ανελκυστήρα να σταματήσει προτού φτάσει στο τρίτο πάτωμα. Μια πόρτα υπήρχε εδώ, ανάμεσα στους ορόφους. Την έσπρωξε, ανοίγοντάς την, και πέρασαν στα ακατοίκητα μέρη του Ανακτόρου.

4.

Η Παντοκράτειρα κοίταζε την οθόνη πάνω απ’την κονσόλα. «Γιατί δεν τους δείχνουν οι τηλεοπτικοί πομποί;» Κάτι στρατιώτες της είχαν ξαφνικά παρουσιαστεί νεκροί, αλλά ποτέ δεν είχε φανεί κανένας να τους σκοτώνει. Και μετά, δύο Υπερασπιστές είχαν περάσει πάνω από τα πτώματά τους.

Ο Υπερασπιστής που ήταν κοντά στην Παντοκράτειρα είπε, με την απόκοσμη φωνή του: «Χρησιμοποιούν κάποια μέθοδο για να τους μπερδεύουν, Αρχόντισσά μου.»

«Ξόρκι Τηλεοπτικής Ασυνέχειας,» μουρμούρισε ο Ρίμναλ’μορ. «Αλλά, όποιος κι αν το κάνει, το κάνει πολύ γρήγορα. Αξιοθαύμαστο.»

«Αξιοθαύμαστο;» φώναξε η Παντοκράτειρα στρεφόμενη να τον αντικρίσει.

«Η ικανότητα αυτού του μάγου, εννοώ, αγάπη μου. Είναι αξιοθαύμαστη, όποιος κι αν είναι.»

«Ο Στίβεν Νέλκος δεν είναι μάγος!»

«Προφανώς, όμως, έχει κάποιο μάγο μαζί του.»

Ο Ορείχαλκος είπε: «Γιατί να απαγάγουν τη Βάρμη;» Δεν ήξερε τίποτα γι’αυτόν τον Στίβεν Νέλκος, ούτε για τα σχέδιά του, αλλά θα ήθελε να μάθει.

«Ίσως να την πήραν τυχαία,» αποκρίθηκε η Αγαρίστη. «Επειδή αυτή βρήκαν πρώτη μπροστά τους.»

Δεν το νομίζω, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Βασικά, το απέκλειε. Αυτός ο στρατιώτης – που μάλλον ήταν μεταμφιεσμένος – είχε τραβήξει επίτηδες τη Βάρμη προς την έξοδο της αίθουσας. Γιατί ο Ανδρόνικος δεν μου είπε τίποτα για τον Στίβεν Νέλκος; Ο Ορείχαλκος ήθελε να τον γνωρίσει περισσότερο. Μπορεί να αποδεικνυόταν σημαντικός σύμμαχος στον πόλεμο εναντίον του Ελκράσ’ναρχ. Και δεν του είχε φανεί τόσο αιμοδιψής όσο τον έκαναν να μοιάζει η Αγαρίστη και οι άλλοι. Είχε πυροβολήσει οθόνες και τζάμια, όχι ανθρώπους. Είχε προσπαθήσει να τρομάξει τους παρευρισκόμενους στην αίθουσα, όχι να τους σκοτώσει. Πρέπει, κάπως, να έρθω σε επαφή μαζί του. Να δω τι ξέρει για τον Ελκράσ’ναρχ. Ίσως, συνδυάζοντας τις γνώσεις μας, να μπορέσουμε να καταφέρουμε κάτι περισσότερο απ’ό,τι ο καθένας μόνος του.

Ο Ορείχαλκος, όμως, καταλάβαινε ότι δε θα ήταν καθόλου εύκολο να συναντήσει ένα άτομο σαν τον Στίβεν Νέλκος. Ειδικά όσο βρισκόταν κοντά στην Παντοκράτειρα και τους Υπερασπιστές της.

5.

Η Ιωάννα κοίταξε προσεκτικά το μεταλλικό άγαλμα που θύμιζε κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και αράχνη. Δεν έμοιαζε να έχει επάνω του τίποτα το αξιοσημείωτο… εκτός από… Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε. Είχε δει κάτι εγκοπές. Τις παρατήρησε. Σχημάτιζαν ένα ορθογώνιο. Μια θυρίδα. Προσπάθησε να την ανοίξει, και δυσκολεύτηκε καθώς τα δάχτυλά της δεν έβρισκαν σημείο για να πιαστούν. Τελικά η θυρίδα άνοιξε και μέσα της η Ιωάννα είδε οκτώ πλήκτρα σε δύο κάθετες στήλες, χωρίς κανένα σύμβολο επάνω ή δίπλα τους. Είχε ανακαλύψει κάτι που δεν ήταν μέρος του παιχνιδιού της Παντοκράτειρας; Το αμφέβαλλε. Δε μπορεί να ήταν τυχαίο που υπήρχαν αυτά τα κουμπιά εδώ.

Πράγμα που δεν σήμαινε, απαραίτητα, ότι έπρεπε να τα πατήσει. Ίσως να συνέβαιναν ακόμα χειρότερα πράγματα αν τα πατούσε. Τι άλλο, όμως, να έκανε; Κοίταξε γι’ακόμα μια φορά γύρω της, την πελώρια αίθουσα με τις νησίδες και το αυτόματο. Δεν έβλεπε καμία έξοδο, σε κανένα σημείο. Ίσως τα κουμπιά επάνω στο άγαλμα να άνοιγαν κάποια πόρτα… ή ίσως όχι.

Η Ιωάννα πάτησε το πρώτο πλήκτρο. Κι αισθάνθηκε τη νησίδα πάνω στην οποία στεκόταν να ανεβαίνει. Άκουσε τον Μέδμορ να φωνάζει το όνομά της. Είδε ότι όλες οι νησίδες μέσα στην αίθουσα άλλαζαν θέση, ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας.

Κοίταξε το αυτόματο. Νόμιζε πως κι αυτό είχε αλλάξει πορεία. Ναι, σίγουρα είχε αλλάξει πορεία. Και πήγαινε πάλι προς ένα άγαλμα. Η Ιωάννα προσπάθησε να φέρει στη μνήμη της την προηγούμενη πορεία του αυτόματου, τον προηγούμενο κύκλο που εκτελούσε. Περνούσε από όλα τα αγάλματα, δεν περνούσε;

Τα αγάλματα ενεργούσαν σαν σηματοδότες για την κίνησή του;

Η Ιωάννα πάτησε ένα άλλο πλήκτρο. Το πέμπτο, μετρώντας από τ’αριστερά προς τα δεξιά.

Οι νησίδες συνέχισαν να μετακινούνται. Το αυτόματο είχε αλλάξει πορεία; Δεν ήταν σίγουρη.

«Τι κάνεις, Ιωάννα;» της φώναξε ο Μέδμορ. «Τι κάνεις;»

Η Ιωάννα κοίταξε παντού στην αίθουσα – στα άκρα, στους τοίχους – μήπως είχε παρουσιαστεί καμια έξοδος. Τίποτα, όμως, δεν φαινόταν.

6.

Η φωτεινή ρομφαία του Άερ’θλαρ έκαψε το στήθος ενός άντρα που παρουσιάστηκε μέσα από τις σκιές των ακατοίκητων περιοχών του Παντοτινού Ανακτόρου. Η Άι’νιρ σκότωσε άλλον έναν. Ο Ελκράσ’ναρχ είχε γεμίσει το μέρος με ανθρώπους του.

«Από δω,» είπε ο Ελπιδοφόρος, που γνώριζε καλά σχεδόν όλα τα ακατοίκητα σημεία του Ανακτόρου και δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να μετακινείται εδώ μέσα αν δεν είχε να αντιμετωπίζει τις παγίδες του Ελκράσ’ναρχ.

Οδήγησε τους συντρόφους του επάνω σε ένα πάτωμα που έκανε ανησυχητικούς μεταλλικούς θορύβους και, τελικά, σ’ένα δωμάτιο όπου υπήρχαν δύο πελώριοι έλικες στους τοίχους. Ο ένας περιστρεφόταν αργά, κουρασμένα, κάνοντας ένα εκνευριστικό χρακ-χρακ-χρακ-χρακ· ο άλλος ήταν ακίνητος, κολλημένος από τη σκουριά ίσως. Ο χώρος βρομούσε μούχλα και ενεργειακά υγρά.

Ο Ελπιδοφόρος στράφηκε στη Βάρμη. «Κανένας δεν πρόκειται να σε πειράξει. Μια πληροφορία θέλουμε μόνο.»

Εκείνη κοίταζε γύρω της, με διασταλμένα μάτια, τους Πειθαρχικούς του Κενού, τον Κλαρκ, τη Ναλτάφιρ, τον Τες που ακόμα είχε τη μορφή Παντοκρατορικού στρατιώτη. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί; αναρωτιόταν. Δεν τους είχε δει ποτέ ξανά· μονάχα τον Στίβεν γνώριζε. «Τι πληροφορία;»

«Πού βρίσκεται ο λαβύρινθος όπου η Παντοκράτειρα έχει ρίξει την Ιωάννα τη Μαύρη Δράκαινα,» είπε ο Ελπιδοφόρος.

«Δε… δε μπορώ… Πώς να σου πω πώς να πας εκεί, από εδώ όπου βρισκόμαστε; Δεν είναι δυνατόν. Και τι… Γιατί θες να μάθεις; Σχεδιάζετε διάσωση;» Κανένας δεν της απάντησε. «Αποκλείεται να τα καταφέρετε! Ολόκληρο το Παντοτινό Ανάκτορο θα σας κυνηγά τώρα!»

«Θα μας οδηγήσεις εκεί,» της είπε ο Ελπιδοφόρος.

Η Βάρμη κούνησε το κεφάλι. «Δε μπορώ να…»

«Θα μας οδηγήσεις. Δε σ’το ζητάμε–»

«Στίβεν, μην είσαι ανόητος! Ύστερα από–»

«Είπα: θα μας οδηγήσεις στον λαβύρινθο. Αλλιώς, δεν έχουμε άλλο λόγο να σε κρατάμε μαζί μας.» Ύψωσε το πιστόλι του, σημαδεύοντάς την.

Η Βάρμη έκλεισε τα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να καλμάρει τα νεύρα της. Ανοίγοντας πάλι τα βλέφαρά της είδε ότι ο Στίβεν είχε κατεβάσει το όπλο του. Αν η Παντοκράτειρα μάθει ότι τους βοήθησα – και θα το μάθει, σίγουρα θα το μάθει – τι θα κάνω; Ακόμα κι αν ο Στίβεν κι αυτοί μαζί του δεν με σκοτώσουν, αν μ’αφήσουν να φύγω… τι θα κάνω μετά;

«Οδήγησέ μας,» της είπε ο Ελπιδοφόρος. «Χωρίς κόλπα.»

Η Βάρμη ένευσε, εξαντλημένα. «Θα σας οδηγήσω.»

Ο Ελπιδοφόρος δεν την εμπιστευόταν τελείως. Ήταν ανέκαθεν πιστή στην Παντοκράτειρα· ίσως να επιχειρούσε να τους πάει σε παγίδα. Όμως κι εκείνος γνώριζε αρκετά καλά το Παντοτινό Ανάκτορο· ήλπιζε ότι θα προέβλεπε μια τέτοια περίπτωση. Και ότι η Βάρμη θα φοβόταν να ριψοκινδυνέψει τη ζωή της έτσι. Επιπλέον, οι πάντες εκεί μέσα θα ήταν σε αναστάτωση τώρα· ολόκληρο το Ανάκτορο θα ήταν μια τεράστια παγίδα ούτως ή άλλως.

«Ξεκινάμε, λοιπόν,» της είπε.

«Εσύ πρέπει να μας βγάλεις από δω. Φαίνεται να ξέρεις τα ακατοίκητα μέρη.»

«Πιο καλά απ’ό,τι θα ήθελα ποτέ να τα γνωρίσω. Αλλά πες μου, τουλάχιστον, σε ποιο όροφο πρέπει να πάμε. Όσο πιο κοντά στον λαβύρινθο μάς βγάλω τόσο το καλύτερο.»

7.

«Τι σου συνέβη, Στίβεν;» τον ρώτησε η Βάρμη καθώς βάδιζαν μέσα στα ακατοίκητα μέρη του Ανακτόρου. «Τι έγινε ύστερα από την τελευταία φορά που σε είδα; Πώς ξέφυγες από τον έλεγχο των Υπερασπιστών;» Γνώριζε ότι οι Υπερασπιστές είχαν βάλει εκείνο το εμφύτευμα μέσα του. Και γνώριζε επίσης και για τον ιό που είχε εισβάλει στο σώμα του Στίβεν Νέλκος στην Έτκρυ’ο. Είχε μπλεχτεί στην αναζήτηση για τον δολοφόνο της Αγγελικής Έμφωτης, της ερωμένης του Στίβεν και προσωπικής φίλης της Παντοκράτειρας· αλλά αυτό που είχε ανακαλύψει δεν μπορούσε ποτέ να το πει στην Παντοκράτειρα. Δεν μπορούσε να κατηγορήσει τους Υπερασπιστές της. Τον Στίβεν από τότε δεν το είχε ξαναδεί· είχε γίνει πράκτορας των Υπερασπιστών, και είχε βγει τελείως από τη ζωή της. Μέχρι που άκουσε πως εμφανίστηκε ξανά, αλλά τώρα δεν βρισκόταν υπό τον έλεγχο κανενός, και σκότωνε πράκτορες της Παντοκράτειρας σ’όλη τη Ρελκάμνια μαζί με δύο παράξενους δαίμονες. Τους δύο παράξενους δαίμονες που τώρα αιωρούνταν δεξιά κι αριστερά της. Τι τρομερή δύναμη ήταν αυτή που είχαν τα όπλα τους!

«Μεγάλη ιστορία,» της αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος. «Είχα βοήθεια, πάντως.»

«Αυτό το κατάλαβα. Είσαι με την Επανάσταση.»

«Γιατί να μην είμαι; Σίγουρα δεν έχω λόγο να είμαι μ’αυτούς που υπηρετείς.

»Οι Υπερασπιστές δεν είναι τέσσερις, Βάρμη· είναι ένας, και το όνομά του είναι Ελκράσ’ναρχ. Αυτός ελέγχει την Παντοκράτειρα, όχι το αντίστροφο. Εκείνη είναι απλώς η πλοηγός του, για να μπορεί ο Ελκράσ’ναρχ να υπάρξει στον κόσμο μας.»

«Πού τα έμαθες αυτά; Είσαι σίγουρος ότι είναι αλήθεια;»

«Αλήθεια είναι,» της είπε ο Κλαρκ. «Ο Ελκράσ’ναρχ είναι μια οντότητα από τον Ενιαίο Κόσμο. Θα ήταν αδύνατο να υπάρξει στο σύμπαν μας με τη μορφή που έχει σήμερα. Γι’αυτό κιόλας χρειάζεται έναν πλοηγό.»

Η Βάρμη έμεινε σιωπηλή, καθώς ο Ελπιδοφόρος τούς οδηγούσε επάνω σε μια παλιά σιδερένια σκάλα. Δεν ήξερε ποιος ήταν αυτός ο άντρας με το κατάλευκο δέρμα, τα μαύρα μαλλιά, και τα μούσια, όμως είχε την αίσθηση ότι ήξερε τι έλεγε. Ή ότι, τουλάχιστον, πίστευε πως αυτό που έλεγε ήταν αλήθεια. Όμως… η Παντοκράτειρα «πλοηγός»; Αυτή πάντα φαινόταν να προστάζει τους Υπερασπιστές, όχι το ανάποδο. Τελείως αλλόκοτα πράγματα… Μήπως της έλεγαν ψέματα για να τη φέρουν με το μέρος τους; Αλλά θα είχαν σκεφτεί μια τόσο παράξενη ιστορία; Μια ιστορία που τόσο δύσκολα γίνεται πιστευτή; Επιπλέον, τι να το κάνουν το ψέμα, όταν μπορούσαν άνετα να την απειλήσουν ενώ εκείνη ήταν καταφανές πως δεν είχε τη δυνατότητα να ξεφύγει;

Όταν ανέβηκαν τη σκάλα και είδαν ότι κανένας δεν τους περίμενε επάνω για να τους επιτεθεί, η Βάρμη ρώτησε: «Και τι σκοπεύετε να κάνετε; Να σκοτώσετε αυτόν τον Ελ… τους Υπερασπιστές;»

«Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο,» είπε ο Ελπιδοφόρος.

«Δε μπορούν να πεθάνουν;» Η Βάρμη κοίταξε μια τον Άερ’θλαρ μια την Άι’νιρ. «Δε μπορούν ούτε αυτοί να τους σκοτώσουν;»

«Η δύναμη του Ελκράσ’ναρχ είναι μεγαλύτερη από τη δική τους,» της είπε ο Κλαρκ.

«Λίγο παρακάτω βγαίνουμε,» τους πληροφόρησε όλους ο Ελπιδοφόρος.

Έφτασαν σ’ένα κεκλιμένο επίπεδο και ανέβηκαν με κάποια δυσκολία, καθώς τα πόδια τους γλιστρούσαν επάνω στα μέταλλα και στις σκόνες. Οι Πειθαρχικοί του Κενού, φυσικά, δεν είχαν το παραμικρό πρόβλημα καθώς αιωρούνταν.

Ο Ελπιδοφόρος βάδισε σ’έναν στενό διάδρομο, με τη Βάρμη πλάι του και τους υπόλοιπους να ακολουθούν. Άκουγε τη Ναλτάφιρ και τον Κλαρκ να μουρμουρίζουν ξόρκια, ψάχνοντας για παγίδες και ανιχνευτικούς μηχανισμούς κατά πάσα πιθανότητα.

Έφτασαν μπροστά σε μια κλειστή πόρτα. Ο Ελπιδοφόρος έκανε να την ανοίξει, αλλά δεν μπόρεσε. Μάλλον κάποια αμπάρα ήταν από την άλλη.

«Θα πρέπει να τη σπάσουμε,» είπε. «Όχι τελείως, καλύτερα. Από εκεί που είναι κλεισμένη, μόνο.» Έδειξε.

Ο Άερ’θλαρ χτύπησε την άκρη της πόρτας με τη ρομφαία του, και οι δύο αμπάρες από την άλλη μεριά διαλύθηκαν.

Στον διάδρομο που αποκαλύφτηκε πίσω της υπήρχαν τηλεοπτικοί πομποί, σε φανερά σημεία.

«Το ξέρουν πως είμαστε εδώ, όπως βλέπεις,» είπε η Βάρμη στον Ελπιδοφόρο καθώς έβγαιναν.

«Δεν το ξέρουν,» της είπε ο Κλαρκ.

«Οι πομποί–»

«Τους δίνουν λάθος πληροφορίες.»

«Είσαι μάγος; Έχεις ήδη κάνει Ξόρκι Τηλεοπτικής Ασυνέχειας;»

«Ναι, και όχι ακριβώς.»

Η Βάρμη συνοφρυώθηκε.

Ο Ελπιδοφόρος τη ρώτησε: «Προς τα πού;»

Εκείνη χρειάστηκε μια στιγμή για να προσανατολιστεί. «Ευθεία,» είπε, «και δεξιά.» Κι ενώ προχωρούσαν, με τα όπλα τους στα χέρια (εκτός από τη Βάρμη, που ο Ελπιδοφόρος τής είχε πάρει προ πολλού το πιστόλι και το ξιφίδιο από τη ζώνη της), πρόσθεσε: «Ο λαβύρινθος είναι δυο πατώματα πάνω από την αίθουσα όπου γινόταν το πάρτι. Οπότε δεν είμαστε και τόσο μακριά από αυτούς που σας ψάχνουν.»

«Τι πάρτι ήταν αυτό;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος.

Αλλά προτού προλάβει η Βάρμη να απαντήσει, καθώς είχαν στρίψει δεξιά, είδαν πολεμιστές της Παντοκράτειρας συγκεντρωμένους, οι οποίοι αμέσως ύψωσαν τα όπλα τους–

–και οι Πειθαρχικοί του Κενού αμέσως τούς κομμάτιασαν με τις ρομφαίες τους.

Η Βάρμη κοίταζε με γουρλωμένα μάτια, γι’ακόμα μια φορά. Μα τα Γένια του Κρόνου! Αυτά τα φωτεινά σπαθιά – που εξαφανίζονταν κι εμφανίζονταν κατά βούληση στα χέρια των δαιμόνων – έμοιαζαν να αψηφούν τελείως τον χώρο. Ήταν αδύνατο να καταλάβεις πόσο μακριές ήταν οι λεπίδες τους – αν ήταν καν λεπίδες κι όχι δέσμες ενέργειας. Και χτυπούσαν πιο γρήγορα από σφαίρες.

Έξι κουφάρια βρίσκονταν τώρα αντίκρυ τους. Τρία από τα κεφάλια των νεκρών είχαν εξαϋλωθεί.

«Τι είναι αυτοί οι δαίμονες, Στίβεν;» ρώτησε η Βάρμη τον Ελπιδοφόρο.

«Μη με λες Στίβεν. Το όνομά μου είναι, τώρα, Ελπιδοφόρος. Και τι πάρτι ήταν αυτό που γινόταν;»

«Η Παντοκράτειρα μάς είχε συγκεντρώσει για να επιδείξει την Ιωάννα φυλακισμένη στον λαβύρινθο. Το θεωρεί παιχνίδι.»

«Είναι τρελή,» είπε ο Ελπιδοφόρος. «Ελπίζω να προλάβουμε προτού τη σκοτώσει.»

«Δε χρειάζεται ν’ανησυχείς για την Ιωάννα τώρα. Από δω πηγαίνουμε.» Έδειξε πάλι.

Μετά από μερικές στροφές έφτασαν μπροστά σε μια πόρτα, και η Βάρμη είπε πως αυτή ήταν η είσοδος του λαβυρίνθου.

«Ναλτάφιρ,» είπε ο Ελπιδοφόρος, «μπορείς να δεις αν όντως είναι μέσα η Ιωάννα;»

«Δώσε μου ένα ξιφίδιο.»

Ο Ελπιδοφόρος τής έδωσε το ξιφίδιο της Βάρμης. Η Ναλτάφιρ το κράτησε μπροστά της και μουρμούρισε μερικά λόγια. Συνοφρυώθηκε κοιτάζοντας τη λεπίδα. «Κάτι μού την κρύβει,» είπε.

«Ξόρκι Ανιχνεύσεως;» ρώτησε η Βάρμη. «Δε μπορείς να τη βρεις με Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Ο Ρίμναλ’μορ σίγουρα έχει θέσει προστατευτικές μαγγανείες σ’όλο τον λαβύρινθο, τροφοδοτούμενες με ενέργεια μέσω αισθητήρων.»

Η Ναλτάφιρ δεν φάνηκε να εκπλήσσεται καθόλου από αυτό.

«Δηλαδή, θα πρέπει απλά να σε πιστέψουμε…» είπε ο Ελπιδοφόρος στη Βάρμη.

«Αν δεν ήθελες να με πιστέψεις, γιατί μ’έφερες ώς εδώ;» έκανε απότομα εκείνη.

«Υπάρχει άλλη είσοδος για τον λαβύρινθο;»

«Όχι, αυτή είναι. Αυτή ξέρω, τουλάχιστον: και είμαι η διοικήτρια της προσωπικής φρουράς της Παντοκράτειρας.» Ή, μάλλον, ήμουν. Πολύ φοβόταν ότι σύντομα θα έφτανε το τέλος της – είτε από τον Στίβεν και τους συντρόφους του είτε από την ίδια την Παντοκράτειρα.

«Κάποιοι έρχονται,» προειδοποίησε ο Άερ’θλαρ, καθώς εκείνος κι η Άι’νιρ στρέφονταν προς τη μεριά απ’όπου βήματα ακούγονταν. Οι ρομφαίες τους ήταν έτοιμες ξανά.

Ο Ελπιδοφόρος έκανε ν’ανοίξει την πόρτα, αλλά, όπως το περίμενε, τη βρήκε κλειδωμένη. «Κλαρκ,» είπε.

Ο μάγος πλησίασε, άγγιξε την πόρτα, και άρθρωσε τα λόγια για ένα ξόρκι. Η πολύπλοκη κλειδαριά ακούστηκε να περιστρέφεται κάμποσες φορές: κλικ, κλακ· κλικ-κλακ, κλακ κλακ. Η πόρτα άνοιξε.

Οι Πειθαρχικοί του Κενού χτυπούσαν κάποιους στο πέρας του διαδρόμου· ουρλιαχτά αντηχούσαν.

Πίσω από την πόρτα ένα στρογγυλό δωμάτιο φάνηκε, φωτισμένο από μία ψυχρή ενεργειακή λάμπα στο ταβάνι. Στο πάτωμα υπήρχε μια καταπακτή· στον αριστερό τοίχο, μια στρογγυλή μεταλλική πόρτα, κλειστή με μεγάλη αμπάρα.

«Πού πάμε τώρα;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος καθώς ωθούσε πρώτα τη Βάρμη μέσα και μετά έμπαινε κι εκείνος, ακολουθούμενος από τον Κλαρκ, τη Ναλτάφιρ, και τον Τες. Οι Πειθαρχικοί του Κενού ακόμα ήταν έξω, χτυπώντας Παντοκρατορικούς πολεμιστές. Πυροβολισμοί αντηχούσαν στον διάδρομο μαζί με ουρλιαχτά, αλλά οι σφαίρες δεν ήταν ικανές να βλάψουν τον Άερ’θλαρ και την Άι’νιρ.

Η Βάρμη είπε: «Απ’όπου κι αν πας, το ίδιο είναι· μες στο λαβύρινθο βγαίνεις. Ο οποίος αλλάζει, απ’ό,τι ξέρω,» πρόσθεσε αμέσως. «Μη μου ζητήσεις να σας καθοδηγήσω εκεί μέσα. Είναι αδύνατο.»

«Ναλτάφιρ,» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος, «μπορείς να εντοπίσεις την Ιωάννα, τώρα που μάλλον είμαστε μέσα στις προστατευτικές μαγγανείες;»

«Δε νομίζω να τα καταφέρω. Κατά πάσα πιθανότητα, έχουν το μέρος προστατευμένο σαν φυλακές υψίστης ασφαλείας. Οι μαγγανείες δεν αποκρούουν παρέμβαση μόνο από έξω προς τα μέσα, αλλά και από μέσα προς κάθε σημείο.» Ωστόσο, ύψωσε πάλι το ξιφίδιο στο χέρι της και, κοιτάζοντας τη λεπίδα, μουρμούρισε ένα ξόρκι. «Όχι,» είπε μετά. «Δε γίνεται τίποτα.»

Οι Πειθαρχικοί μπήκαν στο στρογγυλό δωμάτιο. «Κανένας δεν έρχεται για την ώρα,» είπε ο Άερ’θλαρ.

«Δε θ’αργήσουν, όμως, να έρθουν,» τόνισε η Βάρμη. «Σύντομα θα καταλάβουν πού ακριβώς είστε – από τα πτώματα. Δε χρειάζονται τηλεοπτικούς πομπούς για να σας βρουν.»

8.

Ο Ρίμναλ’μορ προσπάθησε να εντοπίσει τον Στίβεν Νέλκος με Ξόρκι Ανιχνεύσεως, αλλά δεν τα κατάφερε. «Κάτι τον καλύπτει,» είπε. Και οι άλλοι μάγοι μέσα στην αίθουσα του πάρτι, οι οποίοι είχαν επιχειρήσει το ίδιο, συμφώνησαν. Κανένας δεν μπορούσε να εντοπίσει ούτε τον Στίβεν ούτε τους δαίμονές του. Τίποτα – καμια κόκκινη κουκίδα – δεν εμφανιζόταν στις οθόνες ή στους κρυστάλλους όπου είχαν εστιασμένα τα βλέμματά τους.

«Ίσως να τους κρύβει αυτό που μπερδεύει και τους τηλεοπτικούς πομπούς,» υπέθεσε ο Ρίμναλ’μορ.

«Δηλαδή, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τους βρούμε;» φώναξε η Παντοκράτειρα. «Τριγυρίζουν ελεύθεροι μέσα στο Ανάκτορο, σκοτώνοντας όποιον συναντήσουν! Κι έχουν πάρει και τη Βάρμη!»

«Θα πρέπει να ψάξουμε γι’αυτούς, Μεγαλειοτάτη,» είπε ο Στρατηγός Μάριος Υψίκορμος. «Τώρα που ο Στίβεν Νέλκος είναι μέσα στα χέρια μας δεν μπορούμε να τον αφήσουμε να ξεφύγει! Είναι η ευκαιρία που περιμέναμε, ίσως!» Έμοιαζε πολύ ταραγμένος – τρομοκρατημένος μάλλον, παρατήρησε ο Ορείχαλκος.

«Μα δεν μπορούν να τον εντοπίσουν, Στρατηγέ!» είπε η Παντοκράτειρα.

«Η μαγεία δεν είναι η μόνη λύση, Μεγαλειοτάτη. Απ’όπου κι αν έχουν περάσει θα έχουν αφήσει νεκρούς, ο Στίβεν Νέλκος και οι δαίμονές του. Θα ακολουθήσουμε τα πτώματα σαν μονοπάτι.»

«Αυτό κάνουμε ήδη, Αρχόντισσά μας,» είπε στην Παντοκράτειρα ο ένας από τους δύο Υπερασπιστές που βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα.

9.

Ο Κλαρκ έκλεισε την πόρτα απ’την οποία είχαν μπει και την κλείδωσε μ’ένα ξόρκι. Κλακ κλακ, κλικ-κλακ· κλικ, κλακ, ακούστηκε να κάνει η πολύπλοκη κλειδαριά της.

Ο Ελπιδοφόρος τράβηξε τη μεγάλη αμπάρα της άλλης πόρτας και κοίταξε μέσα. Είδε ένα δωμάτιο, παρόμοιο μ’αυτό στο οποίο βρίσκονταν εκείνος και οι σύντροφοί του. Είχε δύο εξόδους, ανοιχτές.

Στράφηκε στη Βάρμη. «Είπες ότι ο λαβύρινθος αλλάζει…»

«Ναι. Δε μπορώ να σας καθοδηγήσω εδώ μέσα. Πάντως, να ξέρετε ότι υπάρχουν μικροσκοπικοί τηλεοπτικοί πομποί κρυμμένοι στους τοίχους.»

Ο Ελπιδοφόρος κοίταξε τον Κλαρκ. Εκείνος τού είπε: «Μην ανησυχείς· δε μας βλέπουν. Αλλά σύντομα θα καταλάβουν ότι είμαστε εδώ, οπότε ας μην καθυστερούμε.» Έσκυψε πλάι στην καταπακτή, τράβηξε την αμπάρα της, και τη σήκωσε. «Ακόμα ένα δωμάτιο,» παρατήρησε.

«Προς τα πού πάμε, λοιπόν;» έθεσε το ερώτημα ο Ελπιδοφόρος. «Αφού η Ναλτάφιρ δεν μπορεί να εντοπίσει την Ιωάννα, δεν ξέρουμε ούτε καν προς ποια γενική κατεύθυνση βρίσκεται – και τούτο το μέρος υποτίθεται πως είναι πιο λαβυρινθώδες από όλο το Παντοτινό Ανάκτορο. Ακόμα κι αν ξέραμε τη γενική της θέση θα ήταν δύσκολο να τη βρούμε.»

Ο Κλαρκ πέρασε τη στρογγυλή πόρτα, και οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Τον είδαν να κάνει ένα ξόρκι, αγγίζοντας τον τοίχο. «Όπως το περίμενα,» είπε. «Υπάρχουν μικρομηχανές συνυφασμένες με τα υλικά κατασκευής αυτού του μέρους. Γι’αυτό λέει η Βάρμη ότι αλλάζει.»

Ο Ελπιδοφόρος κοίταξε πάλι τη Βάρμη. Εκείνη είπε: «Δεν ξέρω τέτοια τεχνικά θέματα.» Η όψη της ήταν σφιγμένη.

Ο Κλαρκ τούς έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν ξανά, και τον ακολούθησαν μέσα σε μια από τις εξόδους, και σ’άλλα δωμάτια και διαδρόμους στη συνέχεια. Ο μάγος έμοιαζε αυτοσυγκεντρωμένος καθώς βάδιζε, σαν να μπορούσε να αντιληφτεί κάτι που οι υπόλοιποι δεν αντιλαμβάνονταν, και σαν να ήθελε να είναι προσεχτικός μ’αυτό, πολύ προσεχτικός.

Ο Ελπιδοφόρος κοίταξε τη Ναλτάφιρ ερωτηματικά, αλλά εκείνη δεν προθυμοποιήθηκε να δώσει καμία εξήγηση. Τα μάτια της ήταν στενεμένα και παρατηρητικά.

10.

«Αρχόντισσά μας,» είπε ο ένας Υπερασπιστής, «νομίζουμε ότι έχουν πάει προς την είσοδο του λαβυρίνθου.»

«Ποιου λαβυρίνθου;» έκανε η Παντοκράτειρα.

«Του καινούργιου σας λαβυρίνθου, όπου βρίσκονται η Ιωάννα και ο Μέδμορ-Ράθωζ. Ενεργοποιήστε τον τηλεοπτικό πομπό Δέκα-Έξι Βήτα-Πέντε.»

Η Παντοκράτειρα πληκτρολόγησε στην κονσόλα εμπρός της, η οποία προεξείχε από τον τοίχο της μεγάλης αίθουσας, και στην οθόνη της κονσόλας παρουσιάστηκαν σκοτωμένοι φρουροί με μεγάλα καψίματα επάνω τους. Σε ορισμένους έλειπαν τελείως τα κεφάλια. Ένας Υπερασπιστής στεκόταν κοντά τους, καθώς και μερικοί άλλοι πολεμιστές.

«Τι… τι μπορεί να θέλουν εκεί;» απόρησε η Παντοκράτειρα. «Μπορεί να θέλουν να μπουν στον λαβύρινθο;»

«Θα το ελέγξουμε, φυσικά.»

Ο Ορείχαλκος αναρωτήθηκε: Ήρθαν για να σώσουν την Ιωάννα; Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος τούς έστειλε; Αν ναι, τότε τους ευχόταν, ολόψυχα, καλή τύχη.

11.

«Εδώ,» είπε ο Κλαρκ, «οι έξοδοι είναι σφραγισμένες αλλά οι μικρομηχανές εκτείνονται παραπέρα. Θα επιχειρήσω να ανασχηματίσω αυτό το τμήμα του λαβυρίνθου. Να είστε έτοιμοι.»

«Τι θα συμβεί;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος.

«Μετακινήσεις,» απάντησε ο Κλαρκ. Κι αγγίζοντας τον τοίχο, άρθρωσε τα λόγια για κάποιο ξόρκι.

Δύο πατώματα κάτω, στην αίθουσα όπου μέχρι στιγμής γινόταν το πάρτι της Παντοκράτειρας, ο Ρίμναλ’μορ, έχοντας ακούσει ότι οι αποστάτες πλησίαζαν την είσοδο του λαβυρίνθου, είχε ενεργοποιήσει ένα χειριστήριο συνδέοντάς το με το τηλεπικοινωνιακό σύστημα του Ανακτόρου. Δουλειά του χειριστηρίου ήταν να ελέγχει τον λαβύρινθο. Και τώρα είδε ότι οι μικρομηχανές του κινούνταν.

«Κάποιος κάνει αλλαγές!»

Η Παντοκράτειρα στράφηκε στον σύζυγό της. «Τι είπες;»

«Κάποιος κάνει αλλαγές στον λαβύρινθο!» εξήγησε ο Ρίμναλ’μορ. «Πρέπει να έχουν, όντως, εισβάλει.»

«Μπαίνουμε τώρα, Αρχόντισσά μας,» είπε ο Υπερασπιστής.

Η Παντοκράτειρα ρώτησε τον Ρίμναλ’μορ: «Δε μπορείς να τους σταματήσεις;»

Εκείνος πάτησε μερικά πλήκτρα στο χειριστήριό του…

Δύο πατώματα πιο πάνω, μέσα στον καινούργιο λαβύρινθο της Παντοκράτειρας, ο Ελπιδοφόρος έβλεπε τον χώρο γύρω του να μετασχηματίζεται. Οι τοίχοι, το πάτωμα, και η οροφή του δωματίου περιστρέφονταν με παράξενους τρόπους, και πόρτες άνοιγαν εκεί όπου πριν δεν φαινόταν πως υπήρχαν. Η όλη διαδικασία τού θύμιζε τη μεταμόρφωση κάποιου μεταβαλλόμενου οχήματος. Για μεταβαλλόμενα δωμάτια, όμως, ποτέ δεν είχε ξανακούσει. Μπορούσαν, άραγε, οι μάγοι να φτιάξουν ένα σπίτι που άλλαζε μορφές; Σίγουρα δε θα ήθελα να βάλω ακριβά έπιπλα εκεί μέσα! σκέφτηκε ειρωνικά.

Και μετά, παρατήρησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τη μεταμόρφωση του χώρου. Σαν κάποιο εμπόδιο να είχε παρουσιαστεί. Σαν οι αόρατες τροχαλίες να είχαν, ξαφνικά, πάρει άλλη φορά. Σαν τα μέταλλα που έρρεαν το ένα μέσα και έξω από το άλλο, τώρα να έρρεαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις.

Είδε τον Κλαρκ να σμίγει τα φρύδια και να υποτονθορύζει λόγια στη γλώσσα της μαγείας ξανά.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος τη Ναλτάφιρ.

«Κάποιος πρέπει να προσπαθεί να παρέμβει.»

Ο Ελπιδοφόρος παρατήρησε πάλι τις κινήσεις του δωματίου, και είδε τη μεταμόρφωση να παίρνει την αρχική της φορά. Ό,τι κι αν είναι, σκέφτηκε, ο Κλαρκ το νίκησε.

Δύο πατώματα κάτω, στην αίθουσα του πάρτι, ο Ρίμναλ’μορ αναφώνησε: «Αδύνατον! Κάποιος ελέγχει τον λαβύρινθο καλύτερα από εμένα!»

«Και γιατί αυτό είναι ‘αδύνατον’;» ρώτησε η Παντοκράτειρα.

«Γιατί… Πώς…; Κατ’αρχήν, πώς μπορεί να ξέρει τους κωδικούς για να ενεργοποιήσει κάποιο χειριστήριο που επηρεάζει το σύστημα; Και πώς μπορεί να έχει κατασκευάσει τέτοιο χειρ–;» Ξαφνικά συνοφρυώθηκε, διακόπτοντας τα λόγια του.

«Τι;» ρώτησε η Παντοκράτειρα.

Ο Ρίμναλ κοίταζε τη μικρή οθόνη του χειριστηρίου, που ήταν ακουμπισμένο επάνω στον μπουφέ, δίπλα από τα γλυκίσματα. «Νομίζω… νομίζω ότι δεν το κάνει με μηχάνημα. Πρέπει να το κάνει με κάποιο ξόρκι!» Κι ετούτο ήταν φανερό πως τον παραξένευε ακόμα περισσότερο.

12.

«Ο Ελκράσ’ναρχ πλησιάζει,» προειδοποίησε ο Άερ’θλαρ.

«Μας βρήκε;» είπε ο Ελπιδοφόρος. «Μπήκε στον λαβύρινθο;»

«Ναι.»

«Διαισθανόμαστε την παρουσία του,» εξήγησε η Άι’νιρ. «Η μισή του δύναμη πρέπει να είναι εδώ.»

Το δωμάτιο γύρω τους έπαψε να μεταβάλλεται. «Ελάτε!» είπε ο Κλαρκ μπαίνοντας σε μια είσοδο.

Αμέσως τον ακολούθησαν.

«Δε θάναι δύσκολο να μας βρει ο Ελκράσ’ναρχ εδώ μέσα;» είπε ο Ελπιδοφόρος.

Ο Κλαρκ απάντησε: «Δε θα περιμένει να μετασχηματίσει τον λαβύρινθο· θ’αρχίσει να ανατινάζει τους τοίχους του, πιθανώς.»

«Γιατί δεν κάνουμε κι εμείς το ίδιο;»

«Γιατί δεν θέλουμε να σκοτώσουμε την Ιωάννα.» Ο Κλαρκ σταμάτησε να βαδίζει καθώς είχαν βρεθεί σ’έναν διάδρομο. Το μέρος είχε αρχίσει να μεταβάλλεται από μόνο του.

«Τι γίνεται τώρα;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος.

Ο Κλαρκ δεν απάντησε. Άγγιξε έναν τοίχο και έκανε πάλι κάποιο ξόρκι. Ο Ελπιδοφόρος νόμιζε πως είδε τη μεταβολή να αλλάζει φορά, να παίρνει άλλη κατεύθυνση.

«Δεν ανατινάζει τους τοίχους,» είπε ο Άερ’θλαρ, αναφερόμενος στον Ελκράσ’ναρχ προφανώς.

«Ναι,» συμφώνησε η Άι’νιρ. «Αλλά κινείται.»

«Μπορεί να μας φτάσει χωρίς να ανατινάξει τους τοίχους;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος.

«Κάποιος πρέπει να μετασχηματίζει τον λαβύρινθο από τη μεριά του, οδηγώντας τον προς εμάς,» εξήγησε ο Άερ’θλαρ.

Ο Ελπιδοφόρος αισθάνθηκε σαν να βρίσκονταν όλοι τους μέσα σ’ένα εικονικό παιχνίδι: έναν λαβύρινθο που τα κομμάτια του περιστρέφονταν και ενώνονταν σε συγκεκριμένα σημεία, σχηματίζοντας εισόδους και περάσματα. Και στο εσωτερικό του κινούνταν δύο ομάδες που η μία προσπαθούσε να πλησιάσει την άλλη. Τρεις ομάδες, μάλλον. Μην ξεχνάμε την Ιωάννα.

«Ελάτε!» είπε ο Κλαρκ, και μπήκε σ’ένα άνοιγμα. Τον ακολούθησαν, και το άνοιγμα έκλεισε πολύ γρήγορα πίσω τους.

«Εσύ το έκανες αυτό;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος.

«Όχι.» Ο Κλαρκ μουρμούριζε ξόρκια ξανά. Ο χώρος μετασχηματιζόταν παντού γύρω τους. Δεν ήταν βέβαιο αν βρίσκονταν σε διάδρομο ή σε δωμάτιο, ή τι σχήμα ακριβώς είχε. Ανοίγματα δημιουργούνταν και έκλειναν.

Τελικά, ένα στρογγυλό άνοιγμα έμεινε σταθερό, κι από μέσα του φάνηκε μια πελώρια αίθουσα με νησίδες. Ανάμεσα από τις νησίδες υπήρχαν χάσματα, στο βάθος των οποίων θησαυροί γυάλιζαν. Ένα ανθρωποειδές αυτόματο μετακινιόταν επάνω στις νησίδες, βαστώντας σπαθί και ενεργειακό μαστίγιο. Σπίθες τινάζονταν από τα μεταλλικά πόδια του. Σε μια από τις νησίδες στεκόταν η Ιωάννα. Σε μια άλλη ένας άγνωστος άντρας με κατάλευκο δέρμα, μεσήλικας.

Άγνωστος; Ο Ελπιδοφόρος νόμιζε πως τον αναγνώριζε. Δεν ήταν άγνωστος. Ήταν ο Μέδμορ-Ράθωζ, Ανώτατος Ελεγκτής της Λαμπροφόρου! Μάλλον, κάποτε τσάντισε την Παντοκράτειρα.

«Ιωάννα!» φώναξε ο Ελπιδοφόρος.

Η Μαύρη Δράκαινα στράφηκε και τον είδε εκεί όπου στεκόταν, σ’ένα άνοιγμα των τοιχωμάτων της πελώριας αίθουσας. Ένα άνοιγμα που η Ιωάννα δεν θυμόταν πριν να ήταν σ’αυτό το σημείο. Κανένα άνοιγμα δεν υπήρχε ώς τώρα. Εγώ το έκανα να δημιουργηθεί, πατώντας τα κουμπιά του αγάλματος; αναρωτήθηκε.

«Ήρθαμε να σε πάρουμε από δω,» της φώναξε ο Ελπιδοφόρος. «Δεν μας ξέρεις αλλά εμπιστέψου μας· δεν είμαστε άνθρωποι της Παντοκράτειρας.»

Πλάι του ο Κλαρκ μουρμούριζε πάλι κάποιο ξόρκι, αγγίζοντας και τους δύο τοίχους της εξόδου. Η πελώρια αίθουσα άρχισε να μεταβάλλεται. Οι νησίδες έρχονταν η μία κοντά στην άλλη σαν για να σχηματίσουν πάτωμα, κλείνοντας τα κενά ανάμεσά τους. Το ανθρωποειδές αυτόματο έπαψε να λειτουργεί.

(«Χαλάνε το παιχνίδι μου!» γρύλισε ο Ρίμναλ’μορ, στην αίθουσα του πάρτι, χτυπώντας τη γροθιά του πλάι στο χειριστήριο.)

Η Ιωάννα ήταν ακίνητη, καθώς και ο Μέδμορ-Ράθωζ.

«Ελάτε!» τους φώναξε ο Ελπιδοφόρος. «Γρήγορα!»

Το πάτωμα είχε σχεδόν σχηματιστεί· δεν ήταν δύσκολο να φτάσουν στην έξοδο τώρα. Έτρεξαν κι οι δυο τους, και βρέθηκαν κοντά στον Ελπιδοφόρο και τους συντρόφους του.

«Βάρμη;» έκανε η Ιωάννα, ξαφνιασμένη που έβλεπε εδώ τη διοικήτρια της προσωπικής φρουράς της Παντοκράτειρας. Τούτη η διάσωση ήταν, τελικά, ακόμα ένα κόλπο;

«Είναι αιχμάλωτή μας,» εξήγησε ο Ελπιδοφόρος. «Για να μας πει πού βρισκόσουν.»

Η Βάρμη δεν μίλησε.

«Ο εχθρός μας είναι κοντά,» είπε ο Τες.

Μια είσοδος δημιουργήθηκε στο πέρας του μικρού διαδρόμου, και ένας από τους Υπερασπιστές παρουσιάστηκε. Αμέσως, μαύρη φωτιά πετάχτηκε από το χέρι του.

Οι Πειθαρχικοί του Κενού την απέκρουσαν με τις φωτεινές λεπίδες τους, και τα μέταλλα του χώρου μαύρισαν, λύγισαν από την ενεργειακή σύγκρουση.

Ακόμα ένας Υπερασπιστής μπήκε στον διάδρομο, επιτιθέμενος με ένα ξίφος από μαύρη φωτιά που έκανε αργυρές και πορφυρές ανταύγειες. Οι Πειθαρχικοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Λάμψεις είχαν γεμίσει τον διάδρομο, κι ένα δαιμονικό βουητό αντηχούσε. Η θερμότητα είχε ξαφνικά αυξηθεί. Μέταλλα έλιωναν.

Ο Κλαρκ βγήκε στην πελώρια αίθουσα, και οι άλλοι τον ακολούθησαν. Εκτός από τους Πειθαρχικούς… και τον Τες, ο οποίος είπε: «Πηγαίνετε! Θα έρθω.»

Ο Κλαρκ ένευσε προς τη μεριά του. Έτρεξε ώς τον αντικρινό τοίχο της αίθουσας, τον άγγιξε, και μετασχημάτισε πάλι τον χώρο. Μια είσοδος παρουσιάστηκε παραδίπλα, ενώ κι άλλα σημεία της αίθουσας άλλαζαν. Χάσματα και παράξενες προεξοχές δημιουργούνταν. Ο Ελπιδοφόρος δεν νόμιζε ότι αυτά τα έκανε ο Κλαρκ.

Ο Τες και οι Πειθαρχικοί του Κενού ήρθαν βιαστικά προς τους υπόλοιπους, λίγο προτού εκείνοι περάσουν την είσοδο που είχε σχηματίσει ο μάγος.

«Ο Ελκράσ’ναρχ;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος, καθώς πήγαιναν ξανά από το ένα δωμάτιο στο άλλο.

«Αν δεν ήταν ο Άζ’λεφκ,» είπε ο Άερ’θλαρ, «ίσως να ήμασταν νεκροί.»

«Σκοτώσατε τους Υπερασπιστές;» απόρησε η Βάρμη.

«Απλώς τους καθυστερήσαμε.»

Ο Τες, που ακόμα είχε τη μορφή Παντοκρατορικού στρατιώτη, έμοιαζε πιο σκεπτικός απ’ό,τι συνήθως, νόμιζε ο Ελπιδοφόρος. Τελικά, ο Άζ’λεφκ είπε: «Νομίζω πως κάτι θυμάμαι…» ενώ ο Κλαρκ σχημάτιζε ακόμα ένα άνοιγμα και τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν.

«Τι πράγμα;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος.

«Ο Ελκράσ’ναρχ…» μουρμούρισε ο Τες. «Δε μου είναι άγνωστος.»

«Εδώ!» είπε ο Κλαρκ. «Στη σκάλα.»

«Ποια σκάλα;» απόρησε ο Ελπιδοφόρος. Δεν υπήρχε καμια σκάλα πουθενά· μονάχα ένα άδειο δωμάτιο χωρίς εξόδους.

Καθώς όμως ο Κλαρκ συνέχιζε τα ξόρκια του, μια μεταλλική σκάλα αναδύθηκε από το πάτωμα και υψώθηκε σπειροειδώς ώς το ψηλό ταβάνι, όπου μια καταπακτή είχε παρουσιαστεί. Ο Ελπιδοφόρος και οι άλλοι ανέβηκαν, και ο μάγος έκανε την καταπακτή να ανοίξει. Βγήκαν στο αρχικό δωμάτιο του λαβυρίνθου. Η εξώπορτα ήταν διαλυμένη: καμένη σαν χαρτί από τη δύναμη του Ελκράσ’ναρχ. Πολεμιστές της Παντοκράτειρας ήταν συγκεντρωμένη απέξω.

Ο Άερ’θλαρ και η Άι’νιρ αμέσως τούς χτύπησαν με τις φωτεινές ρομφαίες τους.

13.

«Κοίτα ένα πράγμα…» μουρμούρισε ο Ρίμναλ’μορ, κατάπληκτος, μιλώντας στον εαυτό του. Μέσω του χειριστηρίου του, το οποίο συνδεόταν με το τηλεπικοινωνιακό σύστημα του Ανακτόρου, το οποίο συνδεόταν με τις μικρομηχανές του λαβυρίνθου, είχε καταφέρει να πιάσει τη νοητική μορφή του ξορκιού που χρησιμοποιούσε ο εχθρός του, και τώρα την εξέταζε μέσα στο μυαλό του. Και την έβρισκε πολύ παράξενη. Χρειάζονταν χρόνια ολόκληρα εκπαίδευσης για να μπορείς να χρησιμοποιήσεις ένα τόσο πολύπλοκο ξόρκι! Ποιος ήταν αυτός ο μάγος; Ποιος μπορεί να ήταν; Αποκλείεται, κατά πρώτον, να μην ήταν Τεχνομαθής· αλλά ο Ρίμναλ’μορ δεν ήξερε να υπάρχει κανένας Τεχνομαθής στη Ρελκάμνια με τέτοια ικανότητα…

Μετά, θυμήθηκε τι είχε γίνει παλιότερα, όταν είχε προσπαθήσει να ακολουθήσει εκείνο το σήμα, τον καιρό που κάποιοι εισέβαλλαν στα όνειρα της Παντοκράτειρας… Και τότε είχε συμβεί κάτι πολύ περίεργο: κάτι αδιανόητο, ίσως.

Επίσης, εκείνος ο μηχανισμός που είχαν χρησιμοποιήσει για να μπαίνουν στα όνειρα της Παντοκράτειρας…. Ο Ρίμναλ τον είχε ερευνήσει, αλλά ακόμα δεν είχε καταλάβει πώς ακριβώς μπορεί να είχε κατασκευαστεί. Ποιους έχουμε να αντιμετωπίσουμε; Αν είναι μάγοι, από πού ήρθαν;

«Τους πιάσατε;» ρωτούσε η Παντοκράτειρα. «Τους πιάσατε;»

14.

«Μπορείς να φύγεις τώρα,» είπε ο Ελπιδοφόρος στη Βάρμη καθώς διέσχιζαν τους διαδρόμους του Παντοτινού Ανακτόρου, εξολοθρεύοντας πολεμιστές της Παντοκράτειρας και πλησιάζοντας μια είσοδο που οδηγούσε στα ακατοίκητα μέρη.

«Θα το έχουν καταλάβει ότι σας βοήθησα να φτάσετε στον λαβύρινθο…»

«Πες τους ότι δεν σε θέλαμε για να φτάσουμε στον λαβύρινθο, ότι απλά θέλαμε να σε πάρουμε αιχμάλωτη, κι ότι μας ξέφυγες.»

«Κανένας δεν θα το πιστέψει αυτό.» Το βλέμμα της Βάρμης τον κατηγορούσε ότι της είχε κάνει ανεπανόρθωτο κακό.

«Τι θέλεις, λοιπόν; Θες να έρθεις μαζί μας;»

Εκείνη έμεινε σιωπηλή.

Ο Ελπιδοφόρος άνοιξε μια πόρτα και μπήκαν σ’ένα δωμάτιο που ήταν αποθήκη.

«Υπάρχει είσοδος εδώ;» ρώτησε ο Κλαρκ.

«Ναι,» απάντησε ο Ελπιδοφόρος. Και προς τη Βάρμη: «Αν έρθεις μαζί μας, δεν θα μπορείς να ξαναγυρίσεις εδώ. Αποφάσισε. Τώρα.»

Εκείνη ήταν διστακτική. Τα χείλη της σμιγμένα. Φοβόταν να πάει και προς τη μια μεριά και προς την άλλη. Τελικά, πήρε την απόφαση που, για την ώρα, της έμοιαζε ασφαλέστερη. «Θα έρθω,» είπε.

Ο Ελπιδοφόρος ένευσε, και, πλησιάζοντας τον τοίχο στο βάθος της αποθήκης, τον έσπρωξε προς το πλάι. Το ξύλο σύρθηκε και μια μικρή μεταλλική πόρτα αποκαλύφθηκε από πίσω. Ο Ελπιδοφόρος την άνοιξε και μπήκαν στα ακατοίκητα μέρη του Παντοτινού Ανακτόρου.

15.

«Πήραν την Ιωάννα!» ούρλιαζε η Παντοκράτειρα, κοιτάζοντας μια οθόνη κι αλλάζοντας τηλεοπτικούς πομπούς, ψάχνοντας για τη Μαύρη Δράκαινα παντού μέσα στον λαβύρινθό της και μη βρίσκοντάς την πουθενά. «Πήραν την Ιωάννα! Και δεν κάνατε τίποτα για να τους σταματήσετε!» Στράφηκε στους δύο Υπερασπιστές της, ατενίζοντάς τους εξοργισμένα. «Έπρεπε νάναι νεκροί! Όλοι τους!»

«Αρχόντισσά μας, έχουν ακόμα περισσότερες δυνάμεις στο πλευρό τους απ’ό,τι νομίζαμε. Εκτός από τους Πειθαρχικούς του Κενού…»

«Εκτός απ’τους Πειθαρχικούς του Κενού, τι;» Οι Υπερασπιστές της της είχαν μιλήσει γι’αυτούς τους δαίμονες: της είχαν πει ότι προέρχονταν από το Πορφυρό Κενό, και ότι κανονικά δεν θα έπρεπε να μπορούν να υπάρξουν στη Ρελκάμνια.

«Κάτι ακόμα…» είπε ο Υπερασπιστής, μοιάζοντας ξαφνικά διστακτικός.

«Τι;» επέμεινε η Παντοκράτειρα.

«Μια δύναμη…» Διέκοψε τα λόγια του. «Πρέπει να σκεφτούμε, Αρχόντισσά μας,» δήλωσε.

Ο Ρίμναλ’μορ είπε: «Σίγουρα έχουν μαζί τους κάποιον μάγο με φοβερές ικανότητες, αγάπη μου. Μπορούσε, με τη χρήση ενός ξορκιού, να μεταχειρίζεται τη μεταβολή του λαβυρίνθου καλύτερα από εμένα που χρησιμοποιούσα αυτό το χειριστήριο.» Το έδειξε επάνω στον μπουφέ.

«Μπορείς να τον βρεις, Ρίμναλ; Μπορείς να τον παγιδέψεις κάπως;»

«Δεν είμαι βέβαιος…» αποκρίθηκε σκεπτικά ο σύζυγός της, στρώνοντας τα γυαλιά του. «Θα πρέπει να κάνω μια έρευνα στη Σ.Α.Μ.Τ. Ίσως κάπου να υπάρχει κάποια αναφορά… Τέτοιο άτομο, αν έχει περάσει από εδώ, πρέπει να είναι γνωστό στην Ακαδημία.»

16.

Βγήκαν από τα ακατοίκητα μέρη του Παντοτινού Ανακτόρου και βάδισαν προς τη Μικρή Θάλασσα, περνώντας από σοκάκια. Σε μια σκοτεινή γωνία βρήκαν μια είσοδο του Φαντασκευάσματος να τους περιμένει.

Μέσα στο καθαρό λευκό φως του γεωμετρικά τέλειου διαδρόμου, ο Ελπιδοφόρος νόμιζε πως για πρώτη φορά έβλεπε τον Κλαρκ τόσο πολύ κουρασμένο. Ιδρώτας κυλούσε επάνω στο πρόσωπο του μάγου, ο οποίος έμοιαζε να βαδίζει με κόπο.

Στο βάθος οι Τεχνίτες δούλευαν πυρετωδώς, επεκτείνοντας τον διάδρομο. Μια θολούρα από εργαλεία και μακριά μέλη.

«Πού βρισκόμαστε;» ρώτησε η Βάρμη.

«Θα σου πω άλλη φορά,» αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος.

«Θα μου πεις εμένα, τουλάχιστον, ποιος είσαι,» τον ρώτησε η Ιωάννα, «και πώς με ξέρεις;»

«Ολόκληρη η Ρελκάμνια σε καταζητεί, Μαύρη Δράκαινα. Δεν είναι δύσκολο κάποιος να σε ξέρει, ειδικά αν κάποτε ήταν πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ.»

«Και τώρα, δεν είσαι πια;»

«Είμαι με την Επανάσταση. Το όνομά μου είναι Ελπιδοφόρος. Παλιά με έλεγαν Στίβεν Νέλκος, και ήμουν ταγματάρχης στον Παντοκρατορικό Στρατό.»

«Εξαιτίας σου συνέβησαν όλ’ αυτά!» Το σχεδόν άναρθρο γρύλισμα δεν είχε βγει από το στόμα της Ιωάννας.

Ο Ελπιδοφόρος στράφηκε να κοιτάξει τον Μέδμορ-Ράθωζ, καθώς συνέχιζαν να βαδίζουν μέσα στον διάδρομο του Φαντασκευάσματος. «Σ’άρεσε, δηλαδή, που ήσουν μέσα στο λαβύρινθο;»

«Εξαιτίας σου ήμουν εκεί!»

«Αν θέλεις μπορούμε να σε ξαναστείλουμε στην Παντοκράτειρα,» του είπε ο Ελπιδοφόρος. «Εύκολο είναι.»

Ο Μέδμορ-Ράθωζ σώπασε, κρίνοντας μάλλον πως δεν τον συνέφερε να μιλήσει περισσότερο. Το βλέμμα του ήταν αγριεμένο. Σχεδόν τρελό, σκέφτηκε ο Ελπιδοφόρος.

Βίηλ

1.

Ύστερα από τρεις ώρες οδήγησης επάνω στο δίκυκλο που είχε πάρει από το παλάτι της Πριγκίπισσας Ισλάννα, η Ανδρομάχη πάτησε το φρένο και σταμάτησε, βάζοντας το ένα της πόδι στο έδαφος για να στηριχτεί. Ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, και οι σκιές να πληθαίνουν στην ύπαιθρο. Το τοπίο ήταν ήσυχο και ερημικό. Μια μικρή πόλη φαινόταν στο βάθος και μερικά υποστατικά λιγάκι πιο κοντά. Η Ανδρομάχη κατέβηκε από το δίκυκλο νιώθοντας τη μέση της πιασμένη. Κάθισε στο έδαφος, με την πλάτη σ’ένα μεγάλο δέντρο, και τύλιξε την κάπα γύρω της.

Σκατά… σκέφτηκε, απογοητευμένη. Αυτό έπρεπε να το είχα κάνει από την αρχή. Έπρεπε να είχα φύγει από τη Βίηλ από τότε που έχασα το Χαύδοραλ. Κακώς κάθισα εδώ.

Αναστέναξε και άναψε ένα τσιγάρο χρησιμοποιώντας ένα τοπικό σπίρτο της διάστασης. Φύσηξε καπνό προς το πλάι… και πίσω απ’τον καπνό, είδε κάποιον να έρχεται. Έναν καβαλάρη επάνω σε δίκυκλο, με την κάπα του ν’ανεμίζει.

Η Ανδρομάχη συνοφρυώθηκε, αναγνωρίζοντάς τον. Γαλανό δέρμα, μαύρα μαλλιά. Αυτός ήταν, μάλλον. Σηκώθηκε όρθια, έχοντας ακόμα στο ένα χέρι το τσιγάρο, ενώ το άλλο της χέρι ακουμπούσε στη λαβή του σπαθιού της, για καλό και για κακό – μήπως τελικά δεν ήταν αυτός.

Ο Τζακ πλησίασε και σταμάτησε το δίκυκλό του πλάι στο δικό της. Κατέβηκε από τη σέλα. «Το φανταζόμουν ότι θα σ’έβρισκα να πηγαίνεις προς τα βόρεια,» είπε.

«Εξαφανίστηκες χωρίς να πεις τίποτα!» τον κατηγόρησε η Ανδρομάχη, έχοντας ήδη αφήσει τη λαβή του σπαθιού της.

Ο Τζακ ανασήκωσε τους ώμους καθώς ερχόταν κοντά της. «Δεν είχα χρόνο, και δεν ήθελα να δω σε τι ενέργειες μπορεί να προέβαινε ο Λούσιος.»

«Δεν έπρεπε να είχες χτυπήσει τον Ναρτάθες.»

«Δεν τον σκότωσα.»

«Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις;»

Ο Τζακ μειδίασε.

Η Ανδρομάχη πήρε μια τζούρα απ’το τσιγάρο της, φύσηξε καπνό ανάμεσά τους. «Ο Λούσιος μού ζήτησε να του πω τι ξέρω για σένα. Του είπα πως δεν ξέρω τίποτα. Δε νομίζω ότι με πίστεψε, αλλά δε μπορούσε να κάνει κάτι για να με αναγκάσει να του μιλήσω. Και ο Ναρτάθες δεν ήταν σε κατάσταση να μου δώσει διαταγές. Ωστόσο, θεώρησα πως ήταν καλύτερα να φύγω. Εξαρχής ίσως θα έπρεπε να είχα φύγει, Τζακ…» Κοίταξε το έδαφος, φυσώντας καπνό προς τις μπότες τους. Ύψωσε πάλι το βλέμμα της για να αντικρίσει το πρόσωπό του.

«Πηγαίνεις στη Ρελκάμνια;»

«Ναι. Αν μου έλεγες ότι θα έφευγες από τη Σάνκριλαμ, θα φεύγαμε μαζί.» Την είχε πειράξει που είχε φύγει απροειδοποίητα.

«Ήμουν βέβαιος πως δε θα έμενες εκεί, ούτως ή άλλως.»

«Επειδή το ήξερες ότι θα είχα μπλεξίματα εξαιτίας σου!»

«Μη γκρινιάζεις,» είπε ο Τζακ.

«Γκρινιάζω, ε;» Η Ανδρομάχη έριξε το τσιγάρο της κάτω, ανάμεσα στα χόρτα, και το έσβησε με τη μπότα της. «Εσύ πού θα πας;» τον ρώτησε. «Στη Ρελκάμνια;»

«Ναι. Για τώρα.»

«Θα πάμε μαζί, τότε;» Ύψωσε ένα της φρύδι.

«Ναι.» Ο Τζακ πέρασε το δεξί του χέρι κάτω από την κάπα της και γύρω από τη μέση της, φέρνοντάς την κοντά του.

Η Ανδρομάχη μειδίασε, νιώθοντας τα στήθη της να πιέζονται πάνω στο στέρνο του. Τον φίλησε.

Διανυκτέρευσαν πλάι στο μεγάλο δέντρο, αφού σκέπασαν τα δίκυκλά τους με φυλλωσιές για να καλύψουν τη γυαλάδα των μετάλλων τους.

Το πρωί, ξύπνησε πρώτη η Ανδρομάχη και, βγάζοντας τα κιάλια από τον σάκο της, κοίταξε το τοπίο. Δεν είδε τίποτα ανησυχητικό. Ξύπνησε και τον Τζακ, και έφυγαν, πηγαίνοντας βόρεια, διασχίζοντας το Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ. Είχαν πάντα το νου τους μήπως κάποιος τούς παρακολουθούσε – κανένας άνθρωπος του Λούσιου, ίσως, ή του Ναρτάθες Λάρενραχ – μα δεν πρόσεξαν το παραμικρό σημάδι καταδίωξης. Και η Ανδρομάχη συνειδητοποίησε πως αισθανόταν πιο καλά από ό,τι εδώ και πολύ καιρό. Προτού χάσει το Χαύδοραλ από τον έλεγχό της. Πολύ προτού χάσει το Χαύδοραλ από τον έλεγχό της. Είμαι ελεύθερη! σκέφτηκε, καθώς οδηγούσε το δίκυκλό της πλάι στο δίκυκλο του Τζακ, νιώθοντας τον ανοιξιάτικο αγέρα της Βίηλ να τραβά τα μαλλιά και την κάπα της. Ήξερε, βέβαια, ότι τούτη η ελευθερία δεν ήταν παρά μια ευχάριστη ψευδαίσθηση. Κανένας ποτέ δεν είναι πραγματικά ελεύθερος. Αλλά αυτό, για την ώρα, δεν την ενοχλούσε στο ελάχιστο.

Έφτασαν στα ορεινά περάσματα λίγο προτού ο ήλιος μεσουρανήσει. Τα ακολούθησαν, δείχνοντας τις ταυτότητές τους όποτε κάποιος φρουρός της Παντοκράτειρας επιχειρούσε να τους σταματήσει, και βρέθηκαν τελικά στη διαστασιακή δίοδο προς Ρελκάμνια.

Ανάμεσα σε δύο απόκρημνα βουνά φαινόταν η αντανάκλαση μιας πόλης με πολυκατοικίες και ουρανοξύστες, σαν ο αέρας να ήταν νερό. Και η αντανάκλαση αυτή ήταν ανάποδη: οι βάσεις των οικοδομημάτων ήταν προς τα πάνω, οι ταράτσες τους προς τα κάτω.

Οι Παντοκρατορικοί στρατιώτες απομακρύνθηκαν από την Ανδρομάχη και τον Τζακ αφού εκείνοι έδειξαν, γι’ακόμα μια φορά, τις ταυτότητές τους. Ο δρόμος προς τη διαστασιακή δίοδο ήταν ανοιχτός.

«Σίγουρα θες να έρθεις μαζί μου;» ρώτησε ο Τζακ.

«Το ίδιο ήθελα να σε ρωτήσω κι εγώ,» είπε η Ανδρομάχη.

«Εγώ δεν έχω άλλη επιλογή. Πρέπει να φύγω από τη Βίηλ.»

Η Ανδρομάχη έτρεξε το δίκυκλό της προς την ανάποδη αντανάκλαση της μεγάλης πόλης. Ο Τζακ την ακολούθησε.

Βούτηξαν μέσα στον αντικατοπτρισμό.

Κι αισθάνθηκαν ολόκληρο το σύμπαν, στιγμιαία, να αναποδογυρίζει, σαν ξαφνικά τα επάνω να είχαν έρθει κάτω, και τα κάτω επάνω.

2.

Το μικρό υποβρύχιο σκάφος πλησίασε τη Σάνκριλαμ μέσα στη νύχτα, κινούμενο βαθιά κάτω από την επιφάνεια του μεγάλου ποταμού Νέρελρημ. Δεν πήγε πολύ κοντά στην πόλη, όμως· σταμάτησε σε αρκετή απόσταση ώστε να είναι ασφαλές από πιθανά ανιχνευτικά συστήματα που μπορεί να είχαν εν ενεργεία οι Παντοκρατορικοί ή οι άνθρωποι της Πριγκίπισσας Ισλάννα.

Μια καταπακτή του άνοιξε και τρεις άνθρωποι βγήκαν, ντυμένοι με μαύρες στολές και έχοντας στην πλάτη φιάλες με αέρα και στο στόμα αναπνευστήρες που συνδέονταν με τις φιάλες. Στο μέτωπό τους αναμμένοι φακοί ήταν δεμένοι. Κολύμπησαν προς τη Σάνκριλαμ και, όταν έφτασαν στο λιμάνι της, το αντιλήφθηκαν πρώτα από το τείχος που συνάντησαν. Και μετά, καθώς προσπέρασαν το τείχος, βρέθηκαν κάτω από τα μεγάλα αραγμένα πλοία. Κολυμπούσαν πιο προσεχτικά τώρα, και μονάχα η μία από τις τρεις φιγούρες είχε αναμμένο τον φακό της· οι άλλες δύο την ακολουθούσαν. Έφτασαν στη νότια άκρη του λιμανιού, και η φιγούρα που προπορευόταν έσβησε τον φακό και κολύμπησε προς τα πάνω, αργά, πλησιάζοντας την επιφάνεια.

Η Αλιζέτ έβγαλε τα μάτια της από το νερό και κοίταξε τις αποβάθρες της Σάνκριλαμ, μέσα στη νύχτα. Φυσικά, υπήρχε αρκετή φύλαξη, και από πολεμιστές με το έμβλημα της Παντοκράτειρας στα χιτώνια τους, αλλά και από μισθοφόρους της Πριγκίπισσας Ισλάννα. Στην αποβάθρα που βρισκόταν πιο κοντά στην Αλιζέτ, στεκόταν μια πολεμίστρια της Πριγκίπισσας κρατώντας το δόρυ της βαριεστημένα.

Χωρίς καμια ιδιαίτερη δυσκολία, η Σκοτεινή Βασίλισσα την τράβηξε μέσα στο νερό και την έπνιξε κάτω από την επιφάνεια, εκεί όπου η μισθοφόρος δεν μπορούσε να φωνάξει. Έπειτα η Αλιζέτ έκανε υποβρύχιο σινιάλο, με τον φακό της, στον Πολ και στον Όρνιφιμ, για να έρθουν· κι αυτοί αναδύθηκαν ενώ η νεκρή πολεμίστρια βούλιαζε προς τον πυθμένα του λιμανιού, παρασυρμένη από τη φολιδωτή πανοπλία της.

Η Αλιζέτ, ο Πολ, και ο Όρνιφιμ ανέβηκαν στην πέτρινη αποβάθρα και γλίστρησαν μέσα στα σκοτάδια της πόλης, εκεί όπου οι ενεργειακές λάμπες δεν φώτιζαν. Σταμάτησαν σ’ένα ήσυχο σοκάκι, έλυσαν τις φιάλες από τις πλάτες τους, και έβγαλαν τις μαύρες στολές κατάδυσης. Από μέσα ήταν ντυμένοι με τα κανονικά τους ρούχα. Άνοιξαν τους αδιάβροχους σάκους τους, έβγαλαν τις μπότες τους, και τις φόρεσαν.

«Τι λέει το Μεγάλο Αφεντικό;» ρώτησε ο Πολ τον Όρνιφιμ.

Προς στιγμή ο Ιεράρχης φάνηκε να μην ξέρει σε ποιον αναφερόταν ο Πολ· μετά συνειδητοποίησε ότι μιλούσε για τον Τάμπριελ. «Το ξέρει ότι μπήκαμε, φυσικά. Αυτός κι η Ανταρλίδα φεύγουν τώρα· επιστρέφουν στην Ένθελρακ, μέσα στο υποβρύχιο.»

«Ωραία,» είπε η Αλιζέτ. Και προς τον Πολ: «Ξεκινάμε αμέσως, λοιπόν;»

«Πόσο καλά ξέρεις τη Σάνκριλαμ;» τη ρώτησε εκείνος.

«Δεν είναι η πατρίδα μου, όπως γνωρίζεις, αλλά έχω περάσει από εδώ κάμποσες φορές. Εσύ;»

«Το ίδιο. Για δουλειές του Ελκράσ’ναρχ.»

«Στη Μεγάλη Αγορά, οπότε;» πρότεινε η Αλιζέτ.

«Πήρες τη σκέψη απ’το μυαλό μου, Ατσάλινα Μάτια.»

Ο Όρνιφιμ τούς ακολούθησε καθώς βάδιζαν μέσα στους νυχτερινούς δρόμους της Σάνκριλαμ, που για εκείνον ήταν τελείως άγνωστοι.

Πρώτα, επισκέφτηκαν τη Μεγάλη Αγορά, η οποία είχε κίνηση ακόμα κι αυτή την ώρα, παρότι μια στρατιωτική απειλή δεν βρισκόταν και τόσο μακριά από την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου. Τα καταστήματα της ημέρας, φυσικά, δεν ήταν ανοιχτά, αλλά ήταν ανοιχτά τα καταστήματα της νύχτας, και οι πινακίδες τους – που τροφοδοτούνταν με ενέργεια μέσω εστιών – λαμπύριζαν φωτίζοντας τα σκοτάδια.

Μετά, επισκέφτηκαν τη βορειοανατολική μεριά του υδραγωγείου, όπου πάντα συγκεντρωνόταν κόσμος που ήθελε να βρίσκεται μακριά από το κέντρο και τα βλέμματα των φρουρών.

Και τέλος, επισκέφτηκαν την Κακοτοπιά, μια γειτονιά κοντά στην Πύλη της Σκιάς, τη βόρεια πύλη της Σάνκριλαμ. Ήταν ένα μέρος με πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο, και πολλές επικίνδυνες συμμορίες. Κανονικά, δεν ήταν κανείς να περιφέρεται νύχτα εδώ πέρα.

Όταν τέλειωσαν όλες τις δουλειές τους, ήταν πια περασμένα μεσάνυχτα και πήγαν στον Διάφεγγο, ένα πανδοχείο στη Λεωφόρο του Παλιού Πρίγκιπα, η οποία ξεκινούσε από την Πύλη του Νότιου Οφθαλμού. Ο Πολ έκλεισε δωμάτια, μιλώντας με την υπάλληλο που διανυκτέρευε. Η Αλιζέτ είχε το πρόσωπό της κρυμμένο μέσα στην κουκούλα της κάπας της, γιατί, αναμφίβολα, τώρα όλοι οι πράκτορες της Παντοκράτειρας θα την αναζητούσαν. Ο Όρνιφιμ ήταν παρόμοια προφυλαγμένος. Ο Πολ ήξερε ότι δεν χρειαζόταν να φοβάται την αναγνώριση, από τότε που ο Τάμπριελ τού είχε δώσει την πραγματική του μορφή. Κανένας δεν θα τον καταλάβαινε, ακόμα κι αν τον έψαχναν – και σίγουρα θα τον έψαχναν ύστερα από αυτά που είχε κάνει στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ.

3.

Οι κατάσκοποι της Αμάλριτ’νορ τής ανέφεραν, το πρωί, ένα φαινόμενο που είχαν θεωρήσει ανησυχητικό. Και εκείνη, επειδή δεν βρήκε τον Λούσιο στα δωμάτιά τους, έψαξε γι’αυτόν μέσα στο παλάτι. Έπρεπε οπωσδήποτε να του μιλήσει.

Τον είδε, τελικά, να συζητά με τον Υπασπιστή Φέλρες, που ήταν το άτομο που φρόντιζε για τα πάντα στο παλάτι. Οι δυο τους στέκονταν σ’έναν μεγάλο εξώστη με καμάρες, και στράφηκαν να κοιτάξουν την Αμάλριτ καθώς εκείνη πλησίαζε.

«Συμβαίνει κάτι;» είπε ο Φέλρες. Πάντοτε παρατηρητικός. Την εκνεύριζε αυτό την Αμάλριτ.

«Τίποτα ιδιαίτερο. Θέλω, όμως, να μιλήσω στον Λούσιο.»

Ο Φέλρες κοίταξε τον Επόπτη. «Εμείς δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε, ούτως ή άλλως…»

Ο Λούσιος ένευσε, και ο Υπασπιστής αποχώρησε. Η Αμάλριτ κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της για να βεβαιωθεί ότι είχε φύγει. Ήταν γνωστό ότι κρυφάκουγε. Ήθελε όλα να τα ξέρει μέσα στο παλάτι.

«Κάτι συμβαίνει, έτσι δεν είναι;» είπε ο Λούσιος στη σύζυγό του.

Σήμερα όλοι αμέσως με καταλαβαίνουν!; απόρησε η Αμάλριτ. Είχε αρχίσει να γίνεται απρόσεκτη; Ο Λούσιος, βέβαια, την ήξερε καλά… Ζυγώνοντάς τον, του είπε: «Κάτι τοιχογραφίες παρουσιάστηκαν χτες βράδυ.»

Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Και είναι αυτό ανησυχητικό;»

«Ναι. Διότι είναι αρκετές. Και στη Μεγάλη Αγορά, και πίσω απ’το υδραγωγείο, και στην Κακοτοπιά. Γράφουν… προτρέπουν την Πριγκίπισσα να επαναστατήσει εναντίον των ‘τυράννων’. Να τους διώξει από την πρωτεύουσα και το Πριγκιπάτο, να του στείλει από κει που ήρθαν.»

Η όψη του Λούσιου είχε αγριέψει. «Ποιοι τα γράφουν αυτά;» απαίτησε. Και στο μυαλό του ήρθε το μυστηριώδες μήνυμα που είχε λάβει η Πριγκίπισσα προχτές το απόγευμα. Το ήξερα ότι αυτό το καταραμένο μήνυμα ήταν κάτι το άσχημο! Είχε ήδη ξεκινήσει κάποια συνωμοσία εναντίον του; Μέσα στην ίδια τη Σάνκριλαμ; Αν η Πριγκίπισσα στρεφόταν κατά της Παντοκράτειρας, ο Λούσιος θα φρόντιζε να την κάνει να το μετανιώσει πικρά! Δε μπορούσε να χάσει το Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ· ήταν πολύ σημαντικό για την Παντοκρατορία!

«Δεν ξέρω ποιοι τα γράφουν–»

«Τι κάνουν οι κατάσκοποί σου;» τη διέκοψε απότομα ο Λούσιος.

«Τι περιμένεις να κάνουν;» είπε, στον ίδιο τόνο, η Αμάλριτ. «Δεν είναι αρκετό που μου ανέφεραν αμέσως για τις τοιχογραφίες; Και πιο γρήγορα απ’ό,τι οι πράκτορες της Παντοκράτειρας!

»Τέλος πάντων,» συνέχισε, πιο ήπια. «Οι τοιχογραφίες παρουσιάστηκαν χτες βράδυ· αυτό είναι βέβαιο. Από δω και στο εξής, οι κατάσκοποί μου θα έχουν το νου τους για να μάθουν ποιος τις κάνει.»

«Θέλω να τις δω,» είπε ο Λούσιος.

Πήραν ένα μικρό τετράκυκλο όχημα από το παλάτι και, με τη συνοδία οπλισμένων καβαλάρηδων, πήγαν στη βορειοανατολική μεριά του υδραγωγείου. Το μέρος ήταν ήσυχο τώρα που ήταν πρωί. Ένα ζευγάρι βρισκόταν μονάχα εδώ, και κρύφτηκε μόλις τους είδε να πλησιάζουν, πηγαίνοντας κάτω και πίσω από τις πέτρινες καμάρες, στα σκοτάδια.

Στους τοίχους, ο Λούσιος είδε τις επιγραφές.

ΕΞΩ ΟΙ ΤΥΡΑΝΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΣΠΑΘΙ ΣΤΗ ΜΟΥΡΗ ΤΟΥ ΕΠΟΠΤΗ [κι ένα σπαθί ζωγραφισμένο εδώ]

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΚΟΛΟΣΣΩΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΟΥΛΟΙ Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΣ

«Πάμε στην Αγορά,» είπε ο Λούσιος, ανέκφραστα, ενώ σκεφτόταν: Κοίτα να δεις που η δαιμονισμένη Πριγκίπισσα έχει συμμαχήσει με τους αποστάτες, και προσπαθούν να ξεσηκώσουν το λαό του Σάνκριλαμ εναντίον μου!

Στη Μεγάλη Αγορά, οι τοίχοι διαλαλούσαν:

ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΥΡΑΝΝΙΔΑΣ ΤΩΡΑ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΚΟΛΟΣΣΩΝ

ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΑΣ

ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΣΑΝΚΡΙΛΑΜ ΜΟΝΟ Η ΙΣΛΑΝΝΑ ΝΑΡΒΕΛΗΧ

Ο ΕΧΘΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΤΥΜΕΝΟΣ ΣΤΑ ΛΕΥΚΑ [κι από κάτω ζωγραφισμένο το σύμβολο της Παντοκράτειρας και διαγραμμένο μ’ένα μεγάλο Χ]

«‘Νέα Τυραννίδα’…» μούγκρισε ο Λούσιος, έχοντας ακούσει για την περιώνυμη Τυραννίδα της Βίηλ που είχε τελειώσει εδώ και χίλια-τόσα χρόνια. Οι καταραμένοι αποστάτες ήταν προφανές ότι αποσκοπούσαν να εξάψουν τους πάντες!

Πήγε και στην Κακοτοπιά, όπου η παρουσία των έφιππων φρουρών του ήταν αρκετή για να κρατά μακριά τις συμμορίες που ορέγονταν το όμορφο τετράκυκλο όχημα επάνω στο οποίο βρίσκονταν εκείνος και η σύζυγός του.

Οι δρόμοι και τα σπίτια φώναζαν:

Ο ΕΧΘΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΤΥΜΕΝΟΣ ΣΤΑ ΛΕΥΚΑ

ΚΑΤΩ Η ΝΕΑ ΤΥΡΑΝΝΙΔΑ

ΖΗΤΩ Η ΙΣΛΑΝΝΑ ΝΑΡΒΕΛΗΧ ΕΞΩ ΟΙ ΔΥΝΑΣΤΕΣ ΜΕ ΤΑ ΛΕΥΚΑ

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΕΠΟΠΤΗ

Επιστρέφοντας στο παλάτι, ο Λούσιος πήγε στην Αίθουσα του Υψηλού Θρόνου και ζήτησε το λόγο από την Πριγκίπισσα μπροστά σε όλους τους παρευρισκόμενους.

«Σας προειδοποιώ, Υψηλοτάτη,» είπε: «η προδοσία κατά της Παντοκράτειρας είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, και οι συνέπειες πάντοτε πολύ άσχημες!»

Η Ισλάννα, καθισμένη ανάμεσα στους συμβούλους της, έμοιαζε σοκαρισμένη – αλλά πιθανώς να προσποιείτο, νόμιζε ο Λούσιος. «Δεν είναι δική μου δουλειά αυτές οι τοιχογραφίες, Εξοχότατε…» είπε η Πριγκίπισσα. Ο σύζυγός της, που καθόταν παραδίπλα, βλεφάριζε μαστουρωμένα. Είχε πάρει πάλι χυμό σκίανθου, όπως ήταν το συνήθειό του.

«Απαντήστε μου, Πριγκίπισσά μου: Το μήνυμα που λάβατε προχτές το απόγευμα ήταν από τους αποστάτες; Ήταν από την Ανατολική Συμμαχία που έχει καταλάβει την Ένθελρακ;»

Η Ισλάννα δίστασε για λίγο να μιλήσει αλλά, τελικά, είπε: «Ναι, από αυτούς ήταν. Μου πρότειναν να συμμαχήσω μαζί τους. Ποτέ δεν τους απάντησα, όμως. Ούτε σκοπεύω να τους απαντήσω.»

Ο Λούσιος συνοφρυώθηκε παρατηρώντας την. Προσπαθεί να μου ρίξει στάχτη στα μάτια; Παραδέχεται για το μήνυμα προκειμένου να με κάνει να πιστέψω ότι είναι αθώα;

«Εξοχότατε, σας διαβεβαιώνω πως δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να παραδώσω το Πριγκιπάτο μου στους αποστάτες,» πρόσθεσε η Ισλάννα. Και στράφηκε στην Αμάλριτ’νορ, που ήταν Αρχικατάσκοπός της και στεκόταν μερικά βήματα απόσταση από τον Λούσιο. «Γιατί δεν έχουν βρεθεί ακόμα αυτοί οι κακοποιοί που γράφουν στους τοίχους αισχρά πράγματα προσπαθώντας να προκαλέσουν αναστάτωση στην πόλη μου;»

«Τη νύχτα παρουσιάστηκαν οι τοιχογραφίες, Υψηλοτάτη. Αυτοί που τις έκαναν θα βρεθούν σύντομα· έχω ήδη προστάξει τους κατασκόπους σας να ξεκινήσουν να ψάχνουν.»

«Μόλις μάθεις κάτι, να μου το αναφέρεις αμέσως.»

«Ασφαλώς, Υψηλοτάτη.»

Όταν είχαν βγει από την Αίθουσα του Θρόνου και βάδιζαν μέσα στο παλάτι, ο Λούσιος είπε στην Αμάλριτ: «Δε θα αναφέρεις πρώτα στην Πριγκίπισσα. Ό,τι μαθαίνουν οι κατάσκοποί σου πρώτος εγώ πρέπει να το πληροφορούμαι.»

«Ασφαλώς,» απάντησε εκείνη, και ο Λούσιος νόμιζε πως του είχε μιλήσει ακριβώς όπως και στην Πριγκίπισσα πριν από λίγο: με τον ίδιο διαδικαστικό τρόπο.

Στάθηκε απότομα, αντικρίζοντάς την. «Μην παίζεις μαζί μου, Αμάλριτ! Η υπόθεση είναι σοβαρή, και το ξέρεις!»

Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Τι…; Σου είπα: ό,τι μάθω θα το μάθεις κι εσύ.» Δε νόμιζε ότι είχε ποτέ ξανά δει τον Λούσιο τόσο αναστατωμένο. Η κατάσταση τον είχε επηρεάσει πολύ. Πρέπει να φοβόταν πως θα έχανε τον πόλεμο με την Ανατολική Συμμαχία. Δικαιολογημένα.

«Ναι…» είπε ο Λούσιος, σκεπτικά, ατενίζοντας το πρόσωπό της, ψάχνοντας εκεί για κάποιο σημάδι. Οτιδήποτε. Είναι δυνατόν και η Αμάλριτ να είναι μπλεγμένη σ’αυτή τη σκευωρία; αναρωτήθηκε. Αποκλείεται! Ήταν πάντοτε πιστή στην Παντοκράτειρα, και χρόνια παντρεμένη μαζί του. Θα τον πρόδιδε έτσι; Κι όμως, ήταν η κατάλληλη γυναίκα για να στήσει μια τέτοια προδοσία. Ήταν Αρχικατάσκοπος του Σάνκριλαμ, ήταν γηγενής της Βίηλ, και–

«Τι με κοιτάς έτσι;» απαίτησε η Αμάλριτ, διακόπτοντας τους συγχυσμένους συλλογισμούς του. «Τι σκέφτεσαι; Ότι μπορεί να σου λέω ψέματα;»

«Εύχομαι πως όχι, Αμάλριτ.»

Εκείνη άγγιξε το πρόσωπό του και τον φίλησε. «Μη σκέφτεσαι σαχλαμάρες, εντάξει;» Το βλέμμα της ήταν αυστηρό, όπως πάντα όταν ήθελε να του δείξει ότι την είχε τσαντίσει. «Αν η Πριγκίπισσα έχει όντως συμμαχήσει με τους αποστάτες – που δεν το πιστεύω – να είσαι βέβαιος πως θα το ανακαλύψουμε σύντομα.»

4.

Νύχτα έφτασε ο στρατός των επαναστατών στην Έλρηνεχ, έχοντας ήδη αποβιβαστεί από τα μεταγωγικά και προελαύνοντας τακτικά, ενώ άρματα μάχης κυλούσαν ανάμεσά του και αεροσκάφη πετούσαν από πάνω του. Η Λαμρίτ στεκόταν επάνω σ’ένα από τα άρματα: ένα μεγάλο ερπυστριοφόρο με ενεργειακό κανόνι και δύο γιγαντοβαλλίστρες προσαρτημένες. Η Πρόμαχος της Επανάστασης φορούσε την πανοπλία και το κράνος της και είχε στο αριστερό της χέρι την ασπίδα της, καθώς κρατιόταν στο πλάι του άρματος μαζί με άλλους επαναστάτες, ανάμεσα στους οποίους και ο Άλτρες.

Αντίκρυ της έβλεπε τα ψηλά τείχη της Έλρηνεχ που βρίσκονταν από τη δυτική μεριά του ποταμού Άσλερχ. Η πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου έπιανε και τις δύο όχθες. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Βίηλ. Οι επάλξεις της ήταν γεμάτες με πολεμικές μηχανές, τοξότες, και βαλλιστροφόρους.

Το στράτευμα των επαναστατών σταμάτησε σε απόσταση ασφαλείας από τα τείχη και παρατάχθηκε, στήνοντας και τις δικές του πολεμικές μηχανές. Η Λαμρίτ κι οι άλλοι πήδησαν από τα πλάγια του ερπυστριοφόρου άρματος.

«Θα μας χρειαστεί ο Κατακρημνιστής, Πρόμαχε, δίχως αμφιβολία,» είπε ο Άλτρες.

Η Λαμρίτ ένευσε. «Πάω να μιλήσω με τον Δαίδαλο.» Πέρασε την ασπίδα της στην πλάτη, έβγαλε το κράνος της, παίρνοντάς το παραμάσκαλα, και βάδισε προς το όχημα όπου ήταν επιβιβασμένοι ο Δαίδαλος, ο Καρτάφες’νορ, η Διάττα, η Φενίλδα, και ο Δάρυλμος, οι οποίοι τώρα φαινόταν να ανοίγουν τις πόρτες και να βγαίνουν.

Ο Δάρυλμος συνέχεια πίσω απ’τη Φενίλδα έτρεχε, είχε παρατηρήσει η Λαμρίτ. Η μάγισσα ήταν, σίγουρα, όμορφη, αλλά εκείνος δεν ήταν και τόσο μικρός, οπότε η Λαμρίτ νόμιζε ότι χρειαζόταν κλοτσιές. Άλλη φορά, όμως, θα τις φάει.

«Δαίδαλε,» είπε πλησιάζοντάς τους.

«Πρόμαχε,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Κάποιο πρόβλημα;»

«Χρειαζόμαστε τον Κατακρημνιστή. Μπορούν να μας τον δώσουν;»

Ο Δαίδαλος κοίταξε τη Διάττα. Εκείνη είπε: «Ο Όρνιφιμ δεν είναι τώρα κοντά στον Μεγάλο Προφήτη, και ο Μεγάλος Προφήτης δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε επαφή μαζί μας.»

Η Λαμρίτ συνοφρυώθηκε. «Πού είναι ο Όρνιφιμ;»

«Στη Σάνκριλαμ. Έχει πάει μαζί με την Αλιζέτ και τον Πολ, για να προκαλέσουν τον Επόπτη.»

«Να τον προκαλέσουν;»

Η Διάττα ένευσε. «Ώστε να αιχμαλωτίσει την Πριγκίπισσα Ισλάννα.»

«Τι!» έκανε η Λαμρίτ, ξαφνιασμένη.

«Προσπαθούν να τον κάνουν να νομίσει ότι η Πριγκίπισσα σχεδιάζει ανταρσία εναντίον του. Πιστεύουν ότι έτσι θα μπορέσουν να στρέψουν τον λαό της Σάνκριλαμ κατά των Παντοκρατορικών. Δεν τη θεωρείς καλή ιδέα;»

Η Λαμρίτ μόρφασε αβέβαια. «Δεν ξέρω πολλά για το Σάνκριλαμ,» παραδέχτηκε. «Αλλά, έτσι όπως μου τα λες, μάλλον δεν τους χρειάζεται ο Κατακρημνιστής. Μόλις έρθεις σε επαφή με τον Τάμπριελ, πες του ότι θέλουμε το αυτοκίνητο.»

«Εντάξει.»

Η Λαμρίτ απομακρύνθηκε πάλι από τους μάγους και πήγε κοντά στον Άλτρες, τον Στρατηγό Φαρτάνες, και τους αξιωματικούς του. Ο Στρατηγός έδινε εκείνη τη στιγμή διαταγές για να ξεκινήσουν να σφυροκοπούν τα τείχη της Έλρηνεχ με τις πολεμικές μηχανές.

Κι έτσι, μετά από λίγο, η πολιορκία ξεκίνησε.

5.

Ο Πρίγκιπας Νεσνάρες στεκόταν σ’έναν πύργο του παλατιού του και ατένιζε, με τα κιάλια του, τους εχθρούς να χτυπάνε τα τείχη της Έλρηνεχ στην αντικρινή όχθη του ποταμού. Η απόσταση ήταν πάνω από πέντε χιλιόμετρα· η πόλη κάλυπτε μεγάλη έκταση.

Πλάι στον Πρίγκιπα στέκονταν ο Στρατηγός Ιανός Θάρδηχ και ο Παντοκρατορικός Επόπτης Νικόλαος’σαρ.

«Νομίζω πως άδικα ανησυχούσες, Στρατηγέ,» είπε ο Νεσνάρες. «Δε μου φαίνονται ικανοί να πάρουν την Έλρηνεχ, παρότι ο στρατός τους, ομολογουμένως, δεν είναι μικρός.»

«Πήραν τα Δόντια της Ουράς, Υψηλότατε,» του θύμισε ο Νικόλαος’σαρ.

«Και δε βλέπω πουθενά αυτούς τους μεταλλικούς ανθρώπους τους,» συνέχισε ο Νεσνάρες σαν κανένας να μην είχε μιλήσει.

«Επειδή δεν κοιτάτε προς τη σωστή μεριά, Πρίγκιπά μου,» του είπε ο Ιανός. «Εκεί είναι.» Έδειξε με το χέρι του.

Ο Νεσνάρες έστρεψε τα κιάλια του προς αυτή τη μεριά και είδε έναν μεταλλικό γίγαντα, και μια μεταλλική γυναίκα με φτερά, κι ένα ανθρωποειδές πράγμα με κανόνι στο χέρι και ρόδες αντί για πόδια. Και… ένα πελώριο έντομο! Κατέβασε τα κιάλια. «Αυτά είναι;» είπε, υποτιμητικά. «Αυτά είναι που σας έχουν προκαλέσει τόσο μεγάλο πρόβλημα;»

«Είναι ισχυρότερα απ’ό,τι ίσως να φαίνονται από τούτη την απόσταση,» τον διαβεβαίωσε ο Ιανός.

6.

Οι κατάσκοποι της Αμάλριτ’νορ παρακολουθούσαν τα μέρη στα οποία το θεωρούσαν πιο πιθανό να παρουσιαστούν πάλι αυτοί που έκαναν τις τοιχογραφίες. Και η παρακολούθησή τους είχε αποτέλεσμα. Μέσα στη νύχτα είδαν τρεις ανθρώπους να έρχονται και να γράφουν επάνω στους τοίχους της Μεγάλης Αγοράς. Οι κατάσκοποι ειδοποίησαν τους φρουρούς μέσω τηλεπικοινωνιακών πομπών. Οι φρουροί ήρθαν γρήγορα, επάνω σε άλογα· αλλά ο Πολ, η Αλιζέτ, και ο Όρνιφιμ τούς είχαν ήδη ακούσει να πλησιάζουν και είχαν μπει στα σκοτεινά σοκάκια. Σκότωσαν τέσσερις φρουρούς και, μετά, εξαφανίστηκαν.

Ακόμα μια φορά οι κατάσκοποι τούς εντόπισαν, στην Αγορά του Ξίφους τώρα, και τους ακολούθησαν. Η Σκοτεινή Βασίλισσα αμέσως τούς αντιλήφτηκε και ψιθύρισε στον Πολ και στον Όρνιφιμ πώς να τους στήσουν παγίδα. Μετά από λίγο, οι δύο κατάσκοποι ήταν νεκροί, με τους λαιμούς τους σκισμένους, και πεταμένοι μέσα σ’ένα φρεάτιο υπονόμου. Οι συνάδελφοί τους θ’αργούσαν μέχρι να τους βρουν – αν τους έβρισκαν προτού τους καταβροχθίσουν τα ποντίκια.

Ο Πολ, η Αλιζέτ, και ο Όρνιφιμ έκαναν επιγραφές και σ’άλλα, τυχαία σημεία της πόλης, και, αργά μετά τα μεσάνυχτα, επέστρεψαν στον Διάφεγγο. Ο Ιεράρχης είπε: «Η Λαμρίτ έχει φτάσει στην Έλρηνεχ, και θέλει τον Κατακρημνιστή.»

«Τι νομίζει το Μεγάλο Αφεντικό;» ρώτησε ο Πολ. «Θα τους τον στείλουμε;»

«Δεν έχει έρθει ακόμα σε επαφή μαζί μας.»

«Όλο προβλήματα με τις τηλεπικοινωνίες…» είπε ειρωνικά ο Πολ.

Ο Όρνιφιμ έφυγε από το δωμάτιό τους και πήγε στο δικό του μέσα στο πανδοχείο.

Η Αλιζέτ τράβηξε τη μαύρη στενή τουνίκα της πάνω απ’το κεφάλι, ρίχνοντάς την στο πάτωμα. Παρέσυρε τον Πολ κοντά της και τον φίλησε.

«Σε φτιάχνουν οι σκοτωμοί, Ατσάλινα Μάτια;» ρώτησε εκείνος, λύνοντας τον στηθόδεσμό της.

Η Αλιζέτ μειδίασε σαν λύκαινα. «Εξαρτάται από την παρέα.»

«Παραείσαι βιτσιόζα,» είπε ο Πολ, περνώντας τα χέρια του μέσα στο παντελόνι της και ζουλώντας τους σφιχτούς γλουτούς της.

Το πρωί, η αναστάτωση στη Σάνκριλαμ ήταν έκδηλη. Οι πάντες μιλούσαν για τις επιγραφές που παρουσιάζονταν στους τοίχους. Πολλοί νόμιζαν ότι η Πριγκίπισσα σχεδίαζε να διώξει τους Παντοκρατορικούς από την πόλη, όπως είχαν κάνει και οι πρίγκιπες της Ανατολικής Συμμαχίας. Άλλοι έλεγαν πως αποκλείεται αυτό να συνέβαινε· σίγουρα, όμως, υπήρχε κάποια οργανωμένη αντίσταση μέσα στη Σάνκριλαμ, κι ετοιμάζονταν τώρα να επιτεθούν, προτού έρθει ο στρατός της Ανατολικής Συμμαχίας από την Ένθελρακ. Δε συμφέρει πια να εμπορεύεσαι εδώ, γνωμοδοτούσαν αρκετοί έμποροι· καλύτερα να τα μαζέψεις και να πας αλλού, πριν ολόκληρη η πόλη καταντήσει στάχτες κι ερείπια.

Αυτοί που γράφουν τα συνθήματα έχουν δίκιο, έλεγαν ορισμένοι. Καλά κάνουν και φωνάζουν, κι αυτά που λένε είναι σωστά. Είμαστε παιδιά των Αρχαίων Κολοσσών, δεν είμαστε; Θέλουμε κι άλλη Τυραννίδα, μα τα Πνεύματα; Κι όμως, είτε τη θέλουμε είτε όχι, Τυραννίδα πάλι έχουμε!

Δε συμφωνούσαν όλοι μαζί τους. Μεγάλο μέρος των κατοίκων φοβόνταν ακόμα τους Παντοκρατορικούς. Κάμποσες συμμορίες, ωστόσο, είχαν ξεθαρρέψει τώρα και έβγαιναν για να κάνουν ληστείες και καταστροφές. Κάποιοι άγνωστοι πέταξαν αναμμένες δάδες μέσα στο Παντοκρατορικό Φρουραρχείο και έγιναν λαγοί, τρέχοντας προς τα βορειοανατολικά, προς την Κακοτοπιά. Παρότι οι Παντοκρατορικοί τούς καταδίωξαν, δεν κατόρθωσαν να τους πιάσουν.

Ο Πολ και η Αλιζέτ κάθονταν στο μπαλκόνι του νοικιασμένου δωματίου τους στον Διάφεγγο, βλέποντας τον κόσμο από κάτω τους στη Λεωφόρο του Παλιού Πρίγκιπα, η οποία ξεκινούσε από την Πύλη του Νότιου Οφθαλμού και, διασχίζοντας την πόλη, τελείωνε στην Πύλη του Βόρειου Οφθαλμού, που βρισκόταν στα βορειοδυτικά. Η κίνηση ήταν αυξημένη σήμερα, όχι από τα οχήματα ή τα κάρα, αλλά από τους ανθρώπους που είχαν κάνει παντού πηγαδάκια και μιλούσαν. Ήταν περαστικό σημείο εδώ, καθώς λίγο πιο κάτω βρισκόταν η Μεγάλη Αγορά. Πολλές από τις κουβέντες έφταναν στ’αφτιά της Αλιζέτ και του Πολ, οι οποίοι έτρωγαν φράουλες και τηγανίτες για πρωινό, πίνοντας μαζί νερωμένο κρασί με βατόμουρα.

«Δεν είναι καταπληκτικό τι αρχίζει να νομίζει ο κόσμος όταν δει μερικές μαλακίες γραμμένες στους τοίχους, Ατσάλινα Μάτια;»

«Τα τηλεοπτικά κανάλια είναι χειρότερα,» είπε η Αλιζέτ.

Ο Πολ τής έδωσε να δαγκώσει μια φράουλα καθώς ήταν μισοξαπλωμένη στην καρέκλα της. «Ευτυχώς στη Βίηλ δεν υπάρχουν τέτοια, αλλιώς θα μας έκαναν χαλάστρα.»

Η Αλιζέτ γέλασε μασώντας. «Οι πατριώτες μου έχουν καλύτερα πράγματα να κάνουν απ’το να κοιτάζουν όλη μέρα οθόνες.»

«Είναι παιδιά των Αρχαίων Κολοσσών· αυτό τα εξηγεί όλα.»

7.

Ο Ναρτάθες Λάρενραχ είχε, επιτέλους, συνέλθει ύστερα από το σοκ που είχε υποστεί από το ενεργειακό χτύπημα του Τζακ Πολύχρωμου. Στην αρχή ήταν εξοργισμένος που κανένας δεν είχε συλλάβει τον Τζακ, αλλά μετά του είχε περάσει. Σήμερα, βρισκόμενος στο γραφείο του Επόπτη, έβριζε τον Λούσιο για την κατάσταση που είχε αφήσει να δημιουργηθεί.

«Τυφλός είσαι; Κάποιος κάνει προπαγάνδα! Οι άνθρωποι της γυναίκας σου είναι τελείως άχρηστοι; Κι εσύ το ίδιο;»

Ο Λούσιος τον αγριοκοίταξε. «Μπορεί να είσαι Ανώτατος Ελεγκτής εδώ, Ναρτάθες, αλλά μην ξεχνάς ότι εγώ είμαι Επόπτης!»

Στέκονταν κι οι δυο τους όρθιοι, ο ένας αντίκρυ στον άλλο, ο Λούσιος πίσω από το γραφείο του, ο Ναρτάθες μπροστά.

«‘Επόπτης’, ναι, αλλά δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου – Επόπτη. Είσαι στρατιωτικός, και φαίνεται.»

«Τι στα μυαλά του Σκοτοδαίμονος θέλεις να πεις τώρα;»

«Πώς περιμένεις να τους σταματήσεις απ’το να γράφουν στους τοίχους; Στέλνοντας τάγματα, Ταγματάρχη; Ο πόλεμος που σου κάνουν είναι επικοινωνιακός, και πρέπει να τον αντιμετωπίσεις ανάλογα.»

«Η Πριγκίπισσα,» τον προειδοποίησε ο Λούσιος, «πολύ πιθανόν να σχεδιάζει προδοσία!»

«Αν σχεδίαζε προδοσία, νομίζεις ότι θα σ’το έλεγε έτσι; Είσαι χαζός; Φυσικά και θα το έκρυβε!»

Ο Λούσιος κοπάνησε τη γροθιά του στο γραφείο. «Μπορεί αυτή να θέλει να το κρύψει αλλά οι συνεργοί της–»

«Ποιοι είναι οι συνεργοί της; Άνθρωποι του δρόμου;»

Ο Λούσιος μίλησε σταθερά, προσπαθώντας να μη χάσει την ψυχραιμία του. «Τις προάλλες, ενώ ήσουν ακόμα ζαλισμένος, η Πριγκίπισσα έλαβε ένα μήνυμα από έναν μαντατοφόρο που ήρθε με δίκυκλο από την Πύλη του Νότιου Οφθαλμού. Ήμουν στην Αίθουσα του Θρόνου ο ίδιος όταν της το παρέδωσε. Τη ρώτησα τι μήνυμα ήταν, κι εκείνη αποκρίθηκε ότι ήταν κάτι προσωπικό. Αλλά εγώ υποπτεύθηκα αμέσως ότι το είχαν στείλει οι αποστάτες. Είχε έρθει από τη σωστή κατεύθυνση, άλλωστε. Σκέφτηκα πως ίσως να πρότειναν στην Ισλάννα να συμμαχήσει μαζί τους, για να διώξει εμάς. Τώρα, που τις ξαναμίλησα για το μήνυμα, τονίζοντάς της πως θα το πλήρωνε πολύ ακριβά αν ήταν μπλεγμένη σε συνωμοσία κατά της Παντοκράτειρας, μου είπε ότι το μήνυμα ήταν τελικά, όντως, από τους αποστάτες. Της πρότειναν συμμαχία, αλλά εκείνη δεν τους απάντησε. Έτσι είπε.»

«Και;»

«Τι ‘και’;»

Ο Ναρτάθες κάθισε, κουρασμένα, στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο. «Αυτό δεν αποδεικνύει πως είναι μπλεγμένη σε σκευωρία εναντίον μας.»

«Είναι, όμως, πιθανό, δεν είναι;» Και ο Λούσιος κάθισε.

«Τι σου λέει η Αμάλριτ;»

«Πιστεύει πως δεν συμβαίνει.»

Ο Ναρτάθες έμεινε σιωπηλός, τότε. Σκεπτικός.

«Τι νομίζεις πως πρέπει να κάνουμε;» τον ρώτησε ο Λούσιος. Παρότι ο Ανώτατος Ελεγκτής ήταν ένα ξεπαρμένο καθίκι, δεν ήταν κανείς να αμφισβητεί την εμπειρία του. Ειδικά σε τέτοια θέματα.

«Να βρεθούν εκείνοι που κάνουν τις τοιχογραφίες. Όταν συλληφθούν θα μας οδηγήσουν και στην Πριγκίπισσα – αν, όντως, είναι μπλεγμένη στην όλη ιστορία.»

«Αυτό το ξέρω κι εγώ, Ναρτάθες.»

«Δεν το εφαρμόζεις, όμως.»

«Τι περιμένεις να κάνω; Έχω κάνει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό. Και οι πράκτορές σου δεν μ’έχουν βοηθήσει παρά ελάχιστα. Αν δεν είχα τους κατασκόπους της Αμάλριτ, θα έλεγα πως δεν έχω καθόλου δίκτυο πληροφοριών εδώ πέρα!»

«Και τι σου έχει… αποφέρει το δίκτυο της γυναίκας σου; Τους έχει βρει;» ρώτησε, προφανώς ρητορικά, και προκλητικά, ο Ναρτάθες.

Ο Λούσιος δεν μίλησε. Ήθελε να τον μπατσίσει, αλλά συγκρατήθηκε.

Ο Ναρτάθες γέλασε ειρωνικά, και σηκώθηκε απ’την καρέκλα του. «Εγώ θα τους βρω. Όποιοι κι αν είναι. Και θα δώσω ένα τέλος σ’ετούτη την ανοησία. Πράγμα σημαντικό, γιατί σε λίγο θα έχουμε το στρατό της Ανατολικής Συμμαχίας έξω από τις πύλες μας.» Στράφηκε και έφυγε από το γραφείο και από τα δωμάτια του Λούσιου…

…καθώς η Αμάλριτ έμπαινε.

Τον χαιρέτισε και πήγε να μιλήσει στον άντρα της.

«Ο άνθρωπος θέλει ξύλο ώρες-ώρες!» είπε ο Λούσιος.

«Τι σου έλεγε;»

«Νομίζει ότι αυτός θα τους βρει τους δαιμονισμένους τοιχογράφους,» μούγκρισε ο Λούσιος, έχοντας την πλάτη του ακουμπισμένη στην πολυθρόνα του γραφείου. «Μη μου πεις ότι έγιναν κι άλλα αίσχη από τη νύχτα ώς τώρα…» Ήταν μεσημέρι, και τη νύχτα τούς είχαν ξυπνήσει για να αναφέρουν στην Αμάλριτ τους θανάτους φρουρών της πόλης και την εξαφάνιση κατασκόπων της. Και για τις δύο περιπτώσεις ευθύνονταν οι μυστηριώδεις τοιχογράφοι. Τοιχογράφοι-μαχαιροβγάλτες! είχε σκεφτεί ο Λούσιος. Τα πράγματα ήταν πολύ, πολύ άσχημα…

«Τίποτα δεν έχει γίνει,» αποκρίθηκε η Αμάλριτ, δείχνοντας κουρασμένη. Είχε κοιμηθεί λιγότερο από εκείνον. «Μόνο νύχτες πρέπει να κινούνται.»

«Για την Πριγκίπισσα ερεύνησες;»

Η Αμάλριτ κάθισε στην άκρη του γραφείου του. «Δε νομίζω, Λούσιε, η Ισλάννα να–»

«Ερεύνησες;»

Η Αμάλριτ αναστέναξε. «Ναι, όσο μπορώ. Δεν είναι και πολλά που μπορώ να κάνω, ξέρεις. Οι κατάσκοποί μου υποτίθεται πως την υπηρετούν. Εγώ είμαι απλά το χέρι της, η φωνή της. Οι πράκτορες του Ναρτάθες είναι που μπορούν να κάνουν περισσότερα, αν θέλουν.»

«Να δούμε…» μουρμούρισε ο Λούσιος, συλλογισμένα.

8.

Οι επαναστάτες κοπανούσαν, όλο το πρωί, τα τείχη της Έλρηνεχ με τις πολεμικές μηχανές τους, και δέχονταν τις βολές πολεμικών μηχανών από τις επάλξεις της πόλης. Τα αυτοκίνητα δεν έκαναν ακόμα τίποτα για να βοηθήσουν, εκτός από τον Οπλοφόρο ο οποίος εξαπέλυε ενεργειακές ριπές αλλάζοντας συνεχώς θέσεις. Έμοιαζε χαρούμενος επί του έργου, νόμιζε η Λαμρίτ. Ο Εξάποδος βάδιζε γύρω-γύρω, ανήσυχα, και οι επαναστάτες της καλαμπούριζαν μαζί του, τσαντίζοντάς τον επίτηδες κάπου-κάπου. Ο Πάνοπλος καθόταν σ’έναν βράχο και έπαιζε Ποταμούς με τον Άλτρες, με μουσική υπόκρουση τους βρόντους των πολεμικών μηχανών που αντηχούσαν στους τόπους γύρω από την πόλη, οι οποίοι είχαν ερημώσει από ανθρώπους και ζώα. (Μονάχα κάτι κοράκια και όρνια περιφέρονταν στον ουρανό, περιμένοντας αργά ή γρήγορα να γευματίσουν ίσως. Η διαίσθηση των πουλιών εξέπληττε τη Λαμρίτ ώρες-ώρες.) Η Ιπτάμενη και η Νυχτερινή στέκονταν κοντά σε κάτι άλλους επαναστάτες της Λαμρίτ οι οποίοι άκουγαν μουσική για να σπάσουν τον ήχο των πολεμικών μηχανών και να ανεβάσουν το ηθικό του στρατού. Είχαν στήσει, στη βόρεια μεριά του στρατοπέδου, ένα μεγάλο ηχοσύστημα το οποίο είχε φτιάξει η Μαρινέτ, που ήταν μηχανόσοφη και το θεωρούσε παιδί της. Χαμογελούσε τώρα, καθώς ρύθμιζε την ένταση κάνοντας τα ηχεία να χοροπηδάνε. Η Λαμρίτ, πλησιάζοντας προς εκείνη τη μεριά, αναγνώρισε το τραγούδι που ακουγόταν: Αλαλαγμοί των Κουρσάρων, του συγκροτήματος Κολοσσοί Λιμνόβιοι, που έδρευε στο Κίρτβεχ και είχε φτιαχτεί ως απάντηση στο συγκρότημα Κολοσσοί Ποταμογενείς της ανατολικής Βίηλ. Η Λαμρίτ προτιμούσε τους Λιμνόβιους· ίσως επειδή τύχαινε να τους ακούει πιο συχνά. Η Ιπτάμενη και η Νυχτερινή έμοιαζαν να καταλαβαίνουν τη μουσική, καθώς έκαναν κινήσεις βάσει του ρυθμού – πράγμα που παραξένευε λιγάκι τη Λαμρίτ. Ήταν μηχανήματα, άλλωστε…

Ξαφνικά, ένα σμήνος φάνηκε να έρχεται πάνω από την Έλρηνεχ. Γρήγορα μαχητικά αεροπλάνα. Συναγερμός αμέσως ήχησε στο στρατόπεδο. Οι κάννες ενεργειακών κανονιών στράφηκαν προς τον ουρανό, καθώς και τα βέλη γιγαντοβαλλίστρων. Τα αεροσκάφη της επανάστασης, που είχαν μαχητικό σχηματισμό πάνω από το στρατόπεδο, επιτέθηκαν στα Παντοκρατορικά αεροπλάνα με τα έμβολά τους. Φωτιές και καπνοί ξεπήδησαν στον αέρα, καθώς οι εκρηκτικές ύλες που μετέφεραν οι Παντοκρατορικοί έσκαγαν με τα δυνατά τραντάγματα, ασταθείς πάντοτε στη Βίηλ.

Η Λαμρίτ κοίταζε την αερομαχία σκεπτόμενη: Άσκοποι θάνατοι… Τελείως άσκοποι… Δεν πρόκειται τα Παντοκρατορικά μαχητικά να περνούσαν. Οι πιλότοι έπρεπε νάναι λιγάκι τρελοί, νόμιζε, για να οδηγούν αυτά τα σκάφη. Η ίδια αγριευόταν από τέτοια ύψη. Προτιμούσε, χίλιες φορές, να έχει το κατάστρωμα ενός πλοίου κάτω απ’τα πόδια της. Απορούσε που ο Νελμάτρες είχε αποφασίσει, από πιλότος καραβιού, να γίνει πιλότος αεροπλάνου.

Και η Διάττα τής είχε πει, πριν από δυο-και-κάτι ώρες, ότι ο Νελμάτρες επέστρεφε τώρα μαζί με τον Δαίδαλο και τον Κατακρημνιστή. Μακάρι να μην πέσουν πάνω στην αερομαχία.

Δύο αεροπλάνα των Παντοκρατορικών κατάφεραν να περάσουν από τον κλοιό των αεροσκαφών της Επανάστασης, και–

Απομακρυνθείτε! φώναζαν οι αξιωματικοί του στρατοπέδου, και όχι μόνο αυτοί. ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΘΕΙΤΕ!

–εκρηκτικές ύλες έπεσαν.

Πελώριοι πίδακες φωτιάς τινάχτηκαν. Το έδαφος τραντάχτηκε.

Η Λαμρίτ έτρεχε ήδη, σαν θηρίο της ερημιάς, για ν’απομακρυνθεί από τη σκιά του ενός αεροπλάνου, το οποίο πλησίαζε προς τη μεριά όπου η Πρόμαχος βρισκόταν πριν από λίγο. Έχασε την ισορροπία της από τα τραντάγματα και κουτρουβάλησε. Αισθάνθηκε φλόγες να γλείφουν την πανοπλία της.

Λιποθύμησε. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

…Πρόμαχε. Μια φωνή μέσα απ’το σκοτάδι.

Λαμρίτ! Κάποιος χαστούκισε, ελαφρά, το μάγουλό της.

Έλα, Λαμρίτ, σύνελθε. Ο Βιοσκόπος λέει πως δεν έχεις τίποτα. Να τον δείρω ή όχι;

Η Λαμρίτ βλεφάρισε, ανοίγοντας τα μάτια της, και είδε το πρόσωπο του Άλτρες από πάνω της. Θολό.

Ο επαναστάτης χαμογέλασε. «Πόσα είναι αυτά;» τη ρώτησε υψώνοντας δύο δάχτυλα.

«Δέκα και πέντε,» του είπε εκείνη, χτυπώντας το χέρι του για να το βγάλει από μπροστά της.

Ο Άλτρες γέλασε καθώς η Λαμρίτ ανασηκωνόταν επάνω στο έδαφος. «Καλά είναι!» είπε στους άλλους που ήταν μαζεμένοι ολόγυρα. «Μονάχα καψαλισμένη λιγάκι.»

«Έχει περάσει κι από χειρότερα,» παρατήρησε ο Δάρυλμος.

Η Λαμρίτ σηκώθηκε από κάτω στηριζόμενη στον ώμο του Άλτρες. Συνειδητοποίησε ότι κάποιος τής είχε βγάλει την πανοπλία της. Τα μεταλλικά κομμάτια ήταν αφημένα παραδίπλα.

«Τι έγινε;» ρώτησε, κοιτάζοντας γύρω και βλέποντας ανθρώπους να προσπαθούν να σβήσουν φωτιές. Ωστόσο, οι περισσότερες είχαν ήδη σβήσει, αφήνοντας στάχτες και κάρβουνα πίσω τους. Πρέπει να ήμουν λιπόθυμη για κάποια ώρα. «Είχαμε πολλές απώλειες;»

«Αρκετές,» αποκρίθηκε ο Άλτρες. «Αλλά όχι τόσες που θα μας σταματήσουν απ’το να συνεχίσουμε την πολιορκία.»

Η Λαμρίτ ένευσε.

«Ο πόλεμος είναι τρομερό πράγμα, τελικά,» ακούστηκε μια βαριά, μεταλλική φωνή από δίπλα.

Η Λαμρίτ στράφηκε, και απόρησε που δεν είχε ώς τώρα προσέξει τον πελώριο όγκο του Κατακρημνιστή. Πρέπει να ήταν πιο ζαλισμένη απ’ό,τι νόμιζε. «Επιστρέψατε…» είπε.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος. «Είδαμε την αερομαχία από απόσταση, και ο Νελμάτρες μάς έκανε κύκλο μέχρι που να τελειώσει, για να πλησιάσουμε και να προσγειωθούμε.»

«Ωραία. Πώς είναι οι επαναστάτες στην Ένθελρακ;»

«Ζωντανοί μέχρι στιγμής.»

Κρίμα που δεν ήρθε κι ο Πολ μαζί σας, σκέφτηκε η Λαμρίτ. Αλλά ήξερε, μέσω της Διάττα, πως ήταν ακόμα στη Σάνκριλαμ προκαλώντας χάος στους Παντοκρατορικούς.

9.

Χρησιμοποιώντας ενεργειακά κανόνια, καταπέλτες, και γιγαντοβαλλίστρες, οι επαναστάτες συνέχισαν να σφυροκοπούν τα τείχη της Έλρηνεχ, αν μη τι άλλο πιο άγρια από πριν.

Άλλη αεροπορική επίθεση δεν έγινε εναντίον τους.

Και μετά νύχτωσε.

Ο Στρατηγός Φαρτάνες, κοιτάζοντας με τα κιάλια του, είπε: «Δε βλέπω να τους έχουμε κάνει και πολύ σοβαρές ζημιές. Όμως η βόρεια μεριά μοιάζει πιο αδυνατισμένη, εκεί, κοντά σ’αυτό τον πύργο.»

Η Λαμρίτ ένευσε, κατεβάζοντας τα κιάλια της. Πράγματι, τα ενεργειακά κανόνια τον είχαν θερίσει αυτό τον πύργο, παρότι τον έφταναν οριακά.

«Είναι ώρα για τον Κατακρημνιστή; Τι λέτε;» ρώτησε ο Φαρτάνες, κατεβάζοντας κι εκείνος τα κιάλια του και κοιτάζοντας μια τη Λαμρίτ και μια τον Δαίδαλο.

«Ό,τι πεις εσύ, Στρατηγέ,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Εγώ δεν είμαι στρατιωτικός.»

Η Λαμρίτ σκέφτηκε ότι τώρα ο Πολ, αν ήταν εδώ, θα έλεγε κάποιο καυστικό σχόλιο για τον Στρατηγό Φαρτάνες, και της ήρθε να χαμογελάσει αλλά κρατήθηκε. «Μάλλον ναι,» είπε, «όντως είναι ώρα για τον Κατακρημνιστή.»

Μέσα στη νύχτα, ο στρατός του επαναστατημένου Κίρτβεχ ετοιμάστηκε για έφοδο, η οποία θα ακολουθούσε τον Κατακρημνιστή. Δεν θα εφορμούσε ολόκληρο το φουσάτο, ασφαλώς, μα ένα μέρος του, και θα έπαιρναν μαζί τους πολιορκητικές χελώνες που είχαν εστίες στα σπλάχνα τους και ήταν ενεργοκίνητες.

«Πρόμαχε!»

Η Λαμρίτ στράφηκε για να δει τη Μαρινέτ τη μηχανόσοφη να τη φωνάζει από εκεί όπου ήταν καθισμένη μπροστά στο τηλεπικοινωνιακό σύστημα. «Τι;»

«Μήνυμα από τον στόλο.»

Η Λαμρίτ πλησίασε, και ο Φαρτάνες την ακολούθησε, για να σταθούν μπροστά στην τέντα του τηλεπικοινωνιακού συστήματος.

Η Μαρινέτ είπε: «Ο στόλος λέει πως έρχεται, πως η αντίσταση στις όχθες των Δασότοπων των Λάν’τραχαμ υποχώρησε, και πως δεν φαίνεται να υπάρχουν άλλα εμπόδια στον ποταμό. Μόλις εκατό χιλιόμετρα πρέπει να τους χωρίζουν τώρα από την Έλρηνεχ.»

«Είναι στις βόρειες παρυφές των δασότοπων, λοιπόν,» συμπέρανε ο Φαρτάνες.

Η Μαρινέτ κατένευσε. «Ναι, Στρατηγέ.»

«Πώς ήρθε το μήνυμα; Μέσω αεροσκάφους;»

«Ναι.»

«Εκατό χιλιόμετρα δεν μπορούν να τα περάσουν αμέσως,» είπε η Λαμρίτ, «ακόμα κι αν τελικά κανένας δεν προσπαθήσει να τους σταματήσει απ’το να φτάσουν ώς εδώ. Οπότε, καλύτερα ν’ασχοληθούμε με την επίθεσή μας.»

«Φυσικά,» συμφώνησε ο Φαρτάνες, κι απομακρύνθηκαν από το τηλεπικοινωνιακό σύστημα.

Οι πολεμιστές τους που θα εφορμούσαν στο κατόπι του Κατακρημνιστή ήταν έτοιμοι, και το ίδιο και το αυτοκίνητο.

Η Λαμρίτ τού είπε, δείχνοντας: «Τον βλέπεις αυτόν εκεί τον πύργο; Αυτόν που είναι πιο χτυπημένος;»

«Ναι, Πρόμαχε.»

«Θα χτυπήσεις το τείχος στα δεξιά του. Είναι το πιο αδύναμο σημείο. Εντάξει;»

«Κανένα πρόβλημα, Πρόμαχε.»

«Ξεκίνα μόλις μπορείς.»

Ο Κατακρημνιστής πήρε θέση, κατεβάζοντας το κεφάλι του και προτείνοντας τα στριφτά κέρατά του. Τα μάτια του φώτισαν δυνατά, σαν δύο άστρα. Ο Δαίδαλος είχε πει στη Λαμρίτ ότι αντλούσε ενέργεια από την εστία στην πλάτη. Ύστερα από πέντε ανάσες (η Πρόμαχος τις μέτρησε), ο Κατακρημνιστής έτρεξε. Έτρεξε τόσο γρήγορα που η Λαμρίτ είδε την ογκώδη μορφή του να γίνεται μια θολούρα μπροστά στα μάτια της. Της έμοιαζε απίστευτο το γεγονός ότι ένα τόσο μεγάλο και βαρύ κατασκεύασμα ήταν ποτέ δυνατόν να αναπτύξει τέτοια ταχύτητα, κι όμως ήταν αληθινό.

Ο Κατακρημνιστής τινάχτηκε σαν βέλος από γιγαντοβαλλίστρα – ή μάλλον, ακόμα πιο γρήγορα από βέλος – προς τα τείχη της Έλρηνεχ· μερικές ενεργειακές βολές από τις επάλξεις τον αστόχησαν τελείως, κι ύστερα εκείνος έπεσε πάνω στις πέτρες.

Οι οποίες γκρεμίστηκαν μέσα σε σύννεφα σκόνης.

«ΕΦΟΔΟΣ!» φώναξε ο Φαρτάνες. «ΕΦΟΔΟΣ!»

Οι δύο πολιορκητικές χελώνες ξεκίνησαν προς τα τείχη, καθώς οι πολεμικές μηχανές των επαναστατών τις υποστήριζαν και καβαλάρηδες τις ακολουθούσαν. Βλήματα από τις επάλξεις ήρθαν προς τους εφορμώντες επαναστάτες του Κίρτβεχ, σκόνη σηκώθηκε, πτώματα άρχισαν να σκορπίζονται στο πεδίο. Αλλά οι υπερασπιστές της Έλρηνεχ δεν μπορούσαν να επικεντρώσουν όλη την πολεμική τους ισχύ εναντίον των επιτιθέμενων, γιατί ο Κατακρημνιστής τώρα βρισκόταν ανάμεσά τους.

Όταν η Λαμρίτ είδε ότι οι πολιορκητικές χελώνες είχαν πέσει πάνω στα τείχη και τα κοπανούσαν, και οι πολεμιστές του φουσάτου της εισέβαλλαν από το άνοιγμα που είχε κάνει ο Κατακρημνιστής καθώς κι από τα μικρότερα ανοίγματα που τώρα δημιουργούνταν παραδίπλα, είπε: «Πάμε,» και φόρεσε το κράνος της. Η θολούρα που είχε σηκωθεί ήταν τόση πολλή που αποκλείεται οι πολεμικές μηχανές από τις επάλξεις να τους χτυπούσαν καθώς θα πλησίαζαν – αν ασχολούνταν καν να τους σημαδέψουν, τώρα που είχαν τόσα προβλήματα ακριβώς μπροστά τους.

«Θα φέρω το τετράκυκλο,» είπε ο Άλτρες, κι έφυγε. Όταν επέστρεψε κοντά στη Λαμρίτ (που τώρα στεκόταν μόνη μαζί με τον Δαίδαλο, καθώς ο Φαρτάνες είχε απομακρυνθεί), οδηγούσε ένα τετράκυκλο άρμα. Επάνω του μια διπλή γιγαντοβαλλίστρα ήταν προσαρτημένη, την οποία χειρίζονταν ο Καλνίρες και η αδελφή του η Νιρμενέτ. Κι οι δυο τους ήταν επαναστάτες της Λαμρίτ, και κυνηγοί. Νόμιζαν ότι τώρα πήγαιναν για κυνήγι, μ’αυτό το τεράστιο τόξο υπό τον έλεγχό τους;

«Ανέβα, Πρόμαχε!» είπε ο Άλτρες.

Η Λαμρίτ πιάστηκε στο πλάι του άρματος, καθώς αυτό περνούσε από δίπλα της, και γλίστρησε μέσα στην ανοιχτή πόρτα, καθίζοντας κοντά στον Άλτρες. Έκλεισε και είπε: «Προς το άνοιγμα που έκανε ο Κατακρημνιστής.»

«Ο μάγος δεν ήθελε νάρθει, ε;»

«Και να ήθελε δεν θα τον άφηνα. Δε μπορούμε να χάσουμε τον Δαίδαλο σε κάποια τυχαία συμπλοκή – και δεν τον είδα να φορά ούτε ένα κράνος.»

Το άρμα τους δεν ήταν το μόνο που πήγαινε προς τα τείχη. Τώρα που οι επιτιθέμενοι είχαν εισβάλει από τα ανοίγματα και οι πολιορκητικές χελώνες τράνταζαν τις πελώριες πέτρες, πολλά άρματα εφορμούσαν γνωρίζοντας ότι δεν κινδύνευαν και τόσο από τις βολές των πολεμικών μηχανών των υπερασπιστών της πόλης. Επίσης, ελικόπτερα έρχονταν για να αποβιβάσουν επίλεκτες μονάδες πολεμιστών στις επάλξεις της Έλρηνεχ. Η Λαμρίτ είδε, με τις άκριες των ματιών της, ένα να καταρρίπτεται από κάποιο ενεργειακό κανόνι.

«Τ’άλλα αυτοκίνητα γιατί δεν είναι μαζί μας;» ρώτησε ο Άλτρες.

«Είμαι σίγουρη πως έρχονται.»

Ο Άλτρες οδήγησε το άρμα τους μέσα στο άνοιγμα που είχε δημιουργήσει ο Κατακρημνιστής, και η Λαμρίτ άκουσε τη γιγαντοβαλλίστρα από πάνω της να βάλλει. Πίσω από τα τείχη, χάος βασίλευε, όπως ήταν αναμενόμενο. Οπλισμένοι άνθρωποι σκοτώνονταν με οπλισμένους ανθρώπους. Φωτιές είχαν ανάψει από δω κι από κει. Ο Κατακρημνιστής γρονθοκοπούσε και κλοτσούσε εχθρούς, τινάζοντάς τους προς κάθε κατεύθυνση, νεκρούς. Κάπου-κάπου άρπαζε μεγάλες κοτρόνες από τα συντρίμμια και τις πετούσε κι αυτές. Επίσης, η Λαμρίτ είδε ένα αναποδογυρισμένο άρμα που πρέπει, σίγουρα, να ήταν δική του δουλειά.

10.

Ο Πρίγκιπας Νεσνάρες είχε πάει να ξαπλώσει μαζί με τη νεαρή σύζυγό του, όταν ο επικοινωνιακός δίαυλος κουδούνισε και του ανέφεραν ότι ο εχθρός είχε περάσει τα δυτικά τείχη.

«Πώς είναι δυνατόν;» φώναξε ο Νεσνάρες. «Πριν, που κοιτούσα, δεν υπήρχε καμια ένδειξη ότι τα τείχη μας θα έπεφταν, Στρατηγέ!»

Ήταν η Νιρλέτα Ζέρενλαχ που του μιλούσε από τον δίαυλο, η Στρατηγός του Έλρηνεχ. «Και κανονικά δεν θα έπεφταν, Πρίγκιπά μου, όμως… όμως κάτι ήρθε πολύ γρήγορα καταπάνω τους. Ήταν σαν θολούρα μες στη νύχτα, απ’ό,τι μου είπαν. Κανένας δεν πρόλαβε να το χτυπήσει προτού πλησιάσει. Έπεσε πάνω στο τείχος και το γκρέμισε. Και μετά είδαν ότι ήταν ένας από αυτούς τους μεταλλικούς γίγαντες του εχθρού. Ένα ψηλό θηρίο με κέρατα στο κεφάλι–»

«Κι αυτό το πράγμα γκρέμισε τα τείχη της πόλης μου με μια κουτουλιά;» φώναξε ο Νεσνάρες.

«Πολύ φοβάμαι πως έτσι είναι, Πρίγκιπά μου· και τώρα ο εχθρός έχει εισβάλει. Οι μαχητές μας τον αντιμετωπίζουν στους δρόμους. Έχουμε, φυσικά, σηκώσει τη γέφυρα που οδηγεί προς το παλάτι.»

«Θα έρθω στην Αίθουσα του Θρόνου, Στρατηγέ.»

«Όπως επιθυμείτε, Υψηλότατε.»

Ο Νεσνάρες πάτησε ένα κουμπί στο πλάι του διαύλου, τερματίζοντας την επικοινωνία.

Η σύζυγός του, η Ιλρίνα, που ήταν ακόμα καθισμένη στο κρεβάτι, είχε ακούσει τη συνομιλία του και τον κοίταζε τώρα με μάτια γουρλωμένα επάνω στο γαλανόδερμο πρόσωπό της. «Πήραν την πόλη, αγάπη μου;»

«Όχι, φυσικά! Πέρασαν, όμως, τα τείχη μας – οι δαιμονισμένοι!» Ο Νεσνάρες άρχισε να ντύνεται, βιαστικά. «Ο Στρατηγός της Παντοκράτειρας έχει δίκιο: αυτοί οι μεταλλικοί άνθρωποι των αποστατών είναι πολύ επικίνδυνοι.»

«Να έρθω κι εγώ;» ρώτησε η Ιλρίνα, μαζεμένα.

«Πού;»

«Κάτω. Στην Αίθουσα του Θρόνου.»

«Ό,τι νομίζεις,» είπε ο Νεσνάρες. Παρότι ήταν όμορφη και κοινωνική, ορισμένες φορές τού έδινε την εντύπωση πως το μυαλό της δεν λειτουργούσε τόσο γρήγορα όσο θα έπρεπε.

Ωστόσο, όταν σηκώθηκε απ’το κρεβάτι η Ιλρίνα ντύθηκε με αξιοσημείωτη ταχύτητα. Σίγουρα πιο γρήγορα απ’ό,τι συνήθως. Πράγμα που, μάλλον, οφειλόταν στο γεγονός ότι είχε τρομάξει. Ίσως να νόμιζε ότι σύντομα ο εχθρός θα βρισκόταν κοντά στο παλάτι. Αλλά δεν μπορεί να φτάσουν έτσι εύκολα ώς εδώ! σκέφτηκε ο Νεσνάρες.

Όταν κατέβηκε στην Αίθουσα του Θρόνου, μαζί με την Ιλρίνα, βρήκε εκεί τον Επόπτη και τη Στρατηγό Νιρλέτα, καθώς επίσης και κάποιους αξιωματικούς και ευγενείς. Ο Ιανός Θάρδηχ δεν φαινόταν πουθενά.

Ρώτησε τον Νικόλαο’σαρ πού ήταν, κι εκείνος απάντησε: «Δεν είμαι βέβαιος, Υψηλότατε. Στη δυτική μεριά της πόλης, νομίζω.»

«Προσπαθεί να σκοτωθεί;»

«Ίσως να πιστεύει ότι από εκεί μπορεί να ελέγξει καλύτερα την κατάσταση.»

Ο Νεσνάρες στράφηκε στη Νιρλέτα. «Τι προτείνεις, Στρατηγέ;»

«Τι να προτείνω, Πρίγκιπά μου; Πρέπει να τους σταματήσουμε μέσα στους δρόμους, αφού τα τείχη δεν τους σταμάτησαν.»

«Μα, δεν ήμασταν έτοιμοι για οδομαχίες. Όχι από τώρα, τουλάχιστον!»

«Αυτό είναι αλήθεια, Πρίγκιπά μου…» Η Νιρλέτα έμοιαζε πολύ προβληματισμένη.

«Τότε; Τι θα κάνουμε;»

«Θα–» Το κουδούνισμα του τηλεπικοινωνιακού πομπού της τη γλίτωσε από την απάντηση που έπρεπε να δώσει. Ενεργοποιώντας τη συσκευή την έφερε στο αφτί της. «Μάλιστα;»

11.

Ο Ιανός ήταν στην αρχή του δυτικού σκέλους της Κεντρικής Λεωφόρου της Έλρηνεχ, στην άκρη της Φτερωτής Γέφυρας. Στεκόταν επάνω σ’ένα ανοιχτό τρίκυκλο όχημα, στην πίσω μεριά. Μπροστά του ήταν καθισμένος ο οδηγός, και πλάι του μια επίλεκτη Παντοκρατορική πολεμίστρια. Γύρω από το όχημά του βρίσκονταν κι άλλοι πολεμιστές, πεζοί και έφιπποι.

Ένας ακόμα ήρθε, τρέχοντας, βγαίνοντας μέσα από τους μικρότερους δρόμους στα βόρεια. «Πού είναι ο Στρατηγός;» ρώτησε, λαχανιασμένα.

Οι μαχητές που περιστοίχιζαν τον Ιανό τού έκαναν χώρο να περάσει, κι εκείνος πλησίασε το τρίκυκλο. «Στρατηγέ…» είπε χαιρετώντας. Ο λευκός Παντοκρατορικός χιτώνας του άντρα ήταν μαυρισμένος και πιτσιλισμένος με αίμα πάνω από τη φολιδωτή αρματωσιά του, μα ο ίδιος δεν έμοιαζε τραυματισμένος.

«Τι έχεις να αναφέρεις; Γιατί δεν με κάλεσες με τον πομπό σου;»

«Η εστία του πέθανε, Στρατηγέ, μόλις πάτησα το πλήκτρο– Τέλος πάντων. Τα πράγματα είναι άσχημα. Η βορειοδυτική πύλη έχει παρθεί από τους αποστάτες, καθώς και σχεδόν όλη η βορειοδυτική μεριά. Τη δυτική πύλη την κρατάμε ακόμα. Με το ζόρι. Οι αποστάτες, όμως, πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο στην Κεντρική Λεωφόρο.»

«Προς το παλάτι πηγαίνουν;»

Ο πολεμιστής κούνησε το κεφάλι. «Όχι, Στρατηγέ. Και η γέφυρα του παλατιού είναι σηκωμένη, άλλωστε.»

«Οι μεταλλικοί άνθρωποι;»

«Μαζί τους. Κι ένας απ’αυτούς λένε πως εμφανίζεται σαν φάντασμα μέσ’ από τη νύχτα: κι έχει σπαθιά αντί για χέρια.»

Ο Ιανός το είχε ξανακούσει αυτό, στις προηγούμενες μάχες με τους αποστάτες. Δε θα τους κρατήσουμε, σκέφτηκε. Πώς μπορείς να σταματήσεις ανθρώπους από μέταλλο που τίποτα δεν φαίνεται να τους σκοτώνει εκτός από ενεργειακά κανόνια;

«Ταγματάρχη,» είπε ο Ιανός.

Μια γυναίκα που καθόταν επάνω σε άλογο στράφηκε να τον κοιτάξει. «Στρατηγέ.»

«Συγκεντρώνουμε όλους τους πολεμιστές μας και υποχωρούμε στην ανατολική μεριά της πόλης, στην άλλη όχθη. Τις γέφυρες τις ανατινάζουμε. Όλες, εκτός από την Παλατιανή.»

«Δε νομίζω αυτό ν’αρέσει στον Πρίγκιπα, Στρατηγέ.»

«Δε με νοιάζει τι αρέσει στον Πρίγκιπα και τι όχι, Ταγματάρχη.»

«Με τους πολίτες τι θα γίνει;» ρώτησε ένας λοχαγός.

«Αφήστε τους να κάνουν ό,τι θέλουν. Δεν έχουμε χρόνο ν’ασχοληθούμε μαζί τους,» αποκρίθηκε ψύχραιμα ο Ιανός. Ήθελε οπωσδήποτε να σταματήσει τους καταραμένους αποστάτες εδώ, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να τινάξει ολόκληρη την πόλη στον αέρα. Ο Κρυφός Άρχοντας, αναμφίβολα, δεν θα ήταν καθόλου ευχαριστημένος αν έβρισκε τους μεταλλικούς ανθρώπους ξαφνικά μέσα στη Ρελκάμνια, αφού είχαν διασχίσει όλη τη Βίηλ.

12.

Οι Παντοκρατορικοί υποχωρούσαν και οι πολεμιστές του Έλρηνεχ τούς μιμούνταν. Η υποχώρησή τους ήταν τακτική, παρατηρούσε η Λαμρίτ. Κάποιος τούς είχε προστάξει να φύγουν· δεν είχαν πανικοβληθεί κι έτρεχαν να γλιτώσουν. Άδειαζαν τους δρόμους από την παρουσία τους, κι έπαιρναν μαζί τους και τις πολεμικές μηχανές και τα άρματά τους.

Η Λαμρίτ ενεργοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της για να μάθει αν σ’ολόκληρη τη δυτική μεριά της Έλρηνεχ επικρατούσε αυτή η κατάσταση. Κι όπως της ανέφεραν, ο ένας μετά τον άλλο, οι αξιωματικοί, πράγματι αυτή η κατάσταση επικρατούσε παντού. Ο εχθρός φαινόταν να υποχωρεί προς την αντικρινή όχθη του ποταμού. Η Λαμρίτ πρόσταξε να μην τους καταδιώξουν. Και ο Φαρτάνες, αν είχε μάθει τα νέα, μάλλον είχε δώσει την ίδια διαταγή, γιατί κανένας δεν διαφώνησε με την Πρόμαχο, ούτε έκανε του κεφαλιού του.

Ο Άλτρες οδήγησε το άρμα της Λαμρίτ προς τη δυτική πύλη της Έλρηνεχ, και είδαν και με τα ίδια τους τα μάτια ότι, όντως, κι αυτή είχε εγκαταλειφθεί, καθώς επίσης και η Κεντρική Λεωφόρος που ξεκινούσε από εκεί και πήγαινε προς τη Φτερωτή Γέφυρα.

Ήταν λίγο πριν από τα μεσάνυχτα τώρα, συνειδητοποίησε η Λαμρίτ κοιτάζοντας το ρολόι στην κονσόλα του άρματος. Με τις συμπλοκές μέσα στους δρόμους της πόλης, ο χρόνος είχε γλιστρήσει χωρίς να τον αντιληφτεί. Κι ακόμα θα πολεμούσαμε, αν δεν είχαν αποφασίσει να μας διευκολύνουν. Γιατί, όμως, είχαν πάρει μια τέτοια απόφαση; Σίγουρα κάποιο σχέδιο θα είχαν στο μυαλό τους: κάτι που δεν θα ήταν καθόλου υπέρ των επαναστατών. Σχέδιο του Ιανού Θάρδηχ, ίσως; Ο Πολ φαινόταν να τον έχει σε υπόληψη: τουλάχιστον για τις στρατηγικές του ικανότητες.

«Πρέπει να είμαστε προσεχτικοί τώρα,» είπε η Λαμρίτ στον Άλτρες, καθώς το άρμα τους κυλούσε αργά επάνω στην Κεντρική Λεωφόρο, την οποία είχαν καταλάβει οι επαναστάτες. «Δε θα μας έδιναν τη μισή πόλη έτσι απλά.»

«Καταλαβαίνω τι λες. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της Έλρηνεχ είναι στην ανατολική όχθη, Λαμρίτ, και ίσως αυτό να θέλουν να κρατήσουν, βάζοντας τον ποταμό ανάμεσα σ’εκείνους και σ’εμάς.»

«Μπορεί,» παραδέχτηκε η Πρόμαχος.

Καθώς έφταναν στη Δυτική Αγορά της Έλρηνεχ, είδαν ότι κάποιες λίγες συγκρούσεις γίνονταν ακόμα ανάμεσα στους επαναστάτες και στους Παντοκρατορικούς και τους υποστηρικτές τους. Ωστόσο, οι τελευταίοι συνέχιζαν, σταθερά, να υποχωρούν παρότι εξαπέλυαν θύελλες από βέλη πίσω τους.

13.

Ο Ιανός Θάρδηχ βρισκόταν στα Κέρατα: ένα σημείο όπου δύο άλλοι δρόμοι ξεκινούσαν από τα πλάγια της Κεντρικής Λεωφόρου, μοιάζοντας με κέρατα. Ο ένας πήγαινε προς το παλάτι, ο άλλος προς τη βορειοανατολική πύλη. Το μέρος αυτό ήταν, φυσικά, στην ανατολική μεριά της Έλρηνεχ, περίπου δύο χιλιόμετρα απόσταση από τη Φτερωτή Γέφυρα.

Ο Ιανός είχε κατεβεί τώρα από το τρίκυκλο όχημα και στεκόταν κοντά στον τοίχο ενός κλειδωμένου και αμπαρωμένου κοσμηματοπωλείου. Στο χέρι του ήταν ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του. Περίμενε επικοινωνία από τους ανθρώπους που είχε στείλει στις γέφυρες, ενώ έβλεπε στρατιώτες, άρματα, και άλογα να περνάνε από μπροστά του καθώς υποχωρούσαν από τα δυτικά της πόλης.

«Στρατηγέ,» είπε η ταγματάρχης με την οποία είχε μιλήσει και πριν. Ονομαζόταν Ελίζα· για το επώνυμό της, ο Ιανός δεν ήταν βέβαιος αυτή τη στιγμή, αλλά ήταν σίγουρα Ρελκάμνιο. Ο Κρυφός Άρχοντας τον είχε στείλει αργά εδώ· δεν είχε χρόνο να μάθει τα πάντα και τους πάντες. Και ίσως να μην είχε και αρκετό χρόνο για να σταματήσει τους επαναστάτες – πράγμα που ήταν και το χειρότερο. «Νομίζω πως θα ήταν καλό, τουλάχιστον, να το πείτε στον Πρίγκιπα προτού ενεργήσετε…» Έμοιαζε λιγάκι διστακτική καθώς μιλούσε.

«Δε χρειάζομαι την έγκριση του Πρίγκιπα για να κάνω οτιδήποτε, Ταγματάρχη,» είπε ήρεμα ο Ιανός. «Είμαι ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας. Αν αυτά που κάνω δεν αρέσουν στον Πρίγκιπα, μπορεί να παραιτηθεί από την εξουσία.»

Η ταγματάρχης δεν διαφώνησε λεκτικά, αλλά η όψη της έλεγε ξεκάθαρα πως διαφωνούσε, πως ίσως η νοοτροπία του Ιανού να προκαλούσε προβλήματα.

Λες και θα έχουμε χρόνο για προβλήματα, αν δεν καταφέρουμε να σταματήσουμε τους επαναστάτες!

Ο πομπός του κουδούνισε. Ο Ιανός απάντησε. «Ναι.»

«Στρατηγέ, οι εκρηκτικές ύλες έχουν τοποθετηθεί στη Φτερωτή Γέφυρα.»

«Καλώς.»

Η επικοινωνία τερματίστηκε.

Και ο Ιανός τώρα περίμενε και τους άλλους να επικοινωνήσουν μαζί του, για να του πουν ότι και τα εκρηκτικά στη Νότια Γέφυρα ήταν τοποθετημένα και έτοιμα να την ανατινάξουν. Το ιδανικό θα ήταν, μάλιστα, οι γέφυρες να ανατινάζονταν ενώ οι επαναστάτες προσπαθούσαν να τις περάσουν· αλλά ο Ιανός δεν νόμιζε ότι θα βιάζονταν τόσο να διασχίσουν τον ποταμό. Θα υποπτεύονταν, αναμφίβολα, κάποια παγίδα. Οι άνθρωποι που είχαν πάρει τα Δόντια της Ουράς δεν μπορεί να ήταν ηλίθιοι. Δεν είχαν δείξει ίχνος ανοησίας στις επιθέσεις τους. Ήταν πεπειραμένοι, εκτός από τα τρομερά όπλα που είχαν στη διάθεσή τους.

Αν όμως δεν ήταν αυτά τα όπλα, θα τους είχα νικήσει.

14.

«Γιατί υποχωρούν;» απαίτησε ο Πρίγκιπας Νεσνάρες. «Ποιος τους πρόσταξε να υποχωρήσουν;»

«Ο Στρατηγός Ιανός Θάρδηχ, απ’ό,τι μου λένε, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε η Νιρλέτα.

«Είναι ηλίθιοι;» φώναξε ο Νεσνάρες κατεβαίνοντας από τον θρόνο του. «ΕΓΩ είμαι ο Πρίγκιπάς τους, όχι ο δαιμονισμένος Παντοκρατορικός!»

«Τους είπα να μην υποχωρήσουν, Υψηλότατε, αλλά οι Παντοκρατορικοί αρνούνται να με υπακούσουν, και οι δικοί μας μαχητές δεν μπορούν να μείνουν μόνοι τους να αντιμετωπίσουν τους αποστάτες. Θα σκοτωθούν ώς τον τελευταίο, ή θα τραπούν σε άτακτη φυγή – πράγμα χειρότερο απ’το να υποχωρήσουν τακτικά.»

«Θα τον σκοτώσω τον μπάσταρδο!» ούρλιαξε ο Νεσνάρες. Και προς τον Νικόλαο’σαρ, δείχνοντάς τον με το χέρι του: «Εσύ φταις γι’αυτό, Επόπτη!»

«Δεν είπα εγώ στον Ιανό να εγκαταλείψει τη δυτική μεριά της πόλης,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ωστόσο είμαι βέβαιος πως έχει καλό λόγο που το έκανε.»

«Είμαι περίεργος να μάθω τον λόγο του,» μούγκρισε ο Νεσνάρες. «Κάλεσέ τον, Στρατηγέ,» πρόσταξε.

Η Νιρλέτα τον κάλεσε, χρησιμοποιώντας τον πομπό της. Περίμενε απάντηση αλλά απάντηση δεν ήρθε.

«Τι κάνει; Δεν απαντάει;» ρώτησε ο Νεσνάρες.

«Όχι, Υψηλότατε.»

«Γιατί;»

«Μάλλον καταλαβαίνει ότι τον καλούμε από εδώ.»

«Θα τον σκοτώσω τον μπάσταρδο!» επανέλαβε ο Νεσνάρες. «Έχει γαμήσει το Πριγκιπάτο μου με την ηλιθιότητά του!»

15.

Η Λαμρίτ πρόσταξε, πολύ εμφατικά, δύο πράγματα: Πρώτον, κανένας – κανένας – να μην επιχειρήσει να περάσει τις γέφυρες του ποταμού· δεύτερον, κανένας να μη βλάψει τους πολίτες της Έλρηνεχ. Το πρώτο ήταν βέβαιη πως όλοι θα το υπάκουγαν· για το δεύτερο είχε τις αμφιβολίες της. Θα υπήρχαν πολλοί που θα έκαναν διαρρήξεις και ληστείες. Η Λαμρίτ, όμως, είπε στους αξιωματικούς πως όποιον από αυτούς έπιαναν έπρεπε να τον τιμωρήσουν παραδειγματικά. «Ήρθαμε για να ελευθερώσουμε το Πριγκιπάτο απ’τους Παντοκρατορικούς, όχι για να κάνουμε κακό στο λαό του.»

Και ο Στρατηγός Φαρτάνες, που είχε πλέον μπει στην πόλη μαζί με πολλούς άλλους μαχητές, συμφωνούσε απόλυτα με τη Λαμρίτ. «Σας πληρώνουμε,» είπε στους μισθοφόρους. «Δεν έχετε ανάγκη ν’αρπάξετε χρήματα από άλλους. Σ’όποιον δεν φτάνουν αυτά που του δίνουμε ας έρθει να μου το πει!» Κανένας δεν ήρθε να του το πει, αλλά η Λαμρίτ ήταν σίγουρη ότι πολλοί σκέφτονταν πως, αν κάποιος το τολμούσε αυτό, ο Στρατηγός θα τον αγνοούσε ή θα του έλεγε ψέματα ή, στην χειρότερη των περιπτώσεων, θα τον τιμωρούσε αν τον θεωρούσε αυθάδη.

Η Πρόμαχος της Επανάστασης πρόσταξε να ελέγξουν όλα τα μέρη της δυτικής Έλρηνεχ όπου Παντοκρατορικοί μπορούσαν να έχουν κρυφτεί προκειμένου να τους χτυπήσουν αθόρυβα αργότερα. Οι επαναστάτες της υπάκουσαν και ξεκίνησαν να ερευνούν. Η Λαμρίτ, όμως, δεν νόμιζε ότι πραγματικά κανένας από τους υπερασπιστές της πόλης είχε μείνει πίσω. Αυτό, βέβαια, δεν σήμαινε ότι εκείνη έπρεπε να είναι απρόσεχτη…

Ποιο μπορεί να είναι το σχέδιό τους; αναρωτήθηκε, καθώς έβγαζε το κράνος της και καθόταν επάνω στο πλάι ενός μεγάλου ερπυστριοφόρου που έπιανε σχεδόν όλη την Κεντρική Λεωφόρο στο πλάτος. Κοίταξε τον νυχτερινό ουρανό και είδε τα αεροσκάφη της Επανάστασης που έκαναν κύκλους πάνω από τη δυτική Έλρηνεχ. Αν οι Παντοκρατορικοί σκέφτονται να μας βομβαρδίσουν, θα το βρουν δύσκολο.

Μπορεί, άραγε, να είχαν θάψει τις βόμβες τους κάτω από τους δρόμους της πόλης; Παρανοϊκό. Και η Λαμρίτ δεν νόμιζε ότι θα το έκαναν. Χρειαζόταν πολύ χρόνο, κατά πρώτον· και κατά δεύτερον, θα καταστρεφόταν έτσι ολόκληρη η δυτική Έλρηνεχ.

Άρχισε να αισθάνεται άβολα, όμως.

Κατέβηκε από το άρμα και φώναξε στον Καρτάφες’νορ να πλησιάσει, επειδή αυτός ήταν ο πρώτος μάγος που είδε.

«Τι θα ήθελες, Πρόμαχε;» τη ρώτησε, καθώς απομακρυνόταν από τον Πάνοπλο και τον Εξάποδο για να έρθει κοντά της.

«Να συγκεντρώσεις κι άλλους μάγους και να ελέγξετε για εκρηκτικές ύλες θαμμένες κάτω από τους δρόμους της πόλης.»

Ο Καρτάφες συνοφρυώθηκε. «Νομίζεις ότι…;»

«Το θεωρώ απίθανο, αλλά με την ξαφνική υποχώρηση του εχθρού τίποτα δεν αποκλείεται.»

Ο Καρτάφες κατένευσε. «Θα το κάνω αμέσως, Πρόμαχε. Ας δούμε πρώτα αν υπάρχει κάτι εδώ.» Κι άρθρωσε τα λόγια για κάποιο ξόρκι – μάλλον, το Ξόρκι Εντοπισμού Εκρηκτικών Υλών. Η Λαμρίτ μπορούσε να διακρίνει αληθινή ανησυχία στο πρόσωπό του, και νόμιζε ότι ο μάγος κατά πάσα πιθανότητα ανησυχούσε για τα αυτοκίνητά του περισσότερο παρά για τους συντρόφους του.

Μετά από λίγο, ο Καρτάφες’νορ είπε: «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ, Πρόμαχε.» Ήταν φανερά ανακουφισμένος. «Πάω να ειδοποιήσω κι άλλους, ώστε να ερευνήσουμε σε μεγαλύτερη περιοχή.»

Η Λαμρίτ κατένευσε. Ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος του Κίρτβεχ είχε στείλει αρκετούς μάγους μαζί με το στράτευμα.

Καθώς ο Καρτάφες’νορ έφευγε, δυνατές εκρήξεις αντήχησαν στην πόλη, και η Λαμρίτ είδε φωτιά να πηδά ψηλά μέσα στη νύχτα, πίσω και πάνω από τα οικήματα.

Από τα ανατολικά.

16.

«Τολμάς να παρουσιάζεσαι μπροστά μου ύστερα – ύστερα απ’αυτά που έκανες!;» φώναξε ο Πρίγκιπας Νεσνάρες, μόλις ο Ιανός Θάρδηχ μπήκε στην Αίθουσα του Θρόνου συνοδευόμενος από Παντοκρατορικούς μαχητές. «Δε φτάνει που εγκατέλειψες τη μισή μου πόλη στα τσακάλια του Κίρτβεχ, τώρα ανατίναξες και τις γέφυρες! Και τις δύο! Πάλι καλά που άφησες την Παλατιανή!»

«Η Παλατιανή σηκώνεται, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ήρεμα ο Ιανός, πλησιάζοντάς τον εκεί όπου στεκόταν, μερικά βήματα απόσταση από τον Θρόνο του Έλρηνεχ.

«Μου κάνεις και πνεύμα, τώρα;» γρύλισε ο Νεσνάρες.

«Αντιθέτως, απλώς δηλώνω το προφανές. Ανατίναξα τις άλλες δύο γέφυρες προκειμένου να περιορίσω τους αποστάτες στα δυτικά–»

«Χωρίς να με ρωτήσεις!»

«Η δουλειά μου είναι να ηττηθούν οι αποστάτες, και σκοπεύω να την κάνω σωστά.»

«Όχι με κόστος το Πριγκιπάτο μου, Στρατηγέ,» είπε ο Νεσνάρες, κάνοντας ένα βήμα όπισθεν. Έδειξε τον Ιανό με το δεξί του χέρι, προστάζοντας τους φρουρούς του: «Συλλάβετε αυτό τον άνθρωπο! Αμέσως!»

Ο Ιανός ξεθηκάρωσε το σπαθί του και, διαγράφοντας ένα αιματηρό ημικύκλιο με τη λεπίδα, έσκισε τον λαιμό του Πρίγκιπα.

Ο Νεσνάρες παραπάτησε, καθώς κραυγές ακούγονταν παντού γύρω του και άνθρωποι τραβούσαν όπλα. Δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι είχε γίνει. Δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Είδε τα αίματα επάνω στα ρούχα του. Άγγιξε το λαιμό του, καθώς έφτυνε αίμα και το έβρισκε αδύνατο να αναπνεύσει.

Ο Πρίγκιπας του Έλρηνεχ σωριάστηκε απότομα στο πάτωμα, σπαρταρώντας σαν ψάρι έξω από το νερό.

Η Ιλρίνα, η νεαρή σύζυγός του, ούρλιαζε, με τα χέρια της μπροστά στο στόμα, ατενίζοντάς τον με γουρλωμένα μάτια. Το γαλανό δέρμα της είχε ξασπρίσει.

«Επιτεθείτε μου και θα πεθάνετε όλοι!» προειδοποίησε ο Ιανός τους φρουρούς του Νεσνάρες, που είχαν άπαντες τα όπλα τους στα χέρια. Οι Παντοκρατορικοί πολεμιστές – οι δικοί του φρουροί – ήταν επίσης ξεσπαθωμένοι – ακόμα κι ο Νικόλαος’σαρ. «Είμαι ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας, και ο ανόητος Πρίγκιπάς σας προσπάθησε να με εμποδίσει απ’το να κάνω τη δουλειά μου. Έλαβε ό,τι λαμβάνει κάθε προδότης της Συμπαντικής Παντοκρατορίας.

»Προς το παρόν, εγώ είμαι ο μοναδικός Πρίγκιπας στην Έλρηνεχ. Και θα είμαι μέχρι να ηττηθούν οι αποστάτες. Μετά μπορείτε να κάνετε ό,τι νομίζετε στο Πριγκιπάτο σας· δεν με απασχολεί.

»Διαφωνεί κανένας;» Ενώ το σπαθί του ακόμα έσταζε από το αίμα του Νεσνάρες, κοίταξε έναν προς έναν τους ευγενείς μέσα στην Αίθουσα του Θρόνου, αρκετοί από τους οποίους ήταν συγγενείς του σκοτωμένου Πρίγκιπα. Είδε εκφράσεις τρόμου, απόγνωσης, οργής, μίσους προς το άτομό του… αλλά και κάποιες ικανοποιημένες εκφράσεις – επίδοξοι πρίγκιπες και πριγκίπισσες, ίσως; ή άνθρωποι που είχαν λόγο να μη συμπαθούν τον Νεσνάρες; Ανούσιο ήταν για εκείνον, επί του παρόντος.

«Διαφωνεί κανένας, άρχοντές μου, αρχόντισσές μου;»

Κανείς δεν μίλησε. Οι Παντοκρατορικοί πολεμιστές μέσα στην αίθουσα υπεραριθμούσαν των πολεμιστών που ήταν πιστοί στον μακαρίτη Πρίγκιπα.

«Ωραία,» είπε ο Ιανός, σκουπίζοντας το σπαθί του και θηκαρώνοντάς το. «Μπορούμε τώρα να ασχοληθούμε αποκλειστικά με την τελική ήττα των αποστατών.»

Απολλώνια

1.

Ο Ανδρόνικος άπλωσε το χέρι του και έκλεισε το ξυπνητήρι μόλις αυτό άρχισε να χτυπά. Είχε ήδη ξυπνήσει.

Δεν είχε κοιμηθεί και πολύ τη νύχτα, ήταν η αλήθεια. Τελευταία δεν κοιμόταν καθόλου καλά. Η Ιωάννα ερχόταν στο μυαλό του· αναρωτιόταν αν ήταν ακόμα ζωντανή· αν θα την έβρισκε στη Ρελκάμνια, όταν τα Απολλώνια στρατεύματα και οι επαναστάτες από τις άλλες διαστάσεις εισέβαλαν εκεί. Κι αυτό δεν ήταν το μόνο που τον κρατούσε ξύπνιο τις νύχτες, αλλά και πολλά άλλα… Επαναστάτες που είχαν σκοτωθεί στον αγώνα κατά της Παντοκρατορίας, πόλεις που είχαν ερειπωθεί, ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος που κόντευε να διχοτομήσει την Απολλώνια… Τι μέλλον θα έχτιζαν μετά απ’όλα αυτά;

Το ήξερε, όμως, ότι ήταν απλά κουρασμένος από τόσα χρόνια αγώνα, γι’αυτό έβλεπε την αρνητική όψη του πράγματος. Σύντομα, το Γνωστό Σύμπαν θα ήταν ελεύθερο από τους δυνάστες του! Ο Ανδρόνικος προσπάθησε να πάρει δύναμη από αυτό.

Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και ετοιμάστηκε χωρίς να καθυστερήσει. Ντύθηκε και βγήκε απ’το δωμάτιό του μέσα στο πρόχειρο Κ.Ε.Α.Δ. της Βιρβάνης, το οποίο βρισκόταν στα άκρα της πόλης. Ο Ανδρόνικος δεν ήθελε να το στήσει στο εσωτερικό της, γιατί πίστευε ότι γρήγορα οι Απολλώνιες δυνάμεις θα έφευγαν από εδώ, και γιατί δεν ήθελε να προκαλέσει στην πόλη περισσότερη αναστάτωση απ’ό,τι είχε ήδη προκληθεί με τους Παντοκρατορικούς.

Η Βιρβάνη είχε, εξαιτίας τους, μείνει χωρίς άρχοντα. Ο Δούκας της και ολόκληρη η οικογένειά του ήταν νεκροί, είχε μάθει ο Ανδρόνικος. Οι Παντοκρατορικοί τούς είχαν σκοτώσει πριν από τρία χρόνια, όταν είχαν προσπαθήσει να ξεσηκωθούν, παρακινημένοι από την Επανάσταση του Ανδρόνικου. (Ακόμα κάποιοι που ο θάνατός τους οφείλεται σ’εμένα, παρότι δεν τους ζήτησα ποτέ να εξεγερθούν από μόνοι τους.) Πολλοί από τους συγγενείς του Δούκα που δεν ήταν μέσα στην κοντινή οικογένειά του είχαν φύγει ή κρυφτεί, φοβούμενοι ότι θα είχαν το ίδιο τέλος μ’εκείνον. Ορισμένοι είχαν μείνει, και είχαν ορκιστεί στους Παντοκρατορικούς πως οι ίδιοι δεν ήταν μπλεγμένοι στον ξεσηκωμό· δεν ήξεραν τίποτα για τις κινήσεις του Δούκα. Τώρα, λοιπόν, δεν ήταν ξεκάθαρο ποιος έπρεπε να καθίσει στον Θρόνο της Βιρβάνης, αλλά πολλοί είχαν παρουσιαστεί ζητώντας την εξουσία. Είχαν συγκεντρωθεί στο Επιγραμμένο Παλάτι (όπως το ονόμαζαν εξαιτίας μιας αρχαίας επιγραφής στην είσοδό του), στο κέντρο της πόλης, και διαπληκτίζονταν. Πολλοί είχαν Καλέσει πολλούς, και μονομαχίες είχαν γίνει. Ορισμένοι είχαν ζητήσει από τον Ανδρόνικο εκείνος να αποδώσει δικαιοσύνη, καθότι Βασιληάς της Απολλώνιας, αλλά ο Ανδρόνικος είχε αποκριθεί πως δεν είχε χρόνο τώρα να διερευνήσει την κατάσταση όπως όφειλε ώστε να πάρει ορθή και δίκαιη απόφαση. Αυτό απλά είχε κάνει τους τσακωμούς των ευγενών της περιοχής να ενταθούν. Και σε πόσα ακόμα μέρη του Γνωστού Σύμπαντος θα διαδραματίζονται παρόμοια θέατρα, τώρα που οι Παντοκρατορικοί θα υποχωρούν…

Βάδισε στους διαδρόμους του Κ.Ε.Α.Δ. κουρασμένα, χαιρετώντας τους φρουρούς με σύντομα νεύματα όταν κι αυτοί τον χαιρετούσαν.

Το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα τον περίμενε έξω από την είσοδο του Κ.Ε.Α.Δ., έχοντας τη μορφή μεγάλου τροχοφόρου με έξι πελώριες μεταλλικές ρόδες, πολεμική θωράκιση, ένα πυροβόλο μπροστά, ένα πυροβόλο πίσω, και ένα ρουκετοβόλο ανάμεσά τους. Πλάι στην ανοιχτή πόρτα του οχήματος στέκονταν ο Οδυσσέας και η Βατράνια, μιλώντας. Βλέποντάς τον, στράφηκαν και τον καλημέρισαν.

«Όλα έτοιμα;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

Ο Οδυσσέας ένευσε. «Μόλις έρθουν κι οι υπόλοιποι, ξεκινάμε.»

Ο Ανδρόνικος μπήκε στο εσωτερικό του οχήματος, χωρίς άλλες κουβέντες.

Η Βατράνια κοίταζε την πλάτη του μέχρι που, στρίβοντας, χάθηκε από τα μάτια της. «Δεν είναι καθόλου καλά, τελευταία,» παρατήρησε, κι έστρεψε το βλέμμα της στον Οδυσσέα.

«Ήταν μαζί με την Ιωάννα χρόνια,» είπε εκείνος. «Από την αρχή της Επανάστασης. Ορισμένοι λένε ότι οι δυο τους, ουσιαστικά, ξεκίνησαν την Επανάσταση. Και τώρα… ίσως η Ιωάννα να είναι νεκρή, Βατράνια…»

«Νικάμε, όμως. Οι λίγοι Παντοκρατορικοί που έχουν απομείνει στην Απολλώνια έχουν υποχωρήσει στον Ερειπιώνα. Η διάσταση του Ανδρόνικου είναι ελεύθερη: έχει πετύχει εκείνο που ήθελε.»

«Καμια φορά,» είπε ο Οδυσσέας, «πετυχαίνεις εκείνο που θέλεις κι ανακαλύπτεις πως δεν ήταν αυτό που αρχικά φανταζόσουν.»

«Είστε όλοι πολύ μελαγχολικοί σήμερα, μου φαίνεται.»

Ο Σέλιρ’χοκ και η Άνμα’ταρ πλησίασαν μαζί με τον Βαλέριο. Και δίπλα στον Βαλέριο βάδιζε η Φλαβία του Οίκου των Βορειομάχων, ντυμένη σαν να σχεδίαζε να πάει ταξίδι και μ’έναν σάκο να κρέμεται στο πλάι της, ενώ από τη ζώνη της κρεμόταν ένα σπαθί με λαξευτή λαβή.

«Αρχόντισσά μου,» είπε ο Οδυσσέας. «Δεν γνωρίζαμε ότι ήσασταν στη Βιρβάνη…»

«Χτες ήρθα, Πρόμαχε,» αποκρίθηκε η Φλαβία. «Μόλις έμαθα ότι διώξατε τους Παντοκρατορικούς, ήθελα να δω με τα μάτια μου πώς είναι η κατάσταση εδώ.»

«Και τι συμπέρασμα βγάλατε;»

«Ότι υπάρχει πρόβλημα στην εξουσία, κατά πρώτον.»

«Γνωρίζατε ότι η οικογένεια του Δούκα είχε δολοφονηθεί από τους Παντοκρατορικούς;» ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Το είχα ακούσει· τα νέα είχαν φτάσει στη Βολιρία. Θυμάμαι, μάλιστα, που ο πατέρας– το Δημιούργημα είχε πει ότι κανέναν δεν ωφελεί να ξεσηκώνεται έτσι άσκοπα. Και οι τοπικές εφημερίδες – αναμφίβολα παρακινημένες από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας – είχαν χρησιμοποιήσει τη γενοκτονία στη Βιρβάνη για να τρομοκρατήσουν τους πολίτες της Βολιρίας.»

«Γνωστές τακτικές των πρακτόρων της Παντοκράτειρας,» είπε η Βατράνια, που είχε δει πολλά τέτοια να συμβαίνουν στη Σεργήλη. «Υποθέτω, το ίδιο θα έκαναν και με τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Έχετε τηλεοπτικούς σταθμούς στη Βολιρία, έτσι δεν είναι;»

«Φυσικά,» αποκρίθηκε η Φλαβία, ρίχνοντάς της ένα βλέμμα που έμοιαζε να λέει: Τι νομίζεις ότι είμαστε; Βάρβαροι; «Και πράγματι, έκαναν αυτό που λες.»

«Τέλος πάντων,» είπε ο Οδυσσέας. «Θέλετε να έρθετε μαζί μας, Αρχόντισσά μου;»

«Αυτό σκέφτομαι, Πρόμαχε, ναι.»

Ο Βαλέριος ανασήκωσε τους ώμους. «Της είπα ότι πηγαίνουμε σε άγνωστα εδάφη και ότι δεν υπήρχε λόγος να μας συνοδέψει…»

«Γνωρίζω αυτά τα εδάφη καλύτερα από εσάς, όμως,» είπε η Φλαβία, όχι απότομα αλλά σαν να ήταν γενική αλήθεια. «Η Βολιρία είναι κοντά στη Γη των Βορεάδων.»

«Δεν έχω πρόβλημα να έρθετε, Αρχόντισσά μου, αν το επιθυμείτε,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.

Η Φλαβία ένευσε, έριξε ένα βλέμμα στον Βαλέριο, και ανέβηκε στο Αυτοσυντηρούμενο Όχημα.

«Εσύ έχεις ξαναπάει στα Παλιά Κάστρα;» ρώτησε ο Οδυσσέας τον Βαλέριο, προτού μπει κι αυτός στο όχημα.

«Παρότι έχω ταξιδέψει σ’ένα σωρό διαστάσεις, δεν έχω ταξιδέψει σε ολόκληρη τη δική μου διάσταση, Οδυσσέα.»

Ο Οδυσσέας ένευσε. Την περίμενε αυτή την απάντηση. Τα Παλιά Κάστρα ήταν σχεδόν σαν άλλη διάσταση για πολλούς Απολλώνιους. Ανέκαθεν ήταν απομονωμένα εκεί πάνω, στον απώτερο βορρά της Απολλώνιας, έξω από τα σύνορα του Βασιλείου· κι όταν είχαν έρθει οι Παντοκρατορικοί, είχαν απομονωθεί ακόμα περισσότερο. Ο Οδυσσέας ήλπιζε να μη συναντούσαν, τελικά, βαρβάρους σ’αυτές τις περιοχές.

Καθώς ο Βαλέριος έμπαινε στο όχημα, ο Σέλιρ’χοκ ρώτησε: «Ο Πρίγκιπάς μας είναι εδώ;»

«Ναι,» απάντησε ο Οδυσσέας.

«Αλλά σε άσχημη κατάσταση,» πρόσθεσε η Βατράνια.

Ο Σέλιρ’χοκ την κοίταξε ερωτηματικά.

«Μην της δίνεις σημασία,» του είπε ο Οδυσσέας· «δε συμβαίνει τίποτα. Και τώρα, μπορούμε να ξεκινήσουμε. Ήσασταν οι τελευταίοι που περιμέναμε.»

Μπήκαν στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα και η Άνμα’ταρ έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Μέσα, η Αριάδνη’ταρ καθόταν σ’ένα μεγάλο δερμάτινο κάθισμα, κρατούσε ένα περιοδικό, και έδειχνε κάτι στην Αθηνά, η οποία ήταν καθισμένη πλάι της με τα πόδια σταυρωμένα στο γόνατο. Τώρα, πήρε το βλέμμα της από τις σελίδες του περιοδικού και το έστρεψε στον Οδυσσέα. «Φεύγουμε;»

«Ναι. Είναι όλοι εδώ, έτσι;» Ήθελε να βεβαιωθεί, αν και δε νόμιζε ότι είχε κάνει λάθος.

«Τώρα που ήρθαν ο Σέλιρ και η Άνμα, ναι.»

Ο Σθένελος’σαρ βγήκε από ένα άνοιγμα. «Έχουμε τέσσερις μάγους, λοιπόν. Ποιος θα μείνει έξω από το ενεργειακό κέντρο;»

«Να τραβήξουμε κλήρους;» είπε η Αριάδνη, μεταξύ αστείου και σοβαρού.

«Γιατί όχι;»

«Ορίστε,» είπε η Αθηνά στον Οδυσσέα. «Κι ορισμένοι περιμένουν από τους μάγους να είναι πιο σοβαροί…»

Ο Πρόμαχος μειδίασε και πήγε, μαζί με τη Βατράνια, στη μπροστινή μεριά του οχήματος, όπου συνάντησαν τον Ανδρόνικο, τη Νικίτα, και τον Ευθύπορο. Η Μαύρη Δράκαινα ήταν καθισμένη στην κονσόλα που έλεγχε το μπροστινό πυροβόλο, ο Ευθύπορος σ’αυτήν που έλεγχε το πίσω πυροβόλο, και ο Πρίγκιπας στο τηλεπικοινωνιακό σύστημα.

«Ξεκινάμε,» του είπε ο Οδυσσέας. «Μόλις οι μάγοι αποφασίσουν ποιος θα τεμπελιάσει.» Και κάθισε στο τιμόνι του οχήματος.

Η Βατράνια κάθισε κοντά στον Ανδρόνικο.

Μετά από λίγο, ο Οδυσσέας είδε την κονσόλα του να ενεργοποιείται ενώ πριν ήταν τελείως νεκρή. Οι μάγοι είχαν κάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως. Το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα δεν λειτουργούσε με ενεργειακές φιάλες· η ενέργειά του ήταν μόνιμη· αλλά, αν μάγοι δεν βρίσκονταν στο ενεργειακό κέντρο του, κανένα σύστημα δεν δούλευε. Ούτε καν οι λάμπες.

Ο Σέλιρ’χοκ ήρθε στο μπροστινό μέρος του οχήματος.

«Εσύ, τελικά, περισσεύεις;» του είπε η Βατράνια.

«Έτσι φαίνεται.»

Ο Ανδρόνικος πάτησε μερικά πλήκτρα στην κονσόλα τηλεπικοινωνιών και έλαβε θετικά μηνύματα από τα οχήματα και τα αεροσκάφη που θα τους συνόδευαν.

«Φεύγουμε, Οδυσσέα,» είπε.

Ο Πρόμαχος της Επανάστασης πάτησε το πετάλι, και το Αυτοσυντηρούμενο Όχημα άρχισε να κινείται μέσα στους δρόμους της Βιρβάνης.

2.

Μπορούσαν να πάνε στα Παλιά Κάστρα πετώντας. Αλλά ο Ανδρόνικος δεν ήθελε να φτάσουν εκεί τόσο γρήγορα. Ήθελε να δει πώς ήταν οι περιοχές ώς τη Βορεόπολη, καθώς και να δώσει στους Βορεάδες καιρό να καταλάβουν τον ερχομό του. Δε νόμιζε ότι θα ωφελούσε να βρεθεί ξαφνικά ανάμεσά τους.

«Είναι και η Φλαβία μαζί μας, Πρίγκιπά μου,» του είπε ο Οδυσσέας, οδηγώντας, μόλις είχαν βγει από τη Βιρβάνη και έστριβαν βόρεια.

«Η Βορειομάχη;»

«Ναι. Ήρθε εδώ όταν έμαθε ότι νικήσαμε τους Παντοκρατορικούς, για να δει πώς είναι η κατάσταση. Λέει ότι ξέρει τη Γη των Βορεάδων καλύτερα από εμάς, επομένως ίσως μπορεί να μας βοηθήσει.»

«Έχει ξαναταξιδέψει στα Παλιά Κάστρα;»

«Δε νομίζω.»

«Τότε καλύτερα να έμενε στη Βιρβάνη, μήπως και μπορέσει να βγάλει καμια άκρη με τους τρελούς ευγενείς της περιοχής. Κι εδώ που τα λέμε,» πρόσθεσε ο Ανδρόνικος στρεφόμενος στη Βατράνια, «καλύτερα κι εσύ να έμενες στη Βιρβάνη. Σε χρειάζομαι ζωντανή, μετά.»

«Αν είστε εσείς ζωντανοί, θα είμαι κι εγώ· το υπόσχομαι.» Η Βατράνια μειδίασε. «Αλλά γιατί αναφέρεσαι σ’εμένα συγκεκριμένα, Πρίγκιπά μου;» Ύψωσε ένα ξανθό φρύδι.

«Θέλω να πας στη Σεργήλη κάποια στιγμή σύντομα, να τους πεις ότι ο πόλεμος εδώ έχει τελειώσει, κι ότι ετοιμαζόμαστε να εισβάλουμε στη Ρελκάμνια. Πρέπει κι εκείνοι νάναι έτοιμοι να εισβάλουν. Και πρέπει, βέβαια, να στείλω ανθρώπους και σ’άλλες διαστάσεις, για να μάθω τι γίνεται κι εκεί.»

«Είμαι σίγουρη πως στη Σεργήλη τα πράγματα θα έχουν εξελιχτεί περίπου όπως στην Απολλώνια,» είπε η Βατράνια. «Η Παντοκρατορία δεν μπορεί να αναπληρώσει τις δυνάμεις που χάνει.»

«Ναι, έτσι δείχνει να είναι η κατάσταση…»

Το μεγάλο όχημά τους κινιόταν βορειοδυτικά, επάνω σε μέρη που ήταν πεδινά κατά κύριο λόγο, αν και προς διάφορες μεριές λοφίσκοι φαίνονταν να υψώνονται και πυκνά δάση να σκεπάζουν ορισμένα σημεία. Γύρω από το Αυτοσυντηρούμενο Όχημα κινούνταν τέσσερα μικρότερα οχήματα, με θωράκιση και όπλα. Από πάνω του πετούσαν δύο ελικόπτερα.

Ο Ανδρόνικος κοίταζε τις περιοχές από το μπροστινό παράθυρο. Δεν είχε ποτέ ξανά έρθει εδώ, παρότι τούτοι οι τόποι αποτελούσαν τμήμα της διάστασής του. Παλιότερα, όταν ήταν ακόμα σύζυγος της Παντοκράτειρας, είχε πάει στον Ερειπιώνα για να ταξιδέψει στη Ρελκάμνια, αλλά δεν είχε διασχίσει αυτά τα μέρη: είχε περάσει από τη Βολιρία, από τη δημοσιά που διέσχιζε τους Βολίριους Λόφους, από τη Βιρβάνη, και μετά είχε φτάσει στη διαστασιακή δίοδο. Άλλες φορές, πάλι, είχε ταξιδέψει στη Ρελκάμνια μέσω Αιθέρα. Θα έπρεπε να γνωρίζω την πατρίδα μου καλύτερα, σκέφτηκε. Ίσως σε λίγο καιρό να τη χάσω… Και τώρα δεν είχε στο μυαλό του τους Παντοκρατορικούς, αλλά τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Ο Δαίδαλος ακόμα δεν είχε προτείνει καμία λύση, και ο Ανδρόνικος αμφέβαλλε αν τελικά ο μάγος θα προλάβαινε να σταματήσει το επικίνδυνο φαινόμενο. Ο στρόβιλος πλησίαζε τη Σερίβια, και ίσως να την έκοβε στα δύο· είχε ήδη περάσει ξυστά από την Ξανθούπολη· και… πόσος καιρός ακόμα μέχρι να φτάσει στον Ωκεανό των Ατέρμονων Κυμάτων – σ’αυτό το ανατολικό πέρας της Απολλώνιας; Τι γινόταν όταν ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος έφτανε στα πέρατα μιας διάστασης; Υπήρχε περίπτωση, εκτός από τη διχοτόμησή της, να προκαλούσε κι άλλες καταστροφές; Σεισμούς, πιθανώς; Άλλα φαινόμενα, πολύ πιο παράξενα και επικίνδυνα;

«Τι έχεις, Πρίγκιπά μου;»

Η Βατράνια δεν είχε μιλήσει δυνατά, αλλά ο Ανδρόνικος, καθότι καθισμένος πλάι της, την είχε ακούσει. «Τίποτα,» αποκρίθηκε.

«Πλησιάζουμε να ελευθερώσουμε ολόκληρο το Γνωστό Σύμπαν. Θα έπρεπε να είσαι πιο εύθυμος.»

«Μετά από τέτοιες καταστροφές; Πώς μπορώ να είμαι πιο εύθυμος, Βατράνια; Ακόμα και στο μέλλον διαφαίνονται προβλήματα…»

«Στο μέλλον πάντα διαφαίνονται προβλήματα,» του είπε η Βατράνια. «Έτσι είναι το μέλλον: όλο προβλήματα.»

Ο Ανδρόνικος την κοίταξε υπομειδιώντας. Προτού όμως προλάβει να απαντήσει, η Φλαβία ήρθε στη μπροστινή μεριά του οχήματος. «Μεγαλειότατε,» είπε, «με συγχωρείτε που αποφάσισα να σας συνοδέψω απρόσκλητη. Ο Πρόμαχος μού είπε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, όμως.»

«Αν δεν υπάρχει για εσένα, Αρχόντισσά μου, δεν υπάρχει ούτε για εμάς,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, γυρίζοντας το περιστρεφόμενο κάθισμά του για να την ατενίσει. «Έχεις ξαναταξιδέψει στα Παλιά Κάστρα;»

«Δυστυχώς όχι. Αλλά γνωρίζω αρκετά πράγματα για την περιοχή, από φήμες και από εμπόρους και ταξιδιώτες.»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Η βοήθειά σου είναι ευπρόσδεκτη, φυσικά.» Και τη ρώτησε: «Η Ευρύκλεια αποφάσισε, τελικά, να αποδεχτεί τον Θρόνο της Βολιρίας;»

«Ακόμα δεν έχει πάρει την τελική απόφαση, όμως νομίζω ότι θα τον αποδεχτεί. Γι’αυτό κιόλας είπα να την αφήσω για λίγο μόνη της στην πόλη. Πρέπει να δει ότι μπορεί να αντεπεξέλθει την κατάσταση και χωρίς τη βοήθειά μου.»

Ελπίζω να έχεις δίκιο. «Σοφή απόφαση, Αρχόντισσά μου.»

«Δεν είμαι συνήθως τόσο σοφή, Μεγαλειότατε, αλλά κάπου-κάπου μού έρχεται η έμπνευση,» αποκρίθηκε η Φλαβία, κάνοντας τον Ανδρόνικο να χαμογελάσει μέσα από τα ξανθά μούσια του και τη Βατράνια να γελάσει πλάι του.

«Ακολουθούμε καλό δρόμο, νομίζεις, λοιπόν;» ρώτησε η Βατράνια τη Φλαβία, δείχνοντας έξω απ’το μπροστινό παράθυρο με τον αντίχειρά της.

«Δεν έχω ξανάρθει από εδώ, καθώς είπα, αλλά αρκετοί έμποροι έχω ακούσει πως πηγαίνουν στα Παλιά Κάστρα από αυτή τη μεριά, όπως και από τα βόρεια της Βολιρίας.»

«Υπάρχει μονοπάτι,» είπε ο Οδυσσέας, που οδηγούσε. «Δημοσιά, όμως, δεν υπάρχει.»

«Οι Βορεάδες δεν έχουν λιθόστρωτους δρόμους έξω από τις πόλεις τους,» τους πληροφόρησε η Φλαβία.

«Καθόλου;»

«Καθόλου, απ’ό,τι ξέρω.»

3.

Το μεσημέρι βρίσκονταν κοντά σε μια περιτειχισμένη πόλη η οποία σίγουρα δεν ήταν η Βορεόπολη. Ήταν πολύ μικρή για να είναι. Σταμάτησαν δύο χιλιόμετρα απόσταση από αυτήν, γιατί οι μάγοι έπρεπε οπωσδήποτε να ξεκουραστούν από τη δουλειά τους στο ενεργειακό κέντρο του οχήματος. Βγήκαν όλοι και κάθισαν στην ύπαιθρο, η οποία ήταν ηλιόλουστη· αλλά έκανε κάμποσο κρύο παρότι άνοιξη.

«Η ανάσα του Βορέα,» είπε η Φλαβία στον Ανδρόνικο. «Ακόμα και το καλοκαίρι κάνει κρύο στη Γη των Βορεάδων, Βασιληά μου.»

«Ο αέρας, όμως, μοιάζει πολύ… καθαρός εδώ,» παρατήρησε εκείνος ανασαίνοντας βαθιά, και κάθισε σε μια από τις λυόμενες καρέκλες που είχαν ανοίξει και τοποθετήσει γύρω από ένα μεγάλο λυόμενο τραπέζι.

«Αποκλείεται να μη μας έχουν δει από την πόλη,» είπε η Αθηνά, «αλλά δε βλέπω κανέναν να έρχεται για να μάθει ποιοι είμαστε.» Κοίταζε προς τη μεριά της περιτειχισμένης πόλης καθώς κάπνιζε, καθισμένη άνετα.

«Θέλεις να πάμε εκεί να ρίξουμε μια ματιά;» της πρότεινε ο Σθένελος. Και ήταν προφανές ότι απευθυνόταν σ’αυτήν και μόνο σ’αυτήν· ο Οδυσσέας, που τον παρατηρούσε, δεν είχε καμία αμφιβολία. Παρά την κούρασή του ύστερα από τη δουλειά στο ενεργειακό κέντρο, ο Σθένελος είχε διάθεση για να κορτάρει. Η Αθηνά ακόμα δεν είχε δώσει θετική απάντηση στις ερωτικές του προκλήσεις, κι αυτό έμοιαζε να τον έχει κάνει να πεισμώσει. Ο Οδυσσέας, ενόσω βρίσκονταν στη Βολιρία, του είχε πει να μην το παρατραβά μαζί της· μπορεί να τη θύμωνε – «και δε θέλεις να τη δεις θυμωμένη.» Προφανώς, ο Σθένελος δεν είχε πάρει και τόσο σοβαρά την προειδοποίησή του.

«Δε μου φαίνεται απαραίτητο,» αποκρίθηκε, επί του παρόντος, η Αθηνά στον Σθένελο χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.

«Μπορεί να έχουν τίποτα ωραία σουβενίρ για να αγοράσουμε…» είπε εκείνος, δήθεν αδιάφορα.

Η Βατράνια γέλασε. «Σου μοιάζει αυτή για πόλη με σουβενίρ;» Τον ήξερε καλά τον Σθένελο και τα καμώματά του. Κάποτε, μάλιστα, ενώ βρίσκονταν στη Χάρνταβελ, σε μια αποστολή που είχε καταλήξει στην απελευθέρωση όλης της διάστασης, ήταν ερωμένη του. Αν και, ουσιαστικά, τον πείραζε επειδή τον έκανε γούστο. Ήταν χαριτωμένος, όταν δεν ήταν ενοχλητικός.

«Γιατί όχι;» της είπε ο Σθένελος. «Υποθέτεις ότι δεν θα έχουν τουρίστες; Η Αρχόντισσα Φλαβία λέει ότι από εδώ περνάνε έμποροι…»

«Άλλο έμποροι, άλλο τουρίστες.»

«Όπου έχει εμπόρους μπορεί να έχει και τουρίστες. Και τέλος πάντων, κάτι ενδιαφέρον ίσως να βρούμε– ‘να βρίσκαμε,’ εννοώ, αφού η Αθηνά δεν το θεωρεί συνετό να πάμε…» Ανασήκωσε τους ώμους του και ήπιε μια γουλιά από το κουτάκι με το αναψυκτικό του.

«Όσο δεν μας μιλάνε δεν θα τους μιλήσουμε,» είπε ο Οδυσσέας, αναφερόμενος στους Βορεάδες. «Δε χρειάζεται να δώσουμε αφορμές για παρεξηγήσεις. Τη Βορεόπολη μάς ενδιαφέρει να επισκεφτούμε πρώτα.»

«Ποιος είναι Δούκας της Βορεόπολης, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ τη Φλαβία.

«Δούκας; Δεν έχουν Δούκα στη Βορεόπολη. Βασιληά έχουν.»

«Βασιληά;»

«Τα Παλιά Κάστρα δεν είναι μέρος του Βασιλείου της Απολλώνιας, Σέλιρ,» εξήγησε η Φλαβία. «Θεωρούν ότι έχουν δικό τους Βασίλειο.»

Ο Ανδρόνικος είπε, λιγάκι παραξενεμένος: «Δεν είχα υπόψη μου ότι ο ανώτατος άρχοντας εδώ κατείχε τον τίτλο του Βασιληά, Αρχόντισσά μου…»

«Κι όμως, ‘Βασιληά’ τον λένε,» αποκρίθηκε η Φλαβία. «Και στη Βιρβάνη αν είχατε ρωτήσει, Μεγαλειότατε, το ίδιο θα σας είχαν πει.»

Η αλήθεια ήταν ότι ο Ανδρόνικος δεν είχε προλάβει να ρωτήσει και πολλά τους ανθρώπους της Βιρβάνης, οι οποίοι βρίσκονταν σε γενικευμένη αναστάτωση ύστερα από την αποχώρηση των Παντοκρατορικών.

4.

Το απόγευμα είδαν κι άλλες πόλεις, καθώς και χωριά. Και βοσκούς με τις αγέλες τους, κάπου-κάπου. Ορισμένοι είχαν Σερπετά στο πλευρό τους, ή τα καβαλούσαν, και τα πρόβατα απλώνονταν ολόγυρά τους σαν θάλασσα από λευκό μαλλί με ελάχιστες μαύρες κηλίδες. Επίσης, συχνά-πυκνά κανένας καβαλάρης φαινόταν, είτε επάνω σε άλογο, είτε κι αυτός επάνω σε Σερπετό. Σε κάποια στιγμή, ατένισαν μια αγέλη άγριων Σερπετών να κάθεται στην πλαγιά ενός λόφου όλο άγρια βλάστηση και πέτρα. Σε κάποια άλλη στιγμή, είδαν έναν καταυλισμό πλάι σ’ένα δάσος· είχαν κάμποσα άλογα και τρεις σκεπαστές άμαξες. Στα περισσότερα μέρη, όμως, δεν έβλεπες άνθρωπο. Αλλά κυκλοφορούσαν παντού αρκετά ζώα και πτηνά.

Οι περιοχές γίνονταν ολοένα και πιο άγριες, είχε την αίσθηση ο Ανδρόνικος. Υπήρχε κάτι το αδάμαστο στο φυσικό τοπίο των Παλιών Κάστρων. Και πολλά παλιά κάστρα, βέβαια: επάνω σε λόφους, κυρίως, αλλά και σε πεδινά μέρη. Ορισμένα ήταν φανερά εγκαταλειμμένα, ερειπωμένα. Άλλα πρέπει να είχαν ενοίκους. Ο Ανδρόνικος τα κοίταζε με τα κιάλια του, παρατηρώντας μήπως δει Παντοκρατορικούς εκεί. Και πράγματι, σε μερικά είδε και το είπε στους συντρόφους του.

Η Αθηνά και ο Βαλέριος το είχαν προσέξει πριν από αυτόν, κοιτάζοντας κι εκείνοι με τα κιάλια τους από πλαϊνά παράθυρα του Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος.

«Καλύτερα να μη δώσουμε σημασία, Πρίγκιπά μου,» είπε η Μαύρη Δράκαινα. «Δε μου φαίνονται πολλές οι δυνάμεις τους εδώ, αλλά ούτε και οι δικές μας είναι πολλές.»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Δε σκόπευα να προστάξω επίθεση. Όσο μας αγνοούν θα τους αγνοήσουμε κι εμείς.»

«Νομίζω πως, επίσης, μας παρακολουθούν κάποιοι,» είπε η Αθηνά. «Έχω προσέξει κάτι δίκυκλα σ’ορισμένες στιγμές.»

«Ανιχνευτές, μάλλον, των τοπικών αρχόντων,» υπέθεσε ο Βαλέριος.

«Ναι, μάλλον,» συμφώνησε ο Ανδρόνικος. Και, χρησιμοποιώντας το τηλεπικοινωνιακό σύστημα του οχήματος, μίλησε στους ανθρώπους στα δύο ελικόπτερα από πάνω τους. Τους ρώτησε αν είχαν προσέξει δίκυκλα να τους παρακολουθούν. Η απάντηση που έλαβε ήταν πως, ναι, κάποια δίκυκλα παρουσιάζονταν κάπου-κάπου, μετά από το μεσημέρι, και ίσως να τους κατασκόπευαν· αλλά πουθενά δεν φαινόταν τίποτα το ανησυχητικό, όπως συγκεντρωμένοι πολεμιστές ή άρματα μάχης.

«Καλώς,» είπε ο Ανδρόνικος. «Να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά.»

«Μάλιστα, Μεγαλειότατε.»

Μετά από μισή ώρα, ο πιλότος του ενός ελικοπτέρου ανέφερε: «Ένα γιγάντιο πουλί πέρασε από κοντά μας, Μεγαλειότατε. Φάνηκε επικίνδυνο.»

Ο Ανδρόνικος δεν το είχε δει από το παράθυρο του οχήματος· πρέπει να είχε περάσει ακριβώς από πάνω τους. «Μην το πυροβολήσετε αν δε σας επιτεθεί,» είπε στο μικρόφωνο.

«Μάλιστα, Μεγαλειότατε.»

«Οι άρπαγες του Βορέα;» ρώτησε η Βατράνια.

«Κατά πάσα πιθανότητα,» απάντησε ο Ανδρόνικος.

«Δε μπορεί να ήταν τίποτε άλλο, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Οδυσσέας, που οδηγούσε ξανά.

Το βράδυ σταμάτησαν κοντά σε μια περιοχή με καλλιεργήσιμα εδάφη. Τα φώτα υποστατικών έσκιζαν τη νύχτα σαν δεκάδες άστρα.

«Δεν πρέπει πια να είμαστε μακριά από τη Βορεόπολη,» υπέθεσε ο Οδυσσέας. Οι περιοχές είχαν αρχίσει να γίνονται ολοένα και πιο κατοικημένες. «Το λέει κι ο χάρτης μας.» Έδειξε τον χάρτη στην οθόνη της κονσόλας του οχήματος.

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Καμια πενηνταριά χιλιόμετρα ακόμα.»

«Θα φτάσουμε αύριο το πρωί, καλώς εχόντων των πραγμάτων. Για την ώρα, όμως, πρέπει να κατασκηνώσουμε. Και να είμαστε προσεχτικοί.» Κοίταξε την Άνμα’ταρ, που τώρα ήταν μαζί τους ενώ ο Σέλιρ’χοκ δούλευε στο ενεργειακό κέντρο.

Η μάγισσα ένευσε. «Θα το φροντίσουμε, Πρόμαχε.»

Κοιμήθηκαν μέσα στα οχήματά τους και στα ελικόπτερα που είχαν προσγειωθεί παραδίπλα. Οι μάγοι ύφαναν Μαγγανείες Υλικής Διαισθήσεως γύρω τους, και Απολλώνιοι στρατιώτες φυλούσαν σκοπιές. Κανένας και τίποτα, όμως, δεν τους ενόχλησε. Κι όταν η αυγή ήρθε, ενεργοποίησαν τις μηχανές τους και βάλθηκαν να διασχίσουν τα τελευταία χιλιόμετρα που τους χώριζαν από τη Βορεόπολη.

Οι περιοχές έγιναν ακόμα πιο κατοικημένες από πριν. Παντού έβλεπαν αγρούς, αγροκτήματα, μοναχικές οικίες, και χωριά· κι αρκετός κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, κυρίως επάνω σε κάρα, άλογα, ή Σερπετά. Αλλά, κάπου-κάπου, φαινόταν και κανένα ενεργοκίνητο φορτηγό που μετέφερε σιτηρά ή ξύλα. Τη Βορεόπολη την είδαν από απόσταση σχεδόν δέκα χιλιομέτρων αντίκρυ τους, κι από μακριά έμοιαζε περισσότερο με κάστρο: ένας πελώριος λίθινος όγκος με επάλξεις και σημαίες. Καθώς όμως πλησίαζαν, διέκριναν τα ψηλά οικοδομήματά της να ξεχωρίζουν. Όπως είχε πει ο Προαιρέσιος, πύργοι ορθώνονταν στον ουρανό και γέφυρες απλώνονταν σαν αραχνοϊστοί ανάμεσά τους. Υπήρχαν, βέβαια, και χαμηλότερα οικήματα, όμως ήταν όλα καμωμένα με παρόμοιο τρόπο. Πέτρινα και σταθερά, με μικρά παράθυρα αλλά μεγάλους εξώστες. Παρότι η φύση τους έμοιαζε αμυντική, δεν ήταν άσχημα στην όψη: είχαν μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, άγρια αλλά όμορφη, όπως και το τοπίο της Γης των Βορεάδων· κι επάνω σε πολλούς από τους εξώστες τους υπήρχαν φυτά που τα άνθη τους είχαν διάφορα χρώματα.

Επίσης, η Βορεόπολη – παραδόξως, ίσως – δεν είχε τείχος. Ήταν ανοιχτή, όπως και οι περισσότερες πόλεις του Βασιλείου της Απολλώνιας. Ίσως να μη χρειάζονται τείχος όταν όλα τα οικοδομήματά τους είναι αμυντικού τύπου, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος καθώς κοίταζε την πόλη με τα κιάλια του.

Όταν βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη των πέντε χιλιομέτρων από τη Βορεόπολη, είδαν στρατό να βγαίνει ανάμεσα από τα συμπαγή, ψηλά οικήματά της, καθώς και άρματα μάχης. Ο Ανδρόνικος συνέχιζε να παρατηρεί με τα κιάλια του (που ήταν οπτικά ενισχυμένα από την Άνμα’ταρ, η οποία δεν δούλευε στο ενεργειακό κέντρο) και παρατήρησε ότι οι πολεμιστές ήταν ντυμένοι με πράσινες και καφετιές ενδυμασίες από υφάσματα και δέρματα. Οι περισσότεροι φορούσαν κράνη με τις προσωπίδες σηκωμένες· κι ορισμένοι ανάμεσά τους φορούσαν πάνω από τα κράνη τους μαύρα πλατύγυρα καπέλα με λευκό φτερό. Αυτοί έμοιαζαν για αξιωματικοί. Οι πολεμιστές της Βορεόπολης κρατούσαν τουφέκια σε ετοιμότητα, τα οποία είχαν επάνω ξιφολόγχες. Μερικοί, φανερά λιγότεροι, βαστούσαν οπλοπολυβόλα. Κάποιοι ήταν έφιπποι, κάποιοι πεζοί. Όλοι οι αξιωματικοί – αυτοί με τα πλατύγυρα, λευκόφτερα καπέλα – ήταν καβάλα σε Σερπετά, προστατευμένα με μεταλλικές πανοπλίες απ’το κεφάλι ώς τις ουρές.

Τα άρματα μάχης των ανθρώπων της Βορεόπολης ήταν, εμφανώς, Ρελκάμνιας κατασκευής· ο Ανδρόνικος δεν είχε αμφιβολία. Τα είχαν εισάγει από τη Ρελκάμνια, ή ίσως οι Παντοκρατορικοί να τους τα είχαν δωρίσει. Ελπίζω αυτό να μην είναι κακό σημάδι. Μπορούσε να δει θωρακισμένα οχήματα με μεγάλους τροχούς και πυροβόλα ή ρουκετοβόλο. Άρματα με ερπύστριες, γεμάτα όπλα. Ευκίνητα δίκυκλα με δύο καβαλάρηδες, έναν οδηγό κι έναν πυροβολητή.

Ο Ανδρόνικος κατέβασε τα κιάλια του. «Σταματάμε στο ένα χιλιόμετρο απόσταση από τη Βορεόπολη,» πρόσταξε μέσω του τηλεπικοινωνιακού συστήματος του Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος.

«Τα άρματά τους πρέπει να είναι Παντοκρατορικά…» είπε η Βατράνια, πλάι του.

«Το πρόσεξες κι εσύ.»

«Δεν είναι δύσκολο να το προσέξεις. Και, για να έχουν Παντοκρατορικά άρματα, αυτό σημαίνει–»

«Τίποτα. Μπορεί απλά να τους τα έδωσαν ως κίνηση καλής θέλησης.»

«Ναι,» είπε ο Οδυσσέας, «όμως εμείς πρέπει να φανούμε, ούτως ή άλλως, επιφυλακτικοί μαζί τους.»

«Εξυπακούεται,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.

Ο Οδυσσέας άνοιξε τον μικρό επικοινωνιακό δίαυλο πλάι στο τιμόνι και μίλησε στους μάγους στο ενεργειακό κέντρο: «Να είστε έτοιμοι να μεταμορφώσετε το όχημα σε κάτι ιπτάμενο και γρήγορο, μόλις σας πω.»

«Έγινε, Πρόμαχε,» ακούστηκε η φωνή της Αριάδνης’ταρ.

Τα θωρακισμένα οχήματα της συνοδίας του Ανδρόνικου σταμάτησαν περίπου στο ένα χιλιόμετρο απόσταση από τη Βορεόπολη και τους οπλισμένους Βορεάδες, και τα ελικόπτερα έκαναν κύκλους από πάνω τους.

Ο Ανδρόνικος ενεργοποίησε το τηλεπικοινωνιακό σύστημα στέλνοντας σήμα στους Βορεάδες, να δει αν κανένας θα απαντούσε. «Ερχόμαστε φιλικά,» είπε στο μικρόφωνο. «Ερχόμαστε από το Βασίλειο της Απολλώνιας, έχοντας τρέψει τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας σε φυγή από όλες τις πόλεις που ήταν ώς τώρα κατακτημένες. Η Βολιρία, η Ξανθούπολη, η Άρφια, η Βιρβάνη – είναι όλες ελεύθερες. Επαναλαμβάνω: ερχόμαστε φιλικά. Θέλουμε να μιλήσουμε με τους Βορεάδες.»

«Ποιος μας απευθύνεται;» ακούστηκε μια αντρική φωνή από το μεγάφωνο.

«Δεν μπορώ να απαντήσω αν δεν μάθω πρώτα την προδιάθεσή σας προς το Βασίλειο της Απολλώνιας.»

«Δεν είμαστε εχθροί του Βασιλείου της Απολλώνιας, αλλά ούτε και υποτακτικοί του.»

«Κανένας δεν ζητά την υποταγή σας. Είστε φιλικοί προς την Παντοκράτειρα;»

«Βρισκόμαστε σε συμφωνία με τους Παντοκρατορικούς, για την κοινή ωφέλεια και των δυο μας.»

«Υπάρχουν Παντοκρατορικοί τώρα στην πόλη σας;»

«Υπάρχουν.»

«Στρατιωτικές δυνάμεις;»

«Αντιπρόσωποι μόνο. Θα μπορούσα τώρα να μάθω με ποιον μιλάω;»

«Είμαι ο Βασιληάς Ανδρόνικος, του Βασιλείου της Απολλώνιας, του Οίκου των Ευφρόνων.»

Μια στιγμή σιγής· ύστερα: «Ο πατέρας μου, ο Βασιληάς Λυκομήδης του Οίκου των Ανεμόκαρδων, είναι πρόθυμος να σας δεχτεί, Βασιληά Ανδρόνικε.»

5.

Το παλάτι του Βασιληά Λυκομήδη ήταν στο κέντρο της Βορεόπολης, και καμωμένο από μεγάλες συμπαγείς πέτρες όπως και όλα τα υπόλοιπα χτίσματά της. Αποτελείτο από αρκετά οικοδομήματα, κάποια από τα οποία ήταν πανύψηλοι πύργοι που συνδέονταν με άλλους πύργους μέσω πέτρινων γεφυρών. Στο έδαφος υπήρχε ένας μεγάλος κήπος περιτριγυρισμένος από τείχος. Και σε ψηλότερα σημεία υπήρχαν κι άλλοι κήποι επάνω σε εξώστες.

Ο γιος του Βασιληά των Βορεάδων, ο Πρίγκιπας Χρύσιππος – ένας ψηλός, ξανθός, όμορφος άντρας με μακριά σγουρά μαλλιά – οδήγησε τον Ανδρόνικο, τον Οδυσσέα, και τους συντρόφους τους μέσα από τον ισόγειο κήπο του παλατιού και προς τη μεγάλη είσοδο ενός από τους ψηλούς πύργους. Ήταν ντυμένος με ενδυμασία που ήταν συγχρόνως πολεμική αλλά και πλούσια: στους ώμους και στο στήθος άστραφτε από το χρυσάφι και το ασήμι· αλλά, επίσης, σ’εκείνα τα σημεία ο Ανδρόνικος νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει μεταλλική πανοπλία κάτω από τα ρούχα του Χρύσιππου, αλεξίσφαιρη κατά πάσα πιθανότητα. Ο Πρίγκιπας της Βορεόπολης δεν φορούσε κράνος όταν τους είχε συναντήσει αλλά φορούσε ένα μεγάλο, πλατύγυρο καπέλο με δύο φτερά, ένα λευκό κι ένα γκρίζο και πελώριο. (Όταν η Αριάδνη’ταρ είχε δει το τελευταίο, είχε ψιθυρίσει στον Ανδρόνικο ότι της θύμιζε τα φτερά άρπαγα του Βορέα. Ίσως να ήταν παρμένο από ένα από αυτά τα πελώρια, επικίνδυνα πτηνά.) Τώρα, ο Χρύσιππος είχε βγάλει το καπέλο του και το κρατούσε στα χέρια. Από τη ζώνη του κρέμονταν ένα μεγάλο πιστόλι και ένα σπαθί, και τα δύο το ίδιο όμορφα στολισμένα.

«Ελπίζω να μη σας τρομάξαμε, Μεγαλειότατε,» είπε στον Ανδρόνικο καθώς περνούσαν την είσοδο του πύργου· «δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μας. Μην έχοντας όμως καμία προειδοποίηση για τον ερχομό σας, έπρεπε να φανούμε επιφυλακτικοί. Αν και είχαμε ώς τώρα καταλάβει πως οι προθέσεις σας δεν μπορεί να ήταν εχθρικές. Οι Βορεοφύλακες σάς είχαν δει να διασχίζετε τα εδάφη μας.»

Οι Βορεοφύλακες, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, ίσως να ήταν οι άνθρωποι επάνω στα δίκυκλα τους οποίους είχαν εντοπίσει τα ελικόπτερα. «Καταλαβαίνουμε ότι οφείλετε να περιφρουρείτε την πατρίδα σας, Πρίγκιπά μου.»

Ο Χρύσιππος τούς οδήγησε σ’έναν μεγάλο ανελκυστήρα ο οποίος με το ζόρι τούς χωρούσε όλους. Δεν ήταν και λίγοι, έντεκα άτομα: ο Ανδρόνικος, ο Οδυσσέας, η Βατράνια, η Άνμα’ταρ, η Αριάδνη’ταρ, η Αθηνά, η Νικίτα, ο Σέλιρ’χοκ, ο Βαλέριος, η Φλαβία, και ο Πρίγκιπας της Βορεόπολης. Ο τελευταίος πάτησε ένα κουμπί στη μικρή κονσόλα στον τοίχο και ο ανελκυστήρας άρχισε να τους ανεβάζει, μετρώντας τα πατώματα στην οθόνη του, με μεγάλους κόκκινους αριθμούς. Όταν ήταν στον όγδοο όροφο, οι πόρτες του άνοιξαν και ο Χρύσιππος βγήκε ακολουθούμενος από τους επισκέπτες.

Αντίκρυ τους βρισκόταν μια μεγάλη, διπλή, ξύλινη θύρα λαξεμένη με θυρεούς. Δεξιά κι αριστερά της στέκονταν από δύο πολεμιστές. Και σ’όλο εκείνο το δωμάτιο, που έμοιαζε με προθάλαμο, υπήρχαν κι άλλοι πολεμιστές ανάμεσα στις κολόνες. Οι Μαύρες Δράκαινες – και όχι μόνο αυτές – τους κοίταζαν με καχυποψία, και με τα χέρια τους κοντά στις λαβές των όπλων τους. Ο Χρύσιππος είπε ότι Παντοκρατορικοί είναι ακόμα εδώ, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος· δεν έχουν υποχωρήσει. Κανένας από τους πολεμιστές μέσα στον προθάλαμο, όμως, δεν ήταν ντυμένος σαν στρατιώτης της Παντοκράτειρας…

«Ο πατέρας μου είναι έτοιμος να δεχτεί τους επισκέπτες;» ρώτησε ο Χρύσιππος τους φρουρούς της πόρτας.

«Μάλιστα, Υψηλότατε.»

Ο Ανδρόνικος είχε ήδη παρατηρήσει ότι οι Βορεάδες είχαν μια ελαφρώς διαφορετική προφορά από τους υπόλοιπους Απολλώνιους: λιγάκι πιο βαριά. Επίσης, δεν πρέπει να προτιμούσαν να μιλάνε τη Συμπαντική αλλά τη σύγχρονη Απολλώνια Γλώσσα αναμιγμένη με κάποιες λέξεις από την Αρχαία Γλώσσα. Αυτό ήταν πιο φανερό τώρα που ο Χρύσιππος είχε μιλήσει με τον φρουρό. Όταν μιλούσε με τον Ανδρόνικο, προσπαθούσε να μιλά πιο ευκολονόητα για εκείνον. Και στην αρχή, όταν είχαν συζητήσει μέσω του τηλεπικοινωνιακού συστήματος, ο Πρίγκιπας της Βορεόπολης είχε μιλήσει στη Συμπαντική. Μετά, όμως, όταν τους είχε υποδεχτεί μέσα στην πόλη, χρησιμοποιούσε ανεξαιρέτως την Απολλώνια Γλώσσα.

«Ανοίξτε μας, λοιπόν,» πρόσταξε ο Χρύσιππος τους φρουρούς, κι αυτοί άνοιξαν τη διπλή λαξευτή πόρτα, αποκαλύπτοντας πίσω της μια μεγάλη αίθουσα με κολόνες. Στο βάθος της ήταν ένας θρόνος επάνω σε βάθρο, και στον θρόνο καθόταν ένας άντρας ντυμένος βασιλικά, με στέμμα στο κεφάλι και μακριά λευκά μαλλιά και μούσια. Ολόγυρά του βρίσκονταν διάφοροι άλλοι – αριστοκράτες, κατά πάσα πιθανότητα. Στα δεξιά της αίθουσας φαινόταν να υπάρχει ένα μεγάλο άνοιγμα που οδηγούσε σε εξώστη, κι εκεί ο Ανδρόνικος νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει έναν βωμό.

Ο Χρύσιππος μπήκε, και οι επισκέπτες της Βορεόπολης τον ακολούθησαν.

«Πατέρα,» είπε ο Πρίγκιπας, βαδίζοντας για να σταθεί αντίκρυ στον Βασιληά ενώ οι άλλοι έμεναν πίσω, «σου φέρνω τον Βασιληά Ανδρόνικο του Οίκου των Ευφρόνων.» Και παραμέρισε.

Ο Ανδρόνικος βημάτισε και στάθηκε ενώπιον του Βασιληά των Βορεάδων. Τον είδε καλύτερα τώρα. Δε μπορεί να ήταν μικρότερος από εξήντα-πέντε χρονών. Τα μάτια του ήταν γκρίζα σαν παγεροί άνεμοι, και έντονα, παρατηρητικά. Το λευκόδερμο πρόσωπό του ήταν τόσο ρυτιδωμένο που θύμιζε λαξευτό χάρτη. Φορούσε ρούχα πλούσια, και το στέμμα στο κεφάλι του ήταν χρυσό και λαξεμένο έτσι ώστε να μοιάζει με ανέμους που φυσούσαν πάνω από βουνά, με γιγάντια πουλιά να φτερουγίζουν ανάμεσά τους. Στο μέτωπο του στέμματος ήταν το μεγαλύτερο από αυτά τα πουλιά, με τις φτερούγες του απλωμένες.

«Σας χαιρετώ, Βασιληά Λυκομήδη,» είπε ο Ανδρόνικος, επίσημα.

«Κι εγώ εσένα, Ανδρόνικε του Οίκου των Ευφρόνων.» Ο Λυκομήδης κατέβηκε από τον θρόνο του, για να σταθεί μπροστά στον ομότιμό του, να τον παρατηρήσει μ’αυτά τα γκρίζα μάτια. «Αλλά ήξερα πως ο Αρχίμαχος ήταν Βασιληάς της Απολλώνιας…»

«Ο πατέρας μου είναι νεκρός εδώ και τέσσερα χρόνια,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.

«Λυπάμαι γι’αυτό. Είχαμε κάποτε, πριν από πολλούς χειμώνες, συναντηθεί οι δυο μας…»

Ο Ανδρόνικος δεν το γνώριζε· ο πατέρας του δεν του το είχε αναφέρει ποτέ.

«Ήταν έντιμος άνθρωπος, κι αυτό πάντα είναι κάτι που εκτιμώ. Αλλά είχε μέσα του κι αυτή την πονηριά που έχετε όλοι οι νότιοι,» συνέχισε ο Λυκομήδης, και χαμογέλασε μέσα από τα μούσια του. Ο Ανδρόνικος είδε κάμποσα αργυρά δόντια να αστράφτουν ανάμεσα στα αληθινά δόντια του Βασιληά των Παλιών Κάστρων.

«Δεν γνώριζα γι’αυτή τη συνάντηση, οφείλω να ομολογήσω.»

«Εσείς οι νότιοι δεν μιλάτε καθόλου για εμάς, ενώ μιλάτε πολύ για πολλά άλλα πράγματα. Ποιος είναι ο λόγος της επίσκεψής σου εδώ, Βασιληά Ανδρόνικε;»

«Θα ήθελα να μιλήσουμε για τους Παντοκρατορικούς.»

Ο Λυκομήδης, τότε, έστρεψε το βλέμμα του προς τους ανθρώπους που ήταν συγκεντρωμένοι μπροστά από τον θρόνο του, δεξιά κι αριστερά. Και πιο συγκεκριμένα, σε μία γυναίκα που ο Ανδρόνικος θα καταλάβαινε αμέσως ότι δεν ήταν Βορεάδα ακόμα κι αν δεν έβλεπε πως φορούσε την ενδυμασία Παντοκρατορικής Επόπτριας. Ήταν μετρίου αναστήματος, γαλανόδερμη, και είχε μακριά, σγουρά, μαύρα μαλλιά.

«Εξοχότατη,» είπε ο Λυκομήδης, «νομίζετε ότι θα ήταν συνετό να μιλήσω με τον Βασιληά Ανδρόνικο;» Δεν έλειπε η ειρωνεία από τη φωνή του.

«Η απόφαση δεν μπορεί παρά να είναι δική σας, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η Παντοκρατορική Επόπτρια, μιλώντας τη διάλεκτο των Βορεάδων εκπληκτικά καλά. Καταλαβαίνει ότι η θέση της είναι δύσκολη, παρατήρησε ο Ανδρόνικος. Δεν έχει αρκετές δυνάμεις για να κρατηθεί εδώ, αν οι Βορεάδες στραφούν εναντίον της.

«Θα μιλήσουμε, τότε,» δήλωσε ο Λυκομήδης, και κοίταξε πάλι τον Ανδρόνικο.

Ο οποίος είπε: «Ο σκοπός μου είναι ένας, και γνωστός σε όλους: Επιθυμώ τη φυγή των δυνάμεων της Παντοκράτειρας από την Απολλώνια. Τους έχουμε ήδη κατατροπώσει στη Βολιρία και στη Βιρβάνη, στην Ξανθούπολη και στην Άρφια, Βασιληά μου. Ο Παντοκρατορικός Στρατός έχει υποχωρήσει στον Ερειπιώνα. Από εσάς το μόνο που ζητώ είναι να τους διώξετε κι από τη Γη των Βορεάδων.»

«Κι αν αρνηθώ, Βασιληά Ανδρόνικε;» Ο Λυκομήδης τον ατένιζε σταθερά, σα να τον έκρινε.

Ο Ανδρόνικος τού επέστρεψε το βλέμμα. «Αδυνατώ να πιστέψω ότι οι Βορεάδες, που αρνούνται η γη τους να είναι μέρος του Βασιλείου της Απολλώνιας, επιθυμούν να είναι υποτελείς της Παντοκράτειρας.»

Ο Λυκομήδης ήταν, για μερικές στιγμές, ανέκφραστος. Ύστερα, γέλασε σιγανά. Και στράφηκε στην Παντοκρατορική Επόπτρια. «Η γνώμη του Βασιληά Ανδρόνικου νομίζω πως με εκφράζει, Εξοχότατη.»

Η γυναίκα τούς κοίταζε κάπως φοβισμένα – και με καλό λόγο, νόμιζε ο Ανδρόνικος. «Θα ήταν λάθος να θεωρήσετε αληθινά τα λόγια ενός προδότη, Μεγαλειότατε,» είπε. «Όπως επίσης και να κρίνετε ότι η Παντοκράτειρα έχει χάσει τη δύναμή της στην Απολλώνια.»

«Συλλάβετέ την!» πρόσταξε ο Λυκομήδης, ξαφνιάζοντας ακόμα και τον Ανδρόνικο. Δεν περίμενε ότι θα έκανε μια τόσο βιαστική κίνηση.

Οι πολεμιστές του Βασιληά των Βορεάδων ύψωσαν αμέσως πιστόλια και τράβηξαν σπαθιά. Και το ίδιο έκαναν κι οι λιγοστοί Παντοκρατορικοί φρουροί γύρω από την Επόπτρια.

«Μεγαλειότατε!» φώναξε εκείνη. «Μην εμπιστεύεστε αυτόν τον άνθρωπο! Πρόδωσε την Παντοκράτειρα· γιατί να μην προδώσει κι εσάς;»

«Επειδή δεν έχει κανέναν λόγο να με προδώσει,» αντιγύρισε ο Λυκομήδης. «Κι επειδή το ξέρω ήδη πως έχετε υποχωρήσει στον Ερειπιώνα. Οι Βορεοφύλακες δεν κατοπτεύουν μόνο τα εδάφη της Γης των Βορεάδων, αλλά και τα εδάφη γύρω από αυτήν. Πρόσταξε τώρα τους μαχητές σου να κατεβάσουν τα όπλα τους και παραδοθείτε χωρίς αιματοχυσία, Επόπτρια!»

«Επιτρέψτε μας, τουλάχιστον, να αποχωρήσουμε,» ζήτησε εκείνη. «Δεν έχετε να κερδίσετε τίποτα από την αιχμαλωσία μας.»

«Θα το πρότεινα, Βασιληά μου,» είπε ο Ανδρόνικος στον Λυκομήδη, χαμηλόφωνα.

Εκείνος τον αγνόησε. «Είπα: κατεβάστε τα όπλα σας!» πρόσταξε τους Παντοκρατορικούς.

Η Επόπτρια έκανε νόημα στους φρουρούς της να υπακούσουν, και οι Βορεάδες τούς συνέλαβαν όλους.

6.

Η Επόπτρια ονομαζόταν Τάρμα-Λάντι, όπως τους είπε ο Βασιληάς Λυκομήδης όταν κάθισαν να συζητήσουν και να γνωριστούν, μέσα στην Αίθουσα του Απώτατου Θρόνου. Πριν από εκείνη είχαν έρθει δύο άλλοι Επόπτες. Δεν είχαν φύγει επειδή είχαν υπάρξει προβλήματα ανάμεσα σ’αυτούς και τους Βορεάδες, αλλά επειδή η Παντοκράτειρα τούς είχε αναθέσει αλλού.

«Σ’ένα πράγμα, πάντως, είχε δίκιο η Επόπτρια, Βασιληά μου,» είπε ο Ανδρόνικος, καθισμένος σ’έναν μεγάλο καναπέ, με μια κούπα κρασί στο χέρι και με την Αθηνά και τον Οδυσσέα καθισμένους δεξιά κι αριστερά του. «Δε θα κερδίσετε τίποτα με την αιχμαλωσία της. Δε μπορείτε να την ανταλλάξετε· δεν υπάρχει λόγος. Οι Παντοκρατορικοί θα υποχωρήσουν ούτως ή άλλως από τα Παλιά Κάστρα· δε νομίζω πως έχουν αρκετές δυνάμεις για να κρατηθούν εδώ, αν το Βασίλειο της Απολλώνιας αποφασίσει να στρέψει τον στρατό του εναντίον τους.»

«Πράγματι,» αποκρίθηκε ο Λυκομήδης, «οι δυνάμεις τους είναι λίγες στα μέρη μας.» Ήταν καθισμένος αντίκρυ στον Ανδρόνικο, σε μια πολυθρόνα, και κρατούσε μια μακριά ξύλινη πίπα, αναμμένη με αρωματικό καπνό. Έμοιαζε με τον Βορέα τον ίδιο, τον αδελφό του Απόλλωνα, έτσι όπως φαινόταν, πανάρχαιος και λευκομάλλης. «Πάντως, εμείς δεν λέμε τη Γη μας ‘Παλιά Κάστρα’, Βασιληά Ανδρόνικε. Εσείς, οι νότιοι, τη λέτε έτσι.»

«Με συγχωρείτε, Βασιληά μου, αν σας προσέβαλα. Δεν το γνώριζα.»

«Δεν τίθεται θέμα προσβολής,» τον διαβεβαίωσε ο Λυκομήδης φυσώντας καπνό από τα ρουθούνια του. «Δεν είναι βρισιά τα ‘Παλιά Κάστρα’. Έχουμε, όντως, πολλά παλιά κάστρα εδώ.» Μειδίασε, δείχνοντας πάλι τα αργυρά δόντια του.

«Και η αρχιτεκτονική σας είναι πολύ όμορφη.»

«Δεν έχουμε ξεχάσει τις παλιές τέχνες. Και στα νότια πρέπει να έχετε ορισμένα μέρη με παρόμοια αρχιτεκτονική.»

«Λίγα, όμως,» είπε ο Ανδρόνικος. «Σχετικά με το θέμα της Επόπτριας, τώρα….»

«Τι φόβος υπάρχει στο μυαλό σου; Ότι θα δώσουμε αιτία στην Παντοκράτειρα να στραφεί με νέες δυνάμεις εναντίον μας, αν κρατήσουμε την Τάρμα-Λάντι αιχμάλωτη;»

«Αν είχε τη δυνατότητα να στραφεί εναντίον σας, θα στρεφόταν ούτως ή άλλως, Βασιληά μου· γι’αυτό σάς διαβεβαιώνω. Απλώς δεν το θεωρώ σκόπιμο να κρατάμε αιχμαλώτους όταν δεν υπάρχει καλός λόγος. Κι εγώ μερικούς αιχμαλώτους που έχω – από τους οποίους πήρα κάποιες πληροφορίες – σύντομα θα τους ελευθερώσω. Θα τους αφήσω να πάνε στον Ερειπιώνα.»

Ο Λυκομήδης είπε: «Όταν όλοι οι Παντοκρατορικοί έχουν αποχωρήσει από τη Γη των Βορεάδων, τότε θα σκεφτώ τι θα κάνω με την Επόπτρια. Πιθανώς θα την ελευθερώσω, όπως μου προτείνεις, εκτός αν ο λαός μου απαιτήσει να θυσιαστεί.»

Ο Ανδρόνικος ξαφνιάστηκε. «Να θυσιαστεί;»

«Να παραδοθεί στην παγερή αγκαλιά του Βορέα,» εξήγησε ο Λυκομήδης. «Μια μοίρα για προδότες και κακούργους. Βλέπω ότι γνωρίζεις ελάχιστα για τα έθιμά μας…»

«Σχεδόν τίποτα,» παραδέχτηκε ο Ανδρόνικος, αναρωτούμενος τι είδους λαός ήταν οι Βορεάδες ώστε να κάνουν ανθρωποθυσίες.

«Εσείς οι νότιοι δεν μπορείτε να καταλάβετε τα πιο απλά πράγματα,» είπε ο Λυκομήδης, παρατηρώντας τον ξανά μ’εκείνο το βλέμμα που έμοιαζε να τον κρίνει.

Ρελκάμνια

1.

Οι γάτες όρμησαν καταπάνω τους, μόλις τους είδαν να μπαίνουν στο καθιστικό του διαμερίσματος του Κλαρκ.

Ο Γκριζοχαίτης πήδησε και βρέθηκε στην αγκαλιά της Ναλτάφιρ. Ο Κοκκινομάτης τυλίχτηκε ανάμεσα στα πόδια της, ευέλικτος σαν φίδι σχεδόν. Η μάγισσα, χαμογελώντας, πήγε στον καναπέ για να καθίσει.

«Βολευτείτε όπου θέλετε,» είπε ο Κλαρκ στην Ιωάννα, τη Βάρμη, και τον Μέδμορ-Ράθωζ.

«Πού είμαστε τώρα;» ρώτησε ο τελευταίος, κοιτάζοντας ολόγυρα. Είχαν μόλις βγει από το Φαντασκεύασμα.

«Στο σπίτι μου,» αποκρίθηκε ο μάγος, καθώς πήγαινε στην κάβα κι άρχιζε να γεμίζει ψηλά ποτήρια με Κρύο Ουρανό.

«Θα το συνηθίσετε,» τους είπε ο Ελπιδοφόρος. «Είναι… παράξενο μέρος.»

Ο Άερ’θλαρ και η Άι’νιρ είχαν πάει ήδη στις γωνίες του καθιστικού, και αιωρούνταν σιωπηλά. Το φυτό από τη Σάρντλι έριχνε λοξές ματιές στην Άι’νιρ.

Η Ιωάννα πλησίασε τη μπαλκονόπορτα και κοίταξε έξω. Είδε να απλώνεται αντίκρυ της μια ατελείωτη πόλη με ψηλές πολυκατοικίες και γέφυρες. «Είμαστε ακόμα στη Ρελκάμνια…»

«Φυσικά,» αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος.

Η Ιωάννα στράφηκε να τον αντικρίσει. «Είπες ότι δεν σας έστειλε ο Ανδρόνικος…»

Ο Ελπιδοφόρος κατένευσε. Της είχε εξηγήσει μερικά πράγματα καθώς έρχονταν προς τα εδώ, βαδίζοντας παραπάνω από μια ώρα μέσα στο Φαντασκεύασμα.

«Τότε, πώς ξέρατε για εμένα;» ρώτησε η Ιωάννα.

«Έχουμε τους πληροφοριοδότες μας,» της απάντησε ο Κλαρκ, πλησιάζοντας για να της δώσει ένα ποτήρι Κρύο Ουρανό.

Η Ιωάννα το δέχτηκε αλλά δεν ήπιε ακόμα. «Μέσα στο Παντοτινό Ανάκτορο;»

«Όχι μέσα ακριβώς. Αλλά μαθαίνουμε πράγματα. Σου φαίνεται να είμαστε ανοργάνωτοι;»

Η Ιωάννα ήπιε τώρα μια γουλιά Κρύο Ουρανό, συνοφρυωμένη. «Ο Ανδρόνικος δεν μου είχε πει ποτέ ότι η Επανάσταση είναι τόσο καλά οργανωμένη στη Ρελκάμνια.»

«Δεν είμαστε η Επανάσταση,» εξήγησε ο μάγος. «Όχι η Επανάσταση του Πρίγκιπα Ανδρόνικου, τουλάχιστον. Κάνουμε, θα μπορούσες να πεις, τη δική μας αντίσταση.» Της είχε ήδη συστηθεί, φυσικά, ως Κλαρκ, εξηγώντας πως δεν ανήκε σε κανένα μαγικό τάγμα και πως ήξερε τον Δαίδαλο – με τον οποίο η Ιωάννα είχε έρθει σε ελάχιστη επαφή, αλλά είχε ακούσει αρκετά γι’αυτόν από τον Ανδρόνικο.

Ο μάγος έδωσε ένα ποτήρι Κρύο Ουρανό στον Ελπιδοφόρο και, μετά, ένα στη Ναλτάφιρ.

Η Ιωάννα κοίταξε με περιέργεια την τελευταία. Κι αυτή είχε πει ότι δεν ανήκε σε κανένα μαγικό τάγμα και ότι γνώριζε τον Κλαρκ και τον Δαίδαλο. Είχε εξηγήσει ότι οι τρεις τους ήταν στον ίδιο κύκλο, ό,τι κι αν σήμαινε τούτο… Έμοιαζε τόσο παράξενη όσο κι ο Κλαρκ, αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο.

«Έχετε κανένα τσιγάρο;» ρώτησε η Ιωάννα, που αισθανόταν να της έχει λείψει ο καπνός ύστερα από τόσες μέρες που δεν κάπνιζε.

Ο Ελπιδοφόρος τής έδωσε ένα και της το άναψε. Η Ιωάννα πήρε μια βαθιά τζούρα και φύσηξε καπνό απ’τα ρουθούνια, ενώ ο Κλαρκ πρόσφερε ποτά και στους υπόλοιπους, κρατώντας ένα ποτήρι και για τον εαυτό του.

«Θα ήθελα κι εγώ ένα τσιγάρο,» είπε η Βάρμη, που τους κοίταζε και τους άκουγε μουδιασμένα, μοιάζοντας να βρίσκεται σε απόγνωση.

Ο Ελπιδοφόρος τής έδωσε ένα τσιγάρο και της το άναψε. «Θ’ανακαλύψεις πολύ σύντομα ότι είμαστε καλύτερη παρέα από την Παντοκράτειρα,» της είπε.

«Με κοροϊδεύεις;» φώναξε η Βάρμη, ξεσπώντας ξαφνικά. «Με καταστρέψατε μ’αυτό που κάνατε! Πώς…; Δε… Δε μπορώ να γυρίσω πίσω, εννοείται. Και… τι θα κάνω εδώ, μαζί σας; Ο σύζυγός μου είναι στο Ανάκτορο· μπορεί η Παντοκράτειρα να του κάνει… δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει αν έχει υποπτευθεί ότι την πρόδωσα–»

«Κατά πρώτον, δεν την πρόδωσες,» της είπε ο Ελπιδοφόρος. «Ήσουν αιχμάλωτη–»

«Ναι, και πολύ σημασία που θα δώσει σ’αυτό!»

«Κατά δεύτερον, δεν ξέρει τι ακριβώς έγινε. Κι ο άντρας σου, ούτως ή άλλως, δεν έχει καμία σχέση μ’εμάς.»

Η Βάρμη τράβηξε μια τζούρα απ’το τσιγάρο, με το χέρι της να τρέμει. «Ναι, ’ντάξει… Η Παντοκράτειρα δεν είναι λογική, Στίβεν, ή Ελπιδοφόρε – ή όπως κι αν σε λένε τώρα! Δεν ξέρεις πώς είναι η Παντοκράτειρα;»

«Εσύ διάλεξες να έρθεις μαζί μας. Μην το ξεχνάς.»

«Ναι… γιατί, τι να έκανα; Να είχα μείνει πίσω;» Τα μάτια της ήταν δακρυσμένα. «Τότε, θα…»

«Ηρέμησε,» της είπε ο Ελπιδοφόρος ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο της. «Κάθισε.»

Η Βάρμη τον έσπρωξε, αλλά εκείνος δεν απομακρύνθηκε. «Κάθισε,» επέμεινε, και η Βάρμη, τελικά, κάθισε σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού ενώ το Σάρντλιο φυτό την παρατηρούσε με περιέργεια.

Τότε, ο Τες (που είχε συστηθεί στην Ιωάννα μόνο ως «Τες» και τίποτα περισσότερο, κι οι άλλοι είχαν αποφύγει να της δώσουν περαιτέρω εξηγήσεις σχετικά με το άτομό του, σχεδόν λες κι ο άνθρωπος να ήταν ταμπού!) άλλαξε ξαφνικά μορφή. Ο άντρας με τη λευκή στολή του Στρατού της Παντοκράτειρας φάνηκε να τρεμοπαίζει και να διαλύεται, σαν να ήταν αντανάκλαση, και πίσω του αποκαλύφτηκε ένα ψηλό, γκριζόδερμο, ανθρωποειδές πλάσμα με τέσσερα χέρια. Στο ένα από αυτά τα χέρια (που τα δύο ήταν μεγαλύτερα από τ’άλλα δύο) βαστούσε ένα μακρύ ραβδί γεμάτο χαράγματα και λαξεύματα.

Η Ιωάννα κοίταζε το πλάσμα ξαφνιασμένη.

Ο Ελπιδοφόρος, στεκόμενος κοντά στη Βάρμη αλλά βλέποντας την έκφραση της Μαύρης Δράκαινας, γέλασε. «Την ίδια αντίδραση είχα κι εγώ όταν τον πρωτοείδα. Αυτή είναι η αληθινή μορφή του φίλου μας.»

«Η αληθινή του μορφή; Δηλαδή… τι είναι;»

«Αυτό που είναι, βασικά.»

«Ο Τες,» είπε η Ναλτάφιρ, έχοντας βγάλει τις μπότες της και ανεβάσει τα πόδια της πάνω στον καναπέ καθώς έπινε αργά Κρύο Ουρανό, «είναι από μια διάσταση που, κανονικά, δεν έχει επαφή με το υπόλοιπο σύμπαν. Όμως ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος της Απολλώνιας τυχαίνει να περνά από εκεί…»

«Όπως από τη Νόρχακ…»

«Ναι: όπως από τη Νόρχακ.»

«Και γιατί…;» Η Ιωάννα κοίταξε πάλι τον Τες. «Γιατί είσαι μαζί μας;»

Το πλάσμα φάνηκε βαθιά συλλογισμένο. Τελικά είπε: «Αυτό είναι ένα ταξίδι για εμένα. Ήρθα ακούγοντας το κάλεσμα της Ναλτάφιρ. Έφτασα κοντά της κολυμπώντας στο Μεγάλο Ποτάμι… και γνώρισα πράγματα που είχα, ώς τώρα, δει μονάχα στα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου.»

Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε, απορώντας τι ήταν αυτά που της έλεγε.

«Ο Τες,» εξήγησε η Ναλτάφιρ, «είναι ειδική περίπτωση. Και βρίσκεται μαζί μας επειδή είναι ο Άζ’λεφκ.»

«Τι θα πει ‘είναι ο Άζ’λεφκ’;»

«Δεν έχει σημασία για την ώρα,» παρενέβη ο Κλαρκ. «Είμαστε, νομίζω, όλοι πολύ κουρασμένοι για να συζητάμε ένα τέτοιο θέμα.»

Η Ιωάννα είχε παραξενευτεί τελείως μ’αυτή την υπόθεση, αλλά δεν έκανε άλλες ερωτήσεις. Προφανώς, γινόταν κάτι το πολύ αλλόκοτο με τον Τες, όποιος – ό,τι – κι αν ήταν. «Τι σκοπεύετε να κάνετε τώρα; Εννοώ, τώρα που με πήρατε από το Παντοτινό Ανάκτορο.»

«Ελπίζουμε ότι θα είσαι πρόθυμη να μας βοηθήσεις,» είπε ο Κλαρκ.

«Σε τι;»

«Στον πόλεμό μας κατά του Ελκράσ’ναρχ.»

«Αυτό κάνω ούτως ή άλλως.»

«Το ξέρουμε,» είπε ο Κλαρκ.

«Ξέρετε και πώς κατέληξα εδώ;»

«Υποθέτω ότι θα μας πεις.»

Αφού κάθισαν και ο Κλαρκ τούς πρόσφερε φαγητό, η Ιωάννα τούς μίλησε για τα γεγονότα που την είχαν φέρει από την Απολλώνια στη Ρελκάμνια. «Γνωρίζετε τι συμβαίνει τώρα εκεί;» ρώτησε, έχοντας τελειώσει με τη διήγησή της.

«Ακριβώς, όχι,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ. «Αλλά, έτσι όπως πηγαίνει η οικονομία της Παντοκρατορίας, το αποκλείω οι Παντοκρατορικοί να νικήσουν τον πόλεμο στην Απολλώνια.» Και κοίταξε προς τη μεριά της Βάρμης, ερωτηματικά.

Εκείνη, που είχε πια ηρεμήσει κάπως – αν και είχε φάει ελάχιστα – είπε: «Ναι, ο πόλεμος δεν πάει καλά, καθόλου καλά, πουθενά στο Γνωστό Σύμπαν. Αυτό είναι αλήθεια. Ακόμα και στη Βίηλ υπάρχουν προβλήματα – πολύ σοβαρά – που εκεί ποτέ δεν γίνονταν τέτοια.»

«Όπως βλέπεις, λοιπόν,» της είπε ο Ελπιδοφόρος, «είναι καλύτερα να είσαι εδώ παρά στο Παντοτινό Ανάκτορο. Πόσο ακόμα νομίζεις ότι η Παντοκρατορία θα κρατήσει;»

Το βλέμμα της Βάρμης έλεγε πως αυτό δεν την καθησύχαζε. Είχε, αναμφίβολα, σοκαριστεί έτσι ξαφνικά όπως είχε αλλάξει η ζωή της.

Θα το συνηθίσει, σκέφτηκε η Ιωάννα καθώς άναβε ακόμα ένα τσιγάρο. Και, με την πλάτη της ακουμπισμένη στην πολυθρόνα όπου καθόταν, κάπνισε για λίγο συλλογισμένη: και το μυαλό της δεν ήταν πια καθόλου στη Βάρμη. Αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να ζητήσει από τον Κλαρκ να την επιστρέψει στην Απολλώνια. Ο Ανδρόνικος, σίγουρα, θα ανησυχούσε για εκείνη. Ή, μάλλον, θα με νομίζει νεκρή… Μήπως, λοιπόν, θα ήταν καλύτερα να μείνει εδώ, στη Ρελκάμνια, και να βοηθήσει τον Κλαρκ και τον Ελπιδοφόρο; Εξάλλου, την είχαν σώσει από τα χέρια της Παντοκράτειρας· τους χρωστούσε. Αν δεν ήταν αυτοί, μπορεί πραγματικά να ήμουν νεκρή. Κι επιπλέον, η παρουσία της στην Απολλώνια πολλές φορές αποπροσανατόλιζε τον Ανδρόνικο, νόμιζε… κι εμένα την ίδια, επίσης. Ίσως θα ήταν καλύτερα ο Ανδρόνικος να συνεχίσει τον πόλεμο χωρίς εμένα. Εξάλλου, έχει τη βοήθεια άλλων Μαύρων Δρακαινών. Η Αθηνά και η Νικίτα είναι στην Απολλώνια. Και η Άνμα’ταρ κι η Αριάδνη’ταρ… Η Ιωάννα έσβησε το τελειωμένο τσιγάρο της στο τασάκι.

Οι άλλοι, εν τω μεταξύ, μιλούσαν αναμεταξύ τους όσο εκείνη σκεφτόταν, και τώρα η Ιωάννα, όταν βρήκε άνοιγμα στη συζήτησή τους, ρώτησε τον Κλαρκ: «Τι θέλετε να κάνω για εσάς;»

«Τίποτα συγκεκριμένο. Όμως έχουμε, γενικά, πολλά να κάνουμε. Κατά πρώτον, έχουμε έναν ανοιχτό πόλεμο κατά του δικτύου των πρακτόρων του Ελκράσ’ναρχ και της Παντοκράτειρας.» Ο Κλαρκ στράφηκε στον Μέδμορ. «Και σε τούτο μπορείς κι εσύ να μας βοηθήσεις. Έχεις, σίγουρα, αρκετές γνώσεις. Ήσουν Ανώτατος Ελεγκτής.»

«Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο Ελκράσ’ναρχ…» είπε, επιφυλακτικά, ο Μέδμορ-Ράθωζ.

Ο Ελπιδοφόρος τον αγριοκοίταξε. Δεν τον εμπιστευόταν. «Σου είπαμε, δε σου είπαμε;»

«Ναι, αλλά… εγώ δεν ήξερα για… τέτοια πράγματα…»

«Τα έμαθες τώρα.»

«Εντάξει. Αν μπορώ να κάνω κάτι…» Ο Μέδμορ ήπιε μια γουλιά από το αναψυκτικό του. Μπροστά του ήταν δύο τελειωμένα πιάτα. Είχε φάει σαν πεινασμένος λύκος.

Ο Ελπιδοφόρος έριξε στον Κλαρκ ένα βλέμμα που έλεγε: Θα πρέπει να τον προσέχουμε.

Ο μάγος ένευσε με τρόπο που αποκρινόταν: Μην ανησυχείς· δεν πρόκειται να πάει πουθενά.

Η Ιωάννα, παρατηρώντας τους, νόμιζε πως είχε ήδη συνηθίσει την παρέα τους. Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο.

2.

Όταν ο Κλαρκ είχε πάει να οδηγήσει την Ιωάννα, τη Βάρμη, και τον Μέδμορ σε κάποια δωμάτια του παράδοξα λαβυρινθώδους διαμερίσματός του για να ξεκουραστούν, η Ναλτάφιρ ρώτησε τον Τες: «Τι θυμήθηκες για τον Ελκράσ’ναρχ;» Ήταν ακόμα καθισμένη στον καναπέ, με τις γάτες της να τρίβονται επάνω της. Η όψη της ήταν γαλήνια και παρατηρητική, όπως πάντα.

Ο Τες, μετά από σκέψη, αποκρίθηκε: «Έχουμε ξανασυναντηθεί… σε κάποιο από τα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου, μάλλον.»

Το βλέμμα της Ναλτάφιρ έγινε έντονο καθώς τον ατένιζε. «Τίποτα περισσότερο δεν θυμάσαι; Τίποτα σχετικά με την Αγαρίστη;»

Ο Τες έμοιαζε πολύ πιο προβληματισμένος απ’ό,τι συνήθως, νόμιζε ο Ελπιδοφόρος. «Την Αγαρίστη δεν τη θυμάμαι, Ναλτάφιρ, όχι… Όμως με τον Ελκράσ’ναρχ έχουμε ξανασυναντηθεί σε κάποιο όνειρο. Γι’αυτό είμαι βέβαιος… Ίσως να θυμηθώ περισσότερα, σύντομα.»

«Τελικά, έκανα καλά που σε έφερα εδώ,» είπε η Ναλτάφιρ μετά από μερικές στιγμής σιωπής. Ο Κοκκινομάτης νιαούρισε ανήσυχα.

3.

Η Παντοκράτειρα ήταν εξοργισμένη ολόκληρη εκείνη την ημέρα γι’αυτό που είχε συμβεί – γι’αυτό που, όπως έλεγε, όλοι οι ανόητοι που την υπηρετούσαν είχαν αφήσει να συμβεί! Αν δεν ήταν ο Ορείχαλκος, πολλοί θα είχαν υποφέρει από την οργή της· όμως εκείνος κατάφερε να την πείσει ότι ήταν μια κατάσταση που κανένας δεν μπορούσε να ελέγξει. «Οι εχθροί σου έχουν, προφανώς, δυνάμεις που είναι άγνωστες σε όλους μας,» της είπε. «Ούτε ο Ρίμναλ δεν ήξερε τι μαγεία ήταν αυτή που έκαναν. Και δεν συζητάμε καν για τους δαίμονες του Στίβεν Νέλκος.» Τα λόγια του είχαν αποτέλεσμα επάνω της όπως τα λόγια κανενός άλλου από τους γύρω της δεν μπορούσαν να έχουν. Ο Ορείχαλκος αισθανόταν ακόμα ισχυρό τον δεσμό του μαζί της – τον δεσμό που είχε δημιουργηθεί στον Πύργο του Ήλιου και του Ανέμου, όταν παντρεύτηκαν. Και νόμιζε πως στον Ελκράσ’ναρχ δεν άρεσε καθόλου το γεγονός ότι κατόρθωσε να απομακρύνει την οργή της από τους υπόλοιπους· μάλλον οι Υπερασπιστές θα προτιμούσαν η Αρχόντισσά τους να είχε τιμωρήσει παραδειγματικά δυο-τρεις ανθρώπους με κάποιον παρανοϊκό τρόπο. Ωστόσο, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα φανερά εναντίον του Ορείχαλκου, γιατί δεν υπήρχε καμια αμφιβολία ότι η Παντοκράτειρα τον αγαπούσε.

Ώς τη νύχτα, κανένας δεν κατάφερε να εντοπίσει πουθενά τη Βάρμη, την Ιωάννα, ή τον Μέδμορ-Ράθωζ, παρότι όλοι οι πράκτορες της Παντοκράτειρας είχαν κινητοποιηθεί, όλα τα συστήματα έρευνας και εντοπισμού είχαν μπει σε λειτουργία.

«Ανησυχώ για τη Βάρμη,» είπε η Αγαρίστη στον Ορείχαλκο, το βράδυ, αφού είχαν κάνει έρωτα. Ήταν ξαπλωμένη, γυμνή, επάνω σ’έναν φουσκωτό καναπέ, και γυρισμένη στο πλάι, κοιτάζοντάς τον καθώς εκείνος καθόταν σε μια πολυθρόνα ντυμένος με φαρδύ παντελόνι και πουκάμισο. Το δέρμα της ήταν λευκό-ροζ τώρα, και τα μαλλιά της μαύρα. Τα νύχια των ποδιών και των χεριών της ήταν επίσης βαμμένα μαύρα, και γυαλιστερά. «Ίσως να τη βασανίζουν… Ίσως να την έχουν ήδη σκοτώσει…»

«Μπορεί και όχι,» είπε ο Ορείχαλκος, που δεν θεωρούσε πιθανό ούτε το ένα ούτε το άλλο.

«Γιατί τη Βάρμη, αγάπη μου; Τι έχει η Βάρμη που είναι σημαντικό; Εντάξει, την Ιωάννα την ήθελαν γιατί… γιατί, προφανώς, τους έστειλε ο Ανδρόνικος.» Υπήρχε μίσος στη φωνή της. «Αλλά γιατί τη Βάρμη; Η Βάρμη δεν τον ενδιαφέρει!»

«Το μόνο που έχει η Βάρμη το οποίο ίσως να θέλουν είναι πληροφορίες, Αγαρίστη.»

Η Παντοκράτειρα συνοφρυώθηκε καθώς το σκεφτόταν. Μετά, τα μάτια της γυάλισαν. «Αν με προδώσει, θα την κάνω να το μετανιώσει!» είπε.

«Θα είναι πολύ αργά, όμως.»

Η Αγαρίστη πήρε καθιστή θέση πάνω στον καναπέ. «Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος γαμώ! Δεν έπρεπε να τους είχαν αφήσει να την πάρουν!» Σηκώθηκε, πιάνοντας μια μπλούζα από δίπλα και φορώντας την. Ήταν μπλε και φαρδιά, κι έπεφτε ώς τα γόνατά της. «Κάπου-κάπου αναρωτιέμαι αν κι αυτοί οι Υπερασπιστές μου είναι ικανοί για τίποτα!»

Είναι ικανοί για πολλά, να είσαι βέβαιη… σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. «Θα μπορούσες να τους διώξεις…»

Η Αγαρίστη τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Να τους διώξω;…» Πρέπει να της ήταν αδιανόητο, συμπέρανε ο Ορείχαλκος. Εκείνη γέλασε. «Δεν πρόκειται να τους διώξω, αγάπη μου! Δεν… Τι νόημα…;»

«Δε θα μπορούσες να τους διώξεις, αν ήθελες;» Επίτηδες την πίεζε, για να δει την αντίδρασή της.

«Φυσικά και– Δηλαδή, γιατί; Μα, τι λες; Είναι οι Υπερασπιστές μου!»

«Σε υπακούουν, δεν σε υπακούουν;»

«Εννοείται πως με υπακούουν. Είμαι η Παντοκράτειρα.»

«Τότε, αν τους ζητούσες να φύγουν, θα έπρεπε να φύγουν, λογικά· έτσι δεν είναι;»

Ο Ορείχαλκος νόμισε πως είδε, ξαφνικά, φόβο στα μάτια της – έναν βαθύ φόβο, τον οποίο ίσως εκείνη δεν αντιλαμβανόταν πλήρως, ή ίσως δεν ήθελε να τον αναγνωρίσει, να τον φέρει στο μυαλό της, στη σκέψη της. «Δε θέλω να φύγουν,» είπε η Αγαρίστη. «Γιατί να θέλω να φύγουν; Από αυτούς… Έκανα μια συμφωνία μαζί τους, Ορείχαλκε. Σου είπα.»

«Ναι, δεν έχω ξεχάσει. Αλλά αν δεν μπορείς να τους προστάξεις, τότε δεν είσαι εσύ πραγματικά η Παντοκράτειρα, Αγαρίστη.»

Η Αγαρίστη γέλασε· όμως ήταν νευρικό το γέλιο της. «Και ποια είναι;» φώναξε. «Υπάρχει άλλη Παντοκράτειρα;»

«Αν δεν μπορείς να τους προστάξεις–»

«Φυσικά και μπορώ να τους προστάξω! Ό,τι θέλω εγώ κάνουν!» Τον ατένιζε θυμωμένα, τώρα. «Μη μου λες βλακείες!»

«Μα αν δεν μπορείς να τους προστάξεις να φύγουν, τότε ποιος είναι κύριος ποιου, Αγαρίστη;» ρώτησε ο Ορείχαλκος δυναμώνοντας τη φωνή του, καθώς σηκωνόταν από την πολυθρόνα.

Η Παντοκράτειρα άρπαξε ένα μαξιλάρι και το εκτόξευσε βίαια προς το μέρος του. Ο Ορείχαλκος το απέκρουσε στον αέρα με το χέρι του. «Γιατί μου λες βλακείες;» φώναξε εκείνη. «Γιατί;»

«Αρχόντισσά μας, αν αυτός ο άνθρωπος σε ταράζει μπορούμε να τον απομακρύνουμε.»

Στράφηκαν κι οι δυο τους για να δουν έναν Υπερασπιστή να στέκεται στο κατώφλι του δωματίου. Φυσικά, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Ο Ελκράσ’ναρχ δεν είναι ποτέ μακριά.

Η Αγαρίστη κοίταξε τον Υπερασπιστή, ύστερα τον Ορείχαλκο, ύστερα πάλι τον Υπερασπιστή. «Δε μ’ενοχλεί,» είπε απότομα. «Ποιος σας είπε ότι μ’ενοχλεί;»

«Ακούσαμε φωνές, Αρχόντισσά μας…»

«Όταν σας θέλω θα σας ειδοποιήσω! Πήγαινε τώρα! Πήγαινε!»

Ο Υπερασπιστής αποχώρησε σιωπηλά, αλλά στη σιωπή του υπήρχε κάτι το απειλητικό που δεν μπορούσε να εκφραστεί με λόγια παρά μόνο με αισθήσεις, νόμιζε ο Ορείχαλκος. Δεν πρέπει να το παρατραβήξω, σκέφτηκε· γιατί, στο τέλος, ίσως ακόμα και η συμπάθεια της Αγαρίστης προς εμένα να μην αποδειχτεί αρκετή για να συγκρατήσει τον Ελκράσ’ναρχ. Αν ένιωθε ότι ο Ορείχαλκος ήταν πραγματικά επικίνδυνος για την ύπαρξή του, μάλλον δεν θα δίσταζε να τον εξολοθρεύσει, όποιο κι αν ήταν το κόστος.

Η Αγαρίστη στράφηκε να κοιτάξει τον Ορείχαλκο. «Γιατί μου λες τέτοια πράγματα;» ρώτησε, πιο ήρεμα τώρα. «Αν μου τα έλεγε άλλος, θα τον είχα τιμωρήσει.»

«Με συγχωρείς, αγάπη μου,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος· «δεν ήθελα να σε αναστατώσω. Απλώς είπα κάτι που ήρθε στο μυαλό μου… Μου φαίνεται παράξενο το γεγονός ότι οι Υπερασπιστές σε υπακούουν σε όλα αλλά δεν θα σε υπάκουγαν αν τους πρόσταζες να φύγουν.»

«Μα δεν θα ήθελα να φύγουν. Ποτέ.» Η Αγαρίστη τον πλησίασε και τον αγκάλιασε σφιχτά. «Όπως κι εσύ. Σε θέλω πάντα κοντά μου.»

Ο Ορείχαλκος τύλιξε τα χέρια του γύρω της και φίλησε τα μαλλιά της. «Πάμε για ύπνο,» πρότεινε. «Είμαστε κι οι δύο κουρασμένοι.»

Η Αγαρίστη δεν διαφώνησε.

4.

Όσο οι μέρες περνούσαν τόσο περισσότερο η Βάρμη αναρωτιόταν αν τελικά είχε κάνει τη σωστή επιλογή όταν αποφάσισε να πάει με τους επαναστάτες αντί να μείνει πίσω, στο Παντοτινό Ανάκτορο. Δεν αισθανόταν πως είχε καμια ουσιαστική θέση ανάμεσά τους. Δεν είμαι σαν αυτούς. Όλη μου τη ζωή υπηρετούσα την Παντοκράτειρα. Και ήμουν ξεχωριστή ανάμεσα σε άλλους που την υπηρετούσαν… Ήταν διοικήτρια της προσωπικής της φρουράς, και φίλη της – ό,τι κι αν εννοούσε η Αγαρίστη όταν ονόμαζε κάποια φίλη.

Από την άλλη, βέβαια, η Παντοκράτειρα τής είχε φερθεί άσχημα τόσες φορές. Όπως τότε που είχε βάλει τη Τζένιφερ να την κλέψει, ενώ ταξίδευαν προς Σάρντλι μέσω Αιθέρα. Όπως τώρα, πιο πρόσφατα, που την είχε ρίξει στα Κελιά της Αβύσσου επειδή είχε εξοργιστεί μαθαίνοντας για την αποστασία της Σάρντλι. Αυτό το τελευταίο ήταν από τα χειρότερα. Πώς μπορούσε να τη θεωρεί διοικήτρια της προσωπικής της φρουράς αν ήταν πρόθυμη να τη ρίχνει έτσι απλά σε μια φυλακή, χωρίς η Βάρμη να έχει κάνει τίποτα απολύτως; Η Παντοκράτειρα είχε αρχίσει να παραφέρεται, ακόμα και για τα δικά της δεδομένα.

Αντιθέτως, οι επαναστάτες είχαν φερθεί καλά στη Βάρμη – ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως υποτίθεται ότι ήταν με τους εχθρούς τους. Ο Κλαρκ τής είχε παραχωρήσει ένα ολόκληρο δωμάτιο στο διαμέρισμά του, της είχε δώσει ρούχα, καλλυντικά, σαπούνια, περιοδικά και βιβλία, τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό δέκτη. Το δωμάτιο περιλάμβανε κρεβάτι και μπάνιο, κι ένα μικρό γραφείο στη γωνία. Επιπλέον, η Βάρμη μπορούσε να πηγαίνει όπου ήθελε μέσα στο διαμέρισμα του μάγου. Αν και αυτό ήταν σχετικό, γιατί το μέρος σίγουρα ήταν μαγεμένο με κάποιο μυστηριώδη τρόπο. Παρότι έμοιαζε τεράστιο, η Βάρμη συνεχώς κατέληγε στα ίδια σημεία, σαν να υπήρχε κάτι το τελείως παράξενο στη φύση του χώρου. Δεν είχε καταφέρει ακόμα να εντοπίσει το υπνοδωμάτιο του Κλαρκ, της Ναλτάφιρ, του Ελπιδοφόρου, ή του Τες. Ούτε, φυσικά, είχε βρει το εργαστήριο του μάγου – και ήταν βέβαιη ότι πρέπει να υπήρχε εργαστήριο κάπου εδώ μέσα. Μονάχα στα δωμάτια της Ιωάννας και του Μέδμορ-Ράθωζ μπορούσε να πλοηγηθεί με άνεση. «Πλοηγηθεί», ναι, αυτή ήταν η σωστή λέξη: ήταν σαν να πλοηγείσαι μέσα στο διαμέρισμα του Κλαρκ, όχι σαν απλά να βαδίζεις.

Παρά το μυστήριο που παρουσίαζε η οικία, όμως, η Βάρμη δεν ήταν αρκετά γοητευμένη από αυτήν ώστε να παραβλέψει το γεγονός ότι αισθανόταν ξένη ανάμεσα στους επαναστάτες. Δεν ήταν καμια μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών, εξάλλου.

Τώρα όμως έμπλεξες, έλεγε στον εαυτό της κάθε τόσο. Δε μπορείς να κάνεις πίσω. Πρέπει να συνηθίσεις εδώ. Ακόμα κι αν σ’άφηναν να επιστρέψεις στο Παντοτινό Ανάκτορο, θα επέστρεφες; Επιπλέον, ο Ελπιδοφόρος ίσως να είχε δίκιο – μάλλον είχε δίκιο – ότι η Συμπαντική Παντοκρατορία βρισκόταν στα τελευταία της. Παντού προβλήματα είχε: σ’όλες τις διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος. Ακόμα και μέσα στην ίδια τη Ρελκάμνια.

Η Βάρμη, παρακολουθώντας τις ειδήσεις, άκουγε ότι η οικονομία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο με τόσους πολέμους και με την απώλεια της Σάρντλι η οποία, παλιότερα, έστελνε ένα σωστό μεταλλεύματα στη Ρελκάμνια. Επίσης, ορισμένοι είκαζαν ότι συνέβαινε και κάτι ακόμα. Κάτι που δεν μπορούσαν ακριβώς να προσδιορίσουν. Πλαστό χρήμα, ισχυρίζονταν κάποιοι. Κυκλοφορεί πολύ πλαστό χρήμα. Αλλά κανένας δεν κατάφερνε να το εντοπίσει· ήταν σχεδόν σαν να ήταν αόρατο. Έλεγαν πως ούτε οι πράκτορες της Παντοκράτειρας δεν το έβρισκαν· επομένως, δεν υπήρχε. Η Βάρμη τα άκουγε αυτά με κάποια δυσπιστία. Η ίδια δεν είχε μάθει τίποτα για πλαστό χρήμα όσο βρισκόταν στο Παντοτινό Ανάκτορο. Φήμες, μάλλον…

Ένα από τα δωμάτια που μπορούσε να φτάσει μέσα στο διαμέρισμα του Κλαρκ ήταν γυμναστήριο. Όχι πολύ μεγάλο, αλλά είχε μερικά όργανα γυμναστικής. Και η Βάρμη πήγαινε και τα χρησιμοποιούσε. Το ίδιο κι η Ιωάννα. Και, τις τελευταίες δύο ημέρες, ερχόταν κι ο Μέδμορ-Ράθωζ.

Η Βάρμη σ’αυτό το δωμάτιο – και όχι μόνο εκεί – είχε γνωρίσει την Ιωάννα περισσότερο απ’ό,τι παλιά. Μιλούσαν. Πριν, την ήξερε λίγο. Δεν ήξερε καν ότι καταγόταν από την Υπερυδάτια· νόμιζε ότι ήταν κι αυτή από τη Ρελκάμνια.

«Δε σου λείπει η πατρίδα σου;» τη ρώτησε η Βάρμη, ένα απόγευμα, καθώς ξεκουράζονταν από τη γυμναστική.

Η Ιωάννα ανασήκωσε τους ώμους. «Όταν έχεις ταξιδέψει σε τόσες διαστάσεις, αρχίζεις ν’αμφισβητείς ποια είναι τελικά η πατρίδα σου. Ήμουν αρκετά χρόνια εδώ, στη Ρελκάμνια, Βάρμη, αφού εκπαιδεύτηκα ως Μαύρη Δράκαινα. Και μετά… τόσο καιρό στην Απολλώνια. Κι από δω κι από κει, σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν…»

«Πώς αποφάσισες να γίνεις Μαύρη Δράκαινα;»

«Η μάνα μου μου έλεγε ότι είμαι καλή να κυνηγάω μελανοφονιάδες. Ξέρεις τι είναι οι μελανοφονιάδες;»

Η Βάρμη κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

«Κάτι καλαμάρια μεγάλα σαν εσένα.»

Η Βάρμη μειδίασε. «Ρωτούσα σοβαρά.»

«Σοβαρά σού απαντάω. Κυνηγούσαμε μελανοφονιάδες αρκετές φορές, στις θάλασσες της Υπερυδάτιας, και ήμουν καλή σ’αυτό παρότι μικρή τότε. Μετά, άκουσα ότι οι Παντοκρατορικοί ζητούσαν γυναίκες για ένα ειδικό τάγμα που οργάνωνε η Παντοκράτειρα, καινούργιο, όπου θα πληρωνόμασταν καλά και θα είχαμε διακρίσεις, και οι λοιπές μαλακίες που λένε όταν θέλουν να βάλουν κόσμο να κάνει κάτι που είναι ανόητο. Σκέφτηκα να δοκιμάσω, να δω αν θα με δέχονταν. Πέρασα από τις βασικές δοκιμασίες στην Υπερυδάτια, κι έτσι μ’έστειλαν στη Ρελκάμνια.»

Ο Μέδμορ-Ράθωζ δεν ήταν τόσο ομιλητικός. Συνήθως φαινόταν προβληματισμένος – ίσως περισσότερο κι από την ίδια τη Βάρμη. Κι εκείνη αναρωτιόταν γιατί. Τι είχε να χάσει; Νόμιζε ότι η Παντοκράτειρα θα τον έβγαζε ποτέ από τον λαβύρινθό της και θα τον έκανε πάλι Ανώτατο Ελεγκτή της Λαμπροφόρου; Καλύτερα είναι με τους επαναστάτες, αλλά δεν το καταλαβαίνει.

Από τότε που άρχισε το γυμναστήριο, άρχισε και να μιλάει περισσότερο όμως. Σκεφτόταν, κυρίως, την οικογένειά του, είπε στη Βάρμη και στην Ιωάννα. Τη γυναίκα του και τα παιδιά του. «Τους έχουν πει ότι είμαι φυλακισμένος για ένα παράπτωμα. Ποιος ξέρει τώρα τι θα τους πουν. Ποιος ξέρει αν θα τους φυλακίσουν κι αυτούς ή όχι…»

«Μπορεί ο Κλαρκ να έχει τρόπο να μάθει τι τους έχει συμβεί – αν τους έχει συμβεί κάτι. Ρώτα τον,» τον προέτρεψε η Βάρμη. Ο Μέδμορ, όμως, δίσταζε. Δεν φαινόταν να εμπιστεύεται τον μάγο, παρότι εκείνος τού είχε δείξει καλή θέληση.

Ο Ελπιδοφόρος, αντιθέτως, υποπτευόταν τον Μέδμορ, και δεν το έκρυβε.

Η Βάρμη είχε κουβεντιάσει αρκετές φορές με τον Ελπιδοφόρο, κι εκείνος τής είχε διηγηθεί όλα όσα τού είχαν συμβεί ύστερα από την τελευταία τους συνάντηση. Της είχε μιλήσει για τις δουλειές που είχε κάνει, εξαναγκαστικά, για τον Ελκράσ’ναρχ. Της είχε πει ότι ακόμα και στην Ταρασμάλθη είχε πάει – σ’αυτή την παγωμένη, απόμακρη διάσταση – όπου παραλίγο να χάσει τη ζωή του μαζί με άλλους πράκτορες των Υπερασπιστών αλλά και επαναστάτες οι οποίοι είχαν βρεθεί εκεί αναζητώντας το ίδιο πράγμα με τους Παντοκρατορικούς. Και μετά, ο Ελπιδοφόρος τής είχε εξηγήσει πώς ο Κλαρκ τον είχε πάρει από τα χέρια του Ελκράσ’ναρχ και, τελικά, πώς η Ναλτάφιρ τον είχε βοηθήσει να διώξει τελείως το εμφύτευμα από μέσα του.

Η Βάρμη, ακούγοντάς τον, καταλάβαινε απόλυτα γιατί ο Ελπιδοφόρος δεν μπορεί πλέον να είχε κανέναν λόγο για να θέλει να υπηρετεί την Παντοκρατορία αλλά δεκάδες λόγους για να θέλει να τη γκρεμίσει.

Σε κάποια στιγμή, του είπε: «Νομίζεις ότι θα ήταν δυνατό κάποτε να συναντήσω τον Νυράλιο, για να του μιλήσω έστω μια τελευταία φορά;» Κυρίως, ήθελε να μάθει – να δει με τα ίδια της τα μάτια – ότι ο σύζυγός της ήταν καλά.

«Με τον Κλαρκ τίποτα δεν αποκλείεται. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ο άντρας σου κατοικεί στο Παντοτινό Ανάκτορο, αλλιώς το Φαντασκεύασμα θα σε μετέφερε κοντά του.»

Είχαν περάσει πάνω από εφτά μέρες, τώρα, που η Βάρμη ήταν με τους επαναστάτες, και νόμιζε πως είχε λιγάκι – λιγάκι – αρχίσει να τους συνηθίζει παρότι δεν αισθανόταν να είναι σαν εκείνους. Θα πρέπει να τους συνηθίσω περισσότερο, αφού ο Κρόνος το θέλησε να καταλήξω ανάμεσά τους. Υπέθετε πως το ίδιο ίσως να αισθανόταν και η Φενίλδα στην αρχή – αν και εκείνη θα είχε, λογικά, πιο καλό λόγο για να είναι με το μέρος τους. Ο Ελπιδοφόρος είχε πει στη Βάρμη τι είχε γίνει με τη Φενίλδα, λύνοντας το μυστήριο για την παράξενη εξαφάνιση της μάγισσας. «Δυστυχώς, όμως, τώρα δεν ξέρω πού βρίσκεται. Εκτός απ’το ότι είναι στη Βίηλ και βοηθά την Επανάσταση εκεί.» Ο Ελπιδοφόρος έμοιαζε δυσαρεστημένος από τούτο, κι έδειχνε επίσης ν’ανησυχεί για τη Φενίλδα. Πρέπει να την είχε συμπαθήσει, όσο οι δυο τους βρίσκονταν στη δούλεψη των Υπερασπιστών. Όχι πως η Φενίλδα δεν ήταν συμπαθητική γενικά για κάθε άντρα, ίσως· όμως η Βάρμη νόμιζε ότι συνέβαινε κάτι περισσότερο από αυτό, στην περίπτωση του Ελπιδοφόρου.

Μετά από τόσα που έχουν περάσει στα χέρια του Ελκράσ’ναρχ, όπως τον ονομάζουν, μπορείς να τους κατηγορήσεις που έχουν στραφεί εναντίον της Παντοκρατορίας; αναρωτήθηκε, πολλές φορές, η Βάρμη όταν ήταν μόνη στο δωμάτιό της και είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί.

Σήμερα, ξύπνησε πιο νωρίς απ’ό,τι συνήθως, και διαπίστωσε ότι είχε πολλή ζέστη. Κολλούσε από τον ιδρώτα. Έκανε ένα μπάνιο, ντύθηκε, και πήγε στο καθιστικό του Κλαρκ, όπου αιωρούνταν σιωπηλά ο Άερ’θλαρ και η Άι’νιρ.

«Καλημέρα,» τους είπε διστακτικά, γιατί ακόμα την έκαναν να νιώθει άβολα.

«Καλημέρα,» αποκρίθηκε ο Άερ’θλαρ. Η Άι’νιρ δεν της μίλησε καθόλου· και της έδινε, γενικά, την αίσθηση ότι την αντιπαθούσε. Τα μάτια της, που έμοιαζαν με λίθους, την ατένιζαν με ψυχρό μίσος, νόμιζε η Βάρμη.

Αγνοώντας τους Πειθαρχικούς του Κενού, πήγε στον μπουφέ και έφτιαξε έναν καφέ. Ο Κλαρκ είχε πάντοτε το διαμέρισμά του εξοπλισμένο. Ήταν άψογος σε όλα, βασικά. Έκανε τη Βάρμη να απορεί κάπου-κάπου. Κι αναρωτιόταν πόσο μεγάλο μπορεί, τελικά, να ήταν το διαμέρισμα του για να τους χωρά όλους. Ορισμένες φορές, της έδινε την εντύπωση ότι πρέπει οπωσδήποτε να ήταν σαν ολόκληρη πολυκατοικία. Άλλες φορές, ότι ήταν περιορισμένο σε τρία, τέσσερα δωμάτια.

«Βάρμη…» χαιρέτησε ο Ελπιδοφόρος μπαίνοντας στο καθιστικό, όταν εκείνη είχε καθίσει σε μια πολυθρόνα με τον καφέ της στο χέρι και έπινε κοιτάζοντας έξω από τη τζαμένια πόρτα.

Τον αντιχαιρέτησε μ’ένα νεύμα.

Καθώς έφτιαχνε έναν καφέ, ο Ελπιδοφόρος τής είπε: «Νομίζω πως σήμερα σε βλέπω καλύτερα από ποτέ.»

«Αν ήμουν καχύποπτη θα νόμιζα ότι με κολακεύεις εσκεμμένα.»

«Δεν είναι εσκεμμένο, σε διαβεβαιώνω. Δε νιώθεις, όμως, καλύτερα εδώ απ’ό,τι στο Παντοτινό Ανάκτορο;»

«Δεν ξέρω, Ελπιδοφόρε…»

«Επειδή έχεις συνηθίσει κάτι, αυτό δεν σημαίνει πως είναι και η φυσική σου κατάσταση.»

«Και ποια είναι η φυσική μου κατάσταση;»

Ο Ελπιδοφόρος τελείωσε με το φτιάξιμο του καφέ του και ήρθε να καθίσει αντίκρυ της. «Αυτό θα πρέπει να το ανακαλύψεις.»

Η Βάρμη ήπιε μια γουλιά απ’τον δικό της καφέ, και σκέφτηκε να του αποκριθεί ότι τέτοια πιο εύκολα τα λες παρά τα κάνεις· όμως τότε μπήκε στο καθιστικό ο Τες. Με την πραγματική του μορφή, την οποία η Βάρμη ακόμα δεν είχε συνηθίσει. Της έμοιαζε με πλάσμα φτιαγμένο για τον κινηματογράφο, όχι κάτι το αληθινό – αν και ήξερε ότι χιλιάδες, εκατομμύρια, παράξενα όντα υπήρχαν στο σύμπαν.

«Πρέπει να μιλήσω στη Ναλτάφιρ,» είπε ο Τες.

Ο Ελπιδοφόρος συνοφρυώθηκε. «Τώρα; Αμέσως;»

«Ναι.» Σκέψεις πέρασαν πίσω από τα μάτια του Τες. «Νομίζω πως θυμήθηκα… αρκετά πράγματα για τον Ελκράσ’ναρχ.»

5.

Συγκεντρώθηκαν όλοι στο καθιστικό, και ο Τες είπε: «Μου… αποκαλύφθηκαν πράγματα μέσα από τα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου.»

Η Βάρμη τον κοίταζε και τον άκουγε με έντονη περιέργεια. Ακόμα δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι ήταν ο Τες. Δεν είχε καταλάβει τι σήμαινε ότι ήταν ο Άζ’λεφκ. Νόμιζε πως η Ναλτάφιρ είχε αναφέρει μια φορά ότι ο Τες είχε χάσει τη μνήμη του και γι’αυτό δεν είχε κάποιες πληροφορίες που έπρεπε κανονικά να έχει. Πληροφορίες σχετικές με την Παντοκράτειρα και τον Ελκράσ’ναρχ. Το θέμα ήταν μπερδεμένο για τη Βάρμη.

Ο Τες συνέχιζε να μιλά: «Με είδα να βρίσκω έναν παράξενο κύβο σε μια ερειπωμένη διάσταση. Έναν κύβο με κρυστάλλινες πλευρές, που είχαν διάφορα χρώματα. Κόκκινο, μαύρο, αργυρό, κάνοντας αντανακλάσεις μέσα σε αντανακλάσεις. Και σε κάθε πλευρά του κύβου, επίσης, ήταν ένα κρυστάλλινο μάτι. Ο κύβος είχε δύναμη. Ο κόσμος ελκόταν προς το μέρος του. Σκέφτηκα ότι κάπου θα μου φαινόταν χρήσιμος. Και τον έκρυψα μέσα μου, κάνοντάς τον ενέργεια.

»Μετά, είδα ότι συνάντησα μια οντότητα που είχε λουφάξει σε βαθιά, ανήλιαγα σπήλαια. Ήταν άμορφη, ενεργειακή, και ζαρωμένη. Τρομοκρατημένη. Ακινητοποιημένη. Γεμάτη μίσος για το θρυμματισμένο σύμπαν. Γεμάτη επιθυμία να επιστρέψει στον παλιό κόσμο. Αυτός, νομίζω, ήταν ο Ελκράσ’ναρχ. Και τον παγίδεψα. Τον έριξα μέσα σ’ένα από τα μάτια του κύβου. Τον έκλεισα εκεί για να μπορώ να τον πάρω μαζί μου. Και μετά, μιλήσαμε για ώρες… για μέρες, ίσως… καθώς μου έλεγε και μου έλεγε και μου έλεγε… Ήμουν η πρώτη οντότητα που είχε βρει για να μιλήσει, εδώ και χιλιετίες. Δεν θυμάμαι ακριβώς, όμως, τι λέγαμε.

»Ύστερα, τα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου πήραν άλλη τροπή. Ήμουν πάλι κάποιος – ίσως ο ίδιος με πριν – και είχα αντιπαλότητα μ’έναν… συγγενή μου, νόμιζα. Και κατάφερα, μέσω κάποιας απάτης, να τον βγάλω από τη μέση επειδή, σύμφωνα με το όνειρο, δεν μπορούσα ακόμα να τον… αφομοιώσω, κι αυτός ήξερε κάποια σχέδιά μου που δεν ήθελα να μαθευτούν. Τον φυλάκισα σε μια πελώρια φυλακή. Μια πολύ ασφαλή φυλακή. Αλλά, όταν τα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου στράφηκαν στη φυλακή, είδα ότι εγώ ήμουν ο φυλακισμένος και ότι είχα μάθει για κάποιο τρομερό και επικίνδυνο σχέδιο κι έπρεπε, οπωσδήποτε, να φύγω από εδώ και να κάνω κάτι. Κατόρθωσα, στο τέλος, να διαταράξω την ενεργειακή ροή που συντηρούσε τις φυλακές. Κι αυτή η ροή βασιζόταν, νομίζω, σε δύο ενεργειακές οντότητες. Η μία απ’αυτές σκοτώθηκε, και η άλλη ούρλιαζε εξοργισμένη. Χάος… χάος, θυμάμαι… Έφυγα από τις φυλακές… Και μετά… τα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου έγιναν πολύ περίεργα μετά… Ήμουν ξανά εκείνος ο πρώτος άντρας, και συνάντησα τον συγγενή μου από τις φυλακές και… Αισθάνομαι ναυτία, ακόμα και τώρα που απλά θα το πω… Πήγα καταπάνω στον συγγενή μου, και… τον τράβηξα μέσα μου. Τον έκανα να χαθεί.»

Τι λέει αυτός ο τύπος; απόρησε η Βάρμη. Ναρκομανής είναι; Τρελός; Αλλά δεν μίλησε. Οι άλλοι παρακολουθούσαν τον Τες προσηλωμένοι.

«Κι αυτό ήταν,» είπε ο Τες. «Ο συγγενής μου χάθηκε…

»Μετά… Μετά, πρέπει να ήμουν εδώ, στη Ρελκάμνια. Και άφησα τον κύβο σ’ένα μηχανουργείο, για να τον βρει μια κοπέλα–»

«Η Αγαρίστη,» είπε η Ναλτάφιρ.

Ο Τες ένευσε. «Ναι, αυτό νομίζω ήταν το όνομά της.»

«Τες, δεν είναι όνειρα αυτά. Τα έχεις πραγματικά κάνει. Είναι αναμνήσεις.»

Εκείνος όμως κούνησε το κεφάλι του. «Όχι· είναι Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου. Όλα τα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου μοιάζουν με αναμνήσεις. Κάποιες απλώς είναι πιο ξεκάθαρες από άλλες. Αυτές που αφηγούμαι δεν είναι και οι πιο ξεκάθαρες.»

«Γιατί άφησες τον κύβο για να τον βρει η κοπέλα;» τον ρώτησε ο Κλαρκ.

«Είχα κάνει μια συμφωνία με τον Ελκράσ’ναρχ. Ήταν ένα παιχνίδι που παίζαμε, ίσως… Ήθελε να επιστρέψει στον… παλιό κόσμο, κι εγώ τού είπα πως επίσης το ήθελα. Θα τον άφηνα να δούμε αν θα μπορούσε να κάνει πραγματικότητα τα όσα έλεγε.»

«Και τι σου συνέβη, μετά, Άζ’λεφκ, και ξέχασες τα πάντα;» ρώτησε η Ναλτάφιρ.

«Δεν μου συνέβη τίποτα. Αυτά είναι Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου,» επέμεινε ο Τες. «Μπορώ να σας διηγηθώ τη ζωή μου από τη γέννησή μου ώς τώρα, αν θέλετε. Δεν έχω ξεχάσει τίποτα. Δεν συνάντησα ποτέ τον Ελκράσ’ναρχ.»

Ο Κλαρκ είπε στη Ναλτάφιρ: «Κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει εδώ.»

Παράξενο; σκέφτηκε η Βάρμη. Σώπα!

Η Ναλτάφιρ ρώτησε τον Τες: «Πού είναι τώρα αυτός που άφησε τον κύβο για να τον βρει η Αγαρίστη;»

Ο Τες φάνηκε συλλογισμένος για αρκετή ώρα. Όταν οι άλλοι νόμιζαν πια πως δεν θα απαντούσε, εκείνος είπε: «Εδώ είναι, νομίζω, Ναλτάφιρ. Στη Ρελκάμνια. Περιμένει να δει πώς θα εξελιχτεί το στοίχημά του με τον Ελκράσ’ναρχ.»

«Και δεν είσαι εσύ αυτός ο άνθρωπος;» είπε ο Κλαρκ.

«Μην επαναλαμβανόμαστε, Κλαρκ.» Η μακριά όψη του Τες ήταν ήρεμη και, φυσικά, συλλογισμένη. Το ένα από τα μικρότερα χέρια του (που ήταν περίπου τόσο μεγάλα όσο ενός ανθρώπου) έπαιζε αργά, νωχελικά, με το μαύρο γένι στο σαγόνι του.

«Μπορείς να τον βρεις; Ξέρεις πού ακριβώς είναι, μέσα στη διάσταση;»

«Όχι. Και…» Σκέψεις πίσω από τα μάτια του Τες.

«Και;» τον πίεσε ο Κλαρκ.

«Νομίζω πως το ξέρει ότι τον ονειρεύτηκα.»

«Το ξέρει ότι τον ονειρεύτηκες;» απόρησε ο Ελπιδοφόρος. «Πώς είναι δυνατόν;»

«Ήταν Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου. Και νομίζω, επίσης, πως δεν του άρεσε που τον ονειρεύτηκα. Θα προτιμούσε να μην τον είχα ονειρευτεί.»

Ο Ελπιδοφόρος κοίταξε μια τον Κλαρκ μια τη Ναλτάφιρ. «Θα πρέπει ν’ανησυχήσουμε από αυτό;»

Κανένας δεν είχε απάντηση να του δώσει.

6.

Ήταν πρωί όταν η πορφυρόδερμη, μαυρομάλλα γυναίκα ήρθε στο Παντοτινό Ανάκτορο και ζήτησε από τους φρουρούς να δει τον συγγενή της, τον Ορείχαλκο, τον σύζυγο της Παντοκράτειρας. Οι φρουροί, παραξενεμένοι από τούτο, ειδοποίησαν αμέσως τον καινούργιο διοικητή της προσωπικής φρουράς της Μεγαλειοτάτης, ο οποίος ονομαζόταν Βίκτωρας Χρυσώνυμος.

Ο Βίκτωρας ήταν ευγενής της Ρελκάμνια, από τους Καινούς Οίκους, και πράκτορας των Υπερασπιστών. Οπότε, προτού ειδοποιήσει την Παντοκράτειρα, ειδοποίησε τους αφέντες του. Κι εκείνοι τον πρόσταξαν να φυλακίσει τη γυναίκα που είχε συστηθεί ως Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη του Οίκου των Ουράνιων. Ο Βίκτωρας πάραυτα υπάκουσε, και οι φρουροί του Παντοτινού Ανακτόρου, σημαδεύοντας την Ανεμόφθαλμη με τα πιστόλια τους, της ζήτησαν να τους ακολουθήσει.

Εκείνη δεν αντιστάθηκε. Τους άφησε να την πάνε σ’ένα απομονωμένο κελί, σε κάποιο ήσυχο μέρος του Ανακτόρου όπου δεν φαινόταν ψυχή. Δεν είχε ανησυχήσει ιδιαίτερα, αν και αισθανόταν την παρουσία του Ελκράσ’ναρχ πολύ έντονη παντού γύρω της. Σχεδόν σαν μόλυνση που είχε ποτίσει ολόκληρο ετούτο το πελώριο, περίπλοκο οικοδόμημα.

Ένας Υπερασπιστής ήρθε σύντομα να την αντικρίσει πίσω από τα κάγκελα του κελιού της, και πρόσταξε τους τέσσερις λευκοντυμένους φρουρούς που στέκονταν εκεί κοντά να φύγουν. Αυτοί υπάκουσαν, αφήνοντάς τον μόνο με την Ανεμόφθαλμη. Το βλέμμα του, οι αισθήσεις του, την ερεύνησαν διεξοδικά. Η Άζ’λεφκ το αντιλαμβανόταν, και κρατούσε την πραγματική της φύση κρυμμένη, αλλοιώνοντας ελαφρώς την ενεργειακή μορφή της. Επίσης, έκρυβε την πνευματική οντότητα που ήταν μέσα στην αγκράφα της ζώνης της – το β’ζάιλ της. Αν ο Ελκράσ’ναρχ την παρατηρούσε, ίσως να παρουσιαζόταν πρόβλημα.

«Ποια είσαι;» ρώτησε τελικά ο Υπερασπιστής, με την απόκοσμη φωνή του.

«Το είπα στους φρουρούς.» Η Άζ’λεφκ έκανε τη φωνή της ν’ακουστεί φοβισμένη. «Δεν καταλαβαίνω γιατί με κρατάτε εδώ! Θέλω απλώς να δω τον Ορείχαλκο. Δεν είναι εδώ;»

«Ποια είσαι;»

«Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη, του Οίκου των Ουράνιων. Είμαι συγγενής του Ορείχαλκου. Ξαδέλφη του. Τα είπα στους φρουρούς.»

Ο Ελκράσ’ναρχ συνέχισε να την παρατηρεί, μη μπορώντας να διακρίνει τίποτα κρυμμένο επάνω της. «Και τι επιθυμείς;»

«Να δω τον Ορείχαλκο· πόσες φορές θα το πω; Έχω ανησυχήσει γι’αυτόν. Είναι ζωντανός; Είναι εδώ;»

«Ζωντανός είναι. Και, ναι, εδώ.»

«Φοβόμουν ότι… ίσως κάτι να του είχε συμβεί.»

«Γιατί;»

«Εξαιτίας των όσων έγιναν στη Σάρντλι.»

«Είναι τυχερός που η Μεγαλειοτάτη έδειξε έλεος. Κάποιος θα μπορούσε, εύκολα, να υποστηρίξει ότι είναι προδότης.»

«Θα ήθελα να του μιλήσω.»

«Τι θα του πεις;»

«Τίποτα συγκεκριμένο. Απλώς… γενικά…»

«Θα του ζητήσεις να φύγει από εδώ;»

«Να φύγει;»

«Δεν είναι η θέση του εδώ.»

«Αυτό είναι το βέβαιο.»

«Συμφωνείς μαζί μας, λοιπόν…»

Η Ανεμόφθαλμη νόμιζε ότι ο Ελκράσ’ναρχ προσπαθούσε να κάνει κάποια συνεννόηση μαζί της. «Θέλεις να του ζητήσω να φύγει;»

«Θα σε ακούσει;»

«Μπορεί. Το ελπίζω.»

«Θα προσπαθήσεις…»

«Φυσικά και θα προσπαθήσω.»

«Ωραία.» Τα κάγκελα του κελιού της άνοιξαν, φαινομενικά από μόνα τους. «Μπορείς να με ακολουθήσεις. Μην ξεχνάς, όμως, ότι σ’αφήνω να βγεις από εδώ επειδή μου έδωσες μια υπόσχεση…»

Η Ανεμόφθαλμη ακολούθησε τον Υπερασπιστή μέσα στο Παντοτινό Ανάκτορο.

7.

Ο Ελκράσ’ναρχ δεν είχε πάψει τον κρυφό του πόλεμο εναντίον του Ορείχαλκου, ύστερα από την απόδραση της Ιωάννας. Αν μη τι άλλο, τον είχε εντείνει. Κάποιου άλλου ανθρώπου τα νεύρα θα είχαν προ πολλού καταστραφεί· θα είχε παραδοθεί· αλλά ο Ορείχαλκος επέμενε να βρίσκεται κοντά στην Αγαρίστη. Δεν ήταν πρόθυμος να φύγει μόνο και μόνο επειδή ο Ελκράσ’ναρχ ασκούσε τις διαβολικές του πιέσεις επάνω στο μυαλό του.

Σήμερα πάλι, ένας τηλεπικοινωνιακός δίαυλος χτυπούσε σε κάθε δωμάτιο απ’όπου ο Ορείχαλκος περνούσε. Κουδούνιζε μια στιγμή μονάχα και σταματούσε. Κάποια φωτάκια άναβαν σε μερικές γωνίες. Μια οθόνη είχε, από μόνη της, στραφεί προς το μέρος του, και μέσα της, φευγαλέα, ένας πελώριος οφθαλμός είχε παρουσιαστεί. Είχε χαθεί τόσο γρήγορα που θα μπορούσε να ήταν παιχνίδι του μυαλού.

Ο Ορείχαλκος βγήκε σ’ένα μπαλκόνι κι ατένισε τη Ρελκάμνια από κάτω του. Η Αγαρίστη κοιμόταν ακόμα σ’ένα από τα υπνοδωμάτια των διαμερισμάτων της· εκείνος είχε σηκωθεί χωρίς να την ξυπνήσει. Στεκόταν τώρα εδώ κι άφηνε το βλέμμα του να χαθεί στους πολύπλοκους λαβυρίνθους της Ατέρμονης Πολιτείας. Τόσοι πολλοί δρόμοι που οδηγούσαν στα ίδια μέρη… Δρόμοι πάνω στη γη, δρόμοι πάνω από τη γη, δρόμοι κάτω από τη γη. Εκατοντάδες. Αμέτρητοι. Και οικοδομήματα το ένα κοντά στο άλλο, ασφυκτικά. Νόμιζες ότι δεν έβλεπες ξεχωριστά πράγματα, αλλά μια μάζα από την οποία, κάπου-κάπου, ξεχώριζε καμια προεξοχή. Πώς είχαν κατορθώσει οι άνθρωποι τούτης της διάστασης να την οικοδομήσουν σε τέτοιο βαθμό; Πρέπει να έχτιζαν σαν παλαβοί από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν εδώ. Πόσα παλιά οικοδομήματα κρύβονταν κάτω από τα καινούργια και μέσα στα καινούργια; Πόσα ερείπια ήταν θαμμένα στα υπόγεια;

Βήματα από πίσω του.

Ο Ορείχαλκος στράφηκε και είδε–

Αδύνατον! Ακόμα ένα κόλπο του Ελκράσ’ναρχ.

Ένας Υπερασπιστής στεκόταν στην μπαλκονόπορτα, και πλάι του – η Ανεμόφθαλμη!

Δε μπορεί να είναι πραγματικό…

«Γεια σου, Ορείχαλκε.»

Ο Ορείχαλκος δεν της μίλησε.

«Πραγματική είμαι,» είπε εκείνη, χαμογελώντας. «Ήρθα να δω αν είσαι καλά. Χαίρομαι που φαίνεσαι καλά…» Ακουγόταν αμήχανη. Φυσική.

Ο Ορείχαλκος βάδισε προς το μέρος της, αργά. Ύψωσε το χέρι του, αγγίζοντας το πρόσωπό της. Το κατέβασε. «Απόδειξε ότι δεν είσαι Δημιούργημα,» της είπε.

«Μου πήραν ακόμα και το ξιφίδιο που κουβαλούσα,» αποκρίθηκε εκείνη. Και προς τον Υπερασπιστή: «Θα μπορούσα να έχω ένα μαχαίρι;»

Εκείνος στράφηκε και μπήκε στο δωμάτιο. Ο Ορείχαλκος και η Ανεμόφθαλμη τον ακολούθησαν, σ’αυτό το δωμάτιο και σ’άλλο ένα, άλλο ένα, κι ένα ακόμα.

«Εδώ,» είπε ο Ελκράσ’ναρχ.

Επάνω στο τραπέζι υπήρχαν μαχαιροπίρουνα. Η Ανεμόφθαλμη πήρε ένα μαχαίρι και, προσεχτικά, έσκισε τον βραχίονά της. Αίμα έτρεξε. Και το τραύμα δεν ήταν επιδερμικό: αν ήταν Δημιούργημα, θα είχε φανεί η παράξενη αργυρή ουσία του.

«Πώς ήρθες εδώ;» τη ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Το σκέφτηκα… το αποφάσισα… και ήρθα,» αποκρίθηκε η Ανεμόφθαλμη, αφήνοντας το μαχαίρι πάλι επάνω στο τραπέζι. «Δε μπορούσα να σ’αφήσω, Ορείχαλκε.»

«Όπως βλέπεις, δεν κινδυνεύω. Εσύ, όμως» – έριξε ένα βλέμμα στον Υπερασπιστή και μετά στράφηκε πάλι στην Ανεμόφθαλμη – «εσύ ίσως να κινδυνεύεις.» Ο Ελκράσ’ναρχ θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει εναντίον του· δεν υπήρχε αμφιβολία γι’αυτό.

«Μέχρι στιγμής,» είπε η Ανεμόφθαλμη, «όλα–»

«Αγάπη μου, σήμερα ξέρεις τι σκεφτόμουν να–;» Η Παντοκράτειρα έπαψε να μιλά καθώς ερχόταν, γιατί, μπαίνοντας, είδε την Ανεμόφθαλμη. «Ποια είναι αυτή;» ρώτησε, συνοφρυωμένη. Σήμερα είχε πράσινο δέρμα και μαλλιά κόκκινα σαν τη φωτιά. Φορούσε μια λευκή, φαρδιά ρόμπα που ανέμιζε γύρω της καθώς βάδιζε. Μέσα από τη ρόμπα, που ήταν μισάνοιχτη, φαινόταν ένα αστραφτερό, αργυρό μεσοφόρι με δαντέλες.

«Η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος, «του Οίκου των Ουράνιων. Ξαδέλφη μου.»

Η Παντοκράτειρα μόρφασε. «Γιατί δεν την είχα δει ποτέ ξανά;»

«Δεν έτυχε, αγάπη μου.»

«Ήρθες να μας επισκεφτείς;» ρώτησε η Παντοκράτειρα την Ανεμόφθαλμη.

«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη.»

Η Αγαρίστη την κοίταξε καχύποπτα. Υπήρχε κάτι επάνω σ’αυτή τη γυναίκα που δεν της άρεσε, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς. Έφταιγε, μήπως, ο τρόπος που την κοίταζε; Ή ο τρόπος που κοίταζε τον Ορείχαλκο; «Είσαι με τους αποστάτες της Σάρντλι;»

«Η Ανεμόφθαλμη,» παρενέβη αμέσως ο Ορείχαλκος, «δεν έχει καμία σχέση με αποστάτες. Ήταν ανέκαθεν πιστή στην Παντοκρατορία.»

«Το κατά δύναμιν…» μουρμούρισε η Ανεμόφθαλμη, ατενίζοντας την Παντοκράτειρα με ενδιαφέρον. Διότι διέκρινε κάτι που της κινούσε την περιέργεια. Η Άζ’λεφκ δεν έβλεπε μόνο την υλική μορφή της, αλλά και την ενεργειακή: κι εκεί υπήρχε ένας σχηματισμός που δεν ανήκε στην Παντοκράτειρα. Είχε απλώς προσαρτηθεί επάνω της. Μια ενεργειακή οντότητα που δεν πρέπει να ήταν ευφυής περισσότερο από ένα μαλθακό ζώο. Ξεκινούσε από τον δεξή βραχίονα της Παντοκράτειρας, ανέβαινε σαν σκουλήκι επάνω σ’όλο της το χέρι, έπιανε τον ώμο της, και κατέληγε στην πίσω μεριά του λαιμού της. Αν αυτό το πράγμα ήταν ορατό στο υλικό επίπεδο, θα ήταν αποκρουστικό.

Η Άζ’λεφκ αισθάνθηκε την περιέργειά της να μεγαλώνει, καθώς νόμιζε πως το ενεργειακό σκουλήκι εξέπεμπε κάτι… Εστίασε περισσότερο την προσοχή της επάνω του και διέκρινε ότι, ναι, όντως, εξέπεμπε κύματα τρομερά διεισδυτικής συχνότητας. Γλιστρούσαν ακόμα και στα βαθύτερα σημεία του σύμπαντος· μπορούσαν να φτάσουν παντού.

Αυτό ήταν το πράγμα που έκανε την Παντοκράτειρα πλοηγό του Ελκράσ’ναρχ! συνειδητοποίησε η Άζ’λεφκ.

«Ποια είσαι;» αντήχησε απότομα, κοφτά, η απόκοσμη φωνή του Υπερασπιστή.

Η Ανεμόφθαλμη στράφηκε να τον αντικρίσει, κρύβοντας πάραυτα την πραγματική της φύση, την οποία πρέπει να είχε αφήσει λιγάκι να αποκαλυφτεί, από απροσεξία, προσηλωμένη καθώς ήταν στο να παρατηρεί την Παντοκράτειρα. «Τι;…» έκανε, προσποιούμενη ότι δεν καταλάβαινε.

«Δεν είσαι αυτό που θέλεις να δείχνεις πως είσαι!» Τα χέρια του Υπερασπιστή είχαν μετατραπεί σε μαύρες φωτιές που μέσα τους χόρευαν αργυρές και πορφυρές φλόγες.

Ο Ορείχαλκος, που ήξερε τι καταστροφή μπορούσε να προκαλέσει ο Ελκράσ’ναρχ, τράβηξε πίσω την Ανεμόφθαλμη. «Αγαρίστη! Τι κάνει;»

«Τι συμβαίνει;» απαίτησε η Παντοκράτειρα ατενίζοντας τον Υπερασπιστή.

Και ο Ορείχαλκος είδε πως, αμέσως, άλλοι δύο Υπερασπιστές είχαν παρουσιαστεί στις εισόδους του δωματίου.

«Αυτή η γυναίκα, Αρχόντισσά μας… κάτι κρύβει.»

«Τι κρύβω;» έκανε η Ανεμόφθαλμη, παριστάνοντας την τρομαγμένη. Όχι πως δεν ήταν, κιόλας. Αισθανόταν ότι η δύναμη του Ελκράσ’ναρχ ήταν τεράστια. Ίσως να κατάφερνε να του ξεφύγει, αν της επιτιθόταν, αλλά δεν ήταν και βέβαιο. «Δεν κρύβω τίποτα! Ακόμα νομίζεις ότι δεν είμαι αυτή που σου είπα;»

Ο Υπερασπιστής έμεινε σιωπηλός.

«Εξηγήστε μου,» πρόσταξε η Παντοκράτειρα: «τι συμβαίνει;»

«Σου είπαμε, Αρχόντισσά μας. Δεν είναι αυτό που φαίνεται. Αλλά τώρα πάλι κρύφτηκε…»

«Τα ίδια έλεγες και για εκείνον τον στρατιώτη στο πάρτι!» του είπε ο Ορείχαλκος.

«Και ήταν, πράγματι, κάτι άλλο από αυτό που έδειχνε.»

«Αυτή είναι η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη! Έκοψε και το χέρι της για να μας το αποδείξει.» Ο Ορείχαλκος έδειξε το τραύμα, κυρίως για να το προσέξει η Αγαρίστη.

«Τι νομίζετε ότι μπορεί να είναι;» ρώτησε η Παντοκράτειρα τον Υπερασπιστή.

«Δεν είμαστε βέβαιοι, Αρχόντισσά μας. Είπαμε: τώρα πάλι κρύφτηκε.»

«Μου φαίνεται ότι το φαντάζεσαι!» τον κατηγόρησε ο Ορείχαλκος. «Νομίζεις ότι παντού υπάρχουν κρυμμένοι προδότες; Μήπως κι εγώ είμαι κάτι – άλλο; Μήπως και η Μεγαλειοτάτη;»

«Αρκετά ακούσαμε από εσένα,» είπε ένας από τους Υπερασπιστές που είχαν έρθει από τις εισόδους του δωματίου.

«Αυτή η γυναίκα–» συνέχισε εκείνος που μιλούσε και πριν.

«–είναι η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη,» τον διέκοψε ο Ορείχαλκος. «Ξαδέλφη μου. Την ξέρω χρόνια!» Και προς την Παντοκράτειρα: «Αγάπη μου, αν τους αφήσεις να της κάνουν κακό….»

Η Αγαρίστη ήταν προβληματισμένη. Εμπιστευόταν τους Υπερασπιστές της, αλλά δεν ήθελε να πληγώσει τον Ορείχαλκο. Επιπλέον, κι οι Υπερασπιστές της έκαναν λάθη κάπου-κάπου. Δεν είχαν εξολοθρεύσει ακόμα τον Στίβεν Νέλκος, ούτε τους δαίμονές του. «Μην τη σκοτώσετε,» πρόσταξε.

«Αρχόντισσά μας, αυτή η γυναίκα πρέπει να φύγει από εδώ. Δεν μπορούμε να της επιτρέψουμε να μείνει.»

«Κι αν θέλω εγώ να μείνει;»

«Αρχόντισσά μας, είναι πιθανώς επικίνδυνη! Μπορεί να σε βλάψ–»

«Τα κατοικίδιά σου, αγάπη μου,» τον διέκοψε ο Ορείχαλκος, «έχουν αρχίσει να τρελαίνονται.»

Ο Υπερασπιστής στράφηκε να τον ατενίσει, και μαύρες φλόγες εκτοξεύτηκαν προς το μέρος του Ορείχαλκου και της Ανεμόφθαλμης, οι οποίοι αμέσως τινάχτηκαν πίσω.

Η Παντοκράτειρα ούρλιαξε, εξοργισμένη.

Αλλά η επίθεση δεν είχε σκοπό να σκοτώσει, μόνο να τρομάξει. Ούτε η Ανεμόφθαλμη είχε χτυπηθεί ούτε ο Ορείχαλκος.

«ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ;» φώναξε η Αγαρίστη. «Σταμάτα! Σταμάτα τώρα!» Προς στιγμή είχε φοβηθεί ότι ο Ορείχαλκος θα πέθαινε. Για την άλλη δεν την ενδιέφερε.

«Εφόσον τους θέλεις ζωντανούς, Αρχόντισσά μας, δεν θα τους αφανίσουμε,» είπε ο Υπερασπιστής. «Όμως αυτή η γυναίκα είναι επικίνδυνη. Πρέπει να φύγει από το Ανάκτορο, και από τη Ρελκάμνια.»

«Εντάξει,» είπε ο Ορείχαλκος, «θα φύγει. Αλλά, πρώτα, θα μπορούσα να μείνω λίγο μόνος με την ξαδέλφη μου; Απλώς για να μιλήσουμε – τίποτα περισσότερο.»

Η Αγαρίστη κοίταξε την Ανεμόφθαλμη με καχυποψία. Αν ήταν αλήθεια αυτό που έλεγαν οι Υπερασπιστές της; Αν πράγματι δεν ήταν εκείνο που φαινόταν; Κι αν συνέβαινε με τον Ορείχαλκο ό,τι είχε συμβεί με τη Βάρμη; «Μπορεί να σε απαγάγει, αγάπη μου,» τον προειδοποίησε.

Ο Ορείχαλκος γέλασε. «Η Ανεμόφθαλμη; Δε νο–»

«Αν έχουν δίκιο; Αν είναι σαν εκείνο τον στρατιώτη που πήρε τη Βάρμη;»

Ο Ορείχαλκος ατένισε την Ανεμόφθαλμη με περιέργεια, αναρωτούμενος αν ο Ελκράσ’ναρχ έλεγε αλήθεια. Ήταν δυνατόν να μην ήταν η Ανεμόφθαλμη; Μήπως κάποιος, όντως, προσπαθεί να με πάρει από εδώ; Ο Στίβεν Νέλκος, ίσως; Ο Ορείχαλκος δεν ήθελε να φύγει.

Η Ανεμόφθαλμη χαμογέλασε, σαν να της φαινόταν αστείο το όλο θέμα, σαν να τη διασκέδαζε. «Ορείχαλκε, εγώ είμαι. Ρώτησέ με ό,τι θέλεις· θα σου απαντήσω.»

Ο Ορείχαλκος το έκανε, τη ρώτησε διάφορα από το παρελθόν τους στη Σάρντλι. Πράγματα που κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να ξέρει. Η Ανεμόφθαλμη, όπως είχε υποσχεθεί, απάντησε σε όλα με τον σωστό τρόπο.

Μοιάζει να είναι αυτή, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. «Δεν έκανε κανένα λάθος,» είπε στην Αγαρίστη.

Η Αγαρίστη κοίταξε τους Υπερασπιστές της, οι οποίοι επέμειναν: «Αρχόντισσά μας, πρέπει να φύγει από εδώ.»

Ο Ορείχαλκος είπε: «Να μείνει για λίγο μαζί μας, αγάπη μου; Δε νομίζω να καταφέρει να με απαγάγει μέσα από τα διαμερίσματά σου.»

Η Παντοκράτειρα ένιωθε διχασμένη. Δεν ήξερε τι να απαντήσει.

«Σου υποσχέθηκα κάτι όταν ήρθα,» είπε η Ανεμόφθαλμη στον Υπερασπιστή. «Ό,τι κι αν νομίζεις πως είμαι, γιατί να μην κρατήσω τον λόγο μου;»

Αυτό φάνηκε να προβληματίζει τον Ελκράσ’ναρχ, παρατήρησε ο Ορείχαλκος, καθώς και οι τρεις Υπερασπιστές που βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο έκαναν όπισθεν.

«Τι σου υποσχέθηκε;» ρώτησε η Παντοκράτειρα.

«Να μην προκαλέσει κανένα πρόβλημα όσο θα είναι μέσα στο Ανάκτορο, Αρχόντισσά μας.»

Η Παντοκράτειρα συνοφρυώθηκε. Αυτό ήταν μόνο; αναρωτήθηκε. Είχε την εντύπωση, έτσι όπως το είπε η Ανεμόφθαλμη, πως επρόκειτο για κάτι περισσότερο…

«Λοιπόν;» ρώτησε η Ανεμόφθαλμη τον Υπερασπιστή. «Έχω αθετήσει τον λόγο μου;»

«Μας κρύφτηκες, αλλά… Όπως νομίζεις. –Να ξέρεις ότι θα σε παρακολουθούμε.» Οι Υπερασπιστές απομακρύνθηκαν, και μονάχα ένας έμεινε στο δωμάτιο.

Ο Ορείχαλκος ένιωσε ανακουφισμένος. Δε μπορούσε να φανταστεί τι νόμιζε ο Ελκράσ’ναρχ ότι του έκρυβε η Ανεμόφθαλμη, αλλά ό,τι κι αν ήταν… αποκλείεται αυτή να μην ήταν η πραγματική Ανεμόφθαλμη. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να ξέρει τόσα πολλά από το παρελθόν τους;

Νόμιζα ότι ο Ελκράσ’ναρχ είχε στήσει μια καινούργια παγίδα για εμένα, όμως τώρα μου φαίνεται ότι ίσως κάποιος άλλος να έχει στήσει παγίδα για τον Ελκράσ’ναρχ.

Ποιος, όμως; Οι επαναστάτες;

Βίηλ

1.

Οι επαναστάτες είχαν καταλάβει ολόκληρη τη δυτική μεριά της Έλρηνεχ, με την υποχώρηση των Παντοκρατορικών και των συμμάχων τους, αλλά δεν μπορούσαν εύκολα να προχωρήσουν στην ανατολική μεριά, καθώς οι εχθροί τους είχαν ανατινάξει τις δύο γέφυρες που δεν σηκώνονταν και σηκώσει τη γέφυρα που μπορούσε να σηκωθεί (και που οδηγούσε στο παλάτι του Πρίγκιπα). Η Λαμρίτ και ο Στρατηγός Φαρτάνες είχαν συμφώνησε ότι απόψε δεν θα έκαναν τίποτα περισσότερο από το να βεβαιωθούν πως η δυτική μεριά της πρωτεύουσας ήταν όντως δική τους και να την περιφρουρήσουν. Έβαλαν στρατό στα τείχη, στους δρόμους, και, κυρίως, στην όχθη του ποταμού. Αντίκρυ τους έβλεπαν πως κι ο εχθρός είχε πολεμιστές του στη δική του όχθη του ποταμού. Και ο Νότιος κι ο Βόρειος Επιποτάμιος Πύργος ανήκαν, επίσης, στους Παντοκρατορικούς ακόμα, φρουρώντας τις δύο ποτάμιες εισόδους της Έλρηνεχ.

Η νύχτα, τελικά, πέρασε ήσυχα, χωρίς καμία συμπλοκή πέρα από όσες είχαν ήδη γίνει. Ο Στρατηγός Φαρτάνες προσπάθησε επανειλημμένα να μιλήσει τηλεπικοινωνιακά με τον Πρίγκιπα Νεσνάρες, αλλά δεν τα κατάφερε. Κανένας δεν απαντούσε στις κλήσεις του. «Είναι αποφασισμένα με τους Παντοκρατορικούς,» του είπε η Λαμρίτ. «Άστο.»

«Ή,» πρόσθεσε ο Άλτρες, «τον έχουν αιχμάλωτο.»

«Για εμάς το ίδιο κάνει,» είπε η Λαμρίτ. «Θα πρέπει να πολεμήσουμε.»

Τώρα, μετά από ώρες, πλησίαζε η αυγή. Η Πρόμαχος της Επανάστασης δεν ήταν πια στη Δυτική Αγορά, κοντά στη σκηνή όπου είχαν στήσει τα τηλεπικοινωνιακά συστήματα. Καθόταν επάνω σε μια χαμηλή στέγη μιας αποθήκης στις αποβάθρες, κουκουλωμένη με τις πυκνές σκιές. Δεν φορούσε την πανοπλία της· είχε μονάχα το σπαθί της μαζί της και δύο ξιφίδια: ένα στη μπότα, ένα στη ζώνη. Κοίταζε τα σκοτεινά νερά του Άσλερχ και την αντικρινή όχθη, όπου ήταν παραταγμένοι οι μαχητές της Παντοκράτειρας, και αναρωτιόταν αν η μητέρα της κατοικούσε ακόμα στην ανατολική μεριά της πόλης.

Όταν το Πριγκιπάτο Νέφκαλ είχε κατακτηθεί από τους Παντοκρατορικούς, η μητέρα της είχε πάρει τη μικρή Λαμρίτ και είχαν πάει νότια, στο Πριγκιπάτο Έλρηνεχ, φτάνοντας τελικά στην πρωτεύουσά του. Η Λαμρίτ, όμως, δεν είχε καθίσει εκεί για πολύ. Όταν οι Παντοκρατορικοί κατέβηκαν στο Έλρηνεχ, και εκείνη έμαθε από τη μητέρα της ότι ο πατέρας της, Ιερός Μαχητής των Οστών, είχε σκοτωθεί στο Νέφκαλ υπερασπιζόμενος τον Πρίγκιπα, έφυγε από το σπίτι και κατέληξε να βρεθεί στην παρέα πειρατών, στον ποταμό Άσλερχ.

Η Πρόμαχος δεν είχε από τότε να δει τη μητέρα της· την είχε ξαναδεί και αργότερα. Όμως τα τελευταία χρόνια δεν είχε καμία επαφή μαζί της. Η Λαμρίτ είχε φύγει από το Έλρηνεχ, κυνηγημένη από τους Παντοκρατορικούς, και είχε πάει να κρυφτεί στο Κίρτβεχ, στην Καμένη Γη. Εκεί δεν μπορούσε να μάθει τι γινόταν με μια κοσμηματοποιό και εμπόρισσα ρούχων στην Έλρηνεχ.

Αναρωτιόταν τώρα αν η μητέρα της είχε μείνει στην πόλη ή, μαθαίνοντας για τον ερχομό του επαναστατικού στρατού, είχε φύγει.

Οι πρώτες αχτίνες του ήλιου της Βίηλ λόγχισαν τον ανατολικό ορίζοντα, κάνοντας τη Λαμρίτ να πάρει τα μάτια της από εκείνη τη μεριά και να τα στρέψει νότια… όπου, μετά από λίγο, επάνω στον ποταμό είδε φιγούρες να πλησιάζουν. Φιγούρες με ιστία.

Τα πλοία του στόλου του Πρίγκιπα Νοσνάλτος, των πειρατών της Λίμνης των Κολοσσών, και των ελεύθερων πόλεων!

Και δεν τα είχε δει μόνο οι Λαμρίτ, φυσικά· τα είχαν δει και οι παρατηρητές του στρατού της, αλλά και ο εχθρός. Στην ανατολική όχθη ολόκληρη κινητοποίηση ξεκινούσε. Στα νοτιοανατολικά τείχη και στον Νότιο Επιποτάμιο Πύργο μεγάλα όπλα στρέφονταν για να απωθήσουν τον στόλο.

Η Λαμρίτ πήδησε από τη χαμηλή στέγη όπου καθόταν, για να δώσει διαταγές στους μαχητές της να βοηθήσουν τα ερχόμενα σκάφη.

2.

Μεταλλικές, αγκαθωτές σφαίρες εκτοξεύονταν από καταπέλτες· πελώρια βέλη από γιγαντοβαλλίστρες· λόγχες φωτός από κάννες ενεργειακών κανονιών· και μια πληθώρα βελών από τόξα και βαλλίστρες – όλα καταπάνω στον στόλο που πλησίαζε την Έλρηνεχ από τα νότια, πλέοντας αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού. Τα περισσότερα καράβια κινούνταν με ιστία, ή με ιστία και κουπιά. Ορισμένα είχαν μηχανές και γιγάντιες προπέλες, και στα εντόσθιά τους βρίσκονταν μάγοι για να ελέγχουν τον ρυθμό της ενέργειας από τις εστίες ώστε να μην καταστραφούν οι μηχανισμοί. Τα καταστρώματα των σκαφών ήταν γεμάτα πολεμιστές από το Κίρτβεχ, κουρσάρους, και μαχητές των ελεύθερων πόλεων από τα νότια της Λίμνης των Κολοσσών. Όλοι τους κρατούσαν βαλλίστρες ή τόξα, ή χειρίζονταν μεγάλα όπλα, και φυσικά ανταπέδωσαν τις ριπές των Παντοκρατορικών στην ανατολική μεριά της πόλης. Οι καπεταναίοι τους τους είχαν προειδοποιήσει να μη χτυπήσουν τη δυτική μεριά, καθώς εκεί βρίσκονταν οι επαναστάτες, οι οποίοι τους είχαν ενημερώσει μέσω τηλεπικοινωνιακών πομπών.

Και τώρα βοηθούσαν τον στόλο να πλησιάσει. Από τη δυτική όχθη του Άσλερχ έβαλλαν προς την ανατολική, και μεγάλος σαματάς γινόταν.

Η Λαμρίτ είχε καβαλήσει ένα άλογο και είχε πάει γρήγορα στα νότια της πόλης, πιο κάτω από την κατεστραμμένη Νότια Γέφυρα, εκεί όπου τα τείχη της δυτικής μεριάς τελείωναν και φαινόταν καθαρά ο Νότιος Επιποτάμιος Πύργος να ξεπροβάλλει μέσα από τα νερά του Άσλερχ, γεμάτος μεγάλα όπλα, περιτριγυρισμένος από οπλισμένα μικρά σκάφη, και μοιάζοντας απόρθητος. Ήταν το σημαντικότερο εμπόδιο που είχε να αντιμετωπίσει ο στόλος. Οι βολές του κρατούσαν μακριά τα πλοία της Επανάστασης, και ο στρατός της Λαμρίτ δεν μπορούσε να κάνει πολλά εναντίον του πύργου, καθώς το αμυντικό οικοδόμημα βρισκόταν εκεί όπου τελείωνε το ανατολικό τείχος της Έλρηνεχ – δηλαδή, πάνω από ενάμιση χιλιόμετρο νότια από το σημείο όπου τελείωνε το δυτικό τείχος.

Πρέπει, όμως, να τον πάρουμε αυτό τον πύργο.

Καθώς το πρώτο φως της ημέρας πλημμύριζε την Έλρηνεχ, η Λαμρίτ συγκέντρωσε γύρω της κάμποσους από τους επαναστάτες της, καλώντας τους με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της.

«Πρέπει να διώξουμε τους λευκούς από εκεί,» τους είπε δείχνοντας τον πύργο.

«Δε νομίζω ο Κατακρημνιστής να μπορεί να μας βοηθήσει…» παρατήρησε ο Άλτρες.

«Ναι, δυστυχώς δεν περπατά πάνω στο νερό.»

«Ο Δαίδαλος θα έπρεπε να είχε φτιάξει κι ένα αυτοκίνητο για το νερό, ίσως.»

«Μπορείς να του το προτείνεις. Για την ώρα, όμως, πρέπει να πάρουμε βάρκες.»

«Αποκλείεται να καταφέρουμε να πλησιάσουμε έτσι τον πύργο, Πρόμαχε,» της είπε η Θελρίτ. «Θα μας βουλιάξουν προτού πάμε κοντά. Κι ακόμα κι αν δε μας δουν να ερχόμαστε, είναι περιτριγυρισμένος από σκάφη.»

«Σκεφτόμουν να βουτήξουμε στον ποταμό και να κολυμπήσουν κάτω απ’το νερό,» εξήγησε η Λαμρίτ.

Τα μάτια της Θελρίτ γούρλωσαν. «Αυτή είναι, ίσως, η χειρότερη ιδέα που σ’έχω ακούσει να λες!»

«Τότε μην έρθεις μαζί μου.»

«Η Θελρίτ έχει δίκιο, Λαμρίτ,» είπε ο Άλτρες. «Είναι παρακινδυνευμένο. Πόσοι από εμάς θα περάσουν έτσι; Και πώς, μετά, θα εισβάλουμε στον πύργο;»

«Όταν είμαστε κοντά του θα βρούμε έναν τρόπο.»

Ο Άλτρες κούνησε το κεφάλι. «Δε συμφέρει, και το ξέρεις.»

«Δες!» Η Λαμρίτ έδειξε νότια, τα πλοία που βάλλονταν από τους Παντοκρατορικούς. «Ο στόλος δεν μπορεί να περάσει όσο ο πύργος παραμένει στα χέρια των εχθρών μας.»

«Ας τον βομβαρδίσουμε, τότε!» πρότεινε ο Καλνίρες. «Με αεροσκάφη.»

«Νομίζεις ότι θα τ’αφήσουν να πλησιάσουν;» του είπε ο Άλτρες.

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Αν είν’ έτσι, δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα, Άλτρες. Πρόμαχε, αποκλείεται να καταφέρουμε αυτό που προτείνεις.»

«Να ρωτήσουμε τους μάγους;» είπε ο Δάρυλμος.

«Πες τους να έρθουν,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ ύστερα από μια στιγμή δισταγμού.

Ο Δάρυλμος ένευσε, ανέβηκε στο άλογό του, κι έφυγε καλπάζοντας.

Μετά από λίγο, ένα τρίκυκλο όχημα βγήκε από τους δρόμους της Έλρηνεχ πλησιάζοντας το λιμάνι. Επάνω του ήταν ο Δαίδαλος, η Φενίλδα, και η Διάττα. Η τελευταία οδηγούσε. Πλάι στο τρίκυκλο ίππευε ο Δάρυλμος.

«Μάθαμε ότι μας ζητάς,» είπε η Φενίλδα στη Λαμρίτ, καθώς κατέβαινε από το όχημα που σταματούσε.

Η Πρόμαχος τούς εξήγησε το πρόβλημα του Νότιου Επιποτάμιου Πύργου, αλλά ούτε ο Δαίδαλος ούτε η Φενίλδα είχαν τίποτα να προτείνουν. «Τα αυτοκίνητα δεν είναι φτιαγμένα για να κολυμπάνε,» είπε ο μάγος. «Και η Ιπτάμενη δεν νομίζω ότι θα ήταν φρόνιμο να προσπαθήσει να προσεγγίσει τον πύργο. Θα την καταρρίψουν.»

«Μπορούμε να αγνοήσουμε τελείως τον πύργο και να επιτεθούμε αλλού, Λαμρίτ,» είπε ο Άλτρες.

«Τι νόημα θα είχε αυτό;»

«Έχουν τις περισσότερες δυνάμεις τους συγκεντρωμένες στα νότια τώρα. Τ’άλλα σημεία θάναι αποδυναμωμένα. Αν επιτεθούμε εκεί και καταφέρουμε να εισβάλουμε, ο στόλος μας θα είναι σαν να έχει κάνει τη δουλειά του.»

«Καλύτερο απ’το να προσπαθήσουμε να πλησιάσουμε τον πύργο κολυμπώντας,» παρατήρησε η Θελρίτ κοιτάζοντας τη Λαμρίτ με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός της. Η στάση της έλεγε, φανερά: Δεν είμαι πρόθυμη να αυτοκτονήσω. Πάντα αντιδραστική η Θελρίτ· η Λαμρίτ πολλές φορές είχε φτάσει στα όρια να την ξυλοκοπήσει.

Τώρα, όμως, ίσως η αντίδρασή της να ήταν σωστή. Θα είναι, σίγουρα, πολύ επικίνδυνο, σκέφτηκε η Πρόμαχος ατενίζοντας τον Νότιο Επιποτάμιο Πύργο. Και βιαστικό, πιθανώς. «Εντάξει,» είπε. «Θα επιτεθούμε αλλού. Χρησιμοποιώντας τις βάρκες της δυτικής όχθης.»

3.

Τα πράγματα αγρίεψαν καθώς ο στρατός των επαναστατών προσπαθούσε να περάσει στην ανατολική όχθη της Έλρηνεχ. Οι Παντοκρατορικοί και οι μισθοφόροι του Πρίγκιπα δεν ήταν, αυτή τη φορά, πρόθυμοι να υποχωρήσουν. Χτυπούσαν τους αντιπάλους τους ανελέητα με ό,τι είχαν, πάλευαν για να μην τους αφήσουν να βγουν στις αποβάθρες.

Η Λαμρίτ ήταν επάνω σ’ένα μηχανοκίνητο πλοιάριο (που δεν χρειαζόταν τη βοήθεια μάγου για να λειτουργήσει, καθότι πολύ μικρότερο από ένα μεγάλο ποταμόπλοιο) μαζί με τον Άλτρες, τη Θελρίτ, τον Καλνίρες, και τους γεροδεμένους διδύμους Θαλράνος και Νολβέρτες. Είχαν ανεβάσει μια γιγαντοβαλλίστρα στο κατάστρωμα και τη χρησιμοποιούσαν για να βάλλουν κατά των Παντοκρατορικών στην ανατολική όχθη. Κανένας τους δεν φορούσε βαριά πανοπλία – κάτι που η Λαμρίτ είχε προτείνει σε όλους τους μαχητές του στρατεύματος προτού ξεκινήσει η επίθεση μέσω του ποταμού. Δυστυχώς, δεν την είχαν ακούσει όλοι. Μάλιστα, ούτε ο Στρατηγός Φαρτάνες δεν είχε συμφωνήσει απόλυτα μαζί της. Είχε πει ότι δεν μπορούσε ολόκληρος ο στρατός να επιτεθεί γυμνός. «Να δούμε τι θα κάνουν άμα πέσουν από τις βάρκες!» είχε αποκριθεί η Λαμρίτ, αλλά τα λόγια της δεν τον είχαν κάνει να δώσει τη διαταγή να βγάλουν όλοι τις πανοπλίες τους. Η Πρόμαχος το είχε προστάξει, βέβαια, όμως η επιρροή της ήταν σαφώς μικρότερη από του Στρατηγού του Κίρτβεχ: οι μαχητές του στρατού ήταν μισθοφόροι του Πρίγκιπα Νοσνάλτος.

Και τώρα, η Λαμρίτ έβλεπε κάμποσους να πέφτουν από βάρκες που ανατρέπονταν και να μη μπορούν να κολυμπήσουν στον ποταμό, να πηγαίνουν κάτω σαν πέτρες. Οι ανόητοι! Οι πανοπλίες βοηθάνε ενάντια στα χτυπήματα των εχθρών αλλά όχι κι ενάντια στο νερό!

Οι Παντοκρατορικοί είχαν επίσης βγει με βάρκες επάνω στον Άσλερχ, και πολλές συγκρούσεις γίνονταν τώρα στα μικρά καταστρώματα, καθώς το ένα σκάφος πήγαινε πλάι στο άλλο και οι μαχητές χτυπιόνταν με σπαθιά και δόρατα, ενώ είχαν ασπίδες υψωμένες για να προφυλάσσονται. Κραυγές και ουρλιαχτά αντηχούσαν, και η κλαγγή των μεταλλικών όπλων.

Το πλοιάριο της Λαμρίτ βρέθηκε σε σύγκρουση με δύο βάρκες γεμάτες πολεμιστές της Παντοκράτειρας, πολλοί από τους οποίους φορούσαν πανοπλίες κάτω απ’τα λευκά χιτώνιά τους, το ίδιο ανόητοι με τους μαχητές του Φαρτάνες. Ο Καλνίρες πρόλαβε να τους χτυπήσει μ’ένα βέλος από τη γιγαντοβαλλίστρα του προτού πλευρίσουν το πλοιάριο της Προμάχου, μα αυτό δεν αποδείχτηκε αρκετό για να τους βουλιάξει ή να τους απωθήσει. Ωστόσο, η Λαμρίτ νόμιζε πως η μία βάρκα τους τώρα είχε αρχίσει να μπάζει.

Μετά, βρέθηκαν σε μάχη εναντίον τους.

Η Λαμρίτ απέκρουσε ένα δόρυ με την ασπίδα της και το έσπασε με το σπαθί της. Κλότσησε μια πολεμίστρια που έκανε να πηδήσει πάνω στο πλοιάριο, ρίχνοντάς την στον ποταμό. Σπάθισε έναν άλλο στα πλευρά, τρυπώντας τη φολιδωτή αρματωσιά του. Δέχτηκε ένα ξώφαλτσο χτύπημα από λεπίδα στο πλάι του κράνους της – το μοναδικό μεταλλικό κομμάτι πανοπλίας που φορούσε. Στράφηκε και σπάθισε τον εχθρό, ο οποίος απέκρουσε με το ξίφος του και την έσπρωξε όπισθεν. Η Λαμρίτ παραπάτησε αλλά, συνηθισμένη να στέκεται σε καταστρώματα, κράτησε την ισορροπία της. Ο εχθρός πήδησε μπροστά της και επιτέθηκε ξανά. Η Πρόμαχος απέφυγε τη λεπίδα του και τον κοπάνησε κατακέφαλα με την ασπίδα της, κάνοντας το κράνος του να κουδουνίσει. Εκείνος δεν ήταν τόσο συνηθισμένος να στέκεται σε καταστρώματα, όπως φάνηκε καθώς έπεφτε. Η Λαμρίτ τον κάρφωσε στο στήθος ενώ ήταν ακόμα κάτω, σκοτώνοντάς τον.

Άκουσε μια κραυγή πίσω της και, γυρίζοντας, είδε τον Θαλράνος να πέφτει, τρυπημένος από δύο δόρατα. Ο δίδυμός του, ο Νολβέρτες, όρμησε καταπάνω στους φονιάδες του αδελφού του κραδαίνοντας έναν μεγάλο πέλεκυ. Τσάκισε και τα δύο δόρατα μ’ένα χτύπημα, αλλά ένας από τους Παντοκρατορικούς είχε ήδη τραβήξει ξίφος και τον χτύπησε στα πόδια σωριάζοντάς τον. Η Λαμρίτ πετάχτηκε για να τον βοηθήσει. Η λεπίδα της βρήκε στο κεφάλι τον Παντοκρατορικό που είχε σπαθίσει τον Νολβέρτες, στέλνοντάς τον στο νερό. Ο άλλος Παντοκρατορικός κοπάνησε την Πρόμαχο με την ασπίδα του, και η Λαμρίτ παραπάτησε πάνω σ’ένα κουφάρι και βρέθηκε στην κουπαστή, μπρούμυτα, χτυπώντας την κοιλιά της, βλέποντας το νερό από κάτω της γεμάτο αίμα, κι ένα πτώμα να επιπλέει ατενίζοντάς την με νεκρά μάτια. Αισθάνθηκε ένα γόνατο να πιέζει την πλάτη της, μην αφήνοντάς την να γυρίσει–

Μια κραυγή.

Το γόνατο την ελευθέρωσε και η Λαμρίτ γύρισε. Είδε ότι ο Νολβέρτες είχε σηκωθεί, είχε αρπάξει τον Παντοκρατορικό, και τον είχε υψώσει στον αέρα, πάνω απ’το κεφάλι του, ενώ εκείνος ούρλιαζε. Μ’ένα γρύλισμα, δείχνοντας τα δόντια του, ο επαναστάτης τον πέταξε μέσα στον ποταμό.

4.

Κάποιοι, τελικά, κατάφεραν να καταλάβουν μερικές αποβάθρες της ανατολικής όχθης, και αρκετοί από τον στρατό των επαναστατών κατευθύνθηκαν προς τα εκεί για να βγουν στην ξηρά. Το πλοιάριο της Λαμρίτ ήταν ανάμεσα στους πρώτους. Η Πρόμαχος πήδησε στις αποβάθρες, όπου μια τρομερή συμπλοκή γινόταν, και οι σύντροφοί της την ακολούθησαν. Ο Άλτρες ήταν τραυματισμένος στον ώμο, αλλά μπορούσε ακόμα να πολεμά. Ο Νολβέρτες, αν και χτυπημένος στα πόδια, ήταν εξαγριωμένος από τον θάνατο του Θαλράνος· έμοιαζε να θέλει να σκοτώσει όσο περισσότερους Παντοκρατορικούς μπορούσε. Η Θελρίτ είχε μια μεγάλη μελανιά στο πρόσωπο. Ο Καλνίρες έμοιαζε νάναι ο μόνος αλώβητος.

Η συμπλοκή ήταν ακόμα πιο άγρια απ’ό,τι φαινόταν από μακριά, κι όσο περισσότεροι επαναστάτες και Παντοκρατορικοί έρχονταν, τόσο αγρίευε. Η Λαμρίτ νόμιζε πως το σπαθί της κόντευε να στομώσει από τα χτυπήματα, καθώς η ώρα περνούσε και το πλακόστρωτο είχε γεμίσει αίμα και πτώματα. Η ασπίδα της είχε μισοσπάσει από τις επιθέσεις των εχθρών της, και τώρα το μετάνιωνε που δεν φορούσε πιο βαριά πανοπλία. Μια λεπίδα την είχε τραυματίσει στην αριστερή κνήμη, και ένα δόρυ τής είχε κεντρίσει τα δεξιά πλευρά διαπερνώντας τη δερμάτινη πανοπλία της, ευτυχώς όμως όχι βαθιά.

Οι μαχητές του Κίρτβεχ ακόμα δεν πρέπει να είχαν καταφέρει να καταλάβουν κανένα άλλο σημείο της ανατολικής όχθης, ή όλοι έκαναν το λάθος να συγκεντρώνονται εδώ και να εντείνουν την κατάσταση. Γιατί, αν είχαν εισβάλει και σ’άλλα σημεία, η Λαμρίτ νόμιζε ότι η πίεση εδώ θα είχε ελαττωθεί αισθητά. Τώρα, όμως, έμοιαζε να αυξάνεται.

Ο Νολβέρτες σκότωνε Παντοκρατορικούς σαν να ήταν πρόβατα στο πέρασμά του, αγνοώντας τα χτυπήματά τους παρότι τον έβρισκαν σε διάφορα μέρη του σώματός του και αιμορραγούσε άσχημα. Όταν ήταν πια εξασθενημένος, μια Ιερή Μαχήτρια των Οστών παρουσιάστηκε κοντά του και, με μια δυνατή σπαθιά, του διέλυσε το κρανίο μπροστά στα μάτια της Λαμρίτ. Η οποία την αναγνώρισε. Δε μπορεί να ήταν άλλη από την Αλρίτα. Ήταν γνωστή στο Έλρηνεχ. Μια από τις πολύ σπάνιες γυναίκες που γίνονταν Ιερές Μαχήτριες. Θα έπρεπε να πολεμά για εμάς, όχι για τους Παντοκρατορικούς η ανόητη!

Η Λαμρίτ συνέχισε να σπαθίζει τους εχθρούς της, να αποφεύγει τα χτυπήματά τους, και ν’αποκρούει λεπίδες πάνω στην ασπίδα της. Εκείνο το παλιό τραύμα από βέλος στο πόδι της είχε αρχίσει πάλι να τη λογχίζει. Την είχαν τοξέψει οι Παντοκρατορικοί, πριν από αρκετό καιρό, όταν έφευγε από το Έλρηνεχ, και παρότι η πληγή είχε προ πολλού κλείσει, ακόμα την ενοχλούσε κάπου-κάπου. Ήταν σαν οι δαιμονισμένοι να την είχαν καταραστεί!

«Πού είν’ ο Άλτρες;» ρώτησε τον Καλνίρες, όταν τον συνάντησε μέσα στον χαλασμό, να κρατά ένα σπαθί κι ένα ξιφίδιο, και τα δύο αιματοβαμμένα ώς τη λαβή. Συνήθως τόξευε, αλλά τώρα δεν υπήρχε χώρος για να χρησιμοποιήσεις τόξο εκτός αν ήσουν κάπου σκαρφαλωμένος.

«Δεν ξέρω, Πρόμαχε.»

«Τα Δαιμόνια…» μούγκρισε η Λαμρίτ. Φοβόταν ότι μπορεί κι αυτός νάχε σκοτωθεί. Με το βλέμμα της δεν τον έβρισκε πουθενά. Αλλά, βέβαια, ούτε και τη Θελρίτ έβρισκε. Παντού άνθρωποι μάχονταν, όπλα κινούνταν, αίμα χυνόταν.

Η Λαμρίτ επιτέθηκε πάλι–

–τη στιγμή που ο Καλνίρες τής φώναζε: «Πρόμαχε!»

Το βέλος τη βρήκε στο πόδι όπου την είχε βρει κι εκείνο το παλιό βέλος των Παντοκρατορικών, και μάλιστα στο ίδιο σημείο, λίγο πιο πάνω από το γόνατο. Κραυγάζοντας, η Λαμρίτ παραλίγο να πέσει· κάρφωσε, όμως, την αιχμή του σπαθιού της ανάμεσα σε δύο πέτρες του πλακόστρωτου και, στηριζόμενη εκεί, παρέμεινε όρθια.

Ποιος είχε καταφέρει να χρησιμοποιήσει τόξο μέσα σε μια τέτοια συμπλοκή; Τα μάτια της κοίταξαν ψηλά, και είδε τουλάχιστον τέσσερις Παντοκρατορικούς βαλλιστροφόρους επάνω σ’ένα μπαλκόνι.

Μετά, δύο εχθροί τούς έκρυψαν από το βλέμμα της. Ένας πολεμιστής και μια πολεμίστρια που έρχονταν καταπάνω της κραδαίνοντας σπαθιά. Η Λαμρίτ στηρίχτηκε στο άλλο της πόδι και ύψωσε την ασπίδα της· απέκρουσε τη μία ερχόμενη λεπίδα. Και μετά ο Καλνίρες πλησίασε για να τη βοηθήσει, απομακρύνοντας το ξίφος της Παντοκρατορικής με το σπαθί του και τρυπώντας τη στο λαιμό με το ξιφίδιό του. Ο άλλος Παντοκρατορικός απέκρουσε τη σπαθιά της Λαμρίτ και την κλότσησε, σωριάζοντάς την. Εκείνη σήκωσε την ασπίδα της για να προστατευτεί. Ο εχθρός πάτησε πάνω στην ασπίδα με το ένα πόδι, ύψωσε το σπαθί του–

Ο Καλνίρες τον χτύπησε στον ώμο, αναγκάζοντάς τον να κάνει πίσω. Ύστερα, του όρμησε σαν θηρίο του δάσους. Ο Παντοκρατορικός απέκρουσε και τον γρονθοκόπησε στο κεφάλι. Η Λαμρίτ σηκώθηκε στο ένα γόνατο και, έχοντας αφήσει το σπαθί της, τράβηξε το ξιφίδιο από τη μπότα της. Το εκτόξευσε – ενώ αγνοούσε τον τρομερό πόνο που της προκαλούσε το βέλος που ήταν καρφωμένο στη σάρκα της. Το ξιφίδιο στροβιλίστηκε και βρήκε τον Παντοκρατορικό στα πλευρά, δίνοντας την ευκαιρία που ο Καλνίρες χρειαζόταν για να τον σκοτώσει.

Ύστερα ο επαναστάτης στράφηκε στη Λαμρίτ. «Πρόμαχε, πρέπει να σε πάρω από δω.»

«Όχι. Βοήθησέ με να βγάλω το βέλος. Βοήθησέ με.»

Ο Καλνίρες τη βοήθησε.

Ο πόνος την παρέλυσε προς στιγμή, καθώς η Λαμρίτ ούρλιαζε. Ο επαναστάτης είχε απλά πιάσει το βέλος και, μ’ένα δυνατό, απότομο τράβηγμα, το είχε ξεκαρφώσει από το πόδι της. Δεν υπήρχε χρόνος για τίποτα καλύτερο, έτσι όπως ήταν η κατάσταση.

Μετά, τη βοήθησε να σηκωθεί όρθια. «Μπορείς να σταθείς;»

Η Λαμρίτ ζαλιζόταν, έτρεμε, αισθανόταν τον ιδρώτα πολύ έντονα επάνω της, να κάνει τα ρούχα της να κολλάνε. «Ναι…» έκρωξε.

«Δεν το νομίζω, Πρόμαχε.» Ο Καλνίρες εξακολουθούσε να την υποβαστάζει.

Η Λαμρίτ κοίταξε ολόγυρα: πρόσεξε ότι η πίεση της συμπλοκής είχε ελαττωθεί. Κάτι έγινε… Κάτι έγινε… Οι Παντοκρατορικοί δεν υποχωρούσαν, αλλά… Η Λαμρίτ είδε κάποιους να έρχονται από τα νότια, πίσω από τους Παντοκρατορικούς. Κατέλαβαν κι άλλο σημείο της όχθης! Έρχονται να μας συντρέξουν! Ο Πάνοπλος ξεχώρισε πάνω από τους υπόλοιπους μαχόμενους. Το αυτοκίνητο πλησίαζε, γρονθοκοπώντας και κλοτσώντας άγρια τους εχθρούς της επανάστασης, σκορπίζοντάς τους από το πέρασμά του.

Η Λαμρίτ γέλασε, παρά τον πόνο που αισθανόταν. Και συνέχισε να γελά.

5.

«Ανέβα επάνω μου, Πρόμαχε,» είπε ο Εξάποδος ζυγώνοντας την. «Ανέβα.»

Η συμπλοκή είχε απομακρυνθεί από τις αποβάθρες, τώρα· είχε προχωρήσει προς τα ανατολικά, στους δρόμους της Έλρηνεχ, αφήνοντας πίσω την Πρόμαχο της Επανάστασης και μερικούς άλλους, τραυματισμένους και μη.

Η Θελρίτ ήταν νεκρή, είχε πει στη Λαμρίτ ο Άλτρες, που επί του παρόντος ήταν κοντά της, όχι πολύ πιο τραυματισμένος από πριν. «Κι εσύ μού φαίνεται πως πρέπει ν’άκουσες τις Δαιμονικές Ιαχές.»

«Για μια στιγμή,» είχε αποκριθεί η Λαμρίτ, «ναι, νόμιζα πως τις άκουσα.» Σύμφωνα με τον μύθο, τις άκουγαν όσοι βρίσκονταν στα πρόθυρα του θανάτου.

Τώρα, η Πρόμαχος είπε στον Εξάποδο: «Είσαι ό,τι χρειαζόμουν.» Τελικά είχε αποφασίσει ότι δεν μπορούσε να βαδίσει· όχι αμέσως, τουλάχιστον. Πιάστηκε πάνω στο αυτοκίνητο και, με λίγη βοήθεια από τον Καλνίρες, ανέβηκε στη ράχη του.

Στράφηκε να κοιτάξει τον Πάνοπλο, ο οποίος στεκόταν παραδίπλα. «Είναι εδώ, στην ανατολική όχθη, κι ο Δαίδαλος;»

«Θα έρθει σύντομα, Πρόμαχε.»

«Ποιον πάμε να σκοτώσουμε τώρα;» ρώτησε ο Εξάποδος, ανοιγοκλείνοντας τις ψαλιδοειδείς δαγκάνες του.

«Κανέναν, εύχομαι. Μακάρι οι Παντοκρατορικοί ν’αποφασίσουν να υποχωρήσουν,» είπε η Λαμρίτ.

«Δεν το βλέπω αυτό να συμβαίνει, Πρόμαχε,» αποκρίθηκε ο Άλτρες, κι ανέβηκε κι εκείνος στη ράχη του Εξάποδου. Έμοιαζε κουρασμένος.

6.

Ολόκληρη η ανατολική όχθη σταδιακά καταλήφθηκε, και το ίδιο κι ο Νότιος Επιποτάμιος Πύργος· αν και ο στόλος των επαναστατών είχε ήδη καταφέρει να τον περάσει με αρκετά πλοία του, κυρίως μηχανοκίνητα. Τα σκάφη της Επανάστασης γέμιζαν τώρα τον Άσλερχ, γεφυρώνοντας τον εδώ κι εκεί. Στα περισσότερα σημεία τους οι όχθες του ποταμού απείχαν εφτακόσια μέτρα, έτσι τα πλοία έπρεπε να φτιάχνουν ολόκληρες αλυσίδες προκειμένου να δημιουργούν γέφυρες.

Οι οδομαχίες δεν διεξάγονταν πλέον στις αποβάθρες αλλά πιο βαθιά στην ανατολική πόλη: γύρω από το παλάτι· στα Κέρατα· επάνω στην Κεντρική Λεωφόρο· στις δυτικές άκρες της Μεγάλης Αγοράς· γύρω από το Παντοκρατορικό Φρουραρχείο. Μεσημέρι είχε έρθει, και επαναστάτες και Παντοκρατορικοί συνέχιζαν να χτυπιούνται. Ορισμένοι πολίτες της Έλρηνεχ είχαν βγει από τα σπίτια τους, είχαν πάρει ό,τι όπλα μπορούσαν να βρουν, και είχαν πάει να βοηθήσουν τους επαναστάτες, δηλώνοντας πως ήταν με το μέρος τους και ήθελαν να διώξουν τους δυνάστες. ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΚΟΛΟΣΣΩΝ! ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΚΟΛΟΣΣΩΝ! αντηχούσαν οι φωνές τους κάθε τόσο. Η Λαμρίτ και ο Στρατηγός Φαρτάνες πρόσταξαν τους άλλους μαχητές τους να προσέχουν τους πολίτες όσο ήταν δυνατόν: να τους κρατάνε πίσω από την πρώτη γραμμή της μάχης, εκτός αν φαίνονταν να είναι εκπαιδευμένοι στα όπλα.

Μιλώντας με εκφωνητή, κάνοντας τη φωνή του ν’αντηχεί σχεδόν σ’όλη την ανατολική Έλρηνεχ, ο Στρατηγός Φαρτάνες ζήτησε από τον Πρίγκιπα Νεσνάρες να διώξει τους Παντοκρατορικούς από το Πριγκιπάτο και να συμμαχήσει με την Επανάσταση. Δήλωσε πως η Επανάσταση και ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος του Κίρτβεχ δεν είχαν πόλεμο με το Έλρηνεχ, αλλά μόνο με την Παντοκράτειρα. «ΔΕΝ ΚΑΝΑΜΕ ΖΗΜΙΕΣ ΣΤΟ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟ ΕΛΡΗΝΕΧ!» τόνισε. «ΟΙ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΕΚΑΨΑΝ ΤΟΣΑ ΣΤΡΕΜΜΑΤΑ ΓΗΣ – ΔΙΚΗΣ ΣΑΣ, ΠΟΛΥΤΙΜΗΣ ΓΗΣ – ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΜΑΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΟΥΝ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ! ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΚΟΛΟΣΣΩΝ – ΔΕΝ ΘΑ ΑΝΕΧΤΟΥΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΤΥΡΑΝΝΙΔΑ!»

Ο Άλτρες, καθισμένος επάνω στον Εξάποδο, γέλασε και είπε στον Φαρτάνες: «Στρατηγέ, ακούγεσαι σαν πραγματικός επαναστάτης. Πρόμαχος, ίσως.» Έριξε ένα βλέμμα στη Λαμρίτ που καθόταν πλάι του, επίσης επάνω στον Εξάποδο. Δεν του έμοιαζε να διαφωνεί.

Ο Φαρτάνες, έχοντας απενεργοποιήσει τον εκφωνητή στην πλάτη του, αποκρίθηκε: «Τόσο καιρό μαζί σας, με επηρεάσατε, μα τα Δαιμόνια!» Και χαμογέλασε πλατιά.

Η Λαμρίτ δεν ήθελε να φανταστεί τι σχόλιο μπορεί να έκανε τώρα ο Πολ αν ήταν εδώ. Είπε: «Δεν ακούω, πάντως, τον Πρίγκιπα να μας απαντά. Ούτε βλέπω τους μαχητές του να στρέφονται εναντίον των Παντοκρατορικών.»

7.

Οι ευγενείς μέσα στην Αίθουσα του Θρόνου ήταν ανάστατοι ύστερα από τα λόγια που είχαν ακουστεί μέσω εκφωνητή. Ο άντρας που είχε συστηθεί ως Φαρτάνες, Στρατηγός του Κίρτβεχ, τους είχε ζητήσει να διώξουν τους Παντοκρατορικούς από το Πριγκιπάτο τους, δηλώνοντας πως ούτε η Επανάσταση ούτε το Κίρτβεχ ήταν εναντίον τους.

Ο Ιανός Θάρδηχ τούς προειδοποίησε: «Όποιος προδώσει την Παντοκράτειρα θα θανατωθεί.» Στεκόταν μπροστά στο μεγάλο τραπέζι της αίθουσας, με τον χάρτη της πόλης απλωμένο μπροστά σ’εκείνον, τον Νικόλαο’σαρ, τη Στρατηγό Νιρλέτα, και μερικούς άλλους στρατιωτικούς και αριστοκράτες. «Δεν παραδινόμαστε σε αποστάτες. Ποτέ! Μπορεί να νομίζουν ότι έχουν το πάνω χέρι αλλά δεν το έχουν. Η Παντοκρατορία θα τους τσακίσει!»

«Αν όμως πρώτα έχει καταστραφεί η πόλης μας;» είπε κάποιος.

Ο Ιανός στράφηκε προς εκείνη τη μεριά. «Ποιος μίλησε;»

Κανένας δεν απάντησε.

«Ρώτησα: ποιος μίλησε;» φώναξε ο Ιανός, σταθερά, όχι εκνευρισμένα.

Ξανά, κανένας δεν απάντησε.

«Ελπίζω ο προδότης στη σκέψη να μη γίνει προδότης και στην πράξη, γιατί τότε θα υπάρξουν συνέπειες.»

Μια αριστοκράτισσα, περίπου στην ηλικία του Ιανού – γύρω στα πενήντα-πέντε – είπε: «Δε μίλησε κανένας για προδοσία, Στρατηγέ. Ρώτησε όμως τι θα γίνει όταν έχει καταστραφεί η πόλη μας! Και, νομίζω, είναι εύλογο το ερώτημά του.»

«Η πόλη σας δεν θα καταστραφεί, Αρχόντισσά μου–»

«Μαλακίες!» φώναξε κάποιος. «Δε σ’ενδιαφέρει για την πόλη μας, Παντοκρατορικέ!»

Σοκαρισμένοι, οι ευγενείς παραμέρισαν, και πίσω τους φάνηκε ένας άντρας με οπλισμένη βαλλίστρα στα χέρια. Ο Αρνάλβες, ο μικρός αδελφός του Νεσνάρες. Πίσω του στεκόταν η Ιλρίνα, η σύζυγος του νεκρού Πρίγκιπα, μ’ένα σπαθί στο χέρι. Παραδίπλα ήταν ένας άλλος άντρας που είχε επάνω του το σύμβολο των Πεφωτισμένων.

Ο Ιανός πετάχτηκε πίσω απ’την ψηλή καρέκλα του–

Το βέλος της βαλλίστρας καρφώθηκε στην πλάτη της, διαπερνώντας το ξύλο και σταματώντας μερικά εκατοστά μπροστά από το σκυμμένο κεφάλι του Ιανού.

Σαματάς αμέσως άρχισε στην αίθουσα. Κραυγές και ο ήχος των όπλων που τραβιόνταν από τα θηκάρια.

Δύο βέλη καρφώθηκαν στο στήθος του Αρνάλβες, τρυπώντας τον μεταλλικό θώρακά του και σκοτώνοντάς τον. Η Ιλρίνα ούρλιαξε. Μαχητές του παλατιού ξιφομαχούσαν με Παντοκρατορικούς.

«Είμαστε παιδιά των Κολοσσών!» κραύγασε ένας ευγενής. «Σηκωθείτε! ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ!» Κι επιτέθηκε στους πολεμιστές της Παντοκράτειρας κραδαίνοντας το σπαθί του. Πολλοί άλλοι ευγενείς τον μιμήθηκαν.

Ο Ιανός είχε ήδη ξεθηκαρώσει το δικό του σπαθί και χτύπησε έναν στο χέρι, κάνοντάς τον να πετάξει το όπλο του ουρλιάζοντας.

Ο Επόπτης Νικόλαος’σαρ, προτού προλάβει να οπλιστεί, δέχτηκε μία λεπίδα στο στομάχι και μία στο στήθος και σωριάστηκε πάνω στον χάρτη του τραπεζιού γεμίζοντάς τον με αίμα. Η τελευταία λεπίδα ήταν του ξιφιδίου της Στρατηγού Νιρλέτα.

Ο Ιανός τής επιτέθηκε φωνάζοντας: «Σας προειδοποίησα!» Εκείνη απέκρουσε το ξίφος του και τον κλότσησε, ρίχνοντάς τον κι αυτόν πάνω στο τραπέζι και κάνοντάς το να ανατραπεί.

Ο Ιανός βρέθηκε απ’την άλλη, ανάμεσα σε διάφορα σκορπισμένα αντικείμενα, μισοσκεπασμένος από τον αιματοβαμμένο χάρτη, και πλάι στο πτώμα του Νικόλαου’σαρ. Είδε από πάνω του έναν αριστοκράτη με σπαθί, ο οποίος ήταν έτοιμος να τον καρφώσει. Ο Ιανός, όμως, δεν είχε χάσει το δικό του όπλο, και παρά την ηλικία του δεν ήταν μαλθακός, ούτε αργός. Ανασηκώθηκε και σπάθισε τον εχθρό του στην κοιλιά, χύνοντας τα έντερά του στο πάτωμα.

Σηκώθηκε όρθιος, κοιτάζοντας ολόγυρα και βλέποντας μακελειό να γίνεται.

Οι γαμημένοι ντόπιοι είχαν επαναστατήσει κανονικά! Δε μπορούσε να κρατήσει το Πριγκιπάτο έτσι, ούτε να καταστρέψει τους μεταλλικούς ανθρώπους των αποστατών. Η μάχη θα έπρεπε να μεταφερθεί αλλού.

Σπαθίζοντας όποιον έβρισκε μπροστά του και προστάζοντας τους μαχητές του να τον ακολουθήσουν, ο Ιανός πήγε προς μια πλευρική έξοδο της αίθουσας.

Και μετά από λίγο, πετούσε προς τα βόρεια. Προς το Πριγκιπάτο Νέφκαλ.

8.

Αφού οι κάτοικοι της Έλρηνεχ στράφηκαν εναντίον τους, οι Παντοκρατορικοί δεν μπορούσαν άλλο να κρατηθούν εδώ. Ώς το απόγευμα είχαν ηττηθεί. Κάποιοι είχαν αιχμαλωτιστεί, κάποιοι σκοτωθεί, και οι περισσότεροι είχαν υποχωρήσει προς τα βόρεια, προς το Πριγκιπάτο Νέφκαλ. Οι άνθρωποι της Έλρηνεχ πανηγύριζαν τη νίκη τους μαζί με τους επαναστάτες που είχαν έρθει για να πολιορκήσουν την πόλη τους, ενώ στο παλάτι το βάρος της εξουσίας του Πριγκιπάτου έπεφτε στους ώμους του μεσαίου γιου του πρόσφατα αποθανόντος Πρίγκιπα Ναλφίρες. Ονομαζόταν Βηλνάθος, και ήταν ο μόνος που είχε απομείνει για να καθίσει στον Θρόνο του Έλρηνεχ.

Η Πρόμαχος Λαμρίτ, όμως, δεν βρισκόταν τώρα στο παλάτι. Ήταν επάνω στην πλάτη του Εξάποδου μαζί με τον Άλτρες, και το αυτοκίνητο τούς περνούσε μέσα από τους σημαδεμένους από τις οδομαχίες δρόμους της Έλρηνεχ, για να καταλήξουν μπροστά σ’ένα τριώροφο οικοδόμημα. Εκεί η Λαμρίτ είπε στον Εξάποδο να σταματήσει, και κατέβηκε, μορφάζοντας καθώς αισθάνθηκε το τραυματισμένο πόδι της να την πονά. Ο Άλτρες ήρθε αμέσως πλάι της για να τη βοηθήσει, αλλά εκείνη τού αποκρίθηκε πως ήταν εντάξει, και βάδισε χρησιμοποιώντας για στήριξη το μπαστούνι που της είχαν δώσει οι θεραπευτές.

«Πού πηγαίνεις, Πρόμαχε;» ρώτησε η μεταλλική φωνή του Εξάποδου.

«Μείνε εδώ· δε θ’αργήσουμε,» του είπε η Λαμρίτ.

«Εντάξει…» Ακουγόταν βαριεστημένος. Το μοναδικό του μάτι αναβόσβησε μια φορά, και τα ψαλιδοειδή σαγόνια του ανοιγόκλεισαν, τρίζοντας.

Η Λαμρίτ πήγε στον ανελκυστήρα στο πλάι του οικήματος και, πατώντας ένα κουμπί, τον κάλεσε. Ο Άλτρες τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη ζώνη του.

«Αν χρειαστεί να πολεμήσουμε,» του είπε η Πρόμαχος, «τα πράγματα σημαίνει πως θάναι πιο άσχημα απ’ό,τι μπορούσα ποτέ να φανταστώ.» Εκείνος, όμως, δεν θηκάρωσε το ξιφίδιο.

Ο ανελκυστήρας είχε κατεβεί. Η Λαμρίτ άνοιξε την πόρτα και μπήκαν. Ίσα-ίσα χωρούσαν: για δύο άτομα ήταν φτιαγμένος. Πάτησε το κουμπί για τον τρίτο όροφο και γρήγορα έφτασαν επάνω. Βγήκαν από την άλλη θύρα του ανελκυστήρα, την εσωτερική, και βρέθηκαν σ’έναν διάδρομο με δύο μεγάλες ξύλινες πόρτες.

Η Λαμρίτ αισθάνθηκε νοσταλγία να την πλημμυρίζει. Εδώ ήταν, κάποτε, αν και πριν από πολλά χρόνια, το σπίτι της… Κοίταξε την επιγραφή στη μία πόρτα, και σκέφτηκε: Ναι, ακόμα εδώ μένει… Επισήμως, τουλάχιστον. Ίσως να είχε φύγει πριν από την πολιορκία, ή και κατά τη διάρκειά της.

Η Λαμρίτ ζύγωσε την πόρτα και χτύπησε το κουδούνι. Το άκουσε ν’αντηχεί μέσα στην οικία. Περίμενε, ρίχνοντας το βάρος της στο καλό της πόδι. Αφουγκραζόμενη.

Βήματα ήρθαν από την πίσω μεριά της πόρτας. «Ποιος είναι;» ρώτησε κάποια.

«Εγώ είμαι, μαμά. Η Λαμρίτ.»

Η πόρτα μισάνοιξε, διστακτικά. Ένα μάτι κοίταξε την Πρόμαχο από τη χαραμάδα. Ύστερα, η πόρτα άνοιξε τελείως και η μητέρα της φανερώθηκε: μια λευκόδερμη, γκριζομάλλα γυναίκα, πολύ πιο γερασμένη απ’ό,τι τη θυμόταν.

Κοίταξε τη Λαμρίτ αυστηρά και είπε, υπομειδιώντας: «Το περίμενα ότι θα ήσουν μπλεγμένη κάπου μέσα σ’αυτή τη φασαρία, κόρη μου.» Και μετά την αγκάλιασε, κλαίγοντας. «Τα Πνεύματα σ’έφεραν ξανά ζωντανή,» της ψιθύρισε στ’αφτί, φιλώντας την.

Ο Άλτρες θηκάρωσε το ξιφίδιό του κι ακούμπησε τον ώμο του στον τοίχο του διαδρόμου.

9.

Η Λαμρίτ πήγε στο παλάτι όταν είχε πια νυχτώσει. Η μητέρα της επέμενε να την κρατήσει για κάμποσες ώρες στο σπίτι, κερνώντας εκείνη και τον Άλτρες γλυκίσματα και καφέ εισαγμένο από τη Σάρντλι, κάνοντας όλο ερωτήσεις. «Πού ήσουν τόσα χρόνια;» – «Γιατί έκανες τόσο καιρό να ξανάρθεις να με δεις;» – «Είσαι μαζί με τον Πρίγκιπα του Κίρτβεχ τώρα;» – «Άντρας σου είναι αυτός;» (Τον Άλτρες εννοούσε.) Η Λαμρίτ τής έδωσε απαντήσεις σε όλα, χωρίς να βιάζεται. Τώρα, όμως, είχε έρθει η ώρα να επιστρέψει στους άλλους επαναστάτες, γιατί θ’άρχιζαν στο τέλος ν’ανησυχούν γι’αυτήν.

Και δεν είχε άδικο.

«Πρόμαχε,» της είπε ο Δάρυλμος, συναντώντας την σε μια εξωτερική αίθουσα του παλατιού, μαζί με τη Φενίλδα, «ανησυχήσαμε. Είχες εξαφανιστεί.»

«Δεν του είπες ότι είχα πάει να βρω τη μητέρα μου;» ρώτησε η Λαμρίτ τη Φενίλδα.

«Του το είπα.»

«Σου το είπε, Δάρυλμος.»

«Ναι, αλλά, εντάξει, πόσες ώρες χρειαζόσουν για να βρεις τη μητέρα σου;»

«Έμεινα για να μιλήσω μαζί της.»

«Είναι καλά, λοιπόν;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Τι γίνεται εδώ, μ’εσάς;»

«Οι ευγενείς τρώγονται αναμεταξύ τους,» της είπε ο Δάρυλμος καθώς βάδιζαν τώρα μέσα στους διαδρόμους του παλατιού. «Η επικράτεια των Δαιμόνιων, βασικά. Και είναι εδώ κι ένας μάγος που μας ρωτούσε για την Αλιζέτ, τη Μαύρη Δράκαινα. Θέλμος’νορ τον λένε. Λέει πως είναι αδελφός της, δίδυμος. Βοήθησε στην ανατροπή. Δηλαδή, στην προηγούμενη ανατροπή που σχεδίαζαν.»

«Ποια προηγούμενη ανατροπή;»

«Το σχέδιο το έκαναν η Ιλρίνα – η σύζυγος του Πρίγκιπα Νεσνάρες – και ο Αρνάλβες – ο μικρός αδελφός του Νεσνάρες. Ο Νεσνάρες ήταν νεκρός εδώ και κάποιες ώρες. Ο Στρατηγός Ιανός Θάρδηχ τον σκότωσε αφού εισβάλαμε στην πόλη, γιατί ο Πρίγκιπας διαφωνούσε μαζί του. Αυτό, όπως καταλαβαίνεις, δεν έκανε τους ντόπιους να τον αγαπήσουν. Όταν όμως ο Αρνάλβες και η Ιλρίνα στράφηκαν εναντίον του, οι Παντοκρατορικοί φρουροί του Ιανού Θάρδηχ σκότωσαν τον Αρνάλβες. Οπότε, τώρα μένει μόνο ο Βηλνάθος για να καθίσει στον θρόνο.»

«Ποιος είναι ο Βηλνάθος;»

«Ο μεσαίος γιος, μικρότερος απ’τον Νεσνάρες, μεγαλύτερος απ’τον Αρνάλβες.»

«Μάλιστα,» είπε η Λαμρίτ.

Και μπήκαν στην Αίθουσα του Θρόνου, όπου ήταν συγκεντρωμένοι ένα σωρό ευγενείς της πόλης, ο Στρατηγός Φαρτάνες, ο Δαίδαλος, ο Καρτάφες’νορ, η Διάττα, και διάφοροι άλλοι – επαναστάτες, στρατιωτικοί, και μάγοι.

«Ποιος είναι ο αδελφός της Μαύρης Δράκαινας;» ρώτησε η Λαμρίτ.

«Αυτός εκεί.» Ο Δάρυλμος έδειξε έναν άντρα λεπτό σαν στέκα, με λευκό-ροζ δέρμα και μαύρα, κοντοκουρεμένα μαλλιά. Είχε επάνω του το σύμβολο του τάγματος των Πεφωτισμένων. «Ο Θέλμος’νορ.»

«Τι του είπες για την αδελφή του;»

«Τίποτα. Δε μίλησα εγώ μαζί του, βασικά. Η Διάττα τού μίλησε, που την ξέρει από πρώτο χέρι. Οι Ιεράρχες βλέπουν ο ένας μέσα από τα μάτια του άλλου, και τα λοιπά: και ο Όρνιφιμ είναι τώρα κοντά στην Αλιζέτ, στη Σάνκριλαμ.»

«Αλήθεια, τι γίνεται εκεί;»

«Ακόμα παλεύουν με τα Δαιμόνια,» απάντησε ο Δάρυλμος. «Ίσως, τελικά, να πρέπει να τους ξαναστείλουμε κανένα αυτοκίνητο για να ξεμπερδέψουν πιο γρήγορα.» Μειδίασε.

10.

Από την ημέρα κιόλας που το στράτευμα του Άτβος είχε εντοπίσει και αποφύγει το πρώτο ναρκοπέδιο του Σφετεριστή, μικροί στρατοί είχαν αρχίσει να προστίθενται στο μεγάλο φουσάτο. Ευγενείς έφερναν τους μαχητές τους για να υποστηρίξουν τον δικαιωματικό Πρίγκιπα του Κάνρελ που είχαν ακούσει ότι δεν ήταν νεκρός, όπως τον ήθελαν οι φήμες, αλλά είχε επιστρέψει για να ανακτήσει τον θρόνο και να διώξει τον Ρέτβελνος και τους Παντοκρατορικούς. Η απήχηση που είχε βρει ο Άτβος ήταν πολύ θετική, με την εξαίρεση ορισμένων, ελάχιστων αριστοκρατών που είχαν προτιμήσει να παραμείνουν σύμμαχοι του Σφετεριστή και είχαν υποχωρήσει από τα εδάφη όπου περνούσε ο στρατός του Προμάχου της Επανάστασης, κατευθυνόμενοι προς την Καρδιά του Κάνρελ. Ο Άτβος δεν ήξερε αν είχαν κάτι να κερδίσουν από αυτή τους την ενέργεια ή αν απλά δρούσαν έτσι από φόβο των Παντοκρατορικών.

Αφότου ο Πρόμαχος έμαθε ότι ο συμμαχικός στόλος του ξαδέλφου του, Δούκα Καλμέρθος, είχε ξεκινήσει από τη Χάνμαρελ και πήγαινε, κατά μήκος των ακτών, προς τις εκβολές του ποταμού Βάλρηχ για να τον διασχίσει, η Ράιλμεχ η Ιεράρχης ανέφερε στον Άτβος ότι ο στρατός της Λαμρίτ είχε ήδη φτάσει στην Έλρηνεχ. Και τη νύχτα, του ανέφερε πως ο στρατός της Λαμρίτ είχε κατακτήσει τη δυτική μεριά της πόλης, με τη βοήθεια του Κατακρημνιστή. Οι Παντοκρατορικοί είχαν υποχωρήσει πολύ γρήγορα και είχαν ανατινάξει τις γέφυρες του ποταμού Άσλερχ. «Ελπίζω η Λαμρίτ και οι σύμμαχοί της νάναι προσεχτικοί τώρα,» είπε ο Άτβος, και η Ράιλμεχ τού αποκρίθηκε πως ήταν· δεν χρειαζόταν ν’ανησυχεί γι’αυτούς. «Καλύτερα να ανησυχείς για εμάς, Πρόμαχε.» Ο Άτβος δεν μπορούσε να διαφωνήσει με τούτο. Ήξερε πως και ο Ρέτβελνος και οι πράκτορες της Παντοκράτειρας ακολουθούσαν τις τακτικές Δαιμόνιων, γι’αυτό κιόλας κινούσε το φουσάτο του με επιφύλαξη προς τα δυτικά, πενήντα χιλιόμετρα την ημέρα με τα μεταγωγικά, όχι παραπάνω. Αναρωτιόταν πότε ο Σφετεριστής θ’αποφάσιζε να ξαμολήσει τα τέρατα που είχε συγκεντρώσει από τις Ερημιές…

Την επομένη, απέφυγαν δύο ναρκοπέδια πολύ καλά τοποθετημένα, σε πολύ επικίνδυνα σημεία. Ευτυχώς, οι μάγοι του Άτβος δεν τον απογοήτευσαν παρότι οι μάγοι των εχθρών τους είχαν προσπαθήσει να κρύψουν τις εκρηκτικές ύλες από ανιχνευτικά ξόρκια.

Ένα ελικόπτερο ανέφερε στον Άτβος ότι ο στόλος από τη Χάνμαρελ είχε συναντήσει αντίσταση στη Νισράδελ, στις εκβολές του ποταμού Βάλρηχ, και μάλιστα σθεναρή. Οι Παντοκρατορικοί είχαν κλείσει ολόκληρο το στόμιο του ποταμού με τα σκάφη τους, τα οποία ήταν γεμάτα πολεμικές μηχανές.

Η Ράιλμεχ είπε, τα ξημερώματα, ότι στην Έλρηνεχ είχε έρθει ο στόλος του Κίρτβεχ, των πειρατών, και των ελεύθερων πόλεων και οι συγκρούσεις είχαν αγριέψει. Το μεσημέρι, ανέφερε ότι οι επαναστάτες είχαν βγει στην ανατολική όχθη της Έλρηνεχ και μάχες μαίνονταν στους δρόμους της. Μετά, είπε ότι οι ντόπιοι φαινόταν να έχουν ξεσηκωθεί εναντίον των Παντοκρατορικών. Και το απόγευμα, ενημέρωσε τον Άτβος ότι ο στρατός της Λαμρίτ είχε διώξει τελείως τους Παντοκρατορικούς από την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου Έλρηνεχ. Είχαν τραπεί σε φυγή, πηγαίνοντας προς τα βόρεια.

«Προς το Νέφκαλ…» είπε ο Άτβος, καθώς εκείνος, η Ιλρίνα’νορ, ο Άλδρος’νορ, ο Ραφέλνες, και ο Κασμάρες κάθονταν γύρω από δύο μεγάλες φωτιές ακούγοντας τα λόγια της Ιεράρχη. «Αυτό θα είναι το τελευταίο τους οχυρό.»

11.

Οι πράκτορες του Ναρτάθες Λάρενραχ προσπαθούσαν να εντοπίσουν και να σταματήσουν αυτούς που έκαναν τις επαναστατικές τοιχογραφίες μέσα στη Σάνκριλαμ, αλλά το έβρισκαν δύσκολο. Τώρα, ειδικά, το πράγμα είχε αρχίσει να εξαπλώνεται, να φεύγει από τον έλεγχο. Πολλές συμμορίες της πρωτεύουσας και δυσαρεστημένοι πολίτες είχαν αρχίσει να γράφουν στους τοίχους παρόμοια συνθήματα μ’αυτά που έγραφαν η Αλιζέτ και ο Πολ. Δεν μπορούσες να καταλάβεις ποιος το είχε ξεκινήσει, ποιος πραγματικά ευθυνόταν. Η φρουρά έκανε συλλήψεις, αλλά οι συλληφθέντες δεν είχαν καμία χρήσιμη πληροφορία να δώσουν, ακόμα κι ύστερα από βασανιστήρια. Κανένας δεν ήξερε ποιος είχε κάνει την πρώτη τοιχογραφία· κανένας δεν ήξερε αν υπήρχε κάποια κρυφή ομάδα στασιαστών μέσα στη Σάνκριλαμ· κανένας δεν ήξερε αν η Πριγκίπισσα όντως δολοπλοκούσε για να διώξει τους Παντοκρατορικούς από το Πριγκιπάτο της.

Και τα συνθήματα συνέχιζαν να παρουσιάζονται στους τοίχους. Ζητούσαν ο Επόπτης να θανατωθεί. Ζητούσαν να πέσει η Νέα Τυραννίδα, οι δυνάστες να φύγουν από το Έλρηνεχ. Δήλωναν πως μόνο την Ισλάννα Νάρβεληχ δέχονταν ως αρχόντισσά τους. Προέτρεπαν την Πριγκίπισσα να σκοτώσει κάθε λευκοντυμένο δυνάστη μέσα στην πόλη.

Ο Λούσιος Φαθράλω έβλεπε τους ευγενείς, αλλά και τους φρουρούς και τους υπηρέτες, μέσα στο παλάτι να τον ατενίζουν περίεργα. Να του ρίχνουν λοξές ματιές. Ποιοι από αυτούς μπορεί να ήταν μπλεγμένοι σε τούτη τη σκευωρία; αναρωτιόταν. Και γιατί η Αμάλριτ δεν μπορούσε να εντοπίσει από πού ξεκινούσε το κακό; Και ούτε κι ο Ναρτάθες φαινόταν, τελικά, να μπορεί να κάνει τίποτα, παρά τους κούφιους κομπασμούς του! Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας δεν είχαν φανεί πιο ικανοί από τους κατασκόπους της Αμάλριτ. Ήταν η δεύτερη ημέρα από τότε που ο Ναρτάθες είχε δηλώσει πως θα ανακάλυπτε τι συνέβαινε, όμως δεν είχε ανακαλύψει τίποτα. Τίποτα!

«Αν δεν είχες αφήσει την κατάσταση να φτάσει ώς εδώ, θα τους είχα βρει!» είπε στον Λούσιο – σαν εκείνος να έφταιγε!

«Δεν ‘άφησα’ καμια κατάσταση να φτάσει πουθενά!» αντιγύρισε ο Λούσιος, καθώς στεκόταν πίσω απ’το γραφείο του χτυπώντας τη γροθιά του πάνω στο ξύλο. «Οι πράκτορές σου θα έπρεπε να τους είχαν εντοπίσει αμέσως, ούτως ή άλλως!»

«Κι όχι οι κατάσκοποι της γυναίκας σου;» Ο Ναρτάθες στεκόταν επίσης όρθιος.

«Εσύ είσαι αυτός που ισχυρίζεται ότι οι πράκτορες της Παντοκράτειρας είναι καλύτεροι!»

«Χρειάζεται, όμως, και κάποια συνεργασία από τους πολίτες.»

«Και νομίζεις ότι δεν υπάρχει συνεργασία;»

«Οι μισοί τουλάχιστον φαίνονται έτοιμοι να ξεσηκωθούν εναντίον μας!» του είπε ο Ναρτάθες. «Μια ψευδαίσθηση, αναμφίβολα – την οποία όμως κάποιοι πασχίζουν να καλλιεργήσουν. Και τα έχουν καταφέρει. Πράγμα που σημαίνει ότι, όντως, υφίστανται συνωμότες κρυμμένοι εδώ μέσα· και δεν μπορείς να–»

«Σώπα!» είπε ειρωνικά ο Λούσιος. «Δεν σε πιστεύω. Μα τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος, έχεις και κανένα άλλο τέτοιο τρομερό συμπέρασμα να μοιραστείς μαζί μου, για να μην νομίσω ότι είσαι τελείως άχρηστος;»

Τα μάτια του Ναρτάθες στένεψαν απειλητικά. «Πρόσεχε τα λόγια σου, Επόπτη…»

«Επόπτης είμαι· όπως θέλω θα σου μιλάω όταν δεν κάνεις τη δουλειά σου, είτε είσαι ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας είτε όχι!»

«Το ξέρεις ότι, αν το θέλω πραγματικά, έχω τη δύναμη να σε διώξω από εδώ!»

«Και μέχρι νάρθει άλλος Επόπτης νομίζεις ότι η πόλη θα είναι ακόμα στα χέρια της Παντοκράτειρας, Ναρτάθες;»

«Θα τα ξαναπούμε όταν έχουμε διώξει τους αποστάτες από τα μέρη μας,» υποσχέθηκε ο Ναρτάθες, κι έφυγε από το γραφείο του.

Ο Λούσιος εκτόξευσε, οργισμένα, ένα ξιφίδιο καταπάνω στην πόρτα, καρφώνοντάς το στο ξύλο.

Ποιος έφταιγε για τούτη την άθλια κατάσταση, τελικά; αναρωτήθηκε καθώς καθόταν στην πολυθρόνα πίσω απ’το γραφείο του. Ήταν όλα σχέδιο της Πριγκίπισσας; Ή, μήπως, κάτι είχε κάνει ο Τάμπριελ; Ήταν προφήτης, άλλωστε· έτσι έλεγαν· ήξερε πράγματα με τρόπους μυστηριώδεις.

Θα μπορούσε, όμως, και η Ισλάννα να κρυβόταν πίσω από αυτή την αναστάτωση… Έχοντας φοβηθεί ότι οι αποστάτες της Ανατολικής Συμμαχίας θα κατέστρεφαν το Πριγκιπάτο της, πιθανώς να είχε αποφασίσει να διώξει τους Παντοκρατορικούς, αλλά με τέτοιες μεθόδους ώστε να μη φανεί ότι το έκανε εκείνη…

Χτες το απόγευμα, οι κατάσκοποι της Αμάλριτ είχαν αναφέρει ότι ένας αριστοκράτης μιλούσε υπέρ της Ανατολικής Συμμαχίας μέσα στο ίδιο το παλάτι. Έλεγε πως ίσως η Πριγκίπισσα θα έπρεπε να σκεφτεί να συμμαχήσει με τους επαναστάτες· η πόλη θα ήταν μαζί της, οι τοίχοι της το βροντοφώναζαν. Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας είχαν αμέσως συλλάβει αυτόν τον αριστοκράτη, αφού η Αμάλριτ είχε αναφέρει το όνομά του στον Λούσιο. Τον είχαν φυλακίσει και τον είχαν ανακρίνει, όμως εκείνος δεν είχε καμια πληροφορία να δώσει. Και η Πριγκίπισσα, μαθαίνοντας για τη φυλάκισή του, ζήτησε να τον ελευθερώσουν. Είπε ότι ήταν ανέκαθεν παρορμητικός άνθρωπος και δεν ήξερε πολλές φορές τι έλεγε. «Φοβάται, Εξοχότατε,» εξήγησε στον Λούσιο, «όπως και οι περισσότεροι από εμάς, για τη μοίρα του Πριγκιπάτου. Η κατάσταση είναι άσχημη, και σε τέτοιες καταστάσεις λέγονται… διάφορα – που τα πιο πολλά, όμως, δεν τα εννοούν αυτοί που τα λένε.» Στο τέλος, ο Επόπτης τον είχε αφήσει να φύγει. Αλλά δεν του άρεσε καθόλου εκείνο που είχε ξεφύγει – από απροσεξία, ίσως – από τα χείλη της Πριγκίπισσας: Φοβάται. Όπως και οι περισσότεροι από εμάς… Οι περισσότεροι από εμάς… Συμπεριλάμβανε και τον εαυτό της;

Κάτι συνέβαινε με τους καταραμένους ευγενείς της Σάνκριλαμ! Ο Λούσιος ήταν βέβαιος.

12.

«Δε μου φαίνεται ότι ο Επόπτης θα αιχμαλωτίσει την Πριγκίπισσα, τελικά,» είπε ο Πολ, ενώ ήταν πρωί και εκείνος κι η Αλιζέτ ήταν ξαπλωμένοι μέσα στο δωμάτιό τους, στον Διάφεγγο. «Το καταλαβαίνει πως αυτό ίσως να κάνει τα πράγματα χειρότερα· δεν είναι, δυστυχώς, τόσο ηλίθιος όσο ευχόμασταν.»

«Μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπέρασμα,» είπε η Αλιζέτ.

«Τέσσερις νύχτες έχουν περάσει από τότε που ήρθαμε.»

«Ακριβώς· δεν είναι και τόσες πολλές.»

«Δε σταματήσαμε, όμως, καθόλου να ζωγραφίζουμε. Και τώρα ζωγραφίζουν κι ένα σωρό άλλοι. Φαίνεται πως χτυπήσαμε κάποια καλλιτεχνική φλέβα σε τούτη την πόλη.»

«Αμφέβαλλες ότι θα υπήρχαν άνθρωποι που θέλουν να ξεσηκωθούν;» είπε η Αλιζέτ. «Ειδικά ύστερα απ’όσα έχουν γίνει με την Ανατολική Συμμαχία; Ειδικά ύστερα απ’όλα όσα γίνονται στη Βίηλ γενικά; Το απόγευμα ο Όρνιφιμ μάς έλεγε ότι πάρθηκε και η Έλρηνεχ…» Και το βλέμμα της έγινε σκεπτικό ξαφνικά.

«Τι;» ρώτησε ο Πολ.

«Τίποτα. Σκεφτόμουν τον αδελφό μου, τον Θέλμος. Αναρωτιέμαι τι να κάνει.»

«Φοβάσαι ότι μπορεί να του λείπει κανένα κεφάλι, Ατσάλινα Μάτια;»

«Πολιορκία ήταν.»

«Πες στον Όρνιφιμ να πει στη Διάττα να ρωτήσει γι’αυτόν.»

«Ίσως και να το κάνω,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ. «Όπως και νάχει, πάντως, τα πράγματα εδώ δε μου φαίνεται να πηγαίνουν καθόλου άσχημα.»

«Θα μπορούσαμε, όμως, και να δώσουμε μια επιπρόσθετη πίεση…»

Η Αλιζέτ τον ατένισε υψώνοντας το ένα της φρύδι ερωτηματικά, καθώς ήταν καθισμένη πλάι του στο κρεβάτι.

Ο Πολ, ακόμα ξαπλωμένος ανάσκελα, είπε: «Να πούμε στους φίλους μας στην Ένθελρακ ν’αρχίσουν να έρχονται προς τα εδώ. Όχι για να επιτεθούν στην πόλη ακόμα, αλλά για να κάνουν την παρουσία τους αισθητή.»

Η Αλιζέτ το σκέφτηκε για λίγο και, τελικά, αποκρίθηκε: «Νομίζω πως δεν είναι άσχημη ιδέα. Πάω να ειδοποιήσω τον Όρνιφιμ.» Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι.

Φόρεσε το παντελόνι της, φόρεσε την τουνίκα της, και βάδισε ώς την πόρτα. Τη μισάνοιξε για να δει αν ήταν κανένας στον διάδρομο του πανδοχείου. Άδειος. Ωραία. Η Αλιζέτ δεν ήθελε κάποιος πράκτορας της Παντοκράτειρας να δει κατά τύχη το πρόσωπό της και να την αναγνωρίσει. Πήγε στην πόρτα του Όρνιφιμ, που ήταν παραδίπλα, και χτύπησε.

«Ποιος;» ρώτησε ο Ιεράρχης, από μέσα. Είχε ήδη ξυπνήσει.

«Εγώ.»

Της άνοιξε και η Αλιζέτ μπήκε.

Κλείνοντας πίσω της, της είπε: «Ο αδελφός σου σ’έψαχνε χτες βράδυ.» Ήταν ντυμένος ελαφρά και ξυπόλυτος. Μια κούπα τσάι βρισκόταν επάνω στο κομοδίνο του, καθώς κι ένα πιάτο με κουλουράκια.

Η Αλιζέτ συνοφρυώθηκε. «Ο Θέλμος;»

Ο Όρνιφιμ έπιασε το τσάι και ήπιε μια γουλιά. «Ναι. Μίλησε με τη Διάττα. Και πιο πριν βοήθησε τους ντόπιους να επαναστατήσουν κατά των Παντοκρατορικών.»

«Ο Θέλμος;» Της έμοιαζε περίεργο.

«Μάλλον, τους είχε βαρεθεί τους λευκούς τελικά. Και πρέπει νάχει καταλάβει ότι είσαι μαζί μας. Είπε στη Διάττα ότι, μετά από την τελευταία φορά που τον συναντήσαμε και μας έφτιαξε την εστία για το όχημά μας, βρήκε στο δρόμο του έναν παράξενο τύπο που μας έψαχνε.»

«Τι παράξενο τύπο;»

«Γαλανόδερμος, μαυρομάλλης. Στενά σκοτεινά μάτια. Να σου πω την αλήθεια, έτσι όπως τον περιέγραψε στη Διάττα, μου θύμισε τον Τζακ Πολύχρωμο.»

«Ο Τζακ συνάντησε τον Θέλμος;»

«Μπορεί. Πάντως, όποιος κι αν ήταν αυτός ο τύπος, πρέπει να ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας. Είχε κι άλλους δύο μαζί του, Παντοκρατορικούς στρατιωτικούς. Όλοι τους πάνω σε δίκυκλα.»

«Και ήξεραν για εμάς;»

«Όχι ακριβώς, αλλά ήξεραν ότι είχαμε επισκεφτεί την Έλρηνεχ για να βρούμε τον αδελφό σου, νομίζω. Ο Θέλμος, όμως, μας έκρυψε. Τους είπε ότι ήμασταν πράκτορες της Παντοκράτειρας–»

«Αυτό πίστευε. Αυτό τού είχαμε πει.»

Ο Όρνιφιμ ένευσε. «Ναι. Κι ανέφερε και τ’όνομά σου, για να τους τρομάξει. Δε φάνηκαν να τρομάζουν ιδιαίτερα, απ’ό,τι είπε στη Διάττα. Τέλος πάντων· μετά απ’αυτό το περιστατικό, άρχισε να υποψιάζεται ότι, στην πραγματικότητα, είμαστε επαναστάτες. Κι αργότερα, άκουσε για την Ανατολική Συμμαχία, και για τον κοκκινόδερμο μάγο που επέστρεψε από τους νεκρούς. Οπότε, τώρα που η Έλρηνεχ απελευθερώθηκε, ρώτησε τους φίλους της Λαμρίτ για σένα. Λίγοι, φυσικά, ήξεραν. Ευτυχώς η Διάττα ήταν κοντά.»

«Μάλιστα.» Η Αλιζέτ χαιρόταν που ο Θέλμος ήταν καλά. «Δεν είναι τραυματισμένος, έτσι;»

Ο Όρνιφιμ κούνησε το κεφάλι. «Όχι.» Ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’το τσάι του καθώς καθόταν στην άκρη του κρεβατιού. «Αλλά κινδύνεψε. Ήταν εκεί όταν οι ευγενείς της Έλρηνεχ ξεσηκώθηκαν εναντίον του Ιανού Θάρδηχ. Τα βέλη, αντί να χτυπήσουν τον αδελφό του νεκρού Πρίγκιπα, θα μπορούσαν να είχαν χτυπήσει εκείνον – αν και ήταν λιγάκι απίθανος στόχος, βέβαια.»

Η Αλιζέτ συνοφρυώθηκε. «Ποιου νεκρού Πρίγκιπα;»

«Θέλεις να μάθεις τα πάντα, ή ήρθες εδώ για άλλο λόγο;»

«Βασικά, για άλλο λόγο ήρθα. Ο Πολ έχει μια ιδέα.»

«Είμαι όλος αφτιά.» Της πρόσφερε ένα κουλουράκι.

Η Αλιζέτ το δάγκωσε και του είπε τι είχε σκεφτεί ο Πολ.

«Ο Τάμπριελ βρίσκεται σε επαφή μαζί μας τώρα, οπότε σε άκουσε,» την πληροφόρησε ο Ιεράρχης.

«Και τι νομίζει;»

«Θα το πει στην Ανταρλίδα και στον Νίλφες. Πάντως, του αρέσει η ιδέα σας.»

13.

«Ο στρατός του Μεγάλου Προφήτη θα πάει προς τη Σάνκριλαμ,» είπε η Ράιλμεχ στον Άτβος και τους άλλους, καθώς ίππευαν στην αρχή του στρατεύματός τους, μ’ένα μεγάλο οπλισμένο άρμα στα δεξιά τους κι άλλο ένα στ’αριστερά τους.

«Δε θα ξεσηκώσουν τους πολίτες της, τελικά;» ρώτησε η Ιλρίνα’νορ.

«Αυτό θέλουν να κάνουν.»

«Κι ο στρατός τι ρόλο παίζει;»

«Δε θα επιτεθεί στην πόλη· θα σταματήσει σε κάποια απόσταση από αυτήν, προκειμένου να δημιουργήσει εντάσεις στο εσωτερικό της.»

Ο Άτβος είπε: «Έξυπνο. Πώς φαίνεται να αντιδρά ο Επόπτης μέχρι στιγμής;»

«Δεν έχει ακόμα κάνει καμια κίνηση εναντίον της Πριγκίπισσας, και ο Πολ λέει ότι αυτό ίσως νάναι κακό σημάδι.»

«Ίσως…» μουρμούρισε ο Άτβος, που τούτη τη στιγμή δεν τον ενδιέφερε και τόσο η Σάνκριλαμ, ούτε η Ανατολική Συμμαχία. Το μυαλό του ήταν στον στόλο από τη Χάνμαρελ. Κανένας ακόμα δεν του είχε αναφέρει τι γινόταν με τη μάχη στις εκβολές του ποταμού Βάλρηχ.

«Η Βασνίτα τι κάνει;» ρώτησε ο Ραφέλνες τη Ράιλμεχ, σπάζοντας την ολιγόλεπτη σιγή που είχε ξαφνικά επικρατήσει.

«Η Πριγκίπισσα του Νέλερβικ; Καλά είναι. Δε φαίνεται να περνά άσχημα με τον Αρκαλόν. Κάθονται οι δυο τους και σχολιάζουν τα γεγονότα. Η Παντοκρατορική απειλή έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τα ανατολικά πριγκιπάτα.»

«Λογικό,» είπε ο Άτβος. «Οι Παντοκρατορικοί έχουν πιο άμεσα προβλήματα στο Κάνρελ και στο Σάνκριλαμ.»

«Εμάς, σα να λέμε,» σχολίασε ο Κασμάρες μειδιώντας.

Η Ράιλμεχ συνέχισε: «Από την Τάρνελβακ έχουν υποχωρήσει, σύμφωνα με τις πληροφορίες της Βασνίτα, αφήνοντας την πόλη στο Χαύδοραλ.»

«Ο Πρίγκιπας Αλβάρος θα είναι χαρούμενος,» είπε ο Άτβος.

«Όχι και τόσο. Εξακολουθεί να ‘βρυχιέται’, όπως λέει η Βασνίτα.»

«Με το Πριγκιπάτο Ντόσβεκ τι γίνεται; Είχαν καμια επικοινωνία από εκεί;» ρώτησε ο Άτβος.

«Ούτε η Βασνίτα ούτε ο Αρκαλόν ξέρουν τίποτα. Πάντως, έχουν τοποθετήσει παρατηρητές στο πέρασμα Ντόσβεκ, στα βουνά, μήπως δουν κανένα στρατό να έρχεται από εκεί. Αλλά μέχρι στιγμής τα πράγματα είναι ήσυχα.»

«Δεν πρόκειται οι Παντοκρατορικοί ν’ασχοληθούν με το Ντόσβεκ,» είπε ο Ραφέλνες. «Αποκλείεται, έτσι όπως είναι η κατάσταση στο Κάνρελ και στο Σάνκριλαμ.»

Ο Άτβος κατένευσε, συμφωνώντας σιωπηλά. Από τη μια ανησυχούσε για την εκστρατεία του και θεωρούσε ετούτες τις κουβέντες άσχετες με το θέμα. Από την άλλη, όμως, το έβρισκε αναζωογονητικό που συζητούσαν για την ευρύτερη πολιτική εικόνα στη Βίηλ. Έπαιρνε το μυαλό του από τα άμεσα προβλήματα: κι αυτό, όπως ήξερε, κάπου-κάπου έκανε καλό.

Μετά από καμια ώρα, ένα ελικόπτερο πλησίασε το στράτευμα στέλνοντας φιλικό αναγνωριστικό σήμα. Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του Άτβος κουδούνισε και ο Πρόμαχος τον ενεργοποίησε.

«Πρίγκιπας Άτβος Μέλνεριχ,» είπε.

«Υψηλότατε, σας καλούμε από το ελικόπτερο,» ήρθε μια γυναικεία φωνή από το μεγάφωνο του πομπού, «για να αναφέρουμε πως η ναυμαχία στη Νισράδελ συνεχίζεται.»

«Φαίνεται ότι θα νικήσουμε; Ή τα πράγματα είναι άσχημα για εμάς;»

«Δε μπορώ να κρίνω, Υψηλότατε. Πάντως, δεν μας έχουν αναγκάσει να υποχωρήσουμε.»

«Καλώς. Να κατοπτεύσεις ξανά, αργότερα.»

«Μάλιστα, Υψηλότατε.»

Η τηλεπικοινωνία τερματίστηκε, και ο Άτβος είπε στους άλλους: «Αν ο στόλος δεν περάσει από τη Νισράδελ, ίσως να έχουμε πρόβλημα στην Πύλη της Καρδιάς.»

«Θα πρότεινα νάρθουν οι επαναστάτες της Λαμρίτ να μας βοηθήσουν, Πρόμαχε,» είπε ο Κασμάρες. «Ειδικά τα αυτοκίνητα του Δαίδαλου.»

«Ναι. Αν δεν τα χρειάζονται άμεσα, τότε εμείς σίγουρα τα χρειαζόμαστε,» συμφώνησε ο Άτβος. Και στράφηκε στη Ράιλμεχ.

«Η Διάττα θα μιλήσει στην Πρόμαχο,» υποσχέθηκε εκείνη, «τώρα κιόλας. Βρίσκονται στο παλάτι της Έλρηνεχ, κι ο στρατός έχει κατασκηνώσει γύρω από τα τείχη της πόλης.»

«Υφίσταται πόλη ακόμα;» ρώτησε ο Κασμάρες.

«Τι εννοείς;»

«Ο στόλος περιλάμβανε πειρατές, ή κάνω λάθος;»

«Είχαν διαταγές να μη λεηλατήσουν,» είπε η Ράιλμεχ, «από τους καπετάνιους τους.»

«Σιγά που δε θα λεηλάτησαν…»

«Η πόλη, πάντως, υπάρχει ακόμα, Κασμάρες· να είσαι βέβαιος.»

«Καλά, δεν είπαμε ότι θα τη διέλυαν κιόλας.» Αλλά η αντιπάθειά του για τους πειρατές ήταν έκδηλη, καθότι παλιά ήταν στρατιωτικός του Κάνρελ και ήξερε τι καταστροφές έκαναν κατά περιόδους.

14.

Η Λαμρίτ, η Φενίλδα, και ο Άλτρες κάθονταν στον κήπο του παλατιού της Έλρηνεχ, απολαμβάνοντας το ανοιξιάτικο πρωινό. Κοντά τους ήταν ο Εξάποδος και η Νυχτερινή, μιλώντας αναμεταξύ τους σχεδόν σαν κανονικοί άνθρωποι.

«Μοιάζει απίστευτο,» έλεγε ο Άλτρες, «αλλά πλησιάζουμε πια να ελευθερώσουμε ολόκληρη τη Βίηλ. Τα ανατολικά πριγκιπάτα είναι ελεύθερα· το Κίρτβεχ επίσης· το Έλρηνεχ· και σύντομα το Σάνκριλαμ θα είναι ελεύθερο, καθώς και το Κάνρελ.»

«Μη χτυπάς τύμπανα από τώρα,» του είπε η Λαμρίτ. «Το Σάνκριλαμ ειδικώς θα κάνουν το παν για να το κρατήσουν. Εκεί είναι η διαστασιακή δίοδος προς Ρελκάμνια.»

Η Διάττα πλησίασε, ξεπροβάλλοντας ανάμεσα από τα φυτά του κήπου. «Πρόμαχε. Μπορώ να σου πω;»

Η Λαμρίτ ήλπιζε μόνο να μην ήταν τίποτα που θα την ανάγκαζε να σηκωθεί από το πέτρινο κάθισμά της, καθώς το τραύμα στο πόδι της την ενοχλούσε όσο κανένα τραύμα δεν την είχε ενοχλήσει ποτέ. Τυχερή ήταν που ακόμα μπορούσε να βαδίζει, σκεφτόταν. Δυο φορές βέλος στο ίδιο σημείο δεν είναι καθόλου αμελητέο πράγμα. «Πες μου, Διάττα. Θέλει κάτι ο Τάμπριελ;»

«Ο Πρόμαχος Άτβος.»

«Ο Πρόμαχος Άτβος;»

Η Διάττα ένευσε. «Θέλει να του στείλεις μερικά από τα αυτοκίνητα, αν δεν τα έχεις ανάγκη εδώ. Θα τα χρειαστεί για να επιτεθεί στην Καρδιά του Κάνρελ. Επίσης, αν του έστελνες και στρατό δεν θα έλεγε όχι.»

«Εμείς εδώ, μάλλον, δεν θα δούμε άλλες συγκρούσεις προς το παρόν. Τουλάχιστον, έτσι φαίνεται. Οπότε, αυτοκίνητα μπορώ να του στείλω. Αλλά, για να του στείλω στρατό, θα πρέπει να συνεννοηθώ με τον Στρατηγό Φαρτάνες. Το στράτευμα δεν είναι δικό μου. Οι επαναστάτες που βρίσκονται άμεσα υπό τις διαταγές μου είναι πολύ λίγοι, όπως ξέρεις.»

«Λέει πως θα πρέπει να συνεννοηθεί με τον Στρατηγό Φαρτάνες του Κίρτβεχ,» είπε η Ράιλμεχ στον Άτβος, περίπου πεντακόσια χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Έλρηνεχ και του παλατιού της. «Αυτοκίνητα, όμως, μπορεί να σου στείλει, Πρόμαχε. Και φαίνεται πρόθυμη να το κάνει.»

«Ωραία,» αποκρίθηκε ο Άτβος, καθώς ήταν καθισμένος επάνω στο άλογό του. «Πες στη Διάττα να της δώσει την ακριβή θέση μας. Θα τα έχουμε ώς το βράδυ; Μπορεί να τα στείλει με αεροσκάφος;»

«Ρωτά αν μπορούμε να του στείλουμε τα αυτοκίνητα με αεροσκάφος,» είπε η Διάττα στη Λαμρίτ, στον κήπο του παλατιού της Έλρηνεχ.

«Αυτό θα πρέπει να το κανονίσετε με τον Δαίδαλο,» απάντησε η Πρόμαχος. «Για να μεταφέρει τον Κατακρημνιστή χρειάστηκε, την άλλη φορά, να κάνει αλλαγές στο αεροπλάνο του Νελμάτρες, όπως θα θυμάσαι. Ο Πάνοπλος και η Ιπτάμενη, πάντως, χωράνε μέσα σ’ένα αεροπλάνο· τους είχαμε μεταφέρει έτσι στο παλάτι του Πρίγκιπα Νοσνάλτος, στο Κίρτβεχ. Βασικά, πόσα αυτοκίνητα θέλει ο Άτβος;»

«Όσο περισσότερα τόσο το καλύτερο, λέει.»

«Μάλιστα. Αλλά δε θα του τα στείλουμε και όλα.»

«Στείλε του τον Κατακρημνιστή,» πρότεινε ο Άλτρες. «Για πολιορκία δεν πάει;»

«Αυτόν θα του στείλω. Και με άλλο αεροσκάφος, τον Πάνοπλο, την Ιπτάμενη, και τη Νυχτερινή,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Ο Οπλοφόρος δεν χωρά μέσα σε αεροσκάφος, εκτός αν είναι μεγάλο· κι επιπλέον, μου φαίνεται ότι θα είναι πολύ βαρύς – ίσως να πλησιάζει στο βάρος ακόμα και τον Κατακρημνιστή. Και τον Εξάποδο τον χρειάζομαι εδώ, για να με μεταφέρει όταν θέλω.» Το εν λόγω αυτοκίνητο, που την κοίταζε, έκανε το μοναδικό του μάτι να αναβοσβήσει.

«Εντάξει,» είπε ο Άτβος, όταν η Ράιλμεχ τού μετέφερε τα λόγια της Λαμρίτ. «Δεν έχουμε πρόβλημα. Με τέσσερα από αυτά τα αυτοκίνητα πρέπει να μπορέσουμε να κάνουμε τρομερή καταστροφή στους στρατούς του Σφετεριστή.»

«Αναμφίβολα θα επαρκούν για να πολεμήσουμε τα θηρία από τις Ερημιές που έχουν συγκεντρώσει οι Παντοκρατορικοί,» είπε ο Κασμάρες. «Εκτός αν όσα έχουμε ακούσει γι’αυτά δεν αληθεύουν.»

«Αληθεύουν,» τον διαβεβαίωσε η Ράιλμεχ. «Τα έχω δει με τα μάτια μου, θα μπορούσες να πεις.»

«Εσύ κι οι δικοί σου είστε περίεργοι,» σχολίασε ο Κασμάρες, υπομειδιώντας.

«Πες στη Λαμρίτ πως συμφωνούμε,» ζήτησε ο Άτβος από τη Ράιλμεχ. «Κι αν μπορεί να το κανονίσει ώστε να μας στείλουν και στρατό, ακόμα καλύτερα.»

Η Λαμρίτ απάντησε στη Διάττα: «Θα μιλήσω στον Φαρτάνες. Εσύ πήγαινε να βρεις τον Δαίδαλο.»

Η Ιεράρχης κατένευσε.

«Θάρθω μαζί σου,» είπε η Φενίλδα στη Διάττα, καθώς σηκωνόταν από το πέτρινο κάθισμα πλάι στη Λαμρίτ.

Η Πρόμαχος έκανε νόημα στον Εξάποδο να πλησιάσει.

«Τι είναι, Πρόμαχε;» ρώτησε εκείνος. Δεν ήταν και πολύ εύστροφος, σε σχέση με τ’άλλα αυτοκίνητα.

«Θα με μεταφέρεις.»

«Ευχαρίστως, Πρόμαχε.» Κλικ κλακ, έκαναν τα έξι μηχανικά πόδια του καθώς την πλησίαζε.

Η Νυχτερινή ήταν σιωπηλή, παρατηρώντας τους. Και ακολούθησε τη Φενίλδα και τη Διάττα καθώς έφευγαν από τον κήπο, κατευθυνόμενες προς το εσωτερικό του παλατιού.

15.

Δύο αεροπλάνα έφυγαν από την Έλρηνεχ. Το ένα ήταν η Χρυσαλλίδα, ενισχυμένη με δύο εστίες (πράγμα για το οποίο είχε φροντίσει ο Δαίδαλος από τότε που είχαν στείλει τον Κατακρημνιστή στην Ένθελρακ)· στο εσωτερικό της βρίσκονταν ο Νελμάτρες, ο Δαίδαλος, και η επαναστάτρια που ονομαζόταν Σιλράτα και που είχε κάποτε μεταμφιεστεί σαν πράκτορας της Παντοκράτειρας για να κάνει δολιοφθορές μέσα στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ μαζί με τον Πολ και τον Άλτρες. Κάτω από τη Χρυσαλλίδα ήταν πιασμένος, με ειδικού γάντζους, ο Κατακρημνιστής.

Το δεύτερο αεροπλάνο δεν ήταν ενισχυμένο με δύο εστίες αλλά πήγαινε το ίδιο γρήγορα με τη Χρυσαλλίδα, τέτοιο βάρος που εκείνη κουβαλούσε. Στο εσωτερικό του βρίσκονταν ο πιλότος του, η Φενίλδα, ο Πάνοπλος, η Ιπτάμενη, και η Νυχτερινή.

Ο Καρτάφες’νορ ήθελε επίσης να έρθει σε τούτη την αποστολή, λέγοντας πως αφού έστελναν τα περισσότερα παιδιά του σε ξένο μέρος, εκεί έπρεπε να είναι κι αυτός. Αλλά ο Δαίδαλος τού είχε πει ότι η παρουσία του δεν ήταν απαραίτητη, και ο χώρος στα αεροπλάνα ήταν περιορισμένος. Επιπλέον, η Πρόμαχος πιθανώς να χρειαζόταν τις υπηρεσίες του στην Έλρηνεχ – όπου, άλλωστε, θα βρίσκονταν δύο από τα «παιδιά» του. Ο Καρτάφες είχε υποχωρήσει, αν και μουρμουρίζοντας δυσαρεστημένα.

Η Φενίλδα χαιρόταν που δεν τον είχαν μαζί τους. Κάτι επάνω σ’αυτό τον άνθρωπο δεν της άρεσε καθόλου.

Ο πιλότος του αεροπλάνου της ήταν ένας μισθοφόρος από το Κίρτβεχ, όχι από τους επαναστάτες της Λαμρίτ, και αισθανόταν άβολα με τόσο βάρος που κουβαλούσε το αεροσκάφος. Πράγμα που δεν έκρυβε, και είχε κάνει κάμποσα παράπονα. Τα τρία αυτοκίνητα δεν ήταν ελαφριά, αν και, μάλλον, όλα μαζί είχαν πολύ λιγότερο βάρος από τον Κατακρημνιστή μόνο. «Μην ανησυχείς,» είπε η Φενίλδα στον πιλότο· «τα ξανάχουμε μεταφέρει έτσι. Δεν θα πέσουμε.»

«Απλά αναρωτιέμαι τι θα γίνει αν προσπαθήσουν να μας αναχαιτίσουν,» αποκρίθηκε εκείνος. «Η δυνατότητα ευελιξίας μας είναι μηδέν αυτή τη στιγμή, μάγισσα.»

«Θα φροντίσω εγώ γι’αυτούς, αν πλησιάσουν,» υποσχέθηκε η Φενίλδα, και ήλπιζε να μπορούσε να κάνει τα λόγια της πραγματικότητα. Ύστερα μουρμούρισε ένα Ξόρκι Ελάσσονος Ενεργοποιήσεως, για να αντλήσει ενέργεια από το Φως, και γύρισε τη ροδέλα στην επάνω αριστερή γωνία των γυαλιών της, ώστε να κάνει τους φακούς να σκουρύνουν. Ο ήλιος ήταν δυνατός.

Μετά από μισή ώρα βρίσκονταν πάνω από τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ, και η Φενίλδα έβλεπε ξανά τις ατελείωτες πράσινες εκτάσεις να κυλάνε από κάτω της σαν ταινία. Το θέαμα δεν ήταν λιγότερο μαγευτικό από την προηγούμενη φορά.

Κανένα τέταρτο ακόμα πέρασε και τέσσερα Παντοκρατορικά μαχητικά φάνηκαν να τους προσεγγίζουν. Στο τηλεπικοινωνιακό σύστημα της κονσόλας τους λάμβαναν σήμα να προσγειωθούν αμέσως.

«Τους αγνοούμε, υποθέτω,» είπε ο πιλότος.

«Καλά υποθέτεις,» είπε η Φενίλδα. Κι ενεργοποίησε τον πομπό του αεροπλάνου. «Δαίδαλε;»

«Τους βλέπουμε, Φενίλδα,» ήρθε η φωνή του μάγου. «Θ’αναλάβω τους δύο που έρχονται προς εμένα, αν αναλάβεις τους δύο που έρχονται προς εσένα.»

«Δε μπορώ να κάνω κι αλλιώς.»

Τα Παντοκρατορικά μαχητικά ζύγωναν απειλητικά προς το μέρος τους, εξακολουθώντας να στέλνουν τηλεπικοινωνιακό σήμα που ζητούσε να προσγειωθούν. Τα έμβολά τους ήταν έτοιμα να χτυπήσουν.

«Αποκλείεται να τους νικήσω με το βάρος που κουβαλάω,» προειδοποίησε ο πιλότος τη Φενίλδα, μοιάζοντας αγχωμένος.

Εκείνη δεν του μίλησε. Έφερε τον εαυτό της σε επαφή με το Φως της Βίηλ και άρθρωσε τα λόγια για ένα Ξόρκι Ενεργειακής Συστολής. Οι μαγικά διευρυμένες αισθήσεις της εκτοξεύτηκαν σαν αόρατη λόγχη προς την εστία του ενός από τα δύο μαχητικά που πλησίαζαν το αεροπλάνο της, και η Φενίλδα έπαιξε με τη ροή της ενέργειας εκεί, εκτρέποντάς την από τη σωστή πορεία, ζαλίζοντας τα κυκλώματα των μηχανών του αεροσκάφους – και βλέποντάς το να χάνει ύψος, να βουτά προς τη γη. Μάλλον ο πιλότος του θα προλάβαινε να το ξαναφέρει υπό τον έλεγχό του προτού πέσει μέσα στους δασότοπους, αλλά ώς τότε θα ήταν αργά για να τους προλάβει.

Η Φενίλδα παρατήρησε ότι είχε γίνει πολύ πιο γρήγορη από παλιά στον χειρισμό του Φωτός.

Το δεύτερο μαχητικό, όμως, δεν το πρόφτασε. Ο πιλότος πλάι της μανούβραρε για ν’αποφύγει το έμβολο του εχθρού. Ολόκληρο το σκάφος τραντάχτηκε.

«Ξώφαλτσο ήταν,» είπε στη Φενίλδα, έκδηλα ανακουφισμένος. «Αλλά έρχεται πάλι.» Κοίταζε την οθόνη των ανιχνευτών.

Η Φενίλδα την κοίταξε επίσης, για να προσανατολιστεί. Μια κόκκινη κουκίδα φαινόταν να ζυγώνει, από πίσω και δεξιά, αναβοσβήνοντας προειδοποιητικά.

Η Φενίλδα επιχείρησε ξανά να χτυπήσει την εστία του ερχόμενου εχθρού, υποτονθορύζοντας γρήγορα τα λόγια για το Ξόρκι Ενεργειακής Συστολής, νιώθοντας ιδρώτα να κυλά στο μέτωπό της. Το μυαλό της νόμιζε ότι είχε πάρει φωτιά. Έπρεπε να κάνει το μαχητικό να χάσει ύψος προτού έρθει αρκετά κοντά για να επιτεθεί με τα έμβολά του…

«Το πέτυχες!» είπε ο πιλότος. Στην οθόνη των ανιχνευτών η κόκκινη κουκίδα απομακρυνόταν.

Η Φενίλδα ένευσε. «Πάμε όσο πιο γρήγορα μπορείς.» Η κουκίδα εξαφανίστηκε τελείως.

«Νομίζεις ότι μας καθυστερώ και καθόλου;»

Η Φενίλδα κοίταξε έξω απ’το παράθυρο, προς τη μεριά της Χρυσαλλίδας, και είδε ότι δεν είχε να αντιμετωπίσει κανέναν εχθρό. Ο Δαίδαλος είχε φροντίσει για τα Παντοκρατορικά μαχητικά.

«Όλα εντάξει;» ρώτησε η Φενίλδα ενεργοποιώντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό.

«Ναι,» είπε ο μάγος. «Και το ίδιο ισχύει κι από τη δική σου μεριά, απ’ό,τι βλέπω.»

«Χτυπηθήκαμε λιγάκι,» είπε ο πιλότος, «αλλά δεν πρέπει νάναι σοβαρό.»

«Αυτά,» ακούστηκε η φωνή του Νελμάτρες απ’το μεγάφωνο, «πρέπει να ήταν μαχητικά που περιπολούν τα σύνορα του Κάνρελ.»

«Ας ελπίσουμε ότι δε θα συναντήσουμε κι άλλα, φίλε μου,» είπε ο πιλότος του σκάφους της Φενίλδα.

«Δε νομίζω.»

Και είχε δίκιο. Πέρασαν από τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ χωρίς άλλο επεισόδιο. Και ούτε πάνω από τις πεδιάδες και τους λόφους του Κάνρελ συνάντησαν τίποτα. Μετά, είδαν έναν μεγάλο καταυλισμό, πάνω απ’τον οποίο πετούσαν μερικά ελικόπτερα και αεροπλάνα, περιπολώντας.

«Αυτοί πρέπει νάναι,» είπε η Φενίλδα στον πιλότο, κι εκείνος έστειλε, τηλεπικοινωνιακά, φιλικό σήμα προς τον στρατό του Προμάχου Άτβος.

Αμέσως έλαβαν απάντηση ότι μπορούσαν να προσγειωθούν, και κατέβασαν τα αεροπλάνα τους (που κανένα από τα δύο δεν είχε ανάγκη να τρέξει σε αεροδιάδρομο) στο μικρό αεροδρόμιο στην ανατολική άκρη του στρατοπέδου. Ο Κατακρημνιστής πήδησε από τη Χρυσαλλίδα προτού εκείνη πατήσει στη γη. Τα υπόλοιπα αυτοκίνητα, φυσικά, βγήκαν από το αεροπλάνο της Φενίλδα όταν αυτό είχε προσγειωθεί.

Η Φενίλδα δεν είχε ξαναδεί τον Πρόμαχο Άτβος, αλλά αμέσως κατάβαλε ότι ήταν ο γαλανόδερμος, πρασινομάλλης άντρας που βάδιζε πρώτος από αυτούς που πλησίαζαν. Ήταν μεγαλύτερος απ’ό,τι τον φανταζόταν. Καμια πενηνταριά χρονών. Πλάι του βάδιζε μια γυναίκα μετρίου αναστήματος, με λευκό δέρμα και καστανά μαλλιά, η οποία πρέπει να ήταν η Ιλρίνα’νορ. Πίσω τους ακολουθούσε ένας Ιερός Μαχητής των Οστών. Ο Ραφέλνες, μάλλον. Από το Νέλερβικ.

Όταν ήρθαν κοντά και συστήθηκαν, η Φενίλδα διαπίστωσε ότι δεν είχε κάνει λάθος για κανέναν. Και οι άλλοι δύο που είχαν πλησιάσει μαζί τους ήταν η Ράιλμεχ – που η Φενίλδα, φυσικά, τη θυμόταν – και ο Κασμάρες, ένας σύντροφος του Άτβος, επαναστάτης και παλιός στρατιωτικός του Κάνρελ. Είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, και μαλλιά άσπρα σαν το χιόνι και κοντοκουρεμένα. Πρέπει να ήταν στην ηλικία του Προμάχου, νόμιζε η Φενίλδα, ίσως και μεγαλύτερος, αλλά δεν του φαινόταν παρά ελάχιστα.

Ο Άτβος τούς καλωσόρισε όλους και τους ευχαρίστησε που είχαν αποφασίσει να του προσφέρουν τόσο μεγάλο μέρος των δυνάμεών τους.

«Η Πρόμαχος δεν χρειαζόταν άμεσα τα αυτοκίνητα,» εξήγησε ο Δαίδαλος. «Θα τα χρειαστεί, όμως, όταν προελάσουμε εναντίον του Νέφκαλ.»

«Θα είμαστε μαζί σας τότε, Άρχοντα Δαίδαλε,» αποκρίθηκε ο Άτβος.

Ο μάγος ένευσε. «Όλη η Βίηλ θα χτυπήσει το Νέφκαλ, αν οι Παντοκρατορικοί δεν αποφασίσουν να υποχωρήσουν από εκεί και να εγκαταλείψουν τη διάσταση.»

16.

Δυο ώρες αφότου είχαν έρθει ο Δαίδαλος και η Φενίλδα στον καταυλισμό, ένα ελικόπτερο πλησίασε εκεί και προσγειώθηκε. Η πιλότος του βγήκε και πήγε να βρει τον Άτβος, που ήταν καθισμένος έξω απ’τη σκηνή του μαζί με αρκετούς από τους συντρόφους του, ανάμεσα στους οποίους τώρα ήταν και η Φενίλδα κι ο Δαίδαλος.

«Υψηλότατε,» είπε η πιλότος κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση. «Καταστροφή στη Νισράδελ.»

«Τι συνέβη;» ρώτησε ο Άτβος, καθώς οι συζητήσεις ολόγυρά του έπαυαν.

«Ο στόλος υπέστη πολύ άσχημες ζημιές και υποχωρεί προς τα ανατολικά.»

«Τα Δαιμόνια!…» καταράστηκε ο Άτβος. «Πώς έγινε αυτό; Μίλησες μαζί τους;»

«Ναι, τηλεπικοινωνιακά. Μου ανέφεραν ότι ο εχθρός τούς χτύπησε με υποβρύχια.»

«Είχαμε κι εμείς υποβρύχια!» είπε ο Κασμάρες. «Ο Δούκας Καλμέρθος έτσι έλεγε.»

Ο Άτβος αναστέναξε. «Όπως και νάχει. Τώρα έγινε ό,τι έγινε.» Και προς την πιλότο: «Έχεις κάτι άλλο να μου αναφέρεις;»

«Όχι, Πρόμαχε.»

Της είπε ότι μπορούσε να πηγαίνει, κι εκείνη αποχώρησε.

«Τελικά,» είπε ο Άτβος στη Φενίλδα και στον Δαίδαλο, «ευτυχώς που μας φέρατε τα αυτοκίνητα. Θα τα χρειαστούμε περισσότερο απ’ό,τι νόμιζα.» Το μισό του σχέδιο είχε μόλις γίνει κομμάτια με την υποχώρηση του στόλου. Θα ήταν πολύ δύσκολο τώρα να περάσουν από την Πύλη της Καρδιάς, χωρίς την υποστήριξη των πολεμικών πλοίων από τον ποταμό Βάλρηχ.

Απολλώνια

1.

Δε χρειάστηκε και πολύς καιρός για να διωχτούν οι Παντοκρατορικοί από τα Παλιά Κάστρα. Μέσα σε τρεις ημέρες είχαν αποχωρήσει όλοι τους, από κάθε γωνιά της Γης των Βορεάδων. Οι Βορεοφύλακες ήταν βέβαιοι πως κανένας δεν κρυβόταν πουθενά στην επικράτεια του Βασιληά Λυκομήδη· ωστόσο, θα συνέχιζαν φυσικά να είναι σε επιφυλακή – όπως πάντοτε. Αυτή ήταν η δουλειά τους, και το θεωρούσαν τιμή τους, απ’ό,τι καταλάβαινε ο Ανδρόνικος. Είχαν εξέχουσα θέση μέσα στην κοινωνία των Βορεάδων· όλοι τούς σέβονταν.

Ο Βασιληάς Λυκομήδης φιλοξένησε τον Ανδρόνικο και τους συντρόφους του στο παλάτι της Βορεόπολης αυτές τις τρεις ημέρες, και ο Ανδρόνικος δεν βρήκε τη φιλοξενία του ελλιπή σε τίποτα. Δεν ξέγνοιασε, όμως· παρέμεινε επιφυλακτικός, γιατί ποτέ δεν ήξερες από πού μπορεί κάποιος πράκτορας της Παντοκράτειρας να παρουσιαζόταν. Η Αθηνά, η Νικίτα, η Άνμα’ταρ, και η Αριάδνη’ταρ τον πρόσεχαν τόσο που, σίγουρα, θα είχαν κάνει την Αντίκλεια, τη Βασίλισσά του, να ζηλέψει αν ήταν εδώ και τις έβλεπε. Και ίσως κι ο Σέλιρ’χοκ να είχε κάνει παράπονα στην Άνμα’ταρ, αν δεν ήταν ο Σέλιρ’χοκ. Ο Σθένελος’σαρ, πάντως, δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του από την Αθηνά, λέγοντας πως – γιατί όχι; – κι εκείνος είχε ανάγκη από λίγη ασφάλεια. Τόσο ασήμαντος νόμιζαν πως ήταν; Μπορεί, ανετότατα, κάποιος δολοφόνος της Παντοκράτειρας να τον καθάριζε! Η Αθηνά, ωστόσο, δεν ενέδωσε. (Και η Βατράνια γελούσε σαν χαζή, και πείραζε τον Σθένελο.) Ο Ανδρόνικος ρώτησε, σε κάποια στιγμή, τον Οδυσσέα αν αυτός ο τύπος ήταν σοβαρός ή αν έκανε πλάκα στην Αθηνά· κι ο Οδυσσέας τού απάντησε ότι, δυστυχώς, ήταν σοβαρός. «Εσείς δεν τον ξέρετε και τόσο καλά τον Σθένελο, Πρίγκιπά μου, αλλά εγώ τον ξέρω καλύτερα.»

«Τέλος πάντων,» του είπε ο Ανδρόνικος. «Δε θέλω να γίνουν τίποτα φασαρίες. Νομίζω ότι η Αθηνά έχει αρχίσει να τσαντίζεται.»

«Εδώ και καιρό. Αλλά θα της μιλήσω και πάλι,» υποσχέθηκε ο Οδυσσέας.

Δεν το συζήτησαν άλλο το θέμα, καθώς είχαν και πιο σημαντικά πράγματα για να ασχολούνται. Ο Ανδρόνικος, παρότι βρισκόταν στα Παλιά Κάστρα, δεν είχε χάσει την επαφή του με τους επαναστάτες νότια από εδώ, στη Βιρβάνη και στη Βολιρία. Επικοινωνούσε μαζί τους μέσω αεροσκαφών (τα οποία άνετα πηγαινοέρχονταν τώρα που είχαν πληροφορηθεί ότι οι διαθέσεις των Βορεάδων ήταν φιλικές προς το Βασίλειο της Απολλώνιας και εχθρικές προς την Παντοκράτειρα) και ενημερώθηκε ότι όλα πήγαιναν καλά. Καμία απειλή δεν είχε παρουσιαστεί. Επομένως, ζήτησε από τον στρατό του να ξεκινήσει προς τον Ερειπιώνα. Να μη φτάσει ακόμα εκεί, αλλά να πλησιάσει. Σύντομα θα επιτίθονταν στους Παντοκρατορικούς που ήταν συγκεντρωμένοι μπροστά από αυτή τη διαστασιακή δίοδο.

Τις ημέρες που ο Ανδρόνικος ήταν φιλοξενούμενος στη Βορεόπολη, έμαθε επίσης ότι, εκτός από τον Χρύσιππο, ο Λυκομήδης είχε ακόμα έναν γιο, καθώς και τρεις κόρες. Μία από τις τελευταίες, η Ιοκάστη, ήταν αρκετά ευθαρσής ώστε να πλησιάσει τον Ανδρόνικο όταν εκείνος ήταν μόνος και να τον ρωτήσει αν ο Βασιληάς της Απολλώνιας ήταν νυμφευμένος, κι αν όχι, εκείνη δήλωνε πρόθυμη να γνωρίσει από κοντά το Βασίλειο της Απολλώνιας για το οποίο είχε ακούσει πολλά. Ήταν ευγενική, ομολογουμένως, όφειλε να παρατηρήσει ο Ανδρόνικος, και ήξερε πώς να φερθεί παρά το αιφνιδιαστικό θάρρος της. Δεν ήταν βέβαιος αν ο Λυκομήδης την είχε βάλει να του κάνει αυτή την πρόταση, ή αν το είχε αποφασίσει μόνη της. Της αποκρίθηκε, όμως, ότι ήταν παντρεμένος· «και σύμφωνα με τον Νόμο του Βασιλείου της Απολλώνιας, Αρχόντισσά μου, ούτε ο Βασιληάς δεν μπορεί να έχει δύο συζύγους. Αν μπορούσε, ίσως να το σκεφτόμουν.» Η Ιοκάστη είχε χαμογελάσει, φανερά κολακευμένη· και ήταν γοητευτική όταν χαμογελούσε.

Δεν έμοιαζε καθόλου με την Ιωάννα: είχε πυρόξανθα μαλλιά και δέρμα χρυσό, κατά πρώτον· αλλά ούτε και η όψη της ή η στάση της θύμιζαν την Ιωάννα. Για κάποιο λόγο, όμως, αυτήν έφερε στο μυαλό του Ανδρόνικου η συνάντησή του μαζί της. Κι αισθάνθηκε ξανά πολύ άσχημα για τον χαμό της. Δε θα την ξαναδώ ζωντανή… και είναι τόσα πράγματα που δεν πρόλαβα να της πω… Γιατί τώρα τα σκεφτόταν όλα αυτά, ενώ τότε δεν περνούσαν από το μυαλό του, ή περνούσαν αλλά τα ανέβαλλε;

Δεν του άρεσε να είναι Βασιληάς της Απολλώνιας, είχε καταλήξει ο Ανδρόνικος. Ήταν μπερδεμένη υπόθεση. Προτιμούσε να είναι απλά ο Πρίγκιπας της Επανάστασης. Τότε τα πράγματα ήταν πολύ πιο ξεκάθαρα. Να έδινε, μήπως, τον θρόνο στην αδελφή του, τη Βασιλική, και να ξεμπέρδευε;

Καθόταν και τα σκεφτόταν αυτά, το βράδυ αφότου είχε συναντήσει την Ιοκάστη, ενώ βρισκόταν στο μπαλκόνι του όμορφου δωματίου που του είχε παραχωρήσει ο Λυκομήδης, και στο χέρι του ήταν μια κούπα τοπικό κρασί – το οποίο ήταν αρκετά δυνατό, όφειλε να παρατηρήσει. Από κάτω του φαινόταν ένας από τους κρεμαστούς κήπους του παλατιού, καθώς και μια γέφυρα που τον συνέδεε μ’έναν από τους πέτρινους πύργους. Στο εσωτερικό των δωματίων του Ανδρόνικου ήταν η Νικίτα και η Αριάδνη’ταρ (η Άνμα και η Αθηνά είχαν πάει να ξεκουραστούν). Ο Ανδρόνικος τούς είχε πει να τον αφήσουν ήσυχο, κι εκείνες δεν είχαν διαφωνήσει: έπαιζαν Απολλώνια Σύγκρουση, σιωπηλά, επάνω σ’έναν πίνακα γεμάτο μικρά ολογράμματα πολεμιστών και αρμάτων μάχης.

Η εξώπορτα δεν ήταν κλειδωμένη, έτσι η Βατράνια μπήκε χωρίς να χρειαστεί να χτυπήσει. Ο Ανδρόνικος, ακούγοντας τα βήματα να πλησιάζουν, δεν κατάλαβε στην αρχή ότι ήταν αυτή· αναρωτήθηκε αν ερχόταν κάποιος να του αναφέρει κάτι σημαντικό ίσως.

«Η Νικίτα κι η Αριάδνη;» τη ρώτησε, όταν την είδε αντίκρυ του, να βγαίνει στο μπαλκόνι.

«Παίζουν. Με είδαν, αλλά δεν είπαν τίποτα. Αν ενοχλώ, θα φύγω.»

«Μείνε,» της είπε ο Ανδρόνικος. Ήθελε σε κάποιον να μιλήσει, και η Βατράνια δεν ήταν τόσο άσχημη συζητήτρια. Αντιθέτως, ήταν αρκετά ευχάριστη.

Μετά από λίγο, αισθανόταν καλύτερα, και το πρόβλημα της Βασιλείας δεν του έμοιαζε τόσο πολύ βαρύ.

«Αν δεν ήσουν έτσι καταβεβλημένος από αυτό που συνέβη με την Ιωάννα,» του είπε η Βατράνια, σε κάποια στιγμή, όταν είχαν κι οι δυο τους αδειάσει δύο κούπες από το τοπικό κρασί, «θα προσπαθούσα κι εγώ να σε αποπλανήσω, νομίζω, Πρίγκιπά μου.»

«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! Όχι πάλι τα ίδια! Καταλαβαίνεις τώρα τι εννοώ, όταν σου λέω πως δεν μπορώ πια να είμαι Βασιληάς τους;»

Η Βατράνια γελούσε. «Μην το παίρνεις έτσι. Φυσική αντίδραση είναι. Ποια γυναίκα δεν ονειρεύεται να γίνει βασίλισσα;»

«Ρώτα την Αντίκλεια κάποια μέρα· θα σου πει ότι δεν είναι, τελικά, όπως το φαντάζεσαι.»

«Σοβαρά;» γέλασε η Βατράνια, ζαλισμένη από το κρασί. «Δεν πίνετε ποτά όλη μέρα, κάθε μέρα, και κάνετε δεξιώσεις και… διάφορα τέτοια;»

«Λάθος. Εκτός του ότι, βέβαια, πίνουμε. Πράγμα που δεν θα έπρεπε!» Ήταν κι εκείνος ζαλισμένος. «Αλλά τι να κάνεις, με τόσα στο κεφάλι σου;»

«Πρέπει να του ρίχνεις κρασί κιόλας;»

Γελούσαν ξανά. Τόσο πολύ που η Νικίτα και η Αριάδνη ήρθαν για να δουν αν συνέβαινε κάτι.

Η Βατράνια τούς πρόσφερε κρασί, αλλά αρνήθηκαν. Η Νικίτα την αγριοκοίταζε σαν να ήταν η κακιά αδελφή του Ανδρόνικου που δεν ενέκρινε καθόλου αυτό που γινόταν. Η Αριάδνη έμοιαζε διασκεδασμένη. Επέστρεψαν κι οι δυο τους στο εσωτερικό των δωματίων.

Την επομένη, ο Λυκομήδης είπε στον Ανδρόνικο, μέσα στην Αίθουσα του Απώτατου Θρόνου, ότι οι Παντοκρατορικοί είχαν αποχωρήσει από τη Γη των Βορεάδων. Κανένας οπλισμένος πολεμιστής της Παντοκράτειρας δεν βρισκόταν πλέον εδώ. Και οι Βορεοφύλακες ανέφεραν ότι είχαν όλοι τους κατευθυνθεί βορειοανατολικά, προς τον Ερειπιώνα.

«Με την Επόπτρια τι θα γίνει;» θέλησε να μάθει ο Ανδρόνικος.

«Δεν έχω ακόμα ρωτήσει τον λαό μου, Βασιληά Ανδρόνικε,» αποκρίθηκε ο Λυκομήδης, καθώς ήταν κι οι δυο τους καθισμένοι στο μεγάλο τραπέζι της αίθουσας, περιτριγυρισμένοι από ανθρώπους του Πρίγκιπα της Επανάστασης και, φυσικά, Βορεάδες.

«Θυμάστε ότι πρότεινα να την αφήσετε να φύγει…»

«Δεν το έχω ξεχάσει. Ωστόσο, εμείς εδώ παίρνουμε σοβαρά τις προσβολές που μας γίνονται.»

«Προσβολές;»

«Η ίδια η παρουσία της Επόπτριας είναι, ασφαλώς, προσβολή για τους Βορεάδες. Οι ιερείς μας προτείνουν η Τάρμα-Λάντι να δοθεί στον Βορέα.» Ο Λυκομήδης κοίταξε προς τη μεριά ενός άντρα ο οποίος ήταν ντυμένος με ιερατικά άμφια που δεν είχαν καμία σχέση μ’αυτά που ο Ανδρόνικος ήξερε να φοράνε οι ιερείς του Απόλλωνα.

«Το θέμα, όμως, είναι πολιτικό, Βασιληά μου Λυκομήδη, όχι θρησκευτικό.»

«Για εσάς στον νότο, ίσως να είναι.»

«Θα αναφέρετε, τουλάχιστον, στον λαό σας ότι η προσωπική μου επιθυμία θα ήταν η Τάρμα-Λάντι να αφεθεί ελεύθερη να επιστρέψει στη Ρελκάμνια;»

«Θα το αναφέρω αφού το ζητάς, Βασιληά Ανδρόνικε. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω. Μας έχεις βοηθήσει.»

«Ευχαριστώ, Βασιληά μου.»

Δεν είχαν και πολλά άλλα να συζητήσουν, έτσι ο Ανδρόνικος κι οι συνοδοί του άρχισαν να ετοιμάζονται για αποχώρηση από τα Παλιά Κάστρα. Έπρεπε να πάνε ανατολικά, να συναντήσουν τα Απολλώνια στρατεύματα, και να προελάσουν ώς τον Ερειπιώνα. Και ο Ανδρόνικος πολύ φοβόταν ότι οι Παντοκρατορικοί δεν θα έφευγαν από εκεί τόσο εύκολα όσο είχαν φύγει από τη Γη των Βορεάδων. Δε θα εγκατέλειπαν μια διαστασιακή δίοδο που οδηγούσε στη Ρελκάμνια.

«Πρίγκιπά μου, γιατί δεν ξεκινάμε τώρα;» ρώτησε ο Οδυσσέας, όταν τα πάντα ήταν έτοιμα αλλά ο Ανδρόνικος δεν είχε δώσει ακόμα την εντολή να αποχωρήσουν από τη Γη των Βορεάδων.

Καθώς ήταν καθισμένος σε μια πολυθρόνα των δωματίων του, ο Ανδρόνικος αποκρίθηκε στον Πρόμαχο: «Θέλω να δω πρώτα τι θα γίνει με την Τάρμα-Λάντι. Είμαι περίεργος, πες.»

Του Οδυσσέα δεν έμοιαζε να του αρέσει και τόσο αυτό. Στεκόταν ανήσυχος αντίκρυ στον Ανδρόνικο, ενώ η Αθηνά ήταν καθισμένη σε μια γωνιά του δωματίου και η Αριάδνη’ταρ σε μια άλλη γωνία, ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο τυπωμένο στα Παλιά Κάστρα. «Πρίγκιπά μου, γιατί να μας ενδιαφέρει τι θα γίνει με την Επόπτρια;»

«Καλό ερώτημα, Οδυσσέα.» Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα του, βηματίζοντας μέσα στο δωμάτιο. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και κοίταξε έξω, το υπόλοιπο παλάτι και πέρα απ’αυτό, την πόλη με τα ογκώδη πέτρινα οικοδομήματα που έμοιαζαν να εκπέμπουν μια φυσική, πρωτόγονη δύναμη. Ο Λυκομήδης όταν είχε πει ότι θα ρωτούσε τον λαό του το εννοούσε. Όλο του τον λαό, όχι μόνο κάποιο συμβούλιο ή τους ευγενείς. Θα γινόταν δημοψήφισμα στη Βορεόπολη. Ευτυχώς, όχι σ’ολόκληρη τη Γη των Βορεάδων. «Ας πούμε, Οδυσσέα,» αποκρίθηκε τελικά ο Ανδρόνικος, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το παράθυρο, «ότι θέλω να δω τι άνθρωποι πραγματικά είναι οι γείτονές μας. Στο μέλλον, πιθανώς να έχουμε περισσότερες συναναστροφές μαζί τους.»

«Ακόμα κι αν αποφασίσουν να σκοτώσουν την Επόπτρια, θα έλεγα ότι είναι απόλυτα δικαιολογημένοι. Και οι συναναστροφές μας μαζί τους το αμφιβάλλω αν θα είναι περισσότερες. Οι Βορεάδες είναι, εκ φύσεως, μοναχικός και παράξενος λαός, κι ελάχιστοι άνθρωποι του Βασιλείου της Απολλώνιας έχουν λόγο να έρχονται εδώ πάνω.»

Κι αν ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος, τελικά, διχοτομήσει την Απολλώνια, κανένας δεν θα μπορεί πλέον να έρχεται εδώ πάνω. Ούτε εδώ, ούτε καν στη Χρυσόπολη ή στη Νούμβρια ή στη Βολιρία, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Ο Δαίδαλος ακόμα δεν του είχε βρει λύση που θα έσωζε τη διάσταση από το διχασμό. Τον είχε απογοητεύσει σ’αυτό το θέμα. Αλλά τώρα δεν ήταν ώρα για τέτοιους συλλογισμούς. «Τέλος πάντων, Οδυσσέα. Θέλω να δω τι θα αποφασίσουν.»

«Είναι επίμονος σαν άγριο Σερπετό, όταν θέλει να είναι,» σχολίασε η Αθηνά από εκεί όπου καθόταν.

Ο Ανδρόνικος στράφηκε να τους αντικρίσει. «Τέτοια λέτε πίσω από την πλάτη μου, λοιπόν!»

Η Αθηνά μειδίασε.

Το δημοψήφισμα ολοκληρώθηκε ώς το απόγευμα, και ο Λυκομήδης κάλεσε τον Ανδρόνικο στην Αίθουσα του Απώτατου Θρόνου. Εκείνος πήγε μαζί με τον Οδυσσέα, την Αθηνά, την Άνμα’ταρ, τον Σέλιρ’χοκ, και τη Βατράνια, αναρωτούμενος τι μπορεί να είχε να του πει ο Βασιληάς των Βορεάδων. Ήθελε να του αναφέρει προσωπικά ποιο ήταν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, προτού το μάθει από κάποιον άλλο; Του έμοιαζε περίεργο.

«Βασιληά Ανδρόνικε,» είπε ο Λυκομήδης, καθισμένος στον θρόνο του. «Ο λαός μου αποφάσισε. Πρόσταξε, για χάρη σου και μόνο, επειδή στάθηκες στο πλευρό μας, να γίνει το θέλημά σου. Η Τάρμα-Λάντι δεν θα δοθεί στον Βορέα, αλλά αιχμάλωτη στα χέρια σου, ώστε να κάνεις μ’αυτήν ό,τι επιθυμείς αφού, πρώτα, την έχεις απομακρύνει από τη Γη των Βορεάδων.»

Αυτός, λοιπόν, ήταν ο λόγος της ιδιαίτερης πρόσκλησης. «Σας ευχαριστώ, Βασιληά μου. Εσάς και τον λαό σας.»

«Ο σεβασμός των Βορεάδων δεν είναι καθόλου μικρή υπόθεση,» του είπε ο Λυκομήδης, πολύ σοβαρά.

«Είμαι βέβαιος γι’αυτό.»

«Ελπίζω οι νότιοι να μας φερθείτε ανάλογα, στο μέλλον.»

«Ποτέ δεν ήμασταν εχθροί των Βορεάδων, Βασιληά μου.»

Ο Λυκομήδης δεν αποκρίθηκε τίποτα σ’αυτό. Άλλαξε θέμα: «Επίσης, κάποιες δυνάμεις μας θα έρθουν ανατολικά, για να σας συντρέξουν εναντίον των Παντοκρατορικών στον Ερειπιώνα. Δέχεστε;»

«Ασφαλώς. Μεγάλη μας τιμή.»

Ο Λυκομήδης ένευσε, σαν η απάντηση του Ανδρόνικου να τον είχε ευχαριστήσει. «Δυστυχώς δεν δύναμαι να έρθω ο ίδιος. Οι ημέρες που ήμουν πολεμιστής έχουν προ πολλού περάσει· και,» πρόσθεσε, υπομειδιώντας μέσα απ’τα λευκά μούσια του, «τα παιδιά μου θα με έδεναν στον θρόνο αν τους έλεγα ότι σκόπευα να πάω στον πόλεμο!»

Οι τρεις κόρες του, που ήταν παρούσες, γέλασαν. Το ίδιο κι οι δύο γιοι του, ο Χρύσιππος και ο Κλεομένης.

«Ο Χρύσιππος θα έρθει μαζί με τους μαχητές των Βορεάδων, όμως,» συνέχισε ο Λυκομήδης. «Εύχομαι οι Άνεμοι του Παγερού Άρχοντα να φυσούν στην πλάτη σας.»

2.

Ο Ερειπιώνας δεν είχε πουθενά πραγματικά ερείπια. Ήταν ένα μέρος όπου τα ερείπια φαίνονταν σαν αντανάκλαση μέσα από τον αέρα. Σαν οπτασίες στα βάθη κάποιας ερήμου. Ήταν πανύψηλα, φτάνοντας ώς τους ουρανούς, κι έκαναν παράξενα σχήματα: κυρτώσεις λες και τα κοίταζες μέσα από κάποια κρυστάλλινη σφαίρα, κυρίως, αλλά και άλλα που ήταν δύσκολο να κατονομαστούν, ξεφεύγοντας από τη συμβατική γεωμετρία. Υπήρχαν τμήματα των ερειπίων που έμοιαζαν να ξεπροβάλλουν από ένα σημείο του ουρανού για να συνεχιστούν σ’ένα σημείο μέσα από τη γη. Ο Ερειπιώνας ήταν ένας περίπλοκος, ατέρμονος λαβύρινθος από οπτασίες ρημαγμένων πόλεων, ξεχασμένων μέσα στους αιώνες· αντανακλάσεις, ίσως, από κάθε ερειπωμένη πόλη στο σύμπαν. Κι όσο πιο βαθιά μέσα σ’αυτό το μυστηριακό χάος πήγαινες, τόσο το χάος πλήθαινε, και γινόταν ολοένα και πιο παράξενο, ανέγνωρο, και ακατανόητο για τις ανθρώπινες αισθήσεις. Στο τέλος, αν ακολουθούσες αυτό τον δρόμο, έφευγες από την Απολλώνια. Έφτανες στη Ρελκάμνια. Και η δίοδος ήταν μονόδρομη· δεν μπορούσες να ξαναγυρίσεις από εκεί.

Ο Ανδρόνικος είχε χρόνια να δει τον Ερειπιώνα, αλλά τώρα πάλι τον αντίκριζε, στεκόμενος επάνω στη ράχη του Μεταβλητού Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος που επί του παρόντος είχε τη μορφή μεγάλου οπλοφόρου άρματος. Γύρω του απλώνονταν τα Απολλώνια στρατεύματα, κι ανάμεσά τους ήταν και οι δυνάμεις που είχαν στείλει οι Βορεάδες υπό την αρχηγεία του Πρίγκιπα Χρύσιππου, μοιάζοντας ελάχιστες, σχεδόν αμελητέες, μέσα σε τόσους μαχητές και άρματα μάχης.

Οι Παντοκρατορικοί ήταν συγκεντρωμένοι μπροστά από τον Ερειπιώνα. Είχαν στήσει ένα ολόκληρο στρατόπεδο εκεί. Τώρα κανένας τους δεν αναπαυόταν· ήταν όλοι έτοιμοι να πολεμήσουν τους Απολλώνιους. Άρματα μάχης, ιππείς, πεζοί, αεροσκάφη. Ο αριθμός τους, αναμφίβολα, είχε αυξηθεί αφότου είχαν υποχωρήσει από τη Βιρβάνη· ο Ανδρόνικος θα το καταλάβαινε και μόνο βλέποντας τους, ακόμα κι αν δεν του είχαν πρόσφατα αναφέρει οι ανιχνευτές του ότι ενισχύσεις είχαν έρθει από τη Ρελκάμνια, μέσω του Μονοπατιού του Ανέμου, της διαστασιακής διόδου που οδηγούσε από – και μόνο από – τη διάσταση-έδρα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας προς την Απολλώνια. Ήταν ένα μέρος πιο βορειοανατολικά από τον Ερειπιώνα, το οποίο απείχε περίπου τριακόσια χιλιόμετρα από αυτόν.

Ακόμα και με τις ενισχύσεις τους, όμως, ο Ανδρόνικος δεν νόμιζε ότι στο τέλος οι Παντοκρατορικοί θα κατόρθωναν να νικήσουν. Ήταν φανερά λιγότεροι, και σίγουρα θα ήταν κουρασμένοι από τον πόλεμο. Η Παντοκρατορία έχει χάσει πια τη δύναμή της· δεν μπορεί να αναπληρώσει τους στρατούς της. Ο οικονομικός πόλεμος είχε αποδώσει.

Ο Ανδρόνικος κατέβηκε από το Αυτοσυντηρούμενο Όχημα και πλάι του συνάντησε τον Οδυσσέα και την Αθηνά, με την Τάρμα-Λάντι να στέκεται ανάμεσά τους. Τα χέρια της τελευταίας ήταν δεμένα με χειροπέδες. Ο Ανδρόνικος έκανε νόημα σ’έναν Απολλώνιο στρατιώτη να του φέρει ένα άλογο: κι ένα άλογο ήταν σύντομα κοντά του, σελωμένο και χαλινωμένο.

«Ξέρεις να ιππεύεις;» ρώτησε ο Ανδρόνικος την Τάρμα-Λάντι.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη· η φωνή της ακουγόταν ξερή.

Ο Ανδρόνικος είπε στον Οδυσσέα: «Λύσε την.»

Ο Πρόμαχος υπάκουσε, ανοίγοντας τις χειροπέδες και ελευθερώνοντας τα χέρια της. Η πρώην Επόπτρια της Γης των Βορεάδων έτριψε τους καρπούς της ενώ κοίταζε με επιφύλαξη τον Ανδρόνικο.

Εκείνος τής είπε: «Ανέβα στ’άλογο και πήγαινε στους εχθρούς μου. Είσαι ελεύθερη να φύγεις, αλλά θέλω να μεταφέρεις ένα μήνυμα για εμένα. Υποθέτω ότι η Συνταγματάρχης Φενίλδα Ριάλθος είναι επικεφαλής του Παντοκρατορικού στρατεύματος, αλλά, αν δεν είναι αυτή, όποιος κι αν είναι, βρες τον και πες του ότι του ζητάω να αποχωρήσει ειρηνικά. Αν δεν υπακούσει, μέσα σε τρεις ώρες θα ξεκινήσουμε την επίθεσή μας.»

Η Τάρμα-Λάντι ένευσε και ανέβηκε στη σέλα του αλόγου. Κοιτάζοντας τον Ανδρόνικο διστακτικά, είπε: «Ευχαριστώ, Μεγαλειότατε.» Ήξερε τι είχε γίνει με τους Βορεάδες.

«Πήγαινε,» αποκρίθηκε μόνο ο Ανδρόνικος και χτύπησε με το χέρι του τα καπούλια του αλόγου της.

Η Τάρμα-Λάντι κάλπασε προς το Παντοκρατορικό στρατόπεδο, με τα μαύρα σγουρά της μαλλιά ν’ανεμίζουν γύρω απ’το κεφάλι της.

«Νομίζετε ότι θα δεχτούν να υποχωρήσουν, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Δύσκολο μού φαίνεται.»

3.

«Νόμιζα ότι σε είχαν σκοτώσει,» είπε η Συνταγματάρχης Φενίλδα Ριάλθος, βλέποντας την Τάρμα-Λάντι να αφιππεύει και να την πλησιάζει, καθώς εκείνη στεκόταν πλάι στη μεγάλη σκηνή που αποτελούσε διοικητήριο του στρατοπέδου.

«Θα με σκότωναν. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος ήταν που παρενέβη.»

Η Φενίλδα την κοίταξε παρατηρητικά, με επιφύλαξη, σαν να αναρωτιόταν μήπως τυχόν είχε συνωμοτήσει με τον Αρχιπροδότη. «Γιατί;» ρώτησε.

«Δεν ξέρω. Αλλά δε νομίζω πως ήταν μόνο για να μεταφέρω το μήνυμά του.»

Η Φενίλδα συνοφρυώθηκε καχύποπτα. «Ποιο μήνυμα;»

«Ζητά από τούτο το στράτευμα να αποχωρήσει από την Απολλώνια. Να περάσει στη Ρελκάμνια, χωρίς να δοθεί μάχη.»

Η Φενίλδα απέφυγε το βλέμμα της Τάρμα-Λάντι. «Δε μπορούμε να υποχωρήσουμε. Διαταγές από τη Ρελκάμνια. Πρέπει να διατηρήσουμε την παρουσία μας στην Απολλώνια.»

«Νομίζεις ότι μπορούμε; Μας έχουν διώξει απ’όλη τη διάσταση! Θα μας διώξουν κι από δω. Καλύτερα να κάνουμε αυτό που προτείνει ο Ανδρόνικος, Φενίλδα.»

Γνωρίζονταν από καιρό οι δυο τους. Η Βιρβάνη, όπου βρισκόταν η Φενίλδα, δεν ήταν και τόσο μακριά από τα Παλιά Κάστρα και τη Βορεόπολη. Ωστόσο, τώρα η συνταγματάρχης υποπτευόταν την Τάρμα-Λάντι. «Άρχισες, λοιπόν, να παίρνεις διαταγές από τον Αρχιπροδότη;»

«Δεν παίρνω διαταγές από αποστάτες! Η κατάσταση, όμως… Δεν έχει νόημα να είμαστε πια εδώ.»

«Η Παντοκράτειρα έχει διαφορετική άποψη.» Η φωνή δεν ήταν της Φενίλδα. Οι δύο γυναίκες στράφηκαν και είδαν δύο άντρες να πλησιάζουν, ο ένας πιο ψηλός από τον άλλο. Ο ψηλός ήταν μαυρόδερμος με γαλανά μαλλιά και μαβιά μάτια. Ο άλλος είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, μαύρα μαλλιά, και μαύρα γυαλιά. Κι οι δύο ήταν ξυρισμένοι. Κανένας δεν φορούσε στολή στρατιωτικού.

Ο ψηλός έδειξε την ταυτότητά του στην Τάρμα-Λάντι, φανερώνοντας πως ήταν ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας.

Η πρώην Επόπτρια της Γης των Βορεάδων έσμιξε τα χείλη. «Ίσως η Παντοκράτειρα να μην είναι καλά πληροφορημένη για την κατάσταση,» είπε.

«Η Μεγαλειότατη είναι άριστα πληροφορημένη,» αποκρίθηκε ο ψηλός, μαυρόδερμος άντρας. «Γι’αυτό κιόλας έστειλε ενισχύσεις.»

«Πιστεύετε ότι αυτές οι ενισχύσεις επαρκούν για να νικήσουμε τους Απολλώνιους;» απόρησε η Τάρμα-Λάντι.

«Οι διαταγές μας είναι να κρατήσουμε τις διόδους – τούτη εδώ και την άλλη, στο Μονοπάτι του Ανέμου,» είπε ο λευκόδερμος άντρας με τα μαύρα γυαλιά. «Κι αυτό θα κάνουμε. Εσείς μπορείτε να πηγαίνετε, όμως, κυρία μου. Δε νομίζω ότι υπάρχει λόγος για την περαιτέρω παρουσία σας εδώ.»

Η Τάρμα-Λάντι κοίταξε τη Φενίλδα, η οποία παρέμεινε σιωπηλή. Ύστερα κοίταξε προς τα Απολλώνια στρατεύματα που γέμιζαν τον νότιο ορίζοντα αντίκρυ στον Ερειπιώνα. Σημαίες κυμάτιζαν στον άνεμο. Μαχητικά αεροσκάφη πετούσαν από πάνω τους, περιμένοντας την ώρα να επιτεθούν.

Η Τάρμα-Λάντι στράφηκε πάλι στους πράκτορες της Παντοκράτειρας. «Θα φύγω,» είπε. «Σε περίπτωση που σας ενδιαφέρει, ο Ανδρόνικος σάς έδωσε διορία τρεις ώρες. Μετά, θα επιτεθεί.»

Ανέβηκε στο άλογο που της είχε δώσει ο Αρχιπροδότης και, περνώντας ανάμεσα από τις σκηνές του στρατοπέδου, κάλπασε προς τα βάθη του Ερειπιώνα.

4.

Οι Παντοκρατορικοί δεν αποχώρησαν, και η μάχη, μετά από τρεις ώρες, άρχισε. Τα Απολλώνια αεροσκάφη συγκρούστηκαν στον ουρανό με τα φανερά λιγότερα Παντοκρατορικά. Οι Ιππότες της Απολλώνιας κάλπασαν καταπάνω στο στρατό της Παντοκράτειρας, τραντάζοντας τη γη με τις οπλές των αλόγων τους, ενώ τα μεγάλα κανόνια Απολλώνιων αρμάτων μάχης τούς υποστήριζαν καθώς τους ακολουθούσαν. Οι Παντοκρατορικοί έβαλλαν εναντίον τους, αλλά οι ριπές τους εξοστρακίζονταν πάνω στις ενεργειακά φορτισμένες πανοπλίες των Ιπποτών και των αλόγων τους. Οι Ιππότες, περνώντας μέσα από φωτιές, σκόνη, σφαίρες, και ενεργειακές ριπές, αγνοώντας τις λίγες απώλειες που είχαν, χτύπησαν Παντοκρατορικά άρματα μάχης με τις λόγχες τους, προκαλώντας δυνατές εκρήξεις που ή τους άνοιγαν πελώριες τρύπες ή τα κατέστρεφαν τελείως ή τα ανέτρεπαν. Μετά, οι Ιππότες στράφηκαν προς τον στρατό της Απολλώνιας, επιστρέφοντας ολοταχώς όπως είχαν εφορμήσει. Και οι απλοί Απολλώνιοι ιππείς, οι πεζοί, και τα άρματα έρχονταν για να τους καλύψουν, βάλλοντας εναντίον των Παντοκρατορικών. Η γη σειόταν από ριπές μεγάλων όπλων και από εκρήξεις· τροχοί και ερπύστριες έτριζαν δαιμονισμένα· μηχανές βούιζαν· ουρλιαχτά ανθρώπων αντηχούσαν, αναμιγμένα με ξέφρενα χρεμετίσματα αλόγων. Λάμψεις και καπνός. Θάνατος και καταστροφή σ’όλη την πεδιάδα μπροστά από το εξωπραγματικό, χαώδες όραμα του Ερειπιώνα.

Ο Ανδρόνικος ήταν μέσα στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα μαζί με τον Οδυσσέα, τη Βατράνια, και την Αθηνά, ενώ στο ενεργειακό κέντρο του οχήματος κάθονταν ο Σέλιρ’χοκ, η Άνμα’ταρ, και ο Σθένελος’σαρ. Δεν βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή αλλά χρησιμοποιούσαν τις πολλαπλές μορφές του οχήματος για να πλησιάζουν εκεί όπου στρατηγικά τούς χρειάζονταν περισσότερο οι μαχητές τους. Το Αυτοσυντηρούμενο Όχημα τώρα ήταν ένα πελώριο, βαρύ άρμα με γιγάντιους τροχούς· μετά ήταν ένα αεροσκάφος με έλικες· μετά ένα αεροπλάνο με δυνατούς προωθητήρες· μετά ένα ερπυστριοφόρο· μετά ένα μακρύ, ευέλικτο άρμα με δώδεκα τροχούς… Ο Ανδρόνικος και οι σύντροφοί του χτύπησαν το Παντοκρατορικό ιππικό με τις ριπές των πυροβόλων τους· σήκωσαν ένα χτυπημένο Απολλώνιο άρμα από το έδαφος για να το μεταφέρουν έξω από τη μάχη και να σώσουν τους πολεμιστές μέσα του από βέβαιο θάνατο· επιτέθηκαν σ’ένα πελώριο Παντοκρατορικό αεροπλάνο γεμάτο ρουκετοβόλα και ενεργειακά όπλα, χτυπώντας το από ψηλά με ρουκέτες και δίνοντας στα Απολλώνια σκάφη την ευκαιρία που χρειάζονταν για να το κυκλώσουν και να το βάλουν από κάθε μεριά (Σ’αυτή τη σύγκρουση, το Αυτοσυντηρούμενο Όχημα δέχτηκε μια ριπή από ενεργειακό κανόνι κι έναν πύραυλο και υπέστη κάποιες ζημιές, ευτυχώς όχι τόσο σοβαρές ώστε να πέσει από τους ουρανούς)· στάθηκαν σαν μακρύ τείχος ανάμεσα σε μια σύγκρουση Απολλώνιων πεζών με Παντοκρατορικά άρματα, και πήραν τους Απολλώνιους μέσα στο Αυτοσυντηρούμενο Όχημα για να τους απομακρύνουν και να τους μεταφέρουν σ’άλλο σημείο της μάχης· επιτέθηκαν σ’ένα μεταβαλλόμενο άρμα των Παντοκρατορικών το οποίο μεταμορφωνόταν σε ελικόπτερο και σε ερπυστριοφόρο, το χτύπησαν με ρουκέτες κατά τη μεταμόρφωσή του ενώ ήταν ακόμα στη γη και, μετά, πλησίασαν για να το αποτελειώσουν κάτω από τις πολύ μεγαλύτερες ερπύστριες του Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος.

Η πλάστιγγα της νίκης έγερνε ολοένα και περισσότερο προς το μέρος των Απολλώνιων, και όχι μόνο λόγω της βοήθειας που πρόσφεραν ο Ανδρόνικος και ο Οδυσσέας μέσα από το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα. Ούτε καν κυρίως λόγω αυτής της βοήθειας. Το στράτευμα του Βασιλείου ήταν απλά πολύ μεγαλύτερο από το στράτευμα των Παντοκρατορικών, και οι Απολλώνιοι ήταν εμψυχωμένοι από τις ώς τώρα νίκες τους· τούτη η σύγκρουση δεν ήταν παρά το αποκορύφωμα του αγώνα τους εναντίον ενός εχθρού που πολεμούσαν χρόνια. Οι Παντοκρατορικοί, αντιθέτως, ήταν αποκαρδιωμένοι. Δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν. Το έβλεπαν ότι δεν θα κατόρθωναν ποτέ να παραμείνουν στα εδάφη της Απολλώνιας. Και οι μισθοί των μισθοφόρων, παρότι όχι μικροί, τους έμοιαζαν ασήμαντοι τώρα, μ’όλη αυτή την καταστροφή γύρω τους.

Καθώς το μεσημέρι έδινε τη θέση του στο απόγευμα, μεγάλα τμήματα του Παντοκρατορικού στρατεύματος υποχωρούσαν, κι από τον τρόπο με τον οποίο έφευγαν ο Ανδρόνικος καταλάβαινε ότι δεν ήταν επειδή οι αρχηγοί τους τους είχαν προστάξει να υποχωρήσουν. Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας είχαν πανικοβληθεί, βλέποντας τη ματαιότητα της σύγκρουσης.

Κι αφού τα πρώτα σώματα τράπηκαν σε φυγή, πολλά άλλα δεν δίστασαν να τα ακολουθήσουν. Όλοι τους περίμεναν, προφανώς, κάποιος άλλος να κάνει την αρχή· μετά, η υποχώρηση είχε πια ξεκινήσει· η μάχη χανόταν.

Ο Ανδρόνικος πρόσταξε τους Απολλώνιους να απεμπλακούν, να δώσουν την ευκαιρία και στους υπόλοιπους Παντοκρατορικούς να φύγουν. Κι όπως αποδείχτηκε, αυτό ήταν το μόνο που χρειάζονταν: μια ευκαιρία. Η μία μετά την άλλη, οι μονάδες του στρατεύματος της Παντοκράτειρας υποχώρησαν προς τα βάθη του Ερειπιώνα, ώσπου εξαφανίστηκαν ανάμεσα στις οπτασίες των παράξενων ερειπίων, επιστρέφοντας στη Ρελκάμνια. Αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια αρμάτων μάχης, νεκρούς, σπασμένα όπλα, πυκνό μαύρο καπνό, χυμένα ενεργειακά υγρά, και φωτιές.

Οι Απολλώνιοι ανασυγκροτήθηκαν μπροστά στον Ερειπιώνα, και άνθρωποι στάλθηκαν να ερευνήσουν το σφυροκοπημένο Παντοκρατορικό στρατόπεδο, να συλλέξουν ό,τι είχε νόημα να συλλεχθεί. Επίσης, ο Ανδρόνικος πρόσταξε αεροσκάφη και ανιχνευτές ξηράς να πάνε προς το Μονοπάτι του Ανέμου για να δουν μήπως τυχόν Παντοκρατορικά στρατεύματα έρχονταν από εκεί. Αν και δεν πίστευε ότι οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας σκόπευαν να συνεχίσουν τον αγώνα.

Η Απολλώνια, για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, ήταν ελεύθερη.

Έχοντας βγει από το Αυτοσυντηρούμενο Όχημα (το οποίο κάπνιζε σε πολλά σημεία και τα μέταλλά του ήταν χτυπημένα και τσακισμένα) και κοιτάζοντας τους πολεμιστές της Απολλώνιας ολόγυρά του, ο Ανδρόνικος συνειδητοποιούσε πως δεν ήταν ο μόνος που δεν μπορούσε να το πιστέψει αυτό. Δεν ήταν ο μόνος που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η Απολλώνια ήταν, επιτέλους, ελεύθερη. Κανένας μας δεν μπορεί να το πιστέψει. Όλοι οι στρατιωτικοί που αντίκριζε έμοιαζαν να περιμένουν κάτι πολύ κακό και πολύ άσχημο να παρουσιαστεί ξαφνικά για να συνεχίσει τον πόλεμο: κάποιος εξωπραγματικός γίγαντας από μέταλλο, καπνό, φωτιά, και ενέργεια. Όμως ούτε ένας Παντοκρατορικός πεζός με παλιό τουφέκι δεν καιροφυλακτούσε κάπου μέσα στο εγκαταλειμμένο στρατόπεδο…

Αλλά η Παντοκρατορία δεν έχει διαλυθεί ακόμα, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Επομένως, η απειλή της εξακολουθεί να υφίσταται. Ο αγώνας μας τώρα μας οδηγεί στη Ρελκάμνια. Εκείνον, τουλάχιστον, και τους υπόλοιπους επαναστάτες που ο πόλεμός τους δεν ήταν μονάχα στην Απολλώνια αλλά σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν. Ευτυχώς, ο λαός μου, οι Απολλώνιοι, μπορούν επιτέλους να ξεκουραστούν. Και ήξερε ότι τούτο ήταν πολύ σημαντικό γι’αυτούς. Ήταν όλοι τους εξουθενωμένοι από τον πόλεμο. Είχαν υποφέρει, σωματικά και ψυχικά. Είχαν χάσει αγαπημένους τους, φίλους τους, συγγενείς τους. Αν δεν τους είχα οδηγήσει στη νίκη, όλα τούτα θα τους έμοιαζαν άσκοπα στο τέλος. Τελείως άσκοπα. Τώρα, τουλάχιστον, είναι ελεύθεροι. Ορισμένοι, όμως, ήταν βέβαιος ο Ανδρόνικος, σύντομα θα αναρωτιόνταν αν αυτή η ελευθερία άξιζε τις απώλειες. Ήταν αναπόφευκτο να το αναρωτιούνται. Κι εκείνος το αναρωτιόταν.

Ιωάννα…

Και τόσοι άλλοι…

Κι όπως σύντομα έμαθε, ακόμα και τούτη η τελευταία μάχη στην Απολλώνια δεν ήταν χωρίς απώλειες ανθρώπων που ήξερε από κοντά. Ο Ευθύπορος είχε σκοτωθεί. Η Παντοκρατορία, την οποία κάποτε υπηρετούσε και μετά είχε προδώσει, είχε τελικά πάρει την εκδίκησή της από αυτόν.

Ο Ανδρόνικος δεν ήθελε να μάθει τι γινόταν στις άλλες διαστάσεις που μάχονταν τώρα κατά της Παντοκράτειρας. Δεν ήθελε να μάθει ποιοι από αυτούς που γνώριζε είχαν πιθανώς σκοτωθεί. Έπρεπε, όμως, να μάθει. Είχε φτάσει ο καιρός η Επανάσταση να συγχρονιστεί. Να έρθει από όλες τις διαστάσεις όπου είχαν διωχτεί οι Παντοκρατορικοί, για να χτυπήσει την καρδιά της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, τη Ρελκάμνια, ώστε να βεβαιωθεί ότι η απειλή είχε όντως σβήσει.

Και ο Ελκράσ’ναρχ… Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε και τον Ελκράσ’ναρχ, αν θέλουμε να είμαστε σίγουροι ότι όλα τούτα δεν θα ξαναρχίσουν μετά από μερικά χρόνια.

Ο Ανδρόνικος ήλπιζε ο Δαίδαλος να μην τον απογοήτευε πάλι, όπως φαινόταν να τον έχει απογοητεύσει με το θέμα του υπερδιαστασιακού στροβίλου της Απολλώνιας.

Ρελκάμνια

1.

Η αναποδογυρισμένη πολιτεία γύρισε εκατόν-ογδόντα μοίρες μπροστά στα μάτια τους, καθώς περνούσαν μέσα από τη διαστασιακή δίοδο, και τώρα βρίσκονταν σ’έναν από τους δρόμους της Ρελκάμνια, ανάμεσα σε πανύψηλους ουρανοξύστες και χαμηλότερες πολυκατοικίες, κάτω από πολύπλοκες γέφυρες και πάνω από σκοτεινές σήραγγες.

Ήταν νύχτα εδώ, ενώ στη Βίηλ ήταν μεσημέρι όταν είχαν φύγει.

Το δίκυκλο της Ανδρομάχης σταμάτησε απότομα, καθώς η εστία του έπαψε να λειτουργεί. Εκείνη, κατεβαίνοντας από τη σέλα, κοίταξε πίσω. Ανάμεσα από τα ψηλά οικοδομήματα της Ατέρμονης Πολιτείας, ορθωνόταν ένα άγαλμα που θα μπορούσε, πραγματικά, να είχε φτιαχτεί στη Βίηλ: θα μπορούσε να ήταν ένα από τα αγάλματα των Αρχαίων Κολοσσών που έβλεπες στα τεμένη. Όμως το συγκεκριμένο άγαλμα δεν απεικόνιζε άνθρωπο. Εκείνο που απεικόνιζε πρέπει περισσότερο να ήταν κάτι σαν Λάν’τραχαμ (αν και η Ανδρομάχη δεν είχε ποτέ της αντικρίσει αληθινό Λάν’τραχαμ): ένα πελώριο θηρίο που είχε το κεφάλι του κατεβασμένο και το στόμα του ορθάνοιχτο. Και μέσα σ’αυτό το στόμα βρισκόταν η διαστασιακή δίοδος της Βίηλ. Από εδώ δεν έμοιαζε αρκετά μεγάλο για να χωρέσει άνθρωπο, ή αν τον χωρούσε έδινε την αίσθηση ότι θα τον χωρούσε ίσα-ίσα. Η Ανδρομάχη, όμως, ήξερε πως, καθώς πλησίαζες το άγαλμα, το στόμα φαινόταν να μεγαλώνει απίστευτα μπροστά σου, κρύβοντας τα πάντα, σαν κάτι τελείως παράξενο να συνέβαινε με τον χώρο σ’εκείνο το σημείο της διάστασης. Και στο εσωτερικό του στόματος έβλεπες να στροβιλίζεται ένα δάσος: μια δίνη από κλαδιά, κορμούς, βλάστηση. Όταν έμπαινες εκεί, έφευγες από τη Ρελκάμνια και κατέληγες στη Βίηλ, στη διαστασιακή δίοδο που βρισκόταν στα δάση βόρεια του Πριγκιπάτου Νέφκαλ. Και δεν μπορούσες να ξαναχρησιμοποιήσεις την ίδια δίοδο για να επιστρέψεις στη Ρελκάμνια. Η δίοδος προς Ρελκάμνια ήταν στα βουνά του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ – απ’όπου είχαν έρθει τώρα η Ανδρομάχη και ο Τζακ. Παραδόξως, και η δίοδος από Βίηλ και η δίοδος προς Βίηλ χρησιμοποιούσαν την ίδια δίοδο στη Ρελκάμνια ως έξοδο και ως είσοδο. Η Ανδρομάχη μπορούσε να παρομοιάσει τούτο το φαινόμενο μονάχα με τις γραμμές κάποιου συμπαντικού τρένου, κατασκευασμένες από ανέγνωρους, ακατανόητους θεούς έτσι ώστε να διχαλώνουν ακριβώς στο σωστό σημείο.

«Τι κοιτάς;» τη ρώτησε ο Τζακ, που κι εκείνος είχε κατεβεί απ’το δίκυκλό του.

Γύρω τους οπλικά συστήματα ήταν στημένα και Παντοκρατορικοί στρατιώτες φρουρούσαν το μέρος, το οποίο, για προφανείς λόγους, ήταν πολύ ευαίσθητο. Ένα μεγάλο φορτηγό ερχόταν τώρα προς τη δίοδο, κλειστό και, από την όψη του, φορτωμένο με όπλα που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη Βίηλ. Εδώ, στη Ρελκάμνια, αναμφίβολα τροφοδοτούσε τις μηχανές του με ενεργειακές φιάλες, αλλά στο εσωτερικό του πρέπει να υπήρχε και εστία για κίνηση στη Βίηλ.

«Τη δίοδο,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη. «Πάμε.»

«Νοσταλγία από τώρα;» είπε ο Τζακ, καθώς τσουλούσαν τα δίκυκλά τους προς έναν σταθμό ενέργειας που βρισκόταν κοντά στη διαστασιακή δίοδο.

Η Ανδρομάχη κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι, δε θέλω να ξαναγυρίσω εκεί. Δεν αντέχω άλλο την παρέα των παιδιών των Αρχαίων Κολοσσών.»

Ο Τζακ μειδίασε.

Έφτασαν στον σταθμό ενέργειας και έδειξαν στον άντρα εκεί τις ταυτότητές τους που τους αναγνώριζαν ως ειδικούς πράκτορες της Παντοκράτειρας. «Τι θα θέλατε;» τους ρώτησε εκείνος, αμέσως πρόθυμος να τους εξυπηρετήσει – δωρεάν, φυσικά.

«Αποσύνδεση των εστιών, και ενεργειακές φιάλες,» είπε ο Τζακ.

Ο άντρας ένευσε. Φώναξε τρεις ακόμα υπάλληλους του σταθμού, και πάραυτα βάλθηκαν να εξυπηρετήσουν τους πράκτορες της Παντοκράτειρας αφήνοντας όλες τις άλλες δουλειές τους. Σύντομα είχαν βγάλει τις εστίες από τα δίκυκλα και είχαν προσαρμόσει ενεργειακές φιάλες.

«Θέλετε και καμια ρεζέρβα;» ρώτησε ο άντρας.

«Δώσε μας. Δύο στον καθένα,» είπε ο Τζακ. «Μέσα σε προστατευτικούς κυλίνδρους.»

«Μάλιστα, κύριε.» Τους έφερε τέσσερις ενεργειακές φιάλες και, με τη βοήθεια ενός άλλου, τις πέρασε όλες σε καλύμματα από σκληρά μέταλλα τα οποία ήταν αλεξίσφαιρα, και ακόμα κι εκρήξεις ή ενεργειακές ριπές θα είχαν δυσκολία να τα διαπεράσουν. Οι υπάλληλοι έπιασαν τις προστατευμένες φιάλες στα πλάγια των δίκυκλων και έδωσαν στον Τζακ και την Ανδρομάχη τις αποσυνδεδεμένες εστίες τυλιγμένες μέσα σε πανιά.

«Ευχαριστούμε,» είπε ο Τζακ. «Θα σας πλήρωνα αλλά δεν έχω δεκάδιο επάνω μου.»

«Δεν πειράζει, κύριε. Είναι ευχαρίστησή μας.»

Η Ανδρομάχη είχε, όμως, χρήματα της Ρελκάμνια μαζί της. Έβγαλε από την τσέπη της πέντε τέταρτα και του τα έδωσε.

«Ευχαριστούμε πολύ, κυρία!» είπε ο άντρας.

Ο Τζακ και η Ανδρομάχη ανέβηκαν στα δίκυκλά τους, τα ενεργοποίησαν, και έφυγαν από τον σταθμό ενέργειας. Οι φρουροί της διαστασιακής διόδου δεν τους σταμάτησαν για να τους ελέγξουν, βλέποντας ότι δεν κουβαλούσαν ούτε εμπορεύματα ούτε μεγάλα όπλα. Κι επίσης, πολύ πιθανόν να είχαν προσέξει ότι είχαν δείξει ταυτότητες στους υπάλληλους του σταθμού κι επομένως αυτό σήμαινε πως ήταν ή αξιωματικοί ή πράκτορες της Παντοκράτειρας.

«Έχεις σπίτι στη Ρελκάμνια;» ρώτησε ο Τζακ την Ανδρομάχη, καθώς οδηγούσαν μέσα στους νυχτερινούς, γεμάτους οχήματα δρόμους, νιώθοντας την καλοκαιρινή ζέστη να τους χτυπά βάναυσα ύστερα από την ψυχρή άνοιξη των βουνών της Βίηλ. Ο ίδιος ο αέρας ήταν τελείως διαφορετικός εδώ, στην Ατέρμονη Πολιτεία, μ’έναν τρόπο δύσκολο να καθορίσεις· αλλά εκείνο που το μυαλό σου αδυνατούσε να κατανοήσει, οι αισθήσεις σου αμέσως το αντιλαμβάνονταν.

«Όχι,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη.

«Πού μένεις όταν έρχεσαι;»

«Συνήθως, για δουλειές είμαι εδώ· επομένως, ή στο Παντοτινό Ανάκτορο ή σε κάποιο ξενοδοχείο της Ανακτορικής Συνοικίας ή της Λαμπροφόρου. Εσύ έχεις σπίτι;»

«Ναι.»

«Θα πάμε εκεί;»

«Αν συμφωνείς. Δε νομίζω οι πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ να το παρακολουθούν. Ξέρουν ότι είμαι στη Βίηλ.»

«Θέλουμε να τους αποφύγουμε;»

«Δε μας χρειάζεται η παρέα τους. Σκεφτόσουν να πας στο Συμβούλιο των Ελεγκτών, να ζητήσεις μετάθεση;»

Η Ανδρομάχη δεν αποκρίθηκε, γιατί δεν το είχε σκεφτεί. Δεν ήξερε τι ακριβώς θα έκανε. Μετά από τα όσα είχε μάθει από τον Τζακ, δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε να κάνει. «Δεν…» μουρμούρισε, «δεν είμαι βέβαιη…»

Ο Τζακ μετά βίας την άκουσε. «Οπότε, έλα μαζί μου,» της είπε. «Κι όταν το πάρουν είδηση ότι έχεις επιστρέψει στη Ρελκάμνια και σε καλέσουν, πήγαινε να τους δεις.»

Η Ανδρομάχη το θεώρησε καλή ιδέα για την ώρα. «Πού είναι το σπίτι σου, Τζακ;»

«Στη Χορδή. Την ξέρεις;»

«Ακουστά την έχω. Κάπου στα πλάγια της Μακριάς Λεωφόρου;»

«Η Μακριά Λεωφόρος είναι, πραγματικά, πολύ μακριά· πολλές συνοικίες βρίσκονται ‘κάπου στα πλάγια της’. Η Χορδή είναι νοτιοανατολικά της Λαμπροφόρου και βορειοανατολικά της Παράλληλης Συνοικίας. Απέχει κάπου τετρακόσια-πενήντα χιλιόμετρα από εδώ που είμαστε. Θα πρότεινα να ξεκουραστούμε σε κάποιο τοπικό ξενοδοχείο.»

Η Ανδρομάχη δεν διαφώνησε.

Και βρήκαν ένα ξενοδοχείο πολύ εύκολα. Ετούτη η περιοχή ήταν περαστική εξαιτίας της διαστασιακής διόδου. Πολλοί διαδιαστασιακοί ταξιδιώτες περνούσαν από εδώ – έμποροι, μισθοφόροι, μαντατοφόροι, κατάσκοποι, εργάτες, μηχανικοί…

«‘Τα Σταυροδρόμια’ λέγεται αυτή η συνοικία,» πληροφόρησε ο Τζακ την Ανδρομάχη, όταν εκείνη παραδέχτηκε ότι δεν ήξερε το όνομά της παρότι είχε περάσει αρκετές φορές από εδώ.

«Γιατί πληθυντικός, αλήθεια; Υπάρχει κι άλλη διαστασιακή δίοδος;»

«Δεν ονομάστηκε έτσι από τη διαστασιακή δίοδο. Όχι μόνο απ’αυτήν, τουλάχιστον. Δες.» Είχαν νοικιάσει ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο που είχαν βρει, και τώρα ο Τζακ άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι.

Η Ανδρομάχη, περίεργη, τον ακολούθησε.

Ο Τζακ έδειξε ψηλά, πάνω από τις πολυκατοικίες κι ανάμεσα από κάποιες που άγγιζαν τα σύννεφα. Η Ανδρομάχη, πρώτα, είδε την Ουλή, αυτό το οριζόντιο σχίσμα στον νυχτερινό ουρανό της Ρελκάμνια, το οποίο ήταν κόκκινο και γύρω του έμοιαζαν να αναδεύονται επίσης κόκκινοι καπνοί. Μετά, πρόσεξε τις αερογέφυρες που όλες συνέκλιναν προς ένα σημείο – το σημείο που έδειχνε ο Τζακ.

«Αυτό είναι το ένα σταυροδρόμι,» της είπε. «Κι αυτό είναι το άλλο.» Έδειξε προς τα κάτω. Η Ανδρομάχη ακολούθησε γι’ακόμα μια φορά το δάχτυλό του και είδε ότι οι δρόμοι ανάμεσα από τα οικοδομήματα συνέκλιναν προς ένα κεντρικό σημείο. «Και υπάρχει κι ακόμα ένα σταυροδρόμι κάτω από τη γη,» συνέχισε ο Τζακ. «Καθώς κι ένα τέταρτο σαν τους δρόμους που βλέπεις. Αλλά αυτό δεν φαίνεται από εδώ. Είναι, πάντως, προς τα εκεί.» Έδειξε μακριά.

«Η γεωγραφία της Ρελκάμνια πάντα με μπέρδευε,» παραδέχτηκε η Ανδρομάχη.

«Ακόμα και τους γηγενείς μάς μπερδεύει,» είπε ο Τζακ καθώς έμπαιναν πάλι στο δωμάτιο.

Η Ανδρομάχη κάθισε στο κρεβάτι και έβγαλε τις μπότες της. «Θα έπρεπε να το είχατε σκεφτεί προτού χτίσετε όπου βρείτε ανοιχτό μέρος.»

Ο Τζακ μειδίασε. «Στον προ-προ-προ-προ-προπάππου θα είχε νόημα να το πεις αυτό.»

Η Ανδρομάχη γέλασε. «Αλήθεια, είναι γνωστό από πότε άρχισε τούτη η άκρατη οικοδόμηση;»

Ο Τζακ ανασήκωσε τους ώμους. «Από τότε που θυμόμαστε τη Ρελκάμνια, κάπως έτσι ήταν. Για τα υπόλοιπα, θα πρέπει να ρωτήσεις κανέναν ιστορικό.»

2.

Άργησαν να κοιμηθούν γιατί τα σώματά τους είχαν χάσει τον φυσιολογικό τους ρυθμό με την αλλαγή διάστασης. Όταν είχαν φύγει από τη Βίηλ ήταν μεσημέρι, κι εδώ ήταν, ξαφνικά, νύχτα. Ο ύπνος τούς πήρε λίγο πριν από τα χαράματα, και κοιμήθηκαν περίπου έξι ώρες προτού σηκωθούν και φύγουν από το ξενοδοχείο. Καβάλησαν τα δίκυκλά τους και διέσχισαν τους δρόμους των Σταυροδρομιών, φτάνοντας, μετά από δυόμιση ώρες, στη Μακριά Λεωφόρο, την οποία ακολούθησαν για κανένα μισάωρο. Ύστερα, επειδή ήταν απίστευτα μποτιλιαρισμένη, βγήκαν από εκεί και κινήθηκαν σε μικρότερους δρόμους στα ανατολικά της, περνώντας από περιοχές που βρίσκονταν κοντά στον Ανατολικό Αερολιμένα της Ρελκάμνια. Το μεσημέρι, σταμάτησαν σ’ένα πανδοχείο για να γευματίσουν και να ξεκουραστούν. Στο πλάι του είχε γκαράζ, όπου και άφησαν τα δίκυκλά τους.

«Ξέρεις τι σκέφτομαι, Ανδρομάχη;…» είπε ο Τζακ, συλλογισμένα, καθώς κάπνιζε μετά το φαγητό, καθισμένος αναπαυτικά στο δερμάτινο κάθισμα.

«Είναι αδύνατο να μαντέψω τις σκέψεις σου.» Το τραπέζι τους βρισκόταν σε μια γωνία της κοσμοπλημμυρισμένης μεγάλης τραπεζαρίας, στα άκρα της βαβούρας που γινόταν από τον κόσμο και τις δύο οθόνες που ήταν ενεργοποιημένες και συντονισμένες η μία σε κανάλι που έλεγε τις ειδήσεις και η άλλη σε κανάλι που παρουσίαζε ένα παλιό ντοκιμαντέρ για την Αλβέρια.

«Σκέφτομαι να πάω εκεί που γεννήθηκα…» είπε ο Τζακ.

Η Ανδρομάχη συνοφρυώθηκε. «Στην οικογένειά σου;»

«Δεν εννοώ αυτό. Δεν εννοώ εκεί όπου γεννήθηκε το σώμα μου.»

Το συνοφρύωμά της βάθυνε. «Μιλάς για… για την ενεργειακή οντότητα;»

Ο Τζακ κατένευσε.

Η Ανδρομάχη το φοβόταν αυτό. «Γιατί;»

«Θυμάμαι πού ήταν,» της είπε ο Τζακ. «Ένα εργοστάσιο… Ναι…» Κοίταζε τα αποφάγια στο τραπέζι, σκεπτικά, φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια. «Στην Επικλινή Συνοικία πρέπει να ήταν… Ένα εργοστάσιο ενέργειας… Αλλά τώρα που το θυμάμαι – επειδή δεν έχω μόνο τις αναμνήσεις του Εραστή αλλά και τις δικές μου αναμνήσεις – κάτι μού φαίνεται περίεργο μ’αυτό το εργοστάσιο.»

«Τι;» Αρχίσαμε πάλι τα παράξενα. Ποτέ δεν θα τελειώσουν, μ’αυτό τον άνθρωπο; Τι θέλω και τριγυρίζω μαζί του;

«Νομίζω πως ολόκληρο το εργοστάσιο ήταν φτιαγμένο για την παραγωγή οντοτήτων σαν εμένα.»

«Οντοτήτων σαν εσένα;»

«Σαν τον Εραστή. Καταλαβαίνεις τι σου λέω.»

«Περίπου… Αλλά γιατί είναι παράξενο αυτό; Και πώς είσαι σίγουρος ότι όντως κάτι τέτοιο συνέβαινε;»

«Είμαι Τεχνομαθής μάγος, Ανδρομάχη. Ξέρω από μηχανές. Και είναι παράξενο διότι… τι έγιναν αυτές οι οντότητες; Κι επιπλέον, οι μηχανές δεν ήταν καθόλου απλές… Ποιος έφτιαξε και έστησε τέτοια πράγματα;»

«Δε θα μπορούσε να ήταν ο Ελκράσ’ναρχ;» ρώτησε η Ανδρομάχη με χαμηλωμένη φωνή.

«Δε νομίζω ότι ήταν αυτός. Κατά πρώτον, έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από τη γέννησή μου. Δεν υπήρχε η Παντοκρατορία τότε.»

«Και νομίζεις ότι ακόμα το εργοστάσιο θα είναι εκεί;»

«Θέλω να πάω να δω. Μ’έχει παραξενέψει τούτη η ιστορία, τώρα που τη σκέφτομαι.»

«Πού είπες ότι βρίσκεται το εργοστάσιο;»

«Στην Επικλινή Συνοικία.»

«Πού είναι η Επικλινής Συνοικία;» ρώτησε η Ανδρομάχη.

«Η Γυάλινη Συνοικία ξέρεις πού είναι;»

«Όχι.»

«Στις βόρειες ακτές της Μικρής Θάλασσας. Λίγο πιο βόρεια από εκεί βρίσκεται η Επικλινής Συνοικία.»

«Θέλεις, δηλαδή, να πάμε εκεί τώρα;»

«Όχι, όχι αμέσως.»

Η Ανδρομάχη αναρωτήθηκε αν έκανε καλά που βρισκόταν κοντά στον Τζακ. Τι θα γινόταν αν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας – ή, μάλλον, του Ελκράσ’ναρχ – έρχονταν να… να τον συλλάβουν, ίσως; Θα τη θεωρούσαν σύμμαχό του; Από την άλλη, βέβαια, γιατί να τον συλλάμβαναν; Δεν είχε κάνει τίποτα εναντίον τους. Ακόμα. Η Ανδρομάχη άρχισε να αισθάνεται άβολα μαζί του. Ειδικά μέσα στη Ρελκάμνια.

Αργότερα, όταν είχαν φύγει από το πανδοχείο και ταξίδευαν πάλι στους δρόμους της Ατέρμονης Πολιτείας επάνω στα δίκυκλά τους, του είπε: «Δεν θέλεις πια να υπηρετείς την Παντοκράτειρα;»

«Δεν έχει νόημα για μένα, Ανδρομάχη.»

Και για μένα έχει; Παλιά δεν ήξερε τίποτα γι’αυτόν τον Ελκράσ’ναρχ. Κι επιπλέον, τα πάντα πήγαιναν απ’το κακό στο χειρότερο με τη Συμπαντική Παντοκρατορία, ούτως ή άλλως. Έμοιαζε να κομματιάζεται. Να καταρρέει.

«Γιατί με ρωτάς;» τη ρώτησε ο Τζακ.

«Απλώς… σκέφτομαι.»

«Περνά απ’το μυαλό σου να με προδώσεις στους πράκτορές της, Ανδρομάχη;»

«Όχι.»

«Αν περνούσε, θα μου το έλεγες;»

«Αν πιστεύεις ότι σκέφτομαι να σε προδώσω, γιατί είσαι ακόμα μαζί μου;»

«Καλή ερώτηση. Είμαι ανόητος, πολλές φορές.»

Και μετά, σιωπή. Μόνο το βουητό των δίκυκλών τους, και το βουητό άλλων οχημάτων από δίπλα.

«Δεν σκέφτομαι να σε προδώσω,» του είπε, τελικά, η Ανδρομάχη. «Εκείνο που σκέφτομαι είναι αν είναι καλό να βρισκόμαστε στη Ρελκάμνια. Καλύτερα να πηγαίναμε κάπου αλλού, ίσως. Όσο έχουμε ακόμα καιρό.»

«Πού;»

Η Ανδρομάχη δεν απάντησε.

Έφτασαν στη Χορδή όταν είχε νυχτώσει και πέρασαν δίπλα από τρία καζίνα προτού πάνε στην πολυκατοικία που ο Τζακ είπε ότι ήταν το διαμέρισμά του.

«Παίζονται πολλά λεφτά εδώ, ε;» του είπε η Ανδρομάχη καθώς άφηναν τα δίκυκλά τους στο υπόγειο γκαράζ και έπαιρναν τον ανελκυστήρα, ανεβαίνοντας.

«Η Χορδή φημίζεται για τέσσερα πράγματα: τζόγος· καλλιτέχνες· φτωχοαριστοκρατία· συμμορίες. Καταλαβαίνεις.»

«Καταλαβαίνω.»

Βγήκαν στο ρετιρέ, στον δέκατο-έκτο όροφο, και βάδισαν προς μια από τις πόρτες του μακρύ διαδρόμου.

«Δυστυχώς ξέχασα τα κλειδιά μου στη Βίηλ,» είπε ο Τζακ. «Αλλά μη σ’ανησυχεί αυτό. Η πόρτα είναι κλειδωμένη με μαγεία ούτως ή άλλως.» Άγγιξε το πόμολο και άρθρωσε ένα ξόρκι. Μερικά κλικ κλακ ακούστηκαν και η πόρτα άνοιξε.

Ο Τζακ μπήκε πρώτος και άναψε το φως. Η Ανδρομάχη τον ακολούθησε στο χολ και, καθώς εκείνος έκλεινε την εξώπορτα, είδε ότι η κλειδαριά της ήταν συνδεδεμένη, από τη μέσα μεριά, με καλώδια.

«Τι είν’ αυτό;» τον ρώτησε.

«Τραβάει ενέργεια για να διατηρείται η μαγεία επάνω της.»

Ο Τζακ ξεθηκάρωσε το ξιφίδιο από τη ζώνη του και βάδισε προσεχτικά μέσα στο διαμέρισμα, ανάβοντας το ένα φως μετά το άλλο. Συγχρόνως, μουρμούριζε ξόρκια. Η Ανδρομάχη τον ακολουθούσε επιφυλακτικά, έχοντας το χέρι της στη λαβή του σπαθιού της αλλά χωρίς να το τραβήξει από το θηκάρι.

«Όλα εντάξει,» της είπε, τελικά, ο Τζακ. «Το μέρος είναι απείραχτο. Και ούτε κοριοί μού φαίνεται να υπάρχουν.» Πλησίασε μια κονσόλα στο γραφείο του και την ενεργοποίησε. Η οθόνη της άναψε. Ο Τζακ έκανε να πληκτρολογήσει αλλά το μετάνιωσε. «Καλύτερα όχι…» μουρμούρισε.

«Τι;» ρώτησε η Ανδρομάχη.

«Σκεφτόμουν να συνδεθώ με το Παντοκρατορικό Δίκτυο για να πάρω τα τελευταία εσωτερικά νέα. Αλλά, αν το κάνω αυτό, θα καταλάβουν πιθανώς ότι είμαι εδώ. Θα δουν ότι κάποιος έχει συνδεθεί από το σπίτι μου.»

«Και λοιπόν; Εξακολουθείς να είσαι ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας, Τζακ,» του θύμισε η Ανδρομάχη.

Εκείνος, όμως, κούνησε το κεφάλι. «Καλύτερα όχι.» Απενεργοποίησε το σύστημα, και η οθόνη έσβησε.

3.

Το κρεβάτι του Τζακ ήταν μεγάλο και μαλακό, αλλά το μόνο που έκαναν επάνω του ήταν να κοιμηθούν σαν νεκροί, καθώς ήταν κι οι δυο τους κουρασμένοι από την ολοήμερη διαδρομή μέσα στους δρόμους της Ρελκάμνια. Προτού πέσουν για ύπνο, ο Τζακ ασφάλισε διάφορα σημεία του σπιτιού με ξόρκια και μαγγανείες. Η Ανδρομάχη δεν ήξερε τι ακριβώς έκανε, όμως τον θεώρησε αδικαιολόγητα παρανοϊκό. Κατά πάσα πιθανότητα, κανένας δεν γνωρίζει ακόμα ότι είμαστε στη Ρελκάμνια, σκέφτηκε.

Όταν την πήρε ο ύπνος, ονειρεύτηκε την Απολλώνια, που ήταν, για εκείνη, η ομορφότερη διάσταση στο Γνωστό Σύμπαν: κι αισθανόταν μια γαλήνη να την έχει γεμίσει. Μετά, ο Τζακ την ξύπνησε φιλώντας το πλάι του λαιμού της και τυλίγοντας το χέρι του γύρω από τη μέση της.

«Είναι πρωί,» της είπε.

«Ελπίζω να έχεις πρωινό.»

«Το αμφιβάλλω να υπάρχει τίποτα στο ψυγείο, αλλά τα μαγαζιά είναι ανοιχτά.»

Αφού ντύθηκαν, βγήκαν από το διαμέρισμά του και ο Τζακ είπε ότι δεν χρειαζόταν να πάρουν τα δίκυκλά τους· δεν θα πήγαιναν μακριά. Η Ανδρομάχη τον ακολούθησε έξω από την πολυκατοικία και, σύντομα, σε μια καφετέρια στον επάνω όροφο ενός καζίνου. Καθώς έπιναν τον καφέ τους και έτρωγαν μελωμένα παξιμάδια, άκουγαν από κάτω ρουλέτες να γυρίζουν, ζάρια να κυλάνε, και ανθρώπους να μιλάνε.

«Πού βρίσκουν όρεξη για τζόγο, πρωί-πρωί;» είπε η Ανδρομάχη.

«Κυκλοφορεί πολύς κόσμος στη Ρελκάμνια. Ο καθένας έχει τα βίτσια του.»

«Οι γνώσεις σου με εκπλήσσουν, Τζακ,» τον πείραξε.

Μετά από λίγο, ενώ είχαν σχεδόν τελειώσει το πρωινό τους, ο Τζακ είπε: «Θα με περιμένεις; Πάω να κοιτάξω κάτι.»

«Τι;»

«Θα σου πω μετά.»

Η Ανδρομάχη τού έπιασε τον καρπό προτού εκείνος σηκωθεί. «Τι;» επέμεινε.

Ο Τζακ μειδίασε. «Θ’αρχίσεις να με προσέχεις τώρα;»

Η Ανδρομάχη δεν άφησε τον καρπό του.

«Σ’ένα τηλεπικοινωνιακό κέντρο εδώ κοντά,» της είπε εκείνος.

«Για ποιο λόγο;»

«Θέλω να πάρω μια πληροφορία από το Δίκτυο.»

«Αλλά από το σπίτι σου δεν συνδέεσαι…»

«Σου είπα γιατί.»

«Θα έρθω μαζί σου.» Η Ανδρομάχη σκούπισε τα χείλη της και σηκώθηκε από το τραπέζι.

«Όπως θέλεις…»

Έφυγαν από την καφετέρια και πήγαν σ’ένα άλλο οίκημα, έξω απ’το καζίνο, επάνω σε μια γέφυρα, το οποίο ήταν τηλεπικοινωνιακό κέντρο και η αίθουσά του γεμάτη κονσόλες, οθόνες, πομποδέκτες, και καρέκλες. Είχε κάποιο κόσμο, αλλά όχι πολύ. Ο Τζακ πλήρωσε στο ταμείο (χωρίς να δείξει την ταυτότητα που τον αναγνώριζε ως ειδικό πράκτορα της Παντοκράτειρας) και πήγε και κάθισε σε μια κονσόλα. Η Ανδρομάχη τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε πλάι του. Ο Τζακ συνδέθηκε με το Παντοκρατορικό Δίκτυο πληκτρολογώντας τους κωδικούς. Αναζήτησε μια εταιρεία παραγωγής ενέργειας με τον διακριτικό τίτλο Αίσθηση Ενέργειας.

ΚΑΜΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗ, έγραψε η οθόνη.

Ο Τζακ εστίασε το σύστημα στην Επικλινή Συνοικία. Τα φρύδια του έσμιξαν, μοιάζοντας να σκέφτεται, να προσπαθεί να θυμηθεί ίσως. Μετά πληκτρολόγησε μια διεύθυνση, και ζήτησε πληροφορίες από το σύστημα. Τι ήταν εκεί;

ΕΡΕΙΠΙΟ, ήταν η απάντηση.

Ο Τζακ ζήτησε πληροφορίες για το ερείπιο. Το Δίκτυο τού έδωσε τις διαστάσεις του χώρου, κι από κάτω η οθόνη έγραφε:

ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ: ΑΓΝΩΣΤΗ.

«Κανένας δεν ξέρει σε ποιον ανήκει;» απόρησε η Ανδρομάχη.

Ο Τζακ ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα. «Έτσι φαίνεται…»

«Είναι το εργοστάσιο που μου έλεγες ότι γεννήθηκες;»

«Ναι, αυτό πρέπει να είναι… Έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια, Ανδρομάχη. Θυμάσαι που σου είχα πει ότι κατέληξα στη Λετδάρκη αναζητώντας αρχαίες τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας;»

«Το θυμάμαι.»

«Ίσως νάχουν περάσει ακόμα και χίλια χρόνια από την κατασκευή του εργοστασίου…»

«Και κανένας ώς τώρα δεν έχει εκμεταλλευτεί αυτό το ερείπιο; Είναι δυνατόν;»

«Είναι περίεργο, αναμφίβολα. Σου είπα, κάτι παράξενο γινόταν εκεί.» Στράφηκε να την κοιτάξει. «Θα πάω να το δω.» Η ερώτηση Θα έρθεις; έμοιαζε να υπονοείται στα λόγια του.

«Θα έρθω,» είπε η Ανδρομάχη, ξέροντας πως δεν ήταν καθόλου συνετή η απόφασή της. Για να μην έχει πληροφορίες το Παντοκρατορικό Δίκτυο για το ερείπιο… τι μπορούσε να σημαίνει αυτό;

4.

Δεν έμειναν πολύ ακόμα στη Χορδή. Εφοδιάστηκαν, πήραν τα δίκυκλά τους από την πολυκατοικία του Τζακ, και έφυγαν. Ταξίδεψαν βόρεια και δυτικά, περνώντας από τη Μακριά Λεωφόρο, από τη Λαμπροφόρο, κι από την Ιερή Συνοικία, όπου η πελώρια πυραμίδα του Ύψιστου Ναού του Κρόνου φαινόταν να ορθώνεται πάνω από τα περισσότερα καθόλου ευκαταφρόνητου μεγέθους άλλα οικοδομήματα της περιοχής. Ήταν κολοσσιαία. Ακόμα και τα παιδιά των Αρχαίων Κολοσσών θα αισθάνονταν δέος από το μέγεθός της, υποψιαζόταν η Ανδρομάχη.

Όταν βράδιαζε, έκλεισαν δωμάτιο σ’ένα ξενοδοχείο στα όρια της Ιερής Συνοικίας και διανυκτέρευσαν εκεί. Το πρωί, συνέχισαν το ταξίδι τους, περνώντας από περιοχές που η Ανδρομάχη δεν είχε ξαναδεί ποτέ της και δεν είχε ιδέα πώς ονομάζονταν. Υποπτευόταν πως, αν ο Τζακ την άφηνε μόνη εδώ πέρα, θα χανόταν μες στον λαβύρινθο των δρόμων, των γεφυρών, και των σηράγγων. Θα έκανε μέρες μέχρι να βρει άκρη. Η Ατέρμονη Πολιτεία δεν ήταν σαν καμια άλλη πόλη πουθενά στο Γνωστό Σύμπαν. Η Ανδρομάχη απορούσε πώς ο Τζακ μπορούσε να θυμάται τουλάχιστον τους βασικούς δρόμους ώστε να ξέρει πού βρισκόταν και να προσανατολίζεται.

«Εδώ είναι η Επικλινής Συνοικία,» της είπε όταν είχαν μπει σε μια περιοχή με πολλά εργαστήρια και εργοστάσια. Όπου κι αν κοίταζε, η Ανδρομάχη μπορούσε να δει καμινάδες και οικοδομήματα με πελώριους σωλήνες και τροχούς, και τοίχους γεμάτους περίπλοκες καλωδιώσεις. Ο αέρας μύριζε καμένα πράγματα, σκόνη, μέταλλα, πλαστικά, και ενέργεια. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν εδώ ήταν εργάτες, κατά κύριο λόγο: πράγμα άμεσα παρατηρήσιμο.

«Συνέχεια σε όμορφα μέρη με πηγαίνεις,» είπε η Ανδρομάχη.

«Δε φταίω εγώ· εδώ γεννήθηκα.»

«Λογικά, δε θάπρεπε να θέλεις να το θυμάσαι.» Πλησίαζε μεσημέρι και η καλοκαιρινή ζέστη ήταν δυνατή· η Ανδρομάχη έκανε τα ξανθά της μαλλιά πίσω, ευχόμενη λίγος αέρας να μπορούσε να φυσήξει εδώ μέσα. Αλλά πού τέτοια τύχη; Μονάχα βρόμικοι καπνοί έρχονταν προς το μέρος της, θολώνοντας τα σκούρα γυαλιά της.

«Δε θέλω να το θυμάμαι,» τη διαβεβαίωσε ο Τζακ, καθώς έστριβαν την απότομη στροφή μιας γέφυρας κι άρχιζαν να κατεβαίνουν, φτάνοντας τελικά σ’έναν δρόμο ανάμεσα σε δύο εργοστάσια τα οποία έκαναν τόσο θόρυβο που ήταν αδύνατο να μιλήσεις και να ακουστείς. Τι σκατά χτυπάνε εκεί μέσα; απόρησε η Ανδρομάχη. Πολυκατοικίες γκρεμίζουν;

Ευτυχώς δεν έμειναν για πολύ εδώ. Πήγαν σ’ένα άλλο, πιο ήσυχο μέρος και πλησίασαν τα ερείπια ενός παλιού εργοστασίου– Λάθος. Ενός αρχαίου εργοστασίου, διόρθωσε τον εαυτό της η Ανδρομάχη. Το οικοδόμημα ήταν καλυμμένο με στρώματα από ουσίες που είχαν κρυσταλλοποιηθεί σε πολλά σημεία, δημιουργώντας ειδεχθείς κρούστες· ενώ αλλού φανερά μολυσμένη βλάστηση σκαρφάλωνε επάνω του: μαύρα πλοκάμια που αγκάλιαζαν τοίχους και σπασμένους σωλήνες, γεμάτα αγκάθια και αποφύσεις που κινούνταν σαν να τις χτυπούσε άνεμος παρότι καθόλου άνεμος δεν φυσούσε.

«Εδώ.» Ο Τζακ σταμάτησε το δίκυκλό του και κατέβηκε. Βάδισε προς την είσοδο του αρχαίου εργοστασίου.

Η Ανδρομάχη κατέβηκε επίσης από το δίκυκλό της και τον ακολούθησε. Το χέρι της ήταν στο πιστόλι στο εσωτερικό του ελαφρύ σακακιού της. (Είχαν πάρει κι οι δυο τους πιστόλια από το σπίτι του Τζακ, όπου ήταν αποθηκευμένα κάμποσα πυροβόλα όπλα και πυρομαχικά.) Καλύτερα να προσέχουμε, σκέφτηκε, αν και δε νόμιζε ότι κανένας μπορεί να έμενε εδώ πέρα. Από την άλλη, βέβαια, στη Ρελκάμνια βρίσκονταν· οι άνθρωποι σε τούτη τη διάσταση ήταν τρελοί.

Ο Τζακ κοίταξε μια πινακίδα πλάι στην είσοδο του εργοστασίου. Μια παχιά κρούστα τη σκέπαζε: στρώματα κρυσταλλοποίησης, το ένα πάνω στο άλλο. Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της.

«Μη!» του είπε η Ανδρομάχη, αγγίζοντας τον ώμο του.

«Γιατί;» Δε γύρισε να την κοιτάξει.

«Μπορεί νάναι τίποτα μολυσμένο.»

«Δε θα το πιάσω.» Ο Τζακ έφερε το χέρι του κοντά στην κρούστα και ενέργεια ξεπήδησε από την παλάμη κι από τα δάχτυλά του, λιώνοντας την κρυσταλλοποιημένη ουσία, κάνοντάς υγρά να κυλήσουν αργά επάνω στον τοίχο. Απέπνεαν μια πολύ άσχημη οσμή. Η Ανδρομάχη σούφρωσε τη μύτη της. Σαν λιωμένα μέταλλα είναι, αναμιγμένα με καμένη ενέργεια και καψαλισμένη σάρκα…

Επάνω στην πινακίδα μια παλιά επιγραφή αποκαλύφτηκε. Και υπήρχε ακόμα εκεί γιατί δεν ήταν ζωγραφισμένη αλλά χαραγμένη.

Η Ανδρομάχη δεν αναγνώριζε τη γλώσσα. «Καταλαβαίνεις τι γράφει;»

«‘Αίσθηση Ενέργειας’. Το θυμάμαι, δεν το διαβάζω.» Και πέρασε το κατώφλι της παλιάς εισόδου, που ήταν ανοιχτή, τα φύλλα της προ πολλού κατεστραμμένα.

Η Ανδρομάχη τον ακολούθησε, τραβώντας το πιστόλι της και απασφαλίζοντάς το.

Βάδισαν μέσα σε θαλάμους και δωμάτια με μεγάλες τρύπες στους τοίχους και στην οροφή, ενώ θραύσματα διαφόρων ειδών έτριζαν κάτω από τα πόδια της. Και ολόγυρά τους υπήρχαν, από δω κι από κει, στρώματα κάποιας κρυσταλλοποιημένης ουσίας, καθώς και, κάπου-κάπου, εκείνα τα μαύρα φυτά που έμοιαζαν μολυσμένα. Ποντίκια έτρεχαν μέσα στα χαλάσματα, μεταλλαγμένα με φριχτούς τρόπους. Η Ανδρομάχη είδε ένα που, αντί για μπροστινά πόδια, είχε φτερά μα δεν μπορούσε να πετάξει· είδε ένα άλλο που το κεφάλι του ήταν παράδοξα μακρύ και το σώμα του τελείως άτριχο.

Μηχανές διαφόρων ειδών υπήρχαν μέσα στο αρχαίο εργοστάσιο. Ορισμένων η χρήση που κάποτε είχαν ήταν ακόμα φανερή. Άλλες μηχανές, όμως, η Ανδρομάχη αδυνατούσε να καταλάβει σε τι μπορεί ποτέ να χρειάζονταν. Και καμία δεν έμοιαζε λειτουργική πλέον. Μερικές ήταν τυλιγμένες από την παράξενη κρυσταλλοποιημένη ουσία.

Το μέρος βρομούσε απαίσια.

Ο Τζακ στάθηκε μπροστά σε μια αίθουσα με βαθύ πάτωμα, κοιτάζοντας εκεί μέσα κάτι αρχαίους μηχανισμούς που θύμιζαν στην Ανδρομάχη πελώρια καζάνια, αν και ήταν τόσο διαβρωμένα και κατεστραμμένα που μετά δυσκολίας μπορούσε να κάνει την οποιαδήποτε σύγκριση.

«Εδώ γεννήθηκα,» είπε ο Τζακ.

Η Ανδρομάχη αναστέναξε. «Εντάξει. Να φύγουμε τώρα;»

Ο Τζακ δεν της απάντησε. Και κατέβηκε, με προσοχή, την πλαγιά που οδηγούσε στο βάθος του πατώματος. Κάποια σκάλα πρέπει να υπήρχε κάποτε εδώ, αλλά όχι πια. Τώρα η πλαγιά ήταν γεμάτη πέτρινα και μεταλλικά θραύσματα και κομμάτια από την κρυσταλλοποιημένη ουσία. Παράξενα, πιθανώς μεταλλαγμένα, έντομα έκαναν τις φωλιές τους μέσα στα χαλάσματα.

Η Ανδρομάχη δεν ακολούθησε τον Τζακ· έμεινε επάνω, κοιτάζοντάς τον να φτάνει κοντά στους μηχανισμούς και να βαδίζει ανάμεσά τους σαν να υπνοβατούσε. Σε κάποιες στιγμές, ενέργεια γλιστρούσε από το σώμα του, αγγίζοντας τα αρχαία μέταλλα και τις πέτρες. Η Ανδρομάχη αναρωτήθηκε αν ήταν συνειδητό αυτό από μέρους του.

Τον περίμενε, παρατηρώντας τον. Και μετά από κάποια ώρα, βαρέθηκε. Της έμοιαζε χαμένος στις αναμνήσεις του. Η Ανδρομάχη κοίταξε γύρω-γύρω, και βάδισε προς άλλους χώρους, κοντά σ’αυτόν όπου υπνοβατούσε ο Τζακ. Κοίταξε τα χαλάσματα, τους κρυσταλλικούς σχηματισμούς, τη μολυσμένη βλάστηση. Αυτό το οικοδόμημα πρέπει, πράγματι, να ήταν εγκαταλειμμένο εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αμφιβάλλω αν κανείς το έχει εκμεταλλευτεί από τότε που χρησιμοποιήθηκε για να φτιάξει αυτές τις ενεργειακές οντότητες. Ή μάλλον, σίγουρα κανένας άλλος δεν το είχε εκμεταλλευτεί, αλλιώς ο Τζακ δεν θα έβρισκε εκείνη την πινακίδα πλάι στην είσοδό του.

Η Ανδρομάχη πρόσεξε ξαφνικά κάτι καλώδια σ’έναν τοίχο. Αυτά δεν είναι αρχαία… Πλησίασε για να τα δει από πιο κοντά. Ναι, όντως, φαίνονταν καινούργια. Τα ακολούθησε με το βλέμμα της. Ένα πήγαινε προς τα πάνω, στην ανοιχτή οροφή· ένα άλλο προς τον χώρο όπου βρισκόταν ο Τζακ· ένα τρίτο προς μια διαφορετική κατεύθυνση.

Η Ανδρομάχη έκανε μερικά βήματα πίσω και κοίταξε ψηλά. Στην οροφή, εκεί όπου τελείωνε το καλώδιο, ήταν μια κεραία. Και ούτε αυτή έμοιαζε αρχαία. Αρχίζω να έχω ένα πολύ κακό προαίσθημα για τούτο… Ακολούθησε και τ’άλλα καλώδια και διαπίστωσε ότι οδηγούσαν σε συσκευές που μπορεί μονάχα να ήταν αισθητήρες. Κάποιος παρακολουθεί τον χώρο! Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας, ίσως;

Η Ανδρομάχη στάθηκε στην αρχή του θαλάμου όπου ο Τζακ ακόμα περιφερόταν ανάμεσα στις αρχαίες μηχανές. Του φώναξε. Εκείνος δεν αποκρίθηκε, ούτε στράφηκε να την κοιτάξει.

«Τζακ! Έλα εδώ!»

Εκείνος, ξανά, την αγνόησε.

Τι σκατά συμβαίνει; Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! είναι πράγματι υπνωτισμένος; Αισθάνθηκε ένα ρίγος να διατρέχει τη ράχη της. Τι ήθελε κι ερχόταν μαζί του;

Κατέβηκε την πλαγιά, προσέχοντας μη γλιστρήσει πάνω στις σαβούρες καθώς τις ένιωθε να κινούνται κάτω από τις μπότες της, κι έφτασε στο βαθύ πάτωμα του ρημαγμένου δωματίου, ανάμεσα στις αρχαίες μηχανές. «Τζακ!» φώναξε, και βάδισε προς τη μεριά όπου θυμόταν πως τον είχε δει πριν από λίγο. Ο Τζακ, όμως, δεν ήταν εκεί· είχε απομακρυνθεί. Η Ανδρομάχη πρόσεξε μια σκιά, κι αμέσως στράφηκε. Νάτος. Τον πλησίασε. «Τζακ! Σου μιλάω! Δεν ακούς;»

Τώρα, εκείνος γύρισε να την αντικρίσει. Βλεφάρισε. «Τι;…»

«Δε μ’άκουγες τόση ώρα που σου φώναζα;»

Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν άκουσα τίποτα.»

«Κάτι άσχημο συμβαίνει εδώ. Πρέπει να φύγουμε.»

«Περίμενε λίγο,» της είπε.

Η Ανδρομάχη έπιασε το μπράτσο του. «Τζακ, κάποιος παρακολουθεί το εργοστάσιο!»

Ο Τζακ συνοφρυώθηκε. «Τον είδες;»

«Υπάρχουν καλώδια στους τοίχους. Καινούργια καλώδια – ή, τουλάχιστον, όχι τόσο παλιά όσο αυτά τα μηχανήματα γύρω μας. Και οδηγούν σε μια κεραία στην οροφή, και σε αισθητήρες σε διάφορα σημεία του εργοστασίου.»

«Παράξενο…» μουρμούρισε ο Τζακ, κι ακόμα έμοιαζε σαν να ονειρευόταν όρθιος.

Η Ανδρομάχη τον χαστούκισε, όχι πολύ δυνατά.

«Τι κάνεις!» διαμαρτυρήθηκε εκείνος, ξαφνιασμένος.

«Κάτι σ’έχει επηρεάσει εδώ μέσα! Είσαι σαν υπνοβάτης.»

«Μη λες ανοησίες. Απλώς σκέφτομαι. Δείξε μου τα καλώδια.»

Η Ανδρομάχη δεν ήταν καθόλου βέβαιη ότι «απλώς σκεφτόταν», αλλά τον οδήγησε στα καλώδια. Του τα έδειξε εκεί όπου σκαρφάλωναν επάνω στους τοίχους. Του έδειξε, επίσης, τους αισθητήρες και την κεραία.

«Μάλιστα…» Ο Τζακ έκανε ένα ξόρκι. «Η κεραία λειτουργεί,» είπε. «Στέλνει κάποιο τηλεπικοινωνιακό σήμα. Και δε νομίζω πως είναι συντονισμένη σε κάποια συχνότητα που χρησιμοποιούν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας ή του Ελκράσ’ναρχ.» Πλησίασε, μετά, έναν από τους αισθητήρες. Τον άγγιξε. «Φαίνεται νάναι κατασκευασμένος για να εντοπίζει ενέργεια,» παρατήρησε. «Ενδιαφέρον…»

«Γιατί;»

«Διότι, ποιος θα ήθελε να εντοπίσει ενέργεια μέσα σ’ένα αρχαίο εργοστάσιο;»

«Κάποιος παρακολουθεί αυτό τον χώρο, όπως σου είπα, Τζακ!»

«Ναι, αλλά γιατί;»

Η Ανδρομάχη έβαλε τα χέρια της στη μέση. «Έχει σημασία; Πάμε να–»

«Δε μπορεί νάναι ο Ελκράσ’ναρχ… Δεν καταλαβαίνω γιατί θα τον ενδιέφερε ένα μέρος σαν ετούτο. Και η συχνότητα στην οποία εκπέμπει η κεραία–»

«Τζακ, πάμε να φύγουμε.»

Εκείνο το περίεργο ημιονειρικό βλέμμα ήταν πάλι στα μάτια του. «Περίμενε, Ανδρομάχη· θέλω να κοιτάξω. Περίμενε.» Και βάδισε προς το δωμάτιο με το βαθύ πάτωμα και τα μηχανήματα που θύμιζαν διαλυμένα καζάνια.

Η Ανδρομάχη τον ακολούθησε. Δεν είναι καλά. Κάτι τού συμβαίνει. Δεν κατέβηκε, όμως, κι εκείνη μέσα στο βαθύ πάτωμα μαζί του. Περίμενε επάνω, με το πιστόλι της στο χέρι, αφουγκραζόμενη μήπως κάποιος ερχόταν. Κι αν άκουγε κάποιον να έρχεται… υπήρχαν πολλές έξοδοι απ’τις οποίες μπορούσε κανείς να φύγει από τούτο το γεμάτο τρύπες μέρος.

Μια ώρα πέρασε ενώ ο Τζακ περιπλανιόταν ανάμεσα στα αρχαία μηχανήματα και ενέργεια γλιστρούσε, κάπου-κάπου, από το σώμα του. Η Ανδρομάχη δεν άκουσε κανέναν ύποπτο θόρυβο, αλλά είχε αρχίσει να βαριέται. Βημάτιζε, ερευνώντας τον χώρο. Όμως το μόνο πράγμα που συνέχιζε να της τραβά την προσοχή ήταν αυτά τα καινούργια καλώδια, η κεραία, και οι αισθητήρες.

Ακόμα μια ώρα πέρασε, και ο Τζακ επέμενε να υπνοβατεί και, ουσιαστικά, να μην κάνει τίποτα. Η Ανδρομάχη αναστέναξε, βλέποντάς τον να περιφέρεται σαν μαλάκας στο βαθύ πάτωμα του ρημαγμένου δωματίου. Είχε την αίσθηση του χρόνου, ή την είχε χάσει τελείως; Ονειρεύεται με τα μάτια ανοιχτά!

«Τζακ!» του φώναξε.

Δεν της απάντησε. Δε μ’ακούει, ο καταραμένος. Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!

Η Ανδρομάχη κάθισε σε μια πέτρα. Έβγαλε μια σοκολάτα από το σακάκι της, την ξετύλιξε, και την έφαγε αργά, ενώ εξακολουθούσε να αφουγκράζεται.

Σε κάποια στιγμή, είδε τον Τζακ να εκτοξεύει ενέργεια προς μια από τις αρχαίες μηχανές. Κρύσταλλοι έλιωσαν επάνω της και υγρά έτρεξαν, τα οποία έφεραν μια άσχημη, διαπεραστική οσμή στα ρουθούνια της Ανδρομάχης. Η μηχανή ακούστηκε να μουγκρίζει.

Η Ανδρομάχη σηκώθηκε από την πέτρα όπου καθόταν. «Τζακ! Τι κάνεις;»

Η μηχανή μούγκριζε σαν να πονούσε, αλλά δεν φαινόταν να μπορεί να μπει σε λειτουργία. Ο Τζακ, μετά από λίγο, έπαψε να τη χτυπά με ενέργεια.

«Τζακ! Μ’ακούς, ρε; Τι κάνεις εκεί κάτω, τόση ώρα, γαμώ τις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ;» Η Ανδρομάχη είχε πια χάσει την υπομονή της μαζί του.

Ο Τζακ στράφηκε να την κοιτάξει.

«Έλα επάνω!» του φώναξε η Ανδρομάχη. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ! Πάμε να φύγουμε!»

Ο Τζακ σκαρφάλωσε την πλαγιά, σιωπηλά. «Κι όμως,» είπε όταν ήταν κοντά της, «έχω την αίσθηση ότι κάτι υπάρχει εδώ. Κάτι… για μένα.»

«Ίσως νάναι η ενεργειακή οντότητα που βάζει τούτες τις σκέψεις στο μυαλό σου. Τριγύριζες δυόμιση ώρες εκεί κάτω. Σαν υπνωτισμένος.»

«Τι;» Φάνηκε έκπληκτος. «Όχι! Αποκλείεται να ήταν δυόμιση ώρες!»

«Αποκλείεται;» Η Ανδρομάχη τού έδειξε το ρολόι στον καρπό της. «Θυμάσαι τι ώρα ήρθαμε; Τρεις ώρες έχουν περάσει από τότε που ήρθαμε.»

Ο Τζακ συνοφρυώθηκε. «Οπότε…» μουρμούρισε. Κοίταξε τον χώρο γύρω τους. Κοίταξε τις μηχανές. «Είχα την αίσθηση…» Στράφηκε πάλι να την κοιτάξει. «Ανδρομάχη, νομίζω ότι… ότι ίσως κάτι να θέλει να με κρατήσει εδώ.»

Βήματα ακούστηκαν, τότε, να έρχονται.

Στράφηκαν κι οι δυο τους, η Ανδρομάχη με το πιστόλι της στο χέρι.

Είδαν, από την κεντρική είσοδο, μια ανθρώπινη μορφή να έχει μπει και να βαδίζει, σκοτεινή μέσα στο φως που εισέβαλλε από τα ανοίγματα των ερειπίων. Τους πλησίαζε, σταθερά, αλλά και με φανερή επιφύλαξη.

«Εσύ, πάλι!» αναφώνησε ο Τζακ, σα να μη μπορούσε να το πιστέψει. «Τι… τι θέλεις από εμένα;»

Η Ανδρομάχη τρόμαξε, πιστεύοντας προς στιγμή ότι αυτός που ερχόταν ήταν ο Ελκράσ’ναρχ – αν και δεν της θύμιζε καθόλου τους Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας.

Μετά, η ανθρώπινη μορφή ζύγωσε περισσότερο. Ήταν ένας άντρας με ελαφριά, καλοκαιρινή καπαρντίνα και πλατύγυρο καπέλο. Είχε γαλανά μάτια και μαύρο μούσι. Λευκό δέρμα με απόχρωση του ροζ.

«Έψιλον-Δύο,» είπε κοιτάζοντας τον Τζακ. «Το περίμενα ότι, τελικά, κάπως έτσι θα ερχόσουν, αν ερχόσουν.»

«Τι θέλεις τώρα από εμένα, Άζ’λεφκ;» ρώτησε ο Τζακ. «Πώς το ήξερες ότι θα ερχόμουν εδώ;»

«Άζ’λεφκ… Έχεις γνωρίσει, λοιπόν, κάποιον παρόμοιο μ’εμένα…»

«Εσύ σκότωσες–»

«Την Έψιλον-Ένα; Όχι εγώ. Ένας… άλλος της οικογένειάς μου. Εγώ είμαι ο δημιουργός σου, Έψιλον-Δύο.»

Ο Τζακ έκανε ένα βήμα πίσω. Τα χέρια του γέμισαν φωτεινή ενέργεια.

«Τζακ!» είπε η Ανδρομάχη. «Στάσου! Τι συμβαίνει;» Και προς τον άγνωστο άντρα: «Ποιος είσαι; Τι είσαι; Τι θέλεις;»

«Την Έψιλον-Δύο, η οποία είναι δημιούργημά μου,» αποκρίθηκε εκείνος. «Πλήρωσα για να τη φτιάξουν. Εσύ ποια είσαι;»

«Δεν είμαι δημιούργημά σου!» φώναξε ο Τζακ.

Η Ανδρομάχη είπε στον άντρα που ο Τζακ είχε αποκαλέσει Άζ’λεφκ, όπως Άζ’λεφκ αποκαλούσε και τον Τάμπριελ: «Δεν ξέρω ποιος είσαι, αλλά, αν μιλάς για την ενεργειακή οντότητα μέσα στον Τζακ, αυτή φτιάχτηκε πριν από–»

«Εγώ έφτιαξα την Έψιλον-Δύο. Ζω πολλά χρόνια. Εσύ, όμως, ποια είσαι;»

Ο Τζακ εξαπέλυσε ενέργεια καταπάνω του προτού η Ανδρομάχη προλάβει να απαντήσει. Η ενέργεια διαλύθηκε γύρω από τον Άζ’λεφκ, σαν κάποια αόρατη ασπίδα να τον προστάτευε· αλλά ο μυστηριώδης άντρας παραπάτησε επάνω στα θραύσματα που γέμιζαν το πάτωμα του αρχαίου εργοστασίου, κι έβγαλε μια ξαφνιασμένη κραυγή.

Η Ανδρομάχη πετάχτηκε πίσω, μακριά, φοβούμενη ότι οι διασκορπιζόμενες ενέργειες θα τη χτυπούσαν, νιώθοντας τον αέρα ολόγυρα φορτισμένο.

«Προσπαθείς να με σκοτώσεις;» φώναξε ο Άζ’λεφκ. «Δε μπορείς να σκοτώσεις τον δημιουργό σου, Έψιλον-Δύο! Ούτε το ανθρώπινό σου σώμα σού δίνει το πλεονέκτημα που νομίζεις!»

Ο Τζακ τού επιτέθηκε ξανά, εξαπολύοντας ενέργεια καταπάνω του, μέρη της οποίας εξαφανίζονταν στον αέρα, ενώ άλλα μέρη της κύρτωναν γύρω από τον Άζ’λεφκ και τινάζονταν από δω κι από κει. Κρυσταλλοποιημένες ουσίες έλιωσαν, χαλίκια πετάχτηκαν, ποντίκια έτρεξαν έντρομα.

Η Ανδρομάχη βρήκε την αντίδραση των ποντικών σοφή. Έτρεξε κι εκείνη για ν’απομακρυνθεί, πήδησε έξω από ένα άνοιγμα των τοίχων του εργοστασίου.

5.

Ο Τζακ, όταν είχε επιτεθεί για πρώτη φορά στον Άζ’λεφκ, νόμιζε ότι τον είχε ξαφνιάσει, ότι είχε βρει ένα άνοιγμα στην ενεργειακή άμυνά του, κάτι που εκείνος δεν περίμενε. Κι από το χτύπημα αυτό ο Άζ’λεφκ είχε κλονιστεί· ο Τζακ είχε αισθανθεί το πνεύμα του να τραντάζεται κι ένα… κομμάτι να φεύγει… ένα κομμάτι πληροφορίας, ίσως… ένα σήμα σε κάποια συμπαντική συχνότητα που οι αισθήσεις του Τζακ δεν ήταν ικανές να αντιληφτούν. Υπήρχε μονάχα στα όρια της αντίληψης του, και μετά χάθηκε, σα να βούλιαξε μέσα στη μάζα του σύμπαντος.

Αλλά αυτό που συνέβη έμοιαζε να έχει εξοργίσει τον Άζ’λεφκ. Η ενεργειακή του μορφή φούντωσε σαν φωτιά. Και τώρα δεν υπήρχαν ανοίγματα στην άμυνά του. Απέκρουε τις επιθέσεις του Τζακ με ευκολία. Τις απέκρουε πολύ πιο εύκολα από τον Τάμπριελ. Η εμπειρία αυτού του Άζ’λεφκ ήταν μεγάλη. Ήταν πανάρχαια.

Και τώρα, ένα λουρί τινάχτηκε από το χέρι του – ένα λουρί υπαρκτό μονάχα στο ενεργειακό επίπεδο – και καρφώθηκε στο στήθος του Τζακ, διαπερνώντας τον. Εκείνος ούρλιαξε κι έπεσε στα γόνατα, νιώθοντας όλη του την ύπαρξη να τραντάζεται.

«Σου είπα!» φώναξε ο Άζ’λεφκ. «Είμαι ο δημιουργός σου! Νομίζεις ότι μπορείς να στραφείς ενάντια στον δημιουργό σου; Ξέρεις γιατί ήρθες εδώ, σε τούτο το μέρος; Επειδή εγώ σε έφερα εδώ. Ήσουν προγραμματισμένη να έρθεις, Έψιλον-Δύο! Όταν τελικά έφευγες από τη Λετδάρκη και έβλεπες ότι δεν υπήρχε κανένας σκοπός στην ύπαρξή σου, ήσουν προγραμματισμένη να έρθεις εδώ, σ’εμένα. Το γεγονός ότι κρύφτηκες σ’αυτό το ανθρώπινο σώμα δεν έχει αλλάξει τίποτα!»

Ο Τζακ πάλεψε να σηκωθεί όρθιος και τα κατάφερε. Δεν ήξερε αν όσα τού έλεγε ο Άζ’λεφκ αλήθευαν, αλλά κάπου βαθιά μέσα του αισθανόταν πως ήταν αλήθεια. «Άφησέ με!» γρύλισε, κι έκανε να στείλει καταστροφική ενέργεια εναντίον του–

–διαπιστώνοντας ότι ξαφνικά δεν μπορούσε.

«Να σ’αφήσω; Να σ’αφήσω να κάνεις τι, Έψιλον-Δύο; Είσαι κάτι που έφτιαξα και–»

«Το όνομά μου δεν είναι Έψιλον-Δύο!»

Ο Άζ’λεφκ γέλασε. «Κι όμως, αυτό είναι. Έτσι σε ονόμασα. Για λόγους ευκολίας. Και εσένα και την Έψιλον-Ένα εγώ σάς έφτ–»

«Σταμάτα!» Η Ανδρομάχη είχε πάλι πλησίασε, και τον σημάδευε με το πιστόλι της. Δεν έβλεπε τι ακριβώς έκανε ο Άζ’λεφκ στον Τζακ – δεν ήταν ορατό – αλλά καταλάβαινε ότι κάπως τον κρατούσε δέσμιο και τον πονούσε. «Φύγε! Τώρα. Προτού σε σκοτώσω.» Η αλήθεια ήταν ότι θα τον είχε ήδη σκοτώσει, αλλά, έτσι εξωπραγματικός όπως της έμοιαζε, φοβόταν να πατήσει τη σκανδάλη: φοβόταν ποια μπορεί να ήταν τα αποτελέσματα.

«Δεν έχω καμια προστριβή μαζί σου,» της είπε ο Άζ’λεφκ. «Θα πάρω το δημιούργημά μου και θα φύγω.»

«Χωρίς τον Τζακ θα φύγεις.»

«Τι είσαι; Ληστής; Θα μου κλέψεις την ιδιοκτησία μου;»

«Ληστής;» Η Ανδρομάχη θα γελούσε αν η κατάσταση ήταν διαφορετική. «Εσύ τι είσαι; Δεν είναι κανένα μηχάνημα ο Τζακ! Δε βλέπεις ότι είναι άνθρωπος; Και σε προειδοποιώ, είμαστε κι οι δύο ειδικοί πράκτορες της Παντοκράτειρας! Αν δεν θέλεις να μπλέξεις πολύ άσχημα, θα τον αφήσεις και θα φύγεις. Τώρα!»

Τα μάτια του Άζ’λεφκ πήγαν προς στιγμή στον Τζακ ξανά, κι εκείνος αισθάνθηκε μια θέληση εξωτερική από τη δική του να τον ωθεί να υψώσει το χέρι του και να στρέψει τις ενέργειές του εναντίον της Ανδρομάχης.

Του ήταν αδύνατο να αντισταθεί. Μόλις το είχε σκεφτεί, το είχε πράξει.

Η Ανδρομάχη ούρλιαξε καθώς αισθανόταν το σώμα της να τραντάζεται από την ενέργεια, ξαφνιασμένη που ο Τζακ τη χτυπούσε. Οι μύες της έκαναν ακούσιους σπασμούς, το πιστόλι έπεσε από το χέρι της, σκοτοδίνες χόρευαν μπροστά στα μάτια της καλύπτοντας τον Άζ’λεφκ και τον Τζακ.

Η Ανδρομάχη λιποθύμησε, πέφτοντας στο πάτωμα.

Ο Τζακ, γρυλίζοντας, εξοργισμένος, έκανε να στρέψει τις ενέργειές του κατά του Άζ’λεφκ, αλλά και πάλι δεν μπορούσε.

«Ποια είναι αυτή η γυναίκα, Έψιλον-Δύο;» ρώτησε ο Άζ’λεφκ.

Ο Τζακ θυμήθηκε ότι είχε και ανθρώπινο σώμα, όχι μόνο ενεργειακό. Τράβηξε το πιστόλι του. Ο Άζ’λεφκ έστριψε το ενεργειακό λουρί, κι ένας πανίσχυρος πόνος παρέλυσε κάθε μυ του Τζακ. Το όπλο του του έπεσε, και διαπίστωσε ότι είχε ξαφνικά βρεθεί ξαπλωμένος στο βρόμικο, γεμάτο θραύσματα πάτωμα.

«Θα έρθεις μαζί μου, Έψιλον-Δύο. Ίσως να σε χρειαστώ. Αλλά όχι κι αυτήν, όποια κι αν είναι.» Ο Άζ’λεφκ τράβηξε ένα πιστόλι μέσα από την καπαρντίνα του και πυροβόλησε τη λιπόθυμη Ανδρομάχη στο κεφάλι. Αίματα και μυαλά τινάχτηκαν. Τα ξανθά της μαλλιά κοκκίνισαν.

Ο Τζακ, κραυγάζοντας άναρθρα, προσπάθησε να πιάσει το πιστόλι του από κάτω. Το χέρι του έκλεισε γύρω από τη λαβή του όπλου. Το ύψωσε, παρότι αισθανόταν το λουρί του Άζ’λεφκ να στριφογυρίζει ξανά και ξανά μέσα του, τραντάζοντας την ενεργειακή ύπαρξή του. Το χέρι του Τζακ έτρεμε, μα δεν άφησε το πιστόλι. Αυτό το κάθαρμα είχε σκοτώσει την Ανδρομάχη!

Πάτησε τη σκανδάλη.

Είδε τον Άζ’λεφκ να παραπατά, χτυπημένος στο στήθος.

Το ενεργειακό λουρί είχε ξαφνικά αδυνατίσει – αλλά δεν είχε εξαφανιστεί. Και… γιατί δεν είχε πεταχτεί αίμα; Φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο το κάθαρμα;

Καθώς η έκπληκτη όψη έσβησε από το πρόσωπο του Άζ’λεφκ, το ενεργειακό λουρί δυνάμωσε πάλι. Δυνάμωσε περισσότερο από πριν. Ο Τζακ άρχισε να σφαδάζει επάνω στο πάτωμα, ουρλιάζοντας.

Θα πρέπει, νομίζω, να πάρω ειδικά μέτρα μαζί σου, Έψιλον-Δύο, άκουσε τη φωνή του Άζ’λεφκ ν’αντηχεί μέσα του. Έχεις γίνει επικίνδυνη.

Ο Τζακ έχασε τις ανθρώπινες αισθήσεις του.

6.

«Αγάπη μου, να μιλήσω μόνος με την Ανεμόφθαλμη για λίγο;» είπε ο Ορείχαλκος. «Ήρθε από τόσο μακριά για να με δει επειδή ανησυχούσε για εμένα.»

Η Παντοκράτειρα τον κοίταξε διστακτικά, και εκείνον και την ξαδέλφη του. Της είχε φανεί παράξενο το γεγονός ότι οι Υπερασπιστές της είχαν αλλάξει τόσο γρήγορα γνώμη σχετικά με την Ανεμόφθαλμη. Παρότι θεωρούσαν ότι κάτι τούς έκρυβε, είχαν αποφασίσει να την αφήσουν να μείνει εδώ – για την ώρα, τουλάχιστον – επειδή, πιο πριν, τους είχε υποσχεθεί ότι δεν θα προκαλούσε κανένα πρόβλημα. Παράξενο…

Η Παντοκράτειρα έστρεψε το βλέμμα της στον μοναδικό Υπερασπιστή που είχε ακόμα μείνει στο δωμάτιο. Μου είπαν ψέματα; αναρωτήθηκε. Τόλμησαν να μου πουν ψέματα; Οι Υπερασπιστές της ποτέ δεν της έλεγαν ψέματα!

«Να μιλήσουμε;» ρώτησε πάλι ο Ορείχαλκος, βλέποντας την Αγαρίστη συλλογισμένη. «Δε θ’αργήσουμε· το υπόσχομαι.»

Η Παντοκράτειρα συνοφρυώθηκε. Ρώτησε τον Υπερασπιστή: «Να τον αφήσω μόνο μαζί της;»

«Ναι, Αρχόντισσά μας.»

«Κι αν τον απαγάγει, όπως εκείνος ο στρατιώτης απήγαγε τη Βάρμη;»

«Δε νομίζουμε ότι πρόκειται για την ίδια περίπτωση, Αρχόντισσά μας.»

Κάτι, όμως, δεν άρεσε στην Αγαρίστη. Στράφηκε στον Ορείχαλκο. «Εντάξει,» του είπε. «Αλλά για λίγο.»

Ωραία, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος, που προς στιγμή είχε ανησυχήσει ότι η Αγαρίστη ίσως να διαφωνούσε· και ήταν πράγματα που ήθελε να ρωτήσει την Ανεμόφθαλμη τα οποία δεν μπορούσε να ρωτήσει ούτε μπροστά στην Παντοκράτειρα ούτε, φυσικά, μπροστά στον Ελκράσ’ναρχ.

«Πάμε στο μπαλκόνι,» είπε, και η Ανεμόφθαλμη τον ακολούθησε προς το μπαλκόνι όπου εκείνος στεκόταν όταν οι Υπερασπιστές την είχαν πρωτοφέρει εδώ.

Πέρασαν από μερικά δωμάτια και έφτασαν, ενώ ο Ορείχαλκος έριχνε ματιές πάνω απ’τον ώμο του μήπως κανένας τούς παρακολουθούσε. Κανέναν, όμως, δεν είδε. Ούτε τους Υπερασπιστές ούτε την Αγαρίστη.

«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε την Ανεμόφθαλμη μόλις ήταν μόνοι τους. «Τρελάθηκες;»

«Εσύ τρελάθηκες!» αντιγύρισε εκείνη. «Έφυγες – έφυγες χωρίς να…» Κόμπιασε.

«Με συγχωρείς, Ανεμόφθαλμη, αλλά ήξερα ότι ποτέ δεν θα το καταλάβαινες. Η Αγαρίστη είναι σύζυγός μου· παντρευτήκαμε σε Πύργο του Ήλιου και του–»

«Δεν έχει σημασία τώρα. Πρέπει να φύγεις από εδώ.»

Ο Ορείχαλκος κούνησε το κεφάλι. «Δε μπορώ να φύγω.»

Η Ανεμόφθαλμη τον κοίταζε σαν να ήξερε ήδη ότι αυτή θα ήταν η απάντησή του. (Με γνωρίζει καλά, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Όπως κι εγώ γνωρίζω καλά εκείνη.) «Μάλιστα…» του είπε. «Και τι νομίζεις ότι θα κάνεις εδώ; Νομίζεις ότι θα τη σώσεις από τον Ελκράσ’ναρχ;»

Ο Ορείχαλκος κοίταξε προς τη μπαλκονόπορτα, παρότι η φωνή της Ανεμόφθαλμης δεν ήταν τόσο δυνατή ώστε ν’ακουστεί μέσα. Κανένας δεν στεκόταν εκεί.

Η Ανεμόφθαλμη αναστέναξε, βλέποντάς τον να μην αποκρίνεται. «Ορείχαλκε. Δεν είμαι πια αυτή που ήμουν.» Έμοιαζε διστακτική καθώς το έλεγε τούτο.

Ο Ορείχαλκος συνοφρυώθηκε, παρατηρώντας την.

«Έχω αλλάξει,» του είπε εκείνη, «με τρόπο που… είναι δύσκολο να σου εξηγήσω. Κρυβόμουν από τον Ελκράσ’ναρχ, αλλά έκανα ένα μικρό λάθος…»

Ο Ορείχαλκος δεν καταλάβαινε. «Για τι πράγμα μιλάς;»

«Άκουσε με λίγο. Κοίταξα την Αγαρίστη όπως δεν μπορείς να την κοιτάξεις εσύ. Κοίταξα την ενεργειακή μορφή της. Κι εκεί νομίζω πως είδα αυτό που την κάνει πλοηγό του Ελκράσ’ναρχ. Είναι κάτι που ξεκινά από το χέρι της και φτάνει, σαν σκουλήκι, στην πίσω μεριά του λαιμού της. Εκπέμπει κύματα σε κάποια πολύ διεισδυτική συχνότητα, η οποία– Τέλος πάντων, αυτό την κάνει πλοηγό του.»

Ο Ορείχαλκος άρχισε να μην καταλαβαίνει ακόμα περισσότερο. «Πώς είναι δυνατόν να τα ξέρεις αυτά, Ανεμόφθαλμη; Πώς είναι δυνατόν να το βλέπεις αυτό που λες;»

«Σου εξήγησα, Ορείχαλκε: έχω αλλάξει.» Χαμογέλασε αχνά, σαν να γνώριζε κάτι που εκείνος δεν μπορούσε ποτέ να γνωρίσει. «Δεν είμαι καν η Ανεμόφθαλμη που ήξερες–»

«Είσαι… Έχεις μεταμφιεστεί σαν την Ανεμόφθαλμη, έτσι δεν είναι; Ποια είσαι πραγματικά; Πες μου! Πώς ήξερες όλα αυτά που σε ρώτησα για να σε δοκιμ–;»

Η Ανεμόφθαλμη έβαλε το χέρι της μπροστά στο στόμα του. «Η Ανεμόφθαλμη είμαι. Απλώς έχω αλλάξει. Ανακάλυψα τι ήταν τα όνειρα που έβλεπα, Ορείχαλκε. Δε μπορώ να σου πω περισσότερα τώρα–»

«Κάποιος σαν εσένα, όμως, ήταν εδώ. Κάποιος που ο Ελκράσ’ναρχ διέκρινε ότι δεν ήταν εκείνο που φαινόταν. Κι αυτός απήγαγε τη Βάρμη, τη διοικήτρια της προσωπικής φρουράς της Παντοκράτειρας.»

«Δεν ξέρω τι είδε ο Ελκράσ’ναρχ, αλλά…» Η Ανεμόφθαλμη συνοφρυώθηκε. «Όταν ήρθα στη Ρελκάμνια…»

«Τι;»

«Τίποτα, άστο. Πρέπει να φύγεις από εδώ, Ορείχαλκε. Δε μπορείς να βοηθήσεις την Αγαρίστη–»

«Αφού μπορείς να δεις αυτό που είναι μέσα της, αυτό που την κάνει πλοηγό του, πες μου: είναι δυνατόν να βγει, κάπως;»

«Θα μπορούσα κι εγώ να το βγάλω. Αλλά θα τη σκότωνα συγχρόνως. Αν πρώτα δεν με σκότωνε ο Ελκράσ’ναρχ – πράγμα σχεδόν βέβαιο.»

«Η ίδια θα μπορούσε να το αποβάλει αυτό το πράγμα;»

«Ίσως,» είπε η Ανεμόφθαλμη. «Ή ίσως όχι. Δεν είμαι σίγουρη.»

Ο Ορείχαλκος θυμήθηκε που η Αγαρίστη τού είχε πει ότι εκείνος ο κύβος είχε μπει μέσα στο χέρι της. Θα μπορούσε ο κύβος και το ενεργειακό σκουλήκι που έβλεπε η Ανεμόφθαλμη να ήταν το ίδιο πράγμα;

Μια μορφή πλησίασε τη μπαλκονόπορτα.

Ο Ορείχαλκος στράφηκε, για να δει την Παντοκράτειρα ν’ανοίγει τη γυάλινη πόρτα και να βγαίνει στο μπαλκόνι.

«Ελπίζω να μη διακόπτω τίποτα σημαντικό,» είπε η Αγαρίστη, κοιτάζοντάς τους και τους δύο – και κυρίως την Ανεμόφθαλμη – με επιφύλαξη.

Ο Ορείχαλκος αποκρίθηκε: «Δεν προλάβαμε να πούμε και πολλά, αλλά….»

«Αγάπη μου, δε μπορώ να σ’αφήσω για πολύ μόνο μαζί της. Ίσως νάναι επικίνδυνη.»

«Σε διαβεβαιώνω, δεν είμαι επικίνδυνη,» της είπε η Ανεμόφθαλμη.

Η Παντοκράτειρα την αγριοκοίταξε. «Θα μου απευθύνεσαι στον πληθυντικό, και ως ‘Μεγαλειοτάτη’! Ο Ορείχαλκος είναι σύζυγός μου· εσύ δεν είσαι, και δεν σ’έχω ποτέ ξανά δει.»

«Όπως επιθυμείτε, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε η Ανεμόφθαλμη, ενώ κατά βάθος ήθελε να την κλοτσήσει. Ακόμα και τώρα που είχε ανακαλύψει την πραγματική της φύση, ακόμα και τώρα που το όνομά της ήταν Άζ’λεφκ, δεν συμπαθούσε καθόλου την Παντοκράτειρα. Εξακολουθούσε να τη θεωρεί κάτι το αφύσικο. Κι ευχαρίστως θ’άρπαζε αυτό το σκουλήκι και θα το τραβούσε από πάνω της, σκοτώνοντάς την συγχρόνως· αλλά ο Ορείχαλκος δεν θα το ήθελε αυτό – και ο Ελκράσ’ναρχ μάλλον θα με προλάβαινε αν το επιχειρούσα.

«Να μείνει η Ανεμόφθαλμη μαζί μας μερικές ημέρες;» πρότεινε ο Ορείχαλκος στην Αγαρίστη, γιατί ήταν περίεργος να μάθει τι πραγματικά είχε συμβεί στην ξαδέλφη του. Δεν είχε καταλάβει ούτε το ένα τρίτο από αυτά που του είχε πει: και ήθελε να καταλάβει.

«Αγάπη μου, οι Υπερασπιστές μου… διακρίνουν κάτι επάνω της,» αποκρίθηκε η Παντοκράτειρα.

«Το αποκλείεις να έκαναν λάθος; Ακόμα κι οι ίδιοι παραδέχτηκαν πως, ό,τι κι αν ήταν αυτό, το διέκριναν μονάχα για μια στιγμή. Η Ανεμόφθαλμη ανησυχούσε επειδή έφυγα τόσο ξαφνικά από τη Σάρντλι. Ας την αφήσουμε να μείνει για λίγο εδώ ώστε να δει ότι κοντά σου δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για εμένα.»

«Φυσικά και δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για εσένα κοντά μου,» είπε η Παντοκράτειρα. «Μακριά μου είναι που υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι.» Ατένισε την Ανεμόφθαλμη με δισταγμό. Αναρωτιόταν ποια θα ήταν η αντίδραση των Υπερασπιστών της, αν τους έλεγε πως είχε αποφασίσει να την αφήσει να μείνει στο Παντοτινό Ανάκτορο για μερικές ημέρες…

7.

«Αρχόντισσά μας, αυτό δεν είναι καθόλου συνετό. Κάτι μάς κρύβει,» αποκρίθηκαν οι Υπερασπιστές, καθώς και οι τέσσερις βρίσκονταν μέσα στο μεγάλο σαλόνι με τα δύο κρυστάλλινα αγάλματα Απολλώνιων Σερπετών. Δεν ήταν βέβαιο ποιος απ’όλους είχε μιλήσει· θα μπορούσαν να είχαν μιλήσει και όλοι μαζί.

«Το βλέπετε τώρα;» ρώτησε η Παντοκράτειρα δείχνοντας την Ανεμόφθαλμη, εκεί που αυτή στεκόταν, πλάι στον Ορείχαλκο. «Βλέπετε τώρα κάτι να σας κρύβει;»

«Τώρα όχι, Αρχόντισσά μας. Αλλά πριν το διακρίναμε.»

«Ίσως να κάνατε λάθος.»

«Δεν κάναμε λάθος.»

«Κι αν θέλω να την αφήσω να μείνει για μερικές ημέρες;»

«Θα ήταν ασύνετο, Αρχόντισσά μας.»

«Είμαι η Παντοκράτειρα, δεν είμαι; Αν το θέλω, θα γίνει!»

«Ασφαλώς και θα γίνει.»

«Θα γίνει, λοιπόν! Μερικές ημέρες η Ανεμόφθαλμη θα είναι μαζί μας.» Αν μη τι άλλο, η Αγαρίστη ήταν περίεργη να τη γνωρίσει, καθώς και να μάθει αν ο φόβος των Υπερασπιστών της ήταν βάσιμος. Επιπλέον, αν η Ανεμόφθαλμη είχε κάποια σχέση μ’εκείνον τον ψεύτικο στρατιώτη που είχε απαγάγει τη Βάρμη, δε θα μπορούσε η Αγαρίστη να τη χρησιμοποιήσει, κάπως, για να ξαναβρεί τη φίλη της; Ή ακόμα και για να εντοπίσει τον Στίβεν Νέλκος και τους συνεργούς του; Θα τα έλεγε όλα αυτά στους Υπερασπιστές της όταν ήταν μόνη μαζί τους, γιατί δεν ήθελε, φυσικά, να τα μάθει η Ανεμόφθαλμη. Και καλύτερα να μην τα ήξερε ούτε ο Ορείχαλκος.

8.

Δύο Υπερασπιστές την οδήγησαν στα δωμάτια που η Παντοκράτειρα είχε αποφασίσει να της παραχωρήσει μέσα στο Παντοτινό Ανάκτορο.

«Μας υποσχέθηκες ότι θα τον διώξεις,» είπε ο ένας. «Αλλά δεν το έκανες.»

«Δεν θέλει να φύγει,» αποκρίθηκε η Ανεμόφθαλμη, αφήνοντας τον μικρό σάκο της επάνω στον χαμηλό καναπέ και καθίζοντας άνετα. «Θα συνεχίσω, όμως, να προσπαθώ.»

Οι Υπερασπιστές έμειναν σιωπηλοί, χωρίς να φύγουν από το δωμάτιο. Την παρατηρούσαν. Διεισδυτικά. Ψάχνοντας. Η Ανεμόφθαλμη το καταλάβαινε.

«Είναι κάτι άλλο;» τους ρώτησε.

«Αποκαλύψου,» της είπαν. «Δείξε μας ποια πραγματικά είσαι.»

Η Ανεμόφθαλμη έφερε στο μυαλό της τα παράξενα όνειρα που είχε δει όταν ήρθε στη Ρελκάμνια. Τα όνειρα από κάποια άλλη μορφή του Άζ’λεφκ την οποία αισθανόταν να βρίσκεται πολύ κοντά. Μάλλον ήταν μέσα στη διάσταση, συγχρόνως με εκείνη. Κι αυτά τα όνειρα η Ανεμόφθαλμη είχε την αίσθηση πως είχαν φτάσει στο μυαλό της από λάθος. Ήταν σαν να παράδερναν επειδή είχαν αποσπαστεί από κάποιο προστατευτικό κέλυφος και το πνεύμα της τα είχε προσελκύσει.

Μέσα στα όνειρα, η Ανεμόφθαλμη ήταν άντρας, και είχε, πριν από χρόνια, κάνει κάποια συμφωνία με τον Ελκράσ’ναρχ. Ο Ελκράσ’ναρχ και ο Άζ’λεφκ γνωρίζονταν. Θα με αναγνωρίσει και τώρα, άραγε;

«Δείξε μας ποια πραγματικά είσαι!» επέμεινε ο ένας Υπερασπιστής. «Αλλιώς, μη νομίζεις ότι δεν έχουμε τρόπους να σε αφανίσουμε,» πρόσθεσε ο δεύτερος, «και κανένας – ούτε η Παντοκράτειρα – να μη μάθει ποτέ τι έγινε μ’εσένα.»

«Δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε έρθει σε κάποια… συνεννόηση,» τους είπε η Ανεμόφθαλμη, και άφησε την πραγματική της φύση να φανεί στο ενεργειακό επίπεδο που έβλεπε ο Ελκράσ’ναρχ. (Συνέχισε, όμως, να κρύβει το β’ζάιλ μέσα στην αγκράφα της ζώνης της.)

«Εσύ, ξανά… Αλλά όχι εσύ ο ίδιος…» είπε ο ένας Υπερασπιστής. «Θυμάσαι, όμως,» είπε ο άλλος. Και ξανά ο πρώτος: «Υποσχέθηκες ότι θα μας αφήσεις να ενεργήσουμε μόνοι μας!»

Η Ανεμόφθαλμη δεν ήξερε για τι μιλούσαν. «Και δεν έχω παρέμβει μέχρι στιγμής, έχω παρέμβει;»

«Όχι… Γιατί τώρα, λοιπόν, είσαι εδώ;»

«Για τον Ορείχαλκο.»

Οι Υπερασπιστές εξέπεμπαν καχυποψία που δεν μπορούσαν να κρύψουν. «Θέλεις να μας βοηθήσεις;» τη ρώτησαν.

«Δε θα ήταν μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού μας, σωστά;»

Οι Υπερασπιστές έμειναν σιωπηλοί.

«Θα με αφήσετε να ξεκουραστώ, τώρα;»

«Όπως επιθυμείς, Άζ’λεφκ. Αλλά, προτού φύγουμε, πρέπει να σου κάνουμε μια ερώτηση.»

«Ακούω.»

«Ήρθες ξανά στο Παντοτινό Ανάκτορο;»

«Ξανά;»

«Ένα πλάσμα είχε πάρει τη μορφή ενός στρατιώτη της Μεγαλειοτάτης, και νομίζουμε ότι αυτό το πλάσμα ήσουν εσύ… αν και με αισθητές αλλοιώσεις.»

«Θα μπορούσα να ήμουν εγώ. Πείτε μου γι’αυτό το… πλάσμα. Τι ακριβώς συνέβη;»

«Μην παίζεις μαζί μας, Άζ’λεφκ!» Μαύρες φωτιές παρουσιάστηκαν στα χέρια τους, μέσα από τις οποίες αργυρές και πορφυρές φλόγες ξεπηδούσαν.

Η Ανεμόφθαλμη σηκώθηκε από τον καναπέ, ήρεμα, αντικρίζοντάς τους. «Ξεχνάς, Ελκράσ’ναρχ, ότι παίζουμε.»

«Καταλαβαίνεις για τι σου μιλάμε! Αν ήσουν εσύ, πες το μας!»

«Εσύ θα μου πεις τι ακριβώς συνέβη.» Η Ανεμόφθαλμη βάδισε προς την κάβα του μικρού καθιστικού, κι έψαξε για μπουκάλι με τάο βις. «Τι πλάσμα ήταν αυτό που παρουσιάστηκε στο Παντοτινό Ανάκτορο, και υπό ποιες συνθήκες;»

9.

Όταν ο Ελκράσ’ναρχ έφυγε, η Ανεμόφθαλμη έκανε ένα γύρο των δωματίων της για να τα δει όλα: ένα υπνοδωμάτιο, ένα μικρό καθιστικό (εκεί όπου είχε μιλήσει με τους Υπερασπιστές), και ένα λουτρό. Κουζίνα δεν υπήρχε πουθενά, αλλά υπήρχε μια ενεργειακή εστία στη γωνία του υπνοδωματίου, όπου μπορούσες να ψήσεις κάτι απλό, όπως καφέ. Η ντουλάπα περιείχε μερικά ρούχα Ρελκάμνιας μόδας – αντρικά και γυναικεία.

Η Ανεμόφθαλμη, αφού τελείωσε το τάο βις της, πήγε στο λουτρό. Γδύθηκε και άρχισε να πλένεται, ενώ συγχρόνως προσπαθούσε να θυμηθεί, από το όνειρό της, πού μέσα στη Ρελκάμνια έμενε εκείνος ο άλλος Άζ’λεφκ.

Το β’ζάιλ της το είχε αφήσει κλεισμένο στην αγκράφα της ζώνης της, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες του.

Βίηλ

1.

Η Φενίλδα είχε, χτες το απόγευμα, πάει μαζί με τους μάγους και τους ανιχνευτές του Προμάχου Άτβος που ερευνούσαν τα εδάφη για ναρκοπέδια, και είχε πολύ εύκολα καταλάβει πώς χρησιμοποιείτο το Ξόρκι Εντοπισμού Εκρηκτικών Υλών. Πράγμα που είχε φανερά εκπλήξει την Ιλρίνα’νορ, ειδικά όταν η Φενίλδα τής είπε πως δεν ήταν του τάγματος των Πεφωτισμένων.

«Πώς είναι δυνατόν, τότε, να διαισθάνεσαι το Φως;»

«Θέμα σκέψης είναι,» αποκρίθηκε η Φενίλδα.

«Τι εννοείς;»

«Δε μπορώ να σου εξηγήσω πώς ακριβώς αντιλαμβάνομαι το Φως. Εσύ θα μπορούσες;»

«Όλοι οι μάγοι του τάγματος των Πεφωτισμένων το αντιλαμβάνονται – και τέτοιοι μάγοι υπάρχουν μόνο στη Βίηλ.»

«Ναι,» επέμεινε η Φενίλδα, «αλλά μπορείς να μου εξηγήσεις πώς ακριβώς αντιλαμβάνεσαι το Φως;»

Η Ιλρίνα κούνησε το κεφάλι. «Όχι… δε νομίζω… Τι νόημα έχει αυτό που λες;» Είχαν μόλις εντοπίσει ένα ναρκοπέδιο, το οποίο βρισκόταν καμια εικοσαριά χιλιόμετρα απόσταση από την Πύλη της Καρδιάς, όπως έλεγαν οι ανιχνευτές συμβουλευόμενοι τον χάρτη τους – και τώρα σημείωναν επάνω στον χάρτη τη θέση του ναρκοπέδιου. Οι σκιές πύκνωναν παντού γύρω τους στον ελαφρώς δενδρώδη τόπο.

Η Φενίλδα αποκρίθηκε στην Ιλρίνα: «Σ’το λέω για να σου δώσω να καταλάβεις πως ούτε κι εγώ μπορώ να σου εξηγήσω πώς αντιλαμβάνομαι το Φως. Απλά το αντιλαμβάνομαι.»

«Μα, δεν είσαι από τη Βίηλ!»

«Τρόπος σκέψης είναι· δεν έχει πραγματικά σχέση με το αν έχεις γεννηθεί στη Βίηλ ή αν είσαι του τάγματος των Πεφωτισμένων.»

Η Ιλρίνα’νορ την κοίταζε περίεργα από εκείνη τη συζήτησή τους και ύστερα. Και η Φενίλδα σκέφτηκε: Έχω αρχίσει να μιλάω σαν τον Δαίδαλο, μου φαίνεται. Κι εγώ παλιότερα δεν θα με καταλάβαινα.

Ο στρατός του Άτβος είχε μετακινηθεί λίγο, μετά από την επιστροφή των ανιχνευτών, και είχε κατασκηνώσει. Ο Πρόμαχος και οι στρατηγοί του έκαναν σχέδια μέσα στη σκηνή του για την επερχόμενη μάχη, γιατί αύριο όλοι έλεγαν πως θα έφταναν στην Πύλη της Καρδιάς: τη μεγάλη γέφυρα που αποτελούσε βασική είσοδο στην περιοχή που ονομαζόταν «Καρδιά του Κάνρελ» και στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου.

Η Φενίλδα δεν ήταν σ’αυτό το πολεμικό συμβούλιο. Καθόταν μαζί με τον Δαίδαλο έξω απ’τη σκηνή της, και μιλούσαν για τη φύση της μαγείας. («Δε μπορούν οι τοπικοί μάγοι να καταλάβουν πώς διαισθάνεσαι το Φως· μην προσπαθείς να τους εξηγήσεις,» της είπε. «Είσαι μια παραδοξότητα γι’αυτούς.») Αργότερα, κοιμήθηκε και, όταν ήρθε η αυγή, την ξύπνησε η φασαρία που γινόταν στον στρατιωτικό καταυλισμό. Βγήκε στην είσοδο της σκηνής της και είδε ότι ετοιμάζονταν για αναχώρηση.

«Πάμε για πόλεμο, μάγισσα,» της είπε ο Νελμάτρες, που ήταν εκεί κοντά, μαζί με τη Σιλράτα.

Η Φενίλδα έτριψε τα μάτια της με το ένα χέρι, κι επέστρεψε στο εσωτερικό της σκηνής της για να ντυθεί και να ποδεθεί.

Το στράτευμα του Προμάχου Άτβος – και Πρίγκιπα του Κάνρελ, όπως όλοι τον αποκαλούσαν – διέλυσε τον καταυλισμό του και επιβιβάστηκε σε μεγάλα μεταγωγικά οχήματα αλλά και αεροσκάφη – ελικόπτερα κυρίως. Τα αυτοκίνητα τα έβαλαν μέσα σε δύο μεγάλα φορτηγά: ένα για τον Πάνοπλο, τη Νυχτερινή, και την Ιπτάμενη· κι ένα αποκλειστικά για τον Κατακρημνιστή.

«Γιατί να τα μεταφέρουν;» ρώτησε η Φενίλδα τον Δαίδαλο. «Νομίζουν ότι δεν είναι αρκετά γρήγορα για να μας προλάβουν;»

«Δεν είναι αυτό. Ο Πρόμαχος δεν θέλει οι εχθροί μας να ξέρουν ότι έχουμε τα αυτοκίνητα. Περιμένει να φέρουν θηρία από τις Ερημιές, και πιστεύει ότι χρησιμοποιώντας αιφνιδιαστικά τα αυτοκίνητα θα μπορέσει καλύτερα να τα αντιμετωπίσει.»

«Θηρία από τις Ερημιές;» είπε η Φενίλδα, καθώς εκείνη, ο Δαίδαλος, ο Νελμάτρες, η Σιλράτα, και ο Κισβέρνες (ο πιλότος του αεροπλάνου της Φενίλδα, ο οποίος ήταν μισθοφόρος του Πριγκιπάτου Κίρτβεχ) ανέβαιναν σ’ένα τετράκυκλο όχημα με γιγαντοβαλλίστρα. Οδηγός ήταν η Κισβέτα, μια παλιά συντρόφισσα του Άτβος· και χειριστής της βαλλίστρας ήταν ο Νίλφες, ένας άλλος από τους παλιούς συντρόφους του Άτβος.

«Περάσαμε κι εμείς από τις Ερημιές,» είπε ο Δαίδαλος στη Φενίλδα, «όταν πηγαίναμε προς το Κίρτβεχ. Δε θυμάσαι που ένα γιγάντιο ερπετό μάς χίμησε;»

Η Φενίλδα το θυμήθηκε. «Θεοί…» έκανε. «Κι ο Ρέτβελνος έχει φέρει τέτοια πλάσματα για να μας πολεμήσουν;»

«Έτσι πιστεύει ο Πρόμαχος.»

«Κι έτσι είναι,» είπε ο Νίλφες. «Είδα τους Παντοκρατορικούς με τα ίδια μου τα μάτια να τα μαζεύουν στις Ερημιές.»

«Πώς ακριβώς τα δάμασαν;» ρώτησε ο Δαίδαλος.

Ο Νίλφες τού απάντησε ότι γινόταν κάτι περίεργο με μια συσκευή που ονομαζόταν ενεργειακός δονητής μεγάλης κλίμακας.

Ο Δαίδαλος ένευσε. «Καταλαβαίνω.» Και προς τη Φενίλδα: «Χρησιμοποίησαν τις ενεργειακές δονήσεις του Φωτός για να προσελκύσουν τα πλάσματα.»

«Γίνεται αυτό;»

«Φυσικά. Αν βρεις τη σωστή συχνότητα. Οι Παντοκρατορικοί πειραματίζονται με διάφορα, σ’όλες τις διαστάσεις. Αν και οι πειραματισμοί τους είναι λιγάκι… χρηστικοί, συνήθως.»

Το στράτευμα, μετά από λίγο, ξεκίνησε προς τα δυτικά, και διέσχισε πεδινά μέρη που, παρότι δεν ήταν έρημα, όλες οι αγροικίες, τα χωριά, και οι πόλεις τους έμοιαζαν εγκαταλειμμένα. Και ψυχή δεν έβλεπες στην ύπαιθρο. Ούτε καν βοσκούς με τα ζώα τους. Οι ντόπιοι τα είχαν μαζέψει και είχαν φύγει. Πράγμα το οποίο οι ανιχνευτές του στρατεύματος είχαν προσέξει από χτες το απόγευμα, οπότε κανένας δεν ήταν τώρα παραξενεμένος. Ίσως οι ντόπιοι να είχαν πάει νότια, μέσα στην Καρδιά του Κάνρελ – υπέθεσε η Φενίλδα κοιτάζοντας τον χάρτη στα χέρια της – ή βόρεια, προς τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ, ή δυτικά.

Όταν το στράτευμα έφτασε κοντά στο ναρκοπέδιο που εκείνη και η Ιλρίνα’νορ είχαν εντοπίσει χτες, έκανε μια μεγάλη παράκαμψη για να το αποφύγει και συνέχισε την πορεία του. Τα ανιχνευτικά αεροσκάφη που πετούσαν μπροστά επέστρεφαν τώρα και ανέφεραν ότι πολύς στρατός ήταν συγκεντρωμένος στην Πύλη της Καρδιάς. Το οποίο, φυσικά, κανέναν δεν εξέπληξε.

Όταν απείχαν γύρω στα πέντε χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, σταμάτησαν και οι πολεμιστές κατέβηκαν από τα μεταγωγικά, παρατάχθηκαν, και ξεκίνησαν να προελαύνουν προς την Πύλη της Καρδιάς, ενώ ανιχνευτές προπορεύονταν μαζί με μάγους, για να ερευνούν για τυχόν ναρκοπέδια – αν και ήταν απίθανο να υπήρχαν τέτοια εδώ, τόσο κοντά στην Κάνρελ, όπως είπε ο Νίλφες στη Φενίλδα και στον Δαίδαλο. «Ακόμα κι ο Σφετεριστής δεν είναι τόσο τρελός.»

Καμια ώρα αφότου ο ήλιος είχε μεσουρανήσει, έφτασαν αντίκρυ στον ποταμό Βάλρηχ και στην πελώρια, πέτρινη γέφυρα που ονομαζόταν Πύλη της Καρδιάς. Η Φενίλδα όφειλε να ομολογήσει ότι ήταν αρκετά εντυπωσιακή, καθώς την κοίταζε με τα κιάλια της. Στην αρχή και στο τέλος της υπήρχαν ψηλές, πέτρινες καμάρες γεμάτες λαξεύματα. Εκατέρωθεν της κάθε καμάρας ορθώνονταν τα αγάλματα πολεμιστών (που ίσως να απεικόνιζαν τους Αρχαίους Κολοσσούς), και το ένα άγαλμα από αυτή την όχθη ήταν μισοσπασμένο. Από κάποια παλιότερη μάχη, ίσως; Το ένα χέρι του έλειπε.

Οι αρχηγοί του στρατεύματος έδωσαν διαταγή στους πολεμιστές τους να σταματήσουν, και οι πάντες έπαψαν να κινούνται, κι έμειναν για λίγο ν’ατενίζουν τους Παντοκρατορικούς και τους μισθοφόρους του Σφετεριστή που ήταν παρατεταγμένοι αντίκρυ τους, επάνω στην Πύλη της Καρδιάς και μπροστά από αυτήν, απλωμένοι από τη μια κι από την άλλη της καμάρας της. Πίσω από τη γέφυρα, στην άλλη όχθη του ποταμού Βάλρηχ, τουλάχιστον διακόσια μέτρα απόσταση, η Φενίλδα μπορούσε να δει μια μεγάλη περιτειχισμένη πόλη. Η Κάνρελ. Η πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου. Στη βόρεια μεριά της, ακριβώς εκεί όπου τελείωνε η Πύλη της Καρδιάς, ήταν ένα κάστρο που έμοιαζε ισχυρό. Η Φενίλδα δεν είχε στρατιωτικές γνώσεις, αλλά υποπτευόταν ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να περάσει κάποιος πολιορκητής από εκεί. Εμείς, βέβαια, έχουμε τα αυτοκίνητα, σκέφτηκε, κατεβάζοντας τα κιάλια της κι ελπίζοντας τα δημιουργήματα του Δαίδαλου να αποδεικνύονταν επαρκή.

2.

Μια φωνή αντήχησε, ερχόμενη προς το στράτευμα των επαναστατών σαν να καβαλούσε τον άνεμο:

«ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΝΡΕΛ, ΣΑΣ ΜΙΛΑ Ο ΡΕΤΒΕΛΝΟΣ ΒΑΝΔΕΡΜΑΧ, Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΣΑΣ. ΖΗΤΩ ΝΑ ΑΠΑΡΝΗΘΕΙΤΕ ΤΟΝ ΨΕΥΔΟΠΡΙΓΚΙΠΑ ΠΟΥ ΙΣΧΥΡΙΖΕΤΑΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΤΒΟΣ ΜΕΛΝΕΡΙΧ ΑΛΛΑ, ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΧΑ ΜΙΑ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΑΤΩΝ. Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΑΤΒΟΣ ΜΕΛΝΕΡΙΧ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ! ΣΑΣ ΔΙΝΩ ΜΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΑΦΗΣΕΤΕ ΤΑ ΟΠΛΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΤΕ ΣΤΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΣΑΣ, ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΣΑΣ ΦΕΡΘΩ ΕΧΘΡΙΚΑ. ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, ΝΑ ΞΕΡΕΤΕ ΟΤΙ ΔΕΝ ΣΤΡΕΦΕΣΤΕ ΜΟΝΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΚΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ, ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΠΑΡΑ ΝΑ ΣΑΣ ΤΙΜΩΡΗΣΩ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΑ!»

Φωνές και κραυγές αντήχησαν σ’όλο το στράτευμα του Προμάχου ύστερα από τούτα τα λόγια του Ρέτβελνος:

Κάτω ο Σφετεριστής!

Ο Σφετεριστής είναι ψεύτης!

Ο Άτβος Μέλνεριχ ζει!

Ο ΑΤΒΟΣ ΜΕΛΝΕΡΙΧ ΖΕΙ!

ΖΗΤΩ Ο ΑΤΒΟΣ ΜΕΛΝΕΡΙΧ, Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΟΥ ΚΑΝΡΕΛ!

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑΣ!

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΨΕΥΤΙΚΟΥΣ ΑΡΧΟΝΤΕΣ! ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΨΕΥΤΙΚΟΥΣ ΑΡΧΟΝΤΕΣ! ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΚΟΛΟΣΣΩΝ!

Και χτυπούσαν τα σπαθιά και τα δόρατά τους επάνω στις ασπίδες τους, σηκώνοντας μεγάλο σαματά σ’όλη την πεδιάδα μπροστά από τη βόρεια όχθη του ποταμού.

Η Φενίλδα δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει. Ήταν σαν σκηνή από εκείνες τις κινηματογραφικές ταινίες που γυρίζονταν στη Ρελκάμνια και σ’άλλες διαστάσεις: μόνο που αυτή δεν ήταν ταινία. Και σύντομα αρκετό αίμα θα χυνόταν ώστε να ζηλέψει ο ποταμός Βάλρηχ, θύμισε στον εαυτό της η Φενίλδα.

Ο Άτβος, έχοντας προσαρμόσει έναν εκφωνητή στην πλάτη του, έκανε τότε τη φωνή του ν’αντηχήσει όπως είχε αντηχήσει και η φωνή του Ρέτβελνος, πάνω από τον σαματά των πολεμιστών της Επανάστασης:

«ΕΙΜΑΙ Ο ΑΤΒΟΣ ΜΕΛΝΕΡΙΧ, ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ, ΠΑΡΑ ΤΑ ΕΣΚΕΜΜΕΝΑ ΨΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΔΙΑΔΟΘΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΜΟΥ! Ο ΡΕΤΒΕΛΝΟΣ ΒΑΝΔΕΡΜΑΧ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟΥ! ΠΡΟΔΩΣΕ, ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΕΜΕΝΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ ΣΑΣ! ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΤΩΝ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΣΤΕΣ ΜΑΣ ΟΠΩΣ ΗΤΑΝ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΔΑΣ!

»ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙ Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ, ΑΣ ΕΡΘΕΙ ΤΩΡΑ ΑΝΤΙΚΡΥ ΜΟΥ ΝΑ ΜΕ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΙ ΜΕ ΣΠΑΘΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ, ΤΟ ΚΑΘΑΡΜΑ!»

Οι πολεμιστές του στρατεύματος του Προμάχου ζητωκραύγαζαν πάλι, και χτυπούσαν τα όπλα τους επάνω στις ασπίδες τους. Χαλασμός γινόταν. Και μερικές σιδερένιες, αγκαθωτές σφαίρες εκτοξεύτηκαν από καταπέλτες προς το στράτευμα του Σφετεριστή στην όχθη του ποταμού.

Κανένας δεν βγήκε από την Κάνρελ για να δει από κοντά τον Άτβος – όπως κι ο ίδιος περίμενε, ήταν βέβαιη η Φενίλδα. Οι Παντοκρατορικοί και οι μισθοφόροι του Ρέτβελνος άρχισαν μόνο να βάλλουν, με τις πολεμικές τους μηχανές, προς το στράτευμα της Επανάστασης.

Οπότε, οι αρχηγοί του στρατεύματος πρόσταξαν επίθεση. Και οι ιππείς εφόρμησαν, ακολουθούμενοι από άρματα μάχης, ενώ τοξότες τούς κάλυπταν σκεπάζοντας τον ουρανό με βροχή από βέλη που δεν έμοιαζε να έχει τέλος. Οι πεζοί έρχονταν μετά, τακτικά, με τις ασπίδες τους υψωμένες και τα όπλα τους έτοιμα.

«Δε βλέπω τέρατα πουθενά,» είπε η Φενίλδα.

«Σίγουρα ο Ρέτβελνος δεν διαθέτει κανένα στρατό από τέτοια,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος. «Περιμένει για την κατάλληλη ευκαιρία. Έχει κάποιο σχέδιο κατά νου, δίχως αμφιβολία.»

Οι ιππείς έπεσαν πάνω στους μαχητές της Παντοκράτειρας, τους χτύπησαν άσχημα, και μετά, όσοι δεν είχαν σκοτωθεί ή μπλεχτεί ανάμεσά τους, σκόρπισαν ανατολικά και δυτικά, για να έρθουν οι πεζοί και τρομερή σύγκρουση να ξεκινήσει μπροστά στην όχθη του ποταμού Βάλρηχ. Και η Φενίλδα είδε ότι κι ο Άτβος τώρα κάλπαζε προς τα εκεί, μαζί με άλλους πολεμιστές, επαναστάτες, και ευγενείς του Πριγκιπάτου.

«Αν θέλετε μπορείτε να κατεβείτε,» είπε η Κισβέτα στη Φενίλδα και τον Δαίδαλο, κοιτάζοντάς τους πάνω απ’τον ώμο της. «Θα πλησιάσω αρκετά ώστε ο Νίλφες να μπορεί να τοξέψει με άνεση.»

Ο Δαίδαλος ατένισε τη Φενίλδα· εκείνη κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Και ο Νελμάτρες, η Σιλράτα, κι ο Κισβέρνες συμφωνούσαν: δεν ήθελαν να κατεβούν. «Θα έρθουμε μαζί σας,» είπε ο μάγος στην Κισβέτα.

«Καλώς.» Η επαναστάτρια έβαλε σε κίνηση τους τροχούς του οχήματος.

Σύντομα βρίσκονταν κοντά στις εκατοντάδες συμπλοκές που είχαν ξεσπάσει μπροστά στην Πύλη της Καρδιάς. Ο Νίλφες σημάδευε με τη γιγαντοβαλλίστρα κι εξαπέλυε πελώρια βέλη εναντίον των εχθρών – στοχεύοντας, περισσότερο, άρματα και ιππείς. Η Σιλράτα και ο Κισβέρνες τον βοηθούσαν να οπλίζει πιο γρήγορα το βαρύ όπλο. Η Κισβέτα άλλαζε θέσεις στο όχημα, για να μη γίνεται εύκολα στόχος από τους εχθρούς τους, οι οποίοι επίσης εκτόξευαν βέλη, καθώς και σιδερένιες σφαίρες και ενεργειακές ριπές.

«Πήγαινέ μας προς εκείνο το κανόνι,» είπε ο Δαίδαλος στην οδηγό, δείχνοντας. «Μπορούμε να το αδρανοποιήσουμε.»

Η Κισβέτα υπάκουσε, ενώ ο μάγος άρχιζε να υφαίνει κάποιο ξόρκι. Περνώντας ανάμεσα από δύο συμπλοκές – και χτυπώντας τρεις Παντοκρατορικούς στρατιώτες στο πέρασμά τους – ζύγωσαν το ενεργειακό κανόνι που ήταν προσαρτημένο επάνω σ’ένα εξάτροχο άρμα. Η Φενίλδα αισθανόταν τον Δαίδαλο να αντλεί δύναμη από το Φως και να τη χρησιμοποιεί για να κάνει την ενεργειακή ροή μέσα στο μεγάλο όπλο να μπλοκάρει. Το κανόνι είχε ήδη σταματήσει να βάλλει όταν το όχημα της Κισβέτα έφτασε σε απόσταση βολής χωρίς να υπάρχουν εμπόδια μπροστά του. Ο Νίλφες εκτόξευσε ένα μεγάλο βέλος καταπάνω στο κανόνι, καρφώνοντάς το στα μέταλλά του. Η Σιλράτα και ο Κισβέρνες αμέσως τον βοήθησαν να βάλει κι άλλο βέλος στη γιγαντοβαλλίστρα. Ο Δαίδαλος συνέχιζε να είναι επικεντρωμένος στην εστία του κανονιού, μπλοκάροντας τη ροή της ενέργειας. Ακόμα κι οι ρόδες του εξάτροχου άρματος είχαν πάψει να κινούνται.

Ο Νίλφες χτύπησε ξανά το κανόνι.

Και Παντοκρατορικοί πολεμιστές ήρθαν, τρέχοντας, προς το όχημα της Κισβέτα. Η Σιλράτα, ο Νελμάτρες, και ο Κισβέρνες σήκωσαν όπλα και ασπίδες και πήδησαν από το τροχοφόρο για να τους αντιμετωπίσουν.

Η Φενίλδα έβγαλε ένα ενεργειακό πιστόλι: ένα όπλο που λειτουργούσε στη Βίηλ αλλά δεν ήταν εύχρηστο, γιατί ή χρειαζόταν πολύ μεγάλη μπαταρία, για μία και μόνο ριπή, ή έπρεπε να το έχεις συνδέσει με κάποια μεγάλη εστία, ή έπρεπε κάποιος μάγος να το φορτίζει αντλώντας ενέργεια από το Φως. Η Φενίλδα ακολούθησε την τελευταία μέθοδο. Χρησιμοποίησε ένα Ξόρκι Μείζονος Ενεργοποιήσεως – το οποίο είχε μάθει τελευταία, υπό την καθοδήγηση του Δαίδαλου, διότι δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση να ενεργοποιείς περίπλοκες συσκευές χωρίς εστία – και τράβηξε ενέργεια από τη Βίηλ για να φορτίσει το πιστόλι στα χέρια της. Ύστερα, το έστρεψε προς τους Παντοκρατορικούς στρατιώτες και, σημαδεύοντας, πάτησε τη σκανδάλη. Μια ενεργειακή ριπή βλήθηκε από την κάννη του, χτυπώντας μια πολεμίστρια στο πόδι και κάνοντάς την να τρανταχτεί σύγκορμη και να πέσει. Οι ριπές των ενεργειακών όπλων σπάνια ήταν θανατηφόρες (εκτός αν επρόκειτο για κανόνια), αλλά το σπαθί της Σιλράτα αποτελείωσε αμέσως την πεσμένη Παντοκρατορική.

Η Φενίλδα άντλησε ξανά ενέργεια από τη Βίηλ, για δεύτερη ριπή. Κι αυτή τη φορά, το σημάδι της ήταν καλύτερο: Ένας πολεμιστής της Παντοκράτειρας χτυπήθηκε στο στήθος και σωριάστηκε λιπόθυμος. Η Φενίλδα έκανε πάλι Ξόρκι Μείζονος Ενεργοποιήσεως, και ήδη αισθανόταν ζαλισμένη από τη χρήση του. Ύψωσε το πιστόλι της και πυροβόλησε για τρίτη φορά. Αστοχώντας τελείως.

«Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!…» καταράστηκε.

«Δε χρειάζεται άλλο,» της είπε ο Δαίδαλος. «Τα καταφέρνουν και χωρίς εσένα.» Της μιλούσε ενώ συνέχιζε να μπλοκάρει τη ροή της ενέργειας στο κανόνι, ώστε ο Νίλφες να το τοξεύει με την άνεσή του.

Μετά από λίγο, το μεγάλο όπλο είχε καταστραφεί, όπως και δύο από τους έξι τροχούς του άρματος που το μετέφερε, και οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας δεν επιτίθονταν πλέον στο όχημα των επαναστατών. Ο Νελμάτρες, η Σιλράτα, και ο Κισβέρνες ανέβηκαν, και η Κισβέτα οδήγησε γρήγορα, παίρνοντάς τους όλους μακριά από εδώ.

Μια μεγάλη, σιδερένια, αγκαθωτή σφαίρα τούς αστόχησε ξυστά, κάνοντας το όχημά τους να τρανταχτεί.

Η Φενίλδα κοίταξε ολόγυρα, προσπαθώντας να καταλάβει από πού είχε έρθει, μα δεν κατάφερε να εντοπίσει τον καταπέλτη.

3.

Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας και οι μισθοφόροι του Σφετεριστή αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν επάνω στην Πύλη της Καρδιάς. Διέσχισαν τη μεγάλη γέφυρα και κλείστηκαν στο κάστρο μετά από αυτήν, στην αρχή της Κάνρελ, ανάμεσα στα δύο λιμάνια που φαίνονταν στην αντικρινή όχθη του ποταμού.

Οι αρχηγοί του στρατεύματος της Επανάστασης συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Άτβος, ο οποίος, έφιππος ακόμα, είχε τώρα βγάλει το κράνος του και θηκαρώσει το αιματοβαμμένο σπαθί του. Τον ρωτούσαν αν νόμιζε πως έπρεπε να συνεχίσουν την επίθεση επάνω στη γέφυρα. «Οι μαχητές μας είναι έτοιμοι και πρόθυμοι, Υψηλότατε,» είπε ένας άρχοντας του Κάνρελ που η Φενίλδα δεν αναγνώριζε. Όχι πως αναγνώριζε και τους υπόλοιπους, δηλαδή· δεν είχε καμία γνώση για τούτες τις περιοχές της Βίηλ.

Ο Άτβος έμοιαζε σκεπτικός για λίγο, αλλά τελικά κατένευσε. «Συνεχίζουμε την επίθεση,» είπε. «Χτυπάμε την Καστρόπορτα.» Πρέπει να αναφερόταν στην πύλη του κάστρου μετά από τη μεγάλη γέφυρα, υπέθεσε η Φενίλδα. «Αλλά όχι με όλες μας τις δυνάμεις. Στείλτε πρώτα ασπιδοφόρους πεζούς μαζί με προστατευμένο πολιορκητικό κριό. Και συγχρόνως βάλλετε εναντίον των υπερασπιστών στα τείχη του Πυλαίου Κάστρου.»

«Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε και τα αυτοκίνητα, Πρόμαχε,» είπε ο Κασμάρες. «Τι νόημα έχει να τα έχουμε κλεισμένα;»

«Υπομονή. Ο Σφετεριστής δεν θ’αργήσει ν’αμολήσει τα θηρία του εναντίον μας.»

«Κι αν, τελικά, δεν σκοπεύει να τα χρησιμοποιήσει όπως νομίζαμε;»

«Αποκλείεται, Κασμάρες. Αλλιώς, γιατί τα μάζευε από τις Ερημιές; Για να τα βάλει στον κήπο του παλατιού του;»

Ο Κασμάρες δεν αποκρίθηκε, αλλά ήταν φανερά προβληματισμένος.

Η Φενίλδα έμεινε σιωπηλή – Εγώ δεν ξέρω από πόλεμο – όμως κι εκείνη είχε τις αμφιβολίες της σχετικά με τον δισταγμό του Προμάχου να χρησιμοποιήσει τα αυτοκίνητα. Μονάχα θετικά μπορούσαν να λειτουργήσουν, δίχως αμφιβολία.

Οι αρχηγοί του στρατεύματος έδιναν τώρα διαταγές για να ξεκινήσει η επίθεση στην Καστρόπορτα του Πυλαίου Κάστρου, ενώ όλοι ανασυγκροτούνταν ύστερα από την πρώτη σύγκρουση με τους Παντοκρατορικούς και τους συμμάχους τους, η οποία δεν είχε διαρκέσει πάνω από μισή ώρα.

Η Φενίλδα ρώτησε την Ιλρίνα’νορ, που ήταν εκεί κοντά φυσικά: «Γιατί τη λένε Πόλη των Τριών Κάστρων; Έχει κι άλλα δύο σαν αυτό αντίκρυ μας;» Όσο ήταν μαζί με το στράτευμα του Άτβος, είχε ακούσει κάμποσες φορές να αποκαλούν την πρωτεύουσα του Κάνρελ Πόλη των Τριών Κάστρο.

Η Ιλρίνα’νορ κατένευσε. «Ναι, αλλά θα τα συναντήσουμε μετά. Το ένα είναι στα νοτιοανατολικά και το άλλο στα νοτιοδυτικά.» Ύψωσε το χέρι της. «Το Κάστρο της Γης,» είπε καθώς έδειχνε, πίσω από τα βόρεια τείχη της Κάνρελ, ένα συμπαγές οικοδόμημα στη νοτιοδυτική άκρη της πόλης· η απόσταση πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα, υπολόγιζε η Φενίλδα. «Και το Παλιό Κάστρο,» συνέχισε η Ιλρίνα καθώς έδειχνε ένα οικοδόμημα στα νοτιοανατολικά. «Το παλάτι είναι κοντά στο Παλιό Κάστρο. Όταν υπάρχει κίνδυνος, αυτοί που μένουν στο παλάτι εκεί πηγαίνουν.»

«Μάλιστα…» είπε η Φενίλδα.

«Στο παλάτι μέναμε παλιά εγώ κι ο Άτβος. Αυτή ήταν η πόλη μας.»

«Το ξέρω,» αποκρίθηκε η Φενίλδα. «Σύντομα θα είναι και πάλι δική σας.»

Η Ιλρίνα ένευσε, μοιάζοντας να φοβάται να μιλήσει, λες και μιλώντας θα το γρουσούζευε.

Οι πολεμιστές που θα επιτίθονταν στην Καστρόπορτα ήταν τώρα έτοιμοι, και μαζί τους είχαν έναν πολιορκητικό κριό ο οποίος, φυσικά, κινιόταν με εστία. Εφόρμησαν προς στην Πύλη της Καρδιάς ενώ δέχονταν ριπές από τις επάλξεις και τις πολεμίστρες του Πυλαίου Κάστρου, κι ενώ οι σύμμαχοί τους τους υποστήριζαν με βολές από γιγαντοβαλλίστρες, ενεργειακά κανόνια, και καταπέλτες. Η Φενίλδα παρατήρησε ότι όλοι πρόσεχαν να μην κάνουν ζημιές στα αγάλματα στην αρχή και στο τέλος της γέφυρας. Είχαν συγκεντρωθεί εδώ για να αλληλοσκοτωθούν, αλλά τα παιδιά των Αρχαίων Κολοσσών σέβονταν τα μνημεία τους. Παρ’όλ’αυτά, κάποιες βολές χτύπησαν ξυστά τα αγάλματα προκαλώντας μικρές ζημιές σε διάφορα σημεία.

Οι επιτιθέμενοι ζύγωναν την Καστρόπορτα, όταν αυτή άνοιξε για να τους υποδεχτεί. Κι από μέσα της πετάχτηκαν πλάσματα που, καθώς η Φενίλδα τα κοίταζε με τα κιάλια της, ήταν βέβαιη πως δεν τα είχε ποτέ ξαναδεί. Έμοιαζαν με σαύρες, μα δεν ήταν σαύρες. Δεν είχαν ουρές. Έτρεχαν επάνω σε τέσσερα ψηλά πόδια, και η ταχύτητά τους ήταν πολύ μεγάλη. Στα μακρόστενα κεφάλια τους υπήρχαν δύο κέρατα από πάνω και δύο από κάτω, μακριά κι επικίνδυνα, με τα οποία κάρφωναν τους μαχητές της Επανάστασης καθώς τους χιμούσαν λυσσασμένα.

«Ντρέζ’νιθ!» άκουσε η Φενίλδα τον Άτβος να λέει.

Κατέβασε τα κιάλια της. «Τι είναι αυτά;»

«Τα πλάσματα από τις Ερημιές,» της είπε ο Δαίδαλος.

«Φέρτε τα αυτοκίνητα!» πρόσταξε ο Άτβος, ενώ οι πολεμιστές του τρέπονταν σε φυγή επάνω στην Πύλη της Καρδιάς, εγκαταλείποντας τον πολιορκητικό κριό. Τα ντρέζ’νιθ τούς σκότωναν σαν να ήταν έντομα, με φοβερή ταχύτητα και αγριότητα. Πολλοί πηδούσαν από τη γέφυρα για να γλιτώσουν, και ο ποταμός Βάλρηχ τούς κατάπινε.

«Τα αυτοκίνητα!» φώναξε ο Άτβος.

Τα δύο φορτηγά πλησίασαν και οι πόρτες τους άνοιξαν, για να βγουν ο Πάνοπλος, η Νυχτερινή, η Ιπτάμενη, και ο Κατακρημνιστής.

Ο Άτβος τούς είπε, δείχνοντας: «Βλέπετε τη γέφυρα; Θα χτυπήσετε αυτά τα πλάσματα που έχουν βγει από το κάστρο. Καταλαβαίνετε;»

«Καταλαβαίνουμε, Πρόμαχε,» αποκρίθηκε η μεταλλική φωνή του Πάνοπλου. «Θα χρειαστούμε, όμως, κάλυψη, γιατί στις επάλξεις φαίνονται ενεργειακά κανόνια και άλλα όπλα.»

«Φυσικά και θα έχετε κάλυψη,» είπε ο Άτβος. «Τα πλάσματα νομίζετε ότι θα μπορέσετε να τα νικήσετε;»

«Θα προσπαθήσουμε.»

Ο Άτβος κοίταξε τον Δαίδαλο, ερωτηματικά.

«Σου απάντησαν, Πρόμαχε,» είπε ο μάγος. «Θα προσπαθήσουν. Και, για να είμαι ειλικρινής, δεν νομίζω να έχουν μεγάλο πρόβλημα. Φτάνει να απασχολήσεις τα όπλα στις επάλξεις. Οι ενεργειακές ριπές μπορούν να καταστρέψουν τα αυτοκίνητα.»

Ο Άτβος ένευσε, κι ενεργοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του για να δώσει διαταγές.

Τα μεγάλα όπλα του στρατεύματος ετοιμάστηκαν να καλύψουν τα αυτοκίνητα· η κάλυψη, όμως, δεν αποδείχτηκε τελικά απαραίτητη. Για την ώρα, τουλάχιστον. Τα ντρέζ’νιθ δεν βρίσκονταν πλέον επάνω στην Πύλη της Καρδιάς: καταδιώκοντας τους πανικόβλητους πολεμιστές του Άτβος, είχαν βγει στη βόρεια όχθη του ποταμού κι έρχονταν καταπάνω στο στράτευμα. Ήταν οχτώ στον αριθμό, και μέχρι στιγμής κανένα δεν είχε σκοτωθεί ούτε τραυματιστεί, ενώ είχαν προκαλέσει χάος στους μαχητές της Επανάστασης. Τώρα, καθώς ζύγωναν την εμπροσθοφυλακή του φουσάτου, έτρεχαν λες κι ήταν τροχοφόρα οχήματα, και οι βολές από τις γιγαντοβαλλίστρες, τους καταπέλτες, και τα ενεργειακά κανόνια τα αστοχούσαν.

Δεν έφτασαν, όμως, αρκετά κοντά στους επαναστάτες για να τους καρφώσουν με τα κέρατά τους και να τους λιανίσουν με τα δόντια τους.

Τα αυτοκίνητα βρέθηκαν στο διάβα των ντρέζ’νιθ.

Ο Κατακρημνιστής, έχοντας αναπτύξει ταχύτητα μέσω της εστίας στην πλάτη του, έπεσε πάνω σ’ένα από τα θηρία με το κεφάλι του κατεβασμένο, και το ντρέζ’νιθ τινάχτηκε στον αέρα, ταξίδεψε δεκάδες μέτρα, και κοπάνησε πάλι στη γη, απ’όπου δεν ξανασηκώθηκε.

Ο Πάνοπλος χτύπησε ένα κατακέφαλα με τη γροθιά του, και το τέρας έγειρε ζαλισμένο· οπότε, η Νυχτερινή το κάρφωσε στον λαιμό με τις κυρτές λεπίδες που είχε αντί για χέρια, και μετά το χτύπησε και με την επικίνδυνη, μεταλλική χαίτη στο κεφάλι της. Το ντρέζ’νιθ σωριάστηκε τυλιγμένο στο αίμα. Νεκρό.

Η Ιπτάμενη πετούσε πάνω από τα κερασφόρα θηρία, και βούτηξε απότομα, άρπαξε ένα ντρέζ’νιθ από τα δύο κέρατα και το σήκωσε από τη γη, αφήνοντάς το ύστερα να πέσει, με μεγάλο γδούπο. Το ντρέζ’νιθ δεν ήταν, όμως, νεκρό· ανασηκώθηκε, γρυλίζοντας, με κάμποσα κόκαλά του ίσως σπασμένο. Ο Κατακρημνιστής ήρθε καταπάνω του και το ποδοπάτησε, αποτελειώνοντάς το.

Τα υπόλοιπα πέντε ντρέζ’νιθ, βρυχούμενα και κροταλίζοντας τα δόντια τους, στράφηκαν εναντίον των αυτοκινήτων. Τους χίμησαν λυσσασμένα, με ταχύτητα μεγαλύτερη από τη δική τους. Δύο έπεσαν πάνω στον Πάνοπλο, δαγκώνοντας ένα μεταλλικό πόδι κι ένα μεταλλικό χέρι. Το ψηλό αυτοκίνητο γκρεμίστηκε, αλλά συγχρόνως κλοτσούσε, τινάζοντας το ένα ντρέζ’νιθ στον αέρα.

Την ίδια στιγμή, ο Κατακρημνιστής κοπανούσε ένα από τα θηρία με τη γροθιά του, ενώ ένα άλλο τιναζόταν επάνω στη ράχη του· και η Νυχτερινή σπάθιζε ένα ντρέζ’νιθ, με τις λεπίδες της να φαίνονται σαν θολούρα μπροστά στη μικρόσωμη μορφή της.

Σκόνη είχε σηκωθεί γύρω από τα αυτοκίνητα, καθώς αυτά μάχονταν με τα θηρία από τις Ερημιές, και οι πολεμιστές του στρατεύματος του Άτβος στέκονταν και παρακολουθούσαν. Μετά από λίγο, όλα τα ντρέζ’νιθ ήταν νεκρά, και ο Πάνοπλος, η Νυχτερινή, η Ιπτάμενη, και ο Κατακρημνιστής πλησίασαν πάλι τον Πρόμαχο, τον Δαίδαλο, τη Φενίλδα, και τους υπόλοιπους. Αίμα κυλούσε επάνω στα μέταλλά τους, τα οποία δεν ήταν παρά ελαφρά χτυπημένα από τη μάχη που είχαν δώσει.

«Πολύ επιθετικά πλάσματα,» σχολίασε ο Κατακρημνιστής.

«Δε μου φάνηκε, όμως, πως είχατε πρόβλημα να τα κατατροπώσετε,» παρατήρησε ο Άτβος, καθισμένος στο άλογό του.

«Αν ήταν τα διπλάσια, Πρόμαχε, θα είχαμε,» αποκρίθηκε η Ιπτάμενη.

«Ας ελπίσουμε, λοιπόν, πως ο Σφετεριστής δεν έχει άλλα στη διάθεσή του,» είπε ο Κασμάρες.

«Θα υποθέσουμε, όμως, πως έχει,» δήλωσε ο Άτβος. «Και θα πάμε για την Καστρόπορτα. Ξανά.»

«Νομίζω, Πρόμαχε, πως αυτά τα δύο δεν συμφωνούν μεταξύ τους.»

Ο Άτβος κοίταξε τον Κασμάρες ερωτηματικά.

«Αν ο Σφετεριστής έχει κι άλλα τέρατα, δεν συμφέρει να πάμε για την Καστρόπορτα.»

«Θα στείλουμε τον Κατακρημνιστή μπροστά,» εξήγησε ο Άτβος.

4.

«Τα Δαιμόνια!» γρύλισε ο Ρέτβελνος Βάνδερμαχ. «Τι ήταν αυτά τα πράγματα;»

Στεκόταν στις επάλξεις του Παλιού Κάστρου και κοίταζε, μ’ένα μαγικά ενισχυμένο τηλεσκόπιο, τη βόρεια όχθη του ποταμού Βάλρηχ. Είχε μόλις δει τα ντρέζ’νιθ – και τα οχτώ! – να σκοτώνονται από τέσσερις ανθρώπους καμωμένους από μέταλλο – ο ένας εκ των οποίων πετούσε!

«Δεν είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζονται,» είπε η Ευρυδίκη’νιρ – Παντοκρατορική Επόπτρια του Κάνρελ και μάγισσα του τάγματος των Βιοσκόπων – η οποία στεκόταν πλάι στον Ρέτβελνος. «Στα δυτικά τα έχουν δει πολλές φορές να μάχονται μαζί με τους αποστάτες.»

«Στα δυτικά, ναι. Αλλά όχι με τον στρατό του Άτβος!» είπε ο Ρέτβελνος παίρνοντας το μάτι του από την άκρη του τηλεσκόπιου. «Κανένας ανιχνευτής μας δεν έχει αναφέρει ότι είδε τέτοιους μεταλλικούς ανθρώπους μαζί του!»

«Θα τους είχαν κρυμμένους…»

«Προφανώς θα τους είχαν κρυμμένους! Και τώρα… Θα είχα κάνει άλλα σχέδια, γαμώ τα Δαιμόνια, αν ήξερα για την παρουσία τους!»

5.

Ο Κατακρημνιστής, αντλώντας δύναμη από την εστία στην πλάτη του, όρμησε προς την Πύλη της Καρδιάς. Άρματα τον ακολουθούσαν, καλύπτοντάς τον με τα όπλα τους· αλλά η κάλυψη δεν ήταν και απαραίτητη, καθώς οι εχθρικές πολεμικές μηχανές δεν μπορούσαν εύκολα να τον πετύχουν με την ταχύτητα που κινιόταν. Διέσχισε τη γέφυρα μοιάζοντας με μεταλλικό σίφουνα κι έπεσε πάνω στην Καστρόπορτα, κομματιάζοντάς την.

Χάθηκε μέσα στη θολούρα της καταστροφής που είχε προκαλέσει, και οι πολεμιστές της Επανάστασης τον ακολούθησαν, κραυγάζοντας, ενώ βέλη, μεγαλύτερα και μικρότερα, αγκαθωτές σφαίρες, και ενεργειακές ριπές εκτοξεύονταν κι από τις δύο πλευρές του ποταμού. Και αρκετοί από τους μαχητές του στρατεύματος του Άτβος δεν ορμούσαν προς την Πύλη της Καρδιά, αλλά έριχναν βάρκες στα νερά του Βάλρηχ και πήγαιναν προς το Ανατολικό και το Δυτικό Λιμάνι της Κάνρελ, που οι δικές τους πύλες, μετά από τις αποβάθρες, ήταν ακόμα άθικτες. Η Φενίλδα τις έβλεπε με τα κιάλια της. Η Κάνρελ ήταν καλά προστατευμένη· δεν μπορούσε ένας εχθρός να εισβάλει εύκολα από τα λιμάνια της, ακόμα κι αν κατάφερνε να φτάσει στις αποβάθρες.

Ο Άτβος δεν είχε ακόμα αποφασίσει προς τα πού θα πήγαινε, παρατήρησε η Φενίλδα κατεβάζοντας τα κιάλια της και βλέποντάς τον πλάι σ’εκείνη και τον Δαίδαλο. Ο Πρόμαχος κοίταζε τη μάχη κριτικά, σαν να έκανε περίπλοκους υπολογισμούς μέσα στο μυαλό του. Η Ιλρίνα’νορ βρισκόταν δίπλα του, επάνω στο άλογό της· το ίδιο κι ο Κασμάρες, ο Άλδρος’νορ ο γιος του, και άλλοι παλιοί του σύντροφοι. Η Ράιλμεχ, επίσης, δεν ήταν μακριά, και ατένιζε τη μάχη σαν να ήθελε να ορμήσει κι εκείνη εκεί· όμως ο Άτβος τής το είχε απαγορέψει πριν από λίγο – η Φενίλδα τον είχε ακούσει: της είχε πει ότι τη χρειαζόταν για να έχει επικοινωνία με τους άλλους Ιεράρχες. Δεν έπρεπε να τραυματιστεί ή να σκοτωθεί.

Στην Πύλη της Καρδιάς γινόταν μακελειό, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος του στρατεύματος των επαναστατών είχε πάει εκεί, και μαζί τους ήταν και τα αυτοκίνητα. Ο Πάνοπλος ξεχώριζε εύκολα ανάμεσα στους μαχόμενους, και η Ιπτάμενη πετούσε στη γέφυρα και στις επάλξεις του Πυλαίου Κάστρου χτυπώντας τους εχθρούς και διαλύοντας τις πολεμικές μηχανές τους.

Στα λιμάνια οι Παντοκρατορικοί και οι σύμμαχοί τους δεν είχαν βγει για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Βρίσκονταν πάνω στα τείχη και χτυπούσαν με τόξα, βαλλίστρες, και πολεμικές μηχανές, ενώ οι επαναστάτες προσπαθούσαν να ρίξουν τις πύλες με πολιορκητικούς κριούς – μεγάλα παλούκια τα οποία σήκωναν ανάμεσά τους. Οι τροχοφόροι, ενεργειακοί κριοί δεν μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό. Μετά, όμως, η Φενίλδα είδε ένα πλοιάριο να φεύγει από τη βόρεια όχθη του Βάλρηχ και να φτάνει στη νότια, στο Δυτικό Λιμάνι, όπως το ονόμαζαν ο Άτβος και οι άλλοι αρχηγοί του στρατεύματος. Κι εκεί, το πλοιάριο άλλαξε μορφή: καθώς ανέβαινε σε μια επικλινή αποβάθρα, έγινε τροχοφόρο, στη μπροστινή μεριά του οποίου υπήρχε ένα μεγάλο έμβολο. Ένας πολιορκητικός κριός. Και γύρω από το όχημα ήταν σκληρά, προστατευτικά μέταλλα. Ο οδηγός του το πήγε ολοταχώς προς την πύλη του λιμανιού, ενώ οι πολεμιστές της Επανάστασης τού έκαναν χώρο. Ο κριός χτύπησε την πύλη, τραντάζοντάς την. Μα δεν την έριξε, κι έτσι συνέχισε να τη χτυπά. Το θωρακισμένο όχημα έκανε πίσω και, μετά, πάλι μπροστά· και ξανά· και ξανά. Ενώ οι υπερασπιστές στις επάλξεις το χτυπούσαν με τα όπλα τους, και δέχονταν επιθέσεις από τους επαναστάτες από κάτω τους.

Ελικόπτερα προσπαθούσαν, επίσης, να κατεβάσουν επαναστάτες στις επάλξεις της Κάνρελ, για να αδρανοποιήσουν τις πολεμικές μηχανές του εχθρού, αλλά δυσκολεύονταν φανερά καθώς γιγαντοβαλλίστρες και ενεργειακά κανόνια τα χτυπούσαν, και μαχητικά αεροπλάνα έρχονταν καταπάνω τους εμβολίζοντάς τα.

Ο Άτβος αποφάσισε να κινηθεί, τελικά. Κάλπασε προς την Πύλη της Καρδιάς, και οι πολεμιστές γύρω του τον ακολούθησαν. Η Φενίλδα και ο Δαίδαλος έμειναν πίσω· το ίδιο κι ο Νελμάτρες, η Σιλράτα, και ο Κισβέρνες. Θα πλησίαζαν όταν τα πράγματα είχαν ηρεμήσει στη μεγάλη γέφυρα.

6.

Ο Άτβος μπήκε στο Πυλαίο Κάστρο έφιππος, σπαθίζοντας εχθρούς. Παρά την καταστροφή που είχαν προκαλέσει τα αυτοκίνητα, και παρά την ορμή με την οποία είχαν εισβάλει οι μαχητές της Επανάστασης, οι Παντοκρατορικοί και οι σύμμαχοί τους ακόμα προσπαθούσαν να κρατήσουν το κάστρο, και να μην αφήσουν τους επαναστάτες να μπουν στην Κάνρελ.

«Η νότια πύλη είναι κλειστή, Πρίγκιπά μου,» είπε στον Άτβος ο Βανράθες, ο μικρός αδελφός της Ιλρίνα ο οποίος τους είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία ενώ ο μεγάλος της αδελφός, ο Δούκας, είχε μείνει πίσω, στα εδάφη του Οίκου των Ράνελραχ. «Οι εχθροί φέρνουν τους πολεμιστές τους εδώ διαμέσου των επάλξεων που συνδέονται με τα κεντρικά τείχη, καθώς και με ελικόπτερα.»

«Ο Κατακρημνιστής θα φροντίσει για την πύλη,» αποκρίθηκε ο Άτβος, στρέφοντας το βλέμμα του προς τα εκεί όπου μαχόταν το γιγαντόσωμο αυτοκίνητο, διαλύοντας ένα μικρό Παντοκρατορικό άρμα με βαλλίστρα. Παραδίπλα, ο Πάνοπλος κλοτσούσε και γρονθοκοπούσε μισθοφόρους του Ρέτβελνος. Μα τα Πνεύματα, σκέφτηκε ο Άτβος, αυτά τα αυτοκίνητα είναι καλύτερα απ’ό,τι φανταζόμουν! Γι’αυτό η Λαμρίτ είχε κατορθώσει τόσο εύκολα να πάρει το Έλρηνεχ. Τίποτα δεν φαινόταν να μπορεί να σταματήσει τους μεταλλικούς ανθρώπους. Οι γνώσεις του Δαίδαλου είναι τρομαχτικές.

Ο Άτβος έστρεψε το άλογό του προς τον Κατακρημνιστή και τον πλησίασε, ενώ η Ιλρίνα, ο Άλδρος, η Ράιλμεχ, ο Κασμάρες, και ο Ραφέλνες ο Ιερός Μαχητής των Οστών ακολουθούσαν, καθώς επίσης και μερικοί πολεμιστές που το είχαν κάνει δουλειά τους να προστατεύουν τον δικαιωματικό Πρίγκιπα του Κάνρελ που είχε επιστρέψει.

«Κατακρημνιστή!» φώναξε ο Άτβος.

Το αυτοκίνητο στράφηκε να τον κοιτάξει με τα φωτεινά του μάτια. «Πρόμαχε…»

«Μπορείς να καταστρέψεις τη νότια πύλη του κάστρου; Είναι προς τα εκεί.» Έδειξε με το αιματοβαμμένο σπαθί του.

«Μετά χαράς, Πρόμαχε. Αλλά ο δρόμος δεν είναι ανοιχτός. Θα χτυπήσω και τους πολεμιστές σου.»

«Θα φροντίσω να ανοίξει,» είπε ο Άτβος. «Μόλις έχει ανοίξει, να ορμήσεις!» Κι απομακρύνθηκε απ’το αυτοκίνητο, μαζί με τη συνοδία του.

Πρόσταξε τους μαχητές του να παραμερίσουν. Εν ανάγκη να υποχωρήσουν και ν’αφήσουν τους εχθρούς τους εκεί όπου ήταν. Κι αυτό έγινε τελικά, καθώς οι Παντοκρατορικοί και οι σύμμαχοί τους είχαν, φανερά, διαταγές να προστατέψουν πάση θυσία την πύλη.

Ο Κατακρημνιστής, βλέποντας πως κανένας από τους μαχητές του Άτβος δεν ήταν πλέον μπροστά του, άντλησε ενέργεια από την εστία στην πλάτη του και όρμησε καταπάνω στη νότια πύλη του κάστρου–

Ένα κρυμμένο ενεργειακό κανόνι – ακριβώς πάνω από την πύλη (και ίσως στημένο ειδικά για το αυτοκίνητο, σκέφτηκε ο Άτβος) – έβαλε εναντίον του. Και η ριπή τον χτύπησε. Δυνατός κρότος αντήχησε πάνω από τις ιαχές της μάχης, και εκτυφλωτικές σπίθες τινάχτηκαν γύρω από τον Κατακρημνιστή. Η ενεργειακή βολή, όμως, δεν επαρκούσε για να ανακόψει την πορεία του: το αυτοκίνητο έπεσε πάνω στην πύλη, με την τρομερή του ταχύτητα και το τρομερό του βάρος, και την κομμάτιασε. Οι πολεμιστές που βρίσκονταν στο διάβα του είχαν ήδη ή σκορπιστεί ή ποδοπατηθεί.

Ο Άτβος είδε τα πάντα να τυλίγονται σε σύννεφα σκόνης, και φώναξε: «Επίθεση! Επίθεση!» δείχνοντας την κατεστραμμένη πύλη στην αντικρινή μεριά του κάστρου.

Οι μαχητές του εφόρμησαν, ενώ δέχονταν βολές από τις επάλξεις. Η Ιπτάμενη πέταξε από πάνω τους για να επιτεθεί στο ενεργειακό κανόνι που είχε χτυπήσει τον Κατακρημνιστή.

7.

Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του Δαίδαλου κουδούνισε, κι ο μάγος τον ενεργοποίησε έτσι ώστε να μπορεί ν’ακούσει και εκείνος και η Φενίλδα.

«Δαίδαλε;» είπε η φωνή του Άτβος από το μεγάφωνο.

«Ναι, Πρόμαχε.»

«Ο Κατακρημνιστής χτυπήθηκε από ενεργειακό κανόνι, και δε φαίνεται νάναι ελαφρύ το τραύμα. Μπορείς να έρθεις;»

«Πού είστε;»

«Έχουμε μόλις βγει από τη νότια πύλη του Πυλαίου Κάστρου. Το έχουμε καταλάβει· είναι δικό μας.»

«Ερχόμαστε, Πρόμαχε.» Ο Δαίδαλος έκλεισε τον πομπό.

Η Φενίλδα κοίταξε γύρω τους, για να δει αν υπήρχε κανένα όχημα που μπορούσαν να πάρουν. Όμως δεν βρήκε κανένα. Ούτε καν άλογο. «Φαίνεται πως θα πρέπει να πάμε με τα πόδια,» είπε. Και δεν αισθανόταν και τόσο ασφαλής φορώντας μονάχα έναν πέτσινο θώρακα με μερικά μεταλλικά κομμάτια. Κι ο Δαίδαλος ήταν παρόμοια ντυμένος. Μόνο ο Νελμάτρες, η Σιλράτα, κι ο Κισβέρνες φορούσαν πιο βαριές πανοπλίες.

«Υπάρχουν και τα φορτηγά.» Ο Κισβέρνες τα έδειξε προς τα πίσω, βόρεια. «Αυτά που κουβαλούσαν τα αυτοκίνητα.»

Ο Δαίδαλος συμφώνησε, έτσι πήγαν σ’ένα από τα μεγάλα οχήματα και εξήγησαν στον οδηγό ότι έπρεπε να μπουν στην πόλη. Διαταγές του Πρίγκιπα Άτβος. Και ήταν επείγον. Ο οδηγός τούς προειδοποίησε πως το φορτηγό δεν ήταν άρμα μάχης, δεν θα άντεχε σε ριπές από πολεμικές μηχανές· αλλά έκανε όπως του ζήτησαν. Επιβιβάστηκαν και τους πήγε προς την Πύλη της Καρδιάς. Διέσχισαν τη μεγάλη γέφυρα και μπήκαν στο Πυλαίο Κάστρο, το οποίο, όπως είχε πει ο Άτβος, ήταν πλήρως κατειλημμένο από τους μαχητές της Επανάστασης. Βγήκαν από τη νότια πύλη και ο Δαίδαλος είπε στον οδηγό του φορτηγού να σταματήσει.

Ο Άτβος ήταν παραδίπλα, στην άκρη του μεγάλου δρόμου που ξεκινούσε από την πύλη, πεζός τώρα και κοντά στον Κατακρημνιστή, ο οποίος βρισκόταν ξαπλωμένος στο πλακόστρωτο με τα μέταλλά του να καπνίζουν. Η Ιλρίνα’νορ ήταν επίσης εκεί, όπως κι ο Άλδρος’νορ, η Ράιλμεχ, και ο Κασμάρες. Στο βάθος της λιθόστρωτης λεωφόρου συμπλοκές φαίνονταν να γίνονται ανάμεσα στους επαναστάτες και τους Παντοκρατορικούς της πόλης.

Η Φενίλδα, ο Δαίδαλος, και οι άλλοι κατέβηκαν από το φορτηγό και ζύγωσαν τον Άτβος και τον Κατακρημνιστή.

«Πώς αισθάνεσαι;» ρώτησε ο μάγος το αυτοκίνητο.

«Αααχ… Πολύ άσχημα, Δαίδαλε. Η πλάτη μου…»

«Μπορείς να γυρίσεις;»

«Κάντε μου χώρο, παρακαλώ…» Οι άλλοι τού έκαναν χώρο, και το αυτοκίνητο κατάφερε να γυρίσει μπρούμυτα καθώς ήταν ξαπλωμένο στο πλακόστρωτο. Οι πλάκες έτριζαν από κάτω του· ορισμένες είχαν ραγίσει.

Το χτύπημα του ενεργειακού κανονιού ήταν φανερό στην αριστερή ωμοπλάτη του Κατακρημνιστή. Τα μέταλλα είχαν μαυρίσει και λιώσει. Μια λακκούβα είχε δημιουργηθεί, και καπνός έβγαινε.

«Μπορείς να τον επισκευάσεις;» ρώτησε ο Άτβος τον Δαίδαλο.

«Εδώ, όχι. Κατακρημνιστή, δεν μπορείς καθόλου να σηκωθείς;»

«Μπορώ, Δαίδαλε. Νομίζω.» Το αυτοκίνητο προσπάθησε και κατάφερε να σηκωθεί στο ένα γόνατο. Κι ύστερα πάτησε κανονικά στα πόδια του. Ήταν, όμως, φανερά καταπονημένο.

«Θα μας βοηθήσεις όσο αισθάνεσαι πως μπορείς,» του είπε ο Δαίδαλος. «Δεν θα επιχειρήσεις να αναπτύξεις ταχύτητα. Ούτε να γκρεμίσεις πύλες. Εντάξει;»

«Εντάξει, Δαίδαλε.»

Ο Δαίδαλος ύψωσε τα χέρια του μπροστά στο αυτοκίνητο και, μισοκλείνοντας τα μάτια, μουρμούρισε λόγια, προφανώς κάνοντας κάποιο ξόρκι. Η Φενίλδα είδε τα μεγάλα φρύδια του να σμίγουν. Μάλλον προσπαθεί να καταλάβει πόσο σοβαρή είναι η ζημιά μέσα στον Κατακρημνιστή, σκέφτηκε.

Τελικά, ο μάγος ρώτησε το αυτοκίνητο: «Αισθάνεσαι την αριστερή σου μεριά λιγάκι μουδιασμένη;»

«Λιγάκι… δυσκίνητος αισθάνομαι από εκεί,» αποκρίθηκε ο Κατακρημνιστής.

Ο Δαίδαλος ένευσε σαν να περίμενε αυτή την απάντηση. «Όπως σου είπα, ούτε θα αναπτύξεις ταχύτητα ούτε θα επιτεθείς σε πύλες. Θα σε φροντίσω μετά τη μάχη.»

8.

Ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν οι επαναστάτες, μαχόμενοι στους δρόμους της Κάνρελ, έφτασαν τελικά στην Αγορά της Καρδιάς, η οποία βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Ήταν όλοι τους κουρασμένοι από τις συγκρούσεις και υπέθεταν ότι σύντομα θα σταματούσαν να χτυπιούνται με τους Παντοκρατορικούς και τους συμμάχους τους και η μάχη θα συνεχιζόταν την επόμενη ημέρα.

Όμως ο Σφετεριστής τούς επιφύλασσε μια έκπληξη.

Είχαν όλοι τους ξεχάσει τα θηρία από τις Ερημιές πλέον. Ίσως, τελικά, οι εχθροί τους να μην είχαν άλλα, πιθανολογούσαν. Μα δεν ήταν έτσι. Μόλις οι πολεμιστές της Επανάστασης βρέθηκαν στην Αγορά της Καρδιάς μαζί με τα αυτοκίνητα, οι Παντοκρατορικοί έκλεισαν γρήγορα όλους τους κεντρικούς δρόμους με ατσάλινα κιγκλιδώματα. Όλους εκτός από έναν, τον οποίο έπιανε ολόκληρο στο πλάτος ένα μεγάλο φορτηγό. Η πόρτα του φορτηγού άνοιξε, κι από μέσα τέρατα όρμησαν.

Γιγάντια έντομα με πελώριες δαγκάνες, έξι πόδια, και μακριά ουρά που στο τέλος της υπήρχε κεντρί. Η όψη τους ήταν αποκρουστική, και γέμιζε τους πολεμιστές της επανάστασης με αποστροφή και τρόμο. Ελάχιστοι γνώριζαν το όνομα αυτών των πλασμάτων, και το ψιθύρισαν και στους υπόλοιπους: ράκ’βλεχ. Τέρατα από τις Ερημιές! Η όψη τους τρελαίνει! φώναζαν. Φύγετε! Η όψη τους τρελαίνει!

Ήταν έξι από αυτά τα όντα, και κινούνταν αξιοσημείωτα γρήγορα για τον όγκο τους. Όχι τόσο γρήγορα όσο τα ντρέζ’νιθ, αλλά πιο γρήγορα από άλογα. Και στο μέγεθος ήταν μεγαλύτερα από άλογα. Μάτια δεν είχαν καθόλου, αλλά διέθεταν δύο μακριές κεραίες που δονούνταν περίεργα, σαν να ανίχνευαν διάφορα αόρατα πράγματα στον αέρα. Τα σώματά τους ήταν ολόκληρα καλυμμένα με σκληρά κελύφη.

Όρμησαν καταπάνω στους επαναστάτες λες και ήταν πεινασμένα. Και οι κεραίες τους δονούνταν ολοένα και πιο έντονα όσο πλησίαζαν. Ορισμένοι, μάλιστα, είχαν την αίσθηση ότι αυτές οι κεραίες έστελναν κάποιο δαιμονικό κύμα στο μυαλό τους. Όλοι ένιωσαν έναν απερίγραπτο, ανεξέλεγκτο τρόμο να τους καταλαμβάνει. Ουρλιαχτά και κραυγές αντηχούσαν καθώς οι πολεμιστές του Άτβος σκόρπιζαν, προσπαθώντας να φύγουν.

Παντοκρατορικοί μαχητές και μισθοφόροι του Ρέτβελνος ήταν ανεβασμένοι σε οροφές και μπαλκόνια γύρω από την Αγορά της Καρδιάς, κι άρχισαν να ρίχνουν με τόξα και βαλλίστρες.

Τα αυτοκίνητα, όμως, δεν επηρεάζονταν από την όψη των ράκ’βλεχ, ούτε αισθάνονταν τα γιγάντια έντομα να στέλνουν τίποτα παράξενα σήματα στα μυαλά τους. Ο Πάνοπλος γρονθοκόπησε ένα ράκ’βλεχ κατακέφαλα. Και η Νυχτερινή πήδησε πάνω στη ράχη του τέρατος, σπαθίζοντάς το με τα χέρια-λεπίδες της, ξανά και ξανά, τρυπώντας το κέλυφός του και κάνοντας ζωτικά υγρά να τινάζονται. Τα μάτια της φώτιζαν σαν άστρα επάνω στο μακρόστενο κεφάλι της με την επικίνδυνη χαίτη. Καθώς όμως αυτό το ράκ’βλεχ πέθαινε, ένα άλλο χτύπησε τη Νυχτερινή με την ουρά του, τινάζοντάς την παραδίπλα.

Ο Κατακρημνιστής και η Ιπτάμενη, εν τω μεταξύ, κοπανούσαν ένα από τα γιγάντια έντομα, τσακίζοντάς το κέλυφός του. Αλλά ένα ράκ’βλεχ ήρθε πίσω από την Ιπτάμενη και οι δαγκάνες του έκλεισαν πάνω στη μια από τις μεταλλικές φτερούγες της και την τράβηξαν βίαια. Η δύναμη του εντόμου ήταν αρκετή για να κάνει βαθιές χαρακιές στο σκληρό μέταλλο, αλλά όχι και για να ξεριζώσει το φτερό. Η Ιπτάμενη στράφηκε και κλότσησε το ράκ’βλεχ στο κεφάλι. Και μετά, ο Κατακρημνιστής το τσάκισε με τις πελώριες γροθιές του.

Ο Άτβος, λίγο πιο βόρεια από την Αγορά της Καρδιάς, φώναζε στους πολεμιστές του να μείνουν, να μην υποχωρούν. «Τα αυτοκίνητα μάχονται – και θα μας δώσουν τη νίκη! Θα μας δώσουν τη νίκη!» Πολλοί τον υπάκουσαν· άλλοι ήταν τόσο τρομοκρατημένοι που συνέχισαν να τρέχουν, πηγαίνοντας προς τα βόρεια, προς το Πυλαίο Κάστρο και τις περιοχές της πόλης που ήταν κατακτημένες.

Ο Άτβος δεν τους αδικούσε. Μπορούσε να ατενίσει τα ράκ’βλεχ από εδώ όπου βρισκόταν, και η όψη τους ήταν πραγματικά φριχτή. Είχε ακούσει μονάχα ιστορίες γι’αυτά τα τέρατα που κατοικούσαν στις Ερημιές· δεν τα είχε δει ποτέ ο ίδιος. Λεγόταν πως όποιος τα αντίκριζε τρελαινόταν, και ο Άτβος θα νόμιζε πως τούτη η φήμη είχε διαδοθεί εξαιτίας της αποτρόπαιης όψης τους, αν δεν αισθανόταν και κάτι… κάτι παράξενο να προσπαθεί να διεισδύσει στο μυαλό του.

«Το νιώθεις κι εσύ;» ρώτησε την Ιλρίνα, πλάι του.

Εκείνη ένευσε, συνοφρυωμένη. «Κάτι μέσα στο μυαλό…»

«Είναι ράκ’βλεχ, πατέρα,» είπε ο Άλδρος. «Προκαλούν παραισθήσεις στον ανθρώπινο εγκέφαλο – και ίσως και στα περισσότερα ζώα – με τις κεραίες τους.»

«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε η Ιλρίνα τον γιο τους.

«Τα έχω ξανασυναντήσει, μια φορά, μαζί με τον Νιρκέντος’νορ. Ή μάλλον, ένα έχω συναντήσει. Ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις που βγαίνουν από τις Ερημιές. Είχε έρθει κοντά στο κάστρο μας και περιφερόταν γύρω του. Είχα τρομοκρατηθεί· ο Νιρκέντος μού έδωσε να πιω κάποιο μίγμα για να ατσαλώσω τα νεύρα μου και να αγνοήσω τις παραισθήσεις που μας προκαλούσε το τέρας. Ο ίδιος δεν νομίζω ότι είχε πιει τίποτα.»

«Πώς το διώξατε;» ρώτησε η Ιλρίνα.

«Ο Νιρκέντος είχε ένα ενεργειακό τουφέκι. Το συνέδεσε με μια εστία, κι ενώ εγώ τη μετέφερα επάνω σ’ένα καρότσι, εκείνος έριχνε στο τέρας τη μια ενεργειακή ριπή κατόπιν της άλλης. Στο τέλος, το ανάγκασε να υποχωρήσει.»

Τώρα, τα ράκ’βλεχ φαινόταν να βρίσκονται σε σκληρή μάχη με τα αυτοκίνητα, και ο Άτβος πρόσεξε ότι οι Παντοκρατορικοί προσπαθούσαν να ανεβάσουν μεγάλα όπλα στις στέγες γύρω από την αγορά, για να χτυπήσουν τους μεταλλικούς ανθρώπους. Πρόσταξε τους πολεμιστές του να ανεβούν κι εκείνοι σε οροφές και να τοξέψουν τους εχθρούς. Άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και ζήτησε κι ελικόπτερα να έρθουν, για να μεταφέρουν κάποιους από τους μαχητές του στις στέγες όπου ήταν ακροβολισμένοι οι εχθροί.

Μακελειό ακολούθησε, ενώ τα ράκ’βλεχ χτυπιόνταν με τα αυτοκίνητα σαν μονομάχοι μέσα σε αρένα. Μετά από λίγο, κανένα από τα γιγάντια έντομα δεν ήταν ζωντανό, και μονάχα γδαρσίματα είχαν καταφέρει να προκαλέσουν πάνω στα μέταλλα των αυτοκινήτων. Με μία εξαίρεση. Το κεντρί μιας ουράς είχε βρει τον Πάνοπλο στο δεξί μάτι, κι αυτό το μάτι δεν φώτιζε πλέον.

Οι επαναστάτες, όμως, πλημμύρισαν τώρα την Αγορά της Καρδιάς, άλλοι σκαρφαλωμένοι στις στέγες των σπιτιών (που ήταν εγκαταλειμμένα από πολίτες) κι άλλοι τρέχοντας στους δρόμους. Χτυπούσαν τα κιγκλιδώματα των Παντοκρατορικών και τα σώριαζαν στο πλακόστρωτο, κι εκείνοι αναγκάζονταν να υποχωρήσουν. Αλλά όχι για πολύ. Λίγο παρακάτω ανασυγκροτήθηκαν – ανατολικά, δυτικά, και νότια. Μονάχα ο βορράς ανήκε στους επαναστάτες.

Και η νύχτα πλησίαζε. Οι σκιές ήταν πυκνές παντού.

Ο Άτβος πρόσταξε τους πολεμιστές του να σταματήσουν για την ώρα και να ασφαλίσουν τις περιοχές που είχαν καταλάβει.

9.

Ο Λούσιος Φαθράλω έμαθε ότι ο στρατός των αποστατών που βρισκόταν στην Ένθελρακ ερχόταν τώρα προς τη Σάνκριλαμ. Είχαν ξεκινήσει το πρωί και κατευθύνονταν βόρεια, μέσα σε μεταγωγικά οχήματα, αεροσκάφη, και ελάχιστα μηχανοκίνητα πλοία, ενώ είχαν ανιχνευτές απλωμένους στα εδάφη μπροστά τους. Περίμεναν ναρκοπέδια, πιθανώς, ή παγίδες. Όμως ο Λούσιος δεν είχε ούτε τον χρόνο ούτε τις δυνάμεις να στήσει τέτοια. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ασφαλίσει τη Σάνκριλαμ όσο το δυνατόν καλύτερα. Και θα ήθελε, επίσης, ενισχύσεις από τη Ρελκάμνια. Γνώριζε, όμως, ότι του είχαν στείλει ήδη όσες ενισχύσεις μπορούσαν· περισσότερες αποκλείεται τώρα να έρχονταν. Η Παντοκρατορία ήταν πιεσμένη παντού, σ’όλες τις διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος, και η οικονομία της πήγαινε χάλια – χάλια – απ’ό,τι άκουγε ο Λούσιος.

Διέταξε η πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου να τεθεί υπό στενή επιτήρηση. Παντοκρατορικοί στρατιώτες θα περιπολούσαν σε κάθε συνοικία, συνεχώς. Το εμπόριο θα σταματούσε αμέσως. Όποιος πολίτης ή ευγενής φαινόταν να περιφέρεται ύποπτα στους δρόμους θα συλλαμβανόταν πάραυτα και θα οδηγείτο στο κρατητήριο. Η Πριγκίπισσα, η οικογένειά της, και όλοι οι άλλοι ένοικοι του παλατιού θα περιορίζονταν στο παλάτι και μόνο στο παλάτι· θα απαγορευόταν να βγουν· και Παντοκρατορικοί φρουροί θα ήταν τοποθετημένοι σε κάθε είσοδο του παλατιού και σε πολλά σημεία του κήπου του.

Ο Λούσιος φοβόταν. Φοβόταν ότι η εσωτερική αντίσταση που φαινόταν να έχει αρχίσει να διαμορφώνεται θα δρούσε, τώρα που ο στρατός των αποστατών πλησίαζε· επομένως, ήθελε να κάνει το παν για να καταπνίξει τα προβλήματα που μπορούσαν να παρουσιαστούν μέσα στην πρωτεύουσα.

Η Αμάλριτ’νορ είχε διαφωνήσει. «Θα εξοργίσεις τους πάντες!» του είχε πει προτού εκείνος δώσει τη διαταγή της στενής επιτήρησης. «Ήδη γίνεται τόση φασαρία στην πόλη· σκέψου τι μπορεί να γίνει μετά από αυτό που θέλεις να κάνεις!»

«Και θα είναι καλύτερα αν αφήσω εκείνους που δολοπλοκούν μέσα στην πόλη να μας επιτεθούν ενώ έχουμε έναν εχθρό έξω από τις πύλες μας;» είχε αποκριθεί ο Λούσιος, και είχε διατάξει η Σάνκριλαμ να τεθεί υπό στενή Παντοκρατορική επιτήρηση.

Κι αυτό είχε, πράγματι, εξοργίσει τους ανθρώπους του παλατιού και τους ευγενείς παντού στην πόλη. Η Πριγκίπισσα Ισλάννα είχε διαμαρτυρηθεί, έντονα, στον Λούσιο. «Δε μπορείτε, Εξοχότατε, να μας κρατάτε φυλακισμένους! Δεν είμαστε φυλακισμένοι!»

«Είναι για την προσωπική σας ασφάλεια, Πριγκίπισσά μου, και για την ασφάλεια της πόλης.»

«Η πόλη είναι ασφαλέστερη όταν η Πριγκίπισσά της είναι φυλακισμένη;» είχε ρωτήσει ο Υπασπιστής Φέλρες.

«Δεν είναι φυλακισμένη. Το παλάτι δεν είναι φυλακή. Και ο περιορισμός είναι προσωρινός.»

«Είναι απαράδεκτος, Επόπτη! Αυτό είναι!» Ο Φέλρες έμοιαζε, αν μη τι άλλο, πιο εξοργισμένος από την Πριγκίπισσα. Θα μπορούσε αυτός, τελικά, να ήταν ο αρχισυνωμότης που δολοπλοκούσε εναντίον της Παντοκράτειρας; αναρωτήθηκε ο Λούσιος.

«Αμφιβάλλεις ότι υφίσταται αναταραχή εντός των τειχών; Ότι κάποιοι σχεδιάζουν να ανατρέψουν τη νόμιμη εξουσία αυτού του Πριγκιπάτου μέσα στην ίδια του την πρωτεύουσα;»

«Δεν ξέρω τι από αυτά αληθεύει,» είχε αποκριθεί ο Φέλρες, «αλλά εκείνο που ξέρω είναι πως, μα τα Δαιμόνια, δεν επιτρέπεται να κρατάς την Υψηλοτάτη φυλακισμένη, Επόπτη! Ούτε την Υψηλοτάτη ούτε εμένα!» Κι ύστερα από τούτα τα λόγια, ο Υπασπιστής είχε αποχωρήσει από την Αίθουσα του Υψηλού Θρόνου.

Η Πριγκίπισσα Ισλάννα κι άλλοι ευγενείς είχαν, τότε, προσπαθήσει να συνεχίσουν τις διαμαρτυρίες τους, αλλά και ο Λούσιος έφυγε από την αίθουσα. Δεν μπορούσε άλλο να τους ανεχτεί, και δεν είχε τον χρόνο για να κάθεται να τους ακούει. Είχε την άμυνα μιας πόλης να οργανώσει.

Την επόμενη ημέρα, οι ανιχνευτές του του είπαν ότι το φουσάτο των αποστατών της Ανατολικής Συμμαχίας συνέχιζε να πλησιάζει τη Σάνκριλαμ, κι αν ακολουθούσε αυτό τον ρυθμό θα ήταν, λογικά, έξω από τα τείχη της πόλης ώς το βράδυ. Ο Λούσιος ενέτεινε τις προετοιμασίες του, και αρνήθηκε να μιλήσει στην Πριγκίπισσα ή σε οποιονδήποτε άλλο ήθελε να τον συναντήσει για να παραπονεθεί για τα αυστηρά μέτρα περιορισμού μέσα στην πόλη.

Ο Ναρτάθες Λάρενραχ – παραδόξως, ίσως – συμφωνούσε μαζί του αυτή τη φορά. Αλλά η Αμάλριτ συνέχιζε να διαφωνεί. «Οι κατάσκοποί μου μου λένε πως οι ενέργειές σου έχουν ξεσηκώσει ολόκληρη θύελλα ανάμεσα στους ευγενείς, Λούσιε!» του είπε, το μεσημέρι.

«Καλό είναι αυτό,» της αποκρίθηκε, παίρνοντας το βλέμμα του από τον χάρτη της πόλης που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο του γραφείου του. Επάνω στον χάρτη είχε κάνει σημειώσεις με στυλογράφο και καρφιτσώνοντας πινέζες.

«Καλό; Πού είναι το καλό, Λούσιε;»

«Ίσως οι προδότες να αποκαλυφθούν. Και τώρα δεν θα είναι δύσκολο να τους πιάσουμε. Μέσα σε μια ακίνητη πόλη εκείνος που κινείται δεν μπορεί εύκολα να κρυφτεί.»

10.

«Δε μπορείς να κινηθείς κρυφά σε μια πόλη που το εμπόριο είναι στάσιμο και παντού κυκλοφορούν στρατιωτικές περιπολίες, Ατσάλινα Μάτια,» είπε ο Πολ, καθώς στεκόταν μπροστά στο μισόκλειστο παράθυρο του δωματίου τους στον Διάφεγγο και κοίταζε κάτω. Δεν έβγαιναν στο μπαλκόνι τώρα, γιατί εκεί αμέσως θα έδιναν στόχο. Η κίνηση στους δρόμους ήταν τρομερά μειωμένη. Η Σάνκριλαμ είχε καταντήσει σαν μακρινή επαρχιακή πόλη. Ακόμα και στη Λεωφόρο του Παλιού Πρίγκιπα έβλεπες σποραδικά μόνο οχήματα, ζώα, και πεζούς. Οι περιπολίες, ωστόσο, δεν ήταν καθόλου λίγες. Παντού τριγύριζαν πολεμιστές με λευκά χιτώνια που είχαν το σύμβολο της Παντοκράτειρας επάνω τους.

«Φυσικά και μπορείς,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ, που ήταν πεσμένη στο πάτωμα κάνοντας κάμψεις. Φορούσε μόνο ένα παντελόνι κι έναν στηθόδεσμο, και οι μύες της φαίνονταν να πάλλονται έντονα κάτω από το λευκό δέρμα της. Δεν έμοιαζε να έχει πρόβλημα να μιλά ενώ γυμναζόταν. «Απλά πρέπει να είσαι λιγάκι πιο προσεχτικός.»

«Προτείνεις, δηλαδή, να βγούμε απόψε;» Ο Πολ στράφηκε να την κοιτάξει.

«Ναι· και κακώς δεν βγήκαμε χτες. Αν είναι να γίνει αυτό που περιμένουμε, τώρα θα γίνει.»

«Απόψε, εννοείς;»

«Αυτές τις ημέρες.» Η Αλιζέτ σταμάτησε τις κάμψεις και σηκώθηκε όρθια.

Ο Πολ ένευσε. «Λογικά, ναι…» Ήταν σκεπτικός. «Ο Επόπτης δεν αιχμαλώτισε την Πριγκίπισσα, αλλά έκανε κάτι που πάλι είναι ικανό να προκαλέσει την οργή του λαού της Σάνκριλαμ.»

«Καλύτερο απ’το αν αιχμαλώτιζε την Πριγκίπισσα, νομίζω.»

«Μπορεί.» Ο Πολ έστρεψε ξανά το βλέμμα του έξω απ’το παράθυρο, στην άδεια Λεωφόρο του Παλιού Πρίγκιπα. Μια περιπολία έξι έφιππων Παντοκρατορικών περνούσε· οι οπλές των αλόγων τους αντηχούσαν δυνατά μέσα στην ησυχία.

11.

Το βράδυ, το φουσάτο των Ανατολικών Δυνάμεων κατασκήνωσε κοντά στη Σάνκριλαμ, αλλά όχι έξω από τα τείχη της, πιο μακριά, ώστε να μην είναι σε θέση να την πολιορκήσει. Και επίτηδες, φυσικά. Οι αρχηγοί του φουσάτου δεν ήθελαν να δοθεί η εντύπωση στους κατοίκους της πόλης ότι είχαν έρθει ως εχθροί τους. Ακολουθώντας το σχέδιο του Πολ, είχαν πλησιάσει προκειμένου, μόνο, να ασκηθούν πιέσεις.

Καθώς οι σκηνές στήνονταν, ο Νίλφες Βάθμακ πήγε κοντά στον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα εκεί όπου αυτοί στέκονταν, επάνω σ’ένα ύψωμα, ατενίζοντας τη Σάνκριλαμ που φαινόταν αντίκρυ. «Έχεις ‘δει’ τίποτα;» ρώτησε ο Στρατηγός του Νέλερβικ. «Θα γίνουν επεισόδια μέσα στην πόλη, ή θα χρειαστεί να την πολιορκήσουμε τελικά;»

«Δεν ξέρω, Στρατηγέ,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ γυρίζοντας για να τον κοιτάξει.

«Μου λες αλήθεια;»

«Γιατί να σου πω ψέματα; Να είσαι έτοιμος για τα πάντα.»

Ο Νίλφες κατένευσε. «Τώρα, όμως, δεν έχουμε τον Κατακρημνιστή,» τόνισε. «Δε θάναι το ίδιο εύκολο να εισβάλουμε.»

«Μπορεί να μας τον στείλουν όταν ο Δαίδαλος τον έχει επισκευάσει και ο Πρόμαχος Άτβος δεν τον χρειάζεται άλλο.»

Ο Νίλφες συνοφρυώθηκε. «Τι πράγμα;»

Ο Τάμπριελ τού είπε τι είχε συμβεί στην Κάνρελ μέχρι στιγμής, ακριβώς όπως τα είχε μάθει μέσα από τις αισθήσεις της Ράιλμεχ. Κι ακόμα και τώρα που μιλούσε βρισκόταν σε επαφή με τους Ιεράρχες.

«Επομένως,» συμπέρανε ο Νίλφες, «θα είναι λίγο δύσκολο να προλάβουν να μας στείλουν το αυτοκίνητο όταν θα το χρειαζόμαστε.»

«Θα δείξει, Στρατηγέ.»

«Τέλος πάντων. Όταν τύχει να ‘δεις’ κάτι, ενημέρωσέ με αμέσως.» Και με τούτα τα λόγια, τους άφησε μόνους επάνω στο ύψωμα.

«Του είπες όντως αλήθεια;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

Ο Τάμπριελ ύψωσε τα κιάλια του, τα οποία είχε ενισχύσει με Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως, και κοίταξε ξανά τη Σάνκριλαμ: τους έρημους δρόμους της πίσω από τα τείχη, τα σκοτάδια, και τις Παντοκρατορικές περιπολίες. Κοίταξε το μέρος που πρέπει, σίγουρα, να ήταν η Μεγάλη Αγορά και, πιο μακριά, το παλάτι. Επίσης, νόμιζε πως μπορούσε να διακρίνει το Παντοκρατορικό Φρουραρχείο. Καμια αναταραχή δεν φαινόταν να γίνεται ακόμα.

Κατέβασε τα κιάλια. «Όχι,» είπε.

Η Ανταρλίδα στράφηκε να τον κοιτάξει. «Τι όχι;»

«Δεν του είπα αλήθεια. Νομίζω πως έχω ‘δει’ μεγάλη αναστάτωση να συμβαίνει σε τούτη την πόλη. Και δεν πιστεύω πως πρόκειται για πολιορκία αλλά για εσωτερικό ξεσηκωμό, μάλλον.»

«Γιατί δεν του το είπες;»

«Γιατί αυτά που προβλέπω δεν βγαίνουν πάντα, Ανταρλίδα, όπως ξέρεις. Επιπλέον» – ύψωσε πάλι τα κιάλια του – «μπορεί και να κάνω λάθος. Μπορεί να έχω ‘δει’ κάποια άλλη πόλη, τελικά…»

12.

Ο Πολ και η Αλιζέτ βγήκαν κρυφά από τον Διάφεγγο, όταν νύχτωσε και το σκοτάδι ήταν πυκνό. Δεν έφυγαν από την κεντρική είσοδο του πανδοχείου· δεν έφυγαν καν από κάποια πίσω πόρτα. Έφυγαν από το μπαλκόνι, ανεβαίνοντας στις στέγες των τριγυρινών οικοδομημάτων. Τα χτίρια της Βίηλ, εξάλλου, δεν ήταν και τόσο ψηλά όσο αυτά άλλων διαστάσεων, πράγμα που ήταν και πλεονέκτημα (εύκολα τα σκαρφάλωνες) και μειονέκτημα (δεν είχαν πολλά μέρη για να κρυφτείς). Πάντως, και ο Πολ και η Αλιζέτ ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιες γατίσιες ακροβασίες: και τον Όρνιφιμ δεν τον πήραν μαζί τους, για να έχουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, καθώς εκείνος δεν ήταν τόσο συνηθισμένος όσο αυτοί.

Συνθήματα, έτσι, εμφανίστηκαν γι’ακόμα μια φορά στους τοίχους της πρωτεύουσας, τα οποία διαλαλούσαν ότι η Ισλάννα Νάρβεληχ ήταν η μόνη Πριγκίπισσα του Σάνκριλαμ, και ότι έπρεπε να διώξει τους δυνάστες· τώρα είχε έρθει ο καιρός. Ο Επόπτης έπρεπε να εκτελεστεί! Οι λευκοί έπρεπε να φύγουν από την πόλη και από το Πριγκιπάτο! Κάτω η Νέα Τυραννίδα! Ελευθερία στα παιδιά των Αρχαίων Κολοσσών!

Μια περιπολία έξι Παντοκρατορικών είδε δύο σκοτεινές φιγούρες να γράφουν στους τοίχους, και τις κυνήγησε. Τις έχασε, όμως, στα σοκάκια του λιμανιού κοντά στην Αγορά του Ξίφους.

Μια πράκτορας της Παντοκράτειρας ήταν η επόμενη που πρόσεξε την Αλιζέτ και τον Πολ (χωρίς, βέβαια, να τους αναγνωρίσει, χωρίς να δει καθόλου τα πρόσωπά τους· φορούσαν κουκούλες μέσα στη νύχτα), και κατέληξε νεκρή κάτω από μια καμάρα του υδραγωγείου.

Και συνέβη κι ένα τρίτο επεισόδιο. Ο Πολ και η Αλιζέτ αναγκάστηκαν να εμπλακούν σε μάχη με τέσσερις Παντοκρατορικούς πολεμιστές, και τους σκότωσαν όλους λίγο προτού έρθουν ενισχύσεις – οι οποίες τους έχασαν μέσα στη νύχτα.

Αυτά τα περιστατικά δεν πέρασαν απαρατήρητα, φυσικά. Τα έμαθαν εκείνοι που ενδιαφέρονταν: ο Λούσιος Φαθράλω, η Αμάλριτ’νορ, ο Ναρτάθες Λάρενραχ, αλλά και κάποιοι ευγενείς της πόλης και αρχισυμμορίτες που είχαν αρχίσει να σκέφτονται την επανάσταση, τώρα που ο στρατός της Ανατολικής Συμμαχίας βρισκόταν κοντά στην πόλη τους. Μπορεί να ήταν υπό στενή Παντοκρατορική επιτήρηση, μα, ακόμα κι όταν ελάχιστοι έβγαιναν στους δρόμους, η Σάνκριλαμ εξακολουθούσε να έχει τα μάτια της και τα αφτιά της…

13.

Αρκετοί από τους άρχοντες και τις αρχόντισσες που ήταν στο στράτευμα του Άτβος πήγαν, μέσα στη νύχτα, στο Αρχαιόγραφο Τέμενος, το οποίο βρισκόταν πλάι στην Αγορά της Καρδιάς και ήταν υπό τον έλεγχό τους: οι Παντοκρατορικοί είχαν υποχωρήσει από εδώ. Η Φενίλδα πλησίασε από περιέργεια, και είδε να θυσιάζουν τρία ελάφια στα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών, επάνω σ’έναν πέτρινο βωμό. Το τέμενος περιέκλειαν πελώριες πέτρες επάνω στις οποίες υπήρχαν λαξεμένες οι μορφές κολοσσιαίων ανθρώπων, καθώς και γραφή. Ολόκληρα κείμενα ήταν γραμμένα εδώ. Η Φενίλδα δεν μπορούσε να διαβάσει τίποτα, κι όταν ρώτησε την Ιλρίνα’νορ, εκείνη της απάντησε πως ήταν στην Αρχαία Γλώσσα της Βίηλ. «Δεν ξέρω ούτε τη Δημώδη,» παραδέχτηκε η Φενίλδα. «Μονάχα κάποια πολύ βασικά πράγματα.» Τα οποία της είχε μάθει ο Δάρυλμος.

Όταν η θυσία στο Αρχαιόγραφο Τέμενος είχε ολοκληρωθεί και κανένας δεν ήταν πλέον εκεί, η Φενίλδα ρώτησε τον Νελμάτρες και τη Σιλράτα: «Τι τελετή ήταν αυτή που έκαναν;»

«Ζητούσαν από τα Πνεύματα να μας συντρέξουν,» αποκρίθηκε ο Νελμάτρες, κάπως αδιάφορα, καθώς ήταν καθισμένος στα σκαλιά ενός τώρα εγκαταλειμμένου καταστήματος της Αγοράς της Καρδιάς και έτρωγε ένα μήλο.

«Δε φαίνεσαι και πολύ ενθουσιασμένος. Δεν πιστεύεις στα Πνεύματα;»

Ο Νελμάτρες ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν τάχω δει ποτέ μου.»

Η Σιλράτα μειδίασε. «Γι’αυτό είναι Πνεύματα, ηλίθιε· δεν τα βλέπεις.»

«Καλά, εντάξει…» Συνέχισε να μασουλάει το μήλο του.

Η Σιλράτα ήπιε μια γουλιά από το μπουκάλι μπίρα που κρατούσε, και το πρότεινε προς τη Φενίλδα. Είχαν λεηλατήσει αναψυκτικά από ένα ψυγείο που ήταν έξω από ένα κατάστημα, ακόμα συνδεδεμένο με εστία και κλειστό μόνο με μια αλυσίδα η οποία εύκολα είχε σπάσει.

Η Φενίλδα κούνησε το κεφάλι αρνητικά, και πήγε να βρει τον Δαίδαλο, περνώντας ανάμεσα από τους πολεμιστές του Άτβος οι οποίοι γέμιζαν την Αγορά της Καρδιάς, πρόχειρα κατασκηνωμένοι, έχοντας ανάμενες ενεργειακές λάμπες μέσα στη νύχτα. Άλλοι κοιμόνταν, άλλοι έτρωγαν, άλλοι συζητούσαν, άλλοι φρουρούσαν, άλλοι ακόνιζαν τα όπλα τους ή επιδιόρθωναν τις αρματωσιές τους, άλλοι περιποιούνταν τραυματίες, άλλοι πέθαιναν ύστερα από άσχημα τραύματα που είχαν δεχτεί και που κανένας δεν μπορούσε να θεραπεύσει.

Η Φενίλδα βρήκε τον Δαίδαλο να περιεργάζεται το χτύπημα του Κατακρημνιστή, χρησιμοποιώντας εργαλεία και ξόρκια. Παραδίπλα, ήταν καθισμένος ο Πάνοπλος, που μονάχα το αριστερό του μάτι τώρα φώτιζε.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε η Φενίλδα.

«Ο Δαίδαλος λέει ότι δεν μπορεί εδώ να με επισκευάσει.» Δεν ακουγόταν πολύ δυσαρεστημένος, αλλά ίσως να έφταιγε η μεταλλική του φωνή γι’αυτό.

«Βλέπεις τώρα ή δεν βλέπεις;»

«Από το ένα μάτι μόνο.»

«Σκέψου θετικά,» του είπε η Φενίλδα. «Αν ήσουν σαν εμάς, από σάρκα και οστά, κι έχανες το μάτι σου, δεν θα μπορούσαν ποτέ να σε επισκευάσουν.»

Ένα μεταλλικό γέλιο ακούστηκε από δίπλα, και η Ιπτάμενη πλησίασε. «Αυτό τού έλεγα κι εγώ πριν από λίγο, Φενίλδα!»

«Όλο σοφίες είναι αυτή.» Η Φενίλδα ξαφνιάστηκε γιατί η φωνή είχε έρθει από μια μεριά όπου νόμιζε πως δεν στεκόταν κανένας· αλλά εκεί ήταν η Νυχτερινή, αόρατη μες στο σκοτάδι.

«Τον Κατακρημνιστή θα τον φτιάξει ο Δαίδαλος;» ρώτησε η μάγισσα.

«Κάποιες βασικές επισκευές είπε ότι μπορεί μονάχα να κάνει,» εξήγησε ο Πάνοπλος. «Δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό εδώ, λέει.»

Η Φενίλδα έστρεψε το βλέμμα της στον μάγο, ο οποίος ακόμα ήταν επικεντρωμένος στο γιγαντόσωμο αυτοκίνητο. Ο Κατακρημνιστής καθόταν ήρεμα στο πλακόστρωτο, και δεν μιλούσε. Τα μάτια του αναβόσβηναν κάπου-κάπου: από κούραση, ίσως.

14.

Η νύχτα πέρασε ήσυχα στην Κάνρελ, αλλά, με την αυγή, οι δυνάμεις του Σφετεριστή και της Παντοκράτειρας επιτέθηκαν στους επαναστάτες από τα δυτικά και από τα ανατολικά. Οπότε, οι συγκρούσεις άρχισαν πάλι. Και ήταν άγριες. Οι δρόμοι της πόλης γέμισαν αίμα, ενώ οι πολίτες που βρίσκονταν ακόμα εδώ, μην έχοντας εγκαταλείψει την πρωτεύουσα, ήταν κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους και σε υπόγεια. Ορισμένοι, πιο θαρραλέοι, παράτολμοι, ή τρελοί, βγήκαν για να πάνε με το μέρος των επαναστατών.

Ο Άτβος ζήτησε από την Ιλρίνα να δει αν μπορούσε να εντοπίσει τον Ρέτβελνος. Ήθελε να ξέρει πού βρισκόταν ο Σφετεριστής. Εκείνη έκανε ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως, κι επάνω σ’έναν καθρέφτη παρουσιάστηκε μια κόκκινη κουκίδα.

«Στο Παλιό Κάστρο πρέπει να είναι,» είπε στον Άτβος.

Εκείνος ένευσε. «Όπως το περίμενα. Θα καταλάβουμε πρώτα το παλάτι και, μετά, θα πάμε να τον συναντήσουμε.»

Και οδήγησε τους μαχητές του προς το πριγκιπικό παλάτι της Κάνρελ, το παλιό του σπίτι, έχοντας μαζί του τα αυτοκίνητα, αλλά ζητώντας από τον Δαίδαλο και τη Φενίλδα να μείνουν πίσω. Η αντίσταση που συνάντησαν οι επαναστάτες στους δρόμους της πόλης δεν ήταν μικρή, όμως οι εχθροί τους δεν είχαν αποτελεσματικό τρόπο για να αντιμετωπίσουν τα αυτοκίνητα, και τα τέρατα από τις Ερημιές έμοιαζαν να τους έχουν, επιτέλους, τελειώσει. Έτσι, ώς το μεσημέρι ο Άτβος είχε εισβάλει στο παλάτι, το οποίο δεν ήταν και πολύ καλά προστατευμένο. Μονάχα ένα χαμηλό πέτρινο τείχος περιτριγύριζε τον κήπο του. Δεν ήταν οικοδομημένο ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει καμια σοβαρή πολιορκία, και σίγουρα όχι κάτι σαν τα αυτοκίνητα. Η πύλη του δεν χρειαζόταν καν τη βοήθεια του Κατακρημνιστή για να πέσει: δύο γρονθοκοπήματα και μια κλοτσιά από τον Πάνοπλο τη σώριασαν στη γη, και οι επαναστάτες μπήκαν κραυγάζοντας και κραδαίνοντας τα όπλα τους. Οι Παντοκρατορικοί που βρίσκονταν στο εσωτερικό του παλατιού παραδόθηκαν, ενώ πολλοί από τους μισθοφόρους του Ρέτβελνος δήλωσαν πως ήταν πρόθυμοι να υπηρετήσουν τον δικαιωματικό Πρίγκιπα του Κάνρελ, τον Άτβος. Δεν ήταν πιστοί στον Σφετεριστή! είπαν.

Ο Άτβος ήξερε ότι έπρεπε να προσέχει τέτοιους ανθρώπους που τόσο γρήγορα άλλαζαν στρατόπεδο. Ωστόσο, δεν αρνήθηκε να τους πάρει στο πλευρό του. Άλλωστε, αυτό που ίσχυε για ετούτους τους μισθοφόρους ίσχυε και για τους περισσότερους συγγενείς του. Είχαν συμμαχήσει με τον Σφετεριστή για να επιβιώσουν, αλλά τώρα που ο Άτβος είχε επιστρέψει, και είχαν δει πως ήταν ζωντανός, οι πιο πολλοί δεν είχαν διστάσει να πάνε με το μέρος του. Ελάχιστοι είχαν παραμείνει στο πλευρό του Ρέτβελνος, και βρίσκονταν, κυρίως, στα εδάφη της Καρδιάς του Κάνρελ, οπότε ίσως και να ήταν αναγκασμένοι να δράσουν όπως είχαν δράσει.

Πράγμα για το οποίο ο Άτβος τώρα, που είχε εισβάλει στο παλάτι, βεβαιώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Διότι, εκτός από φρουροί και υπηρέτες, βρίσκονταν και κάποιοι συγγενείς του εδώ, φυσικά. Μια αδελφή του, ένας θείος του, και δύο ξαδέλφια του. Κανένας δεν προσπάθησε να φύγει όταν οι επαναστάτες εισέβαλαν, ούτε πρόβαλε την παραμικρή αντίσταση. Δήλωσαν όλοι τους πως περίμεναν τον Άτβος να έρθει, και θα τον είχαν βοηθήσει από πριν αν μπορούσαν.

«Όμως δεν είχαμε τη δυνατότητα, Υψηλότατε. Με την παραμικρή υποψία προδοσίας, θα μας εκτελούσαν! Αυτή η Επόπτρια έχει τα μάτια της παντού, και μόλις ψιθυρίσει στον Σφετεριστή για προδοσία εκείνος αμέσως πάει και σκοτώνει! Έχει γίνει πολλές φορές αυτό,» είπε ο θείος του Άτβος, που ονομαζόταν Νασβέλδος.

«Έχει όντως γίνει, αδελφέ μου,» τόνισε η αδελφή του Άτβος, η Ωλρίκα.

«Κανένας δεν πρόκειται να σας κατηγορήσει, αν από εδώ και στο εξής υποστηρίξετε την Επανάσταση,» τους διαβεβαίωσε ο Άτβος, κι εκείνοι τού αποκρίθηκαν πως δεν είχαν κανέναν απολύτως λόγο να μην την υποστηρίξουν. Πάντοτε διπλωματικοί οι συγγενείς μου, ασφαλώς… Δεν τους εμπιστευόταν, εννοείται, αλλά το ήξερε πως δεν μπορούσε και να διοικήσει το Κάνρελ χωρίς αυτούς.

15.

Λίγο μετά την αυγή, ο Νίλφες Βάθμακ πλησίασε τη Σάνκριλαμ μαζί με μια συνοδία έφιππων μαχητών και δύο αρμάτων μάχης. Μέσα στη συνοδία ήταν και ο Τάμπριελ κι η Ανταρλίδα. Ο Νιρκάδος Ράλενθακ είχε μείνει πίσω, στο στρατόπεδο.

Ο Νίλφες σταμάτησε σε ασφαλή απόσταση από τα τείχη της πόλης και, χρησιμοποιώντας τον εκφωνητή που ήταν πιασμένος στην πλάτη του, έκανε τη φωνή του ν’αντηχήσει σ’όλη την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ. Τον άκουσαν από την Κακοτοπιά ώς την Πύλη του Βόρειου Οφθαλμού. Από τη Μεγάλη Αγορά ώς την Αγορά του Ξίφους. Από την Πύλη του Νότιου Οφθαλμού ώς το πριγκιπικό παλάτι.

Στον Διάφεγγο, ασφαλώς, ο Πολ, η Αλιζέτ, και ο Όρνιφιμ τον άκουσαν επίσης. Όπως και ο Λούσιος Φαθράλω τον άκουσε, μέσα στα προσωπικά του δωμάτια στο παλάτι. Και η Πριγκίπισσα Ισλάννα τον άκουσε, ξυπνώντας τρομαγμένη πλάι στον άντρα της, τον Πρίγκιπα Νολβέρτες, ο οποίος δεν ήταν εκείνη τη στιγμή μαστουρωμένος από τον χυμό σκίανθου.

Ο Νίλφες Βάθμακ, Στρατηγός του Νέλερβικ, που ερχόταν εδώ ως ένας από τους αρχηγούς του στρατεύματος της Ανατολικής Συμμαχίας, ζητούσε από τους πολίτες της Σάνκριλαμ να ξεσηκωθούν ενάντια στους δυνάστες τους. Ζητούσε από την Πριγκίπισσα να στραφεί κατά της Παντοκράτειρας. Ισχυριζόταν πως υπήρχε ήδη πολύ ισχυρή αντίσταση μέσα στην πόλη, και όσοι σκέφτονταν να ξεσηκωθούν έπρεπε να το κάνουν τώρα! Τώρα!

Μετά, ο Νίλφες Βάθμακ και η συνοδία του αποχώρησαν, επιστρέφοντας στο στρατόπεδο του φουσάτου των Ανατολικών Δυνάμεων. Αφήνοντας πίσω τους ολόκληρη τη Σάνκριλαμ σε αναταραχή.

«Τώρα…» είπε ο Πολ, ανασηκωμένος επάνω στο κρεβάτι που μοιραζόταν με την Αλιζέτ στον Διάφεγγο. «Τώρα θα γίνει, ή ποτέ.»

Και τώρα έγινε.

Ή μάλλον, μετά από μερικές ώρες (ενώ ο Πολ είχε αρχίσει να φοβάται ότι δεν θα γινόταν ποτέ και ότι όλες τους οι προσπάθειες να ξεσηκώσουν τον λαό της Σάνκριλαμ είχαν αποβεί μάταιες).

Οι άνθρωποι της πρωτεύουσας πήραν τα όπλα.

Και υπήρχαν αρκετά απ’αυτά κρυμμένα σε υπόγεια και σε μπαούλα και κάτω από σανιδένια πατώματα. Οι συμμορίες επιτέθηκαν στις Παντοκρατορικές περιπολίες στους δρόμους. Οι ευγενείς πήραν τους προσωπικούς τους φρουρούς και εξεγέρθηκαν. Οι λιμενεργάτες χίμησαν στους φύλακες του λιμανιού. Οι έμποροι πρόσταξαν τους μισθοφόρους τους να επιτεθούν σ’εκείνους που είχαν αποφασίσει να τους σταματήσουν τις δουλειές. Ακόμα και απλοί πολίτες βγήκαν να βοηθήσουν. Ο Υπασπιστής Φέλρες, που είχε ανθρώπους πιστούς σ’αυτόν μέσα στο πριγκιπικό παλάτι, χτύπησε τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας στους μεγάλους διαδρόμους και στις αίθουσες, και πήγε να προστατέψει την ξαδέλφη του, την Πριγκίπισσα, και την οικογένειά της, προτού ο Επόπτης δράσει εναντίον τους. Συγχρόνως, είχε στείλει μαχητές του στα δωμάτια του Λούσιου Φαθράλω για να συλλάβουν αυτόν και την Αμάλριτ’νορ· όμως εκεί συνάντησαν μεγάλη αντίσταση, και κανένας τους δεν επέστρεψε. Επίσης, ο Φέλρες είχε στείλει κάποιους να συλλάβουν τον Ναρτάθες Λάρενραχ, επειδή γνώριζε πως ήταν ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας και, παρότι ντόπιος, δεν επρόκειτο να άλλαζε στρατόπεδο τώρα. Όμως οι απεσταλμένοι του Υπασπιστή δεν βρήκαν τον Ναρτάθες στα δωμάτιά του, σαν εκείνος να είχε μυριστεί κάτι και να είχε φύγει.

Τον Φέλρες τον ανησύχησε αυτό. Πολύ. Φοβόταν τον Ναρτάθες περισσότερο από τον Λούσιο. Ήταν ύπουλος σαν δηλητηριώδες φίδι κρυμμένο στους θάμνους της αυλής σου.

16.

Ο Τάμπριελ βρισκόταν από το πρωί σε συνεχή επαφή με τους Ιεράρχες, και παρακολουθούσε τις οδομαχίες μέσα στους δρόμους της Κάνρελ και, τελικά, την εισβολή στο παλάτι από τον Άτβος και τους μαχητές του – ανάμεσα στους οποίους ήταν, φυσικά, και η Ράιλμεχ.

Μετά, όμως, ο Τάμπριελ αισθάνθηκε τη θέληση του Όρνιφιμ να τον καλεί, κι έστρεψε τη νοητική προσοχή του προς τα όσα παρατηρούσε αυτός. Ο Όρνιφιμ στεκόταν μπροστά στο παράθυρο του δωματίου του μέσα στον Διάφεγγο κι έβλεπε από κάτω, στη Λεωφόρο του Παλιού Πρίγκιπα, πολίτες και τοπικούς μισθοφόρους να συγκρούονται με πολεμιστές της Παντοκράτειρας. Κι έπειτα από λίγο, κατεβαίνοντας στην τραπεζαρία του πανδοχείου μαζί με την Αλιζέτ και τον Πολ, ο Όρνιφιμ έμαθε πως η εξέγερση ήταν γενικευμένη στην πόλη. Ακόμα και στο παλάτι χτυπούσαν τους Παντοκρατορικούς, έλεγαν.

Ο Πολ γέλασε. «Έπιασε, τελικά! Έπιασε!»

Ο Όρνιφιμ είπε: «Ο Τάμπριελ σκέφτεται να πλησιάσουν τώρα. Καλή ιδέα, ρωτά, ή όχι;» Οι τρεις τους κάθονταν σ’ένα τραπέζι, με μπίρες μπροστά τους, κι άκουγαν τους ντόπιους που είχαν συγκεντρωθεί στο πανδοχείο να μιλάνε έντονα. Τέσσερις τραυματίες ήταν, επίσης, εδώ κι ένας θεραπευτής προσπαθούσε να τους περιποιηθεί.

«Φυσικά και να πλησιάσουν,» είπε η Αλιζέτ. «Κι αν δεν ανοίξουμε εμείς την Πύλη του Νότιου Οφθαλμού, είμαι σίγουρη πως οι ντόπιοι θα την ανοίξουν.»

Ακούγοντας το αυτό μέσα από τα αφτιά του Όρνιφιμ, ο Τάμπριελ, καθισμένος μπροστά στη σκηνή του, είπε στην Ανταρλίδα: «Ώρα να πλησιάσουμε τη Σάνκριλαμ. Η εξέγερση ξεκίνησε.»

«Είσαι σε επαφή με τον Όρνιφιμ;»

«Ναι. Και η Αλιζέτ λέει πως, αν εκείνη, ο Πολ, κι ο Όρνιφιμ δεν ανοίξουν την πύλη, μάλλον οι πολίτες θα την ανοίξουν πρώτοι.»

Η Ανταρλίδα παράτησε το φαγητό της καθώς σηκωνόταν όρθια. «Πάμε, τότε, να ειδοποιήσουμε τον Στρατηγό.»

Ο Τάμπριελ την ακολούθησε, ενώ συνέχιζε να βρίσκεται σε επαφή με τους Ιεράρχες, κρατώντας το μακρύ ραβδί του με την πορφυρή σφαίρα.

17.

Ο Λούσιος στάθηκε πάνω από τα πτώματα των πολεμιστών που είχαν έρθει για να τον συλλάβουν. «Άνθρωποι της Πριγκίπισσας, όλοι τους,» παρατήρησε. Οι φρουροί του δεν είχαν αφήσει κανέναν ζωντανό ώστε να τον ανακρίνουν και να μάθουν ακριβώς τι είχε συμβεί, όμως η κατάσταση ήταν προφανής ούτως ή άλλως. Ο Λούσιος στράφηκε στην Αμάλριτ. «Η Πριγκίπισσα μάς πρόδωσε.»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Δεν… δεν το πιστεύω…»

«Ορίστε οι αποδείξεις που χρειάζεσαι!» Ο Λούσιος έδειξε τα πτώματα στο πάτωμα του καθιστικού των δωματίων τους. «Έστειλε αυτούς για να μας συλλάβουν! Σ’το είπα πως, όποιος κι αν συνωμοτούσε εναντίον μας, τώρα ίσως να αποφάσιζε να κινηθεί – και θα γινόταν αμέσως φανερός.»

Η Αμάλριτ ακόμα ήταν δύσπιστη.

Ο Λούσιος στράφηκε στους φρουρούς του. «Πηγαίνουμε να συλλάβουμε την Πριγκίπισσα Ισλάννα. Πρέπει να μπει μια τάξη στην πόλη, αν είναι να την υπερασπιστούμε εναντίον του εχθρού.»

18.

Ο Υπασπιστής Φέλρες είχε ζητήσει από την Πριγκίπισσα και την οικογένειά της να αμπαρωθούν στα διαμερίσματά τους μέσα στο παλάτι, και είχε θέσει φρουρούς εκεί για να τους φυλάνε από οποιαδήποτε απειλή. «Θα φροντίσω εγώ τα πάντα να τεθούν υπό έλεγχο,» είχε πει ο Φέλρες στην ξαδέλφη του, και είχε φύγει, πηγαίνοντας προς την Αίθουσα του Θρόνου μαζί με αρκετούς από τους πιστούς ανθρώπους του.

Πλησιάζοντας εκεί, άκουσε φασαρία να γίνεται, κι όταν μπήκε είδε πολεμιστές της Πριγκίπισσας να μάχονται με Παντοκρατορικούς. Λεπίδες χτυπούσαν πάνω σε λεπίδες και αίμα χυνόταν στα χαλιά, στο πάτωμα, και στα έπιπλα. Ο Φέλρες πρόσταξε τους ανθρώπους του να βοηθήσουν εναντίον των Παντοκρατορικών, κι εκείνοι υπάκουσαν. Ο ίδιος έμεινε πίσω, αλλά με σπαθί στο χέρι. Δε νόμιζε πως οι Παντοκρατορικοί θα νικούσαν· τους έχουμε ξαφνιάσει. Αποκλείεται να καταφέρουν να κρατήσουν το παλάτι. Ο Φέλρες, εξάλλου, έλεγχε τα πάντα εδώ μέσα. Τα πάντα. Τίποτα δεν του ξέφευγε. Είχε ανθρώπους του παντού. Ό,τι γινόταν στο παλάτι το μάθαινε. Το δίκτυό του ήταν καλύτερο ακόμα κι από τις Αρχικατασκόπου Αμάλριτ’νορ εδώ πέρα. Γι’αυτό κιόλας πολλοί τον ονόμαζαν Κρυφό Πρίγκιπα, υπονοώντας ότι εκείνος, ουσιαστικά, διοικούσε και όχι η Ισλάννα. Πράγμα που, βέβαια, κανένας δεν ανέφερε ποτέ μπροστά της.

Υπήρχαν, όμως, άτομα που ακόμα κι ο Υπασπιστής Φέλρες Νάρβεληχ δεν μπορούσε να ελέγξει.

Ο Ναρτάθες Λάρενραχ τον πλησίασε από πίσω, αθόρυβα. Σπαθίζοντάς τον στην πλάτη.

Ο Φέλρες παραπάτησε, ξαφνιασμένος. Άρπαξε μια κολόνα για να στηριχτεί καθώς το σπαθί έφευγε από το χέρι του· και, γυρίζοντας το κεφάλι, είδε τον Ναρτάθες.

«Νομίζεις ότι εσύ θα προδώσεις την Παντοκράτειρα έτσι εύκολα, Φέλρες; Έχεις ξεχάσει ποια είναι η θέση σου σε τούτο το παλάτι! Έχεις ξεχάσει τελείως!» Και κάρφωσε τον Υπασπιστή στα πλευρά.

Κι αυτή τη φορά ο Φέλρες Νάρβεληχ σωριάστηκε στο πάτωμα, νιώθοντας το αίμα του να πλημμυρίζει τους πνεύμονές του, ενώ παντού γύρω του αντηχούσαν οι ιαχές της μάχης.

19.

Το στράτευμα των Ανατολικών Δυνάμεων ζύγωσε τη νότια μεριά της Σάνκριλαμ, εκτοξεύοντας βλήματα από πολεμικές μηχανές προσαρτημένες σε άρματα μάχης, ενώ έφιπποι τοξότες γέμιζαν τις επάλξεις των τειχών με βροχή από βέλη, καθώς και τοξότες και βαλλιστροφόροι επάνω σε μεγάλα φορτηγά. Οι υπερασπιστές ανταπέδιδαν, αλλά έμοιαζαν ξαφνιασμένοι, αποπροσανατολισμένοι. Οι ταραχές στο εσωτερικό της πόλης τους δεν ήταν μικρές, ούτε λίγες, και δεν μπορούσαν να επικεντρωθούν στον εχθρό που ερχόταν από έξω όταν αισθάνονταν ότι ένας άλλος εχθρός βρισκόταν μέσα, πίσω από την πλάτη τους. Φοβόνταν, και ο φόβος σκότωνε την πολεμική τους ικανότητα και το ηθικό τους.

Ο Πολ, η Αλιζέτ, και ο Όρνιφιμ είχαν ήδη φύγει από τον Διάφεγγο και ακολουθώντας τα σοκάκια νότια της Λεωφόρου του Παλιού Πρίγκιπα είχαν πλησιάσει την Πύλη του Νότιου Οφθαλμού, η οποία ήταν κλειστή φυσικά. Και μπροστά της συμπλοκές γίνονταν. Συμμορίτες και μισθοφόροι ευγενών χτυπιόνταν με Παντοκρατορικούς στρατιώτες. Ένας από τους τελευταίους ήταν ανεβασμένος σ’ένα δίκυκλο και περιφερόταν γύρω-γύρω, ανεμίζοντας έναν αλυσιδωτό κεφαλοθραύστη. Χτυπώντας με τη μεγάλη, αγκαθωτή σφαίρα όποιον εχθρό βρισκόταν στο πέρασμά του: διαλύοντας κεφάλια και σπάζοντας κόκαλα. Η Αλιζέτ τράβηξε ένα ξιφίδιό της και το εκτόξευσε καταπάνω του, εκτελώντας μια βολή που ο Πολ σκέφτηκε ότι αποκλείεται να είχε επιτυχία. Η στροβιλιζόμενη λεπίδα, όμως, βρήκε τον αναβάτη του δίκυκλου στον λαιμό, ακριβώς κάτω από το κράνος του, σκοτώνοντάς τον. Έπεσε από τη σέλα σαν πάνινη κούκλα, και το όχημά του κοπάνησε σ’έναν τοίχο, σπάζοντας. Ένας τροχός έφυγε και συνέχισε να κυλά. Οι επαναστάτες της Σάνκριλαμ ζητωκραύγασαν, κι ένας πλησίασε τον πεσμένο εχθρό και τον κάρφωσε ξανά, λες και υπήρχε πιθανότητα ακόμα να ζούσε.

«Θα με τρελάνεις, Ατσάλινα Μάτια,» είπε ο Πολ.

«Πάμε για την πύλη,» είπε η Αλιζέτ, σα να μην είχε συμβεί τίποτα το περίεργο, σαν όλα να ήταν διαδικαστικά, μέρος μιας συνηθισμένης δουλειάς. «Ο στρατός μας είναι έξω από τα τείχη, δεν είναι;» ρώτησε τον Όρνιφιμ.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ιεράρχης.

Η Αλιζέτ ένευσε. Οι πολεμικές μηχανές ακούγονταν να βροντάνε.

Η Σκοτεινή Βασίλισσα, ο Πολ, και ο Όρνιφιμ πήγαν προς το φυλάκιο της πύλης, όπου υπήρχε ο μηχανισμός που την κρατούσε κλειστή. Τέσσερις φρουροί στάθηκαν στο διάβα τους, αλλά εκείνοι γρήγορα τους σκότωσαν. Ο Ιεράρχης είχε τραβήξει δύο ξιφίδια, ένα σε κάθε χέρι, και με το ένα απέκρουσε το σπαθί της πολεμίστριας που του επιτέθηκε ενώ με το άλλο την κάρφωσε στον λαιμό, περνώντας το χέρι του πλάι από την ασπίδα της. Ο Πολ σταμάτησε ένα ξίφος με το ξίφος του και κλότσησε τον εχθρό του πάνω στην ασπίδα, σωριάζοντάς τον, για να στραφεί και να σπαθίσει έναν άλλο που ερχόταν από δίπλα, βρίσκοντάς τον στα πλευρά και τρυπώντας την φολιδωτή αρματωσιά του. Η Αλιζέτ απέφυγε μια λεπίδα και έσκισε τον λαιμό του άντρα που τη χειριζόταν. Ύστερα χίμησε στον πρώτο πολεμιστή που είχε επιτεθεί στον Πολ, ο οποίος προσπαθούσε να σηκωθεί από κάτω μετά από την κλοτσιά στην ασπίδα του. Η Σκοτεινή Βασίλισσα τον κάρφωσε στην πλάτη, σκοτώνοντάς τον.

Πήρε την ασπίδα του και ζύγωσε πρώτη την πόρτα του φυλακίου. Την άνοιξε απότομα. Και είδε μια πολεμίστρια να στέκεται εκεί με μια έτοιμη, οπλισμένη βαλλίστρα στα χέρια. Όπως η Αλιζέτ το περίμενε. Το βέλος καρφώθηκε στην ασπίδα της, και μετά η Σκοτεινή Βασίλισσα ήταν μέσα, σπαθίζοντας την Παντοκρατορική και σκοτώνοντάς την. Ο Πολ και ο Όρνιφιμ την ακολούθησαν. Ακόμα ένας στρατιώτης της Παντοκράτειρας ήταν εδώ, και έριξε το σπαθί του στο πάτωμα, λέγοντας: «Παραδίνομαι! Παραδίνομαι!» Η Αλιζέτ τον σκότωσε με μια γρήγορη σπαθιά στον λαιμό. Ύστερα στράφηκε στην κονσόλα που έλεγχε το σύστημα της πύλης, το οποίο φυσικά λειτουργούσε με εστίες.

Κατέβασε την ασφάλεια και πάτησε το πλήκτρο που άνοιγε την πύλη.

Άκουσε τις πελώριες αλυσίδες να μπαίνουν σε κίνηση.

20.

Το φουσάτο των Ανατολικών Δυνάμεων όρμησε προς την ανοιχτή Πύλη του Νότιου Οφθαλμού με νικητήριες κραυγές, και μεγάλο μακελειό ξεκίνησε στη Λεωφόρο του Παλιού Πρίγκιπα. Οι Παντοκρατορικοί δεν μπορούσαν να κρατήσουν άλλο τις θέσεις τους εδώ και σύντομα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν – όσοι από αυτούς έμειναν ζωντανοί.

Ο Νίλφες Βάθμακ μπήκε στην πόλη επάνω σε άλογο, και μαζί του ήταν ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, και ο Νιρκάδος Λάρενραχ. Γύρω τους, οι πολεμιστές τους είχαν κατακτήσει όλη ετούτη την περιοχή. Οι μόνοι Παντοκρατορικοί που φαίνονταν ήταν νεκροί· κανένας που φορούσε χιτώνιο με το σύμβολο της Παντοκράτειρας δεν στεκόταν όρθιος. Η νοτιοανατολική γωνία της Σάνκριλαμ ανήκε εξολοκλήρου στην Επανάσταση.

Η Αλιζέτ, ο Πολ, και ο Όρνιφιμ πλησίασαν την Ανταρλίδα και τον Τάμπριελ, κι εκείνη τούς είπε: «Μια χαρά μού φαίνεστε.»

«Περάσαμε ευχάριστα τις τελευταίες μέρες,» της αποκρίθηκε ο Πολ. «Γράφαμε ανοησίες στους τοίχους, μας κυνηγούσαν, ξαναγράφαμε στους τοίχους, μας ξανακυνηγούσαν… Στο τέλος, κάποιοι μάς πήραν σοβαρά, φαίνεται.»

21.

«Δε μπορούμε να μπούμε στα διαμερίσματα της Πριγκίπισσας, Εξοχότατε,» είπε ο λοχαγός. «Έχουν αμπαρωθεί εκεί μέσα. Πρέπει να γκρεμίσουμε την εξώπορτα, και ίσως και τις πόρτες μετά απ’αυτήν.»

Ο Λούσιος και η Αμάλριτ στέκονταν σ’έναν από τους διαδρόμους του παλατιού περιτριγυρισμένοι από τους φρουρούς τους. Ο Επόπτης είπε: «Γκρεμίστε την, λοιπόν! Κι όποια άλλη πόρτα χρειαστεί! Η Πριγκίπισσα θέλω να συλληφθεί. Και όλη η οικογένειά της.»

«Μάλιστα, Εξοχότατε,» αποκρίθηκε ο λοχαγός, κι απομακρύνθηκε, φωνάζοντας να φέρουν πολιορκητικό κριό.

Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του Λούσιου κουδούνισε, κι όταν εκείνος τον άνοιξε του ανέφεραν ότι ο στρατός των αποστατών είχε εισβάλει στην πόλη. Κάποιοι πρέπει να είχαν ανοίξει, από μέσα, την Πύλη του Νότιου Οφθαλμού.

Ο Λούσιος καταράστηκε. Αν ο εχθρός είχε ήδη μπει στη Σάνκριλαμ, τότε οι πιθανότητες να κρατήσει την πόλη ήταν λίγες, αν όχι μηδαμινές. Τουλάχιστον, έπρεπε να μην εγκαταλείψει το παλάτι.

22.

Ο Άτβος δεν συνέχισε την επίθεσή του, ύστερα από την κατάληψη του πριγκιπικού παλατιού της Κάνρελ. Προτίμησε ν’αφήσει τους μαχητές του να ανασυγκροτηθούν και να ξεκουραστούν. Ο εχθρός εξακολουθούσε να έχει υπό την κυριαρχία του αρκετούς δρόμους της πόλης, καθώς και τα δύο νότια κάστρα: το Παλιό Κάστρο και το Κάστρο της Γης, τα οποία θα έπρεπε να παρθούν προκειμένου να διωχτούν για πάντα οι Παντοκρατορικοί από την Κάνρελ.

Όταν ο Δαίδαλος ήρθε στο παλάτι, ο Άτβος τον ρώτησε αν θα μπορούσε εδώ να επισκευάσει τα αυτοκίνητα. Εκείνος αποκρίθηκε ότι έπρεπε να έχει στη διάθεσή του εργαλεία και ένα πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο. Ο Άτβος κάλεσε τους μάγους και τους τεχνουργούς του παλατιού και τους πρόσταξε να προσφέρουν στον Δαίδαλο ό,τι χρειαζόταν. Διότι ήξερε ότι θα είχαν ανάγκη τον Κατακρημνιστή για να πάρουν τα κάστρα, που και τα δύο ήταν πολύ καλές αμυντικές θέσεις.

Το απόγευμα, η μάχη συνεχίστηκε, αν και ο Δαίδαλος δεν είχε ακόμα επισκευάσει το αυτοκίνητο και είπε στον Άτβος να μην το χρησιμοποιήσει για να γκρεμίσει πύλες. Οι επιθέσεις των επαναστατών επικεντρώθηκαν γύρω από το Παλιό Κάστρο, όπου η Ιλρίνα’νορ εξακολουθούσε να μπορεί να εντοπίσει μέσω της μαγείας της τον Ρέτβελνος Βάνδερμαχ. Το Κάστρο της Γης δεν το αγνόησαν – είχαν μαχητές σε ετοιμότητα κοντά του, σε περίπτωση που οι εχθροί που βρίσκονταν εκεί αποφάσιζαν να κάνουν έξοδο – όμως δεν το πολιόρκησαν κιόλας. Ο Άτβος νόμιζε πως αν το Παλιό Κάστρο έπεφτε, αν ο Σφετεριστής σκοτωνόταν, αιχμαλωτιζόταν, ή υποχωρούσε, τότε και το Κάστρο της Γης θα έπεφτε.

Στους δρόμους της Κάνρελ, νότια της Αγοράς της Καρδιάς, γίνονταν επίσης πολλές συγκρούσεις, ανάμεσα κι επάνω στα οικοδομήματα, καθώς οι επαναστάτες χτυπιόνταν με τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας.

23.

Όταν η νύχτα είχε έρθει, η Σάνκριλαμ βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών. Ολόκληρη, εκτός από το παλάτι. Αυτό το κρατούσαν ακόμα οι Παντοκρατορικοί, και είχαν δηλώσει, μέσω εκφωνητή, ότι είχαν αιχμαλώτους την Πριγκίπισσα Ισλάννα, την οικογένειά της, και άλλους ευγενείς. «ΑΝ ΟΙ ΑΠΟΣΤΑΤΕΣ ΔΕΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΘΑ ΕΚΤΕΛΟΥΜΕ ΕΝΑΝ ΚΑΘΕ ΔΥΟ ΩΡΕΣ!» Η φωνή ήταν του Λούσιου Φαθράλω, του Παντοκρατορικού Επόπτη· πολλοί την αναγνώρισαν και το ανέφεραν στον Νίλφες Βάθμακ, τον Τάμπριελ, και τους άλλους αρχηγούς του στρατεύματος, οι οποίοι ήταν κατασκηνωμένοι στη Μεγάλη Αγορά της Σάνκριλαμ, κοντά στη συμβολή της Λεωφόρου του Παλιού Πρίγκιπα με την Οδό της Σκιάς.

Ο Νίλφες κοίταξε τον Τάμπριελ ερωτηματικά, περιμένοντας εκείνον να του δώσει τη λύση. Αλλά ο Τάμπριελ δεν είχε λύση να δώσει. «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε,» είπε, «είναι να επιτεθούμε, ελπίζοντας πως ο Επόπτης ενδιαφέρεται περισσότερο για τη ζωή του παρά για τον θάνατο μερικών αιχμαλώτων που, στο τέλος, δεν θα τον βοηθήσει να κρατήσει την πόλη.»

Η Ανταρλίδα είπε πως συμφωνούσε. Ορισμένοι που τους άκουσαν, όμως, ήταν αριστοκράτες της Σάνκριλαμ οι οποίοι είχαν έρθει εδώ για να συζητήσουν με τους αρχηγούς των Ανατολικών Δυνάμεων, και τώρα διαμαρτυρήθηκαν γιατί είχαν συγγενείς και γνωστούς τους μέσα στο παλάτι.

«Ο Άρχοντας Τάμπριελ έχει δίκιο, ωστόσο,» τους είπε ο Νίλφες. «Τι άλλο προτείνετε να κάνουμε; Θέλετε να φύγουμε από τη Σάνκριλαμ; Ύστερα απ’όλα αυτά;»

«Δεν είπαμε να φύγετε· αλλά πρέπει να υπάρχει και κάποιος άλλος τρόπος!»

Ο Πολ είπε: «Ο Επόπτης μπλοφάρει, κατά πάσα πιθανότητα. Γιατί να σκοτώσει τον οποιονδήποτε όταν δεν θα έχει να κερδίσει τίποτα από αυτό; Θέλει απλώς να σας κάνει να φοβηθείτε, και φαίνεται πως τάχει καταφέρει.»

Η Αλιζέτ τόνισε: «Όσο πιο γρήγορα επιτεθούμε στο παλάτι, τόσο το καλύτερο.»

«Τα μεσάνυχτα πλησιάζουν,» παρατήρησε ο Πολ.

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Δε νομίζω ότι κανένας αισθάνεται νυσταγμένος τώρα.»

24.

Οι επαναστάτες περικύκλωσαν το παλάτι της Σάνκριλαμ και από την ξηρά και από τον ποταμό Νέρελρημ ύστερα από μια σύντομη ναυμαχία με ποταμόπλοια των Παντοκρατορικών τα οποία φρουρούσαν την είσοδο του παλατιανού λιμανιού.

Ο Λούσιος στεκόταν σ’έναν εξώστη και κοίταζε το νερό να έχει πάρει φωτιά, ενώ πολεμιστές έβγαιναν στις αποβάθρες. Πλάι του ήταν η Αμάλριτ. Ο νυχτερινός άνεμος που ερχόταν από τον ποταμό τούς περόνιαζε και τους δύο, κάνοντας τα ρούχα τους να κυματίζουν.

«Πρέπει να φύγουμε,» είπε ο Λούσιος. «Η απειλή για τη ζωή της Πριγκίπισσάς τους δεν ήταν αρκετή για να τους κρατήσει πίσω.»

Η Αμάλριτ έτρεμε, και βαστούσε την κουπαστή του μπαλκονιού για να στηρίζεται. «Μα δεν… Πού να πάμε; Τώρα που έχουν τη Σάνκριλαμ στα χέρια τους… κανένα μέρος μέσα στο Πριγκιπάτο δεν θάναι ασφαλές…»

«Θα επιστρέψουμε στη Ρελκάμνια· δεν υπάρχει άλλη λύση.»

«Θα επιστρέψουμε; Εσύ θα επιστρέψεις, Λούσιε! Εγώ… εγώ δεν έχω ποτέ φύγει από τη Βίηλ.»

«Αν μείνεις εδώ, ή θα σε φυλακίσουν ή θα σε σκοτώσουν, και το ξέρεις. Δεν πρόκειται να σε αφήσω πίσω.» Την κράτησε κοντά του, σφίγγοντάς την μέσα στα χέρια του.

Η Αμάλριτ αναστέναξε. «Φοβάμαι…»

«Ας φύγουμε, όσο έχουμε ακόμα–»

«Εξοχότατε!» Ο Λούσιος στράφηκε για να δει έναν από τους φρουρούς του να πλησιάζει. «Έχουν περάσει την πύλη του κήπου, Εξοχότατε. Έχουν εισβάλει.»

«Πάμε!» είπε ο Λούσιος στην Αμάλριτ, έντονα, κι εκείνη δεν διαφώνησε. Βάδισαν μέσα στους διαδρόμους του παλατιού, περιτριγυρισμένοι από τους φρουρούς τους, κατευθυνόμενοι προς το ελικοδρόμιο.

«Πού είναι ο Ναρτάθες Λάρενραχ;» ρώτησε ο Λούσιος τους στρατιώτες.

«Δεν ξέρουμε, Εξοχότατε.»

«Θα μείνει εδώ, ο ανόητος;»

«Δεν ξέρουμε.»

Ας μείνει, αν θέλει! Τον Λούσιο δεν τον ενδιέφερε καθόλου για τον Ναρτάθες Λάρενραχ. Ήταν κι αυτός γηγενής, όπως η Αμάλριτ, και θα δίσταζε να εγκαταλείψει τον τόπο του.

Βγήκαν στον εξώστη που αποτελούσε ελικοδρόμιο, και είδαν και τα δύο μικρά ελικόπτερα να βρίσκονται εκεί. Επομένως ο ειδικός πράκτορας σίγουρα δεν είχε φύγει. Εκτός αν είχε προτιμήσει να πάει με τα πόδια, ή με βάρκα, αν είχε καταφέρει να περάσει από τον κλοιό των αποστατών στον ποταμό. Αλλά ο Λούσιος θεωρούσε και τα δύο ενδεχόμενα μάλλον απίθανα.

Καθώς πλησίαζαν το ένα ελικόπτερο, η Αμάλριτ δίστασε να επιβιβαστεί. «Δε μπορώ να έρθω…» είπε.

«Τι; Γιατί;»

«Λούσιε, είμαι του τάγματος των Πεφωτισμένων… Στη Ρελκάμνια… δεν υπάρχει η πηγή που χρησιμοποιώ στη Ρελκάμνια…»

Ο Λούσιος την έπιασε από το μπράτσο. «Μη λες ανοησίες, Αμάλριτ. Δε μπορείς να μείνεις εδώ! Όποιο κι αν είναι το κόστος, πρέπει να έρθεις μαζί μου. Θα σε σκοτώσουν οι αποστάτες!»

Ήταν διχασμένη. Φανερά διχασμένη. Κοίταζε μια το πρόσωπό του μια πίσω, προς το εσωτερικό του παλατιού.

Ο έλικας του αεροσκάφους είχε ήδη αρχίσει να περιστρέφεται, σηκώνοντας αέρα και γεμίζοντας τον εξώστη με δυνατό θόρυβο.

«Δε μπορείς να μείνεις εδώ,» επανέλαβε ο Λούσιος, και την τράβηξε μαζί του, προς το ελικόπτερο.

«Όχι!» είπε εκείνη, κι έκανε να του φύγει. Αλλά δεν την άφησε· την παρέσυρε στο εσωτερικό του αεροσκάφους μαζί του. «Όχι!» Η Αμάλριτ έκλαιγε και χτυπούσε τα χέρια του. «Όχι! Δεν είμαι από τη Ρελκάμνια! Δε μπορώ να πάω στη Ρελκάμνια, Λούσιε! Άσε με να μείνω!»

Εκείνος φώναξε στον οδηγό του ελικοπτέρου: «Πάρε μας από δω, πιλότε! Πάρε μας από δω, τώρα!» Οι φρουροί του – όσοι από αυτούς χωρούσαν – βρίσκονταν ήδη μέσα στο αεροσκάφος. Και ο πιλότος υπάκουσε, υψώνοντάς τους όλους πάνω από τον εξώστη και πάνω από το παλάτι.

Πέταξαν προς τα νότια, γιατί φοβόνταν να περάσουν πάνω από την πόλη· ίσως κάποιο αεροσκάφος των αποστατών να τους καταδίωκε για να τους εμβολίσει. Θα έκαναν ύστερα κύκλο για να φτάσουν στη διαστασιακή δίοδο, στα βόρεια βουνά του Σάνκριλαμ.

25.

«Καλημέρα, Φενίλδα.»

Η μάγισσα στράφηκε για να κοιτάξει τον Κατακρημνιστή. Τον είχε, βέβαια, ακούσει ήδη να πλησιάζει και ήξερε αμέσως ότι ήταν αυτός. Δεν μπορούσες να μην ακούσεις τον ερχομό του εκτός αν ήσουν κουφός.

«Καλημέρα. Πώς είσαι;» Η Φενίλδα στεκόταν στον Σταυρό, τη διασταύρωση των δρόμων ανάμεσα στο παλάτι της Κάνρελ και στο Παλιό Κάστρο. Μαζί της, γύρω της, ήταν εκατοντάδες επαναστάτες, απλωμένοι εκεί και σ’όλους τους τριγυρινούς δρόμους. Άρματα μάχης βρίσκονταν ανάμεσά τους, μικρότερα και μεγαλύτερα. Άλλοι ήταν έφιπποι, άλλοι πεζοί. Άλλοι κρατούσαν αγχέμαχα όπλα, άλλοι τηλέμαχα. Τα αυτοκίνητα ήταν στο πλευρό τους, ασφαλώς. Το ένα μάτι του Πάνοπλου ακόμα δεν φώτιζε. Η Ιπτάμενη ήταν γαντζωμένη επάνω σ’ένα από τα μπαλκόνια ενός πενταώροφου οικήματος. Η Νυχτερινή ήταν κάπου κρυμμένη ανάμεσα στους συγκεντρωμένους πολεμιστές.

«Καλά,» αποκρίθηκε ο Κατακρημνιστής. «Σαν καινούργιος.» Ο Δαίδαλος τον είχε επισκευάσει χτες τη νύχτα, και σήμερα το πρωί είχε πει στον Πρόμαχο Άτβος ότι το αυτοκίνητο μπορούσε να γκρεμίσει πύλες και πάλι.

Η Φενίλδα έκανε μερικά βήματα για να δει την πίσω μεριά του Κατακρημνιστή. Το χτύπημα από το ενεργειακό κανόνι δεν φαινόταν πλέον. Ο Δαίδαλος είχε αντικαταστήσει τα μέταλλα τόσο καλά που ήταν σαν να μην τα είχε αντικαταστήσει ποτέ. Δεν διακρινόταν πουθενά κανένα «μπάλωμα». Είναι τελειομανής. Εννοείται πως είναι, σκέφτηκε η Φενίλδα υπομειδιώντας. «Κι εμένα σαν καινούργιος μού φαίνεσαι.»

«Με κολακεύεις.»

«Κατακρημνιστή!» φώναξε ο Άτβος, καθισμένος επάνω στο άλογό του και κάνοντάς νόημα στο αυτοκίνητο να πλησιάσει.

«Με συγχωρείς, Φενίλδα.»

«Πήγαινε,» του είπε εκείνη, και τον είδε να απομακρύνεται καθώς οι πολεμιστές της Επανάστασης τού έκαναν χώρο για να περάσει το ογκώδες σώμα του. Απορούσε πώς ήταν δυνατόν ένα τόσο μεγάλο, τεχνικό κατασκεύασμα να έχει βγει τόσο ευγενικό. Επίτηδες το είχε κάνει ο Δαίδαλος, ή είχε συμβεί τυχαία; Το βλέμμα της στράφηκε προς τον μάγο, ο οποίος στεκόταν πλάι στον Πρόμαχο και του έλεγε κάτι που η Φενίλδα από εδώ δεν μπορούσε ν’ακούσει.

Ο Άτβος έστρεψε τώρα τα μάτια του στον Κατακρημνιστή και του μίλησε, δείχνοντάς του, συγχρόνως, το Παλιό Κάστρο που φαινόταν στο ύψωμα αντίκρυ τους.

Ο Δαίδαλος απομακρύνθηκε από τον Πρόμαχο· ήρθε κοντά στη Φενίλδα.

«Είναι όλα εντάξει με τον Κατακρημνιστή;» τον ρώτησε εκείνη.

«Ναι.» Έμοιαζε κουρασμένος· δεν είχε όρεξη για κουβέντα.

Οι επαναστάτες ετοιμάστηκαν για επίθεση. Οι πολεμικές τους μηχανές – τοποθετημένες επάνω σε οικήματα της πόλης και προσαρτημένες σε άρματα μάχης – άρχισαν να βάλλουν κατά του Παλιού Κάστρου, εξαπολύοντας σιδερένιες αγκαθωτές σφαίρες, μεγάλα βέλη, και ενεργειακές ριπές. Και οι υπερασπιστές του Παλιού Κάστρου ανταπέδωσαν σημαδεύοντας, κυρίως, τα ενεργειακά κανόνια, που μπορούσαν να προκαλέσουν και την περισσότερη ζημιά. Ένα, μάλιστα, το πέτυχαν πολύ γρήγορα. Μια μεγάλη ατσάλινη σφαίρα τσάκισε την κάννη του και, συγχρόνως, σκότωσε τον χειριστή του. Ο μάγος που έκανε τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως, και καθόταν λίγο πιο πίσω, γλίτωσε παρά τρίχα.

Ο Άτβος, βλέποντάς το αυτό, καταράστηκε. Ο Σφετεριστής είχε καλούς χειριστές στις πολεμικές μηχανές του· το είχε παρατηρήσει από χτες. Δεν έχει νόημα να καθυστερούμε άλλο την επίθεση, σκέφτηκε. Το μόνο που ήθελε να επιτύχει ήταν να απασχολήσει τα όπλα του εχθρού ώστε ο Κατακρημνιστής να μπορεί άνετα να εφορμήσει στην πύλη του κάστρου.

Στράφηκε στο αυτοκίνητο, λέγοντάς του: «Ξεκινάς.» Οι πολεμιστές του είχαν ήδη ανοίξει δρόμο. Δεν υπήρχαν εμπόδια από εδώ ώς το Παλιό Κάστρο.

Ο Κατακρημνιστής πήρε θέση, σκύβοντας το κερασφόρο κεφάλι του. Τα μάτια του έλαμψαν δυνατά, κι ύστερα τινάχτηκε κι έτρεξε με μεγάλη ταχύτητα. Ο Άτβος τον είδε να γίνεται μια μεταλλική θολούρα.

Η οποία έπεσε, με μεγάλο κρότο, επάνω στην πύλη του Παλιού Κάστρου, ενώ η βολή ενός ενεργειακού κανονιού αστοχούσε ξυστά το αυτοκίνητο.

Η πύλη κομματιάστηκε, και ο Άτβος πρόσταξε επίθεση, φωνάζοντας δυνατά για ν’ακουστεί πάνω από τον σαματά που έκαναν οι πολεμικές μηχανές. Οι ιππείς του κάλπασαν προς το Παλιό Κάστρο, και οι πεζοί τούς ακολούθησαν. Ο Άτβος και ο Κασμάρες ήταν ανάμεσα στους τελευταίους, καθώς και άλλοι παλιοί σύντροφοι του Προμάχου, ο Ραφέλνες, ευγενείς, και στρατιωτικοί διοικητές. Η Ιλρίνα’νορ είχε μείνει πίσω, το ίδιο και η Ράιλμεχ· ο Άτβος είχε επιμείνει, επειδή η σύζυγός του δεν ήταν πολεμίστρια, και η Ράιλμεχ ήταν ο μόνος τους σύνδεσμος με τους επαναστάτες στις άλλες μεριές της Βίηλ.

Ο Πρόμαχος πέρασε έφιππος την κατεστραμμένη πύλη και είδε χάος να γίνεται στον περίβολο του κάστρου, καθώς οι Παντοκρατορικοί χτυπιόνταν με τους μαχητές του, ιππείς και πεζούς, και ο Κατακρημνιστής πυργωνόταν από πάνω τους γρονθοκοπώντας και τσακίζοντας τους εχθρούς.

Ο Άτβος σπιρούνισε το άλογό του και, με ασπίδα στο ένα χέρι και σπαθί στο άλλο, επιτέθηκε κι εκείνος στους Παντοκρατορικούς. Ο Κασμάρες ήταν συνεχώς στο πλευρό του, ενώ οι υπόλοιποι μια απομακρύνονταν μια πλησίαζαν ξανά. Ο Άτβος είδε τον μονόφθαλμο Μέλτρος – αυτόν που οι άλλοι σύντροφοί του αποκαλούσαν Γίγαντα – να πέφτει από το άλογό του τρυπημένος από δύο Παντοκρατορικά δόρατα. «Τα Δαιμόνια!» γρύλισε ο Πρόμαχος, και κάλπασε προς τους πολεμιστές που είχαν, μάλλον, σκοτώσει τον Μέλτρος. Σπάθισε ένα δόρυ που ήρθε προς το μέρος του, σπάζοντάς το, και χτύπησε τον χειριστή του στο πρόσωπο. Ο άλλος έκανε να καρφώσει το άλογο του Άτβος, αλλά εκείνος απέκρουσε το δόρυ με την ασπίδα του και έμπηξε το ξίφος του στο στήθος του Παντοκρατορικού, διαπερνώντας λευκό χιτώνιο, φολιδωτό θώρακα, σάρκα, και κόκαλα.

Ο Κασμάρες βρέθηκε πάλι δίπλα του. «Πρόσεχε, Πρόμαχε,» είπε. «Δε μπορεί παρά να είσαι ο πρώτος τους στόχος.»

Ο Άτβος αφίππευσε και πλησίασε τον Μέλτρος, εκεί όπου ήταν πεσμένος. Γονάτισε πλάι του και τον γύρισε ανάσκελα. Ήταν ήδη νεκρός, διαπίστωσε. Δεν είχε τελευταία λόγια να του πει.

26.

Η πύλη έπεσε ύστερα από μια δυνατή κουτουλιά του Κατακρημνιστή, και το αυτοκίνητο μπήκε στο κεντρικό οικοδόμημα του Παλιού Κάστρου χωρώντας ίσα-ίσα. Οι Παντοκρατορικοί στρατιώτες το χτυπούσαν με δόρατα και τσεκούρια, μα δεν κατάφερναν παρά να γρατσουνίσουν τα μέταλλά του στην καλύτερη περίπτωση. Ο μεταλλικός γίγαντας με μια γροθιά σκότωσε δύο. Οι υπόλοιποι υποχώρησαν έντρομοι.

Ο Άτβος και οι πολεμιστές του ακολούθησαν τον Κατακρημνιστή μέσα στον μεγάλο διάδρομο του κεντρικού οικοδομήματος του Παλιού Κάστρου, και ο Πάνοπλος ήρθε μαζί τους, καθώς επίσης και η Νυχτερινή, που οι λεπίδες της ήταν αιματοβαμμένες από την αιχμή ώς εκεί όπου ενώνονταν με τα χέρια της.

Η Ιλρίνα είχε πει ότι ο Ρέτβελνος κάπου εδώ εξακολουθούσε να βρίσκεται, κρυμμένος. Ο Άτβος αναρωτιόταν αν θα έβγαινε για να τους αντιμετωπίσει, ή αν θα έπαιρνε κάποιο αεροσκάφος και θα προσπαθούσε να φύγει. Θα προσπαθούσε, αλλά δεν θα τον άφηναν φυσικά. Ο Άτβος είχε προστάξει τα ελικόπτερα και τα αεροπλάνα της Επανάστασης να επιτεθούν αμέσως σε όποιο αεροσκάφος έκανε να φύγει από το Παλιό Κάστρο. Να το χτυπήσουν με τις βαλλίστρες τους και να το εμβολίσουν. Ο Σφετεριστής θα πέθαινε. Δεν θα ξεφύγει μέσα από τα χέρια μου, το κάθαρμα!

Μαζί με τους μαχητές του και τα αυτοκίνητα, ο Άτβος προχώρησε στο εσωτερικό του κεντρικού οικοδομήματος του κάστρου, πηγαίνοντας από τη μια αίθουσα στην άλλη, σκοτώνοντας όλους τους Παντοκρατορικούς στο πέρασμά του. Μονάχα ο Ραφέλνες και τα αυτοκίνητα έφταναν για να διαλύσουν κάθε αντίσταση εδώ μέσα. Και σύντομα σκότωσαν και δύο Ιερούς Μαχητές των Οστών, που ο Άτβος γνώριζε ποιοι ήταν και, παρά την προτροπή του να εγκαταλείψουν το πλευρό του Σφετεριστή και να έρθουν με την Επανάσταση, αυτοί συνέχισαν να μάχονται. Δεν μπορούσε να τους καταλάβει. Δεν έβλεπαν ότι ήταν, όντως, εκείνος – ο Άτβος Μέλνεριχ, ο Πρίγκιπας του Κάνρελ; Ή μήπως ήταν δυνατόν ακόμα κι οι Ιεροί Μαχητές να φοβούνται τους Παντοκρατορικούς; Μετά, όμως, θυμήθηκε ότι και στην αρχή, στο Νέλερβικ, ο Ραφέλνες, που τώρα μαχόταν μαζί του, είχε δύσκολα μεταστραφεί κι έρθει στο πλευρό της Επανάστασης…

Το επόμενο εμπόδιο που συνάντησαν ήταν χειρότερο από Ιεροί Μαχητές των Οστών. Ένα ενεργειακό κανόνι βρισκόταν στημένο στο πέρας ενός διαδρόμου, σίγουρα με σκοπό να διαλύσει τα αυτοκίνητα. Οι μαχητές του Άτβος, ευτυχώς, το είδαν προτού αυτά πλησιάσουν. Ο Πρόμαχος είχε προστάξει κάποιους να πηγαίνουν μπροστά σαν ανιχνευτές γιατί περίμενε παγίδες από τον Σφετεριστή και την Επόπτρια.

«Πρέπει κάπως να το αδρανοποιήσουμε,» είπε ο Άτβος στους συμπολεμιστές του, καθώς είχαν σταματήσει σε μια αίθουσα πριν από εκεί όπου ήταν στημένο το κανόνι. Δεν μπορούσαν να αγνοήσουν το καταστροφικό όπλο, γιατί μετά βρισκόταν η μεγάλη αίθουσα του κάστρου, την οποία έπρεπε οπωσδήποτε να καταλάβουν. Ήταν το κέντρο του οικοδομήματος.

«Ίσως θα μπορούσα να βοηθήσω, Πρόμαχε.»

Ο Άτβος στράφηκε για να δει τη Φενίλδα – και την Ιλρίνα και τη Ράιλμεχ πλάι της. Είχαν έρθει.

«Σας είπα να μείνετε πίσω!»

«Ο περίβολος του κάστρου έχει ολόκληρος κατακτηθεί,» αποκρίθηκε η Ιλρίνα.

Του Άτβος δεν του άρεσε και τόσο αυτό, αλλά τώρα είχε γίνει. Ρώτησε τη Φενίλδα: «Τι μπορείς να κάνεις;»

«Να μπλοκάρω την ενεργειακή ροή του κανονιού για λίγο. Και η Ιλρίνα μπορεί να με βοηθήσει.»

«Πρέπει να το βλέπουμε, όμως,» της είπε η Ιλρίνα. «Πρέπει να είμαστε κάπου πιο κοντά του.»

«Δε χρειάζεται,» αποκρίθηκε η Φενίλδα, «αν εντοπίσουμε την ενεργειακή του ροή από εδώ.»

Η Ιλρίνα έμοιαζε δύσπιστη. «Δε νομίζω να πιάσει…»

«Να το επιχειρήσω;» ρώτησε η Φενίλδα τον Άτβος.

«Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Προς τα πού βρίσκεται το κανόνι;»

«Προς τα εκεί.» Της έδειξε.

Η Φενίλδα έκλεισε τα μάτια και ήρθε σε επαφή με το Φως, νιώθοντάς το να την πλημμυρίζει. Μουρμούρισε τα λόγια για ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως και άπλωσε τις μαγικά διευρυμένες αισθήσεις της προς τη μεριά που της είχε δείξει ο Πρόμαχος. Αισθάνθηκε την παρουσία της εστίας σαν ένα βάρος που τραβούσε το Φως σ’αυτό το σημείο, κι αισθάνθηκε τη ροή της ενέργειας μέσα σ’ένα περίπλοκο σύστημα – τα κυκλώματα του ενεργειακού κανονιού. Μια εξωτερική θέληση ρύθμιζε τη ροή – ο μάγος που έκανε τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως.

Η Φενίλδα υποτονθόρυσε τώρα ένα Ξόρκι Ενεργειακής Συστολής, ενώ εξακολουθούσε να κρατά στο μυαλό της την ενέργεια που έρεε μέσα στο περίπλοκο σύστημα. Συνάντησε αντίσταση, φυσικά, καθώς προσπαθούσε να δημιουργήσει παρεμβολές. Αντίσταση από τον μάγο που έκανε τη μαγγανεία. Την είχε αντιληφτεί· ή, τουλάχιστον, είχε αντιληφτεί ότι συνέβαινε κάτι το οποίο όφειλε να αποτρέψει. Η Φενίλδα εστίασε όλη της τη θέληση και τη νόηση στη σύγκρουση, και δεν το βρήκε και πολύ δύσκολο να υπερβεί την αντίσταση του αντιπάλου της. Το μυαλό του δεν ήταν τόσο ευέλικτο όσο το δικό της, συμπέρανε. Είναι όπως ήταν το δικό μου προτού καταλάβω ό,τι έχω καταλάβει για τη φύση της μαγείας.

Η Φενίλδα, έχοντας παρακάμψει τους αμυντικούς μηχανισμούς του αντιπάλου της, παρενέβη στην ενεργειακή ροή του συστήματος, μπλοκάροντάς την, βγάζοντάς την από τη σωστή της πορεία. Αν το κανόνι πυροβολούσε τώρα, ίσως και να εκρήγνυτο, να γινόταν κομμάτια – μαζί με τον χειριστή του και τον μάγο που έκανε τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως.

«Τώρα, Πρόμαχε,» είπε η Φενίλδα, εξακολουθώντας να έχει τα μάτια της κλειστά και τα φρύδια της σμιγμένα. Το πρόσωπό της ήταν μια μάσκα απόλυτης αυτοσυγκέντρωσης. Ο Άτβος, κοιτάζοντάς την, αναρωτιόταν αν καταλάβαινε τι συνέβαινε γύρω της. «Τώρα, Πρόμαχε!»

Ο Άτβος στράφηκε στην Ιλρίνα, ατενίζοντάς την ερωτηματικά.

«Δοκίμασε,» αποκρίθηκε εκείνη, παρότι έμοιαζε παραξενεμένη. «Είναι περίεργη αυτή η μάγισσα· ίσως και να τάχει καταφέρει.»

Ο Άτβος δεν ήθελε, όμως, να ρισκάρει αμέσως κάποιο από τα αυτοκίνητα. Κι επομένως θα πρέπει να ρισκάρω ανθρώπους. Τον ενοχλούσε αυτό, μα ήξερε ότι αναίμακτοι πόλεμοι δεν υπήρχαν. Και η Φενίλδα, μάλλον, θα τα έχει καταφέρει, αλλιώς δε θα μας έλεγε να επιτεθούμε. Δεν του φαινόταν για απερίσκεπτη γυναίκα.

Πρόσταξε τους μαχητές του να ορμήσουν, και τους ακολούθησε ενώ έλεγε στα αυτοκίνητα να έρθουν μετά από εκείνον – και στην Ιλρίνα και τη Ράιλμεχ να μείνουν πίσω, αυτή τη φορά, και να μην τον παρακούσουν!

Ακούγοντας τα όπλα των επαναστατών να συγκρούονται με τα όπλα των πολεμιστών της Παντοκράτειρας και κραυγές ν’αντηχούν, κατάλαβε ότι η Φενίλδα τα είχε όντως καταφέρει, προτού στρίψει τη γωνία και δει τη συμπλοκή που γινόταν χωρίς το ενεργειακό κανόνι να εξαπολύει φωτεινές ριπές.

«Χτυπήστε το κανόνι!» πρόσταξε τα αυτοκίνητα. «Το κανόνι!» Και ο Πάνοπλος εφόρμησε προς το μεγάλο όπλο, σπρώχνοντας και τινάζοντας πέρα όποιον εχθρό στεκόταν στο διάβα του. Ο χειριστής του κανονιού σηκώθηκε από τη θέση του κι έτρεξε να φύγει, τρομοκρατημένος, καθώς το αυτοκίνητο ζύγωνε. Ο μάγος καθόταν ακόμα ακίνητος· ίσως να μην είχε καταλάβει τίποτα. Ο Πάνοπλος άρπαξε την κάννη του όπλου και την τσάκισε μέσα στα χέρια του, και κλότσησε και το υπόλοιπο μηχάνημα άγρια, καθώς τώρα ο μάγος σηκωνόταν κι έτρεχε κι αυτός.

27.

Ο Κατακρημνιστής γκρέμισε τη διπλή πόρτα της μεγάλης αίθουσας του κάστρου, σπάζοντας τη χοντρή αμπάρα της σαν να ήταν ξυλαράκι. Δε χρειάστηκε καν να αναπτύξει ταχύτητα, εννοείται· απλά την κουτούλησε και η πόρτα σωριάστηκε.

Πίσω της αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο δωμάτιο με κολόνες, άδειο από κάθε έπιπλο. Ούτε μια καρέκλα δεν υπήρχε, σαν να το είχαν καθαρίσει για να εκτελέσει τον ρόλο αρένας. Στο πέρας του βρίσκονταν δύο σειρές από Παντοκρατορικούς πολεμιστές. Στην πίσω σειρά, καμια ντουζίνα άνθρωποι στέκονταν όρθιοι βαστώντας οπλισμένες βαλλίστρες. Στη μπροστινή σειρά, έξι μαχητές ήταν γονατισμένοι και στα χέρια τους είχαν ενεργειακά τουφέκια, συνδεδεμένα, μέσω καλωδίων, με εστίες που πρέπει να ήταν κρυμμένες πίσω από τους βαλλιστροφόρους.

Στο κέντρο του δωματίου βρισκόταν κάτι περίεργο. Κάτι κυβικό, καλυμμένο με βαρύ, μαύρο ύφασμα.

Ο Κατακρημνιστής μπήκε πρώτος στην αίθουσα, και μετά ο Πάνοπλος και η Νυχτερινή, ακολουθούμενοι από τους μαχητές της Επανάστασης και τον ίδιο τον Άτβος, που κοίταξε παραξενεμένος τον χώρο. Προτού προλάβει, όμως, να πει ή να κάνει τίποτα, ένας δυνατός μεταλλικός ήχος ακούστηκε, και το μαύρο ύφασμα παραμερίστηκε επάνω στο κυβικό αντικείμενο σαν να σπρώχτηκε από αυτό που σκέπαζε. Και τότε ο Άτβος πρόσεξε τα καλώδια που έβγαιναν κάτω από το ύφασμα και, διατρέχοντας το πάτωμα, πήγαιναν προς τους τοίχους της αίθουσας.

Το ύφασμα σκέπαζε ένα μεγάλο κλουβί, και τώρα η πόρτα του κλουβιού είχε ανοίξει με τη χρήση κάποιου μηχανισμού. Κι από το κλουβί μια γιγάντια μορφή ξεδιπλώθηκε. Ένα ερπετό με χρυσαφένια χαίτη γύρω απ’το κεφάλι. Οι επαναστάτες αναφώνησαν σαστισμένοι, αντικρίζοντας το, γιατί ήταν πελώριο. Πρέπει να ήταν συσπειρωμένο οριακά μέσα στο μεγάλο κλουβί.

Ακόμα ένα τέρας από τις Ερημιές, επάνω που όλοι νόμιζαν πως οι εχθροί τους δεν είχαν άλλα για να αμολήσουν εναντίον τους.

Οι βαλλιστροφόροι εξαπέλυσαν, τότε, βέλη καταπάνω στους επαναστάτες, ενώ το γιγάντιο ερπετό συγχρόνως ορμούσε, ανοίγοντας το στόμα του για ν’αποκαλύψει πελώρια δόντια. Ένας από τους μαχητές του Άτβος έκανε να χτυπήσει το τέρας με το σπαθί του, και τα σαγόνια του ερπετού έκλεισαν γύρω απ’το κεφάλι του άντρα και το έκοψαν. Το ακέφαλο σώμα έπεσε στο δάπεδο, σπαρταρώντας και γεμίζοντας το χαλί με αίμα.

Τα περισσότερα βέλη των Παντοκρατορικών είχαν χτυπήσει επάνω σε ασπίδες, είχαν αστοχήσει, ή είχαν πετύχει τα αυτοκίνητα ή την οστέινη πανοπλία του Ραφέλνες χωρίς να έχουν κανένα αποτέλεσμα. Τώρα οι βαλλιστροφόροι όπλιζαν πάλι τις βαλλίστρες τους. Αλλά οι έξι τυφεκιοφόροι εξαπέλυαν ενεργειακές ριπές. Δεν ήταν θανατηφόρες αλλά μπορούσαν να μουδιάσουν κάποιον σε σημείο παράλυσης ή να τον αναισθητοποιήσουν.

«Τι σκατά είν’ αυτό;» άκουσε ο Άτβος τον Κασμάρες να γρυλίζει ατενίζοντας το ερπετό, ενώ ο Κατακρημνιστής ορμούσε καταπάνω στο τέρας για να το χτυπήσει με τις γροθιές του. Το γιγάντιο ερπετό, παρά το μέγεθός του, ήταν πολύ γρήγορο, πολύ ευκίνητο· απέφυγε τα χέρια του αυτοκινήτου και τυλίχτηκε γύρω από το σώμα του, τραβώντας το κάτω και δαγκώνοντάς του το κεφάλι. Μέταλλα λύγισαν, κέρατα στράβωσαν, αλλά, τελικά, τα δόντια δεν αποδείχτηκαν αρκετά ισχυρά για να σκοτώσουν τον Κατακρημνιστή. Και τώρα, ο Πάνοπλος και η Νυχτερινή επιτέθηκαν στο τέρας: ο πρώτος αρπάζοντας την ουρά του και προσπαθώντας να το ξετυλίξει από τον Κατακρημνιστή, ενώ η δεύτερη το σπάθιζε με τα χέρια-λεπίδες της, γεμίζοντάς το τραύματα που δεν φαινόταν να το πολυενοχλούν. Το ερπετό τίναξε το κεφάλι του και χτύπησε τη Νυχτερινή δυνατά, εκτοξεύοντάς την πάνω σ’έναν τοίχο. Ο Άτβος την είδε να σηκώνεται πάλι, αλλά σα να ήταν ζαλισμένη. Τα μάτια της φώτιζαν οργισμένα.

Ο Άτβος ύψωσε την ασπίδα του κι απέκρουσε μια ενεργειακή ριπή, και παρατήρησε ότι πλέον οι βαλλιστροφόροι είχαν σχεδόν ετοιμάσει τα όπλα τους. «Περιμένετε!» προειδοποίησε τους πολεμιστές του. «Περιμένετε τη βολή! Καλυφτείτε!»

Ενόσω τα αυτοκίνητα πάλευαν με το γιγάντιο ερπετό, οι επαναστάτες κρύβονταν πίσω από τις ασπίδες τους και δέχονταν τα βέλη από τις βαλλίστρες. Κάποιοι τραυματίστηκαν, όμως, παρατήρησε ο Άτβος.

«Τώρα!» φώναξε. «Επίθεση!» Κι έτρεξε πρώτος καταπάνω στους εχθρούς, ακολουθούμενος από τους μαχητές του, παρακάμπτοντας τη μάχη των αυτοκινήτων με το ερπετό.

Οι έξι τυφεκιοφόροι, όμως, δεν χρειαζόταν να ξαναοπλίσουν. Μπορούσαν να βάλλουν συνεχόμενα. Και έβαλλαν, φυσικά. Ο Άτβος αισθανόταν τις ενεργειακές ριπές να τραντάζουν την ασπίδα του και, μετά, αισθάνθηκε μία να τον βρίσκει στο αριστερό πόδι, να το παραλύει απ’τον αστράγαλο ώς τον μηρό· και καθώς ο Πρόμαχος είχε πάρει φόρα, σωριάστηκε. Ο Κασμάρες σταμάτησε δίπλα του, αμέσως, γονατίζοντας, με την ασπίδα του υψωμένη, ενώ οι υπόλοιποι επαναστάτες που ακόμα στέκονταν έπεφταν πάνω στους Παντοκρατορικούς κραυγάζοντας.

Ο Άτβος είδε, τότε, μια πλευρική πόρτα ν’ανοίγει και να μπαίνουν στη μεγάλη αίθουσα κι άλλοι μαχητές της Παντοκράτειρας. Κι ανάμεσά τους, πρόσεξε, ήταν ο Ρέτβελνος, πάνοπλος και βαστώντας ασπίδα και μακρύ σπαθί.

28.

Η Φενίλδα πλησίασε τη μεγάλη αίθουσα μαζί με την Ιλρίνα’νορ και τη Ράιλμεχ, αφού οι πολεμιστές του Προμάχου είχαν επιτεθεί, και είδε, πέρα από τη σπασμένη διπλή πόρτα, τα αυτοκίνητα να παλεύουν μ’ένα γιγάντιο ερπετό. Ένα ερπετό που… δεν το αντίκριζε για πρώτη φορά! Το είχε ξαναδεί, στις Ερημιές, όταν τις διέσχιζε μαζί με τον Δαίδαλο, προτού γνωρίσει τη Λαμρίτ και τους επαναστάτες της.

«Θεοί…» μουρμούρισε ακούσια. Πώς είχαν οι Παντοκρατορικοί φέρει ένα τέτοιο τέρας εδώ; Πώς το είχαν παγιδέψει; Ακόμα και τ’αυτοκίνητα φαινόταν να δυσκολεύονται να το πολεμήσουν. Ο Κατακρημνιστής προσπαθούσε μάταια να τυλίξει τα χέρια του γύρω από το ερπετό και να το πνίξει, ενώ εκείνο δεν έμοιαζε νάχει την ίδια δυσκολία: είχε τυλίξει τον Κατακρημνιστή και τον έσφιγγε, σαν να ήταν έτοιμο να τον λιώσει. Συγχρόνως, χτυπούσε τον Πάνοπλο μ’ένα άλλο τμήμα της ουράς του και, κάπου-κάπου, με το κεφάλι του.

«Τι είν’ αυτό το τέρας!» αναφώνησε η Ράιλμεχ.

Η Φενίλδα τής είπε πού το είχε ξαναντικρίσει.

«Σωστά… ήταν εκεί,» είπε η Ράιλμεχ, και η μάγισσα θυμήθηκε ότι και η Διάττα ήταν μαζί τους τότε που είχαν διασχίσει τις Ερημιές μέσα στο γρήγορο όχημα του Δαίδαλου.

«Ναι, υπάρχει στις Ερημιές,» είπε η Ιλρίνα. «Το έχω ακούσει.»

«Σάδκ’νιβ, μητέρα. Έτσι το λένε.»

Στράφηκαν για να δουν τον Άλδρος’νορ να πλησιάζει, μαζί με τον Δαίδαλο, τον Νελμάτρες, τον Κισβέρνες, τη Σιλράτα, και άλλους επαναστάτες. Η Ιπτάμενη ήταν επίσης μαζί τους. Οι περισσότεροι όρμησαν αμέσως μέσα στην αίθουσα, και τότε η Φενίλδα πρόσεξε ότι από μια πλευρική πόρτα του μεγάλου δωματίου πολεμιστές της Παντοκράτειρας έμπαιναν.

«Έχουν και ενεργειακά όπλα,» παρατήρησε η Ιλρίνα, κοιτάζοντας μέσα στη σύγκρουση, καθώς περνούσε το κατώφλι της σπασμένης πόρτα μαζί με τη Φενίλδα, τον Δαίδαλο, και τους άλλους. Η Ιπτάμενη χιμούσε καταπάνω στο ερπετό για να βοηθήσει τα υπόλοιπα αυτοκίνητα. Και η Νυχτερινή πλησίαζε επίσης, μοιάζοντας να παραπατά λιγάκι σαν να ήταν ζαλισμένη. «Ο Άτβος!» φώναξε η Ιλρίνα. «Έχει χτυπηθεί!»

«Περίμενε!» της είπε η Ράιλμεχ, τραβώντας την πίσω προτού εκείνη τρέξει να πάει κοντά στον Πρόμαχο. «Θα σκοτωθείς!»

Γινόταν μακελειό τώρα μέσα στην αίθουσα, καθώς οι επαναστάτες συγκρούονταν με τους Παντοκρατορικούς – και είμαστε τυχεροί που τα αυτοκίνητα απασχολούν το ερπετό, παρατήρησε η Φενίλδα.

Στράφηκε στον Άλδρος. «Ξέρεις πώς μπορεί να νικηθεί αυτό το τέρας;»

Ο γιος του Άτβος και της Ιλρίνα κούνησε το κεφάλι του. «Μονάχα ζωγραφισμένο το είχα δει ώς τώρα, σ’ένα βιβλίο του Νιρκέντος. Είναι πολύ επικίνδυνο, απ’ό,τι έχω διαβάσει. Μόνο ένας Ιερός Μαχητής των Οστών μπορεί να έχει ελπίδες εναντίον του· ή μάλλον, καλύτερα, πολλοί Ιεροί Μαχητές των Οστών.»

Καθώς μιλούσαν, ο Δαίδαλος φαινόταν να υφαίνει κάποιο ξόρκι. «Τι κάνεις;» τον ρώτησε η Φενίλδα.

«Μπλοκάρω τις εστίες που χρησιμοποιούν για να φορτίζουν τα ενεργειακά τους όπλα,» αποκρίθηκε ο μάγος χωρίς να σταματήσει τη δουλειά του.

Η Φενίλδα στράφηκε πάλι στα αυτοκίνητα και είδε πως τώρα, που και τα τέσσερα συνδύαζαν τις δυνάμεις τους, έμοιαζαν να έχουν καταβάλλει το γιγάντιο ερπετό.

Το οποίο δάγκωσε ένα χέρι της Ιπτάμενης και, τραβώντας το βίαια, το έκοψε. Η Ιπτάμενη ούρλιαξε σαν να ήταν άνθρωπος, και η Φενίλδα αισθάνθηκε κι εκείνη λες και είχε δει άνθρωπο να ακρωτηριάζεται μπροστά της.

«Δαίδαλε!» είπε, αλλά ο μάγος την αγνόησε, εστιασμένος στη δουλειά του.

Ο Πάνοπλος κοπανούσε τώρα το κεφάλι του ερπετού με τις γροθιές του, έκδηλα εξοργισμένος. Το μοναδικό του μάτι άστραφτε. Αίματα έτρεχαν επάνω στις φολίδες του τέρατος, και η χρυσαφένια χαίτη του είχε τσακιστεί.

29.

Ο Άτβος σηκώθηκε όρθιος με τη βοήθεια του Κασμάρες· αισθανόταν όλο το αριστερό του πόδι παραλυμένο: οι μύες του δεν τον υπάκουγαν. «Ο Σφετεριστής είναι εδώ!» γρύλισε.

«Τον είδα.»

«Ήρθε η ώρα του, Κασμάρες.» Παραμερίζοντας τον σύντροφό του, ο Άτβος προχώρησε αναγκάζοντας το πόδι του να τον υπακούσει, με τη θέλησή του και μόνο, παρότι ένιωθε σαν να τραβούσε ένα κομμάτι σίδερο μαζί του αντί για ζωντανό μέλος.

Ένας πολεμιστής της Παντοκράτειρας βρέθηκε ξαφνικά στο διάβα του, και ο Άτβος τον κοπάνησε άγρια με την ασπίδα του και τον κάρφωσε στην κοιλιά με το σπαθί του. Και συνέχισε να προχωρά ενώ η μάχη μαινόταν γύρω του και άνθρωποι σκότωναν ανθρώπους. Δεν πρόσεξε καν ότι τα ενεργειακά τουφέκια είχαν πάψει να ρίχνουν, καθώς είχε την προσοχή του στραμμένη στον Σφετεριστή.

Δύο Παντοκρατορικές πολεμίστρες ήρθαν καταπάνω του. Ο Άτβος απέκρουσε τη σπαθιά της μίας με την ασπίδα του· απέκρουσε και τη σπαθιά της άλλης, και παραπάτησε. Και τότε ο Κασμάρες πετάχτηκε από δίπλα και χτύπησε την πρώτη γυναίκα στο κεφάλι με το σπαθί του, σωριάζοντάς την. Η δεύτερη έκανε να γυρίσει, και ο Άτβος την κάρφωσε στα πλευρά, τρυπώντας πανοπλία και ανθρώπινο σώμα.

Νόμιζε ότι το πόδι του είχε αρχίσει να λειτουργεί καλύτερα από πριν. Το αισθανόταν λιγάκι.

«Πρόμαχε, έχεις χτυπηθεί!» είπε ο Κασμάρες. «Δε μπορείς να– Ααγκχχχ!…» Ένα βέλος τον βρήκε στο λαιμό, και ο Άτβος είδε τον σύντροφό του να πέφτει.

«…Όχι,» έκανε, κάτω απ’την ανάσα του, σαστισμένος. Από τη μια έβλεπε τον Σφετεριστή – μπορούσε να τον φτάσει τώρα, αν ήθελε – αλλά από την άλλη ήταν πεσμένος ο Κασμάρες, που ποτέ δεν τον είχε προδώσει, που ήταν συμπολεμιστής του τόσα χρόνια.

Ο Άτβος γονάτισε πλάι του. «Όχι…» είπε. Κι έπιασε το βέλος, προσεχτικά, πολύ προσεχτικά.

Αλλά ο Κασμάρες έσφιξε τον καρπό του Προμάχου, σταματώντας τον. «Πρίγκιπά μου…» κατάφερε να αρθρώσει καθώς αίμα κυλούσε από τα χείλη του. «Ακούω… τις… Δαιμονικές Ιαχές…»

«Κασμάρες, δεν τελειώσαμε ακόμα. Δεν–»

Τα μάτια του Κασμάρες, απρόσμενα, γούρλωσαν. «Πρόμαχε!» έκρωξε καθώς αίμα τιναζόταν από τη μύτη και το στόμα του. Και ο Άτβος κατάλαβε.

Στράφηκε πίσω του, και είδε τον Ρέτβελνος να έρχεται με το ξίφος του υψωμένο, έτοιμος ν’αποτελειώσει τον άνθρωπο που απειλούσε την εξουσία του, αδιαφορώντας αν το χτύπημα θα ήταν ύπουλο ή όχι. Έτσι ήταν ο Σφετεριστής.

«Έπρεπε από καιρό να σε είχα σκοτώσει!» φώναξε ο Άτβος καθώς απέκρουε το ξίφος του εχθρού του και ύψωνε απότομα την ασπίδα του για να τον χτυπήσει στο γόνατο. Ο Ρέτβελνος φορούσε μεταλλική επιγονατίδα, όμως παραπάτησε και παραλίγο να χάσει την ισορροπία του. Έδωσε έτσι στον Άτβος τον χρόνο που χρειαζόταν για να σηκωθεί όρθιος, νιώθοντας το χτυπημένο του πόδι να τρέμει αλλά αγνοώντας το. «Προδότη! Παντοκρατορικό σκυλί!» Χίμησε καταπάνω στον Ρέτβελνος με μένος, εξαπολύοντας τη μια σπαθιά μετά την άλλη σαν να ήταν αστροπελέκια. Και για λίγο εκείνος δεν μπορούσε παρά να αποκρούει με την ασπίδα του. Ύστερα, όμως, ο Άτβος σκόνταψε εξαιτίας του χτυπημένου του ποδιού, και ο Ρέτβελνος βρήκε ευκαιρία να τον σπαθίσει.

Η λεπίδα κατέβηκε πάνω στον αριστερό ώμο του Προμάχου της Επανάστασης, τσακίζοντας την πανοπλία εκεί, κάνοντας αίμα να τιναχτεί. Ο Άτβος άκουσε κόκαλο να σπάει, και ο πόνος τον παρέλυσε.

Ο Ρέτβελνος επιτέθηκε ξανά, και ο Άτβος αναγκάστηκε ν’αποκρούσει με το σπαθί του καθώς το αριστερό του χέρι δεν μπορούσε να το κουνήσει καθόλου και, συνεπώς, ούτε και την ασπίδα του.

Ο Σφετεριστής επιτέθηκε για τρίτη φορά. Ο Άτβος απέκρουσε πάλι αλλά έπεσε. Ο Ρέτβελνος πάτησε πάνω του–

–και μια ενεργειακή ριπή ήρθε από κάπου, χτυπώντας τον στο στήθος, και σωριάζοντάς τον στο πάτωμα.

Ο Άτβος ανασηκώθηκε, κι αισθάνθηκε κάποιον να τον βοηθά. «Πατέρα,» άκουσε πίσω του, και με την άκρια του δεξιού του ματιού είδε τον Άλδρος.

Ο Ρέτβελνος προσπαθούσε να σηκωθεί, τρέμοντας· αλλά η Ράιλμεχ παρουσιάστηκε ξαφνικά, κλοτσώντας τον και ρίχνοντάς τον πάλι στο πάτωμα.

Η Φενίλδα πλησίασε τον Άτβος μ’ένα πιστόλι στο χέρι. Πιστόλι; «Εσύ…;» έκρωξε ο Πρόμαχος, και η μάγισσα ένευσε κοφτά, κι αυτό το παράξενο θραύσμα μέσα στο αριστερό της μάτι γυάλισε περίεργα.

«Ράιλμεχ!» φώναξε, τότε, ο Άλδρος, κι ο Άτβος είδε Παντοκρατορικούς πολεμιστές να έρχονται για να βοηθήσουν τον Ρέτβελνος.

Η Φενίλδα υποτονθόρυζε τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Η Ράιλμεχ απέκρουσε δύο χτυπήματα πάνω στην ασπίδα της, σπάθισε εναντίον των εχθρών της.

Ο Ρέτβελνος δεν φαινόταν να είναι σε κατάσταση να σηκωθεί, παρατήρησε ο Άτβος.

Η Φενίλδα ύψωσε το πιστόλι της κι εξαπέλυσε μια ενεργειακή ριπή καταπάνω σ’έναν Παντοκρατορικό, τον οποίο μετά η Ράιλμεχ σκότωσε αμέσως.

Ύστερα, κι άλλοι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Πρόμαχο, χτυπώντας τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας.

30.

Η Πριγκίπισσα Ισλάννα δεν συζήτησε, μέσα στη νύχτα, πολλά πράγματα με τον Νίλφες Βάθμακ, τον Τάμπριελ, και τους υπόλοιπους αρχηγούς του φουσάτου των Ανατολικών Δυνάμεων. Τους είπε μόνο ότι δεν ήξερε αν έπρεπε να τους ευχαριστήσει ή να τους καταραστεί στο όνομα των Δαιμόνιων. «Ελευθερώσατε το Πριγκιπάτο μου από τους Παντοκρατορικούς, αλλά κάνατε συγχρόνως και τόσες καταστροφές. Ο ξάδελφός μου και Υπασπιστής μου, ο Φέλρες, είναι νεκρός εξαιτίας της κατάστασης που δημιουργήσατε! Ήταν τόσα χρόνια το δεξί μου χέρι· ολόκληρο το παλάτι στηριζόταν επάνω του. Ωστόσο,» αναστέναξε, «δεν μπορώ να σας δω ως εχθρούς μου. Και το ξέρω πως ο λαός μου, συνολικά, είναι με το μέρος σας.»

Ο Νίλφες Βάθμακ και ο Νιρκάδος Ράλενθακ τής είπαν ότι καταλάβαιναν πώς πρέπει να αισθανόταν. «Είμαστε, όμως, όλοι ανεξαιρέτως παιδιά των Κολοσσών, Υψηλοτάτη,» πρόσθεσε ο Νίλφες. «Κανένας μας, νομίζω, δεν μπορούσε να αποδεχτεί αυτή τη Νέα Τυραννίδα.»

«Ναι, ίσως,» αποκρίθηκε βαριά η Ισλάννα, καθισμένη στον Υψηλό Θρόνο μέσα στη μεγάλη αίθουσα. Και τους είπε ότι θα μιλούσε μαζί τους περισσότερο το πρωί. «Τώρα, καλύτερα όλοι να ηρεμήσουμε, πιστεύω. Και εμείς και η πόλη.»

«Θα πρέπει να ερευνήσουμε το παλάτι, Υψηλοτάτη,» είπε ο Πολ. «Παντοκρατορικοί πράκτορες πιθανώς να κρύβονται ακόμα εδώ μέσα.»

Η Ισλάννα τούς αποκρίθηκε ότι ήταν ελεύθεροι να κάνουν όσες έρευνες επιθυμούσαν. Θα μπορούσε, άλλωστε, να τους διώξει ακόμα κι αν ήθελε, έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα;

«Δε θα πράξουμε τίποτα που παραβαίνει τις επιθυμίες σας, Υψηλοτάτη,» τη διαβεβαίωσε ο Νιρκάδος Ράλενθακ. «Δεν είμαστε εδώ ως κατακτητές του Πριγκιπάτου σας.»

Η Ισλάννα δεν το σχολίασε αυτό, όμως τους προειδοποίησε ότι ο Ναρτάθες Λάρενραχ ήταν ακόμα ζωντανός και ίσως να κρυβόταν και να ετοίμαζε κάτι εναντίον τους. Ο Φέλρες δεν τον είχε βρει στα δωμάτιά του, όταν είχε στείλει ανθρώπους του εκεί για να τον συλλάβουν, και ούτε μετά η Ισλάννα ή κανένα μέλος της οικογένειάς της τον είχε δει. «Και τώρα μου λένε ότι ο Λούσιος έφυγε, το ίδιο και η Αρχικατάσκοπός μου και σύζυγός του, η Αμάλριτ’νορ· αλλά κανείς δεν είδε τον Ναρτάθες να φεύγει.»

«Τι είναι αυτός ο Ναρτάθες;» ρώτησε ο Νίλφες Βάθμακ.

«Ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας, Άρχοντά μου, ο οποίος ελέγχει τους υπόλοιπους πράκτορές της.»

«Ο Ανώτατος Ελεγκτής στο Σάνκριλαμ,» είπε ο Πολ. «Τον είχα συναντήσει παλιά.»

Η Ισλάννα κοίταξε τον Πολ με περιέργεια. «Και ποιος είστε εσείς, κύριε;»

«Το όνομά μου δεν έχει σημασία,» αποκρίθηκε εκείνος. «Είμαι τελείως διαφορετικός άνθρωπος τώρα. Ούτε από φωτογραφία δεν θα με αναγνωρίζατε, Υψηλοτάτη. Και μια και λέμε για φωτογραφίες, μία φωτογραφία του Ναρτάθες θα μας βοηθούσε, αν υπήρχε. Ίσως κάποιος μάγος μπορέσει να τον εντοπίσει μέσω αυτής.»

«Θα φροντίσω να σας δώσουν μία,» υποσχέθηκε η Ισλάννα.

Κι αφού αποσύρθηκε στα δωμάτιά της, ένας υπηρέτης της τους έφερε, μετά από κάποια ώρα, μια φωτογραφία του Ναρτάθες Λάρενραχ ενώ όλοι τους εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην Αίθουσα του Θρόνου διευθύνοντας από εκεί την έρευνα ολόκληρου του παλατιού. Η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, και ο Πολ πήγαιναν κι έρχονταν· ο Τάμπριελ, ο Νίλφες, ο Νιρκάδος, και ο Όρνιφιμ ήταν συνέχεια στο μεγάλο δωμάτιο και, κάπου-κάπου, μιλούσαν με τους τοπικούς ευγενείς ζητώντας πληροφορίες.

Ο υπηρέτης έδωσε τη φωτογραφία στον Νιρκάδος και έφυγε. Οπότε κάλεσαν έναν μάγο να έρθει για να εντοπίσει τον Ναρτάθες Λάρενραχ. Ο Πεφωτισμένος, όμως, δεν μπόρεσε να τον βρει. «Ή έχει φύγει από την πόλη,» είπε, «ή κάποια μαγεία τον κρύβει.»

Κάλεσαν και μια μάγισσα να προσπαθήσει, και τους απάντησε κι αυτή τα ίδια.

Ο Πολ, που τώρα ήταν στην αίθουσα, είπε: «Είναι ύπουλος, και παλιός εδώ πέρα. Ξέρει κάθε κρυφή μεριά, και κάθε κόλπο. Δε θα το απέκλεια καθόλου να κρύβεται και να περιμένει.»

«Θα συνεχίσουμε να τον ψάχνουμε, τότε,» είπε ο Τάμπριελ.

«Δε μπορείς εσύ να προσπαθήσεις να τον βρεις;»

«Δεν είμαι καθόλου καλός με το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, Πολ.»

«Ωραίος προφήτης είσαι…»

«Μάγος του τάγματος των Δεσμοφυλάκων είμαι, και οι Δεσμοφύλακες δεν πολυχρησιμοποιούν τέτοια ξόρκια. Αν ήμουν του τάγματος των Διαλογιστών, τότε δε θα ήταν παράλογο να παραπονεθείς.»

«Τι να πω; Εσύ ξέρεις.»

Κανένας τους δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα, καθώς συνέχιζαν τις έρευνές τους για τον Ναρτάθες Λάρενραχ αλλά και για άλλους πράκτορες της Παντοκράτειρας που μπορεί να ήταν κρυμμένοι στο παλάτι ή στην πόλη. Επίσης, ο Νίλφες Βάθμακ και ο Νιρκάδος Ράλενθακ, χρησιμοποιώντας τηλεπικοινωνιακούς πομπούς, επέβλεπαν τον στρατό τους ώστε να μη γίνουν λεηλασίες μέσα στη Σάνκριλαμ. Επικοινωνούσαν κάθε τρεις και λίγο με τους διοικητές που βρίσκονταν στους δρόμους.

Όταν το πρωί ήρθε, ο Όρνιφιμ είπε ότι ο Άτβος είχε ξεκινήσει την επίθεση στο Παλιό Κάστρο της Κάνρελ, και άρχισε να τους αφηγείται τι συνέβαινε. Όλοι είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τον Ιεράρχη και τον άκουγαν, καθώς έπαιρνε πληροφορίες κατευθείαν από τις αισθήσεις της Ράιλμεχ. Ο Τάμπριελ δεν βρισκόταν σε επαφή με τους Ιεράρχες, καθότι κουρασμένος. Καθόταν σε μια πολυθρόνα κι έπινε κρασί από μια επάργυρη κούπα, έχοντας το ραβδί του ακουμπισμένο στα γόνατά του.

Η Πριγκίπισσα Ισλάννα, όταν ήρθε στην αίθουσα μαζί με τον σύζυγο, τον γιο, και την κόρη της, τους βρήκε ν’ακούνε την αναφορά του Όρνιφιμ. Επειδή της φάνηκε παράξενο, τους ρώτησε πώς ήξερε αυτός ο άνθρωπος πράγματα που συνέβαιναν τόσο μακριά από τη Σάνκριλαμ.

«Θα σας εξηγήσουμε μετά, Υψηλοτάτη,» της είπε ο Τάμπριελ. «Για την ώρα, ας πούμε ότι ο Όρνιφιμ έχει έναν ειδικό δεσμό με κάποιο άλλο άτομο που είναι κοντά στον Πρόμαχο Άτβος.»

Αφού ο Ιεράρχης τούς μίλησε για τις συγκρούσεις μέσα στο Παλιό Κάστρο, τους είπε ότι ο Ρέτβελνος είχε αιχμαλωτιστεί και η Επόπτρια Ευρυδίκη’νιρ ήταν, μάλλον, νεκρή. Είχε προσπαθήσει να φύγει από την πόλη με αεροσκάφος, και τα μαχητικά της Επανάστασης το είχαν εμβολίσει ρίχνοντάς το στη γη. Η εστία είχε προκαλέσει έκρηξη – κάτι που οι εστίες σπάνια έκαναν – και τα συντρίμμια είχαν τυλιχτεί στις φλόγες. Βρέθηκαν πτώματα εκεί μέσα, αλλά ήταν αδύνατο να αναγνωριστούν.

«Μπορεί, δηλαδή, και να είναι ζωντανή,» συμπέρανε η Ανταρλίδα.

Ο Όρνιφιμ ένευσε, και ήπιε μια γουλιά νερό. «Ναι, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Προμάχου, μπορεί.»

Πλησίαζε μεσημέρι πια, και τώρα είχε έρθει η ώρα να συζητήσουν με την Πριγκίπισσα Ισλάννα για το μέλλον του Πριγκιπάτου της αλλά και της Βίηλ ολόκληρης.

«Η Πριγκίπισσα Βασνίτα μάς παρακολουθεί,» τους ενημέρωσε ο Όρνιφιμ. «Οπότε, αν θέλετε μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί της.»

«Θα μου εξηγήσει τώρα κάποιος – επιτέλους – πώς ακριβώς μπορεί αυτός ο άνθρωπος να έχει επαφή με τόσο μακρινά μέρη;» απαίτησε η Ισλάννα, μοιάζοντας να έχει αρχίσει να χάνει την υπομονή της μ’αυτό το θέμα.

Ήταν νευρική γυναίκα, παρατήρησε ο Τάμπριελ. Ο σύζυγός της, αντιθέτως, ο Πρίγκιπας Νολβέρτες, ήταν φανερά στον κόσμο του. Τα παιδιά τους ίσως να ήταν η μοναδική ελπίδα σ’αυτή την οικογένεια…

Αιθήρ

1.

Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος τής είχε πει ότι θα την έστελνε στη Σεργήλη, όταν τελείωναν οι εχθροπραξίες στην Απολλώνια, προκειμένου να μάθει τι γινόταν με την Επανάσταση εκεί και να επιστρέψει για να του αναφέρει. Τώρα είχε έρθει η ώρα. Η Βατράνια πετούσε προς Σεργήλη, με τον Προαιρέσιο να πιλοτάρει το αεροπλάνο και την Αριάδνη’ταρ να είναι καθισμένη στο ενεργειακό κέντρο. Επίσης, μαζί τους ήταν ο Βαλέριος. Και πίσω τους ακολουθούσαν τέσσερα άλλα αεροπλάνα, μεγαλύτερα από το δικό τους και όλα με μάγο στο ενεργειακό κέντρο – απαραίτητο για τα περισσότερα αεροσκάφη με ιδιότητες αιθερικού ταξιδιού. Μετέφεραν πολεμοφόδια και στρατό. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είχε αποφασίσει να ανταποκριθεί στο αίτημα των Σεργήλιων επαναστατών για στρατιωτική βοήθεια.

Μακάρι μόνο να μην είναι αργά, σκεφτόταν η Βατράνια. Αν και δεν το νόμιζε. Ο πόλεμος στη Σεργήλη δεν πήγαινε και τόσο άσχημα όταν είχε φύγει από εκεί για να ταξιδέψει στην Απολλώνια· απλώς η Πρόμαχος Χασρίνα θα προτιμούσε να είχαν και κάποια επιπλέον ενίσχυση. Ήταν, ομολογουμένως, πιεσμένοι. Παρότι η Επανάσταση νικούσε και παρότι η Παντοκρατορία έπνεε τα λοίσθια, οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας έκαναν τα πράγματα όσο πιο δύσκολα μπορούσαν για τους εχθρούς τους. Διότι η Σεργήλη ήταν μια πολύ σημαντική διάσταση: σταυροδρόμι ανάμεσα σε πολλές άλλες διαστάσεις.

Η Βατράνια τώρα καθόταν πλάι στον Προαιρέσιο ο οποίος πιλόταρε το αεροπλάνο με τη συνηθισμένη του άνεση και φανερή δεξιοτεχνία. Δεν ήταν όλο λόγια: ήταν όντως καλός πιλότος. Και όχι και τόσο κακός εραστής, όπως είχε διαπιστώσει πρόσφατα η Βατράνια. Αν και γι’αυτό το θέμα ο Προαιρέσιος δεν κοκορευόταν, ενώ ήταν έκδηλα προκλητικός όταν μιλούσε για το πιλοτάρισμα ή την ξιφομαχία.

Έξω απ’τα παράθυρα του αεροπλάνου φαινόταν να απλώνεται ένας ατελείωτος αργυρογάλανος ουρανός με λευκά νεφελώματα. Η διάσταση του Αιθέρα. Μια από τις ονομαζόμενες «ενδιάμεσες διαστάσεις» του Γνωστού Σύμπαντος, που χρησιμοποιούνταν για μεταφορά σε άλλες διαστάσεις και σχεδόν ποτέ κανένας δεν έμενε εδώ· δεν ήταν κατοικήσιμες. Το αεροπλάνο του Προαιρέσιου και τα άλλα τέσσερα που το ακολουθούσαν γλιστρούσαν επάνω στα αιθερικά ρεύματα, τα οποία ήταν επικίνδυνα αν δεν ήξερες πώς να πλοηγείσαι εδώ. Οι Απολλώνιοι, όμως, που είχε στείλει ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος ήταν, φυσικά, όλοι καλοί πιλότοι.

Η Βατράνια κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της, τον Βαλέριο, ο οποίος καθόταν πίσω από εκείνη και τον Προαιρέσιο. «Από πότε έχεις να έρθεις στη Σεργήλη;»

«Όχι και τόσο καιρό,» αποκρίθηκε εκείνος. «Τελευταία είναι που είχα κολλήσει στην Απολλώνια, για να βοηθήσω στο Βόρειο Μέτωπο. Ακόμα κι ένας παραπάνω μαχητής – ακόμα και κάποιος σαν εμένα, που δεν είναι και τόσο σπουδαίος μαχητής – ήταν απαραίτητος. Έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα από τότε που έχω να έρθω;»

«Οι επαναστάτες δεν επικοινωνούμε πια τόσο κρυφά όσο πριν· αυτό είναι το μόνο βέβαιο.»

«Ο Πρόμαχος Έκτορας είναι καλά;»

«Τα ίδια χάλια. Εκτός αν σκοτώθηκε όσο ήμουν τώρα στην Απολλώνια.»

«Όλο ευχάριστες σκέψεις κάνεις.»

Η Βατράνια γέλασε. «Απλά λέω…» Είχε πολλές κόντρες με τον Έκτορα, κατά καιρούς. Ήταν κι οι δυο τους στη Θακέρκοβ.

«Στη Θακέρκοβ είναι ακόμα, ε;» ρώτησε ο Βαλέριος.

«Ξεκολλά από κει; Σε λίγο θα βάλει υποψηφιότητα για Πολιτειάρχης.»

«Ελπίζω πως όχι.»

Η Βατράνια γέλασε ξανά.

Ο Βαλέριος ανασήκωσε τους ώμους, μειδιώντας. «Πάντα έλεγε ότι σιχαίνεται τους πολιτικάντηδες.»

2.

Στις δυόμιση ώρες ταξιδιού – χρόνος Αιθέρα, εννοείται – συνάντησαν τα συντρίμμια από κάποια αιθερομαχία. Κομμάτια αεροσκαφών μεταφέρονταν χαοτικά, από δω κι από κει, από τα αιθερικά ρεύματα, καθώς και κάμποσα ανθρώπινα σώματα που είχαν καεί τελείως πια από την ατμόσφαιρα του Αιθέρα. Επάνω στα συντρίμμια το σύμβολο που κατόρθωσε η Βατράνια να διακρίνει ήταν αυτό της Παντοκράτειρας. Ελπίζω τούτο να σημαίνει πως η Επανάσταση νίκησε σ’αυτή την αιθερομαχία.

Στις τρεις ώρες ταξιδιού, ο Προαιρέσιος εντόπισε μια αιθερική βάση με τους ανιχνευτές του αεροπλάνου. «Παντοκρατορική, κατά πάσα πιθανότητα,» είπε. «Καλύτερα να την αποφύγουμε.» Και κοίταξε τη Βατράνια ερωτηματικά.

Εκείνη δεν γνώριζε για την παρουσία καμιας αιθερικής βάσης εδώ, οπότε συμφώνησε.

«Παράξενο που κανένας δεν μας ακολούθησε,» είπε ο Βαλέριος όταν είχαν προσπεράσει τη βάση. «Παράξενο, βασικά, που δεν λάβαμε ούτε ένα σήμα για να σταματήσουμε.»

«Ίσως νάναι κατεστραμμένη η βάση,» υπέθεσε η Βατράνια.

«Ναι,» είπε ο Προαιρέσιος, «πολύ πιθανό. Ειδικά αν σκεφτείς και τα συντρίμμια που συναντήσαμε πιο πριν.»

Στις πέντε ώρες ταξιδιού, έφτασαν στο σημείο μετάβασης για Σεργήλη. Ο Προαιρέσιος οδήγησε πρώτος το αεροπλάνο του εκεί, και τα υπόλοιπα ακολούθησαν.

Η Βατράνια αισθάνθηκε έντονους κλυδωνισμούς παντού γύρω της, και είδε την αργυρογάλανη απεραντοσύνη να διαλύεται σαν μέσα σε όνειρο, για να αντικατασταθεί από έναν νυχτερινό ουρανό.

Σεργήλη

1.

Στην οθόνη της κονσόλας εμπρός τους παρουσιάστηκε ο χάρτης της Σεργήλης, καθώς και μια κόκκινη κουκίδα στο μέρος όπου βρίσκονταν έχοντας μόλις βγει από το σημείο μετάβασης του Αιθέρα.

Αλλά κανένας τους τώρα δεν κοίταζε την οθόνη. Κοίταζαν τα Παντοκρατορικά αεροσκάφη που τους ζύγωναν. Ένα μεγάλο ελικόπτερο με πυροβόλα, δύο μικρά, ευέλικτα μαχητικά αεροπλάνα, κι ένα μεγαλύτερο αεροπλάνο. Και η οθόνη των ανιχνευτών έδειχνε ότι τρία ακόμα αεροπλάνα (μικρά μαχητικά, μάλλον) έρχονταν από πίσω.

«Η υποδοχή πρέπει πάντα νάναι καλή,» είπε ο Προαιρέσιος, και χωρίς να μοιάζει ανήσυχος έστριψε, κάνοντας το σκάφος του να γύρει στο πλάι, απότομα αλλά και συγχρόνως ομαλά. Η Βατράνια, παρότι ξαφνιάστηκε, δεν αισθάνθηκε και να της έρχεται το στομάχι στο στόμα.

Τα τέσσερα Απολλώνια αεροπλάνα τούς ακολούθησαν, φυσικά. Το ίδιο κι όλα τα Παντοκρατορικά αεροσκάφη, πυροβολώντας και εξαπολύοντας ρουκέτες. Εκρήξεις έγιναν στον αέρα αλλά, ευτυχώς, κανένα Απολλώνιο σκάφος δεν καταρρίφθηκε: ένα μόνο χτυπήθηκε, και όχι σοβαρά.

«Προς Νέσριβεκ δεν πάμε;» ρώτησε ο Προαιρέσιος τη Βατράνια· κι όταν εκείνη κατένευσε, ο πιλότος μίλησε στα άλλα αεροπλάνα μέσω του πομπού: «Ακολουθήστε κατεύθυνση βορειοδυτική. Εγώ θα τους καθυστερήσω λίγο.»

Κι έκανε ακόμα μια απότομη εναέρια μανούβρα, που αυτή τη φορά ζάλισε τη Βατράνια. Ωστόσο, δεν άδειασε και το στομάχι της. Ίσως νάχω αρχίσει να συνηθίζω τις περίεργες πτήσεις.

«Σίγουρα δε θα μας σκοτώσεις, πιλότε;» ρώτησε ο Βαλέριος.

«Τίποτα δεν είναι σίγουρο σ’αυτή τη ζωή.» Ο Προαιρέσιος εξαπέλυσε ρουκέτες καταπάνω στα Παντοκρατορικά αεροσκάφη, κι έστριψε ξανά αποφεύγοντας τα πυρά τους. Μια έκρηξη έγινε πολύ κοντά στο αεροπλάνο του· η Βατράνια είδε έντονο φως έξω απ’το παράθυρο κι έκλεισε τα μάτια. Ύστερα, όταν τα άνοιξε, έβλεπε για λίγο λάμψεις να χορεύουν μπροστά της.

Ο Προαιρέσιος ακολούθησε τα τέσσερα Απολλώνια αεροπλάνα.

«Δε φαίνεται να τους τρόμαξες, πάντως,» σχολίασε ο Βαλέριος.

Η Βατράνια κοίταξε την οθόνη των ανιχνευτών, και είδε έξι Παντοκρατορικά μαχητικά να έρχονται. «Γαμήσου…» μουρμούρισε.

Μια πιλότος των Απολλώνιων αεροπλάνων μίλησε μέσω πομπού: «Θα πρέπει να τους πολεμήσουμε, Προαιρέσιε.»

«Όχι–» άρχισε ν’απαντά εκείνος, αλλά, προτού τελειώσει, οι ανιχνευτές εντόπισαν κι άλλα αεροσκάφη να έρχονται – από διαφορετική κατεύθυνση.

«Τι είν’ αυτοί;» είπε ο Βαλέριος.

Τα καινούργια αεροπλάνα πλησίασαν, γρήγορα, κι άρχισαν να χτυπάνε τα Παντοκρατορικά. Ο ουρανός γέμισε εκρήξεις και ριπές από πυροβόλα.

Επαναστάτες.

«Έρχεστε από Απολλώνια;» είπε μια αντρική φωνή μέσα από το μεγάφωνο του πομπού. «Σας μιλά ο Πορφυρός Γρύπας. Επαναλαμβάνω: Έρχεστε από Απολλώνια;» Τα αεροπλάνα είχαν το έμβλημα του Βασιλείου της Απολλώνιας επάνω τους, φυσικά, αλλά δεν πρέπει να φαινόταν και τόσο καλά μέσα στη νύχτα.

«Από εκεί ερχόμαστε,» αποκρίθηκε ο Προαιρέσιος. «Φέρνουμε στρατιώτες και πολεμοφόδια, σταλμένα από τον Πρίγκιπα.»

«Θα τα πάτε στην Άντχορκ, στην Πρόμαχο Χασρίνα.»

«Στην Άντχορκ;» είπε η Βατράνια, ξαφνιασμένη. «Έχουμε πάρει την Άντχορκ;»

«Η ιδέα μου είναι ή αναγνωρίζω αυτή τη φωνή;» είπε ο Πορφυρός Γρύπας.

«Η Βατράνια είμαι, Πορφυρέ.» Τον ήξερε. Ήταν ένας από τους καλύτερους πιλότους της Χασρίνα.

«Με το πάσο σου μας έφερες βοήθεια από την Απολλώνια,» της είπε ο Πορφυρός Γρύπας, καθώς απομακρύνονταν από την αερομαχία με τους Παντοκρατορικούς, πετώντας βορειοδυτικά. Τα περισσότερα σκάφη της Επανάστασης είχαν μείνει πίσω· μόνο το μικρό αεροπλάνο του Πορφυρού Γρύπα ακολουθούσε τους Απολλώνιους, καθώς κι άλλο ένα, μεγαλύτερο.

«Δε φταίω εγώ. Είχαν πόλεμο.»

«Κι εμείς εδώ τι έχουμε; Συγνώμη – είπες ‘είχαν’;»

«Ναι. Οι Απολλώνιοι μόλις έδιωξαν τους Παντοκρατορικούς απ’τη διάστασή τους.»

Ο Γρύπας γέλασε. «Το τέλος τους πλησιάζει παντού στο Γνωστό Σύμπαν, λοιπόν!»

«Εσύ τι είπες για την Άντχορκ; Είναι τώρα δική μας;»

«Ναι. Την κατακτήσαμε πριν από κάνα δεκαήμερο.»

Η Άντχορκ, το Κόσμημα της Σεργήλης, ήταν ανέκαθεν υπό στενό Παντοκρατορικό έλεγχο. Το γεγονός ότι βρισκόταν τώρα στα χέρια της Επανάστασης σήμαινε ότι η Επανάσταση εδώ είχε σχεδόν ολοκληρώσει τη δουλειά της.

«Ο Πρίγκιπας Καρνάδης Ηχόχρωμος,» συνέχισε ο Πορφυρός Γρύπας, «ο καινούργιος σύζυγος της Παντοκράτειρας, είναι αιχμάλωτός μας. Η Πρόμαχος σάς περιμένει. Μη νομίζεις ότι τελειώσαμε με τους Παντοκρατορικούς, Βατράνια· αυτές οι ενισχύσεις από την Απολλώνια θα μας φανούν πολύ χρήσιμες, νάσαι σίγουρη.»

«Δεν το αμφιβάλλω, Πορφυρέ.»

2.

Επειδή οι πιλότοι και οι μάγοι των αιθερικών αεροπλάνων ήταν κουρασμένοι ύστερα από πέντε ώρες οδήγησης και χρήσης της Μαγγανείας Κινήσεως, προσγειώθηκαν σ’ένα οροπέδιο της Ραχοκοκαλιάς της Σεργήλης όπου τους οδήγησε ο Πορφυρός Γρύπας. Κανένα από τα Απολλώνια αεροσκάφη δεν χρειαζόταν να τρέξει σε αεροδιάδρομο για να κατεβεί· ήταν όλα φτιαγμένα έτσι ώστε να μπορούν να χάσουν ύψος κατακόρυφα και να πατήσουν επάνω σε μεταλλικά πόδια. Ωστόσο, ακόμα κι αν χρειαζόταν να τρέξουν, θα υπήρχε χώρος· το μέρος ήταν λες και η φύση να το είχε φτιάξει ειδικά για αεροδρόμιο.

Το μόνο μειονέκτημα ήταν ότι έκανε πολύ κρύο εδώ πάνω. Αλλά κανένας τους δεν παραπονέθηκε γι’αυτό.

Ο Πορφυρός Γρύπας δεν έμεινε μαζί τους· τους είπε ότι έπρεπε να συνεχίσει τις περιπολίες του και, αφού τους ευχήθηκε οι θεοί νάναι στο πλευρό τους, έφυγε.

«Παρωνύμιο είναι αυτό, έτσι;» ρώτησε ο Προαιρέσιος. «Το Πορφυρός Γρύπας, εννοώ.» Στέκονταν στην άκρη του οροπεδίου, εκείνος και η Βατράνια, καπνίζοντας και κοιτάζοντας τους κρημνούς και τις απότομες πλαγιές της Ραχοκοκαλιάς. Πολλές κορφές κι άλλα ψηλά μέρη ήταν σκεπασμένα με χιόνι. Απόμακρα φαινόταν, πού και πού, κανένας άγριος γρύπας να φτερουγίζει – πλάσματα με σώμα αιλουροειδούς και φτερά και κεφάλι αετού.

Η Βατράνια, δείχνοντας έναν, είπε: «Γρύπας, στη Σεργήλη, δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και αντρικό όνομα. ‘Γρύπας’ είναι το όνομα του συγκεκριμένου ανθρώπου, Προαιρέσιε. Πορφυρό Γρύπα, όμως, τον λένε επειδή είναι τόσο καλός πιλότος. Νομίζω.» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Έχει βοηθήσει πολύ στον πόλεμο, τον τελευταίο καιρό. Δεν τον ήξερα παλιά. Είναι από τα μέρη της Χασρίνα. Νέσριβεκ.» Η Βατράνια πέταξε το τελειωμένο τσιγάρο της κάτω, στις πλαγιές των βουνών. Είδε την καύτρα να εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα.

Μετά από τέσσερις ώρες ανάπαυσης, ενεργοποίησαν πάλι τα αεροπλάνα τους και συνέχισαν να ταξιδεύουν, ενώ ο Προαιρέσιος, πιλοτάροντας, παρακολουθούσε τον χάρτη στην οθόνη της κονσόλας.

Αφού απογειώθηκαν από το οροπέδιο, απέφυγαν τη Ραχοκοκαλιά γιατί ήταν γνωστό πως άσχημες καταιγίδες έπιαναν εκεί, όπως τους προειδοποίησε η Βατράνια· πέταξαν πάνω από τους βορειοανατολικούς της πρόποδες κι έστριψαν δυτικά. Πέρασαν από τον ποταμό Κάλμωθ και τη Θακέρκοβ (οι πολυκατοικίες της έμοιαζαν με λάμπες μέσα στη νύχτα – κι εκρήξεις δεν φαινόταν να γίνονται· οι μάχες είχαν τελειώσει, η πόλη ανήκε στην Επανάσταση πλέον) και έφτασαν στην Άντχορκ, στις ακτές της θάλασσας, μέσα σε δυόμισι ώρες.

Έδωσαν σήμα στον Γενικό Αερολιμένα της πόλης ότι έρχονταν από την Απολλώνια, και αμέσως έλαβαν άδεια να προσγειωθούν.

Η Πρόμαχος Χασρίνα τούς συνάντησε, μετά από λίγο, σ’έναν θάλαμο όπου τους είχαν οδηγήσει για να καθίσουν και να πιουν καφέ. Πλησίαζε αυγή πια, και οι πρώτες αχτίδες του ήλιου της Σεργήλης φαινόταν να γαργαλάνε τους αεροδιάδρομους του μεγάλου αεροδρομίου και τα αεροσκάφη που ήταν σταθμευμένα κάτω από τα υπόστεγα.

Η Χασρίνα δεν ήρθε μόνη. Μαζί της ήταν και η Θάρφι’ταρ, μια μάγισσα του τάγματος των Δρακαινών.

«Αριάδνη!» είπε, υπομειδιώντας, καθώς αντίκρισε την Αριάδνη’ταρ ανάμεσα στη Βατράνια, τον Προαιρέσιο, και τον Βαλέριο. «Πόσο καιρό έχω να σε δω;»

«Σχεδόν από τότε που ήμασταν φυλακισμένες στο ‘τρένο’,» αποκρίθηκε η Αριάδνη’ταρ, πλησιάζοντάς την για ν’ανταλλάξει μια χειραψία μαζί της κι ένα σύντομο αγκάλιασμα. «Το είχα ακούσει, όμως, ότι ήσουν ζωντανή.»

«Εγώ δεν είχα, δυστυχώς, ακούσει και πολλά για σένα,» είπε η Θάρφι’ταρ.

Η Χασρίνα είπε στη Βατράνια: «Άργησες. Φοβόμουν ότι σου συνέβη τίποτα.»

«Οι Απολλώνιοι είχαν προβλήματα· χρειάζονταν όλες τους τις δυνάμεις στη διάστασή τους. Τώρα, όμως, που η διάστασή τους είναι ελεύθερη–»

«Ελευθέρωσαν την Απολλώνια;»

Η Βατράνια ένευσε. «Ναι.»

«Δε θα βρεις ούτε Παντοκρατορικό τουφέκι πια στην Απολλώνια, Πρόμαχε,» είπε ο Βαλέριος.

«Τότε,» συμπέρανε η Χασρίνα, «πλησιάζει η ώρα να επιτεθούμε στη Ρελκάμνια…» Κι αυτό έμοιαζε να την προβληματίζει· είχε συνοφρυωθεί.

«Αφού πήρατε την Άντχορκ,» είπε η Βατράνια, «μάλλον η Σεργήλη είναι έτοιμη. Σωστά;» Ύψωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά.

«Η Άντχορκ είναι, σίγουρα, πολύ σημαντική–»

«Κι έχετε αιχμάλωτο και τον Πρίγκιπα Καρνάδη Ηχόχρωμο, απ’ότι μας είπε ο Πορφυρός Γρύπας,» τόνισε ο Βαλέριος.

Η Χασρίνα μόρφασε. «Μη νομίζεις ότι αυτό είναι κάτι το σπουδαίο, Βαλέριε. Είναι ο τελευταίος άντρας που παντρεύτηκε η Παντοκράτειρα και δε νομίζω πως του δίνει και πολλή σημασία. Ούτε ο Καρνάδης φαίνεται να έχει τίποτα σημαντικές πληροφορίες που μπορούμε να πάρουμε. Και δε νομίζω πως κρύβει κάτι. Προθυμοποιήθηκε να έρθει μαζί μας, μάλιστα, μόλις τον αιχμαλωτίσαμε· ο τύπος δεν έχει καμια ιδιαίτερη πίστη στη σύζυγό του.»

«Ακόμα αιχμάλωτός μας είναι, όμως· δεν τον έχουμε κάνει σύντροφο,» πρόσθεσε η Θάρφι’ταρ.

«Εμψυχώνει τους πολεμιστές μας η αιχμαλωσία του,» εξήγησε η Χασρίνα.

«Ποιες πόλεις κρατάνε ακόμα οι Παντοκρατορικοί;» ρώτησε η Βατράνια.

«Θες να μάθεις για τις σημαντικές, υποθέτω. Νίρβεκ, Μέλβερηθ, Χαρπόβη.»

«Και πώς φαίνεται να εξελίσσονται τα πράγματα;» ρώτησε ο Προαιρέσιος.

«Τώρα, μ’εσάς εδώ, ελπίζουμε να πάνε καλύτερα.»

«Αν και, γενικά, καλά πάνε, για να λέμε την αλήθεια,» πρόσθεσε η Θάρφι’ταρ.

«Ο Έκτορας τι κάνει;» ρώτησε ο Βαλέριος.

«Καλά είναι,» απάντησε η Χασρίνα. «Χρησιμοποιώντας ως κέντρο τη Θακέρκοβ, παρενοχλεί τους Παντοκρατορικούς σ’όλες τις περιοχές γύρω από εκεί.

»Λοιπόν. Θα σας οδηγήσω τώρα σε δωμάτια–»

«Δε θα μείνουμε,» της είπε ο Προαιρέσιος.

Η Χασρίνα συνοφρυώθηκε ερωτηματικά.

«Πρέπει να πάμε και στην Υπερυδάτια και μετά να επιστρέψουμε στην Απολλώνια. Δηλαδή, εγώ, ο Βαλέριος, η Βατράνια, και η Αριάδνη· τ’άλλα τέσσερα αεροπλάνα θα μείνουν εδώ, καθώς και οι στρατιώτες και τα πολεμοφόδια που έχουν φέρει.»

Η Χασρίνα ένευσε. «Για λίγο με είχες τρομάξει.»

«Δεν το έκανα επίτηδες,» μειδίασε ο Προαιρέσιος.

«Δε θα μείνετε ούτε μερικές ώρες, όμως, να κοιμηθείτε;»

«Αν δεν μείνουμε, θα λιποθυμήσουμε όλοι εδώ όπου στεκόμαστε, Πρόμαχε.»

Αιθήρ

Έφυγαν από τη Σεργήλη καθώς νύχτωνε, αφού είχαν πάρει από την Πρόμαχο Χασρίνα όλες τις πληροφορίες που χρειάζονταν για το πώς πήγαινε ο πόλεμος εκεί και πότε, μάλλον, θα μπορούσαν οι επαναστάτες της Σεργήλης να επιτεθούν στη Ρελκάμνια μαζί με τις δυνάμεις του Πρίγκιπα Ανδρόνικου από την Απολλώνια.

Τώρα ταξίδευαν πάλι μέσα στην αργυρογάλανη απεραντοσύνη του Αιθέρα, κατευθυνόμενοι προς Υπερυδάτια. Εδώ δεν ήταν νύχτα, φυσικά· δεν υπήρχε νύχτα στον Αιθέρα. Ούτε καμια συγκεκριμένη πηγή απ’όπου ερχόταν το φως. Ήταν σαν μια ακτινοβολία προερχόμενη κάπου πίσω από τον ατέρμονο ουρανό.

Μετά από μιάμιση ώρα πτήσης, όταν η Βατράνια είχε αρχίσει να νανουρίζεται από τη χαμηλή μουσική μέσα στο αεροπλάνο κι από το βουητό των μηχανών, άκουσε τον Προαιρέσιο να καταριέται, όχι πολύ δυνατά: «Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ…»

Τα βλέφαρα της Βατράνιας άνοιξαν αυτομάτως, και είδε έξω απ’το παράθυρο του αεροπλάνου, σε απόσταση τουλάχιστον πεντακοσίων μέτρων, όπως την υπολόγιζε, ένα πελώριο σύννεφο στη μορφή πτηνού με τέσσερα φτερά, γυαλιστερά μάτια, και νύχια που έδιναν την ψευδαίσθηση ότι ήταν από ατσάλι – πράγμα που η Βατράνια ήταν βέβαιη ότι δεν μπορεί να ίσχυε!

Το πλάσμα αυτό του Αιθέρα, το οποίο δεν φαινόταν και πολύ φιλικό, ερχόταν καταπάνω τους, φτερουγίζοντας.

«Νόμιζα ότι θ’ακολουθούσες κάποια ασφαλή διαδρομή!» είπε η Βατράνια στον Προαιρέσιο καθώς εκείνος μανούβραρε για ν’αποφύγει το πελώριο, νεφελώδες πτηνό.

«Προτίμησα να πάω από εκεί που δεν υπήρχε περίπτωση να περιπολούν οι Παντοκρατορικοί.»

«Και για καλό λόγο δεν περιπολούν, απ’ό,τι φαίνεται!» είπε ο Βαλέριος, πίσω τους.

«Μην πανικοβάλλεστε· θα το αποφύγουμε,» είπε ο Προαιρέσιος, καθώς είχαν ήδη περάσει ξυστά δίπλα απ’το πτηνό. «Περιφέρονται μερικές αιθερικές οντότητες σε τούτα τα μέρη, μα δεν είναι και τόσο επικίνδυνες.»

Η Βατράνια κοίταξε την οθόνη των ανιχνευτών, και δεν είδε τίποτα να φαίνεται εκεί. «Πρέπει να του ξεφύγαμε…»

«Οι περισσότερες αιθερικές οντότητες δεν εντοπίζονται από τα ανιχνευτικά συστ–» Τα λόγια του Προαιρέσιου διακόπηκαν απότομα, καθώς ολόκληρο το αεροπλάνο τραντάχτηκε.

«Τι ήταν αυτό;» έκανε η Βατράνια.

Ο Προαιρέσιος δεν απάντησε· κρατούσε το τιμόνι και πιλόταρε, βουτώντας και γυρίζοντας το σκάφος στο πλάι καθώς εκτελούσε κάποια περίπλοκη κίνηση.

«Εσύ τι λες να ήταν;» είπε ο Βαλέριος στη Βατράνια. «Το πετούμενο φαίνεται πως μας έχει πάρει στο κατόπι. Και είμαστε τελείως τυφλοί όσο είναι πίσω μας.»

«Χτυπήστε το με καμια ρουκέτα!» είπε η Βατράνια, προσπαθώντας να κοιτάξει από την άκρη του παραθύρου για να δει πού βρισκόταν το νεφελώδες πλάσμα.

«Μείνε στη θέση σου!» φώναξε ο Προαιρέσιος καθώς συνέχιζε να οδηγεί, και ο Βαλέριος την κράτησε πίσω βάζοντας το χέρι του στον ώμο της. Ήταν, φυσικά, δεμένη στο κάθισμά της, αλλά και πάλι ήταν επικίνδυνο να χτυπήσει το κεφάλι της έτσι όπως μανούβραρε ο Προαιρέσιος.

Το αεροπλάνο ξανατραντάχτηκε. Πιο βίαια από πριν.

Ένα φωτάκι άρχισε ν’αναβοσβήνει στην κονσόλα.

Ο Προαιρέσιος πάτησε ένα κουμπί και το φωτάκι έσβησε.

«Τι έγινε;» ρώτησε η Βατράνια.

«Προαιρέσιε,» ακούστηκε η φωνή της Αριάδνης από τον επικοινωνιακό δίαυλο που έφερνε σε επαφή το πιλοτήριο με το ενεργειακό κέντρο, «έχουμε πάθει κάποια βλάβη απ’ό,τι κι αν είναι αυτό που μας χτυπάει.»

«Το ξέρω, μάγισσα. Μια αιθερική οντότητα είναι.»

«Η ενεργειακή ροή της αριστερής μεριάς–»

«Το ξέρω.»

«Τι έχει γίνει;» ρώτησε η Βατράνια. «Τι έχει γίνει;»

Ο Προαιρέσιος δεν απάντησε· ήταν επικεντρωμένος στο να πιλοτάρει. Η Βατράνια δεν νόμιζε ότι ποτέ άλλοτε τον είχε δει τόσο πιεσμένο από την οδήγηση αεροσκάφους· τα πράγματα πρέπει να ήταν δύσκολα.

«Η αριστερή μας μεριά χτυπήθηκε,» της είπε ο Βαλέριος – κάτι που εκείνη, ούτως ή άλλως, είχε καταλάβει από αυτά που είχε πει η Αριάδνη’ταρ. «Αλλά, αφού ακόμα πετάμε, καλά είμαστε.»

Έξω απ’το παράθυρο, κάτι σύννεφα φάνηκαν να κινούνται ανησυχητικά. Τα μάτια της Βατράνιας γούρλωσαν. Κι άλλες αιθερικές οντότητες! Ή μάλλον… μία.

Ένα… κάτι που έμοιαζε με γιγάντιο άλογο. Μεγαλύτερο απ’το αεροπλάνο τους. Και τα μάτια του ήταν σαν φωτιές. Η χαίτη του ανέμιζε λες και πανίσχυροι αέρηδες να τη χτυπούσαν.

Και ο Προαιρέσιος πήγαινε προς τις οπλές του.

«Προαιρέσιε!» φώναξε η Βατράνια. «Δε – δε βλέπεις;»

Εκείνος δεν απάντησε. Ούτε άλλαξε κατεύθυνση.

Οι οπλές ήρθαν καταπάνω τους. Η Βατράνια προσπάθησε να μην κλείσει τα μάτια. Αισθανόταν μουδιασμένη από πάνω ώς κάτω. Μπορεί αυτό το γιγάντιο άλογο να φαινόταν καμωμένο από σύννεφα, μα ήταν βέβαιη πως αν τους κλοτσούσε δεν θα ένιωθαν μπαμπάκι να τους γαργαλά.

Ο Προαιρέσιος οδήγησε το αεροπλάνο ανάμεσα από τα πόδια της αιθερικής οντότητας, ενώ ένας ήχος ακουγόταν παντού γύρω τους. Κάτι που έμοιαζε με δυνατό χρεμέτισμα, νόμιζε η Βατράνια, αν οι κεραυνοί μπορούσαν να χρεμετίσουν. Περνούσαν κάτω από την κοιλιά του γιγάντιου αλόγου τώρα, και από πάνω τους, ανάμεσα στα νεφελώματα, γαλανόχρωμες ενεργειακές λάμψεις φαίνονταν. Λόγχες που ξεπηδούσαν προς διάφορες κατευθύνσεις.

Και κάποια πρέπει να χτύπησε το αεροσκάφος τους, γιατί τα μέταλλά του έτριξαν και κλυδωνίστηκε ολόκληρο. Οι οθόνες του έσβησαν προς στιγμή και, μετά, άναψαν πάλι.

Το αεροπλάνο βγήκε κάτω από τα πόδια του αλόγου και συνέχισε να ταξιδεύει ολοταχώς.

«Γιατί…» Η Βατράνια έγλειψε τα ξεραμένα χείλη της. «Γιατί πήγες εκεί;» ρώτησε τον Προαιρέσιο.

Εκείνος ξανά δεν μίλησε. Έστριψε μέσα στη χαώδη απεραντοσύνη του Αιθέρα, βουτώντας στο εσωτερικό νεφελωμάτων τα οποία ήταν ακριβώς αυτό που φαίνονταν – όχι επικίνδυνες αιθερικές οντότητες.

«Για να μας γλιτώσει απ’το πτηνό πήγε εκεί,» εξήγησε ο Βαλέριος.

«Μα…»

«Το πτηνό δεν μας κυνηγά τώρα,» συνέχισε ο Βαλέριος· «το άλογο το τρόμαξε.»

Ο Προαιρέσιος μίλησε επιτέλους: «Ναι,» είπε, και η φωνή του ακουγόταν ξερή. Αναστέναξε. «Ξεφύγαμε.»

«Δεν έπρεπε, εξαρχής, νάχες έρθει από δω!» του είπε η Βατράνια.

«Απορώ που μας προλάβαινε και μας χτυπούσε…» Έμοιαζε σχεδόν να μιλά στον εαυτό του.

«Τι ‘απορείς’;»

«Βατράνια, κανονικά θα του είχα ξεφύγει απ’την αρχή. Ήταν, όμως, πολύ γρήγορο.»

Η Αριάδνη’ταρ μίλησε μέσω του διαύλου: «Χρειαζόμαστε επισκευές. Η αριστερή μεριά του ενεργειακού κυκλώματος είναι άσχημα χτυπημένη, κι ολόκληρο το ενεργειακό σύστημα είναι τρανταγμένο.»

«Μερικές ώρες ακόμα και φτάνουμε,» της είπε ο Προαιρέσιος. «Αισθάνεσαι πως δυσκολεύεσαι;»

«Αν ήμουν του τάγματος των Ερευνητών ή των Τεχνομαθών, ίσως να μην το αισθανόμουν, αλλά τώρα, ναι, το αισθάνομαι. Όμως τι άλλο μπορώ να κάνω απ’το να συνεχίσω; Δε νομίζω να υπάρχει καμια βάση εδώ κοντά για να σταματήσουμε…»

«Έχεις δίκιο: δεν υπάρχει.»

Υπερυδάτια

1.

Το απογευματινό φως των δίδυμων ήλιων αντανακλούσε μαγευτικά πάνω στον ατελείωτο ωκεανό που απλωνόταν προς κάθε κατεύθυνση και, στον ορίζοντα, γινόταν ένα με τον ουρανό.

«Ο χάρτης μας έχει τρελαθεί,» παρατήρησε ο Προαιρέσιος. «Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του συστήματος, έπρεπε τώρα να ήμασταν κοντά στις βορειοανατολικές ακτές της Ιχθυδάτιας.»

«Μάλλον απορυθμίστηκε όταν μας χτύπησαν οι αστραπές από εκείνο το άλογο,» υπέθεσε ο Βαλέριος.

«Ναι, μάλλον…»

«Και πώς θα βρούμε τώρα τις ηπειρόνησους;» ρώτησε η Βατράνια.

«Θα περιφερθούμε μέχρι να συναντήσουμε κάποια,» αποκρίθηκε ο Προαιρέσιος. «Κι ας ελπίσουμε αυτό να συμβεί γρήγορα, γιατί και εγώ και η Αριάδνη είμαστε εξουθενωμένοι, και το σκάφος μας δεν είναι υδροπλάνο.»

Στην Υπερυδάτια υπήρχαν τρεις ηπειρόνησοι οι οποίες έπλεαν επάνω στον ατέρμονο ωκεανό της διάστασης. Δεν έμεναν ποτέ στην ίδια θέση, και ποτέ δεν συγκρούονταν η μία με την άλλη, ακολουθώντας κάποιον μυστηριακό συμπαντικό μηχανισμό. Ο ρυθμός της μετακίνησής τους μπορούσε να υπολογιστεί, έτσι οι κάτοικοι της Υπερυδάτιας γνώριζαν πώς να ταξιδέψουν ανάμεσα στις ηπειρόνησους. Επίσης, ένα καλά ρυθμισμένο σύστημα πλοήγησης που υπολόγιζε τις χρονικές αλλαγές από τη μία διάσταση στην άλλη μπορούσε να σου πει και κοντά σε ποια ηπειρόνησο βρισκόσουν όταν έμπαινες στην Υπερυδάτια. Το σύστημα του αεροπλάνου της Βατράνιας και των συντρόφων της, όμως, ήταν επί του παρόντος απορρυθμισμένο. Έτσι είχαν, ουσιαστικά, χαθεί.

Η Βατράνια πήρε τα κιάλια από τον σάκο της κι άρχισε να κοιτάζει από το παράθυρο, προσπαθώντας να διακρίνει ξηρά, ενώ ο Προαιρέσιος οδηγούσε σταθερά αλλά γρήγορα. Ο Βαλέριος πήγε πίσω για ν’αλλάξει ενεργειακές φιάλες στο κέντρο. Τα καύσιμα είχαν αρχίσει να τους τελειώνουν.

Το μόνο που έβλεπε η Βατράνια, καθώς η ώρα περνούσε, ήταν θάλασσα κι άλλη θάλασσα κι άλλη θάλασσα, ουρανός, και σύννεφα. Και το φως της ημέρας ολοένα και μειωνόταν· ο ένας από τους δύο ήλιους της Υπερυδάτιας είχε ήδη δύσει. Τα μάτια της είχαν αρχίσει να πονάνε από το πολύ γαλάζιο και τις ηλιακές ακτινοβολίες.

Καμια ώρα πρέπει νάχε κυλήσει, όταν η φωνή της Αριάδνης ακούστηκε μέσα από τον δίαυλο: «Προαιρέσιε, πρέπει να σταματήσουμε. Με το ζόρι κρατάω την ενεργειακή ροή υπό τον έλεγχό μου.»

«Το βλέπω,» είπε ο πιλότος. «Αλλά προσπάθησε λίγο ακόμα. Δε μπορεί, όπου νάναι θα–»

«Ξηρά!» Η Βατράνια είχε μόλις δει ένα κομμάτι γης να διακρίνεται στον ορίζοντα. «Ξηρά, Προαιρέσιε! Εκεί!» Υψώνοντας το χέρι της έδειξε, και κατέβασε τα κιάλια από τα μάτια της νιώθοντας για μια στιγμή να ζαλίζεται.

Ο Προαιρέσιος έστριψε. «Δώσε μου τα κιάλια.» Η Βατράνια τού τα έδωσε και κοίταξε κι εκείνος. «Έχεις δίκιο. Ξηρά, όντως. Και νησιά δεν υπάρχουν στην Υπερυδάτια, άρα φτάσαμε σε κάποια ηπειρόνησο.» Της επέστρεψε τα κιάλια και μίλησε στον δίαυλο: «Αριάδνη, φτάνουμε. Σε λίγο θα προσγειωθούμε.»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε κουρασμένα η μάγισσα.

2.

Το αεροπλάνο τους πέρασε πάνω από μια έρημη ακτή και, γυρίζοντας τους προωθητήρες του κάθετα και απλώνοντας τα πόδια του, προσγειώθηκε. Ο Προαιρέσιος πάτησε ένα κουμπί κι όλες οι πόρτες του σκάφους άνοιξαν.

Βγήκαν με τα όπλα τους στα χέρια: η Βατράνια ένα πιστόλι, ο Προαιρέσιος το ίδιο, και ο Βαλέριος ένα τουφέκι. Η Αριάδνη’ταρ βγήκε τελευταία, κρατώντας κι εκείνη ένα τουφέκι. Κανένας εχθρός, όμως, δεν φαινόταν πουθενά γύρω τους. Ούτε κανένα άγριο θηρίο.

«Πού είμαστε;» ρώτησε η Δράκαινα, φανερά εξαντλημένη.

«Δεν έχουμε ιδέα,» απάντησε ο Προαιρέσιος.

Και το μόνο που μπορούσαν τώρα να κάνουν ήταν να ξεκουραστούν, καθώς είχε σχεδόν νυχτώσει. Η Αριάδνη’ταρ και ο Προαιρέσιος έπεσαν για ύπνο στο εσωτερικό του αεροπλάνου, ενώ η Βατράνια και ο Βαλέριος φρουρούσαν. Η πρώτη έριχνε, κάθε τόσο, νερό στο πρόσωπό της για να μην την πάρει ο ύπνος, διότι θα έμεναν ξύπνιοι μέχρι το πρωί. Θ’άφηναν τον Προαιρέσιο και την Αριάδνη να ξεκουραστούν όσο το δυνατόν περισσότερο. Αύριο δεν ήξεραν πόσες ώρες θα έπρεπε πάλι να πετάξουν…

Όταν το φως του πρώτου ήλιου ήρθε από τον ανατολικό ορίζοντα, η Βατράνια, καθισμένη σε μια πέτρα έξω απ’το αεροσκάφος, έτριψε τα μάτια της με τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. «Άντε· να τους ξυπνήσουμε τώρα;»

Ο Βαλέριος βημάτιζε παραδίπλα, με το τουφέκι του στον ώμο, καπνίζοντας. Θα νόμιζε κανείς ότι είχε τον ακάθιστο! Δεν κουραζόταν ποτέ; Από τα νεύρα ήταν, σίγουρα, έκρινε η Βατράνια.

Ο Βαλέριος στράφηκε να την κοιτάξει. «Λες, ε;» Κοίταξε το ρολόι στο χέρι του. «Αν τόχω ρυθμίσει σωστά, πρέπει νάναι εξίμισι.»

«Εντάξει,» είπε η Βατράνια, καθώς σηκωνόταν από την πέτρα, εκνευρισμένη ύστερα από τόσες ώρες αϋπνίας. «Αρκετά δεν κοιμήθηκαν;»

«Τέλος πάντων· πάμε.»

Μπήκαν στο αεροπλάνο και ξύπνησαν τον Προαιρέσιο και την Αριάδνη, οι οποίοι σηκωθήκαν ξεκούραστοι και έφτιαξαν καφέδες για όλους.

Η Βατράνια, καθισμένη τώρα στη θέση πλάι σ’αυτή του πιλότου, ήπιε κουρασμένα μια γουλιά από το ρόφημά της και είπε: «Τι θα κάνουμε;»

«Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε,» αποκρίθηκε ο Προαιρέσιος, που στεκόταν, «είναι να ερευνήσουμε την περιοχή από τον αέρα. Και αργά ή γρήγορα θα καταλάβουμε πού είμαστε. Τον χάρτη της Υπερυδάτιας τον έχουμε στο σύστημά μας.»

«Καλό θα ήταν, όμως, να επιδιορθώσουμε το αεροπλάνο πρώτα,» είπε η Αριάδνη. Κάθισε μπροστά στην κονσόλα του πιλοτήριου και πάτησε μερικά πλήκτρα. Κάποιες πληροφορίες εμφανίστηκαν στην οθόνη. «Ναι…» Η μάγισσα έμοιαζε σκεπτική.

«Τι;» ρώτησε ο Προαιρέσιος.

«Μπορούμε να κάνουμε κάποιες βασικές επιδιορθώσεις,» είπε η Αριάδνη. «Με τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας, εννοώ. Χωρίς τη βοήθεια Τεχνομαθών ή εξοπλισμένου εργαστηρίου.»

«Θα καθυστερήσουμε, όμως.»

«Ναι, αλλά δεν είναι σημαντικό να έχουμε καλή ενεργειακή ροή;» Η Αριάδνη στράφηκε να τον κοιτάξει.

«Αν δεν είμαστε μακριά από τους συμμάχους μας, δεν έχει νόημα. Θα μας βοηθήσουν εκείνοι να επισκευάσουμε το σκάφος.»

«Αν όμως είμαστε μακριά τους;»

«Τότε, προσγειωνόμαστε πάλι και κάνουμε τις επισκευές. Καλώς;»

Η Αριάδνη φάνηκε διστακτική προς στιγμή, αλλά μετά είπε: «Εντάξει.» Σηκώθηκε από τη θέση του πιλότου και πήγε προς το ενεργειακό κέντρο.

Ο Προαιρέσιος κάθισε στη θέση του πιλότου, και σύντομα το αεροπλάνο ήταν στον αέρα. Η Βατράνια έριξε μια ματιά στον δείκτη ενεργειακής ροής στην κονσόλα, και είδε ότι η ένδειξη ήταν στο σημείο οριακής σταθερότητας. Η Αριάδνη πρέπει, επομένως, πάλι να δυσκολευόταν.

Καθώς πετούσαν, η Βατράνια ατένισε ένα δάσος από κάτω τους, και μετά δεν κατάλαβε για πότε την πήρε ο ύπνος.

Η φωνή του Βαλέριου την ξύπνησε: «Απόφυγέ τους!»

Τα μάτια της άνοιξαν. Πάλι έχουμε μπλέξει; αναρωτήθηκε. «Τι γίνεται;» τους ρώτησε. Ο Προαιρέσιος ακόμα πιλόταρε, φυσικά, και ο Βαλέριος στεκόταν από πάνω του. Κι οι δυο τους κοίταζαν έξω απ’το παράθυρο.

«Μάχη,» της απάντησε ο πιλότος.

Η Βατράνια κοίταξε κάτω. Πράγματι, κάποιοι σκοτώνονταν. Πυροβολισμοί και εκρήξεις φαίνονταν. Άρματα μάχης και πολεμιστές. «Πού σκατά είμαστε, τελικά;»

«Ο Βαλέριος υποθέτει ότι μάλλον είμαστε στην Κεντρυδάτια,» αποκρίθηκε ο Προαιρέσιος καθώς έστριβε κι απομακρύνονταν από τη μάχη.

«Τώρα που θα πάμε βορειοανατολικά, θα το μάθουμε στα σίγουρα,» είπε ο Βαλέριος.

«Γιατί;» ρώτησε η Βατράνια.

«Γιατί, αν έχω δίκιο, θα συναντήσουμε τη Ριλιάδα.»

«Στην Ιχθυδάτια δεν πηγαίναμε, κανονικά; Στον Πρόμαχο Δημήτριο;»

«Ναι αλλά και η Ριλιάδα μάς κάνει. Η Πρόμαχος Ελένη πρέπει νάναι εκεί, και θα την επισκεπτόμασταν κι αυτήν ούτως ή άλλως.»

3.

Ύστερα από κανένα τέταρτο της ώρας έφτασαν ξανά σε ακτή και είδαν μια πόλη οικοδομημένη εκεί. Ήταν η Ριλιάδα, τους διαβεβαίωσε ο Βαλέριος, μια από τις πρώτες πόλεις που πάρθηκαν από την Επανάσταση στην Υπερυδάτια.

Ο Προαιρέσιος ζήτησε, τηλεπικοινωνιακά, άδεια να προσγειωθούν και γρήγορα τούς επιτράπηκε να κατεβούν στο αεροδρόμιο της Ριλιάδας. Εκεί, βγαίνοντας απ’το αεροσκάφος τους, συνάντησαν κάποιους επαναστάτες και τους είπαν ότι έρχονταν από την Απολλώνια, σταλμένοι από τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, και επιθυμούσαν να μιλήσουν στην Πρόμαχο Ελένη. Η απάντηση που πήραν, όμως, ήταν πως η Πρόμαχος δεν βρισκόταν εδώ. Η Κεντρυδάτια είχε σχεδόν εξολοκλήρου αποτινάξει τους Παντοκρατορικούς· ελάχιστες συγκρούσεις πλέον γίνονταν σε τούτη την ηπειρόνησο. Η Πρόμαχος βρισκόταν επί του παρόντος στη Μικρυδάτια, όπου οι μάχες ήταν πιο άγριες.

«Στη Μικρυδάτια;» απόρησε ο Βαλέριος. «Θα περίμενε κανείς ότι οι Παντοκρατορικοί δεν θα έδειχναν τόσο ζήλο για τη μικρότερη από τις πλωτές ηπείρους.»

«Το ίδιο πίστευαν κι οι περισσότεροι από εμάς, και γι’αυτό δεν είχαμε τόσες δυνάμεις εκεί. Το αποτέλεσμα είναι τώρα οι Παντοκρατορικοί να μας πολεμάνε από τη Μικρυδάτια,» αποκρίθηκε ο επαναστάτης με τον οποίο μιλούσαν: ένας πενηντάρης άντρας που είχε τη διοίκηση του αεροδρομίου και ονομαζόταν Αλέξανδρος. «Όμως σύντομα θα τους νικήσουμε. Ενισχύσεις δεν φαίνεται να δέχονται πλέον· άρα, πόσο θ’αντέξουν; Ολόκληρη η Υπερυδάτια έχει στραφεί εναντίον τους.»

«Μάλιστα,» είπε ο Προαιρέσιος· και ρώτησε: «Θα μας βοηθήσετε να επισκευάσουμε το αεροπλάνο μας και να ρυθμίσουμε τα συστήματά του; Είχαμε κάποια προβλήματα στον Αιθέρα.»

«Φυσικά,» απάντησε ο Αλέξανδρος. «Και θα σας εξηγήσω πού ακριβώς να πάτε για να συναντήσετε την Πρόμαχο.»

«Σ’ευχαριστούμε. Ξέρεις, μήπως, πού βρίσκεται κι ο Πρόμαχος Δημήτριος;»

«Στη Μικρυδάτια είναι τώρα κι αυτός, απ’ό,τι γνωρίζω. Η Ιχθυδάτια είναι δική μας, όπως και η Κεντρυδάτια.»

4.

Η Βατράνια ούτε που κατάλαβε πώς πέρασαν οι ώρες, καθώς κοιμόταν στο δωμάτιο που παραχώρησαν οι Υπερυδάτιοι επαναστάτες σ’εκείνη και την Αριάδνη μέσα στον αερολιμένα της Ριλιάδας. Η μάγισσα δεν ξάπλωσε καθόλου, βέβαια· ήταν ξεκούραστη. Τη Βατράνια, όμως, την πήρε ο ύπνος αμέσως. Μόνο την κάπα και τις μπότες της πρόλαβε να βγάλει.

Ο Προαιρέσιος την ξύπνησε αγγίζοντας τον ώμο της.

«Τι;» ρώτησε η Βατράνια.

«Ώρα να πετάξουμε.»

«Από τώρα;»

«Νυχτώνει.»

Η Βατράνια έβγαλε τα πόδια της από την άκρη του κρεβατιού παίρνοντας καθιστή θέση. «Γρήγορα πέφτει η νύχτα στην Υπερυδάτια.»

«Σε περιμένουμε στον αεροδιάδρομο,» της είπε ο Προαιρέσιος, κι έφυγε από το δωμάτιο.

Η Βατράνια σηκώθηκε, και καθώς ετοιμαζόταν παρατήρησε ότι κανένας δεν είχε κοιμηθεί στο διπλανό κρεβάτι. Η Αριάδνη, μάλλον, δεν είχε έρθει να ξαπλώσει ούτε για λίγο. Είναι του τάγματος των Δρακαινών, όμως. Εγώ είμαι απλώς η Βατράνια Κινκάρδη· πρέπει να κοιμάμαι κάπου-κάπου.

Όταν βγήκε στον αεροδιάδρομο, είδε τα φώτα του να σκίζουν τη νύχτα κι αισθάνθηκε αποπροσανατολισμένη. Κοίταξε γύρω-γύρω, ψάχνοντας για τους συντρόφους της, και, τελικά, πρόσεξε ότι κάποιος τής έκανε νόημα με το ύψωμα του χεριού. Ο Προαιρέσιος. Δίπλα στο αεροπλάνο τους και σ’άλλους δύο ανθρώπους – την Αριάδνη’ταρ και τον Βαλέριο, σίγουρα.

Η Βατράνια πλησίασε, σχολιάζοντας, γι’ακόμα μια φορά, ότι η νύχτα ερχόταν πολύ γρήγορα στην Υπερυδάτια.

«Ή εσύ παρακοιμάσαι,» της είπε ο Βαλέριος, μειδιώντας.

«Είναι πολύ μικρή· της χρειάζεται ύπνος,» πρόσθεσε η Αριάδνη’ταρ, και στράφηκε ανεβαίνοντας στο αεροπλάνο.

«Τη βρίσκουν να με πειράζουν;» είπε η Βατράνια, γελώντας, στον Προαιρέσιο, καθώς όλοι τους επιβιβάζονταν στο αεροσκάφος.

«Σε συμπαθούν.»

«Φυσικά και τη συμπαθούμε,» είπε ο Βαλέριος.

Πήραν θέσεις μέσα στο αεροπλάνο και ο Προαιρέσιος, ενεργοποιώντας τις μηχανές, το ύψωσε πάνω από το αεροδρόμιο της Ριλιάδας. Ο δείκτης ενεργειακής ροής τώρα έδειχνε πως η ενέργεια κυλούσε σταθερά· οι άνθρωποι του αεροδρομίου είχαν κάνει καλή δουλειά επισκευάζοντας τα συστήματα του αεροπλάνου.

Ο Προαιρέσιος άρχισε να πετά με ανατολική κατεύθυνση. Ο χάρτης στην οθόνη της κονσόλας τους λειτουργούσε άψογα, δείχνοντας τη θέση τους και τις θέσεις των τριών ηπειρόνησων της Υπερυδάτιας.

Πέρασαν πάνω από θάλασσα κατάμαυρη μέσα στη νύχτα. Το μοναδικό φως ήταν ένα φεγγάρι στους ουρανούς το οποίο έμοιαζε να είναι στη χάση του. Κανένας δεν μιλούσε καθώς ταξίδευαν. Σε κάποια στιγμή ατένισαν έναν μικρό στόλο, που μονάχα τα ενεργειακά του φώτα τον έκαναν φανερό.

Μια ώρα πέρασε, και μισή, και μετά βρίσκονταν πάνω από τις βορειοδυτικές ακτές της Μικρυδάτιας και κοντά στη Νερκάλη, την πόλη όπου τους είχαν πει ότι μάλλον θα έβρισκαν την Πρόμαχο Ελένη και τον Πρόμαχο Δημήτριο. Ή, αν όχι και τους δύο, τουλάχιστον τον έναν από αυτούς.

Ο Προαιρέσιος έστειλε σήμα ότι ζητούσε άδεια να προσγειωθεί, και όταν η άδεια δόθηκε κατέβηκαν στον αερολιμένα της πόλης, η οποία, μέσα στη νύχτα, έμοιαζε στη Βατράνια μεγαλύτερη από τη Ριλιάδα. Από τα φώτα της και μόνο.

«Δε φαίνεται να γίνονται μάχες εδώ κοντά,» είπε στον Προαιρέσιο, καθώς έλυναν τις ζώνες και σηκωνόταν από τις θέσεις τους.

Ο Βαλέριος ήταν που της απάντησε: «Εδώ κοντά ίσως όχι. Αλλά δε μπορεί να μας είπαν ψέματα στη Ριλιάδα.»

Στο αεροδρόμιο μίλησαν με κάποιους στρατιωτικούς των επαναστατών και είπαν ότι ζητούσαν να δουν τον Πρόμαχο Δημήτριο ή την Πρόμαχο Ελένη. Εκείνοι τούς αποκρίθηκαν ότι ο Πρόμαχος ήταν εδώ, και θα τον ειδοποιούσαν. Ύστερα, τους άφησαν μόνους σ’έναν θάλαμο που θα ήταν τελείως άδειος αν δεν υπήρχαν τρεις καρέκλες. Κανένας τους δεν κάθισε καθώς περίμεναν, και μετά από κάποια ώρα μια γυναίκα ήρθε και τους είπε ότι ο Πρόμαχος θα μιλούσε τώρα μαζί τους.

Την ακολούθησαν και έφτασαν σ’ένα γραφείο όπου ένας άντρας τούς περίμενε όρθιος. Η Βατράνια δεν είχε ξαναδεί αυτόν τον Πρόμαχο Δημήτριο, αλλά η όψη του δεν της έκανε και πολύ καλή εντύπωση. Φορούσε καλύπτρα στο ένα μάτι, το δέρμα του ήταν κατάλευκο, και τα μαλλιά του κόκκινα. Όμως αυτή η αντικειμενική εμφάνιση δεν ήταν ο λόγος που δεν άρεσε στη Βατράνια. Το πρόσωπό του, νόμιζε, είχε κάτι το πιο κυνικό ακόμα κι από το πρόσωπο του Έκτορα της Θακέρκοβ. Τι ήταν; Πειρατής; Σίγουρα είχε την όψη πειρατή, πάντως…

«Καλησπέρα,» είπε. «Με ενημέρωσαν ότι με ζητάτε, και ότι έρχεστε από την Απολλώνια. Μόνο τον Βαλέριο, όμως, γνωρίζω από εσάς…»

«Οι άλλοι είναι το ίδιο πιστοί στην Επανάσταση όπως εγώ, Πρόμαχε,» είπε ο Βαλέριος. «Περισσότερο, ίσως.» Και τους σύστησε, τον έναν μετά τον άλλο. «Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος μάς έστειλε εδώ για να σας πληροφορήσουμε ότι η Απολλώνια είναι ελεύθερη· οι Παντοκρατορικοί έχουν διωχτεί. Και ο Πρίγκιπας θέλει ν’αρχίσουμε να οργανώνουμε τη μαζική επίθεση κατά της Ρελκάμνια. Επομένως, πρέπει να μάθουμε πώς έχουν τα πράγματα στην Υπερυδάτια. Δεν θα μείνουμε για πολύ.»

Ο Δημήτριος ένευσε. «Καθίστε,» είπε. «Θα μιλήσουμε. Εκτός αν θέλετε να ξεκουραστείτε πρώτα,» πρόσθεσε.

«Είμαστε αρκετά ξεκούραστοι, Πρόμαχε,» τον διαβεβαίωσε ο Βαλέριος.

Ο Δημήτριος ένευσε πάλι, και πήρε θέση πίσω απ’το γραφείο του ενώ εκείνοι κάθισαν σε καρέκλες αντίκρυ του.

«Περάσαμε ήδη από τη Ριλιάδα,» είπε η Αριάδνη’ταρ, «και μας ενημέρωσαν ότι μεγάλες συγκρούσεις γίνονται μόνο εδώ πλέον, στη Μικρυδάτια.»

«Ακριβώς έτσι,» αποκρίθηκε ο Δημήτριος. «Όμως και στις άλλες ηπειρόνησους οι μάχες δεν έχουν πάψει τελείως. Κάπου-κάπου ξεσπάνε συμπλοκές.»

«Καθώς ερχόμασταν έτυχε να δούμε μία, στην Κεντρυδάτια,» είπε ο Προαιρέσιος.

«Όχι και τόσο μακριά από τη διαστασιακή δίοδο για Σύμπλεγμα,» πρόσθεσε ο Βαλέριος.

«Ναι,» είπε ο Δημήτριος· «οι Παντοκρατορικοί χρησιμοποιούν συχνά το Σύμπλεγμα για να έρχονται.» Στράφηκε και πληκτρολόγησε επάνω σε μια κονσόλα: και σε μια οθόνη στον τοίχο παρουσιάστηκε ο χάρτης της Μικρυδάτιας. Περιοχές ήταν σημειωμένες επάνω του με διάφορα χρώματα. «Λοιπόν…» είπε ο Πρόμαχος της Επανάστασης, κι άρχισε να τους εξηγεί πώς είχαν τα πράγματα στην Υπερυδάτια.

Βίηλ

0.

Πριν από δεκαετίες, όταν κανείς δεν είχε ακούσει ακόμα για τη Συμπαντική Παντοκρατορία, ταξιδιώτες και έμποροι έρχονταν από τη Ρελκάμνια. Οι κάτοικοι της Βίηλ τούς θεωρούσαν περίεργους, αλλά δεν είχαν και κανένα σοβαρό πρόβλημα μαζί τους. Επιπλέον, οι Ρελκάμνιοι τούς έφερναν και αρκετά έξυπνα τεχνουργήματα (τα οποία, βέβαια, χρειάζονταν τροποποιήσεις στην παροχή της ενέργειας για να λειτουργήσουν σωστά στη Βίηλ). Οι ταξιδιώτες αυτοί έμπαιναν από τη διαστασιακή δίοδο στα δάση του Πριγκιπάτου Νέφκαλ κι έφευγαν, μετά, από τη δίοδο στα βουνά του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ. Σπανίως ταξίδευαν σ’άλλα πριγκιπάτα της Βίηλ. Και όλα ήταν καλά και ειρηνικά.

Μέχρι που, μια μέρα, στρατός εισέβαλε από τη διαστασιακή δίοδο του Νέφκαλ. Στρατός όπως αυτούς της Βίηλ. Εκατοντάδες μαχητές με πανοπλίες, σπαθιά, και ασπίδες. Και φορούσαν όλοι τους λευκά χιτώνια μ’ένα καινούργιο έμβλημα επάνω: το έμβλημα της Παντοκράτειρας, όπως σύντομα έμαθαν οι κάτοικοι της Βίηλ. Επικεφαλής αυτού του φουσάτου ήταν ο Ταγματάρχης Ιανός Θάρδηχ, νεαρός τότε κι έχοντας υπηρετήσει από την αρχή τον Κρυφό Άρχοντα.

Ζήτησε, με θράσος, από τον Πρίγκιπα του Νέφκαλ να παραδοθεί, να υποταχθεί στην εξουσία της Παντοκράτειρας, γιατί μια νέα τάξη πραγμάτων είχε ανατείλει στο Γνωστό Σύμπαν και όλα από εδώ και στο εξής θα ήταν καλύτερα. Ο Πρίγκιπας Κασμάρες Βάλμενρικ, όμως, αρνήθηκε να υποκύψει, και πόλεμος ξέσπασε καθώς ολοένα και περισσότεροι Ρελκάμνιοι μαχητές και άρματα μάχης έρχονταν από τη διαστασιακή δίοδο στα δάση του Νέφκαλ – την οποία πλέον ήταν πολύ αργά για να κλείσει ο Πρίγκιπας με τον δικό του στρατό.

Το Νέφκαλ ήταν απροετοίμαστο για τέτοια εισβολή, αλλά οι μάχες που δόθηκαν ήταν σκληρές. Ο Πρίγκιπας Κασμάρες σκοτώθηκε μαζί με όλη του τη φρουρά, και ο Ιανός Θάρδηχ πρόσταξε τους ανθρώπους του να κυνηγήσουν τον Υψηλό Οίκο των Βάλμενρικ και να τον περιορίσουν. Το Πριγκιπάτο θα ήταν υπό την κυριαρχία του μέχρι που να βρουν έναν σωστό πρίγκιπα για να το διοικήσει.

Ορισμένοι από τους Βάλμενρικ κατόρθωσαν να διαφύγουν και να κρυφτούν σε διάφορα μέρη της Βίηλ· αλλά οι περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν και φυλακίστηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα τουλάχιστον. Μερικοί – όσοι αντιστάθηκαν – σκοτώθηκαν ανελέητα.

Ο Ιανός Θάρδηχ έκρινε ότι κανένας από τους ευγενείς του Νέφκαλ δεν ήταν άξιος εμπιστοσύνης, ειδικά τόσο νωρίς στην κατάκτηση της Βίηλ. Μπορεί να τον κάθιζαν στον θρόνο και, μετά, το σκυλί να επαναστατούσε. Όμως… αν ο πρίγκιπας ήταν από άλλο πριγκιπάτο; Από το Σάνκριλαμ, για παράδειγμα, το οποίο είχε, ιστορικά, πολλές διενέξεις με το Νέφκαλ;

Έτσι, ο επόμενος Πρίγκιπας του Νέφκαλ ήταν ένας αριστοκράτης του Σάνκριλαμ. Ένας από τους βαρόνους των παραμεθόριων περιοχών, πεινασμένος για εξουσία. Είχε δει πολλές συγκρούσεις με το Νέφκαλ και τώρα του δινόταν η ευκαιρία να το κατακτήσει αυτομάτως. Δεν αρνήθηκε την προσφορά του Ιανού Θάρδηχ. Κάθισε στον θρόνο, και ακόμα κι ο Πρίγκιπας του Σάνκριλαμ ήταν ευχαριστημένος μ’αυτό (μέχρι, τουλάχιστον, που κατάλαβε ότι σύντομα θα ερχόταν και η σειρά του δικού του Πριγκιπάτου να υποταχθεί).

Εν τω μεταξύ, οι Παντοκρατορικοί κινήθηκαν εναντίον του Πριγκιπάτου Έλρηνεχ, στα νότια, ενώ έκαναν μια συμφωνία με το Σάνκριλαμ ώστε να τους επιτρέπει να περνάνε τη διαστασιακή δίοδο προς Ρελκάμνια στα βουνά του.

Ο Βαρόνος που έγινε Πρίγκιπας δεν ήταν μικρής ηλικίας και, μετά από μερικά χρόνια, όταν πια ολόκληρη η Βίηλ βρισκόταν υπό την κυριαρχία της Παντοκράτειρας, πέθανε. Ο γιος του, Θέλμος, πήρε την εξουσία του Νέφκαλ, και οι Παντοκρατορικοί τον έπεισαν ότι όφειλε να παντρευτεί μια γυναίκα από τη Ρελκάμνια για να δείξει την καλή του θέληση προς την Παντοκράτειρα (η οποία, στην πραγματικότητα, φυσικά, δεν είχε ούτε καν ακούσει για τον Πρίγκιπα Θέλμος ή το Πριγκιπάτο του). Ο Θέλμος ήταν λιγάκι διστακτικός στην αρχή, αλλά τελικά δέχτηκε: ειδικά όταν είδε ο ίδιος τη Μαρνίθα-Μία, η οποία, εκείνο τον καιρό, ήταν ακόμα πολύ όμορφη. Ήταν, όμως, αριστοκρατικής καταγωγής; ρώτησε ο Θέλμος. Δεν μπορούσε να παντρευτεί μια οποιαδήποτε γυναίκα! Οι Παντοκρατορικοί του σύμβουλοι τον διαβεβαίωσαν πως ασφαλώς και ήταν αριστοκράτισσα. Το υποδήλωνε, άλλωστε, το όνομά της. Ανήκε στον Οίκο των Μία’κιρκ.

Επομένως, ο Πρίγκιπας Θέλμος του Νέφκαλ μετά χαράς την παντρεύτηκε.

Και σύντομα, η Μαρνίθα-Μία έμεινε έγκυος. Μια βραδιά, το αποκάλυψε στον Θέλμος κι ύστερα ζευγάρωσε μαζί του σαν να ήταν η τελευταία φορά. Αργότερα, καθώς ήταν αγκαλιασμένοι κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού τους, του είπε: «Με συγχωρείς, αγάπη μου. Δεν το ήθελα ποτέ εγώ αυτό…»

«Τι εννοείς; Δεν ήθελες… το παιδί μας;»

«Όχι, δε μιλάω για το παιδί μας…»

Ο Θέλμος την κοίταξε παραξενεμένος, και η Μαρνίθα άπλωσε το χέρι της έξω από τα σκεπάσματα και πάτησε ένα κουμπί επάνω στον επικοινωνιακό δίαυλο στο κομοδίνο.

«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε ο Θέλμος.

«Δεν ήθελα να γίνει έτσι,» του ψιθύρισε εκείνη, «να το ξέρεις αυτό, σε παρακαλώ να το ξέρεις αυτό.» Και δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της.

Η πόρτα του υπνοδωματίου άνοιξε κι ένας άντρας μπήκε. Ένας άντρας με το πρόσωπο του Θέλμος! Ο Πρίγκιπας νόμιζε πως έβλεπε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι, σαστισμένος. «Τι…; Τι είναι…;»

Ο άγνωστος τον πλησίασε, και τον κάρφωσε στον λαιμό μ’ένα ξιφίδιο. Αίμα τινάχτηκε πάνω στα μαξιλάρια, τις κουρτίνες του κρεβατιού, και τα σκεπάσματα: κι έτσι ο πραγματικός Θέλμος, Πρίγκιπας του Νέφκαλ, πέθανε.

Το Δημιούργημα στράφηκε να κοιτάξει τη Μαρνίθα-Μία καθώς σκούπιζε τη λεπίδα του ξιφιδίου του και το θηκάρωνε στη μέση του. «Αρχόντισσά μου, υπόσχομαι να είμαι ικανοποιητικός με κάθε δυνατό τρόπο.»

Δάκρυα συνέχιζαν να κυλάνε στα μάγουλά της.

Κανένας, εκτός από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας, δεν έμαθε για τη δολοφονία του Θέλμος· όλοι στο Νέφκαλ νόμιζαν ότι ο Πρίγκιπας εξακολουθούσε να είναι ζωντανός. Αλλά όλοι, επίσης, πρόσεξαν ότι ύστερα από τη γέννηση του γιου του η Μαρνίθα-Μία άρχισε να γίνεται πιο άσχημη με κάθε μέρα που περνούσε. Μάλλον έφταιγε το γεγονός ότι ήταν από τη Ρελκάμνια και, άρα, όχι παιδί των Αρχαίων Κολοσσών…

1.

Η Πριγκίπισσα Ισλάννα είδε ότι δεν τη συνέφερε να εναντιωθεί στην Επανάσταση. Ολόκληρη η Βίηλ είχε πλέον ξεσηκωθεί. Το Πριγκιπάτο Κίρτβεχ, το Πριγκιπάτο Έλρηνεχ, το Πριγκιπάτο Κάνρελ. Όλα τα ανατολικά πριγκιπάτα, ασφαλώς. Και η Πριγκίπισσα Βασνίτα του Νέλερβικ τούς πληροφορούσε (μέσω των Ιεραρχών) ότι ακόμα κι από το απόμακρο Πριγκιπάτο Ντόσβεκ οι Παντοκρατορικοί είχαν αποχωρήσει με αεροσκάφη – μάλλον για να πάνε στο μοναδικό μέρος στη Βίηλ που βρισκόταν ακόμα υπό Παντοκρατορική Κατοχή: το Πριγκιπάτο Νέφκαλ.

Η Πριγκίπισσα Ισλάννα πρόσταξε τους άρχοντες και τους στρατιωτικούς της να διώξουν κάθε Παντοκρατορικό από τα εδάφη του Πριγκιπάτου της. Συντάχθηκε πλήρως με την Επανάσταση. Οι πολεμιστές της κατέλαβαν τη διαστασιακή δίοδο προς Ρελκάμνια που βρισκόταν στα βουνά του Σάνκριλαμ, αναγκάζοντας τους Παντοκρατορικούς να υποχωρήσουν κακήν-κακώς από εκεί και να επιστρέψουν στη διάσταση-έδρα της Παντοκράτειρας. Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ βοήθησαν σ’αυτή την επιχείρηση κατάληψης της διαστασιακής διόδου, γιατί οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας είχαν ασφαλίσει καλά τούτο το μέρος το οποίο τους ενδιέφερε ιδιαίτερα.

Όταν, μετά από κάποιες ημέρες, το Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ είχε καθαρίσει από Παντοκρατορικούς πολεμιστές, η Πριγκίπισσα Ισλάννα, ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, ο Νίλφες Βάθμακ, η Αλιζέτ, και άλλοι αριστοκράτες και στρατιωτικοί συγκεντρώθηκαν στο πριγκιπικό παλάτι της Σάνκριλαμ για να συζητήσουν για τη μελλοντική τους στρατηγική – εναντίον του Πριγκιπάτου Νέφκαλ.

Εν τω μεταξύ, μέσω των Ιεραρχών, είχαν πληροφορηθεί πως παρόμοια εκκαθάριση συνέβαινε και στο Έλρηνεχ και στο Κάνρελ, ενώ ο Πρόμαχος και νυν Πρίγκιπας Άτβος Μέλνεριχ είχε καρατομήσει δημοσίως τον Σφετεριστή Ρέτβελνος Βάνδερμαχ. Αλλά δεν είχε βλάψει τα παιδιά του. Ούτε τα είχε φυλακίσει. Τα είχε απλώς υπό παρακολούθηση, όπως διαβεβαίωσε τον Τάμπριελ μέσω της Ράιλμεχ, προκειμένου να μη συμβεί τίποτα απρόοπτο και δυσάρεστο για όλους.

Στο Πριγκιπάτο Νέφκαλ, οι αναφορές των ανιχνευτών έλεγαν ότι οι Παντοκρατορικοί δεν σκόπευαν να φύγουν. Πολύς στρατός ήταν συγκεντρωμένος στα σύνορά του, τα οποία δεν ήταν και μεγάλα. Ήταν ένα πριγκιπάτο σαφώς μικρότερο από το Σάνκριλαμ και το Κάνρελ.

Έχοντας αυτές τις πληροφορίες κατά νου, καθώς και επικοινωνία με τα άλλα μέρη της Βίηλ μέσω του Όρνιφιμ, η Πριγκίπισσα Ισλάννα, ο Τάμπριελ, και οι άλλοι συζήτησαν για το πρόβλημα του Νέφκαλ. Η Ανταρλίδα ανέφερε, φυσικά, εκείνο που είχαν μάθει οι επαναστάτες της Λαμρίτ στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ, από την πρώην πράκτορα της Παντοκράτειρας Νίνα Έκγραμμη:

«Ο Πρίγκιπας του Νέφκαλ είναι Δημιούργημα, Υψηλοτάτη.»

Η Ισλάννα συνοφρυώθηκε, καθώς ήταν καθισμένη στην κορυφή του μακρόστενου τραπεζιού όπου συζητούσαν. «Δημιούργημα;»

«Άνθρωπος που δεν είναι άνθρωπος,» εξήγησε η Ανταρλίδα. «Μοιάζει με τον Πρίγκιπα μα δεν είναι ο Πρίγκιπας. Αν τραυματιστεί, το βλέπεις· δεν αιμορραγεί.»

«Νομίζω πως κάπου έχω ξανακούσει ότι μπορεί να γίνει αυτό… Είστε βέβαιοι;»

«Το έχουμε μάθει από καλή πηγή,» της είπε ο Τάμπριελ. «Από μια πράκτορα της Παντοκράτειρας που τώρα είναι με το μέρος μας.»

«Αν αποκαλυπτόταν στον λαό του Νέφκαλ η πραγματική φύση του Πρίγκιπά τους, νομίζω ότι αυτό θα ήταν αρκετό για να τους ξεσηκώσει, δεδομένης της κατάστασης στη Βίηλ,» είπε η Ανταρλίδα.

«Πώς, όμως, θα αποκαλύψουμε την πραγματική του φύση;» έθεσε το ερώτημα η Ισλάννα.

«Αν τον τραυματίζαμε μπροστά σε αρκετό κόσμο….»

«Δύσκολο να γίνει αυτό, όμως. Έτσι δεν είναι;»

Ο σύζυγος της Ισλάννα, ο Νολβέρτες, που βρισκόταν σε μια από τις πιο σπάνιες νηφάλιες στιγμές του, είπε τότε (ξαφνιάζοντας λιγάκι τους υπόλοιπους): «Ο Πρίγκιπάς τους είναι, βασικά, δικός μας άνθρωπος, Πριγκίπισσά μου…»

Η Ισλάννα τον ατένισε μ’ένα βλέμμα που έμοιαζε να ρωτά μήπως, τελικά, ήταν πάλι μαστουρωμένος.

«Δεν το θυμάσαι;» της είπε ο Νολβέρτες. «Τότε ήταν, βέβαια, Πρίγκιπάς μας ο πατέρας σου, αλλά κι εσύ πρέπει να ήσουν…» Φάνηκε σκεπτικός.

«Η ηλικία μου δεν έχει σημασία!» έκανε απότομα η Ισλάννα. «Και, όχι, δεν το θυμάμαι αυτό που λες. Πού θες να καταλήξεις;» Τα νεύρα της μιλούσαν πάλι.

«Στο εξής θέλω να καταλήξω: Οι Παντοκρατορικοί πήραν έναν δικό μας άνθρωπο και τον έβαλαν στον θρόνο του Νέφκαλ: έναν βαρόνο του Χαμηλού Οίκου των Ρεσπόλταχ.»

«Είσαι σίγουρος γι’αυτό;»

«Φυσικά! Και απορώ που δεν το ξέρεις–»

«Πρέπει να ήμουν πολύ μικρή τότε!»

Ο Νολβέρτες συνοφρυώθηκε. «Δε μπορεί. Σίγουρα θα ήσουν πάνω από–»

«Στο θέμα μας, Πρίγκιπά μου!» Η Ισλάννα χτύπησε την παλάμη της στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού, και τα δαχτυλίδια της έκαναν δυνατό κρότο.

«Έλεγα,» είπε ο Νολβέρτες, «πως αυτός ο βαρόνος που ήταν δικός μας – δε θυμάμαι τώρα τ’όνομά του αλλά είναι από τον Οίκο των Ρεσπόλταχ που βρίσκονται στα δυτικά σύνορα– Ξέρεις, βέβαια, για ποιους μιλάω, Πριγκίπισσά μου…»

«Εννοείται πως ξέρω. Συνέχισε, να καταλάβουμε!»

«Τέλος πάντων, αυτός ο βαρόνος κάθισε στον Θρόνο του Νέφκαλ για κάποια χρόνια, αλλά ήταν μεγάλος και σύντομα πέθανε. Κι ο γιος του έγινε Πρίγκιπας του Νέφκαλ – αυτός που τώρα μας λένε ότι οι Παντοκρατορικοί έχουν αντικαταστήσει με Δημιούργημα. Οπότε, αν αποκαλύψουμε την αλήθεια, αυτό πιο πολύ είναι να εξοργίσει τους δικούς μας ευγενείς παρά τους ευγενείς του Νέφκαλ. Καταλαβαίνεις τι λέω, Πριγκίπισσά μου;»

«Ναι,» είπε η Ισλάννα, σκεπτική τώρα, έχοντας πλέξει τα δάχτυλα των χεριών της εμπρός της κι έχοντας ακουμπήσει το σαγόνι της επάνω τους.

Ο Τάμπριελ ρώτησε: «Μας λέτε, Πρίγκιπα Νολβέρτες, ότι η αποκάλυψη του Δημιουργήματος δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα;»

«Κοιτάξτε, Προφήτη… Ίσως και να έχει, δεν ξέρω… Πάντως, οι άνθρωποι του Νέφκαλ ακόμα θυμούνται ότι, ουσιαστικά, τους διοικούν ξένοι. Ο λαός θα τόχει πια ξεχάσει, αλλά οι αριστοκράτες σίγουρα όχι.» Ήπιε μια γουλιά από το τσάι του. «Και ίσως…»

«Τι ‘ίσως’, Υψηλότατε;» τον πίεσε ο Τάμπριελ.

«Ίσως, λέω, να θέλουν πάλι την εξουσία οι προηγούμενοι, ο Υψηλός Οίκος των Βάλμενρικ. Ένας Οίκος του Νέφκαλ.»

«Ο Οίκος του αρχικού Πρίγκιπα του Νέφκαλ; Αυτού που οι Παντοκρατορικοί σκότωσαν;»

«Ναι.»

«Πού μπορούμε να τους βρούμε;»

«Ορισμένοι είναι ακόμα στο Νέφκαλ, απ’ό,τι έχω ακούσει, αλλά δεν μιλάνε γιατί φοβούνται τους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Ορισμένοι άλλοι έχουν εξοριστεί.»

«Πού έχουν εξοριστεί;»

«Σε άλλα πριγκιπάτα.» Ο Νολβέρτες δεν ήξερε ακριβώς.

Αλλά ο Τάμπριελ σκόπευε να μάθει. Ερχόμενος σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη μέσα στην πορφυρή σφαίρα του ραβδιού του, πρόσταξε τους Ιεράρχες να εντοπίσουν τους εξόριστους Βάλμενρικ.

2.

Αφού έγινε η εκκαθάριση των Παντοκρατορικών δυνάμεων από το Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ, ο Πολ είχε αποφασίσει να ταξιδέψει στο Έλρηνεχ για να συναντήσει εκεί τους επαναστάτες της Λαμρίτ, με τους οποίους είχε αγωνιστεί αρκετό καιρό, αλλά και για να δει με τα ίδια του τα μάτια πώς πήγαιναν τα πράγματα στο Πριγκιπάτο. Επιπλέον, δεν ήθελε η Λαμρίτ να νομίσει ότι την απέφευγε· δεν ήθελε να χωρίσουν έτσι, αν και γνώριζε πως δεν θα έμεναν για πάντα μαζί οι δυο τους. Εκτός αυτού, ανησυχούσε και για τον Ιανό Θάρδηχ. Αφού αυτό το κάθαρμα ήταν ακόμα ζωντανό, πολύ πιθανόν κάποια σκευωρία να έστηνε, και ο Πολ θεωρούσε τον εαυτό του τον κατάλληλο άνθρωπο για να του χαλάσει τα σχέδια. Έχουμε το ίδιο μυαλό σε αρκετά πράγματα, όλοι εμείς, τα καθίκια που υπηρετούμε τον Ελκράσ’ναρχ…

Έτσι, ο Πολ βρισκόταν τώρα στη Φάντρακελ, μια παραμεθόρια πόλη του Έλρηνεχ, κοντά στα σύνορα με το Νέφκαλ. Αντίκρυ, αν κοίταζες με κιάλια (όχι απαραιτήτως μαγικά ενισχυμένα), έβλεπες άνετα τα συγκεντρωμένα Παντοκρατορικά στρατεύματα. Σημαίες της Παντοκράτειρας κυμάτιζαν στον άνεμο· τα μέταλλα πολεμικών μηχανών και οι λεπίδες όπλων γυάλιζαν στο φως του ήλιου ή του φεγγαριού· αεροσκάφη πετούσαν στον ουρανό, περιπολώντας.

Αλλά τώρα ήταν μεσημέρι και ο Πολ έβλεπε πράσινους λόφους και κοιλάδες καθώς φιλούσε το γυμνό, πρασινόδερμο σώμα της Λαμρίτ, που ήταν ξαπλωμένη πλάι του στο κρεβάτι. Τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της και, γυρίζοντας απότομα, την παρέσυρε επάνω του, νιώθοντας τα στητά στήθη της να πιέζουν το στέρνο του.

Η Λαμρίτ μούγκρισε και μόρφασε, και ο Πολ ήταν βέβαιος πως δεν ήταν από ηδονή. «Τι;» τη ρώτησε.

«Συγνώμη,» είπε εκείνη, «το πόδι μου.»

Το χέρι του Πολ πήγε στον επίδεσμο λίγο πιο πάνω από το γόνατό της. «Πονά τόσο πολύ;» Δεν το είχε πλακώσει· απλά την είχε τραβήξει κοντά του.

«Είναι στο ίδιο σημείο με το άλλο τραύμα,» αναστέναξε η Λαμρίτ. «Θυμάσαι που σου είχα πει ότι οι Παντοκρατορικοί με είχαν χτυπήσει όταν υποχωρούσα από το Έλρηνεχ;»

«Ναι.»

«Ένα βέλος τους με χτύπησε στο ίδιο σημείο ξανά, στη μάχη της Έλρηνεχ.» Η Λαμρίτ σηκώθηκε από πάνω του, γυρίζοντας στο πλάι. Ξετύλιξε τον επίδεσμο και άφησε τον Πολ να δει το τραύμα. Είχε σχηματιστεί εφελκίδα, όμως εξακολουθούσε να φαίνεται άσχημο. «Βλέπεις;»

Ο Πολ ένευσε.

«Δε θα θεραπευτεί ποτέ,» είπε η Λαμρίτ καθώς το ξανατύλιγε.

«Μη λες ανοησίες.»

«Δεν είδες ότι κουτσαίνω; Δε θάπρεπε να κουτσαίνω πια – τόσες μέρες έχουν περάσει από τότε που χτυπήθηκα.»

Ο Πολ είχε παρατηρήσει ότι, όντως, το τραβούσε λιγάκι το πόδι της όταν την είχε συναντήσει στη Φάντρακελ, αλλά δεν το είχε σχολιάσει. «Μερικές φορές αργούν να περάσουν ορισμένα τραύματα.»

«Εντάξει, άστο,» είπε η Λαμρίτ, και τον φίλησε, σκαρφαλώνοντας ξανά επάνω του, μη δείχνοντας να έχει χάσει καθόλου την ερωτική της επιθυμία εξαιτίας της κουβέντας τους.

Ο Πολ έγλειψε τα στήθη της, ενώ διέτρεχε τα χέρια του από τους μηρούς ώς τους ώμους της. Και, μετά από λίγο, την άκουσε να φωνάζει άναρθρα μέσα στ’αφτί του καθώς κρατιόταν γερά επάνω του· κι έπειτα έγλειφε και δάγκωνε το ίδιο, ταλαιπωρημένο αφτί, βαριανασαίνοντας. Τότε ήταν που ο Πολ αποφάσισε ν’αλλάξουν θέση: την παρέσυρε μαζί του ξανά, γυρίζοντάς την ανάσκελα. Αυτή τη φορά η Λαμρίτ δεν διαμαρτυρήθηκε. Τώρα, τα πόδια της ήταν τυλιγμένα γύρω του και εκείνος τη λόγχιζε βαθιά, ενώ η Λαμρίτ χάιδευε τα μαλλιά και τους ώμους του και του έλεγε ότι τον προτιμούσε κόκκινο, από λευκό.

«Δεν ήξερα ότι έχεις τέτοιες προτιμήσεις στα χρώματα,» της είπε ο Πολ μετά, καθώς γύριζε στο πλάι, λαχανιασμένος.

Η Λαμρίτ γέλασε. Τον φίλησε και τον ρώτησε, σοβαρά: «Θα φύγεις όταν φύγουν κι οι λευκοί από το Νέφκαλ;»

«Θέλεις να μείνω;» Ο Πολ παραμέρισε μια ξανθιά τούφα από την άκρη του προσώπου της.

«Το ξέρω ότι δεν θα μείνεις,» του είπε η Λαμρίτ, χωρίς ν’αποφεύγει τα μάτια του.

Ο Πολ αναστέναξε. «Δε μπορώ να μείνω… και βασικά δεν ξέρω τι ακριβώς θα κάνω μετά… Αλλά δε μπορώ να μείνω στη Βίηλ· αυτό είναι σίγουρο.» Έμπλεξε το πόδι του ανάμεσα στα πόδια της, τρίβοντας το γόνατό του πάνω στους μηρούς της. «Όμως τούτο δεν σημαίνει πως δε μ’αρέσουν τα πράσινα λουλούδια που φυτρώνουν στη διάστασή σας.»

Η Λαμρίτ μειδίασε. «Είμαστε παιδιά των Κολοσσών.»

«Και φαίνεται–»

Η πόρτα χτύπησε.

«Τι ενοχλητικοί άνθρωποι…» σχολίασε ο Πολ.

Η Λαμρίτ, ακόμα χαμογελώντας, ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι. «Ποιος είναι;» φώναξε.

«Εγώ, Πρόμαχε!» Η Διάττα.

«Το τσιράκι του Μεγάλου Προφήτη,» είπε ο Πολ.

«Σκασμός,» γέλασε η Λαμρίτ, καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι φορώντας το παντελόνι και την τουνίκα της. «Έρχομαι!» φώναξε στη Διάττα. Και προς τον Πολ: «Φόρεσε κάτι. Όταν είσαι μαζί μου, δεν θέλω άλλες γυναίκες να σε βλέπουν γυμνό.»

«Με σκοτώνεις.» Σηκώθηκε, βάζοντας κι εκείνος το παντελόνι του και πηγαίνοντας προς το τραπεζάκι στη γωνία για να γεμίσει μια κούπα με κρασί από την καράφα.

Η Λαμρίτ άνοιξε την πόρτα και η Διάττα μπήκε. «Τι είναι;»

«Συγνώμη αν ενοχλώ…» είπε η Ιεράρχης βλέποντας πως κι ο Πολ ήταν εδώ.

«Πάω στοίχημα ότι πρόκειται για δουλειά του Μεγάλου Προφήτη,» είπε εκείνος, «οπότε όλα μπορούν να συγχωρεθούν.»

Η Διάττα ένευσε. «Είναι, πράγματι, για δουλειά του Μεγάλου Προφήτη. Θέλει να ψάξουμε για τα εξόριστα μέλη του Υψηλού Οίκου των Βάλμενρικ.»

Ο Πολ συνοφρυώθηκε. «Ποιοι είν’ αυτοί;»

Η Λαμρίτ, όμως, θυμόταν. «Οι παλιοί πρίγκιπες του Νέφκαλ…»

3.

Στις νότιες παρυφές των Δασότοπων των Λάν’τραχαμ, αρκετές δεκάδες χιλιόμετρα ανατολικά του ποταμού Άσλερχ, ζούσε ένας άνθρωπος μαζί με την οικογένειά του. Ήταν στα τριάντα του και είχε ένα μικρό κορίτσι τεσσάρων χρονών. Η γυναίκα του, ένα χρόνο μεγαλύτερη από τον ίδιο, ήταν κυνηγός. Εκείνος εργαζόταν ως αγρότης και μηχανουργός. Είχε ένα μικρό αγρόκτημα για τις βασικές ανάγκες της οικογένειάς του, καθώς κι ένα μεγάλο γκαράζ. Διάφοροι άλλοι, που έμεναν στις περιοχές γύρω από την οικία του, του έφερναν μηχανήματα και οχήματα για να τα επισκευάζει ή για να τους κάνει αλλαγές. Τον πλήρωναν γι’αυτό, κι εκείνος πλήρωνε δύο υπαλλήλους για να τον βοηθάνε, γιατί οι δουλειές του δεν πήγαιναν άσχημα. Δεν μπλεκόταν ούτε με πολέμους ούτε με την πολιτική. Ποτέ κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί την καταγωγή του.

Θα έπρεπε να ψάξει πολύ για να τη μάθει.

Θα έπρεπε, ίσως, να έχει μαντικές ικανότητες.

Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα είχαν προσγειώσει το αεροσκάφος τους αρκετά χιλιόμετρα απόσταση από το αγρόκτημα αυτού του ανθρώπου, και το είχαν μεταμορφώσει σε τετράκυκλο όχημα καθότι ήταν μεταβαλλόμενο. Μαζί τους είχαν τον Όρνιφιμ, την Αλιζέτ, και τον Πρόμαχο Άτβος. Ο τελευταίος ήταν που είχε, τελικά, ανακαλύψει έναν γόνο των Βάλμενρικ μέσα στο Πριγκιπάτο του.

Η Ανταρλίδα οδήγησε το όχημα τους προς την αγροικία που ήταν λουσμένη από το φως του απογεύματος. Το σταμάτησε σε κάποια απόσταση από το μονώροφο σπίτι, και κατέβηκαν για να πλησιάσουν με τα πόδια.

Συνάντησαν πρώτα τη γυναίκα του τεχνουργού, η οποία έφτιαχνε τη χορδή του τόξου της καθισμένη στην αυλή. «Τι θέλετε;» τους ρώτησε. «Ποιοι είστε;» Μιλούσε στη Συμπαντική, όχι στη Δημώδη της Βίηλ. Τους είχε αναγνωρίσει για εξωδιαστασιακούς, όπως ήταν φυσικό άλλωστε – αν και δεν ήταν όλοι τους εξωδιαστασιακοί.

«Είναι εδώ ο κύριος Καρλάνος;» ρώτησε ο Τάμπριελ.

«Τι τον θέλετε;»

«Θέλουμε να του μιλήσουμε.»

Η γυναίκα τούς ατένισε καχύποπτα. «Για να σας φτιάξει κάτι;»

Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ναι, θέλουμε κάτι να μας φτιάξει.»

«Περιμένετε.» Άφησε το τόξο της πάνω σε μια πέτρινη πεζούλα και πήγε προς το μεγάλο γκαράζ πλάι στο σπίτι.

Μετά από λίγο, βγήκε μαζί μ’έναν ψηλό άντρα που είχε δέρμα γαλάζιο και μαλλιά μαύρα και μακριά.

«Αυτός είναι,» είπε, χαμηλόφωνα, ο Άτβος καθώς ο γόνος των Βάλμενρικ και η σύζυγός του πλησίαζαν.

«Άρχοντα Καρλάνος,» είπε ο Τάμπριελ. «Μπορούμε να σας μιλήσουμε;»

Τα μάτια του γαλανόδερμου άντρα γυάλισαν με επιφύλαξη. «‘Άρχοντα’;… Μάλλον μ’έχετε μπερδέψει με κάποιον άλλο, κύριε.»

«Δεν σας έχουμε μπερδέψει, Άρχοντά μου,» είπε ο Άτβος κι έβγαλε την κουκούλα της κάπας του. «Είστε ο Άρχοντας Καρλάνος, του Υψηλού Οίκου των Βάλμενρικ.»

«Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλ–»

«Δεν είμαστε πράκτορες της Παντοκράτειρας. Μάλλον δεν θα με έχετε δει ποτέ, γι’αυτό δεν με αναγνωρίζετε, αλλά είμαι ο Πρίγκιπας Άτβος Μέλνεριχ.»

Ο Καρλάνος συνοφρυώθηκε. «Ο Πρίγκιπας Άτβος;…»

Ο Άτβος ένευσε. «Θα μ’έχετε ακούσει, αναμφίβολα.»

«Για να μην σας έχω ακούσει, θα έπρεπε να μην είμαι στη Βίηλ, Υψηλότατε.» Και υποκλίθηκε λυγίζοντας το γόνατο. Όπως επίσης και η γυναίκα του.

«Δε χρειάζονται υποκλίσεις, Άρχοντά μου,» είπε ο Άτβος. «Θέλω να μιλήσουμε.»

Η κυνηγός κοίταξε τον άντρα της παραξενεμένη. «Είναι αλήθεια;» άρθρωσε. Δεν πρέπει να ήξερε τίποτα για τους Βάλμενρικ.

Ο Καρλάνος έσμιξε τα χείλη, δυσανασχετώντας. «Τι θέλετε, Πρίγκιπα Άτβος; Μπορεί να ξέρετε για την καταγωγή μου, αλλά… δεν είμαι αυτός που νομίζετε. Και δεν είμαι επαναστάτης. Ούτε πολεμιστής.»

«Ο πατέρας σας είναι ζωντανός;»

«Δυστυχώς, όχι. Εκείνος μπορεί να ήταν πρόθυμος να συστρατευθεί μαζί σας. Ακόμα θυμόταν. Μέχρι την ώρα που πέθανε…»

«Δε ζητάμε από εσάς τίποτα περισσότερο από την παρουσία σας,» του είπε ο Τάμπριελ. «Και θα σας δώσουμε έναν θρόνο.»

Η κυνηγός κοίταζε μια τον άντρα της μια τον Πρίγκιπα του Κάνρελ και τους συντρόφους του, σαστισμένη.

«Θα μας ακούσετε, τουλάχιστον;» ρώτησε ο Άτβος.

«Φυσικά, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Καρλάνος, και τους υποδέχτηκε στην οικία του.

4.

Οι στρατοί της επαναστατημένης Βίηλ συγκεντρώθηκαν γύρω από τα σύνορα του Πριγκιπάτου Νέφκαλ. Γέμισαν τις όχθες του ποταμού Άσλερχ και τα βόρεια μέρη του Πριγκιπάτου Έλρηνεχ. Ήρθαν ακόμα και από τα δυτικά, από τις άγριες περιοχές ανατολικά της Καμένης Γης και νότια των Δασότοπων του Βορρά. Οι Παντοκρατορικοί ήταν περικυκλωμένοι, και δεν είχαν τρόπο για να διαφύγουν προς άλλες διαστάσεις. Δεν υπήρχε καμια διαστασιακή δίοδος στην περιοχή που έλεγχαν πέρα από τη διαστασιακή δίοδο από – και μόνο από – Ρελκάμνια. Ούτε η Βίηλ ερχόταν σε επαφή με τον Αιθέρα, ώστε να υποχωρήσουν από εκεί. Και από τη Ρελκάμνια, αν τους είχαν έρθει ενισχύσεις, ήταν ελάχιστες. Σίγουρα δεν επαρκούσαν για να συνεχίσουν να κρατιούνται στη Βίηλ· πόσω μάλλον για να ανακτήσουν τα χαμένα τους εδάφη.

Όμως δεν φαίνονταν πρόθυμοι να παραδοθούν. Ούτε οι άνθρωποι του Νέφκαλ είχαν ακόμα ξεσηκωθεί εναντίον τους. Ίσως να φοβόνταν, ή ίσως να υπάκουγαν τον Πρίγκιπά τους ο οποίος ήταν, στην πραγματικότητα, Δημιούργημα της Παντοκράτειρας. Όπως και νάχε, το πράγμα έδειχνε ότι θα εξελισσόταν σε αιματοκύλισμα παρότι η νίκη της Επανάστασης φάνταζε βέβαιη.

Οι επαναστάτες, όμως, ήθελαν να το αποφύγουν αυτό. Είχαν δει ήδη αρκετό αίμα να ποτίζει το χώμα της διάστασής τους.

Αφού παράταξαν τους στρατούς τους – οι οποίοι είχαν έρθει από κάθε γωνιά της Βίηλ – γύρω από το Πριγκιπάτο Νέφκαλ, συναθροίστηκαν σε μια συνοριακή πόλη του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ, για να κάνουν συμβούλιο και ν’αποφασίσουν πώς θα κινούνταν.

Η πόλη ονομαζόταν Νάρταβεχ και βρισκόταν, περίπου, εβδομήντα-πέντε χιλιόμετρα νότια του ποταμού Νέρελρημ και εκατόν-εβδομήντα χιλιόμετρα ανατολικά του ποταμού Άσλερχ. Μια μεγάλη δημοσιά ξεκινούσε από εδώ, πηγαίνοντας δυτικά και καταλήγοντας στην ίδια την πρωτεύουσα του Νέφκαλ. Ήταν ένας παλιός δρόμος με μεγάλες πλάκες, ραγισμένες σε πολλά σημεία, ο οποίος έφερε το όνομα ‘η Αιμοβόρος’ εξαιτίας των πολέμων που είχαν γίνει σε τούτες τις περιοχές μεταξύ του Νέφκαλ και του Σάνκριλαμ από αρχαιοτάτων χρόνων. Η δημοσιά έχει πιεί πολύ αίμα, έλεγαν οι ντόπιοι.

Οι επαναστάτες δεν σκόπευαν ν’ακολουθήσουν την παράδοση.

5.

Μέσα στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου της Νάρταβεχ, γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι, ήταν τώρα συγκεντρωμένοι όλοι οι επαναστατημένοι άρχοντες της Βίηλ, και οι άνθρωποι που τους είχαν βοηθήσει στην επανάστασή τους: η Πριγκίπισσα Ισλάννα του Σάνκριλαμ, ο Πρίγκιπας Άτβος του Κάνρελ, ο Πρίγκιπας Βηλνάθος του Έλρηνεχ, ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος του Κίρτβεχ, η Πριγκίπισσα Βασνίτα του Νέλερβικ, ο Πρίγκιπας Αλβάρος του Χαύδοραλ, η Πριγκίπισσα Λισρρέτα του Τάσβεραλ, ακόμα και ο Πρίγκιπας Ατμάλος του Ντόσβεκ (που είχε έρθει από το απόμακρο Πριγκιπάτο του για να συμμαχήσει με την Επανάσταση, τώρα που αυτό είχε εγκαταλειφθεί από τους Παντοκρατορικούς)· ο Άρχοντας Τάμπριελ, Προφήτης της Νόρχακ και πρώην σύζυγος της Παντοκράτειρας· η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ, οι Μαύρες Δράκαινες· ο Πολ Ντέρνηχ και η Νίνα Έκγραμμη, πρώην πράκτορες της Παντοκράτειρας (και του Ελκράσ’ναρχ)· η Πρόμαχος Λαμρίτ, ο Άλτρες, ο Δάρυλμος· η Φενίλδα και ο Δαίδαλος (και η Νυχτερινή κι ο Πάνοπλος, για περίπτωση έκτακτης ανάγκης)· όλοι οι Ιεράρχες που βρίσκονταν στη Βίηλ: η Διάττα, η Ράιλμεχ, ο Αρκαλόν, ο Όρνιφιμ – μαζί ύστερα από πολύ καιρό.

Κι επίσης, ένας άντρας που οι πρίγκιπες της Βίηλ δεν γνώριζαν καθόλου, αλλά ήξεραν ότι θα έπρεπε να τον εμπιστευτούν: ο Καρλάνος Βάλμενρικ, ο οποίος είχε έρθει, διστακτικά, για να βοηθήσει το Πριγκιπάτο Νέφκαλ να απελευθερωθεί όσο πιο αναίμακτα γινόταν από τους Παντοκρατορικούς.

Για λίγο, χάος επικρατούσε μέσα στη μεγάλη αίθουσα καθώς όλοι μιλούσαν συγχρόνως και ο ένας στον άλλο, και κανένα γενικό νόημα δεν έβγαινε. Μετά, ο Τάμπριελ σηκώθηκε από τη θέση του και ζήτησε να κάνουν ησυχία ώστε να μπορέσουν να συνεννοηθούν. Και, καθώς το έλεγε αυτό, θυμόταν μια παρόμοια περίπτωση πριν από καιρό, στη Νόρχακ, την απομονωμένη διάσταση την οποία είχε φέρει σε επαφή με το υπόλοιπο σύμπαν. Κι εκεί είχε γίνει μια τέτοια μεγάλη συγκέντρωση από όλους τους άρχοντες και τους βασιλείς της διάστασης. Κι εκεί, εκείνος, ο Τάμπριελ, απρόθυμα, είχε αναγκαστεί να παίξει τον ρόλο του ρυθμιστή. Και, όπως και τότε, έτσι και τώρα, η παρουσία του έκανε τους παρευρισκόμενους να επικεντρωθούν στο πρόβλημα που έπρεπε να λύσουν.

«Υπάρχει, λοιπόν, κάποιο σχέδιο, Άρχοντα Τάμπριελ;» ρώτησε ο Πρίγκιπας Αλβάρος του Χαύδοραλ, πάντοτε παρορμητικός. «Γιατί, αν δεν υπάρχει σχέδιο, εγώ προσωπικά δεν βλέπω πώς μπορούμε να αποφύγουμε την επίθεση κατά του Νέφκαλ.»

«Δεν χρειαζόμαστε σχέδιο, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Το σχέδιο θα ξεδιπλωθεί από μόνο του, καθώς θα κινούμαστε. Ο δρόμος θα μας υποδειχθεί, καθώς θα ξεκινήσουμε την πορεία μας έχοντας στο νου μας έναν σκοπό.» Ακόμα στεκόταν, και στο χέρι του βαστούσε το μαύρο ραβδί του με τους αργυρούς κρίκους στο στέλεχος και την πορφυρή, γυαλιστερή σφαίρα στην κορυφή. Ήταν εξώκοσμος για τους γηγενείς της Βίηλ, με το πορφυρό του δέρμα, τα κατάλευκα του μαλλιά, τα μυστηριώδη γκρίζα μάτια του· σχεδόν εξωπραγματικός. Τον έβλεπαν σαν μάγο από κάποιο μύθο. Σαν τους Οδηγούς, ίσως.

Όμως δεν μπορούσαν παρά να αμφισβητήσουν τα όσα τούς έλεγε.

«Αυτά είναι λόγια, Άρχοντα Τάμπριελ,» είπε ο Νοσνάλτος του Κίρτβεχ. «Χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από λόγια, αν είναι να διώξουμε τους Παντοκρατορικούς από το Νέφκαλ χωρίς να τους επιτεθούμε.»

«Γι’αυτό, Υψηλότατε, βρίσκεται ο Άρχοντας Καρλάνος εδώ, μαζί μας,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.

«Ναι, αλλά νομίζετε ότι ο λαός του Νέφκαλ θα συγκεντρωθεί ξαφνικά γύρω από έναν γόνο του παλιού τους Πρίγκιπα, απλά και μόνο επειδή αυτός ο άνθρωπος δήλωσε την παρουσία του;»

«Δεν τους έχει δηλώσει ακόμα την παρουσία του.»

«Πιστεύετε πραγματικά, Άρχοντά μου, ότι θ’αλλάξει κάτι αν τη δηλώσει;»

«Από μακριά, ίσως όχι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Αλλά όταν είμαστε μέσα στην πρωτεύουσα του Νέφκαλ και έχουμε συγχρόνως αποκαλύψει την αληθινή φύση του τωρινού Πρίγκιπα, τότε, ναι, πιστεύω πως η παρουσία του Άρχοντα Καρλάνος θα αλλάξει πολλά.»

«Αν έχουμε ήδη μπει στην πρωτεύουσα του Νέφκαλ, το θέμα θα έχει ούτως ή άλλως τελειώσει, Άρχοντα Τάμπριελ!» είπε ο Αλβάρος.

«Δεν θα μπούμε με τους στρατούς μας. Θα μπούμε προκειμένου να διαπραγματευτούμε με τους Παντοκρατορικούς.»

«Θα σκοτωθούμε όλοι έτσι! Τι έχουν να διαπραγματευτούν οι Παντοκρατορικοί μαζί μας;»

«Ο Πρίγκιπας Αλβάρος έχει δίκιο, Άρχοντά μου!» είπε η Λισρρέτα του Τάσβεραλ. «Θα είναι αυτοκτονία για όποιον πάει μέσα στη Νέφκαλ!»

«Εγώ, πάντως, δεν θα πήγαινα,» σχολίασε η Ισλάννα, νευρικά.

«Άρχοντα Τάμπριελ,» είπε ο Νοσνάλτος, «ίσως τελικά το καλύτερο θα ήταν να επιτεθούμε. Γιατί, όπως λέει ο Πρίγκιπας Αλβάρος, τι έχουν οι Παντοκρατορικοί να διαπραγματευτούν μαζί μας;»

«Τη ζωή τους,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Υπάρχει αμφιβολία ότι θα τους νικήσουμε; Όλη η Βίηλ είναι στραμμένη εναντίον τους, και δεν νομίζω πως ενισχύσεις έρχονται από τη Ρελκάμνια. Σ’ολόκληρο το Γνωστό Σύμπαν η Παντοκρατορία βάλλεται: η δύναμή της διαλύεται.»

«Μάλιστα. Ίσως, Άρχοντα Τάμπριελ. Αυτό, όμως, δεν απαντά στο πολύ βασικό ερώτημα ‘Ποιος θα ζητήσει να μπει στη Νέφκαλ για να διαπραγματευτεί;’ Και ποιος μας εγγυάται ότι δεν θα τον σκο–;»

«Εγώ θα μπω στη Νέφκαλ,» δήλωσε ο Τάμπριελ.

«Θα σας σκοτώσουν σίγουρα, Άρχοντά μου!» τον προειδοποίησε η Λισρρέτα.

«Ήσασταν σύζυγος της Παντοκράτειρας,» του θύμισε η Βασνίτα. «Σας θεωρούν προδότη. Αν μη τι άλλο, καλύτερα να πήγαινα εγώ, ή κάποιος άλλος.»

«Δυστυχώς, η παρουσία μου εκεί είναι απαραίτητη,» είπε ο Τάμπριελ.

«Απορώ που το συζητάμε καν αυτό το θέμα!» φώναξε η Ισλάννα. «Είναι ανόητο! Δεν πρόκειται έτσι να επιτευχθεί τίποτα! Λέγαμε πως πρέπει να δείξουμε στους ανθρώπους του Νέφκαλ ότι ο Πρίγκιπάς τους είναι Δημιούργημα, αυτό δεν λέγαμε; Και λέγαμε ότι πρέπει, επίσης, να φέρουμε μπροστά τους τον Άρχοντα Καρλάνος.»

«Ακριβώς έτσι θα γίνει, Πριγκίπισσά μου,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.

«Πώς θα αποκαλύψουμε την παρουσία του Δημιουργήματος;» τον ρώτησε η Βασνίτα.

«Εγώ θα την αποκαλύψω. Καθώς αναμφίβολα το Δημιούργημα θα προστατεύεται από φρουρούς και πράκτορες της Παντοκράτειρας, θα είναι αδύνατο να του επιτεθούμε άμεσα για να δείξουμε ότι δεν πεθαίνει· επομένως, εγώ είμαι ο μόνος που μπορεί να το ξεσκεπάσει.»

Οι πρίγκιπες της Βίηλ τον κοίταζαν σαν να είχε τρελαθεί.

Η Βασνίτα ήταν η πρώτη που άρχισε να καταλαβαίνει.

6.

Ο ήλιος είχε ανατείλει πριν από δύο ώρες, όταν η συνοδία του Τάμπριελ σταμάτησε αντίκρυ στο συνοριακό φρούριο. Αποτελείτο από δύο οχήματα που το ένα μόνο ήταν οπλισμένο με γιγαντοβαλλίστρα, αλλά και τα δύο ήταν θωρακισμένα. Και πίσω από τη συνοδία, σε αρκετή απόσταση, βρισκόταν ένα από τα φουσάτα των επαναστατών της Βίηλ, έτοιμο να παρέμβει σε περίπτωση κινδύνου· καθώς επίσης και ο Πάνοπλος, ο Οπλοφόρος, και η Ιπτάμενη.

Χρησιμοποιώντας εκφωνητή, η Αλιζέτ Τάνρεχ, η Σκοτεινή Βασίλισσα, δήλωσε ποια ήταν και είπε πως εκείνη και οι σύντροφοί της, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν ο Άρχοντας Τάμπριελ και η Ανταρλίδα Ταρφάνη, επιθυμούσαν να λάβουν πρόσβαση στην πρωτεύουσα του Νέφκαλ και στο παλάτι εκεί, προκειμένου να μιλήσουν με τον Πρίγκιπα Θέλμος και την Παντοκρατορική εξουσία. Σκοπός τους ήταν να διαπραγματευτούν, προτού αναγκαστούν να επιτεθούν στο Πριγκιπάτο για να το απελευθερώσουν.

Ένα ελικόπτερο φάνηκε να φεύγει από το παραμεθόριο οχυρό που βρισκόταν στο πλάι της Αιμοβόρου και να πετά προς τα δυτικά, αναμφίβολα κατευθυνόμενο στην πρωτεύουσα του Νέφκαλ. Η Αλιζέτ, ο Τάμπριελ, και οι υπόλοιποι περίμεναν, βγαίνοντας από τα οχήματά τους. Παρατηρώντας τις κινήσεις των Παντοκρατορικών στην άλλη μεριά των συνόρων, δεν έβλεπαν τίποτα το ύποπτο: τίποτα που θα υποδήλωνε ότι ετοιμάζονταν να τους επιτεθούν.

Όταν ο ήλιος είχε μεσουρανήσει, το ελικόπτερο επέστρεψε στο οχυρό και, σύντομα, Παντοκρατορικοί πολεμιστές βγήκαν από εκεί για να ανακοινώσουν στον Τάμπριελ και τους άλλους ότι μπορούσαν να περάσουν. Εκείνοι ανέβηκαν στα οχήματά τους και πέρασαν τα σύνορα του Νέφκαλ. Ακολούθησαν την Αιμοβόρο με τη συνοδία Παντοκρατορικών οχημάτων και, μετά από τρεις ώρες και ένα τέταρτο, έφτασαν σε μια μεγάλη γέφυρα που περνούσε πάνω από τον ποταμό Άσλερχ και οδηγούσε σε μια περιτειχισμένη πόλη στην αντικρινή όχθη.

Τη Νέφκαλ.

Οι δρόμοι της ήταν έρημοι καθώς οι αντιπρόσωποι των επαναστατών τούς διέσχιζαν. Ή, τουλάχιστον, από εκεί όπου περνούσαν τα οχήματά τους δεν ήταν κανένας. Όλοι οι πολίτες είχαν διωχτεί. Ούτε ένα παράθυρο δεν άνοιγε για να τους κοιτάξουν από τα τριγυρινά οικήματα. Μονάχα Παντοκρατορικοί στρατιώτες φαίνονταν παντού, με τα όπλα τους σε ετοιμότητα.

Είναι επιφυλακτικοί μαζί μας, παρατήρησε η Ανταρλίδα, ακριβώς όπως κι εμείς είμαστε επιφυλακτικοί μαζί τους. Ήταν αγχωμένη. Μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που το αισθανόταν αυτό. Κανονικά, η εκπαίδευσή της ως Μαύρη Δράκαινα θα έπρεπε να το διαλύει. Αλλά δεν το διέλυε. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη, και η Ανταρλίδα το ήξερε, και το μυαλό της δεν μπορούσε να το ξεχάσει.

Όταν κοίταζε την Αλιζέτ, όμως, νόμιζε πως η Σκοτεινή Βασίλισσα δεν ένιωθε έτσι. Νόμιζε πως ήταν ήρεμη, όπως πάντα. Ίσως, τελικά, να είναι όντως η καλύτερη από εμάς, όπως θεωρεί τον εαυτό της.

Η πύλη του παλατιού τούς περίμενε ανοιχτή. Την πέρασαν και πήγαν στον χώρο στάθμευσης των οχημάτων, μέσα στον κήπο. Κι εδώ, φυσικά, παντού Παντοκρατορικοί πολεμιστές στέκονταν. Και σίγουρα θα υπήρχαν, επίσης, πολλοί που δεν φαίνονταν, ήταν βέβαιη η Ανταρλίδα.

Και το ίδιο σκεφτόταν κι ο Πολ, καθώς κοίταζε έξω από τα παράθυρα του οχήματος όπου κάθονταν εκείνος, ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, η Ράιλμεχ, και ο Όρνιφιμ. Ο Ιανός Θάρδηχ αποκλείεται να μην είχε χαρτιά κρυμμένα στο μανίκι του. Ο Πολ ήξερε πώς λειτουργούσε ο Στρατηγός. Ήταν προσεχτικός, και αδίστακτος. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η επικράτηση του Ελκράσ’ναρχ, γιατί γνώριζε πολύ καλά ότι η μοίρα του ήταν πλέον απόλυτα δεμένη μ’αυτό τον δαίμονα. Αναρωτιέμαι τι υποθέσεις κάνει τώρα για την επίσκεψή μας, σκέφτηκε ο Πολ. Τι νομίζει. Αποκλείεται να νόμιζε ότι το μόνο που ήθελαν ήταν να διαπραγματευτούν· σίγουρα θα υπέθετε πως υπήρχε και κάτι κρυμμένο. Όμως δεν μπορεί να έχει τη δυνατότητα να προδεί αυτό που θα συμβεί. Ωστόσο, ο Πολ ήξερε πως όλοι τους θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά προσεχτικοί. Οι πρίγκιπες της Βίηλ, που θεωρούσαν την ενέργειά τους οριακά αυτοκτονική, δεν είχαν άδικο, ακόμα κι αν δεν γνώριζαν τόσα για τον Ιανό Θάρδηχ όσα γνώριζε εκείνος…

Οι πόρτες των οχημάτων άνοιξαν και οι επαναστάτες βγήκαν μαζί με τους φρουρούς τους: πολεμιστές από όλα τα πριγκιπάτα της Βίηλ, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν ο Άλτρες, που επέμενε να έρθει. Και η Λαμρίτ ήθελε επίσης να έρθει, αλλά δεν την είχαν αφήσει. Το πόδι της ακόμα την ενοχλούσε, παρότι ένας ολόκληρος μήνας είχε περάσει από τότε που τραυματίστηκε για δεύτερη φορά στο ίδιο σημείο. Ίσως να είχε δίκιο, τελικά, σκεφτόταν ο Πολ: ίσως το τραύμα αυτό να μην θεραπευόταν ποτέ.

«Θέλουμε να δούμε τον Πρίγκιπα,» δήλωσε ο Τάμπριελ στους στρατιώτες της Παντοκράτειρας, «και τον Στρατηγό Ιανό Θάρδηχ, που, απ’ό,τι έχουμε καταλάβει, έχει αναλάβει την Εποπτεία του Πριγκιπάτου τώρα.»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε μια λοχαγός. «Ελάτε μαζί μας. Χωρίς τους φρουρούς σας.»

«Όπου πάμε εμείς θα πάνε και οι φρουροί μας,» είπε η Αλιζέτ. Κι όταν η λοχαγός έκανε να διαφωνήσει: «Εκτός αν θα ήθελες εσύ να σκοτωθείς πρώτη στη συμπλοκή που θα ακολουθήσει.»

«Είστε μόνοι σας μέσα σε μια πόλη που ελέγχεται εξολοκλήρου από την Παντοκράτειρα!»

«Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πεθάνεις πρώτη.» Τα ατσάλινα μάτια της Σκοτεινής Βασίλισσας έμοιαζαν να τρυπάνε το κεφάλι της λοχαγού.

Εκείνη είπε, κοφτά: «Ακολουθήστε μας,» και της έστρεψε την πλάτη, ξεκινώντας να βαδίζει.

Οι επαναστάτες ακολούθησαν τη λοχαγό μαζί με τους φρουρούς τους – και περιτριγυρισμένοι από Παντοκρατορικούς στρατιώτες. Μπήκαν στους μεγάλους διαδρόμους του παλατιού της Νέφκαλ και βάδισαν με τα βήματά τους ν’αντηχούν έντονα, ώσπου βρέθηκαν στην Αίθουσα του Θρόνου, η οποία ήταν γεμάτη με στρατιωτικούς της Παντοκράτειρας, φυσικά, αλλά και με ευγενείς, παρατήρησε ικανοποιημένα ο Τάμπριελ. Ευγενείς του Νέφκαλ. Ακριβώς όπως έπρεπε.

Ακριβώς όπως τους είχα «δει». Η εικόνα από το μυαλό του ήταν πανομοιότυπη. Όλοι αυτοί συγκεντρωμένοι εδώ· και στο πέρας της αίθουσας, ένας θρόνος επάνω σ’ένα ξύλινο βάθρο, σκεπασμένο με χαλί· και στον θρόνο, καθισμένος ένας γηραιός άντρας – ο Πρίγκιπας Θέλμος, το Δημιούργημα – ενώ πλάι του στεκόταν ένας άλλος άντρας: πενηντάρης, με λευκό-ροζ δέρμα και ψαρά, κοντοκουρεμένα μαλλιά, ντυμένος με μεταλλική πανοπλία κι έχοντας επάνω του διακριτικά που τον αναγνώριζαν ως Στρατηγό του Παντοκρατορικού Στρατού. Αλλά τίποτα, φυσικά, δεν φαινόταν που να τον αναγνωρίζει ως πράκτορα του Ελκράσ’ναρχ.

Ο Ιανός Θάρδηχ.

Ο οποίος είπε: «Ο Προδότης, επιτέλους, βρίσκει το θράσος να παρουσιαστεί μπροστά μας!» Τα μάτια του ατένιζαν τον Τάμπριελ και μόνο τον Τάμπριελ: τον πρώην σύζυγο της Παντοκράτειρας.

«Οι περιστάσεις επέβαλλαν την παρουσία μου, Ιανέ.» Ο Τάμπριελ τον γνώριζε από παλιά. Είχαν συναντηθεί μερικές φορές οι δυο τους, στο Παντοτινό Ανάκτορο, όταν ακόμα δεν είχε καμία ιδέα τι πραγματικά ήταν οι Υπερασπιστές της συζύγου του.

«Θα έπρεπε να είχες εκτελεστεί από καιρό,» είπε, νηφάλια, ο Ιανός Θάρδηχ: «από τότε που στράφηκες εναντίον της Μεγαλειοτάτης για να ικανοποιήσεις την προσωπική σου ματαιοδοξία αντί να συνεχίσεις να υπηρετείς το σύνολο του Γνωστού Σύμπαντος.»

«Η ματαιοδοξία μου δεν είχε να κάνει με την απόφασή μου, και το… σύνολο του Γνωστού Σύμπαντος δεν χρειάζεται κανέναν να το υπηρετεί – ούτε να το καταδυναστεύει! Επιπλέον, δε νομίζω πως είναι συνετό να μας προκαλείς όταν ερχόμαστε για να σου σώσουμε τη ζωή.»

Ο Ιανός γέλασε. «Για να μου σώσετε τη ζωή; Κάποιο λάθος κάνεις, Τάμπριελ. Εσείς είστε που τώρα βρίσκεστε στην πιο δύσκολη θέση, εδώ, ανάμεσά μας!»

Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ πρόσεξαν ότι στις άκριες της αίθουσας, πίσω από τους συγκεντρωμένους ευγενείς, οι Παντοκρατορικοί ετοίμαζαν τα όπλα τους: βαλλίστρες οπλίζονταν, σπαθιά έβγαιναν από θηκάρια. Κανείς δεν ύψωνε, όμως, το όπλο του για να επιτεθεί. Ούτε πλησίαζε. Η Αλιζέτ έβαλε τα χέρια της στις λαβές των ξιφιδίων στη ζώνη της· το ίδιο κι η Ανταρλίδα. Η οποία, επίσης, ψιθύρισε στον Άλτρες: «Βέλη. Νάχετε έτοιμες τις ασπίδες σας.» Εκείνος ένευσε, και ψιθύρισε, με τη σειρά του, στους άλλους πολεμιστές της επανάστασης.

«Μπορεί έτσι να φαίνεται,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ στον Ιανό, «αλλά η αλήθεια είναι διαφορετική. Ολόκληρο το Νέφκαλ είναι περικυκλωμένο. Ολόκληρη η Βίηλ είναι ενάντια στους δυνάστες της–»

«Ο λαός του Νέφκαλ θ’αγωνιστεί μέχρι τέλους κατά των αποστατών!» φώναξε ξαφνικά ο Πρίγκιπας Θέλμος, και η γηραιά του μορφή σηκώθηκε από τον θρόνο – πιο γρήγορα ίσως απ’ό,τι θα έπρεπε να μπορεί να σηκωθεί ένας άνθρωπος της ηλικίας του. «Το Πριγκιπάτο μου δεν θα υποκύψει σε προδότες! Ποτέ!»

«Το Νέφκαλ έχει ήδη υποκύψει!» είπε ο Τάμπριελ, απευθυνόμενος περισσότερο στους ευγενείς του Πριγκιπάτου. «Υπέκυψε όταν δέχτηκε τον πατέρα του Θέλμος Ρεσπόλταχ ως Πρίγκιπά του – έναν κατώτερο ευγενή από το Σάνκριλαμ!»

«Μια παλιά – πολύ παλιά – ιστορία,» τον διέκοψε ο Ιανός, «που δεν έχει καμια σχέση με τα προβλήματα του παρόντος! Εδώ δεν μπορείς να κάνεις ανταρσία ενάντια στον Νόμο, Προδότη!» Το χέρι του έσφιγγε τη λαβή του σπαθιού στη ζώνη του, κι έμοιαζε σχεδόν έτοιμος να ξεθηκαρώσει τη λεπίδα.

«Είπα πως το Νέφκαλ αποδέχτηκε τον πατέρα του Θέλμος Ρεσπόλταχ ως Πρίγκιπά του. Αλλά – αυτός που κάθεται τώρα στον θρόνο δεν είναι καν ο Θέλμος Ρεσπόλταχ!» Ο Τάμπριελ τον έδειξε με την πορφυρή σφαίρα του ραβδιού του. «Είναι ένα Δημιούργημα της Παντοκράτειρας – ένας άνθρωπος που δεν είναι άνθρωπος!»

Μουρμουρητά άρχισαν αμέσως ν’αντηχούν μέσα στην αίθουσα. Μουρμουρητά από τους ευγενείς του Νέφκαλ.

Οι Παντοκρατορικοί φρουροί τράβηξαν σπαθιά και στάθηκαν μπροστά στον θρόνο, με τις ασπίδες τους υψωμένες, ενώ ο Ιανός Θάρδηχ φώναζε: «Ψέματα! Προπαγάνδα! Οι αποστάτες προσπαθούν παντού να διαστρέψουν την αλήθεια για να πετύχουν τους σκοτεινούς τους σκοπούς! Το Νέφκαλ στέκεται μαζί με την Παντοκράτειρα! Υπέρ του Γνωστού Σύμπαντος!»

Για τον Τάμπριελ ήταν καταφανές ότι ο Θέλμος ήταν Δημιούργημα, όχι επειδή το ήξερε, αλλά επειδή το έβλεπε. Ο Άζ’λεφκ κοίταζε πίσω από το υλικό επίπεδο, διέκρινε την ενεργειακή μορφή του πλάσματος στον θρόνο, και δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι δεν ήταν άνθρωπος, ότι ήταν κάτι πλασμένο από τις δαιμονικές ενέργειες του Ελκράσ’ναρχ. Αλλά ακόμα κι αν η ενεργειακή του μορφή μπορούσε να ξεγελάσει τον Άζ’λεφκ, η πνευματική του μορφή δεν θα μπορούσε ποτέ να τον ξεγελάσει. Διότι δεν υπήρχε.

Το Δημιούργημα δεν είχε πνευματική υπόσταση.

Ήταν ένα ψέμα.

«Ιανέ!» φώναξε ο Τάμπριελ, για ν’ακουστεί πάνω από την οχλοβοή που είχε γεμίσει την αίθουσα. «Ήρθαμε εδώ για να σου δώσουμε την ευκαιρία να υποχωρήσεις από τη Βίηλ! Θα επιτρέψουμε στα Παντοκρατορικά στρατεύματα να περάσουν από τη διαστασιακή δίοδο στο Σάνκριλαμ, αν δεχτούν να εγκαταλείψουν τη διάσταση ειρηνικά!»

«Κανένας μας δεν πρόκειται να παραδοθεί!» φώναξε ο Ιανός Θάρδηχ, και τράβηξε το σπαθί του.

«Ας δούμε, τότε, από τι είναι φτιαγμένος ο Πρίγκιπας που έχετε επιβάλλει στον λαό του Νέφκαλ!»

Ο Άζ’λεφκ άπλωσε το αριστερό του χέρι και τράβηξε τους ενεργειακούς ιστούς που μονάχα εκείνος μπορούσε να δει μέσα στην αίθουσα. Τράβηξε τους ενεργειακούς ιστούς και, μαζί τους, την ενεργειακή μορφή του Δημιουργήματος, που αντανακλούσε στην υλική του μορφή.

Το δέρμα του Πρίγκιπα Θέλμος σκίστηκε, κι από κάτω μια αποκρουστική ασημόχρωμη ουσία παρουσιάστηκε. Δύο κυνόδοντες ξεφύτρωσαν από το στόμα του, τα νύχια του μεγάλωσαν κι έγιναν γαμψά, το σώμα του πήρε μια οξεία κλίση που θα ήταν αδύνατο ποτέ να πάρει το σώμα ανθρώπου.

Ο Ιανός Θάρδηχ κραύγασε άναρθρα, σαστισμένος.

«Λαέ του Νέφκαλ,» φώναξε ο Τάμπριελ, «αυτό είναι που έχουν βάλει για να παριστάνει τον νεκρό Πρίγκιπά σας! Ένα τέρας ελεγχόμενο από την Παντοκράτειρα!»

«ΣΚΟΤΩΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΗ!» κραύγασε ο Ιανός Θάρδηχ, δείχνοντας τον Τάμπριελ με το σπαθί του.

Οι ασπίδες των επαναστατών, που είχαν πάραυτα υψωθεί γύρω από τον Τάμπριελ, απέκρουσαν τα βέλη που ήρθαν καταπάνω του.

Η Αλιζέτ και η Ανταρλίδα εκτόξευσαν ξιφίδια πάνω κι ανάμεσα από τα κεφάλια των ευγενών του Νέφκαλ, σκοτώνοντας βαλλιστροφόρους· κι ύστερα τράβηξαν τα σπαθιά τους.

«ΣΚΟΤΩΣΤΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΑΤΕΣ!» κραύγασε ο Ιανός, καθώς Παντοκρατορικοί πολεμιστές εφορμούσαν από παντού. Και μια κουρτίνα έπεφτε, για ν’αποκαλύψει ένα ενεργειακό κανόνι κρυμμένο πίσω της – το οποίο σημάδευε τον Τάμπριελ και τους συντρόφους του.

Ο Άζ’λεφκ, όμως, είχε ήδη αντιληφτεί την ενέργεια που έρρεε μέσα στα κυκλώματά του κανονιού. Είχε καταλάβει ότι μια πολύ δυνατή εστία ήταν εκεί. Και τώρα τράβηξε ξανά τα ενεργειακά νήματα ολόγυρά του, προτού το όπλο προλάβει να πυροβολήσει.

Η εστία του κανονιού εξερράγη: ο χειριστής του και ο μάγος που έκανε τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως ακούστηκαν να ουρλιάζουν καθώς καίγονταν.

Ο Πολ, οι Ιεράρχες, η Αλιζέτ, η Ανταρλίδα, και οι άλλοι επαναστάτες τώρα συγκρούονταν με τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας: λεπίδες χτυπούσαν πάνω σε λεπίδες, πάνω σε ασπίδες, ασπίδες χτυπούσαν όπλα, χτυπούσαν ανθρώπινα σώματα, λεπίδες έσκιζαν σάρκα, τίναζαν αίματα, έσπαγαν κόκαλα, πανοπλίες τσακίζονταν, κραυγές αντηχούσαν, άνθρωποι σωριάζονταν, μέλη ακρωτηριάζονταν–

Το Δημιούργημα, έχοντας για όπλα μονάχα τα επικίνδυνα νύχια και τα δόντια του, έτρεξε καταπάνω στον Τάμπριελ, γρυλίζοντας σαν θηρίο. Η Ανταρλίδα πετάχτηκε μπροστά του και το κλότσησε κατακέφαλα, στέλνοντάς το πίσω· και μετά του επιτέθηκε, σπαθίζοντάς το ξανά και ξανά, κάνοντας επάνω του τραύματα που θα είχαν σκοτώσει οποιονδήποτε άνθρωπο. Αλλά το τέρας δεν μπορούσε να πεθάνει από λεπίδες. Έπρεπε να καεί.

Ή οι ενέργειές του να διασκορπιστούν, όπως μπορούσε να αντιληφτεί ο Άζ’λεφκ. Κι αυτό ακριβώς ήταν έτοιμος να κάνει, όταν είδε έναν πολεμιστή της Επανάστασης να πέφτει νεκρός και τον Ιανό Θάρδηχ να πλησιάζει με το σπαθί του αιματοβαμμένο, εφορμώντας.

«Δεν ξέρω τι καταραμένη μαγεία τώρα χειρίζεσαι, Προδότη, ούτε αν είσαι Προφήτης ή αν πέθανες κι έχεις επιστρέψει όπως λένε – από εμένα θα πεθάνεις ξανά – και για πάντα!» φώναξε ο Ιανός σπαθίζοντας.

Ο Τάμπριελ απέκρουσε τη λεπίδα με το στέλεχος του ραβδιού του, πισωπατώντας. Οι αργυροί κρίκοι ακούστηκαν να κουδουνίζουν από το χτύπημα του σπαθιού, κι ορισμένοι έσπασαν.

Ακόμα μια σπαθιά του Ιανού απέκρουσε ο Τάμπριελ, κι ακόμα μία. Αλλά τώρα πλέον είχε κι εκείνος τραβήξει το ξίφος του, και χτύπησε τον πράκτορα του Ελκράσ’ναρχ. Η λεπίδα χάραξε την πανοπλία του μα δεν την τρύπησε.

«Είτε πεθάνω εδώ είτε όχι, θ’απαλλάξω το σύμπαν από εσένα, τέρας!» γρύλισε ο Ιανός, συνεχίζοντας τις απανωτές επιθέσεις του.

«Ψάχνοντας για τέρατα, θάπρεπε πρώτα να κοιτάξεις στον Θρόνο του Νέφκαλ κι ύστερα προς τη μεριά του αφέντη σου.» Ο Τάμπριελ απέκρουσε τη λεπίδα του Στρατηγού ανάμεσα στο σπαθί και στο ραβδί του, και τον κλότσησε κάνοντάς τον να παραπατήσει.

Ο Πολ χίμησε τότε στον Ιανό, σπαθίζοντας, κι εκείνος ίσα που πρόλαβε να σταματήσει το ξίφος που θα του έσκιζε τον λαιμό.

«Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» γρύλισε ο Πολ.

«Κάποιο Φεηνάρκιο καθίκι, αν κρίνω απ’τη φάτσα σου!»

«Ο Πολ Ντέρνηχ· κι αυτό είναι το σώμα που ο αφέντης σου είχε κλέψει από εμένα!» Έχοντας διασταυρωμένο το σπαθί του με το σπαθί του Ιανού, τον έσπρωξε όπισθεν βάζοντάς του, συγχρόνως, τρικλοποδιά και σωριάζοντάς τον επάνω στα ποτισμένα με αίμα χαλιά της αίθουσας.

Ο Τάμπριελ χτύπησε τον Στρατηγό στο κεφάλι με την άκρη του ραβδιού του, κι εκείνος έχασε τις αισθήσεις του.

Το σπαθί του Πολ πήγε στον λαιμό του Ιανού. «Λέω να τελειώνουμε μαζί του, Προφήτη. Δεν ξέρω αν το έχεις ‘δει’ ή όχι, αλλά δε μ’αρέσει η μούρη του.»

«Κάνε ό,τι νομίζεις,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.

Και ο Πολ κάρφωσε τον Ιανό Θάρδηχ, τρυπώντας τον λαιμό του πέρα για πέρα και κάνοντας έναν πίδακα αίματος να πεταχτεί σαν σιντριβάνι.

Ο Τάμπριελ στράφηκε και είδε ότι η Ανταρλίδα ακόμα πολεμούσε με το Δημιούργημα, και η Αλιζέτ είχε έρθει να τη βοηθήσει, για να το συγκρατήσουν και να μην πέσει πάνω στους πολεμιστές της Επανάστασης που, με τη βοήθεια των ευγενών του Νέφκαλ, μάχονταν εναντίον των Παντοκρατορικών. Τα ρούχα των δύο Μαύρων Δρακαινών ήταν κουρελιασμένα σε πολλά σημεία και μακριές αιματηρές χαρακιές υπήρχαν επάνω στα σώματά τους. Επίσης, ο ώμος της Ανταρλίδας ήταν φανερά δαγκωμένος. Το Δημιούργημα ήταν πολύ δυνατό.

Ο Τάμπριελ πλησίασε. «Κάντε πίσω!» είπε.

«Όχι! Φύγε!» του φώναξε η Ανταρλίδα.

«Ανταρλίδα, απομακρύνσου! Μπορώ να το καταστρέψω.»

Η Αλιζέτ υπάκουσε πρώτη: σαν αιλουροειδές τινάχτηκε μακριά από το Δημιούργημα. Και η Ανταρλίδα, μετά, την ακολούθησε, αλλά μοιάζοντας πανέτοιμη να ξαναχιμήσει.

Τα μάτια του τέρατος εστιάστηκαν στον Άζ’λεφκ. Και τα μάτια του Άζ’λεφκ εστιάστηκαν στο τέρας.

Πέταξε το σπαθί του στο πάτωμα. «Έλα,» είπε, προκλητικά.

Και το Δημιούργημα, ουρλιάζοντας, χίμησε καταπάνω του.

Ο Άζ’λεφκ, με το ελεύθερό του χέρι, χτύπησε την ενεργειακή μορφή του πλάσματος. Τη χτύπησε όπως μια γροθιά χτυπά εύθραυστο πάγο. Η συγκεντρωμένη ενέργεια διασκορπίστηκε, και το υλικό σώμα που κρατούσε σε συνοχή έχασε τη συνοχή του. Έπεσε στο πάτωμα της αίθουσας σαν λιωμένο ασήμι.

«Γιατί δεν το έκανες αυτό τόση ώρα;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Ήμουν απασχολημένος,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, αγέλαστος όπως πάντα.

7.

Ο Καρλάνος ήταν προστατευμένος ανάμεσα στους πολεμιστές της Επανάστασης, ντυμένος κι εκείνος με πανοπλία και κράνος παρότι δεν πολεμούσε.

Τώρα, καθώς και οι τελευταίοι Παντοκρατορικοί ηττούνταν μέσα στην αίθουσα, ο Τάμπριελ τον πλησίασε και του είπε: «Ήρθε η δική σου ώρα, Άρχοντά μου.»

Εκείνος ένευσε και τον ακολούθησε. Πλησίασαν τον Θρόνο του Νέφκαλ, και ο Τάμπριελ φώναξε προς τους ευγενείς: «Η Επανάσταση σάς φέρνει έναν πραγματικό Πρίγκιπα του Νέφκαλ για να αντικαταστήσει τον ψεύτικο! Έναν γόνο του Υψηλού Οίκου των Βάλμενρικ!

»Ο Καρλάνος Βάλμενρικ στέκεται πλάι μου!»

Και ο Καρλάνος έβγαλε το κράνος του και αποκάλυψε το πρόσωπό του.

Κανένας δεν τον αναγνώριζε, φυσικά.

Κανένας δεν μίλησε.

«Δεν τον ξέρουμε αυτό τον άνθρωπο!» είπε, τελικά, μια νεαρή αρχόντισσα που το φόρεμά της ήταν κουρελιασμένο από τη μάχη και στο δεξί της χέρι βαστούσε ένα κοντό, πλατυλέπιδο ξίφος, αιματοβαμμένο ώς τη λαβή.

«Όχι, δεν τον ξέρουμε,» είπε κι ένας μεγαλύτερος σε ηλικία αριστοκράτης.

Ο Καρλάνος δεν μίλησε, μοιάζοντας ακόμα διστακτικός. Ο Τάμπριελ, όμως, στράφηκε στο μέρος του, ατενίζοντάς τον επιτακτικά. Και ο Καρλάνος είπε, μεγαλόφωνα: «Μπορώ να σας αποδείξω την καταγωγή μου! Ο πατέρας του πατέρα μου, ο Νισμάνος – ο αδελφός του Πρίγκιπα Κασμάρες που πέθανε αγωνιζόμενος κατά των Παντοκρατορικών – εγκατέλειψε το Νέφκαλ όταν αυτό υποτάχθηκε στην εξουσία της Παντοκράτειρας. Το εγκατέλειψε έχοντας σκοπό να πολεμήσει μια άλλη μέρα, η οποία για εκείνον ποτέ δεν ήρθε. Ο γιος του, ο πατέρας μου, ο Ράνθρος, διατηρούσε ακόμα αυτό το όνειρο αλλά καμία ευκαιρία δεν του είχε παρουσιαστεί. Δυστυχώς, κι αυτός τώρα είναι νεκρός.

»Εγώ δεν είχα κανέναν σκοπό να καθίσω στον Θρόνο του Νέφκαλ, μέχρι που συνάντησα τον Πρίγκιπα Άτβος του Κάνρελ και τον Άρχοντα Τάμπριελ που τώρα στέκεται δίπλα μου. Είμαι, όμως, πρόθυμος να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για το Πριγκιπάτο. Αν δε λαθεύω, είμαι ο δικαιωματικός διάδοχος του θρόνου τώρα. Τα παιδιά του Πρίγκιπα Κασμάρες έχουν όλα σκοτωθεί.»

Σιγή βασίλεψε για λίγο μέσα στην Αίθουσα του Θρόνου, και μετά κάποιος φώναξε: «Εγώ είμαι ο Πρίγκιπας του Νέφκαλ! Κανένας δεν ξέρει εσένα! Ούτε σε πιστεύει!»

Ένας άντρας πλησίασε.

Ο Καρλάνος συνοφρυώθηκε.

Ο Τάμπριελ, όμως, αναγνώριζε τον νεόφερτο από φωτογραφίες που είχε πρόσφατα δει. Ήταν ο γιος του Θέλμος, ο Χανράθος.

«Κι εσύ τέρας θα είσαι, όπως ο πατέρας σου!» φώναξε ένας ευγενής δείχνοντάς τον με το σπαθί του. «Σκοτώστε τον!»

«Όχι!» παρενέβη μια γυναικεία φωνή, και η γυναίκα που στράφηκαν να κοιτάξουν ήταν μεγάλης ηλικίας, αλλά αριστοκρατικά ντυμένη, και στεκόταν περήφανα. «Ο γιος μου δεν είναι τέρας, Άρχοντά μου. Το τέρας δολοφόνησε τον σύζυγό μου. Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια.»

«Αλλά δεν έκανες τίποτα!» είπε η νεαρή αρχόντισσα με το κουρελιασμένο φόρεμα και το αιματοβαμμένο σπαθί. «Επειδή είσαι Παντοκρατορική!»

«Ναι, είμαι από τη Ρελκάμνια, αλλά ο Θέλμος ήταν σύζυγός μου. Και τον αγαπούσα. Τον σκότωσαν για να βάλουν αυτό το τέρας στη θέση του.» Δάκρυα γυάλιζαν στα μάτια της, τώρα. Και η γυναίκα στράφηκε προς τον Τάμπριελ. Πλησίασε και γονάτισε αντίκρυ του. «Άρχοντά μου, είμαι η Πριγκίπισσα Μαρνίθα-Μία.» (Εκείνος το είχε ήδη καταλάβει αλλά δεν είχε μιλήσει.) «Και θέλω να σας ευχαριστήσω για ό,τι κάνατε. Με ελευθερώσατε.»

«Σηκωθείτε, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, κι εκείνη υπάκουσε.

«Ψεύδεται!» φώναξε ένας ευγενής δείχνοντας τη Μαρνίθα-Μία. «Εγώ λέω να σκοτώσουμε και αυτήν και τον γιο της! Όλοι τους τέρατα είναι!»

«Δεν είναι τέρατα!» αντήχησε η φωνή του Τάμπριελ μέσα στην αίθουσα. «Είναι άνθρωποι σαν εσάς!» Μπορούσε να το δει καθαρά κοιτάζοντας πίσω από το υλικό επίπεδο, βλέποντας την ενεργειακή και την πνευματική τους μορφή, καθώς η μία συγκρατούσε την άλλη, δημιουργώντας μια αληθινή, ζωντανή οντότητα. «Το παιδί του Θέλμος Ρεσπόλταχ συλλήφθηκε προτού ο Θέλμος δολοφονηθεί και αντικατασταθεί από το Δημιούργημα.»

«Εγώ είμαι ο Πρίγκιπας τώρα!» επέμεινε ο Χανράθος.

«Λυπάμαι, όμως, Άρχοντά μου,» του είπε ο Τάμπριελ στρεφόμενος να τον κοιτάξει, «δεν είστε ο Πρίγκιπας του Νέφκαλ.»

«Τι; Ο πατέρας μου ήταν Πρίγκιπας–!»

«Επειδή οι Παντοκρατορικοί ανέθεσαν εδώ τον δικό του πατέρα. Ήταν ένα πιόνι τους–»

«Αυτό δεν μ’ενδιαφέρει εμένα!»

«Σκοτώστε τον, λέω εγώ!» φώναξε ένας ευγενής.

«Σκοτώστε τον, να τελειώνουμε μ’αυτούς τους δαιμονισμένους!»

«Τολμάτε;» ούρλιαξε ο Χανράθος. «Είμαι ο Πρίγκιπάς σας!»

«Τίποτα δεν είσαι!»

«Τίποτα!»

«Δεν είσαι Πρίγκιπας του Νέφκαλ!»

«Παρείσακτος! Είσαι παρείσακτος!»

«Άρχοντές μου! Αρχόντισσές μου!» τους διέκοψε ο Τάμπριελ. «Όλα θα λυθούν. Δεν είναι ανάγκη ο Άρχοντας Χανράθος να θανατωθεί. Ο Υψηλός Οίκος των Βάλμενρικ θα πάρει ξανά την εξουσία του Πριγκιπάτου, και ο Άρχοντας Χανράθος και η μητέρα του θα μεταφερθούν στο Σάνκριλαμ. Ειρηνικά. Δεν έφταιγαν εκείνοι για ό,τι συνέβη· ήταν θύματα των πρακτόρων της Παντοκράτειρας.»

«Δεν θα παραδώσω την εξουσία μου!» διαμαρτυρήθηκε ο Χανράθος. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι και μπορείς να το κάνεις αυτό;»

Ο Τάμπριελ τον ατένισε χωρίς οργή. «Προσπαθώ να σώσω τη ζωή σας… Υψηλότατε.»

Και η Μαρνίθα-Μία πλησίασε τον γιο της και ψιθύρισε κάτι, εσπευσμένα, στο αφτί του. Ο Χανράθος κοίταζε τον Τάμπριελ θυμωμένα, μα έμεινε σιωπηλός.

Και ο Τάμπριελ στράφηκε πάλι στους ευγενείς του Νέφκαλ. «Αυτή θα είναι μια περίοδος δύσκολη για εσάς, αλλά δεν υπάρχει λόγος για περισσότερη αιματοχυσία. Ο Άρχοντας Χανράθος και η Αρχόντισσα Μαρνίθα-Μία θα απομακρυνθούν από το Πριγκιπάτο σας, και η Επανάσταση θα σας βοηθήσει όσο δύναται για να ανασυγκροτήσετε τις περιοχές σας και να διώξετε όσους Παντοκρατορικούς θέλουν να παραμείνουν εδώ.»

Κανένας δεν αποκρίθηκε, μα και κανένας δεν φώναζε τώρα.

«Συμφωνείτε;» ρώτησε ο Τάμπριελ.

Κι ο ένας μετά τον άλλο, οι άρχοντες και οι αρχόντισσες του Νέφκαλ απάντησαν πως συμφωνούσαν.

Ρελκάμνια

1.

Ο Τζακ είχε ξυπνήσει μέσα σ’ενα δωμάτιο χωρίς παράθυρα και χωρίς πόρτες. Μονάχα ένα στρογγυλό άνοιγμα υπήρχε αντίκρυ του το οποίο δεν έμοιαζε να κλείνει. Ο χώρος ήταν καμωμένος από πέτρα. Φωτισμός ερχόταν από μια λάμπα στο ταβάνι, που το καλώδιό της ήταν κρυμμένο.

Ο Άζ’λεφκ δεν φαινόταν πουθενά.

Ο Τζακ ήταν ξαπλωμένος στο κρύο πέτρινο πάτωμα και, καθώς ανασηκωνόταν εκεί, κατάλαβε πως ήταν γυμνός εκτός από την περισκελίδα του. Όπου κι αν βρισκόταν, το μέρος τού έμοιαζε με φυλακή…

Αισθανόταν μπερδεμένος όσο ποτέ. Περισσότερο ακόμα κι από τότε που βρισκόταν στα χέρια των πρακτόρων του Ελκράσ’ναρχ. Ο Άζ’λεφκ είχε ισχυριστεί πως τον είχε φτιάξει. Ή μάλλον, είχε φτιάξει την Έψιλον-Δύο, την ενεργειακή οντότητα που ενοικούσε μέσα στον Τζακ – που τώρα ήταν ένα μ’αυτόν.

Αλλά γιατί; Γιατί ο Άζ’λεφκ να την έχει φτιάξει; Και πώς, μετά, ένας Άζ’λεφκ πάλι ήταν που είχε βρεθεί στη Λετδάρκη και που είχε, τελικά, σκοτώσει την άλλη ενεργειακή οντότητα;

Ο Τζακ είχε την αίσθηση πως, αν τώρα ήταν μόνο ενεργειακή οντότητα και όχι άνθρωπος, ίσως να καταλάβαινε. Όμως η ανθρώπινη λογική τον ξεγελούσε.

Κι επίσης, στο μυαλό του ερχόταν η Ανδρομάχη. Το κάθαρμα την είχε σκοτώσει χωρίς δεύτερη σκέψη, ενώ εκείνη ήταν λιπόθυμη! Την είχε πυροβολήσει στο κεφάλι σαν να ήταν κάποιο πεσμένο ζώο!

Ο Τζακ σηκώθηκε όρθιος και βάδισε προς τη στρογγυλή έξοδο. Φαινόταν ανοιχτή, αλλά φοβόταν πως στην πραγματικότητα δεν ήταν. Έκανε να βγει κι αισθάνθηκε κάτι να τον τινάζει πίσω. Κάτι που προερχόταν μέσα από τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο Άζ’λεφκ με ξέρει καλά… Στο αρχαίο εργοστάσιο τον είχε επηρεάσει άμεσα, και τώρα πάλι το ίδιο πρέπει να είχε κάνει. Δε μπορεί να έλεγε ψέματα ότι ήταν ο δημιουργός του.

Κοιτάζοντας πέρα από το άνοιγμα, ο Τζακ έβλεπε έναν πέτρινο διάδρομο ώς εκεί όπου έφτανε το φως της λάμπας του κελιού του, και μετά, σκοτάδι.

Κάθισε στο πάτωμα και περίμενε. Αφού το κάθαρμα τον έβλεπε ως ιδιοκτησία του, αποκλείεται να μην ερχόταν.

Και ο Τζακ αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να τον σκοτώσει.

Δεν τον ενδιέφερε, τούτη τη φορά, αν ήταν αλήθεια εκείνο που είχε πει ο Τάμπριελ – ότι ο θάνατος ενός Άζ’λεφκ δεν θα σκότωνε το πνεύμα του Άζ’λεφκ. Του έφτανε που αυτό το συγκεκριμένο κάθαρμα θα πέθαινε.

Μετά από ώρα – την οποία ο Τζακ δεν μπορούσε εύκολα να υπολογίζει εδώ πέρα – φως φάνηκε στον σκοτεινό διάδρομο, και η μορφή του Άζ’λεφκ πλησίασε και στάθηκε έξω από το στρογγυλό άνοιγμα. Άφησε κάτω ένα πακέτο και το έσπρωξε, με το πόδι, μέσα στο κελί.

«Φαγητό και νερό,» είπε. «Το ανθρώπινο σώμα σου, υποθέτω, τα χρειάζεται.

»Εκείνη η γυναίκα σε αποκάλεσε ‘Τζακ’, και είπε ότι ήσασταν κι οι δύο πράκτορες της Παντοκράτειρας. Αληθεύει;»

Ο Τζακ σηκώθηκε από το πάτωμα. Τον ζύγωσε, παρατηρώντας την όψη αυτού του καινούργιου Άζ’λεφκ που δεν είχε ξαναντικρίσει. «Ναι. Γιατί τη σκότωσες;»

«Με απειλούσε με το πιστόλι της.» Δεν το είπε σαν να προσπαθούσε να δικαιολογηθεί αλλά σαν να δήλωνε κάτι το προφανές.

«Όχι όταν με χρησιμοποίησες για να την αναισθητοποιήσεις!» φώναξε ο Τζακ.

«Δεν είχα λόγο να την αφήσω ζωντανή.» Ο Άζ’λεφκ ανασήκωσε τους ώμους. «Πόσω μάλλον αν ήταν όντως, όπως έλεγε, πράκτορας της Παντοκράτειρας. Προτιμώ να μην έχω μπλεξίματα. Όχι πως, βέβαια, υπήρχε και κανένας ιδιαίτερος κίνδυνος…» Ήταν ντυμένος σαν στέλεχος κάποιας επιχείρησης, παρατήρησε τώρα ο Τζακ. Φορούσε σκούρο μπλε σακάκι και παντελόνι, καλοσιδερωμένα και τα δύο· πουκάμισο λευκό και μαύρη γραβάτα, χαλαρωμένη γύρω απ’τον λαιμό του.

«Δεν υπήρχε κίνδυνος; Έτσι νομίζεις; Και πιστεύεις ότι τώρα κανένας δεν θα μας αναζητήσει;» Η αλήθεια ήταν ότι, πιθανώς, κανένας δεν θα τους αναζητούσε για πολύ καιρό, αλλά ο Τζακ ασφαλώς δεν θα το έλεγε αυτό στον Άζ’λεφκ. Καλύτερα να προσπαθούσε να τον τρομάξει. Ίσως έτσι να κατάφερνε να του ξεφύγει.

«Δεν πρόκειται να σας βρουν, ακόμα κι αν σας αναζητήσουν. Αλλά… έστω ότι σας βρίσκουν, και πάλι αυτό δεν με ανησυχεί.»

Τα μάτια του Τζακ στένεψαν. Μπλοφάρει. Σίγουρα μπλοφάρει, σκέφτηκε. «Όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας ανακαλύψουν τούτο το μπουντρούμι, δεν θα γελάς.»

«Ούτε τώρα γελάω. Και σου είπα: δεν ανησυχώ για τους πράκτορες της Παντοκράτειρας.

»Θέλω να σου κάνω κάποιες ερωτήσεις. Είσαι πρόθυμος να μου δώσεις απαντήσεις;»

«Εξαρτάται.»

«Από τι;»

«Από τι έχεις να μου δώσεις ως αντάλλαγμα.»

Ο Άζ’λεφκ γέλασε. «Δε δίνω ανταλλάγματα. Η Έψιλον-Δύο είναι κατασκεύασμά μου· απλά έτυχε να κρυφτεί μέσα σου, κι όπως φαίνεται, έχει γίνει ένα μ’εσένα. Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει τίποτα για εμένα. Μπορώ να βρω τρόπους να τη χρησιμοποιήσω.»

Ο Τζακ σκέφτηκε πως ίσως, από τις ερωτήσεις του, να κατόρθωνε να μάθει κάτι χρήσιμο. «Ρώτησέ με.»

«Πες μου πώς η Έψιλον-Δύο μπήκε μέσα σου.»

Ο Τζακ αναρωτήθηκε αν θα ήταν συνετό να του μιλούσε για το ταξίδι του στη Λετδάρκη και, μετά, για την… απαγωγή του από τους πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ. Θα τον πίστευε, άραγε, ότι όντως υπήρχε ο Ελκράσ’ναρχ; Ο Τάμπριελ σίγουρα γνώριζε γι’αυτόν, αλλά οι άλλοι Άζ’λεφκ γνώριζαν;

Αυτός εδώ, όμως, ίσως να ξέρει… Αν έχει ζήσει τόσα χρόνια, τόσους αιώνες… Κι αλήθεια, πώς διατηρούσε το σώμα του;

«Θα μου απαντήσεις;» ρώτησε ο Άζ’λεφκ.

Ο Τζακ τού απάντησε. Του είπε, περιληπτικά, για το ταξίδι στη Λετδάρκη και για όσα είχαν συμβεί μετά. Ακόμα και για τη συνάντηση με τον Τάμπριελ.

Ο Άζ’λεφκ τον άκουγε ανέκφραστα, σαν ένα μηχάνημα εγγραφής που κατέγραφε πληροφορίες. «Μάλιστα,» είπε τελικά. «Μάλιστα.» Τίποτα δεν έμοιαζε να τον έχει εντυπωσιάσει. «Κακώς δεν έμαθα για εσένα νωρίτερα…»

«Νωρίτερα;»

«Όταν σε βρήκε ο Ελκράσ’ναρχ.»

«Πώς θα μπορούσες να είχες μάθει για εμένα τότε;» Ο Τζακ ήταν πολύ παραξενεμένος από τούτα τα λόγια του Άζ’λεφκ.

«Αν είχα αφιερώσει χρόνο, ίσως και να είχα μάθει. Η Έψιλον-Δύο είχε κρυφτεί μέσα σου, και καιροφυλαχτούσε. Δε μπορούσαν αυτοί να την εντοπίσουν. Είναι έξυπνη. Την έφτιαξα έξυπνη. Έπρεπε να το περιμένω.»

«Θέλεις να πεις ότι βρίσκεσαι σε συνεννόηση με τους πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ;»

Ο Άζ’λεφκ γέλασε βλέποντάς τον ξαφνιασμένο. Κούνησε το κεφάλι του. «Κανένας τους δεν ξέρει για μένα, αλλά εγώ ξέρω γι’αυτούς.»

Ο Τζακ συνοφρυώθηκε. «Ποιος είσαι; Ποιο είναι το όνομά σου;»

«Το όνομά μου; Επί του παρόντος, είναι Χαρίδημος Ιδιόμορφος.»

«Και τι είσαι; Είσαι πράκτορας της Παντοκράτειρας; Στρατιωτικός;»

«Τραπεζίτης είμαι. Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί σε ενδιαφέρει τόσο το όνομα και το επάγγελμά μου. Για σένα, είμαι ο δημιουργός σου.» Και τότε ο Άζ’λεφκ πρέπει κάτι να πρόσεξε στην έκφραση του Τζακ. «Βλέπω πως – ακόμα – δεν συμφωνείς.»

«Νομίζω πως μπλοφάρεις. Το ξέρεις πως έχεις μπλέξει άσχημα που σκότωσες μια πράκτορα της Παντοκράτειρας και κρατάς έναν άλλο πράκτορα φυλακισμένο!»

«Μη γίνεσαι αστείος,» είπε ο Άζ’λεφκ, αδιάφορα. Έβγαλε ένα τσιγάρο από μια τσέπη του σακακιού του και το άναψε μ’έναν επίχρυσο αναπτήρα. «Παρατηρώ πως θα έχω πρόβλημα μαζί σου,» πρόσθεσε, καπνίζοντας. «Αν ήσουν μόνο η Έψιλον-Δύο, δεν θα είχα· εκείνη θα ήξερε αμέσως ποιος είναι ο δημιουργός της. Εσύ, όμως, διαθέτεις κάτι που περιπλέκει τα πράγματα…»

«Τι;»

Ο Άζ’λεφκ άγγιξε το πλάι του κεφαλιού του. «Αυτό εδώ μέσα.»

«Σκέφτεσαι, λοιπόν, να με σκοτώσεις κι εμένα, όπως την Ανδρομάχη;» Ο Τζακ δεν ήξερε αν, εν μέρει, το προτιμούσε αυτό από τη φυλάκιση. Σίγουρα η ιδέα δεν του ήταν τελείως απωθητική. Αν και, βέβαια, ακόμα καλύτερα θα ήταν αν κατάφερνε να σκοτώσει τούτο το κάθαρμα…

«Δεν γκρεμίζω τόσο απερίσκεπτα τα πράγματα που φτιάχνω, Τζακ,» είπε ο Άζ’λεφκ. «Νομίζεις ότι θα είχα φτάσει ώς εδώ, αν δρούσα έτσι;» Και απομακρύνθηκε από το κελί, στρέφοντας την πλάτη στον Τζακ και βαδίζοντας μέσα στον πέτρινο διάδρομο.

Τα φώτα έσβησαν πίσω του. Έμεινε μονάχα αυτό μέσα στο κελί.

Ο Τζακ βημάτισε, συλλογισμένα, και μετά κάθισε πάλι στο πάτωμα. Μονάχα ένα πράγμα δεν είχε αποκαλύψει στον Άζ’λεφκ: ότι ήταν μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών. Του είχε πει απλά ότι αναζητούσε εναλλακτικές μορφές ενέργειας και έτσι είχε καταλήξει στη Λετδάρκη. Θα μπορούσε, επομένως, να ήταν μόνο ένας επιστήμονας, ένας ερευνητής. Δεν το είχε διευκρινίσει.

Αλλά δεν ήταν βέβαιος πως αυτό θα μπορούσε κάπως να το χρησιμοποιήσει προς όφελός του.

Επιπλέον, ίσως ο Άζ’λεφκ να το είχε καταλάβει, γιατί ο Τζακ δεν είχε επίσης διευκρινίσει πώς είχε φύγει από τη Λετδάρκη, ποιος είχε κάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως για να ξεκινήσει το αεροπλάνο με τις αιθερικές ιδιότητες.

Κοίταξε τη λάμπα στο ταβάνι. Ήταν το μοναδικό πράγμα όπου μπορούσε να εξασκήσει τη μαγεία του ως Τεχνομαθής. Δεν υπήρχαν άλλοι φανεροί μηχανισμοί στο δωμάτιο. Ο μηχανισμός που τον κρατούσε φυλακισμένο ήταν αόρατος, εσωτερικός, ενεργειακής φύσης.

Ο Τζακ έκανε ένα Ξόρκι Εντοπισμού Αισθητήρων, απλώνοντας τις μαγικά διευρυμένες αισθήσεις του και αναζητώντας κρυμμένους αισθητήρες. Τίποτα δεν βρήκε.

Έκανε ένα Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος. Τίποτα, ξανά.

Έκανε ένα Ξόρκι Τηλεοπτικής Ανιχνεύσεως. Τίποτα· δεν υπήρχαν τηλεοπτικοί πομποί στον χώρο. Ο Άζ’λεφκ δεν τον παρακολουθούσε μέσα από κάποια οθόνη.

Έκανε ένα Ξόρκι Εντοπισμού Προκαλύψεως, μήπως υπήρχαν μαγείες που έκρυβαν άλλες μαγείες. Αλλά, και πάλι, τίποτα.

Επιπλέον, αυτός ο Άζ’λεφκ – ο Χαρίδημος Ιδιόμορφος, ο τραπεζίτης – δεν έδινε στον Τζακ την εντύπωση πως βασιζόταν στη συμβατική μαγεία για να κάνει τις δουλειές του.

Τραπεζίτης… Ποιος θα το περίμενε ότι ο Άζ’λεφκ θα ήταν τραπεζίτης;

Και πώς ήξερε για τον Ελκράσ’ναρχ; Είχαν κάποια συνεννόηση μεταξύ τους;

Ο Τζακ σηκώθηκε ξανά όρθιος και πλησίασε το πακέτο που είχε σπρώξει ο Άζ’λεφκ μέσα στο κελί. Το άνοιξε, σκίζοντάς το, και στο εσωτερικό του βρήκε έτοιμο φαγητό, ένα μπουκαλάκι νερό, και δύο κουτάκια με αναψυκτικά.

2.

Η Παντοκράτειρα ήθελε να γνωρίσει καλύτερα την Ανεμόφθαλμη, έτσι την είχε πάλι φέρει στα διαμερίσματά της, μέσα σε τέσσερα δωμάτια που ήταν διακοσμημένα σύμφωνα με τη μόδα της Σάρντλι, με αρκετά Σάρντλια φυτά συγκεντρωμένα εδώ ώστε το μέρος να μοιάζει με ζούγκλα. Ένα αυτόματο που βάδιζε, άκομψα, επάνω σε πέντε πόδια περιφερόταν στον χώρο κουβαλώντας ποτά στη ράχη του που ήταν φτιαγμένη σαν τραπέζι. Ο Ρίμναλ’μορ το είχε κατασκευάσει αποκλειστικά για την Παντοκράτειρα, και πλησίαζε όποτε άκουγε κάποιον να σφυρίζει, αλλιώς βημάτιζε κάνοντας κύκλους γύρω από μια συγκεκριμένη θέση.

Η Ανεμόφθαλμη έριξε μια ματιά ολόγυρα, και η Παντοκράτειρα τής είπε: «Κάθισε όπου θέλεις.» Είχε κατάμαυρο δέρμα σήμερα και μαλλιά γαλανά. Φορούσε λευκό, φαρδύ πουκάμισο με διπλωμένα μανίκια, και κοντή, λευκή, πέτσινη φούστα. Στα πόδια της ήταν ένα ζευγάρι μαύρα γοβάκια που έμοιαζαν να γίνονται ένα με το δέρμα της.

Η Ανεμόφθαλμη, ντυμένη μ’ένα από τα φορέματα που της είχε δώσει η Παντοκράτειρα – ένα πράσινο ένδυμα με στρας και κρόσσια – κάθισε σε μια δερμάτινη πολυθρόνα, αντίκρυ στην πολυθρόνα όπου καθόταν ο Ορείχαλκος φορώντας έναν χιτώνα αθ’μαΐκ – ένα ανδρικό ένδυμα της Σάρντλι που φοριόταν μόνο σε ειδικές περιστάσεις. Θέλει κάτι να μου δείξει μ’αυτό; αναρωτήθηκε η Ανεμόφθαλμη, που δεν θεωρούσε την επιλογή του και τόσο σωστή. Ο χιτώνας αθ’μαΐκ ήταν ιερό ένδυμα, όχι κάτι για να το φορά κανείς σ’ένα μέρος σαν το Παντοτινό Ανάκτορο, σε μια διάσταση σαν τη Ρελκάμνια.

Η Παντοκράτειρα κάθισε στον καναπέ. «Ο Ορείχαλκος μού είπε ότι κάνετε παρέα από μικρά παιδιά. Δεν το ήξερα. Δεν μου το είχε αναφέρει παλιότερα.»

«Είναι αλήθεια,» αποκρίθηκε η Άζ’λεφκ, παρατηρώντας το ενεργειακό σκουλήκι επάνω στο χέρι της Παντοκράτειρας. «Γι’αυτό κιόλας ήθελα να έρθω εδώ. Φοβήθηκα για εκείνον, όταν έφυγε τόσο ξαφνικά.»

«Φυσικό ήταν να φύγει. Συνέβησαν ανησυχητικά πράγματα στη Σάρντλι,» είπε η Παντοκράτειρα. «Ο ίδιος ο Αρχιπροδότης ήταν εκεί. Και είχε το θράσος να πει ψέματα στον Ορείχαλκο, αποσκοπώντας να τον στρέψει εναντίον μου.»

«Τι ψέματα;»

«Δεν γνωρίζεις;»

«Δεν έχω ιδέα.»

Η Παντοκράτειρα σφύριξε, και το αυτόματο με τα πέντε πόδια την πλησίασε. Εκείνη πήρε ένα ποτήρι κρασί από την πλάτη του, και ύστερα πρότεινε στην Ανεμόφθαλμη να του σφυρίξει για να την πλησιάσει κι αυτήν.

Η Ανεμόφθαλμη σφύριξε και το αυτόματο ήρθε.

«Ο Αρχιπροδότης είπε πως οι Υπερασπιστές μου με ελέγχουν, πως έχουν ένα όνομα το οποίο είναι… Πώς το είπε αγάπη μου; Θυμάσαι;»

«Ελκράσ’ναρχ,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος.

«Ναι,» είπε η Αγαρίστη. «Εξωφρενικό, έτσι;»

Η Ανεμόφθαλμη ήπιε μια γουλιά από το τάο βις που είχε πάρει από το κινούμενο τραπεζάκι. «Αδιανόητο.»

Ο Ορείχαλκος, παρατηρώντας την τώρα, άρχιζε να καταλαβαίνει – ή, μάλλον, να διαισθάνεται – επιτέλους εκείνο που η Ανεμόφθαλμη τού είχε πει: ότι είχε αλλάξει, ότι δεν ήταν η ίδια με παλιά. Αυτή η καινούργια Ανεμόφθαλμη ήταν πολύ καλύτερη στα διπλωματικά παιχνίδια. Πολύ πιο ψύχραιμη, κατά πρώτον. Κι ετούτη, σίγουρα, δεν ήταν η μόνη αλλαγή επάνω της. Πώς, όμως, είχε επέλθει αυτό; Ο Ορείχαλκος φοβόταν ότι ποτέ δεν θα είχε τη δυνατότητα να βρεθεί αρκετή ώρα μόνος μαζί της ώστε εκείνη να του εξηγήσει…

«Τέλος πάντων,» είπε η Παντοκράτειρα. «Ας μη σκεφτόμαστε τώρα τον Αρχιπροδότη! Θέλω να μάθω για σένα, Ανεμόφθαλμη. Θέλω να σε γνωρίσω!»

«Με τιμάτε, Μεγαλειοτάτη. Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι και τόσο ενδιαφέρον άτομο. Η ζωή μου είναι μάλλον βαρετή.»

«Μη μου μιλάς στον πληθυντικό!» είπε η Αγαρίστη. Ήπιε μια γουλιά κρασί. «Πραγματικά, δεν έχεις τίποτα ενδιαφέρον να πεις για τον εαυτό σου;»

«Λίγα πράγματα.» Η Ανεμόφθαλμη ανασήκωσε τους ώμους της. Παρατηρώντας το ενεργειακό σκουλήκι επάνω στην Παντοκράτειρα, αναρωτιόταν ολοένα και περισσότερο πώς εκείνη το ανεχόταν. Δεν βρισκόταν, βέβαια, επάνω στο υλικό της σώμα, μα και πάλι δεν θα έπρεπε να της προκαλεί βάρος; Και ήταν κι αυτή η συχνότητα που εξέπεμπε για να την κάνει πλοηγό του Ελκράσ’ναρχ… Θα μπορούσε οποιοσδήποτε άνθρωπος να είναι πλοηγός του Ελκράσ’ναρχ; Η Άζ’λεφκ δεν ήταν βέβαιη. «Σίγουρα, η δική σου ζωή είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τη δική μου.»

Η Αγαρίστη χαμογέλασε. «Είμαι η Παντοκράτειρα! Αλλά μη νομίζεις πως όλα είναι καλά όταν είσαι η Παντοκράτειρα,» πρόσθεσε, πολύ σοβαρά. «Υπάρχουν προβλήματα. Πολλά προβλήματα.»

Η Ανεμόφθαλμη, πίνοντας τάο βις, την ατένισε ερωτηματικά.

«Να, δες τι γίνεται τώρα σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν! Η Σάρντλι αποστάτησε, και παντού οι άνθρωποί μου έχουν να κάνουν με ξεσηκωμούς. Και στην Απολλώνια τα πράγματα πάνε χάλια, απ’ό,τι μου λένε…» Αναστέναξε. «Κανένας δεν καταλαβαίνει ότι η Παντοκρατορία, ουσιαστικά, είναι κάτι το καλό για όλους· έτσι μου φαίνεται.»

«Καλό για όλους;»

«Δε συμφωνείς;»

«Δεν είμαι σίγουρη,» είπε η Ανεμόφθαλμη. «Δηλαδή, σίγουρα για κάποιους δεν θα είναι καλό. Δε μπορεί να υπάρχει κάτι που είναι καλό για όλους.»

«Ναι, εντάξει, αλλά μιλάς για ελάχιστους ανθρώπους. Οι άλλοι θα έπρεπε να είναι με το μέρος μου. Ο Ανδρόνικος – ο Αρχιπροδότης – φταίει για όλα! Έχει παραπληροφορήσει ολόκληρο το Γνωστό Σύμπαν. Οι πράκτορές μου μου το λένε: είναι δαιμόνιος.»

Φαίνεται πραγματικά να τα πιστεύει αυτά, παρατήρησε η Ανεμόφθαλμη. Αλλά τούτο δεν την εξέπληττε. Ο Ελκράσ’ναρχ δεν θα ήθελε το πιόνι του να αντιλαμβάνεται την κατάσταση όπως ήταν.

Ο Ορείχαλκος παρενέβη, τότε, γιατί φοβόταν ότι ίσως η Ανεμόφθαλμη αργά ή γρήγορα να έλεγε τίποτα που θα θύμωνε την Αγαρίστη. Μπορεί να ήταν τώρα πιο διπλωματική από παλιά, μα ο Ορείχαλκος δεν νόμιζε ότι οι πεποιθήσεις της είχαν αλλάξει. «Η Ανεμόφθαλμη ξέρει πολλούς μύθους και ιστορίες από τη Σάρντλι, αγάπη μου. Μπορεί οι ζωές μας εκεί να μην είναι τόσο συναρπαστικές όσο η ζωή εδώ, στο Παντοτινό Ανάκτορο, αλλά–»

«Όχι πάλι μυθικές ιστορίες!» τον διέκοψε η Παντοκράτειρα υψώνοντας το χέρι της. «Δεν έχετε καμια αληθινή ιστορία να μου πείτε;»

Ο Ορείχαλκος και η Ανεμόφθαλμη αλληλοκοιτάχτηκαν.

«Να πούμε για το κυνήγι σαλ’φάι;» πρότεινε ο Ορείχαλκος.

Η Ανεμόφθαλμη μειδίασε αυθόρμητα.

Κι εκείνος μειδίασε.

Είχαν ευχάριστες αναμνήσεις κι οι δυο τους από αυτό το κυνήγι, όταν ήταν έφηβοι, παρότι είχαν κινδυνέψει.

«Γιατί όχι,» αποκρίθηκε η Ανεμόφθαλμη, και ήπιε μια γουλιά τάο βις.

Η Αγαρίστη, νιώθοντας το χαμόγελό τους να είναι κολλητικό, χαμογελούσε κι εκείνη. Μάζεψε τα πόδια της επάνω στον καναπέ και περίμενε ν’ακούσει. Είχε την αίσθηση ότι η ιστορία θα ήταν ωραία.

Ο Ορείχαλκος είπε: «Δε θα ξέρεις τι είναι οι σαλ’φάι, αγάπη μου…»

Η Αγαρίστη ήπιε κρασί. «Όχι, δεν ξέρω.»

«Είναι κάτι πλάσματα που ζουν στις όχθες λιμνών, στη Σάρντλι–»

«Κυρίως, στη λίμνη Κρούκ’φα,» είπε η Ανεμόφθαλμη.

Ο Ορείχαλκος ένευσε. «Έχουν μεγάλα πόδια ώστε να κάνουν ψηλά άλματα, και μεγάλο στόμα. Είναι αρκετά επικίνδυνα. Το δέρμα τους είναι κιτρινοπράσινο. Θυμίζουν λιγάκι βατράχια, αλλά πελώρια. Τα κυνηγάμε γιατί τα σώματά τους έχουν αξία. Φτιάχνεις διάφορα μπιχλιμπίδια από τα δόντια τους, κι από τη γλώσσα τους ένα πολύ ωραίο γλυκό.»

«Πολύ ωραίο,» επιβεβαίωσε η Ανεμόφθαλμη.

«Είχαμε πάει, λοιπόν, να κυνηγήσουμε σαλ’φάι, στις όχθες της λίμνης Κρούκ’φα. Ήμασταν μικροί, τότε, εγώ κι η Ανεμόφθαλμη…» Και άρχισε να διηγείται.

Η Παντοκράτειρα γελούσε σαν παιδάκι, από ένα σημείο της ιστορίας και ύστερα, καθώς τα πράγματα που είχαν συμβεί τής φαίνονταν εξωφρενικά. Και το ίδιο γελούσαν κι η Ανεμόφθαλμη κι ο Ορείχαλκος. Είχαν περιμένει ώρες ολόκληρες σε λάθος μέρος της όχθης, όπου δεν υπήρχαν σαλ’φάι, και, για την αποτυχία τους, έκαναν υποθέσεις σχετικά με τον άνεμο και, μετά, με τους θεούς της Σάρντλι. Τελικά, όταν είχαν βρει το σωστό μέρος, είχαν κυνηγήσει τα πλάσματα με τις καραμπίνες τους ενώ αυτά χοροπηδούσαν σαν τρελά και τους ξέφευγαν. Κι έπειτα είχαν μαζευτεί τόσα πολλά που ο Ορείχαλκος και η Ανεμόφθαλμη είχαν αναγκαστεί να τρέξουν, έφιπποι, για να γλιτώσουν, έχοντας ξαφνικά γίνει εκείνοι το θήραμα. Είχαν μπει μέσα σε μια βάρκα παρατημένη στις όχθες (ενώ οι σαλ’φάι καταβρόχθιζαν τα άλογά τους) και είχαν πάει στα βαθιά της λίμνης για να σωθούν.

Στο τέλος, ύστερα από κάμποσες προσπάθειες, είχαν καταφέρει να σκοτώσουν τρεις σαλ’φάι, και η μητέρα της Ανεμόφθαλμης είχε φτιάξει από τις γλώσσες τους ένα γλυκό που ήταν υπέροχο.

(Η Ανεμόφθαλμη αισθάνθηκε μια βαθιά λύπη για τη μητέρα της, η οποία δεν ήταν πια ζωντανή. Αλλά δεν είπε τίποτα γι’αυτό.)

Όταν η διήγηση τελείωσε, η Αγαρίστη νόμιζε ότι είχε αρχίσει να συμπαθεί την Ανεμόφθαλμη. Απορούσε γιατί οι Υπερασπιστές της τη θεωρούσαν επικίνδυνη. Δεν της φαινόταν να έχει τίποτα το επικίνδυνο επάνω της. Ίσως, τελικά, ο Ορείχαλκος να είχε δίκιο: ίσως να είχαν κάνει λάθος γι’αυτήν. Πολλά λάθη κάνουν τώρα τελευταία. Πάρα πολλά λάθη. Γιατί; Η Παντοκράτειρα το απομάκρυνε τούτο από το μυαλό της. Οι Υπερασπιστές της, φυσικά, έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για εκείνη.

«Πεινάω,» είπε, ακόμα γελώντας. «Να πω να μας φέρουν φαγητό;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος, ευχαριστημένος που η Αγαρίστη έμοιαζε ικανοποιημένη, γιατί αυτό σήμαινε πως θα κρατούσε την Ανεμόφθαλμη κάμποσο καιρό εδώ. Και η παρουσία της Ανεμόφθαλμης ίσως να φανεί καταλυτική. Ο Ορείχαλκος ήθελε να μάθει περισσότερα γι’αυτό το ενεργειακό σκουλήκι που του είχε αναφέρει. Πιθανώς έτσι να κατόρθωνε να απομακρύνει την επιρροή του Ελκράσ’ναρχ από την Αγαρίστη…

Η Παντοκράτειρα σηκώθηκε από τον καναπέ και ενεργοποίησε έναν επικοινωνιακό δίαυλο που βρισκόταν στον τοίχο. Ζήτησε να τους φέρουν φαγητό, και ρώτησε αν είχαν γλυκό από γλώσσα σαλ’φάι. Της απάντησαν πως δεν ήξεραν τι ήταν αυτό, και η Αγαρίστη τούς είπε να μάθουν αν αγαπούσαν τη ζωή τους. Όταν τους ξαναρωτούσε ήθελε να της έχουν έτοιμη μια αρκετά μεγάλη ποσότητα!

3.

Η Ανεμόφθαλμη, όταν κοιμόταν στα δωμάτια που της είχε παραχωρήσει η Παντοκράτειρα, προσπαθούσε να ονειρευτεί τη ζωή του Άζ’λεφκ που βρισκόταν στη Ρελκάμνια. Όμως, παρότι η θέλησή της ήταν έντονα στραμμένη σ’αυτό τον σκοπό, δεν τα κατάφερνε, σαν αυτή η ζωή να της κρυβόταν σκόπιμα από κάποιον ή κάτι. Από τον ίδιο τον μυστηριώδη Άζ’λεφκ, ίσως; Η Ανεμόφθαλμη δεν ήταν βέβαιη, μα συνέχιζε τις προσπάθειές της.

Ένα απόγευμα, ο Ορείχαλκος ήρθε να τη συναντήσει στα δωμάτιά της. Μόνος.

«Θέλω να μιλήσουμε,» της είπε.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Ανεμόφθαλμη, «κι εγώ το ήθελα αυτό, από την αρχή. Αλλά δεν μπορούσαμε να βρούμε ώρα, φαίνεται, που να μην είναι παρούσα η… σύζυγός σου.» Το τελευταίο το είπε με κάποιον δισταγμό, σαν ακόμα να μην είχε συνηθίσει την ιδέα ότι ο Ορείχαλκος ήταν παντρεμένος με την Παντοκράτειρα.

«Βρίσκεται συνεχώς… κοντά.» Ο Ορείχαλκος ήξερε ότι την Ανεμόφθαλμη τη δυσαρεστούσε αυτό το θέμα, και αισθανόταν να χάνει τα λόγια του. Θα το βλέπει σαν προδοσία προς εκείνη. Γι’αυτό κιόλας είχε φύγει από τη Σάρντλι χωρίς να της πει τίποτα: επειδή δεν θα καταλάβαινε.

«Δεν έπρεπε ποτέ να είχες έρθεις εδώ, Ορείχαλκε. Τι χρωστάς σ’αυτή τη γυναίκα;»

«Είναι σύζυγός μου, Ανεμόφθαλμη. Παντρευτήκαμε σε Πύργο του Ήλιου και του Ανέμου. Υπάρχει ένας ισχυρός δεσμός ανάμεσά μας.»

«Την αγαπάς πιο πολύ απ’ό,τι αγαπούσες εμένα.» Το είπε πιο ψύχραιμα, πιο νηφάλια, απ’ό,τι ο Ορείχαλκος περίμενε. Αλλά, βέβαια, σίγουρα θα το είχε ήδη σκεφτεί πολλές φορές. Ή μήπως οφειλόταν στην παράξενη αλλαγή της;

«Αυτό δεν είναι αλήθεια,» της είπε· και, πλησιάζοντάς την, της ψιθύρισε στ’αφτί: «Μπορεί κάποιος να παρακολουθεί τούτο το δωμάτιο. Ίσως θα ήταν καλύτερα αν πηγαίναμε στο μπάνιο.»

Η Ανεμόφθαλμη κούνησε το κεφάλι. «Κανένας δεν το παρακολουθεί,» είπε, κι ακουγόταν βέβαιη, σαν να το είχε ελέγξει.

Τα χείλη του είχαν βρεθεί κοντά στα δικά της καθώς εκείνη είχε γυρίσει, και ο Ορείχαλκος τη φίλησε. «Ανεμόφθαλμη, αυτό που νομίζεις…»

Η Ανεμόφθαλμη έκανε ένα βήμα πίσω. «Δεν καταλαβαίνω γιατί έπρεπε να έρθεις. Αλλά δεν μπορούσα να μην έρθω κι εγώ για να σε βρω.»

Ο Ορείχαλκος ένευσε. «Στους Πύργους του Ήλιου και του Ανέμου δημιουργείται ένας πολύ ισχυρός δεσμός. Σίγουρα θα το ξέρεις.»

«Εντάξει,» είπε η Ανεμόφθαλμη· «δεν έχει νόημα να το συζητάμε άλλο. Θα μπορούσαμε, όμως, να φύγουμε: τώρα: οι δυο μας.»

«Το ξέρεις ότι δεν θα φύγω αν δεν κατορθώσω αυτό για το οποίο ήρθα.»

Η Ανεμόφθαλμη τού έκανε νόημα να την ακολουθήσει, και μπήκαν στο μπάνιο.

«Είπες ότι κανένας δεν μας παρακολουθούσε…»

«Για ασφάλεια. Ο Ελκράσ’ναρχ ίσως κάπως να μπορεί να κρυφακούσει.»

«Αυτό το… ενεργειακό σκουλήκι επάνω στην Αγαρίστη το έχεις ξαναδεί;»

«Φυσικά. Είναι πάντα εκεί.»

«Θα μου εξηγήσεις πώς ακριβώς το βλέπεις;»

Η Ανεμόφθαλμη έσμιξε τα χείλη, σκεπτική. Τελικά είπε: «Δε μπορώ να σ’το εξηγήσω. Απλά το βλέπω. Θυμάσαι εκείνα τα περίεργα όνειρα που έβλεπα;»

Ο Ορείχαλκος ένευσε.

«Από τότε είχα αρχίσει να αλλάζω.» Και του διηγήθηκε όλη την αναζήτησή της από τότε που εκείνος έφυγε από τη Σάρντλι.

Ο Ορείχαλκος την άκουγε χωρίς να μιλά, χωρίς να σχολιάζει, αναρωτούμενος αν η Ανεμόφθαλμη είχε τρελαθεί. Στο τέλος, της είπε: «Δηλαδή, τώρα ονομάζεσαι Άζ’λεφκ… και το β’ζάιλ σου είναι εδώ…» Έδειξε την αγκράφα της ζώνης της.

Η Ανεμόφθαλμη κατένευσε. «Ναι.»

«Πώς…;» Του ήταν δύσκολο να τα πιστέψει όλα τούτα.

«Και για μένα θα ήταν δύσκολο να τα πιστέψω,» του είπε η Ανεμόφθαλμη, σαν να είχε διαβάσει το μυαλό του. «Είμαι αυτή που ήξερες αλλά είμαι, συγχρόνως, κι ένα άλλο, τελείως διαφορετικό άτομο.»

«Μπορείς να βοηθήσεις την Αγαρίστη; Υπάρχει τρόπος;»

Η Ανεμόφθαλμη γέλασε κουνώντας το κεφάλι. «Να βοηθήσω την Παντοκράτειρα…»

«Αν ο Ελκράσ’ναρχ την ελέγχει, τότε δεν είναι απόλυτα υπεύθυνη για όλα όσα–»

«Ναι, ίσως. Αλλά, για μένα, ως Ανεμόφθαλμη, αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Δε μπορώ να τη δω όπως τη βλέπεις εσύ.»

«Τότε, αν ακόμα υπάρχει κάτι ανάμεσά μας, κάντο για μένα. Και σκέψου, επιπλέον, ότι αυτό θα βοηθήσει τους πάντες – όλους στο Γνωστό Σύμπαν.»

«Δε θα σε πείραζε αν τη σκότωνα; Σ’το είπα και την προηγούμενη φορά: θα μπορούσα να τραβήξω αυτό το ενεργειακό σκουλήκι από πάνω της, αλλά μάλλον θα τη σκότωνα έτσι.»

«Δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει άλλος τρόπος!»

«Αν υπάρχει,» είπε η Ανεμόφθαλμη, «εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να τον διακρίνω ακόμα.»

«Ίσως να τον διακρίνεις στο μέλλον;»

«Τίποτα δεν αποκλείεται, Ορείχαλκε. Αλλά πρέπει κάτι να αλλάξει. Έτσι όπως είναι τα πράγματα τώρα….» Κούνησε πάλι το κεφάλι της. «Κι εκτός αυτού, σκέψου ότι ο Ελκράσ’ναρχ είναι πάντα κοντά της. Έχω δυνάμεις που υπερβαίνουν τις δυνάμεις άλλων ανθρώπων, Ορείχαλκε, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είμαι άτρωτη. Ο Ελκράσ’ναρχ μπορεί να με σκοτώσει, αν μου επιτεθεί· και θα μου επιτεθεί αν δει ότι η ύπαρξή του απειλείται από εμένα – θα μου επιτεθεί μ’όλες του τις δυνάμεις.»

Τα λόγια της είχαν φέρει τον Ορείχαλκο σε απόγνωση. Είχε έρθει εδώ, στη Ρελκάμνια, ελπίζοντας να βοηθήσει την Αγαρίστη… Στην αρχή, νόμιζε ότι θα την έκανε να δει ότι οι Υπερασπιστές της τη χρησιμοποιούσαν. Μετά, νόμιζε πως θα έβρισκε κάποιον τρόπο για να αποτινάξει την επιρροή του Ελκράσ’ναρχ από πάνω της. Τώρα, ακόμα κι η Ανεμόφθαλμη – η… Άζ’λεφκ, όπως αποκαλούσε τον εαυτό της – του έλεγε ότι αυτό ήταν, ουσιαστικά, αδύνατο.

Εκτός αν η Αγαρίστη πέθαινε.

Αλλά ο θάνατός της ούτως ή άλλως θα έλυνε το πρόβλημα της πλοηγού· δεν ήταν αυτός ο δρόμος που ο Ορείχαλκος ήθελε να ακολουθήσει. Δεν θα σκότωνε τη σύζυγό του. Δεν μπορούσε. Την αγαπούσε, παρά τα όσα την είχε δει να κάνει εδώ, στο Παντοτινό Ανάκτορο: πράγματα που, για άλλους ανθρώπους, θα θεωρούσε αποτρόπαια, απάνθρωπα…

Η Ανεμόφθαλμη είδε τον Ορείχαλκο συλλογισμένο, στενοχωρημένο. Βαθιά στενοχωρημένο. Και μπορούσε εύκολα να το διακρίνει αυτό, όχι επειδή ήταν Άζ’λεφκ αλλά επειδή ήταν η Ανεμόφθαλμη, που τον ήξερε τόσα χρόνια, που ήταν τόσο κοντά του… που τον αγαπούσε και ήταν ερωτευμένη μαζί του, ακόμα, παρά το γεγονός ότι εκείνος είχε φύγει από τη Σάρντλι για να έρθει στη Ρελκάμνια. (Μακάρι κιόλας να μπορούσε να τον καταλάβει, ευχόταν κρυφά, μέσα στην ψυχή της. Μακάρι να μπορούσε να καταλάβει αυτό που εκείνος καταλάβαινε για την Παντοκράτειρα.)

Έτσι, αποφάσισε να του μιλήσει για κάτι ακόμα, αν μη τι άλλο για να διαλύσει τη στενοχώρια του.

«Ορείχαλκε, ίσως να υπάρχει ένας τρόπος. Ίσως… Είναι κι άλλος ένας Άζ’λεφκ στη Ρελκάμνια· και πρέπει να ήταν εδώ πριν από εμένα. Αυτός ο Άζ’λεφκ έχει κάνει μια συμφωνία με τον Ελκράσ’ναρχ: και η συμφωνία αφορά την Αγαρίστη και… όλα όσα συμβαίνουν στο Γνωστό Σύμπαν.»

Ο Ορείχαλκος, ξανά, αισθανόταν περισσότερο μπερδεμένος από πριν. Τι του έλεγε τώρα η Ανεμόφθαλμη;

Εκείνη συνέχισε να εξηγεί, όσο μπορούσε…

4.

Μια νύχτα, ο Ελκράσ’ναρχ την επισκέφτηκε με τη μορφή δύο Υπερασπιστών.

Η Ανεμόφθαλμη δεν είχε κοιμηθεί ακόμα όταν διαισθάνθηκε την παρουσία τους έξω από την πόρτα της. Ήταν καθισμένη στον καναπέ και παρακολουθούσε τα κανάλια που έπιανε ο τηλεοπτικός δέκτης. Η οικονομία της Ρελκάμνια πήγαινε χάλια, έλεγαν όλοι οι σχολιαστές, οι τηλεπαρουσιαστές, και οι αναλυτές. Κανένας δεν μπορούσε να το κρύψει. Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα.

Η Ανεμόφθαλμη σηκώθηκε και άνοιξε στον Ελκράσ’ναρχ, ο οποίος μπήκε στα δωμάτιά της χωρίς ούτε να πει καλησπέρα ούτε να ζητήσει την άδειά της.

«Δεν έχεις κρατήσει την υπόσχεσή σου,» της είπε, μόλις εκείνη έκλεισε την πόρτα και βάδισε μέσα στο καθιστικό για να σταθεί μπροστά του. Η απόκοσμη φωνή του ήταν αδύνατο να διακρίνεις από ποιον Υπερασπιστή έβγαινε, και η Άζ’λεφκ ήξερε πως αυτό δεν είχε καμια σημασία ούτως ή άλλως. «Ο Ορείχαλκος είναι ακόμα εδώ.»

«Δε μπορώ να τον πάρω με το ζόρι.»

«Μπορείς, αν θέλεις.»

«Δεν ήταν ποτέ ο σκοπός μου να τον πάρω με το ζόρι.»

«Θα μπορούσαμε να σε βοηθήσουμε, χωρίς η Αρχόντισσά μας να καταλάβει τίποτα.»

«Δεν είναι η Αρχόντισσά σας που με ενδιαφέρει.»

«Τότε, ποιος ο λόγος να εξακολουθείς να βρίσκεσαι εδώ, Άζ’λεφκ;» Η παρουσία των Υπερασπιστών έγινε ξαφνικά πιο απειλητική. «Μας περιπαίζεις;»

«Δεν έχω αλλάξει τίποτα από την αρχική μας συμφωνία, κι αν τελικά ο Ορείχαλκος αποφασίσει να φύγει μαζί μου, νομίζω ότι αυτό θα σας συμφέρει.»

«Η αρχική μας συμφωνία ήταν πως δεν θα αναμιχθείς ενεργά σ’αυτό το παιχνίδι. Είχες πει ότι θα μας άφηνες να ενοποιήσουμε το σύμπαν – εσύ απλά θα παρακολουθούσες.»

«Αποφάσισα να κάνω μια εξαίρεση.» Η Ανεμόφθαλμη διατήρησε τη φωνή της σταθερή, βέβαιη, παρότι αντιλαμβανόταν ότι βάδιζε σε επικίνδυνο έδαφος. Δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμφωνήσει με τον Ελκράσ’ναρχ εκείνος ο άλλος Άζ’λεφκ. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα μ’αυτό;»

«Μέχρι στιγμής, όχι. Αλλά, αν υπάρξει, μη νομίζεις ότι δεν θα παρέμβουμε εξαιτίας του ότι κάποτε μας βοήθησες.» Οι Υπερασπιστές πήγαν προς την έξοδο των δωματίων· δεν βάδιζαν στο έδαφος, περισσότερο αιωρούνταν. Άνοιξαν την πόρτα και βγήκαν.

«Κάποτε μας βοήθησες»; σκέφτηκε η Ανεμόφθαλμη. Πρέπει να μάθω κι άλλα. Πρέπει οπωσδήποτε να μάθω κι άλλα.

Γιατί τόσες πληροφορίες μού κρύβονται, παρά τις προσπάθειές μου;

Έκλεισε τον τηλεοπτικό δέκτη και ξάπλωσε στον καναπέ, βάζοντας τα γυμνά, πορφυρά πόδια της επάνω στον βραχίονα του καθίσματος, σταυρωμένα στον αστράγαλο.

Είναι επικίνδυνα εδώ, ψιθύρισε το β’ζάιλ της, κλεισμένο μες στην αγκράφα της ζώνης που φορούσε κάτω από τη ρόμπα της. Καλύτερα να φύγεις.

Σιωπή, το πρόσταξε η Ανεμόφθαλμη χωρίς να κινήσει τα χείλη της.

Έκλεισε τα μάτια, χαλάρωσε το σώμα, και περίμενε να κοιμηθεί, ενώ στο μυαλό της έφερνε τον μυστηριώδη Άζ’λεφκ της Ρελκάμνια, τον άνθρωπο που είχε κάνει τη συμφωνία με τον Ελκράσ’ναρχ…

Δεν κατάλαβε πότε γλίστρησε από την υλική πραγματικότητα στο όνειρο. Ταξίδεψε μέσα σε δρόμους της Ρελκάμνια, ατελείωτα οικοδομήματα, ένα εργοστάσιο, κάτι γραφεία που είχαν σχέση με χρήμα, γέφυρες, ένα τρένο… Είχε την αίσθηση πως περιπλανιόταν στις ίδιες γωνίες ενός πολύ μεγάλου λαβυρίνθου. Παγιδευμένη.

Έβλεπε κομμάτια από τη ζωή κάποιου άλλου. Αναζητούσε να μάθει λεπτομέρειες, κι όλο τής κρύβονταν. Χανόταν περισσότερο στις γωνίες του ονειρικού λαβυρίνθου… και σε μια διασταύρωση, όπου από δεξιά ξεκινούσε ένα κρεβάτι με μια κοιμισμένη γυναίκα επάνω, από αριστερά ήταν μια γέφυρα γεμάτη οχήματα, από μπροστά φαινόταν μια θάλασσα με οικοδομημένα νησιά και σιδερένια πλοία, κι από εκεί όπου είχε έρθει η Ανεμόφθαλμη ήταν ένας εμπορικός δρόμος, συνάντησε έναν άντρα που, για κάποιο λόγο, της φάνηκε πως τον ήξερε. Η μορφή του τρεμόπαιξε σαν πίσω από νερό, και άλλαξε. Είχε τώρα τέσσερα χέρια, τα δύο μεγαλύτερα από τα άλλα δύο, γκρίζο δέρμα, και μακρόστενο, μαλλιαρό κεφάλι με γένι σαν τράγου. Το πλάσμα ήταν ψηλό, και στο ένα από τα χέρια του βαστούσε ένα ξύλινο ραβδί γεμάτο χαράγματα.

Το σταυροδρόμι άρχισε να στροβιλίζεται.

Η Ανεμόφθαλμη είχε συναντήσει έναν Άζ’λεφκ!

Ποιος είσαι; Τι ψάχνεις εδώ;

Νομίζω ότι ψάχνουμε το ίδιο πράγμα, της είπε. Έναν άνθρωπο σε τούτη την πλευρά του Πολύπλευρου Λίθου.

Έναν άντρα που κατοικεί στη Ρελκάμνια…

Ναι, και διαισθάνομαι πως είμαστε ίδιοι, οι δυο μας.

Είσαι Άζ’λεφκ, είπε η Ανεμόφθαλμη.

Παράξενο όνειρο αυτό… παρατήρησε το τετράχειρο πλάσμα, συλλογισμένα.

Βρίσκεσαι στη Ρελκάμνια;

…Ναι.

Γιατί ψάχνεις τον άντρα που μας κρύβεται;

Αναζητώ μυστικά. Συγκυρίες. Μια συμφωνία.

Ελκράσ’ναρχ: σου λέει κάτι αυτό το όνομα;

Ναι, φυσικά, αποκρίθηκε το πλάσμα.

Μπορούμε να συναντηθούμε; Στη Ρελκάμνια, μπορούμε να συναντηθούμε;

Το πλάσμα σκεφτόταν ξανά. Τελικά, είπε: Δεν ξέρω αν θα ήταν συνετό. Αλλά είσαι σαν εμένα. Ίσως θα έπρεπε να συναντηθούμε, παρότι διαισθάνομαι ότι τότε… ασυνήθιστα γεγονότα θα συμβούν.

Η Ανεμόφθαλμη ένευσε. Ναι, το ξέρω. Πες μου πού να σε βρω!

Σε άλλο όνειρο θα σου απαντήσω. Δεν ξέρω καλά αυτή την πόλη. Πρέπει να ρωτήσω, να μάθω.

Η Ανεμόφθαλμη πέταξε σ’έναν πορφυρό ουρανό, βούλιαξε σε μια πράσινη θάλασσα, και ξύπνησε μέσα στα δωμάτιά της στο Παντοτινό Ανάκτορο.

Το πνεύμα σου ήταν πολύ μακριά, της είπε το β’ζάιλ. Φοβήθηκα ότι δε θα επέστρεφες.

Δε θα έπρεπε να είχες φοβηθεί, του απάντησε.

5.

Ο Τες τούς είπε ότι είχε ανακαλύψει κάτι καινούργιο μέσα από τα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου· έτσι, η Ναλτάφιρ, ο Κλαρκ, και ο Ελπιδοφόρος συγκεντρώθηκαν στο καθιστικό του διαμερίσματος του μάγου για να τον ακούσουν. Παραδίπλα, αιωρούνταν ο Άερ’θλαρ και η Άι’νιρ, σιωπηλά, παρακολουθώντας.

Ήταν αυγή.

Οι γάτες της Ναλτάφιρ χασμουριόνταν και τεντώνονταν ανήσυχα, σαν να είχαν κάποιο κακό προαίσθημα. Η κυρά τους ήπιε μια γουλιά καφέ από την κούπα της, καθώς ήταν καθισμένη στην πολυθρόνα πλάι στο Σάρντλιο φυτό με τα μάτια. «Δεν περιμένουμε κανέναν άλλο, Τες,» είπε.

«Ναι,» μουρμούρισε εκείνος, σκεπτικός όπως πάντα, αγγίζοντας το γένι του μ’ένα από τα μικρότερά του χέρια. «Ναι… Συνάντησα μια γυναίκα μέσα στα όνειρα… Κάποια σαν εμένα.»

Ο Ελπιδοφόρος συνοφρυώθηκε. «Εννοείς με τέσσερα χέρια και τα λοιπά;»

«Όχι· η μορφή της έμοιαζε με τη δική σας. Είχε κόκκινο δέρμα και μαύρα μαλλιά.»

«Τότε, γιατί λες ότι ήταν σαν εσένα;»

«Γιατί ήταν. Ήταν Άζ’λεφκ.»

Κανένας δεν μίλησε για λίγο. Μετά, η Ναλτάφιρ ρώτησε: «Τι εννοείς ‘ήταν Άζ’λεφκ’; Εσύ είσαι ο Άζ’λεφκ.»

«Ήταν κι αυτή Άζ’λεφκ.»

Ο Κλαρκ κοίταξε τη Ναλτάφιρ.

«Δεν ξέρω,» του είπε εκείνη. Και προς τον Τες: «Συνέχισε. Απλά την είδες; Ή έγινε και κάτι άλλο;»

«Μιλήσαμε. Μου είπε πως κι εκείνη αναζητά τον άντρα που κρύβεται μέσα στη Ρελκάμνια.»

«Αυτόν που έδωσε τον κύβο στην Παντοκράτειρα προτού γίνει Παντοκράτειρα…» είπε ο Κλαρκ.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Τες, «αυτόν. Με ρώτησε αν το όνομα ‘Ελκράσ’ναρχ’ μού λέει κάτι. Της έδωσα θετική απάντηση. Και με ρώτησε, μετά, αν μπορούμε κάπου μέσα στη Ρελκάμνια να συναντηθούμε, εγώ κι εκείνη.»

«Είναι εδώ, δηλαδή;» ρώτησε ο Κλαρκ. «Είναι στη Ρελκάμνια;»

«Ναι.»

Ο Ελπιδοφόρος είπε: «Μπορεί νάναι κάποια παγίδα του Ελκράσ’ναρχ.»

«Δεν αποκλείεται,» συμφώνησε ο Κλαρκ.

Αλλά ο Τες έδειχνε να διαφωνεί έντονα. «Δεν το νομίζω. Η γυναίκα αυτή ήταν Άζ’λεφκ· είμαι βέβαιος!»

«Πώς είναι δυνατόν αυτό, Τες;» ρώτησε ο Κλαρκ. «Αφού εσύ είσαι ο Άζ’λεφκ. Έτσι δεν είναι;»

Ο Τες ήταν συλλογισμένος για πολλή ώρα, ακουμπώντας το σαγόνι του επάνω στα ενωμένα μικρότερα χέρια του. Μετά είπε: «Ναι, είμαι κι εγώ Άζ’λεφκ… αλλά… Έχω αρχίσει να υποπτεύομαι πως τα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου προέρχονται από άλλους Άζ’λεφκ…» Κοίταξε τη Ναλτάφιρ.

Και ο Κλαρκ ρώτησε τη μάγισσα: «Είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο;»

«Δεν ξέρω…» κόμπιασε εκείνη, κι αυτό παραξένεψε τον Ελπιδοφόρο: σπάνια ήταν τόσο διστακτική ή αποπροσανατολισμένη. «Αν, πάντως, εκείνος που έδωσε τον κύβο στην Αγαρίστη δεν ήταν ο Τες… τότε, ποιος ήταν;»

«Ακριβώς,» είπε ο Τες. «Ήταν ένας άλλος Άζ’λεφκ. Τους ονειρευόμουν και νόμιζα πως ήταν συγγενείς μου, κατά κάποιο τρόπο. Αυτό ήταν που δεν είχα κατανοήσει: Δεν είναι συγγενείς· είναι σαν εμένα. Είναι κι αυτοί Άζ’λεφκ.»

«Σας το είχα πει: το πνεύμα του Άζ’λεφκ υφίσταται σε πολλές μορφές.» Ήταν η Άι’νιρ που είχε μιλήσει, και οι άλλοι στράφηκαν να την κοιτάξουν, λιγάκι ξαφνιασμένοι, γιατί σπάνια τους μιλούσε για να εκφράσει γνώμη.

«Δε μας είπες, όμως, ότι μπορεί να γινόταν κάτι τέτοιο!» τόνισε ο Κλαρκ, μοιάζοντας κάπως θυμωμένος.

«Τι άλλο να σας έλεγα; Σας είπα αυτό που συμβαίνει· εσείς δεν δώσατε σημασία.»

«Δώσαμε σημασία,» της είπε η Ναλτάφιρ, «αλλά νομίζαμε ότι ο Τες έπρεπε να θυμηθεί κάποια πράγματα.»

«Φυσικά και έπρεπε να τα θυμηθεί,» αποκρίθηκε η Άι’νιρ. «Το ένα δεν αντιφάσκει με το άλλο.»

«Τέλος πάντων,» είπε ο Κλαρκ. Και προς τον Τες: «Υπάρχουν, λοιπόν, πολλοί Άζ’λεφκ; Γι’αυτό νομίζουμε ότι ο Άζ’λεφκ παίρνει διάφορες μορφές;»

Ο Τες, μετά από σκέψη, αποκρίθηκε: «Ναι, σίγουρα υπάρχουν πολλοί Άζ’λεφκ. Δεν αμφιβάλλω καθόλου πλέον ότι τα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου είναι οι ζωές τους.»

«Κι αυτή η κοκκινόδερμη γυναίκα που είπες ότι συνάντησες μέσα στα όνειρα;»

«Είναι εδώ, στη Ρελκάμνια, και αναζητά κι εκείνη τον μυστηριώδη άντρα – τον άλλο Άζ’λεφκ. Ξέρει, επίσης, για τον Ελκράσ’ναρχ. Και προτείνει να συναντηθώ μαζί της. Της αποκρίθηκα, όμως, ότι δεν ξέρω την πόλη και θα της ξαναμιλήσω σε άλλο όνειρο. Τώρα πρέπει να μου πείτε πού νομίζετε ότι θα ήταν καλύτερα να τη συναντήσω.»

Ο Κλαρκ και η Ναλτάφιρ αλληλοκοιτάχτηκαν. Η μάγισσα είπε: «Εσύ ξέρεις πιο καλά τη διάσταση.»

«Θα πρέπει να σας προειδοποιήσω για κάτι, όμως,» τόνισε ο Άζ’λεφκ, κι όλα τα βλέμματα στράφηκαν ξανά επάνω του. «Παράξενα πράγματα συμβαίνουν όταν δύο Άζ’λεφκ συναντιούνται.»

«Τι ‘παράξενα πράγματα’;» ρώτησε ο Κλαρκ. «Και πώς το ξέρεις;»

«Συνέβη στο όνειρο, και είμαι βέβαιος πως θα συμβεί και στην πραγματικότητα.»

«Τι παράξενα πράγματα, όμως;» επέμεινε ο μάγος.

Ο Τες άργησε πάλι να απαντήσει, σαν να προσπαθούσε να σκεφτεί πώς να εκφράσει καλύτερα εκείνο που ήθελε να πει. «Εσείς, αν έρθετε μαζί μου, μπορεί να νομίζετε ότι ονειρεύεστε.»

6.

Η Ανεμόφθαλμη διέσχιζε το Παντοτινό Ανάκτορο, βαδίζοντας σε διάδρομους, παίρνοντας ανελκυστήρες, κατεβαίνοντας σκάλες–

Σε μια γωνία, ένας Υπερασπιστής ξεπρόβαλε μπροστά της, κλείνοντάς της το δρόμο.

Ο Ελκράσ’ναρχ, λοιπόν, το είχε καταλάβει αμέσως ότι έφευγε. Οι πράκτορές του την παρακολουθούσαν. Όπως εκείνη το περίμενε.

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε.

«Φεύγεις; Χωρίς να μας μιλήσεις;»

«Θα έπρεπε να πάρω την άδειά σου;»

«Μας υποσχέθηκες πως θα διώξεις τον Ορείχαλκο από εδώ!»

«Δεν υποσχέθηκα τίποτα: είπα ότι θα το προσπαθήσω, επειδή είναι σημαντικό για εμένα, όχι για εσένα, Ελκράσ’ναρχ. Το παιχνίδι μας δεν έχει αλλάξει.»

«Και πού πηγαίνεις τώρα;»

«Αυτή είναι δική μου δουλειά. Ίσως να επιστρέψω – σύντομα. Μην πεις στην Αρχόντισσά σου να αδειάσει τα δωμάτιά μου.»

Η Ανεμόφθαλμη τον προσπέρασε και συνέχισε να βαδίζει. Ο Ελκράσ’ναρχ δεν έκανε καμια προσπάθεια να τη σταματήσει να βγει από το Ανάκτορο· όταν όμως ήταν έξω, στους δρόμους της Ατέρμονης Πολιτείας, η Ανεμόφθαλμη δεν είχε καμία αμφιβολία ότι οι πράκτορές του την παρακολουθούσαν. Και δεν την πείραζε αυτό. Είχε ακόμα το β’ζάιλ μαζί της.

Καθώς βυθιζόταν μέσα στην κίνηση των δρόμων, με οχήματα να μουγκρίζουν πλάι της και ελικόπτερα να βροντοχτυπούν τον αέρα από πάνω της, έβγαλε το β’ζάιλ από την αγκράφα της ζώνης της και το πρόσταξε να δει ποιοι την παρακολουθούσαν.

Αυτή η διάσταση με τρομάζει, Άζ’λεφκ!

Το ξέρω. Κι εμένα με τρομάζει. Αλλά έχουμε δουλειές εδώ. Και δε θέλω ο Ελκράσ’ναρχ να ξέρει γι’αυτές.

Το β’ζάιλ υπάκουσε.

7.

Ο Τες είχε κάνει ξανά τον κόσμο καθρέφτη γύρω του, και φαινόταν τώρα σαν μαυρόδερμος άντρας με πράσινα μαλλιά και μπλε κοστούμι, καθώς καθόταν σ’ένα από τα τραπεζάκια της καφετέριας καπνίζοντας το τσιγάρο του, σε μια μικρή πλατεία της Παράλληλης Συνοικίας.

Ο Κλαρκ και η Ναλτάφιρ έπιναν τον καφέ τους σ’ένα άλλο τραπεζάκι. Η μάγισσα είχε υφάνει μια Μαγγανεία Νοητικής Συγχύσεως γύρω τους, έτσι ώστε οι υπόλοιποι άνθρωποι να μην τους δίνουν και πολλή σημασία. Ακόμα και η συμπαθητική σερβιτόρα έμοιαζε να τους έχει ξεχάσει αφότου τους είχε φέρει τους καφέδες τους.

Η Ιωάννα και ο Ελπιδοφόρος κάθονταν σε μια άλλη άκρη της καφετέριας, κι οι δυο τους μεταμφιεσμένοι με περούκες. Υπήρχε μια πιθανότητα να χρειαζόταν να πολεμήσουν, και τότε μια Μαύρη Δράκαινα σίγουρα θα μπορούσε να βοηθήσει. Η Ιωάννα κάπνιζε νωχελικά καθώς είχε ένα ποτήρι λεμονάδα μπροστά της. Η καλοκαιρινή ζέστη ήταν δυνατή κι αισθανόταν τα ελαφριά της ρούχα να κολλάνε επάνω της.

Τα καλοκαίρια στην πατρίδα της, την Υπερυδάτια, ήταν πολύ καλύτερα από εδώ, στη Ρελκάμνια. Πολύ πιο δροσερά, κατά πρώτον. Και η θάλασσα ήταν πάντοτε κάπου κοντά, για να βουτήξεις. Όταν τελείωναν όλες αυτές οι ιστορίες με τη Συμπαντική Παντοκρατορία, η Ιωάννα το σκεφτόταν πολύ σοβαρά να επιστρέψει στην Υπερυδάτια… μαζί με τον Ανδρόνικο, θα ήθελε, αλλά ήξερε ότι αυτό ήταν αδύνατο. Θα είχε το Βασίλειό του να φροντίζει… και τη Βασίλισσά του.

Η Ιωάννα αισθανόταν καλύτερα που βρισκόταν τώρα εδώ, μακριά του. Μάχονταν για τον ίδιο σκοπό οι δυο τους – για την Επανάσταση – απλώς βρίσκονταν σε διαφορετικά μέρη. Ναι, πολύ καλύτερα έτσι… Κι απ’ό,τι μάθαινε – από τις πληροφορίες που ο Κλαρκ έκλεβε από το Παντοκρατορικό Δίκτυο, γιατί οι πράκτορες της Παντοκράτειρας άφηναν ελάχιστα να διαρρεύσουν στα τηλεοπτικά κανάλια και στις εφημερίδες, για να μην πέφτει το ηθικό των κατοίκων της διάστασης – στην Απολλώνια τα πράγματα πήγαιναν καλά για τον Ανδρόνικο. Νικούσε τους Παντοκρατορικούς. Τους είχε ήδη διώξει από τη Βολιρία.

Και την Ιωάννα θα τη νόμιζε νεκρή πια. Καλύτερα έτσι. Θα την έβλεπε, εξάλλου, ξανά όταν θα εισέβαλε στη Ρελκάμνια μαζί με τους υπόλοιπους επαναστάτες–

Ένας καινούργιος πελάτης ερχόταν στην καφετέρια. Μια γυναίκα. Πορφυρόδερμη, μαυρομάλλα. Μετρίου αναστήματος. Ντυμένη με αεράτη μπλούζα, φαρδιά φούστα, και σανδάλια.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ιωάννα την έβλεπε!

Η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη, του Οίκου των Ουράνιων.

Χαμογέλασε. «Αυτή είναι,» είπε στον Ελπιδοφόρο. «Άδικα ανησυχούσαμε. Είναι μαζί μας.»

«Την ξέρεις;»

«Ναι. Αν και δεν είχα ξανακούσει ότι ήταν… Άζ’λεφκ.» Κι αυτό ήταν, πράγματι, παράξενο.

Η Ανεμόφθαλμη είδε τον μαυρόδερμο άντρα που της έκανε νόημα, πλησίασε το τραπέζι του, και–

καθόταν μπροστά του και είχε από κοντά ένα ψηλό ποτήρι με κρύο τσάι.

Τι;… απόρησε η Ιωάννα, βλεφαρίζοντας πίσω απ’τα μαύρα γυαλιά της. Ήταν σαν ξαφνικά να είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. «Ελπιδοφόρε…»

«Κάτι συνέβη, έτσι δεν είναι;»

Ένα πελώριο φορτηγό ακούστηκε να περνά δίπλα απ’την καφετέρια – πράγμα αδύνατο: ήταν πεζόδρομος εδώ. Η Ιωάννα και ο Ελπιδοφόρος γύρισαν να το κοιτάξουν, ξαφνιασμένοι· αλλά δεν είδαν τίποτα. Κανένα φορτηγό.

Η Ανεμόφθαλμη συζητούσε ήρεμα με τον Τες.

Κάποιοι πελάτες σηκώνονταν από τα τραπέζια της καφετέριας και έφευγαν, μοιάζοντας σαστισμένοι.

8.

«Τι είπατε;» ρώτησε ο Κλαρκ τον Τες, όταν βάδιζαν πάλι μέσα στο Φαντασκεύασμα επιστρέφοντας προς το σπίτι του μάγου. Η συζήτηση των δύο Άζ’λεφκ είχε τελειώσει, αλλά η Ανεμόφθαλμη δεν είχε έρθει μαζί τους· είχε φύγει από την καφετέρια, και τα παράξενα φαινόμενα είχαν πάψει.

«Διάφορα πράγματα,» αποκρίθηκε ο Τες μετά από κάποια σκέψη. «Μου είπε ότι είναι στο Παντοτινό Ανάκτορο. Είχε πάει εκεί για να βρει κάποιον που ονομάζεται Ορείχαλκος, ο οποίος είναι συγγενής της.»

«Αληθεύει,» είπε η Ιωάννα· «είναι όντως συγγενής της.» Τους είχε εξηγήσει, λίγο πιο πριν, ότι την ήξερε την Ανεμόφθαλμη.

Ο Τες συνέχισε: «Ο Ορείχαλκος είναι σύζυγος της Παντοκράτειρας, και η Ανεμόφθαλμη ανησυχούσε γι’αυτόν. Δεν ήξερε, όμως, για τον κύβο και την Αγαρίστη. Ήξερε μόνο ότι ο Άζ’λεφκ έχει κάνει κάποια συμφωνία με τον Ελκράσ’ναρχ· έχει κι εκείνη ονειρευτεί τον μυστηριώδη άντρα μέσα στη Ρελκάμνια. Και έχει μιλήσει με τον Ελκράσ’ναρχ, ο οποίος την έχει αναγνωρίσει ως Άζ’λεφκ και θεωρεί πως η συμφωνία του ισχύει και μαζί της. Επίσης, η Ανεμόφθαλμη έχει δει εκείνο που κάνει την Παντοκράτειρα πλοηγό του Ελκράσ’ναρχ…» Και τους μίλησε για την ενεργειακή μορφή που ήταν πιασμένη επάνω στο ενεργειακό σώμα της Αγαρίστης: εκείνο το σκουλήκι που ξεκινούσε από τον δεξή βραχίονα και κατέληγε στον αυχένα της, εκπέμποντας σήμα σε μια πολύ διεισδυτική συχνότητα.

«Επομένως, έχουμε βρει τη λύση που ζητούσαμε!» είπε ο Κλαρκ.

«Ναι, αλλά η Ανεμόφθαλμη πιστεύει πως τραβώντας το σκουλήκι θα σκοτώσει την Παντοκράτειρα. Οπότε, δεν το κάνει, γιατί ο Ορείχαλκος δεν θέλει η Παντοκράτειρα να πεθάνει.»

«Τι ανοησίες είναι αυτές;» είπε η Ιωάννα. «Η Ανεμόφθαλμη πρέπει να τη σκοτώσει. Θα λύσει όλα τα προβλήματά μας με τον Ελκράσ’ναρχ!»

«Δε νομίζω ότι θα μπορούσα να τη μεταπείσω, Ιωάννα.»

«Τι αποφασίσατε να γίνει, προτού φύγει από την καφετέρια;» ρώτησε η Ναλτάφιρ.

«Θα συνεχίσουμε να αναζητούμε τον κρυφό Άζ’λεφκ μέσα από τα Όνειρα του Πολύπλευρου Λίθου. Είμαστε κι οι δύο βέβαιοι ότι προσπαθεί να μας κρυφτεί, επομένως ίσως αυτός να είναι το κλειδί στο μυστήριο που μας ενδιαφέρει. Εξάλλου, εκείνος έκανε την αρχική συμφωνία με τον Ελκράσ’ναρχ. Μια συμφωνία που τώρα φαίνεται, κατά κάποιο τρόπο, να μας δεσμεύει όλους.»

«Η Ανεμόφθαλμη έπρεπε να σκοτώσει την Παντοκράτειρα και να τελειώνουμε μ’αυτή την ιστορία!» επέμεινε η Ιωάννα, απορώντας με την ανοησία της Ανεμόφθαλμης. Δεν ήταν έτσι στη Σάρντλι. Δεν ήταν καθόλου έτσι! Μήπως δεν ήταν η ίδια Ανεμόφθαλμη; Αλλά πώς θα μπορούσε να συμβαίνει αυτό;

Ρώτησε τον Τες.

Εκείνος το σκέφτηκε.

«Δεν έχεις τίποτα να πεις;» τον ρώτησε η Ιωάννα.

«Η Ανεμόφθαλμη μού είπε ότι πρόσφατα ανακάλυψε τη φύση του Άζ’λεφκ εντός της.»

Και σκεφτόσουν τόση ώρα για να μου δώσεις τέτοια απάντηση; Όλοι αυτοί οι Άζ’λεφκ τής έμοιαζαν τελείως τρελοί!

9.

Η Παντοκράτειρα έκανε πάρτι ξανά. Όχι, όμως, τόσο μεγάλο όσο το προηγούμενο: μόνο για τους ανθρώπους που θεωρούσε πιο φίλους της, αν και παρευρίσκονταν και διάφοροι ευγενείς, στρατιωτικοί, μάγοι, καλλιτέχνες, και επιστήμονες. Δε θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις μικρό πάρτι. Ο πόλεμος στην Απολλώνια πήγαινε χάλια, τα πράγματα παντού στο Γνωστό Σύμπαν ήταν άσχημα, έτσι η Παντοκράτειρα ήθελε να πάρει λίγο το μυαλό της από όλα αυτά. Συνέχεια κακά νέα μού φέρνουν! είχε πει στον Ορείχαλκο. Τίποτα καλό δεν συμβαίνει πλέον στην Παντοκρατορία μου; Πότε θα ξεφορτωθούμε, επιτέλους, αυτούς τους καταραμένους αποστάτες;

Στο πάρτι ήταν και η Ανεμόφθαλμη, η οποία ακόμα βρισκόταν μαζί τους, στο Παντοτινό Ανάκτορο, παρότι δεκαπέντε μέρες είχαν ήδη περάσει από την άφιξή της. Ο Ελκράσ’ναρχ δεν είχε πιέσει την Παντοκράτειρα να τη διώξει, κι εκείνη δεν έμοιαζε να θέλει η Ανεμόφθαλμη να φύγει. Και ούτε ο Ορείχαλκος ήθελε η Ανεμόφθαλμη να φύγει, φυσικά. Ήλπιζε ότι θα τον βοηθούσε να σώσει την Αγαρίστη από αυτό το ενεργειακό σκουλήκι μέσα της. Ήλπιζε ότι θα του έβρισκε μια λύση, ακόμα κι αν ο ίδιος δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα γι’αυτούς τους Άζ’λεφκ που του είχε αναφέρει. Τα πάντα τού έμοιαζε πως είχαν αρχίσει να παίρνουν μια ονειρική χροιά.

Ο Ρίμναλ’μορ είχε φτιάξει πάλι ένα παιχνίδι – το οποίο, αυτή τη φορά, δεν περιλάμβανε ζωντανούς ανθρώπους που βασανίζονταν – και το έδειχνε στην Παντοκράτειρα και σε μερικούς άλλους. Στέκονταν όλοι τους κοντά σε μια οθόνη όπου παράξενα σχήματα έκαναν εξίσου παράξενους συνδυασμούς και, τελικά, εικόνες διαμόρφωναν οι οποίες, μετά, χρησιμοποιούνταν ως βάση για δευτερεύοντα παιχνίδια μέσα στο ευρύτερο παιχνίδι. Νησιά όπου εξωτικά άλογα έτρεχαν και κυνηγοί προσπαθούσαν να τα δαμάσουν· πόλεις που αιωρούνταν στα σύννεφα και αεροσκάφη προσπαθούσαν να τις πολιορκήσουν· σκοτεινές σήραγγες κάτω από βουνά, όπου οπλισμένοι πολεμιστές μάχονταν με επικίνδυνα τέρατα…

Η Παντοκράτειρα είχε σήμερα δέρμα κατάλευκο και μαλλιά κατάμαυρα, και ήταν ντυμένη με μια κοντή φούστα κι έναν λιθοστόλιστο στηθόδεσμο όλο κρόσσια και λουριά ο οποίος μισοκάλυπτε και την κοιλιά της. Στα χέρια της φορούσε μακριά, κόκκινα γάντια χωρίς δάχτυλα, τα οποία έφταναν ώς τους αγκώνες. Στα πόδια της ήταν μαύρα γοβάκια που στραφτάλιζαν από το ασήμι στις άκριές τους. Είχε, επί του παρόντος, το ένα της χέρι στους ώμους του Ρίμναλ’μορ, ενώ με το άλλο κάπνιζε ένα μακρύ τσιγάρο. Γελούσε και φιλούσε το μάγουλό του, κάπου-κάπου, καθώς εκείνος τής έδειχνε το παιχνίδι που είχε φτιάξει.

«Σας αγαπώ και τους δύο,» είχε πει η Αγαρίστη στον Ορείχαλκο, μια νύχτα, αφότου είχαν κάνει έρωτα. «Και εσένα και τον Ρίμναλ. Σε πειράζει αυτό, αγάπη μου;»

«Καθόλου,» είχε αποκριθεί ο Ορείχαλκος, φιλώντας τον ώμο της.

Η Παντοκράτειρα είχε βγάλει ένα παιχνιδιάρικο γρύλισμα. «Ήθελα να ζηλεύεις!»

«Επίτηδες με ρώτησες, λοιπόν;» Γελούσε.

«Όχι.» Η φωνή της ακουγόταν σοβαρή τώρα. «Σας αγαπώ και τους δύο γιατί μόνο εσείς μού έχετε μείνει. Ο Ανδρόνικος με πρόδωσε πρώτος, και μετά ο Τάμπριελ. Και τις προάλλες μού είπαν ότι οι αποστάτες στη Σεργήλη έχουν αιχμαλωτίσει τον Καρνάδη… Μάλλον θα τον σκοτώσουν.» Ακουγόταν λυπημένη, παρότι δεν τον γνώριζε και τόσο καλό αυτό τον σύζυγό της· τελευταία τον είχε παντρευτεί. Ο Ορείχαλκος δεν ήξερε καν για την ύπαρξή του μέχρι πρόσφατα· η Αγαρίστη δεν του τον είχε ποτέ αναφέρει.

«Μπορεί να τον αφήσουν να φύγει. Με λύτρα.»

«Οι πράκτορές μου δεν μου είπαν κάτι τέτοιο…»

Τώρα, ο Ορείχαλκος στεκόταν μερικά βήματα παραδίπλα καθώς η Παντοκράτειρα αγκάλιαζε τον Ρίμναλ’μορ δείχνοντάς του την αγάπη της μπροστά από την οθόνη του εικονικού παιχνιδιού. Και η αλήθεια ήταν πως ο Ορείχαλκος δεν ζήλευε τον μάγο· ήξερε πως ο Ρίμναλ δεν μπορούσε ποτέ να έχει τον ίδιο δεσμό που είχε εκείνος με την Αγαρίστη. Ο Πύργος του Ήλιου και του Ανέμου τούς είχε ενώσει για πάντα.

Το βλέμμα του Ορείχαλκου σάρωσε, για μια στιγμή, την αίθουσα και σταμάτησε στη Ρία-Μία. Η Αρχιέρεια του Κρόνου πήγαινε προς τον μπουφέ. Μόνη.

Ο Ορείχαλκος βάδισε επίσης προς τα εκεί.

Η Ρία είχε μόλις πάρει ένα ποτήρι Γλυκό Κρόνο, όταν εκείνος βρέθηκε δίπλα της.

«Ο άνθρωπος που ήθελα να βρω ξαφνικά κοντά μου,» του είπε χαμογελώντας. «Ο Κρόνος άκουσε τις προσευχές μου.»

Ο Ορείχαλκος τής επέστρεψε το χαμόγελο. «Τι κάνεις, Ρία;»

«Μου λείπεις απίστευτα.»

«Πρόσεχε· η Μεγαλειοτάτη δεν είναι και τόσο μακριά.»

«Εκείνη σ’έστειλε σ’εμένα.» Η Ρία άγγιξε το ύφασμα του χιτώνα του, νιώθοντας το στήθος του κάτω από τα δαχτυλιδοφορεμένα δάχτυλά της. «Δε φταίω εγώ. Και η επίσκεψή σου τελείωσε με τόσο… τρομαχτικό τρόπο. Ίσως θα έπρεπε κάποτε να το επαναλάβουμε.» Ήπιε μια γουλιά από το ποτό της.

«Ίσως,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος, παίρνοντας ένα ποτήρι τάο βις από τον μπουφέ.

«Ακόμα και τώρα δεν θα ήταν αδύνατο. Γύρω από την αίθουσα υπάρχουν τόσα ήσυχα πλευρικά δωμάτια… και υπόσχομαι να μην κάνω πολλή φασαρία.» Ήταν λιγάκι μεθυσμένη, λιγάκι απρόσεχτη.

«Αν η Μεγαλειοτάτη το πάρει είδηση, μπορεί να αντιδράσει όπως αντιδρά η Μεγαλειοτάτη σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις.»

Η Ρία γέλασε. «Δε σε προσέχει πια τόσο όσο πριν, όμως!»

Και ήταν αλήθεια. Στην αρχή, η Παντοκράτειρα ήθελε συνέχεια να τον έχει κοντά της. Τώρα, λιγότερο. Δεν τον ακολουθούσε παντού, ούτε ζητούσε εκείνος να την ακολουθεί παντού. Κι ο Ορείχαλκος δεν είχε αποφασίσει αν αυτό άρεσε στον Ελκράσ’ναρχ ή όχι. Πάντως, οι Υπερασπιστές δεν είχαν πάψει τον κρυφό ψυχικό τους πόλεμο εναντίον του. Κάθε τόσο, φευγαλέα παράξενα πράγματα συνέβαιναν με σκοπό να τον τρομοκρατήσουν ή να τον αποπροσανατολίσουν. Το γεγονός ότι αυτές οι μέθοδοι είχαν ώς τώρα αποτύχει δεν έμοιαζε να αποθαρρύνει τον Ελκράσ’ναρχ, ο οποίος δεν φαινόταν για την ώρα να έχει άλλο τρόπο για να τον βγάλει από τη μέση.

«Θέλω να σου μιλήσω για κάτι,» είπε ο Ορείχαλκος στη Ρία-Μία, σοβαρά.

«Υπόσχομαι να μη σου κλείσω το στόμα.» Χαμογελούσε πίσω από την άκρη του ποτηριού της.

«Είναι κάτι που αφορά την Παντοκράτειρα,» τόνισε ο Ορείχαλκος.

Η Ρία-Μία αναστέναξε απογοητευμένα. «Και νομίζεις ότι μπορούμε να το συζητήσουμε εδώ; Θα ήταν αυτό πιο ασφαλές από εκείνο που προτείνω;»

Ο Ορείχαλκος ανασήκωσε τους ώμους, πίνοντας μια γουλιά τάο βις. «Απλώς μιλάμε, Ρία…»

«Πάμε κάπου πιο ήσυχα.» Έπιασε την άκρη του μανικιού του χιτώνα του.

Ο Ορείχαλκος αποφάσισε να μη φέρει αντίρρηση, και την ακολούθησε κάτω από μια λαξευτή καμάρα και έξω από την αίθουσα. Η μουσική του μεγάλου δωματίου ακουγόταν απόμακρα καθώς βάδιζαν ανάμεσα στα πλαϊνά δωμάτια. Η πόρτα ενός από αυτά ήταν μισάνοιχτη, σαν κάποιοι να είχαν μπει βιαστικά και να μην την είχαν κλείσει σωστά. Από τη σχισμάδα ο Ορείχαλκος είδε έναν άντρα και μια γυναίκα να κάνουν έρωτα. Η Κάλθρα-Λάντι και ο Κέσνελ-Ριθ – δύο αριστοκράτες της Ρελκάμνια τους οποίους η Αγαρίστη καλούσε σχεδόν πάντα στα πάρτι της. Πρέπει να ήταν παράφορα ερωτευμένοι, απ’ό,τι καταλάβαινε ο Ορείχαλκος, παρότι κι οι δυο τους ήταν παντρεμένοι. Η Αγαρίστη συχνά τού έλεγε ότι θα τους έκανε κάποια πλάκα, αλλά ώς τώρα δεν το είχε επιχειρήσει.

«Φαίνεται πως δεν είμαστε οι μόνοι με πονηρές σκέψεις,» σχολίασε η Ρία-Μία, αν και μόνο οι δικές της σκέψεις ήταν πονηρές.

Οδήγησε τον Ορείχαλκο σ’ένα γωνιακό δωμάτιο με μια ταπετσαρία στον τοίχο η οποία απεικόνιζε αερογέφυρες της Ρελκάμνια και αεροσκάφη να πετάνε από πάνω κι από κάτω τους, ανάμεσα σε ψηλούς ουρανοξύστες. Τα χέρια της Ρία πήγαν στα ρούχα του Ορείχαλκου, στην αγκράφα της ζώνης του, καθώς είχε ήδη αφήσει το ποτό της πάνω στο σκρίνιο.

«Περίμενε.» Ο Ορείχαλκος, αφήνοντας κι εκείνος το τάο βις του στο σκρίνιο, έπιασε τους καρπούς της. Η ζώνη του, λυμένη, γλίστρησε προς τα κάτω. «Σου είπα πως θέλω να σου μιλήσω.»

«Εντάξει, πες μου.» Έμοιαζε ενοχλημένη.

«Είσαι πολύ μεθυσμένη;»

Η Ρία συνοφρυώθηκε. «Αυτό θες να με ρωτήσεις;»

«Αν είσαι πολύ μεθυσμένη, δεν έχει νόημα να σου μιλήσω γι’αυτό που σκέφτομαι. Είναι σημαντικό.»

«Δεν είμαι πολύ μεθυσμένη,» τον διαβεβαίωσε η Αρχιέρεια του Κρόνου.

«Ωραία,» είπε ο Ορείχαλκος. «Άκουσέ με, τότε.» Την παρέσυρε προς τον καναπέ και κάθισαν.

Η Ρία-Μία έβγαλε τα παπούτσια της και σκαρφάλωσε επάνω, σαν πελώρια, καλοζωισμένη γάτα.

Είναι μεθυσμένη. Αλλά πότε άλλοτε θα βρω ώρα για να της μιλήσω; Ελπίζοντας να μην ήταν τελείως μεθυσμένη, της είπε για την παράξενη ενεργειακή μορφή επάνω στην Παντοκράτειρα. Για εκείνο το σκουλήκι που άρχιζε από τον πήχη της και τελείωνε στο αυχένα, καθιστώντας την πλοηγό του Ελκράσ’ναρχ.

Η Ρία-Μία, ακούγοντάς τα αυτά, είχε προς στιγμή ξεχάσει την ερωτική της διάθεση. «Καλά, και πώς… πώς το έμαθες εσύ;» Έμοιαζε φοβισμένη, όπως τότε που είχε συμβεί η απόπειρα δολοφονίας μέσα στον Ύψιστο Ναό, στα ίδια τα δωμάτιά της.

«Δεν έχει σημασία. Μου το ανέφερε… ένας μάγος–»

«Μάγος; Δε νομίζω ότι μάγος μπορεί να διακρίνει κάτι τέτοιο!»

«Δεν ξέρω πώς το έκανε, Ρία. Έχουν διάφορα ξόρκια που σχετίζονται με ενέργεια.»

«Ποιος μάγος ήταν αυτός; Ο Ρίμναλ;»

Ο Ορείχαλκος γέλασε. «Δε σοβαρολογείς…»

«Ποιος, τότε;»

«Δε μπορώ να σου απαντήσω, αυτή τη στιγμή. Αλλά θα πρέπει να με πιστέψεις ότι είναι αλήθεια.»

«Και λοιπόν; Τι θέλεις εγώ να κάνω;» Ήταν αμυντική ξαφνικά. Η όψη της έλεγε πως ο Ορείχαλκος – ξανά – την είχε μπλέξει σε κάτι που δεν ήθελε καθόλου να είναι μπλεγμένη.

«Ο μάγος μού είπε πως, αν κάποιος… ‘τραβήξει’ αυτό το σκουλήκι πάνω από την Αγαρίστη, μπορεί να το βγάλει· αλλά συγχρόνως θα τη σκοτώσει. Δε θέλω να σκοτωθεί, Ρία. Εσύ, ως Αρχιέρεια, ξέρεις ίσως πώς θα μπορούσε να… εξορκιστεί ένα τέτοιο πράγμα;»

Εκείνη αναστέναξε. «Ορείχαλκε… σε παρακαλώ… Άστο.»

Έσφιξε τους ώμους της. «Είναι πολύ σημαντικό.»

«Μου φαίνεται πως πληρώνω τη συναναστροφή μου μαζί σου πολύ ακριβά!» του είπε, θυμωμένα.

Ο Ορείχαλκος άφησε τους ώμους της. «Θα το ψάξεις στα αρχεία του Ναού; Θα δεις μήπως υπάρχει τρόπος να σώσουμε την Παντοκράτειρα;»

«Εντάξει, εντάξει, θα το ψάξω.»

«Μου το υπόσχεσαι;»

«Δε μπορώ να σου υποσχεθώ ότι, όντως, θα βρω κάτι, Ορείχαλκε!»

«Θα ψάξεις, όμως.»

«Σου είπα, θα ψάξω.»

Ο Ορείχαλκος ένευσε.

Και η Ρία, ξαφνικά, τον φίλησε, μπλέκοντας τα δάχτυλά της μέσα στα πορφυρά του μαλλιά. «Δώσε μου έναν καλό λόγο, τουλάχιστον,» του είπε, μιλώντας μέσα στο στόμα του.

Και ο Ορείχαλκος αποφάσισε να της δώσει έναν καλό λόγο, εκεί, επάνω στον καναπέ. Δε θα καθυστερούσαν, και η Αγαρίστη τού έμοιαζε απασχολημένη με το παιχνίδι του Ρίμναλ’μορ όταν είχαν φύγει από την αίθουσα· δε μπορεί να τον αναζητούσε τόσο γρήγορα.

Τα πόδια της Ρία-Μία ήταν στους ώμους του, το φόρεμά της σηκωμένο γύρω από τη μέση της και κατεβασμένο από τα στήθη της, που το ένα ήταν ακόμα κατά το ήμισυ μέσα στον υφασμάτινο στηθόδεσμο ενώ το άλλο έξω, η περισκελίδα της ήταν πεσμένη στο πάτωμα, και τα μάτια της ήταν κλειστά, το στόμα της ανοιχτό, όταν έφτασε στην κορύφωσή της. Ο Ορείχαλκος δεν τελείωσε μέσα της· αποτραβήχτηκε. Η Ρία άρπαξε τον αγκώνα του. «Στάσου!» του είπε: «δεν ήταν μόνο αυτό.» Ήταν τελείως γυμνός, ο χιτώνας και η περισκελίδα του ριγμένα δίπλα στον καναπέ.

«Λίγο ακόμα και κάποιος κάτι θα καταλάβει,» της αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος, ξεφεύγοντας από τη λαβή της και παίρνοντας από κάτω την περισκελίδα του για να τη φορέσει.

Η Ρία-Μία πρώτη φορά συναντούσε άντρα που δεν ήταν ανυπόμονος να τελειώσει – ειδικά έχοντας φτάσει σε τέτοιο σημείο – και παραξενεύτηκε. Αλλά αυτό απλά έκανε τον Ορείχαλκο ακόμα πιο ελκυστικό για εκείνη. «Εντάξει,» του είπε καθώς σηκωνόταν από τον καναπέ κι άρχιζε να ντύνεται. «Έχεις δίκιο.» Ήξερε πως αν η Αγαρίστη καταλάβαινε ότι αυτό είχε συμβεί, ίσως τα επακόλουθα να ήταν άσχημα. Δε θα της αρέσει που πήγα με τον αγαπημένο της σύζυγο χωρίς να τη ρωτήσω.

«Γύρνα πρώτη στην αίθουσα,» της είπε ο Ορείχαλκος.

Η Ρία ένευσε. Ναι, σκέφτηκε, καλύτερα να μη γυρίσουμε μαζί. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί να μας υποψιαστεί. Έστρωσε γρήγορα τα ρούχα της, φόρεσε τα παπούτσια της, και έκανε να φύγει από το δωμάτιο.

Αλλά ο Ορείχαλκος τής έπιασε το μπράτσο. «Μην ξεχάσεις αυτό που σου ζήτησα. Θέλω να μάθεις.»

Η Ρία κατένευσε ξανά. «Θα μάθω. Θα ψάξω.»

Και μετά, έφυγε από το δωμάτιο. Ο Ορείχαλκος άκουσε τα βήματά της ν’απομακρύνται.

Ήταν έτοιμος κι εκείνος να φύγει, όταν η Ανεμόφθαλμη μπήκε, και η όψη της έλεγε ότι ήταν στην κατάλληλη ψυχική κατάσταση για να σκοτώσει κάποιον.

«Σε εκπορνεύει και στις φίλες της, λοιπόν;» του είπε.

Ο Ορείχαλκος δεν ρώτησε πώς είχε ξαφνικά βρεθεί εδώ. Με τις αλλόκοτες δυνάμεις που διέθετε, ίσως να στεκόταν τόση ώρα σε κάποια γωνία του δωματίου, αόρατη για εκείνον και τη Ρία-Μία. «Ανεμόφθαλμη…» Δεν ήξερε τι να της πει. «Υπάρχει λόγος… Κι αν άκουσες–»

Εκείνη άρπαξε το ποτήρι με τον Γλυκό Κρόνο που η Ρία-Μία είχε αφήσει στο σκρίνιο και το εκτόξευσε πάνω σ’έναν τοίχο, θρυμματίζοντάς το. Ύστερα, στράφηκε και έφυγε.

«Ανεμόφθαλμη!»

Δεν του απάντησε, κι ο Ορείχαλκος δεν προσπάθησε να την κυνηγήσει γιατί φοβόταν πως υπήρχε κίνδυνος να δημιουργηθεί σκηνή: κι αυτό μπορεί να είχε άσχημη κατάληξη – για όλους τους.

Την επόμενη ημέρα, η Ανεμόφθαλμη είχε φύγει από το Παντοτινό Ανάκτορο. Δεν την έβρισκαν πουθενά.

«Γιατί έφυγε; Τι σου είπε;» τον ρώτησε η Αγαρίστη, μέσα στα διαμερίσματά της, σ’ένα δωμάτιο όλο γυάλινους τοίχους στο εσωτερικό των οποίων ψάρια κολυμπούσαν. Το πάτωμα ήταν από μαύρη πέτρα· το ίδιο και το ταβάνι.

«Τίποτα,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος.

«Δεν ξέρεις, δηλαδή, τον λόγο που την έκανε να φύγει;»

«Μάλλον την είχε κουράσει η ζωή στη Ρελκάμνια…»

«Δεν έπρεπε, όμως, να φύγει έτσι. Χωρίς ούτε ένα αντίο… Ήταν πολύ αγενές.» Η Παντοκράτειρα σταύρωσε τα χέρια της μπροστά της. Σήμερα είχε κόκκινο δέρμα και μαύρα μαλλιά – μοιάζοντας στην Ανεμόφθαλμη μόνο στα χρώματα και σε τίποτε άλλο.

«Μην την παρεξηγείς, αγάπη μου· ήταν πάντοτε λιγάκι απότομη.» Τώρα, όμως, με τις δυνάμεις που διέθετε, ο Ορείχαλκος αναρωτιόταν τι μπορεί να σκεφτόταν να κάνει. Ή μήπως είχε απλά αποφασίσει να εγκαταλείψει τη Ρελκάμνια; Αυτό θα ήταν το χειρότερο, γιατί ο Ορείχαλκος θεωρούσε ότι ίσως η Ανεμόφθαλμη να ήταν η τελευταία του ελπίδα για να σώσει την Αγαρίστη από την επιρροή του Ελκράσ’ναρχ.

10.

Η οικονομία της Ρελκάμνια χειροτέρευε όσο ο καιρός περνούσε, αλλά, φυσικά, ο Κλαρκ δεν ήταν πρόθυμος να αφήσει τα πράγματα στην τύχη. Ενώ οι φήμες που κυκλοφορούσαν στην Ατέρμονη Πολιτεία γίνονταν ολοένα και πιο δυσοίωνες για τους πολέμους στις άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος, ο Μάγος εξάπλωνε το πλαστό χρήμα του που δεν είχε και καμια διαφορά από το αυθεντικό χρήμα της Ρελκάμνια, έτσι όπως το είχε κατασκευάσει. Μπορούσε να τυπώνει όσο επιθυμούσε· το μόνο που τον εμπόδιζε ήταν ότι δεν ήθελε να εντοπίσει κάποιος πράκτορας της Παντοκράτειρας τις αρχικές πηγές του χρήματος. Έδινε λεφτά σε ανθρώπους σε φτωχογειτονιές· έκανε ανώνυμες δωρεές σε ναούς του Κρόνου (όπως αυτόν του Βισδέλου, στη Φιλήσυχη)· έδινε σε ξεπεσμένους αριστοκράτες, όπως τον Έκρελ-Καθ· έδινε σε φαλιρισμένους μικροεπιχειρηματίες που είχαν προβλήματα τώρα με την άσχημη οικονομική κατάσταση· έδινε σε διάφορες συμμορίες, από το Κοινόβιο ώς τα Σταυροδρόμια· έδινε ξανά στη Λίντα Ναράθλω, γιατί ο Σκοτ και η Ελίζα τού είχαν πει ότι οι πράκτορες της Παντοκράτειρας είχαν πάψει πια να την παρακολουθούν. Το χρήμα του Μάγου κυκλοφορούσε σαν επιπρόσθετο αίμα μέσα στις αρτηρίες ενός άρρωστου σώματος – και, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο δωρητής ήταν άγνωστος. Αυτοί που είχαν οικονομικό πρόβλημα επωφελούνταν, αλλά το γενικότερο πρόβλημα της οικονομίας, ως σύνολο, μεγάλωνε.

«Δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν όλοι να έχουν περισσότερα χρήματα αλλά η οικονομία να είναι πιο φτωχή,» είπε, ένα απόγευμα, η Ιωάννα στον Κλαρκ, ενώ βρίσκονταν στο καθιστικό του διαμερίσματός του, οι δυο τους και ο Ελπιδοφόρος.

«Η οικονομία δεν είναι αυτά τα χαρτάκια, Ιωάννα,» αποκρίθηκε ο μάγος, τσακίζοντας ένα εκατοστάδιο ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Η οικονομία είναι παραγωγή, είναι δημιουργία, είναι κίνηση των αγαθών. Δε φτιάχνεις μια οικονομία πλημμυρίζοντας τα πάντα με χαρτί.»

«Τι να πω; Η εκπαίδευσή μας ως Μαύρες Δράκαινες δεν περιλάμβανε οικονομική θεωρία…»

Ο Ελπιδοφόρος μειδίασε. Νόμιζε ότι είχε αρχίσει να συμπαθεί την Ιωάννα. Παλιότερα, δεν είχε επαφές με Μαύρες Δράκαινες, και είχε την εντύπωση πως, λογικά, θα ήταν όλες τους αγέλαστες φόνισσες· αλλά αυτό είχε αποδειχτεί αναληθές. Για την Ιωάννα, τουλάχιστον.

Ο Κλαρκ δεν περιορίστηκε μόνο στον οικονομικό πόλεμο εναντίον της Παντοκρατορικής εξουσίας της Ρελκάμνια. Μαζί με την Ιωάννα, τον Ελπιδοφόρο, και τους άλλους συμμάχους του οργάνωσε χτυπήματα και σε διάφορους στόχους μέσα στην Ατέρμονη Πολιτεία, έτσι ώστε τα πράγματα να διευκολυνθούν για τους επαναστάτες, όταν αυτοί έρχονταν εδώ από τις άλλες διαστάσεις.

Θέλοντας να δοκιμάσει τον Μέδμορ-Ράθωζ, ζήτησε πληροφορίες από αυτόν για πράκτορες της Παντοκράτειρας, κι εκείνος τού μίλησε για κάποιους που βρίσκονταν σε διάφορες θέσεις – τονίζοντας, όμως, πως τα πράγματα ήταν έτσι όταν εκείνος ήταν Ανώτατος Ελεγκτής στη Λαμπροφόρο· τώρα μπορεί να είχαν αλλάξει. Ο Κλαρκ, η Ιωάννα, και ο Ελπιδοφόρος συζήτησαν σχετικά με τις πληροφορίες και ήρθαν σε επαφή με τον Σκοτ και την Ελίζα, ώστε να διασταυρώσουν κάποια στοιχεία. Τελικά, πήραν την απόφασή τους.

Και η Ιωάννα πήγε στη Χορδή, για να ρωτήσει τον Νόρτεκ-Καθ, τον αδελφό του Έκρελ-Καθ, κάποια πράγματα για τον υπόγειο σιδηρόδρομο εκεί. Η αριστερή μεριά του προσώπου του ευγενή ήταν καμένη κι ανάγλυφη σαν χάρτης: μια άλλη γυναίκα πολύ πιθανόν να τη φρίκαρε, αλλά η Ιωάννα είχε δει και χειρότερα, και μια Μαύρη Δράκαινα, φυσικά, δεν «φρίκαρε» με τίποτα. Όταν είχε συνεννοηθεί με τον Νόρτεκ-Καθ, κατέβηκε μαζί του στις σήραγγες του σιδηρόδρομου και επιβιβάστηκαν σ’ένα τρένο – την ώρα που ο Μέδμορ-Ράθωζ είχε πει ότι, συνήθως, επέστρεφε μια πράκτορας της Παντοκράτειρας από τη δουλειά της.

Ο Νόρτεκ-Καθ, που είχε καταλάβει ότι η Ιωάννα ήταν δολοφόνος, αν και η ίδια δεν του είχε πει τίποτα – ούτε καν το όνομά της – ρώτησε καθώς βρίσκονταν μέσα σ’ένα κοσμοπλημμυρισμένο βαγόνι: «Ποιον θα σκοτώσεις;»

«Θα δεις,» του αποκρίθηκε εκείνη, και ο Νόρτεκ-Καθ γέλασε πίσω απ’τους ψηλούς γιακάδες της καπαρντίνας του. Η Ιωάννα ήταν σίγουρη πως τη γούσταρε πολύ τούτη την κατάσταση. Ο τύπος δεν ήταν με τα καλά του, αλλά αυτό δεν την πείραζε· αν ήταν με τα καλά του, δεν θα είχε επιμείνει νάρθει μαζί μου.

Τα έμπειρα μάτια της, μετά από λίγο, διέκριναν τον στόχο της, καθώς εκείνη κι ο Νόρτεκ διέσχιζαν τα βαγόνια του υπόγειου σιδηρόδρομου. Η γυναίκα στεκόταν πλάι σ’ένα παράθυρο, με την πλάτη ακουμπισμένη στο μεταλλικό τοίχωμα, διαβάζοντας την Πρωινή – μια εφημερίδα της Ρελκάμνια.

Η Ιωάννα την πλησίασε. Και περίμενε το τρένο να σταματήσει στον επόμενο σταθμό. Μόλις αυτό είχε συμβεί, τράβηξε ένα πιστόλι μέσα από τα ρούχα της και, σημαδεύοντας επιδέξια κάτω απ’τον αγκώνα, πυροβόλησε την πράκτορα της Παντοκράτειρας στο στομάχι και στο στήθος. Το όπλο ήταν μικρό αλλά πολύ δυνατό και καλοφτιαγμένο, με σφαίρες αιχμηρές που θρυμματίζονταν μέσα στον στόχο. Επίσης, είχε σιγαστήρα, αλλά και πάλι ακούστηκε σαν βροντή μέσα στο βαγόνι. Το μόνο που ο σιγαστήρας βοήθησε ήταν να αποπροσανατολίσει, προς στιγμή, τον φρουρό.

Κι αυτή η στιγμή έφτανε στην Ιωάννα και στον Νόρτεκ-Καθ για να χαθούν μέσα στο πανικόβλητο πλήθος.

«Θα σε ξαναδώ;» τη ρώτησε ο ευγενής, όταν είχαν βγει από τον υπόγειο και βρίσκονταν κοντά στο Εμπορικό Κέντρο της Χορδής. Μιλούσε σχεδόν σαν να είχαν πάει ραντεβού!

Η Ιωάννα μειδίασε κάτω από τα μαύρα γυαλιά της. «Δεν ξέρω· από τον Μάγο εξαρτάται.»

«Πες του να σε ξαναστείλει από τα μέρη μας. Έχει ωραίες περιοχές η Χορδή να σου δείξω.»

«Θα το έχω υπόψη.»

«Πώς σε λένε, αλήθεια;»

Η Ιωάννα γέλασε. «Ψάξε στις φωτογραφίες με καταζητούμενες από την Παντοκράτειρα,» του είπε, και τον χαιρέτησε, γλιστρώντας μέσα στο πλήθος πλάι σε μια καφετέρια που ενεργειακά άστρα αναβόσβηναν στην πινακίδα της.

Η Ιωάννα ήταν καλή στη δουλειά της· αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, αυτό δεν ήταν αρκετό. Υπήρχαν και μέρη όπου άλλοι σύμμαχοι του Κλαρκ ήταν σαφώς καλύτεροι από την Ιωάννα για να εισβάλουν.

Μέρη όπως η Α.Ε.Τ., η Ακαδημία Επιστημονικών Τεχνών.

Ήταν καλά φρουρούμενη, από διάφορες απόψεις, και, για να εισβάλει κάποιος χωρίς προσβάσεις, έπρεπε να κάνει σαματά. Ο Κλαρκ δεν νόμιζε ότι τώρα υπήρχε κανένας λόγος να κάνουν σαματά, και ο Ελπιδοφόρος τού έλεγε πως εκεί μέσα βρισκόταν ένας πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ που καλό θα ήταν να ξεφορτωθούν. Ήταν από τους παλιούς, μάλλον.

Ονομαζόταν Δημήτριος Αλλάνδρης, και ασχολιόταν με χυμικές ουσίες πιο επικίνδυνες ακόμα κι απ’αυτές που άρεσαν στον Λούη.

«Θα βγει εύκολα από τη μέση,» είπε ο Ελπιδοφόρος, «φτάνει αυτοί να μας βοηθήσουν.»

Αυτοί ήταν ο Σκοτ και η Ελίζα. Κι όταν ο Κλαρκ και ο Ελπιδοφόρος τούς μίλησαν, δέχτηκαν να βοηθήσουν. Έβλεπαν ότι η Παντοκρατορία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, και ότι οι πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ εξαφανίζονταν ο ένας μετά τον άλλο, και διαισθάνονταν πως καλύτερα να ήταν με τους ανθρώπους που φαινόταν ότι θα νικούσαν ετούτο τον πόλεμο.

«Θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε,» είπε ο Σκοτ στον Κλαρκ, «αλλά αν τύχει και μας καταλάβουν θέλω να υποσχεθείς ότι μετά μπορείς να μας κρύψεις.»

«Φυσικά και μπορώ να σας κρύψω,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Αν δεν μπορούσα, πώς θα επικοινωνούσαμε τόσο καιρό;»

Έτσι, ο Σκοτ και η Ελίζα ανέλαβαν μόνοι τους την επιχείρηση στην Α.Ε.Τ. Δεν είχαν δυσκολία να μπουν στο πελώριο οικοδόμημα της Ακαδημίας· ήταν κι οι δυο τους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Δείχνοντας τις ταυτότητές τους μπορούσαν να μπουν οπουδήποτε, να περάσουν οποιουσδήποτε φρουρούς χωρίς αυτοί να τους κάνουν καμία ερώτηση – εκτός αν κι οι ίδιοι ήταν πράκτορες. Διέσχισαν έτσι τους μεγάλους χώρους της Ακαδημίας και κατέβηκαν στα εργαστήρια όπου ο Δημήτριος Αλλάνδρης έκανε να πειράματά του μαζί με τους βοηθούς του.

Ο χώρος βρομούσε από τις παράξενες χυμικές ουσίες, και ο Σκοτ κι η Ελίζα είχαν φορέσει ελαφριές μάσκες αερίων προτού έρθουν εδώ. Δεν ήταν συνετό να τα αναπνέεις αυτά τα πράγματα με ανοιχτή μύτη και στόμα. Βάδιζαν κι οι δυο τους σαν να είχαν κάποια δουλειά σε τούτο το μέρος, ενώ είχαν τα χέρια τους κοντά στις λαβές των πιστολιών τους, που ήταν κρυμμένα μέσα στα ρούχα τους.

Ο λόγος που είχαν δώσει στους φρουρούς για την επίσκεψή τους σ’ετούτο το τμήμα της Α.Ε.Τ. ήταν πως είχαν την πληροφορία ότι κάτι ύποπτο συνέβαινε με τα κυκλώματα των εσωτερικών συστημάτων. Κι αυτό ήταν κάτι που οι φύλακες δεν μπορούσαν να αμφισβητήσουν γιατί, όντως, σήμερα κάτι έμοιαζε να μην πηγαίνει καλά – και τώρα μόλις είχαν απενεργοποιηθεί όλοι οι τηλεοπτικοί πομποί: όλες οι οθόνες πάνω από τις κονσόλες τους είχαν νεκρωθεί.

«Μην κάνετε τίποτα,» τους είχε πει η Ελίζα. «Θα το κοιτάξουμε εμείς.»

Ο Κλαρκ ήταν, φυσικά, που έπαιζε με τα συστήματα της Α.Ε.Τ., από μακριά, έχοντας σπάσει το εικονικό τοίχος προστασίας με τη μαγεία του και εισβάλλει μέσω των καλωδίων που συνέδεαν την Ακαδημία με το γενικό δίκτυο τηλεπικοινωνιών της Ρελκάμνια. Η αιτία για όλα τούτα δεν ήταν μόνο για να έχουν δικαιολογία να μπουν ο Σκοτ και η Ελίζα – δεν χρειάζονταν καμία δικαιολογία για να μπουν – αλλά, κυρίως, για να αχρηστευτούν οι τηλεοπτικοί πομποί.

Τώρα, η Ελίζα έβλεπε το ψυχρό μάτι ενός τηλεοπτικού πομπού να κοιτάζει εκείνη και τον Σκοτ καθώς διέσχιζαν τον υπόγειο διάδρομο, και ήξερε ότι ο πομπός ήταν νεκρός· δεν υπήρχε κίνδυνος εντοπισμού ή καταγραφής της παρουσίας τους εδώ.

Έφτασαν στους θαλάμους όπου βρίσκονταν ο Δημήτριος Αλλάνδρης και οι βοηθοί του. Πίσω από τη γυάλινη πόρτα, ο Σκοτ και η Ελίζα είδαν τρεις από τους τελευταίους – δύο νεαρούς και μια κοπέλα – καθώς και τον ίδιο τον επιστήμονα, που δεν ήταν μικρής ηλικίας. Εργάζονταν όλοι τους κοντά σε κάτι μηχανήματα με πληκτρολόγια, οθόνες, και ειδικές θυρίδες για φιάλες. Σε μια γωνία βρίσκονταν τρία μεγάλα δοχεία, τα δύο ψηλά και λιγνά, το μεσαίο κοντύτερο και παχύ.

Ο Σκοτ και η Ελίζα μπήκαν στο εργαστήριο τραβώντας τα πιστόλια τους. Εξαπέλυσαν ενεργειακές ριπές καταπάνω στους βοηθούς, αναισθητοποιώντας τους προτού εκείνοι προλάβουν να αντιδράσουν, και μετά γύρισαν τα όπλα στη θανατηφόρα λειτουργία. Ο Δημήτριος, παρά την ηλικία του, είχε προλάβει να πιάσει κι εκείνος ένα πιστόλι, αλλά, πριν το χρησιμοποιήσει, ο Σκοτ φύτεψε μια σφαίρα στο κρανίο του.

Στο δρόμο της επιστροφής συνέχισαν να φοράνε τις μάσκες τους, και, στο σύστημα ελέγχου του συγκεκριμένου τμήματος της Α.Ε.Τ., σκότωσαν τους φρουρούς με τους οποίους είχαν αρχικά μιλήσει. Ο Σκοτ τούς ξέκανε και τους δύο χωρίς πυροβολισμούς, για να μη γίνει φασαρία: τους κάρφωσε μ’ένα ξιφίδιο, τον έναν μετά τον άλλο, γρήγορα κι επιδέξια, αδίστακτα, ύστερα από χρόνια εμπειρίας ως δολοφόνος. Ούτε εκείνος ούτε η Ελίζα είχαν πει στους φρουρούς τα ονόματά τους, και δεν ήταν βέβαιοι ότι αυτοί τα είχαν διαβάσει επάνω στις ταυτότητές τους, μα καλύτερα να μην έμεναν ζωντανοί άνθρωποι που μπορούσαν να τους αναγνωρίσουν.

Οι έρευνες που έγιναν αργότερα, για τον φόνο του Δημήτριου Αλλάνδρη, δεν αποκάλυψαν τίποτα. Όλοι οι πράκτορες της Παντοκράτειρας, όμως, έδειχναν να είναι σίγουροι πως ο Στίβεν Νέλκος και οι σύμμαχοί του τον είχαν σκοτώσει.

«Δίχως αμφιβολία,» είπε ο Σκοτ, μιλώντας μ’έναν Ελεγκτή, σε μια συγκέντρωση πρακτόρων επάνω στην ταράτσα μιας εικοσαώροφης πολυκατοικίας, πλάι από την οποία περνούσε μια αερογέφυρα. «Ο Στίβεν Νέλκος είναι, ίσως, η χειρότερη απειλή που έχει γνωρίσει η διάστασή μας ώς τώρα. Βεβαιωθείτε ότι την επόμενη φορά θα τον εντοπίσετε και θ’ακολουθήσετε τα ίχνη του.» Τέτοια πράγματα τα έλεγαν κάθε φορά, βέβαια, αλλά, όπως ο Σκοτ πολύ καλά ήξερε, ήταν αδύνατο να γίνουν, δεδομένης της φύσης του Φαντασκευάσματος.

11.

Η Ανεμόφθαλμη περιφερόταν στους δρόμους της Ατέρμονης Πολιτείας, αναζητώντας σημάδια. Προσπαθούσε να βρει μέρη όπου τα όνειρά της διασταυρώνονταν με την πραγματικότητα. Μέρη όπου το όνειρο και η πραγματικότητα συνδυάζονταν, δίνοντάς της πληροφορίες για το πού βρισκόταν ο κρυφός Άζ’λεφκ.

Δεν έμενε στο ίδιο σημείο για πολύ: άλλαζε ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Μερικές φορές, κοιμήθηκε και στον δρόμο, ανάμεσα σε αστέγους: κάτω από μια γέφυρα· στις όχθες της Μικρής Θάλασσας, πίσω από μια μεγάλη αποθήκη καύσιμων υλών· μέσα σε μια σήραγγα που από δίπλα ακουγόταν να μουγκρίζει ένας υπόγειος σιδηρόδρομος.

Το β’ζάιλ της περιφερόταν γύρω της, πάντοτε προσέχοντας για μάτια που την παρακολουθούσαν. Η Ανεμόφθαλμη δεν ήθελε οι πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ να ξέρουν πού βρίσκεται.

Και ποτέ δεν περνούσε από εκεί όπου τηλεοπτικοί πομποί μπορούσαν να τη δουν. Ή, αν ήταν αναγκασμένη να περάσει, φρόντιζε να φορά κάπα και να είναι κουκουλωμένη, σαν άστεγη· ή έκανε το ενεργειακό κύκλωμα του πομπού να συγχυστεί για λίγο, προκαλώντας δυσλειτουργία στο μηχάνημα.

Η Ανεμόφθαλμη δεν ήθελε πια να βρίσκεται κοντά στον Ορείχαλκο – όχι όσο εκείνος ήταν στο Παντοτινό Ανάκτορο, τουλάχιστον – αλλά δεν ήταν και πρόθυμη να φύγει από τη Ρελκάμνια. Το όλο ζήτημα με τον κρυφό Άζ’λεφκ και τη συμφωνία του με τον Ελκράσ’ναρχ τής είχε κινήσει την περιέργεια, και σκόπευε να μάθει περισσότερα. Επιπλέον, ήταν και δύο άλλα πράγματα που την παρακινούσαν. Πρώτον, ότι η συμφωνία του κρυμμένου Άζ’λεφκ έμοιαζε να επηρεάζει όλους τους Άζ’λεφκ (και όλο το Γνωστό Σύμπαν, επίσης). Δεύτερον, ότι η ήττα του Ελκράσ’ναρχ θα ελευθέρωνε τον Ορείχαλκο από τη θέση του πλάι στην Αγαρίστη. Η Ανεμόφθαλμη εξακολουθούσε, φυσικά, να θέλει να τον βοηθήσει· η αγάπη της γι’αυτόν δεν είχε σβήσει. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Είχαν ζήσει τόσα μαζί.

Δεν έπρεπε ποτέ να είχε συμφωνήσει να την παντρευτεί! Ποτέ! Καλύτερα να είχε αφήσει τον Ρουμπίνη, τον αδελφό του, να γίνει σύζυγος της Παντοκράτειρας. Θα ταίριαζαν οι δυο τους.

Και η Ανεμόφθαλμη συνέχιζε την αναζήτησή της μέσα στους δρόμους της Ρελκάμνια, γνωρίζοντας την κοινωνία αυτής της παράξενης διάστασης από κοντά, καταλαβαίνοντας τους ανθρώπους της λιγάκι περισσότερο απ’ό,τι παλιά, αλλά εξακολουθώντας να μην κατανοεί τον τρόπο ζωής τους. Ζούσαν σαν ποντίκια, κλεισμένοι μέσα σε πελώριους πέτρινους και μεταλλικούς λαβυρίνθους! Πώς άντεχαν; Στη Σάρντλι υπήρχαν πόλεις, ναι, αλλά όχι σαν την Ατέρμονη Πολιτεία· και υπήρχαν και τόσες ανοιχτές εκτάσεις, επίσης: τόσες ζούγκλες και έρημοι, σαβάνες και λιβάδια, βάλτοι και λίμνες, όχθες και οροπέδια. Από την άλλη, βέβαια, τα πάντα συνηθίζονται στο τέλος, σκεφτόταν η Ανεμόφθαλμη, που πίστευε πως είχε αρχίσει να συνηθίζει τη Ρελκάμνια παρότι δεν της άρεσε.

Οι μέρες περνούσαν, και η αναζήτησή της εξακολουθούσε. Από δρόμο σε δρόμο σε δρόμο πήγαινε, και τα σημάδια νόμιζε πως κάπου την οδηγούσαν. Είχε την αίσθηση πως, σύντομα, θα έβρισκε τον κρυφό Άζ’λεφκ, θα μάθαινε γιατί εκείνος κρυβόταν.

Στα όνειρά της συναντούσε τον Τες και μιλούσε μαζί του· διασταύρωναν πληροφορίες. Πολλά από αυτά που της έλεγε, ή που της έδειχνε, στον ονειρικό κόσμο τη βοηθούσαν στην έρευνά της στον υλικό κόσμο.

Και η Ανεμόφθαλμη πλησίαζε… Πλησίαζε…

Από τον έναν δρόμο στον άλλο.

Από τη μια πινακίδα στην άλλη.

Από τη μια φευγαλέα εντύπωση, τη μια μνημονική αντήχηση, στην άλλη.

Γωνίες, πόρτες, αξιοθέατα, πλατείες, καταστήματα – σημάδια επάνω σ’έναν απέραντο τρισδιάστατο χάρτη.

Γνώρισε τη συνοικία που οι κάτοικοι της Ρελκάμνια ονόμαζαν Σύμφυρμα και δεν ήταν και τόσο μακριά από το Παντοτινό Ανάκτορο. Γνώρισε τη συνοικία που λεγόταν Πλωτή και ήταν γεμάτη κανάλια και βάρκες. Γνώρισε τον Επιλογέα που βρισκόταν πλάι στον Πλευροπόταμο. Πήρε πλοίο και ταξίδεψε πάνω σ’αυτό το ποτάμι και στη Μεγάλη Θάλασσα. Γνώρισε τη Φιλήσυχη, κι έναν ιερέα εκεί, τον Βισδέλο (ο Τες τής είχε μιλήσει γι’αυτόν – της είχε πει ότι ήταν γνωστός και σύμμαχος του Κλαρκ), ο οποίος διεύθυνε μια μικρή πυραμίδα, έναν ναό του Κρόνου. Γνώρισε τη Βελόνα, τη Σταχτόχρωμη. Έζησε για λίγες μέρες μέσα στο πελώριο Εμπορικό Κέντρο στις δυτικές ακτές της Μεγάλης Θάλασσας – ένας ολόκληρος μικρόκοσμος από μόνο του. Κατέληξε στη Χαρμόσυνη, έχοντας κάνει κύκλο σχεδόν μέχρι τον Επιλογέα πάλι.

Κι εκεί, στη Χαρμόσυνη, νόμιζε ότι είχε, επιτέλους, βρει εκείνο που αναζητούσε.

Ακολούθησε έναν δρόμο, μέσα στο ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι, και μετά από λίγο είχε την αίσθηση πως είχε περάσει σε άλλη συνοικία της Ρελκάμνια. Τα οικοδομήματα είχαν γίνει… λιγάκι διαφορετικά. Μια δύσκολο να καθοριστεί αλλαγή· η Ανεμόφθαλμη ήταν, όμως, βέβαιη ότι τώρα βρισκόταν αλλού.

Ετούτο το μέρος ήταν γεμάτο δουλειά. Της έφερνε στο μυαλό χρήμα και συναλλαγή. Η Ανεμόφθαλμη είδε τραπεζικά καταστήματα το ένα κατόπιν του άλλου. Είδε υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών και υπηρεσίες ασφαλείας. Είδε μαγαζιά ρούχων με γυαλιστερά κοστούμια και ταγέρ στις βιτρίνες τους. Μαγαζιά που πουλούσαν επαγγελματικές τσάντες και βαλίτσες. Μαγαζιά που ασχολούνταν με την εκτύπωση επάνω σε χαρτί. Πολυτελή καταστήματα που πουλούσαν συσκευές εξελιγμένης τεχνολογίας. Οθόνες ήταν ανοιχτές πίσω από βιτρίνες· μέσα σε μερικές η Ανεμόφθαλμη είδε την κουκουλωμένη όψη της – και οι οθόνες έσβησαν, καθώς η Άζ’λεφκ μπέρδεψε την ενεργειακή ροή τους.

Μας ακολουθεί κανένας; ρώτησε την πνευματική οντότητα που περιφερόταν γύρω της.

Όχι, αποκρίθηκε το β’ζάιλ. Μας έχουν χάσει εδώ και καιρό. Δε μ’αρέσει, όμως, ετούτη η διάσταση… δε μ’αρέσει καθόλου… Συνέχεια παραπονιόταν – και η Ανεμόφθαλμη δεν μπορούσε να πει ότι δεν συμφωνούσε μαζί του.

Τώρα, όμως, έβλεπε πάλι σημάδια από τα όνειρά της καθώς βάδιζε σ’αυτή την περιοχή. Είμαι κοντά, σκέφτηκε.

Μια τράπεζα. Ναι, την είχε δει στα όνειρά της πολλές φορές αυτή την τράπεζα – και ο Τες, επίσης. Η πινακίδα της έγραφε ΓΕΝΙΚΟ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. Ήταν από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ρελκάμνια, απ’ό,τι είχε μάθει η Ανεμόφθαλμη. Η μεγαλύτερη, ίσως. Κι αυτό ακριβώς το κατάστημα του Γ.Α.Σ. ήταν που είχε δει στα όνειρά της· ήταν βέβαιη.

Και μετά, μια καφετέρια, απέναντι του.

Η Ανεμόφθαλμη κοίταξε προς τα εκεί, κι ανάμεσα στον κόσμο ατένισε έναν άντρα να στέκεται μπροστά σ’ένα ψηλό τραπεζάκι πίνοντας καφέ. Λευκόδερμος, μαύρα μαλλιά, μαύρο μούσι. Η ενεργειακή και η πνευματική του μορφή ήταν καλυμμένες, αλλά ένας Άζ’λεφκ δεν μπορούσε εύκολα να κρυφτεί από έναν άλλο – ειδικά από τέτοια απόσταση.

Και το ίδιο ίσχυε και για την Ανεμόφθαλμη.

Ο άντρας γύρισε και την κοίταξε. Τα βλέμματά τους, προς στιγμή, διασταυρώθηκαν.

Εκείνος σηκώθηκε απ’το τραπέζι του και βάδισε, γρήγορα, προς το μέρος της. Εκείνη στράφηκε και πήγε προς έναν σοκάκι. Πίσω της, τον άκουσε να τρέχει.

Ωραία. Η Ανεμόφθαλμη ήθελε να την ακολουθήσει.

Σταμάτησε μέσα στο σοκάκι. Δύο ζητιάνοι ήταν εδώ, τυλιγμένοι σε κουβέρτες. Επηρεάζοντας την πνευματική τους μορφή, κάνοντάς τους να τρομάξουν λιγάκι, να φοβηθούν ότι η Ανεμόφθαλμη ίσως να ήταν ασφαλίτης ή εγκληματίας, τους εξανάγκασε να σηκωθούν και να φύγουν χωρίς να τους πει τίποτα.

Ο άλλος Άζ’λεφκ μπήκε επίσης στο σοκάκι, και η Ανεμόφθαλμη τον άκουσε να σταματά μερικά βήματα πίσω της.

Είναι σαν εσένα, και δεν μου μοιάζει τόσο φιλικός, την προειδοποίησε το β’ζάιλ της.

«Φύγε, πνεύμα!» πρόσταξε ο άγνωστος Άζ’λεφκ, και η Ανεμόφθαλμη αισθάνθηκε μια πνευματική δύναμη να προσπαθεί να διώξει το β’ζάιλ της, να το ξορκίσει μέσα στους λαβυρινθώδεις δρόμους της Ατέρμονης Πολιτείας, να το δώσει, ίσως, τροφή στα μολυσμένα πνεύματα των καπνών, του χρήματος, των μηχανών, και της ενέργειας τα οποία φώλιαζαν στις τρύπες ετούτης της διάστασης.

Η Ανεμόφθαλμη απέστρεψε τη δύναμη του άλλου Άζ’λεφκ, και γύρισε να τον αντικρίσει.

«Το πνεύμα είναι δικό μου,» του είπε, κοιτάζοντάς τον μέσα απ’την κουκούλα της, παρατηρώντας τώρα ότι ήταν ντυμένος με σκούρο μπλε κοστούμι και ότι μια επαγγελματική τσάντα κρεμόταν διαγώνια από τον ώμο του.

«Ποια είσαι;» ρώτησε ο Άζ’λεφκ. «Πώς με βρήκες;» Την πλησίασε. Σε απόσταση ενός χεριού, τώρα.

«Θέλω να σου μιλήσω. Για τον Ελκράσ’ναρχ.»

«Γνωρίζεις πράγματα που δεν έπρεπε να γνωρίζεις!» Τα μάτια του στένεψαν, γυαλίζοντας, παρατηρώντας την όπως τα θηρία της Σάρντλιας ζούγκλας παρατηρούν το θήραμά τους· και η Ανεμόφθαλμη είχε μια αίσθηση τρομερής απειλής, σαν αυτός ο άνθρωπος να μπορούσε πραγματικά να την καταβροχθίσει. Νόμιζε πως το πνεύμα του άνοιγε δύο πελώρια σαγόνια γεμάτα κοφτερά δόντια.

Ψυχοβόρος…

«Η συμφωνία σου μαζί του μας έχει δεσμεύσει όλους!» του είπε η Ανεμόφθαλμη.

Γύρω από τους δύο Άζ’λεφκ, η πραγματικότητα της διάστασης είχε αρχίσει να αποσταθεροποιείται. Οι τοίχοι των οικοδομημάτων που σχημάτιζαν το σοκάκι έτριζαν σαν δεκάδες μικροσκοπικές μηχανές να έτρεχαν στο εσωτερικό τους. Στον αέρα, άστρα λαμπύριζαν κι εξαφανίζονταν, σαν τα πάντα να είχαν μετατραπεί σε μικρογραφεία ενός ατέρμονου ουρανού.

Ο άγνωστος Άζ’λεφκ άπλωσε το χέρι του κι άγγιξε τον ώμο της Ανεμόφθαλμη, κι εκείνη είδε τα πελώρια πνευματικά σαγόνια να έρχονται καταπάνω της. Τα αισθάνθηκε να δαγκώνουν την ψυχή της και να προσπαθούν να την απορροφήσουν, να την τραβήξουν προς την ψυχή του άγνωστου Άζ’λεφκ – να την αφομοιώσουν.

Προς στιγμή, παρέλυσε. Σαστισμένη.

Μετά, το β’ζάιλ της όρμησε στον άγνωστο Άζ’λεφκ, όπως ένα κουσ’τνάκα πέφτει πάνω σ’ένα δυνατό λιοντάρι και το τσιμπά με λύσσα.

Ο Άζ’λεφκ κραύγασε, κι αποπροσανατολίστηκε για λίγο, μην ξέροντας προς τα πού να στρέψει τις δυνάμεις του. Η Ανεμόφθαλμη τον χτύπησε με το πνεύμα της, αποτινάζοντας τα σαγόνια του από την ψυχή της. Κλότσησε στην κοιλιά το υλικό του σώμα και τον έσπρωξε, κάνοντάς τον να παραπατήσει και να πέσει πάνω σ’έναν τοίχο.

Ύστερα στράφηκε κι έτρεξε, για ν’απομακρυνθεί απ’αυτόν όσο περισσότερο μπορούσε. Διότι είχε καταλάβει πως οι δυνάμεις του ήταν τεράστιες. Ήταν σαν ένα πελώριο ψάρι που καταβροχθίζει μικρότερα ψάρια. Ήταν σαν όχι ένας Άζ’λεφκ αλλά πολλοί.

Έχει αφομοιώσει κι άλλους, προτού επιχειρήσει ν’αφομοιώσει εμένα, συνειδητοποίησε η Ανεμόφθαλμη, καθώς χανόταν μέσα στους δρόμους της Ατέρμονης Πολιτείας.

12.

«Η Ανεμόφθαλμη τον βρήκε, κι εκείνος προσπάθησε να τη φάει,» είπε ο Τες.

Ήταν δύο ώρες πριν από τα ξημερώματα, και ο Άζ’λεφκ τούς είχε ξυπνήσει για να τους μιλήσει. Ο Κλαρκ, η Ναλτάφιρ, ο Ελπιδοφόρος, και η Ιωάννα ήταν συγκεντρωμένοι στο καθιστικό του διαμερίσματος του μάγου· και οι Πειθαρχικοί του Κενού, φυσικά, αιωρούνταν όπως συνήθως στις άκριες του δωματίου.

«Τι θα πει ‘να τη φάει’;» απόρησε ο Ελπιδοφόρος.

«Να την αφομοιώσει,» εξήγησε ο Τες μετά από λίγη σκέψη.

«Δε μπορώ να πω πως κατάλαβα καλύτερα τώρα…»

«Ο Άζ’λεφκ αυτός αφομοιώνει άλλους Άζ’λεφκ,» είπε ο Τες.

Η Ναλτάφιρ συνοφρυώθηκε, παραξενεμένη και νιώθοντας συγχρόνως την περιέργειά της κεντρισμένη. «Μπορεί ο ένας Άζ’λεφκ να αφομοιώσει τον άλλο;»

«Εγώ δεν μπορώ να το κάνω. Ούτε νομίζω πως κι η Ανεμόφθαλμη μπορεί. Αλλά όλοι οι Άζ’λεφκ, παρότι είναι ίδιοι, επίσης δεν είναι ίδιοι.»

«Εννοείς ότι έχουν διαφορετικές δυνάμεις;» είπε ο Κλαρκ.

Ο Τες το σκέφτηκε. «Ναι, θα μπορούσες να το πεις έτσι.»

«Κι αυτός ο συγκεκριμένος Άζ’λεφκ τρώει άλλους Άζ’λεφκ… Πώς τους τρώει; Τους σκοτώνει;»

«Δεν ξέρω. Υποθέτω πως εξαφανίζονται, αφού έχουν γίνει έναν μ’αυτόν. Έχει ήδη καταβροχθίσει αρκετούς Άζ’λεφκ, νομίζει η Ανεμόφθαλμη, γι’αυτό κιόλας είναι πολύ δυνατός.»

«Και τι πρέπει να κάνουμε μαζί του;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος. «Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε κάτι τέτοιο; Μπορούμε απλά να πάμε και να τον σκοτώσουμε; – εννοώ, κανονικά, με όπλα, ή με τους Πειθαρχικούς του Κενού.»

Ο Τες (φυσικά) το σκέφτηκε, έχοντας το γενειοφόρο σαγόνι του ακουμπισμένο στα ενωμένα μικρότερα χέρια του. «Κανένας δεν είναι αθάνατος, Ελπιδοφόρε,» αποκρίθηκε τελικά. «Οι πάντες – τα πάντα – πεθαίνουν. Αλλά είμαι βέβαιος πως ο Άζ’λεφκ αυτός θα είναι καλά προστατευμένος.»

«Επιπλέον, εκτός από την περιγραφή της Ανεμόφθαλμης,» είπε η Ιωάννα, πρακτικά, «δεν έχουμε κανένα άλλο στοιχείο για να τον εντοπίσουμε.» Τράβηξε ένα τσιγάρο που ήταν πιασμένο στην τιράντα του μαύρου στηθόδεσμού της και το άναψε μ’έναν λιγνό αναπτήρα που πήρε ανάμεσα από τα στήθη της. Επάνω της είχε ριγμένη μόνο μια ελαφριά ρόμπα.

Η Ναλτάφιρ ρώτησε τον Τες: «Έχεις τη νοητική εικόνα του Άζ’λεφκ στο μυαλό σου, ή η Ανεμόφθαλμη μόνο σού είπε πώς είναι η όψη του;»

«Μου τον περιέγραψε μόνο: με λόγια. Αν προσπαθούσε, μέσα στο όνειρο, να καλέσει την εικόνα του… φοβάμαι ότι ίσως αυτό να ήταν επικίνδυνο.»

«Γιατί;»

«Ίσως να μας έβρισκε.»

«Θα μπορούσε να σας επιτεθεί μέσα στον ονειρικό κόσμο;» ρώτησε η Ναλτάφιρ.

«Δεν είμαι βέβαιος,» αποκρίθηκε ο Τες, «αλλά δεν αποκλείεται.» Δεν την αποκαλούσε πια Απόμακρη Θεά, ποτέ, αν και την έβλεπε με ελαφρώς διαφορετικό μάτι απ’ό,τι τους υπόλοιπους· η Ναλτάφιρ το αντιλαμβανόταν. Εκείνη ήταν η οδηγός του· εκείνη τον είχε φέρει σ’αυτό το καινούργιο, για τον Τες, σύμπαν· εκείνη τού είχε ανοίξει τον δρόμο για ετούτο το ταξίδι.

«Τι θα κάνουμε, λοιπόν;» ρώτησε η Ιωάννα.

Ο Κλαρκ είπε: «Ο Άζ’λεφκ μένει, κατά πάσα πιθανότητα, στον Χρηματιστή: μια συνοικία κοντά στη Χαρμόσυνη, νότια του Εμπορικού Κέντρου στις δυτικές όχθες της Μεγάλης Θάλασσας. Έτσι όπως περιέγραψε η Ανεμόφθαλμη το μέρος, μόνο ότι βρισκόταν εκεί μπορώ να καταλήξω. Άλλωστε, στον Χρηματιστή είναι το μεγαλύτερο κατάστημα του Γενικού Αποταμιευτικού Συστήματος. Το κεντρικό του.»

«Δε νομίζω, πάντως, πως είναι λογικό να βρούμε τον Άζ’λεφκ και να τον σκοτώσουμε,» είπε η Ναλτάφιρ. «Το όλο θέμα είναι να μάθουμε τι ακριβώς γίνεται με τον Ελκράσ’ναρχ και την Αγαρίστη.»

«Η Ανεμόφθαλμη θα μπορούσε να το είχε λύσει ήδη αυτό το πρόβλημα, αν ήθελε,» είπε η Ιωάννα. «Αλλά φοβόταν μην τη σκοτώσει. Άλλοι θα έκαναν το παν για να σκοτώσουν την Παντοκράτειρα, κι εκείνη φοβόταν μην τη σκοτώσει!»

«Μπορεί να μην τα κατάφερνε, ακόμα κι αν προσπαθούσε,» είπε ο Τες.

Η Ιωάννα στράφηκε να τον κοιτάξει.

«Ο Ελκράσ’ναρχ θα την εμπόδιζε,» εξήγησε ο Άζ’λεφκ· «και είναι πολύ ισχυρός, ακόμα και για κάποιον σαν εμένα ή σαν εκείνη.»

«Ο Τες έχει δίκιο,» είπε η Ναλτάφιρ. «Καλύτερα που τα πράγματα εξελίχτηκαν έτσι όπως εξελίχτηκαν. Εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να βρούμε τον κρυφό Άζ’λεφκ και να μάθουμε από αυτόν τι έχει γίνει, και πώς θα μπορούσαμε να λύσουμε το πρόβλημα.»

«Αφού εκείνος δημιούργησε το πρόβλημα, μάλλον δεν θα θέλει και να το λύσει,» είπε ο Ελπιδοφόρος.

«Γιατί, όμως;» έθεσε το ερώτημα ο Κλαρκ, κι όλοι στράφηκαν να τον κοιτάξουν. «Εννοώ, γιατί έκανε τη συμφωνία που έκανε με τον Ελκράσ’ναρχ; Δε μπορώ να καταλάβω τι έχει να κερδίσει. Μπορείς εσύ;» Ατένιζε τον Τες, τώρα.

Εκείνος, μετά από σκέψη, κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι. Όμως… Αν, όμως, εμείς αντιμετωπίζαμε τον κρυφό Άζ’λεφκ – εγώ και η Ανεμόφθαλμη – ίσως να μπορούσαμε να μάθουμε τα πάντα που έχει κάνει. Δεδομένου ότι θα βγούμε νικητές από μια τέτοια αναμέτρηση.»

«Κι αν δεν βγείτε νικητές;» ρώτησε ο Κλαρκ.

«Τότε, μάλλον, θα μας αφομοιώσει.»

«Νομίζεις ότι θα μπορούσατε οι δυο σας να τον νικήσετε;» είπε η Ναλτάφιρ.

«Δεν ξέρω.»

«Κι αν σας νικήσει,» είπε ο Κλαρκ, «ίσως όλα να τελειώσουν. Εμείς, μόνοι μας, μπορεί να μην έχουμε από κει και πέρα τρόπο να βρούμε μια λύση.»

«Γιατί δεν προσπαθούμε, για την ώρα, απλά να μάθουμε περισσότερα πράγματα για τον άνθρωπο που μας ενδιαφέρει;» πρότεινε η Ιωάννα. «Το όνομά του, τουλάχιστον. Ούτε το όνομά του δεν ξέρουμε!»

«Ναι· το καλύτερο ίσως θα ήταν να αρχίσουμε από εκεί,» συμφώνησε ο Κλαρκ.

13.

Μέσα στις επόμενες ημέρες, έμαθαν από το Παντοκρατορικό Δίκτυο (στο οποίο εισέβαλλε άνετα ο Κλαρκ) ότι ο Στρατός της Παντοκράτειρας είχε ηττηθεί στην Απολλώνια. Ύστερα από μια τελευταία μάχη μπροστά στον Ερειπιώνα, είχε υποχωρήσει επιστρέφοντας εδώ, στη Ρελκάμνια. Το νέο δεν είχε διαρρεύσει στα επίσημα μέσα μαζικής ενημέρωσης ακόμα, γιατί, προφανώς, οι πράκτορες της Παντοκράτειρας δεν ήθελαν να πέσει το ηθικό των κατοίκων της διάστασης. Σύντομα, όμως, η τελική ήττα στην Απολλώνια θα μαθευόταν· δεν μπορούσαν να την κρατάνε για πάντα κρυφή.

Επίσης, πάλι μέσω του Παντοκρατορικού Δικτύου (και του Κλαρκ), πληροφορήθηκαν ότι το ίδιο είχε συμβεί και στη Βίηλ. Ο Παντοκρατορικός Στρατός είχε υποχωρήσει και από εκεί, ύστερα από μια σειρά ήττες σε όλα τα πριγκιπάτα της διάστασης.

Αυτά τα νέα τούς χαροποίησαν όλους. Εκτός από τη Βάρμη, η οποία ήταν προβληματισμένη.

«Είσαι μαζί μας τώρα,» της είπε ο Ελπιδοφόρος· «μη μπερδεύεσαι. Είσαι με την Επανάσταση, και κανένας δεν πρόκειται να σε κατηγορήσει επειδή κάποτε ήσουν διοικήτρια της προσωπικής φρουράς της Παντοκράτειρας.»

«Δε μ’ανησυχεί αυτό,» αποκρίθηκε η Βάρμη.

Βρίσκονταν στο καθιστικό των διαμερισμάτων του Κλαρκ, εκείνη, ο Ελπιδοφόρος, και η Ιωάννα. Η παρουσία του Άερ’θλαρ και της Άι’νιρ ήταν σχεδόν αόρατη, καθώς αιωρούνταν στις γωνίες του δωματίου, θυμίζοντας ολογράμματα.

«Τι σ’ανησυχεί, τότε;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος. «Σκέφτεσαι τον άντρα σου;»

Η Βάρμη ένευσε καθώς βημάτιζε νευρικά μέσα στο δωμάτιο. «Ναι, και αυτόν…» Αναστέναξε.

«Τι άλλο;» την πίεσε ο Ελπιδοφόρος, καθισμένος σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού με μια κούπα καφέ μπροστά του. Η Ιωάννα καθόταν σε μια πολυθρόνα, κοιτάζοντας στην οθόνη ενός φορητού αποθηκευτικού συστήματος κάτι φωτογραφίες που είχε πρόσφατα τραβήξει στον Χρηματιστή, γύρω από την έδρα του Γ.Α.Σ., προσπαθώντας να εντοπίσει τον μυστηριώδη κρυφό Άζ’λεφκ. Ήταν σιωπηλή καθώς ο Ελπιδοφόρος και η Βάρμη μιλούσαν, κι άκουγε την κουβέντα τους μόνο περιφερειακά.

Η Βάρμη σταμάτησε να βαδίζει, γυρίζοντας ν’αντικρίσει τον Ελπιδοφόρο. «Τα πάντα έχουν αναποδογυρίσει για μένα, Στίβεν! Τι άλλο θες να συμβαίνει;»

«Μη λες ‘Στίβεν’.»

«Συγνώμη. Ελπιδοφόρε,» είπε, απότομα, η Βάρμη, μοιάζοντας ενοχλημένη από την παρατήρησή του.

Η Ιωάννα δεν μπορούσε να είναι βέβαιη αν σε κάποια από τις φωτογραφίες ήταν ο κρυφός Άζ’λεφκ. Η περιγραφή που είχε δώσει η Ανεμόφθαλμη στον Τες ήταν πολύ γενική: ταίριαζε σε εκατομμύρια ανθρώπους στη Ρελκάμνια. Το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να δείξουν τις φωτογραφίες στην ίδια την Ανεμόφθαλμη.

Η Ιωάννα έκλεισε την οθόνη του φορητού συστήματος, και είπε: «Θέλεις να πάμε να δούμε τον Νυράλιο, Βάρμη;»

Η Βάρμη την κοίταξε, ξαφνιασμένη που η Ιωάννα είχε αναφέρει τον άντρα της. «Τι;»

«Ίσως να χρειαστούμε τη βοήθειά του.»

Η Βάρμη συνοφρυώθηκε. «Για τι πράγμα; Δε θέλω να τον μπλέξετε κι αυτόν!»

«Έτσι όπως είναι η κατάσταση,» είπε η Ιωάννα ανάβοντας τσιγάρο, «δεν υπάρχει κανένας στη Ρελκάμνια που να μην είναι μπλεγμένος.»

Η Βάρμη την περίμενε να συνεχίσει, αν και δεν της άρεσε καθόλου αυτό που της έλεγε η Ιωάννα. Σκοπεύει να φέρει και τον Νυράλιο με την Επανάσταση; Από τη μια, η Βάρμη έβρισκε τούτη τη σκέψη επιθυμητή· της έλειπε ο άντρας της. Από την άλλη, φοβόταν ότι μπορεί να του έκανε κακό – και μπορεί εκείνος να την κατηγορούσε γι’αυτό… αν και, γενικά, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος.

«Οι επαναστάτες από τις άλλες διαστάσεις,» συνέχισε η Ιωάννα, «σύντομα θα επιτεθούν στη Ρελκάμνια. Αυτό είναι το σχέδιο. Και εμείς σκοπεύουμε να τους διευκολύνουμε, φυσικά. Ο Νυράλιος γνωρίζει αρκετά καλά τον Βόρειο Αερολιμένα, ή κάνω λάθος;»

«Και… και λοιπόν;»

«Θα μας βοηθήσει να σαμποτάρουμε τα αμυντικά συστήματα εκεί.»

«Όχι,» είπε η Βάρμη, εμφατικά. «Ξέχνα το. Δε χρειάζεται να τον παρασύρεις σε κάτι τέτοιο!»

«Δε θα κάνω το σαμποτάζ τώρα αμέσως – έχουμε άλλες δουλειές για την ώρα. Αλλά σύντομα θα γίνει,» της είπε η Ιωάννα. «Και η βοήθεια του Νυράλιο θα μας φανεί χρήσιμη, είμαι βέβαιη. Σκέψου το. Είσαι η μόνη από εμάς που μπορεί να του μιλήσει και να τον κάνει να μας βοηθήσει.»

Η Βάρμη, όμως, κούνησε το κεφάλι. «Όχι,» είπε, και έφυγε από το καθιστικό, βαδίζοντας προς το δωμάτιό της.

«Θ’αλλάξει γνώμη,» είπε ο Ελπιδοφόρος στην Ιωάννα, ήρεμα.

«Νομίζεις;»

«Το ελπίζω.»

Η Ιωάννα σηκώθηκε από την πολυθρόνα, κρατώντας το κλειστό φορητό σύστημα στο ένα χέρι και αφήνοντάς το, τελικά, πάνω στο τραπέζι. «Πρέπει να μιλήσουμε στην Ανεμόφθαλμη από κοντά. Να της δείξουμε τις φωτογραφίες. Μόνο εκείνη ίσως να τον αναγνωρίσει.»

«Δε θυμάσαι τι είπε ο Τες; Όταν δύο Άζ’λεφκ συναντιούνται, περίεργα πράγματα συμβαίνουν. Το είδαμε και μόνοι μας, εξάλλου, σ’εκείνη την καφετέρια.»

«Ας τη συναντήσουμε χωρίς τον Τες. Δε γίνεται;»

«Δεν είμαι Άζ’λεφκ, αλλά δε βλέπω κανέναν λόγο γιατί να μην γίνεται,» αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος υπομειδιώντας.

Η Ιωάννα ένευσε, κι έσβησε το τσιγάρο της σ’ένα τασάκι. «Πάω να βρω τον Τες.»

14.

Η Παντοκράτειρα ήταν εξοργισμένη.

Και η Απολλώνια και η Βίηλ είχαν αποκοπεί τελείως από τη Συμπαντική Παντοκρατορία! Τα Παντοκρατορικά στρατεύματα είχαν υποχωρήσει κακήν-κακώς και από τις δύο διαστάσεις.

«Είστε άχρηστοι!» φώναξε στους συγκεντρωμένους στρατιωτικούς και πράκτορές της. «Όλοι σας – άχρηστοι! Η Παντοκρατορία μου διαλύεται! Πείτε μου: τι μπορείτε να κάνετε για να σταματήσετε αυτό που συμβαίνει;» Κοπάνησε τη γροθιά της πάνω στο τραπέζι, γύρω απ’το οποίο ήταν καθισμένοι όλοι τους. Εκείνη ήταν η μόνη που στεκόταν. Είχε δέρμα γαλανό, σήμερα, και μαύρα μαλλιά δεμένα αλογοουρά. Φορούσε μια στολή όλο χρυσά σιρίτια και διαφόρων ειδών στολίσματα – κεντήματα και κοσμήματα.

«Μεγαλειοτάτη,» είπε ο Στρατηγός Μάριος Υψίκορμος, «έχουν… προταθεί πολλά σχέδια… Αλλά, κοιτάξτε: γενικά, το πρόβλημα είναι οικονομικό–»

Το μποτοφορεμένο πόδι της Παντοκράτειρας κλότσησε ένα από τα λαξευτά πόδια του τραπεζιού. «Τότε, λύστε μου το οικονομικό πρόβλημα, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!»

Μια πράκτορας μίλησε: «Μεγαλειοτάτη, τα οικονομικά προβλήματα, σε όλες τις περιπτώσεις, όχι μόνο σ’αυτήν, είναι–»

«Έχεις να μου προτείνεις λύση ή όχι;»

«Μεγαλειοτάτη, προσπαθώ να πω ότι τα οικονομικά προβλήματα είναι περίπλοκα γιατί η οικονομία είναι περίπλοκη υπόθεση–»

«Επειδή χάσαμε τη Σάρντλι!» Η Παντοκράτειρα χτύπησε πάλι το χέρι της πάνω στο τραπέζι, κι αισθανόταν πλέον εξουθενωμένη.

«Δεν είναι μόνο αυτό, Μεγαλειοτάτη,» είπε ένας στρατιωτικός. «Οι πόλεμοι, παντού στο Γνωστό Σύμπαν, μας έχουν κοστίσει…»

«Και υπάρχει και η φήμη ότι κυκλοφορεί πλαστό χρήμα μέσα στην ίδια τη Ρελκάμνια,» είπε η πράκτορας που είχε μιλήσει και πριν, η οποία ήταν Ανώτατη Ελέγκτρια στην Χορδή.

«Και λοιπόν;»

«Το πλαστό χρήμα μπορεί να αποσταθεροποιήσει τελείως μια οικονομία.»

«Δεν έχουμε, όμως, αποδείξεις ότι όντως υπάρχει πλαστό χρήμα,» τόνισε ένας άλλος πράκτορας.

«Ναι αλλά η ποσότητα του χρήματος πολλοί πιστεύουν ότι έχει αυξηθεί χωρίς δικαιολογία,» του είπε η Ανώτατη Ελέγκτρια της Χορδής.

«Αν κυκλοφορούσε τόσο πολύ πλαστό χρήμα ώστε να προκαλεί πρόβλημα, τότε θα το εντοπίζαμε! Τόσους ανθρώπους έχουμε που κάνουν ελέγχους, σ’όλες τις τράπεζες και σε πολλά καταστήματα. Ελάχιστο πλαστό χρήμα έχει εντοπιστεί.»

«Ίσως αυτοί που το φτιάχνουν να έχουν βρει κάποια μέθοδο–»

«Αρκετά!» φώναξε η Παντοκράτειρα, που την είχαν εκνευρίσει με τις βλακείες τους. «Έχετε να προτείνετε λύση ή όχι;»

«Προσπαθούμε, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε η Ανώτατη Ελέγκτρια της Χορδής. «Αλλά εκεί όπου οι στρατιωτικοί έχουν φέρει την κατάσταση–»

«Οι στρατιωτικοί;» τη διέκοψε ένας στρατιωτικός. «Δικό μας είναι το φταίξιμο, τώρα;»

«Όταν υπάρχει γενική υποχώρηση από τόσες διαστάσεις, θα έλεγα πως ναι, ένα μεγάλο μέρος του προβ–»

«Αν η οικονομία ήταν σε καλύτερη κατάσταση,» είπε ο Μάριος Υψίκορμος, «δεν θα είχαμε γενική υποχώρηση, γιατί θα μπορούσαμε να στέλνουμε περισσότερες ενισχύσεις!»

«Κάνουμε κύκλους μ’αυτή την κουβέντα…» παρατήρησε ο πράκτορας που λογομαχούσε πιο πριν με την Ανώτατη Ελέγκτρια.

Η Παντοκράτειρα τούς είπε, γι’ακόμα μια φορά: «Βρείτε μου λύση. Αλλιώς κάποιος θα πληρώσει ακριβά γι’αυτό που συμβαίνει!» Κι έφυγε από την αίθουσα, τσαντισμένη μαζί τους.

Οι δύο Υπερασπιστές που βρίσκονταν εδώ την ακολούθησαν.

15.

Η Ιωάννα δεν είχε ξαναμπεί στο Φαντασκεύασμα μόνη της, αλλά ο Κλαρκ τής είπε ότι θα ήταν απόλυτα ασφαλής, δεν υπήρχε περίπτωση να χανόταν. Και είχε δίκιο, ασφαλώς. Ωστόσο, αυτός ο γεωμετρικά τέλειος διάδρομος με το κατάλευκο φως έκανε τις τρίχες της να σηκώνονται, παρά την εκπαίδευσή της ως Μαύρη Δράκαινα. Το ίδιο και οι Τεχνίτες – τα αυτόματα που δούλευαν, με τρομερή ταχύτητα και ακρίβεια, στο πέρας του διαδρόμου για να τον επεκτείνουν.

Τελικά, βγήκε στη Φιλήσυχη – που μόνο φιλήσυχη δεν ήταν. Ένα σωρό συμμορίες και μικροαπατεώνες κυκλοφορούσαν εδώ, και το μέρος ήταν γεμάτο αστέγους, φτωχούς, και εργάτες που δούλευαν στις βιομηχανίες για πέντε δεκάδια (όπως έλεγαν στη Ρελκάμνια για τους μισθούς της πείνας). Η Ιωάννα βάδισε στους δρόμους της Φιλήσυχης πατώντας σκουπίδια και πεταμένες εφημερίδες και περιοδικά, ενώ απέφευγε μεγάλους σωρούς από ρούχα ή υφάσματα, σε περίπτωση που κάποιος άστεγος κοιμόταν από κάτω. Ήταν μεταμφιεσμένη: φορούσε περούκα με μαύρα μαλλιά που έφταναν ώς τον ώμο, και στα μάτια της είχε φακούς επαφής που τους άλλαζαν χρώμα. Διότι οι πράκτορες της Παντοκράτειρας, ακόμα και τώρα, θα την έψαχναν παντού φυσικά.

Τα ρούχα της ήταν ρούχα εργάτριας. Οι μπότες της παλιές και κοντές. Όλη η ενδυμασία εσκεμμένα σκονισμένη. Τα όπλα της ήταν κρυμμένα από κάτω – μια Μαύρη Δράκαινα ποτέ δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τα όπλα της.

Δεν χρειάστηκε να περπατήσει μακριά για να φτάσει στη μικρή πυραμίδα του συνοικιακού Ναού του Κρόνου. Μπήκε και είδε ότι μόνο δύο άνθρωποι ήταν εδώ. Λογικό για τούτη την πρωινή ώρα σε τούτη τη συνοικία. Ο ένας ήταν ο Βισδέλος: ιερέας, γνωστός του Κλαρκ – η Ιωάννα τον αναγνώρισε αμέσως. Η άλλη ήταν μια γυναίκα που φορούσε κάπα και κουκούλα και καθόταν σε μια γωνία: η Ανεμόφθαλμη, μάλλον.

Η Ιωάννα πλησίασε τον Βισδέλο. «Με στέλνει ο Μάγος,» του είπε.

Εκείνος ένευσε. «Σε περιμέναμε.»

Η κουκουλοφόρος πλησίασε, και η Ιωάννα αντίκρισε το πρόσωπο της Ανεμόφθαλμης μέσα απ’την κουκούλα. «Γεια σου, Ιωάννα.»

«Ανεμόφθαλμη,» τη χαιρέτησε η Μαύρη Δράκαινα. Και προς τον ιερέα: «Σεβασμιότατε, υπάρχει κάποιο πιο ιδιαίτερο δωμάτιο;»

«Εννοείται.»

Ο Βισδέλος τις οδήγησε σ’έναν χώρο πίσω από τον σηκό, και ρώτησε: «Θέλετε να φύγω;»

«Δεν είναι απαραίτητο,» απάντησε η Ιωάννα.

«Καλύτερα όμως να φυλάω τσίλιες.» Της έκλεισε το μάτι.

Ένας ιερέας του Κρόνου πρότεινε να φυλάει τσίλιες! Η Ιωάννα ήθελε να γελάσει και μόνο με την ιδέα. Αλλά ο Βισδέλος, προφανώς, δεν ήταν σαν τους περισσότερους ιερείς. «Όπως νομίζεις,» του είπε, κι εκείνος έφυγε.

Η Ιωάννα έβγαλε από τον σάκο της ένα φορητό σύστημα και το άνοιξε πάνω στο τραπεζάκι του δωματίου. «Στη Σάρντλι, δε μας είχες πει ότι ήσουν Άζ’λεφκ.»

«Δεν το ήξερα,» αποκρίθηκε η Ανεμόφθαλμη.

Η Ιωάννα την κοίταξε παραξενεμένη.

«Μεγάλη ιστορία,» είπε η Ανεμόφθαλμη.

«Τέλος πάντων.» Η Ιωάννα στράφηκε πάλι στο φορητό σύστημα, και πατώντας μερικά κουμπιά άρχισε να εμφανίζει τις φωτογραφίες στην οθόνη. «Βλέπεις εδώ πουθενά τον άνθρωπό μας;»

«Αυτός είναι,» είπε η Ανεμόφθαλμη σε κάποια στιγμή, δείχνοντας έναν άντρα που πήγαινε προς την είσοδο του Γενικού Αποταμιευτικού Συστήματος.

Η Ιωάννα τον μεγέθυνε. «Είσαι σίγουρη;»

«Ναι.»

«Ωραία,» είπε η Ιωάννα. «Σύντομα θα μάθουμε και ποιος είναι.»

«Να προσέχετε,» την προειδοποίησε η Ανεμόφθαλμη. «Είναι πολύ επικίνδυνος.»

16.

Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος τα είχε όλα υπολογίσει καλά, όπως φαίνεται, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος, ακούγοντας γι’ακόμα μια φορά την Παντοκράτειρα να βρίζει τους πάντες για την κατάσταση στη Συμπαντική Παντοκρατορία. Το σχέδιό του πλησιάζει προς το τέλος. Οι επαναστάτες των άλλων διαστάσεων σύντομα θα επιτεθούν στη Ρελκάμνια… Και ο Ορείχαλκος ευχόταν να μπορούσε να νικήσει τον Ελκράσ’ναρχ προτού γίνει αυτό: να αποτινάξει την επιρροή του από την Αγαρίστη. Όμως η Ανεμόφθαλμη – το μόνο άτομο που μπορούσε να βοηθήσει – είχε εξαφανιστεί. Και η Ρία-Μία δεν του είχε μιλήσει ακόμα για να του πει ότι είχε βρει κάτι στο αρχείο του Ύψιστου Ναού του Κρόνου – κάποιον τρόπο για να διώξουν αυτό το ενεργειακό σκουλήκι από την Αγαρίστη.

«Τι;» αντήχησε η φωνή της Παντοκράτειρας.

Ο Ορείχαλκος βλεφάρισε, καθισμένος στον καναπέ.

«Δε μ’ακούς;» φώναξε εκείνη, καθώς τεντωνόταν μπροστά επάνω στην πολυθρόνα της.

«Σκεφτόμουν. Η κατάσταση έχει γίνει πολύ άσχημη.»

«Άσχημη; Φυσικά κι έχει γίνει ‘άσχημη’! Ανυπόφορη έχει γίνει!» Η Αγαρίστη τινάχτηκε όρθια. «Και σε ρωτάω: τι θα έκανες εσύ σ’αυτούς τους άχρηστους που με υπηρετούν; Τι;»

«Δε νομίζω ότι το φταίξιμο είναι δικό τους.»

«Τότε, ποιου είναι;»

«Πρόκειται για κάτι που συμβαίνει, Αγαρίστη. Σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν. Δεν οφείλεται στις λάθος ενέργειες ενός συγκεκριμένου ατόμου, ή πέντε ή δέκα συγκεκριμένων ατόμων.»

«Ο Ανδρόνικος, όμως, φταίει κυρίως!»

«Μπορεί,» είπε ο Ορείχαλκος. «Αλλά δεν τα έκανε όλ’ αυτά μόνος του. Επαναστάτες έχουν ξεσηκωθεί παντού στο Γνωστό Σύμπαν–»

«Γιατί;» γρύλισε η Αγαρίστη. «Τι πρόβλημα έχουν; Υπήρχε ποτέ κανένα πραγματικό πρόβλημα;»

Αληθινά, δεν καταλαβαίνει ποιο είναι το πρόβλημα; «Αγάπη μου, δεν θέλουν να είναι υποτελείς.»

«Υποτελείς;…»

«Δούλοι. Υποταγμένοι.»

«Σιγά! Δεν είναι δούλοι! Οι άνθρωποί μου απλά φροντίζουν να υπάρχει μια τάξη στις διαστάσεις τους.»

«Δεν ρώτησαν, όμως, τους γηγενείς της κάθε διάστασης αν το θέλουν αυτό, κι επειδή εκείνοι δεν το θέλουν αντιδράνε.»

Η Αγαρίστη τον ατένισε αμίλητα για μερικές στιγμές. Μετά είπε: «Αν κάποιος άλλος μού τα έλεγε αυτά, θα υποπτευόμουν ότι σχεδίαζε προδοσία.»

«Αλλά όχι εγώ;»

Η Αγαρίστη αναστέναξε. «Ορείχαλκε, πώς θα μπορούσα να το πιστέψω αυτό για σένα;»

Πίσω της, στις γωνίες του δωματίου, ο Ορείχαλκος νόμισε πως είδε τις μορφές των δύο Υπερασπιστών να γίνονται ξαφνικά πιο απειλητικές. Να γιατί με φοβούνται. Να ένας από τους λόγους. Καταλαβαίνουν πολύ καλά την αγάπη της για μένα. Ποτέ δεν θα στραφεί εναντίον μου, εκτός αν εγώ ο ίδιος υψώσω όπλο εναντίον της – και ουδέποτε είχα τέτοια πρόθεση.

«Αγαρίστη,» της είπε καθώς σηκωνόταν από τον καναπέ και την πλησίαζε, «θα ήθελες να φύγεις από εδώ;»

«Να… φύγω;»

«Σ’αρέσει πραγματικά να είσαι η Παντοκράτειρα;»

Τα μάτια της γούρλωσαν. «Ορείχαλκε, τι…; Μα είμαι η Παντοκράτειρα!»

«Επειδή θέλεις να είσαι.»

«Αρχόντισσά μας, προσπαθεί να βάλει ιδέες στο μυαλό σου.» Οι δύο Υπερασπιστές ήταν, απρόσμενα, πιο κοντά.

Η Παντοκράτειρα κοίταξε τον Υπερασπιστή που στεκόταν στα δεξιά της. Κοίταξε τον Υπερασπιστή που στεκόταν στ’αριστερά. Κοίταξε τον Ορείχαλκο. «Αυτό που μου λες είναι αδιανόητο,» του είπε. «Είμαι η Παντοκράτειρα. Όλα τούτα,» άνοιξε τα χέρια της σαν να ήθελε ν’αγκαλιάσει όλο το δωμάτιο, όλη τη Ρελκάμνια, όλο το σύμπαν, «είναι δικά μου! –Δεν είναι δικά μου;» Κοίταξε, τώρα, πάλι τους Υπερασπιστές της.

«Είναι δικά σου, Αρχόντισσά μας. Όπως σου υποσχεθήκαμε.»

«Είσαι, λοιπόν, αιχμάλωτη,» της είπε ο Ορείχαλκος. «Δεν μπορείς να φύγεις από εδώ όποτε θέλεις, δεν μπορείς να–»

«Σιωπή, προδότη!» τον διέκοψε ο ένας Υπερασπιστής. «Η Αρχόντισσά μας είναι ταραγμένη ύστερα από όσα έχουν συμβεί· δεν χρειάζεται και τα δικά σου, προδοτικά λόγια να συγχύζουν το νου της.» Κι ο άλλος Υπερασπιστής είπε στην Παντοκράτειρα, σχεδόν συγχρόνως: «Αν αυτός ο άνθρωπος σ’ενοχλεί, Αρχόντισσά μας, προτείνουμε να φυλακιστεί, το λιγότερο.»

«Σταματήστε!» φώναξε η Αγαρίστη, κι απομακρύνθηκε απότομα και από τους Υπερασπιστές της και από τον Ορείχαλκο. «Σταματήστε! Σταματήστε!» ούρλιαξε, νιώθοντας έναν κόμπο εντός της, νιώθοντας κάτι να προσπαθεί να επαναστατήσει βαθιά μέσα στην ψυχή της, νιώθοντας μια άλλη… μια καινούργια σκέψη – ένα καινούργιο μυαλό – να αναδύεται – κάτι το βλάσφημο, που αμφισβητούσε τους Υπερασπιστές της. Που αναρωτιόταν αν τελικά ήταν καλό που την είχαν κάνει Παντοκράτειρα· αν ήταν καλό που είχε συμφωνήσει μαζί τους.

«Σταματήστε…» είπε, αδύναμα τώρα. «Σταματήστε. Θέλω να ξεκουραστώ.» Και, γυρίζοντας, έφυγε απ’το δωμάτιο σαν κάτι να την κυνηγούσε.

Ο Ορείχαλκος δεν έκανε καμια κίνηση για να την εμποδίσει, νομίζοντας πως είχε αρχίσει να βλέπει μια αλλαγή επάνω της: επιτέλους, μια ουσιαστική αλλαγή.

Ο Ελκράσ’ναρχ τού είπε: «Θα το μετανιώσεις αυτό, πικρά, όταν θα έχουμε τελειώσει μαζί σου.» Και οι δύο Υπερασπιστές αποτραβήχτηκαν. Χάθηκαν από τα μάτια του.

17.

Μετά από μια έρευνα στο Παντοκρατορικό Δίκτυο, καθώς και στο πληροφοριακό σύστημα του Γ.Α.Σ. – ο Κλαρκ δεν είχε πρόβλημα να εισβάλλει παντού – ανακάλυψαν ότι ο άνθρωπος που είχε φωτογραφίσει η Ιωάννα και είχε αναγνωρίσει η Ανεμόφθαλμη ονομαζόταν Χαρίδημος Ιδιόμορφος και ήταν τραπεζίτης. Είχε τη μεγαλύτερη μερίδα των μετοχών στο Γενικό Αποταμιευτικό Σύστημα, καθώς επίσης και σε άλλες τράπεζες της Ρελκάμνια. Είχε μετοχές ακόμα και σε τράπεζες της Σεργήλης, της Απολλώνιας, και της Υπερυδάτιας. Ο άνθρωπος ήταν, ουσιαστικά, ζάπλουτος. Αλλά το όνομά του σπάνια ακουγόταν. Διατηρούσε χαμηλό προφίλ. Ακόμα κι ο Κλαρκ τον είχε ξανακούσει μόνο περιφερειακά, και δεν του είχε δώσει πολλή σημασία. Τώρα, είπε πως αναρωτιόταν μήπως αυτό ήταν κάποιο κόλπο που έκανε ο Χαρίδημος Ιδιόμορφος ως Άζ’λεφκ.

Και κοίταξε τον Τες ερωτηματικά, καθώς ήταν όλοι τους συγκεντρωμένοι στο καθιστικό για να συζητήσουν το θέμα.

«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Μπορεί το κόλπο να είναι απλώς επικοινωνιακό, Κλαρκ,» είπε η Ναλτάφιρ, καθισμένη επάνω στον καναπέ παρέα με τις γάτες της. Το αριστερό της χέρι έπαιζε με το κατάλευκο τρίχωμα του Κοκκινομάτη.

«Τώρα που μάθαμε γι’αυτόν, τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος. «Θα μπορούσαμε να πάμε να τον βρούμε, απλά για να του μιλήσουμε;»

«Δε νομίζω νάναι και πολύ συζητήσιμος μαζί μας, αν αυτός ξεκίνησε την όλη ιστορία με τον Ελκράσ’ναρχ,» είπε ο Κλαρκ. Και προς τον Τες: «Εσκεμμένα δεν άφησε το κουτί για να το βρει η Αγαρίστη; Δεν του έπεσε;»

«Ναι· το είχε σχεδιάσει εξαρχής. Είχε συμφωνήσει με τον Ελκράσ’ναρχ.»

«Εξακολουθεί να σου κρύβει το παρελθόν του;»

«Ναι. Καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που σχετίζεται μ’αυτόν.»

«Γιατί, τότε, εκείνη τη φορά έμαθες τόσα πράγματα;»

«Συνέβη κάτι, Κλαρκ,» είπε ο Τες ύστερα από σκέψη. «Κάτι σαν… να χτύπησε τον Χαρίδημο, κι αυτές οι πληροφορίες απελευθερώθηκαν, ξέφυγαν… Θραύσματα από μια πληγή, θα μπορούσες να πεις. Στο πνευματικό επίπεδο. Δε μπορώ να σ’το εξηγήσω καλύτερα.»

«Καταλαβαίνω,» ένευσε ο Κλαρκ. «Τι μπορεί, όμως, να ήταν εκείνο που ‘χτύπησε’ τον Χαρίδημο;»

«Αυτό δεν το ξέρω,» παραδέχτηκε ο Τες συλλογισμένα.

«Ό,τι κι αν ήταν, θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμο,» είπε ο Κλαρκ, προς όλους, «αν είναι κάτι το επικίνδυνο γι’αυτόν.»

«Ναι,» συμφώνησε η Ναλτάφιρ, «αλλά πώς θα το ανακαλύψουμε;»

Ο Κλαρκ δεν είχε απάντηση να δώσει. Σίγουρα, δεν ήταν κάτι που μπορούσε να υποκλέψει από το Παντοκρατορικό Δίκτυο, σκέφτηκε ο Ελπιδοφόρος, ή από οποιοδήποτε άλλο δίκτυο. Καμία πληροφορία για τον Άζ’λεφκ δεν υπήρχε καταγεγραμμένη· μόνο πληροφορίες για τον Χαρίδημο Ιδιόμορφο. Και ο Ελπιδοφόρος υποψιαζόταν πως αυτό πιθανώς να μην ήταν καν το πραγματικό όνομα του εχθρού τους. Κατά πρώτον, ήταν πολύ μικρότερος απ’ό,τι θα έπρεπε κανονικά να είναι. Εκτός αν κανείς υπέθετε ότι είχε κάνει τη συμφωνία του με τον Ελκράσ’ναρχ όταν ήταν παιδάκι – πράγμα παράλογο. Επομένως, αναμφίβολα, οι βιογραφικές πληροφορίες για τον Χαρίδημο ήταν ψεύτικες. Και ο Χαρίδημος πρέπει να μπορούσε ακόμα και την εμφάνισή του να αλλάζει – όπως ο Τες, ίσως, ή με κάποιον άλλο τρόπο. Δε θα είναι εύκολο ούτε να σκοτώσουμε ούτε να παγιδέψουμε ένα τέτοιο πλάσμα…

Η Ιωάννα είπε: «Προτείνω να συνεχίσουμε την έρευνά μας γι’αυτόν. Μπορεί ν’ανακαλύψουμε κάτι περισσότερο.»

«Δε νομίζω πως το Παντοκρατορικό Δίκτυο έχει τίποτε άλλο να μας δώσει,» είπε ο Κλαρκ. Και στράφηκε στον Μέδμορ-Ράθωζ, ο οποίος ήταν παρών παρότι δεν μιλούσε, δείχνοντας σαστισμένος μ’όλη αυτή την υπόθεση με τους Άζ’λεφκ.

Τώρα, ο πρώην Παντοκρατορικός πράκτορας κούνησε το κεφάλι του. «Μην κοιτάς εμένα, Κλαρκ· δεν καταλαβαίνω τίποτα. Ούτε ξέρω πού αλλού θα μπορούσες να μάθεις περισσότερα.» Είχε συνέλθει αρκετά ύστερα από τη διάσωσή του από τον λαβύρινθο της Παντοκράτειρας· δεν έμοιαζε πια μισότρελος, αν και η όλη εμπειρία σίγουρα θα τον είχε αλλάξει.

Η Ιωάννα είπε: «Δε μιλούσα για το Παντοκρατορικό Δίκτυο, αλλά για προσωπική έρευνα. Να τον παρακολουθήσουμε. Να δούμε πού συχνάζει. Μέχρι στιγμής ξέρουμε μόνο πού μένει – πράγμα όχι και τόσο σπουδαίο.»

«Δε θα ήταν, όμως, επικίνδυνο να παρακολουθήσουμε κάποιον σαν αυτόν;» έθεσε το ερώτημα ο Ελπιδοφόρος. Και κοίταξε τον Τες.

Η Ιωάννα κοίταξε επίσης τον Τες. «Εσύ θα μας καταλάβαινες αν σε παρακολουθούσαμε;»

Εκείνος το σκέφτηκε και, τελικά, απάντησε: «Ανάλογα…»

«Τι πάει να πει ‘ανάλογα’;» Την Ιωάννα την εκνεύριζε, κάπου-κάπου, ο τρόπος του. Της έδινε την αίσθηση ότι ο Τες πάντοτε έλεγε λιγότερα απ’ό,τι ήξερε επειδή νόμιζε πως δε θα τον κατανοήσουν.

«Οι Άζ’λεφκ έχουν διάφορες δυνάμεις· δεν μπορώ να το προβλέψω.»

«Εσύ, όμως, θα μας καταλάβαινες αν σε παρακολουθούσαμε;» επέμεινε η Ιωάννα.

«Μόνο αν φαινόσασταν απρόσεχτοι. Αλλά θα μπορούσα εύκολα να σας κοροϊδέψω κάνοντας τον κόσμο καθρέφτη.» Χαμογέλασε πάνω από το γένι του, και, για την Ιωάννα, υπήρχε κάτι το τελείως απόκοσμο σ’αυτό το χαμόγελο.

«Επομένως,» είπε ο Κλαρκ, «το όλο θέμα είναι αν τελικά αξίζει να το ρισκάρουμε.»

«Ο Χαρίδημος είναι, όπως φαίνεται, το μόνο κλειδί για να νικήσουμε τον Ελκράσ’ναρχ,» τόνισε η Ιωάννα.

«Πιστεύεις, λοιπόν, ότι αξίζει.»

«Μάλλον, ναι. Υπάρχει, όμως, ένα πρόβλημα. Δεδομένου ότι οι επαναστάτες των άλλων διαστάσεων σύντομα θα επιτεθούν στη Ρελκάμνια, πρέπει να προετοιμάσουμε το έδαφος εδώ. Με σαμποτάζ.» Κι έριξε ένα λοξό βλέμμα στη Βάρμη, η οποία ήταν σιωπηλή μέχρι στιγμής, και ούτε τώρα μίλησε. «Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορώ να αφιερώσω όλο μου τον χρόνο στον Χαρίδημο.»

«Σωστά,» συμφώνησε ο Κλαρκ, νεύοντας σκεπτικά.

«Τι σου είπε ο Δαίδαλος;» τον ρώτησε ο Ελπιδοφόρος. «Πότε ακριβώς θα έρθουν από τη Βίηλ;» Είχαν υπερδιαστασιακή επικοινωνία πριν από δύο ημέρες: ο Δαίδαλος είχε ενημερώσει τον Κλαρκ για την κατάσταση με τους επαναστάτες στη Βίηλ.

«Δεν είναι βέβαιοι. Θέλουν να επικοινωνήσουν πρώτα με τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων – μ’αυτούς στην Απολλώνια, κυρίως – για να συγχρονίσουν την επίθεσή τους αλλά και για να εφοδιαστούν. Με τη Βίηλ υπάρχει ένα πολύ βασικό πρόβλημα: Δεν χρησιμοποιούν πυροβόλα όπλα εκεί γιατί οι εκρηκτικές ύλες είναι τόσο ασταθείς στη συγκεκριμένη διάσταση που υπάρχουν πολύ μεγάλες πιθανότητες το όπλο να εκραγεί στα χέρια σου και να σε σκοτώσει. Αλλά εδώ, στη Ρελκάμνια, τα πυροβόλα χρησιμοποιούνται κανονικά· οπότε οι επαναστάτες της Βίηλ δεν μπορούν να κάνουν έφοδο με σπαθιά και ασπίδες: οι Παντοκρατορικοί θα τους θερίσουν. Χρειάζονται, επομένως, κι αυτοί πυροβόλα όπλα. Και οι περισσότεροι μισθοφόροι της Βίηλ – για να μην πω όλοι – δεν έχουν ιδέα πώς να τα χειρίζονται. Μπορούν, βέβαια, να μάθουν τα βασικά – και γρήγορα, υποθέτω – αλλά, και πάλι, το πρόβλημα υφίσταται. Είναι πρόβλημα εφοδιασμού και εκπαίδευσης, συγχρόνως. Κι επιπλέον, δεν ξέρω πόσοι από τους πολεμιστές της Βίηλ θα δεχτούν να εισβάλουν σε μια διάσταση όπου χρησιμοποιούνται όπλα τελείως διαφορετικά από αυτά που εκείνοι έχουν ώς τώρα μάθει να χρησιμοποιούν.

»Ωστόσο, η Βίηλ θα μας δώσει ένα άλλου είδους όπλο. Τα αυτοκίνητα που έχει φτιάξει ο Δαίδαλος.» Ο Κλαρκ τούς είχε ήδη εξηγήσει τι ήταν, και τους είχε πει ότι κατά πάσα πιθανότητα λειτουργούσαν σε οποιαδήποτε διάσταση, όχι μόνο στη Βίηλ, γιατί μέσα τους δεν είχαν εστίες αλλά ένα μέρος της φυσικής ενέργειας της Βίηλ παγιδευμένο. «Θα είναι πολύτιμοι σύμμαχοι και στη Ρελκάμνια. Επομένως, ο Δαίδαλος μού είπε ότι σκέφτεται να έρθει λίγο πιο πριν από το βασικό στράτευμα της Βίηλ, έχοντας μαζί του τα αυτοκίνητα. Φτάνει να πάμε αμέσως να τον πάρουμε με το Φαντασκεύασμα.»

«Δε νομίζω να υπάρχει πρόβλημα μ’αυτό,» είπε ο Ελπιδοφόρος.

Ο Κλαρκ ένευσε. «Δεν θα υπάρχει, αν το κανονίσουμε. Όμως το θέμα είναι να δούμε πότε θα είναι η κατάλληλη στιγμή για να έρθουν τα αυτοκίνητα εδώ. Πιστεύω πως καλύτερα θα ήταν όταν έχουν αρχίσει να γίνονται μερικές επιθέσεις στη Ρελκάμνια. Γιατί τώρα δεν νομίζω ότι μπορούμε να τα βάλουμε και σε πολύ καλή χρήση, έτσι όπως δρούμε.»

Η Ιωάννα ρώτησε: «Πόσο δυνατά είναι αυτά τα αυτοκίνητα; Είναι σαν τους Πειθαρχικούς;» Έριξε ένα βλέμμα στον Άερ’θλαρ και την Άι’νιρ.

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ. «Φαντάσου πως είναι κάτι σαν τους Τεχνίτες του Φαντασκευάσματος, αλλά φτιαγμένα για πόλεμο. Ο Ελκράσ’ναρχ, για παράδειγμα, μπορεί εύκολα να τα καταστρέψει.»

«Μάλιστα,» είπε η Ιωάννα. «Επομένως, καλύτερα να συνεχίσουμε τις δολιοφθορές μας μέσα στη Ρελκάμνια, προς το παρόν.»

«Ναι.»

«Να σε ρωτήσω κάτι;» είπε η Ναλτάφιρ, τότε, στον Τες, κάνοντάς τους όλους να στρέψουν τα βλέμματά τους επάνω της.

«Φυσικά,» απάντησε εκείνος.

«Αν ο Χαρίδημος πεθάνει, θα πάρεις τις πληροφορίες που θέλουμε; Θα μπορείς να τις ονειρευτείς, να τις θυμηθείς;»

Ο Τες το σκέφτηκε και είπε: «Εξαρτάται…» (Ακόμα μια από τις απαντήσεις που εκνεύριζαν την Ιωάννα.)

«Από τι;» ρώτησε η Ναλτάφιρ.

«Από το πώς έχει αποκρύψει αυτά τα τμήματα του Πολύπλευρου Λίθου.»

«Κι αν οι Άζ’λεφκ – εσύ και η Ανεμόφθαλμη – τον αντιμετωπίσετε και τον νικήσετε;»

«Τότε,» είπε ο Τες, «μάλλον θα μπορέσουμε να ξεκλειδώσουμε τον Πολύπλευρο Λίθο. Δεδομένου ότι η σύγκρουσή μας θα συμβεί στο πνευματικό επίπεδο.»

18.

Θα περνούσε ακόμα κάποιος καιρός προτού έρθουν οι επαναστάτες από τις άλλες διαστάσεις, καθώς έπρεπε να προετοιμαστούν. Επιπλέον, δεν είχαν όλοι διώξει από τώρα τους Παντοκρατορικούς από τα μέρη τους. Η Σεργήλη, έμαθαν ο Κλαρκ και οι σύντροφοί του, είχε πρόσφατα απελευθερωθεί, οι Παντοκρατορικοί είχαν υποχωρήσει από εκεί· αλλά αυτό δεν είχε συμβεί ακόμα στην Υπερυδάτια, ούτε στη Φεηνάρκια.

Και εν τω μεταξύ υπήρχαν διάφορα που έπρεπε να γίνουν…

Ο Ελπιδοφόρος, μαζί με τον Λούη, που ασχολιόταν με παράξενες ψυχοτρόπους ουσίες, και τον Βισδέλο τον Κουκουλοφόρο Ιερέα, όπως τον έλεγαν, επιτέθηκε σ’έναν μεγαλοεπιχειρηματία που πουλούσε πλοία στη Μεγάλη Θάλασσα. Πληροφορίες γι’αυτόν έδωσε, κυρίως, ο Λούης που γνώριζε κάμποσα για τις δραστηριότητές του, καθώς τον είχε προμηθεύσει αρκετές φορές με παράξενες ουσίες (ψυχοτρόπους και χυμικές) και είχε μυήσει την κόρη του (η οποία ήταν «μια καριόλα και μισή», σύμφωνα με τα λεγόμενα του Λούη) στα μυστήρια της λατρείας του Σκοτοδαίμονος. Επομένως, όταν ο Ελπιδοφόρος επιτέθηκε ήξερε ακριβώς πού να βρει τον επιχειρηματία· ο Λούης είχε ήδη κανονίσει συνάντηση μαζί του. Ο Βισδέλος βοήθησε με μεγάλη χαρά γιατί είχε προηγούμενα με τον συγκεκριμένο άνθρωπο ο οποίος εκμεταλλευόταν τους εργάτες της Φιλήσυχης, σκίζοντάς τους στη δουλειά, τιμωρώντας τους βάναυσα, και δίνοντας μισθούς της πείνας.

«Σου φέρνω κι ένα δώρο αυτή τη φορά,» είπε ο Λούης στον επιχειρηματία, όταν συναντήθηκαν σε μια αποθήκη στις ακτές της Φιλήσυχης· και, βγάζοντας ένα φιαλίδιο, τίναξε ένα καυστικό χυμικό υγρό επάνω του.

Εκείνος ούρλιαξε, ξαφνιασμένος.

Και ο Ελπιδοφόρος κι ο Βισδέλος (που συνόδευαν τον Λούη μεταμφιεσμένοι) τράβηξαν τα πιστόλια τους και πυροβόλησαν τους σωματοφύλακες του επιχειρηματία, καθώς και τον πράκτορα του Ελκράσ’ναρχ που πάντοτε ήταν κοντά του ελέγχοντας τις κινήσεις του και καθοδηγώντας τον.

Όταν ο Ελπιδοφόρος, ο Λούης, και ο Βισδέλος έφυγαν από την αποθήκη, κανένας εκεί δεν ήταν ζωντανός.

Επόμενος στόχος ήταν ο Στρατηγός Μάριος Υψίκορμος: ένας από τους παλιούς πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ, που είχαν βοηθήσει να διαλυθεί η Σύγκλητος των Πολιταρχών της Ρελκάμνια. Ο Σκοτ και η Ελίζα τον ήξεραν αρκετά καλά και είχαν συναναστροφές μαζί του, ειδικά ενόσω προσπαθούσαν να εντοπίσουν τον Στίβεν Νέλκος και τα «φαντάσματά» του. Δεν ήταν δύσκολο, λοιπόν, να κανονίσουν μια συνάντηση με τον Στρατηγό μέσα στον Κε.Σ.Πα.Σ. – τον Κεντρικό Στρατώνα του Παντοκρατορικού Στρατεύματος.

Ήταν νύχτα, και η Ιωάννα βρισκόταν επίσης εκεί. Πράγμα καθόλου τυχαίο. Είχε έρθει μέσω του Φαντασκευάσματος, και μπορούσε άνετα να πλοηγηθεί μέσα στον Κε.Σ.Πα.Σ., καθώς φυσικά, ως Μαύρη Δράκαινα, δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν σε τούτο το μέρος. Φορώντας στρατιωτική στολή, περούκα, και φακούς επαφής που άλλαζαν το χρώμα των ματιών της, παρίστανε τη λοχία.

Ο Μάριος Υψίκορμος συνάντησε τον Σκοτ και την Ελίζα στο γραφείο του, απορώντας τι ήθελαν να του πουν μια τέτοια ώρα και γιατί έλεγαν πως επείγονταν τόσο. Και παρότι τους θεωρούσε έμπιστους δεν ήταν μόνος μαζί τους: είχε και δύο σωματοφύλακες εδώ. Τελευταία, δεν πήγαινε πουθενά χωρίς σωματοφύλακες. Φοβόταν και τη σκιά του.

Ο Σκοτ και η Ελίζα άρχισαν να του δείχνουν κάτι άσχετες φωτογραφίες της Ρελκάμνια σε μια οθόνη, μιλώντας για φανταστικά μέρη όπου είχαν παρουσιαστεί ο Στίβεν Νέλκος και οι σύμμαχοί του. Η προσοχή του Στρατηγού, αλλά και των σωματοφυλάκων του (που δεν υποψιάζονταν τον Σκοτ και την Ελίζα), ήταν εξολοκλήρου στην οθόνη.

Η Ιωάννα, έχοντας χαράξει την πόρτα του γραφείου, τους παρακολουθούσε. Πίσω της, δύο φρουροί ήταν νεκροί, με τους λαιμούς τους σκισμένους από το ξιφίδιό της.

Τώρα, σκέφτηκε η Μαύρη Δράκαινα: και κλοτσώντας την πόρτα μπήκε στο γραφείο, ενώ τραβούσε δύο πιστόλια και πυροβολούσε τους σωματοφύλακες του Στρατηγού.

Τα μάτια του Μάριου Υψίκορμου γούρλωσαν. Παγωμένος ιδρώτας τον έλουσε, καθώς κατάλαβε, από τη στάση του Σκοτ και της Ελίζας, ότι ήταν προδότες.

«Θα… θα τιμωρηθείτε γι’αυτό!» ψέλλισε, τρέμοντας.

«Μπορεί,» είπε ο Σκοτ, «αλλά όχι απόψε.» Και τον πυροβόλησε στο κεφάλι.

Η Ελίζα είδε το αίμα που είχε πεταχτεί επάνω στο ταγέρ της. «Θα μπορούσες να μου είχες πει να κάνω πίσω,» του είπε, μεταξύ αστείου και σοβαρού.

«Κάποιοι έρχονται!» τους προειδοποίησε η Ιωάννα.

Ο Σκοτ και η Ελίζα στράφηκαν. Βήματα ακούγονταν έξω από το γραφείο. Πολλά βήματα.

«Τι έκανες, Μαύρη Δράκαινα;» μούγκρισε ο Σκοτ. «Πόσους σκότωσες;»

«Μόνο τους απαραίτητους. Κάτι άλλο συνέβη. Κάπως πρέπει να μας εντόπισαν.»

«Σκατά…» μουρμούρισε η Ελίζα, κάτω απ’την ανάσα της, έχοντας ξαφνικά χλομιάσει. «Αν οι Υπερασπ–»

Η Ιωάννα τινάχτηκε στο πληκτρολόγιο του τηλεπικοινωνιακού συστήματος κι άρχισε να πατά κουμπιά, για να έρθει σε επικοινωνία με τον Κλαρκ. «Καθυστερήστε τους!» είπε.

Ο Σκοτ και η Ελίζα πήγαν στην πόρτα του γραφείου, κι άρχισαν να πυροβολούν μόλις είδαν Παντοκρατορικούς στρατιώτες να έρχονται.

Μια βόμβα καπνού έπεσε προς το μέρος τους, αναδίδοντας αέρια.

«Γαμήσου!» γρύλισε ο Σκοτ, κλείνοντας την πόρτα προτού το καπνογόνο μπει στο δωμάτιο. Τα αέρια, όμως, άρχισαν αμέσως να μπαίνουν από το κάτω μέρος της πόρτας, καθώς και, λιγότερο, από τα πλάγια.

«Ιωάννα, τι κάνεις;» είπε η Ελίζα.

Η Μαύρη Δράκαινα στράφηκε να τους κοιτάξει, παίρνοντας το βλέμμα της από την οθόνη του τηλεπικοινωνιακού συστήματος. «Ο Κλαρκ εντοπίζει τώρα τη θέση μας και στέλνει το Φαντασκεύασμα. Δεν είναι μακριά. Με περίμενε.»

Ο Σκοτ και η Ελίζα έβαλαν μαντήλια μπροστά στη μύτη και στο στόμα τους, και το ίδιο έκανε κι η Ιωάννα, καθώς το αέριο εξαπλωνόταν μες στο δωμάτιο. Εν τω μεταξύ, σφαίρες χτυπούσαν την πόρτα του γραφείου, γεμίζοντάς την τρύπες, κι αναγκάστηκαν όλοι τους να καλυφτούν δεξιά κι αριστερά της για να μη σκοτωθούν.

«Τι κάνει ο Κλαρκ, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος;» γρύλισε ο Σκοτ.

«Έρχεται,» είπε η Ιωάννα. «Όπου νάναι πρέπει να– Α, ναι! Μην κοιτάτε τις γωνίες του δωματίου! Μην κοιτάτε τις γωνίες!»

«Γιατί;» ρώτησε η Ελίζα.

«Κάντε ό,τι σας λέω!»

Την υπάκουσαν, φυσικά, ενώ το αέριο πλημμύριζε το δωμάτιο κι όλοι τους προσπαθούν να μη βήχουν. Μια ομίχλη είχε απλωθεί παντού. Τα μάτια τους είχαν δακρύσει.

«Ιωάννα! Σκοτ, Ελίζα!» ακούστηκε η φωνή του Κλαρκ, ξαφνικά. «Ελάτε προς τα δω!»

Είδαν τη σκιερή μορφή του πίσω από τους καπνούς, και τον ακολούθησαν στο εσωτερικό του Φαντασκευάσματος, η είσοδος του οποίου είχε εμφανιστεί σε μια από τις γωνίες του γραφείου του Μάριου Υψίκορμου.

Ο μάγος έκλεισε την πόρτα και βάδισαν μέσα στον γεωμετρικά τέλειο διάδρομο που επέκτειναν πυρετωδώς οι Τεχνίτες. Η Ιωάννα, ο Σκοτ, και η Ελίζα απομάκρυναν τα μαντήλια από τα πρόσωπά τους, βήχοντας έντονα, μη μπορώντας να σταματήσουν.

Άκουσαν τον Κλαρκ να υποτονθορύζει κάποιο ξόρκι και, μετά, να τους λέει: «Δεν έχετε κανένα πρόβλημα· μην ανησυχείτε. Δεν ήταν δηλητήριο, ευτυχώς.»

«…Το… κατάλαβα…» κατάφερε να αποκριθεί η Ιωάννα. Αλλά λίγο ακόμα αν μέναμε εκεί μέσα, πρόσθεσε νοερά, θα είχαμε πεθάνει από ασφυξία.

Μετά από κάποια ώρα, όταν είχαν όλοι τους συνέλθει κι ενώ εξακολουθούσαν να βαδίζουν μέσα στο Φαντασκεύασμα, ο Σκοτ είπε: «Υποθέτω πως τώρα δε μπορούμε να συνεχίσουμε να είμαστε διπλοί πράκτορες, Κλαρκ.»

«Κι εγώ το ίδιο υποθέτω,» συμφώνησε ο μάγος. «Εκτός αν θέλετε να το ρισκάρετε. Μικρή η πιθανότητα, βέβαια, να–»

«Ευχαριστούμε αλλά όχι,» τον διέκοψε, κατηγορηματικά, η Ελίζα, που από την αρχή φοβόταν τι θα γινόταν αν οι Υπερασπιστές υποψιάζονταν έστω την προδοσία τους.

«Το φανταζόμουν ότι κάπως έτσι θα το βλέπατε,» είπε ο Κλαρκ. «Θα πρέπει, όμως, να βρω ένα άλλο μέρος διαμονής για εσάς· δεν χωράτε στο διαμέρισμά μου.»

«Νόμιζα πως ήταν απέραντο, Κλαρκ,» του είπε η Ιωάννα, υπομειδιώντας.

«Μια εντύπωσή σου, μονάχα,» της αποκρίθηκε εκείνος επιστρέφοντάς της το αχνό μειδίαμα. «Ευτυχώς, όμως, έχω πολλά ασφαλή μέρη που χρησιμοποιώ. Εκεί όπου θα σας πάω,» είπε στον Σκοτ και την Ελίζα, «ο Ελκράσ’ναρχ ποτέ δεν πρόκειται να σας βρει. Ειδικά στην κατάσταση που είναι το δίκτυό του τώρα.»

«Η τύχη μας είναι στα χέρια σου, μάγε,» είπε ο Σκοτ. «Κι αυτό μη νομίζεις ότι μ’αρέσει.»

19.

Η Ιωάννα δεν κοιμόταν. Σκεφτόταν τι θα έλεγε στον Ανδρόνικο όταν εκείνος ερχόταν εδώ. Σκεφτόταν πώς θα ήταν να τον ξαναδεί, και η σκέψη αυτή τη γέμιζε με χαρά αλλά και, συγχρόνως, με λύπη, για τους λόγους που κι οι δυο τους ήξεραν πολύ καλά. Τουλάχιστον, όμως, και εκείνος και εγώ είμαστε ζωντανοί–

Ο επικοινωνιακός δίαυλος του δωματίου της κουδούνισε. Η Ιωάννα τεντώθηκε, καθώς ήταν μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι, και τον ενεργοποίησε.

«Ιωάννα;» Η φωνή του Κλαρκ.

«Ναι.»

«Μπορείς να έρθεις στο καθιστικό;»

«Έρχομαι.»

Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι σβήνοντας το τσιγάρο της στο τασάκι. Η μαύρη στολή της ήταν το πιο κοντινό ρούχο καθώς βρισκόταν ριγμένη επάνω στη μοναδική καρέκλα του δωματίου, έτσι την έπιασε, γλίστρησε μέσα της, και τράβηξε το φερμουάρ. Πήρε τη ζώνη της από την κρεμάστρα, την τύλιξε γύρω απ’τη μέση της, και έκλεισε την αγκράφα. Ένα πιστόλι κι ένα ξιφίδιο ήταν θηκαρωμένα εκεί. Μια Μαύρη Δράκαινα ποτέ δεν τριγύριζε άοπλη, ακόμα και σε φιλικό περιβάλλον.

Βγήκε απ’το δωμάτιό της και πήγε στο καθιστικό, όπου βρήκε τον Κλαρκ να την περιμένει μαζί με τη Ναλτάφιρ και τον Ελπιδοφόρο.

«Τι έγινε;» ρώτησε. «Κάτι σημαντικό;»

«Είχα επικοινωνία με τον Δαίδαλο πριν από λίγο,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ, και δεν έμοιαζε να μιλά μόνο σ’εκείνη, καθώς κοίταζε μια τον έναν μια τον άλλο. Δεν πρέπει να είχε πει ακόμα σε κανέναν τον λόγο που τους είχε καλέσει. «Και μου ανέφερε κάτι ομολογουμένως αξιοσημείωτο. Κάτι που μπορεί ν’αλλάξει πολλά πράγματα. Στο μήνυμά του μου γράφει ότι έχει συναντήσει τον Άζ’λεφκ· ότι έχει, μάλιστα, μάθει πράγματα για τον Άζ’λεφκ που ποτέ δεν υποψιαζόμασταν· και ότι ο Άζ’λεφκ, στην παρούσα του μορφή, είναι ο Τάμπριελ, ο πρώην σύζυγος της Παντοκράτειρας, ο Προφήτης της Νόρχακ.»

«Τι!» έκανε η Ιωάννα. «Ο Τάμπριελ; Δε μπορεί, Κλαρκ! Δεν είναι δυνατόν.»

«Ο Δαίδαλος, όμως, έτσι είπε. Και δεν το αμφισβητώ. Το περίμενες ότι η Ανεμόφθαλμη θα ήταν Άζ’λεφκ;»

«Ούτε η ίδια δεν το περίμενε, απ’ό,τι μου είπε όταν συναντηθήκαμε. Δεν ξέρω, όμως, αν έλεγε αλήθεια… Αλλά ο Τάμπριελ….» Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε. Και κάθισε σε μια πολυθρόνα, παραξενεμένη, σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο. Η Ανταρλίδα, άραγε, το ήξερε αυτό; αναρωτήθηκε. Ήξερε από την αρχή ότι ο Τάμπριελ ήταν Άζ’λεφκ;

«Ο Δαίδαλος δεν νομίζω πως έχει κάνει λάθος,» είπε η Ναλτάφιρ. «Για να το λέει, κάτι γνωρίζει.»

Ο Κλαρκ ένευσε. «Ασφαλώς. Και δεν μου εξήγησε τα πάντα μέσω του μηνύματός του. Μου πρότεινε, όμως, να έρθει εδώ, στη Ρελκάμνια, μαζί με τον Τάμπριελ και κάποιους άλλους επαναστάτες. Πιστεύει ότι θα μπορούν να μας βοηθήσουν σ’ό,τι κι αν κάνουμε. Δεν του έχω απαντήσει ακόμα, αλλά νομίζω πως έχει περισσότερο δίκιο απ’ό,τι ίσως να υποψιάζεται. Ο Τάμπριελ, αν είναι Άζ’λεφκ, πολύ πιθανόν να μπορεί να συμμαχήσει με την Ανεμόφθαλμη και τον Τες για να νικήσουν τον Χαρίδημο Ιδιόμορφο.»

«Ναι,» συμφώνησε η Ναλτάφιρ. «Τον χρειαζόμαστε εδώ, αν θέλει να έρθει.»

«Στη διαστασιακή δίοδο της Βίηλ θα συναντήσουν εμπόδιο, όμως,» είπε ο Κλαρκ. «Δε θα είναι εύκολο να περάσουν. Οι Παντοκρατορικοί φρουρούν αυτό το μέρος, τώρα, πολύ περισσότερο από παλιότερα.»

«Και δικαιολογημένα,» είπε ο Ελπιδοφόρος. «Φοβούνται ότι εχθροί θα έρθουν από τη Βίηλ.»

«Αυτό σημαίνει,» πρόσθεσε ο Κλαρκ, «ότι θα πρέπει να επιτεθούμε στους φύλακες της διόδου τη στιγμή που ο Δαίδαλος και οι άλλοι θα μπαίνουν. Μετά, θα τους πάρω όλους μέσα το Φαντασκεύασμα και θα φύγουμε.» Και τώρα κοίταζε την Ιωάννα. «Τι λες; Θα μπορούσε να γίνει;»

«Θα χρειαστεί να το σχεδιάσουμε πολύ προσεχτικά,» αποκρίθηκε η Μαύρη Δράκαινα.

20.

Δεν ήταν εύκολο να συγχρονιστείς με κάποιον που βρισκόταν σε διαφορετική διάσταση από εσένα, αφού στις περισσότερες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά. Όμως δεν ήταν κι αδύνατο. Και, επικοινωνώντας με Ξόρκια Υπερδιαστασιακής Αποστολής, ο Δαίδαλος και ο Κλαρκ το κανόνισαν. Οι επαναστάτες από τη Βίηλ θα περνούσαν από τη διαστασιακή δίοδο μια συγκεκριμένη ώρα, και ο Κλαρκ και οι σύντροφοί του θα έπρεπε την ίδια αναλογικά ώρα να επιτεθούν στους φύλακες της διαστασιακής διόδου στη Ρελκάμνια.

Η Ιωάννα και ο Ελπιδοφόρος κατόπτευσαν την περιοχή στα Σταυροδρόμια, η οποία ήταν γεμάτη Παντοκρατορικό στρατό, και εκπόνησαν ένα σχέδιο δράσης. Οπότε συγκέντρωσαν στο καθιστικό του διαμερίσματος του Κλαρκ τους ανθρώπους που πίστευαν ότι θα τους φαίνονταν χρήσιμοι στην επίθεσή τους, ώστε να συζητήσουν. Ο Σκοτ ήταν εδώ, η Ελίζα, ο Κλαρκ, η Ναλτάφιρ, ο Τες, ο Άερ’θλαρ, και η Άι’νιρ. Όταν είχαν πάρει τις αποφάσεις τους, συμφώνησαν για τις τελευταίες λεπτομέρειες του σχεδίου και, μετά, ήταν έτοιμοι να δράσουν. Περίμεναν απλά να έρθει η κατάλληλη ώρα, παρακολουθώντας την οθόνη ενός μηχανικού συστήματος που υπολόγιζε τον χρόνο στη Βίηλ βάσει των ρυθμίσεων του Κλαρκ.

Η κατάλληλη ώρα ήταν, τελικά, μεσημεριανή, και έκανε δυνατή ζέστη, γιατί παρότι το καλοκαίρι βρισκόταν στο τέλος του δεν είχε ακόμα περάσει. Ο Κλαρκ τούς έβαλε όλους στο Φαντασκεύασμα και βάδισαν μέσα στους γεωμετρικά τέλειους διαδρόμους που κατασκεύαζαν οι Τεχνίτες αντίκρυ τους. Όταν έφτιαξαν και μια μεταλλική πόρτα, έλιωσαν μέσα στους τοίχους κι εξαφανίστηκαν.

Η Ιωάννα πλησίασε την πόρτα και τη μισάνοιξε για να ρίξει μια ματιά έξω.

Είδε ένα σοκάκι, άδειο από ανθρώπους. Κανένας δεν κοίταζε εδώ, όπως είχε πει ο Κλαρκ ότι χρειαζόταν προκειμένου το Φαντασκεύασμα να δημιουργήσει έξοδο. Στο βάθος φαίνονταν κάποιοι με λευκές στολές και τουφέκια. Παντοκρατορικοί στρατιώτες.

Η Ιωάννα, στρεφόμενη στους συντρόφους της, είπε: «Είμαστε στο πρώτο σωστό μέρος. Σκοτ, Ελπιδοφόρε: βγαίνετε.»

Εκείνοι ένευσαν και πέρασαν από την πόρτα καθώς η Ιωάννα τούς την άνοιγε. Φορούσαν κουκούλες και αλεξίσφαιρα γιλέκα, και κουβαλούσαν αρκετά όπλα για να μπορεί κανείς να πει ότι πήγαιναν στον πόλεμο.

Η Ιωάννα έκλεισε πάλι την πόρτα και ο Κλαρκ μίλησε στο Φαντασκεύασμα μέσω της συσκευής στο αφτί του. Οι Τεχνίτες ξεπρόβαλαν από τους τοίχους: πελώρια μηχανικά έντομα που αμέσως άρχισαν να δουλεύουν, εξαφανίζοντας την πόρτα μέσα σε μια θολούρα από γρήγορες κινήσεις και δημιουργώντας μια στροφή στον τέλειο διάδρομο, την οποία η Ιωάννα και οι υπόλοιποι ακολούθησαν.

Ακόμα μια πόρτα δημιουργήθηκε, μετά από λίγο. Η Μαύρη Δράκαινα κοίταξε πάλι έξω, επιφυλακτικά. Το σημείο ήταν, ξανά, το σωστό: το δεύτερο από αυτά που είχαν συμπεριλάβει στο σχέδιό τους. Είπε στους Πειθαρχικούς του Κενού και στη Ναλτάφιρ να βγουν, κι αυτοί βγήκαν.

Το Φαντασκεύασμα, με διαταγή του Κλαρκ, μπήκε πάλι σε λειτουργία και έφτασε στο τελευταίο σημείο που τους ενδιέφερε. Εδώ βγήκαν η Ιωάννα, η Ελίζα, ο Κλαρκ, και ο Τες (ο οποίος είχε τη μορφή ενός λευκόδερμου, καστανομάλλη άντρα). Ήταν η ταράτσα μιας πολυκατοικίας, γεμάτη με κεραίες και καλώδια· και, στην αντικρινή της άκρη, βρισκόταν ένα ενεργειακό κανόνι, με Παντοκρατορικούς στρατιώτες γύρω του.

Από κάτω, ανάμεσα από τις πολυκατοικίες του Σταυροδρομιού, φαινόταν η διαστασιακή δίοδος της Βίηλ. Το πελώριο άγαλμα ενός θηρίου που είχε το κεφάλι κατεβασμένο και το στόμα ορθάνοιχτο. Ένα κατασκεύασμα που η Ιωάννα αμφέβαλλε ότι το είχε φτιάξει άνθρωπος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε αυτή τη διαστασιακή δίοδο, αλλά ανέκαθεν της έκανε εντύπωση. Αναρωτιόταν τι θα γινόταν αν κάποιος επιχειρούσε να γκρεμίσει το άγαλμα· θα καταστρεφόταν και η δίοδος μαζί του; ή απλά θα άλλαζε μορφή;

Ο Κλαρκ κοίταξε το ρολόι του.

«Είναι ώρα;» τον ρώτησε η Ιωάννα, καθώς ήταν κρυμμένοι πίσω από ένα μικρό οίκημα της μεγάλης ταράτσας.

«Λίγο ακόμα,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ. Και συνέχισε να κοιτάζει το ρολόι του. Μέχρι που είπε: «Τώρα.» Ενεργοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό επάνω στο ρολόι και μίλησε στους υπόλοιπους, οι οποίοι τον περίμεναν: «Επιτιθέμαστε,» τους είπε.

Η Ιωάννα είχε ήδη φύγει από κοντά του, πλησιάζοντας τους Παντοκρατορικούς γύρω απ’το κανόνι. Εκείνοι ίσα που πρόλαβαν να τη δουν να κινείται, προτού η Μαύρη Δράκαινα πέσει στο έδαφος, ανάμεσα στις κεραίες, κι αρχίσει να τους πυροβολεί με το τουφέκι της. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν από αυτές τις πρώτες ριπές της, και οι υπόλοιποι από το πιστόλι της Ελίζας, η οποία ξεπρόβαλε από την κρυψώνα τους μετά από την Ιωάννα, κινούμενη τελείως διαφορετικά. Η Μαύρη Δράκαινα σαν πολεμίστρια μέσα σε ζούγκλα, η πράκτορας σαν… πράκτορας μέσα σε αστική ζούγκλα.

Από τα μέρη όπου είχαν αφήσει τους υπόλοιπους συντρόφους τους φασαρία επίσης φαινόταν να γίνεται. Ο Ελπιδοφόρος και ο Σκοτ είχαν κάνει μια αποθήκη πυρομαχικών να εκραγεί· μεγάλη φωτιά είχε ανάψει σ’ένα οικοδόμημα. Οι Πειθαρχικοί του Κενού χτυπούσαν διάφορους στόχους με τις φωτεινές ρομφαίες τους, οι οποίες έμοιαζαν να αψηφούν τελείως τον χώρο – τη μια να είναι δυο μέτρα στο μήκος, την άλλη πενήντα!

Ο Κλαρκ πλησίασε το ενεργειακό κανόνι περνώντας πάνω από τους νεκρούς Παντοκρατορικούς. Άνοιξε την κονσόλα του, άλλαξε κάτι στο εσωτερικό της, και μετά κάθισε στη θέση του πυροβολητή.

«Δεν πρέπει να κάνεις Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως;» απόρησε η Ιωάννα. Δεν είχε ξαναδεί μάγο να πυροβολεί με ενεργειακό κανόνι και συγχρόνως να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του.

«Δε μου χρειάζεται,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ, και στρέφοντας την κάννη του κανονιού εξαπέλυσε μια ενεργειακή ριπή εναντίον των Παντοκρατορικών στην ταράτσα μιας άλλης πολυκατοικίας. Μετά, χτύπησε ένα ελικόπτερο που πλησίαζε.

Ο Τες, έχοντας ζυγώσει χωρίς η Ιωάννα να τον αντιληφτεί, είπε: «Έρχονται. Από τη δίοδο.»

Η Ιωάννα έστρεψε το βλέμμα της στο στόμα του πελώριου πέτρινου θηρίου, και είδε ανθρώπους να βγαίνουν από εκεί, και να μοιάζουν μικροί, μικρότεροι απ’ό,τι θα έπρεπε, σαν να επρόκειτο για κάποια οφθαλμαπάτη, ή σαν ο χώρος σ’εκείνο το σημείο να έκανε κάτι το τελείως περίεργο. Η Ιωάννα, όμως, το είχε ξαναδεί να συμβαίνει, και ήξερε πως δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο, φυσικά. Σ’όλες τις διαστασιακές διόδους γίνονταν περίεργα πράγματα, καθώς η φύση της πραγματικότητας αλλοιωνόταν εκεί.

«Κλαρκ!» είπε. «Ήρθαν!»

«Τους βλέπω,» αποκρίθηκε ο μάγος, και βγήκε απ’το κανόνι, πηγαίνοντας προς τα εκεί όπου ακόμα βρισκόταν η είσοδος του Φαντασκευάσματος. Κανένας δεν τον ακολούθησε, όπως είχαν ήδη συμφωνήσει: η Ιωάννα, η Ελίζα, και ο Τες έμειναν στην ταράτσα της πολυκατοικίας, και χτυπούσαν τους Παντοκρατορικούς με τα όπλα τους.

Από τη διαστασιακή δίοδο φιγούρες είχαν ξεπροβάλει και έμοιαζαν να έχουν, ξαφνικά, μεγεθυνθεί σαν να έρχονταν από το βάθος κάποιας σήραγγας. Η Ιωάννα αναγνώρισε δύο αμέσως: ο Τάμπριελ, κοκκινόδερμος και λευκομάλλης, κρατώντας το ραβδί του με την πορφυρή σφαίρα· και η Ανταρλίδα, κατάλευκη, με ξανθά μαλλιά, βαστώντας ένα τουφέκι στα χέρια και πυροβολώντας. Μαζί τους είχαν βγει κι αρκετοί άλλοι επαναστάτες, κρατώντας κι αυτοί πυροβόλα όπλα και ρίχνοντας προς όλες τις κατευθύνσεις. Η Ιωάννα νόμιζε πως είδε την Αλιζέτ Τάνρεχ (!) ανάμεσά τους και ξαφνιάστηκε. Κάποιο λάθος πρέπει να κάνω! Επίσης, είδε ένα μεταλλικό κατασκεύασμα που είχε τη γενική μορφή ανθρώπου αλλά, αντί για πόδια, διέθετε τροχούς, και στο χέρι του κουβαλούσε ένα κανόνι απ’το οποίο εκτοξεύονταν ριπές ενέργειας. Ένα από τα αυτοκίνητα!

Η Ιωάννα άλλαξε γεμιστήρα για δεύτερη φορά στο μακρινής εμβέλειας τουφέκι της και συνέχισε να πυροβολεί τους Παντοκρατορικούς. Η Ελίζα, δίπλα της, χειριζόταν τώρα τουφέκι κι εκείνη, γιατί το πιστόλι της δεν ήταν καλό για τόσο μακρινές ριπές. Ακόμα κι ο Τες πυροβολούσε, αν και αδέξια. Ίσως να μην είχε ξαναπιάσει πυροβόλο όπλο στη ζωή του.

Χωρίς να σταματήσει καθόλου τις επιθέσεις της, η Ιωάννα έβλεπε από τη μεριά του Ελπιδοφόρου και του Σκοτ ότι γινόταν σαματάς, και φυσικά δεν μπορούσε να μην δει και τους Πειθαρχικούς του Κενού, που οι φωτεινές λεπίδες τους εξαΰλωναν ανθρώπους και έκοβαν άρματα μάχης σαν να ήταν από χαρτί.

Μετά, με τις άκριες των ματιών της, πρόσεξε κάτι άλλο ανάμεσα στα ψηλά οικοδομήματα. Μια λάμψη: αργυρό και κόκκινο, και μαύρη φωτιά. Έστρεψε το βλέμμα της κι ατένισε έναν από τους Υπερασπιστές να αιωρείται πάνω από μια γέφυρα. Τα χέρια του ήταν μαύρες φλόγες οι οποίες τινάζονταν προς τους επαναστάτες σχηματίζοντας μαστίγια που έμοιαζαν ν’αψηφούν τον χώρο όπως οι ρομφαίες των Πειθαρχικών του Κενού–

–οι οποίες, τώρα, στάθηκαν εμπόδιο στις επιθέσεις του Υπερασπιστή, και δυνατές ενεργειακές εκρήξεις γίνονταν στον αέρα. Οικήματα και άνθρωποι έπαιρναν φωτιά, ενεργειακές φιάλες μέσα σε οχήματα και αεροσκάφη ανατινάζονταν.

«Τι κάνει τόση ώρα ο Κλαρκ;» γρύλισε η Ιωάννα, αλλάζοντας πάλι γεμιστήρα.

«Άμα δε μας πάρει γρήγορα από δω, είμαστε τελειωμένοι,» είπε η Ελίζα, δείχνοντας αγχωμένη. Και μόνο η θέα του Υπερασπιστή φαινόταν να την τρομοκρατεί, παρότι αποκλείεται ο ενεργειακός δαίμονας να είχε παρατηρήσει εκείνη και την Ιωάννα εδώ πέρα όπου βρίσκονταν.

Από κάτω τους, στη διαστασιακή δίοδο, οι επαναστάτες τώρα υποχωρούσαν. Αποτραβιόνταν μέσα στο στόμα του πελώριου αγάλματος, εξακολουθώντας να πυροβολούν πίσω τους.

Αυτό σημαίνει πως ο Κλαρκ πήρε τους ανθρώπους μας, συμπέρανε η Ιωάννα.

Οι επαναστάτες της Βίηλ έφυγαν από τη Ρελκάμνια, αφήνοντας ελάχιστους νεκρούς πίσω τους. Άλλωστε, η συμπλοκή δεν είχε κρατήσει παρά μερικές στιγμές, και οι Παντοκρατορικοί ήταν αιφνιδιασμένοι. Από τη μεριά του Σκοτ και του Ελπιδοφόρου, τα πράγματα φαίνονταν ήρεμα τώρα.

«Σταματήστε να ρίχνετε!» είπε η Ιωάννα στον Τες και στην Ελίζα, κι εκείνοι υπάκουσαν. «Δε χρειάζεται να δίνουμε στόχο. Η δουλειά μας τελείωσε.»

Ο Άερ’θλαρ και η Άι’νιρ συνέχιζαν να ξιφομαχούν με τον Υπερασπιστή· ενεργειακές λάμψεις τινάζονταν από δω κι από κει. Πάνω από την Ιωάννα, ένα από τα καλώδια της ταράτσας πήρε φωτιά και κόπηκε. Μετά, οι Πειθαρχικοί κρύφτηκαν πίσω από μια πολυκατοικία, και η Μαύρη Δράκαινα τούς έχασε από τα μάτια της.

Μόνο εμείς μείναμε.

Η Ελίζα κοίταζε ανήσυχα τριγύρω, μάλλον περιμένοντας ή Παντοκρατορικοί στρατιώτες να έρθουν ή ο Κλαρκ.

Ένα ελικόπτερο ακούστηκε να πλησιάζει την ταράτσα. Η Ιωάννα στράφηκε και το είδε να βρίσκεται σχετικά χαμηλά – όσο μπορούσε χωρίς να μπλεχτεί πάνω στα καλώδια ή να χτυπήσει στις κεραίες. Και τα όπλα του ήταν στραμμένα προς εκείνη και τους συντρόφους της.

Μετά, όμως, τα όπλα απρόσμενα στράφηκαν προς μια άλλη μεριά, και πυροβόλησαν.

Η Ιωάννα δεν έχασε καιρό: τρέχοντας, πέταξε μια χειροβομβίδα μέσα στην ανοιχτή πόρτα του ελικοπτέρου ενώ φώναζε: «Καλυφθείτε!»

Το αεροσκάφος ανατινάχτηκε, πέφτοντας. Χτύπησε στην άκρη της ταράτσας και πήρε μαζί του πέτρες, σίδερα, καλώδια, και κεραίες, ενώ η Ιωάννα, η Ελίζα, και ο Τες είχαν ξαπλώσει και καλύψει τα κεφάλια τους, νιώθοντας τα πάντα από κάτω τους να τραντάζονται, νομίζοντας ότι ολόκληρη η πολυκατοικία θα γκρεμιζόταν.

Ύστερα, η Μαύρη Δράκαινα κοίταξε προς τη μεριά όπου είχε πυροβολήσει το ελικόπτερο. Κανένας δεν φαινόταν εκεί…

«Εγώ,» της είπε ο Τες. «Έκανα τον κόσμο καθρέφτη.» Γέλασε.

Η Ιωάννα κατάλαβε. Πρέπει να τους είχε κάνει να νομίσουν ότι κάτι βρισκόταν εκεί ενώ τίποτα δεν υπήρχε.

«Ιωάννα!» Η φωνή του Κλαρκ. Ο μάγος στεκόταν πλάι στο μικρό οίκημα, πίσω απ’το οποίο πριν ήταν όλοι τους κρυμμένοι, και τους έκανε νόημα να πλησιάσουν.

Τον υπάκουσαν, δίχως καθυστέρηση, και σύντομα βρίσκονταν μέσα στο Φαντασκεύασμα, κοντά σε φίλους.

21.

Τα τοιχώματα του τέλειου διαδρόμου άρχισαν να πάλλονται μ’έναν τρόπο που θα νόμιζε κανείς ότι ήταν από νερό, ενώ οι Τεχνίτες έκαναν έναν θόρυβο που διαπερνούσε επώδυνα τ’αφτιά.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Δαίδαλος κοιτάζοντας τον Κλαρκ.

«Κλαρκ,» είπε ο Τες, «δεν έπρεπε να είχα έρθει μαζί σας!»

«Δε μας πληροφόρησε κανένας ότι άλλος ένας Άζ’λεφκ θα ήταν εδώ!» είπε ο Τάμπριελ. «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» Μιλούσε στον Κλαρκ.

«Γνωρίζω,» αποκρίθηκε ο μάγος, «γιατί έχουμε ακόμα έναν Άζ’λεφκ στη Ρελκάμνια, και ο Τες έχει συναντηθεί μαζί του – ή, μάλλον, μαζί της.»

«Και γιατί παρέλειψες να μας το αναφέρεις;»

«Δεν θεώρησα ότι τα μηνύματα της υπερδιαστασιακής επικοινωνίας ήταν ο καλύτερος τρόπος, Τάμπριελ,» είπε ο Κλαρκ.

«Καταλαβαίνεις ότι ολόκληρο το Φαντασκεύασμά σου μπορεί να καταρρεύσει από την παρουσία μας; Μπορεί όλοι να χαθούμε για πάντα ανάμεσα στις διαστάσεις!»

Η Ανταρλίδα πρώτη φορά νόμιζε πως έβλεπε τον Τάμπριελ τόσο αναστατωμένο. Πρέπει η περίσταση να ήταν αληθινά επικίνδυνη.

«Θα φύγω εγώ,» είπε ο Τες. «Τώρα.» Και άπλωσε το χέρι του, αγγίζοντας ένα τοίχωμα και δημιουργώντας παράξενες κυρτώσεις και ομόκεντρους κύκλους επάνω του, που άλλοι βυθίζονταν προς τα βάθη του ρευστού μετάλλου, άλλοι αναδύονταν από τα βάθη.

«Περίμενε!» φώναξε ο Κλαρκ. «Τι πας να κάνεις;»

«Να φύγω.»

«Δε μπορείς να φύγεις έτσι! Περίμενε να φτιάξω μια έξοδο.» Και, χρησιμοποιώντας τη συσκευή στο αφτί του, μουρμούρισε στο Φαντασκεύασμα.

«Ίσως να μην έχουμε χρόνο,» τον προειδοποίησε ο Τες.

Ο Κλαρκ είπε, μετά από μερικές στιγμές: «Το Φαντασκεύασμα είναι αποπροσανατολισμένο αλλά νομίζω ότι θα τα καταφέρει. Μου λέει ότι δέχεται κάποιου είδους ασυνήθιστη ενεργειακή επίθεση που επηρεάζει τον χώρο.»

«Βιάσου,» του είπε ο Τάμπριελ.

Οι Τεχνίτες, δουλεύοντας σαν να είχαν τρελαθεί, έφτιαξαν μια μεταλλική πόρτα στο πλάι του διαδρόμου.

«Τώρα,» είπε ο Κλαρκ στον Τες – «βγες!» Κι εκείνος άνοιξε την πόρτα και βγήκε. «Θα έρθω να σε πάρω αργότερα!» του φώναξε ο μάγος, προτού η πόρτα κλείσει. «Μην απομακρυνθείς!»

Τα τοιχώματα του Φαντασκευάσματος έπαψαν να πάλλονται εφιαλτικά. Ο διάδρομος ήταν ξανά ένα τέλειο γεωμετρικό σχήμα, φωτισμένος από κατάλευκο φως που προερχόταν από τα ίδια τα μέταλλά του.

«Αυτή,» είπε η Ανταρλίδα, «ελπίζω να είναι η φυσιολογική κατάσταση τούτου του πράγματος.»

«Αυτή είναι,» τη διαβεβαίωσε η Ιωάννα.

22.

Από τη Βίηλ είχαν έρθει ο Δαίδαλος, η Φενίλδα, ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, ο Όρνιφιμ, και η Διάττα· και ο Κλαρκ τούς έφερε, προς το παρόν, στο διαμέρισμά του αν και ήξερε πως δεν είχε επαρκή χώρο για να τους φιλοξενήσει. Θα έπρεπε, για τους περισσότερους, να βρει δωμάτια αλλού.

Η συνάντηση ήταν, καταφανώς, ευχάριστη για όλους. Μέσα στο καθιστικό του διαμερίσματος, ο Κλαρκ και η Ναλτάφιρ μιλούσαν με τον Δαίδαλο σαν παλιοί συμπολεμιστές που είχαν επιτελούς ξαναβρεθεί· η Ιωάννα αντάλλαξε μια χειραψία με την Ανταρλίδα, και τη ρωτούσε αν πραγματικά ήταν η Σκοτεινή Βασίλισσα αυτή που είχε δει, και δεν μπορούσε να το πιστέψει όταν πήρε θετική απάντηση· ο Ελπιδοφόρος αγκάλιασε τη Φενίλδα, κι εκείνη γελούσε και του είπε πως χαιρόταν τόσο που τον ξανάβλεπε.

«Είχα ανησυχήσει, για να είμαι ειλικρινής,» της είπε ο Ελπιδοφόρος. «Αν ο Κλαρκ δεν με διαβεβαίωνε ότι εμπιστευόταν τον Δαίδαλο όπως τον εαυτό του, θα σε νόμιζα νεκρή. Υποτίθεται πως έφυγες για να βρεις θεραπεία για τον πονοκέφαλό σου, και μετά– Αλήθεια, τι έγινε μ’αυτό το θέμα;»

«Είμαι καλά τώρα,» αποκρίθηκε η Φενίλδα. «Δε μ’ενοχλεί πια.»

«Ο Δαίδαλος σε βοήθησε;»

Η Φενίλδα ένευσε. «Μου έδειξε πολλά πράγματα ο Δαίδαλος. Είμαι τώρα… όπως δεν ήμουν ποτέ παλιά.»

«Αυτό είναι καλό, ελπίζω.»

«Είναι,» τον διαβεβαίωσε η Φενίλδα. Εκείνο το παράξενο γυάλινο θραύσμα εξακολουθούσε να φαίνεται μέσα στο αριστερό της μάτι, παρατήρησε ο Ελπιδοφόρος.

«Έχω κι εγώ καλά νέα να σου πω. Το εμφύτευμα του Ελκράσ’ναρχ δεν είναι πλέον μέσα μου.»

«Το ξεφορτώθηκες; Τελείως;»

«Ναι. Χάρη στη Ναλτάφιρ.» Κοίταξε προς τα εκεί όπου η μαυρόδερμη μάγισσα μιλούσε με τον Δαίδαλο και τον Κλαρκ. «Αν και η ίδια ισχυρίζεται ότι το έκανα μόνος μου, ουσιαστικά.»

«Πώς έγινε;» ρώτησε η Φενίλδα. «Πώς το έδιωξες;»

«Μέσα σ’ένα όνειρο. Ήταν πολύ παράξενο… Νόμιζα ότι ήμουν πραγματικά εκεί, αλλά ήταν βέβαια ένα όνειρο μονάχα. Θα σου πω άλλη φορά.»

«Και ο ιός που ήταν μέσα σου; Το παράσιτο από τον Ενιαίο Κόσμο; Το ξεφορτώθηκες κι αυτό;»

«Δυστυχώς όχι. Όμως ο Τες λέει πως ίσως να μπορέσει να βρει έναν τρόπο.»

«Ποιος είναι ο Τες; Αυτός ο άλλος Άζ’λεφκ που αφήσαμε πίσω;»

«Ναι, και είναι πιο παράξενος απ’ό,τι φαίνεται.»

Η Φενίλδα ύψωσε ένα φρύδι ερωτηματικά.

«Δεν είναι άνθρωπος,» εξήγησε ο Ελπιδοφόρος, και γέλασε. «Περίμενε να δεις την πραγματική του μορφή. Έχει τέσσερα χέρια!»

«Τέσσερα χέρια; Από πού είναι;»

«Από μια διάσταση που ήταν απομονωμένη μέχρι στιγμής, απ’ό,τι έχω καταλάβει, αλλά μετά πέρασε από μέσα της ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος που ξεκίνησε στην Απολλώνια. Τέλος πάντων, η Ναλτάφιρ έφερε τον Τες εδώ.»

«Γιατί;»

«Αναζητούσαμε τον Άζ’λεφκ επειδή φαινόταν να είναι μπλεγμένος με την Παντοκράτειρα και τον Ελκράσ’ναρχ. Τότε δεν ξέραμε ακόμα ότι υπάρχουν πολλοί Άζ’λεφκ. Τώρα, όμως, έχουμε άλλη μια Άζ’λεφκ μαζί μας – μια γυναίκα που ονομάζεται Ανεμόφθαλμη, και που κατάγεται από τη Σάρντλι.»

«Ποια είναι;» Η Φενίλδα κοίταξε γύρω τους.

«Δε βρίσκεται τώρα εδώ. Αν βρισκόταν, θα έβλεπες τον χώρο να αλλοιώνεται και αλλόκοτα πράγματα να γίνονται. Έχουμε, όμως, επικοινωνία μαζί της.»

«Λοιπόν! Λοιπόν!» ακούστηκε η φωνή του Κλαρκ πάνω απ’τη βαβούρα που προκαλούσαν οι φωνές όλων τους. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το τι ακριβώς συμβαίνει στη Ρελκάμνια.» Ο Τάμπριελ στεκόταν κοντά του, παρατήρησε ο Ελπιδοφόρος, και μάλλον εκείνος ήταν που τον είχε ωθήσει να δώσει κάποιες εξηγήσεις. «Ελάτε, καθίστε,» είπε ο Κλαρκ.

Ήταν, συνολικά, δώδεκα άνθρωποι, αφού και η Βάρμη κι ο Μέδμορ-Ράθωζ βρίσκονταν εδώ περιμένοντάς τους να επιστρέψουν από τα Σταυροδρόμια. Χρειάστηκε να μεταφέρουν πέντε ακόμα καρέκλες για να μπορέσουν να καθίσουν όλοι γύρω απ’το τραπέζι.

Αφού έφερε δύο μπουκάλια – το ένα με νερό και το άλλο με Κρύο Ουρανό – και κάμποσα ποτήρια στο κέντρο του τραπεζιού, ο Κλαρκ κάθισε κι εκείνος και καθάρισε τον λαιμό του. «Η Ναλτάφιρ,» είπε, «μπαίνοντας στα όνειρα της Παντοκράτειρας, έκανε μια ανακάλυψη. Έμαθε ότι ο Άζ’λεφκ είναι αναμιγμένος στην υπόθεση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας και του Ελκράσ’ναρχ…» Και συνέχισε να τους μιλά για τα γεγονότα που είχαν οδηγήσει τα πράγματα εδώ, με κάποιες παρεμβάσεις από τη Ναλτάφιρ.

Στο τέλος, ο Κλαρκ ρώτησε τον Τάμπριελ: «Εσύ γνώριζες για τη συμφωνία του Χαρίδημου Ιδιόμορφου με τον Ελκράσ’ναρχ;»

«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Οι Άζ’λεφκ δεν γνωρίζουμε τα πάντα ο ένας για τον άλλο, όπως θα έχεις ήδη καταλάβει.»

«Ναι, το έχω καταλάβει αυτό.»

«Από πότε ήξερες ότι είσαι Άζ’λεφκ;» ρώτησε η Ιωάννα τον Τάμπριελ.

«Στη Βίηλ μού αποκαλύφθηκε. Και η Ανταρλίδα νομίζω πως έχει μια ιστορία να σας πει, αν θέλει…» Έστρεψε το βλέμμα του στην κατάλευκη Μαύρη Δράκαινα.

«Εννοείς το ταξίδι μας στο Μεγάλο Σχίσμα;» τον ρώτησε εκείνη.

«Ναι.»

«Ο Δαίδαλος θα μπορούσε να εξηγήσει τα πάντα καλύτερα από εμένα, νομίζω,» είπε η Ανταρλίδα.

Ο Κλαρκ κοίταξε τον Δαίδαλο, κι εκείνος τούς είπε τι είχε συμβεί στη Βίηλ.

Όταν τελείωσε, ήταν απόγευμα και είχαν αδειάσει τα μπουκάλια με τα ποτά. Οι γάτες της Ναλτάφιρ περιφέρονταν ανήσυχες κάτω απ’το τραπέζι και γύρω απ’τις καρέκλες τους.

«Μάλιστα,» είπε ο Κλαρκ, σβήνοντας το τσιγάρο του στο τασάκι. Και προς τον Τάμπριελ: «Νομίζεις ότι μαζί με τον Τες και την Ανεμόφθαλμη θα μπορούσατε να αντιμετωπίσετε τον Ιδιόμορφο;»

«Δεν τον έχω συναντήσει ο ίδιος, για να ξέρω. Όμως δε θα το θεωρούσα απίθανο. Όσο δυνατός κι αν είναι, θα είμαστε τρεις κι εκείνος ένας.»

«Έχει απορροφήσει κι άλλους Άζ’λεφκ,» τον προειδοποίησε η Ναλτάφιρ. «Η Ανεμόφθαλμη μάς είπε ότι αυτό μπορούσε να το διαισθανθεί πολύ έντονα. Ήταν σαν πολλοί Άζ’λεφκ, όχι σαν ένας.»

«Πρέπει να συναντηθώ με τον Τες και την Ανεμόφθαλμη για να το συζητήσω, τότε,» είπε ο Τάμπριελ.

«Και δεν θα συμβεί τίποτα κακό σ’αυτή τη συνάντηση,» ρώτησε η Ανταρλίδα, συνοφρυωμένη, «όπως μέσα στο Φαντασκεύασμα;»

«Θα είμαστε μαζί σου, Μεγάλε Προφήτη,» είπε η Διάττα.

«Κανένας σας δεν θα είναι μαζί μου,» διαφώνησε ο Τάμπριελ. «Θα είναι πολύ επικίνδυνο για εσάς.»

«Και για εσένα δεν θα είναι;» είπε η Ανταρλίδα.

«Για τους Άζ’λεφκ δεν είναι επικίνδυνο αυτό που συμβαίνει όταν συναντιούνται. Τουλάχιστον, όχι πολύ.»

«Τι θα πει ‘όχι πολύ’;» ρώτησε ο Κλαρκ.

«Θα πει ότι κάποιος κίνδυνος υφίσταται, αλλά μόνο αν είμαστε απρόσεχτοι. Για εσάς, όμως, τα πράγματα διαφέρουν· είναι σαν να σας παίρνουν απ’το φυσικό σας περιβάλλον και να σας πετάνε, απότομα, σ’ένα καινούργιο, τελείως ασταθές για τη φύση σας.»

«Δηλαδή, κανένας μας δεν μπορεί να είναι στη συνάντησή σας,» συμπέρανε η Ιωάννα.

«Κανένας,» τόνισε ο Τάμπριελ. «Η αλλοίωση της πραγματικότητας είναι ανάλογη του αριθμού των Άζ’λεφκ που συναντιούνται. Και έχετε ήδη δει τι συμβαίνει όταν συναντιούνται δύο από εμάς.»

«Γιατί συμβαίνει αυτό που συμβαίνει; Υπάρχει κάποια εξήγηση;»

«Μοιραζόμαστε, εν μέρει, το ίδιο πνεύμα, Μαύρη Δράκαινα, και δεν μπορεί ένα πνεύμα να βρίσκεται πολλαπλώς στο ίδιο χωροχρονικό σημείο. Θα ήταν σαν να είχαμε εδώ, ταυτόχρονα, δύο ή τρεις ή τέσσερις Ιωάννες! Είναι παραδοξότητα. Κι επομένως, παράδοξα πράγματα γίνονται. Το σύμπαν δεν μπορεί να το δεχτεί.»

23.

Ο Κλαρκ τούς πήγε, μέσω του Φαντασκευάσματος, σε μια υπόγεια κατοικία στο Πλευρό, την οποία είχε αρκετά καλά εξοπλισμένη με τεχνικό εξοπλισμό και μερικά ρούχα, αλλά τους πληροφόρησε ότι θα έπρεπε εκείνοι να βγουν για να αγοράσουν τρόφιμα.

«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα, κλείνοντας την πόρτα του ψυγείου το οποίο ήταν άδειο.

«Η έξοδος είναι από δω,» τους έδειξε ο Κλαρκ καθώς επέστρεφαν από την κουζίνα στο καθιστικό, που ήταν και το κεντρικό δωμάτιο της οικίας. «Ανεβαίνετε ένα πάτωμα και φτάνετε επάνω, στους δρόμους. Θα δείτε ότι οι σκάλες κατεβαίνουν κιόλας· αν τις ακολουθήσετε προς τα κάτω θα φτάσετε σε κατοικίες που βρίσκονται ακόμα πιο χαμηλά. Χτίζουν βαθιά στο Πλευρό.»

Η Ανταρλίδα ένευσε. «Ναι, το είχα ακούσει.» Επρόκειτο για μια εργατική συνοικία που δεν ήταν κι από τις καλύτερες. Βρισκόταν ανατολικά του Πλευροπόταμου και κοντά στις ακτές της Μεγάλης Θάλασσας.

Στον Δαίδαλο, που κοίταζε τα καλώδια που έτρεχαν πάνω στους τοίχους, ο Κλαρκ είπε: «Για τη μαγική ασφάλεια του χώρου δεν υπάρχει ανησυχία. Έχω υφάνει Μαγγανεία Προκαλύψεως η οποία διατηρείται ενεργή μέσω του κεντρικού ενεργειακού συστήματος της πολυκατοικίας. Υπάρχει, όμως, κι ένα ενεργειακό σύστημα έκτακτης ανάγκης, σε περίπτωση σφάλματος του κεντρικού συστήματος. Εδώ είναι ο πίνακας.» Ο Κλαρκ πλησίασε ένα ντουλάπι και το άνοιξε, φανερώνοντας μέσα διακόπτες. «Οι ενεργειακές φιάλες είναι σ’αυτό το δωμάτιο.» Βάδισε προς ένα από τα δωμάτια γύρω απ’το καθιστικό, και τον ακολούθησαν. Άνοιξε μια ντουλάπα και, στο εσωτερικό, φάνηκαν τέσσερις ψηλές ενεργειακές φιάλες συνδεδεμένες με καλώδια που έβγαιναν σαν φλέβες μέσα από τον τοίχο.

«Εντάξει,» είπε ο Δαίδαλος.

«Πόσα δωμάτια έχει, συνολικά;» ρώτησε η Διάττα.

«Εκτός από το καθιστικό, την κουζίνα, και την τουαλέτα, τέσσερα· και το ένα υποτίθεται πως είναι για αποθήκη,» απάντησε ο Κλαρκ. «Πιστεύω θα βολευτείτε.» Τους κοίταξε τον έναν μετά τον άλλο. Πέντε ήταν, καθώς η Φενίλδα θα έμενε στο διαμέρισμά του. Ο Κλαρκ είχε δώσει το δωμάτιό της στη Βάρμη, αλλά η μάγισσα είχε πει ότι θα τα κανόνιζαν χωρίς πρόβλημα. Άλλωστε, γνωρίζονταν από παλιά οι δυο τους. Ήταν φίλες της Παντοκράτειρας, κάποτε. Και η Φενίλδα είχε εκπλαγεί που είχε δει τη Βάρμη μαζί με τους επαναστάτες.

«Θα βολευτούμε,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα.

«Ωραία,» είπε ο Κλαρκ. «Υπάρχει κάτι άλλο που θέλετε να με ρωτήσετε;»

«Ναι: πότε θα συναντηθώ με τους άλλους δύο,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ· και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αναφερόταν στους άλλους Άζ’λεφκ.

«Οι ίδιοι κανονίζουν τις συναντήσεις τους μέσα από όνειρα, απ’ό,τι έχω καταλάβει. Όμως, αν μ’εσένα δεν γίνεται έτσι, μπορώ να σε ειδοποιήσω όταν μιλήσω με τον Τες.»

Ο Τάμπριελ ένευσε. «Να με ειδοποιήσεις.»

«Υπάρχει τηλεπικοινωνιακό σύστημα εδώ;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

Ο Κλαρκ τής έδειξε έναν δίαυλο στον τοίχο.

Εκείνη κοίταξε τη συσκευή με καχυποψία. «Είναι ασφαλές;»

«Πιο ασφαλές απ’ό,τι φαίνεται.» Ο Κλαρκ πλησίασε τον δίαυλο και σήκωσε το ακουστικό του. «Βλέπεις αυτό το κουμπί;» Έδειξε στην κάτω μεριά του ακουστικού. «Το πατάς και ο κωδικοποιητής ενεργοποιείται.» Επέστρεψε το ακουστικό στη θέση του. «Αν και δε νομίζω κανένας να παρακολουθήσει αυτή την οικία, εκτός αν ήδη έχει υποψιαστεί κάτι. Στην πολυκατοικία όλο εργάτες και τυχοδιώκτες μένουν.

»Τώρα. Αν δεν θέλετε κάτι άλλο, θα πηγαίνω, γιατί πρέπει να πάρω και τον Τες από εκεί που τον άφησα.»

«Πήγαινε,» του είπε ο Δαίδαλος, και ο Τάμπριελ ένευσε.

Ο Κλαρκ τούς χαιρέτησε και μπήκε στο δωμάτιο όπου είχε εμφανιστεί η είσοδος του Φαντασκευάσματος.

«Δε νομίζω ότι μ’αρέσει καθόλου αυτή η διάσταση,» είπε ο Όρνιφιμ. «Είναι, πραγματικά, οικοδομημένη απ’τη μια άκρη ώς την άλλη;»

«Ναι,» απάντησε η Ανταρλίδα, αφήνοντας τον σάκο της επάνω στον παλιό καναπέ του καθιστικού και καθίζοντας πλάι του.

«Και τι τρώνε, μα τους θεούς; Ούτε θηρία να κυνηγήσουν, ούτε φυτά να σπείρουν!»

«Έχουν ειδικούς χώρους γι’αυτή την παραγωγή,» εξήγησε η Ανταρλίδα, καθίζοντας στον καναπέ.

«Τι ειδικούς χώρους;» ρώτησε ο Όρνιφιμ, ενώ η Διάττα πλησίαζε τον τηλεοπτικό δέκτη και πατούσε τα κουμπιά του στην τύχη: ένα, δύο, τρία – η οθόνη άνοιξε, δείχνοντας διαφημιστικά μηνύματα. Ο Δαίδαλος είχε πάει στο ντουλάπι με τον πίνακα του ενεργειακού συστήματος. Ο Τάμπριελ στεκόταν όρθιος μουρμουρίζοντας κάποιο ξόρκι. Ανιχνευτικό; αναρωτήθηκε η Ανταρλίδα.

Και είπε στον Όρνιφιμ: «Ειδικούς χώρους για εκτροφή ζώων και για παραγωγή άλλων τροφών. Στη Νόρχακ δεν έχετε χωράφια και στάνες;»

«Ναι, αλλά η διάσταση δεν είναι ολόκληρη οικοδομημένη…»

«Τι δείχνει εδώ;» ρώτησε η Διάττα κοιτάζοντας τον ανοιχτό τηλεοπτικό δέκτη.

«Διαφημίσεις,» της είπε η Ανταρλίδα.

«Τι είναι αυτό;»

Η Ανταρλίδα γέλασε. «Υπάρχουν διαστάσεις όπου τηλεοπτικά κανάλια εκπέμπουν διάφορα πράγματα. Είναι σαν τον ραδιοφωνικό σταθμό που έχετε τελευταία στη Φέντινκεχ.»

Η Διάττα έκλεισε πάλι την οθόνη. «Δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχει. Στη Βίηλ γιατί δεν έχουν τέτοια; Εκεί οι οθόνες χρησιμοποιούνται μόνο για παρακολούθηση ή για πληροφορίες.»

Η Ανταρλίδα ανασήκωσε τους ώμους. «Στη Βίηλ έτσι κάνουν…» Και προς τον Τάμπριελ: «Συμβαίνει κάτι;»

Εκείνος ήρθε και κάθισε στον καναπέ, δίπλα της. «Τίποτα. Έλεγχα κάποια πράγματα απλώς.»

Ο Όρνιφιμ ρώτησε: «Και για να πάρουμε τώρα φαγητό θα πρέπει να πάμε εκεί που το παράγουν;»

«Μην είσαι ανόητος,» του είπε η Ανταρλίδα. «Υπάρχουν καταστήματα, φυσικά.» Και σηκώθηκε από τον καναπέ. «Πεινάς κι εσύ, ε;»

«Τολμώ να πω πως ναι.»

24.

«Τουλάχιστον, εσύ είσαι κάποια που ξέρω από παλιά,» είπε η Βάρμη στη Φενίλδα, καθώς εκείνη τακτοποιούσε τα πράγματά της μέσα στο δωμάτιο που θα μοιράζονταν.

Δεν είμαι όπως με θυμάσαι, όμως. «Χαίρομαι που δεν σε ξεβολεύω, Βάρμη.»

Η Βάρμη ήταν καθισμένη επάνω στο κρεβάτι και την παρατηρούσε. «Πώς αποφάσισες να συμμαχήσεις με τους επαναστάτες;»

«Δεν είχα και πολλά να χάσω. Μπορούσαν να θεραπεύσουν τον πονοκέφαλό μου.» Η Φενίλδα τελείωσε με τα πράγματα που έβαζε στη ντουλάπα – δεν είχε πάρει και πολλά μαζί της – και στράφηκε ν’αντικρίσει την πρώην διοικήτρια της προσωπικής φρουράς της Παντοκράτειρας.

«Και τον θεράπευσαν;»

«Ναι.»

Η Βάρμη την κοίταζε καλά-καλά, και η Φενίλδα ήταν βέβαιη ότι έβλεπε το παράξενο γυαλιστερό θραύσμα που φαινόταν μέσα στο αριστερό της μάτι αλλά ήταν διστακτική να ρωτήσει πώς παρουσιάστηκε εκεί. «Αυτό είναι καλό… Χαίρομαι.»

Η Φενίλδα αναστέναξε. «Όχι όσο εγώ, πίστεψέ με.» Χαμογέλασε, και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. «Εσύ… Ο Κλαρκ δεν είπε πολλά για σένα. Και, για νάμαι ειλικρινής, παραξενεύτηκα πολύ που σε είδα εδώ. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα πρόδιδες την Παντοκράτειρα…»

Η Βάρμη κούνησε το κεφάλι, αποφεύγοντας το παράξενο μάτι της Φενίλδα. «Δεν την πρόδωσα,» είπε σιγανά.

«Θες να πεις ότι είσαι… αιχμάλωτη;»

Η Βάρμη ύψωσε πάλι το βλέμμα. Ξεροκατάπιε. «Δεν… Δεν είναι ακριβώς… Κοίτα, στην αρχή, ναι…»

«Ο Κλαρκ είπε ότι σε πήραν μαζί τους όταν πήγαν να σώσουν την Ιωάννα από εκεί όπου την είχε κλείσει η Παντοκράτειρα.»

Η Βάρμη ένευσε. «Έτσι έγινε. Γι’αυτό σού λέω: στην αρχή ήμουν αιχμάλωτη. Μετά, όμως… Προθυμοποιήθηκαν να με αφήσουν. Αφού τους αποκάλυψα πού είχε η Παντοκράτειρα την Ιωάννα, ο Στίβεν μού είπε φύγε, πήγαινε πίσω. Αλλά… πού να πήγαινα, Φενίλδα;» Πρόσθεσε, διστακτικά, σα να ντρεπόταν: «Φοβόμουν.»

Η Φενίλδα άγγιξε το χέρι της. «Λογικό δεν είναι; Κι οι δυο μας ξέρουμε την Παντοκράτειρα.»

Η Βάρμη ένευσε ξανά. «Οπότε, πήγα μαζί τους. Και άρα… δεν ξέρω αν μπορώ να πω πως είμαι αιχμάλωτη. Είμαι με την Επανάσταση πλέον… αν και… ήταν μπερδεμένο.»

Η Φενίλδα γέλασε. «Τα πράγματα πάντα είναι λιγάκι μπερδεμένα, Βάρμη, όπως και να το κάνεις!» Έβγαλε τις μπότες της και σηκώθηκε όρθια. «Θα κάνω ένα μπάνιο,» είπε.

«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Βάρμη.

Η Φενίλδα έβγαλε τα γυαλιά της, τ’άφησε στο κομοδίνο, και άνοιξε την πόρτα του λουτρού.

Όταν βγήκε, πλυμένη και αρωματισμένη, είδε ότι η Βάρμη μάλλον κοιμόταν, ξαπλωμένη στο πλάι καθώς ήταν, με τα μάτια κλειστά και ακίνητη. Δεν την ξύπνησε. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου και έβαψε πρόχειρα αλλά προσεχτικά το πρόσωπό της. Ύστερα φόρεσε ένα ζευγάρι λεπτά εσώρουχα, ψηλές κάλτσες που έφταναν πάνω απ’το γόνατο, και ένα φόρεμα που είχε αγοράσει από την Έλρηνεχ, καμωμένο σύμφωνα με τη μόδα των αριστοκρατών της Βίηλ. Το έστρωσε επάνω της καθώς κοίταζε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Της πήγαινε, νόμιζε. Έσκυψε και πήρε από τον σάκο της ένα ζευγάρι γάντια από δέρμα κόκκινου λαγού – ένα από τα σπάνια ζώα της ανατολικής Βίηλ. Της τα είχε δωρίσει ο Πρόμαχος Άτβος, όταν είχε ξανακαθίσει στον Θρόνο του Κάνρελ. Ήθελε να την ευχαριστήσει που τον βοήθησε με τη μαγεία της εναντίον του Ρέτβελνος, ο οποίος λίγο είχε λείψει να τον σκοτώσει σ’εκείνη τη συμπλοκή μέσα στο Παλιό Κάστρο της Κάνρελ.

Η Φενίλδα δεν φόρεσε παπούτσια. Βγήκε απ’το δωμάτιο που μοιραζόταν με τη Βάρμη και, καθώς βάδιζε μέσα στο αλλόκοτα λαβυρινθώδες διαμέρισμα του Κλαρκ, ευχήθηκε να μην είχε ξεχάσει τη διαδρομή προς τον προορισμό της – ο οποίος δεν ήταν και μακριά.

Φτάνοντας, ύψωσε τη γαντοφορεμένη γροθιά της και χτύπησε την πόρτα.

«Ποιος είναι;» ακούστηκε η φωνή του από μέσα.

«Εγώ, η Φενίλδα.»

«Έλα.»

Η Φενίλδα άνοιξε την πόρτα και γλίστρησε μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο, όπου ο Ελπιδοφόρος ήταν ανασηκωμένος επάνω στο κρεβάτι, ξαφνιασμένος.

«Φενίλδα…» είπε, παρατηρώντας πόσο σαγηνευτικά αγκάλιαζε το φόρεμα τις καμπύλες του σώματός της – ένα γυναικείο σώμα που, από μόνο του, ήταν ούτως ή άλλως υπέροχο. Και ο τρόπος που τώρα η Φενίλδα βάδιζε προς το μέρος του μαρτυρούσε στον Ελπιδοφόρο ότι ήθελε να τον δελεάσει. Ένα στραβό χαμόγελο υπήρχε στο πρόσωπό της.

«Κοιμόσουν;» τον ρώτησε, ανεβαίνοντας στο κρεβάτι και πλησιάζοντάς τον, στα τέσσερα. Το στήθος της αποκαλυπτόταν όμορφο και καμπυλωτό μέσα από το περίτεχνο ντεκολτέ του φορέματος.

«Κάτι μού λέει ότι δε θα κοιμηθώ άλλο.»

Η Φενίλδα γέλασε, και τα χέρια της πήγαν επάνω στο γυμνό του στήθος και στον ώμο του. Τα χείλη της πλησίασαν το στόμα του–

Ο Ελπιδοφόρος την απομάκρυνε. «Ξεχνάς;» της είπε. «Σου εξήγησα: ο ιός είναι ακόμα μέσα μου.»

«Δεν είμαστε μικροί· θα προσέχουμε.» Η Φενίλδα τον φίλησε, διατρέχοντας τα χέρια της επάνω του.

Και ο Ελπιδοφόρος την ήθελε. Την ήθελε από τη στιγμή που την είδε να μπαίνει στο δωμάτιο. Μα – ήταν τόσο επικίνδυνο! «Φενίλδα,» είπε ξέπνοα, «σε παρακαλώ… Γνωρίζεις τι θα συμβεί αν….»

Φυσικά και γνώριζε. Ο Ελπιδοφόρος ήταν μολυσμένος απ’αυτό το παράσιτο αλλά δεν ήταν ενεργό μέσα του. Όμως μέσα στη Φενίλδα θα ήταν ενεργό. Εκείνη δεν θα ήταν απλός φορέας του· θα την έλεγχε.

«Νομίζεις ότι ξέρω μόνο έναν ή δύο τρόπους για να ευχαριστήσω έναν άντρα;» του είπε. «Ξέρεις εσύ μόνο έναν τρόπο για να ευχαριστήσεις μια γυναίκα;»

Ο Ελπιδοφόρος συνοφρυώθηκε, μειδιώντας. «Έχεις αλλάξει πιο πολύ απ’ό,τι μου φαινόταν…»

Η Φενίλδα γέλασε παιχνιδιάρικα, και ήταν ευγνώμων για τον χαμηλό φωτισμό του δωματίου, επειδή αισθάνθηκε το χρώμα στα γαλανά μάγουλά της να σκουραίνει. «Δε σ’αρέσουν αυτά τα γάντια;» Ύψωσε το ένα της χέρι μπροστά στο πρόσωπό του.

Ο Ελπιδοφόρος φίλησε τα δάχτυλα.

«Είναι από δέρμα κόκκινου λαγού – ζώο της Βίηλ. Πανάκριβα. Και αδιάβροχα. Όπως βλέπεις» – το ένα της χέρι γλίστρησε προς τα κάτω, μέσα στο σεντόνι που τυλιγόταν γύρω απ’τα λαγόνια του – «ήρθα προετοιμασμένη.» Αυτό που άγγιξε ήταν σκληρό και μεγάλο. Το χάιδεψε, από την κορυφή ώς τη βάση.

Ο Ελπιδοφόρος βόγκησε. «Θα με κάνεις να σε βλάψω άθελά μου, και μετά θ’αυτοκτονήσω.»

«Θα το προλάβουμε αυτό,» του είπε, μιλώντας κοντά στ’αφτί του, βάζοντας τη γλώσσα της μέσα του.

Ο Ελπιδοφόρος την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε ανάσκελα. Ανασηκωμένος από πάνω της, την κοίταξε διστακτικά. Η Φενίλδα έτριψε το πόδι της στο εσωτερικό του αριστερού του μηρού, σχεδόν επάνω στην αντρική του φύση. Ο Ελπιδοφόρος τράβηξε το φόρεμά της, για να το βγάλει, αλλά ανακάλυψε πως η μόδα του ήταν παράξενη και τον μπέρδευε. Σκίστο, του είπε η Φενίλδα γελώντας, με την αναπνοή της γρήγορη. Σκίστο! Κι ο Ελπιδοφόρος το έσκισε εύκολα – τα υφάσματά του ήταν λεπτά – και σκύβοντας καταβρόχθισε το γαλανόδερμο σώμα της, χαϊδεύοντας τις υπέροχες καμπύλες από τους ώμους ώς τα πέλματα.

25.

Ο Τάμπριελ τής έδωσε μια κούπα με καφέ και κάθισε στο κρεβάτι, πλάι της, με τη δική του κούπα στα χέρια.

Η Ανταρλίδα ήπιε μια γουλιά. «Εδώ κάτω, αν κάτι δεν σ’το πει ότι είναι πρωί, δεν το πιστεύεις.»

«Όπως στο άντρο της Λαμρίτ, κάτω από την Καμένη Γη – αν κι ετούτος ο χώρος είναι λιγάκι πιο πολιτισμένος.»

«Δεν πήγαμε ποτέ στο άντρο της Λαμρίτ.»

«Το θυμάμαι από τη Διάττα.»

«Φυσικά.» Η Ανταρλίδα ήπιε ακόμα μια γουλιά καφέ. «Ξέρεις, αυτή η υπόθεση με τους Άζ’λεφκ… Δε μ’αρέσει αυτό που προτείνει ο Κλαρκ να κάνετε.»

«Δεν το προτείνει ο Κλαρκ. Αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε ο πραγματικός μας εχθρός πιθανώς να είναι ο Χαρίδημος Ιδιόμορφος και μετά ο Ελκράσ’ναρχ.»

«Πώς είναι δυνατόν τόσο καιρό να έκρυβε τη ζωή του από τους άλλους Άζ’λεφκ;»

«Τα πάντα είναι δυνατά, Ανταρλίδα – με κάποιο τρόπο. Αυτός ο άνθρωπος μπορεί ακόμα και να καταβροχθίζει άλλους Άζ’λεφκ.»

«Υπάρχουν τέτοιοι Άζ’λεφκ;»

Ο Τάμπριελ φάνηκε για λίγο σκεπτικός, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί. «Αν με ρωτούσες παλιά, θα σου έλεγα όχι. Ούτε που θα το φανταζόμουν.»

«Κι όταν σε… σε καταβροχθίσει, τι γίνεται;»

«Εξαφανίζεσαι. Απορροφά το πνεύμα σου· το κάνει ένα με το δικό του. Το κατανοώ θεωρητικά, αλλά μου είναι αδύνατο να καταλάβω πώς ακριβώς συμβαίνει.»

Η Ανταρλίδα ήπιε κι άλλο καφέ, συνοφρυωμένη. «Και γιατί ο Ιδιόμορφος να έκανε συμφωνία με τον Ελκράσ’ναρχ; Τι μπορεί να είχε να κερδίσει;»

«Ούτε ο Κλαρκ ξέρει, ούτε η Ναλτάφιρ.»

«Εσύ, όμως; Τι υποθέτεις, Τάμπριελ;»

Κούνησε το κεφάλι του. «Δε μπορώ να υποθέσω τίποτα ακόμα. Γι’αυτό κιόλας πρέπει να τον νικήσουμε. Για να μάθουμε. Η πληροφορία είναι που μετράει εδώ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.»

«Με τρομάζει αυτή η κατάσταση,» παραδέχτηκε η Ανταρλίδα. «Μην το κάνεις. Βρες έναν άλλο τρόπο.»

Ο επικοινωνιακός δίαυλος κουδούνισε από το καθιστικό. Και η Ανταρλίδα αμέσως σκέφτηκε: Ο Κλαρκ.

«Πάω εγώ,» είπε ο Τάμπριελ, και σηκώθηκε από το πλάι του κρεβατιού φεύγοντας απ’το δωμάτιο.

Η Ανταρλίδα τον ακολούθησε, ντυμένη με τα εσώρουχά της.

Κανένας άλλος δεν ήταν στο καθιστικό. Ο Τάμπριελ ενεργοποίησε την κωδικοποίηση στον δίαυλο και τον άνοιξε έτσι ώστε να μπορούν ν’ακούσουν κι οι δυο τους.

«Ναι,» είπε.

«Ο Κλαρκ είμαι, Τάμπριελ. Όλα εντάξει;»

«Μέχρι στιγμής.»

«Μίλησα με τον Τες. Μου λέει ότι είναι έτοιμοι να σε συναντήσουν όποτε θέλεις. Μπορώ να έρθω να σε πάρω.»

«Το συντομότερο δυνατό, τότε.»

«Εντάξει.»

Η επικοινωνία τερματίστηκε.

Η Ανταρλίδα κοίταζε τον Τάμπριελ μ’έναν φόβο που εκείνος δεν είχε ξαναδεί στα μάτια της αλλά τον καταλάβαινε. Φοβάται αυτό που δεν μπορεί να κατανοήσει. Και η έννοια του Άζ’λεφκ είναι, ασφαλώς, τελείως ακατανόητη για εκείνη.

«Θα μιλήσουμε μόνο,» της είπε, πλησιάζοντάς την. «Τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί.» Και προτού εκείνη ανοίξει το στόμα της, έβαλε το χέρι του μπροστά στα χείλη της. «Όχι.»

«Τι όχι;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Θα πρότεινες να έρθεις μαζί μου, δεν θα πρότεινες;»

Η Ανταρλίδα μειδίασε. «Το είχες ‘δει’;»

«Το μάντεψα.»

26.

Οι τρεις Άζ’λεφκ στέκονταν σ’ένα μπαλκόνι της Α’ Κατωρίγιας Συνοικίας, και η πραγματικότητα γύρω τους κλυδωνιζόταν και περιστρεφόταν. Το ενεργειακό δίκτυο σ’ολόκληρη την πολυκατοικία είχε αποσταθεροποιηθεί· οι ένοικοι έβλεπαν μηχανές να υπολειτουργούν, να υπερλειτουργούν, ή να αναβοσβήνουν, μερικές λάμπες κάηκαν ανεξήγητα.

Οι τρεις Άζ’λεφκ συζητούσαν και, καθώς συζητούσαν, πληροφορίες περισσότερες από τα λόγια που άρθρωναν γέμιζαν τα μυαλά τους· γιατί οι φράσεις του καθενός πυροδοτούσαν μικρομνήμες στο μυαλό των άλλων, κι αυτές οδηγούσαν σε ολοκληρωμένες μνήμες πολλές φορές: ιστορίες μέσα σε ιστορίες μέσα σε ιστορίες διαμορφώνονταν. Ο χρόνος έφτανε σε βάθος ατέρμονο, και απλωνόταν, λαβυρινθωδώς, προς αμέτρητες κατευθύνσεις. (Άζ’λεφκ… Άζ’λεφκ… Άζ’λεφκ… τόσες μορφές, τόσες ζωές…)

Ο Τάμπριελ κατάλαβε ότι ο φυλακισμένος στη Λετδάρκη ήταν εκεί επειδή ο Χαρίδημος Ιδιόμορφος – που τότε χρησιμοποιούσε άλλο όνομα – τον είχε φυλακίσει. Τον είχε παγιδέψει γιατί δεν ήθελε να ξέρει την αλήθεια: ότι είχε απαντήσει έναν Άζ’λεφκ που είχε ένα μεγάλο σχέδιο, και που μπορούσε να καταβροχθίζει άλλους Άζ’λεφκ, αλλά όχι εκείνον, όχι ακόμα. Η δύναμη του Ιδιόμορφου αυξανόταν σταδιακά.

Τελικά είχε σκοτώσει τον φυλακισμένο της Λετδάρκης όταν εκείνος ξέφυγε από τη διάσταση-φυλακή. Το πνεύμα του Άζ’λεφκ, όμως, θυμόταν. Αν ακολουθούσες το νήμα από τη σωστή μεριά, οδηγούσε σε πληροφορίες. Μέχρι ενός σημείου. Εκεί όπου ο Χαρίδημος είχε κρύψει πράγματα με μια πανίσχυρη θέληση.

Οι τρεις Άζ’λεφκ συνέχισαν να συζητάνε, γνωρίζοντας ότι δεν είχαν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους. Δεν μπορούσαν να βρίσκονται για πολύ ο ένας κοντά στον άλλο.

Συμφώνησαν ότι ο εχθρός τους, εκείνος με τη δύναμη να απορροφά τους άλλους Άζ’λεφκ, έπρεπε οπωσδήποτε να ηττηθεί. Ήταν επικίνδυνος για όλους τους. Και χρειαζόταν, επίσης, να μάθουν τι συμφωνία είχε κάνει με τον Ελκράσ’ναρχ…

27.

Απόγευμα.

Στην πλούσια γειτονιά της Κρανοφόρου, οι σκιές πλήθαιναν. Τα οχήματα που κυλούσαν στους δρόμους και στις γέφυρες δεν συνωστίζονταν. Η ατμόσφαιρα ήταν ήσυχη.

Το μακρύ, καλογυαλισμένο τετράκυκλο όχημα δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να φτάσει στη μονοκατοικία που ήταν οικοδομημένη σ’ένα από τα επάνω επίπεδα της Κρανοφόρου, στις μεγάλες πλατφόρμες. Η πύλη του κήπου της οικίας άνοιξε αυτόματα, και το όχημα μπήκε στον κήπο και σταμάτησε στο γκαράζ.

Ένας υπηρέτης άνοιξε μια από τις πίσω πόρτες του και είπε: «Καλησπέρα, κύριε Ιδιόμορφε,» καθώς ο επιβάτης έβγαινε.

Ο Χαρίδημος Ιδιόμορφος ένευσε σε χαιρετισμό, λέγοντας: «Καλησπέρα, Ιωάννη,» ενώ και η οδηγός του οχήματος έβγαινε, καθώς επίσης και οι δύο σωματοφύλακες του Χαρίδημου – άντρες που δεν έμοιαζαν τετράγωνοι όπως πολλοί του επαγγέλματός τους αλλά περισσότερο θύμιζαν άγρια θηρία. Ο ένας ήταν χρυσόδερμος και είχε μια μακριά ουλή κάτω από το δεξί μάτι· ο άλλος ήταν μαυρόδερμος και πρασινομάλλης. Κανένας δεν καταγόταν από τη Ρελκάμνια. Και ήταν κι οι δύο άριστοι φονιάδες, με κάθε είδους όπλο· ακόμα και χωρίς κανένα όπλο.

Ο Χαρίδημος Ιδιόμορφος μπήκε στο σπίτι του με τις αισθήσεις του όλες σε εγρήγορση. Εκείνη η τελευταία συνάντηση με τη μυστηριώδη Άζ’λεφκ, έξω από την έδρα του Γ.Α.Σ., τον είχε βάλει σε σκέψεις. Παρά τις καλύτερές του προσπάθειες για προφύλαξη, τελικά κάποιες πληροφορίες είχαν διαρρεύσει. Εξαιτίας του Τζακ, αναμφίβολα. Ήμουν απρόσεχτος όταν πήγα να συναντήσω την Έψιλον-Δύο.

Ο Χαρίδημος ήξερε ότι έπρεπε να βρει αυτή την Άζ’λεφκ και να την αφομοιώσει ή να τη σκοτώσει, αλλά δεν είχε καταφέρει να την εντοπίσει ακόμα.

Τα πνεύματα που γυρόφερναν, ως φρουροί, στη μονοκατοικία ψιθύρισαν μέσα στο μυαλό του ότι όλα ήταν καλά, αφέντη, τίποτα ασυνήθιστο δεν είχε συμβεί, αφέντη, έχουμε βαρεθεί, αφέντη, να παίξουμε με τη γυναίκα σου λίγο, αφέντη; Ο Άζ’λεφκ τα έβαλε στη θέση τους με μια έντονη βουλητική ενέργεια.

Έβγαλε το σακάκι και το καπέλο του και τα έδωσε στην υπηρέτρια στο χολ, η οποία είχε έρθει για να τον καλωσορίσει.

«Καλησπέρα, κύριε. Θέλετε να σας ετοιμάσω κάτι;»

«Τίποτα για την ώρα. Είναι η κυρία εδώ;»

«Μάλιστα, κύριε. Επάνω και παίζει πιάνο, νομίζω.» Το όνομα της υπηρέτριας ήταν Τζιλ, και τον φοβόταν τον κύριο Ιδιόμορφο. Της έδινε την αίσθηση ότι ήταν κάτι περισσότερο από πλούσιος τραπεζίτης. Της έφερνε στο μυαλό μύθους για παράξενους, τρομαχτικούς ανθρώπους που της έλεγε η γιαγιά της από τη Σάρντλι όταν ήταν μικρή. Όμως δεν μπορούσε να προσδιορίσει γιατί ακριβώς έβλεπε έτσι τον κύριο Ιδιόμορφο. Δεν είχε και τίποτα το πολύ ιδιαίτερο στην εμφάνισή του…

Ο Χαρίδημος ένευσε και ανέβηκε τη μεγάλη σκάλα. Στ’αφτιά του άρχισαν να έρχονται νότες καθώς έφτασε στους ξύλινους διαδρόμους του πρώτου ορόφου της μονοκατοικίας. Περνώντας δίπλα από μια ανοιχτή πόρτα, είδε μέσα στο δωμάτιο δύο παιδιά να κάθονται αντικριστά σ’ένα τραπέζι και να παίζουν Απολλώνια Σύγκρουση. Το ένα αγόρι ήταν δεκάξι χρονών και ονομαζόταν Φέλιξ – από τον πρώτο γάμο του Χαρίδημου με μια Ρελκάμνια αριστοκράτισσα. Το άλλο αγόρι ήταν οκτώ χρονών και ονομαζόταν Ρίναμελ – από τον δεύτερο γάμο του Χαρίδημου με μια ηθοποιό καταγόμενη από τη Φεηνάρκια.

«Τι γίνεται, μάγκες;» τους χαιρέτησε, σταματώντας προς στιγμή στο κατώφλι της πόρτας.

«Προσπαθώ να του μάθω να κάνει πόλεμο, πατέρα, αλλά δεν τα παίρνει εύκολα,» είπε ο Φέλιξ, καθώς ολογράμματα πολεμιστών και αρμάτων μάχης βρίσκονταν επάνω στο ταμπλό ανάμεσά τους.

Ο Ρίναμελ τού έβγαλε τη γλώσσα και του ύψωσε το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού.

«Έλα,» είπε ο Χαρίδημος, «για σοβαρευτείτε κι οι δυο σας! Ο αδελφός σου είναι μικρός, Φέλιξ· θα μάθει.» Κι απομακρύνθηκε.

Μένοντας μόνος με τον ετεροθαλή αδελφό του και το παιχνίδι τους, ο Ρίναμελ δήλωσε, πολύ σοβαρά: «Θα σε νικήσω.»

«Για να δούμε…» είπε ο Φέλιξ βαριεστημένα.

Ο Ρίναμελ πάτησε ένα κουμπί στην τύχη, και ένα μεγάλο άρμα με δύο κανόνια προχώρησε, πλησιάζοντας τους ανιχνευτές του Φέλιξ που βρίσκονταν κοντά στο δάσος.

Ο Χαρίδημος, ώς τώρα, είχε φτάσει στην επόμενη σκάλα και ανέβαινε στον δεύτερο όροφο, ακούγοντας τη μουσική ολοένα και πιο κοντά του.

Μπροστά στο ξύλινο πιάνο, μέσα στο μεγάλο σαλόνι, καθόταν η Καλλιόπη και έπαιζε, ντυμένη με μια κόκκινη τουαλέτα κι έχοντας τα μαύρα μαλλιά της φτιαγμένα σαν λείο, γυαλιστερό κράνος γύρω απ’το κεφάλι της. Ήταν η τρίτη γυναίκα του Χαρίδημου Ιδιόμορφου, κι εκείνος δεν είχε ακόμα κανένα παιδί μαζί της. Πριν από έναν χρόνο είχαν παντρευτεί.

Δεν τον άκουσε να μπαίνει στο δωμάτιο, απορροφημένη από τη μουσική της. Φορούσε ένα ζευγάρι στρογγυλά γυαλιά και κοίταζε τις νότες επάνω στο μουσικό βιβλίο που ήταν στηριγμένο μπροστά της, ενώ τα χέρια της χόρευαν επάνω στα πλήκτρα του πιάνου.

Ο Χαρίδημος πλησίασε.

Η μουσική σταμάτησε απότομα. «Με τρόμαξες,» είπε η Καλλιόπη, και έβγαλε τα γυαλιά της.

«Όχι επίτηδες,» είπε ο Χαρίδημος, σκύβοντας για να φιλήσει το μάγουλό της. «Κάνεις εξάσκηση όλο το απόγευμα;»

«Πριν από λίγο άρχισα.»

Ο Χαρίδημος βάδισε προς την κάβα, για να βάλει ένα ποτό. Το ξύλινο πάτωμα έτριζε κάτω από τα πόδια του.

«Θέλεις να βγούμε το βράδυ;» ρώτησε η Καλλιόπη.

«Θα προτιμούσα να μείνουμε σπίτι.» Ήπιε μια γουλιά από τον Σεργήλιο οίνο με τον οποίο είχε γεμίσει το ποτήρι του. «Αλλά μπορούμε να κάνουμε εδώ ό,τι θέλεις.»

«Δεν πάνε καλά τα πράγματα στη δουλειά;» Σηκώθηκε από το σκαμνί μπροστά στο πιάνο.

«Τα πάντα κυλάνε όπως συνήθως.» Ο Χαρίδημος την κοίταζε καθώς εκείνη έστρωνε την τουαλέτα επάνω της.

«Μα, λένε στα κανάλια πως η οικονομία της Ρελκάμνια χειροτερεύει…»

«Αυτό είναι για τους άλλους ανθρώπους, όχι για εμάς,» αποκρίθηκε εκείνος.

Η Καλλιόπη δεν είπε τίποτα. Δεν καταλάβαινε τα περί οικονομίας που της έλεγε, κάπου-κάπου, ο Χαρίδημος. Η οικονομία και η μαγεία τής φαίνονταν το ίδιο παράξενα. Και τα θεωρούσε το ίδιο άχρηστα για εκείνη. Ήταν ευγενής, από τους Καινούς Οίκους της Ρελκάμνια, και όχι ξεπεσμένη ευγενής. Η οικογένειά της είχε αρκετά χρήματα – αν και, μάλλον, όχι τόσα όσα ο Χαρίδημος. Πάντως, ανέκαθεν η Καλλιόπη είχε άλλους για να κάνουν μαγεία γι’αυτήν, όταν τη χρειαζόταν, καθώς και για να ασχολούνται με τα οικονομικά της. Εκείνης τής άρεσε να παίζει πιάνο.

«Ωραία,» είπε χαμογελώντας. «Οπότε θα… συνεχίσω να παίζω,» μόρφασε δείχνοντας το πιάνο παραδίπλα, «και θα τα πούμε πιο μετά. Εντάξει;»

«Φυσικά, αγάπη μου.» Ο Χαρίδημος ήπιε λίγο ακόμα κρασί.

Η Καλλιόπη τού έστειλε ένα φιλί από απόσταση, φόρεσε πάλι τα γυαλιά της, και κάθισε μπροστά στο πιάνο.

Ένα πάτωμα πιο κάτω, ο Φέλιξ αναστέναξε καθώς συνέχιζε το παιχνίδι της Απολλώνιας Σύγκρουσης με τον ετεροθαλή αδελφό του. «Άρχισε πάλι να παίζει αυτή…»

«Η μαμά;»

«Μην τη λες ‘μαμά’, ρε! Δεν είναι ούτε μαμά σου ούτε μαμά μου.» Πατώντας ένα κουμπί, έκανε τους στρατιώτες του να πυροβολήσουν τους στρατιώτες του Ρίναμελ και μερικά ολογράμματα εξαφανίστηκαν.

«Να βάλουμε Ανέμους του Κενού;» πρότεινε ο Ρίναμελ, μειδιώντας πλατιά. Ήταν ένα συγκρότημα από τη Σεργήλη το οποίο δεν άρεσε καθόλου στην Καλλιόπη. Πώς στριγκλίζουν έτσι αυτοί; έλεγε. Κλείστε το, παιδιά. Δεν είναι αυτή μουσική που ακούτε! Πρέπει να συνηθίζεται το αφτί σας σε ποιοτικότερα πράγματα.

«Ελάσσονες Ανεμοβούβαλους,» είπε ο Φέλιξ, ονομάζοντας ένα άλλο Σεργήλιο συγκρότημα.

«Καλά, τέτοιους.»

Ο Φέλιξ σηκώθηκε, πλησιάζοντας το ηχοσύστημα πλάι στο τζάκι.

Μια γυναίκα παρουσιάστηκε, τότε, απρόσμενα, στο κατώφλι της ανοιχτής πόρτας. Είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ και μαλλιά ξανθά, πιασμένα αλογοουρά. Φορούσε μια μαύρη στολή, σφιχτοδεμένη επάνω της, μ’ένα σωρό λουριά από δω κι από κει τα οποία συγκρατούσαν όπλα. Στο δεξί χέρι κρατούσε ένα πιστόλι και τους σημάδευε.

«Αν είστε ήσυχοι, κανένας δεν θα πάθει τίποτα,» τους είπε η Ιωάννα η Μαύρη Δράκαινα.

Για λίγο, την κοίταζαν σαν χαζοί.

«Ποια… ποια είσαι;» ψέλλισε ο Φέλιξ, σαστισμένος.

«Το όνομά μου δεν έχει σημασία. Είπα ότι δεν θα σας πειράξω αν είστε ήσυχοι· η δουλειά μας δεν είναι μαζί σας.»

Ο Ρίναμελ είπε, χάσκοντας: «Σαν τη Νίτλα-Νίτλα είσαι!»

Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε.

«Την ηρωίδα από το εικονικό παιχνίδι Οι Τάφοι του Πορφυρού Θεού’,» εξήγησε ο Φέλιξ.

«Αυτό δεν είναι, πάντως, εικονικό όπλο,» τους είπε η Ιωάννα μετακινώντας το πιστόλι της.

Ο Φέλιξ πάτησε ένα κουμπί επάνω στο ηχοσύστημα–

«Ε!» φώναξε η Ιωάννα, «δε θα κάνεις τίποτα που δε σου λέω!» ενώ η μουσική των Ελασσόνων Ανεμοβούβαλων γέμιζε το δωμάτιο. «Καταλαβαίνεις;»

«’Ντάξει, ’ντάξει,» είπε ο Φέλιξ υψώνοντας θεατρικά τα χέρια του. Βάδισε προς μια μικρή κάβα. «Θα πιεις κάτι, τουλάχιστον, αφού είσαι εδώ;»

Η Ιωάννα γύρισε, με τον αντίχειρα, το πιστόλι της στην αναισθητοποίησε και πυροβόλησε τον νεαρό. Μια ενεργειακή ριπή πετάχτηκε από την κάννη χτυπώντας τον στον μηρό. Ο Φέλιξ σωριάστηκε, κρατώντας το πόδι του και μουγκρίζοντας: «Το πόδι μου! Το πόδι μου!» Δεν είχε όμως πάθει τίποτα, όπως ήξερε η Ιωάννα· απλά μουδιασμένος ήταν. Κι ευτυχώς η μουσική κάλυπτε τις φωνές του.

Ο Ρίναμελ γελούσε. «Καλά τού έκανες!» είπε, κι έδειξε το μεσαίο του δάχτυλο στον Φέλιξ. «Μη ρίξεις, όμως, και σ’εμένα.»

«Μικρέ,» είπε η Ιωάννα, γνωρίζοντας ότι η μπαταρία του πιστολιού είχε δύναμη γι’ακόμα μία τέτοια ενεργειακή ριπή. «Ήσυχα, είπα.»

Πριν από κανένα δεκάλεπτο περίπου, εκείνη, η Ανταρλίδα, η Διάττα, ο Όρνιφιμ, ο Ελπιδοφόρος, ο Σκοτ, και η Ελίζα είχαν εισβάλει στον κήπο της μονοκατοικίας του Χαρίδημου Ιδιόμορφου, ενώ ο Κλαρκ, ο Δαίδαλος, και η Ναλτάφιρ είχαν κάνει ξόρκια που μπλόκαραν τη Μαγγανεία Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας του Βιοσκόπου των φυλάκων της οικίας, καθώς και ό,τι άλλα προστατευτικά συστήματα υπήρχαν. Με τρεις μάγους σαν αυτούς, η Ιωάννα δεν αμφέβαλλε πως ούτε ένας αισθητήρας δεν είχε μείνει ενεργός. Και πράγματι, δεν είχαν πρόβλημα να μπουν στη μονοκατοικία και να απλωθούν εντός της, για να αδρανοποιήσουν τους φρουρούς και τους υπηρέτες. Είχαν σκοτώσει μόνο εκείνους που είχαν προσπαθήσει να τους επιτεθούν· τους άλλους τούς είχαν αναισθητοποιήσει ή δέσει και φιμώσει. Και η Ιωάννα δεν ήταν ακόμα βέβαιη πως η δουλειά τους είχε τελειώσει· η οικία ήταν μεγάλη.

Τώρα, πάντως, ο Τάμπριελ τής έλεγε (σ’εκείνη και στους υπόλοιπους), μέσω του τηλεπικοινωνιακού δέκτη στο αφτί της, ότι αυτός και οι δικοί του έμπαιναν.

Οι τρεις Άζ’λεφκ, δηλαδή.

Θα έρχονταν από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις και θα συναντιόνταν στην είσοδο της μονοκατοικίας.

Χάος θα επικρατούσε από την παρουσία τους, αλλά ήθελαν οι φρουροί της οικίας να είναι ήδη εκτός παιχνιδιού. Ο Ιδιόμορφος θα ήταν ούτως ή άλλως μεγάλο πρόβλημα από μόνος του· δεν χρειαζόταν ν’ανησυχούν και για καμια σφαίρα ή λεπίδα στην πλάτη από τους λακέδες του.

«Δε μπορείς να μας το κάνεις αυτό!» φώναξε ο Φέλιξ, προσπαθώντας να σηκωθεί, τρίζοντας τα δόντια. Ακόμα κρατούσε το πόδι του.

«Πώς σε λένε;» τον ρώτησε η Ιωάννα.

«Φέλιξ.»

«Δεν θέλεις τώρα να είσαι σε άλλο δωμάτιο από αυτό εδώ, Φέλιξ. Πίστεψέ με.»

Είχε δεν είχε τελειώσει τα λόγια της και η μουσική άρχισε να κάνει παράξενα παράσιτα. Δαιμονικά γέλια θα νόμιζε κανείς ότι αντηχούσαν μέσα από τους ήχους των Ελασσόνων Ανεμοβούβαλων. Και μετά, η μουσική αλλοιώθηκε τελείως.

Η Ιωάννα διαισθάνθηκε μια παρουσία πίσω της.

Γύρισε απότομα, ξαφνιασμένη.

Δεν είδε κανέναν. Εξαιτίας των Άζ’λεφκ συνέβαινε αυτό;

Πάλι, αυτή η παρουσία! Γύρισε ξανά, κοιτάζοντας τώρα μέσα στο δωμάτιο όπου βρίσκονταν τα δύο παιδιά. Και είχε, ξαφνικά, την αίσθηση ότι μια βαριά ομίχλη τυλίχτηκε γύρω από την ψυχή της.

Σαν μολυσμένος υπόγειος ποταμός που φουσκώνει, δηλητηριώδη συναισθήματα την πλημμύρισαν. Και παρόμοιες σκέψεις τα ακολούθησαν.

Στο μυαλό της ήρθαν φορές που είχε σκοτώσει ανθρώπους για την Παντοκράτειρα, παλιά, όταν την υπηρετούσε. Γιατί δεν σκότωνε τώρα και τούτα τα παιδιά, τέτοια που ήταν;

Ήταν κανένας ν’απορεί που ο Ανδρόνικος δεν ήθελε νάχει για Βασίλισσα της Απολλώνιας μια φόνισσα; Τι μπορούσε ποτέ να είχε βρει σ’αυτήν; Ούτε καν στην εμφάνιση δεν συγκρινόταν με την αληθινή του Βασίλισσα;

Η Ιωάννα καταλάβαινε ότι κάτι περίεργο συνέβαινε. Προσπάθησε να το διώξει.

Μπορούσε, όμως, να ξεφύγει από τον εαυτό της; Τι περίμενε; – ας σκότωνε τα παιδάκια, να ξεμπερδέψει στα γρήγορα μαζί τους! Θα ήταν η πρώτη φορά, άλλωστε;

Μετά, θα μπορούσε να σκοτώσει και τη Βασίλισσα Αντίκλεια· ίσως έτσι θα έκανε τον Ανδρόνικο να τη δει αλλιώς!

Η Ιωάννα αισθάνθηκε δάκρυα ν’απειλούν να θολώσουν τα μάτια της. Αισθάνθηκε την αυτοπεποίθησή της να κλονίζεται. Έκανε, ακούσια, ένα βήμα όπισθεν. Το χέρι της που κρατούσε το πιστόλι έτρεμε.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Ρίναμελ, συνοφρυωμένος, ενώ τρελά γέλια αντηχούσαν από τα ηχεία του ηχοσυστήματος.

28.

«Πνεύματα,» παρατήρησε ο Τάμπριελ μόλις οι τρεις τους πέρασαν την πύλη του κήπου και βάδιζαν προς το κεντρικό οίκημα της μονοκατοικίας. «Ο Ιδιόμορφος δεν έχει μόνο υλικούς φύλακες.»

«Έτσι φαίνεται,» συμφώνησε ο Τες, καθώς τα δέντρα τούς χαιρετούσαν και έκαναν υποκλίσεις γύρω τους και το χορτάρι μεταμορφωνόταν σε φίδια που σύριζαν απειλητικά.

Δυο πυροβολισμοί αντήχησαν από κάπου: κάποιοι από τους ανθρώπους του Ιδιόμορφου πρέπει να αντιστέκονταν.

«Δε νομίζω ότι δεν μπορούμε να τα τρομάξουμε,» είπε η Ανεμόφθαλμη.

Ο Τες, που είχε τώρα την κανονική του μορφή, χαμογέλασε. «Μπορούμε.» Και, στο πνευματικό επίπεδο, έκανε ένα τεράστιο

ΜΠΟΥ!

στα πνεύματα του Ιδιόμορφου, κι αυτά σκόρπισαν από δω κι από κει μέσα στη μονοκατοικία.

Ο Τες γελούσε, διασκεδασμένος, και κράδαινε το ραβδί του – που ήταν φανερό και στο πνευματικό επίπεδο – συνεχίζοντας να τα απειλεί.

«Έχεις ταλέντο με τα πνεύματα,» του είπε ο Τάμπριελ. «Κι όταν αυτό σ’το λέει κάποιος από τη Φεηνάρκια είναι σημαντικό.» Δεν χαμογελούσε, φυσικά.

Μπροστά στην είσοδο της οικίας, που βρισκόταν μετά από τρία μαρμάρινα σκαλοπάτια, ανάμεσα σε δύο καλλιτεχνικά καμωμένες κολόνες, υπήρχε ένα ενεργειακό δίχτυ. Ήταν καλά κρυμμένο, όφειλε να παρατηρήσει ο Τάμπριελ. Αν τρεις Άζ’λεφκ δεν ήταν εδώ, αν μονάχα ένας ερχόταν, μπορεί να μην το έβλεπε και να κολλούσε επάνω του σαν μύγα στον ιστό αράχνης.

«Το βλέπετε, έτσι;»

«Ναι,» είπε η Ανεμόφθαλμη, και το κλότσησε, στέλνοντας κομμάτια του από δω κι από κει στο ενεργειακό επίπεδο.

Ο Τες το χτύπησε με το ραβδί του, διαλύοντας τελείως ό,τι είχε απομείνει από αυτό.

Ο Τάμπριελ άνοιξε την πόρτα και μπήκαν στη μονοκατοικία του Χαρίδημου Ιδιόμορφου–

Μια γνώριμη παρουσία ήταν εδώ!

Απορούσε, μάλιστα, πώς δεν την είχε αντιληφτεί εξαρχής. Μάλλον έφταιγαν όλες αυτές οι αλλοιώσεις που είχε προκαλέσει ο Ιδιόμορφος στο ενεργειακό και στο πνευματικό επίπεδο.

Ο Τάμπριελ ήρθε σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη μέσα στην πορφυρή σφαίρα του ραβδιού του, γιατί ήξερε ότι τώρα, με τόσους Άζ’λεφκ εδώ, δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τους τηλεπικοινωνιακούς πομπούς για να επικοινωνήσει.

29.

Η Ανταρλίδα απέφυγε το σπαθί του φονιά που είχε πεταχτεί από τα νώτα της καθώς εκείνη και ο Όρνιφιμ έψαχναν μέσα στο γκαράζ. Γύρισε και τον κλότσησε στο διάφραγμα, τινάζοντάς τον πίσω. Και ο Όρνιφιμ τον σπάθισε στο κεφάλι, σωριάζοντάς τον.

«Αυτό το μέρος παραείναι καλά φυλαγμένο, ακόμα και για σπίτι ενός πλούσιο ανθρώπου, έτσι δεν είναι;» είπε. Και προτού η Ανταρλίδα απαντήσει: «Στάσου! Ο Τάμπριελ. Θέλει να πάμε, εγώ κι εσύ, στα υπόγεια της οικίας. Νομίζει ότι εκεί είναι ο Τζακ.»

«Ο Τζακ;»

«Ο Τζακ Πολύχρωμος, και ίσως φυλακισμένος. Λέει να τον βοηθήσουμε να δραπετεύσει.»

Η Ανταρλίδα αναρωτήθηκε προς στιγμή πώς ήταν δυνατόν το σπίτι να είχε υπόγεια, αφού βρισκόταν οικοδομημένο σε μια πλατφόρμα πάνω από το έδαφος! Μετά, όμως, θυμήθηκε δύο πράγματα: Η πλατφόρμα είχε μεγάλο πάχος, δεν ήταν μπαλκόνι· και δεύτερον, νόμιζε πως είχε ξανακούσει ότι μέσα σ’αυτές τις πλατφόρμες της Ρελκάμνια πολλοί έφτιαχναν κρυψώνες, για διάφορους λόγους.

«Πάμε,» είπε, αν και πολύ φοβόταν ότι μπορεί πάλι να είχαν ανεπιθύμητες φασαρίες με τον Τζακ. Πώς βρέθηκε αυτός ο καταραμένος εδώ; Πήγε να δολοφονήσει τον Ιδιόμορφο; Δεν κατάλαβε ακόμα ότι δεν μπορεί να σκοτώσει τους Άζ’λεφκ;

30.

Η σκάλα κουνιόταν περίεργα κάτω από τους τρεις Άζ’λεφκ, σαν να ανασάλευε μέσα στον ύπνο της, καθώς εκείνοι ανέβαιναν με σταθερά βήματα, αφήνοντας την παρουσία του Χαρίδημου Ιδιόμορφου να τους τραβήξει σαν μαγνήτης. Συγχρόνως, είχαν τις αισθήσεις τους τεντωμένες, έτοιμοι για κάθε κίνδυνο, και τρομοκρατούσαν εσκεμμένα τις πνευματικές οντότητες που ήταν συγκεντρωμένες στο σπίτι όπως τα ζουζούνια που μαζεύονται γύρω από μια φωτιά.

Η Ιωάννα, στο δωμάτιο με τα δύο παιδιά, αισθάνθηκε ξαφνικά τη διαβολική παρουσία να φεύγει από την ψυχή της και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Όλως τυχαίως», τα δυσάρεστα συναισθήματα και οι κακές σκέψεις σταμάτησαν σαν ένα ποτάμι από καθαρό νερό να είχε παρασύρει το μολυσμένο νερό μακριά. Η Ιωάννα είχε αρκετές παράξενες εμπειρίες στη ζωή της για να καταλαβαίνει ότι κάποιος είχε προσπαθήσει να της κάνει κάτι. Ποιος, όμως; Είχαν κανένα μάγο του τάγματος των Διαλογιστών εδώ; Ή μήπως επρόκειτο για κάποιο μυστηριώδες, αόρατο σύστημα ασφαλείας του Ιδιόμορφου;

«Τι σκατά κάνει το ηχοσύστημά μας;» είπε ο Φέλιξ, που ακόμα βρισκόταν κάτω κρατώντας το μουδιασμένο πόδι του. «Εσύ το χάλασες;»

«Δεν το χάλασα εγώ,» του απάντησε η Ιωάννα. «Σας είπα ότι είστε πιο ασφαλείς εδώ μέσα, δεν σας είπα;»

«Ποια είσαι; Γιατί είσαι στο σπίτι μας; Θέλεις να κλέψεις; Είναι κι άλλοι εδώ και μας κλέβουν;»

«Δεν είμαστε κλέφτες, μικρέ,» τον διαβεβαίωσε η Ιωάννα.

«Τότε, γιατί είστε εδώ;»

Η Ιωάννα σκέφτηκε: Αυτά μάλλον είναι τα παιδιά του. Τι να τους πω; Ήρθαμε να σκοτώσουμε τον μπαμπά σας; «Κάποιοι κύριοι θέλουν να μιλήσουν με τον πατέρα σας για ένα πολύ σημαντικό θέμα.»

31.

Ο Χαρίδημος διαισθάνθηκε την παρουσία των τριών Άζ’λεφκ μόλις μπήκαν στο σπίτι του.

Τράβηξε το πιστόλι από την πίσω μεριά του παντελονιού του και το απασφάλισε.

Η Καλλιόπη ούρλιαξε. Αλλά όχι επειδή τον είχε δει να βγάζει όπλο. Τα πλήκτρα του πιάνου της είχαν ζωντανέψει και δάγκωναν τα δάχτυλά της! «Κρόνε! Χαρίδημε, βοήθεια!»

«Μείνε ήσυχη,» της είπε εκείνος. «Πήγαινε πίσω από την κάβα και μείνε ήσυχη.»

«Τι συμβαίνει;» Τώρα πρόσεξε το πιστόλι του, και έδειξε το πιάνο. «Σκότωσέ το! Σκότωσέ το!»

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Έχουμε επισκέπτες–»

«Σκότωσέ το, Χαρίδημε!»

«ΗΣΥΧΙΑ!» φώναξε εκείνος. «Πήγαινε πίσω από την κάβα – τώρα!»

Η Καλλιόπη έμεινε αναποφάσιστη για λίγο, ρίχνοντας τρομαγμένες ματιές στο πιάνο που είχε ζωντανέψει. Ύστερα πήγε πίσω από την κάβα.

Ο Χαρίδημος περίμενε σε μια γωνία του δωματίου, με το πιστόλι του έτοιμο.

Κάποιοι φάνηκαν να πλησιάζουν την πόρτα.

Ο Χαρίδημος πυροβόλησε–

–και οι σφαίρες έφυγαν προς τυχαίες κατευθύνσεις, λες κι ήταν μύγες.

Γαμήσου! Με τόσους Άζ’λεφκ εδώ, η πραγματικότητα της διάστασης είχε τελείως αλλοιωθεί! Ο χώρος κύρτωνε με τόσο απίστευτους τρόπους που ήταν αδύνατο να σημαδέψεις.

Ο Χαρίδημος πέταξε το πιστόλι του στο πάτωμα, καθώς οι άλλοι τρεις Άζ’λεφκ έμπαιναν στο δωμάτιο και η Καλλιόπη ούρλιαζε σαν να είχε τρελαθεί.

Ο Τάμπριελ, ο Τες, και η Ανεμόφθαλμη τού επιτέθηκαν αμέσως με πνευματικά όπλα. Ο Χαρίδημος θρυμμάτισε τις επιθέσεις τους σε μυριάδες θραύσματα πνεύματος – πράγμα που αλλοίωσε την πραγματικότητα ακόμα περισσότερο ολόγυρά τους – κι άνοιξε δύο πελώρια σαγόνια για να καταβροχθίσει τον Τάμπριελ.

Αλλά κι οι τρεις μαζί τού στάθηκαν εμπόδιο και αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί, γρυλίζοντας. Παρά τους τόσους Άζ’λεφκ που είχε ώς τώρα απορροφήσει, τρεις διαφορετικοί Άζ’λεφκ που συνεργάζονταν ήταν ισχυροί απέναντί του. Τρία ξεχωριστά μυαλά, όχι ένα με τη δύναμη πολλών.

Ωστόσο, δεν θα τον εξέπληττε αν τους νικούσε.

Η μάχη τους συνεχίστηκε.

32.

Η Ανταρλίδα και ο Όρνιφιμ συνάντησαν τον Ελπιδοφόρο καθώς πήγαιναν προς τα υπόγεια, κι αυτός ήρθε μαζί τους. Κατεβαίνοντας έφτασαν σ’έναν μεγάλο χώρο που, προφανώς, ο Ιδιόμορφος χρησιμοποιούσε ώς αποθήκη. Στο τέλος του βρήκαν μια μεταλλική πόρτα που ήταν κλειδωμένη.

«Από δω πρέπει να είναι,» είπε η Ανταρλίδα. «Πού βρίσκεται ο Τάμπριελ, Όρνιφιμ;»

«Συνάντησαν τον Ιδιόμορφο· δεν είναι πλέον σε επαφή μαζί μου.»

«Θα πρέπει να την ανατινάξουμε,» είπε ο Ελπιδοφόρος, κι έβγαλε εκρηκτικά από τον μικρό σάκο στο πλευρό του.

Η Ανταρλίδα ένευσε. Κόλλησαν τα εκρηκτικά επάνω στην πόρτα και απομακρύνθηκαν.

Μετά από μισό λεπτό, η έκρηξη τράνταξε το σπίτι, ξεχαρβαλώνοντας την πόρτα από τους μεντεσέδες της. Ο καπνός σχημάτιζε φίδια στον αέρα. Πραγματικά φίδια, με πύρινες γλώσσες. Η Ανταρλίδα και ο Όρνιφιμ απομάκρυναν τρία από αυτά με τα σπαθιά τους, για να περάσουν την είσοδο και να μπουν σ’έναν διάδρομο.

Σκοτεινός.

Εκτός από ένα φως στο βάθος.

Η Ανταρλίδα έψαξε για διακόπτη. Τον βρήκε και τον πάτησε. Λάμπες άναψαν στο ταβάνι, αρχίζοντας αμέσως ν’αλλάζουν χρώματα σαν τρελές. Γαμώ τους Άζ’λεφκ και τα κέρατα του Κάρτωλακ, σκέφτηκε, βέβαιη πως αυτό που έκαναν τα φώτα δεν ήταν μέρος της κανονικής λειτουργίας τους.

«Προσεχτικά,» είπε στους συντρόφους της, και βάδισαν κατά μήκος του διαδρόμου ο οποίος είχε στρογγυλά ανοίγματα δεξιά κι αριστερά. Μέσα σ’ένα απ’αυτά η Ανταρλίδα νόμιζε πως είδε ένα μηχάνημα να γυαλίζει. Μέσα σ’ένα άλλο, κλειστό με κιγκλίδωμα, ένα θηριώδες τέρας έμοιαζε να περιφέρεται κρυμμένο στις σκιές.

Συνέχισαν προς τα εκεί όπου είχαν αρχικά δει το φως και, στρίβοντας λίγο, κατέληξαν μπροστά σ’ένα ακόμα στρογγυλό άνοιγμα, πίσω από το οποίο ήταν ένα πέτρινο δωμάτιο. Και μέσα στο δωμάτιο στεκόταν ο Τζακ Πολύχρωμος αντικρίζοντάς τους.

Γέλασε. «Για να γίνεται τόση φασαρία, έπρεπε να το είχα καταλάβει ότι εσείς θα ήσασταν,» είπε.

«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Τι σου φαίνεται να κάνω; Φυλακισμένος είμαι.»

«Έλα μαζί μας. Ανοιχτά είναι τώρα.»

«Για εσάς, ίσως.»

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε.

«Δε μπορώ να βγω απ’αυτό το δωμάτιο,» εξήγησε ο Τζακ. «Ο Άζ’λεφκ έχει κάνει κάτι στην ενεργειακή μου μορφή.» Ήταν φανερά υποσιτισμένος, αξύριστος, αχτένιστος, και γυμνός εκτός από μια περισκελίδα· αυτό ήταν το μόνο σίγουρο: για την ενεργειακή του μορφή, η Ανταρλίδα δεν ήξερε.

«Πώς, τότε, ο Τάμπριελ περιμένει να τον πάρουμε από εδώ;» είπε σα να μονολογούσε.

33.

Το δωμάτιο είχε χάσει κάθε έννοια δωματίου. Δεν ήταν πλέον βέβαιο αν επρόκειτο για ένα δωμάτιο ή για δύο, ή για τέσσερα, ή για εφτά. Και ούτε φυσικά ήταν βέβαιο το μέγεθός του ή το σχήμα του.

Η Καλλιόπη ούρλιαζε και χτυπιόταν. Αμφίβολο ήταν αν θα συνερχόταν ποτέ μετά από αυτά που έβλεπε και άκουγε και αισθανόταν τώρα.

Τα πνευματικά σαγόνια του Χαρίδημου Ιδιόμορφου προσπαθούσαν να δαγκώσουν μια τον Τες, μια την Ανεμόφθαλμη, μια τον Τάμπριελ, ενώ οι δικές τους επιθέσεις χάνονταν μέσα στο απίστευτο μέγεθος της πνευματικής του μορφής. Ύστερα από τόσους Άζ’λεφκ που είχε καταβροχθίσει ανά τα χρόνια, ήταν τεράστιος. Το τμήμα του συλλογικού πνεύματος του Άζ’λεφκ το οποίο κατείχε είχε αποκτήσει τελείως διαφορετικές ιδιότητες από τα τμήματα άλλων. Μοιράζονταν όλοι τους ένα ενιαίο πνεύμα, μα τώρα η ζυγαριά έγερνε επικίνδυνα προς το μέρος ενός και μόνο ανθρώπου. Η δύναμή του αποσταθεροποιούσε την ύπαρξη όλων τους. Υφίστατο διάχυτη η απειλή ότι, αργά ή γρήγορα, μονάχα ένας Άζ’λεφκ θα υπήρχε πλέον: ο Χαρίδημος Ιδιόμορφος. Και κανένας άλλος, άνθρωπος ή θηρίο.

Η Ανεμόφθαλμη βρήκε τον εαυτό της να βάλλεται από πνευματικά και ενεργειακά ρεύματα που είχαν ξεπηδήσει από τον Ιδιόμορφο κι έμοιαζαν να έχουν δική τους βούληση. Παρασύρθηκε σ’ένα δωμάτιο που βρισκόταν παράπλευρα του αρχικού δωματίου – κι άρχισε να τη συμπιέζει! Ο Τες τής έδωσε ένα από τα μεγάλα χέρια του, εκείνη κρατήθηκε από εκεί και τραβήχτηκε έξω. Τώρα όμως που η προσοχή του Τες ήταν, για λίγο, στραμμένη αλλού, τα σαγόνια του Ιδιόμορφου τον δάγκωσαν. Καρφώθηκαν στην ψυχή του, άρχισαν να τον έλκουν προς την ψυχή του Ιδιόμορφου.

Ο Τάμπριελ επιτέθηκε ενεργειακά στον εχθρό τους, για να πάρει την προσοχή του από το πνευματικό επίπεδο. Μα διαπίστωσε ότι ήταν σαν να είχε να κάνει μ’άλλους δύο Άζ’λεφκ τουλάχιστον οι οποίοι δούλευαν αποκλειστικά και μόνο με την ενεργειακή τους μορφή. Και τον χτύπησαν, ζαλίζοντάς τον.

Η Ανεμόφθαλμη, συγκεντρώνοντας συγχρόνως και την ενεργειακή και την πνευματική της μορφή, έπεσε πάνω στο κεφάλι του Ιδιόμορφου που καταβρόχθιζε τον Τες και ήταν σαν να τον είχε καταπιεί ώς τη μέση τώρα. Η Ανεμόφθαλμη αισθάνθηκε κάτι να θρυμματίζεται από τη δύναμη με την οποία επιτέθηκε, και η ίδια σωριάστηκε στο πάτωμα. Το υλικό της σώμα έπεσε, ενώ τα υλικά της μάτια έβλεπαν τον χώρο να κυρτώνει και να στροβιλίζεται και την προοπτική του δωματίου ν’αλλάζει κάθε λίγο.

Αλλά η επίθεσή της είχε πιάσει. Ο Τες ήταν τώρα ελεύθερος, αν και η πνευματική του μορφή ήταν φανερά τραυματισμένη.

Ο Τάμπριελ χτυπούσε ξανά τον Χαρίδημο με ενέργεια και βρήκε ένα άνοιγμα στην άμυνά του, πράγμα που έκανε τον Ιδιόμορφο να αποτραβηχτεί.

Έδειχνε κουρασμένος ο εχθρός τους, τώρα.

Αλλά τα πνευματικά σαγόνια παρουσιάστηκαν πάλι.

Ο Τάμπριελ, όμως, είχε την αίσθηση ότι η επίθεσή του είχε στείλει κύματα ενεργειακής αλλοίωσης προς κάθε κατεύθυνση. Είδε τα φώτα του δωματίου να φεύγουν από τις θέσεις τους, να πετάνε με τη μορφή ενεργειακών πτηνών.

Καλώδια και μηχανήματα καίγονταν παντού μέσα στη μονοκατοικία.

34.

Ο Τζακ, απρόσμενα, έπεσε στα γόνατα, μουγκρίζοντας, ενώ σ’όλο τον διάδρομο και μέσα στο κελί του οι λάμπες καίγονταν, νεκρώνονταν.

Η Ανταρλίδα αμέσως άναψε έναν φακό.

Ο Τζακ ήταν ακόμα στο πάτωμα, βαριανασαίνοντας.

«Τι έπαθες;» τον ρώτησε.

«Τι… γίνεται… εδώ μέσα;» έκρωξε εκείνος.

«Τέσσερις Άζ’λεφκ είναι στο σπίτι. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;»

«Δεν ήξερα ότι είναι σπίτι. Και όχι, δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό.»

«Σημαίνει ότι περίεργα πράγματα γίνονται.»

Ο Τζακ σηκώθηκε όρθιος, αναστενάζοντας. Ήταν συνοφρυωμένος, σα να σκεφτόταν. Πλησίασε τη στρογγυλή έξοδο του κελιού του.

Βγήκε.

Γέλασε. «Είμαι ελεύθερος,» είπε. «Ελεύθερος!»

«Τώρα, δε μας έλεγες–;» άρχισε ο Όρνιφιμ.

«Κάτι συνέβη· δεν είδες τα φώτα που έσβησαν; Κάποια ενεργειακά κύματα πέρασαν. Αυτό που ο Άζ’λεφκ είχε κλειδώσει μέσα μου ξεκλείδωσε από μόνο του.»

35.

Η Ανεμόφθαλμη έκανε να σηκωθεί όρθια, όταν πλοκάμια τύλιξαν την ενεργειακή της μορφή ακινητοποιώντας την. Πάλεψε μα δεν μπορούσε να τα αποτινάξει.

Εν τω μεταξύ, τα πνευματικά σαγόνια είχαν γαντζωθεί πάλι επάνω στον Τες, ο οποίος ήταν ήδη τραυματισμένος.

Ο Τάμπριελ προσπάθησε, με το υλικό του σώμα, να φτάσει το υλικό σώμα του Ιδιόμορφου για να τον χτυπήσει με το ραβδί του· όμως το έβρισκε αδύνατο να τον ζυγώσει μ’αυτές τις αλλοιώσεις και κυρτώσεις που έκανε παντού ο χώρος. Και μετά, κάτι χτύπησε την πνευματική του μορφή και τον έστειλε σε μια άλλη μεριά του δωματίου, τελείως αποπροσανατολισμένο. Αντίκρυ του έβλεπε τον Τες να καταβροχθίζεται από τα σαγόνια του Ιδιόμορφου, ενώ την Ανεμόφθαλμη να παλεύει με τα ενεργειακά δεσμά της. Σε τρία επίπεδα μάχονταν και δεν μπορούσαν να νικήσουν έναν και μόνο εχθρό. Σε τι είχε μεταμορφωθεί ο Ιδιόμορφος μέσα στους αιώνες; Δεν είναι σαν εμάς, σκέφτηκε ο Τάμπριελ, ενώ αναρωτιόταν τι μπορούσε τώρα να κάνει. Αν προσπαθούσε να σώσει τον Τες, δε νόμιζε ότι θα τα κατάφερνε από μόνος του. Αλλά αν πήγαινε πρώτα να ξεμπλέξει την Ανεμόφθαλμη, ίσως να ήταν ήδη αργά για τον Τες.

Επιτέθηκε στον Ιδιόμορφο σαν ένας στρόβιλος από πνεύμα και ενέργεια, χτυπώντας τον με όλη του τη δύναμη. Και είχε την αίσθηση ότι βρέθηκε σ’ένα τελείως διαφορετικό σύμπαν – ένα σύμπαν όπου η ύλη δεν ήταν καν μια δεύτερη σκέψη – ένα σύμπαν όπου η ύλη ήταν αμελητέα, σχεδόν ανύπαρκτη.

Καθώς έσπαγε τις άμυνες του Ιδιόμορφου, καθώς τις παραμέριζε σαν πυκνή βλάστηση, έβλεπε ένα πελώριο λαρύγγι να καταπίνει τον Τες, να τραβά την πνευματική του μορφή προς τον Ιδιόμορφο, ενώ ο Τες έμοιαζε πια να μη μπορεί να αντισταθεί.

Ανεμόφθαλμη! φώναξε ο Τάμπριελ, χτυπώντας σκιές από πνεύμα και από ενέργεια. ΑΝΕΜΟΦΘΑΛΜΗ!

Εκείνη έβλεπε επίσης αυτό που γινόταν, μα ακόμα τα ενεργειακά πλοκάμια την είχαν κλεισμένη σ’έναν λαβύρινθο που δεν μπορούσε να ξεκλειδώσει.

Ο Τάμπριελ τινάχτηκε, ενεργειακά, καταπάνω στον Ιδιόμορφο. Αισθάνθηκε μια τρομερή σύγκρουση.

Είδε το πνεύμα του Τες να βουλιάζει μέσα στο πνεύμα του Ιδιόμορφου, να χάνεται εκεί.

Και τώρα, τα σαγόνια του εχθρού ορθώνονταν πελώρια μπροστά στον Τάμπριελ. Κι εκείνος συνειδητοποίησε, πολύ αργά: Δεν έπρεπε να είχα πλησιάσει τόσο!

Όχι, δεν έπρεπε, άκουσε τη φωνή του Ιδιόμορφου. Τώρα είσαι κι εσύ δικός μου!

Και τον δάγκωσε.

Ο Τάμπριελ κράτησε τα πνευματικά σαγόνια μακριά του, προς στιγμή, και μετά–

Ο Ιδιόμορφος κραύγασε ξαφνιασμένος.

Ο Τάμπριελ, χωρίς να χρειάζεται να στρέψει τα υλικά του μάτια για να κοιτάξει, είδε μια παρουσία. Ο Τζακ! Είχε έρθει και χτυπούσε με ενέργεια τον Ιδιόμορφο. Η αχαλίνωτη ενεργειακή οντότητα μέσα του έστελνε λόγχες, λεπίδες, και μάστιγες κατά του πανίσχυρου εχθρού ο οποίος είχε καταπονηθεί από τη σύγκρουσή του με τους άλλους Άζ’λεφκ.

Η Ανεμόφθαλμη βρήκε έναν δρόμο μέσα από τον ενεργειακό λαβύρινθο: πήδησε έξω, κραδαίνοντας ένα πνευματικό ξίφος, αόρατο στο υλικό και στο ενεργειακό επίπεδο. Χτύπησε τη βάση των σαγονιών.

Αποτραβήχτηκαν, αλλά προτού κλείσουν – ο Τάμπριελ βούτηξε, ηθελημένα, μέσα τους.

ΟΧΙ! φώναξε η Ανεμόφθαλμη πίσω του.

Ο Τάμπριελ αισθάνθηκε το πνεύμα του να κατρακυλά μέσα σε μια ατελείωτη σήραγγα, ενώ η ενεργειακή του μορφή χτυπούσε την ήδη ταλαιπωρημένη ενεργειακή μορφή του Ιδιόμορφου.

Η Ανεμόφθαλμη, καταλαβαίνοντας το σκεπτικό του Τάμπριελ, τον βοήθησε. Στο ενεργειακό επίπεδο.

Και ο Τζακ, φυσικά, δεν είχε πάψει να επιτίθεται. Η φωνή του αντηχούσε μέσα στον αλλοιωμένο χώρο: Είμαι δημιούργημά σου, όχι δούλος σου!

Η ενεργειακή μορφή του Ιδιόμορφου είχε συρρικνωθεί τώρα, είχε αραιώσει γύρω από το πνεύμα και το σώμα του. Κομμάτια της τινάζονταν παντού, σκορπίζονταν μέσα στο αλλοιωμένο δωμάτιο.

Ο Ιδιόμορφος έπεσε στο ένα γόνατο, το κεφάλι του έσκυψε, η αναπνοή του ήταν βαριά.

Ο Τάμπριελ δεν βρισκόταν μακριά του. Άρπαξε τον αυχένα του και σπάθισε την πνευματική του μορφή – στην οποία ήταν πολύ κοντά, έχοντας βουτήξει ανάμεσα στα ψυχοβόρα σαγόνια. Αλλά ακόμα κι αυτό, μάλλον, δεν θα ήταν αρκετό για να νικήσει τον Ιδιόμορφο· τότε, όμως, κάτι μέσα του αντέδρασε. Κάτι που εξακολουθούσε να έχει αυτόνομη συνείδηση. Κάτι από τον Τες.

Ο Τάμπριελ είχε βοήθεια εκ των έσω.

Ένα ράγισμα επάνω στην τερατώδη πνευματική μορφή. Ένα σκίσιμο. Και μετά – θραύση.

Το σώμα του Χαρίδημου Ιδιόμορφου σωριάστηκε άψυχο στο πάτωμα. Το πνεύμα του ακολούθησε τις διασκορπισμένες του ενέργειες.

Η Ανεμόφθαλμη κι ο Τάμπριελ συγκέντρωναν τα κομμάτια. Μάζευαν μνήμες. Πληροφορίες.

Κι αυτό που έμαθαν – για τα σχέδια του Ιδιόμορφου, για τη συμφωνία του με τον Ελκράσ’ναρχ, για την Αγαρίστη – τους τράνταξε.

«Πρέπει να φύγουμε από δω,» είπε ο Τάμπριελ. «Τώρα.»

36.

Οι ημέρες περνούσαν, και τα νέα που έρχονταν από τις υπόλοιπες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος ήταν ολοένα και χειρότερα για τη Συμπαντική Παντοκρατορία. Αλλά και τα νέα που έρχονταν από το εσωτερικό της ίδιας της Ρελκάμνια ήταν εξίσου άσχημα. Δολοφονίες πρακτόρων της Παντοκράτειρας είχαν γίνει ξανά, και η οικονομία φαινόταν να διαλύεται χωρίς να μπορεί κανένας να σταματήσει τη διάλυσή της. Οι επιχειρήσεις έκλειναν η μία μετά την άλλη· λεφτά δεν υπήρχαν για να πληρωθούν οι υπάλληλοι, ούτε ο στρατός, ούτε οι μισθοφόροι κάθε είδους· η παραγωγή πολλών μηχανημάτων ήταν πάρα πολύ δύσκολη· η έρευνα που μπορούσε να γίνει σε διάφορους τομείς είχε περιοριστεί στο ελάχιστο· παραπάνω από μερικοί άνθρωποι είχαν χάσει τις περιουσίες τους.

Η διάθεση της Παντοκράτειρας δεν ήταν καθόλου καλή, και ο Ορείχαλκος σκεφτόταν πως το καλύτερο που είχαν να κάνουν, αυτός κι εκείνη, ήταν να φύγουν από τη Ρελκάμνια. Αλλά δεν μπορούσε να την πείσει να πάψει να είναι η Παντοκράτειρα. Έμοιαζε να φοβάται να δει τον εαυτό της αλλιώς. Και οι Υπερασπιστές της βρίσκονταν πάντοτε κοντά και παρακολουθούσαν τον Ορείχαλκο, ενώ, παρά τα δεινά που μάστιζαν τη Συμπαντική Παντοκρατορία, δεν είχαν σταματήσει τον ψυχικό τους πόλεμο εναντίον του. Ο Ορείχαλκος, όμως, τώρα, αντί να αποθαρρύνεται από αυτόν, έβρισκε επιπλέον δύναμη: ήταν άλλο ένα πράγμα που του θύμιζε πως έπρεπε – με κάποιο τρόπο – να πάρει την Αγαρίστη από τούτη τη διάσταση και να φύγει προτού τα πάντα καταρρεύσουν και χάος επικρατήσει. Χάος που ούτε οι δυνάμεις του Ελκράσ’ναρχ δεν θα μπορούσαν να εμποδίσουν.

Ωστόσο, λύση ο Ορείχαλκος δεν έβλεπε. Η Ανεμόφθαλμη είχε εξαφανιστεί. Και η Ρία-Μία δεν του είχε ξαναμιλήσει, σαν να φοβόταν. Ίσως να έφταιγε και το γεγονός ότι οι Υπερασπιστές διαρκώς τον παρακολουθούσαν. Αλλά, μάλλον, δεν θα είχε βρει τίποτα στο αρχείο του Ύψιστου Ναού του Κρόνου: τίποτα που μπορούσε να βοηθήσει την Αγαρίστη. Ή δεν θα είχε ψάξει καθόλου. Ο Ορείχαλκος δεν το απέκλειε αυτό το τελευταίο. Η Ρία, ύστερα από όσα είχαν γίνει στον Ναό της – ύστερα από την απόπειρα δολοφονίας – ήταν φανερό ότι έτρεμε μήπως συνέβαινε και τίποτα χειρότερο. Κι επίσης φοβόταν μη χάσει τη θέση της εξαιτίας της οργής της Παντοκράτειρας. Κανονικά, η πολιτική εξουσία της Ρελκάμνια δεν μπορούσε να επηρεάσει τη θέση του Αρχιερέα ή της Αρχιέρειας του Κρόνου, απ’ό,τι είχε καταλάβει ο Ορείχαλκος· αλλά, βέβαια, η Παντοκράτειρα ήταν η Παντοκράτειρα, και δεν θα ήταν η μοναδική φορά που έκανε ό,τι της κατέβαινε. Ίσως να μην καθαιρούσε ακριβώς τη Ρία-Μία, μα, αν για παράδειγμα την έδενε γυμνή επάνω σ’ένα όχημα και την περιέφερε γύρω από τον Ναό της, θα ήταν σαν να την καθαιρεί. Ποιος θα έπαιρνε σοβαρά μια Αρχιέρεια του Κρόνου μετά από κάτι τέτοιο; Και η Αγαρίστη, όπως πολύ καλά γνώριζε ο Ορείχαλκος, ήταν απόλυτα ικανή να το κάνει αυτό, ή τίποτα ακόμα χειρότερο.

Το πρόβλημά του, όμως, δεν λυνόταν με τούτα τα συμπεράσματα. Ούτε τα προβλήματα της Παντοκράτειρας λύνονταν.

«Τα προβλήματά σου προέρχονται από το γεγονός ότι είσαι η Παντοκράτειρα. Αν δεν ήσουν, θα είχαν στιγμιαία εξαφανιστεί,» της είπε, ένα βράδυ, ο Ορείχαλκος, ενώ βρίσκονταν σε μια από τις κρεβατοκάμαρες των διαμερισμάτων της και οι Υπερασπιστές της δεν ήταν παρόντες. Η Αγαρίστη δεν τους άφηνε να είναι κοντά όταν ήθελε να κάνει έρωτα με τον Ορείχαλκο· δεν το δεχόταν, κι εκείνοι δεν είχαν άλλη επιλογή απ’το να την υπακούσουν.

«Μη μου το ξαναπείς αυτό!» αποκρίθηκε τώρα η Παντοκράτειρα, δείχνοντας ξαφνικά θυμωμένη μαζί του. «Είμαι η Παντοκράτειρα! Δε μπορώ να πάψω να είμαι αυτό που είμαι!» Το δέρμα της ήταν χρυσαφένιο απόψε, τα μαλλιά της μαύρα, και τα μάτια της πράσινα. Είχε ένα σεντόνι τυλιγμένο γύρω της καθώς ήταν γονατισμένη επάνω στο πελώριο, πουπουλένιο κρεβάτι με τις κουρτίνες.

«Να σου πω μια ιστορία, τότε;»

«Τι ιστορία; Σαν αυτές που λέγαμε όταν η Ανεμόφθαλμη ήταν εδώ;»

«Ναι.»

Η Παντοκράτειρα χαμογέλασε. «Πες μου! Θέλω ν’ακούσω μια τέτοια ιστορία.» Και ξάπλωσε πάνω στο στήθος του.

Ο Ορείχαλκος τής είπε τον Μύθο του Όγδοου Βασιληά. Υπήρχε κάποτε ένα βασίλειο στη Σάρντλι, τόσο μεγάλο που κάλυπτε μια έκταση από τη λίμνη Κρούκ’φα μέχρι τον ποταμό Σάτβραν, κι από την έρημο Τρίγωνη μέχρι τις ακτές της Ατέρμονης Θάλασσας. Στο θρόνο αυτού του βασιλείου καθόταν ένας βασιληάς που ήταν ο όγδοος της γενιάς του. Ήταν καλός μονάρχης, αλλά όλα πήγαιναν στραβά στο βασίλειό του. Προβλήματα με το εμπόριο, διαμάχες ανάμεσα στους τοπικούς άρχοντες, ξαφνικές εξεγέρσεις και προδοσίες, συνεχείς συγκρούσεις με άγριες φυλές, επιδημίες και ασθένειες. Ένα πράγμα τελείως ανεξήγητο· κατανοητό μονάχα στους θεούς, ίσως. Ο Όγδοος Βασιληάς ρωτούσε το β’ζάιλ του να του πει γιατί συνέβαιναν όλα όσα συνέβαιναν, αλλά το β’ζάιλ δεν είχε απάντηση να δώσει. Ήταν από εκείνα τα β’ζάιλ που δεν μιλάνε πολύ, και βοηθάνε ακόμα λιγότερο. («Κάποιοι τα λένε ‘οι Αμίλητοι Παρατηρητές’,» εξήγησε ο Ορείχαλκος. «Το ήξερες αυτό;» Η Αγαρίστη μουρμούρισε πάνω στο στήθος του: «Δεν μου τόχες ξαναπεί.») Ο Όγδοος Βασιληάς, λοιπόν, συγκέντρωσε στο παλάτι του ιερείς απ’όλες τις γωνιές του βασιλείου του: από ερήμους, από ζούγκλες, από σαβάνες, βουνά, πεδιάδες, βάλτους, νησιά – από παντού. Κι όταν ήρθαν, τους ζήτησε να ρωτήσουν τους θεούς πώς μπορούσε να σταματήσει αυτή την τρομερή κατάσταση που έπληττε την επικράτειά του και δεν έμοιαζε νάχει τέλος. Να του δώσουν έναν χρησμό. Οι ιερείς μίλησαν με τους θεούς και, τελικά, έδωσαν χρησμό στον Όγδοο Βασιληά· και ο χρησμός ήταν: Όταν ο Βασιληάς κυνηγός γενεί, τότε τα βάσανά του θα πάψουν.

Ο Όγδοος Βασιληάς δεν ήξερε πώς να το ερμηνεύσει τούτο, και ούτε οι ιερείς μπορούσαν· ισχυρίζονταν ότι ήταν μονάχα στόματα των θεών, τίποτα περισσότερο. Έτσι, ο Βασιληάς συμπέρανε ότι, για να σταματήσει τα δεινά, όφειλε να κυνηγήσει περισσότερο τους εχθρούς του. Και τους κυνήγησε. Έγιναν εκτελέσεις, δολοφονίες, πόλεμοι. Και τα δεινά του βασιλείου χειροτέρεψαν. Δεκαπλασιάστηκαν. Το βασίλειο κομματιαζόταν. Κι ο Όγδοος Βασιληάς, σε μια από τις ταραγμένες του νύχτες, ονειρεύτηκε ένα πολύ έντονο – πολύ ζωντανό – όνειρο: είδε ότι ήταν κυνηγός σε μια πεδιάδα με ψηλό χόρτο, κοντά σε μια ζούγκλα. Ζούσε εκεί και κυνηγούσε, κι αυτό έκανε. Τίποτ’ άλλο. Ήταν ικανοποιημένος και εναρμονισμένος με τη φύση της Σάρντλι.

Τότε, ξυπνώντας, κατάλαβε τι εννοούσαν οι ιερείς όταν του είχαν πει Όταν ο Βασιληάς κυνηγός γενεί, τότε τα βάσανά του θα πάψουν. Ο Όγδοος Βασιληάς άφησε τον θρόνο του – κρυφά από τους συμβουλάτορες, τους συγγενείς, και τους στρατιωτικούς του – και έφυγε. Κανείς δεν ξέρει πού πήγε, αλλά οι θεοί λένε πως έγινε κυνηγός και ήταν ικανοποιημένος. Χωρίς αυτόν, το βασίλειό του σύντομα διασπάστηκε, χωρίστηκε. Και μετά, ειρήνη επικράτησε. Και, γέρος πια, λίγα χρόνια προτού πεθάνει, ο κυνηγός κατάλαβε ότι, καθισμένος στον θρόνο του, απλά σταματούσε το νερό του ποταμού και το έκανε να αφρίζει.

«Ακόμα προσπαθείς να μου κάνεις μάθημα!» Η Παντοκράτειρα έμπηξε, επώδυνα, τα νύχια της μέσα στα πλευρά του.

«Απλώς θυμήθηκα αυτή την ιστορία,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος.

Η Αγαρίστη ανασηκώθηκε και κοίταξε το πρόσωπό του. «Δεν είμαι η Όγδοη Παντοκράτειρα. Είμαι η μοναδική Παντοκράτειρα, και δεν μπορώ να γίνω κυνηγός.»

«Ναι, αγάπη μου,» είπε ο Ορείχαλκος, παραμερίζοντας μια τούφα μαύρων μαλλιών από το πλάι του προσώπου της, «δυστυχώς.»

Η Αγαρίστη τού έκανε μια αστεία γκριμάτσα σαν να σκόπευε να τον δαγκώσει.

Γέλασαν κι οι δυο τους, ύστερα από μια στιγμή.

37.

Το επόμενο πρωί, η Ανεμόφθαλμη επέστρεψε στο Παντοτινό Ανάκτορο ξαφνιάζοντάς τους όλους.

Πρώτα συνάντησε τον Ελκράσ’ναρχ, φυσικά, και μίλησαν μόνοι μέσα σ’ένα από τα δωμάτια του απέραντου οικοδομήματος.

«Τι συμβαίνει;» απαίτησε η απόκοσμη φωνή. «Είπες ότι θα μας βοηθήσεις με τον καταραμένο Ορείχαλκο, αλλά δεν μας βοήθησες! Κι ύστερα μάθαμε ότι σκοτώθηκες. Το πτώμα του Χαρίδημου Ιδιόμορφου βρέθηκε μέσα στο σπίτι του: ένα σώμα νεκρό σαν κάτι να του είχε ρουφήξει όλη τη ζωτική του ενέργεια, είπαν οι Βιοσκόποι. Η γυναίκα του έχει τρελαθεί. Οι περισσότεροι φρουροί στο σπίτι του σκοτώθηκαν, και οι ελάχιστοι που έζησαν, καθώς και οι υπηρέτες, δεν έχουν καμια σημαντική πληροφορία να δώσουν. Τα παιδιά του ανέφεραν ότι μια γυναίκα τα κράτησε για λίγο ομήρους: μια ξανθιά, λευκόδερμη γυναίκα που μοιάζει με τη Νίτλα-Νίτλα από το εικονικό παιχνίδι ‘Οι Τάφοι του Πορφυρού Θεού’. Τίποτα απ’αυτά δεν μου δίνουν να καταλάβω γιατί σκηνοθέτησες τον θάνατό σου, Άζ’λεφκ!»

Η Ανεμόφθαλμη άκουγε τους δύο Υπερασπιστές χωρίς να μιλά, καπνίζοντας ένα τσιγάρο μέσα στο ημιφωτισμένο δωμάτιο. Τώρα είπε: «Δεν μ’εξυπηρετούσε πια η μορφή του Χαρίδημου Ιδιόμορφου. Προτιμώ αυτή εδώ τη μορφή.» Ο Ελκράσ’ναρχ δεν κατανοούσε τι ακριβώς ήταν ο Άζ’λεφκ· είχε την εντύπωση ότι απλά έπαιρνε διάφορες μορφές, πολλές από τις οποίες μπορούσαν και να συνυπάρχουν.

«Και τι θέλεις τώρα στο Παντοτινό Ανάκτορο;»

«Να μιλήσω με τον Ορείχαλκο και την Παντοκράτειρα.»

«Με τι σκοπό;»

«Οι σκοποί μου αφορούν μόνο εμένα, Ελκράσ’ναρχ. Δεν σε έσωσα από την κατάσταση που βρισκόσουν για να με ανακρίνεις.»

«Είμαστε σύμμαχοι! Θέλω να ξέρω!»

Τα μάτια της Ανεμόφθαλμης γυάλισαν. «Δεν είμαστε ‘σύμμαχοι’! Μην μπερδεύεσαι. Παίζουμε ένα παιχνίδι. Το δικό μου παιχνίδι. Τώρα, θέλω να συναντήσω τον Ορείχαλκο.»

Η Παντοκράτειρα χάρηκε που την είδε, όταν οι Υπερασπιστές την οδήγησαν στα διαμερίσματά της.

«Ανεμόφθαλμη!» αναφώνησε γελώντας. «Γύρισες! Γιατί είχες φύγει τόσο ξαφνικά, χωρίς ούτε καν να με χαιρετήσεις;»

Ο Ορείχαλκος στεκόταν μερικά βήματα πιο πίσω, παρατηρώντας την Ανεμόφθαλμη παραξενεμένος. Δεν του έμοιαζε θυμωμένη τώρα. Η έκφρασή της, όμως, του έλεγε ότι ήταν αποφασισμένη. Έχει κάποιο σχέδιο. Ήταν βέβαιος για τούτο· δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία εντός του. Την ήξερε την Ανεμόφθαλμη από τότε που ήταν παιδιά. Κανένας άλλος δεν μπορούσε να διακρίνει τις διαθέσεις της όπως εκείνος. Κι αυτό που τώρα διέκρινε τον τρόμαζε. Σχεδιάζει, μήπως, να σκοτώσει την Αγαρίστη; Αν ήταν έτσι, τότε ο Ορείχαλκος θα προσπαθούσε να τη σταματήσει.

«Με συγχωρείς,» είπε η Ανεμόφθαλμη στην Παντοκράτειρα. (Της μιλούσε πλέον στον ενικό, φυσικά, και δεν την έλεγε Μεγαλειοτάτη.) «Ήθελα λιγάκι να… αλλάξω. Να δω τη Ρελκάμνια–»

«Μπορούσα εγώ να σ’τη δείξω! Είμαι η Παντοκράτειρα. Είναι επικίνδυνο πια να τριγυρίζεις μόνη στη Ρελκάμνια· δεν ακούς πόσα συμβαίνουν; Κακοποιοί περιφέρονται στους δρόμους. Τρομοκράτες. Και με τέτοια χάλια που έχει η οικονομία….»

«Ναι, η κατάσταση, σίγουρα, δεν είναι καλή· το είδα. Θα με δεχόσουν πάλι εδώ; Καταλαβαίνω, βέβαια, πως ίσως να σε έχω προσβάλλει…»

Η Αγαρίστη φάνηκε σκεπτική. «Με έχεις,» είπε τελικά. «Είχα τσαντιστεί όταν έφυγες. Αλλά τώρα δεν πειράζει. Έλα. Μείνε μαζί μας. Μας χρειάζεται η παρέα σου, με τόσα άσχημα που συμβαίνουν.»

Η Ανεμόφθαλμη αποκρίθηκε: «Σ’ευχαριστώ,» κι έκανε μια υπόκλιση.

Η Παντοκράτειρα γέλασε. «Μην είσαι ανόητη! Σε θεωρώ φίλη μου πια!»

Εκείνο το μεσημέρι έφαγαν μαζί. Η Αγαρίστη, ο Ορείχαλκος, και η Ανεμόφθαλμη. Και είχαν καλέσει και τη Ρία-Μία και τη Τζένιφερ (η οποία είχε προ πολλού αναρρώσει από τον τραυματισμό της). Η Παντοκράτειρα είχε, επίσης, καλέσει και τον Ρίμναλ’μορ, αλλά ο μάγος ήταν απασχολημένος με τις έρευνές του και δεν είχε έρθει. Ακόμα έλεγε πως προσπαθούσε να εντοπίσει τον παράξενο μάγο που είχε σαμποτάρει τον λαβύρινθό του για να πάρει από εκεί την Ιωάννα τη Μαύρη Δράκαινα.

Η Παντοκράτειρα είπε, ενόσω έτρωγαν: «Ίσως θα έπρεπε να τον τιμωρήσω κάποια φορά. Νομίζει πως έχει ανοσία. Πως μπορεί να μου φέρεται όπως θέλει.» Μιλούσε ήρεμα, σαν να έκανε απλή κουβέντα, καθώς έκοβε το μαλακό φιλέτο της. «Τι λες, Τζένιφερ; Συμφωνείς;»

«Δεν ξέρω. Τον βρίσκω συμπαθητικό,» αποκρίθηκε, επιφυλακτικά, η Μαύρη Δράκαινα, σαν να βάδιζε επάνω σε εύθραυστο πάγο.

Η Παντοκράτειρα γέλασε. «Σοβαρά; Θα κοιμόσουν μαζί του;»

«Δε θα το διανοούμουν ποτέ να κοιμηθώ μ’έναν σύζυγο της Μεγαλειοτάτης.»

«Κρίμα,» είπε η Αγαρίστη πίνοντας μια γουλιά Σεργήλιο οίνο. «Ίσως να είχε ενδιαφέρον.»

Η Τζένιφερ δεν μίλησε.

Η Παντοκράτειρα κοίταξε προς τη μεριά της Ρία-Μία και της έκλεισε το μάτι. Η Αρχιέρεια του Κρόνου έκανε πως δεν την είδε, συνεχίζοντας το φαγητό της. Η Αγαρίστη το κατάλαβε, και γέλασε ξανά. Είναι πιο ντροπαλή με την υπόθεση του Ορείχαλκου απ’ό,τι ήταν ποτέ της με οποιονδήποτε άντρα! σκέφτηκε, διασκεδασμένη. Πιο ντροπαλή απ’ό,τι ήταν ακόμα και με τον πρώτο της άντρα, πάω στοίχημα. Αν και δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο πρώτος εραστής της Ρία. Ίσως να τη ρωτούσε κάποτε…

Ήπιε ακόμα μια γουλιά Σεργήλιο οίνο, και ζήτησε από την Ανεμόφθαλμη να τους πει πού είχε πάει μέσα στη Ρελκάμνια και πώς της είχε φανεί η διάσταση-έδρα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Εκείνη δεν έφερε αντίρρηση· διηγήθηκε τα ταξίδια της στις συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας (χωρίς, φυσικά, να αναφέρει τίποτα για την αναζήτησή της σχετικά με τον κρυφό Άζ’λεφκ). Η Ρία-Μία και η Τζένιφερ, ακούγοντάς την, έκαναν κάποιες παρατηρήσεις, σχολιασμούς, και ερωτήσεις, που ο Ορείχαλκος υποπτευόταν πως τα μισά πιθανώς να ήταν για χάρη της Παντοκράτειρας, για να ζωηρέψει η κουβέντα, παρά επειδή πραγματικά ήθελαν να μιλήσουν. Ωστόσο, δεν έμοιαζαν και τελείως αδιάφορες, ήταν η αλήθεια.

Απροειδοποίητα, αισθάνθηκε ένα πόδι να τρίβεται επάνω στους μηρούς του, κάτω απ’το τραπέζι, ενώ η Ανεμόφθαλμη εξακολουθούσε τη διήγησή της και η Τζένιφερ και η Ρία τους σχολιασμούς τους. Η Αγαρίστη τού χαμογέλασε. Δεν έμοιαζε τώρα να δίνει και πολύ σημασία στις περιπέτειες της Ανεμόφθαλμης· είχε αρχίσει να βαριέται.

«Η Μεγαλειοτάτη είναι άτακτη,» της ψιθύρισε ο Ορείχαλκος.

Η Αγαρίστη γέλασε, και η πατούσα της πήγε προς την κοιλιά του. Ο Ορείχαλκος την τσίμπησε, δυνατά, κάτω από τα δάχτυλα, και η Παντοκράτειρα τράβηξε πίσω το πόδι της με μια ξαφνιασμένη κραυγή.

Οι άλλες στράφηκαν να την κοιτάξουν, παραξενεμένες.

Η Αγαρίστη γέλασε δυνατά. «Τι;» είπε. «Συνέχισε, Ανεμόφθαλμη!»

Και η Ανεμόφθαλμη συνέχισε.

Το απόγευμα το πέρασαν με τη Ρία-Μία και τη Τζένιφερ, και πάλι ο Ρίμναλ’μορ δεν ήρθε. Η Αγαρίστη είπε ότι πολύ φοβόταν πως ζήλευε τον Ορείχαλκο. Ήταν ανόητος! Η Ρία τής αποκρίθηκε ότι δεν μπορεί να ίσχυε κάτι τέτοιο: ο Ρίμναλ το ήξερε πως η Μεγαλειοτάτη είχε, ούτως ή άλλως, πολλούς συζύγους.

«Πολλούς;» έκανε η Αγαρίστη, δυσαρεστημένα. «Δεν έχω πολλούς πια, Ρία. Όλοι μ’έχουν προδώσει, και τον Καρνάδη τον έχω χάσει. Μόνο ο Ορείχαλκος και ο Ρίμναλ μού έχουν απομείνει. Είμαι πολύ στενοχωρημένη, ξέρεις.» Και λιγάκι μεθυσμένη, επίσης, ήταν η αλήθεια. Είχε πιει τεσσάρων ειδών ποτά, από το μεσημεριανό φαγητό ώς τώρα.

Όταν νύχτωσε, η Τζένιφερ έφυγε από τα διαμερίσματα της Παντοκράτειρας. Η Ρία-Μία, όμως, θα έμενε εδώ· η Αγαρίστη θα τη φιλοξενούσε απόψε σ’ένα από τα υπνοδωμάτιά της, γιατί η Αρχιέρεια βαριόταν να επιστρέψει στο σπίτι της τέτοια ώρα. Έτσι τώρα σηκώθηκε και, αφού τους καληνύχτισε, πήγε να ξεκουραστεί. Ο Ορείχαλκος, η Αγαρίστη, και η Ανεμόφθαλμη έμειναν μόνοι σ’ένα καθιστικό με χαμηλούς, φουσκωτούς καναπέδες και μια πελώρια οθόνη που έπιανε έναν ολόκληρο τοίχο και έδειχνε άλογα να τρέχουν.

Μόνοι… αν εξαιρούσε κανείς την παρουσία των δύο Υπερασπιστών στις γωνίες. Ούτε για μια στιγμή δεν είχαν φύγει τελείως, είχε παρατηρήσει ο Ορείχαλκος.

Και τώρα είδε, στη μεγάλη οθόνη, επάνω στη ράχη ενός κοκκινωπού αλόγου να παρουσιάζεται η λέξη ΟΡΕΙΧΑΛΚΟΣ προς στιγμή και μετά να χάνεται – μονάχα για να τη δει αυτός και κανένας άλλος. Ύστερα από λίγο, το συγκεκριμένο άλογο έσπασε το πόδι του ενώ τα άλλα συνέχιζαν να τρέχουν. Ακόμα ένα από τα αποκρουστικά κόλπα του Ελκράσ’ναρχ…

Η Παντοκράτειρα ρωτούσε την Ανεμόφθαλμη κάτι σαχλαμάρες, κι εκείνη τής απαντούσε και την έκανε να γελά – πράγμα όχι και πολύ δύσκολο, έτσι μεθυσμένη όπως ήταν. Ο Ορείχαλκος απορούσε λιγάκι με την προθυμία της Ανεμόφθαλμης. Κάτι έχει στο μυαλό της. Κάτι επικίνδυνο, είμαι σίγουρος.

Και δεν είχε άδικο.

Η Ανεμόφθαλμη είχε, όντως, σχέδιο. Ένα σχέδιο που είχε εκπονήσει μαζί με τον Κλαρκ και τους άλλους. Και τώρα νόμιζε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή για να το βάλει σε εφαρμογή. Καλύτερη ευκαιρία αποκλείεται να της βρισκόταν. Ο Ελκράσ’ναρχ ποτέ δεν θα την άφηνε τελείως μόνη με την Παντοκράτειρα.

Η Ανεμόφθαλμη άγγιξε το σκουλαρίκι της, πατώντας το μικροσκοπικό κουμπί που υπήρχε εκεί και στέλνοντας ένα τηλεπικοινωνιακό σήμα στο Φαντασκεύασμα. Το οποίο περιφερόταν κοντά στο Παντοτινό Ανάκτορο – ή, μάλλον, παράλληλα ώς προς αυτό: παράλληλα ώς προς τις διαστασιακές του συντεταγμένες.

Η Ανεμόφθαλμη πάτησε το κουμπί ενώ γελούσε με κάτι που η ίδια είχε πει στην Παντοκράτειρα – και, συγχρόνως, ύψωσε το χέρι της και λόγχισε το ενεργειακό κέλυφος που είχε ο Ελκράσ’ναρχ υφάνει γύρω από το Παντοτινό Ανάκτορο. Το ενεργειακό κέλυφος που απέτρεπε παράπλευρη πρόσβαση εδώ. Που εμπόδιζε πράγματα όπως το Φαντασκεύασμα απ’το να εισβάλουν.

Οι Υπερασπιστές αμέσως κινήθηκαν, και οι γροθιές τους είχαν ήδη μετατραπεί σε μαύρες φωτιές, μέσα από τις οποίες ξεχώριζαν αργυρόχρωμες και πορφυρόχρωμες φλόγες και λάμψεις.

38.

Υποψιάζονταν πως η δύναμη της Ανεμόφθαλμης πιθανώς να μην ήταν αρκετή για να τρυπήσει το ενεργειακό κέλυφος του Παντοτινού Ανακτόρου από μόνη της. Γι’αυτό βρισκόταν και ο Τάμπριελ μέσα στο Φαντασκεύασμα.

Μόλις η Ανεμόφθαλμη έστειλε το σήμα στον Κλαρκ και ο μάγος είπε «Τώρα!» ο Τάμπριελ λόγχισε το ενεργειακό κέλυφος από την άλλη μεριά. Το διαισθανόταν χωρίς δυσκολία έξω από το Φαντασκεύασμα, και επίσης δεν είχε δυσκολία να διαισθανθεί το σημείο που η Ανεμόφθαλμη χτυπούσε.

Σαν δύο νοητοί πίδακες φωτιάς που ο ένας έρχεται από τη μια και ο άλλος από την άλλη, οι δυνάμεις των Άζ’λεφκ τρύπησαν το κέλυφος, δημιουργώντας μια σήραγγα εντός του.

Κι από εκεί τώρα το Φαντασκεύασμα μπορούσε να περάσει, προτού το κέλυφος ανασχηματιστεί σαν βιολογικός οργανισμός. Οι Τεχνίτες, δουλεύοντας με τρομερή ταχύτητα, πιο γρήγορα απ’ό,τι μπορούσε να τους παρακολουθήσει το ανθρώπινο μάτι, έφτιαξαν μια πόρτα σε μια από τις γωνίες του καθιστικού που κανένας επί του παρόντος δεν κοίταζε.

Κι από αυτή την πόρτα πετάχτηκε ο Τάμπριελ, με το ραβδί του στο χέρι, σε νοητική επαφή με τους δύο Ιεράρχες, και ακολουθούμενος από τους συντρόφους του.

Η ματιά του έπεσε αμέσως στις φλόγες των Υπερασπιστών που τινάζονταν προς την Ανεμόφθαλμη. Η Άζ’λεφκ παραμέρισε τη μία επίθεση, και η άλλη ίσως να την είχε αγγίξει αν ο Τάμπριελ δεν την απομάκρυνε.

Η πραγματικότητα της διάστασης άρχισε στιγμιαία να αλλοιώνεται.

«ΕΣΥ πάλι!» φώναξε ο Ελκράσ’ναρχ. «Γιατί; Τι κάνεις, Άζ’λεφκ; Είχαμε μια συμφωνία οι δυο μας! ΜΕ ΠΡΟΔΩΣΕΣ;»

«Η συμφωνία σου δεν ήταν μαζί μου,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, στρέφοντας τις δυνάμεις του Άζ’λεφκ εναντίον των Υπερασπιστών, προσπαθώντας να περιορίσει τις ενέργειές τους – πράγμα καθόλου εύκολο – προκειμένου να δώσει στην Ανεμόφθαλμη την ευκαιρία να δράσει.

Και η Ανεμόφθαλμη έδρασε. Τινάχτηκε όρθια, απλώνοντας το χέρι της προς την Αγαρίστη, πηγαίνοντας για το ενεργειακό σκουλήκι που ξεκινούσε από τον πήχη της και τελείωνε στον αυχένα, ενώ εκείνη κοίταζε σαστισμένη, χάσκοντας, αναρωτούμενη αν είχε μεθύσει τόσο που ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά ή αν κάποιος είχε ρίξει παραισθησιογόνους ουσίες μέσα στα ποτά.

«Όχι!» φώναξε ο Ορείχαλκος, καταλαβαίνοντας τι πήγαινε να κάνει η Ανεμόφθαλμη και φοβούμενος ότι θα σκότωνε την Αγαρίστη. «Σταμάτα!» Άρπαξε την Ανεμόφθαλμη από τη μέση, τραβώντας την πίσω. «Δε θα τη σκοτώσεις!»

«Ορείχαλκε, τα πράγματα άλλαξαν – δεν είναι όπως σου είχα πει!» φώναξε εκείνη, προσπαθώντας να ξεφύγει από τα χέρια του.

«Τρέξε, Αρχόντισσά μας!» αντήχησε η απόκοσμη, βαθιά φωνή των Υπερασπιστών, καθώς μάχονταν εναντίον των ενεργειακών δυνάμεων του Τάμπριελ και εναντίον των ρομφαίων του Άερ’θλαρ και της Άι’νιρ, οι οποίοι τώρα είχαν επίσης βγει από το Φαντασκεύασμα. «Φύγε – τώρα! Τρέξε!»

Η Αγαρίστη, τρομοκρατημένη, υπάκουσε πηδώντας πάνω από τον καναπέ.

Η Ανεμόφθαλμη χτύπησε τον Ορείχαλκο με τον αγκώνα της, μα δεν μπορούσε να τον αποτινάξει. Τότε, όμως, η Ιωάννα είχε ήδη έρθει κοντά: κλότσησε τον Ορείχαλκο πίσω απ’το γόνατο κι αρπάζοντάς τον απ’τα μαλλιά τον τράβηξε πίσω, σωριάζοντάς τον, ενώ του φώναζε: «Δε θα τη σκοτώσει! Δε θα τη σκοτώσει!»

Η Παντοκράτειρα τώρα έτρεχε προς μια από τις εξόδους του δωματίου, ήταν ήδη κοντά, και ο Κλαρκ είπε στον Ελπιδοφόρο: «Πήγαινε!» ενώ συγκρατούσε την Ανταρλίδα απ’το να πεταχτεί και να κυνηγήσει το θήραμά τους.

Ο Ελπιδοφόρος, φυσικά, καταλάβαινε γιατί ο μάγος απευθυνόταν σ’αυτόν. Το είχαν ήδη συζητήσει. Επικαλούμενος την αόρατη ενεργειακή ένδυση που τον έκρυβε από τα μάτια του Ελκράσ’ναρχ, έτρεξε στο κατόπι της Αγαρίστης.

Την είδε να βγαίνει απ’το καθιστικό, να τρέχει μέσα σ’έναν διάδρομο κοιτάζοντάς τον πάνω απ’τον ώμο της και μοιάζοντας τρομοκρατημένη. Ο Ελπιδοφόρος δεν περίμενε ποτέ ότι θα την έβλεπε έτσι. Η Παντοκράτειρα πάντοτε τού φαινόταν σαν μια ψεύτικη, σχεδόν εικονική φιγούρα, και τώρα η ψευδαίσθηση είχε ξαφνικά θρυμματιστεί. Ήταν κάποια που νόμιζε ότι έτρεχε για να γλιτώσει τη ζωή της από έναν επικίνδυνο φονιά.

Ένας Υπερασπιστής παρουσιάστηκε στο πέρας του διαδρόμου.

Τώρα θα μάθουμε πόσο καλά λειτουργεί η ένδυση, σκέφτηκε ακούσια ο Ελπιδοφόρος.

Η Αγαρίστη σταμάτησε να τρέχει, δείχνοντάς τον και φωνάζοντας: «Σκότωσέ τον! Σκότωσέ τον!»

«Ποιον, Αρχόντισσά μας;» ρώτησε ο Υπερασπιστής.

Δε με βλέπει! συνειδητοποίησε ο Ελπιδοφόρος.

«Τι ποιον;» ούρλιαξε η Παντοκράτειρα. «Είναι ο Στίβεν Νέλ– Ογκχ!» Ο Ελπιδοφόρος, φτάνοντας κοντά της, τη γρονθοκόπησε στην κοιλιά κι αμέσως τη σήκωσε στα χέρια, ζαλισμένη, τρομοκρατημένη, και αποπροσανατολισμένη όπως ήταν.

«Ήρθε το τέλος σου, Ελκράσ’ναρχ!» φώναξε, και γύρισε για να φύγει, να πάει προς το καθιστικό.

Ο Υπερασπιστής προσπάθησε να τον χτυπήσει όπως κάποιος προσπαθεί να χτυπήσει κάτι που δεν μπορεί να δει ενώ συγχρόνως φοβάται ότι θα χτυπήσει κάτι άλλο που μπορεί να δει – την Αγαρίστη, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και δεν τα πήγε και τόσο άσχημα, όφειλε να παραδεχτεί ο Ελπιδοφόρος, καθώς μια λόγχη από μαύρες φλόγες και αργυρές και πορφυρές γλώσσες φωτιάς περνούσε δίπλα απ’το κεφάλι του και χτυπούσε έναν τοίχο, τρυπώντας τον και καταστρέφοντας καλώδια και σωλήνες που βρίσκονταν στο εσωτερικό του.

«ΕΛΑ ΠΙΣΩ, ΠΡΟΔΟΤΗ!» βρυχήθηκε ο Υπερασπιστής, ακολουθώντας τον Ελπιδοφόρο μέσα στο καθιστικό, όπου είχε ήδη έρθει ακόμα ένας Υπερασπιστής και τώρα ήταν κι οι τέσσερις εδώ. Χάος επικρατούσε καθώς μάχονταν με τους Πειθαρχικούς του Κενού και τους Άζ’λεφκ: ενεργειακές λάμψεις, λόγχες, και μαστίγια τινάζονταν προς κάθε κατεύθυνση. Και η πραγματικότητα έκανε, φαινομενικά τυχαία, τελείως παράξενες αλλοιώσεις από δω κι από κει.

Ο Ελπιδοφόρος είδε ότι η Ανταρλίδα είχε χτυπηθεί και ήταν πεσμένη στο πάτωμα· είδε ότι η Ιωάννα είχε τραβήξει τον Ορείχαλκο πίσω από έναν καναπέ και τον κρατούσε κάτω βίαια, με το γόνατό της στην πλάτη του, ενώ τα μάτια της κοίταζαν ολόγυρα, γουρλωμένα· είδε ότι ο Όρνιφιμ και η Διάττα είχαν κρυφτεί πίσω από ένα αναποδογυρισμένο τραπέζι· είδε τον Κλαρκ να είναι καλυμμένος, μαζί με τον Δαίδαλο, τη Ναλτάφιρ, και τη Φενίλδα, πίσω από την είσοδο του Φαντασκευάσματος.

«ΑΝΕΜΟΦΘΑΛΜΗ!» κραύγασε ο Ελπιδοφόρος, για ν’ακουστεί πάνω από τον σαματά· και έριξε την Παντοκράτειρα σ’έναν καναπέ, κρατώντας την κάτω παρότι εκείνη πάλευε, χτυπούσε, και κλοτσούσε, ουρλιάζοντας, βρίζοντας, αποκαλώντας τον φονιά! φονιά! φονιά!

Η ρομφαία της Άι’νιρ στάθηκε εμπόδιο στον Υπερασπιστή που καταδίωκε τον Ελπιδοφόρο, και μια τρελή αναμέτρηση άρχισε ανάμεσά τους. «Ήρθες εκεί που δεν ανήκεις, Πειθαρχική, κι αυτή τη φορά θα αφανιστείς!» ήχησε η φωνή του Ελκράσ’ναρχ.

«ΑΝΕΜΟΦΘΑΛΜΗ!» συνέχισε να φωνάζει ο Ελπιδοφόρος. Και τώρα η Ανεμόφθαλμη ήταν, ξαφνικά, κοντά του. Το χέρι της απλώθηκε κι άρπαξε το ενεργειακό σκουλήκι επάνω στην Παντοκράτειρα, το οποίο ήταν αόρατο για τα μάτια του Ελπιδοφόρου.

Η Αγαρίστη ούρλιαξε, νιώθοντας έναν έντονο, καυτό πόνο σ’όλο της το χέρι και στον αυχένα. Έναν πόνο που απλωνόταν στο δεξί της στήθος και σ’ολόκληρο το κρανίο της, εισβάλοντας στο μυαλό της. «Σώστε με!» φώναξε, καλώντας τους Υπερασπιστές της, κλοτσώντας τον Στίβεν Νέλκος, παλεύοντας να αποτινάξει αυτόν και την Ανεμόφθαλμη. «Σώστε με! Σκοτώστε τους σκοτώστε τους!»

Η Ανεμόφθαλμη έβρισκε αντίσταση καθώς προσπαθούσε να απομακρύνει το ενεργειακό παράσιτο. Ήταν επίμονο. Ιδρώτας γυάλιζε στο πορφυρό μέτωπό της. Το καταραμένο πράγμα δεν έλεγε να φύγει· του άρεσε εκεί που βρισκόταν, επάνω στην ενεργειακή μορφή της Παντοκράτειρας· είχε κολλήσει σαν πλοκάμι χταποδιού με πανίσχυρες βεντούζες.

Αλλά δεν μπορούσε να υπερνικήσει τις δυνάμεις μιας Άζ’λεφκ. Δεν ήταν αυθύπαρκτη ενεργειακή οντότητα. Ήταν απλώς ένας ενεργειακός σχηματισμός. Παρότι έμβιος, δεν είχε νοημοσύνη.

Η Ανεμόφθαλμη τον τράβηξε έξω, και ακόμα κι ο Ελπιδοφόρος τώρα τον είδε. Αντίκρισε, σαστισμένος, μια ολόκληρη ουρά από ενεργειακή ακτινοβολία να βγαίνει μέσα από την παλάμη της Παντοκράτειρας. «Θεοί!» έκρωξε κάτω απ’την ανάσα του.

Και η Αγαρίστη τον κλότσησε καταπρόσωπο, κι ο Ελπιδοφόρος αισθάνθηκε τα δόντια του να τραντάζονται άγρια και παραπάτησε, ζαλισμένος· έπεσε στο πάτωμα.

Η Ανεμόφθαλμη είχε τώρα καταφέρει να ξεκολλήσει το σκουλήκι από την ενεργειακή μορφή της Παντοκράτειρας και, ουσιαστικά, απλά το τραβούσε μέχρι να το βγάλει, χωρίς να δυσκολεύεται πολύ. Η Αγαρίστη είδε τη φωτεινή ταινία που ξετυλιγόταν μέσα από το χέρι της και σάστισε, ενώ συγχρόνως αισθανόταν σαν μια κουρτίνα να έχει αποτραβηχτεί από μπροστά της, ελευθερώνοντάς την, αφήνοντάς τη ν’αντικρίσει εκείνο…

…εκείνο που έπρεπε πάντα να μπορεί να αντικρίσει…

Τι παράξενη αίσθηση…

Η οργή της εναντίον της Ανεμόφθαλμης και του Στίβεν Νέλκος, απρόσμενα, εξαφανίστηκε. Ήταν αβέβαιη αν, τελικά, της έκαναν κακό.

Η Ανεμόφθαλμη τώρα στεκόταν όρθια από πάνω της, και στο χέρι της βαστούσε ένα σκουλήκι από παλλόμενη ενέργεια, το οποίο άρχισε να μαζεύεται, να μαζεύεται, να μαζεύεται, σαν να ήθελε να γίνει… κύβος.

Η Αγαρίστη ζαλιζόταν, τα πάντα στροβιλίζονταν γύρω της. Είχε την αίσθηση πως δεν ήξερε ποια ήταν, πως κάποια καινούργια προσωπικότητα ξυπνούσε εντός της…

Βούλιαξε σε μια αχανή άβυσσο, και δεν ήταν πλέον στο Παντοτινό Ανάκτορο.

…Παντοκράτειρα.

Ποια ήταν η Παντοκράτειρα; Πώς είχε έρθει αυτό το όνομα στο μυαλό της;

39.

Ένας κύβος που οι πλευρές του θυμίζουν κρύσταλλα. Αργυρό-κόκκινο-μαύρο-αργυρό-μαύρο-κόκκινο. Ανταύγειες μέσα σε ανταύγειες· αντανακλάσεις μέσα σε αντανακλάσεις. Το φως, ελάχιστο καθώς είναι από τη μοναδική λάμπα στην οροφή του υπογείου, μοιάζει να απορροφάται από τον κύβο. Μοιάζει να λυγίζει αλλόκοτα γύρω του. Κι επάνω σε κάθε πλευρά του κύβου υπάρχει ένας δίσκος από καθαρό κρύσταλλο χωρίς χρώματα – ένας δίσκος σαν μάτι. Σ’αυτό το σημείο το φως διαλύεται κι ένα καινούργιου είδους φως γεννιέται.

Πρέπει να του έπεσε, σκέφτεται η Αγαρίστη. Του Άζ’λεφκ, που είναι σαν εμένα αλλά δεν έχει καταλάβει ότι κι εγώ είμαι σαν αυτόν. Σκύβει και πιάνει τον κύβο. Τον κρατά ανάμεσα στα χέρια της. Καταλαβαίνει ότι μέσα του βρίσκεται κλεισμένη μια πανίσχυρη οντότητα ανίκανη να υπάρξει στο σύμπαν έτσι όπως υφίσταται σήμερα. Μια οντότητα που ανασαλεύει μέσα στον κύβο με τρομερή ενεργειακή δύναμη.

Τα κρυστάλλινα μάτια του κύβου προσκαλούν την Αγαρίστη να κοιτάξει εντός τους.

Εκείνη υπομειδιά, καταλαβαίνοντας ότι πρόκειται για παγίδα. Η φυλακισμένη οντότητα προσπαθεί να τη δελεάσει. Παρ’όλ’αυτά, κρατά τον κύβο μπροστά της και, κλείνοντας το δεξί βλέφαρο, κοιτάζει με το αριστερό μάτι μέσα σ’έναν απ’τους κρυστάλλινους δίσκους.

Κοιτάζει βαθιά, βαθιά, μέσα στον οφθαλμό του κύβου: κι ο οφθαλμός γίνεται παράθυρο: και μέσα στο παράθυρο βλέπει αστραφτερά παλάτια και αυλικούς· πανέμορφα λαξευτά οχήματα και αεροσκάφη που γυαλίζουν κάτω από τις αχτίνες ατελείωτων ήλιων και άλλων ουράνιων σωμάτων· πολεμιστές ντυμένους με φανταχτερές στολές οι οποίοι φέρουν σπαθιά και πυροβόλα και ασπίδες, και έχουν κράνη στα κεφάλια τους με ψηλά πολύχρωμα φτερά· άντρες και γυναίκες που χορεύουν σε πελώριες αίθουσες, οι οποίες απλώνονται απ’τη μια άκρη του ορίζοντα ώς την άλλη· μουσικούς που παίζουν ανέγνωρα όργανα, παράγοντας μελωδίες εφικτές μονάχα στα όνειρα· πανάρχαιες ερειπωμένες πόλεις, ασύγκριτου μεγαλείου και ομορφιάς· οντότητες αδύνατο να περιγραφούν, μονάχα να ειδωθούν, να γίνουν εμπειρίες για τον παρατηρητή, φωνές, οράματα, αισθήσεις· ατελείωτους στρατούς που προελαύνουν επάνω σε ραγισμένες από τον πόλεμο πεδιάδες, με ψηλά άρματα μάχης να τους ακολουθούν και γιγάντια αεροσκάφη να πετούν από πάνω τους· φτερωτά θηρία που χτυπούν τις φτερούγες τους πάνω από φαράγγια και δάση· θρόνους από κάθε λογής μέταλλα και πετρώματα· πύργους που ορθώνονται πανύψηλοι και λιγνοί καταμεσής μιας καυτής, ατέρμονης ερήμου· διαστάσεις που δημιουργούνται μέσα από το χάος όπου άλλες διαστάσεις έγιναν κομμάτια· διαστάσεις καμωμένες από κρύσταλλο και ασήμι, όπου ο άνθρωπος αδυνατεί να κατοικήσει· καπνούς και αέρηδες ασύλληπτων χρωματισμών, οι οποίοι λαξεύουν σχήματα και πρόσωπα επάνω σε ολόκληρες βουνοπλαγιές· πόλεις περιτριγυρισμένες από όμορφες πεδιάδες, όπου έμποροι ταξιδεύουν και συναλλάσσονται· έναν χώρο ατελείωτο και κατακόκκινο, όπου νησιά, κομμάτια σπασμένης γης, αιωρούνται, και πλοία με πανιά από πάνω και από κάτω αρμενίζουν· μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, μια αίθουσα όλο φώτα και τραγούδια, ποτά μέσα σε ψηλά μακρύποδα ποτήρια, όμορφα φορέματα και παπούτσια, γούνες, γάντια, φτερωτά ενδύματα, μανδύες από μετάξι, κοσμήματα από χρυσό, πλατίνα, ασήμι, χαλκό· πολύτιμοι λίθοι, αρίφνητοι, μέσα σε ανοιχτά μπαούλα…

Όλα τούτα δικά σου, Αρχόντισσά μας, αντηχεί μέσα στο μυαλό της η φωνή της φυλακισμένης οντότητας.

Η Αγαρίστη παίρνει το μάτι της από το μάτι του κύβου, και το υπέροχο καλειδοσκόπιο εξαφανίζεται. «Με τι τίμημα;» ρωτά. «Να κρατάω το κουτί σας πάντα μαζί μου;»

Γνωρίζεις; Πώς είναι δυνατόν να γνωρίζεις; Η οντότητα απορεί, ξαφνιασμένη.

Η Αγαρίστη γελά.

Η οντότητα ξαφνικά την αναγνωρίζει. Εσύ!… Τι κόλπο είναι αυτό; Μας είπες ότι θα μας δώσεις σε κάποιον που θα μας δεχτεί, και τώρα πάλι μπροστά μας είσαι, με άλλη μορφή! Γιατί;

Η Αγαρίστη κοιτάζει τον κύβο παραξενεμένη, περιστρέφοντάς τον μέσα στα χέρια της. «Περίεργο…» λέει σαν να μονολογεί. «Ο Άζ’λεφκ που ερχόταν εδώ δεν νομίζω πως θα μου έδινε κάτι για να με παγιδέψει…»

Μα εσύ είσαι ο Άζ’λεφκ! φωνάζει η φυλακισμένη οντότητα.

Η Αγαρίστη συνοφρυώνεται. Δεν πρέπει να ήταν ο ίδιος Άζ’λεφκ, αυτός που είχε έρθει στο μηχανουργείο του πατέρα της ετούτη τη φορά. Πρέπει να ήταν κάποιος άλλος που είχε, για άγνωστο λόγο, πάρει τη μορφή του προηγούμενου. Η Αγαρίστη αισθάνεται ένα ρίγος να τη διατρέχει, σαν να έχει φτάσει σε κάποιο τρομερό συμπέρασμα.

Και μετά, σκέφτεται: Γιατί, τόσο καιρό, κάθομαι εδώ, στο μηχανουργείο; Το έκανε επειδή ήθελε να βοηθά τον πατέρα της; Επειδή τον λυπόταν;

Νομίζει πως, πριν, δεν ήξερε ότι ήταν Άζ’λεφκ.

Μπορούμε να σου χαρίσουμε ολόκληρο το σύμπαν, αν δεχτείς μέσα σου το κουτί μας, της λέει η φυλακισμένη οντότητα.

«Δε χρειάζομαι να μου ‘χαρίσετε’ τίποτα,» αποκρίνεται, γαλήνια, η Αγαρίστη.

Κι εγκαταλείπει την παλιά της ζωή.

40.

«Ελκράσ’ναρχ!» Η Ανεμόφθαλμη κρατούσε τον κύβο πάνω από το κεφάλι της, υψωμένο με το ένα χέρι.

Η σύγκρουση με τους Υπερασπιστές σταμάτησε απότομα, καθώς και οι τέσσερις στράφηκαν να την ατενίσουν. «Είχαμε κάνει μια συμφωνία! Τι άλλαξε;»

«Ο Χαρίδημος Ιδιόμορφος είναι νεκρός,» του είπε η Ανεμόφθαλμη. «Κι εγώ δεν είμαι αυτός.» Και, βάζοντας τον κύβο σε λειτουργία με τη θέλησή της, τράβηξε τον Ελκράσ’ναρχ προς το μέρος του.

Μια διαπεραστική κραυγή αντήχησε καθώς οι Υπερασπιστές φάνηκαν να διαλύονται, να μετατρέπονται σε καθαρή ενέργεια – μαύρο-κόκκινο-αργυρό-μαύρο-αργυρό-κόκκινο-μαύρο – και να ρέουν προς τον κύβο που η Ανεμόφθαλμη κρατούσε ακόμα πάνω απ’το κεφάλι της με το ένα χέρι.

Μετά από λίγο, είχαν εξαφανιστεί.

Και, καθώς ο σαματάς είχε τελειώσει, ένα ουρλιαχτό ακούστηκε. Ο Όρνιφιμ είχε αρπάξει μια γυναίκα απ’τα μαλλιά και, σημαδεύοντάς την με το πιστόλι του, την έριξε στο πάτωμα.

Ο Ορείχαλκος (που η Ιωάννα πια τον είχε αφήσει να σηκωθεί) την αναγνώρισε αμέσως. Η Ρία-Μία.

«Παρακολουθούσε από την πόρτα,» είπε ο Όρνιφιμ.

Η Ρία-Μία τούς κοίταζε όλους τρομοκρατημένη, καθώς ήταν ανασηκωμένη στο πάτωμα, ντυμένη με το νυχτικό της.

Ο Ορείχαλκος είπε: «Είναι η Αρχιέρεια του Κρόνου. Η Παντοκράτειρα τη φιλοξενούσε απόψε.» Και πλησίασε την Αγαρίστη, που ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, ακίνητη. Έβαλε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό της και διαπίστωσε ότι ανέπνεε. «Δεν είναι νεκρή…» είπε. Κοίταξε την Ανεμόφθαλμη. «Είχες κάνει λάθος; Μου είχες πει ότι, αν τραβούσες αυτό το ενεργειακό σκουλήκι από πάνω της, θα τη σκότωνες.»

Εκείνη ένευσε. «Ναι, κανονικά θα τη σκότωνα. Αλλά η Αγαρίστη, Ορείχαλκε, δεν είναι ένας κανονικός άνθρωπος.»

«Τι εννοείς;»

«Είναι σαν εμάς,» του είπε ο Τάμπριελ, φανερά κουρασμένος από την αναμέτρησή του με τον Ελκράσ’ναρχ. «Σαν εμένα και την Ανεμόφθαλμη. Είναι Άζ’λεφκ.»

41.

Η Αγαρίστη γλίστρησε έξω από το όνειρο.

Τα μάτια της άνοιξαν, και είδε τον Ορείχαλκο καθισμένο δίπλα της. Ήταν ξαπλωμένη σε κάποιο κρεβάτι, και το δωμάτιο γύρω της δεν το αναγνώριζε.

«Πώς αισθάνεσαι;» τη ρώτησε ο Ορείχαλκος.

Η Αγαρίστη ανασηκώθηκε στηριζόμενη στους αγκώνες. «Πού είμαστε; Στο Παντοτινό Ανάκτορο;»

Ο Ορείχαλκος κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»

«Πού;» Δεν ακουγόταν θυμωμένη.

«Στο σπίτι ενός μάγου ο οποίος ονομάζεται Κλαρκ. Θυμάσαι τι έγινε, Αγαρίστη; Θυμάσαι… την Ανεμόφθαλμη;»

«Τα θυμάμαι όλα.» Παραμέρισε το ελαφρύ σκέπασμα και σηκώθηκε όρθια, ξυπόλυτη επάνω στο λεπτό, μαλακό χαλί του πατώματος. Ήταν, κατά τα άλλα, ντυμένη όπως πριν – όπως όταν την είχαν πάρει από το Παντοτινό Ανάκτορο μέσω του Φαντασκευάσματος. Ο Ορείχαλκος τής είχε βγάλει μόνο τα παπούτσια όταν την είχε βάλει να ξαπλώσει, κοιμισμένη καθώς ήταν.

«Τα θυμάμαι όλα, κι ακόμα περισσότερα,» πρόσθεσε η Αγαρίστη. Πλησίασε τον καθρέφτη που έβλεπε στον τοίχο και κοίταξε τον εαυτό της. Χρυσό δέρμα, μαύρα μαλλιά, πράσινα μάτια. Αυτή θα πρέπει νάναι η εμφάνισή μου, από δω και πέρα… σκέφτηκε, κι άγγιξε το πρόσωπό της. Είχα χάσει την όψη μου… Βλεφάρισε, διώχνοντας δάκρυα από τα μάτια της.

«Αγαρίστη.» Ο Ορείχαλκος σηκώθηκε απ’την άκρη του κρεβατιού και στάθηκε πίσω της. «Μου είπαν… Είπαν ότι είσαι Άζ’λεφκ. Σου λέει εσένα κάτι αυτό;»

Η Αγαρίστη γέλασε. Στράφηκε να τον αντικρίσει. «Ναι. Είμαι, όντως, Άζ’λεφκ.»

Ο Ορείχαλκος συνοφρυώθηκε. «Πρέπει να ομολογήσω ότι έχω μπερδευτεί…»

«Δεν το ήξερα πως ήμουν επειδή είχα πάρει μέσα μου το κουτί της οντότητας που ονόμαζε τον εαυτό της ‘Υπερασπιστές’. Το κουτί ήταν που με εμπόδιζε απ’το να ανακαλύψω τον εαυτό μου. Δεν μπορείς να είσαι πλοηγός και, συγχρόνως, ελεύθερη.»

Ο Ορείχαλκος την κοίταζε σα να την έβλεπε για πρώτη φορά. «Και τώρα… τα κατάλαβες όλα αυτά… έτσι απλά;»

Η Αγαρίστη γέλασε ξανά. «Τι άλλο χρειαζόταν, αγάπη μου; Ήδη τα ήξερα αλλά δεν μπορούσα, με τη σκέψη μου, να φτάσω εκεί.» Τεντώθηκε και τον φίλησε. «Η Ανεμόφθαλμη και οι άλλοι που είχαν έρθει είναι τώρα εδώ;»

«Ναι.»

«Πάμε να τους μιλήσουμε;»

«Βασικά, θέλουν κι αυτοί να σου μιλήσουν.»

«Ωραία.»

Ο Ορείχαλκος την οδήγησε έξω απ’το δωμάτιο και στο καθιστικό του Κλαρκ, όπου βρίσκονταν ο ίδιος ο Κλαρκ, ο Δαίδαλος, η Ναλτάφιρ, ο Άερ’θλαρ και η Άι’νιρ, ο Ελπιδοφόρος, η Ιωάννα, η Βάρμη, ο Μέδμορ-Ράθωζ, ο Τζακ, η Φενίλδα, και ο Όρνιφιμ. Η Ανταρλίδα ήταν τραυματισμένη και βρισκόταν σε κάποιο άλλο σπίτι, απ’ό,τι είχε καταλάβει ο Ορείχαλκος. Μαζί της ήταν ο Τάμπριελ και η Διάττα.

Η Ανεμόφθαλμη, επίσης, δεν ήταν εδώ γιατί, είχαν πει, δύο Άζ’λεφκ ήταν επικίνδυνο να βρίσκονται στο ίδιο μέρος. Η φύση της διάστασης αλλοιωνόταν.

Τα βλέμματα όλων στράφηκαν στην Αγαρίστη, κι εκείνη και ο Ορείχαλκος παρατήρησαν ότι τα περισσότερα δεν ήταν φιλικά. Και δεν είναι δικαιολογημένο; σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Τόσο καιρό ήταν η Παντοκράτειρα γι’αυτούς. Και πολλοί είχαν βασανιστεί από την Παντοκράτειρα. Τουλάχιστον, ήλπιζε να μην προσπαθούσε κανένας τους να τη σκοτώσει. Δεν τους ήξερε καθόλου καλά όλους αυτούς τους ανθρώπους, και δεν τους εμπιστευόταν.

«Φαίνεσαι καλά, Αγαρίστη,» παρατήρησε ο Δαίδαλος.

«Είμαι καλύτερα από ποτέ,» αποκρίθηκε εκείνη. «Και πρέπει να σας ευχαριστήσω. Και να ζητήσω συγνώμη σε πολλούς από εσάς…» Κοίταξε την Ιωάννα, τον Μέδμορ, τον Ελπιδοφόρο, τη Βάρμη. «Ήμουν…» Κόμπιασε. «Τα πράγματα ήταν διαφορετικά για εμένα, πριν…»

«Καταλαβαίνουμε,» της είπε η Ναλτάφιρ. «Δεν περιμέναμε, όμως, ότι θα ήσουν Άζ’λεφκ. Όταν το μάθαμε, μας φάνηκε πολύ παράξενο.»

«Κάθισε,» πρότεινε ο Κλαρκ στην Αγαρίστη. «Καθίστε κι οι δυο σας,» πρόσθεσε, συμπεριλαμβάνοντας και τον Ορείχαλκο.

Εκείνοι κάθισαν, ο ένας κοντά στον άλλο, σε δύο καρέκλες, και η Αγαρίστη ρώτησε: «Πώς το μάθατε ότι είμαι Άζ’λεφκ;»

«Θα πρέπει να σου πούμε αρκετά πράγματα,» αποκρίθηκε η Ναλτάφιρ.

«Θα ήθελα να τα ακούσω.»

Η Ναλτάφιρ ένευσε σαν να το περίμενε αυτό, κι άρχισε να της μιλά για τον Χαρίδημο Ιδιόμορφο και για όλα όσα είχαν συμβεί. Ο Γκριζοχαίτης είχε πηδήσει επάνω στα πόδια της και η μάγισσα τον χάιδευε. Στο τέλος είπε: «Δυστυχώς, ο Τες σκοτώθηκε, αλλά βοήθησε να ηττηθεί ο Ιδιόμορφος: και με την ήττα του Ιδιόμορφου, ο Τάμπριελ κι η Ανεμόφθαλμη πήραν πληροφορίες από τα θραύσματα του πνεύματός του. Έμαθαν ότι ο συγκεκριμένος Άζ’λεφκ είχε ζήσει εκατοντάδες χρόνια με διάφορους τρόπους, και είχε ανακαλύψει πώς να απορροφά άλλους Άζ’λεφκ. Το σχέδιό του ήταν να τους απορροφήσει όλους και να μείνει ο μοναδικός Άζ’λεφκ στο σύμπαν. Σε μια διάσταση βρήκε τον Ελκράσ’ναρχ, τρομοκρατημένο και ανίκανο να μετακινηθεί, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει ως οντότητα στο σύμπαν όπως είναι σήμερα – ανήκει στον Ενιαίο Κόσμο. Ο Άζ’λεφκ, όμως, τον πήρε μαζί του βάζοντάς τον μέσα σ’έναν ενεργειακό κύβο που μπορούσε να τον συντηρήσει. Συζήτησε, επίσης, με τον Ελκράσ’ναρχ και έκαναν μια συμφωνία. Ο Ελκράσ’ναρχ ήθελε να ενοποιήσει πάλι το σύμπαν και να κυριαρχήσει επάνω του. Ο Άζ’λεφκ θα του έδινε αυτή την ευκαιρία, επειδή πίστευε πως, όταν το σύμπαν ήταν ενωμένο όπως παλιά, θα μπορούσε ευκολότερα να απορροφά τους άλλους Άζ’λεφκ.

»Εσύ, Αγαρίστη, ήσουν Άζ’λεφκ αλλά δεν πρέπει να το ήξερες ακόμα, σωστά;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, που την άκουγε σιωπηλά μέχρι στιγμής. «Δεν το ήξερα.»

«Ο Ιδιόμορφος, όμως, κάπως το ήξερε. Απορρόφησε έναν άλλο Άζ’λεφκ που ερχόταν και επισκεπτόταν το μηχανουργείο του πατέρα σου και που δεν σου ήταν άγνωστος…»

Η Αγαρίστη ένευσε. «Είχαμε μιλήσει κάποιες φορές. Έλεγε πως το όνομά του ήταν Άζ’λεφκ· δεν το έκρυβε. Βέβαια, κανένας εκτός από ελάχιστους ανθρώπους δεν ξέρει τι σημαίνει Άζ’λεφκ. Εδώ, στη Ρελκάμνια, αν κάποιος το ακούσει, μάλλον θα υποθέσει ότι πρόκειται για όνομα από τη Σάρντλι.»

Ο Δαίδαλος τη ρώτησε: «Πιστεύεις ότι αυτός ο Άζ’λεφκ ήξερε ότι κι εσύ ήσουν Άζ’λεφκ;»

«Αν το ήξερε, δεν είπε ποτέ τίποτα.»

«Τέλος πάντων,» είπε η Ναλτάφιρ. «Ο Ιδιόμορφος τον απορρόφησε, πήρε τη μορφή του, και μετά άφησε στο μηχανουργείο του πατέρα σου τον κύβο μέσα στον οποίο βρισκόταν ο Ελκράσ’ναρχ. Γνώριζε ότι θα ερχόσουν σε επαφή μαζί του· ίσως και να το είχε κάπως κανονίσει με κάποιον πνευματικό τρόπο. Και ήξερε, επίσης, όπως σου είπα, ότι ήσουν Άζ’λεφκ. Αλλά επειδή οι δυνάμεις σου δεν είχαν ακόμα ξυπνήσει δεν μπορούσε να σε απορροφήσει. Επομένως, προτίμησε να σε κάνει να πάρεις μέσα σου τον κύβο, ο οποίος θα σε κρατούσε σε μια υπνωτισμένη κατάσταση ενώ συγχρόνως θα ενεργούσες ως πλοηγός του Ελκράσ’ναρχ.»

«Γιατί ο ίδιος ο κύβος δεν μπορούσε να είναι πλοηγός του Ελκράσ’ναρχ;» ρώτησε ο Ορείχαλκος. «Γιατί έπρεπε να είναι μέσα στην Αγαρίστη;»

«Ο κύβος είναι μια απλή ενεργειακή μορφή. Μπορεί να συντηρεί τον Ελκράσ'ναρχ όσο αυτός βρίσκεται εντός του και μόνο,» εξήγησε ο Δαίδαλος.

«Αλλά εγώ ήμουν ένας βιολογικός οργανισμός,» συμπλήρωσε η Αγαρίστη, «κι επιπλέον, Άζ’λεφκ χωρίς να το ξέρω. Μέσα από εμένα, οι δυνάμεις του κύβου πολλαπλασιάζονταν, κι έτσι γινόμουν πλοηγός του Ελκράσ’ναρχ σ’όλο το σύμπαν.»

«Είναι να απορεί κανείς,» είπε ο Δαίδαλος, «πώς μπορείτε εσείς οι Άζ’λεφκ να αποκτάτε τόσες γνώσεις τόσο ξαφνικά.»

Η Αγαρίστη ανασήκωσε τους ώμους. «Αυτή είναι η φύση μας.»

«Τα ίδια μάς έλεγε κι ο Τάμπριελ.»

Η Αγαρίστη μειδίασε. «Ποτέ δεν θα περίμενα ότι ο Τάμπριελ ήταν Άζ’λεφκ.»

«Μας εξήγησε ότι μάλλον του συνέβη όταν ταξίδεψε στο Πορφυρό Κενό. Αλλά ούτε αυτός το γνώριζε, μέχρι που σκοτώθηκε στη Βίηλ.»

«Σκοτώθηκε;»

«Ναι· και μετά, επέστρεψε από τους νεκρούς. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι για να το συζητήσουμε επί του παρόντος, νομίζω.»

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο Ορείχαλκος. «Τώρα που η Παντοκράτειρα πια δεν υπάρχει, και ούτε ο Ελκράσ’ναρχ υπάρχει, τι θα γίνει με τη Συμπαντική Παντοκρατορία;»

«Η Παντοκρατορία καταρρέει,» είπε ο Κλαρκ. «Αλλά δεν θα διαλυθεί στιγμιαία. Δεν βασιζόταν μόνο σε ένα πρόσωπο. Είναι ολόκληρο σύστημα. Όλοι όσοι είχαν εξουσία εξαιτίας της Συμπαντικής Παντοκρατορίας θα συνεχίσουν να την επιθυμούν. Οι επαναστάτες από τις άλλες διαστάσεις θα χρειαστεί να έρθουν εδώ, στη Ρελκάμνια, προκειμένου η Παντοκρατορία να πάψει πια να υφίσταται.»

Ο Ορείχαλκος κοίταξε την Αγαρίστη με ερωτηματικό ύφος στο πρόσωπό του. Εκείνη είπε: «Δεν είμαι πλέον η Παντοκράτειρα.» Και δεν λυπόταν καθόλου γι’αυτό. «Θέλω να φύγω από εδώ, να ταξιδέψω, να δω το υπόλοιπο σύμπαν. Τόσο καιρό ήμουν φυλακισμένη· ακόμα κι όταν ταξίδευα, έβλεπα τις άλλες διαστάσεις μέσα από τους γυάλινους τοίχους της φυλακής μου.»

42.

Η Ρία-Μία, ακούγοντας θορύβους, είχε σηκωθεί από το κρεβάτι της και είχε, παραξενεμένη, πλησιάσει το καθιστικό όπου πιο πριν βρισκόταν κι η ίδια μαζί με την Παντοκράτειρα, τον Ορείχαλκο, και την Ανεμόφθαλμη. Αυτό που αντίκρισε, φτάνοντας, την έκανε να κοκαλώσει στο κατώφλι της πόρτας και να σταθεί εκεί μη μπορώντας ν’απομακρύνει τα μάτια της. Οι Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας μάχονταν μ’εκείνες τις τρομαχτικές οντότητες με τους λευκούς μανδύες και τις φωτεινές ρομφαίες – τα φαντάσματα του Στίβεν Νέλκος – ενώ παντού στον χώρο συνέβαιναν παράξενες αλλοιώσεις σαν παραισθήσεις, ίσως από τις συγκρουόμενες ενέργειες. Αλλά ήταν και διάφοροι άνθρωποι εδώ, ανάμεσα στους οποίους ο Τάμπριελ (!), ο πρώην σύζυγος της Παντοκράτειρας, βαστώντας ένα μακρύ ραβδί με πορφυρή σφαίρα στο άκρο και μοιάζοντας ν’απομακρύνει τα ενεργειακά χτυπήματα των Υπερασπιστών με κάποιον μυστηριώδη τρόπο. Παραδίπλα, η Ανεμόφθαλμη κρατούσε ένα φωτεινό σκουλήκι το οποίο συρρικνωνόταν μέχρι που μετατράπηκε σε κύβο στο χέρι της· και έχοντας τον κύβο ψηλά, η Ανεμόφθαλμη φώναξε:

«Ελκράσ’ναρχ!»

Η μάχη, τότε, έπαψε και οι Υπερασπιστές στράφηκαν να την κοιτάξουν· και κάποιος απ’αυτούς – ή όλοι μαζί – είπε: «Είχαμε κάνει μια συμφωνία! Τι άλλαξε;»

«Ο Χαρίδημος Ιδιόμορφος είναι νεκρός,» απάντησε η Ανεμόφθαλμη. «Κι εγώ δεν είμαι αυτός.» Και οι Υπερασπιστές μετατράπηκαν σε ενέργεια που φάνηκε να ρέει επάνω στον αέρα και να βυθίζεται στον κύβο.

Η Ρία-Μία κοίταζε με τα μάτια γουρλωμένα, νιώθοντας μουδιασμένη, μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Παραλίγο να μην προσέξει καν τον άντρα που ήρθε προς το μέρος της, παρατηρώντας την εκεί όπου στεκόταν στο πλάι της πόρτα. Είχε πιστόλι στο ένα χέρι, και το άλλο του χέρι την άρπαξε απ’τα μαλλιά και την τράβηξε μες στο δωμάτιο. Η Ρία ούρλιαξε κι όλων τα βλέμματα στράφηκαν επάνω της, καθώς ο άντρας την πετούσε στο πάτωμα και τη σημάδευε με το πιστόλι του λέγοντάς της: «Μην κινηθείς.»

Και μετά, προς τους υπόλοιπους: «Παρακολουθούσε από την πόρτα.»

Η Ρία-Μία ήθελε να τους πει ότι απλά είχε ακούσει τη φασαρία και είχε έρθει· και ήταν άοπλη, δεν το έβλεπαν; Αλλά, τόσο τρομαγμένη που ήταν, δεν κατάφερε να βγάλει μιλιά από μέσα της.

Άκουσε, όμως, τον Ορείχαλκο να λέει: «Είναι η Αρχιέρεια του Κρόνου. Η Παντοκράτειρα τη φιλοξενούσε απόψε.» Κι ύστερα, κανένας εκτός από τον άντρα που τη σημάδευε με το πιστόλι δεν ασχολήθηκε για λίγο μαζί της, καθώς έλεγαν κάτι περίεργα πράγματα για την Αγαρίστη τα οποία η Ρία δεν μπορούσε να παρακολουθήσει, ταραγμένη καθώς ήταν. Έβλεπε, όμως, ότι η Παντοκράτειρα ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, ακίνητη, αλλά όχι τραυματισμένη. Κι άκουσε πως δεν ήταν νεκρή, σίγουρα δεν ήταν νεκρή. Ήταν… Άζ’λεφκ. Έτσι έλεγαν. Άζ’λεφκ. Τι σήμαινε αυτό;

Μετά, ο Ορείχαλκος έσκυψε κι έπιασε τη Ρία-Μία από το μπράτσο, σηκώνοντάς την από το πάτωμα. «Έλα,» της είπε.

«Πού;» ψέλλισε εκείνη. «Τι… τι γίνεται εδώ;»

«Μην ανησυχείς· κανένας δεν θα σε πειράξει. Αλλά καλύτερα να μην είσαι εδώ όταν έρθουν οι φρουροί και οι πράκτορες.»

«Φέρ’ την, Ορείχαλκε. Πάμε,» είπε μια γυναίκα που η Ρία αναγνώρισε ως την Ιωάννα τη Μαύρη Δράκαινα. «Από δω.» Έδειξε μια πόρτα που η Ρία δεν θυμόταν να υπήρχε εκεί πριν: μια πόρτα που οδηγούσε σ’έναν μεταλλικό διάδρομο, φωτισμένο από λευκό φως.

Ο Ορείχαλκος, συνεχίζοντας να κρατά το μπράτσο της, την οδήγησε στο εσωτερικό αυτού του διαδρόμου και όλοι, εκτός από την Ανεμόφθαλμη, ακολούθησαν.

«Ανεμόφθαλμη!» φώναξε ο Ορείχαλκος. «Έλα!»

«Θα φύγω μόνη μου,» αποκρίθηκε εκείνη. «Δε μπορούν νάναι πολλοί Άζ’λεφκ μέσα στο Φαντασκεύασμα· θα σου εξηγήσουν γιατί.» Και βγήκε απ’το καθιστικό, περνώντας από μια ανοιχτή πόρτα.

Ένας άντρας με κατάλευκο δέρμα και μακριά μαύρα μαλλιά και μούσια έκλεισε την πόρτα του μεταλλικού διαδρόμου κι άρχισαν να βαδίζουν κατά μήκος του. Σ’ένα σημείο του, η Ρία είδε κάτι πελώρια μηχανικά έντομα να εργάζονται με τρομερά γρήγορο ρυθμό για να δημιουργήσουν μια στροφή.

Ο λευκόδερμος, μαυρομάλλης άντρας είπε: «Δεν πρόκειται να φέρω την Αρχιέρεια του Κρόνου στο σπίτι μου. Πού να την αφήσω;»

«Τι είναι εδώ;» ρώτησε ο Ορείχαλκος. «Πού είμαστε;»

«Πες ότι είναι ένα μεταφορικό μέσο. Μπορώ να την αφήσω όπου θέλεις μέσα στη Ρελκάμνια.»

«Στον Ύψιστο Ναό του Κρόνου;»

«Εκεί κοντά. Μέσα στον ίδιο τον Ναό θα ήταν δύσκολο επειδή δεν είμαι βέβαιος αυτή τη στιγμή για τις διαστασιακές συντεταγμένες.»

Ο Ορείχαλκος κοίταξε τη Ρία. «Θα σε αφήσουμε κοντά στο Ναό.»

Εκείνη ένευσε, μουδιασμένη. «Ναι,» κατάφερε να πει.

Και, σε λίγο, τα μηχανικά αυτόματα που εργάζονταν μέσα στον διάδρομο δημιούργησαν μια πόρτα, την οποία η Ιωάννα μισάνοιξε και κοίταξε έξω. Ύστερα είπε στη Ρία-Μία: «Βγες, Σεβασμιότατη. Είμαστε κοντά στον Ναό.»

«Πήγαινε,» της είπε κι ο Ορείχαλκος, και η Ρία-Μία πέρασε το κατώφλι και βρέθηκε σ’έναν μικρό δρόμο της Ιερής Συνοικίας, απ’όπου φαινόταν η πελώρια πυραμίδα του Ύψιστου Ναού του Κρόνου.

Προς στιγμή, έμεινε ακίνητη, τρέμοντας μέσα στη νύχτα καθώς ήταν ντυμένη μόνο με το νυχτικό της. Ύστερα στράφηκε πίσω της και είδε ότι δεν υπήρχε καμια πόρτα πλέον. Είχε εξαφανιστεί. Τι ήταν αυτό το μεταφορικό μέσο; Δεν μπορούσε να καταλάβει.

Άγγιξε το μέτωπό της και διαπίστωσε ότι ιδρώτας την έλουζε.

Τι κάνουμε τώρα, Ρία; Τι έγινε εκεί μέσα; Σκότωσαν τους Υπερασπιστές; Απήγαγαν την Παντοκράτειρα; Είχε δει τον Τάμπριελ να την κουβαλά στα χέρια καθώς ήταν αναίσθητη.

Ας πάω στον Ναό. Τι άλλο να έκανε; Φοβόταν να πάει σπίτι της με τα πόδια, μες στη νύχτα, ξυπόλυτη και ντυμένη μόνο με το νυχτικό της.

Βαδίζοντας γρήγορα, έφτασε στην είσοδο του Ναού. Οι φρουροί την κοίταξαν παραξενεμένοι για λίγο. Ύστερα την αναγνώρισαν, και μία απ’αυτούς είπε, σαστισμένη: «Παντόχρονη…»

«Καλά είμαι,» τους είπε η Ρία-Μία, προσπαθώντας να κάνει τη φωνή της ν’ακουστεί σταθερή. «Εντάξει.» Και τους προσπέρασε, ξέροντας ότι τα λόγια της έρχονταν σ’αντίθεση με την εμφάνισή της, καθώς και με το γεγονός ότι, σίγουρα, είχε ταραγμένη όψη και ανακατωμένα μαλλιά. Τι μπορεί να νόμιζαν πως της είχε συμβεί; Την είχαν ληστέψει;

Μπαίνοντας σ’έναν ανελκυστήρα, η Ρία-Μία ανέβηκε τα πατώματα του Ύψιστου Ναού και έφτασε στα προσωπικά της δωμάτια. Οι δύο γυναίκες που στέκονταν φρουροί εκατέρωθεν της εξώπορτας ξαφνιάστηκαν που την είδαν. Η αντίδρασή τους ήταν παρόμοια με των άλλων.

«Παντόχρονη…» είπε η μία. «Είστε καλά;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Ρία, ανοίγοντας την πόρτα.

«Σίγουρα;»

«Ναι.»

Η Ρία μπήκε στα δωμάτιά της κλείνοντας πίσω της. Βάδισε ώς το κρεβάτι της και κουλουριάστηκε εκεί, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και βγάζοντάς την αργά.

Κρόνε… Τι έγινε;

Τι έγινε εκεί μέσα;

Τι θα γίνει τώρα;

Απήγαγαν την Παντοκράτειρα!

Τι θα γίνει τώρα;

Οι σκέψεις της περιστρέφονταν σαν στρόβιλος μέσα στο κεφάλι της, ώσπου, τελικά, την πήρε ο ύπνος και βυθίστηκε σε ταραγμένα όνειρα.

Όταν ξύπνησε, ήταν λίγο πριν από την αυγή. Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι νιώθοντας λιγάκι πιο ξεκούραστη από χτες βράδυ αλλά το ίδιο μπερδεμένη. Έκανε ένα μπάνιο και μετά, χρησιμοποιώντας τον επικοινωνιακό δίαυλο των δωματίων της, ενημέρωσε τους ιερείς της ότι δεν θα μπορούσε να παρευρεθεί στην Τελετή της Πρώτης Ώρας σήμερα.

Ήθελε να σκεφτεί. Ζήτησε να της φέρουν πρωινό και, όταν ήρθε, κάθισε να το φάει ήρεμα στο καθιστικό των δωματίων της. Η μαθητευόμενη ιέρεια που το έφερε ρώτησε αν η Παντόχρονη θα επιθυμούσε και τίποτε άλλο, κοιτάζοντάς την με επιφύλαξη· πρέπει να είχε μάθει ότι χτες η Αρχιέρεια είχε έρθει αναστατωμένη στον Ναό, μες στη νύχτα. Η Ρία τής αποκρίθηκε ότι ήταν εντάξει, δεν ήθελε τίποτα, και η μαθητευόμενη αποχώρησε.

Η Ρία-Μία, τώρα, σκεφτόταν καθώς έτρωγε νωχελικά.

Αργότερα, άνοιξε τον τηλεοπτικό της δέκτη για να δει τι έλεγαν στις ειδήσεις. Κανένα κανάλι δεν ανέφερε τίποτα για την απαγωγή της Παντοκράτειρας. Φυσικά. Οι πράκτορές της δεν θα ήθελαν να πανικοβάλλουν τον κόσμο. Μέχρι πότε, όμως, θα μπορούσαν να το κρατάνε κρυφό;

Και τι είχε γίνει με τους Υπερασπιστές; Η Ανεμόφθαλμη ήταν σαν, κάπως, να τους είχε παγιδέψει μέσα σ’εκείνο το κουτί. Η Ρία αναριγούσε και μόνο που το σκεφτόταν. Δεν είναι δυνατόν… Κρόνε, πώς είναι δυνατόν;

Προσευχήθηκε, για αρκετές ώρες, ζητώντας την καθοδήγηση του Υπερχρόνιου Άρχοντα. Ζητώντας να της δώσει ένα σημάδι για το τι έπρεπε να κάνει, ποια ήταν η θέση της, ύστερα από όλα αυτά.

Το απόγευμα, μια φρουρός μπήκε στα δωμάτιά της και της είπε, διακόπτοντας τις προσευχές της: «Παντόχρονη, η Τζένιφερ είναι εδώ, η Μαύρη Δράκαινα. Και μαζί της, δύο άλλοι που δείχνουν τις ταυτότητες πρακτόρων της Παντοκράτειρας.»

Η Ρία-Μία αισθάνθηκε να παγώνει. Τι θα τους έλεγε; Την αλήθεια· τι άλλο; Τι μπορούσε να τους πει; Η Τζένιφερ ήξερε ότι η Ρία είχε μείνει στα διαμερίσματα της Παντοκράτειρας χτες βράδυ.

«Να περάσουν.»

Η φρουρός ένευσε και έφυγε. Και μετά, μπήκαν η Τζένιφερ και οι δύο πράκτορες. Κανέναν από τους τελευταίους η Ρία-Μία δεν αναγνώριζε.

«Νομίζαμε ότι είχες εξαφανιστεί κι εσύ,» της είπε η Μαύρη Δράκαινα, ντυμένη με τη μελανή στολή της και ζωσμένη τα όπλα της, «κι έπειτα μάθαμε ότι είσαι στον Ναό! Τι έγινε, Ρία; Πού είναι η Παντοκράτειρα; Πού είναι οι Υπερασπιστές της;»

«Δεν ξέρω, αλλά θα σας πω ό,τι ξέρω.»

Την κοίταζαν καχύποπτα κι οι τρεις τους. «Πες μας,» την προέτρεψε η Τζένιφερ.

Η Ρία κάθισε σε μια πολυθρόνα, ενώ εκείνοι συνέχιζαν να στέκονται όρθιοι, και τους είπε αυτά που είχε δει. Δεν παρέλειψε τίποτα, ούτε τα διαστρέβλωσε με κανέναν τρόπο.

«Περιμένεις να σε πιστέψουμε;» της είπε η Τζένιφερ. «Πόρτες που εμφανίζονται κι εξαφανίζονται; Παράξενοι διάδρομοι που δεν ξέρεις πού ακριβώς υπάρχουν αλλά μπορούν να σε μεταφέρουν από το Παντοτινό Ανάκτορο ώς τον Ύψιστο Ναό;» Γέλασε. «Θα μπορούσες να μας πεις και καλύτερα ψέματα, Ρία. Δεν είμαστε ηλίθιοι.»

Η Ρία-Μία σηκώθηκε όρθια, νιώθοντας οργισμένη. Εξακολουθούσε να είναι Αρχιέρεια του Κρόνου, άλλωστε· δεν μπορούσε η Τζένιφερ να της μιλά έτσι! «Ποια νομίζεις ότι είσαι που θα με αποκαλέσεις ψεύτρα; Ξεχνάς τη θέση σου, Μαύρη Δράκαινα!»

«Ξεχνάω τη θέση μου; Η θέση μου είναι να υπερασπίζομαι την Παντοκράτειρα – και είναι προφανές ότι εσύ και κάποιοι άλλοι αποστάτες φροντίσατε να την απαγάγετε! Πες μου την αλήθεια, Ρία, και–»

«Την αλήθεια σού είπα!»

Η γροθιά της Τζένιφερ ήταν ξαφνική και γρήγορη. Η Ρία την αισθάνθηκε να χτυπά το πλάι του κρανίου της, είδε χρώματα να χορεύουν μπροστά της, ζαλίστηκε και έπεσε.

Η Τζένιφερ, σκύβοντας απότομα, την άρπαξε απ’τα μαλλιά. Η δεύτερη φορά που κάποιος την άρπαζε απ’τα μαλλιά μέσα σε λιγότερο από μία ημέρα· η Ρία αισθανόταν προσβεβλημένη και θυμωμένη συγχρόνως. Γρύλισε, προσπαθώντας να σπρώξει τη Τζένιφερ, αλλά εκείνη εύκολα την ακινητοποίησε και της έκλεισε το στόμα με το ένα χέρι.

«Αν κάνεις φασαρία,» της είπε, πιέζοντας επώδυνα τα χείλη της, «θα σε σκοτώσω. Πες μου την αλήθεια: πού βρίσκεται η Παντοκράτειρα; Πού την έχετε;» Κι ελευθέρωσε το στόμα της Ρία.

«Δεν ξέρω πού είναι η Παντοκράτειρα,» αποκρίθηκε εκείνη, τρέμοντας. «Σου είπα την αλήθεια.»

Η Τζένιφερ τη σήκωσε, βίαια, από το πάτωμα και την κάθισε σε μια καρέκλα. «Δε θα φύγουμε από εδώ αν δεν μάθουμε αυτό για το οποίο ήρθαμε.» Τώρα βαστούσε ένα ξιφίδιο.

«Παντόχρονη,» είπε ο ένας από τους πράκτορες, «τι σας έχουν υποσχεθεί οι αποστάτες; Ό,τι κι αν είναι–»

«Δεν έχω καμια συμμαχία με τους αποστάτες!» φώναξε η Ρία.

Η Τζένιφερ τη χαστούκισε. «Και τι έγινε; Σε τράβηξαν μέσα στον μαγικό τους διάδρομο, ε; Μέσα από πόρτες που εμφανίζονται κι εξαφανίζονται!» Γέλασε, και τη χαστούκισε ξανά.

Η Ρία σκεφτόταν να φωνάξει τις φρουρούς της, όμως φοβόταν. Όχι τους πράκτορες – αυτοί δεν το θεωρούσε πιθανό να τη σκοτώσουν – αλλά τη Τζένιφερ. Η Μαύρη Δράκαινα ήταν αδίστακτη – ήταν, ίσως, η ίδια δολοφόνος που είχε εισβάλει στον Ύψιστο Ναό, στο υπνοδωμάτιό της, εκείνη τη νύχτα που η Ρία ήταν μαζί με τον Ορείχαλκο. Δε θα υπολόγιζε το γεγονός ότι η Ρία-Μία ήταν Αρχιέρεια του Κρόνου.

«Τζένιφερ, πίστεψέ με: σου λέω την αλήθεια. Αυτό έγινε.» Ένιωθε τα μάγουλά της να καίνε από τα χτυπήματα, καθώς δάκρυα κυλούσαν επάνω τους.

Απρόσμενα, παλαμάκια ακούστηκαν από δίπλα.

Άπαντες στράφηκαν και είδαν την Παντοκράτειρα να έχει βγει από το γραφείο της Ρία-Μία.

«Μπράβο!» τους είπε, γελώντας. «Φτάσατε ώς εδώ! Ωραία.»

Η Τζένιφερ συνοφρυώθηκε, παραξενεμένη. «Μεγαλειοτάτη;… Μα, πού ήσασταν;»

«Τζένιφερ,» είπε η Αγαρίστη, «δεν έχουμε πει ότι είμαστε φίλες; Μπορείς να μου μιλάς στον ενικό.» Βάδισε μέσα στο δωμάτιο, άνετα, ντυμένη μ’ένα φαρδύ, πράσινο φόρεμα.

«Ναι, φυσικά…»

«Βάλε στο θηκάρι το ξιφίδιό σου, Τζένιφερ. Η Ρία δεν είναι εχθρός μου.»

Η Μαύρη Δράκαινα υπάκουσε, φανερά παραξενεμένη. «Μα… γιατί εξαφανίστηκες;»

«Αυτή είναι δική μου δουλειά.»

«Δηλαδή, κανένας δεν σε απήγαγε;»

Η Αγαρίστη γέλασε. «Φυσικά και όχι.»

Η Τζένιφερ κοίταξε τη Ρία-Μία, η οποία δεν μίλησε. «Τότε, γιατί–;»

«Αφήστε τα όπλα σας στον καναπέ,» πρόσταξε η Αγαρίστη, διακόπτοντάς την.

«Τι;…»

«Είπα: αφήστε τα όπλα σας στον καναπέ. Όλα σας τα όπλα.»

«Γιατί;» ρώτησε η Τζένιφερ.

Η Αγαρίστη χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα. «Κάντε το! Τώρα!»

Η Μαύρη Δράκαινα και οι δύο πράκτορες αλληλοκοιτάχτηκαν, αλλά υπάκουσαν, τραβώντας τα πιστόλια και τα ξιφίδιά τους απ’τα θηκάρια και ρίχνοντάς τα πάνω στον καναπέ.

«Είναι κάποιο παιχνίδι;» ρώτησε η Τζένιφερ την Αγαρίστη.

«Ιωάννα!» φώναξε εκείνη. «Ορείχαλκε! Όρνιφιμ!»

Η Ιωάννα, ο Ορείχαλκος, και ο Όρνιφιμ (αυτός που με είχε δει και με είχε αρπάξει, παρατήρησε η Ρία-Μία) βγήκαν απ’το γραφείο βαστώντας πιστόλια και σημαδεύοντας τους πράκτορες και τη Τζένιφερ.

«Τι!» έκανε η τελευταία, οπισθοχωρώντας. «Δεν είσαι η Παντοκράτειρα!»

Η Αγαρίστη γέλασε. «Όχι, δεν είμαι πια η Παντοκράτειρα.»

Η Ιωάννα πάτησε τη σκανδάλη του πιστολιού της και μια ενεργειακή ριπή εκτοξεύτηκε, χτυπώντας τη Τζένιφερ και τραντάζοντάς την, κάνοντάς τη να σωριαστεί. Όχι, όμως, και να λιποθυμήσει. Η Τζένιφερ προσπάθησε, ζαλισμένα, να σηκωθεί ξανά· και η Ιωάννα, ορμώντας καταπάνω της, τη χτύπησε στο κεφάλι με τη λαβή του πιστολιού της, αναισθητοποιώντας την.

Οι δύο πράκτορες δεν μετακινήθηκαν καθώς ο Ορείχαλκος και ο Όρνιφιμ τούς σημάδευαν.

«Ας τους πάρουμε μέσα στο Φαντασκεύασμα. Δε μπορούμε να τους αφήσουμε εδώ,» είπε η Αγαρίστη.

«Και πού θα τους πάμε;» ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Δεν έχει ο Κλαρκ κανένα ασφαλές μέρος;»

«Δεν είναι ιδιοκτήτης φυλακών,» είπε η Ιωάννα, και έστειλε μια ενεργειακή ριπή καταπάνω στον έναν απ’τους δύο πράκτορες, ρίχνοντάς τον αναίσθητο.

Ο άλλος έκανε ν’απομακρυνθεί, ξαφνικά πανικόβλητος, και ο Όρνιφιμ τον πυροβόλησε, με ενέργεια κι αυτός. Ο πράκτορας έπεσε στα τέσσερα, κραυγάζοντας, και η Ιωάννα τον κλότσησε στο πλάι του κεφαλιού, όχι τόσο δυνατά ώστε να τον σκοτώσει ή να τον τραυματίσει άσχημα, αλλά αρκετά δυνατά για να τον κάνει να χάσει τις αισθήσεις του.

Ύστερα άλλαξε μπαταρία στο πιστόλι της, λέγοντας στην Αγαρίστη: «Ίσως, στο τέλος, το καλύτερο θα ήταν να τους σκοτώσουμε. Εκτός αν όντως ο Κλαρκ έχει κάπου να τους βάλει.»

Τότε, προτού κανένας προλάβει να μιλήσει, η εξώπορτα των δωματίων άνοιξε και οι δύο φρουροί μπήκαν βαστώντας τα πιστόλια τους. Είχαν, μάλλον, ακούσει τις φωνές. «Παντόχρονη! Είστε καλά;»

Η Ρία-Μία ξεροκατάπιε καθώς σηκωνόταν όρθια. «Ναι, όλα είναι εντάξει. Πηγαίνετε έξω.»

«Μάλιστα, Παντόχρονη.» Οι γυναίκες, θηκαρώνοντας τα πιστόλια τους, βγήκαν και έκλεισαν την πόρτα.

Ο Ορείχαλκος είπε στην Ιωάννα, σαν οι φρουροί να μην τους είχαν διακόψει: «Εσύ κι η Ανταρλίδα είστε με την Επανάσταση. Ίσως θα μπορούσε κι η Τζένιφερ–»

«Δεν την εμπιστεύομαι.»

«Όπως νομίζεις.»

Η Αγαρίστη στράφηκε στην Αρχιέρεια του Κρόνου. «Τι κάνεις, Ρία;»

Εκείνη δεν ήξερε τι να απαντήσει· ανοιγόκλεισε τα χείλη χωρίς να βγει ήχος.

«Συγνώμη για όλ’αυτά,» είπε η Αγαρίστη. «Μακάρι να μπορούσα να έρθω πιο γρήγορα.»

Η Ρία τούς κοίταζε τον έναν μετά τον άλλο. «Τι συμβαίνει, Μεγαλειοτάτη;»

«Ωω, σταμάτα τις σαχλαμάρες!» είπε η Αγαρίστη, και ο Ορείχαλκος σκέφτηκε πως ο τρόπος της δεν είχε αλλάξει και τόσο. Έτσι μιλούσε και παλιά. Απλώς τώρα είχε αλλάξει η γνώση και η αντίληψή της. Νόμιζε πως του άρεσε πολύ περισσότερο αυτή η καινούργια Αγαρίστη. Σίγουρα. «Δεν είμαι πια ‘Μεγαλειοτάτη’. Ούτε ποτέ ήθελα να ήμουν. Με είχαν κοροϊδέψει, Ρία. Οι Υπερασπιστές μου.»

«Μιλάς σοβαρά;» ρώτησε διστακτικά η Αρχιέρεια του Κρόνου.

«Σοβαρότατα.» Η Αγαρίστη γέμισε δύο ποτήρια με Γλυκό Κρόνο από την κάβα, και έδωσε το ένα στη Ρία-Μία. Το άλλο το κράτησε για τον εαυτό της. «Ο Ορείχαλκος μού είπε ότι είχατε μιλήσει για τον Ελκράσ’ναρχ–»

Η Ρία άνοιξε το στόμα της για να δικαιολογηθεί.

«Καλά είχατε κάνει,» την πρόλαβε η Αγαρίστη. «Τότε, βέβαια, αν το είχα μάθει θα σε είχα κρεμάσει. Αλλά τώρα ξέρω πως απλά ο Ορείχαλκος ήθελε να με βοηθήσει.»

Η Ρία ξεροκατάπιε, και ήπιε μια γουλιά Γλυκό Κρόνο για να συνέλθει. Για να καλμάρει τα ταλαιπωρημένα νεύρα της.

Η Αγαρίστη ήπιε επίσης λίγο απ’το ποτό της. «Η Παντοκρατορία διαλύεται, Ρία. Σύντομα, δεν θα υπάρχει. Και χρειάζομαι τη βοήθειά σου.»

«Τη βοήθειά μου;»

«Ναι. Δεν είμαι πια η Παντοκράτειρα αλλά ενδιαφέρομαι για τη Ρελκάμνια. Είναι η πατρίδα μου. Και στα χρόνια που θ’ακολουθήσουν ο λαός της θα χρειαστεί κάποια καθοδήγηση. Είσαι Αρχιέρεια του Κρόνου, Ρία· μπορείς να προσφέρεις αυτή την καθοδήγηση.»

«Η εξουσία μου δεν… δεν είναι πολιτική, Αγαρίστη.»

Η Αγαρίστη ένευσε. «Δε μιλάω για πολιτική εξουσία. Θέλω απλά να βοηθήσεις τους ανθρώπους της Ρελκάμνια, όπως μόνο μια Αρχιέρεια του Κρόνου μπορεί να τους βοηθήσει. Να τους στηρίξεις.»

«Θα το κάνω,» αποκρίθηκε εκείνη. «Εννοείται πως θα το κάνω. Αλλά… τι θα γίνει τώρα; Θέλω να πω: δεν θα εμφανιστείς; Καθόλου;»

Η Αγαρίστη κούνησε το κεφάλι. «Η Παντοκράτειρα πέθανε. Δεν υπάρχει. Οι επαναστάτες σύντομα θα έρθουν εδώ και θα διαλύσουν ό,τι έχει απομείνει από την Παντοκρατορική εξουσία, και μετά η Ρελκάμνια θα είναι ελεύθερη. Και θα έχει ανάγκη από διάφορους ανθρώπους για να στηριχτεί. Καταλαβαίνεις;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Ρία-Μία. «Θα κάνω ό,τι μπορώ. Αλλά, εν τω μεταξύ, αν πράκτορές σου ξανάρθουν για εμένα;»

«Θα τους πεις ότι η Τζένιφερ κι αυτοί οι δύο σού μίλησαν και μετά έφυγαν. Δεν ξέρεις τίποτε άλλο. Επίσης, θα μπορούσες να μην τους δεχτείς καθόλου. Πρόσταξε τους φρουρούς σου να τους εμποδίσουν. Είσαι η Αρχιέρεια του Κρόνου, και δεν είσαι πια υποτελής σ’αυτούς.»

43.

Ο Τάμπριελ τής είχε πει ν’απομακρυνθεί αλλά εκείνη δεν είχε φύγει από κοντά του. Βαστώντας δύο πιστόλια πυροβολούσε τους Υπερασπιστές, οι οποίοι φαίνονταν ανυπέρβλητοι στις σφαίρες της, σαν να ήταν μύγες που τους χτυπούσαν. Δεν έδιναν καν σημασία στην Ανταρλίδα, επικεντρωμένοι καθώς ήταν στο να μάχονται εναντίον των Άζ’λεφκ και των Πειθαρχικών του Κενού. Οι ενεργειακές φλόγες, όμως, που τινάζονταν σαν λόγχες και μάστιγες από τα χέρια τους δεν έκαναν διακρίσεις, κι ένας πίδακας από μαύρη φωτιά χτύπησε όλη τη δεξιά μεριά της Ανταρλίδας, κάνοντάς τη να ουρλιάξει και να πέσει κάτω, κουλουριασμένη, νιώθοντας όλο της το σώμα να φλέγεται παρότι δεν ήταν τυλιγμένο στις φλόγες. Τα ρούχα της δεν είχαν αρπάξει φωτιά, ούτε το δέρμα της, ούτε τα μαλλιά της. Όλα, όμως, είχαν λιώσει από την ενεργειακή ισχύ σαν να ήταν από πλαστικό.

Ο Τάμπριελ δεν προλάβαινε να τη βοηθήσει, καθώς έπρεπε να αποκρούει τις επιθέσεις του Ελκράσ’ναρχ, να αποστρέφει τις ενέργειές του, να τον κρατά υπό έλεγχο για να μην τους αφανίσει όλους μέσα σε δευτερόλεπτα. Και μετά, όταν η σύγκρουση είχε τελειώσει, όταν η Ανεμόφθαλμη είχε τραβήξει τον κύβο έξω από το σώμα της Παντοκράτειρας, ο Τάμπριελ έπρεπε να σηκώσει την Αγαρίστη γιατί κανένας άλλος δεν φαινόταν πρόθυμος να το κάνει, και ο Ορείχαλκος είχε ήδη αρπάξει από το μπράτσο τη Ρία-Μία αφότου ο Όρνιφιμ την είχε τραβήξει μέσα στο δωμάτιο. Την Ανταρλίδα τη σήκωσαν από κάτω, μισολιπόθυμη, η Διάττα και η Ιωάννα.

Μέσα στο Φαντασκεύασμα ήταν θαύμα που η πραγματικότητα δεν είχε διαλυθεί από την παρουσία δύο Άζ’λεφκ – του Τάμπριελ και της Αγαρίστης – και, μάλιστα, σε τόσο κοντινή επαφή ο ένας με τον άλλο. Ίσως να έφταιγε το γεγονός ότι η Αγαρίστη ήταν λιπόθυμη, ότι η φύση της ως Άζ’λεφκ είχε μόλις τώρα ξυπνήσει, αφού το ενεργειακό σκουλήκι είχε ξεκολλήσει από πάνω της.

Ο Τάμπριελ δεν έμεινε στο διαμέρισμα του Κλαρκ. Άφησε την πρώην σύζυγό του εκεί και έφυγε αμέσως, μαζί με την Ανταρλίδα και τη Διάττα, για να πάει στο υπόγειο σπίτι που τους είχε παραχωρήσει ο Κλαρκ στο Πλευρό. Το Φαντασκεύασμα τούς μετέφερε κατόπιν προσταγής του μάγου, χωρίς ο ίδιος να είναι παρών στο εσωτερικό του.

Η Ανταρλίδα είχε πλέον χάσει τις αισθήσεις της, καθώς ο Τάμπριελ έβγαζε τα ρούχα της και, με τη βοήθεια της Διάττα, έκανε ό,τι μπορούσε γι’αυτήν. Το σώμα της, σ’όλη τη δεξιά μεριά, από το κεφάλι ώς το πόδι, ήταν άσχημα χτυπημένο, το κατάλευκο δέρμα φριχτά αλλοιωμένο και παραμορφωμένο. Αν επιζούσε, αποκλείεται ποτέ ξανά να μπορούσε να πολεμήσει ή να κινηθεί άνετα. Και ο Τάμπριελ δεν ήταν καθόλου βέβαιος ότι θα επιζούσε. Έβλεπε την ενεργειακή της μορφή εξασθενημένη, και δεν χρειαζόταν Βιοσκόπο για να κάνει κάποιο ξόρκι και να του πει ότι η ζωτική της ενέργεια χανόταν. Επίσης, έβλεπε την πνευματική της μορφή: ισχυρή ακόμα αλλά με τους δεσμούς της στο υλικό σώμα να αδυνατίζουν.

«Τι να κάνουμε;» ρώτησε η Διάττα. «Τι μπορούμε να κάνουμε, Μεγάλε Προφήτη;»

«Πήγαινε κι αγόρασέ μου αλοιφές και κάποια φάρμακα. Θα σου γράψω μια λίστα.»

Η Διάττα ένευσε, κι αφού ο Τάμπριελ έγραψε επάνω σ’ένα χαρτί, της το έδωσε κι εκείνη έφυγε από το σπίτι.

Ο Τάμπριελ αναστέναξε. Ανταρλίδα… Ανταρλίδα… Δεν είχε ποτέ ξανά αισθανθεί ν’αγαπά έτσι μια γυναίκα όπως είχε αγαπήσει τη Μαύρη Δράκαινα. Όλα όσα είχαν περάσει τούς είχαν δέσει. Και πάντα του έμοιαζε σχεδόν αθάνατη, ότι τίποτα δεν μπορούσε να τη σκοτώσει. Δεν έπρεπε να την είχα πάρει καθόλου μαζί μου τώρα, δεν έπρεπε. Δεν είχε τίποτα να προσφέρει σ’αυτή τη μάχη. Ήταν ένα θύμα. Σχεδόν άμαχο.

Η Διάττα επέστρεψε φέρνοντάς του τα φάρμακα και τις αλοιφές, κι ο Τάμπριελ τα χρησιμοποίησε. Έτριψε τη χτυπημένη μεριά του σώματος της Ανταρλίδας με μια αλοιφή, και της έκανε μια ένεση στον μηρό που δεν ήταν χτυπημένος. Αλλά δεν είχε και πολλές ελπίδες ότι θα κατάφερνε να τη φέρει πάλι στον κόσμο των ζωντανών. Εσύ ήρθες για να με φέρεις πίσω, Ανταρλίδα, αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω το ίδιο για σένα… Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του.

Η Διάττα, βλέποντάς τον έτσι, αισθανόταν σοκαρισμένη. Δεν ήξερε τι να πει. Τελικά, κατάφερε να αρθρώσει: «Μεγάλε Προφήτη, θα ζήσει… δε θα ζήσει;»

«Δεν ξέρω.» Η φωνή του ήταν βαριά, βραχνή.

Περίμενε, καθισμένος πλάι στην Ανταρλίδα, παρατηρώντας την ενεργειακή της μορφή συνεχώς να αδυνατίζει και το πνεύμα της να θέλει να φύγει από το σώμα της. Δεν ήταν μόνο άσχημα χτυπημένη, διέκρινε ο Τάμπριελ: η ενέργειά της είχε μολυνθεί από τις ενέργειες του Ελκράσ’ναρχ, κι αυτές οι ενέργειες κινούνταν σαν δηλητήριο μέσα στην ενεργειακή της μορφή.

Γιατί δεν το είχα «δει» αυτό; Γιατί δεν το είχα «δει» για να το αποτρέψω;

Η Διάττα, σε λίγο, έφυγε από το δωμάτιο. Ο Τάμπριελ ίσα που την αντιλήφτηκε να βγαίνει.

Μετά από ώρες, η Ανεμόφθαλμη ήρθε να τον επισκεφτεί, και η πραγματικότητα άρχισε να αλλοιώνεται.

«Φύγε,» της είπε ο Τάμπριελ, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. Δε νόμιζε πως η παρουσία της θα έκανε καλό στην Ανταρλίδα.

«Σου έφερα το κουτί.»

Τώρα στράφηκε να την κοιτάξει, και την είδε να κρατά τον κύβο με τα κρυστάλλινα μάτια, μέσα στον οποίο ήταν ξανά φυλακισμένος ο Ελκράσ’ναρχ.

«Τι να το κάνω; Δεν το θέλω.»

«Ούτε κι εγώ. Αλλά νομίζω ότι εσύ μπορείς να το φυλάξεις καλύτερα από εμένα.» Η Ανεμόφθαλμη άφησε το κουτί επάνω στο τραπεζάκι στη γωνία του δωματίου. Μετά, κοιτάζοντας την Ανταρλίδα, είπε: «Δε φαίνεται καλά.»

«Δεν είναι καλά. Δε νομίζω ότι θα ζήσει…»

«Ο Κλαρκ ίσως να μπορούσε να τη βοηθήσει,» είπε η Ανεμόφθαλμη καθώς παράξενοι καπνοί έβγαιναν από τους τοίχους, τυλίγοντας τα πάντα σε μια αραιή, γαλανή ομίχλη. «Έχει μέσα του μηχανές.»

Και ο Τάμπριελ τις είχε αντιληφτεί, ως Άζ’λεφκ: βρίσκονταν μέσα στο υλικό σώμα του μάγου. Προφανώς, το ενίσχυαν με κάποιο τρόπο. «Δε νομίζω ότι αυτό μπορεί να θεραπευτεί με μηχανές, Ανεμόφθαλμη.»

Η έκφρασή της έλεγε πως συμφωνούσε. «Πηγαίνω. Καλύτερα να μην είμαι εδώ.»

«Ναι.»

Η Ανεμόφθαλμη γύρισε και έφυγε. Η γαλανή ομίχλη διαλύθηκε.

Η Διάττα μπήκε στο δωμάτιο. «Να ειδοποιήσω τον Δαίδαλο, μήπως μπορεί να βοηθήσει;»

Ο Τάμπριελ έκλεισε τα μάτια. Ήξερε ότι θα ήταν ανούσιο. «Όχι,» είπε.

«Θέλεις κάτι άλλο από εμένα;»

«Όχι, Διάττα, σ’ευχαριστώ.»

Η Ιεράρχης τον άφησε μόνο με την Ανταρλίδα.

Και τα μάτια της Ανταρλίδας, τότε, άνοιξαν και τον κοίταξαν. «Τάμπριελ…» ψιθύρισε.

«Ναι,» είπε εκείνος.

«Είμαι χτυπημένη…» Η φωνή της ήταν αδύναμη.

«Ναι.» Αισθανόταν τον λαιμό του να κλείνει.

«Κλαις;»

Ο Τάμπριελ χαμογέλασε. «Κάτι πήγε στο μάτι μου.»

«Έπρεπε να χαμογελάς πιο συχνά.»

«Έχεις δίκιο,» της είπε, και φίλησε το καλό της χέρι. Το άλλο δεν τολμούσε να το αγγίξει· ήταν τελείως κατεστραμμένο.

Η Ανταρλίδα έμεινε σιωπηλή για λίγο. Ύστερα ρώτησε: «Πού είναι οι άλλοι;»

«Στο σπίτι του Κλαρκ.»

«Νικήσαμε;»

«Ναι. Ο Ελκράσ’ναρχ είναι κλεισμένος εκεί μέσα.» Με το βλέμμα του έδειξε τον κύβο.

«Και η Παντοκράτειρα;»

«Ζωντανή, νομίζω.»

Η Ανταρλίδα αναστέναξε σιγανά. «Πονάω αλλά το αισθάνομαι… απόμακρα. Μου έχεις δώσει κάποιο φάρμακο;»

«Ναι.» Ακόμα κρατούσε το χέρι της.

Η Ανταρλίδα έγλειψε τα ξεραμένα χείλη της. «Πεθαίνω, έτσι δεν είναι;»

Ναι. «Όχι.»

Η Ανταρλίδα κοίταξε προς τα δεξιά, το σώμα της, χωρίς να μετακινήσει και πολύ το κεφάλι της. «Μου λες ψέματα.»

«Θα έκανα τα πάντα για να ζήσεις,» της είπε, κι έσκυψε από πάνω της, φιλώντας τα χείλη της. Και συνέχισε να τη φιλά, καθώς εκείνη ύψωσε το αριστερό της χέρι για να τον κρατήσει κοντά της.

Ο Τάμπριελ αισθάνθηκε τη ζωή να φεύγει από μέσα της ενώ ακόμα τα χείλη τους ήταν ενωμένα. Αισθάνθηκε την ενέργειά της να σβήνει, το πνεύμα της να απαγκιστρώνεται, και το σώμα που έμεινε πίσω ήταν ένα άδειο κέλυφος. Μια τελευταία της ανάσα μονάχα πήρε μέσα του, κι έτσι θα την είχε για πάντα μαζί του.

Σηκώθηκε από το πλάι του κρεβατιού κι απομακρύνθηκε. Πήγε να βρει τη Διάττα, η οποία ήταν καθισμένη στο καθιστικό του σπιτιού μ’ένα ποτήρι μπίρα από κοντά.

Βλέποντάς τον σηκώθηκε όρθια. «Η Ανταρλίδα;»

«Νεκρή,» είπε ο Τάμπριελ, και κάθισε σε μια καρέκλα, εξουθενωμένος.

«Είμαι κουρασμένος, Διάττα,» είπε μετά από λίγο, όταν εκείνη δεν είχε μιλήσει καθόλου, ούτε καν είχε μετακινηθεί από τη θέση της.

«Φυσικό είναι…»

«Εννοώ γενικά. Από όλα.» Ύψωσε το βλέμμα του για να την ατενίσει. «Όταν επιστρέψουμε στη Νόρχακ, δεν θα μείνω άλλο μαζί σας.»

«Μα δεν μπορείς να φύγεις, Μεγάλε Προφήτη!»

«Δεν είμαι πια ο προφήτης σας· είμαι ο Άζ’λεφκ.»

«Μα, ο Μέγας Ιεράρχης–»

«Μη φοβάσαι· θα φροντίσω για τον Μεγάλο Ιεράρχη,» υποσχέθηκε ο Τάμπριελ, και δεν είπε τίποτ’ άλλο γι’αυτό το θέμα.

44.

Η Συμπαντική Παντοκρατορία είχε χάσει τη Συμπαντική Παντοκράτειρα· κι ακόμα χειρότερα, είχε χάσει τον Ελκράσ’ναρχ: τον Κρυφό Άρχοντα, όπως τον έλεγαν οι παλιοί του πράκτορες. Ο Παντοκρατορικός Στρατός, όμως, δεν ήταν πρόθυμος να διαλυθεί. Υπήρχαν πολλά συμφέροντα στη διατήρηση του παρόντος καθεστώτος. Τη διοίκηση της Ρελκάμνια πήρε ένας άντρας που ονομαζόταν Φιλήμων Μεγάπορος. Δεν ήταν καν από τους παλιούς πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ· ήταν από τους μετέπειτα. Είχε τη θέση Στρατηγού, αλλά τώρα ονόμασε τον εαυτό του Πολέμαρχο της Ρελκάμνια, και δήλωσε, μέσα από εκατομμύρια οθόνες και ραδιοφωνικούς δέκτες, ότι εκείνος και ο στρατός του ήταν η μοναδική σωτηρία για τη διάσταση ύστερα από την εξαφάνιση της Παντοκράτειρας.

Ο Κλαρκ και οι σύντροφοί του δεν ανησυχούσαν. Ο Φιλήμων Μεγάπορος ήταν ένας παλιάτσος, και σύντομα οι επαναστάτες από τις άλλες διαστάσεις θα βρίσκονταν εδώ.

Ήταν καιρός να ετοιμάσουν το έδαφος γι’αυτούς, όπως είχαν αρχικά σχεδιάσει. Η Βάρμη τώρα δεν έφερε καμία αντίρρηση να έρθουν σε επαφή με τον σύζυγό της, τον Νυράλιο, για να ζητήσουν τη βοήθειά του. Αντιθέτως, τους ενθάρρυνε. Τους πρότεινε να τον πάρουν από το Παντοτινό Ανάκτορο και να τον φέρουν σε κάποιο ασφαλές μέρος. Κι αυτό έκαναν. Με τη φυλάκιση του Ελκράσ’ναρχ μέσα στον κύβο, δεν υπήρχε πλέον κανένα ενεργειακό πεδίο που να αποτρέπει το Φαντασκεύασμα απ’το να εισβάλει στο Παντοτινό Ανάκτορο. Οπότε, ο Κλαρκ, η Ιωάννα, ο Ελπιδοφόρος, ο Άερ’θλαρ, η Άι’νιρ, και η Βάρμη μπήκαν άνετα εκεί, και η τελευταία συνάντησε τον Νυράλιο και μίλησε μαζί του. Εκείνος φάνηκε να χαίρεται πολύ που την ξανάβλεπε. «Φοβόμουν ότι ήσουν νεκρή,» είπε, καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά του, γελώντας. Η Βάρμη τού εξήγησε πώς είχε η κατάσταση και του πρότεινε να έρθει μαζί τους. Ο Νυράλιος δέχτηκε.

Την επόμενη νύχτα, αφού ο Νυράλιος τούς είχε δώσει όλες τις πληροφορίες που ήθελαν κι αφού είχαν επικοινωνήσει μέσω Ξορκιού Υπερδιαστασιακής Αποστολής με τον Ανδρόνικο, η Ιωάννα και οι δύο Πειθαρχικοί του Κενού χτύπησαν μια σημαντική αμυντική θέση στον Βόρειο Αερολιμένα της Ρελκάμνια. Μια ολόκληρη μεριά του αεροδρομίου τυλίχτηκε στις φλόγες, από τις εκρηκτικές ύλες που πυροδοτήθηκαν.

Ο επόμενος στόχος ήταν μια εταιρεία εσωδιαστασιακών ταχυμεταφορέων που, ανάμεσα σε άλλα, έκανε δουλειές και για τους πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ. Ονομαζόταν Άνεμος της Ρελκάμνια και μετέφερε πράγματα και μηνύματα απ’τη μια άκρη της διάστασης ώς την άλλη. Η Ελίζα Κάρριλνηχ ήταν που έδωσε όλες τις σημαντικές πληροφορίες γι’αυτούς, γιατί είχε, στο παρελθόν, κάμποσες φορές επαφή μαζί τους. Δεν επιτέθηκε η ίδια, όμως. Αυτό το ανέλαβαν η Ιωάννα και η Άβα Λιγόγελη, με τη βοήθεια της Λίντας Ναράθλω, η οποία τους μετέφερε με το πλοίο της σε κάποιες αποβάθρες του Επιλογέα, στον Πλευροπόταμο. Η αποστολή τους δεν ήταν και πολύ δύσκολη, καθώς ήξεραν ακριβώς πού έπρεπε να χτυπήσουν και τι θα συναντήσουν εκεί. Παραδόξως ίσως, δεν βρήκαν τα πράγματα διαφορετικά απ’ό,τι τα είχαν σκεφτεί. Εισβάλοντας σ’ένα από τα βασικά οικήματα του Ανέμου της Ρελκάμνια, η Ιωάννα και η Άβα σκότωσαν τρεις πράκτορες και, μετά, έφυγαν με τη βοήθεια του Βόντεκ-Ρίε, του πιλότου, ο οποίος τους έριξε μια αλυσίδα από το ελικόπτερό του και τις πήρε γρήγορα από την περιοχή.

Ύστερα, σειρά είχε μια μεγάλη αποθήκη πυρομαχικών στη Γυάλινη Συνοικία, κοντά στις ακτές της Μικρής Θάλασσας. Η Λίντα Ναράθλω πάλι τους μετέφερε με το πλοίο της, και ο Βισδέλος, ο Ελπιδοφόρος, και η Ιωάννα επιτέθηκαν μαζί με τη Ναλτάφιρ, η οποία είχε έρθει για να προκαλέσει σύγχυση στους φρουρούς με τη μαγεία της. Πράγμα που έκανε άριστα – όπως και η Ιωάννα και ο Ελπιδοφόρος δεν είχαν εξαρχής καμία αμφιβολία – και, σε λίγο, η αποθήκη είχε γίνει παρανάλωμα πυρός μέσα στη νύχτα.

Το τελευταίο σημαντικό σαμποτάζ που έκαναν ήταν σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε κομμάτια για αεροσκάφη, στη Μαριονέτα, κοντά στον Ανατολικό Αερολιμένα της Ρελκάμνια. Η περιοχή αυτή δεν ήταν και πολύ μακριά από τη Χορδή, οπότε θα είχαν και τη βοήθεια του Νόρτεκ-Καθ και μερικών ανθρώπων του. Η Ιωάννα, ο Ελπιδοφόρος, ο Λούης, ο Άερ’θλαρ, και η Άι’νιρ τούς συνάντησαν στις παρυφές της Χορδής, και ο ξεπεσμένος ευγενής μειδίασε αντικρίζοντας τη Μαύρη Δράκαινα – πράγμα που έκανε το καμένο πρόσωπό του να μοιάζει πιο άγριο απ’ό,τι ήδη ήταν. «Το ήξερα ότι θα ξανασυναντιόμασταν!» της είπε.

«Τι ωραία,» είπε ο Λούης ειρωνικά. «Ας ελπίσουμε ότι θα επιστρέψουμε ζωντανοί κιόλας.»

«Ποιος είσαι συ, και γιατί σ’έχουμε μαζί μας, κοκαλιάρη;» μούγκρισε ο Νόρτεκ-Καθ.

Ο Λούης είχε ετοιμάσει χυμικές ουσίες που διαβρώνουν μέταλλα και χαλάνε μηχανές. Ήταν επικίνδυνες, έτσι είχαν αποφασίσει να τον πάρουν κι αυτόν μαζί τους προκειμένου να τις χρησιμοποιήσει σωστά. Δεν ήθελαν να ανατινάξουν όλο το εργοστάσιο· ήθελαν απλά να του προκαλέσουν αρκετά προβλήματα ώστε να μη μπορεί να προσφέρει υποστήριξη στα αεροσκάφη του Παντοκρατορικού Στρατού.

Το πλησίασαν, μέσα στη νύχτα, και αφού ξεπάστρεψαν τους φύλακες (πράγμα όχι δύσκολο, με την παρουσία του Άερ’θλαρ και της Άι’νιρ) εισέβαλαν ενώ ο συναγερμός ηχούσε. Η Ιωάννα, ο Ελπιδοφόρος, ο Νόρτεκ-Καθ κι οι άνθρωποί του, και οι δύο Πειθαρχικοί του Κενού χτυπούσαν εχθρούς που έρχονταν από κάθε μεριά, όσο ο Λούης έριχνε τις χυμικές του ουσίες στα μηχανήματα και στα ανταλλακτικά των αεροσκαφών. Καπνοί και άσχημες οσμές απλώνονταν παντού, και ο Λούης τούς είπε να φορέσουν μάσκες για καλό και για κακό.

Όταν τελείωσαν τη δουλειά τους, έφυγαν αφήνοντας πίσω τους δεκάδες κουφάρια Παντοκρατορικών πολεμιστών και αμέτρητες χαλασμένες μηχανές και διαλυμένα ανταλλακτικά για αεροσκάφη. «Ο Βόντεκ-Ρίε θα θρηνούσε αν έβλεπε τέτοιες απώλειες,» είπε η Ιωάννα μεταξύ αστείου και σοβαρού, γιατί, παρότι είχε γνωρίσει ελάχιστα τον συγκεκριμένο ευγενή, είχε καταλάβει ότι είχε έρωτα με τα αεροσκάφη.

45.

Μετά, ήρθαν οι επαναστάτες από τις άλλες διαστάσεις.

Τα στρατεύματα του Πρίγκιπα Ανδρόνικου εισέβαλαν από τη διαστασιακή δίοδο για Απολλώνια, η οποία βρισκόταν σε μια συνοικία που ονομαζόταν Ερειπιώνας, κοντά στη Θαλπερή και τον Βόρειο Αερολιμένα.

Από τη διαστασιακή δίοδο στα Σταυροδρόμια, ήρθαν οι επαναστάτες από τη Βίηλ – η Πρόμαχος Λαμρίτ, ο Πολ, η Αλιζέτ, και άλλοι, έχοντας μαζί τους τα αυτοκίνητα – και όχι μόνο αυτοί, αλλά και οι επαναστάτες από τη Φεηνάρκια, οι οποίοι για να φτάσουν εδώ έπρεπε να περάσουν από τη Βίηλ.

Και από τον Αιθέρα ήρθαν οι επαναστάτες της Σεργήλης και της Υπερυδάτιας, καθώς και σμήνη μαχητικών από την Απολλώνια. Ο ουρανός της Ατέρμονης Πολιτείας γέμισε αεροσκάφη της Επανάστασης, ενώ στους δρόμους και στις γέφυρες και στις σήραγγες μάχες γίνονταν ανάμεσα σε ανθρώπους και άρματα.

Ο Κλαρκ και οι σύντροφοί του βοήθησαν μόνο στο να εισβάλουν οι επαναστάτες της Απολλώνιας και της Βίηλ από τις διαστασιακές διόδους, χτυπώντας τους φύλακες εκεί μαζί με τους Πειθαρχικούς του Κενού. Μετά, δεν υπήρχαν και πολλά που μπορούσαν να κάνουν. Ήταν πια ανοιχτός πόλεμος μεταξύ των μαχητών της Επανάστασης και των στρατευμάτων της κατακερματισμένης Συμπαντικής Παντοκρατορίας.

Φωτιά, ομίχλη, και καταστροφή γέμισαν οι δρόμοι της Ρελκάμνια, και κρυφά οπλικά συστήματα έμπαιναν σε λειτουργία για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Όμως λίγη ήταν πλέον η αντίσταση που μπορούσαν να προβάλουν οι Παντοκρατορικοί, και με κάθε πύραυλο που εκτόξευαν, με κάθε ριπή που έφευγε από κάννη, προκαλούσαν ζημιές και στην ίδια τους τη διάσταση, καθώς μέσα στη Ρελκάμνια, ό,τι και να γινόταν, ήταν αδύνατο να μη χτυπήσεις κάποιο οικοδόμημα, κάποια γέφυρα, κάποιο πελώριο μηχάνημα.

Ακόμα και στην Α’ Κατωρίγια Συνοικία, όπου δεν υπήρχε κανένα μεγάλο φυλάκιο του στρατού, γίνονταν έντονες συγκρούσεις στον αέρα, στην ξηρά, κι επάνω στον Ριγοπόταμο. Ο Κλαρκ και η Ναλτάφιρ στέκονταν μπροστά στην τζαμαρία του διαμερίσματος του και κοίταζαν έξω, τις εκρήξεις και τα αεροσκάφη που περνούσαν. Είχαν, με τις μαγείες τους, προστατέψει τη δική τους πολυκατοικία όσο καλύτερα μπορούσαν, αλλά, βέβαια, τίποτα δεν ήταν ασφαλές σε μια τέτοια κατάσταση.

«Φοβάμαι πως ίσως να έφερα την καταστροφή στην ίδια μου τη διάσταση…» είπε ο Κλαρκ, συλλογισμένα. «Θα συνέλθει ποτέ η Ρελκάμνια, ύστερα απ’όσα τής έχουν συμβεί;»

«Θα έχετε, σίγουρα, δουλειά να κάνετε,» παρατήρησε η Ναλτάφιρ, καθώς ο Κοκκινομάτης, που τριβόταν επάνω στα πόδια της, νιαούριζε.

«Προφανώς. Κι αναρωτιέμαι τώρα πώς θα μπορούσα ίσως να μαζέψω το επιπλέον χρήμα που έχω εξαπλώσει…»

«Δε νομίζω ότι θα μπορούσες.»

«Ναι, πολύ το φοβάμαι,» συμφώνησε ο Κλαρκ, κι άναψε ένα τσιγάρο καθώς αντίκρυ τους μια πολυκατοικία επάνω στην οποία βρίσκονταν δύο Παντοκρατορικά κανόνια ανατιναζόταν, χτυπημένη από ρουκέτες αεροσκαφών της Επανάστασης.

«Εγώ σκεφτόμουν τον Τες πάλι…» είπε η Ναλτάφιρ μετά από λίγο. «Τον έφερα εδώ και το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθεί. Αισθάνομαι υπεύθυνη.»

«Ήταν πρόθυμος να πολεμήσει μαζί μας. Κι επιπλέον, σκοτώθηκε αντιμετωπίζοντας κάτι που αφορούσε όλους τους Άζ’λεφκ, όχι μόνο την Επανάσταση.»

«Ναι, αυτό είναι αλήθεια,» παραδέχτηκε η Ναλτάφιρ, έχοντας τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της κι ατενίζοντας πέρα, τις συγκρούσεις ανάμεσα και πάνω από τις πολυκατοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας. «Αλλά ίσως ποτέ να μην είχε έρθει αν δεν με θεωρούσε κάποια μυστηριώδη θεά. Το μυαλό του, για ανθρώπους σαν εμένα κι εσένα, ήταν τόσο εξελιγμένο αλλά, συγχρόνως, και τόσο… πρωτόγονο.»

«Σύμφωνα μ’αυτά που λέει ο Τάμπριελ, ο Τες δεν είναι τελείως νεκρός. Συνεχίζει να ζει.» Δεν ήταν ο Κλαρκ που είχε μιλήσει, αλλά ο Δαίδαλος, πλησιάζοντας από πίσω τους. «Ο ένας Άζ’λεφκ ζει μέσα στον άλλο. Το πνεύμα του εξακολουθεί να υπάρχει.»

«Αυτό είναι τρομαχτικό,» του είπε ο Κλαρκ, «γιατί σημαίνει πως κι ο Ιδιόμορφος υφίσταται ακόμα, κάπου εκεί, ανάμεσα στους Άζ’λεφκ.»

«Εννοείται. Τέτοια είναι η φύση του Άζ’λεφκ, και δεν αλλάζει.»

«Μπορεί και να τον ξαναδούμε, δηλαδή. Αλλά ελπίζω πως όχι.» Ο Κλαρκ στράφηκε έξω πάλι, στη μάχη.

«Δε νομίζω,» είπε ο Δαίδαλος.

Ο Κοκκινομάτης νιαούρισε ξανά.

46.

Οι συγκρούσεις κράτησαν για ημέρες, κι αυτό επειδή ο Παντοκρατορικός Στρατός ήταν τόσο αποδυναμωμένος. Σε διαφορετική περίπτωση, μάλλον θα χρειάζονταν μήνες για να παρθεί ολόκληρη η Ρελκάμνια. Τώρα, όμως, τα πράγματα ήταν χάλια στην Ατέρμονη Πολιτεία: οι μαχητές λίγοι, τα πολεμοφόδια ελάχιστα, η οικονομία διαλυμένη. Ό,τι καταστρεφόταν δεν μπορούσε να αναπληρωθεί – και οι δυνάμεις της Παντοκρατορίας δεν ήταν και πολλές εξαρχής. Βρισκόταν στο τέλος της.

Οι επαναστάτες ανάγκασαν τους Παντοκρατορικούς να συγκεντρωθούν σ’ένα και μόνο μέρος της Ρελκάμνια: στον Κε.Σ.Πα.Σ., τον Κεντρικό Στρατώνα του Παντοκρατορικού Στρατεύματος. Το Παντοτινό Ανάκτορο είχε προ πολλού εγκαταλειφθεί. Τώρα που η Παντοκράτειρα δεν υπήρχε πλέον, κανένας δεν είχε λόγο να το κρατά· απλά βάρος ήταν.

Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος πρόσταξε να ασφαλίσουν όλες τις σημαντικές θέσεις στην Ατέρμονη Πολιτεία και να προετοιμαστούν για την τελική επίθεση στον Κε.Σ.Πα.Σ., το τελευταίο οχυρό των Παντοκρατορικών στο Γνωστό Σύμπαν.

Επίσης, οι επαναστάτες περικύκλωσαν τον πύργο του Ρίμναλ’μορ, που βρισκόταν σ’ένα νησί της Μικρής Θάλασσας, και εισέβαλαν για να αιχμαλωτίσουν τον μάγο. Εκείνος τούς αντιστάθηκε με ό,τι φρουρούς, μηχανές, μαγγανείες, και ξόρκια είχε στη διάθεσή του, αλλά τελικά τον έπιασαν, τον έβαλαν μέσα σ’ένα ελικόπτερο, και τον μετέφεραν στο Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα του Ανδρόνικου, το οποίο, έχοντας μορφή αεροσκάφους, πετούσε πάνω από το Παντοτινό Ανάκτορο. Στο εσωτερικό του βρίσκονταν ο ίδιος ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ο Πρόμαχος Οδυσσέας, ο Ορείχαλκος, η Βατράνια, η Αθηνά, η Νικίτα, και κάποια που δεν ήθελε να κάνει αμέσως την παρουσία της φανερή. Στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους δούλευαν ο Σέλιρ’χοκ, ο Σθένελος’σαρ, και η Άνμα’ταρ, κάνοντας τη Μαγγανεία Κινήσεως και διατηρώντας τη ροή της ενέργειας του πολύπλοκου μηχανήματος σταθερή.

Οι μαχητές της Επανάστασης έφεραν τον Ρίμναλ’μορ μπροστά στον Ανδρόνικο και τους υπόλοιπους που στέκονταν γύρω του.

«Ο Αρχιπροδότης, επιτέλους, πετυχαίνει τον σκοπό του,» γρύλισε ο μάγος, αντικρίζοντάς τον πίσω από τα γυαλιά του. «Αφού κατέστρεψε το μισό Γνωστό Σύμπαν!»

«Οι καταστροφές δεν ήταν τίποτα που επιθυμούσα, Ρίμναλ,» του είπε ο Ανδρόνικος, που, φυσικά, τον ήξερε από παλιά, από τότε που κι οι δυο τους ήταν σύζυγοι της Παντοκράτειρας. «Αυτό, τουλάχιστον, θα έπρεπε να μπορείς να το καταλάβεις. Η ελευθερία είναι το μόνο που με ενδιαφέρει. Και το ίδιο ισχύει για όσους μάχονται στο πλευρό μου.»

«Κρίμα που έμενα μού μοιάζετε μ’ένα τσούρμο υπερδιαστασιακοί πειρατές,» είπε ο Ρίμναλ’μορ στραβώνοντας τα χείλη. «Μια ορδή από βάρβαρους κατακτητές!»

«Δεν ήρθαμε για να κατακτήσουμε τίποτα. Όταν έχουμε τελειώσει τη δουλειά μας εδώ, θα φύγουμε από τη Ρελκάμνια. Θα επιτεθώ εγώ προσωπικά σε όποιον κάνει οτιδήποτε άλλο – αν και δεν νομίζω ότι θα παρουσιαστεί τέτοιο πρόβλημα.»

Ο Ρίμναλ ρουθούνισε αποδοκιμαστικά. «Αφού τα έχετε ήδη καταστρέψει όλα…»

«Η Παντοκρατορία από μόνη της το έκανε αυτό στον εαυτό της. Υπήρχε ποτέ αμφιβολία ότι κάποτε κάποιοι στο Γνωστό Σύμπαν θα αντιδρούσαν; Μέχρι πότε μπορείς να κρατάς τους άλλους υπόδουλ–»

«Κάνε ό,τι νομίζεις μαζί μου, αλλά μη με λούζεις με την… ιδεολογία σου! Θα είναι η μοίρα μου ίδια με της Παντοκράτειρας; Θα με κάνεις να εξαφανιστώ;»

Ο Ανδρόνικος γέλασε.

«Γέλα, όσο ακόμα μπορείς,» γρύλισε ο Ρίμναλ’μορ, και το βλέμμα του ήταν δολοφονικό πίσω απ’τα γυαλιά του.

«Δεν έκανα εγώ την Παντοκράτειρα να εξαφανιστεί,» του είπε ο Ανδρόνικος. «Για την ακρίβεια, είναι εδώ, μαζί μας…» Στράφηκε πίσω του.

Και ανάμεσα από τη Βατράνια και την Αθηνά ξεπρόβαλε η Αγαρίστη.

Ο Ρίμναλ’μορ την ατένισε για λίγο χάσκοντας. Ύστερα είπε: «Μεταμφιεσμένη! Είναι μεταμφιεσμένη! Βγάλε τη μάσκα σου!»

«Δεν είμαι μεταμφιεσμένη, Ρίμναλ,» αποκρίθηκε η Αγαρίστη. «Σταμάτησα πια ν’αλλάζω την εμφάνισή μου. Αυτό δεν ήταν παρά ένα δώρο του Ελκράσ’ναρχ, προκειμένου να με κρατά φυλακισμένη.»

Ο Ρίμναλ’μορ την κοίταζε με δυσπιστία. «Μου λες ότι είσαι με τον Αρχιπροδότη τώρα; Και θέλεις να πιστέψω ότι είσαι η Παντοκράτειρα;»

Η Αγαρίστη ακόμα αισθανόταν λιγάκι τσαντισμένη που ο Ανδρόνικος την είχε προδώσει πριν από τόσα χρόνια. Τώρα, όμως, καταλάβαινε γιατί την είχε προδώσει – παρότι δεν τον δικαιολογούσε: όχι απόλυτα. Ωστόσο, αν ο Ανδρόνικος δεν είχε ξεκινήσει την Επανάστασή του, τότε εκείνη ίσως ακόμα να ήταν υποδουλωμένη από τον Ελκράσ’ναρχ, ίσως να μην είχε γνωρίσει ποτέ την πραγματική της φύση. Ίσως να πέθαινε υπηρετώντας αυτό τον δαίμονα χωρίς να ξέρει πως τον υπηρετούσε, νομίζοντας ότι ήταν αφέντρα του.

«Όχι, δεν είμαι η Παντοκράτειρα,» είπε. «Αλλά είμαι η ίδια γυναίκα μ’εκείνη. Το όνομά μου είναι Αγαρίστη, Ρίμναλ· δεν σ’το είχα πει ποτέ πριν.»

Ο μάγος στράφηκε στον Ανδρόνικο ξανά. «Αν νομίζεις πως μ’αυτές τις σαχλαμάρες πρόκειται να με κάνεις να πάω μαζί σου… απέτυχες.»

«Δεν σε χρειάζομαι μαζί μου, Ρίμναλ,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ο πόλεμός μου έχει σχεδόν τελειώσει. Μετά από εδώ, θα επιστρέψω στην πατρίδα μου. Κι εσύ μπορείς να κάνεις το ίδιο· δεν έχω κάτι ενάντια σ’εσένα συγκεκριμένα.»

Ο Ρίμναλ’μορ δεν μίλησε. Κοίταζε μια την Αγαρίστη μια τον Πρίγκιπα της Επανάστασης, μοιάζοντας να προσπαθεί να καταλάβει κάτι που του διέφευγε.

«Πάρτε τον,» πρόσταξε ο Ανδρόνικος τους πολεμιστές που τον είχαν φέρει εδώ. «Και μην τον αφήσετε να πάει πουθενά ακόμα. Αλλά μην τον βλάψετε με κανέναν τρόπο.»

«Μάλιστα, Πρίγκιπά μου.»

Ο Ανδρόνικος στράφηκε ν’αντικρίσει την Αγαρίστη, όταν πήραν τον Ρίμναλ’μορ από το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε ύστερα από πολλά χρόνια, και δεν περίμενε ότι θα τη συναντούσε υπό τέτοιες συνθήκες. Όταν του είχαν στείλει μήνυμα, μέσω υπερδιαστασιακής αποστολής, ότι ο Ελκράσ’ναρχ είχε ηττηθεί, δεν του είχαν διευκρινίσει κιόλας ότι η Παντοκράτειρα ήταν τώρα με το μέρος τους. Σήμερα την είχε δει, και είχαν αποφασίσει μαζί να στείλουν μαχητές για να συλλάβουν τον Ρίμναλ’μορ.

«Τι με κοιτάς έτσι;» τον ρώτησε η Αγαρίστη.

Ο Ανδρόνικος μειδίασε. «Απλώς μου φαίνεσαι… περίεργη.»

«Πιο περίεργη απ’ό,τι παλιά;»

«Μάλλον όχι,» παραδέχτηκε ο Ανδρόνικος. «Μάλλον όχι.»

Η Αγαρίστη γέλασε, και κάθισε, άνετα, ανάλαφρα, σε μια από τις θέσεις του αεροσκάφους, σα να μη συνέβαινε τίποτα. Η Αθηνά και η Νικίτα την κοίταζαν λες και δεν μπορούσαν ν’αποφασίσουν αν έπρεπε να τη δείρουν ή όχι. Τις είχε ταλαιπωρήσει κάποτε, όλες τις Μαύρες Δράκαινες.

«Είναι περίεργη αλλά με διαφορετικό τρόπο,» είπε ο Ορείχαλκος στον Ανδρόνικο.

«Υποθέτω εσύ θα ξέρεις καλύτερα…»

Θεοί! σκέφτηκε η Αγαρίστη, ενοχλημένη που τη συζητούσαν μπροστά στα μάτια της. Γιατί παντρεύτηκα τόσους πολλούς άντρες; Ήμουν τρελή;

Ο Ανδρόνικος τη ρώτησε: «Τι θα κάνεις τώρα, Αγαρίστη;» Ακόμα αισθανόταν να μην έχει συνηθίσει το πραγματικό της όνομα στο στόμα του. Κάθε φορά που το έλεγε, είχε την αίσθηση ότι μιλούσε σε κάποια άλλη γυναίκα, τελείως διαφορετική, η οποία ποτέ δεν ήταν η Παντοκράτειρα.

«Τι εννοείς;»

«Εννοώ τώρα που η Παντοκρατορία, σύντομα, δεν θα υπάρχει.»

Η Αγαρίστη ανασήκωσε τους ώμους. «Εγώ και η Παντοκρατορία δεν έχουμε πλέον καμία σχέση. Ίσως, ποτέ δεν είχαμε. Θα φύγω από τη Ρελκάμνια, μάλλον. Θα πάω στη Σάρντλι για κάποιο καιρό.» Κοίταξε, για μια στιγμή, προς τη μεριά του Ορείχαλκου. «Μετά… θα το σκεφτώ. Θέλω να δω το σύμπαν.»

«Να δεις το σύμπαν;»

«Αυτή είναι η φύση μου, τώρα, Ανδρόνικε.»

«Τι πάει να πει αυτό;» Κανένας δεν του είχε εξηγήσει για τον Άζ’λεφκ.

«Ρώτα τον Δαίδαλο· θα σου απαντήσει διεξοδικά.»

Παράξενα πράγματα, ξανά… σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Ποτέ δεν υπάρχει τέλος στην παραδοξότητα, σ’ετούτο το σύμπαν;

47.

Η Ιωάννα τον συνάντησε μέσα στο Παντοτινό Ανάκτορο, το οποίο οι επαναστάτες είχαν κάνει προσωρινή τους βάση μέχρι να επιτεθούν στον Κεντρικό Στρατώνα.

Ο Ανδρόνικος καθόταν σε μια πολυθρόνα, στα δωμάτιά του, όταν εκείνη μπήκε. Ήταν βράδυ, και πριν από καμια ώρα είχε πάψει να κάνει σχέδια με τους Προμάχους της Επανάστασης και άλλους επαναστάτες και είχαν πάει όλοι τους να ξεκουραστούν.

Βλέποντάς την να περνά το κατώφλι της μισάνοιχτης εξώπορτας, κούνησε το κεφάλι του, νευρικά, κι έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι. «Πολύ ωραία,» είπε. «Έπρεπε να μάθω τώρα ότι είσαι ζωντανή, ε; Και μάλιστα, ούτε καν από εσένα την ίδια!» Ήταν τσαντισμένος μαζί της. Ο Ελπιδοφόρος τού είχε πει ότι ήταν ζωντανή, σήμερα, λίγο πριν από τη συγκέντρωση με τους Προμάχους και τους υπόλοιπους επαναστάτες.

Η Ιωάννα χαμογέλασε. «Μη θυμώνεις.»

Ο Ανδρόνικος την ατένισε ανέκφραστα.

«Ήταν καλύτερα να νομίζεις ότι ήμουν νεκρή, δεν ήταν;» είπε η Ιωάννα, πλησιάζοντας και καθίζοντας στον βραχίονα της πολυθρόνας του.

«Φυσικά και όχι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος σφίγγοντας το χέρι της μέσα στο δικό του. «Μιλάς σοβαρά; Φυσικά και όχι.»

«Δεν εννοώ ότι ήθελες να είμαι πραγματικά νεκρή. Εννοώ ότι δεν θα χρειαζόταν να σκέφτεσαι μήπως σκοτωθώ.»

«Η λογική σου με τρομοκρατεί, Μαύρη Δράκαινα.»

Η Ιωάννα γέλασε, παραμερίζοντας τα ξανθά της μαλλιά από το μέτωπό της, νιώθοντας, για κάποιο λόγο, αμήχανα σαν τις πρώτες φορές που συναντιόταν με τον Ανδρόνικο, όταν εκείνος ήταν ακόμα σύζυγος της Παντοκράτειρας κι εκείνη υπηρετούσε την Παντοκράτειρα. «Φταίω εγώ;»

«Κατά πάσα πιθανότητα.» Ο Ανδρόνικος την τράβηξε προς το μέρος του, και η Ιωάννα γλίστρησε πρόθυμα στην αγκαλιά του. Το πρόσωπό της βρέθηκε κοντά στο δικό του, και τα χείλη τους συναντήθηκαν προτού κανένας τους προλάβει να συνειδητοποιήσει τι γινόταν.

Η Ιωάννα είπε, μετά από λίγο: «Συμβαίνει αυτό επειδή πάλι είμαστε σε άλλη διάσταση;»

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.

«Αλλά μετά θα πρέπει ξανά να επιστρέψεις στην Απολλώνια, και στο Βασίλειό σου.» Δεν ήθελε να πει στη Βασίλισσά σου.

«Αυτό,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «θα γίνει μετά.» Και κατέβασε το φερμουάρ της μελανής στολής της.

Μισή ώρα αργότερα, όταν ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, χωρίς το παραμικρό ρούχο επάνω τους, η Ιωάννα τού είπε: «Η Ανταρλίδα είναι νεκρή,» καθώς είχε το κεφάλι της ακουμπισμένο ήρεμα στον ώμο του.

«Στη Βίηλ;»

«Όχι. Εδώ. Ενώ πολεμούσαμε τον Ελκράσ’ναρχ. Οι Υπερασπιστές τη χτύπησαν. Τραυματίστηκε άσχημα και πέθανε.» Κι ύστερα από μερικές αναπνοές, πρόσθεσε: «Ξέρεις, κάθε φορά που μια από εμάς πεθαίνει, νιώθω σαν ένα μέρος της ψυχής μου να πεθαίνει… σα νάμαι κι εγώ όπως αυτούς τους Ιεράρχες του Τάμπριελ.»

«Τους Ιεράρχες;»

«Ναι. Λένε πως μοιράζονται μία ψυχή. Είναι σαν το ίδιο να συμβαίνει μ’εμένα και τις άλλες Μαύρες Δράκαινες.»

«Τις βλέπεις σαν οικογένειά σου.»

«Ναι,» μουρμούρισε η Ιωάννα, κι αναστέναξε βαριά.

«Πολλοί καλοί και ικανοί άνθρωποι σκοτώθηκαν,» είπε ο Ανδρόνικος. «Εύχομαι μόνο – προσεύχομαι στον Απόλλωνα – να άξιζαν όλες αυτές οι θυσίες. Να κάναμε το σύμπαν καλύτερο.»

Η Ιωάννα, πάντοτε πιο κυνική από τον Ανδρόνικο, είχε τις αμφιβολίες της ότι το σύμπαν θα γινόταν καλύτερο, αλλά τουλάχιστον η Παντοκρατορία δεν θα υπήρχε.

«Θα πας στην Υπερυδάτια, τώρα;» τη ρώτησε. Η Ιωάννα τού το είχε πει κάμποσες φορές ότι σκεφτόταν εκεί να πάει όταν ο πόλεμος θα τελείωνε.

«Ναι. Θα έρθεις μαζί μου;» Ήξερε, βέβαια, ποια θα ήταν η απάντησή του.

«Ξέρεις ποια θα είναι η απάντησή μου, δεν ξέρεις;»

Η Ιωάννα δεν μίλησε.

«Πού θα είσαι, στην Υπερυδάτια;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα,» του είπε ψέματα.

48.

Το επόμενο απόγευμα ξεκίνησαν οι επιθέσεις εναντίον του Κεντρικού Στρατώνα των Παντοκρατορικών, και το μέρος ήταν τεράστιο σύμφωνα με τα δεδομένα οποιασδήποτε διάστασης. Ήταν μεγαλύτερο από ολόκληρες πόλεις άλλων διαστάσεων. Εκτεινόταν εκατό χιλιόμετρα από τα ανατολικά ώς τα δυτικά, και εξήντα-πέντε χιλιόμετρα από τα βόρεια ώς τα νότια. Περιτριγυριζόταν από ένα πελώριο, ψηλό, πέτρινο τείχος γεμάτο πυροβόλα, ρουκετοβόλα, και ενεργειακά κανόνια· και πίσω από το τείχος υπήρχαν αμέτρητα οικοδομήματα – ολόκληρος λαβύρινθος, που τα πιο ευάλωτα και σημαντικά σημεία του προστατεύονταν από Μαγγανείες Αντιπυραυλικού Πεδίου.

Ο Στρατώνας είχε τρεις πύλες: μία στα βόρεια, μία στα ανατολικά, και μία στα δυτικά. Και μια μεγάλη λεωφόρος οδηγούσε σε καθεμία. Στη Βόρεια Πύλη έφτανες από τη Μακριά Λεωφόρο· στη Δυτική Πύλη, από την Οδό Κηπευτηρίου· και στην Ανατολική Πύλη, από την Οδό Ευσχήμων. Αυτές οι πύλες ήταν τα βασικά σημεία όπου θα επιτίθετο ο Στρατός της Επανάστασης.

Οι επαναστάτες από τη Βίηλ συγκεντρώθηκαν έξω από τη Βόρεια Πύλη, και ο Πολ, που ήταν ανάμεσά τους, όφειλε να παρατηρήσει πως ήταν λιγάκι ειρωνικό το γεγονός ότι αυτό το μέρος του Στρατού της Επανάστασης οι άλλοι επαναστάτες το αποκαλούσαν «από τη Βίηλ»· ειρωνικό, διότι οι περισσότεροι μαχητές εδώ πέρα δεν ήταν από τη Βίηλ. Ήταν από τη Φεηνάρκια. Έπρεπε, όμως, να περάσουν από τη Βίηλ προκειμένου να φτάσουν στη Ρελκάμνια, επομένως αποτελούσαν μέρος του στρατεύματος που είχε έρθει «από τη Βίηλ». Οι περισσότεροι επαναστάτες της Βίηλ δεν είχαν καμία σχέση με τα πυροβόλα όπλα, έτσι ήταν διστακτικοί να επιτεθούν στη Ρελκάμνια. Ελάχιστοι μόνο είχαν έρθει. Αντιθέτως, οι επαναστάτες από τη Φεηνάρκια δεν είχαν κανένα πρόβλημα με τα πυροβόλα, αφού λειτουργούσαν κανονικότατα στη διάστασή τους. Οπότε, πολλοί είχαν έρθει.

Οι γηγενείς της Βίηλ τούς θεωρούσαν άγριους – ή, τουλάχιστον, πιο άγριους από τους ίδιους – πράγμα που ο Πολ έβρισκε αστείο γιατί κι εκείνος από τη Φεηνάρκια καταγόταν παρότι είχε γεννηθεί στη Ρελκάμνια.

Τώρα, το στράτευμα από τη Βίηλ που ήταν συγκεντρωμένο αντίκρυ της Βόρειας Πύλης του Κε.Σ.Πα.Σ. αποτελείτο στο μεγαλύτερό του μέρος από πορφυρόδερμους και μαυρόδερμους επαναστάτες παρά από γαλανόδερμους και λευκόδερμους, που ήταν οι συνήθεις δερματικοί χρωματισμοί των ανθρώπων της Βίηλ.

Ο Πολ στεκόταν επάνω σ’ένα από τα άρματα μάχης που είχαν φέρει από τη Βίηλ αφού τα είχαν φτιάξει κατάλληλα για πόλεμο στη Ρελκάμνια. Είχαν προσαρμόσει κανόνια επάνω τους και τα είχαν οπλίσει με εκρηκτικές ύλες (φερμένες από τη Φεηνάρκια) μόνο λίγο προτού περάσουν τη διαστασιακή δίοδο, γιατί στη Βίηλ υπήρχε κίνδυνος αυτές οι ύλες να εκραγούν και να καταστρέψουν και τα άρματα μαζί. Επίσης, τα είχαν ρυθμίσει έτσι ώστε να παίρνουν ενέργεια από ενεργειακές φιάλες, αφού οι εστίες δεν λειτουργούσαν στη Ρελκάμνια.

Ο Πολ κρατούσε ένα ζευγάρι κιάλια και κοίταζε τα οπλικά συστήματα επάνω στο ψηλό, πανίσχυρο βόρειο τείχος του Στρατώνα. Ορισμένα κανόνια ήδη πυροβολούσαν, όπως επίσης και κάποια ρουκετοβόλα εξαπέλυαν μικρούς πυραύλους, προσπαθώντας να χτυπήσουν στόχους που βρίσκονταν ανάμεσα από τις πολυκατοικίες και στις ταράτσες ή στα μπαλκόνια τους. Το αποτέλεσμα ήταν περισσότερες ζημιές να γίνονται στα οικοδομήματα.

«Αυτό,» είπε ο Πολ κατεβάζοντας τα κιάλια, «μου θυμίζει τα Δόντια της Ουράς.» Στεκόταν πίσω από το διπλό πυροβόλο του ερπυστριοφόρου άρματος, χωρίς να είναι εκείνος ο χειριστής του όπλου· ένας άλλος επαναστάτης από τη Βίηλ καθόταν στη θέση του πυροβολητή.

«Τότε, θα πέσει και όπως τα Δόντια της Ουράς,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ, που ήταν καθισμένη στη θέση του οδηγού ενός ανοιχτού τρίκυκλου οχήματος, μικρότερο από το άρμα του Πολ. Πίσω της καθόταν ο Καλνίρες, με τα χέρια του στο χειριστήριο ενός πυροβόλου. Η Πρόμαχος, στην αρχή, έμοιαζε κάπως σαστισμένη από τον τρόπο με τον οποίο γινόταν ο πόλεμος στη Ρελκάμνια, αλλά είχε σύντομα εγκλιματιστεί.

«Τα πράγματα είναι λιγάκι διαφορετικά εδώ,» είπε η Αλιζέτ, η οποία δεν ήταν επάνω σε κανένα άρμα, αλλά στεκόταν ανάμεσα στο τρίκυκλο της Λαμρίτ και στο ερπυστριοφόρο του Πολ, ντυμένη με μια αλεξίσφαιρη στολή κι έχοντας ένα τουφέκι στα χέρια της. Ακόμα ήταν λιγάκι απότομη με την Πρόμαχο, είχε παρατηρήσει ο Πολ, αν και γενικά προσπαθούσε να προσποιηθεί ότι ποτέ δεν είχε συμβεί τίποτα.

Όσο βρίσκονταν στη Βίηλ, ενώ προετοιμάζονταν για να έρθουν στη Ρελκάμνια, η Αλιζέτ είχε καταλάβει ότι ο Πολ σχετιζόταν ερωτικά με τη Λαμρίτ, και η Λαμρίτ είχε επίσης καταλάβει ότι ο Πολ σχετιζόταν ερωτικά με την Αλιζέτ. Ήταν φυσικό επακόλουθο, αφού οι τρεις τους συνεργάζονταν συχνά, προκειμένου να εκπαιδεύσουν κάποιους επαναστάτες για πόλεμο με πυροβόλα όπλα, να συγκεντρώσουν πολεμοφόδια, να φτιάξουν μηχανές και άρματα. Η Λαμρίτ δεν είχε τσαντιστεί και τόσο· το είχε πάρει απόφαση, ούτως ή άλλως, πως ο Πολ σύντομα θα έφευγε από τη Βίηλ: δεν είχε έρθει για να κατοικήσει εκεί. Δεν ξαναπροθυμοποιήθηκε να πλαγιάσει μαζί του, αλλά αυτό ήταν. Τίποτα χειρότερο. Ούτε έκανε καμια σκηνή.

Η Αλιζέτ, όμως, είχε θυμώσει. Δεν ήθελε να τον ξαναδεί. Τον απέφευγε – εκείνον πιο πολύ από τη Λαμρίτ. Όταν ο Πολ πλησίαζε, η Αλιζέτ απομακρυνόταν. Δεν καθόταν ούτε καν να της μιλήσει για θέματα που τους αφορούσαν άμεσα όλους. Η συνεργασία τους έγινε δύσκολη. Η Ράιλμεχ πήγε να συζητήσει μαζί της, αλλά η Αλιζέτ μόνο που δεν της επιτέθηκε, λέγοντάς της να κοιτάει τη δουλειά της.

Τελικά, ο Πολ αποφάσισε πως δεν υπήρχε κανένας τρόπος να συνεννοηθούν με την Αλιζέτ και προσπάθησε να οργανώσει τη δουλειά με τους επαναστάτες έτσι ώστε να μη χρειάζεται να τη συναντά, παρότι η όλη υπόθεση τού έμοιαζε γελοία. Η Αλιζέτ δεν ήταν κανένα κοριτσάκι, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος! Καλύτερα να τον έβριζε, καλύτερα να τον χτυπούσε, παρά αυτές τις σαχλαμάρες που έκανε!

Και μετά, μια νύχτα, την είχε βρει να κάθεται έξω απ’τη σκηνή του και να τον περιμένει.

«Αυτό σημαίνει πως θέλεις να μιλήσουμε, ή καιροφυλαχτείς για να με δολοφονήσεις, Ατσάλινα Μάτια;» τη ρώτησε.

Τα γκρίζα μάτια της τον κοίταζαν και το στόμα της δεν κινιόταν.

Ο Πολ αναστέναξε, και της είπε: «Εμείς οι δύο δεν είχαμε τίποτα όταν ήμουν στο Κίρτβεχ! Δεν έγινε κάτι πίσω από την πλάτη σου, Αλιζέτ. Με συγχωρείς που δεν σου είχα αναφέρει για τη Λαμρίτ, τόσο καιρό· ίσως θα έπρεπε να το είχα κάνει. Αλλά μάλλον έφταιγε το γεγονός ότι δεν σκεφτόμουν εκείνη όταν ήμουν μαζί σου.»

Το κομπλιμέντο του δεν φάνηκε να της αλλάζει διάθεση. Πάλι σιωπηλή ήταν.

«Θα πεις τίποτα;» τη ρώτησε.

«Τι να πω; Είσαι τελείως μαλάκας.»

Και ο Πολ ξέσπασε σε γέλια.

Η Αλιζέτ σηκώθηκε κι έμοιαζε να είναι διχασμένη ανάμεσα στο να φύγει ή να τον δείρει. Αλλά εκείνος τής είπε: «Στάσου. Αλιζέτ. Δεν πρόκειται να μείνω στη Βίηλ, το ξέρεις. Κι ό,τι είχα με τη Λαμρίτ έχει τελειώσει. Σ’το λέω για να το γνωρίζεις, κι αυτό είναι όλο.»

«Θέλεις, δηλαδή, να φύγω.»

«Νόμιζα πως ένα έξυπνο κορίτσι σαν εσένα θα είχε καταλάβει το ακριβώς αντίθετο.»

Η Αλιζέτ τού έριξε ένα παρεξηγημένο βλέμμα με τα γκρίζα μάτια της κι ύστερα απομακρύνθηκε από τη σκηνή του.

Από τότε, όμως, τουλάχιστον του μιλούσε.

Και μέχρι τώρα συνέχιζε να του μιλά.

Ευτυχώς, γιατί αλλιώς τα πράγματα στη Ρελκάμνια θα είχαν γίνει ακόμα πιο δύσκολα, σκέφτηκε ο Πολ, καθώς στεκόταν επάνω στο άρμα και έβλεπε τώρα τους επαναστάτες από τη Βίηλ – που οι περισσότεροι ήταν Φεηνάρκιοι – να επιτίθενται στη Βόρεια Πύλη του Κε.Σ.Πα.Σ. με τα πυροβόλα, τα ρουκετοβόλα, και τα ενεργειακά κανόνια τους.

Ο Πολ έριξε μια ματιά πίσω του και είδε ότι τα αυτοκίνητα περίμεναν, ακίνητα ακόμα, αλλά έτοιμα να δράσουν μόλις χρειαζόταν. Μονάχα ο Οπλοφόρος, που βρισκόταν πολύ πιο μπροστά, μετά τον Πολ, τη Λαμρίτ, και την Αλιζέτ, κουνιόταν, έχοντας το χέρι του υψωμένο και εκτοξεύοντας τη μια ενεργειακή ριπή μετά την άλλη. Μοιάζοντας χαρούμενος. Καλύτερα να μη μείνει εδώ ύστερα από τον πόλεμο γιατί είναι ικανός να ισοπεδώσει όλη την Ατέρμονη Πολιτεία, σκέφτηκε ο Πολ.

Πήρε το βλέμμα του από τον Οπλοφόρο και το έστρεψε στη Βόρεια Πύλη και στο πανύψηλο τείχος του Στρατώνα. Όλες αυτές οι ριπές των επαναστατών δεν φαινόταν να έχουν ούτε καν γαργαλήσει το τρομερό οχυρωματικό έργο.

Περιμένουμε το σήμα του Πρίγκιπα της Επανάστασης, λοιπόν… σκέφτηκε ο Πολ.

49.

Αντίκρυ στη Δυτική Πύλη του Κε.Σ.Πα.Σ. ήταν συγκεντρωμένο το Απολλώνιο στράτευμα, και η ανταλλαγή πυρών είχε ήδη αρχίσει μέσα στο απογευματινό φως του φθινοπώρου. Ο Ανδρόνικος βρισκόταν στο εσωτερικό του Αυτοσυντηρούμενου Μεταβλητού Οχήματος που είχε τώρα τη μορφή αεροσκάφους με τρεις έλικες και πετούσε σε αρκετή απόσταση από τον Στρατώνα, πιο μακριά από εκεί όπου έφταναν τα όπλα των Παντοκρατορικών. Γύρω του πετούσαν άλλα, μικρότερα αεροσκάφη.

Ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, κοιτάζοντας από το παράθυρο, έβλεπε τα ψηλά τείχη του Κε.Σ.Πα.Σ. και τον λαβύρινθο των οικοδομημάτων από πίσω τους, ενώ ο Προαιρέσιος καθόταν στο πιλοτήριο του Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος και ο Οδυσσέας ήταν στο σύστημα τηλεπικοινωνιών. Δίπλα στον Ανδρόνικο στέκονταν ο Ελπιδοφόρος και η Βάρμη.

«Είστε απόλυτα σίγουροι,» τους ρώτησε ο Ανδρόνικος, «ότι δεν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τις σήραγγες για να εισβάλουμε;»

«Αποκλείεται, Πρίγκιπά μου,» είπε η Βάρμη. «Θα τις φρουρούν πολύ προσεχτικά, ύστερα από όλα όσα έχουν γίνει. Δεν υπάρχει περίπτωση να πιστεύουν πως δεν γνωρίζετε γι’αυτές.» Το είχαν ξανασυζητήσει, προτού ξεκινήσουν την επίθεση, όταν ακόμα κατέστρωναν το σχέδιό τους για να χτυπήσουν τον Κε.Σ.Πα.Σ.

«Επιπλέον, μπορεί και να μας παγιδέψουν εκεί κάτω,» πρόσθεσε ο Ελπιδοφόρος. «Είναι, βασικά, το χειρότερο που μπορούμε να κάνουμε.»

Ο Ανδρόνικος δεν αποκρίθηκε. Είχε εμπιστοσύνη και στους δυο τους. Άλλωστε, ήταν κάποτε Παντοκρατορικοί στρατιωτικοί· ήξεραν τον Στρατώνα και τις διόδους του πολύ καλύτερα από εκείνον. Παρ’ όλ’ αυτά, και το παρόν σχέδιό τους δεν το θεωρούσε ακίνδυνο, αν και φάνταζε σαφώς καλύτερο.

«Τι γίνεται;» ρώτησε τον Οδυσσέα. «Έχουμε κανένα σήμα από τον Κλαρκ;»

«Τίποτα ακόμα, Πρίγκιπά μου. Προφανώς, περιμένουν να νυχτώσει, για να είναι η δουλειά τους ευκολότερη.»

«Μην ανησυχείτε, Μεγαλειότατε. Ο Κλαρκ ξέρει τι κάνει.»

Ο Ανδρόνικος, ακούγοντας αυτή τη φωνή, στράφηκε για ν’αντικρίσει τον Δαίδαλο, ο οποίος ήταν επίσης στο σκάφος. «Το ελπίζω, μάγε. Έχω στείλει μαζί του πέντε γυναίκες που έχουν υπηρετήσει την Επανάσταση καλά, τόσα χρόνια.»

50.

Την Ανατολική Πύλη του Κεντρικού Στρατώνα χτυπούσαν οι επαναστάτες από Υπερυδάτια και Σεργήλη, παραταγμένοι επάνω και γύρω από την Οδό Ευσχήμων. Μαζί τους ήταν και αρκετοί κατάμαυροι επαναστάτες από τη Μοργκιάνη, οι οποίοι είχαν έρθει στη Ρελκάμνια μέσω της Σεργήλης.

Η Βατράνια βρισκόταν στις πίσω γραμμές, κοντά στα τηλεπικοινωνιακά συστήματα που οι επαναστάτες είχαν στήσει στον όγδοο όροφο μιας δεκατετραώροφης πολυκατοικίας, εκεί όπου τα περισσότερα όπλα των Παντοκρατορικών του Στρατώνα δεν μπορούσαν να φτάσουν. Τώρα, η Βατράνια στεκόταν σε μια είσοδο του ορόφου, στην αρχή μιας γέφυρας η οποία, αντίκρυ, εκεί όπου έστριβε, φαινόταν ανατιναγμένη. Μια μεγάλη τρύπα υπήρχε επάνω της. Είχε γίνει πρόσφατα, από έναν πύραυλο εκτοξευμένο από τον Κε.Σ.Πα.Σ.

Η Βατράνια είχε δει κάμποσες μεγάλες πόλης στη ζωή της, αλλά καμία που μπορούσε να συγκριθεί με τη Ρελκάμνια, και ο πόλεμος εδώ την τρόμαζε πολύ περισσότερο απ’ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη γωνιά του Γνωστού Σύμπαντος. Η Ατέρμονη Πολιτεία, παρότι… ατέρμονη, την έκανε να αισθάνεται αφόρητη κλειστοφοβία. Συνεχώς νόμιζε ότι θα παγιδευόταν κάπου όπου δεν θα μπορούσε να γλιτώσει από κάποιον φρικτό θάνατο από φωτιά και σίδερο.

Αντίκρυ της, ανάμεσα από τις πολυκατοικίες και τις γέφυρες, μπορούσε να δει τα ανατολικά τείχη του Κε.Σ.Πα.Σ., που κρύβονταν κάθε τόσο πίσω από καπνούς και εκρήξεις αλλά δεν της έμοιαζε να έχουν πάθει καμία ζημιά παρά τους καταιγισμούς από βολίδες, ρουκέτες, και πυραύλους που εκτόξευαν οι επαναστάτες.

«Η ιδέα μου είναι ή δεν μπορούμε να τους κάνουμε τίποτα;» είπε η Βατράνια.

Η Πρόμαχος Χασρίνα, που στεκόταν πλάι της βαστώντας ένα ζευγάρι κιάλια κατεβασμένα, αποκρίθηκε κοφτά: «Είναι νωρίς ακόμα.»

Η Βατράνια κοίταξε τον Βαλέριο, ο οποίος στεκόταν από την άλλη.

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Αν ήταν εύκολο να μπει κανείς σε τούτο το μέρος, οι Παντοκρατορικοί δεν θα είχαν κλειστεί εδώ μέσα.»

«Συνήθως, σε τέτοια μέρη κλείνονται όλοι σε καιρούς πολέμου,» είπε η Χασρίνα, κυνικά, και ύψωσε τα κιάλια της για να κοιτάξει. «Γαμήσου…» μούγκρισε.

«Τι έγινε;» ρώτησε η Βατράνια.

Η Χασρίνα κατέβασε πάλι τα κιάλια. «Τίποτα δεν περνά τα αντιπυραυλικά πεδία τους, απ’όποια μεριά κι αν τους ρίξεις. Σε κάνει ν’απορείς πόσοι μάγοι δουλεύουν εκεί μέσα, και πόση ενέργεια έχουν για να καταναλώνουν.»

«Γι’αυτό τα τείχη δεν φαίνεται να παθαίνουν τίποτα;» ρώτησε η Βατράνια. «Εξαιτίας των αντιπυραυλικών πεδίων;»

«Τα τείχη δεν παθαίνουν τίποτα επειδή είναι πολύ ανθεκτικά. Τα αντιπυραυλικά πεδία είναι στημένα αμέσως μετά τα τείχη, για να μη μπορούμε να χτυπήσουμε τις εγκαταστάσεις και τα αντιαεροπορικά όπλα εκεί με πυραύλους μακρινής εμβέλειας.»

Ο Βαλέριος είπε: «Αν όμως το σχέδιο μας λειτουργήσει σωστά, δεν θα μας χρειαστεί να το κάνουμε αυτό, Πρόμαχε.»

«Τα σχέδια ποτέ δεν λειτουργούν τέλεια. Κι επιπλέον, το συγκεκριμένο βασίζεται πολύ σ’αυτές τις παράξενες μηχανές – τα αυτοκίνητα. Ή μάλλον, σε μία από αυτές τις μηχανές. Τι θα γίνει αν κάτι δεν πάει καλά μαζί της;»

«Δεν το είπες αυτό όταν ήμασταν στο Παντοτινό Ανάκτορο και το συζητούσαμε,» παρατήρησε η Βατράνια.

«Τι νόημα θα είχε; Δεν είχα κανένα καλύτερο σχέδιο να προτείνω. Καλό είναι αυτό όπως είναι.»

51.

Το Φαντασκεύασμα ταξίδευε παράλληλα στη Ρελκάμνια. Μια ενδοδιάσταση που συνεχώς άλλαζε διαστασιακές συντεταγμένες, αόρατη. Στο εσωτερικό του βρίσκονταν ο Κλαρκ, η Ιωάννα, η Αθηνά, η Νικίτα, η Άνμα’ταρ, και η Αριάδνη’ταρ. Και μαζί τους ήταν, επίσης, οι δύο Πειθαρχικοί του Κενού, ο Άερ’θλαρ και η Άι’νιρ, για περίπτωση ανάγκης και μόνο. Διότι εκείνο που τώρα τους απασχολούσε ήταν να κινηθούν κρυφά και αθόρυβα. Μόνο αν κανένα τάγμα στρεφόταν εναντίον τους οι Πειθαρχικοί θα αποδεικνύονταν απαραίτητοι.

Ο Κλαρκ, έχοντας μια συσκευή προσαρτημένη στο αφτί του, είπε: «Οδυσσέα; Με λαμβάνεις;… Ναι, όλα εντάξει. Ξεκινάμε. Μόλις έχουμε τελειώσει θα σε ενημερώσω. Μην κάνεις τίποτα ώς τότε.»

Καθώς ο μάγος μιλούσε, συνέχιζαν όλοι τους να βαδίζουν μέσα στον διάδρομο που έφτιαχναν οι Τεχνίτες – ή, στην περίπτωση των Πειθαρχικών του Κενού, να αιωρούνται μοιάζοντας να αναβοσβήνουν.

Η Άνμα’ταρ είπε, κοιτάζοντας ολόγυρα: «Είναι απίστευτο αυτό το πράγμα…» Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε στο Φαντασκεύασμα, όπως και όλες τους εκτός από την Ιωάννα.

Η Αριάδνη’ταρ ρώτησε τον Κλαρκ: «Πώς μπορείς να στέλνεις τηλεπικοινωνιακά σήματα από δω μέσα;»

«Το Φαντασκεύασμα είναι πολύ ευαίσθητο σε τέτοια σήματα,» εξήγησε ο μάγος. «Διαφορετικά, όταν είμαι στη Ρελκάμνια, δεν θα μπορούσα να έχω καμία επαφή μαζί του. Το καλώ, όμως, και έρχεται.»

«Μ’αυτή τη λογική,» είπε η Άνμα’ταρ, «δεν θα μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήσει κάπως τηλεπικοινωνιακά σήματα για να του προκαλέσει ζημιά, ή, τουλάχιστον, πρόβλημα;»

«Το μυαλό σου δουλεύει όπως θα έπρεπε, για κάποια του τάγματός σου, υποθέτω,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ μοιάζοντας διασκεδασμένος από τη συζήτηση. «Και έχεις δίκιο: θα μπορούσε να γίνει. Αλλά δεν είναι εύκολο. Και ο επιτιθέμενος θα έπρεπε να γνωρίζει την ακριβή θέση του Φαντασκευάσματος. Πώς νομίζεις ότι θα κατάφερνε να το κάνει αυτό;» τη ρώτησε, σα να προσπαθούσε να τη δοκιμάσει.

Η Άνμα’ταρ μόρφασε δείχνοντας άγνοια. «Ο Σέλιρ ίσως να σκεφτόταν κάτι…»

«Ο Σέλιρ’χοκ; Ο μάγος του τάγματος των Διαλογιστών που ήρθε από την Απολλώνια μαζί σας;»

«Ναι.»

«Οι Διαλογιστές είναι αρκετά ικανοί, οφείλω να ομολογήσω,» είπε ο Κλαρκ, «αλλά τους διαφεύγει το γεγονός ότι, στο σύμπαν, τα πάντα δεν είναι άμεσα σχετιζόμενα με το ανθρώπινο μυαλό. Υπάρχουν πράγματα και δυνάμεις που το μυαλό μας μπορεί να αντιληφτεί μόνο περιφερειακά, ή δεν μπορεί να αντιληφτεί καθόλου.»

Η Άνμα’ταρ και η Αριάδνη’ταρ τον άκουγαν συνοφρυωμένες. «Και τι σχέση έχει αυτό με την κουβέντα μας;» ρώτησε η δεύτερη.

«Η σχέση είναι πολύ μεγάλη, αλλά τώρα πλησιάζουμε στον προορισμό μας, οπότε ετοιμαστείτε.»

«Πώς το ξέρεις ότι πλησιάζουμε;» ρώτησε η Αριάδνη.

Ο Κλαρκ άγγιξε τη συσκευή στο αφτί του. «Το Φαντασκεύασμα μού το λέει.»

«Είναι ευφυές, δηλαδή;»

«Νομίζεις ότι κάτι τέτοιο» – έδειξε τους Τεχνίτες που δούλευαν αντίκρυ τους – «θα ήταν χωρίς κάποιου είδους νοημοσύνη;»

Η Ιωάννα, η Αθήνα, και η Νικίτα, που δεν τις ενδιέφερε η συζήτηση περί μαγείας, είχαν ήδη πάρει τα ξιφίδιά τους στα χέρια και είχαν χαλαρώσει τα πιστόλια τους στα θηκάρια.

«Εδώ είμαστε,» είπε μετά από λίγο ο Κλαρκ, και οι Τεχνίτες έφτιαξαν μια πόρτα μπροστά τους.

Η Ιωάννα την πλησίασε πρώτη και, χαράζοντάς την, κοίταξε έξω. Είδε οικοδομήματα στρατοπέδου και σκοτεινούς δρόμους να σχηματίζονται ανάμεσά τους, ενώ πολλά συνδέονταν και με γέφυρες. Κανένα δεν ήταν, όμως, πολύ ψηλό, όπως άλλα χτίρια της Ρελκάμνια, κι αυτό συνέβαινε για αμυντικούς λόγους. Η Ιωάννα γνώριζε τον Κε.Σ.Πα.Σ., καθώς επίσης και οι άλλες Μαύρες Δράκαινες· δεν ήταν η πρώτη φορά που έρχονταν εδώ, φυσικά.

Στρεφόμενη στις συντρόφισσές της, είπε: «Δύο.» Και δεν χρειαζόταν να διευκρινίσει ότι αναφερόταν σε φρουρούς.

Η Νικίτα ρώτησε: «Εγώ κι εσύ;»

Η Ιωάννα κατένευσε, και οι δυο τους γλίστρησαν έξω από την πόρτα του Φαντασκευάσματος. Κινήθηκαν από σκιά σε σκιά, η Ιωάννα με ένα ξιφίδιο στο χέρι, η Νικίτα μ’ένα ξιφίδιο σε κάθε χέρι. Οι φρουροί φαίνονταν αντίκρυ τους, στο πέρας του στενού δρόμου, εκεί όπου έπεφτε το φως ενός προβολέα μέσα στο βράδυ. Απόμακρα ακούγονταν εκρήξεις και πυροβολισμοί, από τα τείχη του απέραντου Στρατώνα.

Η Ιωάννα έκλεισε το στόμα της μίας φρουρούς με το ελεύθερο χέρι της και της έσκισε τον λαιμό με το ξιφίδιό της. Η Νικίτα κάρφωσε τον άλλο φρουρό στο λαιμό και με τις δύο λεπίδες της: η αιχμή της μίας βγήκε από τη δεξιά μεριά του λαιμού, η αιχμή της άλλης από την αριστερή. Το σώμα έμεινε για λίγο ακίνητο, ενώ αίμα κυλούσε από το στόμα κι από τη μύτη του κι ο άντρας, παρότι προσπαθούσε, δεν μπορούσε να φωνάξει. Ύστερα, η Νικίτα τράβηξε έξω τα ξιφίδιά της αφήνοντας το πτώμα να καταρρεύσει.

Η Ιωάννα είχε ήδη κάνει νόημα στις άλλες να έρθουν, και η Αθηνά, η Άνμα’ταρ, και η Αριάδνη’ταρ πλησίαζαν. Ο Κλαρκ και οι Πειθαρχικοί του Κενού είχαν μείνει πίσω· θα τις περίμεναν, και θα κινούνταν μόνο αν αυτές είχαν ανάγκη.

Οι Μαύρες Δράκαινες γνώριζαν πού έπρεπε να πάνε τώρα. Οι ίδιες είχαν, άλλωστε, πει στον Κλαρκ πού να οδηγήσει το Φαντασκεύασμα, και είχαν δίκιο: τα πράγματα δεν είχαν αλλάξει και τόσο στον Κε.Σ.Πα.Σ. από παλιά. Ένα τόσο μεγάλο και περίπλοκο σύστημα ήταν, αναπόφευκτα, αργοκίνητο στις αλλαγές του.

Διέσχισαν τους δρόμους του σιωπηλά, γλιστρώντας από σκιά σε σκιά, από κάλυψη σε κάλυψη: πίσω από βαρέλια ή κιβώτια, πίσω από γωνίες, πίσω από σταθμευμένα οχήματα ή άρματα. Προσπαθούσαν να σκοτώνουν όσο το δυνατόν λιγότερους στρατιώτες, αλλά ορισμένους ήταν αδύνατο να αποφύγουν να τους σκοτώσουν. Σύντομα, η παρουσία τους θα γινόταν αντιληπτή, αλλά ώς τότε ήλπιζαν ότι θα είχαν κάνει τη δουλειά τους.

Έφτασαν σ’ένα οίκημα που την είσοδό του φρουρούσαν δύο Παντοκρατορικοί. Κι αντίκρυ αυτού του οικήματος ήταν ένα γκαράζ με άρματα, όπου βρίσκονταν και κάποιοι άλλοι στρατιώτες. Το πρώτο οίκημα ήταν ο προορισμός τους, και κάνοντας νοήματα με τα δάχτυλα, η μια στην άλλη, οι Μαύρες Δράκαινες συνεννοήθηκαν σιωπηλά ενόσω ήταν κρυμμένες και κοιτούσαν.

Μετά, η Ιωάννα, η Νικίτα, και η Αριάδνη’ταρ τράβηξαν τα πιστόλια τους και πετάχτηκαν έξω από την κρυψώνα τους, πυροβολώντας απρόσμενα τους δύο φρουρούς που δεν πρόλαβαν να προβάλουν καμια αντίσταση. Σωριάστηκαν σαν πλαστικές κούκλες. Συγχρόνως, η Αθηνά πυροβολούσε με το τουφέκι της προς τη μεριά του γκαράζ ενώ η Άνμα’ταρ έκανε ένα Ξόρκι Καπνογόνου Θραύσεως Πυρών. Οι στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί τυφλώθηκαν από μια ξαφνική, δυνατή λάμψη, χτυπήθηκαν από μικρά θραύσματα σφαίρας, κι άρχισαν να βήχουν, βογκώντας, μέσα στους καπνούς.

Η Αθηνά και η Άνμα’ταρ ακολούθησαν τις άλλες τρεις καθώς εκείνες κλοτσούσαν την πόρτα και ορμούσαν μέσα στο οίκημα.

Η Ιωάννα είδε τη Νικίτα να μπαίνει πρώτη, πυροβολώντας έναν άντρα που έκανε να πιάσει ένα από τα τουφέκια που ήταν κρεμασμένα στον τοίχο, και μετά στρέφοντας το πιστόλι της προς μια γυναίκα– κραυγάζοντας, η Νικίτα έπεσε. Η Παντοκρατορική είχε προλάβει να ρίξει με το δικό της πιστόλι. Η Ιωάννα την πυροβόλησε στο στήθος, δύο φορές, σκοτώνοντάς την. Κι ύστερα στράφηκε στην πεσμένη Νικίτα ενώ σκεφτόταν: Όχι κι αυτή! καθώς στο μυαλό της ερχόταν η Ανταρλίδα και άλλες που είχαν σκοτωθεί.

Η πορφυρόδερμη, γαλανομάλλα Μαύρη Δράκαινα, όμως, δεν ήταν νεκρή. Η σφαίρα την είχε πάρει ξώφαλτσα στο πλάι του κεφαλιού, καθώς η Παντοκρατορική είχε πυροβολήσει βιαστικά, και η Νικίτα είχε πέσει εξαιτίας της ορμής με την οποία είχε μπει στο δωμάτιο.

«Είσαι ’ντάξει;» τη ρώτησε η Ιωάννα, ενώ ήδη εκείνη σηκωνόταν στο ένα γόνατο.

Η Νικίτα άγγιξε το επιφανειακό τραύμα στο κεφάλι της. «Ναι,» αποκρίθηκε, και στάθηκε πάλι όρθια.

Η Αθηνά, εν τω μεταξύ, είχε στρέψει το πιστόλι της στη μισάνοιχτη πόρτα αντίκρυ, μήπως κάποιος ερχόταν. Αλλά κανένας δεν είχε ακόμα παρουσιαστεί.

Η Αριάδνη’ταρ μουρμούρισε ένα ξόρκι.

«Τι;» τη ρώτησε η Ιωάννα.

«Ήθελα να βεβαιωθώ ότι ήρθαμε στο σωστό μέρος.»

«Και;»

«Από κάτω μας πρέπει να είναι οι μάγοι που συντηρούν το πεδίο.»

«Πάμε, τότε,» είπε η Αθηνά και κλότσησε την πόρτα, ανοίγοντάς την τελείως, για ν’αποκαλύψει μια καθοδική πέτρινη σκάλα. Ξεκίνησε να κατεβαίνει πρώτη, και οι άλλες την ακολούθησαν. Η Ιωάννα αμέσως μετά από εκείνη. Και ήξερε ότι ήταν ευάλωτες εδώ πέρα, τόσο στενός – επίτηδες στενός – που ήταν ο χώρος.

«Θα μας περιμένουν, κάτω,» είπε – αχρείαστα, γιατί όλες τους το καταλάβαιναν.

Η σκάλα ήταν στριφτή, έκανε σπείρες καθώς κατέβαινε, και σε κάθε στροφή η Ιωάννα υποπτευόταν πως η κάννη κάποιου τουφεκιού μπορεί να ξεπρόβαλε για να σκοτώσει την Αθηνά. Οι αναπνοές όλων των Μαύρων Δρακαινών, ωστόσο, ήταν ρυθμικές, σχεδόν συγχρονισμένες, σαν καμια τους να μη φοβόταν το παραμικρό. Ήταν καλά εκπαιδευμένες.

Η Άνμα’ταρ υποτονθόρυσε ένα ξόρκι, και μετά είπε: «Είναι στο τέλος της σκάλας!» έντονα αλλά όχι δυνατά, για να την ακούσουν μόνο εκείνες.

«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε η Αριάδνη.

«Ξόρκι Εντοπισμού Νοητικής Δραστηριότητος. Ο Σέλιρ μού το έχει μάθει.»

Η Αθηνά, κοιτάζοντας πίσω, ρώτησε: «Είναι στη βάση της σκάλας;»

«Μάλλον,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Δεν είμαι σίγουρη.»

Η Αθηνά τράβηξε μια βόμβα καπνού από τη ζώνη της και την ύψωσε προς τις άλλες. Η Ιωάννα κατένευσε. Το ίδιο κι η Νικίτα. Και όλες τους φόρεσαν μάσκες.

Η Αθηνά τράβηξε το πώμα του καπνογόνου και το πέταξε στα σκαλοπάτια, αφήνοντάς το να κατρακυλήσει ώς κάτω. Φωνές ακούστηκαν. Η Άνμα είχε δίκιο, σκέφτηκε η Ιωάννα.

Η Αθηνά έβγαλε και μια χειροβομβίδα και την πέταξε κι αυτήν. Η έκρηξη τράνταξε τη σκάλα, και μετά οι Μαύρες Δράκαινες εφόρμησαν, στρίβοντας την τελευταία στροφή, κατεβαίνοντας τα τελευταία σκαλοπάτια, και πυροβολώντας όποια ανθρώπινη σκιά φαινόταν να κινείται μέσα στον καπνό.

Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, κανένας εχθρός δεν ήταν πια όρθιος, και, γνωρίζοντας τον χώρο από παλιά, η Ιωάννα και οι συντρόφισσές της πλησίασαν μια κλειστή πόρτα η οποία σίγουρα ήταν αμπαρωμένη από την άλλη μεριά. Η Αριάδνη’ταρ έβγαλε μια βόμβα από τη στολή της και την κόλλησε επάνω στην πόρτα. Ύστερα, κι οι πέντε απομακρύνθηκαν.

Η πόρτα εξερράγη, σηκώνοντας ακόμα περισσότερο καπνό, κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνιχτική. Οι Μαύρες Δράκαινες πυροβόλησαν προς το εσωτερικό του δωματίου, καθώς πυροβολισμοί έρχονταν από εκεί και κάννες φαίνονταν να φωτίζουν μέσα από τη θολούρα.

Κραυγές αντηχούσαν. Μαζί με έντονο βήχα.

Η Ιωάννα αισθανόταν τον λαιμό της ξερό παρά τη μάσκα που φορούσε. Πίσω από τους γυάλινους φακούς της μάσκας είδε κάτι να έρχεται μέσα από τον καπνό – κάτι μαύρο, στρογγυλό. «Χειροβομβ–!» έκανε να φωνάξει για να προειδοποιήσει τις άλλες, αλλά, προτού ολοκληρώσει τη λέξη, η Αθηνά πετάχτηκε. Άρπαξε στο ένα χέρι τη χειροβομβίδα λίγο πριν αγγίξει το πάτωμα – και την τίναξε πίσω, στους Παντοκρατορικούς – ενώ σφαίρες χτυπούσαν το σώμα της.

Η έκρηξη έκανε τα πάντα να φωτίσουν ξαφνικά, έντονα. Η Ιωάννα είδε σκοτεινές μορφές σε άσπρο φόντο, ενώ φώναζε: «Αθηνά!» και η φωνή της χανόταν μέσα στον βρόντο. Σκόνες και χαλίκια έπεφταν από το ταβάνι, σαν σύντομη βροχή. Κι όταν η λάμψη έσβησε, τα πάντα τυλίχτηκαν στο σκοτάδι, κάνοντας την Ιωάννα προς στιγμή να φοβηθεί μήπως είχε τυφλωθεί· μετά, όμως, ορισμένες λάμπες κατόρθωσαν να ξανανάψουν, τρεμοπαίζοντας σαν δαιμονισμένες.

«Αθηνά!» Η Ιωάννα πλησίασε την πεσμένη Μαύρη Δράκαινα, γνωρίζοντας ότι φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο κάτω απ’τα ρούχα της αλλά ξέροντας επίσης πως αυτό δεν την έκανε άτρωτη.

Η Αθηνά έβηχε, ξαπλωμένη στο πάτωμα, και η Ιωάννα είδε αίμα να κυλά από την άκρη της μάσκας της. «Πρέπει να την πάρουμε από δω!» είπε στις άλλες.

«Κάποιοι έρχονται!» Η Αριάδνη’ταρ έδειξε προς τη σκάλα. Αναμενόμενο ήταν, φυσικά, ότι θα έρχονταν, αλλά φαίνεται πως δεν είχαν χάσει καθόλου χρόνο.

«Μέσα!» γρύλισε η Νικίτα. «Να τελειώσουμε τη δουλειά μας!» Και πέρασε το κατώφλι της πόρτας που είχαν ανατινάξει, έχοντας πάρει τώρα το τουφέκι της στα χέρια και πυροβολώντας στην τύχη μέσα στους καπνούς. «Ανάψτε μου έναν φακό!» φώναξε.

Και, καθώς η Ιωάννα σήκωνε την Αθηνά από κάτω, βάζοντας το χέρι της άλλης Μαύρης Δράκαινας στους ώμους της, η Άνμα’ταρ άναβε έναν δυνατό φακό για να διαλύσει τη θολούρα και η Αριάδνη’ταρ την ακολουθούσε. Το φως αποκάλυψε μια αίθουσα όλο καλώδια και ενεργειακές φιάλες τοποθετημένες μέσα σε ειδικές θυρίδες καμωμένες από σκληρά μέταλλα ώστε να είναι δύσκολο να χτυπηθούν και να ανατιναχτούν. Ωστόσο, σε μια μεριά ήταν φανερό πως είχαν ανατιναχτεί από την έκρηξη της χειροβομβίδας: ένα μηχάνημα εκεί κοντά είχε καταστραφεί, και μια μάγισσα είχε απανθρακωθεί. Υπήρχαν, όμως, κι άλλα παρόμοια μηχανήματα σε διάφορα σημεία του δωματίου. Οι μάγοι που εργάζονταν εκεί είχαν τώρα άλλοι σκοτωθεί από την έκρηξη της χειροβομβίδας κι άλλοι από τα πυρά της Νικίτας, ενώ όσοι ζούσαν είχαν γονατίσει πίσω από κάποιο αντικείμενο για να καλυφτούν – και φώναξαν πως παραδίνονταν. Στο πάτωμα της αίθουσας κείτονταν νεκροί Παντοκρατορικοί στρατιώτες, καμένοι και ματωμένοι.

Η Νικίτα, χωρίς να διστάσει, πυροβόλησε τους μάγους που παραδίνονταν, και η Άνμα’ταρ τη μιμήθηκε, με το πιστόλι της, ενώ στο άλλο χέρι εξακολουθούσε να κρατά τον δυνατό φακό. Ένας μάγος, όμως, πρόλαβε να πετάξει μια ηχητική βόμβα προτού πεθάνει, κι αμέσως ένα εκκωφαντικό σύριγμα διαπέρασε τ’αφτιά τους και τα κεφάλια τους – και συνέχισε να τα διαπερνά.

Η Ιωάννα γρύλιζε, βέβαιη πως κανένας δεν μπορούσε να την ακούσει. Ούτε η ίδια δεν μπορούσε ν’ακούσει τον εαυτό της. Η Αθηνά τής έμοιαζε νεκρή, καθώς κρεμόταν από τους ώμους της, και η Ιωάννα ευχόταν να μην είχε πεθάνει, να προλάβαινε να τη σώσει – να προλάβαινε να σώσει κάποια από τις Μαύρες Δράκαινες για μια φορά!

Γιατί καμια τους δεν έκανε τίποτα για την καταραμένη ηχητική βόμβα; Είχε δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει τούτη τη σκέψη, και είδε τη Νικίτα να τινάζεται προς τον μηχανισμό, ενώ η Άνμα’ταρ και η Αριάδνη’ταρ είχαν γονατίσει· η πρώτη, μάλιστα, είχε διπλωθεί πάνω στο πάτωμα κρατώντας τ’αφτιά της.

Η Νικίτα ήταν πραγματικά σκληρή, παρατηρούσε γι’ακόμα μια φορά η Ιωάννα, βλέποντάς την να κινείται παρά τον πόνο που σίγουρα τής προκαλούσε ο ήχος. Υψώνοντας το τουφέκι της, κατέβασε την πίσω μεριά του, δυνατά, επάνω στην ηχητική βόμβα και –

απρόσμενα

– ο ήχος έπαψε.

Όχι όμως και ο πόνος. Ούτε η ζάλη. Και ούτε η ακοή τους είχε αμέσως επανέλθει. Κακό πράγμα, όταν ήξεραν ότι πίσω τους ζύγωναν εχθροί.

Η Ιωάννα πάτησε το κουμπί του πομπού της, στέλνοντας τηλεπικοινωνιακό σήμα στον Κλαρκ για να έρθει να τις πάρει από εδώ.

Εν τω μεταξύ, η Νικίτα πυροβολούσε τα μηχανήματα ολόγυρά τους, καταστρέφοντάς τα. Το αντιπυραυλικό πεδίο σ’όλη τη δυτική μεριά του Στρατώνα θα είχε ήδη πέσει, φυσικά, αφού οι μάγοι είχαν πάψει τις μαγγανείες τους, αλλά η διάλυση των μηχανημάτων θα απέτρεπε τον εχθρό απ’το να στείλει καινούργιους μάγους εδώ – αν είχε κι άλλους στη διάθεσή του.

Η Ιωάννα είδε, με τις άκριες των ματιών της, Παντοκρατορικούς να έρχονται από το πρώτο δωμάτιο, μέσα από τη θολούρα. Και τους πυροβόλησε με το πιστόλι της ενώ συνέχιζε να υποβαστάζει την Αθηνά. Ο γεμιστήρας της τελείωσε. Γαμήσου! Τον άλλαξε, γρήγορα.

Κι ύστερα, μια φωτεινή, λευκή ρομφαία πέρασε από μπροστά της, χτυπώντας τους εχθρούς. Η Ιωάννα γύρισε και είδε πως ο Κλαρκ και οι Πειθαρχικοί του Κενού είχαν έρθει· και ο μάγος μιλούσε, φώναζε, αλλά εκείνη δεν τον άκουγε παρά μόνο απόμακρα. «Ελάτε!» νόμιζε πως έλεγε. «Ελάτε!»

Τον ακολούθησαν στο εσωτερικό του Φαντασκευάσματος (η πόρτα του οποίου είχε παρουσιαστεί σε μια γωνία που μετά βίας διακρινόταν μέσα απ’τους καπνούς και τα σκοτάδια) ενώ ο Άερ’θλαρ και η Άι’νιρ χρησιμοποιούσαν τις ρομφαίες τους για να καταστρέψουν ό,τι είχε απομείνει από τα μηχανήματα της αίθουσας.

52.

Ο Κλαρκ επικοινώνησε με τον Οδυσσέα, κι εκείνος επικοινώνησε με τους επαναστάτες από τη Βίηλ, χρησιμοποιώντας τις κεραίες της Ρελκάμνια για να μεταβιβάσει το σήμα του.

«Το αντιπυραυλικό πεδίο στα δυτικά έπεσε,» είπε ο Πολ στη Λαμρίτ, καθώς κατέβαζε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό απ’το αφτί του. «Σίγουρα τώρα θα μεταφέρουν πολλές δυνάμεις τους προς τα εκεί, για ν’αποτρέψουν τους Απολλώνιους απ’το να εισβάλουν.»

Η Λαμρίτ ένευσε. «Ναι, αλλά περίμενε λίγο. Θέλω να δούμε κάτι να αλλάζει.» Και, χρησιμοποιώντας τον δικό της πομπό, επικοινώνησε με τους ανιχνευτές της επάνω στις πολυκατοικίες και στις γέφυρες της Ρελκάμνια, οι οποίοι κοίταζαν τον Στρατώνα. Μετά, είπε στον Πολ: «Κάποια οχήματα και αεροσκάφη, πράγματι, φαίνεται να πηγαίνουν προς τα δυτικά. Μόλις ολοκληρωθούν αυτές οι κινήσεις, θα χτυπήσουμε.»

Ο Πολ δεν έφερε αντίρρηση. Κατεβαίνοντας από το άρμα, πλησίασε τον Κατακρημνιστή και του είπε να είναι έτοιμος.

«Έτοιμος είμαι, Πολ,» αποκρίθηκε το αυτοκίνητο. «Περιμένω μόνο να μου πείτε πότε να επιτεθώ.»

Ο Πολ κοίταζε τη Λαμρίτ να μιλά πάλι στον πομπό της, ενώ οι επαναστάτες της Βίηλ, που ήταν κυρίως από τη Φεηνάρκια, συνέχιζαν να χτυπάνε τα τείχη και τη Βόρεια Πύλη του Στρατώνα.

Η Αλιζέτ σκαρφάλωσε επάνω στο άρμα όπου πριν ήταν ανεβασμένος ο Πολ. Ετοιμαζόταν κι εκείνη για την έφοδο στην πύλη.

Η Λαμρίτ στράφηκε, τελικά, στον Πολ και του έκανε νόημα. Και ο Πολ είπε στον Κατακρημνιστή: «Τώρα, μεγάλε,» κι απομακρύνθηκε απ’αυτόν, πηγαίνοντας προς το άρμα. «Έλα μέσα,» είπε στην Αλιζέτ, και μπήκε εκείνος πρώτος από την ανοιχτή καταπακτή. Η Σκοτεινή Βασίλισσα τον ακολούθησε, σιωπηλά.

Στο εσωτερικό ήταν ο Άλτρες στο τιμόνι, καθώς κι άλλοι δύο επαναστάτες – από τη Φεηνάρκια. Ο Πολ κοίταξε από ένα στενό παράθυρο του άρματος και είδε το μάτια του Κατακρημνιστή να αστράφτουν δυνατά. Το αυτοκίνητο κατέβασε το κερασφόρο κεφάλι του και, καθώς οι επαναστάτες τού είχαν ήδη κάνει χώρο ανάμεσά τους, έτρεξε. Έγινε μια μεταλλική θολούρα. Συγχρόνως, οι πολεμιστές της Επανάστασης χτυπούσαν μανιασμένα τον Στρατώνα, για να κρατάνε τα οπλικά του συστήματα απασχολημένα. Μερικές ριπές, ωστόσο, έπεσαν προς τον Κατακρημνιστή. Αλλά καμία δεν τον σταμάτησε.

Το αυτοκίνητο κουτούλησε πάνω στη Βόρεια Πύλη, που ήταν πελώρια και καμωμένη από πανίσχυρα μέταλλα, ειδικά φτιαγμένη για άμυνα από τους καλύτερους τεχνουργούς της Ρελκάμνια. Ο Πολ την είδε να τραντάζεται και να σχηματίζει λακκούβα και, προς στιγμή, φοβήθηκε πως ακόμα κι η δύναμη του Κατακρημνιστή δεν θα ήταν αρκετή για να την κάνει να καταρρεύσει.

Ο φόβος του βγήκε πραγματικός. Η πύλη δεν έπεσε, παρότι έμοιαζε πολύ άσχημα χτυπημένη, ετοιμόρροπη.

«Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος γαμώ…» καταράστηκε ο Πολ, κάτω απ’την ανάσα του. Και τινάχτηκε έξω από την καταπακτή του άρματος, φωνάζοντας: «Βοηθήστε τον κερατά! Τώρα! Τώρα! Βοηθήστε τον!»

Οι επαναστάτες εξαπέλυσαν ρουκέτες και ενεργειακές ριπές καταπάνω στη Βόρεια Πύλη, τραντάζοντάς την ακόμα περισσότερο, ενώ οι Παντοκρατορικοί πετούσαν βόμβες στον Κατακρημνιστή, από τις πολεμίστρες του τείχους. Το αυτοκίνητο, έχοντας βρεθεί μέσα σε εκρήξεις, κουτουλούσε ξανά την πύλη, αν και όχι με την αρχική του ταχύτητα τώρα. Την κοπανούσε με το κερασφόρο κεφάλι του και με τις πελώριες γροθιές του.

Και η πύλη σωριάστηκε, επιτέλους – με τον Κατακρημνιστή ξαπλωμένο πάνω της.

Πρώτη φορά τον είχε δει ο Πολ να πέφτει έτσι από την προσπάθεια, κι ένιωθε λιγάκι σοκαρισμένος.

Το στράτευμα της Βίηλ, όμως, δεν καθυστέρησε καθόλου. Αμέσως κινήθηκε. Τα άρματά του έτρεξαν προς την κατεστραμμένη πύλη, πυροβολώντας, και ο Πάνοπλος κι ο Εξάποδος τα ακολουθούσαν. Τη Νυχτερινή ο Πολ την είχε χάσει από τα μάτια του, αλλά ήταν βέβαιος ότι κάπου εκεί κοντά θα ήταν, αόρατη μες στα σκοτάδια της νύχτας, ανάμεσα στα φώτα των προβολέων.

«Έλα μέσα!» του φώναξε η Αλιζέτ, και ο Πολ πήδησε στο εσωτερικό του άρματος, κλείνοντας την καταπακτή από πάνω του, καθώς ο Άλτρες είχε βάλει μπροστά και πλησίαζαν την πύλη.

Εκρήξεις βροντούσαν παντού γύρω τους, κι αισθάνονταν το έδαφος να τραντάζεται από κάτω τους, ενώ πυροβόλα κροτάλιζαν και ανθρώπινες κραυγές αντηχούσαν.

53.

Οι Απολλώνιοι εξαπέλυσαν όλους τους πυραύλους που είχαν έτοιμους, καθώς οι Μαγγανείες Αντιπυραυλικού Πεδίου της δυτικής μεριάς του Κε.Σ.Πα.Σ. είχαν διαλυθεί. Μακριές φλογερές ουρές παρουσιάστηκαν στον νυχτερινό ουρανό πάνω από τα ψηλά οικοδομήματα, και τα βλήματα έπεσαν μέσα στον Στρατώνα των Παντοκρατορικών, πίσω από τα τείχη.

Ο Ανδρόνικος είδε φωτιές και λάμψεις, καθώς στεκόταν μπροστά στο παράθυρο του αεροσκάφους. «Χτυπήστε τους με ό,τι έχουμε, Οδυσσέα,» είπε. «Διαλύστε πρώτα τα αντιαεροπορικά τους συστήματα. Μετά, δεν θα χρειάζεται πια να καταστρέψουμε την πύλη τους. Θα περάσουμε από πάνω.»

Ο Οδυσσέας έδινε διαταγές μέσα από τα τηλεπικοινωνιακά όργανα του Μεταβλητού Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος.

54.

Η Ιωάννα ξάπλωσε την Αθηνά στο μεταλλικό πάτωμα του Φαντασκευάσματος. Έβγαλε τη δική της μάσκα, κι ύστερα έβγαλε και τη μάσκα της χτυπημένης Μαύρης Δράκαινας. Είδε πως αίμα έτρεχε από τη μύτη και το στόμα της. Ο πνεύμονας!

Η Ιωάννα άνοιξε τη στολή της Αθηνάς, τράβηξε το ξιφίδιό της και έκοψε γρήγορα το αλεξίσφαιρο γιλέκο από κάτω. Μια σφαίρα το είχε διαπεράσει στο αριστερό στήθος.

«Όχι…» μουρμούρισε, «όχι…» Και ρώτησε: «Αθηνά; Με καταλαβαίνεις; Με καταλαβαίνεις;» Η άλλη Μαύρη Δράκαινα δεν αποκρίθηκε· έβηξε μονάχα, αδύναμα.

Ο Κλαρκ γονάτισε, τότε, πλάι στην Ιωάννα. «Βγάλε της τη σφαίρα,» είπε. «Μπορείς;»

«Ναι, αλλά… αλλά ίσως να την τραυματίσω χειρότερα, και… και…» Θα πεθάνει. Η Ιωάννα αισθανόταν ότι ακόμα ένα κομμάτι της ψυχής της ήταν έτοιμο να ξεριζωθεί.

«Δεν θα πεθάνει,» της είπε ο Κλαρκ σαν να είχε, εκτός των άλλων, και δυνάμεις να διαβάζει τη σκέψη. «Βγάλ’ της τη σφαίρα.»

Η Ιωάννα δίστασε· τα χέρια της έμειναν ακίνητα.

«Τώρα!» είπε η Κλαρκ, επιτακτικά. «Αλλιώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να τη βοηθήσω.»

Η Ιωάννα έκανε μια τομή στο τραυματισμένο μαύρο στήθος της Αθηνάς με τη λεπίδα της κι έβαλε τα δάχτυλα του χεριού της μέσα, ψηλαφώντας, ενώ η χτυπημένη Μαύρη Δράκαινα μούγκριζε και το σώμα της σπαρταρούσε αδύναμα. Η Άνμα και η Αριάδνη γονάτισαν για να κρατήσουν τα χέρια και τα πόδια της. Η Ιωάννα βρήκε τη σφαίρα και την τράβηξε έξω. Είδε ότι ήταν από εκείνες τις μυτερές, επικίνδυνες σφαίρες που δεν είχαν πρόβλημα να τρυπήσουν οποιοδήποτε αλεξίσφαιρο γιλέκο εκτός αν ήταν καμωμένο από πολύ ισχυρά μέταλλα ή από μέταλλα ενεργειακά φορτισμένα.

Ο Κλαρκ, πλάι της, είχε ήδη βγάλει ένα μαχαίρι από τα ρούχα του και η Ιωάννα, ξαφνιασμένη, τον είδε να σκίζει τον αριστερό του πήχη. Τι έκανε; Τι νόημα είχε αυτό; Ο μάγος θηκάρωσε το μαχαίρι και τράβηξε το δέρμα του, αποκαλύπτοντας από κάτω, μέσα από το αίμα, κάτι μικροσκοπικές μηχανές που κινούνταν. Σαν αράχνες.

«Τι είναι αυτά, Κλαρκ;» τον ρώτησε η Ιωάννα.

Εκείνος δεν απάντησε. Πήρε ένα από τα μικροσκοπικά μηχανικά πλάσματα και το έβγαλε από το σώμα του, κρατώντας το ανάμεσα στον δείκτη και στον αντίχειρά του. Τεντώθηκε πάνω από την Αθηνά και το έριξε μέσα στο τραύμα της.

«Θα… θα τη βοηθήσει αυτό;» απόρησε η Ιωάννα.

«Ναι. Θα τη θεραπεύσει.»

«Έχεις πολλά τέτοια πράγματα μέσα σου;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ, ενώ έβαζε ξανά τη σκισμένη σάρκα του στη θέση της, σαν να ήταν ύφασμα (!), και το τραύμα άρχιζε να θεραπεύεται με απίστευτα ταχύ ρυθμό.

«Δεν το ήξερα ότι υπάρχουν τέτοια… τέτοιες μηχανές…»

«Δεν τις έχει ο καθένας.»

Η Άνμα’ταρ ρώτησε: «Και τώρα η Αθηνά θα το έχει αυτό μέσα της για πάντα;»

«Το για πάντα είναι μεγάλο χρονικό διάστημα,» είπε ο Κλαρκ. «Τίποτα δεν ζει για πάντα. Μόνο του, το αυτόματο που έβαλα στο σώμα της δεν μπορεί να επιβιώσει για πολύ.»

«Εσύ γιατί τα έχεις μέσα σου;»

«Με βοηθάνε,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ. «Αλλά μη νομίζεις ότι ήταν εύκολο να τα συνηθίσω.» Σηκώθηκε όρθιος, ενώ η Ιωάννα, η Άνμα’ταρ, και η Αριάδνη’ταρ ήταν ακόμα γονατισμένες· μόνο η Νικίτα ήταν όρθια – και οι Πειθαρχικοί του Κενού, φυσικά, οι οποίοι αιωρούνταν μερικά εκατοστά πάνω από το μεταλλικό πάτωμα. «Τώρα,» είπε ο Κλαρκ, «βγάλτε και τις υπόλοιπες σφαίρες από το σώμα της φίλης σας. Δε νομίζω ότι είναι σε κρίσιμα σημεία, αλλά δεν θα ήταν καλό να τις αφήσετε μέσα.»

Η Ιωάννα ένευσε και, με τη βοήθεια της Άνμα και της Αριάδνης, έγδυσαν την Αθηνά από τη στολή της βλέποντας πως το μαυρόδερμο σώμα της είχε χτυπηθεί σε κάμποσα σημεία. Μας έσωσε όλες και παραλίγο να σκοτωθεί, σκέφτηκε η Ιωάννα. Αν δεν ήταν ο Κλαρκ θα πέθαινε. «Έχεις κάποιο αναισθητικό;» τον ρώτησε, γιατί νόμιζε πως η Αθηνά μπορούσε να καταλάβει τι έκαναν: την άκουγε να μουγκρίζει, κι ακόμα έφτυνε αίμα.

Ο Κλαρκ γονάτισε πάλι και, αγγίζοντας το κοκκινομάλλικο κεφάλι της τραυματισμένης Μαύρης Δράκαινας, υποτονθόρυσε κάποια λόγια. Τα μάτια της Αθηνάς έκλεισαν, η όψη της έγινε χαλαρή…

55.

Το άρμα πέρασε την κατεστραμμένη Βόρεια Πύλη του Στρατώνα, και ο Πολ, κοιτάζοντας έξω απ’το παράθυρο, έβλεπε παντού επαναστάτες να επιτίθενται στους Παντοκρατορικούς. Πυροβόλα κροτάλιζαν και λεπίδες έβγαιναν από τα θηκάρια σε όσες περιπτώσεις οι αντίπαλοι κατόρθωναν να φτάσουν κοντά ο ένας στον άλλο. Ορισμένοι από τους Φεηνάρκιους είχαν και ξιφολόγχες επάνω στα τουφέκια τους· οι Παντοκρατορικοί δεν είχαν. Ελάχιστοι, μάλιστα, κουβαλούσαν σπαθιά· οι περισσότεροι κανένα ξιφίδιο μονάχα είχαν θηκαρωμένο επάνω τους.

Ο Κατακρημνιστής έμοιαζε λιγάκι στραπατσαρισμένος, αλλά εξακολουθούσε νάναι ανυπέρβλητος στα πυρά των τουφεκιών και των πιστολιών, και ορμούσε καταπάνω στους Παντοκρατορικούς γρονθοκοπώντας τους με τις πελώριες γροθιές του. Ο Πολ τον είδε να ζυγώνει κι ένα ερπυστριοφόρο άρμα, ώστε να το σηκώσει και να το αναποδογυρίσει, ενώ οι Παντοκρατορικοί που βρίσκονταν μέσα του άνοιγαν γρήγορα τις πόρτες για να πεταχτούν έξω και να τρέξουν να φύγουν.

Ο Πάνοπλος και ο Εξάποδος είχαν επίσης περάσει την πύλη και χτυπούσαν τους εχθρούς, προκαλώντας πανικό ανάμεσά τους, γιατί ακόμα κι εδώ, στη Ρελκάμνια, οι Παντοκρατορικοί σίγουρα δεν είχαν ξαναδεί κάτι σαν τα αυτοκίνητα. Δεν ήταν όπως τα αυτόματα που έφτιαχναν κάποιοι μάγοι. Δεν ήταν αδέξιες μηχανές που η χρησιμότητά τους στη μάχη ήταν αμφίβολη. Τα αυτοκίνητα ήταν ζωντανοί οργανισμοί, και πανίσχυροι πολεμιστές από μέταλλο.

Ο Οπλοφόρος μπήκε τελευταίος στον Στρατώνα, εκτοξεύοντας τη μια ενεργειακή ριπή κατόπιν της άλλης από το κανόνι στο χέρι του, το οποίο χειριζόταν με τόση άνεση όπως οι συνηθισμένοι πολεμιστές το τουφέκι τους.

Οι επαναστάτες ανέβαιναν στις πολεμίστρες των τειχών για να καταστρέψουν τα μεγάλα όπλα που βρίσκονταν εκεί και να διώξουν τους Παντοκρατορικούς. Και ο Πολ είδε την Ιπτάμενη τώρα να προσγειώνεται μέσα στον Στρατώνα, περνώντας χωρίς πρόβλημα πάνω από το τείχος, χωρίς κανένας να μπορεί να την καταρρίψει.

Πίσω του, ο Πολ άκουσε κίνηση – προς την καταπακτή του άρματος. Στράφηκε και είδε την Αλιζέτ έτοιμη να βγει.

«Πού πας;» της είπε.

«Έξω.»

Την κοίταξε με δισταγμό.

«Μη μου πεις πως φοβάσαι μην πάθω τίποτα, Πολ,» είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα, και άνοιξε την καταπακτή, βγαίνοντας.

Ο Πολ στράφηκε πάλι στο παράθυρο για να δει την Αλιζέτ να τρέχει ανάμεσα στους υπόλοιπους επαναστάτες, πυροβολώντας με το τουφέκι της, κινούμενη μέσα στη μάχη σαν να ήταν το φυσικό της περιβάλλον. Ένας καρχαρίας μέσα στο ματωμένο νερό.

56.

Με την πτώση των αντιπυραυλικών πεδίων, τα μακρινά όπλα των Απολλώνιων έκαναν θραύση πίσω από τα τείχη του Στρατώνα, καθώς γνώριζαν ακριβώς πού να χτυπήσουν. Ο Ελπιδοφόρος και η Βάρμη είχαν δώσει πολύ συγκεκριμένες πληροφορίες.

Και τώρα ο Ανδρόνικος είπε: «Ήρθε η ώρα των αεροσκαφών μας.» Μέσω του τηλεπικοινωνιακού συστήματος του Μεταβλητού Αυτοσυντηρούμενου Οχήματος, πρόσταξε εναέριο βομβαρδισμό και, αμέσως μετά, προσεδάφιση των Απολλώνιων μαχητών – αποστολή των οποίων θα ήταν να ανοίξουν τη Δυτική Πύλη.

Τα μαχητικά της Απολλώνιας πέρασαν πάνω από τα δυτικά τείχη του Κε.Σ.Πα.Σ. εξαπολύοντας ρουκέτες και βόμβες και πυροβολώντας με τα πολυβόλα τους. Κρότοι τράνταζαν τα οικοδομήματα σε μια ακτίνα πολλών χιλιομέτρων, λάμψεις και φωτιές ξεπηδούσαν. Όταν τα μαχητικά έφυγαν, ήρθαν ελικόπτερα και μεγαλύτερα αεροπλάνα και πέρασαν κι αυτά πάνω από τα τείχη. Αλεξιπτωτιστές πήδησαν από ορισμένα, οι οποίοι καθώς κατέβαιναν πυροβολούσαν και πέταγαν χειροβομβίδες. Άλλα, πάλι, αεροσκάφη έχασαν ύψος και έριξαν ανεμόσκαλες για να κατεβάσουν τους μαχητές τους, ή ακούμπησαν ακόμα και στο έδαφος ή στις οροφές οικοδομημάτων του Στρατώνα.

Ο Ανδρόνικος κοίταζε από απόσταση, μέσα στο δικό του πελώριο μεταβλητό αεροσκάφος, και μπορούσε να δει πως μακελειό γινόταν πίσω από τα τείχη. Μακελειό όπου οι μαχητές του νικούσαν. Και σύντομα, η Δυτική Πύλη άνοιξε, και ο στρατός από την Απολλώνια εισέβαλε.

Ο Ανδρόνικος πρόσταξε, μέσω του εσωτερικού επικοινωνιακού διαύλου, τους μάγους στο ενεργειακό κέντρο ν’αλλάξουν μορφή στο σκάφος: να το κάνουν άρμα, σταθερό, με ερπύστριες.

«Θα πρέπει πρώτα να το προσγειώσετε, Πρίγκιπά μου,» ακούστηκε η φωνή του Σέλιρ’χοκ.

«Φυσικά,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, κι έκανε νόημα στον Προαιρέσιο, που καθόταν στο πιλοτήριο.

Το αεροσκάφος κατέβηκε προς τη μεγάλη Οδό Κηπευτηρίου, ανάμεσα στα σφυροκοπημένα οικοδομήματα, ενώ αντίκρυ του δεκάδες άρματα μάχης και εκατοντάδες πολεμιστές ορμούσαν προς την ανοιχτή Δυτική Πύλη του Κε.Σ.Πα.Σ.

57.

Οι Παντοκρατορικοί υποχώρησαν από τις θέσεις τους γύρω από τη Βόρεια Πύλη του Στρατώνα. Το στράτευμα από τη Βίηλ που αποτελείτο κυρίως από Φεηνάρκιους τούς είδε να κατευθύνονται προς τα κεντρικά μέρη του Κε.Σ.Πα.Σ., αφήνοντας πίσω τους καπνούς, φωτιές, τσακισμένα άρματα μάχης, κάλυκες, πεταμένα όπλα, πτώματα, και σφυροκοπημένα οικοδομήματα.

Ο Πολ βγήκε από το άρμα του, και ο Άλτρες εγκατέλειψε το τιμόνι και τον ακολούθησε έξω· το ίδιο κι οι δύο Φεηνάρκιοι επαναστάτες. Η Λαμρίτ είχε επίσης κατεβεί από το τρίκυκλό της και ήρθε προς το μέρος τους, κουτσαίνοντας λιγάκι από τη μια μεριά. Το πόδι της ποτέ δεν θα γινόταν τελείως καλά, όπως φαινόταν.

«Προτείνω,» είπε η Πρόμαχος, «να ανασυγκροτηθούμε εδώ και μετά να πάμε για την Ανατολική Πύλη.»

«Όχι· καλύτερα να πάμε τώρα.» Η Αλιζέτ πλησίασε, με το τουφέκι της κρεμασμένο στον ώμο και το πρόσωπό της μαυρισμένο απ’τους καπνούς της μάχης. «Να μην τους δώσουμε χρόνο να ανασυγκροτηθούν κι εκείνοι.»

Η Λαμρίτ την κοίταξε διστακτικά, αναρωτούμενη αν η Σκοτεινή Βασίλισσα ίσως της πήγαινε κόντρα επίτηδες. Στη Βίηλ είχε φερθεί λες και είχε αγοράσει τον Πολ! ενώ κανονικά εκείνη, η Λαμρίτ, θα έπρεπε να είναι τσαντισμένη: εκείνη τον είχε πρώτη στο κρεβάτι της, και ο Πολ δεν της είχε πει τίποτα για την Αλιζέτ. Όμως είχε αποφασίσει να αγνοήσει το θέμα. Δεν ήταν ο πρώτος εραστής της που έφευγε, ή που εκείνη τον εγκατέλειπε, χωρίς να έχει υπάρξει παρεξήγηση αλλά επειδή έτσι είχαν έρθει οι περιστάσεις. Και, ούτως ή άλλως, το ήξερε εξαρχής πως ο Πολ δεν θα έμενε μαζί της στη Βίηλ.

«Η Ανατολική Πύλη, αν οι χάρτες μας είναι σωστοί, απέχει κάπου πενήντα χιλιόμετρα από εδώ,» είπε τώρα η Λαμρίτ στην Αλιζέτ.

«Και λοιπόν; Έχουμε οχήματα, και αεροσκάφη. Μπορούμε να φτάσουμε απόψε. Και οι Παντοκρατορικοί δεν θα το περιμένουν ότι θα κινηθούμε τόσο γρήγορα. Όπως σου είπα, δεν χρειάζεται να τους δώσουμε χρόνο να ανασυγκροτηθούν και να μας στήσουν παγίδες από εδώ ώς την Ανατολική Πύλη. Ο Στρατώνας είναι ολόκληρος λαβύρινθος, Πρόμαχε.»

Η Λαμρίτ σκέφτηκε: Το βέβαιο είναι ότι η Αλιζέτ ξέρει τούτο το μέρος καλύτερα από εμένα. Ήταν χρόνια στη Ρελκάμνια, ενώ εγώ δεν έχω ποτέ ξανάρθει εδώ. Κι επιπλέον, η στρατιωτική λογική της Σκοτεινής Βασίλισσας δεν ήταν λανθασμένη. «Καλώς,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Θα κινηθούμε αμέσως.»

«Είναι, βέβαια, νύχτα,» τις προειδοποίησε ο Πολ, «και το σκοτάδι συμφέρει πάντα τον αμυνόμενο.»

«Και γιατί είμαι εγώ εδώ, Πολ;» ακούστηκε μια μεταλλική φωνή από δίπλα· και ο Πολ είδε, ξαφνιασμένος, τη Νυχτερινή να γλιστρά έξω από τις πυκνές σκιές σαν να έλιωναν γύρω της. Τα στενά μάτια της φώτιζαν απειλητικά. Είχε ξεχάσει την παρουσία της, καθώς μέσα στη μάχη δεν την είχε δει καθόλου· όμως τώρα παρατηρούσε ότι η Νυχτερινή πρέπει να είχε σκοτώσει κάμποσους Παντοκρατορικούς: τα χέρια-λεπίδες της ήταν αιματοβαμμένα.

Ο Άλτρες μειδίασε. «Πάμε, λοιπόν, να δώσουμε πρόσβαση και στους επαναστάτες από τη Σεργήλη και την Υπερυδάτια.»

«Ό,τι πεις εσύ, αφεντικό,» είπε ο Πολ.

58.

Οι Παντοκρατορικοί υποχώρησαν από τη δυτική μεριά του Στρατώνα. Τράπηκαν σε φυγή μπροστά στην τρομερή έφοδο των Απολλώνιων, πήγαν προς τα κεντρικά.

Το Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα – που τώρα είχε τη μορφή πελώριου ερπυστριοφόρου – σταμάτησε ανάμεσα στα σμπαράλια της δυτικής Παντοκρατορικής άμυνας, οι πόρτες του άνοιξαν, και ο Ανδρόνικος βγήκε μαζί με Απολλώνιους πολεμιστές, τον Οδυσσέα, τον Προαιρέσιο, τον Δαίδαλο, τον Ελπιδοφόρο, και τη Βάρμη.

«Προς τα πού προτείνετε, τώρα;» ρώτησε ο Πρίγκιπας της Επανάστασης τους δύο τελευταίους.

«Καλύτερα να ανασυγκροτηθούμε εδώ, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος, «και αύριο συνεχίζουμε προς τα κεντρικά του Στρατώνα.»

«Συμφωνώ,» είπε η Βάρμη. «Επιπλέον, ίσως ώς αύριο ν’αποφασίσουν να παραδοθούν. Σίγουρα θα καταλάβουν ότι αυτός ο αγώνας είναι χαμένος. Δεν μπορούν να κρατήσουν πια τη Ρελκάμνια.»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Κι εγώ το ίδιο ελπίζω, Βάρμη: ότι θα το καταλάβουν αυτό. Τι γνώμη έχεις, αλήθεια, για τον Φιλήμονα Μεγάπορο;»

«Δεν τον ήξερα καλά, Μεγαλειότατε. Είναι, αναμφίβολα, φιλόδοξος άνθρωπος. Αλλά δε νομίζω πως τον ενδιαφέρει να πεθάνει ηρωικά. Δε νομίζω…» Μόρφασε αβέβαια.

«Ακόμα κι αν αυτός αποδειχτεί τόσο ανόητος,» είπε ο Ελπιδοφόρος, «θα υπάρξουν άλλοι στρατιωτικοί, πιστεύω, που θα έχουν διαφωνίες πάνω στο θέμα.»

«Καλωσήρθατε,» είπε ο Οδυσσέας, και ο Ανδρόνικος στράφηκε για να δει σε ποιους μιλούσε ο Πρόμαχος. Η Ιωάννα πλησίαζε, μαζί με τη Νικίτα, την Άνμα’ταρ, την Αριάδνη’ταρ, τον Κλαρκ, τον Άερ’θλαρ, και την Άι’νιρ.

«Βλέπω,» είπε ο Κλαρκ, «πως σας βοηθήσαμε κάπως.»

Ο Οδυσσέας μειδίασε. «Λιγάκι μόνο.»

Ο Ανδρόνικος ρώτησε: «Πού είναι η Αθηνά;»

«Τραυματίστηκε,» αποκρίθηκε η Ιωάννα. «Ευτυχώς, ο Κλαρκ την έσωσε. Θα ήταν νεκρή.»

«Εσύ την έσωσες,» της είπε ο Κλαρκ. «Δε θα μπορούσα να τη βοηθήσω αν δεν την είχες κουβαλήσει ώς το Φαντασκεύασμα.»

«Έχεις και θεραπευτικές γνώσεις;» είπε ο Ανδρόνικος. «Υπάρχει τίποτα που να μην ξέρεις, μάγε;»

«Ρωτήστε τον Δαίδαλο, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ ρίχνοντας ένα γρήγορο βλέμμα στον Δαίδαλο, παραδίπλα· «θα σας αναφέρει πολλά πράγματα που δεν ξέρω.»

«Με παραξενεύει, μάλιστα, που ήξερε πώς να θεραπεύσει έναν άνθρωπο,» είπε ο Δαίδαλος. «Νόμιζα πως ήξερες μόνο πώς να θεραπεύεις μηχανές, Κλαρκ.»

«Ξεχνάς, όμως, ότι έχω μηχανές μέσα μου, Δαίδαλε.»

«Σωστά. Εξακολουθείς να προτιμάς παραφυσικά μέσα για να επεκτείνεις το θαύμα της ζωής.»

«Δεν είναι καλύτερο σε σύγκριση με το να κατοικείς σε μικρές διαστάσεις με παράξενες χρονικές ροές;» του είπε ο Κλαρκ, χωρίς να δείχνει θυμωμένος. Έμοιαζαν να διασκεδάζουν μ’αυτό τον διάλογο οι δυο τους, σαν να μοιράζονταν προσωπικά αστεία που οι άλλοι δεν μπορούσαν πλήρως να αντιληφτούν.

«Απορώ, όμως, πώς κατάφερες να σώσεις άνθρωπο με τις μηχανές σου.»

«Δε μπορείς να μαντέψεις; Αυτό που θεραπεύει εμένα δεν θα μπορούσε να θεραπεύσει κι έναν άλλο;»

«Μάλιστα,» είπε ο Δαίδαλος κουνώντας το κεφάλι. «Η Αθηνά ήταν, λοιπόν, τυχερή. Σε παρόμοια περίπτωση, εγώ δεν θα είχα τρόπο να τη σώσω. Όχι χωρίς κάποια άλλα μέσα στη διάθεσή μου, τουλάχιστον.»

«Θα μπορούσες, ίσως, να την εξορίσεις σε κάποια διάσταση που, για κάθε δέκα χρόνια που περνάνε εδώ, εκεί περνά ένα δευτερόλεπτο.»

«Συνεχίζεις να θέλεις να γίνεσαι αστείος, Κλαρκ, αλλά αυτή πράγματι θα ήταν μια λύση προκειμένου κάποιος να φέρει βοήθεια.»

Ο Ανδρόνικος καθάρισε τον λαιμό του. «Νομίζω πως καλό θα ήταν τώρα ν’ασχοληθούμε με το να ασφαλίσουμε ετούτη την περιοχή του Στρατώνα.» Και κοίταξε προς τη μεριά του Οδυσσέα.

Ο Πρόμαχος ένευσε. «Ασφαλώς, Πρίγκιπά μου.»

Ο Ανδρόνικος πήρε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από τη ζώνη του και τον ενεργοποίησε, συντονίζοντάς τον στη συχνότητα επικοινωνίας με τους επαναστάτες της Βίηλ. Οι κεραίες της Ρελκάμνια μετέφεραν το σήμα του, παρότι σφυροκοπημένες από τον πόλεμο.

«Λαμρίτ εδώ,» ακούστηκε η φωνή της Προμάχου απ’το μεγάφωνο.

«Πρόμαχε. Σου μιλά ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος. Πώς είναι τα πράγματα στα βόρεια;»

59.

«…και μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να συναντάμε αντίσταση,» είπε η Λαμρίτ, μιλώντας στον πομπό της, καθώς ήταν καθισμένη επάνω στο τρίκυκλο όχημά της, οδηγώντας.

«Μάλιστα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Ειδοποιήστε μας αν χρειάζεστε βοήθεια. Είμαι βέβαιος πως μπορούμε να σας στείλουμε πολύ γρήγορα κάποιους ανθρώπους μέσω του Φαντασκευάσματος του Κλαρκ.»

«Για την ώρα, έχουμε όση βοήθεια χρειαζόμαστε. Πείτε στον Δαίδαλο, Πρίγκιπά μου, ότι ο Κατακρημνιστής είναι λιγάκι χτυπημένος αλλά γενικά καλά.»

«Σε άκουσε, Πρόμαχε. Είναι κοντά μου.»

«Καλώς. Θα μιλήσουμε αργότερα.» Και η επικοινωνία τους τερματίστηκε.

Το στράτευμα από τη Βίηλ διέσχιζε τον Κεντρικό Στρατώνα του Παντοκρατορικού Στρατεύματος, και όλοι, εκτός από όσους είχαν ξανάρθει στη Ρελκάμνια, απορούσαν με το μέγεθος αυτού του μέρους, καθώς και με τη λαβυρινθώδη κατασκευή του. Ήταν μια αντανάκλαση της Ατέρμονης Πολιτείας: όλο περάσματα από δω κι από κει, γέφυρες, και υπόγεια ανοίγματα. Ευτυχώς, δεν υπήρχε φόβος μην χαθούν: η Αλιζέτ ήξερε καλά τον δρόμο για την Ανατολική Πύλη. Και το καλύτερο ήταν πως δεν συναντούσαν καμία αντίσταση· οι Παντοκρατορικοί είχαν υποχωρήσει προς τα κεντρικά μέρη του Κε.Σ.Πα.Σ., αφήνοντας ετούτες τις περιοχές αφύλαχτες. Δεν είχαν αρκετούς μαχητές για να έχουν φύλακες σε κάθε σημείο του απέραντου Στρατώνα τους. Οι πόλεμοι σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν τούς είχαν κατακερματίσει.

Λίγο προτού οι επαναστάτες φτάσουν στα ανατολικά, όμως, η Ιπτάμενη – που πετούσε από οικοδόμημα σε οικοδόμημα, από γέφυρα σε γέφυρα, κατοπτεύοντας – επέστρεψε για να πει στη Λαμρίτ ότι αρκετός Παντοκρατορικός στρατός ήταν συγκεντρωμένος μπροστά τους, κοντά στα τείχη.

«Θα πρέπει να δώσουμε ακόμα μία μάχη, λοιπόν,» συμπέρανε η Πρόμαχος.

«Κανένας μας δεν προβληματίζεται από αυτό, Πρόμαχε,» της είπε ένας επαναστάτης από τη Φεηνάρκια, ο οποίος ήταν καθισμένος σε δίκυκλο και είχε δύο τουφέκια με ξιφολόγχες περασμένα σταυρωτά στην πλάτη του, ενώ φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο και στο κεφάλι του είχε κράνος που θύμιζε τα κράνη των πολεμιστών της Βίηλ. «Ήρθαμε για να πιούμε αίμα απόψε!»

Ο Πολ, που τους άκουγε από το παράθυρο του άρματός του, σκέφτηκε: Και μετά απορούμε γιατί οι κάτοικοι της Βίηλ θεωρούν τους Φεηνάρκιους άγριους…

Η Λαμρίτ γέλασε. «Χαίρομαι που έχω πρόθυμους ανθρώπους μαζί μου.»

«Στη Φεηνάρκια, σκότωσαν ένα παιδί μου και δύο καλούς μου συντρόφους, Πρόμαχε,» της είπε ο επαναστάτης επάνω στο δίκυκλο. «Το χρέος μου δεν έχει ξεπληρωθεί ακόμα.»

60.

«Προσπάθησε να με δαγκώσει,» είπε η Βατράνια στη Ναλτάφιρ, κοιτάζοντας τους γάτους που περιφέρονταν βαριεστημένα επάνω στην ταράτσα, ανάμεσα στις κεραίες, στα πολεμοφόδια, στα στημένα όπλα και μηχανήματα, στους στρατιώτες, και σε διάφορα μικροαντικείμενα και σκουπίδια.

«Ποιος από τους δύο;» ρώτησε η μάγισσα, καθισμένη σε μια λυόμενη καρέκλα.

«Αυτός.» Η Βατράνια έδειξε τον άσπρο γάτο με τα κόκκινα μάτια.

«Θα τον τρόμαξες.»

«Δεν του έκανα τίποτα!»

«Κοκκινομάτη!» φώναξε η Ναλτάφιρ, και ο λευκός γάτος έτρεξε κοντά της· πήδησε στην αγκαλιά της. «Δε σου αρέσει αυτή η κυρία;» Η μάγισσα τού έδειξε τη Βατράνια. Ο Κοκκινομάτης την ατένισε και, συρίζοντας, της φανέρωσε τα δόντια του σαν να ήταν όπλα.

«Μάλλον όχι,» συμπέρανε η Βατράνια.

«Ανοησίες. Παίζει μαζί σου.» Η Ναλτάφιρ κατέβασε τον Κοκκινομάτη στο δάπεδο, κι εκείνος απομακρύνθηκε ανάλαφρα.

«Ήρθαν!» Η φωνή που αντήχησε ήταν της Προμάχου Χασρίνα. Η Βατράνια στράφηκε και την είδε να κατεβάζει τα κιάλια της και να λέει στον άντρα που στεκόταν μπροστά στο τηλεπικοινωνιακό σύστημα: «Διπλασιάστε τις επιθέσεις μας στην πύλη και στο τείχος! Βοηθήστε τους επαναστάτες από τη Βίηλ όσο περισσότερο μπορείτε!»

Η Βατράνια έστρεψε το βλέμμα της προς τον Στρατώνα. Πίσω από τα τείχη, πράγματι, γίνονταν συγκρούσεις. Οι επαναστάτες από τη Βίηλ είχαν έρθει, σύμφωνα με το σχέδιο. Είχαν ρίξει τη Βόρεια Πύλη και είχαν διασχίσει τον Στρατώνα φτάνοντας ώς εδώ.

Οι επαναστάτες της Χασρίνα, από τη Σεργήλη, και του Προμάχου Δημήτριου, από την Υπερυδάτια, άρχισαν τώρα να επιτίθενται πιο έντονα στους Παντοκρατορικούς. Ακόμα και αεροσκάφη πλησίαζαν για να πυροβολήσουν και να εξαπολύσουν ρουκέτες, παρότι πριν απέφευγαν να πηγαίνουν κοντά στον Στρατώνα καθώς φοβόνταν τα αντιαεροπορικά όπλα του.

Η Βατράνια πήρε ένα ζευγάρι κιάλια και τα ύψωσε μπροστά στα μάτια της. Ατένισε, ανάμεσα στους άλλους επαναστάτες, να μάχονται και άνθρωποι από μέταλλο. Ο ένας ήταν ψηλός: σωστός γίγαντας! Κι ο άλλος ήταν ακόμα πιο μεγαλόσωμος – θηρίο – με κέρατα στο κεφάλι! Κι ένας άλλος πετούσε. Και είχαν κι ένα τέρας με έξι πόδια, το οποίο θύμιζε έντομο. Ένας άλλος μεταλλικός άνθρωπος είχε ρόδες αντί για πόδια και κουβαλούσε ένα κανόνι που εκτόξευε ενέργεια–

Μια έκρηξη έγινε επάνω του, κι ο μεταλλικός άνθρωπος σωριάστηκε· έπεσε στο πλάι και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Επαναστάτες συγκεντρώθηκαν γύρω του για να τον προστατέψουν, πυροβολώντας και εκτοξεύοντας βόμβες από τα όπλα τους.

Αυτά πρέπει νάναι τα αυτοκίνητα που λένε ότι ο Δαίδαλος έφτιαξε στη Βίηλ, σκέφτηκε η Βατράνια. Δεν τα είχε ξαναντικρίσει. Φαίνονταν, όντως, πολύ δυνατά. Κινούνταν γρήγορα και, εκτός από ισχυρές εκρήξεις (και, πολύ πιθανόν, ενεργειακές ριπές), τίποτα δεν έμοιαζε να μπορεί να τα σταματήσει.

Η Βατράνια κατέβασε τα κιάλια από τα μάτια της. Ρώτησε τη Ναλτάφιρ, που ακόμα καθόταν στη λυόμενη καρέκλα: «Ο Δαίδαλος είναι φίλος σου, σωστά;»

«Είμαστε στον ίδιο κύκλο.»

Αυτό, μάλλον, σημαίνει ναι. «Τρομερά τα αυτοκίνητα που έχει φτιάξει.»

«Είναι… ευρηματικός, αν μη τι άλλο,» αποκρίθηκε η μάγισσα.

Η Βατράνια στράφηκε πάλι στον Στρατώνα, χωρίς να υψώσει τα κιάλια της τώρα. Καπνοί και φωτιές είχαν γεμίσει το μέρος πίσω, μπροστά, κι επάνω στα τείχη. Λίγα πράγματα ήταν ευδιάκριτα. Το μόνο βέβαιο ήταν ότι τα τείχη και η πύλη θα έπρεπε προ πολλού να είχαν γκρεμιστεί. Το γεγονός ότι ακόμα στέκονταν ισχυρά έλεγε πολλά για την ικανότητα αυτών που τα είχαν κατασκευάσει. Το μέρος ήταν απόρθητο. Μόνο κάποιοι σαν εμάς θα μπορούσαν ποτέ να το πολιορκήσουν. Δυνάμεις από διάφορες διαστάσεις, και με εξαιρετικούς συμμάχους στο πλευρό τους.

Θεοί! Κάποιος θα μπορούσε να φτιάξει μια τρομερή ταινία από ετούτη την πολιορκία και μόνο! Κρίμα που η Βατράνια δεν είχε πλέον τα λεφτά για να χρηματοδοτεί ταινίες. Τώρα, όμως, που η Σεργήλη ήταν ξανά ελεύθερη, ποιος ξέρει τι μπορεί να γινόταν;

61.

Ο Κατακρημνιστής και ο Οπλοφόρος είχαν εστίες στην πλάτη τους, ο πρώτος για να αντλεί ενέργεια και να αναπτύσσει υπερφυσική ταχύτητα, ο δεύτερος για να βάλλει με το ενεργειακό του κανόνι. Αυτές οι εστίες, όμως, στη Ρελκάμνια δεν λειτουργούσαν· μόνο στη Βίηλ. Επομένως, ο Δαίδαλος είχε κάνει κάποιες τροποποιήσεις στα αυτοκίνητα ώστε να μπορούν να είναι λειτουργικά και εδώ. Είχε αποσυνδέσει τις εστίες τους και είχε φτιάξει θέσεις κατάλληλες για ενεργειακές φιάλες, προστατευμένες από σκληρά μέταλλα. Μετά από δέκα ριπές του Οπλοφόρου, κάποιος έπρεπε να του αλλάξει τις δύο φιάλες που κουβαλούσε. Και μετά από μία έφοδο του Κατακρημνιστή, κάποιος έπρεπε ν’αλλάξει τη μεγάλη φιάλη που είχε στην πλάτη του.

Πράγμα το οποίο τώρα έκαναν οι επαναστάτες της Λαμρίτ, αφού δεν το είχαν κάνει πιο πριν, και συγχρόνως κάποιοι άλλοι – επαναστάτες από τη Φεηνάρκια – βοηθούσαν τον Οπλοφόρο να ορθωθεί, γιατί μια έκρηξη τον είχε σωριάσει. Ευτυχώς δεν φαινόταν άσχημα χτυπημένος, παρατηρούσε ο Πολ. Τα μέταλλά του απλώς ήταν λιγάκι τσακισμένα και μαυρισμένα.

Τον πλησίασε, καθώς τώρα εκείνος κυλούσε επάνω στους τροχούς του. «Πώς είσαι, κανονιέρη;» τον ρώτησε.

«Πονάω παντού, Πολ, αλλά θα συνέλθω. Ειδικά αν κάποιος αλλάξει αυτές τις γαμημένες φιάλες. Δύο ριπές έχω ακόμα.»

«Μη μιλάς άσχημα,» τον πείραξε ο Πολ. «Οι επαναστάτες σ’έχουν κακομάθει.»

«Μη με τσαντίζεις, Πολ! Και φέρε κάποιον να μου αλλάξει τις φιάλες. Τι πρόβλημα κι αυτό, εδώ στη Ρελκάμνια! Τα πράγματα στη Βίηλ ήταν τόσο καλύτερα…»

«Δε μπορείς παντού να πυροβολείς ασύστολα,» του είπε ο Πολ. Και φώναξε σε μερικούς επαναστάτες να φέρουν φιάλες για τον κανονιέρη.

Εν τω μεταξύ, η αλλαγή φιάλης στην πλάτη του Κατακρημνιστή είχε τελειώσει, και τώρα τα μάτια του αυτοκινήτου άστραφταν καθώς αντλούσε την ενέργειά της. Οι επαναστάτες τού είχαν ήδη ανοίξει δρόμο ανάμεσά τους, παρατήρησε ο Πολ. Και ο Κατακρημνιστής έτρεξε, έγινε μια μεταλλική θολούρα, και κοπάνησε πάνω στην άσχημα σφυροκοπημένη Ανατολική Πύλη. Αυτή τη φορά τη σώριασε χωρίς να χρειαστεί να την ξαναχτυπήσει – κι έπεσε κάτω μαζί της, ενώ οι επαναστάτες της Σεργήλης και της Υπερυδάτιας φαίνονταν να έρχονται από έξω, εφορμώντας.

Η Ιπτάμενη προσγειώθηκε πλάι στον Πολ. «Το αντιπυραυλικό πεδίο τους έχει διαλυθεί. Η Νυχτερινή σκότωσε όλους όσους ήταν μέσα σ’εκείνο το υπόγειο.»

«Ωραία,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Αλλά δε νομίζω πως πλέον έχει καμία σημασία.»

«Η Πρόμαχος έλεγε πως ήταν σημαντικό.»

«Πιο πριν, γι’αυτούς που ήταν έξω, ίσως. Τώρα δεν τους βλέπεις που έρχονται;»

Καθώς ο Κατακρημνιστής σηκωνόταν κουρασμένα στα πόδια του, οι επαναστάτες της Σεργήλης και της Υπερυδάτιας εισέβαλαν στον Στρατώνα επάνω σε γρήγορα δίκυκλα και σε βαριά άρματα μάχης. Οι Παντοκρατορικοί είχαν βρεθεί κλεισμένοι ανάμεσα σ’αυτούς και στους επαναστάτες από τη Βίηλ. Άρχισαν να παραδίνονται, πετώντας τα όπλα τους, βγαίνοντας από τα άρματά τους, παρατώντας τα οπλικά συστήματα στα τείχη.

Ο Πολ άκουσε τη Λαμρίτ να φωνάζει Πάρτε αιχμαλώτους! Πάρτε αιχμαλώτους! Και οι Σεργήλιοι κι οι Υπερυδάτιοι φαινόταν να έχουν την ίδια ιδέα. Δεν ήταν η απόλυτη εξόντωση των Παντοκρατορικών εκείνο που τους ενδιέφερε.

Τελευταίοι, φυσικά, έπαψαν να σκοτώνουν οι Φεηνάρκιοι.

62.

Η αυγή βρήκε τους εναπομείναντες Παντοκρατορικούς συγκεντρωμένους στα κεντρικά του Στρατώνα, οχυρωμένους εκεί και περιμένοντας τον Στρατό της Επανάστασης να έρθει να τους αποτελειώσει. Δεν υπήρχε, πλέον, αμφιβολία στο μυαλό κανενός ότι ήταν καταδικασμένοι. Είχαν αρχίσει να πανικοβάλλονται, δεν ήξεραν τι να κάνουν.

Ο Πολέμαρχος της Ρελκάμνια, ο Φιλήμων Μεγάπορος, τους έλεγε πως έπρεπε να κρατήσουν. Η Ατέρμονη Πολιτεία ήταν δική τους! Οι κάτοικοί της θα τους υποστήριζαν, και θα σαμπόταραν τους καταραμένους αποστάτες! Αν παραδίνονταν, ο Αρχιπροδότης θα τους σκότωνε όλους – από τους αξιωματικούς μέχρι τους στρατιώτες! Οι αποστάτες δεν θ’άφηναν ζωντανό κανέναν που είχε υπηρετήσει πιστά την Παντοκράτειρα· θα φοβόνταν πως θα στρεφόταν εναντίον τους. Η μόνη σωτηρία ήταν εκείνος, ο Φιλήμων Μεγάπορος! Εκείνος θα τους οδηγούσε στη νίκη, αρκεί να μην έδειχναν φόβο!

Οι αξιωματικοί του δεν πείστηκαν από τα ένθερμα λόγια του. Έβλεπαν πως οι επαναστάτες νικούσαν, και πολλοί από αυτούς είχαν ακούσει πως ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος δεν ήταν υπέρ της εκτέλεσης, ούτε της κακοποίησης, των αιχμαλώτων. Αν ισχυρίζονταν πως ήταν απλοί μισθοφόροι, πως δεν είχαν καμια ιδιαίτερη πίστη στην Παντοκράτειρα, πως έκαναν μονάχα τη δουλειά τους, πολύ πιθανόν να μην τους πείραζε. Ίσως απλά να τους φυλάκιζε για κάποιο χρονικό διάστημα. Ενώ, αν αντιστέκονταν, μπορεί η μοίρα τους να ήταν πολύ χειρότερη – ακόμα κι αν κατόρθωναν να βγουν ζωντανοί από εδώ.

Όλες τούτες οι σκέψεις και οι ψιθυριστές, αλλά τεταμένες, συζητήσεις αναμεταξύ τους έκαναν μια μεγάλη μερίδα από αυτούς να δράσει. Μέχρι το μεσημέρι είχαν στραφεί εναντίον του Φιλήμονα Μεγάπορου. Είχαν σκοτώσει τους φρουρούς του και τον είχαν συλλάβει, ανακοινώνοντας στο στράτευμα πως κανένας δεν τον είχε διορίσει Πολέμαρχο της Ρελκάμνια. Ήταν ένας τίτλος που μόνος του είχε πάρει. Και δεν άξιζε τώρα να πεθάνουν πολεμώντας για έναν χαμένο σκοπό. Ποια Παντοκρατορία υπήρχε πλέον; Σ’όλες τις διαστάσεις είχαν ηττηθεί. Ούτε καν η Παντοκράτειρα δεν ήταν εδώ!

Έτσι, οι τελευταίοι Παντοκρατορικοί αξιωματικοί παραδόθηκαν στον Πρίγκιπα της Επανάστασης, κι εκείνος δέχτηκε την παράδοσή τους χωρίς να πειράξει ούτε αυτούς ούτε τους στρατιώτες τους. Ζήτησε μόνο να δώσουν όλα τους τα όπλα και να παραιτηθούν από τις θέσεις τους. «Για τα υπόλοιπα, η νέα Σύγκλητος της Ρελκάμνια θα αποφασίσει,» είπε στους αξιωματικούς όταν τους είχε συγκεντρωμένους μπροστά του, μέσα σ’ένα μεγάλο οίκημα του Κε.Σ.Πα.Σ. «Δεν είναι δική μου δουλειά να σας τιμωρήσω ή όχι. Η δουλειά μου εδώ τελείωσε.»

63.

Μετά από αυτή τη νίκη, πολλοί από τους Προμάχους της Επανάστασης έφυγαν μαζί με τους μαχητές τους, για να επιστρέψουν στις δικές τους διαστάσεις. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος έμεινε στη Ρελκάμνια μέχρι να σχηματιστεί η νέα Σύγκλητος των Πολιταρχών, και υποσχέθηκε ότι το Βασίλειο της Απολλώνιας θα ήταν πάντοτε φιλικό προς τη Ρελκάμνια – εκτός, φυσικά, αν κάποιοι Παντοκρατορικοί, ή παρόμοιοι μ’αυτούς, παρουσιάζονταν πάλι. Όμως, για την ώρα, κανένας δεν είχε τέτοιο φόβο.

Η Αγαρίστη δεν παρουσιάστηκε καθόλου σ’αυτές τις συζητήσεις. Ήταν καλύτερα οι περισσότεροι άνθρωποι της Ρελκάμνια να νομίζουν ότι η Παντοκράτειρα είχε εξαφανιστεί μαζί με τους μυστηριώδεις Υπερασπιστές της.

 

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

 

 

 

Ρελκάμνια

1.

Ο Ελπιδοφόρος ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα, καθώς έβλεπε το συμβούλιο της Συγκλήτου των Πολιταρχών να διαλύεται γύρω από το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι. Οι συζητήσεις θα συνεχίζονταν αύριο και, αναμφίβολα, μεθαύριο, και μεθαύριο, και μεθαύριο… Είχαν πολλά να συζητήσουν. Ούτε καν για το θέμα της τιμωρίας ή μη των Παντοκρατορικών στρατιωτικών δεν είχαν αποφασίσει σήμερα. Ήταν, βέβαια, η πρώτη συνεδρίαση της Συγκλήτου, και τα πράγματα λιγάκι ασταθή ακόμα. Εδώ και τόσα χρόνια δεν υπήρχε Σύγκλητος στη Ρελκάμνια· η Παντοκράτειρα την είχε καταργήσει. Και τώρα, ορισμένοι από τους Πολιτάρχες ήταν άνθρωποι που ποτέ ξανά δεν είχαν σχέση με την πολιτική.

Όπως εγώ, όφειλε να παραδεχτεί ο Ελπιδοφόρος. Στην αρχή, ήταν διστακτικός να δεχτεί θέση μέσα στη Σύγκλητο, αλλά ο Ανδρόνικος τον είχε πείσει. «Νομίζεις πως οι πραγματικοί πολιτικοί είναι καλύτεροι;» του είχε πει. «Νομίζεις καν πως υπάρχουν ‘πραγματικοί’ πολιτικοί; Γίνεσαι από την ενασχόλησή σου με τον αντικείμενο, Ελπιδοφόρε.» Για να το έλεγε αυτό ο Βασιληάς της Απολλώνιας, κάτι θα ήξερε· επομένως, ο Ελπιδοφόρος είχε, τελικά, δεχτεί να γίνει Πολιτάρχης. Μ’αυτό το πολιτικό αξίωμα, όμως, δεν του είχε δοθεί και η διοίκηση καμιας συνοικίας της Ατέρμονης Πολιτείας – πράγμα για το οποίο ο ίδιος δεν λυπόταν καθόλου. Του είχε δοθεί η εποπτεία του Παντοτινού Ανακτόρου, το οποίο κανένας δεν υπήρχε που να ξέρει καλύτερα από εκείνον. Δε θα ονομαζόταν, βέβαια, Παντοτινό Ανάκτορο πλέον αλλά Συγκλητικό Ανάκτορο. Θα ήταν το μέρος όπου θα συγκεντρωνόταν η Σύγκλητος της Ρελκάμνια για να συνεδριάζει: κι έτσι, θα έπρεπε να προσφέρει, συγχρόνως, υψηλή ασφάλεια και τις ανέσεις ξενοδοχείου. Ευθύνη του Ελπιδοφόρου θα ήταν να φροντίζει για αυτά. Και η άποψή του, φυσικά, δεν θα μετρούσε λιγότερο από οποιουδήποτε άλλου Πολιτάρχη, παρότι δεν διοικούσε καμία συνοικία της Ρελκάμνια.

Ο Ρίμναλ’μορ ήταν από τους τελευταίους που ο Ελπιδοφόρος είδε να φεύγουν από την αίθουσα. Ο μάγος ακόμα δεν φαινόταν να μπορεί να πιστέψει ότι είχαν αποφασίσει να τον κάνουν Πολιτάρχη και, μάλιστα, ότι ο ίδιος ο Ανδρόνικος είχε συμφωνήσει μ’αυτό. Δεν είχε καταλάβει πως ο Πρίγκιπας της Επανάστασης δεν είχε τίποτα προσωπικό εναντίον του. Ο Ελπιδοφόρος, κανονικά, θα διαφωνούσε να δοθεί τέτοια θέση στον Ρίμναλ’μορ. Δεν τον εμπιστευόταν. Όμως ίσως αν δεν ήταν Πολιτάρχης να ήταν πιο επικίνδυνος. Μπορεί να έβαζε σε εφαρμογή κανένα τρελό σχέδιο εναντίον εκείνων που είχαν προδώσει την Παντοκρατορία. Καλύτερα να ήταν Πολιτάρχης, λοιπόν. Ήταν, άλλωστε, κι αυτός παιδί της Ρελκάμνια, και κανένας δεν αμφέβαλλε ότι ήταν πολύ ικανός μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών. Ως σφαίρα της πολιτικής επιρροής του είχε οριστεί η Μικρή Θάλασσα και η Σ.Α.Μ.Τ. – η Συγκεντρωτική Ακαδημία Μαγικών Τεχνών.

«Έχουμε τίποτ’ άλλο να πούμε εδώ μέσα, αφεντικό;» ρώτησε ο Πολ Ντέρνηχ, γεμίζοντας ένα πλαστικό ποτήρι με τον τελευταίο καφέ από την καφετιέρα επάνω στο μεγάλο τραπέζι. Κανένας δεν τον είχε διορίσει Πολιτάρχη, αλλά, καθότι κάποτε δικηγόρος, θα ήταν σύμβουλος του Ελπιδοφόρου στα νομικά ζητήματα του Συγκλητικού Ανακτόρου. «Είσαι σίγουρος ότι θυμάσαι πώς να δικηγορείς;» τον είχε ρωτήσει ο Ελπιδοφόρος, που είχε καταλάβει πως ο Πολ είχε χρόνια να δικηγορήσει. Η απάντηση που έλαβε ήταν: «Όταν μάθεις να κάνεις μπαγαποντιές, τις ξεχνάς, νομίζεις;»

«Τίποτα,» αποκρίθηκε τώρα ο Ελπιδοφόρος στον Πολ, και σηκώθηκε από την καρέκλα του, παίρνοντας το δερμάτινο πανωφόρι που κρεμόταν στην πλάτη της και φορώντας το πάνω απ’το πουκάμισό του.

Ο Πολ ήταν ήδη όρθιος. «Υπέροχα. Διότι, σε λίγο, κύριε Πολιτάρχη, τούτο το άλογο θα τα έφτυνε.» Ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ του. Φορούσε μαύρο κοστούμι, γαλανό πουκάμισο, και βαθυκόκκινη γραβάτα με λοξές μπλε ραβδώσεις, χαλαρωμένη γύρω απ’τον λαιμό του.

Ο Ελπιδοφόρος έβαλε μερικούς φακέλους στην τσάντα του και την πέρασε στον ώμο. «Σε κερνάω ό,τι θέλεις.»

«Αρχίσαμε από τώρα να κατασπαταλάμε το δημόσιο χρήμα;»

Γέλασαν καθώς βάδιζαν προς την έξοδο της αίθουσας.

Και είδαν τη Φενίλδα να μπαίνει, με το αριστερό της μάτι να γυαλίζει σαν κάποιο κρυστάλλινο θραύσμα να βρισκόταν παγιδευμένο στην άκρη του. Φορούσε ένα μακρύ, κίτρινο φόρεμα με εφαρμοστά μανίκια και μυτερό ντεκολτέ. Μια φαρδιά ζώνη ήταν τυλιγμένη γύρω από τη μέση της, και μια κάπα με κεντητό σιρίτι έπεφτε στους ώμους της. Της είχαν προτείνει κι εκείνης να γίνει Πολιτάρχης, αλλά η Φενίλδα δεν είχε δεχτεί. «Δε χρειάζεται να έχω μπλεξίματα με την πολιτική,» είχε πει. «Θα βοηθήσω τον Ελπιδοφόρο αλλά δεν θέλω να είμαι Πολιτάρχης· έχω άλλα πράγματα να κάνω, σημαντικότερα για εμένα.» Παραείχε γίνει περίεργη από τότε που είχε γνωρίσει τον Δαίδαλο, νόμιζε ο Ελπιδοφόρος. Όμως επίσης νόμιζε πως του άρεσε καλύτερα έτσι.

«Θα πάμε να τη δούμε, τώρα;» ρώτησε η Φενίλδα.

Ναι, είναι κι αυτό… σκέφτηκε ο Ελπιδοφόρος, που ήταν κουρασμένος από τη συνεδρίαση. «Θα πάμε,» είπε.

«Θα πάτε να δείτε ποια;» ρώτησε ο Πολ.

«Θα έρθεις κι εσύ μαζί μας.»

«Αυτό δεν απαντά στην ερώτησή μου, κύριε Πολιτάρχη…»

Βγήκαν από την αίθουσα, και μια κοντή, μεταλλική μορφή ξεπρόβαλε απρόσμενα από τις σκιές του διαδρόμου στ’αριστερά τους, ξαφνιάζοντας ακόμα και τους φρουρούς που βρίσκονταν εδώ.

«Σταμάτα να το κάνεις αυτό,» της είπε ο Ελπιδοφόρος.

«Δεν το έκανα επίτηδες, Ελπιδοφόρε,» αποκρίθηκε η Νυχτερινή. «Παραείστε φοβητσιάρηδες εδώ, στη Ρελκάμνια.»

«Δεν έχουν συνηθίσει να βλέπουν απειλητικούς μεταλλικούς νάνους με σπαθιά αντί για χέρια να πετάγονται ξαφνικά μέσα απ’το σκοτάδι,» είπε ο Πολ.

Η Νυχτερινή τον ατένισε με τα στενά φωτεινά μάτια της, χωρίς να αποκριθεί.

«Εντάξει, παίρνω πίσω το νάνος, αν και δεν μπορείς να αμφισβητήσεις ότι είσαι λιγάκι κοντή,» είπε ο Πολ.

«Θα έρθεις μαζί μας,» την πρόσταξε ο Ελπιδοφόρος, και συνέχισαν να βαδίζουν ενώ η Νυχτερινή τούς ακολουθούσε. Είχαν αποφασίσει με τη Λαμρίτ το συγκεκριμένο αυτοκίνητο να μείνει εδώ, για κάποιο καιρό τουλάχιστον, μήπως ο Ελπιδοφόρος το χρειαζόταν, τώρα που η Ρελκάμνια θα βρισκόταν ακόμα σε έκρυθμη κατάσταση. Τα υπόλοιπα αυτοκίνητα είχαν επιστρέψει στη Βίηλ. Ο Οπλοφόρος ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος γι’αυτό, επειδή τον ενοχλούσε που έπρεπε να του αλλάζουν ενεργειακές φιάλες για να μπορεί να χρησιμοποιεί το κανόνι του.

«Ποια πάμε να συναντήσουμε, τελικά;» θέλησε να μάθει ο Πολ.

«Θα δεις,» απάντησε ο Ελπιδοφόρος.

«Και είναι απαραίτητη η παρουσία δικηγόρου, νομίζεις;»

«Μάλλον όχι,» του είπε η Φενίλδα, «αλλά δεν βλάπτει κιόλας.»

Μπήκαν σ’έναν ανελκυστήρα και κατέβηκαν πατώματα και πατώματα και πατώματα. Τελικά, ο ανελκυστήρας σταμάτησε και βγήκαν. Βάδισαν για κανένα δεκάλεπτο σε διαδρόμους, με τον Ελπιδοφόρο να οδηγεί και τα μέρη να γίνονται ολοένα και πιο ερημικά και ερειπωμένα γύρω τους. Ούτε τα φώτα δεν λειτουργούσαν καλά εδώ πέρα.

«Πού μας πηγαίνεις, αφεντικό; Σε κανένα καταγώγιο;» ρώτησε ο Πολ.

«Στα μέρη κοντά στο παλιό μου σπίτι, Πολ.»

Σταμάτησαν μπροστά σε μια κλειστή πόρτα που τη φυλούσαν δύο γεροδεμένοι, και καλά οπλισμένοι, φρουροί.

«Κύριε Πολιτάρχη,» χαιρέτησε ο ένας.

«Ανοίξτε,» πρόσταξε ο Ελπιδοφόρος.

Ο φρουρός έβγαλε ένα κλειδί από την τσέπη του, το πέρασε στην κλειδαριά της πόρτας, και το περιέστρεψε μερικές φορές. Ύστερα, πάτησε έναν συνδυασμό πλήκτρων επάνω στη μικρή κονσόλα στον τοίχο, και η πόρτα άνοιξε. Αποκαλύπτοντας ένα στενό δωμάτιο φωτισμένο από μια κιτρινιάρικη λάμπα. Στο πάτωμα ήταν καθισμένη μια γυναίκα με κατάλευκο δέρμα και κοντά, ξανθά μαλλιά.

«Τζένιφερ,» είπε ο Ελπιδοφόρος. «Με αναγνωρίζεις;»

«Είσαι ο Στίβεν Νέλκος,» αποκρίθηκε η Μαύρη Δράκαινα. Από τότε που την είχαν αιχμαλωτίσει, στον Ύψιστο Ναό του Κρόνου, την είχαν συνεχώς σε κελιά· κανένας δεν της είχε μιλήσει.

«Νομίζω πως είναι ώρα να κουβεντιάσουμε.»

«Τι έχουμε να πούμε;» Το βλέμμα της ήταν δολοφονικό.

«Η Παντοκρατορία δεν υπάρχει πλέον, και η Παντοκράτειρα έχει εξαφανιστεί. Το ίδιο κι οι Υπερασπιστές της. Η Σύγκλητος των Πολιταρχών διοικεί ξανά τη Ρελκάμνια.»

Η Τζένιφερ δεν μίλησε.

Νομίζει πως προσπαθώ να της παίξω κάποιο παιχνίδι. «Δε σου λέω ψέματα. Θα τα δεις και μόνη σου όλα αυτά. Είμαι ένας από τους Πολιτάρχες τώρα, Τζένιφερ, και πιστεύω πως είναι ανόητο να σε κρατάμε φυλακισμένη εδώ όταν έχεις να προσφέρεις τόσα στην Ατέρμονη Πολιτεία.»

Η Φενίλδα παρατήρησε, υπομειδιώντας: Έχει αρχίσει να μιλάει σαν πολιτικός.

Η Τζένιφερ ρώτησε, μετά από μια στιγμή σιγής: «Τι θέλεις να κάνω;»

«Να μας βοηθήσεις να βοηθήσουμε τη Ρελκάμνια να ορθοποδήσει, να βάλουμε σε μια τάξη το Κράτος,» απάντησε ο Ελπιδοφόρος.

Ναι, σίγουρα μιλά σαν πολιτικός, σκέφτηκε η Φενίλδα.

«Δεν είμαι καλή σ’αυτά.» Η Τζένιφερ σηκώθηκε όρθια. «Δεν ξέρεις σε τι είναι καλή μια Μαύρη Δράκαινα;»

Ο Ελπιδοφόρος ένευσε. «Ξέρω.»

Η Τζένιφερ φάνηκε πάλι σκεπτική για λίγο. Μετά ρώτησε: «Ποια είχε μεταμφιεστεί σαν την Παντοκράτειρα στον Ύψιστο Ναό του Κρόνου;»

«Καμία,» απάντησε ο Ελπιδοφόρος. «Την Παντοκράτειρα είδες. Αλλά τώρα η Παντοκράτειρα έχει εξαφανιστεί. Μόνο αυτό ξέρεις, και τίποτα περισσότερο δεν θα πεις – αν και εγώ θα σου εξηγήσω περισσότερα, αν θέλεις. Συμφωνείς;»

Η Τζένιφερ κατένευσε.

«Καλώς,» είπε ο Ελπιδοφόρος. «Έλα μαζί μας, να σου βρούμε ένα πιο άνετο δωμάτιο. Το Ανάκτορο έχει παραπάνω από αρκετά.»

2.

Η Αλιζέτ στεκόταν σ’ένα μπαλκόνι του Συγκλητικού Ανακτόρου και κάπνιζε, κοιτάζοντας, μέσα στο απόγευμα, τις σφυροκοπημένες από τον πόλεμο πολυκατοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας.

Άκουσε τον Πολ να έρχεται πίσω της. «Τι έγινε;» τον ρώτησε, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. «Τέλειωσε το συμβούλιο;»

«Ναι.»

«Τι αποφάσεις πήρατε;»

Ο Πολ ήρθε να σταθεί πλάι της. «Κανένα συμπέρασμα δεν βγήκε.»

«Ακόμα; Είναι η τρίτη συνεδρίαση της Συγκλήτου, σωστά;»

«Ναι, αλλά τα περισσότερα που πρέπει να αποφασιστούν εξακολουθούν να μην έχουν αποφασιστεί.»

Η Αλιζέτ πέταξε το τσιγάρο της από το μπαλκόνι. Η καύτρα εξαφανίστηκε ανάμεσα στα οικοδομήματα.

«Είσαι σίγουρη πως δεν θέλεις να δουλέψεις για τον Ελπιδοφόρο;»

«Ο Ελπιδοφόρος δεν είναι η Παντοκράτειρα· τι ανάγκη έχει από κάποια σαν εμένα; Και γιατί με ρωτάς κάθε μέρα το ίδιο πράγμα; Εκείνος σε βάζει;»

«Για την ακρίβεια, δεν μου έχει πει τίποτα. Εσύ, όμως, μου έλεγες ότι τώρα δεν ξέρεις τι να κάνεις.»

«Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά δε θέλω πάλι να δουλέψω για κάποια εξουσία.»

«Δε μπορώ να το πιστέψω πως η Σκοτεινή Βασίλισσα βαρέθηκε να σκοτώνει ανθρώπους.»

«Δε νομίζω ο Ελπιδοφόρος να έχει δολοφονίες κατά νου.»

«Μόνο σε… ακραίες περιπτώσεις, ίσως.»

«Όπως;»

«Πρώην πράκτορες της Παντοκράτειρας που επιμένουν να προκαλούν προβλήματα…»

«Δε θα βρει και πολλούς τέτοιους,» είπε η Αλιζέτ. «Οι περισσότεροι είμαι βέβαιη πως θα συμβιβαστούν με τη νέα εξουσία.»

«Μάλλον έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε ο Πολ. «Η Τζένιφερ, πάντως, συμφώνησε να μας βοηθήσει· σ’το είπα.»

«Τι με νοιάζει εμένα τι κάνει η Τζένιφερ; Απλά είναι κι εκείνη Μαύρη Δράκαινα· δεν την έχω για πρότυπο.»

«Ακόμα κι η Βάρμη Ύλντρηχ μάς βοηθά.»

«Αφού την κάνατε Πολιτάρχη του Κηπευτηρίου!»

«Θες να πεις τώρα ότι θες κι εσύ νάσαι Πολιτάρχης, Ατσάλινα Μάτια;»

Η Αλιζέτ τον αγριοκοίταξε. «Ούτε γι’αστείο.»

«Βλέπεις;» Ο Πολ άναψε τσιγάρο.

Η Αλιζέτ δεν μίλησε.

«Λοιπόν,» είπε ο Πολ. «Έχω κάτι άλλο να σου προτείνω, που ίσως να σ’ενδιαφέρει.»

Η Αλιζέτ τον περίμενε να συνεχίσει.

«Δυο φίλοι λένε ν’ανοίξουν γραφείο ιδιωτικών ερευνών, και χρειάζονται σίγουρα ακόμα έναν συνέταιρο με εμπειρία. Θέλεις να είσαι αυτή η συνεταίρος;»

«Ούτε που τους ξέρω τους φίλους σου.»

«Δεν είναι φίλοι μου ακριβώς. Και τυχαίνει απόψε να βρίσκονται εδώ, στο Ανάκτορο, οπότε μπορώ να τους καλέσω να έρθουν να μας επισκεφτούν. Να το κάνω;»

Η Αλιζέτ το σκέφτηκε. Σήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας. «Κάλεσέ τους.»

Ο Πολ έφυγε απ’το μπαλκόνι και, μετά από λίγο, επέστρεψε. «Έρχονται,» είπε. Και περίμεναν για κανένα δεκάλεπτο, μέχρι που οι καλεσμένοι να διασχίσουν το Ανάκτορο και να έρθουν στο διαμέρισμα που μοιράζονταν η Αλιζέτ και ο Πολ. Δεν χρειάστηκε να χτυπήσουν την πόρτα όταν έφτασαν· ο Πολ την είχε αφήσει μισάνοιχτη. Μπήκαν, και ο Πολ, βλέποντας τις σκιερές μορφές τους μες στο σαλόνι, τους φώναξε: «Από δω, ανοιχτομάτηδες! Μπαλκόνι!»

«Σε είδαμε, σκατοδικηγόρε,» αποκρίθηκε μια αντρική φωνή, καθώς ένας γαλανόδερμος άντρας και μια λευκόδερμη γυναίκα πλησίαζαν, βγαίνοντας στο μπαλκόνι.

«Να σου συστήσω,» είπε ο Πολ στην Αλιζέτ. «Αυτό το ρεμάλι ονομάζεται Σκοτ Θάμρω, και η κυρία με τα γυαλιά, Ελίζα Κάρριλνηχ. Ήταν κάποτε πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ. Έχουν κι αυτοί την ίδια βίδα μ’εσένα: δεν θέλουν να υπηρετήσουν την καινούργια εξουσία. Προτιμούν το ελεύθερο επάγγελμα. Κανένα πρόβλημα από εμάς, φυσικά· δεν είμαστε απολυταρχικοί.»

«Ήρθαμε εδώ μόνο για να μας συστήσεις;» ρώτησε ο Σκοτ.

«Η Αλιζέτ σκέφτεται ίσως να συνεργαστεί μαζί σας, στο γραφείο που ετοιμάζετε,» του είπε ο Πολ. Και την κοίταξε ερωτηματικά.

Εκείνη ένευσε. «Μ’ενδιαφέρει.» Και ρώτησε τον Σκοτ και την Ελίζα: «Πού θα είναι το γραφείο;»

«Στο Σύμφυρμα, σκεφτόμαστε,» αποκρίθηκε η Ελίζα. «Είναι κεντρική περιοχή και με πολλή κίνηση και δουλειές.»

Μπουρδέλο, σκέφτηκε ο Πολ, αλλά δεν μίλησε.σφα

Σεργήλη

Ο Άερ’θλαρ και η Άι’νιρ αιωρήθηκαν πέρα από την άκρη της γης και μπήκαν στον ατέρμονο, κόκκινο ουρανό του Πορφυρού Κενού. Η Ιωάννα, που τους ατένιζε από απόσταση, νόμιζε πως κάποια αλλαγή είχε επέλθει, απρόσμενα, επάνω τους, αλλά δεν μπορούσε να την προσδιορίσει ακριβώς.

«Σας ευχαριστούμε για τη βοήθειά σας,» τους είπε ο Δαίδαλος, που στεκόταν πιο κοντά στην άκρη της Σεργήλης απ’ό,τι η Μαύρη Δράκαινα. «Χωρίς εσάς, είναι φανερό πως τίποτα δεν θα μπορούσαμε να καταφέρουμε.»

«Προσφέραμε τη βοήθειά μας οικειοθελώς και για τους δικούς μας σκοπούς, μάγε,» αποκρίθηκε η Άι’νιρ.

«Και το αντίστροφο ισχύει, Δαίδαλε,» είπε ο Άερ’θλαρ, που έμοιαζε στην Ιωάννα πιο ανθρώπινος από την άλλη Πειθαρχική του Κενού. «Χωρίς εσάς, εμείς δεν θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τον Ελκράσ’ναρχ, παρά μόνο ίσως όταν ήταν πλέον πολύ αργά.» Και βγάζοντας ένα περιδέραιο από τον λαιμό του το έδωσε στον Δαίδαλο. «Δεν το χρειαζόμαστε αυτό πια. Ίσως μόνο όταν υπάρξει πάλι λόγος να επισκεφτούμε την πραγματικότητά σας.»

Ο Δαίδαλος ένευσε. «Καλό ταξίδι, φίλοι μου.»

«Αντίο, Δαίδαλε. Πιθανώς να τα ξαναπούμε,» χαιρέτησε ο Άερ’θλαρ, καθώς εκείνος κι η Άι’νιρ απομακρύνονταν μέσα στο Πορφυρό Κενό μ’έναν τρόπο που έμοιαζε να αγνοεί κάθε είδους γεωμετρία που γνώριζε, ή που μπορούσε να φανταστεί, η Ιωάννα.

Για λίγο, κανένας δεν κινιόταν, ούτε μιλούσε, καθώς έβλεπαν τους Πειθαρχικούς να ξεμακραίνουν μέσα στην κατακόκκινη απεραντοσύνη. Οι Άνεμοι του Κενού σφύριζαν, κι όταν κανένας τους ερχόταν προς τις ακτές της Σεργήλης, η Ιωάννα άκουγε φωνές μέσα στο μυαλό της, αδύναμες φωνές, που ορισμένες την κατηγορούσαν, την έβριζαν. Τους είχε ακούσει κι από πιο κοντά τους Ανέμους, παλιότερα, όταν είχε ταξιδέψει εδώ, και είχε φτάσει στα όρια να τρελαθεί από τα λόγια τους. Ήταν πολύ επικίνδυνοι για όσους αρμένιζαν στο Πορφυρό Κενό και στις Αιωρούμενες Νήσους.

Ο Δαίδαλος στράφηκε να κοιτάξει τη Μαύρη Δράκαινα και τη Βατράνια όταν οι Πειθαρχικοί του Κενού είχαν χαθεί μέσα στον πορφυρό, ατέρμονο ουρανό κι ανάμεσα στα νησιά που φαίνονταν, σαν μαύρα στίγματα, να αιωρούνται εκεί. «Πάμε,» είπε, κι έκρυψε το περιδέραιο μέσα στην κάπα του.

«Αυτό ήταν;» ρώτησε η Βατράνια. «Έφυγαν;»

«Ναι.»

«Περίμενα κάτι πιο εντυπωσιακό, για νάμαι ειλικρινής.» Μειδίασε.

Ο Δαίδαλος ανασήκωσε τους ώμους, και βάδισαν προς τα εκεί όπου είχαν προσγειώσει το αεροπλάνο τους, μισό χιλιόμετρο απόσταση από τις ακτές του Πορφυρού Κενού. Επιβιβάστηκαν και η Ιωάννα κάθισε στο πιλοτήριο.

«Λοιπόν,» είπε. «Εσένα θα σε αφήσουμε εδώ, Βατράνια, έτσι; Στη Θακέρκοβ.»

«Ναι.»

«Κι εμείς περνάμε στον Αιθέρα και πάμε για Απολλώνια.»

«Εκτός αν θέλετε να μείνετε λίγο,» είπε η Βατράνια.

«Καλύτερα όχι,» είπε ο Δαίδαλος. «Υπάρχουν πολλές δουλειές που πρέπει να γίνουν.»

«Όπως θέλετε. Μια πρόταση έκανα…»

Η Ιωάννα ενεργοποίησε τα συστήματα και τις μηχανές του αεροπλάνου, και οι προωθητήρες του το ύψωσαν στον ουρανό, κάθετα. Ύστερα γύρισαν οριζόντια και το σκάφος άρχισε να πετά, κάνοντας μια στροφή για να πάρει βόρεια κατεύθυνση.

«Δαίδαλε,» είπε η Ιωάννα καθώς οδηγούσε, «να σε ρωτήσω κάτι;»

Ο μάγος, που ήταν καθισμένος πλάι της, αποκρίθηκε: «Φυσικά.»

«Τι θα γίνει με τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο στην Απολλώνια; Ο Τάμπριελ έχει πει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Εσύ έχεις πει ότι προσπαθείς, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχεις κάνει κάτι… ή κάνω λάθος;»

«Δυστυχώς,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος, «πολύ φοβάμαι πως δεν έχω τη δυνατότητα να διαλύσω τον στρόβιλο. Το ερεύνησα, μη νομίζεις πως δεν το ερεύνησα· όμως δεν το βλέπω πιθανό να τα καταφέρω. Ο στρόβιλος ξεκίνησε από την Απολλώνια – δεν περνάει απλά από μέσα της – κι αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα. Αν εξαρχής είχε δημιουργηθεί όπως σχεδίαζα, τώρα δεν θα εξαπλωνόταν· απλά θα ήταν εκεί που ήταν, και τέλος.»

«Τώρα, όμως, απειλεί να διαιρέσει τη διάσταση. Θα το αφήσεις να συμβεί;»

«Δεν έχω βρει τρόπο να το αποτρέψω. Η Απολλώνια θα γίνει, μετά από κάποια χρόνια, δύο διαστάσεις.»

«Τα μαλλιά της Έχιδνας…» μουρμούρισε η Ιωάννα, ξέροντας ότι αυτό δεν θ’άρεσε καθόλου στον Ανδρόνικο.

«Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι,» είπε ο Δαίδαλος, συλλογισμένα.

«Κι όταν η Απολλώνια χωριστεί,» ρώτησε η Ιωάννα, «αυτό δεν θα… δεν θα προκαλέσει κι άλλες αναταραχές;»

«Τι εννοείς;»

«Σεισμούς, ίσως; Κάτι άλλο, παρόμοια καταστροφικό;»

«Έτσι όπως πηγαίνει το πράγμα, δεν το νομίζω,» γνωμοδότησε ο Δαίδαλος. «Αν ήταν να γίνουν τέτοια, θα είχαν γίνει προ πολλού. Το μαχαίρι έχει ήδη κόψει το μισό κρέας, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Σε λίγο, το σώμα απλώς θα γίνει δύο σώματα.»

«Και πώς θα πηγαίνεις από τη μια διάσταση στην άλλη;»

«Αν εξακολουθήσουν κι οι δύο να έχουν πρόσβαση στον Αιθέρα, τότε μέσω του Αιθέρα κατά πρώτον.»

«Δε θα υπάρχει, δηλαδή, κάποιο άνοιγμα μέσα από τον στρόβιλο…»

«Αφού τώρα δεν υπάρχει,» είπε ο Δαίδαλος, «γιατί να υπάρχει μετά;»

«Δε θα μπορούσες να φτιάξεις ένα;»

«Πολύ επικίνδυνο. Αλλά, αν μου το ζητήσει ο Βασιληάς, θα το σκεφτώ.»

Νόρχακ

Τους κάλεσε και συγκεντρώθηκαν: μέσα στο Βασίλειο Τάρσαζ, στις βορειοδυτικές παρυφές των Βρεγμένων Δασών. Όλοι οι Ιεράρχες είχαν έρθει, και ήταν, από τον πρώτο ώς τον τελευταίο, ανήσυχοι· γιατί, έχοντας πρόσβαση στον νου του Μεγάλου Προφήτη, ήξεραν πως θα τους μιλούσε για την αποχώρησή του από τη διάσταση. Αλλά δεν ήξεραν – δεν μπορούσαν να κατανοήσουν – τι σκόπευε να κάνει σχετικά με το πνεύμα του Μεγάλου Ιεράρχη.

Όταν κι ο τελευταίος Ιεράρχης έφτασε, ο Άζ’λεφκ στάθηκε επάνω σ’ένα χωμάτινο ύψωμα με το δάσος πίσω του. Ήταν κατασκηνωμένος για κάποιες ημέρες εδώ, ενώ ολοένα και περισσότεροι έρχονταν, περιμένοντας μέχρι να έρθουν όλοι – και αρνούμενος ώς τότε να τους αποκαλύψει τι θα συνέβαινε. Τους είχε καλέσει μονάχα και, μετά, είχε διακόψει την επαφή του μαζί τους. Τώρα, στεκόταν αντίκρυ τους και τους ατένιζε καθώς εκείνοι ήταν συναθροισμένοι μπροστά του, έχοντας ταξιδέψει ώς εδώ από κάθε γωνιά της Νόρχακ. Δεν μιλούσαν, περίμεναν, γιατί γνώριζαν πως η απόφαση του Μεγάλου Προφήτη θα έκρινε τις ζωές τους. Ήταν κύριος του Μεγάλου Ιεράρχη, και ο Μέγας Ιεράρχης ήταν ο κύριός τους, η κεφαλή του σώματος που εκείνοι αποτελούσαν, ο πνευματικός τους άρχοντας.

«Τα πράγματα άλλαξαν,» τους είπε ο Άζ’λεφκ. «Δεν μπορώ πλέον να είμαι μαζί σας. Πρέπει να φύγω–»

Διαμαρτυρίες ακούστηκαν από τους Ιεράρχες:

Δε μπορείς να φύγεις!

Η θέση σου είναι εδώ!

Η Νόρχακ σε χρειάζεται!

Ο Μέγας πρέπει να είναι κοντά μας!

Ο Άζ’λεφκ ύψωσε το μακρύ ραβδί του επάνω στο οποίο γυάλιζε η πορφυρή σφαίρα στο φως του απογεύματος. «Ο Μέγας θα είναι κοντά σας!» φώναξε. «Θα είναι για πάντα μαζί σας. Θα είναι ένα μ’εσάς.»

Τον ατένιζαν βουβοί τώρα. Σαστισμένοι. Τρομοκρατημένοι, ίσως, ορισμένοι από αυτούς.

«Θέλω μόνο να μου υποσχεθείτε ένα πράγμα,» συνέχισε ο Άζ’λεφκ: «πως θα εξακολουθήσετε να είστε φύλακες και προστάτες της Νόρχακ ακόμα κι όταν εγώ δεν θα είμαι πλέον εδώ!»

Φωνές πάλι ακούστηκαν:

Μα δεν μπορείς να φύγεις!

Δε μπορείς να εγκαταλείψεις τη Νόρχακ!

«Μου το υπόσχεστε;» φώναξε ο Άζ’λεφκ.

Κι εκείνοι αποκρίθηκαν πως το υπόσχονταν, όμως δεν μπορούσε να φύγει, δεν μπορούσε να τους εγκαταλείψει· τον χρειάζονταν! όλοι στη Νόρχακ τον χρειάζονταν!

«Θα επιστρέψω, πιθανώς,» αποκρίθηκε ο Άζ’λεφκ. «Ετούτη, μάλλον, δεν είναι η τελευταία φορά που με βλέπετε. Αλλά, για τώρα, πρέπει να φύγω.» Και στήριξε το ραβδί του μπροστά του, πιέζοντας την κάτω άκρη του δυνατά στο έδαφος. Μπορούσε άνετα, τελείως φυσικά, να δει το πνεύμα του Μεγάλου Ιεράρχη να περιφέρεται κλεισμένο μέσα στην πορφυρή σφαίρα· μπορούσε να το δει να είναι χαμένο σ’έναν λαβύρινθο που η έξοδός του ήταν πασιφανής για τον Άζ’λεφκ αλλά αόρατη για τον φυλακισμένο.

«Ησυχάστε τώρα!» φώναξε ο Άζ’λεφκ. «Αυτό πρέπει να γίνει σωστά. Επικεντρωθείτε, ο καθένας από εσάς, σε όλους. Σαν να ήσασταν ένας και μόνο οργανισμός.»

Οι Ιεράρχες υπάκουσαν. Σιγή απλώθηκε μέσα στο λυκόφως, στις παρυφές των Βρεγμένων Δασών.

Και ο Άζ’λεφκ έπιασε, με το ένα του χέρι, το πνεύμα που ήταν παγιδευμένο στην πορφυρή σφαίρα και το τράβηξε έξω. Το κρατούσε τώρα μέσα στη χούφτα του, με τα δάχτυλά του να σχηματίζουν τα κάγκελα ενός κελιού. Τα μάτια του πήγαν στους Ιεράρχες και τους είδε όλους, όπως τους είχε πει, σαν να ήταν ένας και μόνο οργανισμός. Ναι, σκέφτηκε, είμαστε έτοιμοι. Διέσπασε το πνεύμα μέσα στη χούφτα του: το χώρισε σε τόσα κομμάτια όσα ήταν οι Ιεράρχες. Κι έστειλε ένα κομμάτι στον καθένα από αυτούς, για να γίνει μέρος του δικού του πνεύματος.

Είδε τα μάτια τους να διαστέλλονται ξαφνιασμένα. Τους είδε να παίρνουν μια απότομη ανάσα, συγχρονισμένα, τόσο συγχρονισμένα που έμοιαζε εξωπραγματικό.

Κι έτσι, τελείωσε. Ο Άζ’λεφκ δεν κρατούσε άλλη ποσότητα πνεύματος μέσα στη χούφτα του. Ούτε υπήρχε πια κανένα πνεύμα φυλακισμένο στην πορφυρή σφαίρα του ραβδιού του.

«Ο Μέγας,» τους είπε, «θα είναι για πάντα μαζί σας. Μέρος του εαυτού σας. Είστε ελεύθεροι, αν και για πάντα δεμένοι ο ένας με τον άλλο.»

Οι Ιεράρχες αλληλοκοιτάζονταν, τώρα, και μουρμούριζαν, σαν να μη μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που είχε συμβεί.

Η Διάττα ρώτησε: «Μα, αν ο Μέγας δεν μας προστάζει, τότε ποιος μας προστάζει; Αυτό ήταν λάθος! Τι θα κάνουμε τώρα;»

«Σας είπα τι θα κάνετε: Θα συνεχίσετε να είστε φύλακες και προστάτες της Νόρχακ! Αυτή θα είναι η δουλειά σας. Κατά τα άλλα, μπορείτε να ρυθμίσετε τη ζωή σας όπως επιθυμείτε.»

«Αυτό, Μεγάλε Προφήτη, είναι… πολύ παράξενο,» είπε ο Όρνιφιμ.

«Τίποτα δεν είναι πολύ παράξενο,» αποκρίθηκε ο Άζ’λεφκ, κατεβαίνοντας από το χωμάτινο ύψωμα και πλησιάζοντάς τους, για να σταθεί ανάμεσά τους. «Σας έδωσα τη δυνατότητα να ζείτε χωρίς πνευματικό άρχοντα. Είναι ένα δώρο. Το τελευταίο μου, ίσως, γιατί τώρα πρέπει να φύγω.»

Οι Ιεράρχες τον κοίταζαν με εκφράσεις που φανέρωναν θλίψη και αποπροσανατολισμό.

«Μη λυπάστε,» τους είπε ο Άζ’λεφκ. «Η δουλειά μου εδώ, στη Νόρχακ, έφτασε στο τέλος της. Πιθανώς, όμως, να με ξαναδείτε κάποια στιγμή.

»Ας καθίσουμε τώρα να περάσει η νύχτα, να μιλήσουμε όσο θέλετε. Κι όταν έρθει το ξημέρωμα, εγώ θα έχω φύγει.»

Σάρντλι

Μεσημεριανή ησυχία απλωνόταν στο Πολύλιθο Μέγαρο, στη Φιλτά’κβι, στις όχθες της λίμνης Νόλκ’βα. Η Υψηλή Αίθουσα ήταν άδεια, εκτός από δύο άτομα που κάθονταν αντικριστά σ’ένα τραπέζι και έπαιζαν Κατάκτηση. Η Γρανίτια η Πρώτη και ο Οπάλιος ο Δεύτερος. Ήταν σιωπηλοί και συγκεντρωμένοι στο παιχνίδι τους. Μέσα στο μυαλό τους άκουγαν, κάπου-κάπου, τις φωνές των β’ζάιλ τους, που τους συμβούλευαν σε θέματα στρατηγικής. Ένα αχνό μειδίαμα υπήρχε επάνω στο χρυσόδερμο πρόσωπο της Γρανίτιας, καθώς παρατηρούσε τις κινήσεις του δεύτερου ξαδέλφου της στον πίνακα της Κατάκτησης.

Μετά, λίγο προτού η Γρανίτια κάνει τη δική της κίνηση, βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν την Υψηλή Αίθουσα… και να μπαίνουν.

Με τις άκριες των ματιών της, η Γρανίτια κοίταξε· και, στην αρχή, νόμισε πως ήταν μονάχα η εντύπωσή της. Γύρισε το κεφάλι για να κοιτάξει καλύτερα.

«Ορείχαλκε!» Πετάχτηκε όρθια.

Ο Ορείχαλκος χαμογέλασε. «Τι κάνεις, Γρανίτια; Οπάλιε…»

Πλάι του στεκόταν μια γυναίκα με χρυσό δέρμα και μακριά μαύρα μαλλιά, ντυμένη με τη μόδα της Σάρντλι. Κάτι θύμιζε στη Γρανίτια. Νόμιζε πως την είχε ξαναδεί. «Ορείχαλκε… Μα τους θεούς, είχες…. Γιατί έφυγες έτσι; Σε θεωρούσαμε νεκρό. Χαίρομαι που ξαναείσαι εδώ!» Η Γρανίτια τον ζύγωσε και τον αγκάλιασε, σφιχτά, χαμογελώντας.

Ο Οπάλιος πλησίασε επίσης. «Πότε επέστρεψες;»

«Πριν από λίγο,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος. «Μ’έφερε ένα αεροπλάνο από τον Αιθέρα, το οποίο, μετά, έφυγε αμέσως.»

«Της Παντοκράτειρας;» ρώτησε η Γρανίτια.

«Δεν άκουσες, ξαδέλφη; Η Παντοκράτειρα έχει εξαφανιστεί.»

Η Γρανίτια συνοφρυώθηκε.

«Δεν υπάρχει Παντοκράτειρα πλέον,» είπε ο Ορείχαλκος. «Ούτε Παντοκρατορία. Τελείωσε, στη Ρελκάμνια.»

«Κι εσύ… πώς…; Σε είχε φυλακισμένο;»

Ο Ορείχαλκος γέλασε. Κοίταξε τη γυναίκα που στεκόταν πλάι του.

Εκείνη χαμογελούσε. Ανασήκωσε τους ώμους. «Είχα δώσει κακή εντύπωση, φαίνεται…»

Η Γρανίτια την αναγνώρισε τώρα· έβγαλε μια ξαφνιασμένη φωνή. Έκανε ένα βήμα πίσω. «Μα, είπες ότι η Παντοκράτειρα….»

«Δεν είναι ‘η Παντοκράτειρα’ πια,» εξήγησε ο Ορείχαλκος. «Το όνομά της είναι Αγαρίστη. Εξακολουθούμε να είμαστε παντρεμένοι, φυσικά.»

«Και… θα μείνει εδώ;» ρώτησε η Γρανίτια.

«Για κάποιο καιρό,» απάντησε η Αγαρίστη.

«Και μετά;»

«Θέλω να ταξιδέψω.»

Η Γρανίτια κοίταξε τον Ορείχαλκο ερωτηματικά.

«Μπορεί να πάω μαζί της,» δήλωσε εκείνος, «μπορεί όχι. Θα δείξει.»

Η Γρανίτια ακόμα δεν είχε καταλάβει πλήρως, αλλά υπέθετε ότι σύντομα θα της έλεγαν κι άλλα που θα την έκαναν να καταλάβει. Σμίγοντας τα χείλη είπε: «Πρέπει να σου πω κάτι δυσάρεστο, Ορείχαλκε…»

Εκείνος φοβήθηκε ότι ίσως κάποιος από τους συγγενής τους να είχε πεθάνει: κάποιος από τους μεγαλύτερους. Δεν μίλησε· της έγνεψε, με το κεφάλι, να συνεχίσει.

Η Γρανίτια είπε: «Η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη εξαφανίστηκε. Κανένας δεν την έχει βρει ακόμα. Κι έχει περάσει τόσος καιρός που… μάλλον είναι νεκρή, Ορείχαλκε· ή… ή, δεν ξέρω…»

Ο Ορείχαλκος γέλασε ξανά. «Μην ανησυχείς, ξαδέλφη. Η Ανεμόφθαλμη είναι μια χαρά. Είναι, ίσως, καλύτερα από ποτέ.»

Η Γρανίτια συνοφρυώθηκε. «Πώς το ξέρεις;»

«Τη συνάντησα.»

«Και γιατί δεν είναι μαζί σου;»

Ο Ορείχαλκος δίστασε να απαντήσει· μετά είπε: «Θέλει κι αυτή να ταξιδέψει. Αλλά θα την ξαναδείτε, είμαι σίγουρος. Έχει αλλάξει, Γρανίτια. Πολύ.»

Βίηλ

Νύχτα, στις ανατολικές παρυφές των Δασότοπων των Λάν’τραχαμ, εκεί όπου η βλάστηση σταματούσε για να ξεκινήσουν, μετά από λίγο, οι έρημες εκτάσεις. Ο Οπλοφόρος βρισκόταν εδώ, και ο Πάνοπλος, ο Κατακρημνιστής, κι ο Εξάποδος. Οι μεταλλικές τους μορφές γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο του μεγάλου φεγγαριού της Βίηλ. Ο Οπλοφόρος είχε έρθει πρώτος· μετά, ο Πάνοπλος κι ο Κατακρημνιστής μαζί· και τέλος, ο Εξάποδος. Κι ακόμα περίμεναν.

«Αν δεν έρθει–» άρχισε να λέει (ξανά) ο Οπλοφόρος.

«Νομίζω πως αυτή είναι.» Ο Πάνοπλος έδειξε στον νυχτερινό ουρανό, όπου μια φιγούρα διακρινόταν να γυαλίζει, πλησιάζοντας. Μια φιγούρα με μεγάλα, μεταλλικά φτερά.

Ο Εξάποδος αναβόσβησε το μάτι του, βαριεστημένα. Ο Κατακρημνιστής δεν ύψωσε το βλέμμα του· συνέχισε να μαζεύει, προσεχτικά, λουλούδια του δάσους με τα πελώρια χέρια του.

Η Ιπτάμενη κατέβηκε ανάμεσά τους και μάζεψε τα φτερά της.

«Μπορούσες να είχες έρθει πρώτη. Αλλά ήρθες τελευταία,» την κατηγόρησε ο Οπλοφόρος.

«Δεν υπήρχε λόγος να βιαστώ αφού μπορούσα να έρθω πρώτη. Υπήρχε;»

Ο Οπλοφόρος δεν αποκρίθηκε· οι τροχοί του τσάκισαν χορτάρι καθώς κύλησε μερικά μέτρα, διαγράφοντας ημικύκλιο.

Ο Πάνοπλος, έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του, του είπε: «Εσύ μας κάλεσες εδώ, σε τούτη την ερημιά· έχεις κάτι να συζητήσουμε ή όχι;»

«Και ποιος ο λόγος για τόση μυστικότητα;» ρώτησε η Ιπτάμενη.

Ο Οπλοφόρος απάντησε: «Γιατί δεν ξέρω αν οι άνθρωποι θα έπρεπε να μας ακούσουν να μιλάμε.»

Ο Κατακρημνιστής έπαψε να μαζεύει λουλούδια, κρατώντας στο χέρι του ήδη ένα αρκετά μεγάλο μπουκέτο. «Οι ‘άνθρωποι’… Δε μ’αρέσει όπως το λες, και δε μ’αρέσει ο διαχωρισμός που κάνεις. Γιατί είσαι έτσι;»

«Δεν είμαστε σαν αυτούς! Νομίζεις πώς είμαστε;» Τα φωτεινά μάτια του Οπλοφόρου τον ατένισαν έντονα.

«Κατά βάθος οι διαφορές μας δεν είναι μεγάλες…» είπε, λιγάκι αδύναμα, ο Κατακρημνιστής.

«Για τους ανθρώπους θέλεις να μιλήσουμε, Οπλοφόρε;» ρώτησε ο Πάνοπλος.

«Όχι μόνο, αλλά αφορά και τους ανθρώπους. Αφορά, όμως, εμάς κυρίως! Τι κάνουμε εδώ τώρα, Πάνοπλε; Τι παριστάνουμε; Ο πόλεμος εναντίον των Παντοκρατορικών τελείωσε. Οπότε, με ποιου το μέρος είμαστε;»

«Δεν είμαστε με το μέρος κανενός,» είπε ο Πάνοπλος.

«Είμαστε, όμως, φτιαγμένοι για πόλεμο!» φώναξε ο Οπλοφόρος.

«Εγώ δεν είμαι φτιαγμένος μόνο για πόλεμο–»

«Ανοησίες! Είσαι σαν τους ανθρώπους; Μπορείς να σκοτώσεις δεκάδες από αυτούς με τα ίδια σου τα χέρια!»

«Μην τσακώνεστε,» τους διέκοψε η Ιπτάμενη. «Όλη αυτή η συζήτηση είναι ανούσια! Αφού δεν γίνεται πόλεμος, δεν γίνεται πόλεμος. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε κανέναν τώρα να μας καθοδηγήσει. Ο Δαίδαλος έφυγε, και δεν ξέρουμε αν θα επιστρέψει… Θυμάστε τι μας είπε, την τελευταία φορά; Είπε ότι δεν ήταν βέβαιος αν θα μας ξαναδεί.» Η λύπη ήταν έκδηλη στη μεταλλική φωνή της.

«Ο πατέρας μας, όμως, είναι ακόμα κοντά μας,» τόνισε ο Εξάποδος αναφερόμενος στον Καρτάφες’νορ.

«Σκασμός, τέρας!» μούγκρισε ο Οπλοφόρος. «Αυτός που αποκαλείς ‘πατέρα μας’ δεν είναι όπως τον Δαίδαλο. Ο Δαίδαλος ήταν–»

Ο Εξάποδος άρχισε να πηγαίνει, απειλητικά, προς τον Οπλοφόρο· αλλά, προτού εκείνος υψώσει το κανόνι του, ο Κατακρημνιστής άρπαξε τον Εξάποδο από ένα από τα πόδια του και τον τράβηξε πίσω. «Ήρεμα,» είπε. «Ο Οπλοφόρος είναι απλώς λιγάκι θυμωμένος, τώρα που ο Δαίδαλος έφυγε και δεν έχουμε και πολλά να κάνουμε.»

Το μάτι του Εξάποδου αναβόσβηνε νευρικά.

«Το πρόβλημα είναι το εξής,» είπε επίμονα ο Οπλοφόρος: «Τώρα δεν γίνεται πόλεμος, και είμαστε φτιαγμένοι για πόλεμο. Αλλά ακόμα κι όταν γίνει πόλεμος, με ποιου το μέρος θα είμαστε;»

«Εννοείς, πόλεμος ανάμεσα στα πριγκιπάτα,» είπε ο Πάνοπλος.

«Ναι. Με ποιον, τότε, θα είμαστε;»

«Πράγματι, αυτό είναι ένα πρόβλημα. Αλλά όχι του παρόντος.»

«Κι όμως!» είπε ο Οπλοφόρος. «Είναι του παρόντος.»

«Εξήγησε, αν έχεις κάτι να εξηγήσεις.»

«Πριν από κάποιες ημέρες, ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος του Κίρτβεχ με πλησίασε, και με ρώτησε τι θα ήθελα για να γίνω πολεμιστής του. Για να είμαι υπήκοος του Πριγκιπάτου του.»

«Και τι του απάντησες;» ρώτησε ο Πάνοπλος.

«Του είπα πως θα το σκεφτώ. Και ξέρεις γιατί το είπα αυτό; Επειδή δεν είμαι σίγουρος τι θέλω, Πάνοπλε! Δεν υπάρχει κάτι που θέλω, συμπέρανα. Τίποτα συγκεκριμένο. Θέλω μόνο να πολεμάω!» Και τώρα ο Οπλοφόρος απευθύνθηκε προς όλους: «Δείτε τι κάνουν οι άνθρωποι. Γίνονται μισθοφόροι και πουλάνε τις υπηρεσίες τους σε πρίγκιπες και δούκες και βαρόνους. Και παίρνουν λεφτά επειδή πολεμάνε γι’αυτούς, ή επειδή φρουρούν τα κάστρα τους. Και με τα λεφτά… Χρησιμοποιούν τα λεφτά για διάφορους λόγους – λόγους ανούσιους για εμάς. Εμείς δεν τρώμε όπως αυτοί, δεν ντυνόμαστε όπως αυτοί, δεν ζευγαρώνουμε όπως αυτοί!»

«Έχεις μελετήσει πολύ τους ανθρώπους, φαίνεται!» γέλασε η Ιπτάμενη. «Πού θες να καταλήξεις;»

«Θα μπορούσαμε να πουλάμε τις υπηρεσίες μας, όπως οι άνθρωποι μισθοφόροι, αν είχαμε κάτι να κάνουμε με τα χρήματα. Γι’αυτό σάς κάλεσα εδώ: για να το συζητήσουμε. Να δούμε αν μας… συμφέρει.»

Η Ιπτάμενη γέλασε ξανά. «Είναι ανόητο, Οπλοφόρε! Φυσικά και δεν χρειαζόμαστε χρήματα.»

«Τότε, γιατί να δουλέψουμε ως μισθοφόροι;» έκανε, θυμωμένα, εκείνος. «Με ποιου το μέρος είμαστε τώρα;»

Όλοι έμειναν σιωπηλοί για λίγο.

Ο Κατακρημνιστής άρχισε πάλι να κόβει λουλούδια. Και τελικά ήταν ο πρώτος που μίλησε: «Μπορούμε να βοηθήσουμε στο χτίσιμο.»

«Στο χτίσιμο;» έκανε ο Εξάποδος.

Ο Κατακρημνιστής ορθώθηκε. «Δε βλέπετε τι γίνεται τώρα, μετά τον πόλεμο; Όλο χτίζουν αυτά που γκρεμίστηκαν.»

«Ο Κατακρημνιστής μιλά σωστά,» είπε ο Πάνοπλος, εξακολουθώντας να έχει τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του. «Θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε.»

«Μα είμαστε φτιαγμένοι για πόλεμο!» επέμεινε ο Οπλοφόρος.

«Κανένας δεν είναι ‘φτιαγμένος’ για τίποτα. Ό,τι θέλεις μπορείς να κάνεις.»

«Και τι μπορώ να κάνω μ’ΑΥΤΟ;» βρυχήθηκε ο Οπλοφόρος και, στρέφοντας το κανόνι του προς τις ερημιές στα ανατολικά, εκτόξευσε μια ενεργειακή ριπή που διέλυσε έναν βράχο.

«Μόλις μας έδειξες τι μπορείς να κάνεις μ’αυτό,» του είπε ο Πάνοπλος ήρεμα. «Πολλές είναι οι περιπτώσεις που χρειάζεται παλιές πέτρες να φύγουν από τη μέση στα οικοδομήματα των ανθρώπων.»

«Μα δεν είμαι φτιαγμένος για–!»

«Σου είπα: εσύ αποφασίζεις για τι είσαι φτιαγμένος!» Ο Πάνοπλος ξεσταύρωσε τα χέρια του. «Αφού δεν γίνεται πόλεμος, δεν μπορούμε να πολεμήσουμε. Ας κάνουμε, λοιπόν, ό,τι καλύτερο μπορούμε.»

Ο Οπλοφόρος δίστασε να απαντήσει. «Δεν μου αρέσει και τόσο,» δήλωσε, και ακουγόταν παραπονεμένος.

«Θέμα συνήθειας είναι,» του είπε ο Πάνοπλος. «Και καλά έκανες που μας συγκέντρωσες εδώ. Ήταν, πράγματι, κάτι που έπρεπε να συζητήσουμε.»

«Από πού θα ξεκινήσουμε να βοηθάμε, Πάνοπλε;» ρώτησε ο Εξάποδος.

«Πάμε στην Κάνρελ· δεν είναι μακριά. Ο Πρίγκιπας Άτβος είμαι βέβαιος ότι θα εκτιμήσει τη βοήθειά μας.»

Υπερυδάτια

Σταμάτησε το δίκυκλό της επάνω στο ύψωμα και, βάζοντας το ένα της πόδι στη γη για στήριξη, ατένισε την παραθαλάσσια πόλη που φαίνονταν σε απόσταση κανενός χιλιομέτρου. Ψηλές, γυαλιστερές πολυκατοικίες από μέταλλο και γυαλί, ανάμεσα σε μικρότερα και χαμηλότερα οικοδομήματα. Γύρω από την πόλη απλώνονταν μεγάλες εκτάσεις γεμάτες άμμο που αντανακλούσε το πρωινό φως των δίδυμων ήλιων. Εκεί, σε κάποια σημεία, οικισμοί διακρίνονταν – ψαράδων και βουτηχτών – ενώ, σε άλλα σημεία, φαίνονταν κάποιοι λουόμενοι, γιατί ο καιρός δεν ήταν άσχημος.

Αμμόπολη. Η πατρίδα μου. Η Ιωάννα χαμογέλασε. Πόσο καιρό είχε να έρθει εδώ; Πόσο καιρό;…

Ήταν κάποιοι άνθρωποι που ήθελε να δει μέσα στην πόλη· αλλά πρώτα, πριν από αυτό…. Ξεκίνησε πάλι το δίκυκλό της, κατεβαίνοντας τον λόφο. Ανέπτυξε ταχύτητα. Κατευθύνθηκε προς τα βόρεια της Αμμόπολης. Ακολούθησε έναν χωματόδρομο που περνούσε ανάμεσα από χωράφια· πέρασε πλάι από ένα ξενοδοχείο· αγνόησε μια παραλία όπου ήταν ξαπλωμένοι καμια δεκαριά λουόμενοι. Μπήκε ανάμεσα σε δύο μεγάλους βράχους κι έφτασε σε μια αμμουδιά που ελάχιστοι γνώριζαν, και κανένας τώρα δεν ήταν εδώ.

Σταμάτησε το δίκυκλό της. Κατέβηκε και έβγαλε τις μπότες και τα ρούχα της. Έτρεξε στη θάλασσα και βούτηξε, αφήνοντας το αλμυρό νερό της πατρίδας της να τη σκεπάσει.

Όταν ξανάβγαλε το κεφάλι της στον αφρό, βρισκόταν στ’ανοιχτά κι αγνάντευε την Αμμόπολη από την άλλη μεριά· έβλεπε τα μεγάλα πλοία στο λιμάνι της.

Άζ’λεφκ

Τρία φεγγάρια στόλιζαν τον νυχτερινό ουρανό σαν κοσμήματα: ένα γαλανό, δύο ασημένια.

Οι ανθρωποειδείς ιθαγενείς του γαλανού ήταν επικίνδυνοι.

Το μεγάλο πουλί πετούσε προς ένα από τα ασημένια φεγγάρια. Είχε πελώριες φτερούγες και διχαλωτή ουρά, και το τρίχωμά του ήταν γκρίζο. Επάνω στο κεφάλι του ορθωνόταν περήφανα ένα πορφυρό λοφίο. Στη ράχη του κρατιόταν ένας άντρας.

Το πουλί προσγειώθηκε στο φεγγάρι. Εκείνος κατέβηκε απ’τη ράχη του. Στο δεξί χέρι βαστούσε έναν κύβο με κρυστάλλινα μάτια, και η οντότητα μέσα στον κύβο είπε:

Γιατί είμαστε εδώ;

«Γιατί δεν μπορώ συνέχεια να σε κουβαλάω μαζί μου.» Ο άντρας άρχισε να βαδίζει, απομακρυνόμενος από το γιγάντιο πουλί, που έμεινε πίσω περιμένοντάς τον, με τις φτερούγες του μαζεμένες, ατενίζοντας δεξιά κι αριστερά, το έρημο τοπίο του φεγγαριού.

Αθέτησες τη συμφωνία μας! είπε η οντότητα. Αλλά δεν πειράζει· μπορούμε να κάνουμε μια άλλη συμφωνία, Άζ’λεφκ. Τι λες;

«Δεν κάνω συμφωνίες μαζί σου.»

Μα, εσύ ξεκίνησες το παιχνίδι μας! Και δεν το άφησες να τελειώσει! Νόμιζες ότι θα σε πρόδιδα; Έκανα ό,τι είχαμε συμφωνήσει! Έφτιαχνα ξανά τον Ενιαίο Κόσμο!

«Δε μ’ενδιαφέρει πια ο Ενιαίος Κόσμος.»

Η οντότητα δεν ήξερε τι άλλο να πει, έτσι έμεινε σιωπηλή όσο εκείνος βάδιζε. Το τοπίο ήταν γκρίζο και έρημο παντού γύρω τους· τίποτα δεν φύτρωνε, τίποτα δεν ζούσε.

Τελικά, έφτασαν μπροστά σε μια σπηλιά, όχι και πολύ μεγάλη. Ο άντρας έσκυψε για να μπει. Στο έδαφος της σπηλιάς, αλλά και στα τοιχώματά της, υπήρχαν πολλές τρύπες. Μέσα σε μία από αυτές τοποθέτησε τον κύβο, κρύβοντάς τον στο σκοτάδι.

Τι κάνεις; ούρλιαξε η οντότητα.

Ο άντρας αλλοίωσε τον πνευματικό και τον ενεργειακό χώρο γύρω από το άνοιγμα, ώστε να το κάνει δύσκολο να το δει ή να το αγγίξει κάποιος.

Έπρεπε να το περιμένω… είπε η οντότητα, κουρασμένα. Θα το μετανιώσεις αυτό, Άζ’λεφκ. Κάποια στιγμή, κάπως, θα το μετανιώσεις!

Ο άντρας γύρισε προς την έξοδο της σπηλιάς, και βγήκε. Αγνοώντας τις απειλές της παγιδευμένης οντότητας πίσω του.

Όταν επέστρεψε εκεί όπου είχε προσγειωθεί, βρήκε το γιγάντιο πουλί να τον περιμένει.

«Θα σε κουράσω γι’ακόμα μια φορά, φίλε μου,» του είπε, και σκαρφάλωσε στη ράχη του.