ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

Οι Μηχανές
του Φωτός

Η Πλοηγός και ο Δαίμονας,
Βιβλίο Δεύτερο

Μια Ιστορία από το
Θρυμματισμένο Σύμπαν

 

 

 

 

 

© Κώστας Βουλαζέρης

http://www.kostasvoulazeris.eu

http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris

 

Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commonshttp://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/


Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι καταστάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.

 

Διαβάστε περισσότερες ιστορίες από το
Θρυμματισμένο Σύμπαν

 

Ένα Τρένο με Πολύχρωμες Γυναίκες
Ο Διαιρεμένος Θεός
Γάμος του Ήλιου και του Ανέμου
Οι Υπέρμαχοι του Γαλανού Φωτός
Ο Θάνατος του Ξενιστή
Ο Πόλεμος των Ξένων
Οι Φύλακες των Πάγων
Ο Θίασος των Θαυμαστών Θηρίων
Η Πόλη των Αγαλμάτων
Ο Απομονωμένος Κόσμος
Ο Βασιληάς, οι Νύφες, και η Μαύρη Δράκαινα
Το Τραγούδι της Ψυχής
Κρασί της Σεργήλης
Η Απειλή από τον Νεκρό Κόσμο
Οι Άνεμοι, το Μήνυμα, και ο Κώδικας
Το Όνειρο της Παντοκράτειρας

 

Δωρεάν στο
www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris/thrymmatismeno_sympan

 

 

 

 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ Α’
Σάρντλι

 

 

 

 

 

 

 

 

1.

«Προετοιμάζονται για την αυγή,» είπε ο Ορείχαλκος.

Ήταν νύχτα, και στεκόταν στην άκρη ενός μεγάλου εξώστη του Πολύλιθου Μεγάρου, με μια κούπα τάο βις στο χέρι. Παραδίπλα, σε αναπαυτικά καθίσματα με μαλακά μαξιλάρια, κάθονταν ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης και Βασιληάς της Απολλώνιας, και η Ιωάννα η Μαύρη Δράκαινα, καθώς επίσης και η Γρανίτια η Πρώτη (ξαδέλφη του Ορείχαλκου), η Αζουρίτια η Δεύτερη (αδελφή του Ορείχαλκου), ο Όνυχας ο Τέταρτος (το μικρότερο από τα αδέλφια του Ορείχαλκου· που ονομαζόταν Όνυχας ο Πέμπτος πριν μάθουν για τον θάνατο του Όνυχα του Δευτέρου), η Νεφελόπτερη (ξαδέλφη του Ορείχαλκου από τη μεριά της μητέρας του, του Οίκου των Ουράνιων), και ο Ναλκέτρι (σύζυγος της Νεφελόπτερης και όχι ευγενικής καταγωγής).

«Πρέπει η τελετή να γίνει οπωσδήποτε την αυγή;» ρώτησε η Γρανίτια, καθώς ήταν σχεδόν ξαπλωμένη στο επικλινές κάθισμά της και κάπνιζε ένα τσιγάρο από εσωδιαστασιακό χόρτο φυσώντας τον καπνό προς τα πάνω. Ο καπνός διέγραφε ευφάνταστα σχήματα στο φως των λαμπών του εξώστη, που δεν ήταν ενεργειακές αλλά άναβαν με λίπος, όχι λόγω μειωμένων ενεργειακών αποθεμάτων του Οίκου των Ορειβατών, παρά για λόγους ατμόσφαιρας. Ανάμεσα στους παρευρισκόμενους υπήρχε, επίσης, ένα μεγάλο, χαμηλό, στρογγυλό ξύλινο τραπέζι γεμάτο καράφες με ποτά και πιατέλες με γλυκίσματα.

«Έτσι λένε οι Ούρταθ,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος, και ήπιε μια γουλιά τάο βις, κοιτάζοντας τον καταυλισμό των Ούρταθ, μες στη νύχτα, στις όχθες της λίμνης Νόλκ’βα, αντίκρυ στο Πολύλιθο Μέγαρο. Αναμμένες φωτιές διακρίνονταν· τύμπανα ακούγονταν να χτυπούν, και βούκινα να σφυρίζουν και να μουγκρίζουν. «Η νοσόκρο-βαντ πρέπει να γίνει όταν το πρώτο φως του ήλιου πέφτει στη Σάρντλι. Τότε ο Ψηλός Άντρας θα αναγεννηθεί.»

«Θα αναγεννηθεί;» είπε ο Ανδρόνικος.

Ο Ορείχαλκος στράφηκε να κοιτάξει τον Πρίγκιπα της Επανάστασης. «Έτσι μου είπε η γυναίκα του Γκαρτάθλο, η Νασίτρι. Ο Ψηλός Άντρας θα αναγεννηθεί, είπε. Αν και, βέβαια, στην πραγματικότητα ο γιος του Γκαρτάθλο θα πάρει τη θέση του.»

«Πρέπει να πιστεύουν σε κάποιου είδους μετεμψύχωση,» υπέθεσε η Νεφελόπτερη. «Ότι το πνεύμα του προηγούμενου Ψηλού Άντρα γίνεται ένα με του καινούργιου.»

«Κι εγώ το ίδιο νομίζω, ξαδέλφη.»

Η Γρανίτια η Πρώτη ρώτησε: «Τι γίνεται άμα είναι Ψηλή Γυναίκα;» και φύσηξε καπνό απ’την άκρια του στόματός της.

«Δε νομίζω ότι γίνεται να έχουν Ψηλή Γυναίκα, Γρανίτια. Μόνο Ψηλό Άντρα.»

«Τι περιοριστικό έθιμο!» Η Γρανίτια έριξε το τελειωμένο τσιγάρο της μέσα σ’ένα τασάκι από κάποιο διαφανές πέτρωμα που έκανε γαλανές ανταύγειες στο φως των λαμπών.

Ο Ορείχαλκος μειδίασε. «Αυτό είναι το έθιμό τους. Και δε μου φαίνεται οι γυναίκες τους να έχουν πρόβλημα.»

«Ό,τι έχεις συνηθίσει είναι…» είπε η Νεφελόπτερη.

«Πράγματι,» συμφώνησε ο Ορείχαλκος. Και τους είπε: «Είμαστε όλοι καλεσμένοι, ξέρετε.»

«Καλεσμένοι;» έκανε η Γρανίτια, καθώς ανασηκωνόταν στηριζόμενη στον αγκώνα. «Πού;»

«Στη νοσόκρο-βαντ. Αν θέλουμε μπορούμε να πάμε να παρακολουθήσουμε την αναγέννηση του Ψηλού Άντρα των Ούρταθ· και θα πρότεινα να το κάνουμε, ειδικά αφού σκεφτόμαστε ν’ακολουθήσουμε τη στρατηγική που πρότεινε ο Πρίγκιπάς μας.»

«Μην το λες σαν να πρέπει να γίνουμε τώρα δούλοι τους. Τη δουλειά τους θα κάνουν, εξάλλου· και θα πληρωθούν με πολύτιμους λίθους απ’τα ορυχεία μας.»

«Παρ’όλ’αυτά, είναι προτιμότερο να μην τους προσβάλουμε. Αυτό που θα τους ζητήσουμε δεν είναι ακίνδυνο για τη φυλή τους.»

«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, όμως, είπε ότι οι Παντοκρατορικοί έχουν χάσει τη δύναμή τους. Δεν είναι όπως παλιά…» Η Γρανίτια στράφηκε να κοιτάξει τον Ανδρόνικο.

«Ασφαλώς και έτσι είναι,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Αν δεν είναι έτσι, τότε όλοι μας θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα,» είπε η Γρανίτια, διακόπτοντάς τον.

«Ωστόσο,» συνέχισε ο Ανδρόνικος, «δε βλάπτει να τα έχουμε καλά με τους Ούρταθ, αφού θα τους ζητήσουμε ν’αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας για εμάς, εκεί όπου θα χρειαστεί. Εγώ, τουλάχιστον, θα πάω σ’αυτή την τελετή τους. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε.» Ανασήκωσε τους ώμους του και ήπιε μια γουλιά υπόγειο οίνο από τη χρυσοποίκιλτη κούπα του.

Η Ιωάννα, καθισμένη πλάι του, με τα πόδια της σηκωμένα επάνω στο μαλακό κάθισμα και διπλωμένα από κάτω της, τον λοξοκοίταξε. Η λογική που πάντα σε βάζει σε μπελάδες, σκέφτηκε, αλλά δεν του μίλησε. Μέχρι στιγμής, από τότε που είχαν έρθει στη Σάρντλι, δύο φορές είχαν επιχειρήσει να δολοφονήσουν τον Ανδρόνικο, σε καταστάσεις που υποτίθεται ότι δεν θα γινόταν τίποτα πιο βίαιο από συζήτηση: η πρώτη φορά ήταν στο ορυχείο καπνόλιθου που είχαν κατακτήσει οι Ασνούρτα για τους επαναστάτες, και η δεύτερη στον καταυλισμό των Ούρταθ, σήμερα τα ξημερώματα, όταν ο Όνυχας ο Δεύτερος είχε αποδειχτεί πως τελικά ήταν Δημιούργημα και ο πραγματικός Όνυχας ο Δεύτερος νεκρός εδώ και κάποιο καιρό. Η Ιωάννα δεν νόμιζε πως οι Παντοκρατορικοί είχαν κανέναν υπηρέτη τους ανάμεσα στους Ούρταθ – δεν νόμιζε ότι τίποτα θα γινόταν σ’αυτή τη νοσόκρο-βαντ – αλλά, και πάλι, μπορούσες να το ρισκάρεις; Φυσικά και όχι. Θα έπρεπε να προσέχουν.

Μια Μαύρη Δράκαινα πάντα ήταν προσεχτική.

Και η Ιωάννα ήταν πιο προσεχτική σε ό,τι αφορούσε τον Ανδρόνικο.

Ο Όνυχας ο Τέταρτος, ο μικρός αδελφός του Ορείχαλκου, ρώτησε: «Δεν έχουν σταλεί εντολές στους Παντοκρατορικούς στα ορυχεία μας να αποχωρήσουν;»

«Φυσικά και έχουν σταλεί,» του είπε η Γρανίτια. «Με ελικόπτερο, το μεσημέρι.»

«Αλλά δεν είναι αυτοί που μας προβληματίζουν, Όνυχα,» εξήγησε ο Ορείχαλκος στον αδελφό του. «Αυτοί θα φύγουν· δεν πρόκειται να καθίσουν όταν δεν έχουν την υποστήριξή μας. Το ξέρουν ότι θα ήταν αυτοκτονικό.»

«Το πρόβλημα,» συνέχισε τον συλλογισμό του Ορείχαλκου ο Ανδρόνικος, «είναι η αντίδραση της Παντοκράτειρας στην απόφασή σας να συμμαχήσετε με την Επανάσταση. Πολύ πιθανόν να γίνουν επιθέσεις σε διάφορες πόλεις ή οχυρά, από Παντοκρατορικές δυνάμεις που ήδη βρίσκονται στη Σάρντλι, ή από δυνάμεις που ίσως σύντομα να έρθουν. Οι Ούρταθ θα βοηθήσουν πολύ, νομίζω, σ’αυτές τις περιπτώσεις.

»Κι επίσης,» πρόσθεσε, «πρέπει να πάρουμε όλους – και εννοώ όλους – τους Οίκους της Σάρντλι με το μέρος μας. Αν ακόμα και ένας είναι με την Παντοκράτειρα, αυτό θα μας προκαλέσει πρόβλημα, γιατί η Σάρντλι θα φανεί διχασμένη. Δεν πρέπει να φανείτε διχασμένοι – σε καμία περίπτωση.»

Ο Ορείχαλκος κατένευσε. «Ναι,» συμφώνησε.

Η Νεφελόπτερη είπε: «Οι Ουράνιοι θα σας υποστηρίξουν, Πρίγκιπά μου, αφού οι Ορειβάτες σάς υποστηρίζουν. Μπορεί ο θείος μου, ο Ηλιόνους ο Πρώτος, να είπε ότι πρέπει να συζητηθεί το θέμα, αλλά ήταν γενικά θετικά προδιατεθειμένος όπως θα παρατηρήσατε – και το ίδιο θα είναι κι οι υπόλοιποι του Οίκου μας· θα δείτε.»

«Με χαροποιεί αυτό,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Όμως μην ξεχνάτε ότι δεν υποστηρίζετε εμένα· υποστηρίζετε τον εαυτό σας όταν συμμαχείτε με την Επανάσταση.»

«Ό,τι ισχύει για τους Ουράνιους ισχύει και για τους Γεωμέτρες,» του είπε η Γρανίτια. «Ο Τριγώνιος μού είπε, όταν ήμασταν μόνοι, αυτό που σου λέει τώρα και η Νεφελόπτερη. Κανένας Οίκος δεν θα εξακολουθήσει να είναι υπέρ της Παντοκράτειρας, τώρα που οι Ορειβάτες επαναστάτησαν εναντίον της. Εκτός του ότι ξέρουν την επιρροή μας, ο Ορείχαλκος ήταν σύζυγός της, κι αφού ένας σύζυγός της – ο μοναδικός της σύζυγος στη Σάρντλι – στρέφεται εναντίον της, τότε τι θα κάνουν οι άλλοι; Δεν είναι αυτονόητο;»

«Πράγματι είναι, Γρανίτια.» Ο Ανδρόνικος είχε παρατηρήσει ότι, σε αντίθεση με άλλους, η Γρανίτια η Πρώτη ποτέ δεν του μιλούσε στον πληθυντικό από τότε που εκείνος είχε γνωριστεί καλύτερα με τους Ορειβάτες· και αναρωτιόταν αν επρόκειτο για κάτι το οποίο έκανε αυθόρμητα ή αν είχε κάποια πολιτική σκοπιμότητα στο μυαλό της. Αναμφίβολα, του έμοιαζε για πολιτικά σκεπτόμενη γυναίκα. «Το ότι ήρθε ο Ορείχαλκος με το μέρος της Επανάστασης ήταν εξαιρετικά σημαντικό. Δίνει ένα πολύ ισχυρό μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση.»

Η Γρανίτια έριξε ένα βλέμμα στον Ορείχαλκο.

Εκείνος έμεινε σιωπηλός. Είχε προσέξει το γεγονός ότι η ξαδέλφη του είχε πει «ο Ορείχαλκος ήταν σύζυγός της»: δηλαδή, δεν είναι πια σύζυγός της. Κι αυτό είναι αλήθεια, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος: δεν είναι δυνατόν πλέον να θεωρούμε σύζυγός της αφού την πρόδωσα συμμαχώντας με την Επανάσταση. Κι όμως, δεν μπορούσε να πει ότι δεν αισθανόταν τίποτα για την Αγαρίστη.

Την Αγαρίστη…

Δεν ήταν η Παντοκράτειρα γι’αυτόν· ήταν η Αγαρίστη. Ήξερε το αληθινό της όνομα: πράγμα που εκείνη (όπως του είχε πει) δεν είχε αποκαλύψει σε κανέναν άλλο σύζυγό της, ποτέ. Αγαπούσε τον Ορείχαλκο περισσότερο από τους υπόλοιπους… κι εκείνος την είχε προδώσει.

Αισθανόταν άσχημα γι’αυτό, και ήταν βέβαιος πως το ίδιο θα αισθανόταν και η Αγαρίστη μόλις το μάθαινε. Τη συμπαθούσε – πολύ – παρότι έβλεπε πως ήταν παράξενη και, πιθανώς, λιγάκι τρελή. Και όσα τού είχε πει ο Ανδρόνικος γι’αυτήν – ότι, ουσιαστικά, ο Ελκράσ’ναρχ τη χρησιμοποιούσε για τους δικούς του σκοπούς – τον είχαν κάνει να τη συμπαθήσει ακόμα περισσότερο. Τον είχαν κάνει να θέλει να τη βοηθήσει.

Κι αναρωτιόταν αν η Αγαρίστη θα ήθελε τη βοήθειά του.

Σκότη του Τάρφεοθ! Του φαινόταν αδύνατο να διορθώσει τούτη την κατάσταση. Πώς μπορούσε να διαχωρίσει την Παντοκράτειρα από την Παντοκρατορία; Πώς μπορούσε να επιλέξει τη γυναίκα και όχι όσα εκείνη κουβαλούσε μαζί της, όσα την ακολουθούσαν και την περιστοίχιζαν; Η Παντοκράτειρα ήταν η Παντοκρατορία.

Και η Ανεμόφθαλμη;

Η Ανεμόφθαλμη, που τώρα ήταν επάνω, στα δωμάτιά του, και κατά πάσα πιθανότητα κοιμόταν, θα τον περνούσε για τρελό. Δε θα μπορούσε να καταλάβει. Αποκλείεται να μπορούσε να καταλάβει…

«Ορείχαλκε; Σου μιλάμε, Ορείχαλκε.»

Ο Ορείχαλκος βλεφάρισε, παίρνοντας το βλέμμα του από το σκοτάδι πέρα από τον εξώστη και στρέφοντάς το στη Γρανίτια. «Τι;»

«Δεν άκουσες λέξη, ε;»

Η Νεφελόπτερη μειδίασε. «Έχει πιει πολύ, μου φαίνεται!»

«Δεν το νομίζω,» είπε η Γρανίτια.

Ο Ορείχαλκος αποφάσισε να αποκριθεί εσκεμμένα κοφτά. «Τα ξημερώματα, ανακαλύψαμε ότι ο θείος Όνυχας είχε αντικατασταθεί από ένα Δημιούργημα· αμέσως μετά, αντιμετωπίσαμε το όχημα με το ενεργειακό κανόνι του Δημήτριου, κι ένα σωρό άνθρωποι τραυματίστηκαν και σκοτώθηκαν· μετά, κάναμε συμβούλιο στην Υψηλή Αίθουσα για να δούμε τι θα γίνει με τους Οίκους μας και την Επανάσταση· μετά, συνεχίσαμε να μιλάμε και να παίρνουμε αποφάσεις, και τσακώθηκα με τον Ρουμπίνη–»

«Δεν εννοούσε αυτά που είπε· είμαι σίγουρη, Ορείχαλκε,» τόνισε η Αζουρίτια η Δεύτερη, που ήταν δίδυμη με τον Ρουμπίνη.

Ο αδελφός του του είχε πει, εν ολίγοις, ότι ο Ορείχαλκος με τις ενέργειές του θα έφερνε την καταστροφή του Οίκου τους· ότι εκείνος, ο Ρουμπίνης, έπρεπε εξαρχής να είχε παντρευτεί την Παντοκράτειρα· και ότι τώρα μπορεί να το έκανε και να έφευγε από το Πολύλιθο Μέγαρο, που είχε ξαφνικά μετατραπεί σε άντρο παρανόμων, κακοποιών, και καταζητούμενων σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν. Σε καταριέμαι από εδώ ώς τα Επτά Βασίλεια του Θανάτου, Ορείχαλκε! είχε φωνάξει ο Ρουμπίνης, εξοργισμένος, προτού αποχωρήσει.

«Μπορεί,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος στην Αζουρίτια, νηφάλια. Κι ύστερα, προς την ομήγυρη, με πιο εύθυμη διάθεση: «Μετά απ’όλα αυτά, νομίζω πως δε θα ήταν τόσο παράλογο να είμαι λιγάκι ζαλισμένος, μα τους Ανέμους του Άνβρεοθ!»

Η Γρανίτια μειδίασε, και γέμισε την κούπα της με τάο βις. «Σε ρώτησε ο Ανδρόνικος πού πιστεύεις ότι πρέπει να συγκεντρωθούν οι Οίκοι της Σάρντλι για να μιλήσουν σχετικά με την Επανάσταση.»

Ο Ορείχαλκος στράφηκε στον Ανδρόνικο, ο οποίος είπε: «Είπαμε ότι πρέπει, μάλλον, να γίνει μια τέτοια μαζική συνάντηση…»

«Ασφαλώς και πρέπει,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος.

«Θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στο Πολύλιθο Μέγαρο,» πρότεινε η Γρανίτια.

«Δε νομίζω ότι αυτό θα ήταν συνετό, ξαδέλφη.»

Τα φρύδια της έσμιξαν πάνω στο χρυσόδερμο πρόσωπό της. «Γιατί όχι;»

«Για να μη θεωρήσουν ότι προσπαθούμε να τους επιβληθούμε, κατά πρώτον–»

Η Γρανίτια αναποδογύρισε τα μάτια της. «Για όνομα της Νάεφισπ…»

«Πρέπει να φανούμε διπλωματικοί, Γρανίτια, ανεξαρτήτως της κατάστασης,» είπε ο Ορείχαλκος. «Κατά δεύτερον, είναι και θέμα χώρου. Το Πολύλιθο Μέγαρο είναι μεγάλο, ναι, αλλά πόσους μπορεί να χωρέσει; Θα φέρουν, μην ξεχνάς, και υπηρέτες μαζί τους και μισθοφόρους. Κατά τρίτον, παίζει ρόλο και η απόσταση από τις έδρες τους στη δική μας. Και κατά τέταρτον, έχεις σκεφτεί ότι μπορεί κάποιος να επιχειρήσει κάτι… ύπουλο;»

«Τι ύπουλο;» συνοφρυώθηκε η Γρανίτια.

«Επίθεση εναντίον σας μέσα στο ίδιο σας το σπίτι,» είπε η Ιωάννα, κάνοντας τη Γρανίτια την Πρώτη να γυρίσει να την κοιτάξει ξαφνιασμένη. «Κάποιος Οίκος, ή ευγενής, μπορεί να θεωρήσει ότι αυτή είναι μια καλή ευκαιρία για ν’αποκτήσει την εύνοια της Παντοκράτειρας, αιχμαλωτίζοντας όχι μόνο τους προδότες Ορειβάτες και τον προδότη Πρίγκιπα Ορείχαλκο» – είχε ήδη βάλει ένα τσιγάρο στο στόμα της και τώρα το άναψε – «αλλά και τον ‘Αρχιπροδότη’ – τον Ανδρόνικο. Και εμένα. Είμαι καταζητούμενη σ’ολόκληρο το Γνωστό Σύμπαν.» Όλες οι Μαύρες Δράκαινες ήταν. Η Ιωάννα φύσηξε καπνό.

«Ακριβώς,» συμφώνησε ο Ορείχαλκος.

«Η Φανχάι δεν θα ήταν ένα καλό μέρος γι’αυτή τη συνάντηση;» ρώτησε ο Ανδρόνικος. «Είναι, αναμφίβολα, μια από τις κεντρικότερες πόλεις της Σάρντλι. Η κεντρικότερη, ίσως.»

Ο Ορείχαλκος ένευσε. «Κι εγώ το ίδιο σκεφτόμουν, Πρίγκιπα Ανδρόνικε.»

2.

Η Άνμα’ταρ καθόταν στο περβάζι του παραθύρου και κοίταζε κάτω, τον εξώστη όπου βρίσκονταν ο Ορείχαλκος, ο Ανδρόνικος, η Ιωάννα, και οι άλλοι. Αισθανόταν τον γλυκό νυχτερινό αέρα της Σάρντλι να δροσίζει το πρόσωπό της και τους γυμνούς ώμους της.

Οι παρευρισκόμενοι στον εξώστη, τώρα, άρχιζαν να φεύγουν, μπαίνοντας στο εσωτερικό του Πολύλιθου Μεγάρου, έχοντας μάλλον αποφασίσει πως είχε έρθει η ώρα να κοιμηθούν. Κανένας δεν πρέπει να είχε προσέξει την Άνμα να τους κοιτάζει, ούτε καν η Ιωάννα. Όχι πως η Άνμα ήθελε να το κρατήσει κρυφό για κανέναν λόγο. Όπως κι οι άλλοι επαναστάτες, έτσι κι εκείνη ήταν φιλοξενούμενη στο Πολύλιθο Μέγαρο, και δεν είχε παράπονο με το δωμάτιο που ο Ορείχαλκος είχε παραχωρήσει σ’αυτήν και τον Σέλιρ’χοκ.

Το βλέμμα της πήγε προς τη λίμνη Νόλκ’βα, που τα νερά της ασήμιζαν κάτω απ’τις ακτίνες του φεγγαριού της Σάρντλι, το οποίο οι γηγενείς ονόμαζαν Σελήνη. Φωτιές διέλυαν τη νύχτα στις όχθες της λίμνης, στον καταυλισμό των Ούρταθ – πιο δυνατές φωτιές απ’ό,τι χρειάζονταν απλώς για να βλέπει κανείς ή για να μαγειρέψει – και ήχοι έρχονταν: από τύμπανα και από βούκινα, ήταν σίγουρη η Άνμα. Κάνουν κάποια τελετή.

«Μου φέρνεις τα κιάλια μου;» ζήτησε· και μετά από μερικές στιγμές άκουσε γυμνά πόδια να την πλησιάζουν, χωρίς βιασύνη. Στράφηκε και πήρε τα κιάλια της από τον Σέλιρ.

«Ποιον παρακολουθείς πάλι;» τη ρώτησε εκείνος, τυλίγοντας με το ένα του χέρι τους ώμους της και φέρνοντάς την κοντά του καθώς εκείνη εξακολουθούσε να κάθεται στο περβάζι.

Η Άνμα αισθάνθηκε ένα ευχάριστο μυρμήγκιασμα να τη διατρέχει. «Δεν τους παρακολουθώ. Αλλά φαίνεται να κάνουν κάτι περίεργο απόψε.» Κι ύστερα άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως, δίνοντας στα κιάλια επαυξημένες ιδιότητες. Τα έφερε στα μάτια της και ατένισε τον καταυλισμό των Ούρταθ, ο οποίος φάνηκε ξαφνικά να έρχεται πολύ κοντά της, δίπλα της, με πολλές, πάρα πολλές λεπτομέρειες. Μπορούσε να δει τις μεγάλες φωτιές αναμμένες παντού, και πολεμιστές με κατάλευκο δέρμα, άντρες και γυναίκες, να κάθονται γύρω τους, οκλαδόν, και να τραγουδούν – η Άνμα διέκρινε, εξαιτίας της οπτικής ενίσχυσης των κιαλιών της, τα χείλη τους να κινούνται, ακόμα και τον ιδρώτα να κυλά επάνω στο σώμα ορισμένων. Κάποιοι στέκονταν όρθιοι και χτυπούσαν τύμπανα· κάποιοι άλλοι φυσούσαν, κάθε τόσο, βούκινα. Και υπήρχαν και κάτι γυναίκες που βάδιζαν στους διαδρόμους οι οποίοι σχηματίζονταν ανάμεσα στις πυρές, μοιάζοντας να κάνουν τα συγκεκριμένα ιεροτελεστικά βήματα ενός μυστηριώδους χορού· κάπου-κάπου, δε, πηδούσαν μέσα από τις φωτιές, τσυρίζοντας. Σ’αντίθεση με τους υπόλοιπους Ούρταθ, δεν ήταν σχεδόν γυμνές: φορούσαν επάνω τους τα τομάρια διάφορων ζώων, και τα κεφάλια τους ήταν κουκουλωμένα με τα κεφάλια των ζώων αυτών. Η Άνμα δεν αναγνώριζε τα σκοτωμένα θηρία· πρέπει να ήταν από τη μακρινή πατρίδα των Ούρταθ, που τώρα δεν θυμόταν πώς την έλεγαν.

«Πρέπει να έχει σχέση με τον νεκρό αρχηγό τους,» είπε ο Σέλιρ. «Τον Ψηλό Άντρα.»

Η Άνμα δεν κατέβασε τα κιάλια της. «Ξέρεις ακόμα και για τους Ούρταθ;»

«Όχι· το υποθέτω, όμως. Αφού ο προηγούμενος αρχηγός τους πέθανε, ένας άλλος θα πρέπει να πάρει τη θέση του.» Και η Άνμα αισθάνθηκε τώρα και τα δύο χέρια του Σέλιρ να την τυλίγουν, και τα χείλη του να φιλάνε το πλάι του λαιμού της. Οι Ούρταθ άρχισαν ξαφνικά να έχουν λιγότερο ενδιαφέρον. Κατέβασε τα κιάλια της και στράφηκε στον Σέλιρ.

3.

Λίγο προτού ξημερώσει, οι φωτιές των Ούρταθ είχαν σβήσει. Σκοτάδι είχε τυλίξει τον καταυλισμό τους. Και ησυχία. Μια σιγαλιά που θα ταίριαζε σε νεκρούς.

Τότε ήταν που μια μικρή ομάδα βγήκε έφιππη από το Πολύλιθο Μέγαρο πηγαίνοντας προς τις όχθες της λίμνης Νόλκ’βα. Πρώτοι ίππευαν ο Ανδρόνικος και ο Ορείχαλκος, και μετά έρχονταν η Ανεμόφθαλμη, η Ιωάννα, η Γρανίτια η Πρώτη, ο Σίδηρος ο Δεύτερος, και ο Σάνραντιλ’φεν.

Η Ιωάννα πίστευε ότι τα μέτρα ασφαλείας ήταν απαράδεκτα λίγα, δεδομένου ότι ο Ανδρόνικος ήταν ο Πρίγκιπας της Επανάστασης και ο Ορείχαλκος ένας σύζυγος της Παντοκράτειρας που την είχε μόλις προδώσει· αλλά κανένας δεν φαινόταν να ασπάζεται τη γνώμη της. Δεν πίστευαν ότι οι Ούρταθ μπορεί να είχαν καμία σχέση με τους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Η Ιωάννα, ωστόσο, κανέναν δεν εμπιστευόταν τόσο πολύ, έτσι είχε τα όπλα της έτοιμα, αν και όχι στα χέρια της, φυσικά, για να μη δείχνει εχθρική. Ο Ορείχαλκος και ο Ανδρόνικος δεν θα το ήθελαν αυτό· ούτε και κανένας άλλος.

Ο καταυλισμός ήταν σιωπηλός μέσα στο πυκνό σκοτάδι πριν από την αυγή, και ο Ορείχαλκος είπε στους συντρόφους του να σβήσουν τις λάμπες τους προτού φτάσουν εκεί. «Οι Ούρταθ προφανώς θέλουν σκοτάδι,» είπε.

Ίσως οι Ούρταθ να το θέλουν, σκέφτηκε η Ιωάννα, αλλά μπορεί και κάποιον δολοφόνο να μην τον χαλάει καθόλου… Το χέρι της ήταν στο μικρό πιστόλι που ήταν δεμένο στον μηρό της.

Στα σύνορα του καταυλισμού τούς περίμεναν μερικοί από τους Ούρταθ, ανάμεσα στους οποίους και η Νασίτρι, η γυναίκα του Γκαρτάθλο, του προηγούμενου Ψηλού Άντρα, ο οποίος είχε σκοτωθεί όταν το Παντοκρατορικό όχημα με το ενεργειακό κανόνι επιτέθηκε.

Ο Ορείχαλκος, αφιππεύοντας, τη χαιρέτησε με το όνομά της. Εκείνη έκλινε μονάχα το κεφάλι, σιωπηλή, και τους έκανε νόημα να περάσουν στον καταυλισμό χωρίς να μιλάνε. Η Ιωάννα, ο Ανδρόνικος, και οι υπόλοιποι κατέβηκαν από τα άλογά τους, και τα ζώα τα πήραν οι Ούρταθ, απομακρύνοντάς τα.

Ο καταυλισμός έμοιαζε με κάποιο μέρος όπου βασίλευαν οι νεκροί. Ίσως, σκέφτηκε η Ιωάννα, μ’ένα απ’αυτά τα Επτά Βασίλεια του Θανάτου που πιστεύουν εδώ, στη Σάρντλι. Τα μάτια της εξερευνούσαν τις σκιές όπως μονάχα τα μάτια μιας Μαύρης Δράκαινας ήξεραν πώς να εξερευνούν τις σκιές, και παντού έβρισκε Ούρταθ, άντρες και γυναίκες, καθισμένους ή όρθιους, αμίλητους, ακίνητους σαν αγάλματα, με τα βλέφαρα κλειστά. Μονάχα κάτι παράξενες μορφές περιφέρονταν στον καταυλισμό ανάμεσά τους: κάτι μορφές που, αρχικά, η Ιωάννα θα υπέθετε ότι δεν ήταν Ούρταθ, καθώς ήταν, σίγουρα, τελείως διαφορετικά ντυμένες. Φορούσαν επάνω τους τομάρια νεκρών ζώων, και τα κεφάλια των ζώων κάλυπταν τα δικά τους κεφάλια. Γυναίκες, παρατήρησε η Μαύρη Δράκαινα μετά από λίγο. Είναι γυναίκες, όλες τους. Και τα βήματά τους, αργά και αθόρυβα, έμοιαζαν να αποτελούν μέρος κάποιας ιεροτελεστίας. Καμια τους δεν μιλούσε. Ιέρειες, ίσως; Δε μπορεί νάναι τίποτ’άλλο…

Οι μόνοι άνθρωποι, εκτός από αυτές, που βάδιζαν μέσα στον καταυλισμό ήταν, πρόσεξε η Ιωάννα, εκείνη, οι σύντροφοί της, και η Νασίτρι. Η οποία τώρα τούς έκανε νόημα να σταματήσουν κοντά σε μια μεγάλη σκηνή, και να μείνουν εκεί. Ασφαλώς υπάκουσαν. Και η Νασίτρι γονάτισε στο ένα γόνατο μπροστά τους και έκλεισε τα μάτια, μένοντας ακίνητη σαν άγαλμα.

Η Ιωάννα είδε αντίκρυ τους κάτι… παράξενο. Πρέπει να βρίσκονταν κοντά στο κέντρο του καταυλισμού, αν οι αισθήσεις της δεν τη γελούσαν (και σπάνια γελούσαν μια Μαύρη Δράκαινα), κι εκεί ακριβώς ένας πάσσαλος ήταν καρφωμένος στο χώμα, ψηλός και, μάλλον, ξύλινος (αν και ήταν δύσκολο να διακρίνει η Ιωάννα το υλικό του μέσα στο σκοτάδι)· κι επάνω στον πάσσαλο ήταν δεμένο… Τι μπορεί να ήταν αυτό; Τι, εκτός από ένας άνθρωπος τυλιγμένος με κάτι σαν ύφασμα; αναρωτήθηκε η Ιωάννα. Ήταν, όμως, δυνατόν να έχουν τυλίξει έτσι έναν άνθρωπο και να τον έχουν δέσει σ’αυτό το παλούκι; Γιατί;

Δεν κινήθηκε από τη θέση της, φυσικά. Περίμενε να δει τι θα γινόταν.

Ενώ, συγχρόνως, είχε το νου της για πιθανώς ύποπτες κινήσεις. Αν και, έτσι όπως έβλεπε τούτο το έθιμο, πίστευε ότι οποιαδήποτε ύποπτη κίνηση θα γινόταν κατευθείαν αντιληπτή μέσα στη γενικότερη ακινησία του καταυλισμού. Αυτές τις ιέρειες, ας πούμε, αμέσως τις πρόσεχες παρά το πυκνό σκοτάδι. Έμοιαζαν με φαντάσματα κάποιου νεκρού κόσμου, με το ιεροτελεστικό βάδισμά τους. Έκαναν την Ιωάννα, κάπου-κάπου, ν’ανατριχιάζει παρά την εκπαίδευσή της.

Το πρώτο φως της αυγής γλίστρησε από την ανατολή, από τη μεριά του Πολύλιθου Μεγάρου· γλίστρησε και μπήκε ανάμεσα στις σκηνές των Ούρταθ: ένας λαμπερός εισβολέας στο σκιερό βασίλειο των νεκρών. Τα πρόσωπα και οι μορφές των λευκόδερμων πολεμιστών αποκαλύφθηκαν. Το ίδιο και οι όψεις των ιερειών τους που ήταν ντυμένες με τομάρια. Μονάχα εκείνες, όμως, ακόμα κινούνταν· κανένας άλλος· και τώρα, καθώς το ηλιακό φως διέσχιζε τον καταυλισμό κι έφτανε στα νερά της λίμνης Νόλκ’βα, κάνοντάς τα ν’αστράψουν σαν χρυσάφι, οι ιέρειες άρχισαν να τσυρίζουν δαιμονισμένα, κοκαλώνοντας απότομα στις θέσεις τους. Μονάχα τα χείλη κι οι γλώσσες τους κινούνταν, κροταλίζοντας σαν μουσικά όργανα, διαπερνώντας με τον ήχο τους τ’αφτιά και τα μυαλά όλων.

Οι φωνές τους ήταν τόσο δυνατές και τόσο ξαφνικές που έφτασαν ακόμα και στο Πολύλιθο Μέγαρο, εισβάλλοντας στις αίθουσες, στα δωμάτια, στις σκάλες, και στους διαδρόμους του, ανησυχώντας τους φρουρούς και ξυπνώντας κάμποσους οι οποίοι κοιμόνταν.

Η Άνμα’ταρ δεν είχε την εκπαίδευση Μαύρης Δράκαινας, αλλά και η εκπαίδευση μιας μάγισσας του τάγματος των Δρακαινών δεν ήταν μικρή. Τα βλέφαρά της αμέσως άνοιξαν, το σώμα της αμέσως ήρθε σε πλήρη εγρήγορση: και η Άνμα τινάχτηκε από το κρεβάτι που μοιραζόταν με τον Σέλιρ, μένοντας προς στιγμή όρθια μέσα στο δωμάτιο, ακίνητη, αποπροσανατολισμένη από τον θόρυβο, συσπειρωμένη για να δεχτεί επίθεση και για να ανταποδώσει. Ύστερα πήγε στο παράθυρο κι άνοιξε διάπλατα τα πατζούρια, κοιτάζοντας προς τον καταυλισμό των Ούρταθ, όπου τώρα καμία φωτιά δεν ήταν αναμμένη.

Ο Σέλιρ σηκώθηκε πίσω της.

«Γιατί κάνουν έτσι;» ρώτησε η Άνμα, χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει.

«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνος, και της έδωσε τα κιάλια της.

Στον καταυλισμό των Ούρταθ, στις όχθες της λίμνης Νόλκ’βα, η Ιωάννα αισθανόταν ένα μυρμήγκιασμα από το κεφάλι ώς τις πατούσες. Θεοί! σκέφτηκε, νομίζοντας πως τα ουρλιαχτά των ιερειών απειλούσαν να σβήσουν ακόμα και τους συλλογισμούς από το μυαλό της. Θεοί! Είναι τελείως τρελοί αυτοί οι Ούρταθ…

Οι ιέρειες έπαψαν να στριγκλίζουν, καθώς τώρα ο καταυλισμός ήταν πλήρως φωτισμένος από το φως της αυλής. Έμειναν ακίνητες στις θέσεις τους, σαν αγάλματα. Τότε, όλοι οι υπόλοιποι Ούρταθ άνοιξαν τα μάτια τους κι άρχισαν να κινούνται. Η Νασίτρι σηκώθηκε όρθια, μπροστά στην Ιωάννα, τον Ανδρόνικο, τον Ορείχαλκο, και τους άλλους.

Η Μαύρη Δράκαινα πρόσεχε μην κάνει τώρα κανένας δολοφόνος την κίνησή του. Αναμφίβολα, θα ήταν η κατάλληλη στιγμή μέσα στην αναμπουμπούλα της ξαφνικής κίνησης των Ούρταθ ύστερα από τόση ώρα ακινησίας.

Ένας μεγαλόσωμος άντρας (όχι πως υπήρχαν και μικρόσωμοι ανάμεσα στους Ούρταθ, αλλά αυτός ήταν πιο μεγαλόσωμος από τους περισσότερους) άναψε φωτιά μπροστά στον τυλιγμένο άνθρωπο που ήταν δεμένος στον πάσσαλο στο κέντρο του καταυλισμού. Η Ιωάννα παρατήρησε ότι δεν χρησιμοποιούσε ξύλα αλλά, κυρίως, οργανικές ύλες. Η Νάθγκαν είναι μια παγωμένη έρημος στα βορειοανατολικά της Σάρντλι, θυμήθηκε τον Ορείχαλκο να λέει.

Η Νασίτρι βάδισε, πλησιάζοντας τη φωτιά, που δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο αυτές που είχαν ανάψει τη νύχτα. Δεν ήταν ούτε κατά το ένα δέκα σαν αυτές. Η Νασίτρι έπιασε ένα κόκαλο, το τύλιξε με δέρμα, και το έβαλε μες στις φλόγες, δημιουργώντας δαυλό. Κρατώντας τον δαυλό υψωμένο στα δεξιά της, ζύγωσε τον τυλιγμένο άνθρωπο που ήταν δεμένος στον πάσσαλο.

Και με τι είναι τυλιγμένος; αναρωτήθηκε η Ιωάννα. Δε νόμιζε ότι ήταν ύφασμα. Κάποιου είδους δέρμα πρέπει να ήταν κι αυτό, υπέθετε.

Η Νασίτρι στάθηκε μπροστά στον δεμένο και έβαλε φωτιά στο υλικό που τον κάλυπτε.

Δε μπορεί νάναι άνθρωπος εκεί μέσα! σκέφτηκε η Ιωάννα, ξαφνιασμένη. Θα καεί ζωντανός! Οι Ούρταθ πρέπει να είχαν τυλίξει κάποιο ανδρείκελο· η καύση, μάλλον, ήταν συμβολική. Μάλλον θεωρούσαν ότι έτσι έστελναν τον παλιό τους φύλαρχο – τον προηγούμενο Ψηλό Άντρα – στα Βασίλεια του Θανάτου της Σάρντλι…

Η Νασίτρι ούρλιαξε ξαφνικά: «Τεμέλκο! ΤΕΜΕΛΚΟ!»

Κι όλοι οι Ούρταθ τη μιμήθηκαν.

ΤΕΜΕΛΚΟ! ούρλιαζε ο καταυλισμός. ΤΕΜΕΛΚΟ!

ΤΕΜΕΛΚΟ!

Ενώ οι γυναίκες που ήταν ντυμένες με τομάρια ζώων – οι ιέρειες, όπως υπέθετε η Ιωάννα – παρέμεναν ακίνητες σαν αγάλματα: όπως ήταν πριν όλοι οι άλλοι Ούρταθ.

Και μετά, η Ιωάννα είδε ότι είχε κάνει τραγικό λάθος σχετικά με το τυλιγμένο… ανδρείκελο… στον πάσσαλο.

Δεν ήταν ανδρείκελο! Ήταν άνθρωπος εκεί μέσα!

Ένας άντρας, με τα μάτια κλειστά.

Καθώς οι φλόγες έτρωγαν το υλικό που τον τύλιγε, εκείνος φανερωνόταν. Όχι καμένος, όμως. Το υλικό πρέπει να ήταν τέτοιο που τρωγόταν από τη φωτιά μα, συγχρόνως, τον προστάτευε. Ωστόσο δεν μπορεί ο δεμένος να μην αισθανόταν κανέναν πόνο, σκέφτηκε η Ιωάννα. Ίσως να μην καιγόταν αλλά, σίγουρα, η θερμότητα θα ήταν τρομερή.

ΤΕΜΕΛΚΟ ΤΕΜΕΛΚΟ ΤΕΜΕΛΚΟ ΤΕΜΕΛΚΟ ΤΕΜΕΛΚΟ

ΤΕΜΕΛΚΟ ΤΕΜΕΛΚΟ ΤΕΜΕΛΚΟ ΤΕΜΕΛΚΟ

ΤΕΜΕΛΚΟ ΤΕΜΕΛΚΟ ΤΕΜΕΛΚΟ

ΤΕΜΕΛΚΟ ΤΕΜΕΛΚΟ

ΤΕΜΕΛΚΟ

Καθώς οι τρανταχτές φωνές των Ούρταθ έπαυαν, το υλικό που τύλιγε τον δεμένο είχε, πλέον, καταστραφεί από τις φλόγες, οι φλόγες είχαν σβήσει, και ο δεμένος δεν ήταν δεμένος· τα σχοινιά που τον κρατούσαν πάνω στον πάσσαλο είχαν καεί.

Τα μάτια του άνοιξαν.

Τα χέρια του υψώθηκαν στον αέρα.

Ούρλιαξε: «ΝΕΣΓΚΕΘΛΟ!»

Κι ολόκληρος ο καταυλισμός απάντησε: ΝΕΣΓΚΕΘΛΟ ΤΕΜΕΛΚΟ!

ΝΕΣΓΚΕΘΛΟ ΤΕΜΕΛΚΟ, ΝΕΣΓΚΕΘΛΟ ΤΕΜΕΛΚΟ, ΝΕΣΓΚΕΘΛΟ ΤΕΜΕΛΚΟ

ΝΕΣΓΚΕΘΛΟ ΤΕΜΕΛΚΟ, ΝΕΣΓΚΕΘΛΟ ΤΕΜΕΛΚΟ

ΝΕΣΓΚΕΘΛΟ ΤΕΜΕΛΚΟ

Η Άνμα’ταρ, παρακολουθώντας από το παράθυρο του δωματίου της στο Πολύλιθο Μέγαρο, δεν κατέβασε τα κιάλια από τα μάτια της καθώς είπε: «Αυτός πρέπει νάναι ο καινούργιος Ψηλός Άντρας, Σέλιρ.»

Ο Σέλιρ’χοκ, που στεκόταν πλάι της κοιτάζοντας κι εκείνος μ’ένα ζευγάρι κιάλια, αποκρίθηκε: «Ναι, αυτός είναι ο καινούργιος Ψηλός Άντρας των Ούρταθ. Έπρεπε να είχαμε μείνει ξύπνιοι, τελικά…»

«Γιατί;»

«Για να έχουμε παρακολουθήσει ολόκληρη την τελετή, φυσικά, από την αρχή ώς τώρα. Έμοιαζε ενδιαφέρουσα.»

«Ο Πρίγκιπάς μας είναι εκεί,» είπε η Άνμα. «Το ίδιο κι η Ιωάννα κι ο Σάνραντιλ’φεν. Και ο Άρχοντας Ορείχαλκος, και κάποιοι από τους συγγενείς του.»

«Ναι, τους έχω δει. Κρίμα που δεν μας ειδοποίησαν κι εμάς να πάμε μαζί τους. Μάλλον οι Ούρταθ δεν θα μπορούσαν να δεχτούν πολλούς ξένους ανάμεσά τους…»

«Κι από δω που βλέπουμε, καλά είναι. Θα είχαμε κουφαθεί εκεί κάτω.»

Ο Σέλιρ μειδίασε.

4.

Μετά τη νοσόκρο-βαντ, οι Ούρταθ δεν γλέντησαν· επέστρεψαν στις καθημερινές τους εργασίες. Πράγμα που εξέπληξε λιγάκι τον Ανδρόνικο, ο οποίος πίστευε ότι ύστερα από την ανάδειξη του καινούργιου τους αρχηγού θα γινόταν κάποια γιορτή.

«Μπορούμε να συζητήσουμε με τον Ψηλό Άντρα, τώρα;» ρώτησε τον Ορείχαλκο.

«Λογικά, ναι,» αποκρίθηκε εκείνος· και μίλησε στη Νασίτρι, χρησιμοποιώντας την Πανσάρντλια και μεταφέροντας την ερώτηση του Ανδρόνικου σχεδόν αυτολεξεί.

«Ναι,» είπε η Νασίτρι. «Νεσγκέθλο Τεμέλκο σάς δεχτεί. Περιμένετε.»

Ο Νεσγκέθλο, έχοντας βγει μέσα από το παράξενο κουκούλι που τον τύλιγε, είχε τώρα πάει σε μια μεγάλη σκηνή από δέρμα, και η Νασίτρι πήγε επίσης εκεί, προφανώς για να μεταφέρει το αίτημα του Ορείχαλκου. Μετά από λίγο, επέστρεψε και είπε: «Ελάτε.»

Ο Ορείχαλκος, ο Ανδρόνικος, και οι άλλοι την ακολούθησαν· και, φτάνοντας μπροστά στη μεγάλη σκηνή, συνάντησαν τον Νεσγκέθλο, ο οποίος τώρα ήταν ντυμένος με μια από τις φούστες που φορούσαν οι Ούρταθ και στους ώμους του έπεφτε ένας μανδύας. Στην εμφάνιση έμοιαζε πολύ με τον πατέρα του, τον Γκαρτάθλο, όφειλε να παρατηρήσει ο Ορείχαλκος. Αν ο Γκαρτάθλο ήταν πιο νέος, έτσι υποθέτω θα φαινόταν. Ο Νεσγκέθλο είχε μόνο λιγότερα μούσια από αυτόν. Η τρίχα του, όμως, ήταν μαύρη σαν του πατέρα του. Το δέρμα του, φυσικά, κατάλευκο· και γύρω απ’τα μάτια του ασύμμετροι μαύροι ρόμβοι ήταν βαμμένοι, όπως σε όλους τους άντρες των Ούρταθ.

«Άρχοντα Ορείχαλκε,» είπε. «Γέγκμπεθ-κορ.»

«Νεσγκέθλο Τεμέλκο,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος. «Πρέπει να σε ρωτήσω αν η συμφωνία που έκανα με τον πατέρα σου θα ισχύει και μ’εσένα. Εξακολουθείς να υπηρετείς τους Ορειβάτες;»

«Αν πληρώνουν καλά όπως τότε. Με λίθους. Ναι.» Μιλούσε την Πανσάρντλια χειρότερα απ’τον Γκαρτάθλο.

«Ό,τι ίσχυε πριν, ισχύει και τώρα,» τον διαβεβαίωσε ο Ορείχαλκος. «Θέλουμε, όμως, οι Ούρταθ να μας βοηθήσουν σε κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά.»

«Οι Ούρταθ πολεμάμε! Τίποτε άλλο.»

«Για πόλεμο σάς θέλω. Αλλά διαφορετικό πόλεμο απ’ό,τι πριν. Δεν θα επιτεθούμε σε κατειλημμένα ορυχεία· θα χτυπήσουμε τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας όπου μας προκαλέσουν πρόβλημα μέσα στη Σάρντλι: σε βάσεις, σε οχυρά, ακόμα και σε πόλεις αν αποδειχτεί απαραίτητο.» Και πρόσθεσε: «Οι Παντοκρατορικοί ήταν που σκότωσαν τον πατέρα σου, τον Γκαρτάθλο, Νεσγκέθλο Τεμέλκο.»

«Γκαρτάθλο σκοτώθηκε σε μάχη – δεν έχει σημασία πώς. Ο πόλεμός σου, για τους Ούρταθ, είναι το ίδιο. Μας πληρώσεις, σκοτώσουμε εχθρούς σου. Όχι, όμως, να περιμένουμε άλλο. Περιμένουμε πολύ εδώ, Γέγκμπεθ-κορ. Οι Ούρταθ δεν είναι να περιμένουν πλάι σε λίμνη· οι Ούρταθ είναι να μάχονται: οι Ούρταθ κυνηγάνε και μάχονται σε δυνατή Νάθγκαν. Αν είναι να περιμένουμε άλλο, τότε οι Ούρταθ φύγουμε από εδώ κι επιστρέψουμε σε Νάθγκαν, που είναι για εμάς.»

«Η αλήθεια είναι,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος, «πως δεν είμαι βέβαιος πότε ακριβώς θα πολεμήσουμε· αλλά υποπτεύομαι ότι θα συμβεί σύντομα.»

«Δώσουμε χρόνο, τότε, σε σένα, Γέγκμπεθ-κορ. Ημέρες. Μετά φύγουμε. Οι Ούρταθ δεν περιμένουν άλλο πλάι σε λίμνη· επιστρέψουν σε δυνατή Νάθγκαν!»

Ο Ορείχαλκος σκέφτηκε ότι ο πατέρας του Νεσγκέθλο, ο Γκαρτάθλο, ήταν πιο σοφός, όμως φυσικά δεν το είπε. Αποκρίθηκε: «Όπως επιθυμείς, Νεσγκέθλο Τεμέλκο. Θα σε ενημερώσω σύντομα. Μέχρι τότε θα σας στείλω μερικά βαρέλια με υπόγειο οίνο, και ό,τι άλλο θέλετε.»

«Οι Ούρταθ είναι ικανοποιημένοι, αλλά δεχόμαστε υπόγειο οίνο σου. Ευχαριστούμε, Γέγκμπεθ-κορ.»

«Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω ύστερα από το πρόβλημα που σας προκάλεσα με την επίθεση του οχήματος των Παντοκρατορικών.»

«Οι Ούρταθ το είχαν σκοτώσει το όχημα, αν γυναίκα αυτή» – έδειξε με το βλέμμα του την Ιωάννα – «και άλλη γυναίκα μαζί της δεν το είχαν σκοτώσει πριν.» Έκλινε το κεφάλι του προς τη μεριά της Μαύρης Δράκαινας. «Όπως Ούρταθ είσαι.»

Η Ιωάννα δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει αχνά. «Ευχαριστώ…» είπε. Υποθέτω ότι είναι φιλοφρόνηση, πρόσθεσε νοερά.

«Θα σας αφήσουμε τώρα και θα επιστρέψουμε στο Πολύλιθο Μέγαρο,» είπε ο Ορείχαλκος. «Ευχαριστούμε για την πρόσκληση στη νοσόκρο-βαντ, Νεσγκέθλο Τεμέλκο.»

«Γέγκμπεθ-κορ,» αποκρίθηκε μονάχα ο Ψηλός Άντρας, σαν αυτό να ήταν αρκετό ως αποχαιρετισμός και ως αιτιολογία για την πρόσκληση στην τελετή.

Ο Ορείχαλκος και οι υπόλοιποι βάδισαν ανάμεσα στις σκηνές και σύντομα βγήκαν από τον καταυλισμό των Ούρταθ. Στις παρυφές του μερικοί Ούρταθ τούς περίμεναν κρατώντας τα άλογά τους από τα χαλινάρια, τα οποία και τους παρέδωσαν. Ο Ορείχαλκος έκλινε το κεφάλι προς το μέρος τους.

«Γέγκμπεθ-κορ,» είπε μία από αυτούς.

Η Ιωάννα ανέβηκε στη σέλα του αλόγου της και ο Ανδρόνικος στη σέλα του δικού του αλόγου. Στράφηκε και της είπε: «Όπως Ούρταθ είσαι, ε;» Δεν γνώριζε και πολύ καλά την Πανσάρντλια, αλλά σίγουρα την ήξερε καλύτερα από τον Νεσγκέθλο, και είχε καταλάβει όλα όσα είχε πει αυτός με τον Ορείχαλκο.

Η Ιωάννα γέλασε καθώς ξεκινούσαν να τροχάζουν προς το Πολύλιθο Μέγαρο. «Με συμπαθούν· τι πρόβλημα έχεις;»

«Κανένα. Νομίζω, μάλιστα, πως συμφωνώ απόλυτα με τον Ψηλό Άντρα.»

«Τώρα, απλά προσπαθείς να με τσαντίσεις.»

Η Γρανίτια ρώτησε, διακόπτοντας τις χαριτολογίες του Ανδρόνικου και της Ιωάννας: «Πραγματικά, θα στείλουμε τους Ούρταθ αμέσως να πολεμήσουν;»

«Αμέσως, όχι,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος. «Γιατί δεν έχουμε πού ακριβώς να επιτεθούμε. Αμφιβάλλεις, όμως, ότι σύντομα θα παρουσιαστεί η ευκαιρία; Ειδικά τώρα, που θα στείλουμε μηνύματα σ’όλους τους Οίκους της Σάρντλι δηλώνοντας ότι είμαστε με την Επανάσταση και ζητάμε τη συμμαχία τους εναντίον της Παντ– της Παντοκρατορίας;» Ο Ορείχαλκος ήταν έτοιμος να πει της Παντοκράτειρας προτού σταματήσει τον εαυτό του και προτιμήσει να πει της Παντοκρατορίας. Δεν αισθανόταν πως ήταν εναντίον της Αγαρίστης, κι ευχόταν να μπορούσε κάπως να διαχωρίσει την Παντοκράτειρα από την Παντοκρατορία, παρότι αυτό έμοιαζε ακόμα και στον ίδιο αδύνατο επί του παρόντος.

«Ναι,» είπε ο Σάνραντιλ’φεν, «σίγουρα θα υπάρξουν αντιδράσεις μόλις τα νέα διαδοθούν, Άρχοντά μου.»

«Τα νέα,» τους θύμισε η Ιωάννα, «θα έχουν ήδη διαδοθεί αρκετά. Μην ξεχνάτε ότι ο Δημήτριος ξέφυγε, και θα έχει αρχίσει να ενημερώνει όσους περισσότερους πράκτορες και στρατιωτικούς της Παντοκράτειρας μπορεί, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.»

«Ταραγμένη εποχή έρχεται…» είπε σκεπτικά ο Σίδηρος ο Δεύτερος.

«Όχι αν προλάβουμε τους Παντοκρατορικούς προτού έχουν την ευκαιρία να οργανωθούν εναντίον μας,» τόνισε ο Ανδρόνικος. «Πρέπει εμείς να οργανώσουμε πρώτοι τους Οίκους της Σάρντλι. Αν γίνει αυτό με επιτυχία – και πιστεύω πως θα γίνει – τότε λίγα είναι τα πράγματα που θα μπορούν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας να χρησιμοποιήσουν για να μας χτυπήσουν, Άρχοντά μου.»

5.

Ο Ορείχαλκος φρόντισε να σταλούν, μέσω ελικοπτέρου, επιστολές σ’όλους τους μεγάλους Οίκους της Σάρντλι, ώστε οι ευγενείς της διάστασης να ενημερωθούν για τα γεγονότα και να τους ζητηθεί να συγκεντρωθούν στη Φανχάι, προκειμένου να συζητήσουν. Ο Ορείχαλκος τόνισε στους μαντατοφόρος του ότι έπρεπε, ει δυνατόν, να πάρουν απάντηση από τους Οίκους αμέσως σχετικά με το αν θα έρχονταν στη Φανχάι, γιατί η κατάσταση ήταν τέτοια που δεν σήκωνε καθυστέρηση.

Τα ελικόπτερα που απογειώθηκαν από το Πολύλιθο Μέγαρο ήταν τρία. Το ένα θα κατευθυνόταν νότια, πηγαίνοντας στη Νισθάι – όπου είχε την έδρα του ο Οίκος των Ουράνιων – στη Φανχάι – όπου είχε την έδρα του ο Οίκος των Πολεοδόμων – στη Ρακ’κάμι, στις εκβολές του ποταμού Ράκναμ – όπου είχε την έδρα του ο Οίκος των Γνωστικών – και στη Ραντ’κάμι, στις εκβολές του ποταμού Ράντραμ – όπου είχε την έδρα του ο Οίκος των Ακτοφυλάκων. Το δεύτερο ελικόπτερο θα κατευθυνόταν ανατολικά, πηγαίνοντας στη Νασράντεχ, στις όχθες του ποταμού Άζγκαλκ – όπου είχε την έδρα του ο Οίκος των Οδηγών – στη Βαν’τάτλεχ, στις Ακτές του Φιδιού – όπου είχε την έδρα του ο Οίκος των Θηριοδαμαστών – και στην Ουστάλβεχ, στο Μεγάλο Δέλτα του ποταμού Κίβγκαλκ – όπου είχε την έδρα του ο Οίκος των Υδατοσκόπων. Το τρίτο ελικόπτερο θα κατευθυνόταν δυτικά, πηγαίνοντας στην Κάρντβι – όπου είχε την έδρα του ο Οίκος των Γεωμετρών – στη Λουρνάνι – όπου είχε την έδρα του ο Οίκος των Οπλομάχων – και, τέλος, στη Σάνκα, στις όχθες του ποταμού Ράντραμ – όπου είχε την έδρα του ο Οίκος των Πρασίνων.

Αφότου τα ελικόπτερα με τους αγγελιαφόρους έφυγαν, ο Ορείχαλκος, ο Ανδρόνικος, και οι υπόλοιποι δεν υπήρχε τίποτα, για την ώρα, να κάνουν απ’το να περιμένουν.

Η αναμονή τους δεν κράτησε για πολύ, αλλά οι πρώτες απαντήσεις δεν ήρθαν από τους πιλότους των ελικοπτέρων (οι οποίοι θα επέστρεφαν το απόγευμα ή το βράδυ, αν όλα πήγαιναν καλά) παρά από τους Παντοκρατορικούς γύρω από τη Φιλτά’κβι. Αυτοί που φρουρούσαν τα ορυχεία δεν έφεραν καμία αντίρρηση στο να φύγουν· δεν μπορούσαν, άλλωστε, και να διαφωνήσουν, αναμιγμένοι με τους μισθοφόρους των Ορειβατών όπως ήταν. Από μια Παντοκρατορική βάση, όμως, στα νοτιοανατολικά της Φιλτά’κβι δεν δόθηκε καμία απάντηση όλο το πρωί, και όταν ο Ορείχαλκος έστειλε έναν άνθρωπό του να πάει εκεί με δίκυκλο για να μάθει τι γινόταν, πληροφορήθηκε τελικά ότι οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας αρνούνταν να εγκαταλείψουν τη βάση σύμφωνα με τις διαταγές του.

Δουλειά του Δημήτριου; αναρωτήθηκε ο Ορείχαλκος. Ίσως. Αλλά δεν είχε σημασία. Αυτοί οι Παντοκρατορικοί έπρεπε οπωσδήποτε να φύγουν από εκεί· δεν μπορούσε να τους αφήσει να παραμείνουν τόσο κοντά στη Φιλτά’κβι και στο Πολύλιθο Μέγαρο.

Οι Ούρταθ, τελικά, θα πολεμήσουν νωρίτερα απ’ό,τι νομίζαμε…

Είπε στη Γρανίτια, καθώς βρίσκονταν στην Υψηλή Αίθουσα όταν άκουσαν την αναφορά του ανθρώπου που είχαν στείλει στην Παντοκρατορική βάση: «Βλέπεις; Κάτι προέκυψε, όπως λέγαμε.»

6.

Οι Ούρταθ ήταν, φυσικά, παραπάνω από πρόθυμοι να επιτεθούν. Ύστερα από τόσες ημέρες αδράνειας στις όχθες της λίμνης, είχαν κάνει όρεξη για πόλεμο. Ο Ορείχαλκος, όμως, δεν τους έστειλε μόνους εναντίον των Παντοκρατορικών· έστειλε μαζί τους και μισθοφόρους του Οίκου του. Και οι επαναστάτες του Ανδρόνικου βοήθησαν επίσης.

Η Παντοκρατορική βάση δεν ήταν αφύλαχτη, αλλά ούτε ήταν και φτιαγμένη έτσι ώστε να μπορεί ν’αντέξει σε σφοδρή επίθεση, ή σε πολιορκία. Δεν περίμεναν ότι εδώ θα τους χτυπούσαν, τόσο κοντά στην έδρα του Οίκου του συζύγου της Παντοκράτειρας. Τα πράγματα, όμως, είχαν τώρα αλλάξει. Και οι Παντοκρατορικοί δεν ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν για να κρατήσουν μερικά στρέμματα γης, οικήματα, και πολεμοφόδια. Όταν οι Ούρταθ τούς επιτέθηκαν, με την υποστήριξη των επαναστατών του Ανδρόνικου και των μισθοφόρων του Οίκου των Ορειβατών, δεν έμειναν για πολύ στις θέσεις τους, καθώς δεν μπορούσαν, με τα συστήματα άμυνας της βάσης, να κρατήσουν τους Ούρταθ μακριά, κι όταν οι Ούρταθ ήταν κοντά τους, οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας δεν είχαν καμία ελπίδα εναντίον τους. Οι μακρυμάνικοι πέλεκεις και τα μεγάλα σπαθιά τους μακέλευαν τους λευκοντυμένους στρατιώτες σαν πρόβατα. Οι Παντοκρατορικοί που κατάφεραν να επιβιώσουν συγκεντρώθηκαν μέσα σ’ένα μεγάλο αεροπλάνο (το ίδιο που είχε, πριν από κάποιο καιρό, φέρει τους Ούρταθ από τη Νάθγκαν), απογειώθηκαν, και πέταξαν προς τα νότια.

Οι επαναστάτες του Ανδρόνικου και οι μισθοφόροι των Ορειβατών πήραν από τη βάση ό,τι πολεμοφόδια, ενεργειακές φιάλες, οχήματα, σκάφη, και μηχανήματα είχαν απομείνει. Δεν ήταν λίγα, ούτε αμελητέα.

Η μάχη είχε ξεκινήσει το πρωί και είχε τελειώσει μετά το μεσημέρι. Οι νικητές, παίρνοντας τους νεκρούς τους και τα λάφυρα από την κατεστραμμένη βάση, άρχισαν να επιστρέφουν στα περίχωρα της Φιλτά’κβι και στο Πολύλιθο Μέγαρο.

Ο Ανδρόνικος στεκόταν επάνω σ’ένα ανοιχτό φορτηγό όχημα, καθώς επέστρεφαν. Η καρότσα ήταν γεμάτη με ενεργειακές φιάλες και όπλα που είχαν αρπάξει από τους Παντοκρατορικούς. Η Ιωάννα καθόταν στην άκρη της καρότσας καπνίζοντας ένα τσιγάρο· τα ξανθά της μαλλιά, λυτά τώρα ύστερα από τη μάχη, ανέμιζαν στον θερμό αέρα του απογεύματος.

«Λες να έχουμε ακόμα πολλές τέτοιες βάσεις να καταστρέψουμε;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν παίζουν όταν βλέπουν πως χάνουν: και σύντομα θα δουν πως χάνουν, νομίζω.» Πέταξε το τελειωμένο τσιγάρο της απ’το πλάι της καρότσας του φορτηγού, κι έβγαλε ένα άλλο από μια τσέπη της στολής της.

«Καπνίζεις περισσότερο ξανά;»

«Ήθελα να το δώσω σ’εσένα,» είπε ψέματα η Ιωάννα, στρέφοντας το τσιγάρο προς το μέρος του.

Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Η Ιωάννα μόρφασε αδιάφορα κι έκρυψε πάλι το τσιγάρο μέσα στη στολή της.

«Αφού συγκεντρωθούν οι ευγενείς στη Φανχάι και μιλήσουμε μαζί τους, τι θα κάνεις μετά;» τον ρώτησε ύστερα από λίγο.

«Τι εννοείς; Εξαρτάται… ποια θα είναι η απόφαση… τι θα έχουν κάνει, ίσως, οι πράκτορες της Παντοκράτειρας… Γιατί ρωτάς;»

«Η απόφαση το ξέρεις ότι, κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι να συμμαχήσουν με την Επανάσταση. Αφού οι Ορειβάτες είναι μαζί μας, όλη η Σάρντλι θα έρθει μαζί μας. Έτσι δεν έλεγες;»

«Αυτό ελπίζω, κι αυτό φαίνεται να πιστεύει κι ο Ορείχαλκος: πράγμα που είναι καλό σημάδι για τη στρατηγική μας, και για την απελευθέρωση της διάστασης. Όμως γιατί ρωτάς, Ιωάννα;» επανέλαβε ο Ανδρόνικος.

Η Ιωάννα δίστασε προς στιγμή. Μετά: «Σκέφτεσαι να μείνουμε;»

Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Πού; Στη Σάρντλι;»

«Ναι. Θα μείνουμε ή, όταν έχεις βεβαιωθεί για την απελευθέρωση της διάστασης, θα φύγουμε;»

«Τι να κάνουμε εδώ, Ιωάννα;»

«Απλώς ρώτησα.» Απέφυγε το βλέμμα του.

«Πρέπει να επιστρέψω στην Απολλώνια, να δω τι γίνεται κι εκεί, με το Βόρειο Μέτωπο κυρίως.»

«Ναι, σωστά.» Η Ιωάννα έβγαλε πάλι το τσιγάρο. Το άναψε.

Ο Ανδρόνικος άρχισε να καταλαβαίνει πού το πήγαινε. «Δεν είναι δυνατόν να κατοικήσουμε στη Σάρντλι: κι οι δύο το ξέρουμε,» της είπε.

Η Ιωάννα ύψωσε το βλέμμα της για να τον κοιτάξει καθώς φυσούσε καπνό απ’την άκρια του στόματός της. Τα μάτια της τα έλεγαν όλα· δεν χρειαζόταν το στόμα της να πει τίποτα. Θα ήθελα να μέναμε για πάντα εδώ, μαρτυρούσαν στον Ανδρόνικο. Η Σάρντλι τούς είχε φέρει πάλι κοντά, όπως ήταν παλιά οι δυο τους. Αλλά αυτή δεν μπορούσε παρά να είναι μια παροδική κατάσταση· ο Ανδρόνικος το καταλάβαινε, και ήταν βέβαιος πως και η Ιωάννα το καταλάβαινε. Θα επιστρέψω σύντομα στην Απολλώνια, και δεν θα μπορούμε πια να είμαστε μαζί. Δεν μπορούσε να ξαπλώνει τη μια βραδιά με την Ιωάννα και την άλλη βραδιά με τη Βασίλισσά του, την Αντίκλεια: την οποία είχε μεν παντρευτεί για πολιτικούς λόγους αλλά ήταν πολύ καλή κοπέλα, και συνεχώς πάσχιζε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της καινούργιας κοινωνικής της θέσης – που δεν ήταν καθόλου λίγες.

«Δεν έχουμε φύγει από τη Σάρντλι ακόμα,» είπε ο Ανδρόνικος. «Μη με κοιτάς σα να θέλεις να με δαγκώσεις.»

Η Ιωάννα μειδίασε, νιώθοντας την κακή της διάθεση να φτερουγίζει μακριά από τους ώμους της. «Μα, θέλω να σε δαγκώσω.»

7.

«Όταν έφτασα στη Νισθάι, Άρχοντά μου, συνάντησα ένα μικρό πρόβλημα,» είπε στον Ορείχαλκο η πιλότος του ελικοπτέρου, όταν επέστρεψε, το βράδυ, στο Πολύλιθο Μέγαρο, «και φοβήθηκα ότι ίσως να μην κατόρθωνα να φύγω ώστε να συνεχίσω την αποστολή μου· κι ακόμα χειρότερα, φοβήθηκα ότι ίσως να μη μαθαίνατε τι μου είχε συμβεί ώστε να στείλετε κάποιον άλλο για να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους Οίκους.»

Τα λόγια της γυναίκας παραξένεψαν τον Ορείχαλκο. Στη Νισθάι; Είχε συναντήσει πρόβλημα στη Νισθάι; Στο Μέγαρο της Ζούγκλας – την έδρα των Ουράνιων; Παράξενο. «Συνέχισε,» την προέτρεψε. Ήταν καθισμένος στον Πολύλιθο Θρόνο, απουσία του θείου του, του Σιδήρου του Πρώτου, που έπαιρνε συνήθως αυτή τη θέση. Η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη στεκόταν δίπλα στον θρόνο, κι ο Ορείχαλκος παρατήρησε ένα έντονο συνοφρύωμα στο πρόσωπό της καθώς άκουγαν αυτά που έλεγε η μαντατοφόρος για κάποιο δυσάρεστο συμβάν στην έδρα του Οίκου της.

Στην Υψηλή Αίθουσα, επίσης, βρίσκονταν η Γρανίτια η Πρώτη, ο Ρουμπίνης (ακόμα μουτρωμένος από τον καυγά του με τον Ορείχαλκο, ακόμα εξοργισμένος με τον αδελφό του), η Αζουρίτια η Δεύτερη, η Αργιλία η Δεύτερη, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, η Ιωάννα, ο Σάνραντιλ’φεν, και ο Σέλιρ’χοκ.

Η πιλότος είπε: «Προσγειώθηκα στο Μέγαρο της Ζούγκλας, Άρχοντά μου, κι εκεί φάνηκε πως με περίμεναν· ή μάλλον, περίμεναν κάποιον απεσταλμένο από εσάς.» Ήταν ντυμένη με καφέ πέτσινο πανωφόρι, λευκή μπλούζα, μαύρο δερμάτινο παντελόνι, και ψηλές μπότες. Στο στήθος της γαντζωνόταν μια καρφίτσα με το έμβλημα των Ορειβατών. Το κράνος της το κρατούσε παραμάσκαλα. Προφανώς, είχε έρθει αμέσως να μιλήσει στον Ορείχαλκο, μη χάνοντας χρόνο με το ν’αλλάξει ρούχα. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν δεμένα σφιχτά πίσω της, και το λευκό-ροζ δέρμα της έμοιαζε λιγάκι μαυρισμένο απ’τον ιδρώτα της ημέρας που είχε περάσει πετώντας. «Μόλις βγήκα απ’το ελικόπτερό μου, με πλησίασαν δύο φρουροί του Μεγάρου και πρόσταξαν να τους ακολουθήσω. Με πήγαν σε μια μεγάλη αίθουσα, κι εκεί συνάντησα κάποιους από τους Ουράνιους, καθώς και τον Λοχαγό Καλπάρτι, που είναι σύζυγος της Ανεμόφθαλμης της Πρώτης. Απ’ό,τι κατάλαβα, αυτός ήταν που είχε κανονίσει να συλληφθώ αμέσως μόλις ερχόμουν στο Μέγαρο της Ζούγκλας. Είπε ότι είχε μάθει, από ‘πηγές’ (δεν εξήγησε τι εννοούσε), πως οι Ορειβάτες έχουν προδώσει την Παντοκράτειρα, πως προσπαθούν τώρα να φέρουν κι άλλους με το μέρος τους, να τους κάνουν προδότες δηλαδή, και πως πρέπει, ως συνέπεια, εγώ να φυλακιστώ και να μη μου επιτραπεί να φύγω.»

Ο Δημήτριος, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος, ήρεμα, ακραγγίζοντας τα λοξά τραύματα που είχε κάνει στο πρόσωπό του το Δημιούργημα που είχε πάρει τη θέση του Όνυχα του Δευτέρου. Οι εφελκίδες ήταν τραχιές κάτω από τα δάχτυλά του.

«Δε μπορεί οι συγγενείς μου να συμφώνησαν!» αναφώνησε η Ανεμόφθαλμη.

«Ευτυχώς όχι, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε η πιλότος· «αλλά στην αρχή ήταν διστακτικοί. Μπερδεμένοι, ίσως. Με ρώτησαν αν αυτά που έλεγε ο Λοχαγός Καλπάρτι αλήθευαν. Υποχρεωτικά τούς απάντησα πως, ναι, ο Οίκος των Ορειβατών είχε αποφασίσει να μην υπηρετεί πλέον την Παντοκράτειρα, και τους καλούσε στη Φανχάι για να συζητήσουν, μαζί με άλλους Οίκους, σε ουδέτερο έδαφος. Ο λοχαγός, φυσικά, προέτρεψε τους Ουράνιους να μην πάνε σ’αυτή τη συνάντηση, και επέμεινε να φυλακιστώ. Η Ανεμόφθαλμη η Πρώτη συμφώνησε μαζί του.»

Η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη αναστέναξε σιγανά. Η ξαδέλφη της δεν έπρεπε ποτέ να είχε παντρευτεί αυτόν τον καταραμένο Παντοκρατορικό, νόμιζε. Εξάλλου, ο Βύρων Καλπάρτι δεν ήταν ευγενής, δεν είχε β’ζάιλ· ήταν ένας οποιοσδήποτε! Αλλά δεν ήταν αυτό, βέβαια, που στην πραγματικότητα ενοχλούσε την Ανεμόφθαλμη τη Δεύτερη. Δεν είχε πρόβλημα με τον Ναλκέτρι, τον σύζυγο της άλλης της ξαδέλφης, της Νεφελόπτερης, για παράδειγμα, ο οποίος επίσης δεν ήταν ευγενής. Τον συμπαθούσε, μάλιστα· κι αφού η Νεφελόπτερη τον αγαπούσε, αυτό ήταν αρκετό. Κι έπρεπε, νόμιζε η Ανεμόφθαλμη, να ήταν αρκετό για όλους τους Ουράνιους, κανονικά, και κανένας να μη γκρινιάζει.

Εκείνο που την ενοχλούσε με τον Βύρωνα Καλπάρτι ήταν η ιδιότητά του ως λοχαγός του Παντοκρατορικού Στρατού. Ήταν με τον εχθρό.

Και, παραδόξως, μόνο εκείνη έμοιαζε να το προσέχει αυτό: κανένας άλλος από τους συγγενείς της δεν έλεγε τίποτα για τον καταραμένο Βύρωνα Καλπάρτι – παρότι δεν ήταν από Οίκο της Σάρντλι και, φυσικά, δεν είχε β’ζάιλ – ενώ όλοι μουρμούριζαν για τον Ναλκέτρι πίσω από την πλάτη του και της Νεφελόπτερης, ή ακόμα και μπροστά τους. Τι ανοησία!

«Οι υπόλοιποι δεν συμφώνησαν, όμως,» έλεγε η πιλότος όσο αυτές οι σκέψεις περνούσαν σαν αστραπές απ’το ξαφνικά οργισμένο μυαλό της Ανεμόφθαλμης της Δεύτερης. «Υπήρξαν διαφωνίες, βέβαια, Άρχοντά μου. Φωνές ακούστηκαν, υπέρ και κατά της πρότασης του λοχαγού. Τελικά, όπως θα καταλαβαίνετε, δεν με φυλάκισαν, και μου είπαν ότι θα έρχονταν στη συνάντηση στη Φανχάι οπωσδήποτε.»

«Πώς το πήρε αυτό ο λοχαγός;» ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Διαφώνησε φυσικά. Και μάλιστα, πολύ έντονα. Ωστόσο, οι Ουράνιοι τού είπαν ότι δεν μπορούσαν να μη δεχτούν να μιλήσουν με τους Ορειβάτες και με τους άλλους Οίκους· ήταν αδύνατο κάτι τέτοιο. Θα φαίνονταν αγενής, κατά πρώτον· και κατά δεύτερον, είπαν, επρόκειτο για ένα θέμα που σίγουρα τους ενδιέφερε.

»Νομίζω, Άρχοντά μου, πως υπάρχουν ανάμεσά τους πολλοί που περίμεναν μια τέτοια ανατροπή στην πολιτική κατάσταση της διάστασής μας, αν μου επιτρέπετε να εκφέρω γνώμη.»

Ο Ορείχαλκος ένευσε. Δε με εκπλήσσει, σκέφτηκε, ικανοποιημένα. «Μάλιστα,» είπε. «Και μετά, έφυγες από το Μέγαρο της Ζούγκλας;»

«Αφού ξεκουράστηκα λίγο. Οι περιπέτειές μου, όμως, δεν τελείωσαν στη Νισθάι δυστυχώς, Άρχοντά μου.»

Ο Ορείχαλκος συνοφρυώθηκε. Τώρα καταλάβαινε γιατί η πιλότος έμοιαζε τόσο ταλαιπωρημένη: πρέπει να την είχαν κυνηγήσει οι καταραμένοι πράκτορες της Παντοκράτειρας. Ευτυχώς, ο άλλος πιλότος – αυτός που είχαν στείλει στα δυτικά, για να ειδοποιήσει τους Γεωμέτρες, τους Οπλομάχους, και τους Πράσινους – δεν είχε συναντήσει τέτοια προβλήματα. Είχε μεταφέρει το μήνυμά του, είχε λάβει θετικές (αν και διστακτικές, όπως είπε – και όπως ήταν αναμενόμενο) απαντήσεις από τους Οίκους, και είχε επιστρέψει στο Πολύλιθο Μέγαρο το απόγευμα.

«Συνέχισε,» προέτρεψε, γι’ακόμα μια φορά, ο Ορείχαλκος την πιλότο. «Κάθισε πρώτα, όμως.»

«Ευχαριστώ, Άρχοντά μου,» είπε εκείνη, καθίζοντας σε μια καρέκλα του μεγάλου τραπεζιού, όχι πολύ μακριά από τον Ανδρόνικο.

Ο Ορείχαλκος έκανε νόημα στους υπηρέτες. «Φέρτε της υπόγειο οίνο και γλυκίσματα.» Εκείνοι υπάκουσαν, και σύντομα η πιλότος είχε μια κούπα δροσερό κρασί στα χέρια της, απ’την οποία και ήπιε διψασμένα.

Σκούπισε τα χείλη της με μια πετσέτα και είπε: «Καθώς έφευγα απ’τη Νισθάι, συνειδητοποίησα ότι κάποιος με καταδίωκε. Ένα άλλο ελικόπτερο. Προσπάθησε να με καταρρίψει προτού φτάσω στη Φανχάι αλλά δεν τα κατάφερε· του ξέφυγα. Κι όταν έφτασα στη Φανχάι, εξαφανίστηκε. Φοβούμενη ότι θα μου είχαν στήσει παγίδα στο αεροδρόμιο της πόλης, πήγα κατευθείαν στους Τρεις Πύργους. Οι Πολεοδόμοι μού επέτρεψαν να προσγειωθώ, και τους μετέφερα το μήνυμά σας. Εδώ, κανένας Παντοκρατορικός δεν επιχείρησε να με συλλάβει. Οι Πολεοδόμοι συμφώνησαν να γίνει η συνάντηση στη Φανχάι, αλλά όχι στους Τρεις Πύργους. Τους διαβεβαίωσα πως δεν είχατε σκοπό να κάνετε τη συνάντηση μέσα στην οικία τους, κι αυτό τους καθησύχασε· μάλλον, δε θέλουν μπλεξίματα με τους πράκτορες της Παντοκράτειρας, όσο μπορούν να το αποφύγουν. Μου είπαν πως, δεδομένου ότι είσαστε πρόθυμοι να πληρώσετε για τον χώρο σε κάποιο ξενοδοχείο ίσως, δεν έχουν κανένα πρόβλημα με το να πραγματοποιηθεί η συνάντηση στη Φανχάι. Εξάλλου, πάντα ήταν ανοιχτή πόλη, παρότι θεωρούνται άρχοντές της. Σπάνια αρνούνται σε κάποιον να πάει και να οργανώσει οτιδήποτε εκεί.»

«Σ’το είπαν αυτό;»

«Μάλιστα, Άρχοντά μου. Μετά, ύστερα από μια σύντομη ανάπαυση, έφυγα από τη Φανχάι και πέταξα πάνω απ’τον Τρόμο του Βάσλεοθ, κατευθυνόμενη προς Ρακ’κάμι. Γι’ακόμα μια φορά με καταδίωξαν και γι’ακόμα μια φορά τούς ξέφυγα, αν και το ελικόπτερό μου χτυπήθηκε λιγάκι. Στη Ρακ’κάμι συνάντησα τους Γνωστικούς και τους μετέφερα το μήνυμά σας. Μου υποσχέθηκαν πως θα έρθουν στη συνάντηση στη Φανχάι, και με βοήθησαν να κάνω κάποιες επισκευές στο ελικόπτερό μου. Με ρώτησαν πώς είχα χτυπηθεί, και τους αποκρίθηκα ότι κάποιοι με καταδίωκαν – μάλλον, πράκτορες της Παντοκράτειρας. Μου είπαν να προσέχω, και μου έδωσαν ένα δωμάτιο για να ξεκουραστώ μέσα στο Καταφύγιο της Γνώσης. Καθώς ήμουν εκεί, κάποιος γλίστρησε ένα κομμάτι χαρτί κάτω απ’την πόρτα μου – δεν ξέρω ποια στιγμή ακριβώς. Όταν το πρόσεξα, άνοιξα την πόρτα να δω μήπως κάποιος ήταν απέξω, μα δεν είδα κανέναν.

»Επάνω στο χαρτί υπήρχε ένα μήνυμα. Το έχω μαζί μου, Άρχοντά μου.» Το έβγαλε απ’το εσωτερικό του πέτσινου πανωφοριού της. «Θέλετε να το δείτε;»

«Ναι.»

Η πιλότος σηκώθηκε, πλησίασε τον Πολύλιθο Θρόνο, και του το έδωσε. Ο Ορείχαλκος το διάβασε: Ένα ελικόπτερο θα σε πλησιάσει – για προστασία – όταν φύγεις. Θα στείλει τον εξής κωδικό στον πομπό σου: και ακολουθούσε ο τηλεπικοινωνιακός κωδικός με ψηφία και σύμβολα.

«Τι λέει;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

Ο Ορείχαλκος τού είπε· και ρώτησε την πιλότο, η οποία είχε ξανακαθίσει στη θέση της: «Πράγματι, σε πλησίασε ελικόπτερο;»

«Ναι· κανένα μισάωρο αφότου είχα απογειωθεί από τη Ρακ’κάμι πετώντας ανατολικά, προς Ραντ’κάμι. Μου έστειλε τον κωδικό μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού μου, και μου είπε πως ήταν με την Επανάσταση. Το οδηγούσε ένας καραφλός, χρυσόδερμος τύπος με μούσια, απ’ό,τι μπόρεσα να δω· κι άλλοι δύο ήταν μαζί του – ένας άντρας και μια γυναίκα.»

Ο Σάνραντιλ’φεν είπε: «Μάλλον, άνθρωποι της Προμάχου Κιρτέφκι.»

«Ποια είναι η Πρόμαχος Κιρτέφκι;» ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Η αρχηγός της Επανάστασης στις νότιες περιοχές, κοντά στις ακτές, Άρχοντά μου.»

«Την έχετε ειδοποιήσει γι’αυτό που συμβαίνει εδώ;»

«Μέχρι στιγμής δεν ήμουν βέβαιος ότι τα νέα είχαν φτάσει στ’αφτιά της μέσω του δικτύου μας. Τώρα, όμως, δεν έχω αμφιβολία ότι ξέρει τι γίνεται.»

«Επίσης,» είπε ο Ορείχαλκος, «φαίνεται πως οι Γνωστικοί έχουν ανάμεσά τους ανθρώπους που είναι κρυφά με την Επανάσταση…»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Σάνραντιλ’φεν, αλλά δεν προθυμοποιήθηκε να πει τίποτα περισσότερο – να αποκαλύψει ονόματα – αν ήξερε.

«Συνέχισε,» προέτρεψε ο Ορείχαλκος την πιλότο.

«Οι Παντοκρατορικοί με κυνήγησαν ξανά καθώς πήγαινα προς τη Ραντ’κάμι. Τρία ελικόπτερα ήρθαν καταπάνω σε μένα και στους επαναστάτες. Οι επαναστάτες προσπάθησαν να με προστατέψουν, κι αντάλλαξαν πυρά με τους Παντοκρατορικούς: ένα ελικόπτερο των τελευταίων καταρρίφθηκε· τ’άλλα δύο τελικά υποχώρησαν, καθώς πλησιάζαμε στη Ραντ’κάμι. Προσγειώθηκα εκεί στο Οχυρό της Θάλασσας, ενώ το ελικόπτερο των επαναστατών πέταξε νότια. Ίσα που πρόλαβα, μέσω πομπού, να τους ευχαριστήσω για τη βοήθειά τους. Αν δεν τους είχα μαζί μου, αποκλείεται ετούτη τη φορά να είχα ξεφύγει ζωντανή, όσο κι αν οι θεοί να το ήθελαν, Άρχοντά μου.»

«Τι σου είπαν οι Ακτοφύλακες;»

«Θα έρθουν στη συνάντηση στη Φανχάι, μου υποσχέθηκαν· δεν μπορούν να αγνοήσουν το κάλεσμα ενός Οίκου όπως είναι οι Ορειβάτες. Όσο, όμως, ήμουν στο Οχυρό της Θάλασσας, οι Παντοκρατορικοί προσπάθησαν πάλι να με συλλάβουν. Μια πράκτοράς τους που ονομάζεται Χριστίνα Ταχυδάκτυλη παρουσιάστηκε μαζί με στρατιώτες και ζήτησε από τους Ακτοφύλακες να με φυλακίσουν, ως παράνομη. Εκείνοι δεν το δέχτηκαν, λέγοντας πως αν το έκαναν αυτό θα πρόσβαλαν τους Ορειβάτες – πράγμα απαράδεκτο. Εξάλλου, τόνισαν, δεν ήμουν παρά μια μαντατοφόρος, όχι αποστάτρια. Μετέφερα απλώς το αίτημα των Ορειβατών να γίνει συνάντηση, τίποτα περισσότερο. Η Χριστίνα Ταχυδάκτυλη μού είπε, τότε, να μεταφέρω κι ένα δικό της μήνυμά στους Ορειβάτες…»

«Τι μήνυμα;» ρώτησε ο Ορείχαλκος όταν την είδε να διστάζει.

«Βασικά, Άρχοντά μου, μου είπε ότι θα αφανίσουν κάθε μέλος του Οίκου των Ορειβατών και θα σβήσουν την άθλια, προδοτική ράτσα του από τη Σάρντλι.» Έμοιαζε να ντρέπεται καθώς το έλεγε αυτό στον Ορείχαλκο.

«Και μετά, σε άφησαν να φύγεις;»

«Οι Παντοκρατορικοί έφυγαν πριν από εμένα, και οι Ακτοφύλακες προθυμοποιήθηκαν να στείλουν ένα ελικόπτερό τους για να με συνοδέψει ώς ένα σημείο, ώστε να μη γίνουν επεισόδια. Φυσικά δέχτηκα· οφείλω να ομολογήσω, Άρχοντά μου, πως ήμουν φοβισμένη.» Ήπιε μια γουλιά απ’τον υπόγειο οίνο στην κούπα της. «Τίποτα δεν συνέβη, τελικά, όμως,» συνέχισε. «Το ελικόπτερο των Ακτοφυλάκων με συνόδεψε περίπου ώς τη δημοσιά που συνδέει τη Νισθάι με τη Σάτ’βνι· έπειτα ο πιλότος μού ευχήθηκε, μέσω πομπού, ο Άνβρεοθ νάναι μαζί μου και πέταξε νότια. Κατά την υπόλοιπη πτήση μέχρι εδώ, Άρχοντά μου, δεν συνάντησα κανένα πρόβλημα.»

Γιατί να σε κυνηγούσαν πια; σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Κατάλαβαν ότι είχες μεταφέρει όλα τα μηνύματα που έπρεπε να μεταφέρεις.

Η Ανεμόφθαλμη στράφηκε να τον κοιτάξει. «Μπορεί τα ίδια να έχουν συμβεί και στον μαντατοφόρο που στείλαμε στ’ανατολικά.»

«Δε θ’αργήσουμε να το μάθουμε,» της αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος. Και προς την πιλότο: «Ο Οίκος των Ορειβατών σε ευχαριστεί πολύ για τις υπηρεσίες σου. Θα ανταμειφθείς πλούσια· σ’το υπόσχομαι.»

«Ευχαριστώ, Άρχοντά μου.» Η πιλότος σηκώθηκε και υποκλίθηκε αντίκρυ του.

«Μπορείς να πηγαίνεις.»

Η γυναίκα στράφηκε και έφυγε.

«Οι Παντοκρατορικοί μάλλον δε θα καθίσουν ήσυχα,» σχολίασε η Γρανίτια.

Ο Ρουμπίνης γέλασε χλευαστικά, χωρίς να πει τίποτα. Ο Ορείχαλκος το θεώρησε συνετό ν’αγνοήσει τη συμπεριφορά του αδελφού του. Φερόταν σαν αγροίκος και σαν ανόητος, τελευταία.

«Περίμενε κανείς ότι θα κάθονταν ήσυχα;» είπε η Ιωάννα, καπνίζοντας ένα τσιγάρο καθώς ήταν καθισμένη σε μια άκρη της Υψηλής Αίθουσας.

«Δε νομίζω, όμως, ότι μπορούν να κάνουν πραγματική ζημιά,» προσπάθησε να τους καθησυχάσει όλους ο Σάνραντιλ’φεν.

8.

Ο πιλότος που είχε σταλεί στην Ανατολική Σάρντλι, για να ενημερώσει τους Οίκους των Οδηγών, των Θηριοδαμαστών, και των Υδατοσκόπων, ήρθε στο Πολύλιθο Μέγαρο καμια ώρα αφότου είχε επιστρέψει η προηγούμενη πιλότος, που είχε κυνηγηθεί από τους Παντοκρατορικούς. Βγήκε από το ελικόπτερό του και κατέβηκε στην Υψηλή Αίθουσα, όπου τώρα ήταν συγκεντρωμένοι περισσότεροι απ’ό,τι πριν: Ορειβάτες και επαναστάτες, Γεωμέτρες και Ουράνιοι. Τους τελευταίους, ειδικά, ο Ορείχαλκος τούς είχε καλέσει άρον-άρον γιατί θεωρούσε ότι έπρεπε αμέσως να μάθουν τι συνέβαινε στο Μέγαρο της Ζούγκλας.

Ο Ηλιόνους ο Πρώτος, ο πατέρας της Ανεμόφθαλμης της Δεύτερης, αναστατώθηκε πολύ ακούγοντας τα νέα· αλλά: «Το περίμενα,» είπε. «Περίμενα ότι η αντίδραση του Καλπάρτι θα ήταν, ασφαλώς, άσχημη. Και δεν ξέρω τώρα τι πρέπει να κάνουμε μ’αυτόν…» Έδειχνε προβληματισμένος.

«Πρέπει να επιστρέψουμε στη Νισθάι το συντομότερο δυνατό, πατέρα,» τόνισε η Αστρόπνοη η Τρίτη.

Και τότε ήταν που μπήκε ο πιλότος στην Υψηλή Αίθουσα, καθώς οι φρουροί ανακοίνωναν μεγαλόφωνα την άφιξή του. Οι φωνές έπαψαν, σιγή απλώθηκε, και ο μαντατοφόρος βάδισε ανάμεσα στους ευγενείς και στους επαναστάτες.

Η όψη του δεν έμοιαζε στον Ορείχαλκο τόσο ταλαιπωρημένη όσο της προηγούμενης πιλότου. «Σ’ακούμε,» του είπε.

Ο άντρας υποκλίθηκε. «Τα πάντα πήγαν καλά, Άρχοντά μου. Οι Οίκοι συμφώνησαν να σας συναντήσουν στη Φανχάι.»

«Δεν δέχτηκες καμια επίθεση, ούτε σε κυνήγησε κανένας, έτσι;»

«Όχι, Άρχοντά μου. Αλλά, αν μου επιτρέπετε, γιατί ρωτάτε;»

«Επειδή τη συνάδελφό σου την καταδίωκαν Παντοκρατορικά αεροσκάφη από τη Νισθάι ώς τη Ραντ’κάμι.»

«Αυτό, Άρχοντά μου, είναι… ανησυχητικό…»

«Τα κατάφερε καλά. Τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν και χειρότερα.»

«Οι θεοί ήταν μαζί της, τότε. Ο Άνβρεοθ είχε στραμμένο το βλέμμα του στο αεροσκάφος της.»

«Δίχως αμφιβολία,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος. «Μπορείς να πηγαίνεις να ξεκουραστείς, τώρα. Σ’ευχαριστώ για τις υπηρεσίες σου.»

«Είναι τιμή μου να υπηρετώ τους Ορειβάτες, Άρχοντά μου.» Ο πιλότος υποκλίθηκε και έφυγε από την Υψηλή Αίθουσα.

9.

Η Ιωάννα ανησυχούσε για την ασφάλεια του ταξιδιού.

Με την αυγή είχε αποφασιστεί να ξεκινήσουν για Φανχάι· και καθοδόν θα περνούσαν και από τη Νισθάι. Δεν θα πήγαιναν πετώντας αλλά με οχήματα ξηράς. Και μέσα σ’αυτά τα οχήματα θα ήταν, εκτός από τον Ανδρόνικο, την Ιωάννα, την Άνμα’ταρ, τον Σέλιρ’χοκ, τον Σάνραντιλ’φεν, και άλλους επαναστάτες, ο Ορείχαλκος, κάποιοι συγγενείς του, οι Ουράνιοι που ήταν επί του παρόντος στη Φιλτά’κβι (ο Ηλιόνους ο Πρώτος, η Αστρόπνοη η Τρίτη, ο Αστροφώτιστος ο Δεύτερος, η Νεφελόπτερη, ο Ναλκέτρι, και η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη), οι Γεωμέτρες (η Ευθύγραμμη η Τρίτη και οι συγγενείς της που είχαν έρθει για λογαριασμό της Οξυγώνιας), και κάμποσοι υπηρέτες και φρουροί.

Με τόσα σημαντικά πρόσωπα μέσα της, αυτή η συνοδία θα ήταν, αναμφίβολα, καλός στόχος για τους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Και η Ιωάννα φοβόταν ότι πολύ πιθανόν να τη χτυπούσαν, είτε για να σκοτώσουν τους πάντες, είτε για να σκοτώσουν μερικούς και να αιχμαλωτίσουν τους υπόλοιπους. Εξάλλου, όλοι όσοι βρίσκονταν με τον Αρχιπροδότη θεωρούνταν προδότες της Συμπαντικής Παντοκρατορίας.

Η Ιωάννα μίλησε, μέσα στη νύχτα, με την Άνμα’ταρ και τον Σέλιρ’χοκ, και πήραν κάποιες αποφάσεις σχετικά με τη φύλαξη της συνοδίας οι οποίες δεν είχαν να κάνουν μόνο με συμβατικούς τρόπους προστασίας αλλά και με ξόρκια και μαγγανείες. «Πρέπει,» είπε η Ιωάννα στη Δράκαινα και στον Διαλογιστή, «να είμαστε έτοιμοι για τα πάντα.»

«Θα είμαστε,» υποσχέθηκε ο Σέλιρ’χοκ, με τον συνηθισμένο νηφάλιο τρόπο του.

Η Ιωάννα μίλησε μετά μ’έναν μάγο του τάγματος των Βιοσκόπων που βρισκόταν στη δούλεψη των Ορειβατών. Του είπε να κάνει συνεχώς ελέγχους για βιολογικούς οργανισμούς, κι αν εντοπίσει κάτι ασυνήθιστο – οτιδήποτε – να την ειδοποιήσει αμέσως. Φοβόταν μήπως οι Παντοκρατορικοί κατάφερναν να γλιστρήσουν κάποιο Δημιούργημα μέσα στη συνοδία.

Επίσης, η Ιωάννα μίλησε στους επαναστάτες του Φτερωτού Όρους που θα έρχονταν μαζί τους στη Φανχάι: τους τόνισε τη σημαντικότητα και την επικινδυνότητα της κατάστασης. Και τέλος, μίλησε στον Πρόμαχό τους, τον Σάνραντιλ’φεν, ρωτώντας τον αν νόμιζε πως υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει, ως μάγος. «Γνωρίζω, βέβαια, ότι δεν είναι αυτή η ειδικότητά σου…» του είπε.

«Και έχεις δίκιο,» αποκρίθηκε ο Πρόμαχος του Φτερωτού Όρους. «Αν πηγαίναμε σε κάποιο ορυχείο, θα μπορούσα να σας βοηθήσω καλύτερα με τη μαγεία του. Τώρα μπορώ να κάνω μονάχα προτάσεις.»

Η Ιωάννα ένευσε, και του είπε πως ό,τι προτάσεις είχε να κάνει θα τις άκουγαν. Ήταν παλιός επαναστάτης της Σάρντλι και ήξερε πάρα πολλά για τη διάσταση.

Μετά, η Μαύρη Δράκαινα πήγε στο δωμάτιο του Ανδρόνικου και τον βρήκε να κάθεται σε μια ψάθινη πολυθρόνα μπροστά στο παράθυρο, ατενίζοντας το μοναδικό φεγγάρι της Σάρντλι.

Ακούγοντάς τη να μπαίνει, στράφηκε να την κοιτάξει. «Λοιπόν;»

«Εντάξει. Ας πούμε.» Η Ιωάννα ήρθε και κάθισε στο περβάζι του παραθύρου.

«Τι ‘ας πούμε’;»

«Δεν ξέρω αν τα πάντα είναι τέλεια. Μπορεί κάτι να συμβεί.»

«Ποτέ,» είπε ο Ανδρόνικος, «τίποτα δεν είναι τέλειο. Αφού λες ότι θα είμαστε καλά φυλαγμένοι, πιστεύω πως θα είμαστε.»

«Έχεις περισσότερη εμπιστοσύνη σ’εμένα απ’ό,τι έχω εγώ στον εαυτό μου, ορισμένες φορές.»

«Το ξέρω.»

Η Ιωάννα μειδίασε, κοιτάζοντάς τον με τις άκριες των ματιών.

«Είναι μέρος της εκπαίδευσή σου, ίσως,» πρόσθεσε ο Ανδρόνικος. Ύψωσε ένα φρύδι. «Ή όχι;»

«Δεν ξέρω αν όλες οι Μαύρες Δράκαινες είναι έτσι.»

«Θέλουν, όμως, όλες να είναι τέλειες, νομίζω.»

«Δεν πρέπει νάχεις άδικο.»

«Ο πατέρας μου ξέρεις τι μου είχε πει κάποτε, Ιωάννα;»

«Τι;»

«Πως όταν δεν είσαι ποτέ απόλυτα ευχαριστημένος με τον εαυτό σου θα γίνεσαι πάντα καλύτερος. Αυτό κάνεις κι εσύ – και οι άλλες Μαύρες Δράκαινες, ίσως.»

«Γίνομαι πάντα καλύτερη; Το εύχομαι.»

Ο Ανδρόνικος ανασήκωσε τους ώμους. «Αυτό ήταν το σκεπτικό που σας ενέπνευσε η εκπαίδευσή σας, μάλλον.»

«Μπορεί. Εκτός των άλλων.» Η Ιωάννα κοίταξε, για μια στιγμή, έξω απ’το παράθυρο· μετά έστρεψε πάλι το βλέμμα της στον Ανδρόνικο. «Έχεις σκεφτεί ποτέ να εκπαιδεύσεις κι άλλες;»

«Μαύρες Δράκαινες;»

«Και μάγισσες του τάγματος των Δρακαινών.»

«Ποιος θα τις εκπαιδεύσει, Ιωάννα; Και δεν–»

«Εγώ θα μπορούσα να τις εκπαιδεύσω. Όχι τις μάγισσες, εννοείται. Αυτές κάποια άλλη, ή κάποιες άλλες, θα τις εκπαίδευαν. Η Άνμα’ταρ, ίσως, ή η Ραμίνα’ταρ.»

«Και,» ο Ανδρόνικος συνέχισε από εκεί που είχε μείνει, «δεν ξέρω αν θα ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο. Τι σκοπό θα εξυπηρετούσε, Ιωάννα;»

«Θα δούλευαν για σένα, φυσικά.»

«Ναι, εντάξει, θα δούλευαν για μένα. Αλλά εγώ δεν έχω ανάγκη από κάτι τέτοιο. Θέλω να πω ότι η Παντοκράτειρα σάς έφτιαξε επειδή ήθελε να κάνετε κάποιες αποστολές γι’αυτήν – να σκοτώνετε ανθρώπους, να μπαίνετε σε απαραβίαστα μέρη… Όταν έχουμε νικήσει τη Συμπαντική Παντοκρατορία, τι να τα κάνω εγώ αυτά; Δε θέλω να συνεχίσω εκείνο που πάλεψα για να καταστρέψω.»

«Νομίζεις δηλαδή πως, όταν διαλυθεί η Παντοκρατορία, ο κόσμος θα γίνει ξαφνικά παράδεισος;»

Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι. «Δε λέω αυτό…»

«Κι όμως, αυτό φαίνεται να νομίζεις ορισμένες φορές. Η Παντοκράτειρα δεν ευθύνεται για όλα τα κακά στο σύμπαν, Ανδρόνικε· κι όταν αυτή πάψει να διοικεί, τα υπόλοιπα κακά θα παραμείνουν.»

«Τέλος πάντων,» είπε ο Ανδρόνικος. «Δε νομίζω ότι θα χρειαστώ άλλες Μαύρες Δράκαινες.»

Η Ιωάννα κατέβηκε απ’το περβάζι. «Καλά… Πηγαίνω για ύπνο. Αύριο πρέπει να είμαι ξεκούραστη.»

Ο Ανδρόνικος την έπιασε από το χέρι καθώς περνούσε από δίπλα του. «Μείνε.»

Η Ιωάννα στράφηκε να τον κοιτάξει, νιώθοντας έναν ξαφνικό ενθουσιασμό βαθιά μέσα στην κοιλιά της. «Για πόσο;» Το σώμα της της έλεγε να μείνει, το μυαλό της να φύγει για να είναι ξεκούραστη αύριο όταν θα ξεκινούσαν.

«Μέχρι την αυγή.»

«Δε μπορούμε να είμαστε ξύπνιοι μέχρι την αυγή!» γέλασε η Ιωάννα.

«Δεν πρότεινα να είμαστε ξύπνιοι. Όχι συνέχεια, τουλάχιστον.»

10.

«Δεν είναι συνετό να πάμε κι οι δύο, πατέρα,» είπε ο Ορείχαλκος στον Σίδηρο τον Δεύτερο. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, και βρίσκονταν μόνοι τους σε μια μικρή αίθουσα του Πολύλιθου Μεγάρου. «Κάποιος πρέπει να μείνει εδώ. Κάποιος που τον σέβονται, που τον εμπιστεύονται. Εσύ.»

Ο Σίδηρος ήταν διστακτικός. «Και να σ’αφήσω να πας μόνος σου στη Φανχάι….»

«Δε θα είμαι μόνος μου. Η Γρανίτια η Πρώτη θα είναι μαζί μου, και η αδελφή μου η Αζουρίτια η Δεύτερη. Και η Αζουρίτια η Πρώτη, επίσης.»

«Η Αζουρίτια η Πρώτη;»

«Ναι, δεν την άκουσες; Η ίδια προθυμοποιήθηκε.» Ήταν η μεγάλη κόρη της Αργιλίας της Δεύτερης, ξαδέλφη του Ορείχαλκου και μεγαλύτερη απ’αυτόν κατά έξι χρόνια. Ασχολιόταν με τις διάφορες δουλειές στα ορυχεία – εκτός από αυτές που είχαν να κάνουν με τη φύλαξή τους και την πολιτική με τους Παντοκρατορικούς. Τη γοήτευαν τα πετρώματα και οι λίθοι, και η γη γενικότερα. Είχε πει πολλές φορές ότι θα ήθελε να είχε το Χάρισμα της μάγισσας, ώστε να είναι στο τάγμα των Γαιοδιφών. Κανένας, όμως, Σάρντλιος που ήταν από Οίκο δεν ήταν συγχρόνως και μάγος. Κανένας που είχε β’ζάιλ δεν είχε και το Χάρισμα. Ο Ορείχαλκος είχε, κάπου-κάπου, αναρωτηθεί γιατί να συμβαίνει αυτό· του φαινόταν λιγάκι παράξενο.

«Θα έρθει κι ο Οπάλιος ο Δεύτερος;» ρώτησε ο Σίδηρος ο Δεύτερος.

«Ναι. Απ’ό,τι κατάλαβα.» Ο Οπάλιος ήταν σύζυγος της Αζουρίτιας της Πρώτης, Ορειβάτης κι αυτός, και δεύτερος ξάδελφός της (όπως επίσης και του Ορείχαλκου). Ο Οπάλιος ο Δεύτερος ήταν παιδί ενός γιου του αδελφού του παππού του Ορείχαλκου. Οι Ορειβάτες δεν ήταν καθόλου μικρός Οίκος· και δεν βρίσκονταν όλοι στο Πολύλιθο Μέγαρο, φυσικά. Ο Ορείχαλκος ορισμένες φορές μπερδευόταν τελείως με την μπλεγμένη γενεαλογία.

«Μάλιστα,» είπε ο Σίδηρος ο Δεύτερος. «Εξακολουθώ, όμως, να…» Κούνησε το κεφάλι, μορφάζοντας. «Ορείχαλκε, θα είναι ο αδελφός μου εδώ, και η Αργιλία.»

«Τη θεία ας πούμε ότι την εμπιστεύομαι. Τους τρομάζει με το μοναδικό της μάτι.» (Ο Σίδηρος ο Δεύτερος μειδίασε άθελά του.) «Αλλά, είσαι σοβαρός; Τον Σίδηρο τον Πρώτο τον εμπιστεύεσαι;»

«Δεν είναι ανόητος, Ορείχαλκε, παρότι μπορεί να σου δίνει αυτή την εντύπωση.»

«Δεν είπα ότι είναι ανόητος, πατέρα. Είναι, όμως, μεγάλος πια – και, ναι, νομίζω ότι τα έχει λιγάκι – λιγάκι – χαμένα.»

«Κι εγώ είμαι μεγάλος.»

«Ο Σίδηρος ο Πρώτος είναι μεγαλύτερος–»

«Για τρία χρόνια.»

«–κι εσύ, πατέρα, δεν τα έχεις χαμένα. Το ξέρεις ότι πρέπει να μείνεις εδώ. Είσαι, ίσως, ο μόνος που μπορεί να αντιμετωπίσει κάτι σοβαρό αν χρειαστεί, τώρα που ο Όνυχας ο Δεύτερος δεν είναι πια μαζί μας.»

Ο Σίδηρος ο Δεύτερος δεν αποκρίθηκε αμέσως. Βημάτισε μέσα στη μικρή αίθουσα, σκεπτικός. Τελικά, όμως, συμφώνησε: θα έμενε στο Πολύλιθο Μέγαρο, είπε, και θα ήταν έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο. Έτσι, ο Ορείχαλκος τον καληνύχτισε, είπε «Θα τα ξαναπούμε και το πρωί, πατέρα», και έφυγε για τα δωμάτιά του.

Στο δρόμο συνάντησε τον Ρουμπίνη. Ο αδελφός του στεκόταν στη γωνία ενός διαδρόμου, ακουμπώντας τον ώμο στον τοίχο, και τον κοίταζε με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του.

«Δεν είμαι καλεσμένος, φαίνεται,» είπε.

Ο Ορείχαλκος στάθηκε, τον αντίκρισε. «Δε ζήτησες να έρθεις.» Ήταν προφανές ότι ο Ρουμπίνης αναφερόταν στη συνάντηση που θα γινόταν στη Φανχάι. «Αλλά, ούτως ή άλλως, όλοι είναι καλεσμένοι, Ρουμπίνη – φυσικά, λοιπόν, κι εσύ.»

«Μου προτείνεις να έρθω στη συγκέντρωση που θα μας καταδικάσει συλλήβδην ως αποστάτες και προδότες.»

«Δεν είμαστε προδότες. Υπερασπιζόμαστε τη Σάρντλι–»

«Σοβαρά; Σα ν’ακούω την Ανεμόφθαλμη να μιλά – ξέρεις, όταν την είχατε συλλάβει.»

Ο Ρουμπίνης έμοιαζε να θέλει καυγά, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος – που ήθελε να αποφύγει τον καυγά. «Λοιπόν, κοίτα. Αν θέλεις, έλα. Αν δεν θέλεις, μην έρθεις. Κανένας δε σε υποχρεώνει να κάνεις τίποτα.»

«Με υποχρεώσατε, όμως, να γίνω αποστάτης σαν εσάς.»

«Οι Παντοκρατορικοί είχαν σκοτώσει τον θείο Όνυχα, Ρουμπίνη!» είπε, θυμωμένα, ο Ορείχαλκος. «Τον είχαν αντικαταστήσει μ’ένα τέρας. Είναι δυνατόν να μου λες ότι ακόμα θες να είσαι με το μέρος τους;»

«Αλλάζεις το θέμα, αδελφέ.»

«Ναι; Και ποιο είναι το θέμα; Σου είπα: αν θέλεις, έλα στη συγκέντρωση· αν δεν θέλεις, μην έρθεις. Δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε.» Στράφηκε, γυρίζοντας την πλάτη στον Ρουμπίνη, βαδίζοντας μέσα στον διάδρομο.

«Έπρεπε εγώ να την είχα παντρευτεί, Ορείχαλκε! Τότε, όλα θα ήταν καλύτερα στη Σάρντλι.»

Ναι, ίσως… σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Ίσως.

Αλλά το ήξερε πως αποκλείεται να ήταν έτσι.

11.

Αυτός ο καταραμένος Ορείχαλκος!

Ο Ρουμπίνης έσφιξε τη γροθιά του, βλέποντας την πλάτη του αδελφού του ν’απομακρύνεται και να στρίβει σε μια γωνία. Το άλλο του χέρι ήταν κρυμμένο μέσα σε μια πτυχή του χιτώνα του, βαστώντας τη λαβή ενός πιστολιού με ανοιχτή ασφάλεια.

Είχε κατά νου να σκοτώσει τον Ορείχαλκο – γι’αυτό κιόλας τον περίμενε εδώ – αλλά δεν ήταν κι απόλυτα βέβαιος. Δεν ήξερε αν κάτι τέτοιο θα διόρθωνε την κατάσταση· άλλωστε, ο ίδιος ο Αρχιπροδότης ήταν μέσα στο Πολύλιθο Μέγαρο, όπως κι ο άλλος προδότης, ο καταραμένος μάγος, ο Σάνραντιλ’φεν. Ο Ρουμπίνης ήλπιζε ότι σκοτώνοντας τον Ορείχαλκο ίσως να έφτιαχναν τα πράγματα, αλλά από την άλλη φοβόταν ότι ίσως και να χειροτέρευαν… έτσι, δεν είχε επιχειρήσει να υψώσει το πιστόλι του και να τον πυροβολήσει. Είχε αλλάξει γνώμη προς το τέλος. Είχε αποφασίσει.

Αυτός ο καταραμένος Ορείχαλκος!

Ο Ρουμπίνης στράφηκε και βάδισε μέσα στον διάδρομο. Τότε που ήθελα εγώ να παντρευτώ την Παντοκράτειρα, μου έλεγαν όλοι όχι, μου έλεγαν ότι ο Ορείχαλκος θα ήταν καλύτερα να έχει την… ευθύνη. Τι σαχλαμάρες, μα τα γερασμένα βυζιά της Νάεφισπ! Τι σαχλαμάρες! Πολύ ωραία χειρίστηκε, τελικά, το όλο θέμα ο Ορείχαλκος! Μας πήγε με την Επανάσταση! Με τους αποστάτες… Τι βλάκας!

Και ο Όνυχας ο Δεύτερος, που τότε υποστήριζε τον Ορείχαλκο – έλεγε πως αυτός ήταν ο κατάλληλος για να παντρευτεί την Παντοκράτειρα – πού είχε καταλήξει; Είχε δολοφονηθεί, ο ανόητος! και τον είχαν αντικαταστήσει μ’ένα Δημιούργημα. Ποιος ξέρει τι προδοσία μπορεί να είχε επιχειρήσει ώστε να επιφέρει τέτοια καταστροφή επάνω του κι επάνω στον Οίκο των Ορειβατών! Μπορεί να είχε κι αυτός καμια «έξυπνη» ιδέα να πάει με τους επαναστάτες. Ο Ρουμπίνης τον είχε ικανό τον Όνυχα τον Δεύτερο για κάτι τέτοιο: όλο μηχανορραφίες ήταν ο γέρος!

Είσαι ανήσυχος, Ρουμπίνη, του είπε το β’ζάιλ του.

«Τι περίμενες εσύ να είμαι; Έχουμε μπλέξει με ανόητους και προδότες!»

Ήταν, όμως, ασύνετο αυτό που πήγες να κάνεις. Τι θα γινόταν αν δεν κατάφερνες να σκοτώσεις τον Ορείχαλκο; Ή, τι θα γινόταν αν σε έπιαναν – ακόμα κι αν τον σκότωνες;

«Τα ίδια μου έλεγες και πριν.»

Και θα τα ξαναπώ αν χρειαστεί.

«Εκείνο που χρειάζεται είναι να σταματήσει αυτή η τρέλα· διαφωνείς;»

Δεν διαφωνώ. Πρέπει, όμως, να επιδείξεις υπομονή και παρατηρητικότητα, Ρουμπίνη, αν θέλεις να δράσεις κάποια στιγμή. Σ’αυτά τα δύο ο Ορείχαλκος είναι δάσκαλός σου, γι’αυτό και πάντα νομίζεις ότι βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά. Υπομονή, Ρουμπίνη. Και παρατηρητικότητα. Μην είσαι βιαστικός. Οι θεοί ευνοούν τους συνετούς. Θα έρθει η στιγμή που περιμένεις.

«Θα το δούμε,» μουρμούρισε ο Ρουμπίνης, καθώς έφτανε στα δωμάτιά του, άνοιγε την εξώπορτα, και έμπαινε.

Βρήκε την Ευύδρια, τη σύζυγό του, ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι, να διαβάζει ένα μεγάλο βιβλίο. Ήταν από εκείνους τους πολύ σπάνιους ανθρώπους στη Σάρντλι που οι θεοί το ήθελαν να έχουν δέρμα κατάλευκο σαν καλογυαλισμένο κόκαλο. Oι Ούρταθ, που ήταν όλοι κατάλευκοι, αποτελούσαν εξαίρεση· καμια άλλη φυλή δεν είχε ακούσει ο Ρουμπίνης να είναι όλα της τα μέλη κατάλευκα, ποτέ· και μέχρι στιγμής δεν ήξερε ούτε καν για τους Ούρταθ. Ακόμα μια ανοησία του Ορείχαλκου, που τους έφερε εδώ. Τι τους θέλαμε αυτούς τους βαρβάρους; Στο τέλος, θα μας φάνε ζωντανούς!

Η Ευύδρια δεν μίλησε στον Ρουμπίνη· συνέχισε να διαβάζει σαν να μην τον είχε δει καθόλου να μπαίνει. Εκείνος την αγνόησε επίσης, κι άρχισε να ανοίγει ντουλάπες και μπαούλα, βγάζοντας ρούχα και όπλα και βάζοντάς τα σε σάκους.

«Τι κάνεις;» τον ρώτησε τελικά η Ευύδρια, παίρνοντας το βλέμμα της από το βιβλίο και κάνοντας πίσω τα μακριά, καστανά μαλλιά της.

«Αύριο φεύγουμε.» Ο Ρουμπίνης δεν σταμάτησε να βάζει πράγματα σε σάκους.

«Για τη Φανχάι;»

«Ναι.»

Η Ευύδρια χαμογέλασε μοιάζοντας ευχαριστημένη. «Νόμιζα ότι δεν θα πηγαίναμε.»

«Ποιος σου έδωσε αυτή την ιδέα;»

«Εσύ, αγάπη μου. Είπες ότι δεν έχουμε θέση ανάμεσα σε αποστάτες και προδότες.»

«Και όντως, δεν έχουμε. Δε θα πάμε μαζί τους.»

Η Ευύδρια συνοφρυώθηκε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Πώς θα πάμε;»

«Μόνοι μας. Θα τους ακολουθήσουμε.»

Η Ευύδρια έγειρε το κεφάλι στο πλάι, με τα βλέφαρα κατεβασμένα. Μάλλον άκουγε κάτι που της έλεγε το β’ζάιλ της. Ύστερα είπε στον Ρουμπίνη: «Δε θα είναι επικίνδυνο αυτό;»

«Πιο επικίνδυνο είναι να είμαστε μαζί τους, Ευύδρια. Μαζί τους είναι, επίσης, ο Αρχιπροδότης, για όνομα των θεών! Νομίζεις ότι είναι μικρές οι πιθανότητες να δεχτούν επίθεση, όσο καλά προστατευμένοι κι αν είναι;»

Η Ευύδρια συνοφρυώθηκε πάλι. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.

Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να είστε απρόσεχτοι, είπε το β’ζάιλ του Ρουμπίνη. Υπομονή και παρατηρητικότητα. Σύνεση.

Ναι, σκέφτηκε ο Ρουμπίνης καθώς έκλεινε έναν μικρό σάκο. Υπομονή, παρατηρητικότητα, σύνεση.

12.

«Γιατί είσαι τσαντισμένος;»

«Είναι ευδιάκριτο, ε;»

«Για μένα, ναι, είναι. Για άλλους, ίσως και να μην ήταν.»

Ο Ορείχαλκος, που μέχρι στιγμής βημάτιζε μέσα στο δωμάτιο, κάθισε σ’έναν καναπέ, οκλαδόν, με την κούπα του (που περιείχε υπόγειο οίνο) στα χέρια. «Με ξέρεις καλά, Ανεμόφθαλμη.»

«Και αντιστρόφως,» είπε εκείνη, καθισμένη επάνω σε μερικά μεγάλα, μαλακά μαξιλάρια στο πάτωμα. «Το κατάλαβες ότι κάτι σού έκρυβα όταν κάτι σού έκρυβα.» Όταν ενεργούσα για λογαριασμό της Επανάστασης χωρίς να το ξέρεις, πρόσθεσε νοερά, μη θέλοντας να το πει δυνατά και να θυμίσει και στους δυο τους εκείνη την άσχημη περίοδο.

«Ναι…» Ο Ορείχαλκος ήπιε.

«Τι έχεις τώρα;»

«Συνάντησα τον Ρουμπίνη καθώς ερχόμουν.»

«Κατάλαβα…» Αυτός ο Ρουμπίνης ίσως ν’αποδειχτεί επικίνδυνος, της ψιθύρισε το β’ζάιλ της. «Ο αδελφός σου ίσως ν’αποδειχτεί επικίνδυνος, Ορείχαλκε.»

«Εντάξει, μπορεί νάναι περίεργος… κακομαθημένος, βιαστικός, να λέει πολλά άσχημα πράγματα που δεν τα εννοεί… αλλά δεν είναι επικίνδυνος, Ανεμόφθαλμη· μην τα παραλέμε.»

Η Ανεμόφθαλμη έμεινε σιωπηλή.

«Δεν το βλέπεις έτσι, ε;» τη ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Δε μπορώ να είμαι σίγουρη· δεν τον ξέρω τόσο καλά όσο εσύ.»

«Τον ξέρεις, όμως, από παλιά. Τον έβλεπες όταν ερχόσουν στο Πολύλιθο Μέγαρο.»

«Και ποτέ δεν τον είχα συμπαθήσει ιδιαίτερα.»

«Τέλος πάντων,» είπε ο Ορείχαλκος τελειώνοντας το κρασί του. «Ας κοιμηθούμε. Αύριο φεύγουμε με την αυγή.»

Η Ανεμόφθαλμη ένευσε, και είπε: «Η Ιωάννα φαίνεται να πιστεύει ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεχτικοί, ότι ίσως να μας επιτεθούν οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας.»

«Υπάρχει, όντως, μια τέτοια πιθανότητα,» είπε ο Ορείχαλκος καθώς σηκωνόταν όρθιος. «Γι’αυτό κιόλας δεν έχουμε καθυστερήσει καθόλου, γενικά. Κινούμαστε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ώστε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού νάναι με το μέρος μας.»

Η Ανεμόφθαλμη σηκώθηκε επίσης. Γελώντας.

«Γιατί γελάς;»

«Γιατί ποτέ δεν περίμενα ότι θα σ’έβλεπα τόσο ανοιχτά με το μέρος της Επανάστασης.» Τον πλησίασε σβέλτα και τον φίλησε στα χείλη, ηχηρά.

«Μη χαίρεσαι τόσο. Αυτό απλά σημαίνει ότι είμαστε όλοι σε μεγάλους μπελάδες.»

«Τουλάχιστον, όμως, είμαστε ενωμένοι. Και σ’αγαπώ.» Τον φίλησε ξανά. «Οι θεοί είναι στο πλευρό μας.»

Έπειτα πήγαν για ύπνο, και η Ανεμόφθαλμη είδε παράξενα, εφιαλτικά όνειρα. Καθώς ονειρευόταν, νόμιζε πως και το β’ζάιλ της ονειρευόταν, νόμιζε πως βρισκόταν σε μια κατάσταση παρόμοια με την κατάσταση που είχε βρεθεί στο Στόμα των Θεών. Αυτά που έβλεπε έμοιαζαν με τις παραισθήσεις που είχε δει τότε. Ήταν τρομαχτικό, κι όταν η Ανεμόφθαλμη ξύπνησε, αναπάντεχα και χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί, παρατήρησε πως είχε έρθει η αυγή. Αχνό, γκρίζο φως γλιστρούσε ανάμεσα από τις κουρτίνες του παραθύρου.

Ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι, νιώθοντας πιασμένη, κουρασμένη, και το σώμα της να κολλά από τον ιδρώτα. Ο λαιμός της ήταν ξερός και ήθελε, απεγνωσμένα, κάτι να πιει. Έγλειψε τα ξεραμένα χείλη της. Τι ονειρευόμουν; αναρωτήθηκε. Δε μπορούσε να θυμηθεί τις λεπτομέρειες· μονάχα ότι έμοιαζε με την εμπειρία της στο Στόμα των Θεών.

Ρίχνοντας μια ματιά δίπλα της, είδε ότι ο Ορείχαλκος ακόμα κοιμόταν. Αφήνοντάς τον να κοιμάται, σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και βάδισε προς–

ντριιιιιιιιν!

Η Ανεμόφθαλμη αναπήδησε, ξαφνιασμένη.

Ο Ορείχαλκος, ακούγοντας τον χτύπο του ρολογιού στο κομοδίνο, ξύπνησε. Άπλωσε το χέρι του και το έκλεισε. Είδε την Ανεμόφθαλμη αντίκρυ του, όρθια. Συνοφρυώθηκε. «Έχεις σηκωθεί;»

«Μόλις,» αποκρίθηκε εκείνη, νιώθοντας ακόμα τον λαιμό της ξερό. Και βάδισε προς την έξοδο του δωματίου.

Ο Ορείχαλκος την είδε να παραμερίζει την κουρτίνα και να χάνεται πίσω της. Του είχε φανεί λιγάκι ανήσυχη. Και σίγουρα δεν είχε ξυπνήσει από το ρολόι. Αν είχε ξυπνήσει από το ρολόι, δεν θα είχε προλάβει να σηκωθεί από το κρεβάτι τόσο γρήγορα. Ή τουλάχιστον έτσι εκείνος υπέθετε, καθώς το μυαλό του ήταν ακόμα θολωμένο από τον ύπνο και το ήξερε.

Σηκώθηκε, λιγάκι βιαστικά, και βάδισε ώς την κουρτίνα της πόρτας του δωματίου. Την παραμέρισε προσεχτικά, αθόρυβα, και κοίταξε: για να δει την Ανεμόφθαλμη να βρίσκεται στο καθιστικό πίνοντας από μια αργυρή κούπα. Και μάλλον υπόγειος οίνος ήταν αυτό που έπινε, γιατί το μπουκάλι στο τραπεζάκι δίπλα της ήταν ανοιχτό.

Τι έχει; Ο Ορείχαλκος δεν νόμιζε ότι την είχε δει ποτέ ξανά να πίνει μόλις ξυπνήσει. Δεν την πλησίασε, όμως, για να της μιλήσει. Πήγε να ετοιμαστεί, διότι ήξερε ότι έπρεπε σύντομα να ξεκινήσουν το ταξίδι τους προς τη Φανχάι· και καθοδόν θα περνούσαν κι από τη Νισθάι… όπου ίσως να συναντήσουμε πράγματα και καταστάσεις πολύ άσχημες, φοβόταν ο Ορείχαλκος.

Αφού πλύθηκε και ντύθηκε, συνάντησε την Ανεμόφθαλμη στο καθιστικό, η οποία είχε επίσης πλυθεί και ντυθεί ώς τώρα. Στο τραπέζι ήταν στρωμένα διάφορα πρωινά φαγητά και ροφήματα, που είχαν φέρει οι υπηρέτες του Μεγάρου.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Ορείχαλκος καθώς έτρωγαν.

«Γιατί ρωτάς;» είπε εκείνη, αν και καταλάβαινε ότι, μάλλον, ο Ορείχαλκος είχε αντιληφτεί πως κάτι τής συνέβαινε. Τον ήξερε καλά και την ήξερε καλά.

«Γιατί, πιο πριν, μου φάνηκες κάπως… δεν ξέρω πώς να το πω· δε σ’έχω, πάντως, ξαναδεί να πίνεις υπόγειο οίνο μόλις σηκώνεσαι: και πρέπει να σηκώθηκες πριν από μένα, απ’ό,τι κατάλαβα – προτού χτυπήσει το ρολόι, ίσως.»

Ναι, σκέφτηκε η Ανεμόφθαλμη, όντως, τον ξέρω καλά και με ξέρει καλά… «Ονειρευόμουν, νομίζω. Ήταν κάποιο όνειρο. Πολλά όνειρα, μάλλον. Δεν τα θυμάμαι.» Ήταν όπως μέσα στο Στόμα των Θεών. Ρίγησε.

«Θα έρθεις μαζί μας, έτσι;»

«Φυσικά!» είπε αμέσως η Ανεμόφθαλμη. «Είσαι σοβαρός;»

Ο Ορείχαλκος χαμογέλασε, γιατί αυτή ήταν ακριβώς η αντίδραση που περίμενε. «Απλώς,» είπε, «ρώτησα σε περίπτωση που δεν αισθανόσουν καλά.»

«Μια χαρά είμαι, τώρα,» αποκρίθηκε η Ανεμόφθαλμη. Και η αλήθεια ήταν πως δεν αισθανόταν άσχημα πλέον. Την απασχολούσε μονάχα εκείνο που της είχε πει το β’ζάιλ της, πιο πριν, καθώς έπλενε τον νυχτερινό ιδρώτα από πάνω της.

«Τι ήταν αυτά τα όνειρα, αδελφή μου;» είχε ρωτήσει η Ανεμόφθαλμη το πνεύμα της αγέννητης αδελφής της, ενώ το σαπουνόνερο κυλούσε στο πορφυρόδερμο σώμα της.

Το β’ζάιλ δεν είχε απαντήσει αμέσως.

«Τι ήταν αυτά τα όνειρα, αδελφή μου;» είχε επιμείνει η Ανεμόφθαλμη. «Μην κάνεις πως δε μ’ακούς!»

Τα όνειρα… είχε πει τελικά το β’ζάιλ. Ήταν όνειρα, αυτό ήταν.

«Δεν ήταν όπως άλλα όνειρα! Ήταν όπως τότε στο Στόμα των Θεών. Γιατί;»

Ίσως…

«Τι ‘ίσως’; Πες μου – γιατί;»

Η επίδραση δεν έχει φύγει ακόμα. Θα περάσει.

«Ονειρευόσουν κι εσύ;»

Ονειρευόμουν…

«Τα β’ζάιλ ονειρεύονται, αδελφή μου;»

Συνεχώς ονειρευόμαστε, Ανεμόφθαλμη. Όλα είναι ένα όνειρο…

Για κάποιο λόγο, αυτό την είχε κάνει να αισθανθεί ένα ρίγος να διατρέχει τη ράχη της.

13.

Η συνοδία δεν θα ήταν καθόλου μικρή. Από τους επαναστάτες του Φτερωτού Όρους θα έρχονταν ο Ανδρόνικος, η Ιωάννα, ο Σάνραντιλ’φεν, η Άνμα’ταρ, ο Σέλιρ’χοκ, η Σιλάνα, και μερικοί άλλοι, ανάμεσα στους οποίους δεν θα ήταν ο Φένχιλ (ο οποίος είχε σπάσει το πόδι του στη μάχη μέσα στον καταυλισμό των Ούρταθ και έπρεπε να μεταφερθεί στο Φτερωτό Όρος), ούτε ο Νάρτιλ και η Αλρίβα’σαρ· ο πιλότος και η μάγισσα είχαν πετάξει, επιστρέφοντας στη βάση της Επανάστασης προς το παρόν. Από τον Οίκο των Γεωμετρών, θα έρχονταν η Ευθύγραμμη η Τρίτη και οι άλλοι που είχαν επισκεφτεί το Πολύλιθο Μέγαρο για λογαριασμό της Οξυγώνιας, καθώς επίσης και η ίδια η Οξυγώνια. Παρομοίως, από τον Οίκο των Ουράνιων, θα έρχονταν όσοι είχαν επισκεφτεί το Πολύλιθο Μέγαρο για λογαριασμό της Ανεμόφθαλμης της Δεύτερης, καθώς και η ίδια η Ανεμόφθαλμη. Και από τον Οίκο των Ορειβατών, θα έρχονταν ο Ορείχαλκος, η Γρανίτια η Πρώτη, ο σύζυγός της ο Τριγώνιος, ο αδελφός της ο Μαγνήσιος ο Τρίτος (το δεύτερο παιδί του Σιδήρου του Πρώτου, που είχε δεχτεί να έρθει σχεδόν με το ζόρι, καθώς πάντα θεωρούσε τον εαυτό του έμπορο και ποτέ πολιτικό), η Αζουρίτια η Δεύτερη, και η Αζουρίτια η Πρώτη κι ο σύζυγός της ο Οπάλιος ο Δεύτερος.

Επιπλέον, μαζί τους θα είχαν φρουρούς και υπηρέτες. Και θα έρχονταν και οι Ούρταθ, γιατί ο Ορείχαλκος πίστευε πως ίσως να τους χρειάζονταν, και ο Ανδρόνικος συμφωνούσε.

Τα οχήματα που απαιτούνταν για να επιβιβαστούν όλοι αυτοί δεν ήταν λίγα, αλλά οι υπηρέτες του Πολύλιθου Μεγάρου τα είχαν όλα έτοιμα με την αυγή, και η συνοδία, δίχως καθυστέρηση, ξεκίνησε, περνώντας ανατολικά της Φιλτά’κβι και κατευθυνόμενη νότια.

Ο Ρουμπίνης αναχώρησε αφότου οι άλλοι είχαν φύγει, ακολουθώντας τους από απόσταση, σαν να τους παρακολουθούσε. Ήταν καθισμένος σ’ένα δίκυκλο τελευταίας τεχνολογίας, βαμμένο μαύρο και γυαλιστερό. Πίσω του καθόταν η Ευύδρια, έχοντας τα χέρια της τυλιγμένη γύρω απ’τη μέση του. Ο Ρουμπίνης φορούσε κράνος, για να κρύβει την όψη του περισσότερο παρά επειδή πίστευε ότι μπορεί να έπεφτε απ’το όχημά του και να χτυπούσε· και η Ευύδρια φορούσε κάπα και κουκούλα πάνω απ’τα ελαφριά ρούχα της. Κανένας δεν θέλω να μας αναγνωρίσει, αν τύχει να μας δουν από μακριά, της είχε τονίσει ο Ρουμπίνης. Η Ευύδρια θεωρούσε την ανησυχία του αυτή υπερβολική, ψυχωτική, αλλά δεν είχε φέρει αντίρρηση. Του είχε πει, καθώς φορούσε την κουκούλα της: Και να μας δουν τι έγινε; Αν τους έλεγες πως ήθελες να πας μαζί τους, κανένας δεν θα έφερνε αντίρρηση ούτως ή άλλως! Ο Ρουμπίνης είχε αποκριθεί: Ίσως, αλλά θα μας παρακολουθούσαν συνεχώς. Κι επιπλέον, καλύτερα να μη φαίνεται ότι εμείς είμαστε τόσο κοντά με αποστάτες. Μπορεί σύντομα όλα ν’αλλάξουν και η… μικροανταρσία τους να γυρίσει ανάποδα.

Ο Ρουμπίνης, επίσης, σκεφτόταν ότι αν όντως τα πράγματα γύριζαν ανάποδα, τότε ίσως η Παντοκράτειρα να σκότωνε τον Ορείχαλκο και να παντρευόταν εκείνον. Όπως έπρεπε να τον είχε παντρευτεί εξαρχής.

14.

Μετά από καμια ώρα, η συνοδία πέρασε έξω από τη Ράσ’βνι, που ήταν οικοδομημένη στην ακροποταμιά του Σάτβραν· έπειτα, ακολουθώντας τις όχθες προς τα νότια, έφτασαν, λίγο πριν από το μεσημέρι, κοντά στη γέφυρα που διέσχιζε τον ποταμό και οδηγούσε ανατολικά, στη Σάτ’βνι. Φυσικά, δεν ανέβηκαν σ’αυτή τη γέφυρα, καθώς ο προορισμός τους βρισκόταν στην αντίθετη κατεύθυνση. Ωστόσο σταμάτησαν σ’έναν οικισμό εκεί κοντά, για να ξεκουραστούν μερικές ώρες και να φάνε. Οι άνθρωποι του οικισμού φάνηκαν, αρχικά, τρομοκρατημένοι από την παρουσία της μεγάλης συνοδίας, όμως ο Ορείχαλκος τούς διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχε λόγος για φόβο, και τους άφησε έναν πολύτιμο λίθο. «Για να σας ευχαριστήσω για τη φιλοξενία σας,» τους είπε.

Οι άνθρωποι του οικισμού έκαναν υποκλίσεις, πέφτοντας στα γόνατα. Μάλλον δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τέτοιο πλούτο στη ζωή τους. «Οι θεοί να σας ευλογούν, Άρχοντά μου!» του είπαν.

Ο Ορείχαλκος έφυγε απ’αυτούς και, κάνοντας νόημα στους σωματοφύλακες του να απομακρυνθούν (δεν τους χρειαζόταν πλέον), πλησίασε τη μεριά του καταυλισμού όπου κάθονταν ο Ανδρόνικος και οι κοντινοί του άνθρωποι.

«Πρίγκιπα Ανδρόνικε,» είπε. «Δε φαίνεται να έχουμε προβλήματα μέχρι στιγμής.»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Είμαστε μεγάλη συνοδία. Δε θα μας επιτεθεί κανένας απερίσκεπτα.»

«Οι Παντοκρατορικοί σπάνια επιτίθενται απερίσκεπτα,» τόνισε η Ιωάννα, που δεν της άρεσε που τους έβλεπε να χαλαρώνουν όταν θα έπρεπε να βρίσκονται ολοένα και περισσότερο σε επιφυλακή όσο το ταξίδι τους προχωρούσε. «Κινούνται βάσει σχεδίου.»

Ο Ορείχαλκος κάθισε κοντά τους. «Μιλάς για κάτι συγκεκριμένο;» τη ρώτησε.

«Αν ήξερα τι σκέφτονται να κάνουν, δε θα πρότεινα να είμαστε προετοιμασμένοι για οτιδήποτε

Μετά έφαγαν· κι όταν τελείωσαν, η Ιωάννα ήταν από τους λίγους που δεν μπήκαν στη σκηνή τους για να ξεκουραστούν προτού συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ρίχνοντας μια ματιά γύρω της είδε ότι εκτός από εκείνη οι υπόλοιποι που στέκονταν ή κάθονταν, μέσα στον πρόχειρο καταυλισμό της συνοδίας, ήταν φρουροί. Τελειώνοντας το τσιγάρο της, το έσβησε κάτω από τη μπότα της. Σηκώθηκε απ’το σκαμνί όπου καθόταν και πλησίασε τη σκηνή της Άνμα’ταρ και του Σέλιρ’χοκ.

«Άνμα;» είπε, κουνώντας τον μπερντέ της εισόδου. «Μ’ακούς, Άνμα;»

Η μάγισσα δεν άργησε να βγάλει το κεφάλι. «Τι;»

«Πάμε για κατόπτευση.»

«Γιατί;»

«Γιατί τώρα, μες στον μεσημεριανό ήλιο, κανένας που μας κατασκοπεύει δεν θα το περιμένει.»

«Ναι· δε θα μας έχει για τρελούς.»

Η Ιωάννα την ατένισε επίμονα.

Η Άνμα’ταρ μειδίασε. «Εντάξει, έρχομαι.» Μπήκε πάλι στη σκηνή και, μετά από λίγο, βγήκε εξοπλισμένη και έτοιμη.

«Ο Σέλιρ;» ρώτησε η Ιωάννα.

«Θες νάρθει κι ο Σέλιρ;»

«Απλά ρωτάω αν του είπες πού πας,» εξήγησε η Ιωάννα καθώς βάδιζαν.

«Του το είπα.»

«Ωραία.»

«Σκέφτεσαι να χαθούμε;»

«Καλύτερα να το αποφύγουμε.»

Βγήκαν απ’τον καταυλισμό γλιστρώντας ανάμεσα από τις σκηνές και τους φύλακες – Ούρταθ και μισθοφόροι των Οίκων της Σάρντλι.

«Το είπες στον Ανδρόνικο;» ρώτησε η Άνμα’ταρ.

«Όχι.»

«Σε κανέναν άλλο;»

«Όχι.»

«Όντως, λοιπόν, καλύτερα να μη χαθούμε,» την πείραξε η Άνμα’ταρ· και μετά έπαψαν να μιλούν, καθώς η κατόπτευσή τους άρχισε.

Πήγαιναν από σκιερό μέρος σε σκιερό μέρος και κοίταζαν με τα κιάλια τους, επάνω στα οποία η Άνμα είχε υφάνει Ξόρκια Οπτικής Ενισχύσεως. Δεν άργησαν να εντοπίσουν δύο ανθρώπους όχι και τόσο μακριά από τον καταυλισμό τους, σταματημένους μέσα σ’ένα σύδεντρο, μ’ένα μαύρο δίκυκλο πλάι τους. Ένας άντρας και μια γυναίκα. Φορούσαν κι οι δύο κάπες και κουκούλες, παρότι εκεί όπου βρίσκονταν δεν μπορεί να τους χτυπούσε ο ήλιος. Η γυναίκα φαινόταν να κοιμάται, ξαπλωμένη. Ο άντρας ήταν καθισμένος με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ένα δέντρο.

Η Ιωάννα τον παρατήρησε προσεχτικά, με τα οπτικά ενισχυμένα κιάλια της. Γιατί μου θυμίζει κάτι; Νόμιζε ότι μπορούσε σχεδόν να διακρίνει αυτό το πρόσωπο μέσα στη σκιά της κουκούλας… Αλλάζοντας θέση, το κοίταξε από άλλη γωνία, και το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως φάνηκε να δουλεύει καλά. Διαπερνώντας τις σκιές αποκάλυψε στην Ιωάννα την ταυτότητα του άντρα.

Ο αδελφός του Ορείχαλκου!

«Τον βλέπεις;» είπε η Ιωάννα στην Άνμα. «Είναι ο Ρουμπίνης.»

«Κάποιο λάθος πρέπει να κάνεις…»

«Δες τον από δω που τον βλέπω! Ο Ρουμπίνης είναι.» Η Ιωάννα, σκυμμένη, με λυγισμένα γόνατα, παραμέρισε για να δώσει τη θέση της στην Άνμα’ταρ.

Η μάγισσα κοίταξε με τα οπτικά ενισχυμένα κιάλια της. «Θεοί… Είναι, πράγματι, αυτός.» Κατέβασε τα κιάλια στρεφόμενη στην Ιωάννα. «Γιατί νομίζεις ότι μπορεί να μας ακολουθεί;»

«Ίσως νάναι πράκτορας της Παντοκράτειρας.»

«Θα μου φαινόταν παράξενο…»

«Παράξενο; Ύστερα απ’αυτές τις φασαρίες που έκανε με τον Ορείχαλκο;»

«Ναι,» επέμεινε η Άνμα, «παράξενο. Αν ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας, δε νομίζεις ότι θα φερόταν πιο έξυπνα; Δε νομίζεις ότι θα ήταν πιο διακριτικός, όσο μας έστηνε την παγίδα του;»

Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε. «Ίσως.»

15.

«Τι ανόητος!» είπε ο Ορείχαλκος όταν η Ιωάννα και η Άνμα’ταρ τού ανέφεραν τι είχαν δει. Η ώρα της ανάπαυσης είχε περάσει, και οι υπηρέτες κι οι μισθοφόροι διέλυαν τον καταυλισμό για να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

«Μπορούμε να τον περιποιηθούμε, αν θέλεις,» προθυμοποιήθηκε η Ιωάννα.

«Τι εννοείς, ‘να τον περιποιηθείτε’;»

«Να τον αιχμαλωτίσουμε. Να τον φέρουμε εδώ.»

«Δε χρειάζεται,» είπε ο Ορείχαλκος. «Αφήστε τον. Ας μας ακολουθήσει αν θέλει. Δεν του απαγόρεψε κανένας να έρθει.» Και με τούτα τα λόγια, απομακρύνθηκε από την Ιωάννα, την Άνμα’ταρ, τον Ανδρόνικο, και τον Σέλιρ’χοκ, πηγαίνοντας προς το όχημα όπου επιβιβάζονταν τα μέλη της οικογένειάς του.

Η Ιωάννα ατένισε τον Ανδρόνικο. «Τι νομίζεις;»

«Τι να νομίζω; Ό,τι είπε ο Ορείχαλκος. Ξέρει τον αδελφό του καλύτερα από εμάς.»

«Αυτή η τακτική, όμως, μπορεί να μας βάλει σε κίνδυνο. Ο Ρουμπίνης δεν αποκλείεται ακόμα και να συνεργάζεται με τους πράκτορες της Παντοκράτειρας,» είπε η Ιωάννα καθώς βάδιζαν προς το όχημά τους.

«Κι αν συνεργάζεται, τι έγινε; Πραγματικά πιστεύεις, Ιωάννα, ότι οι Παντοκρατορικοί δεν ξέρουν αυτή τη στιγμή πού βρισκόμαστε; Σίγουρα, έχουν κατασκόπους τους απλωμένους παντού στη Σάρντλι.»

«Δεν είπα ότι δεν ξέρουν πού βρισκόμαστε!» αποκρίθηκε η Ιωάννα, απότομα, πικαρισμένη. «Δε μ’αρέσει, όμως, να έχω κανέναν στα νώτα μου.»

«Αφού ο Ορείχαλκος δεν θέλει να κάνουμε τίποτα, τίποτα δεν θα κάνουμε. Δε μπορούμε να τον αγνοήσουμε σ’αυτό το θέμα,» είπε ο Ανδρόνικος, και επιβιβάστηκαν στο όχημά τους.

Η Σιλάνα καθόταν ήδη στο τιμόνι, έχοντας έρθει πριν απ’αυτούς, και τώρα ενεργοποίησε τη μηχανή.

Η συνοδία μπήκε στη μεγάλη λιθόστρωτη δημοσιά που ξεκινούσε από τη Σάτ’βνι, περνούσε από τη Νισθάι και τη Φανχάι, και, στρίβοντας, κατέληγε στη Ρακ’κάμι, στις ακτές της θάλασσας.

Καμια ώρα πέρασε κι ύστερα συνάντησαν ένα φυλάκιο στο πλάι της δημοσιάς. Ένα Παντοκρατορικό φυλάκιο. Κανένας πολεμιστής της Παντοκράτειρας, όμως, δεν φαινόταν εκεί. Έμοιαζε εγκαταλειμμένο.

Ο Ανδρόνικος είπε, μέσω πομπού, σε όλους να σταματήσουν, και η συνοδία σταμάτησε.

«Τι συμβαίνει, Πρίγκιπα Ανδρόνικε;» ρώτησε ο Ορείχαλκος, καθώς έβγαιναν απ’τα οχήματά τους.

«Φαίνεται άδειο,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος δείχνοντας, με το σαγόνι, το φυλάκιο.

Ο Ορείχαλκος πλησιάζοντάς τον κατένευσε. «Ναι, έτσι φαίνεται. Πρέπει ν’άκουσαν ότι θα περνούσαμε.»

«Τους έχουμε τρομάξει,» είπε η Γρανίτια η Πρώτη. «Καλό δεν είναι αυτό;» Είχε έρθει πίσω απ’τον Ορείχαλκο, όπως επίσης κι οι άλλοι Ορειβάτες, θέλοντας ν’ακούσουν από κοντά τι είχε να πει ο Πρίγκιπας της Επανάστασης.

«Ανάλογα,» απάντησε ο Ανδρόνικος. «Όπως και νάχει, πρέπει να το ερευνήσουμε.» Ατένισε την Ιωάννα, η οποία ένευσε, και μαζί με την Άνμα’ταρ, τη Σιλάνα, και τρεις άλλους επαναστάτες βάδισε προς το φυλάκιο.

«Αν θέλετε και κάποιους δικούς μας ανθρώπους….» άρχισε ο Ορείχαλκος, αλλά σταμάτησε βλέποντας τον Ανδρόνικο να κουνά το κεφάλι αρνητικά.

«Δεν υπάρχει λόγος, Ορείχαλκε. Μια έρευνα θα κάνουν μόνο. Αν συναντήσουν αντίσταση, θα επιστρέψουν αμέσως.»

Ο Ανδρόνικος είδε την Ιωάννα και τους άλλους να μπαίνουν στο φυλάκιο, και μετά από λίγο άκουσε τον πομπό του να σφυρίζει. Τον πήρε από τη ζώνη του και τον άνοιξε.

«Ναι,» είπε.

«Το μέρος είναι έρημο,» ανέφερε η φωνή της Ιωάννας. «Τα έχουν μαζέψει κι έχουν φύγει. Σημάδια μάχης δεν υπάρχουν. Ήταν οργανωμένο, και πρέπει να έγινε πριν από μερικές ώρες αν δεν κάνω λάθος.»

«Καλώς. Επιστρέψτε.»

Η Ιωάννα κι οι άλλοι επέστρεψαν, και η Μαύρη Δράκαινα είπε: «Ξέρεις τι αναρωτιέμαι, Ανδρόνικε;»

«Τι;»

«Πού πήγαν αυτοί που έφυγαν από εδώ.»

Ο Ορείχαλκος, που ακόμα ήταν κοντά, ρώτησε: «Φοβάσαι ότι ίσως να μας έχουν στήσει παγίδα;»

«Δεν το θεωρείς πιθανό;» του είπε η Ιωάννα.

16.

Ο Ρουμπίνης σταμάτησε το δίκυκλό του σε κάποια απόσταση από το Παντοκρατορικό φυλάκιο, ενώ η συνοδία του Ορείχαλκου είχε προ πολλού περάσει κατευθυνόμενη δυτικά επάνω στη μεγάλη δημοσιά.

«Γιατί σταματάς;» τον ρώτησε η Ευύδρια.

«Απορώ,» είπε ο Ρουμπίνης, «τι πήγαν να ψάξουν εκεί μέσα.» Τους είχε δει να μπαίνουν, με τα κιάλια του. Αυτή η ξανθιά γυναίκα, η Μαύρη Δράκαινα, και κάποιοι άλλοι – επαναστάτες του Ανδρόνικου όλοι τους. «Πρέπει το μέρος νάναι εγκαταλειμμένο.» Κατέβηκε απ’το δίκυκλο.

«Εντάξει, κι εμάς τι μας νοιάζει;»

«Θα πάω να ρίξω μια ματιά. Μείνε εδώ.»

Η Ευύδρια κατέβηκε από το δίκυκλο επίσης. «Θα έρθω.» Πήρε ένα πιστόλι από τον σάκο που κρεμόταν στο πλάι του οχήματος.

«Δεν πρόκειται κανένας νάναι μέσα. Απλά θέλω να δω αν πήγαν να ψάξουν για κάτι συγκεκριμένο αυτοί οι αποστάτες.»

«Θα έρθω,» επανέλαβε η Ευύδρια, ψύχραιμα, οπλίζοντας το πιστόλι.

Ο Ρουμπίνης ανασήκωσε τους ώμους κι άρχισε να βαδίζει προς το φυλάκιο. Εκείνη τον ακολούθησε. Η πύλη του δεν ήταν κλειδωμένη, έτσι μπήκαν χωρίς δυσκολία και περιπλανήθηκαν για λίγο μέσα στα δωμάτια – κοιτώνες για στρατιώτες, μια τραπεζαρία, κάτι γραφεία, μια αίθουσα τηλεπικοινωνιών, μια αποθήκη τροφίμων, μια αποθήκη όπλων. Οι Παντοκρατορικοί είχαν μαζέψει τα πάντα και είχαν φύγει· δεν τα είχαν ληστέψει οι αποστάτες: ο Ρουμπίνης δεν τους είχε δει να βγαίνουν κουβαλώντας πράγματα.

Τι ήρθαν, τότε, να κάνουν; Τι έψαχναν; Δε μπορούσε να καταλάβει.

«Πάμε,» τον προέτρεψε η Ευύδρια. «Χάνουμε το χρόνο μας, Ρουμπίνη.» Τον τράβηξε απ’το μανίκι. Η κατάλευκη όψη της είχε γίνει ανυπόμονη, και ίσως λιγάκι ανήσυχη· ή μάλλον, σκέφτηκε ο Ρουμπίνης, απ’την αρχή ήταν λιγάκι ανήσυχη: από τότε που είχαν έρθει εδώ.

«Πάμε,» συμφώνησε. «Πάμε.»

Και πλησίασαν την πύλη του φυλακίου.

Για ν’ανακαλύψουν ότι κάποιοι τούς περίμεναν εκεί.

Δύο λευκοντυμένοι πολεμιστές. Σημαδεύοντάς τους με τουφέκια. Παντοκρατορικοί!

Ο Ρουμπίνης ύψωσε τα χέρια. «Δεν είμαστε εχθροί,» είπε χωρίς να πανικοβληθεί. «Είμαι ο Ρουμπίνης, του Οίκου των Ορειβατών – του σημαντικότερου Οίκου της Σάρντλι.»

«Ο Οίκος των Ορειβατών μάς πρόδωσε, αν δεν κάνω λάθος, Ρουμπίνη,» ακούστηκε μια φωνή από δίπλα, και ένας καφετόδερμος άντρας με κοντά μαύρα μαλλιά παρουσιάστηκε πίσω από τους στρατιώτες.

«Δημήτριε…» είπε ο Ρουμπίνης, ξαφνιασμένος. Κι αμέσως μετά, με περισσότερο σθένος: «Αν είχες μείνει στο Μέγαρο, ποτέ δεν θα γίνονταν αυτά που έγιναν!»

«Αν είχα μείνει στο Πολύλιθο Μέγαρο, θα ήμουν τώρα ή νεκρός ή αιχμάλωτος του Αρχιπροδότη – με τον οποίο έχετε συμμαχήσει.»

«Κάνεις λάθος. Δεν έχουμε συμμαχήσει όλοι μας. Ήταν απόφαση του Ορείχαλκου, εξαιτίας της Ανεμόφθαλμης της Δεύτερης. Αν ήταν στο χέρι μου, ποτέ δεν θα σας είχαμε προδώσει!»

«Δεν ήταν όμως στο χέρι σου, Ρουμπίνη,» είπε ο Δημήτριος, «και τώρα είστε με τον χειρότερο εχθρό μας.»

«Δεν είναι έτσι! Μπορούν όλα ν’αλλάξουν.»

«Σοβαρά;» Ο Δημήτριος γέλασε. «Αν όντως είσαι ακόμα πιστός στην Παντοκράτειρα, τότε δε νομίζω πως ο λόγος σου θα έχει καμία βαρύτητα στον Οίκο των Ορειβατών.»

Ο Ρουμπίνης αισθάνθηκε οργή να τον κατακλύζει σαν καυτός άνεμος.

Ψυχραιμία, Ρουμπίνη! τον προειδοποίησε το β’ζάιλ του. Υπομονή, παρατηρητικότητα. Σύνεση!

Ο Ρουμπίνης πήρε μια βαθιά ανάσα, και τότε μόνο κατάλαβε ότι η Ευύδρια είχε πιάσει τον πήχη του με το ένα χέρι. Καθαρίζοντας τον λαιμό του, είπε: «Ήταν πλεκτάνη. Προσπάθησα αλλά δεν μπορούσα να μεταπείσω τους συγγενείς μου. Και το γεγονός ότι είχατε αντικαταστήσει τον Όνυχα τον Δεύτερο μ’ένα Δημιούργημα τούς έκανε αμέσως όλους να στραφούν εναντίον σας.»

«Ο Όνυχας είχε επιχειρήσει να μας προδώσει,» είπε απλά ο Δημήτριος, σαν να ανέφερε ένα βαρετό ιστορικό δεδομένο. «Κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Αντί να τον σκοτώσουμε χωρίς καμια εξήγηση – και, πίστεψέ με, ο ίδιος ευθυνόταν για τον θάνατό του – βάλαμε στη θέση του κάτι που έμοιαζε μ’αυτόν, για να είναι όλοι ευχαριστημένοι.» Στράφηκε, βαδίζοντας. «Θα έρθεις μαζί μας τώρα, Ρουμπίνη. Και η γυναίκα σου.»

Οι δύο στρατιώτες εξακολουθούσαν να σημαδεύουν τον Ρουμπίνη με τα τουφέκια τους· κι εκείνος παρατήρησε τώρα ότι υπήρχαν κι άλλοι τριγύρω. Από πού είχαν έρθει; Πώς δεν τους είχε δει πλησιάζοντας εδώ; Αισθάνθηκε τα νύχια της Ευύδριας να μπήγονται στον πήχη του, αλλά δεν άκουσε άχνα να βγαίνει απ’το στόμα της. Φοβάται.

Ο Ρουμπίνης φώναξε: «Δεν καταλαβαίνω, Δημήτριε! Είμαι αιχμάλωτος τώρα;»

Ο Δημήτριος, που είχε απομακρυνθεί κάμποσα βήματα, στράφηκε πάλι. «Αιχμάλωτος; Νόμιζα ότι ήσουν με το μέρος μας, Άρχοντά μου…»

17.

Η Νισθάι, οικοδομημένη στις παρυφές της ζούγκλας Νισθάν’κνα, ήταν πνιγμένη στα λουλούδια και στην αναρριχώμενη βλάστηση. Έμοιαζε ν’αρέσει στους ανθρώπους της να στολίζουν τα σπίτια τους με άνθη και φυτά. Καθώς νύχτωνε, και η συνοδία περνούσε από τα περίχωρα της πόλης κατευθυνόμενη προς το Μέγαρο της Ζούγκλας, ο Ανδρόνικος παρατηρούσε ότι η βλάστηση προσέδιδε έναν μυστηριακό χαρακτήρα στη Νισθάι τον οποίο έβρισκε της αρεσκείας του. Δεν είχε ξανάρθει εδώ, και η πόλη δεν έμοιαζε καθόλου με τη Φανχάι ή τη Φιλτά’κβι. Η πρώτη ήταν πολύ πιο κοσμοπολίτικη, και η δεύτερη πολύ πιο ξερή σε σχέση με τον φυτικό πλούτο που υπήρχε σε τούτο το μέρος.

«Οι Ουράνιοι μένουν σε ωραία πόλη,» σχολίασε.

Η Ιωάννα μούγκρισε μονάχα· είχε το νου της σε πιθανές παγίδες που μπορεί να τους έστηναν εδώ οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας. Ποτέ δεν χαλάρωνε.

Ο Ανδρόνικος ακούμπησε το χέρι του στους ώμους της, κι εκείνη αισθάνθηκε το άγγιγμά του ακούσια να τη διεγείρει. «Ακούς τη λέω;» τη ρώτησε.

«Σ’ακούω,» του είπε, και άναψε τσιγάρο. Φύσηξε καπνό απ’το ανοιχτό παράθυρο πλάι της.

Σε κάποιο σημείο, οι φρουροί της πόλης σταμάτησαν τη συνοδία. Οι άνθρωποι των Ορειβατών – μισθοφόροι και υπηρέτες – τούς μίλησαν, ενώ έκαναν νόημα στον Ορείχαλκο να μείνει στο όχημά του. Ναι, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος παρατηρώντας το, καλύτερα έτσι. Είναι πιο ασφαλείς μέσα παρά έξω. Νόμιζε ότι ανάμεσα στους φρουρούς μπορούσε να δει και κάποιους με λευκές στολές. Στρατιώτες της Παντοκράτειρας. Δεν είχαν, λοιπόν, εγκαταλείψει ακόμα όλα τους τα πόστα. Φυσικό ήταν. Τόσο εύκολα θ’άφηναν τη Σάρντλι από τα νύχια τους;

Οι φρουροί της πόλης φάνηκαν διστακτικοί να επιτρέψουν στη συνοδία να συνεχίσει, όμως τότε ο Ηλιόνους ο Πρώτος βγήκε απ’το όχημά του απαιτώντας να μάθει τι νόημα είχαν αυτές οι ανοησίες. «Δεν με αναγνωρίζετε;» φώναξε, μιλώντας στην Πανσάρντλια. «Πρέπει τώρα να δώσω εξηγήσεις για να επιστρέψω στο σπίτι μου;» Δεξιά του στεκόταν η Αστρόπνοη η Τρίτη, με τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος. Αριστερά του ήταν ο Αστροφώτιστος ο Δεύτερος.

«Φυσικά και όχι, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο άντρας που έμοιαζε για αρχηγός των φρουρών. «Φυσικά και όχι… Περάστε.» Έκανε νόημα στους πολεμιστές του να παραμερίσουν, κι εκείνοι υπάκουσαν.

Η συνοδία συνέχισε. Πέρασε από τα περίχωρα της Νισθάι και, τελικά, έφτασε στο Μέγαρο της Ζούγκλας, την οικία των Ουράνιων. Εκεί χρειάστηκε και πάλι να μιλήσει ο Ηλιόνους ο Πρώτος, προκειμένου να τους αφήσουν να σταματήσουν τα οχήματά τους απέξω και να μπουν στο Μέγαρο – όχι όλοι, φυσικά: οι περισσότεροι μισθοφόροι και υπηρέτες έμειναν με τα οχήματα· το ίδιο και οι Ούρταθ. Ούτε στον Ψηλό Άντρα δεν επιτράπηκε πρόσβαση – όχι πως αυτός τη ζήτησε· έδειχνε ικανοποιημένος να μείνει με τον λαό του, στον καταυλισμό που είχαν μόλις αρχίσει να στήνουν έξω από το Μέγαρο της Ζούγκλας και τα περίχωρα της Νισθάι, στις παρυφές της Νισθάν’κνα.

Το Μέγαρο της Ζούγκλας, παρατήρησε ο Ανδρόνικος καθώς βάδιζε στους διαδρόμους και στις αίθουσές του, ήταν γεμάτο βλάστηση και φυτά, όπως η Νισθάι. Ορισμένα απ’αυτά είχαν μεγάλα ή μικρά μάτια που ατένιζαν με περιέργεια τους επισκέπτες, ή ανοιγόκλειναν σαν να ήθελαν να υπονοήσουν κάτι. Κάποια άλλα φυτά άπλωναν μακριά πλοκάμια και χάιδευαν τους ώμους όσων περνούσαν από κοντά τους.

Η Άνμα’ταρ τινάχτηκε όταν ένα την άγγιξε, τραβώντας το ξιφίδιό της.

Η Ανεμόφθαλμη γέλασε. «Μην το χτυπήσεις. Παίζει μαζί σου.» Και τέντωσε το χέρι της προς το φυτό, το οποίο τύλιξε προς στιγμή το πλοκάμι του γύρω απ’τον καρπό της και μετά την ελευθέρωσε.

Οι υπηρέτες του Μεγάρου τούς οδήγησαν σε μια μεγάλη αίθουσα με χοντρούς κίονες όπου (αναμενόμενα) σκαρφάλωναν και τυλίγονταν φυτά. Εδώ, τους περίμεναν πολλά από τα μέλη του Οίκου των Ουράνιων. Ο Ανδρόνικος δεν αναγνώριζε κανέναν τους· του ήταν όλοι άγνωστοι. Είχε ασχοληθεί με τους Ορειβάτες κυρίως – επειδή ήθελε να τους πάρει με το μέρος του – και ελάχιστα με τους άλλους Οίκους της Σάρντλι.

Μια γυναίκα – μαυρόδερμη και, σίγουρα, πενήντα χρονών – μίλησε πρώτη: «Αστροφώτιστε,» είπε απευθυνόμενη στον Αστροφώτιστο τον Δεύτερο, τον αδελφό του Ηλιόνου του Πρώτου, που ήταν μαζί με τον Ανδρόνικο, τον Ορείχαλκο, και τους άλλους. «Την πήρε. Την πήρε μαζί του.» Έμοιαζε καταθλιμμένη, τρομοκρατημένη. «Και τα παιδιά επίσης.»

«Τι; Ποιος;» έκανε, φανερά ξαφνιασμένος, ο Αστροφώτιστος ο Δεύτερος, πιάνοντας τους ώμους της γυναίκας καθώς εκείνη ήρθε κοντά του.

«Ο Βύρων. Πήρε την κόρη μας και τα παιδιά και έφυγε!» είπε εκείνη, κι ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.

«Τι!» φώναξε ο Ηλιόνους ο Πρώτος. «Αυτό το καταραμένο γέννημα του Τάρφεοθ! Τόλμησε;»

Ένας άλλος άντρας μίλησε, πολύ νεότερος απ’όλους όσους είχαν μιλήσει ώς τώρα και χρυσόδερμος, με μαύρα, μακριά μαλλιά. «Δεν την απήγαγε ακριβώς, πατέρα, αν αυτό νομίζεις. Ουσιαστικά, η Ανεμόφθαλμη πήγε μαζί του με τη θέλησή της…» Κόμπιαζε όμως.

Η Ανεμόφθαλμη; σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, απορημένος· και μετά συνειδητοποίησε ότι πρέπει να μιλούσαν για την Ανεμόφθαλμη την Πρώτη, όχι φυσικά για την Ανεμόφθαλμη τη Δεύτερη που ήταν με τη συνοδία. Την Ανεμόφθαλμη την Πρώτη, η οποία είχε παντρευτεί τον Παντοκρατορικό στρατιωτικό Βύρων Καλπάρτι…

Ο Ανδρόνικος άρχισε να καταλαβαίνει.

«Ανοησίες!» φώναξε η γυναίκα που είχε μιλήσει πρώτη, σηκώνοντας τώρα το κεφάλι της από τον ώμο του Αστροφώτιστου του Δευτέρου. «Την απήγαγε! Θα την έπαιρνε με τη βία αν δεν πήγαινε ήσυχα μαζί του! Πήρε την κόρη μας!»

18.

Ο Λοχαγός Βύρων Καλπάρτι είχε πάρει τη σύζυγό του, Ανεμόφθαλμη την Πρώτη, και τα δύο παιδιά τους και είχε φύγει από τη Νισθάι· είχε κατευθυνθεί βόρεια, στην Καρθάι, στο τέλος του Δρόμου της Ζούγκλας, πέρα από τη Νισθάν’κνα, στις παρυφές της Τρίγωνης. Η Τοξομάχη η Πρώτη – η μαυρόδερμη, πενηντάρα γυναίκα που είχε μιλήσει πρώτη και είχε πλησιάσει τον Αστροφώτιστο τον Δεύτερο, τον σύζυγό της – ανησυχούσε πολύ για την κόρη της· γιατί, όπως είπε, παρότι η Ανεμόφθαλμη φαινόταν να είχε πάει οικειοθελώς με τον Καλπάρτι, στην πραγματικότητα ήταν απαγωγή. Την είχε απαγάγει ο Παντοκρατορικός, για να τους εκβιάσει! Ο χρυσόδερμος τριαντάρης άντρας που είχε μιλήσει μετά την Τοξομάχη – ο Επουράνιος ο Δεύτερος, ο αδελφός της Ανεμόφθαλμης της Δεύτερης, όπως τον σύστησαν οι Ουράνιοι στον Ανδρόνικο και τους συντρόφους του – δεν συμφωνούσε απόλυτα με τη θεία του. Έλεγε ότι η Ανεμόφθαλμη η Πρώτη τού είχε φανεί να μη φέρνει καθόλου αντίσταση, έτσι αμφέβαλλε αν σκοπός του Καλπάρτι ήταν να τη χρησιμοποιήσει για να τους εκβιάσει – εκτός κι αν η ίδια η Ανεμόφθαλμη ήταν μέσα στο κόλπο.

«Αποκλείεται!» φώναξε η Τοξομάχη. «Αποκλείεται. Η κόρη μου ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο!»

«Διαφωνούσε με το να πάτε στη Φανχάι για να συζητήσουμε;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος, καθώς όλοι τους ήταν καθισμένοι γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι στη Μεγάλη Αίθουσα του Μεγάρου της Ζούγκλας.

«Ο Καλπάρτι; Φυσικά!»

«Η Ανεμόφθαλμη η Πρώτη,» διευκρίνισε ο Ανδρόνικος.

Αντί για την Τοξομάχη απάντησε Επουράνιος ο Πρώτος: «Η Ανεμόφθαλμη δεν είπε τίποτα για το θέμα, Πρίγκιπά μου. Ήταν σιωπηλή – υποπτεύομαι επειδή φοβόταν την αντίδραση του συζύγου της.» Ήταν ένας ψηλός, ευτραφής άντρας, με χρυσό δέρμα, μακριά μαύρα μουστάκια, και αραιά γκρίζα μαλλιά. Τον είχαν συστήσει στον Ανδρόνικο ως πατέρα της Νεφελόπτερης (η οποία ήταν μέσα στη συνοδία που είχε ξεκινήσει από το Πολύλιθο Μέγαρο) και αδελφό της Ημισέληνης, της μητέρας του Ορείχαλκου.

«Εξαρχής,» είπε η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη, «δεν έπρεπε να τον είχε παντρευτεί αυτόν. Ποτέ δεν κατάλαβα τι βρήκε σ’έναν καταραμένο Παντοκρατορικό στρατιωτικό!»

«Ο Καλπάρτι,» είπε ο Επουράνιος ο Πρώτος, «δεν ήταν κακός άνθρωπος, γενικά.»

«Κι επιπλέον,» πρόσθεσε ο Ηλιόνους ο Πρώτος, «επρόκειτο για στρατηγική κίνηση. Καλό δεν ήταν να έχουμε κι εμείς κάποιον δεσμό με τους Παντοκρατορικούς;»

«Ναι,» είπε η Ανεμόφθαλμη ειρωνικά, «πολύ ωραία, πατέρα… και τώρα βλέπεις τι συνέβη!»

«Τώρα, Ανεμόφθαλμη, βρισκόμαστε σε μια περίοδο που είναι… εμ… έκρυθμη.»

Ο Ανδρόνικος ρώτησε: «Τι σας έχει ζητήσει ο Καλπάρτι;»

«Τίποτα ακόμα,» αποκρίθηκε ο Επουράνιος ο Πρώτος. «Σήμερα το πρωί, εξάλλου, πήρε την Ανεμόφθαλμη την Πρώτη και τα παιδιά και έφυγε.»

Ο Σάνραντιλ’φεν ρώτησε: «Και είστε σίγουροι ότι πηγαίνουν στην Καρθάι, Άρχοντά μου;»

«Κατευθύνθηκαν βόρεια, επάνω στον Δρόμο της Ζούγκλας. Δε μπορεί να σκέφτονται να πάνε αλλού. Και τους ακολούθησαν κι άλλοι Παντοκρατορικοί, φεύγοντας απ’τη Νισθάι.»

«Δεν έχουν, όμως, φύγει όλοι οι Παντοκρατορικοί από εδώ…» είπε ο Ανδρόνικος. Είχε δει στρατιώτες με λευκές στολές στην πόλη.

Ο Επουράνιος ο Πρώτος ένευσε. «Όχι, δεν έχουν φύγει όλοι. Ασφαλώς.»

Ο Σάνραντιλ είπε: «Δεν θα ήθελαν να δείξουν ότι υποχωρούν.»

«Γιατί επέλεξαν αυτή την Καρθάι;» ρώτησε ο Ανδρόνικος. «Είναι κανένας που τους υποστηρίζει εκεί;»

«Η Καρθάι,» απάντησε ο Πρόμαχος του Φτερωτού Όρους, «βρίσκεται στις παρυφές της ερήμου και είναι οικοδομημένη σαν οχυρό. Είναι πολύ αρχαία πόλη, και σχετικά απομονωμένη λόγω της γεωγραφίας που την περιβάλλει.»

«Η θέση της, δηλαδή, είναι αμυντική.»

«Ναι,» είπε ο Σάνραντιλ’φεν.

Και ο Επουράνιος ο Πρώτος συμφώνησε: «Ο Πρόμαχος έχει δίκιο. Έτσι είναι.»

Η Ιωάννα, καπνίζοντας ένα τσιγάρο, είπε: «Σκοπεύουν, υποθέτω, να οχυρωθούν εκεί μέχρι να καταφέρουν να γυρίσουν την κατάσταση έτσι ώστε να τους βολεύει: έτσι ώστε να έχουν το πάνω χέρι. Και μάλλον θα χρησιμοποιήσουν ό,τι πλεονέκτημα διαθέτουν για να το καταφέρουν αυτό. Την Ανεμόφθαλμη την Πρώτη, στην περίπτωσή σας· και είμαι σίγουρη πως και μέλη άλλων Οίκων θα έχουν παντρευτεί Παντοκρατορικούς στρατιωτικούς – ή κάνω λάθος;»

«Η Ιωάννα μιλά σωστά,» είπε ο Σέλιρ’χοκ· «αυτό πρέπει να είναι το σχέδιό τους. Αφού δεν μπορούν να επιβάλουν την κυριαρχία τους στη Σάρντλι μέσω στρατιωτικής υπεροχής, θα την επιβάλουν μέσω εκβιασμών, αφού έχουν τέτοιους δεσμούς εδώ.»

«Ναι,» είπε ο Ορείχαλκος νεύοντας, με το σαγόνι του ακουμπισμένο στη γροθιά του, «πολύ φοβάμαι πως αυτό είναι, Σέλιρ’χοκ.» Οι εφελκίδες από το χτύπημα του Δημιουργήματος φάνταζαν σαν σκοτεινές, βαθιές σκιές επάνω στο χρυσόδερμο πρόσωπό του. Ευτυχώς που εκτός από εμένα, σκέφτηκε, κανένας άλλος Ορειβάτης δεν είναι παντρεμένος με Παντοκρατορικό. Μετά, όμως, η μνήμη του τον πληροφόρησε πως είχε άδικο. Υπήρχε ένας Ορειβάτης που ήταν παντρεμένος με Παντοκρατορικό, αν δεν έκανε λάθος. Δεν ήταν από αυτούς που έμεναν στο Πολύλιθο Μέγαρο, αλλά συγγενής παρ’όλ’αυτά. Δεύτερος ξάδελφός τους, όπως ο Οπάλιος που είχε παντρευτεί την Αζουρίτια την Πρώτη. Μαγνήσιος ο Δεύτερος ονομαζόταν, και είχε πάρει για γυναίκα μια μάγισσα που δούλευε στον Παντοκρατορικό Στρατό.

«Είμαστε μπλεγμένοι όλοι μας μαζί τους,» είπε ο Ηλιόνους ο Πρώτος, δυσοίωνα, έχοντας κι εκείνος, όπως κι ο Ορείχαλκος, μια σκοτεινή όψη στο πρόσωπό του.

«Πώς μπορούμε να το λύσουμε αυτό το πρόβλημα;» έθεσε το ερώτημα ο Επουράνιος ο Πρώτος, γεμίζοντας μια μακριά πίπα με καπνό και ανάβοντάς την. Ο ευτραφής Ουράνιος έμοιαζε με μεγάλη, πονηρή γριά γάτα, παρατήρησε ο Ανδρόνικος. Τα μάτια του γυάλιζαν έξυπνα. Υποψιασμένα.

Η Ιωάννα είπε: «Αν η Καρθάι είναι το μέρος όπου σχεδιάζουν να οχυρωθούν, τότε καλά θα κάνουμε να πάρουμε την Καρθάι.»

«Ποιος είναι άρχοντας εκεί;» ρώτησε ο Ανδρόνικος. «Δεν ανήκει στον Οίκο των Ουράνιων;»

«Στον δικό μας Οίκο ανήκει, Πρίγκιπά μου,» δήλωσε η Ευθύγραμμη η Τρίτη, του Οίκου των Γεωμετρών, η οποία ήταν κι αυτή ευτραφής όπως κι ο Επουράνιος, αλλά κατά τα άλλα δεν του έμοιαζε καθόλου. Φαινόταν πολύ νεότερη, και είχε δέρμα λευκό-ροζ και μακριά, σγουρά καστανά μαλλιά που χύνονταν στην πλάτη της. Φορούσε ένα φαρδύ, αεράτο φόρεμα όλο πτυχώσεις και κεντήματα. Στα δαχτυλιδοφορεμένα χέρια της κρατούσε τώρα ένα κοκάλινο κομπολόι. «Η Αρχόντισσα της Καρθάι ονομάζεται Τριγώνια η Πέμπτη, και είναι πολύ μικρή. Μόλις δεκάξι χρονών.»

«Προσκείμενη στην Παντοκράτειρα;»

«Δεν έχει και τόσο… ισχυρές πολιτικές πεποιθήσεις, Πρίγκιπά μου. Όπως είπα, είναι μικρή.»

Η Ιωάννα είπε: «Οι Παντοκρατορικοί δεν θα πήγαιναν σ’ένα μέρος όπου δεν μπορούν να βρουν υποστήριξη. Εκτός αν ήξεραν ότι μπορούν να το κατακτήσουν.»

«Η Τριγώνια η Πέμπτη,» είπε ο Επουράνιος ο Δεύτερος, ο αδελφός της Ανεμόφθαλμης της Δεύτερης, «δε νομίζω ότι θα τους κλείσει της πύλες της Καρθάι. Κι όταν πια είναι μέσα… είναι μέσα. Δεν πρόκειται να βγουν.»

«Ο μικρός μιλά σωστά,» τόνισε ο Επουράνιος ο Πρώτος, βγάζοντας την πίπα του απ’τα δόντια. «Αν ήταν να κάνουμε κάτι, έπρεπε ήδη να το είχαμε κάνει!»

«Δεν προλάβαμε!» πετάχτηκε η Τοξομάχη η Πρώτη.

Ο Επουράνιος στράφηκε να την κοιτάξει. «Από τους δικούς σου, τους Οπλομάχους, πόσοι είναι παντρεμένοι με Παντοκρατορικούς, αλήθεια;»

«Δύο,» αποκρίθηκε η Τοξομάχη, μουντά. «Ο αδελφός μου, ο Ξιφοφόρος ο Δεύτερος–»

«Ναι, σωστά,» τη διέκοψε ο Επουράνιος ο Πρώτος· «την είχα δει τη γυναίκα του, μια φορά, σε μια γιορτή. Μια ξανθιά με γαλανό δέρμα, δεν είναι; Φανερά εξωδιαστασιακή.»

«Ναι,» είπε η Τοξομάχη. «Η Λοχαγός Κλαρίσσα Λάναρκωφ.»

«Ποιος άλλος έχει παντρευτεί Παντοκρατορικό;»

«Μια πρώτη ξαδέλφη μου.»

Ο Επουράνιος ο Πρώτος ένευσε. «Άσχημα τα πράγματα.»

«Νόμιζα,» είπε ο Ανδρόνικος, «ότι οι ευγενείς της Σάρντλι δύσκολα παντρεύονταν όσους δεν είναι κι αυτοί ευγενείς της Σάρντλι…»

«Ναι,» είπε ο Ηλιόνους ο Πρώτος, «αλλά αυτοί ήταν Παντοκρατορικοί, Πρίγκιπά μου. Πολλοί Οίκοι το έκαναν, για πολιτικούς λόγους.»

«Και τώρα,» τόνισε η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη, «θα το πληρώσουμε όλοι μας.»

«Μα, ποιος θα φανταζόταν ότι τα πράγματα θα εξελίσσονταν έτσι, κόρη μου;»

Η Ιωάννα είπε: «Νομίζω ότι πρέπει να πάμε στην Καρθάι. Αύριο κιόλας. Μαζί με τους Ούρταθ.»

«Σκέφτεσαι να πολιορκήσουμε την πόλη;» ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Αν χρειαστεί.»

«Δεν είναι εύκολο να παρθεί η Καρθάι,» τους προειδοποίησε ο Επουράνιος ο Πρώτος.

«Μπορούμε, τουλάχιστον, να αποτρέψουμε τους Παντοκρατορικούς απ’το να συγκεντρωθούν εκεί,» είπε η Ιωάννα. «Όσο είναι ακόμα καιρός, Άρχοντά μου.» Άναψε δεύτερο τσιγάρο.

Ο Επουράνιος ο Πρώτος συνοφρυώθηκε. «Εννοείς, να περικυκλώσουμε την Καρθάι ώστε να μην τους αφήνουμε να μπουν;»

«Ακριβώς. Έτσι θα χάσουν την αμυντική θέση, και θα διασπαστούν ίσως.»

«Σ’ένα πράγμα, όμως, κάνεις λάθος,» της είπε ο Ανδρόνικος.

Η Ιωάννα στράφηκε να τον κοιτάξει συνοφρυωμένη. Δεν της άρεσε να της λένε ότι έκανε λάθος.

«Πρέπει να ξεκινήσουμε απόψε, όχι αύριο,» ολοκλήρωσε ο Πρίγκιπας της Επανάστασης.

19.

«Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε ο Ρουμπίνης.

Ο Δημήτριος είχε οδηγήσει εκείνον και την Ευύδρια νότια, στις πεδιάδες με τα ψηλά χόρτα, όπου η φύση ήταν ήσυχη καθώς η νύχτα πλησίαζε. Πίσω από ένα σύδεντρο τούς περίμενε ένα προσγειωμένο ελικόπτερο. Ο πράκτορας της Παντοκράτειρας είχε μπει στο αεροσκάφος και οι στρατιώτες είχαν ωθήσει και τον Ρουμπίνη και την Ευύδρια να μπουν. Κρατούσαν ακόμα τα όπλα τους υψωμένα· ήταν προφανές πως δεν επρόκειτο για απλή πρόσκληση. Η Ευύδρια έσφιγγε τον πήχη του Ρουμπίνη καθώς επιβιβάζονταν στο ελικόπτερο (οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας τής είχαν πάρει προ πολλού το πιστόλι της· δεν είχαν αφήσει κανένα όπλο επάνω σ’εκείνη και στον σύζυγό της), και τώρα το ελικόπτερο είχε υψωθεί και, αφήνοντας πίσω του την πεδιάδα, πετούσε βόρεια, πάνω από την πυκνή ζούγκλα Νισθάν’κνα.

«Πού πηγαίνουμε;» ξαναρώτησε ο Ρουμπίνης, επίμονα, εξαγριωμένος με τη συμπεριφορά του Δημήτριου. Ήταν τρελός ο καταραμένος πράκτορας; Ο Ρουμπίνης τού είχε πει ότι εκείνος δεν ήταν προδότης όπως ο Ορείχαλκος. Δεν τον ενδιέφερε τον βλάκα να πάρει πάλι τον Οίκο των Ορειβατών με το μέρος της Παντοκράτειρας;

«Θα δεις, Άρχοντά μου,» απάντησε ο Δημήτριος, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει, καθισμένος πλάι στον πιλότο.

«Μη μου λες ‘θα δεις’! Είμαι αιχμάλωτός σου;»

Ο Δημήτριος τώρα στράφηκε να τον ατενίσει. «Αν εξακολουθείς να είσαι πιστός στην Παντοκράτειρα, όχι, δεν είσαι αιχμάλωτός μου. Είσαι εδώ με τη θέλησή σου, σωστά;»

«Δεν ξέρω καν πού πηγαίνουμε. Μόνο ένας αιχμάλωτος δεν θα ήξερε πού τον πηγαίνουν!»

«Μάλλον έχεις δίκιο,» αποκρίθηκε διπλωματικά ο Δημήτριος. «Με συγχωρείς, Άρχοντά μου, αλλά θα καταλαβαίνεις ότι όλη αυτή η κατάσταση με έχει ταράξει πολύ. Πηγαίνουμε στην Καρθάι.»

Ο Ρουμπίνης συνοφρυώθηκε παραξενεμένος. «Στην Καρθάι; Στις παρυφές της Τρίγωνης; Τι δουλειά έχουμε μες στην έρημο;»

«Χρειαζόμαστε ένα οχυρό μέχρι η αμμοθύελλα να περάσει. Συγχρόνως, όμως, πρέπει να κάνουμε και κάποιες κινήσεις: καθώς αυτή δεν είναι μια από εκείνες τις αμμοθύελλες που περνάνε από μόνες τους.»

«Τι κινήσεις;»

«Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου, κατά πρώτον. Οι θεοί μάς ευνόησαν που σ’έφεραν κοντά μας, Άρχοντα Ρουμπίνη.»

«Οι θεοί;» έκανε ο Ρουμπίνης, καγχάζοντας. «Αν δε λαθεύω, εσείς απαγάγατε εμένα· δεν ήρθα εγώ σ’εσάς.» Και συγχρόνως το β’ζάιλ του τον προειδοποιούσε: Προσπαθεί να σε καλοπιάσει. Να κάνεις δύο σκέψεις για κάθε μία απάντηση που του δίνεις.

«‘Απαγάγαμε’…» μόρφασε ο Δημήτριος. «Δεν είναι αυτή η σωστή λέξη, Άρχοντά μου. Σου είπα: αν είσαι με το μέρος μας, δεν τίθεται θέμα απαγωγής. Είσαι σύμμαχός μας, και μπορείς να μας βοηθήσεις.»

«Με τι τρόπο; Δε νομίζω ότι μπορώ να κάνω εύκολα τους συγγενείς μου να στραφούν τώρα εναντίον της Επανάστασης· ο Ορείχαλκος και ο Αρχιπροδότης τούς έχουν δηλητηριάσει!»

«Δεν είναι αυτό που θέλουμε από εσένα.»

«Τι, τότε;»

«Θέλουμε απλά να δηλώσεις ότι είσαι με το μέρος μας· κι αν χρειαστεί να παριστάνεις τον αιχμάλωτό μας.»

«Τι θα πει να παριστάνω τον αιχμάλωτό σας;»

«Τα πράγματα, Άρχοντά μου, έχουν χάσει λιγάκι τον… ρυθμό τους στη Σάρντλι. Για να τα επαναφέρουμε προς τη σωστή κατεύθυνση θα πρέπει να ασκηθούν κάποιες πιέσεις στους Οίκους που κινδυνεύουν να παραστρατήσουν.»

«Δεν απάντησες στην ερώτησή μου,» παρατήρησε ο Ρουμπίνης.

«Θα καταλάβεις,» υποσχέθηκε ο Δημήτριος, «όταν φτάσουμε στην Καρθάι.»

20.

Σχεδόν όλοι όσοι είχαν έρθει στη Νισθάι έφυγαν ξανά. Έμειναν μόνο οι Γεωμέτρες (εκτός από την Οξυγώνια, που συνόδεψε την Ανεμόφθαλμη ως σωματοφύλακάς της), ο Ηλιόνους ο Πρώτος, η Αστρόπνοη η Τρίτη, η Νεφελόπτερη, ο Ναλκέτρι, η Αζουρίτια η Πρώτη, ο Οπάλιος ο Δεύτερος, και ο Μαγνήσιος ο Τρίτος. Επίσης, μαζί με τον Ορείχαλκο, τον Ανδρόνικο, και τους υπόλοιπους αποφάσισε να πάει ο Επουράνιος ο Δεύτερος, ο αδελφός της Ανεμόφθαλμης της Δεύτερης.

Δυνατοί προβολείς φώτιζαν τη νύχτα, καθώς τα οχήματα ακολουθούσαν τον Δρόμο της Ζούγκλας, που απλωνόταν φαρδύς και πλακόστρωτος ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση. Από πάνω τους πετούσαν τρία ανιχνευτικά ελικόπτερα, για πιθανές ενέδρες των Παντοκρατορικών. Μέσα σ’ένα απ’αυτά ήταν η Ιωάννα· μέσα σ’ένα άλλο, η Άνμα’ταρ.

Ο Δρόμος της Ζούγκλας ήταν γεμάτος κλαδιά, φύλλα, και χώματα. Όσο κι αν τον καθάριζαν οι Ουράνιοι, πάντοτε γέμιζε. Ήταν η περιοχή τέτοια. Αυτό, όμως, δεν παρακώλυε στο ελάχιστο τα οχήματα της συνοδίας. Εκείνο που φοβόταν ο Ανδρόνικος ήταν μην τους είχαν στήσει οι Παντοκρατορικοί καμια ενέδρα, ή καμια παγίδα με εκρηκτικές ύλες. Η Σιλάνα κι άλλοι δύο επαναστάτες προπορεύονταν επάνω σε δίκυκλα, ως ανιχνευτές, αναζητώντας σημάδια που δεν θα εντόπιζαν τα ελικόπτερα.

Το νυχτερινό ταξίδι, όμως, αποδείχτηκε ακίνδυνο. Οι Παντοκρατορικοί δεν είχαν χρόνο να προετοιμαστούν, όπως ο Ανδρόνικος το υποψιαζόταν. Παρ’όλ’αυτά δεν θα ήθελε να μην είχε πάρει τα μέτρα του· και ήταν βέβαιος πως και η Ιωάννα κι ο Σάνραντιλ’φεν την ίδια γνώμη είχαν. Τα οχήματα βγήκαν από τις βόρειες παρυφές της ζούγκλας, διέσχισαν υπό το φως της Σελήνης μια πεδιάδα με χαμηλή βλάστηση, και αντίκρυ, στις παρυφές της ερήμου που ονομαζόταν Τρίγωνη, ο Ανδρόνικος είδε τα φώτα μιας πόλης. Και ψηλά, πολύ ψηλά τείχη. Στεκόταν όρθιος επάνω στην καρότσα ενός οχήματος και κοίταζε με τα κιάλια του, παρατηρώντας τις επάλξεις. Μπορούσε να διακρίνει σημαίες με το έμβλημα των Γεωμετρών (το οποίο είχε πρόσφατα μάθει) και σημαίες με το έμβλημα της Παντοκράτειρας. Λευκοντυμένοι πολεμιστές βρίσκονταν επάνω στα τείχη, όπως επίσης και Σάρντλιοι μισθοφόροι· και μεγάλα πυροβόλα ήταν έτοιμα. Η πύλη ήταν κλειστή.

Ο Ανδρόνικος κατέβασε τα κιάλια και άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, ρυθμισμένο στη συχνότητα των ελικοπτέρων. «Μην πετάξετε πάνω από την πόλη,» πρόσταξε. «Υποθέτω ότι θα σας χτυπήσουν.»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Ιωάννα.

Τα οχήματα σταμάτησαν σε απόσταση ασφαλείας από την Καρθάι. Από τα μεγάλα φορτηγά βγήκαν οι Ούρταθ, και παρατάχτηκαν ατενίζοντας την οχυρωμένη πόλη σαν κυνήγι που σκόπευαν να το θηρέψουν απόψε κιόλας. Ο Ανδρόνικος ωστόσο δεν ήξερε αν θα ήταν συνετό να επιτεθούν τώρα, μες στη νύχτα, ύστερα από τόσο ταξίδι που είχαν κάνει.

«Δε φαίνεται να έρχεται κανένας για να μας καλοδεχτεί, Ορείχαλκε,» είπε στον Ορειβάτη που είχε έρθει να σταθεί πλάι του.

«Δε με εκπλήσσει, Πρίγκιπα Ανδρόνικε. Κι εγώ αν έβλεπα έναν τέτοιο στρατό να ζυγώνει την πόλη μου θα έκλεινα αμέσως τις πύλες και θα κρυβόμουν από πίσω.»

Πράγματι, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. «Ας επικοινωνήσουμε μαζί τους, τότε.»

Ο Ορείχαλκος ένευσε κι έβγαλε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό, στέλνοντας σήμα προς την Καρθάι, ελπίζοντας ότι κάποιος θα απαντούσε. «Είμαι ο Ορείχαλκος,» είπε στο μικρόφωνο, «του Οίκου των Ορειβατών. Έρχομαι ειρηνικά, επιθυμώντας να μιλήσω με την Αρχόντισσα Τριγώνια την Πέμπτη.»

Για μερικές στιγμές, δεν ήρθε καμία απάντηση, και όλοι όσοι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω απ’τον Ορείχαλκο περίμεναν σιωπηλά. Από τις ενδείξεις επάνω στον τηλεπικοινωνιακό πομπό φαινόταν ότι κάποιος είχε λάβει το σήμα.

Ο Ορείχαλκος επανέλαβε: «Είμαι ο Ορείχαλκος, του Οίκου των Ορειβατών. Έρχομαι ειρηνικά, επιθυμώντας να μιλήσω με την Αρχόντισσα Τριγώνια την Πέμπτη.»

Η φωνή που του απάντησε ήταν γνωστή γι’αυτόν: «Η Αρχόντισσα της Καρθάι δεν μιλά με προδότες που έρχονται με στρατό μπροστά στην πύλη της.»

«Ο Δημήτριος,» είπε ο Ορείχαλκος στον Ανδρόνικο. Και στο μικρόφωνο του πομπού: «Θέλω να μιλήσω στην ίδια την Αρχόντισσα!»

Κανένας δεν του απάντησε.

Ο Ορείχαλκος έψαξε με το βλέμμα για τον Τριγώνιο, τον σύζυγο της ξαδέλφης του της Γρανίτιας. Είδε πως δεν ήταν μακριά, και του έκανε νόημα να έρθει ακόμα πιο κοντά. Εκείνος πλησίασε, κι ο Ορείχαλκος τού είπε: «Αν μιλήσεις εσύ, ίσως να έχουμε κάποια αποτελέσματα. Τι σου είναι η Τριγώνια η Πέμπτη; Αδελφή; Ξαδέλφη;»

«Ξαδέλφη,» αποκρίθηκε ο Τριγώνιος διστακτικά. «Αλλά δεν ξέρω αν…. Δεν την ξέρω και πολύ καλά, γενικά.» Μόρφασε, δυσανασχετώντας.

«Προσπάθησε,» επέμεινε ο Ορείχαλκος. «Νομίζω πως ίσως να είσαι η μόνη μας ελπίδα για ένα ειρηνικό τέλος εδώ πέρα.»

Ειρηνικό τέλος; σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Δεν πιστεύω πως υπάρχει τέτοια πιθανότητα, δυστυχώς, Ορείχαλκε…

Ο Τριγώνιος ένευσε. «Εντάξει.» Πήρε τον πομπό απ’το χέρι του ξαδέλφου της γυναίκας του και είπε: «Είμαι ο Τριγώνιος ο Τρίτος, του Οίκου των Γεωμετρών. Θα ήθελα να μιλήσω με την ξαδέλφη μου, την Τριγώνια την Πέμπτη.»

Τριγώνιος ο Τρίτος!; εξεπλάγη ο Ανδρόνικος, που νόμιζε ώς τώρα πως ο Τριγώνιος ήταν όπως ο Ορείχαλκος – δηλαδή, ο μόνος του ονόματός του και, άρα, χωρίς αριθμό. Μάλλον οι Ορειβάτες, όμως, τον έλεγαν απλά Τριγώνιο επειδή ανάμεσα σ’αυτούς τουλάχιστον δεν υπήρχε άλλος με το όνομά του – κι ο Τριγώνιος συνέχεια μαζί με τη Γρανίτια ήταν, στο Πολύλιθο Μέγαρο, απ’ό,τι είχε καταλάβει ο Ανδρόνικος. Πρέπει, πάντως, ν’αρέσουν στους Γεωμέτρες τα ονόματα Τριγώνιος και Τριγώνια. Είχαν τρεις με το ένα και πέντε με το άλλο!

Κανένας δεν απάντησε στον Τριγώνιο τον Τρίτο, κι εκείνος επανέλαβε το όνομα και το αίτημά του.

Η φωνή του Δημήτριου ακούστηκε ξανά: «Η Αρχόντισσα της Καρθάι δεν συνομιλεί με συμμάχους προδοτών.»

«Δημήτριε, δώσε μου την ξαδέλφη μου!» είπε ο Τριγώνιος. «Δεν έχεις δικαίωμα να διακόπτεις την επικοινωνία μας!»

Ένα γέλιο ακούστηκε από τον πομπό. «Ποια επικοινωνία σας; Είπα: η Αρχόντισσα δεν επιθυμεί επικοινωνία μαζί σας. Είναι, όμως, εδώ ένας άλλος που θα ήθελε να σας μιλήσει.»

«Ποιος;»

«Καλησπέρα, Τριγώνιε. Είναι ο αδελφός μου εκεί;»

Ο Ορείχαλκος πέτρωσε για μια στιγμή, νιώθοντας τον ψυχρό νυχτερινό άνεμο που ερχόταν από την έρημο να τον παγώνει ώς το κόκαλο. Η φωνή που είχε ακουστεί ήταν του Ρουμπίνη! Δεν μπορεί! Ο Δημήτριος κάνει κάποιο κόλπο!

«Ο Ρουμπίνης ήταν πίσω μας, Δημήτριε,» είπε ο Ορείχαλκος, παίρνοντας απότομα τον πομπό απ’το χέρι του Τριγώνιου. «Το ξέρω πως δεν είναι μαζί σου.»

«Μαζί του είμαι, Ορείχαλκε. Και μπράβο που είχες καταλάβει ότι σε ακολουθούσα: έχεις, φαίνεται, καλούς κατασκόπους. Ιδίωμα των προδοτών, υποθέτω. Όλοι τους έχουν καλούς κατασκόπους.»

«Πώς βρέθηκες στην Καρθάι;» ρώτησε ο Ορείχαλκος, επιβάλλοντας ψυχραιμία στον εαυτό του.

«Αυτό δεν σε απασχολεί. Εκείνο που θέλω να ξέρεις είναι ότι η Αρχόντισσα Τριγώνια γνωρίζει τι προδότες είστε και δεν πρόκειται να παραδώσει την πόλη της σ’εσάς.»

«Λες ανοησίες, Ρουμπίνη, και το ξέρεις! Δεν είναι σκοπός μας να καταλάβουμε την Καρθάι· μονάχα να μιλήσουμε στην Αρχόντισσα.»

«Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.»

Ο Αστροφώτιστος ο Δεύτερος είπε στον Ορείχαλκο: «Ρώτησέ τον αν η κόρη μου και τα παιδιά της είναι καλά.»

«Πού είναι η Ανεμόφθαλμη η Πρώτη, Ρουμπίνη; Πού είναι τα παιδιά της;»

Ο Δημήτριος απάντησε: «Είναι ασφαλείς, και εκείνη και τα παιδιά της. Αλλά αυτό θα εξαρτηθεί, βέβαια, κι από εσάς…»

Ο Αστροφώτιστος πλησίασε τον πομπό, μίλησε δυνατά: «Αφήστε την κόρη μου να φύγει! Δεν έχει καμία σχέση μ’όλη αυτή την ιστορία!»

Ο Δημήτριος γέλασε. «Δεν καταλαβαίνω ποιος μου μιλά, αλλά όποιος κι αν είσαι σε διαβεβαιώνω πως ολόκληρη η Σάρντλι έχει σχέση… ‘μ’αυτή την ιστορία’.»

«Ο Αστροφώτιστος ο Δεύτερος είμαι, του Οίκου των Ουράνιων. Δώσε μου τον Καλπάρτι, να του μιλήσω! Τώρα!»

Σιγή για λίγο από τον πομπό. Παράσιτα μονάχα. Ένα εκνευριστικό κρακ-κρακ-κρουκ, αναμιγμένο με το σφύριγμα του ξερού, ψυχρού ανέμου της Τρίγωνης.

Μετά, μια φωνή: «Άρχοντα Αστροφώτιστε…»

«Βύρωνα. Πώς τόλμησες να το κάνεις αυτό; Σου δώσαμε την κόρη μας να την παντρευτείς, κι εσύ την απήγαγες τώρα για να μας εκβιάσεις! Οι θεοί θα σε καταραστούν!»

«Δεν απήγαγα την Ανεμόφθαλμη, Άρχοντά μου. Από μόνη της βλέπει πως η προδοσία των Ορειβατών είναι ανόητη και αυτοκαταστροφική, και θέλησε ν’απομακρυνθεί για να προστατεύσει τον εαυτό της και τα παιδιά μας.»

«Ανοησίες!» βρυχήθηκε ο Αστροφώτιστος. «Άστη να βγει από την πόλη, Βύρωνα!»

«Δεν την κρατάω με τη βία. Το ξέρει πως αν πάει κοντά σας θα την αναμίξετε με προδότες και θα την απομακρύνετε από εμένα.»

«Δώσε μου την κόρη μου να της μιλήσω!»

Καμία απάντηση από τον πομπό· μονάχα παράσιτα.

«Βύρωνα!» φώναξε ο Αστροφώτιστος.

Πάλι, καμία απάντηση.

«Θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια…» γρύλισε ο Αστροφώτιστος, γυρίζοντας από την άλλη και βηματίζοντας οργισμένα.

Η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη τον έπιασε από τον ώμο. «Θείε. Υπομονή. Οι θεοί ευνοούν όσους δείχνουν υπομονή.»

Ο Αστροφώτιστος στράφηκε να την αντικρίσει. «Η κόρη μου – η ξαδέλφη σου – βρίσκεται σε κίνδυνο!»

Ο Ανδρόνικος παρενέβη: «Αυτή τη στιγμή, δε νομίζω ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, Άρχοντά μου. Δε θα την πειράξουν όσο τη χρειάζονται για να τη χρησιμοποιούν εναντίον μας.»

«Δεν είναι δικό σου παιδί, Πρίγκιπα Ανδρόνικε…» είπε ο Αστροφώτιστος, μοιάζοντας ξαφνικά εξαντλημένος, κατάκοπος.

«Μ’ενδιαφέρει, όμως, Άρχοντά μου, τι θα της συμβεί,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, νιώθοντας ένα αόρατο σπαθί να λογχίζει το στήθος του. Γιατί πρέπει πάντα να βάζω σε κίνδυνο ανθρώπους που δεν φταίνε; Γιατί πρέπει να σκοτώνονται, να κακοποιούνται, όταν προσπαθώ να τους ελευθερώσω; Δεν ήταν ανόητος, γνώριζε το κόστος της Επανάστασης, όμως οι ίδιες σκέψεις, τα ίδια συναισθήματα, έρχονταν πάντα, ξανά και ξανά…

Ο Ορείχαλκος μίλησε στον πομπό: «Τι θέλεις για ν’αφήσεις την Ανεμόφθαλμη και τα παιδιά της να φύγουν, Δημήτριε;»

«Τίποτα, Ορείχαλκε. Τίποτα από εσένα. Θέλω μόνο να κάνω τους Οίκους της Σάρντλι να λογικευτούν.»

«Δεν πρόκειται να φέρεις άλλους αιχμαλώτους στην Καρθάι,» του είπε ο Ορείχαλκος. «Θα μείνουμε εδώ και θα φρουρούμε. Κανένας δεν θα μπει στην πόλη, ούτε από ξηράς ούτε από αέρα. Μέχρι να παραδοθείς, θα περιμένουμε!»

«Θα χάσετε, τότε, τη συγκέντρωση στη Φανχάι…»

«Η συγκέντρωση θα γίνει· μην ελπίζεις ότι θα το αποτρέψεις αυτό.»

«Θα το δούμε, Ορείχαλκε… Θα το δούμε…»

Ο Ορείχαλκος έκλεισε τον πομπό και στράφηκε στον Ανδρόνικο. «Οι Ούρταθ θα μείνουν εδώ, Πρίγκιπα Ανδρόνικε. Συμφωνείς;»

«Ναι. Αλλά κι εμείς δεν θα φύγουμε απόψε.»

«Όχι, όχι απόψε· είμαστε όλοι κουρασμένοι. Αύριο, με την αυγή.»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Πρέπει οπωσδήποτε να είμαστε στη Φανχάι, όταν οι Οίκοι θα έχουν συγκεντρωθεί εκεί.»

21.

Της Άνμα’ταρ δεν της άρεσε που ο Σέλιρ’χοκ θα έμενε εδώ, έξω από τα τείχη της Καρθάι, μαζί με τους Ούρταθ, τον Αστροφώτιστο τον Δεύτερο, τον Επουράνιο τον Δεύτερο, έξι επαναστάτες του Φτερωτού Όρους, και μισθοφόρους του Οίκου των Ορειβατών και του Οίκου των Ουράνιων. Ήξερε, όμως, ότι αυτή η απόφαση ήταν σωστή, γιατί πολύ πιθανόν να χρειάζονταν τη βοήθεια ενός μάγου κάποια στιγμή. Επιπλέον, ήταν ανόητο να ανησυχεί για τον Σέλιρ. Ήταν παραπάνω από ικανός να επιβιώνει ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες, και δεν ήταν η πρώτη φορά, φυσικά, που είχε πάει σε κάποια αποστολή χωρίς εκείνη. Η Άνμα θύμισε στον εαυτό της ότι ο Σέλιρ είχε ταξιδέψει στα πέρατα του Πορφυρού Κενού μαζί με την Ιωάννα και τον Γεράρδο – και τότε ήμουν εγώ μαζί; Όχι. Θύμισε στον εαυτό της ότι ο Σέλιρ είχε πάει στην παγωμένη διάσταση Ταρασμάλθη μαζί με τον Γεράρδο πάλι, τον Προαιρέσιο, και τη Μάρθα – και ούτε τότε ήμουν μαζί. Θύμισε στον εαυτό της κι όλες τις υπόλοιπες φορές που ο Σέλιρ’χοκ είχε αναλάβει αποστολές χωρίς εκείνη. Το να μείνει έξω απ’την Καρθάι, προκειμένου οι Παντοκρατορικοί να μη μπορούν να φέρουν περισσότερους αιχμαλώτους εδώ, αναμφίβολα δεν θα ήταν και τίποτα σπουδαίο γι’αυτόν, μπροστά σ’όλα τ’άλλα που είχε κάνει στη ζωή του.

Η Άνμα’ταρ είχε προτείνει, χτες βράδυ, να μείνει κι εκείνη στην Καρθάι, γιατί δεν αποκλειόταν κι οι δικές της ικανότητες και μαγείες να αποδεικνύονταν χρήσιμες αν τα πράγματα αγρίευαν. Ο Πρίγκιπας, όμως, φάνηκε διστακτικός να συμφωνήσει μαζί της· και ο Σέλιρ τής είπε ότι καλύτερα να πήγαινε στη Φανχάι, με τον Ανδρόνικο, διότι οι πράκτορες της Παντοκράτειρας κάποιο παιχνίδι θα προσπαθούσαν να στήσουν κι εκεί, «και ο Πρίγκιπάς μας θα χρειαστεί τη βοήθειά σου». Η Άνμα δεν μπορούσε να διαφωνήσει· ήταν όντως λογικό, όπως και τα περισσότερα πράγματα που συνήθως έλεγε ο Σέλιρ.

Τώρα, καθώς το φως της αυγής ερχόταν από τ’ανατολικά της ερήμου που οι Σάρντλιοι αποκαλούσαν Τρίγωνη εξαιτίας του σχήματός της, η Άνμα’ταρ βγήκε απ’τη σκηνή που μοιραζόταν με τον Σέλιρ’χοκ και κοίταξε τα ψηλά τείχη της Καρθάι. Καμια αλλαγή δεν φαινόταν εκεί. Σημαίες κρέμονταν από κοντάρια, πολεμιστές (Παντοκρατορικοί και Σάρντλιοι μισθοφόροι) στέκονταν στις επάλξεις, και πυροβόλα ήταν στημένα. Η Άνμα δεν νόμιζε ότι οι υπερασπιστές της πόλης ήταν πρόθυμοι να κάνουν έξοδο για να διώξουν τους πολιορκητές της.

Άκουσε τον Σέλιρ’χοκ να βγαίνει απ’τη σκηνή πίσω της, και τον είδε με την άκρια του ματιού της. Στο χέρι του κρατούσε το μακρύ ραβδί του με τους κρυστάλλους, τα κυκλώματα, και τα μικροσκοπικά κάτοπτρα: ένα εργαλείο που χρησιμοποιούσαν μόνο οι μάγοι του τάγματος των Διαλογιστών. Μπορούσαν να αντλούν ενέργεια από τους κρυστάλλους για να ενδυναμώνουν τα ξόρκια και τις μαγγανείες τους. Οι κρύσταλλοι αυτοί ήταν σαν ζωντανοί οργανισμοί· η ενέργειά τους ποτέ δεν στέρευε, αλλά η ποσότητά της δεν ήταν και πολύ μεγάλη: οι κρύσταλλοι εξαντλούνταν και έπρεπε να ξεκουράζονται, αλλιώς ο μάγος μπορούσε να τους σκοτώσει από την κατάχρηση· και φυσικά μπορούσαν και να πεθάνουν συν τω χρόνω, όπως κάθε άλλος ζωντανός οργανισμός.

Η Άνμα στράφηκε να κοιτάξει τον Σέλιρ. Πλησίασε και τον φίλησε. Ύστερα είπε: «Πηγαίνω,» ρίχνοντας μια ματιά προς τις σκηνές που διέλυαν οι επαναστάτες.

Εκείνος ένευσε. «Να έχεις το νου σου, στη Φανχάι. Είναι μια πόλη όπου πολλές προδοσίες συμβαίνουν. Και είμαι σχεδόν βέβαιος ότι κάποιος θα προσπαθήσει να δολοφονήσει τον Πρίγκιπά μας, αν και εύχομαι να κάνω λάθος.»

«Δε θα είμαι ποτέ μακριά του,» αποκρίθηκε η Άνμα.

Ο Σέλιρ τής έδωσε τον σάκο της, ο οποίος ήταν αφημένος κοντά στην είσοδο της σκηνής. Εκείνη τον πήρε, τον πέρασε στον ώμο, φίλησε ξανά τον Σέλιρ, βιαστικά, και στράφηκε απ’την άλλη, πηγαίνοντας στον Ανδρόνικο, την Ιωάννα, τη Σιλάνα, τον Σάνραντιλ’φεν, και τους υπόλοιπους επαναστάτες που θα κατευθύνονταν προς τη Φανχάι.

Καθώς έφτανε κοντά τους, φωνές ακούστηκαν από παντού γύρω.

«Ένα ελικόπτερο,» είπε η Ιωάννα δείχνοντας στον ουρανό.

Και πράγματι, ένα ελικόπτερο ερχόταν από τα βόρεια, από την έρημο.

«Αναχαιτίστε το,» πρόσταξε ο Ανδρόνικος. «Μάλλον Παντοκρατορικοί είναι εκεί μέσα.»

Η Ιωάννα έτρεξε προς ένα από τα προσγειωμένα ελικόπτερα. Η Άνμα έτρεξε προς το δεύτερο. Και στο τρίτο πήγε ένας άλλος επαναστάτης από το Φτερωτό Όρος: ο Αργυρόδρομος, ένας ευγενής του Οίκου των Οδηγών, ο οποίος ήταν χρόνια με την Επανάσταση στη Σάρντλι και δεν είχε και πολλές επαφές με τους υπόλοιπους ευγενείς, του Οίκου του ή μη.

Η Άνμα κάθισε μπροστά στο πηδάλιο, ενεργοποίησε τα συστήματα του αεροσκάφους, και ύψωσε το ελικόπτερο πάνω απ’τον καταυλισμό. Από κάτω της μπορούσε να δει τους Ούρταθ να ετοιμάζουν τα όπλα τους – μακρύκαννες καραμπίνες και εκτοξευτές βομβών – περιμένοντας να σημαδέψουν κάτι που θα ερχόταν από τον ουρανό. Οι μισθοφόροι των Ορειβατών και των Ουράνιων ετοιμάζονταν παρομοίως, ενώ οι πολεμιστές στα τείχη της Καρθάι άρχιζαν να δείχνουν προς τα βόρεια, έχοντας τώρα προσέξει κι εκείνοι το ελικόπτερο που πλησίαζε.

Η Άνμα’ταρ, η Ιωάννα, και ο Αργυρόδρομος έκαναν κύκλους γύρω από την οχυρωμένη πόλη, σε τέτοια απόσταση ώστε να μη μπορούν να τους χτυπήσουν από τις επάλξεις, και περίμεναν το άλλο αεροσκάφος να έρθει πιο κοντά. Όταν είχε ζυγώσει αλλά προτού φτάσει στην Καρθάι, η Ιωάννα είπε στην Άνμα και στον Αργυρόδρομο μέσω πομπού: «Τώρα»· και τα τρία ελικόπτερα προσέγγισαν αυτό που ερχόταν προς τα νότια.

Επάνω του, παρατήρησε η Άνμα, υπήρχε το σύμβολο της Παντοκράτειρας.

Η Ιωάννα είπε, μέσω πομπού πάλι και σε τέτοια συχνότητα ώστε να μπορεί να την πιάσει και ο δέκτης του ερχόμενου ελικοπτέρου: «Απομακρυνθείτε από την πόλη, αλλιώς θα ανοίξουμε πυρ.»

Το ελικόπτερο την αγνόησε· προσπάθησε να περάσει ανάμεσα από τα τρία ελικόπτερα των επαναστατών και να φτάσει στην Καρθάι. Η Άνμα’ταρ πάτησε τη σκανδάλη, και το μοναδικό πυροβόλο του αεροσκάφους της έβαλε. Η Ιωάννα και ο Αργυρόδρομος τη μιμήθηκαν. Ο αέρας γέμισε φωτιά και σφαίρες. Αλλά μονάχα η ουρά του Παντοκρατορικού ελικοπτέρου χτυπήθηκε, και μάλιστα ελαφρά· ο πιλότος του πρέπει να ήταν αρκετά ικανός. Έκανε μανούβρα και ανταπέδωσε· τα δύο πυροβόλα του αεροσκάφους, που κρέμονταν από τα μικρά φτερά του, στόχευσαν την Άνμα. Όμως εκείνη είχε ήδη βουτήξει προς τα κάτω: έτσι απέφυγε τις ριπές και μετά ανέκτησε το ύψος που είχε απότομα χάσει.

Είναι επίμονος, ο καταραμένος! σκέφτηκε.

«Απομακρυνθείτε, αλλιώς θα σας καταρρίψουμε!» ακούστηκε η φωνή της Ιωάννας από τον πομπό· και η Άνμα είδε ότι η Μαύρη Δράκαινα και ο Αργυρόδρομος πυροβολούσαν το Παντοκρατορικό ελικόπτερο, το οποίο, αναγκαστικά πλέον, στράφηκε πάλι βόρεια ενώ η ουρά του κάπνιζε. Οι Ούρταθ και οι μισθοφόροι πυροβολούσαν επίσης, πρόσεξε η Άνμα, αλλά αμφέβαλλε ότι τα πύρα τους έφταναν τόσο ψηλά με καμια σπουδαία ακρίβεια.

Το Παντοκρατορικό ελικόπτερο πέταξε πάνω από τις άμμους της Τρίγωνης, φεύγοντας.

Η Άνμα’ταρ, η Ιωάννα, και ο Αργυρόδρομος προσγειώθηκαν. Ο Ανδρόνικος και ο Ορείχαλκος τούς πλησίασαν. Ο τελευταίος ρώτησε τον Αργυρόδρομο: «Θα μείνεις εδώ εσύ;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος.

Ο Ορείχαλκος ένευσε. «Ωραία. Γιατί οι Ούρταθ δεν είναι πιλότοι, και οι μισθοφόροι μας–»

Μια φωνή τον διέκοψε: «Ξέρω κι εγώ να πιλοτάρω, Ορείχαλκε.» Ήταν ο Επουράνιος ο Δεύτερος. «Και θα μείνω.»

«Καλύτερα, όμως, να μην πιλοτάρεις εκτός αν είναι ανάγκη,» είπε ο Ορείχαλκος, κοιτάζοντάς τον με κάποιο δισταγμό.

Ο Επουράνιος γέλασε. «Μη με βλέπεις σα νάμαι παιδάκι! Είμαστε σχεδόν στην ίδια ηλικία. Και δεν είσαι του Οίκου μου ώστε να δικαιολογείται ν’ανησυχείς για μένα.»

«Εγώ, όμως, είμαι του Οίκου σου,» του είπε η Ανεμόφθαλμη ζυγώνοντας.

«Αλλά δεν είσαι ο καλύτερος άνθρωπος για να προτείνει επιφυλακτικότητα, αδελφή μου,» αποκρίθηκε ο Επουράνιος μειδιώντας.

«Δεν πρότεινα επιφυλακτικότητα…» Η Ανεμόφθαλμη τού έκλεισε το μάτι.

«Τέλος πάντων,» είπε ο Ορείχαλκος. «Καλύτερα να πηγαίνουμε. Η Φανχάι μάς περιμένει.»

Ο Ανδρόνικος κατένευσε. «Ναι,» είπε. Ύστερα στράφηκε στην Ιωάννα. «Σας είπαν ποιοι ήταν μες στο ελικόπτερο;»

«Δε μας μίλησαν καθόλου, παρότι τους προειδοποίησα να απομακρυνθούν αλλιώς θα τους ρίχναμε.»

Ο Ορείχαλκος είπε: «Υπάρχει πιθανότητα να ήταν από τη Λουρνάνι, την έδρα των Οπλομάχων. Η Τοξομάχη είπε ότι ο αδελφός της, ο Ξιφοφόρος ο Δεύτερος, είναι παντρεμένος με μια Παντοκρατορική λοχαγό.»

«Πιστεύεις ότι αυτή ήταν μες στο αεροσκάφος;» ρώτησε η Ιωάννα.

«Δεν αποκλείεται.» Και προς τον Αργυρόδρομο: «Να έχετε το νου σας. Μπορεί να επιστρέψει.»

«Θα προσέχουμε. Γι’αυτό μείναμε εδώ.»

Ο Σάνραντιλ’φεν – που τώρα είχε πλησίασε κι αυτός – είπε: «Αν η κατάσταση φύγει κάποια στιγμή από τον έλεγχό σας, να έρθετε στη Φανχάι και να μας ειδοποιήσετε αμέσως. Εντάξει, Αργυρόδρομε;»

«Ασφαλώς, Πρόμαχε. Όπως ξέρεις πάντοτε ήμουν υπέρ της σύνεσης, και ο Βάσλεοθ οδηγεί τα βήματά μου.»

«Αργυρόδρομος;» έκανε, ξαφνιασμένος, ο Ορείχαλκος, που μέχρι στιγμής δεν ήξερε το όνομα του μαυρόδερμου, πορφυρομάλλη επαναστάτη. «Είσαι του Οίκου των Οδηγών;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αργυρόδρομος ο Τρίτος, Ορείχαλκε. Εκτός αν κάποιος πέθανε χωρίς να το ξέρω και έχω γίνει ‘ο Δεύτερος’· αλλά δεν το νομίζω.»

«Δε σε είχα υπόψη μου.»

«Δε με εκπλήσσει. Συναναστρέφομαι ελάχιστα τον κόσμο των Οίκων της Σάρντλι από τότε που ξεκίνησε εδώ η Επανάσταση.»

«Δε θα ήθελες να έρθεις στη Φανχάι, όπου σίγουρα θα είναι κι άλλοι του Οίκου σου;»

«Δε νομίζω ότι υπάρχει λόγος. Εδώ μπορώ να εξυπηρετήσω καλύτερα τον σκοπό μας.»

Ο Ορείχαλκος τού έδωσε το χέρι του. «Ο Άνβρεοθ στο πλευρό σου, Αργυρόδρομε.»

22.

«Αυτοί οι καταραμένοι προδότες δεν θα μας αφήσουν σε ησυχία!» είπε ο Ρουμπίνης, χτυπώντας τη γροθιά του στις πέτρινες επάλξεις. Εκείνος, η Ευύδρια, ο Δημήτριος, ο Βύρωνας, και η Τριγώνια στέκονταν σ’έναν εξώστη του παλατιού της Καρθάι, και είχαν μόλις δει τα τρία ελικόπτερα των εχθρών τους να απομακρύνουν το ελικόπτερο που ερχόταν από την έρημο. «Πώς θα τους διώξουμε γύρω από την πόλη;»

«Δε θα είναι εύκολο,» αποκρίθηκε ο Δημήτριος. «Ειδικά με τους Ούρταθ που έφερε εδώ ο Ορείχαλκος.»

Ο Ορείχαλκος! Πάντα ο Ορείχαλκος! σκέφτηκε ο Ρουμπίνης. Ποτέ δε μ’αφήνει να κάνω εκείνο που θέλω!

«Εξαιτίας σας ήρθαν!» είπε η Τριγώνια η Πέμπτη, η Αρχόντισσα της Καρθάι, ατενίζοντας αυστηρά τον Δημήτριο και, μετά, στρέφοντας το βλέμμα της, το ίδιο αυστηρά, στον Βύρωνα Καλπάρτι. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει κωμική την αντίδρασή της, δεδομένου ότι ήταν μόνο δεκάξι χρονών – κοριτσάκι, ουσιαστικά. Όμως υπήρχε κάτι στον τρόπο της που σ’έκανε να παραβλέπεις την ηλικία της. Ήταν ψηλή κοπέλα, με μακριά, ξανθά μαλλιά και δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ. Φορούσε ένα κατάλευκο φόρεμα και κοσμήματα που γυάλιζαν στο φως της αυγής. «Μου είπατε ότι ήρθατε εδώ για να προστατέψετε την πόλη μου από αποστάτες, αλλά δε μου φαίνεται ότι μπορείτε να προσφέρετε καμία προστασία!»

«Αρχόντισσά μου,» είπε ο Δημήτριος. «Δεν προσπαθούμε να προστατέψουμε μόνο την Καρθάι, αλλά ολόκληρη τη Σάρντλι. Ο Αρχιπροδότης βρίσκεται στη διάστασή μας, κι αν δεν διωχτεί από εδώ θα μας καταστρέψει όλους. Η προσφορά σας είναι πολύ σημαντική για την Παντοκρατορία, σας διαβεβαιώνω· και η Παντοκράτειρα δεν ξεχνά όσους τη βοηθούν.»

«Η Παντοκράτειρα είναι μακριά από εδώ, κύριε,» είπε η Τριγώνια. «Σε άλλη διάσταση.»

«Η Παντοκράτειρα, Αρχόντισσά μου, ποτέ δεν είναι μακριά. Εμείς είμαστε τα μάτια της και τα αφτιά της.»

«Χρειαζόμαστε, όμως, τα όπλα της τώρα,» τόνισε η Τριγώνια, κι έστρεψε τη ματιά της στον στρατό που ήταν καταυλισμένος έξω από την πόλη. «Δε θ’ανεχτώ η Καρθάι να μείνει περικυκλωμένη για πολύ!»

«Η Καρθάι,» είπε ο Δημήτριος, «πρέπει να αποτελέσει επί του παρόντος ασφαλές μέρος για όσους ακόμα είναι πιστοί στην Παντοκράτειρα, ώστε να ανατρέψουμε τα σχέδια του Αρχιπροδότη και να λογικέψουμε τους Οίκους της Σάρντλι.»

Η Τριγώνια ακούμπησε τα χέρια της στις επάλξεις. «Θα το δούμε αυτό, κύριε…» είπε χωρίς να τον κοιτάζει, έχοντας το βλέμμα της στραμμένο σ’αυτούς που φαινόταν να φεύγουν προς τα νότια, αφήνοντας πίσω τους τους Ούρταθ, κάποιους μισθοφόρους, και τα τρία ελικόπτερα που τώρα ήταν προσγειωμένα.

Τι εννοεί η Τριγώνια; αναρωτήθηκε ο Ρουμπίνης, υποπτευόμενος πως αυτό το θα δούμε μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε. Μπορούσε να σημαίνει ακόμα και ότι η Αρχόντισσα της Καρθάι σκεφτόταν να προδώσει την Παντοκράτειρα προκειμένου να διώξει τους πολιορκητές γύρω από την πόλη της.

Ο Ορείχαλκος! Αυτός φταίει ξανά!

«Πώς θα έρθουν σ’εμάς οι συνεργάτες σου;» ρώτησε ο Ρουμπίνης τον Δημήτριο, απότομα. «Αν δεν μπορούν να περάσουν τους πολιορκητές μας, πώς θα έρθουν εδώ;»

«Θα πρέπει,» αποκρίθηκε ήρεμα εκείνος, «ή αυτοί να βρουν έναν τρόπο ή εμείς.»

«Εν ολίγοις, δεν έχεις καμία ιδέα,» τον κατηγόρησε ο Ρουμπίνης, αγριοκοιτάζοντάς τον. «Μ’έφερες εδώ, με παγίδευσες–!»

«Σε παγίδευσα; Νόμιζα ότι είπες πως είσαι πιστός στην–»

«Πιστός στην Παντοκράτειρα μπορεί να είμαι,» γρύλισε ο Ρουμπίνης, «αλλά το σχέδιό σου, τελικά, το πήραν οι θύελλες του Σάμπρεοθ, Δημήτριε!» Και με τούτα τα λόγια, έφυγε από τον εξώστη.

Η Ευύδρια, αφού έριξε μια ματιά στη συγκαλυμμένη οργή στο πρόσωπο του Δημήτριου, ακολούθησε τον σύζυγό της στο εσωτερικό του παλατιού της Καρθάι. Ήταν η ιδέα της ή όντως είχε δει την Τριγώνια την Πέμπτη να χαμογελά με την άκρη του μικρού στόματός της;

23.

Σε τρεις ώρες είχαν διασχίσει τον Δρόμο της Ζούγκλας και είχαν φτάσει πάλι στη Νισθάι, όπου, στο Μέγαρο της Ζούγκλας, συνάντησαν τους Ουράνιους και τους Ορειβάτες που είχαν μείνει πίσω και τους είπαν τι είχε συμβεί στην Καρθάι. Η Τοξομάχη δήλωσε ότι θα πήγαινε κι εκείνη στην Καρθάι, αφού ο Αστροφώτιστος είχε μείνει εκεί. Ο Ηλιόνους ο Πρώτος διαφώνησε, αλλά δεν είχε και πολύ χρόνο για να της μιλήσει, καθώς ο Ορείχαλκος τού είπε ότι δεν θα καθυστερούσαν στη Νισθάι· θα έφευγαν αμέσως για Φανχάι. Επομένως, αν ο Ηλιόνους ήθελε να έρθει, έπρεπε να τους ακολουθήσει: τώρα. Ο Ηλιόνους ήθελε να έρθει, έτσι, αφού είπε στην Τοξομάχη να σκεφτεί νηφάλια προτού κάνει οτιδήποτε, πήγε μαζί τους. Όπως επίσης και η κόρη του η Αστρόπνοη η Τρίτη, ο αδελφός του ο Επουράνιος ο Πρώτος, η κόρη του Επουράνιου η Νεφελόπτερη, και ο σύζυγός της ο Ναλκέτρι.

Η συνοδία που έφυγε από τη Νισθάι ήταν μικρότερη από αυτήν που είχε έρθει την προηγούμενη βραδιά, καθώς έλειπαν οι Ούρταθ και αρκετοί μισθοφόροι. Οι Ουράνιοι είχαν πάρει μαζί τους κάμποσους δικούς τους μισθοφόρους, αλλά ο αριθμός ήταν σαφώς μικρότερος. Καθώς αποχωρούσαν από την πόλη, ο Ανδρόνικος νόμιζε πως μπορούσε να δει τους Παντοκρατορικούς στρατιώτες που βρίσκονταν ακόμα εδώ να τους ατενίζουν με εχθρικά βλέμματα. Οι Ουράνιοι θα πρέπει, αργά ή γρήγορα, να απαιτήσουν από αυτούς να εγκαταλείψουν την πόλη και τη γύρω περιοχή. Αλλά αυτό θα συνέβαινε, μάλλον, μετά τη συγκέντρωση στη Φανχάι, όπου θα έπαιρναν την τελική απόφαση ότι ήταν με την Επανάσταση και εναντίον της Παντοκράτειρας.

Ο Ανδρόνικος ευχόταν τα τελευταία γεγονότα να τους ωθούσαν προς την απελευθέρωση της διάστασής τους, όχι να τους έκαναν να φοβηθούν. Δεν πίστευε ότι ο Δημήτριος και ο Βύρωνας Καλπάρτι θα έβλαπταν την Ανεμόφθαλμη την Πρώτη ή τα παιδιά της· ο μόνος λόγος που την κρατούσαν στην Καρθάι ήταν για να τρομοκρατήσουν τους υπόλοιπους. Και δεν θα τους αφήσουμε τώρα να φέρουν κι άλλους ευγενείς εκεί. Ήταν πολύ σημαντικό οι Οίκοι της Σάρντλι να πάρουν την απόφασή τους χωρίς τέτοιες πιέσεις που μπορούσαν να αλλοιώσουν τη λογική σκέψη προς το χειρότερο.

Ο Ανδρόνικος καθόταν μπροστά στο τιμόνι και οδηγούσε το όχημα όπου επέβαιναν εκείνος κι οι άλλοι επαναστάτες. Είχε επιμείνει να οδηγήσει αυτός και όχι η Σιλάνα. Η μέρα ήταν ζεστή και είχε τα μανίκια του πουκαμίσου του σηκωμένα και τα κουμπιά ανοιχτά ώς την κοιλιά. Στο κεφάλι φορούσε ένα πλατύγυρο ψάθινο καπέλο, και στα μάτια του ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά. Τα χέρια του ήταν ντυμένα μ’ένα ζευγάρι πέτσινα γάντια χωρίς δάχτυλα, για να μη γλιστράνε οι παλάμες του πάνω στο τιμόνι λόγω του ιδρώτα.

«Τι με κοιτάς έτσι;» είπε στην Ιωάννα, που καθόταν πλάι του, στη θέση του συνοδηγού. «Το θεωρείς επικίνδυνο ο Πρίγκιπας της Επανάστασης – ο ‘Αρχιπροδότης’ – να οδηγεί; Ποιος δολοφόνος θα το σκεφτεί ότι εγώ οδηγώ κι όχι κάποιος άλλος; Ποιος θα μ’αναγνωρίσει έτσι όπως είμαι ντυμένος;»

«Η αλήθεια είναι πως η μεταμφίεσή σου είναι καλή,» αποκρίθηκε η Ιωάννα, «επειδή είναι απλή και κρύβει τα βασικά για σένα.»

«Δηλαδή;»

«Μάτια και μαλλιά· και το πρόσωπό σου είναι στη σκιά του καπέλου.»

«Βλέπεις λοιπόν; Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.»

«Πάντα,» είπε η Ιωάννα, «υπάρχει λόγος ανησυχίας.»

«Σωστά· ξέχασα για μια στιγμή ότι είσαι Μαύρη Δράκαινα… Μπορείς, όμως, να σταματήσεις επιτέλους να καπνίζεις;» Από τότε που είχαν φύγει απ’την Καρθάι, ο Ανδρόνικος υπολόγιζε ότι η Ιωάννα πρέπει να είχε καπνίσει τουλάχιστον δέκα τσιγάρα.

Η Ιωάννα πέταξε έξω από το παράθυρο το τσιγάρο που είχε μόλις ανάψει. «Ικανοποιήθηκες τώρα;»

«Ναι,» είπε στεγνά ο Ανδρόνικος. Ύστερα μειδίασε μέσα από τα ξανθά μούσια του.

«Τώρα που σε βλέπω,» του είπε η Ιωάννα, «καλύτερα θα ήταν αν είχες ξυριστεί κιόλας.»

«Γιατί;»

«Γιατί όλοι ξέρουν ότι ο Πρίγκιπας της Επανάστασης έχει μούσι.»

«Δεν είμαι ο μόνος στο Γνωστό Σύμπαν με μούσι.»

«Είναι, όμως, ένα σημάδι για σένα. Ξυρίζοντάς το θα τους μπέρδευες.»

«Δεν το ξυρίζω.»

«Είσαι πεισματάρης!» είπε η Ιωάννα μεταξύ αστείου και σοβαρού, και ο Ανδρόνικος γέλασε.

Στη Φανχάι έφτασαν ένα τέταρτο προτού τα ρολόγια δείξουν τρεις μετά το μεσημέρι. Η ζέστη ήταν δυνατή, και Παντοκρατορικοί πολεμιστές σταμάτησαν τη συνοδία τους στις παρυφές της πόλης, απαιτώντας να μάθουν τι συνέβαινε.

Η Ιωάννα έπιασε τον ώμο του Ανδρόνικου, κουνώντας το κεφάλι πέρα-δώθε: μια κίνηση που φανερά έλεγε Μην κάνεις τίποτα.

Ο Επουράνιος ο Πρώτος βγήκε από το όχημά του και, αφού συστήθηκε, είπε: «Μαζί με την οικογένειά μου ερχόμαστε στη Φανχάι. Υπάρχει κανένα πρόβλημα μ’αυτό; Νόμιζα πως η Φανχάι ήταν ελεύθερη πόλη για όλους.»

Μια γυναίκα ξεπρόβαλε πίσω από τους στρατιώτες: ψηλή, λιγνή, με χρυσό δέρμα και πράσινα μαλλιά. Θύμιζε καλάμι από κάποιον άγριο καλαμιώνα της Σάρντλι. Δεν φορούσε λευκή στολή όπως οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας αλλά ήταν φανερό πως είχε αρχηγική θέση ανάμεσά τους. «Υπάρχει η υποψία, Άρχοντά μου, ότι ίσως αποστάτες έρθουν στη Φανχάι,» είπε. «Κι αν τους βρούμε πρέπει να τους συλλάβουμε.»

«Δεν μας αφορά εμάς αυτό,» αποκρίθηκε ο Επουράνιος. «Παραμερίστε να περάσουμε!»

«Σε όλα τα οχήματα βρίσκονται μέλη της οικογένειάς σας και μόνο, Άρχοντά μου;»

«Δεν είμαι υποχρεωμένος ν’απαντώ σ’εσένα! Αν δεν μας αφήσετε να περάσουμε, θα γίνει κακό προηγούμενο στα περίχωρα της Φανχάι που παρόμοιό του δεν θα έχει γίνει ποτέ ξανά!» απείλησε ο Επουράνιος ο Πρώτος.

Μερικοί καβαλάρηδες φάνηκαν τότε να έρχονται ολοταχώς. Δεν ήταν Παντοκρατορικοί· έμοιαζαν Σάρντλιοι μισθοφόροι. Η συζήτηση της χρυσόδερμης γυναίκας και του Επουράνιου έπαψε καθώς οι ιππείς πλησίαζαν· και όταν ήρθαν κοντά φάνηκε ότι επάνω τους είχαν το σύμβολο των Πολεοδόμων: τρεις πύργοι και ένας ήλιος πίσω τους.

«Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ;» ρώτησε ο αρχηγός τους – ένας μικρόσωμος, μαυρόδερμος άντρας με γαλανά, κοντοκουρεμένα μαλλιά.

«Άρχοντα Εύοικε!» είπε ο Επουράνιος. «Ασφαλώς θα με θυμάστε!»

«Φυσικά και σας θυμάμαι, Άρχοντά μου.»

«Ερχόμαστε στη Φανχάι για τη συγκέντρωση που έχει κανονιστεί, κι αυτοί εδώ φαίνονται αποφασισμένοι να μας κλείσουν το δρόμο! Απαράδεκτο, νομίζω! Έτσι δεν είναι;»

«Ασφαλώς, Άρχοντα Επουράνιε,» αποκρίθηκε ο Εύοικος. «Στη Φανχάι όλοι είναι ευπρόσδεκτοι. Πόσω μάλλον τα σεβαστά μέλη του Οίκου των Ουράνιων. Μπορείτε να περάσετε.» Και προς τους Παντοκρατορικούς: «Παραμερίστε!»

«Άρχοντά μου,» είπε η λιγνή, χρυσόδερμη γυναίκα που έμοιαζε με καλαμιά, «πρέπει να γίνει έρευνα. Για επικίνδυνους αποστάτες που κυκλοφορούν ελεύθεροι στη διάστασή μας.»

«Αποστάτες;» έκανε ο Εύοικος. «Χα! Εσύ, Νιρτάνα, παραλίγο ν’αποκαλέσεις κι εμένα ‘αποστάτη’ προχτές, μέσα στους ίδιους τους Τρεις Πύργους!»

Από αυτό, ο Ανδρόνικος συμπέρανε ότι η γυναίκα πρέπει να ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας, Επόπτρια της περιοχής ίσως, και, αν έκρινε κανείς απ’το όνομά της, Σάρντλιας καταγωγής.

«Μου δώσατε λόγο,» αποκρίθηκε η Νιρτάνα. «Επιτρέψατε να γίνει η συνάντηση στην πόλη σας!»

«Όχι, όμως, μέσα στους Τρεις Πύργους!» τόνισε ο Εύοικος. «Η Φανχάι είναι ανοιχτή πόλη για όλους – ακόμα για σένα – κι αυτό δεν αλλάζει. Παραμερίστε τώρα κι αφήστε τους να περάσουν, προτού χρειαστεί να επιβάλουμε την ηθική μας σχετικά με την πόλη μας, Νιρτάνα!» Ο Εύοικος (ο οποίος πρέπει να ήταν του Οίκου των Πολεοδόμων, απ’ό,τι καταλάβαινε ο Ανδρόνικος) τράβηξε το σπαθί από τη μέση του, και οι ιππείς του τον μιμήθηκαν. Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας που βρίσκονταν μπροστά τους ήταν όλοι πεζοί· είχαν έρθει εδώ με δύο τετράκυκλα οχήματα. Αν, έτσι όπως στέκονταν, τους εφορμούσαν οι καβαλάρηδες του Εύοικου, οι Παντοκρατορικοί δεν θα είχαν χρόνο ούτε να γυρίσουν τα τουφέκια τους και να τους σημαδέψουν προτού χάσουν τα κεφάλια τους από τα σπαθιά των έφιππων μαχητών. Κι αν ο Εύοικος τούς επιτιθόταν, ο Ανδρόνικος θα τους επιτιθόταν επίσης· το ίδιο κι οι μισθοφόροι των Ορειβατών και των Ουράνιων.

Η Νιρτάνα έριξε μια ματιά ολόγυρά της, κι ύστερα έκανε νόημα στους λευκοντυμένους στρατιώτες της να υπακούσουν. Ανέβηκαν στα δύο οχήματα και έφυγαν, πηγαίνοντας γρήγορα προς την πόλη.

Ο Εύοικος, θηκαρώνοντας το σπαθί του, είπε: «Καλωσορίσατε, Άρχοντα Επουράνιε, στη Φανχάι. Μας συγχωρείτε γι’αυτό το επεισόδιο.»

«Ελπίζω,» αποκρίθηκε ο Επουράνιος ο Πρώτος, «να μην έχουμε παρόμοια δυσάρεστα επεισόδια και μέσα στην πόλη…»

«Δεδομένης της κατάστασης, δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα, Άρχοντά μου. Θα πρέπει να προσέχετε, όπως πάντα όταν είστε στη Φανχάι. Δεν είναι μια πόλη για απερίσκεπτους.» Ο Εύοικος αφίππευσε και πλησίασε. «Ποιοι άλλοι είναι μαζί σας, αν επιτρέπεται;»

Ο Ορείχαλκος βγήκε από το όχημά του μαζί με τους συγγενείς του: τη Γρανίτια την Πρώτη, την Αζουρίτια την Πρώτη, τον Οπάλιο τον Δεύτερο, την Αζουρίτια τη Δεύτερη, και τον Μαγνήσιο τον Τρίτο.

Ο Εύοικος πρέπει να αναγνώριζε τουλάχιστον κάποιους από αυτούς γιατί είπε: «Ορειβάτες. Καλωσορίσατε. Έχουμε λάβει το μήνυμά σας ασφαλώς και σας περιμέναμε.»

«Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία σας, Άρχοντά μου,» είπε ο Ορείχαλκος.

Η Ιωάννα έσφιξε πάλι τον ώμο του Ανδρόνικου όταν εκείνος έκανε να βγει από το όχημά τους. «Δε χρειάζεται να ξέρουν ότι είσαι εδώ,» του είπε, καθώς οι ευγενείς έξω εξακολουθούσαν να μιλούν.

«Δεν πρόκειται να κρυφτώ

«Δεν κρύβεσαι· είναι μέτρο ασφ–»

Αλλά ο Ανδρόνικος άνοιξε την πόρτα πλάι του και βγήκε απ’το όχημα. Η Ιωάννα κι οι άλλοι επαναστάτες αμέσως τον μιμήθηκαν.

Ο Πρίγκιπας της Επανάστασης έβγαλε το ψάθινο καπέλο του, αλλά όχι και τα σκούρα γυαλιά του.

«Κι αυτοί;…» ρώτησε ο Εύοικος, στρεφόμενος στους επαναστάτες.

Ο Ορείχαλκος έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Ανδρόνικο (Να του πω;) και ο Πρίγκιπας της Επανάστασης έγνεψε καταφατικά.

Η Ιωάννα, παρατηρώντας τις κινήσεις τους, σκέφτηκε, εξοργισμένη με τον Ανδρόνικο: Πόσο ανόητος μπορεί να είναι! Ποιος μας εγγυάται ότι κάποιος απ’αυτούς τους καβαλάρηδες δεν είναι κατάσκοπος, ή δολοφόνος, των Παντοκρατορικών; Ακόμα κι ο Εύοικος μπορεί να ήταν Δημιούργημα! Η Ιωάννα ήταν έτοιμη να δράσει, έχοντας ήδη πάει να σταθεί πλάι και λίγο πιο πίσω από τον Πρίγκιπα. Το ένα της χέρι άγγιζε το πιστόλι στην πίσω μεριά της ζώνης της.

Ο Ορείχαλκος είπε: «Να σου συστήσω, Εύοικε, τον Ανδρόνικο, Βασιληά της Απολλώνιας και Πρίγκιπα της Επανάστασης.»

«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος; Ο ίδιος;» έκανε, έκπληκτος, ο Εύοικος.

«Ο ίδιος,» αποκρίθηκε ο Βασιληάς της Απολλώνιας. «Χάρηκα για τη γνωριμία, Άρχοντά μου.»

«Παρομοίως,» αποκρίθηκε ο Εύοικος. «Προτιμότερο, όμως, θα ήταν να κρατήσετε την παρουσία σας όσο το δυνατόν πιο κρυφή, Πρίγκιπά μου, καθώς η Φανχάι, όλοι το λένε, μπορεί να αποδειχτεί πολύ, πολύ επικίνδυνη πόλη. Παρότι ανέκαθεν ήταν δική μας, εξίσου ανέκαθεν ήταν ανεξάρτητη συγχρόνως· επομένως, παρά των καλών μας προθέσεων, δεν μπορούμε να υποσχεθούμε ότι θα σας προστατέψουμε όσο είστε έξω από τους Τρεις Πύργους.»

Αυτός ο άνθρωπος, τουλάχιστον, έχει περισσότερο λογική από τον Ανδρόνικο! σκέφτηκε η Ιωάννα.

«Το καταλαβαίνω, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Δεν θα ήθελα, άλλωστε, σε καμία περίπτωση να σας επιβαρύνω με τη φύλαξή μου. Έχω γύρω μου ανθρώπους που θεωρώ πολύ ικανούς και πολύ έμπιστους.»

Η απάντησή του φάνηκε να ικανοποιεί τον Εύοικο, ο οποίος ανέβηκε ξανά στο άλογό του και είπε: «Ελάτε μαζί μου. Θα σας συνοδέψω ώς το κέντρο της πόλης.»

24.

Δεν έβγαινε πια καπνός από την ουρά του αλλά το ελικόπτερο πετούσε παράταιρα πάνω από την Τρίγωνη. Ο έλικας της ουράς είχε πάθει σοβαρή ζημιά από την επίθεση των τριών άλλων ελικοπτέρων έξω απ’την Καρθάι.

«Χάνουμε ύψος!» είπε ο Ξιφοφόρος, βλέποντας από κάτω τους τις θίνες της ερήμου να έρχονται ολοένα και πιο κοντά.

«Φυσικά και χάνουμε ύψος,» μούγκρισε η Κλαρίσσα, έχοντας το πηδάλιο του μικρού αεροσκάφους στα χέρια της, παλεύοντας να σταθεροποιήσει την πτήση τους. «Δε μπορούμε να μείνουμε πάνω μ’αυτή τη ζημιά… Το μυαλό του Σκοτοδαίμονος!… Πώς βρέθηκαν εκεί αυτοί; Γιατί κανένας δεν μας είχε προειδοποιήσει;»

Ήταν φανερά εξοργισμένη, και ο Ξιφοφόρος έβλεπε ότι ο θυμός της αποτελούσε ακόμα ένα εμπόδιο γι’αυτήν στην οδήγηση του ελικοπτέρου. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να τη βοηθήσει, καθώς ο ίδιος δεν ήξερε πώς να πιλοτάρει.

«Κρατήσου,» του είπε η Κλαρίσσα.

«Θα πέσουμε;»

«Δε νομίζω ότι γίνεται αλλιώς,» έτριξε τα δόντια, εξακολουθώντας να παλεύει με το πηδάλιο.

«Ευτυχώς είμαστε πάνω από άμμο· η πτώση θάναι ήπια.»

«Μην το λες. Κρατήσου,» επανέλαβε, και προσπάθησε να κατεβάσει το ελικόπτερο, εστιάζοντας όλη της την προσοχή σ’αυτή τη δουλειά και διώχνοντας απ’το μυαλό της τις απορίες σχετικά με το πώς αποστάτες είχαν καταφέρει να κυκλώσουν την Καρθάι. Αν δε μας κατεβάσω ομαλά, δε θα πάρω ποτέ απαντήσεις…

Το αεροσκάφος προσγειώθηκε μέσα σ’έναν πίδακα άμμου, επάνω σ’έναν αμμόλοφο, και κατρακύλησε από μια πλαγιά του. Η Κλαρίσσα και ο Ξιφοφόρος ήταν δεμένοι με τις ζώνες τους κι έτσι δεν άρχισαν να κοπανάνε από δω κι από κει μέσα στην καμπίνα, γλιτώνοντας έτσι σπασμένα κόκαλα. Το τράνταγμα, όμως, ήταν βίαιο: προς στιγμή, ο Ξιφοφόρος είδε δυνατά χρώματα να χορεύουν μπροστά στα μάτια του και έχασε τις αισθήσεις του.

Η Κλαρίσσα έπιασε τον ώμο του και τον ταρακούνησε, φοβούμενη μην είχε πάθει τίποτα σοβαρό.

Εκείνος άνοιξε τα μάτια, βλεφαρίζοντας. «Θύελλες του Σάμπρεοθ…» μούγκρισε ξεροκαταπίνοντας.

Η Κλαρίσσα έλυσε τη ζώνη της. «Είσαι καλά;»

«Νομίζω.»

Η Κλαρίσσα ύψωσε το βλέμμα της στην πόρτα που ήταν από πάνω της σαν καταπακτή, έτσι όπως είχε πέσει το ελικόπτερο. Γύρισε το χερούλι της, απασφαλίζοντάς την, και την κλότσησε. Η πόρτα άνοιξε, κι εκείνη πιάστηκε από τις άκριες και βγήκε, πηδώντας έξω. Τα μποτοφορεμένα πόδια της πάτησαν στην άμμο της ερήμου. Γύρω της είδε παντού θολούρα να απλώνεται, από την πτώση του αεροσκάφους. Έβγαλε το κράνος της και το άφησε να πέσει, περνώντας το γαντοφορεμένο χέρι της μέσα από τα κοντά, ξανθά μαλλιά της.

Πίσω της άκουσε τον Ξιφοφόρο να βήχει. Στράφηκε και τον είδε να προσπαθεί να βγει από το ελικόπτερο. Τον βοήθησε, πιάνοντας τους καρπούς του κι αφήνοντάς τον να πιάσει τους δικούς της. Ο σύζυγός της έμοιαζε ηλικιωμένος, βραδυκίνητος, δεν μπορούσε παρά να παρατηρήσει πολλές φορές η Κλαρίσσα, που ήταν μια δεκαετία μικρότερή του. Ή ίσως η ζωή που έκανε να είχε αυτά τα αποτελέσματα επάνω του, γιατί η Κλαρίσσα είχε δει και σαρανταπεντάρηδες που ήταν σαφώς πιο ευκίνητοι και δραστήριοι.

Ο Ξιφοφόρος βγήκε απ’το αεροσκάφος κι ακούμπησε επάνω του, ξεφυσώντας και μουγκρίζοντας.

Η Κλαρίσσα έλυσε το κράνος του και το τράβηξε απ’το κεφάλι του, ρίχνοντάς το κάτω, πλάι στο δικό της. «Πονάς πουθενά;» τον ρώτησε, φοβούμενη μήπως είχε στραμπουλίξει κανέναν αστράγαλο – αν και θα της έμοιαζε περίεργο.

«Παντού,» αποκρίθηκε εκείνος, και το μαυρόδερμο, πρασινογένικο πρόσωπό του μόρφασε.

«Καλά μού φαίνεσαι,» του είπε η Κλαρίσσα, στενεύοντας και γουρλώνοντας θεατρικά τα μάτια όπως συχνά έκανε όταν αστειευόταν μαζί του. Φίλησε τα χείλη του, πεταχτά.

«Είμαστε μες στη μέση της ερήμου…» είπε εκείνος, κουρασμένα.

«Το πρόσεξες.»

«Καλά το έλεγαν τα κορίτσια μου να μην πάμε στην Καρθάι.»

Αναφερόταν στα παιδιά από την άλλη του γυναίκα, ήξερε η Κλαρίσσα: τη σύζυγό του που είχε πεθάνει πριν από δέκα χρόνια. Καμια από τις δύο κοπέλες δεν συμπαθούσε την Κλαρίσσα. Δεν της μιλούσαν, δεν ήθελαν να τη συναναστρέφονται· κι εκείνη δεν είχε κάνει και καμια ιδιαίτερη προσπάθεια να τις πλησιάσει. Την αποκαλούσαν ξένη. «Ο μπαμπάς παντρεύτηκε αυτή την ξένη,» έλεγαν. Και ο Ξιφοφόρος δεν τους έλεγε τίποτα· τις είχε κακομάθει, κατά τη γνώμη της Κλαρίσσας.

«Θα έπρεπε κανονικά να είχες επιμείνει να είχαν έρθει μαζί μας,» του είπε, τώρα. «Πρέπει να συγκεντρώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους στην Καρθάι: να δείξουμε ότι δεν είστε αποστάτες!»

«Η Τρίοπλη και η Ξιφόχαρη είναι μεγάλες κοπέλες· δεν μπορώ να τους λέω τι να κάνουν,» κούνησε το κεφάλι ο Ξιφοφόρος.

«Δεν είναι και τόσο μεγάλες. Η μία είναι δεκαοκτώ, η άλλη δεκάξι, για όνομα των θέων! Όταν ήμουν εγώ δεκάξι, δεν τολμούσα ν’αντιμιλήσω στον πατέρα μου ή στη μητέρα μου.»

«Τέλος πάντων,» αναστέναξε ο Ξιφοφόρος. «Τι θα κάνουμε τώρα;» Έδειξε γύρω τους, τη θολούρα που καταλάγιαζε καθώς η άμμος που είχε σηκωθεί έπεφτε πάλι. «Θα επιδιορθώσουμε το ελικόπτερο;»

«Δε μπορούμε να επιδιορθώσουμε το ελικόπτερο,» είπε η Κλαρίσσα. «Θα πάμε με τα πόδια.» Κι έβαλε τα χέρια της μέσα στην καμπίνα για να πάρει τους σάκους τους και να τους βγάλει έξω.

«Με τα πόδια… μες στην καταραμένη έρημο!»

«Δε μπορεί νάμαστε μακριά απ’την Καρθάι.» Του έδωσε τον σάκο του.

«Σκέφτεσαι να γυρίσουμε στην Καρθάι μετά απ’ό,τι συνέβη; Έχουν αποκλείσει την πόλη, Κλαρίσσα. Γίνεται πολιορκία. Δε θα μας αφήσουν να μπούμε.»

«Θα περάσουμε κρυφά ανάμεσά τους. Τη νύχτα.»

«Αποκλείεται· θα μας πιάσουν. Καλύτερα να γυρίσουμε στη Λουρνάνι.»

«Δεν έχουμε αρκετά εφόδια για να γυρίσουμε στη Λουρνάνι, Ξιφοφόρε!» είπε η Κλαρίσσα. «Αλλά ακόμα κι αν είχαμε, στην Καρθάι θα έπρεπε να πάμε. Δεν καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι;» Έβγαλε έναν χιτώνα από τον σάκο της και τον φόρεσε πάνω από τη στρατιωτική της στολή. Σήκωσε την κουκούλα του στο κεφάλι και τύλιξε ένα μαντήλι γύρω από το σαγόνι της. Αυτή ήταν η καλύτερη αμφίεση για να διασχίζει κανείς ερήμους, όπως είχε μάθει εδώ, στη Σάρντλι.

Ο Ξιφοφόρος δεν έφερε αντίρρηση. Φορούσε ήδη χιτώνα, έτσι σήκωσε μόνο την κουκούλα του και τύλιξε ένα μαντήλι γύρω απ’το σαγόνι του. Ήξερε ότι η Κλαρίσσα δεν θα άλλαζε γνώμη. Ήταν εξαγριωμένη από τότε που είχε έρθει εκείνος ο μαντατοφόρος των Ορειβατών στο Μέγαρο των Όπλων, στη Λουρνάνι, ζητώντας από τους Οπλομάχους να συναντηθούν με όλους τους άλλους Οίκους της Σάρντλι στη Φανχάι προκειμένου να συζητήσουν για την απελευθέρωση της διάστασης από τους Παντοκρατορικούς. Ο ίδιος ο Άρχοντας Ορείχαλκος είχε επαναστατήσει, παρότι σύζυγος της Παντοκράτειρας! Οι Οπλομάχοι είχαν πει ότι, φυσικά, δέχονταν την πρόσκληση στη Φανχάι. Δε μπορούσαν να αρνηθούν, όταν οι άλλοι Οίκοι θα πήγαιναν εκεί για ένα τόσο σημαντικό θέμα. «Οι συγγενείς σου είναι ανόητοι!» είχε φωνάξει η Κλαρίσσα στον Ξιφοφόρο. «Θα στιγματιστούν όλοι ως αποστάτες! Πρέπει να κάνεις κάτι για να το αποτρέψεις αυτό!» Ο Ξιφοφόρος, όμως, της είχε αποκριθεί ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Και μετά ήταν που η Κλαρίσσα είχε λάβει το μήνυμα κάποιου πράκτορα της Παντοκράτειρας το οποίο την καλούσε στην Καρθάι. «Κι εσύ θα έρθεις μαζί μου,» είχε πει στον Ξιφοφόρο. «Το ίδιο κι οι κόρες σου.» Εκείνος είχε ζητήσει από τις κόρες του να έρθουν, αλλά ούτε η Τρίοπλη ούτε η Ξιφόχαρη ήθελε να το ακούσει. Ο Ξιφοφόρος, ωστόσο, είχε αποφασίσει να πάει, για να μη δυσαρεστήσει την Κλαρίσσα αλλά και για να μάθει τι θα γινόταν στην Καρθάι.

Καλύτερα να μην είχα έρθει, τελικά, σκέφτηκε τώρα, καθώς ξεκινούσε να βαδίζει επάνω στις άμμους της Τρίγωνης, με την Κλαρίσσα πλάι του.

Οι κόρες μου μπορεί να είχαν δίκιο από την αρχή, που μου έλεγαν να μην ξαναπαντρευτώ… Είχε παντρευτεί την Κλαρίσσα πριν από πέντε χρόνια, όταν η Τρίοπλη ήταν έντεκα και η Ξιφόχαρη δεκατρία. Δεν είχε θεωρήσει τα λόγια τους σοβαρά, τότε. Κοριτσάκια είναι· τι ξέρουν; είχε σκεφτεί. Θα τη συμπαθήσουν, με τον καιρό, την Κλαρίσσα. Ο ίδιος την έβρισκε πιο συμπαθητική τότε απ’ό,τι τώρα. Ήταν δυνατή και όμορφη. Πολύ γυναίκα. Και η ξαδέλφη του, η Διλέπιδη, του έλεγε ότι θα ήταν καλό για τον Οίκο τους να παντρευτεί μια Παντοκρατορική στρατιωτικό. Θα είναι πολιτικό πλεονέκτημα για μας, δεν το καταλαβαίνεις; Παντρέψου την. Άσε τι λένε τα κορίτσια. Αυτές πάντα θα θυμούνται τη μάνα τους· είναι δυνατόν να μην τη θυμούνται; Μετά από δύο χρόνο, κι η ίδια η Διλέπιδη είχε παντρευτεί έναν Παντοκρατορικό. Δεν έμενε, επί του παρόντος, στο Μέγαρο των Όπλων, και ο Ξιφοφόρος αναρωτιόταν τι μπορεί να γινόταν. Θα πήγαινε κι αυτή στην Καρθάι, άραγε;

Οι αναμνήσεις και οι συλλογισμοί του βούλιαξαν μέσα στην άμμο της έρημου που ήταν απέραντη και καυτή σαν καμίνι. Καμια πόλη δεν διακρινόταν στον ορίζοντα πέρα από τις ψηλές θίνες.

«Πηγαίνουμε σωστά;» έκρωξε, συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι ο λαιμός του είχε ξεραθεί τελείως. Άνοιξε το παγούρι του, παραμέρισε το μαντήλι απ’το στόμα του, και ήπιε μια γουλιά νερό.

«Ναι. Νότια.» Η Κλαρίσσα έβγαλε την ενεργειακή της πυξίδα.

Ο ήλιος έκαιγε δυνατός στο κέντρο του ουρανό όταν έφτασαν σε τέτοιο σημείο που μπορούσαν αντίκρυ τους ν’αγναντέψουν τα αρχαία, ψηλά τείχη της Καρθάι. Ήταν κι οι δυο τους μουσκεμένοι στον ιδρώτα και αφυδατωμένοι. Υγροί από έξω, ξεροί από μέσα.

Η Κλαρίσσα έφερε τα κιάλια της στα μάτια και κοίταξε. «Περικυκλωμένη…» μουρμούρισε. Όχι πως αυτό δεν ήταν φανερό και με γυμνό μάτι. Κατέβασε τα κιάλια. «Θα περιμένουμε το βράδυ.»

«Και μέχρι τότε;»

«Είπαμε, θα περιμένουμε.»

«Θα καταφέρουμε να μείνουμε ζωντανοί;»

«Το ελπίζω.»

Κρύφτηκαν πίσω από κάτι αμμόλοφους και έστησαν μια σκηνή για να χωθούν από κάτω, στη σκιά της.

25.

Ο Εύοικος τούς συνόδεψε ώς το πολύβοο, κοσμοπλημμυρισμένο κέντρο της Φανχάι, όπου τους χαιρέτησε και είπε ότι εδώ έπρεπε, υποχρεωτικά, να τους αφήσει για την ώρα.

«Σας ευχαριστούμε, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος, από το παράθυρο του οχήματος που μοιραζόταν με τους άλλους Ορειβάτες. «Θα τα ξαναπούμε σύντομα, ελπίζω.»

«Ασφαλώς.»

«Θα σας επισκεφτώ στους Τρεις Πύργους, μόλις έχω κανονίσει το μέρος διαμονής μας.»

«Θα ειδοποιήσω να σας περιμένουν, Άρχοντα Ορείχαλκε,» υποσχέθηκε ο Εύοικος· και μετά, εκείνος κι οι καβαλάρηδες του έφυγαν, περνώντας μέσα από τα πλήθη.

Ο Ανδρόνικος, που είχε ακούσει τη συνομιλία του Ορείχαλκου με τον Εύοικο, μίλησε στον πρώτο μέσω των πομπών των οχημάτων τους: «Πού πηγαίνουμε τώρα, Ορείχαλκε;»

«Σ’ένα ξενοδοχείο που ξέρω ότι είναι καλό και που είμαι βέβαιος ότι θα μας εξυπηρετήσει, Πρίγκιπα Ανδρόνικε,» ήρθε η απάντηση του Ορειβάτη από το μεγάφωνο.

Τα οχήματα κινήθηκαν αργά μέσα στην κοσμοπλημμύρα των δρόμων της Φανχάι. Παρότι ήταν τρεις η ώρα μετά το μεσημέρι, γινόταν χαλασμός.

«Δεν ξεκουράζονται ποτέ σ’αυτή την πόλη;» μουρμούρισε η Άνμα’ταρ, από την πίσω μεριά του οχήματος των επαναστατών του Φτερωτού Όρους.

«Ποτέ,» τη διαβεβαίωσε η Σιλάνα, λιγόλογη ως συνήθως.

Η Ιωάννα κάπνιζε, καθισμένη πλάι στον Ανδρόνικο, στη θέση του συνοδηγού. «Ελπίζω να πηγαίνουμε, τουλάχιστον, κάπου όπου θάχει λιγότερη ζέστη και φασαρία.» Και λιγότερα μέρη για να κρυφτούν δολοφόνοι, πρόσθεσε νοερά.

«Είμαι βέβαιος,» είπε ο Ανδρόνικος, «πως εκεί που μας οδηγεί ο Ορείχαλκος θάναι καλά.»

Το ξενοδοχείο «Ο Δωδεκάψυχος» ήταν ψηλό, και δίπλα του είχε στάβλο και γκαράζ. Το γκαράζ, δε, συνεχιζόταν και στα υπόγεια του Δωδεκάψυχου, και εκεί άφησαν τα οχήματά τους προτού ανεβούν, μέσω ανελκυστήρων, στη ρεσεψιόν. Οι υπάλληλοι ξαφνιάστηκαν λιγάκι βλέποντάς τους, γιατί κάθε άλλο παρά λίγοι ήταν, αριθμώντας πάνω από σαράντα μαζί με τους μισθοφόρους των Ορειβατών, των Ουράνιων, και των Γεωμετρών. Ο Ορείχαλκος έκανε όλες τις συνεννοήσεις, κλείνοντας δωμάτια και πληρώνοντας με πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους. Υπάλληλοι άρχισαν να τρέχουν σαν παλαβοί, για να ετοιμάσουν ό,τι χρειαζόταν.

Ο Ανδρόνικος είχε, εν τω μεταξύ, καθίσει σε μια πολυθρόνα (χωρίς να βγάλει τα γυαλιά και το καπέλο του, για λόγους προκάλυψης) και κοίταζε μια τοπική εφημερίδα. Η Ιωάννα καθόταν παραδίπλα, σ’έναν χαμηλό καναπέ, και κάπνιζε. Η Άνμα’ταρ καθόταν πλάι στην Ιωάννα, πίνοντας λεμονάδα. Ο Σάνραντιλ’φεν ήταν θρονιασμένος σε μια πολυθρόνα, καπνίζοντας πίπα. Η Σιλάνα βημάτιζε με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός της. Οι άλλοι επαναστάτες από το Φτερωτό Όρος ή κάθονταν ή περιφέρονταν άσκοπα.

Η Γρανίτια η Πρώτη πλησίασε τον Ανδρόνικο μ’ένα ποτήρι τάο βις στο χέρι. «Αυτή είναι η χειρότερη εφημερίδα της Φανχάι, Πρίγκιπά μου. Απορώ πώς κατέληξε εδώ.»

Εκείνος έκλεισε την εφημερίδα. «Αλήθεια;»

«Ναι. Το Γατί της Φανχάι. Χάλια· όλοι το ξέρουν. Ασχολείται με σαχλαμάρες.» Ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό της. Ο Τριγώνιος, ο σύζυγός της, ήρθε πίσω της. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της· η Γρανίτια τον κοίταξε με τις άκριες των ματιών. «Τι έχεις;» τον ρώτησε. «Δε μου φαίνεσαι καλά.»

«Τι να έχω; Φοβάμαι για την Τριγώνια, στην Καρθάι. Μπορεί και να τη σκοτώσουν άμα θεωρήσουν ότι θίγει τα συμφέροντά τους…»

«Δε νομίζω να φτάσουν ώς εκεί, Άρχοντά μου,» του είπε ο Ανδρόνικος βγάζοντας τα σκούρα γυαλιά του κι αφήνοντάς τα στο τραπεζάκι που είχε βρει και την εφημερίδα. «Ο θάνατός της δεν θα τους εξυπηρετήσει σε τίποτα.»

«Εκτός αν η ξαδέλφη μου θέλει να τους διώξει απ’την Καρθάι. Τότε μπορεί είτε να τη φυλακίσουν είτε να τη σκοτώσουν, Πρίγκιπά μου. Μπορεί ήδη να την έχουν φυλακίσει. Δεν είδατε ότι αρνούνταν να μου τη δώσουν στον πομπό για να της μιλήσω;»

Η Ιωάννα είπε: «Φυλακισμένοι είναι όλοι όσοι βρίσκονται μέσα στην Καρθάι τώρα. Αιχμάλωτοι των Παντοκρατορικών.»

«Ο Ρουμπίνης δεν μου φάνηκε να θεωρεί τον εαυτό του αιχμάλωτο,» τόνισε η Γρανίτια.

Πλησιάζοντας, η Αζουρίτια η Δεύτερη, που ήταν δίδυμη με τον Ρουμπίνη, είπε: «Ο αδελφός μου παραφέρεται κάπου-κάπου, Γρανίτια. Το ξέρεις αυτό.»

«Παραφέρεται;» έκανε η Γρανίτια γελώντας. «Δεν θα έλεγα μόνο ότι ‘παραφέρεται’! Μας πρόδωσε κανονικά.»

«Μπορεί,» είπε η Αζουρίτια, διστακτικά. «Ή μπορεί να αναγκάστηκε. Μη βγάζεις γρήγορα συμπεράσματα.»

Η Γρανίτια ήπιε ακόμα μια γουλιά τάο βις· κι αν έκρινε σωστά ο Ανδρόνικος από την έκφρασή της, το έκανε περισσότερο για να μη μιλήσει παρά επειδή διψούσε.

Όταν τα δωμάτιά τους ήταν έτοιμα – πράγμα που, με την περίσσια προθυμία των υπαλλήλων του ξενοδοχείου, δεν άργησε να συμβεί – ανέβηκαν όλοι για να ξεκουραστούν.

26.

Ο Ορείχαλκος και η Ανεμόφθαλμη μοιράζονταν την ίδια σουίτα με την Γρανίτια, τον Τριγώνιο, και την Αζουρίτια τη Δεύτερη· παρ’όλ’αυτά, δεν αισθάνονταν συνωστισμένοι: η σουίτα είχε αρκετούς χώρους για να μπορούν να μη συναντιούνται καθόλου αν δεν ήθελαν. Κι ανάμεσα στα υπόλοιπα δωμάτια ήταν ένα κεντρικό, κυκλικό δωμάτιο με πισίνα στη μέση, η οποία ήταν γεμάτη με δροσερό νερό και γύρω της υπήρχαν μπουκαλάκια με αρωματικά σαπούνια και έλαια διαφόρων ειδών. Επίσης, μέσα στο νερό κολυμπούσε ένα είδος ψαριού που ονομαζόταν σίσ’νιχ και τα υγρά που εξέκρινε υποτίθεται πως έκαναν καλό στο δέρμα.

Οι Ορειβάτες, ύστερα από τόσες ώρες ταξιδιού μέσα στο όχημά τους, δεν δίστασαν καθόλου να γδυθούν και να βουτήξουν στην πισίνα, γεμίζοντάς την με σαπούνια και έλαια. Τα σίσ’νιχ κολυμπούσαν γύρω τους κι ανάμεσα στα πόδια τους· κανένα δεν ήταν πολύ μεγαλύτερο από τον δείκτη του δεξιού χεριού του Ορείχαλκου.

«Αναρωτιέμαι,» είπε η Γρανίτια καθώς έτριβε την πλάτη του Τριγώνιου με λάδι, «αν έχουν έρθει άλλοι πριν από εμάς. Λογικά, πρέπει να έχουν έρθει…»

«Οι Γνωστικοί και οι Ακτοφύλακες,» είπε ο Ορείχαλκος.

«Ναι. Οι πόλεις τους είναι από τις πιο κοντινές στη Φανχάι.»

Οι Γνωστικοί έμεναν στη Ρακ’κάμι, στο Καταφύγιο της Γνώσης· οι Ακτοφύλακες στη Ραντ’κάμι, στο Οχυρό της Θάλασσας. Είχαν κι οι δύο βοηθήσει την πιλότο που είχαν στείλει οι Ορειβάτες ως μαντατοφόρο, προκειμένου να ξεφύγει από την καταδίωξη των πρακτόρων της Παντοκράτειρας. Ο Ορείχαλκος, μάλιστα, θυμόταν πως ο Σάνραντιλ’φεν είχε πει ότι οι Γνωστικοί είχαν ανάμεσά τους κάποιον που βοηθούσε άμεσα την Επανάσταση· ο Πρόμαχος, όμως, δεν είχε γίνει πιο συγκεκριμένος, θέλοντας, προφανώς, να καλύψει την ταυτότητα του μυστικού πράκτορα.

«Ναι,» είπε ο Ορείχαλκος. «Λογικά πρέπει να ήρθαν πριν από εμάς, αν δεν άργησαν να ξεκινήσουν. Και καλό θα ήταν να μάθουμε ποιοι είναι εδώ και ποιους περιμένουμε.»

«Μπορούμε να ρωτήσουμε το ξενοδοχείο,» είπε η Αζουρίτια.

«Δεν είναι βέβαιο ότι ήρθαν στον Δωδεκάψυχο,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος στην αδελφή του. «Επιπλέον, αν ήταν εδώ, νομίζω πως θα το είχαμε ήδη μάθει.»

«Υπάρχουν ένα σωρό ξενοδοχεία στη Φανχάι.» Η Γρανίτια είχε σταματήσει να τρίβει την πλάτη του Τριγώνιου με λάδι, και τώρα εκείνος έτριβε τη δική της πλάτη.

«Δε μπορούμε να τα ψάξουμε όλα,» είπε ο Ορείχαλκος, «αλλά οι Πολεοδόμοι σίγουρα θα ξέρουν ποιοι είναι στην πόλη τους: και σκοπεύω να τους επισκεφτώ το απόγευμα, όπως είπα στον Εύοικο.»

«Μπορεί, όμως, να είναι επικίνδυνο να πας. Οι Παντοκρατορικοί θα σε περιμένουν.»

«Αυτό ήμουν έτοιμη να πω κι εγώ,» είπε η Ανεμόφθαλμη.

«Μέσα στους Τρεις Πύργους δεν θα τολμήσουν να κάνουν τίποτα,» είπε ο Ορείχαλκος. «Οι Πολεοδόμοι δεν θα τους αφήσουν να με συλλάβουν. Πάντοτε ήταν φιλόξενος Οίκος–»

«Μπορεί να μην τους αφήσουν να σε συλλάβουν,» τον διέκοψε η Γρανίτια, «αλλά ίσως να μη μπορέσουν να τους σταματήσουν απ’το να σε δολοφονήσουν.» Έκανε νόημα στον Τριγώνιο να πάψει να της τρίβει την πλάτη.

«Επιπλέον,» είπε η Ανεμόφθαλμη, «είναι και το πώς θα φτάσεις μέχρι τους Τρεις Πύργους. Προσωπικά, πιο πιθανό το θεωρώ να σου επιτεθούν καθοδόν παρά μέσα στην έδρα των Πολεοδόμων.»

«Πράγματι,» συμφώνησε ο Ορείχαλκος, «είναι πιο πιθανό να μου επιτεθούν στο δρόμο. Και καθόλου δύσκολο μες στη Φανχάι.» Υπήρχαν πάρα πολλά σημεία σ’ετούτη την πόλη όπου μπορούσε, για παράδειγμα, να κρυφτεί κάποιος ακροβολισμένος με τουφέκι μακρινής εμβέλειας. Αν ήξεραν ότι ο Ορείχαλκος βρισκόταν στον Δωδεκάψυχο – και μάλλον, με το δίκτυό τους, θα το ήξεραν – μπορούσαν απλά να τον περιμένουν να βγει ώστε να τον δολοφονήσουν. Εκτός αν δεν τον ήθελαν νεκρό… Μπορεί να φοβούνται την τιμωρία της Παντοκράτειρας, αν με σκοτώσουν χωρίς την έγκρισή της.

«Δεν είναι ανάγκη να πας στους Τρεις Πύργους για να μιλήσεις στους Πολεοδόμους,» του είπε η Ανεμόφθαλμη. «Ας έρθουν αυτοί εδώ. Μπορούμε να τους καλέσουμε.»

«Όχι· το σωστό είναι εγώ να πάω να τους βρω, και το ξέρεις. Αυτό απαιτεί το έθιμο.» Όταν ένας ευγενής επιθυμούσε επαφή με ευγενείς ενός άλλου Οίκου και βρισκόταν στην έδρα του Οίκου αυτού, τότε εκείνος όφειλε να πάει να τους βρει, όχι το αντίστροφο· και μάλιστα, φέρνοντάς τους κάποιο δώρο.

«Το έθιμο…» μόρφασε η Ανεμόφθαλμη. «Η κατάσταση τώρα είναι έκρυθμη!»

«Δε μπορούμε να αγνοήσουμε το έθιμο, Ανεμόφθαλμη. Αν οι άλλοι Οίκοι δεν μας σέβονται, δεν θα μας πάρουν σοβαρά – και δικαίως.»

Η Γρανίτια κατένευσε. «Έτσι είναι. Θα μπορούσε, όμως, να πάει κάποιος άλλος από εμάς στους Πολεοδόμους, Ορείχαλκε, όχι εσύ.»

«Όποιος κι αν πάει θα κινδυνέψει–»

«Εσύ όμως περισσότερο. Ήσουν σύζυγος της Παντοκράτειρας.»

«Αυτός ακριβώς είναι κι ο λόγος που πρέπει εγώ να πάω να τους συναντήσω, Γρανίτια. Και θα το κάνω. Με προσοχή, βέβαια.»

«Αφού σύντομα θα συγκεντρωθούμε όλοι σε κάποιο ξενοδοχείο, έτσι κι αλλιώς, τι νόημα έχουν αυτά;» είπε η Ανεμόφθαλμη.

«Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις: είναι αγενές να μην πάμε να τους επισκεφτούμε. Κι επιπλέον, θέλω να δω τις διαθέσεις τους, και να μάθω ποιοι Οίκοι είναι τώρα στη Φανχάι και ποιους περιμένουμε ακόμα. Πώς αλλιώς θα επικοινωνήσουμε για να συγκεντρωθούμε;»

«Αυτά μπορούν να γίνουν και μέσω διαύλου…»

Εξακολουθείς να κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Οι Πολεοδόμοι δεν ήταν υπηρέτες του, για να τους καλέσει μέσω διαύλου και να τους ρωτήσει ποιοι είχαν έρθει και πού έμεναν.

Η Γρανίτια ρώτησε: «Η μεγάλη συγκέντρωση θα γίνει εδώ, στον Δωδεκάψυχο, Ορείχαλκε;»

«Το σκέφτομαι. Μου φαίνεται καλό ξενοδοχείο. Τους ρώτησα κιόλας αν θα μπορούσαν να οργανώσουν κάτι τέτοιο.»

«Και τι είπαν;»

«Είναι πρόθυμοι να το κάνουν.»

«Τους αρέσουν πολύ οι λίθοι που τους δίνεις, νομίζω…»

Ο Ορείχαλκος μειδίασε. «Ακόμα κι έτσι, ξαδέλφη…» Πήρε νερό στις χούφτες του και το έριξε στο πρόσωπό του. Αισθάνθηκε τις χαρακιές του Δημιουργήματος να τον τσούζουν, εξαιτίας του σαπουνιού και των ελαίων, παρότι κάποιες ημέρες είχαν περάσει από τον τραυματισμό του. Οι εφελκίδες ήταν ξερές και τραχιές κάτω από τις παλάμες του.

«Εντάξει,» είπε η Ανεμόφθαλμη, «το πού θα γίνει η συγκέντρωση το βλέπουμε μετά. Το βασικό τώρα είναι πώς θα πας στους Τρεις Πύργους το απόγευμα, αφού επιμένεις. Και προτείνω, αν είναι να το κάνεις, να το κάνεις κρυφά, χωρίς ούτε το προσωπικό του ξενοδοχείου να το ξέρει, ενώ βραδιάζει.»

«Το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος. «Να πάω μόνος μου. Χωρίς συνοδία, και χωρίς όχημα.»

«Κάποιοι, όμως, πρέπει να έρθουν μαζί σου,» είπε η Γρανίτια.

«Θα πάω εγώ,» προθυμοποιήθηκε η Ανεμόφθαλμη.

«Εσύ δεν φτάνεις για να τον προστατέψεις αν χρειαστεί. Αυτή η Μαύρη Δράκαινα, όμως, του Πρίγκιπα Ανδρόνικου, σίγουρα είναι η κατάλληλη για τη δουλειά.»

27.

«Θα είσαι πιο ασφαλής χωρίς μούσι.»

«Δεν το νομίζω.»

«Θα είσαι, επίσης, και πιο όμορφος ξυρισμένος.»

«Τόσα χρόνια δεν είχες παραπονεθεί.»

«Μη φέρνεις αντίρρηση – το ξέρεις ότι πρέπει να γίνει!»

«Δεν υπάρχει κανένας λόγος απολύτως!»

«Έλα, να τελειώνουμε! Λίγα λεπτά μόνο–»

Ο Ανδρόνικος τράβηξε το σπαθί του και το έστρεψε προς το μέρος της. «Μείνε μακριά μου, Μαύρη Δράκαινα!»

Η Ιωάννα κρατούσε ένα ψαλίδι καθώς βημάτιζαν μέσα στη σουίτα που μοιράζονταν με την Άνμα’ταρ, τον Σάνραντιλ’φεν, και τη Σιλάνα. «Κάνεις σαν παιδάκι! Τι θα γίνει, δηλαδή, αν κόψεις το μούσι; Απλά θα είναι πιο δύσκολο να σε αναγνωρίσουν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας. Συνέχεια με μούσι σε βλέπει όλο το Γνωστό Σύμπαν από τότε που την παντρεύτηκες. Χρόνια ολόκληρα!»

«Μ’αρέσει το μούσι μου,» είπε επίμονα ο Ανδρόνικος χωρίς να κατεβάσει το σπαθί του. «Τέλος αυτή η ιστορία.»

«Τα μαλλιά της Έχιδνας!» μούγκρισε η Ιωάννα, αναφερόμενη σε μια σημαντική θεά της Υπερυδάτιας, της διάστασης γενέτειράς της. «Θα νόμιζε κανείς ότι δεν σου λέω να κόψεις το μούσι σου αλλά το–!»

«Δεν υπάρχει περίπτωση να κόψω το μούσι. Εξάλλου, όταν συγκεντρωθούν οι Οίκοι της Σάρντλι θα πρέπει να τους πω ποιος είμαι· δεν πρόκειται να τους το κρύψω.»

Ο επικοινωνιακός δίαυλος της σουίτας κουδούνισε.

Η Ιωάννα αναστέναξε. «Δε βλέπω να μπορούμε να συνεννοηθούμε…»

Ο Ανδρόνικος θηκάρωσε το σπαθί του και βάδισε προς το κουδούνισμα, βγαίνοντας απ’το υπνοδωμάτιο. Η Ιωάννα τον ακολούθησε.

Πλησιάζοντας τον δίαυλο στον τοίχο, ο Ανδρόνικος είδε ότι και ο Σάνραντιλ ερχόταν προς τα εδώ μοιάζοντας αγουροξυπνημένος. Ο Πρίγκιπας της Επανάστασης έκανε νόημα ότι θα απαντούσε εκείνος, και κοίταξε τη μικρή οριζόντια οθόνη του διαύλου. Από τη σουίτα του Ορείχαλκου καλούσαν. Πάτησε το κουμπί που άνοιγε τον δίαυλο έτσι ώστε να μπορούν ν’ακούσουν όλοι.

«Μάλιστα,» είπε.

«Πρίγκιπα Ανδρόνικε, εσύ είσαι;» Η φωνή του Ορείχαλκου.

«Ναι.»

«Ελπίζω να μην ενοχλώ.»

«Επάνω στην ώρα κάλεσες, βασικά.»

«Μπορούμε, δηλαδή, να μιλήσουμε; Θα ήταν δυνατό να έρθω εκεί;»

Ο Ανδρόνικος έριξε μια ματιά στον Σάνραντιλ και στην Ιωάννα: κανένας δεν φαινόταν να έχει αντίρρηση. «Έλα,» είπε στον Ορείχαλκο. «Εκτός από την Άνμα’ταρ και τη Σιλάνα, που ίσως να κοιμούνται, οι άλλοι στο πόδι είμαστε.»

«Ωραία, γιατί κυρίως με την Ιωάννα θέλω να μιλήσω.»

Η επικοινωνία τερματίστηκε, και η Ιωάννα κοίταξε συνοφρυωμένη τον Ανδρόνικο. «Δεν έχω ιδέα,» της είπε εκείνος.

Ο Ορείχαλκος μετά από λίγο ήταν στη σουίτα τους, και κάθισε σε μια πολυθρόνα ενώ ο Ανδρόνικος, η Ιωάννα, και ο Σάνραντιλ’φεν κάθισαν αντίκρυ του.

«Θα πιεις κάτι;» τον ρώτησε ο Πρίγκιπας της Επανάστασης.

Ο Ορείχαλκος κούνησε το κεφάλι. «Όχι, ευχαριστώ.» Ήταν ντυμένος μ’έναν απλό χιτώνα κι ένα ζευγάρι μαλακά δερμάτινα παπούτσια. Τα μακριά πορφυρά μαλλιά του ήταν ακόμα νωπά.

«Τι έχεις να μας πεις;»

Ο Ορείχαλκος τούς μίλησε για τις σκέψεις του σχετικά με την επίσκεψη που σχεδίαζε να κάνει στους Τρεις Πύργους το απόγευμα, και ρώτησε αν θα μπορούσε να τον συνοδέψει η Ιωάννα. «Επίσης,» είπε, «αν έχετε κάτι άλλο να προτείνετε….» Δεν ολοκλήρωσε αλλά ήταν ευνόητη η προτροπή του.

Ο Ανδρόνικος κοίταξε την Ιωάννα. «Θα τον συνοδέψεις;»

Κανονικά, βρίσκομαι εδώ για να συνοδεύω εσένα, σκέφτηκε εκείνη, σβήνοντας το τσιγάρο της σ’ένα τασάκι. «Ναι,» είπε, «αν εσύ δεν πας πουθενά.»

«Για την ακρίβεια, σκεφτόμουν ίσως να πάω μαζί με τον Ορείχαλκο.»

Κάτι τέτοιες ανοησίες έρχονται στο μυαλό σου κάθε τόσο! «Οι Παντοκρατορικοί μπορεί να μην επιτεθούν στον Ορείχαλκο μέσα στους Τρεις Πύργους, αλλά αν πας εσύ εκεί, τότε οι Τρεις Πύργοι σίγουρα θα γίνουν πεδίο μάχης, Ανδρόνικε.»

Ο Ανδρόνικος το σκέφτηκε.

Ο Ορείχαλκος είπε: «Καλύτερα, θα έλεγα κι εγώ, να μην έρθεις, για να μην τους προκαλέσουμε. Η δική μου παρουσία θα είναι ήδη αρκετά προκλητική.»

«Ωραία τότε,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος· «θα μείνω εδώ, και η Ιωάννα θα έρθει μαζί σου. Ποιους άλλους θα πάρεις, και πώς σκοπεύεις να βγεις από το ξενοδοχείο χωρίς κανένας να σε δει;»

«Ο θείος μου ο Αστροφώτιστος ο Τρίτος έμενε εδώ, τις προάλλες. Αναρωτιέμαι αν είναι ακόμα εδώ…»

«Τι σχέση έχει αυτό;»

«Γνωρίζει, μάλλον, το ξενοδοχείο καλύτερα από εμένα, Πρίγκιπα Ανδρόνικε.»

«Επομένως, το θεωρείς πιθανό να ξέρει και κάποια… πίσω πόρτα;»

«Δεν θα το απέκλεια. Μπορώ να χρησιμοποιήσω τον δίαυλο;» Έδειξε τον επικοινωνιακό δίαυλο της σουίτας.

«Εννοείται.»

Ο Ορείχαλκος σηκώθηκε, πλησίασε τον δίαυλο, και κάλεσε τη ρεσεψιόν. Τους είπε ποιος ήταν και τους ρώτησε αν ο Αστροφώτιστος ο Τρίτος, του Οίκου των Ουράνιων, διέμενε ακόμα στο ξενοδοχείο. Η απάντηση που έλαβε ήταν θετική. Ο Ορείχαλκος ζήτησε να τον συνδέσουν με τη σουίτα του Αστροφώτιστου, και κρατώντας το ακουστικό του δίαυλου στ’αφτί περίμενε.

Μετά από λίγο, άκουσε από την άλλη μεριά της γραμμής: «Μάλιστα;» Δεν θυμόταν και τόσο καλά τη φωνή του θείου του, αλλά αυτή πρέπει να ήταν.

«Ο Αστροφώτιστος ο Τρίτος;»

«Μάλιστα

«Ο Ορείχαλκος είμαι, θείε. Πώς είσαι;»

«Καλά. Άκουσα πως έφερες τους Ούρταθ στη Φιλτά’κβι κι έστησαν καταυλισμό στις όχθες της Νόλκ’βα.» Γέλασε. «Τα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα, όπως βλέπεις.» Ο Αστροφώτιστος δεν πρέπει να γνώριζε ακόμα για τη συγκέντρωση των Οίκων στη Φανχάι.

«Μπορώ να έρθω να μιλήσουμε;»

«Σε λίγο θα φύγω να πάω σε μια συνάντηση. Πρόκειται για κάτι σημαντικό;»

«Ναι.»

«Έλα τότε. Σε περιμένω.»

«Ευχαριστώ, θείε.»

Ο Ορείχαλκος έκλεισε τον δίαυλο. Στράφηκε στον Ανδρόνικο, την Ιωάννα, και τον Σάνραντιλ’φεν και τους είπε ότι έπρεπε να πηγαίνει.

«Θα είμαι έτοιμη για να φύγουμε, το απόγευμα,» υποσχέθηκε η Ιωάννα.

Ο Ορείχαλκος ένευσε και βγήκε από τη σουίτα τους, πηγαίνοντας προς τη σουίτα του Αστροφώτιστου του Τρίτου. Στο δρόμο συνάντησε την Αστρόπνοη την Τρίτη, η οποία του χαμογέλασε χωρίς να του πει πού κατευθυνόταν· κατέβαινε, πάντως. Πού μπορεί να πηγαίνει τέτοια ώρα; αναρωτήθηκε ο Ορείχαλκος. Όλοι ξεκουράζονται. Ή, τουλάχιστον, σχεδόν όλοι, διόρθωσε τον εαυτό του καθώς συνειδητοποίησε ότι εκείνος κάθε άλλο παρά ξεκουραζόταν – αν και θα έπρεπε.

Είναι δυνατόν να υποπτεύομαι την Αστρόπνοη; Ήταν αδελφή της Ανεμόφθαλμης, και ποτέ δεν είχε δώσει κανένα αρνητικό σημάδι σαν αυτά που έδινε, για παράδειγμα, ο Ρουμπίνης. Η Ανεμόφθαλμη δεν μου έχει ποτέ πει τίποτα κακό για την αδελφή της. Μόνο για την ξαδέλφη της του έλεγε, συνήθως: για την Ανεμόφθαλμη την Πρώτη, την οποία θεωρούσε ανόητη που είχε παντρευτεί τον Βύρωνα Καλπάρτι.

Ο Ορείχαλκος έφτασε στη σουίτα του θείου του και χτύπησε, ενώ αναρωτιόταν: Γνωρίζουν, άραγε, οι άλλοι Ουράνιοι ότι ο Αστροφώτιστος ο Τρίτος είναι εδώ, στο ξενοδοχείο;

Ο Αστροφώτιστος τού άνοιξε και τον υποδέχτηκε. «Τι έπαθες;» τον ρώτησε κοιτάζοντας τον καταπρόσωπο.

Ο Ορείχαλκος συνοφρυώθηκε, μην καταλαβαίνοντας.

Ο Αστροφώτιστος άγγιξε το πρόσωπό του με τα δάχτυλα ανοιχτά, παριστάνοντας ότι γρατσούνιζε τον εαυτό του. «Τραυματίστηκες… Από κάποιο θηρίο;»

«Όχι ακριβώς,» είπε ο Ορείχαλκος. «Θα σου εξηγήσω, θείε. Ας καθίσουμε.»

«Ασφαλώς. Έλα.»

Ο Ορείχαλκος κάθισε σε μια ψάθινη πολυθρόνα με μαλακά μαξιλάρια, και ο Αστροφώτιστος πήγε να γεμίσει δύο ποτήρια με υπόγειο οίνο από την κάβα.

Ο Ορείχαλκος είδε ένα γυναικείο πρόσωπο να τους κρυφοκοιτάζει από μια πόρτα. Μόλις όμως η γυναίκα πρόσεξε ότι την είχαν παρατηρήσει εξαφανίστηκε. «Είναι κάποια εδώ;» ρώτησε τον θείο του καθώς εκείνος τού πρόσφερε ένα ποτήρι με υπόγειο οίνο.

«Ναι. Δύο, βασικά. Συνοδοί.»

Ο ευγενικός όρος για να πεις πόρνες. «Μπορείς να τις διώξεις; Θα ήθελα κανείς να μην κρυφακούει.»

«Θα έφευγαν σε λίγο, ούτως ή άλλως.»

Ο Αστροφώτιστος μπήκε στην πόρτα απ’όπου είχε εμφανιστεί το γυναικείο πρόσωπο. Δεν πέρασε πολλή ώρα και δύο γυναίκες βγήκαν από εκεί, ντυμένες προκλητικά και φεύγοντας από τη σουίτα.

Ο θείος του Ορείχαλκου κάθισε, τελικά, αντίκρυ του μ’ένα ποτήρι υπόγειο οίνο στο χέρι. «Πώς τραυματίστηκες;» τον ρώτησε.

Ο Ορείχαλκος τού εξήγησε τι είχε συμβεί τις τελευταίες ημέρες, καθώς και τι, μάλλον, θα συνέβαινε μέσα στις επόμενες.

«Μου φαίνεται ότι έφερες το τέλος της διάστασης, Ορείχαλκε.»

«Μη γίνεσαι μελοδραματικός, θείε.»

«Μα τα γέρικα βυζιά της Νάεφισπ! μελοδραματικός; Ήσουν σύζυγος της Παντοκράτειρας και την πρόδωσες! Συναναστρέφεσαι τώρα τον Αρχιπροδότη και είσαι με την Επανάσταση. Και προσπαθείς να φέρεις και τους άλλους Οίκους με το μέρος σου.»

«Οι Ουράνιοι είναι ήδη με το μέρος μου.»

«Ευτυχώς για σένα, ο ξάδελφός μου, ο Ηλιόνους, και ο αδελφός μου, ο Επουράνιος, έπαιρναν πάντα αποφάσεις χωρίς να με ρωτήσουν.»

«Εσύ θα ήσουν εναντίον μου, θείε;»

«Δεν ξέρω, αλλά θα το σκεφτόμουν πολύ σοβαρά προτού στραφώ να πολεμήσω τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας.»

«Οι Παντοκρατορικοί σκότωσαν τον θείο μου τον Όνυχα και τον αντικατέστησαν μ’ένα Δημιούργημα,» τόνισε ο Ορείχαλκος, αν και του το είχε ήδη πει ασφαλώς, «έναν άνθρωπο που δεν είναι άνθρωπος. Και τόσο καιρό δεν ξέραμε τίποτα! Εσύ τι θα έκανες, δε θα στρεφόσουν εναντίον τους;»

«Δεν ξέρω. Δύσκολο να σου απαντήσω…»

«Χρειάζομαι τη βοήθειά σου,» του είπε ο Ορείχαλκος, «γι’αυτό είμαι εδώ.»

«Δε μ’αρέσει τούτο,» παρατήρησε ο Αστροφώτιστος.

«Μια πληροφορία θέλω μόνο.»

«Πες μου.»

Τον ρώτησε ποιος ήταν ο πιο κρυφός τρόπος για να βγει κανείς από τον Δωδεκάψυχο, κι εκείνος, μετά από μια στιγμή σκέψης, του είπε.

«Ελπίζω να μην περνά απ’το μυαλό σου να με προδώσεις, θείε.»

«Να, βλέπεις τι έχει συμβεί τώρα, με την κατάσταση που προκάλεσες; Δεν μπορείς να εμπιστευτείς ούτε την ίδια σου την οικογένεια.»

28.

«Δεν έπρεπε να είχα φέρει τα παιδιά εδώ, Βύρωνα,» είπε η Ανεμόφθαλμη η Πρώτη, κοιτάζοντας έξω απ’το παράθυρο του δωματίου που τους είχε παραχωρήσει η Τριγώνια η Πέμπτη στο παλάτι της Καρθάι. Πέρα απ’τα τείχη της πόλης μπορούσε να δει τους κατασκηνωμένους πολιορκητές μέσα στη νύχτα. «Αν το ήξερα αυτό, δεν θα τα είχα φέρει.»

Ο Βύρωνας καθόταν στον καναπέ, με τη στρατιωτική του στολή ξεκούμπωτη και το ένα του πόδι επάνω στο κάθισμα, καπνίζοντας. «Δε θ’άφηνα τα παιδιά μου να στιγματιστούν ως προδότες και αποστάτες, Ανεμόφθαλμη.»

Εκείνη πήρε το βλέμμα της από το παράθυρο, στρεφόμενη να τον αντικρίσει. Δεν είναι μόνο δικά σου παιδιά! σκέφτηκε, ενοχλημένη. «Και τι κάναμε τώρα; Τα φέραμε εδώ και τα φυλακίσαμε!»

«Κανένας δεν έχει ‘φυλακιστεί’. Οι αποστάτες κάνουν μια τελευταία, απελπισμένη προσπάθεια να κρατηθούν στη διάσταση.»

«Τελευταία, απελπισμένη προσπάθεια;» γέλασε πικρά η Ανεμόφθαλμη. «Δε μου φαίνονται και τόσο απελπισμένοι, Βύρωνα. Εμείς, όμως, σίγουρα είμαστε αποκλεισμένοι. Το απόγευμα απώθησαν άλλο ένα ελικόπτερο που ερχόταν προς τα εδώ.»

«Θα οργανωθούν καλύτερα αυτοί που έρχονται, θα τους διαλύσουν. Θα δεις. Είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι ο Ορείχαλκος μπορεί να νικήσει ύστερα από την προδοσία του; Είναι σα να έφτυσε καταπρόσωπο την ίδια την Παντοκράτειρα! Ήταν σύζυγός της, Ανεμόφθαλμη.»

Εκείνη αναστέναξε. Σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της ακουμπώντας την πλάτη στον τοίχο, πλάι στο ανοιχτό παράθυρο. «Δε μ’αρέσει τίποτα απ’αυτά…» είπε κοιτάζοντας τα δοκάρια στο ταβάνι. «Τίποτα…» Έκλεισε τα μάτια. «Δεν έπρεπε να σε είχα ακούσει, Βύρωνα.»

«Δεν υπήρχε περίπτωση ν’αφήσω τα παιδιά μου εκεί όπου αποστάτες μπορούσαν να–»

«Δεν είναι μόνο δικά σου παιδιά!» Τα μάτια της άνοιξαν, οργισμένα. «Ανήκουν πρώτα στον Οίκο των Ουράνιων!» Είτε έχουν β’ζάιλ είτε όχι, πρόσθεσε νοερά, γιατί όταν ο ένας γονιός ήταν ευγενής και ο άλλος όχι, δεν ήταν βέβαιο ότι το παιδί θα είχε β’ζάιλ. Αυτό θα γινόταν φανερό κατά την εφηβεία. Μέχρι στιγμής, τα αγόρια της Ανεμόφθαλμης ήταν πολύ μικρά.

Το β’ζάιλ της της ψιθύρισε: Σ’το είχα πει ότι ήταν ριψοκίνδυνο να τον ακολουθήσεις…

Ο Βύρωνας σηκώθηκε από τον καναπέ. «Τα παιδιά μας είναι παιδιά μας, Ανεμόφθαλμη. Δεν θα–»

«Τώρα έγιναν ‘παιδιά μας’; Τόση ώρα έλεγες ‘παιδιά μου’!»

«Δεν τα έκανα μόνος μου,» είπε ο Βύρωνας εκνευρισμένα, σβήνοντας το τσιγάρο του στο τασάκι. «Γιατί ανησυχείς; Τι νομίζεις ότι θα συμβεί;»

«Έχουμε αποκοπεί εδώ πέρα. Έχουμε αποκλειστεί. Και η οικογένειά μου θ’ανησυχεί για μένα και για τα παιδιά. Τίποτα δεν έχουμε καταφέρει.» Αναστέναξε ξανά.

«Και τι θα προτιμούσες να γινόταν;» φώναξε ο Βύρωνας. «Να έφευγα και ν’άφηνα εσένα και τους μικρούς μαζί με τους αποστάτες;»

«Δεν σου είπα να φύγεις…»

«Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει; Αν δεν έφευγα θα με σκότωναν στον ύπνο μου!»

Η Ανεμόφθαλμη κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Είσαι του Οίκου των Ουράνιων τώρα.»

«Ανεμόφθαλμη, είναι αποστάτες. Δε διστάζουν–»

Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του χτύπησε. Ο Βύρωνας τον έπιασε από το τραπέζι, όπου ήταν ακουμπισμένος δίπλα στο τασάκι, και τον έφερε στ’αφτί του ανοίγοντάς τον. «Λοχαγός Βύρων Καλπάρτι.»

Άκουσε τι είχαν να του πουν και μετά έκλεισε. «Κάτι γίνεται έξω,» είπε στην Ανεμόφθαλμη. «Στον καταυλισμό των εχθρών.» Κούμπωσε τη στολή του, φόρεσε τις μπότες του, και έφυγε απ’το δωμάτιο, βιαστικά.

Η Ανεμόφθαλμη δεν τον ακολούθησε. Μπορούσε να γευτεί μια ξινίλα στο στόμα της και να νιώσει μια βαθιά απογοήτευση στο στήθος της. Στράφηκε πάλι στο παράθυρο και κοίταξε έξω, πέρα απ’τα τείχη. Εγώ δε βλέπω να γίνεται τίποτα, σκέφτηκε.

29.

Ο Σέλιρ’χοκ καθόταν έξω απ’τη σκηνή του, οκλαδόν, και διαλογιζόταν, όταν άκουσε τη φασαρία. Άνοιξε τα μάτια, σηκώθηκε όρθιος κρατώντας το ραβδί του, και κοίταξε προς τη μεριά του θορύβου μέσα στον νυχτερινό καταυλισμό. Κάτι γινόταν με τους Ούρταθ αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς.

Πλησίασε χωρίς καθυστέρηση. Το επίμαχο σημείο ήταν στα άκρα του καταυλισμού. Οι Ούρταθ είχαν πιάσει κάποιους. Μια γυναίκα κι έναν άντρα, κι οι δυο ντυμένοι με χιτώνες. Η γυναίκα ήταν τώρα γονατισμένη κι ένας Ούρταθ κρατούσε τα χέρια της πίσω απ’την πλάτη της, με επώδυνο τρόπο αναμφίβολα. Το γαλανόδερμο πρόσωπό της ήταν ματωμένο. Τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της γυάλιζαν ξανθά στο φεγγαρόφωτο. Παραδίπλα ήταν πεταμένο ένα πιστόλι – δικό της πιθανώς. Ο άντρας ήταν μαυρόδερμος και πεσμένος ανάσκελα στο έδαφος· ένας Ούρταθ στεκόταν από πάνω του, έχοντας την αιχμή του σπαθιού του στον λαιμό του άντρα. Ένας άλλος Ούρταθ ήταν τραυματισμένος στον μηρό· το αίμα του γυάλιζε πάνω στο κατάλευκο πόδι του. Ωστόσο, στεκόταν ευθυτενής μ’ένα πιστόλι στο χέρι.

Ο Αργυρόδρομος και ο Επουράνιος ο Δεύτερος βρίσκονταν ήδη εδώ, παρατήρησε ο Σέλιρ’χοκ. «Τι συμβαίνει;» τους ρώτησε.

«Προσπάθησαν να φτάσουν στην πύλη της Καρθάι,» είπε ο Αργυρόδρομος. «Τους έπιασαν οι Ούρταθ.»

«Ποιοι είναι;»

«Αυτό θέλουμε να μάθουμε.»

Ο Επουράνιος τούς παρατηρούσε προσεχτικά, μοιάζοντας να προσπαθεί να θυμηθεί τις όψεις τους.

«Τους αναγνωρίζετε, Άρχοντά μου;» τον ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ.

«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, «δε νομίζω.»

«Ποιος είσαι;» ρώτησε, λαχανιασμένα, ο μαυρόδερμος άντρας που ήταν πεσμένος ανάσκελα. «Είσαι από Οίκο;»

«Επουράνιος ο Δεύτερος, του Οίκου των Ουράνιων.»

Ο άντρας έγλειψε τα ξεραμένα χείλη του. «Ονομάζομαι Ξιφοφόρος. Ξιφοφόρος ο Δεύτερος, του Οίκου των Οπλομάχων.»

Τα μάτια του Επουράνιου στένεψαν. «Ο αδελφός της θείας μου της Τοξομάχης;…» Δεν έμοιαζε απόλυτα σίγουρος.

«Της Τοξομάχης της Πρώτης, ναι,» του είπε ο Ξιφοφόρος. «Έχει παντρευτεί τον Αστροφώτιστο τον Δεύτερο.» Έγλειψε πάλι τα ξεραμένα χείλη του, έβηξε.

«Άφησέ τον να σηκωθεί!» πρόσταξε ο Επουράνιος τον Ούρταθ που είχε το σπαθί του στον λαιμό του Ξιφοφόρου. Εκείνος δεν κινήθηκε. «Άφησέ τον να σηκωθεί,» επανέλαβε ο Επουράνιος, χειρονομώντας για να δείξει τι εννοούσε. Ο Ούρταθ – που, μάλλον, δεν ήξερε και πολύ καλά την Πανσάρντλια – πήρε το σπαθί του απ’το λαιμό του μαυρόδερμου άντρα και παραμέρισε.

Ο Επουράνιος έδωσε το χέρι του στον Ξιφοφόρο κι εκείνος στάθηκε στα πόδια του, εξουθενωμένος.

Ο Επουράνιος είπε σ’έναν απ’τους μισθοφόρους που είχαν έρθει κοντά: «Φέρτε νερό για τον Άρχοντα Ξιφοφόρο.» Ο πολεμιστής άνοιξε το παγούρι του και το έδωσε. Ο Ξιφοφόρος ήπιε διψασμένα.

«Ποια είν’αυτή;» ρώτησε ο Επουράνιος, κοιτάζοντας τώρα τη γυναίκα που οι Ούρταθ κρατούσαν γονατισμένη.

«Η σύζυγός μου,» αποκρίθηκε ο Ξιφοφόρος.

Ο Αργυρόδρομος, μοιάζοντας να έχει προσέξει κάτι, πλησίασε τη γυναίκα, άρπαξε τον χιτώνα της στα χέρια του, και τον τράβηξε σχίζοντάς τον. Από κάτω αποκαλύφτηκε μια λευκή στρατιωτική στολή. «Παντοκρατορική,» είπε. Και προς τον Ξιφοφόρο: «Η γυναίκα σου είναι με τον εχθρό, Άρχοντά μου.»

Εκείνος έμεινε σιωπηλός.

Η Παντοκρατορική είπε: «Αφήστε μας να μπούμε στην πόλη. Δε θα κερδίσετε τίποτα από εμάς. Δεν έχουμε πληροφορίες να σας δώσουμε.»

«Πληροφορίες;» έκανε ο Αργυρόδρομος. «Δεν περιμένουμε πληροφορίες! Ποιο είναι τ’όνομά σου;»

Η γυναίκα δεν μίλησε.

Ο Αργυρόδρομος τη χαστούκισε. Εκείνη προσπάθησε να κινηθεί, αλλά ο Ούρταθ πίσω της της κρατούσε ακόμα τα χέρια γυρισμένα στην πλάτη και ο πόνος πρέπει να ήταν έντονος.

«Σταμάτα!» είπε ο Ξιφοφόρος στον Αργυρόδρομο. «Σου είπα, είναι σύζυγός μου! Το όνομά της είναι Κλαρίσσα Λάναρκωφ. Λοχαγός. Μας εμποδίσατε απ’το να μπούμε στην πόλη· δεν είναι ανάγκη και να μας βασανίσετε!»

«Δεν έχουμε σκοπό να βασανίσουμε κανέναν,» του είπε ο Αργυρόδρομος. «Αλλά, για την ώρα, θα μείνετε μαζί μας.» Στράφηκε σε δύο επαναστάτες του Φτερωτού Όρους. «Δέστε την Παντοκρατορική.» Κι έκανε νόημα στον Ούρταθ ν’αφήσει τα χέρια της.

«Δεν είναι απαραίτητο,» είπε ο Ξιφοφόρος. «Παίρνω εγώ την ευθύνη.»

«Λυπάμαι, δε σ'εμπιστευόμαστε.»

«Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;» είπε θυμωμένα ο Ξιφοφόρος, στρεφόμενος στον Επουράνιο τον Δεύτερο. «Αυτός παίρνει αποφάσεις εδώ;»

Ο Αργυρόδρομος ήταν που του απάντησε, όμως: «Αργυρόδρομος ο Τρίτος, του Οίκου των Οδηγών. Χάρηκα για τη γνωριμία.»

30.

«Κάποιους έπιασαν,» είπε ο Δημήτριος, κοιτάζοντας με τα κιάλια από τις επάλξεις του παλατιού της Καρθάι. «Και νομίζω πως μπορώ να τους αναγνωρίσω… Η Κλαρίσσα Λάναρκωφ πρέπει να είναι, και ο σύζυγός της, ο Ξιφοφόρος ο Δεύτερος.»

«Αυτοί μάλλον ήταν και στο ελικόπτερο που χτυπήθηκε το πρωί,» είπε ο Βύρωνας. «Η ουρά του είχε πάθει ζημιά, και σε τέτοιες περιπτώσεις το αεροσκάφος μπορεί να πέσει. Υποθέτω πως έπεσε στην Τρίγωνη, όχι και πολύ μακριά από δω, και μετά προσπάθησαν να έρθουν με τα πόδια. Προσπάθησαν να προσπεράσουν τους πολιορκητές μέσα στη νύχτα.»

«Μάλλον,» είπε μόνο ο Δημήτριος, εξακολουθώντας να κοιτάζει με τα κιάλια.

Η Τριγώνια η Πέμπτη γέλασε κοροϊδευτικά. «Μάταια η προσπάθειά τους…»

Ο Ρουμπίνης στράφηκε να την κοιτάξει. «Σου φαίνεται αστείο;»

Η Τριγώνια ήταν καθισμένη στις επάλξεις σαν να έβλεπε κάποιο καρναβάλι συγκεντρωμένο έξω από τα τείχη της πόλης της, όχι πολιορκητές. Ήταν ντυμένη μ’ένα ασημόχρωμο νυχτικό, κι επάνω στους ώμους και στο στήθος της έπεφτε ένα μαλακό σάλι. Τα ξανθά μαλλιά της γυάλιζαν στο φως της Σελήνης. Τα μάτια της ατένισαν τώρα τον Ρουμπίνη. «Εσένα δεν σου φαίνεται;» Ύψωσε ένα φρύδι.

«Όχι.»

«Δε μοιάζεις και πολύ χαρούμενος…»

«Άνθρωποι σκοτώνονται εκεί κάτω!»

«Δεν είδα κανένας να έχει πεθάνει ακόμα.»

«Αρχόντισσά μου,» παρενέβη ο Δημήτριος κατεβάζοντας τα κιάλια του, «η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή. Οι αποστάτες τώρα έχουν και αιχμαλώτους.»

«Και τι θα τους κάνουν;» έθεσε το ερώτημα η Τριγώνια. «Πρόκειται να βγείτε από την πόλη μου αν σας απειλήσουν ότι θα τους σκοτώσουν; Το μόνο σοβαρό θέμα όλης αυτής της γελοίας ιστορίας είναι ότι έχετε βάλει την Καρθάι σε κίνδυνο, κύριε.»

«Η Καρθάι είναι ιδανική για τη δουλειά που τη θέλουμε, Αρχόντισσά μου. Και πιστεύω εσείς, τουλάχιστον, είστε ακόμα πιστή στην Παντοκράτειρα.»

«Προσπαθώ, αλλά μου το κάνετε ολοένα και πιο δύσκολο.»

«Ελπίζω,» είπε ο Δημήτριος, «να μην περνά απ’το μυαλό σας να προδώσετε τη Μεγαλειοτάτη, γιατί θα υπάρξουν συνέπειες που δεν θα μπορέσω να ελέγξω.» Και, στρεφόμενος, έφυγε από τις επάλξεις.

Ο Καλπάρτι τον ακολούθησε, σιωπηλά.

Ο Ρουμπίνης έμεινε μόνος με την Τριγώνια, και της είπε: «Καταλαβαίνεις ότι μπορεί έτσι να βάλεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο;»

«Τι θα μου κάνουν εμένα; Θα με απαγάγουν μέσα στην πόλη μου; Θα με σκοτώσουν;» Ο τρόπος που μιλούσε θα ταίριαζε περισσότερο σε γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας από δεκάξι χρονών. Αλλά, από την άλλη, ίσως το γεγονός ότι ήταν δεκάξι χρονών να την έκανε τόσο απερίσκεπτη. Ίσως τα λόγια της να μην οφείλονταν σε ώριμη σκέψη αλλά σε παρόρμηση, υπέθεσε ο Ρουμπίνης. «Αν ήθελα να τους διώξω από δω, θα τους είχα διώξει, Ρουμπίνη.»

Εκείνος χαμογέλασε από ευγένεια.

«Νομίζεις ότι δε θα μπορούσα;» είπε προκλητικά η Τριγώνια.

«Δε θα σου πρότεινα να το προσπαθήσεις.» Και το β’ζάιλ του τον προειδοποίησε: Πρόσεχε μ’αυτήν, Ρουμπίνη. Φαίνεται παράτολμη. Σκέψου δυο φορές προτού κάνεις ένα βήμα μαζί της. Ο Ρουμπίνης αναρωτήθηκε τι να έλεγε το β’ζάιλ της Τριγώνιας. Ήταν τόσο παράτολμο πνεύμα όσο εκείνη;

Η Τριγώνια μειδίασε, δείχνοντας αληθινά διασκεδασμένη. «Γιατί όχι; Νομίζεις ότι φοβάμαι;»

«Θα έπρεπε να φοβάσαι.»

«Δεν φοβάμαι,» δήλωσε η Τριγώνια η Πέμπτη, σοβαρά. «Μπορώ, αν θέλω, ώς την αυγή να τους έχω όλους κλειδωμένους στα μπουντρούμια μου.»

«Μην κάνεις καμια ανοησία.»

«Εσύ γιατί είσαι τόσο πολύ υπέρ τους, Ρουμπίνη;»

«Βλέπω ποιο είναι το καλό της διάστασης.»

«Το καλό της διάστασης;» Η Τριγώνια γέλασε. «Έχω ακούσει ότι ήθελες να παντρευτείς την Παντοκράτειρα αλλά ο αδελφός σου, ο Ορείχαλκος, δεν σε άφησε. Αυτός είναι ο λόγος που–;»

«Μη λες σαχλαμάρες!» Το β’ζάιλ του τον προειδοποίησε: Πρόσεχε, Ρουμπίνη, μαζί της. Πρόσεχε.

Η Τριγώνια μειδίασε. «Θα χαίρεσαι τώρα, που ο Ορείχαλκος έγινε ‘αποστάτης’, ε; Πιστεύεις ότι η Παντοκράτειρα θ’αποφασίσει να… αλλάξει σύζυγο;»

«Αρκετά άκουσα.» Ο Ρουμπίνης στράφηκε να φύγει. Η κοπέλα μιλούσε σαν μεθυσμένη!

Η Τριγώνια τον έπιασε απ’το μανίκι, με τα δύο χέρια, σταματώντας τον. «Μ’αφήνεις μόνη, μες στο νυχτερινό ψύχος;»

Ο Ρουμπίνης γύρισε πάλι να την αντικρίσει. «Δε μου φαίνεται να κρυώνεις.»

«Είσαι σίγουρος;» Η Τριγώνια παραμέρισε το σάλι της, αποκαλύπτοντας τους γυμνούς της ώμους. Έπιασε το χέρι του Ρουμπίνη και το έβαλε πάνω στο λευκό-ροζ δέρμα της. «Τι νομίζεις;»

«Δεν είσαι παγωμένη, πάντως. Μάλλον ζεστή μού φαίνεσαι.»

«Ακόμα ένας λόγος για να μείνεις.» Ύψωσε το φρύδι της, ατενίζοντας τον καταπρόσωπο.

«Η Αρχόντισσα της Καρθάι χρειάζεται έναν άντρα, νομίζω,» είπε ο Ρουμπίνης παίρνοντας το χέρι του από πάνω της παρά τη μικρή αντίσταση που του έφερε το δικό της χέρι.

«Και τον βρήκε;» ρώτησε η Τριγώνια ευθαρσώς.

Ο Ρουμπίνης γέλασε. «Όχι,» είπε.

«Αυτή είναι η κατάρα μου. Δε μπορώ να βρω άντρα να με ικανοποιήσει…»

Ο Ρουμπίνης δεν ήξερε αν αστειευόταν ή αν μιλούσε σοβαρά, κι απορούσε πώς ήταν δυνατόν να του λέει τέτοια πράγματα από τη στιγμή που, παλιότερα, ποτέ ξανά δεν τον είχε συναντήσει. «Είσαι πολύ μικρή για να το λες αυτό.»

«Είμαι;»

«Δεκάξι χρονών γριά…»

Η Τριγώνια γέλασε. «Και πόσο χρονών είσαι εσύ, Ρουμπίνη;»

«Τριάντα-τεσσάρων.»

«Πιο μεγάλος απ’τον αδελφό σου, τον Ορείχαλκο;»

Το χαμόγελό του εξαφανίστηκε. «Όχι. Ο Ορείχαλκος είναι δυο χρόνια πιο μεγάλος από εμένα.»

«Πώς κατέληξες εδώ;» τον ρώτησε η Τριγώνια. «Δε μου μοιάζεις για αιχμάλωτος, όπως η Ανεμόφθαλμη και τα παιδιά της.»

«Η Ανεμόφθαλμη δεν είναι αιχμάλωτη.»

«Για αιχμάλωτη μού φαίνεται εμένα. Πες μου, πώς ήρθες; Συνεργαζόσουν με τον Δημήτριο εξαρχής;»

Ο Ρουμπίνης τής εξήγησε πώς είχε καταλήξει στην Καρθάι.

Η Τριγώνια γέλασε σαν να της είχε διηγηθεί κάποια κωμική ιστορία. «Είσαι, λοιπόν, αιχμάλωτος!»

«Δεν είμαι αιχμάλωτος!»

«Αφού σ’έφερε εδώ με το ζόρι! Φυσικά και είσαι.»

«Εξακολουθώ να είμαι πιστός στην Παντοκράτειρα. Θα ερχόμουν ούτως ή άλλως,» δήλωσε ο Ρουμπίνης.

Η Τριγώνια δάγκωσε μια τούφα από τα ξανθά της μαλλιά, μειδιώντας. «Αφού το λες…»

Τον είχε τσαντίσει πια με τα καμώματά της. «Πηγαίνω στο δωμάτιό μου,» της είπε. «Αν κρυώνεις έλα μέσα.»

«Θα το έχω υπόψη,» αποκρίθηκε η Τριγώνια πίσω του, καθώς εκείνος έφευγε από τις επάλξεις.

Η κοπέλα ήταν πειραχτήρι και περίεργη, σκέφτηκε ο Ρουμπίνης βαδίζοντας προς το δωμάτιό του. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Ο τρόπος της, όμως, εξακολουθούσε να του φαίνεται ότι κανονικά θα ταίριαζε σε μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας.

Όταν μπήκε στο δωμάτιό του, η Ευύδρια τού είπε απότομα: «Τελείωσε η συναναστροφή με τη χρυσομαλλούσα;»

Ο Ρουμπίνης συνοφρυώθηκε. «Με παρακολουθούσες;»

«Το παράθυρο,» έδειξε η Ευύδρια, «βλέπει στις επάλξεις όπου στεκόσασταν. Πάλι καλά που δεν την πασπάτεψες και πιο χαμηλά!»

«Η κοπέλα είναι αλλόκοτη,» είπε ο Ρουμπίνης, «αλλά τίποτα σπουδαίο δεν συμβαίνει μαζί της.»

«Τι σου έλεγε τόση ώρα;»

«Ανοησίες.»

«Σου μιλούσε τόση ώρα γι’ανοησίες;» Η δυσπιστία ήταν έκδηλη στο πρόσωπό της.

«Ναι. Για τον Ορείχαλκο μού έλεγε και για την Παντοκράτειρα. Και ότι αν ήθελε μπορούσε να διώξει τον Δημήτριο και τον Καλπάρτι· ή, μάλλον, να τους κλείσει στα μπουντρούμια της. Της είπα ότι μια τέτοια κίνηση δεν θα ήταν συνετή. Τέτοιες χαζομάρες μού έλεγε, Ευύδρια. Σου είχα πει κι εσύ νάρθεις στις επάλξεις αλλά δεν ήθελες…»

«Τι να κάνω μες στη νύχτα;» μόρφασε εκείνη, καθίζοντας στο κρεβάτι και μαζεύοντας το νυχτικό της γύρω της. Ήταν ακόμα μουτρωμένη.

Ο Ρουμπίνης έβγαλε τα ρούχα του κι ανέβηκε κι εκείνος στο κρεβάτι, προχωρώντας στα τέσσερα και πηγαίνοντας κοντά της. Φίλησε το στήθος της, κι ύστερα τα χείλη του πλησίασαν το πρόσωπό της. «Μόνο μία γυναίκα υπάρχει που αγαπώ. Ξέρεις ποια είναι;»

Η Ευύδρια μούγκρισε αρνητικά. «Δείξε μου.»

Ο Ρουμπίνης γέλασε και τη φίλησε, τραβώντας το νυχτικό της προς τα πάνω.

31.

Η Ιωάννα συνάντησε τον Ορείχαλκο έξω απ’τη σουίτα του, αλλά δεν ήταν μόνος. Μαζί του ήταν η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη.

«Θα έρθει και κανένας άλλος;» ρώτησε η Ιωάννα.

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος. «Μόνος εμείς.»

Βάδισαν μέσα στους διαδρόμους του μεγάλου ξενοδοχείου, κι ο Ορείχαλκος οδήγησε τις δύο γυναίκες σε μια σκάλα που ήταν πολύ πιο στενή από τις άλλες που είχε δει η Ιωάννα στον Δωδεκάψυχο. Επίσης, δεν ήταν καθόλου φωτισμένη, και δεν υπήρχαν παράθυρα κοντά της ώστε να μπαίνει το φως της Σελήνης ή τα νυχτερινά φώτα της πόλης. Κανένας δεν θα της έδινε σημασία, κανονικά, εκεί στην άκρη ενός διαδρόμου όπου βρισκόταν, εκτός αν έψαχνε εσκεμμένα για κάτι σαν αυτήν.

«Ο θείος σου σου είπε για τούτο το μέρος;» ρώτησε η Ιωάννα, καθώς κατέβαιναν τα στενά σκαλοπάτια που έμοιαζαν ν’αγκαλιάζουν τον τοίχο του ξενοδοχείου.

«Ναι.» Ο Ορείχαλκος κρατούσε φακό για να φωτίζει.

«Οι πιθανότητες, δηλαδή, να πρόκειται για παγίδα είναι ελάχιστες, σωστά;» Η Ιωάννα έπιασε τη λαβή του πιστολιού κάτω από την κάπα της.

«Ο θείος Αστροφώτιστος δεν θα μας έστελνε σε παγίδα,» είπε η Ανεμόφθαλμη. «Δε νομίζω πως συνεργάζεται σε τέτοιο βαθμό με τους Παντοκρατορικούς.»

«Σε τι βαθμό συνεργάζεται;» Το γεγονός ότι μπορεί να συνεργαζόταν έστω και λίγο μαζί τους δεν της άρεσε καθόλου.

«Επαγγελματικά, μόνο,» εξήγησε η Ανεμόφθαλμη. «Ασχολείται με μισθοφορικές εταιρείες και μισθοφόρους. Έχει βάλει λεφτά εκεί. Γι’αυτό κιόλας δεν κάθεται στη Νισθάι, στο Μέγαρο της Ζούγκλας, αλλά τριγυρίζει σ’όλη τη Σάρντλι. Ο θείος Αστροφώτιστος ήταν που μας είπε και για τους Ούρταθ στη Νάθγκαν. Εμείς δεν ξέραμε γι’αυτούς.»

Αυτός ο θείος Αστροφώτιστος είχε αρχίσει ν’αρέσει στην Ιωάννα ολοένα και λιγότερο με κάθε λέξη που άρθρωνε η Ανεμόφθαλμη για την αφεντιά του. Αφού ασχολιόταν με μισθοφόρους – ενεργώντας, μάλλον, ως ενδιάμεσος ή και έχοντας ορισμένες εταιρείες στη δούλεψή του – θα είχε, σίγουρα, πολλά πάρε-δώσε με πολλούς. Δε θα το θεωρούσα απίθανο να μας πουλήσει. Προφανώς, όμως, η Ανεμόφθαλμη έμοιαζε να το θεωρεί απίθανο, επομένως η Ιωάννα δεν είπε τίποτα. Και άνοιξε, κρυφά, την ασφάλεια του πιστολιού κάτω απ’την κάπα της, κρατώντας τη λαβή γερά στο χέρι της.

Ο Ορείχαλκος, που πήγαινε πρώτος, τις οδήγησε σε μια σιδερένια πόρτα που πρέπει να βρισκόταν στο ισόγειο του ξενοδοχείου. Προτού όμως την ανοίξει, η Ιωάννα έπιασε τον ώμο του και του είπε ότι θα άνοιγε εκείνη. Ο Ορείχαλκος δεν έφερε αντίρρηση. Η Μαύρη Δράκαινα έπιασε το σιδερένιο πόμολο και τράβηξε την πόρτα ενώ συγχρόνως τραβούσε και το πιστόλι απ’το θηκάρι κάτω απ’την κάπα της.

Ο δρόμος– ή, μάλλον, το σοκάκι που αντίκρισε έμοιαζε έρημο εκτός από ένα σκυλί που μασούσε κάτι στη γωνία. Πυκνές σκιές υπήρχαν από δω κι από κει, αλλά η Ιωάννα δεν νόμιζε ότι έκρυβαν κανέναν εχθρό. Βγήκε πρώτη, ασφαλώς, κι ύστερα έκανε νόημα στον Ορείχαλκο και την Ανεμόφθαλμη να έρθουν. Εκείνοι την ακολούθησαν.

«Σ’το είπα,» είπε η Ανεμόφθαλμη στην Ιωάννα: «ο θείος Αστροφώτιστος δεν θα μας πρόδιδε στους Παντοκρατορικούς.»

«Εντάξει, πάμε.» Η Μαύρη Δράκαινα ασφάλισε πάλι το πιστόλι της αλλά δεν το έβαλε στο θηκάρι· προτίμησε να το έχει στο χέρι, κρυμμένο κάτω από την κάπα της.

Βάδισαν μέσα στους νυχτερινούς δρόμους της Φανχάι, που δεν ήταν ήσυχοι παρά την προχωρημένη ώρα. Η κίνησή τους ήταν λιγάκι διαφορετική απ’ό,τι το πρωί, νόμιζε η Ιωάννα, αλλά όχι τελείως, όπως σε άλλες πόλεις. Τα κάρα και τα ενεργειακά οχήματα που μετέφεραν πράγματα δεν είχαν αντικατασταθεί από ανθρώπους που πήγαιναν να διασκεδάσουν σε νυχτερινά κέντρα, καζίνο, ή μπαρ. Το εμπόριο δεν φαινόταν να σταματά όταν ο ήλιος έδυε, και αυτοί που έμοιαζαν να πηγαίνουν να διασκεδάσουν δεν ήταν παρά ένα μικρό ποσοστό των ανθρώπων που έβλεπες να τριγυρίζουν στο κέντρο της Φανχάι· οι υπόλοιποι δεν θα μπορούσες εύκολα να μαντέψεις πού πήγαιναν ή τι δουλειές μπορεί να είχαν, υπέθετε η Ιωάννα, ακόμα κι αν ήσουν από τη Σάρντλι. Ορισμένοι, δε, πρέπει να ήταν αναμφίβολα εξωδιαστασιακοί. Και υπήρχαν και περιπολίες λευκοντυμένων στρατιωτών της Παντοκράτειρας. Μια απ’αυτές που είδε η Ιωάννα είχε μαζί της και μάγο, με τα ανάλογα διακριτικά επάνω του. Οι Παντοκρατορικοί έπαιρναν τη Φανχάι πολύ σοβαρά. Γνώριζαν ότι, λόγω της φύσης της, πολλοί επαναστάτες θα έκαναν δουλειές εδώ.

Ο Ορείχαλκος και η Ανεμόφθαλμη, ευτυχώς, φαινόταν να ξέρουν τους δρόμους της Φανχάι πολύ καλύτερα από την Ιωάννα, κι εκείνη τούς ακολουθούσε σιωπηλά, παρατηρώντας μήπως κανένας τούς κατασκόπευε. Σ’ορισμένες στιγμές, αντιλήφτηκε μυστηριώδεις μορφές να τους κοιτάζουν ή και ν’ακολουθούν τα βήματά τους για λίγο, αλλά η παρακολούθηση ποτέ δεν συνεχιζόταν. Η Ιωάννα δεν νόμιζε ότι μπορεί να ήταν πράκτορες της Παντοκράτειρας αυτοί, ούτε χαφιέδες τους· μάλλον, απλά αλήτες ήταν, ή ίσως ληστές που αναρωτιόνταν αν θα ήταν συνετό να τους χιμήσουν για να τους πάρουν τα λεφτά τους. Όπως φάνηκε, όμως, πρέπει να τους έκριναν δύσκολους στόχους.

Τα καταστήματα της Φανχάι, αναμενόμενα, δεν ήταν κλειστά τη νύχτα, αλλά η πόλη έδινε την εντύπωση στην Ιωάννα ότι είχε, κάπως, μυστηριωδώς, μεταμορφωθεί. Σαν τα μαγαζιά που ήταν εδώ το πρωί να είχαν εξαφανιστεί και τη θέση τους να είχαν πάρει άλλα, καινούργια. Ή σαν να είχαν αλλάξει πρόσοψη: σαν ένα οίκημα το πρωί να ήταν κουρείο και το βράδυ μπαρ· ή σαν το πρωί να ήταν φούρνος και το βράδυ να πουλούσε χάρτες και φακούς και άλλα ταξιδιωτικά μικροπράγματα. Η Ιωάννα πίστευε ότι, όντως, αυτό μπορεί να αλήθευε για κάποια καταστήματα. Καθώς περνούσαν κοντά από μια διασταύρωση, νόμιζε πως θυμόταν ότι ένα συγκεκριμένο οίκημα το πρωί ήταν υποδηματοπωλείο, αλλά τώρα πουλούσε πρόχειρο φαγητό και ποτά. Παράξενο… Η Ιωάννα σπάνια έκανε λάθος στο πού βρισκόταν κάποιο χτίριο και τι ήταν.

Οι Τρεις Πύργοι ορθώνονταν σε κεντρικό σημείο της Φανχάι· καθώς διέσχιζαν το κέντρο της πόλης τούς έβλεπαν ανάμεσα και πάνω απ’τα υπόλοιπα χτίρια, που δεν ήταν όλα ψηλές πολυκατοικίες και πύργοι αλλά ανάμεσά τους υπήρχαν και πολλά που δεν θα μπορούσες παρά να τα αποκαλέσεις καλύβες. Φοβερή ανομοιομορφία στο περιβάλλον. Τώρα, οι Τρεις Πύργοι ήταν πλέον πολύ κοντά· έμοιαζαν να κρύβουν τον νυχτερινό ουρανό προς τα βόρεια: τρία πανύψηλα οικοδομήματα καμωμένα από λευκή πέτρα, φωτισμένα γύρω-γύρω με προβολείς. Είχαν μπαλκόνια και εξώστες με φυτά, κι από ορισμένα απ’τα παράθυρά τους φαίνονταν έντονα φώτα, ενώ άλλα παράθυρα ήταν τελείως σκοτεινά. Επάνω στον κεντρικό πύργο υπήρχε μια πελώρια πινακίδα που έγραφε, στην Πανσάρντλια:

Η Ιωάννα δεν ήξερε την Πανσάρντλια και τόσο καλά, αλλά μπορούσε να το διαβάσει αυτό.

Η είσοδος των Τριών Πύργων βρισκόταν στον κεντρικό πύργο και στην κορυφή έξι μεγάλων σκαλοπατιών. Ήταν διπλή, ξύλινη, και κλειστή. Επάνω της ήταν καρφωμένη μια χρυσή πινακίδα που έγραφε στην Πανσάρντλια: ΜΕΓΑΛΗ ΟΙΚΙΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΩΝ. Εκατέρωθέν της στέκονταν δύο οπλισμένοι μισθοφόροι με τα αναγνωριστικά του Οίκου των Πολεοδόμων.

Ο Ορείχαλκος τούς πλησίασε, ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια χωρίς βιασύνη, και συστήθηκε. «Μαζί μου,» πρόσθεσε, «έχω την Ανεμόφθαλμη τη Δεύτερη, του Οίκου των Ουράνιων, καθώς και μια σωματοφύλακά της.»

«Οι Άρχοντες,» αποκρίθηκε ο ένας φρουρός, «είχαν πει να σας περιμένουμε, Άρχοντα Ορείχαλκε. Παρακαλώ, περάστε.» Και τους άνοιξαν και τα δύο φύλλα της διπλής πόρτας.

Ο Ορείχαλκος μπήκε στους Τρεις Πύργους ακολουθούμενος από την Ανεμόφθαλμη και την Ιωάννα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν εδώ· είχε έρθει και παλιότερα, κάμποσες φορές. Πόσες ακριβώς, δεν θυμόταν. Γνώριζε, πάντως, πώς να πάει στην Αίθουσα Υποδοχής των Πολεοδόμων, η οποία βρισκόταν στον τέταρτο όροφο του Κεντρικού, όπως ονόμαζαν τον κεντρικό πύργο. Ο δεξής πύργος ονομαζόταν Δεξής, και ο αριστερός Αριστερός. Πιο απλά ονόματα απ’ό,τι, ίσως, θα περίμενε κανείς.

Ένας υπηρέτης συνάντησε τον Ορείχαλκο, κι αφού έκανε μια υπόκλιση, τον προέτρεψε να έρθει μαζί του. Εκείνος δεν δίστασε· ούτε και η Ιωάννα κι η Ανεμόφθαλμη, φυσικά. Μπήκαν μαζί με τον υπηρέτη σ’έναν ανελκυστήρα και ο ανελκυστήρας τούς πήγε στον τέταρτο όροφο του Κεντρικού. Η πόρτα του άνοιξε αυτόματα κι από πίσω της αποκάλυψε την Αίθουσα Υποδοχής: το μεγάλο δωμάτιο όπου οι Πολεοδόμοι υποδέχονταν επισήμως τους επισκέπτες της οικίας τους. Ήταν ένας χώρος στολισμένος με έργα τέχνης – πίνακες, γλυπτά πάνω σε πέτρα και ξύλο – και με φυτά. Στο βάθος υπήρχε ένα τραπέζι, όχι πολύ μεγάλο, με μερικές ψηλές καρέκλες γύρω του. Πριν από το τραπέζι υπήρχαν άλλα, πολύ μικρότερα τραπεζάκια, καναπέδες, καρέκλες, και πολυθρόνες. Ο δεξής τοίχος ήταν στο μεγαλύτερό του μέρος παράθυρο, κι από κάτω φαινόταν η Φανχάι. Ο χώρος έμοιαζε με την αίθουσα αναψυχής κάποιου πολυτελούς ξενοδοχείου.

Κανένας δεν ήταν τώρα εδώ. Ο υπηρέτης προέτρεψε τον Ορείχαλκο και τις συνοδούς του να καθίσουν όπου επιθυμούσαν μέχρι να έρθουν οι Άρχοντες, και ζήτησε να πάρει τις κάπες τους. Εκείνοι τις έλυσαν και του τις έδωσαν. (Η Ιωάννα έκρυψε το πιστόλι της μέσα στα ρούχα της, ενώ ακόμα φορούσε την κάπα.) Ο υπηρέτης τις κρέμασε σε μια κρεμάστρα στη γωνία, και τους ρώτησε αν θα ήθελαν να πιουν κάτι. Ο Ορείχαλκος ζήτησε τάο βις, το ίδιο κι η Ανεμόφθαλμη· η Ιωάννα είπε ότι ήθελε ένα ποτήρι υπόγειο οίνο, αλλά δεν ήπιε περισσότερο από μια μικρή γουλιά, ίσα για να υγράνει τα χείλη της.

Από τον ανελκυστήρα, σύντομα, ήρθαν τρεις άνθρωποι. Ο Ορείχαλκος τούς αναγνώριζε όλους. Τους είχε ξαναδεί πολλές φορές. Ήταν από τους Πολεοδόμους που ασχολούνταν πολύ με την κοινωνική ζωή του Οίκου τους και της Φανχάι, καθώς και με τις συναναστροφές με άλλους Οίκους. Η παχιά, χρυσόδερμη, πενηνταπεντάρα γυναίκα ονομαζόταν Οικόκαρδη η Δεύτερη, και είχε τα μακριά ώς τη μέση καστανά μαλλιά της χτενισμένα σε πολλές μπούκλες και γεμάτα γυαλιστερά μπιχλιμπίδια – κρυστάλλους, λίθους, κέρματα. Ο τριαντάρης, πορφυρόδερμος, μαυρομάλλης άντρας ήταν γιος της και ονομαζόταν Οικοδάκτυλος. Στην εμφάνιση δεν έμοιαζε καθόλου στη μητέρα του, αλλά ήταν πολύ δραστήριος στη Φανχάι, και όλοι όσοι είχαν συναναστροφές με τους Πολεοδόμους τον ήξεραν. Όπως επίσης και την αδελφή του, την Οικονόμο τη Δεύτερη, η οποία ήταν μικρότερη απ’αυτόν μα εξίσου δραστήρια, και συνήθως συνεργάζονταν οι δυο τους. Ούτε οι Παντοκρατορικοί τούς πολυσυμπαθούσαν αλλά ούτε και οι παράνομοι της Φανχάι. Η Οικονόμος, όμως, δεν ήταν τώρα εδώ. Το τρίτο πρόσωπο που είχε βγει από τον ανελκυστήρα ήταν ο Πολύοικος ο Δεύτερος: ένας μαυρόδερμος, πενηντάρης άντρας, τελείως καραφλός και με μακριά ώς το στήθος κόκκινη γενειάδα. (Πρέπει να τη μεγάλωνε από μικρός και ποτέ να μην την είχε κόψει, υπέθετε ο Ορείχαλκος.) Στα χέρια του φορούσε πάντοτε γάντια (και γι’αυτό ο Ορείχαλκος μπορούσε μόνο να υποθέσει ότι ο Πολύοικος είχε κάποιο πρόβλημα εκ γενετής, ή ότι κάποτε είχε πάθει κάποιο ατύχημα – έγκαυμα, ίσως;).

«Ορείχαλκε!» αναφώνησε ο Οικοδάκτυλος. «Καλωσόρισες, ακόμα κι αν μας φέρνεις κακά μαντάτα – ή, τουλάχιστον, αμφιλεγόμενα, όπως θα έλεγε η μητέρα.» Λοξοκοίταξε την Οικόκαρδη.

Εκείνη χαμογέλασε. «Καλωσορίσατε όλοι σας στους Τρεις Πύργους,» είπε. «Ελπίζω οι υπηρέτες να σας περιποιήθηκαν όσο λείπαμε.» Ήταν λιγάκι τσεβδή, αλλά όχι τόσο που να υπάρχει δυσκολία στην κατανόηση των όσων έλεγε.

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος, έχοντας ήδη σηκωθεί όρθιος και πλησιάζοντας για ν’ανταλλάξει μια χειραψία με τους τρεις Πολεοδόμους. «Από εδώ η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη, του Οίκου των Ουράνιων· ίσως να τη θυμάστε.»

«Φυσικά και τη θυμόμαστε,» είπε ο Οικοδάκτυλος, κλίνοντας το κεφάλι προς τη μεριά της Ανεμόφθαλμης.

«Κι από δω μια σωματοφύλακας της Ανεμόφθαλμης, η Σιλάνα,» σύστησε την Ιωάννα ο Ορείχαλκος, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία – και ούτε οι Πολεοδόμοι τής έδωσαν ιδιαίτερη σημασία. Ύστερα έβγαλε από την τσέπη του ένα κατακόκκινο, αστραφτερό ρουμπίνι, αριστοτεχνικά κομμένο, και το πρόσφερε στους Πολεοδόμους. «Δυστυχώς δεν υπήρχε χρόνος για κάποιο πιο προσεγμένο δώρο,» είπε, «αλλά εύχομαι να το δεχτείτε ως ευχαριστώ για τη φιλοξενία που προσφέρετε στον Οίκο μου και στον Οίκο των Ουράνιων.»

«Μα είναι υπέροχο!» αναφώνησε η Οικόκαρδη, παίρνοντάς το στα παχιά δάχτυλά της για να το περιεργαστεί. «Και με λαξεμένες πλευρές, με όμορφα σχήματα.»

«Κάτι απλό που έκαναν οι τεχνίτες μας στο Πολύλιθο Μέγαρο, Αρχόντισσά μου.»

«Καθίστε, καθίστε,» πρότεινε η Οικόκαρδη, και όλοι τους πήραν θέσεις στα αναπαυτικά καθίσματα της Αίθουσας Υποδοχής των Τριών Πύργων.

«Ελπίζω,» είπε ο Ορείχαλκος, «η άφιξή μας εδώ να μη σας έχει δημιουργήσει προβλήματα.»

«Η αλήθεια είναι,» αποκρίθηκε ο Πολύοικος αγγίζοντας τη μακριά, κόκκινη γενειάδα του, «πως μας έχει δημιουργήσει κάποια προβλήματα. Με τους Παντοκρατορικούς, εννοείται.»

«Με την Επόπτρια Νιρτάνα, συγκεκριμένα,» πρόσθεσε η Οικόκαρδη, τσεβδίζοντας. «Φαίνεται να πιστεύει ότι οφείλουμε να σας φυλακίσουμε όλους, Άρχοντα Ορείχαλκε, και να απαγορεύσουμε την πραγματοποίηση της συνάντησης των Οίκων στην πόλη μας. Της αποκριθήκαμε, ασφαλώς, πως δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Είναι ενάντια στην ηθική μας, στα ήθη και στα έθιμά μας.»

«Να προσέχετε, όμως,» τόνισε ο Οικοδάκτυλος. «Επειδή εμείς δεν σας κυνηγάμε, δεν σημαίνει πως δεν σας κυνηγάνε και οι Παντοκρατορικοί.»

«Το αντιλαμβανόμαστε αυτό,» είπε ο Ορείχαλκος.

«Υποθέτω πως θα ήταν επικίνδυνο και να έρθετε ώς εδώ…»

«Πήραμε τα μέτρα μας,» τον διαβεβαίωσε η Ανεμόφθαλμη, κι ο Οικοδάκτυλος ένευσε σαν να περίμενε αυτή την απάντηση.

«Δε μπορούσαμε να μη σας επισκεφτούμε,» είπε ο Ορείχαλκος.

«Γνωρίζουμε ότι οι Ορειβάτες πάντοτε είναι τυπικοί,» είπε η Οικόκαρδη. «Απ’τους καλύτερους Οίκους της Σάρντλι.»

«Πώς αποφασίσατε να στραφείτε εναντίον της Παντοκράτειρας;» ρώτησε ο Πολύοικος. «Η μαντατοφόρος που ήρθε εδώ μάς είπε κάποια πράγματα, αλλά όχι τα πάντα.»

Ο Ορείχαλκος τούς δηγήθηκε, εν συντομία, τι είχε συμβεί με τους Παντοκρατορικούς στην περιοχή της Φιλτά’κβι και στο Πολύλιθο Μέγαρο. Τόνισε ιδιαιτέρως το γεγονός ότι ο Όνυχας ο Δεύτερος είχε αντικατασταθεί από ένα Δημιούργημα. «Τον είχαν σκοτώσει και είχαν βάλει ένα ψεύτικο πλάσμα στη θέση του. Και πολύ φοβάμαι ότι κανένας μας – κανένας Οίκος της Σάρντλι – δεν είναι ασφαλής. Καλό θα ήταν να φέρετε έναν Βιοσκόπο για να ελέγξει όλα τα μέλη της οικογένειάς σας κι όλους τους κοντινούς σας ανθρώπους, Αρχόντισσα Οικόκαρδη.»

«Θεοί…» είπε η Οικόκαρδη. «Θεωρείς ότι μπορεί κι εδώ… κάποιος από εμάς…;»

«Δεν θα το θεωρούσα απίθανο, αν και εμένα και τους Ορειβάτες ήθελαν, ασφαλώς, να μας προσέχουν για προφανείς λόγους.»

Η Οικόκαρδη ένευσε, έχοντας το παχύ της σαγόνι ακουμπισμένο στο δάχτυλό της. «Ναι, βέβαια…» Έδειχνε προβληματισμένη.

«Αυτά, όμως, δεν θα πρέπει να μας τρομοκρατήσουν,» τόνισε η Ανεμόφθαλμη. «Σκοπός μας είναι να διώξουμε τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας από εδώ και να ελευθερώσουμε τη Σάρντλι! Και μόνο ενωμένοι μπορούμε να το καταφέρουμε.»

Ο Οικοδάκτυλος μειδίασε πλατιά. «Πάντοτε το έλεγα ότι είχες μαχητικό πνεύμα, Ανεμόφθαλμη.»

«Δεν είναι αστεία η κατάσταση, Οικοδάκτυλε,» του είπε η Οικόκαρδη. «Καθόλου αστεία.»

«Δεν είπα τέτοιο πράγμα, μητέρα.»

«Αρχόντισσά μου,» ρώτησε ο Ορείχαλκος, «ποιοι άλλοι Οίκοι έχουν έρθει στην πόλη ώς τώρα;» Και συγχρόνως, παρατηρούσε τις όψεις των Πολεοδόμων, προσπαθώντας να κρίνει τη διάθεσή τους. Ο Οικοδάκτυλος τού έμοιαζε μάλλον ενθουσιασμένος από όλα τούτα. Η Οικόκαρδη ήταν επιφυλακτική· πρέπει να φοβόταν ότι, αν κάτι πήγαινε στραβά, μπορεί το τίμημα για τον Οίκο της να ήταν πολύ βαρύ. Ο Πολύοικος χάιδευε τη γενειάδα του και είχε τα μάτια στενεμένα· ο Ορείχαλκος ήταν δύσκολο να βγάλει συμπέρασμα από την έκφρασή του, αλλά νόμιζε πως και ο Πολύοικος έκανε το ίδιο πράγμα μ’εκείνον: προσπαθούσε να κρίνει τον Ορείχαλκο, την Ανεμόφθαλμη, και την Ιωάννα από τις όψεις τους. Πώς του φαίνεται, άραγε, η Μαύρη Δράκαινα; Πιστεύει ότι όντως είναι σωματοφύλακας ή υποπτεύεται ότι είναι κάτι περισσότερο;

Η Οικόκαρδη είπε, αφού καθάρισε το λαιμό της: «Οι Ακτοφύλακες έχουν στείλει αντιπροσώπους. Τον Ακτονόμο τον Δεύτερο, πατέρα του συζύγου μου, τον Θαλασσάρχη τον Πρώτο, την Πελαγία την Τρίτη, και τον Ακτομάχο. Τους είχαμε εδώ το μεσημέρι· φάγαμε μαζί τους.»

«Τους φιλοξενείτε στους Τρεις Πύργους;» Έτσι όπως είχε μιλήσει η Οικόκαρδη (Τους είχαμε εδώ το μεσημέρι), ο Ορείχαλκος συμπέραινε πως δεν έμεναν στους Τρεις Πύργους, αλλά αυτός ήταν ο πιο ευγενικός τρόπος για να ρωτήσει πού βρίσκονταν.

«Όχι. Για να μη δίνουμε δικαιώματα τους Παντοκρατορικούς, κυρίως, οι οποίοι είναι εναντίον της συνάντησης που θα γίνει.»

«Πού μένουν, Αρχόντισσά μου;»

«Στη Θέα του Τρόμου.» Ένα ξενοδοχείο στις όχθες του Ράντραμ, το οποίο είχε θέα προς τον Τρόμο του Βάσλεοθ, τους επικίνδυνους βάλτους που εκτείνονταν για εκατοντάδες χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Φανχάι.

«Μάλιστα. Και μόνο οι Ακτοφύλακες έχουν έρθει; Οι Γνωστικοί δεν είναι εδώ;»

«Κι αυτοί έχουν έρθει, Άρχοντα Ορείχαλκε. Διαμένουν επίσης στη Θέα του Τρόμου

Ο Ορείχαλκος το περίμενε ότι οι Γνωστικοί και οι Ακτοφύλακες θα ήταν από τους πρώτους στη Φανχάι, αφού οι πόλεις τους δεν βρίσκονταν μακριά από εδώ. «Κανένας άλλος Οίκος;»

«Κανένας μέχρι στιγμής. Αλλά, πιστεύω, θα έρθουν· απλά είναι νωρίς ακόμα. Τι απαντήσεις λάβατε εσείς, Άρχοντά μου;»

«Θετικές.»

«Κανένας δεν θα αγνοήσει ένα τέτοιο κάλεσμα του Οίκου των Ορειβατών,» είπε η Οικόκαρδη. «Το πρόβλημα είναι πώς θα αντιδράσουν οι Παντοκρατορικοί…»

«Ώς τώρα,» είπε ο Οικοδάκτυλος, «είναι ήσυχοι, αλλά αποκλείεται να μείνουν έτσι για πολύ.»

«Καθόλου ήσυχοι δεν είναι,» διαφώνησε ο Ορείχαλκος· και τους πληροφόρησε τι γινόταν στην Καρθάι.

«Ευτυχώς,» είπε η Οικόκαρδη, «κανένας Πολεοδόμος που μένει στους Τρεις Πύργους δεν είναι παντρεμένος με Παντοκρατορικό.»

«Κι απ’αυτούς που μένουν έξω απ’τους Τρεις Πύργους;»

Η Οικόκαρδη έσμιξε τα χείλη. Ήπιε μια γουλιά από τα κροκοδείλια δάκρια στο κρυστάλλινο ποτήρι της, αδειάζοντάς το. «Δύο, πολύ φοβάμαι, Άρχοντα Ορείχαλκε. Δύο ξαδέλφια μας.» Άνοιξε το μπουκάλι πλάι της κι έβαλε κι άλλα κροκοδείλια δάκρυα στο ποτήρι της.

32.

Όταν βγήκαν από τους Τρεις Πύργους, ήταν αργά μέσα στη νύχτα, και η Ιωάννα είπε στον Ορείχαλκο ότι τώρα, στον γυρισμό, θα έπρεπε να είναι πιο προσεχτικοί. «Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας θα το έχουν μάθει ότι επισκεφτήκαμε τους Πολεοδόμους.»

Ο Ορείχαλκος δεν διαφώνησε· εκείνος κι η Ανεμόφθαλμη πήγαν από τα πιο κρυφά δρομάκια που γνώριζαν, αποφεύγοντας τις μεγάλες λεωφόρους όπου υπήρχαν κατάσκοποι και τηλεοπτικοί πομποί. Παρ’όλ’αυτά, από την αρχή κιόλας, η Ιωάννα εντόπισε κάποιους να έρχονται πίσω τους. Βιαστικά. Δεν φορούσαν τις λευκές στολές του Παντοκρατορικού Στρατού, αλλά αυτή δεν θα ήταν η πρώτη φορά που οι Παντοκρατορικοί έβαζαν άλλους να κάνουν τις βρομοδουλειές τους. Κι έτσι όπως πλησίαζαν, ήταν προφανές ότι δεν ήθελαν απλά να τους παρακολουθήσουν. Θέλουν να μας επιτεθούν.

Η Ιωάννα το είπε στον Ορείχαλκο και στην Ανεμόφθαλμη, κι αμέσως κινήθηκαν πιο γρήγορα μέσα στα δρομάκια της Φανχάι.

Η Ανεμόφθαλμη αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει καθώς έβλεπε, με τις άκριες των ματιών της, τις μακριές σκιές των διωκτών τους να προσπαθούν να τους πλησιάσουν περικυκλώνοντάς τους. Άκουσε τη φωνή του β’ζάιλ της: Είναι πολλοί, αδελφή μου. Πάνω από δώδεκα πρέπει νάναι. Φύγετε, γρήγορα! Και η Ανεμόφθαλμη σκέφτηκε: Η Ιωάννα τούς πρόσεξε πριν από την αγέννητη αδελφή μου, θαυμάζοντας τις ικανότητες της Μαύρης Δράκαινας. Ήταν πιο παρατηρητική από ένα β’ζάιλ. Το δικό μου β’ζάιλ, τουλάχιστον… που το μυαλό του ίσως και να ήταν πειραγμένο πλέον, ύστερα από εκείνη την περιπέτεια στο Στόμα των Θεών…

«Πάμε από κει,» είπε ο Ορείχαλκος δείχνοντας.

«Βγαίνουμε σε κεντρικό δρόμο από κει,» τον προειδοποίησε η Ανεμόφθαλμη.

«Καλύτερα απ’το να μας αποκλείσουν μες στα σοκάκια. Κι αν συνεχίσουμε–»

«Δε θα μας αποκλείσουν· υπάρχει δρόμος.»

«Σίγουρη;»

«Ναι. Ελάτε.» Η Ανεμόφθαλμη έκανε νόημα σ’εκείνον και την Ιωάννα, και βάδισε γρήγορα.

Έστριψαν σε μια γωνία, μπαίνοντας σ’ένα δρομάκι που βρομούσε απαίσια. Δυο γάτες πετάχτηκαν απ’το διάβα τους, τρομαγμένες. Η Ανεμόφθαλμη πιάστηκε από μια σιδερένια σκάλα και σκαρφάλωσε, ενώ ο Ορείχαλκος και η Ιωάννα την ακολουθούσαν. Βρέθηκαν σε μια από τις χαμηλές οροφές μιας πολύπλοκης πολυκατοικίας. Αναρριχητικά φυτά απλώνονταν κάτω από τα πόδια τους, έχοντας χωθεί μέσα στις πέτρες σε πολλά σημεία. «Προσέχετε,» προειδοποίησε η Ανεμόφθαλμη, «μη σκοντάψετε.»

Τους οδήγησε σ’ένα μονοπάτι ανάμεσα στους τοίχους της πολυκατοικίας: ένα μέρος όπου έπρεπε να κινούνται πλαγιαστά, σέρνοντας τις πλάτες τους πάνω στις πέτρες. Το διέσχισαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και βγήκαν σε μια γλιστερή, επικλινή οροφή. Η Ανεμόφθαλμη πήδησε σε μια άλλη οροφή, κανένα μέτρο πιο ψηλά. Ο Ορείχαλκος και η Ιωάννα τη μιμήθηκαν, και τώρα βρέθηκαν μπροστά σε μια σιδερένια σκάλα που σκαρφάλωνε πάνω σ’έναν τοίχο της πολυκατοικίας φτάνοντας πολύ ψηλά. Πιάστηκαν στα σκαλοπάτια της και κατέβηκαν σ’ένα δρομάκι.

Η Ιωάννα κοίταξε και προς τις δύο μεριές, αμέσως. Δεν έβλεπε τους διώκτες τους πουθενά. Αφουγκράστηκε, μήπως έρχονταν από πάνω, αλλά δεν άκουσε τίποτα. «Πρέπει να τους ξεφύγαμε,» είπε.

Και το β’ζάιλ της Ανεμόφθαλμη τής έλεγε το ίδιο, μέσα στο μυαλό της: Δεν είναι πια κοντά σας, αδελφή μου. «Ελάτε,» είπε η Ανεμόφθαλμη, γνέφοντας πάλι για να την ακολουθήσουν.

Διέσχισαν μικρούς δρόμους και σοκάκια, κι όταν βγήκαν στις λεωφόρους αναμίχθηκαν με τον κόσμο που νυχτοπερπατούσε, ο οποίος τώρα ήταν λιγότερος από πριν αλλά όχι και λίγος.

Μπήκαν στον Δωδεκάψυχο από την πλευρική, σιδερένια πόρτα που τους είχε πει ο Αστροφώτιστος ο Τρίτος. Η Ιωάννα είχε το πιστόλι της απασφαλισμένο στο χέρι της, μήπως κανένας εχθρός τούς περίμενε εδώ· το μέρος, όμως, ήταν ανοιχτό. Ανέβηκαν τη στενή σκάλα και επέστρεψαν στα δωμάτιά τους μέσα στο ξενοδοχείο.

33.

Τις ημέρες που ακολούθησαν, παρότι οι επαναστάτες περίμεναν ότι οι Παντοκρατορικοί θα έκαναν κάποια κίνηση εναντίον τους, καμία τέτοια κίνηση δεν έγινε. Ίσως η Επόπτρια Νιρτάνα να μην το θεωρούσε σκόπιμο να έρθει σε σύγκρουση με τους Πολεοδόμους, ή ίσως να μην μπορούσε να πλησιάσει τον Ορείχαλκο ή τον Ανδρόνικο για να τους επιτεθεί. Εξάλλου, είχαν την καλύτερη δυνατή φρούρηση για τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονταν.

Ο Ορείχαλκος κάλεσε στον Δωδεκάψυχο, για να μιλήσουν, τους αντιπροσώπους των Ακτοφυλάκων και των Γνωστικών, που όλοι τους έμεναν στη Θέα του Τρόμου, στις όχθες του Ράντραμ. Δεν πήγε ο ίδιος να τους βρει γιατί η Ιωάννα τόνισε ότι θα ήταν ανόητο να το κάνει αυτό ύστερα από ό,τι είχε συμβεί την προηγούμενη βραδιά, στους δρόμους της Φανχάι, όταν επέστρεφαν από τους Τρεις Πύργους. «Οι Παντοκρατορικοί δεν θα επιτεθούν ντυμένοι με τις λευκές τους στολές. Μάλλον έχουν κακοποιούς και μισθοφόρους που περιφέρονται στην πόλη και περιμένουν να δουν εσένα ή τον Ανδρόνικο για να σας σκοτώσουν.» Ο Ανδρόνικος συμφωνούσε μαζί της, και είπε στον Ορείχαλκο ότι ήθελε κι εκείνος να συναντήσει τους Ακτοφύλακες και τους Γνωστικούς όταν έρχονταν στο ξενοδοχείο.

Η συνάντηση αυτή δεν άργησε να πραγματοποιηθεί. Μία ώρα αφότου ο Ορείχαλκος τούς κάλεσε, οι αντιπρόσωποι των δύο Οίκων βρίσκονταν στον Δωδεκάψυχο, σε μια αίθουσα που οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου είχαν ετοιμάσει ύστερα από αίτημα του Ορείχαλκου. Οι Ακτοφύλακες ήταν τέσσερις: ο Ακτονόμος ο Δεύτερος, ο μεγαλύτερος ανάμεσά τους, σίγουρα πάνω από εβδομήντα χρονών, με λευκοπράσινα γένια που θύμιζαν φύκια και πορφυρό δέρμα· ο Θαλασσάρχης ο Πρώτος, που δεν μπορεί να ήταν πάνω από πενήντα χρονών και είχε δέρμα λευκό-ροζ, μαύρα μαλλιά και μούσια, και μια καλύπτρα με όμορφα κεντήματα στο αριστερό μάτι η οποία τον έκανε να μοιάζει με κουρσάρο (που δεν αποκλείεται και να ήταν, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος)· ο Ακτομάχος, ο γιος του Θαλασσάρχη, που του έμοιαζε και πρέπει να ήταν δεκαεφτά, δεκαοκτώ χρονών· και η Πελαγία η Τρίτη, που είχε δέρμα κόκκινο, γαλανά μαλλιά, και πονηρά μάτια, και φαινόταν να είναι γύρω στα τριάντα-πέντε. Οι Γνωστικοί ήταν πέντε: η Πολυγνώστρια η Πρώτη, η μεγαλύτερη σε ηλικία (μάλλον καμια εξήνταπενταριά χρονών, απ’ό,τι υπολόγιζε ο Ανδρόνικος), με δέρμα κατάμαυρο, μαλλιά κάτασπρα, και γυαλιά με λεπτό σκελετό, λιγνή σαν σκιάχτρο και ντυμένη πλούσια· ο Μακρογνώστης ο Δεύτερος, που ήταν ο αμέσως πιο μικρός από αυτήν, κρατούσε ένα κοντό ραβδί με λαξεμένη κεφαλή σκύλου στην κορυφή, και είχε σκούρο κόκκινο δέρμα που έμοιαζε με σκοτεινή φωτιά και μαύρα μαλλιά και μούσια που θύμιζαν στάχτες (επίσης, φαινόταν να σέρνει λιγάκι το αριστερό του πόδι, είχε προσέξει ο Ανδρόνικος καθώς τον έβλεπε να μπαίνει στην αίθουσα μαζί με τους υπόλοιπους, προτού συστηθούν)· ο Αρχιγνώστης ο Πρώτος, γιος της Πολυγνώστριας της Πρώτης και κατάμαυρος σαν εκείνη αλλά με μαλλιά πράσινα και κοντοκουρεμένα, και φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο, φανερά νεότερος από τον Μακρογνώστη· ο Γνωσιολάτρης ο Τέταρτος, πορφυρόδερμος και παχύς, με ξυρισμένο κεφάλι και πρόσωπο, και μεγάλα σκουλαρίκια τα οποία ενώνονταν με μια αργυρή αλυσίδα· και η Φιλομαθής η Πέμπτη, κόρη του Γνωσιολάτρη, η οποία σίγουρα δεν ήταν πάνω από είκοσι-πέντε χρονών, όμορφη, με χρυσό δέρμα (προφανώς έχοντας πάρει από τη μητέρα της, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος) και μακριά μαλλιά σαν τη φωτιά. Φορούσε ένα σωρό δαχτυλίδια (πιο πολλά από ένα στα περισσότερα δάχτυλα) και κάπνιζε σχεδόν όσο και η Ιωάννα.

Η συνάντησή τους δεν είχε συγκρούσεις: κι οι δύο Οίκοι ήταν πρόθυμοι τουλάχιστον ν’ακούσουν, και είχαν κάμποσες απορίες σχετικά με το τι συνέβαινε. Ο Ορείχαλκος και ο Ανδρόνικος προσπάθησαν να τους τις λύσουν όλες, περιγράφοντας κυρίως τα τελευταία γεγονότα γύρω από τη Φιλτά’κβι. Οι Γνωστικοί φάνηκαν από την αρχή υπέρ της Επανάστασης, κατά κύριο λόγο. Δεν ήθελαν να είναι υπόλογοι των Παντοκρατορικών αν μπορούσαν να το αποτρέψουν. Και τόνισαν ότι κανένας του Οίκου τους δεν ήταν παντρεμένος με Παντοκρατορικό. «Παρότι άλλοι Οίκοι ήθελαν να κερδίσουν την εύνοια των κατακτητών μας, ή να ανελιχθούν πολιτικά, βάζοντας μέλη τους να παντρευτούν εξωδιαστασιακούς,» είπε η Πολυγνώστρια η Πρώτη, «εμείς ποτέ δεν το κάναμε. –Και δεν κατακρίνω τους παρόντες, ασφαλώς,» πρόσθεσε ρίχνοντας μια ματιά στον Ορείχαλκο ο οποίος ήταν σύζυγος της Παντοκράτειρας. «Ασφαλώς,» αποκρίθηκε εκείνος. «Δεν υπάρχει παρεξήγηση, Αρχόντισσά μου.»

Οι Ακτοφύλακες ήταν πιο διστακτικοί από τους Γνωστικούς· είχαν τις αμφιβολίες τους σχετικά με την επιτυχία αυτής της εξέγερσης, αν και παραδέχονταν πως το γεγονός ότι οι Ορειβάτες είχαν στραφεί εναντίον των Παντοκρατορικών ήταν, αναμφίβολα, ένα πολύ σημαντικό σημάδι ότι είχε έρθει ο καιρός η Σάρντλι να απελευθερωθεί από τους κυρίαρχούς της. «Στην Ατέρμονη Θάλασσα,» είπε ο Θαλασσάρχης ο Πρώτος, «κολυμπά ένα γιγάντιο χταπόδι, σχεδόν όσο ο μισός Δωδεκάψυχος, Πρίγκιπα Ανδρόνικε. Το λέμε κάλ’τβιχ, και το θεωρούμε ιερέα του Τάρφεοθ, γόνο της Νουνέρκιπ, της κόρης του Άρχοντα των Υπόγειων Βαθών, που η μορφή της είναι επίσης σαν χταπόδι. Για να τρυπήσεις το δέρμα του κάλ’τβιχ πρέπει να έχεις ειδικά καμάκια που εκτοξεύονται από δυνατούς εκτοξευτήρες στο πλοίο σου. Τα καμάκια καρφώνονται πάνω στο χταπόδι, και οι αλυσίδες στο πέρας τους το τραβάνε στο κατάστρωμά σου, για να πεθάνει. Πολλές φορές, όμως, το κάλ’τβιχ τραβά εσένα, καθώς παρά τα τραύματά του έχει ακόμα πολλή δύναμη, και αναποδογυρίζει το σκάφος σου μες στη μέση της ανοιχτής θάλασσας. Πολύ φοβάμαι ότι οι Παντοκρατορικοί, Πρίγκιπα Ανδρόνικε, ίσως να μοιάζουν με κάλ’τβιχ.»

«Παρ’όλ’αυτά, δεν έχετε εγκαταλείψει το κυνήγι, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Το ίδιο κι εμείς.»

Ο Θαλασσάρχης μειδίασε μέσα από τα άγρια μαύρα μούσια του. «Υπάρχει κέρδος από το κυνήγι κάλ’τβιχ. Από το σώμα τους μπορείς να φτιάξεις πανοπλία καλύτερη απ’αυτή που φτιάχνεις με το πετσί κάσ’νεκαχ. Αλεξίσφαιρη πανοπλία, αν καταφέρεις να διατηρήσεις σωστά το κρέας τους, που είναι πολύ σκληρό. Η σφαίρα πάει και σταματά επάνω όπως σε στρώμα κρεβατιού.»

«Κι από το κυνήγι Παντοκρατορικών υπάρχει κέρδος, Άρχοντά μου,» του είπε ο Σάνραντιλ’φεν, καπνίζοντας την πίπα του. «Ελευθερία το λέμε.»

«Μόνο, όμως, όταν έχεις καταφέρει να κυνηγήσεις όλους τους Παντοκρατορικούς, μάγε.»

Πίσω από μια κουρτίνα της αίθουσας, η Ιωάννα στεκόταν και κοίταζε από μια χαραμάδα. Όταν οι ευγενείς είχαν μπει στο μεγάλο δωμάτιο, κρατούσε στα χέρια της μια συσκευή εντοπισμού Δημιουργημάτων, και τους είχε ελέγξει όλους, έναν-έναν, εστιάζοντας τον μηχανισμό επάνω τους. Κανένας δεν είχε φανερωθεί ως μη-άνθρωπος. Ωστόσο, η Ιωάννα εξακολουθούσε να είναι επιφυλακτική μαζί τους, και, καθώς αυτοί συζητούσαν, εκείνη παρατηρούσε τις κινήσεις τους από την κρυψώνα της και ήταν έτοιμη να δράσει αν χρειαζόταν.

Μέχρι το τέλος της συνάντησης, όμως, δεν χρειάστηκε.

34.

Το σούρουπο της ίδιας ημέρας, ο Ανδρόνικος πληροφορήθηκε από τον Ορείχαλκο – ο οποίος το πληροφορήθηκε από τον Οικοδάκτυλο, του Οίκου των Πολεοδόμων, μέσω επικοινωνιακού διαύλου – ότι οι Οπλομάχοι ήρθαν στη Φανχάι, έχοντας διασχίσει τα πεδινά εδάφη από τη Λουρνάνι ώς εδώ μέσα σ’ένα μεγάλο όχημα περιτριγυρισμένο από μικρότερα όπου επέβαιναν μισθοφόροι για να τους φρουρούν. Τώρα είχαν πάει να κλείσουν δωμάτια στο ξενοδοχείο «Ο Ψηλόπυργος». Τέσσερις ήταν οι Οπλομάχοι που είχαν έρθει, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Οικοδάκτυλου: ο Πέλεκυς ο Πρώτος, η Βαλλιστρίδα η Δεύτερη, η Πολύοπλη η Τέταρτη, και ο Εκηβόλος ο Τρίτος. Ο Ανδρόνικος, φυσικά, δεν είχε ξανακούσει για κανέναν τους. Η Ιωάννα τού είπε ότι θα έπρεπε να τους ελέγξουν μήπως ήταν Δημιουργήματα.

«Να πάμε στο ξενοδοχείο τους τώρα, μες στη νύχτα;» απόρησε ο Ανδρόνικος.

«Όχι βέβαια, αλλά με την πρώτη ευκαιρία πρέπει να δούμε αν είναι όλοι τους άνθρωποι ή όχι.»

Ο Ανδρόνικος συμφώνησε, αν και δεν πίστευε ότι τα Δημιουργήματα θα ήταν και τόσα πολλά ανάμεσα στους Σάρντλιους ευγενείς. Οι Ορειβάτες είχαν ένα κρυμμένο μέσα στην οικογένειά τους επειδή ήταν ο ισχυρότερος Οίκος της Σάρντλι, και μάλλον επειδή ο Ορείχαλκος ήταν σύζυγος της Παντοκράτειρας κι επομένως ο Ελκράσ’ναρχ ήθελε να τον παρακολουθεί και να τον ελέγχει με τρόπο κρυφό. Οι υπόλοιποι Οίκοι ούτε τόσο σημαντικοί όσο οι Ορειβάτες ήταν, ούτε κανένα μέλος τους ήταν σύζυγος της Παντοκράτειρας.

Ωστόσο, οφείλουμε να είμαστε, όπως πάντα, προσεχτικοί, σκέφτηκε ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, σβήνοντας το τσιγάρο του στο κρυστάλλινο τασάκι πλάι του, καθώς ήταν καθισμένος σε μια πολυθρόνα του καθιστικού της σουίτας που μοιραζόταν με την Ιωάννα, τον Σάνραντιλ’φεν, την Άνμα’ταρ, και τη Σιλάνα.

Τώρα μόνο η Ιωάννα ήταν εδώ, καθισμένη αντίκρυ του, σε μια άλλη πολυθρόνα, έχοντας τα πόδια της διπλωμένα από κάτω της και φορώντας ένα φόρεμα Σάρντλιας μόδας (το οποίο φάνταζε λιγάκι παράξενο επάνω της, νόμιζε ο Ανδρόνικος). «Καπνίζεις πιο πολύ από εμένα σήμερα,» του είπε.

«Το παρατήρησες.»

«Συνεχώς σε παρατηρώ.»

«Με τρομάζεις όταν μου λες τέτοια, το ξέρεις;»

Η Ιωάννα μειδίασε. «Όλους τούς παρατηρώ· μην το παίρνεις προσωπικά.»

«Τώρα με πληγώνεις.»

«Πουθενά δε σε βρίσκουν! Εσείς οι Απολλώνιοι είστε περίεργοι άντρες.» Η Ιωάννα τράβηξε ένα τσιγάρο από την ταμπακιέρα της.

«Δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος, προτού εκείνη πατήσει το κουμπί του ενεργειακού αναπτήρα της.

Το βλέμμα της έγινε πονηρό. «Έχεις τίποτα να προτείνεις;»

35.

Την επομένη, πρωί-πρωί κιόλας, ο επικοινωνιακός δίαυλος της σουίτας του Ανδρόνικου κουδούνισε, κι όταν ο Ανδρόνικος τον σήκωσε έμαθε από τον Ορείχαλκο ότι οι Οπλομάχοι θα έρχονταν μέσα σε μία ώρα να τους επισκεφθούν και να πληροφορηθούν τι ακριβώς γινόταν. «Μου φάνηκαν αναστατωμένοι, έτσι όπως μου μίλησαν,» είπε ο Ορείχαλκος.

Η συνάντηση έγινε στην ίδια αίθουσα του Δωδεκάψυχου που είχε γίνει και η συνάντηση με τους Γνωστικούς και τους Ακτοφύλακες. Και η Ιωάννα, φυσικά, κρύφτηκε πάλι πίσω από την κουρτίνα έχοντας στα χέρια της τη συσκευή που έλεγχε για Δημιουργήματα της Παντοκράτειρας. Όπως την προηγούμενη φορά, όμως, έτσι και τώρα, δεν εντόπισε κανένα.

Οι Οπλομάχοι κάθισαν για να μιλήσουν με τον Ανδρόνικο, τον Σάνραντιλ’φεν, τον Ορείχαλκο, τη Γρανίτια την Πρώτη, τον Τριγώνιο, και την Ανεμόφθαλμη τη Δεύτερη. Ο Πέλεκυς ο Πρώτος ήταν ένας άντρας που, αναμφίβολα, του ταίριαζε το όνομά του, έκρινε ο Ανδρόνικος καθώς ο Οπλομάχος ήταν καθισμένος αντίκρυ του. Συμπαγής με αιχμηρές γωνίες, θύμιζε καλοακονισμένο, βαρύ όπλο. Ήταν μαυρόδερμος και είχε άσπρα μούσια και αραιά μαλλιά. Σίγουρα είχε περάσει τα εβδομήντα αλλά εξακολουθούσε να δείχνει γεροδεμένος και εύρωστος.

Ο Εκηβόλος ο Τρίτος ήταν γιος του, λιγνός και μυώδης, με δέρμα λευκό-ροζ (έχοντας, προφανώς, πάρει από τη μητέρα του, όποια κι αν ήταν), μαύρα κοντά μαλλιά, και άγρια μάτια. Η Βαλλιστρίδα η Δεύτερη ήταν περίπου στην ίδια ηλικία με τον Εκηβόλο – δηλαδή, γύρω στα σαράντα-πέντε – υπολόγιζε ο Ανδρόνικος, και ο Πέλεκυς τη σύστησε ως ανιψιά του. Ήταν πορφυρόδερμη, και είχε μια μελανή, πλούσια χαίτη που θύμιζε λιονταριού. Φορούσε ρούχα που δένονταν σφιχτά επάνω στο σώμα της, και δεν ήταν καθόλου απωθητική παρά τη λοξή ουλή κάτω απ’το αριστερό της μάτι κι επάνω στο μάγουλο, η οποία έμοιαζε με τα τραύματα που ο Ορείχαλκος είχε τώρα στο πρόσωπό του από τα νύχια του Δημιουργήματος (αν και αυτά ήταν, σαφώς, πολύ χειρότερα). Η Πολύοπλη η Τέταρτη ήταν κόρη της Βαλλιστρίδας και έμοιαζε με νεότερη αντανάκλασή της. Πρέπει να είχαν διαφορά καμια εικοσαριά χρόνια, έκρινε ο Ανδρόνικος, γιατί η κοπέλα τού φαινόταν για είκοσι μέχρι είκοσι-τριών χρονών. Ήταν πορφυρόδερμη κι αυτή, και είχε μακριά μαύρα μαλλιά τα οποία χύνονταν ατίθασα στους ώμους της. Το ντύσιμό της, επίσης, ήταν σαν αυτό της μητέρας της. Ουλή κάτω απ’το αριστερό μάτι δεν είχε.

Οι Οπλομάχοι ήταν ανήσυχοι, όπως είχε πει ο Ορείχαλκος στον Ανδρόνικο. Ιδιαίτερα ο Πέλεκυς και η Βαλλιστρίδα. «Ο αδελφός μου, ο Ξιφοφόρος ο Δεύτερος,» είπε η Βαλλιστρίδα, «εξαφανίστηκε απρόοπτα. Μόνο στις κόρες του είπε ότι θα ταξίδευε, και μετά έφυγε απ’το Μέγαρο των Όπλων σαν κλέφτης μ’αυτή τη γυναίκα του την Κλαρίσσα Λάναρκωφ, που είναι Παντοκρατορική στρατιωτικός.»

Μάλλον δεν τη συμπαθεί και πολύ, παρατήρησε ο Ανδρόνικος, κρίνοντας απ’τον τόνο της φωνής της· και ρώτησε τη Βαλλιστρίδα: «Οι κόρες του δεν πήγαν μαζί τους;»

«Όχι· και πολύ καλά έκαναν, φυσικά. Δεν είναι τόσο ανόητες όσο ο πατέρας τους, φαίνεται!»

«Δεν είναι και κόρες της Κλαρίσσας Λάναρκωφ;»

«Όχι!» είπε η Βαλλιστρίδα, κάπως απότομα, σαν ο Ανδρόνικος να έπρεπε ήδη να το γνωρίζει αυτό. «Της είχε κάνει με την προηγούμενη γυναίκα του, που ήταν Σάρντλια ευγενής, όπως άρμοζε.»

Ο Πέλεκυς ο Πρώτος είπε: «Ούτε η κόρη μου η Διλέπιδη ξέρω πού ακριβώς είναι αυτή τη στιγμή, αλλά υποθέτω θα έχει εξαφανιστεί στο ίδιο μέρος όπου εξαφανίστηκε κι ο Ξιφοφόρος ο Δεύτερος, γιατί δεν μπορούσα να την εντοπίσω προτού φύγουμε.»

«Είναι κι αυτή παντρεμένη με Παντοκρατορικό;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Ναι.»

Μπλεγμένη ιστορία…

Ο Ορείχαλκος είπε: «Νομίζουμε πως ξέρουμε προς πού ίσως να πήγαν η Διλέπιδη κι ο Ξιφοφόρος, Άρχοντά μου.» Και τους μίλησε για την Καρθάι, εξηγώντας τους πως η Διλέπιδη και ο Ξιφοφόρος δεν θα κατάφερναν να μπουν στην οχυρωμένη πόλη στις παρυφές της Τρίγωνης εκτός αν ήδη βρίσκονταν μέσα. Τα λόγια του δεν καθησύχασαν τους Οπλομάχους και πολύ. Είπαν ότι οι πολιορκητές έπρεπε να ενημερωθούν, ώστε να μη χτυπήσουν τα μέλη της οικογένειάς τους. Ο Ορείχαλκος τούς αποκρίθηκε ότι οι Ούρταθ και οι άλλοι που είχαν μείνει εκεί είχαν διαταγές να μη χτυπήσουν κανέναν παρά μόνο αν δέχονταν επίθεση από αυτόν. «Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι οι Παντοκρατορικοί να μη φέρουν κι άλλους αιχμαλώτους μέσα στην Καρθάι.»

«Πιστεύετε, δηλαδή, Άρχοντά μου, ότι ο Ξιφοφόρος και η Διλέπιδη είναι τώρα αιχμάλωτοι;» ρώτησε η Βαλλιστρίδα.

«Ακόμα και οικειοθελώς να πήγαν, ναι, αιχμάλωτοι είναι στην ουσία, γιατί οι Παντοκρατορικοί θα προσπαθήσουν να τους χρησιμοποιήσουν εναντίον μας.»

«Γι’αυτό,» τόνισε ο Ανδρόνικος, «πρέπει όλοι σας να φανείτε ενωμένοι στο σκοπό σας να ελευθερώσετε τη διάσταση. Αν διχαστείτε, αν μερικοί από εσάς λυγίσετε από την πίεση των Παντοκρατορικών, τότε θα σας κάνουν μεγάλη ζημιά· γιατί σ’αυτό ακριβώς βασίζονται.»

36.

Ύστερα από τη συνάντηση με τους Οπλομάχους, ο Ορείχαλκος πληροφορήθηκε – από τον Οικοδάκτυλο πάλι, μέσω διαύλου – ότι οι Γεωμέτρες είχαν έρθει δυο ώρες μετά τα ξημερώματα, καθώς επίσης και οι Οδηγοί πριν από καμια ώρα.

«Πού μένουν;» ρώτησε ο Ορείχαλκος, κοιτάζοντας το ρολόι στον τοίχο της σουίτας του και βλέποντας πως ήταν μεσημέρι.

«Οι Οδηγοί στον Δωδεκάψυχο. Οι Γεωμέτρες στον Ψηλόπυργο.»

Οι Πολεοδόμοι έμαθαν πιο γρήγορα από εμένα ότι οι Οδηγοί ήρθαν στον Δωδεκάψυχο! σκέφτηκε ο Ορείχαλκος, λιγάκι έκπληκτος, δεδομένου ότι διέμενε στον Δωδεκάψυχο. «Ποιοι ακριβώς είναι εδώ, γνωρίζεις, Οικοδάκτυλε;»

«Ναι. Ήρθαν όλοι και μας επισκέφτηκαν για λίγο, στους Τρεις Πύργους.» Και του είπε πως, από τους Γεωμέτρες, στη Φανχάι ήταν ο Τραπέζιος ο Δεύτερος, η Τριγώνια η Πρώτη, ο Αμβλυγώνιος ο Πρώτος, η Τριγώνια η Τρίτη, ο Παραλληλόγραμμος ο Δεύτερος, και η Τριγώνια η Τέταρτη. Ο Ορείχαλκος ήξερε πως ο Τραπέζιος ο Δεύτερος ήταν πατέρας του Τριγώνιου του άντρα της Γρανίτιας, και ότι ο Παραλληλόγραμμος ο Δεύτερος και η Τριγώνια η Τέταρτη ήταν παιδιά της Ευθύγραμμης, της θείας του Τριγώνιου. Οι άλλοι νόμιζε πως ήταν πρώτα και δεύτερα ξαδέλφια, μα δεν ήταν και σίγουρος. Πάντως, ήξερε ότι ο Τριγώνιος είχε πολλούς συγγενείς από τη μεριά του αδελφού της γιαγιάς του, ενώ η γιαγιά του δεν είχε κάνει πολλά παιδιά: μόνο τον Τραπέζιο τον Δεύτερο και την Ευθύγραμμη την Τρίτη. Οι γενεαλογίες ήταν πάντοτε μπερδεμένες…

Ο Ορείχαλκος αναρωτήθηκε πώς οι Γεωμέτρες δεν είχαν έρθει ακόμα να συναντήσουν τους συγγενείς τους που ήταν μαζί μ’εκείνον στον Δωδεκάψυχο. Αλλά δεν μίλησε· συνέχισε ν’ακούει τον Οικοδάκτυλο, ο οποίος του είπε πως, από τους Οδηγούς, είχαν έρθει η Σταυροδρόμια η Δεύτερη, ο Πολύδρομος ο Πρώτος, ο Οδοιπόρος ο Τρίτος, και ο Αργυρόδρομος ο Πρώτος. Ο Ορείχαλκος είχε ακουστά τα ονόματα, και είχε συναντηθεί παλιότερα με τον Οδοιπόρο τον Τρίτο για κάποιες δουλειές. Ήταν περίπου στην ίδια ηλικία.

«Θα τρελαθούμε σε λίγο, με τόσο κόσμο εδώ,» του είπε η Γρανίτια, όταν ο Ορείχαλκος, μετά την επικοινωνία με τον Οικοδάκτυλο, ενημέρωσε τους συγγενείς του για την άφιξη των Γεωμετρών και των Οδηγών. «Και δεν έχουν έρθει όλοι ακόμα…»

«Αναμενόμενη δεν ήταν η πολυκοσμία, ξαδέλφη;»

«Πολυκοσμία; Όλη η Σάρντλι θα μαζευτεί στη Φανχάι! Δε μιλάμε απλώς για ‘πολυκοσμία’!» γέλασε η Γρανίτια, καπνίζοντας. Ήταν καθισμένη πλάι στην πισίνα, στο κεντρικό δωμάτιο της σουίτας, και φορούσε ένα κομψό, δαντελωτό μαγιό με λίθους και λουλούδια κεντημένα επάνω. Το ένα της πόδι ήταν μέσα στο νερό και κάθε τόσο το κλοτσούσε, βαριεστημένα. «Πώς και δεν ήρθαν να σε φωνάξουν οι δικοί σου, Τριγωνάκι μου;» ρώτησε τον σύζυγό της, ενώ έκανε πίσω τα πράσινα, σγουρά μαλλιά της.

Ο Τριγώνιος, ο οποίος ήταν βουτηγμένος στην πισίνα ώς τους ώμους, κοίταξε τον Ορείχαλκο και τους άλλους Ορειβάτες αμήχανα. Της είχε ξαναπεί να μην τον αποκαλεί Τριγωνάκι μου· όχι μπροστά σε τρίτους, τουλάχιστον. Ο Ορείχαλκος τον είχε ακούσει. Αλλά η Γρανίτια όταν βαριόταν είχε την τάση να λέει σαχλαμάρες πολλές φορές. Ελπίζω, στο τέλος, να μην καταλήξει σαν τον πατέρα της. Ο Σίδηρος ο Πρώτος ήταν, συχνά, απαράδεκτος.

«Πρέπει να τακτοποιούνται ακόμα, ύστερα από την εθιμική επίσκεψη στους Τρεις Πύργους,» αποκρίθηκε ο Τριγώνιος.

Η τακτοποίησή τους, όμως, δεν κράτησε για πολύ. Όταν οι Ορειβάτες είχαν παραγγείλει μεσημεριανό, και το φαγητό είχε έρθει στη σουίτα τους καλομαγειρεμένο και εύοσμο, ο επικοινωνιακός δίαυλος χτύπησε: και ήταν ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου ο οποίος ήθελε να τους ειδοποιήσει πως οι Γεωμέτρες βρίσκονταν εδώ και ζητούσαν να τους δουν.

Δεν υπήρχε άλλη επιλογή για τους Ορειβάτες απ’το να τους συναντήσουν σε μια αίθουσα του Δωδεκάψυχου αρκετά ευρύχωρη ώστε να τους χωρά όλους, γιατί δεν ήταν μόνο αυτοί που είχαν έρθει τώρα αλλά και η Ευθύγραμμη η Τρίτη κι όσοι ήταν μαζί της από τη συνάντηση στο Πολύλιθο Μέγαρο κι έπειτα: ο Αμβλυγώνιος ο Δεύτερος, δεύτερος ξάδελφος του Τριγώνιου της Γρανίτιας· η Τριγώνια η Δεύτερη, ξαδέλφη της Ευθύγραμμης της Τρίτης και θεία του Τριγώνιου· η Ευθύγραμμη η Δεύτερη, ξαδέλφη της Ευθύγραμμης της Τρίτης κι αυτή· και, φυσικά, η Οξυγώνια, που ήταν σωματοφύλακας της Ανεμόφθαλμης και δεύτερη ξαδέλφη του Τριγώνιου.

Πονοκέφαλος ήταν η συνάντηση μ’όλους αυτούς, που ο Ορείχαλκος δεν τους γνώριζε και τόσο καλά και ήταν ήδη κουρασμένος από τη συνάντηση με τους Οπλομάχους. Προσπάθησε, ωστόσο, να δώσει τον καλύτερό του εαυτό, όπως πάντα. Οι θεοί ευνοούν τους συνετούς και εκείνους που δαμάζουν τον εαυτό τους· δεν χρειαζόταν το β’ζάιλ του για να του το τονίζει αυτό.

Τον ρώτησαν τι είχε συμβεί στο πρόσωπό του, κι ο Ορείχαλκος τούς είπε για το Δημιούργημα και για τη συμμαχία του με την Επανάσταση. Οι Γεωμέτρες ζήτησαν, τότε, να δουν οι ίδιοι τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, να μιλήσουν μαζί του· κι ο Ορείχαλκος δεν μπορούσε παρά να τον καλέσει μέσω του διαύλου του ξενοδοχείου. Ο Πρίγκιπας της Επανάστασης αποκρίθηκε πως θα ερχόταν αμέσως, και πράγματι δεν άργησε να βρεθεί ανάμεσά τους, μαζί με τον Σάνραντιλ’φεν, την Ιωάννα, την Άνμα’ταρ, και τη Σιλάνα. Ο Ορείχαλκος πρόσεξε πως η Μαύρη Δράκαινα βυθίστηκε στη σκιά μιας γωνίας της αίθουσας. Μάλλον θέλει πάλι να ελέγξει μήπως κανένας είναι Δημιούργημα.

Καθώς ο Ανδρόνικος μιλούσε με τους Γεωμέτρες – προσπαθώντας να διασκεδάσει τους φόβους τους σχετικά με την Επανάσταση στη Σάρντλι και να τους τονίσει πως θα φρόντιζαν, στην Καρθάι, η Τριγώνια η Πέμπτη να μην πάθει κανένα κακό, αν μπορούσαν να το αποτρέψουν – ένας υπάλληλος του Δωδεκάψυχου ήρθε και ψιθύρισε στον Ορείχαλκο: «Άρχοντά μου, σας ζητάνε στον δίαυλο.»

«Ποιος;»

«Ο Άρχοντας Οικοδάκτυλος.»

Ο Ορείχαλκος αναστέναξε. «Σύνδεσέ τον,» είπε· «θα του μιλήσω.» Και σηκώθηκε απ’το τραπέζι, για να πιάσει τον δίαυλο στον τοίχο και να τον ανοίξει, φέρνοντας το ακουστικό στο αφτί του.

«Τι συμβαίνει, Οικοδάκτυλε;»

«Έχουμε εδώ τους Πράσινους, Ορείχαλκε.»

Υπέροχα… ακόμα ένας Οίκος. Ο τρίτος μέσα στην ίδια ημέρα! Όχι πως αυτό θα έπρεπε να τον εκπλήσσει, βέβαια. Αλλά η Γρανίτια είχε δίκιο: θα τρελαθούμε στο τέλος.

Ο Οικοδάκτυλος τού είπε πως οι Πράσινοι είχαν έρθει, πριν από λίγο, με ατμόπλοιο από τη Σάνκα, και ήταν τώρα στους Τρεις Πύργους. Σκέφτονταν να κλείσουν δωμάτια στον Ψηλόπυργο, έλεγαν. Πέντε απ’αυτούς βρίσκονταν στη Φανχάι (εξαιρώντας, φυσικά, σωματοφύλακες και υπηρέτες): ο Κρινοπρόσωπος ο Πρώτος, η Πολύκλαδη η Δεύτερη, η Πρασινόγελη η Δεύτερη, ο Ψηλόδενδρος ο Τρίτος, ο Κρινοπρόσωπος ο Δεύτερος, και η Πολύκαρπη η Πρώτη. «Θέλουν να σας συναντήσουν,» είπε ο Οικοδάκτυλος.

Ο Ορείχαλκος αναστέναξε. «Είναι τώρα οι Γεωμέτρες εδώ, και γίνεται της θύελλας του Σάμπρεοθ. Θα τους συναντήσω άλλη ώρα. Κατά προτίμηση αύριο. Μπορείς να τους καθυστερήσεις;»

Ο Οικοδάκτυλος γέλασε. «Κάτι θα σκεφτώ, Ορείχαλκε.»

«Σ’ευχαριστώ, Οικοδάκτυλε.»

Ο Ορείχαλκος επέστρεψε στη θέση του, πλάι στην Ανεμόφθαλμη.

«Τι ήθελε;» τον ρώτησε εκείνη, ενώ η αίθουσα αντηχούσε από τις φωνές των Γεωμετρών, του Ανδρόνικου, του Σάνραντιλ’φεν, και της Γρανίτιας της Πρώτης. Ευτυχώς, δεν έμοιαζαν για θυμωμένες φωνές· ο Ορείχαλκος είχε πάψει να ακούει τι έλεγαν συγκεκριμένα, και στ’αφτιά του έφτανε μονάχα μια γενική εντύπωση τού τι γινόταν.

«Οι Πράσινοι είναι εδώ,» είπε στην Ανεμόφθαλμη, και ήπιε μια γουλιά απ’το τάο βις στο κρυστάλλινο ποτήρι του. «Θέλουν να μας δουν, αλλά είπα στον Οικοδάκτυλο όχι τώρα.»

Η Ανεμόφθαλμη ένευσε, καταλαβαίνοντας απόλυτα. Κι εκείνη ήταν ζαλισμένη απ’τη συγκέντρωση των Γεωμετρών. Δεν ήξερε κανέναν τους, και οι φάτσες τους δεν την ενθουσίαζαν. «Δεν πάμε στη σουίτα μας;» πρότεινε.

«Το ξέρεις ότι δε μπορούμε να τους αφήσουμε και να φύγουμε.»

«Δε μας δίνουν καμια σημασία τώρα, ούτως ή άλλως. Όλο με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο μιλάνε.»

Ο Ορείχαλκος, όμως, ήταν ανένδοτος· και το β’ζάιλ της της είπε: Έχει δίκιο. Θα τους προσβάλετε αν φύγετε τώρα, αδελφή μου.

Ναι, αδελφή μου, σκέφτηκε η Ανεμόφθαλμη, αλλά εσύ δεν έχεις κεφάλι για να σ’το πρήξουν…

37.

Ο Οικοδάκτυλος κατάφερε να καθυστερήσει τους Πράσινους, έτσι δεν τους συνάντησαν εκείνη την ημέρα. Η συνάντηση κανονίστηκε για το άλλο πρωί, κι απ’ό,τι είπε ο Οικοδάκτυλος στον Ορείχαλκο – σε επόμενη επικοινωνία τους μέσω διαύλου – οι Πράσινοι ανησυχούσαν για κάποια μέλη τους που ήταν παντρεμένα με Παντοκρατορικούς.

«Δεν είναι οι μόνοι που μέλη τους είναι παντρεμένα με Παντοκρατορικούς,» είπε η Ανεμόφθαλμη, όταν ο Ορείχαλκος τής το ανέφερε αυτό, μέσα στο υπνοδωμάτιό τους, στη σουίτα που μοιράζονταν με τους συγγενείς του.

«Πράγματι. Αλλά, όπως πάντα, ο κάθε Οίκος σκέφτεται τους δικούς του.»

Η Ανεμόφθαλμη, καθισμένη οκλαδόν στο κρεβάτι, συνοφρυώθηκε. «Ποιοι Πράσινοι, αλήθεια, έχουν παντρευτεί Παντοκρατορικούς;»

«Δεν είναι και τόσοι πολλοί. Δύο, βασικά, μου είπε ο Οικοδάκτυλος: η μικρή κόρη του Κρινοπρόσωπου του Πρώτου, η Περίανθη, η μοναδική του ονόματός της· και ένας ξάδελφος του Κρινοπρόσωπου, ο Πολύκλαδος ο Πρώτος, που μέχρι στιγμής έχει χάσει δύο προηγούμενες γυναίκες.»

«Δύο;» έκανε η Ανεμόφθαλμη. «Πόσο χρονών είναι;»

Ο Ορείχαλκος, που καθόταν αντίκρυ της επάνω στο μεγάλο κρεβάτι, οκλαδόν κι εκείνος, μειδίασε. «Το ίδιο ρώτησα κι εγώ τον Οικοδάκτυλο.»

Η Ανεμόφθαλμη παρατηρούσε το πρόσωπό του καθώς το χαμόγελο έκανε τις εφελκίδες των λοξών τραυμάτων εκεί να λυγίζουν. Για κάποιο λόγο, δεν νόμιζε πως είχε γίνει πιο άσχημος ύστερα από την επίθεση του Δημιουργήματος· απλά διαφορετικός. Για εκείνη, ο Ορείχαλκος ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει άσχημος, νόμιζε η Ανεμόφθαλμη.

Καθώς αυτά περνούσαν στιγμιαία απ’το νου της, ο Ορείχαλκος συνέχιζε να μιλά: «Αλλά δεν ήξερε να μου πει την ηλικία του. Ήξερε μόνο ότι δεν μπορεί να έχει και μεγάλη διαφορά από την ηλικία του Κρινοπρόσωπου, και ο Κρινοπρόσωπος ο Πρώτος είναι – αυτό το γνωρίζω – γύρω στα πενήντα-πέντε. Ο Πολύκλαδος έχασε την πρώτη του γυναίκα στη γέννα, και η δεύτερη πέθανε από μια αναπνευστική ασθένεια. Έχει τρία παιδιά: δύο από την πρώτη, ένα από τη δεύτερη.»

«Και πώς τώρα τού ήρθε να παντρευτεί Παντοκρατορική;» μόρφασε η Ανεμόφθαλμη. Τρελάθηκε όταν γέρασε;

Ο Ορείχαλκος ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Δεν είναι, όμως, στρατιωτικός αυτή που παντρεύτηκε.»

«Τι είναι;»

«Μια βοηθός του Επόπτη της Σάνκα.»

«Βοηθός του Επόπτη; Πράκτορας της Παντοκράτειρας, δηλαδή;»

«Πολύ πιθανόν.»

«Μάλλον γι’αυτό ανησυχούν,» είπε η Ανεμόφθαλμη. «Θεωρούν ότι ο Οίκος τους είναι πολύ στενά συνδεδεμένος με την Παντοκρατορική εξουσία της περιοχής τους.»

Ο Ορείχαλκος δεν μίλησε· απλώς ένευσε.

38.

Η Ιωάννα ξάπλωσε ανάσκελα στο μεγάλο, μαλακό κρεβάτι και τεντώθηκε, μουγκρίζοντας ικανοποιημένα. Το γυμνό της σώμα, λουσμένο από το χαμηλό φως της λάμπας, έμοιαζε να χάνει τη ροζ απόχρωσή του και να μετατρέπεται σε μπρούτζινο. Οι θηλές της φαίνονταν κατάμαυρες, κι ήταν ακόμα στητές. Στη δεξιά της κνήμη η εφελκίδα φάνταζε πιο μαύρη, παρατήρησε ο Ανδρόνικος. Το τραύμα από τη μάχη με τα νουκ’ρέσμα, στις σπηλιές πριν από το ορυχείο λευκόχρυσου, δεν είχε εξαφανιστεί ακόμα. Η Ιωάννα, πάντως, δεν έδειχνε να ενοχλείται πλέον από αυτό, ούτε το έδενε πια με επίδεσμο.

Για λίγο έκλεισε τα βλέφαρά της, και προς στιγμή ο Ανδρόνικος νόμιζε ότι θα κοιμόταν· μετά, όμως, άνοιξε πάλι τα μάτια της και τα έστρεψε επάνω του. «Πώς πήραν τα ονόματά τους όλοι αυτοί οι Οίκοι της Σάρντλι;» τον ρώτησε.

«Αυτό σκεφτόσουν τόση ώρα;» την πείραξε ο Ανδρόνικος.

Η Ιωάννα μετακίνησε το αριστερό της πόδι, για να τρίψει την πατούσα της πάνω στον μηρό του. «Λέμε εξυπνάδες, ε;»

Ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε το μόριό του να σκληραίνει ξανά. Έπιασε τον αστράγαλό της και κράτησε το πόδι της κοντά του.

«Ξέρεις;» τον ρώτησε η Ιωάννα.

«Τι;»

Η Ιωάννα γέλασε. «Από πού πήραν τα ονόματά τους οι Οίκοι.»

«Παραδόξως, ναι. Μου το είπε ο Σάνραντιλ, όταν του έκανα την ίδια ερώτηση.»

«Φαίνεται πως έχουμε παρόμοιες απορίες…»

«Πριν από αιώνες – χιλιετίες, μάλλον – οι θεοί της Σάρντλι επέλεξαν έντεκα ανθρώπους για να προστατεύουν, να περιποιούνται, και να διαφυλάττουν τη διάστασή τους. Ο Σάνραντιλ μού είπε και τα ονόματα των Έντεκα, αλλά δεν τα θυμάμαι. Στον καθένα οι θεοί ανέθεσαν κι από ένα καθήκον: να δαμάζει τα βουνά και να ανακαλύπτει τα πλούτη τους· να παρακολουθεί τα σημάδια στους ουρανούς και να μελετά τον καιρό· να φτιάχνει χάρτες και διαγράμματα, και γενικά να αποτυπώνει στο χαρτί με σχήματα τον φυσικό κόσμο· να μελετά τις ιδιότητες των υδάτων και να εξερευνά τους πυθμένες των ποταμών, των λιμνών, και των θαλασσών· να προστατεύει τις ζούγκλες, τα έλη, τους κάμπους, και όλα τα φυσικά μέρη, και να είναι γνώστης των ιδιοτήτων των φυτών· να ξέρει τη χρήση κάθε όπλου, καθώς και κάθε μέθοδο και τακτική πολέμου και μάχης· να οδηγεί τις φυλές των ανθρώπων μέσα από άγριους τόπους, από δρόμους ασφαλείς και με σύνεση· να δαμάζει τα θηρία και να τα κάνει δούλους του· να φρουρεί τις ακτές από τα πελώρια και επικίνδυνα πλάσματα που έρχονταν από τις θάλασσες εκείνη την αρχαία εποχή· να οικοδομεί πόλεις για να κατοικούν οι φυλές των ανθρώπων· να μελετά και να γνωρίζει λεπτομέρειες για καθετί με το οποίο οι άλλοι δεν ασχολούνταν.»

«Κι απ’αυτούς τους Έντεκα ξεκίνησαν οι Οίκοι;»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Έτσι μου είπε ο Σάνραντιλ. Ορειβάτες, Ουράνιοι, Γεωμέτρες, Υδατοσκόποι, Πράσινοι, Οπλομάχοι, Οδηγοί, Ακτοφύλακες, Θηριοδαμαστές, Πολεοδόμοι, Γνωστικοί. Δεν μοιάζουν τα ονόματά τους με τις ιδιότητες που σου περιέγραψα;»

«Ναι,» είπε η Ιωάννα, «αλλά οι Οίκοι τώρα δε νομίζω ότι κάνουν και τόσο καλά τα καθήκοντά τους…»

«Εσύ θα το κρίνεις αυτό, Μαύρη Δράκαινα;»

«Έλα τώρα! Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Εκτός από τους Ορειβάτες, οι άλλοι τι κάνουν; Πού ήταν οι Οπλομάχοι όταν οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας ήρθαν; Προστάτεψαν τη διάσταση με τις τόσες μεθόδους και τεχνικές πολέμου που υποτίθεται πως ξέρουν;»

«Η Παντοκράτειρα, μάλλον, ήταν ισχυρότερη από εκείνους. Επιπλέον, αυτά είναι τα καθήκοντα των Οίκων σύμφωνα με την ιστορία – τη μυθολογία, ίσως – της Σάρντλι. Στην καθημερινή τους ζωή δεν ασχολούνται συνέχεια μ’αυτά, προφανώς.»

«Αυτό σού λέω κι εγώ.»

«Τέλος πάντων. Ας ελπίσουμε ότι θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε μαζί τους, και τα ήθη και τα έθιμά τους δεν μας αφορούν.»

«Για το καλό τους είναι ό,τι προσπαθούμε να κάνουμε,» είπε η Ιωάννα.

«Και για το δικό μας. Δε θέλουμε η Παντοκράτειρα να ξαναπάρει τον έλεγχο των ορυχείων.»

«Πού πήγε ο ιδεαλισμός σου, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε η Ιωάννα, μεταξύ αστείου και σοβαρού.

Ο Ανδρόνικος γύρισε ανάσκελα, αφήνοντας τον αστράγαλό της, τον οποίο ώς τώρα κρατούσε μες στο χέρι του. «Λιγοστεύει κάθε φορά που σκέφτομαι πόσοι πεθαίνουν υπηρετώντας την Επανάσταση.»

«Είσαι ανόητος.»

«Ευχαριστώ…»

«Νομίζεις ότι λιγότεροι θα πέθαιναν αν δεν γινόταν η Επανάσταση;»

«Στον πόλεμο πάντοτε σκοτώνονται περισσότεροι, Ιωάννα.»

«Ξέρεις πόσοι είναι οι θάνατοι από εργατικά ατυχήματα στη Ρελκάμνια;» τον ρώτησε εκείνη. «Στη Σεργήλη; Εδώ, στη Σάρντλι;»

«Δεν ήρθαμε, όμως, για να σταματήσουμε τα εργατικά ατυχήματα–»

«Ο Σάνραντιλ έχασε εκείνο τον φίλο του στο ορυχείο λευκόχρυσου εξαιτίας–»

«Ναι, εντάξει, ξέρω τι έγινε με τον Σάνραντιλ.»

«Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουμε εμείς είναι, κατά κύριο λόγο, μισθοφόροι, δολοφόνοι, ή πράκτορες της Παντοκράτειρας, Ανδρόνικε,» είπε η Ιωάννα. «Αν φοβόνταν τόσο να πεθάνουν, ας διάλεγαν άλλη δουλειά να κάνουν. Νομίζεις ότι εγώ δεν έχω σκεφτεί ότι μπορεί να πεθάνω;»

«Θα προτιμούσα όμως αν παρέμενες ζωντανή…»

«Το ίδιο κι εγώ, αλλά δεν αλλάζει τίποτα. Σταμάτα, επιτέλους, αυτή την ανοησία! Είσαι ο πιο κλαψιάρης στρατηγός που έχω υπηρετήσει!»

Ο Ανδρόνικος γέλασε.

«Δεν το δικαιολογεί ούτε καν η ηλικία σου,» του είπε η Ιωάννα, χωρίς να γελά. «Δεν είσαι ακόμα σαράντα, όμως θα έπρεπε να έχεις καταλάβει ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν κάποτε.»

«Θα προτιμούσα να μην πεθαίνουν εξαιτίας μου.»

«Να στεναχωριόσουν αν σκότωνες εσκεμμένα πολίτες, εργάτες, χωρικούς – ανθρώπους που δεν μπορούν να αντισταθούν.»

«Γιατί να το κάνω αυτό;»

«Για να τους υποτάξεις; Για να τους μάθεις ποια είναι η θέση τους;»

«Τι νομίζεις ότι είμαι, Μαύρη Δράκαινα;» είπε ο Ανδρόνικος, λιγάκι απότομα.

«Βλέπεις; Δεν το έχεις μέσα σου να είσαι δολοφόνος. Σταμάτα, λοιπόν, ν’ανησυχείς.»

«Δηλαδή, μόνο αν σκοτώνεις αθώους είναι κακό;»

«Οι άλλοι πάνε γυρεύοντας. Κι εγώ πάω γυρεύονταν, κι εσύ πας γυρεύοντας. Το ξέρουμε αλλά εξακολουθούμε να κάνουμε τη δουλειά μας, ή ακολουθούμε έναν σκοπό. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;»

«Ναι,» είπε ο Ανδρόνικος, «αλλά, και πάλι, δεν είναι κάτι που… που χρησιμοποιώ τη λογική μου, Ιωάννα. Δεν το σκέφτομαι και μετά λυπάμαι για τους νεκρούς· απλά, λυπάμαι για τους νεκρούς. Κυρίως για τους επαναστάτες με τους οποίους αγωνίζομαι.»

«Οι επαναστάτες με τους οποίους αγωνίζεσαι πιστεύουν ότι είναι καλύτερα να πεθαίνεις απ’το να είσαι υπόδουλος μιας εξωτερικής δύναμης.»

«Και για τους Οίκους της Σάρντλι τι έχεις να πεις;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Το ίδιο ισχύει. Αν δεν θέλουν δεν θα συμμαχήσουν μαζί μας. Θα τους βάλεις με το ζόρι; Θα απαγάγεις τους συγγενείς τους για να τους εκβιάσεις, όπως κάνουν οι Παντοκρατορικοί; Θα επιτεθείς στις πόλεις και στα οχυρά τους, για να τους δείξεις ποιος είναι ο πιο ισχυρός;»

«Το ξέρεις πως δεν θα χρησιμοποιούσα ποτέ τέτοιες μεθόδους.»

«Αυτοί, λοιπόν, που θα έρθουν με την Επανάσταση θα έρθουν οικειοθελώς, και θα ξέρουν ακριβώς τι κάνουν,» είπε η Ιωάννα και, λιγάκι εκνευρισμένη μαζί του, σηκώθηκε απ’το κρεβάτι κι έπιασε ν’ανάψει ένα τσιγάρο.

39.

Οι Πράσινοι ήταν στον Δωδεκάψυχο με την αυγή κιόλας. Ο Ορείχαλκος και ο Ανδρόνικος είχαν ειδοποιηθεί για την άφιξή τους και, μαζί με την Ανεμόφθαλμη, τη Γρανίτια την Πρώτη, τον Σάνραντιλ’φεν, και την Ιωάννα, τους συνάντησαν στην αίθουσα που είχαν συναντήσει και τους Ακτοφύλακες. Η Άνμα’ταρ ήταν κρυμμένη πίσω από μια κουρτίνα, ελέγχοντας για Δημιουργήματα και μη βρίσκοντας κανένα.

Καθώς οι Πράσινοι συστήνονταν, ο Ανδρόνικος τούς παρατηρούσε. Ο Κρινοπρόσωπος ο Πρώτος ήταν ένας ψηλός, λιγνός άντρας γύρω στα πενήντα-πέντε, με πράσινα γένια και μαλλιά, και κατάμαυρο δέρμα. Έμοιαζε κοινωνικός τύπος και, σε διαφορετική περίπτωση, μάλλον θα χαμογελούσε περισσότερο. Η Πολύκλαδη η Δεύτερη ήταν κόρη του, αλλά είχε δέρμα χρυσό και μαλλιά μαύρα. Η Πρασινόγελη η Δεύτερη ήταν αδελφή της, δίδυμη, και έμοιαζαν καταπληκτικά οι δυο τους. Επίσης, παρότι ήταν αρκετά μεγάλες, θύμιζαν κορίτσια. Η Πολύκλαδη φορούσε ένα στενό φόρεμα, ενώ η Πρασινόγελη ένα φαρδύ· κι από εκεί ο Ανδρόνικος το έβρισκε πιο εύκολο να τις ξεχωρίζει, καθώς κι από το γεγονός ότι η Πρασινόγελη είχε πιο στενά μάτια. Η Πολύκαρπη η Πρώτη ήταν αδελφή του Κρινοπρόσωπου, και είχε δέρμα χρυσό όπως οι κόρες του. Τα μαλλιά της ήταν πράσινα και φτιαγμένα σε μια περίτεχνη πλεξίδα. Το φόρεμά της ήταν όλο κεντήματα, κι απ’το λαιμό της κρέμονταν τρία περιδέραια. Το μισό αριστερό αφτί της ήταν κομμένο. Ο γιος της, ο Ψηλόδενδρος ο Τρίτος, είχε επίσης χρυσό δέρμα (ο Κρινοπρόσωπος ο Πρώτος, παραδόξως, ήταν ο μόνος με κατάμαυρο δέρμα) και πράσινα, μακριά μαλλιά. Δεν ήταν καθόλου ψηλός, αλλά μετρίου αναστήματος και γεροδεμένος. Γύρω στα είκοσι-πέντε, τον υπολόγιζε ο Ανδρόνικος. Και ο αδελφός του Ψηλόδενδρου, ο Κρινοπρόσωπος ο Δεύτερος, πρέπει να ήταν καμια πενταετία πιο μικρός, με δέρμα χρυσό, μαύρα κοντά μαλλιά, και έναν μεγάλο παπαγάλο στο χέρι ο οποίος είχε ένα και μοναδικό μάτι. Ο Ανδρόνικος δεν είχε τύχει να ξαναδεί τέτοιο πτηνό. Ο Κρινοπρόσωπος ο Δεύτερος σύστησε τον παπαγάλο ως ο Παρατηρητής· και ο παπαγάλος έκρωξε αμέσως: «Παρατηρητής! Πα… ρατηρητής!»

Ο Κρινοπρόσωπος ο Πρώτος μειδίασε. «Είναι ομιλητικός ο παπαγάλος του ανιψιού μου. Σπάνιο πουλί. Ένας στους διακόσιους του είδους του γεννιέται μονόφθαλμος, και λένε ότι είναι αγγελιαφόρος των θεών.»

«Θεών!» έκρωξε ο Παρατηρητής. Ο Κρινοπρόσωπος ο Δεύτερος τού χάιδεψε το κεφάλι σαν για να τον σωπάσει.

Και μετά, η συζήτηση για τους Παντοκρατορικούς και για την Επανάσταση ξεκίνησε, και δεν ήταν τόσο ευχάριστη. Οι Πράσινοι ανησυχούσαν πολύ για τα μέλη τους που ήταν παντρεμένα με ανθρώπους της Παντοκράτειρας. «Τη μικρή μου κόρη, την Περίανθη, την πήρε μαζί του ο σύζυγός της χωρίς τη θέλησή της, Πρίγκιπα Ανδρόνικε. Και στην αρχή δεν είχα ιδέα πού θα την πήγαινε! Μίλησα, όμως, με τον Επόπτη και μου είπε ότι προορισμός τους ήταν η Καρθάι.»

«Την έχουμε αποκλείσει, Άρχοντά μου,» είπε ο Ανδρόνικος· κι εκείνος κι ο Ορείχαλκος τού εξήγησαν τι είχε συμβεί.

«Κι αν η κόρη μου φτάσει εκεί τώρα, τι θα γίνει;»

«Μάλλον ο άντρας της θ’αναγκαστεί να την επιστρέψει στη Σάνκα,» απάντησε ο Ορείχαλκος. Και μετά ρώτησε: «Ο ξάδελφός σας, ο Πολύκλαδος ο Πρώτος, πού βρίσκεται;»

«Γνωρίζετε, λοιπόν, Άρχοντα Ορείχαλκε…» είπε ο Κρινοπρόσωπος ο Πρώτος, μοιάζοντας ευχαριστημένος που ο Ορειβάτης είχε γνώση για τα του Οίκου των Πρασίνων.

«Φυσικά,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος ενώ σκεφτόταν: Ο Οικοδάκτυλος μού το είπε. «Είναι παντρεμένος με μια Παντοκρατορική, δεν είναι;»

«Ναι, αλλά ευτυχώς δεν έχουν φύγει από τη Σάνκα. Η γυναίκα του είναι βοηθός του Επόπτη της περιοχής μας.» Και μετά, ζήτησε να μάθει πώς θα έπαιρναν πίσω όσους βρίσκονταν ήδη μέσα στην Καρθάι.

Ο Ανδρόνικος τού αποκρίθηκε ότι οι Παντοκρατορικοί θα έπρεπε να παραδοθούν λόγω των εξωτερικών πιέσεων. «Αν οι Οίκοι της Σάρντλι δεν λυγίσουν, οι Παντοκρατορικοί δεν θα έχουν άλλη επιλογή. Δεν θέλουν τους συγγενείς σας, Άρχοντά μου· θέλουν να κρατήσουν τη διάσταση υπό τον έλεγχό τους.»

Η Πολύκαρπη η Πρώτη πρότεινε να σταλεί κάποιος στη Σάνκα, για να μάθουν αν η Περίανθη ήταν, όντως, και πάλι εκεί. Ο Κρινοπρόσωπος ο Πρώτος συμφώνησε αμέσως.

«Ακόμα όμως και να μην είναι εκεί, δεν πρέπει ν’ανησυχήσετε, Άρχοντά μου,» τόνισε ο Ανδρόνικος. «Οι Παντοκρατορικοί θα σας την επιστρέψουν αργά ή γρήγορα. Δεν κρατούν αιχμαλώτους που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν.» Σκέφτηκε να προσθέσει και Ούτε σκοτώνουν αιχμαλώτους χωρίς λόγο, αλλά δεν το έκανε γιατί θυμήθηκε ότι υπήρχαν φορές που οι Παντοκρατορικοί είχαν προβεί σε αποτρόπαιες ενέργειες. Αν η κόρη αυτού του ανθρώπου πεθάνει, συλλογίστηκε, πώς είναι δυνατόν να μη φταίω κι εγώ, έστω και λίγο; Η Ιωάννα έβλεπε τα πράγματα απλά – γεγονός που ίσως να οφειλόταν στην εκπαίδευσή της – αλλά τα πράγματα ποτέ δεν ήταν απλά…

40.

Ενόσω μιλούσαν με τους Πράσινους, ήρθαν, με αεροσκάφος, οι Θηριοδαμαστές. Το είπε ο Οικοδάκτυλος στον Ορείχαλκο, αργότερα. Πέντε απ’αυτούς ήταν τώρα στη Φανχάι: η Λεόμορφη η Δεύτερη, ο Κτηνομάχος ο Τρίτος, ο Κτηνομάτης ο Πρώτος, η Πανθηρία η Τρίτη, και ο Οφιόκορμος ο Δεύτερος. Είχαν αργήσει εσκεμμένα να φύγουν από το Μέγαρο των Θηρίων στη Βαν’τάτλεχ, επειδή ήξεραν ότι θα έφταναν γρήγορα με το αεροσκάφος τους, κι έτσι περίμεναν οι άλλοι Οίκοι να συγκεντρωθούν πρώτα.

«Θέλουν να μας μιλήσουν;» ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Όχι άμεσα,» αποκρίθηκε ο Οικοδάκτυλος, μέσα από τον επικοινωνιακό δίαυλο. «Όπως και οι Οδηγοί, έτσι κι αυτοί μοιάζουν ικανοποιημένοι να περιμένουν να μιλήσουν μαζί σας στη μεγάλη συγκέντρωση που θα γίνει.»

Καλό αυτό, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος, και ευχαρίστησε τον Οικοδάκτυλο που, γι’ακόμα μια φορά, τον είχε ενημερώσει. «Με έχεις υποχρεώσει.»

Ο Οικοδάκτυλος γέλασε. «Τι νομίζεις ότι κάνουμε εδώ όλη μέρα, Ορείχαλκε; Παρακολουθούμε ποιος έρχεται και ποιος φεύγει από την πόλη μας, παρότι ποτέ δεν παρεμβαίνουμε.

»Παρεμπιπτόντως, χτες βράδυ ήρθε στους Τρεις Πύργους η Επόπτρια Νιρτάνα και μας μίλησε. Ζήτησε τη συγκατάθεσή μας ώστε να συλλάβει τον Αρχιπροδότη, τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Με εσένα, Ορείχαλκε, είπε, μπορούμε να δούμε αργότερα τι θα γίνει· το βασικό είναι ο Αρχιπροδότης να αιχμαλωτιστεί, ώστε να μη μπορεί να προκαλέσει άλλο κακό στην έννομη τάξη της Συμπαντικής Παντοκρατορίας – και κάτι άλλα τέτοια λόγια των Σασβένιθ. Φυσικά αρνηθήκαμε, και η Νιρτάνα έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα· αλλά πολύ φοβάμαι ότι, σύντομα, ίσως να κάνει κάτι μόνη της.»

Οι Σασβένιθ ήταν κατώτερες θεές: τρεις κόρες της Νάεφισπ, της θέας των παραμυθιών, οι οποίες έλεγαν συνεχώς ψέματα και συκοφαντίες, και μιλούσαν για ό,τι άσχημο υπήρχε στους ανθρώπους, χωρίς το στόμα τους να μπορεί ποτέ να αρθρώσει τίποτα το καλό. Πάντοτε όλοι αναφέρονταν στις Σασβένιθ συλλογικά· ποτέ δεν μιλούσαν για μία συγκεκριμένη από αυτές, απ’ό,τι γνώριζε ο Ορείχαλκος.

«Θα το πω στον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, αλλά μάλλον είναι ήδη προετοιμασμένος. Σ’ευχαριστώ και πάλι, Οικοδάκτυλε.»

Ο Ορείχαλκος είχε δίκιο. Πράγματι, ο Ανδρόνικος ήταν προετοιμασμένος. Όταν πήγε στη σουίτα του και ανέφερε σ’εκείνον και τους άλλους επαναστάτες το περιστατικό με τη Νιρτάνα, η Ιωάννα είπε: «Ούτως ή άλλως την περιμένουμε, Ορείχαλκε. Δε μπορώ να φανταστώ τι άλλο να κάνουμε. Ελπίζω μόνο οι Πολεοδόμοι να μην αλλάξουν γνώμη, στο τέλος, και μας προδώσουν.»

«Δεν το νομίζω αυτό,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος.

«Τους εμπιστεύεσαι; Όλους;»

Εσύ, Μαύρη Δράκαινα, μάλλον δεν εμπιστεύεσαι κανέναν. «Τους περισσότερους, ας πούμε. Τους πιο σημαντικούς. Χωρίς τη συγκατάθεση αυτών, ό,τι και να κάνουν οι άλλοι θα είναι σαν… σαν να το κάνει ο οποιοσδήποτε: και η Νιρτάνα έχει, σίγουρα, πολλούς οποιουσδήποτε μέσα στη Φανχάι για να εξαπολύσει εναντίον μας.»

Το μεσημέρι, καθώς ο Ορείχαλκος έτρωγε μαζί με την οικογένειά του, ο επικοινωνιακός δίαυλος κουδούνισε. Η Αζουρίτια η Δεύτερη, η αδελφή του, σηκώθηκε αμέσως και πλησίασε τη συσκευή, ανοίγοντάς την έτσι ώστε να μπορούν ν’ακούσουν όλοι.

«Μάλιστα;» είπε.

«Χαίρετε. Σε ποια μιλάω;»

«Στην Αζουρίτια τη Δεύτερη.»

«Συγνώμη αν ενοχλώ, Αρχόντισσά μου. Είναι ο Άρχοντας Ορείχαλκος εκεί;»

Ο Ορείχαλκος είχε ήδη σηκωθεί και πλησιάσει τον δίαυλο. «Εδώ είμαι, Οικοδάκτυλε. Ήρθαν οι Υδατοσκόποι;» Ήταν οι τελευταίοι που περίμεναν.

«Ναι.» Είχαν έρθει ο Υδατόχρους ο Πρώτος, ο Δύτης ο Τέταρτος, η Ευύδρια η Δεύτερη, ο Πυθμένας ο Δεύτερος, η Εύρροη η Τρίτη, και η Βαθύνοη η Πρώτη.

«Θέλουν να μας δουν;» ρώτησε ο Ορείχαλκος, υποψιαζόμενος πως η απάντηση θα ήταν θετική, αφού ο αδελφός του ο Ρουμπίνης ήταν σύζυγος της Ευύδριας της Τρίτης, η οποία ήταν κόρη της Βαθύνοης της Πρώτης και αδελφή του Υδατόχρου του Πρώτου και της Εύρροης της Τρίτης. Ο Πυθμένας ο Δεύτερος ήταν ξάδελφός της, και ο Δύτης ο Τέταρτος ανιψιός της.

«Όχι αμέσως. Δεν είπαν τίποτα.»

Τον εξέπληξε λιγάκι τον Ορείχαλκο αυτό. «Εντάξει,» είπε. «Πού μένουν;»

«Στο Νότιο Κάλεσμα

Ο Ορείχαλκος ευχαρίστησε τον Οικοδάκτυλο κι επέστρεψε στο τραπέζι. Η Αζουρίτια η Δεύτερη ήταν ήδη εκεί, μαζί με τους υπόλοιπους.

«Οι συγγενείς της αγαπητής Ευύδριας είναι εδώ, ξάδελφε;» είπε η Αζουρίτια η Πρώτη.

«Έτσι φαίνεται.»

«Επομένως, τώρα όλοι οι Οίκοι είναι συγκεντρωμένοι στη Φανχάι, έτσι;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος τρώγοντας.

«Και θα γίνει η μεγάλη συνάντηση…»

«Γι’αυτό ήρθαν.»

«Θ’αργήσει να τελειώσει; Περίπου πόσο θα πάρει, δηλαδή;»

Ο Ορείχαλκος μειδίασε αχνά καθώς μασούσε μαλακό κρέας φιδιού. «Άρχισες να βαριέσαι από τώρα;»

«Το ξέρεις ότι δε μ’αρέσουν κάτι τέτοιες συγκεντρώσεις. Αυτά τα αναλαμβάνεις εσύ κανονικά. Ή η Γρανίτια.»

«Δε μπορούμε να τ’αναλαμβάνουμε όλα μόνοι μας,» της είπε η Γρανίτια.

«Εγώ σε καταλαβαίνω απόλυτα, Αζουρίτια,» είπε, σκουπίζοντας τα παχιά χείλη του, ο Μαγνήσιος ο Τρίτος.

«Δε με εκπλήσσει,» του είπε η Γρανίτια.

«Δεν είναι όλοι το ίδιο ικανοί σε όλα, αδελφή μου· γι’αυτό οι θεοί το θέλησαν να είμαστε πολλοί.» Σήκωσε την κούπα του και ήπιε κροκοδείλια δάκρυα. «Αισθάνομαι τελείως άχρηστος εδώ. Τα πάντα μόνοι σας τα κάνετε, ούτως ή άλλως.»

«Η παρουσία σου, όμως, είναι σημαντική. Όπως και όλων σας,» τόνισε ο Ορείχαλκος, απορώντας που ο Μαγνήσιος δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό. Έμπορος ήταν, άλλωστε! Η πολιτική και το εμπόριο δεν διέφεραν και τόσο… σωστά;

Ο Μαγνήσιος μόρφασε χωρίς ν’αποκριθεί.

Ο Οπάλιος ο Δεύτερος, ο σύζυγος της Αζουρίτιας της Πρώτης, μάλλον θέλοντας ν’αλλάξει το θέμα της συζήτησης, είπε: «Αλήθεια, οι Υδατοσκόποι τι γνώμη έχουν για την ονομασία του μικρού του Ρουμπίνη και της Ευύδριας; Είναι ήδη δύο χρονών, δεν είναι; Πρέπει να του δοθεί ένα όνομα.»

«Οι Υδατοσκόποι,» είπε η Γρανίτια, «δεν έχουν εκφέρει άποψη. Ό,τι θέλει το ζευγάρι, νομίζω πως έχουν πει· κι αυτό, λογικά, σημαίνει ότι ο μικρός πρέπει να ονομαστεί ως Ορειβάτης, πιστεύω.»

«Πώς το βγάζεις αυτό το συμπέρασμα, Γρανίτια;» ρώτησε η Ανεμόφθαλμη υπομειδιώντας.

«Είναι μαζί μας συνέχεια! Πώς θα τον λέμε; Νερό, ή κάτι παρόμοιο;»

Ο Τριγώνιος, δίπλα της, γέλασε. «Ίσως θα έπρεπε να τον πούμε Γρανίτιο κι αυτόν…» Τη μικρή τους κόρη την είχαν ονομάσει Γρανίτια η Δεύτερη, επειδή η Γρανίτια η Πρώτη επέμενε να της δώσει το δικό της όνομα σώνει και καλά. Κόρη μου δεν είναι; έλεγε. Θα έχει το δικό μου όνομα!

Η Γρανίτια λοξοκοίταξε τον σύζυγό της, και συνέχισε να μιλά κοιτάζοντας τον Οπάλιο: «Αφού οι Οίκοι τους δεν αποφασίζουν, ο Ρουμπίνης και η Ευύδρια ρώτησαν τα β’ζάιλ τους, όπως απαιτεί το έθιμο, και ξέρεις τα β’ζάιλ τι τους απάντησαν; Του Ρουμπίνη τού είπε να ονομάσουν το παιδί ως Ορειβάτη· της Ευύδριας τής είπε να το ονομάσουν ως Υδατοσκόπο.»

«Και τι θα κάνουν, τελικά; Θα στείλουν ιερέα σε κάποιο Στόμα των Θεών για να τους δώσει απάντηση;»

«Δεν έχουν αποφασίσει ακόμα.»

Κι ας ελπίσουμε ότι θα μείνουν ζωντανοί ώστε να μπορέσουν να αποφασίσουν, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος, καθώς συγχρόνως αναρωτιόταν πόσο ανόητος μπορεί να ήταν ο Ρουμπίνης για ν’ακολουθήσει τον Δημήτριο και να μπλέξει στην Καρθάι.

41.

Η Άνμα’ταρ νόμιζε πως άκουσε την ειδοποίηση της Μαγγανείας Υλικής Διαισθήσεως μέσα στον ύπνο της. Ο νοητικός θόρυβος τρύπησε, για μια στιγμή μονάχα, τα όνειρά της και μετά βυθίστηκε, μακριά… μακριά… μακριά… Θα μπορούσε να ήταν κι αυτός άλλο ένα όνειρο. Και μια λιγότερο εκπαιδευμένη μάγισσα, ή μια μάγισσα που δεν ήταν του τάγματος των Δρακαινών, μάλλον θα τον θεωρούσε όνειρο, και δεν θα ξυπνούσε.

Η Άνμα’ταρ, όμως, τινάχτηκε, ανακαθίζοντας επάνω στο κρεβάτι.

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό γύρω της, και η Σιλάνα, στο άλλο κρεβάτι, πρέπει να κοιμόταν. Επομένως, δεν μπορεί να ήταν κάποιος κοντινός θόρυβος που την είχε ξυπνήσει: η Σιλάνα δεν ροχάλιζε.

Η Άνμα σηκώθηκε απ’το κρεβάτι της αργά, πιάνοντας το πιστόλι που ήταν κάτω από το μαξιλάρι της και τραβώντας το ξιφίδιο από τη μία απ’τις μπότες της που ήταν αφημένες παραδίπλα.

Δεν ήταν όνειρο. Πρέπει, όντως, να είχε ακούσει την ειδοποίηση της μαγγανείας μέσα στο μυαλό της. Κανονικά, όμως, δεν θα έπρεπε να ήταν τόσο σύντομη και αδύναμη. Αν κάποιος είχε εισβάλει στη σουίτα, η Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως θα έπρεπε να είχε κάνει το κεφάλι της να βουίξει από τον θόρυβο.

Μονάχα μία εξήγηση υπήρχε… Κάποιος μάγος αδρανοποίησε τη μαγγανεία μου, αλλά δεν το έκανε τέλεια.

«Σιλάνα!» είπε η Άνμα, χαμηλόφωνα αλλά έντονα. «Σιλάνα! Σήκω. Χωρίς θόρυβο.»

Η άλλη επαναστάτρια την άκουσε και σηκώθηκε. Στ’αφτιά της Άνμα ήρθε ο ήχος που κάνει το σπαθί όταν τραβιέται από το θηκάρι, και η φωνή της Σιλάνα: «Τι;»

«Εισβολείς, νομίζω.»

Και χωρίς άλλα λόγια, η Άνμα’ταρ πλησίασε τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου τους και κοίταξε έξω, το καθιστικό της σουίτας. Μια γωνιακή λάμπα ήταν αναμμένη, και στο αδύναμο φως της η μάγισσα είδε σκιερές φιγούρες να μπαίνουν από την εξώπορτα, η μία μετά την άλλη.

Σκατά, σκέφτηκε. Δε μπορεί νάναι λιγότεροι από έξι. Και δε μπορεί να θέλουν το καλό μας.

Άνοιξε την ασφάλεια του πιστολιού της. Αυτό θα σηκώσει όλο το ξενοδοχείο στο πόδι.

Οι εισβολείς, έχοντας μπει αθόρυβα, τραβούσαν σπαθιά και ξιφίδια από θηκάρια δεμένα επάνω τους. Φορούσαν κουκούλες όλοι τους, οι οποίες είχαν ανοίγματα μονάχα για τα μάτια· και εκεί, στα μάτια, κάτι γυάλιζε. Γυαλιά.

Γυαλιά; Για να βλέπουν θερμότητα μες στο σκοτάδι, σίγουρα, συμπέρανε η Άνμα.

Και δεν δίστασε άλλο: πυροβόλησε τον έναν από τους δύο που έρχονταν προς το δωμάτιό της. Ο άντρας έπεσε κραυγάζοντας.

Η Άνμα πυροβόλησε τον δεύτερο, καθώς εκείνος έκανε να τραβήξει πιστόλι από τη ζώνη του. Αίμα τινάχτηκε απ’το κεφάλι του.

Κάποιος άλλος πυροβόλησε τότε, απανωτά, και οι ριπές χτύπησαν τη μισάνοιχτη πόρτα πίσω απ’την οποία ήταν κρυμμένη η Άνμα, πετώντας θραύσματα ξύλου ολόγυρα.

Οι εισβολείς συγκεντρώνονταν τώρα κοντά στην είσοδο, μάλλον σκεπτόμενοι να υποχωρήσουν όσο ακόμα μπορούσαν. Πολύ αργά, όμως, καριόληδες. Τώρα τους ειδοποίησα όλους.

Και, αναμενόμενα, πυροβολισμοί ήρθαν από την πόρτα του δωματίου του Ανδρόνικου και της Ιωάννας κι από την πόρτα του δωματίου του Σάνραντιλ’φεν: ξαφνικές, δυνατές λάμψεις μες στο μισοσκόταδο του καθιστικού. Κι άλλοι κουκουλοφόροι έπεσαν, ουρλιάζοντας.

«Φύγετε, ρε! Φύγετε!» φώναξε ένας τους, στη Συμπαντική· κι ενώ πυροβολούσαν τυχαία γύρω τους, πέρασαν το κατώφλι της εξώπορτας – οι δύο που στέκονταν ακόμα όρθιοι, τουλάχιστον.

Και τότε, η Άνμα είδε μια φιγούρα να πετάγεται απ’το δωμάτιο του Ανδρόνικου: μια φιγούρα που αναγνώριζε: η Ιωάννα, με το λευκό-ροζ δέρμα της και τα ξανθά μαλλιά της να γυαλίζουν ξαφνικά στο ασθενικό φως της γωνιακής λάμπας, καθώς ήταν ντυμένη μόνο με τα εσώρουχά της. Στα χέρια της κρατούσε δύο πιστόλια.

«Ιωάννα!» φώναξε ο Ανδρόνικος πίσω της.

Συγχρόνως, ο Σάνραντιλ’φεν βγήκε απ’το δωμάτιό του μ’ένα πιστόλι στο χέρι.

Η Ιωάννα πέρασε το κατώφλι της εξώπορτας, καταδιώκοντας τους επίδοξους δολοφόνους. Η Άνμα’ταρ έτρεξε πίσω απ’τη Μαύρη Δράκαινα, μη θέλοντας να την αφήσει μόνη.

Η Ιωάννα, πηδώντας έξω απ’τη σουίτα, στον διάδρομο του ξενοδοχείου, είδε δύο κουκουλοφόρους να τρέχουν προς τη σκάλα. Τους πυροβόλησε αμέσως, πέφτοντας στο πάτωμα για ν’αποτελεί μικρότερο στόχο σε περίπτωση που στρέφονταν να της ρίξουν. Τα πυρά της βρήκαν τον έναν στα πόδια, σωριάζοντάς τον.

Ο άλλος γύρισε, πυροβολώντας με το πιστόλι του – και οι σφαίρες του πέρασαν πάνω απ’την Ιωάννα, σχίζοντας τον αέρα.

Η Άνμα’ταρ ήταν στο κατώφλι της σουίτας και εκτόξευσε το ξιφίδιό της: το όπλο στροβιλίστηκε τάχιστα και καρφώθηκε στο στήθος του άντρα, ο οποίος έπιασε τη λαβή προσπαθώντας απεγνωσμένα να τραβήξει το όπλο έξω, παραπατώντας και πέφτοντας. Νεκρός.

Η Ιωάννα σηκωνόταν όρθια, στιγμιαία, σαν αιλουροειδές.

Γύρω τους, στον διάδρομο, πόρτες άνοιγαν.

42.

Δύο από τους εισβολείς δεν ήταν νεκροί: αυτός που η Ιωάννα είχε πυροβολήσει στα πόδια κι άλλος ένας, επίσης χτυπημένος στα πόδια μες στο μισοσκόταδο του καθιστικού της σουίτας.

Τώρα το καθιστικό δεν ήταν πλέον ημιφωτισμένο· δυνατά ενεργειακά φώτα το γέμιζαν, και οι δύο τραυματισμένοι αιχμάλωτοι βρίσκονταν ξαπλωμένοι στο χαλί του πατώματος, μουσκεύοντάς το με το αίμα τους, ενώ βογκούσαν, όχι μόνο από τις σφαίρες μέσα στο σώμα τους αλλά κι από τις κλοτσιές που τους έριχναν η Ιωάννα και η Σιλάνα καθώς περιφέρονταν γύρω τους. Ήταν κι οι δυο τους ντυμένες, τώρα, και φορούσαν μπότες.

«Ποιος σας έστειλε εδώ;» είχε ρωτήσει ο Ανδρόνικος τους αιχμαλώτους, που ο ένας ήταν πορφυρόδερμος και καραφλός, κι ο άλλος είχε δέρμα λευκό-ροζ και μαύρα μαλλιά, κι έμοιαζαν κι οι δύο για Σάρντλιοι. Όταν δεν απάντησαν, κι ενώ η Ιωάννα και η Σιλάνα συνέχιζαν να τους κλοτσάνε, τους είχε ξαναρωτήσει: «Ποιος σας έστειλε; Η Επόπτρια; Η Νιρτάνα;» Τότε, ο πορφυρόδερμος είχε απαντήσει: «Ναι, αυτή… ναι…» βογκώντας.

«Αρκετά,» είπε ο Ορείχαλκος, που είχε έρθει στη σουίτα των επαναστατών ύστερα από τους πυροβολισμούς μέσα στη νύχτα. «Αρκετά. Αν τους σκοτώσετε δεν θα έχουν να μας πουν τίποτα.»

Η Σιλάνα έδωσε μια τελευταία κλοτσιά στη ράχη του λευκόδερμου άντρα, κι ύστερα εκείνη κι η Ιωάννα έπαψαν να τους χτυπάνε. Η Μαύρη Δράκαινα άναψε ένα τσιγάρο.

«Πώς σας λένε;» ρώτησε ο Ορείχαλκος τους αιματοβαμμένους και μελανιασμένους κακοποιούς.

Ο πορφυρόδερμος τού έδωσε τα ονόματά τους.

«Δύο ρεμάλια απ’τη Φανχάι, μάλλον,» είπε η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη.

«Είστε στον Παντοκρατορικό Στρατό;» τους ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Όχι,» έκρωξε ο πορφυρόδερμος. «Τυχαίοι είμαστε, Άρχοντά μου…» βόγκησε ο λευκόδερμος. «Δεν ξέραμε,» πρόσθεσε ο πορφυρόδερμος· «μας πλήρωσαν.» Και ο λευκόδερμος επιβεβαίωσε: «Δεν είχαμε ιδέα.»

«Ποιος διέλυσε τη μαγγανεία μου στην πόρτα;» τους ρώτησε η Άνμα’ταρ.

«Ο μάγος.» Ο λευκόδερμος έδειξε έναν από τους νεκρούς.

«Αυτός ήταν των Παντοκρατορικών,» πρόσθεσε ο πορφυρόδερμος.

«Και το σημαντικότερο απ’όλα,» είπε ο Ορείχαλκος: «πώς μπήκατε στον Δωδεκάψυχο και μάθατε πού βρίσκεται η σουίτα του Πρίγκιπα Ανδρόνικου;»

«Μας έδειξαν, Άρχοντά μου… μας έδειξαν…» βόγκησε ο λευκόδερμος, που φαινόταν ο πιο άσχημα χτυπημένος από τους δύο.

Η Σταυροδρόμια η Δεύτερη παρατήρησε: «Κάτι μού λέει ότι οι υπάλληλοι του Δωδεκάψυχου δεν είναι και τόσο έμπιστοι όσο κανείς θα νόμιζε.» Εκείνη κι ο Οδοιπόρος ο Τρίτος βρίσκονταν επίσης στη σουίτα του Ανδρόνικου, αφού οι Οδηγοί έμεναν στο ίδιο ξενοδοχείο και είχαν, φυσικά, ακούσει τους πυροβολισμούς όπως και κάθε άλλος ένοικος. «Δε νομίζω ν’αρέσει αυτό στους Πολεοδόμους, καθόλου μα καθόλου…» Είχε τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της καθώς ατένιζε τους δύο αιχμαλώτους επάνω στο χαλί. Ήταν μια ψηλή, λευκόδερμη, ξανθιά, ξερακιανή γυναίκα που ποτέ δεν θα το φανταζόσουν ότι ήταν άνω των πενήντα αν δεν το ήξερες. Τα ρούχα της ήταν ταξιδιωτικά – η παραδοσιακή ενδυμασία των Οδηγών.

Ο Ορείχαλκος ρώτησε: «Οι υπάλληλοι του Δωδεκάψυχου σάς έδειξαν πού να πάτε; Αυτοί σάς έβαλαν στο ξενοδοχείο;» Φοβόταν πως ήξερε ποια θα ήταν η απάντηση.

Και δεν έπεσε έξω.

43.

Η υπάλληλος που είχε απόψε τη νυχτερινή φύλαξη του ξενοδοχείου ορκίστηκε στους θεούς ότι δεν ήξερε τίποτα, τίποτα, τίποτα. Δεν τους είχε ξαναδεί ποτέ της αυτούς τους τύπους, είπε. «Ούτε έξω στους δρόμους δεν τους έχω δει· πόσω μάλλον μες στον Δωδεκάψυχο. Είναι αλήτες και παλιάνθρωποι και, μα τους θεούς, δεν έχω ιδέα πώς μπήκαν!»

«Δεν είναι συνετό να λες ψέματα και να επικαλείσαι τους θεούς,» είπε ο Ορείχαλκος, λίγο προτού η Ιωάννα και η Σιλάνα αρχίσουν να ραίνουν την υπάλληλο με κλοτσιές και γρονθοκοπήματα, μέσα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, ενώ κι άλλοι υπάλληλοι, καθώς και ένοικοι, βρίσκονταν ολόγυρα, έχοντας ανησυχήσει από τη φασαρία.

Ο Ορείχαλκος έπιασε τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο στον πάγκο της ρεσεψιόν και κάλεσε τους Τρεις Πύργους παρά το ακατάλληλο της ώρας, ζητώντας τον Οικοδάκτυλο. Όταν ο Πολεοδόμος απάντησε (κι ενώ η Ιωάννα και η Σιλάνα συνέχιζαν να περιποιούνται την εμφάνιση της υπαλλήλου), ο Ορείχαλκος τού είπε τι είχε συμβεί. Εκείνος αποκρίθηκε ότι σε λίγο θα ήταν εκεί, μαζί με την αδελφή του την Οικονόμο. Ο Ορείχαλκος δεν ήξερε αν ο Οικοδάκτυλος ακουγόταν οργισμένος ή ενθουσιασμένος. Πάντοτε τού φαινόταν λιγάκι περίεργος. Από εκείνους που, κατά βάθος, τους αρέσουν οι αναστατώσεις.

Έκλεισε τον δίαυλο και στράφηκε στην υπάλληλο που ήταν υπεύθυνη για τη νυχτερινή φύλαξη του ξενοδοχείου. Βρισκόταν τώρα πεσμένη πλάι σ’ένα τραπεζάκι της ρεσεψιόν, με το ένα της μάτι πρησμένο, τα χείλη της ματωμένα, και τα ρούχα της τραβηγμένα και σκισμένα σε σημεία. Η Ιωάννα και η Σιλάνα δεν τη χτυπούσαν πλέον, μάλλον επειδή φαινόταν νάναι στα όρια της λιποθυμίας.

«Ποιος σου είπε να τους βάλεις μέσα;» τη ρώτησε ο Ορείχαλκος. «Η Επόπτρια;»

«…Δεν ξέρω…» Έκλαιγε. «Σας παρακαλώ, Άρχοντά μου, δεν ξέρω…»

«Οι κακοποιοί είπαν ότι μίλησαν μαζί σου: ότι εσύ τούς έδειξες πού να πάνε για να επιτεθούν στους ενοίκους.» Ο Ορείχαλκος στράφηκε στους επίδοξους δολοφόνους, που οι μισθοφόροι των Ορειβατών τούς κρατούσαν ανάμεσά τους, καθισμένους σ’έναν καναπέ, σημαδεύοντάς τους με πιστόλια. «Αυτή είναι η γυναίκα με την οποία μιλήσατε, ή όχι;»

«Αυτή,» αποκρίθηκε ο καραφλός, πορφυρόδερμος άντρας.

«Όχι!» ούρλιαξε εκείνη. «Κάνουν λάθος!»

«Δε νομίζω,» είπε ο Ανδρόνικος, «ότι θα έκαναν τέτοιο λάθος.» Και προς τον Ορείχαλκο: «Ποιος είναι διευθυντής του ξενοδοχείου;»

«Ένας δεύτερος ξάδελφος των Πολεοδόμων των Τριών Πύργων. Τώρα θα έρθει ο Οικοδάκτυλος και θα φροντίσει για το ζήτημα.»

«Νομίζεις, όμως, ότι είναι ασφαλές να γίνει τελικά η μεγάλη συγκέντρωση εδώ;»

Ο Ορείχαλκος είχε κανονίσει οι Οίκοι να συγκεντρωθούν στον Δωδεκάψυχο. Είχε πει στους υπαλλήλους να ετοιμάσουν μια μεγάλη αίθουσα, και η αίθουσα ήταν ήδη έτοιμη· την είχε δει· μόνο τα φαγητά, τα ποτά, και τα γλυκίσματα έλειπαν. Το τραπέζι, οι καρέκλες, η διακόσμηση, μια οθόνη, ένα ηχοσύστημα, τα πάντα ήταν εκεί όπου όφειλαν να είναι. Και ο Ορείχαλκος είχε καλέσει, μέσω διαύλου, όλους τους Οίκους που βρίσκονταν στη Φανχάι, ενημερώνοντάς τους ότι η συγκέντρωση θα γινόταν αύριο, δύο ώρες πριν από το μεσημέρι.

Τώρα, όμως, ξαφνικά, μέσα στην άγρια νύχτα, ο Δωδεκάψυχος είχε πλέον πάψει να μοιάζει με ασφαλές μέρος. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είχε δίκιο. Αλλά δεν είχε σκεφτεί κάτι…

«Θα ήταν πιο ασφαλές οποιοδήποτε άλλο ξενοδοχείο στη Φανχάι;» τον ρώτησε ο Ορείχαλκος.

«Εσύ πες μου. Εσύ πρέπει να ξέρεις.»

«Αν οι Παντοκρατορικοί μπορούν να βάλουν πληρωμένους φονιάδες εδώ, μπορούν να βάλουν πληρωμένους φονιάδες και σ’οποιοδήποτε άλλο ξενοδοχείο στην πόλη.»

«Θα πρέπει, επομένως, εμείς να φροντίσουμε για την ασφάλεια της συγκέντρωσης…»

«Ναι,» είπε ο Ορείχαλκος. «Εμείς, και οι Πολεοδόμοι, αν θελήσουν να μας βοηθήσουν προκειμένου να διατηρήσουν τη φήμη τους ως καλοί οικοδεσπότες της Φανχάι.»

Η Γρανίτια παρενέβη: «Θα βάλουν έτσι τον εαυτό τους σε κίνδυνο με τους Παντοκρατορικούς.»

«Ο σκοπός είναι να διωχτούν οι Παντοκρατορικοί, ξαδέλφη. Όταν τελειώσει αυτή η συγκέντρωση, δεν πρέπει πλέον να έχουν καμία θέση στη Σάρντλι.»

Ο Οικοδάκτυλος και η Οικονόμος η Δεύτερη μπήκαν τότε στο ξενοδοχείο μαζί με τέσσερις μισθοφόρους τους. Κι οι δύο ήταν γνωστό ότι έχωναν τη μύτη τους παντού στη Φανχάι και ότι είχαν μηδενική ανοχή για τους κακοποιούς και τους παρανόμους που θεωρούσαν βλαβερούς για την πόλη· έτσι, μόλις η μελανιασμένη υπάλληλος τούς αντίκρισε άρχισε να τρέμει και να ψελλίζει πως εκείνη δεν είχε φταίξει σε τίποτα και πως άδικα την κατηγορούσαν, πως είχε γίνει κάποιο τραγικό λάθος.

«Αυτό είναι απαράδεκτο!» είπε, αυστηρά, η Οικονόμος, που ήταν τρία χρόνια μικρότερη του Οικοδάκτυλου – είκοσι-έξι χρονών, δηλαδή – και είχε χρυσό δέρμα και καστανά μαλλιά κομμένα κοντά αλλά έτσι που τρεις μακριές ουρές κρέμονταν σαν φίδια στον αυχένα της. Φορούσε γκρίζο παντελόνι, ψηλές μαύρες γυαλιστερές μπότες, και μαύρο δερμάτινο πανωφόρι με ψηλό όρθιο γιακά και μυτερό ντεκολτέ· κάτω απ’το πανωφόρι δεν φαινόταν να φορά κανένα άλλο ρούχο. «Δολοφόνοι μέσα σ’ένα ξενοδοχείο σαν τον Δωδεκάψυχο; Και μάλιστα υποβοηθούμενοι από τους ίδιους τους υπαλλήλους;»

«Λένε ψέματα, Αρχόντισσά μου!» είπε κλαίγοντας η υπάλληλος που είχε τη νυχτερινή φύλαξη.

«Σιωπή!» φώναξε ο Οικοδάκτυλος. «Ισχυρίζεσαι ότι ο Άρχοντας Ορείχαλκος ψεύδεται;» Το έκανε να ακουστεί σαν απίστευτα εξωφρενικό: πέρα από κάθε φαντασία. Ήταν ντυμένος τελείως διαφορετικά από την αδελφή του, με λευκό παντελόνι, πουκάμισο, και μπότες, τα οποία τόνιζαν το κόκκινο δέρμα του. Έμοιαζε με φωτιά τυλιγμένη με ύφασμα. Στους ώμους του έπεφτε ένας μελανός μανδύας με χρυσό σιρίτι και χρυσή αλυσίδα.

«Αυτοί,» η υπάλληλος έδειξε τους αιχμαλώτους, «έκαναν λάθος. Με κάποια άλλη μίλησαν.»

Ο Οικοδάκτυλος πρόσταξε να συγκεντρωθούν εδώ όλοι οι υπάλληλοι που βρίσκονταν τώρα στο ξενοδοχείο. Η διαταγή του εκτελέστηκε χωρίς καθυστέρηση, και ο Οικοδάκτυλος ρώτησε τούς αιχμαλώτους ποιος τούς είχε βάλει στον Δωδεκάψυχο και τους είχε οδηγήσει στη σουίτα του Ανδρόνικου. Εκείνοι έδειξαν την ίδια γυναίκα ξανά.

Η όψη του Οικοδάκτυλου αγρίεψε. Πρόσταξε τους μισθοφόρους του να συλλάβουν την υπάλληλο, κι εκείνοι το έκαναν παρά τις διαμαρτυρίες της, σηκώνοντάς την όρθια και δένοντάς της τα χέρια πίσω απ’την πλάτη με χειροπέδες.

Ο Ορείχαλκος είπε στον Οικοδάκτυλο και στην Οικονόμο: «Θα θέλαμε να ζητήσουμε την προστασία του Οίκου των Πολεοδόμων για αύριο, όταν θα γίνει η μεγάλη συγκέντρωση των Οίκων.»

«Θα υπάρχουν μισθοφόροι μας, σίγουρα,» αποκρίθηκε ο Οικοδάκτυλος.

«Εξάλλου,» πρόσθεσε η Οικονόμος, «θα είμαστε κι εμείς εκεί.»

«Εννοώ κάτι περισσότερο,» εξήγησε ο Ορείχαλκος. «Να μη μπορεί κανένας να μπει στον Δωδεκάψυχο πριν και κατά τη διάρκεια της συνάντησης.»

«Μας ζητάτε να αποκλείσουμε το ξενοδοχείο, Άρχοντά μου…» είπε η Οικονόμος.

«Αυτό δεν εξαρτάται μόνο από εμάς,» είπε ο Οικοδάκτυλος.

«Αν εξαρτιόταν, ίσως και να το κάναμε,» δήλωσε η Οικονόμος, συμπληρωματικά.

«Θα πρέπει να μιλήσουμε με τη μητέρα μας και τους άλλους,» εξήγησε ο Οικοδάκτυλος, «αλλά δεν είμαι σίγουρος αν θα δεχτούν να προβούν σε μια τέτοια, τόσο ακραία ενέργεια.»

«Η περίπτωση, όμως, είναι ακραία, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «και πολλοί μπορεί να κινδυνέψουν.»

Η Οικονόμος είπε: «Η πράξη που προτείνετε αντίκειται στην ηθική και στα έθιμά μας. Η Φανχάι είναι μια ανοιχτή πόλη· τα ξενοδοχεία της, επίσης, είναι ανοιχτά σε όλους.»

«Ωστόσο, θα μιλήσουμε στους συγγενείς μας,» υποσχέθηκε ο Οικοδάκτυλος, «γιατί η περίπτωση είναι, όντως, ιδιαίτερη, Πρίγκιπα Ανδρόνικε.»

Η Οικονόμος η Δεύτερη κατένευσε, σαν για να επιβεβαιώσει τα λόγια του.

Ο Οικοδάκτυλος, προτού φύγει μαζί με την αδελφή του, είπε στον Ορείχαλκο: «Σ’το είπα ότι η Επόπτρια θα κινιόταν εναντίον σας. Να είστε έτοιμοι συνεχώς· εμείς δεν μπορούμε να στραφούμε ανοιχτά κατά των Παντοκρατορικών μέχρι να παρθεί απόφαση ύστερα από τη μεγάλη συγκέντρωση των Οίκων.»

44.

Οι Πολεοδόμοι εξέπληξαν τον Ορείχαλκο. Δεν περίμενε ότι θα ανταποκρίνονταν στο αίτημά του, ότι θα απέκλειαν τον Δωδεκάψυχο με τους πολεμιστές τους. Όμως, από το πρωί κιόλας της επόμενης ημέρας, ο Εύοικος ο Τρίτος (τον οποίο ο Ορείχαλκος, ο Ανδρόνικος, και οι άλλοι είχαν συναντήσει μαζί με τους ιππείς του, όταν έμπαιναν στη Φανχάι), ο Οικοδάκτυλος, και η Οικονόμος η Δεύτερη ήταν στο ξενοδοχείο με οπλισμένους μισθοφόρους, οι οποίοι έκλεισαν όλες τις εισόδους και δήλωσαν ότι κανένας δεν θα έμπαινε και δεν θα έβγαινε μέχρι να γινόταν η μεγάλη συγκέντρωση των Οίκων. Στις περιπτώσεις, δε, που ήταν απαραίτητο κάποιος να μπει ή να βγει θα γινόταν εξονυχιστικός έλεγχος.

Ο Οικοδάκτυλος είπε στον Ορείχαλκο, τον Ανδρόνικο, και τους άλλους που ήταν συναθροισμένοι στην αίθουσα όπου θα γινόταν η συγκέντρωση: «Η μητέρα συμφώνησε μετά από κάποια σκέψη, διότι θεώρησε ότι η Επόπτρια το παράκανε στέλνοντας φονιάδες μέσα σ’ένα ξενοδοχείο που μας ανήκει και διευθυντής του είναι ένα μέλος του Οίκου μας. Ο θείος μας, ο Πολύοικος ο Δεύτερος, είναι της ίδιας γνώμης· είπε ότι δεν μπορούμε να δείξουμε τη φιλοξενία των Πολεοδόμων όταν οι επισκέπτες στη Φανχάι απειλούνται μέσα στα ξενοδοχεία.»

«Αν κάποιοι σάς επιτίθονταν στον δρόμο,» πρόσθεσε η Οικονόμος, «θα ήταν ένα τελείως διαφορετικό θέμα. Αλλά, μέσα σε ξενοδοχείο, και μάλιστα δικό μας; Απαράδεκτο!»

Είμαστε τυχεροί, σκέφτηκε η Ιωάννα, η οποία στεκόταν πλάι στον Ανδρόνικο, που παίρνουν τη φιλοξενία τόσο σοβαρά οι Πολεοδόμοι. Αλλιώς, ίσως ολόκληρος ο Δωδεκάψυχος να στρεφόταν ξαφνικά εναντίον μας, πληρωμένος από την Επόπτρια. Και το πρόβλημα ήταν ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ορείχαλκου, δεν υπήρχε και κανένα άλλο πιο ασφαλές μέρος για να γίνει η συνάντηση…

«Ο αδελφός του Πολύοικου, ο Πολυκάτοικος ο Δεύτερος, συμφώνησε επίσης,» συνέχισε ο Οικοδάκτυλος, «αν και είχε τους ενδοιασμούς του.»

«Πάντα είναι επιφυλακτικός,» εξήγησε η Οικονόμος.

«Η Οικοδάκτυλη η Δεύτερη μονάχα διαφώνησε, αλλά ανέκαθεν δρούμε βάσει πλειοψηφίας σε τέτοιες περιπτώσεις,» τελείωσε ο Οικοδάκτυλος.

«Σας ευχαριστούμε όλους, Άρχοντα Οικοδάκτυλε,» είπε ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος.

«Ελπίζουμε,» είπε ο Εύοικος, «να μην το μετανιώσουμε, Πρίγκιπα Ανδρόνικε. Η Επόπτρια, μέχρι στιγμής, δεν έχει έρθει στους Τρεις Πύργους για να μας μιλήσει, αλλά μάλλον δεν θ’αργήσει.»

«Και λοιπόν;» είπε η Οικονόμος. «Θα πρέπει να φοβηθούμε τα λόγια της;»

«Τα λόγια της, όχι. Τα όπλα της, ίσως.»

«Τα όπλα των δυνάμεων της Παντοκράτειρας,» είπε ο Ανδρόνικος, «είναι περιορισμένα τούτο τον καιρό, Άρχοντά μου, εξαιτίας της εξάπλωσης της Επανάστασης παντού στο Γνωστό Σύμπαν. Σε διαφορετική περίπτωση, η απελευθέρωση της Σάρντλι θα ήταν ανέφικτη, γιατί πρόκειται για μια διάσταση πολύ σημαντική για την Παντοκρατορία. Από εδώ έπαιρνε τις περισσότερες από τις πρώτες ύλες που της χρειάζονταν – από τα ορυχεία των Ορειβατών κυρίως.»

«Ούτε εμείς συμπαθούμε τους Παντοκρατορικούς, Πρίγκιπα Ανδρόνικε,» είπε ευθαρσώς η Οικονόμος η Δεύτερη. «Μετά χαράς θα τους διώξουμε από τη Φανχάι.»

«Καλύτερα, όμως, να μη βιαζόμαστε να μιλήσουμε, ξαδέλφη,» της είπε ο Εύοικος ο Τρίτος, που έμοιαζε διχασμένος τώρα, παρότι πριν από μερικές ημέρες είχε αμέσως σπεύσει προς βοήθεια της συνοδίας του Ανδρόνικου, του Ορείχαλκου, και των άλλων, απομακρύνοντας τη Νιρτάνα και τους λευκοντυμένους μαχητές της.

«Η αλήθεια είναι πως οφείλουμε όλοι να είμαστε προσεχτικοί,» αποκρίθηκε η Οικονόμος. «Δεν πρότεινα το αντίθετο, Εύοικε.»

Ύστερα από τη σύντομη συζήτηση, οι τρεις Πολεοδόμοι δεν κάθισαν στην αίθουσα όπου θα γινόταν η μεγάλη συνάντηση, αλλά βάλθηκαν να βαδίζουν μέσα το ξενοδοχείο, από την οροφή ώς τα υπόγεια, ελέγχοντας. Η Ιωάννα και η Άνμα’ταρ πήγαν μαζί τους, όμως όχι προτού η πρώτη πει στον Ανδρόνικο να μείνει κοντά στον Σάνραντιλ’φεν, τη Σιλάνα, και τους άλλους επαναστάτες όσο θα έλειπαν. Ο Ανδρόνικος τής αποκρίθηκε ότι δεν πρόκειται να πήγαινε πουθενά, αν και θεωρούσε την αντίδρασή της υπερβολική. Πάντα, όμως, έτσι είναι η Ιωάννα, σκέφτηκε βλέποντάς την να φεύγει μαζί με την Άνμα’ταρ, ακολουθώντας τους τρεις Πολεοδόμους.

Η Ανεμόφθαλμη είπε, ενώ περίμεναν μέσα στην αίθουσα: «Αν είναι οι Παντοκρατορικοί να κάνουν κάτι εδώ, πρέπει να το κάνουν τώρα, προτού έρθουν οι Οίκοι.» Ήταν φανερά νευρική καθώς καθόταν σε μια καρέκλα με μια κούπα καφέ κοντά της· τα πόδια της έκαναν πέρα-δώθε.

«Υπάρχει και μια άλλη περίπτωση…» είπε η Σταυροδρόμια η Δεύτερη, σκεπτικά.

Η Ανεμόφθαλμη κοίταξε τη μεγαλύτερη γυναίκα με περιέργεια. «Τι περίπτωση;»

Η Σταυροδρόμια καθόταν στην αντικρινή μεριά του μεγάλου τραπεζιού. «Να προσπαθήσουν να σταματήσουν τον ερχομό των άλλων Οίκων προς τον Δωδεκάψυχο

«Πράγματι,» συμφώνησε ο Ανδρόνικος. «Δεν το σκεφτήκαμε αυτό…»

«Δεν το θεωρώ πιθανό,» είπε ο Ορείχαλκος, αν και υπήρχε αμφιβολία στο σημαδεμένο πρόσωπό του. «Με ποια πρόφαση θα τους σταματήσουν μες στη μέση της Φανχάι; Εγώ και ο Ανδρόνικος είμαστε προδότες· μπορούν να δικαιολογήσουν οποιαδήποτε ενέργειά τους εναντίον μας. Όπως επίσης κι εναντίον του Οίκου των Ορειβατών, αφού μ’έχει φανερά υποστηρίξει. Αλλά οι άλλοι Οίκοι δεν έχουν ακόμα δηλωθεί σύμμαχοι της Επανάστασης.»

«Κι αυτό είναι, σίγουρα, κάτι που οι Παντοκρατορικοί θα θέλουν ν’αποτρέψουν, Άρχοντά μου,» είπε η Σταυροδρόμια, «προτού συμβεί.»

«Ναι αλλά δεν μπορούν να τους απαγορέψουν να διασχίσουν τους δρόμους της Φανχάι! Οι Πολεοδόμοι δεν θα το επιτρέψουν.»

«Ίσως να έχουμε συγκρούσεις, τότε.»

Ο Ορείχαλκος κούνησε το κεφάλι του, δύσπιστα· ο Ανδρόνικος, όμως, πολύ φοβόταν ότι ίσως να συνέβαινε αυτό που περιέγραφε η Σταυροδρόμια του Οίκου των Οδηγών. Περικυκλώσαμε την Καρθάι, ώστε να μη μπορούν να φέρουν αιχμαλώτους εκεί, επομένως κάποιον άλλο τρόπο πρέπει να βρουν για να αντιδράσουν.

Το θέμα είναι αν έχουν αρκετές στρατιωτικές δυνάμεις στη Φανχάι ώστε να καταφέρουν να αποκλείσουν τους Οίκους μέσα στα ξενοδοχεία τους και να αποτρέψουν τις προσπάθειες των Πολεοδόμων να σπάσουν τον κλοιό.

Ο Ανδρόνικος άναψε τσιγάρο, σκεπτόμενος ότι πιθανώς να είχαν αιματηρά επεισόδια. Έπρεπε να το είχαμε προβλέψει, συλλογίστηκε ενώ άκουγε τους άλλους να συζητούν γύρω του. Αλλά και να το είχαμε προβλέψει, τι θα μπορούσαμε να κάνουμε; Μονάχα οι Πολεοδόμοι μπορούν τώρα να κάνουν κάτι…

45.

Η Νιρτάνα άκουσε τι είχε να της πει ο πληροφοριοδότης της και μετά έκλεισε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό και στράφηκε στη γυναίκα πλάι της. «Ακόμα ζωντανός είναι ο Αρχιπροδότης. Σ’το είπα ότι δεν θα έπιανε μια τέτοια μέθοδος! Λες να ήταν απροστάτευτοι μες στο ξενοδοχείο;»

«Τουλάχιστον εγώ έκανα κάτι, σ’αντίθεση μ’εσένα,» αποκρίθηκε η Χριστίνα Ταχυδάκτυλη. «Περιμένεις τόσες μέρες χωρίς να κάνεις τίποτα, ενώ ο Αρχιπροδότης και οι Ορειβάτες συνεχώς κερδίζουν έδαφος.»

«Περιμένω για την κατάλληλη στιγμή. Έχω ανθρώπους μου στους δρόμους που καραδοκούν–»

«Καραδοκούν, αλλά οι στόχοι τους δε θα βγουν απ’τον Δωδεκάψυχο χωρίς καλό λόγο! Δεν είναι ανόητοι–»

«Στην αρχή, παραλίγο να τους στριμώξουν καθώς επέστρεφαν από τους Τρεις Πύργους–»

«Παραλίγο. Ακόμα μία αποτυχία, δηλαδή.»

«Ήρθες από τη Ραντ’κάμι νομίζοντας ότι ξέρεις τη Φανχάι καλύτερα από εμένα;» σύριξε, φουρκισμένη, η Νιρτάνα. «Δεν είσαι καν Σάρντλια! Εγώ ξέρω καλύτερα τούτα τα μέρη. Εδώ μεγάλωσα.»

«Και πώς θα σταματήσεις τη συνάντηση των Οίκων;» είπε, προκλητικά, η Χριστίνα.

Στέκονταν μέσα στο γραφείο της Νιρτάνα, στο Παντοκρατορικό Φρουραρχείο της Φανχάι. Κι οι δυο τους είχαν πολύ τσιτωμένα νεύρα για να καθίσουν. Από τις γρίλιες του παραθύρου πλάι τους έμπαινε το φως της αυγής. Καμια δεν είχε κοιμηθεί όλο το βράδυ. Κούπες με καφέ ήταν μισοτελειωμένες στο γραφείο ανάμεσά τους, καθώς κι ένα ποτήρι τάο βις απ’το οποίο έπινε κάπου-κάπου η Νιρτάνα.

«Θα βρω έναν τρόπο,» αποκρίθηκε η Επόπτρια της Φανχάι.

«Καλύτερα να τον βρεις γρήγορα: η ώρα περνά.»

Στην εμφάνιση, οι δύο γυναίκες δεν έμοιαζαν καθόλου. Η Νιρτάνα ήταν ψηλόλιγνη, χρυσόδερμη, και νευρώδης, με πράσινα μαλλιά κομμένα στο ύψος του ώμου και τώρα δεμένα βιαστικά πίσω απ’το κεφάλι της. Φορούσε στρατιωτική στολή που την αναγνώριζε ως λοχαγό, και ήταν φανερά Σάρντλιας καταγωγής. Η Χριστίνα Ταχυδάκτυλη, αντιθέτως, ήταν φανερά εξωδιαστασιακή. Καταγόταν από τη Ρελκάμνια. Ήταν πιο κοντή από τη Νιρτάνα και πιο γεροδεμένη, αν και όχι παχιά – δεν υπήρχε ίχνος λίπους επάνω της. Το δέρμα της ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ, τα μαλλιά της κόκκινα και κοντά. Από το αριστερό αφτί της κρεμόταν ένα χρυσό σκουλαρίκι φτιαγμένο σαν ξίφος. Ήταν Επόπτρια της Ραντ’κάμι, αλλά πάντα προτιμούσε να κάνει τις δουλειές της μέσω της υπόγειας οδού.

«Όσο εσύ δεν ήσουν ακόμα εδώ,» της είπε η Νιρτάνα, «εγώ δεν καθόμουν. Βρισκόμουν σε επικοινωνία με ανθρώπους μας απ’όλη τη Σάρντλι, και μου έχουν στείλει πολεμιστές τους στη Φανχάι. Κρυφά. Για να μην τους καταλάβουν οι Πολεοδόμοι. Δεν τους εμπιστεύομαι πλέον τους Άρχοντες της Φανχάι: ούτε καν τον Πολυκάτοικο τον Δεύτερο ή την Τεχνοδόμο.»

«Και τι θα τους κάνεις όλους αυτούς τους πολεμιστές; Θα τους βάλεις να επιτεθούν στον Δωδεκάψυχο, τώρα που οι μισθοφόροι των Πολεοδόμων τον έχουν αποκλείσει; Το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι να–»

«Απέκλεισαν τον Δωδεκάψυχο εξαιτίας σου! Αν δεν είχαμε στείλει τους φονιάδες και τον μάγο– Τον μάγο! Συν τοις άλλοις χάσαμε κι έναν μάγο, μ’αυτή την ανόητη ενέργεια!»

Η Χριστίνα κάθισε σε καρέκλα. «Μιλάς πιο πολύ απ’ό,τι πράττεις…»

Η Νιρτάνα την ατένισε άγρια. Είχε βαρεθεί πλέον τις υποδείξεις της! Καλύτερα να είχε μείνει στη Ραντ’κάμι. Δε χρειάζομαι βοηθό.

46.

Οι αντιπρόσωποι των Πολεοδόμων – η Οικόκαρδη η Δεύτερη, ο Πολύοικος ο Δεύτερος, και η Οικοδάκτυλη η Δεύτερη – έφυγαν από τους Τρεις Πύργους και πήγαν στον Δωδεκάψυχο χωρίς να συναντήσουν κανένα εμπόδιο.

Το ίδιο, όμως, δεν συνέβη και με τους αντιπροσώπους των υπόλοιπων Οίκων. Η πρόβλεψη της Σταυροδρόμιας της Δεύτερης είχε βγει αληθινή.

Οι Ακτοφύλακες και οι Γνωστικοί, που έμεναν στη Θέα του Τρόμου – το ξενοδοχείο που ήταν οικοδομημένο στις όχθες του ποταμού Ράντραμ και έβλεπε τους τρομερούς, αχανείς βαλτότοπους που έφεραν το όνομα «ο Τρόμος του Βάσλεοθ» – συνάντησαν αντίσταση όταν επιχείρησαν να βγουν ομαδικά για να πάνε στον Δωδεκάψυχο. Βρήκαν Παντοκρατορικούς στρατιώτες στο δρόμο τους, οι οποίοι τους ζήτησαν να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο και να μείνουν εκεί για λόγους ασφαλείας. Πρόσθεσαν, επίσης, πως όποιος πήγαινε στη συγκέντρωση του Αρχιπροδότη στον Δωδεκάψυχο θα θεωρείτο κι ο ίδιος προδότης από τις Παντοκρατορικές Αρχές – όπως ο Οίκος των Ορειβατών.

Στον Ψηλόπυργο – που βρισκόταν στη βόρεια μεριά της Φανχάι – οι Οπλομάχοι, οι Γεωμέτρες, και οι Πράσινοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια παρόμοια κατάσταση. Οι Γεωμέτρες, που είχαν βγει πρώτοι, εξαναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο, υπό την απειλή όπλων.

Και φυσικά, στο Νότιο Κάλεσμα, οι Υδατοσκόποι και οι Θηριοδαμαστές συνάντησαν επίσης Παντοκρατορικούς στρατιώτες.

Αμέσως, όλοι οι Οίκοι άρχισαν να καλούν, μέσω διαύλου, τους Τρεις Πύργους και τον Δωδεκάψυχο για να μάθουν τι συνέβαινε. Πώς τολμούσαν οι Παντοκρατορικοί να παρεμβαίνουν σε μια τέτοια συνάντηση;

Ο Ορείχαλκος χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι, οργισμένος, όταν ο Πολύοικος ο Δεύτερος τούς πληροφόρησε όλους ότι, σύμφωνα με τις αναφορές που είχαν, ο αριθμός των Παντοκρατορικών στρατιωτών ήταν πολύ μεγάλος. «Δεν το ξέραμε ότι είχαν τόσους μέσα στην πόλη!» είπε ο Πολύοικος. «Πώς είναι δυνατόν;»

«Σίγουρα δεν φύτρωσαν από το έδαφος, Άρχοντά μου!» αντιγύρισε ο Ορείχαλκος, απότομα. Και να φανταστείς ότι οι Πολεοδόμοι περηφανεύονται πως ελέγχουν την πόλη τους παρότι τη διατηρούν ανοιχτή! σκέφτηκε. Φοβόταν ότι ίσως τούτο να τρομοκρατούσε τους ευγενείς της Σάρντλι αρκετά ώστε να τους στρέψει μακριά από την Επανάσταση.

«Ψυχραιμία,» είπε η Οικόκαρδη η Δεύτερη, προτού ο Πολύοικος απαντήσει στον Ορείχαλκο. «Δεν ξέρουμε πώς κατόρθωσαν να μπουν απαρατήρητοι στη Φανχάι, αλλά τώρα είναι εδώ, και πρέπει να βρούμε τρόπο να τους αντιμετωπίσουμε.»

«Θα τους έβαλε η Επόπτρια στην πόλη λίγους-λίγους, όλες αυτές τις ημέρες,» υπέθεσε η Οικονόμος η Δεύτερη, η κόρη της Οικόκαρδης. «Χωρίς στολές, χωρίς φανερά όπλα.»

«Αν προσπαθήσουμε να τους διώξουμε γύρω απ’τα ξενοδοχεία, θα έχουμε λουτρό αίματος,» προέβλεψε ο Εύοικος ο Τρίτος.

«Τι άλλο να κάνουμε όμως;» έθεσε το ερώτημα ο Οικοδάκτυλος. «Θα τους αφήσουμε να προσβάλλουν τον Οίκο μας έτσι; Η Φανχάι μπορεί να είναι κατακτημένη από την Παντοκράτειρα, όπως όλη η Σάρντλι, μα ποτέ άλλοτε–»

«Μου φαίνεται ότι κανένας σας δεν σκέφτεται ότι ίσως να μη χρειάζεται να τους διώξουμε γύρω απ’τα ξενοδοχεία!» είπε η Οικονόμος η Δεύτερη, σχεδόν γελώντας με τους συγγενείς της.

«Και πώς θα–;» άρχισε ο Εύοικος.

«Θα τους πάρουμε με ελικόπτερα, από την οροφή των ξενοδοχείων. Ή μέσα από τις σήραγγες.»

«Σήραγγες;» έκανε ο Ανδρόνικος. «Υπάρχουν σήραγγες κάτω απ’τα ξενοδοχεία;»

«Υπάρχουν σήραγγες κάτω απ’όλη τη Φανχάι,» του είπε η Οικόκαρδη. «Αλλά υποτίθεται ότι είναι κρυφές,» τόνισε ρίχνοντας ένα αυστηρό, επικριτικό βλέμμα στην Οικονόμο· «μόνο ο Οίκος μας γνωρίζει πού είναι τα ανοίγματα που οδηγούν σ’αυτές. Και υπάρχει καλός λόγος. Όπως έχετε καταλάβει, Πρίγκιπα Ανδρόνικε, θέλουμε να έχουμε το πάνω χέρι μέσα στην ίδια μας την πόλη ενώ συγχρόνως τη διατηρούμε ανοιχτή για όλους.»

«Κατανοητό, Αρχόντισσά μου.»

«Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, μητέρα,» είπε η Οικονόμος, «οι σήραγγες είναι ο καλύτερος τρόπος για ν’αποφύγουμε τη σύγκρουση.»

«Μπορούμε να στείλουμε και ελικόπτερα, όπως είπες πριν από λίγο,» τόνισε ο Πολύοικος, στρίβοντας νευρικά τη μακριά, κόκκινη γενειάδα του μέσα στο γαντοφορεμένο του χέρι. «Δε νομίζω να έχουν το θράσος να τα καταρρίψουν, με τόσους ευγενείς μέσα!»

«Δεν το νομίζετε, Άρχοντά μου;» έκανε ο Επουράνιος ο Πρώτος βγάζοντας το παχύ πούρο από το στόμα του. «Μιλάμε για τους ίδιους ανθρώπους που απήγαγαν τους συγγενείς μας και τους πήγαν στην Καρθάι, αντικατέστησαν τον Όνυχα του Οίκου των Ορειβατών μ’ένα τέρας, περικύκλωσαν ξενοδοχεία μες στην ίδια τη Φανχάι, έστειλαν δολοφόνους μες στον Δωδεκάψυχο, κυνήγησαν τον Άρχοντα Ορείχαλκο και την Ανεμόφθαλμη τη Δεύτερη καθώς επέστρεφαν από τους Τρεις Πύργους…»

«Ναι αλλά αυτό θα… θα παραήταν! Θα σήμαινε ανοιχτό πόλεμο.»

«Κατά τη γνώμη τους έχουμε ανοιχτό πόλεμο, Άρχοντα Πολύοικε,» είπε η Ανεμόφθαλμη. «Ή είμαστε υποτελείς τους και κάνουμε ό,τι μας λένε, ή έχουμε πόλεμο – δεν υπάρχει μέση λύση.»

«Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις σήραγγες, μητέρα,» είπε η Οικονόμος στην Οικόκαρδη. «Είναι ο καλύτερος τρόπος. Ο μοναδικός, ίσως.»

«Κι ας ελπίσουμε,» είπε ο Οικοδάκτυλος σκεπτικά, «ότι η Νιρτάνα δεν θα έχει ανακαλύψει τις σήραγγες, τόσο καιρό που είναι εδώ, χωρίς να έχουμε καταλάβει τίποτα.»

47.

Στον Δωδεκάψυχο υπήρχε, φυσικά, τρόπος για να κατεβεί κανείς στις σήραγγες. Η είσοδος ήταν καλά κρυμμένη, και οι Πολεοδόμοι θα προτιμούσαν να γνωρίζουν μόνο εκείνοι γι’αυτήν, αλλά η Ιωάννα επέμεινε ότι πιθανώς να χρειάζονταν τη βοήθειά της και άλλων επαναστατών αν τύχαινε να συναντήσουν τους Παντοκρατορικούς εκεί κάτω.

«Μας ζητάς να σας αποκαλύψουμε ένα μυστικό που κάποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον μας,» είπε ο Πολύοικος ο Δεύτερος. «Αλλά, έτσι όπως αποφασίσαμε να πράξουμε, θα μάθουν για τις σήραγγες όλοι οι Οίκοι της Σάρντλι, επομένως δεν θα έβλαπτε να τις μάθουν και μερικοί άνθρωποι ακόμα.»

Η Οικόκαρδη συμφώνησε, έτσι η Ιωάννα, η Άνμα’ταρ, ο Σάνραντιλ’φεν, και ο Ανδρόνικος ακολούθησαν την Οικονόμο τη Δεύτερη, τον Οικοδάκτυλο, και τον Εύοικο τον Τρίτο σ’έναν μεγάλο ανελκυστήρα του ξενοδοχείο.

Στην αρχή, της Ιωάννας δεν της άρεσε που κι ο Ανδρόνικος προθυμοποιήθηκε να έρθει, γιατί, κατά τη γνώμη της, όφειλε να είναι κάπου ασφαλής. Από την άλλη, όμως, όταν και εκείνη και η Άνμα’ταρ έλειπαν από κοντά του, θα ήταν πραγματικά ασφαλής ανάμεσα σε τόσους αγνώστους που ο καθένας μπορούσε να είναι κρυφός πράκτορας της Παντοκράτειρας; Σίγουρα όχι. Επομένως, η Ιωάννα σκέφτηκε ότι ο Πρίγκιπας της Επανάστασης καλύτερα να ερχόταν μαζί τους· εξάλλου, οι σήραγγες υποτίθεται πως ήταν κρυφές και, άρα, οι πιθανότητες να τις έχουν ανακαλύψει οι Παντοκρατορικοί μικρές.

Έτσι, δεν του είχε πει να μείνει πίσω. Επιπλέον, ακόμα κι αν του έλεγα θα με άκουγε; Πάντα του κεφαλιού του κάνει! σκέφτηκε η Ιωάννα, καθώς έμπαιναν στον μεγάλο ανελκυστήρα και η Οικονόμος πατούσε έναν συνδυασμό πλήκτρων στην κονσόλα ο οποίος φάνηκε περίεργος στη Μαύρη Δράκαινα. Τι έκανε η Πολεοδόμος; Γιατί δεν πατούσε το κουμπί για το υπόγειο, κανονικά; Η Ιωάννα έπιασε τη λαβή του πιστολιού στον μηρό της και το απασφάλισε αθόρυβα. Θα της φαινόταν πολύ παράξενο αν οι Πολεοδόμοι σχεδίαζαν προδοσία τώρα, αλλά ποιος ξέρει;

Ο ανελκυστήρας άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα. Και η οθόνη δίπλα στην κονσόλα με τα πλήκτρα έδειξε ότι έφτασε στο υπόγειο γκαράζ, το πέρασε, πήγε στο δεύτερο υπόγειο, το πέρασε κι αυτό, και μετά άρχισε να κατεβαίνει από τον ψηλότερο όροφο (!), σαν ξαφνικά να είχε βρεθεί πάλι στην κορυφή του ξενοδοχείου.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Ανδρόνικος νηφάλια.

Η Οικονόμος, που στεκόταν πλάι του, μειδίασε. «Δεν πεταχτήκαμε επάνω πάλι· απλά η οθόνη δεν είναι ρυθμισμένη έτσι ώστε να μπορεί να δείξει το επίπεδο κάτω από το δεύτερο υπόγειο, γι’αυτό έχει μπερδευτεί λιγάκι.»

Καθώς μιλούσε, ο ανελκυστήρας είχε φτάσει στον προορισμό τους και είχε πάψει να κινείται. Ο Οικοδάκτυλος άνοιξε την πόρτα και βγήκαν σ’ένα μέρος που ήταν φανερά υπόγειο. Μια σήραγγα σκαμμένη μέσα στις πέτρες, φωτισμένη από μια μεγάλη ενεργειακή λάμπα στο ταβάνι, κοντά στην έξοδο του ανελκυστήρα, ενώ άλλη μια ενεργειακή λάμπα φαινόταν στο βάθος, εκεί όπου η σήραγγα διχάλωνε.

«Ακολουθήστε μας,» είπε ο Οικοδάκτυλος· και εκείνος, η Οικονόμος, κι ο Εύοικος βάδισαν πρώτοι.

Ο Σάνραντιλ’φεν άρθρωσε τα λόγια για κάποιο ξόρκι, καθώς οι επαναστάτες πήγαιναν πίσω απ’τους Πολεοδόμους. Το ίδιο ξόρκι που είχε χρησιμοποιήσει και στις σπηλιές πριν από τα ορυχεία λευκόχρυσου, υπέθεσε η Ιωάννα, για να εντοπίσει αν κανένας τούς ζύγωνε χωρίς να τον έχουν δει ή ακούσει. Χρήσιμο κόλπο, δίχως αμφιβολία. Γιατί, άραγε, δεν το ξέρουν και οι μάγισσες του τάγματος των Δρακαινών; Η Ιωάννα κοίταξε, με τις άκριες των ματιών, την Άνμα η οποία βάδιζε πλάι της. Εκείνη, παρατηρώντας το βλέμμα της Ιωάννας, ύψωσε ένα φρύδι ερωτηματικά· αλλά η Ιωάννα τής έγνεψε ότι δεν έτρεχε τίποτα.

Οι σήραγγες ήταν σιωπηλές και υγρές γύρω τους, καθώς επίσης και αρκετά μπερδεμένες. Η Ιωάννα νόμιζε ότι άδικα ανησυχούσαν οι Πολεοδόμοι πως θα έχαναν ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα στη Φανχάι αποκαλύπτοντάς τες σε άλλους. Ακόμα και μια Μαύρη Δράκαινα θα δυσκολευόταν να βρει τον δρόμο της εδώ μέσα. Θα έπρεπε να εξοικειωθεί πρώτα. Κι επιπλέον, η Ιωάννα δεν νόμιζε ότι μπορούσε να θυμηθεί τον συνδυασμό των πλήκτρων του ανελκυστήρα που τους είχε οδηγήσει στις σήραγγες. Η είσοδος ήταν πολύ καλά κρυμμένη. Αναρωτήθηκε αν ένας μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών θα μπορούσε να εντοπίσει αυτή την επιπρόσθετη λειτουργία του ανελκυστήρα και να σπάσει τον συνδυασμό.

Μετά από ταχύ βάδισμα μισής ώρας (η Φανχάι δεν ήταν μικρή πόλη, ούτε πάνω από τη γη ούτε από κάτω) έφτασαν μπροστά σε μια κλειστή μεταλλική πόρτα, και οι Πολεοδόμοι έπαψαν να βαδίζουν. Μέχρι εδώ είχαν περάσει δίπλα κι από άλλες, παρόμοιες πόρτες, καθώς και σκοτεινά ανοίγματα, αλλά τα είχαν αγνοήσει σαν να μην υπήρχαν, και ούτε είχαν δώσει καμία εξήγηση γι’αυτά στους επαναστάτες. Δεν θέλουν να μας μάθουν περισσότερα για τις σήραγγές τους απ’ό,τι είναι απολύτως απαραίτητο, είχε σκεφτεί η Ιωάννα.

Η Οικονόμος πάτησε πάλι έναν συνδυασμό πλήκτρων στη μικρή κονσόλα πλάι στην πόρτα: αλλά η Ιωάννα δεν μπορούσε, αυτή τη φορά, να δει ποια κουμπιά πίεσε γιατί η Πολεοδόμος τής είχε γυρισμένη την πλάτη. Ήταν, άραγε, τα ίδια με πριν; Ο Ανδρόνικος, που στεκόταν κοντά στην Οικονόμο, μάλλον θα τα είχε δει πάνω απ’τον ώμο της.

Τριγμοί ακούστηκαν πίσω απ’τη μεταλλική πόρτα, κι ένα φωτάκι άναψε πάνω στην κονσόλα στον τοίχο. Η Οικονόμος άνοιξε την πόρτα, και το εσωτερικό ενός ανελκυστήρα αποκαλύφθηκε.

«Πού είμαστε;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Κάτω απ’το Νότιο Κάλεσμα,» αποκρίθηκε εκείνη, μπαίνοντας στον ανελκυστήρα.

«Τι γίνεται αν κάποιος άλλος είναι εδώ μέσα όταν καλέσεις τον ανελκυστήρα από τις σήραγγες;» Ο Ανδρόνικος την ακολούθησε, μαζί με τους υπόλοιπους.

«Παρουσιάζεται ένα μήνυμα στην οθόνη το οποίο ζητά όλοι να βγουν· κι αν δεν έχουν βγει ο ανελκυστήρας δεν κατεβαίνει, ούτε πηγαίνει πουθενά αλλού: μένει στη θέση του, ακίνητος.» Η Οικονόμος πάτησε ένα πλήκτρο καθώς η πόρτα έκλεινε.

«Υπάρχουν αισθητήρες, δηλαδή, εδώ μέσα.»

«Φυσικά, Πρίγκιπά μου.»

Ο ανελκυστήρας ανέβηκε στον έκτο όροφο του ξενοδοχείου και σταμάτησε. «Εδώ,» είπε ο Οικοδάκτυλος ανοίγοντας, «έχουν τα δωμάτια τους και οι Υδατοσκόποι και οι Θηριοδαμαστές.»

Βγήκαν σ’ένα διάδρομο με πόρτες δεξιά κι αριστερά.

«Μέχρι στιγμής δεν έχουμε συναντήσει Παντοκρατορική αντίσταση,» παρατήρησε η Ιωάννα.

«Κι ας ελπίσουμε πως δεν θα συναντήσουμε,» είπε ο Οικοδάκτυλος. «Θα είναι μεγάλο πλήγμα για εμάς αν η Νιρτάνα γνωρίζει για τις σήραγγες.»

Πλησίασαν μια πόρτα, και ο Οικοδάκτυλος χτύπησε το κουδούνι, δυνατά, πιέζοντας μέσα το κουμπί. Η πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας μια ψηλή, πορφυρόδερμη γυναίκα με μακριά πυρόξανθα μαλλιά, που έκαναν το κεφάλι της να μοιάζει με φωτιά. Τα μάτια της είχαν ένα έντονο βαθυγάλαζο χρώμα. Φορούσε ένα μαύρο δερμάτινο φόρεμα και ζώνη από ασημένιους κρίκους.

«Αρχόντισσα Λεόμορφη,» είπε ο Οικοδάκτυλος. «Μπορούμε να περάσουμε;»

Η Λεόμορφη συνοφρυώθηκε. «Σας άφησαν οι Παντοκρατορικοί να μπείτε;»

«Δεν ήρθαμε από την είσοδο του ξενοδοχείου,» εξήγησε η Οικονόμος. «Μπορούμε τώρα να περάσουμε;»

«Φυσικά.»

Στο καθιστικό της σουίτας συνάντησαν τους υπόλοιπους αντιπροσώπους του Οίκου των Θηριοδαμαστών: τον Κτηνομάτη τον Πρώτο, έναν ασημομάλλη, μεγαλόσωμο μαυρόδερμο άντρα που, αναμφίβολα, ήταν ο γηραιότερος ανάμεσά τους· τον Κτηνομάχο τον Τρίτο, μυώδη, χρυσόδερμο, με ξυρισμένο κεφάλι και μια περίπλοκη δερματοστιξία στην αριστερή μεριά του προσώπου· την Πανθηρία την Τρίτη, λυγερή και μαυρόδερμη, μοιάζοντας νάναι η νεότερη από αυτούς· και τον Οφιόκορμο τον Δεύτερο, που έδειχνε να τιμά το όνομα του, μακρύς και ευλύγιστος όπως φαινόταν. Επίσης στο καθιστικό ήταν ξαπλωμένος τεμπέλικα ένας κατάμαυρος πάνθηρας με κολάρο, ενώ ένα πλάσμα που θύμιζε γιγάντιο, άπτερο πτηνό στεκόταν πίσω από μια καρέκλα και κοίταζε. Είχε γαλανά πούπουλα, πράσινο λαιμό, μαύρο ράμφος, και στενά παρατηρητικά μάτια. Ευτυχώς, και τα δύο θηρία έμοιαζαν εξημερωμένα, και δεν αναστατώθηκαν από τους επισκέπτες.

Κανένας από τους Θηριοδαμαστές δεν ήταν χαρούμενος με τον αποκλεισμό που τους είχαν κάνει οι Παντοκρατορικοί· προτού, όμως, αρχίσουν να διαμαρτύρονται για την κατάσταση, ο Οικοδάκτυλος και η Οικονόμος άρχισαν πρώτοι να μιλάνε, εξηγώντας για τη σήραγγα και προτείνοντας να πάνε μέσω αυτής στον Δωδεκάψυχο. Οι Θηριοδαμαστές συμφώνησαν αμέσως.

«Θα ειδοποιήσουμε και τους Υδατοσκόπους,» είπε ο Οικοδάκτυλος, «και μετά ξεκινάμε. Εν τω μεταξύ ετοιμαστείτε· πάρτε μαζί σας ό,τι δεν θέλετε ν’αφήσετε πίσω.»

Οι Θηριοδαμαστές σηκώθηκαν από τις θέσεις τους στο καθιστικό και πήγαν προς τα δωμάτιά τους. Οι Πολεοδόμοι και οι επαναστάτες έφυγαν από τη σουίτα. Ο Οικοδάκτυλος και η Οικονόμος δεν είχαν συστήσει τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο – συνετή κίνηση, αν ήταν συνειδητή και απλά δεν το είχαν ξεχάσει, έκρινε η Ιωάννα – και οι Θηριοδαμαστές δεν τον είχαν αναγνωρίσει.

Οι Υδατοσκόποι αποδείχτηκαν το ίδιο αναστατωμένοι με τους Θηριοδαμαστές, κι ακόμα περισσότερο.

«Δεν ήρθαμε εδώ για να καταλήξουμε αιχμάλωτοι!» φώναξε η Βαθύνοη η Πρώτη, όταν οι Πολεοδόμοι και οι επαναστάτες ήταν στο καθιστικό της σουίτας τους το οποίο περιλάμβανε και μια αρκετά μεγάλη πισίνα. «Δεν υπάρχει κανένας έλεγχος στη Φανχάι; Κανένα μέτρο ασφαλείας, για όνομα των θεών;» Η Βαθύνοη (την οποία σύστησαν μετά στην Ιωάννα και στους άλλους επαναστάτες) ήταν σίγουρα πάνω από εξήντα, και η Ιωάννα φοβόταν μην πάθει τίποτα έτσι όπως έκανε. Το χρυσό δέρμα στο πρόσωπό της είχε γίνει σχεδόν κόκκινο.

«Μην ανησυχείτε, Αρχόντισσά μου, και μη φωνάζετε,» είπε η Οικονόμος. «Ήρθαμε για να σας πάρουμε από εδώ.»

«Λύθηκε, λοιπόν, η πολιορκία;» είπε ο Πυθμένας ο Δεύτερος, πιο νηφάλια από τη Βαθύνοη, καθώς ήταν καθισμένος σε μια πολυθρόνα.

«Όχι ακριβώς,» αποκρίθηκε ο Οικοδάκτυλος, και του εξήγησε πώς θα τους έπαιρναν από το Νότιο Κάλεσμα, αν, φυσικά, συμφωνούσαν.

Οι Υδατοσκόποι συμφώνησαν· δεν είχαν καμία διάθεση να αισθάνονται αιχμάλωτοι μέσα στο ξενοδοχείο που είχαν πληρώσει.

48.

Χρησιμοποιώντας πάλι τις σήραγγες, οδήγησαν τους Θηριοδαμαστές και τους Υδατοσκόπους στον Δωδεκάψυχο, όπου και τους πήγαν στην αίθουσα που ήταν έτοιμη για τη συνάντηση.

«Κανένα νέο όσο λείπαμε;» ρώτησε ο Οικοδάκτυλος.

«Τίποτα,» αποκρίθηκε η Οικόκαρδη· και ρώτησε: «Δε συναντήσατε Παντοκρατορικούς στις σήραγγες, έτσι;»

«Ούτε έναν,» είπε η Οικονόμος. «Και τώρα πάμε για τους υπόλοιπους.»

Η Οικόκαρδη η Δεύτερη ένευσε, μοιάζοντας περήφανη για τα παιδιά της.

Η Ιωάννα, ο Ανδρόνικος, ο Σάνραντιλ’φεν, και η Άνμα’ταρ κατέβηκαν ξανά στις σήραγγες της Φανχάι μαζί με τον Οικοδάκτυλο, την Οικονόμο, και τον Εύοικο, ακολουθώντας αυτή τη φορά άλλη κατεύθυνση μέσα στα λαβυρινθώδη υπόγεια περάσματα που ήταν όλα φωτισμένα με ενεργειακές λάμπες. Από τον φωτισμό και μόνο, η Ιωάννα έκρινε ότι οι Πολεοδόμοι πρέπει να χρησιμοποιούσαν συχνά αυτούς τους κρυφούς δρόμους, αλλιώς γιατί να ξοδεύουν τόση ενέργεια;

Η απόσταση μέχρι τη Θέα του Τρόμου ήταν σχεδόν ίδια με την απόσταση μέχρι το Νότιο Κάλεσμα, έτσι έκαναν πάλι περίπου μισή ώρα ώσπου να φτάσουν σ’έναν ανελκυστήρα.

Αφού δεν έχουμε συναντήσει Παντοκρατορικούς ώς εδώ, αποκλείεται πλέον να συναντήσουμε, σκέφτηκε η Ιωάννα καθώς ανέβαιναν μέσα στο ξενοδοχείο. Αν η Επόπτρια ήξερε για τις σήραγγες, δεν μπορεί να είχε αφήσει δύο από τα τρία ξενοδοχεία αφύλαχτα.

Στη Θέα του Τρόμου διέμεναν οι Ακτοφύλακες και οι Γνωστικοί. Οι Πολεοδόμοι και οι επαναστάτες τούς συνάντησαν, τους εξήγησαν τι συνέβαινε, κι ύστερα τους πήραν μαζί τους στις σήραγγες, πηγαίνοντάς τους κι αυτούς στον Δωδεκάψυχο χωρίς να παρουσιαστεί κανένα πρόβλημα.

Μόνο ο Ψυλόπυργος απέμενε τώρα, όπου είχαν κλείσει δωμάτια οι Οπλομάχοι, οι Γεωμέτρες, και οι Πράσινοι. Η απόσταση ήταν η πιο μακρινή από τις τρεις και χρειάστηκαν, επομένως, περισσότερη ώρα για να τη διανύσουν, αλλά το έκαναν με πιο πολύ θάρρος καθώς δεν πίστευαν πια ότι θα συναντούσαν Παντοκρατορικούς. Ο Σάνραντιλ’φεν, ωστόσο, υποτονθόρυσε πάλι το ξόρκι του, και η Ιωάννα παρατήρησε ότι οι αισθήσεις του ήταν, σίγουρα, εστιασμένες στη μαγεία ενόσω βάδιζαν. Ο Πρόμαχος δεν ήθελε να φανεί απρόσεχτος και να το μετανιώσει μετά: και η Μαύρη Δράκαινα ενέκρινε τον τρόπο που δρούσε.

Γι’ακόμα μια φορά ανέβηκαν με ανελκυστήρα όταν έφτασαν στον προορισμό τους και, στο εσωτερικό του ξενοδοχείου, συνάντησαν τους Οπλομάχους, τους Γεωμέτρες, και τους Πράσινους και τους ζήτησαν να τους ακολουθήσουν στις σήραγγες. Οι πρώτοι και οι τελευταίοι, όμως, ήταν διστακτικοί. Βλέποντας τα μέτρα που έπαιρναν οι Παντοκρατορικοί – ολοένα και πιο σκληρά – ανησυχούσαν για τους δικούς τους που ήταν παντρεμένοι με ανθρώπους της Παντοκράτειρας.

«Μην τους φοβάστε, Άρχοντές μου!» τους είπε ο Ανδρόνικος, στην αίθουσα όπου τους είχαν συγκεντρώσει για να τους μιλήσουν. «Αυτό θέλουν – τον φόβο σας. Μην τους τον δίνετε. Δεν μπορούν πραγματικά να σας κρατήσουν υπό την κυριαρχία τους αν ξεσηκωθείτε· δεν έχουν αρκετές δυνάμεις στη Σάρντλι, και δεν υπάρχει δυνατότητα να φέρουν περισσότερες. Ούτε πρόκειται να πειράξουν τους αιχμαλώτους, διότι ξέρουν ότι έτσι θα κερδίσουν μόνο το μίσος και την οργή σας, και μετά δεν θα υπάρχει κανένας τρόπος ούτε να σας μεταστρέψουν ούτε να σας υποτάξουν.»

«Αυτά,» είπε ο Κρινοπρόσωπος ο Πρώτος, «είναι εύκολο να τα λέτε εσείς, Πρίγκιπά μου, αλλά εγώ δεν ξέρω ακόμα πού βρίσκεται η μικρή μου κόρη η Περίανθη.»

«Με το να μείνετε εδώ δεν βοηθάτε την κόρη σας, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.

Και ο Οικοδάκτυλος είπε: «Όσο καθυστερούμε τόσο τα πράγματα χειροτερεύουν. Πρέπει να φύγετε από τον Ψηλόπυργο, Άρχοντές μου, όπως έκαναν και οι ευγενείς που διέμεναν στο Νότιο Κάλεσμα και στη Θέα του Τρόμου. Είναι τώρα όλοι συγκεντρωμένοι στον Δωδεκάψυχο και σας περιμένουν.»

Η Πολύκλαδη η Δεύτερη, η κόρη του Κρινοπρόσωπου του Πρώτου, ψιθύρισε στο δεξί αφτί του πατέρα της, ενώ, σχεδόν συγχρόνως, ψιθύριζε στο αριστερό του αφτί η Πολύκαρπη η Πρώτη, που ήταν αδελφή του. Οι δύο γυναίκες έμοιαζαν να συμφωνούν, αν και εκείνος έδειχνε προβληματισμένος. «Καλά,» είπε τελικά. «Καλά, εντάξει.» Και προς τον Οικοδάκτυλο: «Οδηγήστε μας. Τώρα που ήρθαμε στη Φανχάι και ξεκίνησε αυτό το παιχνίδι, τίποτα δεν φαίνεται να μπορεί να το σταματήσει.»

«Μη νομίζετε, Άρχοντά μου, πως τίποτα καλό θα συνέβαινε αν σταματούσε τώρα,» είπε η Οικονόμος.

Ο Ανδρόνικος συμφωνούσε μαζί της, αλλά, γι’ακόμα μια φορά, ευχήθηκε να μην πλήρωναν αθώοι – όπως η μικρή κόρη του Κρινοπρόσωπου – τον ξεσηκωμό εναντίον της Παντοκράτειρας.

Δεν ήξερε αν ο Απόλλωνας τον άκουγε εδώ, τόσο μακριά από τη διάστασή του την Απολλώνια, όμως προσευχήθηκε σ’αυτόν για να τους προσφέρει τη βοήθεια και το φως του.

49.

Οι αντιπρόσωποι των Οίκων της Σάρντλι ήταν τώρα όλοι συγκεντρωμένοι στον Δωδεκάψυχο, στην αίθουσα που είχε ετοιμαστεί ειδικά γι’αυτό τον σκοπό. Ο Ορείχαλκος τούς καλωσόρισε και τους ζήτησε να έχουν ψυχραιμία. «Αυτή η τελευταία κίνηση των Παντοκρατορικών ήταν κάτι που δεν είχαμε προβλέψει,» είπε, «αν και μάλλον θα έπρεπε. Ήταν σφάλμα μας.»

«Δε μπορούσατε να την είχατε προβλέψει εσείς, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε η Οικόκαρδη. «Εμείς θα έπρεπε να είχαμε μάθει ότι η Επόπτρια είχε φέρει κρυφά περισσότερους πολεμιστές μέσα στην πόλη–»

«Α, έχει φέρει δηλαδή κι ανθρώπους έξω από τη Φανχάι…» είπε ο Θαλασσάρχης ο Πρώτος.

«Φυσικά. Αλλιώς δε θα μπορούσε να κάνει αυτό που είδες. Θα φοβόταν.» Η Οικόκαρδη τού μιλούσε με οικειότητα, γιατί ο σύζυγός της, ο Ακτονόμος ο Τρίτος, ήταν του Οίκου των Ακτοφυλάκων, και είχαν στενές σχέσεις με τον Θαλασσάρχη, ο οποίος ήταν ξάδελφός του.

«Και τώρα, αν θέλαμε,» πρόσθεσε ο Πολύοικος ο Δεύτερος, «μπορούσαμε να τους επιτεθούμε και να τους διαλύσουμε, αλλά η αιματοχυσία θα ήταν μεγάλη μέσα στους δρόμους της πόλης: κι αυτό, βέβαια, κανένας μας δεν το επιθυμούσε αφού υπήρχε κι άλλος τρόπος για να συναντηθούμε.»

Ο Θαλασσάρχης δεν συνέχισε τούτη την κουβέντα, έτσι μίλησε και πάλι ο Ορείχαλκος, λέγοντάς τους για τον θείο του τον Όνυχα και για όλα όσα είχαν συμβεί στην περιοχή της Φιλτά’κβι, καθώς και για την απόφασή του να συμμαχήσει με την Επανάσταση. Πολλοί από τους αντιπροσώπους των Οίκων, βέβαια, τα είχαν ήδη ακούσει αυτά, αλλά ο Ορείχαλκος όφειλε να τα πει για όσους δεν τα γνώριζαν· κι επιπλέον, δε νόμιζε πως έβλαπτε να ξαναειπωθούν.

«Εκείνο, επομένως, που ζητάω από εσάς είναι, πιστεύω, προφανές. Να με υποστηρίξετε, για να ελευθερώσουμε τη Σάρντλι.»

«Τι υποστήριξη θα έχουμε εμείς, όμως;» ρώτησε η Βαλλιστρίδα η Δεύτερη, του Οίκου των Οπλομάχων. «Και εννοώ από την Απολλώνια.» Έστρεψε το βλέμμα της στον Ανδρόνικο.

«Θα σας βοηθήσω με ό,τι τρόπο δύναμαι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αλλά μην ξεχνάτε δύο πράγματα: η Απολλώνια βρίσκεται σε πόλεμο αυτή την περίοδο, και η απελευθέρωση της Σάρντλι αφορά κυρίως εσάς, όχι εμένα.»

«Εσείς, όμως, έρχεστε και μας ξεσηκώνετε, Πρίγκιπα Ανδρόνικε,» τόνισε η Βαθύνοη η Πρώτη.

«Δε μας έβαλε με το ζόρι ο Πρίγκιπας,» της είπε ο Μακρογνώστης ο Δεύτερος, του Οίκου των Γνωστικών. «Διακινδυνεύει τη ζωή του όσο βρίσκετε εδώ, ενώ θα μπορούσε να είναι στην πατρίδα του την Απολλώνια!»

Η Βαθύνοη τον ατένισε με άγριο βλέμμα. «Με την κατάσταση που δημιουργήθηκε, όμως, είναι σαν να εξαναγκαζόμαστε να εναντιωθούμε στην Παντοκράτειρα, Άρχοντα Μακρογνώστη!»

«Και μην ξεχνάμε πως η Απολλώνια θα επωφεληθεί από την απελευθέρωση της Σάρντλι,» είπε ο Πέλεκυς ο Πρώτος, «αφού οι Παντοκρατορικοί θα χάσουν τα μεταλλεύματα με τα οποία τους προμηθεύουμε και τα οποία τους είναι απαραίτητα τώρα, με τόσα μέτωπα που έχουν ανοιχτά.»

«Σαφώς και θα επωφεληθεί η Απολλώνια, Άρχοντά μου,» έδωσε απάντηση ο Ανδρόνικος, «αλλά όχι μόνο η Απολλώνια: όλες οι διαστάσεις που έχουν επαναστατήσει, καθώς και όλοι οι επαναστάτες που βρίσκονται σε διαστάσεις ακόμα υπό την κυριαρχία της Παντοκράτειρας. Είμαι εδώ ως αντιπρόσωπος κάθε ανθρώπου που μάχεται κατά της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, όχι ως ηγέτης της Απολλώνιας. Αν ίσχυε το δεύτερο, θα είχα συστηθεί ως Βασιληάς Ανδρόνικος του Οίκου των Ευφρόνων, Άρχοντες και Αρχόντισσές μου της Σάρντλι. Όμως τώρα, εδώ, για εσάς, είμαι μόνο ο Πρίγκιπας της Επανάστασης. Και δηλώνω πως θα σας βοηθήσω με κάθε τρόπο εναντίον της Παντοκρατορίας· αλλά δεν μπορώ – δεν είναι εφικτό για εμένα – να δώσω τις μάχες που πρέπει εσείς να δώσετε. Αν και εύχομαι να μη χρειαστεί καθόλου πόλεμος.»

«Θεωρείτε ότι οι Παντοκρατορικοί θα φύγουν ειρηνικά, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε η Βαλλιστρίδα, με χροιά και ύφος που έλεγαν, ξεκάθαρα, ότι το αμφισβητούσε πολύ αυτό.

«Μπορεί και ναι, επειδή η Παντοκράτειρα τώρα δεν έχει περισσότερο στρατό για να στείλει στη Σάρντλι ώστε να διατηρήσει τις κτήσεις της. Επιπλέον, όσο πιο γρήγορα και αιφνιδιαστικά κινηθείτε, τόσο το καλύτερο θα είναι, κατά τη γνώμη μου.»

«Αποκλείεται να μη γίνουν επεισόδια…» είπε η Σταυροδρόμια η Δεύτερη.

«Επεισόδια,» τους θύμισε ο Ηλιόνους ο Πρώτος, του Οίκου των Ουράνιων, «έχουν ήδη γίνει. Αιχμαλώτισαν τα παιδιά μας με την πρώτη υποψία ότι μπορεί να αποστατήσουμε! Κι επίσης με την πρώτη υποψία, φυλάκισαν την κόρη μου, την Ανεμόφθαλμη τη Δεύτερη» – στράφηκε να την κοιτάξει προς στιγμή – «και λίγο έλειψε να την εκτελέσουν! Εξοργιστικά και τα δύο, Άρχοντές μου!»

(Η Ανεμόφθαλμη μειδίασε άθελά της, και προσπάθησε να το κρύψει από ευγένεια. Χαιρόταν που – επιτέλους – έβλεπε τον πατέρα της έτσι, μαχητικό και ξεκάθαρα εναντίον των Παντοκρατορικών. Μάλλον η απαγωγή της συνονόματής της από τον Βύρωνα Καλπάρτι ήταν η τελευταία προσβολή που μπορούσε ο Ηλιόνους ο Πρώτος να δεχτεί από τους Παντοκρατορικούς.)

«Το θέμα, όμως,» είπε ο Κρινοπρόσωπος ο Πρώτος, «είναι τι μπορεί να κάνουν με τα παιδιά μας…»

«Νομίζετε, Άρχοντά μου,» του είπε ο Επουράνιος ο Πρώτος, «ότι δεν θα κρατήσουν τώρα αιχμαλώτους, ακόμα κι αν αποφασίσουμε να μην επαναστατήσουμε εναντίον τους; Θα κρατήσουν αιχμαλώτους, σας διαβεβαιώνω, απλά και μόνο γιατί δεν θα μας θεωρούν, πλέον, αξιόπιστους και θα φοβούνται ότι μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να τους χτυπήσουμε, αφού αυτό τον καιρό είναι ευάλωτοι.»

«Ο Άρχοντας Επουράνιος έχει δίκιο σ’ετούτο,» συμφώνησε ο Πέλεκυς ο Πρώτος.

«Καταλήγουμε, λοιπόν, να εξαναγκαζόμαστε…» είπε, φανερά δυσαρεστημένη, η Βαθύνοη.

«Προτιμούν οι Υδατοσκόποι να είμαστε υποτελείς στην Παντοκράτειρα, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε η Πολυγνώστρια η Πρώτη.

«Δεν είναι αυτό που λέω!»

«Πρέπει να ψηφίσουμε,» είπε ο Μακρογνώστης, «σύμφωνα με το έθιμο. Για θέματα που αφορούν ολόκληρη τη διάσταση, οι Οίκοι ψηφίζουν.»

«Δε θυμάμαι να ψηφίσαμε όταν παραδοθήκαμε στην Παντοκράτειρα…» σχολίασε ο Κρινοπρόσωπος.

«Δεν είχαμε εναλλακτικές λύσεις τότε, Άρχοντά μου,» είπε ο Πέλεκυς. «Αν ο πατέρας σας, ο Πολύκαρπος, ήταν ακόμα μαζί μας θα μπορούσε να σας διαβεβαιώσει γι’αυτό.»

«Αν και μικρός τότε, Άρχοντα Πέλεκυ, δεν ήμουν τόσο μικρός ώστε να μη θυμάμαι τι είχε συμβεί. Και συμφωνώ ότι δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις· απλώς το σχολίασα γιατί, για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμόμουν αυτό το έθιμο.»

«Δεν παρουσιάζεται συχνά ανάγκη να παίρνονται αποφάσεις για ολόκληρη τη Σάρντλι,» είπε ο Μακρογνώστης, «έτσι πολλά πράγματα λησμονούνται.»

«Ας ψηφίσουμε, επομένως,» είπε ο Ορείχαλκος. «Υποθέτω η ψηφοφορία γίνεται ανοιχτά, Άρχοντα Μακρογνώστη…»

Εκείνος ένευσε. «Ναι· είναι πολύ σημαντικό να ξέρουμε ποια θέση παίρνει ο καθένας.»

«Οι Ορειβάτες,» δήλωσε ο Ορείχαλκος, «όπως προφανώς δεν θα έχει αμφιβολία κανένας σας, είναι υπέρ της Επανάστασης.»

Η Λεόμορφη η Δεύτερη είπε: «Θα πρέπει να το συζητήσουμε για λίγο αναμεταξύ μας, Άρχοντα Ορείχαλκε. Δεν ήρθαμε στη Σάρντλι ήδη αποφασισμένοι.»

«Τότε,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα, «μπορείτε ασφαλώς να το συζητήσετε.»

«Ελπίζουμε αυτό να το προβλέπει το έθιμο, Άρχοντα Μακρογνώστη,» είπε, λιγάκι αστεία, η Πολύοπλη η Τέταρτη, η κόρη της Βαλλιστρίδας της Δεύτερης που της έμοιαζε τόσο – στην εμφάνιση, τουλάχιστον, και πιθανώς και στον χαρακτήρα.

Ορισμένοι γύρω απ’το τραπέζι γέλασαν, περισσότερο νευρικά παρά εύθυμα.

«Τα ήθη και τα έθιμα μας είναι που μας ξεχωρίζουν από τα άγρια θηρία,» είπε ο Μακρογνώστης ο Δεύτερος, «και δεν θα πρέπει να τα περιγελούμε, κοπέλα μου.» Το είχε πάρει πιο σοβαρά απ’ό,τι θα ήθελε η Πολύοπλη, ήταν βέβαιος ο Ορείχαλκος.

Μετά, οι αντιπρόσωποι των Οίκων βγήκαν από την αίθουσα προκειμένου να συζητήσουν αναμεταξύ τους σχετικά με το τι θα ψήφιζαν.

Η Ιωάννα έσβησε το πέμπτο τσιγάρο και είπε στον Ανδρόνικο, που καθόταν πλάι της και, όπως κι εκείνη, δεν είχε σηκωθεί απ’το τραπέζι της συνεδρίασης: «Αν τώρα δεν στραφούν εναντίον της Παντοκράτειρας, οι πράκτορές της θα τους ανταμείψουν για την πίστη τους με το να τους κάνουν να υποφέρουν για την επόμενη εκατονταετία.»

Και ο Ανδρόνικος ήξερε ότι η Ιωάννα είχε δίκιο. Γνωρίζει από πρώτο χέρι τις τιμωρίες της Παντοκράτειρας…

50.

Καμια ώρα πέρασε ενώ οι αντιπρόσωποι του κάθε Οίκου συζητούσαν αναμεταξύ τους, ιδιαιτέρως· και μετά, συγκεντρώθηκαν όλοι στην αίθουσα της συνεδρίασης για να ψηφίσουν, ανοιχτά και επώνυμα. Ο ένας κατόπιν του άλλου, οι Οίκοι της Σάρντλι δήλωσαν αν ήταν υπέρ ή κατά της Επανάστασης. Η σημαντικότερη στιγμή στην Ιστορία της διάστασης των τελευταίων χρόνων. Μια απόφαση που θα καθόριζε την Ιστορία της στο μέλλον, όπως όλοι τους γνώριζαν.

«Ο Οίκος των Ορειβατών δηλώνει υπέρ,» είπε ο Ορείχαλκος. Όχι πως αυτό δεν ήταν ήδη γνωστό, αλλά όφειλε να ανακοινωθεί επίσημα τώρα, σύμφωνα με το έθιμο.

Ο Ηλιόνους ο Πρώτος είπε: «Ο Οίκος των Ουράνιων δηλώνει υπέρ.» Ο Ορείχαλκος δεν το αμφέβαλλε ότι θα ήταν υπέρ, αλλά μέχρι ετούτη τη στιγμή δεν μπορούσε να είναι κι απόλυτα βέβαιος. Ανακουφίστηκε από την ψήφο των Ουράνιων, μα ήξερε ότι οι αποφάσεις των υπόλοιπων Οίκων ήταν που θα καθόριζαν το τελικό αποτέλεσμα.

Η Πολυγνώστρια η Πρώτη είπε: «Ο Οίκος των Γνωστικών δηλώνει υπέρ.»

Η Βαθύνοη η Πρώτη είπε: «Ο Οίκος των Υδατοσκόπων δηλώνει κατά.»

Ο Πέλεκυς ο Πρώτος είπε: «Ο Οίκος των Οπλομάχων δηλώνει υπέρ.» Οι Οπλομάχοι είναι μαζί μας, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος, που δεν ήταν καθόλου βέβαιος γι’αυτό, δεδομένου ότι είχαν δύο σημαντικούς συγγενείς τους παντρεμένους με Παντοκρατορικούς. Μακάρι το ίδιο να είναι και οι Πράσινοι…

Ο Τραπέζιος ο Δεύτερος είπε: «Ο Οίκος των Γεωμετρών δηλώνει κατά.» Κι ο Ορείχαλκος ξαφνιάστηκε. Οι Γεωμέτρες!; Γιατί; Ο Τριγώνιος ο Τρίτος, ο σύζυγος της Γρανίτιας, ήταν γιος του Τραπέζιου του Δευτέρου. Πώς πήραν αυτή την απόφαση; Βλέποντας την έκφραση στο πρόσωπο της Ευθύγραμμης της Τρίτης, έκρινε πως εκείνη μάλλον δεν συμφωνούσε με τη γενική ψήφο του Οίκου της.

Ο Πολύδρομος ο Πρώτος είπε: «Ο Οίκος των Οδηγών δηλώνει υπέρ.»

Ο Κρινοπρόσωπος ο Πρώτος είπε: «Ο Οίκος των Πρασίνων δηλώνει κατά.» Αναμενόμενο, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος, απογοητευμένος που οι Πράσινοι δεν είχαν βρει το θάρρος να ψηφίσουν υπέρ. Η ψηφοφορία, πάντως, φαίνεται γενικά να γέρνει προς το υπέρ. Προσπάθησε μέσα στο μυαλό του να κάνει τον υπολογισμό, αλλά μια φωνή τον διέκοψε.

Ο Κτηνομάτης ο Πρώτος είπε: «Ο Οίκος των Θηριοδαμαστών δηλώνει κατά.» Κατά; απόρησε ο Ορείχαλκος. Γιατί, για όνομα των θεών; Τι έχουν να χάσουν, εκεί στη Βαν’τάτλεχ που κατοικούν;

Ο Ακτονόμος ο Δεύτερος είπε: «Ο Οίκος των Ακτοφυλάκων δηλώνει υπέρ.»

Η Οικόκαρδη η Δεύτερη είπε: «Ο Οίκος των Πολεοδόμων δηλώνει υπέρ.»

Ο Μακρογνώστης καθάρισε τον λαιμό του, κοιτάζοντας τις σημειώσεις που είχε κρατήσει σ’ένα σημειωματάριο. «Βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω ότι έχουμε εφτά υπέρ και τέσσερα κατά. Η Σάρντλι είναι,» είπε υψώνοντας το βλέμμα του, «από εδώ και στο εξής υπέρ της Επανάστασης.»

«Και οι Παντοκρατορικοί στρατιωτικοί και Επόπτες πρέπει να μαζέψουν τα πράγματά τους και να τραβήξουν για αλλού,» πρόσθεσε ο Επουράνιος ο Πρώτος, ανάβοντας, φανερά ευχαριστημένος, το πούρο του.

«Να δούμε, όμως, κατά πόσο θα φύγουν αδιαμαρτύρητα…» είπε, δυσοίωνα, ο Κρινοπρόσωπος ο Πρώτος.

51.

Οι Πολεοδόμοι έδωσαν διαταγή να βγει ανακοίνωση στο Μάτι της Φανχάι, το σημαντικότερο τηλεοπτικό κανάλι της πόλης, ότι ύστερα από επίσημη συγκέντρωση στον Δωδεκάψυχο οι Οίκοι της Σάρντλι είχαν αποφασίσει να αναγγείλουν την ανεξαρτησία της διάστασης από τη Συμπαντική Παντοκρατορία. Οι επόπτες, οι πράκτορες, οι στρατιωτικοί, και οι στρατοί της Παντοκράτειρας όφειλαν να αποχωρήσουν από τη Σάρντλι το συντομότερο δυνατό, αλλιώς θα θεωρούνταν εχθροί και οι γηγενείς θα τους φέρονταν ανάλογα.

Η ίδια διαταγή δόθηκε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και στη μεγάλη εφημερίδα της Φανχάι, την Πολύβοη, καθώς επίσης και σε μαντατοφόρους, που έφυγαν επάνω σε δίκυκλα για να διαδώσουν την απόφαση σ’όλη τη διάσταση.

Το νέο, ασφαλώς, δεν άργησε καθόλου να φτάσει στ’αφτιά της Επόπτριας Νιρτάνα, η οποία ήταν στο γραφείο της μέσα στο Παντοκρατορικό Φρουραρχείο της Φανχάι, μαζί με τη Χριστίνα Ταχυδάκτυλη.

«Τι!» ούρλιαξε η Νιρτάνα, κοιτάζοντας την οθόνη του τηλεοπτικού δέκτη, στη γωνία του δωματίου, ο οποίος ήταν εστιασμένος στη συχνότητα του Ματιού της Φανχάι. «Δεν είναι δυνατόν να έγινε αυτή η συνάντηση! Πρόκειται για απάτη!»

«Νομίζεις,» είπε η Χριστίνα, «ότι θα έκαναν τέτοια απάτη οι άνθρωποι της Σάρντλι, με τα ένα-εκατομμύριο-και-ένα έθιμά τους;»

«Σάρντλια είμαι,» της θύμισε η Νιρτάνα. «Και η πολιτική είναι πολιτική, σ’όποια διάσταση κι αν βρίσκεσαι! Πώς βγήκαν οι αντιπρόσωποι των Οίκων απ’τα ξενοδοχεία τους για να συγκεντρωθούν στον Δωδεκάψυχο; Τα έχουμε όλα περικυκλωμένα! Πρόκειται για απάτη, σου λέω.»

Μετά, όμως, η οθόνη έδειξε τους αντιπροσώπους των Οίκων συγκεντρωμένους σε μια αίθουσα, και μαζί τους ήταν ο Ορείχαλκος, καθώς και ο Αρχιπροδότης.

«Αδύνατον!» φώναξε η Νιρτάνα. «Αδύνατον!» Και κάλεσε, μέσω πομπού, τους πολεμιστές της που είχαν περικυκλώσει τα ξενοδοχεία, απαιτώντας να μάθει τι είχε συμβεί. Κανένας δεν μπορούσε να της δώσει απάντηση, όμως. Οι αρχηγοί τους δήλωναν άγνοια. Μήπως ήταν προδότες; δεν μπόρεσε παρά να αναρωτηθεί η Επόπτρια.

Στην οθόνη, ο Αρχιπροδότης μιλούσε τώρα και έλεγε σε κάποιον ανταποκριτή του Ματιού της Φανχάι: «…Όχι· οι κάτοικοι της Σάρντλι δεν χρειάζεται να φοβούνται αντίποινα. Πράκτορες της Επανάστασης βρίσκονται σε κάθε μεριά της διάστασής τους, και η Απολλώνια θα τους υποστηρίξει όσο μπορεί. Επιπλέον, όποιος παρακολουθεί τα πραγματικά γεγονότα τον τελευταίο καιρό στο Γνωστό Σύμπαν θα έχει αναμφίβολα παρατηρήσει ότι η Παντοκράτειρα έχει χάσει τη δύναμη που κάποτε είχε. Η Συμπαντική Παντοκρατορία καταρρέει σε κάθε γωνιά του Γνωστού Σύμπαντος. Η Νόρχακ – η διάσταση που ανακαλύφθηκε τελευταίως – είναι εναντίον της· η Απολλώνια είναι εναντίον της· η Χάρνταβελ πρόσφατα ελευθερώθηκε· στη Σεργήλη γίνεται πόλεμος, τον οποίο η Επανάσταση φαίνεται να κερδίζει· στη Φεηνάρκια, το ίδιο. Και η Σάρντλι θα βοηθήσει στο να γείρει η πλάστιγγα προς τη μεριά της Ελευθερίας.»

«Αυτό το γαμημένο καθίκι!» γρύλισε η Νιρτάνα. «Έρχεται εδώ και εξωθεί τους ντόπιους σε αποστασία!» Αρπάζοντας το ποτήρι της με το τάο βις το εκτόξευε πάνω στον τοίχο πλάι στον τηλεοπτικό δέκτη, σπάζοντάς το και τινάζοντας το ποτό ολόγυρα, αφήνοντας λεκέδες.

Μετά από λίγο, ο ανταποκριτής του Ματιού πλησίασε τον Ορείχαλκο και τον ρώτησε τι τον είχε ωθήσει να στραφεί εναντίον της Παντοκράτειρας, ειδικά από τη στιγμή που ήταν σύζυγό της. Εκείνος αποκρίθηκε: «Είχαν αντικαταστήσει ένα μέλος του Οίκου των Ορειβατών – το οποίο τώρα δεν θα κατονομάσω – με ένα Δημιούργημα: ένα από τα πλάσματά τους που παριστάνουν τους ανθρώπους χωρίς να είναι άνθρωποι. Τα σημάδια που βλέπετε στο πρόσωπό μου αυτό το τέρας τα προκάλεσε, όταν το ανακαλύψαμε και επιχειρήσαμε να το σκοτώσουμε–»

«Κινδύνεψε η ίδια σας η ζωή, δηλαδή, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο ανταποκριτής, που η όψη του δεν φαινόταν στην οθόνη έτσι όπως ήταν στημένος ο τηλεοπτικός πομπός.

«Όχι μονάχα η δική μου. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος και άλλοι επαναστάτες, καθώς και συγγενείς μου, κινδύνεψαν επίσης. Αυτό και μόνο – αυτή η απαράδεκτη αντικατάσταση του συγγενή μας με Δημιούργημα – θα ήταν αρκετό για να μας στρέψει όλους, όλους τους Ορειβάτες, κατά της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Οι απαιτήσεις των Παντοκρατορικών από εμάς – σχετικά με τα ορυχεία μας – ήταν εξωφρενικές, και πολλές φορές οι εργάτες μας είχαν μπει σε αχρείαστο κίνδυνο, ενώ οι μισθοί τους πλήττονταν ολοένα και περισσότερο. Αυτό, για εμάς, ήταν… ήταν κάτι που δεν μπορούσαμε να το ανεχθούμε πλέον.»

«Ο ένας αισχρός προδότης κατόπιν του άλλου,» γρύλισε η Νιρτάνα, χαμηλώνοντας τον ήχο του τηλεοπτικού δέκτη.

«Πρέπει, κάπως, να τους μεταστρέψουμε,» είπε η Χριστίνα. «Να υποτάξουμε και πάλι τη Σάρντλι.»

«Με τι στρατό; Αυτός που υπάρχει εδώ δεν είναι αρκετός για να υποτάξει ολόκληρη τη διάσταση, και η Παντοκράτειρα δεν στέλνει πια μαχητές από τη Ρελκάμνια.»

«Ούτε για κάτι τόσο σοβαρό;»

«Δεν καταλαβαίνεις; Δεν μπορεί. Έχει πολλά ανοιχτά μέτωπα. Γι’αυτό κιόλας υπήρχε πρόβλημα στα ορυχεία των Ορειβατών – πρόβλημα με τους επαναστάτες. Κι όπως βλέπεις, αυτό το καταραμένο πρόβλημα πήρε διαστάσεις που δεν φανταζόμασταν…»

«Δηλαδή, θα υποχωρήσουμε;» έκανε η Χριστίνα καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα της.

«Έχεις καμια καλύτερη ιδέα;» είπε η Νιρτάνα, που ήταν ήδη όρθια.

52.

Οι μισθοφόροι των Πολεοδόμων βγήκαν στους δρόμους της Φανχάι, οπλισμένοι με τουφέκια και πιστόλια και καραμπίνες, σπαθιά και ξιφολόγχες, δόρατα και πολεμικούς πέλεκεις, πεζοί, επάνω σε άλογα, επάνω σε ξεσκέπαστα ενεργειακά οχήματα με περιστρεφόμενα πυροβόλα. Ο Εύοικος ο Τρίτος πήγε μαζί τους, έφιππος, βαστώντας ψηλά μια καραμπίνα με ξιφολόγχη προσαρτημένη. Πλάι του ερχόταν ένας άλλος καβαλάρης κρατώντας μια σημαία με το έμβλημα του Οίκου των Πολεοδόμων. Στον ουρανό πάνω από τη Φανχάι, ελικόπτερα πετούσαν κάνοντας κύκλους, κι από τις ανοιχτές πόρτες τους φαίνονταν πολεμιστές με όπλα στα χέρια. Στη μπροστινή τους μεριά είχαν πυροβόλο προσαρτημένο, ενώ στα φτερά τους είχαν ή μικρότερα πυροβόλα ή ρουκετοβόλα. Οι διαταγές τους, όμως, από τους Πολεοδόμους ήταν να μη ρίξουν. Και οι ίδιες διαταγές ίσχυαν για όλους τους μισθοφόρους. Το ζητούμενο ήταν να διώξουν τους Παντοκρατορικούς από την πόλη, όχι να πνίξουν τους δρόμους της στο αίμα.

Οι πολίτες, βέβαια, μην ξέροντας τι θα συνέβαινε, ήδη έτρεχαν να κρυφτούν στα σπίτια τους· οι έμποροι έκλειναν και διπλοκλείδωναν τα καταστήματά τους, κατέβαζαν ανθεκτικά σιδερένια ρολά· οι ταξιδιώτες πήγαιναν στα ξενοδοχεία τους ή προσπαθούσαν να φύγουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από την πόλη, ανεβαίνοντας σε άλογα, σε οχήματα, σε πλεούμενα.

Οι ιερείς, στους ναούς τους, προσεύχονταν στους θεούς της Σάρντλι να δώσουν δύναμη, θάρρος, και αντοχή στα παιδιά της διάστασης, καθώς και σοφία, σύνεση, και γνώση στους άρχοντες των Έντεκα Οίκων.

Η Επόπτρια Νιρτάνα πρόσταξε, μέσω πομπού, τους πολεμιστές της να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους γύρω από τα ξενοδοχεία που είχαν αποκλείσει και να συγκεντρωθούν γύρω από το Παντοκρατορικό Φρουραρχείο. Πράγμα που έγινε με ελάχιστες συμπλοκές. Μονάχα σε μερικές διασταυρώσεις των λεωφόρων της Φανχάι οι Παντοκρατορικοί αντάλλαξαν ριπές με τους μισθοφόρους των Πολεοδόμων. Οι νεκροί και οι τραυματίες ήταν λίγοι, το ίδιο και οι ζημιές στην πόλη. Οι Παντοκρατορικοί εκτόξευαν πίσω τους καπνογόνα και δακρυγόνα, καθώς υποχωρούσαν, γεμίζοντας τους δρόμους με βλαβερές αναθυμιάσεις. Οι μισθοφόροι των Πολεοδόμων έδεσαν νωπά μαντήλια γύρω από τα πρόσωπά τους, ενώ άλλοι φόρεσαν ειδικά γυαλιά ή μάσκες. Κάποιοι, δε, εξαγριωμένοι, εξαπέλυσαν χειροβομβίδες κατά των λευκοντυμένων πολεμιστών της Παντοκράτειρας, ανατινάζοντας ανθρώπους, οχήματα, πόρτες, παράθυρα, τζαμαρίες, το λιθόστρωτο δρόμων· αλλά αυτούς ο Εύοικος ο Τρίτος και οι υπαρχηγοί του, σύντομα, τους σταμάτησαν με βρισιές και διαταγές.

«ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΚΑΝΕΤΕ, ΓΑΜΩ ΤΙΣ ΘΥΕΛΛΕΣ ΤΟΥ ΣΑΜΠΡΕΟΘ!» βρυχήθηκε ο Εύοικος, επάνω στο άλογό του. «Θα γαμήσετε την πόλη; Θα σας κρεμάσω όλους!

»Τους διώχνουμε· καταλαβαίνετε; ΔΙΩΧΝΟΥΜΕ. Δε γκρεμίζουμε τη Φανχάι, ούτε σκοτώνουμε τους πάντες! Πετάξτε τους καπνογόνα, πετάξτε τους χυμικά, πετάξτε τους σκατά αλόγου και σκατά κροκόδειλου, όχι βόμβες!»

Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας συγκεντρώθηκαν τελικά γύρω από το Παντοκρατορικό Φρουραρχείο, όπως τους είχε προστάξει η Επόπτρια της Φανχάι, και οχυρώθηκαν εκεί, ορθώνοντας πρόχειρα συρματοπλέγματα, μεταλλικά τοιχώματα, γιγάντιες ασπίδες.

Η Νιρτάνα άνοιξε τις γρίλιες του παραθύρου του γραφείου της και κοίταξε κάτω. Πρέπει να είναι όλοι εδώ, παρατήρησε, βλέποντας ότι οι δρόμοι γύρω από το Φρουραρχείο είχαν γεμίσει λευκοντυμένους πολεμιστές, άλογα, και οχήματα. Από το βάθος μπορούσε να δει τους μισθοφόρους των Πολεοδόμων να έρχονται μέσα από σκόνη, θόρυβο, και καπνό. Τι ανομοιόμορφο συνονθύλευμα που ήταν! Σαν βάρβαροι ιθαγενείς. Άλλοι ντυμένοι έτσι, άλλοι ντυμένοι αλλιώς, παρότι επάνω τους είχαν, υποχρεωτικά, τα αναγνωριστικά του Οίκου για τον οποίο δούλευαν. Η Νιρτάνα έσφιξε τις γροθιές της, νιώθοντας την παρόρμηση να προστάξει να τους βομβαρδίσουν. Τα ελικόπτερα που πετούσαν πάνω από την πόλη δεν ήταν όλα των Πολεοδόμων, αλλά μέχρι στιγμής κανένα δεν είχε ανοίξει πυρ, ούτε κατά των μαχητών στους δρόμους ούτε κατά των άλλων αεροσκαφών. Η Νιρτάνα μπήκε στον πειρασμό να δώσει τη διαταγή… μα δεν την έδωσε. Τα επακόλουθα θα είναι πολύ άσχημα αν το κάνω. Και δεν έχουμε τη δύναμη για να κρατηθούμε εδώ, αφού οι Οίκοι αποφάσισαν ότι είναι με την Επανάσταση και το δήλωσαν δημοσίως.

Δεν υπάρχει επιστροφή.

Αλλά η Νιρτάνα θα έκανε μια τελευταία προσπάθεια παρ’όλα’αυτά.

Σήκωσε τον τηλεβόα που είχε πλάι της–

Η Χριστίνα γέλασε πικρά. «Είναι δυνατόν να νομίζεις ότι αυτό θα τους τρομάξει;»

«Αφού δεν έχεις καμια άλλη ιδέα να προτείνεις, βγάλε τον σκασμό,» της είπε η Νιρτάνα, και πάτησε τον διακόπτη που ενεργοποιούσε τον τηλεβόα.

Η φωνή της αντήχησε στους δρόμους γύρω από το Παντοκρατορικό Φρουραρχείο και πέρα από αυτούς: «ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΟΙ, ΚΑΝΕΤΕ ΛΑΘΟΣ ΝΑ ΕΠΙΣΥΡΕΤΕ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑΣ ΕΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΣΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΩ ΣΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΑΡΝΤΛΙ. ΠΑΡΑΔΩΣΤΕ ΜΑΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΑΤΕΣ, ΤΟΝ ΑΡΧΙΠΡΟΔΟΤΗ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ, ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΗ ΑΡΧΟΝΤΑ ΟΡΕΙΧΑΛΚΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΩΝ ΟΡΕΙΒΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΟΥΤΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΞΕΧΑΣΤΟΥΝ. Η ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ ΘΑ ΠΑΡΑΒΛΕΨΕΙ Ο,ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ, ΚΑΙ Η ΣΑΡΝΤΛΙ ΔΕΝ ΘΑ ΑΙΜΟΡΡΑΓΗΣΕΙ.»

Οι μισθοφόροι σταμάτησαν σε κάποια απόσταση από το Παντοκρατορικό Φρουραρχείο, αντίκρυ στους πολεμιστές της Παντοκράτειρας, έχοντάς τους ουσιαστικά περικυκλωμένους αν και όχι στο έλεός τους. Αν ξεσπούσε μάχη, θα ήταν άγρια· κανείς δεν το αμφέβαλλε.

Ο Ορείχαλκος ήταν ανάμεσα στους μισθοφόρους των Πολεοδόμων, περιστοιχισμένος από τους δικούς του μισθοφόρους, και κοντά του βρίσκονταν κι αρκετοί επαναστάτες από το Φτερωτό Όρος, αλλά όχι ο Ανδρόνικος· η Ιωάννα είχε πει ότι δεν ήταν συνετό οι δυο τους να είναι στο ίδιο μέρος. Οι Παντοκρατορικοί, αν τους έβλεπαν, μπορεί να επιχειρούσαν να τους χτυπήσουν με κάποια βόμβα ή ρουκέτα, ώστε να τους βγάλουν, γρήγορα, και τους δύο από τη μέση.

Ο Ορείχαλκος τώρα, ακούγοντας τα λόγια της Επόπτριας (η οποία φαινόταν σ’ένα από τα παράθυρα του Παντοκρατορικού Φρουραρχείου), ζήτησε να του δώσουν έναν τηλεβόα. Η Σιλάνα ένευσε και είπε στους επαναστάτες ότι ο Άρχοντας Ορείχαλκος χρειαζόταν τηλεβόα. Ένας απ’αυτούς είχε τηλεβόα μαζί του, της τον έδωσε, και η Σιλάνα τον έδωσε στον Ορείχαλκο.

Εκείνος παρατήρησε ότι ο Εύοικος δεν είχε ακόμα απαντήσει στην Επόπτρια. Μάλλον δεν πίστευε ότι ήταν η θέση του να απαντήσει, και η Οικόκαρδη τώρα δεν βρισκόταν εδώ. Ούτε τον Οικοδάκτυλο ή την αδελφή του, την Οικονόμο, μπορούσε ο Ορείχαλκος να δει πουθενά.

Σήκωσε τον τηλεβόα, τον ενεργοποίησε, και είπε: «Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΑΡΘΗΚΕ, ΕΠΟΠΤΡΙΑ! Η ΣΑΡΝΤΛΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΥΝΑΣΤΕΣ ΤΗΣ. ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΩΡΑ. ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΝΟΙ ΠΟΥ ΘΑ ΑΙΜΟΡΡΑΓΗΣΟΥΝ ΘΑ ΕΙΣΤΕ ΕΣΥ ΚΑΙ ΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ ΣΟΥ, ΑΝ ΔΕΝ ΑΡΧΙΣΕΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΤΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΑΝ, ΕΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ, ΔΕΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΤΕ ΤΗ ΣΑΡΝΤΛΙ.»

Οι μισθοφόροι των Ορειβατών και των Πολεοδόμων ζητωκραύγασαν, κραδαίνοντας τα όπλα τους στον αέρα.

Η Νιρτάνα ήταν έτοιμη να ανταπαντήσει, αλλά το ξανασκέφτηκε. Έκλεισε τον τηλεβόα και τον κατέβασε από τα χείλη της. Στράφηκε να κοιτάξει τη Χριστίνα, η οποία στεκόταν πίσω της.

«Μάλλον δεν έπιασε…» παρατήρησε η Ταχυδάκτυλη, ειρωνικά.

Η Νιρτάνα την αγνόησε. «Καλύτερα να πηγαίνουμε όσο ακόμα μπορούμε. Δε θέλω να μπλέξουμε σε πολιορκία μέσα στο Φρουραρχείο, και υποθέτω ούτε εσύ.»

Η Χριστίνα δεν μπορούσε να διαφωνήσει τώρα, έτσι έμεινε σιωπηλή καθώς η Νιρτάνα περνούσε από δίπλα της πλησιάζοντας τον δίαυλο στο γραφείο για να δώσει διαταγή στους αξιωματικούς της να εγκαταλείψουν τη Φανχάι.

53.

Ο Ανδρόνικος, η Ιωάννα, και η Άνμα’ταρ ήταν μέσα σ’ένα ελικόπτερο, μαζί με δύο επαναστάτες του Φτερωτού Όρους και την Οικονόμο τη Δεύτερη. Η Μαύρη Δράκαινα ήταν στο τιμόνι, και έκανε το αεροσκάφος κύκλους γύρω από το Παντοκρατορικό Φρουραρχείο, διατηρώντας απόσταση ασφαλείας και έχοντας το νου της για ύπουλες επιθέσεις με ρουκέτες. Το μόνο που την καθησύχαζε ήταν ότι πίστευε πως οι Παντοκρατορικοί δεν ήξεραν ότι ο Ανδρόνικος βρισκόταν εδώ μέσα, επομένως γιατί να στοχεύσουν το συγκεκριμένο ελικόπτερο όταν τόσα πετούσαν πάνω από τη Φανχάι;

«Φεύγουν,» είπε ο Ανδρόνικος, καθώς από κάτω τους οι λευκοντυμένοι πολεμιστές της Παντοκράτειρας έριχναν τα πρόχειρα οχυρωματικά τους έργα από μια μεριά και πήγαιναν προς μια από τις λεωφόρους της πόλης. Οι μισθοφόροι των Πολεοδόμων παραμέριζαν, καθώς οι αρχηγοί τους φαινόταν να τους δίνουν διαταγές κουνώντας τα χέρια και τα όπλα τους στον αέρα. Επίσης, τρία Παντοκρατορικά ελικόπτερα προσγειώνονταν στην οροφή του Φρουραρχείου.

«Εκτός αν είναι κόλπο…» είπε η Ιωάννα.

Εσύ παντού κόλπα βλέπεις, Μαύρη Δράκαινα, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Αλλά του άρεσε ακριβώς έτσι όπως ήταν. Αν δεν έβλεπε παντού κόλπα, δεν θα ήταν η Ιωάννα.

«Δε νομίζω,» είπε η Άνμα’ταρ, και σήκωσε τα κιάλια της μουρμουρίζοντας τα λόγια για κάποιο ξόρκι – μάλλον, Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως, υπέθετε ο Ανδρόνικος.

Η Οικονόμος ρώτησε: «Αν είναι κόλπο, τι μπορεί να είναι;»

«Μπορεί να γυρίσουν και να μας χτυπήσουν,» αποκρίθηκε η Ιωάννα. Κι εκείνη, όμως, ουσιαστικά δεν το νόμιζε. Η Άνμα μάλλον έχει δίκιο, σκέφτηκε. Οι Παντοκρατορικοί σπάνια είναι πρόθυμοι να πεθάνουν όταν δεν υπάρχει η βεβαιότητα ότι κάτι θα κερδίσουν: κι εδώ η κατάσταση είναι χαμένη από χέρι.

«Τα όπλα τους τα κρατάνε υψωμένα…» παρατήρησε η Οικονόμος.

«Δε θα έφευγαν με τα όπλα τους κατεβασμένα,» είπε ο Ανδρόνικος. «Δε μας εμπιστεύονται περισσότερο απ’ό,τι εμείς εμπιστευόμαστε αυτούς, Αρχόντισσά μου.»

Κάποιοι επέβαιναν στα ελικόπτερα που είχαν προσγειωθεί στην οροφή του Φρουραρχείου, ενώ οι έλικες δεν είχαν πάψει ούτε στιγμή να περιστρέφονται. Ύστερα, τα αεροσκάφη υψώθηκαν στον αέρα, πάνω από τα οικοδομήματα της Φανχάι, και πέταξαν δυτικά. Προς κάποια Παντοκρατορική βάση, αναμφίβολα, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος.

«Ας τους ακολουθήσουμε,» είπε στην Ιωάννα. «Κρυφά. Θέλω να μάθω πού πηγαίνουν.» Και στην Οικονόμο: «Μπορούμε να σας αφήσουμε σε κάποια οροφή, Αρχόντισσά μου.»

«Θα έρθω μαζί σας,» δήλωσε εκείνη, δίχως δισταγμό.

Ο Ανδρόνικος ήταν έτοιμος να της πει ότι αυτό ίσως να αποδεικνυόταν επικίνδυνο για εκείνη, αλλά η Ιωάννα τον πρόλαβε. «Ανδρόνικε,» είπε, «καλύτερα ούτε εσύ να μην έρθεις. Αν μας αντιληφτούν–»

«Δε σοβαρολογείς, βέβαια! Ξεκίνα να τους ακολουθείς προτού τους χάσουμε.»

Η Ιωάννα δεν έφερε αντίρρηση γιατί δεν υπήρχε χρόνος και το καταλάβαινε. Φυσικά, σκέφτηκε. Πού να σοβαρολογείς με τον Ανδρόνικο! Δεν υπάρχει σοβαρότητα μ’αυτόν όταν του έχει κολλήσει κάτι στο μυαλό!

Και το ελικόπτερό τους ακολούθησε τα τρία Παντοκρατορικά ελικόπτερα.

Προτού απομακρυνθούν από τη Φανχάι, και βγουν από την εμβέλεια των τηλεπικοινωνιακών πομπών, ο Ανδρόνικος κάλεσε τον Σάνραντιλ’φεν και τον πληροφόρησε τι πήγαιναν να κάνουν.

«Να προσέχετε, Πρίγκιπά μου,» είπε ο μάγος μέσα απ’το μεγάφωνο.

«Όπως πάντα, Πρόμαχε,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος καθώς τερμάτιζε την επικοινωνία.

Δηλαδή καθόλου, σκέφτηκε ειρωνικά η Ιωάννα, υπομειδιώντας άθελά της. Μ’αυτόν τον άνθρωπο ποτέ δε βαριέσαι. Ίσως να ήταν ο ιδανικός άντρας για μια Μαύρη Δράκαινα…

Η Ιωάννα άναψε ένα τσιγάρο καθώς πιλόταρε το αεροσκάφος, βλέποντας αντίκρυ της, απόμακρα στους ουρανούς της Σάρντλι, τα τρία ελικόπτερα των Παντοκρατορικών. Δεν ήθελε να τα πλησιάσει περισσότερο, φυσικά, για λόγους ασφάλειας. Μπορεί οι ανιχνευτές τους να εντόπιζαν το αεροσκάφος της.

Είχαν μόλις βγει από την περιοχή της Φανχάι, πετώντας πάνω από τον μεγάλο ποταμό Ράντραμ, και τώρα πετούσαν πάνω από τους αχανείς βαλτότοπους που άκουγαν στο όνομα «ο Τρόμος του Βάσλεοθ». Δεν άργησαν να τους περάσουν γιατί δεν εκτείνονταν για πολύ στη βόρεια άκρη τους, ανάμεσα στους ποταμούς Ράντραμ και Ράκναμ. Η Ιωάννα συνέχισε να πιλοτάρει το ελικόπτερο δυτικά, πάνω από πεδινά μέρη κυρίως… και μια ολόκληρη ώρα πέρασε.

«Είμαστε μακριά από την πόλη,» παρατήρησε η Οικονόμος. «Πρέπει να πλησιάζουμε τη λίμνη Κρούκ'φα.»

«Ναι,» είπε ο Ανδρόνικος, που γνώριζε καλά τη βασική γεωγραφία της Σάρντλι. «Και πιστεύω πως ξέρω πού πηγαίνουν, Αρχόντισσά μου…»

«Πού;» Η Οικονόμος άγγιξε τον ώμο του, φέρνοντας το πρόσωπό της κοντά στο δικό του σαν να είχε δυσκολία να τον ακούσει. Η Ιωάννα, όμως, δεν νόμιζε πως αυτό ήταν το πρόβλημά της. Τον γουστάρει, σκέφτηκε. Το είχε παρατηρήσει από πριν, από όταν ήταν όλοι τους στον Δωδεκάψυχο. Στην αρχή, νόμιζε ότι ίσως να ήταν η ιδέα της· τώρα είχε πειστεί. Δε μπορείς να την αδικήσεις· είναι όμορφος… Αλλά κι αυτή είναι πολύ μικρότερή του– Περίπου στην ίδια ηλικία με τη Βασίλισσά του, την Αντίκλεια, στην Απολλώνια, συνειδητοποίησε ξαφνικά η Ιωάννα. Αλλά καλύτερα να μην το σκεφτόταν τώρα αυτό! Την αποσπούσε απ’την οδήγηση του αεροσκάφους.

Ο Ανδρόνικος, εν τω μεταξύ, απαντούσε στην Οικονόμο: «Έχουν μια βάση κοντά στη Ράντ’κα, όχι και πολύ μακριά από τις όχθες της λίμνης.» Δεν την είχε ποτέ δει ο ίδιος, αλλά ήταν σημειωμένη στους χάρτες των επαναστατών, μαζί με άλλες στρατιωτικές βάσης της Παντοκράτειρας στη Σάρντλι.

«Δεν το ήξερα…» είπε η Οικονόμος.

«Δεν είναι γνωστό, Αρχόντισσά μου.»

Μετά από κανένα τέταρτο πτήσης ακόμα, είδαν τα τρία ελικόπτερα να προσγειώνονται σε μια στρατιωτική βάση που, πράγματι, δεν ήταν μακριά ούτε από τη μικρή πόλη Ράντ’κα ούτε από τη μεγάλη λίμνη Κρούκ’φα. Και οι δύο φαίνονταν από τον αέρα. Τα οικήματα της πόλης ήταν χαμηλά· τα νερά της λίμνης γυάλιζαν στον μεσημεριανό ήλιο της Σάρντλι, κι επάνω τους διακρίνονταν μερικά πλεούμενα.

«Επιστρέφουμε,» είπε η Ιωάννα, και έστρεψε το πηδάλιο, βάζοντας το ελικόπτερο να διαγράψει ημικύκλιο στον αέρα και να αρχίσει να κατευθύνεται ανατολικά, προς τη Φανχάι.

Δεν είχε ρωτήσει τον Ανδρόνικο, αλλά ήταν βέβαιη πως συμφωνούσε. Τι άλλο μπορεί να ήθελε; Να πάνε πιο κοντά στη βάση; Δεν ήταν και τόσο ανόητος!

Η Οικονόμος ρώτησε: «Πώς θα τους διώξουμε από εκεί, Πρίγκιπά μου;»

(Δεν είναι δικός σου Πρίγκιπας, σκέφτηκε η Ιωάννα, αλλά δεν μίλησε.)

«Ελπίζω να φύγουν από μόνοι τους,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Αλλά αν χρειαστεί θα πρέπει να τους… ωθήσουμε λιγάκι.» Η Καρθάι, όμως, προέχει, συλλογίστηκε, αναρωτούμενος τι θα έκαναν τώρα οι Παντοκρατορικοί που ήταν ταμπουρωμένοι εκεί.

54.

«Δεν το πιστεύω!» είπε η Ανεμόφθαλμη. «Είναι σαν όνειρο. Έφυγαν! Έφυγαν, Ορείχαλκε.» Και, παίρνοντας το πρόσωπό του μέσα στα χέρια της, φίλησε δυνατά τα χείλη του.

«Μη χαίρεσαι από τώρα,» της είπε η Γρανίτια, που μούλιαζε μέσα στην πισίνα της σουίτας μ’ένα ποτήρι τάο βις από κοντά. «Η συνονόματη ξαδέλφη σου είναι ακόμα στην Καρθάι…»

«Μόνη της κάλεσε τις θύελλες του Σάμπρεοθ,» είπε η Ανεμόφθαλμη, που στεκόταν έξω από την πισίνα, μαζί με τον Ορείχαλκο. Κι οι δυο τους ήταν ντυμένοι κανονικά, όχι έτοιμοι να βουτήξουν. Κανένας άλλος δεν βρισκόταν στο καθιστικό: είχαν πάει στα υπνοδωμάτια τους για να ξεκουραστούν. «Δεν έπρεπε ποτέ να είχε παντρευτεί τον καταραμένο Παντοκρατορικό.»

«Ίσως,» είπε η Γρανίτια, και ήπιε μια γουλιά από το τάο βις της. «Αλλά αν είχαν έρθει τα πράγματα αλλιώς, τι θα έλεγες;»

«Δεν μπορούσαν να έρθουν αλλιώς,» αποκρίθηκε η Ανεμόφθαλμη. «Στο τέλος οι Παντοκρατορικοί θα έφευγαν από εδώ.» Καθώς μιλούσε βάδιζε, και τώρα κάθισε σε μια πολυθρόνα.

Ο Ορείχαλκος, που ακόμα στεκόταν όρθιος, είπε: «Η Γρανίτια, όμως, έχει δίκιο: πρέπει να δούμε τι θα γίνει με την Καρθάι. Εξ αρχής ήταν το πιο λεπτό σημείο όλης αυτής της ιστορίας.»

«Δε μπορεί να συνεχίσουν να κρατάνε τους αιχμαλώτους άσκοπα, τώρα που έχασαν τη μάχη,» τόνισε η Ανεμόφθαλμη. «Αυτό δεν έλεγε κι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος;»

«Σοβαρέψου,» της είπε η Γρανίτια αναποδογυρίζοντας τα μάτια. «Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, παρότι…» μόρφασε, «ομολογουμένως ευπαρουσίαστος… είναι καλός πολιτικός. Θα έλεγε οτιδήποτε για να μας φέρει με το μέρος του. Νομίζεις ότι θα έφευγε από τη Σάρντλι χωρίς η Σάρντλι να έχει πάει με την Επανάσταση;»

«Σίγουρα έχει τους σκοπούς του,» αποκρίθηκε απότομα η Ανεμόφθαλμη, «και οι σκοποί του είναι σωστοί! Αλλά, μέχρι στιγμής, δεν έχει πει ψέματα–»

«Αυτό, όμως, δεν είναι ούτε η αλήθεια. Είναι μια προσωπική εκτίμηση που παίζει με τις πιθανότητες. Είναι εσύ πώς θα το πάρεις. Θ’ακούσεις εκείνο που θέλεις ν’ακούσεις. Και ποιος θέλει ν’ακούσει ότι οι συγγενείς μας στην Καρθάι θα πάθουν κακό; Κανένας. Και μην ξεχνάς,» συνέχισε η Γρανίτια αφού ήπιε μια βιαστική γουλιά τάο βις, «πόσοι Οίκοι έχουν ανθρώπους τους εκεί. Είναι, λοιπόν, ν’απορείς που οι Γεωμέτρες ψήφισαν κατά;»

Σωστά, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος, που τώρα είχε καθίσει οκλαδόν πλάι στην πισίνα. Η Τριγώνια η Πέμπτη. Μπορεί από τον φόβο τους γι’αυτήν ν’αποφάσισαν να καταψηφίσουν την Επανάσταση.

Η Ανεμόφθαλμη ρώτησε τη Γρανίτια: «Έτσι σου είπε ο άντρας σου;»

«Ο Τριγώνιος δεν μου είπε τίποτα. Δεν σχολιάζει ποτέ αυτά που κάνει ο Οίκος του. Θεωρεί τον εαυτό του περισσότερο έναν από εμάς πλέον.»

«Εξακολουθεί, όμως, να είναι Γεωμέτρης,» τόνισε η Ανεμόφθαλμη, που δεν την πίστευε ότι ο Τριγώνιος δεν της είχε μιλήσει για το θέμα.

«Τον είδες να πηγαίνει να συζητήσει με τους άλλους Γεωμέτρες όταν μίλησαν αναμεταξύ τους πριν από την ψηφοφορία; Όχι· μαζί μας έμεινε.»

Αυτό δεν πάει να πει τίποτα, σκέφτηκε η Ανεμόφθαλμη, αλλά δεν αποκρίθηκε. Τέντωσε τα πόδια της εμπρός της και χασμουρήθηκε. Ήταν κι εκείνη κουρασμένη· ίσως θα έπρεπε να πάει να κοιμηθεί, όπως οι περισσότεροι Ορειβάτες. Αλλά όχι χωρίς τον Ορείχαλκο… Τον κοίταξε με τις άκριες των ματιών της, καθώς εκείνος ήταν καθισμένος πλάι στην πισίνα, και τον έγδυσε με το μυαλό της.

Η Γρανίτια κοίταζε αλλού, σαν από ευγένεια προς την Ανεμόφθαλμη (μάλλον απίθανο, στην πραγματικότητα)· αλλά, όταν η Ανεμόφθαλμη ήταν έτοιμη να μιλήσει και να προτείνει στον Ορείχαλκο να πάνε στο υπνοδωμάτιό τους, είπε: «Οι Οίκοι θα φύγουν τώρα απ’τη Φανχάι;» και έστρεψε τα μάτια της στον ξάδελφό της.

«Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μείνουν,» αποκρίθηκε εκείνος, «και πολλοί λόγοι να φύγουν. Πρέπει να βεβαιωθούν ότι θα διώξουν τους επόπτες και τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας από τις περιοχές τους.»

«Και νομίζεις ότι όλοι θα το κάνουν;»

«Έχει αποφασιστεί, Γρανίτια. Εσύ νομίζεις ότι θα προδώσουν τη Σάρντλι;»

Η Γρανίτια κοίταξε το ποτό στο χέρι της, σκεπτικά. «Όχι, δεν το νομίζω αυτό…»

«Ούτως ή άλλως,» είπε η Ανεμόφθαλμη, «στάλθηκαν μαντατοφόροι σ’όλη τη διάσταση για να ανακοινώσουν την απόφαση του συμβουλίου. Ώς τώρα τα νέα θα έχουν ακουστεί σε κάθε πόλη της Δυτικής Σάρντλι, και σύντομα θα τα έχει μάθει κι ολόκληρη η Ανατολική.

»Δεν πάμε να κοιμηθούμε, Ορείχαλκε; Είμαστε στο πόδι από τη νύχτα.» Από τότε που εκείνοι οι επίδοξοι δολοφόνοι είχαν εισβάλει στον Δωδεκάψυχο και στη σουίτα του Πρίγκιπα Ανδρόνικου.

«Πάμε,» συμφώνησε ο Ορείχαλκος, που κι αυτός ήταν κουρασμένος. Σηκώθηκε όρθιος, και ρώτησε τη Γρανίτια: «Εσύ εδώ θα μείνεις, ξαδέλφη;»

«Μ’αρέσει το νερό,» αποκρίθηκε εκείνη, τελειώνοντας το τάο βις της.

Μόλις ήταν μόνοι στο υπνοδωμάτιό τους, η Ανεμόφθαλμη τού χίμησε και, όχι τελείως εκούσια, έπεσαν στο μεγάλο κρεβάτι ακόμα ντυμένοι.

«Νόμιζα ότι είπες ‘να κοιμηθούμε’,» την πείραξε ο Ορείχαλκος.

«Ήταν τρόπος του λέγειν,» γέλασε η Ανεμόφθαλμη.

Τα ρούχα σύντομα βρέθηκαν τα μισά στο πάτωμα τα μισά στο κρεβάτι· τα σκεπάσματα του κρεβατιού παρασύρθηκαν από έναν ξαφνικό στρόβιλο· δύο γυμνά σώματα, κόκκινο και χρυσό, έλιωναν το ένα μέσα στο άλλο, ενώ τα μαλλιά τους, μαύρα και κόκκινα, αναδεύονταν γύρω τους… κι ύστερα, η θύελλα κόπασε και οι δυο τους κοιμήθηκαν, ο Ορείχαλκος ανάσκελα, μ’ένα σεντόνι γύρω απ’τα πόδια του, η Ανεμόφθαλμη μπρούμυτα, με το ίδιο σεντόνι να τυλίγεται γύρω από τη μέση της.

Το μυαλό της, όμως, ήταν αλλού… Ονειρευόταν.

Αδελφή μου; είπε, καθώς είδε τον εαυτό της αντίκρυ της, μέσα σε μια σπηλιά. Στο έδαφος υπήρχε νερό ώς τον αστράγαλο, και ήταν ξυπόλυτη: και εκείνη και η αντανάκλαση μπροστά της.

Η Ανεμόφθαλμη τής έκανε νόημα να ακολουθήσει, και η Ανεμόφθαλμη ακολούθησε.

Πού πηγαίνουμε;

Καμία απάντηση δεν πήρε. Ένας δυνατός αγέρας ακουγόταν να φυσά στη σπηλιά γύρω τους, μουρμουρίζοντας. Μιλώντας. Η Ανεμόφθαλμη αφουγκράστηκε, και νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει λόγια· αλλά δεν έβγαζαν κανένα νόημα.

Είναι όπως στο Στόμα των Θεών…

Η οδηγός της, η αδελφή της, στράφηκε να την αντικρίσει, σταματώντας να βαδίζει.

Ήταν εδώ από παλιά… έλεγαν οι φωνές· έτσι τον ήξεραν… αλλά ίσως να έγινε από λάθος… αυτός βλέπει… Τάμπριελ… δεν ξέρει τίποτα… δεν το λες και σ’εμάς;… αφού τον είδα να έρχεται… ο Πρίγκιπας…

Τι είναι αυτά; ρώτησε η Ανεμόφθαλμη την Ανεμόφθαλμη. Μίλα μου! Είσαι μουγκή;

Η οδηγός στράφηκε πάλι, βαδίζοντας, και στο βάθος μιας σπηλιάς η Ανεμόφθαλμη είδε τον Ορείχαλκο να σκύβει πάνω από μια κοιμισμένη γυναίκα και να φιλά τον αυχένα της.

Να φιλά την Παντοκράτειρα.

…έχει τον κύβο… δικό της…

Η Ανεμόφθαλμη ξύπνησε τρομαγμένη. Ανασηκώθηκε πάνω στο στρώμα και είδε ότι ο Ορείχαλκος κοιμόταν. Κοίταξε προς το παράθυρο και είδε ότι ήταν νύχτα. Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι φοβούμενη ότι θα πατούσε σε νερό – το όνειρο έμοιαζε να θέλει να παραμείνει γαντζωμένο στο μυαλό της. Όπως όταν βγήκα από το Στόμα των Θεών.

Πήγε στο λουτρό, και ρώτησε το β’ζάιλ της: «Αδελφή μου, τι συμβαίνει;»

Τι συμβαίνει, αδελφή μου;

«Ονειρευόμουν εσένα,» ψιθύρισε η Ανεμόφθαλμη, ανοίγοντας τη βρύση κι αφήνοντας το νερό να τρέξει στον νεροχύτη, κελαρύζοντας.

Ονειρευόμασταν μαζί, αποκρίθηκε το β’ζάιλ της.

Η Ανεμόφθαλμη έσκυψε, πήρε νερό μέσα στις χούφτες της, το έριξε στο πρόσωπό της: μία, δύο, τρεις φορές. «Γιατί;»

Δεν είμαι σίγουρη, αδελφή μου…

«Δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί;»

Το β΄ζάιλ δεν αποκρίθηκε. Κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί του· η Ανεμόφθαλμη ήταν σίγουρη.

«Φταίει το Στόμα των Θεών; Απάντησέ μου! Φταίει το Στόμα των Θεών;»

Θα μπορούσε…

Έχει τρελαθεί; αναρωτήθηκε η Ανεμόφθαλμη. «Πες μου τι είναι! Θα έπρεπε κανονικά να μπορούμε να ονειρευτούμε μαζί ή όχι, αδελφή μου; Μη μου κρύβεις πράγματα!»

Αδελφή μου, σου έχω ξαναπεί – δεν σ’το έχω ξαναπεί; – για εμένα όλα είναι όνειρο…

«Όνειρο; Δηλαδή, ονειρεύεσαι τώρα; Νομίζεις ότι ονειρεύεσαι;»

Είμαι ακόμα αγέννητη, αδελφή μου… θα γεννηθώ ποτέ;… Ονειρεύομαι ότι είμαι μαζί σου.

«Ναι, εντάξει, ίσως. Αλλά όταν εγώ ονειρεύομαι, όταν κοιμάμαι και ονειρεύομαι, πρέπει να είμαστε μαζί;»

Συνεχώς είμαστε μαζί.

«Παλιά, δεν ήταν έτσι.»

Παλιά, απλά δεν το θυμόσουν, είπε το β’ζάιλ.

«Θυμόμουν τα όνειρά μου κατά καιρούς.»

Όχι αυτά τα όνειρα.

«Δηλαδή, τίποτα δεν έχει αλλάξει; Τίποτα;»

Όχι, απάντησε το β’ζάιλ, κάτι έχει αλλάξει…

«Τι;»

Θυμάσαι περισσότερο.

Τι απάντηση ήταν αυτή; Το β’ζάιλ της της έλεγε σαχλαμάρες! Η Ανεμόφθαλμη αναρωτήθηκε αν ίσως θα έπρεπε να ρωτήσει κάποιον ιερέα γι’αυτό το θέμα. Αν το β’ζάιλ της είχε πάθει κάτι ύστερα από το Στόμα των Θεών, τι μπορούσε να κάνει;

Βγήκε απ’το λουτρό και είδε ότι ο Ορείχαλκος, αναμενόμενα, ακόμα κοιμόταν– Για στάσου! Δεν είχε μπει κι εκείνος στο Στόμα των Θεών; Έστω για λίγο; Εκείνος δεν ήταν που την είχε τραβήξει έξω; Η Ανεμόφθαλμη έτσι νόμιζε, αν και οι αναμνήσεις της ήταν μπερδεμένες φυσικά. Όταν μπήκε στο Στόμα των Θεών, τι είδε;

Η Ανεμόφθαλμη κάθισε στο κρεβάτι, πλάι στον Ορείχαλκο. Για μια στιγμή, δίστασε· ύστερα άγγιξε τον ώμο του. «Ορείχαλκε,» είπε. «Ορείχαλκε.» Το χέρι της σύρθηκε πάνω στο γυμνό στήθος του.

Τα μάτια του άνοιξαν. «Τι;» μουρμούρισε, βλέποντάς την καθισμένη δίπλα του και αμέσως καταλαβαίνοντας ότι δεν είχε ερωτικά παιχνίδια στο μυαλό της. Την ήξερε καλά. «Έγινε κάτι;» Σκέφτηκε ότι ίσως να είχε χτυπήσει ο επικοινωνιακός δίαυλος και να μην τον είχε ακούσει.

«Να σε ρωτήσω κάτι;» είπε η Ανεμόφθαλμη σαν να μην είχαν φτάσει τα λόγια του στ’αφτιά της.

Τι την απασχολεί τόσο, μες στη μαύρη νύχτα; «Ρώτα.»

«Εσύ δεν με πήρες από το Στόμα των Θεών;»

«…Ναι.» Δεν είχε σκοπό να της πει ψέματα – όχι, τουλάχιστον, σε τούτο το θέμα.

«Και το β’ζάιλ σου;»

Ο Ορείχαλκος το περίμενε ότι αυτή η ερώτηση θα ακολουθούσε. «Πώς σου ήρθε τώρα αυτό;»

«Πες μου, τι έγινε με το β’ζάιλ σου;»

Δεν έχω β’ζάιλ πια, Ανεμόφθαλμη. «Τι να έγινε; Είδα κάποια… πράγματα, αλλά δεν κάθισα πολύ. Σε άρπαξα γρήγορα και βγήκαμε.»

Η Ανεμόφθαλμη συνοφρυώθηκε. «Κι από τότε;»

«Τι από τότε;»

«Είναι το β’ζάιλ σου… κανονικό;»

«Όπως ήταν πάντα, τα τελευταία χρόνια.»

«Καμια αλλαγή;»

«Έχεις εσύ παρατηρήσει κάποια αλλαγή στο β’ζάιλ σου;» τη ρώτησε.

«Έτσι νομίζω.»

«Τι αλλαγή;»

«Πρέπει να μην έχει ακόμα περάσει η επίδραση του Στόματος των Θεών…» είπε η Ανεμόφθαλμη, και ξάπλωσε στο κρεβάτι. «Ας κοιμηθούμε.»

«Από τι ξύπνησες; Ονειρευόσουν;»

«Ναι. Νόμιζα ότι ήμουν πάλι στη σπηλιά. Αλλά το β’ζάιλ μου λέει ότι πάντα έβλεπα τέτοια όνειρα – δηλαδή, όνειρα που είμαι μαζί του – αλλά παλιά δεν τα θυμόμουν. Τώρα θυμάμαι πολύ, μου λέει.»

«Θυμάσαι τα όνειρα…»

«Όμως δε νομίζω ότι είναι μόνο αυτό… Όταν ήμουν στο Στόμα των Θεών, άκουγα κάτι… ομιλίες. Δεν έβγαζαν νόημα. Και τις άκουγα ξανά στο όνειρό μου. Ούτε τώρα έβγαζαν νόημα. Είναι όμως σαν να είναι πραγματικές… σαν να έρχονται από κάπου.»

«Παραισθήσεις είναι, Ανεμόφθαλμη. Ξέχασέ τες.»

«Ναι, ίσως…» Η Ανεμόφθαλμη, αναστενάζοντας, γύρισε ανάσκελα, γιατί ήταν ξαπλωμένη στο πλάι.

«Τι σου λέει το β’ζάιλ σου για τις φωνές;»

«Δεν το ρώτησα.»

«Τώρα, που το συζητάμε, δεν σου λέει τίποτα;»

Η Ανεμόφθαλμη περίμενε μήπως η αγέννητη αδελφή της απαντούσε. Τίποτα, όμως. Μπορεί ούτε αυτή να μην ξέρει, σκέφτηκε. Είχε την εντύπωση ότι κάτι περίεργο είχε συμβεί στο Στόμα των Θεών. Πάντα, βέβαια, γίνονταν περίεργα πράγματα εκεί, μα τώρα… τώρα πρέπει να είχε συμβεί κάτι ακόμα πιο περίεργο· η Ανεμόφθαλμη – παρότι ποτέ άλλοτε, φυσικά, δεν είχε βρεθεί μέσα σε Στόμα των Θεών – αισθανόταν ότι, κάπως, το ήξερε.

55.

Ο Ξιφοφόρος ο Δεύτερος, παραμερίζοντας την κουρτίνα, μπήκε στη σκηνή όπου κρατούσαν τη γυναίκα του. Ο χώρος δεν ήταν μεγάλος, και στο κέντρο του ήταν καρφωμένος ένας σιδερένιος πασσαλίσκος, όπου ήταν δεμένες οι αλυσίδες της Κλαρίσσας, οι οποίες ένωναν τα χέρια της με τα πόδια της. Οι επαναστάτες δεν την είχαν από την αρχή δεμένη έτσι απάνθρωπα· το έκαναν αφότου εκείνη είχε προσπαθήσει να δραπετεύσει. Το έκαναν παρά τις έντονες διαφωνίες του Ξιφοφόρου, ο οποίος παραλίγο να πιαστεί στα χέρια μ’αυτόν τον ηλίθιο τον Αργυρόδρομο. Ευτυχώς (σκεφτόταν τώρα, αναδρομικά) οι άλλοι τούς είχαν σταματήσει εγκαίρως: προτού πέσει η πρώτη γροθιά. Η Τοξομάχη, η αδελφή του Ξιφοφόρου, είχε αρπάξει εκείνον, τραβώντας τον πίσω, και ο σύζυγός της, ο Αστροφώτιστος, την είχε βοηθήσει· ενώ συγχρόνως ο Επουράνιος ο Δεύτερος και ο Σέλιρ’χοκ είχαν αρπάξει τον Αργυρόδρομο παρόμοια. «Τι κάνεις;» του είχε φωνάξει ο μάγος. «Αν οι Παντοκρατορικοί μάς βάλουν να χτυπιόμαστε αναμεταξύ μας, νίκησαν!» Αυτό είχε καλμάρει τον Αργυρόδρομο, όμως ο Οδηγός ακόμα έβλεπε τον Ξιφοφόρο εχθρικά· ο Ξιφοφόρος ήταν βέβαιος. Με μισεί, απλά και μόνο επειδή η Κλαρίσσα είναι γυναίκα μου.

Στο κέντρο της σκηνής, πλάι στον σιδερένιο πασσαλίσκο, ήταν ξαπλωμένη μια κουβαριασμένη μορφή. Γαλανό δέρμα, ξανθά μαλλιά.

«Κλαρίσσα…» είπε ο Ξιφοφόρος γονατίζοντας κοντά της. Στα χέρια του κρατούσε ένα πιάτο με φαγητό και μια κούπα με κρασί. Κάθε μεσημέρι εκείνος τής τα έφερνε, και είχε δηλώσει στον Αργυρόδρομο πως θα τον σκότωνε αν προσπαθούσε να τον σταματήσει.

«Φύγε,» αποκρίθηκε η Κλαρίσσα. Ήταν ντυμένη μόνο με τα εσώρουχά της. Την είχαν γδύσει ύστερα από την προσπάθειά της να δραπετεύσει, προτού τη δέσουν στον πασσαλίσκο.

«Σου έφερα κάτι να φας.»

«Δε θέλω να φάω. Φύγε!» φώναξε η Κλαρίσσα, έχοντας το πρόσωπό της στραμμένο από την άλλη.

Ο Ξιφοφόρος ακούμπησε το πιάτο και την κούπα κάτω. «Αγάπη μου…» Άπλωσε το χέρι του, έπιασε τον ώμο της–

Η Κλαρίσσα γύρισε απότομα, σπρώχνοντάς τον, με τις αλυσίδες της να κροταλίζουν άγρια. «Μη μ’αγγίζεις!» γρύλισε. Το δεξί της μάτι ήταν μελανιασμένο και μισόκλειστο, αλλά το αριστερό γυάλιζε από οργή. «Πήγαινε πίσω στους φίλους σου τους αποστάτες!»

«Δεν είναι φίλοι μου, Κλαρίσσα.»

«Ούτε κι εχθροί σου, όμως. Εγώ είμαι αλυσοδεμένη, εσύ δεν είσαι!»

«Δεν προσπάθησα να δραπετεύσω–»

«Γιατί είσαι δειλός! Σου είπα να με βοηθήσεις–»

«Ήταν αδύνατο να ξεφύγεις! Δε βλέπεις πώς φυλάνε–;»

«Δε θα ήταν ‘αδύνατο’ αν με είχες βοηθήσει!» σύριξε η Κλαρίσσα καθώς σηκωνόταν στα γόνατα.

«Θα ήμασταν τώρα κι οι δύο αλυσοδεμένοι–»

Τον χαστούκισε, τον άρπαξε απ’τα μαλλιά με το ένα χέρι κι έκανε να τον αρπάξει απ’το λαιμό με το άλλο, αλλά ο Ξιφοφόρος έπιασε τον καρπό της. Πάλεψαν για λίγο, σιωπηλά, κι ύστερα την πήρε στην αγκαλιά του καθώς η Κλαρίσσα έκλαιγε, περισσότερο από οργή, νόμιζε ο Ξιφοφόρος, παρά από φόβο ή πανικό.

«Δεν πρόκειται να μας κρατήσουν εδώ για πάντα,» της ψιθύρισε και φίλησε τα ιδρωμένα μαλλιά της. «Θα βρεθεί σύντομα μια λύση… Φάε, όμως, κάτι τώρα. Θες να τους κάνεις τη χάρη και να πεθάνεις της πείνας;»

Η Κλαρίσσα αποτραβήχτηκε από την αγκαλιά του. Κοίταξε το φαγητό. «Είναι δηλητηριασμένο;»

Ο Ξιφοφόρος δεν μπορούσε να καταλάβει αν μιλούσε σοβαρά ή αν αστειευόταν. Πήρε το κουτάλι κι έφαγε μια μπουκιά από την κρεατόσουπα. Σήκωσε την κούπα και ήπιε μια γουλιά κρασί. «Αν είναι, θα πεθάνουμε μαζί.»

Η Κλαρίσσα πήρε στα χέρια της το βαθύ πιάτο κι άρχισε να τρώει, λαίμαργα. Δεν είχε φάει τίποτα από τότε που την είχαν πιάσει να προσπαθεί να δραπετεύσει. Όσες φορές είχε έρθει ο Ξιφοφόρος να της φέρει κάτι, είχε χύσει και το φαγητό και το ποτό.

«Τι γίνεται στην Καρθάι;» τον ρώτησε καθώς έτρωγε.

«Τίποτα σπουδαίο. Κάποιοι προσπάθησαν να έρθουν και οι επαναστάτες τούς απώθησαν. Αυτοί οι Ούρταθ φαίνονται πολύ επικίνδυνοι πολεμιστές, Κλαρίσσα. Είχα ακούσει παλιά γι’αυτούς, αλλά δεν τους είχα δει ποτέ. Οι Ορειβάτες ξέρουν ποιους να πληρώσουν για να κάνουν τη δουλειά τους.»

«Οι Ορειβάτες τούς πληρώνουν;»

«Ναι.»

«Οι χειρότεροι από τους προδότες. Αναμενόμενο.» Η Κλαρίσσα τελείωσε τη σούπα. Πήρε την κούπα και ήπιε τη μισή. Σκούπισε τα χείλη της με την ανάστροφη του χεριού της. «Πες τους να με μεταφέρουν στη σκηνή σου,» ζήτησε, «ακόμα κι έτσι, αλυσοδεμένη.»

«Λες να μην τους το έχω πει; Από την αρχή το έλεγα. Δεν δέχονται όμως. Κανένας τους. Ούτε καν η αδελφή μου, η Τοξομάχη, δεν συμφωνεί. Έχει στο μυαλό της τον Βύρωνα Καλπάρτι που πήρε την κόρη της, την Ανεμόφθαλμη, και την πήγε στην Καρθάι. Μου λέει ότι κι εσύ ήθελες να με απαγάγεις.»

«Δεν είσαι και τόσο μικρός,» είπε ξερά η Κλαρίσσα, που ήταν μια δεκαετία μικρότερή του.

Ο Ξιφοφόρος μειδίασε. «Ούτε εσύ, όμως.»

«Με κατηγορείς, λοιπόν, ότι σε απήγαγα;»

«Οικιοθελώς, ίσως.» Ο Ξιφοφόρος πέρασε το χέρι του πίσω απ’το λαιμό της και, τραβώντας το πρόσωπό της κοντά στο δικό του, τη φίλησε.

Η Κλαρίσσα δεν του έφερε αντίσταση, και, καθώς το φιλί τους τελείωνε, είπε: «Βοήθησέ με, Ξιφοφόρε μου. Πρέπει να κάνεις κάτι. Για να φύγουμε από εδώ.»

«Κάνω ό,τι μπορώ,» αποκρίθηκε εκείνος.

Η Κλαρίσσα τον φίλησε ξανά.

Όταν ο Ξιφοφόρος ο Δεύτερος βγήκε τελικά από τη σκηνή της, συνάντησε λίγο παραπέρα την Τοξομάχη την Πρώτη, η οποία είχε έρθει από τη Νισθάι την ημέρα που ξημέρωσε ύστερα από τη νύχτα που οι Ούρταθ έπιασαν εκείνον και την Κλαρίσσα να προσπαθούν να πλησιάσουν τα τείχη της Καρθάι.

«Πώς είναι η γυναίκα σου;» τον ρώτησε τώρα η αδελφή του, με τόνο που ήταν μάλλον ψυχρός.

«Πώς λες να είναι; Δεμένη την έχουν, σα θηρίο!»

«Χειρότερα θα έπρεπε να της έχουν κάνει.»

Τα μάτια του Ξιφοφόρου στένεψαν οργισμένα. «Τι σ’έχει πιάσει, Τοξομάχη; Δε θυμάμαι ποτέ να ήσουν τόσο… τόσο…» Μόρφασε, αηδιασμένος.

«Ίσως να φταίει το γεγονός ότι ένα κάθαρμα κρατά την κόρη μου και τα παιδιά της πίσω απ’αυτά τα καταραμένα τείχη!» Η Τοξομάχη έδειξε την Καρθάι, μέσα στο έντονο μεσημεριανό φως. Ο ήλιος ήταν δυνατός εδώ, στις παρυφές της Τρίγωνης, και η ζέστη επίσης.

«Μπορεί η Ανεμόφθαλμη να πήγε οικιοθελώς μαζί του.»

Η Τοξομάχη ρουθούνισε. «Ναι, οικιοθελώς…! Φοβήθηκε για τα παιδιά της· αυτός ήταν ο μόνος λόγος.»

Ο Ξιφοφόρος κούνησε το κεφάλι και, βαδίζοντας, την προσπέρασε.

«Δεν είναι, τουλάχιστον, σαν εσένα η κόρη μου, που σ’έχει ξελογιάσει αυτό το γαλανόδερμο ερπετό!» είπε πίσω του η Τοξομάχη.

Αγνόησέ την· είναι θυμωμένη, φοβισμένη, τον συμβούλεψε το β’ζάιλ του, που συνήθως ήταν σιωπηλό. Ο Ξιφοφόρος, έτσι κι αλλιώς, δεν θα της είχε απαντήσει· συνέχισε να βαδίζει, κάνοντας πως δεν την άκουσε. Με τις άκριες των ματιών του, είδε τον Αστροφώτιστο τον Δεύτερο να τους κοιτάζει επικριτικά. Δεν πρέπει να συμφωνούσε με τη συμπεριφορά της συζύγου του… Παρότι αυτός δεν είναι συγγενής μου, δείχνει να με καταλαβαίνει πιο πολύ από την αδελφή μου, σκέφτηκε μελαγχολικά ο Ξιφοφόρος.

Πήγε στη σκηνή του και κάθισε απέξω, ανάβοντας ένα τσιγάρο, κουρασμένος, εξοντωμένος. Ψυχικά κυρίως.

Ο Σέλιρ’χοκ πλησίασε, βαστώντας το μακρύ ραβδί του που η επάνω μεριά ήταν γεμάτη μικροσκοπικά κάτοπτρα, κρυστάλλους, και κυκλώματα. Ήταν μάγος του τάγματος των Διαλογιστών, και ο Ξιφοφόρος είχε ακούσει ότι αυτά τα ραβδιά τούς βοηθήσουν στις μαγείες τους. Πώς ακριβώς, όμως, δεν είχε ιδέα.

«Να καθίσω, Άρχοντά μου;»

«Κάθισε. Και λέγε με Ξιφοφόρο. Στον ενικό.» Είχε ξαναμιλήσει με τον μάγο. Ήταν, βασικά, ο μόνος με τον οποίο μπορούσε να μιλήσει λογικά εδώ πέρα. Ακόμα κι ο Επουράνιος και ο Αστροφώτιστος τού έμοιαζαν κάπως… εξαγριωμένοι· αλλά όχι ο Σέλιρ’χοκ.

Ο μάγος κάθισε αντίκρυ του, οκλαδόν.

«Τσιγάρο;» τον ρώτησε ο Ξιφοφόρος.

«Αν έχεις την καλοσύνη.»

«Η καλοσύνη είναι το μόνο που μου έχει απομείνει εδώ πέρα.» Ο Ξιφοφόρος τού έδωσε ένα τσιγάρο από την ταμπακέρα του, και ο μάγος το άναψε μ’έναν μικρό ενεργειακό αναπτήρα.

«Μην απελπίζεσαι. Ο Αργυρόδρομος μπορεί νάναι λιγάκι απότομος, αλλά ο Πρίγκιπάς μας δεν είναι παράλογος: δεν θα κρατήσει ούτε εσένα ούτε τη γυναίκα σου αιχμάλωτους όταν αυτή η ιστορία τελειώσει.»

«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος…»

«Ναι.»

«Και πώς θα τελειώσει αυτή η ιστορία, μάγε;» είπε ο Ξιφοφόρος.

«Όταν οι Οίκοι αποφασίσουν.»

«Κι αν αποφασίσουν να μην εναντιωθούν στην Παντοκράτειρα, τι θα κάνετε τότε εσείς οι επαναστάτες; Θα τα μαζέψετε και θα φύγετε;»

«Η Επανάσταση στη Σάρντλι θα συνεχιστεί. Δε νομίζω ότι κανένας από τους Προμάχους της διάστασης είναι πρόθυμος να τα παρατήσει,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Ούτε ο Άρχοντας Ορείχαλκος νομίζω πως είναι πρόθυμος να επιστρέψει στο στρατόπεδο των Παντοκρατορικών – όχι ύστερα από όσα συνέβησαν.»

«Η αντικατάσταση του Όνυχα μ’αυτό που ονομάζετε Δημιούργημα…»

«Και όχι μόνο.»

«Επομένως,» είπε ο Ξιφοφόρος, «σ’αυτή την περίπτωση, η Σάρντλι θα διχαστεί.»

«Η Σάρντλι είναι ήδη διχασμένη. Όπως και η γυναίκα σου θα σου έχει πει, κυκλοφορούν πολλοί πράκτορες της Επανάστασης εδώ.»

Ο Ξιφοφόρος ένευσε. Πράγματι, η Κλαρίσσα τού το είχε πει αυτό. «Μου λες, λοιπόν, πως ό,τι κι αν γίνει οι επαναστάτες θα νικήσετε.»

«Σου λέω πως ό,τι κι αν γίνει θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε. Είναι, όμως, καλύτερα να έχουμε με το μέρος μας τους ανθρώπους για τους οποίους αγωνιζόμαστε, δεν είναι;»

«Δεν υπάρχει προσωπικό όφελος για εσάς;» Ο Ξιφοφόρος δεν μπορούσε να το πιστέψει αυτό.

«Για τους επαναστάτες που είναι γηγενείς της Σάρντλι, τι άλλο προσωπικό όφελος να υπάρχει εκτός από την ελευθερία τους; Δεν τους ανάγκασε κανένας να αγωνιστούν· εμείς απλά τους υποστηρίξαμε στον αγώνα τους.»

«Εσείς; Οι Απολλώνιοι;»

«Η Απολλώνια ήταν η πρώτη διάσταση που επαναστάτησε, όπως θα ξέρεις, αλλά εγώ δεν είμαι Απολλώνιος, Ξιφοφόρε.»

«Από πού είσαι;»

«Από τη Μοργκιάνη.»

Ο Ξιφοφόρος συνοφρυώθηκε. «Τη Μοργκιάνη… Την έχω ακουστά.» Έσβησε το τσιγάρο στο χώμα δίπλα του.

«Ο ήλιος της είναι πολύ πιο ασθενικός από τούτον εδώ. Φαντάσου πώς θα ήταν αν ήταν συνέχεια απόγευμα.»

«Ένας πολύ σκοτεινός κόσμος…»

«Όχι αν έτσι έχεις συνηθίσει,» είπε ο Σέλιρ’χοκ.

«Γιατί δεν αγωνίζεσαι στη διάστασή σου, Σέλιρ’χοκ; Γιατί εδώ; Γιατί με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο;»

«Έτσι ήρθαν τα πράγματα. Έχω ταξιδέψει σε πολλές διαστάσεις. Σε όλες τις γνωστές, καθώς και σε κάποιες όχι και τόσο γνωστές.»

«Πριν από την Επανάσταση ή μετά;»

«Και πριν και μετά.» Ο Σέλιρ’χοκ έσβησε το τσιγάρο του κάτω από τη μπότα του. «Δούλευα για τους Παντοκρατορικούς, ως μάγος του τάγματος των Διαλογιστών. Είδα πράγματα που δεν μου άρεσαν. Όταν άκουσα ότι στην Απολλώνια άρχισε επανάσταση, ότι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, ο σύζυγος της Παντοκράτειρας, είχε στραφεί εναντίον της, πήγα και του πρόσφερα τις υπηρεσίες μου. Του είχα μιλήσει και παλιότερα, δυο-τρεις φορές, πριν από την Επανάσταση· είχα βρει τις ιδέες του αρκετά καλές.» Ο Σέλιρ’χοκ μειδίασε. «Στην αρχή, όταν δήλωσα πως ήμουν μαζί του, δεν με εμπιστευόταν. Έβαλε μια μάγισσα να με παρακολουθεί, για να βεβαιωθεί ότι δεν ήμουν κατάσκοπος σταλμένος από την Παντοκράτειρα…»

«Απολλώνια; Του τάγματος των Διαλογιστών κι αυτή;» ρώτησε ο Ξιφοφόρος, καθώς ο Σέλιρ’χοκ είχε σταματήσει να μιλά, σαν να ήταν χαμένος σε αναμνήσεις που η έκφρασή του μαρτυρούσε ότι δεν ήταν δυσάρεστες.

«Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Καταγωγή από Ρελκάμνια–»

«Τη διάσταση-έδρα της Παντοκράτειρας;»

«Ο Πρίγκιπας δεν είχε λόγο να μην την εμπιστεύεται. Την είχε πρόσφατα σώσει από μια κινητή φυλακή. Το όνομά της είναι Άνμα’ταρ. Καταλήξαμε πολύ κοντά οι δυο μας, στο τέλος.»

«Γυναίκα σου;»

«Δεν είμαστε παντρεμένοι σύμφωνα με τα έθιμα καμιας διάστασης, αλλά, ναι, μπορείς να πεις ότι είναι γυναίκα μου.»

«Και πού βρίσκεται τώρα;»

«Όχι μακριά, μάλλον.» Ο Σέλιρ’χοκ κοίταζε κάπου πέρα απ’τη σκηνή του Ξιφοφόρου, προς τα νότια.

Ο Ξιφοφόρος, παραξενεμένος, στράφηκε. Είδε οχήματα να έρχονται από τον Δρόμο της Ζούγκλας, γυαλίζοντας κάτω από τον καυτό μεσημεριανό ήλιο.

56.

Έφτασαν μέσα στο μεσημέρι, με τον δυνατό ήλιο να χτυπά βάναυσα τις παρυφές της Τρίγωνης, όπου ήταν οικοδομημένη η Καρθάι με τα ψηλά πέτρινα τείχη. Σταμάτησαν τα οχήματά τους στον καταυλισμό που ήταν στημένος γύρω της, σε ασφαλή απόσταση από τις επάλξεις της. Ορισμένοι από τους Ούρταθ (ανάμεσα στους οποίους και ο Νεσγκέθλο Τεμέλκο), ορισμένοι από τους μισθοφόρους των Ορειβατών και των Ουράνιων που είχαν μείνει εδώ, ο Σέλιρ’χοκ, ο Αργυρόδρομος, ο Αστροφώτιστος ο Δεύτερος, η Τοξομάχη η Πρώτη, ο Επουράνιος ο Δεύτερος, και ο Ξιφοφόρος ο Δεύτερος πλησίασαν για να συναντήσουν τον Ανδρόνικο, την Ιωάννα, την Άνμα’ταρ, τον Ορείχαλκο, την Ανεμόφθαλμη τη Δεύτερη, τον Επουράνιο τον Πρώτο, και τους άλλους που έβγαιναν από τα οχήματα.

«Οι Μεγάλοι Οίκοι της Σάρντλι αποφάσισαν,» ανακοίνωσε ο Ορείχαλκος μεγαλόφωνα: «η διάστασή μας δεν δέχεται πλέον να είναι υποτελής στη Συμπαντική Παντοκρατορία! Είμαστε με την Επανάσταση, σύμμαχοι της Απολλώνιας!»

«Κι αυτοί που είναι μέσα στην Καρθάι;» έθεσε το ερώτημα η Τοξομάχη. «Θ’ανοίξουν τις πύλες τους και θα παραδοθούν;»

«Γι’αυτό είμαστε εδώ,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος. «Για να τους πληροφορήσουμε τι έχει αποφασιστεί.»

«Θα παραδοθούν, όμως, ή όχι;» επέμεινε η Τοξομάχη.

«Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω, Αρχόντισσά μου. Δεν υπάρχει, όμως, κανένας λόγος πλέον να μένουν κλεισμένοι εκεί,» είπε ο Ορείχαλκος· αλλά φοβόταν ότι ο Δημήτριος ίσως να προσπαθούσε να πάρει εκδίκηση για ό,τι είχε συμβεί. Τι ανόητος που ήταν ο Ρουμπίνης! Δεν έδωσε στον πράκτορα μόνο τον εαυτό του αλλά και τη σύζυγό του, την Ευύδρια. Δύο αιχμαλώτους – από δύο διαφορετικούς Οίκους. Οι Υδατοσκόποι – ο Υδατόχρους ο Πρώτος, ο Δύτης ο Τέταρτος, η Ευύδρια η Δεύτερη, ο Πυθμένας ο Δεύτερος, η Εύρροη η Τρίτη, και η Βαθύνοη η Πρώτη – είχαν τώρα έρθει μαζί με τον Ορείχαλκο και τους άλλους από τη Φανχάι εξαιτίας αυτού του γεγονότος. Και ήταν όλοι τους πολύ ανήσυχοι.

57.

Ο Ορείχαλκος κάλεσε μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού την Καρθάι, λέγοντας το όνομά του και ότι επιθυμούσε να μιλήσει στην Αρχόντισσα Τριγώνια την Πέμπτη.

Αντί γι’αυτήν, ο Δημήτριος απάντησε. «Η Αρχόντισσα της Καρθάι δεν μιλά με αποστάτες και προδότες,» είπε η φωνή του μέσα από το μεγάφωνο του πομπού, ο οποίος ήταν ανοιχτός στο χέρι του Ορείχαλκου έτσι ώστε να μπορούν να ακούσουν όλοι όσοι στέκονταν κοντά του.

«Πρέπει η ίδια να έρθει για να μου το πει αυτό. Εσύ δεν έχεις καμια εξουσία στη Σάρντλι, Δημήτριε. Το συμβούλιο των Οίκων αποφάσισε: η διάστασή μας δεν είναι πια υποτελής στη Συμπαντική Παντοκρατορία.»

«Προσπαθείς να μας κοροϊδέψεις για ν’ανοίξουμε τις πύλες μας. Κανένας εδώ δεν σε πιστεύει, προδότη!»

«Αν ανοίγατε τις πύλες σας θα μπορούσε να έρθει μέσα κάποιος μαντατοφόρος για να σας ανακοινώσει τα νέα, όπως γίνεται παντού στη Σάρντλι. Παραδώσου, Δημήτριε. Θα σ’αφήσουμε να φύγεις από τη διάσταση χωρίς κανένας να σε πειράξει.»

Η επικοινωνία τερματίστηκε απότομα· μονάχα παράσιτα ακούγονταν τώρα.

«Δεν είναι πρόθυμοι να παραδοθούν!» φώναξε η Τοξομάχη. «Φέρτε έξω αυτή τη γαλανόδερμη σαύρα! Πείτε τους πως αν δε μας δώσουν τα παιδιά μας πίσω θα τη σκοτώσουμε!»

Ο Ορείχαλκος συνοφρυώθηκε. «Ποια γαλανόδερμη σαύρα, Αρχόντισσά μου;»

«Στη γυναίκα μου αναφέρεται, Άρχοντα Ορείχαλκε,» είπε ο Ξιφοφόρος ο Δεύτερος.

58.

Μέσα στο τηλεπικοινωνιακό κέντρο του παλατιού της Καρθάι – το οποίο ήταν γεμάτο λευκοντυμένους Παντοκρατορικούς και κανέναν άνθρωπο της Τριγώνιας της Πέμπτης – άκουσαν τα λόγια του Ορείχαλκου ο Δημήτριος, ο Ρουμπίνης, και η Τριγώνια. Ο Βύρων Καλπάρτι και η Ανεμόφθαλμη η Πρώτη ήταν στο δωμάτιό τους, ενώ η Ευύδρια ήταν στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τον Ρουμπίνη και μάλλον (έτσι, τουλάχιστον, νόμιζε ο Ρουμπίνης) κοιμόταν μετά απ’το μεσημεριανό γεύμα.

Μόλις ο Δημήτριος τερμάτισε, με το απότομο πάτημα ενός κουμπιού, την επικοινωνία με τον Ορείχαλκο, η Τριγώνια είπε, συνοφρυωμένη: «Αν είναι αλήθεια–»

«Ανοησίες, Αρχόντισσά μου! Φυσικά και δεν είναι αλήθεια. Οι αποστάτες θα χρησιμοποιήσουν κάθε γλοιώδες κόλπο που μπορούν να φανταστούν για να μας κάνουν να ρίξουμε την άμυνά μας.»

«Αν όμως είναι αλήθεια, κύριε,» επέμεινε η Τριγώνια μοιάζοντας θυμωμένη που την είχε διακόψει, «ο Ορείχαλκος έχει δίκιο: πράγματι δεν έχετε καμία εξουσία εδώ.»

«Μου ζητάτε να φύγω, Αρχόντισσά μου; Θέλετε να στραφείτε κι εσείς με το μέρος των παρανόμων, γυρίζοντας την πλάτη σας στην Παντοκράτειρα;»

«Δεν είπα ακόμα ότι σας διώχνω,» αποκρίθηκε η Τριγώνια (και ο Ρουμπίνης πρόσεξε ιδιαίτερα αυτό το ακόμα· δε νόμιζε ότι η Αρχόντισσα της Καρθάι το είχε πει τυχαία). «Όμως, αν διαπιστωθεί ότι όντως οι Οίκοι – συμπεριλαμβανομένου και του δικού μου – αποφάσισαν πως η Σάρντλι δεν είναι πια υποτελής στη Συμπαντική Παντο–»

«Σας εξήγησα, Αρχόντισσά μου: αυτά είναι ανοησίες· κόλπα αποστατών, για να μας ξεγελάσουν.»

«Πολύ καλά,» είπε κοφτά η Τριγώνια. «Όπως νομίζετε.» Και βάδισε προς την έξοδο του τηλεπικοινωνιακού κέντρου, περνώντας το χέρι της κάτω απ’τον αγκώνα του Ρουμπίνη και τραβώντας τον, ελαφρά, ευγενικά, μαζί της. Εκείνος δεν έφερε αντίσταση· την ακολούθησε στους διαδρόμους του παλατιού.

«Αρχόντισσά μου,» της είπε, «θα μας παρεξηγήσουν έτσι όπως βαδίζουμε.»

Το χαμόγελό της ήταν άτακτο. «Τι μπορεί να νομίσουν; ότι είμαστε συνωμότες; ή… εραστές;»

Πρόσεχέ την αυτήν, Ρουμπίνη, του ψιθύρισε το β’ζάιλ του. Πρόσεχε τις κινήσεις που κάνεις μαζί της. Και ο Ρουμπίνης αναρωτήθηκε ακούσια, γι’ακόμα μια φορά, τι μπορεί να της έλεγε το δικό της β’ζάιλ. Αλλά δεν είχε χρόνο να το αναλογιστεί περισσότερο αυτό. Είπε: «Δεν γνωρίζω, αλλά σίγουρα δεν θα είναι κολακευτικό… Ο αρχηγός της φρουράς σου ήδη με πλησίασε, ξέρεις…»

Τα φρύδια της υψώθηκαν απότομα. «Τι; Γιατί;»

«Μου είπε πως δεν είναι πρέπον να σε πλησιάζω όπως, ορισμένες φορές, σε πλησιάζω, εκτός αν έχω τον γάμο κατά νου.»

«Είναι αυθάδης!» Η Τριγώνια έμοιαζε πολύ θυμωμένη: περισσότερο από όταν ο Δημήτριος την είχε διακόψει.

«Το ίδιο του είπα κι εγώ, περίπου. Ότι καλύτερα να μην ανακατεύεται στην προσωπική ζωή της Αρχόντισσας της πόλης. Δε νομίζω ότι του άρεσε η απάντησή μου…»

«Ο Κύκλος ο Πρώτος επειδή είναι θείος μου έχει την εντύπωση ότι είναι και μπαμπάς μου!» είπε η Τριγώνια στραβώνοντας τα όμορφα χείλη της. «Ο μπαμπάς μου, Ρουμπίνη, με εμπιστεύεται πολύ περισσότερο απ’αυτόν. Λες να μου έδινε τούτη την πόλη αν δεν με εμπιστευόταν;»

«Τ’αδέλφια σου δεν την ήθελαν;»

«Όχι· τους φαινόταν πολύ… έρημη. Αλλά εμένα μ’αρέσει. Όταν όλοι αρνήθηκαν, είπα γιατί όχι, θα την πάρω εγώ, κι ο μπαμπάς δεν άργησε να συμφωνήσει.»

«Τέλος πάντων…»

«Σε κάνω να βαριέσαι, ε; Βασικά,» χαμήλωσε τη φωνή της, «για άλλο ήθελα να σου μιλήσω…»

«Για τι;»

«Δε νομίζεις ότι πρέπει να μάθουμε αν ο αδελφός σου, ο Ορείχαλκος, λέει αλήθεια ή όχι; Γιατί, αν λέει αλήθεια, δεν σκοπεύω να κρατήσω ούτε λεπτό ακόμα τον Δημήτριο μες στο παλάτι μου. Και δε μ’αρέσει καθόλου που αμέσως, με το που πάτησε το πόδι του εδώ, έβαλε τους λακέδες του να κάνουν κατάληψη στο τηλεπικοινωνιακό κέντρο μου!»

«Δεν έκαναν ‘κατάληψη’. Πρόκειται για έκτακτη ανάγκη–»

«Έκτακτη ανάγκη η αριστερή μου πατούσα! Έκτακτη ανάγκη για τους Παντοκρατορικούς ίσως, όχι για εμάς. Εμείς τι έχουμε να χάσουμε απ’αυτό τον ξεσηκωμό; Είμαστε Σάντλιοι!»

«Δεν είναι έτσι ακριβώς… Είμαστε–»

«Σταμάτα!» Κούνησε το χέρι της αποδοκιμαστικά. «Αμφιβάλλεις ότι πρέπει να μάθουμε αν είναι αλήθεια αυτά που είπε ο Ορείχαλκος;» τον ρώτησε καθώς, ενώ βρίσκονταν σε μια γωνία των διαδρόμων, έπαυε απότομα να βαδίζει.

Ο Ρουμπίνης μόρφασε. «Και πώς προτείνεις να το κάνουμε αυτό;» Παρότι αρχικά αμφέβαλλε ότι ήταν συνετό να πάει κι εκείνος, όπως ο Ορείχαλκος, με το μέρος της Επανάστασης, τώρα όφειλε να παραδεχτεί πως αν ολόκληρη η Σάρντλι είχε στραφεί εναντίον της Συμπαντικής Παντοκρατορίας θα ήταν ανόητο αυτός να παραμείνει πιστός στην Παντοκράτειρα. Δεν θα είχε τίποτα να κερδίσει.

«Πρέπει κάποιος από εμάς να βγει από την πόλη,» είπε, χαμηλόφωνα, η Τριγώνια η Πέμπτη. «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Όσο βρισκόμαστε εδώ, είμαστε αποκλεισμένοι από τον έξω κόσμο, και δεν μπορούμε έτσι να μάθουμε την αλήθεια.»

59.

Ο Ορείχαλκος δεν ήξερε μέχρι στιγμής ότι κρατούσαν αιχμάλωτη στον καταυλισμό την Κλαρίσσα Λάναρκωφ. «Δε μπορούμε να το κάνουμε αυτό, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε στην Τοξομάχη, «γιατί, για νάμαι ειλικρινής, δε νομίζω πως θα έχει και κανένα αποτέλεσμα. Δε νομίζω ότι ο Δημήτριος θα παραδοθεί αν απειλήσουμε να τη σκοτώσουμε.»

«Δε βλάπτει να δοκιμάσουμε,» επέμεινε η Τοξομάχη.

«Αν όμως οι Παντοκρατορικοί δεν παραδοθούν,» είπε ο Ανδρόνικος, «τότε το γεγονός ότι τελικά δεν θα τη σκοτώσουμε θα μας κάνει να φανούμε αναποφάσιστοι.»

«Σκοτώστε την. Ποιος είπε να μην τη σκοτώσετε;»

«Τοξομάχη–!» άρχισε ο Ξιφοφόρος, φανερά εξοργισμένος με την αδελφή του, αλλά ο Ανδρόνικος τον διέκοψε: «Δεν σκοτώνουμε τους αιχμαλώτους μας, Αρχόντισσά μου. Όχι χωρίς καλή αιτία.»

«Τότε απορώ, Πρίγκιπα Ανδρόνικε, πώς με τέτοια… τέτοια πιστεύω αγωνίζεστε τόσα χρόνια κατά της Παντοκράτειρας!»

«Το χειρότερο πράγμα που μπορείς να κάνεις με τους αιχμαλώτους σου είναι να τους σκοτώνεις,» αποκρίθηκε νηφάλια ο Ανδρόνικος.

Και ο Ορείχαλκος είπε: «Δεν υπάρχει περίπτωση ν’ακολουθήσουμε αυτό τον δρόμο, οπότε δεν έχει νόημα να το συζητάμε.»

Η Τοξομάχη τούς ατένισε και τους δύο με βλέμμα δηλητηριώδες και, στρέφοντάς τους την πλάτη, απομακρύνθηκε. Ο Αστροφώτιστος ο Δεύτερος την ακολούθησε, μάλλον για να της μιλήσει.

Ο Επουράνιος ο Δεύτερος ρώτησε: «Και τι θα κάνουμε αν δεν θέλουν να βγουν; Θα πολιορκήσουμε την Καρθάι;»

«Υπομονή,» συμβούλεψε ο Ανδρόνικος. «Ο Δημήτριος ή πραγματικά νομίζει ότι πρόκειται για απάτη–»

«Αποκλείεται να το νομίζει αυτό,» είπε ο Ορείχαλκος. «Ξέρει για ποιο λόγο πήγαμε στη Φανχάι.»

«Πιθανώς να έχεις δίκιο. Επομένως, ίσως να περιμένει ότι θα γίνει κάτι και θα ανατραπεί η κατάσταση. Όταν δει ότι τίποτα δεν πρόκειται να γίνει, τότε θα παραδοθεί. Ποιος ο λόγος να παραμείνει κλεισμένος εκεί μέσα;»

«Μπορεί, όντως, τα πράγματα να εξελιχτούν έτσι,» είπε σκεπτικά ο Ορείχαλκος.

Και ο Επουράνιος ο Δεύτερος ρώτησε: «Δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί κάτι που θα ανατρέψει την κατάσταση, Πρίγκιπα Ανδρόνικε;»

Ο Ανδρόνικος πήρε σκεπτική έκφραση όπως ο Ορείχαλκος και, σταυρώνοντας τα χέρια του εμπρός του, έστρεψε το βλέμμα του στα τείχη της Καρθάι και τις επάλξεις, όπου φαίνονταν πολεμιστές, πυροβόλα, και σημαίες με το έμβλημα της Παντοκράτειρας. «Κοιτάξτε, Άρχοντά μου… κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος πως κάτι αποκλείεται να συμβεί. Όμως» – κι έστρεψε τώρα τη ματιά του στον Επουράνιο τον Δεύτερο – «αφού οι Παντοκρατορικοί δεν μπορούσαν να στείλουν στρατιωτική βοήθεια στους Ορειβάτες ώστε να κρατήσουν τα ορυχεία τους, γιατί να έχουν τη δύναμη να κρατήσουν ολόκληρη τη Σάρντλι υπό την κυριαρχία τους όταν αυτή έχει αποφασίσει σύσσωμα να επαναστατήσει;»

«Είναι, δηλαδή, πράγματι τόσο αποδυναμωμένοι…»

«Αν δεν ήταν, δεν θα ήμασταν εμείς εδώ προσπαθώντας να τους διώξουμε από τη Σάρντλι,» είπε ο Ανδρόνικος.

«Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να γίνουν κάποιες συγκρούσεις ή επιθέσεις, βέβαια,» πρόσθεσε η Ιωάννα. «Αλλά οι Παντοκρατορικοί σύντομα θα υποχωρήσουν όταν δεν έχουν από πού να κρατηθούν για να μείνουν.»

«Επομένως,» είπε η Βαθύνοη η Πρώτη, «καθόμαστε και περιμένουμε; Αυτό είναι το καλύτερο που έχετε να προτείνετε, Πρίγκιπα Ανδρόνικε, όσο η κόρη μου, η Ευύδρια η Τρίτη, είναι εκεί μέσα και κινδυνεύει;»

«Θα κινδυνέψει χειρότερα αν επιτεθούμε,» της είπε η Ιωάννα. «Τώρα, μάλλον, δε βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο.»

Και ο Ανδρόνικος: «Αυτή τη στιγμή, ναι, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε. Ώς την επόμενη μέρα, τουλάχιστον· και θα δούμε πώς θα αντιδράσει τότε ο Δημήτριος. Δε μπορεί να μην αρχίσει να παρατηρεί πως, παρότι είναι τόσες μέρες κλεισμένος εκεί μέσα, η ενέργειά του αυτή δεν είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα για τους Παντοκρατορικούς.»

60.

Η Ευύδρια κοιμόταν, μπρούμυτα, μην ξέροντας ακόμα τίποτα για όσα είχαν συμβεί. Ο Ρουμπίνης την ξύπνησε κουνώντας την από τον ώμο, κι όταν εκείνη κάθισε πάνω στο κρεβάτι, της είπε για την άφιξη του αδελφού του και ότι ο Ορείχαλκος υποστήριζε πως οι Οίκοι είχαν αποφασίσει να διώξουν τους Παντοκρατορικούς από τη Σάρντλι.

«Πρέπει νάναι αλήθεια, Ρουμπίνη,» είπε η Ευύδρια. «Νομίζεις ότι ο Ορείχαλκος θα ερχόταν και θα το έλεγε αυτό αν δεν ήταν αλήθεια; Τον ξέρεις τον αδελφό σου…»

Ο Ρουμπίνης είχε καθίσει σε μια καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός του. «Δε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι. Έχει μπλέξει με αποστάτες τώρα.»

Η Ευύδρια δεν είπε τίποτα. Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, στρώνοντας το μεσοφόρι της, και βάδισε προς το λουτρό. Όταν βγήκε, το κατάλευκο πρόσωπό της ήταν μουσκεμένο με νερό. Δεν έκανε καμια κίνηση για να το σκουπίσει.

«Η Τριγώνια πιστεύει ότι πρέπει να μάθουμε ποια είναι η αλήθεια,» είπε ο Ρουμπίνης.

«Μιλούσες με την Τριγώνια πάλι…» Ακούστηκε σαν κατάκριση.

«Μου μίλησε· τι να έκανα; να της γύριζα την πλάτη;»

Η Ευύδρια πήγε μπροστά στον καθρέφτη και, χωρίς να καθίσει στο σκαμνί, πήρε μια τσατσάρα κι άρχισε να χτενίζεται. Με κάθε βουρτσιά, η μακριά, καστανή κόμη της έμοιαζε ολοένα και πιο γυαλιστερή. Ο Ρουμπίνης την κοιτούσε και παρατηρούσε πόσο όμορφη ήταν. Απορούσε πώς ήταν δυνατόν να μιλά με ζηλότυπο τρόπο για την Τριγώνια. Η Τριγώνια ήταν κοριτσάκι· η Ευύδρια γυναίκα.

Επί του παρόντος, δεν απάντησε στον Ρουμπίνη καθώς είχε το βλέμμα της στραμμένο στο είδωλό της. Εκείνος επανέλαβε: «Μου είπε ότι πρέπει να μάθουμε αν ο Ορείχαλκος λέει αλήθεια.»

«Αλήθεια λέει. Εγώ τον πιστεύω.»

«Δεν έχει σημασία αν τον πιστεύεις εσύ. Πρέπει να μάθουμε αν όντως λέει αλήθεια· αλλιώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ο Δημήτριος θα επιμένει συνέχεια πως πρόκειται για ψέματα και θα μας κρατά εδώ. Κι επιπλέον, αν είναι ψέματα, δεν θα ήθελα να στραφώ εναντίον της Παντοκράτειρας.» Θα μπορούσα να την κάνω να δει ότι παντρεύτηκε τον λάθος άνθρωπο… και ποιος ξέρει τι μπορεί να γινόταν μετά; Ίσως η Παντοκράτειρα ν’αποφάσιζε να παντρευτεί τον Ρουμπίνη. Ο Ρουμπίνης θα το ήθελε αυτό. Ακόμα και εις βάρος της Ευύδριας. Θα ήταν ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη Σάρντλι. Πρίγκιπας της Συμπαντικής Παντοκρατορίας.

«Λες και η Παντοκράτειρα έχει κάνει τίποτα για σένα,» μόρφασε η Ευύδρια, συνεχίζοντας να χτενίζεται.

«Μη μιλάς έτσι,» είπε αμέσως ο Ρουμπίνης. «Η Παντοκράτειρα μάς φέρθηκε καλά, και ο αδελφός μου την πρόδωσε – τελείως αδικαιολόγητα.»

Η έκφραση της Ευύδριας έλεγε ότι διαφωνούσε, αλλά τα χείλη της άλλο πράγμα ρώτησαν: «Και πώς προτείνει η Τριγώνια να μάθουμε την αλήθεια όσο είμαστε αποκλεισμένοι εδώ μέσα;»

«Αυτό ακριβώς νομίζει κι εκείνη πως είναι το πρόβλημα. Πρέπει να βγούμε από την Καρθάι για να έρθουμε σε επαφή με τον έξω κόσμο και να πληροφορηθούμε τι γίνεται.»

«Θα μας αφήσει ο Δημήτριος να βγούμε;»

«Μάλλον όχι. Θα πει ότι είναι επικίνδυνο οι αποστάτες να μας αιχμαλωτίσουν.»

Η Ευύδρια άφησε την τσατσάρα της και στράφηκε να τον αντικρίσει. «Και τι σκέφτεσαι να κάνεις; Να βγεις κρυφά;»

«Ναι,» παραδέχτηκε ο Ρουμπίνης. «Αλλά δεν είμαι ακόμα σίγουρος.»

Η Ευύδρια κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. «Μπορεί κάποιος να βγει κρυφά από την Καρθάι; Υπάρχουν μυστικά περάσματα;» Σ’το είπε η Τριγώνια; έμοιαζε να ρωτά, επιπλέον, η έκφρασή της.

«Η Τριγώνια μού είπε ότι ξέρει έναν δρόμο που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε – και τίποτα πιο συγκεκριμένο.»

«Και τι της απάντησες;»

«Εσύ τι θέλεις, Ευύδρια; Τι νομίζεις;»

«Της απάντησες ή δεν της απάντησες;»

Τι προσπαθεί ν’αποδείξει τώρα; αναρωτήθηκε ο Ρουμπίνης, γιατί τα λόγια της του ακούγονταν σαν πρόκληση. «Δεν της απάντησα. Της είπα ότι θέλω να το σκεφτώ. Μου είπε να σκεφτώ γρήγορα και να την ειδοποιήσω προτού νυχτώσει.

»Τι νομίζεις, λοιπόν; Να το επιχειρήσουμε, ή όχι;»

Η Ευύδρια συνοφρυώθηκε ακουμπώντας τον αγκώνα της στο γόνατό της και το σαγόνι της στη γροθιά της. Το σώμα της διαγραφόταν σαγηνευτικά, μισοκαλυμμένο από το λεπτό μεσοφόρι. «Πάμε,» είπε τελικά. «Αλλά μόνο αν ο ‘δρόμος’ της είναι ασφαλής. Να τη ρωτήσεις πρώτα.»

«Μόνος μου; Δε φοβάσαι ότι μπορεί να με ξελογιάσει;»

Αστειευόταν, φυσικά, αλλά η Ευύδρια τον αγριοκοίταξε σα να της είχε μιλήσει σοβαρά. Ο Ρουμπίνης σηκώθηκε από την καρέκλα, πλησίασε τη σύζυγό του, και πιάνοντας τους ώμους της την έσπρωξε ανάσκελα στο κρεβάτι, καβαλώντας την και φέρνοντας τα πόδια της γύρω από τη μέση του. Την άκουσε να παίρνει μια απότομη, ξαφνιασμένη αναπνοή. Τα χείλη του φίλησαν δυνατά τα χείλη της· τα χέρια του διέτρεξαν τα πλευρά της, σηκώνοντας το μεσοφόρι πάνω από τη μέση της.

«Όχι τώρα,» του είπε η Ευύδρια.

«Γιατί;»

«Έτσι.»

Ο Ρουμπίνης την ξαναφίλησε. «Καλά,» είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι.

«Πήγαινε να τη ρωτήσεις,» τον προέτρεψε η Ευύδρια καθώς σηκωνόταν κι εκείνη, στρώνοντας πάλι το μεσοφόρι της. «Αν όντως υπάρχουν μυστικά περάσματα – πράγμα πιθανό σ’ένα μέρος σαν αυτό – και τα γνωρίζει, τότε το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να φύγουμε. Έπρεπε να το είχαμε κάνει απ’την αρχή.»

61.

Η Τριγώνια είχε υπόψη της, τελικά, ένα μυστικό πέρασμα. Ξεκινούσε απ’το παλάτι και κατέληγε μέσα στην έρημο, την Τρίγωνη, που το όνομά της έμοιαζε με το όνομα της Αρχόντισσας της Καρθάι. (Ο Ρουμπίνης είχε αναρωτηθεί, όσο βρισκόταν εδώ, αν οι Γεωμέτρες ήταν που είχαν κάποτε, παλιά, ονομάσει έτσι αυτή την έρημο, αλλά δεν είχε ρωτήσει· δεν το είχε ποτέ φέρει η κουβέντα.)

«Να είσαι στα διαμερίσματά μου με τη δύση του ήλιου,» του είπε. «Και εσύ και η Ευύδρια, αν σκοπεύεις να τη φέρεις.»

«Φυσικά και σκοπεύω να τη φέρω.» Δε θ’άφηνε τη σύζυγό του μόνη στην Καρθάι.

Η Τριγώνια ένευσε, και είπε: «Θα σας περιμένω.»

«Θα μπορούσαμε ίσως να πάρουμε και την Ανεμόφθαλμη και τα παιδιά της μαζί μας,» είπε η Ευύδρια στον Ρουμπίνη, όταν εκείνος επέστρεψε στο δωμάτιό τους και της μετέφερε τα λόγια της Αρχόντισσας της Καρθάι.

«Η Ανεμόφθαλμη ήξερε τι έκανε όταν ήρθε εδώ με τον άντρα της. Εμείς δεν έχουμε καμία ευθύνη γι’αυτήν.»

«Νομίζεις ότι ήρθε οικειοθελώς; Της έχω μιλήσει, και είναι στεναχωρημένη που κατέληξε εδώ, κλεισμένη, μαζί με τα παιδιά της.»

«Ναι αλλά όταν ήρθε ήθελε να έρθει!»

«Δεν το ξέρεις αυτό!»

«Σου είπε το αντίθετο;»

«Δε μου είπε τίποτα συγκεκριμένο, αλλά…» Κόμπιασε.

«Δε μπορούμε να την πάρουμε μαζί μας, Ευύδρια,» είπε ο Ρουμπίνης, σιγανά, τυλίγοντας το χέρι του γύρω από τη μέση της και φέρνοντάς την κοντά του. «Είναι πολύ ριψοκίνδυνο. Πώς θα την πλησιάσουμε; Και πώς θα τη φέρουμε στα διαμερίσματα της Τριγώνιας χωρίς ο Καλπάρτι να πάρει είδηση ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει;»

Η Ευύδρια μόρφασε δυσαρεστημένα, αλλά ήταν φανερό πως καταλάβαινε τον δισταγμό του συζύγου της.

Ο Ρουμπίνης φίλησε την άκρη του στόματός της. «Αν αυτά που είπε ο Ορείχαλκος είναι αλήθεια, τότε ο Δημήτριος θ’αναγκαστεί ούτως ή άλλως ν’αφήσει τους αιχμαλώτους να βγουν.»

«Ή θα τους κάνει κακό.»

«Δεν το νομίζω. Δε νομίζω, κατά πρώτον, ότι ο Βύρωνας θα έκανε ποτέ κακό στην Ανεμόφθαλμη ή στα παιδιά τους.

»Ας ετοιμαστούμε τώρα. Η νύχτα δεν είναι και τόσο μακριά.»

«Ούτε τόσο κοντά,» είπε η Ευύδρια, φιλώντας τον στα χείλη και αγκαλιάζοντάς τον, τραβώντας τον προς το κρεβάτι.

«Όχι τώρα,» της είπε ο Ρουμπίνης, μην αφήνοντάς την να τον παρασύρει κάτω μαζί της.

Η Ευύδρια μειδίασε στραβά. «Το κάνεις επίτηδες, για πριν, ε;»

«Η ώρα πλησιάζει· δεν πρέπει να χαλαρώσουμε,» αποκρίθηκε ο Ρουμπίνης, ξεγλιστρώντας από την αγκαλιά της.

Η Ευύδρια αναστέναξε αλλά δεν είπε τίποτα.

Δεν είχαν πολλά πράγματα να ετοιμάσουν, κι ακόμα κι αν είχαν δεν θα ήταν συνετό να τα πάρουν μαζί τους. Όταν έβγαιναν απ’το δωμάτιό τους και πήγαιναν προς τα διαμερίσματα της Τριγώνιας, δεν θα έπρεπε να φαίνεται ότι σχεδίαζαν να ταξιδέψουν, αλλιώς κάποιος από τους ανθρώπους του Δημήτριου – οι οποίοι ήταν απλωμένοι σ’όλο το παλάτι – μπορεί να τον ειδοποιούσε. Η Ευύδρια είπε ότι καλύτερα ήταν να μην πάρουν καν τους σάκους τους· «καλύτερα να δείξουμε ότι απλά πηγαίνουμε έναν νυχτερινό περίπατο.» Ο Ρουμπίνης συμφώνησε.

Ντύθηκαν καλά, αλλά δεν φόρεσαν κάπες· θα τους έδινε κάπες η Τριγώνια, στα διαμερίσματά της, σκέφτηκαν. Σίγουρα είχε παραπάνω από αρκετές εκεί. Τα όπλα τους – ένα ξιφίδιο κι ένα πιστόλι ο Ρουμπίνης, κι άλλο ένα πιστόλι η Ευύδρια – τα έκρυψαν επάνω τους.

Κι όταν ο ήλιος βούλιαξε πίσω από την έρημο, βγήκαν απ’το δωμάτιό τους και βάδισαν στους πέτρινους διαδρόμους του παλατιού.

Κανείς δεν σας παρακολουθεί, Ρουμπίνη, του ψιθύρισε το β’ζάιλ του, κι εκείνος πήρε θάρρος από αυτό, γιατί όφειλε να παραδεχτεί ότι φοβόταν λιγάκι. Φοβόταν ότι ο Δημήτριος ίσως να είχε, κάπως, αντιληφτεί την κίνηση που σχεδίαζαν.

Οι διάδρομοι ήταν σιωπηλοί γύρω τους, γεμάτοι σκιές, κι ορισμένα σημεία τελείως μα τελείως σκοτεινά. Οι ενεργειακές λάμπες δεν ήταν αναμμένες, για εξοικονόμηση ενέργειας. Ο Δημήτριος και ο Βύρωνας επέμεναν: δεν έπρεπε να σπαταλάνε την ενέργεια που είχαν, έτσι αποκλεισμένοι όπως ήταν. Μονάχα μερικές λάμπες λαδιού κρέμονταν αναμμένες εδώ κι εκεί, αλλά όχι πολλές. Οι φρουροί που στέκονταν σε διασταυρώσεις και σε γωνίες φάνταζαν σαν μαύρα αγάλματα. Πολεμιστές της Τριγώνιας, οι περισσότεροι απ’αυτούς, όχι Παντοκρατορικοί.

Ο Ρουμπίνης και η Ευύδρια έφτασαν στα διαμερίσματα της Αρχόντισσας της Καρθάι χωρίς κανένα δυσάρεστο επεισόδιο, και ο πρώτος χτύπησε την πόρτα συνθηματικά. Η πόρτα άνοιξε, από το χέρι ενός άντρας με κατάμαυρο δέρμα και πράσινα μαλλιά. Ήταν ντυμένος με πέτσινο θώρακα, κι από τη ζώνη του κρέμονταν ένα σπαθί κι ένα πιστόλι. Ο Κύκλος ο Πρώτος, ο αρχηγός της φρουράς της Τριγώνιας.

Η Τριγώνια δεν μου το είπε ότι θα ήταν κι αυτός στην παρέα μας, σκέφτηκε ο Ρουμπίνης. Αλλά ο Κύκλος, προφανώς, ήξερε ότι εκείνοι θα έρχονταν, γιατί αμέσως τούς έγνεψε να περάσουν.

Στο καθιστικό των διαμερισμάτων τούς περίμενε η Τριγώνια, έτοιμη για ταξίδι, και μαζί της ήταν κι άλλοι τέσσερις: δύο από τους φρουρούς της, ένας υπηρέτης, και μια υπηρέτρια.

«Δεν πήρατε κάπες;» είπε η Αρχόντισσα της Καρθάι, ξαφνιασμένη, αντικρίζοντας τον Ρουμπίνη και την Ευύδρια. «Θα χρειαστεί να ταξιδέψουμε! Σ’το είπα, Ρουμπίνη.»

«Το ξέρουμε,» αποκρίθηκε ο Ρουμπίνης, «αλλά για να μη μας υποψιαστεί κανείς όσο ερχόμασταν–»

«Υποθέσαμε ότι θα μας δίνατε εσείς κάπες, Αρχόντισσά μου,» τον διέκοψε η Ευύδρια.

Η Τριγώνια πρόσταξε τον υπηρέτη της: «Φέρ’τους δυο κάπες.» Εκείνος αμέσως πήγε σ’ένα πλαϊνό δωμάτιο κι επέστρεψε με δύο κάπες, δίνοντας τη μία στον Ρουμπίνη και την άλλη στην Ευύδρια. Τις έριξαν στους ώμους τους και έδεσαν τα λουριά μπροστά στο στήθος.

«Ξεκινάμε,» είπε η Τριγώνια· κι ο ένας από τους φρουρούς της ζήτησε ευγενικά από τον Ρουμπίνη και την Ευύδρια: «Φύγετε απ’το χαλί, Άρχοντά μου, Αρχόντισσά μου.» Η Τριγώνια, οι υπηρέτες της, και ο Κύκλος είχαν ήδη πάει στις γωνίες του καθιστικού.

Ο Ρουμπίνης και η Ευύδρια υπάκουσαν, και οι δύο φρουροί σήκωσαν το χαλί τυλίγοντάς το κυλινδρικά. Έμοιαζε βαρύ. Κι από κάτω του δεν αποκαλύφθηκε καμια καταπακτή, παρά μόνο το πέτρινο πάτωμα. Ο Ρουμπίνης συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος.

Κάποιοι έρχονται από έξω, τον προειδοποίησε, τότε, το β’ζάιλ του. Και μάλλον δεν το είχε προσέξει αυτό μόνο το δικό του β’ζάιλ, γιατί η Ευύδρια είχε ήδη στραφεί στην εξώπορτα των διαμερισμάτων, βάζοντας το χέρι της κάτω από τα ρούχα της, εκεί όπου είχε κρυμμένο το πιστόλι· και ο Κύκλος ο Πρώτος κοίταζε, επίσης, προς την ίδια μεριά.

Η Τριγώνια βάδισε ώς το κέντρο του δωματίου. Γονάτισε στο ένα γόνατο, παραμερίζοντας την κάπα της, και ατένισε το πάτωμα για μια στιγμή· ύστερα, άγγιξε ένα σημείο του με τις άκριες των δαχτύλων της, σαν να έψαχνε για κάτι επάνω στις πλάκες. Δεν την είχε αυτήν ειδοποιήσει το β’ζάιλ της; αναρωτήθηκε ο Ρουμπίνης.

«Ρουμπίνη…» είπε η Ευύδρια.

«Ναι, το ξέρω.»

Ο Κύκλος τράβηξε το πιστόλι του.

«Τι συμβαίνει, Άρχοντά μου;» ρώτησε ένας από τους φρουρούς.

«Κάποιος έρχ–»

Η εξώπορτα χτύπησε, δυνατά, και μια φωνή αντήχησε: «Αρχόντισσα Τριγώνια!» Ο Δημήτριος.

Μας κατάλαβε! σκέφτηκε ο Ρουμπίνης. Πώς μας κατάλαβε;

Ο Κύκλος έκανε, αμέσως, σ’όλους νόημα να μείνουν σιωπηλοί.

Ο Δημήτριος ξαναχτύπησε, δυνατότερα. «Αρχόντισσά μου, το ξέρω πως είστε μέσα! Ανοίξτε μου! Τώρα!»

Η Τριγώνια φάνηκε κάτι να βρίσκει στο πάτωμα, κάτι επάνω σε μια από τις πλάκες. Ο Ρουμπίνης έβλεπε ιδρώτα να γυαλίζει στο όμορφο, νεανικό πρόσωπό της. Είχε πάλι εκείνη την έκφραση που σ’έκανε να νομίζεις ότι ήταν τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερη απ’ό,τι στην πραγματικότητα.

Πίεσε κάποιον διακόπτη, και μια από τις πλάκες του πατώματος κινήθηκε, τρίζοντας. Ένα στενό άνοιγμα αποκαλύφθηκε. Ένας χοντρός άνθρωπος ποτέ δεν θα χωρούσε να περάσει από κει μέσα. Ευτυχώς που κανένας μας δεν είναι χοντρός, σκέφτηκε ο Ρουμπίνης.

Το πέρασμα είναι ασφαλές· πηγαίνετε! του είπε το β’ζάιλ του. Ο Δημήτριος δεν είναι μόνος.

Η πόρτα χτύπησε ξανά. «Ανοίξτε, Αρχόντισσά μου!»

Η Τριγώνια, γονατισμένη καθώς ήταν, κατέβηκε ευέλικτα μέσα στο άνοιγμα του πατώματος, και ο Κύκλος έκανε νόημα στον Ρουμπίνη και στην Ευύδρια να την ακολουθήσουν – γρήγορα. Η Ευύδρια κατέβηκε πρώτη, ενώ κάποιος είχε αρχίσει να κοπανά την εξώπορτα, τώρα με φανερή πρόθεση να τη γκρεμίσει.

Ο Ρουμπίνης ακολούθησε την σύζυγό του κάτω από το πάτωμα, και διαπίστωσε ότι η πτώση δεν ήταν μικρή. Κάπου δυο μέτρο, υπέθεσε.

«Πρόσεχε το κεφάλι σου,» του είπε η Τριγώνια, που κρατούσε φακό για να φωτίζει τον στενό, σκοτεινό χώρο όπου είχαν βρεθεί. «Το ταβάνι είναι χαμηλό εδώ.»

«Έχεις ξανάρθει σ’ετούτο το πέρασμα;»

«Μια φορά μόνο. Αλλά δεν έχω φτάσει ώς το τέλος. Το έχω, όμως, δει σε παλιούς χάρτες.»

Δε μου το είπες αυτό, πριν!

Από πάνω, η πόρτα ακούστηκε να σπάει, και φωνές ακολούθησαν τη θραύση της, η πιο δυνατή από τις οποίες ήταν του Κύκλου: «Μείνετε πίσω! Τι νομίζετε ότι κάνετε; Εδώ είναι τα–!» Η βαβούρα μεγάλωσε.

«Πάμε!» είπε η Τριγώνια, εσπευσμένα, ξεκινώντας να βαδίζει.

Η Ευύδρια την ακολούθησε δίχως δισταγμό. Ο Ρουμπίνης έριξε, για μια στιγμή, μια ματιά επάνω, και δεν είδε κανέναν άλλο να έρχεται από το άνοιγμα, ούτε φρουρό ούτε υπηρέτη. Μετά προχώρησε γρήγορα πίσω απ’τη σύζυγό του.

Το πέρασμα ήταν, πράγματι, χαμηλό – δεν μπορούσες να έχεις σηκωμένο το κεφάλι – στενό, και μύριζε πέτρα και υγρασία.

«Εδώ κατεβαίνει,» είπε η Τριγώνια, λίγο παρακάτω, σταματώντας. «Υπάρχει σκάλα. Με επικίνδυνα σκαλοπάτια. Έχετε το νου σας.»

Ο Ρουμπίνης δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα μπροστά από τις δύο γυναίκες· τις είδε, όμως, να προχωράνε αργά, κατεβαίνοντας. Ακολούθησε, κι αισθάνθηκε τα γλιστερά σκαλοπάτια κάτω απ’τα μποτοφορεμένα πόδια του. Απλώνοντας τα χέρια του δεξιά κι αριστερά, κρατήθηκε από τα τραχιά τοιχώματα.

Πίσω του άκουσε κάποιον να κατεβαίνει, και μια φωνή: «Τριγώνια! Ρουμπίνη!» Ο Δημήτριος, ξανά.

Ο Ρουμπίνης δεν απάντησε. Άστον να χαθεί, να μην ξέρει πού έχουμε πάει.

Καθώς όμως κατέβαιναν, η Ευύδρια γλίστρησε και «Αααα!» τσύριξε. Ο Ρουμπίνης τέντωσε αμέσως το χέρι του και την άρπαξε απ’τη ζώνη, ενώ τα δικά της χέρια προσπαθούσαν να γαντζωθούν στους τοίχους. Παραλίγο να γλιστρήσει κι εκείνος και να χάσει την ισορροπία του. «Το πόδι μου…» βόγκησε η Ευύδρια.

«Τριγώνια!» αντήχησε η φωνή του Δημήτριου, από πιο κοντά τώρα· κι ο Ρουμπίνης νόμιζε πως μπορούσε ν’ακούσει κι άλλους να κατεβαίνουν από το άνοιγμα.

«Προχώρα!» ψιθύρισε στην Ευύδρια. «Προχώρα, αγάπη μου!»

«Το πόδι μου…» μουρμούριζε εκείνη – πρέπει να πονούσε – αλλά συνέχισε να κατεβαίνει τη σκάλα με προσοχή.

Ο Ρουμπίνης τράβηξε το πιστόλι του καθώς την ακολουθούσε.

«Τριγώνια!» Τώρα, η φωνή του Δημήτριου ήταν πολύ κοντά, και κοιτάζοντας πάνω απ’τον ώμο του ο Ρουμπίνης μπορούσε να διακρίνει φως στην κορυφή της σκάλας. Έρχεται, ο καταραμένος! Αλλά κι εμείς δεν μπορεί πια νάμαστε μακριά: πρέπει να φτάνουμε στο τέλος. Πρέπει!

Από μπροστά άκουσε: «Μαζί μου. Μαζί μου.» Η Τριγώνια.

Ναι, εκείνη μάλλον είχε φτάσει στο τέλος της σκάλας. Και πράγματι, τα γλιστερά σκαλιά δεν άργησαν να τελειώσουν κάτω από τα πόδια του Ρουμπίνη.

«Μαζί μου,» είπε πάλι η Τριγώνια, και την ακολούθησαν μέσα σ’ένα άνοιγμα στ’αριστερά, το οποίο ήταν κυλινδρικό σαν σωλήνας και αναμφίβολα καθοδικό.

Πίσω τους ο Ρουμπίνης τώρα μπορούσε ν’ακούσει, καθαρά, βήματα να έρχονται.

Το κυλινδρικό πέρασμα έστριβε σ’ένα σημείο, κι εκεί, στη στροφή, η Τριγώνια είπε: «Από δω και πέρα δεν έχω ξανάρθει. Αλλά το έχω δει στους χάρτες: αυτός είναι ο δρόμος.»

Η Ευύδρια αγκομαχούσε και κλαψούριζε· το πόδι της πρέπει ακόμα να την πονούσε. Ίσως να το είχε στραμπουλήσει. Όμως ο Ρουμπίνης ευχόταν να μην ήταν αυτό· ευχόταν να ήταν κάτι πιο άκακο, γιατί, ακόμα κι όταν έβγαιναν από εδώ, θα είχαν σίγουρα να περπατήσουν πολύ.

«Τριγώνια! Ρουμπίνη!» Ο Δημήτριος. Πίσω τους τώρα. Κοντά.

Ο Ρουμπίνης τον είδε στην αρχή του κυλινδρικού περάσματος, μ’έναν φακό στο ένα χέρι κι ένα πιστόλι στο άλλο.

Το πιστόλι ήταν υψωμένο. «Μείνε εκεί που είσαι, Ρουμπίνη! Θα ρίξω! Μείνε εκεί που είσαι! Όλοι σας!»

Πρόσεχε, Ρουμπίνη! Πρόσεχε! προειδοποίησε το β’ζάιλ του.

Ο Ρουμπίνης πυροβόλησε – το πέρασμα άστραψε από την ξαφνική ριπή – ο Δημήτριος κραύγασε, παραπατώντας – πυροβόλησε κι εκείνος – το πέρασμα άστραψε ξανά – ο Ρουμπίνης αισθάνθηκε ένα δυνατό τράνταγμα στο στήθος–

«Αγάπη μου… Αγάπη μου…» Η φωνή της Ευύδριας, κοντά στ’αφτί του· τα χέρια της, γύρω του… Ο Ρουμπίνης συνειδητοποίησε ότι είχε σκοντάψει, είχε πέσει επάνω της. Το πιστόλι του; Πού ήταν το πιστόλι του; Το είχε χάσει;

«Μείνετε εκεί που είστε!» αντήχησε η εξαγριωμένη κραυγή του Δημήτριου.

Ακόμα ένας πυροβολισμός. Η Ευύδρια, μάλλον.

Η σκοτεινή μορφή του Δημήτριου φάνηκε να πέφτει. Πίσω του, όμως, ήταν κι άλλες μορφές. Οι οποίες πυροβόλησαν. Ο Ρουμπίνης αισθάνθηκε πάλι τραντάγματα στο σώμα του. Άκουσε την Ευύδρια να ουρλιάζει, κλαίγοντας· την ένιωσε να τον τραβά προς τα πίσω.

Ένα πυκνό σκοτάδι κάλυψε τα πάντα.

Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν η φωνή του β’ζάιλ του: Ρουμπίνη… Μη μ’αφήνεις, Ρουμπίνη… Μη μ’αφ…

62.

Φύγε! Είναι νεκρός! Νεκρός! Φύγε! ούρλιαζε το β’ζάιλ της.

«Όχι, δε μπορεί…» μουρμούριζε εκείνη.

Φύγε!

«Ελάτε!» φώναξε η Τριγώνια η Πέμπτη. «Ελάτε!»

Άφησέ τον! επέμεινε το β’ζάιλ της Ευύδριας, κι εκείνη, νιώθοντας σαν κάποιος να είχε περάσει ένα σπαθί μέσα στα σωθικά της, τον άφησε τρέχοντας πίσω απ’την Αρχόντισσα της Καρθάι, μέσα στο σκοτεινό κυλινδρικό πέρασμα. Πίσω της πυροβολισμοί αντήχησαν αλλά καμια σφαίρα δεν την πέτυχε. Με κάλυψε ο Ρουμπίνης, σκέφτηκε ενώ δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της και η όρασή της θόλωνε ολοένα και περισσότερο. Το πόδι της εξακολουθούσε να τις ρίχνει έντονες σουβλιές, αλλά τώρα η Ευύδρια το αγνοούσε· ο πόνος στην καρδιά της ήταν πολύ πιο δυνατός.

«Αα!» έκανε η Τριγώνια, μπροστά της, και η Ευύδρια την είδε να πέφτει στα τέσσερα ενώ ένα δυνατό πλαφ! αντηχούσε. Νερό;

Έχει νερό εδώ, ξαδέλφη, είπε το β’ζάιλ της Ευύδριας.

Το φως έσβησε. Ο φακός της Τριγώνιας είχε βραχεί και είχε χαλάσει.

«Σκοτάδια του Τάρφεοθ…!» καταράστηκε η Αρχόντισσα της Καρθάι. «Ευύδρια;»

«Εδώ είμαι.»

«Ο Ρουμπίνης;»

«…Ν-νεκρός.»

«Ο κωλοφακός δε λειτουργεί! Έχεις εσύ φακό; Βγάλτον! Βγάλτον!»

«Ο Ρουμπίνης είχε–»

«Πάμε! Προχώρα!»

Η Ευύδρια ένιωσε ένα χέρι πάνω στο σώμα της· το έπιασε από τον καρπό, και το χέρι έπιασε τον δικό της καρπό, τραβώντας την. Από κάτω της άκουγε πλατσουρίσματα κι αισθανόταν το νερό να μπαίνει μέσα στις μπότες της, μουλιάζοντας τις κάλτσες και τα πόδια της. Νόμιζε ότι έκανε καλό στο πόδι της που είχε χτυπήσει στη γλιστερή σκάλα – το πάγωνε.

«Αρχόντισσα Τριγώνια!» Η φωνή κάποιου, από μακριά. Άγνωστη φωνή, συνειδητοποίησε η Ευύδρια, παρότι για μια στιγμή είχε την ψευδαίσθηση ότι ήταν του Ρουμπίνη. Ο Ρουμπίνης είναι νεκρός… Το β’ζάιλ της δεν μπορεί να έκανε λάθος· τα β’ζάιλ δεν έκαναν λάθη σε τέτοια πράγματα. Εκτός αν της είχε πει ψέματα, για να γλιτώσει εκείνη, τουλάχιστον, τη ζωή της…

«Γαμώ τις κωλομηχανές τους, γαμώ…» γρύλισε η Τριγώνια.

«Τι είναι;» ρώτησε η Ευύδρια, σιγανά.

«Ο πομπός μου· δεν έχει σήμα εδώ πέρα.»

Και μετά, βγήκαν από το νερό και βάδισαν σε πετρώδες, άγριο έδαφος· η Ευύδρια αισθανόταν την αγριάδα του ακόμα και μέσα από τις σόλες των μποτών της.

«Ξέρεις πού πάμε;» ρώτησε την Τριγώνια ξεροκαταπίνοντας. Το στόμα της ήταν τόσο ξερό, και ο λαιμός της επίσης…

«Πού να ξέρω; Δε βλέπω τίποτα. Αλλά θυμάμαι ότι υπήρχε νερό. Ο χάρτης το έλεγε.»

«Και μετά απ’το νερό;»

«Κάτι περάσματα. Όχι πολλά. Δε νομίζω ότι είναι εύκολο να χάσουμε το δρόμο μας. Θα βγούμε, θα δεις.»

Η Ευύδρια, όμως, έτρεμε. Θα χαθούμε για πάντα εδώ μέσα; Είναι δυνατόν να χαθούμε; Θεοί, βοηθήστε μας…

Τουλάχιστον, οι Παντοκρατορικοί δεν πρέπει πια να ήταν στο κατόπι τους. Δεν τους άκουγε. Ούτε, ρίχνοντας κανένα βλέμμα πάνω απ’τον ώμο της, μπορούσε να διακρίνει φως.

63.

Η Ευύδρια δεν ήξερε πόση ώρα περιπλανιόνταν μέσα σ’αυτά τα κατασκότεινα βάθη, πάντως από ένα σημείο και μετά το απέκλειε να βρίσκονταν πλέον κάπου μέσα στο παλάτι ή κάτω απ’αυτό. Προσπάθησε να κάνει έναν χάρτη μες στο μυαλό της: Τα διαμερίσματα της Τριγώνιας ήταν στον πέμπτο όροφο του παλατιού· το πρώτο πέρασμα ήταν αμέσως από κάτω τους· μετά, η γλιστερή σκάλα τούς είχε κατεβάσει κι άλλο αλλά δεν πρέπει ακόμα να τους είχε βγάλει κάτω απ’το παλάτι· η κυλινδρική σήραγγα ήταν που, μάλλον, τους είχε οδηγήσει εκεί. Όταν είχαν φτάσει στο νερό πρέπει να βρίσκονταν κάπου κοντά στα υπόγεια ποτάμια που τροφοδοτούσαν τα πηγάδια της Καρθάι. Κι ύστερα… ύστερα, η Ευύδρια τα είχε μπερδέψει τελείως, αλλά από εκεί και πέρα νόμιζε ότι είχαν πλέον πάψει να είναι κάτω απ’το παλάτι, και κάτω απ’την Καρθάι πιθανώς. Το έδαφος ήταν τραχύ, το ίδιο και τα τοιχώματα ολόγυρά τους, και τα περάσματα δεν ήταν τόσο στενά όσο στην αρχή: σε κάποιες στιγμές, όταν άπλωνε το ελεύθερο χέρι της (το άλλο το κρατούσε συνεχώς η Τριγώνια), δεν μπορούσε ν’αγγίξει τοίχο. Σ’ένα σημείο, είχε σκοντάψει πάνω σε μικρούς σταλαγμίτες· το χτυπημένο της πόδι είχε χτυπήσει ξανά, και η Ευύδρια είχε δαγκώσει τα χείλη της από τον πόνο ο οποίος την είχε κάνει να μουδιάσει ώς το γόνατο, αλλά είχε συνεχίσει να βαδίζει.

Απόμακρα, κάπου-κάπου, μπορούσε ν’ακούσει τσυρίγματα.

«Τι… τι είν’αυτά;» είχε ρωτήσει, την πρώτη φορά, την Τριγώνια.

«Νυχτερίδες μάλλον.»

Νυχτερίδες. Η Ευύδρια ξεροκατάπιε. Είχε ακούσει ιστορίες που έλεγαν ότι υπήρχαν νυχτερίδες που έπεφταν πάνω στους ανθρώπους, τους δάγκωναν, και τους έπιναν το αίμα.

Αλλά, βέβαια, η Τριγώνια μπορεί να έκανε και λάθος. Μπορεί οι ήχοι να προέρχονταν από κάποια άλλα πλάσματα του Τάρφεοθ. Πλάσματα πολύ χειρότερα… Η Ευύδρια ρίγησε, και ήθελε να σταματήσει κάπου για να κατουρήσει, αλλά δεν είχαν χρόνο για τέτοιες πολυτέλειες, έτσι κρατήθηκε.

Επί του παρόντος, ύστερα από… μία ώρα; δύο; περισσότερες;… νόμιζε πως μπορούσε να διακρίνει φως. Αχνό, αδύναμο· αλλά μέσα σ’ετούτο το σκοτάδι ακόμα κι ένα τέτοιο φως φάνταζε έντονο.

«Φως…» είπε.

«Το βλέπω.»

«Πάμε εκεί;»

«Δεν εννοείται;»

Το χέρι την τράβηξε και πλησίασαν το άνοιγμα που ήταν από πάνω τους, όχι πολύ ψηλά· μπορούσαν άνετα να σκαρφαλώσουν και να το φτάσουν. Φεγγαρόφωτο, σκέφτηκε η Ευύδρια. Η Σελήνη μάς οδήγησε έξω. Μπορούσε τώρα να διακρίνει τη μορφή της Τριγώνιας, αν και σκοτεινή.

Η Αρχόντισσα της Καρθάι στράφηκε να την κοιτάξει· τα μάτια της γυάλιζαν. «Τα καταφέραμε,» είπε· κι ύστερα σκαρφάλωσε τη μικρή πλαγιά, βγαίνοντας από τη σπηλιά.

Η Ευύδρια προσπάθησε να την ακολουθήσει, και δυσκολεύτηκε. Η Τριγώνια έπιασε το ένα της χέρι και τη βοήθησε.

Είχαν βρεθεί σ’ένα βραχώδες σημείο της ερήμου, μες στη νύχτα. Λαχανιασμένες και ανακουφισμένες κι οι δυο τους, κάθισαν κάτω να ηρεμήσουν, ακουμπώντας τις πλάτες τους σε ψηλές πέτρες. Η Σελήνη φώτιζε από πάνω τους, κάνοντας τα πάντα να ασημίζουν.

«Πόσο μακριά είμαστε;» ρώτησε μετά από λίγο η Ευύδρια. «Από την Καρθάι.»

Η Τριγώνια βρήκε πρώτη τη δύναμη να σηκωθεί όρθια και, κοιτάζοντας ολόγυρα, είπε: «Όχι πολύ μακριά.» Ύψωσε το χέρι της, δείχνοντας.

64.

«Άρχοντα Ορείχαλκε!»

Ο Ορείχαλκος βγήκε από τη σκηνή του, μέσα στη βαθιά νύχτα, για ν’αντικρίσει τον μισθοφόρο που τον φώναζε. «Τι συμβαίνει;»

«Δύο γυναίκες, Άρχοντά μου. Τις έπιασαν να πλησιάζουν τον καταυλισμό. Λένε πως είναι η Τριγώνια η Πέμπτη και η Ευύδρια η Τρίτη.»

Τι; «Οδήγησέ με εκεί. Αμέσως.»

Ο μισθοφόρος ένευσε, αρχίζοντας να βαδίζει.

Η Ανεμόφθαλμη πετάχτηκε έξω απ’τη σκηνή προτού ο Ορείχαλκος προλάβει να κάνει το πρώτο του βήμα. Είχε κι εκείνη ακούσει τη φωνή του μισθοφόρου, καθώς και τη σύντομη συνομιλία του με τον Ορείχαλκο. «Βγήκε η Τριγώνια από την πόλη; Και η Ευύδρια;»

«Έτσι φαίνεται,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος· και ακολούθησαν τον μισθοφόρο, κι οι δυο τους ξυπόλυτοι κι ελαφριά ντυμένοι, νιώθοντας την ψύχρα της νύχτας να δαγκώνει το δέρμα τους και να τους κάνει ν’ανατριχιάζουν.

Ο καταυλισμός ήταν ήσυχος γύρω τους: οι περισσότεροι κοιμόνταν. Κάμποσες φωτιές ήταν αναμμένες, για ζεστασιά. Κοντά στις ερήμους της Σάρντλι, οι ημέρες είναι καυτές και οι νύχτες παγερές.

Ο Σάνραντιλ’φεν, παραδόξως, ήταν ξύπνιος, καπνίζοντας την πίπα του καθισμένος μπροστά από τη σκηνή του. Βλέποντας τον Ορείχαλκο και την Ανεμόφθαλμη, σηκώθηκε και, με γρήγορα βήματα, τους ζύγωσε. «Τι συμβαίνει, Άρχοντά μου;» ρώτησε.

Ο Ορείχαλκος τού εξήγησε καθώς βάδιζαν.

«Κι ο αδελφός σου, ο Ρουμπίνης;» ρώτησε ο Πρόμαχος.

«Πού να ξέρω; Δεν είναι μαζί τους.» Είναι τόσο ανόητος που μπορεί να έμεινε οικειοθελώς μέσα ενώ η ίδια η σύζυγός του και η Αρχόντισσα της Καρθάι αποφάσισαν να δραπετεύσουν.

Ο μισθοφόρος, τελικά, τους οδήγησε στη βορειανατολική άκρη του καταυλισμού, όπου οι Ούρταθ είχαν περιτριγυρίσει δύο γυναίκες. Δεν τις είχαν δέσει, ούτε τις άγγιζαν, αλλά στέκονταν γύρω τους με τα όπλα τους έτοιμα – μακρυμάνικους πέλεκεις οι περισσότεροι, αν και υπήρχαν και δυο γυναίκες ανάμεσά τους που κρατούσαν πιστόλια και στα δύο χέρια.

«Παραμερίστε!» τους πρόσταξε ο Ορείχαλκος, χειρονομώντας για να καταλάβουν γρήγορα τι ήθελε, αφού οι Ούρταθ δεν γνώριζαν και τόσο καλά την Πανσάρντλια, κι ορισμένοι ανάμεσά τους δεν τη γνώριζαν καθόλου. «Είναι γνωστές μου.» Φυσικά, είχε αναγνωρίσει αμέσως την Ευύδρια, κι η άλλη δεν μπορεί παρά να ήταν η Τριγώνια. Ήταν, σίγουρα, μικρής ηλικίας, όπως έλεγαν οι Γεωμέτρες.

Οι Ούρταθ έκαναν πέρα, και η Ευύδρια έτρεξε κοντά στον Ορείχαλκο αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά. «Ορείχαλκε…» είπε. «Ορείχαλκε… Ο Ρουμπίνης… Θεοί… Ο Ρουμπίνης… Προσπάθησα, αλλά…»

Ο Ορείχαλκος την έπιασε από τους ώμους και την έσπρωξε, ελαφρά, για να την ξεκολλήσει από πάνω του, να κοιτάξει το πρόσωπό της. Τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα. «Τι έγινε, Ευύδρια; Πώς βρέθηκες εδώ; Πού είναι ο Ρουμπίνης;»

«Ο αδελφός σου…» Ξεροκατάπιε. «Είναι νεκρός ο Ρουμπίνης, Ορείχαλκε. Λυπάμαι.»

Θεοί… Πώς;… Παρά τα όσα είχε κάνει ο Ρουμπίνης τελευταία, ο Ορείχαλκος ποτέ, σε καμία περίπτωση, δεν θα τον ήθελε νεκρό. Ήταν απλά ανόητος. Δεν τον έβλεπε σαν εχθρό του.

Στράφηκε στην Τριγώνια, η οποία στεκόταν παραδίπλα μοιάζοντας πολύ πιο συγκροτημένη από την Ευύδρια, αν και η όψη της φανέρωνε πόσο κατάκοπη ήταν. «Αρχόντισσά μου,» είπε ο Ορείχαλκος. «Πώς βρεθήκατε εδώ;»

«Ο Άρχοντας Ορείχαλκος;» ρώτησε εκείνη.

«Ναι. Κι εσείς, υποθέτω, η Τριγώνια η Πέμπτη…»

«Δε χρειάζεται πληθυντικός, στα χάλια που βρισκόμαστε.»

Ο Ορείχαλκος δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει. «Όπως επιθυμείς.» Και, κοιτάζοντας και εκείνη και την Ευύδρια: «Πείτε μου, όμως, τι έγινε. Πώς σκοτώθηκε ο Ρουμπίνης; Πώς φτάσατε εδώ; Δε μου ανέφερε κανένας ότι άνοιξαν οι πύλες.»

«Δεν άνοιξαν οι πύλες,» αποκρίθηκε η Τριγώνια· και του εξήγησε ότι θέλησαν να διαπιστώσουν αν ήταν αλήθεια πως η Σάρντλι είχε δηλώσει την ανεξαρτησία της: έτσι επιχείρησαν να φύγουν από την πόλη μέσω ενός μυστικού περάσματος που η ίδια είχε ανακαλύψει σε κάτι παλιούς χάρτες, όταν πρωτόχε έρθει στην Καρθάι και σκάλιζε τη βιβλιοθήκη του παλατιού….

65.

Ο καταυλισμός σύντομα αναστατώθηκε, καθώς ο Ορείχαλκος φρόντισε να τους ξυπνήσει όλους. Όχι τους μισθοφόρους, ασφαλώς, αλλά τους άρχοντες, τις αρχόντισσες, και τους επαναστάτες του Φτερωτού Όρους. Οι Υδατοσκόποι καταχάρηκαν που είδαν την Ευύδρια την Τρίτη ζωντανή και κοντά τους· την αγκάλιαζαν και τη φιλούσαν. Οι Γεωμέτρες χάρηκαν παρομοίως από την παρουσία της Τριγώνιας της Πέμπτης, αλλά εκείνη τούς είπε ότι δεν θα έπρεπε να χαίρονται γιατί ο Ρουμπίνης ήταν νεκρός, και ο Κύκλος ο Πρώτος ίσως επίσης να ήταν νεκρός, ή αιχμάλωτος στην καλύτερη περίπτωση.

«Ο Δημήτριος σκότωσε τον αδελφό σου,» είχε πει η Ευύδρια στον Ορείχαλκο, όταν η Τριγώνια τού διηγιόταν τι είχε συμβεί, και τα λόγια της ακόμα αντηχούσαν μες στο μυαλό του. «Είμαι σίγουρη πως αυτός ήταν. Αλλά μετά τον πυροβόλησα, και μάλλον κι εκείνος είναι νεκρός.»

Ο Δημήτριος… αυτό το κάθαρμα, σκεφτόταν τώρα ο Ορείχαλκος, καθώς η Τριγώνια η Πέμπτη μιλούσε στους συγκεντρωμένους ευγενείς ξανά για τα γεγονότα μέσα στο παλάτι της.

«Είσαι η Αρχόντισσα της Καρθάι,» της είπε η Ευθύγραμμη η Τρίτη, εμφατικά. «Και είσαι έξω από την πόλη, όχι αιχμάλωτη πλέον. Ούτε υπόκεισαι στην εξουσία των Παντοκρατορικών. Πρόσταξε ν’ανοίξουν τις πύλες, και θα γίνει.»

Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος συμφώνησε. «Αυτός είναι, μάλλον, ο πιο αναίμακτος τρόπος για να τους βγάλουμε από την πόλη,» είπε, νεύοντας.

«Το τηλεπικοινωνιακό κέντρο το έχουν καταλάβει οι Παντοκρατορικοί,» εξήγησε η Τριγώνια. «Αν στείλουμε σήμα από εδώ, θα το πιάσουν αυτοί πρώτοι και θα μας δώσουν, φυσικά, αρνητική απάντηση.»

Ο Ανδρόνικος, που τόση ώρα παρατηρούσε την Αρχόντισσα της Καρθάι να μιλά, σκέφτηκε: Μοιάζει πολύ μεγαλύτερη απ’ό,τι πραγματικά είναι! Πολύ έξυπνη κοπέλα. «Μιλήστε με τηλεβόα, τότε, Αρχόντισσά μου,» την προέτρεψε. «Αυτόν κανένας δεν μπορεί να τον σταματήσει.»

Η Τριγώνια συμφώνησε. Έτσι, προτού καν ξημερώσει, στάθηκε επάνω σε μια εξέδρα και, κρατώντας έναν τηλεβόα στο στόμα της, ζήτησε από τους πολεμιστές της μέσα στην Καρθάι να συλλάβουν τους Παντοκρατορικούς και ν’ανοίξουν τις πύλες. «ΕΙΜΑΙ Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΣΑΣ,» επανέλαβε, «Η ΤΡΙΓΩΝΙΑ Η ΠΕΜΠΤΗ, ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ. ΟΙ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΝ ΝΑ ΜΕ ΔΟΛΟΦΟΝΗΣΟΥΝ. ΕΠΙΤΕΘΗΚΑΝ ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ, ΚΑΙ ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΤΟΝ ΡΟΥΜΠΙΝΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΩΝ ΟΡΕΙΒΑΤΩΝ. ΚΥΝΗΓΗΣΑΝ ΕΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΥΔΡΙΑ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ.

»ΣΥΛΛΑΒΕΤΕ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΥΣ! ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΙΣ ΠΥΛΕΣ!»

Λίγη ώρα μετά την προσταγή της Τριγώνιας της Πέμπτης, σύντομες συγκρούσεις φάνηκαν να διεξάγονται στις επάλξεις της πόλης, και η μεγάλη πύλη αντίκρυ στον καταυλισμό δεν άργησε ν’ανοίξει. Οι Ούρταθ και οι μισθοφόροι των Ορειβατών και των Ουράνιων ήταν όλοι έτοιμοι και οπλισμένοι, αλλά ο Ορείχαλκος πρόσταξε κανένας να μην εφορμήσει.

«Θα περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχτεί η κατάσταση,» είπε στον Ανδρόνικο, καθώς στέκονταν επάνω στην εξέδρα και κοίταζαν.

Ο Ανδρόνικος κατένευσε, συμφωνώντας. Στράφηκε στην Τριγώνια. «Πόσους πολεμιστές έχετε μέσα στην πόλη, Αρχόντισσά μου; Είναι περισσότεροι από τους Παντοκρατορικούς;»

«Πολύ περισσότεροι. Δεν είχαμε παρά ελάχιστους στρατιώτες της Παντοκράτειρας στην Καρθάι – δεν τη θεωρούσαν σημαντική – και ο Δημήτριος δεν πρόλαβε να φέρει πολλούς.»

Όπως το υποψιαζόμουν, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος.

Οι πολεμιστές της Τριγώνιας της Πέμπτης έβγαλαν τους Παντοκρατορικούς από την πόλη καθώς μια λωρίδα ηλιακού φωτός φαινόταν στον ανατολικό ορίζοντα. Τους είχαν αφοπλίσει και είχαν δέσει τα χέρια τους πίσω από την πλάτη. Ανάμεσά τους ήταν και ο Βύρων Καλπάρτι, αλλά όχι ο Δημήτριος.

Πρέπει να είναι νεκρός, συμπέρανε ο Ορείχαλκος, όπως είπε η Ευύδρια. Τον σκότωσε. Και κάπου μέσα του λυπόταν γι’αυτό. Θα ήθελε εκείνος να έπαιρνε εκδίκηση… για τον Ρουμπίνη… για τον Όνυχα… Αυτός ο εξωδιαστασιακός άνθρωπος είχε κάνει τόσα κακά στην οικογένειά του.

Αλλά τώρα τελείωσε.

Η Ανεμόφθαλμη η Πρώτη και τα δύο μικρά αγόρια της βγήκαν από την πόλη μαζί με τους πολεμιστές της Τριγώνιας της Πέμπτης, και η Τοξομάχη κι ο Αστροφώτιστος πήγαν ν’αγκαλιάσουν και να φιλήσουν την κόρη και τα εγγόνια τους.

«Πού είναι ο Κύκλος ο Πρώτος;» ρώτησε η Τριγώνια τούς πολεμιστές της, όταν τους ζύγωσε μαζί με τον Ορείχαλκο και τον Ανδρόνικο. «Είναι νεκρός;»

«Χτυπημένος, Αρχόντισσά μου, όχι νεκρός,» αποκρίθηκε ένας πορφυρόδερμος άντρας, βγάζοντας το κράνος του κι αποκαλύπτοντας από κάτω μια πλούσια μαύρη χαίτη. «Οι Παντοκρατορικοί τον χτύπησαν στο κεφάλι μέσα στα διαμερίσματά σας. Στην αρχή δεν το ξέραμε, αλλιώς θα τους είχαμε επιτεθεί αμέσως. Τον έδεσαν, μαζί με τους δύο υπηρέτες που ήταν επίσης εκεί. Επιπλέον, είχαν σκοτώσει δύο άντρες της φρουράς· τους βρήκαμε νεκρούς σ’ένα από τα δωμάτιά σας. Στο πάτωμα του καθιστικού ήταν ανοιχτή μια καταπακτή, κι ακόμα είναι. Δεν ξέρουμε πώς να την κλείσουμε.»

«Δεν πειράζει,» αποκρίθηκε η Τριγώνια. «Εγώ την άνοιξα, προκειμένου να βγούμε από την Καρθάι. Αλλά μάλλον το σχέδιό μου δεν πήγε και τόσο καλά. Μπορεί ο Κύκλος να περπατήσει;»

«Μπορεί, Αρχόντισσά μου. Υποθέτω, σε λίγο θα βγει για να σας συναντήσει.»

«Θα πάω εγώ να τον συναντήσω,» δήλωσε η Τριγώνια. «Θα με οδηγήσεις σ’αυτόν;»

«Ασφαλώς.»

Η Τριγώνια στράφηκε στον Ορείχαλκο και τον Ανδρόνικο. «Θέλεις να έρθουν και κάποιοι από εμάς;» τη ρώτησε ο πρώτος, υποθέτοντας πως η Αρχόντισσα ίσως να φοβόταν ότι πράκτορες της Παντοκράτειρας κρύβονταν ακόμα μέσα στο παλάτι της.

«Δεν είναι απαραίτητο,» αποκρίθηκε εκείνη. «Απλά ήθελα να σου πω ότι πραγματικά λυπάμαι για τον Ρουμπίνη, Ορείχαλκε. Αν ήξερα τι θα συνέβαινε….»

Ο Ορείχαλκος κούνησε το κεφάλι. «Δε μπορεί κανείς να κατηγορήσει εσένα. Ο Ρουμπίνης έκανε πάντα τις δικές του επιλογές.»

«Δεν πρέπει να τα πηγαίνατε και πολύ καλά οι δυο σας, απ’ό,τι κατάλαβα όσο τον γνώρισα.»

«Δεν έχεις άδικο. Ειδικά τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, ποτέ δεν ήθελα να του συμβεί τίποτα κακό.»

«Το καταλαβαίνω,» αποκρίθηκε η Τριγώνια, και μετά ακολούθησε τους πολεμιστές της μέσα στην Καρθάι, περνώντας τη μεγάλη πύλη των ψηλών, πέτρινων τειχών.

«Τι θα κάνουμε με τους αιχμαλώτους;» ρώτησε ο Επουράνιος ο Πρώτος, πλησιάζοντας τον Ορείχαλκο και τον Ανδρόνικο, με την Ανεμόφθαλμη τη Δεύτερη από δεξιά και τον Ξιφοφόρο τον Δεύτερο από αριστερά. «Ο Καλπάρτι είναι ανάμεσά τους.»

«Θα πρότεινα να τους διώξετε από τη διάσταση, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Στείλτε τους σε μια Παντοκρατορική βάση, για να φύγουν μέσω Αιθέρα.»

«Ο πατέρας μου,» είπε η Ανεμόφθαλμη, «μίλησε πριν από λίγο με τον Καλπάρτι, ο οποίος λέει ότι θέλει να μείνει μαζί μας. Με την ξαδέλφη μου και τα παιδιά τους.» Την ίδια δεν έμοιαζε να την ενθουσιάζει αυτή η ιδέα· η όψη της το υποδήλωνε πεντακάθαρα.

«Αυτό,» απάντησε ο Ανδρόνικος, «εσείς πρέπει να το αποφασίσετε. Εγώ ήρθα εδώ μόνο για να σας βοηθήσω να απελευθερωθείτε.»

Ο Ορείχαλκος είπε: «Ρωτήστε την Ανεμόφθαλμη την Πρώτη. Αν θέλει ο Καλπάρτι να μείνει μαζί της, ας μείνει. Αν όχι… όχι.»

Ο Επουράνιος ο Πρώτος ένευσε. «Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ. Αλλά, δεδομένου ότι είναι στρατιωτικός της Παντοκράτειρας, θα μπορεί να μείνει εδώ, τώρα που έχουμε εξεγερθεί εναντίον της;»

«Μόνο αν εξεγερθεί κι εκείνος, υποθέτω,» είπε ο Ανδρόνικος. «Γιατί, αν ζητηθεί η παρουσία του σε άλλη διάσταση, θα πρέπει να πάει εκεί.»

«Εγώ λέω να τον διώξουμε έτσι κι αλλιώς, και να τελειώνουμε μαζί του,» πρότεινε η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη. «Αν μείνει, μπορεί να μας κατασκοπεύει.»

«Να κατασκοπεύσει τι;» έθεσε το ερώτημα ο Επουράνιος.

«Δεν ξέρω, θείε. Κάτι.»

Ο Ξιφοφόρος βρήκε ευκαιρία να μιλήσει: «Πρίγκιπα Ανδρόνικε, μπορώ τώρα να πάρω τη σύζυγό μου από τη σκηνή όπου κρατείται αιχμάλωτη;»

Ο Ανδρόνικος κοίταξε τον Ορείχαλκο ερωτηματικά, και ο Ορείχαλκος είπε: «Ούτε εγώ ούτε ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είναι σωστό να παίρνουμε τέτοιες αποφάσεις, Άρχοντά μου. Η Κλαρίσσα Λάναρκωφ θα πρέπει, κανονικά, να φύγει με τους υπόλοιπους Παντοκρατορικούς, επομένως δε βλέπω ποιο το νόημα να την κρατάμε αιχμάλωτη αφού η Καρθάι άνοιξε τις πύλες της.»

Ο Ξιφοφόρος ένευσε. «Ακριβώς αυτό ήθελα να τονίσω κι εγώ. Αν προσπαθήσουν να με εμποδίσουν, να τους πω ότι έχω την άδειά σας να πάρω τη σύζυγό μου από τη φυλακή της;»

«Ναι, πείτε αυτό, Άρχοντά μου.»

Ο Ξιφοφόρος στράφηκε και απομακρύνθηκε, βαδίζοντας ανάμεσα στις σκηνές του καταυλισμού.

66.

Η Ιωάννα καθόταν μπροστά στη σκηνή του Ανδρόνικου και κάπνιζε, μόνη, όταν ο Ανδρόνικος πλησίασε και κάθισε κοντά της. Ο ήλιος δεν είχε ακόμα μεσουρανήσει, αλλά η ζέστη ήταν δυνατή. Η Ιωάννα φορούσε μόνο τον στηθόδεσμό της κι ένα κοντό γιλέκο, μαύρο παντελόνι και χαμηλές, γυριστές μπότες. Πλάι της, στο χώμα, ήταν καμια δεκαριά αποτσίγαρα.

«Τι έγινε;» τον ρώτησε, φυσώντας καπνό προς τον ουρανό.

«Τα αναμενόμενα σ’αυτές τις καταστάσεις. Οι Σάρντλιοι μοιάζει να μην ξέρουν ξαφνικά ποιος παίρνει αποφάσεις, ποιος είναι υπεύθυνος για τι…» Χαμογέλασε. «Μ’αρέσει.»

«Σ’αρέσει;»

«Ναι,» είπε ο Ανδρόνικος. «Είναι μια φυσική κατάσταση. Δεν υπάρχει κανένας επόπτης πλέον από πάνω τους ο οποίος ν’αποφασίζει για όλα.»

«Υποθέτω, αυτό είναι καλό.» Η Ιωάννα έσβησε το τσιγάρο πλάι της, ανάμεσα στα υπόλοιπα. «Αλλά μην ξεχνάς ότι πάντα υπάρχει κάποιος πάνω από κάποιον. Οι ‘φυσικές καταστάσεις’ δεν το αποτρέπουν αυτό.»

«Δυστυχώς.»

«Έτσι λέει ένας βασιληάς μιας ολόκληρης διάστασης; Εσύ είσαι πάνω απ’όλους τους άλλους γηγενείς της Απολλώνιας, Ανδρόνικε.»

«Πολλές φορές έχω ευχηθεί να μην ήμουν. Θα ήταν πιο απλά τα πράγματα για εμένα, τότε. Προσπαθώ να είμαι δίκαιος, όμως, και να μην παρεμβαίνω παρά μόνο όταν μου το ζητάνε ή όταν είναι ανάγκη για το καλό της διάστασης. Νομίζεις ότι το ίδιο συμβαίνει και με την Παντοκράτειρα;»

«Δεν συμβαίνει το ίδιο με την Παντοκράτειρα, αλλά προσπαθώ να σε κρατάω προσγειωμένο,» είπε η Ιωάννα, υπομειδιώντας. «Κάποιος πρέπει να το κάνει.»

Ο Ανδρόνικος γέλασε. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του γιλέκου της, εκεί όπου έβλεπε ότι είχε την ταμπακιέρα της, και της πήρε ένα τσιγάρο. «Με προτιμάς, όμως, έτσι όπως είμαι. Το ξέρω. Φαίνεται.»

Η Ιωάννα τού έδωσε φωτιά. «Δυστυχώς.»

Ο Ανδρόνικος ακούμπησε την άκρη του τσιγάρου του επάνω στη φλόγα του ενεργειακού αναπτήρα της. «Γιατί;»

«Γιατί καταλαβαίνω ότι σύντομα τώρα θα επιστρέψουμε στην Απολλώνια.»

«Δεν τελειώσαμε ακόμα εδώ,» της είπε ο Ανδρόνικος. «Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι οι Παντοκρατορικοί όντως θα φύγουν χωρίς να επιχειρήσουν τίποτα ύπουλο.»

«Κι αν επιχειρήσουν κάτι ύπουλο;…»

«…θα χρειαστεί να βοηθήσουμε τους Σάρντλιους, Ιωάννα.»

«Ας μείνουμε, τότε. Εμένα μού αρέσει εδώ,» δήλωσε η Μαύρη Δράκαινα, μειδιώντας. Εσκεμμένα αθώα.

67.

Αποφάσισαν να μείνουν στην Καρθάι μέχρι που να διαπιστωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των Παντοκρατορικών δυνάμεων είχε εγκαταλείψει τη διάσταση. Η πόλη ήταν πολύ καλά οχυρωμένη, και θα αποθάρρυνε τους πράκτορες της Παντοκράτειρας απ’το να πλησιάσουν, σε περίπτωση που αυτοί σκέφτονταν να έρθουν για να δολοφονήσουν τον Ανδρόνικο ή τον Ορείχαλκο. Ο Σάνραντιλ’φεν είπε πως το Φτερωτό Όρος θα ήταν ακόμα πιο ασφαλές, καθώς – εκτός του ότι κι αυτό ήταν, φυσικά, οχυρωμένο και προστατευμένο με μαγγανείες – η θέση του δεν ήταν γνωστή παρά σε ελάχιστους. Όμως ο Ανδρόνικος δεν ήθελε να καταχωνιαστεί σε κάποιο κρυφό μέρος· ούτε και ο Ορείχαλκος. Ήθελαν να βρίσκονται κάπου όπου θα μπορούσαν να έχουν εύκολα επαφή με την υπόλοιπη Σάρντλι, αν χρειαζόταν, και η υπόλοιπη Σάρντλι θα μπορούσε εύκολα να έχει επαφή μ’εκείνους. Επομένως, το Φτερωτό Όρος δεν τους βόλευε τώρα.

Έμειναν στην Καρθάι, στις παρυφές της Τρίγωνης, με τη δυνατή θερμότητα του περιβάλλοντος της ερήμου να τους σφυροκοπεί καθημερινά. Η Τριγώνια η Πέμπτη, φυσικά, είπε πως δεν είχε κανένα πρόβλημα με τη διαμονή τους. Εκτός από τον Ανδρόνικο και τον Ορείχαλκο, έμειναν στην πόλη η Ιωάννα, η Άνμα’ταρ, ο Σέλιρ’χοκ, και αρκετοί ετοιμοπόλεμοι επαναστάτες, αλλά ο Σάνραντιλ’φεν και κάμποσοι άλλοι επαναστάτες (ανάμεσα στους οποίους και η Σιλάνα) έφυγαν για το Φτερωτό Όρος. Πράγμα με το οποίο ο Ανδρόνικος δεν διαφώνησε, διότι έπρεπε να συντονίσουν τέτοιες ενέργειες σ’όλη τη Σάρντλι ώστε να αποτραπούν τυχόν ύπουλα κόλπα και καταστροφές που μπορεί να σχεδίαζαν οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας. (Οι γάτοι θα έμπαιναν σε κίνηση παντού στη διάσταση, τρέχοντας για να μεταφέρουν μηνύματα, επάνω σε άλογα, επάνω σε δίκυκλα, επάνω σε πλεούμενα, επάνω σε αεροσκάφη.)

Επίσης, στην Καρθάι έμειναν οι Ούρταθ, ώστε ο Ορείχαλκος να μπορεί να τους στείλει όπου πιθανώς να παρουσιαζόταν πρόβλημα (και δεν αμφέβαλλε ότι σε κάποια μέρη θα παρουσιαζόταν). Οι περισσότεροι, όμως, από τους συγγενείς του, τους Ορειβάτες, έφυγαν για Φιλτά΄κβι, χωρίς ο Ορείχαλκος να φέρει την παραμικρή αντίρρηση. Μονάχα η Γρανίτια η Πρώτη παρέμεινε, και ο σύζυγός της ο Τριγώνιος. Από τους Γεωμέτρες, επιπλέον, έμεινε η Ευθύγραμμη η Τρίτη, που ήταν θεία της Τριγώνιας της Πέμπτης.

Η Ευύδρια δεν ήθελε να κατοικεί πια μαζί με τους Ορειβάτες ύστερα από τον θάνατο του συζύγου της· έτσι, αφού έγινε η κηδεία του Ρουμπίνη στη Φιλτά’κβι (όπου πήγε και ο Ορείχαλκος με αεροσκάφος προτού επιστρέψει πάλι στην Καρθάι), η Ευύδρια ακολούθησε τους συγγενείς της του Οίκου των Υδατοσκόπων στην Ανατολική Σάρντλι και στην Ουστάλβεχ, παίρνοντας και τον μικρό της γιο.

Η Κλαρίσσα Λάναρκωφ πήγε μαζί με τον Ξιφοφόρο τον Δεύτερο στην έδρα των Οπλομάχων, τη Λουρνάνι, αλλά σύντομα μαθεύτηκε ότι εξαφανίστηκε από εκεί, χωρίς κανένας – ούτε καν ο σύζυγός της – να γνωρίζει προς τα πού κατευθύνθηκε. (Κανένας εκτός από τους πράκτορες της Επανάστασης, που την παρακολούθησαν κρυφά και την είδαν να πηγαίνει στη Νόλρι, η οποία ήταν σταθμός και βάση των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, βρισκόμενη κοντά στη διαστασιακή δίοδο για Αρβήντλια και κοντά σε ορυχεία πολύτιμων λίθων και μετάλλων – τα οποία δεν έλεγχαν οι Ορειβάτες αλλά οι Πράσινοι.)

Οι περισσότεροι Ουράνιοι επέστρεψαν στη Νισθάι (που, ούτως ή άλλως, δεν ήταν μακριά από την Καρθάι), εκτός από την Ανεμόφθαλμη τη Δεύτερη και τον αδελφό της, τον Επουράνιο τον Δεύτερο, οι οποίοι παρέμειναν μαζί με τον Ορείχαλκο. Ο Βύρων Καλπάρτι δήλωσε πως ήθελε να εξακολουθήσει να είναι με τη σύζυγό του, την Ανεμόφθαλμη την Πρώτη, και τα παιδιά τους. Οι Ουράνιοι, και η ίδια η Ανεμόφθαλμη, συμφώνησαν, αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι θα παραιτείτο από τον Παντοκρατορικό Στρατό. Ο Βύρων είπε: «Ό,τι έκανα το έκανα έχοντας το καλό της οικογένειάς μου κατά νου. Μπορεί να κατάγομαι από τη Ρελκάμνια αλλά μέσα μου ρέει και το αίμα της Σάρντλι. Οι γονείς μου, κάποτε, ήρθαν στη Ρελκάμνια από εδώ· γι’αυτό κιόλας το επώνυμό μου θυμίζει Σάρντλιο όνομα, όπως θα μπορείτε να καταλάβετε.» Έμοιαζε αρκετά ειλικρινής· η Ανεμόφθαλμη η Πρώτη τον πίστεψε. Η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη ποτέ δεν θα τον πίστευε, όμως: σε καμία περίπτωση. Ούτε θα τον εμπιστευόταν.

68.

Το μόνο που χρειαζόταν να κάνουν τώρα, προς το παρόν, ήταν να περιμένουν να μάθουν τι θα γινόταν με τις Παντοκρατορικές δυνάμεις σε κάθε γωνιά της Σάρντλι και να δράσουν ανάλογα αν, και μόνο αν, χρειαζόταν. Τα προβλήματά τους δεν ήταν τόσο άμεσα όσο όταν βρίσκονταν στη Φανχάι. Και οι σκέψεις του Ορείχαλκου πήγαιναν, κάθε τόσο, στην Αγαρίστη.

Μέσα στο μυαλό του είχε διαχωρίσει την Παντοκράτειρα από τους Παντοκρατορικούς. Ειδικά από τότε που ο Ανδρόνικος τού είχε εξηγήσει τι συνέβαινε μ’αυτό τον αρχέγονο δαίμονα, τον Ελκράσ’ναρχ. Εξαρχής, από τότε που την παντρεύτηκε, υποπτευόταν ότι οι Υπερασπιστές ήταν κάτι περισσότερο απ’αυτό που έδειχναν, αλλά ποτέ δεν είχε υποψιαστεί πόσο πραγματικά παράξενη ήταν η ιστορία μαζί τους. Η Αγαρίστη ήταν αιχμάλωτή τους, είτε το γνώριζε είτε όχι. Ο Ορείχαλκος ήθελε να τη βοηθήσει, μα δεν ήξερε πώς. Η ίδια θα τον αποστρεφόταν, υπέθετε, μόλις μάθαινε για την προδοσία του· δεν θα καταλάβαινε τους λόγους που τον είχαν κάνει να θέλει να απελευθερώσει τη Σάρντλι.

Ρώτησε τον Σέλιρ’χοκ, ένα απόγευμα, συναντώντας τον σε μια αυλή του παλατιού της Καρθάι: «Τι χρονική διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη Ρελκάμνια και στη Σάρντλι, μάγε;»

«Τι χρονική αναλογία, εννοείς, Άρχοντά μου…»

«Όπως κι αν λέγεται…»

«Η Ρελκάμνια κινείται στο χρόνο πιο γρήγορα από τη Σάρντλι.» Ο Σέλιρ’χοκ συνοφρυώθηκε προς στιγμή, σαν να έκανε υπολογισμούς με το μυαλό του. «Αν δε λαθεύω, όταν στη Σάρντλι περνά μία ημέρα, στη Ρελκάμνια έχει περάσει μία ημέρα και πέντε ώρες περίπου.»

Ο Ορείχαλκος συνοφρυώθηκε. «Αυτό σημαίνει ότι έχουμε λιγότερο χρόνο εμείς;»

«Σκέψου του ως εξής: Στον ίδιο θεωρητικά αντικειμενικό χρόνο, στη Ρελκάμνια προλαβαίνεις να κάνεις περισσότερα πράγματα απ’ό,τι στη Σάρντλι. Επίσης, στη Ρελκάμνια γερνάς πιο γρήγορα.»

«Τώρα, με μπέρδεψες τελείως.»

Το κατάμαυρο πρόσωπο του Σέλιρ’χοκ μειδίασε, και ο Ορείχαλκος τού επέστρεψε το μειδίαμα.

«Γιατί θέλεις να μάθεις;» ρώτησε ο μάγος.

«Απλά είμαι περίεργος.»

Αλλά η αλήθεια ήταν ότι προσπαθούσε να υπολογίσει πόσο γρήγορα μπορεί να έφτανε στ’αφτιά της Αγαρίστης η πληροφορία για το τι είχε συμβεί εδώ. Ο Ορείχαλκος αισθανόταν ότι ήθελε να τη δει και να της μιλήσει, παρότι αυτό έμοιαζε αδύνατο. Ήθελε να συζητήσουν, να μάθει αν η Αγαρίστη ήξερε για τον Ελκράσ’ναρχ. Να μάθει τι ακριβώς ήξερε γι’αυτόν. Ήταν το ίδιο πράγμα που ήξερε κι ο Ανδρόνικος;

Ο Ανδρόνικος δεν την αγαπούσε· ο Ορείχαλκος το είχε καταλάβει. Για εκείνον, ήταν μόνο «η Παντοκράτειρα», ένας συμπαντικός τύραννος, και ένα πιόνι του Ελκράσ’ναρχ πιθανώς: το βασικό του πιόνι στον πίνακα του παιχνιδιού που ήταν όλο το Γνωστό Σύμπαν. Αλλά ο Ορείχαλκος την έβλεπε σαν γυναίκα, και σαν άνθρωπο, επειδή νόμιζε πως την είχε γνωρίσει αρκετά καλά στην τελετή του γάμου τους, σ’εκείνον τον Πύργο του Ήλιου και του Ανέμου, στην καυτή έρημο Εσχάτη. Είχε κοιτάξει, για μερικές ημέρες, μες στην ψυχή της. Γιατί οι τελετές γάμου που γίνονταν στους Πύργους του Ήλιου και του Ανέμου, όταν παντρεύονταν οι ευγενείς της Σάρντλι, δεν ήταν όπως οι απλές τελετές γάμου που έκαναν οι ιερείς όταν παντρεύονταν δύο οποιοιδήποτε άνθρωποι. Είχαν κάτι το βαθιά μυστικιστικό και εσωτερικό. Γι’αυτό κιόλας, όταν ο Ορείχαλκος και η Αγαρίστη είχαν αρχίσει να αγνοούν τα έθιμα της τελετής, το β’ζάιλ του Ορείχαλκου είχε εξοργιστεί και είχε προσπαθήσει να τους σκοτώσει και τους δύο… με αποτέλεσμα το ίδιο να σκοτωθεί από το χέρι των Υπερασπιστών της Παντοκράτειρας. Του Ελκράσ’ναρχ. Ο οποίος, φυσικά, δεν ήταν πρόθυμος να χάσει τόσο εύκολα το βασικό του πιόνι στο παιχνίδι του Γνωστού Σύμπαντος.

Ο Ορείχαλκος ήθελε να ξανασυναντήσει την Αγαρίστη. Οπωσδήποτε. Μου είπε το όνομά της, το πραγματικό της όνομα. Σε κανέναν άλλο σύζυγό της δεν έχει πει το όνομά της. Ο Ανδρόνικος δεν ξέρει ότι τη λένε Αγαρίστη. Δεν ξέρει τίποτα γι’αυτήν.

Πώς μπορώ, όμως, να κάνω κάτι, τώρα που είμαι ένας από τους «αποστάτες» (όπως τους αποκαλούσαν οι Παντοκρατορικοί); Πώς μπορώ να τη βοηθήσω;

«Τι σ’απασχολεί;» τον ρώτησε η Ανεμόφθαλμη, βλέποντάς τον καθισμένο στον καναπέ του δωματίου που τους είχε παραχωρήσει η Τριγώνια η Πέμπτη στο παλάτι της.

«Διάφορα πράγματα. Σκέφτομαι.» Δεν μπορούσε, φυσικά, να μιλήσει στην Ανεμόφθαλμη για την Αγαρίστη. Για εκείνη, η Παντοκράτειρα ήταν ένας δαίμονας.

Τώρα, για πρώτη φορά ύστερα από τόσο καιρό, ο Ορείχαλκος νόμιζε πως πραγματικά θα ήθελε να είχε ακόμα το β’ζάιλ του, για να το συμβουλευτεί.

69.

Νέα από όλη τη Σάρντλι δεν άργησαν ν’αρχίσουν να έρχονται, το ένα κατόπιν του άλλου, στην Καρθάι. Ορισμένα τα έφερναν γάτοι της Επανάστασης που ήξεραν ότι ο Πρίγκιπας ήταν εδώ· ορισμένα τα έφερναν αγγελιαφόροι αρχόντων της Σάρντλι· ορισμένα τα έφερναν ευγενείς, άνθρωποι από Οίκους, που έρχονταν να επισκεφτούν τον Ορείχαλκο και τον Ανδρόνικο· ορισμένα τα έφερναν κατάσκοποι των Ορειβατών.

Οι περιοχές που ενδιέφεραν περισσότερο τους επαναστάτες ήταν οι έδρες των Οίκων της Σάρντλι, γιατί αυτά ήταν τα κέντρα ελέγχου της διάστασης. Και, αναμενόμενα, τα πρώτα νέα ήρθαν από εκεί…

Νισθάι – έδρα του Οίκου των Ουράνιων: Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας υποχώρησαν χωρίς επεισόδια· ο Βύρων Καλπάρτι δεν ακολούθησε τους υπόλοιπους στρατιωτικούς στην υποχώρησή τους. (Το μεγαλύτερο μέρος των Παντοκρατορικών πολεμιστών πήγε προς τα δυτικά, παρατήρησαν οι πράκτορες της Επανάστασης.)

Φανχάι – έδρα του Οίκου των Πολεοδόμων: Ύστερα από τις σύντομες συγκρούσεις πριν από το μεγάλο συμβούλιο των Οίκων, δεν προκλήθηκαν άλλες καταστροφές, αλλά στην πόλη παρατηρήθηκε αυξημένη κίνηση από ταξιδιώτες και μισθοφόρους. (Οι πράκτορες της Επανάστασης δεν εντόπισαν ύποπτες κινήσεις.)

Ραντ’κάμι – έδρα του Οίκου των Ακτοφυλάκων: Η Παντοκρατορική Επόπτρια της περιοχής, Χριστίνα Ταχυδάκτυλη, έλειπε (άγνωστο πού είχε πάει)· οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας υποχώρησαν χωρίς να γίνουν συγκρούσεις. Κατευθύνθηκαν βόρεια, πλέοντας επάνω στον ποταμό Ράντραμ. (Οι πράκτορες της Επανάστασης τούς είδαν να περνάνε από τη Φανχάι, να συνεχίζουν, και μετά να στρίβουν δυτικά, στον ποταμό Ραντ, πηγαίνοντας προς τη λίμνη Κρούκ’φα.)

Ράκ’κάμι – έδρα του Οίκου των Γνωστικών: Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας προκάλεσαν ζημιές στην πόλη, όταν τους ζητήθηκε να υποχωρήσουν, αλλά οι επαναστάτες της Προμάχου Κιρτέφκι βοήθησαν τους μαχητές των Γνωστικών, και οι Παντοκρατορικοί αναγκάστηκαν να περάσουν τον ποταμό Ράκναμ – πετώντας, εκδικητικά, δηλητήρια πίσω τους μέσα στα νερά – και να υποχωρήσουν προς τα δυτικά. (Οι πράκτορες της Επανάστασης τούς εντόπισαν να κινούνταν πλάι στις παρυφές των δασότοπων Ρέ’ενθαμκ, με βόρεια κατεύθυνση.)

Σάνκα – έδρα του Οίκου των Πρασίνων: Οι Παντοκρατορικοί υποχώρησαν χωρίς να χτυπήσουν την πόλη, αλλά η βοηθός του τοπικού Επόπτη δηλητηρίασε τον σύζυγό της, Πολύκλαδο τον Πρώτο, και, την ίδια νύχτα, δολοφόνοι γλίστρησαν μέσα στο Καταπράσινο Μέγαρο και επιτέθηκαν στους ενοίκους. Ορισμένοι από τους Πράσινους τραυματίστηκαν· ευτυχώς, κανένας δεν σκοτώθηκε – εκτός απ’τον Πολύκλαδο τον Πρώτο, φυσικά. Ο σύζυγος της Περίανθης, που ήταν Παντοκρατορικός και την είχε απαγάγει προτού γίνει το μεγάλο συμβούλιο των Οίκων, την είχε πλέον παραδώσει στους Πράσινους, κι έτσι εκείνη βρισκόταν στο Μέγαρο όταν οι δολοφόνοι επιτέθηκαν. Δεν ήταν, όμως, από αυτούς που χτυπήθηκαν. Ο πατέρας της, ο Κρινοπρόσωπος ο Πρώτος, αποδείχτηκε πως άδικα ανησυχούσε για εκείνη. Μάλλον για τον ξάδελφό του, τον Πολύκλαδο τον Πρώτο, θα έπρεπε ν’ανησυχεί περισσότερο. (Οι πράκτορες της Επανάστασης παρακολούθησαν την υποχώρηση των Παντοκρατορικών και τους είδαν να κατευθύνονται βορειοδυτικά, προς τη Νόλρι.)

Λουρνάνι – έδρα του Οίκου των Οπλομάχων: Οι Παντοκρατορικοί δέχτηκαν να αποχωρήσουν από την πόλη όταν οι μισθοφόροι των Οπλομάχων περικύκλωσαν το φρουραρχείο τους, ενώ η Κλαρίσσα Λάναρκωφ είχε ήδη φύγει μαζί με μερικούς άλλους αξιωματικούς και πράκτορες. Η Διλέπιδη, η κόρη του Πέλεκυ του Πρώτου, που δεν έμενε πλέον στο Μέγαρο των Όπλων, είχε έρθει εκεί ύστερα από τα τελευταία γεγονότα, μαζί με τον σύζυγό της που ήταν Παντοκρατορικός στρατιωτικός. Όταν η υποχώρηση του στρατεύματος της Παντοκράτειρας άρχισε, εκείνος προσπάθησε να απαγάγει τη Διλέπιδη παρά τη θέλησή της, για να την πάρει μαζί του στη Νόλρι. Η Διλέπιδη τον σκότωσε πυροβολώντας τον δύο φορές στο στήθος μ’ένα μικρό πιστόλι. (Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας που εγκατέλειψαν τη Λουρνάνι κατευθύνθηκαν δυτικά, παρατήρησαν οι πράκτορες της Επανάστασης, και περνώντας από την περιοχή της Σάνκα – όπου προκάλεσαν κάποιες μικρές καταστροφές στα περίχωρα της πόλης των Πρασίνων – μπήκαν σε ατμόπλοια που τους περίμεναν στις όχθες του ποταμού Ράντραμ και έπλευσαν βόρεια, για να αποβιβαστούν στην Τόλκα κι από εκεί να πάνε στη Νόλρι. Η οποία είχε γεμίσει με Παντοκρατορικό στρατό, σημείωσαν οι πράκτορες της Επανάστασης, και οι Πράσινοι δεν είχαν πλέον κανέναν έλεγχο στα ορυχεία τους εκεί.)

Κάρντβι – έδρα του Οίκου των Γεωμετρών: Αφού διέλυσαν, με απανωτούς πυροβολισμούς, κάτι πανάρχαια αγάλματα γεωμετρικής τέχνης στην αυλή του Μεγάρου της Ανεπίληπτης Συμμετρίας, οι Παντοκρατορικοί εγκατέλειψαν την πόλη κατευθυνόμενοι δυτικά. (Πέρασαν κοντά από τη Λουρνάνι και τη Σάνκα χωρίς επεισόδια, και οι πράκτορες της Επανάστασης τούς είδαν κι αυτούς να καταλήγουν στη Νόλρι.)

Φιλτά’κβι – έδρα του Οίκου των Ορειβατών: Δεν είχαν μείνει άλλοι Παντοκρατορικοί για να φύγουν. Κανένα δυσάρεστο επεισόδιο δεν έγινε. (Οι πράκτορες της Επανάστασης δεν εντόπισαν καμία ύποπτη κίνηση, ούτε στη Φιλτά’κβι, ούτε γύρω από τις όχθες της λίμνης Νόλκ’βα, ούτε κοντά σε κανένα από τα ορυχεία των Ορειβατών.)

Νασράντεχ – έδρα του Οίκου των Οδηγών: Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας εγκατέλειψαν την πόλη μόλις η Σταυροδρόμια η Δεύτερη και ο Αργυρόδρομος ο Πρώτος τούς το ζήτησαν. (Οι πράκτορες της Επανάστασης τούς εντόπισαν να πηγαίνουν ανατολικά, σε μια βάση τους βόρεια της Βεν’δράχαλ.)

Βαν’τάτλεχ – έδρα του Οίκου των Θηριοδαμαστών: Οι λίγοι στρατιώτες της Παντοκράτειρας που βρίσκονταν εδώ υποχώρησαν χωρίς να φέρουν καμία αντίσταση. Επιβιβάστηκαν σε αεροσκάφη και πέταξαν βόρεια. (Εντοπίστηκαν να προσεγγίζουν τη βάση βόρεια της Βεν’δράχαλ.)

Ουστάλβεχ – έδρα του Οίκου των Υδατοσκόπων: Οι Παντοκρατορικοί, φεύγοντας με αεροσκάφη, βομβάρδισαν το μεγάλο αεροδρόμιο της Ουστάλβεχ, το οποίο ήταν από τα καλύτερα της Σάρντλι. Ο αεροδιάδρομος γέμισε κρατήρες, υπόστεγα γκρεμίστηκαν, οικήματα άνοιξαν μεγάλες τρύπες, και όλα τα τζάμια διαλύθηκαν. (Οι πράκτορες της Επανάστασης τούς εντόπισαν να κατευθύνονται νότια, προς τη βάση βόρεια της Βεν’δράχαλ.)

70.

Συγκεντρώθηκαν σε μια αίθουσα του παλατιού της Καρθάι, όταν είχαν αρκετές αναφορές στα χέρια τους ώστε να μπορεί να βγει κάποιο συμπέρασμα για τις κινήσεις των Παντοκρατορικών. Καθισμένοι τώρα όλοι γύρω από ένα τραπέζι, είχαν έναν μεγάλο χάρτη της Σάρντλι ανάμεσά τους, ζωγραφισμένο επάνω σε μαλακή περγαμηνή με όμορφη γιρλάντα και άλλα διακοσμητικά σχέδια – απεικονίσεις διαφόρων πλασμάτων και λαών της διάστασης. Επάνω στην περγαμηνή στέκονταν επίσης τρεις ξύλινοι στρατιώτες.

Τοποθετώντας τον τελευταίο από αυτούς, ο Ανδρόνικος είπε: «Ορίστε οι θέσεις όπου φαίνεται να έχουν συγκεντρωθεί τα στρατεύματα της Παντοκράτειρας.» Ο ένας ξύλινος στρατιώτης ήταν στημένος στη Νόλρι, ο άλλος λίγο πιο δίπλα από τη Ράντ’κα και τη λίμνη Κρούκ’φα, κι ο τρίτος βόρεια της Βεν’δράχαλ.

«Και τι κάνουν εκεί;» ρώτησε η Τριγώνια η Πέμπτη, με τα δάχτυλά της πλεγμένα επάνω στο τραπέζι.

«Για την ώρα, περιμένουν, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.

«Δεν φεύγουν, δηλαδή;» είπε η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη, συνοφρυωμένη.

«Υποθέτω ότι συγκεντρώθηκαν εκεί ώστε να εγκαταλείψουν τη Σάρντλι μέσω Αιθέρα.»

«Γιατί δεν πετάνε, τότε;» ρώτησε ο Επουράνιος ο Δεύτερος. «Τι τους εμποδίζει;»

«Περιμένουν μάλλον να έρθουν αεροσκάφη από τη Ρελκάμνια για να τους πάρουν.»

«Έχουν μάθει στη Ρελκάμνια τι συμβαίνει εδώ;» είπε ο Ορείχαλκος, που ακόμα αναρωτιόταν πώς να έρθει σε επαφή με την Αγαρίστη, για να της μιλήσει, και πώς να διαχωρίσει την Παντοκράτειρα από τους Παντοκρατορικούς.

«Αν δεν έχουν μάθει,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «σύντομα θα μάθουν. Δεν είναι παρά θέμα χρόνου. Οι Παντοκρατορικοί που βρίσκονται εδώ θα στείλουν κάποιο αεροσκάφος τους να διασχίσει τον Αιθέρα και να φτάσει στη Ρελκάμνια, κι από τη Ρελκάμνια θα έρθουν αεροσκάφη για να πάρουν τους πολεμιστές που έχουν συγκεντρωθεί στα τρία σημεία που έχουμε σημειώσει.» Έδειξε, με μια σύντομη χειρονομία, τους τρεις ξύλινους στρατιώτες επάνω στον χάρτη.

«Ή, τουλάχιστον, αυτή την υπόθεση κάνετε, Πρίγκιπά μου,» είπε η Ανεμόφθαλμη.

«Πράγματι,» συμφώνησε ο Ανδρόνικος, «είναι μια υπόθεση. Αλλά δεν έχουμε λόγο να πιστέψουμε, αυτή τη στιγμή, ότι σχεδιάζουν επίθεση από τα τρία σημεία συγκέντρωσής τους.»

«Μπορεί, όμως, να περιμένουν ενισχύσεις,» είπε ο Τριγώνιος, ο σύζυγος της Γρανίτιας, «γι’αυτό τώρα είναι ακίνητοι, ώστε να μας κάνουν να πιστέψουμε πως δεν υπάρχει κίνδυνος ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει.»

«Τίποτα δεν αποκλείεται, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Ωστόσο, όπως ξέρετε, η Παντοκρατορία βρίσκεται σε δύσκολη θέση τούτες τις ημέρες. Το αμφιβάλλω ότι μπορεί να στείλει ενισχύσεις στη Σάρντλι. Αν μπορούσε να στείλει ενισχύσεις, θα το είχε κάνει ήδη, όπως έχω ξαναπεί, όταν επιτιθόμασταν στα ορυχεία των Ορειβατών.»

«Έτσι ακριβώς,» είπε ο Ορείχαλκος. «Η ίδια η Παντοκράτειρα, όταν μας είχε επισκεφτεί, είχε επισημάνει ότι δεν μπορούσε να μας στείλει ενισχύσεις. Υπάρχει πρόβλημα.» Το μυαλό του, όμως, δεν ήταν στο πρόβλημα που συζητούσαν γύρω απ’το τραπέζι… Πώς να πλησιάσω πάλι την Αγαρίστη; Είναι δυνατόν να μην υπάρχει κανένας τρόπος; Κι όμως, έτσι έμοιαζε. Συνεχώς, η Παντοκράτειρα ήταν περιτριγυρισμένη από φρουρούς, αξιωματικούς, μάγους, και… τους Υπερασπιστές της, φυσικά. Ο Ελκράσ’ναρχ δεν την άφηνε ποτέ από κοντά του. Ναι, φάνταζε αδύνατο να την πλησιάσει τώρα ο Ορείχαλκος: τώρα που ήταν πλέον με τους «αποστάτες». Τίποτα, όμως, δεν είναι ακατόρθωτο… Το μυαλό του αναζητούσε λύσεις.

«Εγώ,» είπε η Ανεμόφθαλμη, «προτείνω να προετοιμαστούμε για πόλεμο. Να μην επαναπαυόμαστε.»

«Δεν είμαστε επαναπαυμένοι, Αρχόντισσά μου,» της απάντησε ο Ανδρόνικος. «Γι’αυτό κιόλας βρισκόμαστε ακόμα στη Σάρντλι· δεν έχουμε φύγει.»

«Εννοώ, να ετοιμαστούμε για να χτυπήσουμε τις τρεις θέσεις που έχετε σημειώσει πάνω στον χάρτη, Πρίγκιπά μου. Όταν οι Παντοκρατορικοί πρωτοήρθαν στη Σάρντλι, μας κατέκτησαν γιατί δεν ήμασταν αρκετά ενωμένοι–»

«Δεν ήταν αυτός ο πραγματικός λόγος, Ανεμόφθαλμη,» της είπε η Γρανίτια. «Ούτε ο μόνος.»

«Ήταν όμως ένας πολύ σημαντικός λόγος!»

«Οι Παντοκρατορικοί ήταν πολύ ισχυροί–»

«Ναι, αλλά αν ήμασταν ενωμένοι θα τους είχαμε απωθήσει! Ας μην κάνουμε και τώρα το ίδιο λάθος. Πρέπει να συγκεντρωθεί στρατός – από όλους τους Οίκους – και να σταλεί σ’αυτές τις τρεις θέσεις.» Η Ανεμόφθαλμη έδειξε τα τρία ξύλινα στρατιωτάκια επάνω στον χάρτη, καθώς σηκωνόταν όρθια. Τώρα που είχαν φτάσει ώς εδώ, τώρα που είχαν φτάσει σχεδόν να διώξουν τους Παντοκρατορικούς από τη Σάρντλι, φοβόταν ότι ίσως να γινόταν κάτι – κάτι απίθανο, ίσως· κάτι εξωφρενικό – που θα ανέτρεπε τα πάντα. Και τα παράξενα όνειρα που έβλεπε ολοένα και περισσότερο τελευταία ενίσχυαν αυτό τον φόβο της, παρότι δεν ήταν άμεσα σχετιζόμενα με την κατάσταση στη Σάρντλι ή με τους Παντοκρατορικούς.

«Προτείνεις να ξεκινήσουμε πόλεμο!» είπε η Γρανίτια, σαν τούτο να μην ήταν καταφανές, σαν η Ανεμόφθαλμη να μην το είχε εκφράσει ξεκάθαρα.

«Οι Ούρταθ, ούτως ή άλλως, έχουν αρχίσει να βαριούνται.»

«Μιλάς σοβαρά; Επειδή κάτι άγριοι μισθοφόροι έχουν αρχίσει να βαριούνται, εμείς θα–;»

«Εξήγησα ήδη ποιος είναι ο λόγος που πρέπει να είμαστε έτοιμοι.»

«Μα, δεν λες να είμαστε έτοιμοι απλώς! Λες να στρατολογήσουμε δυνάμεις ώστε να επιτεθούμε στις τρεις θέσεις όπου έχουν συγκεντρωθεί τώρα οι Παντοκρατορικοί!»

«Ναι,» απάντησε η Ανεμόφθαλμη. «Αυτό ακριβώς.» Απορούσε που η Γρανίτια έμοιαζε να δυσκολεύεται να το συνειδητοποιήσει, και απορούσε επίσης που ήταν η μόνη που το είχε προτείνει εδώ μέσα. Ήταν προφανές ότι αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν! «Αν αφήσουμε τους Παντοκρατορικούς να νομίσουν πως δεν έχουμε πραγματική δύναμη πέραν από τις αποφάσεις ενός συμβουλίου, θα βρουν τρόπο να μας χτυπήσουν: να είστε σίγουροι για τούτο!» Ακόμα δεν είχε καθίσει, και το ένα της χέρι ακράγγιζε τη γιρλάντα του χάρτη επάνω στο τραπέζι.

«Πρίγκιπα Ανδρόνικε,» ρώτησε η Ευθύγραμμη η Τρίτη, «τι νομίζετε;» Κρατούσε το κοκάλινο κομπολόι της, και τα παχιά δάχτυλά της έπαιζαν, αργά, με τις χάντρες. Η έκφρασή της ήταν σκεπτική.

Ο Ανδρόνικος είχε τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του, καθώς τους άκουγε με την πλάτη ακουμπισμένη στην καρέκλα του. «Δεν ξέρω αν μια τέτοια κίνηση θα είχε νόημα. Αν οι Παντοκρατορικοί δεν δεχτούν ενισχύσεις από τη Ρελκάμνια – και δεν θεωρώ ότι θα δεχτούν – τότε θα φύγουν. Δε μπορούν να κρατηθούν εδώ, ύστερα από την απόφασή σας.»

«Αν όμως σταλούν ενισχύσεις από τη Ρελκάμνια;» είπε η Ανεμόφθαλμη. «Αν γίνει κάτι που δεν έχουμε προβλέψει – ούτε εμείς ούτε εσείς, Πρίγκιπά μου;»

«Δεν είμαι εναντίον της ιδέας τού να στρατολογήσετε δυνάμεις και να πλησιάσετε τις τρεις θέσεις όπου έχουν συγκεντρωθεί οι Παντοκρατορικοί. Απλώς δεν το προτείνω.»

Η Ιωάννα είπε: «Υπάρχει και η περίπτωση μια τέτοια κίνηση να τρομάξει τους Παντοκρατορικούς και να τους κάνει να επιτεθούν ενώ αρχικά δεν σκόπευαν.»

«Χειρότερα, όμως, δεν θα είναι αν μας πιάσουν απροετοίμαστους;» είπε η Ανεμόφθαλμη: και ήταν φανερό πως η ίδια απαντούσε ναι σ’αυτή την ερώτηση. «Καλύτερα να φοβηθούν και ν’αλλάξουν τα τυχόν ύπουλα σχέδια που μπορεί να έχουν κάνει!»

Η Ιωάννα έσβησε το τσιγάρο της στο τασάκι μπροστά της, χωρίς να μιλήσει.

Η Άνμα’ταρ ρώτησε: «Δεν παρακολουθούν οι κατάσκοποί μας αυτά τα τρία σημεία;» Έδειξε τους ξύλινους στρατιώτες πάνω στον χάρτη.

«Φυσικά και τα παρακολουθούν,» της είπε ο Ανδρόνικος.

«Επομένως, αν οι Παντοκρατορικοί επιχειρήσουν επίθεση θα το μάθουμε αμέσως. Δε μπορεί οι πράκτορές μας να μη δουν ολόκληρα στρατεύματα να ξεκινούν για πόλεμο.»

«Αυτό λέω κι εγώ. Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας δεν δείχνουν ότι σκοπεύουν να επιτεθούν.» Πήρε ένα από τα τσιγάρα της Ιωάννας και το άναψε με τον ενεργειακό αναπτήρα του.

«Καλύτερα να είμαστε έτοιμοι,» επέμεινε η Ανεμόφθαλμη, που ακόμα στεκόταν. Αισθανόταν τα νεύρα της πολύ τσιτωμένα για να καθίσει· τα γόνατά της της έμοιαζαν αλύγιστα. «Ακόμα κι αν δεν βάλουμε τις δυνάμεις μας να πλησιάσουν τους Παντοκρατορικούς, πρέπει να υπάρχει στρατός συγκεντρωμένος από όλους τους Οίκους. Προετοιμασμένος για πόλεμο. Μέχρι στιγμής, μόνο οι Ούρταθ είναι έτοιμοι για πόλεμο!»

Ο Ορείχαλκος, παρατηρώντας την και ακούγοντάς την, έδιωξε για λίγο από το μυαλό του την Αγαρίστη. Η Ανεμόφθαλμη τού φαινόταν πολύ πιο απότομη απ’ό,τι συνήθως. Δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ήρεμο πλάσμα, βέβαια, αλλά όχι κι έτσι! Τα όνειρά της φταίνε; Την ενοχλούν τόσο; «Δεν είναι αλήθεια αυτό,» της είπε. «Υπάρχουν μισθοφόροι έτοιμοι για πόλεμο, πληρωμένοι από όλους τους Οίκους.»

«Όχι όμως και τόσοι πολλοί. Είναι στρατός κατασκηνωμένος έξω από καμια πόλη; Όχι. Μόνο οι Ούρταθ.»

«Σ’αυτό ίσως να έχει δίκιο,» είπε η Γρανίτια. «Το να είχαμε στρατό έτοιμο δεν θα μας έβλαπτε. Θα μας πρόσφερε μια κάποια ασφάλεια. Αλλά δεν χρειάζεται να φτάσουμε στο σημείο να χτυπήσουμε τις θέσεις των Παντοκρατορικών. Καλύτερα να τους αφήσουμε να υποχωρήσουν ήρεμα. Κι αν δεν υποχωρήσουν…» ανασήκωσε τους ώμους, «βλέπουμε.»

«Θα πρέπει να γίνει πάλι συμβούλιο των Οίκων γι’αυτό,» τόνισε ο Ορείχαλκος.

«Δε χρειάζεται συμβούλιο!» είπε η Ανεμόφθαλμη. «Θα στείλουμε αγγελιαφόρους, ζητώντας από όλους να στρατολογήσουν μισθοφόρους. Δε νομίζω κανένας να έχει πρόβλημα. Για την ασφάλεια της περιοχής τους θα είναι.»

«Έτσι, απλά τους προτείνεις κάτι. Δεν παίρνεις απόφαση για ολόκληρη τη διάσταση. Και πριν από λίγο δεν λέγαμε να είμαστε ενωμένοι;»

«Αν για κάθε μικρό ζήτημα πρέπει να γίνεται συμβούλιο των Οίκων–»

Η Ευθύγραμμη η Τρίτη τη διέκοψε: «Δεν είναι μικρό ζήτημα η μαζική συγκέντρωση στρατευμάτων για τη φύλαξη της διάστασης.»

«Θα συγκαλέσετε, λοιπόν, συμβούλιο ξανά;» απόρησε η Ανεμόφθαλμη.

Ο Ορείχαλκος αναστέναξε. «Ούτε εγώ θέλω να συγκληθούν πάλι οι Οίκοι, αλλά αυτό που προτείνεις….»

«Ας τους στείλουμε το αίτημά μας με αγγελιαφόρους,» είπε η Ανεμόφθαλμη, «κι αν υπάρξουν διαφωνίες, τότε κάνουμε συμβούλιο.» Κάθισε – επιτέλους – στην καρέκλα της, νιώθοντας ξαφνικά εξαντλημένη.

Οι γηγενείς της Σάρντλι αλληλοκοιτάχτηκαν για μερικές στιγμές, σιωπηλά, σαν ο ένας να ήθελε να διακρίνει στην έκφραση του άλλου ποια ήταν η απόφασή του, τι νόμιζε.

Ο Ανδρόνικος δεν παρενέβη. Δεν ήθελε να τους επηρεάσει σ’αυτό το ζήτημα. Δεν θα πρότεινε τη στρατολόγηση μισθοφόρων παρά μόνο αν του φαινόταν απαραίτητο, και τώρα απαραίτητο δεν του φαινόταν. Ούτε Βασιληάς της Σάρντλι είμαι. Δεν επιθυμούσε οι κάτοικοι του Γνωστού Σύμπαντος να τον βλέπουν σαν μια δύναμη παρόμοια της Παντοκράτειρας, μια δύναμη που έπρεπε να συμβουλεύονται για το πώς θα διοικήσουν τις διαστάσεις τους.

«Ας το κάνουμε,» είπε, τελικά, η Τριγώνια. «Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε. Μονάχα μερικά καύσιμα.»

Οι υπόλοιποι συμφώνησαν, περισσότερο ή λιγότερο διστακτικά.

«Καλώς,» είπε ο Ορείχαλκος. «Ποιος θα γράψει το αίτημα;»

«Νομίζω πως εσύ είσαι ο καλύτερος γι’αυτή τη δουλειά,» του είπε η Γρανίτια.

Ο Ορείχαλκος το φοβόταν ότι το πράγμα θα κατέληγε εδώ. Οι Σάρντλιοι είχαν αρχίσει να τον βλέπουν σαν κεντρική φιγούρα της διάστασης. Είχαν αρχίσει να τον βλέπουν έτσι από καιρό: από τότε που είχε γίνει σύζυγος της Παντοκράτειρας: και τώρα, ακόμα περισσότερο. Ένα τέτοιο αίτημα ήταν πλέον σχεδόν προφανές ότι έπρεπε να γίνει από εκείνον. Έριξε ένα βλέμμα στον Ανδρόνικο. Τώρα καταλαβαίνω πώς πρέπει να αισθάνεσαι ορισμένες φορές. Εσύ απλά επέλεξες την απελευθέρωση της διάστασής σου, οι άλλοι σε επέλεξαν για αρχηγό τους, σε επονόμασαν Πρίγκιπα της Επανάστασης.

«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος.

Η Γρανίτια φώναξε σ’έναν υπηρέτη να τους φέρει χαρτί και μελάνι.

71.

Ο Ναός του Σάμπρεοθ μέσα στην Καρθάι ήταν οικοδομημένος με αμμόλιθο και λαξεμένος σαν ένα πελώριο πρόσωπο, στρεβλωμένο από εφιάλτη. Είχε δύο πελώρια μάτια, κοντή, πλατιά μύτη, και γιγάντιο στόμα. Το στόμα ήταν και η κεντρική πύλη του Ναού, η οποία έστεκε ανοιχτή όλες τις ώρες, για όσους ήθελαν να έρθουν να προσευχηθούν στον θεό της ερήμου και της θύελλας της άμμου. Δεν υπήρχε καν κάποια σιδεριά ή κατασκεύασμα από ξύλο που να μπορεί να κλείσει την είσοδο. Κανένας γηγενής δεν θα φανταζόταν να μπει στον Ναό για να κάνει καταστροφές· κάτι τέτοιο, αναμφίβολα, θα έριχνε την οργή της θύελλας του Σάμπρεοθ επάνω του.

Η Ανεμόφθαλμη ζύγωσε τον Ναό καθώς βράδιαζε, τυλιγμένη στην κάπα της και κουκουλωμένη. Η ψύχρα των παρυφών της ερήμου ήταν έντονη παντού στο περιβάλλον γύρω της. Οι δρόμοι της Καρθάι ήταν σιωπηλοί· οι κάτοικοι προτιμούσαν να κλείνονται στα σπίτια τους τις νύχτες, καθισμένοι κοντά σε φωτιές ή σε ενεργειακά συστήματα θέρμανσης, ανάλογα με τις προτιμήσεις και την οικονομική κατάσταση του καθενός.

Η Ανεμόφθαλμη, πλησιάζοντας την είσοδο του Ναού, είδε τον ιερέα να βγαίνει. Φορούσε κουκούλα κι αυτός αλλά δεν μπορεί να ήταν άλλος, γιατί φορούσε επίσης τα ιερατικά άμφια. Έφευγε. Πού πήγαινε; Είχε κι άλλο σπίτι μέσα στην Καρθάι εκτός από τον Ναό;

«Σεβασμιότατε;»

Ο ιερέας στάθηκε, στρεφόμενος προς το μέρος. Σιωπηλός.

Η Ανεμόφθαλμη τον ζύγωσε και, στο φως της ενεργειακής λάμπας που κρεμόταν μπροστά στην είσοδο του Ναού, διέκρινε το πρόσωπό του κάτω απ’την κουκούλα. Κατάμαυρο δέρμα σαν το σκοτάδι, γαλανό γένι στο σαγόνι, μάτια σταθερά και παρατηρητικά. Καμια δεκαετία μεγαλύτερο από εκείνη, τον υπολόγιζε η Ανεμόφθαλμη.

«Σεβασμιότατε, πρέπει να σας μιλήσω.»

«Ασφαλώς, Αρχόντισσά μου. Ελάτε,» αποκρίθηκε ο ιερέας, τείνοντας το χέρι του προς τον Ναό σαν φτερούγα πελώριου πουλιού. Πρέπει να την είχε αναγνωρίσει. Ήξερε ποιοι ευγενείς βρίσκονταν τώρα στην Καρθάι.

Η Ανεμόφθαλμη βάδισε στο εσωτερικό του Ναού: στη στρογγυλή αμμολίθινη αίθουσα που είχε έναν και μόνο κίονα στο κέντρο, ο οποίος ήταν τόσο παχύς που ούτε τρεις Ανεμόφθαλμες μαζί δεν θα μπορούσαν να αγκαλιάσουν. Λαξεύματα τον γέμιζαν: λαξεύματα σχετικά με τη θρησκεία του Σάμπρεοθ, σύμβολα και απεικονίσεις. Η έρημος στο τρομερό μεγαλείο της.

Κανένας άλλος δεν βρισκόταν τώρα εδώ, αλλά η Ανεμόφθαλμη δεν αισθανόταν αρκετά άνετα σ’ένα τόσο μεγάλο δωμάτιο, και ανοιχτό επίσης, όπου ο καθένας πιθανώς να έμπαινε από στιγμή σε στιγμή.

«Θα μπορούσαμε να πάμε κάπου πιο… ιδιαίτερα, Σεβασμιότατε;»

«Αν το επιθυμείτε.»

«Το επιθυμώ.»

Ο ιερέας την κατεύθυνε στη μία από τις δύο σκάλες στο πέρας της αίθουσας, και η Ανεμόφθαλμη ανέβηκε σκαλοπάτια από αμμόλιθο ακούγοντας ένα αδύναμο κριτς-κρατς κάτω από τις μπότες της. Η σκάλα έκανε μια μικρή καμπύλη καθώς οδηγούσε επάνω, και μετά σταματούσε. Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός, φωτισμένος μόνο από το φως της Σελήνης που έμπαινε από ένα παράθυρο – το οποίο πρέπει να ήταν το ένα από τα δύο μάτια του προσώπου του Ναού, συνειδητοποίησε η Ανεμόφθαλμη.

Ο ιερέας, βαδίζοντας, πήγε σε μια πόρτα σχεδόν αόρατη μες στο μισοσκόταδο και την ξεκλείδωσε. Τελικά, δεν ήταν τα πάντα ανοιχτά στον Ναό. Η Ανεμόφθαλμη ακολούθησε τον άντρα σ’ένα δωμάτιο τελείως σκοτεινό. Ο ιερέας πάτησε έναν διακόπτη και η λάμπα στο ταβάνι άναψε, αποκαλύπτοντας δύο ξύλινες καρέκλες και μια τοιχογραφία στον αριστερό τοίχο η οποία απεικόνιζε μια αμμοθύελλα γιγαντιαίων διαστάσεων, με πελώριο στόμα και μάτια, κατάμαυρα και τα τρία. Η προσωποποίηση του Σάμπρεοθ.

«Καθίστε, Αρχόντισσά μου.»

Η Ανεμόφθαλμη κάθισε στη μία καρέκλα και ο ιερέας στην άλλη. Παρότι τον είχε ξαναδεί, δεν ήξερε ποιο ήταν το όνομά του, και δεν τον ρώτησε.

Ο άντρας έριξε την κουκούλα του στους ώμους. Το κατάμαυρο κεφάλι του ήταν ξυρισμένο. «Κάτι σας απασχολεί, Αρχόντισσά μου…»

Η Ανεμόφθαλμη κατέβασε επίσης την κουκούλα της κάπας της, ελευθερώνοντας τα μακριά μαύρα μαλλιά της. «Ναι,» είπε. «Κάτι που ίσως να σχετίζεται με το β’ζάιλ μου.»

Ο ιερέας την περίμενε να συνεχίσει.

«Βρέθηκα σ’ένα Στόμα των Θεών,» είπε η Ανεμόφθαλμη, «κι από τότε βλέπω κάποια όνειρα…»

Ο ιερέας παρέμεινε σιωπηλός, έτσι η Ανεμόφθαλμη συνέχισε να του μιλά προσπαθώντας να εξηγήσει εκείνο που κι η ίδια αδυνατούσε να κατανοήσει. Στο τέλος, είπε: «Φοβάμαι ότι ίσως το β’ζάιλ μου να έπαθε κάτι ύστερα από ό,τι συνέβη στο Στόμα των Θεών. Ίσως να τρελάθηκε.»

«Το β’ζάιλ δεν μπορεί να τρελαθεί. Είναι μαντατοφόρος των θεών. Είναι ιερή οντότητα, Αρχόντισσά μου.»

«Τι συμβαίνει τότε όταν πηγαίνουμε στο Στόμα των Θεών; Δεν τρελαίνεται το β’ζάιλ εκεί;»

«Ένας άνθρωπος μπορεί, ίσως, να χάσει τα λογικά του, για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αν είναι απροετοίμαστος για την εμπειρία. Αλλά όχι ένα β’ζάιλ. Το β’ζάιλ είναι, μεν, κάποιος αγέννητος συγγενής σας, Αρχόντισσά μου, αλλά δεν παύει να είναι πνεύμα: ένας μαντατοφόρος των θεών.»

«Τι συμβαίνει, λοιπόν; Έχω τρελαθεί εγώ;»

«Μου φαίνεστε αρκετά λογική, Αρχόντισσά μου. Εκείνο που νομίζω ότι συμβαίνει είναι πως, όσο ήσασταν στο Στόμα των Θεών, οι θεοί σάς μίλησαν και σας είπαν πράγματα που, παρότι η λογική σας δεν κατανοεί άμεσα, τα κατανοεί το ατέρμονο της ψυχής σας.»

«Φοβάμαι πως δεν καταλαβαίνω…» είπε η Ανεμόφθαλμη.

«Τι σας λέει το β’ζάιλ σας γι’αυτό που συμβαίνει;»

«Ότι… θυμάμαι περισσότερο. Ότι θυμάμαι περισσότερο τα όνειρά μου. Αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να το εμπιστευτώ– Δεν το εμπιστεύομαι…»

«Θα έπρεπε να εμπιστεύεστε το β’ζάιλ σας, Αρχόντισσά μου,» είπε ο ιερέας.

«Δε με οδηγεί σε κανένα λογικό συμπέρασμα, όμως.»

«Αυτό που συμβαίνει δεν σχετίζεται με τη λογική.»

«Μα, δεν καταλαβαίνω τι πρέπει να κάνω!» είπε η Ανεμόφθαλμη.

«Ίσως να μην πρέπει να κάνετε τίποτα. Ίσως στο τέλος να πάψετε να βλέπετε τέτοια όνειρα, χωρίς κανένα κακό να έχει συμβεί.»

Η Ανεμόφθαλμη δυσανασχετούσε, κι αυτό πρέπει να φάνηκε στο πρόσωπό της, οπότε ο ιερέας είπε: «Ήταν κάποτε ένας νομάδας της ερήμου, ο Νισλέμρι, Αρχόντισσά μου, ο οποίος κοιμήθηκε σε μια όαση μαζί με τη φυλή του. Όταν ξύπνησε, θύελλα είχε πιάσει. Ο ξερός, καυτός άνεμος της ερήμου ούρλιαζε παντού γύρω του, φέρνοντας άμμο καταπάνω του σαν επικίνδυνες λεπίδες. Και ο Νισλέμρι ήταν τώρα μόνος στην όαση. Η φυλή του είχε εξαφανιστεί. Διπλώθηκε στο έδαφος, κουκουλώθηκε μέσα στην κάπα του, για να προφυλαχτεί από το μένος του Σάμπρεοθ, ενώ προσευχόταν στον Μεγάλο Άρχοντα να τον λυπηθεί. Όταν η θύελλα καταλάγιασε, ο Νισλέμρι βρήκε το τοπίο αλλαγμένο. Η όαση δεν ήταν όπως τη θυμόταν, και οι θίνες ολόγυρά της είχαν επίσης αλλάξει. Έψαξε για τους άλλους της φυλής του φωνάζοντας τα ονόματά τους, μα κανένας δεν του απάντησε, ούτε τους είδε πουθενά. Τελικά έφυγε από την όαση, βέβαιος ότι η φυλή του τον είχε εγκαταλείψει όσο κοιμόταν. Δεν μπορούσε, όμως, να κατανοήσει γιατί τον τιμωρούσαν έτσι· δεν είχε κάνει κανένα κακό.

»Ακολουθώντας τα σημάδια στον ουρανό, περιπλανήθηκε μέσα στην έρημο πηγαίνοντας στα μέρη όπου σύχναζε η φυλή του, αναζητώντας την, ρωτώντας άλλες φυλές πού ήταν. Κανείς, όμως, δεν μπορούσε να του δώσει απάντηση. Ορισμένοι, μάλιστα, τον περιγελούσαν λέγοντάς του πως ήταν τρελός, πως ποτέ δεν υπήρξε τέτοια φυλή. Κάποτε, βρέθηκε σ’έναν απομονωμένο ναό του Σάμπρεοθ, στα πιο βαθιά μέρη της Εσχάτης, και μίλησε στις ιέρειες που κατοικούσαν σαν άγρια πτηνά εκεί. Τους διηγήθηκε τα βάσανά του, κι εκείνες τον έδιωξαν από τον ναό κακήν-κακώς, λέγοντάς του να επιστρέψει μόνο όταν είχε βρει τον δρόμο του. Ο Νισλέμρι δεν μπορούσε να καταλάβει τα λόγια τους, γιατί ήξερε πως ο δρόμος του ήταν με τη φυλή του· δεν είχε επιθυμήσει ποτέ τίποτε άλλο.

»Ύστερα από την επίσκεψή του σ’εκείνο τον απομονωμένο ναό, καθώς ταξίδευε, έβλεπε παντού τορχ να τον παρακολουθούν από μακριά. Θα έχετε ακούσει για τους μεγάλους ιερούς σκύλους της Εσχάτης, ακόμα κι αν δεν είστε παντρεμένη, Αρχόντισσά μου…»

Η Ανεμόφθαλμη ένευσε αμίλητα. Όταν ευγενείς παντρεύονταν, η νύφη πήγαινε να βρει τον γαμπρό καβάλα σ’έναν τορχ· το γνώριζε. Δεν είχε, όμως, ποτέ δει τορχ η ίδια.

«Επάνω τους ο Νισλέμρι διέκρινε, ορισμένες φορές, φιγούρες,» συνέχισε ο ιερέας. «Δεν είχε, όμως, ακούσει ποτέ νομάδες να καβαλούν τα ιερά θηρία. Όχι τόσοι πολλοί, τουλάχιστον. Ελάχιστοι είναι αυτοί που έχουν την ευλογία ένας τορχ να τους δεχτεί στη ράχη του – εξαιρώντας πάντα τις νύφες, ασφαλώς. Ο Νισλέμρι δεν ήταν βέβαιος αν αυτό που έβλεπε ήταν ψευδαίσθηση της ερήμου ή όχι, γιατί κάπου-κάπου οι καβαλάρηδες εξαφανίζονταν, ενώ άλλες φορές τού έδιναν την αίσθηση ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από σκιές ή αντανακλάσεις. Επί δύο μερόνυχτα και μία ημέρα έβλεπε τα ιερά θηρία να τον περιτριγυρίζουν από απόσταση ο Νισλέμρι, σαν φύλακες, κι όταν το βράδυ της τρίτης ημέρας κοιμήθηκε κάτω από μερικούς βράχους, δεν ξύπνησε εκεί. Ξύπνησε στην όαση όπου είχε κοιμηθεί προτού ξεσπάσει η θύελλα. Η φυλή του ήταν κοντά του και πάλι, και, όπως έμαθε, μονάχα μια νύχτα είχε στην πραγματικότητα περάσει.»

«Τα ονειρεύτηκε;»

«Ο ίδιος θα ορκιζόταν πως όχι, ήταν όλα αληθινά. Τα είχε ζήσει.»

Η Ανεμόφθαλμη συνοφρυώθηκε. «Και… τι έγινε μ’αυτό;»

Ο ιερέας μειδίασε. «Τίποτα, Αρχόντισσά μου. Το περιστατικό απλώς συνέβη. Όλα όσα συμβαίνουν δεν χρειάζεται να έχουν κάποιο νόημα για τη λογική μας.»

Η Ανεμόφθαλμη κατάλαβε πού ήθελε να καταλήξει ο ιερέας. Δεν έβρισκε, όμως, την απάντησή του απόλυτα ικανοποιητική.

«Όταν σκοπεύατε να έρθετε εδώ, στον Ναό, τι σας είπε το β’ζάιλ σας;» τη ρώτησε.

«Δεν το συμβουλεύτηκα.»

«Τώρα, καθώς πλησιάζατε τον Ναό, τι σας είπε;»

«Τίποτα.»

«Ούτε όσο βρισκόσασταν εδώ, μαζί μου;»

«Ούτε.»

«Τότε, μάλλον συμφωνεί με ό,τι σας είπα.»

72.

Οι περισσότεροι Οίκοι δέχτηκαν το αίτημα του Ορείχαλκου να συγκεντρώσουν στρατό ώστε να τον έχουν ετοιμοπόλεμο σε περίπτωση που χρειαζόταν να συγκρουστούν με τους Παντοκρατορικούς. Μεγάλοι στρατιωτικοί καταυλισμοί ανεγέρθησαν γύρω από τις πόλεις που αποτελούσαν έδρες των Οίκων, καθώς μισθοφόροι συναθροίζονταν εκεί απ’όλη τη Σάρντλι.

Ο Ορείχαλκος, ο Ανδρόνικος, και οι υπόλοιποι διέμεναν ακόμα στην Καρθάι, διότι, ώσπου οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας να εγκαταλείψουν τη διάσταση, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος οι πρωτεργάτες της εξέγερσης στη Σάρντλι να δεχτούν επίθεση: και η πόλη της Τριγώνιας της Πέμπτης ήταν ένα από τα καλύτερα οχυρά.

Οι πράκτορες της Επανάστασης έφερναν αναφορές ότι οι Παντοκρατορικοί δεν φαινόταν να κάνουν καμία επιθετική κίνηση από τα τρία βασικά σημεία όπου είχαν συγκεντρωθεί. Ορισμένοι απ’αυτούς ακόμα εντοπίζονταν να πηγαίνουν προς τα εκεί: κάποιες μονάδες που βρίσκονταν σε σχετικά απομονωμένα φρούρια και δεν είχαν μάθει αμέσως για την υποχώρηση, και κάποιοι πράκτορες και στρατιωτικοί που, για τον έναν ή για τον άλλο λόγο, είχε τύχει ν’αργήσουν. Τίποτα το ανησυχητικό ή το μη αναμενόμενο.

Παρότι όμως οι Παντοκρατορικοί είχαν υποχωρήσει από τις αρχικές τους θέσεις μέσα στη Σάρντλι και είχαν συγκεντρωθεί σε τρεις τοποθεσίες μόνο, οι ημέρες περνούσαν και δεν έλεγαν να φύγουν τελείως από τη διάσταση.

Αδύνατον να περιμένουν ενισχύσεις, σκεφτόταν ο Ανδρόνικος. Αποκλείεται η Παντοκράτειρα να μπορεί να τους βοηθήσει, αφού δεν μπορούσε να προστατέψει τα ορυχεία της.

Η Ανεμόφθαλμη, όμως, πρότεινε να κινηθούν εναντίον των Παντοκρατορικών όσο ήταν ακόμα καιρός. Σχεδίαζαν κάτι! Αλλιώς, γιατί δεν έφευγαν; Οι υπόλοιποι δεν συμφώνησαν με μια τόσο σπασμωδική κίνηση. Ας τους προειδοποιήσουμε, όμως, είπε η Γρανίτια η Πρώτη· ας τους προειδοποιήσουμε πως αν δεν εγκαταλείψουν τη διάσταση θα δεχτούν επίθεση από κάθε μεριά της Σάρντλι. Μ’αυτό οι περισσότεροι συμφώνησαν. Αλλά, προτού προειδοποιήσουν τους Παντοκρατορικούς, έστειλαν πάλι μηνύματα στους Οίκους που είχαν έδρες πιο κοντά στις τοποθεσίες συγκέντρωσης των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, ώστε να μάθουν τι θα γινόταν και να είναι έτοιμοι. Αυτές οι διαδικασίες δεν αποδείχτηκαν και τόσο χρονοβόρες, καθώς όλα τα μηνύματα μεταφέρονταν με αεροσκάφη, για τις μακρινές αποστάσεις, ή με γρήγορα δίκυκλα, για τις κοντινές. Η προειδοποίηση μεταβιβάστηκε στους Παντοκρατορικούς με τον ίδιο τρόπο, και η απάντηση που έλαβαν οι επαναστάτες ήταν ότι περίμεναν διαταγή από τη Ρελκάμνια, γι’αυτό δεν είχαν υποχωρήσει ακόμα.

Η Σάρντλι ολόκληρη βρισκόταν σε μια γενικευμένη κατάσταση αναμονής. Σε μια από εκείνες τις καταστάσεις κατά τις οποίες γίνονται, από όλους, συνέχεια, υποθέσεις για το χειρότερο, κι ένα σωρό τρελά σενάρια κυκλοφορούν, περισσότερο ή λιγότερο αληθοφανή ανάλογα με τις γνώσεις του καθενός.

«Προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο!» έλεγε η Ανεμόφθαλμη, όταν συγκεντρώνονταν μέσα στο παλάτι της Καρθάι για να συζητήσουν. «Κάτι σχεδιάζουν!» Το μόνο, όμως, που μπορούσαν οι Σάρντλιοι να κάνουν γι’αυτό ήταν να έχουν τις δυνάμεις τους σε ετοιμότητα, και ο Ανδρόνικος κι οι άνθρωποί του να παραμένουν εδώ, ενώ ο ίδιος ο Πρίγκιπας της Επανάστασης θα προτιμούσε να επιστρέψει στην Απολλώνια, καθώς ήξερε πως και η δική του διάσταση τον χρειαζόταν. Στο Βόρειο Μέτωπο ο πόλεμος με τους Παντοκρατορικούς μαινόταν όταν είχε φύγει από εκεί. Το μόνο που τον καθησύχαζε – λίγο – ήταν το γεγονός ότι η Απολλώνια είχε μικρότερη χρονική ταχύτητα απ’ό,τι η Σάρντλι. Μπορούσες να κάνεις πιο πολλά πράγματα στη Σάρντλι ενώ στην Απολλώνια συνέβαιναν αναλογικά λιγότερα. Ωστόσο, αυτό δεν σήμαινε ότι ο Ανδρόνικος έπρεπε και να χάνει άσκοπα τον χρόνο του εδώ. Το επόμενο βήμα στην τελική τους μάχη με τη Συμπαντική Παντοκρατορία απαιτούσε την παρουσία του στο Βόρειο Μέτωπο της Απολλώνιας.

73.

Οι Παντοκρατορικοί εγκατέλειψαν τη Σάρντλι.

Ήρθε μια μέρα που μεγάλα αεροσκάφη φάνηκαν στους ουρανούς της διάστασης, πηγαίνοντας να προσγειωθούν στις τρεις τοποθεσίες συγκέντρωσης των δυνάμεων της Παντοκράτειρας. Ο στρατός επιβιβάστηκε, μαζί με τα οχήματα και τους εξοπλισμούς του, και τα αεροσκάφη απογειώθηκαν ξανά – για να μπουν στον Αιθέρα, υπέθεταν οι κάτοικοι της Σάρντλι. Οι Παντοκρατορικοί δεν πρέπει να τους είχαν πει ψέματα· πράγματι, περίμεναν διαταγή από τη Ρελκάμνια για να υποχωρήσουν. Και ο Ανδρόνικος νόμιζε ότι η διαταγή αυτή είχε αργήσει να έρθει επειδή η Παντοκράτειρα και οι στρατιωτικοί της σκέφτονταν πώς θα ήταν, ίσως, δυνατόν να κρατήσουν τη Σάρντλι υπό τον έλεγχό τους. Μάλλον, όμως, είχαν καταλήξει ότι δεν μπορούσαν να την κρατήσουν, και είχαν προστάξει γενική υποχώρηση από τη διάσταση, ώστε να διασώσουν, τουλάχιστον, τις στρατιωτικές τους δυνάμεις και να τις χρησιμοποιήσουν σε άλλα μέρη του Γνωστού Σύμπαντος όπου γινόταν πόλεμος.

Ωστόσο, οι επαναστάτες δεν μπορούσαν να θεωρήσουν την αποχώρηση των Παντοκρατορικών βέβαιη μέχρι που να ελέγξουν και να διαπιστώσουν ότι δεν επρόκειτο για κάποια απάτη προκειμένου να ρίξουν την άμυνά τους. Επομένως, ακολούθησαν κάποιες ενέργειες:

Οι εγκαταλειμμένες Παντοκρατορικές βάσεις, παντού στη διάσταση, αλλά κυρίως στις τρεις τελευταίες τοποθεσίες συγκέντρωσης, ερευνήθηκαν εξονυχιστικά για το οποιοδήποτε στοιχείο. Η Ιωάννα, η Άνμα’ταρ, και ο Σέλιρ’χοκ βοήθησαν σε μερικές από αυτές τις έρευνες.

Αεροσκάφη, μισθωμένα από τους Οίκους, αλλά και το αεροπλάνο του Νάρτιλ από το Φτερωτό Όρος, όργωσαν τη διάσταση απ’τη μια άκρη ώς την άλλη, κατοπτεύοντας για μεγάλες συναθροίσεις ανθρώπων που μπορεί και να μη φαίνονταν πολεμιστές εκ πρώτης όψης αλλά να έκρυβαν τα όπλα τους και να περίμεναν.

Οι πράκτορες της Επανάστασης ερευνούσαν όλα τα κρυφά σημεία των πόλεων της Σάρντλι, μήπως εντοπίσουν πράκτορες της Παντοκράτειρας που έκαναν σχέδια βλαβερά για τη διάσταση.

Καράβια, πληρωμένα κυρίως από τους Ακτοφύλακες και τους Υδατοσκόπους, ανίχνευαν τις θάλασσες και τις ακτές και τους βυθούς, και έκαναν ελέγχους σε όποιο σκάφος μπορεί να θεωρούσαν ύποπτο.

Το συμπέρασμα απ’όλα αυτά ήταν πως οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας είχαν, όντως, εγκαταλείψει τη Σάρντλι. Και πανηγυρισμοί άρχισαν σε πολλές από τις μεγάλες πόλεις, ενώ ο κόσμος μιλούσε για το πώς τώρα η διάσταση θα έπαιρνε τα πάνω της και θα ανθούσε, για το πώς οι θεοί ήταν ευχαριστημένοι, για το πώς όλοι θα πλούτιζαν χωρίς τους φόρους της Παντοκράτειρας, για το πώς θα ήταν πιο ελεύθεροι χωρίς τους νόμους της Παντοκράτειρας, χωρίς τις περιπολίες των στρατιωτών της Παντοκράτειρας, και χωρίς τους υπόγειους ελέγχους των πρακτόρων της Παντοκράτειρας.

Η Ιωάννα, που είχε πάει με τον Ανδρόνικο, τον Ορείχαλκο, και τους άλλους στη Νισθάι, για να γιορτάσουν μαζί με τους Ουράνιους, σκέφτηκε: Ζουν στον φανταστικό τους κόσμο τώρα. Τα πράγματα δεν πρόκειται ν’αλλάξουν και τόσο… αν και, ομολογουμένως, θα ήταν όλοι πιο ελεύθεροι στη Σάρντλι, χωρίς τους Παντοκρατορικούς. Αλλά ακούγοντάς τους να μιλάνε θα νόμιζε κανείς πως τώρα όλοι τους θα κυλιόνταν στα πλούτη και θα γλεντούσαν νυχθημερόν!

«Γιατί έχεις τέτοια κατεβασμένη μούρη, Μαύρη Δράκαινα;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος, συναντώντας την σε μια άκρη της Μεγάλης Αίθουσας του Μεγάρου της Ζούγκλας. Ήταν ντυμένη μ’ένα μαύρο δερμάτινο φόρεμα επικαλυμμένο με κάποια ουσία (ντόπια, της Σάρντλι, κατά πάσα πιθανότητα) που το έκανε να γυαλίζει. Έπεφτε ώς τα γόνατά της, ενώ άφηνε τους ώμους και τα χέρια της εκτεθειμένα. Στα πόδια της φορούσε σανδάλια Σάρντλιας μόδας. Τα ξανθά της μαλλιά ήταν λυτά και καλοχτενισμένα. Κοσμήματα δεν φορούσε. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα μακρύ ποτήρι με υπόγειο οίνο, στο άλλο ένα αναμμένο τσιγάρο. Ο Ανδρόνικος τής πήρε το τσιγάρο και τράβηξε μια τζούρα.

«Τι κατεβασμένη μούρη;» του είπε εκείνη. «Δεν έχω κατεβασμένη μούρη. Απλώς κάθομαι εδώ και κρυφακούω, και απορώ μ’αυτούς τους ανθρώπους.» Λοξοκοίταξε κάποιους που συζητούσαν μεγαλόφωνα, λίγο παραδίπλα, ανάμεσα στους οποίους ήταν και δύο Ουράνιοι, απ’αυτούς που ο Ανδρόνικος και η Ιωάννα ήξεραν μόνο εξ όψεως και ούτε καν θυμόνταν τα ονόματά τους. Οι υπόλοιποι πρέπει να ήταν πολυχρήματοι και αρχηγοί μισθοφόρων. «Νομίζουν ότι τώρα, ξαφνικά, θα γίνουν τα πάντα υπέροχα. Σου μοιάζουν.»

Ο Ανδρόνικος ήπιε μια γουλιά απ’το τάο βις στο φαρδύ ποτήρι του. «Θες να πεις ότι δεν θα γίνουν τα πάντα υπέροχα τώρα;» τη ρώτησε, παίρνοντας το βλέμμα του από αυτούς που είχε λοξοκοιτάξει η Ιωάννα, οι οποίοι ήταν μισοκρυμμένοι πίσω από μια πελώρια πήλινη γλάστρα με κάποιο φυτό της Σάρντλι που είχε μάτια σε μερικά από τα φύλλα του και ατένιζε μια τους συνομιλούντες, βλεφαρίζοντας, μια την Ιωάννα και τον Ανδρόνικο, επίσης βλεφαρίζοντας. Και στις δύο περιπτώσεις, έμοιαζε να έχει τις ίδιες φιλοσοφικές απορίες.

Η Ιωάννα μειδίασε στραβά, χωρίς να δώσει απάντηση. Του πήρε το τσιγάρο της, ρούφηξε την τελευταία τζούρα, και το έριξε στο πάτωμα, σβήνοντάς το με το σανδάλι της. Ένα φυτικό πλοκάμι ήρθε, ύπουλα, από δίπλα και έκανε να τυλιχτεί γύρω από τη γάμπα της. Η Μαύρη Δράκαινα το κλότσησε, διακριτικά, κι εκείνο απομακρύνθηκε. «Η τρίτη φορά που το κάνει αυτό,» είπε η Ιωάννα στον Ανδρόνικο.

«Μπορεί να διαφωνεί που έσβησες το τσιγάρο στο πάτωμα της αίθουσας που το φιλοξενεί.»

«Δεν το νομίζω. Είναι, απλά, περίεργο φυτό.» Ήπιε μια γουλιά απ’τον υπόγειο οίνο της.

Το τραγούδι που έπαιζαν οι μουσικοί, οι οποίοι στέκονταν στο κέντρο της αίθουσας, άλλαξε, κι αρκετοί φάνηκαν να σηκώνονται για να χορέψουν, ανάμεσα στους οποίους η Γρανίτια και ο σύζυγός της ο Τριγώνιος, και ο Αστροφώτιστος ο Δεύτερος με την Τοξομάχη.

Ο Ανδρόνικος έδωσε το χέρι του στην Ιωάννα. «Χορεύεις, Μαύρη Δράκαινα;»

Εκείνη, παρατηρώντας τους χορευτές που στριφογύριζαν ανάμεσα στις χοντρές, γεμάτες φυτά κολόνες της αίθουσας, συνοφρυώθηκε. «Δεν τον ξέρω αυτό τον χορό.»

«Πόσο δύσκολος μπορεί να είναι;»

«Εσύ τον ξέρεις;»

«Έρχεσαι ή όχι;»

«Θα ήταν συνετό να μας δουν να χορεύουμε μαζί;» είπε η Ιωάννα, νιώθοντας διστακτική.

«Δεν είμαστε στην Απολλώνια ακόμα. Και όλοι γνωρίζουν, ούτως ή άλλως, ότι είσαι πιστή ακόλουθός μου στον αγώνα της Επανάστασης. Ποιος θα παραξενευτεί;»

Πολλοί, επίσης, γνωρίζουν ότι είμαι κάτι περισσότερο από πιστή ακόλουθός σου! σκέφτηκε η Ιωάννα, μην ξέροντας αν έπρεπε να αισθανθεί δυσαρεστημένη που ο Ανδρόνικος την είχε αποκαλέσει έτσι.

Του έδωσε το χέρι της και πήγαν προς τους υπόλοιπους χορευτές, αφήνοντας καθοδόν τα ποτήρια τους επάνω στον δίσκο που κρατούσε ένας υπηρέτης.

«Τον ξέρεις τον χορό,» παρατήρησε η Ιωάννα, μετά από λίγο, καθώς στριφογύριζαν όπως κι οι άλλοι μέσα στην αίθουσα. Αισθανόταν τον Ανδρόνικο να την καθοδηγεί στις κινήσεις του χορού, κι ετούτη δεν ήταν μια αίσθηση πρωτόγνωρη για εκείνη – ν’αφήνει το σώμα της να καθοδηγείται από το σώμα του Ανδρόνικου. Αλλά τις άλλες φορές δεν είχε σχέση με χορό. «Δε μπορεί να μην τον ξέρεις.»

«Νομίζεις ότι τον ξέρω;»

«Είμαι σίγουρη,» είπε η Ιωάννα, καθώς ο Ανδρόνικος γλιστρούσε κάτω από το χέρι της βάζοντάς το στον ώμο του, περνούσε το χέρι του κάτω από το γόνατό της υψώνοντάς το πλάι του, και έκαναν μια γρήγορη σβούρα προτού αρχίσουν πάλι να κινούνται με πιο αργό ρυθμό, ακολουθώντας τη μουσική. «Πού τον έμαθες;»

«Στην Απολλώνια μαθαίνουμε πολλούς χορούς. Αυτός ο συγκεκριμένος λέγεται ‘τα Βήματα του Πιθήκου’.»

«Σα να σε βρίζουν.»

Ο Ανδρόνικος γέλασε. «Δε συμπαθείς τους πιθήκους; Είναι συγγενείς μας.»

«Να μιλάς για τον εαυτό σου.»

Και στριφογύριζαν πάλι, καθώς η μουσική άλλαζε ρυθμό.

«Έτσι λένε ορισμένοι επιστήμονες,» είπε ο Ανδρόνικος, περνώντας τον δεξί του αγκώνα μέσα στον αριστερό αγκώνα της και κρατώντας την γερά.

«Έχουν ακουστεί και χειρότερες μαλακίες,» αποκρίθηκε η Ιωάννα. «Δεν είναι άκομψο αυτό το πιάσιμο;»

Ο Ανδρόνικος γύρισε απότομα, φέρνοντάς την πίσω του, με την πλάτη της κολλημένη πάνω στη δική του, και με τον δεξί του αγκώνα ακόμα μπλεγμένο με τον αριστερό της αγκώνα. Αμέσως μετά, έμπλεξε και τους αγκώνες τους που ήταν μέχρι στιγμής ελεύθεροι. Η Ιωάννα παρατήρησε ότι κι όλοι οι υπόλοιποι χορευτές έκαναν ακριβώς αυτή την κίνηση, και χόρευαν ανάποδα (!) τώρα.

«Δεν είναι λιγάκι ανόητο αυτό;» ρώτησε τον Ανδρόνικο, πάνω απ’τον ώμο της.

«Πες το στους Σάρντλιους· δεν έφτιαξα εγώ τον χορό.»

«Αλλά μου ζήτησες να τον χορέψω μαζί σου.»

Για λίγη ώρα χόρευαν έτσι, ανάποδα, με τους αγκώνες τους πιασμένους, και η Ιωάννα είδε τη Γρανίτια να τη χαιρετά μ’ένα κλείσιμο του ματιού, καθώς εκείνη κι ο Τριγώνιος περνούσαν από κοντά. Η Ιωάννα το θεωρούσε θαύμα που δεν έμπλεκαν όλοι αυτοί τα πόδια τους· και νόμιζε πως το μόνο που είχε γλιτώσει την ίδια από ένα πολύ άκομψο γλίστρημα ήταν η εκπαίδευσή της ως Μαύρη Δράκαινα.

Η μουσική άλλαξε πάλι ρυθμό, και ο Ανδρόνικος ελευθέρωσε τον έναν αγκώνα της και τη γύρισε γρήγορα, έτσι ώστε ν’αντικρίσουν ο ένας τον άλλο.

Η Ιωάννα αισθανόταν ξαναμμένη από τον χορό, όχι επειδή την είχε εντυπωσιάσει αλλά επειδή συνέχεια τριβόταν επάνω στον Ανδρόνικο. «Πότε τελειώνει;» τον ρώτησε.

«Τι πράγμα;»

«Ο χορός.»

«Δεν είναι και βασανιστήριο…»

«Είναι,» είπε η Ιωάννα, με τα χείλη της κοντά στα δικά του αλλά χωρίς να τ’αγγίζει.

Ο Ανδρόνικος την παρέσυρε έξω απ’τον χορό, γιατί κι εκείνος αισθανόταν το ίδιο βασανιστήριο, και γιατί ήξερε πως ο χορός, ούτως ή άλλως, σε λίγο τελείωνε. Τα βήματά τους τους οδήγησαν στον πελώριο μπουφέ της αίθουσας, απ’όπου ο Επουράνιος ο Δεύτερος, εκείνη τη στιγμή, έπαιρνε δύο βαθιά πιάτα γεμάτα πρόχειρα φαγητά και έφευγε. Η Τριγώνια η Πέμπτη στεκόταν λίγο παραδίπλα, μιλώντας με μια άλλη γυναίκα, καμια δεκαετία μεγαλύτερη από εκείνη (την οποία ούτε ο Ανδρόνικος ούτε η Ιωάννα είχαν ξαναδεί), και γελώντας. Κι οι δύο κρατούσαν ποτήρια με λευκό κρασί. Λευκό Απολλώνιον Νότιων Δουκάτων, νόμιζε ο Ανδρόνικος πως ήταν, αν δεν έκανε λάθος. Και κοίταξε να δει πού το είχε ο μπουφές. Το βλέμμα του εντόπισε δύο μπουκάλια, αλλά παρατήρησε ότι ήταν και τα δύο άδεια.

«Τάο βις;» ρώτησε την Ιωάννα.

«Είμαστε στη Σάρντλι, δεν είμαστε;»

Σωστά, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, και ζήτησε δύο ποτήρια τάο βις από έναν υπηρέτη πίσω απ’τον μπουφέ. Εκείνος τα γέμισε και τους τα έδωσε. Ο Ανδρόνικος και η Ιωάννα, με τα ποτά στο χέρι, έφυγαν από τη Μεγάλη Αίθουσα περνώντας κάτω από πυκνά φυτά, ανεβαίνοντας ξύλινες σκάλες, διασχίζοντας έναν μικρό διάδρομο, και φτάνοντας στο δωμάτιο που είχαν παραχωρήσει οι Ουράνιοι στον Πρίγκιπα της Επανάστασης για τη διάρκεια της επίσκεψής του.

Ο Ανδρόνικος άφησε το ποτήρι του σ’ένα τραπεζάκι, έπιασε τις κάτω άκριες του γυαλιστερού φορέματος της Ιωάννας, και το τράβηξε πάνω απ’το κεφάλι της. Ήταν ντυμένη με πράσινα, στενά εσώρουχα από μέσα.

Το πρώτο τους φιλί εκείνο το βράδυ ήταν το πιο βαθύ και αργό. Ύστερα, τα σώματά τους μπλέχτηκαν επάνω στο κρεβάτι σ’έναν χορό τελείως διαφορετικό από πριν, τον οποίο ανακάλυπταν με κάθε κίνηση. Το φιλί μετά την πρώτη τους κορύφωση ήταν το πιο δυνατό. Από κάτω τους ακουγόταν βαβούρα, καθώς και οι τοπικές μουσικές από τη διασκέδαση στη Μεγάλη Αίθουσα· και όσο προχωρούσε η νύχτα τόσο πιο έντονα γίνονταν και τα δύο. Κανένας δεν είχε διάθεση για ύπνο απόψε, και ο Ανδρόνικος κι η Ιωάννα δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Αφού τελείωσαν τα τάο βις που δεν είχαν ακόμα αγγίξει, χόρεψαν και πάλι επάνω στο κρεβάτι για αρκετή ώρα. Το τελευταίο τους φιλί ήταν το πιο γρήγορο.

«Η μουσική σταμάτησε,» μουρμούρισε η Ιωάννα, με το κεφάλι της ξαπλωμένο πάνω στην κοιλιά του· ο Ανδρόνικος νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει τη φωνή της ν’αντηχεί μέσα στα σωθικά του.

«Ναι,» είπε. Η μουσική στη Μεγάλη Αίθουσα, πράγματι, είχε πάψει. Και η φασαρία επίσης: δεν ακούγονταν γέλια, ούτε φωνές.

«Ώρα για ύπνο;» χασμουρήθηκε η Ιωάννα.

«Αν επιμένεις.»

Η Ιωάννα, αναστενάζοντας, σήκωσε το κεφάλι της απ’την κοιλιά του και το ακούμπησε στον ώμο του, τυλίγοντας το ένα της πόδι γύρω του. Ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε να του σηκώνεται· παρ’όλ’αυτά, έκαναν κι οι δυο τους πως δεν το πρόσεξαν και κοιμήθηκαν.

74.

Μέσα στη βαθιά νύχτα, ένα μικρό αεροπλάνο έστρεψε κάθετα τους προωθητήρες του και προσγειώθηκε σε μια ειδικά διαμορφωμένη στέγη του Μεγάρου της Ζούγκλας. Εκεί στεκόταν ήδη και περίμενε ένας άντρας, τυλιγμένος σε κάπα για να προστατεύεται από το κρύο. Δεν κινήθηκε καθώς το αεροσκάφος κατέβαινε μπροστά του, χτυπώντας τον με τον θερμό αέρα από τις μηχανές του.

Μια πλαϊνή πόρτα του αεροπλάνου άνοιξε και ο πιλότος βγήκε. «Άρχοντά μου…» είπε, κλίνοντας το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού και χαιρετισμού συγχρόνως.

Ο άντρας με την κάπα τον χαιρέτησε και μπήκε στο σκάφος, όπου άλλος ένας άνθρωπος βρισκόταν: ένας μάγος, καθισμένος στο ενεργειακό κέντρο.

«Ήταν η αμοιβή σας ικανοποιητική;» ρώτησε ο άντρας με την κάπα.

«Ασφαλώς, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο πιλότος, μπαίνοντας ξανά και καθίζοντας στη θέση του οδηγού.

«Είναι, όμως, επικίνδυνο αυτό που θα κάνουμε για εσάς…» πρόσθεσε ο μάγος, με κάποιο δισταγμό στη φωνή του.

Ο άντρας κάθισε πλάι στον πιλότο. «Θα πληρωθείτε άλλα τόσα, όταν επιστρέψετε.» Έβγαλε από την κάπα του ένα έγγραφο και το έδωσε στον πιλότο. «Με την υπογραφή μου και τη σφραγίδα μου.»

«Οι θεοί να σας έχουν καλά, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Δε νομίζω ότι εσάς θα σας πειράξει κανένας,» συνέχισε ο ευγενής. «Απλά με μεταφέρετε· τίποτα περισσότερο. Μετά θα φύγετε. Ακόμα κι αν σας κρατήσουν, το αποκλείω να είναι για τίποτα περισσότερο από έναν έλεγχο και μερικές ερωτήσεις.»

«Δεν φοβόμαστε μόνο για τον εαυτό μας, Άρχοντά μου,» δήλωσε ο πιλότος. «Καταλαβαίνουμε τους κινδύνους, αλλά δεν καταλαβαίνουμε γιατί… το αποφασίσατε.»

«Αυτό είναι δική μου δουλειά,» αποκρίθηκε εκείνος, όχι απότομα ή εχθρικά.

«Ασφαλώς, Άρχοντά μου.» Ο πιλότος πάτησε ένα πλήκτρο στην κονσόλα μπροστά του και η ανοιχτή πόρτα έκλεισε.

Το αεροπλάνο υψώθηκε στον ουρανό, πάνω από το Μέγαρο της Ζούγκλας και τη Νισθάι. Έστρεψε τους προωθητήρες του οριζόντια κι άρχισε ν’ανεβαίνει σταδιακά, με κλίση. Πηγαίνοντας πιο ψηλά… ολοένα και πιο ψηλά…

Σε λίγο, είχε περάσει το σημείο μετάβασης για Αιθέρα και δεν ήταν πια στη Σάρντλι…

75.

Η Ανεμόφθαλμη βουλιάζει μέσα σ’ένα βαλτώδες σπήλαιο. Παράξενα φίδια κολυμπάνε στο νερό γύρω από τα πόδια της· τα κεφάλια τους χωρίζονται: διχοτομούνται, τριχοτομούνται. Οι ουρές τους το ίδιο. Ποια είναι τα κεφάλια και ποιες οι ουρές;

Μια σκιά την ατενίζει από μια νησίδα, φωτισμένη από ένα αχνό, κοκκινωπό φως. Η Ανεμόφθαλμη τρέχει με μεγάλα πηδήματα, για να μην την καταπιεί ο βούρκος· τα φίδια γλείφουν τα γυμνά πόδια της. Ζυγώνει τη νησίδα. Η σκιά που στέκεται εκεί είναι ο εαυτός της, και απλώνει το ένα χέρι προς το μέρος της.

Η Ανεμόφθαλμη το αρπάζει και κρατιέται. Η Ανεμόφθαλμη πάνω στη νησίδα χαμογελά κι αρχίζει να την τραβά. Ύστερα, απότομα, η Ανεμόφθαλμη αφήνει την Ανεμόφθαλμη. Ένα γέλιο αντηχεί ολόγυρα – χα-χα-χα-χα-χα-χα-χα-χα – ένα παιχνιδιάρικο γέλιο, και η Ανεμόφθαλμη βουλιάζει στο νερό, βουλιάζει και βουλιάζει και βουλιάζει–

Βήχει επάνω σε στέρεες, τραχιές πέτρες. Μια φωνή λέει: …μετά το συμβάν…

Μια άλλη φωνή: …θα μπορούσες να το είχες υποθέσει, όμως…

Μια άλλη φωνή: …στην τρίτη στροφή αριστερά, παρακαλώ…

Και μετά, τόσες πολλές μαζί: …είναι τέσσερις, είναι ένας, είναι πέντε ή οκτώ· τι σημασία νομίζεις πως έχει;… τότε μόνο θα μπορούσαμε να μπούμε και να τον σώσουμε… έφερε εδώ δαίμονες!… μόνο αν ψάξετε… προφήτης ή όχι θα τον σκοτώσω!… δύο αδέλφια… φωτιά στα μάτια της… πίσω από τις μάσκες… δεν είναι πρόσωπα!… στον Τάμπριελ… εκτός αν τον έχει ήδη δει… θα επιστρέψουμε και θα δω πάλι τη βασίλισσά του—

Μια γυναίκα στέκεται από πάνω της, ανάμεσα στις φωνές. Η Ανεμόφθαλμη βλέπει μόνο τα πόδια της, δυο κοκκινόδερμα πόδια, γυμνά, αλλά το ξέρει πως είναι η Ανεμόφθαλμη. Κάνει να κοιτάξει επάνω, και το ένα πόδι την κλοτσά στο κεφάλι, κάνοντάς τη να γυρίσει στο πλάι, να κατρακυλήσει σε μια πλαγιά όλο λάσπες.

Σταματά – γαντζώνεται δυνατά με τα χέρια της – λίγο προτού πέσει σε μια λίμνη με νερό όπου αντανακλώνται εικόνες που μοιάζουν να αναδύονται από τον πυθμένα. Βλέπει τον Ορείχαλκο να σκύβει και να φιλά τον αυχένα μιας γυναίκας που κοιμάται – της Παντοκράτειρας… Βλέπει ένα πεδίο μάχης γεμάτο φωτιά και αίμα και ερείπια ανθρώπων, οχημάτων, σκαφών, οικοδομημάτων… Βλέπει έναν κοκκινόδερμο άντρα με λευκά μαλλιά και γένι. Τον βλέπει να γυρίζει και να την κοιτάζει–

Ουρλιάζοντας, η Ανεμόφθαλμη πετάγεται πίσω, σκοντάφτει και πέφτει στην αγκαλιά της Ανεμόφθαλμης, η οποία της κλείνει με το ένα χέρι τα μάτια και με το άλλο το στόμα–

…σκοτάδι, σκοτάδι εδώ μέσα, χρειάζομαι έναν δαυλό… κι όμως μ’αυτόν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα… γιατί να πρέπει να επιστρέψουμε;… ο αγώνας σας είναι μάταιος!… δεν έχεις δει τίποτα!… τρεις φορές από τότε, τρεις φορές… ένα πολύ παράξενο μηχάνημα…

Τα μάτια της άνοιξαν.

Η Ανεμόφθαλμη είχε ξυπνήσει.

Η πλάτη της ήταν κολλημένη στο κρεβάτι, και κοίταζε το ταβάνι, όπου ένας μεγάλος ανεμιστήρας περιστρεφόταν αργά, διώχνοντας τη ζέστη. Παντού γύρω της, σκοτάδι.

Θεοί… σκέφτηκε, περίτρομη, πού είμαι; Πού είμαι; Πού είμαι;

Μετά, άρχισε να έρχεται στα συγκαλά της. Σκοτάδι; Αν ήταν παντού γύρω της σκοτάδι, πώς έβλεπε τον ανεμιστήρα; Ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι και είδε τη λάμπα στο κομοδίνο να φωτίζει αχνά τον χώρο. Την ήξερε καλά αυτή τη λάμπα, με το γυαλί που ήταν λαξεμένο σαν τίγρεις που παλεύουν. Η Ανεμόφθαλμη είχε συνειδητοποιήσει πλέον ότι βρισκόταν στο υπνοδωμάτιό της, στο Μέγαρο της Ζούγκλας.

Και ο Ορείχαλκος έπρεπε, κανονικά, να κοιμόταν μαζί της. Είχαν καθίσει στη γιορτή μέχρι το τέλος: μέχρι που οι μουσικοί είχαν πάψει να παίζουν τα όργανά τους, μέχρι που κι ο τελευταίος άνθρωπος είχε φύγει από το Μέγαρο ή πάει στο δωμάτιό του να ξεκουραστεί. Είχαν σβήσει, ένα-ένα, τα δυνατά φώτα στη Μεγάλη Αίθουσα, αφήνοντας μονάχα ελάχιστα αναμμένα, και είχαν έρθει εδώ. Είχαν κάνει έρωτα και είχαν κοιμηθεί.

Αλλά τώρα η Ανεμόφθαλμη δεν έβλεπε τον Ορείχαλκο στο υπνοδωμάτιό της.

Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, έπιασε τη ρόμπα που ήταν ριγμένη πάνω στην καρέκλα, και την τύλιξε γύρω απ’το γυμνό σώμα της. Βάδισε μέσα στα δωμάτια, μα δεν τον βρήκε πουθενά.

Ψάχνεις για τον Ορείχαλκο; της είπε το β’ζάιλ της.

«Ναι,» απάντησε η Ανεμόφθαλμη.

Ντύθηκε και έφυγε.

«Πού πήγε;»

Πώς να ξέρω; Ήμουν, και είμαι – και πάντα θα είμαι – κοντά σου.

«Δεν… δεν ήσουν στα όνειρά μου;»

Συνεχώς είμαι στα όνειρά σου. Είδα τον Ορείχαλκο να σηκώνεται, να φορά τα ρούχα του, και να βγαίνει απ’το δωμάτιο, ενώ καθόμουν πλάι σου, αδελφή μου.

Πού, όμως, μπορεί να είχε πάει τέτοια ώρα; απορούσε η Ανεμόφθαλμη. Είχε κάποια δουλειά να κάνει; Δεν της είχε αναφέρει τίποτα…

Και τότε θυμήθηκε κάτι που της είχε πει λίγο προτού κοιμηθούν: «Να ξέρεις πως, ό,τι κι αν συμβεί, σ’αγαπώ, Ανεμόφθαλμη. Σ’αγαπώ. Κι αυτό δεν αλλάζει.»

Παράξενο… Γιατί να πει κάτι τέτοιο; Εκείνη την ώρα, η Ανεμόφθαλμη είχε νομίσει πως το είπε εξαιτίας των όσων είχαν γίνει με τους Παντοκρατορικούς – με τη σύλληψή της και με τη φυλάκισή της στη Φιλτά’κβι. Ήταν, όμως, στην πραγματικότητα, κάτι άλλο; Η Ανεμόφθαλμη συνοφρυώθηκε, σκεπτική.

Υπάρχει ένα διπλωμένο χαρτί που δεν υπήρχε πριν, και έχει το όνομά σου γραμμένο επάνω, της είπε το β’ζάιλ της.

«Πού;»

Στο τραπέζι. Δεν γυρίζεις να κοιτάξεις;

Η Ανεμόφθαλμη γύρισε και είδε το διπλωμένο χαρτί. Πλησίασε. Κι αμέσως αναγνώρισε τον γραφικό χαρακτήρα του Ορείχαλκου. Έπιασε το μήνυμα και το ξεδίπλωσε. Διάβασε το περιεχόμενο. Τα μάτια της διαστάλθηκαν. Ύστερα στένεψαν.

Έσπρωξε το τραπέζι, ανατρέποντάς το μαζί μ’ένα βάζο που ήταν επάνω, χύνοντας νερό και λουλούδια στο ξύλινο πάτωμα.

76.

Ένας δυνατός, διαπεραστικός ήχος έσκισε σαν λεπίδα Απολλώνιου ξίφους τον ύπνο του, και τα βλέφαρα του Ανδρόνικου άνοιξαν. Είδε ότι η Ιωάννα είχε ήδη ξυπνήσει και πάρει καθιστή θέση επάνω στο κρεβάτι, γονατιστή σχεδόν, μοιάζοντας με αιλουροειδές έτοιμο να χιμήσει σε κάποιον εχθρό που πλησίαζε, μέσα στο φως της αυγής που γλιστρούσε απ’το παράθυρο.

«Τι είναι;» τη ρώτησε.

«Δεν ξέρω. Κάποιος χτυπά το κουδούνι.»

«Μην κάνεις έτσι, τότε,» είπε ο Ανδρόνικος καθώς, παραμερίζοντας το σεντόνι, σηκωνόταν απ’το κρεβάτι. «Δε δεχόμαστε επίθεση.»

Τον ατένισε συνοφρυωμένη. «Πώς κάνω, δηλαδή;»

Ο Ανδρόνικος δεν απάντησε. Πήρε μια ρόμπα και την τύλιξε γύρω του, δένοντας την πάνινη ζώνη. Το κουδούνι ξαναχτύπησε, πιο επίμονα τώρα.

Η Ιωάννα φόρεσε το νυχτερινό της φόρεμα, πήρε τα εσώρουχα και τα σανδάλια της στο χέρι, και χώθηκε στη ντουλάπα.

«Πού πηγαίνεις;» είπε ο Ανδρόνικος, ενοχλημένα. «Ποιος λες να είναι; Μάλλον κάποιος γνωστός!»

«Σταμάτα να μιλάς και άντε ν’ανοίξεις.»

Ο Ανδρόνικος, αναστενάζοντας και κουνώντας το κεφάλι, βάδισε προς την εξώπορτα του δωματίου. Άγγιξε το πόμολο και ρώτησε: «Ποιος είναι;»

«Εγώ, Πρίγκιπά μου.» Η φωνή του Σέλιρ’χοκ.

Ο Ανδρόνικος άνοιξε και ο μάγος μπήκε, ντυμένος κανονικά και με το ραβδί του στο χέρι.

«Συμβαίνει κάτι; Είναι αυγή, Σέλιρ…»

«Με συγχωρείς αν ενοχλώ, Πρίγκιπά μου.»

«Δεν είναι εκεί το θέμα.» Ο Ανδρόνικος έκλεισε την πόρτα. «Γι’αυτό είμαι εδώ: για να με ενοχλείτε.»

«Ο Ορείχαλκος έφυγε,» τον πληροφόρησε ο Σέλιρ’χοκ, «κι όλο το Μέγαρο είναι ανάστατο.»

Η Ιωάννα βγήκε απ’την κρυψώνα της.

Ο μάγος στράφηκε να την κοιτάξει. «Καλημέρα, Ιωάννα,» είπε, χωρίς να μοιάζει παραξενεμένος που την έβλεπε να ξεπροβάλλει από τη ντουλάπα.

«Σέλιρ…» αποκρίθηκε εκείνη μ’ένα νεύμα.

«Πού πήγε ο Ορείχαλκος;» ρώτησε ο Ανδρόνικος. «Είχε κάπου να ταξιδέψει;»

«Αν είχε κάπου να ταξιδέψει, δεν θα ήταν όλοι τους τόσο αναστατωμένοι. Ο Ορείχαλκος, Πρίγκιπά μου, πήγε στη Ρελκάμνια–»

«Πού!»

«Κάποιο λάθος θα έχει γίνει,» είπε η Ιωάννα. «Πώς το ξέρουν ότι πήγε στη Ρελκάμνια; Τους το είπε;»

«Τους το έγραψε,» απάντησε ο Σέλιρ’χοκ. «Σ’ένα χαρτί. Και το άφησε εκεί που θα το έβρισκε η Ανεμόφθαλμη η Δεύτερη.»

Η Ιωάννα κούνησε το κεφάλι. «Τα μαλλιά της Έχιδνας…» καταράστηκε κάτω απ’την ανάσα της.

«Γιατί να πάει στη Ρελκάμνια, Σέλιρ;» είπε ο Ανδρόνικος. «Μήπως κάτι άλλο συμβαίνει; Μήπως τον απήγαγαν;»

«Στο μήνυμα – αν και εγώ, προσωπικά, δεν το έχω διαβάσει – άκουσα πως γράφει ότι θέλει να μιλήσει στην Παντοκράτειρα· ότι η Παντοκράτειρα ήταν σύζυγός του, την ήξερε, και δεν μπορούσε να την προδώσει έτσι. Γράφει πως, για εκείνον, η Παντοκράτειρα και η Παντοκρατορία δεν είναι το ίδιο. Γράφει πως ξέρει το πραγματικό της όνομα.»

«Τρελάθηκε,» είπε η Ιωάννα. «Η Παντοκράτειρα θα τον σκοτώσει μόλις πατήσει το πόδι του στη Ρελκάμνια. Θα τον βασανίσει και, μετά, θα τον σκοτώσει.»

«Ο ίδιος γράφει ότι δεν πιστεύει πως θα πάθει κακό.»

Η Ιωάννα γέλασε. «Έχει τρελαθεί. Τελείως. Δεν ξέρει τι έχει κάνει αυτή η γυναίκα σε τόσους ανθρώπους;»

«Δε νομίζω πως θα του διέφευγε μια τέτοια ‘λεπτομέρεια’,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Ωστόσο, πρέπει να θεωρεί ότι ο Ελκράσ’ναρχ την κρατά υπνωτισμένη, την κρατά, κάπως, υπό την κυριαρχία του· και ο Ορείχαλκος πηγαίνει στη Ρελκάμνια για να τη βοηθήσει.»

«Το γράφει αυτό;»

«Φυσικά και όχι, Ιωάννα. Το υποθέτω εγώ, όμως.»

«Και ίσως η υπόθεσή σου νάναι σωστή,» είπε ο Ανδρόνικος. «Αλλά δεν θα έπρεπε να το κάνει αυτό. Θα τον σκοτώσουν ή θα τον αιχμαλωτίσουν.»

«Ίσως καταφέρουμε να τον προλάβουμε,» είπε η Ιωάννα στρέφοντας το βλέμμα της στον Ανδρόνικο. «Να τον σταματήσουμε προτού πάει ν’αυτοκτονήσει.»

«Μέσω Αιθέρα;» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Ενώ έχει ξεκινήσει εδώ και κάποιες ώρες; Δεν το θεωρώ πιθανό να τα καταφέρουμε.»

«Πότε ξεκίνησε;» ρώτησε η Ιωάννα.

«Η Ανεμόφθαλμη βρήκε το μήνυμά του λίγο πριν από τα ξημερώματα. Δεν το είπε αμέσως στους άλλους, όμως. Ύστερα ξύπνησε κάποιους από την οικογένειά της και τους εξήγησε τι είχε συμβεί· και μετά, ο ένας κατόπιν του άλλου, όλοι μέσα στο Μέγαρο αναστατώθηκαν. Τους άκουσα να μιλάνε έξω απ’το δωμάτιό μου, γι’αυτό ξύπνησα. Δε νομίζω, πάντως, ότι μπορούμε να προλάβουμε τον Ορείχαλκο, Ιωάννα. Κι ακόμα κι αν τον προλαβαίναμε, τι θα κάναμε; Θα τον αιχμαλωτίζαμε;»

«Ο Σέλιρ έχει δίκιο,» είπε ο Ανδρόνικος. «Αν ο Ορείχαλκος θέλει να πάει στη Ρελκάμνια….»

«Αν θέλει να πάει στη Ρελκάμνια, είναι ήδη νεκρός,» είπε η Ιωάννα.

77.

Στη Μεγάλη Αίθουσα ήταν συγκεντρωμένοι οι Ουράνιοι και οι επισκέπτες τους. Όλοι αγουροξυπνημένοι. Όλοι ταραγμένοι. Φωνές και μουρμουρητά αντηχούσαν παντού. Υπηρέτες έφερναν κούπες με καφέ και άλλα ροφήματα.

Ο Ανδρόνικος πήρε μια κούπα καφέ και ήπιε μια γουλιά, καθώς εκείνος, η Ιωάννα, και ο Σέλιρ’χοκ είχαν μόλις μπει στο μεγάλο δωμάτιο που ήταν πλημμυρισμένο από φυτά κάθε είδους.

Ο Σάνραντιλ’φεν και η Άνμα’ταρ τούς πλησίασαν. «Αυτό,» είπε ο Πρόμαχος του Φτερωτού Όρους, «ήταν τελείως απρόσμενο.»

«Δεν είχε πει σε κανέναν τίποτα, προτού αποφασίσει να φύγει;» ρώτησε η Ιωάννα.

«Κανένας δεν ήξερε το παραμικρό εδώ μέσα,» είπε η Άνμα’ταρ. «Ούτε καν η Ανεμόφθαλμη. Ακόμα και ο Καλπάρτι μοιάζει σοκαρισμένος απ’αυτό που έγινε.»

«Γιατί να μη μοιάζει; Το ξέρει πως αν εκείνος πάει στη Ρελκάμνια θα τον γδάρουν ζωντανό και θα κρεμάσουν το τομάρι του από καμια γέφυρα.»

«Η Ανεμόφθαλμη πώς το έχει πάρει;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Δεν είναι εδώ τώρα,» είπε ο Σάνραντιλ’φεν.

«Πού είναι;»

«Δεν ξέρω. Και ούτε οι περισσότεροι, νομίζω.» Ο Πρόμαχος έριξε μια ματιά τριγύρω, στην αίθουσα, στους παρευρισκόμενους. «Ο Επουράνιος, ο αδελφός της, νομίζω πως έχει πάει να τη βρει.»

«Ελπίζω να μη σχεδιάζει να ταξιδέψει κι αυτή στη Ρελκάμνια.»

«Αν και δεν έχω διαβάσει το μήνυμά του,» είπε ο Σάνραντιλ’φεν (και ο Ανδρόνικος σκέφτηκε: Κανένας δεν φαίνεται να το έχει διαβάσει αλλά όλοι φαίνεται να ξέρουν τι λέει), «μου είπαν πως γράφει ότι ζητά από την Ανεμόφθαλμη σε καμία περίπτωση να μην τον ακολουθήσει, γιατί αυτό θα ήταν αυτοκτονία. Και τη διαβεβαιώνει πως σ’εκείνον η Παντοκράτειρα δεν θα κάνει κακό, αλλά–»

«Θα του κάνει κακό, Σάνραντιλ,» τον διέκοψε η Ιωάννα. «Είναι η Παντοκράτειρα – κι αυτός είναι ανόητος.»

Ο μάγος στράφηκε να την ατενίσει. «Γιατί είσαι τόσο σίγουρη;»

«Σοβαρολογείς; Δεν ξέρεις τι είναι η Παντοκράτειρα;»

«Εκείνο που ξέρω είναι ότι είχαν παντρευτεί οι δυο τους μέσα σ’έναν απ’τους Πύργους του Ήλιου και του Ανέμου, στην Εσχάτη, όπως μονάχα οι ευγενείς της Σάρντλι παντρεύονται: κι αυτό δημιουργεί, λένε, έναν δεσμό πολύ ισχυρό και βαθύ στην ψυχή των ανθρώπων.»

Η Ιωάννα γνώριζε ότι οι Σάρντλιοι είχαν ένα σωρό περίεργα έθιμα και δοξασίες, αλλά τα θεωρούσε γελοία τα περισσότερα. Κι αυτό που τώρα της έλεγε ο Σάνραντιλ τής φαινόταν επίσης αστείο. «Θα μου πεις κιόλας ότι κανένας ποτέ δεν χωρίζει στη Σάρντλι επειδή τους ευλογούν οι θεοί σας;»

Ο Σάνραντιλ’φεν την αγριοκοίταξε. «Μπορεί εσύ να μην πιστεύεις σε τίποτα, Μαύρη Δράκαινα, αλλά εμείς πιστεύουμε σε ορισμένα πράγματα. Και είναι γνωστό πως κάτι αληθινά μυστηριώδες συμβαίνει στους Πύργους του Ήλιου και του Ανέμου.»

«Ό,τι κι αν είναι,» είπε η Ιωάννα, «το αμφιβάλλω ότι θα αποτρέψει την Παντοκράτειρα απ’το να κάνει ό,τι νομίζει μ’έναν σύζυγο που την πρόδωσε.»

«Θα πρέπει να συμφωνήσουμε να διαφωνούμε, όπως φαίνεται,» είπε ο Σάνραντιλ’φεν.

Ο Ανδρόνικος τον ρώτησε: «Πιστεύεις πραγματικά, Πρόμαχε, ότι εξαιτίας του γάμου σ’αυτό τον πύργο η Παντοκράτειρα βλέπει τον Ορείχαλκο διαφορετικά απ’τους άλλους συζύγους της;»

«Είμαι βέβαιος ότι τον βλέπει διαφορετικά. Ωστόσο δεν μπορώ να προβλέψω και τι θα συμβεί· δεν είμαι μάντης. Ίσως, στο τέλος, η Ιωάννα ν’αποδειχτεί σωστή κι εγώ λάθος, Πρίγκιπά μου.»

Το πιο πιθανό, σκέφτηκε η Ιωάννα. Αλλά δεν μίλησε.

Ο Ανδρόνικος ρώτησε: «Τι ακριβώς γίνεται στους Πύργους του Ήλιου και του Ανέμου;» Είχε ακούσει γι’αυτό το έθιμο της Σάρντλι, μα δεν ήξερε λεπτομέρειες.

«Δεν γνωρίζω. Μόνο οι ιερείς και οι ευγενείς το γνωρίζουν αυτό· και δεν είναι κάτι που λένε στον καθένα. Δεν τον αφορά, άλλωστε.»

Η Ιωάννα ρώτησε: «Κι αυτός ο… ιερός δεσμός που λες ισχύει για όλους τους παντρεμένους ευγενείς;» Της ήταν αδύνατο να πιστέψει τέτοιες χαζομάρες. Αν υπήρχαν τέτοιοι «ιεροί δεσμοί», σίγουρα ο Ανδρόνικος δεν θα είχε παντρευτεί ποτέ άλλη γυναίκα στην Απολλώνια. Δεν θα μπορούσε, δεν θα ήταν δυνατό, να την παντρευτεί!

«Ναι.»

«Δηλαδή, είναι όλοι τους ευτυχισμένοι; Με σοκάρεις, Πρόμαχε.»

«Δεν είπα ότι είναι όλοι τους ευτυχισμένοι, μόνο ότι ο δεσμός είναι ξεχωριστός ύστερα από την τελετή στον Πύργο του Ήλιου και του Ανέμου. Η οποία δεν είναι μια συνηθισμένη τελετή. Μένουν κάποιο καιρό εκεί μέσα, απ’ό,τι έχω ακούσει, και ακολουθούν κάποιους κανόνες.»

«Με τους άλλους ευγενείς της Σάρντλι που είχαν παντρευτεί Παντοκρατορικούς, όμως, δεν συνέβησαν και πολύ ευχάριστα πράγματα…»

«Εκείνοι οι γάμοι δε νομίζω πως είχαν γίνει σε Πύργους του Ήλιου και του Ανέμου, αλλά από ιερείς. Γάμοι του Ήλιου και του Ανέμου γίνονται μονάχα ανάμεσα σε ευγενείς, όχι ανάμεσα σε ευγενείς και απλούς ανθρώπους. Ο γάμος του Ορείχαλκου και της Παντοκράτειρας ήταν εξαίρεση, προφανώς· αλλά δεν πιστεύω πως ήταν και λιγότερο ιερός.»

«Τέλος πάντων,» είπε η Ιωάννα. «Θα μάθουμε σύντομα τι θα συμβεί με τον Ορείχαλκο. Ή δεν θα μάθουμε ποτέ.»

«Θα μείνουμε κι άλλο εδώ, δηλαδή;» ρώτησε η Άνμα’ταρ. «Λέγαμε να φύγουμε, τώρα…» Κοίταξε τον Ανδρόνικο.

Εκείνος ένευσε. «Θα φύγουμε,» είπε, «δεν μπορούμε να καθυστερήσουμε. Η Απολλώνια μάς χρειάζεται.»

Και η Ιωάννα αισθάνθηκε ένα σφίξιμο εντός της. Κατά βάθος, ήθελε να μείνουν εδώ, στη Σάρντλι, που εκείνη κι ο Ανδρόνικος μπορούσαν να είναι μαζί. Δεν είχαν την ίδια δυνατότητα στην Απολλώνια, όπου βρισκόταν η Βασίλισσά του, η Αντίκλεια. Το ρίσκο ήταν πολύ μεγάλο, και δεν χρειάζονταν αναστατώσεις αυτού του είδους τώρα. Επιπλέον, η Ιωάννα δεν ήθελε, σε καμία περίπτωση, να προκαλέσει προβλήματα στη διακυβέρνηση του Βασιλείου της Απολλώνιας. Ο Ανδρόνικος ήταν βασιληάς μετά τον πρόσφατο θάνατο του πατέρα του, και είχε τα καθήκοντα βασιληά στους ώμους του.

«Δεν αλλάζει τίποτα, επομένως;» ρώτησε η Άνμα’ταρ. «Όπως τα είχαμε σχεδιάσει;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Δε μπορούμε να προσφέρουμε κάτι άλλο στη Σάρντλι. Οι Παντοκρατορικοί έφυγαν· τα υπόλοιπα είναι προβλήματα των γηγενών: δεν χρειάζονται – και δεν θα πρέπει να χρειάζονται – εμάς για να τους τα λύσουμε. Μακάρι ο Ορείχαλκος να είχε περιμένει προτού ταξιδέψει για Ρελκάμνια. Μακάρι να το είχε συζητήσει μαζί μας…» Ο Ανδρόνικος πραγματικά θα το ήθελε αυτό. Τον είχε συμπαθήσει όσο αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της Σάρντλι, και νόμιζε πως, ώς ένα βαθμό, καταλάβαινε γιατί ο Ορείχαλκος είχε πάρει την απόφαση που είχε πάρει. Αγαπούσε την Παντοκράτειρα. Ο Ανδρόνικος δεν ήξερε τι ήταν εκείνο που τους είχε δέσει, μα δεν μπορεί να υπήρχε άλλη εξήγηση: την αγαπούσε. Αλλιώς αποκλείεται ποτέ να είχε κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν αυτοκτονικό, όπως έλεγε η Ιωάννα. «Δεν το συζήτησε μαζί μας, όμως,» τελείωσε τη φράση του ο Ανδρόνικος ύστερα από μια στιγμή. Αλλά, ακόμα και να το είχε συζητήσει, τι θα καταλαβαίναμε; Ο ίδιος αμφέβαλλε ότι θα κατανοούσε ποτέ τι ήταν εκείνο που μπορούσε να κάνει κάποιον να αγαπήσει την Παντοκράτειρα. Έμοιαζε με… ψεύτικη, όταν την παρατηρούσες. Με μη-αληθινή.

«Δεν είναι κάτι που συζητάς με τον καθένα,» είπε η Άνμα’ταρ.

«Αν το είχε συζητήσει, όμως, ίσως είχαμε καταφέρει να τον αποτρέψουμε από την αυτοκτονία,» τόνισε η Ιωάννα, που ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει πώς ήταν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να έχει αποδειχτεί τόσο ανόητος παρ’όλες τις αρετές που φαινόταν να διαθέτει.

«Ας μην κάνουμε άσκοπες υποθέσεις,» πρότεινε ο Σέλιρ’χοκ. «Το μόνο που κατορθώνει κάποιος όταν αναρωτιέται πώς θα μπορούσε να ήταν κάτι είναι να αποπροσανατολίζει τον εαυτό του.»

Ο Σάνραντιλ’φεν είπε στον Ανδρόνικο: «Ο Νάρτιλ και η Αλρίβα’σαρ μπορούν να σας πετάξουν στην Απολλώνια όποτε το επιθυμείτε, Πρίγκιπά μου.»

«Θα ετοιμαστούμε σήμερα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «και θα ταξιδέψουμε αύριο.»

 

 

 

 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ Β’
Βίηλ

 

 

 

 

 

 

 

 

1.

Του Φέλρες δεν του άρεσαν καθόλου ετούτες οι παραμεθόριες περιοχές στα βόρεια του Πριγκιπάτου. Από εδώ, αν ανέβαινες σε κάποιο ύψωμα, πολλές φορές μπορούσες ν’αγναντέψεις ώς την Καμένη Γη: αυτή τη γκρίζα, τρομαχτική έρημο, που ήταν όλο πέτρα και τίποτα δεν φύτρωνε, και οι ταξιδιώτες έλεγαν πως στοιχειά που έτρωγαν τις ψυχές τριγυρνούσαν, υπηρετώντας τα Δαιμόνια· ή ίσως να ήταν τα ίδια τα Δαιμόνια σε διάφορες μορφές.

Τον Φέλρες, όμως, δεν ήταν αυτές οι ιστορίες που τον τρόμαζαν. Όχι, δεν τρόμαζε ποτέ από τέτοιες ανοησίες εκείνος! Απλώς του ήταν απεχθές το γεγονός ότι αναγκαζόταν να έρχεται εδώ πάνω, τόσο πολύ μακριά από τον πολιτισμό. Κανονικά ο Πρίγκιπας δεν θα έπρεπε να στέλνει εκείνον σε τούτα τα μέρη, αλλά να έχει βρει κάποιον άλλο, ντόπιο άνθρωπο για να κάνει εδώ τη δουλειά του φοροεισπράκτορα. Οι κάτοικοι της περιοχής, σίγουρα, θα τον έβλεπαν και με καλύτερο μάτι, ενώ τον Φέλρες τον μισούσαν – το καταλάβαινε. Το παρατηρούσε στα βλέμματά τους. Τα Δαιμόνια να τον πάρουν! Ο καταραμένος φορατζής είναι πάλι δω! τους είχε ακούσει να μουρμουρίζουν αναμεταξύ τους.

Φορατζής… Τι λέξεις χρησιμοποιούσαν… Φορατζής… Αυτή είναι η δουλειά μου, απολίτιστοι γαμιόληδες! σκεφτόταν ο Φέλρες. Τι να κάνω;

Θα ήταν καλύτερα αν εξακολουθούσε να βρισκόταν στο στράτευμα του Πρίγκιπα. Τόσο πολύ καλύτερα… Αλλά έτσι είχαν έρθει τα πράγματα· και η γυναίκα του του έλεγε πως καλά θα έκανε να ευχαριστούσε τα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών που ήταν ακόμα ζωντανός και είχε δουλειά.

Μακάρι μόνο η καταραμένη δουλειά του να μην τον έστελνε, κάθε τόσο, εδώ πάνω, λίγα χιλιόμετρα απόσταση από την Καμένη Γη και περισσότερο από διακόσια χιλιόμετρα απόσταση από την Κίρτβεχ και τις όχθες της Λίμνης των Κολοσσών…

Ο Φέλρες ήταν τώρα καθισμένος στις πίσω θέσεις του ψηλού, ασκέπαστου τρίκυκλου, ακούγοντας τη μηχανή να μουγκρίζει. Γύρω του κάθονταν δύο πολεμιστές του Πρίγκιπα τους οποίους ήξερε από παλιά, καθώς και η Λοχίας Μαλθρίτ Νερέμβοχ, που ανήκε στον Παντοκρατορικό Στρατό και ήταν ντυμένη με τον συνηθισμένο λευκό μανδύα τους πάνω από την πανοπλία της. Στη μπροστινή θέση, στο τιμόνι, καθόταν μια οδηγός του Πρίγκιπα, την οποία ο Φέλρες επίσης ήξερε από παλιά. Τους ξέρω όλους από παλιά, πλέον. Έχω παλιώσει κι εγώ, σκεφτόταν μελαγχολικά, δυσαρεστημένος με τις συγκυρίες που τον είχαν αναγκάσει να κάνει ετούτη τη δουλειά. Τη δουλειά του… φορατζή.

Εκατέρωθεν του τρίκυκλου ταξίδευαν δύο δίκυκλα, που επάνω στο καθένα ήταν καθισμένοι δύο πολεμιστές, ένας του Πρίγκιπα κι ένας της Παντοκράτειρας. Ήταν η «προστατευτική συνοδία» του φοροεισπράκτορα, για περιπτώσεις που παράνομοι επιτίθονταν. Ευτυχώς, μέχρι στιγμής ελάχιστα τέτοια επεισόδια είχαν γίνει. Η Επανάσταση, που σ’άλλες διαστάσεις οργίαζε, τούτους τους ταραγμένους καιρούς, δεν είχε και μεγάλη επιρροή στη Βίηλ – και σίγουρα όχι στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ. Ο Φέλρες αισθανόταν αρκετά ασφαλής, γενικά. Αυτό, ωστόσο, δεν τον έκανε νάναι ευχαριστημένος με τη δουλειά του φορατζή…

Ήμουν λοχαγός. Ήμουν πολεμιστής. Με σέβονταν τότε, δεν με έβριζαν.

Μεγάλοι Κολοσσοί!…

Η βόρεια παραμεθόριος του Πριγκιπάτου Κίρτβεχ ήταν γεμάτη χωριά, οικισμούς, και αγροκτήματα. Αρκετά απ’αυτά ήταν σημειωμένα στον χάρτη του Φέλρες, αλλά όχι όλα· όποτε ταξίδευε εδώ, έμοιαζε ν’ανακαλύπτει κάθε φορά και κάτι καινούργιο, σαν να ξεφύτρωναν μέσα απ’το έδαφος!

Σήμερα, ώς τώρα, δεν είχε κάνει καμια τέτοια, καινούργια ανακάλυψη. Είχε επισκεφτεί κάμποσα γνωστά μέρη, είχε ελέγξει, και είχε πάρει τους ανάλογους φόρους. Όταν οι κάτοικοι δεν είχαν να πληρώσουν, τους σημείωνε, ώστε την επόμενη φορά να πρέπει να πληρώσουν, εκτός των κανονικών φόρων, και πρόστιμο. Αν κάποιος είχε σημειωθεί πάνω από δύο φορές, τότε ο Πρίγκιπας θα έστελνε τον στρατό του να πάρει την περιουσία του ή και να βάλει τον ίδιο και την οικογένειά του σε καταναγκαστική εργασία.

Δε φταίνε που με μισούνε. Τους φέρνω τα κακά νέα.

Αλλά αυτή είναι η δουλειά μου· τι να κάνω;

Κι επιπλέον, είχε την αίσθηση ότι υπήρχαν ορισμένοι λεχρίτες που ψεύδονταν: παρότι είχαν ένα σωρό κτήματα και ζώα, έλεγαν ότι δεν είχαν να πληρώσουν τον φόρο! Ή ότι δεν είχαν να πληρώσουν ολόκληρο τον φόρο.

Ο Πρίγκιπας είχε, πρόσφατα, θεσπίσει έναν νόμο που προέβλεπε πως όσο κι αν χρωστούσε κάποιος δεν είχε διαφορά. Είτε χρωστούσε όλο τον φόρο είτε ένα μέρος του, οι ποινές ήταν ίδιες. Σκληρός νόμος, και ο Φέλρες ήταν βέβαιος πως οι πράκτορες της Παντοκράτειρας είχαν σπρώξει τον Πρίγκιπα να τον θεσπίσει – αυτή η Επόπτρια Νίνα Έκγραμμη, κατά πάσα πιθανότητα – αλλά τούτο τον καιρό οι Παντοκρατορικοί είχαν προβλήματα σ’ολόκληρο το Γνωστό Σύμπαν (αν αλήθευαν οι φήμες) και χρειάζονταν χρήματα.

Το μεσημέρι, ο Φέλρες και η προστατευτική συνοδία του είχαν σταματήσει σ’ένα χωριό, κι αφού το είχαν, φυσικά, ελέγξει ολόκληρο και είχαν πάρει τους ανάλογους φόρους, είχαν καθίσει στην τοπική ταβέρνα, όπου ήταν αυτονόητο πως δεν έπρεπε να πληρώσουν. Κανένας ντόπιος δεν κάθισε να φάει ή να πιει μαζί τους· μονάχα η ταβερνιάρισσα ήταν εκεί και τα παιδιά της, για να τους σερβίρουν. Και ο Φέλρες παρατήρησε ότι οι συνοδοί του δεν φάνηκαν συγκρατημένοι στις παραγγελίες τους.

«Μη μεθύσετε, σας προειδοποιώ!» τους είπε, αγριοκοιτάζοντάς τους. «Έχουμε κι άλλη δουλειά μέχρι το βράδυ!»

«Ναι,» του αποκρίθηκαν.

«Μην ανησυχείς, ρε αφεντικό,» του αποκρίθηκαν.

«Τα πάντα θα γίνουν,» υποσχέθηκαν.

«Ποιος θα μας βάλει χέρι εδώ πέρα, εξάλλου;»

«Δεν πρόκειται να τα πιούμε, μη φοβάσαι.»

Και πράγματι, δεν μέθυσαν. Δεν κατέληξαν να παραπατούν, τουλάχιστον.

Η Λοχίας Μαλθρίτ, ευτυχώς, ήπιε ελάχιστα. Πράγμα που δεν εξέπληξε τον Φέλρες. Ήταν μια μουντή, λιγομίλητη γυναίκα που δεν της άρεσαν τα γλέντια και οι φασαρίες. Έκανε τη δουλειά της κοφτά και συγκεκριμένα.

Αφού χόρτασαν, κάθισαν στην ταβέρνα να ξεκουραστούν, καπνίζοντας.

«Εξαιρετικό το φαγητό σας,» είπε ο Φέλρες στην ταβερνιάρισσα, που του έμοιαζε συμπαθητική και πρέπει να ήταν χήρα: ο άντρας της, τουλάχιστον, δεν φαινόταν πουθενά. «Είναι ντόπιο;»

«Ναι, κύριε,» αποκρίθηκε εκείνη, χωρίς να τον κοιτάζει και βαδίζοντας για ν’απομακρυνθεί απ’το τραπέζι του.

«Πρέπει νάσαι καλύτερη μαγείρισσα από άλλους εδώ πέρα, τότε!»

«Ίσως, κύριε.» Η γυναίκα πήγε στον πάγκο του μπαρ κι άρχισε να τον τρίβει μ’ένα πανί, χωρίς να δίνει πολλή σημασία στον φοροεισπράκτορα και τη συνοδία του.

Τι αναιδής σκρόφα! σκέφτηκε ο Φέλρες. Και της έχουμε φερθεί τόσο καλά… (Το γεγονός ότι της είχαν, πριν από λίγο, πάρει, ως φόρο, πέντε χιλιάδες αργύρια, και τώρα είχαν καταναλώσει φαγητά και ποτά που κόστιζαν, το λιγότερο, πενήντα αργύρια, δεν πέρασε από το μυαλό του Φέλρες ως εξήγηση για τη συμπεριφορά της γυναίκας παρά μόνο ξυστά, όπως τα πλευρά μιας βάρκας που τρίβονται ελαφρά επάνω στα βράχια της ακτής αλλά όχι αρκετά για να μείνει χαρακιά στο ξύλο.)

«Ποιο είναι τ’όνομά σου, ταβερνιάρισσα;» τη ρώτησε, με τρόπο που θεωρούσε καλοπροαίρετο.

Εκείνη τού είπε το όνομά της, κι ο Φέλρες ύστερα από μισή ώρα το ξέχασε. Αλιζέτ ήταν, ή Αλιρμίτ;

Οι υπόλοιπες προσπάθειες του φοροεισπράκτορα να τραβήξει την προσοχή της ταβερνιάρισσας έπεσαν, επίσης, στο κενό· κι εκείνος, το απόγευμα, μαζί με τη συνοδία του, έφυγε από την ταβέρνα ελαφρώς δυσαρεστημένος από την αχάριστη και αναιδή συμπεριφορά της άξεστης γυναίκας.

Καθώς το φως της ημέρας μειωνόταν και ο Φέλρες ήταν καθισμένος στις πίσω θέσεις του τρίκυκλου, εντόπισε με το βλέμμα του ένα αγρόκτημα που δεν νόμιζε ότι ξαναείχε εντοπίσει σε τούτα τα μέρη. «Άλλο ένα μανιτάρι φύτρωσε, μου φαίνεται!» είπε, κάνοντας τους πολεμιστές γύρω του να γελάσουν, ζαλισμένοι λιγάκι απ’τα ποτά καθώς ήταν. Ακόμα κι η Μαλθρίτ χαμογέλασε: αχνά. «Για πάμε να δούμε τι θα μας πει ο ιδιοκτήτης του…»

Όπως αποδείχτηκε, το αγρόκτημα δεν ήταν καινούργιο: απλώς ο Φέλρες είχε, τόσο καιρό, καταφέρει κάπως να μην το προσέξει. Η οικογένεια που το είχε, όμως, του είπε πως είχαν πληρώσει τους φόρους τους κανονικά όλες τις προηγούμενες φορές. Ο Φέλρες, φυσικά, δεν τους πίστεψε· αφού δεν είχαν πληρώσει σε κείνον, σε ποιον είχαν πληρώσει; Στα Δαιμόνια; Αν ήταν δυνατόν! Ορισμένοι άνθρωποι προσπαθούσαν να ξεγλιστρήσουν λέγοντας τεράστιες ανοησίες!… Τέλος πάντων. Ο Φέλρες απαίτησε να του πληρώσουν όλους τους προηγούμενους φόρους καθώς και τον τωρινό. Εκείνοι τού αποκρίθηκαν ότι δεν είχαν λεφτά. «Τι δεν έχετε; Ολόκληρα κτήματα βλέπω εδώ!» τους είπε. «Τόσα ζώα, τόση γη!» Και τους εξήγησε ποιος ήταν ο καινούργιος νόμος του Πρίγκιπα. Αυτοί είπαν ότι δεν τον είχαν ξανακούσει· κανείς δεν τους είχε ενημερώσει. «Εμένα δεν με ενδιαφέρει αυτό,» αποκρίθηκε ο Φέλρες – πολύ λογικά, όπως θεωρούσε. «Πρέπει να πληρώσετε τους φόρους σας ούτως ή άλλως.» Του είπαν, πάλι, ότι δεν είχαν να πληρώσουν όλους τους φόρους· κι εξάλλου, τους είχαν ήδη πληρώσει· θα του πλήρωναν, όμως, τον τελευταίο αν ήθελε. «Αν θέλω; Δεν είναι θέμα τού τι θέλω εγώ, αλλά του τι θέλει ο Πρίγκιπας, η πατρίδα σας!» Εισέπραξε τον τελευταίο φόρο και τους σημείωσε στο σημειωματάριό του, ότι δεν είχαν πληρώσει εδώ και δύο φορολογικές περιόδους. Αυτό σήμαινε πως ο Πρίγκιπας θα έστελνε τώρα στρατιώτες του ή να κατασχέσουν τη γη τους, ή να τους βάλουν να κάνουν καταναγκαστική εργασία, ή και τα δύο.

Ο Φέλρες έφυγε από το αγρόκτημα λιγάκι τσαντισμένος. Αυτοί οι αγροίκοι της βόρειας παραμεθόριου ήταν το κάτι άλλο! Ούτε τους γαμημένους νόμους που τους αφορούσαν δεν ήξεραν, οι απολίτιστοι!

Λίγο πιο πάνω, συνάντησε έναν οικισμό που ήξερε. Ξαναείχε έρθει εδώ και παλιότερα· ήταν σημειωμένο το μέρος στον χάρτη του. Και προς τα βόρεια δεν υπήρχε τίποτα: μονάχα κάτι λόφοι με άγρια, ξερή βλάστηση και, μετά, η Καμένη Γη. Η οδηγός του τρίκυκλου το σταμάτησε αντίκρυ στον οικισμό, κατόπιν εντολής του φοροεισπράκτορα, και τα δίκυκλα σταμάτησαν παραδίπλα. Κατέβηκαν όλοι από τα οχήματα τους κι άρχισαν να ζυγώνουν τον οικισμό, ο Φέλρες κουτσαίνοντας από τη δεξιά μεριά εξαιτίας του κατεστραμμένου του γόνατου – εξαιτίας του καταραμένου γόνατου που τον είχε διώξει απ’το στράτευμα και τον είχε κάνει… φορατζή.

Ορισμένοι από τους κατοίκους του οικισμού είχαν ήδη βγει από τα σπίτια τους και τους ατένιζαν να πλησιάζουν, μέσα στις πυκνές σκιές του απογεύματος, ενώ ένας ψυχρός άνεμος σφύριζε, προερχόμενος από την Καμένη Γη και φέρνοντας μια οσμή παλιάς πέτρας μαζί του.

Δίπλα στον οικισμό υπήρχε ένα μικρό σύδεντρο, τυλιγμένο στο σκοτάδι καθώς ο ήλιος φλέρταρε με τον δυτικό ορίζοντα. Μέσα, όμως, από το σκοτάδι ο Φέλρες νόμισε πως είδε ξαφνικά κάτι να γυαλίζει. Μέταλλο; Συνοφρυώθηκε παραξενεμένος, σταματώντας προτού φτάσει στις παρυφές του οικισμού, και κάνοντας νόημα και στους συνοδούς του να σταματήσουν.

«Τι είναι;» ρώτησε η Μαλθρίτ.

Προτού προλάβει ο Φέλρες να απαντήσει, ένας άντρας ξεπρόβαλε μέσα από το σύδεντρο. Ένας άντρας ντυμένος, από πάνω ώς κάτω, με μεταλλική πανοπλία. Και ήταν πανύψηλος! Τρία μέτρα τουλάχιστον, τον υπολόγιζε ο Φέλρες. Υπήρχε τέτοιος άνθρωπος; Τι ήταν; παιδί κατευθείαν από τη γενιά των Αρχαίων Κολοσσών;

Αλλά το ύψος του δεν ήταν το μόνο παράξενο με δαύτον. Από τα μάτια του κράνους της πανοπλίας του, φως έβγαινε. Δυνατό φως, σαν μέσα του να είχε ενεργειακές λάμπες!

«Κολοσσοί!» αναφώνησε ο Φέλρες. «Τι είν’αυτό, μα των Δαιμονίων τις ανάσες!»

«Γίγαντας…» μουρμούρισε κάποιος από τη συνοδία του.

«Κάποιο κόλπο,» γρύλισε η Λοχίας Μαλθρίτ, τραβώντας το σπαθί της από το θηκάρι στη μέση της.

Ο πάνοπλος γίγαντας άρχισε να έρχεται προς το μέρος τους, με μεγάλες δρασκελιές και με το φως να συνεχίζει να βγαίνει από τα μάτια του κράνους του. Κλειδώσεις ακούγονταν να τρίζουν και μέταλλα να τρίβονται το ένα με το άλλο, ενώ τα πόδια του πανύψηλου ανθρώπου βροντούσαν στη γη.

Και ο Φέλρες συνειδητοποίησε ξαφνικά: Δε μπορεί νάναι άνθρωπος…

«Αν όχι άνθρωπος, τότε τι;» είπε ένας απ’τους πολεμιστές του, και ο Φέλρες συνειδητοποίησε κάτι ακόμα: είχε μιλήσει, δεν είχε σκεφτεί μόνο. Είχε τελείως ξαφνιαστεί, με την παρουσία αυτού του… αυτού του τέρατος – ό,τι κι αν ήταν!

Οι άνθρωποι του οικισμού, κραυγάζοντας, κρύφτηκαν στα σπίτια τους, καθώς κι εκείνοι είχαν τώρα δει τον γίγαντα.

Ο οποίος, ενόσω ζύγωνε τον φοροεισπράκτορα και τους συνοδούς του, μίλησε – και η φωνή του ήταν μεταλλική και βαθιά: «Φύγετε από τούτο το μέρος και μην ξαναγυρίσετε!»

«Σκοτώστε το!» πρόσταξε ο Φέλρες. «Σκοτώστε το!» δείχνοντας τον γίγαντα.

Δύο από τους πολεμιστές του ύψωσαν οπλισμένες βαλλίστρες, σημάδεψαν, και έβαλαν. Τα βέλη τους εξοστρακίστηκαν χτυπώντας στην πανοπλία του πανύψηλου άντρα ο οποίος ερχόταν καταπάνω τους – και τώρα τάχυνε το βηματισμό του: σχεδόν έτρεχε.

«Φύγετε από τούτο το μέρος και μην ξαναγυρίσετε!» φώναξε, με φωνή που ο Φέλρες έκρινε ότι αποκλείεται να ήταν ανθρώπινη.

Οι συνοδοί του φοροεισπράκτορα, τρομοκρατημένοι, στράφηκαν κι άρχισαν να τρέχουν. Ο Φέλρες προσπάθησε να τους ακολουθήσει κουτσαίνοντας, ρίχνοντας κατάρες στο κατεστραμμένο του γόνατο μέσα από σφιγμένα δόντια.

«Μην τρέχετε, ανόητοι!» γρύλισε. «Χτυπήστε το! Χτυπήστε το!» Αλλά δεν τον άκουγαν· τον αγνοούσαν.

Και ο γίγαντας ερχόταν πίσω του· ο Φέλρες, λαχανιασμένος και τραβώντας το δεξί του πόδι, άκουγε τα βαριά, μεγάλα πέλματα να βροντούν πάνω στη γη. Οι συνοδοί του ήταν τώρα πολύ πιο μπροστά απ’αυτόν, πηγαίνοντας προς τα οχήματα.

«Μη μ’αφήνετε!» ούρλιαξε ο Φέλρες, προτού σκοντάψει και σωριαστεί μπρούμυτα στο έδαφος.

Ορισμένοι απ’τους πολεμιστές του, καθώς τώρα είχαν φτάσει στα οχήματα, στράφηκαν και τον είδαν πεσμένο.

Ο Φέλρες κοίταξε πίσω του: ο γίγαντας πλησίαζε! «Όχι!» ούρλιαξε, προσπαθώντας να σηκωθεί.

Κάποιοι απ’τους πολεμιστές του είχαν ανεβεί στα δίκυκλα και τα είχαν ήδη ενεργοποιήσει – οι μηχανές τους ακούγονταν να μουγκρίζουν. Η οδηγός του τρίκυκλου ήταν επίσης καθισμένη στο τιμόνι, και έβαζε μπροστά τη μηχανή του οχήματος. Δύο άλλοι ύψωσαν τις βαλλίστρες τους και έριξαν στον μεταλλικό γίγαντα, ενώ η Λοχίας Μαλθρίτ έτρεχε προς τον πεσμένο φοροεισπράκτορα που ούρλιαζε.

Το ένα βέλος από τις βαλλίστρες χτύπησε στον γοφό του γίγαντα και εξοστρακίστηκε· το άλλο χτύπησε στο στήθος του και καρφώθηκε εκεί, αλλά το τέρας δεν φάνηκε να αισθάνεται τίποτα, ούτε να καθυστερεί καθόλου.

Και τώρα ήταν, ουσιαστικά, πάνω από τον Φέλρες, ο οποίος είχε μόλις καταφέρει να σηκωθεί όρθιος, νιώθοντας κρύο ιδρώτα να τον λούζει, ενώ του φαινόταν πως ο βόρειος άνεμος από την Καμένη Γη έφερνε κραυγές από τα ίδια τα Δαιμόνια – τις Δαιμονικές Ιαχές, που λεγόταν ότι ορισμένες φορές άκουγαν αυτοί που βρίσκονταν κοντά στον θάνατο.

Η Μαλθρίτ έπιασε το μπράτσο του Φέλρες και τον τράβηξε μαζί της. «Έλα!» είπε. «Τρέξε! Έλα!» Στο άλλο της χέρι είχε το σπαθί της. Ο φοροεισπράκτορας προσπάθησε να βαδίσει πιο γρήγορα μα δεν μπορούσε· το δεξί του πόδι, με το σπασμένο γόνατο, συνεχώς του παρουσίαζε εμπόδιο. Κλαψούριζε και καταριόταν, νιώθοντας ότι το τέλος του ήταν κοντά.

Η Μαλθρίτ στράφηκε, ξαφνικά, φωνάζοντας: «Πίσω!» και υψώνοντας το σπαθί της προς τον γίγαντα, δείχνοντάς τον με την αιχμή. «Πίσω!»

Ο γίγαντας κούνησε το δεξί του χέρι προς το μέρος της, συναντώντας τη λεπίδα του σπαθιού. Το χτύπημα εκτόξευσε τη Μαλθρίτ όπισθεν, χωρίς το όπλο· και η λοχίας κατρακύλησε, ακούσια, φτάνοντας κοντά στα οχήματα.

Ο Φέλρες, ουρλιάζοντας, έκανε να τρέξει. Έπεσε πάλι. Μπρούμυτα. Από πάνω του μέταλλα ακούγονταν να τρίζουν, κι έβλεπε το φως από τα μάτια του γίγαντα στο έδαφος γύρω του. «Όχι!» κραύγασε. «Για όνομα των Κολοσσών!…»

Κι αυτή ήταν η τελευταία κραυγή του φοροεισπράκτορα Φέλρες, καθώς το δεξί πόδι του γίγαντα πάτησε με δύναμη στη ράχη του, τσακίζοντάς την και σκοτώνοντάς τον.

Η Μαλθρίτ, καθώς σηκωνόταν όρθια, είδε τον Φέλρες να συνθλίβεται, αίμα να τινάζεται από τη μύτη και το στόμα του, ενώ ο γίγαντας πλησίαζε.

«Λοχία!» της φώναξε η οδηγός του τρίκυκλου. «Έλα πάνω, Μαλθρίτ! Είναι νεκρός! Πάμε!»

Η Μαλθρίτ δεν ήταν ανόητη· καταλάβαινε ότι δεν είχαν καμία ελπίδα να νικήσουν αυτό το τέρας. Πήδησε πάνω στο τρίκυκλο, και τα οχήματα άρχισαν αμέσως να κινούνται.

Ο γίγαντας έτρεξε ξοπίσω τους.

«Κολοσσοί!» αναφώνησε ένας απ’τους οδηγούς των δίκυκλων. «Έρχεται!»

Και, όπως φάνηκε, ο γίγαντας πριν δεν είχε αναπτύξει την πραγματική του ταχύτητα. Ήταν πολύ γρήγορος, και οι δρασκελιές του πολύ μεγάλες.

«Ρίξτε του!» πρόσταξε η Μαλθρίτ. «Ρίξτε του!»

Οι δύο πολεμιστές με τις βαλλίστρες προσπαθούσαν απεγνωσμένα να τις οπλίσουν.

Ο γίγαντας ερχόταν· ζύγωνε ένα απ’τα δίκυκλα. Έκανε ένα απίστευτο άλμα και το έφτασε – η γη τραντάχτηκε από κάτω του και χώματα τινάχτηκαν. Το δεξί, μεταλλικό του πόδι κλότσησε δυνατά, χτυπώντας το πλάι του οχήματος και εκτοξεύοντάς το στον αέρα. Οι δύο πολεμιστές επάνω στο δίκυκλο κραύγασαν ξέφρενα, προτού καταλήξουν στη γη, μέσα στη θολούρα του χώματος που είχε σηκωθεί.

Η Μαλθρίτ έπιασε τον σάκο της, ο οποίος ήταν αφημένος στις πίσω θέσεις του τρίκυκλου, και πήρε μια χειροβομβίδα από μέσα – τη μοναδική, καθώς τέτοιου είδους εκρηκτικά ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα στη Βίηλ. Και μάλλον τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή για τη χρήση τους, σκέφτηκε η λοχίας. Κρατώντας γερά τη βόμβα, τράβηξε την περόνη.

Ύψωσε τη χειροβομβίδα πάνω απ’τον ώμο της και την τίναξε, με δύναμη, προς τον γίγαντα, φωνάζοντας: «Μην κοιτάτε πίσω!» ενώ κι εκείνη έκλεινε τα μάτια.

Η έκρηξη που άκουσε ήταν τρομαχτική.

Άνοιξε τα βλέφαρά της και είδε μονάχα θολούρα, ενώ στο έδαφος υπήρχε, φανερά, ένας μεγάλος κρατήρας.

Πρέπει να πέθανε, το καταραμένο, σκέφτηκε η Μαλθρίτ. Δε μπορεί να επέζησε από–

Μέταλλα ακούστηκαν να τρίζουν πίσω απ’το βούισμα στ’αφτιά της, και ο γίγαντας ξεπρόβαλε μέσα απ’τη θολούρα, με την πανοπλία του λιγάκι μαυρισμένη. Έκανε ένα άλμα και πήγε κοντά στο πεσμένο δίκυκλο – αυτό που πριν είχε κλοτσήσει. Το έπιασε με τα δύο χέρια, το σήκωσε πάνω απ’το κεφάλι του, και, τρέχοντας, το εκτόξευσε. Το όχημα πέταξε προς τη μεριά της Μαλθρίτ και των πολεμιστών μαζί της.

«Χωριστείτε!» ούρλιαξε η λοχίας, ξέφρενα· και το τρίκυκλο απομακρύνθηκε από το δίκυκλο που ήταν ακόμα όρθιο.

Το όχημα που είχε εκτοξεύσει ο γίγαντας κοπάνησε στο έδαφος και αναπήδησε κάνοντας τούμπες – πηγαίνοντας προς το δίκυκλο με τους δύο αναβάτες. Η Μαλθρίτ τούς άκουσε να ουρλιάζουν και, μετά, τους είδε να χτυπιούνται από το παράδοξο βλήμα και να πέφτουν.

Ούτε που το σκέφτηκε να πει στην οδηγό να σταματήσει για να ελέγξουν μήπως ήταν ζωντανοί. «Επιτάχυνε!» της είπε, αντιθέτως. «Επιτάχυνε!»

«Δεν πάει άλλο,» έκανε εκείνη, αδύναμα, με τρεμάμενη φωνή.

Η Μαλθρίτ, όμως, παρατήρησε τώρα ότι ο γίγαντας δεν τους καταδίωκε πλέον. Στεκόταν απλά και τους κοίταζε. Ύστερα, στράφηκε και βάδισε προς τα βόρεια.

«Νότια,» είπε η Μαλθρίτ στην οδηγό. «Πάμε νότια, στην Κίρτβεχ.»

Τι δαίμονας ήταν αυτός;… Πώς… πώς βρέθηκε εδώ, μα τους Κολοσσούς;

2.

«Εξαιρετικός!» φώναξε ο Καρτάφες’νορ. «Υπέροχος! Είναι… είναι… είναι θεός!»

Στεκόταν επάνω σ’έναν λόφο, στις νότιες παρυφές της Καμένης Γης, και δίπλα του ήταν η Φενίλδα’σαρ, ο Πολ, ο Δαίδαλος, η Διάττα, η Λαμρίτ, και ο Άλτρες. Μαζί τους είχαν πάρει κιάλια και τηλεσκόπια, για να κοιτάζουν τι θα γινόταν στον μικρό οικισμό πλάι στο σύδεντρο όπου είχε κρυφτεί ο Πάνοπλος.

Το αποτέλεσμα δεν είχε δυσαρεστήσει κανέναν τους.

Η Λαμρίτ μειδίασε στραβά. «Δεν είναι καθόλου κακό το δημιούργημά σου, Δαίδαλε,» είπε. «Είμαι σίγουρη πως τα τσιράκια της Παντοκράτειρας θα τρέχουν σαν παλαβοί μέχρι την Κίρτβεχ.»

«Χωρίς να σταματήσουν ούτε για κατούρημα,» πρόσθεσε ο Πολ, κάνοντας την Πρόμαχο της Επανάστασης να γελάσει.

«Δεν είναι αποκλειστικά δημιούργημα του Δαίδαλου!» τόνισε ο Καρτάφες. «Αν και,» συμπλήρωσε ρίχνοντας μια ματιά στον Δαίδαλο (ο οποίος δεν έδειχνε να έχει προσβληθεί, ούτως ή άλλως), «η βοήθειά του ήταν σαφώς πολύτιμη… Πάρα πολύ πολύτιμη.»

Ο Δαίδαλος παρέμενε αμίλητος, με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος και την κάπα του ν’ανεμίζει γύρω του.

Η Φενίλδα ύψωσε πάλι τα κιάλια στα μάτια της και κοίταξε προς τα νότια. Τα δύο δίκυκλα των Παντοκρατορικών έμοιαζαν να έχουν καταστραφεί τελείως, και οι αναβάτες τους πρέπει να ήταν νεκροί από την πτώση. Τουλάχιστον, κανένας τους δεν φαινόταν να κινείται. Το τρίκυκλο είχε διαφύγει· ο Πάνοπλος δεν το είχε κυνηγήσει – σύμφωνα με τις εντολές του Δαίδαλου και της Λαμρίτ, ότι κάποιοι έπρεπε να φύγουν από εδώ ζωντανοί. Ήταν μέρος του σχεδίου.

Ο Πάνοπλος πλησίασε τώρα το σύδεντρο και κρύφτηκε μέσα στο σκοτάδι του. Οι κάτοικοι του οικισμού εξακολουθούσαν να είναι κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους, δικαιολογημένα φοβισμένοι.

Η Φενίλδα έστρεψε τα κιάλια της προς την άκρη του σύδεντρου απ’όπου θα έβγαινε ο Πάνοπλος, και πράγματι, μετά από λίγο, τον είδε να βγαίνει από εκεί, σκαρφαλώνοντας σε μια πλαγιά των λόφων με την ξερή βλάστηση. Κατέβασε τα κιάλια της, καθώς δε νόμιζε ότι θα της χρειάζονταν πλέον.

«Το παιδί μου έρχεται!» είπε, ενθουσιωδώς, ο Καρτάφες. Τα καμώματά του δεν ταίριαζαν καθόλου στην ηλικία του, έκρινε η Φενίλδα. Σε καμία περίπτωση. Κάνει σα να τα έχει χαμένα!

Ο Πάνοπλος, σύντομα, ήταν κοντά τους· και ο Καρτάφες γονάτισε μπροστά του, ανοίγοντας τα χέρια του σαν να ήθελε ν’αγκαλιάσει τον μεταλλικό γίγαντα. «Παιδί μου! Είσαι υπέροχος! Είσαι θεός! Με κάνεις τόσο περήφανο!»

«Με τιμάς, Αφέντη Καρτάφες. Σε ευχαριστώ,» αποκρίθηκε η μεταλλική φωνή του Πάνοπλου. «Είσαι ευχαριστημένος, Δαίδαλε;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο μάγος, νηφάλια. «Όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν, Πάνοπλε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τραβήξαμε την προσοχή τους.»

Ο Πολ γέλασε. «Τραβήξαμε την προσοχή τους; Μάγε, μόλις βίασες τη χρήση της Συμπαντικής Γλώσσας! Δεν τραβήξαμε απλώς την προσοχή τους· η Νίνα Έκγραμμη θα παλαβώσει όταν ακούσει για τούτο το περιστατικό. Γι’αυτό κιόλας» – πήρε τον σάκο του από κάτω – «καλύτερα να πηγαίνω σιγά-σιγά.»

Ο Δαίδαλος ένευσε προς το μέρος του. «Καλή τύχη, Πολ.» Του έδωσε το χέρι του κι αντάλλαξαν μια σύντομη χειραψία.

«Θα τα ξαναπούμε σύντομα, μάγε. Δε θα χαθούμε σε μια τόσο μικρή διάσταση.» Μειδίασε.

Χαιρέτησε έπειτα τη Φενίλδα, τη Διάττα, τον Άλτρες, και τέλος τη Λαμρίτ, η οποία φίλησε το μάγουλό του, καθώς έμοιαζε να έχει αναπτύξει μια συμπάθεια προς αυτόν όσες ημέρες βρίσκονταν στο άντρο της Επανάστασης κάτω από την Καμένη Γη. (Τον Καρτάφες’νορ ο Πολ τον αγνόησε, αλλά εκείνος δεν φάνηκε να το πρόσεξε μέσα στον ενθουσιασμό του για το αυτοκίνητο που είχε κατασκευάσει μαζί με τον Δαίδαλο.)

«Να προσέχεις,» είπε η Πρόμαχος. «Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας έχουν δαιμονικό μυαλό.»

«Κι εγώ το ίδιο,» αποκρίθηκε ο Πολ κλείνοντας της το μάτι· και, περνώντας ανάμεσά τους, βάδισε προς τα εκεί όπου είχε αφήσει δεμένο το άλογο που θα τον ταξίδευε μέσα στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ.

«Ώρα να επιστρέψουμε στη βάση μας,» είπε ο Άλτρες. «Αφού πρώτα σβήσουμε τα ίχνη του Πάνοπλου από τη γη.» Παρότι ήθελαν να τραβήξουν την προσοχή των Παντοκρατορικών, δεν ήθελαν να τους αφήσουν κανένα σημάδι σχετικά με την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει, ή προς την οποία είχε πάει, ο μεταλλικός γίγαντας. Καλύτερα να αναρωτιόνταν.

Η Λαμρίτ κατένευσε. «Ας πιάσουμε δουλειά.»

Όπως είχε καταλάβει η Φενίλδα, το ζητούμενο ήταν να σβήσουν τα ίχνη του Πάνοπλου εδώ γύρω, στους λόφους. Μετά, όταν έμπαιναν στην Καμένη Γη, ο γίγαντας δεν θα άφηνε ίχνη, καθώς το έδαφος ήταν παντού γκρίζο και πετρώδες. Όπως και νάχε, εκείνη δεν ειδικευόταν σε τέτοια· θα το αναλάμβαναν η Λαμρίτ, ο Άλτρες, και η Διάττα. Εκτός αν ο Δαίδαλος γνώριζε κανένα ξόρκι που μπορούσε να λύσει αμέσως το πρόβλημα… Κοιτάζοντας, όμως, τον μάγο δεν τον είδε να προθυμοποιείται να κάνει τίποτα.

3.

Παρότι σκόπευαν να κάνουν πόλεμο, ήθελαν να τον κάνουν αθόρυβα. Στην αρχή, τουλάχιστον. Πράγμα σχεδόν αδύνατο όταν σχεδιάζεις να επιτεθείς σ’ένα ολόκληρο Πριγκιπάτο. Μπορούσαν όμως να προσπαθήσουν, ώστε να τραβήξουν όσο το δυνατόν πιο αργά την προσοχή των δυνάμεων της Παντοκράτειρας (αν ήδη δεν την είχαν τραβήξει με την ανατροπή της εξουσίας στο Πριγκιπάτο Νέλερβικ). Η Ανταρλίδα πρότεινε να ξεκινήσουν να προελαύνουν αμέσως από τη Νέλερβικ, χωρίς να καλέσουν πολεμιστές από τις υπόλοιπες πόλεις του Πριγκιπάτου και να τους περιμένουν να συγκεντρωθούν εδώ. Θα τους καλούσαν ενώ θα είχαν ήδη αρχίσει να κινούνται, και θα τους έπαιρναν μαζί τους καθώς κινούνταν.

Ο Πρόμαχος Άτβος συμφώνησε με το σχέδιό της Μαύρης Δράκαινας, και ούτε η Βασνίτα, η νέα Πριγκίπισσα του Νέλερβικ, έφερε αντίρρηση. Πρόσταξε τους ευγενείς της πρωτεύουσας να έχουν τους μαχητές τους έτοιμους ώς την αυγή.

Η Αλιζέτ, επίσης, δήλωσε πως το σχέδιο της Ανταρλίδας ήταν καλό. «Έτσι όπως είναι η κατάσταση,» είπε, «μας συμφέρει να επιτεθούμε πιο γρήγορα παρά πιο αργά.»

Ο Τάμπριελ δεν έκανε κανένα σχόλιο, συμφωνώντας με τη σιωπή του με το σχέδιο της Ανταρλίδας. Δεν ήταν στρατηγός και το ήξερε.

Ο Αρκαλόν, όμως, ένας από τους Ιεράρχες, που είχε στρατηγικές γνώσεις, είπε κι εκείνος πως το σχέδιο της Ανταρλίδας έμοιαζε να είναι το καλύτερο δυνατό στη συγκεκριμένη περίπτωση.

«Θα πάρουμε το Πριγκιπάτο Χαύδοραλ,» είπε ο Άτβος, ενώ ήταν όλοι τους συγκεντρωμένοι σε μια αίθουσα του κάστρου της Νέλερβικ καταστρώνοντας τη βασική στρατηγική του πολέμου τους, «γιατί είναι το πιο σημαντικό της ανατολικής Βίηλ.» Ένας χάρτης ήταν απλωμένος στο τραπέζι ανάμεσά τους, δείχνοντας ολόκληρη τη διάσταση. Επάνω του ήταν σημειωμένα όλα τα Πριγκιπάτα, με το έμβλημα του καθενός ζωγραφισμένο στην περιοχή που του αναλογούσε. «Βρίσκεται πιο κοντά στην κεντρική Βίηλ από οποιοδήποτε άλλο Πριγκιπάτο, και έχει το μεγαλύτερο λιμάνι εδώ.» Το έδειξε, στις εκβολές του ποταμού Νέρελρημ. Ήταν η πρωτεύουσα του Χαύδοραλ, που είχε, όπως όλες οι πρωτεύουσες, το ίδιο όνομα με το Πριγκιπάτο.

«Τα λιμάνια του Τάσβεραλ;» ρώτησε η Ανταρλίδα, κοιτάζοντας τον χάρτη συνοφρυωμένη.

«Δεν είναι άξια λόγου,» απάντησε η Αλιζέτ αντί για τον Άτβος.

«Πράγματι,» είπε ο Πρόμαχος, «είναι πολύ μικρότερης σημασίας. Ωστόσο, θα κινηθούμε και εναντίον του Τάσβεραλ, αλλά μόνο αφότου έχουμε απελευθερώσει το Χαύδοραλ από την Παντοκράτειρα.»

Η Βασνίτα καθόταν σε μια πολυθρόνα στην κορυφή του τραπεζιού, έχοντας τη μέση της ακίνητη και αλύγιστη, καθώς ο επίδεσμος για το τραύμα στα δεξιά της πλευρά δενόταν σφιχτά γύρω της· και δεν την ενοχλούσε πλέον μονάχα ο πόνος αλλά κι αυτή η καταραμένη ακινησία στην οποία οι θεραπευτές τής έλεγαν ότι έπρεπε να βρίσκεται. Δυστυχώς, δεν θα μπορούσε ν’ακολουθήσει τους άλλους στην πολεμική τους εκστρατεία.

«Για το Πριγκιπάτο Ντόσβεκ τι έχεις στο μυαλό σου, Άτβος;» ρώτησε τον Πρόμαχο.

Τα μάτια όλων στράφηκαν στη βορειοανατολική άκρη του χάρτη, πάνω από το Πριγκιπάτο Νέλερβικ, πέρα απ’τα βουνά και πέρα απ’το πέρασμα Ντόσβεκ, το οποίο δεν είχε πάρει τυχαία αυτή την ονομασία. Στο βόρειο άκρο του περάσματος ήταν η ομώνυμη πόλη, πρωτεύουσα του ομώνυμου Πριγκιπάτου. Μετά τα σύνορα του Πριγκιπάτου Ντόσβεκ απλωνόταν μια περιοχή με δέντρα που ήταν σημειωμένη ως Τα Δάση της Ομίχλης, καθώς επίσης και μια άλλη περιοχή που ονομαζόταν Η Χαωδία, και νότες ήταν ζωγραφισμένες εκεί, μέσα σε κύκλους και αστέρια.

«Τι είναι η Χαωδία;» ρώτησε η Ανταρλίδα, προτού ο Άτβος απαντήσει στη Βασνίτα.

«Ένα πέρας της Βίηλ,» είπε η Πριγκίπισσα. «Δεν έχω ταξιδέψει ποτέ εκεί, Ανταρλίδα, αλλά λένε πως ακούς μια παράξενη μουσική που μοιάζει να διαπερνά τα πάντα.»

«Το Ντόσβεκ, πάντως, φαίνεται απομονωμένο εκεί όπου βρίσκεται…»

«Ναι,» είπε ο Άτβος· «γι’αυτό κιόλας προτείνω να το αγνοήσουμε τελείως.»

«Δε θα είναι, όμως, έτσι σα ν’αφήνουμε έναν εχθρό στα νώτα μας;» έθεσε το ερώτημα η Ανταρλίδα. «Κακή στρατηγική αυτή.»

Η Αλιζέτ είπε: «Δεν υπάρχουν σοβαρές Παντοκρατορικές δυνάμεις στο Ντόσβεκ, και οι κάτοικοί του πάντοτε ήταν εσωστρεφείς και…» μόρφασε, «μυστηριώδεις.»

«Αυτό είν’αλήθεια,» συμφώνησε η Βασνίτα. «Ορισμένοι, μάλιστα, λένε ότι τα μυαλά τους είναι σαλεμένα από τη Χαωδία.»

Ο Άτβος είπε στην Ανταρλίδα: «Για την ώρα πρέπει να το αγνοήσουμε το Ντόσβεκ. Δε μπορούμε να μπούμε στη διαδικασία να διασχίσουμε το πέρασμα των βουνών για να φτάσουμε εκεί. Το κόστος, αν συναντήσουμε αντίσταση, θα είναι μεγάλο. Χωρίς κανένα σημαντικό όφελος.»

Η Ανταρλίδα φάνηκε να το σκέφτεται, συνοφρυωμένη, και ένευσε σιωπηλά.

Ο επικοινωνιακός δίαυλος επάνω στο τραπέζι κουδούνισε. Η Βασνίτα πάτησε το κουμπί που ενεργοποιούσε το μεγάφωνο και το μικρόφωνο. «Μάλιστα;»

«Υψηλοτάτη; Πριγκίπισσά μου;»

«Η ίδια.»

«Επέστρεψαν οι απεσταλμένοι σας από τα δάση, μαζί με το μεταβαλλόμενο όχημα.»

«Μάλιστα,» είπε η Βασνίτα. Η Ιλρίνα’νορ (η σύζυγος του Άτβος), μερικοί επαναστάτες, και μερικοί πολεμιστές του Πριγκιπάτου είχαν αναλάβει να φέρουν το όχημα του Τάμπριελ από εκεί όπου είχε ξεμείνει όταν ο Λοχαγός Ταλμάρος Βέμπρηχ είχε αιχμαλωτίσει εκείνον και τους συντρόφους του. «Είναι σε καλή κατάσταση;»

«Απ’ό,τι λέει η Ιλρίνα’νορ, ναι, Υψηλοτάτη.»

«Ωραία. Πείτε στην Ιλρίνα’νορ να έρθει να της μιλήσουμε.»

«Μάλιστα, Υψηλοτάτη.»

Η Βασνίτα έκλεισε τον δίαυλο, και είπε στον Τάμπριελ: «Όπως βλέπεις, όλα εντάξει και μ’αυτό το θέμα.»

Εκείνος ένευσε σαν να το ήξερε ήδη. Ίσως να το είχε δει σε κάποιο από τα οράματά του, υπέθεσε η Βασνίτα, αφού ισχυριζόταν πως ήταν προφήτης.

«Θα μας χρειαστεί το μεταβαλλόμενο όχημα,» είπε ο Άτβος. «Είναι βέβαιο.» Και ρώτησε: «Τι χωρητικότητα έχει; Θα μπορούσε να χωρέσει αρκετούς μαχητές;»

«Δυστυχώς όχι,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Δεν είναι τόσο μεγάλο. Μια ομάδα κρούσης μόνο, ίσως.» Ανασήκωσε τον έναν ώμο, μορφάζοντας.

«Καλώς,» είπε ο Άτβος· κι άπλωσε έναν άλλο χάρτη επάνω στον πρώτο: έναν χάρτη που έδειχνε μόνο την ανατολική Βίηλ και τα σημαντικά Πριγκιπάτα της: το Νέλερβικ, το Τάσβεραλ, και το Χαύδοραλ. «Μπορούμε να φτάσουμε στη Χαύδοραλ είτε μέσω ξηράς είτε μέσω ποταμού, όπως βλέπετε.» Και έδειξε. «Οι μαχητές μας, σίγουρα, θα πάνε μέσω ποταμού ώς εδώ» – έδειξε πάλι – «όπου είναι και τα σύνορα του Νέλερβικ. Από εδώ, υπάρχουν δύο δρόμοι– ή, μάλλον, τρεις–»

Η πόρτα της αίθουσας χτύπησε.

Ο Ιεράρχης Όρνιφιμ πήγε ν’ανοίξει. Ήταν η Ιλρίνα’νορ, και η Βασνίτα τής έκανε νόημα να μπει. Η μάγισσα πέρασε το κατώφλι χαιρετώντας τους όλους και πηγαίνοντας πλάι στον Άτβος. Ήταν ντυμένη ακόμα με ρούχα φανερά ταλαιπωρημένα απ’το ταξίδι στα δάση. Τα καστανά της μαλλιά ήταν δεμένα σφιχτά πίσω απ’το κεφάλι της.

«Συζητάμε για τη βασική μας στρατηγική,» της είπε ο σύζυγός της. «Με την αυγή ξεκινάμε.»

Η Ιλρίνα συνοφρυώθηκε, ξαφνιασμένη. «Τόσο γρήγορα;»

«Ναι. Καλύτερα πιο γρήγορα παρά πιο αργά.»

Η Ιλρίνα δεν έφερε αντίρρηση· κάθισε στην καρέκλα όπου πριν καθόταν ο Άτβος αλλά τώρα, καθώς έδειχνε στους άλλους σημεία επάνω στον χάρτη, είχε σηκωθεί.

Η πόρτα, τότε, χτύπησε γι’ακόμα μια φορά.

Η Βασνίτα παραξενεύτηκε. Ποιος μπορεί να ήταν;

«Περιμένουμε κάποιον;» τη ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Όχι,» αποκρίθηκε η καινούργια Πριγκίπισσα.

Η Ανταρλίδα σηκώθηκε από τη θέση της πηγαίνοντας προς την πόρτα· το δεξί της χέρι ήταν κοντά στη λαβή του ξιφιδίου στη ζώνη της, παρατήρησε η Βασνίτα. Η Μαύρη Δράκαινα άνοιξε, και η μορφή του Ραφέλνες, του Ιερού Μαχητή των Οστών, αποκαλύφθηκε.

«Τι θέλεις;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Άκουσα πως γίνεται συμβούλιο. Είναι για τον πόλεμο;»

Η Ανταρλίδα ατένισε τη Βασνίτα πάνω απ‘τον ώμο της. Εκείνη είπε, δυνατά: «Έλα μέσα, Ραφέλνες.»

Η Μαύρη Δράκαινα παραμέρισε και ο Ιερός Μαχητής των Οστών μπήκε, ντυμένος με την κοκάλινη αρματωσιά που ήταν ένα με το σώμα του. Ρίχνοντας μια ματιά στους χάρτες στο τραπέζι, πρέπει να συμπέρανε ότι είχε υποθέσει σωστά. «Μιλάτε για τον πόλεμο και δεν είμαι καλεσμένος, Βασνίτα;»

«Λόγω βιασύνης και μόνο,» αποκρίθηκε εκείνη. «Κάθισε.»

«Κανονικά θα έπρεπε και ο Νισμάνος να ήταν εδώ.» Αναφερόταν στον άλλο Ιερό Μαχητή των Οστών του Πριγκιπάτου.

«Κανονικά, ίσως· αλλά, όπως σου είπα, βιαζόμαστε.»

Ο Ραφέλνες δεν κάθισε· στάθηκε κοντά στο τραπέζι με τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του.

Η Βασνίτα στράφηκε στον Πρόμαχο. «Τι έλεγες, Άτβος;» Αισθανόταν ήδη κουρασμένη από όλα τα πράγματα που έπρεπε να προσέχει να κρατά σε ισορροπία. Δεν είχε ακόμα συνηθίσει το γεγονός ότι ήταν Πριγκίπισσα του Νέλερβικ, όμως πίστευε ότι θα συνήθιζε με τον καιρό. Πάντως, αν οι περιστάσεις ήταν διαφορετικές, δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση το βάρος αυτής της θέσης στους ώμους της.

«Μέχρι εδώ,» είπε ο Άτβος, δείχνοντας επάνω στον χάρτη, «οι μαχητές μας θα πάνε σίγουρα μέσω του ποταμού. Και μετά υπάρχουν τρεις δρόμοι. Ο ένας είναι μέσω ξηράς, προς την πρωτεύουσα του Χαύδοραλ στις ακτές. Ο άλλος είναι ακολουθώντας τα ποτάμια έτσι…» Έδειξε μια πορεία προς τα βορειοδυτικά κι ύστερα προς τα νότια, όπου το πλοίο θα έβγαινε, τελικά, κοντά στις εκβολές του ποταμού Νέρελρημ και στην Χαύδοραλ. «Και ο τρίτος δρόμος είναι από εδώ.» Έδειξε πάλι ένα ταξίδι πάνω στα ποτάμια, προς τα νοτιοανατολικά αυτή τη φορά, ώσπου το πλοίο να καταλήξει σε μια παράκτια πόλη που ονομαζόταν Λίνερελ· και μετά, από τη Λίνερελ, ακολουθώντας τις ακτές, θα έφτανε στη Χαύδοραλ.

«Ασύμφορο,» είπε η Βασνίτα. «Θα συναντήσετε τόσα εμπόδια αν πάτε από εκεί.»

«Μη νομίζεις ότι από ξηράς θα συναντήσουμε λιγότερα εμπόδια,» αποκρίθηκε ο Άτβος. «Από εκεί που τα πλοία θα αποβιβάσουν τους μαχητές μας μέχρι την πόλη της Χαύδοραλ η απόσταση είναι πάνω από διακόσια-πενήντα χιλιόμετρα· κι αυτά τα χιλιόμετρα είναι γεμάτα μικρότερες πόλεις, χωριά, και οχυρά, με την παρουσία των Παντοκρατορικών αισθητή.»

«Η πιο ασύμφορη πορεία μοιάζει, εκ πρώτης όψης, να είναι η δεύτερη που πρότεινες,» του είπε ο Ραφέλνες, «επειδή είναι πολύ μακρινή: κάνεις ολόκληρο κύκλο μέχρι να φτάσεις στη Χαύδοραλ. Όμως είναι, επίσης, η πιο ακίνδυνη ίσως. Σχετικά μιλώντας, πάντα. Κι επιπλέον, τα ποταμόπλοια κινούνται πιο γρήγορα από τους ανθρώπους που προελαύνουν στην ξηρά, όπως όλοι γνωρίζουμε.»

Ο Άτβος ένευσε. «Το ίδιο νομίζω κι εγώ. Και δεν έχουμε πολύ χρόνο για ν’αποφασίσουμε πώς θα διαιρέσουμε τις δυνάμεις μας, ή αν θα τις διαιρέσουμε καν. Με την αυγή ξεκινάμε.» Ήταν απόγευμα τώρα.

«Αφού μας ενδιαφέρει η ταχύτητα, όπως φαίνεται,» είπε η Αλιζέτ, «τότε εγώ θα πρότεινα να αποφύγουμε τελείως την ξηρά. Να χωρίσουμε τις δυνάμεις μας στα δύο, και να πάμε από τα ποτάμια. Υπάρχουν αρκετά σκάφη;» ρώτησε τη Βασνίτα.

«Σύμφωνα μ’αυτά που λέει το Πολεμικό Αρχείο του Πριγκιπάτου, ναι. Αρκετά για τους πολεμιστές της πρωτεύουσας. Αλλά δεν ξέρω αν είναι αρκετά και για όσους θα συγκεντρώσουμε από τις υπόλοιπες πόλεις. Δεν ξέρω αν θα υπάρχει χώρος ώστε καθοδόν να πάρετε κι άλλους.»

«Στις άλλες πόλεις δεν φτιάχνουν πλοία;» είπε η Ανταρλίδα.

«Ανάλογα.»

«Κινούνται με ενέργεια τα πλοία τους;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Δεν έχουν όλα εστίες εντός τους,» απάντησε η Βασνίτα. «Ούτε τα δικά μας δεν είναι όλα ενεργοκίνητα.»

«Δεν υπάρχουν αρκετά ενεργοκίνητα πλοία για όλους τους πολεμιστές της πρωτεύουσας;»

«Δε νομίζω. Θα πρέπει να ταξιδέψετε με μειωμένη ταχύτητα. Επιπλέον, ακόμα κι αν είχαμε αρκετά σκάφη για τόσους μαχητές, δεν ξέρω αν θα είχαμε αρκετούς μάγους διαθέσιμους για να ελέγχουν την ενεργειακή ροή. Τα μεγάλα πλοία χρειάζονται τη Μαγγανεία Κινήσεως, όπως και το μεταβαλλόμενο όχημά σας.»

«Το γνωρίζουμε,» είπε η Ανταρλίδα.

«Τι νομίζεις;» τη ρώτησε ο Άτβος. «Να πάμε μόνο από τους ποταμούς;»

«Η αλήθεια είναι πως καλό θα ήταν να αποφύγουμε την ξηρά αφού βιαζόμαστε. Όταν η πρωτεύουσα του Χαύδοραλ απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς, ολόκληρο το Πριγκιπάτο θα απελευθερωθεί.»

«Συμφωνείς με την Αλιζέτ, λοιπόν.»

Η Ανταρλίδα κατένευσε.

Ο Άτβος στράφηκε στον Ραφέλνες, ατενίζοντάς τον ερωτηματικά.

«Το είπα ήδη: από την ξηρά δεν φαίνεται να συμφέρει,» δήλωσε ο Μαχητής των Οστών.

Ο Άτβος τούς κοίταξε όλους. «Το μόνο που μένει, λοιπόν, είναι να περιμένουμε την αυγή για να ξεκινήσουμε. Εκτός αν κάποιος έχει κάτι να προσθέσει…»

«Σίγουρα,» είπε ο Ραφέλνες, «υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες που έχετε παραβλέψει επειδή βιάζεστε, αλλά αυτό δεν μπορεί να διορθωθεί τώρα.»

Ο Άτβος ένευσε. «Φοβάμαι πως έχεις δίκιο. Όμως προτιμήσαμε να χτυπήσουμε γρήγορα παρά να σχεδιάσουμε μια μακροχρόνια στρατηγική. Όσο περνούν οι ημέρες, τόσο πιο καλά προετοιμασμένοι εναντίον μας θα είναι οι Παντοκρατορικοί.»

4.

Επί δύο ώρες ταξίδεψε μέσα στη νύχτα, στις παραμεθόριες βόρειες περιοχές του Πριγκιπάτου Κίρτβεχ, κατευθυνόμενος όχι νότια – προς τα εκεί όπου είχαν πάει οι έντρομοι Παντοκρατορικοί που είχαν χτυπηθεί από τον Πάνοπλο – αλλά νοτιοανατολικά, με προορισμό την Άτβηλκ: μια πόλη η οποία, παρότι δεν ήταν τόσο σημαντική όσο η πρωτεύουσα του Κίρτβεχ, εξακολουθούσε να βρίσκεται σε καίρια θέση για το Πριγκιπάτο: στο δυτικό άκρο της γέφυρας του ποταμού Πίλρεκ, εκεί όπου οδηγούσε ο δρόμος μετά το πέρασμα της Ουράς. Δεν υπήρχε άλλο πέρασμα για να διασχίσει κανείς με ασφάλεια αυτά τα βουνά, απ’ό,τι γνώριζε ο Πολ, και μετά από το πέρασμα δεν υπήρχε κανένας άλλος ασφαλής τρόπος για να διασχίσει τον ποταμό Πίλρεκ, εκτός από τη γέφυρα της Άτβηλκ. Για να περάσει αλλιώς, ένας ταξιδιώτης θα έπρεπε να πάει νότια, να πάρει, κάπως, κάποια βάρκα στις όχθες της Δίδυμης (όπου κατέληγε ο Πίλρεκ), και να ταξιδέψει ώς τη δυτική μεριά της λίμνης, προκειμένου να βρεθεί στα εσωτερικά μέρη του Πριγκιπάτου.

Δεν ήταν, λοιπόν, παράξενο που βρίσκονταν αρκετοί πράκτορες της Παντοκράτειρας στην Άτβηλκ. Όταν ήσουν εκεί μπορούσες να ελέγχεις όλη – ή σχεδόν όλη – την κίνηση από το Πριγκιπάτο Έλρηνεχ προς το Πριγκιπάτο Κίρτβεχ, και αντίστροφα.

Όταν ο Πολ κατέβηκε από το άλογό του, κοίταξε ολόγυρα την ερημιά στην οποία είχε καταλήξει, και παρότι είδε κάποια φώτα, από ένα αγρόκτημα κι έναν οικισμό μάλλον, υπέθεσε πως δεν πρέπει να υπήρχε κανένα πανδοχείο εδώ κοντά ώστε να ξεκουραστεί. Κατασκήνωσε σ’ένα σύδεντρο και έπεσε για ύπνο.

Μοναδική του παρέα ήταν κάτι λύκοι που άκουγε να ουρλιάζουν από μακριά. Δεν ήταν εκείνο το είδος της παρέας που ήθελες να πλησιάσει…

Καθώς κοιμόταν είχε την αίσθηση ότι δεν κοιμόταν καλά, ότι διάφορα πράγματα τον ενοχλούσαν όλη τη νύχτα· όταν όμως ξύπνησε, ένιωθε ξεκούραστος. Έριξε νερό στο πρόσωπό του από το φλασκί του, έλυσε το άλογό του από το δέντρο όπου το είχε δέσει, το σέλωσε, και το καβάλησε.

Το μεσημέρι, νόμιζε ότι είχε πλέον αρχίσει ν’απομακρύνεται από τη βόρεια παραμεθόριο του Κίρτβεχ, καθώς τα εδάφη γύρω του είχαν γίνει πιο πολιτισμένα. Σταμάτησε σ’ένα χωριό και έφαγε σε μια ταβέρνα. Οι ντόπιοι τον ρώτησαν από πού ερχόταν. Εκείνος τούς είπε ότι είχε πάει να δει μια αδελφή του στα βόρεια, την οποία είχε παντρέψει μ’έναν αγρότη. Ορισμένοι δεν του φάνηκε ότι τον πίστεψαν. Ήταν τέτοιοι οι καιροί, ούτως ή άλλως, που ο ένας άνθρωπος υποπτευόταν τον άλλο. Τέτοιοι οι καιροί εδώ και πολλά χρόνια… σκέφτηκε ο Πολ, καθώς τελείωνε το φαγητό του.

Όταν έφυγε απ’το χωριό, δεν άργησε και ν’αφήσει την παραμεθόριο πίσω του για τα καλά. Βρισκόταν τώρα στο εσωτερικό του Πριγκιπάτου, αν και, βέβαια, στις βορειοανατολικές του περιοχές, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα και τις όχθες της Λίμνης των Κολοσσών. Οι δρόμοι ήταν λιγάκι πιο καλοφτιαγμένοι εδώ, και το άλογό του έμοιαζε να χαίρεται που τρόχαζε επάνω σε κάτι στρωτό. Επίσης, καθώς ο ήλιος βούλιαζε προς τον δυτικό ορίζοντα, ο Πολ νόμισε πως είδε δυο φορές ενεργειακά οχήματα να περνάνε απόμακρα. Όταν είχε νυχτώσει, σταμάτησε σε μια μικρή πόλη κι έκλεισε δωμάτιο στο μοναδικό πανδοχείο της. Το άλογό του το έβαλε στον στάβλο δίπλα στο πανδοχείο. Ένας παραμυθάς ήταν στην τραπεζαρία απόψε και έλεγε ιστορίες από τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ, με μυστηριώδη πνεύματα, Δαιμόνια, Λάν’τραχαμ, κυνηγημένες όμορφες γυναίκες, ταξιδιώτες, και γενναίους πολεμιστές. Ο Πολ τον άκουγε μέχρι που νύσταξε και ανέβηκε στο δωμάτιό του. Δεν έχουν αλλάξει και πολλά στη Βίηλ από τότε που ήμουν εδώ, σκέφτηκε καθώς έβγαζε τα ρούχα του. Νόμιζε πως είχε ξανακούσει ακριβώς τις ίδιες ιστορίες που έλεγε απόψε αυτός ο παραμυθάς.

Ολόκληρη την επόμενη ημέρα ταξίδευε προς τα νοτιοανατολικά, και δεν είχε πλέον την αίσθηση ότι ήταν ο μοναδικός ταξιδιώτης μιας ερημιάς· έβλεπε ανθρώπους κάθε τόσο, σε τούτες τις δημοσιές του Πριγκιπάτου. Συνάντησε, μέχρι να νυχτώσει, έναν έμπορο μ’έναν νεαρό βοηθό και δύο κάρα· τρεις περιπολίες τεσσάρων έφιππων Παντοκρατορικών μαχητών (τη μία, δε, τη συνάντησε δύο φορές)· κάτι προσκυνητές που πήγαιναν προς έναν βωμό των Αρχαίων Κολοσσών για να θυσιάσουν και να ζητήσουν ευημερία για το χωριό τους (προσκάλεσαν τον Πολ να έρθει κι εκείνος, αλλά ο Πολ αρνήθηκε ευγενικά)· και μερικούς ταξιδιώτες, σε διάφορες στιγμές. Το μεσημέρι, έφαγε μαζί με τέσσερις από τους τελευταίους γύρω από μια φωτιά, καθώς τους συνάντησε να έχουν στήσει τον καταυλισμό τους. Στην αρχή θορυβήθηκαν από την παρουσία του, αλλά ο Πολ τούς διαβεβαίωσε πως δεν ήταν ληστής. Από πάνω τους, ενόσω γευμάτιζαν, πέρασε ένα ελικόπτερο. Ο Πολ αναρωτήθηκε αν οι Παντοκρατορικοί πήγαιναν να ελέγξουν, από αέρα, την περιοχή όπου ο Πάνοπλος είχε επιτεθεί.

Καθώς έπεφτε η νύχτα, συνάντησε τρεις διασκεδαστές με μια σκεπαστή άμαξα. Ο ένας ήταν λιγνός, μακρομούρης, πρασινόδερμος, και μακροδάχτυλος, και έκανε τον ταχυδακτυλουργό· η δεύτερη ήταν μια λευκόδερμη γυναίκα που, όπως ισχυρίστηκε, μπορούσε να διαβάζει το μέλλον από την παλάμη και να κάνει κι άλλα παρόμοια μαγικά· και η τρίτη ήταν μια γαλανόδερμη νάνος που έκανε ακροβατικά. Βάδιζε επάνω σε δύο ψηλά ξυλοπόδαρα, πλάι στην άμαξα, όταν ο Πολ συνάντησε τους τρεις διασκεδαστές και τους είπε την καλησπέρα του. Εκείνοι φάνηκαν φιλικοί μαζί του. Συστήθηκαν ως ο Ψηλός, η Κοντή, και η Μάντισσα. «Χάρηκα για τη γνωριμία,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Τ’όνομά μου είναι Δάρυλμος.» Η Μάντισσα τού είπε ότι πήγαιναν σε μια πόλη εδώ κοντά, και καλά θα έκανε κι εκείνος να ερχόταν μαζί τους γιατί δεν υπήρχε άλλη πόλη για να διανυκτερεύσει μέσα στα επόμενα δέκα χιλιόμετρα. Ο Πολ δεν έφερε αντίρρηση.

Η Κοντή έκανε, τότε, ένα τρομερό άλμα από τα ξυλοπόδαρά της καταλήγοντας στην πάνινη οροφή της άμαξας – και τραβώντας τα ξυλοπόδαρα μαζί της! Χαμογελώντας ξάπλωσε ανάσκελα και φώναξε στον Ψηλό να της πετάξει το φλασκί της με τη μπίρα. Ο Ψηλός, που καθόταν στη θέση του οδηγού και κρατούσε τα χαλινάρια του αλόγου, έπιασε ένα φλασκί και το πέταξε προς τα πάνω. Η Κοντή το έπιασε με τα γυμνά της πόδια καθώς αυτό διέγραφε καμπύλη στον αέρα.

«Μη σ’εντυπωσιάζει η Κοντή,» είπε ο Ψηλός στον Πολ, που κοίταζε τα νούμερά της υπομειδιώντας. «Ακόμα και το ψάρι μου τα κάνει αυτά, αγαπητέ Δάρυλμος.» Και παραμέρισε ένα πανί από δίπλα του, αποκαλύπτοντας από κάτω μια ολοστρόγγυλη γυάλα μ’ένα μεγάλο κόκκινο ψάρι μέσα. Στο πλάι της γυάλας ήταν συνδεδεμένο κάτι που θύμιζε μεγάφωνο (και μάλλον ήταν). Ο Ψηλός έβγαλε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό από τα φαρδιά ρούχα του, τον ενεργοποίησε, και είπε: «Δεν είναι αλήθεια, Ψάρι; Δεν είσαι πιο καπάτσος από την Κοντή;»

Το ψάρι έκανε μερικές σβούρες μέσα στη γυάλα, και μετά μια φωνή ακούστηκε από το μεγάφωνό της: «Φυσικά και είμαι, αφεντικό! Το Τρομερό Κόκκινο Ψάρι δαμάζει το σύμπαν!»

Ο Πολ γέλασε, απορώντας πώς ο Ψηλός είχε καταφέρει να μιλήσει μέσα απ’το μεγάφωνο της γυάλας. Αναμφίβολα, κάποιο κόλπο με τον πομπό. «Στο τέλος, μου φαίνεται ότι θα πρέπει να σας πληρώσω μέχρι να φτάσουμε στην πόλη.»

«Τι ανοησίες, φίλε μου!» είπε ο Ψηλός, κρύβοντας πάλι τη γυάλα με το ψάρι. «Μας προσφέρεις την ευχάριστη παρέα σου· και το σπαθί σου, σε περίπτωση που ληστές μάς επιτεθούν. Αυτά είναι αρκετά.»

«Θέλεις να διαβάσω το μέλλον σου;» τον ρώτησε η Μάντισσα, που κοίταζε από ένα πλευρικό παράθυρο της άμαξας.

«Ευχαριστώ αλλά όχι,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Με τρομάζουν κάτι τέτοια.»

Η Μάντισσα γέλασε ευχάριστα.

Μέσα στη νύχτα μπήκαν στη μικρή πόλη και έκλεισαν δωμάτια σ’ένα πανδοχείο. Ο Πολ είχε καταλάβει ότι δεν ήταν πλέον μακριά από την Άτβηλκ· αύριο πρέπει να έφτανε, υπέθετε. Κι αναρωτήθηκε αν κι οι διασκεδαστές κατευθύνονταν πιθανώς προς τα εκεί. Δεν τους είχε ρωτήσει. Το πρωί, όμως, έμαθε ότι σκόπευαν να μείνουν στην πόλη για να βγάλουν μερικά χρήματα. «Περνά κάμποσος κόσμος από εδώ,» του είπε η Μάντισσα. «Γιατί δεν κάθεσαι κι εσύ λίγο;»

«Δυστυχώς δεν μπορώ,» αποκρίθηκε ο Πολ· «πρέπει να πηγαίνω.»

«Είσαι σίγουρος πως δεν θέλεις να δω τι γράφει πάνω στο χέρι σου; Δωρεάν θα είναι.»

«Απόλυτα σίγουρος.»

Του ευχήθηκαν τα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών να τον βοηθούσαν στον δρόμο του, κι εκείνος τούς αποχαιρέτησε. Έφυγε από την πόλη και ταξίδεψε νοτιοανατολικά όπως και πριν.

Οι δρόμοι τώρα τού ήταν πιο γνώριμοι, και πιο καλοφτιαγμένοι. Σε μια διχάλα είδε μια ξύλινη πινακίδα που, προς τη μια μεριά, έγραφε ΑΤΒΗΛΚ δείχνοντας, με βέλος, το ένα παρακλάδι του δρόμου. Ο Πολ πήγε προς τα εκεί.

Πολύ πριν από το μεσημέρι, άκουσε τα τρεχούμενα νερά του ποταμού Πίλρεκ και, βγαίνοντας από μια δασώδη περιοχή την οποία διέσχιζε η μικρή δημοσιά, έφτασε αντίκρυ στην Άτβηλκ, που ήταν περιτειχισμένη και οικοδομημένη στις όχθες του ποταμού. Ο Πολ έβαλε το άλογό του στη μεγάλη, λιθόστρωτη δημοσιά που ένωνε την Άτβηλκ με την Κίρτβεχ, μακριά στα δυτικά, και τρόχασε προς την πύλη της πόλης.

Οι φρουροί δεν τον σταμάτησαν για να τον ελέγξουν, καθώς ήταν απασχολημένοι με το να ελέγχουν το ενεργειακό φορτηγό ενός εμπόρου ο οποίος ζητούσε πρόσβαση. Έκαναν νόημα στον Πολ να περάσει γρήγορα, κι εκείνος δεν δίστασε.

Μέσα στους δρόμους της Άτβηλκ, αφίππευσε και πήρε το άλογό του από τα γκέμια, κοιτάζοντας τα οικήματα γύρω του και προσπαθώντας να φέρει πάλι στο μυαλό του την περιοχή.

ΖΑΡΙΑ ΚΑΙ ΧΑΝΤΡΕΣ, έγραφε η πινακίδα του πανδοχείου που βρισκόταν στην αγορά, πλάι στο Σιντριβάνι της Κυράς των Βουνών, όπου υπήρχε το άγαλμα μιας γυναίκας με μια στάμνα, κι από τη στάμνα ήταν που ανάβλυζε το νερό. Ένας άντρας τώρα είχε βάλει το γαϊδούρι του να πιει από το σιντριβάνι. Γι’αυτό δεν είναι να πίνεις ποτέ από τέτοια μέρη, όσο κι αν διψάς… σκέφτηκε ο Πολ, καθώς οδηγούσε το άλογό του προς τον στάβλο του πανδοχείου Ζάρια και Χάντρες.

«Καλημέρα, κύριος!» χαιρέτησε η σταβλίτισσα, μια γεροδεμένη λευκόδερμη γυναίκα.

«Θα μου τον κρατήσεις;» Ο Πολ τής έδωσε τα γκέμια του αλόγου του.

«Φυσικά. Θα περάσουμε όμορφα οι δυο μας.» Η σταβλίτισσα χάιδεψε τη χαίτη του αλόγου, το οποίο χρεμέτισε και ακούμπησε τη μουσούδα του στον ώμο της.

«Αλίμονο, κοπελιά· με τρομάζεις!» είπε ο Πολ, δίνοντάς της ένα αργύριο.

Εκείνη το πήρε γελώντας, κοκκινίζοντας λίγο. «Αυτό είναι για όλη την ημέρα,» παρατήρησε.

«Μάλλον θα καθίσω όλη την ημέρα,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Κι αν όχι, τότε τα ρέστα δικά σου.»

Βγήκε απ’τον στάβλο και είδε ότι ο τύπος στο σιντριβάνι ακόμα δεν είχε πάρει από εκεί το γαϊδούρι του. Τέτοια δίψα έχει το ζωντανό; Ο Πολ βάδισε ώς την εξώπορτα του πανδοχείου, την έσπρωξε, και μπήκε στην τραπεζαρία.

«ΣΚΑΤΑ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΙΑ!» αντήχησε ακριβώς εκείνη τη στιγμή η κραυγή ενός άντρα, στη Δημώδη, την κοινή γλώσσα της Βίηλ. Είχε πεταχτεί όρθιος, είδε ο Πολ, μπροστά σ’ένα τραπέζι όπου ήταν απλωμένα ζάρια και αργύρια. Άλλοι δύο κάθονταν στο ίδιο τραπέζι, και τώρα γελούσαν. «Κάτσε κάτω, ρε!» είπε ο ένας. «Κάτσε κάτω!» Ο άντρας που είχε φωνάξει κάθισε κουνώντας το κεφάλι, αναστενάζοντας.

Ο Πολ κάθισε σ’ένα άδειο τραπέζι, κι όταν η σερβιτόρα ήρθε κοντά του της ζήτησε μια κούπα καφέ. Σάρντλιο, αν είχαν. (Την τελευταία φορά που είχε περάσει από εδώ, είχαν.) Η κοπέλα τον ρώτησε πώς ήθελε να τον φτιάξουν. Ο Πολ τής είπε, κι εκείνη επέστρεψε σε λίγο με τον καφέ του.

Ο Πολ περίμενε, πίνοντας νωχελικά.

Ώς το μεσημέρι ο σύνδεσμός του πρέπει να παρουσιαζόταν. Εκτός αν τα πράγματα είχαν αλλάξει τελείως εδώ πέρα.

Καθώς περίμενε, σκέφτηκε για λίγο πού πήγαινε να μπλέξει. Υπέθετε ότι το δίκτυο σε τούτες τις περιοχές δεν θα γνώριζε τι του είχε συμβεί, και ότι θα μπορούσε να αναμιχθεί μαζί τους. Αν όμως ήξεραν γι’αυτόν, τότε θα την είχε, ίσως, πολύ άσχημα.

Αλλά τι θα μπορούσαν να ξέρουν; Θα ανέκριναν, υποθέτω, τους επιζώντες του αεροπλάνου που ο Τάμπριελ άφησε να φύγουν από τη Νόρχακ. Αποκλείεται να μην τους ανέκριναν. Κι αυτοί τι θα είπαν; Τα ελάχιστα που ήξεραν για την καινούργια διάσταση και για τον Τάμπριελ. Δεν το θεωρούσε πιθανό να είχαν κρύψει τίποτα· θα φοβόνταν πολύ για να κρατήσουν πράγματα κρυφά. Και τι θα είπαν για εμένα; Ότι επιχείρησα να σκοτώσω τον Τάμπριελ, και ότι μετά δεν ξέρουν τι μου συνέβη – ο Τάμπριελ, πάντως, δεν είναι νεκρός. Οι πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ, επομένως, αν είχαν γνώση αυτού του θέματος, θα υπέθεταν πως ή ο Πολ ήταν νεκρός ή αιχμάλωτος. Όταν η Νίνα Έκγραμμη με δει εδώ, αυτό θα σβήσει την πρώτη περίπτωση απ’το νου της. Ήμουν αιχμάλωτος, λοιπόν… και πώς ξέφυγα; Θα έπρεπε να έχει κατά νου μια καλή ιστορία για να πει.

Εκτός, βέβαια, αν η Νίνα δεν γνώριζε τίποτα για τα γεγονότα στη Νόρχακ: δεν γνώριζε ότι το αεροπλάνο μέσα στο οποίο βρισκόταν ο Πολ είχε πέσει εκεί, παρασυρμένο από τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο…

Πρέπει, όμως, να είμαι έτοιμος για το χειρότερο ενδεχόμενο πάντα, σκέφτηκε ο Πολ, πίνοντας τον καφέ του.

Ο γαλανόδερμος άντρας με το μαύρο μούσι ήρθε το μεσημέρι στο πανδοχείο, όταν η τραπεζαρία ήταν γεμάτη κόσμο. Έριξε μια ματιά τριγύρω σαν να ήθελε να κόψει κίνηση, ενώ παραμάσκαλα κρατούσε μια τοπική εφημερίδα και στο άλλο χέρι είχε μια σβηστή πίπα. Φορούσε ένα μακρύ, γκρίζο πανωφόρι.

Ο Πολ τού έκανε νόημα με τα δάχτυλα: ένα σημάδι των πρακτόρων της Παντοκράτειρας, που κανένας άλλος δεν θα πρόσεχε. Ο γαλανόδερμος με το μούσι αμέσως το πρόσεξε· ήταν παλιός πράκτορας και πεπειραμένος. Ίσως να γνώρισε και τη φάτσα μου. Ίσως να με θυμάται από τότε. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας έλεγαν μεταξύ τους πως ο Κισβέρνες είχε τη μνήμη των Κολοσσών.

Επί του παρόντος, πλησίασε το τραπέζι όπου καθόταν ο Πολ και κάθισε κι εκείνος, αφήνοντας την εφημερίδα του μπροστά του. Ο Μαντατοφόρος της Κίρτβεχ ήταν, είδε ο Πολ: μια εφημερίδα που κυκλοφορούσε στα περισσότερα μέρη του Πριγκιπάτου, καθώς ενεργειακά φορτηγά τη μετέφεραν.

«Κισβέρνες…»

«Πολ.» Ο γαλανόδερμος άντρας έβαλε το τσιμπούκι του στο στόμα και χρησιμοποιώντας ένα από τα ειδικά σπίρτα της Βίηλ το άναψε.

«Με θυμάσαι.»

«Ο Κισβέρνες τίποτα δεν ξεχνάει, Πολ.» Ρούφηξε καπνό και φύσηξε καπνό. «Είσαι εδώ για δουλειές;»

«Ναι.»

«Δε μπορεί τα νέα να έφτασαν τόσο γρήγορα ώς τη Ρελκάμνια, μπορεί;»

«Ποια νέα;» Ο Πολ ήπιε την τελευταία γουλιά καφέ απ’την κούπα του.

«Για το τέρας που παρουσιάστηκε στη βόρεια παραμεθόριο.»

«Τέρας;» Ο Πολ ύψωσε ένα φρύδι, κάνοντας τον ανήξερο.

«Μας ενημέρωσαν όλους. Ένας… μεταλλικός γίγαντας, σύμφωνα με τις πληροφορίες, επιτέθηκε σ’έναν φοροεισπράκτορα και στη συνοδία του, σκοτώνοντας τον ίδιο και τους περισσότερους από τους συνοδούς.»

«Μεταλλικός γίγαντας, ε;»

«Γι’αυτό δε σ’έστειλαν εδώ;» Ο Κισβέρνες δάγκωσε την άκρη της πίπας του, παρατηρώντας τον.

«Όχι ακριβώς. Αλλά υπάρχει η πληροφορία ότι η Επανάσταση κάτι μαγειρεύει σε τούτα τα μέρη. Δε μπορώ να πω περισσότερα. Θέλω να σε ρωτήσω, όμως, κάποια πράγματα.»

Η σερβιτόρα πλησίασε το τραπέζι τους, τότε, και ρώτησε αν θα ήθελαν να τους φέρει φαγητό. «Γνωστός σας είναι ο κύριος, κύριε Κισβέρνες;» είπε. Προφανώς ήξερε τον Κισβέρνες, που ήταν θαμώνας εδώ, αλλά ο Πολ αμφέβαλλε ότι ήξερε και την ιδιότητά του ως πράκτορα της Παντοκράτειρας.

«Τον βλέπω κάπου-κάπου,» της απάντησε ο Κισβέρνες. Ύστερα, της έδωσε παραγγελία και της έκλεισε το μάτι κάνοντάς της νόημα να πηγαίνει. Η κοπέλα έφυγε.

«Τι θέλεις, λοιπόν, Πολ;» ρώτησε ο Κισβέρνες, ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα.

«Να μάθω τι γίνεται με το δίκτυο γενικά, και με τη Νίνα συγκεκριμένα. Μόλις ήρθα στο Πριγκιπάτο.»

«Παντρεύτηκε.»

«Η Νίνα; Με δουλεύεις;»

«Έναν ξάδελφο του Πρίγκιπα Νοσνάλτος. Ράλκος, τον λένε. Δούκας της Ριφάλπεκ. Ξέρεις πού είναι η Ριφάλπεκ;»

Ο Πολ έφερε στο μυαλό του τον χάρτη του Πριγκιπάτου που είχε μελετήσει πρόσφατα, όσο βρισκόταν στη βάση των Επαναστατών κάτω από την Καμένη Γη. «Φυσικά. Εκεί μένει και η Νίνα, τώρα;» Ήταν μια πόλη νοτιοανατολικά της Κίρτβεχ, στις όχθες της Λίμνης των Κολοσσών και στις εκβολές του ποταμού Ρίλχρημ, ο οποίος πήγαζε από τη Δίδυμη και ήταν ο μοναδικός υδάτινος δρόμος που ένωνε τις δύο λίμνες.

«Θα μένει λιγάκι και με τον άντρα της, δε θα μένει;» είπε ο Κισβέρνες. «Αλλά, κατά τα άλλα, βέβαια, πηγαίνει όπου χρειάζεται να πάει. Στην Κίρτβεχ, στη Ριφάλπεκ, στην Άτβηλκ μπορεί να τη δεις καμια φορά, οπουδήποτε μες στο Πριγκιπάτο.»

Η αλήθεια ήταν πως η Νίνα Έκγραμμη δύσκολα καθόταν σε μια θέση· από παλιά έτσι ήταν, όπως θυμόταν ο Πολ. «Πού μπορώ να τη βρω;»

«Δοκίμασε στη Ριφάλπεκ,» είπε ο Κισβέρνες. «Αν και με τα τελευταία γεγονότα… πώς να υποθέσεις πού μπορεί να βρίσκεται; Μπορεί νάχει πάει ακόμα και στη βόρεια παραμεθόριο, όπου λένε πως ξεπετάχτηκε αυτός ο μεταλλικός γίγαντας.»

«Αποκλείεται,» μόρφασε ο Πολ. «Δε θα πήγαινε εκεί άμα δεν είχε κάποιο πολύ συγκεκριμένο στοιχείο.»

«Μπορεί και νάχει κάποιο πολύ συγκεκριμένο στοιχείο, Πολ.»

Δεν το θεωρώ πιθανό. Οι επαναστάτες είχαν πει ότι θα κάλυπταν καλά τα ίχνη τους· και ο Πολ δεν το αμφέβαλλε. Η Λαμρίτ τού φαινόταν πως ήξερε τι έκανε. Κι επιπλέον, είχαν τον Δαίδαλο μαζί τους.

«Στην Κίρτβεχ, πού συχνάζει; Στην Πριγκιπική και στο Φρουραρχείο;»

«Ως συνήθως.»

«Στη Ριφάλπεκ;»

«Στο κάστρο του άντρα της. Το Κάστρο των Κήπων, το λένε.»

Ο Πολ τον κοίταξε ερωτηματικά.

Και η σερβιτόρα πλησίασε με το γεύμα. Η κουβέντα τους διακόπηκε καθώς η κοπέλα άφηνε τα πιάτα μπροστά τους. «Καλή όρεξη,» είπε και έφυγε.

«Το Κάστρο των Κήπων;»

«Λένε πως έχει ωραίους κήπους, πάνω απ’τα νερά του ποταμού Ρίλχρημ. Ο Ράλκος, παρεμπιπτόντως, σε περίπτωση που δεν το ξέρεις, είναι και μάγος του τάγματος των Πεφωτισμένων,» πρόσθεσε ο Κισβέρνες.

«Μάλιστα.» Ο Πολ δοκίμασε το φαγητό του.

«Καλύτερα,» είπε ο Κισβέρνες, «να την αναζητήσεις στην Κίρτβεχ πρώτα, τώρα με τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν. Εκεί θάναι, κατά πάσα πιθανότητα.» Και καθώς έτρωγε, ρώτησε: «Αλλά τι σκαρώνουν, ρε, οι αποστάτες πάλι; Τι ξέρεις;»

«Ετοιμάζουν κάτι πολύ μεγάλο, φαίνεται.»

«Σώπα… Στη Βίηλ;»

«Στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ, τουλάχιστον.»

«Μα, τι επιρροή έχουν εδώ;»

«Δε μπορώ να σου πω περισσότερα, όπως σου εξήγησα. Πρέπει πρώτα να μιλήσω στη Νίνα Έκγραμμη. Αλλά μη νομίζεις ότι κι εγώ ο ίδιος ξέρω πολλά. Οι πληροφορίες αυτές έφτασαν στο δίκτυό μας όχι από τη Βίηλ αλλά από άλλες διαστάσεις. Ανέκριναν κάτι αποστάτες κι αυτοί μαρτύρησαν διάφορα.»

«Αν δεν είχε συμβεί το επεισόδιο με τον μεταλλικό γίγαντα, θα έλεγα ότι προσπαθούν να μας τρομοκρατήσουν. Αλλά… δεν έχω ξανακούσει ποτέ για τέτοιο πράμα… Μεταλλικός γίγαντας!… Τι μπορεί να είναι, Πολ; Κάποιο μηχάνημα;»

«Θα το ανακαλύψουμε σύντομα. Γι’αυτό είμαι εδώ, Κισβέρνες.»

«Και ήρθες μόνος σου; Χωρίς κανέναν άλλο για βοήθεια;»

Ο Πολ σκούπισε τα χείλη του με το μανίκι της τουνίκας του. «Η βοήθεια μου είναι… απλωμένη.»

Ο Κισβέρνες ένευσε. «Μάλιστα… Δηλαδή, να φοβόμαστε για αποστάτες κρυμμένους ανάμεσά μας, τώρα;» Είχε καταλάβει εκείνο που ο Πολ ήθελε να τον κάνει να καταλάβει: ότι οι άνθρωποι που τον συντρόφευαν δεν ήταν κοντά του αλλά απλωμένοι γύρω του για λόγους ασφάλειας, ώστε αν κάποιος εχθρικός πράκτορας εντοπίσει αυτόν να μην εντοπίσει και τους υπόλοιπους.

«Τίποτα δεν αποκλείεται, σ’ετούτους τους ταραγμένους καιρούς,» αποκρίθηκε ο Πολ, και ήπιε μια γουλιά από τη μπίρα του.

5.

Με την αυγή, οι ευγενείς της Νέλερβικ είχαν τους πολεμιστές τους έτοιμους για να ξεκινήσει η εκστρατεία, όπως είχε προστάξει η καινούργια Πριγκίπισσα, Βασνίτα Κάλνεραχ. Καθώς το πρώτο φως της ημέρας έπεφτε στην Κοιλάδα των Ποταμών, κάνοντας τα νερά να γυαλίζουν, είκοσι πλοία ήταν εξοπλισμένα και επανδρωμένα, καθώς επίσης και το μεταβαλλόμενο όχημα του Τάμπριελ. Έχοντας τη μορφή τετράποδου, στεκόταν στις όχθες του ποταμού, με τα πόδια του κατά το ήμισυ μέσα στο νερό σαν να ήθελε να το δοκιμάσει προτού βουτήξει.

Η Βασνίτα είχε, φυσικά, ξυπνήσει για να αποχαιρετήσει τους υπηκόους και τους συμμάχους της που θα έφευγαν για να πολεμήσουν. Θα πήγαινε κι η ίδια μαζί τους, αν μπορούσε, παρότι απεχθανόταν τους θανάτους. Στεκόταν τώρα σ’ένα μπαλκόνι του κάστρου της Νέλερβικ, ντυμένη όπως όφειλε να είναι ντυμένη η Πριγκίπισσα του Νέλερβικ, μ’ένα μακρύ φόρεμα από γυαλιστερό ύφασμα κι έναν μακρύ πορφυρό μανδύα. Κάτω από τα ρούχα της αισθανόταν το τραύμα στα πλευρά της να τη λογχίζει, σα να προσπαθούσε συνεχώς να της θυμίζει την ευθύνη που είχε τώρα για το Πριγκιπάτο της. Ατενίζοντας τα πλοία που είχαν γεμίσει τον ποταμό, νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει τον Άτβος στην πρύμνη του Μένους των Ποταμών, της ναυαρχίδας του δυτικού στόλου (όπως τον είχαν ονομάσει επειδή θ’ακολουθούσε δυτική πορεία). Πλάι του στέκονταν η Ιλρίνα’νορ και ο Νισμάνος, ο Ιερός Μαχητή των Οστών. Τον Στρατηγό Ναλφίρες Βάθμακ δεν μπορούσε να τον δει πουθενά στο κατάστρωμα· ήταν, μήπως, στην καμπίνα του;

Δεν είχε σημασία. Η Βασνίτα ύψωσε το χέρι της, κουνώντας το προς τη μεριά του Άτβος, ελπίζοντας ότι ο Πρόμαχος της Επανάστασης θα έβλεπε αυτή την τελευταία χειρονομία αποχαιρετισμού. Και ο Άτβος, πράγματι, την είδε, γιατί κι εκείνος ύψωσε το χέρι του προς το μέρος της.

Η Βασνίτα χαμογέλασε, και το βλέμμα της πήγε αλλού, στον Άνεμο της Κοιλάδας, την άλλη ναυαρχίδα, αυτή του ανατολικού στόλου. Κατάφερε να εντοπίσει τον Ραφέλνες, τον δεύτερο Ιερό Μαχητή των Οστών του Πριγκιπάτου, και την Αλιζέτ, τη σύζυγο του, στην πλώρη του σκάφους. Κούνησε το χέρι της προς τη μεριά τους, και ο Ραφέλνες την πρόσεξε όπως την είχε προσέξει κι ο Άτβος, και τη χαιρέτησε κι αυτός. Μετά στράφηκε κι η Αλιζέτ, χαιρετώντας την επίσης.

Το βλέμμα της Βασνίτα πήγε, ύστερα, στο τετράποδο όχημα του Τάμπριελ καθώς αυτό είχε αρχίσει να κινείται. Το είδε να βουτά στον ποταμό και να μεταμορφώνεται, να γίνεται υποβρύχιο. Το θέαμα ήταν, όφειλε να ομολογήσει, μαγευτικό: τα μέταλλα έλιωναν και αναπλάθονταν, σαν να επρόκειτο για κάποια μυστηριώδη ημίρρευστη ουσία, πλαστικής φύσης.

Η Βασνίτα δεν ήξερε αν θα είχε νόημα να υψώσει το χέρι της για να χαιρετήσει τον Τάμπριελ, την Ανταρλίδα, την Αλιζέτ, και τον Όρνιφιμ, που ήξερε ότι βρίσκονταν μέσα στο υποβρύχιο. Παρ’όλ’αυτά, το έκανε: τους έγνεψε, μία, δύο φορές, ελπίζοντας ότι θα την έβλεπαν.

«Σας είδαν, Πριγκίπισσά μου,» είπε μια φωνή πίσω της. Χωρίς να την ξαφνιάσει.

Η Βασνίτα κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της, τον Αρκαλόν, τον Ιεράρχη που ο Τάμπριελ είχε αφήσει εδώ, μαζί της, ώστε να έχουν άμεση επικοινωνία. («Ό,τι ξέρει ο ένας Ιεράρχης το ξέρουν όλοι οι Ιεράρχες,» της είχε πει. «Και ό,τι ξέρουν όλοι οι Ιεράρχες, αργά ή γρήγορα, το ξέρω κι εγώ.») Διαβάζουν και το μυαλό μου; σκέφτηκε. «Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε μειδιώντας.

«Ναι. Ο ομοούσιος μου, ο Όρνιφιμ, είναι μέσα στο υποβρύχιο, μαζί τους,» αποκρίθηκε ο Αρκαλόν. Ο Ιεράρχης ήταν τραυματισμένος, όπως και η Βασνίτα, από ένα χτύπημα στα πλευρά κι από ένα στον ώμο· όμως η Πριγκίπισσα νόμιζε πως στεκόταν όρθιος πολύ πιο άνετα από εκείνη. Δεν ήταν και παράξενο, βέβαια· της έμοιαζε για πολεμιστής: άνθρωπος που είχε μάθει να μάχεται, άνθρωπος που μάλλον είχε ξανατραυματιστεί στη ζωή του.

Η Βασνίτα ένευσε, κι έστρεψε πάλι το βλέμμα της στον στόλο, ο οποίος άρχιζε να πλέει επάνω στον ποταμό, κατευθυνόμενος νότια. Δεν είχε χωριστεί σε ανατολικό και δυτικό ακόμα· κι εκεί όπου θα χωριζόταν, η Βασνίτα δεν θα μπορούσε να τον δει πια.

6.

Ο στόλος αποτελείτο από είκοσι σκάφη, δέκα από τα οποία – τρεις χιλιάδες πολεμιστές – θα πήγαιναν δυτικά, μαζί με τον Άτβος, την Ιλρίνα’νορ, τον Νισμάνος Ενάρμικ τον Ιερό Μαχητή των Οστών, τον Στρατηγό Ναλφίρες Βάθμακ, και τη Ράιλμεχ την Ιεράρχη. Τα άλλα δέκα σκάφη – τρεις χιλιάδες πολεμιστές ακόμα – θα πήγαιναν ανατολικά, με τον Ιερό Μαχητή Ραφέλνες Βάθμακ, τη σύζυγό του, Αλιζέτ Βάθμακ, την Κελρίτ Βόρτεμαχ, και τον Ιεράρχη Ζίρτελον. Επίσης από εκείνη τη μεριά θα πήγαινε, στην αρχή, και το υποβρύχιο του Τάμπριελ, αλλά θα προπορευόταν, για ανιχνευτικούς λόγους. Πράγμα καθόλου δύσκολο, αφού αυτό κινείτο με ενέργεια ενώ τα άλλα σκάφη με ιστία και κουπιά. Η ταχύτητά του ήταν πολλαπλάσια.

Για δέκα ώρες ο στόλος έπλεε προς τα νότια, με τα πανιά του να φουσκώνουν από τον άνεμο. Ο Άτβος ήταν στη στενή καμπίνα του, μαζί με την Ιλρίνα’νορ, όταν τούς ειδοποίησαν ότι είχαν φτάσει στη διχάλα των ποταμών και είχε έρθει η ώρα να χωριστούν. Ο Πρόμαχος της Επανάστασης και η μάγισσα βγήκαν στην κουβέρτα και είδαν ότι τα πλοία είχαν ήδη αρχίσει να παίρνουν τα μισά ανατολική και τα μισά δυτική κατεύθυνση, τα πρώτα ακολουθώντας τη ροή του ποταμού προς τη θάλασσα, τα δεύτερα πηγαίνοντας αντίθετα σ’αυτήν.

Ο Στρατηγός Ναλφίρες πλησίασε τον Άτβος και είπε: «Πριν από καμια ώρα, δύο πλοία μας σταμάτησαν στη Νιλκέρικ, για να πάρουν ό,τι πολεμιστές είχε να δώσει η πόλη.»

Ο Άτβος ένευσε· ήξερε πού ήταν η Νιλκέρικ· πρέπει να την είχαν μόλις περάσει. «Και τι έγινε; Είχαμε καμια επικοινωνία;»

«Όλα εντάξει,» είπε ο Ναλφίρες. «Δήλωσαν πρόθυμοι να προσφέρουν μαχητές στην Πριγκίπισσα, αν και πρέπει να παραξενεύτηκαν από τούτη την… ξαφνική εκστρατεία.» Ούτε ο Ναλφίρες Βάθμακ ήταν τόσο υπέρ τούτης της «ξαφνικής εκστρατείας», απ’ό,τι είχε καταλάβει ο Άτβος. Ήταν παλιός στρατιωτικός, πάνω από σαράντα-πέντε χρονών, και πίστευε στον νηφάλιο σχεδιασμό, όχι στις απότομες κινήσεις, όπως είχε δηλώσει όταν η Βασνίτα τον είχε καλέσει για να του μιλήσει. Ωστόσο είχε αναγκαστεί να παραδεχτεί ότι, δεδομένης της κατάστασης, δεδομένου του γεγονότος ότι βιάζονταν, ίσως – ίσως – αυτό το σχέδιο να ήταν καλό· κι εκείνος, φυσικά, θα βοηθούσε όσο μπορούσε, αν και δεν ενέκρινε απαραιτήτως το ότι η Πριγκίπισσα Κισβέτα είχε φυλακιστεί. Ο Άτβος είχε ρωτήσει, μετά, τη Βασνίτα μήπως ο Στρατηγός δεν θα έπρεπε να ήταν καθόλου μαζί τους· μήπως υπήρχε περίπτωση να ενεργήσει προδοτικά. Εκείνη, όμως, του είχε αποκριθεί πως δεν υπήρχε τέτοιος φόβος. «Τον εμπιστεύομαι περισσότερο στη μάχη παρά εδώ, στη Νέλερβικ,» είχε πει. «Δεν πρόκειται να παραδοθεί ούτε στους Παντοκρατορικούς ούτε σε κανέναν άλλο. Θα πολεμήσει μαζί με τους μαχητές του Πριγκιπάτου μέχρι τέλους αν χρειαστεί. Είναι θέμα τιμής γι’αυτόν, Άτβος.»

Ο Άτβος ρώτησε επί του παρόντος τον Στρατηγό: «Είχαμε με πομπό επικοινωνία μαζί τους;»

«Ναι.» Ο Ναλφίρες Βάθμακ ήταν ψηλός άντρας – ψηλότερος από τον Άτβος – και είχε λευκό δέρμα με απόχρωση του ροζ και τραχιά μαύρα μούσια. Τα μακριά του μαλλιά ήταν δεμένα κοτσίδα. Φορούσε μια μακριά κάπα και ελαφριά πανοπλία από κάτω. Ένα μεγάλο σπαθί ήταν θηκαρωμένο στη μέση του.

Ο Άτβος στράφηκε εκεί όπου μπορούσε να δει τη Ράιλμεχ, και της έκανε νόημα να πλησιάσει. Η μαυρομάλλα, λευκόδερμη Ιεράρχης πλησίασε, με την κάπα της ν’ανεμίζει γύρω της. Τα μαλλιά της ήταν δεμένα κότσο, σφιχτά, πίσω απ’το κεφάλι της, και το βάδισμά της ήταν αναμφίβολα στρατιωτικό. Ο Άτβος δεν ήξερε τίποτα γι’αυτήν, αλλά ήταν βέβαιος πως πρέπει να είχε κάποια στρατιωτική θέση στη διάστασή της, τη Νόρχακ.

«Πρόμαχε,» είπε η Ράιλμεχ.

«Όλα εντάξει με τους άλλους;» τη ρώτησε ο Άτβος.

«Ναι. Ο Άνεμος της Κοιλάδας στρίβει νοτιοανατολικά, όπως θα βλέπεις κι εσύ, και το υποβρύχιο πηγαίνει νοτιοανατολικά επίσης.» Υπήρχε ένας Ιεράρχης σε κάθε βασικό σκάφος του στόλου, για να έχουν άμεση επικοινωνία συνεχώς. Αυτοί οι Ιεράρχες ήταν το πιο εκπληκτικό δίκτυο κατασκόπων που μπορούσε να διανοηθεί κανείς, όφειλε να ομολογήσει ο Άτβος.

«Καλώς,» αποκρίθηκε. «Πηγαίνουμε, λοιπόν, δυτικά, σύμφωνα με το σχέδιο.»

«Κι οι Κολοσσοί ας είναι μαζί μας,» είπε ο Στρατηγός Ναλφίρες Βάθμακ, ατενίζοντας προς τον ορίζοντα, με το σαγόνι ψηλά και τα χέρια πιασμένα πίσω απ’την πλάτη – μια στάση που έπαιρνε συχνά, είχε παρατηρήσει ο Άτβος.

Βαθιά κάτω από την επιφάνεια του ποταμού, μέσα στο υποβρύχιο σκάφος, όπου ο Τάμπριελ καθόταν στο ενεργειακό κέντρο έχοντας υφάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως, ο Όρνιφιμ είπε στην Ανταρλίδα και την Αλιζέτ: «Ο στόλος χωρίζεται.»

«Το βλέπουμε,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ, που καθόταν στο τιμόνι του σκάφους και κοίταζε την οθόνη των ανιχνευτών.

«Δεν έχει παρουσιαστεί κανένα πρόβλημα, έτσι;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Ιεράρχη.

«Κανένα απολύτως,» είπε ο Όρνιφιμ.

Η Αλιζέτ στράφηκε να κοιτάξει την Ανταρλίδα. «Θα πάμε πιο μπροστά για ν’ανιχνεύσουμε, τώρα;»

Η Ανταρλίδα καταλάβαινε, από τα λόγια κι από την όψη της Σκοτεινής Βασίλισσας, ότι πρέπει να το θεωρούσε ανούσιο ακόμα. Τι μπορεί να παρουσιαζόταν τόσο νωρίς; Οι πιθανότητες να συναντήσουν κάποιον κίνδυνο θα ήταν περισσότερες όταν θα πλησίαζαν τη Λίνερελ, και μετά όταν θα έβγαιναν απ’τα ποτάμια και θα έπλεαν στη θάλασσα, παράκτια. Η Ανταρλίδα συμφωνούσε, ωστόσο είπε: «Ας πάμε. Έτσι κι αλλιώς, δε χάνουμε τίποτα.»

Η Αλιζέτ μόρφασε αδιάφορα, και επιτάχυνε, αφήνοντας γρήγορα πίσω της τον στόλο των ιστιοφόρων.

7.

Η Κελρίτ Βόρτεμαχ κοίταζε, για λίγο, τον στόλο να διαιρείται σε ανατολικός και δυτικός, ενώ στεκόταν στην πρύμνη του Ανέμου της Κοιλάδας, με τα γαντοφορεμένα χέρια της ν’αγγίζουν το γυαλισμένο ξύλο της κουπαστής. Μετά, το βλέμμα της έφυγε από τα σκάφη που απομακρύνονταν πλέοντας αντίθετα στη ροή του ποταμού και στράφηκε στο κατάστρωμα της ναυαρχίδας.

Αυτός ο περίεργος άντρας, ο Ζίρτελον, με τη λοξή ουλή στο αριστερό μάγουλο, στεκόταν κοντά στο κεντρικό κατάρτι, παρατήρησε η Κελρίτ, μακριά από εκείνη, τον Ραφέλνες, και την Αλιζέτ. Καλύτερα. Δεν ήθελε να τον έχει κοντά της, όσο ήταν αυτό δυνατόν, γιατί, απ’ό,τι είχε καταλάβει, ήταν κάποιου είδους μάγος. Και ο Τάμπριελ τον είχε εδώ για να τους κατασκοπεύει: για να ξέρει μέσω αυτού τι έκαναν. Για να έχουν επικοινωνία, ήταν βασικά αυτό που τους είχε πει· αλλά, και πάλι, ποια ήταν η διαφορά; Η Κελρίτ δεν μπορούσε να καταλάβει. Ο Ζίρτελον, εξάλλου, είχε δυνάμεις που ήταν, προφανώς, ακατανόητες για εκείνη και για όλους τους άλλους επάνω σε τούτο το σκάφος. Επάνω σ’ολόκληρο τον ανατολικό στόλο, μάλλον.

«Έτσι επίμονα όπως τον κοιτάς, θα νόμιζε κανείς ότι τον γουστάρεις,» της είπε η Αλιζέτ.

Η Κελρίτ στράφηκε να την αντικρίσει, παραμερίζοντας μια τούφα ξανθά μαλλιά από το πρόσωπό της. «Αυτό δεν είναι ούτε καν αστείο.»

Η Αλιζέτ Βάθμακ μειδίασε, ωστόσο.

Ο Ραφέλνες, που είχε μια κάπα ριγμένη πάνω από τα ιερά οστά που έντυναν το σώμα του, είπε, κοιτάζοντας κι εκείνος τον Ζίρτελον: «Έχει κάτι το… ασυνήθιστο επάνω του.»

«Ακριβώς,» ένευσε η Κελρίτ. «Το τρομαχτικό, ίσως. Σα να μην είναι άνθρωπος όπως εμείς.»

«Και τι είναι;» είπε η Αλιζέτ. «Δαίμονας;» Την πείραζε. Ήταν πειραχτήρι η Αλιζέτ Βάθμακ· και το γεγονός ότι πέρσι είχε γίνει μητέρα δεν το είχε αλλάξει αυτό στο ελάχιστο. Ο τρόπος της ήταν απότομος και ανεξημέρωτος όπως πάντα. Ακόμα κι όταν γεννούσε τον γιο της, η Κελρίτ (που δεν ήταν παρούσα) είχε μάθει πως η Αλιζέτ έκανε αστεία στις μαίες.

«Σίγουρα, πάντως, έχει μαγικές δυνάμεις, Αλιζέτ!»

Η Αλιζέτ γέλασε. «Το ίδιο δε θα μπορούσε να πει κανείς και για τον άντρα μου» – άγγιξε τον ώμο του Ραφέλνες – «αν δεν ήξερε τίποτα για τους Ιερούς Μαχητές των Οστών;»

«Αυτό είναι άλλο…»

«Καθόλου, Κελρίτ. Φαντάσου πώς θα τον έβλεπε ένας εξωδιαστασιακός άσχετος με τη Βίηλ. Σαν τέρας.»

«Σ’ευχαριστώ, αγάπη μου,» είπε ο Ραφέλνες.

Η Κελρίτ γέλασε. Η Αλιζέτ μειδίασε πλατιά, δείχνοντας τα λευκά δόντια της. Και ο Ραφέλνες χαμογελούσε, φυσικά, γνωρίζοντας ότι η σύζυγός του δεν είχε προσπαθήσει να τον προσβάλει.

Η Αλιζέτ συνέχισε: «Ο Ζίρτελον δεν είναι ούτε κατά το ήμισυ τόσο τρομαχτικός, ή περίεργος, όσο ο Ραφέλνες.»

«Ίσως,» αποκρίθηκε η Κελρίτ, στρέφοντας πάλι το βλέμμα της στον παράξενο άντρα, ο οποίος είχε απομακρυνθεί τώρα λιγάκι από το κεντρικό κατάρτι και βάδιζε προς την πρύμνη χωρίς να βιάζεται. «Έρχεται προς τα δω…»

«Λες να μας δαγκώσει;» έκανε η Αλιζέτ.

«Σταμάτα πια!» μόρφασε η Κελρίτ στραβώνοντας τα χείλη.

Ο Ζίρτελον ανέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στην πρύμνη. Τα μακριά, σγουρά, μαύρα μαλλιά του ανέμιζαν γύρω απ’το κεφάλι του, συγκρατημένα από μια πράσινη κορδέλα γύρω από τους κροτάφους. Το δέρμα του ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ, όπως της Αλιζέτ και του Ραφέλνες· θα μπορούσε, θεωρητικά, να ήταν γηγενής της Βίηλ, αν έκρινε κανείς από τα χρώματά του· η Κελρίτ παρ’όλ’αυτά εξακολουθούσε να τον βλέπει ως κάτι το τελείως… εξώκοσμο. Γιατί; αναρωτήθηκε, ατενίζοντάς τον να τους ζυγώνει περνώντας δίπλα από τον τιμονιέρη. Κάτι στα μάτια του… συμπέρανε, αβέβαιη για το συμπέρασμά της.

Ο Ζίρτελον ένευσε προς τη μεριά τους, σε χαιρετισμό.

«Γεια,» είπε η Αλιζέτ χαμογελώντας.

«Όλα εντάξει;» ρώτησε ο Ραφέλνες.

Ο Ζίρτελον ένευσε πάλι. «Ναι. Ο Μεγάλος Προφήτης έρχεται από τη μεριά μας, κι έχει πάει μπροστά τώρα, για να ανιχνεύσει.»

«Ο Μεγάλος Προφήτης;» έκανε η Κελρίτ.

«Ο Τάμπριελ,» εξήγησε ο Ζίρτελον στρέφοντας το παράξενο βλέμμα του επάνω της. Τι έχουν τα μάτια του; αναρωτήθηκε εκείνη. Είναι σαν… σαν καθρέφτες που αντικρίζουν άλλους καθρέφτες.

«Βρίσκεσαι, όντως, σε συνεχή επαφή μαζί του;» είπε η Αλιζέτ. «Μέσα στο μυαλό σου;» Άγγιξε το πλάι του κεφαλιού της.

«Περίπου.»

«Θα είναι περίεργο, υποθέτω,» χαμογέλασε η Αλιζέτ. «Κανένας σας δε θα μπορεί να βρει μια στιγμή ησυχίας.» Γέλασε. «Ή όχι;» ρώτησε σοβαρά.

«Δεν είναι ακριβώς όπως νομίζεις.»

Η Αλιζέτ συνοφρυώθηκε ερωτηματικά.

«Ένα μέρος του μυαλού σου ενοχλείται επειδή ένα άλλο μέρος του μυαλού σου βρίσκεται σε επαφή μαζί του;»

Η Αλιζέτ μόρφασε, μπερδεμένη.

Της το είπα, σκέφτηκε η Κελρίτ. Είναι παράξενος. Δεν είναι σαν εμάς.

«Τέλος πάντων,» είπε ο Ραφέλνες. «Ό,τι κι αν κάνεις, χαιρόμαστε που σε έχουμε μαζί μας.» Και τον ρώτησε: «Θα ξέρεις συνεχώς τι γίνεται και στον δυτικό στόλο;»

«Ναι,» απάντησε ο Ζίρτελον, «επειδή η Ράιλμεχ είναι εκεί, επάνω στο Μένος των Ποταμών. Τώρα στέκεται στην πρύμνη, μαζί με τον Πρόμαχο Άτβος, την Ιλρίνα’νορ, και τον Στρατηγό Ναλφίρες.»

«Δηλαδή είναι σα να τους βλέπεις κανονικά;» είπε, έκπληκτη, η Αλιζέτ. «Σα να είσαι εκεί, δίπλα τους;»

«Κατά μία έννοια, ναι.»

«Μεγάλοι Κολοσσοί…» μουρμούρισε η Αλιζέτ, ρίχνοντας πρώτα ένα βλέμμα στον Ραφέλνες και μετά ένα στην Κελρίτ.

Η τελευταία, σταυρώνοντας τα χέρια της εμπρός της, έμεινε σιωπηλή. Φαντάσου να έχεις ένα δίκτυο από τέτοιους κατασκόπους… σκέφτηκε. Γι’αυτό η Παντοκράτειρα φοβάται τον Τάμπριελ. «Δεν έχει σημασία που η Ράιλμεχ είναι τόσο μακριά από εσένα;»

Ο Ζίρτελον την ατένισε ξανά. «Αρκεί να είμαστε στην ίδια διάσταση, η απόσταση είναι ασήμαντη.»

«Αν ήταν σε άλλη διάσταση;»

«Δεν βρίσκομαι σε επαφή με τους ομοούσιους που είναι σε άλλες διαστάσεις.»

«Ομοούσιοι είναι οι….»

«Ναι,» της είπε ο Ζίρτελον.

«Τι θα λέγατε να πάμε να ξεκουραστούμε λίγο;» πρότεινε η Αλιζέτ. «Είμαστε στο πόδι από τα ξημερώματα.» Είχαν μονάχα καθίσει λιγάκι το μεσημέρι, στη γέφυρα, για να φάνε κάτι πρόχειρο, προτού ο στόλος διαιρεθεί.

«Πάμε,» συμφώνησε η Κελρίτ. Και προς τον Ζίρτελον: «Κουράζεσαι κι εσύ κανονικά, έτσι;»

Εκείνος την κοίταξε απορημένος.

Η Αλιζέτ γέλασε. «Μη δίνεις σημασία στην Κελρίτ· είναι από το φεγγάρι!»

Η Κελρίτ την αγριοκοίταξε. Αν δεν ήταν η Αλιζέτ όπως πάντα ήταν η Αλιζέτ, θα το είχε πάρει προσωπικά αυτό!

Ο Ζίρτελον χαμογέλασε, και ο Ραφέλνες τον χτύπησε φιλικά στον πλάτη. «Πάμε κάτω,» είπε.

Μπήκαν στη γέφυρα του πλοίου και κάθισαν στα αναπαυτικά καθίσματα. Στο τραπέζι υπήρχαν φρούτα, γλυκίσματα, ρύζι με γαρνιτούρες, και ποτά – κρασί και μπίρα. Ο Ζίρτελον πήρε θέση σε μια πολυθρόνα στη γωνία. Η Κελρίτ έλυσε την κάπα της και κάθισε σε μια καρέκλα του τραπεζιού· έβγαλε τα γάντια της και έπιασε ένα μήλο από τη φρουτιέρα κι ένα μαχαίρι για να το καθαρίσει. Γέμισε επίσης μια κούπα με νερωμένο κρασί. Ο Ραφέλνες κάθισε κι αυτός στο τραπέζι και γέμισε άλλη μια κούπα με νερωμένο κρασί, την οποία κράτησε κοντά του πίνοντας αργά: ακόμα έπινε όταν η Κελρίτ είχε προ πολλού τελειώσει το μήλο της και τη δική της κούπα. Η Αλιζέτ έβγαλε την κάπα και τις μπότες της και μισοξάπλωσε στον μοναδικό, στενό καναπέ της καμπίνας, καπνίζοντας πού και πού κανένα τσιγάρο εισαγμένο από Ρελκάμνια.

Το μηχανικό ρολόι στον καρπό της Κελρίτ έλεγε ότι ήταν περασμένες έξι, όταν ένας πολεμιστής τούς ειδοποίησε ότι πλησίαζαν μια πόλη του Πριγκιπάτου Νέλερβικ, την Άσνιρκ, απ’όπου τους είχαν μόλις στείλει μήνυμα μέσω πομπού.

«Τι μήνυμα;» ρώτησε η Κελρίτ, που η Πριγκίπισσα Βασνίτα την είχε αναθέσει ναύαρχο του ανατολικού στόλου επειδή οι Βόρτεμαχ ήταν ένας από τους Χαμηλούς Οίκους και ήθελε να δείξει πως δεν υποστήριζε μόνο τους Υψηλούς Οίκους, όπως τους Βάθμακ.

«Μας λένε ότι έχουν πολεμιστές έτοιμους για εμάς, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο πολεμιστής. «Πρέπει οι εντολές της Πριγκίπισσας να έφτασαν εδώ πριν από εμάς.»

Φυσικά. Η Νέλερβικ δεν ήταν μακριά από την Άσνιρκ από ξηράς. Μόλις εβδομήντα-πέντε χιλιόμετρα περίπου· ένας μαντατοφόρος με ενεργειακό δίκυκλο – ακόμα και με άλογο – θα είχε προ πολλού φτάσει, αν είχε ξεκινήσει από χτες το πρωί, όταν οι ευγενείς της Νέλερβικ ετοίμαζαν τους στρατούς τους.

«Έχουν πλοία;» ρώτησε η Κελρίτ.

«Λένε πως έχουν ένα πολεμικό σκάφος, που θα στείλουν μαζί μας. Δεν χωράνε, όμως, σ’αυτό όλοι οι πολεμιστές που είναι πρόθυμοι να μας ακολουθήσουν.»

«Αφήστε να επιβιβαστούν στα σκάφη μας όσοι είναι δυνατόν να επιβιβαστούν,» πρόσταξε η Κελρίτ.

«Μάλιστα, Αρχόντισσά μου.» Ο πολεμιστής έκλινε το κεφάλι και έφυγε.

«Μου φαίνεται σαν ψέμα…» είπε η Κελρίτ μετά από λίγο.

«Ποιο πράγμα; Η επικοινωνία από την Άσνιρκ;» ρώτησε ο Ραφέλνες.

«Όχι· όχι, δεν λέω γι’αυτούς. Λέω για όλο αυτό το πράγμα που συμβαίνει. Για όλη την εκστρατεία.» Κοίταξε, με τις άκριες των ματιών της, τον Ζίρτελον, ο οποίος δεν έμοιαζε να δίνει σημασία στα λόγια της αλλά δεν μπορεί να μην άκουγε. «Και δε λέω ότι είμαι εναντίον,» πρόσθεσε η Κελρίτ, περισσότερο για τ’αφτιά του Ζίρτελον παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο. «Αν όλ’αυτά οδηγήσουν στην απελευθέρωσή μας από την Παντοκράτειρα, τότε κάτι καλό θα έχει γίνει… Αλλά ήρθαν τόσο ξαφνικά. Και βρεθήκαμε, χωρίς πολλή σκέψη, όχι μόνο να υπηρετούμε κάποια που σφετερίστηκε τον Θρόνο του Πριγκιπάτου αλλά και να αντιμετωπίζουμε μια δύναμη που είναι… τεράστια, και εξαπλωμένη παντού.»

«Η Βασνίτα δεν είναι απλά κάποια που σφετερίστηκε τον θρόνο,» είπε ο Ραφέλνες. «Την πιστεύω όταν λέει πως το μόνο που θέλει είναι το καλό του Πριγκιπάτου μας και της Βίηλ. Δεν έχω αμφιβολία για τις προθέσεις της.»

Η Κελρίτ ήξερε ότι ο Ραφέλνες και η Βασνίτα ήταν κάποτε εραστές (με τη συγκατάθεση της Αλιζέτ, μάλιστα!), έτσι δεν ήταν βέβαιη για το πόση βαρύτητα να δώσει σε τούτα τα λόγια. Από την άλλη, όμως, πολλοί ήταν εκείνοι που συμπαθούσαν τη Βασνίτα Κάλνεραχ, όχι μόνο ο Ραφέλνες ή οι άλλοι εραστές της (διότι δεν είχε, κατά καιρούς, λίγους, όπως γνώριζε η Κελρίτ). Γι’αυτό κιόλας μπόρεσε να σταθεί, μετά τον σφετερισμό της, και το Πριγκιπάτο μας δεν πνίγηκε στον εμφύλιο πόλεμο.

Η ίδια η Κελρίτ δεν ήξερε αν συμπαθούσε ακριβώς τη Βασνίτα· πάντως, δεν την αντιπαθούσε κιόλας. Μπορεί όντως οι προθέσεις της να είναι καλές. Δεν την είχε ούτε για φιλάργυρη ούτε για εξουσιομανή. Μάλιστα, ανέκαθεν νόμιζε ότι ήταν πολύ πιο συνετή από την ξαδέλφη της, την Κισβέτα. Όχι, φυσικά, πως αυτό από μόνο του δικαιολογούσε απαραίτητα τον σφετερισμό ενός θρόνου…

8.

Καθώς ο ανατολικός στόλος έπλεε πάνω στον ποταμό Λάρερημ, συγκέντρωνε πολεμιστές από τις βόρειες όχθες, ενώ τις νότιες όχθες δεν τις πλησίαζε καθόλου. Από απόσταση μονάχα, η Κελρίτ, ο Ραφέλνες, και η Αλιζέτ έβλεπαν τα μικρά λιμάνια και τα τείχη πόλεων: διότι αυτές οι περιοχές δεν ανήκαν στο Πριγκιπάτο Νέλερβικ αλλά στο Πριγκιπάτο Χαύδοραλ. Ο ποταμός Λάρερημ, ουσιαστικά, αποτελούσε σύνορο ανάμεσά τους.

Το πρωί της δεύτερης ημέρας της εκστρατείας, η Κελρίτ, κατεβάζοντας από το μάτι της το τηλεσκόπιο με το οποίο κοιτούσε τις νότιες όχθες, είπε: «Αφού τους βλέπουμε εμείς, μας βλέπουν κι αυτοί· και σίγουρα θα τους έχουμε τραβήξει την προσοχή.» Παραμέρισε μια τούφα ξανθών μαλλιών από το πρασινόδερμο πρόσωπό της, πιάνοντάς την πίσω από το αριστερό της αφτί.

«Παρατηρείς κινήσεις πολεμιστών;» ρώτησε ο Ραφέλνες.

«Όχι· αυτό δε σημαίνει, όμως, πως δεν προετοιμάζονται κιόλας.»

Η όψη του Ραφέλνες μαρτυρούσε πως ο Ιερός Μαχητής των Οστών συμφωνούσε μαζί της.

Η Αλιζέτ ρώτησε: «Γιατί να υποθέσουν ότι ερχόμαστε για να επιτεθούμε στο Πριγκιπάτο τους; Τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε διενέξεις με το Χαύδοραλ.»

«Δεν είχαμε διενέξεις λόγω της Παντοκρατορικής εποπτείας,» είπε ο Ραφέλνες. «Ακόμα κι εγώ, που δεν τα πάω καλά με την πολιτική, το ξέρω αυτό, αγάπη μου.»

«Ναι, δεν τα πας καλά με την πολιτική…» Η Αλιζέτ μόρφασε αναποδογυρίζοντας τα μάτια, φανερώνοντας τη δυσπιστία της για τη δήλωση του Ραφέλνες. «Όπως και νάχει, στο Πριγκιπάτο Χαύδοραλ δεν μπορεί να έχουν μάθει τόσο γρήγορα ότι αποτινάξαμε τους Παντοκρατορικούς από τη Νέλερβικ.»

«Μην το λες· δεν αποκλείεται. Παντοκρατορικοί κατάσκοποι τριγυρίζουν παντού, όπως ισχυρίζεται κι ο Πρόμαχος Άτβος. Κι έχω την αίσθηση πως ξέρει τι λέει.»

Η Κελρίτ στράφηκε στον Ζίρτελον. «Τι γίνεται με τον δυτικό στόλο;»

«Δεν έχουν συναντήσει κανένα εμπόδιο. Έχουν, όμως, κι εκείνοι κάνει παρόμοιες υποθέσεις μ’αυτές που κάνετε εσείς τώρα.

»Το υποβρύχιο του Μεγάλου Προφήτη, πάντως, δεν έχει εντοπίσει τίποτα μπροστά μας, και τώρα πηγαίνει προς τα δυτικά.»

«Μας εγκαταλείπει;»

«Θα επιστρέψει σύντομα,» τη διαβεβαίωσε ο Ζίρτελον. «Θέλουν απλώς να βεβαιωθούν ότι δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο και μπροστά στον δυτικό στόλο.»

Το βράδυ, έφτασαν κοντά στο τελευταίο φιλικό λιμάνι, την πόλη Καρέσνιχ, η οποία ήταν οικοδομημένη εκεί όπου ο ποταμός Λάρερημ χανόταν μέσα στον ποταμό Κάλμιρηλ, και ο ανατολικός στόλος θα έστριβε νότια, κατευθυνόμενος προς τη Λίνερελ και το Πράσινο Πέλαγος. Στην Καρέσνιχ τούς περίμεναν δύο πολεμικά πλοία, πλήρως επανδρωμένα και έτοιμα να τους ακολουθήσουν. Η Ναύαρχος Κελρίτ, ασφαλώς, μετά χαράς τα πρόσθεσε στον στόλο της και συνέχισαν να πλέουν, τώρα επάνω στον ποταμό Κάλμιρηλ, ακολουθώντας τη ροή του. Οι δυτικές όχθες ήταν όλες εδάφη του Πριγκιπάτου Χαύδοραλ – εχθρικές, έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα – ενώ οι ανατολικές όχθες ανήκαν στο Πριγκιπάτο Τάσβεραλ – επίσης εχθρικές, αφού κι αυτό το Πριγκιπάτο βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Παντοκράτειρας.

Η Κελρίτ ένιωθε περικυκλωμένη, αποκλεισμένη. Είχε την αίσθηση ότι από στιγμή σε στιγμή κάποιοι θα τους επιτίθονταν, από τα ανατολικά ή από τα δυτικά. Ή ίσως να τους επιτίθονταν κι από τις δύο όχθες συγχρόνως, για να τους κλείσουν ανάμεσά τους και να τους κομματιάσουν.

Μέσα στη νύχτα, όμως, δεν μπορούσε να διακρίνει κανένα σκάφος να πλησιάζει.

Ένα χέρι άγγιξε τον ώμο της και η Κελρίτ αναπήδησε, ξαφνιασμένη. Στρεφόμενη είδε τον Ζίρτελον. Εκτός από εκείνη κι αυτόν, μονάχα ο τιμονιέρης ήταν τώρα εδώ, στην πρύμνη της ναυαρχίδας.

«Τι;» ρώτησε η Κελρίτ.

«Ο Μεγάλος Προφήτης βρίσκεται πάλι κοντά μας, Ναύαρχε.»

«Αυτό με καθησυχάζει τώρα…» Δεν έλειπε η ειρωνεία απ’τη φωνή της.

Ο Ζίρτελον δεν φάνηκε να δίνει σημασία. «Δε μοιάζει να μας έχουν στήσει παγίδα ακόμα. Αν μας είχαν στήσει παγίδα, νομίζω πως ή η Ανταρλίδα ή η Αλιζέτ θα την είχαν εντοπίσει. Κοιτάζουν συνεχώς με το περισκόπιο.»

Η Αλιζέτ η Μαύρη Δράκαινα, εννοούσε προφανώς. Της Κελρίτ τής φαινόταν παράξενη τούτη η συνωνυμία. Όταν άκουγε το όνομα Αλιζέτ, πάντοτε ερχόταν στο μυαλό της η Αλιζέτ Βάθμακ, την οποία ήξερε από τότε που κι οι δυο τους ήταν μικρές.

«Πήγαινε να κοιμηθείς,» πρόσθεσε ο Ζίρτελον.

Η Κελρίτ ατένισε το πρόσωπό του. Η μακριά ουλή στο αριστερό του μάγουλο φάνταζε τόσο σκοτεινή και βαθιά, μες στη νύχτα. «Σου φαίνομαι κουρασμένη;»

«Πρέπει να είσαι,» είπε ο Ζίρτελον. «Δεν έχεις κοιμηθεί όλη μέρα.» Τα μάτια του της έφερναν στο μυαλό αντανακλάσεις πολλών ματιών, καθρεπτισμούς μέσα σε καθρεπτισμούς.

«Παρακολουθείς τι κάνω;»

«Δε χρειάζεται. Από το πρωί είσαι ή στην πρύμνη ή στην κουβέρτα. Μην ανησυχείς,» της είπε· «αν κάνουν πως μας πλησιάζουν, θα ειδοποιηθούμε αμέσως.

»Δε νομίζω, ωστόσο, να το επιχειρήσουν…» πρόσθεσε σκεπτικά.

«Γιατί;»

«Διότι δεν μπορεί ακόμα να ξέρουν ποιες ακριβώς είναι οι προθέσεις μας. Και θα έχουν αναμφίβολα δει και τον δυτικό στόλο. Πού να πρωτοεπιτεθούν; Λογικά, θα περιμένουν μέχρι να γίνει φανερό πού κατευθυνόμαστε. Δηλαδή θα πρέπει ν’αρχίσουμε ν’ανησυχούμε αφότου περάσουμε τη Λίνερελ, νομίζω.»

«Μάλλον,» συμφώνησε η Κελρίτ· και μετά, ακολουθώντας τη συμβουλή του Ζίρτελον, πήγε στην καμπίνα της.

9.

Ο δυτικός στόλος συγκέντρωνε πολεμιστές και πλοία καθώς έπλεε βορειοδυτικά, ακριβώς όπως και ο ανατολικός στόλος. Και περίπου την ίδια νυχτερινή ώρα που ο ανατολικός στόλος έφτασε κοντά στην Καρέσνιχ, ο δυτικός έφτασε στο μέρος όπου ο ποταμός Λάρερημ γεννιόταν μέσα από τον ποταμό Κάνιλρεχ. Εκεί δημιουργείτο μια μεγάλη διχάλα, με επικίνδυνους καταρράκτες και σημεία με βράχια που μπορούσαν να προκαλέσουν ζημιές στα πλοία. Οι οδηγοί, όμως, του δυτικού στόλου ήταν από τους πιο πεπειραμένους στο Πριγκιπάτο Νέλερβικ και δεν δυσκολεύτηκαν να προσπεράσουν αυτά τα εμπόδια, ακολουθώντας τους ασφαλείς υδάτινους δρόμους που σχηματίζονταν ανάμεσά τους, και να βρεθούν επάνω στον πλατύ ποταμό Κάνιλρεχ, ο οποίος από εδώ και πέρα κυλούσε νότια, για χιλιόμετρα και χιλιόμετρα και χιλιόμετρα, ώσπου να συναντήσει, κοντά στη θάλασσα, τον ακόμα μεγαλύτερο ποταμό Νέρελρημ, ο οποίος ερχόταν εδώ από την κεντρική Βίηλ, έχοντας διασχίσει τα εδάφη του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ.

Καθώς έπλεαν επάνω στον Κάνιλρεχ, είχαν από τη μια πλευρά τις όχθες του Πριγκιπάτου Χαύδοραλ κι από την άλλη τις όχθες του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ, και ο Άτβος φοβόταν ότι ίσως, αργά ή γρήγορα, να δέχονταν επίθεση, αν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας είχαν καταλάβει το σχέδιό τους.

Το πρωί της πρώτης ημέρας που ταξίδευαν επάνω στον Κάνιλρεχ, ένα ελικόπτερο ήρθε προς το μέρος του στόλου, από τα εδάφη του Πριγκιπάτου Χαύδοραλ. Ο Άτβος, υψώνοντας το κιάλι του, είδε ότι έφερε το σύμβολο της Παντοκράτειρας.

«Παντοκρατορικοί,» είπε σ’αυτούς που στέκονταν κοντά του στην πρύμνη του Μένους των Ποταμών.

«Δε μπορεί να τολμήσουν να μας επιτεθούν με ένα μόνο ελικόπτερο!» είπε ο Ναλφίρες Βάθμακ, στεκόμενος ευθυτενής, με τα χέρια του πιασμένα πίσω από την πλάτη, ατενίζοντας το αεροσκάφος με βλέμμα αυστηρό, χωρίς να κρατά κιάλι, λες και τα μάτια του να ήταν μάτια αετού.

«Μπορεί να σκέφτονται να μας ρίξουν εκρηκτικές ύλες, Στρατηγέ,» είπε ο Νισμάνος, ο Ιερός Μαχητής των Οστών. «Με μια σχετικά μεγάλη ποσότητα–»

«–μπορούν ν’ανατινάξουν σχεδόν τον μισό μας στόλο, αν ρίξουν τα εκρηκτικά στο σωστό σημείο,» τον διέκοψε ο Άτβος κατεβάζοντας το κιάλι του.

«Ναι,» είπε ο Νισμάνος.

Ο Άτβος στράφηκε στη γυναίκα του. «Ετοίμασε το όπλο μας. Για καλό και για κακό.»

Η Ιλρίνα’νορ ένευσε, μην έχοντας αμφιβολία σε ποιο όπλο αναφερόταν ο Άτβος: το πανίσχυρο ενεργειακό κανόνι στην πλώρη της ναυαρχίδας. Σε άλλες διαστάσεις, είχε ακούσει η Ιλρίνα, μόνο οι μάγοι του τάγματος των Τεχνομαθών γνώριζαν τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως που ήταν απαραίτητη για τον έλεγχο της ροής της ενέργειας στα ενεργειακά κανόνια. Στη Βίηλ, όμως, δεν ήταν έτσι. Στη Βίηλ, μόνο οι Πεφωτισμένοι μπορούσαν να κάνουν τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως για τα ενεργειακά κανόνια της διάστασης – καθώς κι ορισμένοι Τεχνομαθείς που είχαν εκπαιδευτεί ειδικά. Αλλά, βέβαια, τα ενεργειακά κανόνια της Βίηλ δεν ήταν όπως αυτά άλλων διαστάσεων. Εδώ δεν ρουφούσαν ενέργεια από φιάλες· είχαν μέσα τους μια εστία που συγκέντρωνε τη δύναμη της ίδιας της διάστασης και την εξαπέλυε εναντίον των στόχων τους.

Η Ιλρίνα’νορ ρώτησε: «Και ποιος θα το χειριστεί, αν χρειαστεί;»

«Εγώ,» της είπε ο Άτβος, κάνοντάς της πάλι νόημα να πηγαίνει.

Η Ιλρίνα κατέβηκε τη σκάλα της πρύμνης και, διασχίζοντας την κουβέρτα (προσέχοντας μη γλιστρήσει στα βρεγμένα ξύλα), έτρεξε στην πλώρη, όπου ήταν προσαρτημένο το ενεργειακό κανόνι. Το μεταλλικό κατασκεύασμα, που γυάλιζε κάτω από τις ακτίνες του πρωινού ήλιου, είχε δύο θέσεις: μία για τον πυροβολητή, μία για τον μάγο. Κι οι δύο ήταν προστατευμένες με ατσάλι και άθραυστο γυαλί. Η Ιλρίνα ανέβηκε στη δεύτερη και έκλεισε το σκέπαστρο από πάνω της. Ακούμπησε την πλάτη της αναπαυτικά στο δερμάτινο κάθισμα, βάζοντας τον αυχένα της επάνω στον ειδικό αισθητήρα εκεί· μετά ακούμπησε τις παλάμες και τους καρπούς της επάνω στους αισθητήρες στους βραχίονες του καθίσματος.

Κλείνοντας τα βλέφαρα, έφερε το μυαλό της σε επαφή με το Φως. Αισθάνθηκε τον παλμό του και άκουσε το τραγούδι του. Μια πανίσχυρη, φορτισμένη παρουσία παντού γύρω της. Τα λόγια της Μαγγανείας Οπλικής Φορτίσεως γλίστρησαν αβίαστα από τα χείλη της, και τώρα η Ιλρίνα αισθάνθηκε την εστία βαθιά μέσα στα σπλάχνα του κανονιού να συγκεντρώνει τη δύναμη της Βίηλ και να φουσκώνει, να πάλλεται σαν καρδιά. Ενέργεια έμπαινε κι ενέργεια έβγαινε, ομαλά, ελεγχόμενα. Ένα τέλειο σύστημα, καθοδηγούμενο από τη νοητική και ψυχική δύναμη της Πεφωτισμένης μάγισσας.

Εν τω μεταξύ, στην πρύμνη του Μένους των Ποταμών, ο Άτβος, ο Ναλφίρες, ο Νισμάνος, και η Ράιλμεχ έβλεπαν το Παντοκρατορικό ελικόπτερο να έρχεται ολοένα και πιο κοντά.

Ο Άτβος πρόσταξε τον οδηγό της ναυαρχίδας να οδηγήσει το σκάφος προς τα ανατολικά. «Θέλω να είμαστε, ει δυνατόν, το πρώτο πλοίο που θα συναντήσουν τα ιπτάμενα σκυλιά της Παντοκράτειρας,» είπε.

Ο τιμονιέρης κοίταξε ερωτηματικά τον Ναλφίρες, που ήταν, κατόπιν διαταγής της καινούργιας Πριγκίπισσας, ναύαρχος του δυτικού στόλου. Ο Ναλφίρες έγνεψε καταφατικά, και το Μένος των Ποταμών πήρε ανατολική κλίση.

Το αεροσκάφος πλησίασε.

Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του Ναλφίρες κουδούνισε. Ο Στρατηγός τον άνοιξε έτσι ώστε να μπορούν ν’ακούσουν όλοι όσοι ήταν γύρω του.

«Σας μιλά ο Πλοίαρχος του Μένους των Ποταμών,» είπε στο μικρόφωνο.

«Πλοίαρχε,» ακούστηκε μια αντρική φωνή από τον πομπό. «Απαιτούμε να μάθουμε ποιος ο προορισμός του στόλου σας. Και ποιος ο σκοπός του. Έχει δοθεί στις Παντοκρατορικές Αρχές η εντύπωση πως πηγαίνετε για πόλεμο.»

Ο Ναλφίρες έκανε νόημα στον Άτβος να πάει στο ενεργειακό κανόνι, και ο Πρόμαχος αμέσως έφυγε από την πρύμνη, ακούγοντας πίσω του τον Στρατηγό να λέει: «Πώς σας δόθηκε αυτή η εντύπωση;»

Προσπαθεί να τους καθυστερήσει, σκέφτηκε ο Άτβος, τρέχοντας επάνω στην κουβέρτα, ενώ έβλεπε γύρω του πολεμιστές να οπλίζουν βαλλίστρες μεγαλύτερες και μικρότερες.

Το ελικόπτερο ήταν πολύ κοντά τώρα, και ο Άτβος φοβόταν ότι ίσως να ετοιμαζόταν να εκτοξεύσει εκρηκτικές ύλες καταπάνω τους.

Φτάνοντας στην πλώρη, κάθισε αμέσως στη θέση του πυροβολητή του κανονιού και έκλεισε το σκέπαστρο από πάνω του. Τα συστήματα του όπλου έδειχναν να είναι σε ετοιμότητα. Ο Άτβος πάτησε ένα κουμπί ενεργοποιώντας τον πομπό που ήταν ενσωματωμένος στο κανόνι, για ν’ακούσει τι έλεγε ο Ναλφίρες με τους Παντοκρατορικούς.

να επιστρέψεις πάραυτα στο Πριγκιπάτο Νέλερβικ, τότε, Πλοίαρχε. Πρέπει να δοθεί ειδική άδεια!

—Το θεωρώ περιττό. Έχω διαταγές από την Πριγκίπισσα, όπως σας είπα, και– Άτβος, ΤΩΡΑ!

Ο Ναλφίρες ήξερε ότι ο Άτβος θα τον παρακολουθούσε, φυσικά, μέσα από τον πομπό του κανονιού, και ο Πρόμαχος τώρα έστρεψε την κάννη του όπλου προς το ελικόπτερο. Σημάδεψε και πάτησε τη σκανδάλη. Μια παχιά δέσμη φωτεινής ενέργειας εκτοξεύτηκε, χτυπώντας το αεροσκάφος στο κέντρο.

Η έκρηξη που έγινε ήταν τερατώδης. Ολόκληρος ο ουρανός άστραψε, και ο βρόντος λίγο έλειψε να τους κουφάνει όλους. Φλόγες πήδησαν προς κάθε κατεύθυνση.

Είχαν όντως εκρηκτικά επάνω τους, οι καταραμένοι, σκέφτηκε ο Άτβος.

«Εκρηκτικά,» είπε η Ιλρίνα, από τη θέση πίσω του.

«Ναι,» γρύλισε εκείνος, κι ανοίγοντας πάλι τα μάτια του (τα είχε κλείσει για να μην τυφλωθεί) κοίταξε το κατάστρωμα και είδε κάτι να πέφτει–

Τι!

Ύψωσε το βλέμμα.

Το ψηλότερο κατάρτι είχε αρπάξει φωτιά. Αυτά που έπεφταν ήταν φλεγόμενα κομμάτια από το πανί. Ο παρατηρητής είχε ήδη πέσει από την κορυφή του καταρτιού και σωριαστεί στην κουβέρτα, νεκρός.

Ο Άτβος άνοιξε το σκέπαστρο και βγήκε απ’το κανόνι, ενώ πανικός άρχιζε επάνω στο σκάφος.

«Σβήστε το ιστίο!» γκάριζε ο Ναλφίρες. «ΣΒΗΣΤΕ ΤΟ ΙΣΤΙΟ! ΚΟΥΝΗΘΕΙΤΕ!»

10.

«Εντάξει τώρα,» είπε ο Ζίρτελον, καθησυχάζοντάς τους. «Την έσβησαν τη φωτιά.»

«Και το κατάρτι καταστράφηκε;» ρώτησε ο Ραφέλνες.

«Ευτυχώς όχι. Βασικά, μόνο το ιστίο ήταν σε κίνδυνο. Το ψηλότερο από τα ιστία. Οι φλόγες από την έκρηξη του ελικοπτέρου το έκαναν ν’αρπάξει.»

«Και το έσωσαν;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Ναι, αλλά δεν είναι σε καλή κατάσταση. Θέλει σοβαρό μπάλωμα, ή αλλαγή.»

Η Κελρίτ δάγκωνε το χείλος της, νευρικά. «Τι θα κάνουμε αν στείλουν τέτοιο πράγμα ενάντια και σ’εμάς;»

«Ελικόπτερο με εκρηκτικά;» είπε ο Ραφέλνες. «Την έχουμε άσχημα τότε. Μόνο το κανόνι μας μπορεί να μας σώσει, όπως και το Μένος των Ποταμών.» Κοίταξε προς την πλώρη, το ενεργειακό κανόνι που βρισκόταν εκεί, καθώς εκείνος κι οι υπόλοιποι στέκονταν στην πρύμνη, πάνω από την κουβέρτα.

«Ό,τι δούμε να έρχεται, του ρίχνουμε,» είπε η Κελρίτ. «Αμέσως.»

«Στρατηγική πρώτα-σκοτώνουμε-και-μετά-ρωτάμε;» είπε η Αλιζέτ.

«Καλύτερα έτσι παρά να συμβεί τίποτα παρόμοιο και σ’εμάς. Αν ένα τέτοιο αεροσκάφος περάσει από πάνω μας ρίχνοντας μια κάποια ποσότητα εκρηκτικών υλών, θα… μπορεί να μας τινάξει όλους στον αέρα!»

Ο Ζίρτελον ένευσε. «Το ίδιο πιστεύει κι ο Πρόμαχος.»

«Στη Βίηλ έτσι είναι,» του είπε η Κελρίτ. «Κανονικά, θα έπρεπε να έχουν απαγορευτεί όλες οι εκρηκτικές ύλες, παντού μέσα στη διάσταση!»

«Τώρα όμως δεν είναι απαγορευμένες,» είπε ο Ραφέλνες. «Κι επομένως οφείλουμε να προσέχουμε.»

Παρακολουθούσαν τους ουρανούς, προς τα δυτικά και προς τα ανατολικά, καθώς ο στόλος τους ταξίδευε νότια ακολουθώντας τη ροή του Κάλμιρηλ· αλλά δεν είδαν κανένα αεροσκάφος να έρχεται καταπάνω τους. Μονάχα ένα ελικόπτερο εντόπισαν να πετά πάνω απ’τα εδάφη του Χαύδοραλ, μα δεν πλησίασε τον ποταμό.

Πληροφορήθηκαν, άραγε, αυτό που συνέβη με τον δυτικό στόλο και διστάζουν να μας προσεγγίσουν; αναρωτήθηκε η Κελρίτ. Όμως μετά σκέφτηκε ότι δεν μπορεί τα νέα να είχαν μεταφερθεί τόσο γρήγορα· η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη. Εκτός αν είχες στις υπηρεσίες σου ανθρώπους σαν τον Ζίρτελον και τη Ράιλμεχ· ή αν είχες στημένο ένα πολύ καλό δίκτυο πομπών και αναμεταδοτών σ’ολόκληρη την περιοχή. Η Κελρίτ, όμως, δεν νόμιζε πως ούτε το ένα ούτε το άλλο ίσχυε στην περίπτωση του Πριγκιπάτου Χαύδοραλ.

Το εμπόδιο, τελικά, δεν ήρθε από τον ουρανό. Παρουσιάστηκε μπροστά τους, πριν από το μεσημέρι. Αντίκρισαν μια μεγάλη, σιδερένια γέφυρα που απλωνόταν από τη μια άκρη του ποταμού Κάλμιρηλ ώς την άλλη. Ήταν ψηλή αλλά όχι τόσο ψηλή ώστε να μπορούν να περάσουν τα πολεμικά ιστιοφόρα από κάτω της, εκτός αν σηκωνόταν. Και οι Παντοκρατορικοί πολεμιστές που βρίσκονταν τώρα πάνω στη γέφυρα δεν έμοιαζαν πρόθυμοι να τη σηκώσουν.

«Το είχα πει,» μούγκρισε ο Ραφέλνες. «Κάτι θα παραβλέπαμε μες στη βιασύνη μας να ξεκινήσουμε την εκστρατεία.» Δεν είχαν σχεδιάσει πώς θα περνούσαν από ετούτο το εμπόδιο. «Πού είναι ο Τάμπριελ και το υποβρύχιό του;» ρώτησε τον Ζίρτελον.

«Κοντά μας τώρα. Είχαν δει πριν από εμάς πως η γέφυρα ήταν κατεβασμένη και είχε στρατιώτες επάνω της.»

«Και γιατί δε μας προειδοποίησες;» ρώτησε αμέσως η Κελρίτ.

«Η Ανταρλίδα λέει να συνεχίσετε,» είπε ο Ζίρτελον, «και η Αλιζέτ συμφωνεί. Χτυπήστε τους.»

«Θα μας βοηθήσουν;» ρώτησε ο Ραφέλνες.

«Φυσικά.»

11.

Μετά το μεσημέρι, όταν ο Κισβέρνες είχε φύγει από το Ζάρια και Χάντρες, ο Πολ πήρε το άλογό του από τον στάβλο και το πήγε στην αγορά για να το πουλήσει. Δεν έπιασε και πολύ καλή τιμή (ο έμπορος ήταν κλέφτης, βασικά) αλλά αυτό δεν τον ενδιέφερε και τόσο· ήθελε απλά να ξεφορτωθεί το άλογο. Πλησίασε τον σταθμό των επιβατηγών οχημάτων και ρώτησε πότε έφευγε το επόμενο για Κίρτβεχ. Σε καμια ώρα, του είπαν· έτσι ο Πολ περίμενε, καθίζοντας σ’ένα παγκάκι πλάι σε μια ενεργειακή λάμπα, καθώς η πόλη γύρω του γέμιζε ολοένα και περισσότερο με σκιές.

Το επιβατηγό, όπως αποδείχτηκε, θα μετέφερε και κάποια πράγματα εκτός από τους επιβάτες, οι οποίοι ήταν πέντε χωρίς τον Πολ: ένα αντρόγυνο με σάκους και βαλίτσες· ένας μισθοφόρος μ’ένα μεγάλο σπαθί περασμένο στην πλάτη, το οποίο έβγαλε και άφησε πλάι του, για να μπορεί να καθίσει άνετα (αυτός και οι υπόλοιποι)· μια κοπελίτσα που κοίταζε τους πάντες με γουρλωμένα μάτια σαν να την τρόμαζαν, και κάθισε σε μια γωνία, αμίλητη και ακίνητη· κι ένας μονόφθαλμος, σημαδεμένος, γενειοφόρος τύπος που είχε την όψη παλιού, κουρασμένου στρατιώτη. Οδηγός του οχήματος ήταν μια χοντρή γυναίκα με κοντά, ξανθά μαλλιά και λευκό-ροζ δέρμα.

«Δεν περιμένουμε κάναν άλλο, ε;» φώναξε στον άντρα στον σταθμό.

«Όχι. Φεύγεις.»

Η μηχανή του επιβατηγού μπήκε σε λειτουργία, κι οι τέσσερις μεγάλοι μεταλλικοί τροχοί του άρχισαν να περιστρέφονται σηκώνοντας σκόνη. Ο σταθμός βρισκόταν έξω από τα τείχη της Άτβηλκ, και το μεγάλο όχημα έφυγε χωρίς να χρειαστεί να διασχίσει τους δρόμους της πόλης· μπήκε αμέσως στη μεγάλη, ευρύχωρη, πλακόστρωτη δημοσιά και κύλησε προς τα δυτικά. Δεν πήγαινε με μεγάλη ταχύτητα, παρατήρησε ο Πολ καθώς το άκουγε να μουγκρίζει και να τρίζει γύρω του, αλλά σίγουρα πήγαινε πιο γρήγορα από το άλογο που είχε πουλήσει. Θα έφτανε σήμερα στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου, ενώ αλλιώς θα χρειαζόταν μέρες.

Η δημοσιά, στην αρχή, απομακρυνόταν από τις όχθες του ποταμού Πίλρεκ· μετά, όμως, συναντούσε άλλες όχθες: αυτές της Δίδυμης, της μικρής λίμνης βορειοανατολικά της Λίμνης των Κολοσσών. Το φως του δύοντος ήλιου έκανε τα νερά να στραφταλίζουν, κατακόκκινα. Μικρές πόλεις και χωριά ήταν οικοδομημένα σε διάφορα σημεία στις όχθες: κατοικίες ψαράδων, κυρίως. Όταν, ύστερα από καμια ώρα, το επιβατηγό άφησε τη Δίδυμη πίσω του, είχε πλέον βραδιάσει. Η οδηγός είχε ανάψει τους προβολείς για να βλέπει τη δημοσιά. Το αντρόγυνο ψιθύριζαν αναμεταξύ τους και, κάπου-κάπου, φιλιόνταν κάτω από τις κουκούλες τους, αγνοώντας τους υπόλοιπους. Ο μισθοφόρος με το μεγάλο σπαθί είχε μισοκοιμηθεί, με τα μυώδη χέρια του σταυρωμένα μπροστά του. Η κοπελίτσα σκούπιζε κάθε τόσο τα μάτια της με τα δάχτυλά της· έκλαιγε, σιωπηλά. Ο σημαδεμένος γέρος κάπνιζε ένα βαρύ τσιγάρο που βρομούσε σαν παλιό, μπουκωμένο τζάκι. Ο Πολ άνοιξε το παράθυρο για να πάρουν αέρα. Πού το βρήκε αυτό το πράμα ο τζουρόγερος; Στον κήπο πίσω απ’το σπίτι του το καλλιεργεί, γαμώ τα παπάρια του Σκοτοδαίμονος;

Το επιβατηγό έφτασε στην Κίρτβεχ μέσα στη νύχτα. Σταμάτησε έξω απ’την Πύλη της Ξηράς κι άφησε τους επιβάτες να κατεβούν, ενώ φρουροί έρχονταν για να κάνουν έλεγχο στα πράγματα. Στους επιβάτες έριξαν απλά μια ματιά, για να δουν αν κουβαλούσαν μεγάλα όπλα. Μίλησαν με τον μισθοφόρο, ο οποίος έβγαλε κάτι χαρτιά να τους δείξει. Ο Πολ δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα να τους προσπεράσει και να γλιστρήσει κάτω από τη σκιά της μεγάλης Πύλης της Ξηράς ώστε, στη συνέχεια, να μπει στους δρόμους της πρωτεύουσας του Πριγκιπάτου, που δεν ήταν και τόσο σιωπηλοί παρά τη νυχτερινή ώρα. Ενεργειακές λάμπες τούς φώτιζαν, κρεμασμένες από κολόνες στις διασταυρώσεις· τα καλώδιά τους χάνονταν μες στα σκοτάδια, πηγαίνοντας προφανώς προς κάποιες κεντρικές εστίες.

Ο Πολ βάδισε χωρίς βιασύνη και, καθοδόν, επειδή πεινούσε, αγόρασε ένα ξυλάκι. Τοπικό φαγητό που έβρισκε κανείς στα περισσότερα μέρη της Βίηλ: μικρά κομμάτια κρέας, ψωμί, και λαχανικά περασμένα επάνω σ’ένα μικρό ξύλινο στέλεχος. Καυλί, το έλεγαν στην αργκό πολλών περιοχών. Κι ορισμένα ξυλάδικα (μέρη που πουλούσαν ξυλάκια) είχαν πολύ κακή φήμη, ότι το κρέας προερχόταν από σκοτωμένες γάτες ή ακόμα και αρουραίους· στην πραγματικότητα, όμως, αυτά συνέβαιναν μόνο σε περίπτωση που η οικονομία της περιοχής πήγαινε πολύ χάλια. Μες στην ίδια την Κίρτβεχ δεν μπορεί να έτρωγες γάτες και αρουραίους. Έτσι ελπίζω τουλάχιστον…

Όταν ο Πολ έφτασε μπροστά στο Φρουραρχείο, είχε τελειώσει το ξυλάκι και ήταν ακόμα ζωντανός. Πλησίασε την πύλη του άχαρου, γκρίζου οικοδομήματος και είπε στους φρουρούς: «Θα ήθελα να μιλήσω με την κυρία Νίνα Έκγραμμη. Με γνωρίζει.»

«Η κύρια Έκγραμμη έχει πολλές ασχολίες…» Ο φρουρός που του απάντησε ήταν ντερέκι στο ύψος, σαν γαϊδούρι όρθιο, και είχε βλέμμα σκοτεινό και βλοσυρό.

Ο Πολ ήξερε ότι δε θα έβγαζε άκρη, φυσικά. «Ποιος αξιωματικός διανυκτερεύει απόψε;» ρώτησε. «Ζήτησέ του να βγει, και θα συνεννοηθούμε.»

Το Όρθιο Γαϊδούρι κοίταξε τον άλλο, που ήταν σαφώς κοντότερος. Εκείνος τού έκανε νόημα καταφατικό, και το Όρθιο Γαϊδούρι φώναξε προς το εσωτερικό του Φρουραρχείου: «Ειδοποιήστε τη Λοχία Νερέμβοχ! Κάποιος τη ζητά.»

Ο Πολ μπορούσε να δει μονάχα σκιές πίσω από τους δύο φρουρούς· άκουσε, όμως, βήματα και φωνές, και μετά από λίγο μια γυναίκα παρουσιάστηκε. Μετρίου αναστήματος, γαλανόδερμη, με κοντά μαύρα μαλλιά. Ντυμένη με λευκό χιτώνα που είχε επάνω κεντημένο το σύμβολο της Παντοκράτειρας και τα γαλόνια που την αναγνώριζαν ως λοχία.

«Καλησπέρα,» είπε ο Πολ. «Ζήτησα να δω την κυρία Έκγραμμη, αλλά φαίνεται πως τα παλικάρια από δω δεν είναι και τόσο ομιλητικά. Όπως και πρέπει άλλωστε.» Τους έγνεψε με το κεφάλι, σαν να ήθελε να πει ότι ενέκρινε τις ενέργειές τους. Σαν να ήταν κάποιος ανώτερός τους. Κάποιος που είχε έρθει για να τους ελέγξει. Εκείνοι, αμέσως, τον κοίταξαν με άλλο βλέμμα – ο Πολ το παρατήρησε – και στάθηκαν ευθυτενείς. Οι άνθρωποι που είχαν συνηθίσει να παίρνουν διαταγές μπορούσαν να πάρουν διαταγές από τον οποιονδήποτε είχε τον χαρακτήρα αξιωματικού…

Η λοχίας – που κι εκείνη είχε, αναμφίβολα, συνηθίσει να παίρνει διαταγές – ρώτησε: «Ποιος είστε, κύριε;»

«Μπορούμε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως; Έρχομαι για δουλειά της Παντοκράτειρας, όχι τυχαία.»

«Περάστε,» είπε η λοχίας, και χτύπησε, όχι δυνατά, το μπράτσο του Όρθιου Γαϊδουριού με την παλάμη της σαν για να του πει να παραμερίσει. Ο φρουρός υπάκουσε, και ο Πολ μπήκε στο Φρουραρχείο ακολουθώντας τη λοχία.

Εκείνη τον οδήγησε σ’ένα γραφείο που δεν ήταν και τόσο μακριά από την πύλη. «Καθίστε,» είπε.

«Ονομάζομαι Πολ Ντέρνηχ,» συστήθηκε ο Πολ καθώς καθόταν. «Δεν το είπα πριν γιατί δεν θέλω το όνομά μου να κυκλοφορήσει. Βρίσκομαι εδώ για δουλειά της Παντοκράτειρας, όπως εξήγησα.»

«Μάλιστα. Θέλετε κάτι να πιείτε;»

«Ευχαριστώ, όχι.»

Η γυναίκα κάθισε αντίκρυ του, πίσω απ’το γραφείο. «Λοχίας Μαλθρίτ Νερέμβοχ,» είπε. «Πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω, κύριε Ντέρνηχ; Και κατ’αρχήν, μπορείτε να αποδείξετε ότι όντως έρχεστε σταλμένος από την Παντοκράτειρα;»

«Φυσικά.» Ο Πολ έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί που είχε πλαστογραφήσει με τις ειδικές του γνώσεις για το δίκτυο των πρακτόρων του Ελκράσ’ναρχ και με τη βοήθεια των επαναστατών της Λαμρίτ και του Δαίδαλου. «Ευαίσθητο χαρτί. Πιέζεις την κάτω δεξιά γωνία για επιβεβαίωση.»

Η Μαλθρίτ πήρε το χαρτί στα χέρια της, το διάβασε, και πίεσε, με τον αντίχειρα και τον δείκτη, την κάτω δεξιά γωνιά. Τα μάτια της φάνηκαν για λίγο να κοιτάζουν κάπου αλλού, πέρα από τον Πολ, πέρα από το δωμάτιο, πέρα από το Φρουραρχείο, πέρα από το Πριγκιπάτο Κίρτβεχ και τη Βίηλ, καθώς έβλεπε κάποιο όραμα που της επιβεβαίωνε ότι το έγγραφο στα χέρια της ήταν γνήσιο.

Ο Πολ γνώριζε κάποιες λεπτομέρειες για το πώς φτιάχνεται η νοητική σφραγίδα και τις είχε πει στον Δαίδαλο, ο οποίος είχε γνέψει καταφατικά και του είχε αποκριθεί ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα: Κανένας δεν θα καταλάβει τη διαφορά. Θα είναι σαν να το έφτιαξαν οι μάγοι της ίδιας της Παντοκράτειρας, μέσα από το Παντοτινό Ανάκτορο της Ρελκάμνια.

Ο Πολ σκέφτηκε τώρα: Για να δούμε, σωστά τα έλεγε ο μάγος, ή είναι όλο φαμφάρες;

Τα μάτια της Μαλθρίτ εστιάστηκαν πάλι στον Πολ. Η λοχίας ένευσε και του επέστρεψε το χαρτί. «Εντάξει,» είπε.

Ο μάγος δεν είναι όλο φαμφάρες. «Δεν συλλαμβάνομαι λοιπόν;»

«Φυσικά και όχι, κύριε Ντέρνηχ.»

«Πολ.»

Η Μαλθρίτ ένευσε πάλι, σοβαρά. Δεν πρέπει να ήταν απ’αυτές που χαμογελάνε συχνά. «Τι μπορώ να κάνω, Πολ;»

«Σου είπα, θέλω να μιλήσω με τη Νίνα Έκγραμμη. Την ξέρω από παλιά.»

«Η κυρία Έκγραμμη δεν είναι εδώ απόψε.»

«Είναι στην Πριγκιπική;» Πριγκιπική Νήσος – το μέρος όπου είχε το παλάτι του ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος του Κίρτβεχ, και όπου μπορούσες να πας μέσω μιας φυσικής γέφυρας που ένωνε το νησί με την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου.

«Όχι,» είπε η Μαλθρίτ, «δεν είναι στην Πριγκιπική. Βρίσκεται στη Ριφάλπεκ επί του παρόντος.»

Ο Πολ συνοφρυώθηκε. «Τα προβλήματα στη βόρεια παραμεθόριο δεν την έχουν φέρει εδώ;»

Η Μαλθρίτ τον ατένισε προσεχτικά. «Τι ξέρεις για τα προβλήματα στην παραμεθόριο;»

«Γι’αυτά βρίσκομαι εδώ. Αν και όταν ήρθα στη Βίηλ δεν ήξερα τι ακριβώς συνέβαινε…»

«Δηλαδή, τώρα ξέρεις τι ακριβώς συμβαίνει;» Η λοχίας έμοιαζε να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα. Σχεδόν προσωπικό.

«Γιατί το ρωτάς έτσι; Έχεις κάτι να μου πεις;»

«Ήμουν στην παραμεθόριο όταν αυτό που συνέβη, συνέβη,» εξήγησε η Μαλθρίτ. «Είχα πάει με τον φοροεισπράκτορα Φέλρες – μακαρίτης τώρα. Τον πάτησε ο μεταλλικός γίγαντας.»

«Τον είδες αυτόν τον γίγαντα;» Ο Πολ προσποιήθηκε ότι το ενδιαφέρον του είχε κεντριστεί: έκανε μπροστά καθώς ήταν καθισμένος αντίκρυ της· τα χέρια του άγγιξαν το γραφείο ανάμεσά τους.

Η Μαλθρίτ ένευσε. «Έχω εφιάλτες από τότε.»

«Πώς ήταν;»

Η Μαλθρίτ κόμπιασε προς στιγμή. Ύστερα: «Ένας… ένας ψηλός άνθρωπος. Πάρα πολύ ψηλός. Τρία μέτρα τουλάχιστον. Κι ολόκληρος από μέταλλο – και δε νομίζω ότι φορούσε πανοπλία. Από τα μάτια του έβγαινε ένα παράξενο φως, σαν από ενεργειακές λάμπες. Ήταν πολύ δυνατός, και πολύ γρήγορος. Κυνήγησε τα οχήματά μας· κλότσησε ένα και το διάλυσε – ένα δίκυκλο. Το έπιασε, μετά, και το πέταξε πάνω σ’ένα άλλο – δίκυκλο κι αυτό. Του έριξα μια χειροβομβίδα, αλλά η έκρηξη δεν φάνηκε να τον έβλαψε καθόλου.»

«Και η Νίνα δεν έχει πάει να δει τι συμβαίνει;»

«Έχει στείλει ανθρώπους της να ερευνήσουν.»

«Ενώ η ίδια κάθεται στη Ριφάλπεκ;»

«Δεν ξέρω τι μπορεί να έχει στο μυαλό της η κυρία Έκγραμμη,» είπε η Μαλθρίτ. «Ίσως να έχει δουλειές εκεί…»

«Μάλιστα…» Ο Πολ ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα, σκεπτικός.

«Εσύ,» τον ρώτησε, διστακτικά, η Μαλθρίτ, «τι ξέρεις; Για να ήρθες εδώ, θέλω να πω… και για να σ’έστειλε η ίδια η Μεγαλειοτάτη… πρέπει να έχεις υπόψη σου… Τι ήταν αυτός ο γίγαντας;»

«Δεν ξέρω,» είπε ο Πολ. «Οι πληροφορίες μας λένε μόνο ότι οι αποστάτες κάτι σκαρώνουν στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ.»

«Δεν έχουμε αποστάτες στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ.»

Ο Πολ ρουθούνισε, γελώντας κοφτά. «Έτσι νομίζεις;»

Η Μαλθρίτ δεν μίλησε, μοιάζοντας γενικά να είναι λιγάκι αμήχανη μαζί του.

«Υπάρχουν αποστάτες εδώ,» τη διαβεβαίωσε ο Πολ, «κρυμμένοι, και κάτι ετοιμάζουν. Κάτι μεγάλο, πολύ φοβάμαι. Γι’αυτό κιόλας πρέπει να μιλήσω επειγόντως με τη Νίνα. Πρέπει να κινητοποιηθούμε· δεν πρόκειται γι’αστείο.»

«Σίγουρα,» συμφώνησε αμέσως η Μαλθρίτ. «Αν, εξάλλου, έχουν κι άλλους γίγαντες σαν αυτόν….»

«Κατά πάσα πιθανότητα, έχουν.» Ο Πολ σηκώθηκε από την καρέκλα του – και η λοχίας πετάχτηκε επίσης όρθια. «Σ’ευχαριστώ για την πληροφόρηση, Μαλθρίτ.»

«Δεν έκανα τίποτα. Θα ξεκινήσεις αμέσως για τη Ριφάλπεκ, ή θα περάσεις τη νύχτα στην πόλη;»

«Γιατί ρωτάς;»

«Απλώς επειδή υπάρχουν ένα σωρό άδεια δωμάτια στο Φρουραρχείο, και μπορείς να μείνεις εδώ αν θέλεις.» Ανασήκωσε τον έναν ώμο, νευρικά. Μορφάζοντας.

«Θα μείνω,» είπε ο Πολ. «Σ’ευχαριστώ. Θα με ειδοποιήσεις με την αυγή, για να ξεκινήσω για τη Ριφάλπεκ;»

«Ασφαλώς. Πάμε να σου δείξω τα δωμάτια.»

12.

Γέφυρα της Λίνερελ ονομαζόταν η μεγάλη γέφυρα που είχε το ένα πόδι στην ανατολική όχθη του ποταμού Κάλμιρηλ και το άλλο στη δυτική, παρότι βρισκόταν κάποιες δεκάδες χιλιόμετρα βόρεια της εν λόγω πόλης. Ήταν κατασκευασμένη εν μέρει από πέτρα και εν μέρει από ξύλο. Τα δύο άκρα της, το ένα στην ανατολή και το άλλο στη δύση, ήταν πέτρινα, αλλά οι δύο προεκτάσεις αυτών των άκρων ήταν ξύλινες και μπορούσαν, με ειδικές τροχαλίες και αλυσίδες, να σηκωθούν. Όταν ήταν κατεβασμένες ενώνονταν ολοκληρώνοντας τη γέφυρα, κάνοντάς το εφικτό για οχήματα, έφιππους, και οδοιπόρους να περάσουν, ενώ συγχρόνως ήταν αδύνατο οποιοδήποτε μεγάλο πλοίο να περάσει πλέοντας επάνω στον ποταμό.

Όπως τώρα, που η Γέφυρα της Λίνερελ ήταν κατεβασμένη μπροστά στον ανατολικό στόλο, αποτελώντας εμπόδιο γι’αυτόν. Επάνω της στέκονταν πολεμιστές της Παντοκράτειρας, και φαινόταν πως είχαν ανεβάσει επίσης και ένα ενεργειακό κανόνι. Βλέποντας τον στόλο να έρχεται, είχαν ήδη αρχίσει να του κάνουν νόημα να σταματήσει.

Δεν είχαν, όμως, την παραμικρή ιδέα για το υποβρύχιο.

Βαθιά κάτω από την επιφάνεια του μεγάλου ποταμού Κάλμιρηλ, το μεταβαλλόμενο υποβρύχιο σκάφος είχε σταματήσει, και στο εσωτερικό του η Ανταρλίδα ετοιμαζόταν, γρήγορα αλλά όχι βιαστικά. Έβγαζε τα ρούχα της και φορούσε μια στολή κατάδυσης.

Η Αλιζέτ, που καθόταν στο τιμόνι, δεν έμοιαζε ευχαριστημένη. «Ακόμα νομίζεις ότι θα σας προδώσω, ε, Ανταρλίδα;» είπε, καθώς η Ανταρλίδα τραβούσε το φερμουάρ της μαύρης στολής.

«Ποιο είναι το πρόβλημά σου; Πιστεύεις ότι εσύ θα έκανες το σαμποτάζ καλύτερα από εμένα; Την ίδια εκπαίδευση έχουμε, Αλιζέτ.» Και, ναι, ακόμα δεν σε εμπιστεύομαι. «Επιπλέον, εσύ οδηγείς το σκάφος.» Η Ανταρλίδα έβαλε τα εκρηκτικά μέσα στον σάκο της. Πέρασε γύρω από τη μέση της μια ζώνη με όπλα και την κούμπωσε.

Ο Όρνιφιμ καθόταν και τις κοίταζε, χωρίς να μιλά. Ο Τάμπριελ ήταν στο ενεργειακό κέντρο.

Η Αλιζέτ είπε: «Είμαι καλύτερη από σένα, και το ξέρεις,» όχι με τρόπο εριστικό ή επιδεικτικό αλλά σαν να δήλωνε κάτι γνωστό και πασιφανές.

«Μπορεί,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Γενικά. Αλλά σ’αυτό που πηγαίνω να κάνω δεν υπάρχει διαφορά, και μη λες μαλακίες.» Φόρεσε τη μάσκα της, πήρε τον σάκο στον ώμο, και πήγε προς τον θάλαμο κατάδυσης.

Η Αλιζέτ δεν είπε τίποτα πίσω της.

Η Ανταρλίδα έκλεισε την υδατοστεγή πόρτα του θαλάμου, ο οποίος ήταν στενός και ίσα που τη χωρούσε. Άνοιξε την καταπακτή και, καθώς το μικρό δωμάτιο πλημμύριζε, βγήκε απ’το υποβρύχιο κολυμπώντας.

Ακριβώς από πάνω της ήξερε πως ήταν η γέφυρα, όπως έδειχναν τα ανιχνευτικά συστήματα του σκάφους· αναδύθηκε, λοιπόν. Σιγανά. Προσεχτικά. Φτάνοντας στην επιφάνεια, έβγαλε τα μάτια και τη μύτη της από το νερό για να κοιτάξει. Ήταν, όντως, κάτω από τη γέφυρα και κοντά στη δυτική της μεριά, εκεί όπου τελείωνε το πέτρινο τμήμα της: εκεί ακριβώς όπου ήθελε να βρεθεί: στο σημείο που είχε δει με το περισκόπιο, πιο πριν, καθώς πλησίαζαν.

Ο ανατολικός στόλος της Πριγκίπισσας Βασνίτα ερχόταν από τα βόρεια· δεν είχε σταματήσει. Ωραία, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Μέχρι στιγμής το σχέδιό μας πάει καλά. Κολύμπησε λίγο ακόμα και έφτασε πλάι σε μια από τις μεγάλες πέτρινες κολόνες της γέφυρας. Τώρα θα ήταν χρήσιμο να είχα μια μάγισσα μαζί μου, για να κάνει ένα Ξόρκι Λιθικής Έλξεως, συλλογίστηκε· αλλά μάγισσα δεν είχε, επομένως θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει άλλες μεθόδους για να σκαρφαλώσει. Τράβηξε από τη ζώνη της δυο πόδια της γάτας, και τα πέρασε στα γυμνά πόδια της: δύο ατσάλινοι βρόχοι που τύλιγαν το πέλμα και διέθεταν πέντε ατσάλινα νύχια, πολύ πιο μακριά από τα δάχτυλα του ποδιού. Μετά, η Ανταρλίδα τράβηξε δυο χέρια της γάτας και τα πέρασε στα χέρια της.

Χωρίς άλλη καθυστέρηση, σκαρφάλωσε πάνω στη μεγάλη κολόνα και έφτασε στην κορυφή της. Από πάνω της, τώρα, μπορούσε ν’ακούσει τις ομιλίες των Παντοκρατορικών πολεμιστών.

«Αποκλείεται να μη σταματήσουν,» έλεγε κάποιος. «Πώς θα περάσουν; Θα πετάξουν;»

«…να επιτεθούν…» (Η φωνή αυτή δεν ακούστηκε καθαρά.)

«Κι έχουν κι ενεργειακό κανόνι μαζί τους· το είδαν οι ανιχνευτές…»

«Και πάλι, όμως…»

Η Ανταρλίδα είχε ήδη τοποθετήσει τα εκρηκτικά κάτω από τη γέφυρα και τα είχε ρυθμίσει να εκραγούν σε τρία λεπτά. Το ενεργειακό κανόνι των Παντοκρατορικών δεν ήταν μακριά από εδώ, γι’αυτό είχε επιλέξει ετούτο το σημείο της γέφυρας. Η έκρηξη που θα γινόταν θα ήταν αρκετή για να γκρεμίσει ολόκληρη τη δυτική της μεριά.

Η Ανταρλίδα κατέβηκε γρήγορα ώς ένα σημείο της πέτρινης κολόνας και, μετά, άφησε τον εαυτό της να πέσει στο νερό. Ο ποταμός την αγκάλιασε και η Ανταρλίδα βυθίστηκε. Βγάζοντας τα χέρια και τα πόδια της γάτας, κολύμπησε προς τα κάτω, προς το υποβρύχιο…

Πολλά μέτρα από πάνω της, στη Γέφυρα της Λίνερελ, οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας δεν είχαν καταλάβει τι είχε συμβεί· δεν είχαν καταλάβει ότι πολλοί απ’αυτούς θα ήταν σε λίγο νεκροί. Μονάχα κάποιοι είχαν ακούσει τον θόρυβο που είχε κάνει η Μαύρη Δράκαινα βουτώντας στον ποταμό.

«Κάτι έπεσε,» είπε ένας. «Ή κάποιος.» Και κοίταξε κάτω, τα νερά, από την άκρη της γέφυρας.

«Τι κάνεις, ρε;» Μια πολεμίστρια τον τράβηξε πίσω.

«Κι όμως κάτι ακούστηκε να πέφτει,» είπε ένας άλλος. «Έριξε κανένας τίποτα;» ρώτησε μεγαλόφωνα όσους ήταν γύρω.

Εκείνοι έδωσαν αρνητικές απαντήσεις, αλλά ένας είπε: «Κι εσύ τ’άκουσες, ε; Σαν κάτι νάπεσε στον ποταμό…»

«Ναι–»

«Σκασμός με την κουβέντα!» γκάριξε ο λοχαγός τους.

Και μετά, έγινε η έκρηξη που τους τίναξε όλους πολλά μέτρα πάνω και γύρω από τη γέφυρα, όχι σε όλες τις περιπτώσεις με τα σώματά τους ολόκληρα.

Η Κελρίτ Βόρτεμαχ, στεκόμενη στην πρύμνη του Ανέμου της Κοιλάδας, είδε την έκρηξη να διαλύει το δυτικό τμήμα της γέφυρας, κομματιάζοντας πέτρες και κατακαίοντας ξύλα, μέσα σε δυνατή λάμψη και εκκωφαντικό θόρυβο. Η μισή γέφυρα κατέρρευσε, πέφτοντας, σε κομμάτια, μες στα νερά του ποταμού Κάλμιρηλ. Το ενεργειακό κανόνι των Παντοκρατορικών δεν φαινόταν πουθενά πλέον.

«Μεγάλοι Κολοσσοί!…» αναφώνησε η Κελρίτ.

«Ποιος την ανατίναξε;» ρώτησε ο Ραφέλνες.

«Η Ανταρλίδα,» αποκρίθηκε ο Ζίρτελον, με τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του.

«Δε νομίζω ότι θα έχουμε σύγκρουση,» είπε η Αλιζέτ, βλέποντας τους πολεμιστές που βρίσκονταν στην ανατολική μεριά της γέφυρας να τρέχουν να φύγουν, έντρομοι, να πηγαίνουν στην ανατολική όχθη του ποταμού.

Η Κελρίτ έδωσε διαταγή στον τιμονιέρη να περάσει τον Άνεμο της Κοιλάδας ανάμεσα από τα συντρίμμια της γέφυρας – γρήγορα. Τα άλλα σκάφη θα ακολουθούσαν τη ναυαρχίδα. Επίσης, πρόσταξε να έχουν το ενεργειακό κανόνι έτοιμο, για την απίθανη περίπτωση που δέχονταν επίθεση.

Επίθεση, όμως, δεν δέχτηκε· ο ανατολικός στόλος προσπέρασε ό,τι είχε απομείνει από τη Γέφυρα της Λίνερελ και έπλευσε προς τα νότια, προς τη Λίνερελ και το Πράσινο Πέλαγος.

Η Κελρίτ, παρά τη γρήγορη νίκη, δεν είχε χαλαρώσει. Χρησιμοποιώντας το κιάλι της, παρακολουθούσε τις όχθες ανατολικά και δυτικά, κι όποτε έβλεπε κανένα ελικόπτερο να πετά ετοιμαζόταν να δώσει διαταγή στο ενεργειακό κανόνι να είναι έτοιμο. Ούτε ένα ελικόπτερο, όμως, δεν πλησίασε τον στόλο της.

«Το υποβρύχιο είναι μαζί μας;» ρώτησε τον Ζίρτελον, καμια ώρα μετά το μεσημέρι, καθισμένη σ’ένα σκαμνί στην πρύμνη και τρώγοντας λίγο πρόχειρο φαγητό.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο σημαδεμένος άντρας, που ακουμπούσε την πλάτη και τους αγκώνες του στην κουπαστή, έχοντας πάρει τέτοια στάση που θα έλεγε κανείς ότι πήγαινε ταξίδι αναψυχής, όχι στον πόλεμο. Ο Ραφέλνες και η Αλιζέτ ήταν κάτω, στη γέφυρα του σκάφους. Προτού φύγουν, η Αλιζέτ είχε ρωτήσει την Κελρίτ: Θα συνεχίσεις να είσαι εδώ, κοιτάζοντας με το κιάλι; Εκείνη τής είχε αποκριθεί πως έπρεπε να ήταν προσεχτικοί. Ωραία, είχε πει η Αλιζέτ· εμείς θα πάμε στη γέφυρα, να ξεκουραστούμε λίγο. Μη μας ενοχλήσεις εκτός αν γίνεται επίθεση, εντάξει; Η Κελρίτ απορούσε πού είχε βρει η Αλιζέτ τη διάθεση για έρωτες (γιατί αυτός ήταν προφανώς ο λόγος που δεν ήθελε να την ενοχλήσουν) μέσα σ’ετούτη την εμπόλεμη κατάσταση. Ωστόσο: Εντάξει, της απάντησε. Δεν πρόκειται ούτως ή άλλως να φύγω από εδώ. Και ο Ζίρτελον είχε μείνει μαζί της.

«Πώς ακριβώς ανατίναξε τη γέφυρα η Ανταρλίδα;» ρώτησε η Κελρίτ.

«Σκαρφάλωσε από κάτω και κόλλησε πάνω της εκρηκτικά.»

Η Κελρίτ τελείωσε το φαγητό της και σκούπισε τα χείλη της μ’ένα μαντήλι που τράβηξε από τον κόρφο της. «Στη Λίνερελ έχουν εντοπίσει κανένα εμπόδιο;»

«Πριν από λίγο βρίσκονταν εκεί κοντά,» αποκρίθηκε ο Ζίρτελον, «και είδαν ότι στα τείχη οι υπερασπιστές είναι, φυσικά, προετοιμασμένοι με μεγάλες βαλλίστρες και καταπέλτες.»

«Δε θα πλησιάσουμε τα τείχη.» Η Κελρίτ άνοιξε το ψάθινο καλάθι πλάι της και πήρε από μέσα μια κούπα κι ένα μπουκάλι κρασί Πριγκιπάτου Έλρηνεχ. Γέμισε την κούπα και την πρότεινε στον Ζίρτελον. «Διψάς;»

«Ευχαριστώ.» Ο άντρας πλησίασε και πήρε την κούπα από το χέρι της, επιστρέφοντας μετά κοντά στην κουπαστή.

Η Κελρίτ γέμισε ακόμα μια κούπα, για τον εαυτό της, και ήπιε. «Η Λίνερελ απλώνεται μόνο στη δυτική μεριά του ποταμού, απ’ό,τι ξέρω, επομένως δε θάναι πρόβλημα να μην πλησιάσουμε τα τείχη της. Έτσι δεν είναι;» Η ίδια δεν είχε πάει ποτέ στη Λίνερελ· το είχε ακούσει, όμως. Κι επιπλέον, ήταν λογικό· στ’ανατολικά του Κάλμιρηλ τα εδάφη ανήκαν στο Πριγκιπάτο Τάσβεραλ.

Ο Ζίρτελον ένευσε. «Ναι, στις δυτικές όχθες είναι χτισμένη.»

Μετά από λίγο, η Κελρίτ είπε: «Στη διάστασή σου– Νόρχακ, δεν τη λένε;»

«Ναι.»

«Στη Νόρχακ είστε όλοι σαν εσένα; Δηλαδή, ξέρετε ο ένας τι βλέπει ο άλλος;»

«Όχι· αυτό το κάνουμε μόνο εμείς. Ιεράρχες μάς αποκαλούν οι άλλοι, οι… ‘κανονικοί’ άνθρωποι.»

«Εσείς πώς λέτε τον εαυτό σας;»

Ο Ζίρτελον μόρφασε, κάνοντας τη μακριά ουλή στο μάγουλό του να λυγίσει. «Είμαστε ομοούσιοι. Μοιραζόμαστε την ίδια ψυχή.»

«Είστε πολλοί;»

«Όχι και τόσοι πολλοί.»

Η Κελρίτ σκέφτηκε να ρωτήσει Γιατί είστε έτσι όπως είστε; Πάθατε κάτι; Επηρεαστήκατε από κάτι; αλλά δεν το έκανε, μην ξέροντας αν θα ήταν ευγενικό. Τα μάτια αυτού του άντρα τής προκαλούσαν μια περίεργη αίσθηση που δεν μπορούσε να κατονομάσει, καθώς έμοιαζαν με καθρέφτες που κοίταζαν μέσα σε άλλους καθρέφτες.

«Είσαι παντρεμένος;» τον ρώτησε, περισσότερο από κεκτημένη ταχύτητα καθώς απαγόρευε στον εαυτό της να κάνει την άλλη, την πιο ενδιαφέρουσα ερώτηση.

«Παντρεμένος;» Ο Ζίρτελον γέλασε, έχοντας ακόμα την πλάτη του ακουμπισμένη στην κουπαστή. «Όχι, Αρχόντισσά μου, δεν είμαι παντρεμένος. Στη Νόρχακ δεν καθόμουν πολύ σ’ένα μέρος. Ήμουν μισθοφόρος και υπεύθυνος καραβανιού δούλων, προτού συμβούν όσα συνέβησαν με τον Μεγάλο Προφήτη…»

«Καραβανιού δούλων; Έκανες δουλεμπόριο;»

«Απλώς τους φυλούσα. Εδώ, νομίζω, δεν έχετε δούλους, σωστά;»

Η Κελρίτ κούνησε το κεφάλι. «Μόνο πολύ παλιά. Βασικά, κατά περιόδους της Ιστορίας μας. Ειδικά όταν γίνονταν άσχημοι πόλεμοι, που τα Πριγκιπάτα βρίσκονταν σε μεγάλη αναταραχή και όλοι σκοτώνονταν με όλους κι έπαιρναν πολλούς αιχμαλώτους· έτσι οι αιχμάλωτοι γίνονταν δούλοι.»

Ο Ζίρτελον ένευσε. «Ναι…»

«Και φυσικά,» συνέχισε η Κελρίτ, «κατά την Τυραννίδα. Τότε υπήρχαν πάρα πολλοί δούλοι, αν η Ιστορία λέει αλήθεια.»

«Τυραννίδα;»

«Η περίοδος πριν τη Διαίρεση. Αλλά, βέβαια, εσύ δε θα ξέρεις τίποτα γι’αυτά… Η Τυραννίδα ήταν πριν από χίλια-πεντακόσια χρόνια περίπου. Τότε η Βίηλ είχε μονάρχη, και όλοι οι άλλοι βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του.»

«Βασιληά;»

«Ναι, ή Βασίλισσα. Οι μονάρχες ήταν όλοι ενός συγκεκριμένου Οίκου, ο οποίος διοικούσε τη διάστασή μας για πάρα πολλούς αιώνες, και οι ίδιοι ισχυρίζονταν ότι είχαν μέσα τους το αίμα των Αρχαίων Κολοσσών: ισχυρίζονταν ότι ήταν απευθείας απόγονοί τους. Δε νομίζω ότι αλήθευε. Και όταν έγινε η Διαίρεση, η Τυραννίδα έπεσε· η Τελευταία Βασίλισσα καρατομήθηκε και όλη της η γενιά θανατώθηκε.»

«Γενοκτονία ολόκληρου του Οίκου των βασιληάδων σας;»

«Ναι. Κι έτσι, από τότε έχουμε Πριγκιπάτα.» Ήπιε μια γουλιά κρασί για να υγράνει το στόμα της. «Στη Νόρχακ πώς είναι τα πράγματα; Από πολιτικής άποψης, εννοώ.»

«Μπερδεμένα. Αλλού υπάρχουν βασίλεια, αλλού ανεξάρτητες πόλεις, αλλού περιοχές που…» μόρφασε, «διοικούνται από μόνες τους, ή απλά υπάρχουν. Και τελευταία δημιουργήθηκε το Παγκόσμιο Συμβούλιο, που έχει αντιπροσώπους από παντού. Αν δεν ήταν ο Μεγάλος Προφήτης και η απειλή της Παντοκράτειρας, δεν θα είχε γίνει, όμως· το αποκλείω.»

Η Κελρίτ δεν μίλησε, παρατηρώντας τον.

Ο Ζίρτελον είπε: «Στη Βίηλ έχετε επαναστατική ιστορία, λοιπόν. Πώς δεχτήκατε τους Παντοκρατορικούς εδώ; Δεν είναι η εξουσία τους σαν την Τυραννίδα;»

«Όχι ακριβώς, απ’ό,τι μας λένε οι ιστορικοί. Δεν υπάρχει ούτε Βασιλικός Οίκος, ούτε δούλοι, ούτε… Βασικά, είμαστε… Εντάξει, είναι σχεδόν το ίδιο. Απλά δεν υπάρχει κεντρική εξουσία φανερή μέσα στη Βίηλ. Επιπλέον, δεν μπορούσαμε να μη δεχτούμε την κυριαρχία τους, Ζίρτελον· ήταν πολύ δυνατοί. Έτσι έχω ακούσει τουλάχιστον· εγώ ήμουν αγέννητη όταν ήρθαν.»

Ο Ζίρτελον την ατένισε με στενεμένα μάτια.

«Τι;» ρώτησε η Κελρίτ, συνοφρυωμένη.

«Πόσο χρονών είσαι, Αρχόντισσά μου;»

Η Κελρίτ μειδίασε. «Πόσο νομίζεις;»

«Δεν είμαι καλός να μαντεύω, αλλά θα έλεγα γύρω στα τριάντα.»

«Τόσο είμαι,» ένευσε η Κελρίτ· «και δεν είμαι παντρεμένη, σε περίπτωση που θες να ρωτήσεις.» Είχε βαρεθεί να τη ρωτάνε οι συγγενείς της και οι άνθρωποι άλλων Οίκων αν ήταν παντρεμένη ή πότε θα παντρευόταν. Ήταν τόσο περίεργοι!

«Δε θα το ρωτούσα…» είπε ο Ζίρτελον κοιτάζοντάς την παραξενεμένα.

Η Κελρίτ ήπιε την τελευταία γουλιά στην κούπα της, στρέφοντάς το βλέμμα αλλού. Ωραία τα κατάφερες, σκέφτηκε. Μοιάζει σα να του το είπες αυτό επειδή νομίζεις πως σε γλυκοκοιτάζει κι έχει γίνει ενοχλητικός.

Το απόγευμα, όταν ο ήλιος έγερνε προς τη δύση αλλά δεν είχε αρχίσει ακόμα να χάνεται εκεί, ο στόλος της Κελρίτ Βόρτεμαχ έφτασε στις εκβολές του ποταμού Κάλμιρηλ. Η Λίνερελ ήταν χτισμένη στη δυτική όχθη, και ακόμα και χωρίς κιάλι φαίνονταν οι βαλλίστρες και οι καταπέλτες στα τείχη της. Επίσης, δύο ελικόπτερα πετούσαν εκεί κοντά.

Η Κελρίτ πρόσταξε το ενεργειακό κανόνι στη ναυαρχίδα και οι βαλλίστρες σε όλα τα άλλα σκάφη να είναι σε ετοιμότητα. Δε νόμιζε, ωστόσο, ότι θα δέχονταν επίθεση αν δεν πλησίαζαν τα τείχη της πόλης· και δεν τα πλησίασαν. Πέρασαν από απόσταση ασφαλείας και βγήκαν από τον ποταμό, στο Πράσινο Πέλαγος, χωρίς κανένας να τους εμποδίσει.

«Φοβόμουν,» είπε η Κελρίτ, «πως θα μας έκαναν μπλόκο στην έξοδο του Κάλμιρηλ.» Στεκόταν στην πρύμνη ξανά, και τώρα κοντά της δεν ήταν μόνο ο Ζίρτελον αλλά και η Αλιζέτ κι ο Ραφέλνες.

«Δεν ξέρουν πού κατευθυνόμαστε,» είπε ο Ιερός Μαχητής των Οστών, «κι ύστερα απ’ό,τι συνέβη στη γέφυρα, μάλλον δε θέλουν να το ριψοκινδυνέψουν να χάσουν ανθρώπους άσκοπα.»

«Πρέπει να υπέθεταν ότι ίσως να επιτιθόμασταν στη Λίνερελ,» είπε η Αλιζέτ.

Ο Ραφέλνες κατένευσε. «Γι’αυτό έχουν οχυρωθεί εκεί έτσι όπως έχουν οχυρωθεί.»

Ο στόλος της Κελρίτ πήρε δυτική κατεύθυνση, πλέοντας επάνω στο Πράσινο Πέλαγος, όχι πολύ μακριά από τις ακτές αλλά ούτε και τόσο κοντά ώστε να μπορεί να χτυπηθεί από εχθρικές βαλλίστρες ή καταπέλτες.

13.

Ο Πολ κοιμήθηκε σ’ένα δωμάτιο του Φρουραρχείου της Κίρτβεχ, χωρίς να χαλαρώσει, γιατί ήξερε πως το δίκτυο των πρακτόρων του Ελκράσ’ναρχ ήταν άκρως επικίνδυνο και δεν θα του φαινόταν παράξενο να τον έχουν ήδη εντοπίσει, να γνωρίζουν πως ήταν προδότης, και να έρχονταν μες στη νύχτα για να τον περιποιηθούν. Το ξιφίδιό του το είχε κάτω από το μαξιλάρι του, όπως επίσης και το ένα του χέρι, αγγίζοντας τη λαβή του όπλου.

Τα ξημερώματα, όταν η Λοχίας Μαλθρίτ Νερέμβοχ χτύπησε την πόρτα για να τον ξυπνήσει, εκείνος είχε ήδη σηκωθεί και ετοιμαζόταν. «Περάστε,» είπε.

Η Μαλθρίτ άνοιξε και μπήκε. «Έχεις σηκωθεί…» παρατήρησε. Ήταν νυσταγμένη, τα μάτια της μισόκλειστα.

«Δεν κοιμήθηκες καθόλου όλη νύχτα;» τη ρώτησε ο Πολ.

«Τώρα πάω να κοιμηθώ,» αποκρίθηκε κουρασμένα εκείνη.

«Καλή ξεκούραση.»

«Ευχαριστώ. Θα ξαναπεράσεις από την πρωτεύουσα;»

«Μάλλον, αν και δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Θα πάω όπου με πάνε οι δουλειές μου.»

Η Μαλθρίτ έτριψε το δεξί της μάτι. «Αν ξαναπεράσεις και θέλεις κάτι απ’τη φρουρά, ζήτησέ με.»

Ο Πολ ένευσε, και η λοχίας βγήκε απ’το δωμάτιο. Τον γούσταρε· ήταν προφανές. Αν και δεν θάναι η πρώτη φορά που έχω κάνει λάθος για κάτι τέτοιο…

Φόρεσε τις μπότες του, πήρε τον σάκο του, και έφυγε απ’το δωμάτιο που του είχε παραχωρήσει η Μαλθρίτ. Βγήκε από το Φρουραρχείο και, βαδίζοντας στους δρόμους της Κίρτβεχ, πήγε στις αποβάθρες. Κάμποσοι ψαράδες είχαν μόλις έρθει και έβγαζαν τις ψαριές τους από τις βάρκες τους, μέσα στα δίχτυα. Ορισμένοι πουλούσαν κιόλας τα ψάρια, επί τόπου, σε ανθρώπους που πλησίαζαν για να τ’αγοράσουν κατευθείαν απ’αυτούς. «Να κάτι πράματα, με το συμπάθιο! Ελάτε να δείτε!» φώναζε ένας ψαράς, κρατώντας ένα πελώριο ψάρι από την ουρά καθώς αυτό σπαρταρούσε κάνοντας το κεφάλι του πέρα-δώθε. «Κολοσσοί ολόκληροι! Κολοσσοί! Φοβάμαι ότι θα με φάνε αυτοί, όχι ότι εγώ θα φάω αυτούς – χα-χα-χα-χα!»

Η ευωδία των ψαριών είχε γεμίσει το λιμάνι, και ο Πολ σούφρωσε τη μύτη του καθώς περνούσε. Τη σιχαινόταν αυτή τη μυρωδιά. Ρωτώντας ποιος μετέφερε επιβάτες με τη βάρκα του, οδηγήθηκε τελικά σ’έναν πρασινόδερμο τύπο που καθόταν σταυροπόδι πάνω σε μια δέστρα και κάπνιζε τσιμπούκι. Στο κεφάλι φορούσε ένα ψάθινο καπέλο, και τα πόδια του ήταν ξυπόλυτα, με πατούσες κατάμαυρες σαν σόλες παπουτσιών.

«Καλημέρα,» είπε ο Πολ.

«’μέεερα…» Ο άντρας δεν έβγαλε το τσιμπούκι από τα δόντια του.

«Μου είπαν ότι μεταφέρεις κόσμο με τη βάρκα σου. Θα με πας κάπου;»

«Άμα δεν είναι μακριά.»

«Στη Ριφάλπεκ.»

«Δεν είναι και τόσο κοντά, αλλά έλα, πάμε, θα σε πετάξω.» Σηκώθηκε όρθιος, βαδίζοντας προς μια βάρκα.

Ο Πολ τον ακολούθησε. Μπήκαν στη βάρκα, και ο πρασινόδερμος, καπελοφόρος βαρκάρης έβαλε μπροστά. Με τη μηχανή του να βουίζει το πλεούμενο έφυγε απ’το λιμάνι της Κίρτβεχ σχίζοντας τα νερά της Λίμνης των Κολοσσών κοντά στις όχθες.

«Την έχεις καιρό την εστία;» ρώτησε ο Πολ.

«Μη μου πεις ότι πάμ’ αργά!»

«Δεν το είπα γι’αυτό.» Αν και, όντως, είχε δει βάρκες να πηγαίνουν και πιο γρήγορα.

«Την έχω δώδεκα χρόνια, μάστορα,» είπε ο βαρκάρης. «Τίποτα δεν έχει καταλάβει. Μου την είχε φτιάξει μια μάγισσα που είναι ξαδέλφη της θείας της μάνας μου. Τρομερή τεχνίτισσα! Σκυλί, σου λέω. Η εστία, όχι η μάγισσα, μην παρεξηγηθούμε.»

Ο Πολ κάθισε στην πλώρη του μικρού σκάφους, καθώς ταξίδευαν, και κοίταζε μια τις όχθες μια τα νερά της λίμνης. Μετά από μιάμιση ώρα περίπου, έφτασαν στη Ριφάλπεκ: μια περιτειχισμένη πόλη που αγκάλιαζε τις εκβολές του ποταμού Ρίλχρημ, ο οποίος δεν ήταν και τόσο πλατύς. Ο βαρκάρης σταμάτησε τη βάρκα του σε μια αποβάθρα.

«Εδώ είμαστε, μάστορα. Ένα αργύριο μού χρωστάς.»

Ο Πολ τού το έδωσε και βγήκαν από τη βάρκα.

«Πάω να τσιμπήσω κάνα μεζέ προτού επιστρέψω στην πρωτεύουσα· έρχεσαι;» ρώτησε ο βαρκάρης.

«Ευχαριστώ, έχω δουλειές.»

«Εσύ χάνεις. Είναι μια ταβέρνα δω να πέρα που φτιάχνει κάτι μεζέδες να γλείφεις τα δάχτυλά σου.»

Ο Πολ απομακρύνθηκε από το λιμάνι και βάδισε στους δρόμους της πόλης, η οποία ήταν σαφώς μικρότερη από την Κίρτβεχ αλλά όχι και πολύ μικρή. Ο Κισβέρνες της Άτβηλκ είχε πει ότι η Νίνα, αν ήταν εδώ, θα ήταν μάλλον στο Κάστρο των Κήπων, του άντρα της και ξαδέλφου του Πρίγκιπα Νοσνάλτος· επομένως, ο Πολ προς τα εκεί κατευθύνθηκε. Και δεν άργησε να φτάσει μπροστά σε μια μεγάλη πύλη της βόρειας μεριάς του κάστρου.

Το κάστρο άγγιζε και τις δύο όχθες του Ρίλχρημ, δρασκελίζοντάς τον σαν γέφυρα. Ήταν πελώριο οικοδόμημα, και κάπου εκεί πάνω πρέπει να ήταν και οι κρεμαστοί κήποι που είχε αναφέρει ο Κισβέρνες.

Πίσω από τα κάγκελα της κλειστής πύλης στέκονταν δύο φρουροί. Ο Πολ τούς χαιρέτησε και τους είπε πως ήταν εδώ για να μιλήσει στην Αρχόντισσα Νίνα Έκγραμμη, σταλμένος από την ίδια την Παντοκράτειρα. (Προτίμησε να πει αρχόντισσα αντί για κυρία, λόγω του γάμου της με τον Ράλκος’νορ ο οποίος ήταν ευγενικής καταγωγής.) Οι φρουροί τού αποκρίθηκαν να περιμένει ένα λεπτό, κι ο ένας απ’τους δύο σήκωσε έναν επικοινωνιακό δίαυλο που κρεμόταν στον τοίχο παραδίπλα και μίλησε με κάποιον. Μετά, πλησίασε πάλι τα κάγκελα και ρώτησε τον Πολ: «Τ’όνομά σας, κύριε;»

«Θα προτιμούσα να το ξέρει μόνο η Αρχόντισσα.»

Ο φρουρός επέστρεψε στον δίαυλο, μίλησε πάλι, και μετά, αφού τον έκλεισε, έκανε νόημα στον άλλο φρουρό· εκείνος κατέβασε έναν μοχλό και τα κάγκελα της πύλης σηκώθηκαν.

Ο Πολ μπήκε.

«Μια στιγμή, να έρθει κάποιος να σας οδηγήσει, κύριε,» είπε ο φρουρός που του είχε μιλήσει και πριν.

Ο Πολ περίμενε και, μετά από λίγο, ήρθαν δύο άλλοι φρουροί. Τους ακολούθησε κι αυτοί τον οδήγησαν στο εσωτερικό του κάστρου, το οποίο, παρατήρησε, ήταν πολύ όμορφα στολισμένο. Τον πήγαν τελικά σ’ένα δωμάτιο που έμοιαζε με καθιστικό, είχε πίνακες κρεμασμένους στους τοίχους, και ένα παράθυρο που έβλεπε σ’έναν καταπράσινο κήπο. Το Κάστρο των Κήπων…

«Περιμένετε εδώ, κύριε,» είπε ο ένας από τους δύο φρουρούς, και έφυγαν αφήνοντάς τον μόνο.

Ο Πολ βημάτισε μέσα στο δωμάτιο σφυρίζοντας, ξέροντας ότι βρισκόταν υπό παρακολούθηση. Από την ίδια τη Νίνα, κατά πάσα πιθανότητα. Ήταν πολύ προσεχτική. Μάλλον, πίσω από κάποιον πίνακα κρυβόταν τηλεοπτικός πομπός· ή ίσως να υπήρχε κανένα μικροσκοπικό άνοιγμα ώστε να μπορείς να κοιτάζεις από πλαϊνό δωμάτιο ή κρυφό πέρασμα.

«Καλημέρα, Πολ.»

Ο Πολ, που εκείνη τη στιγμή έβλεπε τον κήπο έξω απ’το παράθυρο, στράφηκε ξαφνιασμένος. Μια γυναίκα στεκόταν κοντά σε μια γωνία του δωματίου – σε μια γωνία όπου δεν υπήρχε πόρτα.

Τι λέγαμε για κρυφά περάσματα;…

«Νίνα!» είπε ο Πολ, χαμογελώντας.

Η γυναίκα ήταν ψηλή και γαλανόδερμη, με μακριά, σγουρά, ξανθά μαλλιά που τώρα μια ξύλινη χτένα συγκρατούσε πίσω, αποκαλύπτοντας το πλατύ μέτωπό της. Τα χείλη και τα μάτια της ήταν βαμμένα, αλλά όχι έντονα. Φορούσε ένα μακρύ, λευκό φόρεμα και ένα εφαρμοστό, κοντό πανωφόρι πάνω από το φόρεμα. Δεν έφτανε ώς τη μέση της· τα μανίκια, όμως, ήταν μακριά. Ο Πολ ήταν βέβαιος πως κάτω απ’το πανωφόρι όλο και κάποιο όπλο πρέπει να ήταν κρυμμένο: στιλέτο, πιθανώς.

«Δεν περίμενα να σε δω εδώ, Πολ,» είπε η Νίνα Έκγραμμη, χωρίς όμως να υποδηλώνει ότι θα προτιμούσε να μην τον έβλεπε. Απλά ήταν ξαφνιασμένη. Αναμενόμενα, σκέφτηκε ο Πολ.

«Μ’αυτά που συμβαίνουν στη βόρεια παραμεθόριο; Μιλάς σοβαρά;»

«Μαθεύτηκαν τόσο γρήγορα;» Η Νίνα τον πλησίασε εκεί όπου στεκόταν, μπροστά στο παράθυρο που κοίταζε τον κήπο.

«Τα έμαθα μόλις ήρθα, βασικά. Δεν έχουν φτάσει τα νέα ώς τη Ρελκάμνια, αν αναρωτιέσαι γι’αυτό.»

«Αν είχαν φτάσει θα μου φαινόταν πολύ παράξενο. Γιατί είσαι, όμως, εδώ;»

«Οι αφέντες μας με έστειλαν, γιατί θεωρούν ότι η Επανάσταση ετοιμάζει κάτι στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ. Κι όπως φαίνεται, δεν έχουν άδικο.»

Η Νίνα συνοφρυώθηκε. «Πώς το πληροφορήθηκαν;»

«Από την ανάκριση κάτι αποστατών, σε άλλη διάσταση.»

«Ποια διάσταση;»

«Φεηνάρκια.»

«Και τι μπορεί να ξέρουν οι Φεηνάρκιοι για τα όσα γίνονται στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ;»

«Δεν ήταν Φεηνάρκιοι οι αποστάτες που ανακρίθηκαν,» είπε ο Πολ. «Ήταν απ’αυτούς που τριγυρίζουν σε πολλές διαστάσεις.»

«Τι είπαν; Ποιο είναι το σχέδιο της Επανάστασης;»

«Εκεί είναι το πρόβλημα. Δεν ξέρουν ακριβώς τι γίνεται στη Βίηλ· έχουν, όμως, ακούσει ότι ο Αρχιπροδότης έχει βρει μια καινούργια τεχνολογία που δουλεύει μόνο εδώ.»

«Με τη μαγική ενέργεια της Βίηλ;»

«Μάλλον· δεν το διευκρίνισαν αυτό. Πάντως, μαρτύρησαν ότι η Επανάσταση θα χτυπήσει πρώτα το Πριγκιπάτο Κίρτβεχ μ’αυτή την τεχνολογία. Και ξέρεις πώς είναι τα πράγματα τώρα σ’όλη την Παντοκρατορία, Νίνα… υπάρχουν προβλήματα παντού. Δεν έχουμε στρατό για χάσιμο. Πρέπει, επομένως, είπαν οι αφέντες μας, να εντοπίσουμε την πηγή του προβλήματος ώστε να το διαλύσουμε εν τη γενέσει.»

«Κι έστειλαν μόνο εσένα; Το ξέρεις, βέβαια, ότι εκτιμώ ιδιαίτερα τις ικανότητές σου, Πολ, αλλά δεν θα έπρεπε κανονικά να είχαν στείλει κι άλλους αφού θεωρούν το ζήτημα τόσο σημαντικό; Και είναι σημαντικό, μπορώ να σε διαβεβαιώσω.»

«Οι άνθρωποί μου είναι απλωμένοι στο Πριγκιπάτο· αυτό μπορώ να πω μόνο.»

Η Νίνα συνοφρυώθηκε. «Τι… Υποπτεύεσαι εμένα; Με υποπτεύονται οι…;»

«Δεν σε υποπτεύονται,» τη διαβεβαίωσε ο Πολ. «Ωστόσο, οι διαταγές μου είναι να κινηθώ με κάθε δυνατή μυστικότητα, κι αυτό κάνω. Γιατί, σκέψου, αφού οι επαναστάτες σχεδιάζουν κάτι μεγάλο εδώ, δεν θα έχουν και πράκτορές τους μες στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ;»

Η Νίνα κούνησε το κεφάλι. «Αδύνατον! Θα τους είχα εντοπίσει.»

«Μην είσαι τόσο σίγουρη…»

«Είμαι σίγουρη, Πολ. Αυτή είναι η δουλειά μου! Είμαι Επόπτρια εδώ.»

«Μου έχει δοθεί η εντύπωση, όμως, ότι δεν είσαι τόσο… δραστήρια όσο παλιά.»

«Τι πάει να πει αυτό;» Έδειχνε να θυμώνει.

«Θα περίμενα να ήσουν στη βόρεια παραμεθόριο, ύστερα από τέτοια συμβάντα,» εξήγησε ο Πολ. «Ή, τουλάχιστον, στην πρωτεύουσα. Περνάς, όμως, την ώρα σου…» έτεινε το χέρι του προς τον κήπο που φαινόταν απ’το παράθυρο, «εδώ. Παντρεύτηκες…»

«Το ένα δεν έχει σχέση με το άλλο!» είπε η Νίνα. Ήταν εξαγριωμένη· δεν φώναζε, αλλά ο Πολ μπορούσε να το καταλάβει ότι ήταν εξαγριωμένη. Τα μάτια της γυάλιζαν επικίνδυνα. «Μπορεί να είμαι εδώ αλλά ελέγχω όλους μου τους πράκτορες όπως πάντα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Και θα πήγαινα στη βόρεια παραμεθόριο αν θεωρούσα πως αυτό θα είχε νόημα τώρα. Θέλω, όμως, πρώτα να έχω κάποιο στοιχείο. Μέχρι στιγμής, δεν ξέρω ούτε καν προς τα πού κατευθύνθηκε αυτός ο μεταλλικός γίγαντας φεύγοντας. Οι πράκτορές μου μου λένε ότι δεν άφησε ίχνη πίσω του – πράγμα παράξενο, αν σκεφτεί κανείς το μέγεθός του. Προφανώς κάποιοι τα έσβησαν.»

Ο Πολ ένευσε. «Προφανώς. Θα μιλήσουμε, λοιπόν, για το τι συμβαίνει στο Πριγκιπάτο, καθώς και για τα σχέδιά σου;»

«Ναι. Έλα μαζί μου.» Η Νίνα βάδισε προς τη γωνία όπου την είχε πρωτοδεί ο Πολ, πίεσε μια πέτρα επάνω στον τοίχο, και ο τοίχος άνοιξε, μουγκρίζοντας καθώς οι πέτρες τρίβονταν αναμεταξύ τους.

Ο Πολ την ακολούθησε μέσα σ’ένα σκιερό πέρασμα, που φωτιζόταν από ψηλά, πολύ ψηλά, καθώς βρισκόταν ανάμεσα στους τοίχους του κάστρου και δεν είχε οροφή από πάνω του· θύμιζε φωταγωγό. Η Νίνα κατέβηκε μια πέτρινη σκάλα και ο Πολ την κατέβηκε πίσω της, και κατέληξαν σ’ένα μέρος που ήταν τελείως σκοτεινό.

«Φως;» είπε ο Πολ.

Και μετά άκουσε πάλι πέτρες να τρίβονται η μια πάνω στην άλλη. Ένας τοίχος άνοιξε, κι ένας κήπος φάνηκε πίσω του. Ο Πολ ακολούθησε τη Νίνα έξω. Εκείνη έκλεισε το κρυφό πέρασμα και βάδισαν, για λίγο, μέσα στα δέντρα και στα φυτά, προτού συναντήσουν ένα μέρος γεμάτο ξύλινα παιχνίδια – κάστρα, καβαλάρηδες, στρατιώτες, πλοία, οχήματα, αεροπλάνα. Κι ανάμεσα στα παιχνίδια ήταν καθισμένο ένα μικρό αγόρι, που δεν μπορεί να ήταν πάνω από δύο χρονών. Είχε δέρμα γαλανό και μαλλιά ξανθά και σγουρά.

Η Νίνα πήγε και γονάτισε πλάι του, στο ένα γόνατο· το μακρύ φόρεμά της έκανε βαθιές πτυχώσεις γύρω της. «Αυτός είναι ο Πολ, Άλτρες. Είναι παλιός μου φίλος. Πες ‘γεια’ στον Πολ.»

Το αγόρι τον κοίταξε διστακτικά. Ύστερα είπε: «Γεια χου…»

Ο Πολ μειδίασε. «Γεια σου κι εσένα, μεγάλε.» Και πλησίασε. Ρώτησε τη Νίνα: «Γιατί μου φαίνεται ότι το παιδάκι σού μοιάζει;»

«Παράξενο, ε;» είπε εκείνη καθώς σηκωνόταν όρθια. «Μάλλον επειδή είναι γιος μου.»

Οι θεοί έχουν τρελαθεί σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν! «Άκουσα ότι παντρεύτηκες τον ξάδελφο του Νοσνάλτος, αλλά….»

«Δεν άκουσες ότι έκανα παιδί μαζί του;»

«Όχι.»

Η Νίνα γέλασε. «Μη δείχνεις τόσο παραξενεμένος.»

«Το σύμπαν είναι σαν ξαφνικά να μπερδεύτηκε πιο πολύ απ’ό,τι είναι ήδη μπερδεμένο,» είπε ο Πολ, νηφάλια.

«Γιατί; Δε μοιάζει η Νίνα Έκγραμμη για μητέρα;»

«Θα σου κακοφαινόταν αν έλεγε όχι;»

Η Νίνα κούνησε το κεφάλι υπομειδιώντας. «Ας καθίσουμε,» πρότεινε πηγαίνοντας προς ένα πέτρινο παγκάκι.

14.

Η Χαύδοραλ ήταν το σημαντικότερο λιμάνι της ανατολικής Βίηλ, κι απ’ό,τι φαινόταν έπαιρνε τον εαυτό της σοβαρά. Καθώς η Ανταρλίδα κοιτούσε με το περισκόπιο του υποβρυχίου, μπορούσε να δει ότι ένα ψηλό πέτρινο τείχος, γεμάτο μικρά ραγίσματα και πρασινάδες, αγκάλιαζε τον κόλπο στις εκβολές του Νέρελρημ όπου ήταν οικοδομημένη η Χαύδοραλ. Και μπροστά από τον κόλπο ήταν ένας μεγάλος κυματοθραύστης, που συγχρόνως πρόσφερε προστασία κι εναντίον εχθρικών σκαφών. Τα πλοία μπορούσαν να μπουν και να βγουν από το λιμάνι μόνο από ένα άνοιγμα που σχηματιζόταν ανάμεσα στον κυματοθραύστη και στο τείχος που περιέκλειε τον κόλπο. Ήταν αρκετά μεγάλο για να χωρά ακόμα και τα μεγαλύτερα σκάφη, αλλά, όπως κάθε κλειστό μέρος, ευνοούσε αναπόφευκτα τους αμυνόμενους, αποτελώντας οχυρωματικό έργο.

Δε θάναι και πολύ εύκολο για τον στόλο της Πριγκίπισσας να πάρει τη Χαύδοραλ, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Και συνέχισε να παρατηρεί την πόλη, βλέποντας ότι επάνω στις επάλξεις ήταν στημένες γιγάντιες μεταλλικές βαλλίστρες που γυάλιζαν στον μεσημεριανό ήλιο, καταπέλτες με πελώριες χούφτες που κρατούσαν σιδερένιες σφαίρες, και δύο ενεργειακά κανόνια. Στον αέρα πάνω από την πόλη, τρία ελικόπτερα πετούσαν. Είναι έτοιμοι για εμάς. Δε μπορούν να ξέρουν πού κατευθύνονται ο ανατολικός και ο δυτικός στόλος, αλλά φοβούνται ότι ίσως η πόλη τους να δεχτεί επίθεση. Αναμενόμενο, βέβαια. Η Ανταρλίδα περίμενε ότι ακριβώς έτσι θα ήταν τα πράγματα. Ίσως και λίγο χειρότερα.

Δεν αισθάνθηκε την αυτοπεποίθησή της να κλυδωνίζεται στο ελάχιστο.

Πήρε το βλέμμα της απ’το περισκόπιο και στράφηκε στην Αλιζέτ, που καθόταν στο τιμόνι. «Υπάρχει μονάχα ένα άνοιγμα απ’το οποίο μπορείς να μπεις στο λιμάνι της Χαύδοραλ.»

«Το ξέρω,» αποκρίθηκε η Σκοτεινή Βασίλισσα. «Δεν είναι μόνο το μεγαλύτερο λιμάνι στην ανατολική Βίηλ· είναι και το πιο καλά προστατευμένο. Κάτω από το νερό, επίσης, κατά μήκος του ανοίγματος που είδες, υπάρχει, πιασμένη επάνω σε μια υποθαλάσσια αλυσίδα, μια ολόκληρη κορδέλα από εκρηκτικές ύλες, τις οποίες μπορούν να πυροδοτήσουν όποτε θέλουν.»

«Και μάλλον θα θέλουν όταν δουν κάμποσα από τα πλοία μας να εισβάλλουν…» είπε η Ανταρλίδα.

Η Αλιζέτ ένευσε. «Αυτό είναι το νόημα της εκρηκτικής αλυσίδας. Και καταλαβαίνεις τι μπορεί κάτι τέτοιο να κάνει εδώ, στη Βίηλ, έτσι; Εκτός του ότι θα τινάξει στον αέρα τον μισό στόλο μας – ειδικά αν τα πλοία βρίσκονται σχετικά κοντά το ένα στο άλλο – θα σηκώσει τέτοιο παλιρροϊκό κύμα που θα πνίξει προς στιγμή όλες τις αποβάθρες της Χαύδοραλ και, πιθανώς, θα πλημμυρίσει και τη μισή πόλη, αν όχι ολόκληρη. Πρόκειται, προφανώς, για μέτρο έκτακτης ανάγκης.»

«Η δική μας περίπτωση, όμως, σύντομα θα γίνει έκτακτη ανάγκη, έτσι δεν είναι;» είπε ο Όρνιφιμ.

«Κατά πάσα πιθανότητα,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ. «Γι’αυτό πρέπει να πάμε και να αδρανοποιήσουμε τα εκρηκτικά προτού φτάσει εδώ ο στόλος της Κελρίτ.»

«Δε θα είναι επικίνδυνο;» είπε η Ανταρλίδα.

«Το μόνο που χρειάζεται είναι να χαλάσουμε τον τηλεπικοινωνιακό δέκτη, ώστε να μη μπορούν να τα πυροδοτήσουν.»

Η Ανταρλίδα ένευσε. «Πράγματι. Πάντως,» πρόσθεσε, «θα πρέπει να είναι τελείως τρελοί για να έχουν τέτοιο πράγμα κάτω απ’το λιμάνι. Δε φαντάζονται τι θα γίνει αν εκραγεί κατά λάθος;»

«Δε μπορεί να εκραγεί κατά λάθος,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ καθώς σηκωνόταν από τη θέση μπροστά στο τιμόνι. «Το μόνο που μπορεί να κάνει τα εκρηκτικά να πυροδοτηθούν είναι ένα συγκεκριμένο τηλεπικοινωνιακό σήμα. Ακόμα κι αν κάτι – κάποιο μεγάλο ψάρι – πάει και τα δαγκώσει, τίποτα δε θα συμβεί· απλά θα βραχούν, μερικά από αυτά, και θα καταστραφούν. Αλλά κι αυτό δεν είναι εύκολο να γίνει: τα έχουν τυλιγμένα με προστατευτικά περιτυλίγματα. Ο μόνος άλλος τρόπος να εκραγούν είναι αν κάποιος πάει εκεί κάτω και προκαλέσει την έκρηξη ο ίδιος· αλλά για να κάνει κάτι τέτοιο θα πρέπει νάναι αυτοκτονικός.»

«Όπως τα Παιδιά του Φωτός;»

«Όπως τα Παιδιά του Φωτός,» συμφώνησε η Αλιζέτ. «Ευτυχώς που η Μητέρα δεν ξέρει για την αλυσίδα.»

«Ή, τουλάχιστον, πιστεύεις ότι δεν ξέρει.»

«Τέλος πάντων,» είπε η Αλιζέτ. «Θα πάω να αδρανοποιήσω τον τηλεπικοινωνιακό δέκτη.»

«Θα έρθω μαζί σου.»

«Δε χρειάζομαι βοήθεια, Ανταρλίδα.»

«Παρ’όλ’αυτά θα έρθω.»

«Νομίζεις ότι αν ήμουν εναντίον σας θα ήσασταν ακόμα ζωντανοί εδώ μέσα;» ρώτησε ευθέως η Αλιζέτ.

«Υπερεκτιμάς τον εαυτό σου, ως συνήθως.»

«Αν σε ήθελα νεκρή, Ανταρλίδα, θα ήσουν νεκρή.»

«Θα προσπαθούσες,» είπε προκλητικά η Ανταρλίδα· και για μια στιγμή ατένιζαν η μία την άλλη εχθρικά.

«Τι νόημα έχει αυτό;» ρώτησε ο Τάμπριελ.

Οι Μαύρες Δράκαινες στράφηκαν και τον είδαν να στέκεται έξω απ’το ενεργειακό κέντρο. Είχε πάψει να κάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως αλλά τα βασικά συστήματα του υποβρυχίου εξακολουθούσαν, φυσικά, να λειτουργούν χωρίς πρόβλημα.

«Κανένα νόημα,» είπε η Αλιζέτ, και, παίρνοντας το βλέμμα της από τα μενεξεδιά μάτια της Ανταρλίδας, βάδισε προς το ντουλάπι όπου είχαν τις στολές κατάδυσης.

«Όχι από τώρα,» της είπε ο Τάμπριελ, σταματώντας την. «Καλύτερα όταν ο ανατολικός στόλος βρίσκεται πιο κοντά μας. Δεν είναι ακόμα εδώ, σωστά;» Κοίταξε τον Όρνιφιμ.

«Τη νύχτα θα έχει φτάσει, όπως το υπολογίζουν η Κελρίτ και οι άλλοι,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Έχουμε χρόνο, λοιπόν. Αν αδρανοποιήσουμε τα εκρηκτικά τώρα, μπορεί οι υπερασπιστές της πόλης να το καταλάβουν και να πάρουν τα μέτρα τους. Αν τα αδρανοποιήσουμε μετά, την τελευταία στιγμή, δεν θα μπορούν να κάνουν τίποτα, ακόμα κι αν το αντιληφτούν. Δεν θα προλαβαίνουν.»

«Σ’αυτό έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε η Αλιζέτ. «Λες ότι δεν είσαι στρατηγός, Τάμπριελ, αλλά δεν φαίνεσαι άσχετος από στρατηγική.»

«Η στρατηγική, πολλές φορές, είναι απλή λογική, Αλιζέτ.»

Επάνω στην κονσόλα των ανιχνευτικών συστημάτων του σκάφους ένα φωτάκι άρχισε ν’αναβοσβήνει, έντονα.

«Τι είν’αυτό;» είπε ο Όρνιφιμ.

Η Ανταρλίδα κοίταξε την οθόνη των ανιχνευτών. «Κάτι βγαίνει απ’το λιμάνι. Κάτι μεγάλο! Κάτω απ’τη θάλασσα.»

«Υποβρύχιο.» Η Αλιζέτ ατένιζε έξω απ’το παράθυρο, προσπαθώντας να διακρίνει το υποθαλάσσιο σκάφος μέσα από τα σκοτεινά νερά του βυθού.

Ο Τάμπριελ πήγε στο ενεργειακό κέντρο και τον άκουσαν να μουρμουρίζει λόγια στη γλώσσα της μαγείας – υφαίνοντας τη Μαγγανεία Κινήσεως κατά πάσα πιθανότητα.

Η Αλιζέτ κάθισε στο πηδάλιο και μετακίνησε το σκάφος τους, απομακρύνοντάς το από το άλλο υποβρύχιο.

Ας ελπίσουμε ότι δεν έχει εντοπίσει κι αυτό εμάς, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, παρατηρώντας πώς κινείτο το σκάφος μέσα στην οθόνη των ανιχνευτών. Οι ανιχνευτές του υποβρυχίου της Ανταρλίδας και του Τάμπριελ ήταν η τελευταία λέξη της Απολλώνιας τεχνολογίας, καθώς ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος ήταν που τους είχε δώσει αυτό το μεταβαλλόμενο σκάφος/όχημα, και ήξερε για τι δουλειές το χρειάζονταν. Έπρεπε να είναι ανθεκτικό και ευέλικτο· και μέχρι στιγμής δεν τους είχε απογοητεύσει.

«Δε μας είπες ότι είχαν υποβρύχιο εδώ πέρα,» είπε στην Αλιζέτ η Ανταρλίδα.

«Δεν το γνώριζα,» αποκρίθηκε εκείνη, οδηγώντας επιδέξια το σκάφος τους κάτω από το νερό.

«Τι ξέρεις τότε;»

«Ούτε εγώ δεν ξέρω τα πάντα για τη Βίηλ, Ανταρλίδα! Επιπλέον, μπορεί αυτό το σκάφος να μην ήταν εδώ παλιότερα. Μπορεί τελευταία να το έφεραν.»

«Τελευταία;»

«Εξαιτίας του κινδύνου της Επανάστασης παντού στο Γνωστό Σύμπαν. Η Χαύδοραλ είναι το μεγαλύτερο λιμάνι εδώ· θέλουν να την έχουν προστατευμένη.»

Η Ανταρλίδα, κοιτάζοντας την οθόνη των ανιχνευτών, είδε ότι το υποβρύχιο – που πρέπει να ήταν πολύ πιο μεγάλο απ’το δικό τους – μάλλον δεν τους είχε εντοπίσει. Βγαίνοντας απ’το λιμάνι έπαιρνε ανατολική κατεύθυνση.

«Πηγαίνει προς τον στόλο της Κελρίτ.»

Η Αλιζέτ ένευσε. «Έτσι φαίνεται.»

«Και υποθέτω πως έχει τις τορπίλες του έτοιμες.»

«Δε χρησιμοποιούνται τορπίλες στη Βίηλ, Ανταρλίδα. Θα είναι, όμως, σίγουρα οπλισμένο με βαλλίστρες· και τα βέλη τους θα είναι αρκετά δυνατά για να τρυπήσουν την καρίνα οποιουδήποτε σκάφους.»

«Ενεργειακά κανόνια;»

«Δε νομίζω. Αλλά ο Τάμπριελ ίσως να μπορούσε να το ελέγξει μέσω των αισθητήρων του σκάφους μας.»

Η Ανταρλίδα πήγε στο ενεργειακό κέντρο και του το είπε, καθώς εκείνος είχε τα μάτια κλειστά, ελέγχοντας με το νου του τη ροή της ενέργειας του υποβρυχίου.

«Πρέπει να πλησιάσουμε,» της αποκρίθηκε· «και δεν ξέρω αν θα ήταν ασφαλές.»

«Να πλησιάσουμε; Πόσο; Δε μπορείς να χρησιμοποιήσεις το ξόρκι ώς το πέρας της εμβέλειας των ανιχνευτών μας;»

«Θα μπορούσα, αν δεν έκανα συγχρόνως και τη Μαγγανεία Κινήσεως. Αλλά αν σταματήσω τη Μαγγανεία Κινήσεως θα σταματήσουμε και να κινούμαστε, και το υποβρύχιό τους θ’απομακρυνθεί και δεν θα το φτάνω.»

Η Ανταρλίδα καταράστηκε τα κέρατα του Κάρτωλακ κι επέστρεψε κοντά στην Αλιζέτ. «Δεν–»

«Τον άκουσα,» είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα. «Κοίτα, Ανταρλίδα, έτσι κι αλλιώς δεν έχει σημασία. Ακόμα και με τις βαλλίστρες του μόνο, το υποβρύχιο είναι πολύ επικίνδυνο για τον στόλο της Κελρίτ. Το μοναδικό αποτελεσματικό όπλο που έχουν για να το χτυπήσουν είναι ουσιαστικά το ενεργειακό κανόνι τους· γιατί πρέπει κάτι να μπορεί να το εντοπίσει κάτω απ’το νερό και, μετά, να το σημαδέψει. Οι βαλλίστρες επάνω στα καταστρώματα είναι από δύσκολο έως αδύνατο να το κατορθώσουν αυτό.»

«Τι θα κάνουμε, λοιπόν;» Και μην περιμένοντας την απάντηση της Αλιζέτ, ρώτησε τον Όρνιφιμ: «Ειδοποίησες την Κελρίτ;»

«Ο Ζίρτελον τής είπε για το υποβρύχιο.»

Η Αλιζέτ είπε: «Μόνο εμείς μπορούμε να το σαμποτάρουμε, Ανταρλίδα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το χτυπήσουμε. Αν φτάσει στον ανατολικό στόλο, έχει τη δύναμη να κάνει τεράστια ζημιά.»

15.

Η μικρή καταπακτή του υποβρυχίου άνοιξε και οι δύο Μαύρες Δράκαινες βγήκαν, πρώτα η Αλιζέτ, μετά η Ανταρλίδα, ντυμένες με στολές κατάδυσης κι έχοντας επάνω τους δεμένους τους εξοπλισμούς τους. Η πίεση του νερού ήταν σχεδόν συνθλιπτική εδώ κάτω στα βάθη του Πράσινου Πελάγους, αλλά εκείνες δεν ενοχλούνταν: είχαν εκπαιδευτεί να αντιμετωπίζουν και πιο αντίξοες συνθήκες, πιο εχθρικά περιβάλλοντα. Ήταν μαθημένες να δαμάζουν τον κόσμο γύρω τους.

Στο πηδάλιο του σκάφους τους είχαν αφήσει τον Όρνιφιμ, ο οποίος ήταν, αρχικά, λιγάκι διστακτικός. «Δεν έχω ξαναοδηγήσει τέτοιο πράγμα,» είχε πει· αλλά η Αλιζέτ τού είχε απαντήσει: «Πάντα υπάρχει πρώτη φορά για όλα. Δε θα το περάσεις και μέσα από καμια στενή σήραγγα εξάλλου· εδώ θα μείνεις.»

Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ τώρα απομακρύνονταν από το μικρό υποβρύχιό τους και, κολυμπώντας, κατευθύνονταν προς τα εκεί που ήξεραν ότι βρισκόταν το πολύ μεγαλύτερο υποβρύχιο που είχε βγει από το λιμάνι της Χαύδοραλ. Ο πυθμένες της Πράσινης Θάλασσας ήταν κατασκότεινος, κι έπρεπε ν’ανάψουν τους φακούς που ήταν προσαρτημένοι στις μάσκες τους για να βλέπουν, αλλιώς δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα χάνονταν. Στις ζώνες τους ήταν δεμένα σχοινιά ασφαλείας – πολύ μακριά, πολύ λεπτά, πολύ ανθεκτικά – τα οποία κατέληγαν στο σκάφος τους, για να μπορούν άνετα να επιστρέψουν σ’αυτό όποτε ήθελαν χωρίς να χαθούν.

Δεν κυνηγούσαν το μεγάλο υποβρύχιο· θα ήταν αδύνατο να το προλάβουν τρέχοντας πίσω του· το πλησίαζαν από τα πλάγια, σκοπεύοντας να το συναντήσουν καθώς θα περνούσε από μπροστά τους. Το δικό τους υποβρύχιο είχε διαγράψει ημικύκλιο για να φτάσει στο σωστό σημείο: στο σημείο όπου οι δύο Μαύρες Δράκαινες βγήκαν για να δράσουν.

Η Αλιζέτ μπορούσε να δει την Ανταρλίδα να της ρίχνει, κάπου-κάπου, λοξές ματιές καθώς κολυμπούσαν. Με προσέχει. Προσέχει τις κινήσεις μου. Η Σκοτεινή Βασίλισσα γέλασε από μέσα της. Δεν μπορεί να το πιστέψει ότι αποφάσισα να πάω οικειοθελώς με το μέρος τους…

Τα Δαιμόνια! ούτε κι εγώ δεν μπορώ να το πιστέψω, καλά-καλά, ακόμα.

Μέχρι να δράσει εναντίον του Ζακ Ματνέρω, ελευθερώνοντας την Ιλρίνα’νορ από τα χέρια του, δεν είχε πάρει καμία τελική απόφαση. Με την Επανάσταση ή με την Παντοκράτειρα; Με τον Τάμπριελ ή μ’αυτόν τον παράξενο δαίμονα, τον Ελκράσ’ναρχ; Αμφιταλαντευόταν. Από τη μια, έρχονταν στο μυαλό της οι ιστορίες του Πολ – η όλη υποκρισία της Συμπαντικής Παντοκρατορίας και ο υπόγειος έλεγχος – από την άλλη, η εκπαίδευσή της ως Μαύρη Δράκαινα.

Η απόφαση ήταν δύσκολη. Μπορούσε, επομένως, να γίνει μόνο ξαφνικά, απρόοπτα: όταν κι η ίδια δεν θα το πολυσυνειδητοποιούσε. Έπρεπε, κάπως, να ξεγελάσει το μυαλό της.

Και το είχε κάνει σ’εκείνη την κρίσιμη στιγμή, μέσα στο κάστρο της Νέλερβικ, με Παντοκρατορικούς και επαναστάτες παντού γύρω της. Η πλάστιγγα είχε γείρει. Η εκπαίδευση της Μαύρης Δράκαινας είχε, εν μέρει, αλλοιωθεί. Η περιέργεια για τον Ελκράσ’ναρχ είχε υπερισχύσει. Το γεγονός ότι τόσα χρόνια υπηρετούσε άλλη εξουσία, όχι την εξουσία που νόμιζε, είχε τσαντίσει κάποιο μέρος του εγώ της – και είχε αντιδράσει.

Κανείς δεν κορόιδευε έτσι τη Σκοτεινή Βασίλισσα!

Φυσικό είναι η Ανταρλίδα να μην το πιστεύει. Ούτε κι εγώ δεν το πιστεύω.

Τι να γινόταν, άραγε, τώρα ο Πολ; Εκείνος έφταιγε που είχε κάνει την πλάστιγγα να γείρει. Εκείνος είχε δείξει στην Αλιζέτ τον διαβολικό λαβύρινθο του Ελκράσ’ναρχ. Και τα τελευταία νέα που είχαν τώρα γι’αυτόν ήταν ότι είχε φύγει από τους υπόλοιπους επαναστάτες για να ταξιδέψει μέσα στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ, προκειμένου να βάλει σε εφαρμογή ένα επικίνδυνο σχέδιο που αφορούσε τους πράκτορες της Παντοκράτειρας και την Επόπτρια Νίνα Έκγραμμη, η οποία, εκτός από Ανώτατη Ελέγκτρια στο Πριγκιπάτο, ήταν και μυστική πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ.

Ο μεγάλος, σκοτεινός όγκος του υποβρυχίου φάνηκε μέσα στον βυθό, αντίκρυ της Αλιζέτ και της Ανταρλίδας. Τα δυνατά του φώτα διέλυαν την υποθαλάσσια νύχτα, κι έκαναν ψάρια να σκορπίζονται έντρομα από το πέρασμά του.

Οι δύο Μαύρες Δράκαινες κρύφτηκαν πίσω από φύκια. Ένα μαλάκιο με πολλά πλοκάμια (αλλά σίγουρα όχι χταπόδι) ήταν πιασμένο εκεί κοντά, σε κάτι βράχους, και μπορούσαν κι οι δυο τους να διαισθανθούν ότι τις παρατηρούσε με ό,τι αισθήσεις διέθετε. Δεν κουνιόταν, ωστόσο· ήταν τελείως ακίνητο επάνω στις πέτρες· νομίζοντας, μάλλον, ότι τους κρυβόταν.

Ελπίζω, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, να μην είμαστε κι εμείς το ίδιο ανόητες μ’αυτό το πλάσμα. Να μη νόμιζαν ότι κρύβονταν από το υποβρύχιο ενώ κάποιος εκεί μέσα τις είχε ήδη αντιληφτεί.

Η Αλιζέτ έκανε νόημα, με το χέρι της, να κινηθούν, και ξεκίνησε πρώτη. Η Ανταρλίδα την ακολούθησε.

Το μεγάλο υποβρύχιο περνούσε από μπροστά τους, κι εκείνες πιάστηκαν επάνω του, στην πρύμνη, προσέχοντας μην τις ρουφήξουν οι προπέλες και τις κομματιάσουν. Για να κινείται ένα τόσο μεγάλο σκάφος, σίγουρα χρειαζόταν μάγο για να ελέγχει την ενεργειακή του ροή· αν μπορούσαν, λοιπόν, να τον βρουν και να τον σκοτώσουν, αυτό θα σταματούσε και το υποβρύχιο. Κάτι τέτοιο όμως ήταν αδύνατο, όπως είχαν κι οι δυο τους συμφωνήσει· γιατί θα έπρεπε να εισβάλουν στο υποβρύχιο και να φτάσουν στο ενεργειακό του κέντρο.

Καλύτερα απλά να ανατίναζαν τις μηχανές.

Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ έβγαλαν εκρηκτικά από τους αδιάβροχους σάκους τους και τα κόλλησαν επάνω στο υποβρύχιο, εκεί όπου η Αλιζέτ έδειξε: εκεί όπου θα έκαναν τη μεγαλύτερη ζημιά. Αν και δεν χρειαζόταν ν’ανησυχούν τόσο γι’αυτό, ούτως ή άλλως. Στη Βίηλ βρίσκονταν: η έκρηξη θα ήταν τερατώδης.

Οι Μαύρες Δράκαινες ρύθμισαν τα εκρηκτικά να εκραγούν σε τρία λεπτά και έφυγαν, κολυμπώντας γρήγορα, ακολουθώντας τα σχοινιά που θα τις οδηγούσαν στο σκάφος τους.

Η έκρηξη πίσω τους τράνταξε τον βυθό προτού φτάσουν στο υποβρύχιο, και το υποθαλάσσιο κύμα που σηκώθηκε τις έσπρωξε βίαια προς τον προορισμό τους. Η Ανταρλίδα μπλέχτηκε προς στιγμή μέσα στο σχοινί που ήταν δεμένο στη ζώνη της, αλλά γρήγορα κατόρθωσε να ξεμπλεχτεί.

Όταν μπήκαν στο μικρό τους σκάφος και έβγαλαν τις μάσκες τους, στάζοντας νερά στο πάτωμα, ο Όρνιφιμ τούς είπε: «Μέχρι εδώ το αισθάνθηκα. Ολόκληρο το υποβρύχιο ταρακουνήθηκε, και τα πάντα θόλωσαν έξω απ’το παράθυρο. Ακόμα είναι θολά.» Έδειξε. Έμοιαζε εντυπωσιασμένος: στη Νόρχακ, τη διάσταση των Ιεραρχών, μέχρι πρότινος δεν είχαν ούτε υποβρύχια ούτε υποθαλάσσιες εκρήξεις.

«Φυσικά,» είπε η Αλιζέτ βγάζοντας τη στολή της. «Στη Βίηλ είμαστε.»

16.

«Το κατέστρεψαν,» είπε ο Ζίρτελον. «Δεν υπάρχει πλέον κίνδυνος.»

Ήταν καθισμένοι όλοι τους – εκείνος, η Κελρίτ, η Αλιζέτ, κι ο Ραφέλνες – στη γέφυρα, κι ενώ έπαιρναν το μεσημεριανό τους ο Ζίρτελον τούς είχε πει για την εκρηκτική αλυσίδα στην είσοδο του λιμανιού της Χαύδοραλ και, μετά, για την έξοδο του υποβρυχίου. Η Κελρίτ είχε ανησυχήσει· είχε βγει, για λίγο, απ’τη γέφυρα για να δώσει διαταγή να έχουν έτοιμο το ενεργειακό κανόνι και να περιμένουν επίθεση κάτω από τη θάλασσα. Ύστερα είχε επιστρέψει, περιμένοντας ν’ακούσει τι άλλο θα έλεγε ο Ζίρτελον.

Κι εκείνος είχε πει ότι η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ (η Μαύρη Δράκαινα, τόνισε στον εαυτό της η Κελρίτ, για να συνηθίζει τη συνωνυμία που την ψιλοενοχλούσε) αποφάσισαν να ανατινάξουν το υποβρύχιο, και βγήκαν από το σκάφος τους. «Και τι γίνεται τώρα;» είχε ρωτήσει η Αλιζέτ Βάθμακ, μισοξαπλωμένη στον καναπέ, κοιτάζοντας τον Ζίρτελον με ενδιαφέρον. «Τι κάνουν;» Αλλά εκείνος είχε αποκριθεί: «Δεν ξέρω. Ο Όρνιφιμ δεν τις βλέπει, ούτε τις ακούει· είναι μέσα στο υποβρύχιο, ενώ εκείνες είναι έξω, πηγαίνοντας προς τον εχθρό. Έχουν χαθεί στο σκοτάδι του βυθού.»

Τώρα, η Αλιζέτ είπε: «Τι; Τα κατάφεραν; Το ανατίναξαν;»

Ο Ζίρτελον κατένευσε. «Ναι.»

«Τόσο εύκολο ήταν;»

Η Κελρίτ γέλασε με τα λόγια και την έκφραση της Αλιζέτ.

«Τι γελάς; Παριστάνεις την έξυπνη;» της είπε η Αλιζέτ, μεταξύ αστείου και σοβαρού.

«Ορισμένες φορές απορώ πώς σκέφτεσαι, Αλιζέτ. Σου φάνηκε ‘τόσο εύκολο’; Αν αυτό το υποβρύχιο μάς έφτανε, θα μας είχε κομματιάσει! Τι θα μπορούσε να το σταματήσει; Δεν έχουμε όπλα για υποθαλάσσια μάχη.»

Ο Ραφέλνες ήπιε μια γουλιά απ’τον Σάρντλιο καφέ του και είπε: «Δεν το ήξερα πως ο Πρίγκιπας Αλβάρος είχε υποβρύχια.» Αναφερόταν στον Πρίγκιπα του Χαύδοραλ.

«Δε θα ήταν δικό του,» είπε η Κελρίτ. «Των Παντοκρατορικών θα ήταν.»

«Το ίδιο πιστεύει κι η Αλιζέτ,» τους πληροφόρησε ο Ζίρτελον· και προς στιγμή, όλοι τους μπερδεύτηκαν.

Μετά, η Κελρίτ αναστέναξε. «Να λες ‘η Μαύρη Δράκαινα’ όταν αναφέρεσαι σ’αυτήν, εντάξει;»

«Για λίγο,» είπε η Αλιζέτ γελώντας, «νόμιζα ότι προσπαθούσες να διαβάσεις το μυαλό μου.»

«Συγνώμη,» αποκρίθηκε ο Ζίρτελον ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους και υπομειδιώντας. Η παλιά ουλή στο μάγουλό του συσπάστηκε. Η Κελρίτ νόμιζε ότι είχε αρχίσει να βρίσκει αυτή την ουλή συμπαθητική.

«Αφού είχαν ένα, δεν μπορεί να έχουν κι άλλα;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Τι;» έκανε η Κελρίτ.

«Υποβρύχια, έξυπνη. Δε μπορεί να έχουν κι άλλα;»

Η Κελρίτ στράφηκε στον Ζίρτελον, ατενίζοντάς τον ερωτηματικά. Εκείνος είπε: «Η Ανταρλίδα και η Μαύρη Δράκαινα δεν βλέπουν τα συστήματα του σκάφους τους να εντοπίζουν κανένα άλλο.»

«Η Ανταρλίδα δεν είναι επίσης Μαύρη Δράκαινα;» ρώτησε ο Ραφέλνες, ρητορικά.

Η Κελρίτ αναποδογύρισε τα μάτια. «Εντάξει, ας το παραβλέψουμε για να συνεννοούμαστε.» (Η Αλιζέτ γελούσε και τεντωνόταν επάνω στον καναπέ.) «Εκτός αν θες να λέμε τη γυναίκα σου ‘η Περίεργη’, για να τις ξεχωρίζουμε.»

«Το άκουσα αυτό, ανόητο κοριτσάκι!» είπε η Αλιζέτ, ενοχλημένα.

«Δεν προσπαθούσα να το κρύψω.»

Ο Ραφέλνες χαμογελούσε, ξέροντας αναμφίβολα ότι δεν τσακώνονταν πραγματικά οι δυο τους. Τέτοιου είδους λογομαχίες είχαν κάνει πολλές, από παλιά: από μικρές. Ο Ιερός Μαχητής των Οστών άλλαξε θέμα· είπε: «Μπορεί, όμως, να έχουν υποβρύχια μες στο λιμάνι της Χαύδοραλ.»

«Αν τα έχουν εκεί,» αποκρίθηκε η Κελρίτ, «αργά ή γρήγορα θα τα βγάλουν.» Κι από μέσα της ευχόταν να μην είχαν άλλα υποβρύχια· διότι, πώς μπορούσε να είναι σίγουρη ότι η στρατηγική της Ανταρλίδας και της Μαύρης Δράκαινας θα λειτουργούσε το ίδιο καλά και για δεύτερη – ή ακόμα και για τρίτη – φορά;

«Γι’αυτή την αλυσίδα εκρηκτικών είχατε ποτέ ξανακούσει;» ρώτησε η Αλιζέτ. «Επειδή εγώ δεν είχα ξανακούσει.»

Η Κελρίτ κούνησε το κεφάλι. «Ούτε εγώ είχα ξανακούσει.» Και κοίταξε τον Ραφέλνες.

«Το ίδιο,» δήλωσε ο Ιερός Μαχητής των Οστών. «Πρέπει να το ήξεραν μόνο οι Παντοκρατορικοί, ο Πρίγκιπας Αλβάρος, και ορισμένοι απ’τους στρατιωτικούς και τους κατασκόπους του που ασχολούνται με την ασφάλεια της Χαύδοραλ. Επικίνδυνο μέτρο ασφαλείας, πάντως, Κελρίτ. Μια τέτοια υποθαλάσσια έκρηξη μπορεί να δημιουργήσει παλιρροϊκό κύμα ικανό να πνίξει ολόκληρη την πόλη.»

«Καλά το έλεγα εγώ πάντα,» είπε η Κελρίτ: «στη διάστασή μας θα έπρεπε, κανονικά, να είχαν απαγορευτεί όλες οι εκρηκτικές ύλες.»

«Ακόμα κι αν είχαν απαγορευτεί,» είπε η Αλιζέτ, «τι νομίζεις ότι θα εμπόδιζε έναν Πρίγκιπα απ’το να φέρει μερικές λαθραία και να τις κρύψει κάτω απ’το λιμάνι του;»

«Ειδικά,» πρόσθεσε ο Ραφέλνες, «με τη βοήθεια των πρακτόρων της Παντοκράτειρας…»

«Δεν το ξέρουμε αν αυτή η εκρηκτική αλυσίδα φτιάχτηκε από τότε που ήρθαν οι Παντοκρατορικοί,» είπε η Κελρίτ. «Μπορεί να ήταν εκεί από πιο πριν.»

«Από πιο πριν;» έκανε ο Ραφέλνες, δύσπιστα. «Πριν έρθουν οι Παντοκρατορικοί στη Βίηλ, ο Πρίγκιπας Αλβάρος ήταν αγέννητος. Είκοσι-δύο χρονών είναι, τώρα. Μικρότερος απ’όλους μας μέσα σε τούτη την καμπίνα.»

«Ίσως η μάνα του να είχε βάλει εκεί τα εκρηκτικά,» υπέθεσε η Κελρίτ. Είχε ακούσει πως η Πριγκίπισσα Νιρλέτα, μακαρίτισσα τώρα, νόμιζε πάντα ότι κρυφοί εχθροί την περιστοίχιζαν κι έπαιρνε ένα σωρό μέτρα ασφαλείας. Μπορεί να ήταν αλήθεια, μπορεί και ψέματα προκειμένου να τη δυσφημίσουν.

Θα το μάθουμε, ίσως, όταν εισβάλουμε στη Χαύδοραλ, σκέφτηκε η Κελρίτ – συνειδητοποιώντας ότι ώς το βράδυ εκεί θα ήταν, και νιώθοντας ανήσυχη.

Αναρωτιέμαι αν η Βασνίτα έκανε καλά που έβαλε εμένα για ναύαρχο του ανατολικού στόλου… Ευτυχώς είχε κοντά της και τον Ραφέλνες. Τον εμπιστευόταν στον πόλεμο. Την Αλιζέτ όχι και τόσο, αλλά σίγουρα δεν ήταν ανόητη: μπορούσε να φανεί χρήσιμη σε περιπτώσεις ανάγκης· και κανείς δεν αμφέβαλλε ότι ήταν θαρραλέα – παράτολμη ίσως. Και ο Ζίρτελον… Η Κελρίτ δεν τον ήξερε, όμως σίγουρα ήταν καλός στην τέχνη του πολέμου. Εξάλλου, ο ίδιος είχε πει ότι ήταν μισθοφόρος στη διάστασή του. Πολεμιστής.

Θα κάνουμε τη Χαύδοραλ να τρέμει! σκέφτηκε η Κελρίτ, προσπαθώντας να δώσει θάρρος στον εαυτό της.

17.

Όταν ο ήλιος είχε δύσει, είδαν τη Χαύδοραλ αντίκρυ τους, στις εκβολές του Νέρελρημ.

Η Κελρίτ στεκόταν στην πλώρη του Ανέμου της Κοιλάδας και κοίταζε με το κιάλι της τα ψηλά τείχη της πόλης και του λιμανιού, τον κυματοθραύστη, τις γιγάντιες μεταλλικές βαλλίστρες στις επάλξεις, τους λευκοντυμένους στρατιώτες της Παντοκράτειρας και τους πολεμιστές του Πρίγκιπα Αλβάρος, τους καταπέλτες με τις μεγάλες χούφτες που κρατούσαν σιδερένιες σφαίρες, τα δύο ενεργειακά κανόνια με τις μακριές μουσούδες, τα οποία στέκονταν σαν μεταλλικοί δαίμονες έτοιμοι να φυσήξουν θάνατο και καταστροφή.

Θα είναι πολύ δύσκολο να εισβάλουμε, παρατήρησε η Κελρίτ. Και, κατεβάζοντας το κιάλι της, ρώτησε τον Ραφέλνες, που στεκόταν παραδίπλα: «Να αποβιβάσουμε τους περισσότερους μαχητές μας στην ακτή, ανατολικά της πόλης;»

Ο Ιερός Μαχητής των Οστών κατένευσε. «Αυτό ακριβώς θα πρότεινα κι εγώ, Κελρίτ. Δε θα προσφέρουν τίποτα όλοι μέσα στα σκάφη.»

«Δεν είναι, όμως, ούτε αρκετοί για να κατακλύσουν τα τείχη,» τόνισε η Αλιζέτ, που ο Οίκος της, οι Βάθμακ, φημιζόταν ανέκαθεν για τους πολεμιστές και τους στρατηγούς του, κι όλοι οι υπόλοιποι, που δεν ήταν μήτε ξακουστοί πολεμιστές μήτε στρατηγοί, ήξεραν κάτι λίγο τουλάχιστον απ’αυτές τις τέχνες. «Μονάχα να απασχολήσουν λιγάκι τους υπερασπιστές μπορούν.»

«Θα περιμένουμε και τον δυτικό στόλο, ούτως ή άλλως,» της θύμισε η Κελρίτ. Και στράφηκε στον Ζίρτελον. «Βρίσκεται μακριά;»

«Δεν θα είναι εδώ απόψε, πάντως. Δεν έχουν φτάσει στον ποταμό Νέρελρημ· πλέουν ακόμα επάνω στον ποταμό Κάνιλρεχ.»

«Η Ανταρλίδα και η Μαύρη Δράκαινα;» ρώτησε η Κελρίτ. «Έχουν αδρανοποιήσει την εκρηκτική αλυσίδα στην είσοδο του λιμανιού;»

«Αυτό λένε να πάνε να κάνουν τώρα. Όμως…» Ο Ζίρτελον συνοφρυώθηκε.

«Τι;» Η Κελρίτ ανησύχησε. Είχε παρουσιαστεί κάποιο απρόσμενο πρόβλημα; Κι άλλο υποβρύχιο, ίσως;

«Ρωτάνε,» είπε ο Ζίρτελον μετά από λίγο, «αν σκοπεύουμε να προσπαθήσουμε να περάσουμε την είσοδο του λιμανιού απόψε.»

«Επειδή ο δυτικός στόλος δεν είναι εδώ ακόμα;»

«Ναι.»

«Καλό ερώτημα αυτό,» σχολίασε ο Ραφέλνες. «Τι προτείνεις, Κελρίτ: να προσπαθήσουμε να περάσουμε την είσοδο του λιμανιού, ή όχι;»

Η Κελρίτ σκέφτηκε, αναποφάσιστα: Η Βασνίτα, πράγματι, ίσως να μην έκανε καθόλου καλά που με διόρισε ναύαρχο ετούτου του στόλου. Το πιο ασφαλές τής φαινόταν να μην επιχειρήσουν να περάσουν την είσοδο του λιμανιού απόψε· αλλά επίσης φοβόταν ότι ίσως αυτό να μην έδειχνε παρά τη δειλία της… Ο Οίκος της, οι Βόρτεμαχ, αν και είχε βγάλει κάμποσους στρατιωτικούς, ποτέ δεν ξεχώριζε για τους πολεμιστές του, όπως οι Βάθμακ.

«Κελρίτ;» είπε ο Ραφέλνες.

«Σε άκουσα,» αποκρίθηκε εκείνη, καθώς ατένιζε τα απόμακρα φώτα της Χαύδοραλ μες στη νύχτα και δεν είχε στραφεί να τον κοιτάξει. «Δεν είμαι σίγουρη. Μάλλον θα ήταν καλύτερα αν περιμέναμε τον δυτικό στόλο…»

«Θα τους ξαφνιάσει, όμως, αν περάσουμε την είσοδο του λιμανιού απόψε,» είπε η Αλιζέτ. «Δε θα το έχουν υπολογίσει, Κελρίτ. Θα νομίζουν κι αυτοί ότι σχεδιάζουμε να περιμένουμε τον δυτικό στόλο. Επιπλέον, μπορεί να έχουν πολεμικές μηχανές παντού στα τείχη, αλλά δε θα φυλάνε καλά την είσοδο. Υποπτεύομαι πως δεν θα μας ρίξουν ούτε με βέλη, ούτε με σιδερένιες σφαίρες, ούτε με ενέργεια. Θα πιστεύουν ότι μπορούν να μας ανατινάξουν εύκολα με τα εκρηκτικά τους. Εγώ λέω να επιτεθούμε, για να καταλάβουμε τις αποβάθρες. Θα είναι σαν να έχουμε βάλει το πόδι μας γερά στο κατώφλι τους· δεν θα μπορούν μετά να μας κλείσουν την πόρτα κατάμουτρα.»

«Η Αλιζέτ έχει δίκιο, νομίζω,» είπε ο Ζίρτελον. «Καλύτερα να ξαφνιάζεις τον εχθρό σου όσο πιο γρήγορα μπορείς, όταν μπορείς.»

Γιατί διόρισε η Πριγκίπισσα εμένα ναύαρχο αυτού του δαιμονισμένου στόλου; σκέφτηκε η Κελρίτ, νιώθοντας άσχημα, νιώθοντας ότι δεν μπορούσε να κάνει καλά τη δουλειά της· και πέρασε απ’το μυαλό της, για μια στιγμή, να τους πει όχι, δεν θα επιτίθονταν τώρα, δεν θα προσπαθούσαν να περάσουν τώρα την είσοδο του λιμανιού – απλά και μόνο για να τους δείξει ότι εκείνη οδηγούσε αυτόν τον στόλο. Τούτο, όμως, θα ήταν ανόητο· παιδιάστικο. Και ο πόλεμος δεν είναι παιχνίδι.

«Συμφωνώ,» είπε η Κελρίτ. «Ας το κάνουμε. Αφού, όμως, αφήσουμε πρώτα τους περισσότερους πολεμιστές μας στην ακτή.»

18.

«Δεν υπάρχει λόγος να έρθεις κι εσύ, Ανταρλίδα,» είπε η Αλιζέτ, όταν ο Όρνιφιμ τούς εξήγησε τι σκόπευε να κάνει η Κελρίτ. «Απλά θα αδρανοποιήσω τον τηλεπικοινωνιακό δέκτη.»

«Θα έρθω,» επέμεινε εκείνη. «Μην καθυστερούμε άλλο.» Είχε ήδη γδυθεί και έβαζε τη στολή κατάδυσης.

Η Αλιζέτ τη μιμήθηκε, χωρίς άλλη κουβέντα. Αφού θέλει να έρθει, ας έρθει, σκέφτηκε, αν και ήξερε ότι ήταν ανούσιο – και αντιοικονομικό – να στέλνεις δύο ανθρώπους σε μια αποστολή που μπορούσε άνετα να κάνει ένας.

Όταν είχαν επιστρέψει από την προηγούμενή τους κατάδυση, είχε φορέσει τα ρούχα της πρόχειρα και δεν είχε βάλει τις μπότες της· έτσι τώρα γδύθηκε γρήγορα και ντύθηκε με τη στολή κατάδυσης. Ήταν έτοιμη λίγο μετά από την Ανταρλίδα. Πήγαν στον θάλαμο κατάδυσης, έκλεισαν την υδατοστεγή θύρα πίσω τους, και άνοιξαν την καταπακτή. Το στενό δωμάτιο πλημμύρισε θαλασσινό νερό, και οι δύο Μαύρες Δράκαινες βγήκαν, κολυμπώντας γρήγορα και έχοντας τους φακούς στα κεφάλια τους αναμμένους.

Το υποβρύχιό τους δεν ήταν σταματημένο μακριά από το λιμάνι της Χαύδοραλ, έτσι δεν άργησαν να δουν εμπρός τους τον κυματοθραύστη να ορθώνεται από τον πυθμένα. Φύκια και άλλα υποθαλάσσια φυτά φύτρωναν επάνω του, και ψάρια περιφέρονταν ανάμεσά τους. Οι Μαύρες Δράκαινες κολύμπησαν κατά μήκος του κυματοθραύστη και έφτασαν στην είσοδο του λιμανιού, όπου είδαν την αλυσίδα να εκτείνεται από τη μια άκρη ώς την άλλη. Οι κρίκοι της ήταν τόσο μεγάλοι όσο η μέση της Αλιζέτ, και ήταν ολόκληρη τυλιγμένη με κομμάτια σκληρής πλαστικής ύλης, μέσα στην οποία βρίσκονταν τα εκρηκτικά.

Η Αλιζέτ έκανε νόημα στην Ανταρλίδα να την ακολουθήσει, και πλησίασαν τη μέση της γιγάντιας αλυσίδας, όπου, απ’ό,τι θυμόταν, ήταν τοποθετημένος ο δέκτης προκειμένου το σήμα να μπορεί να μεταφερθεί και προς τις δύο κατευθύνσεις γρήγορα, ώστε όλες οι ύλες να εκραγούν συγχρόνως. Λες και θα υπήρχε μεγάλη διαφορά, στη Βίηλ, αν ο δέκτης ήταν στη μια άκρη της αλυσίδας ή στην άλλη. Και πάλι η έκρηξη καταστροφική θα ήταν.

Απ’ό,τι ήξερε η Αλιζέτ, η εκρηκτική αλυσίδα της Χαύδοραλ δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ κατά την περίοδο που οι Παντοκρατορικοί βρίσκονταν στη Βίηλ· δεν είχε υπάρξει ανάγκη. Και απορούσε γιατί ακόμα την είχαν εδώ – σίγουρα, μέχρι πρότινος, δεν περίμεναν επίθεση. Η ύπαρξη της αλυσίδας μάλλον οφειλόταν στην επιμονή της Πριγκίπισσας Νιρλέτα, και μετά, όταν εκείνη είχε πεθάνει και ο γιος της είχε καθίσει στον Θρόνο του Χαύδοραλ, στη συνήθεια πλέον. Κανένας δεν είχε μπει στον κόπο να βγάλει την αλυσίδα απ’το λιμάνι. Πρέπει, όμως, κάποιοι δύτες να την έλεγχαν κάθε τόσο, αν δεν έκανε λάθος οι Αλιζέτ, για να βλέπουν ότι όλα ήταν καλά και δεν θα γινόταν κανένα τραγικό επεισόδιο.

Καθώς εκείνη κι η Ανταρλίδα πλησίαζαν τη μέση της πελώριας αλυσίδας, η Σκοτεινή Βασίλισσα είδε με τις άκριες των ματιών της μια σκιερή μορφή να περνά. Στράφηκε απότομα, τραβώντας το ξιφίδιο από τον μηρό της. Η Ανταρλίδα τη μιμήθηκε· και της έκανε νόημα με το χέρι: Τι συμβαίνει;

Η Αλιζέτ νόμιζε ότι είχε δει ένα μεγάλο ψάρι, το οποίο… πού είχε πάει; Το έψαξε με το βλέμμα της. Και το βρήκε, εύκολα. –Ερχόταν καταπάνω τους τώρα.

Ένα ακανθοφόρο σκυλόψαρο!

Κι άλλο ένα, λίγο πιο πίσω από το πρώτο.

Καινούργιο μέτρο ασφαλείας; απόρησε η Αλιζέτ. Δεν είχε ξανακούσει ότι ακανθοφόρα σκυλόψαρα φρουρούσαν την εκρηκτική αλυσίδα της Χαύδοραλ· ήξερε, όμως, ότι μπορούσαν να εκπαιδευτούν για να φυλάνε μια θαλάσσια περιοχή.

Τα ψάρια ήταν τόσο μεγάλα όσο η Αλιζέτ απ’το κεφάλι ώς τα πόδια, και εξίσου πλατιά. Τα σώματά τους φάνταζαν μαύρα μες στον βυθό, αλλά όταν τα φώτιζε το φως των φακών φαινόταν ότι, στην πραγματικότητα, ήταν βαθυγάλαζα. Στις ράχες τους είχαν μεγάλα καρφιά: κοκάλινες, αιχμηρές αποφύσεις από τη σπονδυλική τους στήλη, που έσχιζαν το δέρμα τους σε πολύ μικρή ηλικία και έβγαιναν έξω. Εξαιρετικά επικίνδυνα ήταν αυτά τα καρφιά, όπως ήξερε η Αλιζέτ· μπορούσαν άνετα να σκοτώσουν.

Τα σκυλόψαρα ήρθαν καταπάνω στις Μαύρες Δράκαινες, ανοιγοκλείνοντας τις γεμάτες δόντια μασέλες τους.

Η Ανταρλίδα τράβηξε άλλο ένα ξιφίδιο, αυτό που είχε δεμένο στην κνήμη της, καθώς σκεφτόταν: Τι δαίμονες είναι τούτοι; Γιατί η Αλιζέτ δεν το είπε από πριν ότι θα τους συναντούσαμε; Δεν ήξερε τίποτα; Ήταν προφανές ότι αυτά τα ψάρια, ό,τι κι αν ήταν (αν και με καρχαρίες τής έμοιαζαν), βρίσκονταν εδώ ως φρουροί της αλυσίδας. Έπρεπε να είχαμε έρθει καλύτερα οπλισμένες! συλλογίστηκε, βλέποντας την Αλιζέτ να αποφεύγει ευέλικτα τα δόντια του πρώτου ψαριού και να προσπαθεί να βρεθεί από κάτω του. Το ξιφίδιό της καρφώθηκε στην κοιλιά του. Η σκούρα ομίχλη του αίματός του έκανε τα νερά να θολώσουν γύρω του και γύρω από τη Σκοτεινή Βασίλισσα.

Το άλλο ακανθοφόρο ψάρι βρισκόταν τώρα κοντά, και ήταν προφανές στην Ανταρλίδα ότι την ήθελε για βραδινό. Όρμησε καταπάνω της, πηγαίνοντας χαμηλά, προς τα πόδια. Καταλαβαίνει ότι τα καρφιά στη ράχη του είναι επικίνδυνα για εμένα. Η Ανταρλίδα κολύμπησε στο πλάι, προσπαθώντας να κάνει την ίδια κίνηση που είχε κάνει κι η Αλιζέτ για να βρεθεί κάτω από το ψάρι και να το καρφώσει στην κοιλιά. Διαπίστωσε, όμως, ότι για εκείνη δεν ήταν το ίδιο εύκολο. Απέφυγε μεν τα καρφιά του καρχαρία, αλλά τα δόντια του βρέθηκαν μπροστά της. Η Ανταρλίδα τον χτύπησε στη μουσούδα με το ένα της ξιφίδιο. Αίμα χόρεψε μες στο νερό. Αλλά το ψάρι δεν υποχώρησε· έπεσε επάνω της, σπρώχνοντάς την με τον όγκο του, προσπαθώντας να της δαγκώσει το κεφάλι· τα σαγόνια του άνοιγαν έκλειναν άνοιγαν έκλειναν άνοιγαν έκλειναν. Η Ανταρλίδα πιάστηκε από κάτω του, με τα πόδια της, σαν να ήθελε να το κάνει εραστή της, και το κάρφωσε στα πλάγια με τα ξιφίδιά της, ξανά και ξανά. Γεύτηκε το αίμα του μέσα στη θάλασσα. Το δαιμονισμένο ψάρι, όμως, ακόμα δεν έλεγε να το βάλει κάτω, λες κι είχε την ίδια την Ψυχή του Κάρτωλακ εντός του! – παρότι αυτός ο άγριος θεός της Σεργήλης σίγουρα δεν είχε καμια δύναμη εδώ, στη Βίηλ.

Τα σαγόνια του πάλευαν να φτάσουν στο κεφάλι της ενώ η Ανταρλίδα λύγιζε τη ράχη της προς τα πίσω για να τ’αποφύγει. Το ψάρι ήταν ευέλικτο, τα δόντια του δάγκωσαν τη μάσκα της και έκλεισαν, με δύναμη. Η μάσκα θρυμματίστηκε. Η Ανταρλίδα έκλεισε τα μάτια, νιώθοντας να στριφογυρίζει μες στο νερό, μην ξέροντας προς τα πού πήγαινε. Ευτυχώς δεν είχε σπάσει και ο αναπνευστήρας της, γιατί μπορούσε ακόμα να τραβήξει αέρα από τη φιάλη στην πλάτη της.

Πρέπει να δω! Άνοιξε πάλι τα βλέφαρά της, κι αντίκρισε από πάνω της μια πελώρια μαύρη μορφή μέσα σε μαύρη ομίχλη. Ο φακός της είχε καταστραφεί μαζί με τη μάσκα της.

Το ψάρι κατήλθε. Η Ανταρλίδα έσφιξε τα ξιφίδια στις γροθιές της.

Μια άλλη μορφή ήρθε, ξαφνικά, από δίπλα, με φως πάνω στο κεφάλι της. Η Αλιζέτ! Χίμησε στο ψάρι, αρπάζοντας με το ένα χέρι ένα από τα αγκάθια του ενώ το κάρφωνε με το ξιφίδιό της στον λαιμό, βαθιά.

Η ομίχλη του αίματος θόλωσε τα πάντα. Η Ανταρλίδα, τώρα, μονάχα από το φως της Αλιζέτ ήξερε πού εκείνη βρισκόταν – και δεν ήταν μακριά της. Αισθάνθηκε το δυνατό χέρι της Σκοτεινής Βασίλισσας στον καρπό της. Την ακολούθησε χωρίς δισταγμό.

Έφτασαν στη μέση της γιγάντιας αλυσίδας, όπου, ανάμεσα από τις πλαστικές ύλες, φαινόταν ένας μηχανισμός, μ’ένα φωτάκι ν’αναβοσβήνει ρυθμικά επάνω του. Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, ενώ η Αλιζέτ τον πλησίαζε θηκαρώνοντας το ξιφίδιό της στο θηκάρι στον μηρό της.

Για τη Σκοτεινή Βασίλισσα δεν ήταν δύσκολο να αδρανοποιήσει τον μηχανισμό. Τον άνοιξε και έβγαλε την εστία από μέσα του, τραβώντας την βίαια, αδιαφορώντας αν προκαλούσε ζημιά. Μετά ξεθηκάρωσε πάλι το ξιφίδιό της και τον χτύπησε μερικές φορές, για να μη μπορεί εύκολα να επισκευαστεί. Έκανε νόημα στην Ανταρλίδα να φύγουν, και έφυγαν.

Όταν επέστρεψαν στο υποβρύχιο, η Ανταρλίδα είπε: «Τι σκατά ήταν αυτά τα κωλόψαρα; Γιατί δεν είπες ότι είχαν φύλακες;» Είχε μόλις βγάλει τον αναπνευστήρα της και έλυνε τη φιάλη από την πλάτη της.

Η Αλιζέτ έβγαλε τον δικό της αναπνευστήρα και τη μάσκα της. «Ακανθοφόρα σκυλόψαρα, τα λέμε στη Βίηλ. Και δεν το ήξερα, προφανώς, ότι ήταν εκεί. Μπορεί να τα έβαλαν τελευταία.»

«Παραλίγο να γίνουμε το βραδινό τους! Αν ξέραμε γι’αυτά θα μπορούσαμε τουλάχιστον νάχαμε πάρει καλύτερα όπλα μαζί μας.»

«Σου είπα, δεν ήξερα για την ύπαρξή τους.» Η Αλιζέτ έβγαζε τη στολή της, γλιστρώντας από μέσα της σαν να ήταν δεύτερο δέρμα.

«Τι συνέβη;» ρώτησε ο Τάμπριελ ερχόμενος από το ενεργειακό κέντρο.

«Η αλυσίδα δεν ήταν αφύλαχτη,» εξήγησε η Ανταρλίδα.

Ο Τάμπριελ δεν έκανε άλλες ερωτήσεις γι’αυτό το θέμα· στράφηκε στον Όρνιφιμ. «Ο ανατολικός στόλος πού βρίσκεται;»

«Πλησιάζει, Μεγάλε Προφήτη.»

19.

Ο στόλος είχε αποβιβάσει χιλιάδες μαχητές στις ακτές ανατολικά της Χαύδοραλ, οι οποίοι τώρα πλησίαζαν την περιτειχισμένη πόλη με φανερή πρόθεση να την πολιορκήσουν. Ο Ραφέλνες είχε πει ότι δελεαζόταν να πάει μαζί τους, για να ξέρουν ότι είχαν στο πλευρό τους έναν Ιερό Μαχητή των Οστών· «όμως,» είχε προσθέσει, «εσείς πιθανώς να με χρειαστείτε πραγματικά, ενώ αυτοί όχι.» Δεν πίστευε ότι θα εμπλέκονταν σε μάχη, γιατί δεν είχαν διαταγές να προσπαθήσουν να ανεβούν στα τείχη, ούτε να γκρεμίσουν καμια πύλη, και οι υπερασπιστές ήταν μάλλον απίθανο να βγουν από τη Χαύδοραλ για να τους χτυπήσουν. «Μέσα στο λιμάνι, όμως, θα μας πολεμήσουν,» είχε πει ο Ραφέλνες στην Κελρίτ καθώς τραβούσε το μεγάλο σπαθί από την πλάτη του.

Ο Άνεμος της Κοιλάδας προσέγγιζε τώρα την είσοδο του λιμανιού: το άνοιγμα ανάμεσα στον κυματοθραύστη και στα τείχη που περιέκλειαν τον κόλπο. Οι βαλλίστρες και οι καταπέλτες δεν έβαλαν, ούτε φυσικά τα ενεργειακά κανόνια. Σκοπεύουν να μας ανατινάξουν με την εκρηκτική αλυσίδα, σκέφτηκε Κελρίτ. Πιστεύουν ότι δεν ξέρουμε τίποτα για την ύπαρξή της. Η Αλιζέτ είχε μαντέψει σωστά τις προθέσεις των υπερασπιστών της Χαύδοραλ. Η Κελρίτ αισθάνθηκε να τη ζηλεύει λιγάκι. Ήταν πάντοτε τόσο απότομη και ατίθαση, αλλά το μυαλό της έκοβε.

«Έχουν αφοπλίσει τα εκρηκτικά, έτσι;» ρώτησε η Κελρίτ τον Ζίρτελον. «Είναι σίγουρες.»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος· «δεν έχουν αμφιβολία.»

Η Κελρίτ έφερε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της κοντά στα χείλη της και πρόσταξε όλα τα σκάφη του στόλου ν’αρχίσουν να βάλλουν κατά των πολεμικών μηχανών στις επάλξεις μόλις βρίσκονταν εντός εμβέλειας. Το ίδιο πρόσταξε – με τη φωνή της και μόνο, όχι με τον πομπό – να κάνει και το ενεργειακό κανόνι του Ανέμου της Κοιλάδας, το οποίο βρισκόταν κοντά της, στην πλώρη της ναυαρχίδας. Ο Πεφωτισμένος μάγος και ο χειριστής του κανονιού ήταν ήδη έτοιμοι. Η κάννη στράφηκε προς τα τείχη του κόλπου και ακατέργαστη, καταστροφική ενέργεια εκτοξεύτηκε, φωτίζοντας τη νύχτα. Μια βαλλίστρα διαλύθηκε, και κομμάτια πέτρας τινάχτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις.

«Καλύτερα να πάμε στην πρύμνη,» πρότεινε η Αλιζέτ. «Εδώ, σύντομα, θα είναι επικίνδυνα.»

Η Κελρίτ κατένευσε, κι έφυγαν από την πλώρη.

Τα πρώτα πλοία του στόλου της ζύγωσαν την είσοδο του λιμανιού, επιτιθέμενα δεξιά κι αριστερά με τις βαλλίστρες τους αλλά δεχόμενα ελάχιστα αντίποινα.

Η Κελρίτ, στην πρύμνη τώρα, έσφιξε το κιάλι της νευρικά μέσα στα χέρια της, χωρίς να το χρησιμοποιεί για να κοιτάζει· ήταν τα πάντα πολύ κοντά πλέον. Δε θα γίνει έκρηξη… Δε θα γίνει…

Τα πλοία της, το ένα μετά το άλλο, έμπαιναν στο λιμάνι.

Δεν έγινε.

«Οι Μαύρες Δράκαινες έκαναν καλά τη δουλειά τους,» είπε ο Ραφέλνες. «Και τώρα εμείς θα τελειώσουμε εκείνο που άρχισαν.»

Η Αλιζέτ όπλισε μια βαλλίστρα από γυαλιστερό, μαύρο, λαξευτό ξύλο, η οποία έπαιρνε δύο βέλη. Ήταν ντυμένη με φολιδωτή πανοπλία τώρα, κράνος, και μανδύα. Από τη μέση της κρεμόταν ένα κοντό σπαθί, ενώ στον γοφό της μια φαρέτρα γεμάτη βέλη με πράσινα και κόκκινα φτερά.

Η Κελρίτ φορούσε μια παρόμοια πανοπλία, αλλά το κράνος της ήταν ψηλότερο για να δείχνει ότι ήταν ναύαρχος και να μπορούν οι πολεμιστές της να την αναγνωρίσουν. Δεν είχε φαρέτρα με βέλη επάνω της· μόνο το μακρύ σπαθί της και δύο ξιφίδια, το ένα στη ζώνη της, πλάι στο σπαθί, έτσι που τα θηκάρια τους ακουμπούσαν, και το άλλο στη δεξιά της μπότα.

Ο Ζίρτελον φορούσε έναν αλυσιδωτό θώρακα και κράνος, και το σπαθί του ήταν ήδη στο χέρι του. Ο Ραφέλνες, ως Ιερός Μαχητής των Οστών, δεν φορούσε κάτι περισσότερο απ’ό,τι συνήθως: η κοκάλινη αρματωσιά του ήταν ένα με τον εαυτό του. Και δεν του χρειαζόταν τίποτ’άλλο. Τα ξανθά του μαλλιά ανέμιζαν, βγαίνοντας μέσα απ’το οστέινο κράνος που ήταν ένα με το κρανίο του.

Στο λιμάνι της Χαύδοραλ, πανικός τώρα επικρατούσε καθώς οι υπερασπιστές καταλάβαιναν ότι κάτι δεν είχε πάει καθόλου καλά. Οι γιγαντοβαλλίστρες και οι καταπέλτες και τα ενεργειακά κανόνια άρχισαν ξαφνικά να βάλλουν· το ίδιο και οι τοξότες κι οι βαλλιστροφόροι στις επάλξεις. Ήταν όμως αργά: ο εχθρός βρισκόταν ήδη μέσα στο λιμάνι, και ανταπέδιδε.

«Στις αποβάθρες!» πρόσταξε η Κελρίτ, μιλώντας στον πομπό της. «Πάρτε τις αποβάθρες!»

Τα σκάφη της χτυπούσαν με τις βαλλίστρες τους τις επάλξεις των τειχών που περιέκλειαν τον κόλπο της Χαύδοραλ· το ίδιο και το ενεργειακό κανόνι στην πλώρη του Ανέμου της Κοιλάδας, η οποία είχε μόλις περάσει την είσοδο του λιμανιού. Οι υπερασπιστές των τειχών του κόλπου, που εξαρχής δεν ήταν πολλοί, υποχώρησαν, ενώ και οι τέσσερις γιγαντοβαλλίστρες που βρίσκονταν εκεί είχαν καταστραφεί.

Στις αποβάθρες, η Κελρίτ έβλεπε πλοία αραγμένα χωρίς πολεμιστές επάνω τους. Οι αρχηγοί τους περίμεναν την υποθαλάσσια έκρηξη, και το παλιρροϊκό κύμα που θα ακολουθούσε. Τα είχαν αφήσει όλα αφύλαχτα. Οι Κολοσσοί είναι με το μέρος μας απόψε! Η Κελρίτ μειδίασε άθελά της.

«Πάρτε το λιμάνι!» φώναξε, τραβώντας το σπαθί της και δείχνοντας. Η φωνή της αντήχησε πάνω στο κατάστρωμα του Ανέμου της Κοιλάδας και γύρω από τη ναυαρχίδα, μέσα στον σαματά που έκαναν οι πολεμικές μηχανές καθώς εξαπέλυαν βέλη, σιδερένιες σφαίρες, και καταστροφική ενέργεια. «ΠΑΡΤΕ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ!»

Οι πολεμιστές της κραύγασαν, από τη ναυαρχίδα και από τα άλλα σκάφη που ήταν κοντά της, ενώ τα πρώτα πλοία που είχαν εισβάλει στο λιμάνι έφταναν τώρα στις αποβάθρες και οι μαχητές επάνω τους πηδούσαν στα καταστρώματα των αραγμένων καραβιών της Χαύδοραλ. Η Κελρίτ παρατήρησε ότι μονάχα ένα από τα πλοία του στόλου της είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από τα εχθρικά βλήματα: ένα του κατάρτι είχε σπάσει και τα μισά του κουπιά είχαν καταστραφεί.

«Τα πράγματα δεν θα συνεχιστούν έτσι,» άκουσε τον Ραφέλνες να λέει δίπλα της. «Ο Αλβάρος δεν θα χάσει το λιμάνι του τόσο εύκολα. Οι λεπίδες μας θα πιουν αίμα απόψε!» Η υπόσχεση της μάχης έμοιαζε να του προκαλεί μια παράξενου είδους έκσταση, που η Κελρίτ αναρωτήθηκε αν οφειλόταν στην πανοπλία του από κόκαλα Λάν’τραχαμ. Ό,τι κι αν ήταν, πάντως, ήταν κολλητικό. Νόμιζε πως κι εκείνη είχε αρχίσει να νιώθει μια σχεδόν αφύσικη προσμονή για την αιματηρή σύγκρουση.

Η πύλη του λιμανιού ήταν κλειστή – την είχαν κλείσει, προφανώς, για να προστατευτούν από την υποθαλάσσια έκρηξη η οποία δεν έγινε ποτέ – αλλά τώρα άνοιξε και πολεμιστές ξεχύθηκαν στο λιμάνι: Παντοκρατορικοί και του Πρίγκιπα Αλβάρος. Οι πολεμικές κραυγές τους γέμισαν τη νύχτα.

Ένα ενεργειακό κανόνι επάνω στις επάλξεις χτύπησε ένα από τα πλοία της Κελρίτ στην πρύμνη, τρυπώντας τα ξύλα του απ’τη μια άκρη ώς την άλλη· νερό άρχισε αμέσως να το γεμίζει. Το κανόνι του Άνεμου της Κοιλάδας στράφηκε, σημάδεψε, και έβαλε εναντίον του κανονιού της Χαύδοραλ καθώς τώρα ήταν εντός της εμβέλειάς του. Το πέτυχε, ανατινάζοντας μαζί πέτρες από τις επάλξεις.

Οι μαχητές της Κελρίτ που είχαν πηδήσει στο λιμάνι συγκρούονταν με τους υπερασπιστές της πόλης. Η Αλιζέτ, πλάι στην Κελρίτ, ύψωσε τη βαλλίστρα της, καθώς η ναυαρχίδα ζύγωνε τις αποβάθρες, και έριξε, εκτοξεύοντας πρώτα το ένα βέλος κι ύστερα το άλλο. Και τα δύο καρφώθηκαν σε σώματα ντυμένα στα λευκά, παρατήρησε η Κελρίτ. Η Αλιζέτ άρχισε πάλι να οπλίζει τη βαλλίστρα, επιδέξια, εξοικειωμένη.

Ο Άνεμος της Κοιλάδας πλεύρισε ένα αραγμένο σκάφος της Χαύδοραλ, και η Κελρίτ φώναξε: «Την πύλη! ΠΑΡΤΕ ΤΗΝ ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ! ΤΗΝ ΠΥΛΗ!» με το σπαθί της υψωμένο, δείχνοντας. Οι πολεμιστές της πήδησαν από το κατάστρωμα της ναυαρχίδας στο κατάστρωμα του άλλου πλοίου και, στη συνέχεια, στις αποβάθρες, για να συγκρουστούν με τους υπερασπιστές της πόλης.

Ο Ραφέλνες πήγε μαζί τους, και η Κελρίτ τον είδε να τσακίζει τους εχθρούς σαν ξερόκλαδα με το μεγάλο σπαθί του, ενώ τα χτύπημά τους έμοιαζαν αστεία εναντίον του. Θύμιζαν παιδιά που χτυπούν με ξυλαράκια έναν μεγάλο, σκληροτράχηλο Λάν’τραχαμ.

Η Κελρίτ έμεινε επάνω στη ναυαρχίδα, και ο Ζίρτελον κι η Αλιζέτ έμειναν μαζί της. Η τελευταία έριχνε με τη βαλλίστρα της αμέσως μόλις την όπλιζε. Φαινόταν πολύ καλοφτιαγμένο όπλο, όχι μόνο από άποψη εμφάνισης αλλά και αποτελεσματικότητας. Θανατηφόρο και όμορφο.

Ο Ζίρτελον είπε: «Δε θα πάρουμε την πύλη. Τη φυλάνε με νύχια και με δόντια. Και είναι περισσότεροι από εμάς. Δύο πλεονέκτημα έχουμε μόνο: ότι είναι ακόμα κάπως αιφνιδιασμένοι· και ότι δεν μπορούν να βγουν από την πύλη όλοι μαζί γρήγορα, αλλιώς θα μας είχαν ήδη περικυκλώσει. Μάλλον δεν ήταν, τελικά, καλή ιδέα που αποβιβάσαμε τους περισσότερους μαχητές μας στην ανατολική ακτή, Κελρίτ.»

«Μα, θα απασχολούν τους υπερασπιστές χτυπώντας τα τείχη.»

«Δε νομίζω ότι οι υπερασπιστές της Χαύδοραλ ανησυχούν τόσο γι’αυτούς όσο για εμάς.»

Η Αλιζέτ είπε: «Έχει δίκιο, Κελρίτ. Όπως και νάχει, φαίνεται πως θα είναι δύσκολο να πάρουμε την πύλη. Κοίτα τους πώς πολεμάνε.» Ύψωσε τη βαλλίστρα της, σημάδεψε, έβαλε· το βέλος καρφώθηκε στον ώμο μιας πολεμίστριας του Πρίγκιπα Αλβάρος, πάνω απ’την ασπίδα της. «Καλύτερα να καταστρέψεις την πύλη. Με το ενεργειακό κανόνι.»

Η Κελρίτ κοίταξε την κατάσταση στο λιμάνι. Έσμιξε τα χείλη. Η Αλιζέτ και ο Ζίρτελον πρέπει να μιλούσαν σωστά. Είμαι άχρηστη. Είναι αστείο που η Πριγκίπισσα με ανέθεσε ναύαρχο. Σήκωσε τον πομπό της, πάτησε το κουμπί που τον ρύθμιζε στη συχνότητα του κανονιού, και μίλησε στον χειριστή του. «Χτυπήστε την πύλη του λιμανιού. Γκρεμίστε την.»

Το κανόνι στράφηκε και εξαπέλυσε ακατέργαστη ενέργεια. Μία φορά – χτυπώντας την ανοιχτή πύλη και κάνοντας πέτρες να πέσουν και χώμα να σηκωθεί. Δεύτερη φορά – κάνοντας περισσότερες πέτρες να πέσουν, περισσότερο χώμα να σηκωθεί, περισσότερους ανθρώπους να σκοτωθούν· και, καθώς τα στηρίγματα της αψίδας είχαν χάσει πια τη δύναμή τους, ολόκληρη η αψίδα κατέρρευσε, πλακώνοντας όσους δεν είχαν ακόμα φύγει τρέχοντας από κάτω της. Η πύλη έφραξε, ενώ η μάχη στο λιμάνι συνεχιζόταν.

20.

Το μικρό υποβρύχιο μπήκε στο λιμάνι όταν είχε εισβάλει και το τελευταίο πλοίο του ανατολικού στόλου, για να μην αποτελέσει εμπόδιο στα μεγαλύτερα σκάφη. Αναδύθηκε, και η Ανταρλίδα κοίταξε από το μπροστινό του παράθυρο, βλέποντας ότι η μάχη έμοιαζε να έχει σχεδόν τελειώσει. Η πύλη του λιμανιού, παρατήρησε, είχε καταρρεύσει.

«Η Κελρίτ διέλυσε την πύλη,» είπε. «Αλλά έτσι που ίσως να συμφέρει περισσότερο τους πολιορκούμενους.»

«Περιμένουμε και τον δυτικό στόλο, δεν τον περιμένουμε, προτού καταλάβουμε την πόλη;» είπε η Αλιζέτ, με το πηδάλιο του σκάφους στα χέρια της.

«Ναι. Μάλλον ήθελε να διακόψει τη ροή των επιτιθέμενων. Πρέπει να ήταν πολλοί. Πάμε στη ναυαρχίδα, Αλιζέτ.»

Η Σκοτεινή Βασίλισσα οδήγησε το υποβρύχιο πλάι στο μεγάλο ιστιοφόρο σκάφος, και μια ανεμόσκαλα έπεσε αμέσως απ’το κατάστρωμα του Ανέμου της Κοιλάδας.

«Μας περίμεναν,» παρατήρησε η Ανταρλίδα.

«Τους το είπε ο Ζίρτελον,» εξήγησε ο Όρνιφιμ.

Αναμενόμενο, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, και άνοιξε την καταπακτή στην οροφή, βγαίνοντας επάνω στο υποβρύχιο.

Από την κουπαστή του Ανέμου της Κοιλάδας είδε τον Ζίρτελον να της κάνει νόημα ν’ανεβεί. Η Ανταρλίδα πιάστηκε στην ανεμόσκαλα και σκαρφάλωσε, για να βρεθεί πλάι στον Ζίρτελον, την Κελρίτ, και την Αλιζέτ Βάθμακ. Η Σκοτεινή Βασίλισσα ανέβηκε δεύτερη, μετά ο Όρνιφιμ, και μετά ο Τάμπριελ.

«Το λιμάνι φαίνεται να είναι δικό μας,» είπε ο τελευταίος.

«Μόνο το λιμάνι, όμως,» τόνισε η Αλιζέτ Βάθμακ.

«Θα έρθει σύντομα και ο Πρόμαχος Άτβος με τον δυτικό στόλο. Δεν σχεδιάζαμε ποτέ να πάρουμε την πόλη μόνοι μας.»

«Απλώς λέω…»

Ο Ζίρτελον είπε: «Μέχρι στιγμής τα πράγματα ήταν σχετικά εύκολα, πάντως.»

«Με την εξαίρεση ότι παραλίγο να μας φάνε δύο καρχαρίες,» σχολίασε η Ανταρλίδα.

Η Κελρίτ ύψωσε ένα φρύδι. «Καρχαρίες;»

«Τα ψάρια που ονομάζετε ‘ακανθοφόρα σκυλόψαρα’. Δύο απ’αυτά φυλούσαν την εκρηκτική αλυσίδα. Και απορώ, μάλιστα. Η Αλιζέτ έλεγε ότι η αλυσίδα δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ· ήταν εδώ μόνο για περίπτωση ανάγκης.»

«Εγώ δεν ήξερα για την ύπαρξή της, πάντως,» είπε η Κελρίτ. «Δεν είχα ακούσει ποτέ τίποτα.» Κι έστρεψε το βλέμμα της στη Σκοτεινή Βασίλισσα.

«Όταν συνεργάζεσαι με τους πράκτορες της Παντοκράτειρας μαθαίνεις πολλά κρυφά πράγματα, Αρχόντισσά μου,» εξήγησε εκείνη.

Ο Τάμπριελ ρώτησε την Κελρίτ: «Ο Πρίγκιπας Αλβάρος, ή κάποιος Παντοκρατορικός επόπτης, προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί σας;»

«Κανένας ακόμα.»

«Στη Χαύδοραλ είναι Επόπτρια η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη,» τον πληροφόρησε η Σκοτεινή Βασίλισσα. «Πράκτορας της Παντοκράτειρας· βαθμός, Ανώτατη Ελέγκτρια σε τούτη την περιοχή – η οποία δεν είναι και πολύ μεγάλη.»

«Ανδρομάχη Χρυσόπτερη; Απολλώνιας καταγωγής;»

Η Αλιζέτ ένευσε. «Ναι. Κι αριστοκράτισσα. Από τους λίγους Απολλώνιους που δεν πρόδωσαν την Παντοκράτειρα όταν ο Ανδρόνικος επαναστάτησε εναντίον της.»

«Νομίζεις ότι θα ήταν συνεννοήσιμη;»

«Τι πάει να πει αυτό;»

«Αν της ζητούσαμε να μας παραδώσει την πόλη, θα την παρέδιδε;»

«Μόνο για να γλιτώσει το τομάρι της, αν δεν υπήρχε καμια άλλη λύση.»

Ο Τάμπριελ στράφηκε στην Κελρίτ: «Την ξέρεις, Αρχόντισσά μου, την Επόπτρια;»

«Όχι.»

«Εσύ;» Ο Τάμπριελ κοίταξε την Αλιζέτ Βάθμακ.

«Πού να την ξέρω;» μόρφασε εκείνη, καθώς όπλιζε ξανά τη βαλλίστρα της με δύο βέλη.

Η μάχη στο λιμάνι, όμως, είχε πλέον φανερά τελειώσει. Σηκώνοντας το όπλο της για να ρίξει, η Αλιζέτ διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν άλλοι στόχοι.

21.

«Δεν είναι παράξενο που βρίσκουμε τον δρόμο ανοιχτό;» ρώτησε η Ιλρίνα τον Άτβος, καθώς κάθονταν στην πλώρη του Μένους των Ποταμών. Ήταν το απόγευμα της πρώτης ημέρας του ταξιδιού τους επάνω στον μεγάλο ποταμό Κάνιλρεχ. Το πρωί είχαν συναντήσει εκείνο το Παντοκρατορικό ελικόπτερο που μετέφερε εκρηκτικά· ο Άτβος και Ιλρίνα, χρησιμοποιώντας το ενεργειακό κανόνι της ναυαρχίδας, το είχαν ανατινάξει στον αέρα, κι από τότε δεν είχαν συναντήσει κανέναν άλλο εχθρό.

«Είναι επιφυλακτικοί ύστερα απ’ό,τι συνέβη,» αποκρίθηκε ο Πρόμαχος στη γυναίκα του. Ήταν καθισμένοι πάνω απ’το ξόανο της πλώρης του Μένους των Ποταμών, και ο Άτβος είχε τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από τους ώμους της Ιλρίνα, καθώς εκείνη ακουμπούσε την πλάτη της στο στέρνο του. Ο απογευματινός αέρας που χτυπούσε τα πρόσωπά τους ήταν ψυχρός. «Δε θέλουν να χάσουν περισσότερα αεροσκάφη από το κανόνι μας. Και θα φοβούνται ότι έχουμε κι άλλες δυνάμεις. Κρυφές. Η διάλυση της Γέφυρας της Λίνερελ, αναμφίβολα, θα τους εμφύσησε αυτό το φόβο.» Η Ράιλμεχ τούς είχε πει ότι η Ανταρλίδα είχε κολλήσει εκρηκτικά κάτω από τη γέφυρα κάνοντάς την να ανατιναχτεί ώστε ο ανατολικός στόλος να περάσει. «Οι Παντοκρατορικοί θα έχασαν πολλούς πολεμιστές τους εκεί, και πολλούς εξοπλισμούς. Η Ράιλμεχ είπε ότι είχαν στήσει κι ένα ενεργειακό κανόνι πάνω στη γέφυρα.»

«Πιστεύεις ότι δε θα συναντήσουμε τίποτα μέχρι τη Χαύδοραλ;»

«Δεν είμαι σίγουρος. Αλλά νομίζω ότι δεν θα ξοδέψουν άλλες δυνάμεις ώσπου να καταλάβουν ποιος είναι ο τελικός μας προορισμός.»

Η Ιλρίνα έμεινε σιωπηλή για λίγο· ύστερα στράφηκε και τον φίλησε, χαϊδεύοντας το μάγουλό του. «Το φανταζόσουν ότι θα βγαίναμε ποτέ από κει μέσα και θα κάναμε τώρα αυτά;»

«Φυσικά,» αποκρίθηκε ο Άτβος, αλλά ήταν φανερό πως έλεγε ψέματα, και η Ιλρίνα χαμογέλασε. «Ήμασταν και λιγάκι τυχεροί,» πρόσθεσε εκείνος. «Περίπου. Γιατί περιμέναμε βοήθεια από τον Πρίγκιπα. Απλώς δεν την περιμέναμε αφότου μας είχαν φυλακίσει.» Τη φίλησε. «Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ, όσο ήμουν κλεισμένος εκεί μέσα, ήσουν εσύ, Ιλρίνα· γιατί ήξερα πού σε είχαν βάλει.»

«Εγώ, δυστυχώς,» αποκρίθηκε η μάγισσα, «από ένα σημείο και μετά, δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα. Είναι φριχτό να βάζεις έναν Πεφωτισμένο εκεί μέσα…» Απέφυγε το βλέμμα του· έστρεψε τα μάτια της στα νερά του ποταμού, όπου αντανακλούσε το φως του απογευματινού ήλιου. «Νόμιζα ότι είχα τρελαθεί.»

«Αν είχες τρελαθεί θα το σκότωνα αυτό το κάθαρμα,» είπε ο Άτβος, αναφερόμενος στον Ζακ Ματνέρω, τον Παντοκρατορικό Επόπτη του Νέλερβικ, ο οποίος ήταν τώρα φυλακισμένος. «Και απορώ γιατί ο Τάμπριελ και η Βασνίτα αποφάσισαν να τον κρατήσουν ζωντανό.»

«Μπορεί να φανεί χρήσιμος.»

«Το αμφιβάλλω. Νομίζεις ότι οι Παντοκρατορικοί θα πληρώσουν λύτρα γι’αυτόν;»

«Μπορεί να δώσει πληροφορίες.»

«Έχουμε καλύτερη πληροφόρηση από τη δική του,» είπε ο Άτβος.

Και μετά έμειναν σιωπηλοί καθώς το απόγευμα έδινε τη θέση του στη νύχτα και ο στόλος τους δεν συναντούσε κανένα άλλο σκάφος επάνω στον ποταμό Κάνιλρεχ, σαν οι πάντες να είχαν φοβηθεί από τον ερχομό τους – και δικαιολογημένα, άλλωστε: ήταν φανερό ότι πήγαιναν για πόλεμο.

Η Ιλρίνα και ο Άτβος σηκώθηκαν, τελικά, από την πλώρη του σκάφους και βάδισαν επάνω στο κατάστρωμα. Ο Στρατηγός Ναλφίρες Βάθμακ και ο Νισμάνος, ο Ιερός Μαχητής των Οστών, φαίνονταν να στέκονται στην πρύμνη, πίσω από τον τιμονιέρη, συζητώντας. Η Ράιλμεχ καθόταν στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην πρύμνη και κάπνιζε ένα τσιγάρο. Ο Άτβος τής έκανε νόημα να έρθει, κι εκείνη σηκώθηκε πρόθυμα και τον πλησίασε. «Τι είναι, Πρόμαχε;»

«Πώς τα πηγαίνουν οι άλλοι;»

«Εντάξει. Μόλις βγήκαν από τον ποταμό Κάλμιρηλ και μπήκαν στο Πράσινο Πέλαγος.»

«Κανένας δεν προσπάθησε να τους σταματήσει στη Λίνερελ;»

«Κανένας.» Η Ράιλμεχ φύσηξε καπνό προς τα δίπλα.

Ο Άτβος είπε στην Ιλρίνα: «Βλέπεις; Φυλάνε τις δυνάμεις τους, περιμένοντας να καταλάβουν πού κατευθυνόμαστε.»

«Σύντομα θα το καταλάβουν,» αποκρίθηκε εκείνη. «Ο ανατολικός στόλος δε θ’αργήσει τώρα να φτάσει στη Χαύδοραλ.»

«Πράγματι,» συμφώνησε ο Άτβος.

Και, χαιρετώντας τη Ράιλμεχ, βάδισαν προς την καμπίνα τους.

Το πρωί, ο Πρόμαχος δεν περίμενε επίθεση εναντίον τους, και τα πράγματα εξελίχτηκαν σύμφωνα με τις προσδοκίες του. Πέρασαν κάτω από μια μεγάλη γέφυρα και συνέχισαν ανενόχλητοι. Απόμακρα, ο Άτβος μπορούσε να δει κανένα ελικόπτερο να πετά, αλλά τα αεροσκάφη δεν ήρθαν κοντά στον στόλο. Θέλουν απλά να ξέρουν πού βρισκόμαστε. Περιμένουν… Κι αυτό, μάλλον, σήμαινε ότι στη Χαύδοραλ θα συναντούσαν σθεναρή αντίσταση. Οι Παντοκρατορικοί θα συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους εκεί που θα συμπέραιναν ότι σκόπευε να επιτεθεί ο στόλος.

Ήταν πολύ συνετό, τελικά, που χωρίσαμε τον στόλο μας σε ανατολικό και δυτικό, σκέφτηκε ο Άτβος. Τους αποπροσανατολίζει περισσότερο. Πρέπει να κοιτάνε και από δω και από κει.

Το βράδυ έφτασαν στο σημείο που ο ποταμός Κάνιλρεχ χανόταν μέσα στον ποταμό Νέρελρημ, και στις δυτικές όχθες ήταν οικοδομημένη η πόλη Τάρνελβακ, που, όπως ήξερε ο Άτβος, πολλές φορές στην Ιστορία της είχε αλλάξει χέρια, ακόμα και πρόσφατα. Μια ανήκε στο Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ στα δυτικά, μια στο Πριγκιπάτο Χαύδοραλ στα ανατολικά, μια στο Πριγκιπάτο Κάνρελ στα νότια (το Πριγκιπάτο που ήταν, δικαιωματικά και κληρονομικά, του Άτβος αλλά ο Στρατηγός του, ο Ρέτβελνος, το είχε σφετεριστεί). Η παρουσία των Παντοκρατορικών στη Βίηλ δεν είχε καταφέρει να αποτρέψει τον πόλεμο που είχε γίνει πριν από μια δεκαετία για την Τάρνελβακ. Έναν πόλεμο στον οποίο είχαν εμπλακεί και τα τρία γειτονικά Πριγκιπάτα. Το Σάνκριλαμ είχε στην κατοχή του την πόλη τότε, η Πριγκίπισσα Ισλάννα. Η Πριγκίπισσα Νιρλέτα, του Χαύδοραλ, είχε ξαφνικά θυμηθεί (ή, ίσως, να της είχαν θυμίσει κάποιοι από τους αριστοκράτες της) τους προγόνους της που κάποτε κατοικούσαν στην Τάρνελβακ, κι έτσι είχε επιτεθεί. Και ο Άτβος (που ήμουν Πρίγκιπας του Κάνρελ τότε – και σύντομα θα είμαι ξανά!) είχε θεωρήσει πως αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία να τους πάρει την Τάρνελβακ όσο τρώγονταν αναμεταξύ τους. Είχε καταφέρει να πείσει και τους Παντοκρατορικούς του Πριγκιπάτου του ότι αυτό θα τους συνέφερε όλους. Τελικά, το Χαύδοραλ είχε νικήσει εκείνο τον πόλεμο, μάλλον επειδή ήταν μικρότερο Πριγκιπάτο σε έκταση και μπορούσε εύκολα να συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις στο επίμαχο σημείο. Το Σάνκριλαμ και το Κάνρελ ήταν μεγαλύτερα και είχαν απλωμένες τις δυνάμεις τους σ’όλη την επικράτειά τους. Η Πριγκίπισσα Νιρλέτα είχε, βασικά, ενεργήσει γρήγορα, κι αυτό της είχε χαρίσει τη νίκη. Μετά, αφού είχε πατήσει γερά στην Τάρνελβακ, είχε πάρει εξωφρενικά μέτρα ασφάλειας για να μην καταληφθεί η πόλη από κανέναν άλλο· και ο Άτβος δεν μπορούσε να πείσει τη Σιτράθα – την τότε Παντοκρατορική Επόπτρια στο Κάνρελ – να συμφωνήσει μ’ένα σχέδιό του για να πάρουν την Τάρνελβακ.

Η Τάρνελβακ βρισκόταν ακόμα στα χέρια του Χαύδοραλ, και, καθώς περνούσαν από αντίκρυ της, ο Άτβος έβλεπε ότι οι στρατιώτες στα τείχη της ήταν έτοιμοι για πόλεμο. Δεν επιχείρησαν, όμως, να επιτεθούν στον στόλο του· ήταν απλώς προετοιμασμένοι μήπως και τους χτυπήσουν. Αλλά ο Άτβος δεν είχε έρθει τώρα για να καταλάβει την Τάρνελβακ. Εκείνος ο Πρίγκιπας που κατέστρωνε έξυπνα γεωπολιτικά σχέδια δεν υπάρχει πλέον. Τη θέση του έχει πάρει ένας Πρόμαχος της Επανάστασης. Του φαινόταν αστείο τώρα το γεγονός ότι κάποτε ήθελε τόσο να κατακτήσει την Τάρνελβακ. Οι Παντοκρατορικοί μάς έλεγχαν όλους, κι εμείς καθόμασταν και σκεφτόμασταν πώς να πάρουμε μια πόλη σ’ένα σημείο όπου συναντιούνται τα ποτάμια… Αναμφίβολα, αυτές οι μικροσυγκρούσεις – που δεν προκαλούσαν και τόσο μεγάλα προβλήματα – ήταν κάτι που η Παντοκράτειρα ενθάρρυνε, για να βάζει τους υπηκόους της να τρώγονται αναμεταξύ τους και, επομένως, να μην το βρίσκουν εύκολο να ενωθούν και να της εναντιωθούν. Ήμουν τόσο ανόητος, τότε, που έπαιζα τα παιχνίδια της…

Η Ράιλμεχ, που στεκόταν στην πρύμνη μαζί με τον Άτβος, την Ιλρίνα, τον Νισμάνος, και τον Ναλφίρες, είπε: «Ο ανατολικός στόλος έφτασε στη Χαύδοραλ. Γίνεται μάχη.»

«Πες μας,» την προέτρεψε ο Ναλφίρες Βάθμακ ενώ, συγχρόνως, ατένιζε την Τάρνελβακ καθώς την προσπερνούσαν και έμπαιναν στον πλατύ ποταμό Νέρελρημ, που ήταν σαφώς μεγαλύτερος από τον Κάνιλρεχ.

Η Ράιλμεχ τούς μιλούσε για τη νυχτερινή μάχη στη Χαύδοραλ ενόσω ο στόλος τους συνέχιζε το ταξίδι του ανενόχλητος από τους Παντοκρατορικούς.

22.

Η Κελρίτ, στεκόμενη στην πρύμνη του Ανέμου της Κοιλάδας, πέρασε, με τη βοήθεια της Αλιζέτ Βάθμακ, τον εκφωνητή στην πλάτη της. Άγγιξε το στόμα του εκφωνητή, το οποίο τυλιγόταν γύρω απ’το δεξί της αφτί και έφτανε μπροστά στο δικό της στόμα, και, αφού πάτησε το κουμπί που ενεργοποιούσε τη συσκευή, μίλησε.

«ΛΑΕ ΤΗΣ ΧΑΥΔΟΡΑΛ,» είπε, με τη φωνή της να μεγεθύνεται και να φτάνει ώς τα πέρατα της πόλης και στα περίχωρά της. «ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟ ΝΕΛΕΡΒΙΚ. ΣΑΣ ΜΟΙΑΖΕΙ ΟΤΙ ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΣΑΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ. ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΟΥΜΕ! ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΩΞΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟ ΣΑΣ. ΤΟ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟ ΝΕΛΕΡΒΙΚ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟ, ΜΕ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΣΤΟΝ ΘΡΟΝΟ! ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΛΙΓΟΙ – ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΛΛΟΙ! ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΙΓΚΙΠΑ, ΣΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ, ΘΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΑΛΗΘΙΝΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΗΣ ΒΙΗΛ ΝΑ ΕΞΕΓΕΙΡΟΝΤΑΙ! ΗΡΘΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΔΙΩΞΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΔΥΝΑΣΤΕΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΟΥΜΕ. ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΕΔΩ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑΣ. ΛΑΕ ΤΗΣ ΧΑΥΔΟΡΑΛ, ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, ΠΟΛΕΜΗΣΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ!»

Η Κελρίτ πάτησε το κουμπί που έκλεινε τον εκφωνητή. Στις επάλξεις της πόλης δεν μπορούσε να δει καμια αντίδραση, πέρα από μερικούς πολεμιστές να μιλάνε αναμεταξύ τους.

Στράφηκε στους συντρόφους της. «Εντάξει, έτσι;» Ήταν αβέβαιη για τον λόγο που είχε βγάλει: για το κάλεσμα προς τον λαό της Χαύδοραλ. Δεν είχε ποτέ της ξανακάνει κάτι τέτοιο· και δεν ήταν εκείνη σαν τη Βασνίτα, που τα πήγαινε καλά με τα λόγια και με όλους γενικά.

«Υπέροχα, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Κανένας μας δεν θα μπορούσε να τα είχε πει καλύτερα, εκτός από τη Βασνίτα Κάλνεραχ ίσως.»

Η Κελρίτ μειδίασε, ικανοποιημένη. Σοβαρέψου! σκέφτηκε όμως. Δε χρειάζεσαι επιβράβευση απ’αυτόν τον παράξενο προφήτη!

Ο Άνεμος της Κοιλάδας δεν βρισκόταν αραγμένος στις αποβάθρες της Χαύδοραλ, καθώς η ναύαρχος του ανατολικού στόλου εκφωνούσε το κάλεσμά της, αλλά στα μέσα του περιτειχισμένου κόλπου του λιμανιού, ώστε να μη μπορεί να γίνει στόχος από τα όπλα των Παντοκρατορικών. Το τελευταίο ενεργειακό κανόνι που φαινόταν στα τείχη της Χαύδοραλ, βέβαια, ήταν σχετικά μακριά, γι’αυτό κιόλας δεν το είχε χτυπήσει το ενεργειακό κανόνι του Ανέμου της Κοιλάδας· όμως, και πάλι, δεν ήταν κανείς να το ριψοκινδυνεύει. Επιπλέον, επάνω στα τείχη υπήρχαν κι άλλα όπλα: γιγάντιες βαλλίστρες, καταπέλτες που εκτόξευαν πελώριες σιδερένιες σφαίρες.

«Τα πάντα ήσυχα,» παρατήρησε η Ανταρλίδα.

«Περίμενες ότι θα στρέφονταν αμέσως εναντίον των Παντοκρατορικών;» ρώτησε η Αλιζέτ Βάθμακ.

«Όχι, αλλά περίμενα ότι ίσως οι Παντοκρατορικοί να προσπαθούσαν να μας χτυπήσουν.»

«Θα προετοιμάζονται,» είπε ο Ραφέλνες. «Ας κάνουμε κι εμείς το ίδιο.»

Ο Ζίρτελον τούς είπε: «Ο δυτικός στόλος τα ξημερώματα θα είναι εδώ.»

Η Ανταρλίδα ένευσε. «Όταν έρθει θα επιτεθούμε· κι αν οι άνθρωποι της Χαύδοραλ μάς βοηθήσουν, μας βοήθησαν. Αν όχι… όχι.»

«Ακριβώς,» συμφώνησε ο Ραφέλνες. «Δε μπορούμε να βασιστούμε σ’αυτούς για να πάρουμε την πόλη. Ίσως νάναι πολύ δειλοί για να ξεσηκωθούν εναντίον των Παντοκρατορικών.»

Η Ανταρλίδα θυμήθηκε ότι, στην αρχή, και ο Ραφέλνες ήταν κατά τού να ξεσηκωθούν εναντίον των Παντοκρατορικών, αλλά προτίμησε να μην πει τίποτα.

«Εγώ θα πάω στους πολεμιστές μας έξω από τ’ανατολικά τείχη της Χαύδοραλ,» συνέχισε ο Ιερός Μαχητής των Οστών, αλλάζοντας θέμα, «για να ξέρουν ότι είμαι μαζί τους και για να τους βοηθήσω στη μάχη που σύντομα θα γίνει.»

Η Ανταρλίδα κατένευσε. «Θα σε χρειαστούν.»

Ο Ραφέλνες έκανε να βαδίσει προς το κατάστρωμα του σκάφους, και η Αλιζέτ Βάθμακ τον ακολούθησε λέγοντας ότι θα πήγαινε μαζί του. Εκείνος διαφώνησε. «Καλύτερα να μείνεις με την Κελρίτ. Θα σε χρειαστεί περισσότερο απ’ό,τι εγώ, και θα είσαι πιο ασφαλής επάνω στη ναυαρχίδα.»

«Δεν ήρθα εδώ για να είμαι ασφαλής!»

Ο Ραφέλνες φάνηκε να θυμώνει μαζί της· τα γαλανά του μάτια γυάλισαν. «Σκοπεύεις να σκαρφαλώσεις στα τείχη, Αλιζέτ;»

«Αν χρειαστεί!»

«Μη λες ανοησίες. Θα μείνεις εδώ, και θα συναντηθούμε μέσα στην πόλη όταν την έχουμε πορθήσει,» είπε ο Ραφέλνες και, στρέφοντάς της την πλάτη, κατέβηκε τη σκάλα της πρύμνης.

Η Αλιζέτ τον ατένιζε οργισμένα, με τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της.

«Καλύτερα να κοιμηθούμε μερικές ώρες,» πρότεινε η Ανταρλίδα, «μέχρι να έρθει ο δυτικός στόλος.»

23.

Η Κελρίτ δεν μπορούσε να ξεκουραστεί. Μια κοιμόταν, μια ξυπνούσε, ξαπλωμένη καθώς ήταν στο στενό κρεβάτι της γέφυρας. Συνεχώς στριφογύριζε, μουγκρίζοντας, ξεφυσώντας, παραμερίζοντας τα ξανθά της μαλλιά από το ιδρωμένο μέτωπό της.

«Θα ησυχάσεις καμια ώρα, να κοιμηθούμε;» της είπε, σε κάποια στιγμή, η Αλιζέτ Βάθμακ, που ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στον καναπέ.

«Τι να κοιμηθείς; Εσύ κάθεσαι και καπνίζεις!» Η Κελρίτ έβλεπε την καύτρα μες στο σκοτάδι, μύριζε τον καπνό. «Ίσως γι’αυτό να μη μπορώ να κλείσω μάτι!»

«Είμαι τσαντισμένη.»

«Γιατί;»

Η Αλιζέτ δεν της απάντησε, και η Κελρίτ ξαναρώτησε: «Γιατί;»

«Κλείσε πια το στόμα σου και κοιμήσου!»

Η Κελρίτ αναστέναξε και γύρισε απ’την άλλη, ρίχνοντας την κουβέρτα της κάτω, γιατί νόμιζε πως τη ζέσταινε.

Την ίδια στιγμή, στο κατάστρωμα του Ανέμου της Κοιλάδας, η άλλη Αλιζέτ, η Σκοτεινή Βασίλισσα, βημάτιζε κοντά στην κουπαστή χαϊδεύοντας το λείο ξύλο της με το δεξί χέρι. Ούτε εκείνη κοιμόταν, αλλά όχι επειδή δεν μπορούσε να κοιμηθεί παρά επειδή δεν ήθελε. Προτιμούσε να βρίσκεται σε εγρήγορση κάτι τέτοιες ώρες, ακόμα κι αν χρησιμοποιούσε τον χρόνο για να χαλαρώσει. Αρχικά, όμως, είχε πάει στην καμπίνα της και είχε ξαπλώσει, γιατί αλλιώς ήξερε πως η Ανταρλίδα θα την ακολουθούσε εδώ για να την παρακολουθεί. Ακόμα δεν την εμπιστευόταν, και ίσως ποτέ να μη μπορούσε να την εμπιστευτεί, ό,τι κι αν γινόταν.

Στην ίδια καμπίνα με την Αλιζέτ ήταν και ο Ζίρτελον, και εκείνη είχε σηκωθεί χωρίς να τον ξυπνήσει και είχε ανεβεί στο κατάστρωμα. Δεν φορούσε τις μπότες της και είχε τα ρούχα της δεμένα χαλαρά επάνω της, με μια κάπα να κρέμεται από τους ώμους της για να την προστατεύει από την ψύχρα της νύχτας. Μαζί της κουβαλούσε μόνο ένα όπλο: ένα ξιφίδιο στη ζώνη της, πίσω από την πλάτη.

Άκουσε βήματα να την πλησιάζουν από τα νώτα. Δεν ήταν, όμως, τα βήματα της Ανταρλίδας. Κάποιος άλλος… Κοίταξε με την άκρια του ματιού της πάνω απ’τον ώμο της. Ο Ζίρτελον.

«Δεν κοιμόσουν, ε;» του είπε όταν εκείνος ήρθε κοντά της.

«Όχι.»

«Μ’άκουσες να σηκώνομαι;»

«Ναι.»

«Τελικά,» είπε η Αλιζέτ, «μου φαίνεται ότι κανένας δεν σκοπεύει ν’ακολουθήσει τη συμβουλή της Ανταρλίδας εκτός από την ίδια. Ο Τάμπριελ κοιμάται;»

«Δεν ξέρω.»

«Δεν ξέρεις;»

«Ο Μεγάλος Προφήτης έρχεται σε επαφή μαζί μας μόνο όταν εκείνος το επιθυμεί,» εξήγησε ο Ζίρτελον.

Η Αλιζέτ κάθισε πάνω στην κουπαστή, ατενίζοντας τα τείχη της Χαύδοραλ, σιωπηλά. Ύστερα, το βλέμμα της πήγε στα τείχη που περιέκλειαν τον κόλπο, για να δει εκεί τους πολεμιστές από το Πριγκιπάτο Νέλερβικ. Έχοντας κατακτήσει το λιμάνι, μπορούσαν να ανεβούν στις επάλξεις αυτών των τειχών, και, φυσικά, το είχαν κάνει. Παρατηρούσαν τη γύρω περιοχή τώρα.

Η Αλιζέτ δεν σκέφτηκε να πει τίποτ’άλλο στον Ζίρτελον καθώς η ώρα κυλούσε, και ούτε εκείνος τής μίλησε περισσότερο, πηγαίνοντας να καθίσει στα σκαλιά της πλώρης. Η αυγή τούς βρήκε ακόμα στις ίδιες θέσεις, και τότε οι παρατηρητές επάνω στα τείχη του κόλπου ύψωσαν βούκινα σαλπίζοντας δυνατά και μακρόσυρτα.

Ο δυτικός στόλος έρχεται, σκέφτηκε η Αλιζέτ αναγνωρίζοντας το σύνθημα· και σηκώθηκε από την κουπαστή, πηγαίνοντας στην καμπίνα της για να ετοιμαστεί.

Ο δυτικός στόλος, μετά από καμια ώρα, κατέκλυσε το λιμάνι της Χαύδοραλ αφού είχε αφήσει τους πολεμιστές του δυτικά της πόλης για να πολιορκήσουν τα τείχη της.

Ο Πρόμαχος Άτβος, η Ιλρίνα’νορ, η Ράιλμεχ, και ο Στρατηγός Ναλφίρες Βάθμακ συνάντησαν την Κελρίτ Βόρτεμαχ και τους υπόλοιπους επάνω στον Άνεμο της Κοιλάδας.

«Το ταξίδι σας ήταν καλό, Πρόμαχε, μας είπε ο Ζίρτελον,» είπε ο Τάμπριελ στον Άτβος.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος· «δεν δεχτήκαμε καμία επίθεση. Εδώ πώς είναι τα πράγματα;»

«Από τότε που σταμάτησαν οι συγκρούσεις, ήσυχα.»

«Πού είναι ο Νισμάνος;» ρώτησε η Κελρίτ.

«Με τους πολεμιστές μας, στα δυτικά,» απάντησε ο Ναλφίρες. Και προς την Αλιζέτ Βάθμακ: «Το ίδιο κι ο σύζυγός σου, να υποθέσω; Είναι με τους πολεμιστές στ’ανατολικά;»

«Ναι, θείε,» είπε εκείνη, μοιάζοντας ακόμα τσαντισμένη που ο Ραφέλνες δεν την είχε αφήσει να πάει μαζί του.

«Έχουμε κανένα σημάδι ότι μπορεί ο Πρίγκιπας να παραδοθεί;» ρώτησε ο Ναλφίρες.

«Τίποτα,» είπε η Κελρίτ. «Ούτε φωνή ούτε ακρόαση.»

«Κάνατε προσπάθεια να επικοινωνήσετε;»

«Φυσικά. Τους μιλήσαμε με εκφωνητή, ζητώντας τους να στραφούν εναντίον της Παντοκράτειρας.»

Ο Ναλφίρες κοίταξε τη Ράιλμεχ. «Δε μας το είπες αυτό…»

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Σας είπα τα βασικά, Στρατηγέ.»

Η Αλιζέτ Βάθμακ είπε: «Σιγά μην πάρει καμια πρωτοβουλία ο Πρίγκιπας. Η Επόπτρια τον ελέγχει.»

«Είχες πει ότι δεν την ξέρεις, όταν σε ρώτησα,» της θύμισε ο Τάμπριελ.

«Δεν την ξέρω, δεν την έχω συναντήσει ποτέ μου, αλλά έχω ακούσει γι’αυτήν. Λένε ότι πηδάει τον Πρίγκιπα κανονικά, κι εκείνος κάνει ό,τι του ζητάει.»

Ο Ναλφίρες την αγριοκοίταξε, αναμφίβολα επειδή δεν ενέκρινε τη φρασεολογία της.

«Τι, θείε;» είπε η Αλιζέτ. «Είναι αλήθεια, κατά πάσα πιθανότητα. Ο Πρίγκιπας Αλβάρος είναι μικρός· μόλις είκοσι χρονών. Είκοσι-δύο, βασικά, πρέπει νάναι τώρα, αν δεν κάνω λάθος.»

«Δεν είσαι και τόσο πιο μεγάλη απ’αυτόν, Αλιζέτ,» είπε ο Ναλφίρες. «Και δεν σε κοίταξα επειδή θεωρώ πως δεν είναι αλήθεια ότι η Επόπτρια κοιμάται με τον Πρίγκιπα του Χαύδοραλ.»

Η Αλιζέτ αναποδογύρισε τα μάτια. «Μεγάλοι Κολοσσοί…»

Μάλλον, σκέφτηκε η Κελρίτ, τώρα το κατάλαβε ότι ο Στρατηγός την αγριοκοίταξε επειδή είπε «πηδάει τον Πρίγκιπα κανονικά»· και δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει. Η Αλιζέτ θα ήταν πάντα η Αλιζέτ…

«Δηλαδή,» είπε ο Τάμπριελ, «δεν υπάρχει καμία περίπτωση να πάρουμε τους ανθρώπους της Χαύδοραλ με το μέρος μας;»

«Ο Πρίγκιπας προστάζει τους πολεμιστές του,» αποκρίθηκε η Κελρίτ, «και δεν νομίζω ότι θα τον παρακούσουν. Ο απλός λαός, βέβαια, δεν ξέρω τι θα κάνει, αλλά χωρίς όπλα… καταλαβαίνεις.»

«Ας τους δώσουμε μια τελευταία ευκαιρία να παραδοθούν,» πρότεινε ο Ναλφίρες.

Η Κελρίτ κατένευσε, και πρόσταξε έναν στρατιώτη να φέρει τον εκφωνητή στον Στρατηγό. Όταν, όμως, ο εκφωνητής είχε έρθει ο Ναλφίρες είπε: «Καλύτερα εσύ να μιλήσεις, Κελρίτ. Εσύ είχες μιλήσει και πριν.»

Τα Δαιμόνια γαμώ! σκέφτηκε εκείνη. Επίτηδες μού το κάνουν αυτό; Και την προηγούμενη φορά θα προτιμούσε να είχε μιλήσει κάποιος άλλος – ο Τάμπριελ, ίσως, ή η Ανταρλίδα· ή ο Ραφέλνες· ή ακόμα κι η Αλιζέτ, μα τους Μεγάλους Κολοσσούς! Όχι εγώ…

Αναστέναξε. «Εντάξει,» είπε, για να μη φανεί δειλή.

Η Αλιζέτ Βάθμακ τη βοήθησε πάλι να βάλει τον εκφωνητή στην πλάτη της, και η Κελρίτ τον ενεργοποίησε και είπε:

«ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΑΛΒΑΡΟΣ. ΔΕΝ ΗΡΘΑΜΕ ΕΔΩ ΩΣ ΕΧΘΡΟΙ ΣΟΥ ΑΛΛΑ ΩΣ ΕΧΘΡΟΙ ΤΩΝ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΩΝ. ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ Ο ΛΑΟΣ ΣΟΥ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, ΑΝΟΙΞΕ ΤΙΣ ΠΥΛΕΣ ΣΟΥ ΚΑΙ ΑΦΗΣΕ ΜΑΣ ΝΑ ΔΙΩΞΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑΣ. ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΑΣ!

»ΕΠΟΠΤΡΙΑ ΧΡΥΣΟΠΤΕΡΗ. ΠΑΡΑΔΩΣΟΥ ΤΩΡΑ, ΑΛΛΙΩΣ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΣ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΟΥ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΗΜΕΣ. ΑΝ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΣ ΤΩΡΑ, ΘΑ ΣΟΥ ΕΠΙΤΡΑΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ ΕΙΡΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΕΝΟΧΛΗΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΥΔΟΡΑΛ.»

Η Κελρίτ απενεργοποίησε τον εκφωνητή, και περίμεναν όλοι κάποια απάντηση από την πόλη.

Η απάντηση που ήρθε είχε τη μορφή ενεργειακής ριπής από το τελευταίο ενεργειακό κανόνι της Χαύδοραλ. Χτύπησε ένα από τα σκάφη του στόλου του Ναλφίρες τρυπώντας το από την κουβέρτα ώς την καρίνα. Το πλεούμενο άρχισε να βυθίζεται, και οι πολεμιστές επάνω του έτρεχαν και πηδούσαν σε άλλα, διπλανά σκάφη ή στη θάλασσα.

«Αυτό ήταν,» μούγκρισε ο Ναλφίρες Βάθμακ. «Τέρμα οι διαπραγματεύσεις με βαρβάρους, Κελρίτ.»

24.

Η επίθεση ξεκίνησε συγχρονισμένα απ’όλες τις μεριές της πόλης.

Οι πολεμιστές στα ανατολικά και στα δυτικά απλώθηκαν έτσι ώστε να μπορούν να επιτεθούν και στη βόρεια μεριά των τειχών, γιατί όσο μεγαλύτερη περιοχή κάλυπταν τόσο πιο δύσκολο θα ήταν για τους υπερασπιστές της Χαύδοραλ να τους κρατήσουν έξω. Εφόρμησαν με ψηλές σκάλες και ξύλινους πολιορκητικούς πύργους, κι άρχισαν να κοπανούν την ανατολική και τη δυτική πύλη της πόλης με πολιορκητικούς κριούς, σηκώνοντας σκόνη και μεγάλο βρόντο. Χτυπούσαν, επίσης, με γιγάντιες βαλλίστρες που είχαν φέρει από τα καράβια, και με μικρότερες βαλλίστρες που τις κρατούσαν βαλλιστροφόροι, ενώ τοξότες με μακριά τόξα εξαπέλυαν γρήγορα το ένα βέλος μετά το άλλο. Ο ουρανός είχε γεμίσει βλήματα που έπεφταν πάνω στις επάλξεις, με σκοπό να αναγκάσουν τους υπερασπιστές να καλυφθούν και να μη μπορούν να ενεργήσουν εναντίον των εφορμώντων πολεμιστών που προσπαθούσαν να εισβάλουν με τις σκάλες και τους πολιορκητικούς πύργους. Οι υπέρμαχοι της Χαύδοραλ απαντούσαν με βλήματα από τις δικές τους πολεμικές μηχανές και με βέλη από βαλλίστρες και τόξα.

«Για το Νέλερβικ!» φώναζε ο Ραφέλνες, για να εμψυχώσει τους μαχητές του. «Για το Νέλερβικ και την ελευθερία της Βίηλ! ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΛΕΡΒΙΚ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΗΛ!»

Και πολλοί άλλοι μιμήθηκαν την κραυγή του: ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΛΕΡΒΙΚ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΗΛ! ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΛΕΡΒΙΚ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΗΛ! Οι φωνές τους γέμιζαν τον αέρα, μαζί με τις κραυγές των τραυματισμένων και των ετοιμοθάνατων και τους τρομερούς γδούπους των πολεμικών μηχανών και των πολιορκητικών κριών.

Στο λιμάνι της Χαύδοραλ, η Κελρίτ πρόσταξε το κανόνι του Ανέμου της Κοιλάδας να δημιουργήσει δρόμο για τους πολεμιστές της, και δύο ενεργειακές ριπές ανατίναξαν τη μπλοκαρισμένη πύλη του λιμανιού, φτιάχνοντας ένα μεγάλο άνοιγμα στα τείχη. Οι μαχητές του Νέλερβικ όρμησαν από εκεί, κραυγάζοντας· αλλά συνάντησαν σθεναρή αντίσταση, καθώς και τις ενεργειακές ριπές του κανονιού στις επάλξεις της πόλης.

Ο Άτβος και η Ιλρίνα’νορ ήταν καθισμένοι στις θέσεις του κανονιού στο Μένος των Ποταμών, η δεύτερη για να ρυθμίζει την ενεργειακή του ροή και ο πρώτος για να σημαδεύει: και ο Πρόμαχος τώρα προσπάθησε να χτυπήσει το κανόνι των εχθρών τους, αλλά βρήκε ότι ήταν – για μερικά μέτρα, ίσως – εκτός εμβέλειας. Αν πλησιάσουμε περισσότερο, θα κινδυνέψουμε κι εμείς, σκέφτηκε. Καλύτερα, επομένως, να κάνουμε κάτι άλλο. Έστρεψε το στόχαστρό του στα τείχη του λιμανιού και τα χτύπησε, ξανά και ξανά, ανατινάζοντάς τα και δημιουργώντας ακόμα ένα άνοιγμα απ’το οποίο μπορούσαν να εισβάλουν οι μαχητές του Νέλερβικ και οι επαναστάτες του.

Η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει. Οι υπερασπιστές δεν μπορούσαν να απωθούν τους επιτιθέμενους από κάθε μεριά. Σ’ορισμένα σημεία οι πολιορκητές περνούσαν, και συμπλοκές ξεσπούσαν στις επάλξεις των τειχών και στους δρόμους της πόλης.

25.

«Θα πάρουν την πόλη μου!» φώναξε ο Πρίγκιπας Αλβάρος, κοιτάζοντας από ένα παράθυρο του κάστρου του, που ήταν χτισμένο στη βόρεια μεριά της Χαύδοραλ, επάνω στον λόφο που ήταν γνωστός στους ντόπιους ως το Κεφάλι του Κολοσσού, γιατί έμοιαζε με το επάνω μέρος του κεφαλιού κάποιου υποθετικά θαμμένου γίγαντα.

Ο Πρίγκιπας στράφηκε, εξοργισμένος. «Μου είπες ότι δεν θα μπορούσαν να πάρουν την πόλη μου, παρά τις απειλές τους!» ούρλιαξε, σφίγγοντας τις γροθιές του. Το γαλανό δέρμα του προσώπου του έμοιαζε να έχει μαυρίσει· τα μάτια του είχαν μετατραπεί σε δύο σχισμές οργής.

Η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη τον ατένιζε ψύχραιμα. Αν ο Πρίγκιπας – που ποτέ δεν ήταν και πολύ σταθερή προσωπικότητα, κατά τη γνώμη της – έφευγε τώρα από τον έλεγχό της, τα πράγματα θα δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο. «Μην ανησυχείς τόσο εύκολα, Αλβάρος,» του αποκρίθηκε. «Τίποτα δεν κρίθηκε ακόμα.»

«Μας έχουν κυκλώσει! Μας επιτίθενται από παντού!» Ο Πρίγκιπας έδειξε έξω απ’το παράθυρο. «Ο αδελφός μου τραυματίστηκε χτες, στο λιμάνι – δεν ξέρω καν αν θα ζήσει!»

«Γι’αυτό δεν έφταιγα εγώ, Πρίγκιπά μου. Ο Μέλτρος βιάστηκε να επιτεθεί ίσως· ή ίσως να ήταν απλά άτυχος. Το ξέρω πως αυτός είναι ο πρώτος πόλεμος που ζεις, Πρίγκιπά μου, αλλά πρέπει να δείξεις θάρρος.»

«Μ’αποκαλείς ‘δειλό’ τώρα, Ανδρομάχη;»

Η Παντοκρατορική Επόπτρια γέλασε. «Μη φέρεσαι παιδιάστικα,» είπε, πλησιάζοντάς τον ακόμα περισσότερο απ’ό,τι ήταν ήδη κοντά του, πιέζοντας το σώμα της επάνω του, το στήθος της επάνω στο στήθος του. «Το καταλαβαίνεις ότι ξέρω τι κάνω, έτσι; Πότε σού έχω κάνει κάτι που δε σ’αρέσει;» Τα χείλη της άγγιξαν τα δικά του, κι έκανε ένα βήμα μπροστά, αναγκάζοντας την πλάτη του Αλβάρος να συναντήσει την άκρη του παραθύρου. «Οι πόλεμοι χρειάζονται ψυχραιμία, λύκε μου,» του ψιθύρισε. «Θα τους διώξουμε από εδώ, σύντομα. Εν τω μεταξύ, να είσαι συνέχεια κοντά μου.»

Από κάτω τους, οι κραυγές των μαχόμενων αντηχούσαν, καθώς κι ο βρόντος των πολεμικών μηχανών.

Ο Αλβάρος είπε, βραχνά: «Θα μπορέσουν να τους κρατήσουν έξω;»

«Αν δεν τους κρατήσουν έξω, θα τους κατασφάξουμε μέσα,» υποσχέθηκε η Ανδρομάχη. «Οι δρόμοι μιας πόλης είναι, πολλές φορές, πιο καλό αμυντικό έργο από τα τείχη της.» Μπορούσε να αισθανθεί τη στύση του σκληρή κάτω από το παντελόνι του. Ο μικρός είναι φοβισμένος αλλά όχι και τόσο φοβισμένος… Η Ανδρομάχη μειδίασε στραβά και τον φίλησε, τώρα επειδή το ήθελε.

26.

Ο Ραφέλνες πήδησε πρώτος έξω από τον πολιορκητικό πύργο, επάνω στις επάλξεις των τειχών της Χαύδοραλ. Δύο λεπίδες αμέσως τον χτύπησαν, η μία στα πλευρά, η άλλη στον ώμο: και το μόνο που έκαναν ήταν να χαράξουν λιγάκι την κοκάλινη αρματωσιά του. Κραυγάζοντας και γελώντας, ο Ιερός Μαχητής των Οστών σπάθισε τον έναν εχθρό στο λαιμό, σχεδόν κόβοντας το κεφάλι του, και κάρφωσε την άλλη στην κοιλιά, διαπερνώντας την πέρα για πέρα και κάνοντας το μεγάλο σπαθί του να βγει αιματοβαμμένο απ’τη ράχη της. Οι πολεμιστές του τον ακολούθησαν, ουρλιάζοντας και χτυπώντας ολόγυρα καθώς ξεχύνονταν πάνω στις επάλξεις.

για το Νέλερβικ και τη Βίηλ! για το Νέλερβικ και τη Βίηλ! για το Νέλερβικ και τη Βίηλ! – οι πολεμικές κραυγές αντηχούσαν ακατάπαυστα.

Μακελεύοντας τους υπερασπιστές που βρίσκονταν σ’αυτό το τμήμα των τειχών και αποτρέποντας άλλους απ’το να πλησιάσουν, ο Ραφέλνες και οι πολεμιστές του δημιούργησαν ένα πολύ σημαντικό άνοιγμα στην άμυνα της Χαύδοραλ. Ολοένα και περισσότεροι μαχητές του Νέλερβικ έρχονταν τώρα από τον ξύλινο πολιορκητικό πύργο–

Κι ύστερα ο πύργος ανατινάχτηκε. Τα ξύλα του εκτοξεύτηκαν ολόγυρα και δεκάδες άνθρωποι ακούστηκαν να ουρλιάζουν καθώς εξαϋλώνονταν ή καίγονταν ή έπεφταν από μεγάλο ύψος.

Το ενεργειακό κανόνι! κατάλαβε αμέσως ο Ραφέλνες, κι έστρεψε το γαλανό του βλέμμα στο καταστροφικό όπλο που είχε γυρίσει τη μουσούδα του προς τη μεριά του και των πολεμιστών του. «Φύγετε!» φώναξε. «Κατεβείτε!» Αλλά ο ίδιος δεν έτρεξε στις πέτρινες σκάλες που ήταν εκεί κοντά· έτρεξε πάνω στις επάλξεις, σπαθίζοντας εχθρούς ή σπρώχνοντάς τους, αγνοώντας τα χτυπήματά τους σαν να ήταν τσιμπήματα εντόμων. Κατευθυνόμενος προς το ενεργειακό κανόνι.

Το οποίο τώρα έβαλε ξανά. Και η ριπή του ανατίναξε τη μεριά των επάλξεων όπου είχαν συγκεντρωθεί τόσοι από τους μαχητές του Νέλερβικ, σκοτώνοντας όσους δεν είχαν προλάβει να φύγουν.

Ο Ραφέλνες, τρέχοντας, συνάντησε κι άλλους συμπολεμιστές του που είχαν κατορθώσει να ανεβούν στα τείχη, κι αυτοί τον ακολούθησαν, πετσοκόβοντας τους εχθρούς τους, πλησιάζοντας το κανόνι, το οποίο βρισκόταν επάνω σ’έναν πυργίσκο των τειχών… και έστρεψε την κάννη του προς τη μεριά τους.

Όχι πάλι!… γρύλισε από μέσα του ο Ραφέλνες.

Η ενεργειακή ριπή εκτοξεύτηκε· ο Ιερός Μαχητής των Οστών είδε φως παντού γύρω του, αισθάνθηκε το πάτωμα από κάτω του να διαλύεται, αισθάνθηκε διάφορα κομμάτια να τον χτυπάνε, και θολούρα και σκοτάδι τύλιξαν τα πάντα καθώς έπεφτε…

27.

Η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, ο Τάμπριελ, ο Ζίρτελον, η Ράιλμεχ, και ο Όρνιφιμ μπήκαν στην πόλη αφού οι πολιορκητές είχαν απωθήσει τους υπερασπιστές της Χαύδοραλ από την κατεστραμμένη πύλη του λιμανιού και τους είχαν αναγκάσει να υποχωρήσουν μέσα στους δρόμους και να οχυρωθούν εκεί. Η Κελρίτ, η Αλιζέτ Βάθμακ, ο Στρατηγός Ναλφίρες, ο Άτβος, και η Ιλρίνα’νορ βρίσκονταν πίσω τους, ακολουθώντας. Όλοι τους είχαν όπλα στα χέρια, αλλά κανένας δεν είχε χρειαστεί να ματώσει τη λεπίδα του ακόμα· μονάχα η Αλιζέτ Βάθμακ είχε ρίξει μερικά βέλη από τη μαύρη, λαξευτή, διπλή βαλλίστρα της, τοξεύοντας πολεμιστές που στέκονταν πάνω σε σπίτια και που έφεραν κι εκείνοι βαλλίστρες ή τόξα.

«Αυτό το ενεργειακό κανόνι χτυπά τα ίδια τα τείχη τους,» παρατήρησε η άλλη Αλιζέτ, η Μαύρη Δράκαινα, κοιτάζοντας προς τ’ανατολικά και δείχνοντας.

«Πράγμα που μπορεί να είναι καλό σημάδι,» είπε ο Ζίρτελον. «Σημαίνει ότι τα τείχη τους γίνονται ολοένα και περισσότερο δικά μας.»

«Ο Ραφέλνες…» είπε η Αλιζέτ Βάθμακ. «Ίσως νάναι εκεί.»

«Τίποτα δεν μπορεί να βλάψει έναν Ιερό Μαχητή των Οστών, Αλιζέτ,» προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Ναλφίρες.

«Ούτε ένα ενεργειακό κανόνι, θείε;»

«Είναι πολύ δύσκολο να σημαδέψεις έναν μόνο πολεμιστή, μέσα σε τέτοιο πλήθος.»

Η Σκοτεινή Βασίλισσα πρότεινε: «Ας πάμε να τακτοποιήσουμε αυτό το ενεργειακό κανόνι. Έτσι κι αλλιώς, μόνο ένα είναι.»

«Δεν είναι, όμως, και τόσο κοντά μας,» είπε ο Ναλφίρες, καθώς τώρα όλοι τους κρύβονταν μέσα σ’ένα σοκάκι όπου ήταν κι άλλοι από τους πολεμιστές τους. Πιο πέρα, οι δρόμοι της Χαύδοραλ δεν ήταν ακόμα δικοί τους, και άγριες συγκρούσεις γίνονταν στο σύνορο που είχε δημιουργηθεί μες στην πόλη. «Πώς σκοπεύεις να φτάσουμε εκεί; Είναι αδύνατο να περάσουμε μέσα από τόσους εχθρούς χωρίς να μας σκοτώσουν!»

«Αδύνατο;» κάγχασε κοφτά η Αλιζέτ.

Ο Ναλφίρες την ατένισε επικριτικά. «Με κοροϊδεύεις, μα των Δαιμόνιων τις ανάσες!;»

«Μπορεί να είναι αδύνατο για σένα,» του είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα, «αλλά όχι και για εμένα. Μπορώ να φτάσω σ’αυτό το κανόνι – εύκολα.»

«Ποια νομίζει ότι είναι αυτή η γυναίκα;» είπε ο Ναλφίρες στον Τάμπριελ.

Εκείνος χαμογέλασε – αχνά αλλά χαμογέλασε – σπάνιο φαινόμενο, όφειλε να παρατηρήσει η Ανταρλίδα. «Αφού η Αλιζέτ λέει ότι μπορεί να το κάνει, Στρατηγέ, τότε μπορεί· είμαι βέβαιος.»

Ο Ναλφίρες συνοφρυώθηκε. «Λέτε τρελά πράγματα!» Στράφηκε στον Άτβος.

Ο Πρόμαχος είπε: «Ο Τάμπριελ έχει δίκιο, Στρατηγέ. Η Αλιζέτ είναι Μαύρη Δράκαινα.»

«Δεν είμαι μια οποιαδήποτε Μαύρη Δράκαινα,» είπε η Αλιζέτ. «Κι αν δεν έχετε τίποτ’άλλο να μου πείτε, τώρα θα πάω να κάνω τη δουλειά μας.»

Ο Ναλφίρες την ατένιζε έκπληκτος. Αναμφίβολα, αναρωτιόταν αν ήταν τρελή.

«Πήγαινε,» είπε ο Τάμπριελ στη Σκοτεινή Βασίλισσα.

Εκείνη ένευσε και–

«Θα έρθω κι εγώ,» δήλωσε η άλλη Αλιζέτ.

«Τι!» έκανε ο Ναλφίρες. «Μα το ανάστημα των Κολοσσών! έχετε χάσει όλοι τα λογικά σας;»

«Δε χρειάζομαι τη βοήθειά σου,» είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα στη συνονόματή της. «Ούτε το πτώμα σου.»

Η Αλιζέτ Βάθμακ την ατένισε σαν να ήταν έτοιμη να της χιμήσει, αλλά είπε: «Ο Ραφέλνες είναι εκεί! Θέλω να μάθω αν–»

«Δε θα το μάθεις έτσι,» τη διαβεβαίωσε η Αλιζέτ. «Θα κοιτάξω εγώ και θα σου πω αν τον είδα.» Ύστερα, στράφηκε κι έφυγε από κοντά τους. Πήδησε και πιάστηκε στην άκρη μιας οροφής· ανέβηκε επάνω στο σπίτι τόσο εύκολο όσα θ’ανέβαινε και μια γάτα, και χάθηκε απ’τα μάτια τους.

Ο Τάμπριελ κοίταξε την Ανταρλίδα, μοιάζοντας λιγάκι παραξενεμένος – πράγμα που θα παρατηρούσες μόνο αν τον ήξερες καλά, όπως εκείνη. Απορεί γιατί δεν πρότεινα να πάω μαζί με την Αλιζέτ.

«Δεν πρόκειται τώρα να μας προδώσει,» του είπε. «Τι να προδώσει, άλλωστε; Το σχέδιό μας είναι ‘επίθεση μέχρι ο εχθρός να πέσει’ – η Επόπτρια θα το έχει ήδη μαντέψει, σίγουρα.»

«Εγώ έλεγα, Ανταρλίδα, ότι ίσως ήθελες να τη βοηθήσεις…»

«Με δουλεύεις, έτσι;»

«Τίποτα δεν αποκλείεται.»

«Θα πρέπει να χαμογελάς περισσότερο.»

Ο Τάμπριελ χαμογέλασε, επιτηδευμένα. Και ήταν τρομαχτικό.

28.

Μέσα από τις Ερημιές με περνάνε οι Οδηγοί ενώ ακούγεται το σφύριγμα ενός ξερού ανέμου. Μπορούν κι αποφεύγουν τα θηρία με κάποιον τρόπο, σα ν’ακολουθούν ένα αόρατο μονοπάτι: ένα μονοπάτι που μονάχα εκείνοι μπορούν να δουν. Και φτάνουμε στον Τόπο Ανάπαυσης. Μέσα στη νύχτα, μου φαίνεται σαν τα κόκαλα των Λάν’τραχαμ να φωσφορίζουν, περιτριγυρισμένα καθώς είναι από τις γιγάντιες αρχαίες πέτρες.

Στέκομαι μπροστά στο κοίλωμα του εδάφους, ενώ οι Οδηγοί αρχίζουν να χτυπούν τα τύμπανά τους και να τραγουδούν στην Αρχαία Γλώσσα. Βγάζω τα ρούχα μου, αποφασισμένος γι’αυτό που πρόκειται να κάνω. Γνωρίζω τους κινδύνους, γνωρίζω ότι στην αρχή ο πόνος θα είναι μεγάλος… όμως μετά η ανταμοιβή θα είναι εξίσου μεγάλη. Κι επιπλέον, το νιώθω πως οι νεκροί Λάν’τραχαμ με καλούν. Ή ίσως απλά να είναι η επιθυμία μου να γίνω Ιερός Μαχητής που με καλεί.

Οι Οδηγοί με ραίνουν μ’ένα κολλώδες υγρό καθώς στέκομαι γυμνός αντίκρυ στα οστά που απλώνονται σαν λίμνη. Μου δίνουν να πιω κάποιο παρασκεύασμά τους μέσα σ’ένα ξύλινο κύπελλο – πικρό και σαν φωτιά στον λαιμό και στην κοιλιά μου. Μια παράξενη δύναμη, όμως, νομίζω ότι τώρα με πλημμυρίζει, λες κι η φωτιά να έχει εξαπλωθεί από τα σπλάχνα μου σε κάθε σημείο του σώματός μου.

Οι Οδηγοί συνεχίζουν να χτυπάνε τα τύμπανά τους και να τραγουδούν στην Αρχαία Γλώσσα. Τα φαρδιά ρούχα τους ανεμίζουν. Τα κεφάλια τους είναι κρυμμένα μέσα σε κουκούλες, τα πρόσωπά τους πίσω από μάσκες. Κανείς δεν βλέπει τα πρόσωπά τους· σύμφωνα με μια δοξασία, δεν είναι καν άνθρωποι.

Με ραίνουν με μια σκόνη που κολλά πάνω στο δέρμα μου, πάνω στο υγρό που γυαλίζει στο φως των δαυλών. Το τραγούδι των Οδηγών μετατρέπεται σ’ένα συνεχόμενο ουλουλουλουλουλουλουλουλου… Νιώθω το σώμα μου να φλέγεται, από μέσα και από έξω. Φταίει η σκόνη που μου έριξαν; Φταίει το ποτό;

(ουλουλουλουλουλουλουλουλουλου)

Νομίζω ότι ζαλίζομαι.

Ένας από τους Οδηγούς δείχνει με το λαξευτό ραβδί του. Δείχνει προς τη λίμνη των ιερών οστών. Κοιτάζω, και είναι σαν να βλέπω ξαφνικά κάπου αλλού. Μια θεόρατη μορφή πυργώνεται από τη γη ώς τους ουρανούς, ατενίζοντάς μας· και πλάι της, δεξιά κι αριστερά της, δύο άλλες μορφές, παρόμοιου ύψους, με μακριά πόδια και μακριά χέρια, μακριά μούσια και μακριά μαλλιά. Τα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών! Η αναπνοή μου έχει κοπεί.

Και μετά, βλέπω ένα ολόκληρο κοπάδι από Λάν’τραχαμ – κάτι που λένε ότι ποτέ δεν συναντά κανείς στις μέρες μας. Τα γιγάντια πλάσματα περιφέρονται μέσα σ’ένα δάσος, μοιάζοντας να ξεγλιστρούν από την ίδια τη βλάστηση, με πράσινο δέρμα και σκούρες πράσινες τρίχες. Ορισμένα γέρνουν τους λαιμούς τους για να δαγκώσουν καρπούς που κρέμονται από τα κλαδιά των δέντρων. Τι μεγαλειώδες θέαμα!

Αισθάνομαι τις φλόγες να έχουν τυλίξει την ψυχή και το σώμα μου. Νομίζω ότι ουρλιάζω μαζί με τους Οδηγούς.

(ουλουλουλουλουλουλουλουλουλουλου)

Το λαξευτό ραβδί εξακολουθεί να δείχνει.

Βλέπω έναν Λάν’τραχαμ να έρχεται στον Τόπο Ανάπαυσης, αντίκρυ μου, να στέκεται μισοβυθισμένος μέσα στα οστά των προγόνων του και να με ατενίζει με μαύρα, γυαλιστερά μάτια. Να με καλεί.

Ξαπλώνει. Τα μάτια του κλείνουν. Πεθαίνει. Το ξέρει πως έχει έρθει η ώρα του, γι’αυτό είναι εδώ. Το σώμα του αποσυντίθεται με ονειρικά ταχύ ρυθμό. Η σάρκα λιώνει, εξαφανίζεται, μονάχα τα οστά απομένουν.

Κατεβαίνω μέσα στο κοίλωμα και βαδίζω προς τα οστά, ολόκληρος φλεγόμενος, μέσα και έξω.

(ουλουλουλουλουλουλουλουλουλουλου)

Αγγίζω τα κόκαλα, και μέσα στα χέρια μου γίνονται εύπλαστα σαν πηλός. Τα βάζω επάνω στο γυμνό μου σώμα, και ουρλιάζω από τον πόνο–

(ουλουλουλουλουλουλουλουλουλου)

Διαμορφώνω την πανοπλία μου. Σφαδάζοντας.

Ένα βάρος – ένα τρομερό βάρος – είναι, ξαφνικά, επάνω μου–

Ο Ραφέλνες ξύπνησε. Τα γαλανά του μάτια άνοιξαν μέσα στο οστέινο κράνος του.

29.

Είδε μια γυναίκα να στέκεται από πάνω του, με δέρμα λευκό, μαύρα μαλλιά, και μάτια γκρίζα και γυαλιστερά, που θύμιζαν λεπίδες. Ντυμένη με μελανή στολή.

Η γυναίκα που είχε το ίδιο όνομα με τη σύζυγό του. Η Μαύρη Δράκαινα.

«Είσαι ζωντανός, λοιπόν,» είπε η Αλιζέτ, και ορθώθηκε γιατί είχε γονατίσει από πάνω του. «Πρέπει να με βοηθήσεις, αλλιώς δε μπορώ να σε βγάλω από δω.»

Ο Ραφέλνες προσπάθησε να ανασηκωθεί και το βρήκε αδύνατο. Γύρω του το μέρος ήταν γεμάτο μεγάλες βαριές πέτρες. Τι…; Πού…; Και θυμήθηκε. Το τείχος είχε χτυπηθεί από το ενεργειακό κανόνι· είχε καταρρεύσει. Ανάμεσα στα συντρίμμια, ο Ραφέλνες μπορούσε να δει πλακωμένους ανθρώπους. Πρόσωπα αιματοβαμμένα· οι κοιλιές και τα στήθη τους είχαν σπάσει και αίμα είχε τιναχτεί απ’τη μύτη και το στόμα τους. Ο Ραφέλνες ήταν επίσης πλακωμένος από τις κοτρόνες, και κανονικά έπρεπε να ήταν κι εκείνος νεκρός, αλλά η οστέινη πανοπλία του τον είχε σώσει.

«Ναι,» μούγκρισε, κι άρχισε να σπρώχνει, με το δεξί χέρι, την πέτρα που πλάκωνε το αριστερό επάνω στα πλευρά του. Η Αλιζέτ τον βοήθησε. Ο Ραφέλνες είδε σκληρούς μύες να διαγράφονται κάτω απ’τη μαύρη στολή της. Η πέτρα, τελικά, μετακινήθηκε, έφυγε. Ο Ραφέλνες ανασηκώθηκε, και τώρα έσπρωξε μια από τις πέτρες που πλάκωναν την κοιλιά και τα πόδια του· η Αλιζέτ, και πάλι, τον βοήθησε. Γύρω τους ιαχές μάχης ακούγονταν, αλλά δεν ήταν πολύ κοντά, μπορούσε να καταλάβει ο Ραφέλνες· δεν έβλεπε πολεμιστές να μάχονται δίπλα σ’εκείνον και τη Μαύρη Δράκαινα.

Όταν ήταν ελεύθερος από τις πέτρες, σηκώθηκε όρθιος. Μετά δυσκολίας. Η οστέινη πανοπλία του ήταν τσακισμένη και σπασμένη σε σημεία· το σώμα του, όμως, δεν πρέπει να είχε πάθει καμια σοβαρή ζημιά.

«Μπορείς να κινηθείς;» τον ρώτησε η Αλιζέτ.

«Ναι, έτσι νομίζω.» Ο Ραφέλνες πήρε το μεγάλο του σπαθί, τραβώντας τη λεπίδα ανάμεσα από τις δύο πέτρες όπου ήταν πιασμένη.

«Πήγαινε στους πολεμιστές του Νέλερβικ, τότε. Είναι από κει.» Έδειξε. «Τους είδα καθώς ερχόμουν.»

«Εσύ πώς βρέθηκες εδώ;»

Η Αλιζέτ έδειξε τώρα το ενεργειακό κανόνι πάνω στον πυργίσκο. «Αυτός είν’ο λόγος.»

«Κι εγώ εκεί προσπαθούσα να φτάσω, όταν μου έριξε.»

«Εμένα,» είπε η Αλιζέτ, «δεν θα με δει να πλησιάζω.» Κι έφυγε, γρήγορα αλλά, παραδόξως, χωρίς να δίνει την εντύπωση πως έτρεχε. Ο Ραφέλνες την έχασε μες στη θολούρα της μάχης.

30.

Το ενεργειακό κανόνι σταμάτησε να ρίχνει.

«Γιατί σταμάτησε να ρίχνει;» φώναξε ο Πρίγκιπας Αλβάρος, δείχνοντάς το από το παράθυρο.

Η Ανδρομάχη δεν μίλησε. Στένεψε τα μάτια, παρατηρώντας το μεγάλο όπλο. Ο πυργίσκος επάνω στον οποίο βρισκόταν ήταν σε αρκετή απόσταση από το κάστρο, και η Επόπτρια δεν μπορούσε να διακρίνει λεπτομέρειες. Στρεφόμενη στο εσωτερικό της μεγάλης αίθουσας, πρόσταξε έναν από τους Παντοκρατορικούς στρατιώτες που στέκονταν στην περιφέρειά της μαζί με τους στρατιώτες του Πρίγκιπα: «Φέρε μου ένα ζευγάρι κιάλια.» Ο λευκοντυμένος πολεμιστής έφυγε, βαδίζοντας βιαστικά.

«Πρέπει να κατάφεραν να το καταστρέψουν!» είπε ο Αλβάρος, οργισμένα. «Γιατί, αλλιώς, να σταματήσει να ρίχνει;»

«Οι επιτιθέμενοι δεν φαίνεται να έχουν κατορθώσει να φτάσουν σ’αυτό το σημείο των τειχών, Πρίγκιπά μου,» διαφώνησε η Ανδρομάχη. «Είναι ακόμα πολεμιστές μας εκεί – δες. Περιφρουρούν τον πυργίσκο, στεκόμενοι στις επάλξεις γύρω του.»

Ο Αλβάρος, αγνοώντας την, βάδισε προς το βάθος της μεγάλης αίθουσας όπου βρισκόταν ο Θρόνος του Χαύδοραλ. Μπροστά στον θρόνο ήταν στημένο ένα τηλεπικοινωνιακό σύστημα με πομποδέκτη και οθόνη, το οποίο τροφοδοτείτο με ανεξάρτητη εστία, όχι με μια απ’αυτές που τροφοδοτούσαν τα περισσότερα μηχανήματα στο κάστρο μέσω καλωδίων. Ο Πρίγκιπας άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο πατώντας δύο κουμπιά, και, κρατώντας το μικρόφωνο στο χέρι, είπε: «Σας καλεί ο Πρίγκιπας Αλβάρος. Γιατί σταματήσατε να χτυπάτε τον εχθρό;»

Καμία απάντηση· μονάχα παράσιτα.

«Σας καλεί ο Πρίγκιπας Αλβάρος! Απαντήστε μου!»

Πάλι, κανένας δεν μίλησε.

«Το σαμπόταραν!» είπε ο Αλβάρος στην Ανδρομάχη.

Εκείνη πλησίασε για να δει αν ο Πρίγκιπας είχε εκπέμψει στη σωστή συχνότητα. Κοίταξε την οθόνη και διαπίστωσε ότι η συχνότητα ήταν σωστή. Πρέπει να έχει δίκιο… σκέφτηκε.

«Γιατί δεν μιλάς;» απαίτησε ο Αλβάρος.

«Τι να πω;» αντιγύρισε η Ανδρομάχη. «Δεν ξέρω τι έχει συμβεί!»

Τότε, ο Παντοκρατορικός στρατιώτης επέστρεψε στην αίθουσα φέρνοντας στην Επόπτρια τα κιάλια που του είχε ζητήσει. Η Ανδρομάχη τα πήρε και πήγε στο παράθυρο· τα ύψωσε στα μάτια της και κοίταξε στην κορυφή του πυργίσκου όπου βρισκόταν το κανόνι. Στις θέσεις τους φαινόταν να κάθονται ο μάγος και ο πυροβολητής, κανονικά. Αλλά ήταν κι οι δύο νεκροί· κάποιος είχε σχίσει τους λαιμούς τους.

«Τους σκότωσαν,» είπε η Ανδρομάχη σαν να ήταν βρισιά, καθώς κατέβαζε τα κιάλια. «Σκότωσαν τον χειριστή και τον μάγο του κανονιού.»

«Μα… πώς έφτασαν εκεί;» φώναξε ο Αλβάρος. «Ο πυργίσκος είναι κυκλωμένος από δικούς μας πολεμιστές!» Ήταν ξανά κοντά στο παράθυρο, δίπλα της, δείχνοντας τους οπλοφόρους στις επάλξεις.

Η Ανδρομάχη ύψωσε πάλι τα κιάλια. Κοίταξε να δει μήπως, τελικά, δεν ήταν δικοί τους οι πολεμιστές. Δικοί τους ήταν, όμως. Παντοκρατορικοί και του Χαύδοραλ. Τότε…; Μονάχα μία πιθανή εξήγηση υπήρχε: κάποιος είχε ανεβεί στον πυργίσκο από την είσοδό του κάτω, στο έδαφος. Για να φτάσει, όμως, εκεί… Πώς είχε κατορθώσει να φτάσει εκεί;

Κατέβασε τα κιάλια της. Πρέπει να ξαναοπλίσουμε το κανόνι, να βάλουμε έναν μάγο μέσα του! Μετά, όμως, αναρωτήθηκε: Αυτός που τους σκότωσε δεν θα το σαμπόταρε κιόλας; Δεν θα έκοψε καλώδ–;

Βήματα μπήκαν στην αίθουσα.

«Υψηλότατε! Τα πράγματα είναι άσχημα στους δρόμους της πόλης.»

Η Ανδρομάχη στράφηκε για να δει πως είχε μιλήσει ο Νεσνάρες, ο Στρατηγός του Χαύδοραλ και θείος του Πρίγκιπα. Ήταν αδελφός του πατέρα του Αλβάρος, ο οποίος δεν κατοικούσε πλέον στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου.

«Δε μπορεί να είναι και τόσο άσχημα, Στρατηγέ,» είπε η Ανδρομάχη αμέσως. «Σίγουρα τα παραλές.» Φοβόταν πως, αν ο Αλβάρος πανικοβαλλόταν, το Χαύδοραλ θα έφευγε από τον έλεγχό της.

«Δεν τα παραλέω καθόλου, Εξοχότατη,» αποκρίθηκε ο Νεσνάρες. «Ο εχθρός έχει εισβάλλει από το λιμάνι, από την Υψηλή Πύλη, και από τη Δεύτερη Πύλη. Επίσης, στα περισσότερα σημεία έχει διώξει τους πολεμιστές μας από τις επάλξεις των τειχών. Είμαστε, ουσιαστικά, περικυκλωμένοι.»

Η Ανδρομάχη κοίταξε το κουρδιστό ρολόι στον καρπό της. Μεσημέρι πλησίαζε. Τόσο γρήγορα… Κατόρθωσαν να διαλύσουν την άμυνά μας τόσο γρήγορα… Μέσα σε μερικές ώρες.

«Μπορούμε να παραδοθούμε,» είπε ο Αλβάρος.

«Όχι!» φώναξε η Ανδρομάχη. «Μην είσαι ανόητος, Πρίγκιπά μου. Θα έρθει βοήθεια σύντομα. Έχουμε ζητήσει βοήθεια από τα Πριγκιπάτα Κάνρελ και Σάνκριλαμ.» Από τις Παντοκρατορικές δυνάμεις που βρίσκονταν εκεί· στέλνοντας ελικόπτερο χτες βράδυ, όταν είδαν πως ο εχθρικός στόλος είχε εύκολα εισβάλει στο λιμάνι έχοντας – κάπως – αχρηστέψει την εκρηκτική αλυσίδα.

«Δεν θα έρθουν εγκαίρως, Εξοχότατη,» είπε ο Νεσνάρες. «Μέχρι να συγκεντρωθεί στρατός και να φτάσει–»

«Μην καταστροφολογείς, Στρατηγέ! Υποτίθεται πως πρέπει να δρας έτσι ώστε να βελτιώνεις το ηθικό των μαχητών σου, όχι να–»

«Έχουν ήδη σκοτωθεί αρκετοί από τους μαχητές μου!» γρύλισε ο Νεσνάρες. «Μην προσπαθείς να μου υποδείξεις τη δουλειά μου!» Ήταν ψηλός άντρας, με φαρδείς ώμους, λευκό-ροζ δέρμα, και μακριά, σγουρά μαύρα μαλλιά. Φορούσε αλυσιδωτή αρματωσιά και τώρα κρατούσε το κράνος του παραμάσκαλα. Από τη ζώνη του κρεμόταν το σπαθί του. «Είμαι χρόνια εδώ, Στρατηγός του Πριγκιπάτου, από τότε που ο Πρίγκιπάς μας ήταν ακόμα αγέννητος!» Ο Νεσνάρες ήταν πάνω από πενήντα χρονών, κάπου είκοσι χρόνια μεγαλύτερος από την Ανδρομάχη.

Εκείνη δεν πτοήθηκε από τα λόγια του, ούτε από την ηλικία του. «Ήσουν στρατηγός μιλώντας για ήττα αντί για νίκη; Η βοήθεια που καλέσαμε θα έρθει· το αμφισβητείς;» Βάδισε μέσα στην αίθουσα, πλησιάζοντας τον Νεσνάρες ο οποίος στεκόταν στο κέντρο της. Ο Αλβάρος την ακολούθησε.

«Δεν το αμφισβητώ,» είπε ο Στρατηγός. «Πιθανολογώ, όμως, πως όταν έρθει η βοήθεια θα είναι πολύ αργά. Μέχρι που να συγκεντρωθούν… Ακόμα και με ενεργειακά οχήματα να έρθουν–»

«Με αεροσκάφη θα έρθουν, Στρατηγέ!»

«Πόσα αεροσκάφη υπάρχουν στο Πριγκιπάτο Κάνρελ και στο Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ; Και πόσο μεγάλα; Και είναι βέβαιο ότι θα τα στείλουν όλα;»

«Συνεχώς σκέφτεσαι πώς θα ηττηθούμε, Στρατηγέ, όχι πώς θα νικήσουμε! Δε μπορείς να κάνεις κάτι πιο χρήσιμο;»

Η όψη του Νεσνάρες είχε αγριέψει. «Γι’αυτό βρίσκομαι εδώ. Προτείνω,» είπε, στρεφόμενος στον ανιψιό του, «να γίνει αυτό που ζήτησαν οι πολιορκητές, Πρίγκιπά μου. Να αποχωρήσουν οι Παντοκρατορικοί από τη Χαύδοραλ.»

«Μιλάς για προδοσία κατά της Παντοκράτειρας, Στρατηγέ!» φώναξε η Ανδρομάχη. «Σε προειδοποιώ–!»

«Αν δεν φύγετε από εδώ, θα μας καταδικάσετε μαζί σας! Δεν πρόκειται να κρατήσετε την πόλη!»

«Αν δε βρισκόμασταν σε κατάσταση μάχης θα σε συλλάμβανα για Εσχάτη Προδοσία, Στρατηγέ!» γρύλισε η Ανδρομάχη.

Ο Νεσνάρες στράφηκε πάλι στον Αλβάρος. «Πρίγκιπά μου, πρέπει να αποφασίσετε. Οι πολιορκητές το είπαν ξεκάθαρα: δεν είναι εναντίον μας· θέλουν μόνο να διώξουμε τους Παντοκρατορικούς.»

«Είσαι ανόητος, Στρατηγέ!» φώναξε η Ανδρομάχη προτού προλάβει να μιλήσει ο Αλβάρος. «Τι νομίζεις ότι θα κάνουν όταν έχουμε φύγει εμείς από εδώ; Νομίζεις ότι θα μείνουν όλα όπως ήταν; Σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, στο Πριγκιπάτο Νέλερβικ άλλαξε η εξουσία πριν από κάποιες ήμερες. Έγινε ανατροπή. Η Πριγκίπισσα Κισβέτα έπεσε και τώρα στη θέση της κυβερνά η ξαδέλφη της, η Βασνίτα, που ήταν ανέκαθεν, αλλά κρυφά, υπέρ των αποστατών. Το ίδιο θα συμβεί κι εδώ! Θα φυλακίσουν εσάς, ή θα σας σκοτώσουν, και θα βάλουν τους δικούς τους ανθρώπους για να κυβερνήσουν!»

«Και δε θα συμβεί αυτό αν συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε εσένα;» αντιγύρισε ο Νεσνάρες. «Αν υποθέσουμε ότι σκοπεύουν να μας διώξουν από την εξουσία, θα το κάνουν ούτως ή άλλως. Επομένως, καλύτερα να μην τους εξοργίσουμε περισσότερο–»

«Είσαι δειλός!» Η Ανδρομάχη τράβηξε το σπαθί από τη ζώνη της και έστρεψε την αιχμή προς τον Στρατηγό. Ήταν Απολλώνια αριστοκράτισσα και, όπως όλοι οι Απολλώνιοι αριστοκράτες, εκπαιδευμένη στη χρήση του ξίφους· δεν το είχε μαζί της μόνο για φιγούρα. «Συλλάβετε αυτόν τον προδότη!» πρόσταξε τους φρουρούς της αίθουσας.

«Περιμένετε!» τους πρόλαβε ο Αλβάρος προτού κινηθούν.

Η Ανδρομάχη στράφηκε να τον ατενίσει έντονα. «Πρίγκιπά μου, αυτός ο άνθρωπος είναι εναντίον σου. Ίσως ανέκαθεν να ήταν εναντίον σου. Ίσως να ήταν με τους αποστάτες και να το έκρ–»

«Ψέματα! Ψέματα και συκοφαντίες – γι’αυτά είσαι καλή, Επόπτρια!» βρυχήθηκε ο Νεσνάρες. «Και θέλεις να μας καταδικάσεις μαζί σου, μ’αυτή την ηλίθια στρατηγική που σκοπεύεις ν’ακολουθήσεις!»

«Σιωπή!» ούρλιαξε η Ανδρομάχη, και, γυρίζοντας απότομα, έκανε να τον χτυπήσει με το σπαθί της. Αλλά ο Νεσνάρες είχε ήδη ξεθηκαρώσει το δικό του ξίφος κι απέκρουσε τη λεπίδα της, κάνοντας ένα βήμα όπισθεν.

Στη στιγμή, όλοι οι φρουροί της αίθουσας είχαν επίσης τραβήξει τα σπαθιά τους.

«Κατεβάστε τα όπλα σας!» φώναξε ο Αλβάρος. «Κατεβάστε τα όπλα σας – σας προστάζω!»

Οι πάντες έμειναν ακίνητοι· κανένας δεν επιτέθηκε σε κανέναν, αλλά επίσης κανένας δεν κατέβασε το όπλο του. Οι Παντοκρατορικοί πολεμιστές ήταν έτοιμοι να υπερασπιστούν την Επόπτρια, ενώ οι πολεμιστές του Χαύδοραλ έδειχναν να κλίνουν προς το μέρος του Στρατηγού, τον οποίο σέβονταν και εμπιστεύονταν.

«Πρίγκιπά μου–» άρχισε η Ανδρομάχη.

«Πρίγκιπά μου,» τη διέκοψε ο Νεσνάρες, «από την απόφασή σας εξαρτάται η επιβίωση της Χαύδοραλ! Οι πολιορκητές το είπαν ξεκάθαρα: το μόνο που θέλουν είναι να διώξουμε τους Παντοκρατορικούς, και η μάχη θα σταματήσει. Πρέπει να το ριψοκινδυνέψουμε, αλλιώς θα καταστραφούμε.»

«Θα καταστραφείτε,» είπε η Ανδρομάχη, «αν προδώσετε την Παντοκράτειρα–»

«Πρέπει να γίνει, τότε.» Η φωνή του Αλβάρος την ξάφνιασε. Ο Πρίγκιπας έμοιαζε να έχει αποφασίσει. «Για το καλό του Πριγκιπάτου. Πρέπει να φύγεις, Ανδρομάχη, και μετά–»

«Δεν θα υπάρξει ‘μετά’,» τον προειδοποίησε εκείνη. «Ξανασκέψου το, Πρίγκιπά μου, σε παρακαλώ!»

«Όχι,» είπε ο Αλβάρος. «Δεν γίνεται αλλιώς. Ο θείος έχει δίκιο. Έχουν τσακίσει την άμυνά μας, μας έχουν περικυκλώσει… Πρέπει να φύγεις.»

«Με διώχνεις, Πρίγκιπά μου; Ύστερα από… τόσα;» Προσπάθησε να κάνει ότι η φωνή της πιανόταν από στενοχώρια.

«Δε γίνεται αλλιώς, Ανδρομάχη…» Ο Αλβάρος έδειχνε πραγματικά θλιμμένος. «Ίσως στο μέλλον να… Τώρα πρέπει να πάρεις όλους τους Παντοκρατορικούς στρατιώτες από εδώ και να φύγ–»

Ο Νεσνάρες απέκρουσε το σπαθί της Ανδρομάχης καθώς εκείνη έκανε να καρφώσει τον Πρίγκιπα στο στήθος. Και μετά, χάος ξέσπασε μέσα στην Αίθουσα του Θρόνου. Παντοκρατορικοί πολεμιστές μάχονταν με τους πολεμιστές του Πρίγκιπα, η Ανδρομάχη ξιφομαχούσε με τον Νεσνάρες. Ο Αλβάρος δέχτηκε επίθεση από έναν μαχητή της Παντοκράτειρας, και το βρήκε δύσκολο να τον αντιμετωπίσει· σκόνταψε και έπεσε. Ο Νεσνάρες, όμως, τινάχτηκε και κάρφωσε τον άντρα στο στήθος προτού προλάβει να χτυπήσει τον πεσμένο Πρίγκιπα. Η Ανδρομάχη βρήκε, τότε, τον Στρατηγό ακάλυπτο για μια στιγμή κι έμπηξε το σπαθί της βαθιά στα πλευρά του, τρυπώντας την αλυσιδωτή πανοπλία του. Αίμα τινάχτηκε απ’το στόμα του Νεσνάρες. Η λεπίδα της Επόπτριας είχε κολλήσει μέσα του· η Ανδρομάχη χρειάστηκε να τον κλοτσήσει για να ελευθερώσει το όπλο, μετά δυσκολίας: και τότε ένας πίδακας αίματος πετάχτηκε από τα πλευρά του καθώς ο Νεσνάρες σωριαζόταν πλάι στον Πρίγκιπα.

«Γιατί με πρόδωσες;» ούρλιαξε η Ανδρομάχη στον Αλβάρος. Αισθανόταν προσωπικά θιγμένη από την απόφαση του Πρίγκιπα. Όχι πληγωμένη, θιγμένη. Νόμιζε ότι τον είχε γοητεύσει. Κι επιπλέον, της άρεσε παρότι ήταν πάνω από δέκα χρόνια μικρότερός της.

«Τον σκότωσες…» είπε μονάχα εκείνος, σα να μη μπορούσε να το πιστέψει, γονατισμένος πλάι στον θείο του, υψώνοντας το σπαθί του.

Η Ανδρομάχη ήταν αποφασισμένη να σκοτώσει και τον Αλβάρος – να του δείξει ότι δεν μπορούσε να την προδώσει έτσι, μέσα σε μια καταραμένη στιγμή! Όμως τώρα είδε ότι ήταν περιτριγυρισμένη από πολεμιστές του Πρίγκιπα που έρχονταν καταπάνω της με προφανή πρόθεση να την κατακόψουν εκεί όπου στεκόταν.

Ένας απ’αυτούς, ξαφνικά, σωριάστηκε αιμόφυρτος, και πίσω του φάνηκε ένας λευκοντυμένος Παντοκρατορικός, φωνάζοντας: «Επόπτρια! Από δω! Μαζί μας!»

Η Ανδρομάχη δεν προλάβαινε να σπαθίσει τον Αλβάρος, όχι αν ήθελε να μείνει η ίδια ζωντανή. Και προτιμούσε να μείνει ζωντανή. Θα τον έκανε να μετανιώσει για την απόφασή του άλλη φορά! Θα τον έκανε να μετανιώσει!

Στράφηκε, πήδησε πάνω στο τραπέζι που ήταν πίσω της, πήδησε κάτω (και πέρα απ’τον πολεμιστή που είχε σκοτώσει ο Παντοκρατορικός σύμμαχός της), και βγήκε απ’τον κλοιό των εχθρών της, τρέχοντας. Οι φρουροί, ευτυχώς, δεν έμοιαζαν τόσο αποφασισμένοι να κυνηγήσουν αυτήν όσο να προστατέψουν τον Πρίγκιπά τους. Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας την κύκλωσαν για να την προφυλάξουν, και βγήκαν όλοι μαζί από την Αίθουσα του Θρόνου.

«Καταδιώξτε τους!» άκουσε πίσω της τον Αλβάρος να ουρλιάζει. «Σκότωσε τον θείο μου, ηλίθιοι! Σκότωσε τον θείο μου, η καταραμένη σκύλα! Έχει τα Δαιμόνια μέσα της!»

Καταραμένη σκύλα; σκέφτηκε η Ανδρομάχη. Πώς τολμούσε να μιλά έτσι γι’αυτήν; Άλλα τής έλεγε όταν ήταν στο κρεβάτι μαζί του!

31.

Η Αλιζέτ Βάθμακ φάνηκε να ανακουφίζεται όταν η συνονόματή της Μαύρη Δράκαινα επέστρεψε και της είπε ότι ο σύζυγός της ήταν καλά. «Τον βρήκα πλακωμένο από το τείχος. Αν δεν ήταν Ιερός Μαχητής των Οστών δεν θα είχε ζήσει· και πάλι, χρειαζόταν τη βοήθειά μου για να ξεθαφτεί.»

«Μεγάλοι Κολοσσοί…» είπε η Αλιζέτ Βάθμακ. «Σ’ευχαριστώ, Αλιζέτ. Θα βρω τρόπο να σε ξεπληρώσω, σ’το υπόσχομαι.»

«Πολεμάμε μαζί,» αποκρίθηκε μονάχα εκείνη, σαν αυτό να ήταν αρκετό.

Η Ανταρλίδα τη ρώτησε: «Βεβαιώθηκες ότι το ενεργειακό κανόνι δεν θα μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί από άλλο μάγο;»

«Φυσικά,» είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα. «Εκτός αν το επισκευάσουν· αλλά τώρα, μάλλον, δε θα προλαβαίνουν. Θα το είχα ανατινάξει αν είχε ενεργειακές φιάλες, Ανταρλίδα, όμως εδώ δεν έχουν τέτοιες.»

Βρίσκονταν όλοι τους στο ίδιο σοκάκι που ήταν και πριν, αν και οι πολεμιστές του Νέλερβικ είχαν προχωρήσει λιγάκι, αυξάνοντας την περιοχή τους μέσα στην πόλη. Οι υπερασπιστές της Χαύδοραλ τα είχαν βρει σκούρα, έτσι όπως τους χτυπούσαν από παντού γύρω.

Η Κελρίτ πρότεινε τώρα να πάνε πιο μπροστά. Κανένας δεν διαφώνησε, έτσι προχώρησαν. Με προσοχή.

Ένας πολεμιστής ήρθε σύντομα κοντά τους, ένας από τους διοικητές του στρατεύματος, και απευθύνθηκε στην Κελρίτ. «Ναύαρχε,» είπε, «λυπάμαι που φέρνω αυτά τα νέα, αλλά πρέπει. Ο Ιερός Μαχητής των Οστών είναι νεκρός–»

«Τι!» ούρλιαξε η Αλιζέτ Βάθμακ.

«Ποιος Ιερός Μαχητής;» ρώτησε η Κελρίτ.

«Ο Νισμάνος, Αρχόντισσά μου. Λυπάμαι.» (Η Κελρίτ άκουσε δίπλα της την Αλιζέτ να αναπνέει βαθιά, ανακουφισμένη γι’ακόμα μια φορά.) «Αγωνίστηκε γενναία. Τον σκότωσε ένας άλλος Ιερός Μαχητής των Οστών. Εγώ δεν ήξερα το όνομά του, όμως κάποιοι από τους πολεμιστές μου τον έχουν ακουστά. Ονομάζεται Άλτρες, και πρέπει νάναι ο μοναδικός που έχουν εδώ στη Χαύδοραλ.»

Η Κελρίτ καταράστηκε σιωπηλά, από μέσα της. Ο Νισμάνος νεκρός… σκέφτηκε θλιμμένα. Τον φέραμε εδώ και σκοτώθηκε… Αλλά τι περίμενε; Για πόλεμο πήγαν, όχι για εκδρομή στα δάση. Τα Δαιμόνια να πάρουν! Ο Νισμάνος ήταν πιο μεγάλος από τον Ραφέλνες σε ηλικία. Περνούσε την Κελρίτ για πάνω από μια δεκαετία, κι εκείνη θυμόταν ότι μικρή, ως κοπελίτσα, ήταν λιγάκι τσιμπημένη μαζί του.

«Δε θέλω το πτώμα του να πέσει στα χέρια των εχθρών μας,» είπε στον διοικητή.

«Ασφαλώς, Αρχόντισσά μου. Το έχουμε ήδη μαζί μας. Ήταν ιερό πρόσωπο για όλους μας.»

«Τα Δαιμόνια γαμώ…» άκουσε η Κελρίτ τον Ναλφίρες να μουρμουρίζει πλάι της, ξεφυσώντας.

«Κάτι συμβαίνει!» είπε η Ανταρλίδα, ξαφνικά.

«Τι;» Η Κελρίτ στράφηκε απότομα να την αντικρίσει, και είδε ότι η Μαύρη Δράκαινα κοίταζε στο βάθος του δρόμου. Η Κελρίτ ακολούθησε το βλέμμα της και συνοφρυώθηκε. Πολεμιστές μάχονταν· πού ήταν το περ–; Για στάσου μια στιγμή! Δεν είναι οι δικοί μας εναντίον των εχθρών μας. Είναι… Είναι δυνατόν;

Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του Ναλφίρες κουδούνισε. Ο Στρατηγός τον τράβηξε από τη ζώνη του και τον άνοιξε έτσι ώστε να μπορούν ν’ακούσουν όλοι.

«Στρατηγέ;» ήρθε απ’το μεγάφωνο μια αντρική φωνή.

«Ναι, σ’ακούω.»

«Οι πολεμιστές της Χαύδοραλ χτυπάνε τους Παντοκρατορικούς, Στρατηγέ! Ήρθαν με το μέρος μας!»

Η Κελρίτ, επομένως, είχε δίκιο· τα μάτια της δεν τη γελούσαν. Είχε δει πολεμιστές του Πρίγκιπα να μάχονται εναντίον Παντοκρατορικών. Άργησαν, όμως, σκέφτηκε. Ο Νισμάνος είναι νεκρός.

Η Αλιζέτ Βάθμακ, αντιθέτως, γέλασε. «Επιτέλους, οι Κολοσσοί τούς έδωσαν γνώση!»

32.

Οι έλικες του ελικοπτέρου περιστρέφονταν, γεμίζοντας το ελικοδρόμιο στην κορυφή του πύργου με το βουητό και τον αέρα τους. Οι Παντοκρατορικοί πολεμιστές που βρίσκονταν μέσα στο κάστρο της Χαύδοραλ συγκεντρώνονταν εδώ – όσοι απ’αυτούς κατάφερναν να απεμπλακούν ζωντανοί από τους μαχητές του Πρίγκιπα, ή όσοι κατάφερναν να κατακόψουν τους αντιπάλους τους και να περάσουν.

Η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη στράφηκε για να κοιτάξει κάτω, τις οδομαχίες. Μπορούσε να δει καθαρά ότι οι πολεμιστές της βρίσκονταν σε σύγκρουση με τους πολεμιστές του Πριγκιπάτου. Ο Αλβάρος έδωσε διαταγή σ’όλους τους διοικητές του να μας προδώσουν. Θα το πληρώσει αυτό! Θα το πληρώσει πολύ ακριβά!

«Φορτώσατε τα εκρηκτικά που σας είπα;» ρώτησε η Ανδρομάχη, στρεφόμενη στον Λοχαγό Ιβάν Κάλρω.

«Μάλιστα, Εξοχότατη. Αλλά πώς θα πάρουμε τους στρατιώτες μας από κει μέσα;» Έδειξε τους δρόμους της Χαύδοραλ από κάτω τους.

«Δεν θα τους πάρουμε, Λοχαγέ. Δεν μπορούν να υποχωρήσουν εκεί όπου τώρα βρίσκονται.»

«Τότε, πετώντας τα εκρηκτικά….»

«Η θυσία τους είναι αναγκαία. Για να δώσουμε στους εχθρούς μας να καταλάβουν ότι δεν αστειευόμαστε!»

Ο Ιβάν Κάλρω έσμιξε τα χείλη, νεύοντας. «Μάλιστα, Εξοχότατη.»

«Πάμε!» είπε η Ανδρομάχη και βάδισε προς το ελικόπτερο, με τον αέρα από τους έλικες να τινάζει τον μανδύα της και τα μακριά, ξανθά μαλλιά της που συγκρατούνταν πίσω με δύο κοκάλινα τσιμπιδάκια.

Ανέβηκε στο αεροσκάφος και, σύντομα, επιβιβάστηκαν κι όλοι οι πολεμιστές της. Ήταν στενόχωρα μέσα στο ελικόπτερο καθώς αυτό υψωνόταν πάνω από το κάστρο της Χαύδοραλ.

«Κουβαλάμε πολύ βάρος,» είπε ο πιλότος. «Το ταξίδι θα είναι αργό, και οι ελιγμοί μας θα πρέπει να–»

«Πετάξτε τα εκρηκτικά!» πρόσταξε η Ανδρομάχη καθώς περνούσαν πάνω από την πόλη. «Στείλτε τους στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!»

33.

Η πόλη γέμισε φωτιά και καπνό, ενώ τρανταζόταν ολόκληρη. Το έδαφος έτρεμε, ρωγμές άνοιξαν στους πλακόστρωτους δρόμους. Οι εκρήξεις πλημμύρισαν το σύμπαν, άνθρωποι κουφάθηκαν. Άνθρωποι σκοτώθηκαν ακαριαία. Άνθρωποι διαλύθηκαν – τα μέλη τους τινάχτηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Άνθρωποι τυφλώθηκαν. Οικήματα έγιναν σωροί πέτρας και χώματος.

Η Κελρίτ ζάρωσε σε μια γωνία, διπλώθηκε, κλείνοντας τ’αφτιά της, μαζεύοντας τα πόδια της, σφαλίζοντας τα μάτια της. Θα έβλεπε, στο μέλλον, πολλούς εφιάλτες ύστερα απ’αυτό. Η γη σειόταν από κάτω της, και κάτι βαρύ και σκληρό έπεσε και πλάκωσε το αριστερό της πόδι, στα δάχτυλα, συνθλίβοντάς τα μέσα στη μπότα της. Η Κελρίτ ούρλιαξε αλλά δεν τόλμησε να κουνηθεί απ’τη θέση της.

Ο Ναλφίρες Βάθμακ προσπάθησε να προστατέψει την ανιψιά του από την καταστροφή, τραβώντας τη μαζί του σ’ένα σημείο που θεωρούσε ασφαλές, αλλά πέτρες έπεσαν και πλάκωσαν και εκείνον και την Αλιζέτ.

Ο Άτβος και η Ιλρίνα’νορ πήγαν κάτω από ένα μπαλκόνι, και το μπαλκόνι γκρεμίστηκε. Μια βροχή από πέτρες, χώματα, ξύλα, και γλάστρες έπεσε καταπάνω τους, καθώς ήταν γονατισμένοι. Ίσως να είχαν σκοτωθεί αν ο Ραφέλνες δεν παρουσιαζόταν ξαφνικά για να τους καλύψει με την ήδη άσχημα σφυροκοπημένη κοκάλινη πανοπλία του.

Η Αλιζέτ, η Σκοτεινή Βασίλισσα, εξαφανίστηκε κάπου μέσα στον χαλασμό.

Η Ανταρλίδα τράβηξε τον Τάμπριελ προς ένα οίκημα που ήταν σίγουρα πανδοχείο, καθώς πλάι στην πόρτα του υπήρχε μια πινακίδα που έγραφε Το Δέκατο και το Τελευταίο! «Εδώ! Εδώ! Στο υπόγειο! Θα έχει κελάρι!» Οι Ιεράρχες – ο Ζίρτελον, ο Όρνιφιμ, η Ράιλμεχ – πάντοτε κοντά στον Μεγάλο Προφήτη, ακολούθησαν. Η τραπεζαρία του πανδοχείου ήταν άδεια· οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει τα μέρη όπου γίνονταν συμπλοκές – ή ίσως οι υπερασπιστές της Χαύδοραλ να τους είχαν απομακρύνει με το ζόρι. Το πανδοχείο ταρακουνήθηκε σαν να ήταν καράβι. Μια λάμπα λαδιού έπεσε πάνω σ’ένα τραπέζι, βάζοντας φωτιά. Η Ανταρλίδα και οι άλλοι κατέβηκαν τη σκάλα που οδηγούσε στο κελάρι και άνοιξαν την πόρτα. Στο εσωτερικό βρήκαν μερικούς ανθρώπους που αμέσως άρχισαν να τους παρακαλούν να μην τους πειράξουν, μιλώντας και στη Συμπαντική και στη Δημώδη της Βίηλ. «Μην ανησυχείτε!» τους είπε ο Τάμπριελ. «Δεν είμαστε εδώ για να λεηλατήσουμε!»

34.

Το ενεργειακό κανόνι στην πλώρη του Ανέμου της Κοιλάδας στράφηκε και έβαλε κατά του ελικοπτέρου. Η ενεργειακή ριπή αστόχησε για μερικά μέτρα, μέσα στον χαλασμό.

«Επόπτρια!» είπε ο πιλότος προειδοποιητικά.

«Φεύγουμε,» είπε η Ανδρομάχη, και το ελικόπτερο αμέσως έστριψε πετώντας προς τα βορειοδυτικά.

Το κανόνι ξαναπροσπάθησε να το χτυπήσει αλλά και πάλι αστόχησε.

«Τα ρίξατε όλα;» ρώτησε η Ανδρομάχη τους στρατιώτες· δεν χρειαζόταν να πει ότι αναφερόταν στα εκρηκτικά.

«Σχεδόν, Εξοχότατη.»

«Ωραία. Πετάμε για Σάνκριλαμ.»

35.

Τα αφτιά τους ακόμα κουδούνιζαν όταν η πόλη έπαψε να τραντάζεται.

Σοκαρισμένοι, σιωπηλοί, παραπατώντας, άρχισαν να μετράνε τους νεκρούς και τους τραυματίες μέσα στη θολούρα που είχαν αφήσει πίσω τους οι τερατώδεις εκρήξεις…

Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, και οι Ιεράρχες βγήκαν απ’το κελάρι (λέγοντας στους άλλους που ήταν εκεί να μείνουν, καλύτερα, ακόμα κάτω – κι εκείνοι υπάκουσαν). Το πανδοχείο ήταν γκρεμισμένο και χρειάστηκε να σκαρφαλώσουν για να ξετρυπώσουν μέσα από τα συντρίμμια. Ευτυχώς η πόρτα του υπογείου δεν ήταν τόσο φραγμένη ώστε να μη μπορούν να παραμερίσουν τις πέτρες και να περάσουν. Στους δρόμους της πόλης, προσπάθησαν να εντοπίσουν τους συμμάχους τους μέσα στη σκόνη που είχε σηκωθεί, στους καπνούς, και στις φωτιές. Το περιβάλλον ήταν αποπνιχτικό.

Βρήκαν την Κελρίτ να ουρλιάζει, με το πόδι της πλακωμένο από μια κοτρόνα. Αφού την ελευθέρωσαν, η Ανταρλίδα έκανε να της βγάλει τη μπότα, κι εκείνη κραύγασε σαν να την ξεκοίλιαζαν. «Πρέπει νάναι σπασμένο,» της είπε η Μαύρη Δράκαινα, αφήνοντας το πόδι. «Χρειάζεσαι φροντίδα.» Ο Ζίρτελον και ο Όρνιφιμ βοήθησαν την Κελρίτ να σηκωθεί.

Την Αλιζέτ τη βρήκαν – ή, μάλλον, εκείνη τούς βρήκε – λίγο παρακάτω. Αίματα σκέπαζαν όλη την αριστερή μεριά του προσώπου της, έχοντας νοτίσει τα μαύρα μαλλιά της.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ, νομίζοντας ότι μπορούσε να τη δει να παραπατά λιγάκι. Το βάδισμά της δεν ήταν τόσο σταθερό όσο συνήθως – αλλά αυτό μάλλον ήταν αναμενόμενο ακόμα και για τη Σκοτεινή Βασίλισσα, ύστερα από τέτοια λαίλαπα.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ. «Μια πέτρα με χτύπησε στο κεφάλι. Μετά κρύφτηκα κάτω από ένα τραπέζι, σ’ένα σπίτι. Το μισό ήταν γκρεμισμένο όταν βγήκα.» Σκόνταψε και πιάστηκε από έναν τοίχο που ήταν ακόμα όρθιος.

«Πρέπει κάποιος να δέσει το τραύμα σου,» της είπε ο Τάμπριελ.

Μετά, βρήκαν τον Άτβος και την Ιλρίνα’νορ, σχεδόν αγρατσούνιστους, μαζί με τον Ραφέλνες, ο οποίος αιμορραγούσε και μεγάλα κομμάτια έλειπαν απ’την κοκάλινη πανοπλία του. Στηριζόταν στο μεγάλο σπαθί του για να βαδίζει.

«Μας έσωσε τη ζωή,» είπε ο Πρόμαχος στον Τάμπριελ. «Μα τους Κολοσσούς, θα είχαμε σκοτωθεί…»

«Πού είναι η Αλιζέτ;» έκρωξε ο Ραφέλνες.

«Δεν ξέρουμε ακόμα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Θα τη βρούμε.»

Και τη βρήκαν ύστερα από λίγη αναζήτηση. Θαμμένη κάτω από πέτρες. Μαζί με τον Ναλφίρες Βάθμακ.

Κανένας απ’τους δυο τους δεν ανέπνεε.

36.

«Καταστρέψατε την πόλη μου!» φώναξε ο Πρίγκιπας Αλβάρος, στεκόμενος μπροστά στον Θρόνο του Χαύδοραλ, μέσα στη μεγάλη αίθουσα.

«Δεν ρίξαμε εμείς τα εκρηκτικά, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε ο Άτβος.

«Μου επιτεθήκατε, όμως!»

«Δεν επιτεθήκαμε σ’εσάς, μόνο στους Παντοκρατορικούς. Ο σκοπός μας ήταν να τους διώξουμε από το Πριγκιπάτο Χαύδοραλ.»

«Και σας το δηλώσαμε δύο φορές, μάλιστα,» είπε ο Τάμπριελ.

Μετά τον βομβαρδισμό της πόλης, είχαν όλοι τους πάει στο κάστρο πάνω στον λόφο που ονομαζόταν Κεφάλι του Κολοσσού. Έμοιαζε να είναι από τα λίγα ανέγγιχτα σημεία από την καταστροφή· ή, τουλάχιστον, ανέγγιχτο στο μεγαλύτερό του μέρος, γιατί τα τείχη του ήταν μαυρισμένα και χτυπημένα. Δεν ήταν, όμως, γκρεμισμένα.

«Η Αρχόντισσα Κελρίτ Βόρτεμαχ σάς ζήτησε – ζήτησε από όλους τους ανθρώπους της Χαύδοραλ – να έρθετε μαζί μας και να αποτινάξετε τους δυνάστες σας,» συνέχισε ο Τάμπριελ.

«Αυτό αποφάσισα να κάνω,» αποκρίθηκε ο Αλβάρος με σκοτεινό βλέμμα, «κι ορίστε τ’αποτελέσματα! Σχεδόν ολόκληρη η πρωτεύουσά μου καταστράφηκε, και ο θείος μου και Στρατηγός του Πριγκιπάτου δολοφονήθηκε!» Εξακολουθούσε να μιλά απότομα, αλλά δεν φώναζε κι έμοιαζε πιο προσεχτικός όταν απευθυνόταν στον Τάμπριελ, καθώς εκείνος τού είχε ήδη συστηθεί. Ο Πρίγκιπας Αλβάρος δεν φαινόταν να γνώριζε τίποτα για τον Μεγάλο Προφήτη της Νόρχακ, όμως είχε ακούσει για τον Πρίγκιπα Τάμπριελ τον σύζυγο της Παντοκράτειρας. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, δεν ήξερε ότι ο Τάμπριελ είχε αποστατήσει όπως ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, κι όταν ο Τάμπριελ τού το είπε, εκείνος τον κοίταξε μ’ένα βλέμμα που φανέρωνε, ανάμικτα, έκπληξη, απορία, θαυμασμό, και δέος ίσως.

«Ποιος πέταξε τα εκρηκτικά, Υψηλότατε;» ρώτησε ο Άτβος. «Οι Παντοκρατορικοί; Είχαν ακόμα πολεμιστές τους μες στην πόλη! Σκοτώθηκαν κι αυτοί μαζί με τους άλλους.»

«Η Επόπτρια,» είπε ο Αλβάρος, και το βλέμμα του σκοτείνιασε περισσότερο. Αγρίεψε. «Φεύγοντας, σκότωσε τον θείο μου και, μετά, βάλθηκε να διαλύσει την πόλη.»

«Θα έπρεπε να την είχατε φυλακίσει προτού κινηθείτε, Πρίγκιπά μου,» είπε η Ανταρλίδα, «αν πιστεύατε ότι ήταν τόσο απρόβλεπτη που θα έκανε κάτι τέτοιο.»

Το άγριο βλέμμα του νεαρού Πρίγκιπα του Χαύδοραλ την κάρφωσε. «Θα μου υποδείξεις τι έπρεπε να έχω κάνει;» Και προς τον Τάμπριελ: «Ποια είν’αυτή η γυναίκα;»

«Αυτή, Υψηλότατε, είναι η Ανταρλίδα, εκπαιδευμένη ως Μαύρη Δράκαινα από την Παντοκράτειρα προτού έρθει με την Επανάσταση. Ξέρει τι σας λέει.»

«Πώς στα Δαιμόνια να υποψιαστώ τι θα έκανε η Ανδρομάχη όταν της ζητούσα να φύγει;» φώναξε ο Αλβάρος, υψώνοντας τα χέρια· κι ύστερα κάθισε στον θρόνο του, μοιάζοντας εξουθενωμένος.

«Η αντίδρασή της ήταν, ομολογουμένως… δολοφονική,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.

«Και ανόητη,» πρόσθεσε η Αλιζέτ, καθισμένη σε μια από τις καρέκλες της αίθουσας, μ’έναν αιματοβαμμένο επίδεσμο τυλιγμένο γύρω απ’το κεφάλι της. «Δε μπορούσε να κάνει τη δουλειά της και να κρατήσει την πόλη· τι νόημα είχε να κάνει τη δουλειά της ακόμα χειρότερα και να καταστρέψει την πόλη; Δεν ήταν εδώ για προσωπικούς λόγους αλλά, υποτίθεται, ως αντιπρόσωπος της Παντοκράτειρας.»

«Θα τη βρω,» είπε ο Αλβάρος, «και θα τη σκοτώσω γι’αυτό που έκανε. Αν όμως δεν είχατε έρθει εσείς, τίποτα από τούτα δεν θα είχε συμβεί! Ούτε η πόλη μου θα είχε καταστραφεί, ούτε ο θείος μου θα ήταν νεκρός, ούτε ο αδελφός μου άσχημα τραυματισμένος και στα όρια του θανάτου! Εσείς φταίτε!» Τους έδειξε, συλλογικά, με το δεξί του χέρι. Και οι πολεμιστές που στέκονταν κοντά στον θρόνο και στην περιφέρεια της αίθουσας έμοιαζαν έτοιμοι να τραβήξουν τα σπαθιά τους και να τους ορμήσουν.

Όταν είχαν πρωτοπλησιάσει το κάστρο επάνω στο Κεφάλι του Κολοσσού, ο Τάμπριελ και οι σύντροφοί του ήταν διστακτικοί, φοβούμενοι ότι ίσως να δέχονταν επίθεση· το γεγονός, όμως, ότι οι πολεμιστές του Πρίγκιπα είχαν στραφεί εναντίον των Παντοκρατορικών λίγο πριν τον βομβαρδισμό τούς είχε δώσει θάρρος. Αποκλείεται η ρίψη των εκρηκτικών να ήταν σχέδιο του Αλβάρος, υπέθεταν, άρα αποκλείεται και τώρα να προσπαθούσε να τους σκοτώσει.

Ο Πρίγκιπας μας, όμως, σκέφτηκε επί του παρόντος ο Τάμπριελ, μου φαίνεται το ίδιο… απρόβλεπτος με την Επόπτρια. Αναμφίβολα, θα ταίριαζαν οι δυο τους. Και θυμήθηκε αυτά που είχε πει η πρόσφατα νεκρή Αλιζέτ Βάθμακ, ότι ο Αλβάρος και η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη ήταν εραστές.

«Υψηλότατε,» είπε ο Άτβος, «εμείς δεν θέλαμε καν να γίνει μάχη αν μπορούσαμε να το αποτρέψουμε. Ήταν όμως αναγκαίο να έρθουμε με στρατιωτικές δυνάμεις στη Χαύδοραλ, αλλιώς θα αποδεικνυόταν αδύνατο να διώξουμε τους Παντοκρατορικούς. Και δεν μπορούσαμε να τους αφήσουμε στο Πριγκιπάτο σας. Είναι καιρός ολόκληρη η Βίηλ να εξεγερθεί–»

«Ποιος το λέει; Εσύ; Και ποιος είσαι, αλήθεια; Μιλάς και μιλάς, τόση ώρα, αλλά δεν έχεις καν συστηθεί!»

«Το όνομά μου είναι Άτβος Μέλνεριχ. Ήμουν Πρίγκιπας του Κάνρελ, προτού ο Στρατηγός μου με προδώσει και καθαρπάξει τον θρόνο. Τώρα έχω την τιμή να είμαι Πρόμαχος της Επανάστασης. Σκοπεύω, όμως, να ανακτήσω τον Θρόνο του Κάνρελ, και τότε σας υπόσχομαι πως θα κάνω το παν για να σας αποζημιώσω για τις ζημιές που έπαθε η Χαύδοραλ, αν και δεν είναι δικό μου το φταίξιμο, ούτε της Επανάστασης. Η Επόπτρια πρέπει να ήταν τρελή για να έπραξε όπως έπραξε. Σκότωσε και δικούς της ανθρώπους μέσα στην πόλη, εκτός από τους δικούς μας και τους δικούς σας.»

«Πρίγκιπας του Κάνρελ;…» είπε ο Αλβάρος, έχοντας το σαγόνι του ακουμπισμένο στη γροθιά του καθώς τον ατένιζε. «Νόμιζα ότι ο Πρίγκιπας Άτβος του Κάνρελ ήταν νεκρός. Επιχείρησε να στραφεί εναντίον της Παντοκράτειρας και πέθανε για την προδοσία του. Έτσι μου είχε πει η Ανδρομάχη.»

«Αυτή τη φήμη έχουν εξαπλώσει οι Παντοκρατορικοί για εμένα,» αποκρίθηκε ο Άτβος. «Αλλά, όπως βλέπετε, δεν είμαι νεκρός.»

«Δεν σε ήξερα και παλιότερα. Μπορεί να είσαι κάποιος απατεώνας που προσπαθεί να σφετεριστεί τον Θρόνο του Κάνρελ.»

«Δε σας φαίνεται να είμαι στη σωστή ηλικία για να είμαι ο Πρίγκιπας Άτβος;»

Ο Αλβάρος τον παρατήρησε. «Θα μπορούσε, ναι…» παραδέχτηκε, τελικά, σκεπτικός. «Αλλά, όπως σου είπα, δεν σε γνωρίζω. Ίσως, όμως, κάποιοι από τους ευγενείς μου, μεγαλύτεροι από εμένα, να σε αναγνωρίσουν όταν σε δουν.»

«Αναμφίβολα, Υψηλότατε. Παλιότερα είχα συναντηθεί με αρκετούς από αυτούς. Το Κάνρελ βρίσκεται δυτικά του Χαύδοραλ.»

«Ξέρω τη γεωγραφία της διάστασής μας!» αποκρίθηκε απότομα ο Αλβάρος.

«Δεν ήθελα να υπονοήσω ότι δεν την ξέρετε.»

«Γιατί είστε τώρα εδώ;» τους ρώτησε ο Αλβάρος. «Ήρθατε μόνο και μόνο για να δικαιολογηθείτε για την καταστροφή που προκαλέσατε στην πόλη μου;»

«Δεν ήρθαμε για να ‘δικαιολογηθούμε’, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, με ουδέτερη έκφραση ως συνήθως, αποφασίζοντας να είναι υπομονετικός με τον Πρίγκιπα του Χαύδοραλ. «Το θεωρήσαμε, όμως, σωστό να γνωρίζετε επακριβώς τις προθέσεις μας ώστε να μην προκληθούν παρεξηγήσεις. Κυκλώσαμε τη Χαύδοραλ αποκλειστικά και μόνο για να διώξουμε τους Παντοκρατορικούς από εδώ. Ούτε η Επανάσταση ούτε το Πριγκιπάτο Νέλερβικ είναι εναντίον του Πριγκιπάτου Χαύδοραλ. Και ούτε, φυσικά, επιθυμούσαμε τον βομβαρδισμό της πόλης. Εξάλλου, μην ξεχνάτε ότι πάρα πολλοί κι από τους δικούς μας ανθρώπους σκοτώθηκαν. Για παράδειγμα, ο Στρατηγός Ναλφίρες Βάθμακ, του Νέλερβικ, και η Αλιζέτ Βάθμακ, η ανιψιά του και σύζυγος του Ιερού Μαχητή Ραφέλνες.» Ο Τάμπριελ έριξε μια ματιά στον Ραφέλνες, που η κοκάλινη πανοπλία του ήταν σφυροκοπημένη και κομματιασμένη, κι ο ίδιος τραυματισμένος, ευτυχώς όχι σοβαρά. Καθόταν σε μια καρέκλα, κοντά στην Αλιζέτ, και έπινε κρασί από μια κούπα· ο Αλβάρος, τουλάχιστον, δεν είχε φανεί αγενής στα κεράσματα: οι υπηρέτες του κάστρου του είχαν φέρει σε όλους ποτά όταν μπήκαν στην αίθουσα και βρέθηκαν ενώπιον του Πρίγκιπα. «Ο άλλος Ιερός Μαχητής των Οστών που ήταν μαζί μας, ο Νισμάνος, σκοτώθηκε από τον δικό σας Ιερό Μαχητή, τον Άλτρες.» Ο Τάμπριελ ατένισε τώρα τον Άλτρες, ο οποίος στεκόταν πλάι στον Θρόνο του Χαύδοραλ. Κι αυτού η οστέινη πανοπλία ήταν καταχτυπημένη και μισοδιαλυμένη. Οι αρματωσιές, όμως, θα θεραπεύονταν από μόνες τους, και μάλιστα γρήγορα, αν ό,τι ήξερε ο Τάμπριελ για τους Ιερούς Μαχητές της Βίηλ αλήθευε. «Όπως βλέπετε, λοιπόν, Πρίγκιπά μου, το κόστος δεν ήταν καθόλου μικρό για εμάς.»

«Εντάξει, καταλαβαίνω,» είπε, ανυπόμονα και, ίσως, λιγάκι αδιάφορα, ο Αλβάρος, «είχατε απώλειες. Δεν ήταν αναμενόμενο, Πρίγκιπα Τάμπριελ, αφού ξεκινήσατε πόλεμο;»

«Δεν είμαι Πρίγκιπας πλέον, Πρίγκιπά μου. Και ναι, θα μπορούσε ίσως να πει κανείς ότι ήταν αναμενόμενο. Αναίμακτες επαναστάσεις πολύ δύσκολα γίνονται. Ωστόσο, τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο άσχημα αν η Επόπτρια δεν μας είχε λούσει όλους με εκρηκτικές ύλες.»

«Ναι, προφανώς,» γρύλισε ο Αλβάρος χτυπώντας τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού στον βραχίονα του θρόνου. «Οι φρουροί στις επάλξεις του κάστρου μού είπαν ότι πέταξε προς τα βορειοδυτικά, προς το Σάνκριλαμ ίσως. Θα τη βρω, Πρίγκιπα Τάμπριελ, και θα τη σκοτώσω γι’αυτό!»

«Υπομονή, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, αποφασίζοντας να μην αναφέρει πάλι ότι δεν ήταν Πρίγκιπας πλέον και ότι δεν έπρεπε να τον αποκαλεί έτσι ο Αλβάρος. «Θα έρθει και η σειρά του Σάνκριλαμ.»

«Του Σάνκριλαμ; Δε μ’ενδιεφέρει για το Σάνκριλαμ! Θα ζητήσω απ’την Πριγκίπισσα Ισλάννα να μου παραδώσει την Ανδρομάχη, αν αυτή έχει πάει να κρυφτεί στην αυλή της.»

«Δε νομίζω πως αυτό θα ήταν συνετό.»

«Γιατί;»

«Διότι, αφού συμμαχήσατε μαζί μας, οι Παντοκρατορικοί ήδη θα σας θεωρούν εχθρό τους. Αποστάτη.»

«Είμαι ο Πρίγκιπας του Χαύδοραλ! Στην Πριγκίπισσα Ισλάννα θα απευθυνθώ, όχι–»

«Η Πριγκίπισσα Ισλάννα δεν θα στραφεί εναντίον των Παντοκρατορικών, Υψηλότατε,» τον διέκοψε ο Άτβος. «Οι δυνάμεις τους είναι πάρα πολλές στο Πριγκιπάτο της. Πολύ περισσότερες απ’ό,τι στο δικό σας.»

«Προτείνεις να μην κάνω τίποτα;» γρύλισε ο Αλβάρος καθώς τεντωνόταν μπροστά, καθισμένος επάνω στον θρόνο του, σφίγγοντας τις άκριες των χεριών του καθίσματος μέσα στις γροθιές του.

«Το καλύτερο που έχετε να κάνετε, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε ο Άτβος, «είναι να επιδιορθώσετε γρήγορα τις ζημιές στην πόλη σας και να ισχυροποιήσετε την άμυνά σας. Και σας υπόσχομαι ότι η Επανάσταση θα σας βοηθήσει σ’αυτό, γιατί κι εμείς χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας.»

«Τι είδους βοήθεια;»

«Θέλουμε να μπορούμε να περάσουμε ανενόχλητα από το Πριγκιπάτο σας, φυσικά, και να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το λιμάνι σας ως βάση.»

«Το λιμάνι μου δεν υπάρχει πλέον! Το καταστρέψατε, ανόητοι!»

«Η θέση του λιμανιού δεν έχασε την αξία της,» αποκρίθηκε ο Άτβος, αγνοώντας την κολακευτική κλιτική προσφώνηση του Πρίγκιπα. «Ό,τι γκρεμίστηκε μπορεί να ανοικοδομηθεί. Το δυστυχές είναι ότι τόσες ζωές χάθηκαν, το οποίο με λυπεί αφάνταστα.» Και δεν έδειχνε να ψεύδεται, έκρινε ο Τάμπριελ. Ο Άτβος, παρότι σίγουρα αντιλαμβανόταν ότι οι αναίμακτες επαναστάσεις ήταν ουσιαστικά αδύνατες, δεν ήταν αιμοβόρος άνθρωπος. Αλλά ούτε και θα έκανε πίσω μέχρι να πετύχει τον σκοπό του. Ακριβώς ο άνθρωπος που χρειάζεται η Επανάσταση στη Βίηλ. Σαφώς καλύτερος από εμένα για να διοικεί.

Ο Αλβάρος είπε: «Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν μπορώ παρά να υποκύψω στο αίτημά σας. Έχω μάθει, ωστόσο, ότι στο Νέλερβικ φυλακίσατε την Πριγκίπισσα Κισβέτα και βάλατε στον θρόνο μια ξαδέλφη της, τη Βασνίτα.»

«Τα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα…» παρατήρησε ο Άτβος.

«Η Ανδρομάχη το πληροφορήθηκε μέσω του δικτύου των Παντοκρατορικών.»

«Εκθρονίσαμε την Κισβέτα επειδή ήταν με το μέρος της Παντοκράτειρας, και βάλαμε τη Βασνίτα στον θρόνο επειδή ξέραμε ότι είναι πέραν πάσης αμφιβολίας με το μέρος μας. Βοηθούσε την Επανάσταση από πριν. Κρυφά.»

«Και στο Πριγκιπάτο μου ποιος σας βοηθούσε κρυφά;» απαίτησε να μάθει ο Αλβάρος.

«Κανένας,» του είπε ο Άτβος.

«Δεν υπάρχουν, δηλαδή, επαναστάτες κρυμμένοι εδώ;»

«Υπάρχουν, αλλά είναι ελάχιστοι και όχι σε σημαντικά πόστα. Απλά κάποιοι άνθρωποι για να παίρνουμε βασικές πληροφορίες.»

«Είπατε ότι ολόκληρη η Βίηλ εξεγείρετε κατά των Παντοκρατορικών…» άλλαξε θέμα ο Αλβάρος.

«Είναι αλήθεια. Και θα το δείτε σύντομα, Υψηλότατε. Θα έρθουν νέα από τη δύση. Θα ακούσετε.»

37.

Ο Πρίγκιπας Αλβάρος τούς φιλοξένησε στο κάστρο του, και τους νεκρούς τους έβαλαν σ’έναν ψυχρό υπόγειο θάλαμο, επάνω σε ξύλινα τραπέζια, τον έναν πλάι στον άλλο, την Αλιζέτ Βάθμακ, τον Ναλφίρες Βάθμακ, και τον Νισμάνος Ενάρμικ. Η Ιλρίνα’νορ ύφανε επάνω τους μια Μαγγανεία Σηπτικής Επιβραδύνσεως, ώστε τα σώματά τους να διατηρηθούν μέχρι να παρθούν από εδώ και να μεταφερθούν στη Νέλερβικ· γιατί όλοι συμφωνούσαν ότι οι πεσόντες έπρεπε να κηδευτούν στην πατρίδα τους. Το ίδιο είχε προστάξει και η Πριγκίπισσα Βασνίτα μέσω του Αρκαλόν, ο οποίος ήταν κοντά της και της είχε διηγηθεί τι είχε συμβεί στη Χαύδοραλ.

Ο Ραφέλνες τώρα κατέβηκε στα υπόγεια του κάστρου, αγριοκοιτάζοντας τους φρουρούς που του έριχναν επιφυλακτικά βλέμματα. Κανένας δεν τόλμησε να μπει στο δρόμο του για να τον σταματήσει ή για να τον ρωτήσει τι ήθελε εδώ. Η όψη του ήταν τρομαχτική· τα μάτια του γυάλιζαν σαν γαλανές φωτιές· και η σφυροκοπημένη οστέινη πανοπλία του του έδινε την εμφάνιση τραυματισμένου θηρίου που είναι έτοιμο να ξεσπάσει και να σκοτώσει.

Ο Ραφέλνες πλησίασε την πόρτα του νεκρικού θαλάμου και την έσπρωξε, ανοίγοντάς την. Οι μεντεσέδες έτριξαν. Σκοτάδι αποκαλύφθηκε. Ο Ραφέλνες γύρισε τον διακόπτη στον τοίχο, ανάβοντας το ενεργειακό φως που ήταν στο ταβάνι, ενωμένο με καλώδιο που έφτανε σε κάποια κεντρική εστία μέσα στο κάστρο. Στο κέντρο του θαλάμου ήταν τα πτώματα, ασκέπαστα και ντυμένα με όμορφα ρούχα. Εκτός από τον Νισμάνος, που ελάχιστα ρούχα τον έντυναν, καθώς η κοκάλινη πανοπλία ήταν η κύρια ένδυση κάθε Ιερού Μαχητή των Οστών.

Το βλέμμα του Ραφέλνες, όμως, δεν πήγε τώρα καθόλου στον εν Οστοίς Αδελφό του (όπως αποκαλούσαν, στην Αρχαία Γλώσσα, οι Ιεροί Μαχητές ο ένας τον άλλον). Είχε μάτια μόνο για το σμπαραλιασμένο σώμα της γυναίκας του. Το πρόσωπο και το κεφάλι της Αλιζέτ ήταν άσχημα χτυπημένα από τις πέτρες που είχαν πέσει επάνω της. Οι θεραπευτές του κάστρου είχαν, φυσικά, καθαρίσει το αίμα και ράψει τις πληγές, αλλά η όψη της εξακολουθούσε να μοιάζει… αφύσικη.

Ο Ραφέλνες την πλησίασε, αργά. Άπλωσε το χέρι του, που έτρεμε, και άγγιξε το πρόσωπό της, τα μαλλιά της. Αισθάνθηκε δάκρυα να συγκεντρώνονται στα μάτια του. Αναμνήσεις περνούσαν απ’το μυαλό του… «Πώς συνέβη αυτό;» μουρμούρισε. «Δεν έπρεπε καθόλου να σε είχα πάρει μαζί μου… Με συγχωρείς… Τι θα πω στον μικρό;» Η μαμά σκοτώθηκε επειδή ένα χτίριο έπεσε πάνω της… Η μαμά σου σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία… Τίποτα δεν του έμοιαζε σωστό.

Γονάτισε, στο ένα γόνατο, μπροστά στο τραπέζι όπου ήταν ξαπλωμένο το πτώμα της Αλιζέτ. Κατέβασε το κεφάλι, έκλεισε τα μάτια, και προσευχήθηκε στα Πνεύματα των Μεγάλων Κολοσσών, στην Αρχαία Γλώσσα, σιωπηλά. Οι λέξεις έμοιαζαν να αντηχούν μέσα στο μυαλό του σαν να ήταν άδειος θάλαμος, υπόγειος και ψυχρός όπως αυτός γύρω από το σώμα του.

Μετά από κάποια ώρα (πόση ακριβώς δεν θα μπορούσε με τίποτα να μαντέψει) άκουσε βήματα πίσω του. Ορθώθηκε και στράφηκε, αργά.

Ήταν ο Άτβος.

«Μου είπαν ότι είχες κατεβεί…» είπε ο Πρόμαχος.

«Και λοιπόν;»

«Σκέφτηκα μήπως ήθελες… κάποιον για να μιλήσεις.»

Ή ίσως να φοβάσαι τι μπορεί να κάνω, σκέφτηκε ο Ραφέλνες, καθώς θυμόταν τα βλέμματα που του έριχναν οι φρουροί του κάστρου. «Τι να σου πω, Πρόμαχε;… Δεν έπρεπε ποτέ να την είχα φέρει εδώ, μαζί μου. Η θέση της δεν ήταν εδώ. Εγώ φταίω γι’αυτό…» Γυρίζοντας την πλάτη στον Άτβος, ακούμπησε τα χέρια του στην άκρη του τραπεζιού όπου βρισκόταν το πτώμα της Αλιζέτ. Στηρίχτηκε εκεί, κουρασμένα. Το σώμα του τον πονούσε καθώς η οστέινη αρματωσιά θεραπευόταν. Η ψυχή του πονούσε ακόμα περισσότερο, από άλλη αιτία…

Ο Άτβος πλησίασε, κάνοντας τον γύρο του τραπεζιού, για να σταθεί αντίκρυ στον Ιερό Μαχητή των Οστών. «Δε φταις εσύ, Ραφέλνες. Η Αλιζέτ ήρθε οικειοθελώς να πολεμήσει–»

«Τι σημασία έχει;» τον διέκοψε απότομα εκείνος. «Δεν έπρεπε να την είχα αφήσει νάρθει!» Κοπάνησε τη γροθιά του στο τραπέζι, κάνοντάς το να τρίξει δυνατά· τα δάχτυλά του, επικαλυμμένα με οστά Λάν’τραχαμ, άφησαν αποτυπώματα πάνω στο ξύλο. «Ή, τουλάχιστον, έπρεπε να ήμουν κοντά της στη μάχη. Αν ήμουν κοντά της, αυτό δεν θα είχε συμβεί…»

«Δεν μπορούσες να το προβλέψεις· κανένας μας δεν μπορούσε–»

«Μη μου–»

«Άκουσέ με. Ξέρω πώς αισθάνεσαι. Όταν ήμουν φυλακισμένος στα μπουντρούμια του κάστρου της Νέλερβικ, ήξερα ότι ο Επόπτης σκότωνε τους ανθρώπους μου τον έναν μετά τον άλλο. Μου έφερνε τα κομμένα κεφάλια τους, για να το αποδεικνύει. Και κάθε φορά φοβόμουν ότι θα έβλεπα και το κεφάλι της Ιλρίνα… ή φοβόμουν ότι θα έχανε το μυαλό της εκεί μέσα, στη λευκόχρυση φυλακή της. Αναρωτιόμουν τι θα συνέβαινε πρώτα: θα τη σκότωναν ή θα τρελαινόταν; Και σκεφτόμουν ότι έφταιγα εγώ για όλα. Εγώ την είχα παρασύρει μαζί μου στην Επανάσταση, από τον καιρό που ήμασταν στο Πριγκιπάτο Κάνρελ… Δεν έχω ποτέ μετανιώσει που αποφάσισα να πάω με την Επανάσταση, αλλά τότε… τότε και μόνο τότε, το είχα μετανιώσει. Για την Ιλρίνα. Την είχα τραβήξει σε μια κατάσταση που…» μόρφασε, «τι γινόταν, Ραφέλνες; Μας κυνηγούσαν, έπρεπε να κρυβόμαστε, έπρεπε να πολεμάμε μια δύναμη που έμοιαζε τεράστια, πολύ μεγαλύτερη από εμάς και τους συμμάχους μας. Και στο τέλος; Την καταδίκασα να πεθάνει μαζί μου, σε κάτι σκοτεινά μπουντρούμια. Αλλά, καθώς βρισκόμουν απεγνωσμένος μες στη φυλακή μου, δε σκέφτηκα ότι η Ιλρίνα ήθελε να είναι στο πλευρό μου. Μπορούσε να μην είχε έρθει μαζί μου. Μπορούσε να είχε φύγει. Ήταν πολύ δύσκολο να το σκεφτώ αυτό εκείνη τη στιγμή. Ήταν οι συνθήκες τέτοιες, που κάνουν έναν άνθρωπο ανόητο, παράλογο, τρελό, χωρίς καθαρό μυαλό…

»Η Αλιζέτ ήθελε επίσης να είναι στο πλευρό σου, Ραφέλνες. Τώρα δεν μπορείς να το δεις έτσι, το ξέρω, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ήθελε να είναι στο πλευρό σου – ό,τι κι αν συνέβαινε.»

«Εσύ, όμως, τα λες αυτά ενώ η Ιλρίνα είναι ζωντανή. Αλλά η Αλιζέτ δεν είναι ζωντανή.»

«Ναι…» αναστέναξε ο Άτβος αποφεύγοντας το βλέμμα του. «Αλλά… Απλά να μην κατηγορείς τον εαυτό σου για ό,τι έγινε, Ραφέλνες· δε σου λέω να μη λυπάσαι για το θάνατό της.»

Ο Ραφέλνες δεν μίλησε. Ίσως νάχεις δίκιο, Πρόμαχε, σκέφτηκε. Η Αλιζέτ, σίγουρα, ήθελε να έρθει. Όμως αυτό, για εμένα, δεν είναι αρκετά καλή δικαιολογία.

Ο Άτβος, υποθέτοντας μάλλον ότι ο Ραφέλνες είχε θυμώσει μαζί του, δεν είπε τίποτε άλλο. Βάδισε, χωρίς βιασύνη, προς την έξοδο του νεκρικού θαλάμου και έφυγε. Ο Ραφέλνες δεν επιχείρησε να τον σταματήσει. Άσ’τον να νομίζει ό,τι θέλει… Το μόνο σημαντικό πράγμα τώρα ήταν ότι η Αλιζέτ ήταν νεκρή.

Ο Πρίγκιπας Αλβάρος δεν θα γυρέψει μόνος του εκδίκηση από αυτή την Ανδρομάχη Χρυσόπτερη. «Ακούστε με, Κολοσσοί,» είπε ο Ραφέλνες. «Ακούστε με! Τ’ορκίζομαι στο όνομά σας ότι η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη θα πεθάνει από το χέρι μου!»

Τα προστατευτικά οστά της γροθιάς του είχαν κάνει ολόκληρη λακκούβα εκεί όπου πιέζονταν στο ξύλο του τραπεζιού.

38.

Η Κελρίτ βρισκόταν ξαπλωμένη σ’ένα μαλακό κρεβάτι μέσα στο κάστρο του Πρίγκιπα Αλβάρος, κι αισθανόταν τώρα λιγάκι καλύτερα καθώς ήταν ζαλισμένη από ένα βοτάνι που μια θεραπεύτρια τής είχε δώσει να πιει. Το βοτάνι ήταν πικρό σαν δηλητήριο αλλά είχε κάνει τον τρομερό πόνο στο πόδι της να περάσει.

«Θα ξαναπερπατήσω;» είχε ρωτήσει, ζαλισμένα, η Κελρίτ τη θεραπεύτρια.

Εκείνη είχε χαμογελάσει καλοσυνάτα. «Φυσικά και θα ξαναπερπατήσετε, Αρχόντισσά μου.»

«Μα, δε νιώθω να έχω δάχτυλα…»

«Απλά ένα σπάσιμο είναι. Τα κόκαλα θα δέσουν και θα είστε καλά πάλι.»

Τώρα, η θεραπεύτρια δεν ήταν πια μαζί της και η Κελρίτ είχε μισοκοιμηθεί. Νόμιζε ότι ονειρευόταν… ή, απλά, σκεφτόταν; Στο όνειρό της πολεμιστές χτυπιόνταν με σπαθιά και τσεκούρια και δόρατα, ενώ ένα δυνατό βουητό ακουγόταν από πάνω – κάτι επικίνδυνο ερχόταν – κάτι που θα τους σκότωνε όλους – και η Κελρίτ έπρεπε να τους ειδοποιήσει, αλλά δεν μπορούσε: πέτρες ήταν επάνω στο πόδι της κι ένα βαμβάκι στο στόμα της. Πού ήταν ο Ραφέλνες; Πού ήταν η Αλιζέτ; Ο Ζίρτελον;

–Ένας δυνατός χτύπος από την πόρτα. Πόρτα; Εδώ; Ο χτύπος ξανακούστηκε, πιο δυνατός τώρα. Η ονειρική μάχη άρχισε να διαλύεται. Η μάχη έχει τελειώσει. Η Κελρίτ βλεφάρισε έντονα, προσπαθώντας να συνέλθει απ’την επιρροή του φαρμάκου της θεραπεύτριας. Τι ήταν αυτό που μου έδωσε; Χυμός σκίανθου; Ναι, μάλλον αυτό πρέπει να ήταν. Η Κελρίτ είχε ακούσει ότι θόλωνε τις αισθήσεις κι άρχιζες να ονειρεύεσαι. Υπήρχαν κι ορισμένοι άνθρωποι εθισμένοι στον σκίανθο, και τον έπαιρναν ασχέτως αν πονούσαν ή όχι.

Η πόρτα ξαναχτύπησε.

Η Κελρίτ βλεφάρισε. Σύνελθε! πρόσταξε τον εαυτό της. Έγλειψε τα χείλη της, σα να έπρεπε να τα υγράνει για να τα βάλει σε κίνηση. Τα μάτια της ήταν εστιασμένα στο σπασμένο πόδι της, που ήταν τυλιγμένο με σκληρά υφάσματα μέσα σ’έναν ξύλινο σκελετό.

«Κελρίτ; Να περάσω;» ακούστηκε μια φωνή.

«Ναι,» κατάφερε να φωνάξει εκείνη. «Έλα.»

Η πόρτα άνοιξε και ο Ζίρτελον μπήκε. Μαζί του ήταν ο Τάμπριελ. Έκλεισαν πίσω τους.

«Πώς είσαι, Κελρίτ;» ρώτησε ο Ζίρτελον, καθίζοντας στο κρεβάτι, πλάι της. Ο Τάμπριελ έμεινε όρθιος, βαστώντας το ραβδί του με την πορφυρή σφαίρα στην κορυφή. Της έμοιαζε απόμακρος και μυστηριώδης, σαν πνεύμα από παραμύθι. Το κόκκινο δέρμα του και τα κατάλευκα μαλλιά του ενδυνάμωναν αυτή την εντύπωση, καθώς δεν υπήρχε τέτοιος δερματικός χρωματισμός στη Βίηλ. Όλοι όσοι είχαν κόκκινο δέρμα ήταν εξωδιαστασιακοί.

Η Κελρίτ κοίταξε τον Ζίρτελον. Προσπάθησε να χαμογελάσει. «Όχι και πολύ καλά.» Τα μάτια του ήταν τώρα σαν καθρέφτες μέσα σε καθρέφτες περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Πόσες φορές καθρεπτίζομαι εγώ εκεί μέσα; «Μου έδωσε κάτι και… είμαι μουδιασμένη.»

«Για τον πόνο,» είπε ο Ζίρτελον. «Έχεις σπάσει το πόδι σου.»

Της φάνηκε αστείο και γέλασε. «Το ξέρω αυτό.»

«Θα είσαι καλά σύντομα. Ήσουν τυχερή.»

«Τυχερή;»

Ο Ζίρτελον έσμιξε τα χείλη, και δεν αποκρίθηκε.

Ο Τάμπριελ είπε: «Πολλοί σκοτώθηκαν, Αρχόντισσά μου. Η Επόπτρια, φεύγοντας από την πόλη, έριξε εκρηκτικά. Τα μισά οικοδομήματα της Χαύδοραλ έχουν ισοπεδωθεί.»

«Ο Πρίγκιπας;»

«Μιλήσαμε μαζί του. Συνεννοηθήκαμε.»

«Είναι μαζί μας, τελικά, έτσι;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Είχε προστάξει τους Παντοκρατορικούς να φύγουν απ’το Πριγκιπάτο, γι’αυτό έγινε ό,τι έγινε.»

«Γιατί δεν σταμάτησε την Επόπτρια;»

«Δεν τα κατάφερε, προφανώς.»

«Πού είναι η Αλιζέτ;» Η Κελρίτ περίμενε ότι, λογικά, θα ερχόταν να τη δει. Γιατί δεν είχε έρθει; Γιατί δεν είχε έρθει ούτε εκείνη ούτε ο Ραφέλνες;

«Η Αλιζέτ Βάθμακ, Αρχόντισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ, «πολύ φοβάμαι ότι είναι νεκρή.»

Η Κελρίτ νόμιζε ότι ο χυμός του σκίανθου την είχε κάνει να παρακούσει. «Νε… νεκρή; Όχι…»

«Δυστυχώς. Είναι νεκρή, Αρχόντισσά μου. Την πλάκωσε ένα χτίριο. Μαζί με τον Ναλφίρες Βάθμακ. Κι αυτός νεκρός είναι.»

«Μεγάλοι Κολοσσοί…» μουρμούρισε η Κελρίτ, κι αισθάνθηκε δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της. «Η Αλιζέτ…» Από τότε που ήταν κοριτσάκια έκαναν παρέα οι δυο τους. Την αγαπούσε την Αλιζέτ, παρότι ήταν ατίθαση και απότομη συνήθως. «Ο Ραφέλνες;» ρώτησε.

«Ο Ραφέλνες είναι ζωντανός. Μονάχα η πανοπλία του έχει στραπατσαριστεί.»

Η Κελρίτ ξεροκατάπιε, νιώθοντας κάτι αλμυρό να κατεβαίνει στον λαιμό της.

«Λυπάμαι, Αρχόντισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ.

«Την πιάσατε;»

«Ποια;»

«Την Επόπτρια.»

«Όχι. Διέφυγε, με ελικόπτερο. Πέταξε προς το Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ, λένε.»

«Α…» είπε μόνο η Κελρίτ, μουδιασμένα, και το βλέμμα της πήγε στο τραυματισμένο πόδι της, που της φαινόταν περίεργο έτσι όπως ξεπρόβαλλε μέσα από τα σκεπάσματα.

«Πρέπει να πηγαίνω τώρα, Αρχόντισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ. «Ο Ζίρτελον θα μείνει, όμως, αν δεν έχετε αντίρρηση.»

«Εντάξει,» μουρμούρισε η Κελρίτ, και ο Τάμπριελ έφυγε απ’το δωμάτιο κλείνοντας σιγανά την πόρτα.

«Θέλεις να σου φέρω κάτι;» τη ρώτησε ο Ζίρτελον.

«…Όχι,» απάντησε ύστερα από μια στιγμή δισταγμού εκείνη. «Μείνε.» Άγγιξε το χέρι του.

Ο Ζίρτελον ένευσε.

39.

«Βρήκαμε ίχνη.»

Οι δύο άντρες, φτάνοντας κοντά στον μικρό καταυλισμό, κατέβηκαν σβέλτα απ’τα άλογά τους. Ήταν ντυμένοι με κάπες μέσα στο σούρουπο, και στις πλάτες τους ήταν περασμένα τόξα και φαρέτρες.

«Τι ίχνη;» ρώτησε ο Πολ, χωρίς να σηκωθεί μπροστά από τη ζεστή φωτιά. Τριγύρω ήταν καθισμένοι κι άλλοι: πράκτορες της Παντοκράτειρας όλοι τους, σταλμένοι με διαταγή της Νίνας Έκγραμμης. Κανένας τους, όμως, δεν ήταν πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ. Απ’ό,τι γνώριζε ο Πολ, τουλάχιστον· και δε νόμιζε ότι κάτι τέτοιο θα το αγνοούσε, ή ότι η Νίνα θα του το έκρυβε.

«Μεγάλα ίχνη,» αποκρίθηκε ο ένας από τους δύο ανιχνευτές, καθώς έδεναν τα άλογά τους σ’ένα χαμόδεντρο και ζύγωναν τη φωτιά. «Μ’ανθρώπινα μοιάζουν, αλλά είναι αφύσικα μεγάλα.» Ο Πολ και η ομάδα του είχαν μαζί τους ένα τετράκυκλο όχημα, όμως είχαν πάρει και άλογα, γιατί η αποστολή τους ήταν να ερευνήσουν όλη τη βόρεια παραμεθόριο, εξονυχιστικά. Και καλύτερα ιχνηλατείς και κατοπτεύσεις με την ταχύτητα που κινούνται τα άλογα παρά με την ταχύτητα που κινείται ένα ενεργειακό όχημα. Το όχημα το είχαν ως βάση τους: μια μετακινούμενη, εξάτροχη βάση, με ανιχνευτικά συστήματα (άχρηστα τελείως, όμως, για να εντοπίζουν ίχνη στη γη) και αποθήκες για τρόφιμα και εξοπλισμούς.

«Ανθρώπινα;» είπε ο Πολ, πετώντας το μισοτελειωμένο τσιγάρο του στις φλόγες. «Αλλά αφύσικα μεγάλα; Θα μπορούσαν, δηλαδή, να έγιναν από τα μεταλλικά πόδια του γίγαντα που ψάχνουμε;»

«Θα μπορούσαν.»

«Τι νομίζετε; Έγιναν ή δεν έγιναν;» τους ρώτησε, επίμονα, καθώς εκείνοι κάθονταν πλάι στους άλλους, κοντά στη μεγάλη φωτιά που διέλυε γύρω τους τις πυκνές σκιές του σούρουπου. Μονάχα μια λωρίδα ηλιακού φωτός φαινόταν πλέον στη δύση, και σύντομα θα χανόταν κι αυτή. Το μεγάλο φεγγάρι της Βίηλ ήταν ήδη στον ουρανό, σαν πελώριο μισόκλειστο μάτι.

«Δεν έχουμε ξαναδεί μεταλλικό γίγαντα. Ούτε τα ίχνη του, Πολ.»

Ορισμένοι άλλοι πράκτορες γέλασαν νευρικά.

«Εσύ πρέπει νάσαι ο έξυπνος της παρέας, Μελράνος,» αποκρίθηκε ο Πολ. Και σηκώθηκε από την πέτρα όπου καθόταν. «Πάμε. Θ’ακολουθήσουμε τα ίχνη που βρήκατε, να μάθουμε πού οδηγούν.»

Οι άλλοι πράκτορες ορθώθηκαν ολόγυρά του, κι ο ανιχνευτής που ονομαζόταν Μελράνος – ένας πρασινόδερμος, μαυρομάλλης άντρας με τραχιά μούσια και αλλήθωρο δεξί μάτι – είπε: «Ξέρουμε πού οδηγούν.»

«Σας είπα, αν βρείτε ίχνη, να μην τ’ακολουθήσετε μόνοι σας! Και δε μ’αρέσει να παρακούν τις διαταγές μου.»

«Μπορεί να ήρθες από τη Ρελκάμνια,» του είπε ο Μελράνος, «αλλά εμείς είμαστε εδώ χρόνια. Κάποιοι από εμάς – όπως εγώ – είμαστε, μάλιστα, γηγενείς της Βίηλ.»

«Προσπαθείς να μ’εντυπωσιάσεις, πρασινομούρη;» Τα μάτια του Πολ γυάλισαν άγρια στο φως της φωτιάς. «Δε σε πρόσταξε η μαμά σου να με υπακούς; Ή, μήπως, εσύ δεν είσαι κανονικό παιδί της αλλά μπάσταρδο;» Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας έλεγαν, χαριτολογώντας, τη Νίνα Έκγραμμη μαμά τους.

«Πρόσεχε τα λόγια σου, εξωδιαστασιακέ,» μούγκρισε ο Μελράνος, «όσο ακόμα μπορείς να τα προσέχεις.»

«Με συγχωρείς;» Ο Πολ άγγιξε το αφτί του. «Άκουσα καλά; Ήταν αυτό απειλή;»

«Πάρτο όπως–»

Μια γυναίκα – η πράκτορας που ονομαζόταν Ρισκάνα – άρπαξε τον Μελράνος από τον ώμο και τον τράβηξε πίσω. «Αρκετά δεν είπες; Ο Πολ έχει δίκιο, κι από τις δύο απόψεις. Και η μαμά πρόσταξε να τον υπακούμε και είναι λογικό, εξάλλου, να μην ακολουθήσει κανένας τα ίχνη μόνος του.» Ήταν μια γυναίκα με λευκό-ροζ δέρμα, στενά σκοτεινά μάτια, και μακριά μαύρα μαλλιά που ποτέ δεν έδενε και πάντα ήταν μπλεγμένα.

«Μέχρι πού ακολουθήσατε τα ίχνη;» ρώτησε ο Πολ τον άλλο ανιχνευτή, τον σύντροφο του Μελράνος, έναν πράκτορα που ονομαζόταν Άτβος.

«Όχι πολύ μακριά,» αποκρίθηκε εκείνος. «Είδαμε, όμως, ότι οδηγούν στην Καμένη Γη.»

«Ενδιαφέρον,» είπε ο Πολ προς όλους. «Σας εκπλήσσει;» τους ρώτησε. Κι όταν κανένας δεν απάντησε: «Ποιο μέρος είναι καλύτερο για να κρύβει αποστάτες από την Καμένη Γη;»

«Στην Καμένη Γη τίποτα δεν ζει,» μούγκρισε ο Μελράνος.

«Όπως είπα, το καλύτερο μέρος για να κρυφτεί κανείς.»

«Πώς να κρυφτεί όταν δε θα μπορεί να επιβιώσει;» έθεσε το ερώτημα ο Άτβος.

«Ίσως να έχουν βρει κάποιον τρόπο. Όπως βρήκαν και τρόπο να φτιάξουν αυτόν τον μεταλλικό γίγαντα που κινείται σα νάχει ζωή.

»Πάμε τώρα να μάθουμε πού οδηγούν τα ίχνη.» Βάδισε προς το σταματημένο εξάτροχο όχημα, για να πάρει εξοπλισμούς.

Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας τον ακολούθησαν.

Από πάνω τους το φεγγάρι της Βίηλ ήταν σκοτεινό από τη μέση και πάνω, κουκουλωμένο σε πυκνή σκιά. Σε αντίθεση με τα φεγγάρια άλλων διαστάσεων, η δική του σκιά δεν ερχόταν πάντα από το πλάι. Κι όταν ήταν όπως τώρα, σαν μισόκλειστο μάτι, οι γηγενείς το θεωρούσαν κακό οιωνό. Τα Δαιμόνια μάς ατενίζουν, έλεγαν. Έτσι, οι πράκτορες της Παντοκράτειρας ήταν λιγάκι νευρικοί απόψε. Εξάλλου, πολλοί απ’αυτούς ήταν γεννημένοι στη Βίηλ, κι οι υπόλοιποι είχαν ζήσει κάμποσα χρόνια εδώ για νάχουν αποκτήσει τις προλήψεις των ντόπιων.

Αφού εξοπλίστηκαν, ο Πολ ρώτησε: «Πόσο μακριά από εδώ είναι τα ίχνη;»

«Πέντε χιλιόμετρα περίπου,» απάντησε ο Άτβος.

«Θα πάμε με το όχημα, επομένως. Αφήστε τ’άλογα δεμένα εδώ.»

«Μπορεί να μας χρειαστούν για να συνεχίσουμε ν’ακολουθούμε τα ίχνη,» είπε ο Μελράνος.

«Δε θα τ’ακολουθήσουμε πολύ μακριά. Θα δούμε μόνο αν εξαφανίζονται κάπου κοντά στις αρχές της Καμένης Γης,» αποκρίθηκε ο Πολ, «ή αν συνεχίζουν στα βάθη της. Κι αν ισχύει η δεύτερη περίπτωση, θα οργανώσουμε ειδική αποστολή.»

Κάθισε ο ίδιος στο τιμόνι του οχήματος, κι αφού οι πράκτορες έκλεισαν τις πόρτες, το ξεκίνησε και το οδήγησε προς τα εκεί που του έδειξαν οι ανιχνευτές. Ο ήλιος είχε, πλέον, χαθεί αλλά ο Πολ είχε ανάψει τους προβολείς για να βλέπει μπροστά του. Το τοπίο ήταν, κατά κύριο λόγο, ανοιχτό, με λίγα σκόρπια δέντρα, τα περισσότερα από τα οποία δεν ήταν ψηλά. Το έδαφος γινόταν ανοδικό και καθοδικό σε ανύποπτα σημεία, γι’αυτό κι έπρεπε κανείς να είναι προσεχτικός. Μεγάλοι βράχοι έμοιαζαν να ξετρυπώνουν απρόσμενα μέσα από τη γη: βράχοι που, αν κανείς δεν τους πρόσεχε, μπορούσαν να προκαλέσουν πρόβλημα ακόμα και σ’ένα μεγάλο, εξάτροχο όχημα σαν ετούτο.

«Από κει,» έδειξε ο Άτβος, καθισμένος πλάι στον Πολ. «Βόρεια.»

Ο Πολ έστριψε. Είχε δει τα μεγάλα ίχνη στο φως των προβολέων, και συνέχιζε τώρα να τα βλέπει. Βαθιές λακκούβες στη γη. Πολύ έντονες. Το παράκανε η Λαμρίτ, σκέφτηκε. Λίγο πιο εμφανή να ήταν τα χνάρια κι οι δικοί μου θα το καταλάβαιναν ότι η όλη ιστορία είναι στημένη.

Ή μάλλον, ας ελπίσουμε ότι δεν το έχουν όντως καταλάβει…

Αλλά, αν το είχαν καταλάβει, κάτι δε θα του έλεγαν; Εκτός αν με υποπτεύονται… Πάντοτε υπήρχε κάποιο ρίσκο σε τέτοιες καταστάσεις.

Το όχημα έφτασε στα όρια της Καμένης Γης, και τα πέρασε. Το τοπίο έγινε ξαφνικά γκρίζο προς κάθε κατεύθυνση, και ξερό. Ούτε ένα χορταράκι δεν φαινόταν να φυτρώνει, πουθενά. Και το έδαφος ήταν ραγισμένο και τραχύ· μακριές, σπαστές χαρακιές εκτείνονταν από δω κι από κει, σαν η γη να ήταν το κατακρεουργημένο σώμα του θύματος κάποιου παρανοϊκού δολοφόνου.

«Μέχρι εδώ,» είπε ο Άτβος. «Δεν πήγαμε παραπέρα.»

Ο Πολ σταμάτησε το όχημα. «Βγαίνουμε,» πρόσταξε, και βγήκε πρώτος, με το σπαθί του στο χέρι.

Οι πράκτορες τον ακολούθησαν χωρίς δισταγμό, κρατώντας κι εκείνοι όπλα. Η Ρισκάνα είπε: «Το ανιχνευτικό μας σύστημα δεν εντοπίζει τίποτα γύρω μας. Ούτε οχήματα ούτε καμια μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων.»

Φυσικά και όχι, σκέφτηκε ο Πολ.

«Αν ήταν αυτός ο γίγαντας εδώ,» είπε ο Μενέλαος, ένας άλλος πράκτορας, καταγόμενος από τη Ρελκάμνια, «θα τον εντόπιζε· δε μπορεί να μην τον πρόσεχε. Θα τον έβλεπε σαν όχημα, σαν μηχάνημα.»

Μην είσαι και τόσο σίγουρος, σκέφτηκε ο Πολ. «Ο σκοπός μας δεν είναι να συναντήσουμε τον γίγαντα. Σίγουρα, θυμάστε τι έπαθαν οι προηγούμενοι που τον συνάντησαν. Ο σκοπός μας είναι να μάθουμε τι σκατά συμβαίνει. Πού κρύβονται οι αποστάτες και πώς φτιάχνουν τέτοια τέρατα.»

Ο Άτβος και ο Μελράνος κοίταζαν τα ίχνη στο έδαφος. «Από δω,» είπε ο πρώτος, δείχνοντας. «Από δω έχει πάει.»

«Σώπα, ρε επιστήμονα,» αποκρίθηκε ο Πολ. Δε χρειαζόταν νάσαι ιχνηλάτης για να δεις πού πήγαιναν αυτές οι τεράστιες λακκούβες στη γκρίζα γη. Πραγματικά, η Λαμρίτ κι ο Δαίδαλος το παράκαναν. Πρέπει να έβαλαν τον Πάνοπλο να χοροπηδά για να κάνει τέτοια σημάδια. «Πάρτε από το όχημα ό,τι πιστεύετε πως χρειάζεστε, και πάμε.»

Δεν ήταν και πολλά αυτά που ήθελαν να πάρουν, έτσι σύντομα άρχισαν ν’ακολουθούν τα μεγάλα ίχνη μέσα στο γκρίζο τοπίο, φωτίζοντας με δυνατούς φακούς που λειτουργούσαν με εστίες.

Μια μεγάλη, κατάμαυρη σκιά δεν άργησε να περάσει από πάνω τους. Μια φτερωτή σκιά.

«Οι Ασώματοι…» είπε ο Μελράνος με κάποιο δέος.

«Δεν έχουν φάει ποτέ κανέναν, απ’ό,τι έχω ακούσει,» είπε ο Πολ.

«Έτσι νομίζεις;»

«Σου έφαγαν κανένα γνωστό σου;»

«Υπάρχουν άνθρωποι που τους έχουν κλέψει την ψυχή!»

Ο Πολ ρουθούνισε. «Και πού την έχουν πάει; Έχουν καμια φωλιά γεμάτη ψυχές; Έχουν οι ψυχές ανταλλακτική αξία;»

«Δε θα γελούσες άμα ήσουν από τη Βίηλ,» του είπε ο Μελράνος.

«Κυκλοφορούν, όντως, πολλές ιστορίες για τους Ασώματους,» είπε η Ρισκάνα, «αλλά κανένας δεν ξέρει ποιες είναι αληθινές και ποιες όχι.»

Ακόμα μια φτερωτή σκιά πέρασε από πάνω τους.

Δεν είναι τα αόρατα πουλιά που πρέπει να φοβάστε, σκέφτηκε ο Πολ. Τον συνέφερε, όμως, που οι Ασώματοι έμοιαζε να τους έχουν τραβήξει την προσοχή. Διευκολύνει τη δουλειά μου και τη δουλειά της Λαμρίτ.

Από τ’αριστερά του άκουσε την Αντιγόνη’σαρ να υποτονθορύζει κάποιο ξόρκι. Ήταν μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών, και η μαγεία της λειτουργούσε στη Βίηλ το ίδιο καλά με τη μαγεία των Πεφωτισμένων. Οι Πεφωτισμένοι ήταν που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη μαγεία τους σε άλλες διαστάσεις, όχι το αντίστροφο.

«Τι ψάχνεις;» ρώτησε ο Πολ την Αντιγόνη.

«Οτιδήποτε ύποπτο,» αποκρίθηκε η μάγισσα ενώ τα μάτια της έμοιαζαν να τον κοιτάζουν και, συγχρόνως, να μην τον κοιτάζουν, καθώς το μυαλό της ήταν απασχολημένο με το ξόρκι της.

Αποκλείεται να διαπεράσει τα προστατευτικά ξόρκια του Δαίδαλου, προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό του ο Πολ. Η Λαμρίτ τού είχε υποσχεθεί, όταν – πολύ προσεχτικά – είχαν επικοινωνήσει, ότι ο Δαίδαλος θα έκρυβε τον Πάνοπλο έτσι που τα ανιχνευτικά συστήματα του οχήματος δεν θα τον εντόπιζαν. Κι αυτό είχε βγει αλήθεια, όπως είχε διαπιστώσει ο Πολ. Δε μπορεί ο μάγος να μην έχει προετοιμαστεί και για άλλους μάγους.

Δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ από το όχημά τους όταν, μέσα απ’το σκοτάδι, είδαν δύο φωτεινά σημεία να ξεπροβάλλουν, κάπου τρεισήμισι μέτρα πάνω απ’το έδαφος.

Δύο μάτια.

Ξαφνιασμένοι, οι πράκτορες έστρεψαν τους φακούς τους προς τα εκεί, και αντίκρισαν να έρχεται καταπάνω τους, με σταθερά βήματα, ένας άνθρωπος από μέταλλο.

«Από πού πετάχτηκε;» αναφώνησε η Ρισκάνα.

Ο Άτβος και ο Μελράνος πήραν τα τόξα τους στα χέρια και πέρασαν βέλη στις χορδές. Σημάδεψαν και έριξαν, στη στιγμή, αλλά τα βλήματά τους χτύπησαν πάνω στον μεταλλικό γίγαντα χωρίς να τον βλάψουν.

«Πίσω στο όχ–!» έκανε να πει ο Μενέλαος, αλλά τα λόγια του μετατράπηκαν σ’ένα μακρόσυρτο αααααρρχχ καθώς ένα βέλος είχε καρφωθεί ανάμεσα στις ωμοπλάτες του, και ο πράκτορας, παραπατώντας, σωριάστηκε μπρούμυτα στη σκληρή, τραχιά, γκρίζα γη.

Οι υπόλοιποι, γυρίζοντας αιφνιδιασμένοι, είδαν εχθρούς να έρχονται, κάποιοι τοξεύοντάς τους και κάποιοι κραδαίνοντας σπαθιά και τσεκούρια.

Ο Πολ διέκρινε ανάμεσα στους επαναστάτες τη Λαμρίτ, τον Άλτρες, και άλλους που είχε γνωρίσει στο άντρο της Επανάστασης στα υπόγεια σπήλαια της Καμένης Γης.

«Παγίδα!» γρύλισε ο Μελράνος, στρέφοντας τώρα το τόξο του προς τους επαναστάτες και βάλλοντας γρήγορα. Πρώτο βέλος: αστόχησε. Δεύτερο: καρφώθηκε στον μηρό ενός εφορμώντος επαναστάτη.

Ο Πολ, γυρίζοντας απότομα, σπάθισε τον Μελράνος στο πλάι του λαιμού, κόβοντας την καρωτίδα και κάνοντας έναν πίδακα αίματος να τιναχτεί καθώς ο πράκτορας κατέρρεε ξαφνιασμένος και το τόξο έφευγε απ’τα χέρια του.

«Προδότη! Αποστάτη!» σύριξε η Ρισκάνα, καταλαβαίνοντας αμέσως τι είχε γίνει κι επιχειρώντας να καρφώσει τον Πολ με δύο ξιφίδια, ένα σε κάθε γαντοφορεμένο χέρι. Εκείνος τινάχτηκε πίσω και τη σπάθισε στον ώμο, κάνοντάς τη να παραπατήσει αλλά όχι να πέσει. Ένα βέλος καρφώθηκε στα πλευρά της, κι ύστερα οι επαναστάτες ήταν επάνω στους πράκτορες της Παντοκράτειρας και λεπίδες συγκρούονταν με λεπίδες, αίμα τιναζόταν, σώματα έπεφταν στη γη. Ο Πάνοπλος είχε χιμήσει επίσης, και ο Πολ είδε το πόδι του να κλοτσά τον Άτβος στο στήθος, εκτοξεύοντάς τον στον αέρα, δέκα μέτρα παραδίπλα, για να σωριαστεί ακίνητος και, μάλλον, νεκρός, με τα κόκαλά του διαλυμένα.

Ο Πολ είχε βρεθεί χωρίς αντίπαλο, καθώς η Ρισκάνα φαινόταν επίσης νεκρή. Κοίταξε γύρω του, να δει πού τον συνέφερε να επιτεθεί για να βοηθήσει τους επαναστάτες, και συμπέρανε ότι δεν χρειάζονταν τη βοήθειά του. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας, ξαφνιασμένοι και τρομαγμένοι καθώς ήταν, έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο.

Η Λαμρίτ ζύγωσε τον Πολ καθώς η συμπλοκή τελείωνε, σκουπίζοντας το αίμα απ’το σπαθί της μ’ένα μαντήλι. «Εσύ,» του είπε, «είσαι αιχμάλωτός μας.» Θηκάρωσε το ξίφος της στη μέση, άρπαξε την τουνίκα του με τα γαντοφορεμένα χέρια της, και κόλλησε τα χείλη της πάνω στα δικά του.

«Πρόμαχε…» είπε ο Πολ, αιφνιδιασμένος. «Δεν είχα καταλάβει ότι με συμπαθούσες τόσο.»

Η Λαμρίτ μειδίασε. «Έχω δει και χειρότερες φάτσες στη ζωή μου.»

«Τις μάσκες του Δάρυλμος;»

Η Λαμρίτ γέλασε.

Γύρω τους η μάχη είχε μόλις λάβει τέλος· οι λεπίδες είχαν πάψει να συγκρούονται, και οι επαναστάτες αποτελείωναν κάποιους ετοιμοθάνατους Παντοκρατορικούς καρφώνοντάς τους στον λαιμό ή στην καρδιά.

Ο Πολ είδε τον Δαίδαλο, τη Φενίλδα, τον Καρτάφες’νορ, και τη Διάττα να έρχονται. Ο Δάρυλμος ο μασκοποιός ήταν μαζί τους, και φώναξε στους επαναστάτες που αποτελείωναν τους Παντοκρατορικούς: «Τι κάνετε εκεί, ρε κόπανοι; Μην τους χαλάσετε τα πρόσωπα! Πώς περιμένετε να τ’αντιγράψω; Καλλιτέχνης είμαι, όχι μάντης!»

«Τι φωνάζεις;» του είπε ο Άλτρες. «Βλέπεις κανέναν να τους κοπανά κατακέφαλα;»

«Τι κάνεις, Πολ;» ρώτησε ο Δαίδαλος, πλησιάζοντας.

«Ζωντανός μέχρι στιγμής, αφεντικό.»

«Όχι κατά τύχη, ελπίζουμε,» τον πείραξε η Φενίλδα, και το αριστερό της μάτι γυάλισε παράξενα στο φως των φακών σαν κάποιο κρυστάλλινο κομμάτι να ήταν παγιδευμένο εντός του.

«Ποτέ κατά τύχη,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Γι’αυτό κιόλας δεν μπορώ ν’αργήσω να επιστρέψω στον πολιτισμό.» Ατένισε τον Δάρυλμος. «Πόσο γρήγορα θα μας φτιάξεις τις μάσκες σου, αριστοτέχνη;»

«Πόσες μάσκες;» ρώτησε εκείνος, στρέφοντας το φως του φακού του στα πτώματα των πρακτόρων της Παντοκράτειρας.

«Μία, δύο· όχι περισσότερες. Υποτίθεται πως μας επιτεθήκατε και τρέξαμε να γλιτώσουμε, όσοι από εμάς καταφέραμε να επιβιώσουμε.»

«Δυο μάσκες μπορώ, άνετα, να τις έχω έτοιμες μέχρι τα ξημερώματα.»

«Είσαι μάγος, το ήξερα από την αρχή.»

«Θα πρέπει, όμως,» παρενέβη ο Άλτρες, «να δούμε ποιους μάς συμφέρει καλύτερα να υποδυθούμε. Πρέπει να είναι εύκολο να κάνουμε πως είμαστε αυτοί. Επειδή φοράς τη μούρη κάποιου δεν μεταμορφώνεσαι ξαφνικά και σ’εκείνον.»

«Θα μιλάς για μάσκες κατώτερης ποιότητας, φυσικά…» είπε ο Δάρυλμος.

«Δεν αστειεύομαι τώρα, Δάρυλμος.»

Ο μασκοποιός ένευσε, σοβαρεύοντας. «Ο Πολ θα μας πει. Αυτός ξέρει καλύτερα τους Παντοκρατορικούς.»

«Δεν είχα και τόσο πολύ καιρό για να τους γνωρίσω, τους συγκεκριμένους,» είπε ο Πολ. «Αλλά, αφού είστε από τη Βίηλ, θα είναι, πιστεύω, πιο εύκολο να υποδυθείτε ανθρώπους επίσης από τη Βίηλ. Τον Άτβος και τον Μελράνος.» Έδειξε τους δύο νεκρούς ανιχνευτές.

«Αυτόν εκεί που του έχεις γεμίσει τη μούρη αίμα;» είπε ο Δάρυλμος.

«Έσκισα το λαιμό του,» εξήγησε ο Πολ. «Το πρόσωπο είναι απείραχτο.»

«Κι ο άλλος;…» Ο Δάρυλμος κοίταξε τον δεύτερο ανιχνευτή, που ήταν τιναγμένος μακριά από τα υπόλοιπα πτώματα, από την κλοτσιά του Πάνοπλου.

«Ούτε αυτού το πρόσωπο πρέπει νάχει χαλάσει.»

Η Λαμρίτ είπε στους επαναστάτες να φέρουν τον Άτβος κοντά τους, και δύο απ’αυτούς τον έφεραν, σέρνοντάς τον από τα πόδια. Ο Δάρυλμος στάθηκε από πάνω του και τον κοίταξε, φωτίζοντάς τον με τον φακό του. «Ναι,» είπε. «Μπορώ να τον αντιγράψω.»

«Ξεκίνα λοιπόν,» του είπε ο Πολ. Και προς τους άλλους: «Ποιοι θα τους υποδυθούν;»

«Εγώ τον έναν,» δήλωσε ο Άλτρες.

Ο Πολ τον ατένισε από πάνω ώς κάτω. Κατένευσε. «Θα μπορούσες να είσαι ο Άτβος. Έχετε τον ίδιο δερματικό χρωματισμό.» Λευκοί κι οι δυο τους, με απόχρωση του ροζ. «Ο Μελράνος, όμως, ήταν πρασινόδερμος…» Κοίταξε τους υπόλοιπους επαναστάτες. Το πράσινο δέρμα, αν και πολύ σπάνιο σε άλλες διαστάσεις, δεν ήταν και τόσο σπάνιο στη Βίηλ. Η Λαμρίτ ήταν πρασινόδερμη. Αλλά αυτή, βέβαια, δεν μπορούσε να υποδυθεί τον Μελράνος, και ούτε θα ήταν, ούτως ή άλλως, συνετό η Πρόμαχος να κατεβεί νότια μέσα στο Πριγκιπάτο από τόσο νωρίς.

«Εγώ, μάλλον, θα πρέπει να τον υποδυθώ,» είπε ένας επαναστάτης πλησιάζοντας τον Πολ και τον Άλτρες. Είχε πράσινο δέρμα και– Αλλά τότε ο Πολ συνειδητοποίησε κάτι πολύ βασικό.

«Καλύτερα όχι,» είπε. «Αφήστε τον Μελράνος. Κανένας δεν θα τον υποδυθεί.»

«Γιατί;» ρώτησε ο Άλτρες.

«Το δεξί του μάτι ήταν αλλήθωρο· και δε νομίζω πως ούτε ακόμα κι ο καλλιτέχνης από δω» – έδειξε, με το σαγόνι, τον Δάρυλμος – «μπορεί να φτιάξει αλλήθωρα μάτια.»

«Έχεις δίκιο,» ένευσε ο Άλτρες. «Ευτυχώς που το σκέφτηκες νωρίς.»

«Θα βρούμε έναν άλλο,» είπε ο Πολ κοιτάζοντας τους νεκρούς. Βημάτισε ανάμεσά τους, παρατηρώντας τις όψεις τους, προσπαθώντας να θυμηθεί όσα ήξερε για τον καθένα τους. Ποιον θα ήταν πιο εύκολο να παριστάνουν οι επαναστάτες;

«Θα μπορούσα να υποδυθώ αυτήν, νομίζω,» είπε μια επαναστάτρια, δείχνοντας τη Ρισκάνα.

Ο Πολ στράφηκε να την αντικρίσει. Ποιο ήταν το όνομά της; Δεν θυμόταν, αλλά σίγουρα την είχε ξαναδεί στο άντρο, πολλές φορές. Όντως, μοιάζει με τη Ρισκάνα. Λευκό-ροζ δέρμα· στενά, μαύρα μάτια· μαύρα, μακριά μαλλιά. «Είναι εξωδιαστασιακή. Από τη Ρελκάμνια.»

Η επαναστάτρια ανασήκωσε τους ώμους. «Και λοιπόν; Θα πρέπει να μιλήσω για τη Ρελκάμνια;»

Ο Πολ μόρφασε, σκεπτικός. «Μάλλον όχι,» παραδέχτηκε. «Υποθέτω θα μπορούσες να υποδυθείς τη Ρισκάνα…»

«Ρισκάνα τη λένε;»

«Ναι. Εσύ πώς λέγεσαι; Δε θυμάμαι αν έχω ακούσει τ’όνομά σου.»

«Σιλράτα. Ήμουν στο πηγάδι του άντρου, όταν πρωτοήρθατε εσύ κι οι άλλοι.»

Ο Πολ συνοφρυώθηκε. «Έπαιζες Συλλέκτη μαζί με τη Θελρίτ.»

«Αυτή τη θυμάσαι…» παρατήρησε η Σιλράτα.

«Μου συστήθηκε αργότερα. Εσύ δε μου ξαναμίλησες.»

Εκείνη ανασήκωσε πάλι τους ώμους. «Να την υποδυθώ;» ρώτησε αλλάζοντας θέμα, αναφερόμενη προφανώς τη Ρισκάνα.

«Ναι, αφού νομίζεις ότι μπορείς,» αποκρίθηκε ο Πολ. Και στράφηκε στον Δάρυλμος. «Θα φτιάξεις μια μάσκα βασισμένη στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας;» Έδειξε τη νεκρή πράκτορα της Παντοκράτειρας.

«Τι νομίζεις ότι είμαστε; Ερασιτέχνες;»

«Ζητώ ταπεινά συγνώμη από τον καλλιτέχνη.»

«Έτσι μπράβο,» είπε ο Δάρυλμος, πηγαίνοντας να κοιτάξει από κοντά τη Ρισκάνα. «Συνηθισμένη φάτσα,» παρατήρησε. «Τίποτα το ιδιαίτερο.»

40.

Ο Αρκαλόν είχε, από ένα σημείο και μετά, πάψει να της αναφέρει τι γινόταν στην πολιορκία της Χαύδοραλ, και η όψη του ήταν ουδέτερη. Σχεδόν σαν μάσκα, νόμιζε η Βασνίτα. Σαν το πρόσωπό του να μην ήταν παρά ένα σάρκινο προσωπείο που έκρυβε πίσω του άλλα προσωπεία. Ιεράρχης… είχε σκεφτεί η Βασνίτα, αναριγώντας άθελά της. Το δέος της, όμως, γι’αυτούς τους παράξενους ανθρώπους δεν την είχε εμποδίσει απ’το να του ζητήσει να συνεχίσει τη διήγησή του. «Μου έλεγες ότι τα πράγματα πήγαιναν καλά. Σταμάτησαν τώρα να πηγαίνουν καλά;»

«Όχι ακριβώς…» είχε μουρμουρίσει ο Αρκαλόν.

«Τι είναι, τότε;»

«Η πόλη μάλλον είναι δική μας, Πριγκίπισσά μου. Αλλά περίμενε λίγο…»

Η Βασνίτα, καθισμένη σε μια αναπαυτική καρέκλα, σ’ένα εξώστη του κάστρου της Νέλερβικ, είχε υπακούσει, περιμένοντας. Και τελικά ο Αρκαλόν τής είχε πει: «Πήραμε τη Χαύδοραλ, Πριγκίπισσά μου. Είναι δική μας, και ο Πρίγκιπας Αλβάρος φαίνεται να είναι πρόθυμος σύμμαχός μας. Όμως… συνέβησαν και κάποια… άσχημα πράγματα.»

Κι έπειτα, της είχε μιλήσει για τους θανάτους.

Ο Νισμάνος Ενάρμικ, ο Ιερός Μαχητής των Οστών – νεκρός.

Ο Στρατηγός Ναλφίρες Βάθμακ – νεκρός.

Η Αλιζέτ Βάθμακ – νεκρή.

Μα τους Κολοσσούς! η Αλιζέτ νεκρή… Η Βασνίτα κι εκείνη ήταν φίλες από χρόνια· η καινούργια Πριγκίπισσα του Νέλερβικ αισθανόταν σαν ένα ζωτικό όργανο να είχε ξεριζωθεί από μέσα της: ένα μέρος της καρδιάς της.

Ο Ραφέλνες θα είναι απαρηγόρητος, κι εξοργισμένος. Προσευχήθηκε οι Κολοσσοί να του έδιναν τη σοφία τους και την αντοχή τους.

Καθώς οι ώρες περνούσαν η Βασνίτα καθόταν στην καρέκλα της ακίνητη, ατενίζοντας τον ορίζοντα και τα νερά του ποταμού. Όταν μια από τις υπηρέτριές της ήρθε να ρωτήσει μήπως η Πριγκίπισσα θα ήθελε κάτι, εκείνη την έδιωξε χωρίς να της μιλήσει, με μονάχα μια χειρονομία. Το βράδυ είχε τώρα έρθει, κι ακόμα η Βασνίτα καθόταν στον εξώστη. Ο Αρκαλόν ήταν καθισμένος δίπλα της, και δεν είχε πει τίποτ’άλλο αφότου της ανέφερε τα πάντα που είχαν συμβεί στη Χαύδοραλ. Κατανοούσε την κατάσταση στην οποία η Βασνίτα βρισκόταν.

Μεγάλοι Κολοσσοί… η Αλιζέτ νεκρή…

Η Αλιζέτ νεκρή…

Αυτή η σκέψη γυρόφερνε, στην αρχή, συνεχώς μέσα στο μυαλό της, καθώς και πώς πρέπει να αισθανόταν ο Ραφέλνες για την απώλεια της γυναίκας του. Την αγαπούσε πολύ την Αλιζέτ. Μ’εμένα, ό,τι είχαμε κάνει δεν ήταν παρά ένα ερωτικό παιχνίδι· αλλά την Αλιζέτ την αγαπούσε βαθιά… Η Βασνίτα είχε δει κάποιες φορές τον Ραφέλνες εξοργισμένο, και τώρα δεν ήθελε ούτε καν να φανταστεί πώς θα ήταν η όψη του.

Όταν η δηλητηριώδης ομίχλη αυτών των σκέψεων παραμέρισε απ’το μυαλό της, η Βασνίτα σκέφτηκε κι άλλα πράγματα. Το Πριγκιπάτο Νέλερβικ είχε ζημιωθεί βαριά απ’αυτή την καταραμένη πολιορκία. Είχε χάσει τον έναν από τους δύο Ιερούς Μαχητές του. Είχε χάσει τον Στρατηγό Ναλφίρες Βάθμακ. Είχε χάσει τόσους πολεμιστές από τον βομβαρδισμό…

Η Βασνίτα στράφηκε στον Αρκαλόν. «Πόσους μαχητές χάσαμε από τον βομβαρδισμό;»

«Αρκετούς,» αποκρίθηκε εκείνος, «αλλά, ευτυχώς, όχι τόσους πολλούς.»

«Έχει γίνει καταμέτρηση;»

«Ακόμα βρίσκουν νεκρούς μέσα στα συντρίμμια.»

Η Βασνίτα αναστέναξε, αγγίζοντας το μέτωπό της και συνειδητοποιώντας ότι ήταν ιδρωμένη παρά τη βραδινή ψύχρα. «Πήρα το Πριγκιπάτο στα χέρια μου και σχεδόν το κατέστρεψα…» Γέλασε: πικρά, θλιμμένα.

«Δε φταις εσύ, Βασνίτα.» Πρώτη φορά την έλεγε Βασνίτα· συνήθως την αποκαλούσε Πριγκίπισσά μου. «Κανένας δεν είχε προβλέψει αυτό που συνέβη.»

Η Βασνίτα πήρε μια βαθιά ανάσα. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. «Τι θα πω στους ευγενείς μου;…» μουρμούρισε χωρίς ν’απευθύνεται συγκεκριμένα στον Αρκαλόν, κοιτάζοντας τον ποταμό, πέρα απ’το κάστρο, πέρα απ’την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου.

«Οι ευγενείς σου, αναμφίβολα, καταλάβαιναν ότι έστειλαν τους ανθρώπους τους να πολεμήσουν,» είπε ο Αρκαλόν, «όχι να πάνε περίπατο.»

Η Βασνίτα στράφηκε να τον αντικρίσει. «Τι ξέρεις εσύ, Αρκαλόν; Δεν είσαι καν από εδώ, από τη Βίηλ!» Ήταν απότομος ο τρόπος της. Κι αμέσως μετά, σκέφτηκε ότι δεν ήταν σωστό που του είχε μιλήσει έτσι, αλλά είχε παρασυρθεί από τη δηλητηριώδη θύελλα που κλυδώνιζε την ψυχή και τις σκέψεις της.

«Ναι, δεν είμαι από τη Βίηλ,» παραδέχτηκε ο Αρκαλόν, «αλλά στη Νόρχακ ήμουν, κάποτε, Καθοδηγητής του Έπαρχου Νολμάκνο της Σάρανματ.»

«Τι θα πει ‘καθοδηγητής’; Και τι θα πει ‘έπαρχος’;»

«Θεώρησε ότι ήμουν ο βασικότερος σύμβουλος του άρχοντα μιας όχι και τόσο μικρής περιοχής. Ξέρω τι σημαίνει πολιτική.»

«Και νομίζεις πως αυτό που έγινε δεν είναι σοβαρό;»

«Φυσικά και είναι· αλλά, στον πόλεμο, συμβαίνουν και απρόοπτα πράγματα. Δε μπορείς να το ελέγξεις.»

Η Βασνίτα κούνησε το κεφάλι, δυσανασχετώντας, ενώ φυσούσε καπνό. Ρώτησε: «Αφού ήσουν σύμβουλος ενός άρχοντα στη Νόρχακ, γιατί έφυγες από εκεί και ήρθες εδώ; Τόσο σημαντικός είναι για σένα ο Τάμπριελ;»

«Ο Τάμπριελ είναι ο Μέγας Ιεράρχης, και ο Μέγας Ιεράρχης είναι ο Τάμπριελ. Η θέλησή του είναι δική μου. Ούτως ή άλλως, δεν υπάρχουν πλέον Καθοδηγητές ύστερα από τη διάλυση της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας.»

Η Βασνίτα δεν ήξερε τίποτα για όλ’αυτά, και δεν την ενδιέφεραν. Ειδικά τώρα. Είχε άλλα στο μυαλό της. Έστρεψε πάλι το βλέμμα της στον ποταμό. Πώς θα αντιδρούσαν οι Βάθμακ όταν μάθαιναν για τον θάνατο της Αλιζέτ και του Ναλφίρες; Πώς θα αντιδρούσε, πιο συγκεκριμένα, η Νιρλέτα Βάθμακ, που ήταν αδελφή του Ναλφίρες; Δεδομένου του χαρακτήρα της, θα ξεσήκωνε θύελλα ολόκληρη. Μεγάλοι Κολοσσοί, σώστε με…

Η Βασνίτα ήταν, γενικά, συμπαθής ανάμεσα στους αριστοκράτες του Νέλερβικ, μα δεν ήξερε αν θα εξακολουθούσε να είναι συμπαθής ύστερα απ’αυτά τα γεγονότα. Δύο ευγενείς είναι νεκροί. Δύο σημαντικοί ευγενείς. Και ένας Ιερός Μαχητής των Οστών. Οι αριστοκράτες της θα έλεγαν ότι η καινούργια τους Πριγκίπισσα τούς είχε οδηγήσει σε καταστροφή.

Η Βασνίτα είχε διαβάσει πολύ στη ζωή της. Ως συγγραφέας κι η ίδια, είχε καταβροχθίσει πολλά βιβλία. Καμία συμβουλή κανενός βιβλίου, όμως, δεν νόμιζε ότι μπορούσε να τη βοηθήσει τώρα.

Έχεις πανικοβληθεί, είπε στον εαυτό της. Πρέπει να ηρεμήσεις.

Ο Αρκαλόν έχει, εν μέρει, δίκιο. Οι ευγενείς το ήξεραν ότι στέλνουν ανθρώπους τους στον πόλεμο. Ήξεραν ότι θα υπάρξουν απώλειες.

Η Βασνίτα, όμως, φοβόταν ότι τώρα ίσως να απαιτούσαν να αποφυλακιστεί η Κισβέτα ώστε να καθίσει πάλι στον Θρόνο του Νέλερβικ… Αλλά, ύστερα από αυτές τις επιθέσεις εναντίον των Παντοκρατορικών, τι θα έκανε η Παντοκράτειρα στο Πριγκιπάτο Νέλερβικ, ακόμα κι αν η Κισβέτα διοικούσε ξανά; Οι πολεμιστές μας ήταν που έδιωξαν τις δυνάμεις της από το Χαύδοραλ, που σκότωσαν τόσους μαχητές της…

Μη σκέφτεσαι τώρα έτσι, Βασνίτα! Ο σκοπός είναι να απελευθερωθούμε από την Παντοκράτειρα. Αυτός δεν ήταν, από την αρχή; Νόμιζες ποτέ ότι ο δρόμος θα ήταν εύκολος;

«Πριγκίπισσά μου…» Η φωνή του Αρκαλόν.

«Τι;» Η Βασνίτα τον ατένισε πάλι.

«Θα φέρουν αύριο τους νεκρούς, για να κηδευτούν στη Νέλερβικ.»

Η Βασνίτα συνοφρυώθηκε. «Τόσο γρήγορα;»

«Με ελικόπτερο.»

«Δε μπορεί να χωράνε όλοι οι νεκροί σε ελικόπτερο, Αρκαλόν.»

«Χωράνε η Αλιζέτ, ο Ναλφίρες, και ο Νισμάνος. Αυτούς θα φέρουν. Τους άλλους θα τους συγκεντρώσουν και θα τους φέρουν με πλοίο, αργότερα.»

Η Βασνίτα ξεροκατάπιε. Το τσιγάρο της είχε τελειώσει. Το πέταξε από την άκρη του εξώστη, βλέποντας την καύτρα να εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα. «Και θέλουν να ετοιμαστούμε;»

«Ναι. Μαζί με τους νεκρούς θα έρθουν η Κελρίτ Βόρτεμαχ, που είναι τραυματισμένη–»

«Τραυματισμένη;»

«Πέτρες πλάκωσαν το πόδι της, και έχει σπάσει. Θα έρθουν η Κελρίτ, ο Τάμπριελ, η Αλιζέτ, η Ανταρλίδα, ο Ραφέλνες, ο Όρνιφιμ, και ο Ζίρτελον. Ο Πρόμαχος Άτβος θα παραμείνει στη Χαύδοραλ, για να κρατά την κατάσταση υπό έλεγχο και για να βοηθήσει την πόλη όπως μπορεί. Μαζί του θα είναι η Ιλρίνα’νορ· κι επίσης η Ράιλμεχ, για να έχουμε επικοινωνία.»

Ο Ραφέλνες… Θα είναι, άραγε, οργισμένος μαζί μου ο Ραφέλνες, τώρα που η Αλιζέτ σκοτώθηκε; Η Βασνίτα αναστέναξε. «Ας κάνουμε, λοιπόν, ό,τι προετοιμασίες μπορούμε…» Πιάνοντας το ραβδί της σηκώθηκε απ’την καρέκλα. Τα πλευρά της ακόμα την πέθαιναν στον πόνο. Ακόμα, ύστερα από οχτώ μέρες. Νόμιζε πως θα την πονούσαν για πάντα, αν και οι θεραπευτές τής έλεγαν ότι δεν θ’αργούσε να γίνει καλά, και δεν έπρεπε ν’ανησυχεί.

Ο Αρκαλόν, παρότι επίσης τραυματισμένος, σηκώθηκε από τη δική του καρέκλα χωρίς τη βοήθεια ραβδιού και χωρίς φανερή δυσκολία. Της έμοιαζε ότι είχε πλέον θεραπευτεί. Πρέπει το τραύμα του να ήταν πιο ελαφρύ απ’το δικό μου. Ή ίσως εγώ να είμαι αδύναμης κράσης…

«Θέλεις βοήθεια;» τη ρώτησε.

«Όχι,» αποκρίθηκε η Βασνίτα, πηγαίνοντας προς την πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό του κάστρου. Είχε βαρεθεί να τη βοηθάνε για να σηκώνεται και να κάθεται και να βαδίζει. Δεν είμαι ανάπηρη, μα τα Δαιμόνια! απλώς λιγάκι χτυπημένη.

Λιγάκι… Ένα ολόκληρο βέλος βαλλίστρας είχε χωθεί μέσα της. Τέλος πάντων, σκέφτηκε, μπαίνοντας στο κάστρο και τώρα συνειδητοποιώντας πόσο κρύο ήταν έξω, επειδή μέσα η διαφορά θερμοκρασίας ήταν αισθητή.

Κατεβαίνοντας στην Αίθουσα του Θρόνου, μαζί με τον Αρκαλόν, είδε μια υπηρέτρια να στέκεται κοντά στην κολόνα που ήταν λαξεμένη έτσι ώστε ν’απεικονίζει τη μορφή της Βάσνιλατ, μιας παλιάς ηρωίδας του Πριγκιπάτου, Ιερής Μαχήτριας των Οστών. Στο χέρι της η νεαρή υπηρέτρια κρατούσε μια κούπα με κάποιο ποτό, και μιλούσε – γελώντας κάπου-κάπου – μ’έναν άντρα ο οποίος κρατούσε μια παρόμοια κούπα. Η Βασνίτα θυμόταν πως η κοπέλα λεγόταν Ρισάββα· ο άντρας πρέπει να ήταν ένας από τους επαναστάτες που είχε αφήσει εδώ ο Πρόμαχος Άτβος (δεν ήταν ντυμένος σαν τους φρουρούς του κάστρου, παρότι είχε ένα σπαθί θηκαρωμένο στην πλάτη του), αλλά η καινούργια Πριγκίπισσα δεν ήξερε το όνομά του.

«Ρισάββα!»

Η υπηρέτρια τινάχτηκε, ξαφνιασμένη. «Υψηλοτάτη,» είπε κάνοντας μια βιαστική υπόκλιση, και χύνοντας λίγο απ’το ποτό στα δάχτυλά της. Κρασί, παρατήρησε η Βασνίτα.

«Πού είναι ο Υπασπιστής;»

«Ο Άρχοντας Νολτράκος;»

«Έχουμε κι άλλο Υπασπιστή στο κάστρο;»

«Φυσικά και όχι, Πριγκίπισσά μου. Είναι– μάλλον είναι στα δωμάτιά του. Να τον ειδοποιήσω;»

«Ναι. Αμέσως. Τον θέλω επειγόντως. Κι άφησε αυτό το ποτό από τα χέρια σου.»

«Μάλιστα, Υψηλοτάτη.» Η υπηρέτρια άφησε την κούπα σ’ένα τραπεζάκι και πλησίασε τον επικοινωνιακό δίαυλο σε μια άκρη της αίθουσας.

Ο επαναστάτης με τον οποίο, πριν από λίγο, μιλούσε δεν είπε τίποτα. Ήπιε μονάχα μια γουλιά απ’το ποτό του, παρατηρώντας τη Βασνίτα καθώς εκείνη πήγαινε να καθίσει στον Θρόνο του Νέλερβικ. Ο Αρκαλόν την ακολούθησε.

Η Ρισάββα άφησε τον δίαυλο και πλησίασε τη Βασνίτα, περνώντας ανάμεσα από τις τέσσερις κολόνες-αγάλματα της αίθουσας. «Δεν είναι εκεί, Πριγκίπισσά μου.»

«Βρες τον, τότε. Πάρε κι άλλους μαζί σου αν θέλεις. Πρέπει να του μιλήσω.»

Η υπηρέτρια έφυγε, σχεδόν τρέχοντας.

Η Βασνίτα έβγαλε ένα μαντήλι και σκούπισε τον ιδρώτα στο πρόσωπό της. Με κάθε ημέρα που περνούσε, της άρεσε ολοένα και λιγότερο να είναι Πριγκίπισσα του Νέλερβικ. Στα μάτια των φρουρών της αίθουσας μπορούσε να δει απορία να καθρεπτίζεται, καθώς και στα μάτια του επαναστάτη. Αναμφίβολα, αναρωτιόνταν τι την είχε ταράξει μες στο βράδυ.

Ο Νολτράκος Κάρθελακ δεν άργησε να έρθει, ακολουθούμενος από τη Ρισάββα. Ήταν ένας άντρας μετρίου αναστήματος με γαλανό δέρμα και πορφυρά μαλλιά. Τώρα ήταν ντυμένος με καφέ παντελόνι και μαύρο μακρύ πανωφόρι πάνω από λευκό πουκάμισο. Οι Κάρθελακ ήταν Υψηλός Οίκος, και η Βασνίτα τα είχε καλά μαζί τους. Ο Νολτράκος, που παλιότερα ήταν εραστής της, είχε αρκετές ιδέες που ταίριαζαν με τις δικές της, γι’αυτό κιόλας του είχε αναθέσει τα καθήκοντα Υπασπιστή. Ήθελε κάποιον που να μπορεί να εμπιστεύεται. Τον Υπασπιστή της Κισβέτα τον είχε καθαιρέσει, γιατί ήταν υπέρ των Παντοκρατορικών και δεν τον συμπαθούσε· ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που έγλειφαν τους πάντες (και τα πάντα) για να γλιστρήσουν σε οποιοδήποτε αξίωμα ή κοινωνική θέση. Τον έλεγαν Βανθάρος και ήταν από τον Χαμηλό Οίκο των Μάρτενθαχ. Μονάχα ο γλοιώδης τρόπος του ήταν που τον είχε οδηγήσει στο αξίωμα του Υπασπιστή, επειδή άρεσε στην ξαδέλφη της Βασνίτα να έχει κάτι τέτοια υποκείμενα γύρω της. Η Κισβέτα είχε καθαιρέσει τον Υπασπιστή του πατέρα της γιατί, λέει, ήταν γέρος και όφειλε να παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιον νεότερο, με περισσότερες δυνάμεις. Πράγματι, ο Κασμάρες ήταν γέρος, αλλά ήταν και σοφός, νόμιζε η Βασνίτα. Του είχε ζητήσει να επιστρέψει στο αξίωμα του Υπασπιστή, όμως εκείνος, έχοντας αποποιηθεί κάθε πολιτική θέση από τότε που τον καθαίρεσε η Κισβέτα, είχε αρνηθεί. Επομένως, η Βασνίτα είχε επιλέξει τον άνθρωπο που τώρα στεκόταν εμπρός της.

«Τι συμβαίνει, Πριγκίπισσά μου;» ρώτησε ο Νολτράκος Κάρθελακ.

Η Βασνίτα κατέβηκε απ’τον θρόνο στηριζόμενη στο ραβδί της. «Πάμε να μιλήσουμε,» του είπε. Και οδήγησε εκείνον και τον Αρκαλόν στο γραφείο της, το οποίο δεν ήταν μακριά από την Αίθουσα του Θρόνου.

Αφού κάθισαν, είπε στον Νολτράκος τι είχε συμβεί στη Χαύδοραλ, καθώς και ότι θα έφερναν αύριο, με ελικόπτερο, τους τρεις νεκρούς. «Τι προτείνεις να κάνω με τους Βάθμακ;» τον ρώτησε, καθισμένη πίσω απ’το μεγάλο ξύλινο γραφείο και νιώθοντας τους επιδέσμους στα πλευρά της να τη σφίγγουν, ξαφνικά, τόσο που δεν μπορούσε ν’αναπνεύσει. Ήθελε να γδυθεί και να τους λύσει αλλά, φυσικά, δεν το έκανε.

Η όψη του Νολτράκος ήταν σκεπτική. «Σίγουρα, αυτό θα τους αναστατώσει πολύ, Βασνίτα… Μην τους το πεις τελευταία στιγμή, όμως. Δε νομίζω ότι θα τους αρέσει.»

«Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ: να τους το πω απόψε.»

«Δεν είναι ό,τι καλύτερο αλλά πρέπει να γίνει. Θέλεις να το κάνω εγώ;»

Η Βασνίτα άγγιξε το σαγόνι της, έσμιξε τα χείλη. Ναι. Κάνε το εσύ. Κάνε το, πάρτο από πάνω μου. «Όχι. Θα ήταν δειλό από μέρους μου. Θα τους μιλήσω η ίδια. Κάλεσέ τους, όμως, Ζήτησέ τους να έρθουν στο κάστρο.»

Ο Νολτράκος σηκώθηκε απ’την καρέκλα του. «Θα γίνει,» είπε. Κι άγγιξε, για μια στιγμή, το χέρι της πάνω στο γραφείο. «Και μην ανησυχείς, Βασνίτα. Ξέρουμε όλοι ότι θες μόνο το καλό αυτού του Πριγκιπάτου και τίποτε άλλο.» Ύστερα έφυγε απ’το δωμάτιο, αφήνοντάς τη μόνη με τον Αρκαλόν.

Η Βασνίτα αναστέναξε. Ο Νολτράκος πάντοτε ήταν πολύ γλυκός στα λόγια. Αλλά τα γλυκά λόγια δεν είναι η πραγματικότητα… Τότε μου είχαν φανεί μεγάλη υπόθεση, όμως… Την περίοδο που ήταν εραστής της, η Βασνίτα είχε γράψει τον Λόγο που Ξυπνά τους Κολοσσούς κι Εξορίζει τα Δαιμόνια, ένα φιλοσοφικοπολιτικό σύγγραμμα που είχε γίνει αρκετά δημοφιλές ανάμεσα στους αριστοκράτες ολόκληρης της Βίηλ.

Τι βιβλίο θα γράψω τώρα, ύστερα απ’όλα τούτα; Τα Δαιμόνια Βρίσκουν Λαβές στις Ψυχές των Πριγκίπων;

41.

Η Νιρλέτα και αρκετοί από τους συγγενείς της δεν άργησαν να συγκεντρωθούν στο κάστρο της Νέλερβικ και στην Αίθουσα του Θρόνου· κι από τα πρόσωπά τους φαινόταν πως υποψιάζονταν ότι αυτό που είχε να τους πει η καινούργια Πριγκίπισσα θα είχε σχέση με τον πόλεμο στο Χαύδοραλ, και δεν θα ήταν τίποτα το καλό.

Η Βασνίτα δεν δίστασε· τους μίλησε ξεκάθαρα. Ήταν, νόμιζε, το καλύτερο που μπορούσε να κάνει, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τους είπε ότι η πόλη της Χαύδοραλ είχε κατακτηθεί πολύ γρήγορα, τα πάντα είχαν πάει καλά, αλλά προς το τέλος κάτι τραγικό είχε συμβεί. Φεύγοντας, η Επόπτρια είχε πετάξει εκρηκτικά από το ελικόπτερό της… και είχαν υπάρξει νεκροί.

Η αναταραχή στην αίθουσα ήταν μεγάλη. Οι Βάθμακ άρχισαν, ξαφνικά, να μιλάνε όλοι μαζί. «Το είπα!» φώναξε η Νιρλέτα. «Το είπα! Αν στραφούμε εναντίον της Παντοκράτειρας θα καταστραφούμε!»

«Κανένας δεν έχει ‘καταστραφεί’, Αρχόντισσά μου,» της είπε ο Νολτράκος, που στεκόταν πλάι στο θρόνο της Βασνίτα. «Καταλαβαίνω την οργή σας, αλλά–»

«Τι θα μας πεις;» τον διέκοψε ένας άλλος Βάθμακ. «Δύο δικοί μας άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σήμερα! Πόσοι Κάρθελακ σκοτώθηκαν; Κανένας, υποθέτω, μα τα Δαιμόνια!»

«Δειλοί πάντα,» μούγκρισε μια άλλη Βάθμακ.

Κι ένας τρίτος, προσβλητικά: «Οι Βάθμακ ανέκαθεν ήταν πολεμιστές· οι Κάρθελακ σταβλίτες!»

«Δε θ’ακούσω άλλες προσβολές κατά του Οίκου του Υπασπιστή μου!» φώναξε η Βασνίτα, φουρκισμένη, σφίγγοντας το ραβδί της μέσα στα χέρια της καθώς ήταν καθισμένη στον θρόνο, νιώθοντας τους επιδέσμους γύρω απ’τα πλευρά της να την πνίγουν, να της κόβουν την αναπνοή. «Οι Κάρθελακ είναι Υψηλός Οίκος σαν τον δικό σας! Αν θέλετε να προσβάλετε κάποιον, προσβάλετε εμένα. Εγώ είμαι η Πριγκίπισσά σας.»

«Αφού σου έδωσαν τον θρόνο,» άκουσε κάποιον (δεν ήταν βέβαιη ποιον) να μουρμουρίζει πίσω από τους Βάθμακ που στέκονταν πρώτοι.

Τον αγνόησε. «Έγινε μάχη,» τους είπε, καθώς οι φωνές τους κόπαζαν λιγάκι. «Πολλοί σκοτώθηκαν. Λυπάμαι. Το ξέρετε ότι η Αλιζέτ ήταν καλή μου φίλη. Νομίζετε ότι εγώ δεν λυπήθηκα για τον θάνατό της;» Αισθάνθηκε ένα δάκρυ να κυλά στο μάγουλό της, και το σκούπισε αμέσως με το μαντήλι της· η Πριγκίπισσα του Νέλερβικ δεν μπορούσε να κλαίει όποτε της ερχόταν. «Και ο Ναλφίρες ήταν ο καλύτερος Στρατηγός που είχε ποτέ το Νέλερβικ. Τον εκτιμούσα απεριόριστα.»

Οι Βάθμακ κουνούσαν τώρα τα κεφάλια τους καταφατικά και μουρμούριζαν. Η Βασνίτα άκουσε κάποια να λέει: «Εξαιρετικός άνθρωπος»· κάποιον άλλο: «Ο καλύτερος Στρατηγός, σίγουρα»· κι έναν τρίτο: «Αληθινός γόνος των Αρχαίων Κολοσσών».

«Με μεγάλη μου λύπη σάς μεταφέρω τούτα τα νέα,» είπε η Βασνίτα. «Και σας κάλεσα απόψε επειδή αύριο θα έχετε τους νεκρούς σας κοντά σας. Πρόσταξα να τους φέρουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.» Δεν ήταν αλήθεια, δεν το είχε προστάξει· αλλά το ψέμα ήταν αθώο, και θα την εξυπηρετούσε, πίστευε. «Θα έρθουν με ελικόπτερο από τη Χαύδοραλ, το πρωί. Θα κηδευτούν ως ήρωες του Πριγκιπάτου.»

Αυτό φάνηκε να ικανοποιεί τους Βάθμακ, αλλά οι όψεις τους εξακολουθούσαν να είναι οργισμένες. Ειδικά της Νιρλέτα.

«Να κατηγορείτε τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας γι’αυτό που συνέβη,» τους είπε ο Νολτράκος, «τους πρώην δυνάστες μας, όχι την Πριγκίπισσα, που θέλει μονάχα το καλό του Νέλερβικ.»

Οι απαντήσεις των Βάθμακ δεν ήταν καθόλου σωστές προς τον Υπασπιστή, νόμιζε η Βασνίτα:

«Ησυχία εσύ!»

«Κλείσ’τα σαγόνια σου, σταβλίτη!»

«…δειλέ!»

Τον έλεγαν σταβλίτη επειδή οι Κάρθελακ ήταν γνωστοί για τους στάβλους τους. Η συμπεριφορά των Βάθμακ ήταν απαράδεκτη. Μπορούν μονάχα να δικαιολογηθούν εξαιτίας αυτού που συνέβη, σκέφτηκε η Βασνίτα, και δεν τους επέπληξε όπως, κανονικά, θα όφειλε.

Γυρίζοντας να κοιτάξει τον Νολτράκος πλάι της, του είπε σιγανά: «Μην τους δίνεις σημασία· είναι αναστατωμένοι.»

Εκείνος ένευσε, αν και η όψη του έλεγε ξεκάθαρα πως δεν τους συγχωρούσε για τέτοιες προσβολές κατά του Οίκου του.

42.

Η Ρισάββα βάδιζε βιαστικά μέσα στους νυχτερινούς διαδρόμους του κάστρου, πηγαίνοντας από εκεί που δεν είχε και πολλά φώτα. Πίσω της, μια σκιά την ακολουθούσε, μα εκείνη δεν το είχε προσέξει. Νόμιζε πως κανένας δεν την είχε δει να φεύγει από την Αίθουσα του Θρόνου: νόμιζε πως όλοι τους ήταν πολύ απασχολημένοι, ακόμα κι οι φρουροί, ακόμα κι αυτός ο περίεργος άντρας, ο Αρκαλόν, που όλοι έλεγαν ότι ήταν υπηρέτης του παράξενου κοκκινόδερμου, λευκομάλλη μάγου, του Τάμπριελ.

Η Ρισάββα ζύγωσε έναν επικοινωνιακό δίαυλο που χρησιμοποιούσαν οι υπηρέτες. Βρισκόταν στο κέντρο μιας μικρής αίθουσας με περισσότερα έπιπλα και πράγματα απ’ό,τι θα έπρεπε κανονικά να έχει στο εσωτερικό της. Ο χώρος ήταν στριμωγμένος. Ευτυχώς, κανένας άλλος υπηρέτης δεν ήταν εδώ τέτοια ώρα. Η Ρισάββα έπιασε το ακουστικό του διαύλου και το έφερε στο αφτί της. Τον ενεργοποίησε και πάτησε ένα κουμπί.

Περίμενε, δαγκώνοντας το χείλος της, ρίχνοντας κλεφτές ματιές πάνω απ’τον ώμο της. (Δεν πρόσεξε, όμως, αυτόν που την παρακολουθούσε κρυμμένος στο σκοτάδι.)

Ο άνθρωπος τον οποίο είχε καλέσει της απάντησε από την άλλη άκρη της γραμμής. «Πρέπει να σας μιλήσω, Άρχοντά μου,» του είπε εκείνη, ψιθυριστά. «Πολύ σημαντικό.»

Παίρνοντας την αναμενόμενη απάντηση, έφυγε απ’τη μικρή αίθουσα και πήγε προς έναν ανελκυστήρα. (Η σκιερή φιγούρα πίσω της την ακολούθησε ξανά.) Μπήκε και πάτησε το κουμπί για τον πρώτο όροφο.

(Αυτός που την ακολουθούσε έτρεξε στις σκάλες.)

Η Ρισάββα βγήκε απ’τον ανελκυστήρα και διέσχισε έναν διάδρομο χωρίς να βιάζεται. Χαιρέτησε έναν φρουρό που στεκόταν σε μια γωνία, κλείνοντάς του το μάτι. Εκείνος τής χαμογέλασε. Η Ρισάββα άνοιξε μια πόρτα και μπήκε σ’έναν πυργίσκο του κάστρου, στο πλάι του Κεντρικού Οικήματος. Έκλεισε πίσω της κι ανέβηκε την παλιά, πέτρινη, στριφτή σκάλα. Χώθηκε σ’ένα άνοιγμα και βρέθηκε σ’ένα σκοτεινό δωμάτιο που δεν φωτιζόταν από ενεργειακή λάμπα. Η Ρισάββα άναψε ένα κερί και, καθίζοντας στον παλιό ξύλινο πάγκο, περίμενε. Πλάι της ήταν ένα στενό παράθυρο χωρίς τζάμι, απ’όπου φαίνονταν τα περίχωρα βόρεια της Νέλερβικ.

Μετά από λίγο άκουσε βήματα στα σκαλοπάτια. Αυτός θα ήταν. Κανένας άλλος δεν θα ερχόταν εδώ τέτοια ώρα. Ο πύργος χρησίμευε μόνο ως περιστερώνας, κι ο περιστερώνας ήταν στην κορυφή.

Ο Άρχοντας Θαλράνος Κάλνεραχ, ο σύζυγος της Πριγκίπ– Αρχόντισσας Κισβέτα Κάλνεραχ, σκύβοντας για να περάσει τη χαμηλή είσοδο, μπήκε στο μικρό δωμάτιο και κάθισε πλάι στη Ρισάββα. Ήταν ντυμένος βιαστικά.

«Τι έχεις να μου πεις;» τη ρώτησε.

«Οι Βάθμακ ήταν εδώ, Άρχοντά μου. Η Βασνίτα τούς είπε τι έγινε στη Χαύδοραλ. Σκοτώθηκε ο Στρατηγός, Άρχοντά μου, κι η Αλιζέτ Βάθμακ, και ο Νισμάνος ο Ιερός Μαχητής επίσης…»

Αφού του είπε όλα όσα είχε ακούσει, τον ρώτησε: «Είναι ευχαριστημένος ο Άρχοντάς μου;» γιατί τον είδε νάναι αμίλητος.

Ο Θαλράνος αγνόησε την ερώτησή της. «Είπες ότι ο Τάμπριελ θα έρθει μαζί με τους νεκρούς;»

«Ναι, Άρχοντά μου, έτσι είπε η Βασνίτα.»

«Έκανες καλή δουλειά.» Ο Θαλράνος έβγαλε ένα χαρτονόμισμα από τα ρούχα του και της το έδωσε.

Η Ρισάββα το κοίταξε στο φως του κεριού. Είκοσι-πέντε αργύρια! Χαμογέλασε. Δε μπορούσε να καταλάβει γιατί αυτά τα χαρτάκια είχαν αξία αλλά όλοι στην αγορά τα δέχονταν σαν να ήταν ασήμι· κι άμα πήγαινες σε τραπεζίτη, μπορούσε να σου δώσει είκοσι-πέντε αργύρια μετρημένα ένα-ένα αν ήθελες.

«Ευχαριστώ, Άρχοντά μου!»

Ο Θαλράνος έβαλε το δάχτυλό του μπροστά στα χείλη του. «Απόψε δεν μιλήσαμε. Ούτε έχουμε ξαναμιλήσει.»

«Φυσικά, Άρχοντά μου.»

Ο Θαλράνος σηκώθηκε από τον ξύλινο πάγκο και έφυγε.

Η Ρισάββα έκρυψε το χαρτονόμισμα στον κόρφο της και περίμενε, μετρώντας ώς το εκατό, για να περάσει κάποια ώρα και να μην τύχει κανένας φρουρός να νομίσει ότι είχε συναντήσει εδώ τον σύζυγο της Αρχόντισσας Κισβέτα.

Ένα… Δύο… Τρία…

(…)

Τριάντα-εφτά. Τριάντα-οκτώ. Τριάντα-εννιά. Σαράντα.

(…)

εξήντα-δύο, εξήντα-τρία, εξήντα-τέσσερα, εξήντα-πέντε,

(…)

ενενήντα-τέσσερα ενενήντα-πέντε ενενήντα-έξι ενενήνταεφτά-ενενήνταοκτώ-ενενήνταεννέα-εκατό!

Η Ρισάββα σηκώθηκε, έκανε να βγει απ’το μικρό δωμάτιο–

–και βρήκε μπροστά της τον Ναλτάρες!

Αμέσως, πετάχτηκε πίσω, ξαφνιασμένη. «Τι, τι κάνεις; Εσύ εδώ; Πώς;»

Τραβώντας ένα ξιφίδιο, ο Ναλτάρες την άρπαξε από την υπηρετική της στολή και την έσπρωξε πάνω στον ξύλινο πάγκο, ανάσκελα. Η λεπίδα του πήγε μπροστά στο αριστερό της μάτι, απειλητικά. Το κερί είχε πέσει απ’το χέρι της Ρισάββα στο ψυχρό πέτρινο πάτωμα και είχε σβήσει, σκεπάζοντας το μικρό δωμάτιο στο σκοτάδι. Μονάχα το λιγοστό φεγγαρόφωτο που γλιστρούσε απ’το στενό παράθυρο φώτιζε τον χώρο τώρα, κάνοντας τη λάμα του ξιφιδίου να γυαλίζει αχνά.

«Άμα φωνάξεις θα σε σκοτώσω,» της είπε ο Ναλτάρες.

Η Ρισάββα ήταν τόσο τρομαγμένη που δεν μπορούσε να βγάλει κιχ.

«Από πότε κατασκοπεύεις για τον Θαλράνος, βρομιάρα;»

Η βρισιά του την πείραξε· τόσο καιρό τής έκανε τα γλυκά μάτια, ο μπάσταρδος! Το καθίκι! Βρήκε πάλι τη μιλιά της. «Λες χαζομάρες! Ζηλεύεις!»

«Ζηλεύω;» γρύλισε ο Ναλτάρες. «Σας άκουσα! Σ’άκουσα τι του έλεγες. Αυτός ο πύργος έχει αρκετά καλή ακουστική· σχεδόν από την αρχή της σκάλας μπορούσα να σας ακούσω.»

Η Ρισάββα έμεινε σιωπηλή. Θα με μαχαιρώσει… Ήταν ένας απ’τους επαναστάτες του Προμάχου Άτβος, δε θα δίσταζε, ήταν φονιάς. Της είχε πει ένα σωρό ιστορίες για τον εαυτό του: περιπέτειες πριν και αφότου αρχίσει να πολεμά για τον Πρόμαχο. Την είχε εντυπωσιάσει. Επίτηδες το είχε κάνει.

«Τι σου δίνει;» τη ρώτησε. «Λεφτά;»

«…Με παρακολουθούσες; Γιατί;»

«Σε είχα δει που όλο έχωνες τη μύτη σου, όλο προσπαθούσες νάσαι κοντά εκεί που η Πριγκίπισσα μιλούσε με άλλους.»

«Σε σιχαίνομαι,» του είπε. «Είσαι παλιάνθρωπος. Μη με ξαναπλησιάσεις!» Προσπάθησε να τον σπρώξει μακριά της, αλλά δεν κατάφερε να τον κουνήσει, και το ξιφίδιό του πιέστηκε πάνω στο μάγουλό της· λίγο ακόμα και θα έσχιζε το γαλανό δέρμα της.

«Πού είναι τα λεφτά;» τη ρώτησε.

«Δεν έχω…»

«Αν δε σου δίνει λεφτά, γιατί κατασκοπεύεις γι’αυτόν;»

Η Ρισάββα δεν μίλησε.

Ο Ναλτάρες, πιέζοντας το ξιφίδιο στον λαιμό της, άρχισε να πασπατεύει τα ρούχα της με το άλλο χέρι, το αριστερό, όπου το μικρό δάχτυλο ήταν κομμένο – ένα πλάσμα από τις Ερημιές τού το είχε δαγκώσει, της είχε πει, όταν της περιέγραφε με στόμφο τις περιπέτειές του. Δεν άργησε να βρει το χαρτονόμισμα στον κόρφο της και να το τραβήξει έξω.

«Δε νομίζω όλες οι υπηρέτριες σ’αυτό το κάστρο να κουβαλάνε τραπεζογραμμάτια των είκοσι-πέντε αργυρίων, ε;» της είπε.

Η Ρισάββα ξεροκατάπιε. «…Εντάξει… σε παρακαλώ, μη μου το πάρεις.»

«Να σου πάρω λεφτά που έβγαλες σαν σπιούνα;»

«Είμαι φτωχιά κοπέλα.» Δεν ήταν αλήθεια· ανήκε σε Χαμηλό Οίκο. Δεν ήταν πάμπλουτος ο Οίκος της, μα ούτε και φτωχός.

«Ψέματα, αλλά κράτα το.» Ο Ναλτάρες έστριψε το χαρτονόμισμα επιδέξια με τα δάχτυλά του, κάνοντάς το κύλινδρο, και το έχωσε ανάμεσα στα στήθη της. «Θα είσαι δική μου κατάσκοπος τώρα.»

Τα μάτια της γούρλωσαν.

«Εκτός αν θέλεις να πάμε στην Πριγκίπισσα…»

«Δεν είπα ότι διαφωνώ!»

43.

Ο Πρίγκιπας Αλβάρος τούς παραχώρησε ένα ελικόπτερο το οποίο υποσχέθηκαν ότι θα του επέστρεφαν το συντομότερο δυνατό. Έτσι, όταν ξημέρωσε, οι νεκροί, ακόμα υπό την επήρεια της Μαγγανείας Σηπτικής Επιβραδύνσεως της Ιλρίνα’νορ, φορτώθηκαν στο αεροσκάφος τυλιγμένοι σε σάβανα. Ο Πρόμαχος Άτβος και η Ιλρίνα ανέβηκαν στην κορυφή του πύργου όπου ήταν το ελικοδρόμιο, για να χαιρετήσουν τον Τάμπριελ και τους υπόλοιπους.

«Να προσέχετε στη Νέλερβικ,» είπε ο Άτβος. «Μπορεί οι αντιδράσεις των Βάθμακ να είναι άσχημες. Δεν πρέπει να χάσουμε το Πριγκιπάτο, τώρα που καταφέραμε να το φέρουμε με την Επανάσταση.»

«Δε νομίζω ότι αυτό θα συμβεί, Πρόμαχε,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Θα ξανασυναντηθούμε σύντομα.» Αντάλλαξε μια γρήγορη χειραψία μαζί του και στράφηκε στο ελικόπτερο, όπου ήδη είχαν επιβιβαστεί οι υπόλοιποι, βοηθώντας και την Κελρίτ να ανεβεί, η οποία στηριζόταν σε πατερίτσες, μη μπορώντας να πατήσει πάνω στο σπασμένο πόδι της.

Ο Τάμπριελ μπήκε στο αεροσκάφος, και ο Όρνιφιμ έκλεισε την πόρτα πίσω του. Η Ανταρλίδα καθόταν στο πιλοτήριο, και ενεργοποίησε τις μηχανές του ελικοπτέρου θέτοντας τους έλικες σε γρήγορη περιστροφή. Ο Ραφέλνες καθόταν δίπλα στο τυλιγμένο πτώμα της γυναίκας του, σιωπηλός. Η Αλιζέτ ήταν καθισμένη κοντά του, εξακολουθώντας να έχει επίδεσμο γύρω απ’το κεφάλι της. Ο Ζίρτελον καθόταν κοντά στην Κελρίτ, η οποία δεν φαινόταν να αισθάνεται καλά, αν έκρινε ο Τάμπριελ από την όψη της. Δεν της είχαν δόσει σήμερα χυμό σκίανθου για ν’απομακρύνει τον πόνο, επειδή είχε πει ότι ήθελε να ξέρει τι της γινόταν όταν θα επέστρεφαν στη Νέλερβικ.

Ο Τάμπριελ πήγε και κάθισε πλάι στην Ανταρλίδα, στηρίζοντας το ραβδί του ανάμεσα στα γόνατά του.

«Ξεκινάμε;» τον ρώτησε εκείνη.

«Ναι.»

Το ελικόπτερο υψώθηκε από τον πύργο, φεύγοντας απ’το κάστρο της Χαύδοραλ και πετώντας βόρεια, πάνω από τα εδάφη του ομώνυμου Πριγκιπάτου.

«Είχα ‘δει’ τα πτώματα,» είπε ο Τάμπριελ στην Ανταρλίδα, ύστερα από κανένα τέταρτο πτήσης.

«Και δεν προειδοποίησες κανέναν…»

«Τι να έλεγα; Δεν είχα ‘δει’ τα πρόσωπά τους· τους είχα ‘δει’ όπως είναι τώρα, τυλιγμένοι μες στα σάβανα, με τον Ραφέλνες καθισμένο απ’τη μια και την Αλιζέτ καθισμένη απ’την άλλη. Και τότε δεν ήξερα καν τον Ραφέλνες.»

«Εννοείς ότι τους είχες ‘δει’ προτού έρθουμε στη Βίηλ;»

«Ναι, πολύ προτού έρθουμε στη Βίηλ.»

Μετά από δύο ώρες πτήσης ακόμα, έφτασαν στη Νέλερβικ, πάνω από το κάστρο, και η Ανταρλίδα δήλωσε μέσω πομπού ποιοι ήταν, ζητώντας άδεια προσεδάφισης. Οι φρουροί του κάστρου τής έδωσαν θετική απάντηση, κι έτσι προσγείωσε το αεροσκάφος στην κορυφή του πύργου όπου είχε προσπαθήσει (και αποτύχει) να απογειώσει το ελικόπτερό του ο Επόπτης Ζακ Ματνέρω για να πάρει την Πριγκίπισσα Κισβέτα και την αδελφή της, Νισμέτ’νορ, και να φύγει.

Οι έλικες έπαψαν να περιστρέφονται, και ο Όρνιφιμ άνοιξε την πόρτα. Πολεμιστές του Πριγκιπάτου τούς περίμεναν για να τους υποδεχτούν, καθώς κι ένας άντρας που ο Τάμπριελ αναγνώριζε μόνο μέσω του συλλογικού νου των Ιεραρχών. Ονομαζόταν Νολτράκος, και ήταν ο καινούργιος Υπασπιστής του Πριγκιπάτου. Η Βασνίτα τον είχε διορίσει σ’αυτή τη θέση όσο ο Τάμπριελ κι οι άλλοι έλειπαν. Ο Αρκαλόν τον έβλεπε συχνά.

Ο Νολτράκος τούς συστήθηκε, μη γνωρίζοντας μάλλον ότι ο Τάμπριελ και οι Ιεράρχες τον ήξεραν. «Η Πριγκίπισσα σάς περιμένει στην Αίθουσα του Θρόνου, και επιθυμεί οι νεκροί να μεταφερθούν επίσης εκεί.»

«Ό,τι επιθυμεί η Πριγκίπισσα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.

«Συγχαρητήρια για τη θέση του Υπασπιστή, Νολτράκος,» είπε η Κελρίτ.

Εκείνος στράφηκε να την κοιτάξει, βλεφαρίζοντας σα να μην την είχε προσέξει πριν, ή να μην είχε καταλάβει ότι ήταν αυτή. «Κελρίτ Βόρτεμαχ… Η Βασνίτα μού είπε ότι σε διόρισε ναύαρχο του ανατολικού στόλου. Χτυπήθηκες, όμως…» Έριξε μια ματιά στον νάρθηκα στο πόδι της.

«Κάτι κοτρόνες έπεσαν πάνω μου. Θα ξαναπερπατήσω, μου λένε.»

«Σ’ευχαριστώ, βέβαια,» είπε βιαστικά ο Νολτράκος, μοιάζοντας να το θεωρεί αγενές που είχε παραμελήσει ν’απαντήσει στα συγχαρητήριά της. «Θα προσπαθήσω να φανώ αντάξιος του αξιώματος του Υπασπιστή.»

«Γιατί η Βασνίτα δεν ανέθεσε το αξίωμα στον Κασμάρες ξανά;» ρώτησε ο Ραφέλνες, κάπως απότομα.

Ο Νολτράκος στράφηκε ν’αντικρίσει τον Ιερό Μαχητή των Οστών. «Του το πρότεινε, αλλά εκείνος αρνήθηκε.»

«Τα Δαιμόνια…» μούγκρισε ο Ραφέλνες. «Το πήρε κατάκαρδα όταν η Κισβέτα τον έδιωξε.»

«Εσείς δεν θα το παίρνατε, Άρχοντά μου;»

«Όχι αν το Πριγκιπάτο με χρειαζόταν και πάλι,» δήλωσε ο Ιερός Μαχητής των Οστών.

«Ας πάμε να συναντήσουμε την Πριγκίπισσα,» πρότεινε ο Τάμπριελ.

Η Βασνίτα τούς περίμενε καθισμένη στον Θρόνο του Νέλερβικ, φρουρούμενη από τον Αρκαλόν, τους πολεμιστές του Πριγκιπάτου της, καθώς και από μερικούς επαναστάτες που ο Άτβος είχε αφήσει εδώ.

«Πριγκίπισσά μου, εύχομαι να σας βρίσκουμε καλά,» είπε ο Τάμπριελ.

«Δεν μπορώ να είμαι καλά ύστερα από τόσους θανάτους,» αποκρίθηκε θλιμμένα η Βασνίτα.

«Μακάρι να είχα τη δύναμη να τους λιγόστευα. Και πραγματικά, το προσπαθήσαμε. Αδρανοποιήσαμε την εκρηκτική αλυσίδα στην είσοδο του λιμανιού. Δώσαμε δύο ευκαιρίες στον Πρίγκιπα Αλβάρος να διώξει τους Παντοκρατορικούς και να παραδοθεί. Και η Αλιζέτ» – κοίταξε προς στιγμή τη Σκοτεινή Βασίλισσα – «πέρασε μέσα από τις γραμμές του εχθρού και σαμπόταρε το ενεργειακό τους κανόνι. Παρ’όλ’αυτά, εκείνο που συνέβη λίγο πριν από τη νίκη μας ήταν… απρόβλεπτο.»

Η Βασνίτα ένευσε. «Το γνωρίζω. Τα γνωρίζω όλα.» Η φωνή της ήταν βραχνή, κουρασμένη, σαν κάτι να είχε γδάρει τον λαιμό της. Δεν πρέπει να κοιμήθηκε και πολύ καλά τη νύχτα, σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Αν κοιμήθηκε καθόλου.

Η Βασνίτα στράφηκε, ύστερα, στον Νολτράκος. «Άρχοντά μου, θα ήθελα να ειδοποιηθούν οι Βάθμακ, καθώς και η οικογένεια του Ιερού Μαχητή των Οστών Νισμάνος Ενάρμικ.»

«Αμέσως, Πριγκίπισσά μου,» αποκρίθηκε ο Υπασπιστής, και αποχώρησε.

«Οι Ενάρμικ,» ρώτησε η Αλιζέτ την Κελρίτ, «είναι Υψηλός Οίκος;»

«Έσχατος,» αποκρίθηκε εκείνη.

Η Αλιζέτ ένευσε καταλαβαίνοντας.

Η Ανταρλίδα, που δεν καταλάβαινε, ρώτησε: «Τι θα πει ‘Έσχατος’;»

«Αυτοί που δεν είναι αριστοκράτες,» της εξήγησε η Αλιζέτ. «Ουσιαστικά, δεν θεωρούνται καν ‘Οίκοι’ αλλά απλές οικογένειες. Τυπικά, όμως, τους λέμε ‘Έσχατους Οίκους’. Και η δική μου οικογένεια, οι Τάνρεχ, Έσχατος Οίκος είναι. Όπως και των περισσότερων ανθρώπων στη Βίηλ.»

«Και Ιερός Μαχητής των Οστών μπορεί να γίνει ο καθένας; Ασχέτως καταγωγής;»

«Ναι, αν τα καταφέρει.»

«Πώς μπορείτε να συζητάτε για τέτοια πράγματα;» γρύλισε ο Ραφέλνες, κι απομακρύνθηκε δείχνοντας αηδιασμένος. Βάδισε προς τα εκεί όπου οι πολεμιστές του Πριγκιπάτου είχαν αφήσει τα πτώματα, επάνω σε τρία μακρόστενα τραπέζια, τοποθετημένα ειδικά για τούτη την περίσταση στο κέντρο της αίθουσας του θρόνου, ανάμεσα στους τέσσερις λαξευτούς κίονες-αγάλματα.

Η Ανταρλίδα κοίταξε τον Ραφέλνες συνοφρυωμένη. Τι να πεις τώρα; Δεν έχει άδικο, σκέφτηκε. Ορισμένες φορές, αναρωτιόταν αν η ίδια είχε εξοικειωθεί τόσο με τον θάνατο που τίποτα πλέον δεν την σόκαρε. Είμαι περισσότερο εξοικειωμένη από έναν Ιερό Μαχητή των Οστών; Ναι, σίγουρα ναι. Ήταν Μαύρη Δράκαινα. Υπέθετε ότι, στη ζωή της, πρέπει να είχε σκοτώσει τουλάχιστον τους διπλάσιους ανθρώπους απ’ό,τι ο Ραφέλνες, και να είχε δει τους διπλάσιους των διπλάσιων να σκοτώνονται γενικά.

Επιπλέον, η Αλιζέτ Βάθμακ ήταν γυναίκα του.

Πώς θα αισθανόμουν αν σκοτωνόταν ο Τάμπριελ; αναρωτήθηκε η Ανταρλίδα, καθώς τώρα σιωπή είχε πλακώσει στην Αίθουσα του Θρόνου, μελαγχολική και νεκρική. Ρίγησε. Αδύνατον! Αποκλείεται… Ο Μεγάλος Προφήτης της Νόρχακ δεν μπορεί να σκοτωθεί. Αλλά ήξερε ότι έλεγε χαζομάρες στον εαυτό της. Όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν… Και, για μια στιγμή, νόμιζε πως δεν ήταν πια η Ανταρλίδα η Μαύρη Δράκαινα αλλά ο Ραφέλνες ο Ιερός Μαχητής των Οστών που στεκόταν πλάι στη νεκρή σύζυγό του και ξετύλιγε, αργά, το επάνω μέρος του σάβανού της για να κοιτάξει ξανά το πρόσωπό της, και… το πρόσωπο θα μπορούσε να ήταν του Τάμπριελ.

Η Κελρίτ αναστέναξε κουρασμένα, παραδίπλα, και η Ανταρλίδα αισθάνθηκε σα να ξύπνησε ξαφνικά από έναν εφιάλτη.

Η Βασνίτα είπε, από τον θρόνο: «Κάθισε, Αρχόντισσά μου. Είσαι τραυματισμένη. Μη στέκεσαι, για όνομα των Κολοσσών.»

Ο Ζίρτελον οδήγησε την Κελρίτ σ’ένα κάθισμα και πήρε τις πατερίτσες της.

Ο Υπασπιστής Νολτράκος επέστρεψε στην αίθουσα, λέγοντας: «Οι Βάθμακ έρχονται, Πριγκίπισσά μου, και οι Ενάρμικ ειδοποιήθηκαν επίσης. Δεν τους είπα ότι ο Νισμάνος είναι νεκρός, αλλά τους είπα να έρθουν το συντομότερο δυνατό για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα.»

«Καλά έκανες,» αποκρίθηκε η Βασνίτα. «Έπρεπε να σ’το είχα πει κι η ίδια.»

«Ήταν αναμενόμενο να το παραβλέψετε μέσα στην όλη ταραχή, Πριγκίπισσά μου,» αποκρίθηκε, γλυκομίλητα, ο Νολτράκος.

Καθώς ο Υπασπιστής και η καινούργια Πριγκίπισσα αντάλλασσαν αυτές τις κουβέντες, ο Τάμπριελ είδε έναν άντρα να τον ζυγώνει απ’το πλάι. Ψηλό και γαλανόδερμο, με μαύρα μαλλιά, ξυρισμένο πρόσωπο, και μια μικρή, αλλά αρκετά φανερή, ουλή στο σαγόνι, η οποία μάλλον είχε γίνει από σπαθιά που πρέπει από τύχει να είχε αστοχήσει τον λαιμό του. Φορούσε μαύρη δερμάτινη τουνίκα, υφασμάτινο γκρίζο παντελόνι, και κοντές καφέ μπότες. Από την πλάτη του κρεμόταν, θηκαρωμένο, το σπαθί του.

Ένας απ’τους επαναστάτες του Άτβος. Ο Τάμπριελ τον αναγνώριζε, τον θυμόταν· αλλά δεν ήξερε το όνομά του. Τον έχω «δει», όμως…

«Με συγχωρείτε, Άρχοντά μου,» είπε ο άντρας. «Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε κάπου οι δυο μας;»

Η Ανταρλίδα, φυσικά, πρόσεξε επίσης τον επαναστάτη και πήγε να σταθεί στο πλευρό του Τάμπριελ, επειδή δεν εμπιστευόταν κανέναν και πάντοτε περίμενε Παντοκρατορικούς φονιάδες να πεταχτούν σαν πολύμορφοι δαίμονες μέσα από κάθε σύμμαχο.

«Τι έχουμε να πούμε;» ρώτησε ο Τάμπριελ. «Και ποιος είσαι;»

«Ονομάζομαι Ναλτάρες, Άρχοντά μου, και είμαι άνθρωπος του Προμάχου. Έχω κάτι σημαντικό να σας πω, αλλά δεν μπορώ να το πω εδώ μέσα.» Μιλούσε σιγανά, μάλλον για να μην τον ακούσει η Βασνίτα στον θρόνο.

«Γιατί;» Η Ανταρλίδα ήταν που ρώτησε τώρα.

«Υπάρχει καλός λόγος, Μαύρη Δράκαινα.» Προφανώς είχε ακούσει γι’αυτήν.

Ο Τάμπριελ στράφηκε στη Βασνίτα. «Πριγκίπισσά μου. Με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να αποχωρήσω για λίγο από την αίθουσα. Δε θ’αργήσω να επιστρέψω.»

Η Βασνίτα, που μιλούσε με τον Νολτράκος και τον Αρκαλόν (κι οι δύο τώρα βρίσκονταν κοντά στον θρόνο της), απλά κατένευσε προς το μέρος του. «Ασφαλώς.»

Ο Τάμπριελ πρόσεξε ότι ο Αρκαλόν, ακούγοντας τα λόγια του, συνοφρυώθηκε παραξενεμένος· έτσι, ήρθε σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη μέσα στην πορφυρή σφαίρα του ραβδιού του για να ενημερώσει, στιγμιαία, όλους τους Ιεράρχες για το τι συνέβαινε. Η θέλησή του ήταν ο Όρνιφιμ και ο Ζίρτελον να τον ακολουθήσουν, αλλά όχι ο Αρκαλόν.

Ο Τάμπριελ βάδισε προς μια πλευρική έξοδο της Αίθουσας του Θρόνου, και ο Ναλτάρες βάδισε δίπλα του. Η Ανταρλίδα βάδισε δίπλα στον Ναλτάρες, έτοιμη να τον χτυπήσει σε περίπτωση που έκανε καμια ύποπτη κίνηση. Ο Ζίρτελον και ο Όρνιφιμ ήρθαν στο κατόπι τους. Η Αλιζέτ τούς κοίταζε ν’απομακρύνονται αλλά δεν τους ακολούθησε.

Σταμάτησαν όταν είχαν φτάσει σε μια μικρή αίθουσα όπου δεν ήταν κανένας άλλος, και ο Ναλτάρες στράφηκε και είπε: «Άρχοντά μου, βρήκα μια κατάσκοπο μέσα στο κάστρο.»

«Παντοκρατορική;» ρώτησε ο Τάμπριελ.

«Δεν κατασκόπευε για τους Παντοκρατορικούς, αλλά για τον Άρχοντα Θαλράνος.»

«Τον σύζυγο της Κισβέτα;» είπε η Ανταρλίδα.

«Ναι. Την είχα προσέξει που όλο προσπαθούσε να κρυφακούει τι έλεγε η Πριγκίπισσα, και κατάφερα τελικά να την παρακολουθήσω και να τη βρω να μιλάει με τον Θαλράνος.»

«Τι του έλεγε;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Ότι θα έρθετε σήμερα με ελικόπτερο, και ότι θα φέρετε μαζί σας τους νεκρούς.»

«Ποια είναι αυτή η γυναίκα;» θέλησε να μάθει ο Τάμπριελ, απορώντας που ο Αρκαλόν δεν είχε μάθει τίποτα για την κατάσκοπο.

«Μια υπηρέτρια. Τη στρίμωξα και μίλησα μαζί της αφού είχε συναντήσει τον Θαλράνος. Δεν είπα τίποτα στην Πριγκίπισσα.»

Έτσι, λοιπόν, εξηγείται που ο Αρκαλόν δεν ξέρει. «Γιατί;»

«Δεν ήξερα ποια θα ήταν η αντίδρασή της, Άρχοντά μου–»

«Η αντίδρασή της; Μάλλον όχι και τόσο καλή, αφού μιλάμε για κατάσκοπο.»

«Η κοπέλα μάς είναι πιο χρήσιμη ελεύθερη παρά κλεισμένη σε κάποιο μπουντρούμι ή σκοτωμένη,» τόνισε ο Ναλτάρες. «Μπορεί να ‘ταΐζει’ τον Θαλράνος με ό,τι θέλουμε· μπορεί να μας αποκαλύψει ακόμα και τα σχέδιά του, αν τύχει να του ξεφύγει κάτι, ή αν εκείνη καταφέρει να κρυφακούσει τίποτα.»

«Πιστεύεις ότι ο Θαλράνος κάτι σχεδιάζει;»

«Γιατί αλλιώς να έχει κατάσκοπο, Άρχοντά μου; Γιατί να θέλει να μαθαίνει τι κάνει η Πριγκίπισσα; Είμαι σίγουρος πως σκέφτεται πώς να βγάλει την Κισβέτα απ’τα μπουντρούμια και να την καθίσει πάλι στο θρόνο· και πιθανό είναι να θέλει να ελευθερώσει και τον Επόπτη.»

Η Ανταρλίδα ρώτησε: «Ποια είναι η υπηρέτρια; Θα μας πεις το όνομά της;»

«Ρισάββα τη λένε. Έχει καμια σημασία το όνομα, Μαύρη Δράκαινα; Την ξέρεις;»

«Φέρτη εδώ, να τη μάθουμε,» πρόσταξε η Ανταρλίδα.

«Αυτό είχα κατά νου να κάνω.»

44.

Η καταγωγή του Ραφέλνες δεν ήταν από τον Οίκο των Βάθμακ, αλλά από τον Υψηλό Οίκο των Μόντενραχ, οι οποίοι κατοικούσαν κυρίως στα νοτιανατολικά του Πριγκιπάτου. Ονομαζόταν Ραφέλνες Βάθμακ επειδή είχε παντρευτεί την Αλιζέτ, και στον γάμο ο άντρας πάντα παίρνει το όνομα της γυναίκας εκτός αν είναι ανώτερης κοινωνικής στάθμης από αυτήν. Ο Ραφέλνες, όμως, δεν αισθανόταν σαν να είναι Βάθμακ. Δεν αισθανόταν ποτέ τμήμα της οικογένειάς τους, ούτε παλιότερα ούτε τώρα που είχαν συγκεντρωθεί εδώ, στην Αίθουσα του Θρόνου, για να συναντήσουν τους νεκρούς τους. Ο Ραφέλνες δεν ένιωθε ότι μπορούσε να μοιραστεί τη θλίψη του μαζί τους. Το μόνο που τον έκανε Βάθμακ ήταν η Αλιζέτ, όχι αυτοί οι υπόλοιποι.

Ήταν, όμως, συμπονετικοί μαζί του· αυτό όφειλε να το παραδεχτεί. Η Λαμρίτ Βάθμακ, η μητέρα της Αλιζέτ, τον αγκάλιασε σφιχτά, κλαίγοντας. Η Νιρλέτα τον συλλυπήθηκε σφίγγοντας τα χέρια του μέσα στα δικά της. Ο Νίλφες, ο αδελφός της Αλιζέτ, του είπε πόσο καταλάβαινε τον πόνο του. Αλλά ο Ραφέλνες το αμφέβαλλε. Αμφέβαλλε ότι κανένας τους καταλάβαινε τίποτα. Δεν αμφέβαλλε ότι είχαν λυπηθεί για το θάνατο της Αλιζέτ και του Ναλφίρες, μα δεν μπορούσαν να ξέρουν τι ένιωθε εκείνος… που δεν ήταν εκεί για να την προστατέψει όταν τον χρειαζόταν. Θα μπορούσα να την είχα σώσει, όπως έσωσα τον Πρόμαχο και τη μάγισσα. Όμως δεν ήμουν κοντά της. Μεγάλοι Κολοσσοί! δεν ήμουν κοντά της!

«Δεν είναι ο Πρόμαχος Άτβος εδώ;» φώναξε η Νιρλέτα, στρεφόμενη στη Βασνίτα που καθόταν στον θρόνο. «Έστειλε τους νεκρούς αλλά ο ίδιος δεν θέλησε να μας δείξει το πρόσωπό του;»

«Ο Πρόμαχος βρίσκεται στη Χαύδοραλ γιατί η παρουσία του εκεί είναι απαραίτητη, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε η Βασνίτα. «Η Αρχόντισσα Κελρίτ Βόρτεμαχ, όμως, είναι, όπως βλέπετε–»

«Τι μας ενδιαφέρει η Βόρτεμαχ; Ο Άτβος είναι που παρέσυρε την κόρη μας σ’ετούτη την καταστροφή!»

«Δεν έφταιγε ο Άτβος για ό,τι συνέβη, Νιρλέτα,» είπε ο Ραφέλνες, μέσα από τη θλίψη που τον πολιορκούσε. «Το φταίξιμο ήταν δικό μου.»

«Ανοησίες! Έκανες ό,τι μπορούσες.»

«Το ίδιο κι εκείνος, και όλοι όσοι πολέμησαν μαζί μας. Η πολιορκία πήγαινε απροσδόκητα καλά. Ολόκληρος ο αγώνας μας για να διώξουμε τους Παντοκρατορικούς από το Πριγκιπάτο Χαύδοραλ πήγαινε απροσδόκητα καλά, από την αρχή, αν σκεφτεί κανείς το πόσο λίγο είχαμε σχεδιάσει αυτή την επίθεση… αλλά ύστερα η Επόπτρια έριξε εκρηκτικές ύλες στην πόλη, φεύγοντας με το ελικόπτερό της. Όμως,» πρόσθεσε φωνάζοντας, «ορκίστηκα στους Αρχαίους Κολοσσούς» – τράβηξε το σπαθί του – «ότι θα πεθάνει καρφωμένη από τη λεπίδα μου!»

Οι Βάθμακ έμειναν σιωπηλοί, αλλά η Βασνίτα, που ήταν ακόμα καθισμένη στον θρόνο και τους παρατηρούσε, έκρινε από τις όψεις τους ότι ενέκριναν τα λόγια του Ραφέλνες. Ανέκαθεν πίστευαν ότι μπορείς να λύσεις οποιοδήποτε πρόβλημα με τα όπλα. Ορισμένα προβλήματα, όμως, δυστυχώς δεν λύνονται έτσι…

«Πρώτα,» τους είπε, «πρέπει να φροντίσουμε για τις κηδείες.» Είχε προσέξει ότι δεν είχαν δώσει καμία σημασία στον Νισμάνος, κι αυτό τη λυπούσε γιατί, παρότι η Αλιζέτ και ο Ναλφίρες ήταν Βάθμακ και, ασφαλώς, ήταν λογικό να θρηνούν για τον χαμό τους, ο Νισμάνος δεν έπαυε να είναι Ιερός Μαχητής των Οστών, σεβαστό πρόσωπο στο Πριγκιπάτο. «Και θα πρότεινα να κηδευτούν μαζί κι οι τρεις, αν συμφωνείτε κι εσείς, στο Τέμενος της Ράχης του Ποταμού.»

«Σκεφτόμασταν,» είπε ο Νίλφες Βάθμακ, «να κηδέψουμε την αδελφή μου και τον θείο στην οικεία μας, προσκαλώντας κι άλλους ευγενείς.»

«Ο Ναλφίρες και η Αλιζέτ, όμως, δεν έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας μόνοι. Μαζί τους σκοτώθηκε κι ο Νισμάνος, και νομίζω πως οφείλουμε να τους τιμήσουμε και τους τρεις το ίδιο – ως ήρωες.»

Οι Βάθμακ μουρμούρισαν αναμεταξύ τους, ενώ ο Ραφέλνες στρεφόταν πάλι στο νεκρό πρόσωπο της γυναίκας του θέλοντας να το κρατήσει για πάντα στη μνήμη του, στο μυαλό του, στην ψυχή του· αδιαφορώντας πού και πώς θα γινόταν η κηδεία. Ήταν το ίδιο για εκείνον. Η τελετή δεν θα έφερνε την Αλιζέτ πίσω, στη Βίηλ των ζωντανών.

Οι Βάθμακ δεν άργησαν να αποφασίσουν. Η Νιρλέτα στράφηκε στην Πριγκίπισσα του Νέλερβικ και είπε: «Συμφωνούμε, Υψηλοτάτη. Ας κηδευτούν και οι τρεις μαζί, στο Τέμενος της Ράχης του Ποταμού.»

Η Βασνίτα ένευσε, ανακουφισμένη που δεν θα χρειαζόταν να διαπληκτιστεί μαζί τους. Στράφηκε στον Αρκαλόν, που στεκόταν πλάι της, και του ψιθύρισε: «Πού είναι ο Τάμπριελ;»

45.

Η κοπέλα που τους έφερε ο Ναλτάρες ήταν γαλανόδερμη, πρασινομάλλα, και φανερά φοβισμένη.

«Εσύ είσαι η Ρισάββα;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«…Μάλιστα,» είπε εκείνη. «Και δεν είμαι εχθρός της Πριγκίπισσας,» πρόσθεσε βιαστικά, «ό,τι κι αν ακούσατε. Θα σας βοηθήσω σε ό,τι μπορώ.»

«Ο Ναλτάρες μάς είπε ότι έχεις επαφές με τον Άρχοντα Θαλράνος,» είπε ο Τάμπριελ.

«Ναι. Μου έδινε κάποια χρήματα όταν του έφερνα πληροφορίες· μόνο αυτό, τίποτα περισσότερο.»

«Και τώρα θα φέρνεις σ’εμάς πληροφορίες σχετικά μ’αυτόν;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Το είπα στον Ναλτάρες: συμφωνώ να σας βοηθήσω. Αλλά ο Άρχοντας Θαλράνος δεν μου λέει τίποτα εμένα· εγώ λέω πράγματα σ’εκείνον.»

«Θα του λες, λοιπόν, ό,τι θέλουμε να του λες,» τόνισε ο Τάμπριελ.

«Εντάξει,» συμφώνησε η Ρισάββα, «εντάξει.»

«Να τους θεωρείς αυτούς τους ανθρώπους σα να είμαι εγώ,» της είπε ο Ναλτάρες, «σε περίπτωση που λείπω.»

«Εμείς είναι πιθανότερο να λείπουμε,» είπε ο Τάμπριελ. «Δεν ήρθαμε στη Νέλερβικ για να μείνουμε. Μπορείς, όμως,» τόνισε στη Ρισάββα, «να μιλάς στον Αρκαλόν.»

«Τον Αρκαλόν;…» έκανε εκείνη, σα να μην ήξερε σε ποιον αναφερόταν.

«Τον άνθρωπό μου που είναι κοντά στην Πριγκίπισσα.»

Η Ρισάββα ένευσε, καταλαβαίνοντας τώρα. «Εντάξει. Αλλά δεν τον γνωρίζω καθόλου.»

«Εκείνος γνωρίζει εσένα,» της είπε ο Τάμπριελ, που εξακολουθούσε να βρίσκεται σε επαφή με τον συλλογικό νου των Ιεραρχών. Στο μυαλό του έρχονταν εικόνες και αισθήσεις που ήξερε ότι δεν ήταν δικές του, και μπορούσε πλέον εύκολα να τις διαχωρίσει – κάτι που, αρχικά, τον είχε αρκετά δυσκολέψει.

Η Ανταρλίδα ρώτησε τη Ρισάββα: «Τι σχεδιάζει ο Θαλράνος; Ξέρεις τίποτα;»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Τίποτα. Δε μου λέει τίποτα. Τ’ορκίζομαι στα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών. Μου έχει ζητήσει μόνο να κρυφακούω και να του αναφέρω.»

«Έχει ζητήσει το ίδιο κι από άλλους υπηρέτες ή φρουρούς του κάστρου;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Δεν ξέρω. Ίσως.»

«Πολύ πιθανό, θα έλεγα,» τόνισε ο Τάμπριελ. Κι έστρεψε το βλέμμα του στον Ναλτάρες.

«Αυτό πιστεύω κι εγώ, Άρχοντά μου,» είπε εκείνος· «όμως δεν έχω εντοπίσει κανέναν άλλο ακόμα.»

«Να έχεις το νου σου,» είπε ο Τάμπριελ. «Κι εσύ το ίδιο,» πρόσθεσε κοιτάζοντας τη Ρισάββα. «Αν εντοπίσεις κάποιον κατάσκοπο, να ειδοποιήσεις αμέσως ή τον Ναλτάρες ή τον Αρκαλόν.»

«Μάλιστα, Άρχοντά μου.»

«Πρέπει να επιστρέψουμε τώρα στην Αίθουσα του Θρόνου,» είπε ο Τάμπριελ· «η Πριγκίπισσα μάς ζητά.»

Ο Ναλτάρες συνοφρυώθηκε παραξενεμένος· δεν ήξερε τι ακριβώς γινόταν με τους Ιεράρχες, πώς επικοινωνούσαν μεταξύ τους και με τον Τάμπριελ. «Μας ζητά;»

«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ. «Ή μάλλον, εμένα ζητά, συγκεκριμένα. Πρέπει να πηγαίνω. Εσύ κι η Ρισάββα δεν χρειάζεται να έρθετε μαζί μας.»

Ο Ναλτάρες ένευσε, μοιάζοντας να καταλαβαίνει την επιφυλακτικότητά του· αλλά εξακολουθούσε να δείχνει μπερδεμένος σχετικά με το πώς ο Τάμπριελ ήξερε ό,τι ήξερε. «Στην Πριγκίπισσα δεν θα πούμε τίποτα, έτσι;» ρώτησε.

«Τίποτα, ακόμα. Αλλά ο Αρκαλόν θα είναι συνεχώς κοντά της: και ο Αρκαλόν γνωρίζει όλα όσα είπαμε.»

«Θα του τα πείτε, δηλαδή…»

«Ναι. Ακριβώς σαν να ήταν εδώ, Ναλτάρες.»

Ο Τάμπριελ στράφηκε, και η Ανταρλίδα, ο Όρνιφιμ, και ο Ζίρτελον τον ακολούθησαν καθώς επέστρεφε στην Αίθουσα του Θρόνου.

Εκεί, τον περίμεναν η Βασνίτα και οι Βάθμακ, οι οποίοι στράφηκαν πάραυτα προς το μέρος του. Αν μη τι άλλο, ο Τάμπριελ, με τα λευκά του μαλλιά και το κόκκινο δέρμα του και το ραβδί με την πορφυρή σφαίρα στην κορυφή, ξεχώριζε αμέσως σε μια διάσταση που κανένας γηγενής δεν ήταν κοκκινόδερμος.

«Τουλάχιστον,» είπε η Νιρλέτα Βάθμακ, «εσείς, Άρχοντά μου, σε αντίθεση με τον Πρόμαχο, επιστρέψατε μαζί με τους νεκρούς μας.»

«Ήταν υποχρέωσή μου, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Θα ερχόταν και ο Άτβος, σας διαβεβαιώνω, αλλά κάποιος έμπιστος άνθρωπος έπρεπε οπωσδήποτε να μείνει στη Χαύδοραλ επί του παρόντος.»

Η Βασνίτα ρώτησε, επίσημα: «Θα μας τιμήσετε με την παρουσία σας στην κηδεία των τριών ηρώων, Άρχοντα Τάμπριελ;»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε εκείνος. «Γι’αυτό είμαι εδώ.» Καταλάβαινε ότι ήταν σημαντικό για την Επανάσταση στη Βίηλ να μην αποξενώνει τους ευγενείς, αλλά να τους κάνει να τον συμπαθούν, ή τουλάχιστον να τον βλέπουν με κάποιο σεβασμό. Αλλιώς, πώς θα μπορούσε να τους ενώσει για να πολεμήσουν την πρώην σύζυγό του και τους ανθρώπους της; Τα ανατολικά Πριγκιπάτα της Βίηλ δεν ήταν παρά η αρχή, και τα πιο εύκολα να στραφούν με την Επανάσταση, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Αλιζέτ Τάνρεχ· το πραγματικό πρόβλημα βρισκόταν στην κεντρική Βίηλ: στα Πριγκιπάτα Σάνκριλαμ, Νέφκαλ, Έλρηνεχ, και Κάνρελ. Εκεί οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας ήταν πολλές και ισχυρές. Έχουμε ακόμα ν’αντιμετωπίσουμε αρκετές δυσκολίες, κι όσο περισσότερους πιστούς συμμάχους έχουμε στο πλευρό μας τόσο το καλύτερο…

46.

Η Βασνίτα τούς παραχώρησε δωμάτια στο κάστρο για να ξεκουραστούν. Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα είχαν στη διάθεσή τους μια κρεβατοκάμαρα, ένα μικρό καθιστικό, κι ένα λουτρό. Δύο υπηρέτες έφεραν φαγητά και ποτά, και τα απόθεσαν στο στρογγυλό τραπέζι του καθιστικού, ενώ η Ανταρλίδα κοίταζε γύρω-γύρω, τους τοίχους και τις γωνίες.

«Θα θέλατε κάτι άλλο;» ρώτησε ο ένας υπηρέτης: ο μεγαλύτερος από τους δύο.

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Ευχαριστούμε.»

«Στο λουτρό μπορείτε να θερμάνετε το νερό με τον θερμορυθμιστή.»

Ο Τάμπριελ ένευσε. «Γνωρίζουμε.»

«Καλή διαμονή.» Ο υπηρέτης υποκλίθηκε, και εκείνος κι ο άλλος υπηρέτης – που ήταν κατά πολύ νεότερος – έφυγαν κλείνοντας την πόρτα διακριτικά πίσω τους.

Ο Τάμπριελ, αφήνοντας το ραβδί του ακουμπισμένο στον τοίχο, ρώτησε την Ανταρλίδα: «Τι ψάχνεις; Για κοριούς;» Τι άλλος λόγος μπορεί να υπήρχε για να κοιτάζει μια Μαύρη Δράκαινα γύρω-γύρω τους τοίχους;

«Ναι, και δε νομίζω ότι έχουμε κανέναν εδώ,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. Και στράφηκε στο τραπέζι. Είδε τα ποτά. «Σεργήλιος οίνος,» παρατήρησε παίρνοντας ένα μπουκάλι στα χέρια της. «Ποτό απ’την πατρίδα μου.» Ύψωσε τα λεπτά της φρύδια. Άνοιξε το μπουκάλι, γέμισε μια κούπα, και ήπιε. «Ωραίος. Ελαφρώς παγωμένος.»

«Από πότε έχεις να πας στη Σεργήλη, Ανταρλίδα;» Ο Τάμπριελ κάθισε σε μια πολυθρόνα στη γωνία, πλάι στο παράθυρο, το οποίο ήταν μισάνοιχτο και οι κουρτίνες ανέμιζαν ανάλαφρα.

«Πολύυυ καιρό, πλέον. Κυρίως εξαιτίας του ότι έμπλεξα μ’έναν Κόκκινο Προφήτη.» Μειδίασε πάνω απ’το χείλος της κούπας της.

Ο Τάμπριελ δεν της επέστρεψε το χαμόγελο – πράγμα που δεν την εξέπληξε. Ρώτησε, όμως: «Όταν οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας διωχτούν από εκεί, σκέφτεσαι να επιστρέψεις;»

«Όταν;» είπε η Ανταρλίδα. «Δεν είναι αν, πλέον;»

«Αν δεν νικήσουμε, Ανταρλίδα, είμαι βέβαιος ότι θα πεθάνουμε όλοι μας αυτή τη φορά. Το παιχνίδι έχει προχωρήσει πολύ. Επομένως, καλύτερα να πιστεύουμε στο όταν

Η Ανταρλίδα ήπιε ακόμα μια γουλιά κρασί. «Και τι έχεις ‘δει’; Έχεις ‘δει’ πράγματα μετά την πτώση της Παντοκρατορίας;»

«Δεν ξέρω σε ποια χρονική περίοδο εντάσσονται αυτά που βλέπω. Δεν ξέρω καν αν θα πραγματοποιηθούν, αν είναι στο παρελθόν ή στο μέλλον. Μη λέμε τα ίδια πράγματα.»

«Ούτε μία ένδειξη, όμως;»

Ο Τάμπριελ ακούμπησε το σαγόνι στο χέρι του, σκεπτικός. Ένδειξη… συλλογίστηκε, φέρνοντας δεκάδες εικόνες στο μυαλό του: τραβώντας τες απ’το σκοτάδι, ρίχνοντάς τους μια ματιά, πετώντας τες πάλι πίσω στο νοητικό συρτάρι της μνήμης του, σαν φωτογραφίες. «Δε μπορώ να είμαι βέβαιος, Ανταρλίδα. Όλα τυχαία… και τίποτα τυχαίο.»

Η Ανταρλίδα γέμισε ακόμα μια κούπα με Σεργήλιο οίνο και του την πρόσφερε, καθίζοντας στα γόνατά του. «Γιατί το νομίζεις αυτό;»

Ο Τάμπριελ ήπιε. «Ποιο;»

«Τίποτα δεν είναι τυχαίο αλλά, συγχρόνως, όλα είναι τυχαία.»

«Είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να βγάλει κανείς για το τι συμβαίνει σ’αυτό το σύμπαν.»

«Λογικό; Είναι δύο αντικρουόμενες προτάσεις…»

«Και νομίζεις ότι δεν μπορεί συγχρόνως να ισχύουν δύο φαινομενικά αντίθετα πράγματα; Σκέψου το έτσι: Έχεις ένα ζάρι με έξι πλευρές. Το ρίχνεις. Ξέρεις τι αριθμό θα δείξει; Ποια από τις έξι πλευρές θα καταλήξει επάνω;»

«Εννοείται πως όχι.»

«Επομένως, είναι τυχαίο. Σωστά;»

«Είναι,» παραδέχτηκε η Ανταρλίδα, και ήπιε.

«Επίσης, όμως, το ζάρι έχει μόνο έξι πλευρές: που σημαίνει ότι θα παρουσιαστεί επάνω ή η πρώτη πλευρά ή η δεύτερη ή η τρίτη ή η τέταρτη ή η πέμπτη ή η έκτη. Σωστά;»

«Προφανώς.»

«Επομένως, δεν είναι τυχαίο. Το ξέρεις πως θα δεις μια από αυτές τις πλευρές.»

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Ναι…»

«Βλέπεις; Είναι, συγχρόνως, τυχαίο αλλά και μη-τυχαίο.»

«Νομίζω ότι ήπια πολύ κρασί…» είπε η Ανταρλίδα, υπομειδιώντας. «Θέλεις να καταλήξεις ότι το σύμπαν μας είναι ένα ζάρι;»

Ο Τάμπριελ γέλασε – πράγμα που πάντοτε της φαινόταν πολύ παράξενο όταν συνέβαινε, γιατί αποτελούσε σπάνιο φαινόμενο. «Ναι, θα μπορούσες να πεις ότι είναι ζάρι. Δεν ξέρεις ποια πλευρά θα παρουσιαστεί, αλλά ο αριθμός των πλευρών είναι πεπερασμένος.»

Μετά, σηκώθηκαν από την πολυθρόνα και πήγαν στο λουτρό για να πλυθούν. Πατώντας μερικά πλήκτρα στη μικρή κονσόλα στον τοίχο, ο Τάμπριελ έβαλε τον θερμορυθμιστή να κάνει το νερό χλιαρό, και καθώς περίμεναν γδύθηκαν και, σαν να το είχαν συμφωνήσει σιωπηλά από πριν, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν βαθιά, ο Τάμπριελ συνθλίβοντας την Ανταρλίδα επάνω στο στήθος του και η Ανταρλίδα γαντζώνοντας τα χέρια της στους ώμους του και τυλίγοντας το ένα της πόδι πίσω απ’το γόνατό του. Η κίνησή τους έμοιαζε και στους δύο τόσο παράξενα συγχρονισμένη που ήταν, ταυτόχρονα, υπέροχη και τρομακτική.

Ο Τάμπριελ σκέφτηκε, ακούσια: Πώς τόσα χρόνια δεν είχα συναντήσει αυτή τη γυναίκα;

Και η Ανταρλίδα: Ξέρει τι σκέφτομαι;

Όταν το μπιιιιπ! του θερμορυθμιστή ακούστηκε ήταν ακόμα αγκαλιασμένοι με τον ίδιο τρόπο. Τα χείλη τους χώρισαν, κοίταξαν τον πίνακα του θερμορυθμιστή, είδαν ότι το νερό είχε φτάσει στο επίπεδο θερμοκρασίας που ήθελαν, η Ανταρλίδα πάτησε το κουμπί που έκλεινε τον μηχανισμό, και μπήκαν στην πέτρινη λεκάνη του λουτρού.

Αφού έκαναν έρωτα, αργά, νωχελικά, έμειναν τεμπέλικα μέσα στο χλιαρό νερό και στο σαπούνι, με τα πόδια τους μπλεγμένα και με το κεφάλι της Ανταρλίδας ακουμπισμένο στον ώμο του Τάμπριελ.

Η Ανταρλίδα έτριβε το χέρι της επάνω στο στέρνο του. «Ξέρεις τι μου έλεγε η μαμά μου;» είπε, μισοκοιμισμένα.

«Τι;»

«Ότι ποτέ δεν θα βρω κανέναν άντρα που να μπορεί να μείνει μαζί μου παραπάνω από ένα μήνα.»

«Μάλλον πρέπει να έκανε λάθος.»

«Μέχρι πρότινος,» είπε η Ανταρλίδα, «είχε δίκιο.»

«Ίσως να φταίει το γεγονός ότι δεν είμαι σαν τους ανθρώπους που είχε στο μυαλό της η μαμά σου.»

Η Ανταρλίδα μειδίασε. «Πολύ πιθανόν.» Και τον ρώτησε: «Τι σου έλεγε εσένα η μητέρα σου, Τάμπριελ;»

«Δεν γνώρισα ποτέ τη μητέρα μου. Έφυγε αφότου με γέννησε.»

«Γιατί;»

«Ξέρω γω; Πρέπει να την τρόμαξα.»

Η Ανταρλίδα γέλασε, αλλά δεν άκουσε τον Τάμπριελ να γελά – πράγμα που δεν σήμαινε ότι δεν είχε αστειευτεί. «Σοβαρά. Γιατί;»

«Δεν ξέρω, Ανταρλίδα. Ο πατέρας μου δεν θέλησε να μου πει. Ως μητέρα μου θεωρώ περισσότερο τη δασκάλα μου στο τάγμα των Δεσμοφυλάκων.»

«Δε μου έχεις πει ποτέ γι’αυτήν.»

«Δεν έτυχε.»

Κανένας μας δεν του αρέσει να λέει πολλά για το παρελθόν του, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Ίσως γι’αυτό να ταιριάζουμε. Ίσως να είναι ένας από τους λόγους. Η μητέρα της θα έλεγε πως κι οι δυο τους ήταν αντικοινωνικοί. «Πες μου τώρα.»

«Ήταν πολύ καλή στην τέχνη των Δεσμοφυλάκων. Πολύ ισχυρή μάγισσα.»

«Ήταν;»

«Ένας δαίμονας τη σκότωσε.»

«Ένας από τους δαίμονες της Φεηνάρκια;»

«Ναι. Παρά τις δυνάμεις της, ορισμένες φορές αποτολμούσε πράγματα… ασύνετα. Είχε τρεις θεούς υπό την κυριαρχία της, Ανταρλίδα. Καταλαβαίνεις; Τρεις θεούς. Ήταν πανίσχυρη. Αλλά όλοι έχουν τα όριά τους. Υπάρχουν θεοί που δεν μπορείς να τους φυλακίσεις, όσο δυνατός κι αν είσαι.»

«Εννοείς ότι είχε τρεις δαίμονες κλεισμένους μέσα σε φυλαχτά;»

«Ναι.»

«Νόμιζα ότι οι Δεσμοφύλακες έχουν έναν…»

«Συνήθως, έναν έχουν. Απαιτεί τρομερά μεγάλη ψυχική δύναμη για να έχεις παραπάνω.»

«Και η δασκάλα σου πήγε να φυλακίσει και τέταρτο;»

«Πρέπει να σκόπευε να απελευθερώσει τους άλλους όταν είχε αυτόν υπό την κυριαρχία της. Αλλά, όπως σου είπα, τη σκότωσε. Και μετά τον σκότωσα εγώ.»

Όταν τελικά βγήκαν από το λουτρό, το φαγητό στο τραπέζι είχε κρυώσει, αλλά δεν τους πείραζε. Κάθισαν, τυλιγμένοι σε ζεστούς χιτώνες, και έφαγαν, συζητώντας για την κατάσταση στη Βίηλ και τι θα έκαναν στο μέλλον.

«Πρέπει να μιλήσουμε με τη Βασνίτα για το Πριγκιπάτο Τάσβεραλ,» είπε η Ανταρλίδα. «Αυτό είναι το τελευταίο Πριγκιπάτο της ανατολικής Βίηλ που πρέπει να φέρουμε με την Επανάσταση, και οι Παντοκρατορικοί εκεί, σίγουρα, θα έχουν ήδη πληροφορηθεί για τα γεγονότα στο Νέλερβικ – ίσως και για τα γεγονότα στην πρωτεύουσα του Χαύδοραλ – και θάναι προετοιμασμένοι. Δεν θα μπορούμε να τους αιφνιδιάσουμε με μια ξαφνική επίθεση, όπως κάναμε στο Χαύδοραλ.»

«Θα πρότεινα να μην επιτεθούμε καθόλου στο Τάσβεραλ, Ανταρλίδα,» είπε ο Τάμπριελ, καθώς έκοβε ένα κομμάτι από το κοκκινιστό χοιρινό στο πιάτο του.

«Να μην επιτεθούμε; Ο Άτβος και η Βασνίτα είπαν ότι μπορούμε να αγνοήσουμε το Πριγκιπάτο Ντόσβεκ, εκεί στην άκρη της διάστασης όπου βρίσκεται, αλλά όχι και το Τάσβεραλ. Πρέπει να το έχουμε με το μέρος μας αν είναι να προχωρήσουμε μετά προς την κεντρική Βίηλ.»

«Δεν προτείνω να το αγνοήσουμε: προτείνω να μην κάνουμε πόλεμο.»

«Να το πάρουμε διπλωματικά;»

«Γιατί όχι; Έχουμε το Νέλερβικ και το Χαύδοραλ με το μέρος μας. Δε μπορεί να μην αισθάνεται καθόλου φοβισμένη η Πριγκίπισσα Λισρρέτα του Τάσβεραλ, εκεί στη γωνία όπου βρίσκεται το Πριγκιπάτο της, κλεισμένο από τα άλλα δύο Πριγκιπάτα.»

«Εκείνη μπορεί να αισθάνεται φοβισμένη… αλλά ο Παντοκρατορικός Επόπτης;»

«Γι’αυτό πρέπει να μιλήσουμε με τη Βασνίτα. Και θα μας πει, φυσικά, και ο Άτβος τη γνώμη του μέσω των Ιεραρχών.»

Η Ανταρλίδα το σκέφτηκε για λίγο καθώς έτρωγε λαχανικά από τη μεγάλη πιατέλα στο κέντρο του τραπεζιού. Τελικά είπε: «Ίσως, όμως, θα ήταν καλύτερα να φροντίσουμε για τη σταθερότητα της κατάστασης στο Χαύδοραλ, προτού κινηθούμε εναντίον των Παντοκρατορικών στο Τάσβεραλ.»

«Εξαρχής, όμως, λέγαμε να δράσουμε γρήγορα. Κι αν δεν κάνουμε, τελικά, πόλεμο με το Τάσβεραλ, ποιος ο λόγος να μην το πάρουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα με το μέρος μας;»

«Αποκλείεται να αποφύγουμε τελείως τον πόλεμο, Τάμπριελ. Συγκρούσεις θα γίνουν. Δεν το θεωρώ και πολύ πιθανό οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας να φύγουν ειρηνικά, οσοδήποτε λίγες κι αν είναι στο Τάσβεραλ.»

«Η Αλιζέτ,» είπε ο Τάμπριελ, «σίγουρα θα ξέρει ακριβώς πόσες είναι οι Παντοκρατορικές δυνάμεις εκεί.»

«Ακριβώς; Δε νομίζω.»

«Περισσότερα από εμάς, τον Άτβος, και τη Βασνίτα θα ξέρει· πάω στοίχημα.»

47.

Το απόγευμα κάλεσαν τη Βασνίτα μέσω διαύλου και τη ρώτησαν αν θα μπορούσαν να μιλήσουν για το Τάσβεραλ. Εκείνη αποκρίθηκε ότι αυτό τώρα ήταν αδύνατο: ετοιμαζόταν για τη κηδεία που θα γινόταν με τη δύση του ήλιου· δεν είχε καθόλου χρόνο. Έτσι, ο Τάμπριελ κάλεσε – μέσω διαύλου πάλι – την Αλιζέτ, ζητώντας της να έρθει στα δωμάτιά του. Η Σκοτεινή Βασίλισσα δεν άργησε. Χτύπησε την πόρτα και η Ανταρλίδα τής άνοιξε για να μπει. Η Αλιζέτ ήταν ντυμένη μ’ένα φόρεμα της μόδας των ευγενών της Βίηλ, μέσα από το οποίο το μυώδες σώμα της διαγραφόταν κολακευτικά. Δεν είχε τώρα κανέναν επίδεσμο τυλιγμένο γύρω απ’το κεφάλι της, και το τραύμα της δεν φαινόταν καθόλου, κρυμμένο μες στα μαύρα μαλλιά της, που έπεφταν λυτά και νωπά στους ώμους της.

«Υποθέτω,» είπε καθώς καθόταν σε μια καρέκλα, «πως δεν με καλέσατε επειδή σας έλειψα.»

«Νομίζεις ότι σε αντιπαθούμε, Αλιζέτ;» Ο Τάμπριελ καθόταν στην πολυθρόνα πλάι στο παράθυρο.

(Δεν τη συμπαθούμε κιόλας, σκέφτηκε ακούσια η Ανταρλίδα, πηγαίνοντας να καθίσει κι εκείνη.)

«Μου έχει περάσει απ’το μυαλό, μερικές φορές…»

«Ήθελες να με δολοφονήσεις. Τι περίμενες; Αγάπες;»

«Αυτή ήταν η αποστολή μου, όχι κάτι το προσωπικό.»

«Εγώ όταν προσπαθούν να με σκοτώσουν δεν μπορώ παρά να το παίρνω λιγάκι προσωπικά, πάντα,» είπε ο Τάμπριελ, γεμίζοντας το τσιμπούκι του με καπνό κι ανάβοντάς το μ’ένα απ’τα ειδικά σπίρτα της Βίηλ.

«Θέλουμε να μιλήσουμε για το Τάσβεραλ,» είπε η Ανταρλίδα στη Σκοτεινή Βασίλισσα. «Κανονικά έπρεπε και η Βασνίτα να ήταν εδώ, αλλά είπε πως δεν μπορούσε επειδή ήθελε να προετοιμαστεί για την κηδεία. Τι έχει να κάνει η ίδια η Πριγκίπισσα για την κηδεία δεν μπορώ να φανταστώ, βέβαια…»

«Θα έπρεπε να μπορείς,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ. «Στη Βίηλ δεν υπάρχουν ιερείς, όπως σε άλλες διαστάσεις, Ανταρλίδα.»

«Τι πάει να πει αυτό;»

«Πάει να πει πως ή ο επικεφαλής της οικογένειας κάνει τις κηδείες ή ο άρχοντας της περιοχής. Κι όταν κηδεύεις ήρωες, εννοείται πως κάνει την κηδεία ο Πρίγκιπας ή η Πριγκίπισσα του Πριγκιπάτου. Εκτός αν αναθέσει σε κάποιον άλλο αυτό το καθήκον. Κρίνοντας όμως από τον χαρακτήρα της Βασνίτα, δε νομίζω πως θα το κάνει.»

«Γιατί δεν υπάρχουν ιερείς;»

Η Αλιζέτ ανασήκωσε τους ώμους. «Γιατί να υπάρχουν;»

«Για να κάνουν τις κηδείες;»

«Και τους γάμους κι όλες τις τελετές, και να πλουτίζουν μαζεύοντας χρήματα; Δεν ξέρω, Ανταρλίδα· έτσι συνηθίζεται εδώ. Οι τελετές μας γίνονται σε βωμούς και σε τεμένη, και μπορεί να τις κάνει ο οποιοσδήποτε θέλει να ζητήσει κάτι από τα Πνεύματα. Έχουμε γλιτώσει τους μεγάλους ναούς που βλέπεις στη Ρελκάμνια και στη Σεργήλη και στην Απολλώνια.» Μόρφασε και γέμισε για τον εαυτό της ένα ποτήρι μπίρα από την καράφα που ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα δεν είχαν αγγίξει. «Οι μόνοι που μοιάζουν – πολύ γενικά – με ιερείς στη Βίηλ είναι οι Οδηγοί.»

«Ποιοι είναι οι Οδηγοί;»

«Κάποιοι που, σύμφωνα με τις φήμες, μένουν στις παρυφές των Ερημιών και μέσα και γύρω από τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ. Επίσης, ορισμένοι λένε πως τους έχουν δει να κατεβαίνουν μέσα στο Μεγάλο Σχίσμα, ή να κάθονται σε ομιχλιασμένα νησιά της Λίμνης των Κολοσσών. Είναι μυστηριώδεις.» Η Αλιζέτ ήπιε μια γουλιά μπίρα. «Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει μαζί τους. Τους συναντούν όσοι θέλουν να γίνουν Ιεροί Μαχητές των Οστών, πηγαίνοντας προς τον Τόπο Ανάπαυσης. Φοράνε πάντοτε μάσκες, έχω ακούσει.»

«Δεν τους έχεις δει η ίδια;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Όχι. Ελάχιστοι τούς βλέπουν.»

Ο Τάμπριελ είπε: «Είναι κάτι σαν σαμάνοι;»

«Περίπου,» απάντησε η Αλιζέτ. «Υποθέτω.»

«Τέλος πάντων,» είπε η Ανταρλίδα. «Δε μας απασχολούν αυτοί οι Οδηγοί. Πρέπει να μιλήσουμε για το Τάσβεραλ τώρα.»

«Υποθέτω,» είπε η Αλιζέτ πίνοντας ακόμα μια γουλιά από τη μπίρα της, «θέλετε να μάθετε τα πάντα για το ποιος διοικεί εκεί, ποιος ελέγχει αυτόν που διοικεί, και ποιος ελέγχει αυτόν που ελέγχει αυτόν που διοικεί.»

«Όπως πάντα, Αλιζέτ,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, «ξεκινάμε από τα βασικά· και μετά θέλουμε, φυσικά, ν’ακούσουμε και τις δικές σου… ιδιαίτερες γνώσεις για την περιοχή.»

«Δεν έχω τίποτα πολύ ιδιαίτερες γνώσεις για την περιοχή. Το δίκτυο των πρακτόρων της Παντοκράτειρας είναι σχετικά μικρό στο Τάσβεραλ, αν και σαφώς μεγαλύτερο από εδώ, στο Νέλερβικ.»

«Τα βασικά, πρώτα,» την παρότρυνε ο Τάμπριελ.

«Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα διοικεί.»

«Αυτό είναι το μόνο που ξέρουμε, αλλά, για εμάς, δεν είναι μέχρι στιγμής παρά ένα όνομα.»

«Για τον χαρακτήρα της δεν μπορώ να σου πω και πολλά· δεν την έχω ποτέ γνωρίσει προσωπικά. Η Βασνίτα, σίγουρα, θα ξέρει πολύ περισσότερα για το πώς συμπεριφέρεται, αφού κατοικούν στην ίδια ευρύτερη περιοχή της Βίηλ. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η Πριγκίπισσα Λισρρέτα έχει τρεις γιους, που κανένας τους δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερος από είκοσι χρονών αν δε λαθεύω. Τους λένε ‘οι Τρεις Πρίγκιπες του Τάσβεραλ’, παρότι, βέβαια, πρίγκιπας δεν είναι ακόμα κανένας τους – όχι όσο η μητέρα τους είναι ζωντανή.»

«Παιδιά, δηλαδή, έτσι όπως τους περιγράφεις. Παίζει κανένας τους καθοριστικό ρόλο στη διακυβέρνηση;»

«Δε νομίζω. Κάνουν, όμως, φασαρίες κατά καιρούς. Συμπεριφέρονται σαν να τους ανήκουν τα πάντα.»

«Είναι στο Πριγκιπάτο τους…»

«Και το Πριγκιπάτο τους είναι στη Συμπαντική Παντοκρατορία.»

«Καταλαβαίνω πού θες να καταλήξεις, Αλιζέτ.» Ο Τάμπριελ άναψε πάλι την πίπα του γιατί είχε σβήσει. «Δεν τα πάνε καλά με τους τοποτηρητές της Παντοκράτειρας;»

«Καθόλου, αλλά όχι σε σημείο που να θεωρούνται επικίνδυνοι. Όπως είπες, είναι παιδιά.»

Η Ανταρλίδα ρώτησε: «Ποιος είναι Επόπτης στο Τάσβεραλ;»

«Γι’αυτόν θα έλεγα τώρα,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ. «Ονομάζεται Καρλ Βέρινλωφ–»

«Καταγόμενος από Σεργήλη;» είπε η Ανταρλίδα, γιατί το όνομά του αυτό της έλεγε.

«Ναι. Καρλ Βέρινλωφ, συνταγματάρχης εν αποστρατεία, ήρωας του Βόρειου Μετώπου της Απολλώνιας–»

«Του Βόρειου Μετώπου της Απολλώνιας;» Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε.

«Νομίζεις ότι τον έχεις ξανακούσει;»

«Ναι, έτσι νομίζω.»

«Δεν αποκλείεται. Όπως σου είπα, θεωρείται ήρωας πολέμου, αλλά τον έχουν αποστρατεύσει γιατί τραυματίστηκε πολύ άσχημα σε μια σύγκρουση. Από τη δεξιά μεριά, τώρα, κουτσαίνει, και το δεξί του χέρι λείπει. Το έχει αντικαταστήσει ο ίδιος ο Ρίμναλ’μορ, ο σύζυγος της Παντοκράτειρας, μ’ένα μηχανικό χέρι που λειτουργεί ως γάντζος.»

«Και πώς δουλεύει εδώ, στη Βίηλ;»

«Με εστία, φυσικά. Την κουβαλά πάντα μαζί του.»

«Τον διόρισαν Επόπτη στο Τάσβεραλ όταν τον αποστράτευσαν;»

«Ναι.»

«Υπήρχε, δηλαδή, κενή θέση εδώ;»

«Ο προηγούμενος Επόπτης,» είπε η Αλιζέτ, «είχε μόλις σκοτωθεί από κάποιους στασιαστές. Ανθρώπους της εμπορικής τάξης του Πριγκιπάτου Τάσβεραλ οι οποίοι είχαν ξεσηκωθεί εξαιτίας της βαριάς φορολογίας στα προϊόντα και είχαν γίνει ληστές. Ο Καρλ Βέρινλωφ, όταν ανέλαβε την εποπτεία του Πριγκιπάτου, βρήκε πού κρύβονταν και τους εκτέλεσε όλους. Και γενικά είναι από τους πιο σκληρούς επόπτες στη Βίηλ, παρότι το Τάσβεραλ δεν είναι και το σημαντικότερο Πριγκιπάτο. Πιο γνωστό για την εξαγωγή χυμού σκίανθου είναι, βασικά. Ο σκίανθος φυτρώνει σε μεγάλες ποσότητες στα δάση του.»

Η Ανταρλίδα στράφηκε στον Τάμπριελ. «Δε νομίζω πως η διπλωματική μέθοδος θα πιάσει μ’αυτόν τον Καρλ Βέρινλωφ.»

«Μπορεί, όμως, να πιάσει με τους ανθρώπους του Τάσβεραλ. Μάλλον, δε θα τον αγαπάνε και πολύ.» Και προς την Αλιζέτ: «Ποια η γνώμη της Πριγκίπισσας Λισρρέτα γι’αυτόν;»

«Δεν είμαι βέβαιη, αλλά δεν έχω ακούσει και νάναι ανοιχτά εναντίον του.»

«Χρειαζόμαστε τη Βασνίτα,» είπε ο Τάμπριελ. «Σίγουρα.» Ρούφηξε καπνό και τον φύσηξε προς το ανοιχτό παράθυρο πλάι του, απ’όπου έφυγε απ’το δωμάτιο διαγράφοντας μυστηριακά σύμβολα και περιστρεφόμενα ερπετά.

48.

Το Τέμενος της Ράχης του Ποταμού βρισκόταν περίπου δύο χιλιόμετρα βόρεια των τειχών της Νέλερβικ, σ’ένα ύψωμα στις όχθες, εκεί όπου δημιουργείτο ένας καταρράκτης, όχι τόσο απότομος ώστε να μη μπορεί να πλοηγηθεί με πλοίο ή βάρκα αν ο πλοηγός ήταν προσεχτικός. Το τέμενος δεν ήταν τίποτα περισσότερο από δύο αγάλματα, δύο κίονες, και ένας βωμός· αλλά είχε ιδιαίτερη σημασία για τους ανθρώπους της περιοχής, και οποιοσδήποτε κάτοικος της Βίηλ θα το θεωρούσε ιερό τόπο.

Τα αγάλματα ήταν τόσο ψηλά όσο δύο ψηλοί άντρες, απεικονίζοντας γίγαντες με μακριά μούσια και μαλλιά, οι οποίοι κρατούσαν τα όπλα τους στραμμένα στη γη: ο ένας σπαθί κι ο άλλος πολεμική σφύρα. Οι κίονες είχαν το μισό ύψος των αγαλμάτων, κι επάνω τους, με χαράγματα στην Αρχαία Γλώσσα, αναγράφονταν μύθοι και θρύλοι, ιεροτελεστίες και εξορκισμοί, ρητά και ιερά λόγια. Ο βωμός ήταν καμωμένος από την ίδια την πέτρα της ράχης και λαξεμένος αριστοτεχνικά. Πίσω του κρυβόταν μια εστία, απ’την οποία ξεκινούσαν καλώδια που περνούσαν μέσα από τα αγάλματα και έκαναν τα μάτια τους να φωτίζουν. Ο μηχανισμός αυτός ήταν σε λειτουργία εδώ και αιώνες: τα καλώδια δεν είχαν διαβρωθεί από την υγρασία του ποταμού, η εστία είχε αποδειχτεί αείζωη. Κι αυτό οι ντόπιοι το θεωρούσαν θαύμα των Πνευμάτων των Αρχαίων Κολοσσών.

Η κηδεία των τριών ηρώων της μάχης της Χαύδοραλ πραγματοποιήθηκε μόλις ο ήλιος έδυσε. Η Πριγκίπισσα Βασνίτα Κάλνεραχ είχε έρθει εδώ καμια ώρα πιο πριν, μαζί με μια μικρή αλλά καλά οπλισμένη συνοδία, για να κάνει ό,τι προετοιμασίες απαιτούνταν. Τα λόγια της, στην Αρχαία και στη Δημώδη, τα είχε ήδη μάθει καλά, λέγοντάς τα ξανά και ξανά μπροστά σ’έναν καθρέφτη, στο κάστρο της Νέλερβικ.

Οι Βάθμακ ήρθαν κουβαλώντας σε φορεία τους νεκρούς τους, ενώ τη σορό του Ιερού Μαχητή Νισμάνος μετέφεραν ο Ιερός Μαχητής Ραφέλνες και μερικοί άλλοι πιστοί πολεμιστές του Πριγκιπάτου.

Ευγενείς ήρθαν από τη Νέλερβικ και όλες τις τριγυρινές περιοχές, καθώς επίσης και μάγοι και μάγισσες του τάγματος των Πεφωτισμένων. Ανέβηκαν στη ράχη στις όχθες του ποταμού και στάθηκαν σεβάσμια γύρω από το τέμενος. Ο απλός λαός που θέλησε να παρευρεθεί στην κηδεία στάθηκε κάτω από τον λόφο, και δεν ήταν λίγος: οι λάμπες τους, ενεργειακές και μη, τρυπούσαν τη νύχτα με εκατοντάδες μικρά φώτα.

Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, και οι Ιεράρχες βρίσκονταν επάνω στη ράχη, κοντά σ’έναν από τους κίονες με τα λαξεύματα στην Αρχαία Γλώσσα της Βίηλ. Η Ανταρλίδα, κοιτάζοντας ανάμεσα στους ευγενείς, παρατήρησε ότι και ο Άρχοντας Θαλράνος ήταν εδώ, ο σύζυγος της φυλακισμένης στα μπουντρούμια Κισβέτα. Πλάι του στεκόταν ένας άντρας τον οποίο η Ανταρλίδα δεν γνώριζε αλλά ο Θαλράνος κάθε τόσο ψιθύριζε μαζί του.

«Ποιος είν’αυτός δίπλα στον Θαλράνος;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Τάμπριελ, ψιθυριστά κι εκείνη, γιατί η Βασνίτα είχε αρχίσει να μιλά, μεγαλόφωνα και ιεροτελεστικά, στην Αρχαία Γλώσσα και οι πάντες έκαναν ησυχία.

Ο Τάμπριελ αποκρίθηκε: «Αυτός νομίζω πως είναι ο Βανθάρος Μάρτενθαχ, ο προηγούμενος Υπασπιστής. Της Κισβέτα.»

Και μάλλον, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, δε θάναι ευχαριστημένος που η Βασνίτα τον καθαίρεσε. Ο Ναλτάρες έχει δίκιο: ο Θαλράνος κάτι πρέπει να σχεδιάζει, και σίγουρα έχει και συμμάχους. Επιπλέον, δεν της άρεσε η φάτσα αυτού του Βανθάρος: της θύμιζε νυφίτσα.

Η Βασνίτα τελείωσε με τα ιεροτελεστικά λόγια στην Αρχαία Γλώσσα, και έβγαλε έναν λόγο στη Δημώδη της Βίηλ. Η Ανταρλίδα δεν κατάλαβε σχεδόν τίποτα, γιατί ούτε τη μία γλώσσα γνώριζε ούτε την άλλη· μπορούσε, όμως, να υποθέσει ότι η νέα Πριγκίπισσα έλεγε τιμητικά λόγια για τους νεκρούς ήρωες. Μετά, μίλησαν οι Βάθμακ, στη Δημώδη κι αυτοί, και τέλος ο Ραφέλνες, κάποιοι πολεμιστές του Πριγκιπάτου, και κάποιοι συγγενείς του Νισμάνος Ενάρμικ. Γιατί κανένας δεν χρησιμοποιεί τη Συμπαντική; αναρωτήθηκε η Ανταρλίδα. Την ήξεραν και τη χρησιμοποιούσαν σ’όλες τις άλλες περιπτώσεις της ζωής τους…

Αφότου τελείωσαν οι λόγοι, οι νεκροί τοποθετήθηκαν, ο ένας κατόπιν του άλλου, επάνω στον βωμό, που καλωδιώσεις διέτρεχαν την επιφάνειά του – μάλλον πρόσφατα τοποθετημένες εκεί, υπέθετε η Ανταρλίδα. Τα καλώδια συνδέονταν με την εστία πίσω από τον βωμό. Η σορός του Νισμάνος τοποθετήθηκε πρώτη επάνω στην ιερή πέτρινη τράπεζα. Ένας Πεφωτισμένος, ντυμένος επίσημα, πλησίασε, ύφανε ένα ξόρκι με περίπλοκες χειρονομίες και μουρμουρίσματα, και δυνατή, φωτεινή ενέργεια φάνηκε να περνά απ’τα καλώδια, κατακαίγοντας τη σάρκα του Νισμάνος – ο οποίος ήταν γυμνός – αλλά αφήνοντας τα κόκαλά του ανέγγιχτα: και τα φυσικά του κόκαλα και αυτά της ιερής πανοπλίας του. Δεν ήταν ούτε μαυρισμένα ούτε σπασμένα. Οι συγγενείς του ανέβηκαν και τα μάζεψαν μέσα σε μια επίχρυση οστεοθήκη.

Η ίδια διαδικασία επαναλήφθηκε για την Αλιζέτ Βάθμακ και για τον Ναλφίρες Βάθμακ, και οι συγγενείς τους μάζεψαν τα κόκαλα και τα έβαλαν σε οστεοθήκες.

Η Βασνίτα φώναζε κάποια λόγια στην Αρχαία Γλώσσα ύστερα από την καύση του κάθε νεκρού.

«Τι λέει;» ρώτησε, ψιθυριστά, η Ανταρλίδα την Αλιζέτ.

«‘Επέστρεψε στο Φως που τον γέννησε.’»

Όταν οι καύσεις είχαν τελειώσει και η Βασνίτα έλεγε κάποια τελευταία λόγια στη Δημώδη, η Ανταρλίδα ψιθύρισε: «Υποθέτω πως αυτό δεν γίνεται για όλους τους νεκρούς στη Βίηλ…»

«Όχι,» απάντησε η Αλιζέτ, «μόνο για τους σημαντικούς, ή αν οι συγγενείς τους έχουν αρκετά χρήματα για να πληρώσουν μάγο να κάνει τη δουλειά. Διαφορετικά, απλά τούς καίνε με φωτιά και μαζεύουν τα κόκαλα – τα οποία, βέβαια, δεν είναι σε τόσο καλή κατάσταση όσο αυτά που βλέπεις εδώ.»

Η κηδεία των ηρώων είχε τελειώσει, και το συγκεντρωμένο πλήθος άρχισε να επιστρέφει στη Νέλερβικ, με ελάχιστη φασαρία. Σε λίγο, μόνο το συνεχές φως από τα μάτια των αγαλμάτων των Αρχαίων Κολοσσών φώτιζε το Τέμενος της Ράχης του Ποταμού.

49.

Καθώς πήγαιναν προς τα νότια, μέσα στο εξάτροχο όχημα, ο Πολ έλεγε στον Άλτρες και στη Σιλράτα πώς να υποδυθούν καλύτερα τους πράκτορες της Παντοκράτειρας στους οποίους είχαν μεταμφιεστεί. «Δεν ξέρω τα πάντα γι’αυτούς,» τους προειδοποίησε, «δεν είχα χρόνο να μάθω παρά τα πιο βασικά, οπότε θα πρέπει να είστε προσεχτικοί στο τι λέτε και τι κάνετε. Να θυμάστε: το καλύτερο, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι η ουδετερότητα. Επίσης, να έχετε υπόψη σας ότι θεωρείστε ισόβαθμοι με Παντοκρατορικούς αξιωματικούς· δεν παίρνετε διαταγές από στρατιώτες. Αν σας πουν να σταματήσετε, δεν σταματάτε, εκτός αν θέλετε. Ακόμα κι αν οι αξιωματικοί σάς πουν κάτι, δεν είστε υποχρεωμένοι να το δεχτείτε· θα ήταν λογικό, όμως, να τους ακούσετε. Διαταγές παίρνετε μόνο από τους ειδικούς πράκτορες: τους Ελεγκτές, τους Ανώτερους Ελεγκτές, και τον Ανώτατο Ελεγκτή της περιοχής σας. Θα σας πω ποιοι είναι αυτοί στο Κίρτβεχ, και καλά θα κάνετε να μην τους ξεχάσετε. Επίσης, παίρνετε διαταγές από ειδικούς πράκτορες που μπορεί να εμφανιστούν απροειδοποίητα· αλλά πρέπει κάποιος πρώτα να αποδείξει ότι είναι τέτοιος, όχι απλά να το πει.

»Θα σας έχω, βέβαια, συνέχεια μαζί μου – θα πω στη Νίνα ότι σας χρειάζομαι – γιατί είμαι σίγουρος πως αν σας αφήσω μόνους θα τα σκατώσετε. Ωστόσο, πρέπει να ξέρετε τα βασικά.»

Ο Άλτρες είπε υπομειδιώντας: «Χαίρομαι που μας δείχνεις εμπιστοσύνη, Πολ.» Ήταν καθισμένος μπροστά στο τιμόνι και οδηγούσε.

«Χαίρομαι κι εγώ που χαίρεσαι, Άτβος,» αποκρίθηκε ο Πολ, αποκαλώντας τον με το όνομα του πράκτορα που θα υποδυόταν. Τους είχε πει ότι έπρεπε πάση θυσία να συνηθίσουν τα ονόματά τους, να κάνουν το μυαλό τους να νομίσει, εν μέρει, ότι είναι οι πράκτορες Άτβος και Ρισκάνα. Κανέναν δεν πείθεις για τίποτα, τους είχε τονίσει, αν κι εσύ δεν πιστεύεις ώς ένα βαθμό το ψέμα σου.

Ήταν λιγάκι τρομαγμένοι κι οι δύο απ’αυτό που πήγαιναν να κάνουν, είχε παρατηρήσει ο Πολ, αν και δεν τους έλειπε το θάρρος. Και απορούσε γιατί εκείνος δεν φοβόταν. Από την άλλη, βέβαια, όταν ο ίδιος ο Ελκράσ’ναρχ έχει αλλάξει το σώμα σου και την ταυτότητά σου, παύεις πια να σκέφτεσαι ότι είναι δύσκολο να προσποιηθείς το οτιδήποτε ή τον οποιονδήποτε…

Ας ελπίσουμε ότι η Νίνα δεν θα ψυλλιαστεί τίποτα, γιατί αλλιώς θα καταλήξουμε όλοι σε κάποιο πολύ βαθύ μπουντρούμι με κακομούτσουνους βασανιστές να μας κοιτάζουν από ψηλά.

Ο Πολ θα μπορούσε να τους πάει στην πρωτεύουσα του Κίρτβεχ την ίδια ημέρα που ο Δάρυλμος τούς έφτιαξε τις μάσκες τους, μα δεν το έκανε. Καθοδόν σταμάτησαν στην ύπαιθρο για να τους συνεχίσει το μάθημά του. Θα έχαναν μια μέρα αλλά θα ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι. Αν ο Άλτρες ή η Σιλράτα έκαναν κάποιο τραγικό λάθος, η Νίνα δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα καταλάβαινε αμέσως την απάτη. Ήταν πάντοτε καχύποπτη, και απολάμβανε τη δουλειά τους. Ο Πολ – που δεν ήξερε και πολλά για την παλιά της ζωή – είχε πολλές φορές αναρωτηθεί μήπως είχε η ίδια προσφερθεί να γίνει πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ, αντί να έχει μπλέξει όπως οι περισσότεροι από τους πράκτορές του. Ήταν, βέβαια, λιγάκι απίθανο. Απ’ό,τι ήξερε ο Πολ, δεν πήγαινες εσύ να βρεις τον Ελκράσ’ναρχ· ερχόταν εκείνος να βρει εσένα, αν θεωρούσε ότι μπορούσες να του φανείς χρήσιμος.

Ενώ πλησίαζε το μεσημέρι της επόμενης ημέρας από τότε που είχαν ξεκινήσει να ταξιδεύουν νότια, έφτασαν στη μεγάλη πόλη Κίρτβεχ, στις όχθες της Λίμνης των Κολοσσών. Η ζέστη ήταν ευχάριστη, και ο Πολ οδηγούσε τώρα ο ίδιος προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν λάθη. Πλησίασε το εξάτροχο όχημά τους στην Πύλη της Ξηράς και σταμάτησε μπροστά στους φρουρούς. Τους έδειξε το χαρτί με την άδειά του και τον άφησαν να περάσει χωρίς τον παραμικρό έλεγχο.

Το όχημα ήταν μεγάλο και στριμωχνόταν μέσα στους δρόμους της Κίρτβεχ, όπου περνούσαν κι άλλα ενεργειακά οχήματα, πεζοί, καβαλάρηδες, και κάρα που τα τραβούσαν ζώα.

«Να θυμάστε,» είπε ο Πολ στους δύο μεταμφιεσμένους επαναστάτες: «ερχόμαστε από σφαγή. Πρέπει να είμαστε τουλάχιστον λιγάκι φοβισμένοι.»

«Δεν το έχουμε ξεχάσει,» αποκρίθηκε η Σιλράτα.

Ο Πολ πήγε το όχημα στον χώρο στάθμευσης πίσω από το Φρουραρχείο και το σταμάτησε εκεί. Απενεργοποίησε τη μηχανή, άνοιξε την πόρτα πλάι του, και βγήκε. Ο Άλτρες/Άτβος και η Σιλράτα/Ρισκάνα τον ακολούθησαν, καθώς βάδιζε προς μια μικρή πύλη η οποία οδηγούσε στο εσωτερικό του Φρουραρχείου. Στον φρουρό που στεκόταν εκεί έδειξε το χαρτί που είχε δείξει και στους φρουρούς στην Πύλη της Ξηράς. Του το είχε φτιάξει η Νίνα, έτσι ώστε να ισχύει όπου κι αν βρισκόταν μέσα στο Κίρτβεχ και να έχει ελευθερία κινήσεων.

Μπαίνοντας στο Φρουραρχείο, ο Πολ πήγε κατευθείαν προς το γραφείο της Επόπτριας ελπίζοντας να τη βρει εκεί και να μη χρειαστεί να την αναζητήσει μες στην πρωτεύουσα ή αλλού στο Πριγκιπάτο. Ύστερα από τη συνάντησή τους στη Ριφάλπεκ, στο Κάστρο των Κήπων, η Νίνα τού είχε υποσχεθεί ότι θα ερχόταν στην Κίρτβεχ και θα έμενε εκεί, για να συντονίζει τις δραστηριότητες των πρακτόρων της και να μάθουν τι συνέβαινε μ’αυτά τα καινούργια όπλα των επαναστατών.

Στον διάδρομο όπου βρισκόταν το γραφείο της Νίνας στεκόταν ένας λευκοντυμένος φρουρός. «Είναι μέσα η Επόπτρια;» τον ρώτησε ο Πολ.

«Μάλιστα, κύριε. Αλλά μιλάει με κάποιους–»

«Αυτό που έχω να της πω είναι σημαντικό.» Αγνοώντας τον φρουρό, χτύπησε την πόρτα με τη γροθιά του. «Νίνα! Εγώ είμαι, ο Πολ! Πρέπει να μιλήσουμε!»

Οι ομιλίες που ακούγονταν από μέσα έπαψαν. Βήματα ακούστηκαν, και η Νίνα Έκγραμμη άνοιξε την πόρτα. Ήταν ντυμένη με λευκό πουκάμισο και μαύρη φούστα, και είχε επάνω της τα αναγνωριστικά της Επόπτριας.

«Έχω επισκέπτες,» του είπε. Πάνω απ’τον ώμο της, ο Πολ μπορούσε να δει έναν άντρα και μια γυναίκα, καθισμένους μπροστά στο γραφείο της και αρκετά καλοντυμένους.

«Είναι σημαντικό αυτό που έχω να σου πω. Είμαι βέβαιος ότι θα θέλεις να το μάθεις τώρα.»

Η Νίνα τον ατένισε διστακτικά για μια στιγμή: ενοχλημένα, ίσως. Ύστερα στράφηκε στον άντρα και στη γυναίκα που κάθονταν μπροστά στο γραφείο της. «Κάτι προέκυψε,» τους είπε· «θα πρέπει να μιλήσουμε αύριο.»

«Δε γίνεται το απόγευμα;» ρώτησε ο άντρας – παχύς, γαλανόδερμος, και με φουντωτό μουστάκι.

«Δε συζητάω για τέτοια θέματα το απόγευμα.»

Ο άντρας ένευσε λέγοντας «Εντάξει» και σηκώθηκε από την καρέκλα του, όπως επίσης και η γυναίκα – πιο λεπτή από αυτόν, λευκόδερμη, και μελαχρινή. «Θα σας είμαστε ευγνώμονες…» είπε στη Νίνα καθώς πήγαινε, μαζί με τον άντρα, προς την έξοδο του γραφείου.

«Το καταλαβαίνω,» αποκρίθηκε η Επόπτρια, ουδέτερα.

Οι δυο τους έφυγαν, και ο Πολ, ο Άλτρες/Άτβος, και η Σιλράτα/Ρισκάνα μπήκαν.

Η Νίνα έκλεισε την πόρτα. «Έχετε νέα για τους επαναστάτες;»

«Χειρότερα απ’ό,τι θα φανταζόσουν,» είπε ο Πολ, καθίζοντας στην καρέκλα όπου πριν από λίγο καθόταν η λευκόδερμη γυναίκα. Οι δύο πράκτορές του έμειναν όρθιοι.

«Τους βρήκατε ή όχι;» Η Νίνα έκανε τον κύκλο του γραφείου της για να καθίσει αντίκρυ στον Πολ. Επάνω στη δεξιά άκρη του επίπλου υπήρχε ένας βαλσαμωμένος αετός.

«Μας βρήκαν αυτοί…»

Τα μάτια της στένεψαν. «Δεχτήκατε επίθεση;»

Ο Πολ αναστέναξε βαριά καθώς ακουμπούσε την πλάτη του στην καρέκλα. «Ο Άτβος» – έδειξε, με μια σχεδόν αδιάφορη χειρονομία, τον Άλτρες – «και ο Μελράνος βρήκαν ίχνη. Μεγάλα και βαθιά. Αλλά έμοιαζαν ανθρώπινα. Υποθέσαμε ότι είχαν γίνει από τον μεταλλικό γίγαντα – και μάλλον δεν κάναμε λάθος, τελικά… Τα ακολουθήσαμε και είδαμε ότι οδηγούσαν μέσα στην Καμένη Γη. Φτάσαμε σ’ένα σημείο όπου χάνονταν και κοιτάξαμε πιο προσεχτικά. Ήταν νύχτα και είχαμε όλοι έτοιμα τα όπλα μας και παρατηρούσαμε τα σκοτάδια για καμια ενέδρα.

»Δεν ξέρω από πού πετάχτηκαν αλλά από κάπου πετάχτηκαν, Νίνα. Από κάποιο κοίλωμα του γκρίζου εδάφους της Καμένης Γης, από κάποιο λαγούμι… Επαναστάτες. Αδύνατον να υπολογίσω πόσοι ήταν, και μαζί τους είχαν τον μεταλλικό γίγαντα που μας περιέγραψε η Λοχίας Μαλθρίτ Νερέμβοχ. Στο ύψος είναι δύο φορές όσο εγώ, Νίνα. Κανονικά, βέβαια, το ύψος δεν είναι καθοριστικό σε μια μάχη: όσο ψηλός κι αν είσαι σκοτώνεσαι. Αλλά αυτός δεν σκοτώνεται: τίποτα δεν φαίνεται να τον πιάνει – ούτε βέλη ούτε λεπίδες. Συγκρουστήκαμε με τους επαναστάτες και ξεκάναμε κάμποσους απ’αυτούς, όμως ήταν αδύνατο να νικήσουμε με το τέρας που είχαν στο πλευρό τους. Κινιόταν απίστευτα γρήγορα για το μέγεθός του, και με κάθε του χτύπημα έριχνε κι έναν πράκτορά μας νεκρό, εκτοξεύοντάς τον στον αέρα. Δεν έχω ξαναδεί πότε στη ζωή μου κάτι τέτοιο, και ούτε μπορώ να φανταστώ πώς οι επαναστάτες το δημιούργησαν…»

Η Νίνα τον άκουγε σιωπηλά, συνοφρυωμένη. «Και δεν βρήκατε, τελικά, το άντρο τους;»

«Ποιο άντρο τους; Ίσα που καταφέραμε να γλιτώσουμε ζωντανοί εμείς οι τρεις που βλέπεις.» Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε με τα ειδικά σπίρτα της Βίηλ.

«Και τι προτείνεις τώρα να γίνει;»

«Τι να προτείνω;» Ο Πολ φύσηξε καπνό. «Στείλε κανένα στρατό, ξέρω γω; Πάντως, με τις μικρές ανιχνευτικές ομάδες δεν γίνεται ν’αντιμετωπιστούν τέτοια πράγματα.»

«Να στείλω ολόκληρο στρατό για να πολεμήσει ένα μεταλλικό κατασκεύασμα που δεν έχουμε ιδέα πού εμφανίζεται κάθε φορά ή αν είναι καν ένα ή περισσότερα; Ο σκοπός είναι να εντοπίσουμε το άντρο των επαναστατών και τότε να στείλουμε στρατό – για να τους αφανίσουμε απ’τις περιοχές μας μια και καλή.»

«Κάπου μέσα στην Καμένη Γη ίσως νάναι το άντρο τους…» μόρφασε ο Πολ.

«Ή ίσως να σας οδήγησαν επίτηδες εκεί για να σας μπερδέψουν!» είπε, εκνευρισμένα, η Νίνα. «Και πώς, αλήθεια, ήξεραν τη θέση σας; Αυτή η ενέδρα δεν μπορεί παρά να ήταν σχεδιασμένη.»

«Σου είπα,» αποκρίθηκε ο Πολ, τινάζοντας στάχτη μέσα στο λίθινο τασάκι πάνω στο γραφείο της, «είναι πολύ πιθανό η Επανάσταση να έχει πράκτορές της κρυμμένους μέσα στο Πριγκιπάτο. Τότε δεν ήθελες να μ’ακούσεις–»

«Κι εξακολουθώ να το θεωρώ δύσκολο να υφίσταται.» Έστρεψε ξαφνικά το βλέμμα της στον Άλτρες και τη Σιλράτα. «Εσείς μπορείτε να πηγαίνετε· δε σας χρειαζόμαστε άλλο.»

Οι δύο μεταμφιεσμένοι επαναστάτες χαιρέτισαν όπως τους είχε μάθει ο Πολ και αποχώρησαν. Η Νίνα δεν έδειχνε να καταλαβαίνει ότι κάτι ασυνήθιστο υπήρχε επάνω τους. Ο Δάρυλμος δεν είναι, τελικά, όλο λόγια· ούτε ο Άλτρες και η Σιλράτα είναι άσχημοι ηθοποιοί.

«Ας πούμε ότι οι επαναστάτες κρύβονται στην Καμένη Γη…» είπε η Νίνα, συλλογισμένα, αγγίζοντας το σαγόνι της. «Το… το θεωρείς πιθανό να συμβαίνει;»

«Δεν αποκλείεται. Και τις δύο φορές που τους συναντήσαμε ήταν στη βόρεια παραμεθόριο του Πριγκιπάτου.»

«Τότε,» είπε η Νίνα, «αυτό ίσως να σημαίνει πως κρύβονται εκεί

«Στη βόρεια παραμεθόριο;»

«Γιατί όχι; Δεν είδες πώς είναι η περιοχή;»

Ο Πολ έσβησε το τσιγάρο του μέσα στο τασάκι. «Ούτε κι αυτό αποκλείεται… Σίγουρα υπάρχουν κάμποσα μέρη εκεί για να φωλιάσουν παράνομοι.»

«Πρέπει να τους ξετρυπώσουμε και να μάθουμε τι κάνουν – πώς φτιάχνουν αυτά τα μεταλλικά τέρατα.»

«Εγώ θα σου πρότεινα να φέρεις και στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή. Δεν βλάπτει. Έχεις ν’αντιμετωπίσεις τίποτ’άλλους εχθρούς στα σύνορα του Πριγκιπάτου;»

«Το ξέρεις πως όχι… φοβάμαι όμως ότι ίσως οι επαναστάτες να λουφάξουν, μόλις δουν στρατό, και να κρυφτούν καλύτερα απ’ό,τι πριν. Πράγμα που θα δυσκολέψει τη δουλειά μας να τους εντοπίσουμε.»

«Θέλεις, λοιπόν, να συνεχίσουμε τις έρευνες;»

«Οι δικοί σου άνθρωποι τι κάνουν, Πολ; Γιατί δεν βοηθάνε;»

«Βοηθάνε, απλώς δεν έχουν επαφή με τους δικούς σου πράκτορες, γιατί, σου είπα, υπάρχει υποψία για αποστάτες κρυμμένους μέσα στο Πριγκιπάτο.»

«Μισό λεπτό, για να καταλάβω, μα το μυαλό του Σκοτοδαίμονος! Το θεωρείς πιθανό κάποιοι να έχουν διεισδύσει στο δίκτυό μου, και αυτοί να είναι που σε πρόδωσαν στους επαναστάτες ώστε να σου στήσουν ενέδρα;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Πολ, «το θεωρώ πολύ πιθανό. Σου ξαναλέω, η Επανάσταση έχει βάλει στόχο το Πριγκιπάτο Κίρτβεχ.»

«Το μυαλό του Σκοτοδαίμονος…!» καταράστηκε πάλι η Νίνα πίσω απ’τα δόντια, και σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της καθώς ακουμπούσε την πλάτη στην πολυθρόνα του γραφείου.

Ο Πολ είπε: «Στείλε στρατό στα βόρεια, και θα συνεχίσουμε τις έρευνές μας – και στο εσωτερικό του Πριγκιπάτου και στην παραμεθόριο.»

«Στρατό ακόμα δεν στέλνω,» αποκρίθηκε κατηγορηματικά η Επόπτρια. «Θα στείλω μόνο αν παρουσιαστεί κάποια σοβαρή απειλή στα βόρεια.»

«Δεν είναι αρκετά σοβαρή απειλή οι μεταλλικοί γίγαντες;»

«Δεν ξέρω. Μέχρι στιγμής μόνο έναν έχουμε δει, ο οποίος δεν εμφανίζεται καν στο ίδιο μέρος κάθε φορά.»

«Καλώς.» Ο Πολ σηκώθηκε απ’την καρέκλα του. «Μπορείς να μου παραχωρήσεις τους δύο πράκτορες που ήταν μαζί μου; Ίσως να τους χρειαστώ. Μου φαίνονται αρκετά ικανοί, αφού κατόρθωσαν να επιβιώσουν ύστερα απ’αυτό που μας συνέβη.»

«Εννοείται πως μπορείς να τους χρησιμοποιήσεις· δεν έχω καμια άλλη επείγουσα δουλειά γι’αυτούς.»

Ο Πολ ένευσε και στράφηκε προς την πόρτα του γραφείου της.

«Να με κρατάς ενήμερη,» του είπε η Νίνα, καθώς εκείνος έπιανε το πόμολο.

«Όσο εξακολουθώ να είμαι ζωντανός, θα είσαι ενήμερη,» της υποσχέθηκε, και έφυγε απ’το γραφείο.

Στον χώρο στάθμευσης των οχημάτων συνάντησε τον Άλτρες και τη Σιλράτα να τον περιμένουν, όπως τους είχε πει να κάνουν σε περίπτωση που η Επόπτρια και Ανώτατη Ελέγκτρια τούς έδιωχνε απ’το γραφείο της.

«Όλα εντάξει;» μουρμούρισε ο Άλτρες.

«Τι σκατά εννοείς, Άτβος; Βλέπεις τίποτα να είναι εντάξει σ’αυτό το γαμημένο Πριγκιπάτο;» αποκρίθηκε απότομα ο Πολ, βαδίζοντας προς την έξοδο του χώρου στάθμευσης.

Ο Άλτρες/Άτβος και η Σιλράτα/Ρισκάνα τον ακολούθησαν αμίλητα.

«Μας έστειλε πουθενά αλλού η Επόπτρια;» ρώτησε η δεύτερη, καθώς βάδιζαν στους δρόμους της Κίρτβεχ, μέσα στη σκόνη και στις λάσπες. «Ή είναι δυσαρεστημένη μαζί μας;»

Αυτή παίζει καλύτερα τον ρόλο της. Ο Άλτρες ξεχνιέται – παρότι εσκεμμένα και προσεχτικά. «Τι δυσαρεστημένη να είναι; Θα μπορούσε κανένας να κάνει τίποτα περισσότερο από εμάς; Και που γλιτώσαμε ζωντανοί πολύ ήταν.»

«Συνεχίζουμε τις έρευνές μας, λοιπόν;» ρώτησε ο Άλτρες.

«Ναι. Και θα είστε μαζί μου από δω και στο εξής. Ξεχάστε τους άλλους Ελεγκτές σας. Εγώ είμαι ο θεός σας τώρα.»

50.

Η βεράντα γύρω της ήταν γεμάτη αναρριχώμενα φυτά με βυσσινιά και λευκά άνθη. Η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη αισθανόταν σχεδόν αόρατη εδώ, έτσι καλυμμένη από τη βλάστηση όπως ήταν, καθώς ξάπλωνε επάνω στο ανάκλιντρο και κάπνιζε από μια μακριά, λιγνή κοκάλινη πίπα. Ο καπνός ήταν εισαγμένος από τη Σάρντλι, και πολύ καλός.

Αν μη τι άλλο, η φιλοξενία της Πριγκίπισσας Ισλάννα του Σάνκριλαμ είχε αποδειχτεί άψογη. Το δωμάτιο της Ανδρομάχης στο παλάτι της Πριγκίπισσας ήταν μακράν κομψότερο και πιο αριστοτεχνικά φτιαγμένο από τα δωμάτια που είχε στο κάστρο της Χαύδοραλ πάνω στο Κεφάλι του Κολοσσού. Η οικία του Πρίγκιπα Αλβάρος ήταν ένα γκρίζο και μάλλον άχαρο μέρος. Το μόνο που διόρθωνε την κατάσταση ήταν ο ίδιος ο Πρίγκιπας, ο οποίος ήταν… σίγουρα όχι καλός, αλλά πάνω από μέτριος εραστής. Το ξιπασμένο αγόρι! Πώς είχε τολμήσει να της ζητήσει έτσι, με τέτοιο θράσος, να φύγει από το Πριγκιπάτο Χαύδοραλ; Διαφορετικά πράγματα τής έλεγε πριν από δύο νύχτες, στην κρεβατοκάμαρά της! Τελείως διαφορετικά! Είχε η μνήμη του κάποιο πρόβλημα;

Η Ανδρομάχη δεν ήξερε αν ήταν πιο τσαντισμένη επειδή είχε χάσει το Πριγκιπάτο από τον έλεγχό της (και πιθανώς να δεχόταν ποινές γι’αυτό) ή επειδή είχε συγκρουστεί έτσι με τον Αλβάρος. Ήταν σαν να την είχε κλοτσήσει έξω απ’το κρεβάτι του, γυμνή. Αισθανόταν προσβεβλημένη ως γυναίκα… αν και δεν θα έλεγε, σε καμία περίπτωση, ότι είχε ερωτευτεί αυτό το ξιπασμένο αγόρι!

Τον είχε πληρώσει, όμως, τον Πρίγκιπα Αλβάρος όπως του άξιζε, βομβαρδίζοντας την πόλη του και σκοτώνοντας, σίγουρα, πολλούς αποστάτες εκεί. Αποστάτες από το Πριγκιπάτο Νέλερβικ.

Ο Λούσιος, πάντως, ο Επόπτης του Σάνκριλαμ, δεν είχε εγκρίνει την ενέργειά της. «Τι έκανες;» είχε φωνάξει, όταν, μέσα στο γραφείο του, η Ανδρομάχη τού είχε διηγηθεί τι είχε συμβεί. «Η δουλειά σου εκεί δεν ήταν να καταστρέψεις τη Χαύδοραλ!»

Δεν της άρεσε καθόλου ο τόνος του. «Δεν την κατέστρεψα,» του είχε αποκριθεί. «Οι αποστάτες όφειλαν να μάθουν ότι δεν είναι να παίζουν μαζί μας· και συγχρόνως τους προκάλεσα ένα σοβαρό πλήγμα.»

«Είμαστε εδώ για να περιφρουρούμε τα συμφέροντα της Παντοκράτειρας στη Βίηλ, όχι για να καταστρέφουμε πόλεις της που είναι σημαντικά λιμάνια! Μ’αυτό που έκανες, ξέρεις πόσο δύσκολο θα είναι να ξαναπάρουμε τη Χαύδοραλ; Παρέδωσες στην Επανάσταση όλους τους κατοίκους της πόλης ως συμμάχους!»

«Αυτό που έκανα ήταν το καλύτερο για την περίσταση – γινόταν πολιορκία και ο εχθρός ήταν ήδη μέσα στα τείχη! Και δε θα κάθομαι τώρα ν’ακούω αυτές τις ανόητες κατακρίσεις!» φώναξε η Ανδρομάχη, θυμωμένη. «Δεν είσαι ανώτερός μου.»

«Δεν είμαι; Αν δεν κάνω λάθος, δεν είσαι πλέον Επόπτρια κανενός πριγκιπάτου, ενώ εγώ είμαι και Επόπτης και ταγματάρχης του Παντοκρατορικού Στρατού,» δήλωσε ο Λούσιος Φαθράλω, με ύφος που έκανε την Ανδρομάχη να θέλει να τραβήξει επί τόπου το ξίφος της και να τον κοπανήσει στο κεφάλι – με τη λαβή αν όχι με τη λεπίδα.

«Οι ειδικοί πράκτορες της Παντοκράτειρας δεν υπόκεινται στις διαταγές των στρατιωτικών,» του είπε στραβώνοντας το χείλος της με απέχθεια. Και ήταν έτοιμη να προσθέσει ότι ήταν Ανώτατη Ελέγκτρια, ο υψηλότερος βαθμός στην ιεραρχία των ειδικών πρακτόρων· αλλά Ανώτατος Ελεγκτής ήσουν μόνο σε μια συγκεκριμένη περιοχή, και η Ανδρομάχη είχε διωχτεί κακήν-κακώς από το Χαύδοραλ που ήταν η περιοχή της εποπτείας της. Επομένως, τώρα πλέον ήταν Ανώτερη Ελέγκτρια, εκτός αν την υποβίβαζαν.

Δεν του είχε δώσει χρόνο να της απαντήσει· γυρίζοντάς του την πλάτη είχε φύγει απ’το γραφείο του. Και δεν είχαν ξαναμιλήσει τις επόμενες δύο ημέρες που η Ανδρομάχη ήταν στη Σάνκριλαμ, ούτε και σήμερα, που ήταν η τρίτη ημέρα.

Καθώς ο Λούσιος πέρασε απ’το μυαλό της, δάγκωσε νευρικά την άκρη της πίπα της. Ρούφηξε καπνό και τον φύσηξε προς την πέργκολα. Τι κόπανος… Και η αναφορά που θα έκανε γι’αυτήν δεν θα ήταν καθόλου καλή· η Ανδρομάχη ήταν βέβαιη. Ευτυχώς, όμως, ο Λούσιος δεν είχε καμία δικαιοδοσία στο Χαύδοραλ, και δεν ήταν παρών όταν το περιστατικό συνέβη, έτσι ο λόγος του δεν θα είχε και πολύ βαρύτητα. Παρ’όλ’αυτά, η Ανδρομάχη δεν αισθανόταν καθόλου σίγουρη για το μέλλον της ύστερα από τούτο. Όταν ερχόταν διαταγή από την Παντοκράτειρα, τι θα έλεγε; Θα έστελνε την Ανδρομάχη Χρυσόπτερη σε άλλη διάσταση, ως Επόπτρια πάλι; Θα της ανέθετε κάποιο διαφορετικό καθήκον; Ή θα την άφηνε στη Βίηλ, αναθέτοντάς της να ξαναπάρει το Πριγκιπάτο Χαύδοραλ;

Η Ανδρομάχη, φυσικά, ευχόταν να ήταν το τελευταίο. Δεν είχε τελειώσει με τον Πρίγκιπα Αλβάρος, και ήθελε να πολεμήσει τους αποστάτες που της είχαν προκαλέσει τέτοιο πρόβλημα.

Φοβόταν όμως πως όταν ερχόταν επιστολή από τη Ρελκάμνια, ίσως να μην έλεγε τίποτε από αυτά, αλλά να της επέβαλλε κάποια ποινή. Ίσως να την υποβάθμιζαν, από Ανώτατη Ελέγκτρια σε Ελέγκτρια, ή ακόμα και σε απλή πράκτορα – αν και δεν το νόμιζε αυτό: θα ήταν, σίγουρα, ακραίο!

Αλλά φοβόταν.

Και προσπάθησε να διώξει τον φόβο απ’το μυαλό της. Τεντώθηκε πάνω στο ανάκλιντρο απολαμβάνοντας τη ζέστη του νωχελικού μεσημεριού. Ήταν ντυμένη μ’ένα μακρύ, μενεξεδί φόρεμα με φαρδιά μανίκια και εφαρμοστό, καμπυλωτό ντεκολτέ. Στη φούστα του είχε δύο μακριά ανοίγματα, ένα από δεξιά κι ένα από αριστερά, μέσα απ’τα οποία ξεπρόβαλλαν τα όμορφα πόδια της Ανδρομάχης καλυμμένα με λευκές, ψηλές μεταξωτές κάλτσες. Τα ξανθά της μαλλιά τα είχε δεμένα κότσο πίσω απ’το κεφάλι της.

Βάζοντας το χέρι της μπροστά στο στόμα, χασμουρήθηκε. Ήταν, δίχως αμφιβολία, ωραία εδώ πάνω, στη βεράντα, μες στο μεσημέρι, με τον μεγάλο ποταμό Νέρελρημ να κυλά από κάτω. Μουσική ερχόταν από κάποια αυλή του παλατιού της Πριγκίπισσας Ισλάννα κι έφτανε ώς τ’αφτιά της Ανδρομάχης: μουσική από το παραδοσιακό πνευστό όργανο του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ που ονομαζόταν μέγαυλος. Μπορεί και να έπαιζε η κόρη της Ισλάννα, η Αλθαρέτ. Η Ανδρομάχη είχε ακούσει, όσο βρισκόταν εδώ, ότι ήταν καλή με τον μέγαυλο.

Απρόσμενα, ένας άλλος ήχος αναμίχθηκε με την απόμακρη μουσική. Ένας πολύ πιο κοντινός ήχος. Βήματα. Επάνω σε ξύλινο πάτωμα.

Η Ανδρομάχη πήρε αμέσως καθιστή θέση πάνω στο ανάκλιντρο ενώ στρεφόταν να δει ποιος ερχόταν από το εσωτερικό του δωματίου της. Αντίκρισε έναν γαλανόδερμο άντρα με μαύρα μαλλιά. Ήταν ντυμένος με μελανή τουνίκα με κομψό ασημένιο σιρίτι, γκρίζο παντελόνι με λουριά στο πλάι, και κοντές μαύρες μπότες. Από τη ζώνη του κρεμόταν ένα σπαθί. Στο χέρι του κρατούσε το σπαθί της Ανδρομάχης, μέσα στο θηκάρι.

Δε μπορεί να ερχόταν για να τη δολοφονήσει έτσι όπως βάδιζε, αλλά και πάλι η Ανδρομάχη τινάχτηκε όρθια πάνω στα καλτσοντυμένα πόδια της.

Ο άντρας πέταξε το σπαθί της προς το μέρος της. Εκείνη το έπιασε στον αέρα χωρίς δυσκολία, έβαλε το χέρι της γερά στη λαβή, αλλά δεν τράβηξε τη λεπίδα απ’το θηκάρι.

«Άκουσα ότι είσαι καλή ξιφομάχος, Ανδρομάχη Χρυσόπτερη,» είπε ο άντρας. «Απολλώνια αριστοκράτισσα. Από τους λίγους Απολλώνιους αριστοκράτες που δεν έχουν πάει με τον Αρχιπροδότη.»

«Με ξέρεις αλλά δεν σε ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνη, εσκεμμένα όχι και τόσο φιλικά. «Πώς μπήκες εδώ; Ήταν κλειδωμένα.»

Ο γαλανόδερμος άντρας ανασήκωσε τους ώμους. «Έχω τις μεθόδους μου…» Τράβηξε απότομα το ξίφος του και σπάθισε καταπάνω της.

Η Ανδρομάχη πρόλαβε να ξεθηκαρώσει κι εκείνη το λεπίδι της και ν’αποκρούσει τη σπαθιά του, οπισθοχωρώντας ένα βήμα. Τι σκατά κάνει; Ήταν, τελικά, δολοφόνος; Ο άντρας ξανασπάθισε – η Ανδρομάχη απέφυγε το ξίφος του – βυσσινιά άνθη και κλωνάρια τινάχτηκαν στον αέρα – η Ανδρομάχη σπάθισε και το λεπίδι της βρέθηκε κοντά στον λαιμό του – ο άντρας πήδησε όπισθεν.

Και γέλασε. «Είσαι, όντως, καλή.»

«Κι εσύ είσαι ο τρελός του παλατιού;»

Το χαμόγελο του άντρα πλάτυνε. Ύστερα θηκάρωσε το σπαθί του, σοβαρεύοντας. «Δεν είμαι καν από αυτό το παλάτι. Και δεν είναι η καταγωγή μου από τη Βίηλ.» Έβαλε το χέρι του σε μια τσέπη της τουνίκας του και τράβηξε – κάποιο όπλο, φοβήθηκε η Ανδρομάχη – μια ταυτότητα. «Ειδικός πράκτορας Τζακ Πολύχρωμος.»

Η Ανδρομάχη παρατήρησε την ταυτότητα. Φαινόταν γνήσια. Θηκάρωσε το σπαθί της. «Κι εγώ που νόμιζα ότι είσαι γαλάζιος.»

«Αλλάζω χρώματα κάθε τόσο.» Ο Τζακ έκρυψε πάλι την ταυτότητά του.

«Σαν την Παντοκράτειρα;»

«Προσπαθώ πάντα να κοιτάζω ψηλά.»

«Τότε θα πρέπει να προσέχεις μήπως σε χτυπήσουν χαμηλά.»

Ο Τζακ μειδίασε. «Ετοιμόλογη, επίσης. Αυτό δεν το έλεγε ο φάκελός σου.»

«Προσπαθώ πάντα να κοιτάζω μπροστά μου.» Η Ανδρομάχη πέρασε από διπλά του και μισοξάπλωσε στο ανάκλιντρο. Σήκωσε την πίπα της από κάτω όπου είχε πέσει, πλάι στα παπούτσια της. Είχε φυσικά σβήσει, και ο περισσότερος καπνός είχε χυθεί. Καθώς η Ανδρομάχη τη γέμιζε πάλι, ρώτησε: «Τι θέλεις εδώ, Τζακ; Ήρθες να με πάρεις από τη Βίηλ; Να μου αναθέσεις κάποιο άλλο καθήκον; Να…;» Να με τιμωρήσεις; «Γιατί ήρθες εδώ;»

«Κάνω μια έρευνα,» αποκρίθηκε εκείνος, εκπλήσσοντάς την, «και ίσως να μπορείς να με βοηθήσεις, αν έχεις την καλή διάθεση.»

«Μόνο αν είσαι πρόθυμος να με βοηθήσεις κι εσύ.»

Ο Τζακ ύψωσε ένα φρύδι του ερωτηματικά. Τα μάτια του ήταν στενά και σκοτεινά, παρατήρησε η Ανδρομάχη: βαθιά μέσα στις κόγχες του κρανίου του.

«Φέρε μια καρέκλα να καθίσεις,» του πρότεινε.

Ο Τζακ πήγε μέσα και έφερε, ενώ εκείνη άναβε την κοκάλινη πίπα της. Η μουσική από τον μέγαυλο είχε πάψει, πρόσεξε.

«Ψάχνω κάποιους αποστάτες και προδότες,» είπε ο Τζακ, καθισμένος τώρα αντίκρυ της, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στα γόνατά του. «Ακολουθώ τα ίχνη τους από το Πριγκιπάτο Έλρηνεχ, αλλά δυστυχώς τα έχασα καθώς κατευθυνόμουν βορειοανατολικά. Γνωρίζω πως επέβαιναν σ’ένα μεταβαλλόμενο όχημα, και πως ανάμεσά τους είναι η Αλιζέτ Τάνρεχ – η Μαύρη Δράκαινα – ο πρώην σύζυγος της Παντοκράτειρας Πρίγκιπας Τάμπριελ, και ίσως η Ανταρλίδα Ταρφάνη – μια ακόμα Μαύρη Δράκαινα.»

Η Ανδρομάχη συνοφρυώθηκε. «Η Αλιζέτ Τάνρεχ δεν είναι με το μέρος μας;»

«Μέχρι στιγμής αυτό ήξερα κι εγώ. Όμως, ψάχνοντας σε πρόσφατες αναφορές, έμαθα ότι η Παντοκράτειρα την είχε στείλει στη Νόρχακ προκειμένου να δολοφονήσει τον Τάμπριελ.»

«Οι πηγές σου είναι καλές…» παρατήρησε η Ανδρομάχη ατενίζοντάς τον ερευνητικά. Είσαι ειδικός πράκτορας βέβαια, σαν εμένα, αλλά μια τέτοια αποστολή θα ήταν σίγουρα πιο απόρρητη από απόρρητη.

Ο Τζακ δεν σχολίασε τα λόγια της· είπε: «Η Αλιζέτ, μάλλον, μας πρόδωσε συμμαχώντας με τον Τάμπριελ.»

«Παράξενο. Είχα ακούσει ότι ήταν φανατικά πιστή στη Μεγαλειοτάτη.»

«Κι εγώ. Αλλά πολλοί λένε ότι ο Τάμπριελ – που στη Νόρχακ τον θεωρούν ‘Μεγάλο Προφήτη’ – έχει παράξενες δυνάμεις.»

«Υπονοείς ότι την έχει, κάπως… υποβάλλει;»

«Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τι μπορεί να έχει συμβεί. Όμως, για να είναι η Αλιζέτ μαζί με αποστάτες, αυτό σημαίνει πως κι η ίδια δεν μπορεί παρά αποστάτρια να είναι.» Κι αλλάζοντας ξαφνικά θέμα: «Μου είπαν ότι ήρθες από το Χαύδοραλ, Ανδρομάχη…»

«Αν μίλησες με τον Λούσιο, υποθέτω δεν θα άκουσες και τα καλύτερα,» μόρφασε εκείνη.

«Δίκιο έχεις. Πιστεύει ότι είσαι ανόητη που βομβάρδισες την πόλη. Εγώ δεν είμαι και τόσο σίγουρος γι’αυτό.»

«Πώς φαίνεται ότι κάτι θέλεις από εμένα…» Η Ανδρομάχη φύσηξε, αργά, Σάρντλιο καπνό από τα χείλη.

«Θέλω να μάθω αν ο Τάμπριελ είναι στο Χαύδοραλ,» είπε ο Τζακ.

«Σκοπεύεις να τον κυνηγήσεις;»

«Τέτοιοι προδότες δεν πρέπει να περιφέρονται ελεύθεροι. Δεν πρέπει καν να είναι ζωντανοί

«Σα ν’ακούω κάτι το προσωπικό…» είπε η Ανδρομάχη.

«Επαγγελματικό μόνο,» τη διαβεβαίωσε ο Τζακ.

Περίεργος ο τόνος σου, τότε… σκέφτηκε η Ανδρομάχη τρίβοντας την άκρη της κοκάλινης πίπας επάνω στα δόντια της.

«Είναι εκεί, λοιπόν;» ρώτησε ο Τζακ. «Είναι στο Χαύδοραλ;»

«Αν με βοηθήσεις θα σε βοηθήσω,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη.

«Τι είδους βοήθεια θέλεις;»

«Θέλω να παρέμβεις, ως ειδικός πράκτορας, προκειμένου να μείνω εδώ, στη Βίηλ, για να κυνηγήσω τους αποστάτες μαζί σου.» Στην ταυτότητά του είχε δει ότι ήταν Ανώτερος Ελεγκτής, κι όταν ένας υψηλόβαθμος ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας δήλωνε πως χρειαζόταν τη βοήθεια ενός άλλου, κανένας δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει, εκτός από την ίδια την Παντοκράτειρα. Ακόμα κι ένας Ανώτατος Ελεγκτής θα δίσταζε.

Ο Τζακ την ατένισε για μια στιγμή αμίλητος· μετά, είπε: «Τώρα νομίζω ότι μ’εσένα συμβαίνει κάτι το προσωπικό, Ανδρομάχη.»

«Μ’έδιωξαν απ’την περιοχή της εποπτείας μου!» αποκρίθηκε απότομα εκείνη. «Φυσικά και είναι κάτι το προσωπικό. Θέλεις τη βοήθειά μου, ή δεν τη θέλεις;»

«Δε νομίζω ότι η βοήθειά σου θα έβλαπτε. Ο φάκελός σου είναι, μέχρι στιγμής, καλός. Δεν έχει προστεθεί η αποτυχία σου στο Πριγκιπάτο Χαύδοραλ ακόμα.» (Η Ανδρομάχη τον ατένισε με στενεμένα μάτια, συνοφρυωμένη, για τούτο το σχόλιο. Την είχε πειράξει, παρότι ήταν απλώς η αλήθεια.) «Και δεν αναφέρει καν ότι είσαι ετοιμόλογη, πράγμα που μπορεί να αποδειχτεί πλεονέκτημα… όταν δεν υπάρχει κίνδυνος να τσαντίσεις το λάθος πρόσωπο.»

Η Ανδρομάχη μειδίασε· αυτό το τελευταίο σχόλιο τής είχε αρέσει. Της είχε φανεί αστείο. «Δηλαδή, είμαστε σύμφωνοι, Τζακ;»

«Θα δηλώσω ότι σε χρειάζομαι μαζί μου. Δε νομίζω κανένας να διαφωνήσει, αν κι εσύ βάλεις την υπογραφή σου ότι όντως συμφωνείς να με βοηθήσεις.»

«Δε θα είμαι υπόλογή σου,» τον προειδοποίησε η Ανδρομάχη. «Είμαι Ανώτερη Ελέγκτρια.»

«Το ξέρω. Θα είμαστε συνέταιροι, για όσο επιθυμείς. Καλώς;» Της έδωσε το χέρι του.

Η Ανδρομάχη, βγάζοντας την πίπα της από το στόμα, φύσηξε καπνό προς το μέρος του. «Καλώς.» Δεν του έσφιξε το χέρι.

«Είναι ο Τάμπριελ στο Χαύδοραλ;» ρώτησε ο Τζακ, απομακρύνοντας το χέρι του.

«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη, κι άφησε την πίπα της στο πλάι του ανάκλιντρου, για να σβήσει. Δεν την ήθελε άλλο.

Η όψη του Τζακ σκοτείνιασε, αγρίεψε. «Μην παίζεις μαζί μου. Αν δεν έχεις πληροφορίες–»

«Παύεις να είσαι άνθρωπος του λόγου σου αν δεν έχω πληροφορίες;»

«Είπες ξέρεις!»

«Δεν είπα ότι ξέρω.»

Ο Τζακ σηκώθηκε όρθιος με φανερή πρόθεση να φύγει.

«Αλλά δεν είπα και ότι δεν ξέρω,» συνέχισε η Ανδρομάχη.

Ο Τζακ δεν κάθισε, όμως δεν έφυγε κιόλας.

Η Ανδρομάχη είπε: «Τα πλοία που επιτέθηκαν στη Χαύδοραλ ήρθαν, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, από το Πριγκιπάτο Νέλερβικ, το οποίο έχει–»

«–αποστατήσει. Μου τα είπε κι ο Επόπτης.»

«Και ποια νομίζεις ότι τα είπε στον Επόπτη, Τζακ;»

«Ο Επόπτης, πάντως, δεν ξέρει τίποτα για τον Τάμπριελ.»

«Δυστυχώς, ο Λούσιος δεν μου φέρθηκε καλά, κι έτσι η πρώτη, σύντομη συνάντησή μας ήταν και η τελευταία.»

«Δηλαδή, ξέρεις και πράγματα που δεν του έχεις πει;»

«Κάθισε,» πρότεινε η Ανδρομάχη.

Ο Τζακ, ύστερα από μια στιγμή δισταγμού, υπάκουσε, αν κι έμοιαζε τσαντισμένος μαζί της. Μάλλον θα προτιμούσε να με αρπάξει απ’τα μαλλιά, να μου γυρίσει τον λαιμό στο πλάι, και ν’απαιτήσει να του πω όλα όσα ξέρω, σκέφτηκε η Ανδρομάχη κρίνοντας από την έκφρασή του. Τι κρίμα που δεν μπορεί να το κάνει… Οι ειδικοί πράκτορες της Παντοκράτειρας ήταν, πολλές φορές, τόσο ξιπασμένοι όσο ο Πρίγκιπας Αλβάρος, αλλά τούτος εδώ ο συγκεκριμένος η Ανδρομάχη νόμιζε πως είχε κάτι το ιδιαίτερο… κάτι το ακόμα πιο ξιπασμένο, ίσως… σαν να ήταν πιο ειδικός πράκτορας από τους ειδικούς πράκτορες.

«Σύμφωνα με τις πληροφορίες μου,» του είπε, «η εξουσία στο Νέλερβικ έχει αλλάξει. Η Πριγκίπισσα Κισβέτα είναι αιχμάλωτη· το ίδιο κι η αδελφή της, η Νισμέτ’νορ. Η ξαδέλφη της Κισβέτα είναι Πριγκίπισσα του Νέλερβικ τώρα: μια γυναίκα ονόματι Βασνίτα Κάλνεραχ–»

«Η συγγραφέας;»

«Η συγγραφέας. Ο Επόπτης Ζακ Ματνέρω λένε πως κι αυτός είναι αιχμάλωτος στα μπουντρούμια του κάστρου της Νέλερβικ. Και επίσης λένε πως ο Πρόμαχος Άτβος, ο πρώην Πρίγκιπας του Κάνρελ, βρίσκεται στη Νέλερβικ, καθώς κι άλλοι επικίνδυνοι αποστάτες, ανάμεσα στους οποίους κι ένας άντρας με κόκκινο δέρμα, λευκά μαλλιά, και μακρύ ραβδί με πορφυρή σφαίρα στην κορυφή–»

«Ο Τάμπριελ.»

«Ναι, ο Τάμπριελ. Ποιος άλλος;»

51.

Η Βασνίτα ξετύλιξε τον ενοχλητικό επίδεσμο γύρω από τη μέση της. Μα τα Δαιμόνια, πώς την έξυνε έτσι! Έτριψε τα πλευρά της και την κοιλιά της με τα νύχια της για να ανακουφιστεί, προσέχοντας, φυσικά, το τραύμα στη δεξιά μεριά. Το δέρμα γύρω του, ύστερα από δέκα ημέρες πλέον, ήταν ακόμα πρησμένο και μελανό, αλλά επάνω στην πληγή είχε δημιουργηθεί μια μεγάλη, σκληρή εφελκίδα, και οι θεραπευτές έλεγαν ότι πήγαινε καλά. Η Βασνίτα, όμως, μέχρι να μπορούσε να κάθεται και να σηκώνεται άνετα, και μέχρι αυτό το δαιμονισμένο ξύσιμο να σταματούσε, δεν θα μπορούσε να θεωρήσει ότι ήταν «καλά».

Κανονικά θα έπρεπε να ευχαριστώ τα Πνεύματα των Κολοσσών, σκέφτηκε, καθώς έπαυε να ξύνεται κι έβαζε το ένα της χέρι μες στην πέτρινη λεκάνη για να δοκιμάσει το νερό. Θα μπορούσα να είχα σκοτωθεί από εκείνο το βέλος. Το νερό ήταν χλιαρό, όπως το είχε ζητήσει από τις υπηρέτριες που ήταν συνεχώς κοντά της για να την περιποιούνται. Είχαν, μάλιστα, προθυμοποιηθεί να έρθουν μαζί της στο λουτρό για να τη βοηθήσουν να γδυθεί, αλλά η Βασνίτα δεν το είχε δεχτεί. Μπορούσε πια να πλένετε και μόνη της· δεν ήταν σε τόσο άσχημη κατάσταση!

Έβγαλε τον στηθόδεσμο, τις κάλτσες, και την περισκελίδα της (νιώθοντας, εξαιτίας των κινήσεων, το τραύμα της να της ρίχνει έντονες σουβλιές και τα πλευρά της να την τραβάνε σαν να είχε κορδόνια εντός της) και γλίστρησε μέσα στη λεκάνη με το χλιαρό νερό, αναστενάζοντας καθώς χαλάρωνε.

Γιατί κρατάω αυτό το κάθαρμα, τον Ζακ Ματνέρω, ακόμα ζωντανό; αναρωτήθηκε. Γιατί δεν έχω καν προστάξει να τον βασανίσουν μέχρι που να μπορώ ν’ακούσω τα ουρλιαχτά του ώς εδώ πάνω ενώ λούζομαι; Αν ήταν διαφορετική γυναίκα θα το είχε κάνει, αλλά η Βασνίτα αποστρεφόταν τη βία και τους θανάτους. Ίσως θα έπρεπε ν’αλλάξω, τώρα που είμαι Πριγκίπισσα του Νέλερβικ. Είχε ακούσει να λένε πως οι μαλθακοί πρίγκιπες δεν κρατούσαν για πολύ τον θρόνο.

Μήπως υποσυνείδητα δεν ήθελε να τον κρατήσει για πολύ; Πρέπει να τον κρατήσω. Τουλάχιστον ώσπου να διωχτούν τελείως οι Παντοκρατορικοί από τη Βίηλ. Αυτό, όμως, μπορούσε να πάρει πολύ καιρό… αν και ο Άτβος και ο Τάμπριελ έμοιαζαν να πιστεύουν ότι τροχοί είχαν μπει σε κίνηση οι οποίοι σύντομα θα συνέθλιβαν τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας.

Λίγο προτού τελειώσει το πρωινό της μπάνιο, άκουσε έναν χτύπο στην πόρτα. Μια από τις υπηρέτριες, αναμφίβολα, η οποία μάλλον ήθελε να τη ρωτήσει μήπως η Υψηλοτάτη χρειαζόταν τίποτα…

«Ναι;» είπε η Βασνίτα.

«Υψηλοτάτη,» ακούστηκε η φωνή της υπηρέτριας, «σας ζητούν στον δίαυλο. Ο Άρχοντας Τάμπριελ.»

«Μπορείς να φέρεις το ακουστικό του διαύλου εδώ;»

«Μάλιστα, Υψηλοτάτη.»

Μετά από λίγο, η πόρτα άνοιξε και η υπηρέτρια μπήκε κρατώντας στο χέρι το ακουστικό και τραβώντας πίσω της ένα μακρύ καλώδιο.

«Σ’ευχαριστώ,» της είπε η Βασνίτα, παίρνοντας το ακουστικό και γνέφοντάς της να πηγαίνει.

Η υπηρέτρια έφυγε κάνοντας μια μικρή υπόκλιση. Πίσω της έκλεισε την πόρτα του μπάνιου, αφήνοντας το καλώδιο να περνά κάτω από τη χαραμάδα.

Η Βασνίτα έφερε το ακουστικό στ’αφτί της. «Μάλιστα;»

«Καλημέρα, Πριγκίπισσά μου,» είπε η φωνή του Τάμπριελ. «Ελπίζω να μην ενοχλώ…»

«Δεν κοιμόμουν. Θα ήθελες να μιλήσουμε για το Τάσβεραλ;» Της το είχε ζητήσει και χτες το απόγευμα, αλλά τότε η Βασνίτα ήταν αδύνατο να μιλήσει μαζί του γιατί έπρεπε να προετοιμαστεί για την κηδεία της Αλιζέτ, του Ναλφίρες, και του Νισμάνος. Και είχε πολύ άγχος. Ευτυχώς στο τέλος όλα είχαν πάει καλά. Κι ύστερα απ’την κηδεία νόμιζε πως η θλίψη της για τον άδικο χαμό της Αλιζέτ είχε μεγαλώσει…

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Πρέπει να κινηθούμε το συντομότερο δυνατό εναντίον της Παντοκρατορικής εξουσίας του Τάσβεραλ, και χρειαζόμαστε τις γνώσεις και τη γνώμη σου.»

«Μπορείτε να είστε στα πριγκιπικά διαμερίσματα του κάστρου σε μισή ώρα;»

«Ασφαλώς.»

«Τότε ελάτε. Θα σας περιμένω.»

52.

Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, και ο Αρκαλόν συνάντησαν τη Βασνίτα στο καθιστικό των πριγκιπικών διαμερισμάτων. Η καινούργια Πριγκίπισσα κάθισε αντίκρυ τους, σε μια πολυθρόνα με μαλακά μαξιλάρια, ντυμένη με φαρδύ φόρεμα και γυαλιστερές επάργυρες παντόφλες. Στα χέρια της κρατούσε το ραβδί της που τη βοηθούσε όποτε το χρειαζόταν. Τις υπηρέτριες της τις είχε διώξει.

«Πώς αισθάνεσαι, Πριγκίπισσά μου;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ.

«Ακόμα δεν είμαι τελείως καλά από το τραύμα, αλλά αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος που αισθάνομαι χάλια.» Η Βασνίτα αναστέναξε. «Τέλος πάντων. Τι ξέρετε ήδη για το Τάσβεραλ;»

«Αυτά μόνο που μας έχει πει η Αλιζέτ.» Ο Τάμπριελ έριξε ένα βλέμμα στη Σκοτεινή Βασίλισσα, και μετά έστρεψε πάλι τα γκρίζα, ομιχλώδη μάτια του στη Βασνίτα. «Ότι η Πριγκίπισσα Λισρρέτα διοικεί· ότι έχει τρεις γιους· ότι Επόπτης είναι ο Καρλ Βέρινλωφ, ένας συνταγματάρχης εν αποστρατεία, όχι και τόσο αγαπητός από τους ανθρώπους του Πριγκιπάτου απ’ό,τι κατάλαβα.»

«Τον απεχθάνονται,» διευκρίνισε η Βασνίτα. «Στα ανατολικά πριγκιπάτα είναι ο πιο μισητός Επόπτης της ευρύτερης περιοχής.»

«Τον απεχθάνεται το ίδιο και η Πριγκίπισσα Λισρρέτα;»

«Ναι, αλλά τι μπορούσε να κάνει εκτός απ’το να αποδεχτεί την εξουσία του; Επιπλέον, είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ φοβισμένη. Πριν από μερικά χρόνια, ο σύζυγός της – ένας ευγενής καταγόμενος από το Νέλερβικ, μάλιστα – σκοτώθηκε σε ατύχημα ενώ οδηγούσε το όχημά του στα νότια του Τάσβεραλ, κοντά στους Δασότοπους της Σκιάς. Η Λισρρέτα πιστεύει ότι ίσως οι πράκτορες της Παντοκράτειρας να τον σκότωσαν επειδή έλεγε πως ο Παντοκρατορικός Φόρος είχε καταντήσει πολύ βαρύς, ειδικά στα εμπορεύματα, και όφειλε να ελαττωθεί.»

«Καταλαβαίνω…» είπε ο Τάμπριελ. «Ήταν ο Καρλ Βέρινλωφ Επόπτης όταν ο Πρίγκιπας έχασε τη ζωή του;»

«Όχι. Ήταν στο Τάσβεραλ ο προκάτοχός του, ο οποίος, μετά τον θάνατο του Πρίγκιπα, δεν άργησε να σκοτωθεί από κάποιους στασιαστές–»

«Αυτό μού το είπε κι η Αλιζέτ. Δυσαρεστημένοι άνθρωποι της εμπορικής τάξης που είχαν στραφεί στη ληστεία. Ήταν και με την Επανάσταση;»

«Απ’ό,τι γνωρίζω, όχι. Όχι επίσημα. Ίσως ο Άτβος να ξέρει κάτι παραπάνω.»

Ο Τάμπριελ στράφηκε στον Αρκαλόν. «Είναι τώρα η Ράιλμεχ κοντά στον Πρόμαχο;»

«Ναι…» Ο Ιεράρχης έμεινε για μερικές στιγμές σιωπηλός. «Ο Πρόμαχος λέει ότι οι πράκτορές του είχαν κάποια επαφή μ’εκείνους τους στασιαστές, αλλά όχι πολύ στενή.»

Ο Τάμπριελ στράφηκε στη Βασνίτα, η οποία είπε: «Ο Καρλ Βέρινλωφ τούς ξεπάστρεψε όλους.» Ο Τάμπριελ ένευσε, γνωρίζοντάς το από την Αλιζέτ, και η Βασνίτα συνέχισε: «Η Λισρρέτα είναι, λοιπόν, όπως είπα, αρκετά φοβισμένη. Φοβάται, κυρίως, για τους γιους της, οι οποίοι είναι… ατίθασοι σαν τον πατέρα τους, ίσως. Μπορείς να δεις την ανησυχία στα μάτια της.»

Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε. «Την ξέρεις προσωπικά;»

«Έχουμε συναντηθεί κάμποσες φορές, όταν ταξίδευα στο Τάσβεραλ.»

«Θα μπορούσες να μας φέρεις σε επαφή μαζί της; Εκείνο που σκέφτομαι είναι να πάρουμε το Τάσβεραλ χωρίς να χρειαστεί να κάνουμε πόλεμο όπως στο Χαύδοραλ.»

Η Βασνίτα ένευσε, συμφωνώντας. «Αρκετοί έχουν πεθάνει…» μουρμούρισε, σκεπτόμενη πάλι τη φίλη της, την Αλιζέτ Βάθμακ.

«Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σου, ο καλύτερος τρόπος για να πάρουμε το Τάσβεραλ χωρίς πόλεμο;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ.

«Δεν είμαι βέβαιη…» παραδέχτηκε η Βασνίτα κουνώντας το κεφάλι, ύστερα από μερικές στιγμές σκέψης. «Πρέπει να καταλάβεις, Τάμπριελ, ότι δεν είμαι στρατηγός· απλά πιστεύω στην Επανάσταση…»

«Νομίζεις ότι θα μπορούσαμε να συναντηθούμε με την Πριγκίπισσα Λισρρέτα;»

«Έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, δεν θα είναι εύκολο. Αδύνατον να πάμε επισήμως στο Τάσβεραλ.»

Η Ανταρλίδα είπε: «Μπορούμε, όμως, να γλιστρήσουμε μέσα στο Πριγκιπάτο απαρατήρητοι και να συναντήσουμε κάπως την Πριγκίπισσα. Δεν είναι ανάγκη να το μάθει ο Επόπτης. Βασικά, δεν θα πρέπει να το μάθει.»

«Το θέμα είναι αν η Πριγκίπισσα Λισρρέτα είναι συνεννοήσιμη,» είπε ο Τάμπριελ. «Θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μαζί της, Βασνίτα, ώστε να στραφεί εναντίον του Επόπτη;»

«Δύσκολα, πιστεύω,» αποκρίθηκε η Βασνίτα. «Σου είπα, τον φοβάται.»

«Τόσο πολύ; Αναμφίβολα, θα έχει μάθει ότι το Νέλερβικ και το Χαύδοραλ έχουν αποτινάξει την κυριαρχία της Παντοκράτειρας. Δεν θα σκέφτεται ότι το Τάσβεραλ θα είναι, πιθανώς, το επόμενο Πριγκιπάτο που θα δεχτεί επίθεση;»

«Μπορεί και να το σκέφτεται,» παραδέχτηκε η Βασνίτα, «αλλά δεν ξέρω αν θα είναι πρόθυμη η ίδια να στραφεί εναντίον του Επόπτη και να τον διώξει. Κατ’αρχήν, ο Καρλ Βέρινλωφ σίγουρα θα χτυπήσει το Τάσβεραλ άσχημα σε μια τέτοια περίπτωση· ίσως τόσο άσχημα όσο η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη χτύπησε την πρωτεύουσα του Χαύδοραλ.»

«Εννοείται ότι θα βοηθήσουμε την Πριγκίπισσα να διώξει τον Επόπτη,» είπε η Ανταρλίδα.

«Κι επιπλέον, τι προτιμά;» είπε ο Τάμπριελ. «Να γίνει πόλεμος, ή να σώσει το Πριγκιπάτο της με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες και ζημιές;»

«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε η Βασνίτα, νιώθοντας άσχημα που της ζητούσαν να μαντέψει τις σκέψεις και τις αντιδράσεις της Πριγκίπισσας του Τάσβεραλ. «Δεν είμαι εκείνη. Πάντως, η Λισρρέτα δεν είναι φανατικά υπέρ της Επανάστασης, όπως εγώ· σας το λέω για να το έχετε υπόψη σας. Και φοβάται για τους γιους της.»

Η Αλιζέτ, που μέχρι στιγμής ήταν σιωπηλή, είπε: «Θα μπορούσαμε να απαγάγουμε τους γιους της και να απαιτήσουμε να συμμαχήσει μαζί μας.»

«Αυτό,» είπε ο Τάμπριελ, «δε νομίζω να την κάνει να μας συμπαθήσει.»

Η Αλιζέτ ανασήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας. «Είναι όμως μια σκέψη…»

«Δεν πρόκειται να συμφωνήσω με κάτι τέτοιο,» τους προειδοποίησε η Βασνίτα, αν και δεν ήταν καθόλου βέβαιη ότι τους ενδιέφερε η συγκατάνευσή της.

«Δε νομίζω ότι θα αποδειχτεί απαραίτητο να κινηθούμε έτσι,» της είπε ο Τάμπριελ. «Και ούτε θεωρώ ότι θα έφερνε απαραίτητα θετικό αποτέλεσμα.» Στράφηκε στον Αρκαλόν. «Τι λέει ο Άτβος για όλα τούτα; Του τα μεταφέρει η Ράιλμεχ;»

«Φυσικά,» αποκρίθηκε ο Αρκαλόν. «Κι εκείνο που ο Πρόμαχος θέλει να ξέρετε είναι ότι έχει έναν σύμμαχο στο Τάσβεραλ.»

«Σύμμαχο;» έκανε η Ανταρλίδα. «Και τώρα μας το λέει;»

«Δεν είναι σημαντικός στην πολιτική ζωή του Πριγκιπάτου, ούτε βρίσκεται κοντά στην Πριγκίπισσα ή στον Επόπτη. Είναι ένας παράνομος, γνωστός ανάμεσα στους ντόπιους ως ‘ο Θεριστής των Οστών’.»

«Θεριστής των Οστών;» άρθρωσε ο Τάμπριελ. Τι του θύμιζε αυτό το όνομα; Τι του έφερνε στο μυαλό;

«Ναι. Είναι ένας Ιερός Μαχητής των Οστών, λέει ο Πρόμαχος, ο οποίος πήγε μαζί με τους ληστές – τους στασιαστές που αντέδρασαν εξαιτίας των φόρων.»

Ιερός Μαχητής των Οστών, σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Φυσικά. Αυτό τού θύμιζε το παρωνύμιο Θεριστής των Οστών. «Νόμιζα ότι ο Επόπτης τούς σκότωσε όλους.»

«Εκτός από τον Θεριστή.»

«Οι Ιεροί Μαχητές,» είπε η Βασνίτα, «δεν σκοτώνονται εύκολα. Έχω ακούσει κι εγώ τη φήμη ότι ο Ρηθμάλος είναι ακόμα ζωντανός, αλλά δεν ήξερα αν ήταν αλήθεια.»

«Ο Πρόμαχος λέει ότι είναι αλήθεια,» είπε ο Αρκαλόν.

«Εντάξει,» είπε η Ανταρλίδα, «έχουμε κι έναν σύμμαχο εκεί μέσα που θα μπορούσε να μας βοηθήσει στον πόλεμο. Δεν θέλουμε, όμως, να κάνουμε πόλεμο. Άρα, μας είναι σχεδόν άχρηστος.»

«Πρέπει να συναντηθούμε με την Πριγκίπισσα Λισρρέτα, νομίζω,» είπε ο Τάμπριελ. «Θα μπορούσε αυτό να κανονιστεί, Βασνίτα;»

«Εγώ δεν μπορώ να κανονίσω τίποτα, εφόσον το Νέλερβικ έχει αποστατήσει.»

«Πού τη συναντούσες παλιά, όταν πήγαινες στο Τάσβεραλ;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Στο πριγκιπικό παλάτι της πρωτεύουσας. Εκεί μένει. Σπάνια φεύγει. Και εκεί, επίσης, κατοικεί ο Παντοκρατορικός Επόπτης. Αλλά ακόμα κι όταν ο ίδιος λείπει έχει, φυσικά, πράκτορές του μέσα στο παλάτι. Εν ολίγοις, δε νομίζω ότι είναι εφικτό να συναντήσετε την Πριγκίπισσα χωρίς να το μάθουν οι Παντοκρατορικοί.»

«Δε φεύγει ποτέ από το παλάτι;» ρώτησε ο Τάμπριελ, προβληματισμένος. Η Λισρρέτα φαινόταν να ήταν το μοναδικό κλειδί για να πάρουν το Τάσβεραλ σχετικά αναίμακτα. «Δεν πηγαίνει πουθενά;»

«Όχι σε τακτική βάση. Μόνο σε περιπτώσεις που κάνει επισκέψεις.»

«Θα μπορούσε κάποιος να ζητήσει να τη δει, κι εμείς να είμαστε εκεί για να της μιλήσουμε;»

«Με ποια πρόφαση να ζητήσει να τη δει;» είπε η Βασνίτα. «Δεν ζητάς από την πριγκίπισσα ενός πριγκιπάτου να έρθει σε σένα· τη ρωτάς αν θα μπορούσες να πας να την επισκεφτείς.»

Ο Τάμπριελ καταράστηκε από μέσα του. Η κατάσταση τού φαινόταν αδιέξοδη.

Ο δίαυλος, τότε, κουδούνισε.

«Να απαντήσω;» ρώτησε ο Αρκαλόν τη Βασνίτα, προτού εκείνη σηκωθεί. Η Πριγκίπισσα ένευσε και ο Ιεράρχης σηκώθηκε, πήγε στον δίαυλο, και τον άνοιξε έτσι ώστε να μπορούν ν’ακούσουν όλοι.

«Ποιος είναι;» ρώτησε.

«Ο Υπασπιστής. Θα ήθελα να μιλήσω στην Πριγκίπισσα.»

Η Βασνίτα αμέσως αναγνώρισε τη φωνή του Νολτράκος, κι έκανε νόημα στον Αρκαλόν να της φέρει το ακουστικό.

«Μάλιστα,» είπε ο Ιεράρχης στον δίαυλο. Σήκωσε το ακουστικό και το πήγε στην Πριγκίπισσα, ώστε να μιλήσει προσωπικά με τον Υπασπιστή της.

«Τι είναι, Νολτράκος;» ρώτησε η Βασνίτα.

«Ένα αγόρι ήρθε στην πύλη του κάστρου, Βασνίτα, και επέμενε να το αφήσουν να περάσει, ισχυριζόμενο ότι έφερνε μήνυμα από τη Μητέρα–»

«Την ποια;» έκανε η Πριγκίπισσα, ξαφνιασμένη. «Τη… τη γνωστή Μητέρα;»

«Ναι. Οι φρουροί, αφού επικοινώνησαν μαζί μου, άφησαν το αγόρι να μπει και έχω τώρα στα χέρια μου έναν κύλινδρο που ο μαντατοφόρος επιμένει ότι είναι μόνο για τα μάτια της Πριγκίπισσας Βασνίτα. Επίσης, το αγόρι έχει επάνω του δεμένες εκρηκτικές ύλες – μου τις έδειξε – και λέει πως είναι πρόθυμο να τις πυροδοτήσει αν προσπαθήσουμε να το αιχμαλωτίσουμε. Το διαβεβαίωσα πως αυτό αποκλείεται να συμβεί. Να σου φέρω το μήνυμα της Μητέρας;»

Η Βασνίτα χρειάστηκε μερικές στιγμές για να συνέλθει προτού απαντήσει: «Ναι, φέρτο, αμέσως.»

53.

Ο Νολτράκος έριξε μια ματιά σε όλους μέσα στο καθιστικό, χαιρετώντας τους μ’ένα νεύμα, κι ύστερα πήγε τον κύλινδρο στη Βασνίτα. «Προσεχτικά, όμως,» την προειδοποίησε. «Η Μητέρα είναι μάγισσα.»

«Περίμενε, Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ προτού η Βασνίτα ξετυλίξει τον κύλινδρο. Και, κατά σειρά, άρθρωσε τα λόγια για ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως (που εντόπιζε διάφορες μορφές ενέργειας, είτε ο μάγος τις ήξερε και μπορούσε να τις αναγνωρίσει είτε όχι), ένα Ξόρκι Εντοπισμού Προκαλύψεως (που εντόπιζε ξόρκια που έκρυβαν άλλα ξόρκια), και ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως (που εντόπιζε πνευματικές οντότητες – αν και ήταν απίθανο κάποια τέτοια να καιροφυλαχτούσε μέσα στον κύλινδρο· άλλωστε, βρίσκονταν στη Βίηλ, όχι στη Φεηνάρκια).

Η Βασνίτα περίμενε, μην καταλαβαίνοντας τίποτα από αυτά που έκανε ο Τάμπριελ. Τελικά, εκείνος τής είπε: «Νομίζω πως δεν υπάρχει κίνδυνος.»

Η Βασνίτα έσπασε την κέρινη σφραγίδα της Μητέρας και διάβασε το μήνυμα.

 

Προς Πριγκίπισσα Βασνίτα Κάλνεραχ, του Νέλερβικ:

 

Υψηλοτάτη,

Με μεγάλη μου χαρά πληροφορήθηκα την ενθρόνισή σας και τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας από το Πριγκιπάτο Νέλερβικ. Εύχομαι αυτό να σημάνει μια νέα, καλύτερη εποχή για ολάκερη τη Βίηλ!

Επιθυμώ να σας δηλώσω ότι έχετε την πλήρη υποστήρηξή μου και των Παιδιών του Φωτός.

Επιπροσθέτως, είμαι πρόθυμη να σας προσφέρω ό,τι βοήθεια δύναμαι, διότι αντιλαμβάνομαι ότι οι εχθροί σας θα είναι πολλοί. Επίσης, θα επιθυμούσα να γνωρίσω τους συμμάχους σας.

Εάν κι εσείς το επιθυμείτε, προθυμοποιούμαι να σας συναντήσω στην Τρύπα, στα ανατολικά σύνορα του Νέλερβικ. Θα περιμένω εκεί κάποιες ημέρες.

 

Για τη Δόξα των Αρχαίων Κολοσσών

και της Γενέτειράς μας, της Βίηλ!

 

Μαρέλνιτ’νορ,

Μητέρα των Παιδιών του Φωτός

 

«Τι γράφει, Πριγκίπισσά μου;» ρώτησε ο Τάμπριελ, υποπτευόμενος ότι το μήνυμα της Μητέρας πρέπει να είχε σχέση με την Επανάσταση στη Βίηλ και, άρα, να τον αφορούσε κι εκείνον.

Η Βασνίτα είπε σε όλους τι έγραφε η Μαρέλνιτ’νορ, δίχως να κρύψει τίποτα.

Και για λίγο κανένας δεν μίλησε.

Ο Νολτράκος έμοιαζε σοκαρισμένος. «Πώς τολμάει αυτή η γυναίκα;» είπε. «Στέλνει μαγεμένα παιδιά να σκοτώνονται και μετά έχει το θράσος να μιλά στις επιστολές της σαν να είναι η Τελευταία Βασίλισσα της Τυραννίδας!»

Η Ανταρλίδα ρώτησε: «Θα πάμε να τη συναντήσουμε;»

«Το ερώτημα είναι, το ρισκάρουμε να μην πάμε;» αποκρίθηκε η Βασνίτα, που κι εκείνη, κατά τα άλλα, απεχθανόταν τη Μητέρα και τις μεθόδους της όσο ο Νολτράκος.

54.

Το αγόρι δεν μπορεί να ήταν πάνω από δώδεκα χρονών. Είχε δέρμα λευκό-ροζ, βρόμικο πρόσωπο, και φουντωτά ξανθά μαλλιά. Φορούσε ρούχα χωρικού. Δεν θα μπορούσες να το ξεχωρίσεις από ένα οποιοδήποτε άλλο αγόρι της Βίηλ, νόμιζε ο Τάμπριελ, μέχρι να παρατηρήσεις τα μάτια του. Υπήρχε ένας βαθύς, φλογερός φανατισμός σ’αυτά τα μάτια. Το Παιδί του Φωτός είχε διδαχθεί από πολύ μικρή ηλικία ότι η αποστολή του ήταν να πεθάνει για τη Βίηλ, παίρνοντας μαζί του και τους εχθρούς της, μέσα σε θανατηφόρες φλόγες.

Όταν η Βασνίτα τού ζήτησε να της πει το όνομά του, το αγόρι αποκρίθηκε: «Είμαι ένας Μαντατοφόρος του Φωτός· δεν έχω όνομα.» Και ήταν τρομαχτικός ο τρόπος που το είπε αυτό. Ο Τάμπριελ δεν είχε ποτέ, σε καμια άλλη διάσταση, συναντήσει τίποτα παρόμοιο. Ούτε οι Μαύρες Δράκαινες, ύστερα από την εκπαίδευση στην οποία τις είχε υποβάλει η Παντοκράτειρα, δεν είχαν τέτοιο ύφος. Αυτό το αγόρι δεν είναι μόνο σαν να μην έχει όνομα, αλλά σαν να μην έχει ψυχή.

Η Βασνίτα κοίταξε τον Μαντατοφόρο του Φωτός με θλίψη να καθρεπτίζεται στο πρόσωπό της.

Όταν του ζήτησε να λύσει τα εκρηκτικά από πάνω του, προκειμένου να έρθει μαζί τους μέσα στο ελικόπτερο, το αγόρι αρνήθηκε. «Η δύναμη του Φωτός είναι μαζί μου,» εξήγησε, σαν αυτό να έβγαζε νόημα.

«Δεν μπορούμε, τότε, να σε πάρουμε στο ελικόπτερο,» του είπε αυστηρά η Βασνίτα. Το αγόρι δεν φάνηκε να έχει κανένα πρόβλημα μ’αυτό· αποκρίθηκε: «Μετέφερα το μήνυμα της Μητέρας, όπως με πρόσταξε.»

«Μπορείς να πηγαίνεις, επομένως,» του είπε η Βασνίτα, μοιάζοντας να έχει βρεθεί σε απόγνωση μαζί του.

Το αγόρι στράφηκε και έφυγε από τη μικρή αίθουσα όπου το είχαν συναντήσει. Ο Υπασπιστής Νολτράκος το ακολούθησε, για να βεβαιωθεί ότι δεν θα γινόταν κανένα δυσάρεστο επεισόδιο με τους φρουρούς. Τα εκρηκτικά που το αγόρι κουβαλούσε ήταν αρκετά για ν’ανατινάξουν μια ολόκληρη πτέρυγα του κάστρου.

Το ελικόπτερο του Πρίγκιπα Αλβάρος του Χαύδοραλ τούς περίμενε στον πύργο όπου η Ανταρλίδα το είχε προσγειώσει. Δεν το είχαν ακόμα επιστρέψει στον κάτοχό του, και τώρα θα το χρησιμοποιούσαν για να ταξιδέψουν ώς την Τρύπα και να συναντήσουν τη Μαρέλνιτ’νορ. Η Βασνίτα είχε επιμείνει να έρθει μαζί τους, παρότι ο Υπασπιστής της δεν το θεωρούσε συνετό. «Αφού είμαι Πριγκίπισσα του Νέλερβικ, θα κάνω ό,τι οφείλει να κάνει η Πριγκίπισσα του Νέλερβικ, είτε είμαι τραυματισμένη είτε όχι,» του είχε πει. Κι ο Νολτράκος είχε αποκριθεί (μάλλον απότομα, έκρινε ο Τάμπριελ): «Νομίζεις ότι η Κισβέτα θα πήγαινε ποτέ η ίδια να συναντήσει τη Μητέρα; Νομίζεις ότι ο πατέρας της Κισβέτα, ο Πρίγκιπας–;» Η Βασνίτα τον είχε διακόψει: «Δεν είμαι ούτε η Κισβέτα ούτε ο πατέρας της! Αν ήμουν δεν θα ήμασταν τώρα με την Επανάσταση.» Και είχε προσθέσει: «Θα μείνεις εσύ για λίγο στη θέση μου, Νολτράκος, ώστε να βεβαιωθείς ότι τίποτε άσχημο δεν θα συμβεί όσο λείπω.» Κι εκεί η κουβέντα είχε λήξει.

Ενδιαφέρεται πολύ γι’αυτήν ο Υπασπιστής, είχε παρατηρήσει ο Τάμπριελ. Περισσότερο, ίσως, απ’ό,τι θάπρεπε να ενδιαφέρεται ένας υπασπιστής για την πριγκίπισσά του, αλλά ακριβώς όσο θα ενδιαφερόταν ένας άντρας για τη γυναίκα του…

Και δεν ήταν ο μόνος. Μόλις ο Ραφέλνες έμαθε – από τον Νολτράκος, όπως δήλωσε – ότι η Βασνίτα θα πήγαινε αυτοπροσώπως να συναντήσει τη Μητέρα, προθυμοποιήθηκε να έρθει κι εκείνος. Ακόμα ένας άντρας που ενδιαφέρεται για εκείνη περισσότερο απ’ό,τι θα έπρεπε… Η Πριγκίπισσα, φυσικά, δεν του αρνήθηκε να την ακολουθήσει, παρότι η κοκάλινη αρματωσιά του φαινόταν ακόμα άσχημα σφυροκοπημένη από τη μάχη της Χαύδοραλ: δεν είχε θεραπευτεί πλήρως. «Για να είμαι ειλικρινής, σκεφτόμουν να σ’το ζητήσω, Ραφέλνες,» του είπε η Βασνίτα, όταν ο Ιερός Μαχητής των Οστών παρουσιάστηκε μπροστά της δηλώνοντας τις προθέσεις του. «Δίσταζα, όμως, γνωρίζοντας….» Δεν έμοιαζε να μπορεί να συνεχίσει.

«Δε θα έπρεπε ποτέ να διστάζεις, Πριγκίπισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος. «Και η Αλιζέτ αυτό θα επιθυμούσε. Το ξέρεις, μα τους Κολοσσούς, πως έτσι είναι!»

Στο ελικόπτερο, λοιπόν, τώρα επιβιβάστηκαν, εκτός από τον Τάμπριελ, η Βασνίτα, ο Ραφέλνες, η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, ο Ζίρτελον, και ο Όρνιφιμ. Τον Αρκαλόν τον άφησαν πίσω, για να έχουν άμεση επαφή με το κάστρο της Νέλερβικ. Η Ανταρλίδα κάθισε στο πιλοτήριο, και το αεροσκάφος απογειώθηκε, πετώντας ανατολικά.

Ο προορισμός τους, η Τρύπα, απείχε λιγότερο από μιάμιση ώρα πτήση, και επρόκειτο για ένα άνοιγμα στη γη, μια άβυσσο, όπου χυνόταν ο Λήρναλεμ, το ανατολικότερο από τα ποτάμια της Κοιλάδας των Ποταμών. Η Τρύπα δεν ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο μεγάλη όσο το Μεγάλο Σχίσμα στην κεντρική Βίηλ, όμως ούτε και μικρή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.

Ο καιρός ήταν άσχημος, και το ελικόπτερο παράδερνε μέσα σε ισχυρούς ανέμους, κλυδωνιζόμενο· αλλά η Ανταρλίδα ήταν καλή πιλότος, και πραγματικός κίνδυνος δεν υπήρξε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, παρότι η Βασνίτα ζαλίστηκε νιώθοντας τα σωθικά της να στροβιλίζονται εντός της και σκεπτόμενη ότι καλύτερα να μην είχε δέσει πάλι γύρω της αυτόν τον καταραμένο επίδεσμο με τα βοτάνια των θεραπευτών. Ο Ζίρτελον, επίσης, δεν φαινόταν να είναι σε καλή κατάσταση· είχε τα μάτια του κλειστά και έπαιρνε βαθιές ανάσες καθώς το αεροσκάφος τρανταζόταν από τους δυνατούς αγέρηδες. Η Αλιζέτ δεν έμοιαζε να καταλαβαίνει τίποτα· ούτε κι η Ανταρλίδα. Ο Τάμπριελ είχε ζαλιστεί λιγάκι αλλά δεν νόμιζε πως ήταν και στην κατάσταση της Βασνίτα ή του Ζίρτελον. Ο Όρνιφιμ δεν έδειξε σημάδια ζάλης, μα ούτε φαινόταν τόσο άνετος όσο η Αλιζέτ και η Ανταρλίδα.

Όταν το ελικόπτερο έφτασε πάνω από την Τρύπα, ήταν μεσημέρι· και η Ανταρλίδα παρατήρησε: «Αυτό το άνοιγμα είναι τεράστιο. Πού θα συναντήσουμε τη Μητέρα;» Έβλεπε, από κάτω τους, τον ποταμό να χύνεται καταρρακτωδώς μέσα στη σκοτεινή άβυσσο και να χάνεται. Η περιφέρεια της Τρύπας ήταν μεγάλη: εκτεινόταν για πολλά χιλιόμετρα, και οι τόποι αυτοί ήταν βραχώδεις και δενδρώδεις.

«Δεν ανέφερε συγκεκριμένη τοποθεσία στο μήνυμά της,» κατάφερε ν’αποκριθεί η Βασνίτα, αγνοώντας τη ζάλη της.

Η Αλιζέτ κοίταξε κάτω μ’ένα ζευγάρι κιάλια.

«Βλέπεις τίποτα;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ.

«Όχι.»

«Θα σε βοηθούσε ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως;»

«Πολύ.»

«Δος μου τα κιάλια.»

Η Αλιζέτ τού τα έδωσε. Εκείνος ύφανε επάνω τους ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως και της τα επέστρεψε. Η Σκοτεινή Βασίλισσα κοίταξε πάλι κάτω, ενώ η Ανταρλίδα οδηγούσε το ελικόπτερο γύρω από την Τρύπα.

«Τίποτα,» είπε μετά από λίγο η Αλιζέτ.

Και τότε ήταν που μια σημαία φάνηκε να κυματίζει επάνω σ’έναν βράχο. «Εκεί!» είπε η Ανταρλίδα, παρατηρώντας την πρώτη απ’όλους.

Η Αλιζέτ έστρεψε τα κιάλια της. «Το έμβλημα του τάγματος των Πεφωτισμένων.»

«Αυτή πρέπει να είναι,» είπε ο Τάμπριελ. «Μας είδε και δηλώνει τη θέση της.»

«Το πιθανότερο,» συμφώνησε η Αλιζέτ.

Η Ανταρλίδα ρώτησε: «Κατεβαίνουμε κοντά στη σημαία, λοιπόν;»

«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ, και το ελικόπτερο σύντομα ήταν στη γη, σε απόσταση κάπου πενήντα μέτρων από τη σημαία και όχι πολύ μακριά από το χείλος της Τρύπας.

Με κάθε επιφύλαξη, οι επιβάτες του βγήκαν και βάδισαν προς το έμβλημα των Πεφωτισμένων που κυμάτιζε στον αέρα. Δε χρειάστηκε να πλησιάσουν πολύ: Πίσω απ’τον βράχο όπου στεκόταν η σημαία ξεπρόβαλαν φιγούρες τυλιγμένες σε κάπες, με τις κουκούλες σηκωμένες. Οι περισσότερες ήταν κοντές, αλλά μία ανάμεσά τους ψηλότερη.

Η Μητέρα, σκέφτηκε η Βασνίτα. Η Μαρέλνιτ’νορ. Δεν είχε δει ποτέ της την όψη αυτής της διεστραμμένης γυναίκας, και αναρωτιόταν – ανέκαθεν αναρωτιόταν – πώς μπορεί να ήταν. Θα φαινόταν τίποτα από τον χαρακτήρα της στο πρόσωπό της; Θα φαινόταν η κακία με την οποία έστελνε μικρά παιδιά να πεθάνουν αφού είχε παίξει με το μυαλό τους;

Η Πριγκίπισσα του Νέλερβικ σταμάτησε σε απόσταση πέντε μέτρων από τη μάγισσα, ακουμπώντας στο ραβδί της, και οι άλλοι σταμάτησαν γύρω της. Ο Ραφέλνες και ο Ζίρτελον είχαν τα χέρια τους στις λαβές των σπαθιών τους αλλά δεν τα είχαν τραβήξει από τα θηκάρια.

«Είμαι η Βασνίτα Κάλνεραχ.»

«Κι εγώ η Μαρέλνιτ’νορ,» αποκρίθηκε η φιγούρα που ήταν ψηλότερη από τις άλλες, και κατέβασε την κουκούλα της. Το πρόσωπο που αποκαλύφθηκε φανέρωνε μια γυναίκα γύρω στα σαράντα. Είχε δέρμα γαλανό και μαλλιά μαύρα και μακριά, πιασμένα χαλαρά πίσω απ’το κεφάλι της. Τα μαύρα μάτια της δεν γυάλιζαν από μοχθηρία, όπως θα φανταζόταν η Βασνίτα. Αν μη τι άλλο, η Πριγκίπισσα νόμιζε ότι φανέρωναν μια κάποια μελαγχολία· και σκέφτηκε: Τι περίμενες; Η γυναίκα είναι τρελή.

«Από εδώ ο Άρχοντας Τάμπριελ’λι, πρώην σύζυγος της Παντοκράτειρας και Προφήτης της Νόρχακ,» σύστησε η Βασνίτα. «Από εδώ η Αλιζέτ και η Ανταρλίδα, Μαύρες Δράκαινες που κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα, αλλά όχι πια. Από εδώ ο Ζίρτελον και ο Όρνιφιμ, δύο πιστοί ακόλουθοι του Τάμπριελ, από τη Νόρχακ. Κι αυτός είναι ο Ραφέλνες Βάθμακ, δικός μου πολεμιστής, για τον οποίο ίσως να έχεις ακούσει.»

Η Μαρέλνιτ’νορ ένευσε: πράγμα που μπορεί να σήμαινε ότι όντως είχε ακούσει γι’αυτόν, ή μπορεί να σήμαινε ευχαριστώ για τις συστάσεις. «Εγώ έχω μόνο τα παιδιά μου να συστήσω,» είπε. Η φωνή της ήταν, συγχρόνως, χαμηλή, βραχνή, και διαπεραστική, σαν ο λαιμός της να είχε κάποιο πρόβλημα.

Τα ξέρουμε τα… παιδιά σου, σκέφτηκε η Βασνίτα. «Μας κάλεσες εδώ…»

«Για να σας πω ότι είμαι πρόθυμη να βοηθήσω την Επανάσταση με ό,τι τρόπο μπορώ. Είμαι σύμμαχός σας.»

Δε χρειαζόμαστε συμμάχους σαν εσένα! ήταν έτοιμη να της πει η Βασνίτα, αλλά συγκρατήθηκε. Είναι δυνατόν αυτή η τρελή να νομίζει ότι θα κάνουμε πόλεμο με παιδιά-βόμβες;

«Τι έχεις να μας προσφέρεις, Μαρέλνιτ’νορ;» ρώτησε ο Τάμπριελ.

Η Μητέρα τον ατένισε για μια στιγμή από πάνω ώς κάτω· μετά αποκρίθηκε: «Πρέπει να μου πείτε τι σχεδιάζετε πρώτα. Πού θα επιτεθείτε; Στο Χαύδοραλ; Στο Τάσβεραλ; Στο Ντόσβεκ; Παντού μπορούν να σας βοηθήσουν τα παιδιά μου, για την απελευθέρωση της Βίηλ.»

Της αξίζει να πεθάνει, σκέφτηκε η Βασνίτα, σφίγγοντας την κεφαλή του ραβδιού της μέσα στη δεξιά της γροθιά καθώς στηριζόταν επάνω του. «Το Χαύδοραλ είναι ήδη με την Επανάσταση. Και δεν πρόκειται να βάλουμε παιδιά να σκοτωθούν για εμάς – σε καμία περίπτωση!»

«Τα παιδιά μου είναι πρόθυμα να πεθάνουν για την–»

«Ναι, είμαι βέβαιη, ύστερα απ’ό,τι τους έχεις κάνει! Δεν χρειάζομαι ανθρώπους σαν εσένα για συμμάχους μου, μάγισσα!»

Τα μάτια της Μητέρας έγιναν πάγος. «Κρίμα, Πριγκίπισσα Βασνίτα. Νόμιζα ότι ήσουν αγωνίστρια σαν εμένα.»

«Εγώ δεν σκοτώνω παιδιά!»

«Και πώς κατέκτησες δύο πριγκιπάτα τόσο γρήγορα; Χωρίς θανάτους;»

«Δεν ‘κατέκτησα’ τίποτα, και οι θάνατοι που–»

Ο Τάμπριελ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της Βασνίτα, διακόπτοντάς την. Και είπε στη Μητέρα: «Σκοπεύουμε να απελευθερώσουμε το Πριγκιπάτο Τάσβεραλ χωρίς να κάνουμε πόλεμο, αν είναι εφικτό. Και η βοήθειά σου είναι ευπρόσδεκτη αν δεν περιλαμβάνει τους θανάτους παιδιών.»

«Νομίζετε ότι δεν θρηνώ για τα παιδιά μου που χάνονται;» είπε η Μαρέλνιτ’νορ. «Νομίζετε ότι με χαρά τα στέλνω να αυτοθυσιαστούν; Θρηνώ για το κάθε ένα που πεθαίνει, Άρχοντα Τάμπριελ. Και θρηνούν κι όλα τα υπόλοιπα παιδιά μαζί μου. Γνωρίζουμε, όμως, πως οι θάνατοι είναι απαραίτητοι προκειμένου μια μέρα η Βίηλ να είναι και πάλι ελεύθερη από τον ζυγό της Νέας Τυραννίδας.» Γύρω της, τα Παιδιά του Φωτός ήταν σιωπηλά και ακίνητα. Ο άνεμος έκανε τις κάπες και τις κουκούλες τους να κυματίζουν. Έμοιαζαν με στοιχειά της Φεηνάρκια στον Τάμπριελ· με άγρια πνεύματα του Κάρτωλακ στην Ανταρλίδα· με Δαιμόνια, ή δούλους των Δαιμόνιων, στην Αλιζέτ, τη Βασνίτα, και τον Ραφέλνες.

«Οι θάνατοι των παιδιών σου δεν είναι πια απαραίτητοι, Μαρέλνιτ’νορ,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Η διάσταση μπορεί να ελευθερωθεί και με άλλους τρόπους. Η Επανάσταση, με την υποστήριξη του Πρίγκιπα Ανδρόνικου, έχει βάλει τροχούς σε κίνηση παντού, και στην ανατολή και στη δύση. Θέλουμε τη βοήθειά σου, αλλά δεν θα δεχτούμε την αυτοθυσία παιδιών για να πετύχουμε τους σκοπούς μας.» Ο Τάμπριελ καταλάβαινε ότι αυτή η άρνηση ίσως να μην ήταν και τόσο στρατηγική κίνηση σε τούτο τον πόλεμο, γιατί μπορεί όντως τα Παιδιά του Φωτός να φαίνονταν χρήσιμα στο Τάσβεραλ, αν μη τι άλλο για να τρομοκρατήσουν τους Παντοκρατορικούς του Πριγκιπάτου. Όμως γνώριζε πως αν αποκρινόταν θετικά στη Μητέρα η Βασνίτα θα εξοργιζόταν μαζί του – και με το δίκιο της. Ούτε ο Τάμπριελ συμφωνούσε με τις μεθόδους της Μαρέλνιτ’νορ, παρότι πολλοί τον είχαν, κατά καιρούς, χαρακτηρίσει ψυχρό και υπολογιστικό.

Η Μητέρα κούνησε το κεφάλι θλιμμένα, σείοντας τα μαύρα μαλλιά της που χόρευαν στον δυνατό αέρα. «Δεν καταλαβαίνετε… Πώς είναι δυνατόν να μάχεστε τους νέους τυράννους και να μην καταλαβαίνετε; Νομίζετε ότι θα ελευθερωθούμε χωρίς θυσίες;» φώναξε ξαφνικά. «Κάνετε λάθος, και θα το δείτε!» Φόρεσε την κουκούλα της και τους έστρεψε απότομα την πλάτη, βαδίζοντας και συγχρόνως κάνοντας στα παιδιά της κάποιο νόημα με το δεξί χέρι.

Τρία από τα Παιδιά του Φωτός σκαρφάλωσαν γρήγορα επάνω στον βράχο και κατέβασαν το λάβαρο. Το κοντάρι του μίκρυνε, καθώς πολλοί μικροί κύλινδροι φάνηκαν να γλιστράνε ο ένας μέσα στον άλλο, και τα τρία παιδιά τύλιξαν τη σημαία γύρω του, προτού ακολουθήσουν τα υπόλοιπα και τη Μητέρα πίσω από τον βράχο.

Κανένας δεν επιχείρησε να σταματήσει τη Μαρέλνιτ’νορ λέγοντας κάτι.

«Πού πήγαν;» είπε η Ανταρλίδα, μη βλέποντας καμία μορφή να ξεπροβάλλει από την άλλη μεριά του βράχου. «Υπάρχει κάποιο άνοιγμα εκεί;»

«Μάλλον.» Η Αλιζέτ βάδισε προς τον βράχο, και η Ανταρλίδα τραβώντας το σπαθί της την ακολούθησε. Ο Τάμπριελ πήγε πίσω τους, και ο Ζίρτελον κι ο Όρνιφιμ βάδισαν εκατέρωθέν του, με τα σπαθιά τους στα χέρια. Η Βασνίτα και ο Ραφέλνες δεν κινήθηκαν από τις θέσεις τους, όμως κι ο Ιερός Μαχητής των Οστών ξεθηκάρωσε το ξίφος του.

Πίσω από τον βράχο ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, και οι άλλοι είδαν ότι όντως υπήρχε ένα άνοιγμα: το στόμιο μιας σπηλιάς που φαινόταν να κατεβαίνει απότομα μέσα στη γη. Πουθενά δεν φαινόταν φως, μονάχα σκοτάδι.

«Ή έφυγαν πολύ γρήγορα ή δεν χρειάζονται λάμπες για να βρίσκουν τον δρόμο τους,» είπε η Ανταρλίδα.

«Να την ακολουθήσουμε;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Δε θέλουμε να την κάνουμε εχθρό μας, Αλιζέτ,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Έτσι κι αλλιώς, νομίζω πως θα την ξαναδούμε.»

Η Ανταρλίδα στράφηκε να τον κοιτάξει, και το βλέμμα της ρωτούσε φανερά: Το έχεις «δει»;

Ο Τάμπριελ δεν θέλησε να απαντήσει. Όταν όμως η Μητέρα είχε βγάλει την κουκούλα της, το πρόσωπό της δεν τον είχε ξαφνιάσει καθόλου.

55.

Όσο ο Πολ έκανε τις δουλειές της Επανάστασης στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ, διεισδύοντας στο δίκτυο της Νίνας Έκγραμμης και προσπαθώντας να μάθει κάθε λεπτομέρεια γι’αυτό, ο Δαίδαλος και ο Καρτάφες’νορ δεν κάθονταν άπραγοι. Μέσα στο άντρο της Προμάχου Λαμρίτ, κάτω από τη γκρίζα, ραγισμένη ερημιά της Καμένης Γης, εργάζονταν κατασκευάζοντας ένα ακόμα αυτοκίνητο. «Το δεύτερό μου παιδί!» έλεγε ενθουσιωδώς ο Καρτάφες, σαν να είχε ξεχάσει τη συμβολή του Δαίδαλου στην όλη διαδικασία.

Η Φενίλδα, γι’ακόμα μια φορά, τους παρακολουθούσε νιώθοντας, θέλοντας και μη, τον παλμό του Φωτός παντού γύρω της, ακούγοντας το υπέροχο τραγούδι του. Δεν είμαι του τάγματος των Πεφωτισμένων, σκεφτόταν, κι όμως το νιώθω! Και ξέρω ότι θα μπορούσα και να το χρησιμοποιήσω. Το ξέρω! Δίσταζε όμως. Και συνέχιζε να παρακολουθεί.

Ο Δαίδαλος και ο Καρτάφες’νορ έφτιαξαν πρώτα το σκαρί του αυτοκινήτου, με τη βοήθεια των επαναστατών της Λαμρίτ που έλιωσαν και διαμόρφωσαν γι’αυτούς μέταλλα στο σιδηρουργείο του άντρου. Μετά, οι δύο μάγοι κατασκεύασαν το κυκλοειδές, χωρίς όμως ακόμα να κλέψουν Φως από τη Βίηλ. Μετά, ρύθμισαν τα κυκλώματα του αυτοκινήτου ώστε να μπορεί να κωδικογραφηθεί. Μετά, το κωδικογράφησε ο Καρτάφες (επέμενε να το κάνει εκείνος, οπωσδήποτε), και τέλος ο Δαίδαλος έκλεψε Φως από τη Βίηλ (απαγόρεψε στον Καρτάφες να το κάνει αυτό – «Την επόμενη φορά ίσως,» του είπε) παγιδεύοντάς το μέσα στο κυκλοειδές. Η Φενίλδα αισθάνθηκε την απώλεια βαθιά μέσα στην ύπαρξή της και στο περιβάλλον γύρω της συγχρόνως. Ένας ξαφνικός πόνος, σαν να της είχαν τραβήξει με λαβίδες κάποιο ζωτικό όργανο από το σώμα της. Δεν ήταν καθόλου ευχάριστο, παρότι αντιλαμβανόταν ότι δεν επρόκειτο παρά για μια ψευδαίσθηση.

Και τώρα, η Φενίλδα ήξερε τι θα έκανε ο Δαίδαλος: το Ξόρκι Τηλεκινήσεως, για να μεταφέρει το κυκλοειδές, χωρίς να το αγγίξει, μέσα στο σκαρί του αυτοκινήτου. Η ίδια η Φενίλδα δεν γνώριζε πώς να κάνει αυτό το ξόρκι· δεν το είχε μελετήσει ποτέ της· τώρα, όμως, παρατήρησε τον Δαίδαλο πολύ προσεχτικά. Κοίταζε τις χειρονομίες του, αφουγκραζόταν τα λόγια του, αισθανόταν τον παλμό του Φωτός… και, προς στιγμή, νόμιζε πως θα μπορούσε κι εκείνη να κάνει το ξόρκι. Αλλά προτίμησε να μην το προσπαθήσει, γιατί υπέθετε ότι σίγουρα κάτι δεν θα είχε καταλάβει καλά. Τα ξόρκια δεν μαθαίνονταν τόσο γρήγορα.

Καλύτερα να επιχειρούσε κάτι άλλο, αποφάσισε. Ένα άλλο ξόρκι, αλλά όχι όπως συνήθως, παρά αντλώντας δύναμη από τη Βίηλ. Έτσι, ενώ έβλεπε τον Δαίδαλο να μεταφέρει προσεχτικά το κυκλοειδές μέσα στο σκαρί του αυτοκινήτου, ύφανε το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, το οποίο, καθότι Ερευνήτρια, της ήταν δευτέρα φύση. Έκανε τις οικείες χειρονομίες, άρθρωσε τα οικεία λόγια – ενώ έφερνε τον εαυτό της σε επαφή με τον παλμό της Βίηλ.

Αισθάνθηκε κάτι το διαφορετικό αλλά δεν μπορούσε, στην αρχή, να το καθορίσει. Οι αισθήσεις της είχαν διευρυνθεί όπως γινόταν πάντα όταν χρησιμοποιούσε το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως – μπορούσε να εντοπίσει άμεσα την παγιδευμένη ενέργεια μέσα στο κυκλοειδές. Αυτό ήταν ακριβώς όπως όφειλε να είναι. Ποια η διαφορά, τότε, του να χρησιμοποιείς το Φως και του να κάνεις ένα ξόρκι με τον συνηθισμένο τρόπο; Η Φενίλδα συνέχισε τη χρήση του Ξορκιού Ενεργειακής Ανιχνεύσεως προσπαθώντας να προσδιορίσει αυτή τη διαφορά.

Το σύμπαν καταλαβαίνει τη γλώσσα της μαγείας και ανταποκρίνεται… Αυτό ήξεραν όλοι οι μάγοι, όλων των μαγικών ταγμάτων, για το πώς λειτουργούσαν τα ξόρκια και οι μαγγανείες. Επομένως, τώρα το Φως της Βίηλ καταλάβαινε επίσης τη γλώσσα της μαγείας και ανταποκρινόταν; Ίδιος τρόπος αλλά διαφορετικό μέσο;

Ο Δαίδαλος λέει ότι υπάρχουν πολλά μονοπάτια που οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Παραπάνω από ένας τρόπος για να υφάνει κανείς ένα ξόρκι…

Τα λόγια, οι χειρονομίες – η μέθοδος.

Το Φως, ή το σύμπαν – το μέσο.

Η επίδραση του ξορκιού – το αποτέλεσμα.

Το κάθε μέσο δεν θα έπρεπε να έχει και τη δική του ξεχωριστή μέθοδο, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο; Αν χρησιμοποιούσα άλλη μέθοδο, θα μπορούσα και πάλι να έχω το Φως της Βίηλ ως μέσο;

Γιατί όχι;

Ο Δαίδαλος είχε πλέον προσαρμόσει το κυκλοειδές μέσα στο σκαρί του καινούργιου αυτοκινήτου. Σηκώθηκε όρθιος κι απομακρύνθηκε.

«Έτοιμο;» ρώτησε ανυπόμονα ο Καρτάφες.

«Ναι,» απάντησε ο Δαίδαλος.

Οι φωνές τους διέλυσαν τους συλλογισμούς της Φενίλδα, και έπαψε να χρησιμοποιεί το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, νιώθοντας ακόμα λιγάκι μπερδεμένη. Η χρήση του Φωτός ήταν αλλόκοτη εμπειρία.

Ο Καρτάφες’νορ καθάρισε τον λαιμό του, και είπε δυνατά: «Σήκω, Εξάποδε!»

Το αυτοκίνητο δεν ήταν φτιαγμένο όπως το προηγούμενο. Δεν ήταν ανθρωποειδές. Ο Καρτάφες επέμενε να κάνουν το σκαρί του να μοιάζει με έντομο. Είχε ένα κεντρικό, στρογγυλό σώμα και έξι μεταλλικά πόδια, τρία από τη μια και τρία από την άλλη. Στη μπροστινή μεριά διέθετε δύο κοφτερές λεπίδες, σαν ψαλίδι, κι από πάνω τους είχε ένα ολοστρόγγυλο μάτι.

Το οποίο, τώρα, πέταξε κόκκινο φως.

Ο Εξάποδος τινάχτηκε όρθιος. Οι λεπίδες του ανοιγόκλεισαν νευρικά, σπασμωδικά. «Πού…;» είπε. «ΠΟΥ;» ούρλιαξε με τη μεταλλική του φωνή, κι άρχισε να κάνει πέρα-δώθε, χτυπώντας τα έπιπλα με τις λεπίδες του, κάνοντας κομμάτια ξύλου να πετάγονται.

Η Φενίλδα, τρομαγμένη, έτρεξε στην έξοδο του εργαστηρίου του Καρτάφες’νορ. Θεοί! Δεν έπρεπε ο Δαίδαλος ν’αφήσει τον Καρτάφες να το κωδικογραφήσει! Βγήκε τρελό, σαν τον πατέρα του!

«Εξάποδε!» φώναξε ο Καρτάφες. «Σταμάτα – τώρα! Σε διατάζω!»

«ΠΟΥ;» βρυχήθηκε το αυτοκίνητο, ανατρέποντας έναν πάγκο και δαγκώνοντας ένα πόδι του, κόβοντάς το στα δύο. «ΠΟΥ!»

«Υπάκουσέ με!» ούρλιαξε ο Καρτάφες, κι άρθρωσε τα λόγια για ένα Ξόρκι Τηλεκινήσεως κάνοντας θραύσματα να σηκωθούν και να πάνε, στροβιλιζόμενα, προς το αυτοκίνητο. «Είμαι ο αφέντης σου, ο Καρτάφες’νορ! Ο δημιουργός σου!»

«Όχι, ανόητε!» γρύλισε ο Δαίδαλος, κι έσπρωξε, απότομα και δυνατά, τον Καρτάφες σωριάζοντάς τον στο πάτωμα. «Το τρομάζεις.»

Τα σπασίδια που ο Πεφωτισμένος είχε σηκώσει στον αέρα έπεσαν πάλι στο έδαφος της σπηλιάς, λίγο προτού φτάσουν στο αυτοκίνητο.

Ο Εξάποδος εστίασε το μοναδικό, κόκκινο μάτι του στον Δαίδαλο, πλησιάζοντας τον αργά. Οι αρθρώσεις των μεταλλικών ποδιών του έκαναν κλικ-κλακ καθώς κινιόταν, ενώ τα θραύσματα που το αυτοκίνητο πατούσε έτριζαν κι έσπαγαν κάτω από το βάρος του.

«Δαίδαλε – φύγε!» φώναξε η Φενίλδα, που στεκόταν στο κατώφλι του εργαστηρίου μην ξέροντας τι να κάνει για να βοηθήσει. Ο Καρτάφες έφταιγε· δεν χρειαζόταν ο Δαίδαλος να πληρώσει το τίμημα της ανοησίας του!

Αλλά ο Δαίδαλος δεν έμοιαζε φοβισμένος – ούτε καν ταραγμένος – καθώς αντίκριζε το αυτοκίνητο.

«ΠΟΥ;» βρυχήθηκε η μεταλλική φωνή του Εξάποδου.

«Πού;» είπε ο Δαίδαλος, νηφάλια. «Πού είσαι, Εξάποδε; Εξάποδος δεν είναι το όνομά σου;»

Το αυτοκίνητο έπαψε να κινείται· το πορφυρό του μάτι αναβόσβησε. «Εξάποδος… Πού Εξάποδος είναι;»

«Με αναγνωρίζεις εμένα; Ποιος είμαι εγώ;»

Το μάτι φώτισε πιο έντονα: σταθερά τώρα, όχι αναβοσβήνοντας. «Δαίδαλος.» (Ο Καρτάφες το έβαλε μέσα στην κωδικογράφησή του, σκέφτηκε η Φενίλδα. Ευτυχώς, ο ανόητος.)

Ο Δαίδαλος ένευσε. «Ναι, Δαίδαλος είναι το όνομά μου. Κι αυτός» – έδειξε τον Πεφωτισμένο που ορθωνόταν – «είναι ο Καρτάφες. Ο πατέρας σου. Δεν τον αναγνωρίζεις;»

Το αυτοκίνητο έστρεψε τώρα το βλέμμα του στον Καρτάφες’νορ. «Ναι… πατέρας μου. Καρτάφες… Αλλά… Εξάποδος ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ;» Η Φενίλδα νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει υπαρξιακή απόγνωση στη φωνή του. Και γιατί αυτό το αυτοκίνητο δεν μιλούσε τόσο καλά όσο ο Πάνοπλος; Ο ηλίθιος ο Καρτάφες τα σκάτωσε!

«Κοιμόσουν για κάποιο καιρό,» του είπε ο Δαίδαλος. «Και τώρα που ξύπνησες είσαι και πάλι κοντά μας. Στο σπίτι σου.»

«…Σπίτι; Εξάποδος;…» Χρησιμοποιώντας τα έξι μεταλλικά του πόδια, έκανε το στρογγυλό του σώμα γύρω-γύρω για να κοιτάξει το δωμάτιο. «Εξάποδος δεν θυμάται…» Ακουγόταν θλιμμένος.

«Επειδή κοιμόσουν,» του είπε ο Δαίδαλος.

Ο Καρτάφες θέλει ξύλο, σκέφτηκε η Φενίλδα καταπνίγοντας μια παρόρμηση να τον κλοτσήσει. Η κωδικογράφησή του είναι χάλια. Γιατί δεν είχε αφήσει τον Δαίδαλο να την κάνει, που ήξερε καλύτερα;

«Κοιμόμουν…»

«Είσαι κάτω από την Καμένη Γη, στο άντρο των επαναστατών.»

«Ααα.» Αυτό έμοιαζε να του λέει κάτι. «Λαμρίτ;»

«Ναι, στο άντρο των επαναστατών της Λαμρίτ.»

«Είχα μπερδευτεί, Δαίδαλε. Συγνώμη.»

Κι έτσι, η δημιουργία του Εξάποδου ολοκληρώθηκε, μία ημέρα αφότου οι επαναστάτες και ο Πάνοπλος σκότωσαν τους πράκτορες της Παντοκράτειρας που ο Πολ είχε οδηγήσει στην Καμένη Γη. Μία ημέρα αφότου ο Άλτρες και η Σιλράτα έφυγαν μαζί με τον Πολ, φορώντας τις μάσκες που τους είχε φτιάξει ο Δάρυλμος και υποδυόμενοι άλλους ανθρώπους.

56.

Την ίδια ημέρα που ο Εξάποδος αφυπνίστηκε, τον έβγαλαν από το άντρο και τον πήγαν σ’ένα κοίλωμα του εδάφους της Καμένης Γης. Ήταν νύχτα, και ο Πάνοπλος βρισκόταν ήδη εκεί, μαζί με τη Λαμρίτ. Ο σκοπός ήταν τα δύο αυτοκίνητα να γνωριστούν. Σε κανένα δεν είχαν ακόμα πει τίποτα για την ύπαρξη του άλλου· και ο Δαίδαλος είχε τονίσει ότι όφειλαν να είναι προσεχτικοί σχετικά μ’αυτό. Ο Καρτάφες συμφωνούσε, αλλά η Φενίλδα φυσικά δεν τον εμπιστευόταν. Δεν αποκλείεται να έκανε πάλι του κεφαλιού του.

Ο Εξάποδος, κατεβαίνοντας στο πετρώδες κοίλωμα, σταμάτησε απότομα μόλις αντίκρισε τον Πάνοπλο. «Δαίδαλε…» είπε αργά – με δέος, νόμιζε η Φενίλδα.

Ο Δαίδαλος, που καθόταν οκλαδόν επάνω στο στρογγυλό σώμα του Εξάποδου, ρώτησε: «Τι βλέπεις;»

Ο Πάνοπλος, όμως, μίλησε πριν από τον Εξάποδο: «Δαίδαλε!» αντήχησε η μεταλλική του φωνή. «Τι είναι αυτό το τέρας;»

«Εξάποδος;… Μιλάει για εμένα, Δαίδαλε;»

«Μιλάει κιόλας!;» έκανε, ξαφνιασμένος, ο Πάνοπλος.

Της Φενίλδα τής ερχόταν να γελάσει, αλλά συγκρατήθηκε. Η Λαμρίτ, που στεκόταν αντίκρυ της, πλάι στον Πάνοπλο, δεν συγκρατήθηκε. Γέλασε, με τους αντίχειρές της περασμένους στη ζώνη της, απ’όπου κρέμονταν ένα σπαθί κι ένα ξιφίδιο.

«Εσύ τέρας!» φώναξε ο Εξάποδος.

«Μην κάνετε φασαρία!» τους είπε αυστηρά ο Καρτάφες. «Ο Πάνοπλος είναι αδελφός σου, Εξάποδε.»

«Όχι!… Αδύνατον, πατέρα!»

Ο Πάνοπλος είπε: «Δεν μπορεί αυτό να είναι αδελφός μου, Δαίδαλε. Είναι;»

«Συγγενής σου, αν μη τι άλλο,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος, πηδώντας από τη ράχη του Εξάποδου. «Το όνομά του είναι Εξάποδος. Διαφέρετε μόνο εξωτερικά. Η ίδια ζωτική ενέργεια σάς φορτίζει και τους δύο.»

Ο Πάνοπλος πλησίασε και γονάτισε στο ένα γόνατο μπροστά στον Δαίδαλο. «Προσπαθείς να γελάσεις μ’εμένα, Δαίδαλε;» ρώτησε, σιγανά. Τις προάλλες οι επαναστάτες είχαν κάνει κάποια αστεία με τον Πάνοπλο, και ο Δαίδαλος τού είχε πει να μην ανησυχεί, ούτε να μπερδεύεται· ήθελαν μονάχα να γελάσουν.

Τώρα, ο μάγος είπε: «Όχι. Είναι, πράγματι, αδελφός σου.»

«Γαμώ τα Δαιμόνια, γαμώ…» είπε ο Πάνοπλος κοιτάζοντας τον Εξάποδο. Αυτό το είχε ακούσει από τους επαναστάτες.

Ο Εξάποδος έβγαλε ένα υπόκωφο γρύλισμα και κροτάλισε τις λεπίδες του.

«Με τρομάζει, Δαίδαλε,» είπε ο Πάνοπλος.

«Εσύ τρομάζεις Εξάποδο!» τόνισε ο Εξάποδος.

«Θα δείτε ότι μοιάζετε πολύ, κατά βάθος, όταν γνωριστείτε καλύτερα,» τους υποσχέθηκε ο Δαίδαλος.

«Θα μένει μαζί μας, δηλαδή;» ρώτησε ο Πάνοπλος, ακόμα γονατισμένος στο ένα γόνατο.

«Φυσικά.»

«Με σοκάρεις, Δαίδαλε. Νόμιζα πως ήσουν σοβαρός άνθρωπος…»

57.

Η Νίνα Έκγραμμη πήρε το άλογό της από τον στάβλο του Φρουραρχείου, σελωμένο και χαλινωμένο από τον σταβλίτη. Τραβώντας το από τα γκέμια, το έβγαλε στους μεσημεριανούς δρόμους της Κίρτβεχ και το καβάλησε. Η φούστα της είχε σχισίματα στο πλάι ώστε να μπορεί εύκολα να καθίσει στη σέλα. Φορούσε μια κάπα έχοντας την κουκούλα σηκωμένη· τα αναγνωριστικά της Επόπτριας ήταν κρυμμένα κάτω από το ζεστό ύφασμα, όπως επίσης και μερικά μικρά όπλα. Κανένας δεν θα υποπτευόταν ποια ήταν· αν κάποιος δολοφόνος ή κατάσκοπος περίμενε την Επόπτρια του Κίρτβεχ, δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι η ταξιδιώτισσα που είχε μόλις περάσει αντίκρυ του ήταν, στην πραγματικότητα, ο στόχος του.

Η Νίνα προτιμούσε να ταξιδεύει μερικώς μεταμφιεσμένη (και η καλύτερη μεταμφίεση ήταν να μοιάζεις με την οποιαδήποτε, πίστευε) παρά στενά φρουρούμενη. Με τους φρουρούς δίνεις στόχο, και τους φρουρούς μπορεί κάποιος να τους προσπεράσει ή να τους σκοτώσει για να φτάσει σ’εσένα. Αλλά πώς μπορεί να σε πλησιάσει όταν δεν ξέρει καν ότι είσαι εκεί; Δε μπορείς να χτυπήσεις εκείνο που δεν μπορείς να δεις.

Ακόμα κι όταν διένυε μικρές αποστάσεις, η Νίνα Έκγραμμη ήταν επιφυλακτική. Μέσα στους δρόμους της Κίρτβεχ, ώθησε το άλογό της προς τα νότια, προς την Πύλη της Λίμνης, η οποία έβγαζε στο λιμάνι. Από εκεί είχε σκοπό να ακολουθήσει τη φυσική γέφυρα που οδηγούσε στην Πριγκιπική Νήσο, μέσα στη Λίμνη των Κολοσσών, όπου ήταν οικοδομημένο το παλάτι του Πρίγκιπα Νοσνάλτος. Στο παλάτι περνούσε τα απογεύματά της όταν βρισκόταν στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου, εκτός αν είχε κάποια άλλη, σημαντική δουλειά να κάνει.

Καθώς διέσχιζε τις γεμάτες κόσμο, ζώα, οχήματα, και κάρα λεωφόρους της πόλης, η Νίνα αναλογιζόταν την κατάσταση που της είχε περιγράψει ο Πολ πριν από λίγο, στο γραφείο της. Τόσοι πράκτορες νεκροί… Παγίδα, οπωσδήποτε… Οι αποστάτες είχαν πληροφόρηση, καλή πληροφόρηση… Ήταν δυνατόν να είχε κάνει τη δουλειά της Επόπτριας και της Ανώτατης Ελέγκτριας τόσο χάλια όλα αυτά τα χρόνια στο Κίρτβεχ; Ήταν δυνατόν το Πριγκιπάτο να είχε γεμίσει αποστάτες και εχθρούς της Παντοκράτειρας; Ήταν δυνατόν η Επανάσταση – που ήταν γνωστό ότι δεν είχε και τόσο μεγάλη δύναμη στη Βίηλ – να είχε ξεγελάσει έτσι το δίκτυό της;

Ο Πολ υπονόησε ότι έχω χαλαρώσει… Έχει δίκιο;… Είχε, μήπως, παρασυρθεί από τον γιο της, τον μικρό Άλτρες, περισσότερο απ’ό,τι ήταν συνετό για τη θέση της; Για να είχαν οι αφέντες τους στείλει τον Πολ εδώ, αυτό ίσως να σήμαινε ότι δεν την θεωρούσαν ικανή πλέον για να κρατά υπό τον έλεγχό της το Πριγκιπάτο. Κι όταν εκείνοι ήταν δυσαρεστημένοι… οτιδήποτε μπορούσε να συμβεί, συλλογίστηκε η Νίνα νιώθοντας ένα ρίγος να τη διατρέχει. Ο Άλτρες μου… Δε μπορεί να πειράξουν το γιο μου…

Γιατί είμαι τόσο μπερδεμένη; αναρωτήθηκε καθώς περνούσε κάτω από την Πύλη της Λίμνης. Ποτέ άλλοτε δεν θυμόταν να είναι τόσο μπερδεμένη. Ίσως ούτε καν όταν είχε πρωτομπεί στο δίκτυο των Υπερασπιστών της Παντοκράτειρας – στο δίκτυο που ήταν κρυμμένο μέσα στο δίκτυο: στους πράκτορες που έλεγχαν τους άλλους πράκτορες: σ’αυτούς που είχαν την πραγματική δύναμη στα χέρια τους αλλά, συγχρόνως, φοβόνταν ο ένας τον άλλο και τους αφέντες τους. Κανένας δεν ήξερε πόσοι ακριβώς ήταν στο δίκτυο των Υπερασπιστών. Μπορεί να ήταν ελάχιστοι – πενήντα άνθρωποι απλωμένοι σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν – ή μπορεί να ήταν χιλιάδες, ή δεκάδες χιλιάδες.

Η Νίνα δεν είχε απογοητευτεί καθόλου όταν είχε μάθει για την ύπαρξή τους. Πάντοτε την προσέλκυε το μυστήριο, γι’αυτό κιόλας είχε, από ένα σώμα ασφαλείας της Ρελκάμνια, καταφέρει να μεταπηδήσει στους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Ήταν ευρηματική και σκεφτόταν γρήγορα. Κι ενώ βρισκόταν στο δίκτυο των πρακτόρων της Παντοκράτειρας είχε, ύστερα από κάποιο καιρό, καταλάβει ότι κάποια ακατονόμαστη, μυστηριώδη δύναμη την είχε παγιδέψει. Κάποιοι άγνωστοι πράκτορες. Τους περίμενε, λοιπόν, να της ανακοινώσουν την ύπαρξή τους· γνώριζε ότι αργά ή γρήγορα θα το έκαναν. Και είχε δίκιο.

Όταν της ζητήθηκε ν’αλλάξει το όνομά της, είχε δεχτεί μετά χαράς. Και τώρα ήταν κάτι περισσότερο από πράκτορας της Παντοκράτειρας. Ήταν σαν εκείνους τους υπερκατασκόπους που διάβαζες σε κάτι φανταστικές ιστορίες συγγραφέων της Ρελκάμνια. Τι άλλο να ζητήσει; Της άρεσε.

Και μέχρι στιγμής δεν της είχαν παρουσιαστεί σοβαρά προβλήματα…

Γιατί το Πριγκιπάτο μοιάζει νάχει ξεφύγει απ’τον έλεγχό μου; αναρωτήθηκε καθώς ακολουθούσε τον δρόμο που οδηγούσε στην αρχή της φυσικής γέφυρας. Πού έκανα λάθος;

Δύο πολεμιστές του Πρίγκιπα στέκονταν τώρα μπροστά της: φρουροί, κλείνοντάς της τον δρόμο. Η Νίνα αφίππευσε. Κατέβασε την κουκούλα της και παραμέρισε την κάπα της, φανερώνοντας, με τα αναγνωριστικά επάνω της και με το ίδιο το πρόσωπό της, ποια ήταν. Οι φρουροί ένευσαν και της έκαναν χώρο. Η Νίνα καβαλίκεψε πάλι το άλογό της και, χτυπώντας το στα πλευρά με τα τακούνια των μποτών της, το έβαλε να καλπάσει πάνω στη χωμάτινη φυσική γέφυρα. Γύρω της έσκαγαν τα κύματα της Λίμνης των Κολοσσών, νερό τιναζόταν στον αέρα, αφρίζοντας. Η Νίνα, που δεν είχε ξανασηκώσει την κουκούλα της, το αισθάνθηκε να πιτσιλίζει ευχάριστα τα μάγουλα και το μέτωπό της.

Στο πέρας της γέφυρας στέκονταν άλλοι δύο φρουροί, οι οποίοι ασφαλώς την άφησαν να περάσει όπως οι προηγούμενοι. Και τώρα η Νίνα Έκγραμμη βρισκόταν στην κατάφυτη Πριγκιπική, που τα δάση της περιφρουρούνταν από τους Φύλακες της Νήσου, ένα ειδικό τάγμα πολεμιστών του Πρίγκιπα Νοσνάλτος. Οι φρουροί που είχε περάσει η Νίνα, και στα δύο άκρα της γέφυρας, ήταν από αυτό το τάγμα.

Το παλάτι του Πρίγκιπα φαινόταν ψηλό και κατάλευκο, πάνω από τα δέντρα, στην καρδιά του νησιού. Η Νίνα, τροχάζοντας τώρα, ακολούθησε το λιθόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε προς τα εκεί. Οι οπλές του αλόγου της χτυπούσαν ρυθμικά στις καλοφτιαγμένες πλάκες. Όμορφες, γαργαλιστικές οσμές έρχονταν στα ρουθούνια της από τα δέντρα και τα λουλούδια ολόγυρά της. Ένα σκυλί ακούστηκε να γαβγίζει.

Η Νίνα τράβηξε τα γκέμια του αλόγου της μπροστά στην κεντρική πύλη του παλατιού. Πήδησε από τη σέλα και παρέδωσε το ζώο σ’έναν ιπποκόμο ο οποίος είχε εκείνη τη στιγμή έρθει πρόθυμα να το παραλάβει λέγοντας: «Καλωσορίσατε, Αρχόντισσά μου.» Η Νίνα τον χαιρέτησε μ’ένα νεύμα και μπήκε στο παλάτι περνώντας ανάμεσα από δύο πάνοπλους φρουρούς. Τα μποτοφορεμένα πόδια της ηχούσαν επάνω στις πέτρες, στην αρχή, και μετά δεν ακούγονταν καθόλου επάνω στα μαλακά χαλιά των εσωτερικών, πλούσια στολισμένων αιθουσών. Καθοδόν προς έναν ανελκυστήρα, είδε κάποιον να κρύβεται πίσω από ένα ψηλό άγαλμα.

«Γεια σου, Βανθάρος,» χαιρέτησε υπομειδιώντας.

Το οκτάχρονο αγόρι, που ήταν γιος του Πρίγκιπα Νοσνάλτος και της συζύγου του, της Πριγκίπισσας Ελνέσσα, γούρλωσε τα μάτια – μην περιμένοντας μάλλον ότι η Νίνα θα το παρατηρούσε – κι έβαλε το δάχτυλό του μπροστά στα χείλη, με μεγάλη σοβαρότητα.

Το μειδίαμα της Νίνας πλάτυνε. Ο μικρός πρέπει να κρυβόταν από την αδελφή του, την Αλρίτα, η οποία ήταν τρία χρόνια μικρότερή του. Συνέχεια κρυφτό έπαιζαν αυτά τα δύο παιδιά· θα μπορούσαν, άραγε, να γίνουν καλοί κατάσκοποι όταν μεγάλωναν;

Η Νίνα έκλεισε το μάτι στον νόμιμο κληρονόμο του Θρόνου του Κίρτβεχ και πλησίασε τη λαξευτή, ξύλινη πόρτα του ανελκυστήρα. Πάτησε ένα κουμπί και περίμενε τον θάλαμο να κατεβεί στο ισόγειο του παλατιού.

Όταν η Νίνα Έκγραμμη ανέβηκε στα δωμάτιά της, βρήκε την εξώπορτα ξεκλείδωτη. Συνοφρυώθηκε (ήταν βέβαιη ότι την είχε κλειδώσει) και, μπαίνοντας, τράβηξε ένα ξιφίδιο μέσα απ’το πουκάμισό της. Η λεπτή, κοφτερή λεπίδα ήταν κρυμμένη, σε ειδικό θηκάρι, στον δερμάτινο στηθόδεσμό της, ανάμεσα στα στήθη της.

Η Νίνα κοίταξε ερευνητικά το καθιστικό. Είδε φαγητό στρωμένο στο τραπέζι, ανέγγιχτο. Ποιος είχε έρθει; Ο Ράλκος; Ήρθε από τη Ριφάλπεκ;

«Εσύ είσαι, αγάπη μου;» φώναξε, παρατηρώντας τις πόρτες ολόγυρά της.

Η κουρτίνα του μπαλκονιού αναδεύτηκε, και ο σύζυγός της ξεπρόβαλε, ψηλός, λευκόδερμος, και ξανθός. «Το κατάλαβα πως εσύ πρέπει να ήσουν ο καβαλάρης που ήρθε στη Νήσο,» είπε.

Η Νίνα επέστρεψε το ξιφίδιό της στο θηκάρι κάτω απ’το πουκάμισό της. «Γιατί δε με ειδοποίησες;»

«Ποιος άλλος να ήταν;»

«Έτσι όπως είναι η κατάσταση τελευταία, δεν ξέρω…» Η Νίνα έκλεισε την πόρτα πίσω της, έβγαλε τις μπότες της κλοτσώντας την δεξιά με το αριστερό πόδι και την αριστερή με το δεξί, και βάδισε ξυπόλυτη επάνω στο χαλί. Έλυσε την κάπα της και την έριξε πάνω σε μια πολυθρόνα.

«Είναι, τελικά, τόσο σημαντικό αυτό που συμβαίνει;» Ο Ράλκος κάθισε σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού.

«Κάποιοι πράκτορές μου σκοτώθηκαν στις παρυφές της Καμένης Γης,» είπε η Νίνα καθίζοντας στα γόνατά του. «Τους είχαν στήσει ενέδρα. Και μαζί με τους αποστάτες ήταν πάλι εκείνος ο μεταλλικός γίγαντας.» Αναστέναξε.

Ο Ράλκος ξεκούμπωσε τα κουμπιά του πουκαμίσου της, μεθοδικά, το ένα κατόπιν του άλλου. «Έχω παρατηρήσει κάτι περίεργο,» είπε. «Δύο φορές.» Το αριστερό του χέρι άγγιξε το δεξί της στήθος, πάνω από τον δερμάτινο στηθόδεσμο· η Νίνα αισθάνθηκε τη θηλή της να σκληραίνει.

«Τι περίεργο;»

Ο Ράλκος άφησε το στήθος της και, ατενίζοντας τα φαγητά επάνω στο τραπέζι με βλέμμα απλανές, συνοφρυώθηκε. «Η Βίηλ… Υπάρχει μια δύναμη στη Βίηλ, όπως ξέρεις. Φως, τη λέμε εμείς οι Πεφωτισμένοι.»

«Ναι,» είπε η Νίνα. «Το γνωρίζω. Και λοιπόν;»

«Πρώτη φορά αισθάνθηκα κάτι να… χάνεται από αυτή τη δύναμη.» Έστρεψε το βλέμμα του για να την κοιτάξει καταπρόσωπο, κι εκείνη μπορούσε να δει στα μάτια του ότι ήταν πολύ προβληματισμένος. Τόσο προβληματισμένος όσο κι εγώ, ίσως.

«Τι εννοείς, ‘κάτι να χάνεται’;»

«Δεν ξέρω ακριβώς. Δεν τόχω ξανανιώσει. Και τώρα, μέσα σε λίγες μέρες, το ένιωσα δυο φορές. Την πρώτη, νόμιζα ότι ίσως να ήταν η ιδέα μου· τη δεύτερη… τη δεύτερη βεβαιώθηκα. Είναι σαν…» Έσμιξε τα χείλη, συλλογισμένα. «Σαν να έχεις μια δεξαμενή, και κάποιος να κλέβει το νερό της. Όχι πολύ, μια κούπα μόνο, αλλά η απώλεια είναι αισθητή σ’εμάς τους Πεφωτισμένους.»

Η Νίνα συνοφρυώθηκε. «Θες να πεις ότι στερεύει η μαγική ενέργεια της Βίηλ; Ότι οι εστίες θα πάψουν να λειτουργούν;» Μπορεί αυτό να είναι μέρος του σχεδίου της Επανάστασης;

«Όχι,» είπε ο Ράλκος. «Όχι ακόμα. Μίλησα και μ’άλλους μάγους, Νίνα. Κι αυτοί το έχουν αισθανθεί. Δύο φορές, ώς τώρα, ήταν σαν κάτι να έκλεψε ένα μικρό μέρος του Φωτός. Ορισμένοι λένε πως αισθάνθηκαν ότι η κλοπή έγινε κάπου στα βόρεια· εγώ δεν είμαι σίγουρος γι’αυτό.»

«Και ήρθες τώρα για να μου το πεις;»

Ο Ράλκος ένευσε. «Σκέφτηκα ότι ίσως να είναι σημαντικό. Ίσως να σχετίζεται, κάπως, με τις κινήσεις των επαναστατών που ερευνάς.»

Η Νίνα κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω… δεν ξέρω αν σχετίζεται. Σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, όμως, οι επαναστάτες έχουν βρει κάποια καινούργια τεχνολογία.»

«Σ’το είπε ο πράκτορας που ήρθε από τη Ρελκάμνια;»

«Ναι. Και μέσω αυτής της τεχνολογίας πιστεύουμε ότι έφτιαξαν τον μεταλλικό γίγαντα. Πώς θα μπορούσε να φτιαχτεί κάτι τέτοιο, Ράλκος;»

«Δεν θα μπορούσε, κανονικά. Η μόνη παρόμοια περίπτωση που μπορώ να σκεφτώ είναι κάποιο όχημα με πόδια. Αλλά αυτός ο γίγαντας δεν είναι όχημα, απ’ό,τι έχω καταλάβει.»

«Λίγο ψηλότερος από άνθρωπο είναι, και κινείται πολύ γρήγορα. Είναι, επίσης, πολύ δυνατός. Και φαινομενικά άτρωτος – αν και δε νομίζω ότι θα άντεχε τις ριπές ενός ενεργειακού κανονιού.»

Ο Ράλκος ένευσε. «Ούτε κι εγώ το νομίζω…» Ήταν σκεπτικός για λίγο· μετά είπε: «Τα οχήματα που έχουν πόδια χρειάζονται οδηγό, και μάγο για να ρυθμίζει τη ροή της ενέργειας· δεν μπορούν να είναι τόσο μικρά. Επιπλέον, σχεδόν ποτέ δεν είναι ευέλικτα ή γρήγορα.»

«Δεν πρόκειται για κάποιου είδους όχημα. Αποκλείεται.» Η Νίνα σηκώθηκε από τα γόνατά του, βηματίζοντας μες στο δωμάτιο. Τράβηξε το πουκάμισό της έξω από τη φούστα της, ξεκούμπωσε τα δύο τελευταία κουμπιά, και, βγάζοντάς το, το έριξε πάνω στην κάπα της στην πολυθρόνα. Τράβηξε το λιγνό ξιφίδιο από το θηκάρι ανάμεσα στα στήθη της και, ζυγιάζοντάς το με δύο δάχτυλα, το εκτόξευσε, καρφώνοντάς το στο τραπεζάκι μπροστά στην πολυθρόνα. «Δεν καταλαβαίνω… Και φαίνεται οι δαιμονισμένοι αποστάτες να έχουν διεισδύσει και μέσα στο δίκτυό μου…»

Ο Ράλκος δεν μίλησε. Η Νίνα στράφηκε να τον ατενίσει και τον είδε πάλι σκεπτικό. Στοίχημα ήταν αν την είχε ακούσει. Τι σκέφτεται; Προσπαθεί να βρει τη λύση μόνο με το μυαλό του; Μάλλον απίθανο!

«Ο Καρτάφες…» είπε ξαφνικά ο σύζυγός της, σαν να θυμήθηκε κάτι που είχε λησμονήσει. «Ο Καρτάφες!»

«Ποιος Καρτάφες;»

«Ο Καρτάφες’νορ. Ένας μάγος. Του είχε κολλήσει η ιδέα να δημιουργήσει ζωή. Ανθρώπους. Ή περίπου. Πλάσματα που θα κινούνταν και θα σκέφτονταν και θα μιλούσαν, με τη δύναμη του Φωτός. Φυσικά, δεν είχε ποτέ πετύχει τίποτα. Ήταν τρελός· περίγελος όλου του τάγματος των Πεφωτισμένων. Και μια φορά το παράκανε. Πήρε τα σώματα κάτι νεκρών και προσπάθησε να τα ζωντανέψει ως πλάσματα υπό την κυριαρχία του. Ήταν απατεώνες, αλλά οι οικογένειές τους διαμαρτυρήθηκαν. Ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος τον κάλεσε σε δίκη–»

«Το θυμάμαι,» είπε η Νίνα. «Τώρα που το λες το θυμάμαι. Του απαγορεύτηκε να συνεχίσει τα πειράματά του και εξορίστηκε από την πρωτεύουσα.»

«Το τάγμα στράφηκε εναντίον του, και ο Πρίγκιπας το ίδιο. Επίσης, του είπε πως αν τον ξανάπιανε να κάνει τέτοια πειράματα θα τον εξόριζε από ολόκληρο το Πριγκιπάτο, όχι μόνο από την πρωτεύουσα.»

«Και τι απέγινε από τότε; Μιλάς γι’αυτόν σα να είναι νεκρός πλέον.»

«Δεν ξέρω αν είναι νεκρός,» είπε ο Ράλκος. «Από ένα σημείο και μετά εξαφανίστηκε. Όλοι έχουν χάσει τα ίχνη του. Κανένας δεν ξέρει πού βρίσκεται. Ίσως να αυτοεξορίστηκε από το Πριγκιπάτο, τελικά. Κυκλοφορεί, όμως, και η φήμη ότι συναναστρέφεται αποστάτες.»

Η Νίνα τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά στον σύζυγό της. «Πιστεύεις ότι αυτός…; Ότι τα πειράματα του, τελικά, έπιασαν;»

«Δεν ξέρω. Έτσι όπως μου περιγράφεις τον μεταλλικό γίγαντα, είναι μια πιθανότητα, νομίζω. Από την άλλη, βέβαια, είναι τελείως εξωφρενικό να έπιασαν αυτές οι παραφροσύνες του. Προσωπικά, δεν μπορώ να φανταστώ πώς μπορεί να το έκανε. Αλλά, με τον Καρτάφες, ποτέ δεν ξέρεις…»

Η Νίνα σηκώθηκε απ’την καρέκλα και τράβηξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από τη ζώνη της. «Θα τον βρούμε,» είπε, «και θα μάθουμε τι συμβαίνει μ’αυτόν.» Πατώντας δύο κουμπιά κάλεσε τους πράκτορές της, σε μια κρυφή τηλεπικοινωνιακή συχνότητα. Αν ο Καρτάφες’νορ βρισκόταν στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ, σκόπευε να τον εντοπίσει. Γιατί, αν αλήθευαν οι φήμες, θα μπορούσε ίσως να την οδηγήσει στην κρυψώνα των αποστατών.

58.

Επιστρέφοντας στη Νέλερβικ ύστερα από τη συνάντησή τους με τη Μητέρα, άρχισαν πάλι να συζητάνε για το πώς να προσεγγίσουν το πρόβλημα του Πριγκιπάτου Τάσβεραλ. Μιλούσαν ώς τη νύχτα, και είχαν και επικοινωνία με τον Πρόμαχο Άτβος, μέσω των Ιεραρχών. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα κατόρθωσαν να εκπονήσουν ένα σχέδιο που τους φαινόταν ότι είχε καλές πιθανότητες επιτυχίας. Αύριο, με την αυγή κιόλας (γιατί δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο), θα το έβαζαν σε εφαρμογή.

Προτού πάει να κοιμηθεί, ο Τάμπριελ συνάντησε, μαζί με την Ανταρλίδα μόνο, τον Ναλτάρες και του είπε να φροντίσει ο Άρχοντας Θαλράνος να πάρει την εξής λανθασμένη πληροφορία: ότι οι επαναστάτες σκέφτονταν πως το Τάσβεραλ ήταν πολύ δύσκολος στόχος και δεν θα κινούνταν εναντίον του. Βρίσκονταν σε αδιέξοδο, γιατί ούτε τα κεντρικά πριγκιπάτα μπορούσαν ακόμα να χτυπήσουν· επομένως, μάλλον θα περίμεναν κάποιο καιρό.

«Φυσικά, όμως, δεν θα κάνουμε αυτό, έτσι δεν είναι;» είπε ο Ναλτάρες, που δεν ήξερε για το σχέδιό τους.

«Εννοείται,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Φρόντισε η πληροφορία, όμως, να φτάσει στ’αφτιά του Θαλράνος.»

«Κανένα πρόβλημα,» ένευσε ο Ναλτάρες, και χάθηκε μέσα στους διαδρόμους του κάστρου της Νέλερβικ.

Σαν σκιά πήγε στα δωμάτια των υπηρετών, τα οποία ήταν ήσυχα ετούτη την ώρα της νύχτας, και πλησίασε μια μικρή πόρτα κοντά σε μια γωνία. Τράβηξε το ξιφίδιο από τη μπότα του, πέρασε τη λεπίδα μέσα στη χαραμάδα που σχηματιζόταν ανάμεσα στον τοίχο και στην πόρτα, και σήκωσε τη μικρή αμπάρα από την άλλη μεριά. Άνοιξε και μπήκε στο στενό δωμάτιο, που είχε χώρο ίσα για ένα κρεβάτι κι ένα μπαούλο. Το παράθυρο στον τοίχο ήταν κλειστό, αλλά το παντζούρι ήταν ανοιχτό και λίγο φεγγαρόφωτο γλιστρούσε στο εσωτερικό του δωματίου. Μια μορφή ήταν στο κρεβάτι, κουκουλωμένη κάτω από την κουβέρτα.

Ο Ναλτάρες πλησίασε την κοιμισμένη Ρισάββα και, παραμερίζοντας απότομα την κουβέρτα, της έκλεισε το στόμα με το δεξί χέρι. «Μην φωνάξεις,» της είπε καθώς εκείνη ξυπνούσε· «εγώ είμαι, ο Ναλτάρες.»

Η Ρισάββα χτύπησε το χέρι του με τα δύο δικά της, κι ο Ναλτάρες την άφησε. «Δε θα φώναζα,» του είπε, θυμωμένα.

«Νόμιζα ότι κοιμόσουν…» Ο Ναλτάρες κάθισε πλάι της, στην άκρη του κρεβατιού.

«Κοιμόμουν. Τι θες τέτοια ώρα;»

«Δε φοβάσαι να κοιμάσαι μόνη σου εδώ πέρα, σ’ένα τέτοιο επικίνδυνο κάστρο;» Το χέρι του γλίστρησε κάτω απ’την κουβέρτα, άγγιξε το στήθος της–

Η Ρισάββα το απομάκρυνε βίαια, καθώς τιναζόταν παίρνοντας καθιστή θέση πάνω στο κρεβάτι. «Αν ήρθες γι’αυτό, φύγε, τώρα!»

«Μην ενθουσιάζεσαι τόσο. Ήθελα απλά να δείξω την καλή μου διάθεση,» μειδίασε ο Ναλτάρες μέσα στο μισοσκόταδο, και η ουλή στο σαγόνι του έμοιαζε στη Ρισάββα ότι φαινόταν πολύ έντονα στο φεγγαρόφωτο. «Αλλά δεν ήρθα μόνο γι’αυτό.»

«Άναψε το φως,» του είπε η Ρισάββα.

«Έχεις και φως εδώ πέρα;»

Τον αγριοκοίταξε.

«Πού είναι ο διακόπτης;»

«Πού λες να είναι; Πλάι στην πόρτα.»

Ο Ναλτάρες σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, ψηλάφησε τον τοίχο, βρήκε τον διακόπτη, και τον πάτησε. Η ενεργειακή λάμπα στο ταβάνι ενεργοποιήθηκε.

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε η Ρισάββα, καθίζοντας καλύτερα πάνω στο κρεβάτι και μαζεύοντας την κουβέρτα γύρω της.

Ο Ναλτάρες πήγε πάλι να καθίσει κοντά της. «Ήρθε η ώρα να μεταφέρεις στον Άρχοντα Θαλράνος ακόμα κάτι που κρυφάκουσες.»

Το γαλανό δέρμα στο πρόσωπο της Ρισάββα πήρε μια πιο ανοιχτή χροιά, καθώς τον άκουγε να της λέει τι υποτίθεται πως εκείνη είχε κρυφακούσει. «Είναι αλήθεια αυτά;» τον ρώτησε, στο τέλος.

Ο Ναλτάρες τη χαστούκισε, ελαφρά, σχεδόν παιχνιδιάρικα, στο μάγουλο. «Τι σε νοιάζει εσένα;»

«Μη με χτυπάς, καθίκι!» έκανε η Ρισάββα, χτυπώντας τον απότομα με την παλάμη της στο στήθος. «Θέλω να ξέρω: είναι αλήθεια ή δεν είναι;»

«Ούτε εγώ δεν ξέρω αν είναι αλήθεια.»

«Μου λες ψέματα.»

«Αυτό που σου είπα θα του πεις. Έχεις διαφωνίες;» Το βλέμμα του έγινε απειλητικό.

«Όχι.»

«Ωραία.»

«Να ρωτήσω κάτι;»

«Ρώτα.»

«Ποιους άκουσα να τα λένε αυτά;»

«Τον Άρχοντα Τάμπριελ και την Πριγκίπισσα Βασνίτα, σε μια από τις αίθουσες που βρίσκονται κοντά στην Αίθουσα του Θρόνου.» Σηκώθηκε απ’την άκρη του κρεβατιού της. «Φρόντισε ο Άρχοντας Θαλράνος να τα μάθει πρωί-πρωί. Και πρόσεξε: αν μάθω εγώ ότι με πούλησες….» Τράβηξε το ξιφίδιό του και, χρησιμοποιώντας τη λεπίδα, κατέβασε τον διακόπτη του φωτός.

59.

Με την αυγή, ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, ο Ζίρτελον, και ο Όρνιφιμ πήραν το ελικόπτερο που τους είχε παραχωρήσει ο Πρίγκιπας Αλβάρος και πέταξαν νότια. Μετά από δύο ώρες πτήσης κι ένα τέταρτο είχαν περάσει πάνω από τα εδάφη του Νέλερβικ και του Χαύδοραλ και είχαν φτάσει την πρωτεύουσα του δεύτερου, που ένα μεγάλο μέρος της φαινόταν, από τον αέρα, τελείως σμπαραλιασμένο, όλο ερείπια και χαλάσματα· και στο έδαφος υπήρχαν κρατήρες από τις εκρήξεις. Σ’ορισμένα σημεία, εργάτες προσπαθούσαν να κλείσουν τις μεγάλες λακκούβες με πέτρες και λάσπη, ενώ παντού το έργο της ανοικοδόμησης ήταν φανερό πως είχε αρχίσει.

Επίσης, ο Πρίγκιπας Αλβάρος έδειχνε να έχει γίνει προσεχτικός πλέον με τα αεροσκάφη που περνούσαν πάνω από την πόλη του. Μόλις το ελικόπτερο που οδηγούσε η Αλιζέτ ζύγωσε τη Χαύδοραλ, έλαβαν σήμα μέσω πομπού, και μια γυναικεία φωνή τούς ζήτησε να πουν ποιοι ήταν και ποια η δουλειά τους εδώ. Ο Τάμπριελ απάντησε, κι έτσι τους επιτράπηκε να προσγειωθούν στο κάστρο του Πρίγκιπα επάνω στον λόφο που ήταν γνωστός ως Κεφάλι του Κολοσσού.

Βγήκαν από το ελικόπτερο, και δύο φρουροί τούς οδήγησαν στην Αίθουσα του Θρόνου, όπου τους υποδέχτηκαν ο Πρίγκιπας Αλβάρος, ο Πρόμαχος Άτβος, η Ιλρίνα’νορ, η Ράιλμεχ, και ένας πενηντάρης άντρας τον οποίο ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα δεν είχαν ξαναδεί αλλά ο Πρίγκιπας δεν άργησε να τον συστήσει. «Από εδώ,» είπε, «ο Άρχοντας Νισμάνος, ο πατέρας μου, ο οποίος ήρθε πρόσφατα από τη Νάσπελ.»

Ο Νισμάνος δεν έμοιαζε και πολύ, στην εμφάνιση, με τον γιο του: ούτε στα χρώματα ούτε στο όλο παρουσιαστικό. «Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να πω πως χαίρομαι για τη γνωριμία…» είπε, ατενίζοντας τον Τάμπριελ.

«Λυπάμαι για το πρόβλημα που προκλήθηκε, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, «αλλά δεν ήταν αποκλειστικά δική μου η ευθύνη.»

«Αρκετά, πατέρα,» είπε ο Αλβάρος, καθισμένος στον θρόνο του. «Συμφωνήσαμε ότι δεν θα το συζητήσουμε άλλο αυτό.»

Ο Νισμάνος, αν και έμοιαζε πως ήθελε κι άλλα να πει, έμεινε σιωπηλός σμίγοντας αποδοκιμαστικά τα χείλη.

Ο Τάμπριελ στράφηκε στον Άτβος. «Πρόμαχε, ξέρεις για τι είμαστε εδώ. Καλύτερα, λοιπόν, να ξεκινάμε.»

Ο Άτβος ένευσε. «Ναι.» Και προς τον Αλβάρος: «Πρίγκιπά μου, θα πρέπει να φύγω για λίγο, αλλά δεν θα αργήσω να επιστρέψω. Σου έχω υποσχεθεί τη βοήθειά μου, και πάντα τηρώ τις υποσχέσεις μου.»

«Πού πηγαίνεις;»

«Δυστυχώς, για λόγους ασφάλειας, δεν μπορώ αυτό να το αποκαλύψω.»

«Πρόκειται για δουλειά της Επανάστασης;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Άτβος, χωρίς πάλι να δώσει καμια άλλη εξήγηση.

«Κι αν οι Παντοκρατορικοί μού επιτεθούν όσο λείπεις, Πρόμαχε;» έθεσε το ερώτημα ο Αλβάρος.

«Δεν θα λείψω και τόσο πολύ, όπως είπα· αλλά, σε μια τέτοια περίπτωση, θα σπεύσουμε αμέσως να βοηθήσουμε το Χαύδοραλ με ό,τι μέσα έχουμε στη διάθεσή μας.»

«Θα το μάθετε, όμως, εγκαίρως ότι δεχόμαστε επίθεση;» ρώτησε, μάλλον απότομα, ο Νισμάνος.

«Η Ράιλμεχ θα μείνει μαζί σας, Άρχοντά μου.»

«Και λοιπόν;» Φυσικά, δεν καταλάβαινε. Δεν ήξερε τίποτα για το τι ήταν οι Ιεράρχες.

Ο Άτβος στράφηκε στον Τάμπριελ, κοιτάζοντάς τον ερωτηματικά. Να του εξηγήσουμε; έλεγαν το βλέμμα και η έκφρασή του.

Ο Τάμπριελ απάντησε στον Νισμάνος: «Άρχοντά μου, η Ράιλμεχ χρησιμοποιεί ένα… είδος μαγείας που της επιτρέπει να έρχεται σε άμεση επαφή μαζί μου καθώς και με άλλα άτομα. Όταν μάθει κάτι, θα το μάθω κι εγώ. Επομένως, δεν χρειάζεται ν’ανησυχείτε.»

60.

Ορισμένα από τα πλοία του στόλου που είχε επιτεθεί στη Χαύδοραλ διέθεταν, εκτός από ιστία και κουπιά, ενεργειακές μηχανές. Δεν τις είχαν χρησιμοποιήσει, φυσικά, γιατί θα άφηναν τον υπόλοιπο στόλο πίσω τους, πράγμα που δεν θα είχε νόημα. Επιπλέον, σε κάθε πλοίο με ενεργειακή μηχανή έπρεπε να είναι απασχολημένος και ένας μάγος προκειμένου να ρυθμίζει τη ροή της ενέργειας, αφού επρόκειτο για πολύ μεγάλα σκάφη, όχι για βάρκες. Το Μένος των Ποταμών, η ναυαρχίδα του δυτικού σκέλους του στόλου του Νέλερβικ, ήταν ένα από τα πλοία με ενεργειακή μηχανή· και τώρα, αυτή η μηχανή θα φαινόταν χρήσιμη στον Άτβος, επειδή βιαζόταν και επειδή έπρεπε να πάρει κάποιους πολεμιστές μαζί του αλλά όχι κι ολόκληρο στόλο.

Η Ιλρίνα’νορ κάθισε στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους, ύφανε τη Μαγγανεία Κινήσεως, και έβαλε τα συστήματα να αντλήσουν δύναμη από τη μεγάλη εστία που βρισκόταν στα σπλάχνα του πλεούμενου σαν την καρδιά γιγάντιου κήτους. Το Μένος των Ποταμών, σηκώνοντας αφρούς πίσω από την πρύμνη του, απέπλευσε από το λιμάνι της Χαύδοραλ και, με τον Πρόμαχο Άτβος στο τιμόνι, ταξίδεψε ανατολικά επάνω στο Πράσινο Πέλαγος, ακολουθώντας τις ακτές προς το Πριγκιπάτο Τάσβεραλ. Ο καιρός δεν ήταν πολύ καλός, και το πλοίο κλυδωνιζόταν από τα κύματα, αλλά δεν υπήρχε και φανερός κίνδυνος να ναυαγήσει.

Κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, εκεί όπου ο άνεμος δεν μπορούσε να σηκώσει κύματα, το υποβρύχιο που οδηγούσε η Ανταρλίδα ακολουθούσε το Μένος των Ποταμών. Ο Τάμπριελ ήταν, φυσικά, καθισμένος στο ενεργειακό κέντρο. Οι υπόλοιποι επιβάτες ήταν η Αλιζέτ και ο Όρνιφιμ.

«Τι γίνεται στο Πριγκιπάτο Νέλερβικ;» ρώτησε η Ανταρλίδα. «Τι λέει ο Αρκαλόν;»

«Ο Ραφέλνες,» αποκρίθηκε ο Όρνιφιμ, «ξεκίνησε καμια ώρα μετά από εμάς, με μηχανοκίνητη βάρκα. Ο Αρκαλόν είναι μαζί του, σύμφωνα με το σχέδιο. Ταξιδεύουν επάνω στους ποταμούς· δεν έχουν βγει ακόμα στην ξηρά.»

Η Ανταρλίδα ένευσε. Ωραία, σκέφτηκε. Είχαν στείλει τον Αρκαλόν, προσωρινά, μαζί με τον Ραφέλνες επειδή ήταν σημαντικό να ξέρουν ποια θα ήταν η απάντηση της ξαδέλφης του Ιερού Μαχητή των Οστών. Πολλά θα κρίνονταν από αυτό. Ολόκληρο το σχέδιό μας, ουσιαστικά.

Ο Ζίρτελον είχε πάει με τον Άτβος, γιατί επίσης σημαντικό ήταν να έχουν επαφή με τον Πρόμαχο.

61.

Το μεσημέρι, το Μένος των Ποταμών είχε φτάσει στη Λίνερελ, στις εκβολές του ποταμού Κάλμιρηλ. Προσπέρασε το λιμάνι χωρίς να το προσεγγίσει και συνέχισε να πλέει ανατολικά, σε ακτές που τώρα ανήκαν στο Πριγκιπάτο Τάσβεραλ. Το υποβρύχιο της Ανταρλίδας δεν ακολουθούσε πια το πλοίο του Προμάχου· είχε στρίψει μέσα στον ποταμό Κάλμιρηλ, πηγαίνοντας βόρεια.

Και τα δύο σκάφη σταμάτησαν, σύντομα, τις μηχανές τους για μερικές ώρες ώστε να ξεκουραστούν οι μάγοι που βρίσκονταν στα ενεργειακά κέντρα. Το Μένος των Ποταμών, βέβαια, συνέχιζε να πλέει με τα πανιά του, αλλά η ταχύτητα που μπορούσε να αναπτύξει έτσι δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Το υποβρύχιο έμεινε ακίνητο στα βάθη του ποταμού, με μόνο τα πιο βασικά του συστήματα να βρίσκονται σε λειτουργία.

Η Ιλρίνα’νορ, βγαίνοντας στο κατάστρωμα για να ξεκουραστεί, είδε τα δάση που φαίνονταν απόμακρα στις ακτές του Τάσβεραλ. Κάθισε στην πλώρη και άναψε ένα τσιγάρο. Ο Άτβος, έχοντας δώσει σε άλλον το τιμόνι, ήρθε και κάθισε πλάι της, φέρνοντας δύο βαθιά πιάτα με ζεστό φαγητό μαζί του.

«Έτσι όπως κουνάει αυτό το σκαρί, δεν είναι να τρως,» είπε η Ιλρίνα.

«Δεν έχεις άδικο,» αποκρίθηκε ο Άτβος, αλλά έφαγε μια πιρουνιά από το ρύζι στο πιάτο του. Δεν ήταν και τόσο χάλια, παρότι ο μάγειρας του καραβιού, από την αρχή, δεν του είχε γεμίσει το μάτι. «Αλήθεια, πώς μπορείς και κάνεις τη Μαγγανεία Κινήσεως αφού ζαλίζεσαι;»

«Όταν βρίσκομαι στο ενεργειακό κέντρο ο οργανισμός μου είναι σαν να ξεχνά ότι ζαλίζεται, αρκεί να είμαι συνέχεια επικεντρωμένη στη μαγγανεία και μόνο.»

«Θα τόχω υπόψη μου αυτό.»

Η Ιλρίνα ύψωσε ένα φρύδι ερωτηματικά.

«Εννοώ,» εξήγησε ο Άτβος, τρώγοντας, «ότι δεν θα σου μιλήσω όταν είσαι στο ενεργειακό κέντρο παρά μόνο αν πρόκειται για μεγάλη ανάγκη, για να μη γίνει καμια ζημιά.»

Η Ιλρίνα, παίρνοντας μια τζούρα απ’το τσιγάρο της, ένευσε. «Ναι, έτσι θα ήταν καλύτερα.» Μετά από λίγο, πετώντας το τσιγάρο στη θάλασσα, είπε: «Οι Δασότοποι της Σκιάς, ε;» δείχνοντας τα δάση στις ακτές.

Ο Άτβος ένευσε. «Ναι.» Εδώ το λουλούδι σκίανθος φύτρωνε σε αφθονία· το Τάσβεραλ ήταν γνωστό σ’όλη τη Βίηλ για την εξαγωγή χυμού σκίανθου.

Η Ιλρίνα σηκώθηκε. «Πάω να κοιμηθώ λίγο.»

«Δεν έφαγες τίποτα…»

«Δε θέλω,» είπε η μάγισσα, φεύγοντας.

Το απόγευμα, όταν η Ιλρίνα’νορ ξαναήταν καθισμένη στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους και οι μηχανές βούιζαν, το Μένος των Ποταμών έφτασε κοντά στο Ακρωτήρι των Ψηλών Βράχων, όπως ήταν σημειωμένο στους χάρτες του Άτβος. Ήταν κι αυτό μέρος των ακτών του Τάσβεραλ, και οι Δασότοποι της Σκιάς εξακολουθούσαν να φαίνονται από εδώ, καθώς κάλυπταν μια πολύ μεγάλη νότια περιοχή του Πριγκιπάτου. Στο ακρωτήρι ένας ψηλός φάρος ήταν αναμμένος, είδε ο Άτβος, εκπέμποντας ενεργειακό φως που φαινόταν για πολλά μίλια μες στη θάλασσα. Κοντά στον φάρο, ένα χωριό ήταν γαντζωμένο επάνω στους βράχους. Κανένα αξιοσημείωτο λιμάνι δεν είχε παρατηρήσει ο Άτβος πουθενά σε τούτες τις ακτές, καθώς ήταν άγριες και απόκρημνες. Οι ναυτικοί χάρτες του πλοίου έμοιαζαν να συμφωνούν με τις παρατηρήσεις του Προμάχου. Οι ακτές του Τάσβεραλ, παρότι μεγαλύτερες σε έκταση απ’ό,τι του Χαύδοραλ, ήταν οι περισσότερες τόσο άσχημες και εχθρικές που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να προσφέρουν στο Πριγκιπάτο τίποτα σημαντικό από οικονομικής άποψης. Ο Άτβος, βέβαια, το γνώριζε τούτο από παλιά· δεν είχε, όμως, ποτέ άλλοτε πλεύσει πλάι στο Τάσβεραλ απ’τη μια άκρη ώς την άλλη.

«Πλοία εν όψει! Δύο!» φώναξε ο παρατηρητής επάνω στο κατάρτι. «Ευθεία μπροστά!»

Ο Άτβος συνοφρυώθηκε. «Πόσο μακριά;» φώναξε, καθώς στεκόταν πίσω από το στρογγυλό τιμόνι του σκάφους, με τα χέρια του στις λαβές που προεξείχαν σαν ακτίνες από τον τροχό.

Ο παρατηρητής κοίταζε με το κιάλι του· τα πλοία δεν ήταν ορατά με γυμνό μάτι. «Τουλάχιστον πέντε, δέκα μίλια, Καπ’τάνιε.» Έδειξε την κατεύθυνση προς την οποία βρίσκονταν τα σκάφη.

«Μηχανοκίνητα;»

«Έτσι φαίνεται.»

«Έρχονται προς εμάς;»

«Πάνε βορειοανατολικά.»

Βορειοανατολικά; Προς τα εκεί που πηγαίνουμε κι εμείς, δηλαδή. Ο Άτβος σκέφτηκε να ρωτήσει τον παρατηρητή μήπως μπορούσε να διακρίνει τη σημαία τους, αλλά αυτό θα ήταν αδύνατο από τόσο μεγάλη απόσταση. Εκτός αν η Ιλρίνα μπορεί να βοηθήσει… Δεν ήθελε να τη διακόψει από τη δουλειά της στο ενεργειακό κέντρο, όμως τώρα ήταν απαραίτητο· διότι μπορεί τα πλοία να ήταν Παντοκρατορικά και πολεμικά.

Έδωσε το τιμόνι σ’έναν άλλο και κατέβηκε στα σπλάχνα του σκάφους, όπου η σύζυγός του ήταν καθισμένη σ’ένα ειδικό κάθισμα απ’το οποίο ξεκινούσαν καλώδια που πήγαιναν στα μεταλλικά τοιχώματα ολόγυρά του. Η μάγισσα είχε τα μάτια κλειστά και δεν έμοιαζε να έχει αντιληφτεί τον ερχομό του Άτβος.

Εκείνος την πλησίασε. «Ιλρίνα. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου.»

Τα βλέφαρά της άνοιξαν. «Τι;»

«Ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως.» Και της εξήγησε γιατί το ήθελε, καθώς εκείνη σταματούσε ομαλά τη χρήση της Μαγγανείας Κινήσεως.

Ανεβαίνοντας προς το κατάστρωμα, συνάντησαν έναν άντρα του πληρώματος ο οποίος κατέβαινε αναστατωμένος. «Πρόμαχε, οι μηχανές…» Μετά, είδε την Ιλρίνα και σταμάτησε. «Α, δεν είναι βλάβη…»

«Όχι, δεν είναι βλάβη,» τον διαβεβαίωσε ο Άτβος. «Δυστυχώς, έχουμε μόνο μία μάγισσα μαζί μας.»

Όταν ήταν στην κουβέρτα, ο Πρόμαχος φώναξε στον παρατηρητή να κατεβεί από την κορυφή του καταρτιού. Εκείνος πιάστηκε ευέλικτα στα ξάρτια και γρήγορα ήταν κάτω.

«Δώσε μου το κιάλι σου,» του είπε η Ιλρίνα.

Ο άντρας κοίταξε τον Άτβος, παραξενεμένος. Ο Πρόμαχος έγνεψε καταφατικά, και ο παρατηρητής έδωσε το κιάλι του στη μάγισσα, η οποία ύφανε ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω του, προσφέροντας στον φακό του υπερφυσικές ιδιότητες μεγέθυνσης. Το επέστρεψε στον παρατηρητή και είπε: «Πήγαινε πάνω και πες μας τι σύμβολο έχουν στις σημαίες τους.»

Ο άντρας μόρφασε. «Δε γίνεται – με το συμπάθιο κιόλας. Είναι πολύ μακριά, και ξεμακραίνουν.»

«Γιατί λες να έκανε τα μαγικά της πάνω στο κιάλι σου;» του είπε ο Άτβος.

Ο παρατηρητής συνοφρυώθηκε κοιτάζοντας το κιάλι, σα να προσπαθούσε να διακρίνει κάποια διαφορά εκεί. «Θα μπορώ να δω πιο μακριά, δ’λαδή;»

«Δοκίμασε και πες μας.»

Ο παρατηρητής ένευσε, πέρασε το κιάλι στη ζώνη του, και σκαρφάλωσε πάλι στα ξάρτια φτάνοντας στην κορυφή του καταρτιού. Κοίταξε μακριά, και φώναξε: «Το βλέπω!»

«Τι έχουν στις σημαίες τους;» ρώτησε ο Άτβος, φωνάζοντας κι εκείνος, με το δεξί του χέρι πλάι στο στόμα του.

«Το έμβλημα της Παντοκράτειρας,» ήρθε η απάντηση από ψηλά.

62.

«Στην αρχή ήταν πολύ διστακτική,» τους διηγήθηκε ο Όρνιφιμ· «μετά, όμως, ο Ραφέλνες κατόρθωσε να την κάνει να καταλάβει ότι το ζήτημα είναι πολύ σημαντικό: ότι, αν δεν μας βοηθήσει, είναι πολύ πιθανό να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στα πριγκιπάτα. Αυτά τα λόγια την έβαλαν σε σκέψεις. Έχει παιδιά, και η οικογένειά της είναι κοντά στα σύνορα του Νέλερβικ με το Τάσβεραλ· δεν θέλει να γίνει πόλεμος.» Δεν είπε σε ποια αναφερόταν αλλά όλοι ήξεραν.

Μιλούσε για την ξαδέλφη του Ραφέλνες, τη Μαλθρίτ Μόντενραχ, η οποία ήταν αδελφή του Ρέτβελνος Μόντενραχ, του μακαρίτη συζύγου της Πριγκίπισσας Λισρρέτα του Τάσβεραλ. Ο Ραφέλνες ήταν, με τη γέννησή του, Μόντενραχ, αλλά όχι πλέον, όχι αφότου είχε παντρευτεί την Αλιζέτ Βάθμακ. Σύμφωνα με τα έθιμα της Βίηλ, ο σύζυγος έπαιρνε το όνομα της γυναίκας, εκτός αν η κοινωνική του στάθμη ήταν υψηλότερη από τη δική της· όμως και οι Βάθμακ και οι Μόντενραχ ήταν Υψηλοί Οίκοι στο Νέλερβικ.

«Ο φόβος του πολέμου είναι που, βασικά, την μετέπεισε, απ’ό,τι κατάλαβα. Όταν έπειτα μίλησαν στον σύζυγό της, φάνηκε δυσαρεστημένος, αλλά στο τέλος προθυμοποιήθηκε να έρθει κι αυτός αφού εκείνη θα πήγαινε–»

«Ποιος είναι ο σύζυγό της;» ρώτησε η Αλιζέτ διακόπτοντάς τον.

«Κάποιος που ονομάζεται Ταλμάρος. Ο Αρκαλόν δεν γνωρίζει περισσότερα γι’αυτόν. Φαίνεται νάναι καμια πενταετία μεγαλύτερός της. Ο Ραφέλνες διαφώνησε μαζί του, όμως· του είπε να μην έρθει, του είπε ότι καλύτερα να μείνει εδώ. Ο Ταλμάρος έκανε κάποια φασαρία αλλά, τελικά, υπέκυψε. Ο Ραφέλνες τον διαβεβαίωσε ότι δεν θα άφηνε κανέναν να πειράξει τη Μαλθρίτ. Το μόνο που θα έκανε η Μαλθρίτ θα ήταν μια μικρή επίσκεψη στο παλάτι της Πριγκίπισσας Λισρρέτα, τίποτα περισσότερο.»

«Κι εγώ θ’ανησυχούσα αν ήμουν στη θέση του άντρα της,» είπε η Ανταρλίδα. «Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας δεν θα διστάσουν να την αιχμαλωτίσουν, αν μάθουν ότι είναι μπλεγμένη μαζί μας.» Είχαν προ πολλού βγει από τον ποταμό και μεταμορφώσει το υποβρύχιό τους σε τετράτροχο όχημα. Ήταν απόγευμα, ο ήλιος έδυε, και ταξίδευαν μέσα στα εδάφη του Πριγκιπάτου Τάσβεραλ, ακολουθώντας έναν χάρτη που τους είχε δώσει η Βασνίτα και που ο Άτβος είχε κάνει σημειώσεις επάνω του. Η Ανταρλίδα οδηγούσε, αποφεύγοντας τα κατοικημένα μέρη, χωρίς να έχει τους προβολείς αναμμένους, για να μη δίνουν στόχο. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας θα ήταν, αναμφίβολα, πολύ προσεχτικοί εδώ, ύστερα από ό,τι είχε συμβεί στα πριγκιπάτα Νέλερβικ και Χαύδοραλ.

«Πού βρίσκονται τώρα;» ρώτησε η Αλιζέτ τον Όρνιφιμ. «Μπήκαν στο Τάσβεραλ;»

«Ναι. Μετά το μεσημέρι, η Μαλθρίτ ήταν έτοιμη, έτσι εκείνη κι ο Ραφέλνες πήραν το τρίκυκλο όχημά της, πήγαν στις όχθες του ποταμού, επιβιβάστηκαν σ’ένα οχηματαγωγό, και πέρασαν απέναντι, στη Σάνερνιχ, που είναι πόλη του Τάσβεραλ. Ο Αρκαλόν τούς είδε να πλέουν επάνω στο ποτάμι, αλλά δεν τους ακολούθησε. Επέστρεψε στη Νέλερβικ με τη μηχανοκίνητη βάρκα, όπως είχαμε πει. Τώρα είναι μαζί με την Πριγκίπισσα Βασνίτα.»

«Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι δεν θα συμβεί τίποτα δυσάρεστο στον Ραφέλνες και στην ξαδέλφη του όσο είναι καθοδόν προς την Τάσβεραλ,» είπε η Ανταρλίδα. Κι έριξε μια ματιά στον χάρτη που ήταν ανοιχτός δίπλα της. Ήταν πολύ καλύτερος από αυτόν που ήταν αποθηκευμένος στο σύστημα του οχήματος, έτσι είχε τη μικρή οθόνη ενεργή μόνο για να βλέπει πού βρίσκονταν σε σχέση με τις πόλεις και τα άλλα βασικά ορόσημα. Το όχημα φαινόταν σαν μια κόκκινη κουκίδα επάνω στον χάρτη της οθόνης. Ο άλλος χάρτης, όμως, που ήταν από περγαμηνή, ήταν πολύ πιο αναλυτικός κι ανέφερε ένα σωρό πράγματα που αυτός του συστήματος δεν τα περιλάμβανε.

«Τι έγινε με τα Παντοκρατορικά πλοία που εντόπισε ο Πρόμαχος;» ρώτησε η Αλιζέτ τον Όρνιφιμ.

«Προηγούνται του Μένους των Ποταμών, πηγαίνοντας προς την ίδια κατεύθυνση.»

«Θέλουν να φτάσουν κι αυτοί στην Τάσνερακ;»

Η Ανταρλίδα είχε πρόσφατα μάθει ότι η Τάσνερακ ήταν το μεγαλύτερο και το μόνο αξιόλογο λιμάνι του Πριγκιπάτου Τάσβεραλ. Στον χάρτη της το έβλεπε σημειωμένο εκατό-κάτι χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας, στις εκβολές του ποταμού Νέλερηλ, ανατολικά των Δασότοπων της Σκιάς.

«Έτσι υποθέτει ο Πρόμαχος,» αποκρίθηκε ο Όρνιφιμ.

«Κι από πού υποθέτει ότι έρχονται;» ρώτησε η Αλιζέτ. «Μεταφέρουν πολεμιστές της Παντοκράτειρας τα πλοία;»

«Ναι, έτσι φαίνεται. Ο Πρόμαχος υποθέτει ότι ίσως να είναι ενισχύσεις που έρχονται είτε από το Σάνκριλαμ είτε από το Κάνρελ. Το Κάνρελ λέει πως το θεωρεί πιο πιθανό, καθώς έχει πολύ μεγάλες ακτές. Το Σάνκριλαμ δεν έχει ακτές· για να ήρθαν πλοία από εκεί θα πρέπει να κατέβηκαν τον ποταμό Νέρελρημ. Δεν είναι απίθανο, αλλά ο Άτβος θεωρεί πιθανότερο να ήρθαν από το Κάνρελ.»

«Δηλαδή,» είπε η Ανταρλίδα, «έχουν μάθει παντού για ό,τι έγινε στο Νέλερβικ και στο Χαύδοραλ…»

«Εσύ τι περίμενες,» ρώτησε ρητορικά η Αλιζέτ, «ότι η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη θα το κρατούσε κρυφό; Οι Παντοκρατορικοί, μάλλον, προσπαθούν να προφυλάξουν το Τάσβεραλ – να μην του συμβεί ό,τι συνέβη στα άλλα δύο πριγκιπάτα.»

«Ακόμα ένας λόγος, λοιπόν, για να μην καθυστερούμε,» είπε η Ανταρλίδα. Αλλά λίγο πιο κάτω σταμάτησε το όχημά τους πίσω από ένα σύδεντρο. Δε μπορούσαν να κάνουν αλλιώς· ο Τάμπριελ έπρεπε να ξεκουραστεί. Μετά το μεσημέρι, είχαν ταξιδέψει τρεισήμισι ώρες κάτω από τα νερά του ποταμού Κάλμιρηλ κατευθυνόμενοι βόρεια, και ύστερα η Ανταρλίδα είχε οδηγήσει παραπάνω από μία ώρα μέσα στο απόγευμα.

Βγήκαν απ’το όχημα, για να πάρουν αέρα, και ο Τάμπριελ τούς είπε ότι μετά από μία, μιάμιση ώρα μπορούσαν πάλι να ξεκινήσουν. «Απ’ό,τι καταλαβαίνω, δεν πρέπει να είμαστε μακριά από τον προορισμό μας,» υπέθεσε, «ή κάνω λάθος;» Καθίζοντας σ’ένα βράχο ντυμένο στο χόρτο, έπιασε ν’ανάψει το τσιμπούκι του.

«Λιγότερο από διακόσια χιλιόμετρα, υπολογίζω,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Γύρω στα εκατό-πενήντα.»

«Όχι και τόσο κοντά, λοιπόν…» μουρμούρισε ο Τάμπριελ, ρουφώντας καπνό και φυσώντας τον.

63.

Όταν είχε νυχτώσει, το Μένος των Ποταμών έφτασε κοντά στην Τάσνερακ, και ο Άτβος, που στεκόταν στην πλώρη, πλάι στον Ζίρτελον, είδε ότι, όπως είχε αναφέρει ο παρατηρητής από το κατάρτι, τα δύο Παντοκρατορικά σκάφη είχαν αράξει στο λιμάνι εκεί.

«Νομίζεις ότι θα μας προκαλέσουν πρόβλημα;» τον ρώτησε ο Ζίρτελον.

«Παντοκρατορικοί στρατιώτες το ξέραμε ότι θα ήταν στην Τάσνερακ, ούτως ή άλλως. Μερικοί παραπάνω δεν θα κάνουν και καμια σπουδαία διαφορά. Αν μας επιτεθούν, θα ανταποδώσουμε με το ενεργειακό κανόνι, και θα γυρίσουμε αμέσως και θα φύγουμε. Δε νομίζω, όμως, να επιτεθούν. Θα μας ακούσουν και θα δώσουν απάντηση.»

Και, με τούτα τα λόγια, έφυγε από την πλώρη και κατέβηκε στο ενεργειακό κέντρο για να πει στην Ιλρίνα ότι μπορούσε να έρθει επάνω· θα πλησίαζαν με τα πανιά και τα κουπιά τώρα. Και τη χρειάζονταν για να κάνει τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως, στην απίθανη περίπτωση που μπορεί να αποδεικνυόταν απαραίτητη η χρήση του ενεργειακού κανονιού.

Η Ιλρίνα’νορ ανέβηκε στο κατάστρωμα μαζί του, και ήταν φανερά κουρασμένη. Είχαν περάσει πάνω από πέντε ώρες από τότε που είχε μπει στο ενεργειακό κέντρο, μετά τη μεσημεριανή της ανάπαυση. «Ελπίζω,» είπε στον Άτβος, σιγανά ώστε να την ακούσει μόνο εκείνος, «να μην χρειαστεί να ενεργοποιήσω το κανόνι. Δεν ξέρω πόσο καλά θα μπορέσω να το κάνω.»

«Μην ανησυχείς. Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα χρειαστεί. Δεν ήρθαμε εδώ για να δεχτούμε επίθεση, ούτε για να αντεπιτεθούμε.»

Τώρα, το Μένος των Ποταμών πλησίαζε πολύ αργά το λιμάνι της Τάσνερακ, αλλά δεν ήταν μακριά, έτσι δεν άργησε να φτάσει. Ο Άτβος είχε δώσει, από την αρχή του ταξιδιού, διαταγή να μη σηκώσουν καμία σημαία στα κατάρτια και να κρύψουν το ενεργειακό κανόνι και τις γιγάντιες βαλλίστρες κάτω από καμβάδες. Και τα δύο είχαν γίνει, όμως και πάλι ο Πρόμαχος ήταν βέβαιος πως οι παρατηρητές των Παντοκρατορικών θα έκριναν το σκάφος του επικίνδυνο, γιατί σίγουρα για εμπορικό ή επιβατηγό δεν έμοιαζε. Από μακριά φώναζε πολεμικό πλοίο. Επιπλέον, αν είχαν στην Τάσνερακ ανιχνευτικά συστήματα, αυτά πολύ πιθανόν να εντόπιζαν την ύπαρξη του ενεργειακού κανονιού, μόλις το σκάφος προσέγγιζε το λιμάνι…

δηλαδή τώρα. Ο Άτβος είδε μια κάποια αναστάτωση στις αποβάθρες. Παντοκρατορικοί πολεμιστές ετοιμάζονταν, βαστώντας βαλλίστρες, και ασπίδες και δόρατα, ενώ επάνω σε δύο πυργίσκους γιγαντοβαλλίστρες ήταν ήδη οπλισμένες και επανδρωμένες.

Ο Άτβος έκανε νόημα στην Ιλρίνα να πάει στο ενεργειακό κανόνι, και ο ίδιος πήγε στη γέφυρα, όπου και ενεργοποίησε το τηλεπικοινωνιακό σύστημα. Έστειλε σήμα προς την Τάσνερακ, ότι ήθελε να μιλήσει. Είπε στο μικρόφωνο: «Ερχόμαστε ειρηνικά. Επιθυμούμε συνομιλία. Επαναλαμβάνω: Ερχόμαστε ειρηνικά. Επιθυμούμε συνομιλία.»

Τα παράσιτα, σύντομα, διαλύθηκαν και μια αντρική φωνή ακούστηκε: «Ποιοι είστε; Από πού έρχεστε;»

«Ονομάζομαι Άτβος Μέλνεριχ, Πλοίαρχος του Μένους των Ποταμών, και Πρόμαχος της Επανάστασης. Ερχόμαστε από τα πριγκιπάτα Χαύδοραλ και Νέλερβικ, τα οποία είναι πλέον με το μέρος της Επανάστασης. Επιθυμώ να μιλήσω με τον Παντοκρατορικό Επόπτη του Τάσβεραλ, ειρηνικά, ώστε να διαπραγματευτούμε.»

Σιγή ακολούθησε για λίγο· μονάχα παράσιτα ακούγονταν. Μετά, η φωνή είπε: «Ο Επόπτης δεν είναι εδώ.»

«Το γνωρίζω. Έχω την άδειά σας να αράξω στο λιμάνι της Τάσνερακ, ώστε να τον περιμένω μέχρι να έρθει;»

«Ο Επόπτης θα ειδοποιηθεί για την άφιξή σας. Δεν μπορούμε να υποσχεθούμε ότι θα έρθει.»

«Καλώς. Έχω άδεια να αράξω στο λιμάνι;»

«Ναι.»

Η επικοινωνία τερματίστηκε και ο Άτβος βγήκε από τη γέφυρα και βάδισε πάνω στο κατάστρωμα, δίνοντας διαταγές στο πλήρωμα να αράξουν.

«Υποσχέθηκαν να μη μας επιτεθούν;» ρώτησε ο Ζίρτελον.

«Και να το υπόσχονταν θα τους πίστευες; Πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή. Είπαν, όμως, ότι θα ειδοποιήσουν τον Επόπτη να έρθει. Κι αυτό είναι που θέλουμε.»

Ο Ζίρτελον ένευσε.

64.

Η Ανταρλίδα, κοιτάζοντας μια τον χάρτη στην οθόνη μια τον χάρτη στην περγαμηνή, έβλεπε ότι πλησίαζαν τον προορισμό τους. Κατά τα μεσάνυχτα πρέπει να βρίσκονταν εκεί, υπολόγιζε καθώς η Αλιζέτ τώρα οδηγούσε.

Ο Όρνιφιμ τούς είπε τι γινόταν στο λιμάνι της Τάσνερακ, και η Αλιζέτ σχολίασε: «Τώρα θα εξαρτηθούν όλα από το πόσο πρόθυμος είναι ο Καρλ Βέρινλωφ να μιλήσει.»

«Εσύ τι νομίζεις;» τη ρώτησε η Ανταρλίδα. «Θα είναι πρόθυμος ή όχι;»

«Δεδομένου ότι τα δύο γειτονικά πριγκιπάτα πήγαν τόσο γρήγορα με την Επανάσταση, ναι, λογικά θα πάει να μιλήσει με τον Πρόμαχο. Δεν θα το ρισκάρει να μη μάθει τι έχει ο Άτβος να του πει.»

Αν όμως ο Επόπτης δεν πάει στην Τάσνερακ, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, το σχέδιό μας θα χαλάσει… Τούτο το καταραμένο σχέδιο εξαρτιόταν από ένα σωρό λεπτομέρειες, κι αυτό δεν της άρεσε. Έπρεπε όλα τα κομμάτια να δέσουν σωστά προκειμένου να πιάσει. Πρώτα, έπρεπε η Μαλθρίτ Μόντενραχ να δεχτεί να βοηθήσει (πράγμα που, παρά τις διαβεβαιώσεις του Ραφέλνες, η Ανταρλίδα δεν θεωρούσε βέβαιο αλλά ευτυχώς είχε γίνει)· μετά, έπρεπε ο Επόπτης να φύγει από το παλάτι της Πριγκίπισσας στην Τάσβεραλ ώστε να πάει στην Τάσνερακ και να μην τον έχουν στα πόδια τους· και τέλος, η Πριγκίπισσα Λισρρέτα έπρεπε να έχει θετική αντίδραση σ’αυτό που θα της πρότεινε η αδελφή του μακαρίτη συζύγου της.

Πολλά ενδεχόμενα το σχέδιο να στραβώσει. Πάρα πολλά ενδεχόμενα, για να μπορεί να χαρακτηριστεί σταθερό, θεωρούσε η Ανταρλίδα. Το πρόβλημα, όμως, ήταν πως δεν είχαν κανένα καλύτερο σχέδιο για να αποφύγουν τον πόλεμο με το Τάσβεραλ.

Και τώρα, με τον ερχομό των Παντοκρατορικών πλοίων, είχε γίνει φανερό ότι οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας σκόπευαν να ενισχύσουν το Τάσβεραλ· επομένως, το σχέδιο της Βασνίτα, του Ραφέλνες, και του Τάμπριελ ήταν ξαφνικά ακόμα πιο σημαντικό να επιτύχει. Διότι η Ανταρλίδα δεν το θεωρούσε κι απίθανο οι Παντοκρατορικοί να τους επιτίθονταν από το Τάσβεραλ προτού εκείνοι προλάβουν να επιτεθούν στο Τάσβεραλ.

Το όχημά τους έφτασε στους λοφότοπους δυτικά της πρωτεύουσας του Πριγκιπάτου μερικά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Εκεί, ο Τάμπριελ ύφανε το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος και οι τροχοί του οχήματος εξαφανίστηκαν για να αντικατασταθούν από τέσσερα δυνατά μηχανικά πόδια με εύκαμπτα δάχτυλα.

«Κάπου εδώ πρέπει να τους δούμε, τώρα…» είπε η Αλιζέτ, οδηγώντας το όχημα επάνω στους κακοτράχαλους λόφους με την αραιή βλάστηση. Εξακολουθούσαν να μην έχουν αναμμένους τους προβολείς τους, έτσι η Σκοτεινή Βασίλισσα όφειλε να είναι πολύ προσεχτική μες στα σκοτάδια. Το φεγγάρι της Βίηλ, παρότι μεγάλο, δεν ήταν κι ο καλύτερος φωτισμός για μέρη σαν ετούτα.

Ο Ραφέλνες είχε πει ότι θα έφερνε την ξαδέλφη του στη βορειοδυτική άκρη του λοφότοπου, μακριά από την κεντρική δημοσιά, ώστε να τη συναντήσουν προτού βάλουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους, γιατί μετά θα έπρεπε να πάνε όλοι μαζί στην Τάσβεραλ. Η τοποθεσία της συνάντησης ήταν έξω από ένα μικρό χωριό, σημειωμένο μόνο στον χάρτη της Βασνίτα· στον χάρτη του συστήματος του οχήματος δεν υπήρχε.

Η Αλιζέτ έψαχνε με το βλέμμα της, το ίδιο κι η Ανταρλίδα, και σύντομα είδαν τα φώτα ενός χωριού. «Αυτό πρέπει νάναι,» είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα, και έβαλε το τετράποδο όχημά τους να το πλησιάσει ώς ένα σημείο. Μετά, σταμάτησε. «Καλύτερα να κατεβούμε εδώ,» είπε. Η Ανταρλίδα συμφώνησε. Είπαν στον Τάμπριελ να διακόψει τη Μαγγανεία Κινήσεως και βγήκαν όλοι από το όχημα.

«Δεν τους βλέπω πουθενά,» δήλωσε ο Όρνιφιμ, παρατηρώντας τα σκοτάδια με στενεμένα μάτια.

«Όπως κι εμείς,» του είπε η Αλιζέτ, «έτσι κι αυτοί δεν θα είναι σε κάποιο πολύ φανερό σημείο.»

«Ας πλησιάσουμε κι άλλο, και θα τους βρω, όσο σκοτεινά κι αν είναι,» υποσχέθηκε ο Τάμπριελ, και ξεκινώντας να βαδίζει πρώτος άρθρωσε τα λόγια για ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, παρά την κούρασή του ύστερα από τόσες ώρες μέσα στο όχημα. Οι αισθήσεις του διευρύνθηκαν και αναζήτησαν γύρω του πηγές ενέργειας. Σκεφτόταν ότι, λογικά, πρέπει να εντόπιζε κάπου εδώ την εστία που τροφοδοτούσε το τρίκυκλο όχημα της Μαλθρίτ Μόντενραχ.

Και δεν είχε άδικο. Το κουρασμένο μυαλό του, σε λίγο, αντιλήφτηκε κάτι που πρέπει να ήταν ακριβώς αυτή η εστία. Μια πηγή ενέργειας (χαρακτηριστικής ενέργειας της Βίηλ – την αναγνώριζε) μέτριας ισχύος. «Από δω,» είπε στους άλλους, που τον ακολουθούσαν, και βάδισε προς τα εκεί που υπέθετε ότι θα έβρισκε το τρίκυκλο όχημα.

Πέρασε ανάμεσα από μερικά χαμηλά δέντρα και χορτάρι και, μετά, είδε αντίκρυ του κάτι να γυαλίζει στο φεγγαρόφωτο, όχι πολύ μακριά από το πιο ακριανό χωράφι του χωριού. Το τρίκυκλο. Δεν φαινόταν καθαρά, αλλά αυτό πρέπει να ήταν.

Πλάι στον Τάμπριελ, ο Όρνιφιμ τράβηξε το σπαθί του. Μάλλον, κι εκείνος το είχε δει, και οι Ιεράρχες ήταν πάντα πολύ προσεχτικοί όταν βρίσκονταν κοντά του.

«Ραφέλνες;» φώναξε ο Τάμπριελ, σταματώντας να βαδίζει και παύοντας τη χρήση του Ξορκιού Ενεργειακής Ανιχνεύσεως.

Δύο σκοτεινές φιγούρες ξεπρόβαλαν πίσω από ένα δέντρο και τους πλησίασαν κατεβάζοντας τις κουκούλες τους. «Καλησπέρα σας,» χαιρέτησε ο Ιερός Μαχητής των Οστών.

«Όλα εντάξει στο ταξίδι σας;» ρώτησε ο Τάμπριελ.

«Ναι. Από δω η Μαλθρίτ, η ξαδέλφη μου.»

Η γυναίκα πλάι στον Ραφέλνες ήταν μετρίου αναστήματος, με λευκό-ροζ δέρμα και μακριά καστανά μαλλιά. Τα μάτια της ατένιζαν τον Τάμπριελ και τους άλλους με κάποια καχυποψία. «Ο Άρχοντας Τάμπριελ, υποθέτω…» είπε.

«Μάλιστα, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος. «Σας ευχαριστώ που δεχτήκατε να μας βοηθήσετε και λυπάμαι αν αυτό προκάλεσε προβλήματα μέσα στην οικογένειά σας.»

«Δεν θα παρουσιαστεί κανένα πρόβλημα αν επιστρέψω ζωντανή στα παιδιά μου και στον Ταλμάρος,» είπε η Μαλθρίτ.

«Σου είπα να μην ανησυχείς, Μαλθρίτ,» παρενέβη ο Ραφέλνες. «Θα σκοτώσω όλη την αυλή αν επιχειρήσουν ν’απλώσουν χέρι επάνω σου.»

«Αν κάνετε μόνο αυτό που σας ζητάμε, Αρχόντισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ, «είναι απίθανο, νομίζω, να πάθετε κακό.»

Η Μαλθρίτ ένευσε με σμιγμένα χείλη. «Κι εγώ αυτό ελπίζω.»

«Φροντίστε να μιλήσετε στην Πριγκίπισσα μόνη,» τόνισε η Αλιζέτ. «Να μην είναι κανένας άλλος μπροστά – ούτε φρουρός ούτε υπηρέτης – γιατί ο καθένας μπορεί να αναφέρει στους πράκτορες της Παντοκράτειρας.»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Μαλθρίτ, νεύοντας πάλι, «κάπως έτσι το σκέφτομαι κι εγώ.» Ήταν φανερά αγχωμένη.

«Κι αφού μιλήσετε στην Πριγκίπισσα,» της είπε ο Τάμπριελ, «φύγετε αμέσως από το Πριγκιπάτο: επιστρέψτε στο Νέλερβικ.»

Η Μαλθρίτ ένευσε για τρίτη φορά, και είπε: «Δεν πηγαίνουμε τώρα σε κάποιο πιο φωτεινό μέρος, για να διανυκτερεύσουμε;»

«Τα φωτεινά μέρη δεν είναι σύμμαχοί μας,» της είπε η Αλιζέτ, «αλλά, ναι, δεν πρόκειται να μείνουμε εδώ. Η Τάσβεραλ, χωρίς να το ξέρει, μας περιμένει.»

65.

Καθώς το Μένος των Ποταμών άραζε σε μια από τις αποβάθρες της Τάσνερακ, ο Άτβος παρατηρούσε τους Παντοκρατορικούς πολεμιστές που ήταν συγκεντρωμένοι στο λιμάνι, μήπως δει τίποτα ύποπτες κινήσεις. Είχαν, όμως, τα όπλα τους κατεβασμένα κι έδιναν την εντύπωση ότι περίμεναν. Επίσης, ήταν πολλοί. Δεν ήταν απλά μερικοί άνθρωποι της φρουράς του λιμανιού: αυτοί ήταν οι πολεμιστές που είχαν έρθει με τα δύο σκάφη και, μάλλον, ακόμα δεν είχαν τακτοποιηθεί δωμάτια για όλους, γι’αυτό και περίμεναν.

Ο Άτβος αναρωτιόταν αν ήταν σταλμένοι από το Κάνρελ, το Πριγκιπάτο του, όπου τώρα διοικούσε ο προδότη Ρέτβελνος, ο κάποτε Στρατηγός του Κάνρελ, όταν ο Άτβος ήταν Πρίγκιπας εκεί. Η γροθιά του Προμάχου σφίχτηκε στη σκέψη αυτού του αποκρουστικού ανθρώπου που είχε στραφεί εναντίον του.

Τούτες οι σκέψεις, όμως, γρήγορα διαλύθηκαν καθώς είδε τους Παντοκρατορικούς πολεμιστές να παραμερίζουν για να βαδίσει προς το Μένος των Ποταμών ένας άντρας ντυμένος σαν αξιωματικός και περιτριγυρισμένος από έξι δικούς του πολεμιστές. Λοχαγός του Παντοκρατορικού Στρατού, παρατήρησε ο Άτβος. Ο αξιωματικός είχε δέρμα λευκό-ροζ και κοντά, καστανά μαλλιά. Από τη ζώνη του κρεμόταν ένα σπαθί σε θηκάρι διακοσμημένο με ασήμι.

Στάθηκε στην αποβάθρα και φώναξε: «Ποιος είναι ο Πλοίαρχος Άτβος;»

«Εγώ,» αποκρίθηκε ο Άτβος πλησιάζοντας την κουπαστή. Γύρω του, με τις άκριες των ματιών του, είδε τους πολεμιστές του πλοίου του να ετοιμάζουν τα όπλα τους, για την περίπτωση που ο λοχαγός είχε απάτη στο μυαλό του.

«Μιλήσαμε με τον πομπό,» είπε ο αξιωματικός. «Ονομάζομαι Βανθάρος Σάρνεχ. Λοχαγός Βανθάρος Σάρνεχ. Ποιες είναι οι προθέσεις σου, Πλοίαρχε;»

«Σου δήλωσα ήδη τις προθέσεις μου. Επιθυμώ να μιλήσω στον Παντοκρατορικό Επόπτη Καρλ Βέρινλωφ.»

«Για ποιο θέμα;»

«Για το Πριγκιπάτο Τάσβεραλ και τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται η Παντοκρατορική εξουσία εδώ, τώρα που τα πριγκιπάτα Χαύδοραλ και Νέλερβικ έχουν δηλώσει την ανεξαρτησία τους από τη Συμπαντική Παντοκρατορία.»

«Νομίζεις ότι αισθανόμαστε απειλημένοι από μερικούς στασιαστές;»

«Σε διαβεβαιώνω, Λοχαγέ, είμαστε κάτι περισσότερο από μερικοί στασιαστές. Αλλά καλύτερα ας αφήσουμε τον Επόπτη να το κρίνει αυτό. Θα τον ειδοποιήσεις;»

«Ασφαλώς και θα τον ειδοποιήσω. Θα φύγει μαντατοφόρος σε λίγο, παρότι νύχτα.»

«Σ’ευχαριστώ, Λοχαγέ. Φρόντισε ο μαντατοφόρος να τονίσει στον Επόπτη ότι πρόκειται για θέμα πολύ σημαντικό, κι αν αρνηθεί να μας μιλήσει τώρα, δεν θα λάβει άλλη προειδοποιήσει προτού… γίνει ό,τι γίνει.»

Ο Λοχαγός Σάρνεχ συνοφρυώθηκε. «Τι θα γίνει;»

«Αυτό είναι κάτι που θα συζητήσω με τον Επόπτη και μόνο.»

«Πολύ καλά· όπως επιθυμείς.»

«Ελπίζω πως έχω τον λόγο σου, Λοχαγέ, ότι δεν θα δεχτούμε επίθεση όσο βρισκόμαστε εδώ. Αλλιώς, θα πρέπει να ανταποδώσουμε ανάλογα…»

Το βλέμμα του Λοχαγού Σάρνεχ πήγε, προς στιγμή, στον καμβά που ακόμα κάλυπτε το ενεργειακό κανόνι (παρότι η Ιλρίνα’νορ κι ένας άλλος επαναστάτης ήταν μέσα). Το έχουν εντοπίσει, επομένως, σκέφτηκε ο Άτβος, με τα ανιχνευτικά τους συστήματα.

«Κανένας δεν πρόκειται να σας πειράξει,» υποσχέθηκε ο Παντοκρατορικός. «Όμως να έχετε υπόψη σας ότι θα υπάρχουν συνεχώς φρουροί σ’ετούτο το σημείο του λιμανιού, διότι η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι κάτι το αμοιβαίο ανάμεσά μας. Επίσης, πρέπει να σας ζητήσω να παραμείνετε όλοι στο σκάφος σας. Κανένας δεν επιτρέπεται να βγει στο λιμάνι.»

«Ούτε καν για ανεφοδιασμό; Μερικά τρόφιμα;»

«Αν θέλετε τρόφιμα, πείτε το στους φρουρούς και θα σας προμηθεύσουμε εμείς. Συμφωνούμε;»

«Συμφωνούμε, Λοχαγέ,» αποκρίθηκε ο Άτβος· και ο Βανθάρος Σάρνεχ έφυγε από την αποβάθρα μαζί με τους πολεμιστές του. Ο Πρόμαχος σύντομα τον έχασε απ’τα μάτια του μες στο νυχτερινό λιμάνι της Τάσνερακ.

66.

Ο μαντατοφόρος έφτασε στην πρωτεύουσα επάνω σε δίκυκλο, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, ακολουθώντας τη λιθόστρωτη δημοσιά που ένωνε την Τάσνερακ με την Τάσβεραλ. Ανέβηκε στο παλάτι της Πριγκίπισσας, που ήταν οικοδομημένο δίπλα στους καταρράκτες, επάνω στους βράχους των λόφων που περιτριγύριζαν την πόλη, και ζήτησε να δει τον Παντοκρατορικό Επόπτη επειγόντως.

Οι φρουροί ειδοποίησαν τον Καρλ Βέρινλωφ ότι ένας άντρας τον ζητούσε, έχοντας τα αναγνωριστικά αγγελιαφόρου επάνω του. Ο Επόπτης είπε να τον αφήσουν να περάσει, και τον υποδέχτηκε στο καθιστικό των διαμερισμάτων του, ντυμένος μ’έναν βυσσινή χιτώνα κι έχοντας στην πλάτη του την εστία που έκανε το δεξί μηχανικό χέρι του να λειτουργεί.

«Εξοχότατε,» είπε ο αγγελιαφόρος, χαιρετώντας τον Επόπτη στρατιωτικά. «Φέρνω μήνυμα από την Τάσνερακ, από τον Λοχαγό Βανθάρος Σάρνεχ.» Και έτεινε έναν κύλινδρο, κλειστό με σφραγίδα.

Ο Καρλ τον πήρε από το χέρι του. «Μπορείς να διανυκτερεύσεις στο παλάτι, αν δεν βιάζεσαι να φύγεις,» είπε.

Ο αγγελιαφόρος τον ευχαρίστησε κι αποχώρησε από τα διαμερίσματά του.

Ο Επόπτης έσπασε τη σφραγίδα με τον μηχανικό γάντζο του δεξιού του χεριού, ξετύλιξε το χαρτί, και το διάβασε στο φως της ενεργειακής λάμπας του δωματίου.

Από μια μισάνοιχτη πόρτα στο πλάι, βγήκε μια γυναίκα με γαλανό δέρμα και κόκκινα μαλλιά. «Καλά νέα ή κακά;» ρώτησε. Ονομαζόταν Κελδάρη, και ήταν από την Αλβέρια. Ο Καρλ την είχε παντρευτεί όταν διεξήγαγε έναν μικρό πόλεμο εκεί, προτού τραυματιστεί στην Απολλώνια.

«Καλά,» αποκρίθηκε ο Επόπτης του Τάσβεραλ, «και αμφιλεγόμενα. Πρέπει να φύγω με την αυγή.» Πήγε στο γραφείο του, άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο εκεί, και πρόσταξε να έχουν, με το ξημέρωμα, έτοιμο το όχημά του και μια μικρή συνοδία.

Η Κελδάρη στεκόταν στο κατώφλι και τον κοίταζε. «Πού θα πας;»

«Στην Τάσνερακ,» αποκρίθηκε εκείνος κλείνοντας τον δίαυλο. «Παρουσιάστηκε μια επείγουσα δουλειά εκεί.»

Και δεν της είπε τίποτα περισσότερο. Ποτέ δεν της έλεγε πολλά για τις δουλειές του.

67.

Όταν ο Άτβος βγήκε από τη γέφυρα του Μένους των Ποταμών, η Ιλρίνα κοιμόταν ακόμα, τυλιγμένη στην κουβέρτα του κρεβατιού τους. Ήταν αυγή, και της χρειαζόταν ξεκούραση. Είχε κουραστεί πολύ, χτες, δουλεύοντας στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους.

Ο Άτβος, φορώντας την κάπα του για να τον προφυλάσσει από την πρωινή ψύχρα της θάλασσας, βάδισε πάνω στο κατάστρωμα νιώθοντας το Μένος των Ποταμών να αναδεύεται ανήσυχα από κάτω του. Στην πλώρη και στην πρύμνη και στην κουπαστή, πολεμιστές του Νέλερβικ στέκονταν φρουροί, καθώς και επαναστάτες που ήταν από παλιά μαζί με τον Άτβος. Ορισμένοι απ’τους τελευταίους τον είδαν και ένευσαν προς το μέρος, λέγοντας «Πρόμαχε», ή «Καλημέρα, Πρόμαχε», ή «Όλα ήσυχα μέχρι στιγμής, Πρόμαχε».

Στο λιμάνι, κοντά στην αποβάθρα όπου ήταν αραγμένο το Μένος των Ποταμών, Παντοκρατορικοί πολεμιστές ήταν συγκεντρωμένοι. Καμια εικοσαριά τουλάχιστον, με βαλλίστρες μερικοί, και άλλοι με δόρατα κι ασπίδες. Ο Λοχαγός Σάρνεχ ήταν άνθρωπος του λόγου του, σκέφτηκε ο Άτβος. Μας έχει εδώ σαν να είμαστε φυλακισμένοι.

Ελπίζω να είναι άνθρωπος του λόγου του και σ’άλλα θέματα…

Ο Άτβος ανέβηκε στην πρύμνη και κοίταξε προς τη μεριά όπου χτες είχαν αράξει τα δύο Παντοκρατορικά σκάφη τα οποία είχαν φέρει στρατό. Δεν ήταν πια εκεί, παρατήρησε. Είχαν φύγει, πριν από το ξημέρωμα μάλλον. Ο Άτβος αναρωτήθηκε τι μπορεί, άραγε, να σήμαινε αυτό. Σκοπεύουν να επιστρέψουν από εκεί όπου ήρθαν – από το Κάνρελ, κατά πάσα πιθανότητα – για να φέρουν ακόμα περισσότερους πολεμιστές;

Αν σχεδίαζαν να ενισχύσουν το Τάσβεραλ ώστε μετά να το βάλουν να χτυπήσει το Χαύδοραλ και το Νέλερβικ, τότε η Επανάσταση έπρεπε γρήγορα να διώξει τους Παντοκρατορικούς από εδώ, αλλιώς θα ήταν αδύνατο ν’αποφύγουν τον πόλεμο. Τα πάντα θα εξαρτηθούν από την απόφαση της Πριγκίπισσας Λισρρέτα. Κι απ’ό,τι είχε ακούσει ο Άτβος γι’αυτήν, δεν της είχε καμία εμπιστοσύνη· δεν είχε το θάρρος να εναντιωθεί στους Παντοκρατορικούς. Παρότι ήταν περίπου στην ίδια ηλικία μ’εκείνον, δεν είχε τύχει ποτέ να τη γνωρίσει προσωπικά, ούτε ως Πρίγκιπας του Κάνρελ ούτε, φυσικά, ως Πρόμαχος της Επανάστασης· ωστόσο, από τις ενέργειές της και μόνο, του είχε δώσει την εντύπωση πως ήταν δειλή. Και, δυστυχώς, ο Άτβος δεν είχε κανέναν άνθρωπό του στο Πριγκιπάτο Τάσβεραλ που να μπορεί να την αντικαταστήσει. Δεν υπάρχει καμία Βασνίτα εδώ, φιλική προς την Επανάσταση και αγαπητή ανάμεσα στον λαό και στους αριστοκράτες.

Η περίπτωση του Τάσβεραλ ήταν δύσκολη και, με την άφιξη των επιπλέον Παντοκρατορικών δυνάμεων στο Πριγκιπάτο, προβλεπόταν να δυσκολέψει. Χτυπήσαμε τους Παντοκρατορικούς αιφνίδια στην αρχή· τώρα, ήρθε η ώρα να αντεπιτεθούν. Ξέρουν ότι πρέπει να πολεμήσουν έναν εχθρό που είναι ισχυρός.

Η Πριγκίπισσα Κισβέτα, του Νέλερβικ, ήταν αρχομανής, της άρεσε κατά βάθος η δύναμη που της έδινε η συνεργασία της με τους υποτακτικούς της Παντοκράτειρας. Έναν άνθρωπο σαν αυτήν τον εκθρονίζεις. Ο Πρίγκιπας Αλβάρος, του Χαύδοραλ, ήταν υποχείριο, ακολουθούσε εντολές χωρίς να καταλαβαίνει ποιο ακριβώς ήταν το καλό του Πριγκιπάτου του. Έναν άνθρωπο σαν αυτόν τον αφυπνίζεις. Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα, του Τάσβεραλ, ήταν φοβισμένη: φοβόταν πως ο σύζυγός της είχε δολοφονηθεί εξαιτίας της αντίστασης που έφερνε στους Παντοκρατορικούς, και φοβόταν πως κι οι τρεις γιοι της μπορεί να είχαν την ίδια μοίρα. Μ’έναν άνθρωπο σαν αυτήν τι κάνεις;

Μα τα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών, μακάρι ο Τάμπριελ να μπορέσει να λύσει τούτο τον γρίφο.

Ο Άτβος είδε, σε λίγο, τον Ζίρτελον να βγαίνει στο κατάστρωμα, και κατέβηκε από την πρύμνη για να τον συναντήσει.

«Πρόμαχε,» χαιρέτησε ο Ιεράρχης. Η ουλή στο αριστερό του μάγουλο φαινόταν σκοτεινή στο φως της αυγής.

«Πού βρίσκονται ο Τάμπριελ και οι άλλοι; Έχουν συναντήσει τον Ραφέλνες;»

«Ναι, αυτόν και την ξαδέλφη του. Έχουν πάει στα περίχωρα της Τάσβεραλ κι έχουν κλείσει δωμάτια σ’ένα πανδοχείο εκεί. ‘Ο Κόκκινος Λαγός’, το λένε.»

«Δηλαδή, είναι έξω από τα τείχη…»

Ο Ζίρτελον ένευσε. «Το θεώρησαν πιο ασφαλές.»

«Και είναι,» συμφώνησε ο Άτβος.

«Περιμένουν να μάθουν πότε θα εμφανιστεί ο Επόπτης εδώ, για να πάει η Μαλθρίτ να επισκεφτεί την Πριγκίπισσα.»

Εντάξει, σκέφτηκε ο Άτβος. Μέχρι στιγμής όλα πάνε καλά.

Και ούτε ο Επόπτης άργησε να έρθει. Βασικά, ήρθε γρηγορότερα απ’ό,τι ο Πρόμαχος περίμενε: δύο ώρες μετά την αυγή.

Ο Λοχαγός Σάρνεχ παρουσιάστηκε στο λιμάνι μαζί με μερικούς πολεμιστές του και φώναξε στον Άτβος ότι ο Παντοκρατορικός Επόπτης Καρλ Βέρινλωφ βρισκόταν στην πόλη και ήταν πρόθυμος να μιλήσει μαζί του.

«Σε περιμένει στο Φρουραρχείο, Πλοίαρχε.»

Ο Άτβος δεν είχε καμια πρόθεση να πάει μαζί με τους Παντοκρατορικούς. Άλλωστε, δεν τους είχε κρύψει ποιος ήταν, και ήταν βέβαιος ότι θα ήθελαν πολύ να αιχμαλωτίσουν έναν Πρόμαχο της Επανάστασης, αν μπορούσαν να το κάνουν χωρίς οι ίδιοι να έχουν κανένα μεγάλο κόστος. «Όπως είπες χτες βράδυ, Λοχαγέ, η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι κάτι το αμοιβαίο ανάμεσά μας. Αν ο Επόπτης επιθυμεί να μιλήσει, ας έρθει εδώ.»

«Ο Επόπτης αποκλείεται να ανεβεί στο σκάφος σου, Πλοίαρχε.» (Ποτέ δεν τον είχε πει Πρόμαχε, είχε παρατηρήσει ο Άτβος.)

«Δεν χρειάζεται να ανεβεί. Ας έρθει στην αποβάθρα.»

«Γίνονται τέτοιες συζητήσεις επάνω σε αποβάθρα;»

«Αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος…»

Ο Λοχαγός Σάρνεχ έμεινε σιωπηλός για λίγο. Ύστερα είπε: «Θα μιλήσω στον Επόπτη,» και αποχώρησε μαζί με τους πολεμιστές του.

«Αν αρνηθεί να έρθει;» ρώτησε ο Ζίρτελον, που στεκόταν πλάι στον Άτβος.

«Δεν το θεωρώ πιθανό,» αποκρίθηκε ο Πρόμαχος.

Όταν ο Καρλ Βέρινλωφ ξεπρόβαλε μέσα απ’το λιμάνι της Τάσνερακ, ο Άτβος δεν μπορούσε να μην τον αναγνωρίσει αμέσως. Όχι επειδή Παντοκρατορικοί πολεμιστές με πανοπλίες, κράνη, σπαθιά, ασπίδες, και λευκούς χιτώνες και μανδύες τον περιστοίχιζαν· ούτε επειδή ήταν ντυμένος με λευκή στολή που είχε τα αναγνωριστικά του Επόπτη επάνω της αν την παρατηρούσες· αλλά επειδή από το δεξί του μανίκι έβγαινε ένας μηχανικός γάντζος, και δερμάτινα λουριά έμοιαζαν να συγκρατούν κάτι στην πλάτη του – την εστία, πιθανώς, με την οποία λειτουργούσε ο γάντζος.

Το δέρμα του Καρλ Βέρινλωφ ήταν κατάμαυρο και τα μαλλιά του πράσινα. Το πρόσωπό του ήταν αξύριστο τουλάχιστον δύο ημέρες. Τα μάτια του θύμιζαν πέτρες· το στόμα του θύμιζε οριζόντια μαχαιριά κάτω απ’τη μικρή μύτη του. Και από τη δεξιά μεριά κούτσαινε.

Ο Παντοκρατορικός Επόπτης του Τάσβεραλ στάθηκε στην αρχή της αποβάθρας όπου ήταν αραγμένο το Μένος των Ποταμών. «Ποιος είναι ο αποστάτης Άτβος Μέλνεριχ;» φώναξε.

Ο Άτβος πλησίασε τη ράμπα που συνέδεε το κατάστρωμα με την αποβάθρα, κάνοντας αρνητικό νόημα στον Ζίρτελον και σε άλλους που πήγαν να τον ακολουθήσουν: Μείνετε πίσω. Η Ιλρίνα’νορ (έχοντας ξυπνήσει πλέον) βρισκόταν ήδη μέσα στο ενεργειακό κανόνι, κι ένας από τους επαναστάτες, τους παλιούς συντρόφους του Άτβος, ο Νίλφες, ήταν καθισμένος ως χειριστής του κανονιού. Το όπλο, φυσικά, εξακολουθούσε να είναι σκεπασμένο με καμβάδες.

Ο Πρόμαχος κατέβηκε στην αποβάθρα, μόνος. «Εγώ είμαι ο Άτβος Μέλνεριχ, δικαιωματικός Πρίγκιπας του Κάνρελ.»

«Ο Πρίγκιπας του Κάνρελ είναι νεκρός,» αποκρίθηκε ο Καρλ Βέρινλωφ, που σίγουρα ήξερε πως αυτή δεν ήταν παρά μια ψευδή φήμη, εσκεμμένα εξαπλωμένη από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας. «Πρέπει να είσαι κάποιος απατεώνας που υποδύεται τον νεκρό Πρίγκιπα που πρόδωσε την Παντοκράτειρα.» Ο μηχανικός γάντζος του Επόπτη ανοιγόκλεισε, χωρίς το χέρι να υψωθεί – νευρικά, ή για εκφοβισμό;

Όπως και νάχε, ο Άτβος δεν αισθανόταν φοβισμένος – όχι από κάτι όρνια σαν αυτόν τον Επόπτη, που τρέφονταν από τον φόβο των άλλων. «Μπορείς να πιστεύεις ό,τι θέλεις,» του είπε. «Μαζί μου, όμως, θα πρέπει να μιλήσεις, αν είσαι πρόθυμος ν’ακούσεις τι έχω να πω.» Έκανε μερικά βήματα μπροστά και μετά σταμάτησε, μένοντας στη θέση του. Περιμένοντας.

Ο Καρλ έγνεψε στους πολεμιστές του να μην έρθουν μαζί του, και ζύγωσε τον Άτβος με σταθερά βήματα και εχθρικό βλέμμα. Το σπαθί του ήταν θηκαρωμένο στη ζώνη του, και το αριστερό του χέρι δεν ήταν ποτέ μακριά από τη λαβή.

«Μου είπαν ότι ήρθες ξεστομίζοντας απειλές… Πρόμαχε.»

«Δεν απείλησα κανέναν,» αποκρίθηκε ο Άτβος.

«Αν δεν ερχόμουν, είπες ότι κάτι κακό (και αδιευκρίνιστο) θα συνέβαινε.»

«Το Νέλερβικ και το Χαύδοραλ είναι με το μέρος της Επανάστασης: ναι, κάτι κακό θα συμβεί για εσάς αν δεν φανείτε πρόθυμοι να διαπραγματευτείτε.»

Τα φρύδια του Καρλ έσμιξαν. «Να διαπραγματευτούμε; Δεν διαπραγματευόμαστε με αποστάτες!»

«Αναμφίβολα θα έμαθες πόσο γρήγορα το Νέλερβικ και το Χαύδοραλ έδιωξαν τους δυνάστες τους,» του είπε ο Άτβος. «Οι δυνάμεις της Επανάστασης είναι μεγάλες εδώ–»

«Ή πιάσατε τους άλλους Επόπτες απροετοίμαστους. Σε διαβεβαιώνω, όμως, πως το ίδιο δεν θα συμβεί και στο Τάσβεραλ. Αν δεν πιστεύεις εμένα, θα μπορούσες να ρωτήσεις τους προηγούμενους στασιαστές της περιοχής… μόνο που δεν είναι πια ζωντανοί.»

«Αναφέρεσαι στον Θεριστή των Οστών; Αυτός ζει και σκοτώνει Παντοκρατορικούς τυράννους, απ’ό,τι έχω ακούσει.»

«Ένας μύθος δεν μπορεί να σκοτώσει κανέναν.»

«Μύθος;» είπε ο Άτβος, που ήξερε πολύ καλά ότι ο Ρηθμάλος ήταν πραγματικός.

«Ήρθες για να μιλήσουμε για ένα στοιχειό των δασών;» γρύλισε ο Καρλ.

«Σου είπα: είμαι εδώ για να διαπραγματευτούμε.»

«Τι είδους… διαπραγματεύσεις έχεις κατά νου;»

«Ζητάμε να εγκαταλείψουν οι Παντοκρατορικές δυνάμεις, άμεσα και χωρίς φασαρίες, το Τάσβεραλ, αφήνοντάς το στη διοίκηση της Πριγκίπισσας Λισρρέτα.»

«Έχεις τρομερό θράσος, Πρόμαχε,» είπε ο Καρλ Βέρινλωφ, μοιάζοντας να εκτοξεύει θανατηφόρα βέλη από τα μάτια του καταπάνω στον Άτβος. «Ποτέ δεν ανταποκρίθηκα στις απαιτήσεις παρανόμων και αποστατών, και δεν σκοπεύω ν’αρχίσω τώρα. Θα σε κρεμάσω για το θράσος σου· αυτό σ’το υπόσχομαι.»

«Μην εξάπτεσαι, Επόπτη,» του είπε ο Άτβος, ψύχραιμα. «Σκέψου πού βρίσκεσαι. Σε μια γωνία, με δύο εχθρούς στα σύνορά σου. Σου δίνουμε μια ευκαιρία – την τελευταία ευκαιρία, πολύ πιθανόν – να υποχωρήσεις χωρίς κανένας να πάθει κακό. Κι όπως θα καταλαβαίνεις, ενδιαφέρομαι περισσότερο για τον λαό του Τάσβεραλ. Ευχαρίστως θα καρατομούσα εσένα και τα σκυλιά που σε ακολουθούν.»

Ο γάντζος του Καρλ έκανε κλικ-κλακ καθώς ανοιγόκλεινε, και μετά, απρόσμενα, υψώθηκε πηγαίνοντας προς τον λαιμό του Προμάχου. Ο Άτβος άρπαξε τον μεταλλικό πήχη του Επόπτη ενώ συγχρόνως έκανε πίσω, αποφεύγοντας τη μέγκενη.

Πάραυτα, στο κατάστρωμα του Μένους των Ποταμών, ξίφη βγήκαν από θηκάρια, τόξα τεντώθηκαν. Και, καθώς ο Άτβος και ο Καρλ άρχιζαν να παλεύουν επάνω στην αποβάθρα, οι Παντοκρατορικοί πολεμιστές τράβηξαν επίσης τα όπλα τους και βάδισαν προς τον Πρόμαχο και τον Επόπτη, βιαστικά. Δύο από τους παλιούς επαναστάτες του Άτβος τούς έριξαν με τόξα: το ένα βέλος καρφώθηκε σ’έναν ώμο, το άλλο σε μια ασπίδα. Οι υπόλοιποι επαναστάτες και πολεμιστές του Νέλερβικ που βρίσκονταν κοντά στην κουπαστή πήδησαν από το κατάστρωμα στην προβλήτα, κραυγάζοντας και σείοντας τα όπλα τους.

Ο Άτβος έβαλε τρικλοποδιά στον Καρλ και σπρώχνοντάς τον τον πέταξε στο νερό, ενώ φώναζε: «Όχι! Όχι μην επιτεθείτε!» Ούτε και οι Παντοκρατορικοί έμοιαζαν τόσο πρόθυμοι να εμπλακούν σε μάχη επάνω στην αποβάθρα, έτσι η σύγκρουση αποφεύχθηκε παρά τρίχα, ενώ είχαν όλοι τα όπλα τους υψωμένα και ήταν έτοιμοι να χιμήσουν ο ένας στον άλλο, μην απέχοντας παραπάνω από ένα μέτρο απόσταση.

«Φεύγουμε!» φώναξε ο Άτβος. «Στο πλοίο, όλοι! Φεύγουμε!» τρέχοντας επάνω στη ράμπα και στο κατάστρωμα. Όσοι είχαν πηδήσει από το Μένος τον ακολούθησαν, ενώ κάποιοι από τους Παντοκρατορικούς πολεμιστές πετούσαν γρήγορα τα όπλα τους και έβγαζαν τις πανοπλίες τους για να βουτήξουν στο νερό και να βοηθήσουν τον Επόπτη, ο οποίος, με το βαρύ μηχανικό χέρι του, βούλιαζε σαν κοτρόνα, ουρλιάζοντας ακατανόητα πράγματα και χυδαίες βρισιές.

Το πλήρωμα του Μένους των Ποταμών είχε ήδη αρχίσει να σηκώνει την άγκυρα και να κόβει, με γρήγορες, δυνατές σπαθιές, τους κάβους που έδεναν το πλοίο στις δέστρες της αποβάθρας. Τα πανιά άνοιγαν, φουσκώνοντας στον πρωινό αέρα· οι λαμνοκόποι έπιαναν τα κουπιά.

Το Μένος των Ποταμών απέπλευσε βιαστικά από το λιμάνι της Τάσνερακ ενώ οι Παντοκρατορικοί έβγαζαν τον Καρλ Βέρινλωφ από το νερό.

«Τι του είπες κι αντέδρασε έτσι;» ρώτησε ο Ζίρτελον τον Άτβος, γιατί εκεί που στέκονταν ο Πρόμαχος κι ο Επόπτης δεν ακουγόταν τι έλεγαν. «Ότι η μάνα του ήταν πουτάνα;»

Ο Άτβος γέλασε. «Κολοσσοί! Η μάνα του δεν ξέρω αν ήταν πουτάνα, αλλά αυτός πρέπει νάναι απ’τα χειρότερα καθίκια που έχω γνωρίσει – και δεν έχω γνωρίσει λίγα στη ζωή μου.» Στο μυαλό του ήρθε πρώτος και καλύτερος ο Ρέτβελνος, ο νυν Πρίγκιπας του Κάνρελ.

«Πρόμαχε!» φώναξε μια επαναστάτρια, η Κισβέτα, δείχνοντας προς το λιμάνι της Τάσνερακ.

«Τους βλέπω,» αποκρίθηκε ο Άτβος. Τρία πλοία, με Παντοκρατορικές σημαίες και γιγάντιες βαλλίστρες, έβγαιναν απ’το λιμάνι αρχίζοντας να τους καταδιώκουν. «Οπλίστε τις βαλλίστρες μας!» φώναξε στο πλήρωμα ο Πρόμαχος της Επανάστασης, βαδίζοντας επάνω στο κατάστρωμα. Οι καμβάδες που τις έκρυβαν έφυγαν αμέσως. «Ενεργειακό κανόνι! Πυρ κατά βούληση!»

Το κανόνι στράφηκε, ενώ δύο πολεμιστές του Νέλερβικ τραβούσαν τους καμβάδες από πάνω του. Η κάννη του έδειξε τα Παντοκρατορικά σκάφη. Μια παχιά δέσμη ενέργειας βλήθηκε, αστράφτοντας και γρυλίζοντας. Το κεντρικό κατάρτι του ενός σκάφους γκρεμίστηκε. Το πλήρωμα του Άτβος ζητωκραύγασε, κραδαίνοντας τα όπλα τους στον αέρα. Νέλερβικ! φώναζαν. Νέλερβικ! και: Είμαστε παιδιά των Κολοσσών! και: Θάνατος στα σκυλιά της Παντοκράτειρας!

Το ενεργειακό κανόνι έβαλε ξανά: ακόμα μια ολόλαμπρη δέσμη εξαπολύθηκε από την κάννη του, διανύοντας στη στιγμή την απόσταση ανάμεσα στο Μένος των Ποταμών και στους διώκτες του και τρυπώντας το σκαρί ενός Παντοκρατορικού σκάφους (όχι αυτού που είχε χάσει το κεντρικό κατάρτι του) απ’τη μια άκρη ώς την άλλη. Το τρίτο καράβι άρχισε να γυρίζει, για να επιστρέψει στο λιμάνι.

«Παύσατε πυρ!» φώναξε ο Άτβος. «Όχι άλλες ριπές!» προσπαθώντας ν’ακουστεί πάνω από τις ενθουσιώδεις κραυγές του πληρώματός του.

Ο Νίλφες, ο χειριστής του κανονιού, σηκώθηκε απ’τη θέση του. «Τους αφήνουμε, Πρόμαχε;»

«Ναι· φεύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε. –Ιλρίνα!»

Η μάγισσα βγήκε από τη θέση της πίσω από τον χειριστή του κανονιού. «Να πάω στο κέντρο;»

«Ναι.»

Η Ιλρίνα’νορ έτρεξε, περνώντας ανάμεσα από το ενθουσιασμένο πλήρωμα και κατεβαίνοντας μέσα σε μια καταπακτή.

Μετά από λίγο οι μηχανές είχαν ενεργοποιηθεί και το Μένος των Ποταμών έσχιζε τα νερά της Κυρτής Θάλασσας κατευθυνόμενο δυτικά.

«Με τον Τάμπριελ και τους δικούς του τι γίνεται;» ρώτησε ο Άτβος τον Ζίρτελον. «Το ξέρουν ότι ο Επόπτης έφυγε από το παλάτι, έτσι;»

«Φυσικά, Πρόμαχε.»

68.

Η Μαλθρίτ δεν πήγε μόνη της να επισκεφτεί την Πριγκίπισσα Λισρρέτα. Μαζί της πήρε τον Ραφέλνες, καθώς οδηγούσε το τρίκυκλο όχημά της προς τη βόρεια πύλη της Τάσβεραλ. Οι φρουροί που στέκονταν εκεί πρέπει να είδαν ότι αυτός που τη συνόδευε ήταν Ιερός Μαχητής των Οστών, έτσι της έκαναν νόημα να σταματήσει. Ο Ραφέλνες δεν είχε φορέσει την κουκούλα της κάπας του, μη θέλοντας να δίνει την εντύπωση ότι είχε κάτι να κρύψει. Καλύτερα να πλησίαζαν τη Λισρρέτα με τρόπο απλό και φιλικό, όχι ύποπτο. Επιπλέον, η Αλιζέτ – αυτή η θανατηφόρα γυναίκα που είχε το ίδιο όνομα με την πολυαγαπημένη νεκρή σύζυγό του – είχε πει, προτού φύγουν από τον Κόκκινο Λαγό, ότι ο καλύτερος τρόπος για να κρυφτείς ήταν να μην κρυφτείς καθόλου, εκτός αν ήσουν καταζητούμενος και οι φρουροί ήξεραν τη φάτσα σου. Ο Ραφέλνες δεν αμφέβαλλε γι’αυτή τη σοφία· σίγουρα, η Σκοτεινή Βασίλισσα, όπως την αποκαλούσαν (παρωνύμιο, δίχως αμφιβολία), ήξερε από τέτοια θέματα.

Το τρίκυκλο της Μαλθρίτ δεν είχε γυάλινο σκέπαστρο· είχε μόνο κάτι κρίκους στο πλάι ώστε να μπορεί να προσαρτηθεί υφασμάτινο υπόστεγο για περίπτωση βροχής ή χιονιού. Στην πίσω μεριά, διέθετε δύο μεγάλους τροχούς και δύο καθίσματα (στο ένα από τα οποία καθόταν ο Ραφέλνες)· στη μπροστινή μεριά, είχε έναν μικρότερο τροχό και μία μόνο θέση: αυτή του οδηγού: όπου καθόταν η Μαλθρίτ καθώς σταμάτησε το όχημα για να μιλήσει στους φρουρούς.

«Καλημέρα σας,» χαιρέτησε ευγενικά.

«Καλημέρα, κυρία. Θα μπορούσαμε να μάθουμε ποια είστε και ποια είναι η δουλειά σας εδώ;» Ήταν μόλις και μετά βίας ερώτηση· διαταγή περισσότερο.

«Ονομάζομαι Μαλθρίτ Μόντενραχ. Είμαι συγγενής της Πριγκίπισσας, αδελφή του νεκρού συζύγου της. Μαζί μου είναι ο Άρχοντας Ραφέλνες Βάθμακ, εξάδελφός μου και Ιερός Μαχητής των Οστών. Ερχόμαστε να μιλήσουμε στην Πριγκίπισσα.»

Ένας Παντοκρατορικός λοχίας ρώτησε: «Έχετε έγγραφα;»

«Φυσικά. Είναι απαραίτητο να τα δείτε;»

«Αν έχετε την καλοσύνη, Αρχόντισσά μου.» Ακόμα μια διαταγή.

Η Μαλθρίτ έβγαλε μια τυλιγμένη περγαμηνή που είχε επάνω γραμμένο το όνομά της, καθώς και τη σφραγίδα του Οίκου της αποτυπωμένη σε κόκκινο κερί. Ο Ραφέλνες αμφέβαλλε αν οι φρουροί ήξεραν τη σφραγίδα των Μόντενραχ. Κατά πάσα πιθανότητα δεν την ήξεραν, αλλά ήθελαν να επιμένουν σ’αυτούς τους ηλίθιους ελέγχους.

Ο λοχίας κοίταξε το έγγραφο με σοβαρό ύφος, και μετά το επέστρεψε στη Μαλθρίτ. «Μπορείτε να περάσετε, Αρχόντισσά μου. Καλή σας ημέρα. Γνωρίζετε τον δρόμο για το παλάτι;»

«Βεβαίως.»

Ο λοχίας έκανε νόημα στους φρουρούς να παραμερίσουν. «Κουνηθείτε, βόδια! Τι στέκεστε έτσι;»

Η Μαλθρίτ έβαλε το τρίκυκλό της στους δρόμους της Τάσβεραλ, και ο Ραφέλνες, που δεν ξανάχε έρθει εδώ, κοίταζε τα οικοδομήματα γύρω του. Η αρχιτεκτονική ήταν αρκετά διαφορετική από αυτή του Νέλερβικ, όφειλε να παρατηρήσει. Οι γωνίες ήταν πιο στρογγυλεμένες, νόμιζε, και οι πόρτες είχαν μεγαλύτερους χαλκάδες. Τα οικήματα, επίσης, ήταν ψηλότερα. Ο Ραφέλνες δεν είχε δει ποτέ πενταώροφα οικήματα στη Νέλερβικ. Κοιτάζουν τον κόσμο από ψηλά εδώ πέρα…

Η Μαλθρίτ, στρίβοντας μέσα στις κεντρικές λεωφόρους, περνώντας – χωρίς δισταγμό, πρόσεξε ο Ραφέλνες – από τη μία στην άλλη, έβαλε τελικά το τρίκυκλο όχημά της σ’έναν ανηφορικό δρόμο που σκαρφάλωνε πάνω στους λόφους ανατολικά της πόλης. Παραδίπλα φαίνονταν καταρράκτες να πέφτουν και να σχηματίζουν μια λίμνη. Ούτε η λίμνη ήταν τόσο μεγάλη, ούτε οι καταρράκτες.

Ο δρόμος ήταν λιγάκι απότομος, και λιγάκι επικίνδυνος, κι έκανε ένα σωρό ζικ-ζακ, καθώς οδηγούσε σε μια πλατιά ράχη των λόφων όπου ήταν οικοδομημένο το πριγκιπικό παλάτι, δίπλα στους καταρράκτες οι οποίοι έμοιαζαν να βγαίνουν μέσα από τους γιγάντιους βράχους· δεν υπήρχε κανένα φανερό ποτάμι που να φτάνει ώς εδώ. Για τον Ραφέλνες, που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στο Νέλερβικ, το οποίο καταλάμβανε όλη την Κοιλάδα των Ποταμών, οι τόποι του Πριγκιπάτου Τάσβεραλ φάνταζαν ξεροί.

Στην πύλη του κήπου του παλατιού, οι φρουροί της Πριγκίπισσας τούς σταμάτησαν απαιτώντας να μάθουν ποιοι ήταν· κι όταν η Μαλθρίτ τούς έδειξε το έγγραφο με το όνομά της και τη σφραγίδα των Μόντενραχ, ο Ραφέλνες νόμιζε ότι αναγνώρισαν το έμβλημα του Οίκου που τον είχε γεννήσει, δεν προσποιούνταν απλώς. Οι φρουροί του παλατιού της Πριγκίπισσας έπρεπε, λογικά, να έχουν μια κάποια γνώση εραλδικής. Επέτρεψαν στη Μαλθρίτ να περάσει, κι εκείνη οδήγησε το όχημά της στον χώρο στάθμευσης του κήπου. Ένας υπηρέτης που ήταν εκεί ρώτησε αν θα επιθυμούσαν κάτι η κυρία και ο κύριος, καθώς ο Ραφέλνες και η ξαδέλφη του έβγαιναν από το όχημα.

«Θέλω να μιλήσω με την Πριγκίπισσα, το συντομότερο δυνατό. Πρόκειται για ένα θέμα που την αφορά άμεσα,» αποκρίθηκε η Μαλθρίτ, και του είπε το όνομά της, μην παραλείποντας να προσθέσει ότι ήταν αδελφή του συζύγου της Πριγκίπισσας.

Ο υπηρέτης μίλησε σε κάποιον άλλο μέσω διαύλου, και σε λίγο μια υπηρέτρια ήρθε παρακαλώντας την Αρχόντισσα και τον Άρχοντα να την ακολουθήσουν. Η Μαλθρίτ και ο Ραφέλνες την ακολούθησαν, κι εκείνη τούς οδήγησε, μέσα από διαδρόμους που ήταν στολισμένοι με περίτεχνες ταπετσαρίες από τη μια άκρη ώς την άλλη, σε μια αίθουσα πριν από την Αίθουσα του Θρόνου του Τάσβεραλ. «Παρακαλώ, περιμένετε μια στιγμή,» είπε, και μπήκε μόνη στην Αίθουσα του Θρόνου.

Ο Ραφέλνες είδε ότι στον θάλαμο όπου στέκονταν εκείνος και η Μαλθρίτ ήταν τρεις φρουροί – δύο πολεμιστές της Πριγκίπισσας και μία πολεμίστρια της Παντοκράτειρας. Πήρε το βλέμμα του απ’αυτούς και το έστρεψε σ’ένα άγαλμα στη γωνία, παρατηρώντας το με απάθεια. Τι άκομψο έργο τέχνης… Ένας άνθρωπος που αντί για κεφάλι είχε έναν δίστομο πέλεκυ. Σ’ορισμένες διαστάσεις αυτό το είδος τέχνης ήταν αρκετά εξαπλωμένο, είχε ακούσει ο Ραφέλνες, αλλά τώρα δεν θυμόταν πώς ακριβώς το έλεγαν. Ο κόσμος έχει τρελαθεί…

Η υπηρέτρια επέστρεψε και τους ζήτησε να περάσουν.

Η Μαλθρίτ μπήκε πρώτη, ακολουθούμενη από τον Ραφέλνες. Η Αίθουσα του Θρόνου ήταν μεγαλύτερη από αυτή στο κάστρο της Νέλερβικ και γεμάτη κατάλευκους κίονες επάνω στους οποίους κρέμονταν ενεργειακές λάμπες, σβηστές τώρα. Μεγάλα, οριζόντια τζαμένια παράθυρα υπήρχαν στους τοίχους, αφήνοντας το φως του πρωινού να μπαίνει άπλετο. Παντοκρατορικοί πολεμιστές καθώς και πολεμιστές του Πριγκιπάτου στέκονταν φρουροί σε διάφορες μεριές, κρατώντας τα σπαθιά τους ανάστροφα, ακίνητοι και παρατηρητικοί. Στο βάθος της αίθουσας ήταν ο Θρόνος του Τάσβεραλ: ένα κάθισμα σκεπασμένο με υφάσματα, επάνω σ’ένα μαρμάρινο βάθρο με τρία μεγάλα σκαλοπάτια.

Μια γυναίκα καθόταν τώρα εκεί, γαλανόδερμη και ξανθιά. Τα μαλλιά της χύνονταν αστραφτερά, σπαστά, και καλοχτενισμένα στους ώμους της, αλλά το πρόσωπό της ήταν πολύ σπασμένο για την ηλικία της. Ο Ραφέλνες είχε ακούσει πως η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ ήταν γύρω στα σαράντα-πέντε. Τα ρούχα της ήταν, αναμενόμενα, πλούσια, αλλά κοσμήματα δεν φορούσε πολλά, ούτε η όψη της ήταν φτιασιδωμένη με βαφές.

Στα σκαλοπάτια του θρόνου, στο πλάι, καθόταν ένα αγόρι που πρέπει να ήταν γύρω στα δεκατέσσερα. Είχε γαλανό δέρμα και ξανθά μαλλιά. Γιος της, αναμφίβολα.

Σ’ένα τραπέζι, παραδίπλα, κάθονταν δύο άντρες και μία γυναίκα. Σύμβουλοι, σκέφτηκε ο Ραφέλνες, κοιτάζοντάς τους φευγαλέα μονάχα, με τις άκριες των ματιών του. Ο καθένας τους θα μπορούσε νάναι πράκτορας της Παντοκράτειρας…

«Πριγκίπισσά μου,» χαιρέτησε η Μαλθρίτ, κάνοντας μια επίσημη υπόκλιση. Ο Ραφέλνες υποκλίθηκε επίσης, σιωπηλά.

Η Λισρρέτα συνοφρυώθηκε ατενίζοντάς τους. «Μαλθρίτ…» είπε. «Πόσα χρόνια έχω να σε δω;» Κατέβηκε από τον θρόνο της, πλησιάζοντας τον Ραφέλνες και την ξαδέλφη του· μάλλον, είχε καθίσει εκεί εξαρχής για λόγους τυπικότητας.

«Από την κηδεία του αδελφού μου, δυστυχώς,» είπε η Μαλθρίτ.

Η Λισρρέτα ένευσε θλιμμένα. «Ναι, πρέπει νάχεις δίκιο…»

Ο Ραφέλνες μπορούσε να καταλάβει τη θλίψη της Πριγκίπισσας. Αλιζέτ… Αλιζέτ μου…

Η Μαλθρίτ καθάρισε τον λαιμό της. «Από εδώ ο Ραφέλνες,» είπε, «ξάδελφός μου και Ιερός Μαχητής των Οστών. Είναι ο μόνος φρουρός που χρειάζομαι.»

«Ασφαλώς,» είπε η Λισρρέτα. Και προς τον Ραφέλνες: «Καλωσορίσατε, Άρχοντά μου.»

«Τιμή μου που βρίσκομαι στο παλάτι σας, Υψηλοτάτη.» Ο Ραφέλνες έκανε ξανά μια σύντομη υπόκλιση.

Η Λισρρέτα στράφηκε στη Μαλθρίτ. «Έχουν φτάσει στ’αφτιά μας κάτι φρικτά πράγματα για το Νέλερβικ. Λένε ότι έγινε ανατροπή, ότι η Βασνίτα Κάλνεραχ σφετερίστηκε την εξουσία, και ότι είναι σύμμαχος αποστατών και παρανόμων.»

Η φήμη μας προηγείται, σκέφτηκε ο Ραφέλνες. Όλο καλά λόγια.

Η Μαλθρίτ καθάρισε πάλι τον λαιμό της (νευρικό, σίγουρα). «Πολλά έχουν συμβεί, ναι,» αποκρίθηκε. «Αλλά εγώ είμαι εδώ για ένα θέμα κληρονομιάς που προέκυψε, Πριγκίπισσα μου.»

Η Λισρρέτα συνοφρυώθηκε. «Θέμα κληρονομιάς;»

«Ναι. Σχετικά με τον αδελφό μου και σύζυγό σου, τον Ρέτβελνος…»

«Και προέκυψε τώρα αυτό το θέμα; Έχει περάσει τόσος καιρός από τον θάνατό του…» Έμοιαζε παραξενεμένη η Πριγκίπισσα.

«Ξέρεις πώς είναι κάτι τέτοια…» Η Μαλθρίτ καθάρισε τον λαιμό της. «Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε, καλύτερα, εμπιστευτικά; Οι δυο μας, εννοώ. Το θέμα αφορά μονάχα εσένα, Πριγκίπισσά μου. Εσύ κι εγώ. Ούτε καν ο Ραφέλνες.»

Η Λισρρέτα συνοφρυώθηκε. «Είναι τόσο… τόσο κρυφό;»

«Απλά καλύτερα να μην το ακούσει ο καθένας.»

«Ο Ραφέλνες δεν ξέρει;»

«Πολύ γενικά πράγματα, μόνο, Υψηλοτάτη,» είπε ο Ιερός Μαχητής των Οστών. «Πρόκειται για κάτι που αφορά τους άμεσους συγγενείς του Ρέτβελνος, και δε θα ήθελα να παρέμβω.»

Η Λισρρέτα ένευσε. «Εντάξει. Έλα μαζί μου, Μαλθρίτ.»

Καθώς οι δύο γυναίκες απομακρύνονταν, ένας από τους άντρες στο τραπέζι ρώτησε: «Θα μπορούσαμε κάπως να εξυπηρετήσουμε, Πριγκίπισσά μου;»

«Πείτε στους υπηρέτες να προσφέρουν στον Άρχοντα Ραφέλνες ό,τι επιθυμεί,» αποκρίθηκε η Λισρρέτα· κι ύστερα, εκείνη και η Μαλθρίτ έφυγαν από μια πλευρική πόρτα της αίθουσας.

69.

Η Λισρρέτα έκλεισε την πόρτα του μικρού δωματίου, και οι δυο τους κάθισαν σ’έναν καναπέ με βραχίονες και πλάτη λαξεμένα σαν πλεγμένα άνθη – η μία στη μία άκρη του καναπέ, η άλλη στην άλλη. Η Λισρρέτα σταύρωσε τα πόδια της στο γόνατο κάτω απ’το φαρδύ φόρεμά της κι ακούμπησε το δεξί της χέρι στην πλάτη του καναπέ ενώ το αριστερό στον μηρό της. Η Μαλθρίτ σταύρωσε τα πόδια της στον αστράγαλο και έπλεξε τα δάχτυλα των χεριών επάνω στην κοιλιά της. Τα χείλη της ήταν σφιγμένα.

Καθάρισε τον λαιμό της. «Πριγκίπισσά μου, πες μου αλήθεια: υπάρχει περίπτωση κανείς να μας ακούει εδώ πέρα;»

«Δε νομίζω, Μαλθρίτ. Αλλά ηρέμησε· γιατί είσαι τόσο αναστατωμένη; Είναι κάτι κακό;» Και η έκφραση του σπασμένου της προσώπου έλεγε: Αποκλείεται να είναι χειρότερο από τον θάνατο του Ρέτβελνος. Αποκλείεται.

«Άκουσέ με – και με συγχωρείς κιόλας, Πριγκίπισσά μου, αλλά δεν είμαι εδώ για καμια κληρονομιά. Δεν υπάρχει θέμα κληρονομιάς. Έπρεπε, όμως, οπωσδήποτε να σου μιλήσω εμπιστευτικά, χωρίς κανένας άλλος να ξέρει γιατί. Θα με ακούσεις;»

«Φυσικά, Μαλθρίτ. Πες μου.» Η Λισρρέτα ήταν συνοφρυωμένη και σαστισμένη.

«Αυτά που έχεις μάθει για το Νέλερβικ είναι, ασφαλώς, αλήθεια. Η Βασνίτα είναι Πριγκίπισσά μας τώρα, και είμαστε με την Επανάσταση. Και εμείς και το Πριγκιπάτο Χαύδοραλ–»

Η Λισρρέτα ένευσε. «Ναι, το ξέρω κι αυτό. Είσαι εδώ επειδή θέλεις την προστασία μου, Μαλθρίτ; Την προστασία μου από τη Βασνίτα;»

«Όχι, δεν είναι αυτό.» Καθάρισε τον λαιμό της. «Δεν είναι καθόλου αυτό. Το Πριγκιπάτο μας είναι με την Επανάσταση τώρα, και… Εγώ προσωπικά δεν μπλέχτηκα στην ανατροπή, ούτε και τώρα έχω καμια ιδιαίτερη σχέση με την εξουσία. Εξακολουθώ να μένω στα νοτιοανατολικά της Κοιλάδας των Ποταμών, όπως πάντα, και να μ’ενδιαφέρει μόνο η οικογένειά μου… Όμως: είμαστε, ως Πριγκιπάτο, με την Επανάσταση, Πριγκίπισσά μου, και είναι… είναι πολύ πιθανό ότι θα γίνει πόλεμος σύντομα ανάμεσα στα απελευθερωμένα πριγκιπάτα και στο Τάσβεραλ. Κανένας μας δεν είναι εχθρός του Τάσβεραλ, αλλά πρέπει να φύγουν οι Παντοκρατορικοί από εδώ–»

«Δεν καταλαβαίνω,» τη διέκοψε η Λισρρέτα, που τώρα η όψη της είχε γίνει ανήσυχη κι έλεγε ξεκάθαρα: Φοβάμαι αυτό που νομίζω ότι θέλεις να μου προτείνεις. «Γιατί ήρθες να με επισκεφτείς, Μαλθρίτ; Γιατί;» Και η έκφρασή της πρόσθετε: Δεν καθόσουν καλύτερα στο σπίτι σου, στα νοτιοανατολικά της Κοιλάδας των Ποταμών;

Η Μαλθρίτ καθάρισε τον λαιμό της. «Είναι κάποιοι άνθρωποι εδώ, Πριγκίπισσά μου. Άνθρωποι της Επανάστασης. Άνθρωποι της Πριγκίπισσας Βασνίτα – η οποία δεν είναι εχθρός σου, Πριγκίπισσά μου, ούτε εχθρός του Πριγκιπάτου σου, μόνο εχθρός των Παντοκρατορικών–»

«Και τι θέλουν αυτοί οι άνθρωποι;» Η Λισρρέτα είχε γίνει ανυπόμονη. «Πού είναι; Δεν είναι μαζί σου;»

«Δεν μπορούσαν να έρθουν στο παλάτι γιατί υπάρχουν πράκτορες της Παντοκράτειρας εδώ. Γι’αυτό έστειλαν εμένα, και ήρθα… με μεγάλο δισταγμό, αλλά ήρθα. Επειδή δεν θέλω να γίνει πόλεμος, Πριγκίπισσά μου. Θέλω οπωσδήποτε να αποφύγουμε τον πόλεμο.»

«Κι οι άνθρωποι που είναι εδώ; Θέλουν κι αυτοί ν’αποφύγουν τον πόλεμο;»

«Ναι,» είπε εμφατικά η Μαλθρίτ. «Και ζητούν να μιλήσεις μαζί τους, για να βρεθεί μια λύση–»

«Ας έρθουν.»

«Μα, αυτό σού λέω: δεν μπορούν να έρθουν εδώ, στο παλάτι. Πρέπει εσύ να πας να τους συναντήσεις, μόνη σου, χωρίς να ξέρει κανένας πού πηγαίνεις. Και πρέπει να πας σύντομα, προτού επιστρέψει ο Επόπτης.»

«Γνωρίζεις ότι ο Επόπτης λείπει;»

«Ναι.»

«Πώς;»

«Δεν έχει σημασία. Δέχεσαι να μιλήσεις με τους ανθρώπους της Επανάστασης, Πριγκίπισσά μου; Σε παρακαλώ, είναι πολύ σημαντικό.»

Η Λισρρέτα σηκώθηκε απ’τον καναπέ απότομα, βηματίζοντας μέσα στο μικρό δωμάτιο. «Δε… δεν ξέρω, Μαλθρίτ.»

Η Μαλθρίτ άρχισε να τρέμει. Αισθανόταν τις μασχάλες της να κολλάνε από τον ιδρώτα. Αισθανόταν το αργυρό περιλαίμιο να ζεσταίνει αφόρητα τον λαιμό της σαν να ήθελε να την πνίξει, και μετάνιωσε που το είχε φορέσει. «Σε παρακαλώ, Λισρρέτα…» κατάφερε να αρθρώσει.

Η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ στράφηκε να την αντικρίσει, απότομα όπως είχε σηκωθεί από τον καναπέ. «Καταλαβαίνεις τι μου ζητάς; Αν με πιάσουν….»

«Εγώ ξέρεις πόσο ριψοκινδύνεψα για ένα έρθω εδώ;» είπε η Μαλθρίτ, όχι προκλητικά ή εχθρικά, αλλά περισσότερο σαν να ικέτευε. «Αν δεν πας να τους μιλήσεις….»

«Θα σου κάνουν κακό;»

Η Μαλθρίτ κούνησε το κεφάλι και είπε, θυμωμένα τώρα: «Δε θα μου κάνουν κακό! Δεν είναι τέτοιου είδους άνθρωποι. Θα έχω όμως ριψοκινδυνέψει άσκοπα!»

Η Λισρρέτα πήρε μια βαθιά ανάσα και την έβγαλε αργά από τα ρουθούνια της μακριάς, κομψής μύτης της. «Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;»

«Δεν τους ξέρεις– Μόνο έναν ίσως να τον έχεις ακούσει. Τάμπριελ τον λένε. Ήταν σύζυγος της Παντοκράτειρας.»

«Και την πρόδωσε;»

Η Μαλθρίτ κατένευσε.

Η Λισρρέτα δάγκωσε το χείλος της. Η έκφρασή της έλεγε: Από το κακό στο χειρότερο… Γιατί μου το κάνεις αυτό, Μαλθρίτ; Γιατί;

Η Μαλθρίτ ξεροκατάπιε. «Πήγαινε να τους μιλήσεις. Τώρα. Σε παρακαλώ. Απλά θέλουν να σου μιλήσουν. Ακόμα κι αν δεν συμφωνήσετε, τίποτα κακό δεν θα συμβεί· θα φύγεις και θάρθεις πάλι στο παλάτι σου.»

«Μεγάλοι Κολοσσοί…» μουρμούρισε η Λισρρέτα. «Μεγάλοι Κολοσσοί…»

70.

Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα και η Μαλθρίτ επέστρεψαν στην Αίθουσα του Θρόνου, και η πρώτη είπε στη δεύτερη παίρνοντας τα χέρια της μέσα στα δικά της: «Σ’ευχαριστώ που με επισκέφτηκες. Ελπίζω να σε ξαναδώ σύντομα.»

«Κι εγώ το εύχομαι,» αποκρίθηκε η Μαλθρίτ και φίλησε τα μάγουλα της Πριγκίπισσας.

Ο Ραφέλνες, που στεκόταν κοντά σε μια από τις κολόνες της αίθουσας με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός του, αναρωτήθηκε: Όλα αυτά τα φιλιά και οι χειραψίες σημαίνουν ότι η Πριγκίπισσα δέχτηκε; Ή είναι απλώς μια παράσταση για τους συμβούλους – έριξε μια ματιά στους δύο άντρες και στη γυναίκα στο τραπέζι, οι οποίοι κοίταζαν την Πριγκίπισσα και την ξαδέλφη του – και τους φρουρούς, που ο καθένας τους μπορεί νάναι πράκτορας της Παντοκράτειρας;

Η Λισρρέτα έσμιξε τα χείλη. «Και πρέπει να φύγεις τώρα… τόσο σύντομα…»

«Δυστυχώς. Σου είπα, δεν μπορώ να μείνω ούτε μία ημέρα.»

«Τουλάχιστον, ας πάμε στην αγορά για λίγο οι δυο μας, προτού αναχωρήσεις. Ας κάνουμε μια βόλτα.»

«Ναι, γιατί όχι;» είπε η Μαλθρίτ. «Για τόσο, μπορώ να μείνω. Θα οδηγήσω εγώ.»

Η Λισρρέτα ένευσε. «Εντάξει.»

Βάδισαν προς τον Ραφέλνες, και η Μαλθρίτ είπε: «Πηγαίνουμε στην αγορά, να κάνουμε μια βόλτα, και μετά θα φύγουμε. Θα έρθεις, υποθέτω…»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε εκείνος, καταλαβαίνοντας πού θα πήγαιναν στην πραγματικότητα.

«Υψηλοτάτη,» είπε, δυνατά, ο σύμβουλος που είχε μιλήσει και πριν, καθώς τους έβλεπε να κατευθύνονται προς τη μεγάλη έξοδο της αίθουσας, «δεν θα πάρετε φρουρούς μαζί σας;» Είχε σηκωθεί από τη θέση του και ερχόταν προς το μέρος τους: ένας λιγνός άντρας με δέρμα λευκό-ροζ και μυτερό μαύρο γένι.

«Δεν χρειάζομαι φρουρούς, Καρτάφες!» αποκρίθηκε η Λισρρέτα. «Μη γίνεσαι παράλογος. Εξάλλου, ο Άρχοντας Ραφέλνες θα είναι μαζί μας. Αμφιβάλλεις ότι ένας Ιερός Μαχητής των Οστών θα μπορεί να μας προστατέψει αν υπάρξει ανάγκη;»

«Όχι, αλλά…» Ο Καρτάφες έριξε ένα βιαστικό βλέμμα στον Ραφέλνες κι ύστερα κοίταξε πάλι την Πριγκίπισσα.

«Δεν υπάρχει ‘αλλά’. Αλίμονο αν η αγορά της Τάσβεραλ έχει πια γίνει τόσο επικίνδυνη!»

Ο σύμβουλος δεν έφερε άλλη αντίρρηση, και οι τρεις τους βγήκαν από την Αίθουσα του Θρόνου. Καθώς βάδιζαν μες στο παλάτι, η Μαλθρίτ ρώτησε την Πριγκίπισσα: «Ποιος ήταν αυτός ο κύριος που σου μίλησε;»

«Δεν τον θυμάσαι; Ο ξάδελφός μου, ο Καρτάφες. Βαρόνος, και Υπασπιστής μου.»

«Μάλιστα,» είπε η Μαλθρίτ. «Όχι, δεν τον θυμόμουν. Παλιότερα δεν ήταν Υπασπιστής, έτσι;»

«Ναι· τελευταία τού ανέθεσα αυτό το καθήκον.»

Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα τούς οδήγησε σ’ένα δωμάτιο όχι μακριά από την Αίθουσα του Θρόνου και γεμάτο ρούχα. Από μια κρεμάστρα πήρε μια ζεστή κάπα με κουκούλα. «Θα χρειαστώ τίποτ’άλλο, Μαλθρίτ;» ρώτησε.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»

Η Λισρρέτα πήρε μια στολισμένη ζώνη με ξιφίδιο θηκαρωμένο επάνω και την έδεσε στη μέση της, σκεπάζοντας την πολύ πιο λεπτή, αλυσιδωτή ζώνη που ήδη φορούσε. Ύστερα, έριξε την κάπα στους ώμους της χωρίς να σηκώσει την κουκούλα.

Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία στο μυαλό του Ραφέλνες ότι η Πριγκίπισσα είχε συμφωνήσει να πάει στον Κόκκινο Λαγό. Ποια θα ήταν, βέβαια, η αντίδρασή της σ’αυτά που θα της έλεγε ο Τάμπριελ κανείς δεν μπορούσε να ξέρει…

Προχωρώντας πρώτη, η Λισρρέτα τούς οδήγησε σε μια πόρτα που έβγαζε στον κήπο, δίπλα στον χώρο στάθμευσης των οχημάτων. Ο υπηρέτης που ήταν εκεί, βλέποντας την Πριγκίπισσα, υποκλίθηκε βαθιά. «Υψηλοτάτη…»

«Καλημέρα,» είπε μόνο η Λισρρέτα, μ’ένα γρήγορο χαμόγελο.

Η Μαλθρίτ ρώτησε τον Ραφέλνες: «Θα οδηγήσεις εσύ;»

Εκείνος κατένευσε. Κάθισε στη θέση του οδηγού του τρίκυκλου, και οι δύο γυναίκες κάθισαν πίσω. Ο Ραφέλνες ενεργοποίησε τη μηχανή, η οποία αντλούσε ενέργεια από την εστία στην καρδιά του οχήματος, και έβγαλε το όχημα απ’τον χώρο στάθμευσης, οδηγώντας το προς την πύλη του κήπου.

«Ανοίξτε μας,» πρόσταξε η Λισρρέτα τούς φρουρούς εκεί, κι εκείνοι, υποκλινόμενοι, αμέσως άνοιξαν.

Ο Ραφέλνες οδήγησε το όχημα με προσοχή επάνω στον δρόμο δίπλα στους καταρράκτες, κατεβάζοντάς το στην πόλη.

«Θα πάμε στην αγορά, λοιπόν;» ρώτησε, ρίχνοντας μια ματιά πίσω του, στις δύο γυναίκες.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Μαλθρίτ. «Για καμια ώρα.»

Ο Ραφέλνες ένευσε. Καταλάβαινε. Η Πριγκίπισσα ήθελε να έχει τα νώτα της καλυμμένα.

Ακολουθώντας τις οδηγίες της Λισρρέτα, ο Ραφέλνες πήγε τις δύο γυναίκες στην αγορά της Τάσβεραλ, στα πιο πλούσια καταστήματα, που είχαν μεγάλες γυάλινες προθήκες και όμορφες καλλιγραφικές επιγραφές: κοσμηματοπωλεία, ενδυματοπωλεία, υποδηματοπωλεία, βοτανοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν έργα τέχνης. Οι ιδιοκτήτες αμέσως έσπευδαν, με υποκλίσεις, να εξυπηρετήσουν την Πριγκίπισσα, αλλά εκείνη τούς έλεγε πως ήταν εδώ μονάχα για μια γρήγορη ματιά. Ήθελε απλά να δείξει στην αδελφή του πολυαγαπημένου συζύγου της τι όμορφη πόλη ήταν η Τάσβεραλ. Μπορούσαν ν’ασχοληθούν με τους άλλους τους πελάτες ελεύθερα· «επιμένω, μάλιστα. Αγνοήστε με.»

Προτού φύγουν από την αγορά, η Μαλθρίτ αγόρασε (δώρο από τη Λισρρέτα, ασφαλώς) ένα ζευγάρι παπούτσια που της άρεσαν. Γυναίκες… σκέφτηκε ο Ραφέλνες. Δε μπορούν να μην αγοράσουν παπούτσια, όπου κι αν βρεθούν.

«Πάμε στα περίχωρα της Τάσβεραλ,» πρότεινε η Λισρρέτα στη Μαλθρίτ, όταν είχε έρθει η ώρα να φύγουν από την αγορά και επιβιβάζονταν πάλι στο τρίκυκλο όχημά τους, «να σου δείξω τι ωραία μέρη έχουμε και πέρα από τα τείχη· και μετά φεύγεις… αν επιμένεις.»

«Πάμε,» συμφώνησε η Μαλθρίτ, καθώς κι οι δυο τους κάπνιζαν τσιγάρα τα οποία είχαν αγοράσει από ένα περίπτερο, όχι πολύ μακριά από το υποδηματοπωλείο όπου η ξαδέλφη του Ραφέλνες είχε πάρει τα καινούργια της παπούτσια.

Παράσταση συνέχεια, σκέφτηκε ο Ιερός Μαχητής των Οστών, καθώς κι εκείνος κάπνιζε ένα από αυτά τα τσιγάρα. Ήταν ποιότητας: καπνός ωραίος και γευστικός. Τι νόημα έχει τώρα; Νομίζουν ότι κάποιος μπορεί να κρυφακούει; Ενεργοποίησε πάλι τη μηχανή του οχήματος και το οδήγησε στη βόρεια πύλη της πόλης. Οι φρουροί εκεί δεν επιχείρησαν να τους εμποδίσουν, όπως όταν είχαν μπει. Κι αποκλείεται να είδαν την Πριγκίπισσα, συμπέρανε ο Ραφέλνες ρίχνοντας μια ματιά στη Λισρρέτα πάνω απ’τον ώμο του και βλέποντας ότι τώρα είχε φορέσει την κουκούλα της κάπας της και κανείς δεν θα μπορούσε να την αναγνωρίσει.

«Στον Λαγό, λοιπόν;» ρώτησε τις δύο γυναίκες.

«Στον Λαγό,» αποκρίθηκε η Μαλθρίτ.

Και το τρίκυκλο όχημα βγήκε από τη δημοσιά, ακολουθώντας κάτι μικρότερους δρόμους μέσα στους λοφότοπους.

Ο Κόκκινος Λαγός δεν ήταν μακριά. Βρισκόταν οικοδομημένος κάτω από μια μικρή, κατάφυτη πλαγιά: ένα μονώροφο οίκημα που καπνός έβγαινε από τις καμινάδες του. Παραδίπλα ήταν ένα κάστρο, επάνω σ’έναν λόφο, κι ένας άλλος μικρός δρόμος οδηγούσε προς τα εκεί. Πρέπει ν’ανήκε σε κάποιον βαρόνο ή βαρόνη.

Ο Ραφέλνες σταμάτησε το όχημα έξω απ’το πανδοχείο και οι τρεις τους κατέβηκαν.

Η Μαλθρίτ ατένισε τη Λισρρέτα. «Πρέπει τώρα να πηγαίνω. Δε μπορώ να μείνω άλλο. Χάρηκα πραγματικά που συναντηθήκαμε.»

«Περίμενε λίγο.» Ο Ραφέλνες άγγιξε τον ώμο της ξαδέλφης του. «Δεν είναι ανάγκη να φύγουμε αμέσως. Μπορούμε τουλάχιστον να επιστρέψουμε την Πριγκίπισσα στο παλάτι, όταν η συζήτησή της τελειώσει. Δε θα ήταν σωστό να την αφήσουμε να γυρίσει με τα πόδια.»

Η Μαλθρίτ ξεροκατάπιε μοιάζοντας να μην ξέρει τι να πει.

Η Λισρρέτα είπε, πιο τολμηρά από την ξαδέλφη του Ραφέλνες: «Δεν είναι απαραίτητο, Άρχοντά μου. Δεν είμαι ασυνήθιστη στο βάδισμα. Όταν ο σύζυγός μου ζούσε, πηγαίναμε πεζοπορίες μαζί με τα παιδιά…»

«Παρ’όλ’αυτά–» άρχισε ο Ραφέλνες, αλλά η Μαλθρίτ τον διέκοψε λέγοντας: «Ο Ραφέλνες έχει δίκιο: θα περιμένουμε για να σε επιστρέψουμε στο παλάτι, Πριγκίπισσά μου.»

«Όπως νομίζεις,» αποκρίθηκε η Λισρρέτα· με την έκφρασή της, όμως, έμοιαζε να την ευχαριστεί. Δεν πρέπει να ήθελε πραγματικά να γυρίσει με τα πόδια, ακόμα και μεταμφιεσμένη, φορώντας την κουκούλα της κάπας της.

Βάδισαν προς την είσοδο του πανδοχείου, πάνω απ’την οποία ήταν ζωγραφισμένος ένας κόκκινος λαγός – ένα ζώο που ζούσε μόνο στην ανατολική Βίηλ και ήταν σπάνιο. Σπρώχνοντας την πόρτα, μπήκαν και είδαν ότι στην τραπεζαρία ήταν αρκετός κόσμος, αν και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κοσμοπλημμυρισμένη. Η Αλιζέτ, που καθόταν σ’ένα γωνιακό τραπέζι, τους έκανε νόημα να πλησιάσουν, αναγνωρίζοντας πρώτα τον Ραφέλνες φυσικά.

Εκείνοι πλησίασαν και κάθισαν κοντά της. «Πού είναι οι άλλοι;» ρώτησε ο Ιερός Μαχητής των Οστών.

«Περιμένετε λίγο να έρθει η Ανταρλίδα,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ, και ήπιε μια γουλιά κρασί από την κούπα της.

Δεν έφεραν αντίρρηση, και σε λίγο η Ανταρλίδα ήρθε από την είσοδο του πανδοχείου και κάθισε στο τραπέζι τους, φορώντας κάπα και κουκούλα. «Κανένας δεν τους παρακολουθούσε,» είπε στην Αλιζέτ.

«Ωραία,» αποκρίθηκε η Σκοτεινή Βασίλισσα. «Πάμε επάνω.»

«Μια στιγμή,» είπε η Λισρρέτα. «Ποιες είστε;»

«Θα τα μάθετε όλα, Πριγκίπισσά μου, μόλις είμαστε επάνω,» της είπε η Αλιζέτ.

Η Λισρρέτα δεν διαφώνησε, έτσι σηκώθηκαν από το τραπέζι και ανέβηκαν την πέτρινη σκάλα, φτάνοντας στο επάνω πάτωμα του πανδοχείου. Πλησίασαν μια πόρτα και η Ανταρλίδα χτύπησε συνθηματικά. Ο Όρνιφιμ άνοιξε και μπήκαν.

Ο Τάμπριελ τούς περίμενε καθισμένος σε μια καρέκλα, βαστώντας το ραβδί του με την πορφυρή σφαίρα όρθιο. Σηκώθηκε απ’το κάθισμά του και είπε: «Πριγκίπισσα Λισρρέτα, σας ευχαριστώ που δεχτήκατε την πρόσκλησή μας.»

Η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ κατέβασε την κουκούλα της. «Κανονικά δεν θα έπρεπε να την είχα δεχτεί. Βάζετε σε μεγάλο κίνδυνο και εμένα και την οικογένειά μου.»

«Το αντιλαμβάνομαι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, «και ζητώ συγνώμη γι’αυτό. Όμως προσπαθώ να αποτρέψω έναν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο – για ολόκληρο το Πριγκιπάτο σας.» Κι ύστερα, σύστησε τον εαυτό του και τους υπόλοιπους. Για τον Όρνιφιμ, είπε μονάχα ότι ήταν πιστός ακόλουθός του από τη Νόρχακ.

Η Λισρρέτα είχε, εν τω μεταξύ, καθίσει στη μοναδική άλλη καρέκλα του δωματίου, και η Μαλθρίτ στην άκρη ενός από τα δύο κρεβάτια· οι υπόλοιποι στέκονταν.

«Εκείνο που έρχομαι να σας ζητήσω, Υψηλοτάτη,» είπε ο Τάμπριελ, «είναι να βρούμε έναν τρόπο ώστε να αποφευχθεί ο πόλεμος. Οι Παντοκρατορικοί, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, πολύ πιθανόν να συγκεντρώνουν στρατό στο Πριγκιπάτο σας προκειμένου να τον χρησιμοποιήσουν για να επιτεθούν στο Χαύδοραλ και στο Νέλερβικ, τα οποία είναι πλέον με το μέρος της Επανάστασης. Όπως καταλαβαίνετε, οι συγκρούσεις που θα γίνουν θα είναι άσχημες, γιατί δεν σκοπεύουμε να παραδοθούμε. Θέλουμε, όμως, να το αποφύγουμε αυτό, πάση θυσία. Να αποφύγουμε τους θανάτους και τις υλικές καταστροφές. Κι ο μόνος τρόπος για να γίνει κάτι τέτοιο είναι να έρθει και το Τάσβεραλ με την Επανάσταση–»

«Μα, τότε… τότε θα χτυπήσουν κι εμάς!» είπε η Λισρρέτα.

«Αν και δεν μπορώ να σας υποσχεθώ πως δεν θα υποστείτε καμία απολύτως ζημιά στο Πριγκιπάτο σας,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, «μπορώ να σας πω το εξής: Η Επανάσταση έχει αποκτήσει πολύ μεγάλη δύναμη και, σύντομα, στη Βίηλ οι Παντοκρατορικοί επόπτες θ’αρχίσουν να διώχνονται ο ένας κατόπιν του άλλου. Αυτό που συμβαίνει εδώ, στα ανατολικά, δεν είναι ένα απομονωμένο φαινόμενο, μπορώ να σας διαβεβαιώσω, Πριγκίπισσά μου. Αλλά δεν μπορώ να σας πω περισσότερα γιατί πρέπει να υπάρχει μια κάποια μυστικότητα.

»Σχετικά με το Τάσβεραλ, όμως,» συνέχισε καθώς η Λισρρέτα τον άκουγε σιωπηλά. «Αν έρθει με την Επανάσταση, τότε ουσιαστικά ολόκληρη η ανατολική Βίηλ θα είναι με την Επανάσταση· με την εξαίρεση του Ντόσβεκ, ίσως, το οποίο, νομίζω, πως για την ώρα θεωρείται αμελητέο. Αυτό σημαίνει πως αν οι Παντοκρατορικοί μάς επιτεθούν… από ποια πριγκιπάτα πιστεύετε εσείς ότι θα ξεκινήσουν τις επιθέσεις τους;»

Η Λισρρέτα βλεφάρισε. «Δεν… Κοιτάξτε, δεν είμαι στρατηγός, Άρχοντά μου.»

«Δείτε τον χάρτη,» της είπε ο Τάμπριελ, κι άνοιξε έναν χάρτη της Βίηλ. «Τα πρώτα πριγκιπάτα από δυτικά προς ανατολικά είναι το Χαύδοραλ και το Νέλερβικ. Εκεί θα επιτεθούν οι Παντοκρατορικοί, αν επιτεθούν. Δηλαδή, εσείς, στο Πριγκιπάτο Τάσβεραλ, θα κινδυνέψετε σαφώς λιγότερο. Αρκεί τώρα, όσο είναι ακόμα καιρός, να συμμαχήσετε μαζί μας.

»Αν δεν συμμαχήσετε μαζί μας, οι Παντοκρατορικοί θα χρησιμοποιήσουν το Πριγκιπάτο σας για να μας επιτεθούν από τα ανατολικά, ενώ μέσω των Πριγκιπάτων Σάνκριλαμ και Κάνρελ θα μας χτυπάνε από τα δυτικά. Θα βρεθούμε, δηλαδή, περικυκλωμένοι–»

«Δεν είπατε ότι έχετε ανθρώπους σας που θα διώξουν τους Παντοκρατορικούς κι από τα πριγκιπάτα της κεντρικής Βίηλ;» ρώτησε η Λισρρέτα, σαν να υποψιαζόταν ότι πιθανώς ο Τάμπριελ να της έλεγε ψέματα για να τη φέρει με το μέρος του.

«Αυτή τη στιγμή, οι άνθρωποί μας αγωνίζονται στη δυτική Βίηλ, αφού θέλετε να μάθετε.»

«Στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ…» Δεν υπήρχε άλλο πριγκιπάτο στη δυτική Βίηλ.

«Ναι. Στα πριγκιπάτα της κεντρικής Βίηλ η εξουσία της Παντοκράτειρας είναι πιο ισχυρή από πουθενά αλλού στη διάσταση. Επομένως, ο σκοπός μας είναι να περικυκλώσουμε αυτά τα πριγκιπάτα αφού έχουμε φέρει τη δυτική και την ανατολική Βίηλ με το μέρος μας.»

Η Λισρρέτα αναστέναξε. «Και τι περιμένετε από εμένα;» ρώτησε. «Να πω στον Επόπτη να φύγει; Αν το κάνω αυτό, το πιθανότερο είναι να αιχμαλωτίσει εμένα και τα παιδιά μου, ονομάζοντάς μας προδότες, στασιαστές…»

«Καταλαβαίνω ότι η θέση σας είναι δύσκολη, και δεν ζητώ να προβείτε σε κάτι τόσο παράτολμο, Πριγκίπισσά μου.»

«Πώς μπορώ να συμβάλω, τότε; Αν δεν μπορώ να τον διώξω, αν δεν μπορώ να τον κάνω να φύγει μαζί με τον στρατό του, σας είμαι άχρηστη…»

«Μπορείτε να μας βοηθήσετε με πλάγιο τρόπο,» εξήγησε ο Τάμπριελ. «Δεν χρειάζεται να δηλώσετε ότι είστε με την Επανάσταση παρά μόνο όταν ο Επόπτης έχει πλέον υποχωρήσει από το Πριγκιπάτο σας.»

«Και πώς θα γίνει αυτό; Θα σας βάλω στο παλάτι μου ώστε να τον δολοφονήσετε; Ακόμα κι αν τον σκοτώσετε, ο στρατός του θα συνεχίσει να βρίσκεται στο Τάσβεραλ, και οι Παντοκρατορικοί θα στείλουν άλλο Επόπτη, όπως έγινε την προηγούμενη φορά.»

«Ναι,» συμφώνησε ο Τάμπριελ, «γι’αυτό και δεν έχουμε σκοπό να τον δολοφονήσουμε. Πρέπει να τον εξαναγκάσουμε να υποχωρήσει. Κι αυτό μπορούμε να το κάνουμε χωρίς πόλεμο μόνο αν έχουμε τη βοήθειά σας.»

«Αν όμως το σχέδιό σας αποτύχει, θα πληρώσουμε για την αποτυχία σας εγώ και τα παιδιά μου…»

«Και πώς το ξέρετε, Πριγκίπισσά μου, ότι αν δεν μας βοηθήσετε τίποτα κακό δεν θα συμβεί; Ο πόλεμος είναι πάντοτε μια έκρυθμη κατάσταση, είτε είσαι πρίγκιπας είτε απλός στρατιώτης.»

Η Λισρρέτα αναστέναξε. «Θα μου εξηγήσετε, τουλάχιστον, το σχέδιό σας προτού αποφασίσω αν θα σας βοηθήσω ή όχι;»

«Δεν έχουμε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο ακόμα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Εσείς γνωρίζετε το Πριγκιπάτο σας, την πρωτεύουσά του, και το παλάτι σας, αναμφίβολα, πολύ καλύτερα από εμάς: επομένως, ελπίζουμε ότι εσείς θα μας βοηθήσετε να εκπονήσουμε ένα σχέδιο, αν αποφασίσετε να συμμαχήσετε μαζί μας για την ελευθερία του Τάσβεραλ. Αν αποφασίσετε να μην συμμαχήσετε μαζί μας, θα πρέπει να εκπονήσουμε μόνοι μας ένα σχέδιο, υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες.»

Η Λισρρέτα ήταν φανερά προβληματισμένη. Σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της, ατενίζοντας έντονα το πάτωμα σαν να υπήρχε κάτι το πολύ σημαντικό εκεί.

Φοβάται, συλλογίστηκε ο Τάμπριελ. Σκέφτεται, σίγουρα, τα παιδιά της και τι θα τους συμβεί αν τα πράγματα έχουν άσχημη εξέλιξη. Αν μπορούσαμε κάπως να τη διαβεβαιώσουμε ότι τα παιδιά της δεν θα πάθουν τίποτα…

Η Λισρρέτα είπε, υψώνοντας πάλι το βλέμμα της: «Άρχοντα Τάμπριελ, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Είναι πολύ ριψοκίνδυνο. Ίσως να καταλήξουμε ακόμα και σε εμφύλιο πόλεμο μέσα στο Τάσβεραλ.»

«Εμφύλιο; Όχι, Πριγκίπισσά μου· δεν είναι εμφύλιος όταν προσπαθείς να διώξεις δυνάστες από τα μέρη σου. Εκτός αν θεωρείτε ότι υπάρχουν άνθρωποι του Τάσβεραλ που θα υποστηρίξουν τους Παντοκρατορικούς αντί για εσάς, όταν δηλώσετε την ανεξαρτησία του Πριγκιπάτου.»

Η Λισρρέτα έσμιξε τα χείλη. «Δεν… Όχι, δεν το νομίζω αυτό… Όχι αν όντως όλοι οι Παντοκρατορικοί διωχτούν από το Τάσβεραλ, αν χάσουν τη δύναμή τους εδώ.»

«Απ’ό,τι έχω ακούσει, ο λαός σας δεν τους συμπαθεί.»

«Αυτό είναι αλήθεια.»

«Ούτε οι γιοι σας τους συμπαθούν.»

«Είναι μικροί οι γιοι μου, Άρχοντα Τάμπριελ. Δεν αντιλαμβάνονται πλήρως την κατάσταση, και πολλές φορές έχουν κινδυνέψει να μπλέξουν άσχημα. Ειδικά ο μεγάλος, ο Μελτάρος.»

«Όπως και νάχει, δεν θα έχετε εμφύλιο πόλεμο. Δεν το νομίζω. Και θα ήθελα να σας κάνω μια ερώτηση…»

«Ασφαλώς.»

«Αν ξέρατε ότι οι γιοι σας είναι πέραν κάθε αμφιβολίας ασφαλείς, θα συμμαχούσατε με την Επανάσταση;»

«Πολύ πιο εύκολα,» παραδέχτηκε η Λισρρέτα, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο δισταγμό.

Ναι, αυτό είναι… σκέφτηκε ο Τάμπριελ. «Στο Πριγκιπάτο Νέλερβικ σάς υπόσχομαι ότι οι γιοι σας θα είναι ασφαλείς.»

Η Λισρρέτα συνοφρυώθηκε. «Τι… τι προτείνετε;»

«Να στείλετε τους γιους σας στη Νέλερβικ, όπου η Πριγκίπισσα Βασνίτα και η Επανάσταση θα φροντίσουν για την ασφάλειά τους. Κανένας Παντοκρατορικός δεν θα τους πειράξει εκεί.»

«Πώς, όμως, θα πάνε στο Νέλερβικ χωρίς οι πράκτορες της Παντοκράτειρας να το μάθουν και να καταλάβουν αμέσως ότι κάτι συμβαίνει;»

«Κρυφά, φυσικά.»

«Μα, και πάλι…» Η Πριγκίπισσα κόμπιασε.

«Οι γιοι σας μπορούν να βγουν για έναν περίπατο.» Ήταν η Ανταρλίδα που μίλησε, όχι ο Τάμπριελ. Είχε την πλάτη της ακουμπισμένη σ’έναν απ’τους χοντρούς πέτρινους τοίχους του δωματίου, τα χέρια της διπλωμένα μπροστά της, και τα μποτοφορεμένα πόδια της σταυρωμένα στον αστράγαλο. «Θα τους συναντήσουμε στην ύπαιθρο, θα τους βάλουμε στο όχημά μας, και θα τους μεταφέρουμε στο Νέλερβικ. Κι όσο είναι εκεί, εμείς θα δράσουμε εδώ, στο Τάσβεραλ.»

«Μα,» είπε η Λισρρέτα, «θα πρέπει να τους περάσετε από τα σύνορα…»

«Θα πάμε με υποβρύχιο· δεν θα υπάρξει πρόβλημα.»

«Υποβρύχιο; Έχετε υποβρύχιο;»

Η Ανταρλίδα κατένευσε.

«Είναι ασφαλές;» ρώτησε η Λισρρέτα.

«Μέχρι στιγμής δεν έχει πλημμυρίσει ούτε μία φορά,» τη διαβεβαίωσε η Ανταρλίδα.

Ο Τάμπριελ είπε: «Αν είναι να αποφασίσετε, Πριγκίπισσά μου, πρέπει να αποφασίσετε σύντομα, όσο ακόμα ο Επόπτης λείπει από την πρωτεύουσα. Δεν θα καθίσουμε εδώ για να περιμένουμε· είναι πολύ επικίνδυνο.»

«Η Βασνίτα Κάλνεραχ…» είπε η Λισρρέτα. «Τη γνωρίζω προσωπικά.»

«Μας το έχει πει.»

«Μου είχε κάνει καλή εντύπωση – και από τη γνωριμία μας και από τα βιβλία της. Και ξέρω ότι είναι αγαπητή στο Νέλερβικ. Δεν θα περίμενα ποτέ ότι θα σφετεριζόταν την εξουσία της ξαδέλφης της…»

«Πριγκίπισσά μου,» παρενέβη ο Ραφέλνες για πρώτη φορά από τότε που η Λισρρέτα είχε αρχίσει να μιλά με τον Τάμπριελ, «η Βασνίτα δεν σφετερίστηκε τον Θρόνο του Νέλερβικ από εξουσιομανία, ούτε από απληστία, ούτε επειδή μισεί την Κισβέτα. Το έκανε επειδή ήξερε ότι η Κισβέτα ποτέ δεν θα συμμαχούσε με την Επανάσταση· όπως επίσης κι η αδελφή της, η Νισμέτ’νορ. Την πιστεύω όταν λέει ότι θα προτιμούσε να μην ήταν Πριγκίπισσα, ότι ο θρόνος δεν της ταιριάζει…»

«Το έκανε από ανάγκη,» είπε ο Τάμπριελ. «Το ίδιο νομίζω κι εγώ. Ο Ραφέλνες, βέβαια, τη γνωρίζει καλύτερα από εμένα.»

Η Λισρρέτα, κοιτάζοντας τον Ιερό Μαχητή των Οστών, ρώτησε: «Πιστεύεις ότι μπορεί να βλάψει τα παιδιά μου;»

«Το αποκλείω, Υψηλοτάτη. Θα τα προστατέψει με την ίδια της τη ζωή αν χρειαστεί. Έτσι είναι ο χαρακτήρας της.»

Η Λισρρέτα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Είμαι σίγουρη,» είπε, «πως οι γιοι μου θα κατενθουσιαστούν όταν τους το πω αυτό…» Και δεν έμοιαζε να μιλά ειρωνικά.

71.

Το μεσημέρι, τέσσερις ώρες αφότου είχαν αποπλεύσει κυνηγημένοι από το λιμάνι της Τάσνερακ, η Ιλρίνα’νορ βγήκε από το ενεργειακό κέντρο του Μένους των Ποταμών για να ξεκουραστεί. Αλλά όταν κάθισε στην πλώρη, τυλιγμένη στην κάπα της, με τα καστανά μαλλιά της ν’ανεμίζουν στον θαλασσινό αέρα, ακούστηκαν φωνές σ’όλο το πλοίο:

«Αεροσκάφη! Αεροσκάφη!»

Ο Άτβος, που είχε πάρει ένα πιάτο φαγητό από την κουζίνα και μια κούπα κρασί και τα πήγαινε στη σύζυγό του, στάθηκε στα μέσα του καταστρώματος, προτού φτάσει την πλώρη, και κοίταξε ψηλά. Για να δει δύο αεροπλάνα στον βορειοανατολικό ορίζοντα.

Θα μπορούσαν να έρχονται από την Τάσνερακ, σταλμένα από τον Επόπτη. Και ο Άτβος υπέθετε ότι, μάλλον, αυτό συνέβαινε.

«Παντοκρατορικοί!» κάποιος φώναξε. «Παντοκρατορικοί είναι!»

Ο Άτβος, όμως, ήταν βέβαιος ότι αποκλείεται κανένας να μπορούσε από εδώ να δει τα εμβλήματα επάνω στα αεροπλάνα. Ήταν ακόμα πολύ μακριά.

Αλλά πλησίαζαν γρήγορα. Δε θ’αργούσαν να βρεθούν πάνω από το Μένος των Ποταμών, και τότε, αν όντως ήταν σταλμένα από τον Επόπτη – που κατά πάσα πιθανότητα ήταν – θα βομβάρδιζαν το πλοίο με εκρηκτικά, μετατρέποντάς το σε μυριάδες κομμάτια μαζί με το πλήρωμά του.

Ο Καρλ Βέρινλωφ, όμως, είχε αργήσει να στείλει τα αεροπλάνα, σκέφτηκε ο Άτβος. Γιατί δεν τα είχε στείλει πιο νωρίς; Το αεροδρόμιο, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Προμάχου, δεν ήταν μακριά από την Τάσνερακ. Εκτός αν… Ναι, αυτό πρέπει να ήταν. Ο Επόπτης είχε επίτηδες καθυστερήσει να στείλει τα αεροπλάνα γιατί ήξερε ότι ώς το μεσημέρι ο μάγος που κινούσε το Μένος των Ποταμών, όποιος κι αν ήταν, θα ήταν κουρασμένος από τη δουλειά του. Κι αν το Μένος είχε έναν και μόνο μάγο, θα σκεφτόταν ο Καρλ Βέρινλωφ, τότε και το ενεργειακό του κανόνι θα είχε πρόβλημα. Και έχει δίκιο, ο τρισκατάρατος. Έχουμε πρόβλημα.

Ο Άτβος έκανε να στραφεί στην πλώρη, στην Ιλρίνα, αλλά είδε τη σύζυγό του να έρχεται ήδη προς το μέρος του. «Θα χρειαστούμε το κανόνι,» της είπε όταν ήταν κοντά του.

Εκείνη ένευσε. Το περίμενε, φυσικά.

«Θα μπορέσεις;» τη ρώτησε ο Άτβος.

«Θα προσπαθήσω. Τι άλλο να κάνω; Αν είναι Παντοκρατορικοί, έρχονται για να μας βομβαρδίσουν· δεν υπάρχει αμφιβολία.»

Ο Ζίρτελον πλησίασε και, έχοντας προφανώς ακούσει τα λόγια τους, ρώτησε: «Φτάνει η εμβέλεια του κανονιού ώς εκεί πάνω, τόσο ψηλά;»

«Για να στοχεύσουν,» απάντησε ο Άτβος, «θα πρέπει ούτως ή άλλως να κατεβούν λίγο. Κάπως έτσι.» Και διέγραψε, στον αέρα, καμπύλη με το χέρι του, για να δείξει στον Ζίρτελον. «Αλλιώς, τα εκρηκτικά θα χάσουν το στόχο καθώς θα πέφτουν.»

«Ακόμα κι έτσι, το κύμα που θα δημιουργηθεί μπορεί να μας κάνει ζημιά,» είπε η Ιλρίνα. «Αλλά έχεις δίκιο: μάλλον θα κατεβούν λίγο.»

«Πάμε στο κανόνι,» πρότεινε ο Άτβος, γιατί τα αεροπλάνα φαινόταν πλέον να είναι κοντά, και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι έρχονταν για το Μένος των Ποταμών.

«Στις θέσεις σας όλοι!» φώναξε στο πλήρωμά του, καθώς εκείνος κι η Ιλρίνα έτρεχαν προς το κανόνι στην πλώρη. «Στις θέσεις σας! Και ετοιμάστε τις βαλλίστρες. Χτυπήστε τα αεροσκάφη μόλις ζυγώσουν.» Οι πιθανότητες τα ταχυκίνητα αεροπλάνα να χτυπηθούν από τις γιγάντιες, μεταλλικές βαλλίστρες του σκάφους ήταν μικρές, αλλά δεν έβλαπτε να προσπαθήσουν.

Η Ιλρίνα κάθισε στην ειδική θέση του κανονιού, που ήταν φτιαγμένη για τη ρύθμιση της ενέργειας, και ύφανε τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως. Ο Άτβος κάθισε στη θέση του πυροβολητή, και είδε τα συστήματα του όπλου να μπαίνουν σε λειτουργία. Το έστρεψε προς τα ερχόμενα αεροσκάφη, και τα είδε μέσα στη μικρή οθόνη… να χάνουν ύψος… να ετοιμάζονται για τον βομβαρδισμό.

Μεγάλοι Κολοσσοί, ακόμα κι αν καταστρέψω το ένα, το άλλο μπορεί να– Σταμάτησε τις σκέψεις. Οι σκέψεις δεν είχαν καμία θέση τώρα. Ήταν ώρα για δράση. Αν εκείνος και το πλήρωμά του πέθαιναν, τουλάχιστον θα πέθαιναν αγωνιζόμενοι για τον σκοπό της Επανάστασης. Θα είχαν βοηθήσει τον Τάμπριελ να πλησιάσει την Πριγκίπισσα Λισρρέτα – η οποία, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ζίρτελον, είχε τελικά συμφωνήσει να βοηθήσει. Ό,τι κι αν έκανε τώρα ο Επόπτης, στο τέλος θα έχανε το παιχνίδι.

Το στόχαστρο στην οθόνη του Άτβος εστιάστηκε στο ένα αεροπλάνο. Οι δείκτες του κανονιού έδειχναν ότι το όπλο αντλούσε τη μέγιστη δυνατή ενέργεια· η Ιλρίνα, παρότι κουρασμένη, έκανε καλά τη δουλειά της. Ήταν άψογη. Ο Άτβος ήθελε να τη φιλήσει· αλλά αυτό θα έπρεπε να γίνει μετά… αν εξακολουθούσαν να είναι ζωντανοί.

Πάτησε τη σκανδάλη.

Ένας τρομαχτικός βρόντος γέμισε τον αέρα. Ο ουρανός πάνω από το Μένος των Ποταμών μετατράπηκε σε φωτιά που αντικατέστησε, προς στιγμή, τον ήλιο. Και μετά: καπνός, θολούρα. Σκοτάδι.

Τα εκρηκτικά μέσα στο αεροσκάφος πρέπει να ήταν αρκετά για να γκρεμίσουν ένα ολόκληρο κάστρο. Ο Άτβος ρίγησε, άθελά του. Ο ουρανός είχε μαυρίσει. Η θάλασσα είχε μαυρίσει.

Πρέπει και τα δύο αεροπλάνα να είχαν καταστρ–

Ένα αεροπλάνο ξεπρόβαλε μέσα απ’τους καπνούς, παραδέρνοντας στον αέρα πάνω από το Μένος. Το ένα του φτερό έμοιαζε μισοδιαλυμένο, κι ολόκληρο το σώμα του ήταν μαυρισμένο από τις φλόγες. Ήταν, άραγε, ζωντανός ο πιλότος του; Είχε τις αισθήσεις του;

Αν πέσει επάνω μας – με τόσα εκρηκτικά…

Ατσάλινα βέλη εκτοξεύτηκαν από τις βαλλίστρες του σκάφους, σχίζοντας τον αέρα και τους καπνούς. Ένα απ’αυτά καρφώθηκε πάνω στο αεροπλάνο.

Ο Άτβος έστρεψε το βλέμμα του στην οθόνη, όπου ο εχθρός φαινόταν καθαρά καθώς τον εντόπιζαν οι αισθητήρες του κανονιού– Η οθόνη αναβόσβησε. Όχι! Ο δείκτης έδειχνε την ισχύ του κανονιού να πέφτει. Η Ιλρίνα πάλευε για να διατηρήσει σταθερή την ενεργειακή ροή. Λίγο ακόμα, αγάπη μου! Λίγο ακόμα! Ο Άτβος εστίασε το στόχαστρο στο αεροπλάνο της οθόνης, όσο είχε ακόμα καιρό. Πάτησε τη σκανδάλη.

Αστόχησε.

Αλλά το αεροσκάφος είχε στρίψει – ίσως επειδή ο πιλότος του φοβόταν μη χτυπηθεί· ίσως τυχαία, λόγω της ζημιάς που είχε δεχτεί – δεν βρισκόταν πια πάνω από το Μένος των Ποταμών αλλά πάνω από τα κύματα. Και άφησε τα εκρηκτικά του να πέσουν. Μέσα στη θάλασσα.

Το νερό πήδησε στον ουρανό, έγινε ένα με τους καπνούς.

Κραυγές ακούστηκαν από το πλήρωμα του Μένους των Ποταμών. Ο Άτβος είδε ανθρώπους να τρέχουν. «Κρατήσου, Ιλρίνα!» φώναξε, καθώς κι ο ίδιος κρατιόταν γερά μέσα στη θέση του πυροβολητή.

Τα κύματα χτύπησαν το πλοίο, τραντάζοντάς το. Ιστία κουρελιάστηκαν· άνθρωποι τινάχτηκαν μακριά από το κατάστρωμα, ουρλιάζοντας· ένα κατάρτι (μικρό, πρωραίο, παρατήρησε φευγαλέα ο Άτβος) έσπασε· μέταλλα και ξύλα έτριζαν, βογκούσαν· τα τζάμια του ενεργειακού κανονιού θρυμματίστηκαν (ο Άτβος διπλώθηκε για να μη χτυπηθεί το πρόσωπό του)· η Ιλρίνα ούρλιαζε· ήχοι θραύσης παντού· και – μια κίνηση προς το πλάι, σαν το κατάστρωμα να σηκωνόταν από κάτω.

Ανατρεπόμαστε! κατάλαβε ο Άτβος.

Είδε τη θάλασσα να έρχεται καταπάνω του. Τράβηξε αμέσως το σπαθί του για να διαλύσει όσα τμήματα του γυάλινου σκέπαστρου δεν είχε ήδη διαλύσει το κύμα–

Αλμυρό νερό σκέπασε τα πάντα.

Ο Άτβος, κρατώντας την αναπνοή του, έσφιξε το σπαθί γερά μέσα στη γροθιά του και χτύπησε το σκέπαστρο καταστρέφοντάς το. Βγήκε από τη θέση του πυροβολητή και είδε την Ιλρίνα παγιδευμένη μέσα στο κανόνι. Λιπόθυμη! Ήταν λιπόθυμη, συνειδητοποίησε. Μεγάλοι Κολοσσοί, βοηθήστε! Σπάθισε ό,τι είχε απομείνει από το γυάλινο σκέπαστρο που την περιέβαλλε, για να μεγαλώσει το άνοιγμα. Θηκάρωσε το σπαθί του. Έλυσε τις μπότες του και τις έβγαλε, με δυσκολία, για να μην τον βαραίνουν. Το ίδιο και την κάπα του, που αισθανόταν ότι προσπαθούσε να τον τραβήξει κάτω. Η αναπνοή του τελείωνε· δεν είχε χρόνο να τραβήξει και πολύ αέρα στα πνευμόνια του προτού βρεθεί κάτω απ’το νερό. Κι έπρεπε να πάρει και την Ιλρίνα από εδώ.

Άρπαξε τα ρούχα της και την τράβηξε έξω απ’τη θέση του μάγου του ενεργειακού κανονιού, ενώ εκείνη εξακολουθούσε να μην έχει τις αισθήσεις της. Είχε εξαντληθεί από τη χρήση της μαγείας, και ίσως να είχε χτυπήσει και το κεφάλι της όταν το πελώριο κύμα έπεσε πάνω τους. Ωστόσο, ευτυχώς, ο Άτβος δεν νόμιζε ότι μπορούσε να δει σκούρο νερό γύρω της, που θα σήμαινε ότι αιμορραγούσε.

Κρατώντας την γερά, κολύμπησε προς τα πάνω, κλοτσώντας δυνατά το νερό κι αφήνοντας την άνωση της θάλασσας να τον βοηθήσει.

Το κεφάλι του ξεπρόβαλε στον αφρό, και ο Άτβος πήρε βαθιές ανάσες, έχοντας το ένα του χέρι περασμένο κάτω από τις μασκάλες της Ιλρίνα. Έπρεπε να της βγάλει την κάπα της· τους τραβούσε και τους δύο κάτω, έτσι μουσκεμένη και βαριά όπως ήταν.

Γύρω του η θάλασσα είχε μετατραπεί σ’ένα χάος καπνών και κυμάτων. Ξύλα, ρούχα, βαρέλια, σχοινιά, κασόνια επέπλεαν από δω κι από κει. Μια γιγάντια σκοτεινή μορφή φαινόταν πίσω απ’όλα – το αναποδογυρισμένο Μένος των Ποταμών. Άνθρωποι προσπαθούσαν να κολυμπήσουν, άνθρωποι ξεπηδούσαν μέσα από τα κύματα σαν να ξαναγεννιούνταν από τη θάλασσα, άνθρωποι κρατιόνταν επάνω σε ό,τι έβρισκαν να επιπλέει.

«Πρόμαχε!» φώναξε κάποιος, και γυρίζοντας ο Άτβος είδε τον Νίλφες, έναν από τους επαναστάτες του, να κολυμπά προς το μέρος του. «Το καθίκι έριξε τα εκρηκτικά καθώς έπεφτε. Μετά βούτηξε κι εκείνος στη θάλασσα, ο καταραμένος!»

«Βοήθησέ με,» είπε ο Άτβος. «Βοήθησέ με να βγάλω την κάπα της.»

Ο Νίλφες πλησίασε και έλυσε τα κορδόνια που κρατούσαν την κάπα της Ιλρίνα δεμένη μπροστά της. Ο Άτβος τράβηξε, με δύναμη, το βαρύ ρούχο κι αυτό τελικά έφυγε, παρασύρθηκε από τα κύματα.

Ο ουρανός ήταν κατάμαυρος προς κάθε κατεύθυνση. «Πού είναι η ξηρά;» είπε ο Άτβος, γιατί δεν ταξίδευαν μακριά από τις ακτές· το Μένος των Ποταμών δεν ήταν φτιαγμένο για ανοιχτό πέλαγος: δεν είχε βαθιά καρίνα, ώστε να μπορεί να πλέει άνετα ακόμα και σε ρηχά ποτάμια αν χρειαζόταν.

«Από κει πρέπει νάναι,» αποκρίθηκε ο Νίλφες, δείχνοντας.

«Όχι!» έβηξε ένας άλλος καθώς τους ζύγωνε: ένας από τους πολεμιστές του Νέλερβικ που είχε καταφέρει να ξεφορτωθεί τα όπλα και την πανοπλία του για να επιβιώσει από τη θάλασσα. «Από εκεί είναι.» Έδειξε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

«Ανοησίες! Από εκεί είναι. Το θυμάμαι.»

«Πρέπει να βρέθηκες από την άλλη μεριά καθώς έπεσες–»

«Εσύ βρέθηκες από την άλλη μεριά καθώς έπεσες!»

«Κάνεις λάθος!» επέμεινε ο Νελερβίκιος. Κι έγνεψε, με το χέρι ψηλά, σε κάτι άλλους που πάλευαν με τα κύματα, φωνάζοντάς τους: «Από δω, ρε! ΕΔΩ! Ελάτε εδώ! Είναι ο Πρόμαχος!» Αυτοί πλησίασαν. Δύο κρατιόνταν επάνω σε μια σανίδα, μια άλλη – η Κισβέτα, παλιά επαναστάτρια του Άτβος – επάνω σ’ένα βαρέλι, κι ακόμα δύο κολυμπούσαν.

«Προς τα πού είν’η ξηρά;» ρώτησε ο Άτβος, δυνατά, ενώ χτυπούσε τα πόδια από κάτω του για να μη βουλιάξει. Ο Νίλφες ήρθε πιο κοντά του για να τον βοηθήσει να κρατά την Ιλρίνα πάνω απ’το νερό.

«Από κει!» είπε ένας, κι έδειξε τη μεριά που είχε δείξει κι ο Νελερβίκιος πριν.

«Από κει,» συμφώνησε κι ένας άλλος, λαχανιασμένα, βήχοντας και φτύνοντας νερό.

«Τι λέτε, ρε;» μούγκρισε ο Νίλφες.

«Από κει πηγαίνουμε,» είπε ο Άτβος.

«Μα, Πρόμαχε–»

«Πρέπει νάχουν δίκιο, Νίλφες. Πάμε!»

Ο Νίλφες δεν έφερε άλλη αντίρρηση.

72.

Βρέθηκαν σε μια ακροθαλασσιά, άγρια, αφιλόξενη, γεμάτη τραχείς βράχους. Μια συνηθισμένη ακτή του Πριγκιπάτου Τάσβεραλ.

Ο Άτβος άφησε την Ιλρίνα στο κοίλωμα ανάμεσα σε δυο ψηλές πέτρες και έβαλε το πρόσωπό του κοντά στο δικό της για να δει ανέπνεε. Δεν αναπνέει. Έπιασε αμέσως τον σφυγμό στον λαιμό της. Είχε σφυγμό. Εντάξει, είναι ζωντανή. Έκλεισε τη μύτη της με το ένα χέρι, κράτησε το σαγόνι της με το άλλο, πήρε μια βαθιά ανάσα, και κολλώντας τα χείλη του πάνω στα χείλη της, φύσηξε απαλά μέσα της. Ξανά… και ξανά… και ξανά. Πάνω από πέντε φορές. Και τίποτα δεν έγινε.

Αφρός έβγαινε αργά από τη μύτη της, κι εξακολουθούσε να μην έχει τις αισθήσεις της.

«Πρόμαχε…» Ο Νίλφες, πίσω του.

«Φύγε!» του είπε ο Άτβος, απότομα, ανησυχώντας για τη γυναίκα του. «Δε μπορείς να βοηθήσεις.» Γύρισε την Ιλρίνα μπρούμυτα, τραβώντας τα ρούχα της, σχίζοντάς τα για να δώσει ελευθερία στο σώμα της. Δίπλωσε τα χέρια της κάτω απ’το κεφάλι της, έβαλε το μέτωπό της επάνω στους σταυρωμένους πήχεις. Πίεσε την πλάτη της, δύο, τρεις, τέσσερις φορές. Έπιασε τους λυγισμένους αγκώνες της και τους τράβηξε πίσω.

Η Ιλρίνα άρχισε να βήχει και να φτύνει νερό. Κι άλλο νερό. Έκανε ολόκληρη λίμνη μπροστά της, στην κοιλότητα ανάμεσα στους δύο βράχους. Τα μάτια της ήταν μαυρισμένα και κοκκινισμένα, δάκρυα τώρα κυλούσαν στο πρόσωπό της. Κοίταξε γύρω της, πανικόβλητη.

«Ήσυχα,» της είπε ο Άτβος καθίζοντας πλάι της. «Ήσυχα. Βγήκαμε στη ακτή. Ιλρίνα, ήσυχα, εγώ είμαι.» Την πήρε στην αγκαλιά του ενώ εκείνη έμοιαζε ακόμα να μην πολυκαταλαβαίνει πού βρισκόταν. Ύστερα, σιγά-σιγά, ηρέμησε. Η αναπνοή της έγινε κανονική, τα μάτια της δεν κοίταζαν σπασμωδικά τριγύρω, ούτε το σώμα της σπαρταρούσε σα να προσπαθούσε να ξεφύγει από κάτι.

«…Το πλοίο;…» έκρωξε.

«Αναποδογύρισε από το κύμα,» εξήγησε ο Άτβος. Και στράφηκε να κοιτάξει τους υπόλοιπους που είχαν συγκεντρωθεί στα βράχια, προσπαθώντας να συνέλθουν και να περιμαζέψουν ό,τι χρήσιμα αντικείμενα τούς έφερνε η θάλασσα. «Έχει κανένας νερό;» φώναξε. «Έχει κανένας πόσιμο νερό;» Και συγχρόνως αναρωτήθηκε: Πού είναι ο Ζίρτελον; Πνίγηκε;

Ο Νίλφες ήρθε μετά από λίγο μ’ένα φλασκί, το οποίο έδωσε στον Άτβος. Εκείνος το άνοιξε κι έφερε το στόμιο κοντά στα χείλη της Ιλρίνα. Η μάγισσα, αγγίζοντας το δοχείο, ήπιε.

«Πού είναι ο Ζίρτελον;» ρώτησε ο Άτβος τον Νίλφες.

«Δεν ξέρω. Δεν τον είδα πουθενά. Αλλά δεν είναι όλοι εδώ, Πρόμαχε. Κάποιοι πρέπει να βγήκαν αλλού, σ’άλλο σημείο της ακτής. Και κάποιοι δεν θα βγήκαν καθόλου.»

«Θα ψάξουμε,» είπε ο Άτβος, καθώς σηκωνόταν όρθιος και βοηθούσε και την Ιλρίνα να σηκωθεί. «Αν είναι ζωντανοί θα τους βρούμε.»

73.

Το μόνο καλό ετούτης της καταραμένης ακτής, σκέφτηκε ο Άτβος, ήταν ότι μπορούσες να σκαρφαλώσεις – αν και όχι εύκολα – επάνω στους ψηλούς βράχους για να κοιτάξεις ολόγυρα. Είχε, επιτέλους, καταφέρει να φτάσει στην κορυφή ενός γιγάντιου ογκόλιθου, και κατόπτευε την περιοχή. Στα βόρεια ατένιζε τους Δασότοπους της Σκιάς, όχι και πολύ μακριά από την ακροθαλασσιά: κάνα-δυο χιλιόμετρα. Αναμενόμενο· τους έβλεπαν κι από το πλοίο όσο ταξίδευαν. Στα νότια απλωνόταν η θάλασσα, ακόμα σκοτεινιασμένη από το μαύρο σύννεφο που είχαν σηκώσει οι εκρήξεις. Στα δυτικά φαίνονταν μονάχα βράχοι, και τίποτα περισσότερο: ούτε χωριό, ούτε πόλη, ούτε ναυαγοί. Στα ανατολικά, το τοπίο ήταν παρόμοιο, με την εξαίρεση ότι ο Άτβος νόμιζε πως μπορούσε να διακρίνει κάποιους ανθρώπους ανάμεσα στις πελώριες, τραχιές πέτρες. Και πρέπει νάναι δικοί μας. Μοιάζουν για ναυαγοί. Παντοκρατορικοί στρατιώτες, πάντως, σίγουρα δεν ήταν· οι λευκές στολές τους θα φαίνονταν πολύ καθαρά στο μεσημεριανό φως.

Ο Άτβος έπιασε τα κιάλια που κρέμονταν από τον λαιμό του. Δεν ήταν τα δικά του κιάλια – αυτά είχε κάπως καταφέρει να τα χάσει όταν το Μένος ανατράπηκε – ήταν τα κιάλια που είχε πάρει η Κισβέτα από το πτώμα ενός πνιγμένου, τον οποίο η θάλασσα είχε ξεβράσει στην ακτή μαζί με βαρέλια, κασόνια, και καμβάδες.

Ο ένας φακός των κιαλιών ήταν ραγισμένος, αλλά ο Άτβος δεν δυσκολεύτηκε να δει ότι οι φιγούρες ανάμεσα στους μεγάλους βράχους ήταν, όντως, άνθρωποι του πληρώματός του, και τραβούσαν και κάμποσους τραυματίες μαζί τους. Ένας απ’αυτούς ήταν κι ο Ζίρτελον. Το κεφάλι του πρέπει να ήταν χτυπημένο, και δεν φαινόταν να έχει τις αισθήσεις του. Τον κουβαλούσαν δυο γεροδεμένοι άντρες, γιατί δεν ήταν καθόλου μικρόσωμος.

«Τους βρήκα!» φώναξε ο Άτβος. Άφησε τα κιάλια του να κρεμαστούν ξανά από τον λαιμό του κι άρχισε να κατεβαίνει, με προσοχή, τον ογκόλιθο. Το γεγονός ότι δεν φορούσε μπότες τον βοηθούσε να γαντζώνεται πιο εύκολα πάνω στη γιγάντια πέτρα, αλλά, και πάλι, σ’ένα σημείο γλίστρησε. Καθώς έπεφτε προσπάθησε να πιαστεί, όμως τα χέρια του δεν έβρισκαν πουθενά κατάλληλο σημείο.

Ένας πολεμιστές του Νέλερβικ κι ένας επαναστάτης τον έπιασαν προτού κοπανήσει στο πετρώδες έδαφος.

«Αρχίζεις να γερνάς, Πρόμαχε,» τον πείραξε η Κισβέτα. Ίσως και να έχει δίκιο, σκέφτηκε ο Άτβος, καθώς στεκόταν ξανά σταθερά στα πόδια του.

«Πού τους είδες;» ρώτησε ο Νίλφες.

«Προς τ’ανατολικά,» απάντησε ο Άτβος, και έδειξε. «Έχουν και τον Ζίρτελον μαζί τους, αλλά είναι χτυπημένος.»

«Δεν έχει τις αισθήσεις του;» είπε η Ιλρίνα. Έτσι όπως είχε δέσει τα κουρελιασμένα ρούχα γύρω της έμοιαζε να ήθελε να φτιάξει καινούργια μόδα στη Βίηλ: ένας μεγάλος κόμπος στον αριστερό ώμο, άλλος ένας ανάμεσα στα στήθη, κι ένας στη μέση.

«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε ο Άτβος και, ξεκινώντας να προπορεύεται, έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν. Οι άλλοι ήρθαν πίσω του, εκτός από την Ιλρίνα που βάδιζε πλάι του, προχωρώντας πεισματάρικα παρότι ήταν ολοφάνερα καταπονημένη.

Ο Άτβος σκέφτηκε πως αυτοί που ήταν μαζί του δεν είχαν πολλούς τραυματίες – ούτε το ένα τρίτο όσους η ομάδα που είχε δει με τα κιάλια του – και κανένας από τους τραυματίες τους δεν ήταν λιπόθυμος. Μπορούσαν, επομένως, να κινούνται σχετικά άνετα μέσα σε τούτο το βραχώδες τοπίο. Μόνο εμείς, όμως, μείναμε ζωντανοί απ’όλο το πλήρωμα του Μένους; Επάνω στο καράβι ήταν τόσοι άνθρωποι – παλιοί σύντροφοι του Άτβος, ναυτικοί, πολεμιστές του Νέλερβικ… Ακόμα μια πανωλεθρία. Όπως στη Χαύδοραλ… Στους Παντοκρατορικούς Επόπτες άρεσαν πολύ οι εκρηκτικές ύλες. Επικίνδυνα πολύ. Τα πράγματα, όμως, θα μπορούσαν να ήταν και χειρότερα. Τα εκρηκτικά δεν είχαν πέσει επάνω στο σκάφος· ίσως, επομένως, και τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος να ήταν ζωντανά, σε κάποιο άλλο μέρος της ακτής. Και θα ψάξουμε παντού. Δεν θα φύγουμε αν δεν βεβαιωθούμε.

Μετά από καμια ώρα συνάντησαν αυτούς που ο Άτβος είχε δει με τα κιάλια του, ξαφνιάζοντάς τους χωρίς να το θέλουν. Πολλοί ύψωσαν όπλα – ό,τι είχαν καταφέρει να διασώσουν. Μετά τα κατέβασαν.

«Πρόμαχε,» είπε ένας επαναστάτης που ονομαζόταν Ράνθρος – ένας νεαρός με λευκό-ροζ δέρμα, ξανθά μαλλιά, και αστραφτερά μάτια, ο οποίος είχε πρόσφατα μπει στην Επανάσταση, όταν ο Άτβος τον είχε βγάλει από μια φυλακή των Παντοκρατορικών. «Προσευχόμασταν στα Πνεύματα ότι θα σε βρίσκαμε.»

«Με βρήκατε,» αποκρίθηκε ο Άτβος.

«Εμείς σάς βρήκαμε, μικρέ,» είπε ο Νίλφες στον Ράνθρος, μειδιώντας. Ο Ράνθρος τού επέστρεψε το μειδίαμα, θηκαρώνοντας το σπαθί του.

«Μονάχα εμείς είμαστε ζωντανοί, Άρχοντά μου;» ρώτησε μια πολεμίστρια του Νέλερβικ τον Άτβος. Φορούσε μόνο τον χιτώνα της με το έμβλημα του Πριγκιπάτου επάνω· πρέπει να είχε ξεφορτωθεί την πανοπλία της μες στη θάλασσα, για να κολυμπήσει. Από την πλάτη της κρέμονταν μια ασπίδα κι ένα σπαθί – αμφίβολο αν ήταν δικά της, ή αν τα είχε πάρει από κανέναν πνιγμένο.

«Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ,» της είπε ο Πρόμαχος. «Θα πρέπει να ψάξουμε.» Και ρώτησε: «Ο Ζίρτελον πώς είναι;» στρέφοντας το βλέμμα του στον λιπόθυμο Ιεράρχη που δύο γεροδεμένοι άντρες κρατούσαν ανάμεσά τους. Πολεμιστές του Νέλερβικ πρέπει να ήταν κι αυτοί, αν και δεν φορούσαν χιτώνες με το έμβλημα του Πριγκιπάτου: ο ένας φορούσε μονάχα παντελόνι και μπότες, κι ο άλλος περισκελίδα και μια κουρελιασμένη κάπα, ενώ τα πόδια του ήταν γυμνά και το σώμα του γεμάτο μώλωπες και γρατσουνιές. Γύρω απ’το κεφάλι του Ζίρτελον είχαν τυλίξει ένα πανί το οποίο είχε γίνει κατακόκκινο από τη μια μεριά.

«Στην αρχή,» απάντησε ο άντρας με τις μπότες και το παντελόνι, «μιλούσε. Κατάφερε μόνος του να φτάσει στην ακτή. Μετά όμως έπεσε σε ύπνο και δε συνερχόταν με τίποτα. Εμείς δέσαμε το τραύμα του.»

«Είναι ζωντανός τώρα;» Ο Άτβος πλησίασε για να πιάσει τον σφυγμό του Ζίρτελον και να δει αν ανέπνεε. «Ναι,» απάντησε ο ίδιος στην ερώτησή του, «ζωντανός είναι. Αλλά η αιμορραγία μοιάζει άσχημη.»

«Πρέπει να τον πάμε σε καμια πόλη,» είπε η πολεμίστρια με την ασπίδα και το ξίφος στην πλάτη.

«Αν βρούμε πόλη εδώ κοντά,» αποκρίθηκε ο Άτβος.

«Από τ’Ακρωτήρι των Ψηλών Βράχων πόσο μακριά να είμαστε;» ρώτησε ο Νίλφες.

«Πολύ μακριά για να φτάσουμε αρκετά γρήγορα με τα πόδια.»

74.

Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα του Τάσβεραλ έπαιρνε μεσημεριανό μαζί με τους γιους της, στα προσωπικά της διαμερίσματα μέσα στο παλάτι. Το δωμάτιο γύρω τους ήταν στρογγυλό, όπως και το τραπέζι ανάμεσά τους, και το πάτωμα στρωμένο με μαλακό χαλί. Από το μεγάλο, ανοιχτό παράθυρο πλάι τους φαίνονταν οι καταρράκτες.

Η Λισρρέτα είχε πριν από καμια ώρα επιστρέψει από τη συνάντησή της με τον Τάμπριελ στον Κόκκινο Λαγό και δεν είχε όρεξη για φαγητό. Ωστόσο έτρωγε, γιατί ήξερε πως οι γιοι της, αν δεν την έβλεπαν να τρώει, δεν θα έβαζαν μπουκιά στο στόμα τους.

Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να τους το πω αυτό; αναρωτιόταν, αν και ήξερε ότι κι οι τρεις τους θα ενθουσιάζονταν μόλις το μάθαιναν. Ήθελαν περιπέτειες. Ήταν ενθουσιώδεις νεαροί όλοι τους. Πήγαιναν κι έμπλεκαν χωρίς να ξέρουν πού πήγαιναν κι έμπλεκαν. Πολλές ήταν οι φορές που η Λισρρέτα έπρεπε να παρέμβει για να τους ξεμπλέξει. Επειδή ήταν Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ την είχαν γλιτώσει από περιπτώσεις που αλλιώς δεν θα την είχαν γλιτώσει. Στο Νέλερβικ, όμως, δεν θα είμαι εκεί για να τους προσέχω. Θα πρέπει να προσέχουν τους εαυτούς τους. Και ο Μελτάρος – ο μεγαλύτερος, που ήταν δεκαεννιά χρονών – θα πρέπει να προσέχει και τον εαυτό του και τους άλλους δύο συγχρόνως.

Η Λισρρέτα ήπιε μια γουλιά κρασί για να ξεπλύνει το στόμα της. Και ήταν έτοιμη να ρωτήσει Λοιπόν, παιδιά, πώς ήταν η μέρα σας; όταν ο μικρότερός της γιος, ο Χανράθος, είπε: «Πού πήγατε τελικά, μαμά;»

Η Λισρρέτα τον κοίταξε λιγάκι ξαφνιασμένη.

«Μ’αυτή την αρχόντισσα που ήρθε, και τον Ιερό Μαχητή των Οστών.»

«Αυτή η αρχόντισσα ονόμαζεται Μαλθρίτ Μόντενραχ. Είναι θεία σας. Και πήγαμε για λίγο στην αγορά, προτού φύγει.»

«Θεία μας;» ρώτησε ο Μελτάρος, συνοφρυωμένος.

«Αδελφή του πατέρα σας. Δεν τη θυμάστε; Είχε έρθει και παλιότερα.»

«Προτού ο μπαμπάς πεθάνει, έρχονταν οι συγγενείς του,» είπε ο Αρνάλβες, ο μεσαίος γιος της, που ήταν δεκαεφτά χρονών και η Λισρρέτα νόμιζε ότι αγαπούσε τον πατέρα τους περισσότερο από τους άλλους δύο. Ορισμένες φορές, είχε την εντύπωση πως ο Χανράθος ήταν πολύ μικρός όταν σκοτώθηκε ο Ρέτβελνος για να καταλάβει ακριβώς τι είχε χάσει, και ο Μελτάρος ήταν πολύ αδιάφορος. Ο Αρνάλβες, όμως, ήταν πολύ ευαίσθητο αγόρι.

«Έρχονταν περισσότερο,» αποκρίθηκε η Λισρρέτα.

«Τώρα δεν έρχονται καθόλου,» είπε κυνικά ο Μελτάρος. «Πώς και παρουσιάστηκε αυτή;»

«Δεν είναι ‘αυτή’!» τόνισε, αυστηρά, η Λισρρέτα. «Είναι η θεία σας η Μαλθρίτ.»

Ο Μελτάρος μόρφασε. «Εγώ δεν την ξέρω αυτή τη θεία.»

«Εγώ τη θυμάμαι,» είπε ο Αρνάλβες.

«Ψέματα λέει,» είπε ο Μελτάρος στη μητέρα τους.

«Δε λέω ψέματα! Θυμάμαι το πρόσωπό της.»

«Κι εγώ θυμάμαι το πρόσωπό της. Θυμάσαι ποτέ να μας έχει μιλήσει;»

Ο Αρνάλβες δεν απάντησε, συνεχίζοντας το φαγητό του.

«Ποιος ήταν ο Ιερός Μαχητής των Οστών;» ρώτησε ο Χανράθος με τα μάτια του να γυαλίζουν από περιέργεια, καθώς ανακάτευε τη σούπα του με το κουτάλι, γύρω-γύρω, γύρω-γύρω.

«Ραφέλνες τον λένε,» αποκρίθηκε η Λισρρέτα. «Είναι ξάδελφος του πατέρας σας. Θείος σας επίσης, δηλαδή.»

«Ούτε αυτόν τον θείο τον ξέρουμε,» σχολίασε ο Μελτάρος. «Αυτός, αλήθεια, μας ξέρει;»

«Όχι και τόσο καλά,» παραδέχτηκε η Λισρρέτα. «Αλλά είναι μικρός…»

«Μικρός;»

«Μικρότερος από τον πατέρα σας όταν σκοτώθηκε.»

«Τελικά, σκοτώθηκε ή τον σκότωσαν;» ρώτησε ο Μελτάρος.

Γιατί πάντα μού κάνει αυτή την ερώτηση; Δε μπορεί να το αφήσει σε ησυχία; «Δεν ξέρω,» είπε σιγανά η Λισρρέτα.

«Ο Μελτάρος, μαμά, λέει πως τον σκότωσαν οι δολοφόνοι της Παντοκράτειρας,» είπε ο Χανράθος.

«Ανοησίες!» αποκρίθηκε αμέσως η Λισρρέτα, περισσότερο από συνήθεια. Πάντοτε τέτοια απάντηση τούς έδινε όποτε το έλεγαν αυτό, γιατί δεν ήθελε να κινδυνέψουν από τον Επόπτη. Αν τους ξέφευγε κάτι σε κάποιον άλλο εκτός από εκείνη, υπήρχε κίνδυνος να συμβούν… άσχημα πράγματα. «Ο πατέρας σας δεν είχε κόντρες μαζί τους.»

«Είχε,» είπε ο Μελτάρος.

«Δεν είχε γίνει ποτέ τίποτα το σοβαρό.» Τώρα, όμως, θα γίνει. Και πρέπει να τους μιλήσω. Τι κάθομαι και τους λέω; Τι σχέση έχουν όλ’αυτά; Η Λισρρέτα ακούμπησε την πλάτη της στην καρέκλα.

«Μη στενοχωριέσαι, μαμά,» της είπε ο Αρνάλβες. «Δε θα το πούμε σε κανέναν άλλο ότι υποπτευόμαστε τους Παντοκρατορικούς.»

«Τι ήθελε, όμως, αυτή η Μαλθρίτ εδώ;» ρώτησε ο Μελτάρος. «Ο Χανράθος, που ήταν στην Αίθουσα του Θρόνου όταν ήρθε, λέει πως δεν κατάλαβε ακριβώς. Κάτι για χρήματα, νομίζει.»

«Όχι,» αποκρίθηκε η Λισρρέτα, «δεν ήταν για χρήματα. Θα σας πω. Αλλά θα πρέπει να σας ζητήσω και μια χάρη.»

Κανένας τους δεν έτρωγε τώρα, καθώς όλοι είχαν τα μάτια τους στραμμένα επάνω της με ενδιαφέρον, έχοντας εντοπίσει τη σοβαρότητα στη φωνή και στην έκφρασή της.

Η Λισρρέτα αισθάνθηκε ευχαριστημένη που οι γιοι της της έδιναν την πρέπουσα σημασία. Προτού συνεχίσει έφαγε μια κοκκινιστή μπάμια από το πιάτο της. «Θα θέλατε να πάτε να δείτε το Νέλερβικ;» τους ρώτησε· και η ερώτησή της τους έπιασε απροετοίμαστους. Ξαφνιάστηκαν, από τον μεγαλύτερο ώς τον μικρότερο.

«Τι να το κάνουμε να το δούμε;» είπε ο Χανράθος.

«Ζήτησε η Μαλθρίτ να την επισκεφτούμε;» είπε ο Μελτάρος. Κι αμέσως μετά: «Το Νέλερβικ δεν λένε ότι τώρα έχει προβλήματα, και ότι έχει στραφεί κατά της Παντοκράτειρας;»

«Για λίγο καιρό,» εξήγησε η Λισρρέτα, «δεν πρέπει να είστε εδώ. Πρέπει να πάτε στο Νέλερβικ, στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου, στο κάστρο της καινούργιας Πριγκίπισσας. Αυτή είναι η χάρη που θέλω να σας ζητήσω.»

Τα αγόρια της αλληλοκοιτάχτηκαν, παραξενεμένα. Τρελάθηκε η μαμά; έμοιαζαν να σκέφτονται. Και ο Αρνάλβες ρώτησε: «Γιατί, όμως, μαμά; Γιατί να πάμε εκεί;»

«Διότι εδώ…» Η Λισρρέτα έσμιξε τα χείλη. «Εδώ πρέπει να έχω ελευθερία να κινηθώ, και δεν πρέπει να είστε κοντά μου.»

Ο Μελτάρος φάνηκε να καταλαβαίνει. «Θα στραφείς κι εσύ εναντίον των Παντοκρατορικών.» Δεν ήταν ερώτηση.

«Ναι,» παραδέχτηκε η Λισρρέτα. «Αλλά δεν θα πείτε τίποτα γι’αυτό. Σε κανέναν.»

«Μπορούμε να βοηθήσουμε, μητέρα!» τόνισε ο Μελτάρος, που ορισμένες φορές – όπως τώρα – έμοιαζε τόσο στον πατέρα του που τρόμαζε τη Λισρρέτα, της έκοβε την αναπνοή. Ήταν σαν μια νεότερη – και πολύ πιο παράτολμη – αντανάκλαση του Ρέτβελνος. «Μπορούμε να–»

«Μπορείτε να με βοηθήσετε πηγαίνοντας στο Νέλερβικ. –Ακούστε πώς θα γίνει,» πρόλαβε τον Μελτάρος προτού τη διακόψει. «Ακούστε πώς θα γίνει. Είμαι σίγουρη ότι θα σας αρέσει το ταξίδι. Όπως επίσης είμαι σίγουρη ότι θα σας αρέσει κι η επίσκεψή σας στο Νέλερβικ. Τη θυμάστε τη Βασνίτα Κάλνεραχ, έτσι δεν είναι;»

75.

Το μεσημέρι, μετά το γεύμα τους, οι Τρεις Πρίγκιπες του Τάσβεραλ (όπως ήταν γνωστοί στο Πριγκιπάτο) ετοιμάστηκαν, και το απόγευμα – ενώ ο Επόπτης δεν είχε ακόμα επιστρέψει στην πρωτεύουσα, παρατήρησε ανακουφισμένη η Πριγκίπισσα Λισρρέτα – έφυγαν από το παλάτι για να πάνε για κυνήγι στους λόφους γύρω από την πρωτεύουσα. Ήταν κι οι τρεις τους επάνω σε άλογα· ακόμα κι ο Χανράθος, ο οποίος χρησιμοποιούσε ένα ιππάριο που ένα δεκατετράχρονο αγόρι, εκπαιδευμένο στην ιππασία, μπορούσε να καβαλήσει. Μαζί τους είχαν έξι λαγωνικά, που τους ακολουθούσαν γαβγίζοντας και γρυλίζοντας. Στις πλάτες τους είχαν περασμένα τόξα και φαρέτρες γεμάτες βέλη.

Στην πραγματικότητα δεν θα πήγαιναν για κυνήγι, φυσικά. Αυτή ήταν η πρόφαση για να βγουν από το παλάτι χωρίς να τραβήξουν την προσοχή κανενός. Οι Τρεις Πρίγκιπες του Τάσβεραλ κυνηγούσαν συχνά στους λόφους, και μόνοι τους μάλιστα τα τελευταία χρόνια, που είχαν μεγαλώσει αρκετά· δεν ήταν τίποτα το αξιοσημείωτο στη ζωή του Πριγκιπάτου.

Η Λισρρέτα τούς ατένιζε από ένα παράθυρο των διαμερισμάτων της καθώς ξεμάκραιναν από το παλάτι, νιώθοντας έναν κόμπο βαθιά μέσα της, έναν κόμπο να τη σφίγγει ολοένα και περισσότερο. Είχε κάνει καλά που είχε συμφωνήσει με τα σχέδια του Τάμπριελ και των επαναστατών; Θα βοηθούσε έτσι το Πριγκιπάτο της, ή θα το καταδίκαζε; Ήλπιζε πως θα το βοηθούσε. Αλλά ό,τι κι αν συνέβαινε οι γιοι της, τουλάχιστον, θα ήταν καλά. Η Βασνίτα θα τους περιποιόταν· η Λισρρέτα το πίστευε αυτό.

Όταν οι Τρεις Πρίγκιπες χάθηκαν από τα μάτια της, η μητέρα τους χάθηκε επίσης από το παράθυρο, γλιστρώντας μέσα στις απογευματινές σκιές των διαμερισμάτων της.

Ο Μελτάρος, ο Αρνάλβες, και ο Χανράθος ίππευσαν για μερικά χιλιόμετρα ανατολικά και, μετά, έστριψαν βόρεια, περνώντας από περιοχές που είχαν κάμποση βλάστηση σ’ετούτους τους λόφους όπου γενικά η βλάστηση ήταν αραιή. Ο ήλιος έγερνε ολοένα και περισσότερο προς τη δύση, κι έβλεπαν τις σκιές τους και των αλόγων τους πλάι τους. Η μητέρα τους τους είχε εξηγήσει πού ακριβώς έπρεπε να πάνε, κι εκείνοι δεν χρειάζονταν χάρτη· ήξεραν τούτες τις περιοχές καλά.

«Όταν δείτε τον Βωμό της Ανατολής θα στρίψετε βόρεια, θ’ακολουθήσετε το μονοπάτι για λίγο, και μετά θα στρίψετε δυτικά, για να φτάσετε στην Ψυχροπηγή.» Έτσι τους είχε πει η Πριγκίπισσα Λισρρέτα. «Εκεί θα σας περιμένουν οι άνθρωποι για τους οποίους σας μίλησα.»

Τα τρία αγόρια είχαν ήδη δει τον Βωμό της Ανατολής επάνω στον λόφο και είχαν κατευθυνθεί βόρεια. Οι βράχοι γύρω τους ήταν ψηλοί και τα δέντρα καμπούρικα· ο άνεμος σφύριζε ένα μελαγχολικό τραγούδι που δεν έφτανε στην ψυχή των Τριών Πριγκίπων του Τάσβεραλ. Η Λισρρέτα είχε μαντέψει σωστά ότι θα ήταν ενθουσιασμένοι μ’αυτή την περιπέτεια, αδιαφορώντας για τους κινδύνους.

«Εδώ,» είπε ο Αρνάλβες, δείχνοντας στο πλάι. «Από δω πάμε για την Ψυχροπηγή.»

Ο Μελτάρος κατένευσε και τράβηξε το σπαθί του καθώς έκανε το άλογό του να στρίψει.

«Τι το θες το σπαθί;» τον ρώτησε ο Αρνάλβες.

«Πάμε να συναντήσουμε επαναστάτες. Πού ξέρεις; μπορεί να τους βρούμε να συγκρούονται με Παντοκρατορικούς.»

«Αν είναι έτσι, τότε ο Επόπτης θάχει καταλάβει το σχέδιο της μαμάς…»

Ο Μελτάρος δεν διαφώνησε, όμως συνέχισε να κρατά το σπαθί του.

Οι βράχοι και τα καμπούρικα δέντρα δεν άργησαν ν’αποκαλύψουν ανάμεσά τους μια πηγή. Νερό ανάβλυζε από τις πέτρες γεμίζοντας μια γούβα στο έδαφος, και η βλάστηση γύρω ήταν αρκετά πλούσια γι’αυτά τα μέρη. Την Ψυχροπηγή, όμως, τα αγόρια την είχαν δει πολλές φορές· δεν τους εντυπωσίαζε, φυσικά. Εκείνο που τους εντυπωσίασε ήταν το ψηλό, μεταλλικό θηρίο που ήταν μισοκρυμμένο πίσω από τα δέντρα. Και λίγο πιο μπροστά από αυτό στέκονταν μερικές σκιερές ανθρώπινες μορφές. Η μία απ’αυτές βγήκε στο απογευματινό φως. Ένας άντρας ψηλός, με κόκκινο δέρμα, κατάλευκα μαλλιά, και παράξενα, γκρίζα μάτια. Φορούσε κάπα, και στο χέρι του βαστούσε ένα ραβδί ψηλό όσο εκείνος, μαύρο στο χρώμα, με αργυρά δαχτυλίδια να το διακοσμούν από πάνω ώς κάτω, και με μια πορφυρή γυάλινη σφαίρα να στηρίζεται στην κορυφή του. Στα τρία αγόρια, ο άντρας αυτός έμοιαζε να έχει βγει κατευθείαν από παραμύθι. Ένας μάγος μυθικών διαστάσεων.

«Καλησπέρα,» τους είπε. «Οι Τρεις Πρίγκιπες του Τάσβεραλ;»

Ο Μελτάρος αφίππευσε, χωρίς να θηκαρώσει το σπαθί του. «Είσαι ο Άρχοντας Τάμπριελ;»

«Ναι. Κι εσύ πρέπει να είσαι ο Μελτάρος, ο μεγάλος γιος της Πριγκίπισσας Λισρρέτα, αν δεν κάνω λάθος.»

Ο Μελτάρος θηκάρωσε το ξίφος στη μέση του. «Είμαι ο Μελτάρος,» είπε, «κι από εδώ τ’αδέλφια μου.» Είχαν κι αυτοί αφιππεύσει, και στέκονταν όλοι τους ανάμεσα στους σκύλους, που ήταν σιωπηλοί τώρα που μιλούσαν οι αφέντες τους. «Ο Αρνάλβες και ο Χανράθος. Είμαστε με το μέρος της Επανάστασης, Άρχοντα Τάμπριελ. Η μητέρα μάς μίλησε για το θέμα.»

Ο Τάμπριελ στράφηκε κι έκανε νόημα στις υπόλοιπες σκιερές μορφές να πλησιάσουν· και, καθώς πλησίασαν, φωτίστηκαν από το απογευματινό φως που ολοένα και λιγόστευε. «Η Ανταρλίδα,» είπε ο Τάμπριελ κοιτάζοντας μια γυναίκα με κατάλευκο δέρμα, ξανθά μαλλιά, και μενεξεδιά μάτια, η οποία αμέσως έκανε πολύ ζωηρή εντύπωση στον Μελτάρος· του άρεσε. «Μαύρη Δράκαινα. Κάποτε στις υπηρεσίες της Παντοκράτειρας· όχι πλέον.»

Ο Τάμπριελ κοίταξε την άλλη γυναίκα, η οποία είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, μαύρα μαλλιά, και μάτια που γυάλιζαν σαν ατσάλι. «Η Αλιζέτ. Μαύρη Δράκαινα κι αυτή, κάποτε στις υπηρεσίες της Παντοκράτειρας. Επίσης γνωστή ως ‘η Σκοτεινή Βασίλισσα’.» Παράξενη, σκέφτηκε ο Μελτάρος.

«Κι από εδώ,» συνέχισε ο Τάμπριελ, στρεφόμενος στο τελευταίο άτομο της ομάδας του, «ο Όρνιφιμ.» Ένας άντρας με λευκό-ροζ δέρμα, μακριά μαύρα μαλλιά δεμένα κοτσίδα, μουστάκι, και βλέμμα που γυάλιζε μ’έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από της Αλιζέτ, σαν να σκεφτόταν πώς να στήσει κάποια απάτη. «Πιστός ακόλουθός μου.»

«Και είστε όλοι επαναστάτες, έτσι;» είπε, με κάποιο δέος στη φωνή του, ο Χανράθος.

Η Ανταρλίδα κι ο Όρνιφιμ χαμογέλασαν.

Ο Μελτάρος αναποδογύρισε τα μάτια. «Μη δίνετε σημασία στον αδελφό μου,» είπε. «Πρέπει να του εξηγήσεις κάτι δύο φορές προτού το καταλάβει.»

Ο Χανράθος, πάντως, αυτό το κατάλαβε και τον αγριοκοίταξε.

«Η Μαλθρίτ Μόντενραχ δεν είναι μαζί σας;» ρώτησε ο Αρνάλβες.

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Έφυγε με τον Ραφέλνες, αφότου μιλήσαμε με τη μητέρα σας.»

Ο Αρνάλβες ένευσε. «Η μητέρα μάς το είπε ότι μάλλον δεν θα τη συναντούσαμε εδώ.»

«Στο κάστρο της Νέλερβικ, κατά πάσα πιθανότητα, θα έρθει να σας επισκεφτεί,» τους είπε ο Τάμπριελ. «Τώρα: επιβιβαστείτε κι ας ξεκινήσουμε το ταξίδι μας,» τους προέτρεψε, στρεφόμενος στο μεταλλικό θηρίο πίσω από τα δέντρα.

«Και τα σκυλιά μας;» ρώτησε ο Αρνάλβες. «Τα άλογα;»

«Θα πρέπει να τ’αφήσετε εδώ. Δεν υπάρχει χώρος γι’αυτά.»

«Και καλύτερα να τα δέσετε,» πρόσθεσε η Ανταρλίδα. «Να μην επιστρέψουν στο παλάτι χωρίς εσάς.»

«Αν τα δέσουμε εδώ, μόνα τους, θα πεθάνουν,» διαμαρτυρήθηκε ο Αρνάλβες.

«Κάποιος άλλος κυνηγός θα τα βρει,» είπε ο Μελτάρος, «και μάλλον θα τα πάρει μαζί του όταν διαπιστώσει πως οι αφέντες τους δεν είναι κοντά. Η Ανταρλίδα μιλά σωστά, Αρνάλβες: τα ζώα δεν πρέπει να επιστρέψουν χωρίς εμάς στο παλάτι, γιατί όλοι θα νομίσουν πως κάτι κακό μάς συνέβη στους λόφους, και μάλλον η μητέρα δεν το θέλει ακόμα αυτό. Ίσως, μάλιστα, οι Παντοκρατορικοί να την υποπτευθούν.»

«Ακριβώς,» είπε ο Τάμπριελ.

Και τα αγόρια, αφού πήραν όλα τους τα πράγματα από τις σέλες, έδεσαν τα άλογα στα δέντρα κοντά στην Ψυχροπηγή, όπως επίσης και τα σκυλιά.

76.

Η Ανταρλίδα συμβουλευόταν τον χάρτη της Βασνίτα και, συγχρόνως, τον χάρτη στη μικρή οθόνη της κονσόλας μπροστά της, καθώς οδηγούσε το όχημα μέσα στο Πριγκιπάτο Τάσβεραλ. Ο Τάμπριελ, χρησιμοποιώντας ένα Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, το είχε πάλι μετατρέψει σε τροχοφόρο αφότου είχαν βγει από τους λόφους, και η Ανταρλίδα διατηρούσε τώρα δυτική κατεύθυνση, ακολουθώντας τα μονοπάτια που είχε σημειώσει ο Πρόμαχος Άτβος επάνω στον χάρτη – τα μέρη όπου ήταν απίθανο κανείς να συναντήσει περιπολίες στρατιωτών της Παντοκράτειρας ή πράκτορές της.

Ο Πρόμαχος… που ακόμα δεν έχουμε ιδέα πού βρίσκεται, ή αν είναι καν ζωντανός, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, και στράφηκε να κοιτάξει τον Όρνιφιμ, που καθόταν πίσω από εκείνη και την Αλιζέτ, κοντά στους Τρεις Πρίγκιπες. «Τι γίνεται με τον Ζίρτελον; Έχει συνέλθει;»

«Ονειρεύεται το όνειρό μας.» Προφανώς, αναφερόταν στους Ιεράρχες συλλογικά. Η Ανταρλίδα δεν προσπάθησε να το καταλάβει· δεν μπορούσες να τους κατανοήσεις αυτούς, ούτως ή άλλως, εκτός αν ήσουν ο Τάμπριελ. Μπορεί να έμοιαζαν μ’ανθρώπους μα δεν ήταν όπως τους άλλους.

«Είσαι σίγουρος πως δεν είναι νεκρός;»

«Ναι· θα το ήξερα.»

«Θα συνέλθει σύντομα;»

«Αυτό δεν το ξέρω.»

Η Ανταρλίδα δεν τον κοίταζε πια, καθώς του έκανε αυτές τις ερωτήσεις· είχε τα μάτια της στραμμένα στο μονοπάτι εμπρός της, γιατί μέσα στη νύχτα δεν ήταν ακίνδυνο.

Η Αλιζέτ είπε: «Αφού τα εκρηκτικά δεν έπεσαν πάνω στο πλοίο τους, ό,τι κι αν έγινε δεν μπορεί ο Πρόμαχος νάναι νεκρός. Βρίσκονταν κοντά στις ακτές.»

«Θα μπορούσαμε να πάμε να τους αναζητήσουμε…» είπε σκεπτικά η Ανταρλίδα.

«Δε συμφέρει τώρα. Πρέπει πρώτα να μεταφέρουμε τους κυρίους στη Νέλερβικ, και μετά να επιστρέψουμε πάλι στην Τάσβεραλ. Ο χρόνος μετράει.»

Η Ανταρλίδα το ήξερε, φυσικά, αυτό. Η εξαφάνιση των Τριών Πριγκίπων σύντομα θα κινούσε την περιέργεια του Επόπτη, αν όχι αμέσως.

Μέσα στη νύχτα, τρεις ώρες αφότου είχαν ξεκινήσει, έφτασαν στις όχθες του ποταμού Νέλερηλ. Εκεί, η Ανταρλίδα σταμάτησε να οδηγεί και, ανοίγοντας την πόρτα δίπλα της, βγήκε. Η Αλιζέτ βγήκε από την άλλη πλευρά, και ο Όρνιφιμ κι οι Τρεις Πρίγκιπες ακολούθησαν. Τελευταίος βγήκε ο Τάμπριελ.

Ο Χανράθος είπε: «Η μαμά μάς είπε ότι θα μας βάλετε σ’ένα σκάφος που πηγαίνει κάτω από τον ποταμό.»

«Υποβρύχιο,» τον βοήθησε ο Μελτάρος.

«Πού είναι;» ρώτησε ο Χανράθος. Κοίταζε την Ανταρλίδα.

«Εδώ,» απάντησε εκείνη, δείχνοντας με το βλέμμα της το τετράτροχο όχημα απ’το οποίο είχαν μόλις βγει.

Ο Χανράθος συνοφρυώθηκε. Ο Μελτάρος είπε: «Μεταβαλλόμενο που παίρνει τρεις μορφές;»

«Ναι.»

Οι Τρεις Πρίγκιπες έμοιαζαν εντυπωσιασμένοι. Ίσως και να ήταν το πρώτο μεταβαλλόμενο όχημα που είχαν δει γενικά, υπέθεσε η Ανταρλίδα.

«Γιατί σταματήσαμε;» ρώτησε ο Μελτάρος. «Γιατί δεν μπαίνουμε στον ποταμό αλλάζοντας μορφή;»

«Ο Τάμπριελ πρέπει να ξεκουραστεί,» εξήγησε η Ανταρλίδα. «Δε μπορεί συνέχεια να διατηρεί σταθερή τη ροή της ενέργειας του οχήματος χωρίς ανάπαυση.»

«Κοιμηθείτε αν θέλετε,» προέτρεψε τους Τρεις Πρίγκιπες η Αλιζέτ. «Θα μείνουμε εδώ δυο ώρες τουλάχιστον.»

77.

Ο Άτβος και οι σύντροφοί του βρήκαν άλλη μια ομάδα με ναυαγούς, μικρότερη από την προηγούμενη, και με μονάχα δύο τραυματίες. Ήταν απόγευμα, και δεν είχαν σταματήσει για να ξεκουραστούν καθόλου. Ούτε είχαν δει κανένα χωριό ή πόλη στην περιοχή, για να ανεφοδιαστούν ή να πάρουν καινούργια ρούχα. Οι ακτές ήταν έρημες ώς εκεί που έφταναν τα κιάλια του Άτβος· και δεν ήθελε να ζητήσει από την Ιλρίνα να κάνει Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω τους, γνωρίζοντας πόσο κουρασμένη ήταν. Ούτε εκείνη το πρότεινε, καταλαβαίνοντας ότι βρισκόταν στα όρια της αντοχής της και θέλοντας να χρησιμοποιήσει όση αντοχή τής απέμενε για να συνεχίσει να βαδίζει και να μην την κουβαλάνε.

Ο Άτβος ήταν έτοιμος να πει να ξεκουραστούν για μερικές ώρες, αλλά προτού μιλήσει, ο Νίλφες έδειξε τον ουρανό. «Πρόμαχε!» είπε. Και ο Άτβος είδε τα δύο ελικόπτερα που πετούσαν κοντά στις ακτές. Παντοκρατορικά, αναμφίβολα. Μας ψάχνουν.

«Πάμε. Φεύγουμε. Προς τους δασότοπους.»

«Θα βρούμε, όμως, κανένα χωριό εκεί;» είπε η Νελερβίκια πολεμίστρια με την ασπίδα και το σπαθί στην πλάτη, η οποία είχε συστηθεί ως Αλιρμίτ.

«Καλύτερα να μείνουμε ζωντανοί κι ας μη βρούμε χωριό,» αποκρίθηκε ο Άτβος, καθώς είχαν ήδη ξεκινήσει να βαδίζουν βιαστικά, πηγαίνοντας βόρεια.

Όταν βγήκαν απ’τους βράχους της ακτής και το μέρος ήταν πιο ανοιχτό, έτρεξαν, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, για να φτάσουν στους Δασότοπους της Σκιάς, σηκώνοντας στα χέρια ή υποβαστάζοντας τους τραυματίες, ανάλογα με το πόσο άσχημη ήταν η κατάστασή τους. Ευτυχώς, οι παρυφές των δασών δεν ήταν μακριά από την ακροθαλασσιά. Προτού καταλάβουν για πότε είχαν διασχίσει την απόσταση βρίσκονταν κάτω από την πυκνή κάλυψη των δέντρων, τυλιγμένοι στον προστατευτικό μανδύα των σκιών του απογεύματος.

Ο Άτβος, λαχανιασμένος, έφερε τα κιάλια στα μάτια του και κοίταξε στον ουρανό, τα ελικόπτερα. Δε μπορούσε να διακρίνει τι έμβλημα είχαν επάνω τους, αλλά το απέκλειε να μην ήταν Παντοκρατορικά. Ο Επόπτης είδε ότι άργησαν να επιστρέψουν τα αεροπλάνα του κι έστειλε τα ελικόπτερα για να μάθουν τι έχει γίνει. Δε θ’αργήσουν να βρουν το ναυάγιο.

«Θα ταξιδέψουμε βόρεια,» είπε, κατεβάζοντας τα κιάλια.

«Διασχίζοντας τους δασότοπους;» έκανε η Αλιρμίτ.

«Ναι.»

«Μα, είναι–»

«Είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε. Μας προσφέρουν κάλυψη που θα χρειαστούμε.»

Οι περισσότεροι συμφωνούσαν μ’αυτό, έτσι ο Άτβος δεν είχε να αντιμετωπίσει αντιρρήσεις. Τον ακολούθησαν μέσα στο πυκνό δάσος, καθώς το περιβάλλον σκοτείνιαζε ολοένα και περισσότερο γύρω τους. Ήταν όλοι τους κατάκοποι. Οι τραυματίες που μπορούσαν να βαδίσουν βογκούσαν ενόσω βάδιζαν. Οι τραυματίες που δεν μπορούσαν να βαδίσουν, και που τους μετέφεραν, ή ήταν λιπόθυμοι κι επομένως σιωπηλοί, ή κι αυτοί βογκούσαν. Οι άλλοι επίσης βογκούσαν κάπου-κάπου, ή ξεφυσούσαν ή μούγκριζαν. Η Ιλρίνα, πλάι στον Άτβος, παραπατούσε. Ο ίδιος ο Άτβος παραπατούσε και ξεφυσούσε, και τα γυμνά του πόδια πονούσαν, αλλά δεν είπε να σταματήσουν μέχρι που είχε νυχτώσει και τα πάντα ήταν σκοτεινά γύρω τους. Ο Ράνθρος είχε, κάπως, καταφέρει να κρατήσει έναν ενεργειακό αναπτήρα μαζί του ύστερα από το ναυάγιο και, χρησιμοποιώντας τον, είχαν ανάψει μερικά δαδιά (από πεσμένα κλαδιά δέντρων) για να βλέπουν.

«Εδώ,» είπε ο Άτβος, «ξεκουραζόμαστε,» και όλοι τού φάνηκε ότι, κυριολεκτικά, κατέρρευσαν στο χορτάρι του δάσους σαν να ήταν μαριονέτες που κάποιος είχε αφήσει τα σχοινιά τους.

Ο Πρόμαχος πλησίασε τον Ράνθρος και του ζήτησε τον ενεργειακό αναπτήρα. Εκείνος τον έβγαλε από το σακούλι στη ζώνη του. Ήταν άκομψος και μεγάλος, όπως όλοι οι αναπτήρες της Βίηλ που λειτουργούσαν με εστία, αλλά είχε ένα τρομερό πλεονέκτημα σε σχέση με τους ενεργειακούς αναπτήρες που φτιάχνονταν αλλού στο Γνωστό Σύμπαν: η ενέργειά του κρατούσε χρόνια και χρόνια και χρόνια – μέχρι η εστία να ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής της. Ενώ οι μπαταρίες των άλλων αναπτήρων, στη Βίηλ, σώνονταν πολύ γρήγορα.

Ο Άτβος άρχισε να μαζεύει ξύλα για ν’ανάψει φωτιά. Εδώ πέρα, μέσα στους δασότοπους, δεν ήταν και πολύ πιθανό τα ελικόπτερα να έβλεπαν το φως και να τους έβρισκαν. Δεν ονομάζονταν Δασότοποι της Σκιάς για πλάκα· ήταν, πραγματικά, πολύ σκοτεινοί, με πολύ πυκνή βλάστηση. Γι’αυτό κιόλας σε τούτους τους τόπους φύτρωνε ο σκίανθος.

Ο Νίλφες και η Αλιρμίτ ήρθαν να βοηθήσουν τον Πρόμαχο, μόλις είδαν τι έκανε. Εκείνος δέχτηκε τη βοήθειά τους μ’ένα νεύμα μονάχα· κανείς δεν είχε δυνάμεις για αχρείαστες κουβέντες. Όταν μάζεψαν αρκετά ξύλα, έφτιαξαν μ’αυτά τρεις πυραμίδες περιτριγυρισμένες με πέτρες, και τις άναψαν με τον ενεργειακό αναπτήρα.

Ο Άτβος πλησίασε τον Ζίρτελον, που οι άλλοι τον είχαν αφήσει ξαπλωμένο ανάσκελα, ακίνητο, με τον αιματοβαμμένο επίδεσμο ακόμα τυλιγμένο γύρω απ’το κεφάλι του. Γονάτισε δίπλα του και έλεγξε αν ανέπνεε. Ζωντανός, συμπέρανε, και προσπάθησε να του δώσει λίγο νερό απ’το φλασκί του. Ο Ιεράρχης ήπιε, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως είχε και τις αισθήσεις του. Μετά μουρμούρισε κάτι, σαν να ονειρευόταν.

«Ζίρτελον,» είπε ο Άτβος. «Μ’ακούς;» Εκείνος δεν απάντησε, έτσι ο Πρόμαχος σηκώθηκε και πήγε να καθίσει πλάι στην Ιλρίνα, η οποία είχε ήδη αποκοιμηθεί κάτω από ένα δέντρο. Κανονικά, θα της ζητούσε να κάνει μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως, για κάθε ενδεχόμενο, μα τώρα πώς να της το ζητήσει; Ήταν εξοντωμένη.

Και ποιος θα μας φυλάει όσο θα κοιμόμαστε; Τα Πνεύματα μονάχα, τα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών, σκέφτηκε ο Άτβος, κι έκανε μια γρήγορη προσευχή προτού κι εκείνον τον πάρει ο ύπνος.

78.

Η Αλιζέτ ξύπνησε τους Τρεις Πρίγκιπες όταν ήταν ώρα να φύγουν. Επιβιβάστηκαν όλοι, και το όχημα μπήκε στα νερά του ποταμού μέσα στα μεσάνυχτα. Ο Τάμπριελ, καθισμένος στο ενεργειακό κέντρο, το μεταμόρφωσε σε υποβρύχιο, και η Αλιζέτ το πήγε στα βαθιά και το έβαλε να βουλιάξει κάτω από τον ποταμό.

Η Ανταρλίδα είχε αποφασίσει να μην πιλοτάρει τώρα. Πιο πριν είχε πάει για κατόπτευση ενώ η Αλιζέτ αναπαυόταν. Είχε δει, απόμακρα, μια περιπολία Παντοκρατορικών, αλλά δεν έρχονταν προς εκείνη και την ομάδα της, έτσι δεν είχε θεωρήσει την παρουσία τους ανησυχητική· και τελικά είχε αποδειχτεί πως, όντως, δεν ήταν.

«Είναι δύσκολο να το οδηγείς;» ρώτησε ο Χανράθος την Αλιζέτ, παρατηρώντας τα χέρια της επάνω στο τιμόνι του υποβρυχίου.

«Πιο δύσκολο από ένα όχημα ξηράς,» του είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα.

«Σε πόση ώρα θα είμαστε στη Νέλερβικ;» ρώτησε ο Μελτάρος με σοβαρό ύφος.

Η Αλιζέτ κοίταξε τον χάρτη στην οθόνη της κονσόλας. Πάτησε μερικά πλήκτρα, βάζοντας το σύστημα να υπολογίσει την απόσταση της διαδρομής που θα ακολουθούσε, και το σύστημα απάντησε, γράφοντας κάτω από τον χάρτη: ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΤΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ: 6 ΩΡΕΣ. «Τόσο,» είπε η Αλιζέτ στον μεγάλο γιο της Λισρρέτα, δείχνοντας. «Κοιμηθείτε πάλι, αν θέλετε.»

Ο Μελτάρος την κοίταξε μάλλον καχύποπτα. «Συνέχεια θέλεις να κοιμόμαστε.»

Η Ανταρλίδα μειδίασε. «Τρομάζεις τα παιδιά, Αλιζέτ.»

«Συγνώμη,» είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα. «Νόμιζα ότι το βράδυ στην Τάσβεραλ κοιμούνται.»

«Δεν κοιμόμαστε πάντα το βράδυ,» είπε αμέσως ο Χανράθος.

«Και τι κάνετε;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Διάφορα πράγματα… Να καθίσω δίπλα σου;» Ο Χανράθος έδειξε τη θέση πλάι στο κάθισμα του πιλότου, όπου δεν καθόταν κανένας.

Η Αλιζέτ τον λοξοκοίταξε. «Κάθισε.»

Μετά από κάποια ώρα, ο Μελτάρος είπε: «Τι πρέπει να κάνει κάποιος για να γίνει επαναστάτης;» Κοιτούσε την Ανταρλίδα, η οποία καθόταν αντίκρυ του.

«Να είναι εναντίον της Παντοκράτειρας,» αποκρίθηκε εκείνη. Είχε παρατηρήσει ότι ο μεγάλος γιος της Λισρρέτα την ατένιζε, γενικά, κάπως περίεργα. Γιατί, άραγε; Έβλεπε κάτι επάνω της που τον παραξένευε; Ίσως να έφταιγε το κατάλευκο δέρμα της, που δεν ήταν ένας από τους δερματικούς χρωματισμούς των γηγενών της Βίηλ. Ωστόσο, κυκλοφορούσαν αρκετοί άνθρωποι με κατάλευκο δέρμα στη διάσταση…

«Μόνο αυτό;»

«Τι άλλο θέλεις να είναι;»

«Απλά είπα….» Απέφυγε το βλέμμα της. «Σκεφτόμουν ότι ίσως να ήταν κάτι περισσότερο.»

«Καμια δοκιμασία, Μελτάρος;» Η φωνή του Όρνιφιμ ξάφνιασε την Ανταρλίδα, καθώς ο Ιεράρχης ήταν σιωπηλός από τότε που είχαν κατασκηνώσει κοντά στις όχθες του ποταμού και μετά.

«Ναι, υποθέτω κάτι τέτοιο…» αποκρίθηκε διστακτικά ο Μελτάρος.

«Ολόκληρη η ζωή σου είναι μια δοκιμασία,» του είπε ο Όρνιφιμ. «Δε χρειάζεσαι άλλες. Ό,τι κάνεις αυτό σε χαρακτηρίζει.»

Ο Μελτάρος συνοφρυώθηκε σκεπτικά. Ύστερα ρώτησε: «Ο πατέρας μου ήταν επαναστάτης; Ήταν ένας από εσάς; Τον γνωρίζατε;»

Κανένας δεν απάντησε. Ήξεραν ότι ο Ρέτβελνος είχε σκοτωθεί κοντά στους Δασότοπους της Σκιάς· η Βασνίτα τούς το είχε πει.

«Γιατί δεν μου λέτε; Τώρα είμαι κι εγώ ένας από εσάς. Γιατί να μην ξέρω;»

Η Ανταρλίδα σκέφτηκε: Μάλλον η Λισρρέτα απέφευγε αυτό το θέμα. «Ούτε εμείς ξέρουμε, Μελτάρος. Δεν είχα ξανακούσει για τον πατέρα σου μέχρι που η Βασνίτα μάς μίλησε για τον θάνατό του.»

«Είναι αλήθεια πως τον δολοφόνησαν οι Παντοκρατορικοί;»

«Ούτε αυτό το ξέρω.»

«Ήταν εναντίον τους, πάντως,» είπε ο Μελτάρος. «Είμαι σίγουρος πως ήταν. Δεν του άρεσαν αυτά που κάνουν στο Πριγκιπάτο μας. Είναι δικό μας Πριγκιπάτο, όχι δικό τους!»

«Με τέτοια λόγια,» είπε η Αλιζέτ χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει, «μπορεί όντως ο πατέρας σου να έμπλεξε. Ή μπορεί πραγματικά να ήταν ατύχημα με το όχημά του.»

«Δεν πιστεύω πως ήταν ατύχημα,» δήλωσε ο Μελτάρος. «Και θα ήθελα να πολεμήσω μαζί σας. Μπορούμε να… να κάνουμε μια συμφωνία; Μεταξύ μας;»

Δε μ’αρέσει αυτό. «Τι συμφωνία;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Συμφωνήσατε με τη μητέρα μου να μας πάτε στη Νέλερβικ, σωστά;»

«Ακριβώς.»

«Τους αδελφούς μου μπορείτε να τους αφήσετε εκεί· είναι μικροί κι οι δύο, εξάλλου.» Ο Μελτάρος μιλούσε σχεδόν σαν ο Αρνάλβες και ο Χανράθος να μην ήταν παρόντες. «Εγώ, όμως, μπορώ να έρθω μαζί σας. Να σας βοηθήσω σε ό,τι θέλετε. Συμφωνείτε;»

«Σταμάτα τις ανοησίες, Μελτάρος!» πετάχτηκε ο Αρνάλβες. «Θέλεις να στενοχωρήσεις τη μαμά;»

«Η μαμά δεν χρειάζεται να μάθει τίποτα. Εκτός,» αγριοκοίταξε τον Αρνάλβες, «αν εσείς τις το πείτε.»

«Δεν υπάρχει περίπτωση να σε πάρουμε μαζί μας,» πληροφόρησε η Ανταρλίδα τον Μελτάρος.

Εκείνος την ατένισε με ξαφνική οργή στα μάτια του, σαν η Μαύρη Δράκαινα να τον είχε προσβάλει βαθιά. «Πόσο χρονών νομίζεις ότι είμαι;»

«Δεν έχει σημασία πόσο χρονών είσαι. Αν παραβούμε τη συμφωνία μας με την Πριγκίπισσα θα δημιουργηθούν προβλήματα.»

«Είμαι αρκετά μεγάλος για να καθίσω στον Θρόνο του Τάσβεραλ αν η μητέρα πεθάνει,» τόνισε ο Μελτάρος. «Είμαι ο νόμιμος διάδοχος!»

«Θα σταματήσεις επιτέλους;» φώναξε ο Αρνάλβες, ξαφνιάζοντας ακόμα και την Ανταρλίδα. Και με πιο σιγανή φωνή: «Υποσχεθήκαμε στη μαμά πως θα μείνουμε στο κάστρο της Νέλερβικ. Κι εσύ υποσχέθηκες να μας προσέχεις, Μελτάρος.»

«Είστε αρκετά μεγάλοι για να προσέχετε τον εαυτό σας.»

«Της είπες ψέματα, δηλαδή;»

«Της είπα εκείνο που ήθελε ν’ακούσει, για να την καθησυχάσω.»

Η Ανταρλίδα σκέφτηκε: Αυτός ίσως να γίνει καλός πολιτικός κάποτε. «Δεν έχει νόημα να το συζητάμε. Δε μπορούμε να σε πάρουμε μαζί μας, Μελτάρος. Είμαι σίγουρη πως και ο Τάμπριελ συμφωνεί και η Αλιζέτ και ο Όρνιφιμ.»

«Φύλαξε την όρεξή σου,» είπε η Αλιζέτ απευθυνόμενη στον Μελτάρος προφανώς αλλά χωρίς πάλι να γυρίσει να τον κοιτάξει, «γιατί μη νομίζεις ότι τα πράγματα στη Νέλερβικ θάναι και τόσο ήσυχα. Ίσως η Πριγκίπισσα Βασνίτα να χρειαστεί τη βοήθειά σου.»

«Εκείνο που ευχόμαστε, Αλιζέτ, είναι τα πράγματα να είναι ήσυχα,» είπε η Ανταρλίδα.

«Σπάνια, όμως, συμβαίνει αυτό, δε συμφωνείς;»

79.

Ο Τζακ Πολύχρωμος δεν ήταν πρόθυμος να καθίσει πολύ στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ και να περιμένει. Όταν έμαθε ότι ο προδότης που αναζητούσε βρισκόταν, πιθανώς, κάπου στο Νέλερβικ, είπε στην Ανδρομάχη: «Μόλις είσαι έτοιμη, φεύγουμε.»

Την ξάφνιασε με τον τρόπο του. «Τι; Τώρα; Αμέσως;»

«Τώρα. Αμέσως,» αποκρίθηκε ο Τζακ, καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα που είχε φέρει ο ίδιος κοντά στο ανάκλιντρο όπου ήταν μισοξαπλωμένη η Ανδρομάχη, στο όμορφο μπαλκόνι με την πέργκολα. «Θα πάω να μιλήσω με τον Επόπτη, κι όταν επιστρέψω ελπίζω να έχεις ετοιμαστεί.»

Η Ανδρομάχη δεν σηκώθηκε από τη θέση της. «Είπαμε ότι δεν θα είμαι υπόλογή σου,» τον προειδοποίησε.

«Είπαμε, επίσης, ότι θα έρθεις μαζί μου – κι εγώ φεύγω τώρα. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, όσο ο Τάμπριελ είναι εδώ. Γιατί νομίζεις ότι πηγαίνω να μιλήσω στον Λούσιο και δεν ξεκινάω αμέσως; Για σένα.» Και μ’ετούτα τα λόγια έφυγε απ’το μπαλκόνι κι απ’το δωμάτιό της.

Ο Τζακ ήταν ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας. Φτάνει να έλεγε στον Λούσιο Φαθράλω πως τη χρειαζόταν μαζί του κι εκεί το θέμα θα τελείωνε, εκτός αν ο Λούσιος είχε κάποιον πολύ σοβαρό λόγο για να τη θέλει εδώ. Και τέτοιο λόγο δεν είχε. Δεν μπορούσε να έχει. Η Ανδρομάχη, άλλωστε, δεν ήταν υπόλογη ούτε σ’αυτόν. Ήταν ένας απλός ταγματάρχης του Παντοκρατορικού Στρατού· εκείνη ήταν ειδική πράκτορας της Παντοκράτειρας με βαθμό Ανώτερη Ελέγκτρια. Ο Τζακ, ουσιαστικά, δεν θα ζητούσε άδεια από τον Λούσιο για να την πάρει μαζί του· θα του έλεγε απλώς ότι θα τον συντρόφευε στην αποστολή του, ώστε ο Λούσιος να μπορεί να αναφέρει στη Ρελκάμνια, όταν χρειαζόταν, πού βρισκόταν και τι έκανε η Ανδρομάχη.

Εκείνη, λοιπόν, δεν υπήρχε λόγος ν’ανησυχεί πλέον τι διαταγές θα τις έστελναν από τη διάσταση-έδρα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Αυτό το βάρος είχε φύγει από τους ώμους της.

Ο Τζακ Πολύχρωμος πολύ πιθανόν να της πρόσφερε την εκδίκησή της και να επέστρεφε πάλι στα χέρια της το Πριγκιπάτο Χαύδοραλ. Γι’αυτό, η Ανδρομάχη δεν μπορούσε παρά να τον ευχαριστεί – μέσα στο μυαλό της, τουλάχιστον – αλλά ο τρόπος του εξακολουθούσε να μην της αρέσει. Ήταν σαν να έκρυβε κάποιο μυστικό που τον έβαζε στην ιεραρχία πολύ πιο πάνω από εκείνη, παρότι ήταν ισόβαθμός της τώρα που η Ανδρομάχη δεν ήταν πια Ανώτατη Ελέγκτρια.

Όλ’αυτά, βέβαια, η Ανδρομάχη τα συλλογιζόταν καθώς είχε φύγει απ’το μπαλκόνι και ετοιμαζόταν. Έβγαζε το μενεξεδί φόρεμά της (που ήταν ωραίο για την αυλή της Πριγκίπισσας Ισλάννα αλλά καθόλου πρακτικό για τον δρόμο) και τα λεπτά εσώρουχα, και έβαζε εσώρουχα πιο χοντρά, καλύτερα για το κρύο, και ρούχα που ήταν ειδικά φτιαγμένα για ταξίδι: ζεστό δερμάτινο παντελόνι, πλεκτό πουκάμισο χωρίς γιακά, γιλέκο που δενόταν σφιχτά πάνω από τη μέση, και μπότες με σταυρωτά λουριά, ψηλές ώς το γόνατο και καμωμένες από δέρμα ζαρκαδιού.

Η πόρτα του δωματίου της χτύπησε μόλις η Ανδρομάχη είχε δέσει και τη δεύτερη μπότα.

«Ποιος είναι;»

«Τζακ Πολύχρωμος.»

Τι αστείο επώνυμο. Από τη Ρελκάμνια πρέπει να κατάγεται. Οι Ρελκάμνιοι είχαν ό,τι επώνυμο μπορούσε κανείς να φανταστεί. «Πέρνα· μη ντρέπεσαι.»

Ο Τζακ άνοιξε και μπήκε· δεν ήταν κλειδωμένα. «Νομίζεις ότι είμαι ντροπαλός;»

Μόνο αν αυτό αποτελεί κρυφή πτυχή του χαρακτήρα σου. «Θα δούμε,» του απάντησε, ανοίγοντας τη ντουλάπα, παίρνοντας έναν σάκο από μέσα, κι αρχίζοντας να τον γεμίζει με ρούχα τα οποία έπαιρνε επίσης από τη ντουλάπα. «Μίλησες με τον Λούσιο;»

«Ναι.» Ο Τζακ στεκόταν και την κοιτούσε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.

«Φάνηκε δύσκολος;»

«Καθόλου. Νομίζω πως ήθελε να σε ξεφορτωθεί.»

Τι μαλάκας άνθρωπος, σκέφτηκε η Ανδρομάχη· και δεν αναφερόταν στον Τζακ. «Θα πάρουμε κανέναν άλλο μαζί μας;» ρώτησε συνεχίζοντας να βάζει ρούχα στον σάκο της.

«Αν χρειαστεί θα βρούμε ανθρώπους εκεί.»

«Δεν είναι ανάγκη. Μαζί μου, στη Χαύδοραλ, ήταν ο Λοχαγός Ιβάν Κάλρω–»

«Το ξέρω. Δεν τον χρειαζόμαστε, ούτε αυτόν ούτε τους στρατιώτες του.»

«Μη νομίζεις ότι το δίκτυό μας θάναι σε καλή κατάσταση, ύστερα από την εξέγερση στα πριγκιπάτα Νέλερβικ και Χαύδοραλ. Οι περισσότεροι πράκτορες φεύγουν από εκεί.»

«Ο Λούσιος, όμως, μου είπε ότι επικοινώνησε με την Επόπτρια του Πριγκιπάτου Κάνρελ ώστε να σταλούν στρατιωτικές ενισχύσεις στο Τάσβεραλ.»

«Ναι, αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με το δίκτυό μας–»

«Οι επαναστάτες σύντομα, υποθέτω, θα βρεθούν σε σύγκρουση με τις Παντοκρατορικές δυνάμεις στο Τάσβεραλ: κι αυτό θα το εκμεταλλευτούμε.»

«Εξακολουθώ να μην–»

«Οι καλύτεροι πράκτορες δημιουργούν δικό τους δίκτυο όπου κι αν βρεθούν–»

«Μπορείς να μη με διακόπτεις συνέχεια;» γρύλισε η Ανδρομάχη, καρφώνοντάς τον με οργισμένο βλέμμα.

Ο Τζακ ανασήκωσε τους ώμους. «Συγνώμη. Σου εξηγώ απλώς γιατί θα πάμε ανατολικά μόνοι μας.»

«Τέλος πάντων,» είπε η Ανδρομάχη, και στράφηκε πάλι στη δουλειά της. Ο Τζακ εξακολουθούσε να παριστάνει τον αρχηγό παρότι άλλα είχαν συμφωνήσει. Όμως της είχε κάνει χάρη – μια πολύ σημαντική χάρη. Γι’αυτό τον ανέχομαι, και μόνο γι’αυτό.

Τελείωσε με τα ρούχα κι άρχισε να βάζει στον σάκο άλλα πράγματα: εργαλεία και όπλα, χάρτες και βιβλία, καλλυντικά και αρώματα, σχοινιά και λουριά, στιλογράφους και χαρτιά, μια πυξίδα που λειτουργούσε με εστία, ειδικά σπίρτα της Βίηλ, τσιγάρα, έναν αναπτήρα με εστία. Καθώς τα τακτοποιούσε όλ’αυτά, ρώτησε τον Τζακ: «Από τη Ρελκάμνια είσαι;»

«Γιατί ρωτάς;»

«Μου έχει κάνει εντύπωση το επώνυμό σου.»

«Από τη Ρελκάμνια είμαι.»

«Το υποψιαζόμουν.»

«Στη Ρελκάμνια μπορείς να βρεις οποιοδήποτε επώνυμο,» είπε ο Τζακ.

«Ακριβώς,» συμφώνησε η Ανδρομάχη, κλείνοντας τον σάκο της. Πέρασε το θηκαρωμένο σπαθί της σε μια ζώνη και την τύλιξε γύρω από τη μέση της. Έπιασε μια κάπα και, στεκόμενη μπροστά στον ψηλό καθρέφτη του δωματίου, την έριξε στους ώμους της και έδεσε τα λουριά. «Πώς θα πάμε ανατολικά; Έχεις κάποιο όχημα;»

«Ναι.»

Το όχημα του Τζακ, που τους περίμενε στον χώρο στάθμευσης του παλατιού, ήταν ένα δίκυκλο με μεγάλους, ανθεκτικούς τροχούς, ειδικούς για ανώμαλα εδάφη. Η φτιαξιά του φώναζε αμέσως γρήγορο όχημα: ήταν ψηλό και πλατύ στην πίσω μεριά, ενώ χαμηλό και στενό μπροστά. Η Ανδρομάχη δεν αμφέβαλλε ότι θα μπορούσε άνετα να τους σηκώσει και τους δύο τρέχοντας σαν να το κυνηγούσε ο Μαύρος Νάρζουλ, αλλά δεν της άρεσε το ότι θα έπρεπε να κρατιέται πίσω απ’τον Τζακ.

«Αυτό είναι το όχημά σου;» του είπε, περιφρονητικά, καθώς εκείνος άγγιζε το μαύρο μέταλλο του δίκυκλου.

«Υπέροχο, έτσι;» αποκρίθηκε ο Τζακ. «Είμαι βέβαιος πως θα το βλέπεις στον ύπνο σου.» Και μετά έκλεισε τα μάτια και συνοφρυώθηκε καθώς έβαζε το χέρι του επάνω σ’έναν διακόπτη και τον γύριζε. Το σύστημα του δίκυκλου ενεργοποιήθηκε, φωτάκια και ενδείξεις άναψαν γύρω απ’το τιμόνι.

Κάποια μαγγανεία; σκέφτηκε αμέσως η Ανδρομάχη. Αλλιώς, γιατί ο Τζακ είχε συνοφρυωθεί έτσι, με κλειστά τα μάτια; Πρέπει να είχε τον μηχανισμό προφυλαγμένο με μαγεία, και να είχε χρησιμοποιήσει το νοητικό κλειδί για να τον ξεκλειδώσει. Επιπλέον, αν δεν είχε προστατευμένο το όχημα με κάποια μαγγανεία, θα το άφηνε ξεκλείδωτο; Ακόμα κι εδώ, μες στο παλάτι της Πριγκίπισσας Λισρρέτα; Της φαινόταν πολύ προσεχτικός για κάτι τέτοιο…

«Τι έχεις κάνει;» τον ρώτησε. «Μαγγανεία; Είσαι μάγος; Τεχνομαθής;»

Ο Τζακ μειδίασε προς στιγμή. «Σωστή, και στα δύο. Και στα τρία, μάλλον.» Καβάλησε το δίκυκλο. Δεξιά κι αριστερά της σέλας, σάκοι κρέμονταν, και δεν έμοιαζαν άδειοι. «Έλα.»

Η Ανδρομάχης κάθισε πίσω του. Ήταν βολικά, όφειλε να ομολογήσει. Βασικά, η πίσω μεριά της σέλας πρέπει να ήταν πιο βολική από τη μπροστινή, και ήταν και λίγο πιο ψηλά από τη μπροστινή· η Ανδρομάχη έβλεπε πάνω απ’το κεφάλι του Τζακ. «Τι μαγγανεία είχες κάνει; Και γιατί ώς τώρα δεν μου το είχες πει ότι ήσουν Τεχνομαθής;»

«Το φύλαγα για έκπληξη.» Ο Τζακ ενεργοποίησε τη μηχανή, η οποία μούγκρισε δυνατά από κάτω τους, και το όχημα βγήκε από τον χώρο στάθμευσης του παλατιού, πηγαίνοντας προς την κεντρική πύλη του κήπου. «Όσο για τη μαγγανεία, πρέπει να μπορείς να μαντέψεις. Είμαι βέβαιος ότι ξέρεις πολλές μαγγανείες – θεωρητικά, έστω.»

Ο Τζακ έλεγε αλήθεια: η Ανδρομάχη ήξερε και πολλές μαγγανείες και πολλά ξόρκια, για να γνωρίζει τι να περιμένει από τους μάγους που δούλευαν γι’αυτήν αλλά και από εχθρικούς μάγους. «Μαγγανεία Μηχανικού Κλειδώματος,» είπε.

«Σωστή και πάλι.»

Βγήκαν από την πύλη του κήπου του παλατιού και, σύντομα, διέσχισαν τους δρόμους της Σάνκριλαμ και έφυγαν από την πόλη τρέχοντας επάνω στη δημοσιά που πήγαινε νότια, μέσα στο απογευματινό φως. Ο καιρός ήταν ψυχρός· η Ανδρομάχη μάζεψε την κάπα της κοντά της, ώστε να μην ανεμίζει, και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το σώμα του Τζακ. Της άρεσε αυτό που αισθάνονταν οι παλάμες και τα δάχτυλά της κάτω από την τουνίκα του: ένα στέρεο αντρικό σώμα με έντονους κοιλιακούς. Τον ψαχούλεψε λίγο περισσότερο – δήθεν τυχαία, για να μετακινηθεί, να ξεπιαστεί – και εντόπισε κρυμμένα όπλα εκεί όπου τα περίμενε.

«Βρήκες τίποτα ενδιαφέρον;» τη ρώτησε ο Τζακ.

Την είχε καταλάβει. Η Ανδρομάχη μειδίασε πάνω απ’τον ώμο του. «Έτσι νομίζω.»

Ο Τζακ γέλασε.

Όταν νύχτωσε είχαν διανύσει μεγάλη απόσταση. Πόση ακριβώς, η Ανδρομάχη δεν μπορούσε να υπολογίσει, αλλά υπέθετε ότι ήταν μεγαλύτερη από τριακόσια χιλιόμετρα. Σίγουρα ήταν μεγαλύτερη από τριακόσια. Τρέχοντας επάνω στη δημοσιά, είχαν φτάσει ώς την Ένθελρακ και εκεί, χωρίς να σταματήσουν, είχαν πάρει έναν μικρότερο δρόμο που οδηγούσε ανατολικά, απομακρύνοντάς τους από τον ποταμό Νέρελρημ. Όσο βρίσκονταν κοντά στις όχθες του, γύρω τους, δεξιά κι αριστερά, υπήρχε κάμποση ψηλή βλάστηση· μετά, οι τόποι ήταν πολύ πιο ανοιχτή. Όλο κάμποι, με πολύ χορτάρι και λίγα δέντρα. Αγροκτήματα και χωριά φαίνονταν σε διάφορα σημεία, σκίζοντας το αυξανόμενο σκοτάδι με τα φώτα τους.

«Ελπίζω να έχεις υπόψη σου κάποιο όμορφο, ζεστό πανδοχείο σε τούτα τα μέρη…» είπε η Ανδρομάχη στον Τζακ.

«Πρέπει να είσαι τόσο ρομαντική;»

«Μη μου πεις ότι σκέφτεσαι να κοιμηθούμε στο έδαφος!»

«Δεν έχεις ξανακοιμηθεί στο έδαφος;»

«Δεν το προτιμώ.»

«Αυτή η ζωή είναι όλο απογοητεύσεις.»

Και μετά, ο Τζακ έβαλε το δίκυκλό του επάνω σ’ένα λιθόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε προς ένα σκοτεινό σύδεντρο. Η Ανδρομάχη συνοφρυώθηκε. Πού μας πηγαίνει; Χώθηκαν μέσα στο σύδεντρο, και ο Τζακ μείωσε αισθητά την ταχύτητα του οχήματός του. Το μονοπάτι εξακολουθούσε νάναι από κάτω τους· η Ανδρομάχη το έβλεπε να φωτίζεται από τον προβολέα του δίκυκλου, και άκουγε τους τροχούς του οχήματος επάνω στις πέτρες. Έκαναν τελείως διαφορετικό ήχο απ’ό,τι στο μαλακό χώμα της πεδιάδας.

«Τι μέρος είν’αυτό;»

«Ιερό μέρος,» απάντησε ο Τζακ.

Η Ανδρομάχη συνοφρυώθηκε. Σε τέμενος μάς πηγαίνει;

Το τέμενος ήταν οικοδομημένο σ’ένα ξέφωτο που βρισκόταν, μάλλον, στην καρδιά του σύδεντρου. Ή, καλύτερα, ολόκληρο το ξέφωτο ήταν το τέμενος. Κίονες, λιγνοί και ψηλοί όσο τα δέντρα, στέκονταν σαν φύλακες σ’όλη του την περιφέρεια, και μεγάλες, καλοφτιαγμένες πλάκες κάλυπταν το έδαφος. Στο κέντρο του ορθωνόταν ένα άγαλμα που απεικόνιζε έναν άντρα ψηλότερο από τους κίονες, με γενειάδα μακριά ώς τα πόδια και μαλλιά παρόμοιου μήκους. Είχε μια γαλήνια όψη στο πρόσωπό του, και τα μάτια του ήταν λαξεμένα βαθιά. Τα μανίκια της ενδυμασίας του ήταν ενωμένα πίσω από τη γενειάδα, τα χέρια του κρυμμένα. Στα πόδια του η Ανδρομάχη είδε τάματα συγκεντρωμένα, στο φως του προβολέα: κούκλες από ξύλο και ύφασμα, ή από άχυρο, με μικρούς λίθους πιασμένους επάνω· λαξευτά ξυλαράκια· μικρά τυλιγμένα κομμάτια περγαμηνής, δεμένα με κορδέλες· ξίφη-μινιατούρες, από άργυρο ή χαλκό· και άλλα διάφορα μικροαντικείμενα.

Ο Τζακ έσβησε τη μηχανή αλλά άφησε τα υπόλοιπα συστήματα του δίκυκλου ανοιχτά. «Δε θα κοιμηθείς στο έδαφος ακριβώς. Κι εδώ το μέρος είναι ακίνδυνο. Οι κάτοικοι της Βίηλ ποτέ δεν πειράζουν αυτούς που ξεκουράζονται σε τεμένη.»

Η Ανδρομάχη, φυσικά, το ήξερε αυτό. Κατέβηκε από το δίκυκλο και βημάτισε επάνω στις πλάκες, για να ξεπιαστεί. «Θα προτιμούσα ένα μαλακό κρεβάτι,» είπε, κοιτάζοντας το άγαλμα του γέροντα.

Ο Τζακ κατέβηκε επίσης, αφήνοντας το δίκυκλο στην άκρη του ξέφωτου, μη βάζοντάς το να πατήσει πάνω στις πλάκες του τεμένους. Ήξερε καλά τα έθιμα της Βίηλ, παρατήρησε η Ανδρομάχη ρίχνοντάς του μια ματιά πάνω απ’τον ώμο της. Και μετά, τον είδε ν’αγγίζει το τιμόνι του οχήματος και να υποτονθορύζει λόγια που εκείνη δεν μπορούσε ν’ακούσει, ενώ είχε τα μάτια του κλειστά. Η Μαγγανεία Μηχανικού Κλειδώματος, πάλι.

Ο Τζακ άνοιξε, ύστερα από μερικά λεπτά, τα μάτια του και την πλησίασε. «Θα φυλάξεις σκοπιά πρώτη;»

Δε φυλάω συνήθως σκοπιές! σκέφτηκε η Ανδρομάχη.

«Το φαντάστηκα ότι θα συμφωνούσες,» είπε ο Τζακ, και κάθισε κοντά σε μια από τις κολόνες του τεμένους.

Η Ανδρομάχη έριξε τον σάκο της πλάι του και κάθισε οκλαδόν επάνω σε μια από τις πλάκες που κάλυπταν τη γη. Ήταν παγωμένη· την αισθανόταν ακόμα και μέσα απ’το δερμάτινο παντελόνι της. «Έχεις τρόφιμα μαζί σου;» τον ρώτησε. Εκείνη δεν είχε προλάβει να πάρει ούτε ποτό ούτε φαγητό.

«Ναι.»

«Θα φέρεις, λοιπόν, τίποτα;»

«Αφού επιμένεις.» Ο Τζακ σηκώθηκε, πλησίασε το δίκυκλό του, πήρε κάτι πράγματα από τους σάκους – ανάμεσα στα οποία κι έναν διπλωμένο υπνόσακο – και επέστρεψε για να καθίσει κοντά της.

Η Ανδρομάχη είδε ότι είχε φέρει ψητό κρέας, τέσσερα πορτοκάλια, ένα κουτί σοκολατάκια, κι ένα μπουκάλι κρασί. Πήρε το κουτί στα χέρια της και κοίταξε τι έγραφε επάνω. Τα σοκολατάκια είχαν φτιαχτεί από βιομηχανία του Σάνκριλαμ· πρέπει να ήταν καλά. Ύστερα, σήκωσε το μπουκάλι και κοίταξε την ετικέτα. Ήταν από το Έλρηνεχ, Πριγκιπάτο γνωστό για το κρασί του στη Βίηλ.

«Όχι Σεργήλιος οίνος;» είπε στον Τζακ, υψώνοντας ένα φρύδι.

«Δυστυχώς, δεν είχε το κατάστημα.» Πήρε το μπουκάλι από το χέρι της και το άνοιξε. Ήπιε μια μικρή γουλιά, δοκιμαστική.

Ύστερα, άρχισαν να τρώνε το ψητό κρέας, που δεν ήταν της ώρας αλλά δεν πρέπει να ήταν φτιαγμένο και πριν από πέντε μέρες, νόμιζε η Ανδρομάχη. Επιπλέον, πεινούσε. Ήπιε και κάμποσο κρασί καθώς έτρωγε (μοιραζόταν το μπουκάλι με τον Τζακ· δεν έβγαλαν κούπες), όμως όχι τόσο ώστε να μεθύσει· ήθελε να ξέρει τι της γινόταν. «Τελικά, δεν πίνεις μόνο Σεργήλιο οίνο,» παρατήρησε ο Τζακ. «Θα πρέπει να το συμπεριλάβουμε στον φάκελό σου.»

«Στον φάκελό μου δεν λέει ότι πίνω μόνο Σεργήλιο οίνο.»

«Το φαντάζεται, όμως, κανείς διαβάζοντάς τον.»

«Όταν έχει πολύ ζωηρή φαντασία, υποθέτω. Τι άλλο φαντάζεσαι για μένα, Τζακ;» τον ρώτησε καθώς ξεφλούδιζε ένα πορτοκάλι. «Τι εσώρουχα φοράω;»

«Είσαι από εκείνες τις γυναίκες που νομίζουν ότι όλοι οι άντρες σκέφτονται πώς να τις γδύσουν;»

«Τώρα γίνεσαι κακός.»

«Αυτή είναι η δουλειά μου.»

Η Ανδρομάχη, έχοντας γδύσει το πορτοκάλι της, το δάγκωσε απ’τη μια μεριά. Ήταν ζουμερό, και χυμός έτρεξε στο σαγόνι της. Τον σκούπισε με το μανίκι της και έτεινε το υπόλοιπο πορτοκάλι προς τον Τζακ.

Τα σοκολατάκια κανένας τους δεν τα άγγιξε.

80.

«Παραμιλάς συχνά στον ύπνο σου;» τον ρώτησε, την επομένη, καθώς ταξίδευαν πάλι προς τ’ανατολικά, επάνω στο δίκυκλο.

«Ε;»

«Χτες βράδυ παραμιλούσες.» Αφού είχαν φάει, η Ανδρομάχη είχε μείνει ξύπνια φυλώντας σκοπιά, και μετά από λίγο είχε ακούσει τον Τζακ να μουρμουρίζει. Στην αρχή νόμιζε ότι ίσως να μιλούσε σ’εκείνη· ύστερα, όμως, κατάλαβε ότι απευθυνόταν σε κάποιο ονειρικό πρόσωπο.

«Τι έλεγα;»

«Νομίζω πως έλεγες σε κάποιον να φύγει. Να απομακρυνθεί.»

Ο Τζακ δεν μίλησε· μάλλον δεν είχε όρεξη να το συζητήσει.

«Ελπίζω να μη θέλεις να με διώξεις,» τον πείραξε η Ανδρομάχη.

«Αν ήθελα να σε διώξω θα τόχες καταλάβει,» αποκρίθηκε κοφτά εκείνος.

Η Ανδρομάχη δεν έσπρωξε άλλο το θέμα. Όταν έφτανε σε κάποιο όριο, το αντιλαμβανόταν.

Διασχίζοντας εδάφη που ήταν πεδινά, περνώντας κοντά από πόλεις μικρότερες και μεγαλύτερες, πλησίαζαν, με κάθε μισάωρο που περνούσε, την Κοιλάδα των Ποταμών και το Πριγκιπάτο Νέλερβικ ολοένα και περισσότερο. Σε κάποια μέρη – εκεί όπου το περίμενε, καθώς είχε κάποια γνώση (θεωρητική, από χάρτες) αυτών των εδαφών – η Ανδρομάχη είδε Παντοκρατορικούς πολεμιστές συγκεντρωμένους επάνω στις επάλξεις οχυρών ή στρατοπεδευμένους γύρω από αυτά, μαζί με άλογα και μεγάλα άρματα μάχης που έφεραν μεταλλικές βαλλίστρες. Το Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ ετοιμαζόταν για το ενδεχόμενο πολέμου με τους γείτονές του που είχαν επαναστατήσει. Ο Τζακ δεν σταμάτησε σε κανένα από αυτά τα στρατόπεδα· προφανώς, δεν το θεωρούσε χρήσιμο για την ώρα να έρθουν σε επαφή με άλλους ανθρώπους της Παντοκράτειρας.

Πώς νομίζει ότι θα νικήσουμε τον Τάμπριελ; αναρωτήθηκε η Ανδρομάχη. Οι δυο μας; Πώς νομίζει ότι θα πάρουμε πίσω το Χαύδοραλ; Ή, μήπως, δεν το σκέφτεται καθόλου αυτό; Η Ανδρομάχη θυμήθηκε ότι η συμφωνία τους δεν ήταν, ουσιαστικά, να τη βοηθήσει να ξαναπάρει τον έλεγχο του Χαύδοραλ, ούτε να πάρει εκδίκηση από τον Πρίγκιπα Αλβάρος. Η συμφωνία τους ήταν εκείνη να βοηθήσει τον Τζακ να εντοπίσει και να σκοτώσει τον Τάμπριελ.

Λίγο πριν από το μεσημέρι έφτασαν στις όχθες του ποταμού Κάνιλρεχ, στα ανατολικά σύνορα του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ, και σε μια συνοριακή πόλη, όχι πολύ μεγάλη αλλά περιτειχισμένη και με Παντοκρατορικά στρατεύματα καταυλισμένα γύρω της.

«Δε βλέπω καμια γέφυρα εδώ,» είπε η Ανδρομάχη, νιώθοντας πιασμένη πάνω στη σέλα του δίκυκλου.

«Θα μπούμε σε οχηματαγωγό. Διασχίζει ένα τον ποταμό κάθε ώρα, απ’ό,τι ξέρω,» αποκρίθηκε ο Τζακ, οδηγώντας το όχημά του δίπλα από τον καταυλισμό των στρατιωτών της Παντοκράτειρας και προς την πύλη της πόλης.

«Δεν έχουν διακόψει κάθε επαφή με το Χαύδοραλ και το Νέλερβικ;»

«Όχι ακόμα. Αν μιλούσες περισσότερο με τον φίλο σου τον Λούσιο, θα το ήξερες.»

Πλησιάζοντας την πύλη, ο Τζακ έκοψε ταχύτητα. Οι φρουροί δεν τους σταμάτησαν· τους άφησαν να περάσουν ανενόχλητοι, καθώς ούτε για μισθοφόροι έμοιαζαν ούτε για έμποροι. Τα όπλα που κουβαλούσαν δεν ήταν εμφανή, εκτός από το σπαθί της Ανδρομάχης στη ζώνη της, κι αυτό του Τζακ στη δική του ζώνη, αλλά έπρεπε να προσέξεις πολύ για να τα δεις κάτω από τις κάπες τους. Επιπλέον, δεν ήταν ασυνήθιστο στη Βίηλ οι ταξιδιώτες να φέρουν κάποιο όπλο για την προσωπική τους ασφάλεια.

«Πώς τη λένε αυτή την πόλη;» ρώτησε η Ανδρομάχη, κοιτάζοντας γύρω της τα γκρίζα, άχαρα οικοδομήματα και τους δρόμους που ήταν γεμάτοι λάσπες και βρομιά. Οι οσμές που έρχονταν στα ρουθούνια της δεν ήταν καθόλου ευχάριστες.

«Σάνιθλεκ,» απάντησε ο Τζακ. «Ένα ελεεινό μέρος που συγκεντρώνει, κυρίως, εργάτες και ναυτικούς. Υπάρχουν δυο βιομηχανίες εδώ κοντά, προς τα βορειοδυτικά: μία που φτιάχνει όπλα και μία που φτιάχνει τροχούς για οχήματα. Εκεί δουλεύουν οι εργάτες. Οι ναυτικοί είναι απ’αυτούς που λένε ‘ποταμόψαρα’, αν έχεις ακουστά.»

«Δεν ήρθα χτες στη Βίηλ, Τζακ. Και προφανώς ούτε εσύ.» Ποταμόψαρα έλεγαν, υποτιμητικά, τους ναυτικούς των ποταμών οι ναυτικοί της θάλασσας.

Ο Τζακ πήγε το δίκυκλό του σ’ένα τριώροφο πανδοχείο που ονομαζόταν «Χρυσές Κούπες», και στην πινακίδα πλάι στην πόρτα του ήταν ζωγραφισμένες – και μισοσβησμένες – τρεις χρυσές κούπες.

«Πώς σου φαίνεται αυτό το μέρος;» ρώτησε την Ανδρομάχη, κοιτάζοντάς την πάνω απ’τον ώμο του.

«Σκατά είναι.» Από το εσωτερικό του ερχόταν μια ελεεινή μουσική η οποία σίγουρα ήταν από ηχοσύστημα που λειτουργούσε με εστία και, μάλλον, όχι καλά ρυθμισμένο: όλο κακόηχα τριξίματα έκανε. Οι μυρωδιές του φαγητού και του καπνού που έρχονταν από μέσα δεν ήταν καθόλου προκλητικές· περισσότερο, απωθητικές ήταν. Ραγισμένοι σοβάδες κρέμονταν από τους τοίχους, και τα πατζούρια των παραθύρων έμοιαζαν έτοιμα να διαλυθούν.

«Εδώ θα μείνουμε για μεσημέρι,» την πληροφόρησε ο Τζακ, και πήγε το δίκυκλό του σ’έναν χώρο στάθμευσης πλάι στις Χρυσές Κούπες.

«Κανένα χειρότερο μπουντρούμι δεν έχεις υπόψη σου;» ρώτησε η Ανδρομάχη καθώς κατέβαιναν από τη σέλα.

«Είναι το καλύτερο εδώ πέρα,» αποκρίθηκε ο Τζακ. «Πλήρωσε τον άνθρωπο, αν έχεις την καλοσύνη,» της ζήτησε, κι ο ίδιος άγγιξε το τιμόνι του οχήματός του μουρμουρίζοντας τα λόγια για τη Μαγγανεία Μηχανικού Κλειδώματος.

Η Ανδρομάχη ρώτησε τον γέρο που φυλούσε τον χώρο στάθμευσης πόσο ήθελε για ν’αφήσουν εδώ το δίκυκλο μερικές ώρες. Εκείνος απάντησε: «Τρία αργύρια.»

Η Ανδρομάχη σκέφτηκε: Είναι παλαβός. «Τόσο καλή φύλαξη προσφέρεις;» τον ρώτησε. Δεν έβλεπε κανέναν άλλο φύλακα εκεί κοντά, κι ήταν σίγουρη πως οποιοσδήποτε αλήτης μπορούσε να πλακώσει αυτό τον γέρο στις κλοτσιές και ν’αρπάξει όποιο όχημα ήθελε από εδώ.

«Αυτή είναι η τιμή. Άμα δε θέλετε μπορείτε να τ’αφήσετε στο δρόμο.»

Η Ανδρομάχη μπήκε στον πειρασμό εκείνη να τον πλακώσει στις κλοτσιές. Το ξανασκέφτηκε, όμως, και του έδωσε ένα χαρτονόμισμα τριών αργυρίων. Ο φύλακας το κοίταξε καλά-καλά και το ψηλάφησε.

«Μη φοβάσαι, γέρο, δεν είναι πλαστό,» του είπε η Ανδρομάχη αναποδογυρίζοντας τα μάτια, και επέστρεψε κοντά στον Τζακ, για να τον περιμένει να ολοκληρώσει τη μαγγανεία του.

Όταν ο μάγος τελείωσε, μπήκαν στην τραπεζαρία του πανδοχείου, η οποία ήταν τόσο χάλια όσο η Ανδρομάχη περίμενε.

«Καλύτερα να παίρναμε το οχηματαγωγό αμέσως και να φεύγαμε από δω,» είπε, καθώς κάθονταν σ’ένα ακριανό τραπέζι.

«Γιατί βιάζεσαι; Τώρα, ουσιαστικά φτάσαμε στον προορισμό μας. Εκείνο που χρειάζεται είναι να συγκεντρώσουμε πληροφορίες και να φτιάξουμε το δίκτυό μας.»

«Ωραίο μέρος βρήκες για να ξεκινήσεις.»

«Τα ωραία μέρη δεν είναι καλά για τέτοια ξεκινήματα.»

Μια σερβιτόρα ήρθε κοντά τους (αποφεύγοντας τις χούφτες ενός άγαρμπου τύπου που καθόταν σ’ένα από τα κεντρικά τραπέζια και γελούσε μαζί μ’άλλους δύο) και ο Τζακ τής παράγγειλε φαγητό. Η σερβιτόρα κοίταξε την Ανδρομάχη ερωτηματικά· εκείνη είπε: «Ό,τι πήρε κι ο κύριος.» Η σερβιτόρα ένευσε και έφυγε.

Η Ανδρομάχη είπε στον Τζακ: «Βγάλε τα σοκολατάκια. Τώρα ήρθε η ώρα τους.» Υπέθετε ότι το φαγητό του πανδοχείου θα ήταν σαν όλο το υπόλοιπο πανδοχείο – και, όπως σύντομα ανακάλυψε, δεν είχε άδικο.

Τα σοκολατάκια, όμως, δεν ήταν καθόλου άσχημα.

81.

Οι θαμώνες δεν πρέπει να ήξεραν τι σημαίνει φειδώ του λόγου. Μιλούσαν και μιλούσαν και μιλούσαν, ολοένα και περισσότερο όσο η ώρα περνούσε κι ο ήλιος μεσουρανούσε. Και μιλούσαν μεγαλόφωνα. Για όλα είχαν άποψη, για όλα είχαν γνώμη – και σπάνια ήταν καλή. Έλεγαν για τ’αφεντικά στις βιομηχανίες, για τους Παντοκρατορικούς στρατιώτες που ήταν κατασκηνωμένοι έξω απ’την πόλη, για τους αριστοκράτες του Σάνκριλαμ, για την Πριγκίπισσα Βασνίτα που είχε «βουτήξει» τον Θρόνο του Νέλερβικ, για τη μεγάλη καταστροφή στη Χαύδοραλ, για την επανάσταση του Πρίγκιπα Αλβάρος, γι’αυτή την καυλιάρα Επόπτρια που της είχε γυαλίσει ο Πρίγκιπας και τον πηδούσε όσο ήταν εκεί–

Η Ανδρομάχη σταμάτησε προτού δαγκώσει ακόμα ένα σοκολατάκι. Τα μάτια της στένεψαν οργισμένα. Ο Τζακ τής έριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα. «Ακούμε απλώς,» της είπε. «Αυτοί δεν ξέρουν ότι είσαι εδώ.»

Η Ανδρομάχη δάγκωσε το σοκολατάκι, το μάσησε. «Ίσως θάπρεπε να το μάθουν.»

«Όχι,» είπε, έντονα, ο Τζακ.

Η Ανδρομάχη έφαγε και το υπόλοιπο σοκολατάκι, προσπαθώντας να αδιαφορήσει για τα γέλια και τα σχόλια σχετικά με το άτομό της και τον Πρίγκιπα Αλβάρος.

«Ο μικρός είχε καλή δασκάλα, πάντως. Λένε πως είν’ ωραίο μουνί.»

«Δεν είναι, πια. Την καθάρισαν οι επαναστάτες.»

«Σιγά, ρε· ο μικρός θα την έχει δεμένη σε κάνα μπουντρούμι του, σου λέω, να την καβαλάει όποτε είναι καυλωμένος.»

«Δεν είναι κει, να πούμε· την έκανε απ’τη Χαύδοραλ. Ποιος νομίζετ’ ότι διέλυσε τη μισή πόλη; Αυτή τόκανε! Πώς τη λένε, αλήθεια; Δε θυμάμαι τ’όνομά της.»

«Τώρα, άλλους δασκάλους έχει ο μικρός, για άλλα θέματα. Ένας μάγος είναι κει, στη Χαύδοραλ. Με κατάλευκα μαλλιά και κατακόκκινο δέρμα, κι ένα παράξενο ραβδί με μια σφαίρα επάνω που πετάει φωτιές.»

Ρουθούνισμα. «Ναι, ρε, μήπως έχει και τίποτα κέρατα;»

Γέλια.

«Μη λέτε μαλακίες, τον έχουνε δει! Έτσι είναι, ακριβώς. Η γυναίκα ενός ξαδέλφου μου έχει έναν ξάδελφο που είναι φρουρός στο κάστρο του Πρίγκιπα στη Χαύδοραλ, κι αυτός τον είδε το μάγο που σας λέγω. Έχει μαζί του και μια γυναίκα άσπρη σαν το χιόνι με ολόξανθα μαλλιά. Και είναι εκεί, λένε, κι ο Άτβος, ο Πρίγκιπας του Κάνρελ–»

«Κι ο θείος μου ο Σφάχτης Τριών Λάν'τραχαμ!»

Γέλια.

«Ο Πρίγκιπας Άτβος είναι νεκρός, ρε, δεν το ξέρεις; Το λένε όλοι, να πούμε, όλοι το ξέρουν.»

«Καλά, εγώ σάς λέγω ότι άνθρωπος μέσ’απ’το κάστρο της Χαύδοραλ τον είδε.»

«Ναι, ήξερε να πούμε ο θειος της θειας σου πώς είναι η μούρη του Πρίγκιπα Άτβος του Κάνρελ!»

Γέλια, ρουθουνίσματα, γιουχαΐσματα. Κάποιοι κοπανούσαν τις κούπες τους πάνω στα τραπέζια. («Φέρε κι άλλη μπίρα, ρε κοπελιά! Κι άλλη μπίρα!»)

Την Ανδρομάχη κόντευε να την πιάσει πονοκέφαλος· και με το ζόρι κρατιόταν απ’το να σηκωθεί και να σπαθίσει στο κεφάλι τον τύπο που την είχε αποκαλέσει «ωραίο μουνί». Κάποιος εργάτης, μάλλον, κρίνοντας απ’την εμφάνισή του

«Ο Τάμπριελ, λοιπόν, δεν έμεινε για πολύ στη Νέλερβικ,» είπε ο Τζακ, χαμηλόφωνα. Όχι πως υπήρχε και κανένας κίνδυνος ν’ακουστεί μέσα σε τόση φασαρία. «Εσύ δεν τον είδες καθόλου στη Χαύδοραλ;»

«Πού να τον δω; Ξέρεις τι χαλασμός γινόταν;» αποκρίθηκε απότομα η Ανδρομάχη, τσαντισμένη.

«Ξέρω πώς είναι οι πολιορκίες.»

Δεν μίλησαν περισσότερο. Συνέχισαν ν’ακούνε αυτά που έλεγαν οι πελάτες στην τραπεζαρία. Αλλά δεν έμαθαν τίποτε άλλο διαφωτιστικό.

Η Ανδρομάχη τελείωσε το μισό κουτί με τα σοκολατάκια, ώσπου ν’ανεβούν στο δίκλινο δωμάτιο που είχαν κλείσει στον τρίτο όροφο του πανδοχείου.

82.

«Πού προτείνεις;» ρώτησε ο Τζακ.

«Πού να προτείνω;» Η Ανδρομάχη ήταν ξαπλωμένη στο ένα στενό κρεβάτι, εκείνος στο άλλο. Τα πατζούρια δεν είχαν τολμήσει να τ’ανοίξουν, από φόβο μήπως πέσουν. Στο ταβάνι υπήρχε μια λάμπα που, όταν την είχαν ανάψει, αναβόσβηνε· οπότε την είχαν κλείσει και έβλεπαν με το φως που γλιστρούσε από τις σχισμάδες ανάμεσα και επάνω στα πατζούρια. Το πάτωμα έτριζε όταν το πατούσαν, σαν να πονούσε. Οι τοίχοι έμοιαζαν σαν κάποιος να τους είχε κατουρήσει. Και οι οσμές εδώ μέσα– η Ανδρομάχη προτιμούσε καλύτερα να μη σκέφτεται τι της έφερναν στο μυαλό.

«Νέλερβικ ή Χαύδοραλ;» διευκρίνισε ο Τζακ. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και κοίταζε το ταβάνι, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω απ’το κεφάλι.

«Στο Νέλερβικ, το Παντοκρατορικό δίκτυο ουδέποτε ήταν καλό.» Η Ανδρομάχη ήταν ξαπλωμένη πλαγιαστά, έχοντας την πλάτη της γυρισμένη προς τη μεριά του. «Τώρα, θα είναι τελείως διαλυμένο. Κανένας δεν θεωρούσε ποτέ αυτό το Πριγκιπάτο σημαντικό. Και δεν ήταν – μέχρι που το πήραν αποστάτες υπό τον έλεγχό τους.

»Στο Χαύδοραλ, το δίκτυό μας ήταν πάντοτε πολύ καλύτερο, όπως σίγουρα θα ξέρεις. Τώρα, βέβαια, πολλοί πράκτορες θα έχουν φύγει· άλλοι ίσως να έχουν σκοτωθεί. Αλλά, και πάλι, θα μπορούμε να πάρουμε περισσότερες πληροφορίες από το Χαύδοραλ παρά από το Νέλερβικ.» Και θα έχω την ευκαιρία να εκδικηθώ τον Αλβάρος, και ίσως να οργανώσω μια ανατροπή, πρόσθεσε νοερά.

«Η εξέγερση, όμως, φαίνεται να ξεκίνησε από το Νέλερβικ. Πού υποθέτεις ότι τώρα θα είναι ο Τάμπριελ;»

«Στο Χαύδοραλ.»

«Γιατί;»

Η Ανδρομάχη άλλαξε πλευρό, για να τον ατενίσει. Είδε ότι εκείνος κοίταζε ακόμα το ταβάνι. «Αυτό δεν ακούσαμε κάτω;»

«Επειδή ο Τάμπριελ έτυχε να βρεθεί κάποια στιγμή στο κάστρο του Πρίγκιπα Αλβάρος, αυτό δεν σημαίνει και ότι μένει εκεί. Πιο πιθανό το θεωρώ να έχει τη βάση του στη Νέλερβικ, όπου οι επαναστάτες εκθρόνισαν την Πριγκίπισσα Κισβέτα και ενθρόνισαν τη Βασνίτα, η οποία είναι, προφανώς, δική τους γυναίκα.»

«Ναι, αλλά το δίκτυό μας είναι σχεδόν ανύπαρκτο στο Νέλερβικ.»

«Και λοιπόν; Ποιος είπε ότι η αποστολή μας θα ήταν εύκολη; Κυνηγάμε έναν πολύ επικίνδυνο προδότη.»

«Αφού αποφασίζεις μόνος σου,» ρώτησε η Ανδρομάχη, πειραγμένη, «γιατί ζητάς τη γνώμη μου;»

«Σκέφτηκα ότι ίσως είχες κάτι ενδιαφέρον να πεις. Αλλιώς δεν θα σε έπαιρνα εξαρχής μαζί μου.»

Αυτό το σχόλιο η Ανδρομάχη το βρήκε πολύ ενοχλητικό, αλλά δεν έδωσε απάντηση.

«Χτυπάς τον εχθρό στην καρδιά του,» είπε ο Τζακ, μετά από λίγο. «Στο Νέλερβικ θα πάμε.»

«Κι αν ο Τάμπριελ είναι στο Χαύδοραλ, τελικά;»

«Θα τον περιμένουμε. Θα επιστρέψει. Είμαι σίγουρος.»

Η Ανδρομάχη ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι, στηριζόμενη στον αγκώνα της. «Αν ξαναπαίρναμε το Χαύδοραλ, θα μπορούσαμε μετά να τσακίσουμε το Νέλερβικ!»

Ο Τζακ έστρεψε το βλέμμα του να την κοιτάξει· τα μάτια του έμοιαζαν με δυο σκοτεινές τρύπες μέσα στο μισοσκόταδο. «Και πώς θα ξαναπάρουμε το Χαύδοραλ; Οι Παντοκρατορικές δυνάμεις υποχώρησαν από εκεί όταν υποχώρησες κι εσύ. Και δεν υπολογίζω καν τους πολεμιστές που σκοτώθηκαν στη μάχη της Χαύδοραλ και στην καταστροφή της Γέφυρας της Λίνερελ.»

«Έχουμε πράκτορες εκεί. Μερικοί, τουλάχιστον, θα έχουν μείνει ακόμα. Μπορούμε να πάμε να κοιτάξουμε.»

«Όχι,» είπε ο Τζακ, «στο Νέλερβικ θα πάμε.»

Μετά απ’αυτό δεν συζήτησαν για πολύ ακόμα. Και, καθώς σιωπή έπεσε, ο Τζακ τής φάνηκε να κοιμάται· ήταν ακίνητος και ανέπνεε ρυθμικά. Η Ανδρομάχη, παρότι προσπάθησε, δεν κατόρθωσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν, θυμωμένη, αυτό το ξιπασμένο αγόρι, τον Πρίγκιπα Αλβάρος. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να μεταστραφεί τόσο γρήγορα, τόσο… απλά! Πρέπει να είχε φοβηθεί. Πρέπει να είχε τρομοκρατηθεί από την καταστροφή της πόλης του. Αλλά, και πάλι… στράφηκε ενάντια σ’εκείνη, όχι απλώς ενάντια στις δυνάμεις της Παντοκράτειρας. Δεν αισθανόταν τίποτα; Πριν από ένα βράδυ κοιμόταν μαζί της, την έλεγε Βασίλισσα της Βίηλ. Η Ανδρομάχη ακόμα ερεθιζόταν καθώς σκεφτόταν τα χείλη και τα χέρια του επάνω της… και θύμωνε με τον εαυτό της γι’αυτό. Θα τον πνίξω όταν τον ξανασυναντήσω! Θα τον πατήσω, θα τσακίσω τον λαιμό του με το τακούνι μου!

Δεν κατάλαβε πότε ακριβώς ξύπνησε ο Τζακ, ή αν είχε ποτέ κοιμηθεί. Κάποια στιγμή τον άκουσε να λέει το όνομά της και να τη ρωτά αν ήταν ξύπνια.

«Ξύπνια είμαι,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη, διαπιστώνοντας πως ο λαιμός της ήταν βραχνός. «Θα φύγουμε, επιτέλους, απ’αυτό το αχούρι;» Στράφηκε να τον κοιτάξει καθώς ο Τζακ σηκωνόταν από το διπλανό κρεβάτι.

«Δεν είναι της αρεσκείας σου;»

Η Ανδρομάχη έκανε να τον κλοτσήσει στον μηρό, ενώ ήταν ακόμα ξαπλωμένη. Ο Τζακ άρπαξε τον αστράγαλό της. «Κάτι μού λέει ότι δεν κοιμήθηκες καλά–»

«Καλά;» σύριξε η Ανδρομάχη. «Πώς να κοιμηθώ καλά εδώ πέρα; Κατσαρίδες τρέχουν και ποντίκια ροκανίζουν σ’όλο το δωμάτιο!»

«Νομίζω ότι τα παραλές λιγάκι…»

«Ούτ’εσύ έκανες τίποτα για να με βοηθήσεις!» Δεν το σκέφτηκε και πολύ προτού το πει αυτό.

«Θέλεις κι άλλο σοκολατάκι;»

«Ναι, θέλω κι άλλο σοκολατάκι.»

Ο Τζακ έσκυψε, άνοιξε τον σάκο του, τράβηξε από μέσα το κουτί με τα σοκολατάκια. Πήρε ένα σοκολατάκι, το ξετύλιξε, και, κρατώντας το με τον δείκτη και τον αντίχειρα, το κατέβασε προς το στόμα της Ανδρομάχης. Εκείνη δίστασε για μια στιγμή· ύστερα, δάγκωσε το μισό σοκολατάκι. Το μάσησε, το κατάπιε, έγλειψε τα χείλη της. Ο Τζακ συνέχιζε να κρατά το άλλο μισό μπροστά της. Η Ανδρομάχη δάγκωσε ξανά. Τα δάχτυλά του. Το σοκολατάκι έπεσε μέσα στο στόμα της, ο Τζακ τράβηξε το χέρι του πίσω. Η Ανδρομάχη έπιασε τον καρπό του προτού απομακρυνθεί, ενώ μασούσε· έμπηξε τα νύχια της στο δέρμα του.

Ο Τζακ κινήθηκε και βρέθηκε ξαφνικά από πάνω της· η αναπνοή του ήταν καυτή στο πρόσωπό της. Η Ανδρομάχη ακόμα μασούσε το σοκολατάκι, κοιτάζοντάς τον υπομειδιώντας. Ο Τζακ φίλησε τα χείλη της, κι εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω του για να τον κρατήσει κοντά της.

Ήταν κι οι δυο τους βιαστικοί, για κάποιο λόγο. Ο Τζακ τράβηξε το παντελόνι και την περισκελίδα της προς τα κάτω, πετώντας τα παραδίπλα. Η Ανδρομάχη κατέβασε το δικό του παντελόνι απότομα, και για μια στιγμή το όργανό του μπλέχτηκε στην περισκελίδα. Μετά, όμως, γλίστρησε μέσα στην Ανδρομάχη: και το κρεβάτι έτριζε τώρα από κάτω τους, έτριζε επικίνδυνα. Τα υπόλοιπα ρούχα τους τα τραβούσαν και τα ξεκούμπωναν μεταξύ φιλιών και μουγκρισμάτων· δεν τα έβγαλαν τελείως. Το στόμα του πιπίλησε τη δεξιά της θηλή.

Το κρεβάτι έβγαλε ένα επιθανάτιο γρύλισμα και κατέρρευσε στο πάτωμα, καθώς τα πόδια του διαλύονταν από κάτω του.

Σκατά!… έκανε, ξέπνοη, η Ανδρομάχη· κι ο Τζακ είπε: Κανένας… δεν πρόκειται… να ζητήσει… αποζημίωση, καθώς πιεζόταν μέσα της συνεχίζοντας να τη φιλά όπου το δέρμα της ήταν εκτεθειμένο αλλά και πάνω από τα ρούχα της επίσης. Η Ανδρομάχη βρήκε τα λόγια του αστεία· γέλασε καθώς έφτανε σε οργασμό: κι ο Τζακ την ακολούθησε.

Για λίγο, έμειναν ακίνητοι, ο ένας πάνω στον άλλο, ανασαίνοντας.

«Δε συγχρονιζόμαστε ωραία, τελικά;» της είπε ο Τζακ.

Η Ανδρομάχη μειδίασε. «Ναι.» Και σκέφτηκε: Δεν είναι καλύτερος ένας πραγματικός άντρας από ένα αγόρι;

«Θέλεις άλλο ένα σοκολατάκι;»

«Ναι.»

Ο Τζακ σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, τραβώντας επάνω το παντελόνι του.

83.

Μπήκαν στο οχηματαγωγό ενώ η νύχτα δεν ήταν μακριά κι ένας παγερός άνεμος στρίγγλιζε πάνω από τα νερά του ποταμού Κάνιλρεχ, ερχόμενος από τα βουνά βόρεια της Κοιλάδας των Ποταμών. Το πλοίο έκανε πέρα-δώθε επάνω στα κύματα, αλλά την Ανδρομάχη δεν την πείραζε· δεν ζαλιζόταν εύκολα. Ο Τζακ έμοιαζε περισσότερο ενοχλημένος.

Το ταξίδι δεν κράτησε πολύ· πέρασαν στην αντικρινή όχθη και βγήκαν, καβάλα στο δίκυκλό τους, σ’ένα χωριό με μια μικρή προβλήτα.

«Μπορώ να οδηγήσω κι εγώ,» προθυμοποιήθηκε η Ανδρομάχη.

«Ξέρεις αυτά τα μέρη;»

«Νομίζεις ότι εσύ τα ξέρεις καλύτερα από μένα;» Η αλήθεια ήταν πως δεν τα γνώριζε και τόσο καλά. Το Πριγκιπάτο Χαύδοραλ, ναι, το ήξερε πολύ καλά, αφού ήταν Επόπτρια εκεί τόσα χρόνια. Αλλά όχι το Πριγκιπάτο Νέλερβικ και την Κοιλάδα των Ποταμών. Ωστόσο, ο Τζακ δεν μπορεί να γνώριζε αυτές τις περιοχές καλύτερα από εκείνη. Δεν τριγύριζε εδώ. Της είχε πει ότι είχε αρχίσει ν’ακολουθεί τα ίχνη του Τάμπριελ στο Πριγκιπάτο Έλρηνεχ· και το Έλρηνεχ ήταν πολύ μακριά από τούτα τα εδάφη.

Βγήκαν από το χωριό και ο Τζακ σταμάτησε το δίκυκλο. «Αφού θέλεις…» είπε, και τη χτύπησε ελαφρά στον μηρό για να κατεβεί.

Κατέβηκαν κι οι δυο τους και άλλαξαν θέσεις: η Ανδρομάχη κάθισε μπροστά, ο Τζακ πίσω. «Προς τη Νέλερβικ;» τον ρώτησε.

«Ναι.»

Μετά από κανένα μισάωρο, έφτασαν στις όχθες ενός άλλου ποταμού.

«Ο Λάρερημ,» είπε η Ανδρομάχη. «Είναι το μεγαλύτερο ποτάμι ανατολικά του Κάνιλρεχ.» Είχαν περάσει κι από άλλα ποτάμια και ρέματα, αλλά ήταν όλα μικρά. Στα περισσότερα δεν χρειαζόταν καν γέφυρα για να τα διασχίσει το δίκυκλό τους. Η Ανδρομάχη το είχε οδηγήσει, άφοβα, μες στο νερό και είχαν βγει άνετα στην αντικρινή όχθη· μονάχα οι κάπες και οι μπότες τους είχαν βραχεί λιγάκι.

Ο Τζακ άνοιξε τον χάρτη του, καθώς σταματούσαν, και τον κοίταξε στο φως ενός φακού. «Υπάρχει μια γέφυρα κάπου εδώ. Αλλά δεν ξέρω αν είμαστε βόρεια ή νότιά της.»

«Βόρεια είμαστε.»

«Πώς το ξέρεις;»

«Αν ήμασταν νότιά της θα βλέπαμε τη Βανκάλριχ.»

«Βανκάλριχ.» Ο Τζακ εξακολουθούσε να κοιτάζει τον χάρτη. «Μια πόλη κοντά στη γέφυρα, ναι…»

«Ένας πράκτοράς μας είναι εκεί. Ή, τουλάχιστον, πρέπει να είναι κανονικά. Φέρνει πληροφορίες από το Νέλερβικ στο Χαύδοραλ.»

«Θα πάμε να τον επισκεφτούμε;»

«Καλό θα ήταν, αν συμφωνείς. Κι αν αυτός είναι ακόμα εκεί.»

«Συμφωνώ.» Ο Τζακ δίπλωσε τον χάρτη και τον έβαλε σ’έναν απ’τους σάκους που κρέμονταν εκατέρωθεν της σέλας.

Η Ανδρομάχη οδήγησε νότια.

«Πώς και δεν ήξερες τη Σάνιθλεκ, αφού ξέρεις ετούτα τα μέρη τόσο καλά;» τη ρώτησε ο Τζακ.

«Η Σάνιθλεκ είναι στα εδάφη του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ. Ετούτα τα μέρη πρέπει ν’απέχουν κάπου πενήντα χιλιόμετρα από εκεί, και είναι μέσα στα σύνορα του Χαύδοραλ.»

«Δηλαδή, εδώ είναι Χαύδοραλ, όχι Νέλερβικ;»

«Ουσιαστικά ναι, παρότι η περιοχή είναι μέρος της Κοιλάδας των Ποταμών. Ο Λάρερημ χωρίζει το Χαύδοραλ από το Νέλερβικ.»

Ο Τζακ έβγαλε πάλι τον χάρτη του (κρατώντας τον σφιχτά για να μην τον πάρει ο αέρας, παρότι η Ανδρομάχη δεν οδηγούσε και τόσο γρήγορα) κι άναψε τον φακό του.

«Τι ψάχνεις;» τον ρώτησε εκείνη.

«Και ο Κάλμιρηλ αποτελεί όριο ανάμεσα στο Νέλερβικ και στο Τάσβεραλ, σωστά;»

«Ναι. Περίπου.»

«Τι θα πει ‘περίπου’;»

«Οι περιοχές γύρω από την Τρύπα είναι εδάφη του Νέλερβικ.»

«Η γεωγραφία της περιοχής είναι σαλάτα.»

«Τα πολλά ποτάμια φταίνε.»

«Ίσως. Τι είναι η Τρύπα;»

«Μια άβυσσος. Πέφτει μέσα της ο ποταμός Λήρναλεμ και χάνεται.»

Ο Τζακ δίπλωσε πάλι τον χάρτη του και τον έκρυψε.

Η Ανδρομάχη είχε προ πολλού αναμμένο τον προβολέα του οχήματος καθώς οδηγούσε και, μετά από λίγη ώρα, είδε το φως του να αποκαλύπτει την πέτρινη γέφυρα για την οποία είχε μιλήσει στον Τζακ. Ήταν αρκετά ψηλή και καμπυλωτή ώστε ποταμόπλοια να μπορούν άνετα να περάσουν από κάτω της. Λίγο πιο νότια, φαίνονταν τα φώτα μιας μικρής πόλης, η οποία ήταν οικοδομημένη πλάι σε μια κατασκότεινη περιοχή, μαύρη σαν άνθρακα. Η Ανδρομάχη γνώριζε ότι ήταν ένα έλος, όχι πολύ μεγάλο αλλά επικίνδυνο αν δεν το ήξερες καλά. Οι ντόπιοι, όμως, το ήξεραν καλά και εκμεταλλεύονταν κάποια βοτάνια που φύτρωναν εκεί.

«Η Βανκάλριχ;» ρώτησε ο Τζακ.

«Ναι. Πάμε να βρούμε τον πράκτορά μας;»

«Το είπαμε, δεν το είπαμε;»

Η Ανδρομάχη οδήγησε το δίκυκλό τους στη βορειοανατολική άκρη της μικρής πόλης, η οποία δεν ήταν μακριά από τις όχθες του ποταμού, όπου υπήρχε ένα ναυπηγείο. Τα σκαριά φάνταζαν σαν σκελετοί μεγάλων θηρίων μέσα στο λυκόφως.

Η Ανδρομάχη σταμάτησε πλάι σε κάτι δέντρα. «Κατέβα,» είπε.

Ο Τζακ κατέβηκε, κι άγγιξε το τιμόνι του δίκυκλου, έτοιμος για τη Μαγγανεία Μηχανικού Κλειδώματος.

«Δεν πρόκειται κανένας να το πειράξει εδώ,» του είπε η Ανδρομάχη, έχοντας επίσης κατεβεί. «Κλείδωσέ το με κανονικό κλειδί σαν φυσιολογικός άνθρωπος.»

Εκείνος, αγνοώντας την, ύφανε τη μαγγανεία. Η Ανδρομάχη δίπλωσε τα χέρια της εμπρός της, περιμένοντας· ακούγοντας, εκτός απ’το μουρμουρητό του Τζακ, τον άνεμο να σφυρίζει ανάμεσα στα δέντρα και κάτι νυχτοπούλια να κρώζουν.

Όταν ο μάγος τελείωσε, τον οδήγησε σ’ένα ισόγειο σπίτι που δεν ήταν και πολύ μακριά. Φως φαινόταν από μέσα, ανάμεσα από τα πατζούρια του μικρού παραθύρου πλάι στην πόρτα. Κανένας άλλος δεν ήταν εκεί γύρω, αν και φωνές ακούγονταν από απόσταση: κάτοικοι της πόλης που συζητούσαν, όχι που φώναζαν.

«Τι προκάλυμμα έχει;» ρώτησε ο Τζακ.

«Ναυπηγός.»

Η Ανδρομάχη χτύπησε την πόρτα με τις φάλαγγες της γροθιάς της. Απάντηση δεν ήρθε από μέσα, αλλά η πόρτα άνοιξε από μόνη της, τρίζοντας. Ο Δάρυλμος την είχε αφήσει ξεκλείδωτη. Μάλλον δεν χρειαζόταν ν’ανησυχεί για κλέφτες σ’ένα τέτοιο μέρος…

Στο εσωτερικό του σπιτιού δεν φαινόταν κανένας. Στο τραπέζι μια ενεργειακή λάμπα ήταν αναμμένη. Πιάτα και ποτήρια ήταν αφημένα γύρω της. Επάνω στην κουζίνα υπήρχε μια κατσαρόλα.

Η Ανδρομάχη πέρασε το κατώφλι, βηματίζοντας αργά. «Δάρυλμος;» φώναξε. Ή κοιμόταν ή ήταν στην τουαλέτα.

Κανένας δεν της απάντησε.

Η Ανδρομάχη συνοφρυώθηκε.

Ο Τζακ την είχε ακολουθήσει στο εσωτερικό του σπιτιού. «Δε μ’αρέσει αυτό…» είπε. Το χέρι του άγγιξε ένα από τα πιάτα στο τραπέζι. «Σκόνη,» παρατήρησε.

Σκόνη; σκέφτηκε η Ανδρομάχη, συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι–

Ο Τζακ άρπαξε μια καρέκλα και, γυρίζοντας, την εκτόξευσε προς την πόρτα. Χτυπώντας τον άντρα που είχε μόλις πλησιάσει το κατώφλι με μια βαλλίστρα στα χέρια. Η καρέκλα τού ήρθε στο κεφάλι, κι εκείνος παραπάτησε, μουγκρίζοντας, αφήνοντας το όπλο του να πέσει.

Η Ανδρομάχη τράβηξε το σπαθί της, καθώς δύο άλλοι ορμούσαν μέσα στο σπίτι, βαστώντας δύο ξιφίδια ο ένας και σπαθί ο δεύτερος.

Ο Τζακ πέταξε ένα πιάτο στο κεφάλι του σπαθοφόρου, κι ο άντρας, γρυλίζοντας, σκόνταψε και κουτρουβάλησε στο πάτωμα. Ο άλλος χίμησε καταπάνω στον Τζακ, ο οποίος ήταν πιο κοντά στην εξώπορτα απ’ό,τι η Ανδρομάχη. Εκείνη, όμως, δεν είχε μείνει ακίνητη· βρέθηκε μπροστά στον εχθρό αποκρούοντας τα ξιφίδιά του με το σπαθί της. Ο άντρας τινάχτηκε πίσω· προσπάθησε να μπλέξει το όπλο της μ’ένα απ’τα δικά του και να την καρφώσει με το άλλο. «Παραδοθείτε!» γρύλισε. «Είναι κυκλωμένο το σπίτι!»

Μπλόφα, σκέφτηκε η Ανδρομάχη, ενώ δεν τον άφηνε να παγιδέψει το σπαθί της, γλιστρώντας τη λεπίδα της πλάι στη λεπίδα του ξιφιδίου του και τρυπώντας του τον λαιμό.

Ο Τζακ, εν τω μεταξύ, είχε ξεθηκαρώσει το δικό του σπαθί και ορμήσει καταπάνω στον άντρα έξω απ’την πόρτα προτού αυτός προλάβει πάλι να σηκώσει τη βαλλίστρα του.

Επαναστάτες, σκέφτηκε η Ανδρομάχη, και τραβώντας το λεπίδι της πίσω, αιματοβαμμένο, στράφηκε στον επαναστάτη με το σπαθί, ο οποίος είχε ξανά σηκωθεί στα πόδια του. Τη σπάθισε, η Ανδρομάχη απέφυγε τη σπαθιά, τον χτύπησε στα πλευρά σχίζοντας πέτσινο πανωφόρι και σάρκα, τινάζοντας αίμα. Ο άντρας παραπάτησε, η πλάτη του χτύπησε στην κουζίνα, η κατσαρόλα έπεσε κουδουνίζοντας, η Ανδρομάχη κάρφωσε τον επαναστάτη στο στήθος.

Στράφηκε στην πόρτα, είδε τον Τζακ να στέκεται πάνω απ’τον άλλο αποστάτη ο οποίος ήταν ή νεκρός ή λιπόθυμος.

«Τον είχαν μυριστεί τον πράκτορά μας,» της είπε. «Αλλά θα μάθουμε πώς.» Γονάτισε στο ένα γόνατο και πήρε τον πεσμένο άντρα στην πλάτη.

Η Ανδρομάχη, χωρίς να θηκαρώσει το σπαθί της, χωρίς καν να το σκουπίσει απ’τα αίματα, ακολούθησε τον Τζακ έξω από την πόλη και κοντά στο όχημά τους. Εκεί, εκείνος έριξε το φορτίο του απότομα στο έδαφος. Ο αποστάτης μούγκρισε, αλλά δεν είχε συνέλθει τελείως.

Ο Τζακ άνοιξε ένα φλασκί και του πέταξε νερό στο πρόσωπο. Τώρα, τα μάτια του άντρα άνοιξαν, για να δουν το σπαθί του Τζακ μπροστά τους.

«Αν με τσαντίσεις,» είπε ο Πολύχρωμος στον αποστάτη, «θα σε σκοτώσω. Αλλά πρώτα θα σου βγάλω το δεξί μάτι, κι ύστερα το αριστερό.»

«Παντοκρατορικό σκυλί…» μούγκρισε εκείνος στραβώνοντας τα χείλη. Αίμα κυλούσε από το πλάι του κεφαλιού του κι από την άκρη του στόματός του.

«Πώς εντοπίσατε τον Δάρυλμος;»

«Ήταν σκατά ναυπηγός. Πρέπει να ήταν της φάρας σου.»

Ο Τζακ τον κλότσησε στα πλευρά. Ο αποστάτης διπλώθηκε, βήχοντας, φτύνοντας αίμα.

«Ποιος είναι ο αρχηγός σας; Ποιος σας έστειλε εδώ;»

«Ο Πρόμαχος Άτβος είναι ο αρχηγός μας, και να προσεύχεσαι στα Δαιμόνια, που είναι πατέρες σου, να μην τον συναντήσεις!»

«Αντιθέτως: ανυπομονώ. Πού βρίσκεται τώρα; Και πού βρίσκεται ο Τάμπριελ, ο προδότης σύζυγος της Παντοκράτειρας;»

Ο αποστάτης γέλασε, φτύνοντας κι άλλο αίμα. «Ο Τάμπριελ;» έκρωξε. «Ο μάγος θα σε φάει ζωντανό, γαμημένε Παντοκρατορικέ!»

«Αρχίζεις να με τσαντίζεις,» τον προειδοποίησε ο Τζακ. Και πίεσε την αιχμή του ξίφους του στον ώμο του αποστάτη, σχίζοντας την ενδυμασία του και κάνοντας αίμα να κυλήσει. «Πού είναι ο Τάμπριελ; Πού είναι ο Πρόμαχος Άτβος;»

Ο άντρας γρύλιζε, σπαρταρούσε σαν θηρίο καρφωμένο στο χώμα.

Ο Τζακ πίεσε κι άλλο το σπαθί του μέσα στον ώμο του αποστάτη, διαπερνώντας τον, μπήγοντας πραγματικά τη λεπίδα του στο χώμα από κάτω. «Πού είναι ο Τάμπριελ; Πού είναι ο Πρόμαχος Άτβος;»

«Τρέχα να τους βρεις, γαμιόλη!»

Ο Τζακ έστριψε τη λεπίδα του μέσα στον ώμο του καρφωμένου άντρα, κι ολόκληρο το σώμα του αποστάτη τραντάχτηκε. «Πού είναι ο Τάμπριελ;» φώναξε ο Τζακ Πολύχρωμος. «Πού είναι;»

«Ψάξ’τους στο Νέλερβικ, σκυλί! Τρέχα σαν καλό σκυλί της αφέντρας σου και ψάξ’τους στο Νέλερβικ! – και τα ποτάμια θα σε πνίξουν!»

Ο Τζακ τράβηξε έξω το λεπίδι του και, με μια γρήγορη σπαθιά, έσχισε τον λαιμό του άντρα.

Στράφηκε στην Ανδρομάχη. «Δε μπορούμε να διανυκτερεύσουμε εδώ. Ίσως νάναι κρυμμένοι κι άλλοι αποστάτες.»

Εκείνη κατένευσε.

Ο Τζακ σκούπισε το σπαθί του, το θηκάρωσε, κι άγγιξε το δίκυκλό του. Συνοφρυώθηκε προς στιγμή, με κλειστά τα μάτια, για να δώσει το νοητικό σύνθημα της Μαγγανείας Μηχανικού Κλειδώματος. Ύστερα καβάλησε το όχημα, και η Ανδρομάχη ανέβηκε πίσω του. Ο Τζακ ενεργοποίησε το δίκυκλο και το οδήγησε προς τη γέφυρα.

«Μας περίμεναν να έρθουμε,» είπε εκείνη.

«Περίμεναν κάποιους να έρθουν. Είχαν εντοπίσει ότι αυτός ο Δάρυλμος ήταν πράκτορας.»

Πέρασαν τη γέφυρα και συνέχισαν να ταξιδεύουν, καθώς η νύχτα ολόγυρά τους πύκνωνε.

Κοντά στις όχθες ενός άλλου ποταμού, σταμάτησαν μέσα σ’ένα μικρό δάσος και κατέβηκαν από το δίκυκλο για να ξεκουραστούν.

«Δεν ξέρεις τη Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως;» ρώτησε η Ανδρομάχη καθώς ο Τζακ άναβε φωτιά.

«Όχι.»

«Θα μας φαινόταν χρήσιμη τώρα…» Αλλά το είχε καταλάβει ότι δεν πρέπει να την ήξερε, από την προηγούμενη στάση τους σ’εκείνο το τέμενος.

«Οι επαναστάτες, σύντομα, θα καταλάβουν ότι κάποιος εχθρός βρίσκεται στην Κοιλάδα των Ποταμών,» είπε ο Τζακ, όταν η φωτιά ήταν αναμμένη και κάθονταν κοντά της, πλάι-πλάι.

«Σ’το είπα ότι θα ήταν καλύτερα στο Χαύδοραλ.»

«Εδώ, όμως, είναι η καρδιά του εχθρού μας, σίγουρα. Και δεν μπορεί ο εχθρός μας να μην έχει και τους δικούς του εχθρούς. Δεν μπορεί όλοι εδώ πέρα νάναι ευχαριστημένοι με την εκθρόνιση της Κισβέτα και τον σφετερισμό της Βασνίτα.»

Αργότερα, ενώ η Ανδρομάχη φυλούσε σκοπιά, ο Τζακ άνοιξε τα μάτια του αλλά δεν ξύπνησε. Οι κόρες ήταν κρυμμένες, μονάχα ένας άσπρος βολβός φαινόταν. Η Ανδρομάχη σάστισε προς στιγμή, σαν ν’αντίκριζε κάποιο στοιχειό. Ο Τζακ μιλούσε σε μια άγνωστη γλώσσα, που της έδινε την αίσθηση ότι ήταν αρχαία. Οι τρίχες της Ανδρομάχης ορθώθηκαν. Ξεροκατάπιε. Να τον ξυπνήσω; Τι κάνει; Έχει πάθει τίποτα;

Μετά, όμως, τα βλέφαρά του έκλεισαν, τα λόγια του έπαψαν–

–τα βλέφαρα άνοιξαν πάλι, τα μάτια ήταν κανονικά τώρα· ο Τζακ ανασηκώθηκε κοιτάζοντας τη φωτιά. Η Ανδρομάχη τού χαμογέλασε, πολύ παγωμένη για να μιλήσει. Εκείνος γύρισε απ’την άλλη και ξάπλωσε. Είχε, άραγε, καταλάβει τίποτα απ’όσα είχαν συμβεί;

Η Ανδρομάχη πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τζακ;»

«Τι;» Στράφηκε να την κοιτάξει.

Η Ανδρομάχη τού είπε τι είχε δει.

Τα μάτια του άστραψαν, οργισμένα, καθώς ανασηκωνόταν. «Εμένα κάθεσαι και παρακολουθείς; Δεν έχεις τίποτ’άλλο να κάνεις; Όταν φυλάς σκοπιά πρέπει να κοιτάς γύρω απ’τον καταυλισμό!»

Η Ανδρομάχη ένευσε. «Εντάξει…» είπε. Ο τρόπος του την είχε τρομάξει. Καλύτερα να μην το παρατραβούσε μαζί του.

Ο Τζακ ξάπλωσε πάλι για να κοιμηθεί.

84.

Όταν έφτασαν στη Νέλερβικ δεν είχε χαράξει ακόμα. Η νύχτα ήταν βαθιά, το σκοτάδι πυκνό, και έκανε κρύο. Το φεγγάρι ήταν κρυμμένο πίσω από σύννεφα.

Το υποβρύχιο αναδύθηκε έξω απ’το λιμάνι της πόλης και η Αλιζέτ, καθισμένη στη θέση του πιλότου, έδωσε σήμα στη λιμενοφυλακή ότι δεν ήταν εχθροί. Ύστερα, οδήγησε το σκάφος προς μια αποβάθρα.

Οι Τρεις Πρίγκιπες του Τάσβεραλ κοιμόνταν: ο μικρότερος, ο Χανράθος, καθισμένος πλάι στην Αλιζέτ· ο Μελτάρος και ο Αρνάλβες καθισμένοι αντίκρυ της Ανταρλίδας. Ο Όρνιφιμ κούνησε τώρα τους δύο τελευταίους. «Ξυπνήστε. Φτάσαμε.»

Οι νεαροί βλεφάρισαν, έτριψαν τα μάτια τους, κοίταξαν έξω απ’το παράθυρο του υποβρυχίου.

Η Αλιζέτ σκούντησε με τον αγκώνα της τον Χανράθος. «Θα κοιμηθείς μες στο υποβρύχιο, αφεντικό;» του είπε, πειραχτικά, και στο μυαλό της ήρθε ο Πολ, επειδή εκείνος συνήθως μιλούσε έτσι. Τα τελευταία νέα που είχαν μάθει γι’αυτόν ήταν ότι είχε πάει μέσα στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ μαζί με δύο επαναστάτες μασκαρεμένους σαν πράκτορες της Παντοκράτειρας, προκειμένου να προκαλέσει προβλήματα. Επικίνδυνη δουλειά. Αν η Νίνα Έκγραμμη τον υποπτευόταν, θα τον αιχμαλώτιζε αμέσως: θα τον έχωνε σε κανένα βαθύ μπουντρούμι, σε κάποιο θάλαμο βασανιστηρίων πολύ πιθανόν. Η Αλιζέτ σκέφτηκε, καθώς σταματούσε το υποβρύχιο πλάι στην αποβάθρα: Έπρεπε να ήμουν μαζί του. Θα κάναμε καλή ομάδα οι δυο μας, στο Κίρτβεχ. Τον είχε συμπαθήσει. Στην αρχή, θεωρούσε ότι ίσως να ήταν ηθοποιός του Τάμπριελ – ένας άνθρωπος για να της πει ψέματα με αριστοτεχνικό τρόπο και να τη φέρει με το μέρος της Επανάστασης – αλλά ήξερε πλέον ότι δεν ήταν έτσι. Ο Πολ ήταν ο Πολ. Και ο Ελκράσ’ναρχ, όσο απίθανο κι αν έμοιαζε, υπήρχε…

«Φτάσαμε κιόλας;» ρώτησε ο Χανράθος.

«Για να βλέπεις. Σήκω, βγαίνουμε,» του είπε η Αλιζέτ καθώς απενεργοποιούσε τα συστήματα του υποβρυχίου. Πιλόταρε έξι ώρες, και ήταν κουρασμένη.

Το ίδιο κι ο Τάμπριελ, όπως φάνηκε τώρα που βγήκε από το ενεργειακό κέντρο. «Όλα εντάξει;» ρώτησε.

«Ναι,» είπε η Ανταρλίδα.

Φορώντας τις κάπες τους και σηκώνοντας τις κουκούλες στα κεφάλια, βγήκαν απ’το υποβρύχιο και βάδισαν μέσα στο λιμάνι και στους δρόμους της Νέλερβικ, κατευθυνόμενοι προς το κάστρο. Παντού γύρω τους, ησυχία επικρατούσε, και τα βήματά τους ακούγονταν αρκετά δυνατά επάνω στο πλακόστρωτο. Η Αλιζέτ είχε το νου της για πιθανούς κινδύνους, αν και δεν πίστευε ότι θα συνέβαινε τίποτα.

Το κεφάλι της την πονούσε λιγάκι, από την αριστερή μεριά, εκεί όπου είχε χτυπηθεί στη μάχη της Χαύδοραλ. Το τραύμα, όμως, δεν ήταν σοβαρό· μάλλον έφταιγε το γεγονός ότι πιλόταρε το υποβρύχιο έξι ώρες.

Η πύλη του κάστρου της Νέλερβικ ήταν κλειστή· ο Τάμπριελ έπρεπε να μιλήσει στους φρουρούς – και να τους δείξει το πρόσωπό του, το οποίο και αναγνώρισαν αμέσως – για να τους ανοίξουν. «Ειδοποιήστε την Πριγκίπισσα Βασνίτα,» ζήτησε. «Επιθυμούμε να της μιλήσουμε επειγόντως. Στα διαμερίσματά της, καλύτερα.»

Προς το παρόν, όμως, πήγαν στην Αίθουσα του Θρόνου του Νέλερβικ, όπου δεν ήταν κανένας αυτή την ώρα, και οι τέσσερις κίονες-αγάλματα ορθώνονταν απειλητικοί μέσα στα χαμηλωμένα ενεργειακά φώτα του μεγάλου δωματίου.

«Ιεροί Μαχητές των Οστών…» είπε ο Χανράθος, παρατηρώντας τις λαξευτές μορφές. «Ποιοι είναι;»

«Η Βασνίτα είμαι σίγουρη πως θα σου πει,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ.

Μια υπηρέτρια δεν άργησε να έρθει στην αίθουσα, κοιτάζοντάς τους με περιέργεια. Έμοιαζε να αναρωτιέται τι μπορεί να ήθελαν τόσο αργά. «Η Υψηλοτάτη είπε πως θα σας δεχτεί στα διαμερίσματά της. Μπορείτε να έρθετε.»

Πήγαν σ’έναν ανελκυστήρα μαζί με την υπηρέτρια και ανέβηκαν στον τέταρτο όροφο, όπου βρίσκονταν τα πριγκιπικά διαμερίσματα. Η Βασνίτα τούς περίμενε στο καθιστικό, καθισμένη σε μια πολυθρόνα, με μια ζεστή ρόμπα τυλιγμένη γύρω της και γούνινες παντόφλες στα πόδια. Τα χαλκόχρωμα μαλλιά της ήταν πιασμένα, χαλαρά, πίσω απ’το κεφάλι της. Κοίταξε πρώτα τον Τάμπριελ, κι ύστερα το βλέμμα της εστιάστηκε στους Τρεις Πρίγκιπες. Δεν έμοιαζε αιφνιδιασμένη. Γνώριζε ότι θα τους έφερναν εδώ· ο Αρκαλόν τής το είχε πει.

«Πριγκίπισσά μου, να σου γνωρίσω τους Τρεις Πρίγκιπες του Τάσβεραλ: τον Μελτάρος, τον Αρνάλβες, και τον Χανράθος,» είπε ο Τάμπριελ.

«Τους αναγνώρισα,» αποκρίθηκε η Βασνίτα. Και προς τους γιους της Λισρρέτα: «Καλωσορίσατε στο κάστρο της Νέλερβικ, Άρχοντές μου.»

Ο Μελτάρος έκανε μια επίσημη υπόκλιση. «Είναι τιμή μας που μας δεχόσαστε, Υψηλοτάτη.» Ο Αρνάλβες υποκλίθηκε επίσης, και μετά, κάπως διστακτικά, ο Χανράθος.

«Δε χρειάζονται τέτοια,» είπε η Βασνίτα. «Με θυμάστε, δε με θυμάστε;»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε ο Μελτάρος. «Έχετε επισκεφτεί τη μητέρα μας, στην Τάσβεραλ.»

«Και τώρα θα της ανταποδώσω τη φιλοξενία. Είμαι βέβαιη ότι η διαμονή σας στο κάστρο θα είναι ευχάριστη.»

«Θα βοηθήσουμε εσάς και την Επανάσταση με ό,τι τρόπο μπορούμε, Υψηλοτάτη,» δήλωσε ο Μελτάρος, γενναία.

Η Βασνίτα χαμογέλασε. «Δεν απαιτώ τη βοήθειά σας. Είστε φιλοξενούμενοί μου.»

«Παρ’όλ’αυτά,» αποκρίθηκε ο Μελτάρος, «είμαστε πρόθυμοι.»

«Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα μάς ζήτησε να φροντίσουμε να μην κινδυνέψουν οι γιοι της,» επισήμανε η Ανταρλίδα στη Βασνίτα.

«Το καταλαβαίνω,» αποκρίθηκε εκείνη, ενώ ο Μελτάρος έμοιαζε προσβεβλημένος από τα λόγια της Μαύρης Δράκαινας. «Θα έχουν ό,τι χρειάζονται εδώ· και θα είναι ασφαλείς.» Στράφηκε σε μια υπηρέτριά της. «Φροντίστε να ετοιμαστούν δωμάτια για τους τρεις άρχοντες από το Τάσβεραλ. Ένα για τον καθένα, αλλά το ένα να είναι κοντά στο άλλο.»

«Μάλιστα, Υψηλοτάτη.» Η υπηρέτρια έφυγε από τα πριγκιπικά διαμερίσματα.

«Τι άλλα νέα από το Τάσβεραλ;» ρώτησε η Βασνίτα.

Ο Τάμπριελ τής είπε για την επίθεση στο πλοίο του Προμάχου Άτβος – πράγμα για το οποίο ο Αρκαλόν δεν την είχε πληροφορήσει ακόμα.

«Μα τους Κολοσσούς…» έκανε η Βασνίτα. «Κι ακόμα δεν έχει συνέλθει ο Ζίρτελον;»

«Είναι όμως ζωντανός, Υψηλοτάτη,» δήλωσε ο Όρνιφιμ. «Το ξέρω πως είναι.»

«Δεν πιστεύω ότι ο Άτβος πνίγηκε, Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ. «Σε μια από τις… εικόνες που ‘βλέπω’ τον θυμάμαι να είναι κατασκηνωμένος σ’ένα πυκνό δάσος, μαζί με κάμποσους άλλους γύρω του, συμπεριλαμβανομένης της Ιλρίνα’νορ· κι όλοι τους μοιάζουν ταλαιπωρημένοι.»

«Κι αυτό σημαίνει ότι γλίτωσαν;…» είπε η Βασνίτα, δύσπιστα, προβληματισμένα.

«Εκεί όπου το Μένος των Ποταμών δέχτηκε επίθεση δεν ήταν μακριά από τους Δασότοπους της Σκιάς,» εξήγησε ο Τάμπριελ. «Πιστεύω πως ο Άτβος, η Ιλρίνα’νορ, και οι άλλοι επιζώντες κολύμπησαν, βγήκαν στην ακτή, και κρύφτηκαν στους δασότοπους.»

«Πολύ πιθανόν, Άρχοντα Τάμπριελ,» είπε ο Μελτάρος. «Οι δασότοποι φτάνουν ώς την ακροθαλασσιά σ’εκείνα τα μέρη. Κι εγώ αυτό θα έκανα σε παρόμοια περίπτωση, για να κρυφτώ από εχθρούς.» Το έλεγε με απόλυτη σοβαρότητα, αλλά ο Τάμπριελ αμφέβαλλε αν ο μεγάλος γιος της Πριγκίπισσας Λισρρέτα είχε ποτέ αληθινά χρειαστεί να κρυφτεί από εχθρούς.

«Ας περιμένουμε ώς το πρωί,» πρότεινε ο Τάμπριελ στη Βασνίτα. «Μέχρι τότε ίσως νάχει συνέλθει ο Ζίρτελον.»

«Και τι μπορούμε να κάνουμε από εδώ;» έθεσε το ερώτημα εκείνη.

«Εγώ, η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, και ο Όρνιφιμ θα φύγουμε για την Τάσβεραλ μόλις ξεκουραστούμε· επομένως, δεν αποκλείεται να έχουμε τη δυνατότητα να βοηθήσουμε τον Άτβος.»

«Θα μπορούσα να σας δείξω μονοπάτια,» προθυμοποιήθηκε ο Μελτάρος, «στους Δασότοπους της Σκιάς, αν συμφωνήσετε να με πάρετε μαζί σας.»

«Άρχοντά μου,» είπε ο Τάμπριελ, «υποσχεθήκαμε στη μητέρα σας να σας πάρουμε μακριά από το Τάσβεραλ.»

«Δε χρειάζεται η μητέρα μου να μάθει τίποτα.»

«Δε θα την κοροϊδέψουμε χωρίς πολύ, πολύ καλό λόγο. Εκείνη μάς εμπιστεύτηκε.»

Ο Μελτάρος μόρφασε δυσαρεστημένα, αλλά, προτού μιλήσει, η Βασνίτα είπε: «Θα είστε όλοι εξουθενωμένοι, είμαι σίγουρη. Θα θέλατε ένα ποτό πριν από τον ύπνο;» Κοίταζε τους Τρεις Πρίγκιπες.

«Ναι, αν έχετε την καλοσύνη,» αποκρίθηκε ο Αρνάλβες, ευγενικά.

Η Βασνίτα έκανε να σηκωθεί – αργά, εξαιτίας του τραύματός της – αλλά η υπηρέτρια που είχε φέρει εδώ τον Τάμπριελ και τους άλλους τη σταμάτησε, και πήγε εκείνη προς την κάβα. «Τι θα επιθυμούσαν οι άρχοντές μας;» ρώτησε.

85.

Στον χώρο στάθμευσης της υπόγειας βάσης των επαναστατών δεν ήταν σταματημένο μόνο το όχημα που είχε φέρει ο Δαίδαλος αλλά και κάποια άλλα οχήματα: πέντε δίκυκλα, ένα μεγάλο, πολεμικό τρίκυκλο με βαλλίστρα προσαρτημένη, και ένα τετράκυκλο με μεγάλους, ατρακτοειδείς τροχούς, φανερά κατασκευασμένο για τραχιά εδάφη. Επίσης, υπήρχαν τα κομμάτια για τη συναρμολόγηση ενός μικρού ελικοπτέρου – μάλλον για περίπτωση ανάγκης, υπέθετε η Φενίλδα.

Εκείνη και οι σύντροφοί της θα ταξίδευαν μέσα στο τετράκυκλο όχημα με τους ατρακτοειδείς τροχούς, το οποίο ήταν μεταβαλλόμενο. Μεταμορφωνόταν σε πλοιάριο.

Η Λαμρίτ είχε προβληματιστεί ποιος θα καθόταν στο ενεργειακό κέντρο αυτού του περίπλοκου οχήματος, τώρα που το χρειαζόταν. Ο Καρτάφες’νορ και ο Δαίδαλος έπρεπε να βρίσκονται εδώ, στη βάση, για να φροντίζουν για τα αυτοκίνητα, και όχι μόνο. «Ο Καρτάφες είναι ο μοναδικός μάγος που έχεις;» την είχε ρωτήσει η Φενίλδα, λιγάκι έκπληκτη, όταν μιλούσαν για την αποστολή, καθισμένοι γύρω απ’το τραπέζι της κεντρικής αίθουσας του άντρου της Επανάστασης. Η Λαμρίτ είχε απαντήσει: «Έχω και μια Βιοσκόπο, αλλά δεν ξέρει τη Μαγγανεία Κινήσεως. Προτού φύγω από το Έλρηνεχ είχα κι έναν Τεχνομαθή, όμως τα σκυλιά της Παντοκράτειρας τον σκότωσαν καθώς υποχωρούσαμε από το Πριγκιπάτο.»

«Θα έρθω εγώ,» είχε δηλώσει η Φενίλδα, και η Πρόμαχος της Επανάστασης είχε γνέψει σαν να το περίμενε, σαν να είχε κάνει όλη αυτή την κουβέντα για να της ζητήσει έμμεσα να προθυμοποιηθεί να βοηθήσει. Η Φενίλδα απορούσε που η Λαμρίτ αισθανόταν πως έπρεπε να ενεργήσει έτσι. Εξάλλου, ήταν Πρόμαχος σ’ετούτη την περιοχή: εκείνη έδινε τις διαταγές· και η Φενίλδα δεν την είχε δει ποτέ να διστάζει να βάλει τις φωνές στους επαναστάτες της αν χρειαζόταν. Αυτήν, όμως, πρέπει να την έβλεπε λιγάκι διαφορετικά. Ίσως επειδή ήρθα μαζί με τον Δαίδαλο. Μάλλον δεν μας θεωρεί ακριβώς «δικούς της» επαναστάτες, όπως τους υπόλοιπους εδώ πέρα.

Η Φενίλδα, πάντως, ήταν εξαρχής πρόθυμη να συντροφεύσει τη Λαμρίτ στο ταξίδι της όπως κι αν η Πρόμαχος τής το ζητούσε, είτε ως υποχρέωση είτε ως χάρη. Ήθελε να βγει από τούτες τις υπόγειες σπηλιές. Τις είχε σιχαθεί. Ο αέρας ήταν αποπνιχτικός και υγρός· ο χώρος στενός και άβολος· ηλιακό φως δεν υπήρχε, έβλεπαν μόνο με τις λάμπες· μπάνιο να κάνεις άνετα δεν μπορούσες. Τα πάντα, γενικά, ήταν χάλια.

«Θα τα καταφέρετε μόνοι σας;» ρώτησε η Φενίλδα τον Δαίδαλο και τη Διάττα, αργά τη νύχτα, καθώς έβαζε τα λιγοστά της πράγματα στο σάκο της για να τα έχει έτοιμα όταν θα ερχόταν γι’αυτήν η Λαμρίτ με την αυγή.

«Θα κάνουμε μια προσπάθεια,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος υπομειδιώντας.

Η Φενίλδα τού επέστρεψε το μειδίαμα και, καθώς έκλεινε τον σάκο και καθόταν στο κρεβάτι της, του είπε: «Έχω αρχίσει να χρησιμοποιώ το Φως.»

«Το φανταζόμουν.»

«Δε σου φαίνεται περίεργο…»

«Καθόλου. Αργά ή γρήγορα θα καταλάβαινες· ήμουν σίγουρος.»

«Εγώ ακόμα δεν είμαι. Για τίποτα,» είπε η Φενίλδα. «Απορώ πώς είναι δυνατόν με την ίδια μέθοδο να χρησιμοποιώ άλλη πηγή.»

«Εννοείς πώς είναι δυνατόν να χρησιμοποιείς το Φως με τον ίδιο τρόπο που κάνεις ξόρκια γενικά;»

«Ναι.»

«Τι διαφορά νομίζεις ότι υπάρχει;»

«Το σύμπαν ανταποκρίνεται στη γλώσσα της μαγείας,» είπε η Φενίλδα. «Το ίδιο ισχύει και για το Φως;»

«Το σύμπαν ανταποκρίνεται στη θέληση της Φενίλδα, και ναι, το ίδιο ισχύει και για το Φως.»

«Δεν είναι μόνο η θέλησή μου, Δαίδαλε.»

«Η θέλησή σου είναι,» επέμεινε εκείνος. «Απλώς η μέθοδος σε βοηθά να την εστιάσεις και να την ισχυροποιήσεις. Αν δεν ήταν έτσι, τότε πώς θα μπορούσα εγώ να κάνω ξόρκια και μαγγανείες με πολλούς διαφορετικούς τρόπους;»

Η Λαμρίτ ήρθε με την αυγή, όπως είχε υποσχεθεί. Τουλάχιστον, η Φενίλδα υπέθετε ότι ήταν αυγή, γιατί εδώ κάτω δεν μπορούσες να μαντέψεις τι γινόταν στον επάνω κόσμο παρά μονάχα με τη βοήθεια ρολογιών.

«Είσαι έτοιμη;» ρώτησε η Πρόμαχος, παίρνοντας το χέρι της από τον ώμο της αγουροξυπνημένης μάγισσας.

Η Φενίλδα ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι. «Ναι…» είπε. «Ναι.» Κάθισε στην άκρη του στρώματος και έδεσε τις μπότες της. Φόρεσε τα μεγάλα στρογγυλά γυαλιά της, πήρε τον σάκο της στον ώμο, και ακολούθησε τη Λαμρίτ έξω απ’τον ξενώνα.

Τότε ήταν που είδε για πρώτη φορά τον χώρο στάθμευσης της υπόγειας βάσης και τα οχήματα που ήταν σταματημένα εκεί. Μπροστά στο ψηλό τετράκυκλο με τους ατρακτοειδείς τροχούς στέκονταν πέντε επαναστάτες, ο ένας απ’τους οποίους ήταν ο Δάρυλμος, πρασινόδερμος, στρογγυλοπρόσωπος, και μαυρομάλλης. Επίσης, η Φενίλδα γνώριζε δύο ακόμα: Η γαλανόδερμη γυναίκα με τα κοντά ξανθά μαλλιά ονομαζόταν Θελρίτ, και ο άντρας με το λευκό-ροζ δέρμα, τα καστανά μαλλιά, και το μακρύ τόξο στον ώμο ονομαζόταν Καλνίρες. Τους άλλους δύο τούς είχε ξαναδεί μες στο άντρο μα δεν ήξερε τα ονόματά τους.

Η Λαμρίτ τούς σύστησε όλους, εκτός από τον Δάρυλμος που ήταν βέβαιη ότι η Φενίλδα τον γνώριζε. Οι δύο άγνωστοι λέγονταν Θαλράνος και Νολβέρτες, και ήταν δίδυμοι. Μοιάζουν, παρατήρησε η Φενίλδα. Εκτός του ότι είχαν κι οι δύο γαλανό δέρμα και πράσινα μαλλιά, το σουλούπι τους ήταν παρόμοιο. Και την κοίταζαν, επίσης, με τον ίδιο τρόπο – τον τρόπο με τον οποίο την κοίταζαν πολλοί άντρες, ανέκαθεν. Παλιότερα, αυτό την ενοχλούσε κάπου-κάπου· τώρα, όμως, ύστερα… ύστερα απ’ό,τι είχε συμβεί, δεν την ενοχλούσε πλέον. Και δεν ήταν βέβαιη τι ακριβώς είχε προκαλέσει τούτη την αλλαγή εντός της. Έφταιγε η συναναστροφή της με τον Δαίδαλο; Μάλλον όχι. Είχε την αίσθηση πως ήταν, πολύ περισσότερο, εκείνο που της είχε συμβεί με τον Κλαρκ: το ότι ο μάγος την είχε βάλει να αντιμετωπίσει τον πονοκέφαλό της χωρίς το φάρμακο των Υπερασπιστών. Κάτι είχε απελευθερωθεί μέσα της τότε· το αισθανόταν. Ωστόσο, δεν μπορούσε να είναι σίγουρη πως ήταν μόνο αυτό: ίσως να ήταν και αυτό και η συναναστροφή της με τον Δαίδαλο. Ορισμένες φορές ένιωθε σαν τελείως διαφορετική γυναίκα, από πάρα πολλές απόψεις. Ακόμα και το Φως μπορούσε να διαισθανθεί τώρα: πράγμα που θα της ήταν αδιανόητο πριν από λίγο καιρό.

«Πάμε,» είπε η Λαμρίτ μόνο, και επιβιβάστηκαν στο όχημα, το οποίο ήταν αρκετά ευρύχωρο.

Η Φενίλδα, αφού άφησε τον σάκο της, κάθισε στην ειδική θέση του ενεργειακού κέντρου, που ήταν πίσω από τις θέσεις του οδηγού και του συνοδηγού. Έλυσε τις μπότες της και τις άφησε παραδίπλα. Ήθελε να είναι άνετα γιατί θα περνούσε πολλές ώρες εδώ.

«Μόλις κουραστείς μας το λες και σταματάμε,» της είπε η Λαμρίτ, καθίζοντας μπροστά στο τιμόνι. Ο Δάρυλμος κάθισε πλάι στην Πρόμαχο.

Η Φενίλδα είπε: «Εντάξει.»

Οι άλλοι επαναστάτες έκλεισαν την πίσω πόρτα του οχήματος, καθώς κάθονταν ανάμεσα στα πράγματα και τους εξοπλισμούς τους.

Η Φενίλδα ύφανε τη Μαγγανεία Κινήσεως.

Το όχημα σκαρφάλωσε σ’ένα κεκλιμένο επίπεδο και βγήκε από τον υπόγειο χώρο στάθμευσης, πίσω από κάτι ψηλούς βράχους της Καμένης Γης. Η Λαμρίτ οδήγησε μέσα στο γκρίζο τοπίο ενώ σκιές Ασώματων φαίνονταν κάπου-κάπου να περνάνε. Ένα θέαμα που οι επαναστάτες είχαν, προφανώς, συνηθίσει· η Φενίλδα δεν τους άκουσε ούτε μια φορά να κάνουν σχόλια, ούτε τους είδε να κοιτάζουν με περιέργεια τις σκιές.

Όταν ήρθε το μεσημέρι, βρίσκονταν ακόμα στην Καμένη Γη. Πράγμα που δεν εξέπληξε τη Φενίλδα, γιατί γνώριζε την πορεία που θα ακολουθούσαν. Κατευθύνονταν δυτικά, προς το Γαλανό. Τους ζήτησε να σταματήσουν και, βγαίνοντας από το όχημά τους, κάθισαν να ξεκουραστούν. Η Φενίλδα έφαγε ένα μικρό καρβέλι γεμισμένο με λαχανικά και λίγο κρέας, το οποίο της έδωσε ο Καλνίρες μαζί μ’ένα φλασκί μπίρα. Οι υπόλοιποι έφαγαν παρόμοια πράγματα, που τους είχε φτιάξει η εξαιρετική μαγείρισσα του άντρου.

Το απόγευμα βγήκαν από την Καμένη Γη, ταξιδεύοντας νότια και βλέποντας το Γαλανό ν’απλώνεται ατέρμονο στα δεξιά τους. Νύχτωσε, και ακόμα και το Γαλανό σκοτείνιασε, αλλά, ύστερα από μια τρίωρη στάση, συνέχισαν να ταξιδεύουν μέχρι τα μεσάνυχτα. Είχαν πλέον απομακρυνθεί από το Γαλανό και η Φενίλδα δεν είχε ιδέα πού ακριβώς βρίσκονταν. Δεν οδηγούσε η Λαμρίτ, φυσικά, καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας: είχαν οδηγήσει και ο Δάρυλμος και η Θελρίτ.

«Πού είμαστε;» ρώτησε η Φενίλδα καθώς, έχοντας φορέσει τις μπότες της, έβγαινε ζαλισμένη από το όχημα. Τόσες ώρες στο ενεργειακό κέντρο ενός μεταβαλλόμενου οχήματος δεν έκαναν καλό σε κανέναν. Κι αν ήμουν όπως παλιά, θα με είχε πιάσει τώρα ο πονοκέφαλός μου. Ρίγησε και μόνο στη σκέψη. Πώς ζούσε έτσι, τόσο καιρό;

«Κοντά στις όχθες της Λίμνης των Κολοσσών,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Αλλά δεν φαίνονται από εδώ· απέχουν είκοσι, τριάντα χιλιόμετρα, υποθέτω. Η Ρασίλριχ είναι στα νοτιοανατολικά μας.»

Ο Θαλράνος και ο Νολβέρτες άναβαν φωτιά. Ο Δάρυλμος και ο Καλνίρες έστηναν σκηνές. Η Θελρίτ (που ήταν η τελευταία στο τιμόνι) είχε ξαπλώσει στο χορτάρι, επάνω στην κάπα της, και κάπνιζε ένα τσιγάρο.

«Τι είναι η Ρασίλριχ;» ρώτησε η Φενίλδα, βγάζοντας τα γυαλιά της και τρίβοντας τα μάτια της. Ο κόσμος θόλωσε για λίγο μπροστά της.

«Δεν ξέρεις;»

«Θα έπρεπε;» Η Φενίλδα έκλεισε τα γυαλιά και τα έβαλε στη θήκη τους.

«Η σύζυγος του Πρίγκιπα Νοσνάλτος, η Ελνέσσα, είναι από εκεί.»

«Πόλη, δηλαδή; Σημαντική;» Η Φενίλδα βάδισε για να ξεπιαστεί.

Η Λαμρίτ την ακολούθησε. «Οι άνθρωποι της Ρασίλριχ ήταν κουρσάροι και πειρατές. Τους έτρεμαν σ’όλη τη Λίμνη των Κολοσσών. Ακόμα και μέχρι τη Δίδυμη είχε ακουστεί να φτάνουν, ακολουθώντας τον ποταμό Ρίλχρημ. Η Ρασίλριχ δεν ήταν μέρος του Πριγκιπάτου Κίρτβεχ, και πριν από δέκα χρόνια έγιναν άσχημες συγκρούσεις ανάμεσα στους κατοίκους της και στον προηγούμενο Πρίγκιπα, τον πατέρα του Νοσνάλτος. Ο Πρίγκιπας σκοτώθηκε, και ο Νοσνάλτος προκειμένου να κάνει το αιματοκύλισμα να λήξει παντρεύτηκε μια γυναίκα από τη σημαντικότερη οικογένεια της Ρασίλριχ.»

«Την Ελνέσσα.»

«Ναι.»

«Πολύ άσχημο,» είπε η Φενίλδα.

«Γιατί;»

«Αυτοί σκότωσαν τον πατέρα του, δεν είπες;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ, «αλλά με τον γάμο του ο Νοσνάλτος φρόντισε να κατακτήσει τη Ρασίλριχ χωρίς άλλες μάχες. Η πόλη είναι τώρα μέρος του Πριγκιπάτου, και δεν νομίζω ότι αυτό πρόκειται ν’αλλάξει τα επόμενα εκατό χρόνια τουλάχιστον. Ο Νοσνάλτος έχει δύο παιδιά με την Ελνέσσα.»

«Θα περάσουμε από τη Ρασίλριχ;» ρώτησε η Φενίλδα, αναρωτούμενη αν είχε δει αυτή την πόλη όταν εκείνη, ο Δαίδαλος, ο Πολ, και η Διάττα έρχονταν προς την Καμένη Γη κάνοντας τον κύκλο της Λίμνης των Κολοσσών.

«Θα την αποφύγουμε, για λόγους ασφάλειας,» απάντησε η Πρόμαχος.

«Παντοκρατορικοί;»

«Παντού έχει πράκτορες της Παντοκράτειρας στο Κίρτβεχ.»

Αργότερα, η Φενίλδα κοιμήθηκε στο εσωτερικό του οχήματος, εξουθενωμένη και χωρίς όνειρα. Και με την αυγή συνέχισε τη δουλειά της στο ενεργειακό κέντρο. Ταξίδεψαν για πάνω από δύο ώρες και, τελικά, έφτασαν στις όχθες της Λίμνης των Κολοσσών, σ’ένα μέρος όπου ούτε χωριό ούτε πόλη φαινόταν. Ήταν ένας τόπος όλο βότσαλα και χαμόδεντρα. Η Λαμρίτ οδήγησε το όχημά τους μέσα στο νερό, και είπε στη Φενίλδα: «Πρέπει ν’αλλάξουμε μορφή.»

Εκείνη έκανε το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος. Το όχημά τους μετατράπηκε σε σκάφος, και έπλευσαν με ανατολική κατεύθυνση, αποφεύγοντας τους πελώριους βράχους που ξεπρόβαλλαν μέσα απ’τα νερά της λίμνης σαν δάχτυλα, χέρια, ή πόδια γιγάντων.

Το μεσημέρι, η Φενίλδα βγήκε απ’το ενεργειακό κέντρο και στάθηκε στο μικρό κατάστρωμα, ξυπόλυτη, βλεφαρίζοντας καθώς έβλεπε το δυνατό φως του ήλιου ν’αντανακλάται πάνω στην επιφάνεια της λίμνης. Οι άλλοι πήγαιναν να πιάσουν τα κουπιά, παρατήρησε, και ξεκίνησαν να κωπηλατούν. Ο Θαλράνος και ο Νολβέρτες ήταν γεροδεμένοι και έκαναν τη δουλειά να μοιάζει εύκολη. Για τον Καλνίρες και τον Δάρυλμος, όμως, δεν φαινόταν το ίδιο εύκολη. Ούτε για τη Θελρίτ, η οποία ξεφυσούσε καθώς τραβούσε κουπί. Η Λαμρίτ καθόταν στο εσωτερικό του σκάφους, για να κρατά την πορεία τους σταθερή.

Η Φενίλδα ξάπλωσε στην πλώρη, κλείνοντας τα μάτια. Το πέρα-δώθε του πλεούμενου τη νανούρισε, και γρήγορα την πήρε ο ύπνος.

Κάποια στιγμή, κάτι τη σκούντησε άκομψα. «Σήκω, μάγισσα. Έχουμε λιώσει.»

Άνοιξε τα μάτια της και είδε τη Θελρίτ να στέκεται από πάνω της. Η επαναστάτρια ήταν καταϊδρωμένη παρότι ψυχρός αέρας σφύριζε· η Φενίλδα τον αισθανόταν να τη διαπερνά μέσα από την κάπα που την τύλιγε. Ανασηκώθηκε μουδιασμένη. Η Θελρίτ πρέπει να την είχε σκουντήσει με το πόδι της, συνειδητοποίησε, και μάλλον όχι πολύ ευγενικά· ο πόνος ακόμα δεν είχε φύγει απ’τα πλευρά της. Δε με συμπαθεί· κατά πάσα πιθανότητα, επειδή τη γλυκοκοιτούσαν οι άλλοι επαναστάτες. Λες κι εγώ φταίω γι’αυτό!

«Τι ώρα είναι;» ρώτησε η Φενίλδα.

«Έχουν περάσει δυο ώρες από τότε που έπεσες,» είπε η Θελρίτ. «Έλα μέσα.» Και βάδισε προς την καταπακτή του σκάφους.

Η Φενίλδα δεν βιάστηκε να την ακολουθήσει.

Η Λαμρίτ κρατούσε πάλι το τιμόνι του πλεούμενου, γιατί οι άλλοι ήταν κουρασμένοι από την κωπηλασία.

«Δεν έχει νόημα να το ξανακάνουμε αυτό,» είπε η Θελρίτ, όταν η Φενίλδα είχε υφάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως και η μηχανή τους λειτουργούσε ξανά. «Τι κερδίζουμε; Πόσο κινούμαστε με τα κουπιά;»

«Όσο κι αν κερδίζουμε καλό είναι,» απάντησε η Λαμρίτ.

«Εσύ, όμως, δεν ήρθες να τραβήξεις κουπί, Πρόμαχε!»

«Οδηγώ απ’το πρωί· και συνεχίζω, όπως βλέπεις.»

«Ναι, ’ντάξει…»

«Βούλωστο, Θελρίτ,» μούγκρισε ο Θαλράνος. «Κάτι πρέπει να κάνουμε εκτός απ’το να καθόμαστε και να κοιτάμε.»

«Να κωπηλατείς εσύ κι ο αδελφός σου, άμα θέλετε, μόνοι σας,» του είπε η Θελρίτ.

Η Λαμρίτ δεν της μίλησε άλλο· την αγνόησε καθώς οδηγούσε.

Βράδιασε κι ακόμα δεν είχαν φτάσει στις ανατολικές όχθες της λίμνης, όπου βρισκόταν ο προορισμός τους. Σταμάτησαν τις μηχανές αλλά η Φενίλδα δεν βγήκε στο κατάστρωμα για να ξεκουραστεί· έκανε πολύ κρύο έξω.

«Πάμε για τα κουπιά,» είπε η Λαμρίτ, βγαίνοντας πρώτη. Ο Δάρυλμος καθόταν στο τιμόνι, τώρα. Ο Θαλράνος και ο Νολβέρτες ακολούθησαν την Πρόμαχο, το ίδιο κι ο Καλνίρες, αλλά όχι η Θελρίτ.

Η Λαμρίτ ξαναμπήκε στο εσωτερικό του σκάφους. «Έλα έξω,» της είπε.

«Θα κάτσω εδώ. Έχει κρύο.»

«Μη φοβάσαι, θα ζεσταθείς.»

«Δεν τραβάω κουπί. Δεν έχει νόημα. Σίγα την απόσταση που κερδίζουμε!»

«Είπα: έλα έξω!» φώναξε η Λαμρίτ, δείχνοντας τσαντισμένη. «Δε θα το ξαναπώ.»

Για μια στιγμή, σιγή πλάκωσε μέσα στο σκάφος· ύστερα, διστακτικά, η Θελρίτ σηκώθηκε και ακολούθησε την Πρόμαχο στο κατάστρωμα.

Η Φενίλδα, καθισμένη αναπαυτικά στη θέση πλάι στον Δάρυλμος, είπε: «Αναρωτιέμαι τι θα έκανε αν πάλι της έλεγε όχι…»

«Θα την πλάκωνε στο ξύλο.» Ο Δάρυλμος απλά καθόταν και παρακολουθούσε ότι το τιμόνι παρέμενε σταθερό. Το είχε ασφαλίσει, φυσικά, αλλά πάντα ήταν καλό ένας άνθρωπος να είναι κοντά του. «Το έχει ξανακάνει.»

«Στη Θελρίτ;»

«Γενικά. Ειδικά έτσι όπως είμαστε τώρα, μέσα σ’αυτές τις υπόγειες σπηλιές, άμα κάποιος δεν παρίστανε τον κακό θα γινόταν χάος εκεί κάτω. Τα νεύρα όλων είναι τσιτωμένα, Φενίλδα. Όλων. Δεν είναι μέρος αυτό γι’ανθρώπους αλλά για θηρία. Ορισμένες φορές νομίζω ότι το μόνο που τους κρατά ακόμα ενωμένους είναι ότι ελπίζουν πως πλησιάζουμε να νικήσουμε την Παντοκρατορία.»

«Πλησιάζουμε, δεν πλησιάζουμε;»

«Το εύχομαι.»

Η Φενίλδα, κλείνοντας τα μάτια κι ακουμπώντας το κεφάλι της πίσω, είπε: «Μην το πάρεις προσωπικά, αλλά θέλω να κοιμηθώ.»

«Κοιμήσου,» αποκρίθηκε ο Δάρυλμος, «και θεώρησε ότι ο καλλιτέχνης της μάσκας είναι αόρατος.»

Η Φενίλδα μειδίασε, χωρίς ν’ανοίξει τα μάτια.

Όταν την ξύπνησαν είχαν περάσει τρεις ώρες και είχαν όλοι τους συγκεντρωθεί στο εσωτερικό του σκάφους. Η Θελρίτ ακουγόταν να καταριέται τα Δαιμόνια και τον σκατόκαιρο στη λίμνη. Η Φενίλδα, καθώς σηκωνόταν από τη θέση της πλάι στον Δάρυλμος, είδε πως όλοι όσοι είχαν βγει να κωπηλατήσουν ήταν λιγάκι βρεγμένοι, κι όχι μονάχα απ’τον ιδρώτα. Έβγαζαν ορισμένα απ’τα ρούχα τους κι έβαζαν καινούργια.

«Φύγε,» είπε η Λαμρίτ στον Δάρυλμος. «Θα οδηγήσω εγώ τώρα.»

«Κωπηλατούσες, Πρόμαχε· εγώ απλά καθόμουν και κοίταζα. Θα συνεχίσω.»

«Καλά, όπως θέλεις.» Δεν έμοιαζε να ήθελε πραγματικά να διαφωνήσει.

Η Φενίλδα έκανε τη Μαγγανεία Κινήσεως, και οι μηχανές του σκάφους βούισαν.

Η Λαμρίτ, που είχε καθίσει δίπλα στον Δάρυλμος, είπε: «Δε μπορεί νάμαστε μακριά τώρα. Πρέπει να φτάσουμε πριν απ’τα μεσάνυχτα.» Κοίταζε τον χάρτη στην οθόνη του συστήματος.

Η Φενίλδα ατένιζε τα σκοτεινά νερά της λίμνης και τους παράξενους, πελώριους βράχους, καθώς ήταν συγχρόνως επικεντρωμένη στο να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή της εστίας του σκάφους. Είχε την εντύπωση ότι το γεγονός πως μπορούσε να αισθανθεί το Φως τη βοηθούσε στη δουλειά της, αλλά δεν ήταν και σίγουρη. Εξάλλου, οποιοσδήποτε μάγος μπορούσε να καθίσει στο ενεργειακό κέντρο οχήματος ή σκάφους που λειτουργούσε με εστία· δεν χρειαζόταν να είναι του τάγματος των Πεφωτισμένων, αν και υπήρχε η φήμη ότι αυτοί είχαν περισσότερη άνεση. Μπορεί να έχω αποκτήσει την άνεσή τους… ή όχι.

Η ώρα περνούσε, και η Φενίλδα είχε αρχίσει να κουράζεται από τη χρήση της μαγγανείας όταν είδε αντίκρυ, μέσα στη νύχτα, κάτι που θα μπορούσε να είναι μονάχα πόλη.

«Οι όχθες;» ρώτησε.

«Ναι,» είπε η Λαμρίτ. «Φτάνουμε στη Νιλκάριχ.»

Στον προορισμό μας, σκέφτηκε η Φενίλδα. Μια πόλη οικοδομημένη ανάμεσα στα νερά της Λίμνης των Κολοσσών και στη βλάστηση των Δασότοπων των Λάν’τραχαμ. Ένα λημέρι πειρατών και τυχοδιωκτών. Μια περιοχή που δεν βρισκόταν εντός των συνόρων του Πριγκιπάτου Κίρτβεχ. Άνομη και επικίνδυνη.

Και η Λαμρίτ πήγαινε εκεί αναζητώντας συμμάχους.

86.

Ο Τζακ φυλούσε τη δεύτερη σκοπιά και, όταν χάραξε, ξύπνησε την Ανδρομάχη που ήταν ξαπλωμένη πλάι στη φωτιά, τυλιγμένη στην κάπα της. Εκείνη σηκώθηκε και στάθηκε όρθια, κοιτάζοντας τριγύρω, το μικρό δάσος και, πέρα απ’αυτό, τον ποταμό.

«Πώς το λένε τούτο το ποτάμι;» ρώτησε ο Τζακ, καθώς έσβηνε τη φωτιά ρίχνοντάς της χώμα.

«Δε θυμάμαι,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη, «πάντως πρέπει νάναι παράλληλο στον Λάρερημ.»

«Προφανώς. Υποθέτω δεν ξέρεις ούτε πώς να το διασχίσουμε;»

«Έχεις χάρτη, δεν έχεις;»

Ο Τζακ είχε, και τον άνοιξε. Εντόπισαν εύκολα το ποτάμι κοντά στο οποίο βρίσκονταν και είδαν κάπου να είναι σημειωμένη μια γέφυρα. «Από δω φαίνεται νάναι ο μοναδικός δρόμος,» είπε ο Τζακ.

Η Ανδρομάχη κατένευσε.

Ο Τζακ δίπλωσε τον χάρτη και καβάλησε το δίκυκλο όχημά του, ενεργοποιώντας το και κάνοντας νόημα στην Ανδρομάχη να καθίσει πίσω του. Εκείνη κάθισε, σηκώνοντας την κουκούλα της στο κεφάλι (δεν ήθελε, παρ’ελπίδα, να την αναγνωρίσει κανένας σε τούτες τις περιοχές) και τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τη μέση του.

Όταν έφτασαν στη γέφυρα που είχαν δει στον χάρτη, διαπίστωσαν ότι ήταν ξύλινη και ετοιμόρροπη. «Θα πέσει,» είπε ο Τζακ. «Αποκλείεται να σηκώσει το βάρος του δίκυκλου.»

«Νομίζω ότι χρειαζόμαστε βάρκα,» είπε η Ανδρομάχη. «Τα οχήματα ξηράς δεν βολεύουν στην Κοιλάδα των Ποταμών, εκτός αν την ξέρεις πολύ καλά. Συνέχεια εμπόδια θα συναντάμε.»

Λίγο παρακάτω, στις όχθες του ποταμού, ήταν ένα ψαροχώρι. Το είχαν δει καθώς έρχονταν προς τη γέφυρα, και τώρα το πλησίασαν πάλι. Σταμάτησαν σε κάποια απόσταση και το ατένισαν.

Ο Τζακ κοίταζε με τα κιάλια του. «Δε νομίζω ότι καμια απ’αυτές τις βάρκες είναι μηχανοκίνητη. Ή μάλλον, εκτός από μία.»

«Και λες όποιος την έχει να την πουλάει;»

«Το αμφιβάλλω,» παραδέχτηκε ο Τζακ κατεβάζοντας τα κιάλια.

«Πάμε πουθενά αλλού,» πρότεινε η Ανδρομάχη.

Στον χάρτη τους εντόπισαν μια πόλη που λεγόταν Θάλενραλ. Βρισκόταν στις ανατολικές όχθες του ποταμού Λάρερημ, βέβαια, αλλά ο ποταμός Λάρερημ δεν ήταν μακριά από εδώ, έτσι ξεκίνησαν και μετά από μιάμιση ώρα περίπου έφτασαν. Η πόλη ήταν μεγαλύτερη απ’τη Βανκάλριχ, που είχαν επισκεφτεί χτες, και την περιτριγύριζε ένα μικρό τείχος από λάσπη και πέτρα.

«Να έχεις το νου σου,» είπε ο Τζακ καθώς ζύγωναν. «Οι επαναστάτες μπορεί να μας περιμένουν.»

«Και πώς θα μας αναγνωρίσουν; Αυτοί που μας είδαν από κοντά είναι νεκροί.»

«Μπορεί κάποιος να πρόσεξε, από απόσταση, ότι έχουμε δίκυκλο.»

Η Ανδρομάχη το αμφέβαλλε αλλά δεν είπε τίποτα.

Μπήκαν στη Θάλενραλ χωρίς να κατεβούν από το όχημά τους. Περνώντας ανάμεσα από τα χαμηλά οικήματα με μειωμένη ταχύτητα και προσέχοντας μη χτυπήσουν κανέναν σκύλο ή άνθρωπο που διέσχιζε τους μικρούς δρόμους, έφτασαν στο λιμάνι της πόλης, όπου ήταν αραγμένες κάμποσες βάρκες και πλοιάρια. Ακόμα και δύο ποταμόπλοια που φαίνονταν για εμπορικά. Ένας πέτρινος πύργος ήταν στη νότια άκρη του λιμανιού, οικοδομημένος επάνω σ’έναν βράχο που ξεπρόβαλλε μέσα απ’τα νερά του ποταμού, και στην κορυφή του υπήρχε μια μεγάλη, μεταλλική διπλή βαλλίστρα, πλάι στην οποία στέκονταν δύο φρουροί και μια σημαία που κυμάτιζε δείχνοντας το έμβλημα του Πριγκιπάτου Νέλερβικ: ένας ποταμός και, μπροστά του, ένα όρθιο ξίφος.

«Λεφτά έχεις;» ρώτησε η Ανδρομάχη, καθώς κατέβαιναν απ’το όχημά τους, δίπλα σε μια ταβέρνα.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Τζακ.

Μπήκαν στην ταβέρνα και είδαν τους λιγοστούς ανθρώπους που κάθονταν εδώ να στρέφουν περίεργα βλέμματα επάνω τους. Το μέρος μύριζε παλιό κρασί που είχε ποτίσει τα ξύλα εδώ και χρόνια.

«Ψάχνω ν’αγοράσω μια βάρκα,» είπε ο Τζακ. «Με μηχανή.»

Για λίγο κανείς δε μίλησε· ύστερα, ένας χοντρός άντρας που καθόταν σ’ένα κεντρικό τραπέζι με μια κούπα μπροστά του είπε: «Πήγαινε δες αν έχει τίποτα για δόσιμο ο Γέρος, λιγάκι παρακάτω.»

«Παρακάτω;»

«Από κει.» Ο άντρας έδειξε μια κατεύθυνση.

«Ευχαριστούμε.»

«Τα Πνεύματα μαζί σου.»

Βγήκαν απ’την ταβέρνα, ανέβηκαν στο δίκυκλο, και πήγαν προς τη μεριά που είχε δείξει ο χοντρός. Οι τροχοί του οχήματός τους απλά κυλούσαν· αν έτρεχαν πιο γρήγορα εδώ πέρα θα σκότωναν κανέναν.

Ένα παλιό οίκημα από πέτρα και ξύλο βρισκόταν λίγο παρακάτω. Σχεδόν ολόκληρη η πρόσοψή του ήταν ανοιχτή και μέσα φαίνονταν διάφορα εξαρτήματα και κομμάτια για σκάφη, καθώς και εξοπλισμοί για ναυτικούς των ποταμών. Ένας γέρος καθόταν επάνω σ’ένα σκαμνί και κάπνιζε τσιμπούκι. Είχε δέρμα πράσινο και ρυτιδωμένο· γένια και μαλλιά κατάλευκα. Παρά την ηλικία του δεν υπήρχε ίχνος καράφλας στο κεφάλι του.

Ο Τζακ και η Ανδρομάχη κατέβηκαν απ’το δίκυκλο, κι ο πρώτος ρώτησε τον άντρα με το τσιμπούκι: «Είσαι ο Γέρος;»

«Σου μοιάζω για νέος;»

«Μου είπαν ότι πουλάς βάρκες.»

«Κι αυτό το κάνω,» είπε ο Γέρος δαγκώνοντας την άκρη του τσιμπουκιού του.

«Θέλω μια βάρκα, με μηχανή.»

«Χμμ…»

«Πουλάς ή δεν πουλάς;»

«Έχω μια βάρκα,» είπε ο Γέρος, «και έχω και μια μηχανή. Άμα σ’ενδιαφέρει.»

«Εστία;»

«Η εστία πάει μαζί με τη μηχανή. Δεν ξέρω, όμως, σε τι κατάσταση είναι η μηχανή, έχε υπόψη σου.»

«Η εστία είναι καλή, δηλαδή;»

«Έτσι λέω.»

«Δείξε μου. Και τη βάρκα και τη μηχανή.»

Ο Γέρος σηκώθηκε απ’το σκαμνί του και πήγε στο εσωτερικό του καταστήματος, βαδίζοντας προσεχτικά μες στον λαβύρινθο των εξαρτημάτων. Ο Τζακ τον ακολούθησε· η Ανδρομάχη έμεινε πίσω, κοιτάζοντάς τους από απόσταση. Είδε τον Γέρο να δείχνει μια μηχανή, αγγίζοντάς την και φυσώντας τόνους σκόνης από πάνω της. Είδε τον Τζακ ν’αγγίζει επίσης τη μηχανή και να μουρμουρίζει κάτι. Κάποιο ξόρκι, αν δεν έκανε λάθος. Μάλλον, Ξόρκι Μηχανικής Ανταποκρίσεως, για να δει αν όλα τα κομμάτια της επικοινωνούν σωστά.

«Δεν είναι καλή,» είπε, τελικά, ο Τζακ στον Γέρο.

«Πώς δεν είναι!»

«Κάτι δεν κάνει καλή επαφή μέσα της,» επέμεινε ο Τζακ. «Θα την αγοράσω αν μπορώ να τη φτιάξω. Αλλά πιο φτηνά. Συμφωνείς;»

«Ας την πάμε έξω.»

Έπιασαν κι οι δύο τη μηχανή και τη μετέφεραν μπροστά στο κατάστημα, μαζί με την εστία. Την έστησαν επάνω σ’ένα τρίποδο και ο Γέρος πάτησε έναν διακόπτη. Η μηχανή δεν άρχισε να λειτουργεί. «Πρέπει νάχεις δίκιο, μάστορα,» είπε. «Είσαι Πεφωτισμένος;»

Ο Τζακ κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Δείξε μου και τη βάρκα που πουλάς.»

«Αυτές οι δύο εκεί είναι.» Ο Γέρος ύψωσε το χέρι του προς μια αποβάθρα αντίκρυ στο κατάστημά του, όπου ήταν δεμένες δυο βάρκες, η μία μεταλλική και μεγαλύτερη, η άλλη ξύλινη και μικρότερη.

«Τη μεγάλη πόσο τη δίνεις;»

«Εκατό-πενήντα αργύρια.»

«Τη μηχανή;»

«Άμα τη φτιάξεις μόνος σου, πενήντα.»

Ο Τζακ ένευσε. Άνοιξε τη μηχανή και, χρησιμοποιώντας κάτι εργαλεία που του έδωσε ο Γέρος, σκάλισε το εσωτερικό της. Η Ανδρομάχη τον παρακολουθούσε, νομίζοντας ότι μπορούσε να καταλάβει τι επισκεύαζε. Ο Τζακ μετά από λίγο έκλεισε πάλι τη μηχανή και την ενεργοποίησε. Λειτουργούσε κανονικά, βουίζοντας.

«Διακόσια, λοιπόν, έτσι;» ρώτησε ο Τζακ τον Γέρο.

Εκείνος, που καθόταν πάλι στο σκαμνί του και κάπνιζε, αποκρίθηκε: «Ναι.»

Ο Τζακ έβγαλε μερικά χαρτονομίσματα και του τα έδωσε.

«Καλή σου μέρα,» είπε ο Γέρος.

Ο Τζακ και η Ανδρομάχη πήραν τη μηχανή και την προσάρμοσαν στη μεγάλη βάρκα. Ύστερα, ο Τζακ έφερε το δίκυκλο κοντά στο πλεούμενο και το ανέβασαν κι αυτό. Η βάρκα βυθίστηκε λιγάκι περισσότερο αλλά έμεινε στην επιφάνεια του ποταμού.

Ύστερα απ’όλα τούτα μεσημέρι πλησίαζε, όμως ο Τζακ δεν φαινόταν να σκέφτεται να ξεκουραστούν προτού ξεκινήσουν. Αφού έλυσαν τα σχοινιά, πάτησε τον διακόπτη της μηχανής βάζοντας την σε λειτουργία, και το πλεούμενο έφυγε από το λιμάνι της Θάλενραλ ακολουθώντας τη ροή του ποταμού.

Ο Τζακ καθόταν στην πρύμνη κρατώντας το πηδάλιο σταθερό. Η Ανδρομάχη ήταν μισοξαπλωμένη παραδίπλα, και άναψε ένα τσιγάρο. Το δίκυκλο το είχαν αφήσει ξαπλωμένο στο κέντρο του πλεούμενου, για να μην το κάνει να γέρνει ούτε προς τη μια μεριά ούτε προς την άλλη.

Η Ανδρομάχη έβγαλε απ’τον σάκο της το κουτί με τα σοκολατάκια (το είχε πάρει από τον Τζακ) και έφαγε ένα. Αφού τελείωσε το τσιγάρο της, έφαγε ακόμα ένα. Είχε αδυναμία στα γλυκά. «Έχεις να φάμε και κανένα κανονικό φαγητό;» ρώτησε τον Τζακ.

Εκείνος δεν απάντησε· είπε: «Είναι αλήθεια ότι κοιμόσουν με τον Πρίγκιπα Αλβάρος;»

Η όψη της Ανδρομάχης αγρίεψε. «Τι σχέση έχει αυτό με το φαγητό;»

«Καμία, απλώς ρωτάω.»

«Παρ’όλες τις πληροφορίες που έχεις για μένα, αυτό δεν το ξέρεις;»

«Μόνο ως φήμη.»

«Και γιατί θέλεις να μάθεις;» απαίτησε η Ανδρομάχη.

«Για να ξέρω τι ίσως θα έχουμε ν’αντιμετωπίσουμε εδώ πέρα,» είπε ο Τζακ.

Η Ανδρομάχη δεν τον πίστευε. Όχι απόλυτα. Σίγουρα, αυτός δεν ήταν ο μοναδικός λόγος. Ο Τζακ ήταν απλά περίεργος όπως ένας άντρας είναι περίεργος για τέτοια θέματα. «Ήταν ένας τρόπος για να έχω τον Πρίγκιπα υπό έλεγχο.»

«Όχι και πολύ καλός, όπως αποδείχτηκε.»

«Μέχρι που παρουσιάστηκαν οι αποστάτες, καλός ήταν!» αντιγύρισε η Ανδρομάχη, πειραγμένη.

«Εκεί, όμως, θα έπρεπε να είχε φανεί η διαφορά: σε μια πιεστική κατάσταση.»

Προσπαθεί, επίτηδες, να με τσαντίσει; «Έχεις τίποτα να φάμε;»

«Στον σάκο.» Ο Τζακ έδειξε έναν απ’τους σάκους που είχαν βγάλει από τη σέλα του δίκυκλου προτού το ξαπλώσουν πάνω στη βάρκα.

Όταν έφτασαν κοντά στο λιμάνι της Άσνιρκ, εκεί όπου τα ποτάμια χωρίζονταν, ο ήλιος ήταν ακόμα δυνατός στον ουρανό.

Ο Τζακ είπε: «Λέω να μην αράξουμε στην πόλη. Ίσως νάναι επικίνδυνο να μας εντοπίσουν.»

«Θα μπορούσες, όμως, να πουλήσεις τη βάρκα εκεί.»

«Δεν έχουμε ανάγκη από λεφτά. Και η Νέλερβικ δεν είναι μακριά από εδώ· καλύτερα να πάμε μέσω ξηράς.»

Η Ανδρομάχη δεν διαφώνησε, έτσι ο Τζακ έβγαλε τη βάρκα σε μια αμμουδιά βόρεια της Άσνιρκ. «Θέλεις να οδηγήσεις εσύ;» ρώτησε, καθώς κυλούσαν έξω το δίκυκλό τους.

«Ναι.» Η Ανδρομάχη καβάλησε το όχημα, και ο Τζακ ανέβηκε πίσω της. Τα χέρια του, καθώς την άγγιζαν, δεν ήταν άτακτα επάνω της. Όπως και χτες βράδυ, όταν πάλι εκείνη είχε οδηγήσει. Η Ανδρομάχη δεν μπορούσε ν’αποφασίσει αν αυτό το θεωρούσε ενοχλητικό ή το ακριβώς αντίθετο. Εξάλλου, ο Τζακ τής είχε κάνει χαρές στις Χρυσές Κούπες· δεν την έβρισκε τώρα αρκετά ελκυστική για να φανεί άτακτος μαζί της; Έστω και λίγο;

Η Ανδρομάχη οδήγησε βόρεια, μέσα από περιοχές που ήταν ελαφρώς δασώδεις και το έδαφος, κάπου-κάπου, γινόταν βαλτώδες. Ευτυχώς οι τροχοί του δίκυκλου ήταν μεγάλοι και δεν κολλούσαν εύκολα.

«Παραείσαι ήσυχος,» είπε η Ανδρομάχη μετά από λίγο.

«Τι θάπρεπε να κάνω;»

«Απλά, παραλίγο να ξεχάσω ότι κάποιος κρατιέται επάνω μου…»

«Έχω ακούσει ότι δεν είναι συνετό να… ενοχλείς την οδηγό,» είπε ο Τζακ, και η Ανδρομάχη μειδίασε μέσα στην κουκούλα της, σκεπτόμενη: Άρχισε να καταλαβαίνει τι εννοώ.

«Δεν ενοχλούνται όλες οι οδηγοί το ίδιο εύκολα.»

Ο Τζακ έπιασε το αριστερό της στήθος, δυνατά. «Δεν το βρίσκεις αυτό ενοχλητικό;»

Η Ανδρομάχη, παρότι ξαφνιάστηκε, γέλασε. «Δεν υπάρχει κανένα άλλο μέρος για να κρατηθείς;»

Ο Τζακ άφησε το αριστερό της στήθος, και έπιασε το δεξί.

«Το ήξερα: δεν έπρεπε να σου είχα δώσει θάρρος,» είπε η Ανδρομάχη, ακούγοντας τη φωνή της ξαφνικά πιο βραχνή.

Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση όταν βρέθηκαν μπροστά σε μια πέτρινη γέφυρα που διέσχιζε έναν ποταμό και κατέληγε σε μια μεγάλη (για τα δεδομένα της Κοιλάδας των Ποταμών) περιτειχισμένη πόλη.

«Η Νέλερβικ,» είπε η Ανδρομάχη, σταματώντας το δίκυκλο. Στα δυτικά φαινόταν ένας άλλος ποταμός, πολύ μεγαλύτερος, απ’τον οποίο ξεκινούσε ο ποταμός που δρασκέλιζε η γέφυρα. «Σκοπεύεις να μπούμε ή όχι;»

«Χωρίς το δίκυκλο,» τόνισε ο Τζακ κατεβαίνοντας. «Δε χρειάζεται να τραβήξουμε την προσοχή των επαναστατών.»

Η Ανδρομάχη κατέβηκε επίσης. «Πού θα το αφήσουμε;»

«Έχει αρκετή βλάστηση εδώ, και σε λίγο θα βραδιάσει. Επιπλέον, θα το προφυλάξω με τη μαγεία μου.»

87.

Ο φρουρός άφησε το μπράτσο της Ρισάββα καθώς την έσπρωχνε μέσα στο δωμάτιο.

Ο Άρχοντας Θαλράνος στράφηκε να την αντικρίσει. «Μου είπες ψέματα.»

Η Ρισάββα ξεροκατάπιε. «Άρχοντά μου… Δεν καταλαβαίνω…» Το δωμάτιο δεν ήταν πολύ μεγάλο. Το πάτωμά του ήταν στρωμένο μ’ένα παχύ χαλί, και στο κέντρο του χώρου υπήρχε ένα στρογγυλό τραπέζι με τρεις καρέκλες κι ένα μεγάλο τασάκι στη μέση. Ένα παράθυρο βρισκόταν στον τοίχο, με τα πατζούρια μισόκλειστα. Καμια λάμπα δεν ήταν αναμμένη· το δωμάτιο ήταν ημιφωτισμένο μες στο απόγευμα. Η γαλανόδερμη όψη του Θαλράνος κρυβόταν κατά το ήμισυ σε πυκνή σκιά.

«Τι δεν καταλαβαίνεις;» ρώτησε τη Ρισάββα ζυγώνοντάς την.

Εκείνη έτρεμε. «Δεν είπα ψέματα,» κατόρθωσε να αρθρώσει.

«Μου είπες πως άκουσες ότι οι επαναστάτες δεν ενδιαφέρονται για το Τάσβεραλ!»

«Α-αυτό άκουσα, Άρχοντά μου…»

«Τότε,» είπε ο Θαλράνος, «είμαι περίεργος: τι κάνουν εδώ, μες στο κάστρο της Νέλερβικ, οι τρεις γιοι της Πριγκίπισσας Λισρρέτα;»

«Γιατί δεν ρωτάτε την Πριγκίπισσα Βασνίτα, Άρχοντά μου;»

Ο Θαλράνος τη χαστούκισε. «Τολμάς να μου πετάς τέτοια γλώσσα;»

Αν και το ράπισμα δεν ήταν πολύ δυνατό, η Ρισάββα αισθάνθηκε το μάγουλό της να καίει. Και ήθελε να τον χτυπήσει· αλλά σκέφτηκε ότι, μετά, οι συνέπειες γι’αυτήν δεν θα ήταν καθόλου ευχάριστες. Κι επιπλέον, ο φρουρός ακόμα στεκόταν πίσω της. «Άρχοντά μου, σας είπα ό,τι άκουσα. Λέω αλήθεια. Αυτό άκουσα, αυτό είπα.»

«Θέλω να μάθεις γιατί είναι εδώ οι γιοι της Λισρρέτα,» πρόσταξε ο Θαλράνος. «Πιστεύεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις;»

«Θα τα καταφέρω, Άρχοντά μου…» Απέφυγε το βλέμμα του.

«Σε πλήρωσα για εκείνη την πληροφορία,» της θύμισε ο Θαλράνος.

Γι’αυτό σού φέρνω πληροφορίες: για να με πληρώνεις, σκέφτηκε η Ρισάββα, όχι για να με σφαλιαρίζεις!

«Είσαι σίγουρη γι’αυτό που άκουσες;» τη ρώτησε ξανά.

«Ναι. Η Βασνίτα και ο Τάμπριελ μιλούσαν, κι έλεγαν ότι η Επανάσταση δεν θ’ασχοληθεί τώρα αμέσως με το Τάσβεραλ… Έτσι έλεγαν.»

«Καλά,» είπε ο Θαλράνος. «Πήγαινε και μάθε τι συμβαίνει με τα τρία αγόρια. Θα περιμένω.»

88.

Η Ρισάββα κατόρθωσε, τελικά, να συναντήσει μόνη τον Ναλτάρες όταν είχε νυχτώσει, σε μια άδεια αίθουσα του κάστρου.

«Καθίκι!» του είπε. «Το κατάλαβε! Νόμιζες ότι δε θα το καταλάβαινε; Μ’έχεις μπλέξει με τα Δαιμόνια!»

«Ποιος κατάλαβε τι;» ρώτησε ο επαναστάτης, αρπάζοντάς την από το μπράτσο (το ίδιο μπράτσο που την είχε αρπάξει κι ο φρουρός – το μπράτσο που ήταν ακόμα μελανιασμένο) και τραβώντας την προς μια γωνία της αίθουσας. «Για τι πράγμα μιλάς;»

«Ο Θαλράνος, βλάκα!» σύριξε η Ρισάββα, ελευθερώνοντας απότομα τον εαυτό της απ’τη λαβή του. «Έμαθε για τους γιους της Λισρρέτα που έφεραν εδώ ο Άρχοντάς σου ο Τάμπριελ κι οι άλλοι, και κατάλαβε ότι ήταν ψέματα ότι η Επανάσταση δεν έχει βάλει στόχο το Τάσβεραλ.»

«Τι ακριβώς σού είπε; Και τι του απάντησες;» Φρόντισε η δεύτερη ερώτησή του ν’ακουστεί απειλητική. Την είχε ήδη προειδοποιήσει πως θα το μετάνιωνε αν τον πρόδιδε. Αλλά ο Ναλτάρες δεν νόμιζε πραγματικά πως η Ρισάββα τον είχε προδώσει, όχι ακόμα τουλάχιστον· γιατί, αν ήταν έτσι, δεν θα ερχόταν να τον βρει. Ήταν λιγάκι άπληστη αλλά όχι χαζή. Το αντίθετο, μάλιστα. Πονηρή.

«Είπε πως του είπα ψέματα, και του απάντησα πως του είπα μόνο ό,τι άκουσα. Επέμεινα σ’αυτό.»

Μου λέει αλήθεια, παρατήρησε ο Ναλτάρες ατενίζοντας το πρόσωπό της.

«Δεν σε πρόδωσα,» πρόσθεσε η Ρισάββα σταθερά, έχοντας μαντέψει τι πρέπει να περνούσε απ’το μυαλό του επαναστάτη. «Αν και θα έπρεπε να σε είχα. Θα σου άξιζε.»

«Δε θα ζούσες για πολύ, τότε.»

«Δε θα ήμουν εδώ τότε!»

Ο Ναλτάρες ένευσε σιωπηλά. Πράγματι, σκέφτηκε. Πονηρή. Και μειδίασε, αχνά.

Η Ρισάββα συνέχισε: «Ο Θαλράνος μού ζήτησε, τώρα, να μάθω τι κάνουν εδώ οι γιοι της Λισρρέτα.»

«Μάλιστα…» έκανε σκεπτικά ο Ναλτάρες.

«Μη μου λες ‘μάλιστα’, καθίκι! Δεν ξέρω τι κάνουν εδώ οι γιοι της Λισρρέτα, και δεν ξέρω και τι να του πω. Ούτε ξέρω τι θέλεις να του πω.»

«Πες του ότι δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί βρίσκονται στο κάστρο. Ίσως να ήρθαν για μια επίσκεψη.»

«Αποκλείεται να πιστέψει ότι ήρθαν μόνο για επίσκεψη.»

«Το ξέρω, αλλ’αυτό δε μας νοιάζει.»

«Αν έχει αρχίσει να με υποπτεύεται….»

«Μη φοβάσαι,» της είπε ο Ναλτάρες, «είμαι εγώ εδώ. Και τόσοι άλλοι επαναστάτες.»

«Αυτό δεν με καθησυχάζει.»

«Έλα να κοιμάσαι μαζί μου, τότε,» πρότεινε ο Ναλτάρες περνώντας το χέρι του γύρω απ’τη μέση της. «Θα είσαι ασφαλής.»

Η Ρισάββα τον έσπρωξε πίσω. «Πιο ασφαλής θάμαι μόνη μου!»

«Κατάλαβα λοιπόν…» μούγκρισε ο Ναλτάρες, δυσαρεστημένα.

«Τι κατάλαβες;» είπε εκείνη στραβώνοντας τα χείλη.

«Κατάλαβα γιατί ερχόσουν κοντά μου προτού σε πιάσω να κατασκοπεύεις. Ήθελες να πάρεις πληροφορίες από εμένα για να τις πας στον Θαλράνος, έτσι δεν είναι;»

Η Ρισάββα τον ατένισε ανέκφραστα για λίγο, καθώς κανένας τους δεν μιλούσε. Ύστερα γέλασε. «Είσαι βλάκας,» του είπε και στράφηκε να φύγει.

Ο Ναλτάρες την άρπαξε από το μπράτσο – το ίδιο μπράτσο – πονώντας την.

«Άφησέ με!» φώναξε η Ρισάββα, και, καθώς ξεγλιστρούσε απ’τη λαβή του, έπιασε το μελανιασμένο σημείο με το άλλο χέρι της.

Ο Ναλτάρες συνοφρυώθηκε. «Είσαι χτυπημένη;»

«Δεν είναι τίποτα.»

«Ποιος σε χτύπησε;»

«Ένας φρουρός. Αυτός που με πήγε σήμερα στον Θαλράνος.»

Τα μάτια του Ναλτάρες στένεψαν. «Κατάσκοπός του;»

«Είναι από τους προσωπικούς του φρουρούς,» είπε η Ρισάββα.

Ο Ναλτάρες δεν είπε τίποτα, νιώθοντας οργισμένος. Του άρεσε η κοπέλα, ακόμα και με τα μειονεκτήματά της. Είχε ωραία μάτια, και καταπληκτικά πόδια. Τα Δαιμόνια! Αν ήταν διαφορετική η περίπτωση, θα πήγαινε να λογαριαστεί μ’αυτό τον φρουρό· αλλά τώρα αυτό μόνο ένας ανόητος θα το έκανε. Επειδή έτσι θα φαινόταν ότι ο Ναλτάρες βρισκόταν σε συνεννόηση με τη Ρισάββα – κι επομένως, ότι εκείνη ήταν πιθανή κατάσκοπος της Επανάστασης.

Η Ρισάββα τού είπε, καθαρίζοντας τον λαιμό της: «Δεν είναι τίποτα, πάντως. Δεν πονάει καν – αρκεί να μη με τραβά κανένας αχρείος.» Και χαμογέλασε.

«Συγνώμη,» είπε ο Ναλτάρες, και στράφηκε να φύγει.

«Όμως,» τον πρόλαβε η Ρισάββα, «κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι ερχόμουν για πληροφορίες…»

Ο Ναλτάρες στράφηκε να την αντικρίσει.

«Δε θα ερχόμουν ποτέ για πληροφορίες με τέτοιο τρόπο,» του είπε. «Ήθελα.»

«Σου πέρασε όμως.»

«Με εκβίασες… με απείλησες… Είχα καλό λόγο, νομίζω. Κι επιπλέον, απ’την αρχή με παρακολουθούσες.»

«Όχι απ’την αρχή. Μετά, όμως, πρόσεξα ότι πήγαινες και κρυφάκουγες,» παραδέχτηκε ο Ναλτάρες.

Η Ρισάββα αναστέναξε, κουρασμένα. «Τέλος πάντων… Δε θάρθω στο δωμάτιό σου–»

«Εντάξει,» βιάστηκε να πει ο Ναλτάρες. «Δεν ήταν μέρος της συμφωνίας μας, εξάλλου.»

«Είναι πολύ επικίνδυνο. Μπορεί να με δει κανένας που δεν πρέπει να με δει,» ολοκλήρωσε η Ρισάββα. «Αλλά,» πρόσθεσε καθώς απομακρυνόταν μέσα στις σκιές της αίθουσας, «μπορείς εσύ να έρθεις αργότερα στο δωμάτιό μου… αν θέλεις.» Και έφυγε.

Αργότερα, όμως, ο Ναλτάρες αποφάσισε ότι αυτό ίσως να μην ήταν, τελικά, καλή ιδέα. Παραείχε αρχίσει να τη συμπαθεί την κοπέλα. Επίσης, σκέφτηκε, καλή ιδέα ίσως να μην ήταν το γεγονός ότι ο Τάμπριελ είχε φέρει τους γιους της Πριγκίπισσας του Τάσβεραλ εδώ. Ο Θαλράνος μπορούσε να σκαρώσει ένα σωρό μπαγαποντιές μ’αυτούς. Θα πρέπει να τους προσέχω, κατέληξε ο Ναλτάρες. Και άργησε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα.

Η Ρισάββα επίσης άργησε να κοιμηθεί, καθώς τον περίμενε στο δωμάτιό της. Τελικά, θυμωμένη μαζί του, την πήρε ο ύπνος.

Και ήταν κι οι δυο τους τυχεροί χωρίς να το ξέρουν, γιατί ένας άνθρωπος του Θαλράνος παρακολουθούσε απόψε την πόρτα του δωματίου της για τυχόν ύποπτες κινήσεις.

89.

Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα στεκόταν μόνη μέσα στη βλάστηση της αυλής του παλατιού της, μπροστά στον πέτρινο λαξευτό βωμό. Οι σκιές του απογεύματος την τύλιγαν σαν μανδύας. Ησυχία απλωνόταν γύρω της· κανένας δεν πλησίαζε για να την ενοχλήσει, σαν να καταλάβαιναν ότι η Πριγκίπισσά τους προσευχόταν στα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών. Προσευχόταν έντονα, και πραγματικά, για την ασφάλεια των παιδιών της, που είχε στείλει στη Νέλερβικ. Ακόμα δεν ήταν απόλυτα σίγουρη για την επιλογή της· νόμιζε, όμως, πως αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να τα προστατέψει. Εκεί, κοντά στη Βασνίτα, οι τρεις γιοι της πρέπει να ήταν ασφαλείς, πολύ περισσότερο απ’ό,τι εδώ μ’αυτά που θα γίνονταν.

Κι αν αρνιόμουν να συμμαχήσω με την Επανάσταση; Αν δεν δεχόμουν να προσπαθήσω να διώξω τον Επόπτη απ’το Πριγκιπάτο μου; Τότε τα πράγματα πιθανώς να ήταν ακόμα χειρότερα. Η Λισρρέτα δεν ήθελε πόλεμο με τα γειτονικά πριγκιπάτα. Δεν ήθελε να βάλει τον λαό της σε σύγκρουση με τους γείτονές του, ειδικά για ένα θέμα σαν αυτό. Οι Παντοκρατορικοί ήταν εξωδιαστασιακοί, δεν ήταν γηγενείς. Θα πέθαιναν οι κάτοικοι του Τάσβεραλ για να τους προστατέψουν; Για να προασπιστούν το δικαίωμα των δυναστών τους να εξακολουθούν να είναι δυνάστες τους; Παράλογο! Ούτε στην Τυραννίδα να ήμασταν ακόμα…

Η Λισρρέτα συνειδητοποίησε ότι ίσως το μόνο που την είχε κρατήσει μέχρι στιγμής απ’το να κάνει, μέσα στο μυαλό της, σχέδια για να διώξει τους Παντοκρατορικούς ήταν τα παιδιά της. Η έγνοια της γι’αυτά. Φοβόταν ότι μπορεί ο Επόπτης να τους έκανε κακό.

Η εικόνα του νεκρού συζύγου της περνούσε κάθε φορά μπροστά απ’τα πνευματικά της μάτια… Της είχαν φέρει το πτώμα του Ρέτβελνος τσακισμένο, επάνω σ’ένα φορείο. Υπήρχαν τραύματα επάνω στο πρόσωπό του, αν και πλυμένα. Οι υπήκοοί της είχαν προσπαθήσει να τον κάνουν… ευπαρουσίαστο προτού της τον δείξουν. Λες κι αυτό ήταν που είχε σημασία.

«Υψηλοτάτη…» της είχαν πει, «έγινε ένα ατύχημα»· και η Λισρρέτα νόμιζε ότι ακόμα τα λόγια τους αντηχούσαν στ’αφτιά της. Ατύχημα… Ήταν ατύχημα; Αναρωτιόταν από την αρχή, κι εξακολουθούσε να αναρωτιέται. Δεν είχε τολμήσει, όμως, να το ερευνήσει πολύ, γιατί φοβόταν ότι, όπως της είχαν φέρει νεκρό τον Ρέτβελνος, μπορεί να της έφερναν νεκρούς και τους γιους της κάποια μέρα. Κι αυτή η φανταστική εικόνα τής προκαλούσε αποστροφή και παραλυτικό τρόμο. Η ψυχή της πάγωνε.

Και η Λισρρέτα, η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ, δεν επέτρεπε στον εαυτό της ούτε καν να φανταστεί πώς μπορεί να ήταν το Πριγκιπάτο της χωρίς τους Παντοκρατορικούς να κρατάνε τις αλυσίδες του.

Τώρα, όμως, ο Μελτάρος, ο Αρνάλβες, και ο Χανράθος δεν ήταν πια εδώ. Ήταν σ’ένα μέρος που η Λισρρέτα προσευχόταν (και πίστευε) ότι θα τους πρόσφερε ασφάλεια. Μακριά από την Τάσβεραλ.

Και, μέσα στο μυαλό της, η εικόνα του νεκρού Ρέτβελνος – τόσο έντονη, ακόμα τόσο έντονη… – δεν της προκαλούσε πλέον φόβο, αλλά οργή.

Δεν μπορούσε να είναι βέβαιη αν οι Παντοκρατορικοί έφταιγαν για τον θάνατό του – αν επρόκειτο για δολοφονία ή για πραγματικό ατύχημα – όμως δεν είχε σημασία. Οι δυνάστες έπρεπε να διωχτούν. Ο Ρέτβελνος ποτέ δεν τους συμπαθούσε, ούτως ή άλλως. Ο λαός της Λισρρέτα αισθανόταν καταπιεσμένος από αυτούς – ειδικά τα τελευταία χρόνια. Και οι γιοι της είχαν φύγει προκειμένου εκείνη να είναι ελεύθερη να δράσει.

Η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ σηκώθηκε από τη γονατιστή της θέση (Πότε είχε γονατίσει μπροστά στον βωμό; Δεν θυμόταν· είχε χαθεί τελείως στις σκέψεις και στις προσευχές της) και βάδισε μέσα στον κήπο του παλατιού, κατευθυνόμενη προς το κεντρικό οίκημα. Ξερά φύλλα έτριζαν κάτω από τα πόδια της, και κοιτάζοντας τα σχεδόν γυμνά δέντρα γύρω της έβλεπε ότι ο χειμώνας δεν ήταν μακριά. Μάλλον θα είναι κρύος ο φετινός χειμώνας, σκέφτηκε, σφίγγοντας το πλεκτό σάλι επάνω στους ώμους της.

Το λιθόστρωτο μονοπάτι την οδήγησε προς μια πλευρική είσοδο του παλατιού, και η Λισρρέτα είδε εκεί κοντά την Κελδάρη να βηματίζει, τη σύζυγο του Καρλ: μια γαλανόδερμη, κοκκινομάλλα γυναίκα, με όψη που η Λισρρέτα θεωρούσε άγρια. Καταγόταν από την Αλβέρια, είχε μάθει: μια διάσταση για την οποία η Πριγκίπισσα δεν γνώριζε πολλά. Ήταν βαρβαρικό μέρος, γεμάτο φυλές μέσα σε πυκνά δάση και κακοτράχαλα βουνά. Οι Παντοκρατορικοί είχαν πάει εκεί και είχαν φτιάξει θέρετρα, ξενοδοχειακά συγκροτήματα από τα οποία συγκέντρωναν χρήματα. Ορισμένοι αριστοκράτες της Βίηλ, καθώς και πλούσιοι έμποροι, κυρίως από τα κεντρικά πριγκιπάτα, είχε ακούσει η Λισρρέτα, πήγαιναν κάπου-κάπου στην Αλβέρια για να παραθερίσουν. Έμπαιναν στη Ρελκάμνια και από εκεί έπαιρναν αεροσκάφος που τους ταξίδευε στον προορισμό τους μέσω Αιθέρα. Τα εισιτήρια δεν ήταν καθόλου φτηνά, απ’ό,τι έλεγαν.

Η Κελδάρη ατένισε τη Λισρρέτα όπως την ατένιζε πάντα: σαν πιθανό εχθρό. Είχε τα χέρια της διπλωμένα μπροστά της, και ήταν ντυμένη μ’ένα φόρεμα από δέρμα και γούνα. «Καλησπέρα, Υψηλοτάτη,» χαιρέτησε, τυπικά.

«Καλησπέρα,» αποκρίθηκε η Λισρρέτα, ευγενικά. «Επέστρεψε ο Επόπτης;»

«Όχι ακόμα.»

Δυο μέρες λείπει, σκέφτηκε η Πριγκίπισσα καθώς προσπερνούσε την Κελδάρη. Χτες, από το πρωί, και σήμερα. Η Λισρρέτα αναρωτιόταν τι να γινόταν στην Τάσνερακ: πώς είχε πάει η συνάντηση του Καρλ Βέρινλωφ με τον Πρόμαχο Άτβος. Ο Τάμπριελ τής είχε εξηγήσει, βέβαια, ότι ο πραγματικός λόγος αυτής της συνάντησης ήταν για να φύγει προσωρινά ο Επόπτης από το παλάτι: οι επαναστάτες δεν ευελπιστούσαν ότι επρόκειτο να έφταναν σε καμια συνεννόηση. Και έχουν δίκιο· ο Καρλ Βέρινλωφ ποτέ δεν υπήρχε περίπτωση να διαπραγματευτεί μαζί τους. Ωστόσο η Λισρρέτα απορούσε γιατί ο Επόπτης δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Δεν θα παρέμενε στην Τάσνερακ χωρίς καλό λόγο. Είχε, μήπως, αιχμαλωτίσει τον Πρόμαχο Άτβος; Δε μπορεί οι επαναστάτες να ήταν τόσο απρόσεχτοι! Αν όμως δεν τον είχε αιχμαλωτίσει, τότε τι γινόταν; Κάποια σύγκρουση;

Η Λισρρέτα προσπάθησε να το διώξει αυτό απ’το μυαλό της. Η δική της δουλειά δεν ήταν τώρα στην Τάσνερακ, αλλά εδώ, στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου. Από εδώ θα ξεκινούσε την επανάστασή της. Όχι μόνη, βέβαια· περίμενε να έχει επικοινωνία με τον Τάμπριελ: κι αυτός θα της έλεγε, επιπλέον, αν κάτι σημαντικό είχε γίνει, ή γινόταν, στην Τάσνερακ.

Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα μπήκε σ’έναν ανελκυστήρα του παλατιού και ανέβηκε στα διαμερίσματά της. Το φως του απογεύματος μειωνόταν ολοένα και περισσότερο, η νύχτα ερχόταν, κι εκείνη περίμενε την τηλεπικοινωνιακή κλήση των επαναστατών. Δεν ήθελε να γίνει κανένα λάθος και να νομίσουν ότι της είχε συμβεί τίποτα κακό, ή ότι, ακόμα χειρότερα, τους είχε προδώσει. (Ποιος ξέρει τι θα συνέβαινε στα παιδιά της, τότε…)

«Μπορείτε να πηγαίνετε,» είπε στις δύο υπηρέτριες που συγύριζαν τα δωμάτιά της για το βράδυ. «Μου έχετε ετοιμάσει το λουτρό;»

«Ασφαλώς, Υψηλοτάτη.»

Η Λισρρέτα ένευσε. «Μπορείτε να πηγαίνετε,» είπε πάλι, και οι υπηρέτριες έφυγαν.

Η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ έβγαλε το σάλι της και τα παπούτσια της, και άνοιξε τα κουμπιά του φορέματός της. Τα δωμάτια ήταν ζεστά από τον μηχανισμό θέρμανσης, αν και γενικά η Λισρρέτα προτιμούσε το τζάκι (που τώρα ήταν σβηστό)· της άρεσε περισσότερο. Σπάνια, όμως, το άναβε πλέον, καθώς της έφερνε αναμνήσεις από τον Ρέτβελνος, όταν κάθονταν οι δυο τους πλάι στις φλόγες… Η Λισρρέτα αναστέναξε, απομάκρυνε τις μνήμες απ’το μυαλό της, και πλησίασε το ηχοσύστημα. Πήρε μια πλακέτα, την πέρασε μέσα στην ειδική θυρίδα, και πάτησε ένα πλήκτρο. Μουσική γέμισε το δωμάτιο, γλιστρώντας και στα διπλανά. Φως από το Σχίσμα λεγόταν το συγκρότημα, και ήταν γηγενές· άνθρωποι της Βίηλ τραγουδούσαν και έπαιζαν μουσικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου του μέγαυλου, ο οποίος ήταν παραδοσιακό όργανο του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ.

Η Λισρρέτα συνειδητοποίησε ότι η μουσική έκανε καλό στα νεύρα της, παρότι δεν την είχε βάλει για να χαλαρώσει αλλά για να καλύψει την επικοινωνία που σύντομα (ήλπιζε) θα είχε με τον Τάμπριελ. Η Αλιζέτ τής το είχε προτείνει. «Καλύτερα να βάλετε μουσική, Πριγκίπισσά μου,» της είχε πει. «Θα είναι δυσκολότερο κάποιος να κρυφακούσει έτσι.»

Η Λισρρέτα πήγε στο υπνοδωμάτιό της, ξεκλείδωσε το τελευταίο συρτάρι του κομοδίνου, και πήρε από μέσα τον τηλεπικοινωνιακό πομπό που είχε ρυθμίσει στην κρυφή συχνότητα που της είχαν πει οι επαναστάτες. Καμία κλήση δεν είχε καταγράψει ακόμα· η μικρή οθόνη ήταν άδεια. Η Λισρρέτα πήρε μια βαθιά ανάσα, και ξάπλωσε στο κρεβάτι, πλαγιαστά, με τον πομπό στην αγκαλιά της. Περιμένοντας.

Η ώρα περνούσε…

Η πλακέτα στο ηχοσύστημα τελείωσε. Η Λισρρέτα σηκώθηκε και πήγε να την αλλάξει. Έβαλε ένα άλλο συγκρότημα, που δεν το είχε ξανακούσει. Άνεμοι του Κενού, το έλεγαν, και ήταν από τη Σεργήλη. Πάτησε ένα πλήκτρο και το σύστημα άρχισε να παίζει. Τα διαμερίσματά της γέμισαν τσυρίδες που θα νόμιζες ότι μονάχα τα Δαιμόνια μπορούσαν να βγάλουν. Η Λισρρέτα συνοφρυώθηκε. Στάθηκε ακίνητη για μερικές στιγμές, ακούγοντας. Τι είν’αυτά τα χάλια; σκέφτηκε. Τρελοί είναι στη Σεργήλη! Έκλεισε το ηχοσύστημα, έβγαλε την πλακέτα των Ανέμων του Κενού, και έβαλε μια άλλη. Φως από το Σχίσμα, ξανά· συλλογή, «Τα Πλοία της Κοιλάδας». Η προηγούμενη συλλογή που είχε ακούσει ονομαζόταν «Οδηγοί και Γίγαντες». Καλύτερα ν’άκουγες μουσική από τη διάστασή σου· ορισμένα απ’αυτά που άκουγαν σ’άλλα μέρη του Γνωστού Σύμπαντος ήταν τελείως παλαβά.

Η Λισρρέτα, έχοντας τώρα τον τηλεπικοινωνιακό πομπό στην τσέπη της, κάθισε σε μια μαλακή πολυθρόνα και έκλεισε τα μάτια. Περιμένοντας.

Όταν ο πομπός κουδούνισε την είχε πάρει ο ύπνος. Λαγοκοιμόταν. Τα βλέφαρά της άνοιξαν αμέσως, σαν κάποιο ενεργειακό ρεύμα να την είχε τραντάξει. Η μουσική είχε τελειώσει, διαπίστωσε. Πόση ώρα είχε περάσει;

Η Λισρρέτα τινάχτηκε όρθια κι έβαλε πάλι το ηχοσύστημα να παίζει. Ύστερα, ενώ ο πομπός συνέχιζε να κουδουνίζει, έριξε μια ματιά γύρω της, στο δωμάτιο, για να βεβαιωθεί ότι εξακολουθούσε να είναι μόνη. Κανένας δεν ήταν στο χώρο· ούτε μπορούσε να δει κανέναν να κινείται στα τριγυρινά δωμάτια. Πήρε τον πομπό από την τσέπη της και κοίταξε τη μικρή οθόνη του. Η κλήση ερχόταν από την κρυφή συχνότητα.

Η Λισρρέτα άνοιξε τον πομπό. «Μάλιστα;»

«Καλησπέρα, είμαι ο Κόκκινος Λαγός.»

Ο Τάμπριελ. Τον είχε συναντήσει στο πανδοχείο «Ο Κόκκινος Λαγός», έτσι είχαν συμφωνήσει πως αυτό θα ήταν το συνθηματικό της επόμενης επικοινωνίας τους. Και ήταν ειρωνικό το γεγονός ότι ο Τάμπριελ είχε κόκκινο δέρμα – αν και με λαγό δεν έμοιαζε.

«Ναι,» είπε η Λισρρέτα, «καλησπέρα, κάθομαι στο λευκό παλάτι.» Όπως έπρεπε να απαντήσει, για να ξέρουν ότι όντως ήταν αυτή.

«Τι νέα;»

«Ο Λύκος δεν έχει έρθει ακόμα. Πώς είναι τα παιδιά;»

«Όπως είχαμε συμφωνήσει.»

Η Λισρρέτα αισθάνθηκε ανακουφισμένη.

«Ο Ξάδελφος μάς περιμένει;»

«Ναι, στο μέρος που ξέρετε.»

«Καλώς.»

90.

Ο Τάμπριελ τερμάτισε την επικοινωνία του με την Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ. «Μπορούμε να πάμε να τον συναντήσουμε,» είπε. Στεκόταν έξω απ’το όχημά τους, που ήταν σταματημένο μέσα στους λοφότοπους γύρω από την Τάσβεραλ. Κοντά του στέκονταν η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, ο Όρνιφιμ, και ο Ραφέλνες – ο οποίος είχε επιμείνει να έρθει μαζί τους. («Το χρωστάω στην Αλιζέτ,» είχε πει. «Είναι η εκδίκησή μου εναντίον των Παντοκρατορικών για τον θάνατό της.» Ο Τάμπριελ δεν είχε φέρει αντίρρηση· ο Ιερός Μαχητής των Οστών πολύ πιθανόν να φαινόταν χρήσιμος.)

«Η Πριγκίπισσα μπορεί να τον εμπιστεύεται αυτόν τον ξάδελφό της,» είπε η Ανταρλίδα, «αλλά εμείς πρέπει να ελέγξουμε προτού πλησιάσουμε.»

«Εννοείται,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.

Ο άνθρωπος που τους περίμενε ονομαζόταν Καρτάφες και ήταν Υπασπιστής της Πριγκίπισσας, ξάδελφός της, και Βαρόνος. Η Λισρρέτα είχε πει, όταν συζήτησαν στον Κόκκινο Λαγό, ότι τον θεωρούσε έμπιστο. «Το αποκλείω να με προδώσει,» είχε τονίσει, «αλλά, για να κρατάμε τα Δαιμόνια μακριά μας, δεν θα του αναφέρω ποιοι είστε. Θα του πω μόνο ότι σας θέλω μέσα στο παλάτι, και να μην κάνει ερωτήσεις.»

«Θα το δεχτεί αυτό, Πριγκίπισσά μου;» την είχε ρωτήσει ο Τάμπριελ.

«Νομίζω πως ναι. Για αρχή, τουλάχιστον. Μετά, θα πρέπει να του εξηγήσουμε. Θα τον χρειαστούμε, άλλωστε. Δε γίνεται να κάνουμε επανάσταση μόνοι μας.»

Ήταν ρίσκο. Όλοι τους το καταλάβαιναν. Αλλά, αν ήθελαν να είναι ασφαλείς, δεν θα πολεμούσαν την Παντοκράτειρα. Και σίγουρα όχι τον Ελκράσ’ναρχ.

Επί του παρόντος, βάδισαν μέσα στους λοφότοπους ενώ ένας παγερός άνεμος σφύριζε γύρω τους, τραβώντας επίμονα τις κάπες τους. Είχαν όλοι τις κουκούλες τους σηκωμένες, και ο Τάμπριελ είχε το ραβδί του τυλιγμένο με υφάσματα, για να μη μπορεί κανείς να το αναγνωρίσει από απόσταση. Τα μάτια του ατένιζαν παρατηρητικά το κακοτράχαλο περιβάλλον με την αραιή βλάστηση, ενώ η μνήμη του έψαχνε τις εικόνες που είχαν έρθει – και εξακολουθούσαν να έρχονται, κάπου-κάπου – στο μυαλό του, όπως ένα χέρι ψαχουλεύει τις φωτογραφίες μέσα σ’ένα συρτάρι. Δεν διέκρινε, όμως, κανένα χρήσιμο προμήνυμα αυτή τη φορά. Αναρωτήθηκε μήπως είχε ξεχάσει κάτι, κάποια εικόνα, ή μήπως συναρμολογούσε το ψηφιδωτό με λάθος τρόπους.

Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ, εν τω μεταξύ, απομακρύνθηκαν από εκείνον, τον Όρνιφιμ, και τον Ραφέλνες, για να κατοπτεύσουν την περιοχή, να δουν μήπως οι πράκτορες της Παντοκράτειρας τούς είχαν στήσει παγίδα, μήπως ο Υπασπιστής της Λισρρέτα τούς είχε προδώσει.

Ο Τάμπριελ δεν θα το θεωρούσε απίθανο να έχει συμβεί αυτό. Με τους Παντοκρατορικούς όλα έπρεπε κανείς να τα περιμένει. Εξάλλου, θυμόταν πώς ενεργούσαν από τότε που βρισκόταν κι εκείνος ανάμεσά τους. Προσπαθούσαν να διεισδύσουν παντού. Όσο πιο βαθιά είσαι μπλεγμένος με τον άλλο, τόσο περισσότερο μπορείς να τον ελέγχεις. Και η Βίηλ είχε δίοδο για τη Ρελκάμνια· οι Παντοκρατορικοί δεν θα άφηναν εδώ τα πράγματα στην τύχη.

Το πώς η Πρόμαχος Λαμρίτ και ο Πρόμαχος Άτβος είχαν κατορθώσει ν’αντέξουν τόσο καιρό σε μια διάσταση σαν ετούτη έδειχνε καθαρά το πόσο ευρηματικοί και ψυχικά δυνατοί ήταν.

Κι ακόμα δεν έχουμε νέα του Άτβος… θυμήθηκε ο Τάμπριελ. Ο Ζίρτελον εξακολουθούσε να είναι ζωντανός αλλά δεν είχε συνέλθει, έλεγε ο Όρνιφιμ. Και το είχε διαπιστώσει κι ο ίδιος ο Τάμπριελ ερχόμενος, πριν από λίγο, σε επαφή με το πνεύμα του Μεγάλου Ιεράρχη. Ο Ζίρτελον, πράγματι, ζούσε και ονειρευόταν. Κι όσο για τους άλλους Ιεράρχες… Ο Αρκαλόν, στο κάστρο της Νέλερβικ, κρατούσε συντροφιά στους Τρεις Πρίγκιπες μέσα στη νύχτα, και είχε αρχίσει να συμπαθεί πολύ τη Βασνίτα… Η Ράιλμεχ, στη Χαύδοραλ, μιλούσε με τον Πρίγκιπα Αλβάρος, αλλά δεν τον έβρισκε ευχάριστη συντροφιά· ήταν κοντά του απλά και μόνο επειδή ο Τάμπριελ/Μέγας Ιεράρχης τής είχε ζητήσει να τον προσέχει, και επειδή ο Πρίγκιπας τής έκανε ερωτήσεις για την Επανάσταση… Η Διάττα, στο άντρο των επαναστατών κάτω από την Καμένη Γη, βαριόταν κυρίως, και γνώριζε ότι η Λαμρίτ και η Φενίλδα είχαν φύγει, ταξιδεύοντας προς μια πόλη που ονομαζόταν Νιλκάριχ.

Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ επέστρεψαν κοντά στον Τάμπριελ. «Το μέρος μοιάζει καθαρό,» είπε η πρώτη, «και το όχημα του Υπασπιστή μάς περιμένει. Ο ίδιος στέκεται απέξω, καπνίζοντας. Δε μοιάζει καθόλου στη Λισρρέτα.»

«Τι σχέση έχει αυτό; Δεν ταιριάζει στην περιγραφή που μας έδωσε η Πριγκίπισσα;» ρώτησε ο Τάμπριελ.

«Ταιριάζει. Απλώς το ανέφερα. Τον κοίταξα με τα κιάλια.»

«Πάμε να τον συναντήσουμε, λοιπόν;»

Η Ανταρλίδα κατένευσε, αν και υπήρχε δισταγμός στην κίνησή της.

Προχώρησαν και, σύντομα, είδαν αντίκρυ τους ένα τετράκυκλο όχημα. Δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο το δικό τους, αλλά ούτε και μικρό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Μπροστά του στεκόταν ένας άντρας με λευκό-ροζ δέρμα, μαύρα μαλλιά, και μυτερό γένι. Φορούσε κάπα και τώρα δεν κρατούσε τσιγάρο. Τους κοίταξε καχύποπτα καθώς πλησίαζαν. Το χέρι του πήγε κάτω από την κάπα του, στη λαβή του σπαθιού του· ο Τάμπριελ το πρόσεξε.

«Ποιοι είστε;» ρώτησε ο λευκόδερμος άντρας, μεγαλόφωνα.

«Κόκκινος Λαγός,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, όχι και τόσο μεγαλόφωνα.

Ο άντρας άφησε το σπαθί του, μοιάζοντας να χαλαρώνει.

Ο Τάμπριελ τον ζύγωσε για να σταθεί αντίκρυ του. «Ο Υπασπιστής Καρτάφες;» είπε. Αν και ήταν ανούσια η ερώτηση· έβλεπε ότι ο άντρας ήταν όπως τον είχε περιγράψει η Λισρρέτα.

«Ναι.» Η φωνή του Καρτάφες ακούστηκε επιφυλακτική. Τους κοίταξε έναν-έναν, αλλά δεν πρέπει να μπορούσε να διακρίνει καλά τα πρόσωπά τους μέσα απ’τις κουκούλες τους – αν μπορούσε, δηλαδή, να τα διακρίνει καθόλου. «Δεν ξέρω ποιοι είστε, όμως εύχομαι η Λισρρέτα να έχει καλό λόγο που σας θέλει στο παλάτι με τέτοιο τρόπο.»

«Ο λόγος είναι καλός,» τον διαβεβαίωσε ο Τάμπριελ.

Ο Καρτάφες μόρφασε σαν να ήταν έτοιμος να προσθέσει κάτι ακόμα· ύστερα, όμως, στράφηκε στο όχημα και άνοιξε την πίσω πόρτα. «Μπείτε. Και κρυφτείτε κάτω από τις γούνες και τα δέρματα. Δεν πρόκειται να μας κάνουν έλεγχο, αλλά η Πριγκίπισσα είπε να σας βάλω στο παλάτι χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα.»

Ο Τάμπριελ ένευσε, και εκείνος κι οι υπόλοιποι μπήκαν στο όχημα και κρύφτηκαν. Η πίσω μεριά του ήταν για μεταφορά πραγμάτων· δεν είχε καθίσματα. Στη μπροστινή μεριά υπήρχαν δύο θέσεις, και στη μία κάθισε ο Καρτάφες, ενεργοποιώντας τη μηχανή και ξεκινώντας. Ο Τάμπριελ τον κοίταζε από ένα μικρό άνοιγμα της κρυψώνας του. Από κάτω του αισθανόταν τους τροχούς του οχήματος να κινούνται.

Μετά από λίγη ώρα κατάλαβε ότι ανηφόριζαν, σκαρφάλωναν προς το παλάτι πλάι στους καταρράκτες. Οι φρουροί δεν πρέπει να είχαν σταματήσει τον Καρτάφες στην πύλη της πόλης· πρέπει να τον είχαν αναγνωρίσει αμέσως, ή ίσως εκείνος να τους είχε δείξει κάποιο αναγνωριστικό. Το ίδιο συνέβη και με τους φρουρούς του παλατιού. Το όχημα σταμάτησε για μερικές στιγμές· «Καλησπέρα, Άρχοντά μου,» αντήχησε η φωνή κάποιου· μια σιδερένια πύλη ακούστηκε ν’ανοίγει· κι ύστερα το όχημα συνέχισε να κινείται, αν και με μειωμένη ταχύτητα.

Όταν σταμάτησε πάλι, ο Τάμπριελ είδε τον Καρτάφες να βγαίνει και να λέει σε κάποιον: «Ακόμα εδώ είσαι; Πήγαινε να ξεκουραστείς.»

«Σε λίγο τελειώνει η βάρδια μου, Άρχοντά μου.»

«Φύγε τώρα. Επιμένω. Λες κανένας νάρθει να κλέψει οχήματα, ή να θέλει τη βοήθειά σου τέτοια ώρα;»

Γέλιο ακούστηκε. «Ευχαριστώ πολύ, Άρχοντά μου.»

Ο Καρτάφες άνοιξε την οπίσθια πόρτα του οχήματος. «Ελάτε,» είπε.

Εκείνοι βγήκαν. Είδαν ότι βρίσκονταν σ’έναν χώρο στάθμευσης οχημάτων, μέσα σε κάποιον κήπο. Τον κήπο του παλατιού της Τάσβεραλ, αναμφίβολα.

Ο Καρτάφες προχώρησε, και τον ακολούθησαν.

Η Ανταρλίδα, ακόμα φοβούμενη για παγίδα, είχε τ’αφτιά της τεντωμένα, ενώ τα μάτια της ερευνούσαν κάθε σκιά γύρω της. Τα χέρια της άγγιζαν τα ξιφίδια κάτω από την κάπα της. Αν ο Καρτάφες τούς είχε προδώσει, σκόπευε να τον σκοτώσει πρώτο.

Είχαν συζητήσει με την Αλιζέτ σχετικά με την πιθανότητα προδοσίας, όσο κατόπτευαν στους λοφότοπους. Αν μας πάει στο παλάτι και μας κλείσουν εκεί μέσα, είχε πει η Σκοτεινή Βασίλισσα, τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα. Δε νομίζω πως τα ίδια κόλπα που έπιασαν στο κάστρο της Νέλερβικ θα πιάσουν κι εδώ. Και η Ανταρλίδα συμφωνούσε μ’αυτό. Το μόνο πλεονέκτημα έμοιαζε να είναι πως το παλάτι ήταν μεγάλο, επομένως θα είχε και πολλές κρυψώνες, σε περίπτωση που κατέληγαν να κυνηγηθούν με τους Παντοκρατορικούς εδώ μέσα.

Ο Καρτάφες τούς οδήγησε μπροστά σε κάτι πέτρινα σκαλοπάτια που κατέβαιναν. Ήταν γεμάτα χώμα και πεσμένα φύλλα, και ίσα που διακρίνονταν στο φως του φεγγαριού. Ο Υπασπιστής κρατούσε μια σβηστή ενεργειακή λάμπα, και την άναψε κατεβαίνοντας. Τον ακολούθησαν και έφτασαν σε μια ξύλινη πόρτα. Δεν ήταν κλειδωμένη· ο Καρτάφες την έσπρωξε και μπήκε. Το υπόγειο μύριζε υγρασία και τρόφιμα.

«Εδώ είμαστε,» είπε ο Υπασπιστής. «Αυτό το κελάρι συνδέεται με τα υπόλοιπα υπόγεια του παλατιού. Από κει,» έδειξε μες στο σκοτάδι, «και από κει.»

Η Ανταρλίδα προσπάθησε να διακρίνει πόρτες ή ανοίγματα, αλλά δεν τα κατάφερε· τίποτα δεν φαινόταν. «Είναι κλειδωμένα;» ρώτησε.

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Καρτάφες. «Και… θα μπορούσα τώρα να μάθω ποιοι είστε;»

«Η Πριγκίπισσα θα σου πει, αν πιστεύει πως χρειάζεται,» του απάντησε ο Τάμπριελ.

«Η Λισρρέτα δεν έχει ξαναφέρει εδώ ανθρώπους έτσι… κρυφά. Είστε…» Έμοιαζε να διστάζει να μιλήσει. «Δεδομένου των όσων έχω ακούσει,» είπε τελικά, «για το Χαύδοραλ και το Νέλερβικ, μπορώ μονάχα να υποθέσω ότι είστε επαναστάτες.»

Σιγή πλάκωσε για λίγο μέσα στο υπόγειο, καθώς ο Καρτάφες προφανώς περίμενε κάποια απάντηση απ’αυτούς.

«Κι αν είμαστε;» είπε ο Τάμπριελ.

«Δεν ξέρω… Ήλπιζα, όμως, ότι η Πριγκίπισσα θα με συμβουλευόταν προτού κάνει μια τέτοια κίνηση.»

«Μπορεί να μην υπήρχε χρόνος. Η Πριγκίπισσα είμαι βέβαιος πως έχει πολύ καλή γνώμη για σένα, Άρχοντά μου.»

«Τέλος πάντων,» είπε ο Καρτάφες. «Ελάτε από δω.»

Τους οδήγησε σ’ένα άνοιγμα που έβγαζε σ’ένα άλλο υπόγειο (λιγάκι πιο βαθύ απ’το προηγούμενο, νόμιζε η Ανταρλίδα, έχοντας την εντύπωση πως είχαν κατεβεί), με φαγητά κι αυτό, αλλά και ποτά επίσης. Καμάρες διέγραφαν πέτρινες καμπύλες πάνω απ’τα κεφάλια τους και χοντρές κολόνες στήριζαν το ταβάνι. Κανένα τρωκτικό φαινόταν να πετάγεται, κάπου-κάπου, τρομαγμένο απ’το ενεργειακό φως του Υπασπιστή, πηγαίνοντας να κρυφτεί ανάμεσα σε ψηλά καλάθια και κιβώτια.

Ο Καρτάφες πλησίασε ένα ακόμα άνοιγμα και σταμάτησε δίπλα του. «Εδώ.» Έδειξε μέσα.

«Τι ‘εδώ’;» ρώτησε η Ανταρλίδα, που δεν της άρεσε που ο Υπασπιστής δεν έμοιαζε πρόθυμος να μπει πρώτος.

«Εδώ θα περιμένετε. Είναι ασφαλές· κανένας δεν έρχεται. Μετά δεν ξέρω τι θα γίνει. Δεν ξέρω τι έχει κατά νου η Πριγκίπισσα…» Ο Καρτάφες φώτισε μέσα, και η Ανταρλίδα είδε μια πέτρινη αίθουσα με διάφορες παλιατσαρίες: παλιά έπιπλα, στοίβες από ρούχα, μπότες και παπούτσια, κουρτίνες που σχημάτιζαν λόφους, δύο σπασμένους αργαλειούς, κάτι κατεστραμμένα μουσικά όργανα, ένα σπαθί με διακοσμητική λαβή λαξεμένη σαν γεράκι.

«Υπάρχουν άλλες έξοδοι απ’αυτό το μέρος;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Όχι.»

Επικίνδυνο, τότε, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, αλλά δεν μίλησε.

Ο Τάμπριελ είπε: «Σ’ευχαριστούμε, Άρχοντα Καρτάφες. Θα πρότεινα τώρα να μιλήσεις με την Πριγκίπισσα για ό,τι ερωτήσεις μπορεί να έχεις.»

«Και να μην κάνεις πολλή φασαρία,» πρόσθεσε η Αλιζέτ. Η απειλή στη φωνή της δεν ήταν καθόλου συγκαλυμμένη. Η χροιά έλεγε, ξεκάθαρα: Πρόδωσέ μας και θα πεθάνεις. Η Ανταρλίδα συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν η μόνη που είχε κατά νου να σκοτώσει τον Καρτάφες σε περίπτωση προδοσίας. Όχι και τόσο παράξενο, σκέφτηκε· είχαμε τον ίδιο δάσκαλο εγώ κι η Αλιζέτ. Ο Άλδρος Λόρτραν (καταγόμενος από τη Βίηλ, μάλιστα) είχε εκπαιδεύσει όλες τις Μαύρες Δράκαινες. Ζούσε ακόμα, άραγε, αυτό το παλιοτόμαρο; Η Αλιζέτ ίσως να ήξερε…

Ο Καρτάφες είπε, κάπως κοφτά: «Σας ευχαριστώ για τις προτάσεις σας, και σας αφήνω τώρα.» Πρέπει να είχε πιάσει την απειλή στη φωνή της Αλιζέτ (πράγμα όχι και τόσο δύσκολο) και να μην του είχε αρέσει καθόλου. Στράφηκε και έφυγε, παίρνοντας τη λάμπα μαζί του.

Ο Όρνιφιμ άναψε έναν φακό.

Ο Ραφέλνες, που ήταν σιωπηλός και διακριτικός στις κινήσεις του ώς τώρα, είπε: «Ίσως θα έπρεπε να του είχα δείξει ότι είμαι Ιερός Μαχητής. Μπορεί αυτό να τον καθησύχαζε.»

«Δεν το νομίζω,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Μην ξεχνάς πως κι ο Θεριστής των Οστών Ιερός Μαχητής είναι.»

91.

Ο Πολ και οι δύο μεταμφιεσμένοι, προσωπικοί του πράκτορες, αφότου έφυγαν από την πρωτεύουσα, δεν άργησαν να ξεκινήσουν τη δουλειά για την οποία είχαν έρθει στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ: δολοφονίες προκειμένου να διαλύσουν το δίκτυο της Νίνας Έκγραμμης στην περιοχή και να βάλουν ανθρώπους της επανάστασης στις σωστές θέσεις.

Ο Πολ γνώριζε ήδη κάμποσα πράγματα για το δίκτυο, από παλιά, και όσο βρισκόταν εδώ τώρα, είχε μάθει περισσότερα, καθώς και τις αλλαγές του δικτύου. Γιατί τα δίκτυα δεν μένουν σταθερά· μεταλλάσσονται με τον καιρό. Τα νεαρά δίκτυα – που είναι χαλαρά και οι πληροφορίες πολλές φορές αργοκίνητες, ενώ η εμπειρία στον συντονισμό δράσης λείπει – ωριμάζουν· τα ώριμα δίκτυα – όπου οι πληροφορίες ταξιδεύουν γρήγορα και ο συντονισμός είναι καλός – γερνάνε αρχίζοντας να δίνουν σημάδια διαφθοράς· και τα γέρικα δίκτυα – που συχνά έχουν δημιουργήσει κλίκες μέσα τους, και είναι ιδιαιτέρως εκτεταμένα και γαντζωμένα καλά στην περιοχή τους – πλησιάζουν την ώρα του θανάτου τους ή της αναγέννησής τους. Ο Πολ δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το δίκτυο της Νίνας στο Κίρτβεχ γέρικο, αλλά ούτε και νεαρό. Ήταν ένα ώριμο δίκτυο, σίγουρα. Και, επομένως, επικίνδυνο. Ωστόσο, το γεγονός ότι τον είχε στείλει εδώ η Παντοκράτειρα (όπως έλεγαν τα χαρτιά του – τα οποία είχε πλαστογραφήσει ο Δαίδαλος, φυσικά) έδινε στον Πολ μεγάλη ελευθερία κινήσεων. Δεν είχε παρά να ρωτήσει τους πράκτορες για να του αποκαλύψουν ποιος ήταν πού και ποιος έκανε τι.

Γνώριζε πλέον το δίκτυο σχεδόν τόσο καλά όσο η Νίνα Έκγραμμη. Άρα μπορούσε να το καταστρέψει.

Πράγμα το οποίο είχε ήδη αρχίσει να κάνει μ’εκείνη τη μαζική δολοφονία των πρακτόρων που είχε οδηγήσει στην Καμένη Γη. Τους είχε πάρει από τις θέσεις τους και τους είχε πάει εκεί όπου οι επαναστάτες τούς περίμεναν για να τους σκοτώσουν. Όλα τέλεια σχεδιασμένα.

Ο Πολ, όμως, δεν είχε αυταπάτες ότι η πλεκτάνη του θα κρατούσε για πάντα: σύντομα, η Νίνα θα καταλάβαινε τι γινόταν. Επομένως, δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Η δουλειά έπρεπε να γίνει γρήγορα. Το δίκτυο των Παντοκρατορικών πρακτόρων έπρεπε να χάσει τη συνοχή και την αποτελεσματικότητά του, ώστε οι επαναστάτες να εισβάλουν.

Φεύγοντας από την πρωτεύουσα, ο Πολ κατευθύνθηκε βόρεια και ανατολικά, έχοντας φυσικά τη Σιλράτα και τον Άλτρες μαζί του μεταμφιεσμένους σαν τους πράκτορες Ρισκάνα και Άτβος. Πήγαν σε μια πόλη και, μέσα στη νύχτα, κάτω από μια καμάρα, σκότωσαν μια πράκτορα η οποία εργαζόταν ως ράφτρα στην αγορά εδώ και χρόνια. Μετά, έφυγαν από την πόλη κι ανεβαίνοντας στο όχημά τους ταξίδεψαν σε μια άλλη πόλη, όχι πολύ μακριά, κοντά στις όχθες της Δίδυμης. Ο Πολ επικοινώνησε εκεί με τους πράκτορες της περιοχής και τους πρόσταξε να έρθουν μαζί του για μια έρευνα. Δεν τον ήξεραν προσωπικά αλλά, όταν τους έδειξε το έγγραφο της Παντοκράτειρας (το οποίο ήταν ευαίσθητο χαρτί, φτιαγμένο από τον Δαίδαλο ώστε να δίνει το σωστό επιβεβαιωτικό όραμα με την πίεση της κάτω δεξιάς γωνίας), δέχτηκαν να τον ακολουθήσουν. Και ο Πολ τούς πήγε στις όχθες της λίμνης, σ’ένα μέρος όπου, τους είπε, είχε την υποψία ότι κρύβονταν αποστάτες: έναν τόπο γεμάτο καλάμια και βουρκόνερα, όπου οι οσμές ήταν άσχημες και κρωξίματα και παράξενα πλοπ-πλοπ ακούγονταν κάθε τόσο. Οι πράκτορες ήταν τρεις, και πέθαναν εύκολα. Η Σιλράτα/Ρισκάνα άρπαξε έναν απ’τα μαλλιά και του έσχισε τον λαιμό με το ξιφίδιό της. Ο Άλτρες/Άτβος κάρφωσε έναν άλλο στο στήθος. Και ο Πολ, γυρίζοντας απότομα, γρονθοκόπησε τον τρίτο καταπρόσωπο και τον αποτελείωσαν με απανωτά χτυπήματα από τις λεπίδες τους. Τα πτώματα τα άφησαν να τα καταβροχθίσει ο βούρκος.

Έφυγαν από την περιοχή, πηγαίνοντας τώρα βορειοδυτικά και προς την παραμεθόριο, όπου θα γινόταν το σοβαρό άνοιγμα για ν’αρχίσουν να κατεβαίνουν οι επαναστάτες από την Καμένη Γη.

Η επόμενη δολοφονία συνέβη τα ξημερώματα, στη Νασκάρνεμ, στους πρόποδες των λόφων.

Η Σιλράτα πήγε να ειδοποιήσει έναν πράκτορα που εργαζόταν ως χαρτογράφος εκεί. Μπήκε στην πόλη και τον ξύπνησε χτυπώντας την πόρτα του. Ο Πολ τής είχε πει ότι η Ρισκάνα τον γνώριζε. Όταν ο άντρας άνοιξε, η Σιλράτα τού ζήτησε να την ακολουθήσει αμέσως και να φέρει μαζί του κι έναν χάρτη των λοφότοπων νότια της πόλης. Διαταγές της Επόπτριας. Εκείνος αποκρίθηκε πως θα ερχόταν. Την είχε περάσει για τη Ρισκάνα: η μάσκα του Δάρυλμος και η συμπεριφορά της Σιλράτα είχαν κρύψει το ψέμα. Ο πράκτορας, φορώντας την κάπα του, έχοντας έναν σάκο στον ώμο, και κρατώντας μια μεγάλη τυλιγμένη περγαμηνή στο αριστερό χέρι, συνάντησε τη Σιλράτα/Ρισκάνα έξω από την ανατολική πύλη της Νασκάρνεμ, κοντά στον Παλιόπυργο: ένα ερείπιο της περιοχής, εγκαταλειμμένο. Το οποίο, όμως, είχε τώρα δύο ενοίκους, αν και προσωρινούς. Ο ένας στεκόταν πλάι στην πύλη του πύργου, κρυμμένος αλλά με το σπαθί του ξεθηκαρωμένο. Ο άλλος ήταν ένα πάτωμα πιο πάνω, έχοντας σκαρφαλώσει τα γκρεμίσματα. Στα χέρια του κρατούσε μια οπλισμένη βαλλίστρα, σημαδεύοντας. Πάτησε τη σκανδάλη, κι ένα βέλος φύτρωσε ξαφνικά στο στήθος του χαρτογράφου, ο οποίος παραπάτησε ξαφνιασμένος, με τα μάτια του γουρλωμένα, φτύνοντας αίμα. Η Σιλράτα τράβηξε ένα ξιφίδιο και τον κάρφωσε στον λαιμό.

Ο Άλτρες βγήκε απ’την κρυψώνα του. «Μάλλον δε χρειάζεσαι τη βοήθειά μου,» είπε θηκαρώνοντας το σπαθί του.

Ο Πολ, περνώντας τη βαλλίστρα του στην πλάτη, κατέβηκε από το σημείο όπου είχε ακροβολιστεί, και βοήθησε τους δύο επαναστάτες να κρύψουν το πτώμα μέσα στα ερείπια.

«Μόνο αυτός ήταν εδώ;» ρώτησε ο Άλτρες.

«Υπάρχουν δύο ακόμα, αλλά δεν είναι για τώρα. Ο ένας είναι ειδικός πράκτορας και μέσα στη φρουρά της πόλης. Η άλλη είναι στην αυλή του τοπικού Δούκα.»

Φεύγοντας από εκεί, πήγαν με το όχημά τους στη βόρεια παραμεθόριο, και δύο ακόμα πράκτορες σκοτώθηκαν μέχρι το απόγευμα.

Το σούρουπο, ο Πολ είπε, καθώς παρακολουθούσαν έναν χωματόδρομο: «Αυτή η γυναίκα είναι ειδική πράκτορας.» Ένα όχημα ακολουθούσε τον δρόμο, κατευθυνόμενο βόρεια. Είχε μια ψηλή, κλειστή καρότσα, έναν πελώριο οπίσθιο τροχό, και δύο μικρότερους μπροστινούς. Ήταν καμωμένο κατά κύριο λόγο από ξύλο, εκτός από τους τροχούς που ήταν από μέταλλο και μαυρισμένοι από τα ταξίδια. Στη μπροστινή του μεριά η σκεπή ήταν πάνινη ώστε να τυλίγεται και να ξετυλίγεται. Τώρα ήταν τυλιγμένη, και μια γυναίκα φαινόταν να κάθεται στο ένα από τα δύο καθίσματα και να οδηγεί. Πλάι της ήταν ένας άντρας με κατάμαυρο δέρμα, φανερά εξωδιαστασιακός.

«Θα την περνούσα για έμπορο,» είπε ο Άλτρες. Κι ύστερα συνοφρυώθηκε. «Για μια στιγμή… Νομίζω πως την έχω ξαναδεί. Εξ αποστάσεως. Κι αυτό το όχημα επίσης. Είναι πράγματι έμπορος, δεν είναι, Πολ;»

Ο Πολ ένευσε. «Παριστάνει την έμπορο, ναι. Αλλά, στην πραγματικότητα, είναι ειδική πράκτορας. Βαθμός, Ελέγκτρια. Πάνω από εσάς τους δύο, δηλαδή. Και πρέπει να την ξεπαστρέψουμε γιατί περιφέρεται τακτικά σε τούτες τις περιοχές.»

«Το ήξερες ότι σήμερα θα περνούσε από εδώ;» ρώτησε η Σιλράτα.

«Ναι. Και οι πληροφορίες μου αποδείχτηκαν σωστές.»

Ο Άλτρες είπε: «Νομίζω πως την είχα δει στο Έλρηνεχ.»

«Περνάει κι από εκεί, αρκετά συχνά.»

«Ο άντρας μαζί της είναι επίσης πράκτορας;»

«Τίποτα περισσότερο από ένας μισθοφόρος. Ρελκάμνιος, με μακρινή καταγωγή από τη Φεηνάρκια. Δεν ξέρει καν για ποια δουλεύει. Και δεν έχει σημασία αυτό για εμάς.»

«Όταν σταματήσει, πάντως, σ’αυτή την πόλη, η Ελέγκτρια θα διαπιστώσει μάλλον ότι κάποιος λείπει.» Ο Άλτρες κοίταζε την πόλη προς την οποία κατευθυνόταν το τρίκυκλο όχημα: την πόλη όπου, πριν από κάποιες ώρες, είχαν δηλητηριάσει τον δεύτερο πράκτορα στη βόρεια παραμεθόριο. Ο Πολ γνώριζε την ταβέρνα όπου σύχναζε τα μεσημέρια και τον είχαν συναντήσει εκεί, για να του μιλήσουν δήθεν για τα παράξενα συμβάντα στην περιοχή, να του κάνουν ερωτήσεις, τι ήξερε, τι είχε ακούσει. Τον είχαν κεράσει, και, καθώς ο Πολ τού έλεγε διάφορα, ο Άλτρες τού είχε ρίξει κακόαιμο στη μπίρα. Ώς τώρα πρέπει να ήταν νεκρός, γιατί το συγκεκριμένο δηλητήριο δεν δρούσε αμέσως.

«Θα το διαπιστώσει,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Και θα τύχει να είμαστε εκεί για να τη βοηθήσουμε να ερευνήσει την παράξενη υπόθεση.»

92.

Η Ελνίτρα σταμάτησε το όχημά της στην αγορά της πόλης, κοντά σ’ένα παλιό δέντρο με χοντρό κορμό το οποίο θύμιζε πελώριο πτηνό με ανοιχτές φτερούγες και υψωμένο κεφάλι. Κλείδωσε τη μηχανή του οχήματος και πήδησε από τη θέση του οδηγού. Προσγειώθηκε ευέλικτα στα μποτοφορεμένα πόδια της: πολύ πιο ευέλικτα ίσως απ’ό,τι δικαιολογούσε το επάγγελμα με το οποίο την ήξεραν οι περισσότεροι. Ωστόσο, ο μισθοφόρος της, ο μαυρόδερμος Κάρχαμωντ, δεν παραξενεύτηκε καθόλου απ’αυτό· την είχε δει, άλλωστε, εκατοντάδες φορές να κατεβαίνει έτσι απ’το ψηλό τους όχημα. Και τώρα κατέβηκε κι εκείνος, μ’ένα μούγκρισμα. Ήταν ψηλός και μυώδης, ντυμένος με σκληρά δέρματα κι έναν φολιδωτό θώρακα. Από τη ζώνη του κρεμόταν ένα τυλιγμένο μαστίγιο, και στην πλάτη του πέρασε τώρα το μακρύ σπαθί του, θηκαρωμένο.

Η μια από τις δύο συρόμενες πλαϊνές πόρτες της ξύλινης καρότσας του οχήματος άνοιξε, και δύο νεαροί βγήκαν, ο ένας λευκόδερμος, ο άλλος γαλανόδερμος, μοιάζοντας γηγενείς της Βίηλ.

«Κλειδώστε καλά,» τους είπε η Ελνίτρα, «και πηγαίνετε να πιείτε τίποτα. Κι εσύ,» πρόσθεσε ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Κάρχαμωντ, «το ίδιο. Πάω να μιλήσω σε κάποιον κι επιστρέφω. Θα σας βρω στην ταβέρνα.» Γνώριζαν όλοι τους σε ποια ταβέρνα αναφερόταν.

Η Ελνίτρα απομακρύνθηκε από το όχημα, βαδίζοντας γρήγορα αλλά καθόλου βιαστικά.

Ο πραγματικός λόγος που είχε έρθει σε τούτη την ελεεινή πόλη ήταν για να μιλήσει σ’έναν πράκτορα – τον μοναδικό της περιοχής – να μάθει μήπως ήξερε τίποτα για τα περίεργα συμβάντα. Η Επόπτρια ήθελε οπωσδήποτε περισσότερες πληροφορίες, και η Ελνίτρα σκεφτόταν ότι καλύτερα θα ήταν εκείνοι, οι ντόπιοι πράκτορες, να ανακάλυπταν τι συνέβαινε προτού το ανακαλύψει αυτός ο καινούργιος που είχε έρθει σταλμένος από τη Ρελκάμνια. Γιατί να τον χρειάζονταν; Δεν μπορούσαν να κάνουν μόνοι τους τη δουλειά τους;

Η Ελνίτρα γλίστρησε μέσα στους στενούς δρόμους της πόλης. Ο μοναδικός φαρδύς δρόμος ήταν αυτός από τον οποίο είχε φέρει το όχημά της στην αγορά. Η μορφή της ειδικής πράκτορος της Παντοκράτειρας έγινε ένα με τις σκιές εδώ πέρα, που ο φωτισμός δεν ήταν και τόσο καλός μέσα στο σούρουπο και κανένας δεν είχε ανάψει ακόμα λάμπες, ενεργειακές ή λαδιού. Τα καστανά της μαλλιά έμοιαζαν μαύρα καθώς πλαισίωναν το μακρύ πρόσωπό της και κρύβονταν κάτω από τις πτυχές της κάπας της. Η απόχρωση του λευκού δέρματός της είχε σκουρύνει, τα μάτια της γυάλιζαν σαν της γάτας. Τα χέρια της, που ήταν ντυμένα με γάντια χωρίς δάχτυλα, ήταν έτοιμα να κινηθούν σε περίπτωση κινδύνου, αν και το θεωρούσε απίθανο να συναντήσει κίνδυνο εδώ. Η πόλη ήταν, γενικά, ήσυχη.

Η Ελνίτρα πλησίασε το σπίτι του πράκτορα της περιοχής – που ήταν και σιδηρουργείο, καθώς αυτή ήταν η δουλειά του – και είδε ανθρώπους συγκεντρωμένους απέξω. Σταμάτησε, παραξενεμένη. Ανάμεσα στους ανθρώπους ήταν η γυναίκα του πράκτορα, η οποία έκλαιγε. Εκείνος, όμως, δεν φαινόταν πουθενά. Κάτι άσχημο πρέπει να είχε συμβεί…

Η Ελνίτρα κρυφάκουσε, χωρίς κανένας να την αντιληφτεί, και σύντομα κατάλαβε ότι ο πράκτορας ήταν νεκρός. Είχε πεθάνει ύστερα από παράξενους σπασμούς, αφότου είχε επιστρέψει από την ταβέρνα. (Παράξενους σπασμούς;… σκέφτηκε η Ελνίτρα. Δηλητήριο;) Η κηδεία θα γινόταν σήμερα το βράδυ, στο μικρό τέμενος έξω από την πόλη.

Η Ελνίτρα έφυγε, επιστρέφοντας στην αγορά.

Όταν μπήκε στην ταβέρνα, βάδισε προς τα εκεί όπου ήταν καθισμένοι ο μαυρόδερμος μισθοφόρος και οι δύο βοηθοί της.

Ο Πολ, που καθόταν σ’ένα άλλο τραπέζι μαζί με τους δύο συντρόφους του, την είδε αμέσως – εξάλλου, δεν είχε και πολύ κόσμο εδώ – και είπε στον Άλτρες: «Την ξέρεις την Ελέγκτρια, Άτβος. Ζήτα της να έρθει να της πούμε μερικές κουβέντες.»

«Από πού την ξέρω;»

«Ερχόταν εκείνη και σε έβρισκε.»

Ο Άλτρες/Άτβος σηκώθηκε απ’το τραπέζι και πλησίασε την Ελνίτρα· της μίλησε και αυτή δεν άργησε να έρθει κοντά στον Πολ και τη Σιλράτα/Ρισκάνα. Τους κοίταξε καχύποπτα.

«Ο Άτβος μού είπε ότι έχετε κατά νου μια… γρήγορη εμπορική συμφωνία.»

«Κάθισε,» της πρότεινε ο Πολ· και έβγαλε το τυλιγμένο ευαίσθητο χαρτί από μια τσέπη του, καθώς εκείνη καθόταν αντίκρυ του. Το έσπρωξε προς το μέρος της, επάνω στο τραπέζι.

Η Ελνίτρα το σήκωσε και το άνοιξε, διαβάζοντας ότι είχε αντίκρυ της άνθρωπο σταλμένο από την Παντοκράτειρα. Τον άνθρωπο για τον οποίο είχε ακούσει. Πολ Ντέρνηχ.

«Κάτω δεξιά γωνία,» της είπε ο Πολ.

Η Ελνίτρα, καταλαβαίνοντας αμέσως, πίεσε την κάτω δεξιά γωνία του ευαίσθητου χαρτιού ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη της, και είδε μπροστά της την ξύλινη αίθουσα της ταβέρνας με τα μεγάλα δοκάρια να διαλύεται, να στροβιλίζεται μέσα σε μια πανδαισία χρωμάτων, κι ένας χρυσός θρόνος να αποκαλύπτεται. Ύστερα, το όραμα έσβησε σαν καπνός, και η Ελνίτρα είχε βεβαιωθεί πως το έγγραφο ήταν αληθινό.

«Τι θέλεις τώρα, λοιπόν;» ρώτησε τον Πολ, επιστρέφοντάς του το χαρτί.

«Να μου πεις τι ξέρεις για την κατάσταση εδώ, στη βόρεια παραμεθόριο.»

«Εσύ είσαι ο πράκτορας που έχει μιλήσει με την Επόπτρια, έτσι δεν είναι;»

«Έτσι είναι, και μόλις σου έκανα μια ερώτηση.»

«Τίποτα δεν ξέρω ακόμα, εκτός απ’το ότι ο πράκτοράς μας που ήταν σε τούτη την πόλη είναι τώρα νεκρός.»

«Νεκρός;» Ο Πολ συνοφρυώθηκε. «Του μίλησα πριν από μερικές ώρες.»

«Τώρα είναι νεκρός,» επέμεινε η Ελνίτρα, και του είπε τι είχε ακούσει έξω απ’το σπίτι-σιδηρουργείο του πράκτορα.

«Δε μου έμοιαζε για άρρωστος όταν μιλήσαμε…»

Η Ελνίτρα γέλασε κοφτά. «Δεν ήταν αρρώστια που τον σκότωσε. Δηλητήριο ήταν.»

«Πώς το ξέρεις;»

«Εσύ είσαι απ’τη Ρελκάμνια και μάλλον δε θα το γνωρίζεις, αλλά εδώ, στη Βίηλ, υπάρχει ένα δηλητήριο που λέγεται κακόαιμος. Αργεί να ενεργήσει αλλά, μόλις αρχίσει να ενεργεί, προκαλεί δυνατούς σπασμούς καθώς μολύνει απότομα το αίμα του θύματος.»

«Η αλήθεια είναι πως δεν το είχα υπόψη μου.»

Τι έρχεσαι, λοιπόν, να κάνεις στη διάστασή μας; σκέφτηκε η Ελνίτρα. «Ίσως θα μπορούσες να είχες ρωτήσει μερικά πράγματα για τη Βίηλ προτού έρθεις, ή ενώ ήσουν εδώ…»

Ωραία, σκέφτηκε ο Πολ· τσιμπάει. «Είμαι πρόθυμος να μάθω,» της απάντησε, δείχνοντας πειραγμένος απ’το σχόλιό της. «Και καθόλου πρόθυμος να επιστρέψω στη Ρελκάμνια μέχρι να έχω ξεσκεπάσει τα σχέδια των αποστατών σε τούτο το Πριγκιπάτο. Τώρα… αν ο πράκτοράς μας δολοφονήθηκε, καλά θα κάνουμε να μάθουμε από ποιον. Δε μπορεί ο δολοφόνος νάναι μακριά. Ποιον θα υποπτευόσουν εσύ;»

«Ήταν σ’αυτή την ταβέρνα προτού επιστρέψει σπίτι του και πεθάνει. Μπορεί εδώ να τον δηλητηρίασαν. Ο ιδιοκτήτης, ίσως…» Η Ελνίτρα λοξοκοίταξε τον άσχημο, χοντρό άντρα που μιλούσε με δυο άλλους, παίζοντας χαρτιά μαζί τους και γελώντας άχαρα.

«Θα μας έπιανε κι εμάς το φαρμάκι,» είπε ο Πολ. «Τρώγαμε παρέα.»

«Η γυναίκα του, τότε, είναι το δεύτερο ενδεχόμενο.»

«Τι λόγο μπορεί να είχε;»

«Ίσως νάναι αποστάτρια.»

«Ξέρεις αν είναι μπλεγμένη πουθενά;»

«Δεν ξέρω και πολλά για τούτα τα μέρη,» παραδέχτηκε η Ελνίτρα. «Όχι λεπτομέρειες, τουλάχιστον. Γι’αυτό είχαμε τον πράκτορα εδώ.»

«Τον κατάπιε, όμως, ο Σκοτοδαίμων.»

«Ο ποιος;» Η Ελνίτρα γέλασε. «Μόνο τα Δαιμόνια κάνουν τέτοιες απάτες στη Βίηλ.»

«Μου παριστάνεις την έξυπνη, ε; Νομίζεις ότι αυτή είναι η ώρα για εξυπνακισμούς;» είπε σοβαρά ο Πολ.

Η Ελνίτρα τον αγριοκοίταξε. Ποιος νόμιζε ότι ήταν; «Δεν ήξερα ότι αυτοί που έρχονται από τη Ρελκάμνια έχουν ξύλινο στόμα.» Ήταν μια έκφραση της Βίηλ· ξύλινο στόμα: στόμα που δε λυγίζει, δε χαμογελά, κι άρα φανερώνει άχαρο άνθρωπο, στριφνό.

Ο Πολ συνοφρυώθηκε, παριστάνοντας πως δεν είχε καταλάβει ακριβώς. «Τέλος πάντων,» είπε. «Προτείνεις να ερευνήσουμε τη γυναίκα του;»

«Εσύ το προτείνεις;»

«Φυσικά. Μια έρευνα του σπιτιού ίσως να μας αποκαλύψει πολλά. Θα έρθεις μαζί μας και θα εισβάλουμε τα μεσάνυχτα.» Δεν ήταν ερώτηση· ήταν διαταγή. «Θα έχω μαζί μου αναισθητικό για τη γυναίκα,» πρόσθεσε.

Η Ελνίτρα δεν έφερε αντίρρηση. «Θα συναντηθούμε πίσω απ’το όχημά μου, πλάι στο δέντρο. Σύμφωνοι;»

«Σύμφωνοι.»

«Ώς τότε, λοιπόν…»

Η Ελνίτρα σηκώθηκε απ’το τραπέζι τους και πήγε στο δικό της.

«Τι ήταν;» άκουσαν τον μαυρόδερμο μισθοφόρο να τη ρωτά.

«Δε μ’ενδιαφέρει η προσφορά τους,» του απάντησε εκείνη. «Χωριάτες…»

93.

Τα μεσάνυχτα, την περίμεναν στο συμφωνημένο σημείο, και η Ελνίτρα ήρθε, ξεπροβάλλοντας μέσα απ’τα σιωπηλά σκοτάδια της παραμεθόριας πόλης. Εκείνη και οι άνθρωποί της είχαν κλείσει δωμάτια σ’ένα πανδοχείο λίγο πιο πίσω απ’την ταβέρνα, το οποίο εκτός από κατάλυμα για ύπνο δεν πρόσφερε τίποτα περισσότερο.

«Προς τα πού είναι το σπίτι;» ρώτησε ο Πολ.

«Δεν ξέρεις πού είναι το σπίτι;» είπε η Ελνίτρα, λιγάκι απορημένα.

«Ήξερα μόνο ότι έρχεται στην ταβέρνα τα μεσημέρια, κι εκεί τον βρήκα.»

Η Ελνίτρα βάδισε πρώτη, και την ακολούθησαν μέσα στους στενούς, σκοτεινούς δρόμους.

Ο Πολ τράβηξε πρώτος το ξιφίδιο μέσα από την κάπα του, και η Σιλράτα κι ο Άλτρες τον μιμήθηκαν. Η Ελνίτρα αισθάνθηκε ένα ξαφνικό χτύπημα στην πλάτη και παραπάτησε. Τα χέρια της άρπαξαν τον τοίχο πλάι της, καθώς προσπαθούσε να στηριχτεί. Το μυαλό της δεν άργησε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί – Προδότες! – αλλά ήταν ήδη πολύ αργά: καθώς η Ελνίτρα στράφηκε, είδε τον Άτβος να έρχεται καταπάνω της και να μπήγει ένα ξιφίδιο κάτω από το στήθος της. Αισθάνθηκε αίμα να την πνίγει. Κι αμέσως μετά, άλλο ένα χτύπημα ήρθε: στα πλευρά. Από τη γυναίκα που ο Πολ δεν είχε συστήσει.

Είχε ευαίσθητο χαρτί… σκέφτηκε, μπερδεμένη, η Ελνίτρα καθώς έβλεπε τις σκιές να πληθαίνουν και να πυκνώνουν γύρω της. Ευαίσθητο χαρτί… Πώς…; Τα γόνατά της είχαν λυθεί, έπεφτε· και, αντικρίζοντας τα σκιερά πρόσωπα των εχθρών από πάνω της, είχε τη φευγαλέα εντύπωση ότι δεν ήταν πρόσωπα. Αλλά μάσκες.

Ο Πολ σκούπισε το ξιφίδιό του και το θηκάρωσε, παρατηρώντας πως η ειδική πράκτορας ήταν νεκρή. Ούτε κουνιόταν, ούτε αιματηρός αφρός έβγαινε από τη μύτη κι από τα χείλη της.

«Θα την κρύψουμε;» ρώτησε η Σιλράτα.

«Φυσικά.» Ο Πολ έσκυψε και τύλιξε τη νεκρή μέσα στην κάπα της. «Έξω από την πόλη, εκεί όπου κανένας δε θα τη βρει.»

94.

Μέσα στην επόμενη ημέρα, τρεις ακόμα πράκτορες του δικτύου της Νίνας Έκγραμμης εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς στη βόρεια παραμεθόριο. Ο Πολ ειδοποίησε τους επαναστάτες που περίμεναν κρυμμένοι στις παρυφές της Καμένης Γης, κι αυτοί άρχισαν να κατεβαίνουν, για να σχηματίσουν το δικό τους δίκτυο σε τούτα τα μέρη, και να εξαπλωθούν. Προς τα νότια. Προς την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου.

«Πού είναι ο Δαίδαλος;» ρώτησε ο Πολ έναν επαναστάτη.

«Στο άντρο. Φτιάχνει με τον Καρτάφες’νορ ακόμα ένα από κείνα τα μεταλλικά τέρατα που οι μάγοι λένε ‘αυτοκίνητα’. Θα έχουμε τρία, τώρα.» Μειδίασε άγρια μέσα από τα μαύρα μούσια του.

«Τρία;» εξεπλάγη ο Πολ.

«Ναι, εσύ λογικά δε θα ξέρεις για τον Εξάποδο, χε-χε-χε…»

«Ποιον Εξάποδο;» Ποιος σκέφτεται τέτοια γελοία ονόματα;

«Το καινούργιο τέρας. Είναι σαν τεράστιο ζουζούνι, με έξι πόδια και κάτι μεταλλικές δαγκάνες σαν σπαθιά. Κι ένα στρογγυλό, κόκκινο μάτι. Το βλέπεις και κατουριέσαι. Αλλά,» άγγιξε το κεφάλι του με το δάχτυλό του, «λιγάκι χαζό. Ο Πάνοπλος είναι πιο έξυπνος.»

«Και τώρα ο Δαίδαλος κι ο Καρτάφες πάνε να φτιάξουν και τρίτο;»

«Ναι, τι σου λέω;»

Μεγαλώνει η οικογένειά μας… σκέφτηκε ο Πολ.

95.

Παρότι τα φώτα της Νιλκάριχ φαίνονταν πολλά καθώς πλησίαζαν, όταν το πλοιάριό τους προσέγγισε περισσότερο το λιμάνι η Φενίλδα είδε ότι, στην πραγματικότητα, δεν ήταν καθόλου πολλά. Η πόλη ήταν στο μεγαλύτερό της μέρος σκοτεινή. Περίπου το ένα τέταρτο πρέπει να ήταν φωτισμένο, υπολόγιζε, παρατηρώντας τα οικοδομήματα μέσα στη νύχτα, καθώς ήταν καθισμένη στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους και διατηρούσε τη ροή της ενέργειας σταθερή.

Πριν από το λιμάνι της Νιλκάριχ υπήρχαν πελώριοι βράχοι που ξεπρόβαλλαν από τη Λίμνη των Κολοσσών σαν τα δόντια κάποιου λίθινου τέρατος. Ο Δάρυλμος, που οδηγούσε, μείωσε την ταχύτητα του σκάφους καθώς προσπαθούσε να περάσει ανάμεσά τους. «Ελπίζω ο χάρτη σου νάναι σωστός, Πρόμαχε,» είπε, κοιτάζοντας περισσότερο την οθόνη της κονσόλας και λιγότερο έξω απ’το μπροστινό παράθυρο.

«Σωστός είναι,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Καλύτερο δεν έχουμε.»

«Υπάρχει κίνδυνος;» ρώτησε η Φενίλδα, γιατί, από τον τόνο της φωνής του Δάρυλμος, αυτό είχε καταλάβει.

«Δεν είναι τυχαίο που η Νιλκάριχ εξακολουθεί να είναι ελεύθερη, Φενίλδα, ακόμα κι αν οι Παντοκρατορικοί θα ήθελαν το αντίθετο,» της είπε η Λαμρίτ. «Η θέση της της δίνει μεγάλο πλεονέκτημα. Ετούτοι οι βράχοι που τώρα περνάμε είναι πολύ επικίνδυνοι· με μια στραβοτιμονιά, μπορούν να μας βουλιάξουν.»

«Κι αυτό βολεύει, υποθέτω, σε περιπτώσεις πολιορκίας…»

«Ναι. Δεν μπορεί να περάσει εχθρικός στόλος από εδώ ενώ, συγχρόνως, δέχεται ριπές από τους υπερασπιστές της Νιλκάριχ. Είναι αδύνατο. Οι απώλειες θα ήταν τρομερές, και το κέρδος αναλογικά μικρό, ακόμα κι αν οι επιτιθέμενοι κατόρθωναν να κατακτήσουν, τελικά, την πόλη. Η Νιλκάριχ μπορεί να είναι πολύ καλό κρησφύγετο για πειρατές και κουρσάρους, μα, κατά τα άλλα, η αξία της είναι μικρή. Μόνο από τη λίμνη μπορείς να την πλησιάσεις, και το πέρασμα, όπως βλέπεις, είναι επικίνδυνο. Από τις άλλες μεριές την περιτριγυρίζουν οι Δασότοποι των Λάν’τραχαμ, και κανένας δεν διασχίζει αυτούς τους δασότοπους απερίσκεπτα.»

«Προφανώς δεν είναι ένα μέρος που οι Παντοκρατορικοί θα ήθελαν,» είπε η Φενίλδα, καθώς ο Δάρυλμος τούς περνούσε, με μεγάλη προσοχή, από τους τελευταίους βράχους και το λιμάνι ερχόταν ολοένα και πιο κοντά. «Γιατί, λοιπόν, δεν το έχουν απλά βομβαρδίσει; Ρίχνοντας εκρηκτικές ύλες από αεροσκάφη, θα μπορούσαν να το έχουν κάνει έναν μεγάλο κρατήρα.»

«Υποθέτω, δεν τους έχει ενοχλήσει αρκετά ακόμα ώστε να δράσουν τόσο ακραία. Επιπλέον, και σ’αυτή την περίπτωση θα υπήρχε κόστος για εκείνους.»

«Τι κόστος;»

«Οι κάτοικοι της Νιλκάριχ έχουν ενεργειακά κανόνια, καθώς και αεροσκάφη. Επίσης, έχουν φτιάξει κρυψώνες κάτω από τη γη. Είναι προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.»

«Νόμιζα πως ήταν πειρατές και κουρσάροι, όχι επαναστάτες…» Οι αποβάθρες, τώρα, φαίνονταν καθαρά στο φως του προβολέα του πλοιαρίου, και έμοιαζαν άθλιες. Σε πολύ κακή κατάσταση συντήρησης. Τα ξύλα τους έδιναν την εντύπωση στη Φενίλδα πως ήταν ετοιμόρροπα. Απορούσε πώς μια πόλη με τέτοιες αποβάθρες μπορούσε να έχει ενεργειακά κανόνια και αεροσκάφη για την άμυνά της…

«Μπορεί να είναι πειρατές και κουρσάροι, αλλά δεν είναι ανόητοι,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Βλέπουν τι τους συμφέρει. Και το ξέρουν πως τούτο το λιμάνι τούς συμφέρει όλους. Έτσι, έχουν όλοι συνεισφέρει στην άμυνά του. Δεν είναι φτωχοί πολλοί απ’αυτούς· το τελείως αντίθετο, μάλιστα. Κάνουν επιδρομές από τη μια άκρη της Λίμνης των Κολοσσών ώς την άλλη· φτάνουν ώς τη Δίδυμη· ανεβαίνουν ακόμα και τον ποταμό Άσλερχ. Ο καθένας τους μπορεί νάχει και το δικό του λημέρι, μα η Νιλκάριχ είναι ένα λημέρι για όλους, όπου μπορούν να συναντηθούν, να διαπραγματευτούν, να εμπορευτούν, να πουλήσουν. Όσο παράξενο κι αν σου φαίνεται, έρχονται έμποροι εδώ, Φενίλδα. Επομένως, η πόλη χρειάζεται προστασία. Κι ένα μέρος του πλιάτσικού τους οι πειρατές το αφιερώνουν γι’αυτό το σκοπό. Έχουν αγοράσει αεροσκάφη από τη γνωστή βιομηχανία Πτήση, που εδρεύει στο Πριγκιπάτο Κάνρελ, και γιγάντιες βαλλίστρες από βιομηχανίες του Κίρτβεχ και του Έλρηνεχ και του Κάνρελ, και τις έχουν προσαρτήσει στα αεροσκάφη. Έχουν αγοράσει ενεργειακά κανόνια, ή τα έχουν φτιάξει μόνοι τους. Υπάρχουν μάγοι του τάγματος των Πεφωτισμένων και των Τεχνομαθών οι οποίοι δουλεύουν εδώ, και παίρνουν μεγάλο μέρος από τα λάφυρα για τις υπηρεσίες τους.»

Ο Δάρυλμος είχε αράξει σε μια από τις αποβάθρες ενόσω η Πρόμαχος μιλούσε, και οι δίδυμοι Θαλράνος και Νολβέρτες έβγαιναν για να δέσουν τα σχοινιά του πλοιαρίου στις δέστρες.

«Το λιμάνι τους, πάντως, είναι χάλια,» παρατήρησε η Φενίλδα.

«Δεν τους χρειάζεται το λιμάνι να είναι καλύτερο,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Είναι πρακτικοί οι άνθρωποι εδώ. Σήκω τώρα· βγαίνουμε.»

Η Φενίλδα φόρεσε τις μπότες της και σηκώθηκε από την ειδική θέση του ενεργειακού κέντρου, πηγαίνοντας να πάρει τον σάκο της από την πίσω μεριά του σκάφους. Η Θελρίτ και ο Καλνίρες ήταν ήδη έτοιμοι και βγήκαν πριν από εκείνη. Η Φενίλδα αισθανόταν κατάκοπη, ύστερα από τόσες ώρες που διατηρούσε τη Μαγγανεία Κινήσεως· προσπάθησε, όμως, ν’αντέξει λίγο ακόμα προτού βρουν κάποιο κατάλυμα για να ξεκουραστούν. Η Λαμρίτ δεν της είχε πει πού ακριβώς θα πήγαιναν. Ελπίζω, τουλάχιστον, η ίδια να έχει κάποια ιδέα κατά νου. Αφού γνωρίζει ανθρώπους εδώ, δεν μπορεί να μη γνωρίζει και κανένα πανδοχείο.

Όταν όλοι τους ήταν στην αποβάθρα, τη διέσχισαν ακούγοντάς τη να τρίζει και να μουγκρίζει από κάτω τους. Η πόλη αντίκρυ τους φαινόταν σκοτεινή, παρότι σε ορισμένα σημεία ενεργειακά φώτα έσχιζαν το σκοτάδι. Επίτηδες, μάλλον, ήταν έτσι, υπέθεσε η Φενίλδα, για κάλυψη. Οι πειρατές δεν ήθελαν να τραβάνε την προσοχή αεροσκαφών ή πλοίων μέσα στη νύχτα. Κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά της, προς βορρά και νότο, και ψηλά, είδε σκοτεινές μορφές επάνω στα τείχη: ορισμένες φανέρωναν ανθρώπους, ορισμένες μεγάλες βαλλίστρες, κι ορισμένες δεν μπορεί να ήταν τίποτε άλλο από ενεργειακά κανόνια.

Ένας άντρας τούς περίμενε στο λιμάνι, μόλις κατέβηκαν από την αποβάθρα: κοντός, με δέρμα λευκό-ροζ, άγρια μούσια, και μικρό καπέλο. Φορούσε βρόμικο λευκό πουκάμισο, κόκκινο μακρύ γιλέκο, και βράκα. Ήταν ξυπόλυτος, κι από τη ζώνη του κρεμόταν ένα ξιφίδιο.

«Καλησπέρα!» είπε, ευδιάθετος σαν έμπορος που θέλει να σου πουλήσει κάτι. «Θα μπορούσε ο Ναρτάθες να γίνει υπηρέτης σας με κάποιο μικρό αντίτιμο; Πρέπει νάστε καινούργιοι εδώ, δεν είν’αλήθεια; Θα θυμώνουν αλλιώς τέτοια όμορφα πρόσωπα!» Χαμογελούσε μ’έναν τρόπο που η Φενίλδα έβρισκε μάλλον κακόγουστο. Και τα δόντια του δεν ήταν και κανένα ωραίο θέαμα, ούτως ή άλλως.

«Να υποθέσω ότι εσύ είσαι ο Ναρτάθες;» είπε η Λαμρίτ, ουδέτερα, περνώντας τους αντίχειρές της μέσα στη ζώνη της, απ’την οποία κρεμόταν το σπαθί της.

Ένας ποντικός έβγαλε το κεφάλι του από μια τσέπη του γιλέκου του άντρα, κι εκείνος παίρνοντάς τον στο χέρι του είπε: «Σίγουρα δεν είν’αυτός, καλή κυρία! Χε-χε-χε… Πώς μπορώ να βοηθήσω;» ρώτησε, χαϊδεύοντας το τρωκτικό ανάμεσα στις χούφτες του.

«Βοηθάς όλους όσους αράζουν στο λιμάνι μες στα μεσάνυχτα;» τον ρώτησε η Θελρίτ, κάπως απότομα.

«Προσπαθώ. Με το αζημίωτο, φυσικά.»

Η Θελρίτ ψιθύρισε κάτι στ’αφτί της Λαμρίτ, το οποίο η Φενίλδα δεν κατάφερε ν’ακούσει. Η Πρόμαχος ένευσε. Ρώτησε τον Ναρτάθες: «Ποιο είναι το καλύτερο πανδοχείο εδώ πέρα;»

Η Φενίλδα απόρησε που η Λαμρίτ δεν ήξερε κάτι τέτοιο. Νόμιζα, απ’αυτά που είπε, πως η πόλη δεν της είναι τελείως άγνωστη!

«Το καλύτερο πανδοχείο; Στο λιμάνι, ή σ’ολόκληρη τη Νιλκάριχ;»

«Σ’ολόκληρη.»

«Υπάρχουν δύο καλά πανδοχείο,» είπε ο Ναρτάθες, «κι αν μ’έβαζες να κάμνω διάκριση, θάταν σα να μ’έβαζες να ρισκάρω το κεφάλι μου.» Χαμογέλασε ξανά. «Το ένα το λένε ‘Η Γυναίκα από τα Δάση’· το άλλο ‘Το Δόντι του Κολοσσού’. Το Δόντι είναι πιο κοντά στο λιμάνι.»

Η Λαμρίτ ένευσε, και η Φενίλδα τότε νόμιζε πως κατάλαβε. Τον δοκίμαζε! Για να δει αν θα μας έλεγε ψέματα. Ήξερε τα πανδοχεία ούτως ή άλλως.

«Οδήγησέ μας στο Δόντι,» ζήτησε η Πρόμαχος.

«Με μεγάλη μου ευχαρίστηση.» Ο Ναρτάθες έχωσε πάλι τον ποντικό στην τσέπη του γιλέκου του. «Και με το αζημίωτο. Παρακαλώ.» Άπλωσε το χέρι του προς τη Λαμρίτ.

Εκείνη τον αγριοκοίταξε. Άνοιξε το βαλάντιό της και του έδωσε ένα αργύριο. Ο Ναρτάθες το δάγκωσε. Ένευσε. «Πάμε,» είπε, κάνοντας μια σχεδόν κωμική χειρονομία καθώς άρχιζε να βαδίζει. Έδειχνε ευχαριστημένος από την πληρωμή της Λαμρίτ.

Οι επαναστάτες και η Πρόμαχος τον ακολούθησαν, και η Φενίλδα, φυσικά, μαζί τους.

Οι δρόμοι της Νιλκάριχ ήταν τόσο σκοτεινοί όσο φαίνονταν από το λιμάνι, με μερικές εξαιρέσεις φωτεινών σημείων. Μέσα από κάποια οικήματα ήχοι ακούγονταν: ψιθυριστές συζητήσεις· μεγαλόφωνες βρισιές· γέλια, τρανταχτά, μακρόσυρτα, σιγανά· τραγούδια, από ηχοσυστήματα ή από στόματα· φωνές και μουγκρίσματα ερωτικά. Ήταν μεσάνυχτα και, παρότι σκοτεινή, η Νιλκάριχ δεν ήταν τελείως ήσυχη.

Ο δρόμος μπροστά από το Δόντι του Κολοσσού ήταν καλά φωτισμένος από δύο ενεργειακές λάμπες, και η ταμπέλα του πανδοχείου, που απεικόνιζε έναν μεγάλο γυαλιστερό κυνόδοντα, φαινόταν πεντακάθαρα. «Εδώ είμαστε, εδώ,» είπε ο Ναρτάθες, και τους άνοιξε την εξώπορτα κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση σαν να ήταν πρίγκιπες και πριγκίπισσες όλοι τους.

Η Λαμρίτ μπήκε πρώτη κι οι υπόλοιποι την ακολούθησαν. Η Φενίλδα παρατήρησε ότι η Πρόμαχος κοίταζε δεξιά κι αριστερά μέσα στην τραπεζαρία. Μήπως δει κάποιον γνωστό της; Κάποιον που ίσως την αναγνωρίσει; Το μέρος, όμως, δεν είχε και πολύ κόσμο, και η Λαμρίτ, τελικά, δεν μίλησε σε κανέναν, ούτε κανένας τής μίλησε.

Τα δύο μεγάλα τζάκια του δωματίου ήταν αναμμένα και δυνατές φωτιές έκαιγαν μέσα τους· τα ξύλα ακούγονταν να τρίζουν πίσω από τη μαλακή μουσική που έβγαινε από τα ηχεία πάνω από το μπαρ. Πρόσωπα ανθρώπων που έμοιαζαν όλοι να έχουν χύσει αίμα πολλές φορές στη ζωή τους κοίταζαν τους επαναστάτες με κάποια περιέργεια, αν και οι περισσότεροι λοξά, όχι ευθεία. Η Φενίλδα είδε έναν να κάνει νόημα, με το χέρι, στον Ναρτάθες: Τι; ή: Τι είν’αυτοί; Ο Ναρτάθες δεν ακούστηκε να μιλά καθώς βάδιζε πλάι στους επαναστάτες· ούτε η Φενίλδα τον πρόσεξε να κάνει κανένα νόημα ως απάντηση.

Πλησίασε πρώτος τον άντρα στο μπαρ και είπε: «Θέλω δωμάτια για τους φίλους μου, Κόκκινη Μούρη. Ωραία δωμάτια, όχι τίποτα της πλάκας.»

«Δεν έχω δωμάτια της πλάκας, μπασμένε,» αποκρίθηκε ο άντρας, που είχε κόκκινο δέρμα και μαύρα μακριά μαλλιά. Αποκλείεται να ήταν γηγενής. Εξωδιαστασιακός, σίγουρα. Φορούσε κρίκους και στα δύο ρουθούνια, και είχε μια μικρή ουλή πάνω απ’το δεξί μάτι η οποία χώριζε το βλέφαρο στα δύο. Ήταν ντυμένος με μαύρη τουνίκα με πράσινο σιρίτι. Ο γιακάς της ήταν ψηλός και κλειστός. Στράφηκε να κοιτάξει τη Λαμρίτ. «Καλησπέρα,» είπε. «Θέλετε δωμάτια;»

Η Λαμρίτ έκλεισε τρία δίκλινα κι ένα μονόκλινο, και πλήρωσε τον άντρα του μπαρ. «Το μονόκλινο είναι για σένα,» είπε στη Φενίλδα, και της έδωσε το κλειδί. «Φέρε μας και φαγητό,» ζήτησε από τον κοκκινόδερμο άντρα.

«Καθίστε και θάρθει η κοπέλα.»

Καθώς κάθονταν σ’ένα απ’τα τραπέζια, ο Ναρτάθες τούς ρώτησε αν θα τον ήθελαν και αύριο. Μπορούσε να τους οδηγήσει παντού μέσα στην πόλη, είπε· ήξερε πολύ κόσμο· ήξερε λημέρια και περιοχές που αλλιώς εκείνοι, καθότι άγνωστοι, δεν θα τα έβρισκαν εύκολα· ήξερε πού μπορούσαν να πουλήσουν με τις πιο υψηλές τιμές και πού μπορούσαν ν’αγοράσουν με τις πιο χαμηλές· ήξερε πού–

«Μπορεί και να σε χρειαστώ,» τον διέκοψε η Λαμρίτ. «Έλα εδώ με την αυγή και βλέπουμε. Τώρα, στρίβε.»

«Ο Ναρτάθες θα είναι στο Δόντι με το πρώτο φως, ευγενική κυρία,» υποσχέθηκε ο Ναρτάθες, κι έφυγε απ’το πανδοχείο.

96.

Η Φενίλδα αισθανόταν μια παρουσία παντού γύρω της καθώς κοιμόταν. Μια παρουσία που την περιέβαλλε σαν νερό. Το Φως, είχε συνειδητοποιήσει μέσα στα όνειρά της, προτού καν ξυπνήσει.

Κι όταν ξύπνησε, τι ήταν εκείνο που την είχε φέρει σε εγρήγορση;

Ανασηκώθηκε συνοφρυωμένη επάνω στο κρεβάτι, στη μέση του ξύλινου δωματίου με το χαμηλό ταβάνι, τα χοντρά δοκάρια, και τα κουφωτά πατζούρια. Είχε κοιμηθεί σαν νεκρή εδώ μέσα, γιατί ήταν εξουθενωμένη και το μέρος βολικό, καλύτερο από όλα τα άλλα μέρη που είχε κοιμηθεί τελευταία – τα οποία περιλάμβαναν ένα παγερό, ερειπωμένο κάστρο, την ύπαιθρο, και υπόγεια σπήλαια.

Ένας χτύπος ήρθε από την πόρτα, και συνειδητοποίησε ότι δεν πρέπει να ήταν ο πρώτος που είχε ακουστεί. Μάλλον, αυτό την είχε ξυπνήσει.

«Φενίλδα;» Η φωνή της Λαμρίτ. «Είσαι ξύπνια;»

«Τώρα ναι,» αποκρίθηκε η Φενίλδα.

«Ετοιμάσου και έλα κάτω. Σε περιμένουμε.»

Η Φενίλδα αναστέναξε. Γιατί να μην κοιμηθούμε ώς το μεσημέρι σήμερα; «Έρχομαι.»

Άκουσε τη Λαμρίτ να βαδίζει, φεύγοντας πίσω από την πόρτα της.

Η Φενίλδα σηκώθηκε από το κρεβάτι, με δισταγμό, και πλύθηκε και χτενίστηκε. Σκέφτηκε, καθώς περνούσε την τσατσάρα μέσα από τα μακριά ώς τη μέση μαύρα μαλλιά της: Θα έπρεπε να τα είχα κόψει εδώ πέρα· την καθυστερούσαν τελευταία, με τη ζωή που έκανε, και ποτέ δεν μπορούσε να τα χτενίσει ικανοποιητικά. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, φόρεσε τις μπότες της, και έδεσε τα λουριά. Πήρε τον σάκο της στον ώμο, βγήκε απ’το δωμάτιο, και κατέβηκε στην τραπεζαρία του πανδοχείου, όπου, παρότι ξημερώματα, είχε αρκετό κόσμο.

Δε δυσκολεύτηκε να εντοπίσει τη Λαμρίτ και τους άλλους επαναστάτες και να τους πλησιάσει στο τραπέζι όπου κάθονταν. Κοντά τους ήταν επίσης καθισμένος ο Ναρτάθες και μιλούσε με την Πρόμαχο.

«Εντάξει,» του έλεγε εκείνη, την ώρα που η Φενίλδα ερχόταν, έπαιρνε μια καρέκλα, και καθόταν, «θα μ’οδηγήσεις σ’αυτόν.»

«Τώρα;»

«Ναι, δε μπορείς;»

«Βεβαίως και μπορώ.»

«Πάμε λοιπόν.» Η Λαμρίτ σηκώθηκε, και οι επαναστάτες σηκώθηκαν μαζί της.

Το ίδιο και η Φενίλδα, που είχε μόλις καθίσει. Πρωινό δεν έχει; σκέφτηκε, δυσαρεστημένα.

Βγήκαν από το Δόντι του Κολοσσού και βάδισαν μέσα στους δρόμους της Νιλκάριχ, οι οποίοι φαίνονταν πολύ καλύτερα μέσα στο πρωινό φως – όπως επίσης και τα σκουπίδια κι οι λάσπες που τους γέμιζαν. Οι πειρατές έδιναν πολλά λεφτά για την προστασία της πόλης τους αλλά, προφανώς, ελάχιστα για την καθαριότητά της. Η Φενίλδα κλοτσούσε διάφορα θραύσματα και κομμάτια καθώς βάδιζε – τα οποία δεν είχε προσέξει ότι υπήρχαν, τη νύχτα. Η κίνηση ήταν, επίσης, πολύ μεγαλύτερη τώρα: άνθρωποι πήγαιναν κι έρχονταν, πολλοί κουβαλώντας τσουβάλια ή καλάθια· κάρα περνούσαν που τα έσερναν γαϊδούρια· γαϊδούρια περνούσαν, μαζί με τους αφέντες τους, μεταφέροντας πράγματα· ορισμένοι διέσχιζαν την πόλη ψάχνοντας για κάτι, ή έχοντας δουλειές άσχετες με τη μεταφορά πραγμάτων… όπως εμείς.

Η Φενίλδα ρώτησε τη Λαμρίτ: «Πού πηγαίνουμε;»

«Να βρούμε έναν πειρατή που ο Ναρτάθες λέει ότι είναι εδώ.»

«Τον ξέρεις;»

Η Λαμρίτ ένευσε. «Από παλιά.»

Η Φενίλδα αναρωτήθηκε αν κι η ίδια η Λαμρίτ ήταν κάποτε πειρατίνα. Έτσι όπως τώρα την έβλεπε να βαδίζει στους δρόμους της Νιλκάριχ, κι έτσι όπως επίσης έβλεπε διάφορους άλλους – γυναίκες και άντρες – να βαδίζουν εδώ, δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί ότι υπήρχε κάτι επάνω στην πρασινόδερμη Πρόμαχο που την έκανε να τους μοιάζει: κάτι στον τρόπο που στεκόταν, που περπατούσε, που… είχε τους αντίχειρες των χεριών της έτσι περασμένους, άνετα, μέσα στη ζώνη απ’την οποία κρέμονταν τα όπλα της. Κάτι στο βλέμμα της, στην έκφρασή της…

Καθώς απομακρύνονταν απ’το λιμάνι και πήγαιναν ολοένα και πιο βαθιά μέσα στη Νιλκάριχ, η Φενίλδα είχε την αίσθηση ότι βυθίζονταν μέσα σε κάποια σήραγγα. Οι δρόμοι ήταν στριφτοί, κι άλλοι φαρδύτεροι, άλλοι τόσο στενοί που με το ζόρι χωρούσαν δυο άνθρωποι ο ένας πλάι στον άλλο· και ανέβαιναν και κατέβαιναν συνεχώς, σαν η πόλη να ήταν λοφότοπος που απαρτιζόταν από μυριάδες μικρούς, μικρούς λοφίσκους. Οι μυρωδιές ήταν δυσάρεστες· η βρόμα κυριαρχούσε παντού. Τα οικήματα έγερναν ύποπτα. Πλυμένα ρούχα κρέμονταν από σχοινιά μες στη μέση των δρόμων, κάπου-κάπου, κι έπρεπε να τα παραμερίσεις για να περάσεις, ή δίχτυα ήταν πεταμένα εκεί όπου μπορούσες να μπλέξεις τα πόδια σου και να πέσεις. Η Φενίλδα είδε ανθρώπους ν’ακονίζουν λεπίδες χρησιμοποιώντας τροχούς· γάτες να παλεύουν για ένα ψάρι σε μια γωνία· μια γυναίκα να απλώνει ρούχα επάνω σ’ένα μπαλκόνι (γυμνή εκτός από έναν στηθόδεσμο από τη μέση κι επάνω, παρότι δεν είχε ζέστη, με αποτέλεσμα να φαίνονται παλιά σημάδια από μαστίγιο στην πλάτη της)· έναν άντρα να κάθεται επάνω σε μερικά σκαλιά και να πίνει κάποιο ποτό από ένα μπουκάλι· μια γυναίκα να κάθεται πίσω από ένα παράθυρο και να καπνίζει πίπα· έναν ρακένδυτο γέρο να κοιμάται κουλουριασμένος έξω από μια πόρτα. Άκουσε βρισιές από το βάθος ενός σοκακιού· τον χτύπο μετάλλων επάνω σε μέταλλο από ένα εργαστήρι· τα ουρλιαχτά μιας γυναίκας που μάλλον ξεγεννούσε· μουσική από ηχεία (η Φενίλδα αναγνώρισε το τραγούδι: Με τις Ουρές στον Αέρα και τα Μάτια στη Γη, Κραυγαλέες Αλεπούδες – ένα συγκρότημα από τη Σεργήλη)· ζάρια που έπεφταν πάνω σε κάτι ξύλινο πίσω από μια πόρτα και νομίσματα που κουδούνιζαν.

Μετά, ο Ναρτάθες οδήγησε τη Φενίλδα και τους υπόλοιπους σε μια περιοχή της πόλης που δεν μπορεί παρά να ήταν αγορά. Καταστήματα και πάγκοι εμπόρων υπήρχαν εδώ, καθώς και περισσότερος χώρος για να κινούνται κάρα, ζώα, και κουβαλητές. Η Φενίλδα είδε κοσμήματα να πουλιούνται, όπλα, έργα τέχνης, ενδύματα και υποδήματα, καπέλα, τηλεσκόπια και κιάλια, καλύπτρες για μονόφθαλμους, γάντια και κάλτσες, ρολόγια μηχανικά και ενεργειακά (στη Βίηλ πάντοτε προτιμούσαν τα μηχανικά, γιατί τα μικρά ενεργειακά των άλλων διαστάσεων εδώ τελείωναν πολύ γρήγορα τις μπαταρίες τους, ενώ τα ρολόγια με εστία ήταν μεγάλα και άκομψα), αναπτήρες (που το ίδιο ίσχυε και γι’αυτούς, σχετικά με τις μπαταρίες και τις εστίες) και ειδικά σπίρτα της Βίηλ, σχοινιά κάθε είδους και πάχους, υφάσματα, κουβέρτες και σεντόνια, ιστία, κουταλοπίρουνα και μαχαίρια, πιάτα και πιατέλες, βάζα και δοχεία, μυρωδικά και μπαχαρικά, αρώματα, βιβλία και κυλίνδρους από χαρτί ή περγαμηνή, εκρηκτικές ύλες (προσεχτικά τυλιγμένες και τοποθετημένες), πιστόλια και τουφέκια και καραμπίνες και άλλα πυροβόλα όπλα (όλα άχρηστα στη Βίηλ, καθότι πολύ επικίνδυνα να εκραγούν στα χέρια του χειριστή τους), κονσόλες αυτοματοποιημένων συστημάτων και πληκτρολόγια, οθόνες, πομπούς και δέκτες, συσκευές αποθήκευσης δεδομένων, πλακέτες μουσικής και εικόνας…

Η Φενίλδα αγόρασε ένα καπέλο με πολύ μεγάλο γείσο και δυο φτερά στα δεξιά, πλάι-πλάι, το ένα λευκό και το άλλο πράσινο. Το φόρεσε.

«Τ’ανάστημα των Κολοσσών!» είπε ο Δάρυλμος. «Έγινες αγνώριστη, ξαφνικά. Ούτε εγώ να σε είχα αναλάβει,» μειδίασε.

Η Φενίλδα τού επέστρεψε το μειδίαμα, αμίλητα.

Ο Ναρτάθες τούς έβγαλε, τελικά, από την αγορά και πλησίασαν ένα διώροφο σπίτι που επάνω στην πόρτα του υπήρχε μια αργυρή πινακίδα η οποία έγραφε:

ΣΕΒΑΣΤΙ ΟΙΚΕΙΑ
ΤΖΑΝΘΑΡΕΣ ΤΟΥ ΚΟΚΑΛΟΦΑΓΟΤΗ
– ΟΠΟΙΟ ΣΚΙΛΙ ΚΛΕΨΕΙ ΕΔΩ
ΘΑ ΤΟ ΠΝΙΞΟΥΜΕ
ΜΕΣΑ ΣΕ ΒΑΡΕΛΙ
ΜΕ ΚΑΤΟΥΡΙΜΕΝΟ ΚΡΑΣΣΙ –

«Σ’ευχαριστώ,» είπε η Λαμρίτ στον Ναρτάθες, και του έδωσε ένα αργύριο.

«Τίποτ’άλλο, ευγενική κυρία;»

«Τώρα όχι. Πού μπορώ να σε ξαναβρώ αν σε θέλω;»

«Στο λιμάνι τριγυρίζω. Αν περιμένεις εκεί λίγο, θα με πετύχεις πάντα, αργά ή γρήγορα.»

Η Λαμρίτ ένευσε. «Ωραία. Πήγαινε.»

«Τα Πνεύματα μαζί σου, ευγενική κυρία.» Ο Ναρτάθες έφυγε, βαδίζοντας βιαστικά σαν να τον κυνηγούσαν.

Η Φενίλδα ρώτησε τη Λαμρίτ: «Αυτός είναι ο γνωστός σου; Τζανάθρες ο Κοκαλοφαγωτής;»

«Ναι.»

Ωραίους φίλους έχεις…

Η Λαμρίτ πάτησε ένα κουμπί πλάι στην πόρτα, κι ένα δυνατό κουδούνισμα ακούστηκε ν’αντηχεί στο εσωτερικό του σπιτιού. Μια γυναίκα, μετά από λίγο, άνοιξε. Είχε δέρμα καφέ και σκούρα μπλε μαλλιά – εξωδιαστασιακή, σίγουρα. Ήταν ντυμένη με πράσινο φόρεμα και έμοιαζε αγουροξυπνημένη. Ατένισε τη Λαμρίτ συνοφρυωμένη. «Τι θέλετε;»

«Να μιλήσω στον Κοκαλοφαγωτή.»

«Έχει δουλειά.»

«Πες του ότι ήρθε η Λαμρίτ η Πράσινη.»

Η καφετόδερμη γυναίκα μόρφασε. «Εσύ;»

«Δε σου μοιάζω για αρκετά πράσινη;»

«Σε ξέρει;»

«Πήγαινε να του το πεις και θα μάθεις αν με ξέρει.»

Η καφετόδερμη γυναίκα τής έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.

Η Λαμρίτ περίμενε σταυρώνοντας τα χέρια εμπρός της. Οι επαναστάτες της κοίταζαν δεξιά κι αριστερά στον δρόμο, σαν να περίμεναν κανένας να τους την πέσει. Εκτός από τη Θελρίτ, που άναψε τσιγάρο.

Η Φενίλδα μουρμούρισε τα λόγια για ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως. Μια πολύ δυνατή εστία υπήρχε στο υπόγειο του διώροφου σπιτιού, διαπίστωσε, και καμια άλλη πηγή ενέργειας.

Η πόρτα άνοιξε πάλι, και η καφετόδερμη γυναίκα είπε: «Περάστε. Με λένε Ούρσουλα.» Ήταν πιο φιλική τώρα.

Η Λαμρίτ μπήκε πρώτη, κι οι άλλοι την ακολούθησαν, για να βρεθούν σ’ένα καθιστικό γεμάτο με διάφορα μπιχλιμπίδια, από μεγάλα ρολόγια και αμφορείς μέχρι βαλσαμωμένα πουλιά και αγάλματα. Στο κέντρο του στεκόταν ένας άντρας που, αμέσως, φώναξε: «Λαμρίτ! Τα κέρατα των Δαιμόνιων, κοπέλα μου! Πότε άραξες στην πόλη;» Χαμογελούσε και είχε τα χέρια του – τα οποία ήταν τεράστια – ανοιχτά εμπρός του. Ήταν ψηλός, σωματώδης, γεροδεμένος, και είχε δέρμα γαλανό, μακριά μαύρα μαλλιά με πλούσιες μπούκλες, και μούσια πιασμένα μ’ένα αργυρό πιαστράκι που γυάλιζε. Πρέπει να ήταν καμια δεκαετία μεγαλύτερος από την Πρόμαχο.

Η Λαμρίτ, γελώντας, πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε. Τα πελώρια χέρια του άντρα σχεδόν την έκρυψαν από τα μάτια της Φενίλδα.

«Χαίρομαι που είσαι ακόμα ζωντανός, Τζανάθρες,» είπε η Λαμρίτ.

«Δε γεννήθηκε το σκυλί που θα φάει τον Κοκαλοφαγωτή, πουθενά στο Γνωστό Σύμπαν!» δήλωσε μεγαλόφωνα ο άντρας, και γέλασε, καθώς άφηνε την Πρόμαχο από την αγκαλιά του. Κοίταξε τους άλλους. «Δάρυλμος!» είπε. «Τι κάνεις, ρε αρχίδι;»

«Υγιαίνω, αρχίδι μου,» αποκρίθηκε ο Δάρυλμος, «όπως, προφανώς, κι εσύ.»

«Χα-χα-χα-χα-χα!» βροντογέλασε ο Τζανάθρες ο Κοκαλοφαγωτής, και πλησιάζοντάς τον τον χτύπησε στον ώμο. Ο Δάρυλμος φάνηκε να γέρνει λιγάκι, παρότι το χτύπημα ήταν σίγουρα φιλικό.

Η Λαμρίτ σύστησε στον Τζανάθρες τους υπόλοιπους επαναστάτες της: τη Θελρίτ, τον Καλνίρες, και τους δίδυμους Θαλράνος και Νολβέρτες. Αλλά ο Κοκαλοφαγωτής κοίταζε τώρα τη Φενίλδα με φανερό ενδιαφέρον για τη γυναικεία μορφή της. Εκείνη, εκπλήσσοντας τον εαυτό της, το βρήκε αυτό απλώς διασκεδαστικό. «Και η Φενίλδα’σαρ,» είπε, τελικά, η Λαμρίτ.

«Χαίρομαι ιδιαιτέρως,» είπε ο Τζανάθρες στη Φενίλδα. «Βλέπω πως η Επανάσταση έχει… καλύτερα γούστα πλέον.»

Η Λαμρίτ τον κοπάνησε στο μπράτσο με τη γροθιά της. «Η Φενίλδα δεν είναι δική μου. Είναι εδώ μόνο για να βοηθήσει όσο τη χρειαζόμαστε.»

«Το παίρνω πίσω, λοιπόν: τα γούστα σας δεν καλυτέρευσαν! Χα-χα-χα-χα!»

«Χρειαζόμαστε και τη δική σου βοήθεια,» του είπε η Λαμρίτ. «Και όχι μόνο.» Έριξε μια ματιά στην Ούρσουλα. «Είναι έμπιστη αυτή;»

«Αρκετά έμπιστη για να μη με μαχαιρώσει τη νύχτα,» είπε ο Τζανάθρες. «Αλλά, άμα θες να φύγει, έφυγε.»

«Αν θεωρείς ότι είναι έμπιστη, δε χρειάζεται να φύγει.»

«’Ντάξει λοιπόν. Ακουμπήστε τα πισίνα σας όπου αγαπάτε.» Ο Τζανάθρες κάθισε σε μια καρέκλα που έτριξε από κάτω του.

Η Λαμρίτ κάθισε σε μια πολυθρόνα και σταύρωσε τα πόδια στο γόνατο, με άνεση. Ο Θαλράνος και ο Νολβέρτες – που, αντιθέτως, έμοιαζαν λιγάκι μαζεμένοι – πήραν θέση σ’έναν καναπέ, και ο Καλνίρες δίπλα τους. Ο Δάρυλμος και η Θελρίτ κάθισαν στο πάτωμα, επάνω σε κάτι μεγάλα μαξιλάρια, και μπροστά τους κάθισε η Φενίλδα. Πίσω τους ορθωνόταν ένα μεγάλο φυτό μέσα σε πήλινη γλάστρα, καθώς και το άγαλμα μιας γυμνής γυναίκας. Η Ούρσουλα έμεινε όρθια, ρωτώντας αν ήθελαν να τους φέρει κάτι να πιουν. Σχεδόν όλοι ζήτησαν καφέ, κι οι υπόλοιποι δεν ζήτησαν τίποτα.

«Η Επανάσταση είναι έτοιμη να διώξει τους Παντοκρατορικούς από τη Βίηλ,» είπε η Λαμρίτ στον Τζανάθρες, καθώς η Ούρσουλα έφερνε καφέδες.

«Τάχουμε ξανακούσει αυτά–»

«Δεν τάχετε ξανακούσει αυτά. Μέχρι στιγμής δεν ήμασταν έτοιμοι να χτυπήσουμε τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας· απλώς περιμέναμε.»

«Τι άλλαξε τώρα; Δεν έμαθα νάχει αλλάξει τίποτα.»

«Κι όμως, στην ανατολική Βίηλ έχει αλλάξει,» του είπε η Λαμρίτ.

«Μακριά από δω δεν είν’η ανατολική Βίηλ;»

«Το Πριγκιπάτο Νέλερβικ αποτίναξε, προ ημερών, τους Παντοκρατορικούς. Το Χαύδοραλ, επίσης. Και σύντομα θα τους αποτινάξει και το Τάσβεραλ.»

«Με παραμυθιάζεις!»

«Καθόλου.» Η Λαμρίτ ήπιε μια αργή γουλιά απ’τον καφέ της. «Έχουμε μεγάλες δυνάμεις στο πλευρό μας, Τζανάθρες. Κι εδώ, στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ–»

«Εδώ δεν είναι πριγκιπάτο κανενός πούστη!» διευκρίνισε ο Κοκαλοφαγωτής.

«Στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ φέρεται πως είδαν κάτι μεταλλικούς γίγαντες να επιτίθενται σε Παντοκρατορικούς.»

Ο Τζανάθρες συνοφρυώθηκε. «Τώρα που το λες, γι’αυτό έχει φτάσει κάτι στ’αφτιά μου, νομίζω.» Έτριψε τα μούσια του, σκεπτικά, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί.

«Δικός μας είναι ο γίγαντας για τον οποίο άκουσες. Και σύντομα θα έχουμε κι άλλους στο πλευρό μας. Ο καθένας τους κάνει για εκατό πολεμιστές της Παντοκράτειρας. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έχουμε και διεισδύσει στο δίκτυο των Παντοκρατορικών πρακτόρων μέσα στο Κίρτβεχ.»

«Θα με παλαβώσεις σήμερα!»

«Σου είπα: έχουμε μεγάλες δυνάμεις στο πλευρό μας.»

«Τότε, τι θες τη δική μου βοήθεια;»

«Για να επιτεθείτε στο Κίρτβεχ απ’τα νότια.»

Ο Τζανάθρες συνοφρυώθηκε. «Να επιτεθούμε; Ποιοι να επιτεθούμε;»

Η Λαμρίτ μειδίασε αχνά. «Θα πρέπει, φυσικά, να συγκεντρώσουμε όλη την Καλόγνωμη Συντροφιά.»

«Χα!» έκανε ο Τζανάθρες ο Κοκαλοφαγωτής. «Νομίζεις ότι υπάρχει πια Καλόγνωμη, ε;»

«Το ξέρω πως την έχετε διαλύσει, αλλά είστε οι καλύτεροι για να κάνετε αυτό που θέλω. Και θα σας συμφέρει κιόλας. Δε θα ερχόμουν εδώ για να προτείνω σάπια συμφωνία.»

«Χμμ…» Ο Τζανάθρες έτριβε τα μούσια του, έπαιζε με το αργυρό πιαστράκι εκεί. «Τι μου λες, λοιπόν; Ότι εσείς θα την πέσετε με μεταλλικούς γίγαντ–; Και για νάχουμε καλό ρώτημα, τι είν’αυτοί οι μεταλλικοί γίγαντες;»

«Δύσκολα θα σου απαντήσω για τα τεχνικά, γιατί δεν τα ξέρω. Δυο μάγοι τούς φτιάχνουν, για τους οποίους δε θα σου πω τίποτα επειδή δε χρειάζεται να λέγονται τέτοια ονόματα ακόμα. Εκείνο που θα σου πω είναι ότι οι γίγαντες είναι πιο ψηλοί από εσένα, πιο ανθεκτικοί από εσένα, πιο δυνατοί από εσένα, και πιο γρήγοροι από εσένα. Επίσης, είναι ζωντανοί παρότι φτιαγμένοι από μέταλλο.»

«Παράξενα πράματα…» μουρμούρισε ο Τζανάθρες. «Λειτουργούν με εστίες;»

«Υποθέτω. Αλλά δεν είναι σαν άλλα μηχανήματα που ξέρεις.»

«Μάλιστα,» είπε ο Τζανάθρες. «Θα την πέσετε, λοιπόν, εσείς μ’αυτούς τους γίγαντες στους Παντοκρατορικούς και, συγχρόνως, θα κάνετε φασαρίες μέσα στο δίκτυο των πρακτόρων τους… και θέλετε εμείς να κουρσεύουμε τις όχθες του Πρίγκιπα Νοσνάλτος;»

«Δε θέλουμε να χτυπήσετε τον Πρίγκιπα. Καθόλου.»

«Τι; Μόνο τους λευκούς;»

«Ναι.»

«Δεν είν’εύκολο πράμα τούτο,» είπε ο Τζανάθρες. «Οι λευκοί κι ο Πρίγκιπας είναι το ένα και το αυτό πια. Άμα κλοτσήσουμε τους Παντοκρατορικούς, θα μας κλοτσήσουν κι οι πολεμιστές του Πρίγκιπα, και τότε θα τους κλοτσήσουμε κι εμείς φυσικά.»

«Ορισμένα επεισόδια θα γίνουν· δεν το αμφιβάλλω. Θα αποφύγετε, όμως, να επιτεθείτε στον Πρίγκιπα γιατί θέλω να τον πάρουμε με το μέρος μας.»

«Με την Επανάσταση; Αποκλείεται νάρθει ο Νοσνάλτος με την Επανάσταση. Είναι ένα και το αυτό με τους λευκούς, σου λέω!»

«Ο Νοσνάλτος είναι διπλωματικός, και το ξέρεις. Αν δεν ήταν δε θάχε παντρευτεί την Ελνέσσα της Ρασίλριχ.»

«Ναι, παντρεύτηκε την Ελνέσσα κι έχωσε τη Ρασίλριχ στο Πριγκιπάτο του!»

«Ένας άλλος θα είχε συνεχίσει τον πόλεμο ύστερα απ’τον θάνατο του πατέρα του. Ο Νοσνάλτος είναι διπλωματικός,» τόνισε πάλι η Λαμρίτ. «Αν δει ότι συμφέρει εκείνον και το Πριγκιπάτο του να πάει με την Επανάσταση, θα πάει με την Επανάσταση. Πρέπει, λοιπόν, να τον κάνουμε να πιστέψει ότι τον συμφέρει.»

«Και βάζοντας εμάς να του επιτεθούμε θα τον κάνεις να το πιστέψει;»

«Σου είπα: θα χτυπήσετε τους Παντοκρατορικούς. Σας χρειάζομαι γιατί δεν έχω καθόλου στρατό στα νότια, και γενικώς οι επαναστάτες μου δεν είναι και τόσοι πολλοί.»

«Τώρα δε μου έλεγες ότι έχετε ‘μεγάλες δυνάμεις’ στο πλευρό σας;»

«Μεγάλες δυνάμεις έχουμε, αλλά όχι πολύ στρατό. Γι’αυτό χρειάζομαι την Καλόγνωμη.»

«Και τι θα κερδίσουμε εμείς, Λαμρίτ;» ρώτησε ο Τζανάθρες. «Κανένας από την Καλόγνωμη δε θάρθει επειδή και μόνο γουστάρει την Επανάσταση.»

«Όλα τα λάφυρα που θα πάρουμε από τους Παντοκρατορικούς θα είναι δικά σας, να τα μοιραστείτε όπως θέλετε. Όπλα, οχήματα, σκάφη, χρήματα, εστίες, εξοπλισμοί – τα πάντα.»

«Και να θέλατε να μας σταματήσετε απ’το να τα πάρουμε, πώς θα το κάνατε, αφού δεν έχετε στρατό, όπως λες;»

«Έχουμε τους μεταλλικούς μας γίγαντες και άλλους μηχανισμούς άμυνας,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Αλλά δεν υπάρχει λόγος για φάγωμα, Τζανάθρες. Όλα τα λάφυρα των Παντοκρατορικών – και μόνο των Παντοκρατορικών – θα πάνε σ’εσάς.»

«Θα μπορούσε νάναι και καλή η ιδέα σου,» είπε ο Τζανάθρες, σκεπτικά. «Θα πρέπει, όμως, και να μιλήσουμε και με τους άλλους, για να μας λαλήσουν κι αυτοί το εντάξει τους.»

«Εννοείται. Μου είπαν, όμως, ότι μόνο εσύ κι η Αλθαρέτ είστε στην πόλη τώρα.»

«Είναι η Αλθαρέτ εδώ; Δεν το ήξερα. Δεν τους παρακολουθώ τους παλιούς της Καλόγνωμης, Λαμρίτ. Δεν ξέρω πού είναι και τι κάνει ο καθένας κάθε στιγμή. Ξέρω, όμως, πως όλοι έρχονται αργά ή γρήγορα στη Νιλκάριχ για τον έναν ή τον άλλο λόγο. Πολύ όμορφη πόλη έχουμε φτιάξει εδώ να πέρα, Λαμρίτ…»

«Θα πρέπει να μιλήσουμε στην Αλθαρέτ και να περιμένουμε τους άλλους να έρθουν, τότε.»

«Έγινε,» είπε ο Τζανάθρες. «Κι εν τω μεταξύ θα θες να είμαι εδώ, ε;»

«Προφανώς.»

«Μάλιστα…» Ο Κοκαλοφαγωτής έτριψε για λίγο τα γένια του, συλλογισμένα. Μετά είπε: «Έχω ακούσει πως κάποια γυναίκα είναι Επόπτρια τώρα στο Κίρτβεχ, αφού το προηγούμενο ρεμάλι το δηλητηρίασαν μες στο παλάτι του ίδιου του Πρίγκιπα.»

«Η μαγείρισσα που έχουμε τώρα στο άντρο μας τον δηλητηρίασε.»

«Σώπα!»

«Ναι,» είπε η Λαμρίτ. «Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας άρχισαν να ψαχουλεύουν τα μαγειρεία του παλατιού και, στο τέλος, ανακάλυψαν ότι η μαγείρισσα μετέφερε πληροφορίες για την Επανάσταση. Μετά βίας τη γλιτώσαμε.»

«Δηλαδή, μπουκάρατε στο παλάτι της Πριγκιπικής;»

«Φυσικά και όχι. Η μαγείρισσα πρόλαβε να ξεγλιστρήσει από εκεί μόνη της και κατόρθωσε να φύγει προς Έλρηνεχ. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας, όμως, ήταν ακόμα στο κατόπι της· τη σώσαμε από αυτούς και την πήραμε κοντά μας.»

«Μάλιστα. Και δεν είστε φωλιασμένοι πια στο Έλρηνεχ, ε;»

«Όχι.»

«Το είχ’ ακούσει ότι βρήκαν οι λευκοί ένα άντρο της Επανάστασης εκεί και το διέλυσαν.»

«Το δικό μας ήταν.»

«Και πού κάνετε τη φωλιά σας τώρα;»

«Αυτό ας το κρατήσουμε κρυφό για την ώρα, καλύτερα.»

«Φοβάσαι ότι θα σας πουλήσω, ρε;»

«Δε μπορώ να ρισκάρω τίποτα τώρα. Δεν είμαι μόνη μου εκεί.»

«Καλώς,» είπε ο Τζανάθρες, χωρίς να φαίνεται να παίρνει την άρνησή της προσωπικά. Είχε μάθει να κάνει διαπραγματεύσεις, παρατήρησε η Φενίλδα, παρά το άγριο παρουσιαστικό του. «Τέλος πάντων· μια γυναίκα δεν είναι τώρα Επόπτρια στο Κίρτβεχ; Μια τύπισσα που κινείται, γενικά, υπόγεια. Δεν είναι και πολύ γνωστή…»

Η Λαμρίτ ένευσε. «Νίνα Έκγραμμη τη λένε.»

«Παράξενα ονόματα έχουν ορισμένοι απ’αυτούς τους Παντοκρατορικούς. Τι ‘ορισμένοι’, δηλαδή… Τέλος πάντων· πρέπει νάναι καλή, ε; Δεν έχω ακούσει καθόλου να κάνει τις φασαρίες που έκανε ο άλλος μες στο Πριγκιπάτο αλλά όλοι λένε ότι το Πριγκιπάτο τώρα ελέγχεται πιο στενά.»

Η Λαμρίτ ένευσε. «Πράγματι.»

«Πώς εσείς διεισδύσατε στο δίκτυο, λοιπόν, για νάχουμε καλό ρώτημα;»

«Είναι στο πλευρό μας ένας πρώην ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας.»

«Πρώην ειδικός πράκτορας; Κι άμα το ξαναγυρίσει το φύλλο;»

«Δεν το νομίζω. Ήρθε με καλές συστάσεις,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Και ξέρει καλά το Κίρτβεχ. Ήταν εδώ και παλιά, κάποτε. Επίσης, γνωρίζει τη Νίνα Έκγραμμη.»

«Μπασμένος ο τύπος. Και θα τους κάνει μπάχαλο από μέσα, ε;»

«Ναι. Θα είναι αποδιοργανωμένοι όταν θα τους χτυπήσουμε. Αυτοί δεν ξέρουν ότι ο άνθρωπός μας τους έχει προδώσει· νομίζουν ακόμα ότι είναι δικός τους.»

«Κατάλαβα, λοιπόν, πώς έχει το πράμα…» είπε ο Τζανάθρες νεύοντας.

«Αν δεν ήταν ο Πολ, δε θα μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα,» είπε η Λαμρίτ. «Δεν έχουμε προσβάσεις στο Πριγκιπάτο. Παλιότερα, με τον προηγούμενο Επόπτη, κάτι γλιστρούσε μέσα· από τότε που αυτός ψόφησε, τίποτα δεν περνάει.»

«Δεν έπρεπε να τον είχατε καθαρίσει.» Ο Τζανάθρες μειδίασε μέσα από τα μούσια του. «Καλύτερα ένας βλάκας που μπορείς να τον ξεγελάς.»

«Δεν ήταν δική μου η απόφαση. Είχαν γίνει κάτι ιστορίες εδώ, τότε, με επαναστάτες. Είχε βρεθεί ένας Πρόμαχος και είχε εκτελεστεί.»

«Ναι, τόχα ακούσει. Ο Πρόμαχος Νιρκάδος.»

«Αυτός. Δεν ήταν και πολύ προσεχτικός.»

«Είχα μερικά πάρε-δώσε μαζί του,» είπε ο Τζανάθρες. «Φευγαλέα. Εντάξει ήταν στις δουλειές του.»

Η Λαμρίτ ανασήκωσε τους ώμους. Από την όψη της, η Φενίλδα έκρινε ότι μάλλον δεν τον ήξερε και τόσο καλά τον Πρόμαχο Νιρκάδος. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ολόκληρη προϊστορία εδώ στη Βίηλ, σκέφτηκε, νιώθοντας πιο παρείσακτη απ’ό,τι ένιωθε ήδη. Είχε, πραγματικά, έρθει από άλλο κόσμο.

97.

Η Λισρρέτα είχε έρθει να τους συναντήσει μέσα στα μεσάνυχτα, κατεβαίνοντας στα υπόγεια του παλατιού της. Ήταν μόνη, χωρίς υπηρέτες, φρουρούς, ή κανέναν άλλο συνοδό, και στην αγκαλιά της κρατούσε τυλιγμένα ρούχα. Το γαλανό της δέρμα ήταν πιο άτονο από τη φορά που είχαν μιλήσει στον Κόκκινο Λαγό, παρατήρησε ο Τάμπριελ.

«Δυσκολεύτηκα να σας βρω,» είπε η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ, αφήνοντας τα ρούχα επάνω σ’ένα παλιό σκρίνιο – μία από τις πολλές παλιατσαρίες που γέμιζαν ετούτο τον υπόγειο θάλαμο. «Ο Καρτάφες σάς έκρυψε καλά.» Έσβησε τον φακό της.

«Σου μίλησε;» θέλησε να μάθει ο Τάμπριελ. «Σου έκανε ερωτήσεις;»

Η Λισρρέτα ένευσε. «Μου έκανε,» είπε, κι έγλειψε τα χείλη. Ήταν νευρική· φοβισμένη ίσως. «Του εξήγησα, δεν γινόταν αλλιώς.» Έκανε πίσω μια τούφα ξανθών μαλλιών που είχε ξεφύγει από την κοτσίδα της. «Τον χρειαζόμαστε, εξάλλου. Αν είναι να κινηθούμε εναντίον των Παντοκρατορικών, ο Καρτάφες είναι το πρόσωπο που εμπιστεύομαι περισσότερο.»

«Τι ακριβώς τού είπατε για εμάς, Υψηλοτάτη;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Ότι είστε επαναστάτες, ότι ήρθατε εδώ για να ελευθερώσουμε το Τάσβεραλ, και ότι τα παιδιά μου δεν έχουν πάει για κυνήγι αλλά είναι στο Νέλερβικ.»

«Τα ονόματά μας τα ξέρει;»

«Του μίλησα μόνο για τον Τάμπριελ.» Το βλέμμα της Λισρρέτα πήγε στον Προφήτη της Νόρχακ. Στα μάτια της καθρεπτιζόταν μια κάποια αβεβαιότητα, σαν να φοβόταν ότι ίσως ο Τάμπριελ να μην ήθελε να μαθευτεί το όνομά του.

Εκείνος, όμως, ένευσε. «Θα το είχε μαντέψει και μόνος του ούτως ή άλλως, Πριγκίπισσά μου.»

«Δε νομίζω ότι είχε καταφέρει να διακρίνει το πρόσωπό σου μες στο σκοτάδι,» τόνισε η Ανταρλίδα.

«Δεν έχει σημασία,» είπε ο Τάμπριελ στρεφόμενος να την κοιτάξει. «Τώρα έγινε. Αν είναι να μας βοηθήσει ο Καρτάφες, δεν μπορούμε να του κρυβόμαστε.»

«Αν όμως αποφασίσει να μας προδώσει…»

«Ο Καρτάφες,» πετάχτηκε η Λισρρέτα, «δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Θα ήταν σα να στρέφεται εναντίον μου.» Η Πριγκίπισσα έμοιαζε να του έχει, πράγματι, απόλυτη εμπιστοσύνη, παρατήρησε ο Τάμπριελ. Αναρωτιέμαι αν αυτό είναι καλό ή κακό σημάδι… Πολύ συχνά οι προδοσίες γίνονται από εκεί που δεν τις περιμένεις: από τους ανθρώπους που εμπιστεύεσαι περισσότερο. Τον Άτβος, άλλωστε, τον είχε προδώσει ο Στρατηγός του Πριγκιπάτου του, ο οποίος τώρα καθόταν στον Θρόνο του Κάνρελ υποστηρίζοντας την εξουσία της Παντοκράτειρας.

«Τι ρούχα είναι αυτά;» Η Ανταρλίδα έδειξε τα ρούχα που είχε αφήσει, τυλιγμένα, η Λισρρέτα στο σκρίνιο.

«Υπηρετών,» εξήγησε η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ. «Μπορεί να σας χρειαστούν. Αν ντυθείτε σαν υπηρέτες, κανένας δε θα σας δώσει σημασία εκτός αν έχει συγκεκριμένο λόγο. Βέβαια, αυτό ισχύει μόνο για ορισμένους από εσάς. Εσύ, Άρχοντά μου, ξεχωρίζεις αμέσως,» είπε στον Τάμπριελ, ο οποίος ένευσε καταλαβαίνοντας. «Κι εσύ καλύτερα να μη μεταμφιεστείς,» πρόσθεσε η Λισρρέτα κοιτάζοντας την Ανταρλίδα. «Το κατάλευκο δέρμα σου δεν είναι γηγενές της διάστασης. Εσύ, όμως…» Ατένισε την Αλιζέτ.

«Εγώ,» είπε η Αλιζέτ, «έτσι κι αλλιώς είμαι γηγενής, Υψηλοτάτη.»

Η Λισρρέτα ένευσε. «Ναι. Κι εσύ μοιάζεις για γηγενής, επίσης,» είπε κοιτάζοντας τον Όρνιφιμ. «Εσύ, Ραφέλνες, φαίνεται αμέσως ότι είσαι Ιερός Μαχητής των Οστών· οπότε…»

«Εννοείται, Πριγκίπισσά μου,» είπε εκείνος.

Η Ανταρλίδα ρώτησε: «Ο Επόπτης έχει επιστρέψει;»

«Όχι,» αποκρίθηκε η Λισρρέτα. «Λείπει ακόμα.»

«Αν είναι, λοιπόν, να κινηθούμε, ας κινηθούμε γρήγορα. Τώρα. Όσο εξακολουθεί να βρίσκεται μακριά απ’το παλάτι.»

Η Λισρρέτα πήρε μια βαθιά ανάσα. Παρότι είχε συμφωνήσει να απελευθερώσει το Πριγκιπάτο της, έμοιαζε να παλεύει με τον εαυτό της κάθε λεπτό που περνούσε. «Ναι,» είπε. «Κοίτα, όμως…» Στράφηκε στον Τάμπριελ. «Να επιτεθούμε τώρα, αμέσως, αυτή τη στιγμή;»

«Χρειαζόμαστε ξεκούραση πρώτα, νομίζω,» είπε εκείνος. Και κοίταξε την Ανταρλίδα. «Έτσι δεν είναι;»

«Πράγματι,» συμφώνησε η Μαύρη Δράκαινα. «Όταν είπα ‘τώρα’, δεν εννοούσα αυτοστιγμεί.»

«Καλό θα ήταν, όμως, να κινηθούμε όταν ξημερώσει, Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ στη Λισρρέτα. «Αλλά πες μας: τι έχεις κατά νου; Θα κινητοποιήσεις τους φρουρούς του παλατιού σου;»

Η Λισρρέτα κατένευσε. «Ναι, ασφαλώς. Αυτό είναι το πρώτο. Να πάρουμε τον πλήρη έλεγχο του παλατιού. Και μετά, θα πάμε να πάρουμε τον έλεγχο της πόλης. Οι πολεμιστές μου θα καταλάβουν όλες τις σημαντικές θέσεις στα τείχη, και θα κυκλώσουμε το φρουραρχείο των Παντοκρατορικών.» Η Πριγκίπισσα έβγαλε έναν τυλιγμένο χάρτη από το φόρεμά της και κοίταξε γύρω-γύρω. Είδε ένα παλιό τραπέζι και το πλησίασε. Πήρε το μαντήλι της και σκούπισε γρήγορα το πυκνό στρώμα σκόνης από την επιφάνειά του. Ύστερα, άπλωσε επάνω τον χάρτη, ο οποίος απεικόνιζε την Τάσβεραλ. «Εδώ είναι το φρουραρχείο των Παντοκρατορικών,» είπε η Λισρρέτα δείχνοντας με το δάχτυλό της. «Εδώ είναι το φρουραρχείο των δικών μου στρατιωτών της πόλης. Εδώ είναι οι θέσεις στα τείχη που είναι σημαντικές.» Τις έδειξε μία-μία. «Κι εδώ, φυσικά, είναι το παλάτι.»

«Μάλιστα…» είπε ο Τάμπριελ, παρατηρώντας τις τοποθεσίες. «Θα είναι οι φρουροί του παλατιού έτοιμοι να κινητοποιηθούν με το ξημέρωμα; Καλύτερα να μη χρειαστεί να γίνουν προετοιμασίες προτού δράσουμε, γιατί είναι πολύ πιθανό οι Παντοκρατορικοί να αντιληφτούν ότι κάτι συμβαίνει.»

«Οι φρουροί του παλατιού βρίσκονται διαρκώς σε ετοιμότητα, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε η Λισρρέτα. «Αυτή είναι η δουλειά τους.»

«Ωραία, τότε,» είπε ο Τάμπριελ. «Με την αυγή θα τους προστάξεις να αιχμαλωτίσουν όλους τους Παντοκρατορικούς και να καταλάβουν το παλάτι.» Και ρώτησε: «Ο Υπασπιστής σου γνωρίζει γι’αυτό το σχέδιο;»

«Δεν του είπα τίποτα ακόμα, αλλά είμαι βέβαιη πως το υποθέτει. Είναι το πιο λογικό. Πρώτα πρέπει να ασφαλίσουμε το παλάτι.»

«Προτείνω,» είπε ο Τάμπριελ, «δύο από εμάς να έρθουν μαζί σου, για να σε προστατέψουν αν χρειαστεί. Ντυμένοι σαν υπηρέτες, ασφαλώς.» Στράφηκε να κοιτάξει τον Ιεράρχη. «Εσύ, Όρνιφιμ.» Και τη Σκοτεινή Βασίλισσα. «Κι εσύ, Αλιζέτ.» Κανένας απ’τους δύο δεν έφερε αντίρρηση. «Θα έχεις τα μάτια μου μαζί σου, Πριγκίπισσά μου, και μία πολύ ικανή σωματοφύλακα, για την περίπτωση που οι Παντοκρατορικοί επιχειρήσουν να σε πλησιάσουν κατά την εξέγερση στο παλάτι.»

Η Λισρρέτα συμφώνησε, έτσι ο Όρνιφιμ και η Αλιζέτ έβγαλαν τα ρούχα τους και φόρεσαν τα ρούχα υπηρετών του παλατιού που τους είχε φέρει η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ, κρύβοντας μικρά όπλα μέσα στην ενδυμασία τους. Η Λισρρέτα τούς είπε να κουβαλήσουν μαζί τους και τις υπόλοιπες φορεσιές καθώς και ένα τραπέζι και μια λάμπα από τις παλιατσαρίες που γέμιζαν το υπόγειο δωμάτιο. Θα προσποιούνταν ότι τα μετέφεραν για λογαριασμό της, και κανένας δεν πρόκειται να τους έδινε σημασία καθώς θα πήγαιναν προς τα διαμερίσματά της, ακόμα κι αν κάποιος κατασκόπευε τέτοια ώρα μέσα στο παλάτι.

Η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ και οι δύο «υπηρέτες» της έφυγαν, αφήνοντας μόνους τον Τάμπριελ, την Ανταρλίδα, και τον Ραφέλνες, ανάμεσα σε αμέτρητα παλιά μικροαντικείμενα, έπιπλα, ρούχα, υποδήματα, και όπλα. Ο Τάμπριελ ήρθε σε επαφή, για λίγο, με τον Μεγάλο Ιεράρχη μέσα στην πορφυρή σφαίρα του ραβδιού του, ώστε να βεβαιωθεί ότι όλα πήγαιναν καλά με τη Λισρρέτα. Το μυαλό του γέμισε με άμεση γνώση, και έμαθε ότι η Πριγκίπισσα και οι άλλοι δύο έφτασαν στα διαμερίσματά της χωρίς κανένα επεισόδιο. Τα πάντα ήταν ήσυχα στο παλάτι. Η Λισρρέτα τούς είπε πού ν’αφήσουν τα πράγματα που κουβαλούσαν και πού να καθίσουν για να ξεκουραστούν. Η Αλιζέτ παρατηρούσε τον χώρο όπως ένα θηρίο παρατηρεί το περιβάλλον του, θέλοντας να ξέρει τα πάντα σε περίπτωση κινδύνου.

«Τι ψάχνεις;» τη ρώτησε ο Όρνιφιμ, καθώς η Λισρρέτα πήγαινε σ’ένα άλλο δωμάτιο.

«Καλώδια,» του ψιθύρισε εκείνη. «Αλλά νομίζω ότι είμαστε ασφαλείς από κοριούς.» Και πήγε να κοιτάξει πίσω από ένα τραπεζάκι. «Ναι. Το μόνο καλώδιο που περνά από τούτο το δωμάτιο είναι αυτό που φέρνει ενέργεια από την εστία προς το σύστημα θέρμανσης. Θα κοιτάξω και στ’άλλα δωμάτια· να είσαι φρόνιμος.»

Εν τω μεταξύ, ο Ζίρτελον ακόμα ονειρευόταν, μπορούσε να καταλάβει ο Τάμπριελ. Δεν είχε συνέλθει, αλλά σίγουρα δεν ήταν νεκρός. Πρέπει, όμως, να ξυπνήσει. Σύντομα. Για να μάθουμε πού βρίσκονται αυτός και ο Άτβος.

«Ξεκουράσου,» είπε η Ανταρλίδα. «Θα φυλάμε βάρδιες εγώ κι ο Ραφέλνες.»

Ο Τάμπριελ απομάκρυνε το μυαλό του από τη νοημοσύνη του πνεύματος του Μεγάλου Ιεράρχη. «Κανένας δεν χρειάζεται να φυλά βάρδιες· θα υφάνω μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως. Κι εσείς έχετε ανάγκη από ξεκούραση.»

Η Ανταρλίδα τον κοίταξε διστακτικά για λίγο, ύστερα όμως κατένευσε.

Έτσι, ο Τάμπριελ είχε υφάνει τη Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως και όλοι τους είχαν κοιμηθεί. Και η νύχτα είχε περάσει χωρίς καμια δυσάρεστη έκπληξη. Αν ο Υπασπιστής Καρτάφες σκεφτόταν να τους προδώσει, μάλλον δεν είχε αποφασίσει να κάνει την κίνησή του ακόμα.

Όταν το κάλεσμα δόνησε το μυαλό του, ο Τάμπριελ άνοιξε τα μάτια ξυπνώντας. Κάποιος από τους Ιεράρχες τον ειδοποιούσε, για να έρθει σε επαφή μαζί τους.

Ανασηκώθηκε και, στο φως του φακού που ήταν ακουμπισμένος επάνω σ’έναν μισοδιαλυμένο αργαλειό, είδε ότι η Ανταρλίδα και ο Ραφέλνες ακόμα κοιμόνταν. Ο Ιερός Μαχητής των Οστών ήταν καθισμένος σε μια πανάρχαια κουνιστή πολυθρόνα, με το μεγάλο του σπαθί στην αγκαλιά του· έμοιαζε με μικρό παιδί που κρατούσε το παιχνίδι του στον ύπνο. Η Μαύρη Δράκαινα ήταν κουλουριασμένη πλάι στον Τάμπριελ, επάνω σε μια γούνα που είχε βρει μέσα σ’ένα μπαούλο και είχε απλώσει στο πάτωμα.

Ο Τάμπριελ ήταν ξαπλωμένος σε μια παλιά κουβέρτα που είχαν ανακαλύψει μέσα στο ίδιο μπαούλο (το οποίο, κατά τα άλλα, περιείχε υφάσματα, κλωστές, και μία τρύπια κάλτσα). Το ραβδί του το είχε αφημένο δίπλα του, έτσι αμέσως το έπιασε και ήρθε σε επαφή με τους Ιεράρχες.

Ο Ζίρτελον είχε ξυπνήσει – γι’αυτό τον είχε καλέσει ο Όρνιφιμ.

Ο Άτβος ήταν γονατισμένος πλάι στον Ζίρτελον. «Πώς αισθάνεσαι; Ήσουν αναίσθητος για πολλές ώρες. Με καταλαβαίνεις τώρα;» Γύρω τους ήταν ένα σκοτεινό, πολύ σκοτεινό δάσος. Το φως της αυγής μετά βίας περνούσε. Οι Δασότοποι της Σκιάς. Σίγουρα, σκέφτηκε ο Τάμπριελ.

«Ναι,» έκρωξε ο Ζίρτελον, μιλώντας με δυσκολία.

«Θέλεις λίγο νερό;» Η Ιλρίνα’νορ γονάτισε επίσης, κρατώντας ένα φλασκί.

«Ναι… ευχαριστώ.» Ο Ζίρτελον ήπιε. Όχι πολύ. Συγκρατημένα. Ήξερε ότι έπρεπε να είναι επιφυλακτικός σε τέτοιες περιπτώσεις. Ήταν συνηθισμένος σε κακουχίες και τραυματισμούς.

«Χτύπησες το κεφάλι σου,» του είπε ο Άτβος. «Το έχουμε δέσει. Δεν πρέπει να είναι και πολύ σοβαρό το τραύμα.»

Ο Ζίρτελον ψηλάφησε το κεφάλι του, αισθάνθηκε τον επίδεσμο κάτω από τα δάχτυλά του. «Ευχαριστώ, Πρόμαχε… Πού είμαστε;»

«Στους Δασότοπους της Σκιάς.» (Είχα δίκιο, σκέφτηκε ο Τάμπριελ.) «Ήταν ο μόνος δρόμος για να ξεφύγουμε από τον Επόπτη. Μετά το ναυάγιο, έστειλε ελικόπτερα, κι έπρεπε να τους κρυφτούμε. Χτες, όλη μέρα, ακούγαμε έλικες να περνάνε από πάνω μας. Ευτυχώς δεν είναι εύκολο να μας εντοπίσουν εδώ μέσα· είναι πολύ πυκνό το μέρος.» (Πρέπει να τα λέει, συγχρόνως, και για εμένα. Το ξέρει ότι μέσω του Ζίρτελον θα τα μάθω.) «Ο Επόπτης, υποθέτω, βρίσκεται ακόμα στην Τάσνερακ.»

«Πόσο ήμουν αναίσθητος;»

«Μιάμιση μέρα. Πού είναι ο Τάμπριελ; Τι έγινε με τη Λισρρέτα;»

Ο Ζίρτελον, που είχε όλες αυτές τις πληροφορίες σαν κανονικές μνήμες μέσα στο μυαλό του, του είπε.

«Δε θα προλάβουμε να πάμε στην Τάσβεραλ και να βοηθήσουμε,» συμπέρανε, φανερά δυσαρεστημένος, ο Άτβος. «Χρειαζόμαστε μέρες για να διασχίσουμε τους δασότοπους.»

«Ο Μεγάλος Προφήτης συμβουλεύει να μη βιαστούμε, και να προσέχουμε τα ελικόπτερα. Λέει πως ήδη βοηθήσαμε απομακρύνοντας τον Επόπτη απ’την Τάσβεραλ.»

Η Λισρρέτα είπε, τότε, στον Όρνιφιμ ότι ήταν ώρα να ξεκινήσουν, και ο Τάμπριελ έστρεψε αμέσως τη νοητική του προσοχή προς τα εκεί. «Θα ειδοποιήσω τον Υπασπιστή μου,» είπε η Πριγκίπισσα. «Είναι ο Τάμπριελ έτοιμος;»

«Φυσικά, Υψηλοτάτη,» αποκρίθηκε ο Όρνιφιμ.

Η Λισρρέτα άνοιξε έναν επικοινωνιακό δίαυλο και κάλεσε τον Υπασπιστή της.

Ο Τάμπριελ ξύπνησε την Ανταρλίδα αγγίζοντας το γόνατό της, ενώ συγχρόνως έλεγε, δυνατά αλλά χωρίς να φωνάζει: «Ραφέλνες!»

Τα γαλανά μάτια του Ιερού Μαχητή των Οστών άνοιξαν.

«Ήρθε η ώρα,» είπε ο Τάμπριελ, καθώς σηκωνόταν όρθιος.

Η Ανταρλίδα ήταν ήδη στα πόδια της.

98.

«Έλα στα διαμερίσματά μου, Καρτάφες,» ζήτησε η Λισρρέτα, κι εκείνος αποκρίθηκε μέσα από τον δίαυλο: «Έρχομαι αμέσως, Πριγκίπισσά μου.»

Η Λισρρέτα τον περίμενε μέσα στο καθιστικό, όρθια, ντυμένη και ποδεμένη, κι έχοντας ένα στολισμένο ξιφίδιο θηκαρωμένο στη ζώνη της. Στον Όρνιφιμ και στην Αλιζέτ είχε πει να μείνουν στο διπλανό δωμάτιο, για καλό και για κακό. «Μπορεί να σας θυμάται,» τους είχε τονίσει, «και να σας αναγνωρίσει. Καλύτερα να είμαστε επιφυλακτικοί.»

Ευτυχώς τα παιδιά μου είναι ασφαλή…

Η Λισρρέτα αισθανόταν πολύ ήρεμη, τώρα που η στιγμή είχε φτάσει. Θα το έκανε για τον Ρέτβελνος, τον σύζυγό της που δεν ήθελε τους Παντοκρατορικούς εδώ. Θα το έκανε για τον λαό της, που επίσης δεν ήθελε τους Παντοκρατορικούς εδώ. Θα το κάνω και για τον εαυτό μου. Ούτε εκείνη ήθελε τους Παντοκρατορικούς στο Πριγκιπάτο της, παρότι είχε συμβιβαστεί με το γεγονός ότι βρίσκονταν – και πάντα θα βρίσκονταν – στη Βίηλ. Η Λισρρέτα ήταν κοριτσάκι όταν είχαν πρωτοέρθει. Είχε μεγαλώσει με την παρουσία τους από πάνω της, σαν υψωμένο σπαθί.

Η εξώπορτα των διαμερισμάτων της άνοιξε (την είχε αφήσει ξεκλείδωτη) και ο ξάδελφος και Υπασπιστής της μπήκε, ερχόμενος στο καθιστικό.

«Πριγκίπισσά μου,» είπε, ως χαιρετισμό. Ήταν φανερά σφιγμένος, κι απέφευγε τα μάτια της.

Έχει αμφιβολίες για εμένα. Αμφιβολίες… «Καρτάφες.» Έκανε τη φωνή της ν’ακουστεί σταθερή, βέβαιη για τον εαυτό της. Εγώ, τουλάχιστον, οφείλω να πιστεύω στον εαυτό μου. «Πήγαινε και πρόσταξε τους φρουρούς μας να συλλάβουν όλους τους Παντοκρατορικούς, να τους ρίξουν στα μπουντρούμια, και να ασφαλίσουν το παλάτι.»

«Λισρρέτα…» Ο Καρτάφες κόμπιασε.

«Δε μ’εμπιστεύεσαι, Καρτάφες;»

«Φυσικά. Όμως… μήπως αυτή η κίνηση είναι… λιγάκι βιαστική;»

«Καθόλου. Έπρεπε να είχε γίνει εδώ και χρόνια.» Η Λισρρέτα τρόμαζε τον εαυτό της, αλλά δεν έκανε πίσω. Τα παιδιά μου είναι ασφαλή, στο κάστρο της Νέλερβικ, με τη Βασνίτα Κάλνεραχ.

«Γι’αυτό μόνο με κάλεσες;»

«Δεν είναι αρκετό;»

«Μπορούσες να με είχες προστάξει και μέσω του διαύλου…» Υπήρχε δυσαρέσκεια στη φωνή του· η όψη του έλεγε: Δεν με υπολογίζεις;

Δεν είναι έτσι, Καρτάφες, σκέφτηκε η Λισρρέτα, αλλά πρέπει να κινηθούμε γρήγορα, όπως είπε κι η Ανταρλίδα. Δεν έχουμε χρόνο για περισσότερα λόγια. «Προτιμώ να μιλάω αυτοπροσώπως για σημαντικά πράγματα,» του απάντησε, αν και η αλήθεια ήταν πως η Αλιζέτ την είχε προειδοποιήσει ότι οι δίαυλοι του παλατιού μπορεί να παρακολουθούνταν από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας, επομένως ήταν καλύτερα να μην ειπωθεί τίποτα ουσιώδες ή ύποπτο μέσω αυτών.

«Μάλιστα,» είπε ο Καρτάφες. «Πηγαίνω, τότε.» Κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση, έφυγε.

Η Αλιζέτ και ο Όρνιφιμ βγήκαν απ’το διπλανό δωμάτιο, ακόμα ντυμένοι σαν υπηρέτες. «Δε μ’αρέσει ο τρόπος του,» είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα.

«Είναι φυσικό να είναι διστακτικός,» εξήγησε η Λισρρέτα.

«Υψηλοτάτη!» είπε ξαφνικά ο Όρνιφιμ. «Κάποιοι είναι στα υπόγεια!»

Η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ στράφηκε να τον κοιτάξει, αιφνιδιασμένη. «Κι ο Τάμπριελ;»

99.

«Κάποιοι έρχονται!» Η Ανταρλίδα είχε αμέσως ακούσει τα βήματα. «Κλείσ’ το φακό!» είπε στον Ραφέλνες.

Ο Ιερός Μαχητής των Οστών πήρε τη μοναδική πηγή φωτός από τον μισοδιαλυμένο αργαλειό και την έσβησε. Σκοτάδι τούς τύλιξε.

Ο Τάμπριελ εξακολουθούσε να βρίσκεται σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη. Όποιοι κι αν έρχονταν, γνώριζε ότι δεν μπορεί να ήταν άνθρωποι της Λισρρέτα. Επομένως… τι; Παντοκρατορικοί; Ο Υπασπιστής, τελικά, μας πρόδωσε; Πρόδωσε την Πριγκίπισσά του;

Η Ανταρλίδα συνέχιζε να αφουγκράζεται, και καταλάβαινε ότι τα βήματα πλησίαζαν. Τράβηξε το σπαθί της από την πλάτη της κι ένα ξιφίδιο από τη μπότα της. Παραδίπλα άκουσε τον Ραφέλνες να ξεθηκαρώνει το δικό του σπαθί, μες στο σκοτάδι.

Φως φάνηκε στο βάθος. Φακός. Φιγούρες έρχονταν. Λευκοντυμένες. Καμια ντουζίνα τουλάχιστον.

«Παντοκρατορικοί,» ψιθύρισε η Ανταρλίδα.

«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ, που κι εκείνος τούς είχε δει. «Ετοιμαστείτε. Θα κάνω κάτι για ν’αποσπάσω την προσοχή τους. Μόλις αποπροσανατολιστούν, χτυπήστε τους.»

Οι Παντοκρατορικοί φάνηκαν να έρχονται πιο κοντά. Γυμνωμένο ατσάλι γυάλιζε στα χέρια τους. Δεν αστειεύονταν· ήταν εδώ προετοιμασμένοι να χύσουν αίμα.

Ο Τάμπριελ μπορούσε να επικαλεστεί τις τηλεκινητικές δυνάμεις του Μεγάλου Ιεράρχη, αν ήθελε, αλλά προτίμησε να κάνει απλά ένα Ξόρκι Τηλεκινήσεως. Διέκοψε την επαφή του με τον Μεγάλο Ιεράρχη, για να είναι καλύτερα επικεντρωμένος στον εαυτό του, και υποτονθόρυσε τα λόγια για το ξόρκι ενώ εστίαζε το βλέμμα του σε κάτι βαρέλια που μπορούσε να διακρίνει μες στο σκοτάδι των υπογείων. Ένα απ’αυτά που βρίσκονταν κάτω-κάτω κουνήθηκε, φαινομενικά από μόνο του. Ο Τάμπριελ το τράβηξε με περισσότερη θεληματική δύναμη: το βαρέλι έφυγε απ’τη θέση του, κι αυτά που ήταν από πάνω του έπεσαν σαν καταρράκτης.

Οι Παντοκρατορικοί στράφηκαν, ξαφνιασμένοι. Ένας χτυπήθηκε από ένα βαρέλι και σωριάστηκε· το σπαθί του τινάχτηκε στον αέρα, στροβιλιζόμενο.

Η Ανταρλίδα δεν χρειαζόταν άλλη ευκαιρία: αμέσως, άνοιξε τον φακό στη μέγιστη ισχύ με το φως να πέφτει προς τους Παντοκρατορικούς· και, έχοντας την ακτινοβολία στην πλάτη της, εφόρμησε σαν θανατηφόρα σκιά. Τινάχτηκε απ’το δωμάτιο με τις παλιατσαρίες καταπάνω στους λευκοντυμένους πολεμιστές, το σπαθί της έσχισε τον λαιμό ενός, το ξιφίδιό της κάρφωσε τα πλευρά ενός άλλου. Αίμα πετάχτηκε. Κραυγές ήδη αντηχούσαν.

Και τώρα τις συνόδεψε η κραυγή του Ραφέλνες – «Νέλερβικ! Νέλερβικ! ΝΕΛΕΡΒΙΚ!» – καθώς ο Ιερός Μαχητής ορμούσε ανάμεσα στους μαχητές της Παντοκράτειρας κραδαίνοντας το μεγάλο σπαθί του. Τσάκισε το στήθος ενός, το κρανίο ενός άλλου. Μια λεπίδα τον χτύπησε και εξοστρακίστηκε πάνω στην οστέινη αρματωσιά του.

Η Ανταρλίδα απέφυγε το χτύπημα ενός ξίφους, σπάθισε τα γόνατα της γυναίκας που το κρατούσε, σωριάζοντάς την· τινάχτηκε μπροστά, παραμερίζοντας με το σπαθί της το σπαθί ενός άλλου και μπήγοντας το ξιφίδιό της κάτω απ’το σαγόνι του. Παραδίπλα άκουγε κραυγές, ουρλιαχτά, και χτυπήματα καθώς ο Ραφέλνες τσάκιζε τους εχθρούς.

Η Ανταρλίδα απέκρουσε ένα σπαθί με το δικό της, κάρφωσε με το ξιφίδιό της τον αγκώνα του χεριού που το κρατούσε: το όπλο του Παντοκρατορικού έπεσε ενώ εκείνος ούρλιαζε. Η Ανταρλίδα τον κοπάνησε καταπρόσωπο με τη λαβή του σπαθιού της, ρίχνοντάς τον κάτω, ανάσκελα. Πάτησε με το ένα πόδι στο στήθος του κι έβαλε την αιχμή της μακριάς λεπίδας της απειλητικά μπροστά στον λαιμό του. Γύρω της, η συμπλοκή είχε τελειώσει· όλοι οι εχθροί ήταν ή νεκροί ή αναίσθητοι (πιθανότερα νεκροί, δεδομένης της έκδηλης μάνητας του Ραφέλνες εναντίον τους). Ο Τάμπριελ ήταν, επίσης, κοντά, παρατήρησε η Ανταρλίδα με τις άκριες των ματιών της, και βαστούσε το σπαθί του αιματοβαμμένο στο χέρι του.

«Ποιος σας έστειλε εδώ;» ρώτησε η Μαύρη Δράκαινα τον αιχμάλωτό της. «Ποιος μας πρόδωσε;»

100.

«Αδύνατον να με πρόδωσε έτσι ο Καρτάφες!» είπε η Λισρρέτα, καθώς ο Όρνιφιμ τής ανέφερε τι συνέβαινε στα υπόγεια. «Αδύνατον!»

«Ποιος, τότε;» είπε η Αλιζέτ, που ήταν βέβαιη ότι αυτός ο δαιμονισμένος ήταν που τους είχε προδώσει. Ποιος άλλος ήξερε ότι βρίσκονταν εδώ;

«Ο Μεγάλος Προφήτης διέκοψε την επαφή του,» ανακοίνωσε ο Όρνιφιμ. «Δεν ξέρω τώρα τι γίνεται.»

«Πρέπει να πάμε να τους βοηθήσουμε,» άρχισε η Λισρρέτα, «να–»

«Περιμένετε, Υψηλοτάτη,» τη διέκοψε η Αλιζέτ. «Περιμένετε. Να μάθουμε, πρώτα. Ο Τάμπριελ θα μας ενημερώσει αμέσως μόλις μπορέσει· είμαι βέβαιη. Κι επιπλέον, τώρα δεν προλαβαίνουμε να πάμε εκεί κάτω: ή θα νικήσουν μόνοι τους τους Παντοκρατορικούς ή όχι.»

Η Λισρρέτα την κοίταζε παραξενεμένη, και σκέφτηκε: Πώς μπορεί να είναι τόσο ψύχραιμη; Πώς μπορεί να μιλά σαν να συζητάμε τι θα φάμε για βραδινό;

Τότε, η εξώθυρα των πριγκιπικών διαμερισμάτων ακούστηκε πάλι ν’ανοίγει – και πολλά βήματα ήρθαν προς το καθιστικό.

Η Αλιζέτ είχε ήδη ένα ξιφίδιο στο χέρι της, και το ξιφίδιο βρισκόταν ήδη στον αέρα μόλις ο πρώτος πολεμιστής της Παντοκράτειρας – ένας λοχίας, απ’ό,τι έδειχναν τα διακριτικά στη στολή του – μπήκε στο δωμάτιο. Η λεπίδα καρφώθηκε στο αριστερό του μάτι, και ο άντρας έπεσε πάνω σ’αυτόν πίσω του καθώς το πρόσωπό του γέμιζε αίματα.

Με κραυγές και φωνές, οι υπόλοιποι όρμησαν μέσα στο καθιστικό τραβώντας τα όπλα τους. Το δεύτερο ξιφίδιο της Αλιζέτ, φυσικά, είχε ήδη εκτοξευτεί, και μια πολεμίστρια το δέχτηκε στον λαιμό. Ο Όρνιφιμ τράβηξε δύο δικά του ξιφίδια, αλλά δεν τα πέταξε: τα κράτησε γερά στα χέρια του και μπλέχτηκε σε μάχη μ’έναν Παντοκρατορικό.

Η Λισρρέτα υποχώρησε προς μια γωνία, ξεθηκαρώνοντας το ξιφίδιό της από τη μέση της, κοιτάζοντας τη συμπλοκή με μάτια γουρλωμένα. Είχε κάποια βασική εκπαίδευση στα όπλα, μα ποτέ δεν είχε βάλει τις γνώσεις της σε καμια ουσιαστική χρήση, και τώρα δεν ήξερε τι να κάνει.

Η Αλιζέτ, αντιθέτως, ήξερε ακριβώς τι να κάνει. Κλότσησε στο σαγόνι τον πρώτο αντίπαλο που ήρθε καταπάνω της, στέλνοντάς τον να τιναχτεί πίσω και να πέσει στο χαλί, με τον λαιμό του σπασμένο, νεκρός. Απέφυγε τη λεπίδα μιας πολεμίστριας, τη χτύπησε στα μάτια με δύο δάχτυλα του ενός χεριού, της άρπαξε το σπαθί καθώς αυτή σωριαζόταν ουρλιάζοντας, τυφλή· γύρισε το σπαθί απότομα, διαγράφοντας ένα αιματηρό ημικύκλιο στον αέρα καθώς έσκιζε τον λαιμό ενός άλλου Παντοκρατορικού· στράφηκε, μετά, και αποτελείωσε την πεσμένη πολεμίστρια καρφώνοντας τη στο στήθος.

Ο αντίμαχος του Όρνιφιμ είχε, ώς τώρα, πέσει νεκρός.

Αίματα είχαν τιναχτεί από δω κι από κει μέσα στο καθιστικό, λερώνοντας τοίχους, ταβάνι, έπιπλα. Το χαλί ήταν μουλιασμένο.

Η Αλιζέτ έτρεξε προς την έξοδο των διαμερισμάτων της Πριγκίπισσας, πανέτοιμη για τυχόν απρόσμενες επιθέσεις. Εκείνο που ήθελε να διαπιστώσει ήταν αν ο Υπασπιστής βρισκόταν κάπου κοντά. Βγαίνοντας στο κατώφλι είδε δύο άντρες να υποχωρούν στο βάθος του διαδρόμου. Κι ο ένας νόμιζε πως ήταν ο Καρτάφες.

Η Αλιζέτ θα τους ακολουθούσε, κανονικά, αλλά τώρα η δουλειά της ήταν να προστατέψει την Πριγκίπισσα, επομένως δεν ήθελε να απομακρυνθεί από αυτήν. Επέστρεψε στο καθιστικό των πριγκιπικών διαμερισμάτων.

«Υψηλοτάτη,» είπε στη Λισρρέτα, «νομίζω πως είδα τον Υπασπιστή σας να φεύγει.»

«Είσαι σίγουρη; Ήταν αυτός;» Η Λισρρέτα ακόμα κρατούσε το ξιφίδιό της στο χέρι παρότι δεν το είχε χρησιμοποιήσει ούτε στιγμή. Ένιωθε παγωμένη. Τι πλάσμα είναι αυτό; είχε σκεφτεί βλέποντας την Αλιζέτ να σκοτώνει πριν από λίγο. Άνθρωπος; Μόνο οι Ιεροί Μαχητές των Οστών πολεμούσαν έτσι – κι αυτοί δεν ήταν άνθρωποι: όχι ακριβώς.

«Είπα νομίζω,» αποκρίθηκε η Σκοτεινή Βασίλισσα. «Αλλά κατά πάσα πιθανότητα αυτός ήταν. Πρέπει εσείς να προστάξετε τους πολεμιστές σας, Πριγκίπισσά μου· δεν θα το κάνει ο Καρτάφες.»

Η Λισρρέτα κοίταξε τον Όρνιφιμ, αβέβαιη. «Η Αλιζέτ έχει δίκιο,» της είπε εκείνος.

Μεγάλοι Κολοσσοί! Ο Καρτάφες… με πρόδωσε… Ο Καρτάφες! Η Λισρρέτα ξεροκατάπιε. Γιατί;

Η Αλιζέτ τής έπιασε το μπράτσο, όχι πολύ δυνατά αλλά σταθερά. «Πριγκίπισσά μου, πρέπει να κάνετε κάτι. Τώρα.»

Η Λισρρέτα ένιωσε κατά κάποιο τρόπο μολυσμένη απ’το άγγιγμα αυτής της γυναίκας που σκότωνε με τέτοια ευκολία. Είπε όμως: «Ναι…» Και, αφού θηκάρωσε το ξιφίδιό της, άνοιξε τον δίαυλο. «Θα καλέσω από εδώ.» Κοίταξε ερωτηματικά την Αλιζέτ.

Εκείνη κατένευσε. Τι σκέφτεται η Πριγκίπισσα; απόρησε. Ότι τώρα έχει κανένα νόημα αν οι Παντοκρατορικοί παρακολουθούν τη γραμμή της ή όχι;

Η Λισρρέτα κάλεσε το φυλάκιο–

–και διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή μαζί του. Το σήμα… δεν έφτανε εκεί.

«Κάτι δεν…» κόμπιασε, «κάτι δεν πηγαίνει καλά…»

«Έκοψαν τη γραμμή,» είπε η Αλιζέτ. «Πρέπει να πάτε αυτοπροσώπως, Υψηλοτάτη.»

«Ναι,» συμφώνησε η Λισρρέτα χωρίς δισταγμό. «Αλλά μια στιγμή.»

«Πριγκίπ–»

Προτού η Αλιζέτ την προλάβει, η Λισρρέτα έφυγε απ’το καθιστικό κι όταν επέστρεψε, μετά από λίγο, είχε ένα κράνος στο κεφάλι κι ένα σπαθί στο χέρι. Ήταν και τα δύο του Ρέτβελνος, του νεκρού συζύγου της. Είχαν συναισθηματική αξία για εκείνη, και τώρα η Λισρρέτα πίστευε πως ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή για να τα βάλει σε χρήση.

«Ελάτε,» είπε στην Αλιζέτ και στον Όρνιφιμ, κι εκείνοι ακολούθησαν την Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ που έβγαινε αποφασιστικά από τα διαμερίσματά της.

101.

«Ποιος;» φώναξε η Ανταρλίδα, πιέζοντας την αιχμή του σπαθιού της επάνω στον λαιμό του πεσμένου Παντοκρατορικού. «Πες μας, αλλιώς είσαι νεκρός!»

«…Ο Υπασπιστής,» έκρωξε ο άντρας. «Ο Υπασπιστής Καρτάφες ήταν…»

Η Ανταρλίδα τον σκότωσε.

Ο Τάμπριελ ήρθε σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη, και έμαθε αμέσως τι είχε μόλις συμβεί στα διαμερίσματα της Πριγκίπισσας. Το είπε στην Ανταρλίδα και στον Ραφέλνες, και πρόσθεσε: «Πηγαίνουν στο φυλάκιο των φρουρών του παλατιού, τώρα.»

«Επομένως, κι εμείς εκεί πηγαίνουμε,» είπε ο Ιερός Μαχητής των Οστών, τινάζοντας, με μια απότομη κίνηση, αίματα και θραύσματα κοκάλων από τη μακριά λεπίδα του σπαθιού του.

102.

Γύρω απ’τα διαμερίσματά της, η Λισρρέτα δεν είδε κανέναν από τους φρουρούς της στους διαδρόμους. Κάποιος τούς είχε διώξει. Ο Καρτάφες, κατά πάσα πιθανότητα. Δεν θα υπάκουγαν έναν Παντοκρατορικό αξιωματικό που τους έλεγε να φύγουν· θα υπάκουγαν, όμως, τον Υπασπιστή της Πριγκίπισσας, τον οποίο ήξεραν τόσο καιρό. Με πρόδωσε… Πώς μπόρεσε να με προδώσει;… Γιατί;…

Πολεμιστές της Παντοκράτειρας στέκονταν σε μια διασταύρωση των διαδρόμων η οποία σχηματιζόταν κάτω από μια λαξευτή καμάρα. «Πριγκίπισσα Λισρρέτα,» είπε ο αξιωματικός τους, «πρέπει να σας συλλάβουμε για υπόθαλψη αποστατών μέσα στο παλάτι σας.»

«Δεν καταλαβαίνω–» αποκρίθηκε η Λισρρέτα, αλλά προτού ολοκληρώσει τη φράση της η Αλιζέτ εκτόξευσε δύο ξιφίδια καταπάνω στους Παντοκρατορικούς – και βρήκαν και τα δύο τον στόχο τους, σκοτώνοντας.

Ο Όρνιφιμ τράβηξε την Πριγκίπισσα πίσω του, κι απέκρουσε το σπαθί ενός μαχητή της Παντοκράτειρας ανάμεσα στις σταυρωμένες λεπίδες των ξιφιδίων του. Ύστερα τον κλότσησε πετώντας τον πίσω, κι ένας άλλος πήρε τη θέση του. Η Αλιζέτ, έχοντας τώρα τραβήξει το σπαθί της, απέφυγε μια λεπίδα και κάρφωσε τον χειριστή της στην κοιλιά, διαπερνώντας την πανοπλία του.

«Παραδοθείτε!» φώναξε κάποιος Παντοκρατορικός. Ο Όρνιφιμ και η Αλιζέτ τον αγνόησαν, συνεχίζοντας να μάχονται. Η Λισρρέτα χτύπησε μια λευκοντυμένη πολεμίστρια με το σπαθί της, επιτιθέμενη από το άνοιγμα ανάμεσα στη Μαύρη Δράκαινα και στον Όρνιφιμ.

Από το βάθος, νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει φασαρία. Φωνές και βήματα. Κάποιοι είχαν ανησυχήσει από τον θόρυβο και την κλαγγή των όπλων. Οι φρουροί μου… Μπορεί ν’απομάκρυναν, με δόλιο τρόπο, αυτούς που βρίσκονταν γύρω απ’τα διαμερίσματά μου, μα αποκλείεται να τους έδιωξαν όλους απ’το παλάτι.

Και πράγματι, καθώς ο Όρνιφιμ και η Αλιζέτ μάχονταν κατά των Παντοκρατορικών, από μια άλλη μεριά της διασταύρωσης παρουσιάστηκαν πολεμιστές του παλατιού, και η Λισρρέτα τούς φώναξε: «Βοηθήστε με! Επιτεθείτε στους Παντοκρατορικούς! Επιτεθείτε στους Παντοκρατορικούς!» Οι παλατιανοί φρουροί, αναγνωρίζοντας τη φωνή της Πριγκίπισσάς τους, δεν δίστασαν να την υπακούσουν – είναι ακόμα πιστοί σε μένα! – και οι μαχητές της Παντοκράτειρας βρέθηκαν κλεισμένοι ανάμεσα σε δύο αντιπάλους. Ο ένας μετά τον άλλο σωριάζονταν, χτυπημένοι. Κάποιοι επιχείρησαν να ρίξουν τα όπλα τους κάτω και να παραδοθούν, αλλά η συμπλοκή είχε αγριέψει τόσο που οι αντίμαχοί τους απλά τους σκότωσαν καθώς βρήκαν άνοιγμα στην άμυνά τους.

«Υψηλοτάτη,» είπε ένας από τους φρουρούς του παλατιού, υποκλινόμενος μπροστά στη Λισρρέτα. «Τι σημαίνει αυτό; Προσπάθησαν να σας δολοφονήσουν;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, που το σπαθί της – το σπαθί του Ρέτβελνος – ήταν αιματοβαμμένο όπως και των υπολοίπων. «Και θέλω να συλλάβετε όλους τους Παντοκρατορικούς και να τους ρίξετε στα μπουντρούμια. Δεν θέλω να έχω κανέναν απ’αυτούς ελεύθερο μέσα στο παλάτι μου!»

«Θα γίνει, Πριγκίπισσά μου,» αποκρίθηκε ο φρουρός.

«Και θέλω επίσης,» ανάγκασε η Λισρρέτα τον εαυτό της να πει, «να συλλάβετε τον Υπασπιστή μου, τον Βαρόνο Καρτάφες. Διότι με πρόδωσε συμμαχώντας με τους εχθρούς μου.»

103.

Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, και ο Ραφέλνες συνάντησαν την Πριγκίπισσα, την Αλιζέτ, και τον Όρνιφιμ κοντά στο φυλάκιο των φρουρών του παλατιού, όπου οι πολεμιστές της Λισρρέτα είχαν ήδη αρχίσει να κινητοποιούνται. Η συνάντησή τους δεν ήταν τυχαία· ο Τάμπριελ και ο Όρνιφιμ βρίσκονταν σε άμεση νοητική επαφή.

«Ευτυχώς είσαι καλά, Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ.

«Με συγχωρείτε για ό,τι συνέβη,» είπε η Λισρρέτα. «Εξαιτίας μου παραλίγο να–»

«Το φταίξιμο δεν ήταν δικό σου. Ο Καρτάφες σε πρόδωσε.»

Η Λισρρέτα έσμιξε τα χείλη. «Ακόμα εύχομαι να μην ήταν αυτός, να έχω κάνει λάθος…»

«Αυτός ήταν,» είπε η Ανταρλίδα. «Το μαρτύρησε ένας από τους Παντοκρατορικούς προτού πεθάνει.»

Ένας παλατιανός πολεμιστής πλησίασε, τότε, τη Λισρρέτα, πάνοπλος και λέγοντας: «Υψηλοτάτη. Είναι αλήθεια; Οι διαταγές μας είναι να αιχμαλωτίσουμε όλους τους Παντοκρατορικούς που βρίσκονται μέσα στο παλάτι; Καθώς επίσης και τον Υπασπιστή;»

«Ναι, Αρχιμαχητή,» αποκρίθηκε η Λισρρέτα. «Κανένας Παντοκρατορικός δεν θα είναι, από εδώ και στο εξής, στο παλάτι μου, και κανένας σύμμαχός τους.»

Ο Αρχιμαχητής των πολεμιστών της υποκλίθηκε γρήγορα και έφυγε, προστάζοντας τους φρουρούς να τον ακολουθήσουν.

Η Λισρρέτα ζήτησε από μερικούς άλλους να τη συνοδέψουν και, μαζί με τον Τάμπριελ και τους υπόλοιπους, πήγαν προς την Αίθουσα του Θρόνου. Σε πολλούς διαδρόμους και αίθουσες του παλατιού συμπλοκές διεξάγονταν, αλλά δεν υπήρξε λόγος να μπλεχτούν σε καμία· κανένας δεν είχε χρόνο να τους επιτεθεί, και οι παλατιανοί φρουροί έδειχνε να έχουν το πάνω χέρι.

Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα ανέβηκε τα τρία μεγάλα σκαλοπάτια του μαρμάρινου βάθρου και κάθισε στον Θρόνο του Τάσβεραλ, ενώ οι άλλοι στέκονταν μπροστά της, απλωμένοι δεξιά κι αριστερά, με τα όπλα τους έτοιμα στα χέρια γιατί ακόμα κι εδώ, ακόμα και τώρα, κανείς δεν ήταν βέβαιος ότι οι Παντοκρατορικοί δεν θα επιχειρούσαν κάποιο ύπουλο κόλπο.

Ο Αρχιμαχητής και οι παλατιανοί φρουροί δεν άργησαν να φέρουν στην αίθουσα τον Υπασπιστή Καρτάφες και την Κελδάρη, τη σύζυγο του Καρλ Βέρινλωφ, με τα χέρια τους δεμένα πίσω από την πλάτη. Ο ξάδελφος της Λισρρέτα είχε μια μεγάλη μελανιά στην αριστερή μεριά του προσώπου του· πρέπει να είχε προσπαθεί να αντισταθεί.

«Με πρόδωσες σ’αυτούς τους τυράννους!» φώναξε η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ, καθώς σηκωνόταν απ’τον θρόνο της. Τώρα είχε το σπαθί της θηκαρωμένο στη μέση της, και το κράνος της αφημένο πλάι στο ψηλό κάθισμα. «Ήσουν Βαρόνος του Πριγκιπάτου! Υπασπιστής μου. Ξάδελφός μου. Και προτίμησες να συμμαχήσεις μ’αυτούς τους εξωδιαστασιακούς!»

«Κι εσύ, Λισρρέτα;» γρύλισε ο Καρτάφες. «Δεν έχεις συμμαχήσει με εξωδιαστασιακούς; Τι είναι αυτός ο κοκκινόδερμος μάγος;» ούρλιαξε, και η φωνή του αντήχησε μες στη μεγάλη αίθουσα. «Το ξέρεις πως είναι πρώην σύζυγος της Παντοκράτειρας; Αποστάτης; Θα μας κυνηγήσουν απ’όλο το Γνωστό Σύμπαν! Θα μας κάνουν κομμάτια! Προσπάθησα να σε σώσω! Να σώσω το Πριγκιπάτο!»

«Ολόκληρη η Βίηλ επαναστατεί εναντίον της Παντοκράτειρας,» του είπε ο Ραφέλνες. «Το Πριγκιπάτο δεν χρειαζόταν τη… σωτηρία που του πρόσφερες.» Η κατάκριση ήταν καταφανής στη φωνή του (παρότι ο Ιερός Μαχητής των Οστών, θυμήθηκε ο Τάμπριελ, κάποτε είχε περίπου την ίδια γνώμη με τον Υπασπιστή της Πριγκίπισσας του Τάσβεραλ).

«Με πρόδωσες,» είπε η Λισρρέτα. «Αν τα πράγματα είχαν πάει όπως τα είχες σχεδιάσει, τώρα θα με είχες ρίξει σε κάποιο μπουντρούμι–»

«Απλώς θα σε κρατούσαν υπό περιορισμό–» προσπάθησε να εξηγήσει ο Καρτάφες.

«Αιχμάλωτη;» φώναξε η Λισρρέτα. «Είμαι η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ! Δε θα με κρατήσεις ούτε εσύ ούτε οι Παντοκρατορικοί σύμμαχοί σου αιχμάλωτη!» Ήταν εκτός εαυτού. Τόσα πολλά πράγματα είχαν συμβεί, παλιότερα και πιο πρόσφατα στη ζωή της, και ένιωθε παράξενα φορτισμένη από όλα. Απελευθερωμένη εξαιτίας της απουσίας των παιδιών της· γεμάτη με οργή για τον θάνατο (τη δολοφονία;) του Ρέτβελνος· εξαγριωμένη και επιθυμώντας εκδίκηση για την προδοσία του Καρτάφες. «Το παιχνίδι σας στο Πριγκιπάτο μου τελείωσε!» Και προς τους φρουρούς της: «Ρίξτε αυτόν τον προδότη στα μπουντρούμια μαζί με τους Παντοκρατορικούς φίλους του!»

Οι παλατιανοί πολεμιστές άρπαξαν τον Καρτάφες και τον τράβηξαν προς την έξοδο της αίθουσας. Εκείνος δεν προσπάθησε να μεταπείσει την ξαδέλφη του· μάλλον, είχε καταλήξει ότι δεν μπορούσε να μεταπειστεί.

Η Λισρρέτα στράφηκε στην Κελδάρη, η οποία ήταν φανερά φοβισμένη μα δεν έκλαιγε ούτε φώναζε. Είναι σύζυγός του· δεν μπορώ να την αφήσω να τριγυρίζει ελεύθερη. «Σου έχει πει ο Επόπτης πότε σκοπεύει να επιστρέψει στην Τάσβεραλ;»

Η Κελδάρη ξεροκατάπιε. «Όχι, Πριγκίπισσά μου… Δε μου λέει τα σχέδιά του.»

Η Λισρρέτα περίμενε αυτή την απάντηση. Κάθισε στον θρόνο της. «Δε θα σε βάλω στα μπουντρούμια,» είπε. «Θα σε οδηγήσουν οι φρουροί μου σ’ένα δωμάτιο. Αλλά θα μείνεις εκεί· μην ξεχνάς ότι είσαι αιχμάλωτη.»

«Ευχαριστώ, Υψηλοτάτη.»

«Όταν οι Παντοκρατορικοί έχουν διωχτεί από το Πριγκιπάτο μου, θα σε ελευθερώσω,» δήλωσε η Λισρρέτα, «εκτός αν προσπαθήσεις να στραφείς εναντίον μου ώς τότε.»

«Δε θα κάνω τίποτα, Υψηλοτάτη. Το υπόσχομαι.»

Η Λισρρέτα ένευσε· κι ύστερα στράφηκε στους φρουρούς της και τους έκανε νόημα, με το χέρι, να πάρουν την Κελδάρη. Εκείνοι υπάκουσαν, απομακρύνοντας τη σύζυγο του Επόπτη από την Αίθουσα του Θρόνου.

«Αρχιμαχητή!» είπε η Λισρρέτα.

Ο αρχηγός των φρουρών της πλησίασε τον θρόνο. «Προστάξτε, Πριγκίπισσά μου.»

«Έχουμε τον πλήρη έλεγχο του παλατιού;»

«Μάλιστα, Υψηλοτάτη.»

«Τότε, πρέπει να πάρουμε και τον πλήρη έλεγχο της πρωτεύουσας του Πριγκιπάτου μου.»

104.

Η Αλθαρέτ έμενε στην καρδιά της Νιλκάριχ, σ’ένα σπίτι γεμάτο γάτες. Η Φενίλδα είδε γάτες μαύρες με πράσινα γυαλιστερά μάτια, γάτες καφετιές με μάτια μαύρα σαν κάρβουνα, γάτες ολόλευκες, γάτες ζωηρές, γάτες που κάθονταν βαριεστημένα και χασμουριόνταν, μια γάτα με κατάλευκο τρίχωμα αλλά μαύρη ουρά, μαύρα αφτιά, και μαύρες πατούσες, μια γάτα μονόφθαλμη, μια γάτα με τρίχωμα τόσο φουντωτό που έμοιαζε νάναι κάποιο θηρίο από τη Φεηνάρκια. Μια γάτα άρχισε ν’ακολουθεί τη Φενίλδα και να μπλέκεται συνέχεια στα πόδια της σαν να την είχε, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, συμπαθήσει.

Η Αλθαρέτ φάνηκε να χάρηκε που είδε τη Λαμρίτ· τη φίλησε και στα δύο μάγουλα, ηχηρά· χαμογελώντας. Επίσης, γνώριζε και τον Δάρυλμος από παλιά (όπως και ο Τζανάθρες), και αντάλλαξε μια χειραψία μαζί του με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο τον έσφιξε ανάμεσα στα πόδια. Ο Δάρυλμος – παραδόξως, νόμιζε η Φενίλδα – δεν φάνηκε και τόσο ξαφνιασμένος. Χαμογέλασε αποκαλώντας τη «λιμασμένη κωλόγρια», αν και δεν μπορεί να ήταν και πολύ μεγαλύτερη από τη Λαμρίτ. Άντε να ήταν στην ηλικία του Τζανάθρες. Είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, και τα μαλλιά της ήταν καστανά και σγουρά. Από το αριστερό της αφτί κρεμόταν ένας μεγάλος, αργυρός κρίκος· από το λαιμό της ένα αργυρό περιδέραιο με πλατείς, λαξευτούς δίσκους. Φορούσε ένα στενό, μπλε πουκάμισο, καφετιά δερμάτινη βράκα, και βάδιζε ξυπόλυτη. Δεν έδειξε να προσβάλλεται από την απάντηση του Δάρυλμος.

Τους οδήγησε σ’έναν μεγάλο εξώστη του σπιτιού της, ο οποίος ήταν γεμάτος φυτά και ξύλινους πάγκους όπου μπορούσαν να καθίσουν. Στο κέντρο υπήρχε ένα ξύλινο τραπέζι με πόδια λαξευτά σαν πελώρια φίδια. Ένας όμορφα ντυμένος χρυσόδερμος υπηρέτης τούς γέμισε κούπες με τσάι και άφησε μερικά γλυκίσματα, επιπλέον, επάνω στο τραπέζι. Ρώτησε την κυρία αν θα επιθυμούσε να φέρει και τίποτε άλλο, αλλά η Αλθαρέτ τού αποκρίθηκε ότι μπορούσε να πάει τώρα να ταΐσει τις γάτες στον πίσω κήπο.

Η γάτα που ακολουθούσε τη Φενίλδα πήδησε πάνω στα γόνατά της νιαουρίζοντας καθώς τριβόταν επάνω της. Ελπίζω, σκέφτηκε η μάγισσα, υπομειδιώντας, να μην είναι αυτή μία από τις γάτες του πίσω κήπου και κατά λάθος να βρίσκεται εδώ…

Η Αλθαρέτ ρώτησε: «Τι θέλει η Επανάσταση από την Αλθαρέτ τη Μεγάλη Γάτα, Λαμρίτ;»

Η Λαμρίτ ήπιε μια γουλιά από το αρωματισμένο τσάι της και της εξήγησε πώς είχε η κατάσταση, λέγοντας της αυτά που είχε πει και στον Τζανάθρες, και μην παραλείποντας να τονίσει ότι είχε μιλήσει στον Κοκαλοφαγωτή ο οποίος είχε αποκριθεί ότι ήταν πρόθυμος να βοηθήσει την Επανάσταση.

Η Αλθαρέτ είχε, καθώς την άκουγε, στρίψει ένα τσιγάρο και τώρα κάπνιζε αφού το είχε ανάψει μ’ένα απ’τα ειδικά σπίρτα της Βίηλ. Ήταν απλωμένη σ’έναν ολόκληρο πάγκο από μόνη της, με το ένα της πόδι επάνω και το άλλο στο δάπεδο. «Δε μοιάζει άσχημη η πρότασή σου, Λαμρίτ,» παρατήρησε. «Άμα είναι μέσα κι όλοι οι άλλοι της Καλόγνωμης, είναι μέσα κι η Μεγάλη Γάτα. Σίγουρα ο Κοκαλοφαγωτής συμφώνησε;»

«Αυτό που είπες εσύ τώρα είπε κι αυτός,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Θα βοηθήσει αν κι οι υπόλοιποι βοηθήσετε. Οι άλλοι δύο, όμως, λείπουν απ’τη Νιλκάριχ. Θα πρέπει να τους περιμένουμε να επιστρέψουν για να τους μιλήσω. Ο Τζανάθρες υποσχέθηκε να μην πάει πουθενά ώς τότε…» Και κοίταξε ερωτηματικά την Αλθαρέτ.

Εκείνη είπε: «Ο Βαρνάδος έχει κάτι δουλειές στις νότιες όχθες της λίμνης· δε νομίζω ν’αργήσει. Ο Ταλμάρος δεν ξέρω πού αρμενίζει.»

«Θα τους περιμένεις;»

Η Αλθαρέτ ανασήκωσε τους ώμους. «Ας είναι. Αλλά όχι και κάνα χρόνο, έχε υπόψη σου.»

«Αν είναι να περάσει κάνας χρόνος, το σχέδιό μου θάχει χαλάσει.»

Η Αλθαρέτ ένευσε και φύσηξε καπνό προς ένα φυτό πλάι της. «Θα είσαι στη Νιλκάριχ στο μεταξύ;»

«Εννοείται,» είπε η Λαμρίτ.

«Δωμάτια έχεις κανονίσει;»

«Ναι.»

«Πού;»

«Στο Δόντι

«Καλώς,» είπε η Αλθαρέτ. «Έχει αγώνα σκατοδρομίας απόψε. Άμα θέλετε ελάτε δω να τον παρακολουθήσουμε. Έχει καλή θεά, όπως βλέπεις.»

Πράγματι, η Φενίλδα είχε παρατηρήσει ότι από τον εξώστη του σπιτιού της πειρατίνας μπορούσες να δεις σχεδόν όλη την πόλη. Το κέντρο της Νιλκάριχ βρισκόταν πιο ψηλά απ’ό,τι η υπόλοιπη Νιλκάριχ, μάλλον οικοδομημένο επάνω σε λόφο.

«Σκατοδρομίας;» είπε η Θελρίτ.

Η Αλθαρέτ γύρισε να την κοιτάξει. «Δεν ήταν πάντα η Νιλκάριχ τόσο καθαρή όσο τώρα, και κάτι κάνουμε κάθε τόσο για να θυμόμαστε τις παλιές, σκατένιες μέρες.»

«Είναι καθαρή τώρα;»

Η Αλθαρέτ γέλασε. «Μεγάλωσες σε παλάτι, ε;»

Η Θελρίτ την αγριοκοίταξε.

«Πού σε ψώνισε η Λαμρίτ εσένα;»

Η Θελρίτ την αγριοκοίταξε περισσότερο.

«Τι είναι ο αγώνας σκατοδρομίας;» ρώτησε ο Καλνίρες.

Η Αλθαρέτ στράφηκε να τον κοιτάξει. «Γεμίζουμε τους μεγάλους δρόμους με σκατά ζώων και κάποιοι, ξυπόλυτοι, αρχίζουν να τρέχουν σαν παλαβοί για το ποιος θα φτάσει πρώτος στο τέρμα. Είναι πολύ γλιστερή πορεία, όπως καταλαβαίνεις. Αυτός που τρώει τα λιγότερα σκατά, λογικά, τερματίζει και πρώτος. Του δίνουμε ένα σεντούκι γεμάτο αργύρια και κάποια έκπληξη. Η έκπληξη είναι – συνήθως, αλλά όχι πάντα – κάτι της πλάκας. Όπως μια τρύπια κάλτσα ή ένα βρακί.» Η Αλθαρέτ πέταξε το τελειωμένο τσιγάρο της στο πάτωμα και, εκπλήσσοντας τη Φενίλδα, το έσβησε με τη φτέρνα του γυμνού της ποδιού.

«Υπέροχο άθλημα…» σχολίασε η Θελρίτ.

Η Αλθαρέτ γέλασε.

«Θα έρθουμε,» της είπε η Λαμρίτ, χαμογελώντας. «Σ’ευχαριστούμε για την πρόσκληση.»

Η Φενίλδα χάιδεψε τη γάτα που είχε κουρνιάσει επάνω της, κι εκείνη γουργούρισε ευχαριστημένα.

105.

Το μεσημέρι, είχαν επιστρέψει στο Δόντι του Κολοσσού και γευμάτιζαν στην τραπεζαρία μαζί με πολύ άλλο κόσμο που, σίγουρα, η Φενίλδα δεν θα μπορούσε να αποκαλέσει καλό. Φονιάδες, κλέφτες, άρπαγες, και παράνομοι έμοιαζαν από τον πρώτο ώς τον τελευταίο. Γέλια και φωνές ακούγονταν από γύρω. Οσμές από φαγητά, ποτά, και καπνό γέμιζαν τον χώρο. Μουσική ερχόταν από τα ηχεία πάνω από τον πάγκο του μπαρ. Τα δύο μεγάλα τζάκια του δωματίου ήταν αναμμένα, κι ορισμένοι που έμπαιναν αφότου είχαν μπει η Λαμρίτ και οι σύντροφοί της πήγαιναν εκεί για να ζεσταθούν και να στεγνώσουν. Καταιγίδα είχε πιάσει στη Λίμνη των Κολοσσών, και ο άνεμος, η βροχή, και τα κύματα σφυροκοπούσαν το λιμάνι της Νιλκάριχ, χωρίς να ενοχλούνται στο ελάχιστο από τους επικίνδυνους βράχους που το προστάτευαν από εχθρικά σκάφη.

Η Φενίλδα ρώτησε την Πρόμαχο της Επανάσταση: «Πώς γνώρισες όλους αυτούς τους πειρατές;»

Η Λαμρίτ έφαγε μια μπουκιά απ’τα τηγανητά καλαμάρια στο πιάτο της, μάσησε προσεχτικά, και αποκρίθηκε: «Δε θα ξέρεις πού γεννήθηκα….»

«Δεν ξέρω,» παραδέχτηκε η Φενίλδα.

«Στο Πριγκιπάτο Νέφκαλ, όπου είναι κι η διαστασιακή δίοδος από Ρελκάμνια. Ο πατέρας μου ήταν Ιερός Μαχητής των Οστών, στην υπηρεσία του Πρίγκιπα: στην ίδια του την προσωπική φρουρά. Η μάνα μου ήταν έμπορος και κοσμηματοποιός. Μη ρωτάς πώς παντρεύτηκαν· δεν ξέρω. Υποθέτω γνωρίστηκαν κάπου μέσα στο παλάτι.

»Όταν οι Παντοκρατορικοί ήρθαν ήμουν πολύ μικρή, Φενίλδα· και εισέβαλαν, φυσικά, πρώτα στο Νέφκαλ.» Ήπιε μια γουλιά απ’το κρασί στην κούπα της. «Δεν υπάρχει άλλη δίοδος από Ρελκάμνια. Καμία που νάχει ανακαλυφτεί ακόμα, τουλάχιστον, απ’ό,τι γνωρίζω.

»Ξέρεις πού είναι το Πριγκιπάτο Νέφκαλ, έτσι;»

Νομίζει ότι είμαι τελείως άσχετη; «Βόρεια του Έλρηνεχ, δυτικά του Σάνκριλαμ.»

Η Λαμρίτ ένευσε. «Οι Παντοκρατορικοί ήρθαν,» συνέχισε τη διήγησή της, «και απαίτησαν από τον Πρίγκιπα να παραδοθεί. Εκείνος αρνήθηκε. Τότε η Παντοκρατορία δεν είχε ακόμα εξαπλωθεί· κανείς δεν τη φοβόταν. Πόλεμος ξέσπασε. Οι Παντοκρατορικοί έφερναν ολοένα και περισσότερες δυνάμεις από τη Ρελκάμνια, αλλά δεν μπορούσαν και να υποχωρήσουν από τον ίδιο δρόμο, γιατί η δίοδος αυτή είναι μονόδρομη. Η διαστασιακή δίοδος προς Ρελκάμνια βρίσκεται στο Σάνκριλαμ, κάπου πεντακόσια-και-βάλε χιλιόμετρα απόσταση από το Νέφκαλ. Μονάχα μαντατοφόροι τους, υποθέτω, θα πήγαιναν εκεί για να περάσουν και να αναφέρουν τι γινόταν στη Βίηλ. Οι πολεμιστές τους μάχονταν σαν θηρία παγιδευμένα, κι όταν κάποιος μάχεται έτσι είναι επικίνδυνος. Η μητέρα μου με πήρε και φύγαμε από το Νέφκαλ, πήγαμε στο Έλρηνεχ. Ο πατέρας μου έμεινε με τον Πρίγκιπα, και σκοτώθηκε. Όπως κι ο ίδιος ο Πρίγκιπας σκοτώθηκε, και οι Παντοκρατορικοί έβαλαν έναν άλλο στη θέση του: έναν αριστοκράτη από το Σάνκριλαμ. Πρέπει να είχαν κάνει κάποια συμφωνία με τους ευγενείς του Σάνκριλαμ, γιατί το Νέφκαλ και το Σάνκριλαμ πάντοτε είχαν τις διαμάχες τους. Βόρεια του ποταμού Νέρελρημ κανένας δεν αμφισβητεί τι ανήκει σε ποιο πριγκιπάτο, αλλά νότια του Νέρελρημ μαίνεται η επικράτεια των Δαιμόνιων. Κάθε τρεις και λίγο γίνονταν συγκρούσεις παλιότερα. Ακόμα γίνονται, κάπου-κάπου. Αλλά είμαι βέβαιη πως οι Παντοκρατορικοί σκηνοθετούν τις περισσότερες από αυτές, ενώ καταπνίγουν άλλες εν τη γενέσει, προκειμένου να μας κρατάνε διαιρεμένους και τους εαυτούς τους δυνατούς. Όμως όχι και τόσο διαιρεμένους ώστε να προκαλούνται προβλήματα στην κυριαρχία τους.

»Τέλος πάντων. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε, ο Πρίγκιπας του Νέφκαλ σκοτώθηκε, καινούργιος Πρίγκιπας κάθισε στον θρόνο, καταγόμενος από το Σάνκριλαμ. Εγώ και η μητέρα μου ήμασταν στο Έλρηνεχ, όπου οι Παντοκρατορικοί δεν άργησαν να κατεβούν φέρνοντας τον πόλεμό τους μαζί τους και κατακτώντας κι αυτό το Πριγκιπάτο. Οι δυνάμεις τους ήταν μεγάλες ακόμα και τότε. Γίναμε δούλοι τους και κάναμε τους χαρούμενους, και η ζωή συνεχίστηκε.

»Η μητέρα μου, στην αρχή, δεν μου είχε πει ότι ο πατέρας μου ήταν νεκρός. Όταν τη ρωτούσα πότε θα πάμε στον μπαμπά, ή πότε θα έρθει εκείνος σ’εμάς, πάντοτε απέφευγε να μου απαντήσει· μέχρι που πλέον μεγάλωσα και δεν μπορούσε άλλο να το αποφεύγει. Μου είπε τι είχε συμβεί: ότι ο πατέρας μου ήταν νεκρός, υπερασπιζόμενος τον δικαιωματικό Πρίγκιπα του Νέφκαλ. Θύμωσα πολύ τότε, Φενίλδα. Βριστήκαμε άγρια με τη μητέρα μου. Έφυγα από το σπίτι που είχε αγοράσει στο Έλρηνεχ, κι άρχισα να τριγυρίζω. Δεν ήθελα να επιστρέψω. Πέρασα από δύσκολες καταστάσεις, πρέπει να σου πω.» Τώρα, όμως, δεν έμοιαζε πια όλ’αυτά να την ενοχλούν και τόσο· τα διηγιόταν σχεδόν σαν να ήταν η ιστορία κάποιας άλλης γυναίκας. Έκοψε ακόμα ένα κομμάτι απ’το καλαμάρι της και το μάσησε προσεχτικά προτού το καταπιεί. «Ήθελα να εκδικηθώ τους Παντοκρατορικούς για τον θάνατο του πατέρα μου, και μπλέχτηκα τελικά με κάτι πειρατές στον ποταμό Άσλερχ. Μπήκα στο πλήρωμά τους, έγινα γνωστή ως ‘η Λαμρίτ η Πράσινη’, λόγω του δέρματός μου. Δεν είναι τόσοι πολλοί οι πρασινόδερμοι στη Βίηλ, και σ’άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος είναι ακόμα λιγότεροι, απ’ό,τι έχω ακούσει.

»Ήμουν μικρή και τότε, μη νομίζεις. Δεκαεφτά χρονών, κάπου εκεί… Οι πειρατές έπλεαν ώς τη Λίμνη των Κολοσσών, κι εγώ έπλεα μαζί τους. Ερχόμασταν κι εδώ, στη Νιλκάριχ, αν και τότε ήταν χάλια, όχι όπως τώρα. Οι σκατοδρομίες δεν είναι τίποτα μπροστά στο πώς ήταν τότε. Τότε κάναμε όλοι σκατοδρομίες, συνεχώς. Έπρεπε να προσέχεις πού πατούσες.

»Τέλος πάντων, στην αρχή όλο το πλήρωμα όπου βρισκόμουν–»

(«Και είχε γίνει αρκετά δημοφιλής μέσα στο πλήρωμα,» τόνισε ο Δάρυλμος, και η Λαμρίτ τον αγνόησε.)

«–ήταν εναντίον των λευκών – των Παντοκρατορικών. Ο Καπετάνιος μας, όμως, κάποτε γύρισε το φύλλο κι άρχισε να κάνει δουλειές και για τους τυράννους. Ήταν μια τακτική που οι Παντοκρατορικοί δεν είχαν αργήσει να χρησιμοποιήσουν: πλήρωναν κουρσάρους, ή τους έδιναν χρήσιμες πληροφορίες, προκειμένου οι κουρσάροι να εκφοβίζουν ορισμένους ανθρώπους, να καταδιώκουν μικροεπαναστάτες, και να κάνουν άλλες βρομοδουλειές γι’αυτούς – δουλειές που δεν ήθελαν να φανεί ότι έκαναν οι ίδιοι. Εγώ δεν συμφωνούσα με τη στροφή αυτή που είχε πάρει ο Καπετάνιος μας, ο Κισβέρνες ο Φωνακλάς, όπως τον ήξεραν πρώτα – ο Κισβέρνες ο Ύπουλος, όπως τον έμαθαν μετά. Του έκανα φασαρία για τους ανθρώπους που υπηρετούσε, και μεγάλο μέρος του πληρώματος με υποστήριξε. Στο τέλος, χωριστήκαμε. Κάποιοι πήγαν μαζί μου, κάποιοι με τον Κισβέρνες. Πρέπει νάμουν καμια εικοσαριά χρονών, τότε. Φεύγοντας από τον Κισβέρνες ήμασταν όλοι συμφωνημένοι πως, ό,τι κι αν κάνουμε, ποτέ δεν θα βοηθήσουμε τους τυράννους σε τίποτα· θα βλέπουμε μόνο το συμφέρον μας, και θα τους κοπανάμε όποτε βρίσκουμε την ευκαιρία. Σχηματίσαμε, έτσι, την Καλόγνωμη Συντροφιά, εγώ, ο Τζανάθρες ο Κοκαλοφαγωτής, η Αλθαρέτ η Μεγάλη Γάτα, ο Βαρνάδος ο Χρυσοθήρας, κι ο Ταλμάρος ο Οδηγημένος. Παραδόξως είμαστε όλοι ακόμα ζωντανοί, αν και η Καλόγνωμη όχι. Όταν ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος ξεκίνησε την Επανάσταση, ήμουν από τους πρώτους υποστηρικτές του στη Βίηλ· οι άλλοι της Καλόγνωμης, όμως, δεν θέλησαν να μπουν στην Επανάσταση. ‘Είπαμε για συμφέρον,’ μου έλεγαν, ‘όχι για πολιτικά πράματα.’ Εγώ δεν το έβλεπα έτσι. Ακόμα θυμόμουν – κι ακόμα θυμάμαι – τι είχε γίνει στο Νέφκαλ.

»Τώρα ξέρεις πώς και γιατί είμαι μπλεγμένη με πειρατές.» Ακούμπησε την πλάτη της στην καρέκλα και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το κρασί της.

Η Φενίλδα αισθανόταν σαν κοκαλιάρικο ψάρι ύστερα απ’αυτά που είχε μόλις ακούσει από τη Λαμρίτ. Τι έχω κάνει εγώ που να συγκρίνεται με τέτοια πράγματα; Ήμουν δειλή. Ο Ελκράσ’ναρχ μού έδινε το φάρμακό μου και το έπαιρνα αδιαμαρτύρητα, επειδή φοβόμουν ότι το κεφάλι μου μπορεί να έσπαγε. Τι να έκανε, όμως; Είχε και καμια άλλη επιλογή, τότε; Θα άντεχε, άραγε, η Λαμρίτ σε μια τέτοια πίεση; Θα άντεχε αρκετά ώστε να μείνει ζωντανή και να πολεμήσει μια άλλη μέρα; – όπως κάνω εγώ τώρα.

«Δεν τα ήξερα αυτά για τον πατέρα σου, Πρόμαχε,» είπε ο Καλνίρες.

«Δεν τα λέω σε όλους,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ, τρώγοντας, χωρίς να έχει χάσει την όρεξή της.

«Ήταν Ιερός Μαχητής των Οστών, έτσι δεν είπες;»

«Ναι. Δυστυχώς, όμως, δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, μόνο ν’ακούσω ιστορίες γι’αυτόν…»

Ο Δάρυλμος παρατήρησε: «Δεν είπες στη Φενίλδα τι έγινε όταν ο παλιός μας Καπετάνιος, ο Κισβέρνες ο Ύπουλος, μας κυνήγησε σταλμένος από τους Παντοκρατορικούς.»

«Ναι,» είπε η Λαμρίτ. «Όταν είχε αρχίσει η Επανάσταση, τον έστειλαν να με βρει και να με σκοτώσει. Τον σκοτώσαμε εμείς, όμως.»

Ο Δάρυλμος μειδίασε, λέγοντας στη Φενίλδα: «Δεν είναι υπέροχες οι συντμήσεις της;»

«Τι θέλεις να πω, ρε;» διαμαρτυρήθηκε η Πρόμαχος. «Ότι τον κρεμάσαμε στο κατάρτι του πλοίου του, τον ξεκοιλιάσαμε, και στείλαμε το καράβι στους Παντοκρατορικούς, με τα έντερά του να κρέμονται σαν σχοινιά από κάτω του και το κατάστρωμα όλο γεμάτο με τους σκελετούς του πληρώματός του, αφού είχαμε κάψει τα σώματά τους και αφήσει μόνο τα κόκαλα;»

«Αρκετά. Τρώμε…» είπε η Θελρίτ.

106.

Δύο άνθρωποι της Πριγκίπισσας – δύο σύμβουλοί της, όπως φαινόταν από τον τρόπο που πλησίασαν – μπήκαν στην Αίθουσα του Θρόνου του Τάσβεραλ. Οι εκφράσεις στα πρόσωπά τους φανέρωναν ξάφνιασμα, και απορία. Τα μάτια τους κοίταξαν ερευνητικά τον Τάμπριελ – ιδιαίτερα αυτόν – αλλά και τους υπόλοιπους επαναστάτες.

«Άρχοντα Τάμπριελ,» είπε η Λισρρέτα, ακόμα καθισμένη στον θρόνο επάνω στο μαρμάρινο βάθρο με τα τρία σκαλοπάτια, «να σου γνωρίσω τον Οικονόμο του παλατιού μου, τον Άρχοντα Καρλάνος, και τη Στρατηγό του Πριγκιπάτου, Αρχόντισσα Εκάρνιτ.» Ο άντρας ήταν ευρύστερνος και ευτραφής, με δέρμα λευκό-ροζ, αραιά καστανά μαλλιά, και μούσι. Δεν ήταν ψηλότερος από μετρίου αναστήματος, και μια βαριά ρόμπα τον έντυνε. Έμοιαζε αγουροξυπνημένος. Η γυναίκα ήταν περίπου στο ύψος του, λευκόδερμη κι εκείνη, κορακομάλλα, και ντυμένη με αργυρόμαυρη τουνίκα που έπεφτε ώς τα γόνατά της. Στα πόδια της μπότες ήταν δεμένες, κι από τη ζώνη της κρεμόταν ένα σπαθί. Το χέρι της ακουμπούσε στη λαβή του.

«Και ποιος είν’αυτός ο Άρχοντας Τάμπριελ, Πριγκίπισσά μου;» ρώτησε η Στρατηγός Εκάρνιτ.

Η Λισρρέτα είπε, χωρίς ν’απαντήσει ευθέως στην ερώτηση: «Δεν είμαστε πλέον με το μέρος της Παντοκράτειρας, Στρατηγέ. Οι άνθρωποί της που βρίσκονταν εδώ, στο παλάτι, έχουν όλοι φυλακιστεί–»

«Υψηλοτάτη!» τη διέκοψε ο Οικονόμος Καρλάνος. «Ξέρετε τι… τι σημαίνει αυτό; Τι θα συμβεί–!»

«Τίποτα που δεν θα σας συμφέρει, Άρχοντά μου,» του είπε ο Ραφέλνες.

«Και ποιος είστε εσείς; Δεν σας έχω ξαναδεί στο παλάτι.»

«Ραφέλνες Βάθμακ. Είμαι από το Νέλερβικ.»

«Το οποίο έχει ήδη αποστατήσει…» είπε ο Καρλάνος.

«Το ίδιο θα γίνει, σύντομα, και σ’όλη τη Βίηλ,» τόνισε ο Τάμπριελ. «Θα είστε με τους νικητές.»

«Κι αν δεν είμαστε;» είπε η Στρατηγός Εκάρνιτ, κοφτά, καρφώνοντάς τον με το βλέμμα της.

«Τώρα,» είπε η Λισρρέτα, «είναι πολύ αργά για να κάνουμε πίσω. Οι Παντοκρατορικοί δεν έχουν θέση στο Πριγκιπάτο μου! Ο Καρτάφες με πρόδωσε· θ’ακολουθήσετε κι εσείς οι δύο το παράδειγμά του;»

«Ο Καρτάφες;» έκανε, φανερά ξαφνιασμένος, ο Καρλάνος. «Μα… ο Καρτάφες…»

«Ούτε εγώ το περίμενα,» ένευσε η Λισρρέτα. «Τον εμπιστευόμουν πιο πολύ από εσένα, Καρλάνος.»

«Εγώ ποτέ δεν θα σας πρόδιδα, Πριγκίπισσά μου, ό,τι κι αν αποφασίζατε. Το γεγονός ότι ο Καρτάφες σάς πρόδωσε… δεν… δεν βρίσκω λόγια για να…»

«Πρέπει να ήταν ήδη πληρωμένος,» είπε η Εκάρνιτ. «Πρέπει ήδη να είχε στενές επαφές με τον Επόπτη, ή κάποιον από τους ανθρώπους του.»

«Πολύ πιθανό,» συμφώνησε ο Τάμπριελ.

«Το πιθανότερο,» τόνισε η Αλιζέτ.

«Και τι θα κάνουμε, τώρα;» ρώτησε η Εκάρνιτ, απευθυνόμενη συγχρόνως και σ’εκείνους και στην Πριγκίπισσα. «Ο Επόπτης ακόμα λείπει, σωστά; Είναι στην Τάσνερακ.»

«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ. «Εμείς το κανονίσαμε να βρίσκεται εκεί.»

Η Εκάρνιτ συνοφρυώθηκε, μοιάζοντας έτοιμη να κάνει ερωτήσεις. Αλλά η Λισρρέτα την πρόλαβε: «Τώρα,» είπε, «θα πάρουμε την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου μας από τα χέρια των Παντοκρατορικών. Και θα χρειαστώ τις ικανότητές σου, Εκάρνιτ.»

«Είμαι δική σας, Υψηλοτάτη,» αποκρίθηκε η Στρατηγός, υποκλινόμενη επίσημα.

Η Λισρρέτα, όμως, την παρατηρούσε με στενεμένα μάτια. Την υποπτεύεται κι αυτήν; αναρωτήθηκε ο Τάμπριελ, που δεν το θεωρούσε παράλογο να συνέβαινε. Ύστερα από την προδοσία του Καρτάφες, η Λισρρέτα πρέπει, λογικά (ή, ίσως, παράλογα), να υποπτευόταν τους πάντες…

Η Πριγκίπισσα κατέβηκε από τον θρόνο της. «Θέλω να ειδοποιηθούν οι πολεμιστές μας στο φρουραρχείο,» είπε, «ώστε, πρώτον, να καταλάβουν όλες τις σημαντικές θέσεις στα τείχη της πόλης και, δεύτερον, να κυκλώσουν το φρουραρχείο των Παντοκρατορικών. Επίσης,» στράφηκε στον Αρχιμαχητή, «θα στείλεις όσους πολεμιστές του παλατιού πιστεύεις για να τους ενισχύσουν.»

«Μάλιστα, Υψηλοτάτη.»

«Προτάσεις;» Η Λισρρέτα κοίταξε μια τη Στρατηγό της μια τον Αρχιμαχητή.

«Το σχέδιό σας φαίνεται καλό, Πριγκίπισσά μου,» είπε η Εκάρνιτ. «Αν καταλάβουμε γρήγορα τις στρατηγικές θέσεις της πόλης, θα είναι σαν να έχουμε καταλάβει ολόκληρη την πόλη και οι Παντοκρατορικοί θα είναι του χεριού μας. Το πρόβλημα, πιστεύω, θα αρχίσει αφότου έχουμε κάνει την Τάσβεραλ δική μας.»

Η Λισρρέτα συνοφρυώθηκε. «Δολιοφθορές;»

«Επιθέσεις από έξω, Πριγκίπισσά μου. Ο Επόπτης θα φέρει στρατό από την Τάσνερακ για να μας χτυπήσει. Νομίζετε ότι θα δεχτεί, έτσι εύκολα, τούτη την ανατροπή;»

Η έκφραση της Λισρρέτα έγινε σκεπτική.

Ο Αρχιμαχητής είπε: «Για την ώρα, όμως, πρέπει να καταλάβουμε την πόλη, Υψηλοτάτη. Μετά θα τα σκεφτούμε αυτά που, πολύ σωστά, λέει η Εκάρνιτ, καθώς και ποιοι είναι οι καλύτεροι τρόποι άμυνας.»

«Η Επανάσταση,» τόνισε ο Τάμπριελ, «θα σας συντρέξει. Δεν είστε μόνοι.»

«Αυτά είναι λόγια,» είπε η Εκάρνιτ. «Θα το δούμε.» Και βάδισε προς τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο της αίθουσας, που ήταν τοποθετημένος επάνω στο μεγάλο τραπέζι. Τον ενεργοποίησε και κάλεσε το φρουραρχείο της τοπικής φρουράς της Τάσβεραλ. Δηλώνοντας ποια ήταν, καθώς και ότι είχε διαταγές από την Πριγκίπισσα, πρόσταξε τους πολεμιστές εκεί να κινητοποιηθούν όλοι, να καλέσουν επίσης και όσους δεν είχαν τώρα υπηρεσία, και να καταλάβουν την Πύλη των Λόφων, την Πύλη της Δύσης, και τη Νότια Πύλη, τον Πύργο του Γερακιού, τον Πύργο της Ανατολής, και το φυλάκιο στην αγορά. Όλοι οι Παντοκρατορικοί έπρεπε να διωχτούν από αυτές τις θέσεις, όλοι οι Παντοκρατορικοί έπρεπε να συλληφθούν. Επίσης, η Εκάρνιτ πρόσταξε τη φρουρά της πόλης να περικυκλώσει το φρουραρχείο των Παντοκρατορικών, αλλά να μην επιχειρήσει εισβολή ακόμα: απλώς να τους κρατήσει παγιδευμένους μέσα. «Αν, σε οποιαδήποτε περίπτωση, σας επιτεθούν, έχετε δικαίωμα να ανταποδώσετε,» είπε η Στρατηγός του Τάσβεραλ.

«Μάλιστα, Στρατηγέ,» αποκρίθηκε, πρόθυμα, η αντρική φωνή από το μεγάφωνο του διαύλου. «Περιμέναμε, ορισμένοι από εμάς, πολύ καιρό γι’αυτό, Στρατηγέ!» γέλασε.

«Δε θέλω άλλα άχρηστα σχόλια από εσένα, Υποδιοικητή,» είπε αυστηρά η Εκάρνιτ. «Σύντομα θα είμαι κοντά σας. Τέλος επικοινωνίας. Τα Πνεύματα μαζί σου και με τους μαχητές σου.» Και έκλεισε τον δίαυλο.

Ο Αρχιμαχητής είχε, εν τω μεταξύ, φύγει από την Αίθουσα του Θρόνου, για να συγκεντρώσει τους πολεμιστές του και να κατεβεί κι αυτός στην πόλη.

Η Λισρρέτα είπε: «Ελάτε. Ας πάμε εκεί απ’όπου μπορούμε να βλέπουμε τι συμβαίνει.»

«Δεν θα έρθω μαζί σας, Υψηλοτάτη,» δήλωσε η Εκάρνιτ. «Πρέπει να ετοιμάζομαι για να φύγω.»

Η Λισρρέτα ένευσε, και βάδισε προς μια έξοδο της αίθουσας. Ο Καρλάνος και ο Τάμπριελ κι οι σύντροφοί του την ακολούθησαν. Εκτός από το Ραφέλνες, που έμεινε πίσω, λέγοντας: «Πριγκίπισσά μου, θα ήθελα την άδειά σας να συνοδέψω τη Στρατηγό, ώστε να συνδράμω όσο δύναμαι στην απελευθέρωση της πόλης.»

Η Λισρρέτα, σταματώντας να βαδίζει, αποκρίθηκε: «Είναι τιμή μας που μας βοηθάς, Ραφέλνες. Εξυπακούεται πως μπορείς να συνοδέψεις την Εκάρνιτ, αν κι εκείνη συμφωνεί.»

«Δε θα διαφωνούσα ποτέ με την παρουσία ενός Ιερού Μαχητή των Οστών, Πριγκίπισσά μου,» δήλωσε η Στρατηγός του Τάσβεραλ.

Αφήνοντας τον Ραφέλνες πίσω τους, οι υπόλοιποι ακολούθησαν τη Λισρρέτα μέσα σ’έναν διάδρομο του παλατιού κι έφτασαν μπροστά σ’έναν ανελκυστήρα. Η Πριγκίπισσα πάτησε ένα κουμπί, ο θάλαμος κατέβηκε, και η πόρτα άνοιξε. Μπήκαν, και η Λισρρέτα πάτησε ένα άλλο κουμπί, στο εσωτερικό του ανελκυστήρα. Η πόρτα έκλεισε κι ο θάλαμος άρχισε ν’ανεβαίνει.

«Σίγουρα,» ρώτησε η Ανταρλίδα, «είναι αυτό το κατασκεύασμα φτιαγμένο για να μπορεί να σηκώσει έξι ανθρώπους;»

«Μάλλον όχι, κανονικά,» είπε η Αλιζέτ. «Αλλά μας σηκώνει.»

«Φυσικά και μπορεί να σηκώσει έξι ανθρώπους!» είπε η Λισρρέτα.

Ο ανελκυστήρας σταμάτησε και βγήκαν. Ακολούθησαν, γι’ακόμα μια φορά, την Πριγκίπισσα και έφτασαν σ’έναν ψηλό εξώστη του παλατιού, με αγάλματα στις δύο εξωτερικές γωνίες του – ψηλοί άνθρωποι-πουλιά, ή πουλιά-άνθρωποι. Από κάτω τους φαίνονταν να πέφτουν οι καταρράκτες, αφρίζοντας, και η Τάσβεραλ να απλώνεται μετά από αυτούς, περιτειχισμένη και μεγαλόπρεπη ανάμεσα στους λοφότοπους που την περιτριγύριζαν.

Η Ανταρλίδα πήρε στα χέρια τα κιάλια της και κοίταξε προς το φρουραρχείο της τοπικής φρουράς. Θυμόταν την κατεύθυνση από τον χάρτη που είχε ανοίξει η Λισρρέτα μπροστά τους, μέσα στα υπόγεια του παλατιού. Ο υπολογισμός της αποδείχτηκε σωστός: το οικοδόμημα που έβλεπε δεν μπορεί να ήταν άλλο από το φρουραρχείο. Πολεμιστές φαίνονταν να είναι συγκεντρωμένοι μπροστά στην πύλη του καθώς και να έρχονται από τους τριγύρω δρόμους.

Η Ανταρλίδα κατέβασε τα κιάλια και ρώτησε τον Τάμπριελ: «Μπορείς να τα ενισχύσεις;» Εκείνος τα άγγιξε με το ένα χέρι και άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως. Η Ανταρλίδα τα έφερε ξανά στα μάτια της, κοιτάζοντας τώρα προς τη βόρεια πύλη της Τάσβεραλ, που ονομαζόταν Πύλη των Λόφων – το θυμόταν κι αυτό από τον χάρτη της Πριγκίπισσας· μια Μαύρη Δράκαινα παρατηρούσε αμέσως όλες τις βασικές πληροφορίες. Στην πύλη φαινόταν να γίνεται κάποια φασαρία· οι πολεμιστές της Πριγκίπισσας, όμως, είχαν καταφανώς πιάσει τους Παντοκρατορικούς απροετοίμαστους. Ήταν περισσότεροι, κι εκείνοι δεν μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν. Η Ανταρλίδα είδε τους λευκοντυμένους πολεμιστές να ρίχνουν τα όπλα τους στο πλακόστρωτο και να παραδίνονται, ενώ οριζοντιωμένα δόρατα και οπλισμένες βαλλίστρες τούς περιτριγύριζαν.

Ωραία, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας δεν πρέπει να παρακολουθούσαν τον δίαυλο μέσω του οποίου μίλησε η Στρατηγός, ή τον δίαυλο στο φρουραρχείο. Ή ίσως οι πράκτορες που έκαναν αυτή την παρακολούθηση να είχαν ήδη αιχμαλωτιστεί στο παλάτι, ή να μην είχαν προλάβει να αντιδράσουν προκειμένου να ανατρέψουν την ανταρσία της Λισρρέτα.

«Οι φρουροί του παλατιού μου κατεβαίνουν,» είπε, τότε, η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ.

Η Ανταρλίδα κατέβασε τα κιάλια της και, με γυμνά μάτια, κοίταξε τον δρόμο που περνώντας δίπλα από τους καταρράκτες οδηγούσε, από τη ράχη των λόφων όπου βρισκόταν το παλάτι, στην πόλη από κάτω του. Δύο τετράκυκλα ανοιχτά οχήματα κυλούσαν εκεί, με προσοχή, γιατί ο δρόμος ήταν επικίνδυνος και απότομος. Μέσα τους ήταν καθισμένοι και όρθιοι πολεμιστές που οι ενδυμασίες τους τους διέκριναν ως παλατιανούς φρουρούς· κι ανάμεσά τους βρισκόταν ο Αρχιμαχητής – που η Λισρρέτα δεν είχε αναφέρει το όνομά του, όφειλε να παρατηρήσει η Ανταρλίδα, η οποία τον έβρισκε αρκετά όμορφο, ψηλός και γαλανόδερμος καθώς ήταν, με μαύρα κοντά μαλλιά, μουστάκι, και αγέρωχο βλέμμα. Πρέπει να το θεωρούσε τιμή του που ήταν Αρχιμαχητής στο πριγκιπικό παλάτι.

Πίσω από τα οχήματα έρχονταν δύο άλογα. Επάνω στο ένα καθόταν η Στρατηγός Εκάρνιτ, φορώντας αρθρωτή αρματωσιά και κράνος τα οποία γυάλιζαν στον πρωινό ήλιο· είχε την ασπίδα της δεμένη στο αριστερό της χέρι και το σπαθί της θηκαρωμένο στη μέση της. Στο δεύτερο άλογο καθόταν ο Ραφέλνες, που δεν είχε ανάγκη να ντυθεί με καμια άλλη πανοπλία πέρα από την οστέινη που ήταν ένα με το σώμα του. Το σπαθί του ήταν στο χέρι του, ενώ στο άλλο του χέρι βαστούσε γερά τα ηνία του αλόγου του.

Η Ανταρλίδα, φέρνοντας πάλι τα κιάλια της στα μάτια, κοίταξε προς την Πύλη της Δύσης – που ακόμα κι αν δεν την είχε δει στον χάρτη της Λισρρέτα θα μάντευε ότι βρισκόταν δυτικά. Οι Παντοκρατορικοί είχαν ηττηθεί εκεί: πολεμιστές της Πριγκίπισσας μπορούσε μονάχα να δει η Ανταρλίδα. Περισσότερους απ’ό,τι θα χρειάζονταν κανονικά για να φρουρήσουν την πύλη. Μερικοί ήταν τραυματισμένοι· πρέπει να είχε γίνει συμπλοκή, αν και σύντομη.

Στη Νότια Πύλη, η Ανταρλίδα υπέθετε ότι η εικόνα μάλλον θα ήταν παρόμοια, έτσι έψαξε για τους πύργους που είχε αναφέρει η Στρατηγός Εκάρνιτ: τον Πύργο του Γερακιού και τον Πύργο της Ανατολής. Τον δεύτερο τον εντόπισε αμέσως, καθώς δεν βρισκόταν μακριά απ’το παλάτι, το οποίο ήταν στα ανατολικά της πόλης, οικοδομημένο πάνω στους λόφους. Ο πύργος ήταν λιγάκι προς τα νότια, σε σχέση με το παλάτι, κι αποτελούσε μέρος των ψηλών τειχών της Τάσβεραλ. Συμπλοκές φαινόταν να διεξάγονται εντός του. Τα οπτικά ενισχυμένα κιάλια της Ανταρλίδας τρυπούσαν τις σκιές των παραθύρων του και της πρόσφεραν εικόνες από το εσωτερικό: ξίφη να συγκρούονται πάνω σε ξίφη, ανθρώπους να τραυματίζονται, μορφές να τρέχουν από δω κι από κει. Στις επάλξεις γύρω κι επάνω στον πύργο, πολεμιστές επίσης μάχονταν.

«Πού είναι ο Πύργος του Γερακιού;» ρώτησε η Ανταρλίδα, κατεβάζοντας τα κιάλια της.

«Εκεί.» Ο Οικονόμος Καρλάνος ύψωσε το χέρι του για να δείξει έναν πύργο στα βόρεια, πολύ πιο ψηλό από τον Πύργο της Ανατολής. Κι εκεί γίνονταν μάχες, μπορούσε να δει η Ανταρλίδα ακόμα και χωρίς τα κιάλια.

Έστρεψε το βλέμμα της στο φρουραρχείο των Παντοκρατορικών, και τώρα ύψωσε τα κιάλια. Πολεμιστές του Τάσβεραλ περικύκλωναν το οικοδόμημα από τριγυρινούς δρόμους, άλλοι κρατώντας αγχέμαχα όπλα (ξίφη και δόρατα), άλλοι βαλλίστρες. Είχαν κι ένα όχημα μαζί τους, με κλειστή καρότσα, τρεις μεγάλους τροχούς, και μια γιγάντια βαλλίστρα προσαρτημένη: καμωμένη από ισχυρά μέταλλα και οπλισμένη με τέσσερα μεγάλα, επίσης μεταλλικά βέλη, έτοιμα να εκτοξευτούν. Οι Παντοκρατορικοί δεν έβγαιναν από το φρουραρχείο τους, ούτε για να παραδοθούν ούτε για να πολεμήσουν. Είχαν κλείσει πύλες, πόρτες, και παράθυρα· είχαν ταμπουρωθεί μέσα.

Η Ανταρλίδα κοίταξε προς την αγορά της Τάσβεραλ, και εκεί είδε ότι αιματοχυσίες είχαν ξεκινήσει ανάμεσα στα καταστήματα και γύρω από ένα οίκημα που, σίγουρα, ήταν φυλάκιο. Ο άοπλος κόσμος απομακρυνόταν, έντρομος. Οι καταστηματάρχες έκλειναν τα μαγαζιά τους. Οι ταβέρνες και τα πανδοχεία σφάλιζαν πόρτες και παράθυρα, περιμένοντας η καταιγίδα να περάσει.

Η Ανταρλίδα κατέβασε τα κιάλια της. Και παρατήρησε ότι, εκτός από εκείνη και την Αλιζέτ, κανένας άλλος δεν κρατούσε κιάλια. Ούτε καν η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ. Η Λισρρέτα στεκόταν με τα χέρια της στην κουπαστή του εξώστη, κοντά σ’ένα απ’τα αγάλματα που έμοιαζαν με αμάλγαμα ανθρώπου και πουλιού (σαν δαίμονες του Κάρτωλακ, δεν μπόρεσε παρά να σκεφτεί η Ανταρλίδα), ακίνητη, σχεδόν σαν άγαλμα κι η ίδια, με το βλέμμα της εστιασμένο στην πόλη από κάτω τους, και με την όψη της ανέκφραστη. Κενή. Η Ανταρλίδα αδυνατούσε να μαντέψει τι μπορεί να περνούσε απ’το μυαλό της Πριγκίπισσας, ή τι μπορεί η Πριγκίπισσα να αισθανόταν.

Κι αυτό ήταν αναπόφευκτο διότι η Λισρρέτα, βαθιά εντός της, ένιωθε ένα βαρύ μούδιασμα που γλιστρούσε και προς την περιφέρεια της ύπαρξής της, τυλίγοντας το σώμα της με μια παγερή αίσθηση. Μια πανοπλία από πάγο, που έκρυβε την ψυχή της από αδιάκριτα βλέμματα.

Μπορούσε να δει ότι στους πύργους των τειχών και στις επάλξεις και στην αγορά της Τάσβεραλ συγκρούσεις γίνονταν, αίμα χυνόταν. Δεν είχε ζητήσει κιάλια από κανέναν γιατί δεν ήθελε να αντικρίσει αυτές τις βιαιοπραγίες από πιο κοντά. Θα προτιμούσε να μην τις έβλεπε καθόλου, αλλά ήξερε πως όφειλε να τις δει. Είμαι η Πριγκίπισσά τους· εγώ αποφάσισα τούτο για τον λαό μου· πρέπει να ξέρω. Και ήλπιζε ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Η αιματοχυσία θα ήταν πολύ χειρότερη αν δεν είχε συμμαχήσει με την Επανάσταση, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της. Και ούτε τα παιδιά μου ίσως, τότε, να μην ήταν ασφαλή. Τώρα, τουλάχιστον, δεν βρίσκονται σε κίνδυνο.

Κι επίσης, δεν έπρεπε να ξεχνά ότι ο λαός της δεν ήθελε τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας εδώ. Και ούτε ο Ρέτβελνος τούς ήθελε… και μπορεί να τον δολοφόνησαν γι’αυτό.

Οι παλατιανοί πολεμιστές έφτασαν στους δρόμους της πόλης, κάτω από το παλάτι, και μαζί τους ήταν η Εκάρνιτ και ο Ραφέλνες. Πλησίασαν το φρουραρχείο της τοπικής φρουράς κι αφού μίλησαν εκεί με κάποιους άλλους, η Λισρρέτα τούς είδε να χωρίζονται. Το ένα ανοιχτό όχημα – αυτό μέσα στο οποίο ήταν και ο Αρχιμαχητής – πήγε προς τον Πύργο του Γερακιού· το άλλο πήγε προς τον Πύργο της Ανατολής, και ο Ραφέλνες το ακολούθησε καλπάζοντας· ενώ η Στρατηγός του Τάσβεραλ κατευθύνθηκε έφιππη προς το φρουραρχείο των Παντοκρατορικών.

Οι πύλες της πόλης είχαν κλείσει, παρατήρησε η Λισρρέτα, αλλά αναρωτήθηκε: Πόσο γρήγορα θα μάθει, άραγε, ο Επόπτης για την ανταρσία μου; Σήμερα; Αύριο; Δεν αμφέβαλλε ότι είχε κατασκόπους του γύρω από την πόλη οι οποίοι θα τον–

Ένα μικρό ελικόπτερο φάνηκε να βγαίνει μέσα από το οικοδόμημα του φρουραρχείου των Παντοκρατορικών. Μια από τις οροφές του είχε ανοίξει προκειμένου να μπορεί να περάσει το αεροσκάφος, με τον έλικά του να περιστρέφεται τάχιστα, σχεδόν αόρατος. Υψώθηκε πάνω από την πόλη και πέταξε νότια.

Δε θα χρειαστεί κατάσκοποι να αναφέρουν στον Καρλ Βέρινλωφ, κατέληξε η Λισρρέτα. Σύντομα θα μάθει. Η Εκάρνιτ είχε δίκιο, λοιπόν: το θέμα δεν ήταν μόνο πώς θα έπαιρναν την πόλη από τον έλεγχο των Παντοκρατορικών, αλλά, περισσότερο, τι θα γινόταν αφού την είχαν πάρει.

Μετά, όμως, αυτό που βγήκε από το Παντοκρατορικό φρουραρχείο έκανε την Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ να ξανασκεφτεί το πόσο εύκολο θα ήταν, τελικά, να πάρουν τον έλεγχο της πρωτεύουσας του Πριγκιπάτου της από τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας.

Μια μεγάλη, διπλή πύλη άνοιξε, κι ένα πελώριο φορτηγό όχημα ξεπρόβαλε από το σκοτάδι της. Ίσα που χωρούσε στο ύψος και στο πλάτος, και ήταν ολόκληρο καμωμένο από συμπαγή μέταλλα, με παράθυρα μόνο για τον οδηγό, κι αυτά μικρά και στενά. Ένα ενισχυμένο μεταγωγικό. Τι μπορεί, όμως, να σχεδίαζαν να κάνουν οι πολεμιστές του Καρλ; Να το χρησιμοποιήσουν για να πατήσουν τους δικούς μου πολεμιστές; Αργά ή γρήγορα θα τους σταματήσουμε! Ή, μήπως, είχαν κρυφτεί εκεί μέσα και σκόπευαν να προσπαθήσουν να φύγουν από την Τάσβεραλ, σωριάζοντας πιθανώς κάποια από τις πύλες της για να περάσουν; Το όχημα έμοιαζε στη Λισρρέτα αρκετά ισχυρό για να μπορεί να κατορθώσει κάτι τέτοιο, αν έπεφτε με ταχύτητα πάνω σε μια κλειστή πύλη της πόλης.

Πάλι, όμως, η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ έπεσε έξω στις υποθέσεις της. Διότι είδε το μεγάλο όχημα να αλλάζει. Τα μέταλλά του να κινούνται σαν να είχαν, ξαφνικά, γίνει ημίρρευστα· τους τροχούς του να απορροφούνται μέσα του και τέσσερα ψηλά, αρθρωτά πόδια να ξεπροβάλλουν· βαλλίστρες να φυτρώνουν από τα τοιχώματά του κι από την οροφή του σαν αποκρουστικά καρφιά επάνω στο σώμα ενός αφύσικου σιδερένιου εντόμου τεραστίων διαστάσεων.

Μεταβαλλόμενο όχημα! Και η Λισρρέτα μέχρι στιγμής δεν ήξερε τίποτα για την ύπαρξή του…

Οι βαλλίστρες του άρχισαν να εξαπολύουν βέλη καταπάνω στους πολεμιστές που είχαν περιτριγυρίσει το Παντοκρατορικό φρουραρχείο, ενώ τα ψηλά πόδια του έκαναν αργές αλλά σταθερές κινήσεις.

Η Ανταρλίδα ρώτησε: «Δεν μπορεί να κάνει κάτι ο Δαίδαλος γι’αυτό, Όρνιφιμ;»

«Η Διάττα θα τον ρωτήσει,» αποκρίθηκε εκείνος. «Δουλεύει τώρα, μαζί με τον μάγο της Λαμρίτ.»

«Πες της να βιαστεί.»

«Το ξέρει πως η ανάγκη μας είναι άμεση.»

Ο Τάμπριελ είπε: «Ακόμα κι ο Δαίδαλος αποκλείεται να μπορεί να επηρεάσει ένα όχημα από τόσο μακριά.»

«Επηρέασε το ελικόπτερο του Ζακ Ματνέρω, όταν πήγαινε να φύγει απ’το κάστρο της Νέλερβικ,» του θύμισε η Ανταρλίδα.

«Ήμασταν πολύ πιο κοντά στο ελικόπτερο τότε.»

«Μπορούμε και τώρα να πάμε κοντά!»

«Επιπλέον,» συνέχισε ο Τάμπριελ, «εκείνο που έκανε ήταν μια παρεμβολή στη ροή της ενέργειας της εστίας, ώστε το ελικόπτερο να πέσει προτού καν υψωθεί καλά-καλά. Δεν κατέστρεψε την εστία. Αυτό εδώ το όχημα, όμως, δεν μας ενδιαφέρει να το μπλοκάρουμε για μερικά δευτερόλεπτα. Πρέπει να το καταστρέψουμε.»

«Υψηλοτάτη,» ρώτησε η Ανταρλίδα τη Λισρρέτα, «δεν έχετε εσείς κάποιο όχημα μάχης;»

«Όχι κάτι σαν αυτό,» αποκρίθηκε εκείνη. Και, καθώς μιλούσε, το όχημα των πολεμιστών του Τάσβεραλ φαινόταν να εξαπολύει βέλη εναντίον του Παντοκρατορικού οχήματος.

Η Ανταρλίδα ύψωσε πάλι τα κιάλια της και είδε ότι καμια σοβαρή ζημιά δεν είχε προκληθεί στο όχημα με τα τέσσερα ψηλά, αρθρωτά πόδια. Κι όταν αυτό στράφηκε στο Τασβεράλιο όχημα και έβαλε εναντίον του, τα βέλη το διαπέρασαν μπροστά, πίσω, και στη μέση, ενώ διέλυαν τη μεγάλη βαλλίστρα του σπάζοντας τον μηχανισμό και τις μεταλλικές χορδές της και σκοτώνοντας τον χειριστή της. Το Παντοκρατορικό όχημα πυργωνόταν πάνω από το Τασβεράλιο, και μπορούσε να το χτυπήσει σαν να έριχνε μεταλλική βροχή από τον ουρανό. Οι πολεμιστές της Πριγκίπισσας έβγαιναν απ’το εσωτερικό του οχήματός τους και έτρεχαν, περίτρομοι, για να γλιτώσουν. Η Ανταρλίδα είδε τη Στρατηγό Εκάρνιτ να ουρλιάζει διαταγές επάνω στο άλογό της, αλλά μετά το ζώο αφήνιασε καθώς ένα πελώριο βέλος πέρασε από κοντά του γκρεμίζοντας έναν τοίχο παραδίπλα· σηκώθηκε στα πισινά του πόδια και πέταξε την Εκάρνιτ από τη ράχη του. Η Στρατηγός κουτρουβάλησε. Μια πολεμίστρια τη βοήθησε να σηκωθεί, και μετά έφυγαν, έτρεξαν μέσα σ’έναν δρόμο και η Ανταρλίδα τις έχασε από τα μάτια της.

«Πώς θα το σταματήσουμε;» ρώτησε η Λισρρέτα τον Τάμπριελ. Τον ατένιζε έντονα, σαν εκείνος να έπρεπε να έχει μια απάντηση να δώσει.

Αλλά ο Προφήτης της Νόρχακ είπε: «Καλύτερα να ρωτήσετε την Ανταρλίδα ή την Αλιζέτ, Πριγκίπισσά μου.»

«Χτυπήστε το με ενεργειακό κανόνι,» πρότεινε η Αλιζέτ. «Έχετε ενεργειακά κανόνια στα τείχη.» Πράγματι, ένα ήταν επάνω στον Πύργο της Ανατολής, ένα στον Πύργο του Γερακιού, κι ένα στην Πύλη της Δύσης.

«Αν όμως αστοχήσουν, η πόλη μου θα πληρώσει το τίμημα,» είπε η Λισρρέτα. «Εκεί όπου βρίσκεται ο στόχος, μέσα στους δρόμους, αποκλείεται κάποιος να τον χτυπήσει χωρίς να προκαλέσει ζημιές και στα γύρω οικήματα… χωρίς να σκοτώσει ανθρώπους.»

«Νομίζετε, Πριγκίπισσά μου, ότι οι Παντοκρατορικοί θα έχουν τους ίδιους ενδοιασμούς με εσάς;» είπε η Αλιζέτ, ενώ το όχημα με τα ψηλά πόδια συνέχιζε να εξαπολύει μεγάλα βέλη, οπλίζοντας τις βαλλίστρες του με πολύ γρήγορο ρυθμό. Οι πολεμιστές στο εσωτερικό του πρέπει να δούλευαν πυρετωδώς, και πρέπει να υπήρχαν και αυτόματοι μηχανισμοί που τους υποβοηθούσαν. «Στείλτε έναν μάγο κι έναν πυροβολητή σ’ένα απ’αυτά τα κανόνια και προστάξτε να καταστρέψουν το όχημα όσο έχουμε ακόμα καιρό.»

Η Λισρρέτα ατένισε, για μερικές στιγμές, την καταστροφή που προκαλούσε το μεταλλικό τέρας των Παντοκρατορικών βηματίζοντας μέσα στους δρόμους της Τάσβεραλ και εξαπολύοντας τα θανατηφόρα βέλη του. Οι πολεμιστές της δεν έμοιαζαν να μπορούν ούτε να το γρατσουνίσουν. Μάλλον η Αλιζέτ είχε δίκιο· σίγουρα, ήξερε πώς να ξεπαστρεύει αποτελεσματικά τους αντιπάλους της…

Η Λισρρέτα ήταν έτοιμη να πει στον Καρλάνος να της φέρει έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό για να επικοινωνήσει με την Εκάρνιτ, όταν η Ανταρλίδα μίλησε:

«Νομίζω πως υπάρχει κι άλλος τρόπος να το αδρανοποιήσουμε. Με λιγότερες ζημιές για την πόλη, πιστεύω.»

107.

Η Λισρρέτα συμφώνησε αμέσως με την ιδέα της Ανταρλίδας. Ζήτησε από τον Οικονόμο Καρλάνος να της φέρει έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό και, όταν τον είχε στα χέρια της, επικοινώνησε με τη Στρατηγό Εκάρνιτ, λέγοντάς της τι έπρεπε να γίνει. Κλείνοντας τον πομπό, η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ είπε στην Ανταρλίδα: «Και στην Εκάρνιτ αρέσει το σχέδιό σου. Εύχεται μόνο να προλάβουμε να το εκτελέσουμε αρκετά γρήγορα.»

«Είναι καλό, όντως,» σχολίασε η Αλιζέτ, και η Ανταρλίδα νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει μια κάποια δυσαρέσκεια στη φωνή της, σαν να απορούσε πώς εκείνη δεν το είχε σκεφτεί πρώτη.

Η Ανταρλίδα μειδίασε αχνά. Ακόμα κι η Σκοτεινή Βασίλισσα δεν μπορεί να τα σκέφτεται όλα, Αλιζέτ… συλλογίστηκε, ενώ ατένιζε κάτω, την πόλη της Τάσβεραλ, κι έβλεπε το όχημα με τα τέσσερα ψηλά πόδια να κινείται στους δρόμους της, ανάμεσα στα οικοδομήματα, προκαλώντας καταστροφές με τα βέλη που προεξείχαν επάνω του σαν εκτοξεύσιμα αγκάθια.

Το όχημα έμοιαζε να κατευθύνεται προς τη Νότια Πύλη, σκοπεύοντας μάλλον να τη σπάσει προκειμένου να βγει. Δεν μπορεί, όμως, όλοι οι Παντοκρατορικοί πολεμιστές του φρουραρχείου να ήταν στο εσωτερικό του: αποκλείεται να χωρούσαν. Μάλλον – υπέθετε η Ανταρλίδα – ήθελαν περισσότερο να πάνε το μεταβαλλόμενο όχημα στον Επόπτη, στην Τάσνερακ, ο οποίος θα μπορούσε, αργότερα, να το χρησιμοποιήσει εναντίον των επαναστατών, σε αντίθεση με αν παγιδευόταν εδώ, πίσω από τα τείχη της Τάσβεραλ.

Ο Τάμπριελ είπε στην Ανταρλίδα: «Κι ο Δαίδαλος φαίνεται να βρίσκει το σχέδιό σου καλό.» Ήταν σε άμεση νοητική επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη μέσα στη σφαίρα του ραβδιού του κι επομένως με όλους τους Ιεράρχες. Ήξερε τι συζητούσε τώρα η Διάττα με τον Δαίδαλο· και ήξερε, επίσης, ότι ο Δαίδαλος και ο Καρτάφες’νορ εργάζονταν προκειμένου να φτιάξουν ένα ακόμα από τα «αυτοκίνητά» τους, όπως τα ονόμαζαν. Ένα που θα είχε τη δυνατότητα να πετά. Ο Τάμπριελ ήλπιζε να μη γινόταν κανένα τραγικό λάθος στην κατασκευή του…

«Δε μπορεί να μας βοηθήσει με κάποιον τρόπο;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Δεν το θεωρεί απαραίτητο επί του παρόντος.»

Μάγοι… σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Ο ένας πιο περίεργος από τον άλλο.

Το όχημα των Παντοκρατορικών διέσχιζε τώρα έναν δρόμο της πόλης που ήταν αρκετά μεγάλος. Δύο οχήματα των μαχητών του Τάσβεραλ ξεπρόβαλαν από πλευρικούς δρόμους για να το χτυπήσουν με βαλλίστρες, που η μία εκτόξευε βέλη ενώ η άλλη σιδερένιες σφαίρες με καρφιά – και, μάλιστα, με μεγάλη ταχύτητα. Τα μέταλλα του Παντοκρατορικού οχήματος ακούγονταν να κουδουνίζουν δυνατά καθώς χτυπιόνταν. Και οι δικές του βαλλίστρες ανταπέδωσαν. Σοβάδες έπεσαν, τρύπες άνοιξαν σε πέτρινους τοίχους, πελώρια βέλη καρφώθηκαν στο πλακόστρωτο. Το όχημα που εκτόξευε τις σιδερένιες σφαίρες χτυπήθηκε άσχημα. Αλλά η Ανταρλίδα νόμιζε πως είχε κατορθώσει να κάνει περισσότερες ζημιές στον εχθρό απ’ό,τι είχαν καταφέρει να κάνουν όλοι οι άλλοι μαζί. Υψώνοντας τα κιάλια της (που ακόμα ήταν ενισχυμένα από το ξόρκι του Τάμπριελ) είδε ότι σε αρκετά σημεία της θωράκισης του Παντοκρατορικού οχήματος είχαν σχηματιστεί βαθουλώματα, μία βαλλίστρα του είχε σπάσει και δεν φαινόταν να λειτουργεί, και η πάνω άρθρωση σ’ένα από τα πόδια του πρέπει να είχε λιγάκι βγει από τη θέση της.

Το Τασβεράλιο όχημα που εκτόξευε βέλη υποχώρησε μέσα στους δρόμους της πόλης, κάνοντας όπισθεν. Το άλλο όχημα δεν μπορούσε να υποχωρήσει – ένας του τροχός είχε σπάσει – έτσι συνέχισε να βάλλει εναντίον του εχθρού. Οι σιδερένιες, ακανθωτές σφαίρες σφυροκοπούσαν το ψηλό όχημα με τα πόδια, αλλά εκείνο κινήθηκε (αν και κουτσαίνοντας λίγο) ώστε να βρεθούν τα όπλα του σε καλύτερη κλίση, και επιτέθηκε στέλνοντας μεγάλα μεταλλικά βέλη καταπάνω στο μικρότερο όχημα, διαπερνώντας τη θωράκισή του και καταστρέφοντας τη βαλλίστρα του. Κάποιοι πολεμιστές προσπάθησαν να βγουν από εκεί και να φύγουν τρέχοντας: και η Ανταρλίδα είδε έναν από αυτούς να χτυπιέται από ένα πελώριο βέλος και να καρφώνεται πάνω σ’έναν τοίχο, σαν έντομο που το έχει κάποιος καρφιτσώσει με πινέζα.

«Έρχονται! Η Εκάρνιτ τούς οργάνωσε γρήγορα.»

Ακούγοντας τα λόγια της Λισρρέτα, η Ανταρλίδα κατέβασε τα κιάλια της – που, μαγικά ενισχυμένα καθώς ήταν, της έφερναν τα πράγματα πολύ κοντά και με πολύ έντονες λεπτομέρειες – και κοίταξε τον δρόμο όπου βρισκόταν το Παντοκρατορικό όχημα – ο οποίος ξαφνικά της φάνηκε πολύ πιο μικρός. Δύο κάρα που τα τραβούσαν άλογα είχαν έρθει στη μια μεριά του, κι ένα ενεργοκίνητο φορτηγό έφτανε τώρα στην άλλη του μεριά. Όλα τους ήταν γεμάτα με ξύλινα και σιδερένια βαρέλια.

Το Παντοκρατορικό όχημα σταμάτησε να κινείται σαν ο οδηγός του να μη μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, να μη μπορούσε να διακρίνει ποιο ήταν το σχέδιο των εχθρών του, κι επομένως πώς όφειλε να δράσει.

Οι πίσω πόρτες των κάρων άνοιξαν, και οι πολεμιστές που ήταν επάνω άρχισαν να σπρώχνουν τα βαρέλια στον δρόμο, αφήνοντάς τα να τον γεμίσουν καθώς κυλούσαν ακανόνιστα. Το ίδιο έκαναν και οι πολεμιστές επάνω στο ενεργοκίνητο φορτηγό.

Οι Παντοκρατορικοί φάνηκε τώρα να καταλαβαίνουν τι σχεδίαζαν οι εχθροί τους· οι βαλλίστρες τους εξαπέλυσαν βέλη. Τρία απ’αυτά καρφώθηκαν επάνω στο ένα ξύλινο κάρο, μένοντας εκεί σαν μεταλλικά κέρατα. Τα άλογα αφήνιασαν. Αλλά τα βαρέλια είχαν ήδη φύγει. Οι πολεμιστές του Τάσβεραλ μπορούσαν να υποχωρήσουν – και, φυσικά, αυτό έκαναν, καθώς πελώρια βέλη έρχονταν καταπάνω τους. Κάποιος πρέπει να σκοτώθηκε. Από απόσταση, και χωρίς να κοιτάζει με κιάλια, η Ανταρλίδα δεν μπορούσε να δει καθαρά τον θάνατο του πολεμιστή (ή της πολεμίστριας) αλλά είδε ότι το πλακόστρωτο σ’εκείνο το σημείο σκούρυνε απότομα.

Τα βαρέλια κυλούσαν επάνω στη λεωφόρο, σχεδόν σαν με δική τους θέληση. Και από τους τριγυρινούς, μικρότερους δρόμους, οι πολεμιστές του Τάσβεραλ έσπρωχναν κι άλλα βαρέλια προς τα εκεί. Το Παντοκρατορικό όχημα βρισκόταν μέσα σε μια θάλασσα από ασταθείς κυλίνδρους, και τα πόδια του ήταν ψηλά και λεπτά· κι επιπλέον, το ένα φανερά χτυπημένο. Αν κινιόταν, ήταν πολύ πιθανό να πέσει. Έτσι, έμεινε ακίνητο.

Ο Όρνιφιμ γέλασε. «Τώρα, είναι του χεριού μας!»

Η Ανταρλίδα μειδίασε λοξά.

Η Αλιζέτ ατένιζε κάτω ανέκφραστα.

Το ίδιο κι ο Τάμπριελ.

Η Λισρρέτα δεν είχε καμία διάθεση ούτε να γελάσει ούτε να χαμογελάσει. Άνθρωποί της σκοτώνονταν εκεί κάτω· ήθελε απλώς όλα τούτα να τελειώσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.

Ο Καρλάνος έμοιαζε να έχει καταπιεί τη γλώσσα του. Παρ’όλ’αυτά χαμογελούσε, παρατήρησε η Λισρρέτα με τις άκριες των ματιών της. Πώς μπορεί να χαμογελά; Είναι αναίσθητος; Μεγάλοι Κολοσσοί!

Το όχημα των Παντοκρατορικών άρχισε να μεταβάλλεται: τα πόδια του μαζεύονταν, οι βαλλίστρες του κρύβονταν, και το σχήμα του άλλαζε ελαφρώς, ενώ τέσσερις μεγάλοι τροχοί παρουσιάζονταν στα πλευρά του. Ύστερα από την ολοκλήρωση της μεταμόρφωσης, το φορτηγό δεν κινδύνευε και τόσο ανάμεσα στα βαρέλια. Προσπάθησε να τα περάσει πατώντας τα.

Οι πολεμιστές του Τάσβεραλ τού επιτέθηκαν από παντού γύρω. Το όχημα με τη βαλλίστρα είχε πάλι πλησιάσει και έβαλε εναντίον του φορτηγού. Το πρώτο βέλος κατόρθωσε να διαπεράσει το σφυροκοπημένο περίβλημά του – γιατί αλλάζοντας μορφή δεν είχε, φυσικά, επιδιορθώσει και τις ζημιές που είχε ώς τώρα δεχτεί. Οι μαχητές της πόλης τού εκτόξευαν βέλη και σφαίρες με καρφιά. Πολλοί απ’αυτούς είχαν σκαρφαλώσει πάνω σε οροφές οικοδομημάτων ή σε μπαλκόνια. (Και τα οικήματα της Τάσβεραλ ήταν πολύ πιο ψηλά απ’ό,τι της Νέλερβικ, είχε παρατηρήσει η Ανταρλίδα.)

Το Παντοκρατορικό φορτηγό δεν το έβρισκε εύκολο να περάσει από τα βαρέλια, ακόμα και σ’αυτή τη μορφή με τους τροχούς. Τα τσάκιζε, ναι, και τα παραμέριζε, ή τα καβαλούσε, αλλά η ταχύτητά του ήταν πολύ μειωμένη, και οι τροχοί του φαινόταν να δυσκολεύονται καθώς τα βαρέλια, πολλές φορές, σκάλωναν από κάτω του.

Ορισμένοι πολεμιστές του Τάσβεραλ πηδούσαν τώρα από τα οικήματα για να βρεθούν στην οροφή του Παντοκρατορικού οχήματος. Προσπαθούσαν να εισβάλουν, μα δεν τα κατάφερναν. Οι πόρτες ήταν καλά σφαλισμένες· παράθυρα δεν υπήρχαν και πολλά, κι αυτά που υπήρχαν (κοντά στη θέση του οδηγού) ήταν στενά.

Συγχρόνως, ενεργοκίνητα φορτηγά έρχονταν για να φράξουν τον δρόμο προς τη Νότια Πύλη. Το μεταγωγικό των Παντοκρατορικών θα έπρεπε να βρει τρόπο να περάσει και από αυτά, εκτός από τα βαρέλια, αν ήθελε να συνεχίσει προς την ίδια κατεύθυνση.

Η Λισρρέτα είχε, εν τω μεταξύ, προστάξει μέσω πομπού να της φέρουν έναν εκφωνητή, και τώρα ένας υπηρέτης τη βοηθούσε να τον βάλει στην πλάτη της. Η Λισρρέτα πάτησε το κουμπί που τον ενεργοποιούσε και, με τα χείλη της κοντά στο «στόμα» (όπως το ονόμαζαν) του μηχανήματος, μίλησε – και η φωνή της αντήχησε σ’ολάκερη την Τάσβεραλ. Ακόμα και κάποιοι που βρίσκονταν κλεισμένοι σε υπόγεια σίγουρα κάτι θα άκουσαν. Μονάχα οι κουφοί δεν θ’άκουσαν τίποτα.

«ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΣΑΣ ΜΙΛΑ Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΛΙΣΡΡΕΤΑ ΤΟΥ ΤΑΣΒΕΡΑΛ. ΣΑΣ ΖΗΤΩ ΝΑ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ ΧΩΡΙΣ ΑΛΛΕΣ ΕΧΘΡΟΠΡΑΞΙΕΣ, ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΦΕΡΘΟΥΜΕ ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ, ΩΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥΣ. ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΤΙΝΑΞΟΥΜΕ ΤΟ ΟΧΗΜΑ ΣΑΣ ΜΕ ΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΑ ΜΑΣ ΚΑΝΟΝΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΕΤΟΙΜΑ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΙΟΥ, ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ, ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ.»

Ήταν μπλόφα, ασφαλώς· τα κανόνια δεν ήταν καθόλου έτοιμα· δεν είχαν καν σταλεί μάγοι για να κάνουν Μαγγανείες Οπλικής Φορτίσεως, απ’όσο ήξεραν η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ κι όσοι στέκονταν κοντά της. Όμως η Ανταρλίδα όφειλε να παραδεχτεί ότι η σκέψη της Λισρρέτα ήταν άψογη. Μέσα στο χάος της μάχης, οι Παντοκρατορικοί θα έβλεπαν τα κανόνια να γυαλίζουν πάνω στις ψηλές επάλξεις και θα πανικοβάλλονταν, δεν θα κάθονταν να σκεφτούν μήπως επρόκειτο για μπλόφα.

Η κίνηση του οχήματος έπαψε. Δεν πήγαινε ούτε μπροστά, ούτε πίσω, ούτε προσπαθούσε να στρίψει ή να αλλάξει μορφή.

Η Ανταρλίδα ύψωσε τα κιάλια της για να κοιτάξει, και είδε τη Στρατηγό Εκάρνιτ να στέκεται ανάμεσα σε δύο Τασβεράλια φορτηγά και να κάνει νόημα στους πολεμιστές που είχαν καβαλήσει το Παντοκρατορικό μεταγωγικό να κατεβούν και να απομακρυνθούν. Πλάι της στεκόταν ο Ραφέλνες με το σπαθί του στο χέρι, αιματοβαμμένο – μάλλον από τη συμπλοκή στον Πύργο της Ανατολής.

Οι μαχητές του Τάσβεραλ απομακρύνθηκαν από το όχημα των Παντοκρατορικών, κι εκείνοι, μετά από λίγο, άνοιξαν τις πόρτες και βγήκαν με τα χέρια υψωμένα.

«Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ στη Λισρρέτα, «η πόλη σου είναι, τώρα, δική σου.»

«Αλλά δεν τελειώσαμε με τον Καρλ Βέρινλωφ ακόμα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε εκείνη, έχοντας απενεργοποιήσει τον εκφωνητή στην πλάτη της.

«Πράγματι. Κι αυτό, όμως, δεν θ’αργήσει να γίνει.»

«Πρέπει να προετοιμαστούμε για τον ερχομό του,» τόνισε η Αλιζέτ. «Μην ξεχνάτε πως ο Πρόμαχος Άτβος είδε δύο πλοία γεμάτα Παντοκρατορικούς πολεμιστές να αράζουν στο λιμάνι της Τάσνερακ. Ο Καρλ Βέρινλωφ θα έχει αρκετές δυνάμεις για να στρέψει εναντίον μας. Έτσι κι αλλιώς, φαίνεται να σχεδίαζαν να επιτεθούν στο Νέλερβικ και στο Χαύδοραλ από το Τάσβεραλ. Επομένως, είναι έτοιμοι για πόλεμο.»

«Δε θα περίμεναν, όμως, ο εχθρός να βρεθεί ξαφνικά τόσο κοντά τους, Αλιζέτ,» είπε ο Τάμπριελ.

108.

Η Νίνα Έκγραμμη είχε προστάξει τους πράκτορές της να βρουν τον μυστηριώδη, παράξενο μάγο Καρτάφες’νορ, αλλά αντί γι’αυτόν τής ανέφεραν πως βρήκαν νεκρούς ανθρώπους. Πράκτορές της. Το μεσημέρι της προχτεσινής ημέρας είχε δώσει τη διαταγή, και τώρα, μέσα στην αυγή, ήρθαν τα δυσάρεστα νέα.

«Τι;» έκανε η Νίνα, κρατώντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό κοντά στ’αφτί της. «Τέσσερις, μέσα σε μία νύχτα; Ποιοι ευθύνονται;»

Η απάντηση των πρακτόρων της ήταν πως κανένας δεν γνώριζε μέχρι στιγμής. Υποπτεύονταν πως αποστάτες ήταν υπεύθυνοι. Πρέπει να επρόκειτο για οργανωμένη υπόθεση, πάντως· κι αν όχι στην περίπτωση της μίας πράκτορος (η οποία είχε δολοφονηθεί κάτω από μια καμάρα μες στη νύχτα), τότε σίγουρα στην περίπτωση των τριών που είχαν σκοτωθεί μαζί στο μικρό τέλμα στις όχθες της Δίδυμης.

Η Νίνα είπε πως θα ερχόταν να ερευνήσει η ίδια. Να την περίμεναν. Τερμάτισε την επικοινωνία και, φεύγοντας απ’το γραφείο της, πήγε στο υπνοδωμάτιο για να ετοιμαστεί. Ο Ράλκος, ο σύζυγός της, ήταν ακόμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αλλά δεν κοιμόταν.

«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε, βλέποντάς τη να πετά τη ρόμπα της στο πάτωμα και ν’ανοίγει τη ντουλάπα μαζεύοντας ρούχα και όπλα.

«Τέσσερις πράκτορές μου δολοφονήθηκαν μέσα στη νύχτα.»

«Τα Δαιμόνια… Εδώ, στην Κίρτβεχ;»

«Όχι. Σε δυο άλλες πόλεις, μικρότερες, προς τα βορειοανατολικά. Η μία είναι στις όχθες της Δίδυμης. Θα πάω να ερευνήσω.»

«Να προσέχεις. Αν είναι αποστάτες μπλεγμένοι σ’αυτήν την ιστορία….»

«Σίγουρα αποστάτες είναι μπλεγμένοι σ’αυτή την ιστορία,» αποκρίθηκε η Νίνα καθώς ντυνόταν. «Ποιος άλλος θα σκότωνε πράκτορές μου;»

«Πώς, όμως;… Δε θα τους είχες εντοπίσει; Ήρθαν τόσο ξαφνικά;»

Πράγματι, σκέφτηκε η Νίνα, πώς δεν τους είχα εντοπίσει; Πώς συμβαίνουν τέτοια πράγματα μες στην περιοχή της εποπτείας μου; Δεν μπορεί να τα είχε σκατώσει τόσο άσχημα! Κι όμως… τι άλλη εξήγηση υπήρχε; «Δεν ξέρω. Θ’ανακαλύψω, όμως.»

Ο Ράλκος σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και τη φίλησε προτού φύγει. Ύστερα, η Νίνα κατέβηκε στο γκαράζ του παλατιού και πλησίασε το τετράκυκλο όχημά της. Ήταν χαμηλό και οι τροχοί του μικροί, και δεν είχε θέσεις για παραπάνω από δύο άτομα και μερικά λίγα πράγματα στον αποθηκευτικό χώρο πίσω τους, αλλά ήταν γρήγορο, ανθεκτικό, και σταθερό. Η Νίνα άνοιξε τη μία πόρτα του, η οποία σηκωνόταν μαζί με τη μισή οροφή του, και κάθισε μπροστά στο τιμόνι. Έκλεισε την πόρτα και ενεργοποίησε το όχημα. Τα συστήματα και οι μηχανές αμέσως αφυπνίστηκαν καθώς τα τάιζε η εστία στην καρδιά του τροχοφόρου.

Η Νίνα πάτησε το πετάλι και, οδηγώντας προσεχτικά, βγήκε απ’το παλάτι του Πρίγκιπα Νοσνάλτος, πέρασε τη φυσική γέφυρα που ένωνε την Πριγκιπική με την Κίρτβεχ, διέσχισε την πόλη, και βγήκε από την Πύλη της Ξηράς (χωρίς οι φρουροί να τη σταματήσουν για να την ελέγξουν, αφού είδαν απλώς ένα μικρό όχημα να περνά – τίποτα που θα μπορούσε να θεωρηθεί επικίνδυνο σύμφωνα με οποιοδήποτε κριτήριο).

Παρότι η πόλη όπου είχε δολοφονηθεί η πράκτορας κάτω από την καμάρα ήταν πιο κοντά στην Κίρτβεχ, η Νίνα προτίμησε να πάει πρώτα σ’αυτή που βρισκόταν δίπλα στη Δίδυμη, όπου είχαν σκοτωθεί οι τρεις πράκτορες μέσα στο τέλμα. Μετά από μία ώρα και ένα τέταρτο ήταν εκεί και μιλούσε μ’έναν Ελεγκτή, λίγο πιο έξω από την πόλη. Στεκόταν πλάι στο όχημά της, ενώ εκείνος στεκόταν αντίκρυ της κρατώντας το άλογό του από τα ηνία.

«Πώς τούς ανακάλυψες;» τον ρώτησε η Νίνα, κι ο ειδικός πράκτορας τής εξήγησε ότι προσπάθησε κάποιος να έρθει σε επαφή μ’έναν απ’τους πράκτορες της πόλης αλλά δεν τον έβρισκε πουθενά. Μετά, προσπάθησε να έρθει σ’επαφή μ’έναν άλλο, μα ούτε αυτόν τον έβρισκε. Για τον τρίτο δεν ήξερε, όμως είχε αρχίσει ήδη να ανησυχεί· έτσι το γεγονός δεν άργησε να φτάσει στα αφτιά του Ελεγκτή, ο οποίος αμέσως ερεύνησε την υπόθεση μαζί με μερικούς άλλους πράκτορες. Σύντομα ανακάλυψαν ότι και ο τρίτος πράκτορας της πόλης είχε εξαφανιστεί· και ακολουθώντας, τελικά, κάποια ίχνη έφτασαν στο συμπέρασμα ότι οι τρεις εξαφανισμένοι είχαν κατευθυνθεί προς το τέλμα στις όχθες της λίμνης, και όχι μόνοι τους. Τρεις ακόμα ήταν μαζί τους – ποιοι ακριβώς, άγνωστο. «Τα πτώματα που βρήκαμε τα είχε σχεδόν ρουφήξει ο βάλτος. Σκοτωμένοι όλοι τους από λεπίδες. Ξιφίδια. Ήμασταν τυχεροί που τους εντοπίσαμε τόσο νωρίς· λίγο νάχαμε αργήσει, δε θα είχαμε βρει τίποτα σ’ετούτα τα βαλτονέρια.»

Η Νίνα τον ρώτησε αν είχε ακούσει για τη δολοφονία της άλλης πράκτορος. Εκείνος αποκρίθηκε πως δεν είχε ακούσει τίποτα, και ρώτησε: «Αποστάτες; Έχουν οργανωθεί μες στο Πριγκιπάτο;»

«Είναι πιθανό,» είπε η Νίνα. «Να έχετε το νου σας. Να ειδοποιήσεις όλους όσους μπορείς.»

«Ασφαλώς.»

«Αυτοί οι τρεις που πήγαν μαζί με τους πράκτορές μας στο τέλμα, μετά πού κατευθύνθηκαν;»

Ο Ελεγκτής απάντησε πως τα ίχνη τους απομακρύνονταν από τον βούρκο κι έπειτα χάνονταν. Κοντά στο τέλμα η γη ήταν πιο μαλακή και οι πατημασιές φαίνονταν· παραπέρα, όμως, όχι. «Και το γεγονός ότι καταφέραμε να προσδιορίσουμε ότι πήγαν προς το τέλμα ήταν επειδή ήμασταν τυχεροί. Ένας φρουρός, που τους άνοιξε την πύλη για να βγουν, τους θυμόταν. Όχι τα πρόσωπά τους, βέβαια, αλλά θυμόταν ότι έξι ταξιδιώτες τού ζήτησαν να περάσουν, την προηγούμενη νύχτα. Δεν είχαν βγει κι άλλοι τέτοια ώρα. Υποπτεύθηκα, λοιπόν, ότι μέσα σ’αυτούς τους έξι ταξιδιώτες ίσως να ήταν και οι πράκτορές μας. Η πύλη που άνοιξε ο φρουρός είναι η πύλη που βρίσκεται πιο κοντά στον βάλτο. Ψάξαμε για ίχνη εκεί κοντά, και τη συνέχεια την είπαμε ήδη…»

«Ο πράκτορας που ήθελε να κάνει επαφή με τους εξαφανισμένους είχε έρθει χτες, σωστά;»

«Ναι,» ένευσε ο Ελεγκτής, «χτες. Και οι φόνοι έγιναν τη νύχτα πριν από αυτή. Τυχεροί ήμασταν, ξανά. Αν δεν είχε έρθει αυτός, τα πτώματα θα τα είχε ρουφήξει ο βάλτος και τα ίχνη θα είχαν, αργά ή γρήγορα, χαθεί. Δε θα μαθαίναμε ποτέ τι είχε συμβεί.»

Η Νίνα τού είπε να είναι σε επιφυλακή και να την ειδοποιήσει με το παραμικρό που μπορεί να έβρισκε. Ύστερα, μπήκε πάλι στο όχημά της και κατευθύνθηκε τώρα προς την πόλη όπου είχε δολοφονηθεί η άλλη πράκτορας, η οποία εργαζόταν εκεί ως ράφτρα. Όταν έφτασε, έμαθε ότι η φρουρά ήταν που είχε εντοπίσει τη νεκρή. Ή μάλλον, ένας περαστικός ο οποίος είχε ειδοποιήσει αμέσως τη φρουρά. Οι Παντοκρατορικοί πράκτορες δεν είχαν αργήσει να ενημερωθούν ότι η ράφτρα σκοτώθηκε, και τότε είχαν στείλει πάραυτα πληροφορία στη Νίνα. Τελευταία βρίσκονταν όλοι τους σε κατάσταση συνεχούς εγρήγορσης, με τα ανησυχητικά γεγονότα στη βόρεια παραμεθόριο, καθώς και με την παρουσία του ειδικού πράκτορα από τη Ρελκάμνια – του Πολ Ντέρνηχ – ο οποίος ήταν εδώ επειδή υπήρχε η πληροφορία ότι κάτι ύποπτο συνέβαινε.

Η Νίνα ρώτησε πότε είχε σκοτωθεί η ράφτρα, κι οι πράκτορές της της απάντησαν· οπότε εκείνη δεν μπόρεσε παρά να σκεφτεί: Την ίδια νύχτα που δολοφονήθηκαν και οι τρεις πράκτορες στις όχθες της Δίδυμης. Σύμπτωση, ή όχι;

Πώς ήταν δυνατόν να συνέβαιναν, έτσι ξαφνικά, τέτοια πράγματα μέσα στο Κίρτβεχ; Πώς είχαν εισχωρήσει οι πράκτορες της Επανάστασης; Εντάξει, στη βόρεια παραμεθόριο, στις παρυφές με την Καμένη Γη, ήταν πιθανό να κυκλοφορούσαν παράνομοι, αλλά όχι εδώ, κοντά στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου… Αποκλείεται να μου είχαν ξεφύγει, τόσο καιρό. Εκτός… εκτός αν ήταν αλήθεια αυτό που υποπτευόταν ο Πολ: ότι οι αποστάτες είχαν διεισδύσει μέσα στο δίκτυό της.

Μέχρι που ήρθε ο Πολ δεν είχαμε κανένα πρόβλημα–

Η Νίνα σταμάτησε απότομα τις σκέψεις της, καθώς οδηγούσε προς την Κίρτβεχ τώρα. Μέχρι που ήρθε ο Πολ δεν είχαμε κανένα πρόβλημα… Πράγματι. Εκτός από την εμφάνιση αυτού του παράξενου μεταλλικού γίγαντα στη βόρεια παραμεθόριο. Δεν γίνονταν δολοφονίες πρακτόρων μου μες στο Πριγκιπάτο. Ούτε καν σε συνοριακές περιοχές.

Επιπλέον, η Νίνα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν ο Πολ να είχε περισσότερες πληροφορίες από εκείνη για το τι γινόταν στο δίκτυό της στο Κίρτβεχ. Ακόμα κι οι αφέντες τους, οι Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας, δεν θα μπορούσαν να έχουν μια τέτοια πληροφορία πριν από εκείνη. Πώς να ξέρουν ότι αποστάτες είχαν διεισδύσει – ή πιθανώς να είχαν διεισδύσει – στο δίκτυό της αν δεν τους το έλεγε εκείνη; Ποιος άλλος θα μπορούσε να τους το είχε πει;

Το να γνώριζαν ότι η Επανάσταση χρησιμοποιούσε κάποια καινούργια τεχνολογία, ίσως να ήταν πιθανό: ίσως, όντως, να το είχαν μάθει από κάποιον αποστάτη, όπως έλεγε ο Πολ. Όμως… όμως της φαινόταν αδύνατο να ξέρουν τι γινόταν μέσα στο δίκτυό της, αφού πρώτα η ίδια θα έπρεπε να το ξέρει αυτό.

Και μόλις ο Πολ εμφανίστηκε άρχισαν να σκοτώνονται πράκτορές μου. Πρώτα, αυτοί που ήταν μαζί του στη βόρεια παραμεθόριο, και τώρα εδώ, στην καρδιά του Πριγκιπάτου… και μάλιστα τη νύχτα της ίδιας ημέρας που ο Πολ ήρθε να μου μιλήσει γι’αυτά που συνέβησαν στα βόρεια…

Ο Πολ… Θα μπορούσε ο Πολ να ήταν διπλός πράκτορας; Θα μπορούσε να ήταν αποστάτης; Να βρισκόταν εδώ για να προκαλέσει σύγχυση;

Η Νίνα αισθανόταν την παρόρμηση να απορρίψει αυτή τη σκέψη ως παρανοϊκή. Αλλά η δουλειά της ήταν να είναι λιγάκι παρανοϊκή. Και κάτι δεν της άρεσε μ’όλη τούτη την ιστορία…

Θα πρέπει να τον προσέχω. Και τώρα δεν ξέρω καν πού βρίσκεται. Υποτίθεται ότι θα πήγαινε στη βόρεια παραμεθόριο για να συνεχίσει τις έρευνες… αλλά ήταν πραγματικά εκεί;

109.

Την επομένη, έμαθε ότι πράκτορές της είχαν εξαφανιστεί στη βόρεια παραμεθόριο. Κανένας δεν τους έβρισκε, ενώ ένας ήταν νεκρός από ανεξήγητη αιτία· η γυναίκα του τον είχε κηδέψει. Ανάμεσα στους εξαφανισμένους ήταν και η ειδική πράκτορας Ελνίτρα. Είχε χαθεί στην ίδια συνοριακή πόλη όπου είχε πεθάνει κι ο άλλος πράκτορας. Οι άνθρωποι που ήταν μαζί της ως βοηθοί (και δεν ήξεραν τίποτα γι’αυτήν πέρα απ’το ότι ήταν έμπορος) δεν είχαν την παραμικρή ιδέα πού μπορεί να είχε πάει. Υποπτεύονταν ότι κάτι άσχημο τής είχε συμβεί, αλλά δεν μπορούσαν να φανταστούν τι.

Και πού ήταν ο Πολ; Η Νίνα δεν είχε κανένα νέο, ούτε γι’αυτόν ούτε για τους δύο πράκτορες που είχε πάρει μαζί του – εκείνους που είχαν επιβιώσει από το μακελειό της παγίδας των επαναστατών.

Τρεις άνθρωποι… σκέφτηκε η Νίνα, βηματίζοντας μέσα στο καθιστικό των διαμερισμάτων της, στο πριγκιπικό παλάτι της Κίρτβεχ. Τρεις άνθρωποι δεν ήταν μαζί με τους τρεις πράκτορες που σκοτώθηκαν στα βαλτόνερα στις όχθες της Δίδυμης; Θα μπορούσαν αυτοί οι τρεις να ήταν ο Πολ και οι δύο πράκτορές του; Υποθέσεις… υποψίες… δεν μπορώ να είμαι σίγουρη. Πρέπει να μάθω περισσότερα!

Το μυαλό της είχε πάρει φωτιά. Αισθανόταν την όλη κατάσταση να την καλεί να δραστηριοποιηθεί άμεσα. Αισθανόταν τον εαυτό της να μεθά από την υπόσχεση της πρόκλησης, όπως παλιά, παρότι τελευταία είχε πιστέψει ότι οι σκέψεις και οι επιθυμίες της είχαν στραφεί αλλού: στον γιο της, τον Άλτρες. Τα παλιά ένστικτα δεν είχαν πεθάνει, όμως· απλώς κοιμόνταν λόγω έλλειψης ερεθίσματος. Δεν συνέβαιναν ύποπτα πράγματα στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ πλέον· η Νίνα τα είχε όλα υπό έλεγχο.

Μέχρι τώρα.

Ίσως να είχε φανεί απρόσεχτη ύστερα από τη γέννηση του Άλτρες. Ή ίσως ο Πολ να ήταν αποστάτης, διπλός πράκτορας. Ό,τι κι αν γινόταν σκόπευε να το ανακαλύψει.

Ήταν ώρα να πάει κι εκείνη στη βόρεια παραμεθόριο. Και θα ταξίδευε, όπως πάντα, αθέατη, σαν απλή ταξιδιώτισσα. Κανένας δεν θα μάθαινε ότι η Παντοκρατορική Επόπτρια ερχόταν. Ούτε καν οι πράκτορές της δεν θα ήξεραν ότι η Ανώτατη Ελέγκτρια ερχόταν. Αν ήταν να εντοπίσει αυτό το πρόβλημα, που σερνόταν σαν επικίνδυνο φίδι μέσα στο δίκτυό της, έπρεπε κι εκείνη να δράσει με τον ίδιο τρόπο. Έναν τρόπο που δεν της ήταν ανοίκειος.

Η Νίνα Έκγραμμη άρχισε να ετοιμάζεται.

Ο σύζυγός της ο Ράλκος δεν ήταν πια εδώ, στο παλάτι του Πρίγκιπα Νοσνάλτος, κι εκείνη το θεωρούσε καλό τούτο: δεν θα χρειαζόταν να του πει ψέματα για το πού πήγαινε. Διότι θεωρούσε πως ούτε αυτός δεν έπρεπε να γνωρίζει τις κινήσεις της τώρα. Όσο λιγότεροι ήξεραν τόσο λιγότεροι μπορούσαν, είτε εσκεμμένα είτε κατά λάθος, να την προδώσουν. Όχι πως τον υποπτευόταν για αποστάτη· ο Ράλκος ήταν από τους λίγους ανθρώπους που η Νίνα δεν υποπτευόταν. Και δεν νόμιζε ότι αυτό αποτελούσε παράβλεψη από μέρους της.

110.

Μέχρι το τέλος της ημέρας, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η πρωτεύουσα του Τάσβεραλ βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Πριγκίπισσας Λισρρέτα και μόνο. Φυσικά, ο Τάμπριελ υποψιαζόταν πως πράκτορες της Παντοκράτειρας βρίσκονταν ακόμα κρυμμένοι μέσα στην πόλη, όπως επίσης και η Ανταρλίδα κι η Αλιζέτ· αλλά ούτε ο Προφήτης της Νόρχακ ούτε οι δύο Μαύρες Δράκαινες το θεωρούσαν σημαντικό αυτό. Οι πράκτορες λίγα μπορούσαν να κάνουν από μόνοι τους, χωρίς υποστήριξη· και μόλις η παρουσία τους μαθευόταν, η Λισρρέτα θα φρόντιζε να τους φυλακίσει.

Η Πριγκίπισσα είχε, επίσης, στείλει μηνύματα σ’όλες τις μεγάλες πόλεις του Πριγκιπάτου της για να τις ενημερώσει για την κατάσταση: ότι το Τάσβεραλ ήταν πλέον ελεύθερο από τη Συμπαντική Παντοκρατορία, και όλοι οι δούκες όφειλαν να διώξουν τους Παντοκρατορικούς από τις περιοχές τους.

Ο αγγελιαφόρος που είχε πάει στον Δούκα της Τάσνερακ δεν επέστρεψε ώς το βράδυ, και η Λισρρέτα φοβόταν ότι πιθανώς να είχε πάθει κακό.

«Ο Επόπτης μάλλον τον αιχμαλώτισε, Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ, καθώς όλοι τους βρίσκονταν στην Αίθουσα του Θρόνου.

Η Λισρρέτα, καθισμένη στην κορυφή του μεγάλου τραπεζιού, έμοιαζε προβληματισμένη. «Ίσως δεν έπρεπε να τον είχα στείλει…»

«Αγγελιαφόρος είναι,» είπε η Αλιζέτ· «αυτή είναι η δουλειά του, να πηγαίνει μηνύματα. Επιπλέον, μπορούσατε να μην ειδοποιήσετε τον Δούκα της Τάσνερακ;»

Της Λισρρέτα δεν της άρεσε η νοοτροπία αυτής της γυναίκας που σκότωνε τόσο εύκολα. Τι νομίζει ότι είναι οι άλλοι άνθρωποι – κοτόπουλα για σφαγή; Ωστόσο, όφειλε να παρατηρήσει ότι ήταν, αναμφίβολα… πρακτική. «Πράγματι, αλλά δεν θα τον έστελνα γνωρίζοντας πως θα του συμβεί κάτι κακό, Αλιζέτ.»

«Δεν πιστεύω ο Επόπτης να τον σκότωσε,» είπε ο Τάμπριελ. «Απλά θα τον κράτησε εκεί. Ίσως να τον ανέκρινε κιόλας – και δε νομίζω ο άνθρωπός σας να δίστασε να του πει ό,τι ήθελε να μάθει, όταν απειλήθηκε η ζωή του.»

«Κι αυτό είναι καλό, Άρχοντά μου;»

«Ο Επόπτης δεν θα τον πείραξε αν πήρε τις πληροφορίες που ήθελε· αυτό προσπαθώ να εξηγήσω.»

«Και οι πληροφορίες που θα είχε να του δώσει ο αγγελιαφόρος σας,» τόνισε η Ανταρλίδα, «δεν θα ήταν και πολύ περισσότερες από αυτές που θα του έδωσε ήδη το ελικόπτερο που έφυγε από εδώ κατευθυνόμενο προς Τάσνερακ.»

«Τι θα κάνουμε τώρα, λοιπόν;» ρώτησε η Λισρρέτα.

«Τώρα,» είπε η Ανταρλίδα, «λογικά περιμένουμε επίθεση, γιατί αποκλείεται ο Καρλ Βέρινλωφ να φύγει από την Τάσνερακ επειδή εσείς, Πριγκίπισσά μου, αποφασίσατε να αποστατήσετε εναντίον της Παντοκρατορίας.»

«Θα πρέπει να τον ξεκολλήσουμε από εκεί με το ζόρι,» πρόσθεσε η Αλιζέτ. «Ευτυχώς, τώρα όλο το υπόλοιπο Πριγκιπάτο θα είναι με το μέρος σας. Οι άλλοι Παντοκρατορικοί αξιωματικοί δεν πρόκειται να μείνουν στις πόλεις σας, φοβούμενοι ότι θα τους χτυπήσετε· θα υποχωρήσουν νότια, για να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τις δυνάμεις του Επόπτη. Καλό θα ήταν να τους σταματήσετε, βέβαια, προτού φτάσουν εκεί…»

«Έχεις κάτι να προτείνεις;» ρώτησε η Λισρρέτα, σκεπτόμενη συγχρόνως ότι αυτό που είχε να προτείνει η Σκοτεινή Βασίλισσα μπορεί να μην της άρεσε. Καθόλου.

«Τίποτα συγκεκριμένο,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ – εκπλήσσοντας λιγάκι τη Λισρρέτα. «Να στείλετε στρατό, ίσως.»

Εκείνη, όμως, δεν μπορούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση τόσο εύκολα. Στράφηκε στη Στρατηγό Εκάρνιτ, ατενίζοντάς την ερωτηματικά· και η Στρατηγός του Τάσβεραλ είπε: «Καλύτερα, νομίζω εγώ, να οργανώσουμε εδώ την άμυνά μας, Υψηλοτάτη.»

Η Λισρρέτα κατένευσε. Συμφωνούσε.

Η Ανταρλίδα είπε: «Θα ήταν, όμως, χρήσιμο να μάθουμε πότε σκοπεύει να κινηθεί ο Επόπτης.»

«Και πώς μπορούμε να το μάθουμε αυτό;» ρώτησε η Λισρρέτα.

«Στέλνοντας ανιχνευτές στα νότια, στην περιοχή της Τάσνερακ. Θα πάω η ίδια,» προθυμοποιήθηκε, και κοίταξε τον Τάμπριελ, για να δει αν είχε καμια διαφωνία.

Εκείνος είπε: «Μόνη σου;»

«Με όποιον θέλει να με συνοδέψει.»

Ο Τάμπριελ κοίταξε τον Όρνιφιμ. Δεν βρίσκονταν τώρα σε άμεση νοητική επαφή, αλλά ο Ιεράρχης μάντεψε την επιθυμία του. «Αν ο Μεγάλος Προφήτης θέλει να πάω, θα πάω.»

«Καλό θα ήταν να έχω ένα ζευγάρι μάτια εκεί, Όρνιφιμ.»

Ο Όρνιφιμ ένευσε, χωρίς να υπάρχει καμια φανερή δυσαρέσκεια στο πρόσωπό του, που έμοιαζε στην Ανταρλίδα ορισμένες φορές ότι έκρυβε πίσω του άλλα πρόσωπα: τα πρόσωπα όλων των Ιεραρχών και του Τάμπριελ μαζί.

Ωραία, σκέφτηκε η Μαύρη Δράκαινα. Έτσι, ό,τι κι αν συμβεί, ο Τάμπριελ θα το μάθει αμέσως. Δε θα χρειαστεί να επιστρέψω τρέχοντας για να αναφέρω κάτι σημαντικό.

Και το βλέμμα της πήγε, λοξά, προς την Αλιζέτ. Τολμώ, όμως, να τον αφήσω μόνο μαζί της; Φυσικά, δεν φοβόταν ότι μπορεί η Σκοτεινή Βασίλισσα να τον παραπλανούσε με τα θέλγητρά της. Φοβόταν ότι μπορεί ακόμα, ύστερα από τόσα, να τους κορόιδευε όλους και να στρεφόταν ξαφνικά με την Παντοκράτειρα πάλι. Αν η Αλιζέτ κατόρθωνε να σκοτώσει τον Τάμπριελ, η Ανταρλίδα νόμιζε πως η Παντοκράτειρα πιθανώς να της συγχωρούσε οτιδήποτε.

«Θέλεις κι εμένα μαζί σου, Ανταρλίδα;» ρώτησε η Σκοτεινή Βασίλισσα, έχοντας παρατηρήσει το βλέμμα της.

«Μπορεί να μου φαινόσουν χρήσιμη…»

Άσε τις σαχλαμάρες, Ανταρλίδα, σκέφτηκε η Αλιζέτ· κι οι δύο ξέρουμε τον πραγματικό λόγο που με θέλεις μαζί σου. Νομίζεις ότι ακόμα υπάρχει πιθανότητα να σας προδώσω! (Υπήρχε; αναρωτήθηκε κάπου βαθιά εντός της. Υπήρχε, όντως, πιθανότητα να τους προδώσει; Να στραφεί εναντίον τους παρά τα όσα είχε μάθει για τον Ελκράσ’ναρχ; Παρά τα όσα είχε κάνει κατά της Παντοκρατορικής εξουσίας μέχρι στιγμής;)

«Αμφιβάλλεις;» είπε η Ανταρλίδα.

«Μόνο αν σκέφτεσαι να κάνεις δολιοφθορά,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ. «Αλλιώς, για απλή κατόπτευση μόνο, σε έχω παραπάνω από ικανή.» Το σχόλιό της ήταν, εσκεμμένα, λιγάκι καυστικό, και η Ανταρλίδα το πρόσεξε, βέβαια, αλλά δεν έδωσε σημασία.

«Ωραία, τότε· θα πάμε μαζί, Αλιζέτ,» είπε· «γιατί, αν έχουμε την ευκαιρία, θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε κάποια δολιοφθορά. Θα βοηθούσε, νομίζω, την Πριγκίπισσα.»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Σκοτεινή Βασίλισσα, μη θέλοντας να δώσει αφορμή για τσακωμό. Και στράφηκε να κοιτάξει τον Τάμπριελ, να δει ποια ήταν η αντίδρασή του σ’όλα τούτα.

Η έκφρασή του ήταν, ως συνήθως, ουδέτερη με τρόπο που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει και αφύσικο, αν ήταν κακοπροαίρετος ή προληπτικός. «Δεν έχω καμία διαφωνία,» δήλωσε ο Τάμπριελ.

«Δεν είναι, βέβαια, καλό που θα μείνεις εδώ μόνος σου…» είπε η Ανταρλίδα, προβληματισμένα.

«Δεν θα είναι μόνος του,» τόνισε ο Ραφέλνες. «Θα είμαι κι εγώ εδώ.»

«Επιπλέον,» είπε η Λισρρέτα, «έχω τόσους φρουρούς στο παλάτι…»

Ο καθένας τους, όμως, θα μπορούσε να είναι κρυφός πράκτορας της Παντοκράτειρας που περιμένει να βρει την ευκαιρία για να δολοφονήσει κάποιον σαν τον Τάμπριελ, σκέφτηκε η Ανταρλίδα.

«Θα προσέχω, Ανταρλίδα,» της είπε ο Τάμπριελ. «Το ξέρεις ότι έχω διάφορους τρόπους για να προσέχω.»

«Θα ξεκινήσουμε με την αυγή για την Τάσνερακ;» ρώτησε η Αλιζέτ, πίνοντας μια γουλιά απ’το κρασί στην κούπα της καθώς ακουμπούσε την πλάτη της στην καρέκλα όπου καθόταν.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα, «εκτός αν μέχρι τότε δούμε τα στρατεύματα του Επόπτη να συγκεντρώνονται αντίκρυ των τειχών της Τάσβεραλ.»

«Τόσο γρήγορα;» είπε ο Καρλάνος, που ώς τώρα καθόταν και άκουγε σιωπηλός.

«Εξαρτάται από το πόσα μεταγωγικά οχήματα έχει στη διάθεσή του ο Επόπτης στην Τάσνερακ,» είπε η Ανταρλίδα, η οποία δεν εμπιστευόταν και τόσο τον Οικονόμο του παλατιού. Φοβόταν μην ήταν κι αυτός σπιούνος των πρακτόρων της Παντοκράτειρας σαν τον Υπασπιστή Καρτάφες. Ο οποίος αποδείχτηκε ότι ήταν πληρωμένος, όπως είχε υποθέσει η Στρατηγός Εκάρνιτ. Μαρτύρησε, μάλιστα, υπό την απειλή βασανιστηρίων, ποιος πράκτορας τον πλήρωνε για να του φέρνει πληροφορίες· αλλά όταν η Λισρρέτα έστειλε στρατιώτες της για να συλλάβουν τον πράκτορα, αυτός είχε ήδη εξαφανιστεί – κατά πάσα πιθανότητα φεύγοντας από την Τάσβεραλ, υπέθεσε η Ανταρλίδα, και η Αλιζέτ συμφώνησε. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας εγκατέλειπαν αμέσως την περιοχή μόλις τους καταλάβαιναν. Ήταν ο καλύτερος τρόπος άμυνας.

Η Εκάρνιτ είπε: «Θα μπορεί να πάρει φορτηγά οχήματα κι από τον Δούκα της Τάσνερακ, αν θέλει. Εκτός αν ο Δούκας επαναστατήσει εναντίον του. Αλλά δεν το νομίζω. Θα φοβάται.»

«Θα μάθουμε σύντομα τι κάνει ο Καρλ Βέρινλωφ,» είπε η Αλιζέτ. «Εγώ υποθέτω πως περιμένει κι άλλα πλοία να έρθουν στο λιμάνι της Τάσνερακ, φέρνοντάς του στρατό από το Κάνρελ.»

«Το Κάνρελ έχει πολύ Παντοκρατορικό στρατό;» ρώτησε ο Τάμπριελ.

«Ναι. Όλα τα κεντρικά πριγκιπάτα έχουν πολύ στρατό. Τουλάχιστον τον διπλάσιο, τριπλάσιο απ’ό,τι υπάρχει εδώ, στο Τάσβεραλ.»

Η Λισρρέτα αισθάνθηκε ένα σύγκρυο να τη διατρέχει ακούγοντας αυτά τα λόγια. «Και θα τον στείλουν εδώ;»

«Μονάχα ένα μέρος του, Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ. «Μ’αυτά που συμβαίνουν στην ανατολική Βίηλ, δεν θα θέλουν να μείνουν αφύλαχτοι. Τους ενδιαφέρει, εξάλλου, πολύ περισσότερο η κεντρική Βίηλ, όπου βρίσκονται οι δύο διαστασιακές δίοδοι, η μία προς και η άλλη από Ρελκάμνια.»

Η συζήτηση στην Αίθουσα του Θρόνου δεν συνεχίστηκε για πολύ ακόμα· ήταν όλοι τους κουρασμένοι και ήθελαν να αναπαυθούν. Από την αυγή, που είχε ξεκινήσει η εξέγερση στο παλάτι, βρίσκονταν στο πόδι. Η Λισρρέτα αποσύρθηκε στα προσωπικά της διαμερίσματα, η Αλιζέτ και ο Όρνιφιμ στα ξεχωριστά δωμάτια που τους είχε παραχωρήσει η Πριγκίπισσα, και ο Τάμπριελ κι η Ανταρλίδα σ’ένα άλλο δωμάτιο, αρκετά ευρύχωρο και με μπαλκόνι που από κάτω του φαίνονταν οι καταρράκτες.

Η Ανταρλίδα βγήκε στο μπαλκόνι για να δει αν μπορούσε κανείς εύκολα να σκαρφαλώσει εκεί. Άναψε έναν φακό για να διαλύσει το σκοτάδι, και διαπίστωσε ότι η άνοδος πρέπει να ήταν πολύ επικίνδυνη. Ακόμα κι εγώ θα δυσκολευόμουν ν’ανεβώ. Ακόμα κι η Αλιζέτ. Κι αν έπεφτες δεν υπήρχαν και πολλά σημεία για να πιαστείς· θα κατέληγες, κατά πάσα πιθανότητα, στον καταρράκτη.

Η Ανταρλίδα έσβησε τον φακό της και επέστρεψε στο εσωτερικό του δωματίου κλείνοντας και ασφαλίζοντας την πόρτα πίσω της, για καλό και για κακό. «Να κάνεις Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως προτού κοιμηθούμε,» είπε στον Τάμπριελ. «Ίσως να υπάρχουν ακόμα πράκτορες μέσα σε τούτο το παλάτι.»

Εκείνος ένευσε. «Φυσικά.»

Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, έχοντας βγάλει όλα τα βαριά ρούχα από πάνω του. Η Ανταρλίδα έβγαλε τις μπότες της και πήγε να ξαπλώσει δίπλα του, αγγίζοντάς τον με το σώμα της. «Και να προσέχεις όσο θα λείπω,» του είπε.

«Το είπαμε ήδη. Θα έρχομαι, εξάλλου, συχνά σε επαφή με τους Ιεράρχες. Ο Όρνιφιμ θα ξέρει τι κάνω εδώ.»

Η Ανταρλίδα το έβρισκε αυτό καθησυχαστικό. Τα χείλη της πλησίασαν τα χείλη του· τον φίλησε αγγίζοντας το μάγουλό του, κρατώντας το πρόσωπό του στραμμένο προς εκείνη. Και μετά από λίγο, ο Τάμπριελ βρισκόταν από πάνω της, αφαιρώντας τα ρούχα της το ένα κατόπιν του άλλου, με σταθερές, νωχελικές κινήσεις, και φιλώντας το κατάλευκο δέρμα που παρουσιαζόταν από κάτω. Η Ανταρλίδα αισθανόταν ολόκληρο το σώμα της να έχει ζωντανέψει, όταν τελικά ο Τάμπριελ γλίστρησε μέσα της, λογχίζοντάς την το ίδιο σταθερά όπως πιο πριν αφαιρούσε τα ρούχα της. Η Ανταρλίδα κραύγασε φτάνοντας σε οργασμό, με το ένα της χέρι γαντζωμένο στα σεντόνια και το άλλο στον αριστερό γλουτό του.

Μετά κοιμήθηκε στην αγκαλιά του, αφού του είπε: «Ξύπνησέ με με την αυγή, αν δεν ξυπνήσω.» Δεν σκέφτηκε να του υπενθυμίσει να κάνει τη Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως. Όμως ο Τάμπριελ δεν το είχε ξεχάσει. Όταν κατάλαβε ότι ο ύπνος είχε πάρει την Ανταρλίδα, σηκώθηκε από το κρεβάτι και, υποτονθορύζοντας τα κατάλληλα λόγια, κάνοντας τις κατάλληλες χειρονομίες, γέμισε το δωμάτιο με την επίδραση της μαγγανείας, η οποία θα τον ειδοποιούσε αμέσως αν κάποιος εισέβαλε.

Ύστερα πήρε το ραβδί του στο χέρι και ήρθε σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη, για να συγκεντρώσει πληροφορίες. Ο Όρνιφιμ κοιμόταν. Ο Αρκαλόν καθόταν και συζητούσε με τη Βασνίτα, ενώ έπιναν κρασί και κάπνιζαν. Τη συμπαθούσε· και οι Τρεις Πρίγκιπες του Τάσβεραλ το ίδιο, είχε παρατηρήσει. Ο Ζίρτελον ήταν ξαπλωμένος στην κατασκήνωση του Άτβος, μέσα στους Δασότοπους της Σκιάς. Δεν τον είχε πάρει ακόμα ο ύπνος. Ο Πρόμαχος είχε πει πως υπολόγιζε ότι θα χρειάζονταν τέσσερις ή πέντε μέρες ακόμα μέχρι να βγουν από τους κατάφυτους τόπους. Αυτή την ημέρα δεν είχαν ακούσει έλικες στον ουρανό από πάνω τους, ούτε είχαν δει ελικόπτερα από απόσταση όταν κάποιοι είχαν σκαρφαλώσει σε δέντρα για να κοιτάξουν. Η Ράιλμεχ κοιμόταν. Σήμερα, οι υπήκοοι του Πρίγκιπα Αλβάρος είχαν διώξει κάτι τελευταίους Παντοκρατορικούς από τα εδάφη του Χαύδοραλ. Αναφορές έλεγαν ότι οι Παντοκρατορικοί που έφευγαν από εδώ πήγαιναν στο Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ. Πού αλλού, άλλωστε; Αυτό ήταν το πιο ασφαλές κοντινό μέρος για εκείνους. Η Διάττα βαριόταν στο άντρο των επαναστατών κάτω από την Καμένη Γη, και ήξερε ότι ο Δαίδαλος και ο Καρτάφες’νορ εργάζονταν για να φτιάξουν το επόμενο αυτοκίνητό τους. Επίσης, ότι ο Πολ είχε αρχίσει να βάζει επαναστάτες σε θέσεις που θεωρούσε καλές μέσα στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ, έχοντας δημιουργήσει ανοίγματα ύστερα από φόνους πρακτόρων της Παντοκράτειρας.

Μάλιστα, σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Ησυχία γενικώς. Πράγμα που σήμαινε ότι καταιγίδες σύντομα θα ξεσπούσαν. Ακούμπησε το ραβδί του στον τοίχο πλάι στο κρεβάτι και ξάπλωσε κοντά στην Ανταρλίδα ξανά.

111.

Με το ξημέρωμα, η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, και ο Όρνιφιμ ήταν στο χώρο στάθμευσης οχημάτων του παλατιού της Πριγκίπισσας. Ο καιρός ήταν ψυχρός, και ο άνεμος ακουγόταν να βουίζει μέσα από τα δέντρα του κήπου. Ο υπηρέτης που βρισκόταν εδώ τούς είπε πως η Υψηλοτάτη είχε προστάξει εκείνα εκεί τα οχήματα να είναι έτοιμα γι’αυτούς· και τα έδειξε: τρία καλογυαλισμένα δίκυκλα, κατασκευασμένα για ταξίδι στην ύπαιθρο.

Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ πήγαν να τα ελέγξουν. Χωρίς να έχουν συνεννοηθεί μεταξύ τους πρωτύτερα, έψαξαν για πιθανές βλάβες που μπορεί να είχαν προκληθεί εσκεμμένα από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας, ή για συσκευές παρακολούθησης συνδεδεμένες με τις εστίες των οχημάτων. Δεν βρήκαν τίποτα από όσα υποψιάζονταν.

«Εντάξει,» είπε η Αλιζέτ στην Ανταρλίδα, έχοντας ελέγξει και το τελευταίο όχημα.

Η Ανταρλίδα, ανεβαίνοντας σ’ένα από τα δίκυκλα, ένευσε και το ενεργοποίησε: η μηχανή του ακούστηκε να γρυλίζει από κάτω της. Ο υπηρέτης, είχε παρατηρήσει, τις κοίταζε και τις δύο καλά-καλά όσο εξέταζαν τα οχήματα, κι εξακολουθούσε να τις κοιτάζει. Πρέπει να του φαινόμαστε περίεργες… αν και θα μπορούσε να είναι και πληροφοριοδότης των Παντοκρατορικών…

Η Αλιζέτ ανέβηκε στο όχημα δεξιά της Ανταρλίδας, και ο Όρνιφιμ σ’αυτό αριστερά. Ενεργοποίησαν και οι δύο τις μηχανές, και όλοι μαζί ξεκίνησαν, πηγαίνοντας προς την πύλη του παλατιού. Οι φρουροί εκεί πρέπει να είχαν ειδοποιηθεί ότι θα περνούσαν γιατί τους άνοιξαν αμέσως, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση. Οι τρεις τους κατέβηκαν τον στριφτό δρόμο πλάι στους καταρράκτες με μειωμένη ταχύτητα και προσέχοντας τις επικίνδυνες στροφές. Κοιτάζοντας προς τα πάνω, η Ανταρλίδα προσπάθησε σε κάποια στιγμή να δει αν μπορούσε να εντοπίσει το μπαλκόνι του δωματίου όπου είχε κοιμηθεί μαζί με τον Τάμπριελ: και δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να το βρει, γιατί μια μορφή με μακριά λευκά μαλλιά και ψηλό ραβδί στεκόταν εκεί κι έμοιαζε να ατενίζει εκείνη, την Αλιζέτ, και τον Όρνιφιμ. Ο Τάμπριελ πρέπει να πρόσεξε ότι η Ανταρλίδα είχε γυρίσει για να τον κοιτάξει, έτσι ύψωσε λιγάκι το ραβδί του, σαν σε χαιρετισμό, κάνοντας την πορφυρή του σφαίρα να αστράψει στον ήλιο της αυγής.

Τα δίκυκλα κατέβηκαν από τους λόφους και βρέθηκαν μέσα στην Τάσβεραλ, όπου οι κάτοικοι ξυπνούσαν για να πάνε στις δουλειές τους, και σε πολλές γωνίες και κατώφλια ορισμένοι φαίνονταν να κουβεντιάζουν έντονα – μάλλον για τα τελευταία γεγονότα, υπέθετε η Ανταρλίδα: για τον διωγμό των Παντοκρατορικών, για την απελευθέρωση του Πριγκιπάτου τους. Το Πριγκιπάτο σας δεν είναι απελευθερωμένο ακόμα. Πρέπει να γίνει άλλη μία δουλειά…

Η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, και ο Όρνιφιμ βγήκαν από τη Νότια Πύλη της Τάσβεραλ αλλά, μετά, δεν κινήθηκαν για πολύ επάνω στη μεγάλη, λιθόστρωτη δημοσιά που ένωνε την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου με την Τάσνερακ, το μεγαλύτερό του λιμάνι. Έστριψαν σ’έναν πλευρικό δρόμο και, σύντομα, τον άφησαν κι αυτόν για να οδηγήσουν τα οχήματά τους σ’έναν τόπο με ξερό χορτάρι. Η Αλιζέτ προπορευόταν λιγάκι κι οι άλλοι δύο ακολουθούσαν.

«Τα ξέρεις αυτά τα εδάφη;» τη ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Όχι.»

«Τότε γιατί εσύ μας οδηγείς;»

«Γιατί, τουλάχιστον, είμαι από τη Βίηλ, ενώ εσείς όχι.»

Είχε δίκιο σ’αυτό, όφειλε να παραδεχτεί η Ανταρλίδα.

«Επιπλέον,» συνέχισε η Αλιζέτ, «δε νομίζω να διαφωνείς ότι δεν πρέπει να πάμε από τον κεντρικό δρόμο.»

Η Ανταρλίδα πράγματι δεν διαφωνούσε μ’αυτό. Αν πήγαιναν απ’τον κεντρικό δρόμο, ήταν πολύ πιο πιθανό να τους έβλεπαν κατάσκοποι του Επόπτη, ενώ από εδώ όχι. Και οι ίδιοι δεν βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση: Αν ερχόταν στρατός προς τα βόρεια, σίγουρα θα τον εντόπιζαν· δεν υπήρχε αμφιβολία· η δημοσιά φαινόταν από απόσταση, και ένας στρατός λογικά από εκεί θα προέλαυνε. Αλλά ακόμα κι αν πήγαινε από την ύπαιθρο, πάλι ορατός θα ήταν.

Όμως, καθώς περνούσε η ώρα και οι τρεις τους ταξίδευαν, δεν είδαν ούτε έναν Παντοκρατορικό στρατιώτη, ούτε μία Παντοκρατορική σημαία, ούτε ένα Παντοκρατορικό όχημα. Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας έμοιαζαν να έχουν αποσυρθεί τελείως από ετούτες τις περιοχές, ακριβώς όπως είχε προστάξει η Πριγκίπισσα Λισρρέτα.

Ο Καρλ Βέρινλωφ δεν βιάζεται να επιτεθεί, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Μάλλον η Αλιζέτ έχει δίκιο. Περιμένει κι άλλο στρατό να έρθει στο λιμάνι. Τα πράγματα θα αγριέψουν, σύντομα…

Δύο ώρες είχαν περάσει περίπου όταν ατένισαν τις ακτές του Πριγκιπάτου και την Τάσνερακ. Σταμάτησαν τα δίκυκλά τους επάνω σ’ένα ύψωμα, ανάμεσα σε αειθαλή δέντρα, ώστε να έχουν καλή θεά της πόλης και του λιμανιού. Έξω από τα τείχη της ένας καταυλισμός φαινόταν στημένος, και εδώ ανέμιζαν σημαίες της Παντοκράτειρας. Όπως επίσης κι επάνω στα τείχη της Τάσνερακ. Από τον αριθμό των σκηνών του καταυλισμού, η Ανταρλίδα υπολόγιζε ότι κάπου χίλιοι-πεντακόσιοι πολεμιστές πρέπει να ήταν στρατοπεδευμένοι.

«Ο Επόπτης δεν άργησε να ετοιμαστεί για πόλεμο,» παρατήρησε ο Όρνιφιμ.

«Ήταν ήδη έτοιμος,» του είπε η Αλιζέτ, κατεβάζοντας τα κιάλια της. «Ο πόλεμος ήταν το πρώτο πράγμα στο μυαλό του. Απλά τώρα βρήκε ξαφνικά τον εχθρό μέσα στα εδάφη που, λίγο πιο πριν, θεωρούσε συμμαχικά.»

Μετά, κατασκήνωσαν χωρίς ν’ανάψουν φωτιά, για να μη μπορούν να τους προσέξουν από τα τείχη της πόλης. Τα δίκυκλά τους τα έκρυψαν ανάμεσα στη βλάστηση, βάζοντας και κλαδιά επάνω τους ώστε να μη γυαλίζουν τα μέταλλά τους στον ήλιο και να δίνουν στόχο.

Η Ανταρλίδα παρατήρησε για λίγη ώρα, με τα κιάλια της, τον καταυλισμό των Παντοκρατορικών. Ύστερα είπε στην Αλιζέτ: «Αν είναι να σκαρώσουμε κάτι θα πρέπει να πάμε πιο κοντά. Τη νύχτα, κατά προτίμηση.»

Η Αλιζέτ, που ήταν καθισμένη σε μια πέτρα ακονίζοντας το σπαθί της, κατένευσε. «Είδες τα μεταγωγικά τους;» ρώτησε. Ρητορικά, προφανώς· ήταν αδύνατον να μη δεις τα μεγάλα οχήματα.

«Προτείνεις αυτά να σαμποτάρουμε;»

«Είναι το μόνο που μπορούμε να σαμποτάρουμε. Εδώ, δεν έχουν ούτε πυρομαχικά ούτε ενεργειακές φιάλες για να ανατινάξεις. Αλλά αν τους κάνουμε πρόβλημα με τους τροχούς τους, θα τους καθυστερήσουμε χωρίς αμφιβολία.»

«Αυτά τα μεταγωγικά, πάντως, αποκλείεται να χωράνε όλους όσους είναι στον καταυλισμό,» είπε η Ανταρλίδα.

«Το ένα τρίτο, όμως, πρέπει να το χωράνε.»

«Και νομίζεις ότι ο Επόπτης θα φέρει μόνο το ένα τρίτο του στρατού του στην Τάσβεραλ και θα το αφήσει εκεί – ευάλωτο – ώσπου να φέρει και τον υπόλοιπο στρατό;»

«Μια τέτοια κίνηση δε θα ήταν στρατηγική,» είπε η Αλιζέτ, «αλλά βιαστική.» Μάλλον ικανοποιημένη με την κόψη του σπαθιού της, έπαψε να το ακονίζει και το κάρφωσε στη γη. «Υποθέτω ότι θα τους φέρει στην Τάσβεραλ οδοιπορώντας. Ωστόσο, και πάλι, δε νομίζω να ξεκινήσει χωρίς αυτά τα φορτηγά, τα οποία θα είναι, αναμφίβολα, πολύ χρήσιμα για μεταφορά εξοπλισμών και προμηθειών.»

«Θα τα σαμποτάρουμε, επομένως.» Η Ανταρλίδα κάθισε κοντά της.

«Αν, ώς το βράδυ, δεν έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε.»

Στο μεταξύ περίμεναν και παρατηρούσαν το στρατόπεδο, τις επάλξεις της Τάσνερακ, το λιμάνι, τις ακτές, και τις τριγυρινές περιοχές. Καθώς το μεσημέρι πλησίαζε ο Όρνιφιμ είπε: «Ένας μαντατοφόρος ήρθε στο παλάτι της Πριγκίπισσας για ν’αναφέρει μια καταστροφή.»

Η Ανταρλίδα στράφηκε να τον ατενίσει. «Τι καταστροφή;»

«Η Μητέρα επιτέθηκε σε μια μονάδα Παντοκρατορικών στρατιωτών οι οποίοι υποχωρούσαν από μια πόλη κοντά στα βουνά ερχόμενοι προς τα νότια.»

«Πώς τους επιτέθηκε; Έστειλε τα παιδιά της;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Όρνιφιμ. «Όταν είχαν κατασκηνώσει. Κάποιο παιδί μπήκε στον καταυλισμό τους και μια μεγάλη έκρηξη έγινε. Ο μαντατοφόρος δεν ξέρει πώς ακριβώς συνέβη το περιστατικό· δεν ήταν εκεί, φυσικά.»

«Οι Παντοκρατορικοί είναι νεκροί;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Πολλοί από αυτούς, ναι,» είπε ο Όρνιφιμ. «Οι άλλοι, τραυματίες και μη, συνεχίζουν προς την Τάσνερακ, και σύμφωνα με τις φήμες δεν αφήνουν κανέναν να τους πλησιάσει· τοξεύουν όποιον άγνωστο έρθει πιο κοντά από πενήντα μέτρα.»

«Η Μητέρα, λοιπόν, θέλει να μας βοηθήσει παρότι δεν θέλουμε τη βοήθειά της,» παρατήρησε η Αλιζέτ. «Δε μπορώ να πω ότι δεν το περίμενα.»

Την υπόλοιπη ημέρα, αφότου έφαγαν, συνέχισαν να παρακολουθούν.

Ο Όρνιφιμ είπε ότι όλα ήταν ήσυχα στο παλάτι της Πριγκίπισσας Λισρρέτα: καμία αναταραχή δεν είχε συμβεί, και κανένας άλλος δεν είχε φέρει νέα για επίθεση της Μητέρας. «Η Πριγκίπισσα φαίνεται να στεναχωρήθηκε απ’αυτή την επίθεση,» εξήγησε ο Όρνιφιμ. «Το θεωρεί φριχτό που σκοτώνονται παιδιά έτσι.»

«Η Πριγκίπισσα,» σχολίασε η Αλιζέτ, «παραείναι ευαίσθητη για πριγκίπισσα.»

«Ακόμα κι εσύ, Αλιζέτ, δεν μπορεί να συμφωνείς με τις μεθόδους της Μητέρας,» είπε η Ανταρλίδα. «Παίζει με τα μυαλά αυτών των παιδιών και τα κάνει όπλα της. Δεν είναι σωστό.»

«Το ίδιο, θα μπορούσες να πεις, έκανε κι η Παντοκράτειρα μαζί μας. Θα ήθελες, όμως, τώρα να μην είσαι Μαύρη Δράκαινα;»

«Δεν είναι το ίδιο. Εμείς πήγαμε οικειοθελώς· και δεν ήμασταν παιδιά.»

«Τίποτα σ’ετούτο το συμπάν δεν είναι δίκαιο ή απόλυτο, Ανταρλίδα. Αυτά τα παιδιά βλέπουν τον κόσμο, πλέον, τελείως διαφορετικά από εσένα ή εμένα ή τον Όρνιφιμ.»

Φιλοσοφίες της Σκοτεινής Βασίλισσας… σκέφτηκε η Ανταρλίδα χωρίς να της απαντήσει. Στρεφόμενη στον Ιεράρχη ρώτησε: «Εσύ τι λες; Συμφωνείς με το να δένεις εκρηκτικά πάνω σε παιδιά και να τα στέλνεις να πεθάνουν;» Μέχρι στιγμής εκείνος δεν είχε σχολιάσει τις τακτικές της Μητέρας.

«Νοσηρό είναι,» αποκρίθηκε ο Όρνιφιμ. «Μόνο στους εφιάλτες του Μασμόρου θα το έβρισκες.»

«Ο Μασμόρος–» έκανε η Ανταρλίδα να εξηγήσει στην Αλιζέτ.

«–είναι ένας θεός της Νόρχακ,» τη διέκοψε η Σκοτεινή Βασίλισσα. «Ο Θεός των Νυχτερινών Τρόμων.»

«Μπράβο, είσαι μορφωμένη.»

«Νόμιζες ότι θα ερχόμουν στη Νόρχακ αμόρφωτη για να σκοτώσω τον Μεγάλο Προφήτη;»

Μετά από λίγο, καθώς σκοτείνιαζε, η Ανταρλίδα ρώτησε τον Όρνιφιμ: «Τι κάνει ο Πρόμαχος Άτβος;»

«Ταξιδεύουν μέσα στους Δασότοπους της Σκιάς ακόμα. Ο Ζίρτελον είναι καλύτερα. Ελικόπτερα δεν τους κυνηγάνε πια.»

«Ο Επόπτης βαρέθηκε.»

«Ή,» είπε η Αλιζέτ, «βρήκε πιο σημαντικά προβλήματα για να τον απασχολήσουν. Τι λες, λοιπόν: θα του δημιουργήσουμε ακόμα ένα πρόβλημα απόψε; Ή να περιμένουμε την αυριανή νύχτα;»

«Απόψε,» απάντησε η Ανταρλίδα.

Η Σκοτεινή Βασίλισσα ένευσε.

Όταν νύχτωσε για τα καλά, και το σκοτάδι ήταν πυκνό, είχαν κι οι δύο ήδη ντυθεί με μαύρες στολές και έφυγαν από το ύψωμα αφήνοντας τον Όρνιφιμ πίσω, γιατί δεν θα τις βοηθούσε στη δουλειά τους, μονάχα θα τις δυσκόλευε. Πλησίασαν τον Παντοκρατορικό καταυλισμό από τα ανατολικά, όπου ήταν σταθμευμένα και τα μεγάλα φορτηγά οχήματα. Οι κινήσεις τους ήταν ένα με τις βαθιές σκιές, οι ελάχιστοι θόρυβοι που έκαναν χάνονταν μέσα στον αλμυρό αγέρα που ερχόταν από τη θάλασσα. Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ είχαν μάθει ν’αφήνουν το φυσικό τοπίο να τις καθοδηγεί, είχαν μάθει να γίνονται μέρος του, προέκτασή του, φυσικά στοιχεία κι οι ίδιες. Η ύπαιθρος δεν ήταν εχθρός τους, ήταν φίλος τους· δεν ήταν εμπόδιο, ήταν αρωγός. Μαλακό χώμα, πέτρες, χαμόδεντρα, χορτάρι, σκοτάδι…

Αποφεύγοντας το φως προβολέων που κινούνταν πέρα-δώθε ερευνώντας τη νύχτα, βρέθηκαν κοντά στο στρατόπεδο. Οι φρουροί της μεριάς που τις ενδιέφερε δεν απείχαν πάνω από είκοσι μέτρα τώρα. Τρεις άντρες, αρματωμένοι και οπλισμένοι, με κράνη στα κεφάλια και λευκούς μανδύες στους ώμους. Δεν έμοιαζαν χαρούμενοι που έκαναν αυτή την υπηρεσία μια τέτοια ώρα. Οι Μαύρες Δράκαινες τούς σκότωσαν χωρίς δισταγμό. Ο λαιμός του ενός τρυπήθηκε από ένα βέλος που είχε εκτοξευτεί από τη βαλλίστρα της Ανταρλίδας, ο λαιμός του άλλου από ένα βέλος που είχε εκτοξευτεί από τη βαλλίστρα της Αλιζέτ· και μετά, η Σκοτεινή Βασίλισσα όρμησε καταπάνω στον τελευταίο προτού εκείνος προλάβει να αντιληφτεί τι είχε συμβεί. Του χίμησε σαν μεγάλο αιλουροειδές, σαν στοιχειό που ξεπρόβαλε μέσα απ’το σκοτάδι, και τον σώριασε στο έδαφος, ανάσκελα. Το ξιφίδιό της καρφώθηκε κάτω απ’το σαγόνι του.

Η Ανταρλίδα είχε ήδη γλιστρήσει ανάμεσα στα ψηλά οχήματα, και η Αλιζέτ την ακολούθησε. «Πάμε για τις εστίες,» της ψιθύρισε. Η Ανταρλίδα ένευσε. Όσες περισσότερες εστίες έπαιρναν τόσο το καλύτερο. Θα έπρεπε μάγοι να δουλέψουν για να τις ξαναφτιάξουν.

Η Αλιζέτ μπήκε σ’ένα φορτηγό, άνοιξε μια καταπακτή στο πάτωμά του, κι αποκάλυψε την εστία που κρυβόταν εκεί. Την αποσύνδεσε και την έβαλε στον σάκο της. Ύστερα χτύπησε τα κυκλώματα και τους μηχανισμούς με το ξιφίδιό της, προσπαθώντας να προκαλέσει όσο το δυνατόν περισσότερη ζημιά. Η Ανταρλίδα την κοίταζε από την πόρτα του οχήματος, κι αφού είδε τι έκανε η Σκοτεινή Βασίλισσα (η οποία γνώριζε τους μηχανισμούς της Βίηλ καλύτερα από εκείνη), πήγε σ’ένα άλλο φορτηγό και τη μιμήθηκε.

Παραπάνω από δύο εστίες η καθεμία δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν με άνεση στους σάκους τους. Ήταν βαριές και μεγάλες: ελλειψοειδή αντικείμενα που γυάλιζαν σαν να ήταν εν μέρει καμωμένα από μέταλλο εν μέρει από καθαρό φως. Ωστόσο δεν έκαιγαν το δέρμα, και ήταν στέρεα στην αφή.

Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ κόλλησαν εκρηκτικά κάτω από τέσσερα φορτηγά που είχαν ακόμα τις εστίες τους συνδεδεμένες. Περισσότερα εκρηκτικά δεν κουβαλούσαν μαζί τους· τα χρησιμοποίησαν όλα, και τα ρύθμισαν να εκραγούν μόλις τους έδιναν σήμα με πομπό.

Καθώς έφευγαν απ’τον καταυλισμό άκουγαν πίσω τους φασαρία να ξεκινά. Τα τρία πτώματα είχαν ανακαλυφθεί – μάλλον επειδή είχε έρθει η ώρα οι φρουροί ν’αλλάξουν. Οι δύο Μαύρες Δράκαινες έτρεξαν μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να κάνουν θόρυβο. Αλλά το φως ενός προβολέα έπεσε πάνω τους.

«ΕΚΕΙ!» αντήχησε η φωνή κάποιου. «ΕΚΕΙ!»

Κι ενός άλλου: «Κυνηγήστε τους!»

Η Ανταρλίδα είδε ένα βέλος να περνά από δίπλα της, και συνέχισε να τρέχει με μεγάλες δρασκελιές. Πήδησε πάνω σ’έναν βράχο και μετά απ’την άλλη μεριά του βράχου, χρησιμοποιώντας τον για κάλυψη. Η Αλιζέτ ήταν κοντά της. Γλίστρησαν πίσω από δέντρα.

Φωνές τις ακολουθούσαν, και ποδοβολητό. Και καλπασμός. Οι καταραμένοι! Δεν καθυστέρησαν και πολύ, σκέφτηκε η Ανταρλίδα· και πάτησε το κουμπί του πομπού της. Τα εκρηκτικά που είχε τοποθετήσει στα δύο φορτηγά εξερράγησαν, βροντώντας μέσα στη νύχτα και φωτίζοντάς την, προς στιγμή, δυνατότερα από οποιονδήποτε προβολέα.

Κι άλλες βροντές ακολούθησαν – κι άλλο δυνατό φως. Η Αλιζέτ είχε πατήσει το κουμπί του δικού της πομπού, ενεργοποιώντας και τα υπόλοιπα εκρηκτικά.

Η Ανταρλίδα αισθάνθηκε τα θερμικά κύματα να τη χτυπάνε ώς εδώ, σαν καυτός αέρας. Στη Βίηλ, όλες οι εκρηκτικές ύλες ήταν χάος και όλεθρος. Ρίχνοντας μια ματιά πάνω απ’τον ώμο της είδε μεγάλες φωτιές να έχουν ανάψει στο στρατόπεδο και φορτηγά οχήματα να έχουν ανατραπεί και τιναχτεί πέρα από τις αρχικές τους θέσεις. Σ’άλλη διάσταση, για να συμβεί αυτό, θα έπρεπε να έχεις γεμίσει ένα ολόκληρο φορτηγό με εκρηκτικά, και πάλι δεν θα ήσουν βέβαιος.

Μπροστά, όμως, από την καταστροφή η Ανταρλίδα έβλεπε καβαλάρηδες να έρχονται καταπάνω σ’εκείνη και την Αλιζέτ. Και οι εκρήξεις δεν τους είχαν καθυστερήσει παρά ελάχιστα· πρέπει μονάχα να είχαν ξαφνιαστεί λιγάκι, να είχαν σταματήσει, και μετά να είχαν συνεχίσει.

Η Ανταρλίδα τράβηξε το σπαθί της, στρεφόμενη να τους αντιμετωπίσει καθώς περνούσαν ανάμεσα από τα αειθαλή δέντρα. Η Αλιζέτ ήταν πλάι της, κι εκείνη με σπαθί στο χέρι.

Οι ιππείς τούς όρμησαν κραυγάζοντας, σπαθίζοντας από τις σέλες τους. Η Ανταρλίδα έσκυψε κάτω από μια λεπίδα, χτύπησε τον χειριστή της στο γόνατο, κι εκείνος έπεσε από τη ράχη του αλόγου του ουρλιάζοντας. Ένα άλλο ξίφος ήρθε καταπάνω της, και η Μαύρη Δράκαινα το απέκρουσε, τινάχτηκε πίσω, πάτησε γερά στα πόδια της, είδε ακόμα έναν καβαλάρη να έρχεται. Έβαλε τη λεπίδα της στο δρόμο της δικής του, παραμερίζοντάς την και τρυπώντας τον στην κοιλιά. Τράβηξε το σπαθί της πίσω καθώς αίματα πετάγονταν και το σώμα του Παντοκρατορικού σωριαζόταν στη γη.

Σκοτάδια – γυαλίσματα από λάμες – κραυγές παντού.

Η Ανταρλίδα είδε την Αλιζέτ πάνω σ’ένα άλογο. Η Σκοτεινή Βασίλισσα απέφυγε ένα χτύπημα στον ώμο και σπάθισε τον εχθρό της στον λαιμό. Καθώς εκείνος έπεφτε από τη σέλα, η Ανταρλίδα έτρεξε κι άρπαξε τ’άλογό του απ’τα γκέμια προτού αφηνιάσει και φύγει. Πάτησε σ’έναν αναβατήρα και πήδησε στη ράχη του.

Δύο ιππείς είχαν απομείνει, και υποχωρούσαν. Αλλά οι πεζοί είχαν, τώρα, οργανωθεί ξανά και έρχονταν καταπάνω στις δύο Μαύρες Δράκαινες κραδαίνοντας σπαθιά και δόρατα. Η Αλιζέτ είχε αρπάξει την ασπίδα ενός καβαλάρη και τη χρησιμοποίησε για να σταματήσει ένα δόρυ, σπάζοντάς το, στη συνέχεια, με το σπαθί της. Η Ανταρλίδα φτερνοκόπησε το άλογό της και σπάθισε το κρανοφόρο κεφάλι μιας πολεμίστριας, κάνοντάς τη να χάσει την ισορροπία της και να πέσει πάνω σ’έναν άλλο. Παραμέρισε το δόρυ ενός τρίτου και τον χτύπησε στο στήθος, σπάζοντας τον φολιδωτό του θώρακα, τινάζοντας αίμα. Και μετά, το άλογό της πέρασε ανάμεσα από άλλους δύο, σωριάζοντας τον έναν στη γη. «Αλιζέτ!» φώναξε. «Μαζί μου! Μαζί μου!»

«Πού έλεγες ότι θα πήγαινα;» είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα καθώς πεταγόταν πλάι της, τσακίζοντας έναν Παντοκρατορικό κάτω απ’τις οπλές του αλόγου της.

Δεν ήταν δύσκολο να περάσουν ανάμεσα από τους πεζούς και να φύγουν· οι Παντοκρατορικοί δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά για να τις σταματήσουν. Καθώς όμως οι Μαύρες Δράκαινες απομακρύνονταν, ένα βέλος καρφώθηκε στα πισινά του αλόγου της Αλιζέτ, και το ζώο, χρεμετίζοντας πονεμένα, εξαγριωμένα, σηκώθηκε απότομα στα πίσω πόδια. Η Σκοτεινή Βασίλισσα πετάχτηκε αμέσως από τη σέλα και βρέθηκε στη γη, στα τέσσερα, σαν πελώρια μαύρη γάτα με αστραφτερά ατσάλινα μάτια.

Η Ανταρλίδα τής έδωσε το χέρι της· η Αλιζέτ το έπιασε και πήδησε στη σέλα, πίσω της. Ακόμα ένα βέλος σφύριξε, περνώντας πάνω απ’τα κεφάλια τους.

Το άλογό τους τις οδήγησε μακριά απ’τους εχθρούς, καλπάζοντας.

Λίγο παρακάτω, αφίππευσαν κι η Ανταρλίδα έδωσε ένα χτύπημα στα πισινά του ζώου για να φύγει. Έπειτα επέστρεψαν, χωρίς βιασύνη, αλλά με προσοχή, στο ύψωμα όπου είχαν αφήσει τον Όρνιφιμ και τα δίκυκλά τους.

Ο Ιεράρχης δεν τις πρόσεξε να έρχονται, καθώς καθόταν και κοίταζε με τα κιάλια.

«Όρνιφιμ,» είπε η Ανταρλίδα.

Εκείνος ξαφνιάστηκε. Ύστερα μειδίασε. «Κάνατε φασαρία εκεί κάτω, βλέπω.»

«Περισσότερη απ’ό,τι θα θέλαμε,» είπε η Αλιζέτ. «Ήμασταν απρόσεχτες. Θα έπρεπε να είχαμε παρατηρήσει καλύτερα κάθε πότε άλλαζαν βάρδιες οι φρουροί.»

«Η δουλειά, όμως, έγινε,» είπε η Ανταρλίδα, όχι και τόσο δυσαρεστημένη. «Τι κάνει ο Τάμπριελ;»

«Μόλις έμαθε τα κατορθώματά σας. Βρίσκεται σε επαφή μαζί μας.»

«Αυτό,» είπε η Αλιζέτ στρέφοντας το βλέμμα της στον καταυλισμό έξω από την Τάσνερακ, που μεγάλες φωτιές έκαιγαν ακόμα στην ανατολική μεριά του, «θα καθυστερήσει τον Επόπτη λιγάκι. Αλλά όχι για πάντα.»

Την επόμενη ημέρα δεν έκαναν καμια κίνηση εναντίον των Παντοκρατορικών, και ήταν πολύ προσεχτικές μην τυχόν ο Καρλ Βέρινλωφ τις εντοπίσει εδώ όπου κρύβονταν. Μπορούσαν να δουν ανιχνευτές να έχουν βγει από την Τάσνερακ, ερευνώντας τα τριγύρω εδάφη. Λίγο μετά το μεσημέρι, η Αλιζέτ είπε: «Νομίζω ότι θα ήταν πιο ασφαλές αν μετακομίζαμε.» Κάποιοι από τους ανιχνευτές βρίσκονταν επικίνδυνα κοντά στο ύψωμά τους. Η Ανταρλίδα συμφώνησε, και ο Όρνιφιμ δεν έφερε αντίρρηση. Πήραν τα δίκυκλά τους και πήγαν σε μια άλλη θέση, πιο μακριά. Από εδώ, ακόμα λιγότερες λεπτομέρειες του Παντοκρατορικού καταυλισμού φαίνονταν, αλλά τα βασικά ήταν ευδιάκριτα. Αν ο αριθμός των πολεμιστών αυξανόταν αισθητά, αποκλείεται να μην το παρατηρούσαν, όπως κι αν ο καταυλισμός διαλυόταν ώστε ο στρατός ν’αρχίσει να κινείται.

Επίσης, οι ακτές και το λιμάνι ήταν φανερά από το καινούργιο παρατηρητήριό τους· και αργότερα, μέσα στη νύχτα, είδαν δύο μεγάλα πλοία να ζυγώνουν. Δύο ενεργοκίνητα πλοία, που οι προπέλες τους σήκωναν αφρούς πίσω από την πρύμνη τους. Ωστόσο, διέθεταν και πανιά τα οποία ήταν ανοιχτά και φουσκωμένα.

«Νομίζω,» είπε ο Όρνιφιμ, «πως αυτά ήταν τα σκάφη που είχε δει κι ο Ζίρτελον μαζί με τον Πρόμαχο.»

«Επέστρεψαν λοιπόν…» είπε η Ανταρλίδα.

«Φέρνοντας κι άλλους στρατιώτες, αναμφίβολα,» πρόσθεσε η Αλιζέτ, κοιτάζοντας με τα κιάλια της.

«Έχουν Παντοκρατορική σημαία;»

«Ναι.»

Τα πλοία άραξαν στο λιμάνι της Τάσνερακ, και οι δύο Μαύρες Δράκαινες κι ο Ιεράρχης τα είδαν να αποβιβάζουν στρατό.

112.

Ο Τζακ και η Ανδρομάχη, το απόγευμα που έφτασαν στη Νέλερβικ, ενώ οι σκιές πλήθαιναν στην πόλη, έκλεισαν δωμάτιο σ’ένα πανδοχείο που άκουγε στο όνομα «Το Ταχύ Κυνήγι» και ήταν τριώροφο. Στους τοίχους της τραπεζαρίας του υπήρχαν βαλσαμωμένα κεφάλια ζώων, και στους τοίχους των διαδρόμων του, ανάμεσα στις πόρτες των ενοικιαζόμενων δωματίων, υπήρχαν ταπετσαρίες που έμοιαζαν να αφηγούνται μια κυνηγετική ιστορία.

Είχαν συμφωνήσει να πουν ότι ήταν αντρόγυνο, ο Τζακ και η Ανδρομάχη, αν κάποιος τύχαινε να τους ρωτήσει. Κι αν τύχαινε να ζητήσει περισσότερες λεπτομέρειες, εκείνη ονομαζόταν Νιρλέτα, εκείνος Θέλμος, και ήταν κι οι δυο τους από το Χαύδοραλ. Βρίσκονταν εδώ περιμένοντας έναν συγγενή της Νιρλέτα να παρουσιαστεί, για να τακτοποιήσουν κάτι δουλειές που είχαν.

«Δε μπορούμε να μείνουμε πολύ στο πανδοχείο μ’αυτή την ιστορία,» είπε ο Τζακ, την πρώτη νύχτα. «Οι πράκτορες της Επανάστασης πιθανώς να μας υποψιαστούν, αν καθίσουμε εδώ πολλές μέρες χωρίς ο υποτιθέμενος συγγενής σου να έχει παρουσιαστεί.»

«Περίμενε πρώτα κανένας να μας ρωτήσει ποιοι είμαστε και τι θέλουμε,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη καθώς έβγαζε τα ρούχα της. «Θα κάνεις εσύ μπάνιο πρώτος, ή να πάω εγώ;»

«Δε θέλεις πια να κάνουμε μαζί;»

Η Ανδρομάχη μειδίασε παιχνιδιάρικα. «Αφού υποτίθεται πως είμαστε παντρεμένοι, πρέπει να κρατάμε τους τύπους,» είπε απλώνοντας το χέρι της προς το μέρος του.

Αργότερα, μετά το μπάνιο, ο Τζακ κατέβηκε στην κουζίνα του πανδοχείου, πήρε δύο πιάτα γεμάτα φαγητό (βραστό κρέας με λαχανικά) και ένα μπουκάλι κρασί, και επέστρεψε στο δωμάτιο. Η Ανδρομάχη ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, γυμνή κάτω από τη ζεστή κουβέρτα. Το τζάκι παραδίπλα ήταν αναμμένο. Ο Τζακ τής έδωσε το ένα πιάτο και κάθισε δίπλα της. Άρχισαν να τρώνε χωρίς να μιλάνε. Ήταν κι οι δύο πεινασμένοι.

Η Ανδρομάχη, σε κάποια στιγμή, είπε: «Όπως βλέπεις, στο δωμάτιο υπάρχει μόνο ένα κρεβάτι…»

«Θα μου ζητήσεις τώρα να κοιμηθώ στο χαλάκι;»

Η Ανδρομάχη γέλασε. «Όχι, αλλά… να σου κάνω μια προσωπική ερώτηση;»

Ο Τζακ ήπιε μια γουλιά κρασί από το μπουκάλι, το οποίο είχαν ανοιχτό ανάμεσά τους, επάνω στο κρεβάτι. «Ρώτα.»

«Ποιες είναι οι πιθανότητες να ξυπνήσεις τη νύχτα και να κάνεις κάτι περίεργο;»

«Ελπίζω αυτή να μην είναι ερώτηση ερωτικού περιεχομένου.»

Η Ανδρομάχη μειδίασε. Της άρεσε αυτός ο τύπος, παρότι ορισμένες φορές την τσάντιζε κι άλλες την τρόμαζε κάνοντας τις τρίχες της να ορθώνονται. «Καταλαβαίνεις τι εννοώ.» Η όψη της σοβάρεψε.

«Δεν ξέρω,» είπε ο Τζακ, τρώγοντας.

«Τι δεν ξέρεις;»

«Δεν ξέρω ποιες είναι οι πιθανότητες να ξυπνήσω και να κάνω κάτι… ‘περίεργο’.»

Είναι τρελός; Δεν αποκλειόταν κιόλας. Πάντως, σίγουρα δεν ήταν τελείως τρελός. «Υπάρχει περίπτωση να σηκωθείς και να με πνίξεις;» τον ρώτησε, χωρίς να χαμογελά.

«Σοβαρολογείς;»

«Σου φαίνεται να γελάω;»

«Όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να σε πνίξω,» της είπε. «Μπορεί, όμως, να σε μαχαιρώσω.»

Η Ανδρομάχη τον ατένισε συνοφρυωμένη.

Ο Τζακ μειδίασε. «Αστείο ήταν.»

«Εξάλλου,» είπε η Ανδρομάχη, «το ξέρεις ότι μπορείς να μου κάνεις και πιο… ψυχαγωγικά πράγματα απ’το να με μαχαιρώσεις.»

«Θα το έχω κατά νου.»

Όταν είχαν τελειώσει το φαγητό και ο Τζακ είχε αφήσει τα πιάτα πάνω στο κομοδίνο, της είπε: «Αύριο πρέπει να ερευνήσουμε το πεδίο εδώ πέρα. Είμαι βέβαιος πως θα υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που υποστηρίζουν κρυφά την Πριγκίπισσα Κισβέτα.»

«Κι όταν τους βρούμε;» ρώτησε η Ανδρομάχη.

«Θα τους κάνουμε να μας βοηθήσουν να πετύχουμε τον σκοπό μας.»

«Να σκοτώσουμε τον Τάμπριελ;»

«Να σκοτώσουμε τον Τάμπριελ,» είπε ο Τζακ, έχοντας τώρα βγάλει τα ρούχα του και γλιστρώντας κι εκείνος κάτω απ’τα σκεπάσματα του κρεβατιού.

«Πραγματικά πιστεύεις ότι είναι τόσο σημαντικός, ε;»

«Η Μεγαλειοτάτη τον θέλει νεκρό.»

Φυσικά, σκέφτηκε η Ανδρομάχη. Την πρόδωσε, πηγαίνοντας με τους εχθρούς της. Κι εγώ θα τον ήθελα νεκρό. Αλλά αυτό δεν πάει να πει κι ότι είναι πραγματικά επικίνδυνος. «Δηλαδή, έχεις συγκεκριμένη εντολή από την Παντοκράτειρα να τον σκοτώσεις;»

«Ναι,» απάντησε ο Τζακ, αλλά με λιγάκι αδιάφορο τρόπο που την έβαλε σε υποψίες. Μήπως κυνηγά τον Τάμπριελ απλά και μόνο για τη δόξα; Μήπως είναι από αυτού του είδους τους ανθρώπους; Η Ανδρομάχη, όμως, δεν το νόμιζε. Βασικά, δε νόμιζε ότι είχε ξαναδεί ποτέ ανθρώπους του είδους του Τζακ.

Δε συνέχισε την κουβέντα· δεν ήταν τώρα ώρα για συζητήσεις. Γύρισε από την άλλη και έκλεισε το αμπαζούρ, αφήνοντας μονάχα το αναμμένο τζάκι για να φωτίζει το δωμάτιο. Μετά, την πήρε ο ύπνος.

Και ξύπνησε νιώθοντας ένα χάδι ανάμεσα στους μηρούς της και κάποιον να φιλά τον ώμο της. «Τζακ;» μουρμούρισε, κι έκανε να γυρίσει προς τη μεριά του. Εκείνος, όμως, δεν την άφησε: το ένα του χέρι γλίστρησε ακόμα πιο ψηλά, μέσα της, και το άλλο του χέρι την έσπρωξε μπρούμυτα, κρατώντας την εκεί, ενώ τα χείλη και η γλώσσα του σέρνονταν πάνω στη ράχη της. Η Ανδρομάχη αναστέναξε, μετακίνησε τα πόδια της για να του δώσει καλύτερη λαβή, και η λαβή του όντως καλυτέρεψε, τα δάχτυλά του κινούνταν επιδέξια, από τους γλουτούς της μέχρι μπροστά και επάνω, βαθιά. Η Ανδρομάχη δάγκωσε το χείλος της, με το πρόσωπό της βυθισμένο στο μαξιλάρι. Θεοί… σκέφτηκε, υπνοβατεί; Αν υπνοβατεί, πάντως, αυτή είναι η σωστή υπνοβασία. Αισθάνθηκε τα δόντια του να τη δαγκώνουν, ελαφρά, κοντά στη μασχάλη, καθώς το ένα χέρι του κρατούσε τον αγκώνα της, και το άλλο του χέρι δεν σταματούσε καθόλου να χαϊδεύει τη γυναικεία φύση της. Μετά από λίγο, η Ανδρομάχη έφτασε στην κορυφή του λόφου και δεν μπορούσε παρά να πέσει: μουγκρίζοντας πάνω στο μαξιλάρι της, κλότσησε το κρεβάτι αντανακλαστικά, και κλότσησε κατά λάθος και το πόδι του Τζακ. Εκείνος δεν παραπονέθηκε. Όταν η Ανδρομάχη δεν τρανταζόταν πλέον, πήρε τα χέρια του και τα χείλη του από πάνω της και γύρισε απ’την άλλη. Εκείνη ξεροκατάπιε, και αφουγκράστηκε. Τον περίμενε να ξανάρθει, φυσικά, γιατί ο ίδιος δεν είχε κάνει τίποτα για τον εαυτό του. Αλλά ο Τζακ δεν κινήθηκε.

Η Ανδρομάχη, παραξενεμένη, γύρισε να τον κοιτάξει. Η μορφή του ήταν σκοτεινή στο φως της φωτιάς του τζακιού, η οποία είχε μειωθεί καθώς κάμποσα από τα ξύλα είχαν φαγωθεί. Πραγματικά υπνοβατούσε, τελικά; Δεν ήξερε τι του γινόταν; Αδύνατον! κατέληξε η Ανδρομάχη. Κανένας άντρας δεν είναι τόσο καλός όσο υπνοβατεί.

«Τζακ;» ψιθύρισε. Εκείνος δεν απάντησε. Άστον, σκέφτηκε η Ανδρομάχη· αυτός χάνει. Έκλεισε τα μάτια της και δεν άργησε πάλι να κοιμηθεί.

Όταν ξαναξύπνησε ήταν επειδή άκουσε κάποιον να μιλά. Κι αμέσως κατάλαβε ότι αυτός ο κάποιος δεν ήταν άλλος από τον Τζακ, φυσικά. Παραμιλούσε μες στο σκοτάδι, στον ύπνο του. Ή μάλλον, δεν ήταν τελείως σκοτάδι πλέον. Η Ανδρομάχη παρατήρησε αχνό φως να μπαίνει από τις χαραμάδες των κλειστών πατζουριών, ενώ οι φλόγες του τζακιού ήταν σχεδόν όλες νεκρές.

Αναστέναξε. Δε γίνεται να κοιμηθείς μ’αυτόν τον άνθρωπο! Τη μια σε πασπατεύει, την άλλη παραμιλάει! Η Ανδρομάχη τον αγκάλιασε με χέρια και με πόδια, φιλώντας το πλάι του λαιμού του. Εκείνος συνέχιζε να μουρμουρίζει ασυναρτησίες. Δε μιλούσε τώρα σε κάποια άγνωστη γλώσσα, όπως την άλλη φορά, αλλά αυτά που έλεγε έβγαζαν το ίδιο νόημα σαν να μιλούσε σε κάποια άγνωστη γλώσσα. Η Ανδρομάχη αισθάνθηκε ότι το πουλί του ήταν σηκωμένο. Ελπίζω να μην ονειρεύεται καμια άλλη γυναίκα όσο είναι μαζί μου!

Μετά, την πήρε ο ύπνος, νανουρισμένη από τις ασυναρτησίες του. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

«Ανδρομάχη;»

Ένα φιλί μέσα στα μαλλιά της.

«Ανδρομάχη;»

«…Ναι.» Άνοιξε τα βλέφαρά της, για να δει ότι τώρα περισσότερο φως έμπαινε από τις χαραμάδες των παντζουριών. «Τι;»

«Πρέπει να σηκωθούμε.»

Η Ανδρομάχη χασμουρήθηκε. «Ναι, εντάξει…» Γλίστρησε το χέρι της επάνω στον μηρό του, του έπιασε τα μαλακά μέσα στη χούφτα της. «Ένα φάντασμα ήρθε από πίσω μου, μες στη νύχτα.»

«Ναι; Ήταν επικίνδυνο;»

«Πολύ επικίνδυνο.»

«Θα σε πείραζε τώρα να πάρεις το χέρι σου από τα παπάρια μου;»

Η Ανδρομάχη δεν μετακινήθηκε. «Κατάλαβες τι έγινε;» ρώτησε σοβαρά.

«Εσύ τι λες; Να υπνοβατούσα;»

Η Ανδρομάχη δεν μίλησε. Ύστερα άρχισαν κι οι δύο να γελάνε νευρικά.

«Σήκω,» είπε τελικά ο Τζακ. «Έχουμε δουλειές σήμερα.»

Αφού πλύθηκαν και ντύθηκαν, κατέβηκαν στην τραπεζαρία του πανδοχείου και παράγγειλαν πρωινό. Είχε κάμποσο κόσμο, παρατήρησε η Ανδρομάχη. Είδε ταξιδιώτες, έναν άντρα που πρέπει οπωσδήποτε να ήταν έμπορος, κάποιους μισθοφόρους που μάλλον έψαχναν για δουλειά, μια γυναίκα που είχε επάνω της καρφιτσωμένο το έμβλημα του τάγματος των Πεφωτισμένων – μάγισσα, αναμφίβολα. Οι πελάτες μιλούσαν αναμεταξύ τους, και η Ανδρομάχη κι ο Τζακ κρυφάκουγαν. Δυστυχώς, ελάχιστα χρήσιμα πράγματα έμαθαν για το τι συνέβαινε στο Πριγκιπάτο Νέλερβικ.

Αφού τελείωσαν το πρωινό τους, βγήκαν να κάνουν μια βόλτα στην πόλη, προσπαθώντας να συγκεντρώσουν πληροφορίες από την αγορά, το λιμάνι, και από τις κουβέντες που γίνονταν στις γειτονιές και στις ταβέρνες. Οι περισσότεροι ντόπιοι μιλούσαν για την επίθεση που είχε γίνει εναντίον των Παντοκρατορικών στο Χαύδοραλ, επειδή κάμποσοι φαινόταν να είχαν συγγενείς που είχαν πάει με τα καράβια για να πολεμήσουν, κι αρκετοί απ’αυτούς είχαν χάσει τις ζωές τους εξαιτίας της Επόπτριας, που τα Δαιμόνια να έπαιρναν το κεφάλι της! Είχε ρίξει εκρηκτικές ύλες στη Χαύδοραλ από τον αέρα! (Μ’αγαπάνε παντού… σκέφτηκε ειρωνικά η Ανδρομάχη. Τι περίμεναν να κάνω; Να μην αντεπιτεθώ; Τι ηλίθιους ανθρώπους που έχει εδώ!) Οι επαναστάτες, όμως, θα έδιωχναν τους Παντοκρατορικούς από παντού· δεν είχαν ελπίδα να κρατηθούν άλλο στη Βίηλ – έτσι ισχυρίζονταν ορισμένοι. Το είπαν στην Πριγκίπισσα Βασνίτα και στους ευγενείς, έλεγαν, η Επανάσταση θα εξαπλωθεί παντού στη διάσταση! Κάποιοι, ωστόσο, διαφωνούσαν απαντώντας πως επειδή το έλεγαν δεν σήμαινε κι ότι ήταν αλήθεια.

«Οι φόροι μας, πάντως, είναι τώρα χαμηλωμένοι. Αυτό είν’ καλό· λέει κανείς τ’αντίθετο;»

«Ποιος θα διαμαρτυρότανε για κάτι τέτοιο;»

«Βλέπεις λοιπόν;»

«Αυτό δεν πάει να πει ότι, στο τέλος, δε θα μας ρίξουν σε χαντάκι οι επαναστάτες με τα κόλπα τους!»

Κάπου αλλού, σε μια ταβέρνα του λιμανιού, μια γυναίκα έλεγε: «Είναι τυχερή η Βασνίτα που την ξέρουν και τη συμπαθούνε, αλλιώς οι ευγενείς θα ξεσηκώνονταν και θα την πετούσαν απ’το θρόνο! Νομίζετε ότι ο άντρας της Κισβέτα, ο Θαλράνος, δε θα το ήθελε αυτό; Πριν, ήταν Πρίγκιπας του Νέλερβικ· τώρα, τι είναι;»

«Ακόμα στο κάστρο είναι, απ’ό,τι λένε,» της είπε ένας άντρας.

(Ο Τζακ κι η Ανδρομάχη είχαν πάρει μια μπίρα ο καθένας και στέκονταν κοντά σε μια κολόνα της ανοιχτής λιμανοταβέρνας, ακούγοντας ενώ παρίσταναν τους αδιάφορους.)

«Τι περίμενες, να τον διώξουν; Αν τον έδιωχναν μπορεί και νάκανε τίποτ’ άγριο.»

Μια άλλη γυναίκα, με κόκκινα μαλλιά και πράσινο δέρμα, είπε: «Ήθελε να μείνει στο κάστρο επειδή η Κισβέτα είναι φυλακισμένη εκεί.»

Κάποιος γέλασε. «Φυλακισμένη σε κάστρο!»

«Νομίζεις ότι είν’ ωραία τα μπουντρούμια του κάστρου, Φέλρες;» του είπε η κοκκινομάλλα.

«Να σε πάμε κι εσένα να τα δεις από κοντά, χα-χα-χα-χα!» είπε ο ταβερνιάρης, μουσάτος και καραφλός.

«Σιγά μην την έχουν στα μπουντρούμια, ρε…»

«Ναι; Πού νομίζεις ότι θα την έχουν;» του είπε η γυναίκα που είχε μιλήσει πρώτη, η οποία ήταν ευτραφής και μελαχρινή.

«Ο Θαλράνος μπορεί να σχεδιάζει και πώς να τη βγάλει από κει,» είπε ένας άλλος άντρας, «γι’αυτό είναι ακόμα στο κάστρο.»

«Δεν αποκλείεται…»

«Εγώ σου λέω ότι είναι πολύ πιθανό.»

«Άμα τον υποπτεύονταν,» είπε η κοκκινομάλλα, «θα τον είχαν φυλακίσει κι αυτόν.»

«Σώπα, ρε, ποιος θα τον είχε φυλακίσει; Είναι τώρα για να κάνει εχθρούς η Βασνίτα, σ’αυτή την κατάσταση που βρίσκεται; Μπορεί οι ευγενείς να τη συμπαθούν γενικά, αλλά υπάρχουν κι εκείνοι που θεωρούν ότι ήταν σφετερισμός–»

«Σφετερισμός ήταν, Άλτρες,» τον διέκοψε ο ταβερνιάρης· «απλά ήταν σφετερισμός που μας συμφέρει επειδή πήραν πόδι οι Παντοκρατορικοί.»

«Να δούμε άμα θα μας συμφέρει στο τέλος, μα τα Δαιμόνια!» μούγκρισε ένας γέρος, που μέχρι στιγμής έπινε το τσάι του σιωπηλά.

«Αυτός ο Άρχοντας Θαλράνος ακούγεται ενδιαφέρον άτομο,» σχολίασε ο Τζακ αργότερα, όταν εκείνος κι η Ανδρομάχη είχαν φύγει απ’την ταβέρνα και βάδιζαν μέσα σ’ένα σοκάκι κοντά στην Κεντρική Πλατεία της Νέλερβικ. «Μπορεί να μας φαινόταν χρήσιμος…»

«Καλό θα ήταν να το ανακαλύψουμε,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη. «Πώς, όμως, να τον συναντήσουμε όσο είναι στο κάστρο;»

Ο Τζακ πήρε μια τζούρα απ’το τσιγάρο του, σκεπτικός. «Θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο.»

«Χρειαζόμαστε κι άλλες πληροφορίες.»

Ο Τζακ ένευσε.

«…Πού να ξέρω;» έλεγε ένας τύπος που το έπαιζε κοσμογυρισμένος, το μεσημέρι, στην τραπεζαρία του Κυνηγιού. «Κανένας δεν τους έχει δει εδώ πέρα, πάντως, τον Κόκκινο Μάγο και τη συμμορία του. Εγώ σου λέω, έχουνε φύγει· ίσως νάχουνε πάει για Τάσβεραλ. Σκέψου το: το Νέλερβικ εξεγέρθηκε, το Χαύδοραλ εξεγέρθηκε – ποιο πριγκιπάτο έχει σειρά, ε; Σίγουρα όχι το Ντόσβεκ ή το Σάνκριλαμ ή το Κάνρελ!» Στεκόταν μπροστά στο μπαρ, με μια κούπα στο χέρι, και μιλούσε στον άντρα πίσω από το μπαρ.

«Σαχλαμάρες λες, φίλε, όποιος κι αν είσαι,» τον πληροφόρησε ένας άλλος, ο οποίος ήταν καθισμένος σ’ένα τραπέζι λίγο παραδίπλα.

«Τι; Γιατί το λες αυτό;»

«Τους είδανε στο κάστρο, αγαπητέ μου, χτες, πριν τα ξημερώματα.»

Ο κοσμογυρισμένος γέλασε. «Ποιος λέει τέτοιες ανοησίες; Έχουν να τους δουν για μέρ–!»

«Ε τώρα ψέματα λέω; Έχω συγγενείς μέσα στους υπηρέτες, να πούμε! Τους είδανε στο κάστρο, μες στην άγρια νύχτα. Λίγο προτού φέξει. Και είχαν μαζί τους τρία αγόρια.»

«Τι τρία αγόρια;»

«Δεν ξέρω. Πρέπει να τάχει αναλάβει η Πριγκίπισσα, πάντως.»

«Η Βασνίτα;»

«Έχουμε κι άλλη Πριγκίπισσα, αγαπητέ μου;»

(Ο Τζακ και η Ανδρομάχη έπαιρναν το μεσημεριανό τους κρυφακούγοντας, και εκείνη αναρωτήθηκε τώρα: Τι τρία αγόρια είναι αυτά; Κοίταξε ερωτηματικά τον Τζακ, ο οποίος μόρφασε δείχνοντας άγνοια.)

«Και τι έγινε μετά;» είπε ο κοσμογυρισμένος. «Μείνανε εδώ, στο κάστρο; Δε μπορεί να μείνανε…»

«Φύγανε,» τον διαβεβαίωσε ο άλλος. «Για πού, δεν ξέρω.»

Όταν ανέβηκαν στο δωμάτιό τους, η Ανδρομάχη είπε: «Ποια μπορεί νάναι αυτά τα τρία αγόρια που έφεραν στη Βασνίτα;»

«Δεν έχω ιδέα,» αποκρίθηκε ο Τζακ, «και είναι παράξενο, αν αληθεύει.»

Η Ανδρομάχη, βγάζοντας τις μπότες της, μισοξάπλωσε στο κρεβάτι. Τρία αγόρια… αρκετά σημαντικά για να τα φέρουν οι αποστάτες στο κάστρο της Νέλερβικ… Τρία αγόρια… Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα του Τάσβεραλ δεν είχε τρεις γιους; Τους Τρεις Πρίγκιπες του Τάσβεραλ, όπως τους έλεγαν – παρότι, φυσικά, πρίγκιπες δεν ήταν όσο ζούσε η μητέρα τους. Αλλά δεν μπορεί… Γιατί να φέρουν τα παιδιά της Λισρρέτα εδώ; Ακόμα κι αν σκέφτονται να συνεχίσουν στο Τάσβεραλ την επανάστασή τους, τι σχέση μπορεί να έχουν τα τρία αγόρια της Λισρρέτα; –Εκτός αν τα είχαν απαγάγει για να την εκβιάσουν!

Είπε στον Τζακ την υποψία της.

«Μπορεί,» αποκρίθηκε εκείνος, καθώς άναβε το τζάκι. «Κι αυτό μάς οδηγεί ξανά στο ότι πρέπει, κάπως, να μπούμε στο κάστρο της Νέλερβικ.»

«Ο άντρας της Κισβέτα αποκλείεται να κάθεται συνέχεια εκεί μέσα. Ίσως να μπορούμε να τον συναντήσουμε όταν θα έχει βγει.»

Ο Τζακ σηκώθηκε όρθιος καθώς οι φλόγες είχαν αρχίσει να χορεύουν μέσα στο τζάκι. Έκρυψε τον ενεργειακό αναπτήρα του μέσα σε μια τσέπη της τουνίκας του, και είπε: «Πρέπει να μάθουμε περισσότερα.»

«Δεν έχεις και πολλά να προτείνεις σήμερα…» παρατήρησε η Ανδρομάχη.

«Δεν ξέρω ακόμα αρκετά για την κατάσταση ώστε να προτείνω κάτι χρήσιμο. Το απόγευμα θα βγούμε πάλι για κυνήγι, και το βράδυ θα δούμε σε τι συμπεράσματα θα έχουμε φτάσει.»

Το έκαναν. Τριγύριζαν στους δρόμους, στις ταβέρνες, στην αγορά, στο λιμάνι, στην Κεντρική Πλατεία, και στις γειτονιές, ώσπου νύχτωσε και το μεγάλο φεγγάρι της Βίηλ τούς κοίταζε από τον ουρανό. Είχαν πιει μερικά ποτά, για να μη δίνουν την εντύπωση ότι απλά περιφέρονταν (κι επομένως ήταν ύποπτοι), και η Ανδρομάχη παραπατούσε λιγάκι καθώς επέστρεφαν στο Ταχύ Κυνήγι. Δεν ήταν, φυσικά, στα πρόθυρα να πέσει, μα δεν θα εμπιστευόταν τον εαυτό της για να ξιφομαχήσει με κανέναν αντίπαλο που δεν ήταν τελείως άχρηστος. Καλύτερα να μη μας έχουν εντοπίσει τώρα οι πράκτορες της Επανάστασης…

Όταν ήταν στο δωμάτιό τους, ο Τζακ τής πέταξε κάτι τυλιγμένο σε γυαλιστερό χαρτί. Η Ανδρομάχη το έπιασε στον αέρα – Δεν είμαι, τελικά, τόσο ζαλισμένη όσο νόμιζα – και είδε ότι ήταν ένα γλυκό. «Πού το βρήκες αυτό;»

«Το πήρα από εκείνο το ζαχαροπλαστείο, όσο εσύ κρυφάκουγες τις κυράδες στη γωνία κάτω απ’το φως της κολόνας.»

«Το έχεις καταλάβει ότι μ’αρέσουν τα γλυκά, ε;» Η Ανδρομάχη το ξετύλιξε και είδε ότι ήταν φτιαγμένο με σοκολάτα.

«Μου έφαγες όλα τα σοκολατάκια.»

Η Ανδρομάχη δάγκωσε το γλυκό. «Νομίζεις ότι μάθαμε τίποτα σημαντικό απόψε;»

«Με κοροϊδεύεις;»

Δεν είχαν μάθει τίποτα πέρα από κάτι γενικότητες και τοπικά κουτσομπολιά. Δεν αποκλείεται να τους φαίνονταν χρήσιμα στο μέλλον, αλλά όχι τώρα αμέσως. Τώρα ήθελαν να ξέρουν πού πήγαινε ο Θαλράνος όταν έβγαινε από το κάστρο, κι αυτό δεν είχαν καταφέρει να το πληροφορηθούν κρυφακούγοντας από δω κι από κει. Και η Ανδρομάχη πολύ φοβόταν ότι ίσως να χρειαζόταν να ρωτήσουν για να το μάθουν, πράγμα που υπήρχε μια περίπτωση να τραβήξει την προσοχή των πρακτόρων του Προμάχου Άτβος επάνω τους… και τότε θα έμπλεκαν άσχημα, διότι εδώ δεν είχαν καμία υποστήριξη· δεν υπήρχαν δικοί τους πράκτορες για να τους προσφέρουν βοήθεια.

Έπεσαν να κοιμηθούν, και η νύχτα δεν αποδείχτηκε επεισοδιακή όπως η προηγούμενη.

113.

Η επόμενη ημέρα έμελλε να τους δώσει πολύ πιο σημαντικές και χρήσιμες πληροφορίες.

Από το πρωί κιόλας, ξεκίνησαν να προσπαθούν πιο ενεργά να μάθουν πού σύχναζε ο Άρχοντας Θαλράνος όταν έβγαινε από το κάστρο. Δεν ρώτησαν κανέναν ακόμα, αλλά τριγύρισαν στα μέρη όπου θεωρούσαν πως λογικά θα πήγαινε ο σύζυγος της πρώην Πριγκίπισσας του Νέλερβικ· κι αυτά ήταν μέρη δύο ειδών: η Πλουτογειτονιά (όπως την έλεγαν οι ντόπιοι), όπου υπήρχαν καλά κέντρα διασκέδασης και πορνεία· και ο υπόκοσμος της Νέλερβικ, ο οποίος πρόσφερε πολλές απολαύσεις και ψυχαγωγίες για εκείνους που είχαν χρήματα. Αποκλείεται, θεωρούσαν η Ανδρομάχη και ο Τζακ, ο Θαλράνος να πήγαινε σε συνηθισμένες ταβέρνες, καπηλειά, ή πορνεία. Τι λόγο είχε, όταν μπορούσε να πάει κάπου πολύ καλύτερα;

Στην Πλουτογειτονιά δεν ήταν δύσκολο να πλησιάσουν· το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βαδίσουν ώς εκεί. Και για τον υπόκοσμο της πόλης είχαν ήδη συγκεντρώσει κάποιες πληροφορίες από χτες βράδυ: στοιχεία που μπορούσαν να τους οδηγήσουν στα σωστά μέρη – ένα πορνείο με εξωδιαστασιακές χορεύτριες, ένα υπόγειο μπαρ που πρόσφερε αναμίξεις ποτών με χυμό σκίανθου. Ο υπόκοσμος, όμως, λειτουργούσε κυρίως τις νύχτες, έτσι τώρα, το πρωί, τριγύρισαν στην Πλουτογειτονιά. Το πρόβλημα ήταν ότι εδώ δεν άκουγες τόσα κουτσομπολιά όσα αλλού, ενώ σε παρατηρούσαν περισσότεροι μισθοφόροι απ’ό,τι σε άλλες περιοχές της Νέλερβικ, πληρωμένοι από μαγαζάτορες και ιδιοκτήτες να φυλάνε ορισμένα σημεία. Ευτυχώς, ο Τζακ έμοιαζε να έχει μια ανεξάντλητη ποσότητα χαρτονομισμάτων η οποία τους βοήθησε, γιατί σ’όλα τα μέρη που ήταν για να καθίσεις έπρεπε να πληρώσεις και για το πάτωμα που πατούσες.

«Αν ήμουν φτωχοκόριτσο,» τον πείραξε η Ανδρομάχη, «θα μ’έβαζες σε πειρασμό να σε παντρευτώ.»

«Θα κοιτούσες μόνο τα λεφτά μου;»

«Θα ήταν ένα καλό κριτήριο, δε νομίζεις;»

Όταν πλησίαζε μεσημέρι και δεν είχαν κανένα στοιχείο για το πού μπορεί να σύχναζε ο Θαλράνος – και ούτε, επίσης, είχαν μάθει τίποτε άλλο χρήσιμο, έτσι ήσυχη όπως ήταν η περιοχή – ο Τζακ αποφάσισε να πάρουν πιο δραστικά μέτρα, και η Ανδρομάχη συμφώνησε. Παρακολούθησαν έναν μισθοφόρο, κι όταν εκείνος, αλλάζοντας βάρδια, έφυγε μέσα στο μεσημέρι από τη θέση που φρουρούσε (μπροστά σ’ένα καλό εστιατόριο), τον σταμάτησαν σ’ένα σοκάκι έχοντας κι οι δυο τους την κουκούλα της κάπας τους στο κεφάλι. Ο άντρας έπιασε τη λαβή του σπαθιού του και μισοτράβηξε τη λεπίδα απ’το θηκάρι, προτού ο Τζακ προλάβει να πει: «Ήρεμα, φίλε. Να σε ρωτήσουμε κάτι θέλουμε μόνο. Και θα σε πληρώσουμε.»

Το ξίφος έμεινε μισοτραβηγμένο. «Τι θέλετε να ρωτήσετε;»

Ο Τζακ έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα αργυρίων από την τουνίκα του. «Αν ξέρεις πού στην πόλη συχνάζει ο Άρχοντας Θαλράνος όταν κατεβαίνει από το κάστρο. Ο Άρχοντας Θαλράνος, ο σύζυγος της Αρχόντισσας Κισβέτα που μέχρι πρότινος ήταν Πριγκίπισσά μας,» διευκρίνισε. «Σε διαβεβαιώνω πως δεν σε ρωτάω επειδή τον ψάχνω για να τον σκοτώσω.»

Ο μισθοφόρος άφησε το σπαθί του να ξαναγλιστρήσει μέσα στο θηκάρι, καθώς ατένιζε τη σκιασμένη όψη του Τζακ καχύποπτα. «Καμια φορά έρχεται στο Καναρίνι και τρώει–»

«Το Καναρίνι του Δάσους;» Ήταν ένα εστιατόριο της Πλουτογειτονιάς που είχαν δει λίγο πιο πριν.

«Ναι, αυτό,» ένευσε ο μισθοφόρος. «Τον έχω δει εκεί. Επίσης, έχω ακούσει ότι συμμετέχει και στο Αγώνισμα του Αίματος· εγώ, όμως, δεν έχω ποτέ πλησιάσει εκεί, έτσι δεν τον έχω δει.»

«Τι είναι το Αγώνισμα του Αίματος;»

«Οι μονομαχίες, φυσικά. Δεν τις έχεις ακούσει; Σε κάποιο καταγώγιο, δεν ξέρω πού ακριβώς.»

«Σ’ευχαριστώ.» Ο Τζακ τού έδωσε το χαρτονόμισμα των πενήντα αργυρίων. Ο μισθοφόρος το πήρε, νεύοντας ευχαριστημένος, και έφυγε.

«Στον υπόκοσμο, λοιπόν,» είπε η Ανδρομάχη καθώς βάδιζαν προς μια έξοδο της Πλουτογειτονιάς.

Ο Τζακ ένευσε. «Μας συμφέρει. Θα είναι εύκολο να τον πλησιάσουμε εκεί χωρίς να μας εντοπίσουν. Πιο εύκολο, τουλάχιστον, απ’ό,τι στο Καναρίνι, νομίζω.»

Η Ανδρομάχη συμφωνούσε.

Επιστρέφοντας στα λιγότερο πολυχρήματα μέρη της Νέλερβικ, όπου στους δρόμους και στα καπηλειά οι άνθρωποι μιλούσαν περισσότερο – και πιο φωναχτά, επίσης· πολύ πιο φωναχτά – άκουσαν αμέσως τα νέα που είχαν κάνει ολόκληρη την πόλη να βουίξει: Το Πριγκιπάτο Τάσβεραλ είχε απελευθερωθεί! έλεγαν. Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα είχε διώξει τους Παντοκρατορικούς από την πρωτεύουσά της! Κάποιος είχε φέρει αυτά τα νέα σήμερα το πρωί ή χτες το βράδυ· κανείς δεν ήταν σίγουρος πότε ακριβώς, ή ποιος. Αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Οι ντόπιοι ήταν καταχαρούμενοι. Κερνούσαν ο ένας τον άλλο ποτά, τραγουδούσαν, γελούσαν, έκαναν χωρατά. Οι επαναστάτες δεν είπαν ψέματα! έλεγαν. Θα μας ελευθερώσουν όλους! Θα διώξουν από παντού τους λευκοντυμένους. Θα τους κυνηγήσουν σα σκυλιά!

«Ο Τάμπριελ…» μουρμούρισε ο Τζακ, καθώς εκείνος κι η Ανδρομάχη έπαιρναν το μεσημεριανό τους στον Ταχύ Κυνηγό. Το βλέμμα του είχε, ξαφνικά, γίνει άγριο.

«Πρέπει να έχω δίκιο,» του είπε η Ανδρομάχη. «Τα τρία αγόρια στο κάστρο της Νέλερβικ πρέπει νάναι, όντως, οι Τρεις Πρίγκιπες του Τάσβεραλ. Οι καταραμένοι επαναστάτες εκβίασαν μάλλον την Πριγκίπισσα Λισρρέτα για να τους βοηθήσει. Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!…»

«Ναι,» είπε ο Τζακ, «και τώρα είναι πολύ αργά για να τους χαλάσουμε το σχέδιο.»

Το απόγευμα, βγήκαν πάλι στην πόλη για να συγκεντρώσουν πληροφορίες, κυρίως για τον υπόκοσμο. Έδωσαν χρήματα σε κάποιους ανθρώπους και δεν δυσκολεύτηκαν και τόσο να μάθουν πού γινόταν το Αγώνισμα του Αίματος και τι ακριβώς ήταν. Διάφοροι χορηγοί πλήρωναν μονομάχους για να χτυπιούνται μέσα σε μια αρένα. Οι χορηγοί που οι μονομάχοι τους νικούσαν κέρδιζαν χρήματα· οι χορηγοί που οι μονομάχοι τους ηττούνταν έχαναν χρήματα. Και όσοι άλλοι ήθελαν έβαζαν στοιχήματα. Οι αγώνες σπάνια ήταν μέχρι θανάτου, αλλά συχνά κατέληγαν σε θάνατο. Οι μονομάχοι ήταν και των δύο φύλων, συνήθως μισθοφόροι που το πρωί εργάζονταν σε άλλες δουλειές, όμως όχι πάντα: υπήρχαν και αριστοκράτες μονομάχοι, καθώς και χωρικοί και εργάτες. Ο Άρχοντας Θαλράνος, όπως πληροφορήθηκαν ο Τζακ και η Ανδρομάχη, ήταν χορηγός, και μάλιστα είχε ρίξει κάμποσα λεφτά στους μονομάχους. Όταν ρώτησαν πότε θα γινόταν ο επόμενος αγώνας που ενδιέφερε τον Θαλράνος, έλαβαν την απάντηση «Μεθαύριο, το σούρουπο, μόλις πέσει ο ήλιος.»

«Όπως στην Απολλώνια, ε;» είπε ο Τζακ στην Ανδρομάχη, ενώ βάδιζαν μέσα στους σκοτεινιασμένους δρόμους της Νέλερβικ.

Η Ανδρομάχη γέλασε χλευαστικά. «Δεν είναι έτσι στην Απολλώνια, αγάπη μου.» Και αισθανόταν μια θλίψη καθώς μιλούσε για την πατρίδα της, γιατί ήξερε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να επιστρέψει εκεί όσο ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος διοικούσε, όσο η διάσταση εξακολουθούσε να βρίσκεται στα χέρια της Επανάστασης. «Το Κάλεσμα είναι πολιτισμένη υπόθεση. Γίνεται μόνο ανάμεσα στους αριστοκράτες, και ποτέ για χρήματα· είναι θέμα τιμής. Κι ένας άντρας απαγορεύεται να Καλέσει μια γυναίκα, όπως και μια γυναίκα να Καλέσει έναν άντρα.»

«Είστε, δηλαδή, ημιβάρβαροι· αυτό θες να μου πεις;»

«Πρόσεχε τα λόγια σου, αρουραίε της Ρελκάμνια. Η Απολλώνια είναι η πιο όμορφη διάσταση στο Γνωστό Σύμπαν.»

«Γιατί, τότε, δεν είσαι εκεί;»

«Εσύ γιατί νομίζεις; Προδότες την έχουν πάρει στα χέρια τους!»

«Προδότες; Αν ήσουν σαν τους περισσότερους Απολλώνιους, θα ήσουν με την Επανάσταση.»

«Οι περισσότεροι Απολλώνιοι έχουν μπερδέψει τι τους συμφέρει και τι όχι!» είπε η Ανδρομάχη, και δεν συνέχισε την κουβέντα. Αισθανόταν έναν κόμπο θυμού εντός της. Ακόμα κι οι συγγενείς της, οι άλλοι Χρυσόπτεροι, είχαν πάει με την Επανάσταση, και της είχαν ζητήσει κι εκείνη να κάνει το ίδιο. Αλλά η Ανδρομάχη δεν μπορούσε να το κάνει αυτό – φυσικά και δεν μπορούσε! Ήταν ειδική πράκτορας της Παντοκράτειρας· δεν ήταν μικρό. Γιατί να το παρατήσει αυτό και να συμμαχήσει με ανθρώπους που, στο τέλος, αναμφίβολα, θα εκτελούνταν από τον πρώτο ώς τον τελευταίο για αποστασία; Οι συγγενείς της μάλλον φοβόνταν, εξάλλου· γι’αυτό δεν όρθωναν το ανάστημά τους εναντίον του Πρίγκιπα Ανδρόνικου. Φοβόνταν ότι θα τους έπαιρνε τις κτήσεις τους. Φοβόνταν τους επαναστάτες του που είχαν την Απολλώνια υπό τον έλεγχό τους. Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!

114.

Ο Τζακ μιλούσε μέσα στο σκοτάδι του δωματίου. Μιλούσε σε μια άγνωστη, τρομαχτική γλώσσα.

Η Ανδρομάχη είχε ξυπνήσει πλάι του και τον ατένιζε παραξενεμένη, νιώθοντας τις τρίχες της να έχουν ορθωθεί. Στο φως της φωτιάς του τζακιού έβλεπε ότι τα μάτια του είχαν αναποδογυρίσει: οι κόρες ήταν κρυμμένες, μονάχα ένας άσπρος βολβός φαινόταν.

Τι στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ να κάνω τώρα; αναρωτήθηκε η Ανδρομάχη. Πρέπει να τον κοίταζε κανένα πεντάλεπτο να μιλά έτσι, χωρίς να ξέρει τι του γινόταν. Κι αν όχι πεντάλεπτο, το πλησίαζε.

Η Ανδρομάχη πήρε την απόφαση – Αποκλείεται να κλείσω μάτι αλλιώς – και τον ταρακούνησε, δυνατά.

Ο Τζακ τινάχτηκε, ανασηκώθηκε· τα μάτια του είχαν και πάλι κόρες, το ένα του χέρι έσφιγγε τον καρπό της, επώδυνα.

«Υποσχέθηκες ότι δεν θα με πνίξεις στον ύπνο μου,» του είπε η Ανδρομάχη.

Της άφησε τον καρπό. «Δεν κοιμάσαι.»

«Κοιμόμουν, μέχρι που με ξύπνησες.»

«Τι θέλεις τώρα; Να φύγω απ’το δωμάτιο;» Ακουγόταν θυμωμένος, όπως και την προηγούμενη φορά που είχε μιλήσει σ’αυτή την παράξενη γλώσσα (ήταν η ίδια γλώσσα;) και τα μάτια του φαίνονταν άσπρα. Μόνο που τότε βρίσκονταν στην ύπαιθρο, και είχε ξυπνήσει από μόνος του· δεν είχε χρειαστεί εκείνη να τον τραντάξει.

«Όχι,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη, μην αποφεύγοντας το βλέμμα του. «Θέλω να μείνεις.» Και κινήθηκε ξαφνικά επάνω στο κρεβάτι, καθίζοντας και αγκαλιάζοντας το κεφάλι του, φέρνοντάς το κοντά στα στήθη της.

Ο Τζακ φίλησε το δεξί της στήθος πάνω απ’τον στηθόδεσμο, και η Ανδρομάχη αισθάνθηκε τις θηλές της να σκληραίνουν. «Γιατί;» τον ρώτησε ψιθυριστά.

«Τι ‘γιατί’;»

«Γιατί το κάνεις αυτό;»

«Τι έκανα;»

«Μιλούσες… σε μια άγνωστη γλώσσα. Και τα μάτια σου ήταν άσπρα· μόνο άσπρα.»

Ο Τζακ έμεινε σιωπηλός μέσα στην αγκαλιά της.

«Γιατί;» ξαναρώτησε η Ανδρομάχη. «Γιατί ξυπνάς; Ονειρεύεσαι κάτι;»

Ο Τζακ απομακρύνθηκε λίγο, γλιστρώντας έξω από τα χέρια της· και εκείνη νόμιζε ότι θα ήταν θυμωμένος πάλι. Αλλά δεν είδε θυμό στην όψη του. «Μερικές φορές, ναι,» της είπε, ορθώνοντας ένα μαξιλάρι κι ακουμπώντας την πλάτη του εκεί.

«Τι βλέπεις;»

«Διάφορα. Απ’το παρελθόν… κι όχι μόνο.»

«Από πότε γίνεται αυτό; Από πότε ξυπνάς; Σου έχει συμβεί κάτι;»

Ο Τζακ τη λοξοκοίταξε. «Δεν πρόκειται να σταματήσεις να με ρωτάς μέχρι να σου πω, ε;»

Η Ανδρομάχη κόμπιασε. «Αν θέλεις…»

Ο Τζακ είπε: «Εντάξει. Αλλά όχι λεπτομέρειες τέτοια ώρα.»

Η Ανδρομάχη κατένευσε, σιωπηλά, και ξάπλωσε πλάι του. Ακούγοντας.

«Όπως ξέρεις, είμαι του τάγματος των Τεχνομαθών. Αλλά τότε δεν ήμουν και πράκτορας της Παντοκράτειρας. Οι αρχαίες τεχνολογίες… αυτά τα περίεργα κομμάτια που βρίσκει κανείς σε διάφορες διαστάσεις… μου κινούσαν το ενδιαφέρον. Τα έψαχνα. Θεωρούσα τον εαυτό μου ‘ειδικό’ στο θέμα, ύστερα από μερικά – όχι και τόσα πολλά – χρόνια ενασχόλησης. Ήμουν ανόητος τότε, φυσικά…»

«Όλοι αυτό δεν λένε για το παρελθόν τους;» είπε η Ανδρομάχη.

«Κάποτε, άρχισα να ψάχνω για μια αρχαία τεχνολογία που μπορούσε να παράγει ενέργεια–»

«Χωρίς να χρειάζονται ενεργειακές φιάλες;»

«Αυτό ήταν το όλο θέμα, Ανδρομάχη. Αλλά η τεχνολογία ήταν χαμένη, κι εγώ δεν είχα παρά μονάχα μια γενική ιδέα πού μπορούσα να πάω για να την ανακαλύψω. Αυτό δεν με απέτρεψε απ’το να ξεκινήσω να ερευνώ… Έτσι… έμπλεξα με μια ιέρεια που είχε πληροφορίες σχετικά με την πιθανή θέση αυτής της τεχνολογίας.»

«Ιέρεια;»

«Του Σκοτοδαίμονος.»

«Νόμιζα ότι θα έλεγες ‘του Κρόνου’.»

«Του Σκοτοδαίμονος ήταν.»

«Δεν το ήξερα ότι είχε επίσημη θρησκεία ο Σκοτοδαίμων.»

«Δεν έχει,» είπε ο Τζακ. «Μοιάζει με τον δικό σας αντίθεο, στην Απολλώνια, τον Μαύρο Νάρζουλ–»

«Καμία σχέση!»

«Ίσως… Η συγκεκριμένη ιέρεια, πάντως, δεν έκανε πράγματα που θεωρούνται ακριβώς νόμιμα. Μετά δυσκολίας την εντόπισα και την έπεισα να με βοηθήσει στην αναζήτησή μου. Την ενδιέφερε κι εκείνη αυτή η τεχνολογία. Είχε πληροφορίες να μου δώσει. Συνδυάσαμε αυτά που ξέραμε και ταξιδέψαμε στον Αιθέρα, για να φτάσουμε σε μια μικρή διάσταση. Μια εγκαταλειμμένη διάσταση που πριν από αμέτρητους αιώνες χρησιμοποιείτο ως φυλακή–»

«Τι φυλακή;»

«Είπαμε, όχι λεπτομέρειες.»

«Μα, σε φυλακή θα βρίσκατε τεχνολογία για παραγωγή ενέργειας;»

«Οι αρχαίοι δεσμοφύλακες δεν ήθελαν να ξοδεύουν άλλες μορφές ενέργειας, υποθέτω. Όταν φτάσαμε εκεί, είδαμε, όπως το περιμέναμε, ότι η διάσταση ήταν ολόκληρη οικοδομημένη: μια τεράστια φυλακή, όπως η Ρελκάμνια είναι μια απέραντη πόλη.»

«Τόσο μεγάλη όσο η Ρελκάμνια;»

«Καθόλου. Πολύ μικρότερη. Μπορείς να τη διασχίσεις με τα πόδια, απ’τη μια άκρη ώς την άλλη, μέσα σε μια μέρα, νομίζω. Ή, τουλάχιστον, θα μπορούσες αν όλα λειτουργούσαν σωστά εκεί. Γιατί τώρα ήταν όλα εγκαταλειμμένα. Ερείπια, και μάλιστα επικίνδυνα, όπως διαπιστώσαμε… Δύο πράγματα καταλάβαμε αμέσως, το ένα κατόπιν του άλλου. Πρώτον: ο ήχος αλλοιωνόταν περίεργα σ’όλη τη διάσταση: κάθε θόρυβος έμοιαζε να έρχεται από βάθος και ήταν πιο σιγανός. Σε αποπροσανατόλιζε αυτό, πίστεψέ με. Και δεύτερον: υπήρχε… κάτι… εκεί μέσα, Ανδρομάχη… Η διάσταση τη μια ήταν ζωντανή, την άλλη νεκρή.»

«Τι ζωντανή; Φυτά; Ζώα;»

«Όχι. Η ίδια η διάσταση έδινε την εντύπωση πως ζούσε. Πόρτες ανοιγόκλειναν από μόνες τους, συστήματα ενεργοποιούνταν κι έκαναν αυτόματες λειτουργίες· και μετά, όλα σταματούσαν σαν ποτέ να μην ήταν ζωντανά. Και υποπτεύομαι ότι αυτή η τεχνολογία που έψαχνα… Τέλος πάντων. Ήταν παράξενο. Είχαμε τρομάξει, αλλά συνεχίσαμε να ερευνούμε. Τα ξόρκια μου δεν μπορούσαν να μου δώσουν και πολύ καλές απαντήσεις για τίποτα. Κάτι έμοιαζε να τα εμποδίζει. Και τους μηχανισμούς αδυνατούσα να τους χειριστώ, είτε με μαγεία είτε χωρίς. Μου ήταν τελείως ανέγνωροι… Αλλά, σου λέω, εκεί μέσα υπήρχε κάτι ζωντανό. Κάτι που, όμως, ποτέ δεν μας αποκαλυπτόταν. Θα μπορούσε να ήταν κάποιου είδους ενεργειακή οντότητα.

»Δε μας συμπαθούσε, πάντως. Μας σκότωσε. Χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς της διάστασης και την αλλοίωση του ήχου με διαβολικό τρόπο, μας ξεγέλασε. Μας σκότωσε…»

«Αυτούς που ήταν μαζί σου, θες να πεις…»

«Όχι· κι εμένα επίσης.»

«Μιλάω με φάντασμα, δηλαδή;» Θεοί… είναι τρελός;

«Δεν ξέρω, Ανδρομάχη. Ίσως.»

Είναι σαλταρισμένος! «Και τι ακριβώς σε σκότωσε, φάντασμά μου;»

«Ένας γάντζος που κρεμόταν από αλυσίδες κινήθηκε από μόνος του· με άρπαξε και με τίναξε στην άλλη άκρη ενός μεγάλου δωματίου. Με κοπάνησε βίαια στον μεταλλικό τοίχο… και έπεσα. Η ράχη μου είχε σπάσει. Δε μπορούσα να κινηθώ. Το θυμάμαι. Προσπάθησα να συρθώ, αλλά μετά βίας το κατόρθωσα. Ο πόνος ήταν μεγάλος, κι αισθανόμουν τη ζωή να φεύγει από μέσα μου… Τα πράγματα γύρω μου είχαν αρχίσει να παίρνουν παράξενες, εφιαλτικές μορφές… και σκοτάδι ερχόταν από παντού. Με τύλιξε… και πέθανα.

»Μετά, όμως, κάτι με τράνταξε. Σαν ενεργειακό ρεύμα. Αισθάνθηκα να τραντάζομαι, από έξω προς μέσα, κι από βαθιά μέσα μου προς τα έξω. Και πετάχτηκα όρθιος. Στα γόνατα. Ήμουν πάλι μέσα σ’εκείνο το δωμάτιο, και ήμουν ζωντανός. Δεν ξέρω γιατί. Σηκώθηκα και έψαξα για τους άλλους, μα απ’αυτούς κανένας δεν ζούσε.»

«Ήταν, δηλαδή, κι άλλοι μαζί σου εκτός από την ιέρεια;»

«Φυσικά. Τελείως μόνοι μας θα πηγαίναμε;»

«Τζακ,» είπε η Ανδρομάχη καθώς ανασηκωνόταν, στηριζόμενη στο ένα χέρι, για να κοιτάξει το πρόσωπό του. «Τζακ. Δεν έσπασες τη ράχη σου. Απλά μούδιασες για λίγο. Αυτό είναι που πραγματικά συνέβη.»

Ο Τζακ γέλασε κουνώντας το κεφάλι. «Δεν ξέρεις τι λες. Η ράχη μου ήταν όντως σπασμένη· δεν ήταν ένα απλό μούδιασμα εκείνο. Και ήμουν όντως νεκρός… για λίγο.»

«Και τι σε επανέφερε στη ζωή;»

«Δεν είμαι βέβαιος.»

Η Ανδρομάχη δεν τον πίστευε. Αποκλείεται να είχε πεθάνει και να είχε ξαναζωντανέψει. Το μυαλό του απλώς είχε λιγάκι ταρακουνηθεί από εκείνο το επώδυνο χτύπημα και τα νόμιζε όλα αυτά. «Μετά τι έκανες;» τον ρώτησε. «Έφυγες από τη διάσταση;»

«Ναι.»

«Πώς; Χωρίς πιλότο;» Ένας μάγος δεν μπορούσε και να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή ενός αιθερικού σκάφους και να πιλοτάρει συγχρόνως.

«Δεν είχα άλλη επιλογή. Ενεργοποίησα τον αυτόματο πιλότο του συστήματος, κάθισα στο ενεργειακό κέντρο, ύφανα τη Μαγγανεία Κινήσεως, και έδωσε το σήμα στο αεροπλάνο να ξεκινήσει.»

«Ο αυτόματος πιλότος δεν είναι ασφαλής στον Αιθέρα…»

«Το ξέρω. Κουτούλησα πάνω σ’ένα άλλο αεροσκάφος. Επιβατηγό. Ευτυχώς το δικό μου έπαθε περισσότερη ζημιά από αυτό. Το πλήρωμά του με βοήθησε να επιστρέψω στη Ρελκάμνια… και εκεί…» Φάνηκε σκεπτικός για κάμποσες στιγμής. «Εκεί,» είπε τελικά, «μπήκα, μετά από λίγο καιρό, στους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Κι όπως βλέπεις, σκαρφάλωσα αρκετά γρήγορα μέσα στην ιεραρχία σας.»

Η Ανδρομάχη συνοφρυώθηκε. Κάτι δεν μου λέει. Ή ίσως πολλά να μη μου λέει. Αλλά δεν ήταν πρόθυμη να τον πιέσει. «Σε πήραν για πράκτορα τόσο εύκολα;» τον ρώτησε μόνο.

«Ήμουν καλός στη δουλειά μου.»

Η εξήγηση δεν της έμοιαζε ικανοποιητική. «Κι από τότε είναι που ξυπνάς; Από τότε που πήγες σ’αυτή την παράξενη διάσταση-φυλακή;»

«Ναι,» είπε ο Τζακ. «Από τότε.»

115.

Η Φενίλδα βρισκόταν μέσα σε μια θάλασσα που δεν μπορούσε να κατονομάσει. Μια θάλασσα καθαρής ενέργειας. Ήταν ξαπλωμένη και επέπλεε. Γαλήνια. Δεν έβλεπε, φυσικά, το αριστερό της μάτι, αλλά το ήξερε – κάπως, το ήξερε – πως γυάλιζε με μια αλλόκοτη γυαλάδα.

Κι όλα τούτα δεν της φαίνονταν καθόλου περίεργα ή ασυνήθιστα.

Μετά, όμως – μια αναταραχή από τα βάθη της ενεργειακής θάλασσας! Μια αναταραχή που έκανε τα νερά να μουγκρίσουν, κύματα να σηκωθούν, και αλλεπάλληλους δακτυλίους να σχηματιστούν.

Κάτι είχε κλαπεί.

Η Φενίλδα ξύπνησε απότομα, διαπιστώνοντας ότι βρισκόταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι της, στο δωμάτιο της μέσα στο πανδοχείο «Το Δόντι του Κολοσσού», στη Νιλκάριχ. Είχε καταλάβει τι είχε μόλις συμβεί, σαν να ήταν του τάγματος των Πεφωτισμένων, παρότι ποτέ της δεν είχε καμία σχέση μαζί τους.

Φως κλάπηκε, σκέφτηκε. Ο Δαίδαλος…

Και εκατοντάδες χιλιόμετρα βόρεια της Νιλκάριχ, πέρα από τη Λίμνη των Κολοσσών, πέρα από την πρωτεύουσα του Κίρτβεχ, πέρα από τα ίδια τα σύνορα του Πριγκιπάτου, στο υπόγειο σύστημα σπηλαίων κάτω από την Καμένη Γη το οποίο οι επαναστάτες της Λαμρίτ αποκαλούσαν άντρο, ο Δαίδαλος είχε μόλις φυλακίσει ένα μέρος του Φωτός της Βίηλ μέσα στο καινούργιο κυκλοειδές.

«Θα το κάνω εγώ,» δήλωσε ο Καρτάφες’νορ, καθώς οι δυο τους βρίσκονταν μέσα στο εργαστήριό του.

«Όπως θέλεις,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος, που ήταν, ούτως ή άλλως, λιγάκι κουρασμένος.

Ο Καρτάφες’νορ έκανε ένα Ξόρκι Τηλεκινήσεως και, πιάνοντας με αόρατα δάχτυλα το κυκλοειδές, το σήκωσε από τη θέση του και το μετέφερε προς το καινούργιο αυτοκίνητο, που ήταν τελειοποιημένο εκτός από τη σπίθα ζωής που του έλειπε. Βρισκόταν ξαπλωμένο στο πάτωμα, με τα μέταλλά του να γυαλίζουν στο φως της ενεργειακής λάμπας, και με το στήθος του ανοιχτό.

«Είναι πανέμορφη!» αναφώνησε ο Καρτάφες, κι ακουγόταν ξέπνοος. «Πραγματικά πανέμορφη…»

«Πρόσεχε τη δουλειά σου,» του είπε ο Δαίδαλος, όχι απότομα, καθώς κοίταζε με τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του.

Ο Καρτάφες’νορ κατέβασε το κυκλοειδές μέσα στο στήθος του αυτοκινήτου, στην ειδική θυρίδα, και το άφησε εκεί, σταματώντας το Ξόρκι Τηλεκινήσεως. Φόρεσε ένα ζευγάρι γάντια και πλησίασε, πηγαίνοντας να συνδέσει μερικά καλώδια. Ο Δαίδαλος τον παρατηρούσε προσεχτικά, γιατί, παρότι ο Καρτάφες δεν ήταν ανόητος, δεν τον εμπιστευόταν τελείως.

Ο Πεφωτισμένος, όμως, συνέδεσε τα καλώδια σωστά. Και έκλεισε το στήθος του αυτοκινήτου.

Ο Δαίδαλος είπε καθαρά τη φράση που είχε ορίσει ως φράση ενεργοποίησης: «Ώρα να πετάξουμε, Ιπτάμενη!»

Τα μάτια του αυτοκινήτου φωτίστηκαν, και ανασηκώθηκε επάνω στο πάτωμα. Η μορφή του ήταν ανθρωποειδής και, σε γενικές γραμμές, γυναικεία: μικροί ώμοι, λεπτά χέρια, διογκωμένο στήθος, λεπτή μέση, καλλίγραμμα πόδια. Στο κεφάλι του είχε ένα λοφίο από ξανθές τρίχες. Τα πέλματά του, όμως, δεν ήταν ανθρώπινα: έμοιαζαν περισσότερο με πόδια αρπακτικού, ή με αρθρωτούς γάντζους.

«Κολοσσοί!» αναφώνησε, και η φωνή του θύμιζε φωνή γυναίκας που βγαίνει μέσα από μεταλλικό σωλήνα. «Τι μπουντρούμι είν’ετούτο;»

«Ησύχασε, Ιπτάμενη,» είπε ο Δαίδαλος, ενώ ο Καρτάφες ατένιζε την κόρη τους με γουρλωμένα μάτια, χάσκοντας. «Είχες πέσει ενώ πετούσες, είχες χτυπήσει, και σε φέραμε εδώ για να κάνουμε μερικές απαραίτητες επισκευές.»

«Δεν το θυμάμαι καθαρά αυτό, Άρχοντα Δαίδαλε…»

«Εξαιτίας της πτώσης, αναμφίβολα. Υπόσχεσαι να είσαι πιο προσεχτική στο μέλλον;»

«Ασφαλώς.» Η Ιπτάμενη σηκώθηκε όρθια. Δεν ήταν τόσο ψηλή όσο ο Πάνοπλος· λιγάκι πιο ψηλή, μονάχα, από τον Δαίδαλο και τον Καρτάφες. Και στην πλάτη της υπήρχε ένα ζευγάρι διπλωμένα μεταλλικά φτερά, τα οποία οι μάγοι είχαν κατασκευάσει με μεγάλη προσοχή, δίνοντας πολύ συγκεκριμένες οδηγίες στους μεταλλουργούς των επαναστατών και παρακολουθώντας τους συνέχεια.

Η Ιπτάμενη άνοιξε τώρα τα φτερά της, απλώνοντάς τα από τη μια άκρη του υπόγειου δωματίου ώς την άλλη. Τα μέταλλα στραφτάλισαν, ιριδίζοντας.

«Προσοχή εδώ μέσα,» της είπε ο Δαίδαλος, γιατί η Ιπτάμενη είχε ανατρέψει μερικά μικροπράγματα με την κίνησή της.

«Πρέπει να πάμε έξω,» είπε, ενθουσιωδώς, ο Καρτάφες. «Να τη δούμε να πετάει!»

«Το ξέρεις ότι πετάω, Αφέντη Καρτάφες.» Η Ιπτάμενη μάζεψε τα φτερά της στην πλάτη της.

«Ναι αλλά θέλω να σε δω κιόλας!» είπε ο Καρτάφες χαμογελώντας μέσα από τα γκρίζα γένια του.

«Έλα μαζί μας, Ιπτάμενη,» πρόσταξε ο Δαίδαλος, και στράφηκε προς την έξοδο του εργαστηρίου, βαδίζοντας.

Ο Καρτάφες’νορ και το καινούργιο αυτοκίνητο τον ακολούθησαν. Οι επαναστάτες τούς κοίταζαν καλά-καλά καθώς διέσχιζαν τα σπήλαια και τις σήραγγες. Κοίταζαν, περισσότερο, την Ιπτάμενη καλά-καλά. Μουρμούριζαν αναμεταξύ τους.

«Είναι πανέμορφη, δεν είναι;» τους έλεγε ο Καρτάφες, κάθε τόσο. «Δεν είναι πανέμορφη; Χα-χα-χα-χα!» Έκανε σαν παιδάκι, όπως πάντα μετά την κατασκευή ενός αυτοκινήτου. «Και μπορεί να πετάξει! Δε σας λέγαμε παραμύθια. Ελάτε και θα δείτε!»

Κάμποσοι επαναστάτες τούς ακολούθησαν.

Ο Πάνοπλος κοίταζε από ένα άνοιγμα, σκυμμένος. Τα μάτια του φώτιζαν έντονα. Δεν μίλησε, ούτε κινήθηκε. Ο Δαίδαλος, όμως, μετά από λίγο τον άκουσε κι αυτόν να τους ακολουθεί· οι μεταλλικές του αρθρώσεις έτριζαν, και τα βήματά του ήταν βαριά μέσα στις σήραγγες, όπου μετά βίας χωρούσε.

Βγαίνοντας από μια έξοδο του άντρου, στάθηκαν μπροστά στις αχανείς, γκρίζες, πετρώδεις εκτάσεις της Καμένης Γης. Ένας ψυχρός, ξερός άνεμος φυσούσε. Ο ήλιος βρισκόταν στο κέντρο του ουρανού. Το παραμικρό χόρτο δεν φύτρωνε – πουθενά.

«Τι άσχημος τόπος…» σχολίασε η Ιπτάμενη, κοιτάζοντας ολόγυρα. Και μετά, πρόσεξε τον Πάνοπλο ο οποίος ορθωνόταν πάνω από τους επαναστάτες, τρεισήμισι μέτρα ψηλός. «Ποιος είσαι εσύ;»

«Το όνομά μου είναι Πάνοπλος. Είμαι αδελφός σου. Έχουμε κι έναν άλλο αδελφό. Τον λένε Εξάποδο, και είναι άσχημος.»

Το μεταλλικό γέλιο της Ιπτάμενης αντήχησε. «Δεν θα έπρεπε να μιλάς έτσι, αν είναι αδελφός μας!»

«Λέω τα πράγματα όπως τα βλέπω.»

Η Ιπτάμενη άνοιξε τις φτερούγες της, τεντώνοντάς τες στο έπακρο καθώς στεκόταν μπροστά σε όλους. «Και τι νομίζεις για εμένα;»

«Αν και λιγάκι κοντή, είσαι πολύ καλοφτιαγμένη. Και γυαλίζεις όμορφα. Δεν καταλαβαίνω, όμως, γιατί έχεις αυτό το λοφίο στο κεφάλι σαν τους δημιουργούς μας…»

«Έτσι με έφτιαξαν!» Χτυπούσε τώρα τα φτερά της, σηκώνοντας γκρίζα σκόνη γύρω της, γελώντας. Οι δύο μικροί αλλά δυνατοί προωθητήρες στην πλάτη της, ανάμεσα στις φτερούγες, είχαν μπει σε λειτουργία, βουίζοντας. Τα μάτια της άστραφταν σαν ενεργειακές λάμπες. Το ξανθό λοφίο της ανέμιζε πέρα-δώθε.

«Ποιο είναι το όνομά σου;»

«Ιπτάμενη!» αποκρίθηκε εκείνη καθώς απογειωνόταν απότομα, φεύγοντας από το έδαφος, σκαρφαλώνοντας γρήγορα στον ουρανό, αστράφτοντας μεταλλικά στον μεσημεριανό ήλιο.

Ο Καρτάφες, αναφωνώντας, παραπάτησε. Ο Δαίδαλος τον έπιασε προτού πέσει, και φώναξε στο καινούργιο αυτοκίνητο: «Μην αργήσεις να κατεβείς, Ιπτάμενη! Μπορεί οι εχθροί μας να σε δουν από μακριά!»

«Ναι, Άρχοντα Δαίδαλε,» ήρθε η φωνή της από ψηλά, καθώς διέγραφε κύκλους στον ουρανό από πάνω τους.

Οι επαναστάτες την κοίταζαν, γελώντας και σχολιάζοντας. Ο Πάνοπλος ήταν σιωπηλός. Το ίδιο και ο Καρτάφες.

Μετά από λίγο η Ιπτάμενη προσγειώθηκε μπροστά τους, απενεργοποιώντας τους προωθητήρες της και μαζεύοντας τις φτερούγες της στην πλάτη.

«Είμαστε θεοί!» φώναξε ο Καρτάφες’νορ. «Είμαστε ΘΕΟΙ!» Και, στρεφόμενος στους άλλους επαναστάτες: «Δεν είμαστε θεοί;»

Εκείνοι τον ατένιζαν περίεργα, αμήχανα.

Ο Δαίδαλος ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Καρτάφες. «Μικροί θεοί, ίσως,» είπε χαμογελώντας.

Οι επαναστάτες φάνηκαν να χαλαρώνουν ξανά.

Και εκατοντάδες χιλιόμετρα νότιά τους, πέρα από την Καμένη Γη, στα εδάφη του Πριγκιπάτου Κίρτβεχ, στις όχθες της Λίμνης των Κολοσσών, μέσα στην περιτειχισμένη Ριφάλπεκ, ο Ράλκος’νορ, ξάδελφος του Πρίγκιπα Νοσνάλτος και σύζυγος της Επόπτριας Νίνας Έκγραμμης, έμπαινε στον Οίκο του Φωτός και συναντούσε τους μάγους που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί.

«Κύριοι,» είπε. «Κυρίες. Το αισθανθήκατε κι εσείς, υποθέτω.»

«Ναι. Κάποιος… κλέβει το Φως της διάστασής μας.»

«Φαίνεται αδιανόητο – εξωφρενικό! – κι όμως συμβαίνει, Άρχοντα Ράλκος…»

«Προς τα πού νομίζετε ότι βρίσκεται ο κλέφτης;» ρώτησε ο Ράλκος’νορ.

«Βόρεια, Άρχοντά μου.»

«Ναι, βόρεια.»

«Αυτό νομίζω κι εγώ,» είπε ο Ράλκος’νορ. «Πρέπει να ανακαλύψουμε τι συμβαίνει, και να το σταματήσουμε. Πάση θυσία.»

116.

Ο Πολ είχε καταφέρει να δημιουργήσει άνοιγμα στη βόρεια παραμεθόριο του Κίρτβεχ – μια μεγάλη τρύπα στο δίκτυο των πρακτόρων της Παντοκράτειρας, προτού αυτοί προλάβουν να καταλάβουν τι είχε συμβεί και να αντιδράσουν. Δεν είχαν μείνει άλλοι πράκτορες σ’εκείνη την περιοχή, όπου εξαρχής δεν ήταν και τόσοι πολλοί – γιατί ποιος ο λόγος να έχεις πολλούς κατασκόπους σ’ένα μέρος όπου δεν συμβαίνει τίποτα, καθώς πέρα από αυτό απλώνεται μονάχα μια γκρίζα ερημιά όπου τριγυρίζουν πουλιά-φαντάσματα; Ο Πολ έφερε επαναστάτες της Λαμρίτ στη βόρεια παραμεθόριο, για να αντικαταστήσουν τους πράκτορες της Παντοκράτειρας· τους έβαλε μέσα στο Πριγκιπάτο χωρίς καμια ιδιαίτερη δυσκολία: μερικοί άνθρωποι ήταν, άλλωστε, όχι κανένας στρατός· δεν θα τους παρατηρούσαν από κάποιο ερημικό φυλάκιο, ειδικά μες στη νύχτα, στο σούρουπο, ή στο λυκαυγές. Κι αυτοί οι επαναστάτες ήταν ασφαλείς εδώ, πίστευε ο Πολ· δεν μπορούσε κανένας τώρα να τους εντοπίσει, αφού δεν υπήρχαν πράκτορες. Οι ντόπιοι δεν είχαν λόγο να τους ερευνήσουν και να τους αναφέρουν στις Παντοκρατορικές αρχές· και οι στρατιώτες (είτε Παντοκρατορικοί είτε του Πρίγκιπα) δεν ήταν εδώ για να κάνουν τέτοιου είδους λεπτές έρευνες: παρατηρούσαν μονάχα για κραυγαλέα πράγματα, όπως ληστείες ή εισβολές. Αν και αυτό το τελευταίο όλοι το θεωρούσαν απίθανο. Ποιος θα εισέβαλε από την Καμένη Γη; Κανένας στρατός; Αστεία πράγματα! Ακόμα κι ύστερα από την επίθεση του Πάνοπλου εναντίον εκείνου του φοροεισπράκτορα, δε νόμιζαν ότι εισβολή μπορεί να συνέβαινε. Ο Πολ τούς είχε ακούσει να μιλάνε για γίγαντες που τους πρόσταζαν τα Δαιμόνια, όχι για ανθρώπους.

Και δεν ανησυχούσε ότι θα έρχονταν σύντομα καινούργιοι πράκτορες της Παντοκράτειρας για να γεμίσουν το κενό που είχε δημιουργηθεί στη βόρεια παραμεθόριο, γιατί, για να έρθουν εδώ, θα έπρεπε να φύγουν από αλλού, από τα κεντρικά του Πριγκιπάτου κι από τα νότια· κι ο Πολ δεν νόμιζε ότι η Νίνα θα το έκανε απερίσκεπτα αυτό. Το δίκτυό της θα έχανε τη δύναμη και τη συνοχή του παντού έτσι. Εκείνο που πραγματικά τής χρειαζόταν ήταν καινούργιοι πράκτορες, από άλλα πριγκιπάτα πιθανώς, ή από τη Ρελκάμνια. Αλλά δεν υπήρχε τώρα χρόνος γι’αυτό. Ο Πολ ήδη κινιόταν γρήγορα, έβαζε τους επαναστάτες ολοένα και πιο βαθιά μέσα στο Κίρτβεχ. Αν παρ’ελπίδα έρχονταν πράκτορες της Παντοκράτειρας για να γεμίσουν το κενό που είχε δημιουργηθεί, θα συναντούσαν τις ακονισμένες λεπίδες της Επανάστασης να τους περιμένουν.

Τα πάντα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιό του. Διέλυε ένα παλιό δίκτυο και ύφαινε ένα καινούργιο. Είχε έναν χάρτη του Πριγκιπάτου και σημείωνε επάνω του τις θέσεις όπου τοποθετούσε τους πράκτορές του. Είχε ξεκινήσει από τα βόρεια και προχωρούσε προς τα κεντρικά τώρα.

Και είχε την αίσθηση ότι κάτι τον παρακολουθούσε… παρότι ήξερε πως αυτό ήταν, λογικά, αδύνατο. Αν η Νίνα τον είχε εντοπίσει, θα δεχόταν αμέσως την επίθεσή της· ήταν βέβαιος. Κάποια σαν τη Νίνα Έκγραμμη δεν θα καθυστερούσε· με το παραμικρό στοιχείο ότι ήταν προδότης θα τον αιχμαλώτιζε αν μπορούσε (για να πάρει πληροφορίες), ή θα τον σκότωνε αν δεν μπορούσε να τον αιχμαλωτίσει. Γιατί, επομένως, είχε αυτή την αίσθηση; Ο Πολ καταλάβαινε ότι ήταν ένστικτο και μόνο, τίποτα το λογικό. Αλλά το ένστικτο σπάνια λέει ψέματα, όπως ήξερε. Κάτι, όντως, πρέπει να συνέβαινε. Τι θα έκανα εγώ στη θέση της Νίνας; Θα είχε αρχίσει να ψυλλιάζεται ότι, ίσως, ο Πολ ήταν ο προδότης. Θα παρακολουθούσε τις κινήσεις του από τα αποτελέσματά τους. Θα μετρούσε τους φόνους των πρακτόρων της. Θα προσπαθούσε να ανακατασκευάσει, μέσα στο μυαλό της κι επάνω στον χάρτη της, το σχέδιο του αόρατου εχθρού, προκειμένου να τον παγιδέψει – ν’ανακαλύψει αν ήταν πράγματι ο Πολ. Και συνεχώς, βέβαια, η ίδια θα παρέμενε εξίσου αόρατη.

Τα είχε σκεφτεί όλα αυτά ο Πολ προτού πάει στην Άτβηλκ. Και το ήξερε ότι η Άτβηλκ ήταν μια σημαντική πόλη του ανατολικού Κίρτβεχ, αποτελώντας συνέχεια του περάσματος της Ουράς το οποίο έφερνε σε επαφή το Πριγκιπάτο Κίρτβεχ με το Πριγκιπάτο Έλρηνεχ. Η Νίνα, αν του είχε στήσει παγίδα, δεν θα ήταν απίθανο να την είχε στήσει εδώ, όπου γνώριζε πως αναπόφευκτα θα ερχόταν. Ίσως ο Πολ θα ήταν καλύτερα αν είχε αφήσει την Άτβηλκ για αργότερα. Δεν το έκανε, όμως· θεωρώντας τη θέση της καίρια, θέλησε να διώξει το παλιό δίκτυο από εκεί και να προωθήσει το δικό του.

Πρώτος στόχος δεν θα ήταν ο Κισβέρνες, που σύχναζε στο πανδοχείο «Ζάρια και Χάντρες» και αποτελούσε σύνδεσμο για τους πράκτορες της Παντοκράτειρας, αλλά ο Αρνάλβες, ένας ειδικός πράκτορας με βαθμό Ανώτερου Ελεγκτή, ο οποίος έμενε εδώ για να παρακολουθεί τι γινόταν στο πέρασμα της Ουράς αλλά και να δέχεται αναφορές από όλες τις τριγυρινές περιοχές και να δίνει διαταγές. Συνήθως δεν εγκατέλειπε τη θέση του, λες και ήταν Επόπτης, απ’ό,τι είχε μάθει πρόσφατα ο Πολ (γιατί όταν ο Πολ είχε έρθει παλιότερα στη Βίηλ ο Αρνάλβες δεν ήταν εδώ), επομένως δεν θα ήταν δύσκολο να τον πλησιάσουν…

Ο Αρνάλβες διατηρούσε ένα κατάστημα με κυνηγετικά είδη στην αγορά της Άτβηλκ. Το άνοιγε με την αυγή, το έκλεινε με τη δύση. Το μεσημέρι ξεκουραζόταν εκεί, και ή πήγαινε σε καμια κοντινή ταβέρνα για να φάει ή παράγγελνε να του φέρουν φαγητό. Δεν ήταν παντρεμένος, αλλά είχε για ερωμένη μια χαρτομάντισσα, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Πολ: μια απατεώνισσα που διατηρούσε το δικό της κατάστημα (τίποτα περισσότερο από μια σκοτεινή τρύπα) όχι πολύ μακριά από το κατάστημα του Αρνάλβες. Ήταν κι αυτή πράκτορας της Παντοκράτειρας· τον τελευταίο καιρό είχε μπει στην οργάνωσή τους, και ήξερε ελάχιστα· έδινε, όμως, αρκετές πληροφορίες, παρατηρούσε τα δρώμενα στην αγορά, και μετέφερε μηνύματα. Την έλεγαν Βασνίτα.

Ήταν απόγευμα όταν ο Πολ έφτασε στην Άτβηλκ, έκανε κρύο, και οι σκιές πλήθαιναν με ταχύ ρυθμό, προσπαθώντας να καταβροχθίσουν την πόλη στις όχθες του ποταμού Πίλρεκ. Μια γρήγορη ματιά στην αγορά τού είπε πως όλα ήταν όπως έπρεπε: ο Αρνάλβες είχε το κατάστημά του ανοιχτό – μια ενεργειακή λάμπα ήταν αναμμένη μέσα, κι ο ειδικός πράκτορας στεκόταν απέξω, καπνίζοντας το τσιμπούκι του και μιλώντας μ’έναν άλλο, άγνωστο για τον Πολ άντρα – η Βασνίτα είχε επίσης το δικό της μαγαζί ανοιχτό, και ούτε αυτή φαινόταν να έχει πολλή δουλειά, αφού, όπως ο εραστής της, στεκόταν έξω από την πόρτα, με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός της κι ένα μάλλινο σάλι στους ώμους της, παρατηρώντας την κίνηση στην αγορά με σκοτεινά μάτια.

Ο Πολ και οι τέσσερις σύντροφοί του αφίππευσαν και άφησαν τα άλογά τους στον στάβλο του Ζάρια και Χάντρες. Βγήκαν και πλησίασαν το Σιντριβάνι της Κυράς των Βουνών. Ο Πολ είπε στον Άλτρες και στη Σιλράτα: «Εσείς θα πάτε για τη χαρτοκλέφτρα. Τη βλέπετε πού είναι, έτσι;» Δεν σήκωσε το χέρι του για να τη δείξει – επιφυλακτικός πάντα.

Ο Άλτρες ένευσε. «Ναι.»

«Θα ξεκινήσετε μόλις με δείτε να μπαίνω στο κατάστημα του μεγάλου κυνηγού μας.» Στράφηκε στους άλλους δύο επαναστάτες, που ονομάζονταν Μελράνος και Ευσέβιος. Ο τελευταίος ήταν Απολλώνιος και κάπως είχε καταλήξει εδώ. «Εσείς οι δύο, μαζί μου.» Κι ο Πολ βάδισε, απομακρυνόμενος από το Σιντριβάνι της Κυράς των Βουνών και τον Άλτρες και τη Σιλράτα. Ο Μελράνος κι ο Ευσέβιος τον ακολούθησαν. Είχαν όλοι τους τα πρόσωπά τους σκιασμένα με κουκούλες, και οι κάπες τους τους τύλιγαν. Μέσα στις ψυχρές σκιές, που πλήθαιναν με κάθε λεπτό που περνούσε, και μέσα στον κόσμο της αγοράς της Άτβηλκ, δεν είχαν τίποτα επάνω τους που να τους ξεχωρίζει από οποιονδήποτε άλλο ταξιδιώτη.

Ο Πολ πλησίασε τον πάγκο ενός περιπτέρου με πράσινη υφασμάτινη οροφή και αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα και το τελευταίο φύλλο του Μαντατοφόρου της Κίρτβεχ. Απομακρύνθηκε λιγάκι και έκανε ότι διάβαζε την εφημερίδα, η οποία, εκτός των άλλων, μιλούσε και για «παράξενα και μυστηριώδη συμβάντα στη βόρεια παραμεθόριο», καθώς και για «πιθανές υπόγειες κινήσεις αποστατών εντός των συνόρων του Πριγκιπάτου». Απορώ πού το άκουσαν αυτό, σκέφτηκε ο Πολ. Μονάχα οι πράκτορες της Νίνας ήξεραν ότι ίσως επαναστάτες να βρίσκονταν μέσα στο Κίρτβεχ, επειδή ο ίδιος ο Πολ τούς το είχε πει. Ορισμένοι από αυτούς, φαίνεται, δεν κρατούσαν το στόμα τους τόσο κλειστό όσο όφειλαν.

Με τις άκριες των ματιών του είδε, τελικά, τον άγνωστο άντρα να σταματά την κουβέντα με τον Αρνάλβες και να φεύγει. Ο Αρνάλβες άδειασε την πίπα του στο πλάι, τη χτύπησε δυο φορές, ελαφρά, στον τοίχο, και χασμουρήθηκε.

Ο Πολ έκανε νόημα στον Μελράνος και τον Ευσέβιο να τον ακολουθήσουν, και βάδισε προς τον Ανώτερο Ελεγκτή. Απόμακρα, πίσω από τον κόσμο της αγοράς, μπορούσε να δει δύο σκιερές μορφές να πηγαίνουν προς το μαγαζί της Βασνίτα της χαρτομάντισσας – ο Άλτρες και η Σιλράτα. Ο συγχρονισμός μας είναι καλός μέχρι στιγμής.

Ο Πολ ζύγωσε τον Αρνάλβες, κάνοντάς του μια σύντομη χειρονομία γνωστή στους πράκτορες της Παντοκράτειρας. «Καλησπέρα,» είπε, παραμερίζοντας ελαφρώς την κουκούλα του ώστε ο Ανώτερος Ελεγκτής να διακρίνει το πρόσωπό του καθαρά. Είχαν ξανασυναντηθεί άλλη μια φορά οι δυο τους, όταν ο Πολ είχε πρωτοέρθει και συγκέντρωνε πληροφορίες για το δίκτυο της Νίνας προκειμένου, όπως τους έλεγε, να μπορέσει να κάνει τη δουλειά του σωστά εδώ πέρα. Η Παντοκράτειρα δεν θα ανεχόταν αποτυχίες.

«Καλησπέρα, Πολ,» αποκρίθηκε ο Αρνάλβες. Ήταν ένας άντρας γύρω στα τριάντα-πέντε, με κοντά μαύρα μαλλιά, μούσι, και γυαλιστερά μάτια σαν κομμάτια οψιδιανού. Το πρόσωπό του ήταν σκληρό και παρατηρητικό. Δεν πουλούσε κυνηγετικά είδη μονάχα ως προκάλυμμα· ήταν κυνηγός κι ο ίδιος. «Τι σε φέρνει εδώ;»

«Μπορούμε να πάμε μέσα;»

«Ασφαλώς.»

Ο Αρνάλβες μπήκε στο κατάστημα, πηγαίνοντας πίσω από τον πάγκο του, πάνω στον οποίο υπήρχαν κάτι διπλωμένα πανωφόρια και τρεις κεφαλές για δόρατα. Η μοναδική ενεργειακή λάμπα κρεμόταν από το ταβάνι.

Ο Πολ μπήκε μαζί με τους δύο επαναστάτες, και ο Ευσέβιος έκλεισε την πόρτα πίσω τους.

«Θα πρέπει νάναι κάτι σημαντικό, κρίνοντας από τις όψεις σας…» είπε ο Αρνάλβες.

Κρίνοντας από τις όψεις μας; Ο Πολ παραξενεύτηκε λιγάκι απ’αυτό. Τα πρόσωπα των επαναστατών αποκλείεται να τα είχε δει μέσα από τις κουκούλες τους – και το δικό μου πρόσωπο ίσα που πρόλαβε να το κοιτάξει, και ήταν σκοτεινά… «Δε μπορείς να φανταστείς πόσο σημαντικό. Βρήκαμε αποστάτες κρυμμένους μες στην ίδια την Άτβηλκ.» Τράβηξε το σπαθί του, και ο Μελράνος κι ο Ευσέβιος τράβηξαν τα δικά τους σπαθιά, βαδίζοντας όλοι συγχρόνως προς τον Ανώτερο Ελεγκτή, χωρίς καθυστέρηση.

Μια πόρτα άνοιξε από δίπλα. «Προδότες δίχως αμφιβολία,» είπε μια γυναικεία φωνή· και ο Πολ, που είχε ήδη στραφεί, είδε τη Νίνα Έκγραμμη να μπαίνει, με ξιφίδιο στο ένα γαντοφορεμένο χέρι και ξεθηκαρώνοντας το σπαθί της με το άλλο.

«Αυτός ο άνθρωπος είναι με την Επανάσταση!» είπε ο Πολ, δείχνοντας τον Αρνάλβες με το ξίφος του, χωρίς να χάσει καθόλου τα λόγια του ή την ψυχραιμία του. Το να σε έχει εκπαιδεύσει ένας δαίμονας από τον Ενιαίο Κόσμο είχε και τα πλεονεκτήματά του.

«Μαλακίες,» αποκρίθηκε η Νίνα. «Εσύ είσαι με την Επανάσταση. Κι αυτοί οι δύο μαζί σου – όποιοι κι αν είναι.»

Την ίδια στιγμή ο Αρνάλβες έπαιρνε μια οπλισμένη διπλή βαλλίστρα κάτω από τον πάγκο του και την ύψωνε σημαδεύοντας τον Μελράνος. Ο Πολ, έκπληκτος που δεν ήταν εκείνος ο στόχος (μάλλον με θέλουν για πληροφορίες), χίμησε πάραυτα στον Ανώτερο Ελεγκτή. Σπαθίζοντας.

Αλλά το ένα βέλος της βαλλίστρας είχε ήδη εκτοξευτεί. Πίσω του ο Πολ άκουσε τον Μελράνος να μουγκρίζει, όμως αυτό δεν τον έκανε να διακόψει την επίθεσή του, ούτε να παραπατήσει ή να αστοχήσει: η λεπίδα του χτύπησε τον Αρνάλβες στο αριστερό χέρι, κι εκείνος γρύλισε καθώς το μανίκι του και το δέρμα του σκίζονταν, και έριξε τη βαλλίστρα πάνω στον πάγκο.

«Παραδώσου, Πολ!» φώναξε η Νίνα, «και ίσως ν’αφήσω τους συντρόφους σου ζωντανούς.» Κι απέκρουσε ανάμεσα στις δύο λεπίδες της το σπαθί του Ευσέβιου ο οποίος είχε αμέσως στραφεί για να τη χτυπήσει. Τον κλότσησε στην κοιλιά, στέλνοντάς τον πίσω, παραπατώντας. Δύο πράκτορές της μπήκαν από την ίδια πόρτα που είχε μπει κι εκείνη, με ξίφη στα χέρια.

«Τον έναν τον σκότωσες ήδη!» αντιγύρισε ο Πολ, σπαθίζοντας τη βαλλίστρα επάνω στον πάγκο (που της είχε απομείνει ακόμα ένα βέλος) και σπάζοντάς την. Τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη ζώνη του και πήγε προς την εξώπορτα του καταστήματος, κάνοντας νόημα στον Ευσέβιο να τον ακολουθήσει, ενώ ο Αρνάλβες έπιανε ένα κυνηγετικό δόρυ από τον τοίχο – τι νομίζει ότι είμαστε, ο μαλάκας; – ζαρκάδια;

«Δεν έχεις πουθενά να πας, Πολ!» είπε η Νίνα. «Το ήξερα ότι θα ερχόσουν εδώ – σε περίμενα.»

«Παίρνεις βραβείο.» Ο Πολ εκτόξευσε το ξιφίδιό του, καθώς ο Αρνάλβες κι ένας από τους δύο άλλους πράκτορες έρχονταν προς το μέρος του. Η λεπίδα καρφώθηκε στο στήθος του Ανώτερου Ελεγκτή, κι εκείνος παραπάτησε κατεβάζοντας την αιχμή του δόρατός του στο πάτωμα, έπεσε στα γόνατα. Ο άλλος χίμησε, και ο Ευσέβιος απέκρουσε το σπαθί του.

Ο Πολ υποπτευόταν ότι πιθανώς άνθρωποι της Νίνας να είχαν συγκεντρωθεί έξω από την είσοδο (αν και όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα), οπότε άρπαξε ένα τσεκούρι και το πέταξε πάνω στο παράθυρο πλάι στην εξώπορτα, το οποίο ήταν συγχρόνως και προθήκη. Το τζάμι θρυμματίστηκε, και ο Πολ έτρεξε και πήδησε έξω, φωνάζοντας στον Ευσέβιο να έρθει. Ο Απολλώνιος τον ακολούθησε, και καθώς βρέθηκαν στον δρόμο ο Πολ τον είδε να παραπατά. Υπήρχε αίμα στην πλάτη της κάπας του· τον είχαν χτυπήσει ενόσω υποχωρούσε.

Μισή ντουζίνα Παντοκρατορικοί πολεμιστές πλησίαζαν το κατάστημα του Αρνάλβες, βαστώντας ασπίδες και σπαθιά. Μαζί τους ήταν μια γυναίκα χωρίς διακριτικά επάνω της – πράκτορας, αναμφίβολα. Πρέπει να είχαν ειδοποιηθεί από τη Νίνα μέσω πομπού.

Κοιτάζοντας προς τη μεριά όπου είχε το μικρό κατάστημά της η Βασνίτα, ο Πολ δεν είδε κανέναν. Πού ήταν ο Άλτρες και η Σιλράτα; Τους είχαν πιάσει; Τους είχαν σκοτώσει;

«Συλλάβετέ τους!» φώναξε η πράκτορας που ήταν μαζί με τους έξι Παντοκρατορικούς πολεμιστές, κι αυτοί έτρεξαν καταπάνω στον Πολ και τον Ευσέβιο, με τις ασπίδες τους εμπρός τους και τα ξίφη τους έτοιμα να υψωθούν. Φορούσαν κράνη, φολιδωτές αρματωσιές, και λευκούς μανδύες και χιτώνια, με το έμβλημα της Παντοκράτειρας επάνω.

«Φύγε!» γρύλισε ο Ευσέβιος μέσα από σφιγμένα δόντια – και εφόρμησε καταπάνω στους Παντοκρατορικούς, ουρλιάζοντας: «Με το Φως του Απόλλωνα!» Αποφεύγοντας το λεπίδι ενός πολεμιστή, τον σπάθισε κάτω απ’την ασπίδα, τρυπώντας τον στα πλευρά.

Ο τρελός Απολλώνιος θέλει ν’αυτοκτονήσει! σκέφτηκε ο Πολ. Γαμημένοι επαναστάτες… Έπρεπε, τουλάχιστον, να βρει τον Άλτρες και τη Σιλράτα, αν ήταν ακόμα ζωντανοί. Πάντοτε πρακτικός, δεν κάθισε να σκοτωθεί μαζί με τον Ευσέβιο. Έτρεξε… ενώ η πόρτα του καταστήματος με τα κυνηγετικά είδη άνοιγε και η Νίνα τον καταδίωκε μαζί με τους δύο πράκτορές της. Ο κόσμος στην αγορά παραμέριζε, τρομαγμένος, για να περάσουν. Ένα άλογο χρεμέτισε καθώς σηκωνόταν στα πισινά του πόδια, και ο ιδιοκτήτης του το κράτησε γερά από τα γκέμια.

Ο Πολ κλότσησε την κλειστή πόρτα του μαγαζιού της χαρτομάντισσας και μπήκε στον μικρό χώρο που φωτιζόταν από μια λάμπα λαδιού στο ταβάνι. Ένα τραπέζι ήταν αναποδογυρισμένο εμπρός του, τα χαρτιά μιας τράπουλας απλωμένα παντού. Κι αντίκρυ του ήταν ανοιχτή μια άλλη πόρτα, μικρότερη από την προηγούμενη, κι ένα σκοτεινό σοκάκι φαινόταν. Κάτι τού έλεγε ότι η Βασνίτα είχε τρέξει να φύγει και ο Άλτρες κι η Σιλράτα την είχαν ακολουθήσει.

Όπως τώρα ακολουθούν εμένα η Νίνα και οι δικοί της.

Γαμήθηκε το πράγμα, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!

Ο Πολ βγήκε από την πίσω πόρτα, βουτώντας μέσα στο σκοτεινό σοκάκι. Μια γάτα ακούστηκε να γρυλίζει από δίπλα, και η σκιά της φάνηκε να φεύγει αστραπιαία.

«Πολ!» φώναξε η Νίνα, ακολουθώντας. «Δεν υπάρχει μέρος στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ που μπορείς να μου κρυφτείς!»

«Μη βάζεις στοίχημα! Το Πριγκιπάτο είναι» – πήδησε, πιάστηκε από ένα περβάζι, ανέβηκε – «γεμάτο επαναστάτες! Ούτε να φύγετε ζωντανοί από τούτη τη γαμημένη πόλη δε θα προλάβετε!» απείλησε την Ανώτατη Ελέγκτρια και τους δύο πράκτορές της, που τον ατένιζαν από κάτω.

«Μας τρομάζεις αφάνταστα!» Η Νίνα ύψωσε το ξιφίδιό της–

Ο Πολ έπεσε, με τον ώμο, επάνω στο τζάμι του παραθύρου, κατρακύλησε μέσα σε μια κουζίνα. Σηκώθηκε στο ένα γόνατο. Φαγητό έβραζε στη χύτρα, γεμίζοντας τον χώρο με μια όμορφη μυρωδιά. Ο Πολ δεν κάθισε να δει τι μαγείρευαν· βγαίνοντας από την πόρτα της κουζίνας συνάντησε μια γυναίκα, η οποία ούρλιαξε βλέποντάς τον. Ο Πολ την έσπρωξε, στέλνοντάς την στο πάτωμα. Ένας νεαρός παρουσιάστηκε από δίπλα, κάνοντάς να τον κοπανήσει στο κεφάλι με μια καρέκλα. Ο Πολ την απέφυγε και τον γρονθοκόπησε στο σαγόνι, σωριάζοντάς τον. Πήγε στην εξώπορτα του σπιτιού, βγήκε στην εξωτερική σκάλα της τριώροφης οικίας.

Κατέβηκε γρήγορα κι έτρεξε μέσα στους δρόμους της πόλης. Οι σκιές ήταν ακόμα πιο πυκνές τώρα, πράγμα που τον συνέφερε.

Σταμάτησε σε μια γωνία και, χρησιμοποιώντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, κάλεσε τον Άλτρες.

«Πολ;» ήρθε η φωνή του επαναστάτη.

«Ναι.»

«Μας περίμενε. Το ήξερε ότι θα ερχόμασταν· δεν υπάρχει άλλη εξ–»

«Το ξέρω. Ήταν παγίδα εξαρχής. Ο Μελτάρος κι ο Ευσέβιος είναι νεκροί κι οι δύο μάλλον. Η Σιλράτα είναι μαζί σου;»

«Ναι.»

Ο Πολ τού είπε πού να συναντηθούν· και μετά από λίγη ώρα, ενώ Παντοκρατορικοί στρατιώτες, βαστώντας ενεργειακές λάμπες, τριγύριζαν παντού στη σκοτεινή Άτβηλκ, οι τρεις τους συναντήθηκαν κάτω από μια πέτρινη καμάρα, πλάι σ’ένα ξύλινο κάρο. Παραδίπλα ήταν ένα σπίτι μέσα απ’το οποίο ακουγόταν μουσική, και κοντά στην πόρτα του βρισκόταν σταθμευμένο ένα δίκυκλο όχημα. Κάποιος όχι και τόσο φτωχός πρέπει να έμενε εδώ.

«Τι σκατά συνέβη;» ρώτησε ο Άλτρες.

Ο Πολ είδε ότι η Σιλράτα είχε έρθει βαδίζοντας λιγάκι σκυμμένη. «Τι έχεις;» της είπε. «Χτυπήθηκες;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη κάτω απ’την κουκούλα της. Ακουγόταν εξαντλημένη.

«Η χαρτομάντισσα,» εξήγησε ο Άλτρες, «την κάρφωσε μ’ένα ξιφίδιο.»

«Μόλις μπήκατε;» Ήταν δυνατόν η Νίνα να ήταν τόσο βέβαιη πως εκείνος κι οι δύο πράκτορες μαζί του ήταν προδότες;

«Την πλησιάσαμε ενώ στεκόταν έξω απ’το μαγαζί της· της είπαμε ότι θέλαμε να μας πει το μέλλον· μας αποκρίθηκε ότι θα έκλεινε τώρα, και να ερχόμασταν καλύτερα αύριο· οπότε της κάναμε ένα σύνθημα με τα δάχτυλα, απ’αυτά που μας έχεις δείξει, και τότε εκείνη, διστακτικά, μας έβαλε στο κατάστημά της. Δεν κάθισε καθόλου, πήγε προς το βάθος. Δεν το θεωρήσαμε περίεργο γιατί τώρα ήξερε ότι είμαστε πράκτορες και, μάλλον, κάποια πληροφορία θα θέλαμε, όχι να μας ρίξει τα χαρτιά. Η Σιλράτα έκλεισε την πόρτα. Εγώ τράβηξα ένα ξιφίδιο κι έκανα να χιμήσω στη Βασνίτα, αλλά ήταν προφανές πως μας περίμενε: τράβηξε κι εκείνη, αμέσως, ξιφίδιο απ’τα ρούχα της και, καθώς την πλησίαζα, με κλότσησε στα χαμηλά. Μέχρι να συνέλθω είχε ανοίξει μια πίσω πόρτα του μαγαζιού για την οποία δεν μας είχες πει–»

«Δεν ήξερα γι’αυτήν· τώρα κι εγώ την είδα, καθώς πήγα να σας βρω.»

Ο Άλτρες συνέχισε: «Την ακολουθήσαμε μέσα στο σοκάκι, η Σιλράτα πρώτη κι εγώ μετά, αλλά η σκρόφα στράφηκε και τίναξε το ξιφίδιό της καταπάνω στη Σιλράτα, και τη βρήκε στα πλευρά. Μετά εξαφανίστηκε – δεν έχω ιδέα πού πήγε. Απομακρυνθήκαμε από το σοκάκι και κρυφτήκαμε για να περιποιηθώ το τραύμα της Σιλράτα. Είναι αρκετά άσχημο, Πολ. Πρέπει να φύγουμε από δω. Μ’εσένα τι έγινε;»

Ο Πολ τού είπε.

«Σκατά και Δαιμόνια,» συμπέρανε ο Άλτρες. «Θα έχουν κλείσει τις πύλες της πόλης ώς τώρα, και σίγουρα θα παρακολουθούν σαν γεράκια το λιμάνι.»

«Μάντης είσαι;» είπε ο Πολ. «Την έχουμε γαμήσει,» πρόσθεσε. «Αν καταφέρουμε να φύγουμε από δω, σημαίνει ότι η Νίνα έχει αρχίσει να γερνάει.»

117.

Η Νίνα πήγε στο Παντοκρατορικό φρουραρχείο και συνάντησε τον μάγο που την περίμενε σ’ένα απ’τα δωμάτια εκεί, καθισμένος σε μια πολυθρόνα και καπνίζοντας. Πλάι του, στον τοίχο, ήταν ακουμπισμένο ένα μακρύ ραβδί με κρυστάλλους, μικροσκοπικά κυκλώματα, και εξίσου μικροσκοπικά κάτοπτρα. Ήταν του τάγματος των Διαλογιστών, και η Νίνα τον είχε επιστρατεύσει ακριβώς για το ενδεχόμενο που αντιμετώπιζε τώρα.

«Πρέπει να τον βρεις,» πρόσταξε. «Να μου πεις πού κρύβεται.»

Ο μάγος – που ονομαζόταν Νέλδουρ’χοκ – έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι επάνω στον βραχίονα της πολυθρόνας, και σηκώθηκε όρθιος παίρνοντας το ραβδί του από τον τοίχο. Η Νίνα, όταν είχε επιστρατεύσει τις υπηρεσίες του, τον είχε ρωτήσει: Θα μπορείς να τον εντοπίσεις μέσα σε μια πόλη; Και ο μάγος είχε απαντήσει: Ναι, αλλά θα πρέπει να έχω τουλάχιστον μια φωτογραφία του. Η Νίνα δεν είχε στη διάθεσή της καμία φωτογραφία του Πολ, όμως είπε στον Διαλογιστή: Όταν έρθει η ώρα θα την έχεις.

Και τώρα, ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη.

Μέσα στο κατάστημα του Αρνάλβες είχε προσαρμόσει έναν τηλεοπτικό πομπό στον τοίχο πίσω από τον πάγκο: έναν πομπό που συνδεόταν, μέσω καλωδίου, με μια εστία έξω απ’το οίκημα, και το μάτι του ήταν εστιασμένο στην είσοδο. Ό,τι έβλεπε το έστελνε, τηλεπικοινωνιακά, σ’ένα σύστημα με πομποδέκτη στο φρουραρχείο, όπου και τα οπτικά δεδομένα καταγράφονταν.

«Έχουμε εικόνα του;» ρώτησε τώρα ο Νέλδουρ’χοκ.

«Ναι.» Η Νίνα πλησίασε μια κονσόλα στο τέρμα του δωματίου και πληκτρολόγησε. Στη μικρή, κρυστάλλινη οθόνη από πάνω της φάνηκε ο Πολ να μπαίνει στο κατάστημα μαζί με τους δύο επαναστάτες του. «Αυτός είναι.»

Ο μάγος τον ατένισε με προσοχή. «Δε φαίνεται καλά το πρόσωπό του.»

Η Νίνα στράφηκε να τον κοιτάξει. «Δηλαδή, δε μπορείς να τον εντοπίσεις;»

«Θα προσπαθήσω. Πάγωσε την εικόνα εκεί όπου η όψη του φαίνεται καλύτερα.»

Η όψη του Πολ φαινόταν καλύτερα όταν εκείνος είχε σταθεί μπροστά στον ξύλινο πάγκο δείχνοντας τον Αρνάλβες με το σπαθί του. Το μόνο πρόβλημα ήταν αυτή η καταραμένη κουκούλα που φορούσε. Δεν την είχε βγάλει ακόμα και μέσα στο μαγαζί, απλώς την είχε παραμερίσει. Η Νίνα πάγωσε την οθόνη και εστίασε την εικόνα στο πρόσωπο του Πολ. «Αρκετά καλό, τώρα;»

Ο Νέλδουρ’χοκ ένευσε, παρατηρώντας τον Πολ με στενεμένα μάτια. Μετά από κανένα λεπτό προσηλωμένης σιωπής, είπε: «Θα προσπαθήσω. Ελπίζω να μην έχει πάει μακριά.»

«Αποκλείεται νάχει βγει από την πόλη. Οι πύλες είναι κλειστές, το λιμάνι φρουρείται.»

Ο Νέλδουρ’χοκ, κρατώντας το ραβδί του σταθερά, έκλεισε τα μάτια του και υποτονθόρυσε λόγια που δεν έβγαζαν κανένα νόημα για τη Νίνα· η Επόπτρια ήξερε, όμως, ότι ο μάγος χρησιμοποιούσε ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως.

Μετά από λίγο, άνοιξε τα βλέφαρά του και ατένισε τα κάτοπτρα του ραβδιού του, επάνω στα οποία είχε παρουσιαστεί μια κόκκινη κουκίδα. Οι κρύσταλλοι που ήταν πλεγμένοι ανάμεσά τους γυάλιζαν από ένα εσωτερικό φως.

«Τον βρήκες!» είπε η Νίνα.

Ο Νέλδουρ’χοκ ένευσε. «Ναι.»

«Τότε, ας μην καθυστερούμε. Θα μας οδηγήσεις σ’αυτόν.»

118.

Ο Πολ ήξερε πως η μοναδική του ελπίδα ήταν να στείλει, τηλεπικοινωνιακά, μήνυμα στους άλλους επαναστάτες του δικτύου του ώστε να ζητήσει βοήθεια. Αλλά με τους πομπούς που είχαν εκείνος, ο Άλτρες, και η Σιλράτα δεν μπορούσε να το καταφέρει· το σήμα τους δεν έφτανε και πολύ μακριά έξω από την πόλη. Αν ήθελε να λάβει πραγματική βοήθεια έπρεπε να φτάσει, κάπως, τον δυνατό πομποδέκτη της Μαρινέτ.

Η Μαρινέτ ήταν αυτό που οι κάτοικοι της Βίηλ έλεγαν, μεταξύ βρισιάς και φιλοφρόνησης, «μηχανόσοφη». Ασχολιόταν τόσο πολύ με μηχανισμούς που το μυαλό της είχε φυτρώσει κυκλώματα και καλώδια. Ο Πολ την είχε τοποθετήσει σε μια θέση-κλειδί ανάμεσα στους άλλους επαναστάτες που είχε κατεβάσει στο Κίρτβεχ, ώστε να μπορεί να αναμεταδίδει μηνύματα. Ούτε η Μαρινέτ, όμως, δεν ήταν τόσο κοντά στην Άτβηλκ για να μπορεί να τη φτάσει το σήμα των τηλεπικοινωνιακών πομπών. Απείχε πάνω από εξήντα χιλιόμετρα από εδώ.

Ο Πολ χρειαζόταν έναν πολύ πιο ισχυρό πομπό, και τέτοιο εργαλείο ήξερε ότι δεν μπορούσε να βρει σε κανέναν τηλεπικοινωνιακό θάλαμο στους δρόμους, όπως επίσης και σε κανένα σπίτι ή κατάστημα. Μονάχα κοντά σε στρατιωτικούς, πράκτορες, ή ευγενείς θα το έβρισκε. Στο φρουραρχείο των Παντοκρατορικών, σίγουρα· αλλά εκεί δεν το ρίσκαρε να προσπαθήσει να εισβάλει. Επομένως, του απέμεναν δύο μέρη: το κάστρο του Δούκα της Άτβηλκ και το φρουραρχείο των πολεμιστών του.

Το δεύτερο τού έμοιαζε να είναι η καλύτερη περίπτωση.

Και το ήξερε πως όφειλε να κινηθεί γρήγορα, γιατί η Νίνα ήδη θα πλησίαζε εκείνον και τους συντρόφους του· δεν ήταν από τους πράκτορες που αργούν να εντοπίσουν τα ίχνη αυτών που κυνηγάνε.

Ο Πολ είπε στον Άλτρες και στη Σιλράτα το σχέδιό του, κι εκείνοι δεν διαφώνησαν· έτσι, γλιστρώντας μέσα στους δρόμους της Άτβηλκ, πλησίασαν το τοπικό φρουραρχείο, το οποίο βρισκόταν ανάμεσα στην αγορά και στο κάστρο του Δούκα. Ήταν ένα παλιό, διώροφο οικοδόμημα με κιτρινισμένους τοίχους και μεγάλα ραγίσματα. Πάνω από την τοξωτή είσοδό του μια ενεργειακή λάμπα ήταν αναμμένη, κι ένας φρουρούς στεκόταν δίπλα.

Ο Πολ και οι σύντροφοί του τον ατένισαν από τα σκοτάδια ενός σοκακιού. «Σίγουρα,» είπε ο πρώτος, «πρέπει να υπάρχει κι άλλος τρόπος για να μπούμε.»

«Από το πλάι,» πρότεινε ο Άλτρες.

Ο Πολ ένευσε.

Περνώντας τον δρόμο από εκεί όπου ήταν πιο σκοτεινός, και αρκετά μακριά από τον φύλακα της εισόδου ώστε εκείνος να μη μπορεί να τους δει, πλησίασαν το φρουραρχείο από τα πλάγια. Λάμπες δεν υπήρχαν εδώ, και τα σοκάκια ήταν τυλιγμένα στο σκοτάδι καθώς πλέον όλο το φως της ημέρας είχε χαθεί. Το μοναδικό φως ερχόταν από κάποια ανοιχτά παράθυρα. Ορισμένα απ’αυτά ήταν του φρουραρχείου. Ο Πολ πήγαινε στις άκριές τους και κρυφοκοίταζε μέσα, ψάχνοντας να βρει τον θάλαμο τηλεπικοινωνιών, αν και υποψιαζόταν ότι μάλλον βρισκόταν στον δεύτερο όροφο του οικοδομήματος.

Αφού έκανε, μαζί με τον Άλτρες και τη Σιλράτα, τον γύρο όλης της πίσω μεριάς του φρουραρχείου, έφτασε στο συμπέρασμα ότι όντως στον δεύτερο όροφο πρέπει να ήταν το δωμάτιο που τον ενδιέφερε. Τους το είπε. «Θα χρειαστεί να σκαρφαλώσουμε στην οροφή,» αποκρίθηκε ο Άλτρες. Δε μπορούσαν να μπουν από τα κάτω παράθυρα· είχαν όλα κάγκελα. Αλλά ακόμα και να μπορούσαν, δεν συνέφερε να διασχίσουν το φρουραρχείο από το εσωτερικό, όπου πιθανώς να συναντούσαν τόσους μισθοφόρους. Το πρόβλημα ήταν ότι και στην οροφή είχαν δει πως τριγύριζε κάποιος φρουρός.

Ο Πολ κατένευσε, συμφωνώντας με τον Άλτρες. «Εσύ θ’ανεβείς από τη μια, εγώ από την άλλη.» Και προς τη Σιλράτα: «Εσύ θα μείνεις εδώ και θα μας περιμένεις.» Η επαναστάτρια, καθότι τραυματισμένη, δεν έφερε αντίρρηση· ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να σκαρφαλώσει.

Ο Πολ και ο Άλτρες είχαν, ευτυχώς, έρθει καλά εξοπλισμένοι στην Άτβηλκ. Είχαν σχοινί με γάντζο μέσα στους σάκους τους, αρκετά μακρύ για να φτάνει στην οροφή του φρουραρχείου. Πήγαν σε διαφορετικές πλευρές και ξεκίνησαν.

Ο Πολ, βλέποντας τη σκοτεινή φιγούρα του φρουρού ν’απομακρύνεται από τη μεριά του, στριφογύρισε τον γάντζο του και τον τίναξε, καταφέρνοντας να τον σκαλώσει στις μικρές επάλξεις. Χωρίς καθυστέρηση τράβηξε ένα ξιφίδιο, το έπιασε με τα δόντια, και πιάστηκε απ’το σχοινί αρχίζοντας ν’ανεβαίνει, περνώντας ανάμεσα από ανοιχτά και κλειστά παράθυρα του φρουραρχείο, γρήγορα. Η ταχύτητα ήταν σημαντική τώρα· μια καθυστέρηση μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα να πέσουν ανεπιθύμητα βλέμματα επάνω του. Τα πόδια του πατούσαν σταθερά στον παλιό τοίχο του οικοδομήματος, βαδίζοντας σχεδόν σαν σε πλακόστρωτο, το ένα βήμα κατόπιν του άλλου.

Όταν βρέθηκε επάνω, κοίταξε από την άκρη των επάλξεων και είδε τον φρουρό – ή, μάλλον, την φρουρό, όπως παρατήρησε – να έρχεται προς τη μεριά του έχοντας ολοκληρώσει έναν γύρο που έκανε. Από την άλλη μπορούσε να διακρίνει τη σκιερή μορφή του Άλτρες να ξεπροβάλλει και να ζυγώνει τη γυναίκα από τα νώτα, με ξιφίδιο στο χέρι.

Εκείνη – κάπως – τον αντιλήφτηκε. Στράφηκε κι έκανε να ξεθηκαρώσει το σπαθί από τη μέση της. Ο Πολ πήδησε επάνω, πίσω της, και με το ένα χέρι τής άρπαξε τον πήχη ενώ με το άλλο τής έκλεισε το στόμα. Ο Άλτρες τη χτύπησε με τη λαβή του ξιφιδίου του ανάμεσα στα μάτια, κι εκείνη έχασε τις αισθήσεις της. Ο Πολ ένευσε, συμφωνώντας με την τακτική του. Δεν υπήρχε λόγος ν’αρχίσουν να σκοτώνουν τους πολεμιστές του Κίρτβεχ· ήθελαν, άλλωστε, στο τέλος να συμμαχήσουν με τον Πρίγκιπα Νοσνάλτος, και κάθε δολοφονία υπηκόων του θα μετρούσε εναντίον τους. Έσκισαν την κάπα της γυναίκας και, με τα κομμάτια, την έδεσαν χειροπόδαρα και τη φίμωσαν.

Μετά, πλησίασαν την ανοιχτή καταπακτή και κατέβηκαν, με αθόρυβα βήματα, την πέτρινη σκάλα. Από το εσωτερικό του φρουραρχείο δεν ακούγονταν φωνές. Από το τέλος της σκάλας, όμως, ακουγόταν κάποιος να βαδίζει. Ένας φρουρός, τον οποίο θα έπρεπε να ξεφορτωθούν… και τον οποίο ξεφορτώθηκαν. Έπειτα από λίγο ήταν κι αυτός λιπόθυμος, κοντά στο τελευταίο σκαλοπάτι. Ο Πολ κι ο Άλτρες δεν είχαν χάσει χρόνο για να τον δέσουν· από δω και πέρα θα έπρεπε να κινούνται γρήγορα.

Βαδίζοντας στους διαδρόμους, αθόρυβα, και κρυφοκοιτάζοντας από πόρτες, βρήκαν σύντομα το τηλεπικοινωνιακό κέντρο του φρουραρχείου, και είδαν μέσα έναν άντρα να κάθεται και να καπνίζει, με τα πόδια επάνω σ’ένα τραπέζι. Δεν ήταν στραμμένος προς την είσοδο. Ο Άλτρες τον ζύγωσε από πίσω και του έκλεισε το στόμα με το ένα χέρι ενώ έβαζε τη λεπίδα ενός ξιφιδίου στο λαιμό του. «Ησυχία τώρα,» του είπε, και ο άντρας δεν έφερε αντίρρηση. «Σήκω όρθιος, χωρίς να γυρίσεις.» Ούτε τώρα έφερε αντίρρηση· πήρε τα πόδια του από το τραπέζι και σηκώθηκε. Οπότε ο Άλτρες τον κοπάνησε στον αυχένα με τη λαβή του ξιφιδίου του, αναισθητοποιώντας τον.

Ο Πολ ήταν ήδη μπροστά στον μεγάλο πομποδέκτη, ρυθμίζοντάς τον στη συχνότητα που τον ενδιέφερε, στέλνοντας σήμα (με το κατάλληλο αναγνωριστικό), και περιμένοντας απάντηση.

Έλα, Μαρινέτ, κούκλα μου. Απάντησε!

«Ποιος είναι;» ήρθε, τελικά, η φωνή της από το μεγάφωνο του πομπού, μαζί με πολλά παράσιτα.

«Εγώ, ο Πολ. Άκουσέ με. Έχουμε μπλέξει. Άσχημα. Στην Άτβηλκ. Δύο από μας είναι μάλλον νεκροί, τους άλλους μας κυνηγάνε. Η Σιλράτα είναι τραυματισμένη. Οι πύλες της πόλης είναι κλειστές, για να μας παγιδέψουν μέσα. Πρέπει να καλέσεις βοήθεια, Μαρινέτ. Από το άντρο. Από τον Δαίδαλο. Θ’αφήσω τον πομπό μου ανοιχτό ώστε να δίνει σήμα, να μπορείτε να με εντοπίσετε–»

«Δεν είναι δυνατόν να μου μιλάς απ’τον πομπό σου τώρα…»

«Σου μιλάω από έναν άλλο πομποδέκτη, αλλά πρέπει να φύγω από εδώ. Κατάλαβες όσα σού είπα; Πρέπει να ειδοποιήσεις τον Δαίδαλο. Γρήγορα. Θα έχω τον πομπό μου ανοιχτό για να μπορείτε να με εντοπίσετε. Είμαι στην Άτβηλκ. Κι έχω άλλους δύο μαζί μου.»

«Εντάξει, Πολ. Τα Πνεύματα στο πλευρό σου.»

Η επικοινωνία τερματίστηκε. Ο Πολ χάλασε τις ρυθμίσεις του πομποδέκτη και στράφηκε στον Άλτρες. «Πάμε.»

119.

Η Μαρινέτ έστειλε σήμα όσο πιο μακριά μπορούσε, αντλώντας όσο το δυνατόν περισσότερη ενέργεια μέσα στον πομποδέκτη της, παρότι ήξερε πως αυτό μπορεί να – και, μάλλον, θα – του προξενούσε βλάβη. Μεταβίβασε το μήνυμα του Πολ στον πιο απομακρυσμένο επαναστάτη, κι εκείνος, χρησιμοποιώντας τον πομπό του, ήρθε σε επαφή με το άντρο κάτω από την Καμένη Γη. Η απόσταση ήταν γύρω στα είκοσι-πέντε χιλιόμετρα, και το σήμα του επαναστάτη ίσα που έφτασε, όχι χάρη στον δικό του πομπό, που καθότι μικρός ήταν περιορισμένης εμβέλειας, αλλά χάρη στην εμβέλεια του πομποδέκτη στο άντρο, ο οποίος ήταν δυνατός.

Μ’ακούτε; ρώτησε ο επαναστάτης.

Σ’ακούμε.

Ο Πολ κινδυνεύει. Η Μαρινέτ μόλις επικοινώνησε μαζί μου. Ακούστε με: πρέπει να ειδοποιήσετε τον μάγο, τον Δαίδαλο…

Κι έτσι, μόλις είχε νυχτώσει, ο Δαίδαλος έμαθε τι συνέβαινε με τον Πολ, και ότι ο Πολ ζητούσε τη βοήθειά του.

«Δε μπορούμε να τον χάσουμε,» είπε στους επαναστάτες. «Μας είναι πολύτιμος.» Και, λέγοντας στην Ιπτάμενη να έρθει μαζί του, βάδισε προς τον χώρο στάθμευσης των οχημάτων της βάσης.

«Δε θα πας, φυσικά, εκεί μόνος σου!» του είπε η Διάττα, ακολουθώντας τον.

«Εσύ θα μείνεις εδώ. Με τον Καρτάφες.»

«Μα, ίσως να με–»

«Θα μείνεις εδώ,» επέμεινε ο Δαίδαλος. «Πρέπει να έχουμε επαφή με τον Τάμπριελ και τους άλλους – κι εσύ είσαι ο μόνος μας σύνδεσμος.»

Κάποιοι άλλοι επαναστάτες, που επίσης τον ακολουθούσαν, προθυμοποιήθηκαν να έρθουν μαζί του.

«Στο όχημά μου έχει χώρο για τρεις εκτός από εμένα,» τους είπε ο Δαίδαλος, και τους άφησε ν’αποφασίσουν μεταξύ τους ποιοι θα έρχονταν.

Όταν έφτασαν στον χώρο στάθμευσης, ένας τους παρατήρησε: «Έχουμε και τα κομμάτια του ελικοπτέρου εδώ· μπορούμε να το συναρμολογήσουμε και να–»

«Δεν υπάρχει χρόνος,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος ανοίγοντας το σκέπαστρο του οχήματός του. «Επιπλέον, με το όχημά μου θα πάμε πιο γρήγορα. Ιπτάμενη, θα πετάς από πάνω μας.»

«Μάλιστα, Άρχοντα Δαίδαλε.»

Ο Δαίδαλος κάθισε στη θέση του οδηγού, μια επαναστάτρια κάθισε δίπλα του, και δύο άλλοι επαναστάτες πίσω. Ο μάγος δεν γνώριζε τα ονόματα κανενός απ’αυτούς, αλλά τους είχε δει όλους πολλές φορές μέσα στο άντρο, και είχε καταλάβει ότι η Λαμρίτ πρέπει να τους εμπιστευόταν.

Ο Δαίδαλος ενεργοποίησε τα συστήματα και τις μηχανές του οχήματός του, και το έβγαλε απ’την υπόγεια βάση, ανάβοντας τους προβολείς κι αρχίζοντας να τρέχει με εκατόν-πενήντα χιλιόμετρα την ώρα, ενώ η Ιπτάμενη χτυπούσε τις μεγάλες μεταλλικές φτερούγες της από πάνω του, προλαβαίνοντάς τον μετά δυσκολίας.

120.

Ο Πολ και ο Άλτρες κατέβηκαν πάλι από διαφορετικές μεριές της οροφής του φρουραρχείου και συναντήθηκαν πίσω του, βρίσκοντας και τη Σιλράτα εκεί, μες στο σκοτάδι.

«Εντάξει;» τους ρώτησε.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Πολ, και ενεργοποίησε τον πομπό του, όπως είχε πει στη Μαρινέτ ότι θα έκανε. «Καλό θα ήταν, όμως, να προσπαθήσουμε να βγούμε από την πόλη–»

Βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν, κι από τις δυο μεριές· και συγχρόνως, το μεταλλικό κουδούνισμα που κάνουν οι πανοπλίες ήρθε στ’αφτιά τους.

Μας βρήκαν! σκέφτηκε ο Πολ. «Ελάτε!»

Χώθηκαν σ’ένα σοκάκι και βγήκαν σ’έναν άλλο δρόμο, αλλά κι εκεί είδαν Παντοκρατορικούς στρατιώτες με ενεργειακές λάμπες. «Ε, εσείς! Σταματήστε!» φώναξε ένας τους.

Οι επαναστάτες έτρεξαν.

Οι Παντοκρατορικοί τούς καταδίωξαν.

Μέσα σε δρόμους, κάτω από καμάρες, πίσω από σκιές, σε σοκάκια και στενορύμια–

Πόδια βροντούσαν πάνω στο πλακόστρωτο· γυμνές λεπίδες στραφτάλιζαν· πανοπλίες κουδούνιζαν· κανένα βέλος εκτοξευόταν κάπου-κάπου, αστοχώντας–

Επάνω σε μια σκάλα–

Η Σιλράτα γλίστρησε κι έπεσε, ουρλιάζοντας, εξουθενωμένη από το τραύμα της. Δυνατά χέρια άρπαξαν τα μαλλιά της και την κάπα της, τραβώντας την. Προσπάθησε να τους αποτινάξει, ξεθηκαρώνοντας το ξιφίδιό της και σπαθίζοντας, κλοτσώντας, χτυπώντας– Μια δυνατή κλοτσιά στην κοιλιά την έκανε να λιποθυμήσει.

Ο Πολ, εν τω μεταξύ, τραβούσε τον Άλτρες. «Έλα, ανόητε! Δε μπορείς να τη βοηθήσεις!» του γρύλισε. «Προχώρα!»

Ανέβηκαν στην οροφή ενός τετραώροφου οικήματος, πήδησαν σ’ένα μπαλκόνι σπάζοντας γλάστρες και μια καρέκλα, σκαρφάλωσαν στην κουπαστή και πήδησαν σ’ένα άλλο μπαλκόνι (λιγότερο ακατάστατο), και μετά στη χαμηλή οροφή ενός ισόγειου οικήματος. Ο Πολ νόμιζε ότι καρφιά περνούσαν κάτω απ’τις πατούσες του, ύστερα από τόσα επικίνδυνα πηδήματα. Κοίταξε γύρω από το οίκημα, βλέποντας σκοτάδια κυρίως. Πήδησε ξανά και προσγειώθηκε μέσα τους.

Μια μακριά λεπίδα γυάλισε, χτυπώντας τον στον μηρό.

Γρυλίζοντας, ο Πολ έπεσε.

Η Νίνα!

Και πράκτορές της ήταν γύρω της, σαν σκιές.

Προτού προλάβει ο Πολ να φωνάξει στον Άλτρες να φύγει, εκείνος είχε πηδήσει ανάμεσά τους και τους σπάθιζε. Ο Πολ έκανε να σηκωθεί, και δέχτηκε την κλοτσιά της Νίνας καταπρόσωπο, γεύτηκε αίμα καθώς το κεφάλι του γύριζε στο πλάι, αισθάνθηκε δόντια να φεύγουν από την αριστερή μεριά της μασέλας του. Ο σκοτεινός δρόμος στριφογύριζε τώρα, τ’αφτιά του βούιζαν. Το μποτοφορεμένο πόδι της τον πάτησε στον λαιμό, η αιχμή του ξίφους της βρέθηκε πλάι στ’αριστερό του μάτι· η μακριά λεπίδα έμοιαζε πελώρια από πάνω του, γυαλίζοντας.

«Μετά από τέτοιες μαλακίες, υπήρχε περίπτωση να σ’αφήσω να μου φύγεις;» του είπε η Νίνα Έκγραμμη.

Παραδίπλα, οι πράκτορές της ακουγόταν να χτυπάνε τον Άλτρες.

121.

Τους πήγαν στο Παντοκρατορικό φρουραρχείο και τους έριξαν σ’ένα δωμάτιο που, σίγουρα, δεν ήταν κελί. Μονάχα ο Πολ είχε τις αισθήσεις του· ο Άλτρες και η Σιλράτα ήταν αναίσθητοι, κι έπεσαν σαν τσουβάλια στο πάτωμα, με τα πρόσωπά τους ματωμένα. Το τραύμα στα πλευρά της επαναστάτριας είχε ανοίξει και αιμορραγούσε: φανερό από τα μουσκεμένα ρούχα της.

Ο Πολ έκανε να καθίσει σε μια καρέκλα αλλά δεν τον άφησαν.

«Ψάξτε τον,» πρόσταξε η Νίνα, κι ένας πράκτορας τον έψαξε από πάνω ώς κάτω. Πήρε τα όπλα και τα πράγματά του και τ’άφησε σ’ένα τραπέζι. Η Νίνα πρόσεξε ότι ο τηλεπικοινωνιακός πομπός ήταν ενεργοποιημένος, δίνοντας σήμα. Τράβηξε το σπαθί της και τον έσπασε.

«Νόμιζες ότι θα σ’εντοπίζαν και θα σε βοηθούσαν;» του είπε.

«Ο τόπος είναι γεμάτος επαναστάτες,» της είπε ο Πολ. «Σέρνονται παντού μέσα στο Κίρτβεχ. Μέχρι την αυγή θα είστε όλοι σας νεκροί.»

Η Νίνα τον γρονθοκόπησε, με το γαντοφορεμένο χέρι της, στη μύτη, στέλνοντάς τον πάνω στην καρέκλα όπου πριν είχε προσπαθήσει να καθίσει. «Σύντομα θ’ανακαλύψουμε αν μπλοφάρεις ή όχι, αποστάτη.»

Στράφηκε σ’έναν στρατιώτη. «Φέρτε ένα φορτηγό. Θέλω να μεταφέρω τους αιχμαλώτους στην πρωτεύουσα.»

«Μάλιστα, Εξοχότατη.»

Καθώς ο στρατιώτης έφευγε, η Νίνα πρόσταξε τους πράκτορές της: «Ψάξτε και τους άλλους δύο.»

Η εντολή της εκτελέστηκε αμέσως, και οι πράκτορες, εκτός από αντικείμενα και όπλα, επάνω στους δύο λιπόθυμους επαναστάτες ανακάλυψαν και κάτι ακόμα… «Αυτή η γυναίκα φοράει μάσκα,» είπε η πράκτορας που έψαχνε τη Σιλράτα.

«Κι ετούτος εδώ επίσης,» είπε ο πράκτορας που έψαχνε τον Άλτρες.

«Πανέξυπνοι είστε…» σχολίασε ο Πολ, κουρασμένα.

Η Νίνα τον αγνόησε. «Δεν ήταν προδότες, λοιπόν… Βγάλτε τους τις μάσκες!»

Οι πράκτορες τράβηξαν τα περίτεχνα προσωπεία που είχε κατασκευάσει ο Δάρυλμος και αποκάλυψαν τα αληθινά πρόσωπα από κάτω.

Η Νίνα στράφηκε στον Πολ. «Πού είναι ο αληθινός Άτβος και η αληθινή Ρισκάνα;»

«Νεκροί.»

«Επίτηδες τους πήγες σ’εκείνη την παγίδα, έτσι δεν είναι; Επίτηδες σκότωσες τόσους καλούς πράκτορες!»

«Εύγε. Με αποκάλυψες.»

«Όταν τελειώσω μαζί σου θα εύχεσαι να μην είχες πέσει ποτέ στα χέρια μου!» του είπε η Νίνα Έκγραμμη, και ο Πολ δεν το αμφέβαλλε. Ήταν κι αυτή σαν εκείνον. Κι οι δύο τον ίδιο αφέντη υπηρετούσαν… αν και ο Πολ είχε αλλάξει στρατόπεδο τελευταία.

122.

Το όχημα του μάγου διέσχιζε τα βόρεια εδάφη του Πριγκιπάτου με απίστευτη ταχύτητα, σταθερότητα, και ευελιξία. Οι επαναστάτες που τον είχαν ακολουθήσει είχαν καταπιεί τη γλώσσα τους. Απορούσαν τι είδους μηχάνημα μπορεί να ήταν αυτό. Σίγουρα, κάτι που μονάχα ο Δαίδαλος θα μπορούσε να κατασκευάσει!

«Όταν φτάσουμε στην Άτβηλκ, πώς θα πάρουμε τον Πολ από εκεί;» ρώτησε η επαναστάτρια που καθόταν πλάι στον μάγο.

«Δε θα μπορούμε εμείς να μπούμε στην πόλη, αλλά η Ιπτάμενη θα μπορεί,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος.

Το σκοτάδι ήταν πυκνό όταν βρέθηκαν στη μεγάλη δημοσιά που ένωνε την Άτβηλκ με την Κίρτβεχ. Η Ιπτάμενη πετούσε ψηλά από πάνω τους, χαμένη στον σκοτεινό ουρανό, αλλά όταν τους είδε να σταματάνε στο πλάι του δρόμου κατέβηκε κοντά τους, μαζεύοντας τις φτερούγες της.

Ο Δαίδαλος προσπάθησε να εντοπίσει το σήμα του πομπού του Πολ, όμως δεν έπιασε τίποτα.

«Ίσως θα έπρεπε να πάμε πιο κοντά,» είπε η επαναστάτρια πλάι του.

Ο μάγος κούνησε το κεφάλι. «Όχι, εδώ θα τον εντόπιζα κανονικά, όσο αδύναμο κι αν ήταν το σήμα του.» Δεν είχε αμφιβολίες για τις δυνατότητες των συστημάτων του οχήματός του. «Θα το κάνουμε αλλιώς,» είπε. Άγγιξε ένα σημείο στην κονσόλα μπροστά του με δύο δάκτυλα του δεξιού του χεριού και μουρμούρισε τα λόγια για ένα ξόρκι.

Στη μικρή οθόνη του οχήματος ο χάρτης της Βίηλ εξαφανίστηκε, και μια κόκκινη κουκίδα παρουσιάστηκε επάνω σε γκρίζο φόντο.

«Τον βρήκες;» ρώτησε η επαναστάτρια.

«Ναι. Δεν είναι στην Άτβηλκ. Κατευθύνεται δυτικά.» Η κόκκινη κουκίδα μετακινιόταν. Ο Δαίδαλος πάτησε ένα κουμπί, και ο χάρτης παρουσιάστηκε πάλι στην οθόνη, εστιασμένος γύρω από την Άτβηλκ· η κόκκινη κουκίδα φαινόταν τώρα επάνω του, και ακολουθούσε τη δημοσιά προς τα δυτικά.

«Τον πάνε στην Κίρτβεχ!» είπε η επαναστάτρια. «Πρέπει να τον αιχμαλώτισαν.»

Ο Δαίδαλος ένευσε. «Δεν είναι, όμως, μακριά μας.»

Πάτησε το πετάλι και έστριψε το όχημά του, κάνοντας νόημα στην Ιπτάμενη να τον ακολουθήσει πετώντας χαμηλά. Το αυτοκίνητο υπάκουσε, χτυπώντας τις μεταλλικές του φτερούγες.

123.

Το φορτηγό κατευθυνόταν προς την Κίρτβεχ, μέσα στη νύχτα, έχοντας τους προβολείς του αναμμένους. Η Νίνα καθόταν μπροστά, πλάι στον οδηγό. Πίσω ήταν ο Πολ, ο Άλτρες, και η Σιλράτα, δεμένοι· και μαζί τους βρίσκονταν τέσσερις Παντοκρατορικοί στρατιώτες, προσέχοντάς τους, παρότι, προφανώς, δεν ήταν σε κατάσταση να δραπετεύσουν. Κανένας δεν είχε ακόμα περιποιηθεί το τραύμα της Σιλράτα, είχε παρατηρήσει ο Πολ· είχαν αγνοήσει τελείως το γεγονός ότι η επαναστάτρια αιμορραγούσε. Ο Άλτρες – που, σ’αντίθεση μ’εκείνη, είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του πλέον – όταν τους είχε ζητήσει να τη βοηθήσουν, είχε δεχτεί μια ελαφριά κλοτσιά στο κεφάλι και του είχαν πει να το βουλώσει.

Ο Πολ δεν έβλεπε κανέναν τρόπο για να δραπετεύσουν, και τώρα δεν το θεωρούσε πιθανό οι άλλοι επαναστάτες να τους βοηθήσουν, αφού δεν θα είχαν κανένα σήμα για ν’ακολουθήσουν. Εκτός αν ο Δαίδαλος έκανε κάτι… εξαιρετικό. Πράγμα που ήταν η ειδικότητά του, ούτως ή άλλως. Επομένως, ο Πολ διατηρούσε ακόμα κάποια μικρή ελπίδα, αλλιώς θα έλεγε στον Άλτρες να αυτοκτονήσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.

Ένας γδούπος ήρθε από την οροφή του φορτηγού, σαν κάτι βαρύ να είχε ξαφνικά πέσει επάνω του.

«Τα Δαιμόνια!…» αναφώνησε ένας από τους στρατιώτες.

«Τι ήταν αυτό;» είπε μια πολεμίστρια.

«Ας δει κάποιος!» πρόσταξε η Νίνα.

Τότε, άλλο ένα χτύπημα ήρθε από την οροφή, δυνατότερο από το προηγούμενο. Και είδαν το ταβάνι να βουλιάζει (!).

Ο Πολ κοκάλωσε. Τι σκατά;… Ήταν, όμως, έτοιμος να δράσει με την παραμικρή ευκαιρία.

Ακόμα ένα χτύπημα. Το ταβάνι βούλιαξε κι άλλο.

«Εξοχότατη!» είπε ένας πολεμιστής. «Η οροφή!»

«Σας είπα να πάτε να δείτε!» φώναξε η Νίνα, στρεφόμενη να κοιτάξει και βλέποντας κι εκείνη το ταβάνι που είχε βουλιάξει. Τα μέταλλα του φορτηγού είχαν λυγίσει, σαν πέτρα καταπέλτη να τα είχε χτυπήσει. Τι στα Δαιμόνια είν’ από πάνω μας; αναρωτήθηκε η Νίνα, κι άνοιξε την πόρτα δίπλα της, πιάστηκε από την άκρη, και κοίταξε.

Επάνω στο φορτηγό είδε να στέκεται μια γυναίκα καμωμένη από μέταλλο. Στο κεφάλι της είχε ένα ξανθό λοφίο, κι από την πλάτη της φτερούγες φύτρωναν. Με τις γροθιές της ήταν που χτυπούσε το όχημα!

Τ’ανάστημα των Κολοσσών! Η Νίνα αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει, και για μια στιγμή δεν ήξερε τι να κάνει.

Στο εσωτερικό του φορτηγού, ο Πολ είδε κάτι να τρυπά την οροφή και να την τραβά. Τα μέταλλά της στράβωσαν σαν χαρτί και ένα μεγάλο άνοιγμα δημιουργήθηκε, από το οποίο φαινόταν μια γυναίκα που γυάλιζε, θυμίζοντάς του τον Πάνοπλο. Τα μάτια της φώτιζαν σαν ενεργειακές λάμπες.

«Ποιος είναι ο Πολ;» ρώτησε, και η φωνή της ηχούσε λες κι ερχόταν μέσα από κάποιον σιδερένιο αγωγό.

Οι Παντοκρατορικοί στρατιώτες είχαν τρομοκρατηθεί· τραβούσαν τα σπαθιά τους.

«Μην κάνετε έτσι,» είπε ο Πολ· «η κυρία ψάχνει για εμένα.»

«Τι είν’ αυτό το τέρας;» του φώναξε ένας από τους Παντοκρατορικούς.

Η Νίνα, ώς τότε, είχε αποφασίσει τι να κάνει. Είχε αρπάξει μια οπλισμένη ελαφριά βαλλίστρα από τη θυρίδα μπροστά στη θέση του συνοδηγού και είχε πιαστεί από το πλάι του φορτηγού, σκαρφαλώνοντας επάνω. Βρισκόμενη τώρα στην οροφή, με τα γόνατα λυγισμένα, σημάδεψε τη μεταλλική γυναίκα αντίκρυ της και πάτησε τη σκανδάλη.

Το βέλος καρφώθηκε στον μηρό της Ιπτάμενης, και η Ιπτάμενη, χωρίς να παραπατήσει, στράφηκε κι ατένισε την Παντοκρατορική Επόπτρια του Κίρτβεχ με μάτια γεμάτα φως. Ορθώθηκε (γιατί ήταν γονατισμένη καθώς τρυπούσε την οροφή του οχήματος) και βάδισε αποφασιστικά προς το μέρος της.

Σκατά… σκέφτηκε η Νίνα, καταλαβαίνοντας ότι τελικά δεν ήταν καλή ιδέα αυτό που είχε κάνει. Πέταξε τη βαλλίστρα και τράβηξε το ξίφος της καθώς το μεταλλικό τέρας ερχόταν καταπάνω της.

Η Νίνα σπάθισε την Ιπτάμενη, η Ιπτάμενη χτύπησε τη μακριά λεπίδα με το χέρι της, και η δύναμη ήταν τέτοια που όχι μόνο το όπλο έφυγε απ’τη γαντοφορεμένη γροθιά της Επόπτριας αλλά κι εκείνη τινάχτηκε από το φορτηγό και κατρακυλήσει στο πλάι της δημοσιάς.

Η Ιπτάμενη στράφηκε και πήδησε μέσα στο όχημα, από την τρύπα που είχε δημιουργήσει με τα χέρια της. Τέσσερα Παντοκρατορικά ξίφη τη χτύπησαν συγχρόνως. Και ούτε που χάραξαν το μεταλλικό πετσί της. Η Ιπτάμενη επιτέθηκε στους πολεμιστές, τσακίζοντας τα κρανία τους, σπάζοντας τα κόκαλά τους. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα ήταν όλοι τους νεκροί.

Ο οδηγός σταμάτησε το όχημα, απότομα, πήδησε έξω, κι άρχισε να τρέχει μέσα στη νύχτα σαν τρελός.

«Εσύ είσαι ο Πολ;» ρώτησε η μεταλλική γυναίκα, που τώρα τα φτερά της ήταν διπλωμένα πίσω από την πλάτη της.

«Ναι.»

«Ο Άρχοντας Δαίδαλος σε περιμένει.»

«Το υποψιαζόμουν. Μπορείς να μας λύσεις; Ο Άλτρες και η Σιλράτα είναι φίλοι. Επαναστάτες.»

«Φυσικά.»

Καθώς η Ιπτάμενη έσπαγε τα δεσμά τους, ο Πολ άκουσε έξω από το φορτηγό ένα άλλο όχημα να σταματά, κι όταν βγήκε είδε πως ήταν αυτό του Δαίδαλου. Ο μάγος στεκόταν απέξω μαζί με τρεις άλλους επαναστάτες που είχαν όπλα στα χέρια.

«Καλησπέρα σας,» είπε ο Πολ. «Ελπίζω να μη σας ανησύχησα πολύ.»

«Ας φύγουμε από δω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα,» του είπε ο Δαίδαλος. «Μπείτε στο όχημα. Θα είναι λιγάκι στριμωγμένα αλλά δε νομίζω να σας ενοχλήσει.»

«Τώρα, ακόμα και σε σπιρτόκουτο θα μπαίναμε,» αποκρίθηκε ο Πολ, και βοήθησε τον Άλτρες να βάλει τη Σιλράτα στο όχημα.

«Χρειάζεται περιποίηση το τραύμα της,» είπε ο Άλτρες στους άλλους επαναστάτες.

«Όταν είμαστε στο άντρο,» αποκρίθηκε ένας. «Εδώ μόνο να σταματήσουμε την αιμορραγία μπορούμε.»

Ο Δαίδαλος είχε ήδη καθίσει στο τιμόνι και, καθώς όλοι τους βρίσκονταν μέσα, πάτησε το κουμπί που έκλεινε το γυάλινο σκέπαστρο του οχήματος και ξεκίνησε για τα βόρεια.

Η Ιπτάμενη τούς ακολούθησε πετώντας.

124.

Η Νίνα πέφτοντας είχε χάσει τις αισθήσεις της, κι όταν συνήλθε δεν ήξερε τι ώρα ήταν, ούτε, για λίγο, πού βρισκόταν. Έβλεπε μονάχα ότι ήταν σε κάποια ύπαιθρο, μες στη νύχτα: φεγγαρόφωτο και βλάστηση γύρω της. Μετά θυμήθηκε. Έκανε να σηκωθεί, κι αισθάνθηκε έναν δυνατό, παραλυτικό πόνο να τη διατρέχει. Έτριξε τα δόντια, μουγκρίζοντας. Έμεινε ακίνητη. Ο πόνος πέρασε, και η Νίνα, μπορώντας πάλι να αναπνεύσει, πήρε βαθιές αναπνοές. Ο ώμος μου πρέπει νάναι, σκέφτηκε. Πρέπει να έβγαλα τον ώμο του.

Κρατώντας το δεξί της χέρι σταθερά κοντά στο στήθος της, σηκώθηκε στα γόνατα. Ο πόνος τώρα ήταν λιγότερος. Οπότε, ναι, αυτό ήταν, είχε βγάλει τον ώμο της. «Μεγάλοι Κολοσσοί…» έκανε, ξέπνοα, ξεροκαταπίνοντας. Τι σκατά ήταν εκείνο το τέρας; Πρέπει να ήταν κάτι σαν αυτό που είχαν συναντήσει οι άλλοι στη βόρεια παραμεθόριο: κάτι σαν τον μεταλλικό γίγαντα που είχε αναφέρει η Λοχίας Μαλθρίτ Νερέμβοχ. Πόσα τέτοια είχαν οι επαναστάτες; Τι γινόταν εδώ πέρα; Θα έπρεπε να ζητήσει βοήθεια. Βοήθεια από τα άλλα πριγκιπάτα, βοήθεια από τη Ρελκάμνια.

Πρέπει να σηκωθώ πρώτα. Να βάλω τον ώμο μου στη θέση του. Ήξερε πώς να το κάνει: και μπορούσε να το κάνει, ακόμα και μόνη της. Αλλά επίσης ήξερε ότι θα ήταν επώδυνο.

Πιάνοντας με το αριστερό χέρι τον κορμό ενός δέντρου, ορθώθηκε, πάτησε στα μποτοφορεμένα πόδια της που έτρεμαν. Ήμουν τυχερή, σκέφτηκε. Τυχερή. Μπορούσε νάχε σκοτωθεί, έτσι όπως έπεσε απ’το φορτηγό. Δεν ήμουν καθόλου προσεχτική. Πόσο δυνατό ήταν αυτό το τέρας; Του είχε καρφώσει ένα βέλος στον μηρό και δεν είχε δείξει να καταλαβαίνει τίποτα. Είχε, επίσης, τρυπήσει την οροφή του φορτηγού με τα ίδια του τα χέρια!

Η Νίνα προσπάθησε να μαζέψει τις σκέψεις της. Έπρεπε να φροντίσει τον εαυτό της πρώτα.

Τράβηξε το ξιφίδιο από τη μπότα της και δάγκωσε τη λαβή του. Ύστερα, χρησιμοποιώντας το δέντρο ως βοηθό της, έβαλε τον ώμο της στη θέση του. Αισθάνθηκε ολόκληρο το σώμα της να τραντάζεται, να τρέμει, είδε χρώματα να χορεύουν μπροστά στα μάτια της, άκουσε τον εαυτό της να μουγκρίζει άναρθρα… και, παραπατώντας, έπεσε ζαλισμένη στο έδαφος… βαριανασαίνοντας, νιώθοντας να κολλά από τον ιδρώτα, νιώθοντας να παγώνει από τον αέρα της νύχτας, να μουδιάζει.

Λιποθύμησε ξανά, και όταν συνήλθε, η αυγή πλησίαζε. Το πρώτο, πρώτο φως φαινόταν να πέφτει σαν αχνή σκιά στην ύπαιθρο γύρω της.

Πρέπει να επιστρέψω στην Κίρτβεχ, σκέφτηκε, καθώς σηκωνόταν, νιώθοντας το σώμα της να πονά από πάνω ώς κάτω. Δεν είχε αμφιβολία ότι ο Πολ και οι δύο άλλοι επαναστάτες θα είχαν πλέον εξαφανιστεί. Αποκλείεται οι τέσσερις πολεμιστές μέσα στο φορτηγό να είχαν καταφέρει να νικήσουν αυτό το μεταλλικό τέρας. Κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν όλοι τους νεκροί.

Είμαι τυχερή που ζω… και το μυαλό της πήγε, ακούσια, στον μικρό της γιο, τον Άλτρες.

125.

Την ημέρα που η Φενίλδα είχε ξυπνήσει απότομα, μες στο μεσημέρι, από την κλοπή του Φωτός, ο Βαρνάδος ο Χρυσοθήρας ήρθε στη Νιλκάριχ.

Η Φενίλδα ήταν καθισμένη επάνω στο κρεβάτι της και άφηνε τον εαυτό της να αισθανθεί την ύπαρξη και τη ροή του Φωτός παντού γύρω της, να το συνηθίσει όπως είχε συνηθίσει να αισθάνεται τον αέρα, γνωρίζοντας γι’αυτό χωρίς να την ξαφνιάζει – όταν ένας χτύπος ήρθε από την πόρτα της.

«Φενίλδα;» ακούστηκε η φωνή της Λαμρίτ. «Να μπω;»

Η Φενίλδα σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να της ανοίξει. «Έλα,» είπε, βλέποντας πως η Πρόμαχος ήταν ντυμένη και ποδεμένη, μοιάζοντας έτοιμη να πάει κάπου. Ήρθε κάποιος από τους παλιούς της φίλους, τους πειρατές;

Η Λαμρίτ μπήκε στο δωμάτιο και, καθώς η Φενίλδα έκλεινε την πόρτα, είπε: «Ο Βαρνάδος είναι στην πόλη. Πριν από λίγο ήρθε και μου το είπε ο Ναρτάθες, που του είχα ζητήσει να έχει το νου του και να τρέξει αμέσως να με ειδοποιήσει.»

«Θα πάμε να του μιλήσουμε;»

«Ναι. Οι άλλοι θα μας συναντήσουν κάτω, στην τραπεζαρία. Είσαι έτοιμη;»

Η Φενίλδα ανασήκωσε τους ώμους. «Δε θ’αργήσω να ετοιμαστώ.» Καθώς έδενε τα κορδόνια και κούμπωνε τα κουμπιά των ρούχων της ρώτησε: «Αυτός δεν είναι που ονομάζετε ‘ο Χρυσοθήρας’;»

«Ναι.»

«Γιατί;»

«Ανέκαθεν ήταν άπληστος.»

«Τόσο απλή εξήγηση;»

«Θάπρεπε νάναι πολύπλοκη;»

«Κι ο άλλος…» Η Φενίλδα συνοφρυώθηκε. «Πώς λέτε τον άλλο που περιμένουμε;»

«Ο Ταλμάρος ο Οδηγημένος. Μ’αυτόν η ιστορία είναι λιγάκι πιο πολύπλοκη.»

«Παράξενο παρωνύμιο έχει,» παρατήρησε η Φενίλδα καθώς καθόταν στο κρεβάτι για να φορέσει τις μπότες της.

«Ακόμα πιο παράξενη είν’ η ιστορία που του το έδωσε.»

«Τι ιστορία;»

«Ισχυρίζεται πως συνάντησε έναν Οδηγό επάνω σ’έναν από τους βράχους της Λίμνης των Κολοσσών.»

«Τι είναι ο Οδηγός;» Η Φενίλδα έδενε τα κορδόνια των μποτών της.

«Αυτή είναι μια ερώτηση που, στη Βίηλ, δεν θα βρεις εύκολα άνθρωπο να σου απαντήσει. Προσωπικά δεν τους έχω δει, αλλά λένε πως οι Οδηγοί πάντα φοράνε μάσκες. Είναι μυστηριώδη άτομα, και οι κινήσεις και οι πράξεις τους εξίσου μυστηριώδεις. Εμφανίζονται, κυρίως, στους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ, στις Ερημιές κοντά στον Τόπο Ανάπαυσης, κι εδώ, στη Λίμνη των Κολοσσών. Αυτοί είναι που καθοδηγούν τους ανθρώπους που θέλουν να γίνουν Ιεροί Μαχητές των Οστών.»

«Ο Ταλμάρος είναι Ιερός Μαχητής;»

«Όχι.»

«Τότε;» Η Φενίλδα σηκώθηκε όρθια.

«Σου είπα, οι Οδηγοί είναι μυστηριώδεις: κανείς δεν ξέρει γιατί κάνουν αυτά που κάνουν. Ο Ταλμάρος ποτέ δεν έχει πει τι δουλειά ακριβώς είχαν μαζί του. Ήταν, όμως, κάπως… διαφορετικός ύστερα από την υποτιθέμενη συνάντησή του μ’αυτούς.»

«Υποτιθέμενη;»

Η Λαμρίτ μόρφασε. «Μπορεί και ποτέ να μην τους συνάντησε. Μπορεί απλά να του σάλεψε λιγάκι το μυαλό. Πάμε τώρα;»

Κατέβηκαν στην τραπεζαρία του Δοντιού του Κολοσσού (όπου ήταν αρκετός κόσμος μέσα στο απόγευμα) και συνάντησαν τον Δάρυλμος, τη Θελρίτ, τον Καλνίρες, και τους δίδυμους Θαλράνος και Νολβέρτες. Οι δύο τελευταίοι έτρωγαν ένα ξυλάκι ο καθένας – τοπικό φαγητό της Βίηλ, όπως είχε μάθει η Φενίλδα: ένα μικρό ξύλινο στέλεχος επάνω στο οποίο ήταν περασμένα κομμάτια κρέατος, ψωμιού, και λαχανικών.

«Σας είπα να μην καθίσετε να φάτε,» είπε η Λαμρίτ.

«Αυτό δεν είναι τίποτα,» είπε ο Νολβέρτες ανασηκώνοντας τους ώμους.

Κι ο Θαλράνος ένευσε. «Τίποτα. Στο χέρι.»

Η Λαμρίτ βάδισε προς την έξοδο του πανδοχείου κι οι άλλοι την ακολούθησαν, βγαίνοντας στους δρόμους της Νιλκάριχ, όπου ελάχιστα φώτα ήταν αναμμένα παρά τις σκιές του απογεύματος οι οποίες ολοένα και πλήθαιναν.

Ο Βαρνάδος ο Χρυσοθήρας έμενε στο κέντρο της πόλης, όπως και η Αλθαρέτ η Μεγάλη Γάτα, εκεί απ’όπου μπορούσες να δεις την υπόλοιπη πόλη από ψηλά. Το σπίτι του ήταν ένα τριώροφο οίκημα χτισμένο ανάμεσα σε δύο πύργους λιγάκι ψηλότερους και πολύ πιο στενούς. Επάνω στις επάλξεις του καθενός στεκόταν από ένας φρουρός. Επίσης, ένας φρουρός στεκόταν πλάι στην πύλη του κεντρικού οικήματος.

Σαν κάστρο τόχει κάνει, παρατήρησε η Φενίλδα.

Το σπίτι είχε όμορφα λαξεύματα σε διάφορα σημεία, και αριστοτεχνικά καμωμένο αέτωμα. Αναρριχώμενα φυτά σκαρφάλωναν στους τοίχους του. Η πύλη που φρουρούσε ο φύλακας ήταν ανοιχτή, και από μέσα διακρινόταν μια αυλή.

Η Λαμρίτ τού είπε: «Θέλω να μιλήσω με τον Βαρνάδος. Λέγομαι Λαμρίτ η Πράσινη· με γνωρίζει από παλιά.»

Ο μισθοφόρος – που ήταν ντυμένος με φολιδωτό θώρακα, κράνος που κάλυπτε τις πλευρές του προσώπου του, ατσάλινα περικάρπια, και σκληρό πέτσινο παντελόνι, ενώ στην πλάτη του ήταν μια ασπίδα και στη ζώνη του θηκαρωμένο ένα μεγάλο ξίφος – στράφηκε προς το εσωτερικό της αυλής κι έβγαλε ένα δυνατό σφύριγμα. Μια γυναίκα ήρθε, έχοντας δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ και ξανθά μαλλιά. Ο φρουρός τής είπε: «Η κυρία είναι εδώ για τον Άρχοντα. Τη λένε Λαμρίτ η Πράσινη· λέει πως τον ξέρει. Πήγαινε και ρώτησέ τον.»

Η γυναίκα ένευσε και έφυγε. Ύστερα από λίγο, επέστρεψε και είπε πως ο Άρχοντας Βαρνάδος τούς προσκαλούσε να περάσουν.

Μετά την πύλη απλωνόταν μια αυλή με όμορφα φυτά και δέντρα, η οποία κατέληγε στην κεντρική είσοδο της οικίας. Η ξανθιά γυναίκα βάδιζε πρώτη και η Φενίλδα, η Λαμρίτ, κι οι άλλοι επαναστάτες την ακολουθούσαν.

Ο Βαρνάδος τούς περίμενε σε μια κομψά στολισμένη αίθουσα στρωμένη με χαλί. Ένα μεγάλο τζάκι ήταν αναμμένο στη γωνία, κι επάνω του στεκόταν ένας βαλσαμωμένος αετός. Ο Χρυσοθήρας ήταν ψηλός, με δέρμα λευκό-ροζ, καστανά μαλλιά, και μούσι – και τα δύο προσεχτικά κομμένα και καλοχτενισμένα. Στο δεξί μάτι φορούσε καλύπτρα που επάνω είχε ραμμένο ένα χρυσό άστρο. Τα ρούχα του ήταν το ίδιο καλά όπως κι η υπόλοιπη εμφάνισή του, και δεν πρέπει να ήταν καθόλου φτηνά. Η Φενίλδα, αν και δεν καταγόταν από τη Βίηλ, μπορούσε ν’αναγνωρίσει τα ακριβά ρούχα όταν τα έβλεπε.

«Λαμρίτ,» είπε ο Βαρνάδος χωρίς να χαμογελά. «Είσαι το τελευταίο πρόσωπο που περίμενα να δω σήμερα.»

«Ελπίζω να μην ενοχλώ, Βαρνάδος…»

«Καθόλου. Είναι χαρά μου να σε βλέπω ξανά, ύστερα από τόσο καιρό.» Της έδωσε το χέρι του, κι εκείνη το έσφιξε. «Χαίρομαι πραγματικά που είσαι καλά. Οι δουλειές σου είναι, τολμώ να πω, πιο επικίνδυνες απ’τις δικές μου, τελευταία.»

Η Λαμρίτ ένευσε. «Υποθέτω πως έχεις δίκιο, Βαρνάδος.»

«Οι σύντροφοί σου;» Ο Χρυσοθήρας έριξε μια ματιά στους υπόλοιπους. «Εκτός από τον Δάρυλμος, που για κακή μου τύχη τον ξέρω, τους άλλους δε νομίζω πως τους έχω ξαναντικρίσει.»

«Για κακή σου τύχη, παλιομπαγαπόντη;» είπε ο Δάρυλμος.

Ο Βαρνάδος γέλασε. «Ακόμα περιμένω να μου φτιάξεις εκείνες τις μάσκες για να διακοσμήσω το πλοίο μου.»

«Ακόμα περιμένω να με πληρώσεις για την τελευταία μάσκα που σου έφτιαξα.»

«Είχα οικονομικές δυσκολίες, τι να σου κάνω;»

Ο Δάρυλμος έριξε μια ματιά στη στολισμένη αίθουσα ολόγυρά τους. «Ναι, φαίνεται… Εσύ ρίχνεις αργύρια στο σεντούκι σου απ’τη μια, και τα Δαιμόνια σού τα βουτάνε απ’την άλλη!»

Ο Βαρνάδος γέλασε ξανά. «Το εμπόριο είναι δύσκολο, φίλε μου. Πολύ, πολύ δύσκολο.»

Η Λαμρίτ, που χαμογελούσε πλατιά, βρήκε τώρα την ευκαιρία να συστήσει τους συντρόφους της: «Από δω, η Θελρίτ. Ο Καλνίρες. Και ο Θαλράνος κι ο Νολβέρτες, που είναι δίδυμοι.»

«Θα το είχα μαντέψει ακόμα κι αν δεν το έλεγες,» σχολίασε ο Βαρνάδος. «Σαν δυο σταγόνες νερό, έτσι γαλανοί όπως είναι. Δυο πολύ μεγάλες σταγόνες νερό,» μειδίασε.

«Κι από εδώ,» είπε η Λαμρίτ, «η Φενίλδα’σαρ, εξωδιαστασιακή, σταλμένη από την Επανάσταση για να μας βοηθήσει.»

«Μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών…» είπε ο Βαρνάδος στρεφόμενος να την κοιτάξει – γνωρίζοντας, προφανώς, τι σήμαινε η κατάληξη ’σαρ του ονόματός της. «Γοητευμένος,» πρόσθεσε, καθώς το βλέμμα του την κολάκευε με τρόπο που δεν ήταν άκομψος αλλά που έμοιαζε να ρωτά ποια ήταν η τιμή της για να την αγοράσει.

Δεν είμαι για πούλημα, σκέφτηκε η Φενίλδα, όχι όμως νιώθοντας πειραγμένη αλλά διασκεδασμένη – και παρατηρώντας, γι’ακόμα μια φορά, την εσωτερική αλλαγή στον χαρακτήρα της. «Με κολακεύετε, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε επίσημα, μ’ένα λοξό μειδίαμα στα χείλη.

Ο Βαρνάδος την κοίταξε κάπως περίεργα τότε, και το βλέμμα του ήταν εστιασμένο στο πρόσωπό της και μόνο στο πρόσωπό της. Η Φενίλδα κατάλαβε ότι πρέπει να είχε προσέξει τη μυστηριώδη γυαλάδα στο αριστερό της μάτι και να είχε παραξενευτεί από αυτήν.

Επί του παρόντος, ο Χρυσοθήρας στράφηκε στην Πρόμαχο, λέγοντας: «Τι σε φέρνει λοιπόν εδώ, Λαμρίτ;»

«Θα ήθελα να μιλήσουμε για την Επανάσταση, αν έχεις χρόνο,» αποκρίθηκε εκείνη.

Ο Βαρνάδος φάνηκε σκεπτικός. «Θα πρέπει ν’ακυρώσω κάποια άλλα πράγματα που έχω κανονίσει…»

«Τότε, θα μπορούσαμε ίσως να μιλήσουμε αύριο…»

Ο Βαρνάδος κούνησε το κεφάλι. «Όχι· μην είσαι ανόητη. Η συζήτησή μου μαζί σου – η συζήτηση οποιασδήποτε φύσης – προηγείται, ασφαλώς. Καθίστε, και επιστρέφω σε λίγο. Αφότου έχω επικοινωνήσει με κάποιους ανθρώπους.»

Η Φενίλδα, η Λαμρίτ, και οι υπόλοιποι κάθισαν ενώ ο Βαρνάδος έφευγε. Η γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά πρόσφερε σε όλους γλυκίσματα και ποτά. Η Φενίλδα έφαγε ένα φρεσκοψημένο κουλουράκι, και έπινε μια γουλιά από το κρασί της όταν ο Βαρνάδος ο Χρυσοθήρας επέστρεψε λέγοντας: «Είμαι όλος δικός σας γι’απόψε.» Κάθισε σε μια πολυθρόνα, αντίκρυ στη Λαμρίτ, και άναψε ένα τσιγάρο μ’έναν από τους μεγάλους αναπτήρες της Βίηλ που περιείχαν εστία. Ήταν λαξεμένος σαν κάποιο πλάσμα που η Φενίλδα αισθανόταν βέβαιη πως ήταν Λάν’τραχαμ.

Η Λαμρίτ μίλησε στον παλιό πειρατή της Καλόγνωμης Συντροφιάς για την κατάσταση στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ (γι’αυτά τα πράγματα, τουλάχιστον, που δεν θεωρούνταν μυστικά ανάμεσα στους επαναστάτες) και του εξήγησε ότι χρειαζόταν τη βοήθειά του προκειμένου να χτυπήσει τους Παντοκρατορικούς από τα νότια: και τη δική του βοήθεια και των άλλων συντρόφων της Καλόγνωμης.

«Η Καλόγνωμη δεν υφίσταται πλέον, Λαμρίτ,» είπε ο Βαρνάδος έχοντας τελειώσει το τσιγάρο του. Ήταν σβησμένο σ’ένα χρυσό, λαξευτό τασάκι επάνω στο χέρι της πολυθρόνας του.

«Εμείς, όμως, εξακολουθούμε να υπάρχουμε. Και δεν είναι ότι δεν θα κερδίσετε τίποτα. Όπως σου είπα, όλα τα λάφυρα που θα παρθούν από τους Παντοκρατορικούς θα είναι δικά σας – χρήματα, πολύτιμα αντικείμενα, όπλα, εξοπλισμοί, οχήματα, εστίες, ρούχα: ό,τι μπορείς να φανταστείς.»

«Δε λέω πως η πρότασή σου δεν είναι δελεαστική, Λαμρίτ…»

«Τι αποφασίζεις, λοιπόν;»

«Θα περιμένω να δω τι θ’αποφασίσουν οι άλλοι.»

«Παραδόξως, κι αυτοί το ίδιο λένε.»

«Ας περιμένουμε όλοι μας την επιστροφή του Ταλμάρος, τότε» είπε ο Βαρνάδος.

«Ξέρεις πού έχει πάει;»

«Ιδέα δεν έχω. Μονάχα οι τρελοί μπορούν να μαντέψουν πού πηγαίνει ο Οδηγημένος.»

«Θα περιμένεις εδώ, όμως, μέχρι να έρθει;»

«Ένα λογικό χρονικό διάστημα, ναι, θα περιμένω,» αποκρίθηκε ο Βαρνάδος. «Επιπλέον, έχω κάποιες δουλειές στην πόλη, επομένως είσαι τυχερή, Λαμρίτ.»

«Σε διαφορετική περίπτωση θα έφευγες;» Η Λαμρίτ ύψωσε ένα φρύδι.

«Αναλόγως πού ήταν το συμφέρον μου.»

126.

Ο στρατιωτικός καταυλισμός έξω από τα τείχη της Τάσνερακ μεγάλωσε. Διπλασιάστηκε σχεδόν, νόμιζε η Ανταρλίδα, ύστερα από την άφιξη των δύο Παντοκρατορικών πλοίων στο λιμάνι. Τώρα, πρέπει να αριθμούν πάνω από δυόμισι χιλιάδες, σκέφτηκε καθώς τους παρατηρούσε, μέσα στη νύχτα, με τα κιάλια της.

Τα φορτηγά που εκείνη κι η Αλιζέτ είχαν χτυπήσει το προηγούμενο βράδυ ο Επόπτης τα επισκεύαζε. Η Ανταρλίδα έβλεπε τεχνικούς και μάγους να εργάζονται κοντά στα μεγάλα τροχοφόρα, που τώρα ήταν περιτριγυρισμένα από στρατό, πολύ καλά φρουρούμενα. Δύο απ’αυτά, όμως, δεν έμοιαζε να είναι τίποτα περισσότερο από παλιοσίδερα· η Ανταρλίδα αμφέβαλλε αν αυτά θα ήταν δυνατόν να «επισκευαστούν»· μάλλον να φτιαχτούν από την αρχή θα έπρεπε.

«Τι κάνει ο Τάμπριελ;» ρώτησε τον Όρνιφιμ, όταν κάθισε κοντά σ’εκείνον και την Αλιζέτ, μπροστά στη φωτιά τους, που ήταν αναμμένη μέσα σ’ένα λάκκο και κρυμμένη πίσω από ένα πρόχωμα, για να μην τύχει να τη δουν οι ανιχνευτές του Επόπτη.

«Καλά είναι,» αποκρίθηκε ο Ιεράρχης. «Μιλά τώρα με την Πριγκίπισσα για τον στρατό που έχει συγκεντρωθεί εδώ, ενώ βρίσκεται σε επαφή μαζί μας. Ρωτά, Ανταρλίδα, αν πιστεύετε, εσύ κι η Αλιζέτ, ότι τώρα ο Επόπτης θα ξεκινήσει να προελαύνει.»

«Εγώ νομίζω,» είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα, «ότι θα περιμένει μέχρι να επισκευάσει τα οχήματα. Εξάλλου, ακόμα έρχονται εδώ Παντοκρατορικοί πολεμιστές απ’όλο το Τάσβεραλ. Δε θα ξεκινήσει την επίθεσή του ώσπου να είναι βέβαιος ότι έχει μεγιστοποιήσει τις δυνάμεις του.»

«Θα μπορούσε να συγκεντρώνει τους Παντοκρατορικούς που υποχωρούν από τα άλλα μέρη του Πριγκιπάτου καθώς ο ίδιος έρχεται βόρεια, Αλιζέτ,» είπε η Ανταρλίδα.

«Δεν αποκλείεται και να το κάνει,» παραδέχτηκε εκείνη. «Θα μάθουμε αύριο. Αν είναι να φύγει, πρέπει να φύγει ώς το μεσημέρι.»

Η Ανταρλίδα ένευσε, συμφωνώντας μ’αυτό.

«Ο Μεγάλος Προφήτης διέκοψε την επαφή του μαζί μας,» τις πληροφόρησε ο Όρνιφιμ.

Μετά από λίγο, ενώ κι οι τρεις τους ήταν σιωπηλοί, η Αλιζέτ σηκώθηκε όρθια και κοίταξε συνοφρυωμένη προς μια κατεύθυνση μες στα σκοτάδια.

Η Ανταρλίδα τής έκανε μια χειρονομία: Τι βλέπεις;

Η Αλιζέτ αποκρίθηκε με παρόμοιο τρόπο, εμφατικά: Μείνε εδώ! Κι έφυγε κοντά από την Ανταρλίδα και τον Όρνιφιμ.

«Πού πάει;» ρώτησε ο Ιεράρχης.

«Δεν είπε,» απάντησε η Μαύρη Δράκαινα, και έπιασε το τόξο που είχε πάρει μαζί της, περνώντας ένα βέλος στη χορδή.

«Μπορεί να υπάρχει κίνδυνος;»

«Μπορεί.» Οι ανιχνευτές του Επόπτη; Μας εντόπισαν; Η Ανταρλίδα στένεψε τα μάτια, προσπαθώντας να διακρίνει κάτι – οτιδήποτε – μες στα σκοτάδια. Όμως δεν είδε τίποτα· κι ύστερα από μια στιγμή, ακόμα κι η φιγούρα της Αλιζέτ εξαφανίστηκε απ’το πεδίο όρασής της. Καλό θα ήταν να είχα τον Τάμπριελ εδώ, τώρα. Μ’ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω στα κιάλια της, θα τη βοηθούσε να διαπεράσει το σκοτάδι της νύχτας.

Η Ανταρλίδα αναρωτήθηκε αν ο Τάμπριελ μπορούσε να κάνει ξόρκια μέσω των Ιεραρχών, από μεγάλες αποστάσεις, όπως ο Δαίδαλος. Λογικό δεν είναι να μπορεί; Ο Τάμπριελ είναι πολύ πιο δεμένος μαζί τους απ’ό,τι ο Δαίδαλος…

Η Αλιζέτ γλίστρησε ξανά έξω απ’το βαθύ σκοτάδι και πλησίασε γρήγορα την Ανταρλίδα και τον Όρνιφιμ.

«Τι ήταν;» ρώτησε η πρώτη.

«Νόμιζα πως είδα κάποιον, αλλά μάλλον έκανα λάθος.»

«Κι αν δεν έκανες λάθος;»

«Τότε αποκλείεται να ήταν κάποιος απ’τους ανιχνευτές του Επόπτη.»

«Γιατί;»

«Κατάφερε να κρυφτεί από εμένα, Ανταρλίδα.»

Φυσικά, σκέφτηκε ειρωνικά η Ανταρλίδα. Τίποτα δεν ξεφεύγει από τη Σκοτεινή Βασίλισσα… «Καλύτερα να είμαστε πιο προσεχτικοί απόψε.»

Η Αλιζέτ δεν διαφώνησε.

Παρ’όλ’αυτά, τίποτα δεν συνέβη κατά τη διάρκεια της νύχτας. Κανένας δεν φάνηκε, ούτε ακούστηκε, να τους πλησιάζει. Η Ανταρλίδα δεν νόμιζε πως, ούτως ή άλλως, οι ανιχνευτές του Επόπτη έψαχναν για εκείνη και την Αλιζέτ πλέον. Μάλλον, είχαν υποθέσει ότι είχαν απομακρυνθεί από την Τάσνερακ, πηγαίνοντας βόρεια πιθανώς.

Την αυγή, τα πλοία που είχαν φέρει τους Παντοκρατορικούς πολεμιστές απέπλευσαν από το λιμάνι της Τάσνερακ. Αλλά ο στρατός του Καρλ Βέρινλωφ έμεινε στάσιμος έξω από τα τείχη της πόλης, το πρωί και όλη την υπόλοιπη ημέρα. Ωστόσο, ο αριθμός του αυξήθηκε. Παντοκρατορικοί στρατιώτες έρχονταν από διάφορες περιοχές του Πριγκιπάτου Τάσβεραλ για να ενδυναμώσουν το φουσάτο του Επόπτη. Η Ανταρλίδα, μέχρι το τέλος της ημέρας, κοιτάζοντας με τα κιάλια της, υπολόγιζε ότι ο καταυλισμός πρέπει πια να αριθμούσε γύρω στις τέσσερις χιλιάδες μαχητές. Τρεισήμισι με τέσσερις χιλιάδες· κάπου εκεί. Και οι τεχνικοί επισκεύαζαν τα φορτηγά με γρήγορο ρυθμό, ενώ κι άλλα οχήματα έβγαιναν από την Τάσνερακ. Η Ανταρλίδα είδε ένα ψηλό άρμα με ερπύστριες, θωρακισμένο σαν χελώνα, με τρεις βαλλίστρες προσαρτημένες και ένα ενεργειακό κανόνι. Είδε τέσσερα μικρότερα άρματα, τετράκυκλα, με βαλλίστρες επάνω οι οποίες μπορούσαν να εκτοξεύσουν συγχρόνως πολλά βέλη. Μες στις σκιές του απογεύματος (τότε είχαν βγει τα οχήματα από την πόλη), η Ανταρλίδα αδυνατούσε να διακρίνει πόσα βέλη ακριβώς· πάντως, σίγουρα πάνω από δύο.

Επίσης, δίκυκλα πήγαιναν κι έρχονταν όλη την ημέρα, και οι αναβάτες τους ήταν, αναμφίβολα, ή μαντατοφόροι ή ανιχνευτές. Ο Επόπτης ετοιμαζόταν να προελάσει βόρεια· ήταν καταφανές. Και δεν πρέπει ν’αργούσε. Ίσως να ξεκινήσει με την αυγή.

«Πού βρίσκεται ο Πρόμαχος Άτβος;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Όρνιφιμ, όταν κάθισε κοντά του.

«Δεν έχει ακόμα βγει από τους Δασότοπους της Σκιάς. Υπολογίζει, όμως, ότι εκείνος κι οι σύντροφοί του δεν πρέπει πλέον να βρίσκονται μακριά από τις βόρειες παρυφές των δασών και τον ποταμό Νέλερηλ.»

«Ο Ζίρτελον είναι καλά;»

«Ναι, αν και ζαλίζεται πού και πού. Στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ, όμως, συμβαίνουν κάτι… επεισόδια,» είπε ο Όρνιφιμ.

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Στο Κίρτβεχ;»

«Ναι. Στο άντρο κάτω από την Καμένη Γη έλαβαν ένα μήνυμα, μέσω πομπού, ότι ο Πολ έχει προβλήματα. Ο Δαίδαλος μόλις έφυγε για να τον βοηθήσει. Μαζί του–»

«Τι προβλήματα;» τον διέκοψε η Αλιζέτ.

«Τον κυνηγάνε, σε μια πόλη που λέγεται Άτβηλκ. Δεν ξέρω ακριβώς. Πρέπει να ήταν παγίδα, απ’ό,τι καταλαβαίνω.»

«Τι πήγαινες να πεις πριν, Όρνιφιμ;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

Εκείνος συνοφρυώθηκε προς στιγμή, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί. «Ναι… Ο Δαίδαλος πήρε μαζί του το καινούργιο αυτοκίνητο. Αυτό που πετάει.»

«Πετάει;»

«Ναι. Μια μεταλλική γυναίκα με φτερά.»

Η Αλιζέτ είπε: «Και πηγαίνει μόνος του, μόνο μ’αυτό το μηχάνημα μαζί του, για να βοηθήσει τον Πολ;»

«Έχει πάρει και τρεις επαναστάτες.»

«Τρεις επαναστάτες δεν… δεν είναι αρκετοί!»

«Μιλάμε για τον Δαίδαλο, Αλιζέτ,» είπε η Ανταρλίδα. «Αμφιβάλλεις ότι ξέρει τι κάνει;»

Η Σκοτεινή Βασίλισσα έμεινε σιωπηλή. Αλλά έμοιαζε ανήσυχη. Για τον Πολ; αναρωτήθηκε η Ανταρλίδα, μην ξέροντας αν αυτό έπρεπε να της φανεί αστείο. Συμπαθεί τον Πολ; Όταν τους είχε δει να φιλιούνται, παλιότερα, νόμιζε πως η Αλιζέτ είχε απλώς προσπαθήσει να τον αποπλανήσει για να έχει ένα χαρτί στο μανίκι της. Τώρα, όμως…. Παράξενο.

Μετά από κάποιες ώρες, ο Όρνιφιμ τούς είπε πως ο Πολ ήταν και πάλι στο άντρο κάτω από την Καμένη Γη. Ο Δαίδαλος είχε καταφέρει να τον γλιτώσει από τα χέρια των Παντοκρατορικών.

«Πες του να είναι πιο προσεκτικός άλλη φορά,» ζήτησε η Αλιζέτ. «Δεν θα έχει πάντα τον Δαίδαλο κοντά του.»

«Η Διάττα τού το είπε,» αποκρίθηκε ο Όρνιφιμ μετά από λίγο. «Και είπε ότι το είπες εσύ.»

«Πώς ακριβώς έμπλεξε;» θέλησε να μάθει η Αλιζέτ.

Ο Ιεράρχης, ακούγοντας μέσα από τα αφτιά της Διάττα, της διηγήθηκε όσα διηγιόταν ο Πολ στους επαναστάτες του άντρου.

«Κάτι μού λέει,» συμπέρανε η Ανταρλίδα, «ότι τα πράγματα θα αγριέψουν στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ, πολύ σύντομα.»

«Κι εδώ επίσης,» πρόσθεσε η Αλιζέτ, ρίχνοντας μια ματιά προς τους στρατοπεδευμένους μαχητές του Παντοκρατορικού Επόπτη Καρλ Βέρινλωφ.

127.

Την επομένη, με την αυγή, το στράτευμα άρχισε να προελαύνει επάνω στη μεγάλη, λιθόστρωτη δημοσιά, πηγαίνοντας βόρεια, προς την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου Τάσβεραλ. Η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, και ο Όρνιφιμ, ανεβαίνοντας στα δίκυκλά τους, το ακολούθησαν από απόσταση ασφαλείας, ταξιδεύοντας δυτικά της δημοσιάς, μέσα στην ύπαιθρο.

Εκτός από ελάχιστους, οι Παντοκρατορικοί στρατιώτες δεν ήταν επάνω σε οχήματα. Όπως είχε υποθέσει η Σκοτεινή Βασίλισσα, ο Επόπτης είχε προτιμήσει να οδηγήσει στην Τάσβεραλ το φουσάτο του οδοιπορώντας, ενωμένο και δυνατό, όχι τμηματικά. Ορισμένα από τα φορτηγά, βέβαια, ακολουθούσαν μεταφέροντας εξοπλισμούς και προμήθειες. Οι τεχνικοί δεν είχαν προλάβει να τα επισκευάσουν όλα, κι επίσης δεν είχαν έρθει όλα όσα είχαν επισκευαστεί. Κάποια είχαν μείνει στην Τάσνερακ, περιμένοντας την ώρα που ο Επόπτης θα τα χρειαζόταν για την οποιαδήποτε μεταφορά.

Ο ίδιος ο Καρλ Βέρινλωφ ήταν μαζί με το φουσάτο. Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ τον έβλεπαν, με τα κιάλια τους, να στέκεται επάνω στο όχημα με τις ερπύστριες, τις βαλλίστρες, και το ενεργειακό κανόνι, μισός έξω μισός μέσα σε μια καταπακτή. Το μηχανικό του χέρι γυάλιζε στον ήλιο, κάνοντας έντονη αντίθεση με το κατάμαυρο δέρμα του. Όπως επίσης έντονη αντίθεση έκανε και το λευκό χιτώνιο που φορούσε πάνω από την αλυσιδωτή πανοπλία του. Ήταν τρομαχτικός, όφειλε να παραδεχτεί η Ανταρλίδα, έτσι όπως φαινόταν. Ιδανικός, ίσως, για να ηγείται ενός στρατεύματος και να φοβερίζει τους εχθρούς με την παρουσία του και μόνο.

128.

«Το αίμα των Κολοσσών,» είπε, συνθηματικά, ο Τζακ Πολύχρωμος.

Ο σωματώδης, πρασινόδερμος άντρας που στεκόταν μπροστά στη μικρή πόρτα ατένισε αυτόν και την Ανδρομάχη από πάνω ώς κάτω. Τα μεγάλα χέρια του έμοιαζαν έτοιμα να κινηθούν αστραπιαία για να επιτεθούν, αν χρειαζόταν. Το ένα άγγιζε τη λαβή του κοντού ξίφους που κρεμόταν από τη ζώνη του.

Η Ανδρομάχη φοβόταν ότι ίσως να έμπλεκαν σε καμια παλιοϊστορία εδώ πέρα, έτσι ήταν προετοιμασμένη. Φορούσε ρούχα που φαίνονταν καλά – θα μπορούσαν να ήταν, άνετα, τα ρούχα Νελερβίκιας αριστοκράτισσας – αλλά δεν θα την παρακώλυαν στις κινήσεις της, σε περίπτωση συμπλοκής. Η φούστα του φορέματος ήταν φαρδιά, τα μανίκια στενά. Από τη ζώνη της κρεμόταν το σπαθί της.

Και τα μαλλιά της ήταν βαμμένα μαύρα. Πράγμα που δεν είχε καμία σχέση με την ευκινησία του σώματός της, αλλά με τη δυνατότητά της να μην είναι εύκολα αναγνωρίσιμη από κάποιον που τύχαινε να ξέρει πώς έμοιαζε η πρώην Παντοκρατορική Επόπτρια του Χαύδοραλ – κάποιον πράκτορα της Επανάστασης, ίσως. Η Ανδρομάχη, αρχικά, είχε διαφωνήσει – της άρεσαν τα ξανθά της μαλλιά ακριβώς όπως ήταν! – αλλά ο Τζακ είχε επιμείνει και, στο τέλος, εκείνη είχε ενδώσει. Εξάλλου, δεν είχε άδικο που ήθελε νάναι προσεχτικοί.

Εκτός από την αλλαγή στο χρώμα των μαλλιών της, προτού έρθουν εδώ, στον υπόκοσμο της Νέλερβικ, η Ανδρομάχη είχε βάψει και το πρόσωπό της με τρόπο που δεν το έβαφε παλιά (αν και, βέβαια, δεν είχε επιχειρήσει ν’αλλάξει το χρώμα του δέρματός της – αυτό θα απαιτούσε μια πολύ δύσκολη διαδικασία). Τα χείλη της ήταν έντονα μαύρα, και γύρω από τα μάτια της σχηματίζονταν πράσινα οβάλ.

Ο μυώδης φρουρός αποκρίθηκε: «Περάστε,» και έτεινε το χέρι του προς τον Τζακ.

Ο Τζακ τού έδωσε ένα αργύριο – όπως εκείνος κι η Ανδρομάχη είχαν μάθει ότι απαιτούσε το «τυπικό» για να περάσεις. Παρότι κανείς δεν το ζητούσε, ήταν αυτό που πάντοτε γινόταν.

Ο πρασινόδερμος φρουρός ένευσε, και παραμέρισε από την πόρτα αφού την άνοιξε. Ο Τζακ και η Ανδρομάχη μπήκαν σ’ένα στενό δωμάτιο με μια καθοδική σκάλα στο κέντρο, η οποία ήταν πέτρινη και στρωμένη με χαλί. Καθώς την κατέβαιναν, άκουγαν από κάτω ομιλίες πολλών ανθρώπων και μουσική από ηχεία. Μουσική που η Ανδρομάχη αναγνώριζε. Το συγκρότημα ονομαζόταν Κολοσσοί Ποταμογενείς, και ήταν τοπικό, της ανατολικής Βίηλ, με μέλη από το Νέλερβικ και το Χαύδοραλ. Το τραγούδι που ακουγόταν είχε τίτλο Χρυσά Ναυάγια, Μαύρα Ξίφη, και περιλάμβανε κομμάτια αργά και ήπια καθώς και κομμάτια γρήγορα και δυνατά, εναλλάσσοντας μεταξύ τους με αρμονία.

Φτάνοντας κάτω, η Ανδρομάχη και ο Τζακ βρέθηκαν σε μια μεγάλη, υπόγεια αίθουσα που φωτιζόταν από χαμηλές ενεργειακές λάμπες. Στο κέντρο της ήταν ένας λάκκος με μεγάλη διάμετρο και ξύλινα κάγκελα γύρω. Μέσα, δύο άντρες χτυπιόνταν: ο ένας ψηλός, γαλανόδερμος, και νευρώδης· ο άλλος πρασινόδερμος και τόσο τριχωτός που θα νόμιζες ότι κουβαλούσε πάνω του ολόκληρο δάσος. Ο πρώτος κρατούσε ένα ραβδί με σιδερένιες άκρες, ο δεύτερος ένα πλατύ ξίφος. Κανένας δεν αιμορραγούσε ακόμα· τα όπλα τους συγκρούονταν ξανά και ξανά, ενώ ο κόσμος που ήταν συγκεντρωμένος γύρω από τον λάκκο φώναζε και σφύριζε. Σε μια μεριά της υπόγειας αίθουσας ήταν ένας μακρύς πάγκος, κι από πίσω του βαρέλια και ράφια με μπουκάλια. Ένας άντρας και μια γυναίκα πρόσφεραν ποτά σε όσους πλήρωναν. Στην ακριβώς αντικρινή μεριά ήταν ένας άλλος πάγκος όπου διάφοροι φαίνονταν να κάνουν δοσοληψίες με χαρτιά και χρήματα· οι περισσότεροι ήταν καλοντυμένοι, μοιάζοντας για ευγενείς ή πλούσιοι. Η Ανδρομάχη δεν ήξερε την όψη του Θαλράνος, αλλά υπέθετε ότι ήταν ανάμεσά τους.

Ο Τζακ, μάλλον, είχε κάνει την ίδια υπόθεση. «Εκεί θα τον βρούμε,» της είπε, δείχνοντας με το βλέμμα του.

Η Ανδρομάχη ένευσε μ’ένα μικρό κούνημα του κεφαλιού. «Καλύτερα, όμως, να μάθουμε πρώτα ποιος ακριβώς είναι.»

«Ναι.»

Η Ανδρομάχη βάδισε προς έναν άντρα που, από τη στάση του και το ντύσιμό του, πρέπει να ήταν φρουρός. Στεκόταν λίγα βήματα πλάι στο τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας που εκείνη κι ο Τζακ είχαν μόλις κατεβεί και είχε τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του, ενώ από τη μέση του κρέμονταν ένα κοντό σπαθί και ένα ρόπαλο με σιδερένια κεφαλή.

«Με συγχωρείς,» του είπε η Ανδρομάχη χαμογελώντας και μιλώντας στη Δημώδη της Βίηλ, όχι στη Συμπαντική, για να του δώσει την εντύπωση πως ήταν γηγενής. «Μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση;»

«Ναι, εννοείται, Αρχόντισσά μου. Τι θέλετε;»

Την είχε περάσει για αριστοκράτισσα. Ωραία. Η Ανδρομάχη τράβηξε απ’το μανίκι του φορέματός της ένα χαρτονόμισμα των δέκα αργυρίων και του έδωσε. «Μπορείς να μου πεις ποιος είναι ο Άρχοντας Θαλράνος, ο σύζυγος της προηγούμενης Πριγκίπισσας; Τον ψάχνω να του μιλήσω εδώ και μέρες.»

«Φυσικά. Κοιτάξτε ευθεία και προς τα δεξιά.»

Η Ανδρομάχη στράφηκε, καθώς τα λόγια του φρουρού την κατεύθυναν προς τον πάγκο όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι καλοντυμένοι άνθρωποι.

«Ο άντρας με το γαλανό δέρμα, τα καστανά μαλλιά, και το μουστάκι – τον βλέπετε;»

«Ναι… αν είναι αυτός που νομίζω πως λες.»

«Φορά μια πράσινη τουνίκα με χρυσό σιρίτι.»

«Ναι.»

«Αυτός είναι ο Άρχοντας Θαλράνος.»

Η Ανδρομάχη στράφηκε προς στιγμή να ξανακοιτάξει τον φρουρό. «Σ’ευχαριστώ πολύ.»

«Τίποτα, Αρχόντισσά μου. Εγώ ευχαριστώ.»

Η Ανδρομάχη πλησίασε τον Τζακ και του ψιθύρισε ποιος ήταν ο Άρχοντας Θαλράνος.

«Θα τον πλησιάσουμε μόλις απομακρυνθεί λιγάκι απ’τους άλλους,» είπε ο Τζακ.

Η Ανδρομάχη κατένευσε.

Και σε λίγο παρατήρησε ότι δίπλα στον Θαλράνος βρισκόταν συνεχώς ένας άντρας. Δεν είχε ιδέα ποιος μπορεί να ήταν. Αλλά ο πρώην Πρίγκιπας πρέπει να τον γνώριζε καλά, γιατί κάθε τόσο ψιθύριζαν οι δυο τους. Κι επίσης, από τον τρόπο που κάπου-κάπου αγγίζονταν, η Ανδρομάχη είχε την υποψία ότι ίσως να ήταν εραστές. Παραξενεύτηκε λιγάκι. Στην πόλη δεν είχε ακούσει κανέναν να λέει ότι ο Θαλράνος θα προτιμούσε άντρα στο κρεβάτι του αντί για την Κισβέτα… Ίσως, όμως, να ήταν από εκείνους που πήγαιναν το ίδιο εύκολα με γυναίκες όσο και με άντρες, υπέθεσε η Ανδρομάχη. Ποτέ της δεν είχε γνωρίσει έναν τέτοιο άντρα στο κρεβάτι. Αναρωτιόταν αν θα είχε καμια διαφορά από έναν… κανονικό.

«Πηγαίνω να πάρω ένα ποτό,» είπε στον Τζακ. «Θέλεις κι εσύ;»

«Ναι.»

Η Ανδρομάχη πλησίασε το μπαρ, ενώ εκείνος έμεινε σ’ένα σημείο της αίθουσας όπου μπορούσες να κοιτάζεις και τι γινόταν μέσα στον λάκκο και τους καλοντυμένους ανθρώπους γύρω από τον πάγκο με τα χρήματα και τα χαρτιά. Η Ανδρομάχη πλήρωσε (και μάλιστα ακριβά) για δύο ποτήρια Σεργήλιο οίνο και, παίρνοντάς τα στα χέρια, επέστρεψε κοντά στον Τζακ και του έδωσε το ένα.

Πίνοντας αργά και παρακολουθώντας τον αγώνα μέσα στον λάκκο, περίμεναν. Οι φωνές των θεατών δυνάμωναν όσο δυνάμωναν και τα χτυπήματα των μονομάχων. Ο δασύτριχος πρασινόδερμος άντρας αιμορραγούσε τώρα: άσχημα ίσως. Ο άλλος είχε μελανιές επάνω του αλλά ελάχιστο αίμα. Στο τέλος, ο πρασινόδερμος σωριάστηκε από την εξάντληση, και ο γαλανόδερμος ύψωσε το ραβδί του στον αέρα, με τα δύο χέρια, κραυγάζοντας. Και το πλήθος κραύγασε μαζί του. Κάποιοι τού πέταξαν νομίσματα, κάποιοι λουλούδια, κάποιες γυναίκες μαντήλια. Μία, που έμοιαζε για αριστοκράτισσα, έβγαλε τον στηθόδεσμό της επιδέξια από το μανίκι του φορέματός της και τον εκτόξευσε προς τον νικητή. Ο στηθόδεσμος τυλίχτηκε γύρω απ’το ραβδί που εκείνος ακόμα κρατούσε υψωμένο ανάμεσα στα χέρια του. Και το εσώρουχο δεν πρέπει να ήταν κανένα κουρέλι, παρατήρησε η Ανδρομάχη: γυάλιζε ασημόχρωμα. Μάλλον είχε μια κάποια αξία.

Όταν οι κραυγές ελαττώθηκαν, και η ρίψη τυχαίων πραγμάτων έπαψε, ο γαλανόδερμος μονομάχος μάζεψε από το έδαφος μερικά από τα αντικείμενα – τα νομίσματα κυρίως, καθώς και δυο-τρία μαντήλια· τα λουλούδια τα αγνόησε. Ξετύλιξε τον στηθόδεσμο απ’το ραβδί του, κι αφού τον έφερε κοντά στα χείλη του, φιλώντας τον, τον ύψωσε προς τη μεριά της γυναίκας που τον είχε πετάξει. Οι κραυγές και τα σφυρίγματα δυνάμωσαν πάλι. Η Ανδρομάχη αναρωτήθηκε αν αυτή η γυναίκα ήταν η χορηγός του μονομάχου, ή η ερωμένη του, ή η σύζυγός του. Ύστερα, ο γαλανόδερμος, ραβδοφόρος άντρας γλίστρησε, σκύβοντας, μέσα σε μια μικρή πόρτα στα τοιχώματα του λάκκου.

Τον δασύτριχο, πρασινόδερμο μονομάχο τον είχαν ήδη πάρει από την αρένα για να τον περιθάλψουν.

«Και τώρα–!» αντήχησε η φωνή κάποιου πάνω από τις φωνές του πλήθους. «Και τώρα–! Ησυχία λίγο, παρακαλώ! Ησυχία, παρακαλώ!» Η Ανδρομάχη είδε ότι αυτός που φώναζε ήταν ένας άντρας επάνω σ’ένα σκαμνί, αρκετά καλοντυμένος, πιθανώς ευγενής. Μόλις οι κραυγές καταλάγιασαν κάπως, συνέχισε: «Και τώρα, ένα τέταρτο της ώρας ανάπαυση πριν από την επόμενη – ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΑ! – σύγκρουση! Όπου θα χτυπηθούν ο Ατμάλος ο Γίγαντας και ο Νελμάτρες των Τριών Λεπίδων!» Οι κραυγές του κόσμου φούντωσαν ξανά. «Σε ένα τέταρτο της ώρας!» ούρλιαξε ο άντρας επάνω στο σκαμνί, για ν’ακουστεί. «Βάλτε όλοι τα στοιχήματά σας! Βάλτε τα στοιχήματά σας!»

Η Ανδρομάχη είδε ότι ο Θαλράνος μιλούσε τώρα με μια γυναίκα, κοντά στον πάγκο με τα χαρτιά και τα χρήματα, κι ύστερα τον είδε να σφίγγει το χέρι της. Κι οι δυο τους χαμογελούσαν, κι έμοιαζαν να αστειεύονται μεταξύ τους. Η Ανδρομάχη συνοφρυώθηκε. Χορηγοί; Είναι ο Θαλράνος χορηγός του ενός μονομάχου που θα παρουσιαστεί, και η γυναίκα χορηγός του άλλου; Ήταν πιθανό.

Είπε την υποψία της στον Τζακ, κι εκείνος ένευσε. «Μάλλον,» αποκρίθηκε.

«Θα βάλουμε στοίχημα;» τον ρώτησε η Ανδρομάχη μορφάζοντας, μεταξύ αστείου και σοβαρού.

«Όχι,» είπε ο Τζακ, με απόλυτη σοβαρότητα, και ήπιε μια γουλιά απ’το κρασί του.

Η Ανδρομάχη μειδίασε αχνά. Και συνέχισε να παρατηρεί τον Θαλράνος, προσπαθώντας όμως να μη δίνει την εντύπωση ότι τον κατασκόπευε.

Όταν ο επόμενος αγώνας ξεκίνησε, και ο Ατμάλος ο Γίγαντας χτυπιόταν με τον Νελμάτρες των Τριών Λεπίδων ενώ το πλήθος ούρλιαζε, κραύγαζε, και σφύριζε, η Ανδρομάχη είδε ότι ο Θαλράνος είχε απομακρυνθεί λιγάκι από τον πάγκο για να μπορεί να βλέπει καλύτερα τι γινόταν μέσα στην αρένα. Μαζί του ήταν εκείνος ο άντρας που ίσως να ήταν εραστής του.

«Νομίζω πως αυτή είναι η ευκαιρία μας,» είπε η Ανδρομάχη στον Τζακ.

Εκείνος κατένευσε. «Πάμε.»

Πλησίασαν, κι ο Θαλράνος στράφηκε να τους κοιτάξει. Συνοφρυώθηκε.

«Ο Άρχοντας Θαλράνος, αν δεν κάνω λάθος…» είπε ο Τζακ.

«Κι εσείς, κύριε, ποιος είστε;» αποκρίθηκε επιφυλακτικά ο Θαλράνος.

«Κάποιος που πιστεύει ότι οι πριγκίπισσες δεν είναι πρέπον ν’αλλάζουν τόσο… απρόοπτα. Θα μπορούσαμε, αν θα ήταν εύκολο, να μιλήσουμε λιγάκι παραδίπλα; Ιδιαιτέρως;»

Το συνοφρύωμα του Θαλράνος βάθυνε. Ωστόσο, η περιέργεια ήταν έκδηλη στο πρόσωπό του. «Εντάξει,» είπε. Έκανε νόημα στον άντρα δίπλα του να μείνει πίσω, κι ακολούθησε τον Τζακ και την Ανδρομάχη.

Η τελευταία, κοιτάζοντας πάνω απ’τον ώμο της, παρατήρησε ότι ο πιθανός εραστής του Θαλράνος τούς ατένιζε με καχυποψία. Είχε, άραγε, ακούσει τα λόγια του Τζακ; Δεν ήταν και τόσο μεγαλόφωνα· τουναντίον, χαμηλόφωνα ήταν, μόνο για τ’αφτιά του Θαλράνος. Θα μπορούσε να ήταν πράκτορας της Επανάστασης; Ίσως… Ίσως και όχι.

«Σας γνωρίζω από κάπου, μήπως;» ρώτησε ο Θαλράνος.

«Η αλήθεια είναι πως όχι,» αποκρίθηκε ο Τζακ. «Εγώ, όμως, έχω ακούσει για εσάς, Άρχοντά μου. Και ξέρω πως αυτό που συνέβη σ’εσάς και στη σύζυγό σας ήταν κάθε άλλο παρά δίκαιο.»

«Και λοιπόν;» Ο Θαλράνος ήταν, φανερά, επιφυλακτικός.

Ίσως να μας υποπτεύεται για επαναστάτες, σκέφτηκε η Ανδρομάχη, και είπε: «Γνωρίζουμε ότι η Κισβέτα ήταν ανέκαθεν πιστή στην Παντοκράτειρα· και η Παντοκράτειρα θα προτιμούσε η Κισβέτα να κάθεται στον Θρόνο του Νέλερβικ, παρά μια ξαδέλφη της που σφετερίστηκε αυτή τη θέση.»

«Και τι σκοπεύει να κάνει η Παντοκράτειρα;» θέλησε να μάθει ο Θαλράνος. «Μέχρι στιγμής δεν έχει κάνει απολύτως τίποτα.»

«Μη βιάζεστε να κρίνετε, Άρχοντά μου,» είπε ο Τζακ.

«Να υποθέσω ότι είστε πράκτορές της;»

«Θα μπορούσατε να το υποθέσετε αυτό…»

«Θέλουμε να μάθουμε,» είπε η Ανδρομάχη, «αν μπορούμε να εξυπηρετήσουμε ο ένας τον άλλο, Άρχοντα Θαλράνος.»

«Με τι τρόπο;» ρώτησε ο Θαλράνος.

«Θα θέλατε η Κισβέτα να ξανακαθίσει στον θρόνο;» είπε ο Τζακ.

«Αναμφίβολα, θα προτιμούσα η σύζυγός μου να κάθεται σε θρόνο αντί να είναι κλειδωμένη σε κάποιο δωμάτιο, υπό φρούρηση.» Υπήρχε ειρωνεία στη φωνή του Θαλράνος.

«Τότε, μπορούμε σίγουρα να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο,» τόνισε η Ανδρομάχη.

«Και ξαναρωτάω: Με τι τρόπο;»

«Αυτό,» είπε ο Τζακ, «δεν είναι το καλύτερο μέρος για να μιλήσουμε, αλλά εκείνο που πραγματικά χρειαζόμαστε από εσάς, Άρχοντά μου, είναι πληροφορίες και μια πρόσβαση στο κάστρο της Νέλερβικ.»

«Και ξέρουμε,» πρόσθεσε η Ανδρομάχη, «ότι αυτά τα δύο θα μπορούσατε άνετα να μας τα προσφέρετε, αν έχετε την επιθυμία.»

«Και μετά, τι; Τι θα κάνετε; Ανατροπή; Μόνοι σας; Εσείς οι δύο;» Ο Θαλράνος γέλασε. «Η Βασνίτα είναι αρκετά δημοφιλής, ξέρετε, και έχει υποστήριξη. Δε θα το βρείτε εύκολο να τη φυλακίσετε και να την κρατήσετε φυλακισμένη.»

«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, Άρχοντά μου,» είπε ο Τζακ, «είναι ένας συγκεκριμένος επαναστάτης. Το όνομά του είναι Τάμπριελ.» (Τα μάτια του Θαλράνος στένεψαν.) «Τον γνωρίζετε, υποθέτω…»

«Φυσικά και τον γνωρίζω. Τον έχω δει. Ήταν εδώ όταν έγινε η ανατροπή.»

«Αυτός δεν την οργάνωσε;»

«Μαζί με τον Πρόμαχο Άτβος, ο οποίος πριν ήταν αιχμάλωτός μας στα μπουντρούμια του κάστρου.»

Η Ανδρομάχη ρώτησε: «Ο Ζακ Ματνέρω είναι ακόμα ζωντανός, Άρχοντά μου;»

«Ναι. Τώρα εκείνος είναι στα μπουντρούμια αντί για τον Άτβος. Η Βασνίτα φρόντισε γι’αυτό. Ευτυχώς, τελευταία κατάφερα να την πείσω να βγάλει τη σύζυγό μου από εκεί και να τη μεταφέρει σ’ένα από τα επάνω δωμάτια του κάστρου. Η Κισβέτα είχε κοντέψει να σκάσει εκεί κάτω.» Υπήρχε θυμός στη φωνή του Θαλράνος: η Ανδρομάχη τον άκουγε πεντακάθαρα. Πρέπει να την αγαπά πραγματικά, ακόμα κι αν αυτός ο άντρας είναι εραστής του.

Ο Τζακ είπε: «Μπορούμε να σας βοηθήσουμε, Άρχοντά μου, να επαναφέρετε την κατάσταση όπως ήταν πριν. Το βασικό είναι ο Τάμπριελ να βγει από τη μέση. Είναι ο πιο επικίνδυνος από τους επαναστάτες. Παλιότερα ήταν σύζυγος της ίδιας της Παντοκράτειρας και την πρόδωσε.»

«Το γνωρίζω.»

«Γνωρίζετε, επίσης, πού βρίσκεται τώρα; Είναι εδώ, στη Νέλερβικ; Στο κάστρο, ίσως;»

Ο Θαλράνος κούνησε το κεφάλι. «Δεν είναι στο κάστρο. Δεν ξέρω πού ακριβώς βρίσκεται. Μονάχα η Βασνίτα, υποθέτω, το ξέρει αυτό, κι εκείνος ο παράξενος άντρας που ο Τάμπριελ έχει αφήσει μαζί της. Και ίσως οι επαναστάτες του Άτβος που τριγυρίζουν μες στο κάστρο. Όμως,» πρόσθεσε, «είχε έρθει πριν από μερικές ημέρες. Τον είδαν να μπαίνει στο κάστρο μες στη νύχτα. Και μας έφερε τους Τρεις Πρίγκιπες του Τάσβεραλ, προτού εξαφανιστεί πάλι. Τους τρεις γιους της Πριγκίπισσας Λισρρέτα.

»Παραδόξως, όμως, μια κατάσκοπός μου μου είχε πει ότι είχε κρυφακούσει τον Τάμπριελ να συζητά με τη Βασνίτα και να λένε πως αποκλείεται να κινηθούν τώρα προς το Τάσβεραλ.»

«Είναι έμπιστη αυτή η κατάσκοπός σας, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο Τζακ, παίρνοντας την ερώτηση από το στόμα της Ανδρομάχης.

«Μέχρι στιγμής, ναι, τη θεωρούσα σχετικά έμπιστη. Τώρα, δεν ξέρω πλέον. Της ζήτησα να μάθει τι ακριβώς θέλουν τα παιδιά της Λισρρέτα στο κάστρο, όμως το μόνο που μου απάντησε είναι ότι δεν μπορεί να καταλάβει. Ίσως να ήρθαν για επίσκεψη, είπε – πράγμα ανόητο, ασφαλώς. Ειδικά ύστερα από τα τελευταία νέα σχετικά με το Τάσβεραλ. Θα τα ακούσατε, πιστεύω…»

«Ναι,» είπε η Ανδρομάχη. «Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα έδιωξε τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας από την πρωτεύουσά της.»

«Ο Επόπτης Καρλ Βέρινλωφ, όμως, λένε ότι βρισκόταν στην Τάσνερακ όταν έγινε αυτό,» τόνισε ο Θαλράνος. «Πιθανώς τώρα να οργανώνει επίθεση εναντίον της Λισρρέτα.»

«Είναι βέβαιο ότι ο Βέρινλωφ ήταν στην Τάσνερακ;» ρώτησε ο Τζακ. Εκείνος κι η Ανδρομάχη δεν είχαν ακούσει καμια τέτοια φήμη.

«Ένας έμπορος μού το ανέφερε, με τον οποίο συναλλάσσομαι συχνά. Δε νομίζω να μου είπε ψέματα· θα φοβόταν μη με χάσει από πελάτη.»

«Πότε μιλήσατε μαζί του;» θέλησε να μάθει η Ανδρομάχη.

«Σήμερα το πρωί. Ο Επόπτης είναι στην Τάσνερακ, και ετοιμάζει στρατό.»

Η Ανδρομάχη σκέφτηκε: Οι στρατιωτικές δυνάμεις που στάλθηκαν στην Τάσνερακ, με πλοία, από το Πριγκιπάτο Κάνρελ.

«Άρχοντά μου,» είπε ο Τζακ, «πού μπορούμε να ξανασυναντηθούμε για να μιλήσουμε; Νομίζω πως έχουμε πολλά – πάρα πολλά – να πούμε.»

Τότε, έντονες κραυγές ακούστηκαν από το πλήθος γύρω απ’την αρένα. Κραυγές νίκης, και κραυγές οργής. Τόσο δυνατές που το έκαναν αδύνατο για τον Τζακ και την Ανδρομάχη να συνεχίσουν την κουβέντα τους με τον Θαλράνος.

Ο πρώην Πρίγκιπας του Νέλερβικ βάδισε προς ένα σημείο απ’όπου μπορούσε να κοιτάξει καθαρά τι γινόταν μέσα στον λάκκο. Η Ανδρομάχη και ο Τζακ τον ακολούθησαν. Στην αρένα, ο ένας από τους δύο μονομάχους στεκόταν ακόμα όρθιος: ο Νελμάτρες των Τριών Λεπίδων. Ο Ατμάλος ο Γίγαντας ήταν πεσμένος ανάσκελα, με τα πελώρια χέρια του ανοιχτά, πιάνοντας σχεδόν ολόκληρο τον λάκκο με τον όγκο του. Μεγάλα σχισίματα υπήρχαν επάνω στην πανοπλία του, στο στήθος και στην κοιλιά, και ήταν γεμάτος αίματα.

Ο Θαλράνος χαμογέλασε. «Ο πολεμιστής μου νίκησε!» φώναξε· και ύψωσε την κούπα του προς το μέρος της γυναίκας με την οποία μιλούσε πριν, και η οποία τώρα ήταν μουτρωμένη.

129.

Το επόμενο απόγευμα, ο Θαλράνος τούς συνάντησε σ’ένα εστιατόριο της Πλουτογειτονιάς, το Καναρίνι του Δάσους, αλλά όχι στη μεγάλη τραπεζαρία παρά σ’ένα από τα δωμάτια που φυλάσσονταν για ιδιαίτερες συγκεντρώσεις. Είχε ένα τραπέζι στο κέντρο, κι ένας πίνακας κρεμόταν στον έναν τοίχο. Στον άλλο υπήρχε ένα παράθυρο, που φαινόταν ένας δρόμος από κάτω, αλλά τώρα οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες.

Ο Θαλράνος δεν καθόταν μόνος του εδώ όταν μπήκαν η Ανδρομάχη και ο Τζακ. Μαζί του ήταν ο άντρας που εκείνη είχε υποθέσει ότι ίσως να ήταν εραστής του. Ο Θαλράνος τούς καλωσόρισε και σύστησε τον σύντροφό του ως Βανθάρος Μάρτενθαχ. «Ήταν Υπασπιστής στο Πριγκιπάτο μας, προτού η Βασνίτα, τελείως αδικαιολόγητα, τον καθαιρέσει.»

«Θα πρέπει να είστε δυσαρεστημένος από αυτό, Άρχοντά μου,» είπε η Ανδρομάχη στον Βανθάρος, καθώς καθόταν σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού, και ο Τζακ καθόταν πλάι της.

«Η καινούργια μας Πριγκίπισσα τα Δαιμόνια ακούει, κυρία μου,» αποκρίθηκε ο Βανθάρος.

«Ακόμα δεν γνωρίζουμε τα ονόματά σας…» είπε ο Θαλράνος.

«Τζακ,» αποκρίθηκε ο Τζακ. «Κι από δω η Νιρλέτα.»

Ο Θαλράνος ατένισε την Ανδρομάχη (που εξακολουθούσε να έχει τα μαλλιά της βαμμένα μαύρα) με υψωμένο φρύδι. «Είστε από τη Βίηλ;»

«Ναι. Και από χρόνια με την Παντοκράτειρα.»

«Πράκτορές της κι οι δυο σας, σωστά;» είπε ο Θαλράνος. Είχε κάνει την ίδια ερώτηση και χτες, και μάλλον θυμόταν ότι δεν είχε πάρει ξεκάθαρη απάντηση.

«Δεν πέφτετε έξω, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη.

«Εκτός από εσάς, είναι και κανένας άλλος εδώ;»

«Για την ώρα,» είπε η Ανδρομάχη, «θα προτιμούσαμε να μην το συζητήσουμε αυτό. Πάντως, δεν είμαστε τελείως μόνοι, σας διαβεβαιώνω.»

«Αλλά δεν έχετε και αρκετές δυνάμεις για να κάνουμε ανατροπή…»

«Ασφαλώς και όχι,» είπε ο Τζακ. «Αν είχαμε, η ανατροπή θα είχε ήδη γίνει. Όμως πιστεύουμε πως καλύτερα είναι να χτυπάς συγκεκριμένα σημεία, αντί να προκαλείς γενικευμένη αναστάτωση· δεν νομίζετε κι εσείς, Άρχοντά μου;»

«Φυσικά. Κι αυτό είναι, μάλλον, κάτι που οι επαναστάτες δεν το ασπάζονται…»

«Οι επαναστάτες ασπάζονται πολύ λίγα πράγματα που ασπάζονται οι πολιτισμένοι άνθρωποι,» είπε ο Τζακ. «Ο σκοπός μας εδώ δεν είναι να προκαλέσουμε αναταραχή, αλλά να επαναφέρουμε την τάξη με όσο το δυνατόν πιο ήπιο τρόπο. Και, για να επιτευχθεί τούτο, πρέπει να βγει από τη μέση ο Τάμπριελ. Είναι το βασικό πρόσωπο που μας εμποδίζει στη δουλειά μας.»

Ο Βανθάρος βλεφάρισε παραξενεμένος. «Είναι, αλήθεια, τόσο σημαντικός;»

«Βεβαίως και είναι, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Τζακ. «Εκτός του ότι έχει νου διαβολικό, είναι και μάγος του τάγματος των Δεσμοφυλάκων, πολύ ισχυρός. Κι επιπλέον, στη Νόρχακ τον θεωρούν Προφήτη, όχι χωρίς καλό λόγο.»

«Τι λόγο έχουν;» ρώτησε ο Θαλράνος. «Προβλέπει το μέλλον;»

«Διαστρέφει το μέλλον, θα ήταν ίσως καλύτερα να πούμε, Άρχοντά μου. Και σίγουρα έχει δυνάμεις… μυστηριώδεις.»

«Τότε, πώς σκοπεύετε να τον ξεφορτωθείτε;»

«Κανένας δεν είναι άτρωτος,» είπε ο Τζακ. «Και με λίγη βοήθεια τα πάντα μπορούν να γίνουν…»

«Δική μου βοήθεια;»

«Γι’αυτό θελήσαμε να μιλήσουμε μαζί σας. Όπως σας είπαμε και χτες, θέλουμε δύο πράγματα κυρίως: πληροφορίες – όσο περισσότερες τόσο το καλύτερο – και πρόσβαση στο κάστρο της Νέλερβικ – όσο πιο εύκολη και γρήγορη, προς τα μέσα και προς τα έξω, τόσο το καλύτερο.»

«Νομίζω,» είπε ο Θαλράνος, γεμίζοντας τα ποτήρια τους με κρασί από το Έλρηνεχ, «ότι δεν θα έχουμε πρόβλημα ούτε με το ένα ούτε με το άλλο.»

130.

Ήταν έτοιμοι να κατασκηνώσουν για το βράδυ, όταν η Κισβέτα ήρθε μέσα από το δάσος, τρέχοντας και πηδώντας σαν αγριοκάτσικο, περνώντας ανάμεσα από τους κορμούς των δέντρων, κάτω από τις φυλλωσιές, και πάνω από τις παχιές ρίζες που ξεπρόβαλλαν από το έδαφος.

Ο Άτβος την είχε στείλει μπροστά ως ανιχνεύτρια και, για να επέστρεφε έτσι τώρα, μάλλον κάτι σημαντικό είχε δει. «Πρόμαχε!» του είπε, σταματώντας εμπρός του. «Τελειώνει. Το δάσος, λίγο παρακάτω, τελειώνει.» Ήταν λαχανιασμένη. «Είναι οι παρυφές του.»

«Δεν υπάρχει λόγος να κατασκηνώσουμε εδώ, λοιπόν!» είπε ο Ράνθρος, ο νεαρότερος από τους επαναστάτες του Άτβος που είχαν κατορθώσει να επιβιώσουν από το ναυάγιο του Μένους των Ποταμών. «Ας βγούμε!» Ακουγόταν ενθουσιασμένος· κι οι υπόλοιποι, γύρω, έμοιαζαν σχεδόν το ίδιο ενθουσιασμένοι. Βάδιζαν τόσες ημέρες μέσα σε τούτα τα κατασκότεινα δάση, και είχαν φτάσει πια στο τέλος του ταξιδιού τους!

Ο Άτβος, όμως, ήξερε ότι όφειλαν ακόμα να είναι επιφυλακτικοί. «Όχι,» είπε. «Θα κοιμηθούμε εδώ απόψε, γιατί τα δέντρα μάς προσφέρουν κάλυψη.»

«Μα, Πρόμαχε,» είπε η Αλιρμίτ, μια πολεμίστρια από το Νέλερβικ, «έχουμε καιρό να δούμε ελικόπτερα από πάνω μας.»

«Δεν έχει σημασία. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να βιαστούμε. Αφού είμαστε κοντά στις παρυφές, είμαστε κοντά στις παρυφές. Αύριο θα βγούμε. Τόσο δρόμο κάναμε, δεν θα πεθάνουμε απόψε!» είπε, δυνατά και αποφασιστικά, ώστε να τον ακούσουν καθαρά όλοι. Και οι περισσότεροι συμφώνησαν με νεύματα και φωνές.

Η Ιλρίνα’νορ χαμογέλασε στεκόμενη πλάι του. Βλέποντάς τον να τους οδηγεί μέσα από τους Δασότοπους της Σκιάς όλες αυτές τις ημέρες, είχε συνειδητοποιήσει ξανά γιατί είχε εξαρχής ερωτευτεί τον Άτβος, πριν από χρόνια, όταν ήταν ακόμα Πρίγκιπας του Κάνρελ. Τώρα, η Ιλρίνα το συνειδητοποιούσε γι’άλλη μια φορά. Πρίγκιπας του Κάνρελ, Πρόμαχος της Επανάστασης, ό,τι κι αν ήταν, εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένη με τον Άτβος.

Οι επαναστάτες και οι πολεμιστές του Νέλερβικ άρχισαν να στήνουν τον καταυλισμό τους, με ό,τι πράγματα είχαν συγκεντρώσει από το ναυάγιο και ό,τι είχαν καταφέρει να φτιάξουν από τα υλικά που τους πρόσφεραν οι δασότοποι – τα οποία δεν ήταν λίγα. Είχαν κατασκευάσει πασσάλους από κλαδιά, οροφές από φύλλα, και κουβέρτες, κάπες, και υποδήματα από τα δέρματα σκοτωμένων θηρίων. Επίσης, πάμπολλα εργαλεία από τα δόντια ζώων και από πέτρες και ξύλα.

Ο Άτβος ρώτησε τον Ζίρτελον: «Πού έχει φτάσει το φουσάτο του Επόπτη;»

«Δεν είναι μακριά από την Τάσνερακ. Μιας μέρας οδοιπορία προς τα βόρεια. Ο Όρνιφιμ, η Ανταρλίδα, και η Αλιζέτ το παρακολουθούν από απόσταση.»

«Και πώς σκέφτονται να το σταματήσουν;» ρώτησε ο Άτβος, καθώς τελείωνε με το στήσιμο της σκηνής του, η οποία ήταν από ξύλα και φύλλα. «Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα νομίζει ότι έχει αρκετό στρατό;»

«Η Τάσβεραλ, απ’ό,τι καταλαβαίνω, δεν είναι ανοχύρωτη πόλη, Πρόμαχε,» είπε ο Ζίρτελον.

«Ναι, δεν είναι· αλλά, και πάλι, ο Καρλ Βέρινλωφ έχει ενεργειακό κανόνι μαζί του, έτσι δεν μου είπες;»

Ο Ζίρτελον ένευσε. «Έτσι έχουν δει η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ.»

«Ένα ενεργειακό κανόνι μπορεί να γκρεμίσει εύκολα τα τείχη, όσο ισχυρά κι αν είναι.»

Η Ιλρίνα είπε: «Θα έχει, όμως, και η Πριγκίπισσα δικά της κανόνια.»

«Και ίσως δολιοφθορείς μέσα στην πόλη της,» τόνισε ο Άτβος. «Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι όλοι οι Παντοκρατορικοί εγκατέλειψαν την Τάσβεραλ, ούτε ότι όλοι φυλακίστηκαν. Το καλύτερο θα ήταν να σταματήσουμε αυτό το φουσάτο προτού φτάσει στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου.»

«Πώς;» είπε η Ιλρίνα, καθίζοντας σε μια πέτρα.

«Αυτό είναι το πρόβλημα.» Και, στρεφόμενος στον Ιεράρχη: «Έχουν οι Μαύρες Δράκαινες κανένα σχέδιο;»

«Δε λένε τίποτα,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Μάλιστα…» Ο Άτβος κάθισε κοντά στην Ιλρίνα, τυλίγοντας την κάπα του (η οποία ήταν φτιαγμένη από δέρματα ζώων) γύρω του, καθότι έκανε ψύχρα. «Επομένως…» Μόρφασε, σκεπτικός. «Επομένως, θα κινηθούμε ανατολικά αύριο, όταν βγούμε από τα δάση.»

«Προς το στρατό του Επόπτη;» έκανε η Ιλρίνα. «Ελπίζω να μη σοβαρολογείς!»

«Προς την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου. Ανατολικά και βόρεια. Αλλά, προτού φτάσουμε εκεί….»

«Προτού φτάσουμε εκεί, τι;»

«Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαμε να στήσουμε καμια παγίδα για τον Επόπτη.»

Δεν είπε, όμως, τίποτ’άλλο γι’αυτό το θέμα εκείνο το βράδυ, και σύντομα όλοι τους κοιμήθηκαν, αφού έβαλαν κάποιους να φυλάνε σκοπιές κι αφού η Ιλρίνα’νορ ύφανε μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω απ’τον καταυλισμό τους.

Το πρωί, οδοιπόρησαν πάλι μέσα στους δασότοπους για καμια ώρα και έφτασαν στις βόρειες παρυφές, όπου είδαν τις φυλλωσιές να αραιώνουν από πάνω τους και το φως του ήλιου να πέφτει άπλετο. Το μαρτύριο του σκοτεινού ταξιδιού είχε περάσει· είχαν φτάσει στο τέλος. Αισθάνονταν όλοι τους μια δυνατή ψυχική ανάταση, μια απερίγραπτη ανακούφιση, σαν ποτέ κανένας τους να μην είχε ταλαιπωρηθεί, ποτέ κανένας τους να μην είχε τραυματιστεί ή χτυπηθεί. Προτού όμως προλάβουν να πανηγυρίσουν, είδαν αντίκρυ τους έναν πλατύ ποταμό ν’απλώνεται από τη μια άκρη του ορίζοντα ώς την άλλη, αστράφτοντας στις αχτίνες του ήλιου – και χωρίς να φαίνεται καμια γέφυρα ή πόρος εκεί κοντά.

«Ο ποταμός Νέλερηλ…» είπε ο Άτβος, σταματώντας να βαδίζει. «Πρέπει να βρούμε τρόπο να τον διασχίσουμε.» Ύψωσε τα κιάλια του, που ο ένας τους φακός ήταν ραγισμένος, και κοίταξε προς τα βόρεια και προς τα νότια. Πουθενά δεν μπορούσε να διακρίνει γέφυρα. Μονάχα ένα πλοίο ατένισε να έρχεται από τον νότο. Ιστιοφόρο.

Ζήτησε από την Ιλρίνα να ενισχύσει τα κιάλια του, κι εκείνη ύφανε ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω τους. Ο Άτβος τα σήκωσε ξανά και κοίταξε το σκάφος, παρατηρώντας αν είχε καμια σημαία με το έμβλημα της Παντοκράτειρας, ή αν λευκοντυμένοι πολεμιστές βρίσκονταν στο κατάστρωμά του. Η μοναδική σημαία, όμως, επάνω στα κατάρτια του ήταν η εμπορική του Τάσβεραλ. Κάποιος έμπορος που ανεβαίνει τον ποταμό Νέλερηλ, σκέφτηκε ο Πρόμαχος, και το είπε στους συντρόφους του.

«Ίσως θα μπορούσε να μας βοηθήσει να περάσουμε απέναντι,» είπε η Αλιρμίτ. «Να του κάνουμε σινιάλο.»

«Ναι…» αποκρίθηκε ο Άτβος. Αλλά αισθανόταν διστακτικός. Αν Παντοκρατορικοί ήταν κρυμμένοι μέσα σ’αυτό το σκάφος, θα ήταν σαν να οδηγούσε τους συντρόφους του στον θάνατό τους.

Δεν το νόμιζε, όμως. Μάλλον, ήταν μονάχα ένα εμπορικό σκάφος.

Είπε στον Ζίρτελον: «Θέλω τη γνώμη σου.» Και του έδωσε τα κιάλια για να κοιτάξει.

Ο Ιεράρχης κοίταξε· ύστερα κατέβασε τα κιάλια και είπε: «Δεν έχω καμια πληροφορία που να μου λέει ότι αυτό το πλοίο είναι επικίνδυνο, Πρόμαχε. Μάλλον είναι ό,τι φαίνεται να είναι. Δε μπορώ, βέβαια, να είμαι και σίγουρος…» Του επέστρεψε τα κιάλια.

Ο Άτβος στράφηκε στην Ιλρίνα.

«Ας το προσπαθήσουμε,» είπε εκείνη.

«Πάμε!» φώναξε ο Άτβος, κάνοντας νόημα στους συντρόφους του να τον ακολουθήσουν και βαδίζοντας πρώτος προς τις όχθες του Νέλερηλ.

Όταν ήταν όλοι τους εκεί, ο Πρόμαχος κοίταξε πάλι το πλοίο με τα ενισχυμένα κιάλια του, αναζητώντας κάτι που μπορεί στην αρχή να του είχε διαφύγει. Δεν πρόσεξε, όμως, τίποτα που θα χαρακτήριζε ύποπτο.

Η Αλιρμίτ και ο Ράνθρος και μερικοί άλλοι έκαναν σινιάλο στο ερχόμενο σκάφος, όταν αυτό είχε πλησιάσει, υψώνοντας τα όπλα τους στον ήλιο ώστε οι λεπίδες να γυαλίσουν, και φωνάζοντας, ζητώντας βοήθεια.

Το πλοίο προσέγγισε την όχθη και έριξε άγκυρα. Ένας άντρας φώναξε από το κατάστρωμά του: «Τι θέλετε;»

«Είμαστε ναυαγοί!» απάντησε ο Άτβος, κάνοντας χωνί με τα χέρια γύρω από το στόμα του. «Ζητάμε να μας περάσετε στην αντικρινή όχθη! Μόνο αυτό!»

Κάποιοι φάνηκαν, τότε, να συζητάνε επάνω στο κατάστρωμα. Ο Πρόμαχος τούς κοίταζε με τα κιάλια του, και δεν είδε κανέναν ντυμένο σαν στρατιωτικό της Παντοκράτειρας. Μια μικρή βάρκα, τελικά, κατέβηκε από το πλοίο και ζύγωσε την όχθη γρήγορα. Είχε μηχανή, σε αντίθεση με το μεγάλο σκάφος. Επάνω της στέκονταν δύο άντρες, οι οποίοι ατένισαν τον Άτβος και τους συντρόφους του με φανερή καχυποψία. Μάλλον, όμως, από την εμφάνισή τους, δεν άργησαν να συμπεράνουν ότι έλεγαν αλήθεια: ότι ήταν, όντως, ναυαγοί.

«Ελάτε,» τους είπαν. «Θα σας πάρουμε λίγους-λίγους για να σας ανεβάσουμε.» Δεν χωρούσαν όλοι στη βάρκα.

Ο Άτβος πήγε πρώτος. Αν υπήρχε κίνδυνος επάνω στο πλοίο, ήθελε εκείνος να τον συναντήσει πριν από τους υπόλοιπους. Έκανε νόημα στην Ιλρίνα να μείνει πίσω. «Θα έρθεις με τη δεύτερη μεταφορά,» της είπε· κι εκείνη ένευσε, αν και διστακτικά. Δεν της άρεσε αυτό, δεν της άρεσε καθόλου. Αν ήταν να συμβεί κάτι στον Άτβος, ήθελε το ίδιο να συμβεί και σ’εκείνη. Τόσα χρόνια αγωνιζόμαστε μαζί, αγάπη μου· κι αυτό δεν θ’αλλάξει μέχρι τον θάνατό μας, σκέφτηκε η Ιλρίνα, καθώς τον έβλεπε ν’απομακρύνεται πάνω στη βάρκα. Μαζί του είχαν πάει η Κισβέτα και μερικοί άλλοι επαναστάτες και πολεμιστές του Νέλερβικ.

Στο κατάστρωμα του εμπορικού πλοίου, ο Άτβος βρήκε έναν άντρα και μια γυναίκα να τον περιμένουν. Ο πρώτος δεν είχε παρά ένα ξιφίδιο περασμένο στη ζώνη του, και ήταν μεσήλικας: στην ηλικία του Προμάχου, μάλλον. Η γυναίκα ήταν πιο βαριά οπλισμένη, μ’ένα σπαθί στη ζώνη της και φορώντας φολιδωτό θώρακα. Έμοιαζε για μισθοφόρος.

«Μας συγχωρείτε για την αναστάτωση,» είπε ο Άτβος. «Το μόνο που θέλουμε είναι να μας πάτε στην αντικρινή όχθη. Μακάρι να είχαμε χρήματα για να σας πληρώσουμε.»

«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» αποκρίθηκε ο άντρας, κοιτάζοντας τα όπλα του Άτβος σκεπτικά. «Δεν θέλουμε φασαρίες. Αν μπορούμε να βοηθήσουμε, θα βοηθήσουμε.»

«Να είστε βέβαιος, κύριε, πως μόνο φασαρίες δεν έχουμε στο μυαλό μας. Είμαστε οπλισμένοι για την προσωπική μας προστασία.»

Η μισθοφόρος ρώτησε: «Πού ναυαγήσατε; Δεν προσπεράσαμε κανένα ναυάγιο καθώς ερχόμασταν…»

«Ναυαγήσαμε στις πετρώδεις ακτές νότια από εδώ και δυτικά του Ακρωτηρίου των Ψηλών Βράχων.» Δεν ήταν ακριβώς ψέματα, αλλά ήταν αλήθεια μόνο εν μέρει. Στην πραγματικότητα, είχαν ναυαγήσει πολλές δεκάδες χιλιόμετρα ανατολικά του Ακρωτηρίου των Ψηλών Βράχων. «Αναγκαστήκαμε να διασχίσουμε τους Δασότοπους της Σκιάς.»

Ο άντρας – ο ιδιοκτήτης του σκάφους, μάλλον – κοίταξε τα ρούχα τους, τα οποία αναμφίβολα μαρτυρούσαν πως η ιστορία του Άτβος ήταν αληθινή. «Μάλιστα. Καταλαβαίνουμε. Δύσκολη κατάσταση. Αν θέλετε να σας δώσουμε και κάποια τρόφιμα….»

«Θα ήμασταν ευγνώμονες,» αποκρίθηκε ο Άτβος.

Και μετά, επέστρεψε στο πλοίο η μηχανοκίνητη βάρκα για δεύτερη φορά, φέρνοντας την Ιλρίνα’νορ, τον Ζίρτελον, και μερικούς άλλους, προτού φύγει ξανά. Η Ιλρίνα είχε ήδη δει ότι ο Άτβος δεν βρισκόταν σε κίνδυνο κι αισθανόταν ανακουφισμένη. Πήγε κοντά του κι έπιασε το χέρι του. «Όλα εντάξει;» τον ρώτησε.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ο κύριος είναι φιλικός, τα Πνεύματα να τον έχουν καλά.» Μιλούσε έτσι γιατί ο έμπορος ήταν κοντά τους και τους άκουγε. Όχι πως στην πραγματικότητα είχε και κανένα παράπονο μαζί του, δηλαδή. Λογικό ήταν να είναι επιφυλακτικός – και είχε προθυμοποιηθεί και να τους δώσει τρόφιμα: γενναιόδωρο εκ μέρους του.

Όταν όλοι οι σύντροφοι του Προμάχου ήταν στο πλοίο, ο έμπορος αποδείχτηκε συνεπής: τους εφοδίασε, όπως είχε υποσχεθεί στον Άτβος, και τους άφησε στην αντικρινή όχθη του Νέλερηλ, μερικά χιλιόμετρα πιο βόρεια, όπου υπήρχε καλό μέρος για να τους μεταφέρει η μηχανοκίνητη βάρκα. Δεν ρώτησε το όνομα του Άτβος, ή κανενός άλλου, και ούτε ο Άτβος ρώτησε το δικό του όνομα. Ίσως και να υποψιάζεται ότι είμαστε επαναστάτες, σκέφτηκε ο Πρόμαχος, γι’αυτό θέλει να είναι εντάξει μαζί μας αλλά, συγχρόνως, χωρίς πολλά-πολλά. Δεν είχε σημασία ό,τι κι αν νόμιζε ο έμπορος, όμως· έφτανε που δεν ήταν με το μέρος των Παντοκρατορικών.

131.

Ήταν η τρίτη ημέρα από τότε που το φουσάτο του Καρλ Βέρινλωφ είχε ξεκινήσει από την Τάσνερακ, και σουρούπωνε. Οι Παντοκρατορικοί πολεμιστές κατασκήνωναν επάνω και γύρω από τη δημοσιά, όπου το εμπόριο είχε πάψει μόλις τα νέα για την προέλαση του στρατού μαθεύτηκαν, και ακόμα κι οι ταξιδιώτες δεν έρχονταν πλέον από εδώ. Ο μεγάλος, λιθόστρωτος δρόμος είχε ερημώσει.

Η Ανταρλίδα παρακολουθούσε τους Παντοκρατορικούς να καταυλίζονται, από απόσταση, με τα κιάλια της, στεκόμενη επάνω σ’ένα δενδρώδες ύψωμα δυτικά της δημοσιάς. Το δίκυκλό της, όπως και τα δίκυκλα των δύο συντρόφων της, ήταν αφημένο πίσω από το ύψωμα, σκεπασμένο με κλαδιά και φυλλωσιές.

«Ο Μεγάλος Προφήτης λέει πως έχει ξαναδεί τούτη την τοποθεσία.»

Η Ανταρλίδα, ακούγοντας τη φωνή του Όρνιφιμ, κατέβασε τα κιάλια της και στράφηκε να τον κοιτάξει. «Την έχει ξαναδεί;»

«Ναι, την έχει δει σε μια από τις εικόνες στο μυαλό του. Αυτή την τοποθεσία, ή, μάλλον, περίπου αυτή· και ήθελε να σ’το πω, για να σε προειδοποιήσω.»

«Να με προειδοποιήσεις σχετικά με τι;» ρώτησε η Ανταρλίδα· και πρόσεξε ότι τώρα κι η Αλιζέτ ατένιζε τον Όρνιφιμ με περιέργεια. Μέσα από την κουκούλα της κάπας της, τα γκρίζα σαν ατσάλι μάτια της γυάλιζαν.

«Το μέρος όπου έχουν στρατοπεδεύσει οι Παντοκρατορικοί τού θυμίζει ένα μέρος που έχει ‘δει’ νάναι χτυπημένο από κάποια μεγάλη καταστροφή. Έκρηξη πιθανώς. Προτείνει να μην πλησιάσουμε, σε καμία περίπτωση, τον καταυλισμό του Επόπτη απόψε.»

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Ποιος μπορεί να προκαλέσει αυτή την καταστροφή αν όχι εμείς;»

«Ο Μεγάλος Προφήτης δεν γνωρίζει,» αποκρίθηκε ο Όρνιφιμ.

«Ας περιμένουμε,» είπε η Αλιζέτ, «να δούμε αν τα λόγια του θα βγουν αληθινά. Ούτως ή άλλως δεν σχεδιάζαμε να κάνουμε τίποτα απόψε, Ανταρλίδα.»

«Ναι.» Η Ανταρλίδα ύψωσε τα κιάλια της, ατενίζοντας το υπό ανέγερση στρατόπεδο με προσοχή. Τι θα μπορούσε να προκαλέσει έκρηξη; Κάποια κακή μεταχείριση των εκρηκτικών υλών από τους Παντοκρατορικούς; Δύσκολο τής φαινόταν. Οι εκρηκτικές ύλες ήταν επικίνδυνες στη Βίηλ, αλλά όχι και τόσο επικίνδυνες. Επιπλέον, δεν ήξερε πόσα εκρηκτικά είχαν μαζί τους οι Παντοκρατορικοί· μπορεί να μην είχαν και καθόλου. Κι αν είχαν, θα τα φυλούσαν άνθρωποι έμπειροι στη χρήση και την προστασία τους. Ο Καρλ Βέρινλωφ δεν μπορεί να φαινόταν απρόσεκτος με κάτι τέτοιο. Ήταν συνταγματάρχης εν αποστρατεία, ήρωας του Βόρειου Μετώπου της Απολλώνιας, και αναμφίβολα έμπειρος στον πόλεμο. Τούτη τη φορά, αποκλείεται να βγει αυτό που «είδε» ο Τάμπριελ…

Η Ανταρλίδα κατέβασε τα κιάλια της.

Η Αλιζέτ κάθισε σε μια πέτρα, τυλίγοντας την κάπα της γύρω της. Έκανε κρύο απόψε – έντονο κρύο – όπως επίσης και όλα τα τελευταία βράδια. Ο χειμώνας είχε έρθει στη Βίηλ. «Αφού ξέρεις τι σκέφτεται ο Τάμπριελ,» είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα στον Όρνιφιμ, «θα βλέπεις κι εσύ τα οράματά του, σωστά;»

Ο Ιεράρχης ήταν καθισμένος σε μια άλλη πέτρα, παραδίπλα, επίσης τυλιγμένος στην κάπα του. «Δεν είναι ακριβώς έτσι, Αλιζέτ.»

«Και πώς είναι;»

«Δε ‘βλέπουμε’ εμείς τις εικόνες που έρχονται στο μυαλό του Προφήτη. Γνωρίζουμε μόνο όταν εκείνος σκέφτεται γι’αυτές.»

Η Ανταρλίδα ήρθε να καθίσει κοντά τους, ενώ η Αλιζέτ ρωτούσε: «Γιατί; Κανονικά, δεν υποτίθεται πως ξέρετε ό,τι ξέρει εκείνος, και αντίστροφα;»

«Με τον Προφήτη…» είπε ο Όρνιφιμ, και κόμπιασε. «Ο Προφήτης έχει τον Μεγάλο Ιεράρχη φυλακισμένο και υπό τη θέλησή του, Αλιζέτ. Κι εμείς, ουσιαστικά, με τον Μεγάλο Ιεράρχη είναι που βρισκόμαστε σε επαφή. Αυτός είναι το κέντρο της ύπαρξής μας. Δεν είμαστε παρά τα μέλη ενός σώματος – για να μπορέσεις να καταλάβεις, πολύ γενικά. Ο Μέγας είναι το κεφάλι. Και το κεφάλι τώρα είναι υποταγμένο στη θέληση ενός άλλου ανθρώπου. Του Τάμπριελ. Κι όταν αυτός έρχεται σε επαφή με το κεφάλι, τότε είναι σαν να αποτελεί προέκτασή του.»

«Νομίζω πως καταλαβαίνω,» είπε η Αλιζέτ. «Αλλά και πάλι, θα έπρεπε να ‘βλέπετε’ κι εσείς τις ίδιες εικόνες μ’εκείνον.»

«Οι εικόνες αυτές είναι σαν να προέρχονται από κάποιο μέρος του μυαλού του Προφήτη όπου δεν έχουμε πρόσβαση. Ωστόσο, όπως σου είπα, όταν σκέφτεται γι’αυτές ενώ είναι σε επαφή μαζί μας, το γνωρίζουμε.»

«Είστε πολύ παράξενοι για να είστε πραγματικοί,» σχολίασε η Αλιζέτ.

Ο Όρνιφιμ γέλασε. «Τι έκφραση είν’ αυτή, Αλιζέτ;»

«Στη Νόρχακ δεν υπάρχει, ε;» είπε η Ανταρλίδα, μειδιώντας μέσα στην κουκούλα της.

«Ν’ανάψουμε καμια φωτιά;» πρότεινε ο Όρνιφιμ. «Θα παγώσουμε ζωντανοί αλλιώς.»

«Λιγάκι πιο πίσω, όμως,» τόνισε η Αλιζέτ, «και μέσα σε λάκκο.»

Σηκώθηκαν και βάδισαν, για να πάνε εκεί όπου θα ήταν σχετικά καλυμμένοι. Ο Όρνιφιμ άρχισε να σκάβει έναν μικρό λάκκο, και η Αλιζέτ κι η Ανταρλίδα να φέρνουν ξύλα, από τα δέντρα γύρω αλλά και από αυτά που είχαν ήδη μαζέψει και δέσει επάνω στα δίκυκλά τους. Μετά από λίγο, μια ζωηρή φωτιά έκαιγε μέσα στον λάκκο, πίσω από ένα πρόχωμα, και κάθονταν κι οι τρεις τους κοντά της, με ζεστές κούπες τσάι στα χέρια, πίνοντας σιωπηλά. Ο Όρνιφιμ κάπνιζε, επίσης, την πίπα του, και η Ανταρλίδα ένα τσιγάρο. Η Αλιζέτ ποτέ δεν κάπνιζε.

Είπε: «Τα Δαιμόνια του Ψύχους…»

«Έκφραση της Βίηλ, ή θρύλος;» ρώτησε ο Όρνιφιμ.

«Λίγο κι από τα δύο. Τα Δαιμόνια του Ψύχους είναι ένα θεατρικό έργο. Πολύ παλιό: τουλάχιστον εκατό χρόνων, αν δεν κάνω λάθος. Αναφέρεται σε Δαιμόνια που βγαίνουν τις πιο παγερές μέρες του χειμώνα για να ενοχλήσουν τους ταξιδιώτες. Από τότε που έγινε δημοφιλές το έργο αυτό, έγινε δημοφιλής και η έκφραση ‘τα Δαιμόνια του Ψύχους’ όταν έχει πολύ κρύο. Ή ίσως, λένε ορισμένοι, η έκφραση να προϋπήρχε και ο δημιουργός του έργου να βάσισε τον τίτλο σ’αυτήν.»

«Ο Τάμπριελ είναι ακόμα σε επαφή μαζί σας;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Όρνιφιμ, μετά από λίγο.

«Ναι.»

«Τι κάνει;»

«Είναι στο δωμάτιό του με τον Ραφέλνες και παίζουν ένα παιχνίδι που λέγεται Ποταμοί. Πρέπει να φτιάξεις ολοκληρωμένες σειρές με πεσσούς, χωρίς να διακόπτονται ή να τέμνονται. Φαίνεται ενδιαφέρον.»

Η Αλιζέτ είπε: «Μπορεί και σκέφτεται κανονικά ο Τάμπριελ όσο είναι σε επαφή μαζί σας;»

«Έτσι νομίζω. Γιατί όχι; Εμείς σκεφτόμαστε κανονικά, δε σκεφτόμαστε;»

Εξαρτάται, συλλογίστηκε η Αλιζέτ, από το τι θεωρεί ο καθένας «κανονικό». Αναμφίβολα, κάποιοι θα ισχυρίζονταν ότι δεν είναι «κανονικό» μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων να μοιράζεται τις ίδιες σκέψεις, τις ίδιες μνήμες… Αναρωτιέμαι αν σκέφτεστε σαν εμάς, τους άλλους ανθρώπους, ή τελείως διαφορετικά. Τι συνέβαινε μέσα στα μυαλά των Ιεραρχών;

Ένας δυνατός κρότος αντήχησε, και μια δυνατή λάμψη φώτισε τη νύχτα.

Η Αλιζέτ, η Ανταρλίδα, κι ο Όρνιφιμ πετάχτηκαν όρθιοι, γυρίζοντας, για να κοιτάξουν προς τη μεριά του στρατοπέδου των Παντοκρατορικών.

Μια μεγάλη έκρηξη είχε γίνει. Φωτιές ήταν αναμμένες–

δυνατή βροντή

εκτυφλωτικό φως–

Ακόμα μια έκρηξη είχε γίνει. Ακόμα περισσότερες φωτιές ήταν τώρα αναμμένες, είδαν η Αλιζέτ, η Ανταρλίδα, κι ο Όρνιφιμ όταν άνοιξαν πάλι τα μάτια τους, τα οποία είχαν αμέσως κλείσει και προστατέψει με τα χέρια τους για να μην τυφλωθούν. Ο καταυλισμός των Παντοκρατορικών φλεγόταν, μισοδιαλυμένος.

Η Ανταρλίδα ύψωσε τα κιάλια της και είδε κατεστραμμένες σκηνές που φλόγες χόρευαν επάνω τους· νεκρούς πολεμιστές που τους κατασπάραζαν οι φωτιές· ζωντανούς πολεμιστές που έτρεχαν ουρλιάζοντας, έχοντας πέσει στην αγκαλιά πύρινων δαιμόνων· αναποδογυρισμένα και φλεγόμενα κάρα και φορτηγά· ένα επίσης αναποδογυρισμένο τετράκυκλο άρμα με βαλλίστρα προσαρτημένη. Το ψηλό άρμα με τις ερπύστριες και το ενεργειακό κανόνι ήταν ακόμα όρθιο, αλλά μαυρισμένο από τη μια μεριά. Παντοκρατορικοί έτρεχαν από δω κι από κει, φωνάζοντας, χειρονομώντας. Κάποιοι έφερναν αντλίες, ρίχνοντας νερό στις φλόγες.

«Ο Μεγάλος Προφήτης είχε δίκιο,» είπε ο Όρνιφιμ. «Ποιος, όμως, μπορεί να το έκανε αυτό;»

Η Ανταρλίδα κατέβασε τα κιάλια της. «Δεν έχω ιδέα.»

Η Αλιζέτ δεν είχε σηκώσει τα δικά της κιάλια για να κοιτάξει τον βομβαρδισμένο καταυλισμό, και τώρα, με τις άκριες των ματιών της, είδε μια σκιά να κινείται μέσα στη βλάστηση. Αυτός πάλι! Πρέπει να ήταν ο ίδιος που είχε προσέξει και τη νύχτα πριν από την αναχώρηση του στρατεύματος του Επόπτη από την Τάσνερακ. Κάποιος που μας παρακολουθεί. Ή εμάς ή τους Παντοκρατορικούς.

Η Αλιζέτ, με τρεις γρήγορες κινήσεις, έλυσε την κάπα της και την πέταξε κάτω, αρχίζοντας συγχρόνως να τρέχει προς τον κατάσκοπο. Εκείνος γύρισε και χώθηκε μες στη βλάστηση. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και φάνηκε να τον καταπίνει, σαν ποτέ να μην είχε υπάρξει. Το φεγγάρι ήταν σχεδόν ολόκληρο κρυμμένο πίσω από σύννεφα.

«Αλιζέτ!» άκουσε πίσω της η Σκοτεινή Βασίλισσα τον Όρνιφιμ να φωνάζει. Τον αγνόησε, κι άλλαξε κατεύθυνση: έτρεξε προς το δίκυκλό της. Φτάνοντας εκεί, πήδησε στη σέλα χωρίς να πετάξει τα κλαδιά και τις φυλλωσιές από πάνω του, και το ενεργοποίησε ξεκινώντας τη μηχανή και ανάβοντας τον προβολέα. Το οδήγησε, γρήγορα, προς τη μεριά όπου είχε δει τον κατάσκοπο. Φωτίζοντας.

Τα μάτια της έπιασαν πάλι μια σκιά να τρέχει. Ώστε εκεί είσαι! Η Αλιζέτ έστριψε, πέρασε ανάμεσα από δύο δέντρα. Τον έβλεπε τώρα καθαρά εμπρός της· δεν υπήρχε περίπτωση να της ξεφύγει. Τράβηξε το σπαθί της από τη ζώνη της.

Ο άγνωστος σταμάτησε απότομα, παραμερίζοντας την κάπα του και ρίχνοντας την κουκούλα του στους ώμους. Υψώνοντας ένα μεγάλο τσεκούρι, το οποίο βαστούσε με τα δύο χέρια.

Ήταν Ιερός Μαχητής των Οστών. Τα κόκαλα της αρματωσιάς του φαίνονταν πεντακάθαρα τώρα στο ενεργειακό φως του οχήματος της Αλιζέτ.

Η Σκοτεινή Βασίλισσα σταμάτησε τους δύο τροχούς της μέσα σ’ένα σύννεφο σκόνης και φύλλων. «Ποιος είσαι;» ρώτησε τον άντρα, δείχνοντας τον με το ξίφος της. «Γιατί μας παρακολουθείς;»

«Δεν παρακολουθώ εσάς,» αποκρίθηκε εκείνος. Ήταν γαλανόδερμος, ψηλός, και γεροδεμένος· και είχε άγρια πυρόξανθα μαλλιά και μούσια, τα οποία ξεπρόβαλλαν μέσα από το οστέινο κράνος που αποτελούσε προέκταση του κρανίου του. Τα μάτια του γυάλιζαν, καταπράσινα.

«Τους Παντοκρατορικούς;»

«Ναι.» Δεν είχε κατεβάσει το τσεκούρι του.

«Τότε ίσως να είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο χωρίς να το ξέρουμε,» είπε η Αλιζέτ. Ούτε εκείνη είχε κατεβάσει το σπαθί της.

«Το υποψιαζόμουν.»

«Τ’όνομά σου;»

«Ρηθμάλος.»

Δύο δίκυκλα ακούστηκαν τότε να έρχονται γρήγορα, και σταμάτησαν δεξιά κι αριστερά της Αλιζέτ. Ο Όρνιφιμ και η Ανταρλίδα, κι οι δυο με σπαθιά στα χέρια.

«Φίλος είναι,» τους είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα, κατεβάζοντας τώρα το όπλο της. Και προς τον Ιερό Μαχητή: «Ρηθμάλος, είπες;»

«Ναι. Αλλά εσείς ίσως να μ’έχετε ακουστά ως ‘ο Θεριστής των Οστών’.»

«Έχουμε, πράγματι, ακούσει για σένα,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ.

«Από ποιον;»

«Σου λέει τίποτα το όνομα Πρόμαχος Άτβος;»

«Ο Πρόμαχος Άτβος…» Ο Ρηθμάλος κατέβασε τον μεγάλο πέλεκύ του. «Ναι, είχα κατά καιρούς επαφή με τους επαναστάτες του. Όχι πολύ στενή.»

«Το ίδιο μάς είπε κι ο ίδιος,» τον πληροφόρησε η Ανταρλίδα.

«Είστε επαναστάτες, λοιπόν;»

«Άκουσες γι’αυτά που συνέβησαν στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου;» ρώτησε η Αλιζέτ, χωρίς ν’απαντήσει στη δική του ερώτηση.

«Ναι. Αλλά ο Επόπτης ήταν στην Τάσνερακ, και πάει τώρα να επιτεθεί στην Πριγκίπισσα. Έτσι δεν είναι;»

«Έτσι,» είπε η Αλιζέτ.

«Εσείς ποιοι είστε; Ακόμα δεν έχω ακούσει απάντηση.» Κι έμοιαζε έτοιμος να ξανασηκώσει το τσεκούρι του – το οποίο, σκέφτηκε η Αλιζέτ, πρέπει αναμφίβολα να δικαιολογούσε το παρωνύμιο Θεριστής των Οστών.

«Από την Τάσβεραλ ήρθαμε,» αποκρίθηκε η Σκοτεινή Βασίλισσα, «για να κατασκοπεύσουμε τις κινήσεις του Επόπτη.»

«Άνθρωποι της Πριγκίπισσας, δηλαδή…»

«Όχι. Όχι ακριβώς.»

«Τότε;»

«Επαναστάτες,» του απάντησε η Ανταρλίδα αντί για την Αλιζέτ. «Βοηθήσαμε την Πριγκίπισσα να διώξει τους Παντοκρατορικούς από την πρωτεύουσά της.»

«Και σκοπεύουμε,» πρόσθεσε η Σκοτεινή Βασίλισσα, «να τη βοηθήσουμε να κρατήσει το Πριγκιπάτο της υπό τον έλεγχό της.»

«Τότε,» είπε ο Ρηθμάλος, «μπορείτε να με θεωρείτε σύμμαχό σας. Εγώ κι ο Επόπτης… έχουμε προηγούμενα.»

«Ναι, κι αυτό το έχουμε ακούσει,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ.

Η Ανταρλίδα τον ρώτησε: «Εσύ ευθύνεσαι για τις εκρήξεις στον καταυλισμό των Παντοκρατορικών;»

Ο Ρηθμάλος κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Η Μητέρα.»

«Η Μητέρα; Είναι εδώ;»

«Τη συνάντησα το πρωί. Ή μάλλον, εκείνη με συνάντησε. Με βρήκε με τη μαγεία της. Μου είπε ότι τη νύχτα θα χτυπούσε τους εχθρούς μας.»

«Στέλνοντας τα παιδιά της;»

«Προφανώς.»

Τι να πεις τώρα; σκέφτηκε η Ανταρλίδα, αηδιασμένη. Της είπαμε ότι δεν χρειαζόμαστε τέτοιου είδους βοήθεια, αλλά εκείνη, σώνει και καλά, θα μας βοηθήσει όπως νομίζει. Τα κέρατα του Κάρτωλακ!

«Πού είναι τώρα;» τον ρώτησε η Αλιζέτ.

«Όχι και πολύ μακριά, υποθέτω.»

«Εσύ πώς ακολουθείς το φουσάτο του Επόπτη; Με τα πόδια;»

«Με άλογο. Το έχω δεμένο λίγο παραπέρα.» Έδειξε με τον αντίχειρα. «Η εστία του δίκυκλού μου πρόσφατα πέθανε, και δεν έχω καταφέρει να την αντικαταστήσω.»

Οι εστίες, όπως ήξερε η Αλιζέτ, είχαν την πολύ κακή φήμη ότι πέθαιναν σε απρόσμενες στιγμές, χωρίς καμία προειδοποίηση. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς γιατί συνέβαινε αυτό· ήταν σαν απλά να γερνούσαν. Ωστόσο, τα γεράματα δεν έρχονταν σε όλες ύστερα από το ίδιο χρονικό διάστημα, ούτε ύστερα από συγκεκριμένη χρήση. Μπορεί να μην είχες χρησιμοποιήσει σχεδόν καθόλου μια εστία και την επόμενη φορά να ψοφούσε. Οι περισσότερες, πάντως, κρατούσαν μερικά χρόνια.

«Έλα μαζί μας,» του πρότεινε η Αλιζέτ. «Ούτως ή άλλως, κι εμείς τον Επόπτη παρακολουθούμε.»

Ο Θεριστής των Οστών ένευσε. «Θα έρθω.»

132.

Η Νίνα Έκγραμμη είχε αφήσει το όχημά της μέσα στην Άτβηλκ, όταν είχε πάει εκεί ώστε να στήσει παγίδα στον Πολ – ή σε όποιον ήταν που έκανε τις δολοφονίες των πρακτόρων της – ξέροντας πως τελικά εκεί θα ερχόταν, προκειμένου να σκοτώσει τον Ανώτερο Ελεγκτή Αρνάλβες. Άλλωστε, ακόμα κι αν ο εχθρός δεν ήταν ο Πολ, σίγουρα είχε εξωφρενικές γνώσεις σχετικά με το δίκτυό της· δεν μπορεί να μη γνώριζε για τον Ανώτερο Ελεγκτή.

Και η Νίνα είχε αποδειχτεί σωστή.

Αλλά ο Αρνάλβες, όταν τον είχε αφήσει, ήταν ετοιμοθάνατος· ίσως τώρα να ήταν πια νεκρός. Αυτό, όμως, ήταν ένα νόμισμα που η Νίνα μετά χαράς θα πλήρωνε – φτάνει να είχε πιάσει τον Πολ.

Όμως ο Πολ Ντέρνηχ είχε δραπετεύσει: και μάλιστα, με τρόπο που εκείνη δεν είχε ούτε καν φανταστεί. Μια μεταλλική, φτερωτή γυναίκα με μάτια γεμάτα φως είχε έρθει από τον ουρανό για τον σώσει, για όνομα των Κολοσσών!

Πρέπει να γίνει κάτι για όλ’αυτά… Πρέπει, γρήγορα, να γίνει κάτι για όλ’αυτά… σκεφτόταν, ζαλισμένα, η Νίνα Έκγραμμη καθώς βάδιζε, παραπατώντας, προς τη δυτική πύλη της Άτβηλκ, μέσα στο φως της αυγής.

Οι φρουροί τη ρώτησαν αν χρειαζόταν βοήθεια, βλέποντας μια γυναίκα φανερά ταλαιπωρημένη αλλά μην αναγνωρίζοντας την Παντοκρατορική Επόπτρια – η Νίνα είχε φροντίσει ελάχιστοι να ξέρουν την όψη της. Τους έγνεψε ότι δεν ήθελε να τη βοηθήσουν, κι εκείνοι δεν την πλησίασαν.

Βάδισε ώς το Παντοκρατορικό φρουραρχείο και, προτού πάει να πάρει το όχημά της από τον χώρο στάθμευσης, θέλησε να μάθει τι είχε γίνει με τον Αρνάλβες. Ο αξιωματικός που είχε υπηρεσία και ο μάγος, ο Νέλδουρ’χοκ, τη συνάντησαν πρώτοι κι αμέσως βάλθηκαν να την περιποιηθούν, ρωτώντας συγχρόνως τι της είχε συμβεί. Η Νίνα κάθισε σε μια καρέκλα, νιώθοντας έντονο πόνο να διατρέχει όλη της την πλάτη, σχεδόν παραλύοντάς την. Ο αξιωματικός τής έδωσε μια κούπα ζεστό τσάι, κι εκείνη ήπιε, τώρα καταλαβαίνοντας πόσο ξεπαγιασμένο ήταν το σώμα της ύστερα από τόσες ώρες που κειτόταν αναίσθητη μέσα στην ύπαιθρο.

«Εξοχότατη, τι συνέβη;»

Η Νίνα τούς είπε, και στην αρχή έμοιαζαν να μη μπορούν να την πιστέψουν. «Δεν είμαι τρελή,» τους τόνισε. «Ξέρω τι είδα. Θέλω να ετοιμάσετε όλο τον στρατό που βρίσκεται στην Άτβηλκ, και σύντομα θα σας φέρω κι ενισχύσεις. Κάπου στα βόρεια οι επαναστάτες καιροφυλαχτούν, κι έχουν μαζί τους αυτά τα μεταλλικά τέρατα. Είμαι βέβαιη πως, αργά ή γρήγορα, θα χρειαστεί να τους πολεμήσουμε.»

«Μάλιστα, Εξοχότατη.»

Η Νίνα ήπιε μια γουλιά από το τσάι της, νιώθοντας τα χέρια της να τρέμουν καθώς κρατούσαν ανάμεσά τους την πήλινη κούπα.

«Θα φέρω τον θεραπευτή, Εξοχότατη,» της είπε ο αξιωματικός, και βγήκε απ’το δωμάτιο.

Ο Νέλδουρ’χοκ την κοίταζε χωρίς να μιλά.

«Μπορείς να εντοπίσεις πάλι τον Πολ;» τον ρώτησε η Νίνα.

Ο μάγος έκανε το ξόρκι του, και αποκρίθηκε: «Όχι. Πρέπει να είναι μακριά από εδώ.»

Η Νίνα το περίμενε αυτό, φυσικά.

Ο θεραπευτής ήρθε στο δωμάτιο, και της ζήτησε να βγάλει τα ρούχα της για να κοιτάξει τον ώμο της. Η Νίνα πρόσεξε ότι τα δικά του ρούχα ήταν πιτσιλισμένα με αίμα. «Τι έγινε;» τον ρώτησε κοιτάζοντάς το. «Ο Αρνάλβες;»

«Προσπάθησα να τον σώσω, Εξοχότατη…»

«Εννοείς ότι είναι νεκρός;»

«Είχε τρυπηθεί ο πνεύμονας του. Άσχημα.»

Η Νίνα αναστέναξε. Σηκώθηκε από την καρέκλα και προσπάθησε να γδυθεί, αλλά δεν μπορούσε· όχι μόνη της. Ο θεραπευτής τη βοήθησε, και μετά άγγιξε τον χτυπημένο της ώμο, στέλνοντας ακούσια λόγχες πόνου μέσα στο σώμα της.

«Δεν είναι σοβαρό,» της είπε. «Καλύτερα, όμως, να βάλουμε κάτι για να υποβαστάζει το χέρι, προς το παρόν.»

«Φέρε,» αποκρίθηκε εκείνη, κουρασμένα.

Ο θεραπευτής έφερε έναν δερμάτινο βρόχο, τον πέρασε πάνω απ’το κεφάλι της, και η Νίνα ακούμπησε τον δεξή της πήχη εκεί, αφήνοντας το χέρι να αναπαυθεί.

«Θα ξεκουραστώ εδώ μερικές ώρες,» τους είπε, «και μετά θα φύγω.» Και προς τον αξιωματικό: «Να κάνεις ό,τι σου είπα: να είστε σε πολεμική ετοιμότητα.»

«Μάλιστα, Εξοχότατη.»

Η Νίνα πήγε στο δωμάτιο που της είχε παραχωρηθεί στο φρουραρχείο όσο περίμενε τον Πολ να έρθει στην Άτβηλκ για να επιχειρήσει δολοφονία κατά του Αρνάλβες. Γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι, γλιστρώντας κάτω απ’τη ζεστή κουβέρτα. Το σύστημα θέρμανσης ήταν αναμμένο στο δωμάτιο, προσφέροντας ακόμα περισσότερη θερμότητα στο ξεπαγιασμένο σώμα της. Κοιμήθηκε… και ονειρεύτηκε φωτεινά μάτια να την ατενίζουν… μεταλλικές φτερούγες να ανεβοκατεβαίνουν… μια μεταλλική γυναίκα να τη γρονθοκοπεί… Ο ώμος της πονούσε. Η Νίνα ξυπνούσε και κοιμόταν, ξυπνούσε και κοιμόταν. Μουρμουρίζοντας.

Όταν κοίταξε το ρολόι, είδε ότι πλησίαζε μεσημέρι. Πρέπει να πηγαίνω, σκέφτηκε, κι έκανε να σηκωθεί. Ζαλιζόταν, όμως, και δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Παραπάτησε και πιάστηκε απ’τον τοίχο για να μείνει όρθια. Είχε πυρετό; Θεοί, όχι τώρα! Πρέπει… πρέπει να… Το ήξερε ότι έπρεπε να βιαστεί. Να κάνει κάτι. Αν και ήταν μπερδεμένη σχετικά με το τι ακριβώς. Το κεφάλι της στριφογύριζε.

Ανοίγοντας τον δίαυλο στον τοίχο, κάλεσε τον θεραπευτή. Ο οποίος ήρθε αμέσως, φανερά κουρασμένος. Δεν πρέπει να είχε κοιμηθεί καθόλου όλη τη νύχτα.

«Εξοχότατη,» είπε, «δε φαίνεστε καλά…»

«Πες μου κάτι που δεν ξέρω,» αποκρίθηκε η Νίνα, που ήταν ξαπλωμένη πάλι στο κρεβάτι, σκεπασμένη με την κουβέρτα. «Πες μου τι σκατά έχω. Έχω πυρετό;»

Ο θεραπευτής πλησίασε και άγγιξε το μέτωπό της. «Νομίζω πως ναι.» Ύστερα, έφυγε απ’το δωμάτιο κι επέστρεψε μ’ένα θερμόμετρο. Από αυτά τα μεγάλα της Βίηλ, που συνδέονταν με εστία. Πέρασε μια λεπτή βελόνα κάτω απ’την επιδερμίδα του γαλανού της βραχίονα και μέτρησε τη θερμοκρασία της. «Καίγεστε ολόκληρη, Εξοχότατη.»

Η Νίνα καταράστηκε στο όνομα του Σκοτοδαίμονος. «Δώσε μου κάτι. Πρέπει να φύγω.»

«Θα πρότεινα να μείνετε εδώ και να ξε–»

«Δε μ’ενδιαφέρει τι προτείνεις!» είπε απότομα η Νίνα. «Φέρε μου κάτι για να μπορώ να σταθώ στα πόδια μου! Κουνήσου!»

«Όπως θέλετε,» αποκρίθηκε ο θεραπευτής, και έφυγε απ’το δωμάτιο. Όταν επέστρεψε είχε μαζί του μια μικρή κούπα με σιρόπι μέσα, καθώς κι ένα ποτήρι με νερό. Βύθισε ένα κουταλάκι στην κούπα και το πήγε προς το στόμα της. Η Νίνα κατάπιε το πικρό σιρόπι, χωρίς να μορφάσει. Ο θεραπευτής τής έδωσε να πιει νερό, κι εκείνη ήπιε. Ύστερα, της έδωσε ακόμα ένα κουταλάκι σιρόπι, κι ακόμα μια γουλιά νερό.

«Σε μισή ώρα,» της είπε, «πρέπει να αισθάνεστε εντάξει. Ωστόσο, δεν θα είστε πραγματικά εντάξει.»

Η Νίνα, όμως, είχε ήδη αρχίσει να σηκώνεται απ’το κρεβάτι. Ένας πυρετός κι ένας χτυπημένος ώμος δεν θα με σκοτώσουν. Ούτε θα μ’αποτρέψουν απ’το να κάνω τη δουλειά μου!

Όταν κατόρθωσε να ντυθεί (αρνούμενη τη βοήθεια του θεραπευτή και διώχνοντάς τον από το δωμάτιο), περίμενε λίγο μέχρι να σταματήσει να ζαλίζεται και μετά πήγε στον χώρο στάθμευσης του φρουραρχείου. Μπήκε στο χαμηλό, τετράκυκλο όχημά της, το ενεργοποίησε, και βγήκε στους δρόμους της Άτβηλκ, τους οποίους διέσχισε γρήγορα, πέρασε τη δυτική πύλη της πόλης, και κατευθύνθηκε προς την Κίρτβεχ ακολουθώντας τη δημοσιά. Το δεξί της χέρι το είχε κρεμασμένο από τον δερμάτινο βρόχο για να ξεκουράζεται ο ώμος της, και οδηγούσε με το αριστερό χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Τα πόδια της πατούσαν επιδέξια τα πετάλια, αυξάνοντας και μειώνοντας την ταχύτητα όπου χρειαζόταν. Η Νίνα ήταν καλή οδηγός· μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και μισοκοιμισμένη. Και τώρα δεν ήταν μισοκοιμισμένη, απλώς λιγάκι ταλαιπωρημένη.

Περνώντας κοντά από τις όχθες της Δίδυμης, είδε τα νερά της λίμνης αφρισμένα και ταραγμένα μέσα στον αέρα που είχε σηκωθεί. Ύστερα άφησε τη Δίδυμη πίσω της και συνέχισε τη διαδρομή της προς την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου, η οποία πλέον δεν ήταν μακριά.

Όταν η Νίνα έφτασε στην Κίρτβεχ, δεν επισκέφτηκε καθόλου το Παντοκρατορικό φρουραρχείο· πήγε κατευθείαν στη φυσική γέφυρα που ένωνε την πόλη με την Πριγκιπική. Σε λίγο, βρισκόταν μέσα στο παλάτι του Πρίγκιπα Νοσνάλτος, έχοντας αφήσει το όχημά της στον χώρο στάθμευσης και βαδίζοντας στους διαδρόμους. Ήταν τρεισήμισι ώρα μετά το μεσημέρι, είδε ρίχνοντας μια ματιά σ’ένα ρολόι επάνω σ’έναν τοίχο, το οποίο ήταν τοποθετημένο κάτω από μια βαλσαμωμένη κεφαλή ελαφιού. Μπήκε σ’έναν ανελκυστήρα και ανέβηκε στα δωμάτιά της, όπου ήλπιζε ότι ίσως να συναντούσε τον Ράλκος. Ο σύζυγός της, όμως, δεν ήταν εδώ. Δεν ανταποκρίθηκε ούτε στη φωνή της, ούτε η Νίνα τον βρήκε να κάθεται ή να κοιμάται κάπου. Πρέπει να είχε πάει στη Ριφάλπεκ. Καλύτερα. Κάποιος πρέπει νάναι μαζί με τον Άλτρες. Κι εγώ δεν προλαβαίνω.

Τώρα, πρέπει να μιλήσω στον Πρίγκιπα. Αλλά ήταν μεσημέρι. Τέτοια ώρα ο Νοσνάλτος θα ξεκουραζόταν. Η Νίνα, βέβαια, μπορούσε να τον ανησυχήσει αν ήθελε· ήταν, αναμφίβολα, μέσα στη δικαιοδοσία της ως Παντοκρατορική Επόπτρια. Τι θα της έκανε; Θα την τιμωρούσε για αναίδεια; Ωστόσο, δεν το θεωρούσε σκόπιμο να πάει τώρα αμέσως να βρει τον Νοσνάλτος. Δεν ήξερε αν θα είχε και κανένα νόημα, άλλωστε. Επιπλέον, έχω τα χάλια μου, παρατήρησε κοιτάζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη. Δεν ήθελε να παρουσιαστεί έτσι μπροστά του, εκτός αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Κι επίσης, καλό θα ήταν να ξεκουραζόταν και να σκεφτόταν λίγο, πριν από τη συνάντησή τους.

Η Νίνα ζέστανε το νερό στο λουτρό και μπανιαρίστηκε. Έπειτα, κάθισε μπροστά στον καθρέφτη και χτένισε προσεχτικά τα ξανθά της μαλλιά, τα οποία ήταν σγουρά αλλά τώρα, νοτισμένα, έμοιαζαν λεία σαν του Ράλκος. Επάνω στο γαλανό δέρμα του δεξή της ώμου φαινόταν μια μεγάλη μελανιά. Τελειώνοντας με το χτένισμα, η Νίνα σηκώθηκε από το σκαμνί μπροστά στον καθρέφτη και ξάπλωσε στο κρεβάτι, αναλογιζόμενη τι θα έλεγε στον Πρίγκιπα. Σε κάποια στιγμή, την πήρε ο ύπνος.

Όταν ξύπνησε ήταν απόγευμα και τα δωμάτιά της γεμάτα σκιές. Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και άναψε το ενεργειακό φως στο ταβάνι. Αισθανόταν πολύ καλύτερα από πριν. Άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο και κάλεσε τα διαμερίσματα του Πρίγκιπα.

«Μάλιστα;» Η σύζυγός του, η Ελνέσσα, είχε απαντήσει.

«Καλησπέρα,» είπε η Νίνα. «Είμαι η Επόπτρια. Θα μπορούσα να μιλήσω με τον Πρίγκιπα;»

«Μισό λεπτό.»

Η Νίνα περίμενε

Ο Πρίγκιπας δεν άργησε να έρθει. «Λέγετε.»

«Υψηλότατε, είμαι η Νίνα Έκγραμμη. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε από κοντά; Είναι σημαντικό και επείγον.»

«Ασφαλώς.» Άκουσε κάποιον δισταγμό στη φωνή του, σαν ο Νοσνάλτος να φοβόταν τι μπορεί να συνέβαινε. «Στην Αίθουσα του Θρόνου;»

«Αν δεν έχει πολύ κόσμο.»

«Δε θα είναι κανένας, εκτός από εμάς και, ίσως, μερικούς έμπιστους ανθρώπους.»

«Καλώς,» είπε η Νίνα. «Θα σας συναντήσω εκεί σε δέκα λεπτά.»

«Εντάξει.»

Έκλεισε τον δίαυλό της και ντύθηκε με ρούχα που ταίριαζαν σε πριγκιπική αυλή. Σπαθί δεν κρέμασε από τη ζώνη της, αλλά έκρυψε, φυσικά, μερικά μικρά όπλα επάνω της. Τον δερμάτινο βρόχο τον έβγαλε· δεν χρειαζόταν να φαίνεται τραυματισμένη ενώ, στην πραγματικότητα, δεν επρόκειτο για τίποτα περισσότερο από μια μελανιά. Η Παντοκρατορική Επόπτρια δεν έπρεπε να δείχνει αδύναμη.

Έριξε στην πλάτη της έναν λευκό μανδύα με χρυσό σιρίτι, και με το έμβλημα της Παντοκράτειρας κεντημένο επάνω, και βγήκε απ’τα δωμάτιά της, παίρνοντας έναν ανελκυστήρα και κατεβαίνοντας στο ισόγειο, όπου βρισκόταν η Αίθουσα του Θρόνου.

Ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος ήταν ήδη εκεί, ντυμένος προσεχτικά αλλά όχι ιδιαίτερα φανταχτερά, όπως πάντα. Η μαύρη του τουνίκα είχε επάνω κεντημένα πράσινα σχήματα που έμοιαζαν με φυλλωσιές και κλωνάρια – μια ολόκληρη ζούγκλα. Τα λιγοστά μαύρα μαλλιά του ήταν καλοχτενισμένα, το γένι στο σαγόνι του κομμένο προσεχτικά. Το λευκό-ροζ δέρμα του έμοιαζε να γυαλίζει εκεί όπου ο Πρίγκιπας στεκόταν, κοντά στον Θρόνο του Κίρτβεχ, κάτω από τα ενεργειακά φώτα – ιδιαίτερα η φαλάκρα στο κέντρο του κεφαλιού του.

Η Πριγκίπισσα Ελνέσσα, η σύζυγός του, ήταν καθισμένη στον θρόνο, κι έτσι όπως καθόταν θα νόμιζε κανείς ότι ο θρόνος ήταν δικός της, όχι του Νοσνάλτος. Είχε τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο, και μια ελαφρώς βαριεστημένη όψη στο πρασινόδερμο πρόσωπό της. Τα μακριά καστανά μαλλιά της ήταν χτενισμένα προς τα πίσω και πιασμένα με μια μαύρη χτένα επάνω στην οποία μικροί λίθοι γυάλιζαν. Το φόρεμά της ήταν γαλάζιο με πολλές βαθιές πτυχώσεις και αστραφτερά ασημένια σιρίτια. Στα χέρια της δαχτυλίδια στραφτάλιζαν, και το ντεκολτέ της ήταν χαμηλό.

Εκτός από μερικούς φρουρούς στην περιφέρεια του μεγάλου δωματίου, και δύο υπηρέτες που γυρόφερναν στις σκιές, κανένας άλλος δεν ήταν τώρα εδώ.

«Νίνα,» είπε ο Νοσνάλτος. «Μου ακούστηκες ανήσυχη.» Της μιλούσε στον ενικό, ειδικά από τότε που εκείνη είχε παντρευτεί τον ξάδελφό του τον Ράλκος’νορ.

Η Επόπτρια πλησίασε. «Ίσως επειδή κάποια μάλλον ανησυχητικά πράγματα συμβαίνουν στο Πριγκιπάτο, Πρίγκιπά μου. Δε θα έχεις, ασφαλώς, ξεχάσει την εμφάνιση εκείνου του μεταλλικού γίγαντα στη βόρεια παραμεθόριο…»

Ο Νοσνάλτος συνοφρυώθηκε· οι αυλακώσεις στο πλατύ μέτωπό του βάθυναν. «Ξαναπαρουσιάστηκε;»

«Δεν θέλησα να σ’το αναφέρω νωρίτερα, αλλά, ναι, παρουσιάστηκε μία φορά ακόμα. Σκότωσε κάποιους πράκτορές μου που είχαν πάει στη βόρεια παραμεθόριο για να ερευνήσουν. Και δεν ήταν μόνος· μαζί του ήταν και κάποιοι… άλλοι. Αποστάτες, πιθανώς.» Η Νίνα, όμως, αναρωτιόταν αν, στην πραγματικότητα, το περιστατικό είχε συμβεί έτσι όπως της το είχε περιγράψει ο Πολ. Άλλωστε, ήταν προδότης. «Αλλά αυτό δεν είναι το χειρότερο. Πρόσφατα – τη χτεσινή νύχτα, συγκεκριμένα – εγώ η ίδια είδα ένα καινούργιο μεταλλικό τέρας. Έμοιαζε με γυναίκα και είχε φτερά. Πετούσε. Και παραλίγο να με σκοτώσει.»

Ο Νοσνάλτος την ατένιζε με γουρλωμένα μάτια.

Δε με πιστεύει; «Παρουσιάστηκε όταν είχαμε αιχμαλωτίσει κάποιους αποστάτες που περιφέρονταν μέσα στο Πριγκιπάτο και δολοφονούσαν ανθρώπους μου.»

«Και;» την ώθησε ο Νοσνάλτος.

«Κατάφερε να τους βοηθήσει να δραπετεύσουν.»

«Και είναι νεκρό; Το σκότωσες;»

«Όχι,» είπε η Νίνα. «Και δεν ξέρω τι θα μπορούσε να το σκοτώσει, εκτός από μερικές καλοσημαδεμένες ριπές από ενεργειακό κανόνι. Επίσης, δεν ξέρω πώς μπορούν να κατασκευαστούν τέτοιοι μεταλλικοί άνθρωποι. Και ούτε ο Ράλκος γνωρίζει. Οι αποστάτες πρέπει να έχουν κάποια καινούργια, επικίνδυνη τεχνολογία στα χέρια τους.»

«Και τι σκοπεύεις να κάνεις γι’αυτό;»

«Έτσι όπως βλέπω την κατάσταση, ένα πράγμα υπάρχει μόνο για να κάνουμε, Πρίγκιπά μου. Πρέπει να μεταφέρουμε στρατό προς τα βόρεια. Γιατί οι αποστάτες από εκεί έρχονται. Ίσως να κρύβονται κάπου στην Καμένη Γη, ή στη βόρεια παραμεθόριο, μέσα στο Πριγκιπάτο.»

«Αυτοί που είχες αιχμαλωτίσει;»

«Αυτοί ήταν ιδιαίτερη περίπτωση,» είπε η Νίνα. «Ανάμεσά τους ήταν ένας άνθρωπός μας… άνθρωπος της Παντοκράτειρας, σταλμένος από τη Ρελκάμνια, όπως ισχυριζόταν. Αλλά τώρα το αμφιβάλλω. Ήταν ειδικός πράκτορας, Πρίγκιπά μου. Είχε έρθει εδώ δήθεν για να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε μια απειλή, όμως ο ίδιος ήταν η απειλή. Ένας προδότης. Και είχε βάλει κι άλλους μέσα στο Πριγκιπάτο, γι’αυτό κιόλας έγιναν τόσες δολοφονίες πρακτόρων μου.»

«Βρισκόμαστε σε ανοιχτό πόλεμο, δηλαδή, χωρίς να το γνωρίζω;» Ο Νοσνάλτος είχε αρχίσει να θυμώνει. «Γιατί δεν με ενημέρωσες νωρίτερα;»

«Ο πόλεμος, μέχρι στιγμής, ήταν μόνο πόλεμος πρακτόρων,» εξήγησε, σταθερά, η Νίνα. «Από δω και πέρα, όμως, πολύ φοβάμαι ότι ίσως να εξελιχτεί σε κάτι… πιο γενικευμένο. Διότι, ποιος ο λόγος οι επαναστάτες να φέρνουν αυτά τα μεταλλικά τέρατα αν όχι για να τα χρησιμοποιήσουν προκειμένου να επιτεθούν στο Πριγκιπάτο;»

«Μεγάλοι Κολοσσοί!» αναφώνησε ο Νοσνάλτος. «Πρέπει να βρούμε πού φωλιάζουν και να–»

«Αυτό ήθελα να κάνω κι εγώ, αλλά δεν τα έχω καταφέρει. Επομένως, οφείλουμε, αν μη τι άλλο, να προφυλαχτούμε. Πρέπει ορισμένα στρατεύματα – Παντοκρατορικά, αλλά και δικά σας – να μεταφερθούν προς τα βόρεια. Όχι όλα. Δεν θέλουμε να μείνουμε αφύλαχτοι σε άλλες περιοχές· η βόρεια παραμεθόριος, όμως, πρέπει να ενισχυθεί γιατί εκεί κυρίως γίνονται οι επιθέσεις, και πιστεύω ότι από εκεί θα έρθουν οι αποστάτες όταν θεωρούν πως είναι έτοιμοι.»

«Νομίζεις, δηλαδή, ότι έχουν στρατό εκεί πάνω;»

«Δεν έχω καμία απόδειξη γι’αυτό, μα δεν θα το απέκλεια καθόλου,» είπε η Νίνα. «Ωστόσο, και μόνο τα μεταλλικά τέρατα να έχουν… Και τα δύο είναι πανίσχυρα – σπάνε σιδερένια τοιχώματα φορτηγών με τα χέρια τους, και κανένα συμβατικό όπλο δεν φαίνεται να έχει τη δύναμη να τα τραυματίσει. Επιπλέον, το ένα από τα δύο πετάει. Θα μπορούσε να προσγειωθεί ακόμα κι εδώ, στην Πριγκιπική, στην αυλή του παλατιού, κι αμφιβάλλω αν κανείς θα κατάφερνε να το σταματήσει.»

«Τα ενεργειακά κανόνια;»

«Τα ενεργειακά κανόνια, όπως είπα, θεωρώ ότι είναι πιθανό να μπορούν να καταστρέψουν αυτά τα μεταλλικά κατασκευάσματα. Τίποτα λιγότερο, όμως.»

Η Ελνέσσα είπε ξαφνικά: «Να φτιάξουμε περισσότερα ενεργειακά κανόνια, τότε!»

«Το θέμα είναι αν έχουμε τον χρόνο, τα απαραίτητα υλικά, και τους ανθρώπους που χρειάζονται για τη γρήγορη κατασκευή τους, αλλά και για τον χειρισμό τους,» είπε ο Νοσνάλτος στη σύζυγό του, γυρίζοντας να την κοιτάξει εκεί όπου ήταν καθισμένη, στον θρόνο, φανερά τσιτωμένη τώρα.

«Θα πρέπει να ξεκινήσουμε να οργανωνόμαστε, πάντως,» τόνισε η Νίνα.

«Σίγουρα,» αποκρίθηκε ο Πρίγκιπας του Κίρτβεχ. «Θα καλέσω τον Στρατηγό και τους διοικητές του στρατεύματός μου. Πρέπει να γίνει συμβούλιο πολέμου, τέτοιες που είναι οι περιστάσεις.» Κι αυτή η ιδέα δεν έμοιαζε να του αρέσει καθόλου. Μάλλον, νόμιζε ότι είχε πλέον κατορθώσει να επιτύχει μια μακροχρόνια ειρήνη στο Πριγκιπάτο του – ειδικά εδώ όπου βρισκόταν το Κίρτβεχ, στη δυτική άκρη της Βίηλ, χωρίς να έχει πολλούς πιθανούς εχθρούς γύρω του.

Η Νίνα ένευσε. «Καλώς,» είπε. «Αλλά εγώ δεν θα είμαι εδώ, Πρίγκιπά μου.»

«Μα, εσύ θα μπορείς να τους εξηγήσεις κάποια πράγματα… Έχεις άμεση γνώση των μεταλλικών πλασμάτων.»

«Οι γνώσεις μου είναι ελάχιστες, και οι έρευνές μου δεν έχουν τελειώσει,» είπε η Νίνα. «Πρέπει να φύγω. Το μόνο που χρειάζομαι από εσάς είναι να στείλετε στρατεύματα προς τα βόρεια, να φαίνεται ότι η παραμεθόριος είναι καλά προστατευμένη.»

«Εντάξει,» είπε ο Νοσνάλτος, αν και διστακτικά. «Θα γίνει.»

133.

Η Νίνα δεν ήταν βέβαιη πως η απόφασή της να στείλει στρατεύματα στα βόρεια του Πριγκιπάτου ήταν σωστή, γιατί θυμόταν ότι ο Πολ τής είχε προτείνει το ίδιο. Ωστόσο, τι να έκανε; Να αγνοούσε τον κίνδυνο που διαφαινόταν από εκεί; Αδύνατον. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Επιπλέον, ο Πολ ίσως απλά να της είχε προτείνει κάτι που, ούτως ή άλλως, ήξερε ότι ήταν λογικό: κάτι που ήξερε ότι και η ίδια η Νίνα θα αποφάσιζε αργά ή γρήγορα. Ήταν ύπουλος· προσπαθούσε να δρα μέσα στην περιοχή της εποπτείας της ενώ της παρίστανε τον σύμμαχο. Και νόμιζε ότι δεν θα τον καταλάβαινα! Μάλλον δεν με ξέρει καθόλου καλά! Ωστόσο, είχε κατορθώσει να προκαλέσει αρκετή αναταραχή και αβεβαιότητα· και σίγουρα είχε βάλει πολλούς πράκτορες της Επανάστασης μέσα στο Κίρτβεχ. Θα είναι δύσκολο να τους εντοπίσω και να τους ξετρυπώσω τώρα…

Η Νίνα, όμως, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν ο Πολ Ντέρνηχ να είναι προδότης. Άλλωστε, κι εκείνος, όπως κι η ίδια, βρισκόταν μέσα στο δίκτυο των Υπερασπιστών. Ανάμεσα στους πράκτορες που παρακολουθούσαν τους άλλους πράκτορες της Παντοκράτειρας. Η Νίνα δεν είχε ξανακούσει κανένας να έχει προδώσει έτσι τους Υπερασπιστές. Πώς ο Πολ δεν είχε εντοπιστεί νωρίτερα; Πώς δεν είχε τιμωρηθεί με τρόπο παραδειγματικό;

Και τι τον είχε κάνει, αλήθεια, να συμμαχήσει με τους αποστάτες; Ποιο ήταν το πρόβλημά του; Του είχαν υποσχεθεί κάτι; Όταν τον πιάσω, θα τα μάθω όλα. Θα τον κάνω να μου εξηγήσει τα πάντα, ακόμα κι αν χρειαστεί να γδάρω το λευκό πετσί του εκατοστό-εκατοστό! Οι αφέντες τους, αναμφίβολα, θα το ενέκριναν αυτό.

Καθώς τούτες οι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της, η Νίνα είχε επιστρέψει στα δωμάτιά της μέσα στο πριγκιπικό παλάτι, έβγαζε τα ρούχα που είχε φορέσει για να συναντήσει τον Πρίγκιπα, και φορούσε άλλα, πιο βολικά. Δεν θα καθόταν εδώ· είχε δουλειές να κάνει.

Όταν ετοιμάστηκε, πήρε το όχημά της και έφυγε από το παλάτι και την Πριγκιπική, πηγαίνοντας στο Παντοκρατορικό φρουραρχείο της Κίρτβεχ. Εκεί έδωσε διαταγή ένα μέρος των Παντοκρατορικών στρατευμάτων να κατευθυνθεί βόρεια, το συντομότερο δυνατό. Προτού εγκαταλείψει την πόλη, θέλησε επίσης να μάθει πού βρισκόταν επί του παρόντος ο σύζυγός της, ο Ράλκος’νορ. Η απάντηση που έλαβε, ύστερα από επικοινωνία με το δίκτυό της, ήταν ότι ο ξάδελφος του Νοσνάλτος είχε πάει στη Ριφάλπεκ.

Είχε νυχτώσει για τα καλά πλέον, και η Νίνα μπήκε στον πειρασμό να μείνει εδώ, στην Κίρτβεχ, για να διανυκτερεύσει. Αισθανόταν ξανά κουρασμένη και ζαλισμένη. Σκέφτηκε όμως τον γιο της, τον Άλτρες, και η απόφαση πάρθηκε αμέσως μέσα στο μυαλό της. Θα έφευγε. Μπήκε στο όχημά της και το οδήγησε έξω από την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου, προς τη Ριφάλπεκ, στα νοτιοανατολικά. Το δεξί της χέρι το πέρασε πάλι στον δερμάτινο βρόχο, τώρα που κανένας δεν την κοίταζε, και χειριζόταν το τιμόνι με το αριστερό.

Σε λιγότερο από μιάμιση ώρα έφτασε στην πόλη του συζύγου της, και αισθανόταν το κεφάλι της βαρύ και το σώμα της ζεστό, ενώ συγχρόνως κρύωνε κάτω από τα ρούχα της. Ο καταραμένος θεραπευτής με προειδοποίησε ότι το φάρμακό του ήταν μονάχα προσωρινή λύση. Έβγαλε ένα μαντήλι από μια τσέπη της ενδυμασίας της και φύσηξε τη μύτη της. Χάλια είμαι, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος…

Πλησίασε τη βόρεια πύλη του Κάστρου των Κήπων και ανακοίνωσε στους φρουρούς ποια ήταν. Το μεγάλο κιγκλίδωμα υψώθηκε μπροστά της, και η Νίνα οδήγησε το όχημά της μέσα, κατεβάζοντάς το στο υπόγειο γκαράζ του κάστρου. Το άφησε εκεί, λέγοντας στον επιστάτη να ελεγχθούν οι μηχανές και οι τροχοί του, και μπήκε στον ανελκυστήρα, ανεβαίνοντας.

Πήγε πρώτα να δει τον Άλτρες, και τον βρήκε στο δωμάτιό του, να κοιμάται. Μια υπηρέτρια ήταν καθισμένη εκεί κοντά, διαβάζοντας ένα βιβλίο· κι αμέσως σηκώθηκε όρθια μόλις αντίκρισε την Επόπτρια.

«Να ξυπνήσω τον μικρό, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε χαμηλόφωνα.

Η Νίνα κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι.»

Πλησίασε αθόρυβα τον γιο της, ο οποίος κοιμόταν κουκουλωμένος στο κρεβάτι του, κι έσκυψε για να φιλήσει το κεφάλι του. Ύστερα απομακρύνθηκε, αναζητώντας τον Ράλκος. Ο σύζυγός της, όμως, δεν ήταν στα διαμερίσματά τους. Δεν τον έβρισκε πουθενά. Και, από τα σημάδια που έβλεπε γύρω της, δεν έμοιαζε ο Ράλκος να είχε φύγει για λίγο: δεν υπήρχαν αφημένα μικροπράγματα από δω κι από κει. Της δινόταν η εντύπωση πως είχε πάει κάπου μακριά. Προφανώς, όμως, όχι στην Κίρτβεχ. Επομένως, πού;

Ζύγωσε πάλι την υπηρέτρια που φυλούσε τον γιο της και τη ρώτησε: «Πού είναι ο σύζυγός μου;»

«Έφυγε, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνη καθώς σηκωνόταν ξανά από τη θέση της.

«Πότε;»

«Προχτές, νομίζω.»

«Πού θα πήγαινε;»

«Δεν ξέρω. Με συγχωρείτε.»

«Εντάξει,» της είπε η Νίνα, και έφυγε βαδίζοντας προς το γραφείο της.

Κάθισε στη δερμάτινη πολυθρόνα εκεί και έλυσε τις μπότες της, βγάζοντάς τις για να ξεκουράσει τα πόδια της. Αισθανόταν χάλια· έπρεπε πάλι να πάρει κάποιο φάρμακο για να συνέλθει. Αλλά αφού μάθαινε πού είχε πάει ο Ράλκος. Γιατί να φύγει έτσι, τόσο ξαφνικά;

Ενεργοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο επάνω στο γραφείο και ήρθε σε επαφή με το δίκτυο των πρακτόρων της, ρωτώντας πού είχε πάει ο σύζυγό της. Ήξερε κανένας τους; Η απάντηση που έλαβε ήταν ότι ο Ράλκος’νορ είχε κατευθυνθεί βόρεια, και μαζί του πρέπει να ήταν και κάποιοι άλλοι μάγοι του τάγματος των Πεφωτισμένων.

Μάγοι; σκέφτηκε η Νίνα. Και πηγαίνουν βόρεια; Ο Ράλκος τής είχε πει ότι κάτι διαισθανόταν τελευταία… κάτι σχετικό με το Φως, την ενέργεια της Βίηλ… και η μοναδική εξήγηση που ερχόταν τώρα στο μυαλό της ήταν ότι είχε πάει να ερευνήσει το παράξενο φαινόμενο. Εκείνος και οι άλλοι μάγοι πρέπει να είχαν ανησυχήσει από αυτό. Και ίσως να έχει κάποια σχέση με τους μεταλλικούς ανθρώπους που φέρνουν εδώ οι αποστάτες…

Η Νίνα αναστέναξε, ακουμπώντας το κεφάλι της πίσω και κλείνοντας τα μάτια, έχοντας τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Κολοσσοί! τι πονοκέφαλος είν’ αυτός… Αισθανόταν τον πυρετό να τη σφυροκοπά ξανά. Άνοιξε τα βλέφαρά της και, χρησιμοποιώντας τον δίαυλο, κάλεσε έναν θεραπευτή στα διαμερίσματά της. Κάτι έπρεπε να πάρει για να συνέλθει. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο.

Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και βάδισε, πηγαίνοντας προς το υπνοδωμάτιό της. Αύριο, με την αυγή, θα ξεκινούσε. Πρώτα, για να εντοπίσει τον Ράλκος. Εκεί όπου είχε πάει ίσως να κινδύνευε.

Η εξώπορτα των διαμερισμάτων χτύπησε, και η υπηρέτρια που φυλούσε τον Άλτρες ήρθε βιαστικά στο υπνοδωμάτιο, για να βρει τη Νίνα ξαπλωμένη. «Αρχόντισσά μου; Ν’ανοίξω;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Επόπτρια, μουδιασμένα, καθώς ανασηκωνόταν. «Ο θεραπευτής πρέπει να είναι.»

Η υπηρέτρια ένευσε και έφυγε. Ο θεραπευτής ήταν ο επόμενος που μπήκε στο υπνοδωμάτιο. Ήταν ηλικιωμένος και ονομαζόταν Ατμάλος· υπηρετούσε χρόνια στο Κάστρο των Κήπων, πολύ προτού έρθει η Νίνα εδώ. Ωστόσο, η όψη στο πρόσωπό του έγινε αμέσως ανήσυχη γι’αυτήν.

«Αρχόντισσά μου… δεν αισθάνεστε καλά;»

«Αν αισθανόμουν καλά,» είπε η Νίνα κάνοντας τα ξανθά της μαλλιά πίσω, νιώθοντας τα βλέφαρά της βαριά, τη μύτη της μπουκωμένη, «θα σε καλούσα εδώ, Ατμάλος, μες στη νύχτα;»

Ο θεραπευτής χαμογέλασε καλοσυνάτα. «Ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε,» είπε, πλησιάζοντας το κρεβάτι κι αγγίζοντας το πλατύ μέτωπό της. «Καίγεστε, Αρχόντισσά μου,» παρατήρησε.

134.

«Η ώρα ήρθε,» είπε ο Πολ στους επαναστάτες του άντρου κάτω από την Καμένη Γη. «Κατεβαίνουμε στο Πριγκιπάτο. Για να πολεμήσουμε. Για να τους τραβήξουμε στα βόρεια.»

Και οι συγκεντρωμένοι άντρες και γυναίκες, στη μεγάλη σπηλιά που αποτελούσε κεντρική αίθουσα του άντρου, ζητωκραύγασαν, χτυπώντας γροθιές επάνω σε τραπέζια, κιβώτια, και βαρέλια, τραβώντας λεπίδες από τα θηκάρια τους, καρφώνοντας ξιφίδια πάνω σε ξύλα. Αυτό ήταν που τόσο καιρό περίμεναν εδώ, σε τούτες τις ερημιές, μέσα στα σκοτεινά βάθη: να έρθει η ώρα για να πολεμήσουν τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας που τους είχαν κλέψει τον κόσμο τους.

Και τώρα η ώρα είχε έρθει–

Παντοκρατορικό αίμα να χυθεί.

Ο Δαίδαλος και ο Καρτάφες’νορ άρχισαν να φτιάχνουν το επόμενο αυτοκίνητο, το οποίο, δήλωσε ο Δαίδαλος, θα ήταν ειδικά κατασκευασμένο για πόλεμο. («Τα προηγούμενα δεν ήταν, δηλαδή;» ρώτησε ο Άλτρες, κάπως παραξενεμένος. «Όχι,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος, «όχι ακριβώς.») Γι’αυτό κιόλας ανέλαβε εκείνος προσωπικά την κατασκευή του, παρά τις διαμαρτυρίες του Καρτάφες. «Μα, είναι και δικά μου παιδιά, επίσης!» φώναξε ο Πεφωτισμένος, εξοργισμένος και ξαφνιασμένος. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, Δαίδαλε!»

«Θα αναγνωρίζει κι εσένα, φυσικά,» τον διαβεβαίωσε ο Δαίδαλος καθώς οι δυο τους βρίσκονταν στο εργαστήριο του Καρτάφες’νορ, ανάμεσα σε μηχανήματα, βιβλία, εστίες, πάγκους, κι ένα σωρό μικροαντικείμενα και έπιπλα.

«Δε μιλάω γι’αυτό! Θέλω να λάβω μέρος στην κατασκευή του!»

«Μπορείς να βλέπεις–»

«Δε θέλω να βλέπω! Ύστερα από τρία αυτοκίνητα που φτιάξαμε–»

«Καρτάφες,» τον διέκοψε σταθερά ο Δαίδαλος. «Αν γίνει κάποιο λάθος μ’αυτό το αυτοκίνητο– Θυμάσαι τι έγινε με τον Εξάποδο;»

«Εντάξει, δεν θα το κωδικογραφήσω εγώ – αλλά θέλω να συμμετάσχω!»

«Αν γίνει κάποιο λάθος μ’αυτό το αυτοκίνητο,» τόνισε ο Δαίδαλος, ήρεμα, «θα μας καταστρέψει όλους. Θα θαφτούμε όλοι ζωντανοί εδώ κάτω. Καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις τη δύναμή του;»

Ο Καρτάφες αναστέναξε, καθίζοντας σε μια καρέκλα, σταυρώνοντας τα χέρια του εμπρός του. «Μου ζητάς να μη δώσω καμία σημασία σ’ένα… σ’ένα θαύμα,» είπε απογοητευμένα.

Ο Δαίδαλος χαμογέλασε, παρατηρώντας κάποια λογική να παρουσιάζεται στην όψη του Πεφωτισμένου. «Θα είσαι, όμως, κοντά για να το δεις να συμβαίνει.»

Κι άρχισαν να εργάζονται. Ή μάλλον, ο Δαίδαλος άρχισε να εργάζεται, και ο Καρτάφες’νορ τον βοηθούσε, όπως τον βοηθούσαν κι άλλοι επαναστάτες σε ό,τι δουλειές τύχαινε να θέλει, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν, στη δική τους περίπτωση, μεταλλουργικές. Τα καμίνια του άντρου βρυχούνταν από τις φλόγες, και σφυριά κουδούνιζαν χτυπώντας επάνω σε μέταλλα.

«Τι φτιάχνουμε, κύριε Δαίδαλε;» ρωτούσαν οι επαναστάτες. Και: «Μερικά απ’αυτά μοιάζουν με κομμάτια για ενεργειακό κανόνι.»

«Θα δείτε όταν τελειώσει,» τους απαντούσε μονάχα ο μάγος.

Κι εν τω μεταξύ, ο Άλτρες και ο Πολ στέκονταν ή κάθονταν γύρω από τα ενωμένα τραπέζια της κεντρικής αίθουσας του άντρου, έχοντας χάρτες απλωμένους μπροστά τους και θέσεις σημειωμένες επάνω τους: τα μέρη όπου βρίσκονταν κρυμμένοι πράκτορες της Επανάστασης· τα (πολύ περισσότερα) μέρη όπου ακόμα βρίσκονταν πράκτορες της Παντοκράτειρας· τα μέρη όπου, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Πολ, οι πράκτορες της Παντοκράτειρας ίσως να επέστρεφαν ξανασταλμένοι από τη Νίνα Έκγραμμη· τα μέρη όπου τα φυλάκια των Παντοκρατορικών ήταν ισχυρότερα ή περισσότερα· τα μέρη όπου τα φυλάκια των Παντοκρατορικών ήταν πιο αδύναμα ή λιγότερα. Επιπλέον, κύκλοι ήταν σχηματισμένοι επάνω στους χάρτες δείχνοντας τις εμβέλειες πομποδεκτών σε κρίσιμα σημεία, για την αναμετάδοση πληροφοριών.

Και κοντά στον Άλτρες και τον Πολ ήταν συγκεντρωμένοι κι άλλοι επαναστάτες, ακούγοντας πώς είχε η κατάσταση, προσφέροντας τη γνώμη τους, σχεδιάζοντας, προβλέποντας μελλοντικές κινήσεις.

Το άντρο κάτω από την Καμένη Γη έβραζε από τις προετοιμασίες.

Κατεβαίνουμε στο Πριγκιπάτο! Φέρνουμε τον πόλεμο στους ανθρώπους της Παντοκράτειρας! Η δυτική Βίηλ θα είναι σύντομα ελεύθερη! Είμαστε παιδιά των Αρχαίων Κολοσσών!

135.

Το πρωί, όταν ξύπνησε, η Νίνα Έκγραμμη αισθανόταν καλύτερα. Ούτε ο ώμος της δεν την ενοχλούσε και τόσο πλέον. Πλύθηκε και ντύθηκε. Επικοινώνησε με το δίκτυό της και πρόσταξε τους πράκτορές της να ετοιμαστούν για μια έρευνα προς τα βόρεια. «Αναζητάμε τον σύζυγό μου, Ράλκος’νορ,» τους είπε.

Και πήγε να συναντήσει τον γιο της, τον Άλτρες, ο οποίος είχε μόλις ξυπνήσει και πάει στο καθιστικό των διαμερισμάτων μαζί με την υπηρέτρια που ήταν εδώ και το βράδυ. Η Νίνα γονάτισε πλάι του και, παίρνοντάς τον στην αγκαλιά της, τον φίλησε.

«Πού είχες πάει, μαμά;» τη ρώτησε ο Άλτρες.

«Έχω δουλειές, αγάπη μου,» αποκρίθηκε η Νίνα, στρώνοντας τα μαλλιά του. «Και δυστυχώς, έφυγε κι ο μπαμπάς σου. Σου είπε, μήπως, πού πήγε;»

«Μου είπε ότι έχει δουλειές κι αυτός…»

Η Νίνα έσμιξε τα χείλη. «Είναι λιγάκι πιεσμένη περίοδος τώρα. Δε θ’αργήσω να επιστρέψω, όμως. Να είσαι φρόνιμος με τη Αμάλριτ,» είπε ρίχνοντας ένα βλέμμα προς τη μεριά της υπηρέτριας, «εντάξει;»

Ο Άλτρες κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «’Τάξει.»

Η Νίνα σηκώθηκε όρθια.

«Φεύγετε, Αρχόντισσά μου;» τη ρώτησε η υπηρέτρια που ονομαζόταν Αμάλριτ, βλέποντάς τη ντυμένη και έτοιμη.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Νίνα. «Να προσέχεις τον γιο μου με τη ζωή σου.» Αλλιώς θα το πληρώσεις με τη ζωή σου, φρόντισε να λέει ξεκάθαρα η έκφρασή της.

«Ασφαλώς, Αρχόντισσά μου. Γι’αυτό είμαι εδώ.»

Η Νίνα ένευσε, και βγήκε απ’τα διαμερίσματά της.

Το Κάστρο των Κήπων του Άρχοντα Ράλκος’νορ ήταν έτσι οικοδομημένο ώστε να γεφυρώνει τον ποταμό Ρίλχρημ, και μπορούσε να κατεβάσει ένα κιγκλίδωμα, αν οι ένοικοί του το ήθελαν, για να φράξει την πρόσβαση προς ή από τον ποταμό. Επίσης, διέθετε μερικές μικρές αποβάθρες, και η Νίνα σ’αυτές ήταν που τώρα πήγε, έχοντας ήδη προστάξει να της έχουν έτοιμη μια μηχανοκίνητη βάρκα.

Φτάνοντας εκεί, άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της και ζήτησε από τους πράκτορές της να φέρουν το τετράκυκλο όχημά της στην Άτβηλκ, γιατί δεν ήθελε να το αφήσει εδώ· μπορεί να της χρειαζόταν στα βόρεια. Θα το έπαιρνε η ίδια για να πάει στην Άτβηλκ, αλλά, κατά πρώτον, αυτό θα ήταν ένας μικρός κύκλος και, κατά δεύτερον, και κυριότερο, δεν ήθελε συνέχεια να χρησιμοποιεί το ίδιο μεταφορικό μέσο. Ο αποπροσανατολισμός ήταν τρόπος ζωής για τη Νίνα Έκγραμμη, ακόμα κι όταν δεν ήξερε ποιον συγκεκριμένο εχθρό επιθυμούσε να αποπροσανατολίσει. Όταν γενικά κινείσαι σαν να προσπαθείς να αποπροσανατολίσεις κάποιον, τότε όλοι είναι δυσκολότερο να παρακολουθήσουν τις κινήσεις σου. Σου γίνεται δεύτερη φύση να είσαι απρόβλεπτος.

Η Νίνα επιβιβάστηκε στη βάρκα μαζί με δύο πράκτορές της και, ενεργοποιώντας τη μηχανή, έπλευσαν ολοταχώς αντίθετα στη ροή του ποταμού Ρίλχρημ. Μετά από καμια ώρα, ταξίδευαν επάνω στα νερά της Δίδυμης και ώς το μεσημέρι είχαν μπει στον ποταμό Πίλρεκ και είχαν αράξει στις αποβάθρες της Άτβηλκ. Η Νίνα βγήκε στο λιμάνι και πήγε στο Παντοκρατορικό φρουραρχείο, όπου πληροφορήθηκε ότι ήδη κάποια μεταγωγικά είχαν έρθει στα περίχωρα της πόλης φέρνοντας στρατό. Ο Δούκας της Άτβηλκ είχε ζητήσει εξηγήσεις γι’αυτό, και οι Παντοκρατορικοί αξιωματικοί τού είχαν πει ότι περίμεναν πιθανή επίθεση αποστατών από τα βόρεια.

Εντάξει, σκέφτηκε η Νίνα. Όλα εντάξει, απ’αυτή την άποψη. Να δούμε, όμως, τι θα γίνει όταν κάνουν οι επαναστάτες την κίνησή τους… Και ήταν σίγουρη ότι αυτό δεν μπορεί ν’αργούσε. Γιατί να είχε κάνει ο Πολ όλες αυτές τις ιστορίες μέσα στο Πριγκιπάτο αν δεν σχεδίαζαν κάποιου είδους επίθεση;

Η Νίνα παραμέρισε τούτο το θέμα, προς το παρόν, από τις σκέψεις της και βάλθηκε να εντοπίσει τον σύζυγό της, ζητώντας πληροφορίες από τους πράκτορες του δικτύου της. Δεν πήρε αμέσως απάντηση· πάντως, της είπαν ότι ο Ράλκος’νορ δεν πρέπει να είχε περάσει από εδώ, από την Άτβηλκ. Ή, αν είχε περάσει από την Άτβηλκ, είχε περάσει κρυφά.

«Και δεν είχαμε διαταγές να τον παρακολουθούμε στενά, Εξοχότατη.»

«Δεν υπήρχε λόγος ποτέ να τον παρακολουθείτε στενά,» είπε η Νίνα, μιλώντας μ’έναν πράκτορά της μέσα στο απόγευμα, στην αγορά της Άτβηλκ. «Δεν είναι πιθανός αποστάτης. Αλλά τώρα ίσως να βρίσκεται σε κίνδυνο.»

«Θα κάνουμε το παν για να τον εντοπίσουμε, το συντομότερο δυνατό.»

«Να έχετε υπόψη σας ότι μάλλον θα είναι μαζί με άλλους μάγους του τάγματος των Πεφωτισμένων, κάπου στα βόρεια.»

Βορειότερα από την Άτβηλκ, σκέφτηκε η Νίνα, μετά από λίγο, καθώς έφευγε από την αγορά, τυλιγμένη στην κάπα της και στις πυκνές σκιές. Δεν έπρεπε να είχε πάει βορειότερα από την Άτβηλκ! Δεν καταλαβαίνει ότι εκεί θα υπάρχει κίνδυνος τώρα, μ’αυτά τα μεταλλικά τέρατα;

Η Νίνα αναρωτιόταν αν ο σύζυγός της υποπτευόταν ακόμα ότι αυτός ο Καρτάφες’νορ τα κατασκεύαζε. Το δίκτυό της δεν είχε κατορθώσει να βρει τίποτα για τον συγκεκριμένο μάγο. Τα ίχνη του είχαν χαθεί εδώ και καιρό. Ήταν, όμως, πιθανό να είχε σχέσεις με αποστάτες. Προσπαθεί, άραγε, ο Ράλκος να τον εντοπίσει μαζί με τη βοήθεια άλλων Πεφωτισμένων; Προσπαθεί να βρει τα ίχνη του, μετά από τόσα χρόνια; Αν πάντως ο Καρτάφες’νορ ήταν που έφτιαχνε τα τέρατα, κι αν τον αιχμαλώτιζαν, ίσως τούτο όχι μόνο να εμπόδιζε τους αποστάτες απ’το να δημιουργήσουν κι άλλα, αλλά να έδινε στη Νίνα τη δυνατότητα να καταστρέψει τα ήδη υπάρχοντα. Ο Καρτάφες θα της έλεγε πώς να το κάνει αυτό, ακόμα κι αν χρειαζόταν να τον βασανίσει.

Η Νίνα Έκγραμμη βγήκε από τα τείχη της Άτβηλκ παριστάνοντας πως δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια απλή ταξιδιώτισσα. Έριξε μια ματιά στους Παντοκρατορικούς στρατιώτες που ήταν στρατοπεδευμένοι στην ύπαιθρο, χωρίς αυτοί να την έχουν αντιληφτεί ή να γνωρίζουν ότι η Επόπτρια ήταν κάπου κοντά τους. Σκηνές ήταν στημένες, σκοποί φυλούσαν βάρδιες στην περιφέρεια του καταυλισμού, φορτηγά οχήματα ήταν σταματημένα σε μια μεριά, άλογα ήταν σταβλισμένα σε μια άλλη, δύο ελικόπτερα ήταν προσγειωμένα σ’έναν χώρο που οι στρατιώτες είχαν ανοίξει για να λειτουργήσει ως προσωρινό ελικοδρόμιο.

Κανένα πρόβλημα δεν φαινόταν να υπάρχει. Η Νίνα βάδισε πάλι προς την πύλη της Άτβηλκ, καθώς το πρώτο νυχτερινό σκοτάδι έπεφτε στην ύπαιθρο.

Δύο ανθρωπόμορφες σκιές την πλησίασαν, και η Νίνα είδε μια βαλλίστρα στα χέρια της μίας: η αιχμή ενός βέλους γυάλιζε. Η άλλη μορφή ξεθηκάρωσε ένα σπαθί, λέγοντας: «Σταμάτα.»

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Νίνα, ήρεμα, αναγνωρίζοντας τη φωνή.

«Ποια είσαι;» Ο άντρας πλησίασε.

Η Νίνα παραμέρισε την κουκούλα της κάπας της. «Κάποια που θα έπρεπε νάχεις αναγνωρίσει.»

«Εξοχότατη! Δε σας καταλάβαμε…» Ο πράκτορας στράφηκε στην άλλη σκιερή μορφή και έκανε σήμα με το χέρι. Η βαλλίστρα κατέβηκε.

«Κάνετε καλά τη δουλειά σας,» τους είπε η Νίνα. «Είστε προσεχτικοί, όπως οφείλετε. Αν δεν με είχατε παρατηρήσει θα φοβόμουν ότι κάποιοι δεν φρουρούν σωστά ετούτες τις περιοχές.»

«Κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, Εξοχότατη.» Ο άντρας θηκάρωσε το σπαθί του.

Η Νίνα ένευσε μέσα στην κουκούλα της και τους προσπέρασε.

136.

Το πρωί μετά τη νυχτερινή επίθεση της Μητέρας, το φουσάτο του Παντοκρατορικού Επόπτη Καρλ Βέρινλωφ έμεινε στάσιμο. Η Ανταρλίδα, ο Όρνιφιμ, η Αλιζέτ, και ο Ρηθμάλος, ο Θεριστής των Οστών, που το παρακολουθούν από απόσταση, είδαν ότι οι Παντοκρατορικοί προσπαθούσαν να συνέλθουν από το επώδυνο χτύπημα, επισκευάζοντας μηχανισμούς, περιθάλποντας τραυματίες, καίγοντας νεκρούς. Και οι φρουρές είχαν διπλασιαστεί παντού. Η Ανταρλίδα, κοιτάζοντας με τα κιάλια της, έκρινε πως αποκλείεται η Μητέρα να κατόρθωνε να ξαναπλησιάσει τον καταυλισμό. Αν κάποιο από τα παιδιά της ζύγωνε, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα το τόξευαν εν όψει. Ο Καρλ Βέρινλωφ μάλλον θα τόξευε εν όψει ακόμα και ζώα που μπορεί να πλησίαζαν, ύστερα από κάτι τέτοιο.

Το απόγευμα, το φουσάτο εξακολούθησε να είναι στάσιμο, και η Ανταρλίδα υπέθετε ότι δεν θα προέλαυνε καθόλου σήμερα. «Τι κάνει ο Τάμπριελ;» ρώτησε τον Όρνιφιμ.

«Καλά είναι,» αποκρίθηκε ο Ιεράρχης.

«Ο Πρόμαχος Άτβος πού βρίσκεται;»

«Πλησιάζει τη δημοσιά, οδοιπορώντας μαζί με τους υπόλοιπους.»

«Τη δημοσιά που παρακολουθούμε κι εμείς;» Αυτή επάνω στην οποία προέλαυνε ο στρατός του Βέρινλωφ: ο πλακόστρωτος, φαρδύς δρόμος που ένωνε την Τάσβεραλ με την Τάσνερακ.

«Ναι. Πρέπει να βρίσκονται λιγάκι πιο βόρεια από εμάς. Ο Πρόμαχος έχει πει στον Ζίρτελον ότι ίσως θα μπορούσαν να στήσουν κάποια παγίδα για τον Επόπτη.»

«Τι παγίδα;»

«Δε νομίζω πως έχει κάτι συγκεκριμένο κατά νου.»

«Πες τους να πάνε, καλύτερα, στην Τάσβεραλ. Έτσι ταλαιπωρημένοι όπως είναι, δε νομίζω να μπορούν να κάνουν τίποτα που θα μας εξυπηρετήσει.»

«Ο Ζίρτελον το πρότεινε τώρα στον Πρόμαχο,» είπε ο Όρνιφιμ ύστερα από μερικές στιγμές, «καθώς οδοιπορούν πλάι-πλάι.»

«Κι ο Άτβος τι είπε;»

«‘Θα δούμε.’»

Ο Ρηθμάλος κοίταζε τόση ώρα τον Όρνιφιμ με μάτια στενεμένα και με παραξενεμένη όψη στο πρόσωπό του που φαινόταν μέσα από το κοκάλινο κράνος του. «Πώς ξέρεις πού βρίσκεται και τι κάνει ο Πρόμαχος Άτβος;» ρώτησε τελικά. «Και ποιος είναι αυτός ο Ζίρτελον; Δεν έχω ξαναδεί τέτοια μαγεία πουθενά! Ούτε η Μητέρα δεν κάνει τέτοια πράγματα.»

«Δεν είμαι μάγος,» του είπε ο Όρνιφιμ.

«Τι είσαι, τότε;»

«Ο Όρνιφιμ,» εξήγησε η Αλιζέτ, «είναι από άλλη διάσταση, Ρηθμάλος, η οποία ονομάζεται Νόρχακ. Και ανήκει σε μια… ομάδα ανθρώπων που είναι γνωστοί ως Ιεράρχες. Οι Ιεράρχες μοιράζονται τις ίδιες σκέψεις και αντιλήψεις.» Κοίταξε τον Όρνιφιμ. «Καλά δεν τα λέω;»

Εκείνος κατένευσε.

Ο Ρηθμάλος την αγριοκοίταξε. «Προσπαθείτε να με τρελάνετε;» μούγκρισε.

Η Αλιζέτ γέλασε. «Όχι· αυτή είν’ η αλήθεια.»

«Δεν είναι άνθρωποι, δηλαδή, αλλά Δαιμόνια;»

Η Αλιζέτ ανασήκωσε τους ώμους. «Πες τους όπως θέλεις. Είναι αυτό που είναι.»

«Αλιζέτ,» είπε ο Όρνιφιμ, «δεν θα μπορούσα να το θέσω καλύτερα, νομίζω.»

«Έχω αρχίσει να μαθαίνω από την παρέα σας,» αποκρίθηκε η Σκοτεινή Βασίλισσα.

137.

«Η Ανταρλίδα μάλλον έχει δίκιο,» είπε η Ιλρίνα’νορ στον Άτβος, όταν είχε νυχτώσει και είχαν φτάσει στη μεγάλη δημοσιά, για να τη βρουν έρημη τελείως. Ώς εκεί όπου μπορούσαν να δουν, ούτε οδοιπόροι ταξίδευαν, ούτε καβαλάρηδες, ούτε μηχανοκίνητα οχήματα. Ο πλατύς, λιθόστρωτος δρόμος είχε εγκαταλειφθεί, αναμφίβολα εξαιτίας του ότι το φουσάτο του Παντοκρατορικού Επόπτη προέλαυνε κατά μήκος του. «Καλύτερα να πάμε βόρεια, στην Τάσβεραλ.»

Ο Άτβος φάνηκε διστακτικός. «Αν μπορούσαμε, όμως, κάπως να βοηθήσουμε….»

«Το έκανε η Μητέρα αντί για εμάς, Πρόμαχε,» είπε ο Νίλφες.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Άτβος, «η Μητέρα έκανε πάλι κάτι απάνθρωπο από κάθε άποψη. Τουλάχιστον δύο παιδιά πρέπει να πέθαναν, απ’ό,τι κατάλαβα.» Και κοίταξε τον Ζίρτελον.

«Δεν ξέρω, Πρόμαχε,» είπε ο Ιεράρχης. «Θα μπορούσαν τόσο μεγάλες εκρήξεις να προκληθούν μονάχα από δύο παιδιά;»

«Στη Βίηλ, ίσως, αν αυτά τα παιδιά είχαν εκρηκτικά δεμένα παντού επάνω τους.»

«Εμείς, πάντως, δεν έχουμε εκρηκτικά, Άτβος,» είπε η Ιλρίνα. «Και δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά για να παρακωλύσουμε τον Επόπτη. Πάμε στην Τάσβεραλ. Επιμένω.»

Θα βοηθούσαμε, όμως, πολύ τους υπερασπιστές της πρωτεύουσας αν προκαλούσαμε κάποιο πρόβλημα στον Καρλ Βέρινλωφ εδώ, σκέφτηκε ο Άτβος. Επιπλέον, του χρωστάω. Παραλίγο να μας σκοτώσει, το κάθαρμα, βομβαρδίζοντας το Μένος των Ποταμών! «Ας κατασκηνώσουμε και βλέπουμε,» είπε.

Κανένας δεν διαφώνησε μ’αυτό, και οι σύντροφοί του κι εκείνος άρχισαν να στήνουν τον καταυλισμό τους. Αν μονάχα είχαμε εκρηκτικές ύλες, σκέφτηκε ο Άτβος, θα μπορούσαμε να τις θάψουμε κάτω από τις πλάκες της δημοσιάς… και μόλις ο στρατός του Επόπτη περνούσε από εδώ θα τις πυροδοτούσαμε. Θα προλάβαιναν, άραγε, να πάνε στην Τάσβεραλ, να πάρουν εκρηκτικά από εκεί, και να–;

«Ζίρτελον!» φώναξε ο Άτβος.

Ο Ιεράρχης, ακούγοντας τη φωνή, πλησίασε τη σκηνή του Προμάχου και της Ιλρίνα’νορ. «Τι συμβαίνει;»

«Βρίσκεται ο Τάμπριελ σε επαφή μαζί σου τώρα;»

«Ναι. Βρίσκεται αρκετές ώρες σε επαφή μαζί μας, τις τελευταίες ημέρες.»

«Πες του να συγκεντρώσει εκρηκτικές ύλες – ό,τι εκρηκτικές ύλες έχουν στην Τάσβεραλ – και να μας τις φέρει εδώ.»

«Για ποιο λόγο;» πετάχτηκε η Ιλρίνα.

«Θα τις θάψουμε κάτω από τη δημοσιά, κι όταν ο στρατός του Επόπτη περάσει από εδώ θα τις πυροδοτήσουμε με τηλεπικοινωνιακό σήμα.»

«Επομένως, δεν θέλεις μόνο εκρηκτικά,» είπε η Ιλρίνα. «Θέλεις και πομπό, και δέκτες.»

«Φυσικά. Πες το στον Τάμπριελ, Ζίρτελον.»

«Το ξέρει ήδη,» αποκρίθηκε ο Ιεράρχης.

«Πιστεύεις, όμως, ότι ο Επόπτης δεν θα το έχει υπόψη του αυτό, Άτβος;» είπε η Ιλρίνα. «Δεν θα περιμένει κάποια τέτοια παγίδα;»

«Πρέπει κάτι να επιχειρήσουμε!» αποκρίθηκε ο Πρόμαχος.

«Το ξέρεις ότι πολλοί Πεφωτισμένοι γνωρίζουν το Ξόρκι Εντοπισμού Εκρηκτικών Υλών, και ο Επόπτης αποκλείεται να μην έχει μάγους για να κάνουν αυτή τη δουλειά. Ειδικά τώρα, ύστερα από την επίθεση της Μητέρας.»

Ο Άτβος καταλάβαινε ότι η Ιλρίνα μιλούσε σωστά: ο Καρλ Βέρινλωφ, μάλλον, θα ήταν προσεχτικός. «Δεν υπάρχει τρόπος να αποκρούσεις, κάπως, τα ξόρκια τους;»

«Η Μαγγανεία Προκαλύψεως… αλλά ακόμα κι αυτή μπορεί να εντοπιστεί, αν περιμένουν κάτι τέτοιο.»

«Αφού υπάρχει τρόπος, πρέπει τότε να το προσπαθήσουμε!» είπε ο Άτβος. Και προς τον Ζίρτελον: «Τι λέει ο Τάμπριελ; Έχουν αρκετές εκρηκτικές ύλες στην Τάσβεραλ για να κάνουμε τη δουλειά μας;»

«Έχει πάει τώρα να ρωτήσει την Πριγκίπισσα Λισρρέτα,» απάντησε ο Ιεράρχης.

«Εντάξει,» είπε ο Άτβος. «Θα περιμένουμε. Δεν πρόκειται, ούτως ή άλλως, να φύγουμε από εδώ απόψε.» Και κάθισε έξω απ’τη σκηνή του, που ήταν καμωμένη από δέρματα ζώων τα οποία είχαν θηρέψει στους Δασότοπους της Σκιάς.

Η Ιλρίνα κάθισε δίπλα του, κι ο Ζίρτελον κάθισε αντίκρυ τους.

«Πώς είναι το τραύμα σου;» τον ρώτησε η μάγισσα, κοιτάζοντας τον επίδεσμο στο κεφάλι του.

«Δε με ενοχλεί και πολύ πια. Θα είχα σκοτωθεί, όμως, τότε σ’εκείνο το ναυάγιο, αν δεν ήταν κανένας να με περιθάλψει. Σας χρωστάω τη ζωή μου· κι αυτό σημαίνει κάτι για μένα, παρότι γνωρίζω πως δεν είμαι παρά ένα μέλος ενός ευρύτερου σώματος.»

«Δεν είναι όλα τα μέλη του σώματος σημαντικά;» είπε ο Άτβος. «Θα ήθελες να χάσεις ένα πόδι, ή ένα χέρι, ή ένα μάτι;»

Ο Ζίρτελον μειδίασε. «Σίγουρα όχι. Ωστόσο, όλοι μας γνωρίζουμε πως όσο ο Μέγας παραμένει ζωντανός υπάρχουμε, ακόμα κι αν τα σώματά μας πάψουν να υπάρχουν. Είμαστε τα μέρη ενός όλου. Ομοούσιοι.»

Ο Άτβος είπε στην Ιλρίνα: «Ελπίζω εσύ, αγάπη μου, ως μάγισσα, να καταλαβαίνεις περισσότερο από εμένα τα όσα μάς λέει ο φίλος μας.»

Η Ιλρίνα γέλασε. «Και σε μένα παράξενα ακούγονται. Ίσως να ήθελες να ρωτήσεις κάποιον του τάγματος των Ερευνητών.»

«Είναι απίστευτο το γεγονός ότι δεν καταλαβαίνετε πράγματα που μοιάζουν απλούστατα σ’εμάς,» είπε ο Ζίρτελον. «Είναι, όμως, επίσης κατανοητό. Κάποτε ήμασταν κι εμείς έτσι, χωρίς συναίσθηση των ομοούσιων και του Μεγάλου.»

«Δηλαδή, δεν ήσασταν ανέκαθεν Ιεράρχες;» απόρησε η Ιλρίνα. «Γίνατε έτσι;»

«Αφυπνιστήκαμε. Ήταν μέσα στην ψυχή μας, βέβαια· δεν μπορεί να συμβεί στον καθένα στη Νόρχακ αυτό–

»Ο Μεγάλος Προφήτης, τώρα, και η Πριγκίπισσα πηγαίνουν να μιλήσουν με τη Στρατηγό Εκάρνιτ, για να δουν τι εκρηκτικές ύλες υπάρχουν στις αποθήκες… Διέκοψε την επαφή του.»

«Γιατί;» ρώτησε ο Άτβος.

«Δε θέλει να βρίσκεται σε επαφή μαζί μας συνέχεια. Απ’ό,τι καταλαβαίνω τον κουράζει. Θα με κούραζε κι εμένα, υποθέτω, το να είμαι μερικές ώρες Ιεράρχης και μερικές ώρες απλός άνθρωπος.»

Ο Άτβος και η Ιλρίνα’νορ περίμεναν, τρώγοντας από τις προμήθειές τους, και τελικά ο Ζίρτελον τούς είπε: «Ο Προφήτης βρίσκεται και πάλι σε επαφή μαζί μας… Τα εκρηκτικά που έχουν στις αποθήκες του παλατιού είναι ελάχιστα. Το ίδιο και τα εκρηκτικά που υπάρχουν στο φρουραρχείο της Τάσβεραλ. Είχαν, όμως, αρκετά οι Παντοκρατορικοί στο δικό τους φρουραρχείο. Και ακόμα εκεί είναι αποθηκευμένα· τα βρήκαν οι πολεμιστές της Εκάρνιτ όταν έκαναν έρευνα του οικοδομήματος. Μπορούν να μας τα στείλουν αν τα θέλουμε.»

«Φυσικά και τα θέλουμε,» είπε ο Άτβος.

138.

Τα εκρηκτικά τούς ήρθαν μέσα στη νύχτα, φορτωμένα στην καρότσα ενός φορτηγού. Το οδηγούσαν πολεμιστές της Πριγκίπισσας, οι οποίοι τους είπαν ότι θα τους περίμεναν να τοποθετήσουν τα εκρηκτικά και μετά θα τους έπαιρναν μέσα στο όχημα για να τους πάνε στην πρωτεύουσα. Η Τάσβεραλ δεν απείχε και τόσο από εδώ όπου βρίσκονταν: καμια τριανταριά χιλιόμετρα απόσταση – μισής ώρας δρόμος, περίπου, για το φορτηγό· μίας ημέρας δρόμος για ταξιδιώτες που οδοιπορούσαν.

Ο Άτβος και οι σύντροφοί του, χρησιμοποιώντας αξίνες και φτυάρια, άρχισαν να σηκώνουν τις πλάκες της δημοσιάς, να σκάβουν λιγάκι από κάτω, και να κρύβουν εκεί τις εκρηκτικές ύλες, με προσοχή για να μην τιναχτούν όλοι τους στον αέρα. Η δουλειά δεν ήταν γρήγορη, και δεν μπορούσαν να την κάνουν πολλοί άνθρωποι συγχρόνως, κυρίως από φόβο μη γίνει κανένα θανατηφόρο λάθος. Ο Άτβος, ο Νίλφες, η Κισβέτα, κι ένας Νελερβίκιος πολεμιστής ήταν που έθαβαν τα εκρηκτικά· οι άλλοι ή κοιμόνταν (όσοι δεν μπορούσαν να είναι άλλο ξύπνιοι) ή παρατηρούσαν τη γύρω περιοχή.

Σε κάποια στιγμή, όταν η αυγή δεν ήταν μακριά, ο Ζίρτελον είπε: «Πρόμαχε. Μας παρακολουθούν. Κάποιος είναι στα νοτιοανατολικά μας. Δες.» Κι έδωσε στον Άτβος ένα κιάλι.

Εκείνος το σήκωσε, κοιτάζοντας· και πρόλαβε να δει τον καβαλάρη ενός δίκυκλου ο οποίος τους ατένιζε με κιάλια, σταματημένος… προτού κατεβάσει τα κιάλια του, γυρίσει το όχημά του, κι εξαφανιστεί μέσα στο σκοτάδι, ολοταχώς προς τα νότια.

Ο Άτβος καταράστηκε.

«Τι είναι;» τον ρώτησε η Ιλρίνα’νορ.

«Ανιχνευτής μάλλον.» Ο Πρόμαχος επέστρεψε το κιάλι στον Ζίρτελον. «Του Επόπτη.»

«Μας είδε, δηλαδή, να θάβουμε τα εκρηκτικά;»

«Δεν ξέρω τι μπορεί να νόμιζε ότι κάνουμε, από τέτοια απόσταση όπου στεκόταν…»

«Τι άλλο μπορεί να νόμιζε, Άτβος;» είπε η Ιλρίνα. «Ότι επισκευάζουμε τον δρόμο; Τέτοια ώρα; Ενώ ένα φουσάτο έρχεται καταπάνω μας;»

Ο Άτβος γέλασε, κι ύστερα είπε, σοβαρά: «Ναι, μάλλον το κατάλαβε. Πράγμα που σημαίνει…» κοίταξε τις πλάκες της δημοσιάς, «πως ό,τι κάναμε είναι άχρηστο. Ο Επόπτης θα ερευνήσει.»

«Πάμε,» τον προέτρεψε η Ιλρίνα. «Απ’την αρχή, σ’το έλεγα να μην το επιχειρήσουμε αυτό.»

«Μπορούσε, όμως, να είχε πιάσει. Τέλος πάντων, τώρα τελείωσε.» Στράφηκε στους υπόλοιπους, φωνάζοντας: «Ένας ανιχνευτής του Επόπτη μάς είδε. Θα φύγουμε. Τώρα. Αφήστε ό,τι εκρηκτικά έχουμε θάψει και μπείτε στο φορτηγό.»

Αυτοί που είχαν κοιμηθεί ξύπνησαν και βάλθηκαν να βοηθήσουν τους άλλους να μαζέψουν όσα εκρηκτικά ήταν ακόμα άθαφτα και να τα φορτώσουν στο μεγάλο όχημα.

«Καλό θα ήταν,» είπε ο Νίλφες, «να ξεθάβαμε και τ’άλλα, Πρόμαχε. Θα πάνε χαμένα. Απλά θα έρθουν οι Παντοκρατορικοί, θα τα ξεθάψουν εκείνοι, και θάχουν κι εκρηκτικά ενώ εμείς δεν θα έχουμε.»

«Έχεις δίκιο,» συμφώνησε ο Άτβος. Και φώναξε προς όλους: «Βοηθήστε με να ξεθάψουμε τα εκρηκτικά! Αλλά με προσοχή

«Αν ο Επόπτης έρθει όσο τα ξεθάβουμε;» ρώτησε η Αλιρμίτ.

«Δε νομίζω ότι θα είναι τόσο γρήγορος,» είπε ο Άτβος καθώς προσπαθούσε να σηκώσει μια πλάκα της δημοσιάς με την αξίνα του.

Και πράγματι, κανένας δεν πλησίασε για να τους επιτεθεί όσο ξέθαβαν τις εκρηκτικές ύλες. Το αχνό φως της αυγής έπεφτε πάνω στη δημοσιά και στο φορτηγό όταν ο Άτβος και οι σύντροφοί του φόρτωναν πάλι τα εκρηκτικά στο μεγάλο όχημα και ήταν έτοιμοι να φύγουν.

«Τσάμπα τα φέραμε, δηλαδής,» είπε ένας απ’τους πολεμιστές της Πριγκίπισσας.

«Δεν ήρθατε, όμως, τσάμπα, αδελφέ,» του απάντησε ο Νίλφες. «Καλύτερα κάποιος να μας πάρει επάνω στους τροχούς του, παρά να πάμε με τα πόδια ώς την Τάσβεραλ.»

«Α έτσι, ε; Εμείς, όμως, σηκωθήκαμε μες στ’άγρια μεσάνυχτα γι’αυτή την ιστορία, μάστορα.»

«Ακούς, Πρόμαχε;» είπε ο Νίλφες. «Ήρθαμ’ εδώ για να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους ν’αποτινάξουν τους τυράννους τους κι ορίστε το ευχαριστώ!»

Ο Άτβος μειδίασε πλατιά, καθώς πιανόταν από την άκρη της καρότσας του φορτηγού κι ανέβαινε, και ο πολεμιστής που μιλούσε με τον Νίλφες είπε μεγαλόφωνα: «Καλά, ρε φίλε, μην κάνεις λες και σ’είπαμε καμπούρη, να πούμε! Τ’ανάστημα των Κολοσσών!…»

Επιβιβάστηκαν όλοι στο μεγάλο όχημα, και ο οδηγός το ξεκίνησε, στρέφοντάς το βόρεια και πηγαίνοντας προς την Τάσβεραλ.

Όταν έφτασαν στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου, χωρίς να το ξέρουν τρία ζευγάρια μάτια τούς βίγλιζαν από έναν εξώστη του πριγκιπικού παλατιού επάνω στους λόφους. Ο Τάμπριελ, βαστώντας το ραβδί του με την πορφυρή σφαίρα και τα λαξευτά αργυρά δαχτυλίδια, στεκόταν ανάμεσα στην Πριγκίπισσα Λισρρέτα, η οποία ήταν δεξιά του, και στον Ραφέλνες, ο οποίος ήταν αριστερά του, ντυμένος με ελάχιστα ρούχα πάνω από την κοκάλινη αρματωσιά που αποτελούσε μέρος του σώματός του.

«Τουλάχιστον δεν κινδύνεψαν,» είπε η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ, τυλιγμένη στην κάπα της για να προστατεύεται από την πρωινή παγωνιά. Ο Τάμπριελ είχε πει σ’εκείνη και τον Ραφέλνες τι είχε συμβεί στη δημοσιά, καθώς είχε μάθει τα νέα μέσα από τις αισθήσεις του Ζίρτελον.

«Ο Επόπτης λογικό ήταν να είναι προσεχτικός ύστερα από την επίθεση της Μητέρας στον καταυλισμό του,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Προσπαθούσε να συνέλθει όλη την ημέρα· δεν θα έστελνε τους πολεμιστές του να τρέχουν μες στη νύχτα προκειμένου να σκοτώσουν μερικούς δολιοφθορείς. Τώρα, όμως, θα ερευνά κάθε σπιθαμή της δημοσιάς καθώς θα κινείται· είμαι βέβαιος.»

«Καλό αυτό για εμάς, δεν είναι;» ρώτησε ο Ραφέλνες. «Θα τον καθυστερήσει.»

«Ναι. Ίσως,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Αν και φοβάμαι μην έρθουν κι άλλα Παντοκρατορικά στρατεύματα στην Τάσνερακ, όσο ο καιρός περνά.»

«Το θεωρείς πιθανό;» είπε η Λισρρέτα.

«Δεν το θεωρώ κι απίθανο, Πριγκίπισσά μου.»

Συνάντησαν τον Άτβος, την Ιλρίνα’νορ, και τους συντρόφους τους στην Αίθουσα του Θρόνου, και η Πριγκίπισσα Λισρρέτα τούς καλωσόρισε στο παλάτι της και τους ευχαρίστησε για τη βοήθεια που είχαν προσφέρει προκειμένου να ελευθερωθεί το Πριγκιπάτο της από τους Παντοκρατορικούς.

«Δεν κάναμε τίποτα ακόμα, Υψηλοτάτη,» αποκρίθηκε ο Άτβος.

«Φυσικά και κάνατε,» είπε η Λισρρέτα, καθισμένη στον θρόνο της. «Βάλατε ήδη τον εαυτό σας σε κίνδυνο, για να προσελκύσετε τον Καρλ Βέρινλωφ στην Τάσνερακ. Σας χρωστάω, Πρίγκιπα Άτβος· και δεν θα το ξεχάσω.» Επίσης, δεν είχε ξεχάσει ότι ο Άτβος, όπως της είχε πει ο Τάμπριελ, ήταν ο δικαιωματικός Πρίγκιπας του Κάνρελ, για τον οποίο οι Παντοκρατορικοί είχαν διαδώσει τη φήμη πως ήταν νεκρός ύστερα από την προσπάθειά του να αποστατήσει εναντίον τους.

«Δεν είμαι πρίγκιπας τώρα,» αποκρίθηκε ο Άτβος· «απλώς ένας πρόμαχος της Επανάστασης που αγωνίζεται για την απελευθέρωση της διάστασής του.»

«Για εμένα, το ίδιο είναι,» δήλωσε η Λισρρέτα. «Επιπλέον, το Πριγκιπάτο σας πάρθηκε από προδοσία· δεν το εγκαταλείψατε.»

«Αυτό είναι αλήθεια, και σκοπεύω σύντομα να το πάρω από τα χέρια του σφετεριστή.»

«Προς το παρόν, ελπίζω πως θα δεχτείτε τη φιλοξενία μου στο παλάτι της Τάσβεραλ,» είπε τυπικά η Λισρρέτα, αλλά όχι χωρίς να έχει και την πραγματική επιθυμία να τους φιλοξενήσει. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν ριψοκινδυνέψει τις ζωές τους για εκείνη και τον λαό της, χωρίς να έχουν κανένα φανερό όφελος περά από τον γενικότερο αγώνα τους κατά της Παντοκράτειρας.

«Με μεγάλη μας χαρά, Υψηλοτάτη.»

Η Πριγκίπισσα πρόσταξε τους υπηρέτες της να οδηγήσουν τους συντρόφους του Προμάχου στα καλύτερα δωμάτια του ξενώνα, και τον ίδιο και τη σύζυγό του σ’ένα δωμάτιο που θα ταίριαζε σε πριγκιπικό ζεύγος.

Όταν η Αίθουσα του Θρόνου είχε αδειάσει από τους περισσότερους, ο Τάμπριελ, έχοντας έρθει ξανά σε επαφή με τους Ιεράρχες, είπε στη Λισρρέτα και τον Ραφέλνες: «Το φουσάτο του Επόπτη μόλις άρχισε να κινείται.»

139.

Ο Δαίδαλος εργαζόταν πέντε ολόκληρες ημέρες για την κατασκευή του καινούργιου αυτοκινήτου. Έφτιαχνε το κυκλοειδές· έδινε οδηγίες στους μεταλλουργούς για το πώς ακριβώς έπρεπε να κάνουν τα κομμάτια που θα αποτελούσαν το περίβλημα, και πώς έπρεπε τα τμήματα αυτά να συνδεθούν αναμεταξύ τους· κατασκεύαζε με μεγάλη προσοχή τα κυκλώματα και τους μηχανισμούς, καθώς και την εστία που θα κουβαλούσε μαζί του αυτό το συγκεκριμένο αυτοκίνητο πέρα από το κυκλοειδές· έγραψε τον κώδικα του αυτοκινήτου ξανά και ξανά, και τον κοίταξε πολλές φορές, ώσπου να βεβαιωθεί ότι ήταν τέλειος, ότι δεν υπήρχαν λάθη· και μετά, έφτασε στο τέλος της δημιουργίας… Αφού ρύθμισε, μέσω του Φωτός, τα κυκλώματα του αυτοκινήτου, το κωδικογράφησε με τη χρήση της ίδιας δύναμης – της ενέργειας που φόρτιζε τη Βίηλ.

Ο Καρτάφες’νορ τον ατένιζε σιωπηλός, γλείφοντας, ασυναίσθητα, τα χείλη του.

Ο Δαίδαλος τελείωσε και μ’αυτή τη διαδικασία, και ξεκουράστηκε προτού συνεχίσει. Όταν επέστρεψε στη δουλειά του μετά από κάποιες ώρες, ήταν η στιγμή να κλέψει Φως από τη διάσταση ώστε να το παγιδεύσει μέσα στο κυκλοειδές. Το είχε αφήσει για το τέλος γιατί ήξερε πως, όταν αυτό γινόταν, το διαισθάνονταν όλοι οι μάγοι του τάγματος των Πεφωτισμένων. Τρεις φορές ήδη θα το είχαν διαισθανθεί. Στην αρχή, θα ήταν παραξενεμένοι, δεν θα καταλάβαιναν τι συνέβαινε. Μετά, όμως, θα είχαν, σίγουρα, αρχίσει να ψυλλιάζονται. Και τώρα πλέον πρέπει να είχαν εντοπίσει και περίπου από πού γινόταν η κλοπή. Οι Πεφωτισμένοι του Κίρτβεχ θα είχαν, υπέθετε ο Δαίδαλος, αντιληφτεί ότι κάποιος έκλεβε το Φως από τα βόρεια: ίσως και πιο βόρεια από τα σύνορα του Πριγκιπάτου. Θα προσπαθήσουν να μας εντοπίσουν, αργά ή γρήγορα. Και πιθανώς να έχουν και Παντοκρατορικούς πολεμιστές μαζί τους.

Ο Δαίδαλος, όμως, ήξερε ότι αυτή η τελευταία κλοπή έπρεπε να γίνει. Συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του, επικεντρώνοντας το μυαλό του, ήρθε σε έντονη επαφή με το Φως. Το άντλησε από τη διάσταση σαν να ήταν νερό, και το οδήγησε μέσα στο κυκλοειδές, γεμίζοντας την ειδική εστία μ’αυτό, παγιδεύοντάς το σ’ένα μέρος απ’όπου δεν μπορούσε να ξαναβγεί. Κλέβοντάς το από τη Βίηλ.

Ύστερα, έκανε ένα Ξόρκι Τηλεκινήσεως και μετέφερε το κυκλοειδές προς το αυτοκίνητο που στεκόταν όρθιο, ακίνητο, καθώς λόγω της κατασκευής του δεν μπορούσε να είναι ξαπλωμένο. Οδήγησε την ειδική εστία μέσα στο στήθος του και την άφησε εκεί, σε θέση όπου δεν θα έπεφτε. Φόρεσε ένα ζευγάρι χοντρά, δερμάτινα γάντια και, πλησιάζοντας, συνέδεσε τα τελευταία καλώδια.

«Μεγάλοι Κολοσσοί…» άκουσε τον Καρτάφες να μουρμουρίζει πίσω του, και τον αγνόησε. Έκλεισε το στήθος του αυτοκινήτου και απομακρύνθηκε, ατενίζοντάς το για μερικές στιγμές αμίλητος. Ήταν, στο ύψος, λιγάκι πιο ψηλό από τον Δαίδαλο και, στο φάρδος, πολύ πιο πλατύ. Είχε ένα γενικότερα ανθρωποειδές σχήμα – δύο χοντρά χέρια που θύμιζαν κορμούς δέντρων, ένα μεγάλο κεφάλι που θύμιζε βαρύ κράνος – αλλά αντί για πόδια διέθετε τέσσερις μικρούς τροχούς, οι οποίοι ήταν περασμένοι επάνω σε άξονες που ενώνονταν με το υπόλοιπο σώμα έτσι ώστε να έχουν ευελιξία για να μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν ακόμα και σκάλες. Ο λόγος της ύπαρξης των τροχών ήταν η σταθερότητα που πρόσφεραν, σε αντίθεση με τα πόδια· και ο λόγος ανάγκης για σταθερότητα ήταν ο βαρύς κύλινδρος που ήταν προσαρτημένος στο αριστερό χέρι του αυτοκινήτου, από τον ώμο ώς τον καρπό. Ένα ενεργειακό κανόνι, το οποίο αντλούσε ενέργεια από την εστία στην πλάτη του ανθρωποειδούς κατασκευάσματος, μέσω ειδικά φτιαγμένων καλωδίων. Η κωδικογράφηση των συστημάτων του αυτοκινήτου ήταν τέτοια που του επέτρεπε να κάνει αυτόματα διαχείριση της ενέργειας όπως ένας μάγος που έχει υφάνει Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως.

Ο Δαίδαλος δεν θα εμπιστευόταν κανέναν άλλο να φτιάξει κάτι τέτοιο, εκτός από τον εαυτό του και τον Κλαρκ.

«Είμαστε έτοιμοι λοιπόν;» έκανε, ενθουσιωδώς, ο Καρτάφες’νορ.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει. Κι ας ελπίσουμε ότι δεν έχω κάνει κανένα λάθος… αλλιώς θα είμαστε, σύντομα, κι οι δύο νεκροί, Καρτάφες. Αλλά ο Πεφωτισμένος πλάι του δεν έμοιαζε να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο. Ίσως η Φενίλδα να είχε δίκιο: ίσως ο άνθρωπος να μην ήταν και πολύ καλά στα μυαλά του…

Ο Δαίδαλος έφερε στην ειδικά εκπαιδευμένη μνήμη του όλη τη διαδικασία της κωδικογράφησης του αυτοκινήτου, με κάθε λεπτομέρεια. Ήταν σχεδόν σαν να έβλεπε ξανά τον κώδικα να ρέει μπροστά του.

Βλεφάρισε, επιστρέφοντας στο παρόν. Ναι. Σωστά όλα πρέπει να είναι.

Καθάρισε τον λαιμό του και είπε, δυνατά και καθαρά: «Οπλοφόρε, ο αγώνας σε καλεί!» Η καθορισμένη φράση ενεργοποίησης.

Τα μάτια του αυτοκινήτου πέταξαν ξαφνικό φως. Τα χέρια του σάλεψαν πλάι του. Οι τροχοί του κινήθηκαν λίγο, μεταφέροντας το σώμα περίπου μισό μέτρο μπροστά.

«Πώς αισθάνεσαι, Οπλοφόρε;» ρώτησε ο Δαίδαλος.

«Αα… λιγάκι μουδιασμένος, Άρχοντα Δαίδαλε,» ήρθε η μεταλλική φωνή μέσα από το μεταλλικό κεφάλι. «Θα πρέπει να στεκόμουν πολύ ώρα εδώ, ακίνητος…»

«Πράγματι. Χρειαζόταν να κάνω κάτι επισκευές, και ήταν καλύτερο να κοιμάσαι.»

«Εμένα με αναγνωρίζεις;» πετάχτηκε ο Καρτάφες’νορ.

«Φυσικά, Αφέντη Καρτάφες.»

«Θα μας δείξεις τι μπορείς να κάνεις, Οπλοφόρε;»

«Όχι εδώ μέσα, ανόητε!» μούγκρισε ο Δαίδαλος, τόσο κουρασμένος από τη διαδικασία της δημιουργίας του αυτοκινήτου που είχε χάσει την ψυχραιμία του με τον άλλο μάγο. «Θα βγούμε έξω.»

«Ναι, δεν είπα το αντίθετο!» Ο Καρτάφες έδειχνε προσβεβλημένος.

«Οπλοφόρε,» είπε ο Δαίδαλος, «ακολούθησέ μας, σε παρακαλώ.»

«Μάλιστα, Άρχοντα Δαίδαλε.»

Το αυτοκίνητο χωρούσε ίσα-ίσα να βγει από την πόρτα του εργαστηρίου του Καρτάφες, καθώς και μέσα στα υπόλοιπα περάσματα του υπόγειου άντρου των επαναστατών. Ο Δαίδαλος τού είχε δώσει τις διαστάσεις που του είχε δώσει ακριβώς γι’αυτό τον λόγο: το ήθελε αρκετά φαρδύ ώστε να έχει σταθερότητα αλλά όχι τόσο φαρδύ που θα δυσκολευόταν να μετακινείται μέσα στα σπήλαια. Επιπλέον, μπορεί στο προσεχές μέλλον να έπρεπε να μπει και μέσα σε κάποιο άλλο οικοδόμημα.

Καθώς διέσχιζαν το άντρο για να φτάσουν στον χώρο στάθμευσης των οχημάτων, οι επαναστάτες φυσικά τούς είδαν κι άρχισαν να τους ακολουθούν. Περιεργάζονταν το καινούργιο αυτοκίνητο με τα μάτια τους και μιλούσαν αναμεταξύ τους.

«Σας το είπα ότι θα είχε κανόνι επάνω! Σας το είπα!» ακούστηκε να λέει κάποιος.

«Δε μπορεί νάναι κανόνι!»

«Ε τι είναι, ρε, τότε; Σωλήνας για το νερό;»

Ορισμένοι γέλασαν.

Ο Πολ βρέθηκε ξαφνικά πλάι στον Δαίδαλο και τον Καρτάφες, ξεπροβάλλοντας από ένα άνοιγμα των σπηλαίων, τα οποία είχε πλέον μάθει σαν το σπίτι του. Γνώριζε κάθε γωνιά τους, και κάθε κρυψώνα τους. Όσα δεν του είχαν αποκαλύψει οι άλλοι επαναστάτες τα είχε ανακαλύψει μόνος του – και κανένας δεν φαινόταν να έχει πρόβλημα μ’αυτό. Όλοι τον εμπιστεύονταν πλέον – ειδικά ύστερα απ’όσα είχαν συμβεί στο Κίρτβεχ.

«Τι ετοιμάσατε τώρα;» ρώτησε ο Πολ. «Είναι, πράγματι, κανόνι αυτό το πράγμα επάνω του;»

«Όπως ακούστηκε να λέει κι εκείνος ο κύριος,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος, «σίγουρα δεν είναι σωλήνας για το νερό.»

«Εννοείς ότι αυτό το κατασκεύασμα είναι εξοπλισμένο με ενεργειακό κανόνι; Και μπορεί να το χειρίζεται από μόνο του;»

«Έλα μαζί μας και θα το δεις και στην πράξη.»

«Αφού δεν έχουμε ακόμα κατεβεί στο Κίρτβεχ επειδή σας περιμένουμε να τελειώσετε το αυτοκίνητό σας,» είπε ο Πολ καθώς βάδιζαν και το αυτοκίνητο τούς ακολουθούσε, «δεν θα έλεγα πως έχω κάτι καλύτερο να κάνω αυτή τη στιγμή.»

«Ωραία,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος.

«Είσαι καινούργιος;» ακούστηκε μια μεταλλική φωνή, λίγο παρακάτω, και η ψηλή μορφή του Πάνοπλου φάνηκε να ξεπροβάλλει, σκυφτή, από ένα άνοιγμα των σπηλαίων, με τα μάτια της να φωτίζουν.

Ο Οπλοφόρος στράφηκε. «Ποιος είσαι εσύ;»

«Οπλοφόρε,» είπε ο Δαίδαλος, καθώς σταματούσαν, «αυτός είναι ο Πάνοπλος. Αδελφός σου.»

«Μάλιστα…»

«Πάνοπλε, αν θέλεις έλα μαζί μας. Ο Οπλοφόρος θα μας δείξει τι μπορεί να κάνει.»

«Θα έρθω, Δαίδαλε.»

Στον χώρο στάθμευσης των οχημάτων συνάντησαν τον Εξάποδο, ο οποίος καθόταν εδώ μαζί με την Ιπτάμενη. Ή μάλλον, η Ιπτάμενη καθόταν – οκλαδόν, στο πάτωμα – ο Εξάποδος απλά στεκόταν στα έξι πόδια του, ως συνήθως. Πρέπει να μιλούσαν αλλά, καθώς οι άλλοι μπήκαν στη μεγάλη σπηλιά, διέκοψαν τη συζήτησή τους. Η Ιπτάμενη πετάχτηκε όρθια, κι ανοιγόκλεισε μια φορά τις φτερούγες της, ξαφνιασμένη. Το μοναδικό μάτι του Εξάποδου αναβόσβησε.

«Τι είναι αυτό; Καινούργιος αδελφός;» αναφώνησε ο Εξάποδος, και οι λεπίδες του έκαναν τσικ-τσακ, χτυπώντας αναμεταξύ τους σαν να ήταν πελώριο ψαλίδι.

«Γεια σας,» χαιρέτησε ο Οπλοφόρος, κυλώντας επάνω στους τροχούς του. «Ξέρετε, μήπως, τι ώρα της ημέρας είναι;»

«Χειρότερος από εμένα είναι αυτός!» παρατήρησε ο Εξάποδος.

Η Ιπτάμενη γέλασε. «Απόγευμα είναι,» είπε.

«Το έντομο μιλάει;» απόρησε ο Οπλοφόρος.

Ο Εξάποδος έστρεψε το μάτι του στην Ιπτάμενη. «Είπε αυτός τον Εξάποδο ‘έντομο’;»

«Μάλλον δεν σε έχει ξαναδεί,» του είπε εκείνη. Και προς τον Οπλοφόρο: «Το όνομά του είναι Εξάποδος. Εγώ λέγομαι Ιπτάμενη.»

«Χαίρω πολύ. Οπλοφόρος.»

«Σε έχει δει ο Πάνοπλος;»

«Πίσω μας βρίσκεται.»

«Δεν πάμε έξω, τώρα;» είπε, ανυπόμονα, ο Καρτάφες’νορ.

(«Έχουμε γίνει παιδική χαρά εδώ πέρα…» μουρμούρισε ο Πολ κάτω απ’την ανάσα του. Μια επαναστάτρια, πίσω του, τον άκουσε και γέλασε. «Τι γελάς, ρε κοπελιά; Δε βλέπεις τι γίνεται με τους μάγους και τα σιδερένια στρατιωτάκια τους;»)

«Ό,τι επιθυμείς, πατέρα,» είπε ο Εξάποδος, και βάδισε προς την έξοδο του χώρου στάθμευσης των οχημάτων. Η Ιπτάμενη προχώρησε πλάι του, κι οι υπόλοιποι τούς ακολούθησαν, βγαίνοντας από το υπόγειο άντρο της Επανάστασης και ατενίζοντας τη γκρίζα ερημιά παντού γύρω τους. Σκιές μεγάλων πουλιών παρουσιάζονταν και χάνονταν επάνω στις πετρώδεις εκτάσεις, μα πουλιά δεν φαίνονταν στον απογευματινό ουρανό. Οι Ασώματοι.

«Ελπίζω,» είπε ο Πολ, «να μη γίνει καμια περίεργη έκρηξη, μάγε.»

«Δε χρειάζεται ν’ανησυχείς γι’αυτό,» τον διαβεβαίωσε ο Δαίδαλος. «Το κανόνι είναι τέλεια ρυθμισμένο.»

«Κι εγώ που νόμιζα ότι χρειαζόταν μάγος για τέτοιες δουλειές…»

«Οι αντιλήψεις σου, πολύ σύντομα, θα κλονιστούν, Πολ.»

«Έχουν ήδη ταρακουνηθεί αφάνταστα, απ’όλα όσα έχω δει τον τελευταίο καιρό. Η λειτουργία ενός ενεργειακού κανονιού δεν θα με σοκάρει, ακόμα κι αν γίνει χωρίς τη βοήθεια μάγου.»

Ο Δαίδαλος στράφηκε στο καινούργιο αυτοκίνητο. «Οπλοφόρε, μπορείς να ανατινάξεις αυτόν εκεί τον βράχο;» Ύψωσε το χέρι του δείχνοντας μια γκρίζα πέτρα περίπου στο ύψος ανθρώπου.

«Ασφαλώς, Άρχοντα Δαίδαλε. Να το κάνω;»

«Ναι.»

Το αυτοκίνητο σήκωσε το αριστερό του χέρι, επάνω στο οποίο ήταν προσαρτημένο το κανόνι, και από τη φαρδιά κάννη μια δέσμη ακατέργαστης ενέργειας εκτοξεύτηκε, χτυπώντας το κέντρο του βράχου και διαλύοντάς τον, μετατρέποντάς τον σε θραύσματα – χαλίκια και σκόνη.

«Μα τους Κολοσσούς, Δαίδαλε!» αναφώνησε ο Άλτρες. «Αυτό είναι το καλύτερο μηχάνημα που έχεις φτιάξει μέχρι στιγμής.»

«Το πιο επικίνδυνο, σίγουρα,» αποκρίθηκε εκείνος.

Και ο Καρτάφες’νορ πετάχτηκε: «Δεν τα έχει φτιάξει μόνος του ο Δαίδαλος όλ’αυτά, Άλτρες!»

«Δεν ήθελα να σε προσβάλλω, μάγε,» είπε ο Άλτρες. «Αλλά μην ξεχνάς ότι προτού έρθει ο Δαίδαλος είχες μονάχα την ιδέα για τα αυτοκίνητα· δεν ήξερες πώς να τα κατασκευάσεις. Δεν τα λέω σωστά;»

«Σωστά τα λες, φυσικά…» παραδέχτηκε ο Καρτάφες αποφεύγοντας το βλέμμα του.

«Τώρα που είναι έτοιμος ο Οπλοφόρος,» ρώτησε ο Πολ, «μπορούμε ν’αρχίσουμε την κάθοδό μας στο Πριγκιπάτο;»

«Εκτός αν έχετε άλλες προετοιμασίες να κάνετε, ναι, εννοείται πως μπορούμε,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος.

«Μ’αυτά τα μηχανήματα μαζί μας,» είπε ο Άλτρες, «ακόμα κι αν οι Παντοκρατορικοί στείλουν έναν ολόκληρο στρατό εναντίον μας, θα ηττηθούν! Αμφίβολο είναι αν χρειαζόμαστε τους πειρατές που θα φέρει η Λαμρίτ απ’τα νότια.»

«Μην είσαι τόσο σίγουρος,» του είπε ο Δαίδαλος. «Τα αυτοκίνητα δεν είναι άτρωτα· είναι απλώς πολύ δυνατά.»

«Τι μπορεί να τα βλάψει; Μέχρι στιγμής ξέρουμε πώς ούτε βέλη ούτε σπαθιά μπορούν να τα χτυπήσουν· και η δύναμή τους είναι… εξωφρενική.»

«Πολλά συγκεντρωμένα χτυπήματα από μεγάλες βαλλίστρες μπορούν να τα καταστρέψουν,» τους προειδοποίησε ο Δαίδαλος. «Επίσης, μπορούν να πάθουν ζημιές από ισχυρές εκρήξεις, και μπορούν να διαλυθούν τελείως από ριπές ενεργειακών κανονιών. Θα ήταν μεγάλο λάθος αν φανούμε απρόσεχτοι–»

«Η Νίνα Έκγραμμη,» πρόσθεσε ο Πολ, διακόπτοντας τον μάγο, «σίγουρα δεν θα φανεί απρόσεχτη.»

«Αν είναι ακόμα ζωντανή,» είπε ο Άλτρες.

«Δεν είδα το πτώμα της. Και μέχρι να δω το πτώμα της, είναι ζωντανή.»

«Εσύ την ξέρεις καλύτερα…»

Ο Δαίδαλος είπε: «Επίσης, πρέπει να έχετε υπόψη σας ότι τα αυτοκίνητα δεν είναι μηχανήματα, όπως τα υπόλοιπα που έχετε συνηθίσει. Σκέφτονται. Μιλάνε. Και δεν είναι προγραμματισμένες λειτουργίες αυτά. Κάνουν συνειρμούς. Έχουν ψυχές που μοιάζουν με τις δικές σας.»

«Το έχουμε καταλάβει αυτό,» είπε ένας επαναστάτης, κι έριξε μια ματιά στον Πάνοπλο, που ορθωνόταν πλάι του. «Παίζαμε Συλλέκτη μαζί, τις προάλλες. Πράγματι, σκέφτονται όπως εμείς σχεδόν.»

«Γιατί προβληματίζεστε για κάτι τέτοιο;» ρώτησε η Ιπτάμενη. «Δεν είναι προφανές πως, παρότι δεν μοιάζουμε εξωτερικά, μοιάζουμε εσωτερικά;»

«Είναι ετοιμόλογη αυτή, πάντως,» παρατήρησε ο Πολ.

«Τι θα πει ‘ετοιμόλογη’;» ρώτησε ο Εξάποδος.

«Δεν ισχύει, όμως, για όλη της την οικογένεια,» σχολίασε ο Πολ.

Η Ιπτάμενη γέλασε – κάτι που φαινόταν, μέχρι στιγμής, μονάχα εκείνη να μπορεί να κάνει. Κανένας επαναστάτης δεν είχε ακούσει ποτέ τα άλλα αυτοκίνητα να γελάνε. Η Ιπτάμενη, πάντως, γελούσε συχνά.

«Εσύ γιατί μοιάζεις πιο έξυπνη από τα αδέλφια σου;» τη ρώτησε ο Πολ.

«Μας βρίζει;» είπε ο Εξάποδος, ανοιγοκλείνοντας νευρικά τις λεπίδες του.

«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε η Ιπτάμενη στον Πολ. «Γιατί δεν ρωτάς τους γονείς μου;»

Καθώς ο Πολ στρεφόταν στους δύο μάγους, ο Δαίδαλος είπε: «Εκείνος που μιλά περισσότερο – ή που μιλά καλύτερα – δεν είναι απαραιτήτως κι ο εξυπνότερος. Η μεγαλύτερη σοφία είναι, πολλές φορές, σιωπηλή.»

«Ορίστε, είπε αλήθεια ο πατέρας,» τόνισε ο Εξάποδος, και το μοναδικό του μάτι αναβόσβησε.

Ο Οπλοφόρος ύψωσε, ξαφνικά, το κανόνι του και έβαλε. Το γκρίζο, ραγισμένο έδαφος της Καμένης Γης αναπήδησε· σκόνη και πέτρες τινάχτηκαν στον αέρα.

«Τι συμβαίνει, Οπλοφόρε;» φώναξε ο Δαίδαλος. «Τι κάνεις εκεί;»

«Αυτές οι σκιές, Άρχοντα Δαίδαλε… Περιφέρονται ύποπτα. Προσπάθησα να χτυπήσω μία.»

«Αγνόησέ τες,» του είπε ο μάγος. «Είναι οι Ασώματοι – άκακες οντότητες, άυλης φύσης. Δεν πρόκειται να τους πετύχεις, κι ακόμα κι αν μπορούσες, δεν θα έπρεπε.»

«Μάλιστα…»

«Επίσης,» τόνισε ο Δαίδαλος, «δεν θα ρίχνεις σε ό,τι κινείται και σου φαίνεται ύποπτο. Το έχουμε ξαναπεί αυτό, έτσι δεν είναι;» Το είχε βάλει μέσα στην κωδικογράφησή του.

«Ναι, ασφαλώς, Δαίδαλε. Δεν το έχω ξεχάσει. Απλώς νόμιζα ότι ίσως να ήταν εχθροί.»

«Θα ρωτάς πρώτα,» του είπε ο Δαίδαλος, εμφατικά. Διότι ήταν βέβαιος πως ο Οπλοφόρος δεν αντιλαμβανόταν ακριβώς το μέγεθος της δύναμής του. Και το όπλο του ήταν από τα πιο καταστροφικά επάνω στη Βίηλ.

Ο Πολ, που άκουγε τον μάγο να μιλά στο καινούργιο αυτοκίνητο, σκέφτηκε, συνοφρυωμένος κι έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του: Κατάλαβα… Καλύτερα να πηγαίνεις πίσω απ’αυτό το πράγμα παρά μπροστά του…

140.

Με την αυγή, το φουσάτο του Επόπτη άρχισε να ετοιμάζεται για αναχώρηση, και μόλις ήταν έτοιμο ξεκίνησε να προελαύνει ξανά επάνω στη δημοσιά, προς τα βόρεια.

Η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, και ο Όρνιφιμ το παρακολουθούσαν από απόσταση, επάνω στα δίκυκλά τους. Ο Ρηθμάλος, ο Θεριστής των Οστών, ήταν κοντά τους καβάλα στο άλογό του, μην έχοντας πρόβλημα να τους προλαβαίνει αφού δεν πήγαιναν γρήγορα, ακολουθώντας τον ρυθμό του αργοκίνητου φουσάτου.

Ο Ιεράρχης είπε σε όλους για την προσπάθεια του Προμάχου Άτβος να βάλει εκρηκτικά στον δρόμο του Επόπτη, και για την αποτυχία της προσπάθειας αυτής.

«Θα έπρεπε να το είχε σκεφτεί ότι ανιχνευτές θα τον έβλεπαν,» είπε η Αλιζέτ. «Αποκλείεται κάποιος σαν τον Καρλ Βέρινλωφ να μην ήταν προσεχτικός σχετικά με κάτι τέτοιο. Ακόμα και μες στη νύχτα, τα δίκυκλα και τα ελικόπτερα του στρατού του περιφέρονται εναλλάξ γύρω απ’το φουσάτο, και ειδικά προς τα βόρεια. Θέλει να ξέρει τι τον περιμένει προτού φτάσει εκεί.»

Η Ανταρλίδα τη ρώτησε, μετά από λίγο: «Νομίζεις ότι έχει νόημα να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε τον Επόπτη;»

«Τι προτείνεις; Να πάμε στην Τάσβεραλ;»

«Δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να κάνουμε εδώ. Αν είναι να γίνει κάτι, θα το κάνει η Μητέρα…» Παρότι δεν της άρεσε αυτό, ήξερε ότι ήταν αλήθεια.

«Ας περιμένουμε καμια μέρα ακόμα, Ανταρλίδα. Δε βιαζόμαστε. Απ’ό,τι λέει ο Όρνιφιμ, τα πράγματα είναι ήσυχα στην πρωτεύουσα. Έτσι δεν είναι;» Η Αλιζέτ στράφηκε να κοιτάξει τον Ιεράρχη.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος.

Και συνέχισαν να παρακολουθούν το φουσάτο για μια ολόκληρη ημέρα ακόμα. Χωρίς τίποτα επεισοδιακό να συμβεί.

Όταν είχε νυχτώσει, και κάθονταν γύρω από μια καλυμμένη φωτιά, ο Ρηθμάλος ρώτησε: «Το Νέλερβικ και το Χαύδοραλ έχουν απελευθερωθεί, σωστά;»

«Σωστά,» του είπε η Αλιζέτ.

«Εσείς βοηθήσατε στην απελευθέρωσή τους;»

«Σωστά και πάλι.»

«Γιατί δεν έρχονται, λοιπόν, κι αυτοί να μας βοηθήσουν; Γιατί δε στέλνουν στρατό εδώ;»

«Μπορεί και να το κάνουν,» είπε η Αλιζέτ. «Πάντως, και τα δύο πριγκιπάτα έχουν υποστεί απώλειες, και το ξέρουν πως σύντομα θα χρειαστεί ν’αντιμετωπίσουν κι άλλους εχθρούς – σε αντίθεση με το Τάσβεραλ που, μάλλον, θα δεχτεί λιγότερες επιθέσεις από τους Παντοκρατορικούς.»

«Λιγότερες; Εκείνα τα πλοία ήρθαν στην Τάσνερακ!»

«Το Νέλερβικ, όμως, και το Χαύδοραλ συνορεύουν άμεσα με το Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ, και δεν μπορεί να μην ξέρεις πως εκεί οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας είναι μεγάλες. Επίσης, το Κάνρελ πιο εύκολο είναι να επιτεθεί στο Χαύδοραλ παρά στο Τάσβεραλ. Κατά πρώτον, οι ακτές του Χαύδοραλ είναι καλύτερες για αποβίβαση στρατευμάτων.»

Ο Ρηθμάλος δεν διαφώνησε. Και την κοίταζε σκεπτικά. «Φαίνεται να έχεις στρατηγικές γνώσεις…» παρατήρησε.

«Κάποιες βασικές μόνο,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ, καθώς μασούσε ένα κομμάτι παστό κρέας που είχαν πριν από λίγο ψήσει πάνω από τις φλόγες μέσα στον λάκκο. «Το Τάσβεραλ, όταν αποτινάξει τον Καρλ Βέρινλωφ, δε νομίζω πως θα βρίσκεται πλέον σε άμεσο κίνδυνο από τους Παντοκρατορικούς.»

Ο Ρηθμάλος συνέχιζε να μοιάζει σκεπτικός. Και μετά από λίγο είπε: «Θα έρθω μαζί σας, εκεί όπου θα γίνεται ο πόλεμος. Είτε είναι στο Χαύδοραλ, είτε στο Νέλερβικ, είτε αλλού.»

«Θα μας φανείς, αναμφίβολα, χρήσιμος,» τον διαβεβαίωσε η Αλιζέτ.

Και η Ανταρλίδα τον ρώτησε: «Πώς μπλέχτηκες με την Επανάσταση;»

«Δεν είμαι με την Επανάστασή σας. Τουλάχιστον, μέχρι στιγμής δεν ήμουν. Αγωνιζόμουν εδώ, και μόνο εδώ: στο Τάσβεραλ.»

«Είμαι σίγουρη πως ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος θα σου έλεγε ότι δεν έχει σημασία πού αγωνίζεσαι, φτάνει να αγωνίζεσαι εναντίον της Παντοκράτειρας. Αυτό αρκεί για να είσαι φίλος της Επανάστασης.»

«Όπως και νάχει,» είπε ο Ρηθμάλος. «Νόμιζα πως γνωρίζατε για εμένα…»

«Γενικά πράγματα μόνο,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Ότι ήσουν ανάμεσα σε κάποιους ληστές που ο Επόπτης κυνήγησε–»

«Δεν ήταν ληστές!» τη διέκοψε ο Θεριστής των Οστών. «Έμποροι ήταν. Δυσαρεστημένοι από τους φόρους της Παντοκράτειρας. Είχαν ξεσηκωθεί γιατί ορισμένοι κόντευαν να χάσουν και τα σπίτια τους! Η Παντοκράτειρα νομίζει ότι η Βίηλ είναι εδώ μονάχα για να τραβά χρήματα και στρατιώτες. Για να μας εκμεταλλεύεται προκειμένου να κάνει πολέμους σε άλλες διαστάσεις. Ποιος σωστός απόγονος των Μεγάλων Κολοσσών μπορεί να το δεχτεί αυτό;» γρύλισε ο Ρηθμάλος. «Κανένας. Κι όσοι το δέχονται είναι, για μένα, προδότες.»

«Κάποιοι,» του είπε ο Όρνιφιμ, «μπορεί να μην είχαν άλλη επιλογή–»

«Στα Δαιμόνια μ’αυτούς!» Ο Ρηθμάλος έκανε μια απότομη χειρονομία. «Πάντα υπάρχει άλλη επιλογή. Ας επέλεγαν να πολεμήσουν και να πεθάνουν!»

«Ήσουν κι εσύ έμπορος;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.

Ο Ρηθμάλος γέλασε. «Σου μοιάζω για έμπορος;»

«Μόνο αν πουλάς μεγάλα και κοφτερά τσεκούρια,» του είπε ο Όρνιφιμ.

Ο Ρηθμάλος γέλασε δυνατότερα. Κι ύστερα σοβάρεψε. «Ένας αδελφός μου ήταν έμπορος. Κι είχε ξεσηκωθεί κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους, γιατί θα του έπαιρναν το μαγαζί του. Έγιναν επεισόδια εκείνη την περίοδο. Άσχημα επεισόδια. Όχι, όμως, στην αρχή. Στην αρχή ήμασταν λογικοί. Ζητήσαμε απ’τον Επόπτη – που δεν ήταν τότε ο Βέρινλωφ, αλλά ο πριν απ’αυτόν – να κατεβούν λιγάκι οι φόροι για να μπορέσουμε να συνέλθουμε. Δεν το δέχτηκε, και μας απείλησε κιόλας. Είπε πως όποιοι συνέχιζαν να κάνουν τέτοιες φασαρίες θα δημευόταν η περιουσία τους. Πίστευε ότι τούτο θα τρομοκρατούσε τους εμπόρους, ότι θα έκαναν πίσω. Δεν έγινε, όμως, έτσι. Ο χαμένος δεν έχει τίποτ’άλλο να χάσει. Κάποιοι, βέβαια, ναι, φοβήθηκαν, δείλιασαν. Μα όχι όλοι. Κι αυτοί που δεν δείλιασαν πήραν τα όπλα… και τότε ήταν που μας είπαν ληστές. Ο Επόπτης μάς κυνήγησε – κι έχασε τη ζωή του! Μακάρι αυτό να ήταν αρκετό για να διώξει τους Παντοκρατορικούς απ’τα εδάφη μας. Αλλά δεν ήταν. Η Πριγκίπισσα συνέχιζε να τους υποστηρίζει, και είχαν αρκετό στρατό εδώ: δε μπορούσαμε να τα βάλουμε ανοιχτά με τον στρατό τους.

»Και μετά… ήρθε αυτός ο καταραμένος, ο υπηρέτης Δαιμόνιων, ο Καρλ Βέρινλωφ. Τους παγίδεψε όλους που είχαν ξεσηκωθεί, και… όσους δεν σκότωσε εκεί, επί τόπου, τους έπιασε και τους εκτέλεσε ύστερα. Ο αδελφός μου ήταν ανάμεσά τους.» Ο Ρηθμάλος ατένισε οργισμένα τις φλόγες.

«Αλλά εσύ είσαι ακόμα ζωντανός,» παρατήρησε η Αλιζέτ.

«Προσπάθησαν κι εμένα να με πιάσουν, ή να με σκοτώσουν· μα δεν μπορούσαν να τα βάλουν με τα ιερά οστά των Λάν’τραχαμ! Σκότωσα… ούτε κι εγώ ξέρω πόσους λευκοντυμένους… δέκα, είκοσι… δε θυμάμαι. Η πανοπλία μου ήταν καταχτυπημένη, σχεδόν διαλυμένη, αιμορραγούσα και παραπατούσα και ζαλιζόμουν. Αλλά τους ξέφυγα, για να συνεχίσω να τους πολεμάω στις ερημιές του Τάσβεραλ, μέχρι αυτοί να φύγουν ή εγώ να πεθάνω. Ο Επόπτης έχει διαδώσει, ο δαιμονισμένος, ότι είμαι νεκρός, αλλά ο λαός του Πριγκιπάτου ξέρει ποιος είναι νεκρός και ποιος όχι!

»Κι αν είμαι νεκρός, τότε ο Νεκρός θα τον στείλει στους συγγενείς του, τα Δαιμόνια, στο τέλος!»

Την επόμενη ημέρα, παρακολουθούσαν πάλι το φουσάτο του Καρλ Βέρινλωφ, κινούμενοι σε ασφαλή απόσταση από αυτό. Οι ανιχνευτές του Επόπτη δεν έρχονταν προς τη μεριά τους (δυτικά) γιατί τους απασχολούσε περισσότερο τι μπορεί να καιροφυλαχτούσε μπροστά από το στράτευμα, στα βόρεια, στις τελευταίες δεκάδες χιλιόμετρα πριν από την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου.

Η Ανταρλίδα ρώτησε τον Όρνιφιμ τι έκαναν ο Τάμπριελ κι οι άλλοι, και η απάντηση που έδωσε ο Ιεράρχης ήταν: «Προετοιμάζονται. Έχουν έρθει – μέσω ελικοπτέρου – και μερικοί πολεμιστές από το Χαύδοραλ και το Νέλερβικ, για να τους βοηθήσουν. Αλλά όχι πολλοί· απλά και μόνο για να δηλώσουν την παρουσία τους.»

Πράγμα το οποίο η Ανταρλίδα ήξερε πως δεν ήταν ασήμαντο. Θα εμψύχωνε τους υπερασπιστές της Τάσβεραλ το γεγονός ότι τα δύο γειτονικά πριγκιπάτα τούς υποστήριζαν.

«Υπάρχουν αρκετοί μάγοι για όλα τα ενεργειακά κανόνια της Τάσβεραλ;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Όρνιφιμ, «δίχως αμφιβολία. Έρχονται πολεμιστές και μάγοι απ’όλα τα βόρεια μέρη του Πριγκιπάτου για να υπερασπιστούν την πρωτεύουσα και την Πριγκίπισσά τους. Ο Επόπτης δεν θα το βρει εύκολο να πάρει την Τάσβεραλ, είμαι βέβαιος, ό,τι όπλα κι αν έχει στη διάθεσή του.»

«Μην ξεχνάς, όμως, ότι σίγουρα θα υπάρχουν δολιοφθορείς μέσα στα τείχη της πρωτεύουσας,» είπε η Αλιζέτ. «Εγώ αυτούς φοβάμαι περισσότερο.»

Μακάρι να υπήρχε αρκετός χρόνος για να ξετρυπώσουμε όλους τους πράκτορες της Παντοκράτειρας από την Τάσβεραλ, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε. Είπε στην Αλιζέτ: «Είμαστε πλέον κοντά. Αύριο το πρωί, καλύτερα να πάμε στην πρωτεύουσα.»

Η Σκοτεινή Βασίλισσα κατένευσε. «Ναι. Κι ο Επόπτης θα φτάσει κατά το απόγευμα, απ’ό,τι υπολογίζω.»

141.

Μέσα στο χρυσαφένιο φως του πρωινού και στον ψυχρό αγέρα του χειμώνα, τρεις αναβάτες επάνω σε ενεργειακά δίκυκλα κι ένας καβαλάρης επάνω σε άλογο έφτασαν μπροστά στη Νότια Πύλη της Τάσβεραλ και έκοψαν ταχύτητα. Οι φρουροί εκεί τούς έκαναν νόημα να σταματήσουν, γιατί τώρα, με το Παντοκρατορικό φουσάτο να έρχεται από τα νότια, τέτοιες διαταγές είχαν από την Πριγκίπισσα. Οι πάντες θα ελέγχονταν.

«Στο παλάτι πηγαίνουμε. Η Πριγκίπισσα μάς περιμένει. Ονομάζομαι Ανταρλίδα. Δε μπορεί να μη σας έχει πει ότι θα ερχόμασταν αργά ή γρήγορα.»

«Οι άλλοι μαζί σου ποιοι είναι;» ρώτησε ο φρουρός.

Η Ανταρλίδα τούς σύστησε. Ο φρουρός κοίταξε λιγάκι ξαφνιασμένος τον Ρηθμάλος – τον οποίο η Ανταρλίδα είχε συστήσει «από δω ο Ρηθμάλος, που τον ξέρετε και ως ‘ο Θεριστής των Οστών’» – κι ύστερα είπε: «Πράγματι, η Πριγκίπισσα έχει προστάξει να σας περιμένουμε. Αλλά όχι και τον Ιερό Μαχητή…»

«Τον βρήκαμε καθοδόν,» είπε η Αλιζέτ. «Μπορούμε να περάσουμε τώρα, ή θα μας κάνετε κι άλλες άσκοπες ερωτήσεις;»

«Περάστε. Φυσικά.»

Βγήκαν από τη σκιά της μεγάλης αψίδας της Νότιας Πύλης και μπήκαν στους πρωινούς δρόμους της Τάσβεραλ, περνώντας ανάμεσα από ψηλότερα και χαμηλότερα οικοδομήματα, πλησιάζοντας τη λίμνη στην ανατολική μεριά της πόλης, κι ακολουθώντας τον δρόμο που οδηγούσε φιδογυριστά στο πριγκιπικό παλάτι επάνω στους λόφους, πλάι στους καταρράκτες. Στην καγκελωτή πύλη του παλατιού, δήλωσαν στους φρουρούς ποιοι ήταν, κι εκείνοι τούς άφησαν να περάσουν. Ο Ρηθμάλος αφίππευσε κι έδωσε το άλογό του σ’έναν ιπποκόμο για να το σταβλίσει· αλλά τον προειδοποίησε: «Πρόσεχέ το. Κλοτσάει.» Η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, και ο Όρνιφιμ άφησαν τα δίκυκλά τους στον χώρο στάθμευσης του παλατιού, και συνάντησαν πάλι τον Ρηθμάλος μπροστά στην είσοδο του κεντρικού οικήματος.

«Πού βρίσκεται η Πριγκίπισσα;» ρώτησε η Ανταρλίδα έναν υπηρέτη, καθώς βάδιζαν μέσα στους γεμάτους ταπετσαρίες διαδρόμους.

«Στην Αίθουσα του Θρόνου πρέπει να είναι, κυρία. Θα την ειδοποιήσω για τον ερχομό σας,» αποκρίθηκε ο υπηρέτης, και προχώρησε μπροστά τους, σχεδόν τρέχοντας.

Όταν μπήκαν στην Αίθουσα του Θρόνου, βρήκαν τη Λισρρέτα να κάθεται σε μια θέση του μεγάλου τραπεζιού και κοντά της να είναι καθισμένοι η Εκάρνιτ, η Στρατηγός του Πριγκιπάτου, και ο Πρόμαχος Άτβος.

«Ανταρλίδα,» είπε ο τελευταίος, «Αλιζέτ…»

«Μη σηκώνεσαι, Πρόμαχε,» του είπε η Ανταρλίδα προτού εκείνος σηκωθεί από την καρέκλα του.

«Καθίστε,» τους πρότεινε η Λισρρέτα. «Συνέβη κάτι και ήρθατε τόσο νωρίς; Και…» Κοίταξε τον Ρηθμάλος, «ποιος είστε εσείς, Άρχοντά μου;» Του μίλησε με σεβασμό γιατί ήταν, προφανώς, Ιερός Μαχητής των Οστών.

Εκείνος έκανε μια σύντομη υπόκλιση αντίκρυ στην Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ και συστήθηκε. «Υπηρέτης σας, Υψηλοτάτη,» πρόσθεσε.

Η Λισρρέτα ένευσε σαν να ήξερε ήδη την απάντηση που θα λάμβανε. «Ο Τάμπριελ μού είπε ότι σας συνάντησαν ενώ παρακολουθούσαν τον στρατό του Επόπτη…»

«Τον παρακολουθούσα κι εγώ, Υψηλοτάτη, και σκεφτόμουν πώς μπορούσα να βοηθήσω. Τώρα βρήκα τον τρόπο.»

Οι υπόλοιποι είχαν ήδη καθίσει, και η Λισρρέτα πρότεινε και στον Ρηθμάλος να κάνει το ίδιο, οπότε ο Θεριστής των Οστών υπάκουσε.

«Πού είναι ο Τάμπριελ;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Στο δωμάτιό του, νομίζω,» αποκρίθηκε η Λισρρέτα. «Μάλλον κοιμάται.»

«Θα πάω να τον συναντήσω, αν μου επιτρέπετε, Υψηλοτάτη.»

«Ασφαλώς.»

Η Ανταρλίδα σηκώθηκε από τη θέση της, και καθώς έφευγε άκουσε τον Άτβος να ρωτά: «Πόσο μακριά είναι το φουσάτο του Επόπτη από την πόλη;» και την Αλιζέτ να απαντά: «Υπολογίζω ότι το απόγευμα θα βρίσκεται εδώ. Πόσους πολεμιστές έχετε καταφέρει να συγκεντρώσετε στην πρωτεύουσα, Πριγκίπισσά μου;»

Η Ανταρλίδα βγήκε από την Αίθουσα του Θρόνου, μπήκε σ’έναν ανελκυστήρα, ανέβηκε στον όροφο όπου βρισκόταν το δωμάτιο του Τάμπριελ, και βάδισε ώς εκεί. Στις περισσότερες γωνίες των διαδρόμων, παρατήρησε, στέκονταν φρουροί. Πολύ περισσότεροι από την προηγούμενη φορά που ήμουν εδώ. Η Λισρρέτα έχει πάρει σοβαρά την ασφάλεια του παλατιού. Αλλά, και πάλι, δεν ξέρουμε αν κανένας από αυτούς τους φρουρούς είναι πληρωμένος από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας…

Έπιασε το πόμολο της πόρτας και την άνοιξε. Δεν κλειδώνει, λοιπόν, ο Τάμπριελ… Και του είπα να είναι προσεχτικός, τα κέρατα του Κάρτωλακ γαμώ! Μπήκε στο δωμάτιο τσαντισμένη, κλείνοντας αθόρυβα πίσω της – θέλοντας να του δείξει πόσο εύκολα μπορούσε κάποιος να τον δολοφονήσει.

Τον είδε, όμως, να έχει ήδη ανασηκωθεί επάνω στο κρεβάτι, κι ένα ξιφίδιο να είναι στο χέρι του.

«Ανταρλίδα…» Βλεφάρισε.

«Με άκουσες;» απόρησε εκείνη. Ήταν βέβαιη ότι δεν είχε κάνει καθόλου θόρυβο, όπως μια Μαύρη Δράκαινα δεν κάνει καθόλου θόρυβο όταν δεν θέλει να κάνει. Όμως δεν τον περίμενε ν’απαντήσει· συνέχισε αμέσως: «Γιατί δεν κλειδώνεις την πόρτα σου; Είσαι σοβαρός; Νομίζεις ότι είναι δύσκολο να–;»

«Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως,» εξήγησε ο Τάμπριελ. «Έτσι σε κατάλαβα.»

Η Ανταρλίδα αναστέναξε, βηματίζοντας μέσα στο δωμάτιο και βγάζοντας τα γάντια της. «Αυτή δεν είναι δικαιολογία για να μην κλειδώνεις την πόρτα σου. Οι μαγγανείες μπορούν να διαλυθούν από άλλους μάγους.»

«Και οι κλειδαριές μπορούν να ξεκλειδωθούν από όποιον ξέρει πώς να τις ξεκλειδώνει, Ανταρλίδα,» είπε ο Τάμπριελ. «Τι γίνεται με τον στρατό του Επόπτη;»

Η Ανταρλίδα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, πλάι του. «Έρχεται. Σήμερα. Προς το βράδυ, κατά πάσα πιθανότητα. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις· είμαι βέβαιη.»

Ο Τάμπριελ ένευσε.

«Νομίζεις ότι η πόλη θα κρατήσει;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα. «Ότι θα διαλύσει το φουσάτο του Καρλ Βέρινλωφ;»

«Το θεωρώ πολύ πιθανό. Έχουμε πέντε χιλιάδες μαχητές συγκεντρωμένους εδώ, χωρίς να υπολογίζω αυτούς που ήρθαν από το Νέλερβικ και το Χαύδοραλ οι οποίοι είναι, συνολικά, τετρακόσιοι-πενήντα. Επίσης, έχουμε τρία ενεργειακά κανόνια στα τείχη, πολλές τοξοβόλους και σφαιροβόλους βαλλίστρες, κάποια άρματα μάχης, το μεταβαλλόμενο όχημα των Παντοκρατορικών (αυτό με τα ψηλά πόδια), και το δικό μας μεταβαλλόμενο όχημα.»

«Το έφερες μέσα στα τείχη;»

«Δεν το θεώρησα ασφαλές να τ’αφήσω στους λόφους.»

Η Ανταρλίδα ένευσε. Πράγματι· οι ανιχνευτές του Καρλ Βέρινλωφ θ’απλώνονταν παντού στη γύρω περιοχή.

«Και έχουμε και τα εκρηκτικά που έφερε πίσω ο Πρόμαχος,» πρόσθεσε ο Τάμπριελ. «Η Τάσβεραλ μπορεί να νικήσει τον εχθρό, Ανταρλίδα. Είμαι σίγουρος. Και νομίζω πως θα μας βοηθήσει και η Μητέρα, είτε το θέλουμε είτε όχι.»

«Η Αλιζέτ φοβάμαι για δολιοφθορές εκ των έσω,» είπε η Ανταρλίδα. «Από πράκτορες της Παντοκράτειρας που εξακολουθούν να βρίσκονται στην πόλη.»

Ο Τάμπριελ ανακάθισε πάνω στο κρεβάτι, παρατηρώντας την όψη της Ανταρλίδας και κρίνοντάς την ανήσυχη. «Συμφωνείς με την Αλιζέτ;»

«Ναι. Ίσως – ίσως – η Πριγκίπισσα να έδιωξε όλους τους Παντοκρατορικούς πράκτορες μέσα από το παλάτι της, αλλά όχι και μέσα από την πόλη. Εσύ έχεις ‘δει’ κάτι γι’αυτό το θέμα;»

Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε, σκεπτικός, φέρνοντας στη μνήμη του όλες εκείνες τις εικόνες που παρουσιάζονταν στο μυαλό του σαν μέσα από ένα σκοτεινό συρτάρι, κοιτάζοντάς τες με τα πνευματικά του μάτια όπως θα κοίταζε φωτογραφίες με τα υλικά του μάτια. Πέρασε κάποια ώρα, χωρίς να μιλά, προσπαθώντας να συμπληρώσει ένα ψηφιδωτό που νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει να σχηματίζεται.

Η Ανταρλίδα τον περίμενε, σιωπηλή· και τελικά, εκείνος είπε: «Έχω μια υποψία… αλλά ίσως να είναι κάτι που κι εσύ θα σκεφτόσουν, ακόμα και δίχως τη δική μου βοήθεια.»

«Πες μου,» τον προέτρεψε η Ανταρλίδα.

«Νομίζω πως έχω ‘δει’ τον Πύργο της Ανατολής να εκρήγνυται.» Έκλεισε τα βλέφαρά του, φέρνοντας την εικόνα στο νου του. «Ναι… αυτός πρέπει να είναι. Αυτός…» Τα άνοιξε πάλι.

«Κι επάνω στον πύργο είναι ένα από τα ενεργειακά κανόνια της Τάσβεραλ,» είπε η Ανταρλίδα.

Ο Τάμπριελ ένευσε. «Επιπλέον, ο Πύργος της Ανατολής είναι λίγο πιο νότια απ’το παλάτι: κοιτάζει, δηλαδή, προς τη μεριά από την οποία θα έρθει το φουσάτο του Επόπτη. Ο τέλειος στόχος για έναν δολιοφθορέα, επομένως.»

«Τι ώρα της ημέρας είναι στην εικόνα που έχεις ‘δει’;»

«Νύχτα, και η έκρηξη την φωτίζει.»

142.

Καθώς ο ουρανός σκοτείνιαζε, μαύρα σύννεφα συγκεντρώνονταν, κι όλοι στην Τάσβεραλ έλεγαν ότι σύντομα θα έβρεχε.

Τότε ήταν που το φουσάτο των Παντοκρατορικών φάνηκε να ξεπροβάλλει μέσα από τους λοφότοπους, προελαύνοντας επάνω στη φαρδιά δημοσιά σαν πελώριο φίδι: ένα μυθικό θηρίο, λευκό και μεταλλικό. Οι σημαίες της Παντοκράτειρας ανέμιζαν στην εμπροσθοφυλακή. Ένα ψηλό, θωρακισμένο άρμα με ερπύστριες, βαλλίστρες, και ενεργειακό κανόνι ήταν στο κέντρο της στρατιάς, μέσα σε μια θάλασσα πάνοπλων πολεμιστών. Από πάνω, ελικόπτερα πετούσαν.

Οι υπερασπιστές της Τάσβεραλ είχαν ήδη μάθει για τον ερχομό του εχθρικού φουσάτου· οι ανιχνευτές τους τους είχαν ενημερώσει ότι ο Επόπτης βρισκόταν κοντά. Έτσι, οι πύλες της πρωτεύουσας ήταν κλειστές· πολεμιστές στέκονταν στις επάλξεις, άλλοι βαστώντας τόξα ή βαλλίστρες, άλλοι κρατώντας ψηλές ασπίδες· μεταλλικές γιγαντοβαλλίστρες ήταν οπλισμένες με βέλη και σιδερένιες αγκαθωτές σφαίρες· μάγοι του τάγματος των Πεφωτισμένων ρύθμιζαν τη ροή της ενέργειας μέσα στα τρία κανόνια των τειχών της πόλης, και έμπειροι χειριστές ήταν έτοιμοι να σημαδέψουν και να βάλουν· το μεταβαλλόμενο όχημα με τα ψηλά, αρθρωτά πόδια είχε επισκευαστεί από τους τεχνουργούς της Τάσβεραλ, και τώρα ένας μάγος ήταν καθισμένος στο ενεργειακό του κέντρο, ένας οδηγός στο τιμόνι, και χειριστές έλεγχαν τις βαλλίστρες του· πολλά άλλα άρματα μάχης ήταν επίσης σε ετοιμότητα, καθώς και ελικόπτερα, καβαλάρηδες επάνω σε άλογα, και πεζοί, πίσω από τα ψηλά πέτρινα τείχη. Το πριγκιπικό παλάτι στην πλαγιά των λόφων ήταν καλά προστατευμένο με πολεμιστές, αεροσκάφη, και μεγάλα εκηβόλα όπλα.

Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ βρίσκονταν κοντά στον Πύργο της Ανατολής, η πρώτη κάτω από τις επάλξεις, η δεύτερη επάνω. Παρατηρούσαν κι οι δυο τους ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε, και μόλις σκοτείνιαζε ήταν έτοιμες να κινηθούν: να μπουν κι εκείνες στον πύργο, μεταμφιεσμένες σαν πολεμίστριες του Πριγκιπάτου καθώς ήταν, προκειμένου να πιάσουν τον πράκτορα της Παντοκράτειρας προτού προλάβει να ανατινάξει το ενεργειακό κανόνι, τον πύργο, κι ένα μέρος των τειχών της πόλης μαζί.

Ο Τάμπριελ, ο Πρόμαχος Άτβος, η Ιλρίνα’νορ, και η Πριγκίπισσα Λισρρέτα βρίσκονταν στο παλάτι, και στέκονταν σ’έναν εξώστη, ατενίζοντας κάτω, προς τα νότια, το φουσάτο του Καρλ Βέρινλωφ να έρχεται μέσα από τους λόφους. Ο Ζίρτελον και ο Όρνιφιμ ήταν κοντά τους.

Η Στρατηγός Εκάρνιτ βρισκόταν στα νότια τείχη της πόλης, ντυμένη με την πανοπλία και το κράνος της, κι έχοντας την ασπίδα της δεμένη στο αριστερό της χέρι. Παραδίπλα στέκονταν ο Ραφέλνες κι ο Ρηθμάλος, έτοιμοι να πολεμήσουν τους Παντοκρατορικούς. Ο πρώτος βαστούσε το σπαθί του ανεστραμμένο· ο δεύτερος είχε χαλαρά στη γροθιά του το μεγάλο του τσεκούρι. Κανένας τους δεν χρειαζόταν ασπίδα ή πανοπλία πέρα από αυτή που ήταν ένα με το σώμα τους.

Καθώς άρχιζε να βρέχει, το φουσάτο των Παντοκρατορικών έφτασε αντίκρυ στα νότια τείχη της Τάσβεραλ. Σταμάτησε σε ασφαλή απόσταση, πέρα από την εμβέλεια των όπλων της πόλης, και παρατάχθηκε διαδικαστικά. Τα ελικόπτερα έκαναν βόλτες από πάνω του, σπαθίζοντας με τους έλικές τους τον αέρα και το νερό που έπεφτε από τα μαύρα σύννεφα.

Η ορατότητα ήταν χάλια: όλοι το παραδέχονταν, πολιορκητές και πολιορκούμενοι. Σκοτάδι και βροχή.

Ο Τάμπριελ δεν ήταν βέβαιος αν στην εικόνα που είχε ‘δει’ έβρεχε καθώς ο Πύργος της Ανατολής ανατιναζόταν· κι αναρωτήθηκε μήπως είχε κάνει λάθος που είχε προειδοποιήσει την Ανταρλίδα. Τώρα, όμως, είχε γίνει… κι έτσι κι αλλιώς, καλύτερα να είμαστε προσεχτικοί παρά όχι.

Η φωνή του Καρλ Βέρινλωφ αντήχησε από τα νότια, αναμφίβολα μεγεθυσμένη από εκφωνητή: «ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΛΙΣΡΡΕΤΑ. ΑΝΟΙΞΕ ΤΙΣ ΠΥΛΕΣ ΣΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΩΣΟΥ! ΘΑ ΥΠΑΡΞΟΥΝ ΚΥΡΩΣΕΙΣ, ΑΣΦΑΛΩΣ, ΓΙΑ ΕΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΣΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΑΛΛΑ Η ΜΟΙΡΑ ΣΟΥ, ΚΑΙ Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟΥ ΣΟΥ, ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΑΝ ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΣ. Η ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ ΔΕΝ ΣΥΓΧΩΡΕΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ! ΟΥΤΕ Ο ΚΑΡΛ ΒΕΡΙΝΛΩΦ ΤΟΥΣ ΣΤΑΣΙΑΣΤΕΣ!»

Ο Τάμπριελ στράφηκε να κοιτάξει τη Λισρρέτα, η οποία στεκόταν πλάι του, φορώντας την κουκούλα της κάπας της για να προστατεύεται από τον αέρα και τη βροχή. «Δεν θα του απαντήσω,» είπε η Πριγκίπισσα.

Ο Τάμπριελ ένευσε, συμφωνώντας. Δε νόμιζε ότι υπήρχε τώρα τίποτα που μπορούσε κανείς να πει στον Καρλ Βέρινλωφ το οποίο θα έκανε ετούτη τη σύγκρουση λιγότερο επώδυνη. Πρέπει να τον κατατροπώσουμε – όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο.

Πήρε στα χέρια του ένα ζευγάρι κιάλια και άρθρωσε το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως. Τα έφερε στα μάτια του και παρατήρησε το Παντοκρατορικό φουσάτο που είχε σχεδόν τελειώσει να παρατάσσεται. Οι μαγικά ενισχυμένοι φακοί διαπερνούσαν τη βροχή και το σκοτάδι και του πρόσφεραν πληροφορίες που αλλιώς δεν θα μπορούσε να έχει. Οι Παντοκρατορικοί ετοίμαζαν γιγάντιες βαλλίστρες καθώς και δύο ενεργειακά κανόνια, ενώ το ενεργειακό κανόνι που ήταν προσαρτημένο στο ερπυστριοφόρο έδειχνε να είναι ήδη έτοιμο. Ο Τάμπριελ διέκρινε τον Καρλ Βέρινλωφ επάνω σ’αυτό το άρμα, μισό μέσα μισό έξω από την καταπακτή, μ’έναν εκφωνητή πιασμένο στην πλάτη του. Περιμένει, πραγματικά, η Πριγκίπισσα να του απαντήσει; Περιμένει ότι θα συζητήσουν εξ αποστάσεως; Ότι το Τάσβεραλ θα παραδοθεί ύστερα από έναν τέτοιο ξεσηκωμό; Το μυαλό του πρέπει να έχει κουνηθεί από τον τραυματισμό του στο Βόρειο Μέτωπο της Απολλώνιας!

Ο Τάμπριελ κατέβασε τα κιάλια του. «Έχουν τρία ενεργειακά κανόνια, Πριγκίπισσά μου. Όσα κι εμείς.»

143.

Ο Καρλ Βέρινλωφ, βλέποντας ότι δεν επρόκειτο να έπαιρνε απάντηση από την Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ, πρόσταξε τα ενεργειακά κανόνια του να ρίξουν μερικές ριπές προς την πόλη. Καμία όμως από αυτές δεν έφτασε στα τείχη, καθώς και τα τρία κανόνια βρίσκονταν, εσκεμμένα, εκτός εμβέλειας προκειμένου να μη μπορούν να χτυπηθούν από τους Τασβεράλιους.

Η Αλιζέτ, στεκόμενη στις νότιες επάλξεις, είδε τις ενεργειακές ριπές να τραντάζουν τη γη και να κάνουν πέτρες και χώματα να τινάζονται. Εκφοβισμός, σκέφτηκε. Τίποτα περισσότερο. Κι ενεργοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της, λέγοντας στην Ανταρλίδα: «Νομίζω ότι έχει σκοτεινιάσει αρκετά.»

«Συμφωνώ. Ξεκινάμε;»

«Ναι.»

Η Αλιζέτ βάδισε προς την πόρτα του Πύργου της Ανατολής, η οποία ήταν ανοιχτή. Ντυμένη σαν πολεμίστρια του Τάσβεραλ, με φολιδωτή αρματωσιά, κράνος στο κεφάλι, και ασπίδα στο χέρι, αισθανόταν άβολα. Δεν ήταν αμφίεση αυτή για μια Μαύρη Δράκαινα, ούτε για τη Σκοτεινή Βασίλισσα! Παρότι γνώριζε, φυσικά, να μάχεται φορώντας πανοπλία, δεν το προτιμούσε· δεν της έδινε την ελευθερία κινήσεων που ήθελε να έχει. Τα μέταλλα ήταν βαριά, το πεδίο όρασής της περιορισμένο.

Ήταν σημαντικό, όμως, να ξεγελάσουν τον δολιοφθορέα. Θα του τραβούσαν αμέσως την προσοχή αν εκείνη κι η Ανταρλίδα έρχονταν ντυμένες σαν ταξιδιώτισσες, πολίτιδες, ή Μαύρες Δράκαινες (με τη μελανή στολή)· αλλά όχι αν έρχονταν ντυμένες σαν πολεμίστριες της πόλης. Ακόμα κι αν ήξερε την όψη τους, μάλλον δε θα τις αναγνώριζε παρά μονάχα αν είχε λόγο να τις κοιτάξει επισταμένα.

Η Αλιζέτ μπήκε στον Πύργο της Ανατολής και βρέθηκε στο δωμάτιο όπου ήταν το μεγάλο ενεργειακό κανόνι. Ένας μάγος κι ένας πυροβολητής ήταν καθισμένοι εδώ, ο πρώτος μοιάζοντας να βρίσκεται σε απόλυτη αυτοσυγκέντρωση, ο δεύτερος σημαδεύοντας προς τα νότια και εξαπολύοντας μερικές ριπές – οι οποίες, αναμφίβολα, αστοχούσαν. Η Αλιζέτ δεν χρειαζόταν να κοιτάξει για να το μάθει αυτό· οι Παντοκρατορικοί είχαν παραταχθεί αρκετά μακριά για να είναι ασφαλείς, προς το παρόν, από τέτοιες επιθέσεις. Ο Καρλ Βέρινλωφ δεν θα έκανε τέτοιο λάθος.

Η Αλιζέτ έριξε μια ματιά σ’όλο το στρογγυλό δωμάτιο. Κανένας δεν έμοιαζε νάναι κρυμμένος εδώ. Κανένας δεν έμοιαζε να μπορεί να κρυφτεί. Ήταν ολόκληρο φωτισμένο, και δεν υπήρχαν σκοτεινά σημεία.

Κατέβηκε την πέτρινη σκάλα, κοιτάζοντας γύρω της με προσοχή. Ο δολιοφθορέας μπορεί να είχε κολλήσει τα εκρηκτικά στους τοίχους…

Τίποτα, όμως.

Έφτασε στο μεσαίο πάτωμα του πύργου, όπου ο χώρος διαιρείτο σε τρία δωμάτια. Εξοπλισμοί βρίσκονταν εδώ και στρατιώτες, περιμένοντας, καθώς επίσης και η εστία που έδινε φως στον πύργο. Η Αλιζέτ συνάντησε την Ανταρλίδα, η οποία της είπε χαμηλόφωνα: «Τίποτα ακόμα.»

«Το ίδιο. Συνεχίζουμε.»

Η Αλιζέτ κατέβηκε στο ισόγειο του πύργου, όπου κι εδώ υπήρχαν εξοπλισμοί και πολεμιστές που περίμεναν, μιλούσαν, ή ετοίμαζαν όπλα.

«Ε!» της φώναξε ένας άντρας που έμοιαζε για αρχηγός. «Τι κάθεσαι συ και βλέπεις; Πιάσε και βάζε κανένα από κείνα τα βέλη σε φαρέτρες.» Έδειξε ένα κιβώτιο με βέλη.

Η Αλιζέτ δεν έφερε αντίρρηση. Πλησίασε κι άρχισε να τα περνά στις φαρέτρες που ήταν παραδίπλα, αφού άφησε την ασπίδα της ακουμπισμένη στον τοίχο.

Δεν αισθάνθηκε τον τηλεπικοινωνιακό της πομπό να δονείται, επομένως ούτε η Ανταρλίδα πρέπει να είχε εντοπίσει κάτι ύποπτο. Μήπως ο Τάμπριελ έκανε λάθος; αναρωτήθηκε. Η Ανταρλίδα τής είχε πει ότι ο Τάμπριελ είχε «δει» έναν πύργο να ανατινάζεται. Πώς μπορούσε νάναι σίγουρος ότι ήταν, όντως, ο Πύργος της Ανατολής; Ή ότι θα ανατιναζόταν απόψε; Αν έχει κάνει λάθος δεν θα είναι πρωτόφαντο, απ’ό,τι έχω καταλάβει. Της είχε, γενικά, δοθεί η εντύπωση πως πολλές φορές ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε τι ακριβώς «έβλεπε».

Η Αλιζέτ είχε γεμίσει σχεδόν όλες τις φαρέτρες, όταν είδε έναν πολεμιστή να μπαίνει βιαστικά στον πύργο και ν’ανεβαίνει τις πέτρινες σκάλες, χωρίς να σταθεί καθόλου για να μιλήσει σε κανέναν. Μονάχα μια ματιά έριξε τριγύρω, τίποτα περισσότερο. Σα ν’αναζητά κάτι. Αυτός είναι!

Αν όντως ερχόταν κάποιος για να κάνει σαμποτάζ, αυτός πρέπει να ήταν. Επιπλέον, είχε έναν σάκο κρεμασμένο στον ώμο του – έναν σάκο, πιθανώς, γεμάτο εκρηκτικά.

Η Αλιζέτ τον ακολούθησε. Αθόρυβα. Και πάτησε, συγχρόνως, ένα κουμπί επάνω στον πομπό της για να ειδοποιήσει την Ανταρλίδα, να της δώσει το σιωπηλό σήμα που είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους.

Ο παράξενος πολεμιστής (που, μάλλον, είναι μεταμφιεσμένος όπως εμείς) έφτασε στον μεσαίο όροφο του Πύργου της Ανατολής και πήγε προς μια από τις πόρτες των τριών δωματίων. Η Αλιζέτ στάθηκε ακίνητη στο σημείο που η σκάλα συναντούσε αυτό το πάτωμα του πύργου. Είδε την Ανταρλίδα με τις άκριες των ματιών της, και της έκανε νόημα με τα δάχτυλα, εμφατικά: Περίμενε! Εκείνη υπάκουσε.

Ο ύποπτος άντρας κοίταξε μέσα στην πόρτα κι έφυγε· δεν μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν γεμάτο πολεμιστές, όπως ήξερε η Αλιζέτ. Ακόμα στεκόμενη στη σκάλα, τον είδε τώρα να στρίβει για να πάει σε μια από τις άλλες πόρτες. Και τον ακολούθησε, προσπαθώντας να κάνει όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο μέσα στην άκομψη πανοπλία της – πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να βαδίζει πιο αργά απ’ό,τι θα ήθελε. Ωστόσο, μάλλον δεν υπήρχε λόγος για βιάση. Ο δολιοφθορέας δεν πρόκειται να ανατίνασσε τον πύργο όσο βρισκόταν κι ο ίδιος μέσα. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας δεν ακολουθούσαν τις τακτικές της Μητέρας.

Η Σκοτεινή Βασίλισσα άκουσε πίσω της την Ανταρλίδα να έρχεται. Καλύτερα να έμενε στη θέση της, τόσο θόρυβο που κάνει!

Ο περίεργος πολεμιστής, πάντως, δεν πρέπει να είχε ακούσει τίποτα που να τον είχε θορυβήσει. Κοιτάζοντας από την άκρη της στρογγυλεμένης στροφής, η Αλιζέτ τον είδε ν’ανοίγει μια πόρτα και να μπαίνει. Φυσικά. Εκεί δεν είναι κανένας. Εκεί υπήρχαν μόνο εξοπλισμοί.

Έκανε, με τα δάχτυλα, νόημα στην Ανταρλίδα πίσω της: Μπήκε. Κι ύστερα βάδισε, νυχοπατώντας, προς την πόρτα – την οποία ο άντρας είχε κλείσει.

Η Ανταρλίδα ήρθε κοντά της, ξεθηκαρώνοντας το σπαθί από τη μέση της. Πραγματικά, χρειάζεται σπαθί για να τον βγάλει από τη μέση; σκέφτηκε, απαξιωτικά, η Αλιζέτ, που νόμιζε ότι άνετα μπορούσε να τον σκοτώσει με δυο κλοτσιές, αν έκρινε από τις κινήσεις του μέχρι στιγμής. Τα αντανακλαστικά του δεν της έμοιαζαν και πολύ καλά.

Έγνεψε στην Ανταρλίδα να περιμένει ξανά και άνοιξε την πόρτα – λίγο – με μεγάλη προσοχή – μια χαραμάδα μόνο.

Οι καταραμένοι μεντεσέδες, όμως, έτριξαν σαν τα Δαιμόνια να τους είχαν βάλει να τρίξουν!

Ο ύποπτος άντρας, που είχε ανάψει έναν φακό μέσα στο δωμάτιο και είχε αφήσει τον σάκο του επάνω σ’ένα κιβώτιο, στράφηκε αμέσως.

Η Αλιζέτ άνοιξε ολόκληρη την πόρτα, μπαίνοντας. «Τι έχεις εκεί μέσα;» τον ρώτησε, για να δει την αντίδραση του – γιατί υπήρχε και ένα ενδεχόμενο να μην ήταν, τελικά, πράκτορας της Παντοκράτειρας.

Εκείνος έκανε να τραβήξει το σπαθί του – η αντίδραση που περίμενε η Αλιζέτ. Τον κλότσησε αμέσως στο χέρι, αναγκάζοντάς τον ν’αφήσει το μανίκι του όπλου. Η επόμενη κλοτσιά τον χτύπησε στο στήθος, κι ο άντρας παραπάτησε κι έπεσε ανάσκελα. Η Αλιζέτ μ’ένα γρήγορα άλμα βρέθηκε από πάνω του, ξεθηκαρώνοντας το ξίφος της και βάζοντάς το μπροστά στο πρόσωπό του.

Η Ανταρλίδα πλησίασε κι άνοιξε τον σάκο του, βγάζοντας από μέσα εκρηκτικές ύλες, έναν πυροκροτητή, κι έναν τηλεπικοινωνιακό δέκτη με μικρή εστία. «Αυτός είναι,» είπε στην Αλιζέτ.

«Πόσοι άλλοι σαν εσένα είναι μες στην πόλη;» ρώτησε η Σκοτεινή Βασίλισσα τον άντρα.

«Μόνο εγώ,» έκρωξε εκείνος.

«Θα μας πεις την αλήθεια, πολύ σύντομα.» Η Αλιζέτ τού έβγαλε το κράνος και τον χτύπησε στον κρόταφο με τη λαβή του ξίφους της, αναισθητοποιώντας τον.

Η Ανταρλίδα άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της, καλώντας τον Τάμπριελ. «Τον βρήκαμε,» του είπε. «Τον σταματήσαμε.»

144.

«Ο Πύργος της Ανατολής είναι ασφαλής, Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ στη Λισρρέτα, κλείνοντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του. «Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ έπιασαν τον πράκτορα που προσπαθούσε να τον ανατινάξει.»

Η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ ένευσε αναστενάζοντας. Ήταν, φανερά, πολύ αγχωμένη.

Ο Τάμπριελ τής είπε: «Το σημαντικότερο είναι να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας. Το χειρότερο που μπορεί να πάθει κανείς σε μια πολιορκία είναι να πανικοβληθεί.»

«Το σχέδιό μας, όμως, δεν είναι να διαλύσουμε την πολιορκία όσο το δυνατόν πιο γρήγορα;»

«Ναι, αλλά πρέπει να είμαστε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο.»

«Δεν έχεις ‘δει’ αν θα νικήσουμε ή όχι;»

«Δε βλέπω τόσο συγκεκριμένα πράγματα, Πριγκίπισσά μου, δυστυχώς.»

Και τότε η βροχερή βραδιά φωτίστηκε από μια δυνατή έκρηξη. Από τα νότια. Από τον στρατό των Παντοκρατορικών.

«Η Μητέρα…» είπε η Ιλρίνα’νορ.

«Χρησιμοποίησε τη βροχή ως κάλυψη, ώστε τα παιδιά της να πλησιάσουν τον εχθρό,» υπέθεσε ο Άτβος.

Ο Τάμπριελ έφερε τα κιάλια του στα μάτια, ακόμα ενισχυμένα από το ξόρκι του. Παντοκρατορικοί έτρεχαν από δω κι από κει. Μεγάλες φωτιές είχαν ανάψει, που δεν ήταν εύκολο να σβήσουν ακόμα και μες στη βροχή.

Κατέβασε τα κιάλια για να δει ότι, παραδίπλα, ο Άτβος είχε υψωμένο ένα δικό του ζευγάρι και κοίταζε κι αυτός. «Πριγκίπισσά μου, νομίζω πως τώρα θα ήταν μια καλή στιγμή για να επιτεθούμε,» είπε ο Τάμπριελ.

«Ναι,» συμφώνησε ο Πρόμαχος, «το ίδιο νομίζω κι εγώ, Τάμπριελ. Δε θα βρούμε καλύτερη ευκαιρία για να τους διαλύσουμε.»

Η Λισρρέτα άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της, καλώντας τη Στρατηγό Εκάρνιτ.

145.

Η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ δεν πρόσταξε τη Στρατηγό της να επιτεθεί· τη ρώτησε αν συμφωνούσε με τον Τάμπριελ και τον Πρόμαχο Άτβος ότι αυτή ήταν μια καλή στιγμή για επίθεση.

Η Εκάρνιτ συμφωνούσε. «Ήμουν έτοιμη να το προτείνω κι η ίδια, Πριγκίπισσά μου,» είπε.

Τα πάντα τώρα ήταν υπέρ των Τασβεράλιων· όλοι το έβλεπαν. Αριθμητικά φαινόταν να είναι ελαφρώς περισσότεροι από τους εχθρούς τους. Το σαμποτάζ στον Πύργο της Ανατολής είχε αποτύχει. Η βροχή και το σκοτάδι θα τους βοηθούσαν σε μια έφοδο εναντίον των Παντοκρατορικών, καθώς θα έκαναν τις ριπές των τελευταίων να αστοχούν ευκολότερα. Οι Παντοκρατορικοί, επιπλέον, ήταν, αναμφίβολα, κουρασμένοι από την προέλαση μέχρι να φτάσουν εδώ· δεν είχε περάσει πολλή ώρα από τότε που είχαν παραταχθεί αντίκρυ των τειχών της Τάσβεραλ.

Και τώρα – η Μητέρα τούς είχε επιτεθεί προκαλώντας δυνατές, καταστροφικές εκρήξεις ανάμεσά τους. Τα παιδιά της είχαν κατορθώσει να τους πλησιάσουν.

Η Εκάρνιτ, χρησιμοποιώντας τον πομπό της, πρόσταξε όλους τους διοικητές του στρατού της πόλης: «Επίθεση! Επίθεση κατά του στρατεύματος του Επόπτη! Ανοίξτε τη Νότια Πύλη και την Πύλη της Δύσης.»

Η διαταγή της εκτελέστηκε αμέσως. Οι πύλες άνοιξαν και στρατός βγήκε εφορμώντας: πρώτα τα φορτηγά οχήματα που μετέφεραν στρατιώτες, τρέχοντας ολοταχώς μες στη βροχή, και υποστηριζόμενα από άρματα μάχης με βαλλίστρες τα οποία εκτόξευαν το ένα βέλος κατόπιν του άλλου κατά του εχθρού. Μετά ακολουθούσαν οι ιππείς καλπάζοντας – κι ανάμεσά τους ήταν ο Ραφέλνες και ο Ρηθμάλος, ο Θεριστής των Οστών. Και τέλος έρχονταν οι πεζοί, μαζί με την ίδια την Εκάρνιτ η οποία ήταν έφιππη. Επίσης μαζί με τους πεζούς βγήκαν και η Ανταρλίδα κι η Αλιζέτ, εξακολουθώντας να φοράνε τις πανοπλίες πολεμιστριών του Τάσβεραλ, ξέροντας πως παρότι τις έκαναν πιο δυσκίνητες τις έκαναν επίσης και πιο ασφαλείς – κι αυτό ήταν σημαντικό μέσα σε μια γενικευμένη μάχη όπου κανείς δεν ξέρει από πού έρχονται τα χτυπήματα.

Πριν από όλους, όμως, πιο μπροστά ακόμα κι από τα φορτηγά, και πολύ πιο ψηλά, πέταξαν ελικόπτερα γεμάτα με εκρηκτικά, έχοντας σκοπό να βομβαρδίσουν το στράτευμα του Επόπτη προτού οι υπόλοιποι Τασβεράλιοι φτάσουν αρκετά κοντά για να συγκρουστούν μαζί του.

Ο Καρλ Βέρινλωφ, παρά την αναστάτωση μέσα στο φουσάτο του από το σαμποτάζ της Μητέρας, πρόσεξε τα ελικόπτερα και κατάλαβε αμέσως ποιος πρέπει να ήταν ο σκοπός τους. Τα τρία ενεργειακά κανόνια του, κατόπιν διαταγής, στράφηκαν και εξαπέλυσαν φωτεινές ριπές καταπάνω στα αεροσκάφη, ανατινάζοντάς τα και γεμίζοντας τον ουρανό με φωτιά και μαύρο καπνό – πρώτα φωτίζοντας τη νύχτα εκτυφλωτικά κι ύστερα σκοτεινιάζοντας τη περισσότερο από ό,τι ήδη ήταν σκοτεινή.

Η επίθεση των ελικοπτέρων, όμως, είχε δώσει την ευκαιρία στα μεταγωγικά της Τάσβεραλ να έρθουν κοντά στο φουσάτο του Επόπτη χωρίς να κινδυνέψουν από τα ενεργειακά του κανόνια. Οι μεγάλοι τροχοί τους χτύπησαν Παντοκρατορικούς στρατιώτες που δεν πρόλαβαν να φύγουν από το διάβα τους, κι ύστερα τα φορτηγά άνοιξαν τις πόρτες τους κατεβάζοντας επίλεκτους μαχητές του Τάσβεραλ, αρματωμένους από την κορφή ως τα πόδια, οπλισμένους με μεγάλα σπαθιά και ασπίδες. Επιτέθηκαν αμέσως στους σαστισμένους από τις εκρήξεις της Μητέρας Παντοκρατορικούς, κατακόπτοντάς τους.

Και μετά απ’αυτούς ήρθαν, καλπάζοντας άγρια, προς τη συμπλοκή οι ιππείς του Πριγκιπάτου, κατάφρακτοι, φέροντας ψηλές ασπίδες και μακριές λόγχες. Οι διοικητές του Παντοκρατορικού στρατεύματος ούρλιαζαν στους τοξότες και στους χειριστές των γιγαντοβαλλιστρών και των κανονιών να τους χτυπήσουν, να τους χτυπήσουν τώρα! – και σύννεφα από βέλη έπεσαν καταπάνω στους καβαλάρηδες μαζί με ενεργειακές ριπές που έσχιζαν τον αέρα, τη βροχή, τη θολούρα, και τη νύχτα. Ο θάνατος άνοιξε λοξά κι ευθύγραμμα μονοπάτια μέσα στις γραμμές των ιππέων, ρίχνοντάς τους από τις σέλες τους, σκοτώνοντας τα άλογά τους, κομματιάζοντας ασπίδες, λιανίζοντας πανοπλίες, διαλύοντας κράνη και κεφάλια μαζί, εκτοξεύοντας κομμένα χέρια προς τυχαίες κατευθύνσεις. Το αίμα τιναζόταν μαύρο μέσα στη νύχτα. Τα ουρλιαχτά και οι κραυγές πόνου και μάχης χάνονταν μέσα στον άνεμο.

Αλλά οι ιππείς δεν έσπασαν, δεν διέκοψαν την έφοδό τους. Και καθώς έρχονταν, οι κραυγές τους αντηχούσαν ολοένα και πιο ξεκάθαρα, ολοένα και πιο δυνατά – Τάσβεραλ! Τάσβεραλ! ΤΑΣΒΕΡΑΛ! ΤΑΣΒΕΡΑΛ! ΤΑΑΑΑΑΣΒΕΕΕΕΕΕΡΑΑΑΑΑΑΛ! Κι έπεσαν πάνω στους Παντοκρατορικούς, καρφώνοντας λόγχες σε σώματα, τρυπώντας ασπίδες και θώρακες, πατώντας ανθρώπους κάτω από τις πεταλωμένες οπλές των αλόγων τους, σκοτώνοντας, σκοτώνοντας, σκοτώνοντας, σκοτώνοντας – ώσπου η ορμή τους ανακόπηκε από σθεναρή αντίσταση δορυφόρων με ασπίδες, και από καβαλάρηδες του Παντοκρατορικού στρατεύματος.

«Πατήστε τους στη γη!» ούρλιαξε ένας αιματοβαμμένος διοικητής των Παντοκρατορικών, καθισμένος στο άλογό του, κρατώντας μια μισοσπασμένη ασπίδα στο ένα χέρι, και στο άλλο ένα σπαθί βουτηγμένο στο αίμα ώς τη λαβή. «ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΓΗ! ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ! ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑ – ΚΑΙ Ο ΚΡΟΝΟΣ ΚΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΜΑΣ!»

Και φορτηγά κι άρματα μάχης στράφηκαν εναντίον όσων Τασβεράλιων ιππέων έβγαιναν μέσα από τον χαλασμό κι αποτελούσαν στόχο. Όρμησαν καταπάνω τους για να τους διαλύσουν κάτω από τους μεγάλους μεταλλικούς τροχούς τους. Και σκότωσαν αρκετούς, προτού τα άρματα μάχης του Πριγκιπάτου στρέψουν τις βαλλίστρες τους εναντίον τους, εξαπολύοντας το ένα βέλος κατόπιν του άλλου, καρφώνοντας τα Παντοκρατορικά άρματα παντού, σπάζοντας τζάμια, σπάζοντας τροχούς.

Και τότε το πελώριο ερπυστριοφόρο κινήθηκε, και το ενεργειακό του κανόνι χτύπησε ένα Τασβεράλιο άρμα κόβοντάς το στα δύο σαν κάποια θεϊκή λεπίδα να είχε πέσει επάνω του. Μετά, το ερπυστριοφόρο πλησίασε τα κομμάτια του οχήματος και τους επιζώντες μαχητές που προσπαθούσαν να βγουν από μέσα, και έλιωσε τα πάντα κάτω από τις ερπύστριές του.

Τότε ήταν που ήρθε το κυρίως σώμα του στρατού των Τασβεράλιων – οι πεζοί – εφορμώντας, κραυγάζοντας ΤΑΣΒΕΡΑΛ! ΤΑΣΒΕΡΑΛ! ΤΑΣΒΕΡΑΛ! ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟ! κραδαίνοντας τα όπλα τους, και χιμώντας στους Παντοκρατορικούς με λύσσα, σαν κύμα από σάρκα, σίδερο, κι ατσάλι που προσπαθούσε να τους καταβροχθίσει.

Ο Πρόμαχος Άτβος, παρακολουθώντας τη σύγκρουση από τον εξώστη του παλατιού, είπε: «Πηγαίνω κάτω.»

«Τι;» έκανε η Ιλρίνα’νορ, πιάνοντας το χέρι του προτού προλάβει να γυρίσει και να φύγει. «Μα τα Πνεύματα των Μεγάλων Κολοσσών, δε βλέπεις τι γίνεται!;»

«Και δεν είναι αυτή μια μάχη για εμάς;» της είπε απότομα ο Άτβος – πιο απότομα απ’ό,τι θα ήθελε. «Δεν είναι δικός μας αυτός ο πόλεμος, αυτός ο αγώνας;» Βάδισε προς το εσωτερικό του παλατιού, ελευθερώνοντας το μπράτσο του από το χέρι της.

«Άτβος!» φώναξε ο Τάμπριελ.

Ο Πρόμαχος σταμάτησε στην πόρτα του εξώστη.

«Περίμενε,» είπε ο Τάμπριελ. «Θα έρθω μαζί σου.»

«Άρχοντά μου,» είπε η Λισρρέτα ατενίζοντας τον με γουρλωμένα μάτια, «θα ήταν συνετό αυτό;»

«Νομίζω πως πρέπει να είμαι εκεί, Υψηλοτάτη,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.

«Ας μη χάνουμε χρόνο, τότε,» είπε ο Άτβος. «Πάμε να εξοπλιστούμε.»

«Είστε τρελοί…» μούγκρισε η Ιλρίνα’νορ, ακολουθώντας τους μέσα στο παλάτι. Και πίσω της ήρθαν ο Ζίρτελον και ο Όρνιφιμ.

Καθώς έμπαιναν σ’έναν ανελκυστήρα και κατέβαιναν προς το οπλοστάσιο, ο Άτβος ρώτησε τον Τάμπριελ: «Έχεις ‘δει’ κάτι; Θα γίνει κάτι συγκεκριμένο, γι’αυτό θέλεις να είσαι κάτω;»

«Μια περίεργη αίσθηση έχω, μόνο,» αποκρίθηκε εκείνος. Στην πραγματικότητα, όμως, μέσα στο μυαλό του περιφέρονταν εικόνες που είχαν παρουσιαστεί εκεί παλιότερα. Εικόνες από κάποια μεγάλη μάχη… ή από πολλές, μπερδεμένες αναμεταξύ τους, ίσως… άνθρωποι να σκοτώνονται μέσα στο σκοτάδι και στη βροχή… Παντοκρατορικοί και… κάποιοι άλλοι… Τίποτα δεν φαινόταν καθαρά. Η Ανταρλίδα, όμως, ήταν εκεί και αντιμετώπιζε πολλούς εχθρούς… και μια πύλη και τα τείχη κοντά της ανατινάζονταν μέσα σε μια δυνατή έκρηξη… Ήταν η Νότια Πύλη της Τάσβεραλ;

«Εγώ προτείνω να μην κάνουμε αυτή τη βλακεία,» είπε η Ιλρίνα. «Άτβος… τι νόημα θα έχει; Έχεις δώσει τόσες μάχες, και… δεν είσαι πια τόσο νέος όσο κάποτε.»

Βγήκαν απ’τον ανελκυστήρα και βάδισαν προς το οπλοστάσιο. «Δεν είμαι τόσο νέος αλλά δεν είμαι και τόσο γέρος, μα τα Δαιμόνια!» αποκρίθηκε ο Πρόμαχος.

Ο Τάμπριελ, όμως, καταλάβαινε γιατί φοβόταν η Ιλρίνα’νορ. Ο Άτβος πρέπει να πλησίαζε τα πενήντα. Πολεμούσε χρόνια τους Παντοκρατορικούς εδώ. Και ο χρόνος κυλούσε πιο γρήγορα στη Βίηλ απ’ό,τι σε πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος. «Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το όχημά μου, Πρόμαχε,» είπε, «αν η Ιλρίνα συμφωνήσει να καθίσει στο ενεργειακό κέντρο. Το έχω εδώ, στο παλάτι, και μπορούμε μ’αυτό να κατεβούμε από τους λόφους, να μην περάσουμε καθόλου μέσα από την πόλη.»

Ο Άτβος κοίταξε τη σύζυγό του. «Θα έρθεις μαζί μας;»

Εκείνη τον ατένισε σαν να είχε πάθει σοκ. «Φυσικά και θα έρθω μαζί σου, αν πας εκεί κάτω! Και συμφωνώ πως θα ήταν πολύ καλύτερα να κατεβούμε με το όχημα του Τάμπριελ παρά πεζοί ή πάνω σε άλογα ή δίκυκλα.»

Ο Άτβος ένευσε. «Εντάξει τότε.»

Μπήκαν στο οπλοστάσιο και εξοπλίστηκαν με ό,τι όπλα είχαν απομείνει. Ο Πρόμαχος της Επανάστασης φόρεσε μια αλυσιδωτή πανοπλία και κράνος, και πήρε μια μεγάλη ασπίδα και σπαθί. Ο Ζίρτελον τον μιμήθηκε. Ο Όρνιφιμ και ο Τάμπριελ ντύθηκαν πιο ελαφριά, με φολιδωτούς θώρακες, περικνημίδες, και περικάρπια, χωρίς να πάρουν ασπίδες. Και η Ιλρίνα δεν φόρεσε τίποτα περισσότερο από ένα σκληρό γιλέκο από βρασμένο δέρμα πάνω από τα ρούχα της.

Εν τω μεταξύ, έξω από τα ψηλά τείχη της Τάσβεραλ μαινόταν η επικράτεια των Δαιμόνιων, όπως έλεγαν οι κάτοικοι της Βίηλ. Ο καπνός από τα ανατιναγμένα ελικόπτερα είχε σκεπάσει τον ουρανό, και οι θανατηφόρες συγκρούσεις γίνονταν μες στο σκοτάδι που διαλυόταν μόνο από προβολείς οχημάτων, ενεργειακές λάμπες, και σποραδικές ριπές ενεργειακών κανονιών – κυρίως, του ενεργειακού κανονιού επάνω στο ερπυστριοφόρο, γιατί οι άλλοι χειριστές φοβόνταν να ρίξουν, μην πετύχουν δικούς τους πολεμιστές. Κραυγές και ουρλιαχτά αντηχούσαν παντού, καθώς και τα χτυπήματα όπλων επάνω σε όπλα, ασπίδες, και πανοπλίες. Το έδαφος γινόταν ολοένα και πιο δύσβατο και επικίνδυνο όσο συγκέντρωνε κουφάρια και μούλιαζε από τη βροχή και το αίμα. Μεγάλοι μεταλλικοί τροχοί και ερπύστριες πατούσαν πεσμένους και νεκρούς πολεμιστές, τσακίζοντας κόκαλα και όπλα, συνθλίβοντας ζωτικά όργανα σαν να μην ήταν παρά ασκοί φουσκωμένοι με κρασί. Πελώριες βαλλίστρες εκτόξευαν βέλη που τρυπούσαν τη θωράκιση αρμάτων μάχης: βέλη που, αν έπεφταν μέσα στις γραμμές πολεμιστών, σκότωναν τρεις και τέσσερις και πέντε στη σειρά, ή και περισσότερους.

Η Εκάρνιτ χτυπούσε Παντοκρατορικούς καθισμένη στη σέλα του αλόγου της, πάνοπλη, κραδαίνοντας θανατηφόρα το σπαθί της – μέχρι που ένα βέλος καρφώθηκε στο στήθος της, πετώντας τη στη γη, και οι συμμαχητές της την έχασαν μες στα σκοτάδια και στα ουρλιαχτά. Το άλογό της έτρεξε αφηνιασμένο, κι ένας δορυφόρος το κάρφωσε στον λαιμό τρυπώντας την αρτηρία εκεί, σκοτώνοντάς το.

Ο Ραφέλνες και ο Ρηθμάλος κατέκοβαν και κατέκοβαν και κατέκοβαν εχθρούς, ασταμάτητα, έφιπποι κι οι δυο τους. Έφτασαν κοντά στους χειριστές μιας πελώριας βαλλίστρας με τροχούς και τους λιάνισαν. Ο Θεριστής των Οστών πήρε ένα κεφάλι και το κρέμασε στη σέλα του αλόγου του μαζί μ’άλλα δύο που ήδη βρίσκονταν εκεί.

«Μέσα σ’αυτά τα σκοτάδια, δε σε βλέπουν για να σε φοβηθούν!» του είπε ο Ραφέλνες, σπαθίζοντας άγρια τη μεγάλη βαλλίστρα, ξανά και ξανά, διαλύοντας τις μεταλλικές χορδές και τους μηχανισμούς της.

«Δεν πειράζει!» αποκρίθηκε ο Ρηθμάλος. «Ευχαριστεί τα Πνεύματα των Κολοσσών! Κάντο κι εσύ! Είμαστε οι Ιεροί Μαχητές τους! –Πίσω σου, Ραφέλνες!»

Ο Ραφέλνες στράφηκε, για να δει έναν Παντοκρατορικό καβαλάρη να έρχεται καταπάνω του με προτεταμένη λόγχη, καλπάζοντας τάχιστα. Ο Ιερός Μαχητής των Οστών έσκυψε πάνω στο άλογό του, αποφεύγοντας το χτύπημα που σίγουρα θα τον είχε πετάξει απ’τη σέλα αν το είχε δεχτεί με όλη του την ορμή. Η λόγχη τον πήρε μονάχα ξυστά στον ώμο, σπάζοντας ένα κομμάτι απ’την κοκάλινη αρματωσιά του. (Τίποτα για τον Ραφέλνες, αλλά ο ώμος ενός άλλου ανθρώπου θα ήταν τώρα διαλυμένος – ίσως να είχε χάσει και το χέρι του από τη δύναμη της επίθεσης.) Ο Ραφέλνες σπάθισε τον εχθρό διαγράφοντας ένα μεγάλο ημικύκλιο με το ξίφος του, πετυχαίνοντάς τον στο πλάι του λαιμού και σχεδόν χωρίζοντας το κεφάλι από τους ώμους του. Ο Παντοκρατορικός έπεσε στο χώμα. Το άλογό του έφυγε, περίτρομο.

Ο Ραφέλνες πήδησε στη γη μ’ένα γρύλισμα. Έβγαλε το κράνος του νεκρού άντρα, έπιασε το κεφάλι του απ’τα μαλλιά, και το έκοψε σπαθίζοντας δυνατά τον αυχένα. Το πήρε και το κρέμασε στη σέλα του αλόγου του.

Ο Ρηθμάλος γέλασε σαν τρελός. «Πάμε!» φώναξε. «Πάμε! Αυτή είναι η νύχτα που περίμενα καιρό! Θάνατος στους δυνάστες!»

Ο Ραφέλνες, πηδώντας πάνω στο άλογό του, τον ακολούθησε.

Λιάνισαν στο διάβα τους μερικούς πεζούς ντυμένους με τους λευκούς χιτώνας που είχαν επάνω το σύμβολο της Παντοκράτειρας, και μετά στράφηκαν προς το ενεργειακό κανόνι που είδαν να εκτοξεύει μια λαμπερή ριπή σαν ξαφνικό άστρο μέσα στη νύχτα και να χτυπά ένα μεταγωγικό του Τάσβεραλ, ανατρέποντάς το, με τα μέταλλά του κατεστραμμένα.

Ουρλιάζοντας, οι δύο Ιεροί Μαχητές των Οστών χίμησαν στους Παντοκρατορικούς που περιτριγύριζαν το θανατηφόρο όπλο· και ο Ραφέλνες νόμιζε ότι είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πλήρως την ξέφρενη χαρά του Ρηθμάλος, που προερχόταν από το μένος του κατά των υπηρετών της Παντοκράτειρας. Ο Θεριστής των Οστών είχε χάσει ανθρώπους που αγαπούσε εξαιτίας τους.

Και το ίδιο κι ο Ραφέλνες.

Αλιζέτ! σκεφτόταν καθώς σκότωνε τώρα. Αλιζέτ! Αυτό για σένα! Και μετά από λίγο κατάλαβε ότι δεν το σκεφτόταν μόνο, αλλά το γρύλιζε μέσα από σφιγμένα δόντια καθώς έβλεπε το αίμα των Παντοκρατορικών να τινάζεται και τα σώματά τους να σωριάζονται στη γη.

Μια μάγισσα βγήκε απ’το κανόνι, τρέχοντας να γλιτώσει. Ο Ρηθμάλος εξαπέλυσε το πελώριο τσεκούρι του καταπάνω της, άκομψα όπως θα περίμενε κανείς από το βάρος ενός τέτοιου όπλου. Τη χτύπησε στην πλάτη, και η γυναίκα σωριάστηκε.

Ο χειριστής του κανονιού, καθώς κι εκείνος έβγαινε, φώναξε: «Έλεος! Παραδίνομαι! Δεν–»

Ο Ραφέλνες τον κάρφωσε στο στήθος, τερματίζοντας τα λόγια του μαζί με τη ζωή του.

Στο μέλλον, θα αναρωτιόταν πολλές φορές ποιος ήταν αυτός ο αιμοδιψής εκδικητής που είχε ξυπνήσει μέσα του εκείνο το βράδυ. Θα αναρωτιόταν αν η νεκρή σύζυγός του, η Αλιζέτ Βάθμακ, θα επικροτούσε τις ενέργειές του ή θα τις έβρισκε αποτρόπαιες.

Ο Ραφέλνες έκοψε το κεφάλι του νεκρού χειριστή του κανονιού και το κρέμασε στη σέλα του αλόγου του.

146.

Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ ήταν ανάμεσα στους πεζούς, όχι με το πρώτο κύμα που είχε πέσει πάνω στους Παντοκρατορικούς, αλλά με το δεύτερο. Και πολεμούσαν η Ανταρλίδα σαν πέντε και η Αλιζέτ σαν δέκα, με σπαθί και ασπίδα και θανατηφόρες τεχνικές και κινήσεις. Δεν είχαν μέσα τους τον φόβο του θανάτου, και τούτο αποτελεί τεράστια διάφορα όταν οι αντίπαλοι έχουν αυτό τον φόβο στις ψυχές τους. Οι δύο Μαύρες Δράκαινες μάχονταν σαν να αγνοούσαν τον εαυτό τους αλλά, συγχρόνως, με άψογη μέθοδο και ικανότητα.

Καθώς η Ανταρλίδα απέκρουε χτυπήματα με το σπαθί της, καθώς άφηνε βέλη να καρφωθούν στην ασπίδα της, καθώς απέφευγε σπαθιές και λογχισμούς με ενστικτώδεις κινήσεις του αρματωμένου σώματός της· καθώς το ξίφος της έσχιζε τώρα έναν λαιμό, σπάθιζε μετά κάποιον πίσω απ’το γόνατο, κάρφωνε μια πολεμίστρια στη μασκάλη χτυπώντας την αρτηρία εκεί, τρυπούσε έναν άλλο στο μάτι· καθώς αίμα τιναζόταν γύρω της και κραυγές ακούγονταν και σκοτάδι χόρευε μαζί με καπνό και φώτα από προβολείς και ενεργειακές λάμπες, η Ανταρλίδα μαχόταν επάνω σε χώμα που ένιωθε μαλακό κάτω από τις μπότες της, μουλιασμένο από ζωτικά υγρά, βρόχινο νερό, και ούρα, και πηδούσε και προσπερνούσε κουφάρια προτού τα πόδια της μπλεχτούν εκεί – και από το μυαλό της, ταυτόχρονα, περνούσαν παλιές μνήμες. Μνήμες από την εκπαίδευσή της – τη δική της και των άλλων Μαύρων Δρακαινών – στα χέρια του Άλδρος Λόρτραν, του ανώμαλου που ήθελε να τον αποκαλούν Θεό.

Η φωνή του αντηχούσε μέσα στο κεφάλι της.

«Αυτή, χαρούμενες σκρόφες, θα είναι η πρώτη σας δοκιμασία σε πραγματική κοντινή μάχη. Σώμα με σώμα. Όταν βλέπεις τον εχθρό στα μάτια, του χώνεις το μαχαίρι σου στ’άντερα, και το στρίβεις, και τον κοιτάς καθώς ψοφάει μπροστά σου.»

Πετούσαν ανάμεσα από τους ψηλούς ουρανοξύστες της Ρελκάμνια, μέσα σ’ένα μεγάλο ελικόπτερο. Ο Θεός στεκόταν όρθιος κι εκείνες ήταν καθισμένες ολόγυρά του, ντυμένες μονάχα με τις μαύρες στολές τους, ξυπόλυτες.

«Μα, δεν έχουμε κανένα όπλο…» είπε η Ανταρλίδα.

Και τα μάτια του Θεού τη διαπέρασαν με τρόπο που την τρομοκράτησε (αλλά η σημερινή Ανταρλίδα γελούσε μ’εκείνη την παλιά Ανταρλίδα που τρόμαζε τόσο εύκολα από έναν μαλάκα σαν τον Άλδρος Λόρτραν). Προτού όμως εκείνος προλάβει να πει τίποτα, η Νίκη ρώτησε: «Θα μας δώσετε όπλα πριν πέσουμε;»

«Φυσικά και όχι, χαρούμενες σκρόφες!» φώναξε ο Θεός.

Από κάτω τους τώρα άκουγαν θόρυβο. Μεγάλη φασαρία. Κραυγές. Ήχους θραύσεις. Το ελικόπτερό τους πετούσε πάνω από την περιοχή όπου κάτι παλαβοί τρομοκράτες είχαν ξεχυθεί στους δρόμους και στα οικοδομήματα προκαλώντας καταστροφές, κλέβοντας, βιάζοντας, δέρνοντας κόσμο, σκοτώνοντας.

«Θα πάρετε όπλα από τον εχθρό!» είπε ο Άλδρος Λόρτραν. «Ή θα τους σφάξετε με τα χέρια και τα πόδια και τα δόντια σας! Και μη δω καμια σας να πιάνει πιστόλι ή καραμπίνα ή τουφέκι, θα της ξεριζώσω τα χέρια από τους ώμους! Έγινα κατανοητός;»

Έμειναν όλες σιωπηλές.

Μονάχα η Αλιζέτ είπε: «Μάλιστα, κύριε.»

«ΕΓΙΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ, ΧΑΡΟΥΜΕΝΕΣ ΣΚΡΟΦΕΣ;» γκάριξε ο Θεός, κοπανώντας τη γροθιά του πάνω σ’ένα από τα τοιχώματα του αεροσκάφους.

«Μάλιστα, κύριε!» άκουσε η Ανταρλίδα τη φωνή της ν’αντηχεί μαζί με τις φωνές όλων των υπόλοιπων υπό εκπαίδευση Μαύρων Δρακαινών.

Το ελικόπτερο έχασε ύψος, και δεν απείχε πλέον παρά τέσσερα, πέντε μέτρα από τον δρόμο από κάτω, όπου γίνονταν οι καταστροφές.

«Φύγατε!» ούρλιαξε ο Θεός, και οι Μαύρες Δράκαινες πήδησαν, ξυπόλυτες, από το αεροσκάφος, επάνω σε μισοδιαλυμένα οχήματα, επάνω στο οδόστρωμα, επάνω σε πεζοδρόμια: και όρμησαν στους τρομοκράτες.

Μία απ’αυτές σκοτώθηκε σ’εκείνη τη δοκιμασία.

Απόψε η Ανταρλίδα δεν νόμιζε ότι κινδύνευε να έχει την ίδια μοίρα. Αισθανόταν τον θάνατο να πολεμά πλάτη-πλάτη μ’εκείνη, σύμμαχός της, πάντα πάνω από τον ώμο της, τρομοκρατώντας τους αντιπάλους της.

147.

Η Αλιζέτ σκότωσε έναν καβαλάρη κι ανέβηκε στο άλογό του. Κάλπασε προς τη μεριά όπου είχε δει, πριν από μια στιγμή, τη Στρατηγό Εκάρνιτ να πέφτει, θέλοντας να μάθει αν ήταν νεκρή ή αν μπορούσε ακόμα να τη σώσει και να της δώσει το άλογό που είχε μόλις αρπάξει για να καβαλήσει. Διότι, αν ο στρατός της Τάσβεραλ έχανε τη Στρατηγό του, αυτό θα ήταν άσχημο πλήγμα για το ηθικό του. Ήδη η Αλιζέτ μπορούσε ν’ακούσει γύρω της φωνές που έλεγαν Η Στρατηγός έπεσε απ’τ’άλογό της! – Η Στρατηγός χτυπήθηκε! – Η Στρατηγός! Ίσως νάναι νεκρή…

Η Σκοτεινή Βασίλισσα κάλπασε μέσα στον καπνό, το σκοτάδι, και τη βροχή. Το ξίφος της σπάθισε δύο, τρεις, έξι πεζούς Παντοκρατορικούς καθώς το άλογό της περνούσε ανάμεσά τους και ζύγωνε το μέρος όπου είχε πέσει η Εκάρνιτ. Φτάνοντας εκεί είδε πολεμιστές του Τάσβεραλ συγκεντρωμένους. Όχι πολλούς, τρεις μόνο. Οι οποίοι αμέσως στράφηκαν προς τη μεριά της σα να τη νόμιζαν για εχθρό. Μετά, όμως, στο φως μιας ενεργειακής λάμπας, πρόσεξαν το σύμβολο στο χιτώνιο πάνω απ’την αρματωσιά της και κατέβασαν τα όπλα τους.

Η Αλιζέτ πήδησε από τη σέλα. «Η Στρατηγός;»

Οι πολεμιστές έδειξαν ανάμεσά τους, μοιάζοντας χαμένοι. Η Αλιζέτ ζύγωσε, πατώντας πάνω σε πτώματα, νιώθοντας τα να αναδεύονται κάτω από τις μπότες της χωρίς να χάσει ούτε στιγμή την ισορροπία της. Είδε την Εκάρνιτ πεσμένη ανάσκελα στο έδαφος, μ’ένα βέλος καρφωμένο στο αρματωμένο στέρνο της. Γονάτισε πλάι της.

«Στρατηγέ…» είπε βγάζοντάς το κράνος της. «Η Αλιζέτ Τάνρεχ είμαι. Με καταλαβαίνεις;»

«Ναι…» έκρωξε η Εκάρνιτ, και το χέρι της σηκώθηκε για ν’αγγίξει το βέλος που προεξείχε από το στήθος της. «Ω Μεγάλοι Κολοσσοί… Το νιώθω μέσα μου…»

«Μπορώ να προσπαθήσω να το βγάλω,» της είπε η Αλιζέτ, με τα γκρίζα, ατσάλινα μάτια της να την κοιτάζουν ασάλευτα. «Γιατί ο στρατός σου σε χρειάζεται. Χρειάζεται να είσαι όρθια. Εκεί που μπορεί να σε δει.»

«…Ναι,» είπε αδύναμα η Εκάρνιτ. «Κάντο. Βγάλε το βέλος.»

Η Αλιζέτ πρόσταξε τους πολεμιστές γύρω της – δύο άντρες, μία γυναίκα – να τη βοηθήσουν να βγάλει τον σιδερένιο θώρακα της Στρατηγού. Εκείνοι δίστασαν. Η Αλιζέτ τούς είπε: «Δεν έχουμε χρόνο! Θέλετε να πεθάνει;» Και τότε τη βοήθησαν, σηκώνοντας την Εκάρνιτ για να λύσουν τα λουριά και η Αλιζέτ να τραβήξει, με μεγάλη προσοχή, τον θώρακα προς τα πάνω, περνώντας το βέλος μέσα από την τρύπα που είχε το ίδιο δημιουργήσει. Ευτυχώς – παρατήρησε μόλις έφυγε η πανοπλία – το βλήμα δεν είχε πάει πολύ βαθιά στο στήθος της Εκάρνιτ. Το σίδερο του μεταλλικού θώρακα και τα κόκαλα της Στρατηγού ήταν γερά και είχαν ανακόψει αρκετά την ορμή του.

Η δερμάτινη τουνίκα της Εκάρνιτ ήταν μουλιασμένη από το αίμα. Η Αλιζέτ τράβηξε το ξιφίδιο από τη μπότα της και την έσκισε μαζί με το μεσοφόρι από κάτω, αποκαλύπτοντας το στέρνο της τραυματισμένης πολεμίστριας. Το βέλος είχε καρφωθεί στο κέντρο και λιγάκι προς τα δεξιά, επάνω στην καμπύλη του δεξιού στήθους. Η αιχμή είχε χωθεί μέσα ολόκληρη, καθώς και ένα, δυο εκατοστά στελέχους.

Η Αλιζέτ έπιασε το βλήμα γερά, με το ένα χέρι. «Θα πονέσεις,» είπε στην Εκάρνιτ, «αλλά – σε παρακαλώ – μην λιποθυμήσεις.»

Εκείνη έγλειψε τα χείλη της βαριανασαίνοντας· τα μάτια της ήταν διασταλμένα. «Είμαστε παιδιά των Αρχαίων Κολοσσών,» είπε μονάχα.

Η Αλιζέτ τράβηξε το βέλος, δοκιμαστικά, για να δει αν έβρισκε αντίσταση στα κόκαλα της θωρακικής κοιλότητας. Η Εκάρνιτ ούρλιαξε, το σώμα της τραντάχτηκε. Το βέλος, όντως, κάπου έβρισκε αντίσταση. Η Αλιζέτ είχε καταλάβει πού. Το έστριψε, για να γυρίσει την αιχμή στο πλάι, και το τράβηξε προς τη μεριά της. Η Εκάρνιτ ούρλιαξε δυνατότερα· οι τρεις πολεμιστές της της κρατούσαν τα χέρια και τα πόδια για να μην πεταχτεί επάνω καθώς το σώμα της σπαρταρούσε.

Η Αλιζέτ βαστούσε τώρα ένα βέλος με αιματοβαμμένη αιχμή, και το πέταξε παραδίπλα. Η Στρατηγός δεν είχε λιποθυμήσει· μουρμούριζε και έκλαιγε, αλλά δεν είχε λιποθυμήσει. Η Αλιζέτ, σκίζοντας κομμάτια από τα ρούχα της Εκάρνιτ, έφτιαξε έναν πρόχειρο επίδεσμο και επέδεσε το τραύμα. «Πρέπει να σηκωθείς τώρα,» της είπε. «Πρέπει να καθίσεις πάνω στο άλογο που σου έχω φέρει. Ο στρατός σου πρέπει να μπορεί να σε δει.»

«Ναι,» ψέλλισε η Εκάρνιτ. «Ναι…»

«Και μείνε μακριά από τις συμπλοκές,» τόνισε η Αλιζέτ, «μέχρι η μάχη να τελειώσει.» Στράφηκε στους τρεις πολεμιστές. «Να την προστατεύετε. Με καταλαβαίνετε; Κανένας να μην τη ζυγώσει, και να έχετε το νου σας για βέλη – και τις ασπίδες σας υψωμένες.»

«Μάλιστα, κυρία.»

Η Αλιζέτ, αφού βοήθησε τη Στρατηγό του Τάσβεραλ να καβαλήσει το άλογο που της είχε φέρει, απομακρύνθηκε, βουτώντας γι’ακόμα μια φορά στο αιματοκύλισμα της μάχης.

148.

Ο Καρλ Βέρινλωφ, ακόμα και μέσα σ’αυτό το πυκνό σκοτάδι και τη βροχή, έβλεπε πως η μάχη πήγαινε εναντίον του. Οι πολεμιστές του είχαν ξαφνιαστεί πολύ από εκείνο το σαμποτάζ, και οι καιρικές συνθήκες ήταν καταφανώς εναντίον τους. Κανονικά θα έπρεπε να είχαν διαλύσει πολύ μεγαλύτερο μέρος του εχθρικού στρατεύματος προτού πέσει επάνω τους μ’αυτή την καταραμένη έφοδο από τις πύλες της πόλης.

Ο Καρλ, όμως, ήξερε ότι δεν υπήρχε καμία κατάσταση που δεν μπορούσε να ανατραπεί αν έκανες τις σωστές ενέργειες. Πρέπει να τους αποπροσανατολίσω. Να μην ξέρουν πού να στραφούν, σκέφτηκε, και πρόσταξε ένα από τα ελικόπτερά του να πετάξει προς την πόλη και να ρίξει εκρηκτικές ύλες στη Νότια Πύλη.

Η εντολή του ξεκίνησε αμέσως να εκτελείται. Το αεροσκάφος πέταξε. Και ο Καρλ Βέρινλωφ πρόσταξε τον οδηγό του ερπυστριοφόρου (μέσα στο οποίο βρισκόταν κι ο ίδιος) να πάει προς την ίδια κατεύθυνση.

Το ελικόπτερο ζύγωσε τη Νότια Πύλη της Τάσβεραλ, και εξαιτίας του σκοταδιού, της βροχής, και του καπνού οι χειριστές των ενεργειακών κανονιών της πόλης δεν το πρόσεξαν εγκαίρως. Εκτός από έναν – αυτόν στον Πύργο της Ανατολής. Ο οποίος έστρεψε πάραυτα το μεγάλο όπλο και πυροβόλησε, εκτοξεύοντας μια μακριά φωτεινή λόγχη μέσα στην άγρια νύχτα. Και αστοχώντας το αεροσκάφος για μισό μέτρο.

Το ελικόπτερο άφησε τα εκρηκτικά που κουβαλούσε να πέσουν επάνω στη Νότια Πύλη της Τάσβεραλ.

Και τότε ήταν που το όχημα του Τάμπριελ, έχοντας τη μορφή τετράποδου με μεγάλα εύκαμπτα νύχια, κατέβαινε από τους λόφους πλησιάζοντας τη μάχη νότια της πρωτεύουσας του Πριγκιπάτου. Ο ίδιος ο Τάμπριελ οδηγούσε, και, μέσα από το μπροστινό τζάμι του οχήματος, είδε την εικόνα στο μυαλό του να γίνεται πραγματικότητα. Η πύλη και τα κοντινά της τείχη διαλύονταν, τυλιγμένα σε λάμψεις, φωτιές, και καπνό.

Μετά, το ενεργειακό κανόνι του Πύργου της Ανατολής χτύπησε το ελικόπτερο, καταρρίπτοντάς το μέσα στην Τάσβεραλ – και προκαλώντας περισσότερη ζημιά στην πόλη, παρά τη θέληση του πυροβολητή.

«Δαιμονισμένα Παντοκρατορικά σκυλιά…!» γρύλισε ο Άτβος, που κι εκείνος είχε, φυσικά, δει την καταστροφή της πύλης, καθισμένος πλάι στον Τάμπριελ.

Κι ύστερα, καθώς είχαν κατεβεί από την πλαγιά των λόφων, διέκριναν το μεγάλο ερπυστριοφόρο να ξεπροβάλλει μέσα από τη βροχή και να περνά εύκολα από τις γραμμές των Τασβεράλιων, τσακίζοντάς τους με τις ερπύστριές του, χτυπώντας τους με βέλη από τις βαλλίστρες του και με φωτεινές ριπές από το κανόνι του – και πηγαίνοντας προς την κατεστραμμένη Νότια Πύλη.

«Προσπαθεί να κάνει τους Τασβεράλιους να αμυνθούν!» είπε ο Άτβος. «Να γυρίσουν για να προστατέψουν την πόλη τους!»

«Και μόλις το επιχειρήσουν αυτό και στρέψουν τα νώτα τους στους Παντοκρατορικούς…»

«…οι Παντοκρατορικοί θα τους κατακόψουν.»

«Ριψοκίνδυνο, όμως, αυτό που κάνει ο Επόπτης. Μπαίνει στην εμβέλεια δύο ενεργειακών κανονιών,» είπε ο Τάμπριελ, «και το άρμα του δεν κρύβεται εύκολα, ακόμα και μέσα σ’αυτή τη σκοτεινιά.» Πάτησε ένα πλήκτρο στην κονσόλα μπροστά του και μίλησε στον επικοινωνιακό δίαυλο: «Ιλρίνα, δώσε μας τη μορφή ένα.»

Το όχημά τους μάζεψε τα πόδια του και έβγαλε τέσσερις δυνατούς τροχούς, καθώς η μάγισσα χρησιμοποιούσε το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος.

Το ενεργειακό κανόνι του ερπυστριοφόρου φαινόταν τώρα να βάλλει κατά του ενεργειακού κανονιού στον Πύργο της Ανατολής, καθώς το άρμα είχε πάρει ανατολική κλίση προσπαθώντας να μπει εντός της εμβέλειας του πύργου αλλά χωρίς να μπει εντός της εμβέλειας του κανονιού στην Πύλη της Δύσης. Ο Καρλ Βέρινλωφ κινιόταν έξυπνα, έμπειρα, όφειλε να παρατηρήσει ο Τάμπριελ.

«Ας τον δυσκολέψουμε λίγο,» είπε, και οδήγησε προς τη μάχη, προς το ερπυστριοφόρο, σβήνοντας τους προβολείς για να κάνει το όχημά του όσο πιο αόρατο μπορούσε.

«Τι οπλικά συστήματα έχουμε;» ρώτησε ο Άτβος.

«Κανένα που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη Βίηλ.»

«Τι πιθανότητες, τότε, έχουμε να χτυπήσουμε το άρμα του Επόπτη;»

«Δε σκοπεύω να το χτυπήσουμε–» Ο Τάμπριελ διέκοψε τα λόγια του καθώς έβλεπε μια ριπή από τον Πύργο της Ανατολής ν’αστοχεί τελείως το ερπυστριοφόρο και μια δεύτερη να πέφτει πολύ κοντά στη δεξιά του πλευρά, τραντάζοντάς το άσχημα, προκαλώντας ζημιά στη θωράκισή του. Και το ενεργειακό κανόνι επάνω στο άρμα πυροβόλησε τότε, έχοντας πολύ πιο εύκολο στόχο. Ο Πύργος της Ανατολής φαινόταν, αναμφίβολα, καλύτερα μέσα στη βροχή απ’ό,τι το ερπυστριοφόρο· κι επιπλέον, και κυριότερα, δεν μετακινιόταν.

Η φωτεινή ριπή τον χτύπησε σχετικά ψηλά, έκρηξη έγινε και πέτρες έπεσαν, τυλιγμένες σε θολούρα. Αποκλείεται το ενεργειακό κανόνι εκεί να μπορούσε τώρα να συνεχίσει να ρίχνει.

«Δε σκοπεύω να το χτυπήσουμε,» είπε ο Τάμπριελ, «αλλά να το καβαλήσουμε. Από τόσο κοντά, το κανόνι του θα είναι άχρηστο· και οι βαλλίστρες του το ίδιο.»

Πάτησε ένα κουμπί πάνω στην κονσόλα, ενεργοποιώντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του οχήματος: «Ανταρλίδα. Αλιζέτ. Σας μιλά ο Τάμπριελ. Το ερπυστριοφόρο πάει προς τη Νότια Πύλη. Το προσεγγίζω με το όχημά μας. Πρέπει να το σταματήσουμε προτού φτάσει στην πόλη! Επαναλαμβάνω: πρέπει να σταματήσουμε το ερπυστριοφόρο προτού φτάσει στην πόλη!»

Καμια απάντηση δεν ήρθε.

«Σε άκουσαν;» είπε ο Άτβος.

«Το ελπίζω.» Οδήγησε προς το γιγάντιο άρμα μάχης.

«Αν κάνεις κάποιο λάθος, μπορεί να μας διαλύσει με μία και μόνο ριπή του κανονιού του.»

«Ποντάρω στο ότι θα προσέχουν πολύ περισσότερο μπροστά τους παρά πίσω τους, και στο ότι η βροχή και το σκοτάδι μάς καλύπτουν όσο δεν έχουμε αναμμένα τα φώτα μας.»

Το ερπυστριοφόρο τώρα είχε σχεδόν φτάσει στη διαλυμένη Νότια Πύλη, μπαίνοντας μέσα στους πυκνούς καπνούς της έκρηξης που είχε πριν από λίγο γίνει εκεί.

Ο Τάμπριελ επιτάχυνε, ζυγώνοντας το άρμα από τα νώτα. Και δεν είδε το ενεργειακό του κανόνι να στρέφεται. Μίλησε στον επικοινωνιακό δίαυλο: «Ιλρίνα, μόλις σου στείλω αυτό το σήμα» – πάτησε ένα κουμπί δύο φορές – «μας δίνεις αμέσως τη μορφή δύο. Καλώς;»

«Έγινε,» ήρθε η απόκριση της μάγισσας από το μεγάφωνο του διαύλου.

Ο Τάμπριελ ζύγωσε την οπίσθια μεριά του μεγάλου άρματος, το οποίο πυργωνόταν πάνω από το δικό του όχημα με την πολύ πιο ελαφριά θωράκιση. Έδωσε το σήμα στην Ιλρίνα’νορ, και μέσα σε μερικές στιγμές οι τροχοί εξαφανίστηκαν ενώ τέσσερα πόδια παρουσιάζονταν και το σχήμα του οχήματος του Τάμπριελ άλλαζε. Η ταχύτητά του επίσης μειώθηκε δραματικά, καθώς σ’αυτή τη μορφή ήταν πολύ πιο αργό.

Ο Τάμπριελ, όμως, τώρα βρισκόταν κοντά στο εχθρικό άρμα. Επιτάχυνε λίγο ακόμα, έδωσε στο όχημά του τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα – κι έβαλε τα δύο μπροστινά πόδια να πιαστούν επάνω στο ερπυστριοφόρο.

Τα εύκαμπτα, δυνατά, μεγάλα νύχια γαντζώθηκαν χωρίς δυσκολία, καθώς ήταν ειδικά φτιαγμένα για δύσβατες, βραχώδεις, και απότομες περιοχές. Το μικρότερο όχημα πιάστηκε πάνω στο μεγαλύτερο, και τραβήχτηκε εκεί, με δύναμη. Το καβάλησε. Βρέθηκε στην οροφή του.

«Αυτό ήταν!» φώναξε ο Άτβος, και σηκώθηκε απ’τη θέση του τραβώντας το σπαθί του. Ο Όρνιφιμ άνοιγε ήδη την καταπακτή στο πάτωμα του οχήματος, και ο Ζίρτελον πηδούσε έξω κι επάνω στο ερπυστριοφόρο, μέσα στους καπνούς.

Ο Τάμπριελ είδε, από το μπροστινό παράθυρο, το σκέπασμα της καταπακτής του Παντοκρατορικού άρματος να σηκώνεται κι έναν πολεμιστή να βγαίνει κατά το ήμισυ. Προφανώς είχαν ακούσει ότι κάτι έπεσε πάνω τους και είχαν ανησυχήσει.

Ο Ζίρτελον ζύγωσε αμέσως τον άντρα, σπαθίζοντάς τον στο κεφάλι και στέλνοντάς τον να κουτρουβαλήσει πάλι μέσα στην καταπακτή.

Ο Τάμπριελ έπιασε το ραβδί του και ήρθε σε επαφή με τους Ιεράρχες – τώρα, ό,τι έβλεπαν το έβλεπε κι εκείνος, ό,τι άκουγαν το άκουγε, ό,τι αντιλαμβάνονταν το αντιλαμβανόταν.

Ο Όρνιφιμ ακολούθησε τον Ζίρτελον έξω από το τετράποδο όχημα και πάνω στην οροφή του ερπυστριοφόρου, ενώ πίσω του άκουγε τον Άτβος να έρχεται. Φωνές αντηχούσαν από το εσωτερικό του άρματος, και ο Ζίρτελον είδε ακόμα έναν Παντοκρατορικό πολεμιστή ν’ανεβαίνει. Τον σπάθισε, όπως πριν, αλλά εκείνος απέκρουσε με το δικό του ξίφος και έσπρωξε, προσπαθώντας να παραμερίσει τον Ιεράρχη και να βγει επάνω. Ο Ζίρτελον τον κλότσησε καταπρόσωπο κι ο άντρας έπεσε.

Ένα βέλος εκτοξεύτηκε από την καταπακτή, όμως αστόχησε τον Ζίρτελον· κι ύστερα, ακόμα ένα βέλος, το οποίο καρφώθηκε στην ασπίδα του. Ο Ζίρτελον πήδησε μέσα, κρατώντας την ασπίδα προς τα κάτω. Αισθάνθηκε έναν εχθρό να σωριάζεται από κάτω του ουρλιάζοντας από πόνο, καθώς ο Ιεράρχης ήταν ντυμένος με βαριά σίδερα. Ο Ζίρτελον δεν έχασε καθόλου καιρό: άρχισε να χτυπά ολόγυρα, με την ασπίδα και με το σπαθί του, για να κάνει χώρο ώστε να έρθουν ο Όρνιφιμ κι ο Άτβος.

Κάρφωσε τη λεπίδα του στο στήθος μιας Παντοκρατορικής πολεμίστριας και την έσπρωξε όπισθεν, ρίχνοντάς την πάνω σε δυο άλλους ενώ προχωρούσε. Ο Άτβος τότε πήδησε μέσα, και ο Όρνιφιμ τον ακολούθησε. Ο τελευταίος έμπηξε το σπαθί του στον ώμο ενός Παντοκρατορικού και, αφήνοντάς το εκεί, τράβηξε δύο ξιφίδια, θεωρώντας τα βολικότερα σ’έναν στενό χώρο όπως ήταν το εσωτερικό του άρματος.

Πού είναι η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ; αναρωτήθηκε ο Τάμπριελ. Με άκουσαν; Δεν ήταν απίθανο να μην τον είχαν ακούσει. Καθόλου απίθανο. Αν ήταν μπλεγμένες στη μάχη, μάλλον δεν θα είχαν προλάβει να σηκώσουν τους πομπούς τους. Τις κάλεσε γι’ακόμα μια φορά, λέγοντας τα ίδια με πριν, μήπως κάποια από τις δύο ανταποκρινόταν. Η βοήθειά τους δεν θα φαινόταν άχρηστη.

Οι Παντοκρατορικοί έρχονταν τώρα από γύρω, καταπάνω στον Πρόμαχο και τους δύο Ιεράρχες, αλλά δεν ήταν πολλοί εδώ μέσα, και ήταν και σαστισμένοι, απροετοίμαστοι για κάτι σαν αυτό που είχε συμβεί. Ο Ζίρτελον τούς σπάθιζε και τους κλοτσούσε. Ο Όρνιφιμ προσπαθούσε να βρίσκει ανοίγματα για να τους καρφώνει. Ο Άτβος έσπρωχνε και κάρφωνε.

«Τι γίνεται εκεί κάτω;» άκουσε ο Τάμπριελ την Ιλρίνα να φωνάζει από το ενεργειακό κέντρο του τετράποδου οχήματος.

«Όλα εντάξει,» της είπε. «Μην ανησυχείς. Τους παρακολουθώ μέσω των Ιεραρχών. Κανένας δεν έχει χτυπηθεί. Οι Παντοκρατορικοί ξαφνιάστηκαν από την επίθεση.»

«Βέρινλωφ!» φώναξε ο Άτβος. «Πού κρύβεσαι, Βέρινλωφ, Παντοκρατορικό πολεμοκάπηλο σκυλί;»

«Κοντά σου και σε περιμένω, νεκρέ Πρίγκιπα!» αντήχησε η φωνή του Επόπτη (κι ο Τάμπριελ εξεπλάγη λίγο που ο Καρλ Βέρινλωφ θυμόταν τη φωνή του Άτβος. Ή, μήπως, είχε καταφέρει να διακρίνει το πρόσωπό του παρά το χάος μέσα στο άρμα;).

Ο Ζίρτελον, τότε, σκότωσε έναν Παντοκρατορικό πολεμιστή, και καθώς αυτός έπεφτε ένα βέλος ήρθε καταπάνω στον Ιεράρχη, καρφώνοντάς τον στην κοιλιά. Ο Τάμπριελ αισθάνθηκε τον πόνο απόμακρα, σαν να ήταν όνειρο, σαν να ήταν μια παλιά ανάμνηση. Για τον Ζίρτελον, αναμφίβολα, θα ήταν πολύ χειρότερος· ο Ιεράρχης παραπάτησε όπισθεν, σωριάστηκε.

Αντίκρυ, μπροστά από το τιμόνι του άρματος, φαινόταν ο Καρλ Βέρινλωφ με μια βαλλίστρα στα χέρια. Το δεξί, μηχανικό χέρι τη στήριζε, το αριστερό ήταν στη σκανδάλη. Και η βαλλίστρα ήταν διπλή, παρατήρησε ο Όρνιφιμ καθώς στρεφόταν προς τα εκεί, έχοντας καταλάβει ότι ο Ζίρτελον είχε πέσει. Το δεύτερο βέλος δεν είχε ακόμα εκτοξευτεί. Και ο Επόπτης σημάδεψε τώρα τον Άτβος.

«Πρόμαχε!» φώναξε ο Όρνιφιμ.

Αλλά εκείνος είχε ήδη γυρίσει και υψώσει την ασπίδα του, και το βέλος καρφώθηκε εκεί.

«Τυχερός και πάλι, νεκρέ Πρίγκιπα!» γρύλισε ο Καρλ, πετώντας τη βαλλίστρα στο πλάι και ξεθηκαρώνοντας το σπαθί του με το αριστερό χέρι. «Αλλά η τύχη σου κάποτε πρέπει να στερέψει!»

«Μ’έχει υπηρετήσει καλά εδώ και χρόνια.» Ο Άτβος όρμησε καταπάνω στον Επόπτη. Τα σπαθιά τους συγκρούστηκαν. Το μηχανικό χέρι του Καρλ έκανε ν’αρπάξει τον λαιμό του Προμάχου, αλλά άρπαξε μόνο την ασπίδα του: και έμεινε εκεί, τραβώντας βίαια. Ένα κομμάτι της ασπίδας έσπασε.

Πίσω από τους δύο άντρες, η οδηγός του άρματος το σταματούσε και έπιανε το σπαθί της.

Ο Όρνιφιμ απέφυγε το ξίφος του τελευταίου αντιπάλου κοντά του και τον κάρφωνε με το ένα ξιφίδιο στο μάτι και με το άλλο στα πλευρά–

Ο Τάμπριελ άκουσε έναν θόρυβο πίσω του. Από την καταπακτή. Κάποιος είχε ανεβεί! Σηκώθηκε απ’τη θέση του, στρεφόμενος και τραβώντας το σπαθί του.

«Τι κάνεις εδώ;» του είπε η Ανταρλίδα. Η αρματωσιά της ήταν πιτσιλισμένη με αίμα από πάνω ώς κάτω – αλλά δεν φαινόταν να είναι δικό της.

«Δεν εγκρίνεις, Μαύρη Δράκαινα;»

Η Ανταρλίδα μειδίασε άγρια.

«Ο Πρόμαχος, ο Όρνιφιμ, κι ο Ζίρτελον είναι μέσα στο άρμα. Ο Ζίρτελον τραυματισμένος,» της είπε ο Τάμπριελ.

Η Ανταρλίδα ένευσε και πήδησε μέσα στην καταπακτή και στην οροφή του ερπυστριοφόρου.

Ο Τάμπριελ συνέχισε να παρακολουθεί τη συμπλοκή μέσα από τις αισθήσεις των Ιεραρχών – ή μάλλον, του Όρνιφιμ και μόνο. Κατάλαβε πως ο Ζίρτελον ήταν νεκρός… κι αισθάνθηκε σαν να είχε χαθεί ένα μέρος του εαυτού του.

149.

Η οδηγός, καλυμμένη πίσω από τον Επόπτη, σπάθισε τον Άτβος, αλλά η λεπίδα της συνάντησε την ασπίδα του Προμάχου. Ο Καρλ απέκρουσε το ξίφος του Άτβος με το δικό του, κι άρπαξε τη λάμα με τον γάντζο του μηχανικού του χεριού, τραβώντας το όπλο για να το πετάξει από το χέρι του Προμάχου. Ο Όρνιφιμ προσπάθησε να έρθει από δίπλα για να βοηθήσει, και δέχτηκε το ξίφος της οδηγού στα πλευρά· πετάχτηκε πίσω τραυματισμένος, αλλά όχι βαριά.

Τότε ήταν που ήρθε η Ανταρλίδα. Το σπαθί της πέρασε πάνω από τον ώμο του Προμάχου σχεδόν σαν δόρυ, χτυπώντας τον Καρλ στον αριστερό ώμο, καρφώνοντάς τον. Ο Επόπτης κραύγασε και παραπάτησε. Το δικό του σπαθί έφυγε απ’τη λαβή του, κι ο ίδιος έπεσε πάνω στην οδηγό πίσω του, συνθλίβοντάς την ανάμεσα στην εστία στην πλάτη του και στο τιμόνι· μια κραυγή πόνου βγήκε απ’τον λαιμό της.

Η Μαύρη Δράκαινα ήρθε και στάθηκε πλάι στον Πρόμαχο.

«Ανταρλίδα…» έκανε ο Άτβος, ξέπνοος.

«Σκέφτηκα ότι ίσως να με θέλατε,» είπε εκείνη.

«Παραδόσου,» είπε ο Άτβος στον Βέρινλωφ, χωρίς να φωνάζει, υψώνοντας το ξίφος του προς τον λαιμό του Επόπτη. «Πρόσταξε τον στρατό σου να παραδοθεί. Τώρα.»

«Ποτέ!» γρύλισε εκείνος. «Ποτέ. Σκότωσέ με αν μπορείς!» Ήταν αδύνατο για τον Καρλ Βέρινλωφ να ανεχθεί την παράδοση. Ειδικά ύστερα από ό,τι του είχε συμβεί στο Βόρειο Μέτωπο της Απολλώνιας. Το μεταλλικό του χέρι άρπαξε το ξίφος του Άτβος ξανά και το τράβηξε τόσο απότομα και με τόση μηχανική δύναμη που η λάμα έσπασε.

Η Ανταρλίδα κάρφωσε τον Επόπτη στον λαιμό, και το ξίφος της ξεπρόβαλε από τον αυχένα του, μπροστά στο πρόσωπο της οδηγού που ήταν παγιδευμένη πίσω του. Και η οποία ούρλιαξε, περίτρομη.

Η Ανταρλίδα τράβηξε το σπαθί της πίσω κι αρπάζοντας τα ρούχα του νεκρού Επόπτη τον πέταξε στο πλάι. «Θέλεις να τον ακολουθήσεις;» ρώτησε την οδηγό.

«Παραδίνομαι, παραδίνομαι!» είπε εκείνη, έχοντας ήδη υψώσει τα χέρια της εμπρός της, με τις γροθιές άδειες και μισάνοιχτες.

Η Ανταρλίδα την γρονθοκόπησε καταπρόσωπο, αναισθητοποιώντας την.

«Ανταρλίδα!» ήρθε η φωνή του Όρνιφιμ πίσω απ’τη Μαύρη Δράκαινα και τον Πρόμαχο της Επανάστασης.

Η Ανταρλίδα στράφηκε, βλέποντας δύο άντρες και μια γυναίκα να ζυγώνουν από το βάθος του ερπυστριοφόρου. Κανένας τους δεν φορούσε πανοπλία, αλλά όλοι τους κρατούσαν σπαθιά. Ο ένας είχε επάνω του το σύμβολο του τάγματος των Πεφωτισμένων. Οι χειριστές των βαλλιστρών και του κανονιού.

«Ρίξτε τα όπλα σας,» τους είπε η Μαύρη Δράκαινα, δείχνοντάς τους με την αιματοβαμμένη λεπίδα της. «Ο Επόπτης είναι νεκρός.» Παραμέρισε για να μπορούν να διακρίνουν το μαυρόδερμο κουφάρι πίσω της.

Τα σπαθιά των τριών κουδούνισαν στο μεταλλικό πάτωμα του άρματος.

150.

Την αυγή, η Πριγκίπισσα Λισρρέτα βγήκε στον εξώστη των διαμερισμάτων της. Ήταν ακόμα ντυμένη με τα ρούχα που φορούσε χτες βράδυ, κατά τη διάρκεια της μάχης, και είχε μια κάπα τυλιγμένη γύρω της για να προστατεύεται από το πρωινό ψύχος. Ευτυχώς σήμερα δεν έβρεχε. Ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος, και το πρώτο φως της ημέρας κυνηγούσε το σκοτάδι της νύχτας προς τον δυτικό ορίζοντα.

Αυτό, όμως, ήταν το μοναδικό ευχάριστο σημερινό θέαμα. Κοιτάζοντας νότια, η Λισρρέτα μπορούσε να δει μονάχα καταστροφές και θανάτους. Τα νότια περίχωρα της πόλης της ήταν γεμάτα πτώματα και διαλυμένα μηχανήματα και όπλα. Κοράκια και τσακάλια είχαν μαζευτεί από τους λοφότοπους γύρω απ’την πρωτεύουσα για να τραφούν. Κανένας δεν είχε βγει μέσα στη νύχτα για να μαζέψει τους νεκρούς· ήταν όλοι – πολεμιστές και πολίτες, ευγενείς και κοινοί, πλούσιοι και φτωχοί – εξουθενωμένοι και τρανταγμένοι από την αιματηρή σύγκρουση. Τώρα μόνο έβλεπε η Λισρρέτα κάποιους να έχουν πάει στα νότια, μαζί με κάρα που τα τραβούσαν ζώα και δύο μηχανοκίνητα φορτηγά, για να συγκεντρώσουν τους νεκρούς και να γίνουν οι κηδείες όπως όφειλαν, με τη χάρη των Πνευμάτων. Ορισμένοι αναγκάζονταν να τοξέψουν ή να χτυπήσουν αγρίμια και πτηνά, προκειμένου να τα διώξουν από τους νεκρούς.

Μεγάλοι Κολοσσοί, σκέφτηκε η Λισρρέτα, κρατώντας την κάπα της σφιχτά τυλιγμένη γύρω της, τι αποτρόπαιο θέαμα… Ευτυχώς που, τουλάχιστον, τα παιδιά της δεν ήταν εδώ. Καλύτερα να μη γνώριζαν ποτέ στη ζωή τους κάτι τέτοιο. Αν και η Λισρρέτα ήξερε πως η ζωή είχε την κακή συνήθεια να σε εκπλήσσει δυσάρεστα, και προτιμότερο ήταν να είναι κανείς έτοιμος παρά ανέτοιμος για το οτιδήποτε. Η ίδια δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα έχανε έτσι τον Ρέτβελνος…

…και τώρα… τώρα που οι Παντοκρατορικοί είχαν ηττηθεί στο Πριγκιπάτο της… τώρα, αισθανόταν δικαιωμένη για τον θάνατό του;… Δεν αισθανόταν τίποτα, συνειδητοποίησε η Λισρρέτα. Ένιωθε κενή. Μεγάλοι Κολοσσοί, δεν είμαι καν σίγουρη αν οι Παντοκρατορικοί τον δολοφόνησαν, ή αν ήταν ατύχημα. Και, όπως φαίνεται, ποτέ δε θα μάθω…

Αισθάνθηκε δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της, και δεν ήξερε γιατί. Για τον Ρέτβελνος, που είχε πεθάνει πριν από τόσο καιρό; Για το γεγονός ότι ποτέ δεν θα μάθαινε την αλήθεια σχετικά με τον θάνατό του; Για τους νεκρούς της χτεσινής νύχτας; Για όλες τις καταστροφές;

Ή, μήπως, έκλαιγε από ανακούφιση που όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει;

Η Λισρρέτα τράβηξε ένα μαντήλι από την άκρη του μανικιού της και σκούπισε τα μάτια της. Τελείωσε, σκέφτηκε. Είμαστε ελεύθεροι. Ελεύθεροι. Είχαν απλώς πληρώσει το κόστος για την ελευθερία τους, γιατί ακόμα και η ελευθερία έχει το τίμημά της.

Ούτε η πρωτεύουσά μου δεν έμεινε αλώβητη. Ακόμα κι οι πέτρες πλήρωσαν αυτό το τίμημα. Η Νότια Πύλη είχε διαλυθεί τελείως, όπως επίσης και τα τείχη γύρω της. Το ίδιο γκρεμισμένος ήταν κι ο Πύργος της Ανατολής. Και εκεί όπου είχε καταρριφθεί το Παντοκρατορικό ελικόπτερο, μέσα στην Τάσβεραλ, είχε χτυπηθεί ένα σπίτι.

Τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν και χειρότερα.

Η Λισρρέτα πήρε μια βαθιά ανάσα από τον πρωινό, ψυχρό αέρα, και την έβγαλε αργά από τα πνευμόνια της.

Ήθελε να ξαναδεί τους γιους της. Της είχαν λείψει.

Μπήκε στο εσωτερικό των διαμερισμάτων της και, αφού έκλεισε την μπαλκονόπορτα, έβαλε απαλή μουσική να παίζει στο ηχοσύστημα και κάθισε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα. Χασμουρήθηκε νυσταγμένα. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου τη νύχτα· είχε μείνει ξάγρυπνη. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Βρισκόταν σε υπερένταση, και ανησυχούσε και για την Εκάρνιτ. Την είχαν φέρει στο παλάτι μισοπεθαμένη. Οι θεραπευτές είχαν πει ότι, κανονικά, έπρεπε να είχε έρθει εδώ αμέσως μετά τον τραυματισμό της, όμως εκείνη είχε διαφωνήσει – αδύναμα, εξαντλημένη γαρ, αλλά είχε διαφωνήσει – είχε πει: «Έπρεπε να με βλέπουν οι πολεμιστές μου. Έπρεπε να είμαι εκεί…» Και η Λισρρέτα είχε σκεφτεί, τότε, πως η Εκάρνιτ είχε δίκιο.

Τώρα, συλλογίστηκε: Τι αποτέλεσμα θα είχε στο ηθικό του στρατού μας αν η Στρατηγός του Πριγκιπάτου έπεφτε στη μάχη; Σίγουρα οι μαχητές μας δεν θα αισθάνονταν καλύτερα. Μπορεί και να τρομοκρατούνταν· μπορεί τα πράγματα να είχαν πάει άσχημα για εμάς.

Μπορεί οι Παντοκρατορικοί να είχαν νικήσει. Να μην είχαν τραπεί σε φυγή οι μισοί και παραδοθεί οι άλλοι μισοί. Αν και η Λισρρέτα δεν ήταν βέβαιη σε τι ακριβώς οφειλόταν αυτό το αποτέλεσμα. Στον θάνατο του Καρλ Βέρινλωφ, ή στο ηρωικό σθένος των Τασβεράλιων;

Λίγο κι απ’τα δύο, μάλλον.

Είμαι τυχερή που έχω τόσο καλούς συμμάχους…

Η Λισρρέτα έσπρωξε με το δεξί πόδι το παπούτσι του αριστερού ποδιού, βγάζοντάς το· κι ύστερα έσπρωξε με το αριστερό πόδι το παπούτσι του δεξιού ποδιού, βγάζοντάς το κι αυτό. Έλυσε την κάπα της, ανασηκώθηκε πάνω στην πολυθρόνα για να την τραβήξει από κάτω της, και ξανακάθισε σκεπάζοντας τον εαυτό της με την κάπα. Χασμουρήθηκε πάλι.

Κοιμήθηκε ενώ η μουσική συνέχιζε να παίζει στο ηχοσύστημα.

Ονειρεύτηκε τον Ρέτβελνος… να κάθονται οι δυο τους μπροστά στο αναμμένο τζάκι, τυλιγμένοι μέσα σε μάλλινες κουβέρτες, πίνοντας Σεργήλιο οίνο από ψηλά ποτήρια, και να της λέει ότι όλα είναι καλά τώρα που οι Παντοκρατορικοί έχουν διωχτεί απ’το Τάσβεραλ, «γαλανό μου περιστέρι», αγγίζοντας το μάγουλό της, κι από πίσω του εκείνη να νομίζει ότι διακρίνει κάποιον που φορά μάσκα, «δεν μπορώ να μείνω για πολύ,» να λέει ο Ρέτβελνος… κι όταν η Λισρρέτα αισθάνθηκε ένα χέρι ν’αγγίζει τον ώμο της πίστεψε πως ήταν το δικό του.

Βλεφάρισε, ξυπνώντας.

«Πριγκίπισσά μου, με συγχωρείτε,» είπε μια υπηρέτριά της, «αλλά πλησιάζει μεσημέρι, και οι φιλοξενούμενοι ρωτάνε για εσάς και σας ζητάνε. Τι να τους απαντήσουμε;»

Η Λισρρέτα αναδεύτηκε πάνω στην πολυθρόνα. Ένιωθε πιασμένη. «Οι φιλοξενούμενοι;»

«Ο Κόκκινος Μάγος και ο Πρόμαχος της Επανάστασης–»

«Ναι,» είπε η Λισρρέτα, μουγκρίζοντας καθώς σηκωνόταν. «Πού είναι; Στην Αίθουσα του Θρόνου;»

«Μάλιστα, Πριγκίπισσά μου.»

«Πες τους ότι θα κατεβώ σύντομα. Κακώς με αφήσατε να κοιμηθώ τόσο πολύ.»

«Ήταν κουραστική η νύχτα, Πριγκίπισσά μου…»

«Πώς είναι η Στρατηγός;» ρώτησε η Λισρρέτα, βηματίζοντας μουδιασμένα μες στο δωμάτιο.

«Ζωντανή, αλλά εξαντλημένη, Υψηλοτάτη.»

Φυσικά και θα ήταν εξαντλημένη. «Εντάξει. Πήγαινε.»

Η υπηρέτρια έφυγε.

Η Λισρρέτα πήγε να κάνει μπάνιο και να ετοιμαστεί.

Όταν ήταν έτοιμη, ντυμένη με καινούργια ρούχα, στολισμένη με κοσμήματα, έχοντας τα ξανθά μαλλιά της χτενισμένα και αστραφτερά, και το γαλανό της πρόσωπο ελαφριά βαμμένο, όπως όφειλε μια πριγκίπισσα, κατέβηκε στην Αίθουσα του Θρόνου. Κι εκεί βρήκε να την περιμένουν οι αυλικοί της και οι επαναστάτες που φιλοξενούσε. Τώρα, κι εγώ επαναστάτρια είμαι. Όλοι μας επαναστάτες είμαστε, συνειδητοποίησε η Λισρρέτα.

«Μας συγχωρείς, Πριγκίπισσά μου, αν σε αναστατώσαμε,» είπε ο Τάμπριελ, καθώς εκείνος κι οι υπόλοιποι σηκώνονταν μόλις την είδαν να μπαίνει.

«Θα έπρεπε να είχα ξυπνήσει νωρίτερα,» αποκρίθηκε η Λισρρέτα. «Τώρα είναι, κανονικά, ώρα για μεσημεριανό… αν κάποιοι έχουν όρεξη να φάνε.» Κάθισε στην κορυφή του τραπεζιού, ανάμεσά τους, και τότε κάθισαν κι εκείνοι. Στράφηκε στον Οικονόμο του παλατιού της, τον Καρλάνος. «Μου είπαν ότι η Εκάρνιτ αναρρώνει καλά.»

«Ναι, αυτό έχω μάθει κι εγώ από τους θεραπευτές, Υψηλοτάτη,» αποκρίθηκε εκείνος, μοιάζοντας ακόμα ταραγμένος από όλα όσα είχαν συμβεί στο Πριγκιπάτο τις τελευταίες ημέρες.

Η Λισρρέτα στράφηκε στον Τάμπριελ. «Λυπάμαι για τον άνθρωπό σου, Άρχοντά μου: τον Ζίρτελον.»

«Ευχαριστώ, Πριγκίπισσα Λισρρέτα. Ήταν απώλεια για εμένα και για… τους υπόλοιπους.» Έριξε ένα βλέμμα στον Όρνιφιμ, ο οποίος καθόταν αντίκρυ του με μια κούπα κρασί από κοντά. Το τραύμα στα πλευρά του – όχι και τόσο άσχημο, αλλά ούτε και τόσο ελαφρύ – ήταν δεμένο κάτω από την τουνίκα του, και οι θεραπευτές του παλατιού τού είχαν βάλει επάνω βοτάνια για την ταχύτερη ανάρρωσή του και για τη μόλυνση. Ο Τάμπριελ έστρεψε πάλι τα γκρίζα μάτια του στη Λισρρέτα. «Τον κηδέψαμε πριν από κάποιες ώρες. Ήταν σαν όλοι οι Ιεράρχες να βρίσκονταν εκεί. Όσοι είναι στη Βίηλ, τουλάχιστον.»

Η Λισρρέτα ένευσε. «Μακάρι να μπορούσα να είχα κάνει κάτι για να το αποτρέψω.»

«Μακάρι,» είπε ο Όρνιφιμ, «να μπορούσαμε να είχαμε κάνει κάτι για να αποτρέψουμε όλους τους θανάτους που έφερε η χτεσινοβραδινή μάχη, Υψηλοτάτη. Αλλά, δυστυχώς, αυτό ήταν αδύνατο. Πάντοτε υπάρχουν απώλειες. Ας μην ατιμάζουμε την αυτοθυσία των αγωνιστών με το να το συζητάμε.»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε η Λισρρέτα, νιώθοντας αμήχανα από τα λόγια αυτού του παράξενου άντρα ο οποίος αποκλείεται να σκεφτόταν όπως οι άλλοι άνθρωποι. Προτίμησε ν’αλλάξει θέμα. «Με τους αιχμαλώτους τι προτείνεις να κάνουμε, Άρχοντά μου;» ρώτησε τον Τάμπριελ.

«Ό,τι νομίζετε,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Για την ώρα,» είπε η Αλιζέτ, «θα ήταν καλύτερα να τους κρατήσετε. Μην τους ελευθερώσετε αμέσως. Σε τελική ανάλυση, μπορείτε να ζητήσετε λύτρα, Υψηλοτάτη. Τα χρήματα θα σας χρειαστούν, αν μη τι άλλο, για να επιδιορθώσετε τις ζημιές στην πόλη σας.»

Πρακτική η Μαύρη Δράκαινα, σκέφτηκε η Λισρρέτα. Και η λογική της ακούγεται σωστή. «Μάλλον αυτό θα κάνω,» της είπε. Και προς τον Τάμπριελ πάλι: «Θα ήθελα τώρα τα παιδιά μου να έρθουν ξανά εδώ, στο σπίτι τους.»

«Βεβαίως.»

«Δεν υπάρχει κίνδυνος πλέον, έτσι δεν είναι;»

«Όχι άμεσος,» είπε ο Τάμπριελ. «Από κει και πέρα, ασφαλώς, θα πρέπει να είστε προσεχτικοί. Να έχετε το νου σας. Διώξαμε τους Παντοκρατορικούς από το Τάσβεραλ – και από το Νέλερβικ και το Χαύδοραλ – όχι, όμως, από ολόκληρη τη Βίηλ.»

«Όχι ακόμα,» τόνισε ο Άτβος.

«Αισιόδοξος, όπως πάντα, ο Πρόμαχος,» σχολίασε ο Τάμπριελ χωρίς να χαμογελάσει· πολλοί άλλοι, όμως, χαμογέλασαν – ανάμεσα στους οποίους και ο ίδιος ο Άτβος.

«Θα μείνει κάποιος από εσάς εδώ;» ρώτησε η Λισρρέτα, νιώθοντας κι εκείνη ένα μειδίαμα στα χείλη της.

Ο Τάμπριελ φάνηκε σκεπτικός. Κοίταξε τους υπόλοιπους επαναστάτες.

Η Αλιζέτ κούνησε το κεφάλι αρνητικά, σαν να ήθελε να πει Δεν το θεωρώ συνετό. Τα μάτια της ήταν ατσάλι, όπως συνήθως.

Η Ανταρλίδα ήταν σιωπηλή, έχοντας την πλάτη της ακουμπισμένη στην καρέκλα της και τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της. Η στάση της έλεγε στον Τάμπριελ ότι δεν είχε όρεξη για πολιτικοστρατιωτικούς σχεδιασμούς τώρα· και ήταν βέβαιος πως αποκλείεται να συμφωνούσε η ίδια να μείνει εδώ, στο Τάσβεραλ, ή να μείνει η Αλιζέτ, ή ακόμα κι ο Όρνιφιμ.

Και ο Πρόμαχος, επίσης, δεν νομίζω ότι θα μείνει, σκέφτηκε ο Τάμπριελ ρίχνοντας ένα λοξό βλέμμα προς τη μεριά του Άτβος, που καθόταν πλάι στην Ιλρίνα’νορ.

«Εγώ,» είπε ο Ρηθμάλος, ο Θεριστής των Οστών, «θα είμαι μαζί σας, Πριγκίπισσά μου. Υπήκοός σας πιστός, όσο είστε εναντίον της Παντοκράτειρας – τ’ορκίζομαι στους Μεγάλους Κολοσσούς!»

«Εγώ δεν μπορώ να μείνω,» δήλωσε ο Ραφέλνες, λες και κανένας υπήρχε περίπτωση να θεωρεί το αντίθετο. Πατρίδα του ήταν το Νέλερβικ, όχι το Τάσβεραλ.

Ο Άτβος είπε: «Πριγκίπισσά μου, θα άφηνα κάποιους από τους επαναστάτες μου εδώ, αλλά ξέρω πως ο αγώνας μας θα είναι τώρα δύσκολος στο Χαύδοραλ και στο Νέλερβικ, καθώς αυτά τα δύο πριγκιπάτα θα δεχτούν τη μάνητα της Παντοκράτειρας. Πόλεμος θα ξεκινήσει, και άγριος μάλιστα· μην το αμφιβάλλετε.»

«Κι αν οι Παντοκρατορικοί έρθουν όσο λείπετε;» έθεσε το ερώτημα η Λισρρέτα.

«Δε μπορούμε να μείνουμε για πάντα εδώ, Πριγκίπισσα Λισρρέτα,» της είπε ο Τάμπριελ. «Έχεις τόσους ικανούς ανθρώπους γύρω σου, άλλωστε.»

«Οι Παντοκρατορικοί δεν θα χτυπήσουν το Τάσβεραλ, Υψηλοτάτη,» είπε η Αλιζέτ. «Είχαν στείλει στρατεύματα επειδή ήξεραν ότι εδώ ήταν ο Καρλ Βέρινλωφ, και πίστευαν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το Πριγκιπάτο σας για να επιτεθούν από τα ανατολικά στο Χαύδοραλ και στο Νέλερβικ ενώ συγχρόνως θα τους επιτίθονταν από τα δυτικά μέσω του Σάνκριλαμ και του Κάνρελ. Τώρα αυτό το σχέδιο απέτυχε. Ο Βέρινλωφ δεν είναι πλέον εδώ. Το Τάσβεραλ δεν έχει καμια χρησιμότητα γι’αυτούς. Δεν θα ξοδέψουν δυνάμεις προσπαθώντας να το καταλάβουν ξανά· θα επιτεθούν πρώτα στο Νέλερβικ και στο Χαύδοραλ.»

«Και το Ντόσβεκ; Υπάρχουν ακόμα Παντοκρατορικοί στο Ντόσβεκ. Και μπορούν να κατεβούν στο Πριγκιπάτο μου,» είπε η Λισρρέτα. «Να έρθουν από τα βουνά, από το πέρασμα Ντόσβεκ.»

«Οι Παντοκρατορικές δυνάμεις εκεί είναι αστείες,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ. «Δε χρειάζεται να σας ανησυχούν. Πιστέψτε με· είμαι σίγουρη γι’αυτό.»

«Θα πρέπει, βέβαια, να είστε έτοιμοι για πόλεμο,» τόνισε ο Άτβος, κοιτάζοντας τη Λισρρέτα. «Μη χαλαρώσετε. Μη δώσετε την εντύπωση πως είστε αφύλαχτοι.»

«Εννοείτε πως θα είμαστε σε πολεμική ετοιμότητα, Πρίγκιπα Άτβος,» είπε η Λισρρέτα· και κάποιοι από τους αριστοκράτες του Τάσβεραλ, που ήταν καθισμένοι τριγύρω, έγνεψαν καταφατικά και δήλωσαν, με διάφορους φραστικούς τρόπους, ότι συμφωνούσαν, ότι δε θ’άφηναν την πατρίδα τους αφύλαχτη σε καμία περίπτωση.

«Στην Τάσνερακ,» συμβούλεψε η Αλιζέτ, «να γίνει επιστάμενος έλεγχος. Γιατί αυτό είναι το μέρος που έχουν περισσότερο στο στόχαστρό τους οι Παντοκρατορικοί. Είναι το μοναδικό αξιόλογο λιμάνι σας. Κι αν έρθουν πράκτορές τους, από εκεί θα έρθουν κατά πάσα πιθανότητα, ή εκεί θα κρύβονται.»

Οι ευγενείς αποκρίθηκαν πάλι ότι συμφωνούσαν, ότι όντως έπρεπε να γίνουν έλεγχοι, και ότι ο Δούκας της Τάσνερακ έπρεπε να κουνηθεί διότι τελευταία όλο τους Παντοκρατορικούς έγλειφε.

Ο Τάμπριελ είπε στη Λισρρέτα, ενώ ακόμα οι αριστοκράτες μιλούσαν έχοντας ξεθαρρέψει: «Αύριο, Πριγκίπισσά μου, θα φύγουμε για το Νέλερβικ, και μεθαύριο, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα σας φέρουμε τους γιους σας.»

Η Λισρρέτα ένευσε, νιώθοντας ανακουφισμένη. «Κάνατε πολλά για το Πριγκιπάτο μου και για εμένα, Άρχοντά μου…»

«Μην ξεχνάς, όμως,» της είπε ο Τάμπριελ, λιγάκι κυνικά, «ότι εμείς σας μπλέξαμε σ’αυτό τον πόλεμο.»

«Αλλά ήταν ένας πόλεμος που έπρεπε να γίνει.» Η Λισρρέτα το πίστευε καθώς το έλεγε· ο Ρέτβελνος ήταν ξανά στο μυαλό της: οι αναμνήσεις της γι’αυτόν, ο θάνατός του, το όνειρο που έβλεπε προτού η υπηρέτρια την ξυπνήσει. Ο Ρέτβελνος δεν ήθελε τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας εδώ! Ποτέ δεν τους ήθελε – και είχε δίκιο. «Ήταν ένας αγώνας που έπρεπε να δοθεί,» είπε η Λισρρέτα. «Και νομίζω πως χύθηκε όσο πιο λίγο αίμα μπορούσε να χυθεί σε μια τέτοια περίπτωση.»

Ο Τάμπριελ όφειλε να παραδεχτεί, από μέσα του, ότι η Πριγκίπισσα είχε δίκιο, αν και ο ίδιος θα προτιμούσε να είχε διώξει τον Επόπτη, ει δυνατόν, μέσω της διπλωματικής οδού. Ήταν όμως ο Καρλ Βέρινλωφ. Αν ήταν κάποιος άλλος, ίσως και να μπορούσε να γίνει.

Ωστόσο, είπε στη Λισρρέτα: «Το ίδιο νομίζω κι εγώ, Πριγκίπισσά μου.»

151.

Οι πράκτορες της Νίνας Έκγραμμης δεν μπορούσαν να καταλάβουν πού ακριβώς είχε πάει ο σύζυγός της, Ράλκος’νορ: κι αυτό δεν οφειλόταν ούτε σε έλλειψη ικανότητας από μέρους τους, ούτε στις ζημιές που είχε προκαλέσει ο Πολ Ντέρνηχ στο δίκτυό τους, ούτε στο γεγονός ότι επαναστάτες είχαν παρεισφρήσει στο Κίρτβεχ κλέβοντας τις θέσεις των Παντοκρατορικών πρακτόρων και έχοντας ήδη σχηματίσει το δικό τους δίκτυο.

Όχι· η αποτυχία των κατασκόπων της Νίνας να βρουν τον σύζυγό της οφειλόταν στο ότι ο Ράλκος’νορ και οι τρεις μάγοι μαζί του είχαν πάει σ’ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος του Πριγκιπάτου: ένα μέρος γνωστό σε λίγους, ακόμα και του τάγματος των Πεφωτισμένων. Είχαν ταξιδέψει ώς εκεί μέσα σ’ένα όχημα και είχαν σταματήσει, περιμένοντας…

Η τοποθεσία ήταν στα κεντρικά εδάφη του Κίρτβεχ, περίπου στο μέσο της απόστασης από την Άτβηλκ ώς την Νασκάρνεμ. Επάνω στη ράχη ενός λόφου ορθωνόταν ένας βράχος που η ίδια η φύση της διάστασης είχε λαξέψει έτσι ώστε να θυμίζει αμάλγαμα ανθρώπου και Λάν’τραχαμ. Και το παράδοξο ήταν πως κανείς δεν διαφωνούσε σχετικά μ’αυτό: όλοι όσοι έβλεπαν τον συγκεκριμένο βράχο αυτή τη νοητική εικόνα είχαν αμέσως στο μυαλό τους.

Όμως δεν ήταν ο βράχος ο λόγος που ο Ράλκος’νορ και οι άλλοι είχαν έρθει εδώ. Η περιοχή δεν ήταν μονάχα ιδιαίτερη από αισθητικής άποψης, αλλά και από μαγικής άποψης. Η ροή του Φωτός ήταν πολύ πιο αισθητή σε τούτο το μέρος. Οι μάγοι του τάγματος των Πεφωτισμένων έλεγαν πως κάτι τέτοια σημεία της Βίηλ ήταν όπως τα σημεία ενός ανθρώπινου σώματος όπου μπορείς να νιώσεις πολύ πιο εύκολα τον σφυγμό κάποιου – ο καρπός, το πλάι του λαιμού…

Εδώ, ο σφυγμός της διάστασης ήταν δυνατός.

Και ο Ράλκος’νορ και οι σύντροφοί του περίμεναν μέχρι να νιώσουν ξανά την απώλεια του Φωτός, ώστε να μπορέσουν αμέσως να εντοπίσουν τον κλέφτη. Είχαν μαζί τους ένα μηχάνημα ειδικό γι’αυτή τη δουλειά. Έναν ενεργειακό ανιχνευτή με πολύ ευαίσθητους αισθητήρες, ο οποίος ερχόταν σε επαφή με τη ροή της ενέργειας της διάστασης και μέσω της γης και μέσω του αέρα. Τα πόδια του μηχανήματος – που, στο ύψος, έφτανε ώς τη μέση του Ράλκος – μπήγονταν στο χώμα σαν καρφιά, ενώ τέσσερις κεραίες του ορθώνονταν ώς το κεφάλι του μάγου, κι η καθεμία κοίταζε και προς ένα σημείο του ορίζοντα. Στο κέντρο του μηχανήματος, κλεισμένη μέσα σε μια ειδική θυρίδα, βρισκόταν μια εστία η οποία του έδινε ζωή.

Ο Ράλκος’νορ και οι άλλοι τρεις μάγοι είχαν καταυλιστεί γύρω από τον βράχο με το παράξενο σχήμα, και είχαν τοποθετήσει τον ενεργειακό ανιχνευτή παραδίπλα. Το όχημά τους το είχαν αφήσει κάτω από τον λόφο, γιατί δεν μπορούσαν να το ανεβάσουν· δεν ήταν κατασκευασμένο για να σκαρφαλώνει.

Περίμεναν, εδώ και κάμποσες ημέρες, βέβαιοι ότι αργά ή γρήγορα ο κλέφτης θα δρούσε ξανά. Είχε ήδη κλέψει Φως τρεις φορές μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Δεν μπορεί να μην το έκανε και τέταρτη.

Ο Ράλκος το είχε μετανιώσει που δεν άφησε κανένα μήνυμα για τη Νίνα. Είχε φύγει βιαστικά· δεν έπρεπε. Τώρα, όμως, είχε γίνει, και δεν σκόπευε να εγκαταλείψει τους άλλους τρεις για να πάει να βρει τη σύζυγό του. Από ώρα σε ώρα, ο κλέφτης μπορεί να δρούσε…

Ήταν απόγευμα όταν, τελικά, αισθάνθηκαν την κλοπή.

«Έγινε ξανά!» αναφώνησε η Ρισάββα’νορ καθώς πεταγόταν όρθια από εκεί όπου ήταν καθισμένη με την πλάτη επάνω στον παράξενο βράχο.

«Ναι,» είπε ο Ράλκος ενώ κι εκείνος ορθωνόταν και πλησίαζε τον ενεργειακό ανιχνευτή.

Ο Άλδρος’νορ βγήκε απ’τη μικρή σκηνή του. «Ο κλέφτης,» μούγκρισε μέσα από τα γκρίζα, άγρια γένια του. Ήταν ο μεγαλύτερος απ’όλους τους, σε ηλικία, και είχε σκούρο πράσινο δέρμα. Όταν ήταν μικρός κάποιοι έλεγαν ότι έμοιαζε με δέντρο, καθώς τότε και τα μούσια και τα μαλλιά του ήταν πράσινα, και το ανάστημά του ψηλό.

Ο Κασμάρες’νορ βάδιζε στην πλαγιά του λόφου, καπνίζοντας την πίπα του, και τώρα ήρθε τρέχοντας προς τα πάνω, με την κάπα του ν’ανεμίζει πίσω του. Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο στην κουκούλα του.

Ο Ράλκος ατένισε τις ενδείξεις επάνω στον ενεργειακό ανιχνευτή. Η βελόνα έδειχνε βόρεια. Βόρεια ακριβώς. Κι από κάτω, τα νούμερα αναβόσβηναν στη μικρή, οριζόντια οθόνη του μετρητή: 97… 122… 146… 155… 177. Κι εκεί σταμάτησαν ν’αλλάζουν.

«Η αναταραχή έγινε εκατόν-εβδομήντα-εφτά χιλιόμετρα απόσταση από εδώ, προς τα βόρεια. Εκεί είναι ο κλέφτης μας,» είπε ο Ράλκος’νορ.

Ο Κασμάρες συνοφρυώθηκε. «Εκατόν-ογδόντα χιλιόμετρα βόρεια από δω πρέπει να είναι…»

«…μέσα στην Καμένη Γη,» τελείωσε τη φράση η Ρισάββα.

«Σας εκπλήσσει;» είπε ο Άλδρος. «Πού αλλού θα πήγαινε κανείς για να κάνει μια τέτοια εγκληματική πράξει κατά της ίδιας της διάστασής μας;»

«Μισό λεπτό, Άλδρος,» είπε ο Κασμάρες. «Δεν το ξέρουμε ακόμα ότι πρόκειται όντως για κλέφτη – ειδικά αφού μιλάμε για την Καμένη Γη.»

Ο Άλδρος στράφηκε να τον κοιτάξει, αλλά έμεινε σιωπηλός.

Η Ρισάββα ρώτησε: «Υποψιάζεσαι κάποιο… φαινόμενο, Κασμάρες;»

Ο Ράλκος, εν τω μεταξύ, έβγαλε έναν χάρτη από τον σάκο του, τον άπλωσε πάνω στην επιφάνεια του ενεργειακού ανιχνευτή, και μέτρησε την απόσταση με τα δάχτυλά του, για να δει πού έπεφταν περίπου τα εκατόν-ογδόντα χιλιόμετρα προς τα βόρεια από τη θέση όπου βρίσκονταν.

Ο Κασμάρες απάντησε στη Ρισάββα: «Δεν αποκλείεται. Μην ξεχνάτε πως, σύμφωνα μ’ό,τι γνωρίζουμε, η Καμένη Γη δημιουργήθηκε εξαιτίας κάποιας παρενέργειας εκεί. Το ίδιο το Φως τη δημιούργησε. Το ίδιο το Φως έκαψε τη διάστασή μας σ’εκείνο το σημείο.» Και στράφηκε στον Ράλκος. «Εκεί δεν είναι το μέρος; Στην Καμένη Γη.»

Εκείνος κατένευσε. «Ναι,» είπε. «Εκεί. Όχι μακριά από τις νότιες παρυφές της.»

«Και από εκεί,» τόνισε η Ρισάββα, «από τις παρυφές της Καμένης Γης, έρχονται κι οι παράξενοι μεταλλικοί γίγαντες των αποστατών.»

«Πράγμα που μάλλον δεν είναι συμπτωματικό…» είπε ο Ράλκος. Δίπλωσε τον χάρτη μέσα στα χέρια του. «Ο Καρτάφες’νορ…» μουρμούρισε, σκεπτικά.

«Πιστεύεις ότι θα τον βρούμε εκεί, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο Κασμάρες.

«Το θεωρείς απίθανο; Μονάχα αυτός προσπαθούσε να φτιάξει κατασκευάσματα που θα τα ζωντάνευε το Φως.»

«Ήταν ένας αποτυχημένος, όμως. Ανέκαθεν,» είπε ο Άλδρος. «Ξεφτιλισμένος. Με περίεργες φαντασιώσεις.»

«Ένα τέτοιο άτομο, όμως, δεν θα επιχειρούσε να κλέψει Φως;» έθεσε το ερώτημα η Ρισάββα, καθώς ο άνεμος έκανε τα κόκκινα, σγουρά μαλλιά της να μοιάζουν με σημαία πάνω απ’το κεφάλι της. Το δέρμα της ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ, και τα μάτια της στενά και γαλανά, με μεγάλες βλεφαρίδες.

«Το θέμα δεν είναι τι θα επιχειρούσε. Αλλά τι θα κατάφερνε

«Μπορεί, όμως, και να τα κατάφερε,» είπε ο Κασμάρες, αδειάζοντας την πίπα του μέσα στον άνεμο και κρύβοντάς τη στο εσωτερικό της κάπας του. «Και μπορεί έτσι να έφτιαξε αυτούς τους μεταλλικούς γίγαντες.»

«Εικασίες και υποθέσεις,» μούγκρισε ο Άλδρος’νορ. «Θα πάμε να μάθουμε ή όχι;»

«Ίσως να μας επιτεθούν αποστάτες εκεί πάνω,» τους προειδοποίησε η Ρισάββα.

«Θα πλησιάσουμε με προσοχή,» είπε ο Ράλκος. «Κι αν δούμε ύποπτους ανθρώπους να μας ζυγώνουν, θα φύγουμε ολοταχώς. Βοηθήστε με, τώρα, να σηκώσω τον ανιχνευτή για να τον βάλουμε στο όχημά μας.»

152.

Οι επαναστάτες ξεκίνησαν την κάθοδό τους στο Πριγκιπάτο την επόμενη ημέρα μετά τη δημιουργία του Οπλοφόρου. Δεν ήξεραν πώς τα πήγαινε η Λαμρίτ στη Νιλκάριχ, μα της είχαν εμπιστοσύνη: πίστευαν ότι θα κατόρθωνε να συγκεντρώσει τους πειρατές. Επιπλέον, εκείνοι έπρεπε να επιτεθούν πρώτοι, ώστε να τραβήξουν την προσοχή των Παντοκρατορικών προς τα βόρεια, και ύστερα θα ερχόταν η Πρόμαχος από τα νότια μαζί με τους ληστές της λίμνης για να δοθεί το τελειωτικό χτύπημα.

Με το ξημέρωμα, οι επαναστάτες βγήκαν από το υπόγειο άντρο τους. Τα τέσσερα αυτοκίνητα ήταν μαζί τους: ο Πάνοπλος έτρεχε, ο Εξάποδος ακολουθούσε με τα έξι πόδια του, η Ιπτάμενη πετούσε στον ουρανό, κι ο Οπλοφόρος κυλούσε επάνω στους τροχούς του. Οι επαναστάτες είχαν, επίσης, μαζί τους δύο δίκυκλα (τα υπόλοιπα δίκυκλα του άντρου τα είχαν δώσει σε όσους είχαν παρεισφρήσει στο Κίρτβεχ, ως κατάσκοποι, με τη βοήθεια του Πολ), ένα μεγάλο πολεμικό τρίκυκλο με βαλλίστρα προσαρτημένη, το όχημα του Δαίδαλου, και ένα μικρό ελικόπτερο το οποίο κρατούσαν σε κομμάτια μέσα στη βάση τους και είχαν, επιτέλους, αποφασίσει να το συναρμολογήσουν. Δεν χωρούσαν, όμως, όλοι στα οχήματα και στο αεροσκάφος· αρκετοί ακολουθούσαν έφιπποι και μέσα σε άμαξες. Ο Δαίδαλος οδηγούσε το όχημά του, και μαζί του ήταν η Διάττα και κάποιοι επαναστάτες· ο Καρτάφες’νορ καθόταν επάνω στην πλατιά ράχη του εντομοειδούς Εξάποδου· ο Άλτρες καβαλούσε το ένα από τα δίκυκλα, και ο Πολ καβαλούσε το άλλο. Η Σιλράτα δεν ήταν μαζί τους, καθότι δεν είχε ακόμα αναρρώσει από εκείνο το άσχημο τραύμα που είχε δεχτεί στην Άτβηλκ.

Πίσω, στο υπόγειο άντρο, είχαν μείνει ελάχιστοι, καθώς δεν θεωρούσαν ότι μπορεί τώρα να παρουσιαζόταν κίνδυνος εκεί. Εξάλλου, η καλύτερη άμυνά του ήταν η ιδιότητά του να χάνεται μέσα στο γκρίζο τοπίο της Καμένης Γης. Σ’αυτήν ανέκαθεν βασίζονταν.

Τα οχήματα, τα αυτοκίνητα, και το ελικόπτερο μπορούσαν άνετα να αφήσουν τους υπόλοιπους επαναστάτες πίσω τους, και τους άφησαν – για την ώρα – διότι δεν υπήρχε λόγος να μπλεχτούν στις πρώτες συγκρούσεις. Δεν ήταν τόσοι ώστε να μπορούν να θεωρηθούν στρατός, και τα κυρίως όπλα ήταν, και θα ήταν, τα αυτοκίνητα, οι γνώσεις που είχε συγκεντρώσει ο Πολ για το Πριγκιπάτο, και οι επαναστάτες που είχαν παρεισφρήσει στο Κίρτβεχ ως κατάσκοποι. Εν ολίγοις, ο πόλεμός τους σκόπευαν να είναι κλεφτοπόλεμος, όχι κατά μέτωπο επίθεση. Ακόμα και με τα αυτοκίνητα, δεν μπορούσαν να το ριψοκινδυνέψουν αυτό.

Από το ελικόπτερο, ο άντρας που ήταν καθισμένος πλάι στον πιλότο ανέφερε, μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού, ότι το οχυρό που είχαν στόχο δεν φαινόταν να έχει καμια ιδιαίτερη φύλαξη πέρα από μια γιγαντοβαλλίστρα. Επίσης, απέξω ήταν σταθμευμένο ένα τετράκυκλο όχημα που δεν έμοιαζε να φέρει όπλα.

Οι πράκτορες του Πολ είχαν αναφέρει ακριβώς το ίδιο, πολύ πρωτύτερα, και είχαν επίσης πει πως στο συγκεκριμένο οχυρό δεν βρίσκονταν πάνω από είκοσι πολεμιστές της Παντοκράτειρας. Ο Πολ, ακούγοντας τώρα τα λόγια του ιπτάμενου επαναστάτη μέσα από τον ανοιχτό πομπό του, σκέφτηκε: Τίποτα δεν έχει αλλάξει, λοιπόν. Ακόμα.

Τις τελευταίες ημέρες, όσο ο Δαίδαλος και ο Καρτάφες’νορ δούλευαν για να φτιάξουν τον Οπλοφόρο, οι πράκτορες του Πολ τού έφερναν αναφορές ότι Παντοκρατορικά στρατεύματα είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται προς τα βόρεια, κι εκείνος φοβόταν πως όταν τελικά κατέβαινε μαζί με τους επαναστάτες θα έβρισκε τα λιγοστά οχυρά της βόρειας παραμεθόριου περιτριγυρισμένα από μεγάλα φουσάτα. Δεν ήταν όμως έτσι, όπως φαινόταν. Τι περιμένει η Νίνα; Μάλλον δεν ήθελε να επικεντρωθεί σ’ένα και μόνο μέρος, φοβούμενη κάποιο ύπουλο σχέδιο. Ήθελε να μπορεί να κρατά τις δυνάμεις της ευέλικτες. Θα τους στείλει εναντίον μας αμέσως μόλις έχει εξακριβώσει τη θέση μας. Θα τους στείλει εναντίον μας όταν θα ξέρει πού να τους στείλει.

Δεν τον πείραζε αυτό τον Πολ. Πίστευε ότι, με τις γνώσεις που είχε συγκεντρώσει για το Πριγκιπάτο, θα κατόρθωνε να μπερδέψει τους Παντοκρατορικούς. Κι επιπλέον, τα αυτοκίνητα του Δαίδαλου ήταν πανίσχυρα.

Μετά από λίγη ώρα, ατένισε αντίκρυ του το οχυρό που ήταν ο πρώτος στόχος των επαναστατών, και παρατήρησε πως λευκοντυμένοι πολεμιστές συγκεντρώνονταν στη μεγάλη βαλλίστρα του, έχοντας δίχως αμφιβολία δει τι ερχόταν.

«Επίθεση!» είπε ο Πολ μέσω του πομπού του.

«Επίθεση,» συμφώνησε ο Άλτρες, μέσα από τον δικό του πομπό.

«Επίθεση,» είπε κι ο Δαίδαλος, τηλεπικοινωνιακά, από το όχημά του.

Ο Πολ σταμάτησε το δίκυκλό του και έκανε, με το χέρι του, το νόημα που είχαν συμφωνήσει με τα αυτοκίνητα.

Εκείνα αμέσως κατάλαβαν.

Χίμησαν καταπάνω στο οχυρό, ενώ ο Καρτάφες’νορ πηδούσε από την πλάτη του Εξάποδου για να προσγειωθεί στο έδαφος, να σκοντάψει, και να πέσει σαν παλιάτσος, όφειλε να παρατηρήσει ο Πολ με τις άκριες των ματιών του. Τι γελοίος άνθρωπος… Και μετά σού λέει οι μάγοι έχουν σοφία κι άλλες τέτοιες μαλακίες…

Η Παντοκρατορική βαλλίστρα εξαπέλυσε ένα, δύο, τρία, τέσσερα βέλη το ένα κατόπιν του άλλου. Το πρώτο αστόχησε τελείως· το δεύτερο χτύπησε τη ράχη του Εξάποδου κι εξοστρακίστηκε· το τρίτο εξοστρακίστηκε πάνω στον ώμο του Οπλοφόρου· το τέταρτο χάραξε το μέταλλο του αριστερού ποδιού του Πάνοπλου χωρίς να προκαλέσει καμία βλάβη.

Και μετά, ο Οπλοφόρος ύψωσε το κανόνι του και φωτεινή ενέργεια εξαπολύθηκε, πετυχαίνοντας τη μεγάλη βαλλίστρα επάνω στο οχυρό και κομματιάζοντάς την μαζί με τους χειριστές της. Ο Πάνοπλος ζύγωσε, τρέχοντας, το πέτρινο οικοδόμημα κι άρχισε να το γρονθοκοπεί και να το κλοτσά. Ο Εξάποδος πλησίασε το όχημα παραδίπλα, καθώς οι Παντοκρατορικοί προσπαθούσαν να επιβιβαστούν εκεί· το δάγκωσε με τις λεπίδες του που ανοιγόκλειναν σαν ψαλίδα, τσακίζοντας έναν τροχό του. Η Ιπτάμενη προσγειώθηκε στην οροφή όπου ήταν η κατεστραμμένη βαλλίστρα, και ο Πολ την είδε να κατεβαίνει μέσα σε κάποια καταπακτή.

Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας έβγαιναν τώρα από το οχυρό τρομοκρατημένοι. Προσπαθούσαν να υποχωρήσουν, να φύγουν, και έβρισκαν το όχημά τους άχρηστο γι’αυτή τη δουλειά. Εκτός από τον ένα του τροχό που είχε ήδη σπάσει, ο Εξάποδος συνέχιζε να καταστρέφει το περίβλημα και τους μηχανισμούς του. Οι Παντοκρατορικοί άρχισαν απλά να τρέχουν. Ορισμένοι έβγαλαν άλογα από μια πύλη του οχυρού και τα καβάλησαν. Η Ιπτάμενη και ο Πάνοπλος τούς κυνήγησαν, χτυπώντας τους με γροθιές και κλοτσιές, σωριάζοντάς τους στο έδαφος με τσακισμένα κόκαλα. Ο Οπλοφόρος σημάδεψε έναν καβαλάρη με το κανόνι του και τον μετέτρεψε σε σκόνη, μαζί με δύο πεζούς που ήταν κοντά. Ύστερα χτύπησε έναν τοίχο του οχυρού, γκρεμίζοντάς τον με μεγάλο πάταγο.

Ο Πολ και οι άλλοι δεν υπήρχε κανένας λόγος να εμπλακούν στη μάχη. Οι εχθροί τους δεν είχαν τρόπο να αντιμετωπίσουν τα αυτοκίνητα. Μετά από λίγο, το οχυρό ήταν ρημαγμένο και οι Παντοκρατορικοί πολεμιστές νεκροί.

153.

Ο Ράλκος’νορ και οι μάγοι που τον συντρόφευαν είχαν ξεκινήσει το απόγευμα να κατευθύνονται βόρεια, αλλά χωρίς βιασύνη. Δεν ήθελαν να φτάσουν στην Καμένη Γη μέσα στη νύχτα. Ο κίνδυνος θα ήταν μεγάλος, και το σκοτάδι θα τους απέτρεπε απ’το να ερευνήσουν ικανοποιητικά. Έτσι, είχαν σταματήσει στη βόρεια παραμεθόριο του Πριγκιπάτου, και το πρωί είχαν συνεχίσει μέσα στο όχημά τους.

Τώρα, όμως, άκουσαν δυνατούς κρότους από τα δυτικά, και η Ρισάββα’νορ, που οδηγούσε, σταμάτησε κατόπιν άμεσης συναίνεσης όλων.

«Κάτι συμβαίνει,» είπε ο Κασμάρες.

«Σαν πολιορκία ακούγεται,» παρατήρησε ο Άλδρος. «Σαν τείχη που κάτι τα χτυπά.»

«Πάμε να κοιτάξουμε. Με προσοχή,» είπε ο Ράλκος. Και η Ρισάββα οδήγησε ξανά: με μειωμένη ταχύτητα και με δυτική κατεύθυνση, τώρα.

Δεν άργησαν να φτάσουν σ’ένα σημείο απ’όπου, εξαιτίας της κλίσης του εδάφους, μπορούσαν να δουν άνετα ένα οχυρό και…

«Το ανάστημα των Κολοσσών!» αναφώνησε ο Κασμάρες καθώς η πίπα που είχε, σβηστή, στα δόντια του έπεφτε στα γόνατά του.

Τέσσερα μεταλλικά πλάσματα πολιορκούσαν το οχυρό, αστράφτοντας στον πρωινό ήλιο. Ένα ήταν ανθρωπόμορφο και ψηλότερο από οποιονδήποτε άνθρωπο· ένα άλλο κυλούσε πάνω σε τέσσερις τροχούς και μετέφερε ενεργειακό κανόνι (!) στο αριστερό χέρι· ένα πετούσε, έχοντας μεγάλες φτερούγες· κι ένα έμοιαζε με γιγάντιο έντομο.

Οι μάγοι βγήκαν από το όχημά τους και ύψωσαν κιάλια για να κοιτάξουν καλύτερα. Σαστισμένοι.

Μετά από λίγο, ο Ράλκος πρόσεξε ότι τα μεταλλικά πλάσματα δεν ήταν μόνα. Μαζί τους ήταν ένα πολεμικό τρίκυκλο με βαλλίστρα, ένα απλό τετράκυκλο όχημα, ένα ελικόπτερο, και δύο καβαλάρηδες επάνω σε δίκυκλα. Αποστάτες. Άρχισαν να επιτίθενται χειρότερα από ποτέ! Μέχρι στιγμής, η Νίνα δεν του είχε πει ότι είχε συμβεί κάτι τέτοιο – απευθείας επίθεση σε οχυρό!

Ο Ράλκος’νορ άρθρωσε ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως, για να δώσει μεγαλύτερη δύναμη στο κιάλι του και να διακρίνει περισσότερες λεπτομέρειες. Και παρατήρησε ότι υπήρχε κι ένας πεζός ανάμεσα σ’αυτούς που ήταν στα οχήματα. Ένας πεζός που η όψη του…

Ο Καρτάφες’νορ!

154.

Ο Πολ κατέβηκε από το δίκυκλό του, δίπλα στα ερείπια του οχυρού. Ο Άλτρες σταμάτησε το δικό του δίκυκλο αλλά δεν κατέβηκε. «Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε. «Περιμένουμε τους υπόλοιπους να έρθουν; Ή συνεχίζουμε;»

«Μπορούμε να συνεχίσουμε,» είπε ο Πολ. «Οι άλλοι θα μας βρουν. Γι’αυτό έχουμε το δίκτυό μας εδώ πέρα. Θα τους πουν πού βρισκόμαστε.»

Ο Δαίδαλος βγήκε απ’το όχημά του και τους πλησίασε μαζί με τον Καρτάφες. «Υπάρχουν εξοπλισμοί εκεί μέσα που μπορεί να μας φανούν χρήσιμοι;» ρώτησε ο Πεφωτισμένος, δείχνοντας το κατεστραμμένο οχυρό.

«Δεν ξέρω,» είπε ο Πολ. «Άσε τους άλλους που θα έρθουν να το ερευνήσουν.»

Και τότε, από τον πομπό του και τον πομπό του Άλτρες, που κι οι δύο βρίσκονταν επάνω στα δίκυκλα, ακούστηκε η φωνή του άντρα από το ελικόπτερο: «Όχημα στ’ανατολικά σας. Τετράκυκλο. Όχι οπλισμένο, ούτε θωρακισμένο. Τέσσερις άνθρωποι στέκονται απέξω και σας κοιτάζουν με κιάλια.»

Ο Πολ καταράστηκε. Τους είχαν εντοπίσει τόσο γρήγορα οι πράκτορες της Νίνας; Πήρε τα κιάλια του από το δίκυκλό του και ατένισε προς τ’ανατολικά. Τους είδε.

«Σκοτώστε τους!» φώναξε ο Καρτάφες στα αυτοκίνητα, που είχαν σταματήσει γύρω τους.

«Όχι!» παρενέβη αμέσως ο Δαίδαλος. «Περιμένετε!»

Ο Καρτάφες τον κοίταξε ερωτηματικά, με έκπληκτη έκφραση.

«Δεν ξέρουμε ποιοι είναι,» του είπε ο Δαίδαλος.

«Δεν είναι, πάντως, καλό που μας παρακολουθούν,» είπε ο Πολ κατεβάζοντας τα κιάλια του. «Και τώρα με είδαν ότι τους είδα και πάνε να φύγουν.» Ανέβηκε στο δίκυκλό του. «Ας τους κυκλώσουμε. Να μάθουμε ποιοι είναι.» Η μηχανή μούγκρισε από κάτω του.

Ο Άλτρες τον ακολούθησε καθώς ο Πολ ξεκινούσε. Ο Δαίδαλος επιβιβάστηκε στο όχημά του, κλείνοντας το σκέπαστρο από πάνω του. Ο Καρτάφες έτρεξε και μπήκε στο πολεμικό τρίκυκλο, κι ο οδηγός του το έβαλε ν’ακολουθήσει τα δίκυκλα. Τα αυτοκίνητα ξηράς ακολουθούσαν επίσης. Το ελικόπτερο και η Ιπτάμενη πετούσαν από πάνω τους.

Οι τέσσερις άγνωστοι είχαν ήδη επιβιβαστεί στο όχημά τους και το είχαν ξεκινήσει, τρέχοντας ολοταχώς προς τα νότια, σηκώνοντας σκόνη πίσω τους. Οι καταραμένοι! Είναι γρήγοροι! παρατήρησε ο Πολ. Πολύ πιο γρήγοροι από το τρίκυκλο, και ούτε και τα δίκυκλα δεν θα τους προλάβαιναν αν δεν έκοβαν ταχύτητα – ειδικά με το προβάδισμα που είχαν. Μονάχα ο Δαίδαλος, μάλλον, θα μπορούσε να τους προφτάσει αλλά, για κάποιον λόγο (ίσως να μην ήθελε να ριψοκινδυνέψει μια σύγκρουση), δεν επιτάχυνε.

Ο Πολ έκανε νόημα στην Ιπτάμενη με το χέρι του, φωνάζοντάς της: «Σταμάτησέ τους! Κάνε τους να καθυστερήσουν!»

Το φτερωτό αυτοκίνητο χτύπησε δυνατά τις φτερούγες του, προσπέρασε το ελικόπτερο και όλους τους υπόλοιπους επαναστάτες, κι έφτασε πάνω από το τετράκυκλο όχημα που καταδίωκαν. Το προσπέρασε κι αυτό και προσγειώθηκε πλάι σ’έναν ογκόλιθο, για να τον σπρώξει με υπεράνθρωπη, μηχανική δύναμη. Ο βράχος κατρακύλησε, αναπτύσσοντας ταχύτητα όσο πήγαινε – κατευθυνόμενος προς το τετράκυκλο.

Θα το διαλύσει… σκέφτηκε ο Πολ, που δεν ήθελε να σκοτωθούν οι επιβάτες.

Ο ογκόλιθος, όμως, δεν το διέλυσε. Το τετράκυκλο έκοψε ταχύτητα απότομα, στρίβοντας και σηκώνοντας θολούρα ολόγυρά του, αποφεύγοντας τη μεγάλη πέτρα.

Η ευκαιρία μας! Ο Πολ επιτάχυνε, κι ο Άλτρες τον ακολούθησε. Το τετράκυκλο είχε, προς στιγμή, αναγκαστεί να σταματήσει, και το πρόλαβαν. Βγήκαν μπροστά του, σταματώντας κι εκείνοι.

«Περιμένετε!» φώναξε ο Πολ, απευθυνόμενος στους επιβάτες του οχήματος, καθώς τραβούσε το σπαθί του. «Αλλιώς είστε νεκροί!»

Η Ιπτάμενη προσγειώθηκε ανάμεσα σ’εκείνον και τον Άλτρες, ενώ τα υπόλοιπα αυτοκίνητα, το όχημα του Δαίδαλου, και το πολεμικό τρίκυκλο έρχονταν γρήγορα από την άλλη μεριά, πίσω απ’το τετράκυκλο.

«Τι θέλετε;» φώναξε μια κοκκινομάλλα γυναίκα από ένα παράθυρο του.

«Να μιλήσουμε. Βγείτε έξω.»

Διστακτικά οι πόρτες του οχήματος άνοιξαν, και τέσσερις άνθρωποι βγήκαν. Η κοκκινομάλλα πρέπει να ήταν η μοναδική γυναίκα ανάμεσά τους. Οι άλλοι είχαν κουκούλες στα κεφάλια, οι όψεις τους δεν φαίνονταν, αλλά οι μορφές τους ήταν φανερά αντρικές.

«Βγάλτε τις κουκούλες,» πρόσταξε ο Πολ, καθώς το πολεμικό τρίκυκλο, το όχημα του Δαίδαλου, και τα αυτοκίνητα έφταναν κοντά και σταματούσαν.

«Τι θέλετε από εμάς;» απαίτησε ο ένας από τους κουκουλοφόρους, χωρίς να υπακούσει τον Πολ. «Ταξιδιώτες είμαστε. Μας τρομάξατε, μα τα Δαιμόνια!»

«Δεν είμαστε οπλισμένοι,» πρόσθεσε η κοκκινομάλλα. «Το βλέπετε, δεν το βλέπετε;»

Τα μάτια του Πολ στένεψαν. Μπορεί νάχετε αφήσει τα σπαθιά σας μέσα στο όχημα. Μπορεί νάχετε κρυμμένα μικρά όπλα επάνω σας. Ωστόσο δεν ήταν παράξενο στη Βίηλ οι ταξιδιώτες να κουβαλάνε κανένα όπλο για την προσωπική τους ασφάλεια. Κυκλοφορούσαν και ληστές. Το όχημά τους, όμως, ήταν πολύ καλό για να είναι απλοί ταξιδιώτες: και η εμφάνισή του ήταν ωραία, και η μηχανή του κι οι τροχοί του ήταν, αναμφίβολα, καλοί. Ευγενείς, το λιγότερο. Αν όχι όλοι, κάποιος ανάμεσά τους.

«Σας είπα να βγάλετε τις κουκούλες σας.»

«Αλλιώς θα μας επιτεθείτε;» απαίτησε ο άντρας που είχε μιλήσει και πριν.

«Δεν θα σας επιτεθούμε· θα σας αφανίσουμε προτού προλάβετε να κουνηθείτε.»

Οι τέσσερις αλληλοκοιτάχτηκαν, κι ύστερα οι τρεις άντρες που ακόμα φορούσαν κουκούλες τις κατέβασαν. Ο Πολ τούς ατένισε ερευνητικά. Δεν αναγνώριζε κανέναν τους, εκτός από αυτόν με τον οποίο ώς τώρα μιλούσε. Ο άντρας της Νίνας. Ο Ράλκος’νορ. Ο ξάδελφος του Πρίγκιπα. Αυτός ήταν, δεν υπήρχε αμφιβολία· ο Πολ δεν τον είχε συναντήσει αυτοπροσώπως αλλά είχε δει φωτογραφίες του. Εκείνος, πάντως, δε μοιάζει να μ’αναγνωρίζει.

«Αν δε λαθεύω είσαι ο Ράλκος’νορ, ο Δούκας της Ριφάλπεκ.»

«Δε θυμάμαι να έχουμε γνωριστεί…»

«Είναι μάγοι, όλοι τους!» Η φωνή που αντήχησε ήταν του Καρτάφες’νορ, ο οποίος είχε μόλις βγει απ’το πολεμικό τρίκυκλο. «Προσέχετε! Είναι μάγοι, όλοι τους. Του τάγματος των Πεφωτισμένων.»

«Είσαι ακόμα ζωντανός δυστυχώς, ε, Καρτάφες;» μούγκρισε ο ψηλός πρασινόδερμος άντρας με τα γκρίζα μαλλιά και μούσια.

«Ζωντανός και… τι σκαρώνεις εδώ;» ρώτησε ο άλλος άντρας, που είχε δέρμα γαλανό, μαλλιά καστανά, μουστάκι, και καράφλα.

«Έχω ντροπιάσει όλο σας το τάγμα!» φώναξε ο Καρτάφες, υψώνοντας τα χέρια του για να δείξει τα αυτοκίνητα ολόγυρά του. «Δείτε, ανόητοι! Δείτε τι έχω δημιουργήσει!»

«Η παραφροσύνη σου έχει αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη,» είπε ο πρασινόδερμος άντρας.

Ο Πολ τούς διέκοψε, προστάζοντας: «Απομακρυνθείτε απ’το όχημα και ρίξτε τις κάπες σας στο έδαφος.»

«Γιατί;» είπε ο Ράλκος αγριοκοιτάζοντάς τον.

«Επειδή, Άρχοντες της Μαγείας,» αποκρίθηκε ειρωνικά ο Πολ, «είστε αιχμάλωτοί μας και θα κάνετε ό,τι σας λέμε.»

Η απάντησή του δεν φάνηκε να τους άρεσε – οι μούρες τους στράβωσαν – μα δεν είχαν κι άλλη επιλογή απ’το να τον υπακούσουν. Απομακρύνθηκαν απ’το όχημα, έλυσαν τις κάπες τους, και τις άφησαν να πέσουν στη γη.

Ο Πολ έκανε νόημα στους επαναστάτες που είχαν βγει απ’το πολεμικό τρίκυκλο και το όχημα του Δαίδαλου να τους ψάξουν, κι εκείνοι τούς έκαναν σωματική έρευνα απ’την κορφή ώς τα νύχια. Μερικά ξιφίδια μάζεψαν μόνο. Εν τω μεταξύ, ο Άλτρες κοίταζε μέσα στο τετράκυκλο όχημα, και είπε: «Τα σπαθιά τους είναι εδώ, καθώς κι ένα μηχάνημα που δεν ξέρω σε τι μπορεί να χρειάζεται.»

Ο Δαίδαλος πλησίασε για να κοιτάξει, και μαζί του ο Καρτάφες, ο οποίος είπε αμέσως: «Ενεργειακός ανιχνευτής είναι.»

«Και τι κάνει;» ρώτησε ο Πολ, που τώρα είχε κατεβεί απ’το δίκυκλό του και πλησιάσει κι αυτός. Το σπαθί του εξακολουθούσε να το έχει γυμνολέπιδο στο χέρι του.

«Εντοπίζει τις δονήσεις του Φωτός–» άρχισε να λέει ο Καρτάφες, αλλά ο Δαίδαλος τον διέκοψε μιλώντας στον Ράλκος και τους άλλους Πεφωτισμένους: «Εντοπίσατε την κλοπή του Φωτός.» Δεν ήταν ερώτηση.

Οι μάγοι έμειναν σιωπηλοί.

«Για να έχουν μουγκαθεί, αυτό έκαναν μάλλον,» είπε ο Πολ. «Τι ακριβώς σημαίνει, όμως, δεν ξέρω. Θες να μας… διαφωτίσεις;» ρώτησε τον Δαίδαλο.

«Κάποια άλλη στιγμή, ίσως,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Πάντοτε αντιρρησίας…»

«Εσείς κλέβετε το Φως;» είπε ο γαλανόδερμος, καστανομάλλης μάγος. «Γιατί;»

«Μήπως να μας λέγατε και τα ονόματά σας, πρώτα, για να ξέρουμε σε ποιους μιλάμε;» είπε ο Πολ, θηκαρώνοντας το σπαθί του στη ζώνη του.

Ο Καρτάφες πετάχτηκε προτού εκείνοι αποκριθούν: «Αυτός,» είπε δείχνοντας τον γαλανόδερμο, «ονομάζεται Κασμάρες’νορ. Τη γυναίκα τη λένε Ρισάββα’νορ. Κι ο γέρος λέγεται Άλδρος’νορ.»

«Γέρος, ναι, και πιο σοφός από σένα,» μούγκρισε ο πρασινόδερμος άντρας.

«Δες τα θαύματα που έχω δημιουργήσει και κλάψε, Άλδρος!» φώναξε ο Καρτάφες δείχνοντας πάλι τα αυτοκίνητα.

«Δεν ξέρω τι έχεις κάνει–!»

«Εσύ κλέβεις το Φως ή όχι;» απαίτησε ο Κασμάρες.

«Να κοιτάτε τη δουλειά σας,» τους είπε ο Πολ προτού ο Καρτάφες ξεστομίσει καμια βλακεία πάλι. «Τέρμα οι φιλοσοφικές σας ανησυχίες. Και σας ευχαριστούμε για το όχημα. Θα μας χρειαστεί.»

«Είστε αποστάτες;» ρώτησε η Ρισάββα.

«Εσύ τι νομίζεις ότι είμαστε, όμορφη;»

«Και τι θα κάνετε μ’εμάς; Θα μας κρατήσετε αιχμαλώτους;»

«Προτιμάτε να σας σκοτώσουμε επιτόπου;» Και προς τους επαναστάτες: «Δέστε τους τα χέρια και κλείστε τους το στόμα. Δε θέλω να γίνει κανένα ξόρκι όταν έχω την πλάτη μου γυρισμένη.»

«Υπάρχει κι άλλος τρόπος,» είπε ο Καρτάφες, με εκδικητικό μένος στο πρόσωπό του. «Λευκόχρυσος κλωβός.»

«Πήγαινε πνίξου, εγκληματία!» γρύλισε η Ρισάββα.

«Βλέπεις να έχουμε κλουβιά από λευκόχρυσο εδώ πέρα;» είπε ο Πολ στον Καρτάφες. «Το σχοινί θα πρέπει ν’αποδειχτεί αρκετό. Και, κατά τα άλλα, να τους προσέχετε.»

155.

Μέχρι το μεσημέρι, πόρθησαν ακόμα δύο οχυρά, επανδρωμένα ανάμικτα από Παντοκρατορικούς και από πολεμιστές του Πρίγκιπα Νοσνάλτος. Δυστυχώς, δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τους μεν από τους δε στις συγκρούσεις που έγιναν. Ήταν πολύ δύσκολο, αν και ο Δαίδαλος πρόσταξε τα αυτοκίνητα να χτυπάνε μόνο τους εχθρούς με τις λευκές ενδυμασίες και το έμβλημα της Παντοκράτειρας. Στους άλλους να μην επιτίθεστε, τόνισε· απλά τρομάξτε τους για να φύγουν. Όμως, με τις καταστροφές που έγιναν, σκοτώθηκαν και πολεμιστές του Πρίγκιπα. Στάθηκε αδύνατο να μη σκοτωθεί κανένας ύστερα από τις ριπές του Οπλοφόρου και τις γροθιές και τις κλοτσιές του Πάνοπλου επάνω στα τείχη και στα οχήματα, ενώ ο Εξάποδος έμοιαζε άλλοτε να θυμάται τις εντολές του Δαίδαλου άλλοτε να τις ξεχνά. Η Ιπτάμενη αποδείχτηκε η πιο προσεχτική απ’όλους· ο Πολ δεν την είδε ούτε μία φορά να χτυπά Κιρτβέχιο μαχητή. Αυτή, όμως, μπορούσε να πετά και να ελίσσεται πιο εύκολα: μια ιδιότητα που τ’άλλα αυτοκίνητα δεν είχαν.

Όταν το δεύτερο οχυρό ήταν σμπαράλια, οι επαναστάτες κάθισαν κοντά του για να καταυλιστούν και να αναπαυθούν. Όχι πως κανένας τους είχε κουραστεί ιδιαίτερα: όλη τη δουλειά τα αυτοκίνητα την είχαν κάνει. Ανάμεσα στα συντρίμμια βρήκαν εξοπλισμούς, εστίες, και ένα δίκυκλο, το οποίο φυσικά και πήραν. Οι δύο γιγαντοβαλλίστρες του οχυρού είχαν κομματιαστεί τελείως από τις ριπές του Οπλοφόρου, και ο Άλτρες, ύστερα από ένα βλέμμα, είπε ότι θα ήταν αδύνατο να επισκευαστούν εκτός αν ο Δαίδαλος έκανε κανένα από τα μαγικά του. Ο Δαίδαλος αποκρίθηκε ότι δεν υπήρχαν μαγικά που να φτιάχνουν αυτομάτως καινούργιες βαλλίστρες.

Τον Ράλκος’νορ τον είχαν δεμένο μέσα στο όχημα του Δαίδαλου, τη Ρισάββα’νορ και τον Άλδρος’νορ μέσα στο όχημα του Ράλκος (το οποίο τώρα οδηγούσαν επαναστάτες), και τον Κασμάρες’νορ μέσα στο πολεμικό τρίκυκλο. Τους κρατούσαν χωρισμένους για να μη μπορούν να συνεργαστούν σε κάποια προσπάθεια απόδρασης.

Ο Πολ πρόσταξε τώρα να τους βγάλουν απ’τα οχήματα και να τους ξεφιμώσουν. «Δε χρειάζεται να τους σκάσουμε κιόλας,» είπε. «Τα χέρια τους, όμως, αφήστε τα δεμένα.» Ήξερε πως οι περισσότεροι μάγοι χρειάζονταν τα χέρια τους για να κάνουν ξόρκια. Αν και οι χειρονομίες δεν ήταν πάντοτε απαραίτητες για όλους (όσο πιο έμπειρος ήταν ο μάγος, απ’ό,τι είχε καταλάβει ο Πολ, τόσο λιγότερο τού χρειάζονταν), τους βοηθούσαν πολύ.

Οι επαναστάτες υπάκουσαν, βγάζοντας τους Πεφωτισμένους απ’τα οχήματα και λύνοντας τα στόματά τους. Ο Πολ τούς είπε: «Καθίστε,» δείχνοντας κάτι πέτρες. Οι μάγοι κάθισαν, σιωπηλά. Εκτός από τη Ρισάββα.

«Το κεφάλι μου πονάει,» παραπονέθηκε.

«Κρίμα,» αποκρίθηκε ο Πολ και άναψε τσιγάρο μ’ένα από τα ειδικά σπίρτα της Βίηλ.

«Πολ!» φώναξε ο Άλτρες, κάνοντάς του νόημα να πλησιάσει τα δίκυκλά τους.

Ο Πολ έριξε ένα βλέμμα στους επαναστάτες που είχαν βγάλει τους μάγους από τα οχήματα – ένα βλέμμα το οποίο έλεγε Προσέχετέ τους, είναι επικίνδυνοι – και ζύγωσε τον Άλτρες. «Τι;» τον ρώτησε.

Ο Άλτρες ύψωσε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του. «Πες το πάλι, Μαρινέτ.»

Και η φωνή της ακούστηκε από το μεγάφωνο: «Κουφός είσαι, ρε; Σου λέω: μου είπαν ότι στρατός έρχεται προς τη μεριά σας. Δυο χιλιάδες Παντοκρατορικοί τουλάχιστον, με οχήματα μαζί τους.»

Ο Άλτρες είπε στον Πολ: «Το δίκτυό σου λειτουργεί καλά.»

«Αν δεν έβλεπαν δύο χιλιάδες Παντοκρατορικούς θα ήταν τυφλοί.»

«Καλύτερα να φύγουμε από δω,» είπε ο Άλτρες. «Γρήγορα.»

Ο Πολ κατένευσε, φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια.

«Ξέρεις πού να πάμε;»

«Ναι.» Την είχε μελετήσει τη βόρεια παραμεθόριο. Πήρε τον πομπό απ’το χέρι του Άλτρες. Είπε: «Μαρινέτ, μ’ακούς;»

«Μάλιστα, αφεντικό.»

Ο Πολ μειδίασε. Η κοπέλα είχε γούστο. «Θα στείλω κάποιον να ειδοποιήσει τους επαναστάτες που έρχονται πίσω μας με άλογα και άμαξες. Να έχετε, όμως, τα μάτια σας στους λευκούς, κι αν τους δείτε να πλησιάζουν τους δικούς μας να φροντίσετε οι δικοί μας να έχουν ήδη φύγει απ’την περιοχή.» Οι επαναστάτες που έρχονταν δεν ήταν ούτε κατά διάνοια δύο χιλιάδες στο σύνολο. Αποκλείεται να μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ένα τόσο μεγάλο φουσάτο.

«Έγινε.» Η τηλεπικοινωνία τερματίστηκε.

Ο Πολ πλησίασε τους άλλους, φωνάζοντας: «Τα μαζεύουμε και φεύγουμε. Δεν κατασκηνώνουμε, τελικά, εδώ.»

«Δυσκολίες, Πολ Ντέρνηχ;»

Ο Πολ στράφηκε να κοιτάξει τον Ράλκος’νορ. «Για λίγο είχα ανησυχήσει ότι ο άντρας της Νίνας δεν θα με γνώριζε…»

«Δε σε γνώρισα,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Υπέθεσα ότι θα ήσουν εσύ.»

«Μη χαίρεσαι τόσο,» του είπε ο Πολ. «Δε με συγκλονίζουν τέτοιες αποκαλύψεις.»

156.

Το μέρος όπου ο Πολ τούς οδήγησε ήταν καλό για να κρυφτούν: λοφώδες και με κάμποση αειθαλή βλάστηση. Οι περισσότεροι έμειναν εκεί ενώ ο ίδιος ο Πολ και ο Άλτρες πήγαν να κατοπτεύσουν επάνω στα δίκυκλά τους. Δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να εντοπίσουν το Παντοκρατορικό φουσάτο, και πράγματι, όπως είχε πει η Μαρινέτ, φαινόταν να αριθμεί γύρω στις δύο χιλιάδες μαχητές, ενώ μαζί του είχε δύο οχήματα που έφεραν ενεργειακό κανόνι και δύο που έφεραν βαριές γιγαντοβαλλίστρες. Έρχονται γερά οπλισμένοι, σκέφτηκε ο Πολ, για να ξεκάνουν τα αυτοκίνητα του Δαίδαλου. Η Νίνα δεν ήταν ανόητη: αναμφίβολα καταλάβαινε πως, ό,τι κι αν ήταν οι μεταλλικοί άνθρωποι, αποκλείεται να μη μπορούσαν να τους αφανίσουν μερικές καλοσημαδεμένες ενεργειακές ριπές.

Επίσης, ο Πολ κι ο Άλτρες εντόπισαν δύο ανιχνευτές του στρατεύματος επάνω σε δίκυκλα. Τους είδαν προτού τους δουν εκείνοι. Μεγάλο πλεονέκτημα στην προκειμένη περίπτωση. Οι επαναστάτες χωρίστηκαν και, μετά από λίγο, ξεπρόβαλαν ξαφνικά μπροστά και πίσω από τους δύο ανιχνευτές.

Ο Πολ (που ήταν μπροστά) είχε ήδη ξεθηκαρώσει το σπαθί του, και επιτάχυνε προς τον έναν απ’τους Παντοκρατορικούς. Εκείνος προσπάθησε ν’αποφύγει τη λεπίδα αλλά δεν τα κατάφερε· χτυπήθηκε στο στήθος και έπεσε απ’το όχημά του. Ο άλλος έκανε μια ημικυκλική μανούβρα προκειμένου να βρεθεί πλάι στον Πολ καθώς τραβούσε το σπαθί του. Τότε ήταν που πρόσεξε τον Άλτρες να έρχεται καταπάνω του με το δικό του σπαθί υψωμένο. Ο Παντοκρατορικός απέκρουσε, και κρατήθηκε πάνω στη σέλα του οχήματός του. Το δίκυκλο του και το δίκυκλο του Άλτρες είχαν σταματήσει, προς στιγμή, καθώς οι δύο άντρες ξιφομαχούσαν. Ο Πολ ήρθε από το πλάι, με μειωμένη ταχύτητα, και κάρφωσε τον Παντοκρατορικό στα πλευρά, σκοτώνοντάς τον.

Ύστερα, σταμάτησε τους τροχούς του. «Κρίμα που δεν μπορούμε να πάρουμε τα οχήματά τους μαζί μας,» είπε σκουπίζοντας τη λεπίδα του μ’ένα μαντήλι. «Αφού όμως δεν θα τα έχουμε εμείς, ας μην τα έχει και κανένας άλλος. Δε συμφωνείς, αφεντικό;»

Ο Άλτρες δεν διαφώνησε, πάντως. Χτύπησαν τα δίκυκλα των ανιχνευτών με τα σπαθιά τους, καταστρέφοντας τις μηχανές. Έπειτα έφυγαν, επιστρέφοντας εκεί όπου ήταν κρυμμένοι οι άλλοι επαναστάτες.

«Μέχρι το βράδυ δεν χρειάζεται να κινηθούμε,» τους είπε ο Πολ. «Θα μείνουμε εδώ. Και θα κατοπτεύσουμε μερικές φορές τριγύρω, για να δούμε τι γίνεται.»

«Γιατί δεν χτυπάμε τον εχθρό;» ρώτησε ο Οπλοφόρος, υψώνοντας τη δεξιά του γροθιά, σφιγμένη.

«Μη βιάζεσαι, ρε κανονιέρη. Είναι δυο χιλιάδες, είπαμε, κι έχουν και δύο παρόμοιους μ’εσένα μαζί τους.»

«Παρόμοιους με εμένα;» Το αυτοκίνητο ακουγόταν ξαφνιασμένο.

«Ενεργειακά κανόνια;» ρώτησε ο Δαίδαλος.

Ο Πολ ένευσε. «Και μάντεψε ποιους θα σημαδέψουν πρώτους από εμάς…»

«Αν τους επιτεθούμε τη νύχτα, όμως,» είπε ο Άλτρες, «όταν θα έχουν κατασκηνώσει….» Δεν ολοκλήρωσε, αφήνοντας τα υπόλοιπα να εννοηθούν.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Μπορεί και να το κάνουμε. Υποθέτω ότι δεν θα απομακρυνθούν πολύ από το τελευταίο οχυρό που καταστρέψαμε. Οι περισσότεροι οδοιπορούν, εξάλλου.»

Όταν βράδιασε, η Διάττα τούς είπε: «Γίνεται μάχη στην πρωτεύουσα του Τάσβεραλ. Ο Επόπτης Καρλ Βέρινλωφ ήρθε εκεί με τον στρατό του.»

Είχαν ανάψει ελάχιστες φωτιές και τις είχαν καλύψει. Επίσης, κανένα ενεργειακό φως δεν ήταν αναμμένο μέσα στην αειθαλή βλάστηση. Το σκοτάδι τούς κάλυπτε από εχθρικά μάτια.

«Είναι έτοιμοι οι δικοί μας;» ρώτησε ο Πολ, καθισμένος στο έδαφος και τυλιγμένος στην κάπα του, με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό ενός δέντρου.

«Όσο έτοιμοι μπορούσαν να είναι. Ο Μεγάλος Προφήτης πιστεύει ότι θα νικήσουν.»

«Αφού το πιστεύει ο Μεγάλος Προφήτης, το ζήτημα έληξε.» Ο Πολ άναψε ένα τσιγάρο.

«Ποιος είναι αυτός ο Μεγάλος Προφήτης;» ρώτησε ο Ράλκος’νορ. Τους είχαν ξεφιμώσει πάλι, αυτόν και τους άλλους μάγους, και τους είχαν αφήσει να καθίσουν κοντά στις φωτιές. Τους είχαν λύσει και τα χέρια, επίσης, για να μπορούν να φάνε. Τα δάχτυλά τους ήταν μουδιασμένα, αν έκρινε κανείς απ’τον τρόπο που κρατούσαν το φαγητό τους, με φανερή δυσκολία.

«Κάποιος που δεν θέλεις να συναντήσεις,» απάντησε ο Πολ.

«Έχετε ανθρώπους σας, δηλαδή, και στο Τάσβεραλ…»

«Σε λίγο, ολόκληρη η Βίηλ θα έχει επαναστατήσει, Άρχοντα της Μαγείας. Είσαι στη λάθος παράταξη, δυστυχώς.»

Η Ρισάββα’νορ είπε, εμφατικά: «Εμείς δεν είμαστε Παντοκρατορικοί. Είμαστε γηγενείς. Στο Κίρτβεχ έχουμε γεννηθεί.»

«Σκέφτεσαι, λοιπόν, να προδώσεις τη Μεγαλειοτάτη, μάγισσα;» είπε ο Πολ, ρουφώντας καπνό απ’το τσιγάρο του και κοιτάζοντας την κοκκινομάλλα ερευνητικά πίσω από τις φλόγες.

«Απλώς διευκρινίζω κάποια πράγματα που ίσως να έχετε μπερδέψει.»

Θέλεις να τα έχεις καλά και με τους μεν και με τους δε, σα να λέμε, σκέφτηκε ο Πολ. Όποιος κι αν είναι ο νικητής, δεν θέλεις να σε καθαρίσει.

«Αυτό που λέει η Ρισάββα είναι αλήθεια,» τόνισε ο Κασμάρες’νορ.

Νάτος κι αυτός… Σε λίγο θα μου προτείνουν να σφάξουν τον Ράλκος με τα χέρια τους και να έρθουν μαζί μας. Ο Πολ δεν μίλησε, συνεχίζοντας να καπνίζει ήρεμα.

«Τι γίνεται στην Τάσβεραλ;» ρώτησε ο Δαίδαλος, ύστερα από κάποια ώρα, τη Διάττα.

«Περίμενε· θα σας πω,» ήταν η μοναδική της απόκριση. Και όλοι οι επαναστάτες έμοιαζαν τώρα να θέλουν ν’ακούσουν. Κανένας δεν μιλούσε.

Ο Ράλκος είπε: «Θα πάρετε, λοιπόν, το Τάσβεραλ… και μετά, τι; Το Νέλερβικ; Το Χαύδοραλ;»

«Αυτά είναι ήδη δικά μας,» τον πληροφόρησε ο Πολ.

Ο Ράλκος στένεψε τα μάτια. «Ψέματα! Και σταματήστε αυτή την κοροϊδία! Νομίζετε πως δεν έχουμε καταλάβει ότι τούτη η γυναίκα» – έδειξε, με μια απότομη κίνηση του σαγονιού, τη Διάττα – «προσποιείται; Τι προσπαθείς να καταφέρεις, Πολ; Να μας πάρεις με το μέρος σου με τέτοιες ανοησίες; Δεν εντυπωσιαζόμαστε τόσο εύκολα!»

Ο Πολ γέλασε. «Η Διάττα παίζει θέατρο, ε;»

Ο Καρτάφες γέλασε επίσης – δυνατότερα, σαν να ήθελε να χλευάσει επιδεικτικά τους άλλους Πεφωτισμένους για την άγνοιά τους.

«Τι κάνει, τότε;» είπε ο Κασμάρες. «Μιλά σε πομπό; Πώς έχει τέτοιες πληροφορίες από τόσο μακριά;»

«Δεν υπάρχουν πομποί που να φτάνουν ώς την άλλη άκρη της Βίηλ!» είπε ο Άλδρος.

«Η Διάττα έχει… έναν ιδιαίτερο δεσμό με κάποιους άλλους σαν κι αυτήν. Και με τον Μεγάλο Προφήτη. Έναν δεσμό εδώ μέσα.» Ο Πολ άγγιξε το κεφάλι του μ’ένα δάχτυλο.

Ο Ράλκος ρουθούνισε αποδοκιμαστικά.

Ο Κασμάρες γέλασε. «Η μεγαλύτερη ανοησία που έχω ακούσει!…»

«Δε χρειάζονται τέτοια ψεύτικα κόλπα,» είπε η Ρισάββα. «Δεν είμαστε ανόητοι.»

«Ο Πολ σάς λέει αλήθεια,» τους πληροφόρησε ο Δαίδαλος. «Εσείς θέλετε να μην τον πιστεύετε επειδή η θεώρηση του κόσμου σας είναι τόσο στενή.»

«Και ποιος είσαι εσύ;» ρώτησε ο Ράλκος. «Φιλόσοφος;»

«Κάποιος που δεν είναι από τη Βίηλ αλλά μπορεί και χρησιμοποιεί το Φως της.»

Οι τέσσερις Πεφωτισμένοι δεν μίλησαν, όμως ήταν προφανές από τις εκφράσεις τους ότι δεν τον πίστευαν, και ότι είχαν βαρεθεί να προσπαθούν να τους ξεγελάσουν. Νομίζουν, σκέφτηκε ο Πολ, ότι παίζουμε με το μυαλό τους για να τους φέρουμε με το μέρος μας.

«Η μάχη τελείωσε,» είπε η Διάττα κάποια στιγμή αργότερα. «Ο Καρλ Βέρινλωφ είναι νεκρός. Μερικοί Παντοκρατορικοί αιχμαλωτίστηκαν, μερικοί διέφυγαν. Η Τάσβεραλ υπέστη κάποιες ζημιές, αλλά όχι πολλές. Και… ο Ζίρτελον σκοτώθηκε,» πρόσθεσε με σιγανότερη φωνή.

«Λυπόμαστε γι’αυτό, Διάττα,» είπε ο Δαίδαλος αγγίζοντας τον ώμο της.

Εκείνη μόρφασε θλιμμένα, αμίλητη.

«Ωραία,» είπε ο Ράλκος’νορ με έκδηλη ειρωνεία, «τώρα που νικήσατε στην Τάσβεραλ, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα πάρετε και το Κίρτβεχ!»

Οι επαναστάτες τον αγνόησαν.

«Καλύτερα δεν ήταν όταν τους είχαμε φιμωμένους;» είπε ο Άλτρες στον Πολ.

«Σήκω,» του αποκρίθηκε εκείνος καθώς ορθωνόταν. «Πάμε για κατόπτευση ξανά, να δούμε πού είναι τώρα οι φίλοι μας.»

157.

Δεν ήταν δύσκολο να εντοπίσουν τον Παντοκρατορικό καταυλισμό μέσα στη νύχτα. Τον πρόδιδαν τα φώτα του – ενεργειακά και από φωτιές. Ανιχνευτές ο Πολ δεν πρόσεξε να περιφέρονται γύρω του, όμως οι Παντοκρατορικοί σίγουρα ήξεραν ότι οι δύο προηγούμενοι με τα δίκυκλα ήταν νεκροί. Ακόμα κι αν δεν είχαν βρει τα πτώματά τους και τα κατεστραμμένα οχήματα, δεν μπορεί ώς τώρα να μην είχαν συμπεράνει ότι οι δύο άντρες είχαν «εξαφανιστεί μυστηριωδώς».

«Πώς σου φαίνεται;» ρώτησε τον Άλτρες, καθώς είχαν σταματήσει τα δίκυκλά τους (χωρίς να έχουν αναμμένους τους προβολείς, φυσικά) και κοίταζαν το Παντοκρατορικό στρατόπεδο από απόσταση.

«Σαν ένας πολύ μεγάλος σκαντζόχοιρος επάνω στον οποίο δεν θα ήθελα ούτε να πατήσω ούτε να καθίσω.»

Ο Πολ γέλασε μέσα απ’την κουκούλα του. «Πάμε πίσω,» πρότεινε.

Επέστρεψαν στους υπόλοιπους επαναστάτες και τους είπαν πώς είχε η κατάσταση.

«Πώς, λοιπόν, θα σαμποτάρουμε τα κανόνια;» ρώτησε η Νιρμενέτ, μια επαναστάτρια που ήταν κυνηγός αλλά δεν έβρισκε τίποτα να κυνηγήσει όσο καιρό κατοικούσαν όλοι τους στην Καμένη Γη. Ήταν αδελφή του Καλνίρες, ο οποίος επί του παρόντος βρισκόταν με τη Λαμρίτ και τη Φενίλδα στη Νιλκάριχ. Κι εκείνος το επάγγελμα του κυνηγού εξασκούσε, όταν δεν ήταν σε άγονες, πετρώδεις ερημιές.

Ο Πολ είπε: «Δύσκολα τα βλέπω τα πράγματα. Έστω ότι πλησιάζουμε προτού μας δουν, ώστε να μην έχουν προετοιμάσει τα κανόνια για βολή. Θα ρίξει στο ένα ο Οπλοφόρος και θα το διαλύσει. Το άλλο, όμως, θα ετοιμαστεί και θα τον χτυπήσει–»

«Θα ρίξω και στα δύο, Πολ,» δήλωσε ο Οπλοφόρος. Τα αυτοκίνητα στέκονταν γύρω τους καθώς συζητούσαν. Τον Ράλκος’νορ και τους άλλους μάγους που ήταν μαζί του τους είχαν δέσει και φιμώσει, λίγο πιο πριν, και τους είχαν βάλει πάλι στα οχήματα. Παρότι αιχμάλωτοι, καλύτερα να μη γνώριζαν τα σχέδιά τους. Η Ρισάββα’νορ είχε διαμαρτυρηθεί, αλλά την είχαν αγνοήσει.

Ο Πολ έστρεψε το βλέμμα του στον Οπλοφόρο. «Δεν είναι κοντά το ένα στο άλλο, κανονιέρη. Βρίσκονται σε διαμετρικά αντίθετα σημεία του στρατοπέδου.»

«Είναι προσεχτικοί,» τόνισε ο Άλτρες.

«Επιπλέον,» συνέχισε ο Πολ, «μόλις δουν ότι δέχονται επίθεση από μια μεριά, θα σηκωθούν όλοι επάνω και θα ορμήσουν εναντίον μας – με ιππικό, οχήματα, γιγάντιες βαλλίστρες…»

«Ας πάει, τότε, η Ιπτάμενη,» πρότεινε ο Καρτάφες’νορ. «Θα πάρει εκρηκτικές ύλες μαζί της και θα τις ρίξει–»

«Ελικόπτερα περιπολούν πάνω απ’το στρατόπεδο,» τον διέκοψε ο Πολ. «Δύο – τα οποία, παρεμπιπτόντως, δεν ήταν με το φουσάτο την προηγούμενη φορά που κοιτάξαμε. Πρέπει να ήρθαν μετά.»

«Είναι προσεχτικοί,» τόνισε ξανά ο Άλτρες.

«Τ’ακούσαμε,» του είπε η Νιρμενέτ.

«Εντάξει τότε,» είπε ο Καρτάφες· «ας στείλουμε όλα τ’αυτοκίνητα μαζί εναντίον τους! Θα τους λιανίσουν!»

«Γιατί δεν τον έχεις δέσει ακόμα;» ρώτησε ο Πολ τον Δαίδαλο.

«Δεν κατάλαβα! – διαφωνείς με το σχέδιό μου;» είπε ο Καρτάφες στον Πολ, αγριοκοιτάζοντάς τον.

«Δεν είναι σχέδιο αυτό, ρε στρατηγέ. Και ακόμα και τ’αυτοκίνητά σου δεν ξέρω αν μπορούν ν’αντέξουν όταν δύο χιλιάδες Παντοκρατορικοί τούς ορμήσουν, μαζί με ενεργειακά κανόνια και βαλλίστρες και οχήματα.»

«Ο Πολ έχει δίκιο,» είπε ο Δαίδαλος. «Δε μπορούμε να τους επιτεθούμε κατά μέτωπο· αυτό είναι δεδομένο, και δεν πρέπει ούτε καν να το διανοούμαστε. Μπορούμε, όμως, να τους αποπροσανατολίσουμε.»

«Με τι τρόπο;» ρώτησε ο Πολ.

«Θα ανάψουμε ενεργειακές λάμπες σε μια μεριά και θα τους επιτεθούμε από την άλλη.»

«Μην το πάρεις προσωπικά, μάγε, αλλά ούτε αυτό είναι σχέδιο. Μερικές λάμπες δεν θα τους αποπροσανατολίσουν.»

«Ναι, αλλά δεν με άφησες να τελειώσω,» είπε ο Δαίδαλος. «Θα συνδέσουμε κάποιες λάμπες με μια κεντρική εστία, θα τις ανάψουμε όλες, και θα… αυξήσω την έντασή τους–»

«Τι πράγμα;»

«–αντλώντας ενέργεια από τη διάσταση με μεγάλη ορμή. Μάλλον, οι λάμπες θα καταστραφούν στο τέλος, και η εστία επίσης, αλλά η δουλειά μας θα έχει γίνει. Συγχρόνως, θα φροντίσω η άντληση της ενέργειας να είναι τόσο μεγάλη που όλοι οι Πεφωτισμένοι μέσα στον Παντοκρατορικό στρατό σίγουρα θα την αισθανθούν, και θα κάνουν Ξόρκια Ενεργειακής Ανιχνεύσεως: οπότε θα εντοπίσουν πού ακριβώς γίνεται η άντληση, καθώς και ότι είναι κάτι το ασυνήθιστο. Θα ειδοποιήσουν τους αξιωματικούς του στρατεύματος κι όλος ο καταυλισμός θ’αναστατωθεί. Υποθέτω πως τότε θα στείλουν κάποιους προς τη μεριά μου.

»Αμφιβάλλεις ακόμα ότι αυτό θα τραβήξει την προσοχή τους, Πολ;»

«Συνέχισε, μάγε.»

«Όσο συμβαίνουν όλα αυτά, ο Οπλοφόρος θα πάει σε σημείο που μπορεί να σημαδέψει και να καταστρέψει το ένα κανόνι, ενώ η Ιπτάμενη θα ρίξει, από τον αέρα, εκρηκτικά επάνω στο άλλο. Είμαι βέβαιος πως τα ελικόπτερα δεν θα μπορέσουν να της σταθούν εμπόδιο, καθώς το ένα τουλάχιστον θα έχει έρθει προς τη μεριά μου.»

«Να κάνω μια ερώτηση;» είπε ο Πολ.

«Ναι.»

«Εσύ πώς θα γλιτώσεις;»

«Μη φοβάσαι για μένα. Στη Βίηλ, το Φως είναι σύμμαχός μου.»

«Όπως νομίζεις. Εμένα, τουλάχιστον, το σχέδιό σου με βρίσκει σύμφωνο.» Κοίταξε τους υπόλοιπους. Κανένας δεν έμοιαζε να διαφωνεί, ούτε να θέλει να προτείνει τίποτα καλύτερο. «Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν,» τους είπε ο Πολ, «μέχρι που είναι ακόμα νύχτα.»

Τρία πράγματα χρειαζόταν να κάνουν πριν από την επίθεσή τους: να αποφασίσουν πού θα πήγαινε ο Δαίδαλος για να ανάψει τα φώτα του· να σκεφτούν από πού συνέφερε καλύτερα να πλησιάσει ο Οπλοφόρος για να πυροβολήσει· και να δώσουν στην Ιπτάμενη σάκους με εκρηκτικά, έτσι ώστε να μπορεί να τα κουβαλήσει με άνεση (και χωρίς κίνδυνο) για να βομβαρδίσει τον εχθρό.

Όταν όλα αυτά είχαν γίνει, οι επαναστάτες ξεκίνησαν. Ο Πολ και ο Άλτρες πήγαν μαζί με τον Οπλοφόρο, καβάλα στα δίκυκλά τους. Ο Πάνοπλος τούς ακολούθησε, για την απίθανη περίπτωση που μπορεί να χρειάζονταν τη βοήθειά του. Η Ιπτάμενη πλησίασε το στρατόπεδο – περπατώντας, όχι πετώντας, για να μη δίνει στόχο – από μια άλλη μεριά, και μαζί της είχε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό, τον οποίο μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ίδιο καλά με οποιονδήποτε άνθρωπο. Ο Δαίδαλος πήγε με το όχημα του στο ύψωμα όπου θα έκανε τα μαγικά του.

Ο Πολ, κοιτάζοντας προς τα εκεί, είδε φώτα να ανάβουν το ένα κατόπιν του άλλου καθώς οι ενεργειακές λάμπες συνδέονταν με την κεντρική εστία. Αποκλείεται οι Παντοκρατορικοί να έδιναν μεγάλη σημασία σε κάτι τέτοιο – αν και μπορεί να έστελναν κάποιον ανιχνευτή να ερευνήσει, ή κάποιο ελικόπτερο να ρίξει μια ματιά από ψηλά.

Ύστερα, όμως, τα φώτα δυνάμωσαν. Δυνάμωσαν πολύ. Έγιναν άστρα μέσα στη νύχτα. Μικροί ήλιοι, σχεδόν. Ο Πολ δεν μπορούσε πλέον να έχει το βλέμμα του στραμμένο προς τα εκεί. Απομάκρυνε τη ματιά του.

Στο στρατόπεδο δεν άργησε να δημιουργηθεί αναστάτωση, ακριβώς όπως είχε προβλέψει ο Δαίδαλος. Τελικά, ένα όχημα κατευθύνθηκε προς το ύψωμα με τα φώτα, και καβαλάρηδες το ακολούθησαν, καθώς και τα δύο ελικόπτερα. Άψογα! σκέφτηκε ο Πολ. Η Ιπτάμενη δεν θα έχει το παραμικρό πρόβλημα. Ίσως να μπορούσε να διαλύσει και τα δύο κανόνια μόνη της. Αλλά, βέβαια, δεν θα το ρίσκαραν.

Ανοίγοντας τον πομπό του, της είπε: «Ξεκινάς, πεταλούδα.»

«Ναι,» ήρθε η μεταλλική φωνή της απ’το μεγάφωνο.

«Κι εσύ, κανονιέρη. Τώρα,» είπε ο Πολ στον Οπλοφόρο, ο οποίος κινήθηκε αμέσως επάνω στους τροχούς. Πήγε στο συμφωνημένο σημείο – μια βραχώδη προεξοχή – ύψωσε το κανόνι του, και εκτόξευσε ακατέργαστη ενέργεια μέσα στη νύχτα. Μία, δύο, τρεις φορές, απανωτά. Το ένα Παντοκρατορικό κανόνι φάνηκε να διαλύεται, μαζί με άλλα πράγματα γύρω του – και ανθρώπους αναμφίβολα, οι οποίοι δεν διακρίνονταν μες στη νύχτα.

Ταυτόχρονα, η Ιπτάμενη περνούσε πάνω απ’τον καταυλισμό κι άφηνε τα εκρηκτικά της να πέσουν στο άλλο ενεργειακό κανόνι. Η έκρηξη τράνταξε την περιοχή κι έστειλε φλόγες προς τον ουρανό.

Ο χαλασμός που γινόταν τώρα στο στρατόπεδο ήταν άλλο πράγμα. Άνθρωποι έτρεχαν από δω κι από κει, κραυγές αντηχούσαν.

Η Ιπτάμενη είχε ήδη εξαφανιστεί. Ο Οπλοφόρος, όμως, συνέχιζε να ρίχνει.

«Κανονιέρη!» φώναξε ο Πολ, τσαντισμένος με το αυτοκίνητο. «Έλα πίσω!»

Ο Οπλοφόρος κατέβασε το χέρι του επάνω στο οποίο ήταν προσαρτημένο το ενεργειακό κανόνι και επέστρεψε. Ο Πολ δεν ήξερε αν θα είχε κανένα νόημα να τσακωθεί μαζί του – Έχουν μυαλό, όπως υποστηρίζει ο Δαίδαλος, ή μονάχα γρανάζια και κυκλώματα; – έτσι είπε απλώς: «Πάμε. Φεύγουμε. Αμέσως.» Και ξεκίνησε το δίκυκλό του. Ο Άλτρες, ο Πάνοπλος, και ο Οπλοφόρος τον ακολούθησαν.

Όταν έφτασαν στον καταυλισμό τους, ο Δαίδαλος ήταν ήδη εκεί και τους περίμενε, καθισμένος σ’έναν βράχο. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα αναμμένο τσιγάρο, στο άλλο μια κούπα ζεστό τσάι.

«Δεν το περίμενα ότι θα μας προλάβαινες, μάγε,» είπε ο Πολ.

«Δεν είχα και πολλά πράγματα να κάνω. Απλώς τους μπέρδεψα λιγάκι και μετά έφυγα. Το ξέρεις ότι το όχημά μου είναι γρήγορο.»

Ο Πολ κοίταξε τη Νιρμενέτ, η οποία είχε πάει μαζί με τον Δαίδαλο, όπως επίσης κι άλλοι δύο επαναστάτες. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της, μορφάζοντας σαν να ρωτούσε Τι με κοιτάς εμένα;

Ο Καρτάφες έμοιαζε εντυπωσιασμένος από το κατόρθωμα του Δαίδαλου. «Κάποια στιγμή,» του είπε, «πρέπει να μου εξηγήσεις πώς συγκέντρωσες τόση ενέργεια χωρίς να κάψεις τον εαυτό σου.»

«Κάποια στιγμή,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος. «Αν και είναι, κυρίως, θέμα εκπαίδευσης.»

«Εκπαίδευσης; Μα δεν είσαι καν από τη Βίηλ!»

«Η Βίηλ δεν είναι η μοναδική πηγή ενέργειας στο σύμπαν, Καρτάφες,» είπε ο Δαίδαλος κουρασμένα, και πήρε μια τζούρα από το τσιγάρο του, φυσώντας τον καπνό από τα ρουθούνια και πάνω από την κούπα με το τσάι του.

Ο Πολ ρώτησε: «Οι λάμπες και η εστία καταστράφηκαν, τελικά;»

«Εννοείται,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος.

«Καλώς,» είπε ο Πολ· και προς όλους: «Θα διανυκτερεύσουμε εδώ. Φυλώντας βάρδιες. Αν δούμε την παραμικρή ύποπτη κίνηση, πεταγόμαστε αμέσως όλοι επάνω και φεύγουμε. Οπότε να είστε σε ετοιμότητα.»

«Θα υφάνω μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω μας,» δήλωσε ο Καρτάφες’νορ. «Αν κάποιος πάει να έρθει κοντά–»

«Ο σκοπός είναι να τον δούμε προτού έρθει κοντά, επιστήμονα,» είπε ο Πολ. «Παρ’όλ’αυτά, ετούτη τη φορά έχεις όντως σχέδιο.»

158.

Αφού είπε στον Άρχοντα Θαλράνος ότι δεν είχε ιδέα τι μπορεί να έκαναν οι γιοι της Πριγκίπισσας Λισρρέτα στο κάστρο της Νέλερβικ («Ίσως να ήρθαν για μια απλή επίσκεψη, Άρχοντά μου. Ίσως… δεν ξέρω…»), εκείνος τής αποκρίθηκε να πάει και να προσπαθήσει να μάθει περισσότερα, γιατί τώρα δεν προσπαθούσε, του έλεγε βλακείες! και δε θα την πλήρωνε για να του λέει βλακείες! «Κι αν υποψιαστώ ότι με κοροϊδεύεις εσκεμμένα, θα το μετανιώσεις,» την απείλησε.

Η Ρισάββα έφυγε, τότε, από την παρουσία του, γι’ακόμα μια φορά τρομαγμένη, έχοντας την αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν. Τον Ναλτάρες τον συνάντησε το απόγευμα, μέσα στις σκιές μιας αυλής, τσαντισμένη μαζί του όχι μόνο επειδή την είχε μπλέξει άσχημα, ο δαιμονισμένος, αλλά κι επειδή, παρά την πρόσκλησή της την προχτεσινή νύχτα, ο αχρείος δεν είχε έρθει στο δωμάτιό της ενώ η Ρισάββα καθόταν και τον περίμενε!

«Θα με σκοτώσουν, παλιάνθρωπε!» του είπε, και τον κλότσησε στην αριστερή κνήμη.

«Α!…» Ο επαναστάτης έκανε πίσω, απότομα. «Αν δε σε σκοτώσουν αυτοί – όποιοι κι αν είναι – θα σε σκοτώσω εγώ!» γρύλισε, και τα μάτια του γυάλιζαν άγρια, θυμωμένα, μες στο μισοσκόταδο.

Αλλά η Ρισάββα δεν πτοήθηκε. Ας θυμώσει λιγάκι κι αυτός – ούτως ή άλλως, όλοι μαζί μου φαίνεται νάναι θυμωμένοι, τελευταία. Ακόμα κι η Πριγκίπισσα Βασνίτα, επειδή η Ρισάββα είχε ρίξει κατά λάθος ένα βάζο στο πάτωμα σπάζοντάς το. «Τι ‘όποιοι κι αν είναι’, βλάκα; Ξέρεις πολύ καλά σε ποιον αναφέρομαι! Κι έχει ένα σωρό φρουρούς – και φοβάμαι ότι με παρακολουθούν.»

Ο Ναλτάρες κοίταξε ολόγυρα, μες στις πυκνές σκιές. «Δε νομίζω κανένας νάναι τώρα εδώ.»

«Μπορεί να μην είναι τώρα εδώ, αλλά–»

«Με συνάντησες απλά για να με βρίσεις;»

«Θα έπρεπε. Αλλά όχι μόνο.»

«Τι είναι, τότε; Τι σου είπε ο Θαλράνος;»

Δε ζητάς συγνώμη που δεν παρουσιάστηκες εκείνο το βράδυ, ε; σκέφτηκε η Ρισάββα σφίγγοντας τις γροθιές της. Αλλά αποκρίθηκε: «Του είπα τις χαζομάρες που μου είπες να του πω – ότι δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλουν εδώ οι γιοι της Λισρρέτα, κι ότι ίσως να έχουν έρθει για επίσκεψη – και, φυσικά, δεν με πίστεψε.»

«Και;»

«Μου ζήτησε να μάθω περισσότερα.»

«Μάθε περισσότερα, τότε.»

«Ναι; Σαν τι; Ότι ένας επαναστάτης μ’έχει βάλει να–;»

«Αν θέλεις να πεθάνεις.»

«Αν δεν πεθάνω από τον έναν, θα πεθάνω από τον άλλο, φαίνεται!»

Ο Ναλτάρες την έπιασε απ’το μπράτσο – το άλλο μπράτσο, όχι αυτό απ’το οποίο την είχε, τις προάλλες, αρπάξει ο φρουρός του Θαλράνος· θυμόταν ότι εκεί το χέρι της πονούσε. «Μην πανικοβάλλεσαι, ανόητη,» της είπε. Η λαβή του ήταν μαλακή αλλά σταθερή. «Αν πανικοβληθείς, χάθηκες. Θα το πάρει είδηση ότι κάτι συμβαίνει.»

«Τι να του πω;»

«Πες του ότι δεν μπόρεσες να μάθεις τίποτα. Δεν είναι έγκλημα. Και είναι το πιο λογικό, εξάλλου. Αν βρίσκονται εδώ για κάποιον μυστηριώδη λόγο, μάλλον δε θα μιλάνε γι’αυτόν μπροστά στις υπηρέτριες.» Άφησε το μπράτσο της.

Η Ρισάββα αναστέναξε. «Εντάξει,» είπε, αν και φοβόταν ότι μπορεί τελικά να είχε άσχημα ξεμπερδέματα με τον σύζυγο της Κισβέτα. Πώς έμπλεξα έτσι, γαμώτο; –Αυτός ο καταραμένος φταίει για όλα! σκέφτηκε για τον επαναστάτη εμπρός της.

Προτού ο Ναλτάρες κάνει να φύγει από κοντά της και να γλιστρήσει μέσα στις σκιές του απογεύματος, άπλωσε γρήγορα το χέρι της και τον άρπαξε από τα χαμηλά, ξαφνιάζοντάς τον. «Γιατί δεν ήρθες στο δωμάτιό μου προχτές βράδυ;» τον ρώτησε.

Ο Ναλτάρες έπιασε τον αγκώνα του χεριού της που τον κρατούσε. «Ήρεμα, κοπελιά.»

«Πες μου – γιατί; Είπες ότι δεν ερχόσουν μόνο για να μαθαίνεις πράγματα από μένα. Τη μια λες το ένα, την άλλη το άλλο;» Μπορούσε να αισθανθεί το βάρος του να γεμίζει τη χούφτα της μέσα από το δερμάτινο παντελόνι του, μαλακό και ζεστό.

«Σκέφτηκα πως καλύτερα όχι,» αποκρίθηκε ο Ναλτάρες. «Εκείνη τη βραδιά, τουλάχιστον.» (Της έλεγε χαζομάρες! αποφάσισε η Ρισάββα. Νόμιζε πως έτσι θα την έβαζε να υπηρετήσει την Επανάσταση πιο εύκολα; Πουλώντας της έρωτες;) «Τώρα άφησέ με προτού με τσαντίσεις,» πρόσθεσε.

«‘Εκείνη τη βραδιά’, ε;» είπε η Ρισάββα, ειρωνικά· και τον άφησε, γυρίζοντας και φεύγοντας τσαντισμένη, μη ρίχνοντας ούτε ένα βλέμμα πίσω της για να δει αν ο Ναλτάρες έκανε την παραμικρή προσπάθεια να την ακολουθήσει ή να τη σταματήσει προτού απομακρυνθεί.

Αφού τελείωσε κάποιες μικροδουλειές, πήγε στο δωμάτιό της και κοιμήθηκε. Ελπίζοντας λιγάκι ότι μπορεί ο Ναλτάρες να ερχόταν για να της ζητήσει συγνώμη. Αλλά δεν ήρθε.

Την επομένη, αποφάσισε να μην πάει στον Θαλράνος. Εξάλλου, προσπαθώ να συγκεντρώσω πληροφορίες, υποτίθεται… Και, καθώς έκανε τις δουλειές της, επιχείρησε να μπει στα δωμάτια όπου η Βασνίτα φιλοξενούσε τους Τρεις Πρίγκιπες του Τάσβεραλ (όπως τους έλεγαν, χαριτολογώντας). Δεν την άφησαν, όμως, να πλησιάσει εκεί.

«Τι θέλεις;» τη ρώτησαν οι φρουροί.

«Να ξεσκονίσω λιγάκι…»

«Δε χρειάζεται ξεσκόνισμα. Ήρθαν άλλοι και ξεσκόνισαν. Μπορείς να πηγαίνεις.»

«Καλά, μη με δείρετε κιόλας,» τους είπε η Ρισάββα, που ούτε ο ένας τής ήταν άγνωστος ούτε ο άλλος. Βρισκόταν κάμποσο καιρό στο κάστρο της Νέλερβικ, ως υπηρέτρια, και γνώριζε πολλούς από τους φρουρούς.

Αργότερα, κατά το μεσημέρι, πηγαίνοντας στο μαγειρείο, ρώτησε τον μάγειρα αν το φαγητό για τους Τρεις Πρίγκιπες ήταν έτοιμο.

Εκείνος την ατένισε συνοφρυωμένος. Ήταν λεπτός σαν στέκα (τελείως διαφορετικός απ’ό,τι συνηθιζόταν να λένε πως ήταν οι μάγειρες) και ψηλός, με μακρύ πρόσωπο, βαθιά μάτια, και γαλανό δέρμα. «Τι ξέρεις εσύ για τους Τρεις Πρίγκιπες;» τη ρώτησε, κάπως καχύποπτα.

«Τίποτα. Απλώς ότι είναι εδώ. Όλοι το ξέρουν πια!»

Ο μάγειρας στράφηκε απ’την άλλη, για να σηκώσει το καπάκι μιας κατσαρόλας και να κοιτάξει μέσα, ανακατεύοντας το εσωτερικό με μια κουτάλα. «Και γιατί ρωτάς για το φαγητό τους;»

«Για να τους το πάω, αν θέλεις.»

«Δε χρειάζεται. Θα το αναλάβουν άλλοι. Πήγαινε στη δουλειά σου, Ρισάββα, και μην είσαι περίεργη.»

Η Ρισάββα σκέφτηκε, εκείνη τη στιγμή, ότι αυτή ήταν, τουλάχιστον, από Χαμηλό Οίκο αν και λιγάκι ξεπεσμένο· ο δαιμονισμένος μάγειρας τι ήταν; Τίποτα απολύτως! Δεν έπρεπε να της μιλά έτσι. Αν δεν ήταν αυτός μάγειρας κι εκείνη υπηρέτρια μέσα σ’ετούτο το κάστρο…. Αλλά τέλος πάντων… Η Ρισάββα έκανε να φύγει–

–όταν η φωνή του τη σταμάτησε: «Ή μάλλον, στάσου, περίμενε. Έχεις κάποια δουλειά τώρα;»

Άλλαξε γνώμη; Στράφηκε να τον κοιτάξει. «Όχι, καμία,» είπε αμέσως, πρόθυμα.

«Ωραία. Μείνε εδώ τότε. Θέλω μετά να μου πλύνεις τα πιάτα.»

Η Ρισάββα αναρωτήθηκε αν η Πριγκίπισσα Βασνίτα θα της συγχωρούσε έναν φόνο…

Έπλενε πιάτα και έτριβε κατσαρόλες, με τα μανίκια της στολής της σηκωμένα, βουτηγμένη στα βρόμικα νερά και στα δυνατά σαπούνια μ’αυτή την ελεεινή τους οσμή, όταν είδε κάποιον να έρχεται από δίπλα, αθόρυβα, και αναπήδησε τρομαγμένη· γιατί ήξερε πως ήταν μόνη της στην κουζίνα τώρα: κανείς άλλος δεν βρισκόταν εδώ, ούτε ο μάγειρας ούτε κάποιος υπηρέτης.

Τα μάτια της συνάντησαν την όψη του Ναλτάρες. «Ελπίζω να μην είσαι πολύ απασχολημένη,» της είπε ο επαναστάτης.

Η Ρισάββα άρπαξε το σκέπασμα μιας κατσαρόλας κι έκανε να του το φέρει στο κεφάλι, γρυλίζοντας: «Αρκετά!»

Ο Ναλτάρες το έπιασε στον αέρα, σταματώντας το. «Τι σκατά σε τσίμπησε;»

«Τι με τσίμπησε;» σύριξε η Ρισάββα. «Εξαιτίας σου είμαι τώρα εδώ!» Κι έριξε μια ματιά προς την πόρτα της κουζίνας. Ήταν κλειστή. Ο Ναλτάρες, μπαίνοντας, την είχε κλείσει. Προσεχτικός σ’αυτά, πάντα. Για κάποιο λόγο, τούτο την ηρέμησε κάπως.

«Εξαιτίας μου; Τι θες να πεις; Σ’έστειλα εγώ στο μαγειρείο;»

Η Ρισάββα αναστέναξε. «Τίποτα. Άστο… Είμαι κουρασμένη.» Ρίχνοντας το σκέπασμα της κατσαρόλας μέσα στα σαπουνόνερα, έτριψε το πρόσωπό της με τον πήχη της.

Ο Ναλτάρες μπορούσε να δει ότι το γαλανό χρώμα του προσώπου της κοπέλας είχε σκουρύνει, τα πράσινά της μαλλιά ήταν ανακατεμένα παρότι πιασμένα πίσω απ’το κεφάλι της, τα μάτια της δακρυσμένα. Κι αυτό που θα της πω τώρα δεν θα της φτιάξει τη διάθεση, είμαι σίγουρος. Προτίμησε, επομένως, να βελτιώσει λιγάκι την κατάστασή της προτού της μιλήσει. «Πες ότι ζαλίστηκες και έφυγες,» της πρότεινε.

«Ναι – και θα μου κόψουν το μισθό μου, μάλλον.» Η Ρισάββα άρχισε πάλι να τρίβει.

«Όχι άμα υπάρξει σκηνικό.»

«Δε χρειάζομαι συμβουλές από εσένα.» Δε γύριζε να τον κοιτάξει. «Φύγε.»

«Είσαι σίγουρη ότι δε θες να ξεμπερδεύεις τώρα αμέσως;»

Γιατί αισθάνομαι ότι αυτός ο αχρείος με δελεάζει τόσο; αναρωτήθηκε η Ρισάββα. Στράφηκε να τον ατενίσει. «Τι έχεις στο μυαλό σου;»

Μετά από λίγο, ο Ναλτάρες άνοιξε την πόρτα του μαγειρείου φωνάζοντας σε μια φρουρό στο πέρας του διαδρόμου: «Ε, εσύ, κοπελιά! Έλα δω!»

Η γυναίκα πλησίασε, βαδίζοντας γρήγορα. Το χέρι της είχε πάει στη λαβή του σπαθιού στη ζώνη της, παρατήρησε ο Ναλτάρες. Ετοιμοπόλεμη και καχύποπτη. Καλός συνδυασμός για φρουρό.

«Η υπηρέτρια ζαλίζεται,» της είπε, δείχνοντάς της μέσα στο μαγειρείο τη Ρισάββα, που ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα με το κεφάλι στα χέρια και τους αγκώνες των χεριών ακουμπισμένους στο τραπέζι. «Θα έπεφτε κάτω αν δεν την έπιανα, έχοντας έρθει να πάρω κάτι να τσιμπήσω.»

«Να φωνάξω τον θεραπευτή;»

«Μην τον ενοχλήσεις μες στο μεσημέρι – μια ζάλη είναι μόνο. Φώναξε, όμως, κάναν άλλο υπηρέτη να τελειώσει το πλύσιμο, εντάξει; Δε φαίνεται νάχει μείνει πολλή δουλειά.» Καθώς μιλούσε, ο Ναλτάρες βάδιζε προς τη Ρισάββα και την έπιανε απ’τις μασκάλες για να τη σηκώσει. «Έλα, κοπελιά. Μπορείς να σταθείς;» τη ρώτησε.

«…Δεν ξέρω.» Η φωνή της ήταν εσκεμμένα χαμηλή.

Ο Ναλτάρες τη βοήθησε να σηκωθεί, εκείνη προσποιήθηκε πως παραπάτησε, κι ο επαναστάτης την κράτησε γερά από τη μέση. «Πρόσεχε,» της είπε, «πρόσεχε. Πώς είπαμε ότι σε λένε;»

«Ρισάββα,» μουρμούρισε η Ρισάββα.

Ο Ναλτάρες έριξε ένα βλέμμα στη φρουρό. «Ακόμα εκεί στέκεσαι; Πες σ’έναν άλλο νάρθει.»

Η πολεμίστρια κατένευσε, κι έφυγε απ’το κατώφλι.

Η Ρισάββα γέλασε σιγανά καθώς στηριζόταν επάνω του, και του ψιθύρισε στ’αφτί: «Είσαι της γενιάς των Δαιμόνιων, καθίκι!» Αισθανόταν και πάλι να τον γουστάρει όπως στην αρχή που τον είχε γνωρίσει.

«Πάμε, προτού έρθουν,» είπε ο Ναλτάρες.

Την οδήγησε (υποβαστάζοντας την, συνεχίζοντας το θέατρο για καλό και κακό) στην αυλή όπου είχαν συναντηθεί και χτες το απόγευμα, και την άφησε να καθίσει πίσω από ένα κάρο που ήταν παλιό και το είχαν παρατημένο εδώ, μονάχα για να βάζουν αχρηστίες και εργαλεία.

«Το λογικό δε θα ήταν να με πας στο δωμάτιό μου;» τον ρώτησε η Ρισάββα καθώς εκείνος καθόταν πλάι τους.

«Βασικά, θέλω να σου πω κάτι που ίσως νάναι σοβαρό για το δωμάτιό σου.»

Η Ρισάββα συνοφρυώθηκε παρατηρώντας τον.

«Χτες βράδυ ερχόμουν προς το δωμάτιό σου–» άρχισε να λέει ο Ναλτάρες.

«Έχασες, όμως, το δρόμο;»

«Μη με ξαναδιακόψεις!»

Γιατί; θα με δείρεις; Αλλά δεν του μίλησε.

Ο Ναλτάρες συνέχισε: «Είχα φτάσει κοντά, όταν στον διάδρομο, σ’ένα σημείο απ’όπου φαίνεται καθαρά η πόρτα σου, είδα έναν απ’τους ανθρώπους του Θαλράνος. Έναν απ’τους φρουρούς του. Στεκόταν εκεί και… κοίταζε. Φρουρούσε. Δεν έχω, όμως, ξαναδεί πολεμιστή του Θαλράνος να φρουρεί τη μεριά όπου κοιμούνται οι υπηρέτες· έχεις δει εσύ;»

«Όχι,» παραδέχτηκε η Ρισάββα· και: «Μεγάλοι Κολοσσοί…» μουρμούρισε, «για εμένα;»

«Αυτό υποθέτω. Σε παρακολουθούν.»

«Το ήξερα…» είπε η Ρισάββα, απεγνωσμένα, κοιτάζοντας το έδαφος.

«Είπαμε: μην πανικοβάλλεσαι. Δεν κάνεις τίποτα το ύποπτο – τίποτα που δεν κάνει μια υπηρέτρια ούτως ή άλλως, έτσι δεν είναι;»

«Ναι. Εσύ τι έκανες μετά, αφότου τον είδες εκεί;»

«Γύρισα κι έφυγα. Αν ερχόμουν θα μ’έβλεπε· δεν υπήρχε τρόπος να τον αποφύγω. Και τότε θα ήξεραν ότι έχεις ύποπτες συναναστροφές μες στη νύχτα. Ίσως και να μ’ακολουθούσαν κι εμένα όταν έφευγα, για να μάθουν ποιος είμαι, αν δε με διέκριναν εξαρχής.»

Η Ρισάββα ένευσε. Πράγματι, δεδομένης της περίστασης, καλύτερα που δεν είχε πλησιάσει την πόρτα της. «Και… και γιατί ερχόσουν; Εννοώ, γιατί είχες αποφασίσει να έρθεις να με βρεις;» Τον κοίταζε καταπρόσωπο τώρα.

«Επειδή η κατάσταση… είχε… είχε γίνει όπως είχε γίνει. Δεν ήθελα να νομίζεις αυτό που νόμιζες. –Βγάζεις πολύ γρήγορα συμπεράσματα, το ξέρεις;»

Η Ρισάββα τον αγκάλιασε.

Ο Ναλτάρες μειδίασε πάνω απ’τον ώμο της, καθώς την έσφιγγε κοντά του, μυρίζοντας μια ανάμιξη από σαπούνι πιάτων, αρωματικό σαπούνι για τα μαλλιά, ένα λεπτό γυναικείο άρωμα, και γυναικεία σάρκα. Τη φίλησε πίσω από το αφτί.

Η Ρισάββα γέλασε, νιώθοντας να γαργαλιέται. Έκανε πίσω για να κοιτάξει πάλι το πρόσωπό του που ήταν γαλανόδερμο σαν το δικό της και τώρα της έμοιαζε φρεσκοξυρισμένο καθώς άγγιζε το μάγουλό του.

Τα χείλη τους συναντήθηκαν.

«Κανείς δεν έρχεται εδώ μες στο μεσημέρι,» του ψιθύρισε. «Κι ούτε απ’τα παράθυρα νομίζω ότι κανένας μπορεί να μας δει πίσω απ’το κάρο.»

«Πρόταση είναι αυτή;» την πείραξε.

«Είσαι χαζός;» Έπιασε το αριστερό του χέρι με το κομμένο μικρό δάχτυλο (που, σύμφωνα με τα λόγια του, του το είχε δαγκώσει ένα επικίνδυνο τέρας στις Ερημιές της κεντρικής Βίηλ) και το οδήγησε κάτω απ’τη φούστα της υπηρετικής στολής της.

Την επόμενη ημέρα, ξανά η Ρισάββα δεν πήγε να μιλήσει στον Άρχοντα Θαλράνος. Καλύτερα να το απέφευγε όσο περισσότερο μπορούσε. Άστον να νομίζει ότι προσπαθώ να πάρω πληροφορίες, συλλογίστηκε. Και μια άλλη στιγμή αναρωτήθηκε: Οι φρουροί του, άραγε, δεν ξέρουν ότι κανένας δεν με αφήνει να μπω στα δωμάτια των Τριών Πριγκίπων του Τάσβεραλ;

Κανείς δεν την ενόχλησε μέχρι τη νύχτα, και η Ρισάββα δεν πλησίασε τον Ναλτάρες, μην τυχόν κάποιος τούς δει μαζί. Ας μην το παρακάνουμε. Όχι πως, βέβαια, θα ήταν τόσο συγκρατημένη αν δεν υπήρχε το ζήτημα του Άρχοντα Θαλράνος στη μέση.

Κατά τη διάρκεια της ημέρας, καθώς μιλούσε με τους άλλους υπηρέτες και υπηρέτριες του κάστρου της Νέλερβικ, πρόσεχε μήπως της έλεγαν κανένα υπονοούμενο που θα μπορούσε να σημαίνει ότι την είχαν δει μαζί με τον Ναλτάρες χτες στην αυλή. Δεν άκουσε, όμως, τίποτα που να την κάνει να υποψιαστεί.

Και την άλλη ημέρα, μετά το μεσημεριανό γεύμα, αποφάσισε τελικά να μιλήσει στον Θαλράνος. Τον κάλεσε μέσω διαύλου και του είπε ότι ήθελε να τον συναντήσει. Εκείνος τής αποκρίθηκε να του φέρει κι ένα μπουκάλι κρασί. Η Ρισάββα υπάκουσε: πήρε μια μποτίλια απ’το κελάρι, ανέβηκε στα δωμάτιά του, και χτύπησε την πόρτα.

Ένας φρουρός τής άνοιξε. Κάποιος που δεν είχε ξαναδεί. Κάποιος που – για λόγο που η Ρισάββα αδυνατούσε να προσδιορίσει – της δημιουργούσε μια περίεργη εντύπωση. Τι είναι αυτός ο τύπος;

«Ο Άρχοντας πρόσταξε να του φέρω κρασί.» Ύψωσε το μπουκάλι μπροστά της.

Ο φρουρός ένευσε και παραμέρισε.

Η Ρισάββα μπήκε στο καθιστικό του Θαλράνος, όπου, εκτός από τον ίδιο, ήταν και μια φρουρός που δεν φορούσε το κράνος της. Είχε λευκό δέρμα και μαύρα μαλλιά. Τα μάτια της ήταν γαλανά· σπάνιο όταν κάποιος είναι μελαχρινός, πολύ σπάνιο. Στο χέρι της κρατούσε μια κούπα και έπινε μια γουλιά από κάποιο ποτό. Το κράνος της ήταν ακουμπισμένο πάνω σ’ένα τραπεζάκι.

Κι αυτή φάνηκε περίεργη στη Ρισάββα. Πιο περίεργη απ’ό,τι ο άλλος φρουρός. Ο οποίος – τώρα το πρόσεξε – την είχε ακολουθήσει ώς εδώ. Δύο φρουροί μαζί του; Γιατί έχει δύο φρουρούς μαζί του ο Θαλράνος; Φοβάται ότι θα τον δολοφονήσουν;

Ο σύζυγος της Κισβέτα σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Ρισάββα,» είπε. «Σ’ευχαριστώ για το κρασί.» Την πλησίασε και πήρε το μπουκάλι από τα χέρια της. Το άφησε πάνω στο τραπεζάκι όπου ήταν και το κράνος της πολεμίστριας. «Τι άλλο έχεις να μου δώσεις;» Την ατένισε επίμονα, σταυρώνοντας τα χέρια του εμπρός του.

Η Ρισάββα κοίταξε, νευρικά, τον φρουρό και τη φρουρό. «Άρχοντά μου…»

«Μην ανησυχείς γι’αυτούς· είναι έμπιστοι άνθρωποι.»

Έμπιστοι; Ήταν βέβαιη πως δεν είχε ξαναδεί κανέναν τους ανάμεσα στους πολεμιστές του Άρχοντα Θαλράνος. Καινούργιοι… και είναι έμπιστοι; Καθάρισε τον λαιμό της, νιώθοντας αμήχανα. «Έχετε καιρό να με πληρώσετε…»

Το βλέμμα του Θαλράνος αγρίεψε. «Τα νέα σου δεν αξίζουν χρήματα.»

Η Ρισάββα δεν το θεωρούσε απίθανο να τη χαστούκιζε ξανά, όπως την άλλη φορά, έτσι είπε: «Δυστυχώς, ούτε τώρα έμαθα τίποτα σπουδαίο, Άρχοντά μου. Απλώς κάθονται εδώ. Νομίζω πως έχω ακούσει ότι η Πριγκίπισσά μας είχε κάποιες συναναστροφές με την Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ κατά καιρούς, όταν ταξίδευε σ’αυτά τα μέρη. Οπότε, ίσως η Πριγκίπισσα Λισρρέτα να έστειλε εδώ τους γιους της για… κάτι σαν εκδρομή.»

Ο Θαλράνος αντάλλαξε ένα βλέμμα με τη φρουρό. Με τη φρουρό; παραξενεύτηκε η Ρισάββα. Δεν τον είχε ξαναδεί να κάνει κάτι τέτοιο. Ύστερα, ο Άρχοντας είπε: «Το Τάσβεραλ έχει επαναστατήσει, και ο Παντοκρατορικός Επόπτης συγκεντρώνει στρατό στην Τάσνερακ. Αυτό δεν το έχεις ακούσει;»

«Το έχω ακούσει κι αυτό, ναι, Άρχοντά μου…» Η Ρισάββα απέφυγε το βλέμμα του.

«Κι εξακολουθείς να πιστεύεις ότι οι γιοι της Λισρρέτα είναι εδώ για να κάνουν… εκδρομή;» Υπήρχε κάτι το απειλητικό στη φωνή του.

«Δε…» κόμπιασε η Ρισάββα, «δεν ξέρω τι… τι θα μπορ– τι να υποθέσω, Άρχοντά μου. Δεν ξέρω.» Οι δύο καινούργιοι φρουροί την τρόμαζαν όσο κανένας άλλος πολεμιστής του Θαλράνος. Νόμιζε ότι τα μάτια τους τη διαπερνούσαν, νόμιζε ότι τα μυαλά τους την ανέλυαν. Ανέλυαν τις απαντήσει της, τις πιθανές σκέψεις της. Μην τους φοβάσαι, χαζή!

«Φύγε,» της είπε ο Θαλράνος.

Η Ρισάββα ύψωσε το βλέμμα της για να τον ατενίσει.

«Άνοιξέ μας το μπουκάλι και φύγε,» άλλαξε γνώμη ο Θαλράνος.

Η Ρισάββα αισθανόταν τα χέρια της να τρέμουν καθώς άνοιγε τη φιάλη με το κρασί. Ήταν βέβαιη πως τα μάτια των φρουρών ακόμα τη διαπερνούσαν.

Καθώς έφευγε απ’τα δωμάτια του Θαλράνος δεν τους έριξε ούτε ένα βλέμμα, μη θέλοντας καμία επαφή μαζί τους.

Τι ήταν αυτοί;

Τι παράξενοι που ήταν!…

Γιατί, όμως; Τι το παράξενο είχαν επάνω τους;

Η Ρισάββα το αναλογιζόταν για ώρα και, τελικά, αποφάσισε: Δεν έμοιαζαν με φρουροί. Αυτό ήταν το παράξενο επάνω τους. Παρότι ντυμένοι όπως οι άλλοι φρουροί, δεν κοιτούσαν σαν αυτούς, δεν… δεν συμπεριφέρονταν σαν αυτούς. Ειδικά η γυναίκα. Να πίνει πότο ενώ ο Άρχοντας Θαλράνος είναι στο ίδιο δωμάτιο μ’εκείνη; Ανήκουστο! Σχεδόν σαν αρχόντισσα στεκόταν και κοίταζε…

Το βράδυ, συνάντησε τον Ναλτάρες σ’ένα μυστικό πέρασμα του κάστρου. Εκείνος τής το είχε δείξει: και σ’εκείνον (και μερικούς άλλους επαναστάτες) το είχε δείξει η Πριγκίπισσα Βασνίτα, για να μπορούν να κινούνται μέσα από τους κρυφούς δρόμους του κάστρου.

Η Ρισάββα τον είδε να κρατά ένα κερί και να την περιμένει περιστοιχισμένος από σκοτάδι. Η ίδια δεν είχε καμία πηγή φωτός· προχωρούσε ψηλαφώντας τον τοίχο για μερικά μέτρα, προτού διακρίνει τη φλόγα.

«Τι είναι;» τη ρώτησε ο επαναστάτης. Η υπηρέτρια τον είχε καλέσει ρίχνοντάς του ένα γαλανό πετραδάκι κάτω απ’την πόρτα. Ήταν το συμφωνημένο σύνθημά τους – για τώρα.

«Μίλησα στον Θαλράνος, και… είχε δύο φρουρούς μαζί του.»

«Είναι περίεργο αυτό;»

Η Ρισάββα τού είπε για τις εντυπώσεις της, και ο Ναλτάρες παραξενεύτηκε. Έχει δίκιο, σκέφτηκε. Έτσι όπως τους περιγράφει, έχουν κάτι το ασυνήθιστο επάνω τους… Μεταμφιεσμένοι σε φρουρούς, ίσως; Αλλά γιατί;

Πράκτορες της Παντοκράτειρας; Η σκέψη έκανε ένα ρίγος να τον διατρέξει. Αν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας είχαν παρεισφρήσει στο κάστρο χωρίς οι επαναστάτες να το έχουν πάρει είδηση… τα πράγματα μπορεί να πάνε πολύ άσχημα για εμάς. Και για τη Βασνίτα. Ούτε ο Πρόμαχος ήταν εδώ, ούτε ο Τάμπριελ, ούτε οι Μαύρες Δράκαινες. Κανένας που μπορούσε να τρομάξει τα κακά Δαιμόνια.

«Μην ξαναπάς να του μιλήσεις,» είπε στη Ρισάββα.

«Γιατί; Τι νομίζεις;» τον ρώτησε εκείνη, μπορώντας να διακρίνει την ανήσυχη όψη στο πρόσωπό του. «Τι είν’ αυτοί οι φρουροί; Τους ξέρεις; Κατάλαβες κάτι που δεν κατάλαβα;»

«Μάλλον δεν είναι καν φρουροί, Ρισάββα – αυτό που σου είπε και το ένστικτό σου, δηλαδή.»

«Δεν είναι φρουροί; Μα… φοράνε–»

«Είναι μεταμφιεσμένοι προφανώς.»

«Τότε…;»

«Πράκτορες της Παντοκράτειρας, ίσως.»

Η Ρισάββα ξεροκατάπιε. «Όχι… δεν…»

«Τι ‘δεν’, ρε κοπελιά; Μάλλον τέτοιοι είναι. Τι άλλο να συμβαίνει; Μην ξαναπάς να βρεις τον Θαλράνος, εντάξει;»

Η Ρισάββα ένευσε. «Αν με παρακολουθήσουν;» ρώτησε, νιώθοντας έναν κόμπο στον λαιμό της.

«Μη φοβάσαι. Ήδη σε παρακολουθούν,» της είπε ο Ναλτάρες.

Τις επόμενες ημέρες, πάντως, δεν συνέβη τίποτα που να τρομάξει τη Ρισάββα. Τα πάντα φαίνονταν να κινούνται φυσιολογικά στο κάστρο. Κανένας δεν επιχείρησε να σκοτώσει την Πριγκίπισσα Βασνίτα. Κανένας δεν επιχείρησε να ελευθερώσει τον φυλακισμένο Επόπτη Ζακ Ματνέρω, ή την πρώην Πριγκίπισσα Κισβέτα και την αδελφή της, Νισμέτ’νορ. Την τελευταία την είχαν κλεισμένη σ’έναν λευκόχρυσο κλωβό και την έβγαζαν μονάχα μερικές ώρες κάθε μέρα στο κάστρο, υπό φρούρηση, για να παίρνει αέρα. Η Ρισάββα είχε ακούσει ότι η μάγισσα κόντευε να τρελαθεί. Ήταν, έλεγαν, μαρτύριο να έχεις μάγο κλεισμένο σε λευκόχρυσο κλωβό.

Εν τω μεταξύ, νέα έρχονταν από το Τάσβεραλ, ότι ο στρατός του Καρλ Βέρινλωφ πήγαινε προς την πρωτεύουσα και ότι μεγάλες συγκρούσεις αναμένονταν. Επίσης, η Ρισάββα άκουσε ότι, σύμφωνα με τις φήμες που έφερναν οι ταξιδευτές και οι έμποροι, Παντοκρατορικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν αντίκρυ των δυτικών συνόρων του Νέλερβικ και του Χαύδοραλ· και τα πριγκιπάτα Κάνρελ και Σάνκριλαμ, φυσικά, υποστήριζαν τους Παντοκρατορικούς.

Μετά μαθεύτηκε ότι μια μεγάλη μάχη είχε γίνει έξω από τα τείχη της Τάσβεραλ και ότι ο Επόπτης Καρλ Βέρινλωφ ήταν νεκρός. Ο μισός στρατός του είχε διαλυθεί, ο άλλος μισός είχε αιχμαλωτιστεί. Η Ρισάββα δεν ήταν σίγουρη από πού ακριβώς είχε έρθει αυτή η πληροφορία, και σ’όσους μίλησε ούτε εκείνοι ήταν σίγουροι. Κάποιο αεροσκάφος πρέπει να ήρθε από το Τάσβεραλ για να ανακοινώσει τα νέα στην Πριγκίπισσά μας, κατέληξε.

Έχοντας τελειώσει μια δουλειά που είχε στους στάβλους (έπρεπε να βάλει κάτι καινούργιες σέλες στη θέση τους, ώστε αργότερα να κάνουν οι ιπποκόμοι ό,τι έκαναν μ’αυτές) ήταν έτοιμη να φύγει – όταν ένα χέρι την άρπαξε απρόσμενα από δίπλα και την τράβηξε προς ένα σκοτεινό σημείο. Η Ρισάββα αναγνώρισε τον Ναλτάρες λίγο προτού τον χτυπήσει με το γόνατό της και χώσει τα δάχτυλά της στα μάτια του. Είχε φοβηθεί ότι ήταν κάποιος πράκτορας της Παντοκράτειρας ο οποίος είχε αποφασίσει να τη σκοτώσει.

«Εσύ…» είπε. Και γέλασε.

«Έχω, λοιπόν, τόσο αστεία φάτσα, ε;»

«Νόμιζα ότι ήταν κάποιος άλλος.»

«Άλλος;»

«Παντοκρατορικός,» ψιθύρισε η Ρισάββα.

«Μικρές οι πιθανότητες τώρα, ύστερα από τόσες μέρες, ν’αποφασίσουν να κάνουν κάτι εναντίον σου,» της είπε, και την έσφιξε κοντά του, παρασέρνοντάς την σ’έναν σωρό από άχυρα, τραβώντας την κάτω μαζί του.

«Τι κάνεις;» γέλασε η Ρισάββα καθώς εκείνος φιλούσε τον λαιμό της. «Είμαι βρόμικη, δε βλέπεις;»

«Την προηγούμενη φορά, ύστερα απ’το μαγειρείο, δεν είχες τέτοιους ενδοιασμούς.»

«Αυτό ήταν νερό και σαπούνι. Τώρα είμαι όλο λάσπες.» Σήκωσε το χέρι της, που ήταν πράγματι βρόμικο, αν και είχε σκουπιστεί προτού έρθει στον στάβλο. Τα νύχια της ήταν κατάμαυρα. «Ξέρεις τι έκανα πριν;»

«Δεν έχει σημασία. Είναι μέρα για γιορτή σήμερα.»

«Μέρα για γιορτή;»

«Δεν άκουσες; Το Τάσβεραλ είναι δικό μας!»

«Ναι, το άκουσα αυτό… Εννοείται.»

«Ως επαναστάτρια κι εσύ, θα έπρεπε να χαίρεσαι–»

«Επαναστάτρια; Εγώ δεν–»

«Φυσικά και είσαι επαναστάτρια.»

«Δεν είμαι!»

«Είσαι. Έχεις κάνει τόσες δουλειές για εμάς. Τι άλλο νομίζεις ότι–;»

«Δεν είμαι!» επέμεινε η Ρισάββα, που φοβόταν μη διαδώσει ο Ναλτάρες καμια τέτοια φήμη στο κάστρο για εκείνη.

«Όταν είσαι με το μέρος μας, είσαι επαναστάτρια.» Γλίστρησε το χέρι του κάτω από τη φούστα της, κάτω από το μεσοφόρι της, και μέσα στην περισκελίδα της. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν τη γυναικεία φύση της, τρίφτηκαν πάνω στην ήβη της, παίζοντας με το μικρό δάσος εκεί, τρύπωσαν βαθιά εντός της.

«Αφού επιμένεις…» αναστέναξε η Ρισάββα. «Μπορώ να είμαι επαναστάτρια… για τώρα. –Αλλά μην το πεις πουθενά!»

«Θα είναι το μυστικό μας,» υποσχέθηκε ο Ναλτάρες.

Το επόμενο απόγευμα, είχαν επισκέπτες στο κάστρο της Νέλερβικ. Επισκέπτες που η παρουσία τους χαροποίησε τον Ναλτάρες κι όλους τους επαναστάτες που βρίσκονταν εδώ. Ακόμα και τη Ρισάββα.

159.

Είχαν ετοιμαστεί αποβραδίς, και το πρωί μπορούσαν να φύγουν αμέσως από την Τάσβεραλ. Δεν βιάστηκαν, όμως· δεν ξεκίνησαν με την αυγή. Ήταν όλοι τους κουρασμένοι, και όλοι συμφωνούσαν ότι τους άξιζε λιγάκι να ξεκουραστούν. Εξάλλου, η επανάσταση στην ανατολική Βίηλ δεν αποτελούσε επείγουσα υπόθεση πλέον· όλα τα σημαντικά πριγκιπάτα ήταν απελευθερωμένα από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας. Μονάχα το Ντόσβεκ παρέμενε υπό την κυριαρχία της, εκεί πέρα απ’τα βουνά όπου βρισκόταν. Ήταν, όμως, αμελητέο, όπως τους διαβεβαίωνε η Αλιζέτ. Ειδικά τώρα που είχε μπει ο χειμώνας, ήταν πολύ δύσκολο να φέρει κανείς στρατεύματα από το πέρασμα Ντόσβεκ, και πρακτικά αδύνατο από τα βουνά. Επιπλέον, οι Παντοκρατορικοί δεν είχαν αξιόλογο στρατό στο Ντόσβεκ. Θα έπρεπε πρώτα να τον πάνε αεροπορικώς εκεί, ώστε μετά να τον χρησιμοποιήσουν. Και η Αλιζέτ το θεωρούσε αυτό μάλλον απίθανο· θα χρειάζονταν τις δυνάμεις τους πολύ περισσότερο στα πριγκιπάτα Κάνρελ και Σάνκριλαμ. Και στο Έλρηνεχ και στο Νέφκαλ, επίσης, είχε προσθέσει, τώρα που το Κίρτβεχ θα γίνει σύντομα δικό μας, αν όλα πάνε όπως τα έχουν σχεδιάσει ο Πολ, ο Δαίδαλος, και η Λαμρίτ.

Δεν υπήρχε, λοιπόν, λόγος για μεγάλη βιασύνη επί του παρόντος στην ανατολική Βίηλ. Και ο Τάμπριελ νόμιζε ότι για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό είδε την Ανταρλίδα να σηκώνεται από το κρεβάτι τους με ηρεμία, ίσως ακόμα και με ξεγνοιασιά. Τύλιξε μια ρόμπα γύρω της και πήγε στο μπαλκόνι, για να κοιτάξει έξω και να τεντωθεί. Τα ξανθά της μαλλιά κυμάτιζαν γύρω από τους ώμους της στον πρωινό αέρα. Μετά από λίγο, επέστρεψε στο εσωτερικό του δωματίου και έκλεισε την μπαλκονόπορτα. «Είναι ωραίο πρωινό,» είπε. «Αλλά κάνει κρύο.»

«Δεν φοράς και τίποτα σπουδαίο επάνω σου,» παρατήρησε ο Τάμπριελ.

«Τι; Αυτό εννοείς;» Η Ανταρλίδα άφησε τη ρόμπα της να πέσει στο πάτωμα. Ήταν τελείως γυμνή από μέσα, όπως πολύ καλά ήξερε ο Τάμπριελ από τη χτεσινή νύχτα. Το ψηλό, κατάλευκο, γυμνασμένο σώμα της έμοιαζε να γυαλίζει καθώς το χτυπούσαν οι ηλιακές αχτίνες που έμπαιναν από τα κρύσταλλα της μπαλκονόπορτας. Μειδιώντας η Ανταρλίδα πλησίασε το κρεβάτι και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα, κολλώντας πάνω στον Τάμπριελ και φιλώντας τα χείλη του.

«Λες οι άλλοι να έχουν ξυπνήσει;» τον ρώτησε.

«Μάλλον.»

«Το έχεις ‘δει’;» τον ρώτησε, εσκεμμένα σοβαρά ενώ συγχρόνως χαμογελούσε.

«Όχι. Σκεφτόμουν, όμως, να χρησιμοποιήσω μια πολύ αποτελεσματική μαντική μέθοδο για να μάθω την αλήθεια.»

Η Ανταρλίδα ύψωσε ένα φρύδι ερωτηματικά.

Ο Τάμπριελ άπλωσε το χέρι του και πήρε από το κομοδίνο τον επικοινωνιακό δίαυλο. Ως συνήθως δεν χαμογελούσε, αλλά η Ανταρλίδα νόμιζε ότι μπορούσε να δει τα μάτια του να χαμογελάνε.

Ο Τάμπριελ πάτησε δύο κουμπιά και ενεργοποίησε τον δίαυλο έτσι ώστε να μπορούν ν’ακούσουν κι οι δύο.

«Ναι;» αντήχησε η φωνή του Άτβος μετά από μερικές στιγμές.

«Καλημέρα, Πρόμαχε. Ο Τάμπριελ είμαι. Είστε έτοιμοι για να ξεκινήσουμε;»

«Μας περιμένετε κάτω;»

«Βασικά, όχι. Στο δωμάτιό μου είμαι.»

«Θα είμαστε κάτω σε μισή ώρα. Έχω ήδη στείλει άνθρωπο να ειδοποιήσει και τους υπόλοιπους.»

«Εντάξει.»

Η επικοινωνία τερματίστηκε, και ο Τάμπριελ επέστρεψε τον δίαυλο στο κομοδίνο. «Ώρα να ξεκινάμε,» είπε στην Ανταρλίδα, μπλέκοντας τα δάχτυλα του χεριού του μέσα στα μαλλιά της και φιλώντας την.

Αφού ντύθηκαν, κατέβηκαν στον χώρο στάθμευσης οχημάτων του παλατιού, όπου βρήκαν και κάμποσους από τους άλλους να τους περιμένουν: επαναστάτες του Άτβος και Νελερβίκιους πολεμιστές που ήταν μέσα στο Μένος των Ποταμών όταν το πλοίο βομβαρδίστηκε από τα αεροσκάφη του Καρλ Βέρινλωφ. Επίσης, εκεί ήταν ο Όρνιφιμ και η Αλιζέτ, και η Σκοτεινή Βασίλισσα φαινόταν να λέει κάποιο αστείο στον Ιεράρχη γιατί εκείνος γελούσε. Η Ανταρλίδα σκέφτηκε ότι τελευταία έβλεπε την Αλιζέτ να κάνει ολοένα και περισσότερα πράγματα που παλιότερα δεν θεωρούσε ότι μπορεί ποτέ να έκανε. Ήμουν απλώς προκατειλημμένη μαζί της; Ή εκείνη άλλαξε; Ή λίγο κι από τα δύο;

Ο Ραφέλνες μιλούσε με τον Ρηθμάλος, και οι δικές τους όψεις δεν ήταν τόσο χαμογελαστές. Ο Θεριστής των Οστών δεν θα ερχόταν μαζί τους στο Νέλερβικ, αλλά μάλλον ήταν τώρα εδώ για να τους αποχαιρετήσει.

Όπως επίσης και η Πριγκίπισσα Λισρρέτα, η οποία αμέσως πλησίασε τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα για να τους σφίξει τα χέρια και να τους ευχηθεί καλό ταξίδι, τα Πνεύματα να ήταν μαζί τους.

«Σ’ευχαριστούμε, Πριγκίπισσά μου,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Σύντομα θα είμαστε στο κάστρο της Νέλερβικ, και σύντομα επίσης τα παιδιά σου θα είναι εδώ, στην Τάσβεραλ.»

Η Λισρρέτα ένευσε, μοιάζοντας ακόμα αγχωμένη γι’αυτό το θέμα.

«Μέχρι στιγμής οι γιοι σου είναι καλά,» τη διαβεβαίωσε ο Τάμπριελ. «Το γνωρίζω, μέσω του ανθρώπου μου που βρίσκεται στο κάστρο, κοντά τους.»

Ο Άτβος και η Ιλρίνα’νορ κατέβηκαν τελευταίοι στον χώρο στάθμευσης, μετά από μερικούς άλλους επαναστάτες και Νελερβίκιους πολεμιστές, και τότε μπορούσαν όλοι να ξεκινήσουν. Τα οχήματα που θα χρησιμοποιούσαν ήταν το μεταβαλλόμενο τετράκυκλο για τον Τάμπριελ, την Ανταρλίδα, την Αλιζέτ, και τον Όρνιφιμ, και δύο φορτηγά για τον Άτβος, τον Ραφέλνες, και τους υπόλοιπους. Τα πράγματά τους ήταν ήδη φορτωμένα εκεί από χτες βράδυ.

«Καλό ταξίδι,» τους ευχήθηκε πάλι η Λισρρέτα καθώς επιβιβάζονταν και έκλειναν τις πόρτες· και ο Ρηθμάλος ύψωσε το χέρι του προς τη μεριά του Ραφέλνες, ο οποίος τον αντιχαιρέτησε.

Οι μηχανές των οχημάτων ενεργοποιήθηκαν, και οι τροχοί τους μπήκαν σε λειτουργία, πηγαίνοντας προς την πύλη του κήπου του παλατιού. Ο Άτβος οδηγούσε το ένα φορτηγό, ο Νίλφες οδηγούσε το άλλο, και η Ανταρλίδα ήταν στο τιμόνι του μεταβαλλόμενου οχήματος ενώ ο Τάμπριελ στο ενεργειακό κέντρο.

Έφυγαν από την πρωτεύουσα του Τάσβεραλ και ακολούθησαν τη δημοσιά προς τα βόρεια, τρώγοντας δεκάδες και δεκάδες και δεκάδες χιλιόμετρα κάτω από τους μεγάλους, μεταλλικούς τροχούς τους, προσπερνώντας άλλα οχήματα, κάρα, πεζούς, και καβαλάρηδες. Τα τοπία του Πριγκιπάτου κυλούσαν σαν τοιχογραφίες γύρω τους, σαν πελώριες ταπετσαρίες δεξιά κι αριστερά οι οποίες προσπαθούσαν να αφηγηθούν την ιστορία του Τάσβεραλ.

«Αναρωτιέμαι τι να έγινε η Μητέρα,» είπε η Αλιζέτ, μετά από καμια ώρα.

«Γιατί τέτοια απορία;» ρώτησε η Ανταρλίδα, κρατώντας το τιμόνι σταθερό μπροστά της και έχοντας το πόδι της χαλαρά επάνω στο πετάλι του οχήματος.

«Απλώς είμαι περίεργη. Μας βοήθησε τόσες φορές στον πόλεμό μας εναντίον των Παντοκρατορικών, αλλά δεν εμφανίστηκε ούτε μία φορά για να τη δούμε. Ούτε καν την επομένη μετά τη μάχη έξω από τα τείχη της Τάσβεραλ.»

«Την είδαμε κοντά στην Τρύπα, μαζί με τη Βασνίτα, δεν την είδαμε; Θα ήθελες να την ξαναδείς;»

«Σου είπα: απλά είμαι περίεργη, Ανταρλίδα. Δε φαίνεται να την ενδιαφέρει καθόλου ν’αναγνωρίσουν αυτό που κάνει, παρά μόνο οι Παντοκρατορικοί να διωχτούν από την πατρίδα της.»

«Μην ψάχνεις να την καταλάβεις. Είναι προφανώς τρελή.»

«Κι εσείς αυτό δεν κάνετε, Ανταρλίδα; Προσπαθείτε να διώξετε τους Παντοκρατορικούς από παντού.»

«Δε σκοτώνουμε παιδιά, όμως, για να το καταφέρουμε! Υπάρχει μια πολύ σημαντική διαφορά.»

«Ίσως,» είπε η Αλιζέτ.

«Θα ήθελες να γνωρίσεις τη Μητέρα καλύτερα, Αλιζέτ;» τη ρώτησε ο Όρνιφιμ.

«Ίσως,» αποκρίθηκε πάλι εκείνη. «Θα έχει ενδιαφέρον σαν προσωπικότητα, δεν θα έχει; Επιπλέον, αν δεν μας είχε βοηθήσει στη μάχη της Τάσβεραλ, μπορεί να είχαμε δυσκολευτεί πολύ να νικήσουμε. Μπορεί να μην είχαμε καν νικήσει. Και θα ήθελα να γνωρίσω μια τόσο σημαντική μας σύμμαχο.»

«Η Πριγκίπισσα Λισρρέτα μπορεί να τη δει τώρα που εμείς φύγαμε,» υπέθεσε ο Όρνιφιμ.

«Γιατί το λες αυτό;»

«Η Μητέρα, μάλλον, έχει συμπεράνει πως δεν τη συμπαθούμε–»

«Και πολύ σωστά έχει συμπεράνει,» είπε η Ανταρλίδα.

«–επομένως,» συνέχισε ο Όρνιφιμ, «δεν θα ήθελε να έρθει όσο εμείς είμαστε στο παλάτι της Τάσβεραλ.»

«Δεν αποκλείεται να έχεις δίκιο,» συμφώνησε η Αλιζέτ.

Η Ανταρλίδα παρατήρησε ότι την αγνοούσαν, αλλά απλώς μειδίασε και άναψε τσιγάρο.

«Ν’ανοίγουμε και κάνα παράθυρο όταν εισπνέουμε δηλητήρια!» της είπε η Αλιζέτ.

Το ήξερα, σκέφτηκε η Ανταρλίδα γελώντας. Εν μέρει είχε ανάψει τσιγάρο για να ενοχλήσει τη Σκοτεινή Βασίλισσα. Ωστόσο, άνοιξε το παράθυρο δίπλα της. «Θεοί!» είπε. «Αν ήταν τόσο δηλητηριώδης ο καπνός, η Ιωάννα θα είχε πεθάνει εδώ και αιώνες.»

«Η Ιωάννα είναι τυχερή που ακόμα δεν την έχω συναντήσει, ύστερα από την τελευταία φορά που την είδα,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ.

«Πότε την είδες;»

«Εδώ και κάποιο καιρό, στη Σεργήλη.»

«Υποθέτω όχι υπό φιλικές συνθήκες…»

Ο Όρνιφιμ ρώτησε: «Ποια είναι η Ιωάννα;»

«Μια Μαύρη Δράκαινα,» του είπε η Ανταρλίδα.

«Βασίλισσα της Απολλώνιας ώς τώρα, κατά πάσα πιθανότητα,» πρόσθεσε η Αλιζέτ.

«Ε;…» μόρφασε ο Όρνιφιμ, παραξενεμένος.

«Κάνεις λάθος,» είπε η Ανταρλίδα στην Αλιζέτ. «Δεν είναι Βασίλισσα της Απολλώνιας.» Τίναξε στάχτη έξω απ’το παράθυρο.

Όταν έφτασαν στη Σάνερνιχ, στο τέρμα της πλακόστρωτης δημοσιάς, στις όχθες του ποταμού Κάλμιρηλ, ήταν μεσημέρι. Μπήκαν στην πόλη και σταμάτησαν στο λιμάνι. Βγήκαν από τα οχήματα, και ο Άτβος είπε: «Πάω να δω τι έχει κανονίσει για εμάς ο άνθρωπος που μας είπε η Πριγκίπισσα.»

Η Ανταρλίδα ένευσε. «Πήγαινε. Εγώ πάω να μας κλείσω δωμάτια σε κάποιο πανδοχείο–»

«Όπως αυτό;» Η Αλιζέτ έδειξε, με τον αντίχειρα, ένα μεγάλο οίκημα στο λιμάνι που η πινακίδα του έγραφε «Η Καρδιά του Ποταμού».

«Όπως αυτό,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Υποθέτω πως θα περάσουμε μερικές ώρες εδώ μέχρι να ξεκουραστούμε.»

«Ναι,» είπε ο Άτβος καθώς απομακρυνόταν μαζί με την Ιλρίνα’νορ και δύο από τους επαναστάτες του.

Η Ανταρλίδα, ο Τάμπριελ, και ο Ραφέλνες μπήκαν στην Καρδιά του Ποταμού, μίλησαν με την ιδιοκτήτρια, και συμφώνησαν για τα δωμάτια που ήθελαν να κλείσουν. Την πλήρωσαν και πήγαν πάλι εκεί όπου είχαν αφήσει τα οχήματά τους. Ο Άτβος είχε ήδη επιστρέψει, και τους είπε ότι, σε μερικές ώρες, ένα μηχανοκίνητο πλοίο θα ερχόταν για να τους μεταφέρει στη Νέλερβικ.

«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, κι αφού κλείδωσαν τα οχήματά τους, πήγαν στο πανδοχείο για να φάνε και να ξεκουραστούν. Ήταν κάμποσος κόσμος στην τραπεζαρία, και μαζί και με τη δική τους παρουσία το δωμάτιο γέμισε σε σημείο σκασμού. Ακόμα και στα περβάζια των παραθύρων κάθονταν κάποιοι. Οι σερβιτόροι έτρεχαν για να φέρνουν φαγητά και ποτά. Η ιδιοκτήτρια έμοιαζε πολύ ευχαριστημένη, καθώς στεκόταν πίσω από τον πάγκο του μπαρ, με τους αγκώνες της ακουμπισμένους στο ξύλο, καπνίζοντας μια κοντή πίπα.

«Λοιπόν,» είπε ένας επαναστάτης που ούτε η Ανταρλίδα ούτε ο Τάμπριελ γνώριζαν το όνομά του, «βλέπετε πόσο πιο χαμηλές είναι οι τιμές τώρα που έφυγαν τα σκυλιά της Παντοκράτειρας από δω;» Και ύψωσε την κούπα του που ήταν γεμάτη μπίρα.

«Μα δεν είναι πιο χαμηλές, ρε φίλε!» είπε ένας ευτραφής ταξιδιώτης, ενώ αρκετοί γελούσαν και σχολίαζαν. «Τα ίδια ήταν και την τελευταία φορά που ήμουν εδώ!»

«Δεν έχει περάσει ακόμα αρκετός καιρός για να… προσαρμοστεί η αγορά, όπως λένε, φίλε μου,» του απάντησε ο επαναστάτης.

«Σωστά,» είπε ένας άλλος επαναστάτης. «Σωστά!» είπε μια άλλη επαναστάτρια. «Σωστά,» είπε κι ένας ακόμα. Και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και τις κούπες τους και ήπιαν βαθιά, ενώ στο ηχοσύστημα του πανδοχείου έπαιζε Καταιγίδα Τροχών, ένα τραγούδι που η Ανταρλίδα γνώριζε πως ήταν του συγκροτήματος Ελάσσονες Ανεμοβούβαλοι, από την πατρίδα της τη Σεργήλη.

Μετά το φαγητό, κάποιοι κοιμήθηκαν στα δωμάτιά τους, κάποιοι έμειναν κάτω (ξύπνιοι, ή τους πήρε ο ύπνος πάνω στις καρέκλες), κάποιοι βγήκαν να κάνουν βόλτα στο λιμάνι. Η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ ξάπλωσαν στο μονόκλινο δωμάτιο που είχαν κλείσει για τον εαυτό τους, καθώς κι οι δύο ήταν κουρασμένοι: εκείνη από την οδήγηση, εκείνος από τη Μαγγανεία Κινήσεως στο ενεργειακό κέντρο.

Το απόγευμα, ήταν όλοι τους ξανά στο λιμάνι, και το πλοίο που περίμεναν είχε φτάσει. Οι επαναστάτες, οι Νελερβίκιοι πολεμιστές, ο Άτβος, η Ιλρίνα’νορ, και ο Ραφέλνες επιβιβάστηκαν χωρίς τα οχήματά τους· τα δύο φορτηγά θα τα επέστρεφαν στην Τάσβεραλ άνθρωποι της Πριγκίπισσας Λισρρέτα. Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, και ο Όρνιφιμ μπήκαν στο μεταβαλλόμενο όχημά τους.

Όταν το μηχανοκίνητο καράβι είχε αποπλεύσει, ταξιδεύοντας βόρεια επάνω στον ποταμό Κάλμιρηλ, η Αλιζέτ (που τώρα εκείνη οδηγούσε) ενεργοποίησε τις μηχανές του μεταβαλλόμενο οχήματος και το έβγαλε από τη Σάνερνιχ. Πλησίασε τις όχθες και, καθώς κατευθυνόταν προς το νερό, φώναξε στον Τάμπριελ ότι έπρεπε ν’αλλάξουν μορφή. Εκείνος ύφανε το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, και το τετράκυκλο όχημα μεταμορφώθηκε σε υποβρύχιο. Βυθίστηκε κάτω απ’την επιφάνεια του ποταμού Κάλμιρηλ και κινήθηκε προς τα βόρεια, ακολουθώντας το σκάφος όπου είχαν επιβιβαστεί ο Πρόμαχος και οι άλλοι.

Η Αλιζέτ οδηγούσε για τρεις ώρες μέσα στον βυθό, κοιτάζοντας κάπου-κάπου τον χάρτη στην οθόνη της κονσόλας για να είναι βέβαιη ότι θα έστριβε στο σωστό παρακλάδι όταν ερχόταν η στιγμή να στρίψει. Ούτε εκείνη ούτε κανένας άλλος μιλούσε πολύ, σαν να είχαν από το πρωί εξαντλήσει τα πάντα που μπορούσαν να πουν.

Όταν δεν ήταν πια και τόσο μακριά από τη Νέλερβικ, η Ανταρλίδα ρώτησε τον Όρνιφιμ: «Έχει ειδοποιήσει ο Αρκαλόν τη Βασνίτα ότι ερχόμαστε;»

«Φυσικά. Αλλά δεν το έχουν πει σε κανέναν άλλο. Ούτε καν στους Τρεις Πρίγκιπες.»

«Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος γι’αυτό;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Δε νομίζω ότι φοβούνται κάτι συγκεκριμένο,» είπε ο Όρνιφιμ. «Ούτε ο Αρκαλόν πιστεύει ότι υφίσταται κάποιος κίνδυνος.»

«Η Βασνίτα; Εκείνη πρότεινε να μην πουν τίποτα για τον ερχομό μας;»

«Ναι, αλλά ούτε αυτή μοιάζει να φοβάται κάτι συγκεκριμένο, Αλιζέτ. Απλώς είναι επιφυλακτική, υποθέτω.»

Το υποβρύχιό τους ξεπρόβαλε λίγο πιο έξω απ’το λιμάνι της Νέλερβικ και το προσέγγισε αφού έδωσε σήμα στις λιμενικές αρχές για να μην ανησυχήσουν. Άραξε σε μια προβλήτα, και η Αλιζέτ, η Ανταρλίδα, ο Τάμπριελ, και ο Όρνιφιμ βγήκαν.

«Ο Πρόμαχος κι οι άλλοι έχουν φτάσει,» είπε ο Ιεράρχης. «Είναι μαζί με την Πριγκίπισσα τώρα, στην Αίθουσα του Θρόνου.»

«Κι ο Αρκαλόν είναι μαζί τους, σωστά;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Εννοείται.»

«Οι Τρεις Πρίγκιπες πού είναι;» θέλησε να μάθει ο Τάμπριελ.

«Στα δωμάτιά τους,» είπε ο Όρνιφιμ.

Ήταν απόγευμα, και οι σκιές στην πόλη είχαν πυκνώσει. Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση, στ’αριστερά τους, καθώς διέσχιζαν τους δρόμους της Νέλερβικ για να φτάσουν στο κάστρο που ορθωνόταν αντίκρυ τους.

160.

Έμαθαν αμέσως για την άφιξη του Προμάχου Άτβος και των άλλων επαναστατών στο κάστρο της Νέλερβικ. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο, άλλωστε. Ακόμα κι αν ο Θαλράνος δεν ερχόταν να τους πει «Είναι εδώ. Επέστρεψαν», θα το καταλάβαιναν από τη φασαρία. Οι πάντες είχαν συγκεντρωθεί στην Αίθουσα του Θρόνου για να τους υποδεχτούν.

Η Ανδρομάχη και ο Τζακ πήγαν επίσης εκεί, μαζί με τον Θαλράνος και δύο από τους φρουρούς του. Κι εκείνοι σαν φρουροί ήταν ντυμένοι: ο καλύτερος τρόπος για να μπορούν να βαδίζουν σχεδόν οπουδήποτε μέσα στο κάστρο χωρίς κανένας να τους παρακωλύει και χωρίς να τραβάνε εύκολα την προσοχή. Ο Θαλράνος είχε πει στους άλλους πολεμιστές του ότι η Ελνέσσα κι ο Νιρκάδος (τα ψεύτικα ονόματα που χρησιμοποιούσαν η Ανδρομάχη κι ο Τζακ) ήταν καινούργιοι αλλά άνθρωποι που εμπιστευόταν, και κανένας δεν είχε κάνει ερωτήσεις.

Επί του παρόντος, η Ανδρομάχη στεκόταν πλάι σε έναν από τους τέσσερις κίονες της αίθουσας που ήταν λαξεμένοι σαν Ιεροί Μαχητές των Οστών, και με το βλέμμα της περιεργαζόταν τους ανθρώπους που είχαν έρθει. Δεν δυσκολεύτηκε να εντοπίσει τον Πρόμαχο Άτβος, ο οποίος στεκόταν μπροστά στον θρόνο και μιλούσε με την Πριγκίπισσα Βασνίτα. Ούτε δυσκολεύτηκε να καταλάβει ποια ήταν η Ιλρίνα’νορ, η γυναίκα του Άτβος, ή ο Ραφέλνες, ο Ιερός Μαχητής των Οστών. Δεν έβλεπε, όμως, πουθενά τον Τάμπριελ, την Ανταρλίδα, ή την Αλιζέτ.

«Δεν είναι εδώ,» ψιθύρισε στον Τζακ.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Παράξενο.»

Κρυφακούγοντας όμως τα όσα έλεγαν οι επαναστάτες αναμεταξύ τους – αυτοί που είχαν έρθει με τον Άτβος είχαν αποδειχτεί πολύ ομιλητικοί μ’αυτούς που βρίσκονταν εδώ, στο κάστρο της Νέλερβικ – κατάλαβαν ότι ο Τάμπριελ δεν μπορεί να ήταν μακριά. Εκείνος κι ο Πρόμαχος είχαν φύγει μαζί από την Τάσβεραλ.

«Τι σκοπεύεις να κάνεις όταν είναι εδώ;» ρώτησε η Ανδρομάχη τον Τζακ, χαμηλόφωνα.

«Θα τον σκοτώσω,» αποκρίθηκε εκείνος. «Γι’αυτό δεν ήρθαμε;»

Η Ανδρομάχη κοίταξε όλους αυτούς τους επαναστάτες που ήταν συγκεντρωμένοι στην αίθουσα, όλους αυτούς τους εχθρούς, κι αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει προς στιγμή από τη βάση της ράχης ώς τον αυχένα. «Θα πρέπει να είμαστε προσεχτικοί. Θα τον φρουρούν.»

«Ναι, έτσι πιστεύω κι εγώ. Όμως δεν ξέρουν τίποτα για την παρουσία μας. Δεν υποψιάζονται ότι εδώ μέσα υπάρχει κίνδυνος. Αυτό πρέπει να το εκμεταλλευτούμε.»

Αυτό, σκέφτηκε η Ανδρομάχη, είναι το μόνο που μπορούμε να εκμεταλλευτούμε. Το κλίμα στη Νέλερβικ ήταν, καταφανώς, εναντίον της Παντοκράτειρας. Εκτός από τον Θαλράνος και κάτι άλλους λίγους αριστοκράτες, κανένας δεν έλεγε ανοιχτά ότι θα ήθελε ξανά την Κισβέτα στο θρόνο. Τώρα που δεν είχαν πια Παντοκρατορικό Επόπτη από πάνω τους τους άρεσε· δεν επιθυμούσαν επιστροφή στην παλιά τους κατάσταση. Οι ανόητοι πάντοτε προτιμούν το χάος! Δεν αντιλαμβάνονται πόσο καλό έκανε στα πριγκιπάτα τους η εξουσία της Παντοκράτειρας εδώ. Τους έβαζε όλους αυτούς τους τρελούς ευγενείς σε μια τάξη, αν μη τι άλλο. Υπήρχε μια ενιαία αρχή. Ένα κεφάλι – μία σκέψη. Τώρα, τα κεφάλια ήταν πολλά – οι σκέψεις διάσπαρτες. Τίποτα δεν πρόκειται να γινόταν σωστά και οργανωμένα μέχρι που να ξαναβρίσκονταν υπό την εξουσία των Παντοκρατορικών.

Οι άνθρωποι που περίμεναν η Ανδρομάχη και ο Τζακ δεν άργησαν να έρθουν, και ήταν αδύνατο κανείς να μην τους προσέξει. Καθώς έμπαιναν, ένας υπηρέτης ανακοίνωσε την παρουσία τους. «Υψηλοτάτη, ο Άρχοντας Τάμπριελ!» είπε στην Πριγκίπισσα Βασνίτα πλησιάζοντας τον θρόνο της· κι όλων τα βλέμματα στράφηκαν προς την είσοδο της αίθουσας, για να δουν τον άντρα που η Ανδρομάχη αμέσως αναγνώρισε ως τον προδότη σύζυγο της Παντοκράτειρας. Κοκκινόδερμος και λευκομάλλης καθώς ήταν, ξεχώριζε εύκολα μέσα στους ανθρώπους της Βίηλ οι οποίοι ήταν, κατά κύριο λόγο, λευκόδερμοι και γαλανόδερμοι, με κάποιους πρασινόδερμους ανάμεσά τους. Στα δεξιά του Τάμπριελ βάδιζε μια γυναίκα με δέρμα κάτασπρο σαν χιόνι και μαλλιά ξανθά και μακριά. Η Ανδρομάχη την αναγνώρισε κι αυτήν, καθώς όλες οι Μαύρες Δράκαινες καταζητούνταν. Η Ανταρλίδα Ταρφάνη. Αριστερά του Τάμπριελ βάδιζε ένας άντρας άγνωστος για την Ανδρομάχη, με δέρμα λευκό-ροζ, μαύρα μαλλιά, και μουστάκι. Πίσω τους ερχόταν η Αλιζέτ Τάνρεχ, η Σκοτεινή Βασίλισσα, μία από τις ελάχιστες Μαύρες Δράκαινες που ώς τώρα δεν είχαν προδώσει την Παντοκράτειρα. Ώς τώρα, σκέφτηκε η Ανδρομάχη. Απ’ό,τι βλέπω, έγινε κι αυτή προδότρια τελικά. Τι τους προσφέρει ο Αρχιπροδότης, αναρωτιέμαι! Ή, μήπως, απλά τους τρελαίνει;

Η Βασνίτα κατέβηκε από τον θρόνο της για να χαιρετήσει τον Τάμπριελ και τους συνοδούς του, ενώ συγχρόνως πολλοί επαναστάτες μιλούσαν και σχολίαζαν.

Ο Θαλράνος πλησίασε την Ανδρομάχη και τον Τζακ. «Αυτοί είναι,» είπε.

Ο Τζακ ένευσε, σαν να ήθελε να πει Το ξέρουμε.

«Πότε θα κινηθούμε;»

«Σύντομα, Άρχοντά μου,» είπε ο Τζακ. «Μη δείχνετε, όμως, ότι περιμένετε κάτι να συμβεί. Δε θέλουμε να υποψιαστούν τίποτα. Όπως βλέπετε, είναι περισσότεροι από εμάς.»

«Θα σας βοηθήσω· το είπα ήδη.»

«Ναι· αλλά, ακόμα και με τους πολεμιστές σας, εξακολουθούμε να είμαστε λιγότεροι. Και το βασικό είναι να πεθάνει ο Τάμπριελ, όχι απλώς να προκαλέσουμε αναστάτωση. Επομένως, προσοχή: μεγάλη προσοχή. Μην κάνετε την παραμικρή κίνηση χωρίς να μας συμβουλευτείτε.»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε ο Θαλράνος, κι απομακρύνθηκε πάλι από κοντά τους, πηγαίνοντας ανάμεσα στους επαναστάτες, τους υπηρέτες, τους πολεμιστές του κάστρου, τους ευγενείς, και τους συμβούλους.

161.

Η Βασνίτα δεν αισθανόταν πλέον το τραύμα της να την ενοχλεί. Είκοσι-πέντε ημέρες είχαν περάσει από τότε που ο Ζακ Ματνέρω κάρφωσε εκείνο το βέλος στα πλευρά της, και η πληγή είχε κλείσει και θεραπευτεί, αφήνοντας πίσω μονάχα ένα σημάδι που η καινούργια Πριγκίπισσα του Νέλερβικ έβρισκε μάλλον κακόγουστο μα δεν υπήρχε τίποτα να κάνει γι’αυτό. Ωστόσο, δεν παραπονιόταν τώρα που μπορούσε και πάλι να κινείται ελεύθερα, να σηκώνεται και να κάθεται χωρίς δυσκολία, χωρίς να έχει ανάγκη από κάποιο μπαστούνι.

Καθώς στεκόταν μπροστά στον Τάμπριελ και έσφιγγε το χέρι του και, μετά, έσφιγγε το χέρι της Ανταρλίδας, δεν στηριζόταν πουθενά. «Το Τάσβεραλ είναι ελεύθερο, απ’ό,τι με πληροφόρησαν,» είπε, τυπικά, αν και βέβαια δεν ήταν μονάχα μια «πληροφορία»· ο Αρκαλόν, που ήταν κοντά της, είχε άμεση επαφή με τον Όρνιφιμ. Ό,τι ήξερε ο ένας το ήξερε κι ο άλλος. Ένα πραγματικό θαύμα για τη Βασνίτα: κάτι πιο μαγικό απ’οτιδήποτε είχε δει ποτέ τους μάγους της Βίηλ να κάνουν.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Και η Πριγκίπισσα Λισρρέτα σ’ευχαριστεί για τη στρατιωτική βοήθεια που έστειλε το Νέλερβικ.»

«Δεν ήταν τίποτα το σημαντικό, και το ξέρεις,» είπε η Βασνίτα, και κάθισε πάλι στον θρόνο της με μια κίνηση που βρήκε ικανοποιητικά ευέλικτη. Κάθε φορά που μπορούσε να κινηθεί άνετα το έβρισκε τώρα πολύ σπουδαίο. «Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Σύντομα κάποια μέρα, θα επισκεφτώ μάλιστα την Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ, για να μιλήσουμε.

»Αλλά καθίστε τώρα. Ξεκουραστείτε. Και το πρωί θα συζητήσουμε σχετικά με το μέλλον.»

Ο Νίλθρος Βόρτεμαχ, ένας ευγενής μεγαλύτερος στην ηλικία από τη Βασνίτα αλλά από Χαμηλό Οίκο – ο πατέρας της Κελρίτ Βόρτεμαχ η οποία είχε διοριστεί ναύαρχος του ανατολικού στόλου που είχε επιτεθεί στη Χαύδοραλ – είπε δυνατά ώστε να τον ακούσει ο Τάμπριελ: «Παντοκρατορικά στρατεύματα συγκεντρώνονται κοντά στα σύνορά μας. Και στου Χαύδοραλ επίσης. Τι θα γίνει μ’αυτό;»

Η Βασνίτα στράφηκε να τον ατενίσει ανάμεσα από τους υπόλοιπους αριστοκράτες. «Ο Άρχοντας Τάμπριελ μόλις ήρθε. Σίγουρα τούτο δεν είναι ένα θέμα για τώρα, Άρχοντά μου.»

«Οι Παντοκρατορικοί δεν θα περιμένουν για πολύ, Υψηλοτάτη! Και μπορεί να τους διώξαμε από το Πριγκιπάτο μας κι από το Χαύδοραλ, μα… έχουμε αρκετές δυνάμεις για να κρατήσουμε μακριά αυτούς που τώρα θα έρθουν; Ο Άρχοντας Τάμπριελ μάς είχε υποσχεθεί πως εξεγέρσεις θα γίνουν παντού στη Βίηλ. Δεν έχουμε, όμως, ακούσει τίποτα τέτοιο. Μονάχα εδώ, στα ανατολικά, γίνεται κάτι. Στα κεντρικά πριγκιπάτα δεν έχει συμβεί ούτε μία εξέγερση, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας. Και δε νομίζω ότι δε θα το ακούγαμε, αν όντως γινόταν.»

Ο Τάμπριελ τού είπε, στρεφόμενος να τον αντικρίσει: «Άρχοντα Νίλθρος Βόρτεμαχ. Η Πριγκίπισσά μας έχει δίκιο: δεν είναι τώρα η ώρα για να συζητήσουμε τη στρατηγική μας. Είμαστε όλοι κουρασμένοι, και είμαστε, επίσης…» έριξε μια ματιά ολόγυρα, «πάρα πολλοί εδώ.» Εκτός των άλλων, ο Τάμπριελ είχε παρατηρήσει και τον Θαλράνος μέσα στην Αίθουσα του Θρόνου, τον οποίο δεν εμπιστευόταν καθόλου, ειδικά ύστερα απ’ό,τι του είχε πει ο Ναλτάρες γι’αυτόν. «Ωστόσο,» πρόσθεσε, για να ησυχάσει τον Νίλθρος κι άλλους ευγενείς που έμοιαζαν έτοιμοι να πεταχτούν και να μιλήσουν, «δεν είναι ψέματα ότι παντού στη Βίηλ η Επανάσταση βρίσκεται σε δουλειά. Περισσότερα τώρα δεν θα πω, αλλά σύντομα θα μάθετε πράγματα που θα σας εκπλήξουν· είμαι βέβαιος. Επιπλέον, το σχέδιο των Παντοκρατορικών ήταν, Άρχοντές μου, Αρχόντισσές μου, να επιτεθούν στο Νέλερβικ και στο Χαύδοραλ από ανατολή και δύση συγχρόνως. Και από ανατολή θα επιτίθονταν χρησιμοποιώντας το Τάσβεραλ. Αυτό τούς το στερήσαμε. Το Τάσβεραλ είναι τώρα με την Επανάσταση· δεν μπορούν να σας χτυπήσουν από εκεί.»

«Θα μας χτυπήσουν από τη δύση, τότε!» είπε η Νιρλέτα Βάθμακ. «Θα έχουμε κι άλλους νεκρούς, Άρχοντά μου!» Οι Βάθμακ, αναμφίβολα, ακόμα πενθούσαν τον χαμό της κόρης τους, της Αλιζέτ, και του Ναλφίρες, ο οποίος ήταν μέχρι πρότινος Στρατηγός του Νέλερβικ.

«Οι Παντοκρατορικοί θα έχουν, σύντομα, πολλά προβλήματα. Θα επιτεθούν, ναι, αλλά θα δεχτούν πλήγματα και οι ίδιοι. Θα δείτε. Η Επανάσταση δεν θα μείνει άπραγη.»

«Και θα τα συζητήσουμε όλα αυτά αύριο,» παρενέβη η Βασνίτα προτού κανένας άλλος μιλήσει.

Οι ευγενείς του Νέλερβικ, όμως, άρχισαν μετά να μιλάνε όλοι μαζί συγχρόνως, και λίγο νόημα έβγαζαν αυτά που έλεγαν έτσι όπως τα έλεγαν· οπότε, ο Νολτράκος, ο καινούργιος Υπασπιστής, που στεκόταν πλάι στον θρόνο, είπε δυνατά: «Η Πριγκίπισσα αποφάσισε! Και δεν είναι παράλογη η απόφασή της! Παρακαλώ, καλύτερα να κάνουμε ησυχία!»

Οι φωνές καταλάγιασαν, μετατράπηκαν σε μουρμουρητά· κι ανάμεσα σ’αυτά άκουσε η Βασνίτα μερικούς να βρίζουν τον Υπασπιστή της: σταβλίτη, να τον λένε, αλογολάτη, καθώς ο Οίκος του, οι Κάρθελακ, ήταν γνωστοί για τα άλογά τους στην Κοιλάδα των Ποταμών. Ο Νολτράκος, αν άκουσε αυτά τα λόγια, τα αγνόησε τελείως. Δεν φάνηκε τίποτα στο πρόσωπό του.

Η Βασνίτα αναστέναξε κουρασμένα. Τι Πριγκιπάτο είναι αυτό που διοικώ; σκέφτηκε. Τι άνθρωποι είναι αυτοί;

Οι περισσότεροι ευγενείς, μετά από λίγο, αποχώρησαν από την Αίθουσα του Θρόνου, και η Βασνίτα πρόσταξε τούς υπηρέτες της να οδηγήσουν τους επαναστάτες στην τραπεζαρία για να τους κεράσουν.

«Δεν είχαμε υπολογίσει φαγητό για τόσο κόσμο, Υψηλοτάτη,» αποκρίθηκε ένας υπηρέτης που ήρθε τρέχοντας από την κουζίνα του κάστρου. «Θα πρέπει να ετοιμαστεί τώρα.»

«Ας ετοιμαστεί, λοιπόν,» αποκρίθηκε η Βασνίτα. «Θα περιμένουμε.»

Ο υπηρέτης υποκλίθηκε και έφυγε.

Ο Τάμπριελ είπε στην Πριγκίπισσα: «Θα ήθελα να επισκεφτώ τους Τρεις Πρίγκιπες, για να τους μιλήσω.»

«Ασφαλώς.» Η Βασνίτα κοίταξε προς τη μεριά του Αρκαλόν, ο οποίος ένευσε και ζύγωσε τον Τάμπριελ, λέγοντας: «Θα σε οδηγήσω στο δωμάτιό τους, Μεγάλε Προφήτη.»

«Καλώς,» είπε ο Τάμπριελ, και προς τον Όρνιφιμ: «Μείνε με την Πριγκίπισσα.» Εκείνος κατένευσε.

«Θα έρθω μαζί,» δήλωσε η Ανταρλίδα.

Ο Τάμπριελ δεν έφερε αντίρρηση· ήξερε ότι θα επέμενε να έρθει, ό,τι κι αν της έλεγε.

«Εμένα με χρειάζεστε;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Δε νομίζω,» είπε ο Τάμπριελ. «Μείνε με τον Όρνιφιμ.» Και προτού φύγει από την αίθουσα ρώτησε τη Βασνίτα: «Θα σε πείραζε, Πριγκίπισσά μου, αν έφερνα τους Τρεις Πρίγκιπες να φάνε μαζί μας αφότου τους μιλήσω;»

«Καθόλου,» αποκρίθηκε εκείνη. «Σκεφτόμουν, μάλιστα, να το προτείνω κι η ίδια. Μέχρι στιγμής τούς είχα σε μια… σχετική απομόνωση, για ευνόητους λόγους.»

Ο Τάμπριελ, περνώντας ανάμεσα από τους επαναστάτες του Προμάχου Άτβος, βγήκε από την αίθουσα μαζί με τον Αρκαλόν και την Ανταρλίδα.

162.

«Οι τρεις τους,» είπε ο Τζακ, «μόνοι μέσα στους διαδρόμους του κάστρου…»

Εκείνος και η Ανδρομάχη τούς κοίταζαν καθώς έφευγαν από μια πλευρική καμάρα της Αίθουσας του Θρόνου.

«Τι; Θα κινηθούμε τώρα;»

«Γιατί όχι; Θα το περιμένουν;»

«Οι δυο μας ενάντια σε μια Μαύρη Δράκαινα και σε δύο άντρες που σίγουρα ξέρουν πώς να μάχονται; Είσαι τρελός;»

«Δεν είπα ότι θα είμαστε μόνοι μας,» αποκρίθηκε ο Τζακ, κι έκανε νόημα στον Θαλράνος, ο οποίος δεν είχε φύγει από την αίθουσα όταν έφυγαν οι περισσότεροι από τους άλλους ευγενείς.

163.

«Ποιοι είναι αυτοί οι περίεργοι φρουροί που μου είπες; Τους βλέπεις εδώ;» είχε ρωτήσει ο Ναλτάρες τη Ρισάββα όταν οι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στην Αίθουσα του Θρόνου για να συναντήσουν τον Πρόμαχο Άτβος κι αυτούς που ήρθαν μαζί του.

«Ναι,» είχε αποκριθεί η υπηρέτρια, που βρισκόταν στο μεγάλο δωμάτιο για να προσφέρει ποτά στους παρευρισκόμενους. «Αυτοί εκεί είναι.» Και τους είχε δείξει με το βλέμμα της, έναν άντρα και μια γυναίκα που στέκονταν κοντά σ’έναν από τους λαξευτούς κίονες-αγάλματα της αίθουσας, ντυμένοι σαν φρουροί του Άρχοντα Θαλράνος.

«Σίγουρη;»

«Δεν ξεχνάω τόσο εύκολα,» του είχε πει η Ρισάββα, και είχε απομακρυνθεί από αυτόν κρατώντας έναν δίσκο με κούπες και ποτήρια.

Ο Ναλτάρες τούς παρακολουθούσε από τότε. Τους είχε πάντοτε στην άκρια του πεδίου όρασής του. Σε κάποια στιγμή, τους είδε να μιλάνε με τον Θαλράνος για λίγο: κι αυτοί ήταν οι μόνοι φρουροί με τους οποίους μίλησε ο Άρχοντας· μετά, και πριν, με αριστοκράτες μιλούσε μονάχα.

Τώρα, καθώς ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, κι ο Αρκαλόν έφευγαν, ο παράξενος φρουρός έκανε νόημα στον Θαλράνος, κι εκείνος πλησίασε αυτόν και τη σύντροφό του, και μίλησαν πάλι.

Ο Ναλτάρες συνοφρυώθηκε παραξενεμένος.

164.

Ο Τάμπριελ είχε την αλλόκοτη αίσθηση ότι είχε ξαναπεράσει από αυτούς τους διαδρόμους, αυτό το απόγευμα, με ακριβώς αυτόν τον τρόπο, και με τον Αρκαλόν και την Ανταρλίδα μαζί του. Προσπάθησε να ψάξει μέσα στις εικόνες που γέμιζαν τη μνήμη του, να διαπιστώσει αν είχε «δει» κάτι που του θύμιζε ετούτη τη στιγμή. Δε νόμιζε, όμως, ότι μπορούσε να βρει τίποτα… τίποτα που να του δίνει άμεσα κάποιο στοιχείο, τουλάχιστον…

Και μετά, τους επιτέθηκαν. Από γύρω. Ξαφνικά.

Ενώ είχαν μόλις βγει από τον ανελκυστήρα που πήραν για να τους πάει στο πάτωμα όπου φιλοξενούνταν οι Τρεις Πρίγκιπες του Τάσβεραλ, οπλισμένοι άντρες και γυναίκες ξεπρόβαλαν από τους διαδρόμους ολόγυρά τους, εφορμώντας.

Τα όπλα της Ανταρλίδας βρέθηκαν αμέσως στα χέρια της – σπαθί και ξιφίδιο – απέκρουσε μια εχθρική λεπίδα κι έσχισε έναν λαιμό. Ο Αρκαλόν απέφυγε ένα χτύπημα και ξεθηκάρωσε κι αυτός το ξίφος του. Ο Τάμπριελ απέκρουσε ένα σπαθί με το ραβδί του και κλότσησε τον εχθρό του στο διάφραγμα στέλνοντάς τον όπισθεν. Έπιασε τη λαβή του σπαθιού που ήταν θηκαρωμένο στη μέση του και το τράβηξε.

«Τι σκατά γίνεται, Αρκαλόν;» άκουσε την Ανταρλίδα να γρυλίζει, ενόσω η Μαύρη Δράκαινα συνέχιζε να μάχεται.

Ο Τάμπριελ δεν έβλεπε οι εχθροί τους να είναι Παντοκρατορικοί. Δεν φορούσαν τους λευκούς χιτώνες με το σύμβολο της Παντοκράτειρας. Το σύμβολο επάνω τους ήταν– Ο Θαλράνος! συνειδητοποίησε ο Τάμπριελ καθώς απέκρουε ένα ξίφος, υποχωρώντας. Δικοί του είναι αυτοί! Ο σύζυγος της Κισβέτα είχε, λοιπόν, αποφασίσει να επιχειρήσει ανατροπή. Και πρέπει να είχε στείλει όλους του τους μαχητές εδώ.

Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, και ο Αρκαλόν είχαν βρεθεί περιτριγυρισμένοι από παντού, και οι εχθροί τους τους έσπρωχναν, τους πίεζαν – ήθελαν να τους χωρίσουν. Πρέπει να φοβόνταν πως ενωμένους δεν μπορούσαν να τους νικήσουν μέσα στον στενό χώρο.

Ο Τάμπριελ σπάθισε έναν άντρα στο κεφάλι: η λεπίδα κουδούνισε πάνω στο κράνος του, κι εκείνος παραπάτησε κοπανώντας στον τοίχο. Αμέσως μετά, όμως, μια πολεμίστρια επιτέθηκε στον Τάμπριελ κατεβάζοντας το σπαθί της καταπάνω του με τα δύο χέρια. Εκείνος, σταυρώνοντας τη λεπίδα του και το ραβδί του, απέκρουσε. Έχασε για λίγο την ισορροπία του από την ορμή του χτυπήματος, έπεσε με τον ώμο πάνω σε μια πόρτα – η οποία δεν ήταν κλειδωμένη και άνοιξε. Ο Τάμπριελ κουτρουβάλησε στο πάτωμα κάποιου δωματίου του κάστρου όπου κανένα φως δεν ήταν αναμμένο. Σηκώθηκε στο ένα γόνατο βλέποντας την πολεμίστρια να έρχεται καταπάνω του, σπαθίζοντας πάλι ενώ βαστούσε το όπλο της με τα δύο χέρια. Ο Τάμπριελ έκανε στο πλάι, και η λεπίδα πέρασε μερικά εκατοστά από δίπλα του, χτυπώντας στο πάτωμα. Η γυναίκα είχε χάσει τώρα την ισορροπία της, και ο Τάμπριελ την κοπάνησε στα γόνατα με το ραβδί του στέλνοντάς την κάτω.

Σηκώθηκε όρθιος και, προτού προλάβει κι εκείνη να σηκωθεί, τη σπάθισε στον λαιμό, κάνοντας το αίμα της να τιναχτεί.

Το δωμάτιο γύρω του ήταν σκοτεινό· μονάχα από την πόρτα όπου είχε μπει ερχόταν φως: κι από εκεί ο Τάμπριελ έβλεπε φιγούρες να μάχονται. Δεν μπορούσε, όμως, να ξεχωρίσει την Ανταρλίδα ή τον Αρκαλόν. Τι κάνουν οι φρουροί του κάστρου – οι πολεμιστές της Βασνίτα; Πού είναι; Οι επαναστάτες του Άτβος βρίσκονταν όλοι, δυστυχώς, στην Αίθουσα του Θρόνου. Μας παγίδεψαν. Αλλά νομίζει ο Θαλράνος ότι θα καταφέρει έτσι να–;

Προτού ο Τάμπριελ βγει από το σκοτεινό δωμάτιο, είδε έναν άντρα να παρουσιάζεται στο κατώφλι, κόβοντάς του τον δρόμο. Ήταν ντυμένος σαν πολεμιστής του Θαλράνος, αλλά έβγαλε το κράνος του καθώς έμπαινε αφήνοντάς το να πέσει στο πάτωμα, πλάι στη νεκρή πολεμίστρια. Στο άλλο του χέρι βαστούσε ένα γυμνολέπιδο ξίφος. Το δέρμα του ήταν γαλανό, τα μαλλιά του μαύρα, τα μάτια του σκοτεινά.

«Τάμπριελ…» είπε.

Τον έχω ξαναδεί! Κάπου… Έψαξε μέσα στις εικόνες στο μυαλό του. «Ποιος είσαι;» ρώτησε, κάνοντας μερικά βήματα όπισθεν, βαστώντας με το ένα χέρι το σπαθί του, με το άλλο το ραβδί του: και τα δύο έτοιμα για άμυνα και επίθεση.

«Ο Ελκράσ’ναρχ σού στέλνει χαιρετίσματα.» Ο γαλανόδερμος άντρας έκλεισε την πόρτα πίσω του και τράβηξε τον σύρτη. «Τα τελευταία χαιρετίσματα που θα σου στείλει κανείς.» Φως άναψε ξαφνικά στο δωμάτιο: ενεργειακό φως. Ο άντρας είχε πατήσει έναν διακόπτη στον τοίχο. Και τώρα τράβηξε ένα ξιφίδιο με το ελεύθερό του χέρι.

Γύρω τους είχε αποκαλυφθεί μια στρογγυλή αίθουσα με ταπετσαρίες, ένα μικρό τραπέζι με μερικές καρέκλες, έναν καναπέ, κι ένα παράθυρο με κλειστό παντζούρι.

«Σε ξέρω,» του είπε ο Τάμπριελ. «Σε έχω ‘δει’.»

Ο γαλανόδερμος άντρας επιτέθηκε, χρησιμοποιώντας σπαθί και ξιφίδιο με μεγάλη επιδεξιότητα. Ο Τάμπριελ οπισθοχώρησε αποκρούοντας χτυπήματα με το δικό του σπαθί και το ραβδί του, προσέχοντας οι εχθρικές λεπίδες να μην πετύχουν την πορφυρή σφαίρα στην κορυφή του ραβδιού όπου ήταν φυλακισμένος ο Μέγας Ιεράρχης της Νόρχακ.

«Ναι,» είπε ο γαλανόδερμος άντρας, «είσαι προφήτης, έχω ακούσει. Πες μου, λοιπόν, προφήτη, ποιο από τα όπλα μου θα καρφωθεί πρώτο επάνω σου;» Μιλούσε ενώ συγχρόνως μαχόταν, χωρίς να χάνει ούτε στιγμή τον θανατηφόρο ρυθμό του.

Ήταν καλός, όφειλε να παρατηρήσει ο Τάμπριελ. Πιο καλός από εμένα. Όχι, όμως, πιο καλός από Μαύρη Δράκαινα. Αλλά η Ανταρλίδα, τώρα, δεν ήταν κοντά του για να τον βοηθήσει. Παγίδα. Οι πολεμιστές του Θαλράνος βρίσκονταν εδώ για να απασχολήσουν την Ανταρλίδα και τον Αρκαλόν.

Ο Τάμπριελ έκανε γρήγορα τον γύρο του τραπεζιού, κλότσησε μια καρέκλα προς το μέρος του εχθρού του. Εκείνος πήδησε από πάνω της, εύκολα, και τον ζύγωσε σπαθίζοντάς τον. Τα ξίφη τους συναντήθηκαν. Ο γαλανόδερμος άντρας έσπρωξε το τραπέζι, ανατρέποντάς το, για να μην αποτελεί εμπόδιο στην αναμέτρησή τους.

«Σε έχω ‘δει’…» του είπε ο Τάμπριελ, ξέπνοα, αποφεύγοντας τις λεπίδες του. «Είσαι τυλιγμένος από μια παράξενη… αύρα… από ενέργεια…»

«Με σοκάρεις,» αποκρίθηκε ο άντρας, σπαθίζοντας.

Οι λεπίδες τους συγκρούστηκαν ξανά. Το ξιφίδιο πήγε προς τα πλευρά του Τάμπριελ, τον κέντρισε, σχίζοντας τα ρούχα του, το δέρμα του· αλλά όχι βαθιά. Ο Τάμπριελ πρόλαβε να τιναχτεί πίσω.

«Πεσμένος σ’ένα δωμάτιο,» είπε. «Σ’έχω ‘δει’, επίσης, πεσμένο σ’ένα δωμάτιο – σαν να είσαι νεκρός. Γύρω σου, κάτι μηχανισμοί…» Προσπαθούσε να τον αποπροσανατολίσει, να τον κάνει να φοβηθεί ίσως, για να κερδίσει κάποιο παροδικό πλεονέκτημα εναντίον του. Αυτά που του έλεγε, ωστόσο, ήταν αλήθεια· τα είχε, όντως, «δει»: ήταν από τις εικόνες μέσα στο μυαλό του. «Κι από πάνω σου, κάτι έρχεται. Σαν ενεργειακό ρεύμα…»

«Τι;» Ο εχθρός σταμάτησε προς στιγμή την επίθεσή του.

«Σου θυμίζει κάτι;» Με τις άκριες των ματιών του, ο Τάμπριελ κοίταζε την πόρτα, πίσω απ’την οποία κραυγές αντηχούσαν.

«Δεν ξέρεις τίποτα!» γρύλισε ξαφνικά ο γαλανόδερμος άντρας, κι επιτέθηκε πάλι, πιο άγρια από πριν.

Ο Τάμπριελ απέκρουσε, και για μια στιγμή κατάφερε να επιτεθεί και παραλίγο να χτυπήσει τον αντίπαλό του στον ώμο, μα εκείνος έκανε στο πλάι.

«Έχεις κάτι μέσα σου,» είπε ο Τάμπριελ. «Το έχω ‘δει’ να είναι απλωμένο γύρω σου σαν αύρα.»

Ο Τζακ πισωπάτησε, ατενίζοντας τον κοκκινόδερμο μάγο με προσοχή. Προσπαθεί να με ξεγελάσει! σκέφτηκε. Όχι, όμως· δεν ήταν δυνατόν! Είπε ότι με είδε πεσμένο σ’ένα δωμάτιο με μηχανισμούς… Σ’εκείνη τη διάσταση… όταν πέθανα… Ο Τζακ ένιωθε κάτι να ανασαλεύει μέσα του. Είχε αρχίσει να το νιώθει από τότε που μπήκε σ’ετούτη την αίθουσα. Κάτι… μυστηριώδες. Κάτι να τραβά την ίδια την ύπαρξή του. Σαν, ό,τι κι αν ήταν, να είχε αναγνωρίσει τον Τάμπριελ. Να ήθελε να έρθει σε επαφή μαζί του.

Αλλά, όχι, αποκλείεται! Ο μάγος προσπαθούσε να τον ξεγελάσει!

Ο Τάμπριελ παρατήρησε τον δισταγμό στην όψη του εχθρού του. «Τι συμβαίνει; Ποιος είσαι; Πες μου!»

«Είσαι προφήτης αλλά δεν ξέρεις ποιος είμαι…» Ο Τζακ γέλασε ξερά. Την έλξη, όμως, συνέχιζε να την αισθάνεται εντός του. Τι ήταν αυτό το πράγμα; «Δεν είσαι και τόσο σπουδαίος προφήτης λοιπόν όσο νομίζουν!» φώναξε, κι επιτέθηκε ξανά.

Ο Τάμπριελ παρατήρησε ότι οι επιθέσεις του, όμως, είχαν τώρα χάσει την προηγούμενη ακρίβειά τους. Του ήταν πιο εύκολο να τις αποκρούει και να τις αποφεύγει, κι έβρισκε περισσότερες ευκαιρίες να επιτεθεί κι ο ίδιος. Οι λεπίδες τους συγκρούονταν ξανά και ξανά.

Ο Τζακ ένιωθε μπερδεμένος. Ήταν βέβαιος ότι κάτι προσπαθούσε να βγει από μέσα του και να έρθει σε επαφή με τον Τάμπριελ. Για ποιον λόγο, όμως; Τι ήταν αυτό το κάτι; Ήταν εκείνο που ο Τζακ υποψιαζόταν πως τον είχε αναστήσει πριν από τόσο καιρό; Ήταν ο λόγος για τον οποίο τον είχαν κυνηγήσει οι πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ; Ο λόγος για τον οποίο είχαν πειραματιστεί επάνω του, προτού αποφασίσουν να τον κάνουν έναν από αυτούς;

Δεν μαχόταν με όλο του το σθένος τώρα. Αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να πει ότι μαχόταν με τη μισή του ψυχή μόνο.

Αλλά δεν θα τον αφήσω να ζήσει! γρύλισε εντός του. ΗΡΘΑ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΩ – ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ! Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ!

Τα σπαθιά τους συγκρούστηκαν, και ο Τζακ κλότσησε τον Τάμπριελ στην κοιλιά, κάνοντάς τον να παραπατήσει και να κοπανήσει πάνω σε μια από τις ταπετσαρίες η οποία απεικόνιζε έναν ποταμό κι ένα πλοίο.

«Τάμπριελ!» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή έξω απ’την αίθουσα. «Τάμπριελ!»

Ο Τάμπριελ, φυσικά, την αναγνώρισε αμέσως. Η Ανταρλίδα. Αλλά, ύστερα από το χτύπημα του Τζακ, δεν μπορούσε να φωνάξει. Προσπάθησε ν’ανασάνει και–

(Ο Τζακ αισθάνθηκε ολόκληρο το σώμα του να τραντάζεται ανεξήγητα, από μέσα προς τα έξω… μέσα προς τα έξω – μέσα προς τα έξω – όπως τότε, τότε σ’εκείνη τη διάσταση – Μου έκανε κάποιο ξόρκι;)

–είδε μια ενεργειακή μορφή να τυλίγει τον αντίπαλό του. Είδε την εικόνα από το μυαλό του να γίνεται πραγματικότητα. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Τι ήταν αυτό που κρυβόταν εντός του; Κάποιου είδους ενεργειακή οντότητα;

«Σταμάτα!» κατάφερε να κρώξει. «Σταμάτα! Δε βλέπεις; Σ’έχει τυλίξει!»

Ο Τζακ, όμως, δεν έβλεπε τίποτα. Δεν έβλεπε την ενέργεια που τον τύλιγε. Κόλπο! σκέφτηκε. Κάτι μού κάνει. Κάποια άγνωστη μαγεία! Έπρεπε να πεθάνει – τώρα! όσο ήταν ακόμα καιρός! Αυτός ο παράξενος μάγος των επαναστατών ήταν, πραγματικά, επικίνδυνος!

Ο Τζακ Πολύχρωμος χίμησε καταπάνω στον Τάμπριελ: παραμέρισε το σπαθί του με το ξιφίδιό του και τον κάρφωσε στο στήθος με το δικό του σπαθί.

«ΤΕΛΟΣ!» ούρλιαξε ο Τζακ σαν να είχε παραφρονήσει.

Ο Τάμπριελ αισθάνθηκε το ψυχρό ατσάλι να τον διαπερνά και αίμα να πλημμυρίζει το στόμα και τη μύτη του. Ο αντίπαλός του εξακολουθούσε να είναι τυλιγμένος από εκείνη την ενεργειακή αύρα, κι ο Τάμπριελ την ένιωσε για λίγο ν’απλώνεται και να τον αγγίζει. Νόμιζε πως προσπαθούσε να τον ρωτήσει κάτι.

Αλλά δεν υπήρχε χρόνος…

Δεν υπήρχε χρόνος…

Ο Τζακ τράβηξε το σπαθί του έξω απ’τον Τάμπριελ, κι ο Τάμπριελ κατέρρευσε στο πάτωμα. Το αίμα του απλώθηκε επάνω στις πέτρες.

165.

«Τους επιτίθενται!» φώναξε ο Όρνιφιμ. «Τους επιτίθενται!»

Η Αλιζέτ και όλοι οι άλλοι μέσα στην Αίθουσα του Θρόνου στράφηκαν να τον κοιτάξουν.

«Στον διάδρομο!» είπε ο Ιεράρχης. «Επιτίθενται στον Μεγάλο Προφήτη!» Και έτρεξε.

Η Αλιζέτ αμέσως τον ακολούθησε.

Η Βασνίτα έμεινε στον θρόνο της, κοκαλωμένη, ξαφνιασμένη. «Τι;» έκανε. «Ποιος; Όρνιφιμ!» φώναξε καθώς πεταγόταν όρθια, αλλά και ο Ιεράρχης και η Αλιζέτ είχαν ήδη φύγει.

Ο Άτβος ξεθηκάρωσε το σπαθί του κι έτρεξε πίσω τους. Η Ιλρίνα’νορ, ο Ραφέλνες, και οι επαναστάτες τον ακολούθησαν.

166.

Όταν, μετά τη σύντομη κουβέντα τους με τον Άρχοντα Θαλράνος, οι δύο παράξενοι φρουροί έφυγαν από την Αίθουσα του Θρόνου, ο Ναλτάρες τούς είχε ακολούθησε. Τους είχε δει να παίρνουν έναν ανελκυστήρα και ν’ανεβαίνουν γρήγορα στον τέταρτο όροφο του Κεντρικού Οικήματος του κάστρου. Εκεί όπου πήγε κι ο Τάμπριελ: εκεί όπου φιλοξενούνται οι Τρεις Πρίγκιπες!

Ο Ναλτάρες άρχισε ν’ανεβαίνει τις σκάλες, τρέχοντας, γιατί είχε την αίσθηση ότι αυτοί οι δύο φρουροί (που αποκλείεται να ήταν φρουροί) κάτι κακό είχαν στο μυαλό τους. Ίσως ακόμα και να σχεδίαζαν να δολοφονήσουν τον Τάμπριελ. Πρέπει να τον ειδοποιήσω!

Όταν έφτασε επάνω, όμως, βρήκε ανθρώπους να συγκρούονται μέσα στους διαδρόμους του τέταρτου ορόφου. Πολεμιστές του Άρχοντα Θαλράνος. Δεν μπορούσε να διακρίνει με ποιους μάχονταν αλλά δεν αμφέβαλλε πως ήταν ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, και ο Αρκαλόν. Στη γωνία ενός διαδρόμου είδε έναν νεκρό φρουρό της Πριγκίπισσας. Πώς πρόλαβαν να μαζευτούν τόσοι; αναρωτήθηκε. Κι αμέσως κατάλαβε. Ο Θαλράνος είχε φύγει από την αίθουσα μόλις μίλησε με τους δύο μεταμφιεσμένους φρουρούς – είχε φύγει από διαφορετική μεριά απ’ό,τι είχαν φύγει αυτοί – και πρέπει να είχε πάει κατευθείαν να ειδοποιήσει τους πολεμιστές του μέσω διαύλου ή πομπού. Τους είχε σε ετοιμότητα. Τους είχε πει ότι ίσως χρειαζόταν, αργά ή γρήγορα, να δράσουν.

Τα Δαιμόνια! Έπρεπε να τον είχαμε σκοτώσει απ’την αρχή!

Ο Ναλτάρες όρμησε καταπάνω στους πολεμιστές του Θαλράνος, τραβώντας το σπαθί του και καρφώνοντας έναν στην πλάτη. Ένας άλλος στράφηκε και του επιτέθηκε. Ο Ναλτάρες αντάλλαξε μερικές σπαθιές μαζί του.

«Προδότες!» φώναξε. «Τι είστε, ρε; Σκυλιά της Παντοκράτειρας είστε; Τι έχετε να κερδίσετε; Προδότες!» Διασταυρώνοντας το σπαθί του με το σπαθί του αντιπάλου του τον έσπρωξε πίσω, πάνω σε μια πολεμίστρια που ερχόταν να τον βοηθήσει. Παραπάτησαν κι οι δυο τους και παραλίγο να πέσουν· οπότε ο Ναλτάρες βρήκε άνοιγμα και χτύπησε εκείνον στον ώμο, τσακίζοντας την πανοπλία του και ματώνοντάς τον.

«Πίσω!» ακούστηκε μια φωνή. «Πηγαίνετε στους άλλους· αφήστε αυτόν σε μένα.»

Ο Ναλτάρες στράφηκε και είδε μια γυναίκα να έρχεται προς το μέρος του. Ήταν ντυμένη με πανοπλία σαν αυτή των φρουρών του Θαλράνος, μα δεν ήταν φρουρός. Ήταν εκείνη για την οποία είχε μιλήσει η Ρισάββα. Δεν φορούσε κράνος, και τα μαύρα της μαλλιά ήταν δεμένα κότσο πίσω της. Τα γαλανά της μάτια γυάλιζαν. Στο χέρι της ήταν ένα σπαθί – με το οποίο αμέσως επιτέθηκε στον Ναλτάρες, με τρόπο που εκείνος βρήκε πολύ δύσκολο να αμυνθεί. Δεν ήταν τυχαία· ήταν πολύ καλή ξιφομάχος. Η μία μετά την άλλη, οι σπαθιές της ήταν όλες άψογες. Ο Ναλτάρες ίσα που προλάβαινε να της επιτεθεί.

Νόμιζε ότι είδε άνοιγμα προς στιγμή στην άμυνά της, και έκανε να την καρφώσει. Η αιχμή της λεπίδας του γλίστρησε πάνω στα πλευρά της πανοπλίας της – και η γυναίκα βρέθηκε ξαφνικά πλάι του, και τον κάρφωσε εκείνη στα πλευρά. Το ατσάλι της χώθηκε μέσα του, βαθιά.

Ο επαναστάτης βόγκησε ενώ αίμα ξεπηδούσε από τα χείλη του.

Η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη τον κλότσησε για να ελευθερώσει το σπαθί της που είχε πιαστεί ανάμεσα στα κόκαλά του. Κατάσκοποι, σκέφτηκε. Καταραμένοι κατάσκοποι της Επανάστασης. Τουλάχιστον, δεν είχαν καταφέρει να εντοπίσουν τους πολεμιστές του Θαλράνος προτού χιμήσουν εναντίον του Τάμπριελ και των συντρόφων του.

Ο Τζακ ήταν από την άλλη μεριά. Είχε πει στην Ανδρομάχη ότι καλύτερα να μην ήταν μαζί, για να μην τους ξεφύγει ο Τάμπριελ – «Όπου κι αν τον σπρώξουν οι μαχητές του Θαλράνος, θα τον περιμένουμε». Διότι αυτό ήταν το σχέδιό τους, αυτό είχαν συμφωνήσει με τον σύζυγο της Κισβέτα: να βάλει τους πολεμιστές του να χωρίσουν τον Τάμπριελ από την Ανταρλίδα και τον Αρκαλόν, ώστε ο μάγος να γίνει εύκολος στόχος. Διαφορετικά, αν οι τρεις τους στέκονταν πλάτη-πλάτη μέσα σε κάποιο στενό σημείο του κάστρου, ο Τάμπριελ αποκλείεται να σκοτωνόταν. Η Μαύρη Δράκαινα, κατά πρώτον, ποτέ δεν θα τ’άφηνε αυτό να συμβεί. Και μετά, φασαρία θ’άρχιζε να γίνεται στο κάστρο.

Τα πάντα, λοιπόν, βασίζονταν στη διαίρεση και στην ταχύτητα.

Η Ανδρομάχη μπήκε τώρα ανάμεσα στους πολεμιστές του Θαλράνος. Αντίκρυ της μπορούσε να δει φιγούρες να μάχονται. Την Ανταρλίδα ν’αποκρούει χτυπήματα και να εξαπολύει θανατηφόρες επιθέσεις. Οι αντίπαλοί της με το ζόρι μπορούσαν να τη συγκρατήσουν, και κυρίως με τις ασπίδες τους.

Να τους βοηθήσω; Τολμούσε να τα βάλει με μια Μαύρη Δράκαινα; Η Ανδρομάχη ήταν καλή στην ξιφομαχία – και το ήξερε πως ήταν καλή – αλλά… σαν Μαύρη Δράκαινα;

Δεν είχε ακόμα πάρει την απόφασή της όταν είδε την Αλιζέτ Τάνρεχ να έρχεται. Και μαζί της ήταν εκείνος ο άλλος άνθρωπος του Τάμπριελ, ενώ επαναστάτες τούς ακολουθούσαν.

Πώς…;

Πώς το κατάλαβαν τόσο γρήγορα;

Το χάος μέσα στους διαδρόμους δεκαπλασιάστηκε, και η Ανδρομάχη βρήκε τον εαυτό της μπλεγμένο σε μάχη με τους ορκισμένους εχθρούς της Συμπαντικής Παντοκρατορίας.

167.

Η πόρτα της αίθουσας άνοιξε ύστερα από τρεις δυνατές κλοτσιές – ο σύρτης που την κρατούσε κλειστή πετάχτηκε από τη θέση του, κατεστραμμένος, ξεκαρφωμένος – και η Ανταρλίδα τινάχτηκε μέσα στο δωμάτιο, με το σπαθί της και το ξιφίδιό της αιματοβαμμένα ώς τη λαβή.

Πρώτα, είδε τον γαλανόδερμο άντρα που ήταν τυλιγμένος από ένα παράξενο φως, ένα φως που έμοιαζε να βγαίνει από το στήθος του.

Μετά, είδε τον Τάμπριελ πεσμένο στο πάτωμα σαν νεκρός – και, για μια στιγμή, παρέλυσε, δεν επιτέθηκε αμέσως στον εχθρό.

Ο Τζακ στράφηκε για ν’αντικρίσει τη Μαύρη Δράκαινα, κι έκανε δυο βήματα όπισθεν, υψώνοντας τα όπλα του αμυντικά.

Η Ανταρλίδα είδε το φως να εξαφανίζεται, να βυθίζεται μέσα στο στήθος του γαλανόδερμου άντρα. Έπρεπε να βοηθήσει τον Τάμπριελ! Έπρεπε να σκοτώσει τον εχθρό! Δύο πράγματα που αντικρούονταν έντονα μέσα στο μυαλό της γιατί, προφανώς, δεν μπορούσε να τα κάνει συγχρόνως και τα δύο. Η εκπαίδευση της Μαύρης Δράκαινας τής έλεγε: Σκότωσε τον εχθρό! Η ερωτευμένη γυναίκα εντός της της έλεγε: Σώσε τον Τάμπριελ!

Ο Τζακ εκτόξευσε το ξιφίδιό του καταπάνω της–

–και η εκπαίδευση της Μαύρης Δράκαινας υπερίσχυσε. Η Ανταρλίδα χτύπησε, με το σπαθί της, το στροβιλιζόμενο όπλο στον αέρα, εκτρέποντάς το απ’την πορεία του.

Και όρμησε καταπάνω στον εχθρό.

168.

Η Αλιζέτ σκότωσε έναν από τους πολεμιστές του Άρχοντα Θαλράνος· σκότωσε μια πολεμίστρια ακόμα· και μετά βρέθηκε πλάι στον Αρκαλόν.

«Πού είν’ ο Τάμπριελ;» τον ρώτησε. «Πού είν’ η Ανταρλίδα;»

«Δεν ξέρω.» Ο Ιεράρχης απέκρουσε μια σπαθιά εναντίον του. «Η Ανταρλίδα πήγε από κει.» Καθώς έσπρωχνε πίσω τον αντίπαλό του με το σπαθί του, έδειξε, με το άλλο χέρι, μια ανοιχτή πόρτα στο βάθος.

Η Αλιζέτ κινήθηκε προς τα εκεί, προσπερνώντας ευέλικτα, ψύχραιμα, τους πολεμιστές του Θαλράνος, σκοτώνοντας μόνο όταν ήταν απαραίτητο. Γιατί δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Ήταν βέβαιη πως οι πράκτορες της Παντοκράτειρας είχαν στήσει ετούτη την παγίδα προκειμένου να δολοφονήσουν τον Τάμπριελ. Η Παντοκράτειρα ήθελε τον προδότη σύζυγό της νεκρό – και ο Ελκράσ’ναρχ επίσης. Γι’αυτό είχαν στείλει εμένα να τον σκοτώσω.

Η Αλιζέτ, αποφεύγοντας την επίθεση μιας ακόμα πολεμίστριας (στην οποία αμέσως όρμησε ένας επαναστάτης), ζύγωσε τον προορισμό της και πλησίασε με επιφυλακτικότητα.

Αν δεν είχαν έρθει όλοι οι επαναστάτες του Άτβος εδώ, αμφέβαλλε αν θα είχε καταφέρει να φτάσει τόσο γρήγορα στην πόρτα που της είχε δείξει ο Αρκαλόν. Οι πολεμιστές του Θαλράνος ήταν πολλοί· ο δαιμονισμένος πρέπει να τους είχε φέρει όλους. Πρέπει να περίμενε εδώ και μέρες για να στήσει τούτη την ενέδρα.

Η Αλιζέτ κοίταξε μέσα στο δωμάτιο–

169.

Ο Τζακ νόμιζε ότι είχε βρεθεί αντιμέτωπος με μια θύελλα από ατσάλι, αίμα, κατάλευκο δέρμα, και ξανθά μαλλιά. Οι λεπίδες της Ανταρλίδας έμοιαζαν να τον χτυπάνε συγχρόνως από παντού, και τα μποτοφορεμένα πόδια της τον κλοτσούσαν με κάθε ευκαιρία. Το σπαθί του κουδούνιζε καθώς προσπαθούσε ν’αποκρούσει τις επιθέσεις της. Αισθάνθηκε ατσάλινα δόντια να δαγκώνουν το σώμα του σε διάφορα σημεία, κουρελιάζοντας τα ρούχα του, γεμίζοντάς τον αίμα. Το γόνατό του χτυπήθηκε, ξαφνικά, από μια κλοτσιά και το πόδι του παρέλυσε τελείως. Ο Τζακ σκόνταψε πάνω στο αναποδογυρισμένο τραπέζι και έπεσε. Προσπάθησε ν’ανασηκωθεί, κραδαίνοντας το ξίφος του εμπρός του για ν’απομακρύνει τη Μαύρη Δράκαινα. Το σπαθί της, όμως, κατέβηκε με δύναμη, χτυπώντας το δικό του και κατεβάζοντάς το κι αυτό. Το πόδι της πάτησε απότομα τη λεπίδα του Τζακ σπάζοντάς την. Η λαβή του ξιφιδίου της τον χτύπησε στο μέτωπο, κι εκείνος έπεσε, βλέποντας πρώτα χρώματα να τυλίγουν το πεδίο της όρασής του και μετά σκοτάδι.

Η Ανταρλίδα έκανε πίσω. Δεν ήταν νεκρός· της φαινόταν να σαλεύει. Αλλά αμφίβολο ήταν αν μπορούσε τώρα αμέσως να σηκωθεί. Και στο μυαλό της βρισκόταν πάλι ο Τάμπριελ.

Απομακρύνθηκε από τον γαλανόδερμο άντρα και πετάχτηκε πλάι στον Τάμπριελ, αφήνοντας τα όπλα της και γονατίζοντας κοντά του.

«…Ανταρλίδα,» μουρμούρισε εκείνος, και χαμογέλασε. Τόσο σπάνιο, πάντα, ένα χαμόγελο επάνω στο πρόσωπό του: και τώρα ήταν βαμμένο στο αίμα.

«Τάμπριελ…» Η Ανταρλίδα έσκισε τα ρούχα του για να δει το τραύμα στο στήθος. Ήταν βαθύ. Αιμορροούσε σαν ορμητικός ποταμός. Ακούμπησε το χέρι της επάνω του, σαν να προσπαθούσε να σταματήσει τη ροή του αίματος. Είδε το κόκκινο υγρό να αναβλύζει ανάμεσα από τα κατάλευκα δάχτυλά της. Αισθάνθηκε δάκρυα να γεμίζουν τα μάτια της.

«Ανταρλίδα!» έκρωξε ο Τάμπριελ πιάνοντας τον καρπό της. «Κάτι…» έβηξε, «κάτι μέσα… σ’αυτό τον άνθρωπο…»

«Μη μιλάς. Μην κινείσαι.»

«Κάτι έχει μέσα του!…»

«Σε παρακαλώ,» ψιθύρισε έντονα η Ανταρλίδα, βλέποντας το πρόσωπό του θολό πίσω από τα δάκρυά της, «μην πεθάνεις!»

Το χέρι του χαλάρωσε επάνω στον καρπό της. «Δε μπορώ… να μείνω εδώ… τώρα…» Κι ύστερα τα χείλη του έπαψαν να κινούνται. Τα γκρίζα, μυστηριώδη μάτια του είχαν χάσει ξαφνικά όλο τους το μυστήριο. Ατένιζαν, ανέκφραστα, το ταβάνι.

«Ανταρλίδα!»

Η Ανταρλίδα στράφηκε, και είδε την Αλιζέτ να ορμά καταπάνω στον γαλανόδερμο άντρα ο οποίος είχε πάλι σηκωθεί αν και με το ζόρι. Στο χέρι του ήταν το σπασμένο σπαθί του – μια λεπίδα που τελείωνε σε μια διχάλα σαν κυνόδοντες. Η Σκοτεινή Βασίλισσα κλότσησε το χέρι του εχθρού, πετώντας το όπλο του κάτω.

«Τόσο εύκολα μάς προδίδεις, Αλιζέτ;» είπε εκείνος, με τη φωνή του βραχνή, φανερά καταπονημένος. Το ένα του πόδι – αυτό που η Ανταρλίδα είχε κλοτσήσει στο γόνατο – έτρεμε.

«Δε θυμάμαι να γνωριζόμαστε.» Η Αλιζέτ τον κλότσησε στο στήθος, στέλνοντάς τον κάτω· κι όταν εκείνος έκανε να σηκωθεί, τον χτύπησε στο κεφάλι αναισθητοποιώντας τον.

Ύστερα, στράφηκε στην Ανταρλίδα.

«Είναι νεκρός…» είπε εκείνη. «Νεκρός…» Δάκρυα κυλούσαν στα κατάλευκα μάγουλά της.

Η Αλιζέτ κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν είναι δυνατόν…» Ο Τάμπριελ τής έμοιαζε σχεδόν αθάνατος. Εξάλλου, πώς μπορούσες να σκοτώσεις έναν άνθρωπο που προέβλεπε το μέλλον; Ούτε εγώ δεν κατάφερα να τον σκοτώσω!

«Είναι νεκρός!» ούρλιαξε η Ανταρλίδα, κι αρπάζοντας το σπαθί της τινάχτηκε πάνω, πηγαίνοντας προς τον λιπόθυμο γαλανόδερμο άντρα.

Η Αλιζέτ τής έπιασε τον καρπό προτού εκείνη προλάβει να καρφώσει το όπλο της πάνω στο ακίνητο σώμα. «Μπορεί να μας φανεί χρήσιμος. Ακόμα κι αν ο Τάμπριελ είναι νεκρός.»

«Άφησέ με, Αλιζέτ.» Τα μενεξεδιά μάτια της Ανταρλίδας την ατένιζαν εχθρικά.

«Θηκάρωσε το σπαθί σου και φέρσου σαν Μαύρη Δράκαινα!» φώναξε η Αλιζέτ.

Η Ανταρλίδα την γρονθοκόπησε καταπρόσωπο, τινάζοντάς την όπισθεν. Στράφηκε πάλι στον πεσμένο δολοφόνο του Τάμπριελ, έτοιμη να τον σκοτώσει. Αλλά η Αλιζέτ έπεσε πάνω της, τραβώντας την πίσω, στέλνοντάς την να κοπανήσει σε μια ταπετσαρία κι αρχίζοντας, μετά, να τη χτυπά με χέρια και πόδια. Το σπαθί της Ανταρλίδας έφυγε από τη γροθιά της.

Οι δύο Μαύρες Δράκαινες πάλευαν τώρα, εξαγριωμένες· και η Αλιζέτ δεν είχε ποτέ ξανά δει την Ανταρλίδα να μάχεται έτσι. Δε νόμιζε ότι η Ανταρλίδα μπορούσε να πολεμήσει έτσι. Μοιάζει σχεδόν τόσο καλή όσο εγώ!

Μάλλον, όμως, φταίει το γεγονός ότι προσπαθώ να την ησυχάσω την ηλίθια, όχι να τη σκοτώσω…

170.

«Ανταρλίδα! Αλιζέτ!» φώναξε ο Άτβος, μπαίνοντας στο δωμάτιο και βλέποντάς της να προσπαθούν να αλληλοσκοτωθούν. Τα χέρια τους και τα πόδια τους κινούνταν τόσο γρήγορα που δυσκολευόταν να ακολουθήσει τις κινήσεις τους.

Και ο Τάμπριελ ήταν κάτω. Μοιάζοντας νεκρός.

Δεν μπορεί…

Ο Άτβος πήγε και γονάτισε πλάι του. Άγγιξε τον σφυγμό του. «Μεγάλοι Κολοσσοί…» μουρμούρισε, «είναι νεκρός…»

Πετάχτηκε όρθιος. «Σταματήστε!» κραύγασε. «Δε βλέπετε; Είναι νεκρός!»

Η Αλιζέτ τινάχτηκε όπισθεν, παίρνοντας απόσταση από την Ανταρλίδα. «Περίμενε!» της είπε. «Περίμενε! Δε θες να μάθεις τι συνέβη; Περίμενε! Μη φέρεσαι σαν ανόητη!»

Το βλέμμα στα μάτια της Ανταρλίδας εξακολουθούσε να είναι δολοφονικό, η αναπνοή της γρήγορη αλλά σταθερή. Το σώμα της ήταν τσιτωμένο, έτοιμο να σκοτώσει.

«Τι συνέβη εδώ;» ρώτησε ο Άτβος.

«Αυτός ο άνθρωπος – πράκτορας της Παντοκράτειρας, μάλλον – σκότωσε τον Τάμπριελ,» είπε η Αλιζέτ δείχνοντας τον πεσμένο γαλανόδερμο άντρα. «Αν και δε νομίζω νάναι πραγματικά νεκρός, Πρόμαχε.»

«Νεκρός είναι, Αλιζέτ. Δες και μόνη σου.»

Η Αλιζέτ δίστασε να κινηθεί. «Μην την αφήσεις να σκοτώσει τον Παντοκρατορικό. Μπορεί να μας χρειαστεί.»

Ο Άτβος έστρεψε το βλέμμα του στην Ανταρλίδα. «Δε νομίζω ότι θα μπορούσα να τη σταματήσω, Αλιζέτ.»

Το σώμα της Ανταρλίδας φάνηκε να χαλαρώνει. «Δείτε αν μπορεί να γίνει κάτι για τον Τάμπριελ,» είπε – και η φωνή της ακουγόταν στην Αλιζέτ πιο λογική από πριν. «Δε θα τον σκοτώσω. Όχι τώρα, τουλάχιστον.»

Η Σκοτεινή Βασίλισσα γονάτισε πλάι στον Τάμπριελ, έπιασε τον σφυγμό του. «Έχεις δίκιο,» είπε στον Άτβος. «Μοιάζει νεκρός.»

«Φέρτε έναν Βιοσκόπο, γαμώτο!» φώναξε η Ανταρλίδα. «Δεν υπάρχει ένας γαμημένος Βιοσκόπος σ’αυτό το κάστρο;»

171.

Η Ανδρομάχη προσπάθησε να ξεγλιστρήσει μέσα από τη μάχη, γιατί είχε την αίσθηση ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Οι επαναστάτες τούς είχαν ξαφνιάσει όπως εκείνοι είχαν, λίγο πιο πριν, ξαφνιάσει τον Τάμπριελ και τους δικούς του. Οι πολεμιστές του Θαλράνος ηττούνταν, έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο. Κι όλο καταραμένους επαναστάτες έβλεπε η Ανδρομάχη, γαμώ τις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!

Πού ήταν ο Τζακ; Τι είχε κάνει; Είχε σκοτώσει τον Τάμπριελ;

Η Ανδρομάχη απέκρουσε το ξίφος μιας επαναστάτριας, την κλότσησε ανάμεσα στα πόδια, και τη σπάθισε στο κεφάλι καθώς εκείνη διπλωνόταν. Μπήκε σ’έναν διάδρομο, με σκοπό να φύγει προτού την κυκλώσουν και τη σκοτώσουν ή την αναγκάσουν να παραδοθεί.

Συνάντησε τον Θαλράνος μπροστά της. «Πού πηγαίνεις;»

«Φεύγω,» του είπε, «και καλύτερα να κάνεις κι εσύ το ίδιο. Θα σε τεμαχίσουν ύστερα απ’αυτό. Δε νομίζω να– δεν ξέρω αν ο Τζακ κατόρθωσε να σκοτώσει τον–»

«Άρχοντα Θαλράνος!»

Στράφηκαν, για να δουν τον Ραφέλνες να τους πλησιάζει μαζί μ’έναν επαναστάτη.

«Αφού δε μπορείς να χορτάσεις θανάτους, θα σε ταΐσω και τον δικό σου θάνατο!» γρύλισε ο Ιερός Μαχητής των Οστών, ορμώντας καταπάνω στον σύζυγο της Κισβέτα.

«Όχι!» φώναξε ο Θαλράνος, κάνοντας πίσω και μισοϋψώνοντας το σπαθί του. «Μ’απειλούσαν! Αυτή η γυναίκα κι ο συνεργάτης της!» Έδειξε με τη λεπίδα του την Ανδρομάχη. «Είναι πράκτορες σταλμένοι απ’την Παντοκράτειρα!»

«Σ’απειλούσαμε;» σύριξε η Ανδρομάχη, στρέφοντας, εξοργισμένη, το σπαθί της καταπάνω του και βρίσκονταν τον στον ώμο. Αίμα τινάχτηκε και ο Θαλράνος, ουρλιάζοντας, σωριάστηκε στο πάτωμα.

Ο Ραφέλνες όρμησε στην Ανδρομάχη. Εκείνη απέκρουσε το σπαθί του, στράφηκε κι έτρεξε να φύγει. Κάτι τη χτύπησε στο πόδι και, χάνοντας την ισορροπία της, κουτρουβάλησε πάνω στις κρύες πέτρινες πλάκες του πατώματος.

Γυρίζοντας είδε ότι ένα ξιφίδιο ήταν καρφωμένο στην πίσω μεριά της κνήμης της. Και ο Ιερός Μαχητής των Οστών ερχόταν.

Η Ανδρομάχη άρπαξε τη λαβή του ξιφιδίου και, τρίζοντας τα δόντια, το τράβηξε έξω, αιματοβαμμένο. «Παραδίνομαι!» φώναξε, καθώς ο Ραφέλνες έφτανε κοντά της με το σπαθί του υψωμένο. «Ο Θαλράνος σού είπε ψέματα! Παραδίνομαι! Δε θα κερδίσετε τίποτα με το θάνατό μου.»

Ο επαναστάτης πλησίασε, για να σταθεί πλάι στον Ραφέλνες. «Μπορώ να έχω πίσω το ξιφίδιό μου;» ρώτησε.

172.

Ο Βιοσκόπος που κάλεσαν επιβεβαίωσε πως ήταν νεκρός. Δεν υπήρχε ζωτική ενέργεια μέσα στο σώμα του, είπε. Αλλά η Ανταρλίδα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Παρότι η ίδια τον είχε δει να πεθαίνει μπροστά της, τώρα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Καθόταν στο δωμάτιο που τον είχαν αποθέσει και περίμενε, κρατώντας το ραβδί του οριζόντια επάνω στα γόνατά της.

Ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ, αντίκρυ της, γυμνός από τη μέση κι επάνω, με το μεγάλο τραύμα στο στήθος του ραμμένο, και με το κόκκινο δέρμα του να έχει πάρει μια τόσο αδύναμη χροιά όπως ποτέ δεν το είχε ξαναδεί η Ανταρλίδα.

Τον περίμενε να ξυπνήσει. Περίμενε κάποιο θαύμα να γίνει και ο Τάμπριελ να σηκωθεί επάνω, να της πει πως τα είχε «δει» όλα αυτά και πως δεν υπήρχε πρόβλημα, τίποτα δεν ήταν τυχαίο, τίποτα δεν ήταν σίγουρο.

Αλλά τώρα η Ανταρλίδα το μόνο που άκουγε ήταν η ησυχία του δωματίου γύρω της, καθώς οι σκέψεις της είχαν υποχωρήσει και το μυαλό της έμοιαζε να έχει παραλύσει. Και πέρα απ’το δωμάτιο, μέσα από τους διαδρόμους και τις αίθουσες του κάστρου της Νέλερβικ, έρχονταν αντηχήσεις από φωνές. Κανείς δεν θα κοιμόταν απόψε. Είχαν γίνει τόσα πολλά…

Η πόρτα του δωματίου χτύπησε, διακριτικά.

Η Ανταρλίδα δεν μίλησε.

Η πόρτα ξαναχτύπησε, δυνατότερα.

Η Ανταρλίδα αναστέναξε σιγανά. Το ξέρουν ότι είμαι μέσα. Η πρώτη καθαρή σκέψη που πέρασε απ’το μυαλό της εδώ και πολλή ώρα. Καθάρισε το λαιμό της και ρώτησε: «Ποιος είναι;»

«Ο Αρκαλόν.»

«Και ο Όρνιφιμ.»

Φυσικά. Οι Ιεράρχες θα θέλουν να ξέρουν. «Περάστε,» τους είπε βαριά η Ανταρλίδα.

Η πόρτα άνοιξε και οι δύο άντρες μπήκαν. Οι όψεις τους ήταν ωχρές. Και… φόβος καθρεπτιζόταν στα μάτια τους. Η Ανταρλίδα ήταν βέβαιη γι’αυτό.

Ο Αρκαλόν ζύγωσε κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της, καθώς εκείνη εξακολουθούσε να είναι καθισμένη στην καρέκλα αντίκρυ στον Τάμπριελ. Ο Ιεράρχης δεν μίλησε, και ούτε η Ανταρλίδα μίλησε.

Ο Όρνιφιμ στάθηκε μπροστά στον νεκρό, κοιτάζοντάς τον μ’ένα βλέμμα που μαρτυρούσε ότι κι εκείνος δεν μπορούσε να πιστέψει πως αυτό είχε όντως συμβεί.

Λίγη ώρα πέρασε έτσι, δίχως κανένας να αρθρώνει λέξη, κι ύστερα ο Αρκαλόν είπε: «Η Διάττα και η Ράιλμεχ θρηνούν μαζί μας, Ανταρλίδα.»

Εκείνη ένευσε. Το φανταζόταν.

«Αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι…» συνέχισε ο Αρκαλόν, διστακτικά.

«Γι’αυτό;» Η Ανταρλίδα όρθωσε το ραβδί που κρατούσε, ακουμπώντας το πέρας του στο πάτωμα ανάμεσα στα πόδια της. Η πορφυρή σφαίρα γυάλιζε στην κορυφή του, και μέσα της κάτι φαινόταν να αναδεύεται αν κοιτούσες προσεχτικά. Μια ανήσυχη, ή ίσως βαριεστημένη, ομίχλη. Ένας θεός που περιστρεφόταν μες στη φυλακή του.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Αρκαλόν, «γι’αυτό.»

«Ο Μεγάλος Πατέρας βρίσκεται εκεί, Ανταρλίδα,» είπε ο Όρνιφιμ, παίρνοντας το βλέμμα του από τον Τάμπριελ και στρέφοντάς το επάνω της. «Μέχρι στιγμής… ο Τάμπριελ κι αυτός ήταν ένα. Τώρα….»

«Χάσαμε την επαφή μας μαζί του,» εξήγησε ο Αρκαλόν. «Έχουμε επαφή ο ένας με τον άλλο, αλλά όχι και με τον Μεγάλο Ιεράρχη.»

«Και τι θέλετε να κάνω εγώ;» ρώτησε απότομα η Ανταρλίδα. Τι με κοιτάτε έτσι; Τι νομίζετε πως είμαι; «Δεν είμαι μάγισσα του τάγματος των Δεσμοφυλάκων. Δεν έχω σχέση με φυλακισμένα πνεύματα και θεούς.»

Οι δύο Ιεράρχες έμειναν σιωπηλοί.

Η Ανταρλίδα αναστέναξε. «Καταλαβαίνω ότι είναι σημαντικό για εσάς,» τους είπε, πιο ήρεμα. «Αλλά δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω γι’αυτό. Θα εμπιστευόσασταν έναν άλλο μάγο; Έναν άλλο μάγο παρόμοιο με τον Τάμπριελ;»

«Δεν είμαστε σίγουροι,» είπε ο Αρκαλόν, μετά από λίγο. «Δεν θα είναι ο Μεγάλος Προφήτης. Κι αν μπορεί να προστάζει τον Μεγάλο Πατέρα θα μπορεί να προστάζει κι εμάς, γιατί εκείνος είναι το κέντρο της ύπαρξής μας.»

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Αν κανένας δεν έρθει σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη, τι θα γίνει;»

Οι Ιεράρχες δεν αποκρίθηκαν.

«Εννοώ, θα έχετε κάποιο πρόβλημα; Θα… Δεν θα μπορείτε να πάρετε αποφάσεις;»

«Μέχρι στιγμής,» είπε ο Αρκαλόν, «ξέραμε, δίχως αμφιβολία, πάντα τι έπρεπε να κάνουμε ως σύνολο. Η θέληση του Μεγάλου μάς καθοδηγούσε. Χωρίς αυτόν… ποιος μας καθοδηγεί;»

«Μπορείτε να κάνετε ό,τι πιστεύετε,» είπε η Ανταρλίδα.

«Ο καθένας πάντοτε ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι πίστευε, αλλά ως σύνολο, Ανταρλίδα… είμαστε σύνολο, δεν είμαστε αποκομμένοι όπως εσείς… Αν δεν έχουμε καθοδήγηση…»

Το πρόβλημά σας είναι παράξενο. Από εκείνα τα προβλήματα, δηλαδή, που είναι για τον Τάμπριελ, όχι για εμένα, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. «Δεν ξέρω,» τους είπε. Και πρότεινε το ραβδί προς τον Αρκαλόν.

Εκείνος το κοίταξε σαστισμένος.

«Πάρτο,» του είπε η Ανταρλίδα. «Δεν είναι δικό μου. Δεν ξέρω τι να κάνω μ’αυτό.»

«Ούτε εγώ ξέρω,» αποκρίθηκε ο Αρκαλόν, κι έκανε ένα βήμα πίσω, σαν το ραβδί να ήταν φωτιά. «Επιπλέον… ένας από εμάς να κρατά τον Μεγάλο μαζί του; Όχι, Ανταρλίδα, αυτό δεν γίνεται.»

Και θέλετε εγώ να τον κρατάω για εσάς; σκέφτηκε εκείνη, θυμωμένα. «Γιατί;»

«Επειδή δεν… δεν είναι δυνατόν. Δεν είμαι ο Μεγάλος Πατέρας… Δεν… δεν θα έχει νόημα.»

«Μπορείς να έρθεις σε επαφή μαζί του όταν κρατάς το ραβδί;»

«Όχι.»

«Επομένως, θα είναι σαν να το φυλάς για την περίπτωση που…» Την περίπτωση που επιστρέψει ο Τάμπριελ– Μην είσαι ανόητη, Ανταρλίδα. Πώς θα επιστρέψει ο Τάμπριελ; Κι όμως, τι της είχε πει προτού πεθάνει; «Δε μπορώ… να μείνω εδώ… τώρα…» Δεν ήταν παράξενο αυτό να το πει κάποιος μια τέτοια στιγμή;

«Δε μπορώ να πάρω εγώ το ραβδί, Ανταρλίδα,» επέμεινε ο Αρκαλόν.

«Καλύτερα να το κρύψουμε κάπου,» είπε ο Όρνιφιμ. «Σε ασφαλές μέρος. Για την ώρα.»

«Εντάξει.» Η Ανταρλίδα ακούμπησε πάλι το ραβδί στα γόνατά της, αναστενάζοντας.

«Θα το αποφασίσουμε μετά,» είπε ο Όρνιφιμ. «Προς το παρόν, κράτησέ το εσύ.»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε πάλι η Ανταρλίδα.

«Θέλεις να σε αφήσουμε μόνη, τώρα;» ρώτησε ο Αρκαλόν.

«Ό,τι νομίζετε.»

Μετά από λίγο, οι δύο Ιεράρχες έφυγαν.

173.

«Σου λέω αλήθεια, Βασνίτα: με εκβίαζαν, με απειλούσαν!»

Ο Θαλράνος ήταν καθισμένος σε μια καρέκλα μέσα στην Αίθουσα του Θρόνου, περιτριγυρισμένος από επαναστάτες και πολεμιστές του Νέλερβικ. Οι δικοί του πολεμιστές – όσοι από αυτούς είχαν επιβιώσει – είχαν φυλακιστεί, και βρίσκονταν όλοι στα μπουντρούμια του κάστρου.

«Αρχίζει να γίνεται κουραστική αυτή η ιστορία,» παρατήρησε η Βασνίτα, που στεκόταν αντίκρυ του. Κι έστρεψε το βλέμμα της στη γυναίκα που οι επαναστάτες είχαν αναγνωρίσει ως την Ανδρομάχη Χρυσόπτερη, την μέχρι πρότινος Παντοκρατορική Επόπτρια του Χαύδοραλ. «Έχει βάψει τα μαλλιά της, Υψηλοτάτη,» είχε πει ο Άτβος, «αλλά αυτή είναι. Αν δεν την κοιτάζαμε τόσο καλά, όμως, δεν θα την αναγνωρίζαμε.» Ο Θαλράνος, αντιθέτως, είχε ισχυριστεί πως δεν γνώριζε ποια ήταν αυτή η γυναίκα. Δεν γνώριζε ότι επρόκειτο για την Επόπτρια. Ήξερε μόνο ότι ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας, όπως κι ο άντρας μαζί της – και επέμενε πως κι οι δυο τους τον απειλούσαν ότι θα τον σκότωναν αν δεν τους εξυπηρετούσε.

«Τον απειλούσατε;» ρώτησε η Βασνίτα την Ανδρομάχη, γι’ακόμα μια φορά.

Εκείνη ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα, χωρίς την πανοπλία της φρουρού τώρα. Τα χέρια της ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη της. Το πρόσωπό της ήταν ματωμένο και μελανιασμένο, καθώς πολλοί την είχαν χτυπήσει όταν μαθεύτηκε ποια ήταν. Όλοι ήξεραν ότι εκείνη ευθυνόταν για τον βομβαρδισμό της Χαύδοραλ, και για τον θάνατο τόσων Νελερβίκιων πολεμιστών. Ο Ραφέλνες είχε επιχειρήσει να τη σκοτώσει· με το ζόρι τον είχαν συγκρατήσει: και τώρα τον κρατούσαν πίσω απ’τους υπόλοιπους για να μην της χιμήσει πάλι. Εξαιτίας της Ανδρομάχης είχε σκοτωθεί η σύζυγός του, η Αλιζέτ Βάθμακ. Η Βασνίτα τον καταλάβαινε. Αυτή η γυναίκα, η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη, ήταν τέρας. Της άξιζε να πεθάνει, αλλά ο Πρόμαχος Άτβος και η Αλιζέτ Τάνρεχ επέμεναν ότι καλύτερα να την κρατούσαν ζωντανή για την ώρα, για να πάρουν πληροφορίες.

Η Ανδρομάχη είπε: «Σας απάντησα. Δεν τον απειλούσαμε. Τον συναντήσαμε εκεί που γίνεται το Αγώνισμα του Αίματος στην πόλη σας. Μιλήσαμε μαζί του. Συμφώνησε να μας βοηθήσει.»

«Οικειοθελώς;»

«Ναι.»

«Λέει ψέματα!» ούρλιαξε ο Θαλράνος καθώς πεταγόταν όρθιος. «Για να με καταδικάσει μαζί της!» Ένας πολεμιστής της Πριγκίπισσας τον άρπαξε από τους ώμους και τον κάθισε πάλι κάτω.

«Αρκετά άκουσα,» είπε η Βασνίτα. «Δε νομίζω ότι δύο άνθρωποι μπορούσαν να σε απειλήσουν και πολύ εύκολα, Θαλράνος.»

«Είναι πράκτορες της Παντοκράτειρας, Βασνίτα! Ο άλλος είναι μάγος! Πού ήξερα τι μπορεί να έκανε;»

«Τι μάγος;» ρώτησε ο Άτβος. «Πεφωτισμένος;»

«Του τάγματος των Τεχνομαθών. Έτσι μου είπε, όταν σκεφτόμασταν πώς να…»

«Πώς να – τι;» τον πίεσε ο Άτβος.

«Πώς να στήσουμε ενέδρα στον Τάμπριελ. Δηλαδή, αυτοί το σκέφτονταν, όχι εγώ. Με εκμεταλλεύτηκαν όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε!»

«Νομίζεις,» του είπε η Ιλρίνα’νορ, μορφάζοντας, «ότι πιστεύουμε αυτά τα ψέματα;»

«Θα μπορούσα να σας μιλήσω;» ακούστηκε μια αδύναμη, διστακτική φωνή· κι όλοι στράφηκαν για να δουν μια υπηρέτρια να πλησιάζει περνώντας ανάμεσα από τους επαναστάτες. Ήταν γαλανόδερμη, πρασινομάλλα, και το πρόσωπό της κλαμένο, τα μάτια της κοκκινισμένα.

«Ρισάββα,» είπε η Βασνίτα. «Τι έχεις να μας πεις;»

«Δε μπορεί να λέει αλήθεια, Υψηλοτάτη. Τον είχα δει μαζί μ’αυτήν» – η Ρισάββα κοίταξε την Ανδρομάχη – «και τον άλλο. Τους είχε μες στα δωμάτιά του, όταν με κάλεσε να του φέρω κρασί. Κατάλαβα ότι κάτι περίεργο συνέβαινε μαζί τους, αλλά δε μου φάνηκε ότι τον απειλούσαν.»

«Τι ξέρει η υπηρέτρια, Βασνίτα;» φώναξε ο Θαλράνος.

«Ούτε εγώ νομίζω πως σε απειλούσαν,» του είπε η Βασνίτα, κι έγνεψε στους φρουρούς της να τον πάρουν από την αίθουσα, αηδιασμένη από την παρουσία του.

«Κάνεις μεγάλος λάθος!» γρύλισε ο Θαλράνος καθώς τον άρπαζαν και τον τραβούσαν από την καρέκλα του. «Νομίζεις ότι κανένας δεν υποστηρίζει την οικογένειά μου στο Νέλερβικ; Νομίζεις ότι κανένας δεν υποστηρίζει πια την Κισβέτα; Νομίζεις ότι θα συνεχίσεις να κάθεσαι στον θρόνο όταν οι φίλοι σου οι επαναστάτες έχουν φύγει από εδώ;» ούρλιαξε, και μετά οι φρουροί τον έβγαλαν από την αίθουσα.

Σιγή βασίλεψε για μερικές στιγμές στο μεγάλο δωμάτιο. Έπειτα, ο Ραφέλνες ρώτησε: «Μπορούμε τώρα να σκοτώσουμε αυτή τη φόνισσα;» έχοντας το βλέμμα του καρφωμένα στην Ανδρομάχη.

Τα γαλανά μάτια του την έκαναν να τρέμει, καθώς την κοίταζαν μέσα από το κοκάλινο κράνος του. Η Ανδρομάχη καταλάβαινε πως, αν τον άφηναν, θα την τεμάχιζε κυριολεκτικά. Δεν ήξερε γιατί τη μισούσε τόσο, αλλά υπέθετε ότι πρέπει κι αυτός να είχε χάσει κάποιον στη μάχη της Χαύδοραλ. Ήταν πόλεμος, ανόητε! Άνθρωποι σκοτώνονται στον πόλεμο. Τι περίμενες να κάνω; να παραδοθώ χωρίς να σας χτυπήσω; Η Ανδρομάχη, όμως, ήταν βέβαιη πως τώρα οι πιθανότητες να φύγει απ’αυτό το κάστρο ζωντανή ήταν πολύ, πολύ λίγες… και δεν μπορούσε να φανταστεί τι κόλπο να χρησιμοποιήσει για να τους ξεγελάσει ή να τους λυγίσει. Όλοι εδώ πέρα τη μισούσαν.

«Μη βιάζεσαι,» είπε η Αλιζέτ στον Ραφέλνες. Και ζύγωσε την Ανδρομάχη, ατενίζοντας την παρατηρητικά. «Ποιος είναι ο άλλος πράκτορας;» τη ρώτησε.

«Αν σας πω… αν σας πω τα πάντα… ό,τι ξέρω… πρέπει να μ’αφήσετε ελεύθερη,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη γλείφοντας τα ματωμένα, κομμένα χείλη της. «Συμφωνείτε;»

«Δεν είσαι σε θέση για διαπραγματεύσεις,» της είπε η Αλιζέτ, παγερά. «Σκέψου μόνο ότι υπάρχουν χειρότερα πράγματα που μπορούμε να σου κάνουμε απ’το να σε σκοτώσουμε. Νομίζεις ότι κανένας από τους παρευρισκόμενους εδώ θα διαφωνούσε;»

Η Ανδρομάχη ξεροκατάπιε. Δεν μίλησε.

«Ποιος είναι ο άλλος πράκτορας;» ρώτησε ξανά η Αλιζέτ.

«…Τζακ τον λένε. Τζακ’μορ Πολύχρωμο. Είναι ειδικός πράκτορας της Παντοκράτειρας. Έχει το βαθμό του Ανώτερου Ελεγκτή.»

«Ωραία. Μου είπες αλήθεια ώς τώρα.» Η Αλιζέτ έβγαλε από τα ρούχα της την ταυτότητα του Τζακ, την οποία είχε βρει στο δωμάτιο που ο Θαλράνος φιλοξενούσε εκείνον και την Ανδρομάχη. Το είχε ερευνήσει, φυσικά, μαζί με τους επαναστάτες.

Η Ανδρομάχη ξαφνιάστηκε. «Γιατί με ρώτησες τότε;»

«Για να δούμε πόσο… πρόθυμη είσαι,» αποκρίθηκε η Αλιζέτ. «Πες μου τώρα και κάτι άλλο: Τι είναι αυτή η ενέργεια που τον τυλίγει ορισμένες φορές;»

Η Ανδρομάχη συνοφρυώθηκε. «Ενέργεια;»

«Η Ανταρλίδα μού είπε πως, μπαίνοντας στο δωμάτιο όπου ο Τζακ είχε μόλις σκοτώσει τον Τάμπριελ, τον είδε τυλιγμένο σε κάποιου είδους ενέργεια η οποία έμοιαζε να προέρχεται από το στήθος του. Μετά, όμως, αυτή η ενέργεια αποτραβήχτηκε. Εξαφανίστηκε τελείως.»

Η Ανδρομάχη κόμπιασε. «Δε… δεν ξέρω…»

«Πες μας!» φώναξε ο Άτβος, απειλητικά.

Η Αλιζέτ άρπαξε την Ανδρομάχη απ’τα μαλλιά. Εκείνη τσύριξε. «Δεν ξέρω! Δεν το έχω δει αυτό που λέτε!»

Η Αλιζέτ τη γρονθοκόπησε αφήνοντας τα μαλλιά της. «Ξανασκέψου.»

Η Ανδρομάχη έφτυσε αίμα, με δυσκολία. Σταγόνες κύλησαν πάνω στο σαγόνι της. «Δε… άκου… Αλιζέτ… Δεν το έχω δει αυτό… Μερικές φορές παραμιλάει στον ύπνο του… Μου έχει πει μια ιστορία… από το παρελθόν του… Θα σας την πω. Αλλά λύστε μου τα χέρια, φέρτε μου κάτι να πιω.»

«Μην της δώσετε τίποτα,» είπε ο Ραφέλνες.

Η Βασνίτα, όμως, πρόσταξε τους φρουρούς της: «Λύστε τα χέρια της.» Και στη Ρισάββα είπε: «Φέρε της μια κούπα κρασί.»

«Βασνίτα!» γρύλισε ο Ραφέλνες.

«Εμείς δεν είμαστε τέρατα,» του είπε η Πριγκίπισσα του Νέλερβικ, ατενίζοντάς τον σταθερά.

Οι φρουροί έλυσαν τους καρπούς της Ανδρομάχης, και η Ρισάββα τής έδωσε μια κούπα με κρασί. Εκείνη την κράτησε με τα δύο χέρια και ήπιε βαθιά, νιώθοντας το ποτό να τη συνεφέρνει λιγάκι.

«Πες μας, τώρα,» πρόσταξε η Αλιζέτ.

Η Ανδρομάχη ήπιε ακόμα μια γουλιά κρασί, και τους μίλησε για το παρελθόν του Τζακ. Για εκείνη την παράξενη διάσταση όπου είχε βρεθεί, η οποία τη μια έμοιαζε ζωντανή, την άλλη… κανονική, και η οποία τον είχε σκοτώσει, αυτόν κι όλους όσους είχαν πάει μαζί του. Αλλά μετά ο Τζακ είχε, κάπως, αναστηθεί και είχε επιστρέψει στη Ρελκάμνια.

«Ο συνεργάτης σου είναι τρελός,» της είπε ο Άτβος.

«Μπορεί,» αποκρίθηκε η Ανδρομάχη, κουρασμένα.

«Η Ανταρλίδα, όμως, είδε εκείνη την ενέργεια να τον τυλίγει,» τους θύμισε η Αλιζέτ.

«Εγώ δεν έχω δει ποτέ τέτοιο πράγμα να συμβαίνει,» είπε η Ανδρομάχη.

Ο Άτβος ρώτησε: «Ο Τζακ είχε εξαρχής σκοπό να σκοτώσει τον Τάμπριελ;»

«Ναι. Είχε εντοπίσει τα ίχνη του από το Έλρηνεχ. Τον ακολουθούσε.»

Η Αλιζέτ συνοφρυώθηκε. Εντόπισαν τα ίχνη μας στο Έλρηνεχ; σκέφτηκε. Πότε; Πώς; Δεν μπορεί ο αδελφός της, ο Θέλμος, να τους είχε προδώσει. Η Αλιζέτ το θεωρούσε απίθανο. Επιπλέον, πίστευε ότι ήμασταν όλοι Παντοκρατορικοί. Και ποιος θα αμφέβαλλε ποτέ ότι η Σκοτεινή Βασίλισσα υπηρετεί την Παντοκράτειρα όσο καλύτερα μπορεί; Κανένας – μέχρι τώρα, που πλέον είχε πολεμήσει ανοιχτά με την Επανάσταση.

Η Αλιζέτ είπε: «Νομίζω ότι καλύτερα να μιλήσουμε στον ίδιο τον Τζακ.»

«Έτσι όπως τον ξυλοφορτώσατε,» αποκρίθηκε ο Άτβος, «δε νομίζω ότι θα είναι απόψε σε κατάσταση να μιλήσει.»

«Δεν πειράζει,» είπε η Αλιζέτ ουδέτερα. «Αύριο.» Και κοίταξε τη Βασνίτα.

Το βλέμμα της Σκοτεινής Βασίλισσας έλεγε: Τελειώσαμε.

Η Πριγκίπισσα του Νέλερβικ πρόσταξε τους φρουρούς της: «Πηγαίνετε την Ανδρομάχη στα μπουντρούμια. Και κανένας να μην την αγγίξει χωρίς να με ρωτήσει. Καταλαβαίνετε;»

«Μάλιστα, Υψηλοτάτη.»

Οι πολεμιστές του κάστρου πήραν την Ανδρομάχη από την αίθουσα.

«Γιατί την υπερασπίζεσαι;» ρώτησε ο Ραφέλνες τη Βασνίτα. «Της αξίζει να πεθάνει! Και θα τη σκοτώσω, αργά ή γρήγορα, ό,τι κι αν κάνεις, Βασνίτα.» Έστρεψε την πλάτη του και έφυγε κι αυτός.

Ένας πολεμιστής του Νέλερβικ είπε: «Υψηλοτάτη, αυτό που λέει ο Ιερός Μαχητής είναι δίκαιο.»

«Το ξέρω,» αποκρίθηκε η Βασνίτα. «Αλλά αρκετούς θανάτους είδαμε απόψε.»

174.

Η πόρτα χτύπησε ξανά. Μετά από πόση ώρα, η Ανταρλίδα δεν ήξερε.

«Περάστε,» είπε, αδιαφορώντας για το ποιος μπορεί να ήταν.

Η Βασνίτα άνοιξε και μπήκε. «Με συγχωρείς αν ενοχλώ…»

«Όχι, Υψηλοτάτη· ελάτε.»

Η Βασνίτα βάδισε, για να σταθεί μπροστά στον καναπέ όπου ήταν ξαπλωμένο το νεκρό σώμα του Τάμπριελ. «Δεν ξέρω τι να πω, Ανταρλίδα. Αισθάνομαι ότι εγώ φταίω γι’αυτό. Θα έπρεπε να φυλάω το κάστρο καλύτερα.»

Η Ανταρλίδα δεν ήταν τόσο καλή στα λόγια όσο η Βασνίτα, και πραγματικά δεν ήξερε τι να πει, τι να της απαντήσει.

Η Βασνίτα γύρισε να την κοιτάξει. «Με συγχωρείς που ήρθα. Δεν έπρεπε.» Και προτού η Ανταρλίδα προλάβει να της πει ότι δεν υπήρχε πρόβλημα, η Πριγκίπισσα γύρισε και έφυγε από το δωμάτιο.

Για να μπει, αμέσως μετά, η Αλιζέτ. Χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. «Ανταρλίδα.»

«Τι θέλεις;»

«Θα ήθελες ν’ακούσεις κάτι; Κάτι περίεργο… κάτι… Ίσως να σ’ενδιαφέρει.»

«Πολύ λίγα πράγματα τώρα μ’ενδιαφέρουν, Αλιζέτ.» Η Ανταρλίδα κοίταζε τον Τάμπριελ καθώς της μιλούσε. «Ίσως να μην ξέρεις πώς είναι αυτό, αλλά εγώ τον αγαπούσα…»

Αν η Σκοτεινή Βασίλισσα προσβλήθηκε, δεν ακούστηκε στη φωνή της. «Μόλις μάθαμε ότι κάποιος πέθανε και αναστήθηκε.»

Η Ανταρλίδα στράφηκε να την ατενίσει. Αν προσπαθείς να παίξεις μαζί μου, θα σε σκοτώσω, Αλιζέτ.

«Ο πράκτορας που σκότωσε τον Τάμπριελ ονομάζεται Τζακ’μορ Πολύχρωμος. Και κάποτε πέθανε και αναστήθηκε.»

«Έτσι σας είπε;»

«Δε μας το είπε αυτός. Δεν είναι σε κατάσταση να μιλήσει. Η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη μάς το είπε.»

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη;…»

«Ναι, είναι εδώ. Ήταν μεταμφιεσμένη σαν φρουρός του Θαλράνος. Θέλεις να μ’ακούσεις, Ανταρλίδα;»

Η Ανταρλίδα ένευσε. «Πες μου.»

175.

Λίγο μετά το ξημέρωμα, η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ κατέβηκαν στα μπουντρούμια του κάστρου της Νέλερβικ. Πήραν τα κλειδιά από τους φύλακες και πήγαν στο κελί του Τζακ. Ξεκλείδωσαν και μπήκαν.

Τον είδαν να είναι ξαπλωμένος ανάσκελα επάνω στο αχυρόστρωμα και να μιλά σε κάποια γλώσσα που καμια από τις δυο τους δεν αναγνώριζε. Εκείνη η ενεργειακή αύρα τον είχε τυλίξει ξανά, εκπηγάζοντας από το κέντρο του στήθους του. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά, αλλά μέσα τους δεν φαίνονταν κόρες. Κοιμόταν. Δεν είχε επαφή με το περιβάλλον.

«Θεοί…» μουρμούρισε η Αλιζέτ, «είχες δίκιο.»

«Τι νόμιζες, ότι έβλεπα παραισθήσεις;» είπε η Ανταρλίδα.

Στην κατάσταση που βρισκόσουν δεν θα το απέκλεια, σκέφτηκε η Αλιζέτ. «Μπορούμε να τον αγγίξουμε έτσι όπως είναι;»

«Πού να ξέρω;» Η Ανταρλίδα έκανε ένα βήμα μπροστά. Τράβηξε το σπαθί της και το τέντωσε προς τον Τζακ, με επιφύλαξη.

Η Αλιζέτ τής έπιασε τον ώμο, την τράβηξε πίσω, σταθερά. «Καλύτερα όχι. Ας φέρουμε κάποια που μπορεί να ξέρει κάτι παραπάνω από εμάς.»

Μετά από λίγη ώρα, είχαν ξυπνήσει την Ιλρίνα’νορ και την είχαν κατεβάσει στα μπουντρούμια μαζί τους. Ο Άτβος είχε έρθει επίσης, γιατί, καθότι σύζυγός της, τον είχαν βρει στο ίδιο δωμάτιο με τη μάγισσα, και δεν ήθελε να την αφήσει να πάει εκεί μόνη της.

Τώρα, στέκονταν κι οι τέσσερις και κοιτούσαν τον Τζακ, παραξενεμένοι. Ο πράκτορας εξακολουθούσε να παραμιλά και να είναι τυλιγμένος από ενέργεια.

«Καταλαβαίνει κανένας σε ποια γλώσσα μιλάει;» ρώτησε η Αλιζέτ.

Όλοι έδωσαν αρνητική απάντηση.

«Τι είναι αυτή η ενέργεια, Ιλρίνα;» είπε η Ανταρλίδα.

Η μάγισσα άρθρωσε τα λόγια για κάποιο ξόρκι, εστιάζοντας το βλέμμα της επάνω στον Τζακ. Μετά είπε: «Δεν έχει καμία σχέση με το Φως – την ενέργεια της Βίηλ. Είναι μια μορφή ενέργειας που δεν έχω ξανασυναντήσει. Προέρχεται, όμως, από μέσα του. Είναι κρυμμένη μέσα του, και… νομίζω πως αναδεύεται σαν κάτι ζωντανό.»

Η Ανταρλίδα θυμήθηκε μερικά από τα τελευταία λόγια του Τάμπριελ: Κάτι μέσα… σ’αυτό τον άνθρωπο… Κάτι έχει μέσα του!… Μιλούσε για τον Τζακ! Ήξερε γι’αυτή την ενέργεια, ό,τι κι αν ήταν. Το είχε «δει», άραγε; Αν το είχε «δει», γιατί δεν μου είχε πει τίποτα; Γιατί κάθισε και σκοτώθηκε, ο ανόητος;

«Τι;» ρώτησε την Ιλρίνα. «Τι είναι;»

«Δεν ξέρω ακριβώς. Δεν το έχω ξανασυναντήσει, όπως είπα. Κάποια ενεργειακή οντότητα, ίσως.»

«Αυτή η οντότητα είναι που τον ανέστησε;» ρώτησε η Αλιζέτ.

«Μπορεί…» είπε η Ιλρίνα. «Μια υπόθεση, μονάχα.»

«Θα μπορούσαμε,» είπε η Ανταρλίδα, «να πάρουμε την οντότητα από αυτόν και να τη μεταφέρουμε κάπως στο σώμα του, Τάμπριελ, για να τον ζωντανέψουμε;»

«Αν γίνεται,» αποκρίθηκε η Ιλρίνα, «δεν ξέρω πώς, Ανταρλίδα.»

«Αν αγγίξουμε τον Τζακ, η ενέργεια θα μας χτυπήσει;»

Η Ιλρίνα έκανε πάλι κάποιο ξόρκι, και τελικά είπε: «Δε νομίζω ότι είναι βλαβερή. Αν ήταν, μάλλον δεν θα μπορούσε να τη διατηρεί μέσα στο σώμα του. Ωστόσο… καλύτερα να προσέχουμε.»

Η Ανταρλίδα τράβηξε το σπαθί της. «Θα τον σκουντήσω μόνο,» είπε.

Η Ιλρίνα κατένευσε, αν και λιγάκι διστακτικά.

Η Ανταρλίδα τέντωσε τη λεπίδα της και σκούντησε τον Τζακ στον ώμο. Δεν αισθάνθηκε τίποτα να περνά μέσα από το όπλο της για να τη χτυπήσει. Ούτε είδε, γενικά, κάτι να συμβαίνει. Ο πράκτορας συνέχισε να κοιμάται και να παραμιλά.

Η Ανταρλίδα τον σκούντησε δυνατότερα. «Ξύπνα!» φώναξε.

Εκείνος δεν ξύπνησε.

«Ξύπνα!» φώναξε ξανά η Ανταρλίδα.

Ο Τζακ κοιμόταν, δεν άκουγε.

Η Ανταρλίδα πλησίασε και τον κλότσησε στα πλευρά. Πάλι, όμως, εκείνος δεν ξύπνησε. Και η ενέργεια εξακολουθούσε να τον τυλίγει, αναδευόμενη σαν νερό, σαν ομίχλη.

«Βρίσκεται σε κώμα,» είπε ο Άτβος. Και κοίταξε την Ιλρίνα ερωτηματικά.

«Ο Βιοσκόπος ίσως θα μπορούσε να μας το πει αυτό με βεβαιότητα,» αποκρίθηκε εκείνη.

«Γνωρίζεις κι εσύ κάποια βιοσκοπικά ξόρκια, δεν γνωρίζεις;»

«Ναι, αλλά ένας Βιοσκόπος είναι καλύτερος.»

Τον κάλεσαν στα μπουντρούμια, και ο μάγος ήρθε. Ο ίδιος που είχε κοιτάξει και τον Τάμπριελ. Ένας γηραιός άντρας με λευκό δέρμα, γκρίζα μαλλιά, και ξυρισμένο πρόσωπο. Στάθηκε πάνω από τον Τζακ και υποτονθόρυσε λόγια στη γλώσσα της μαγείας ενώ κρατούσε τα χέρια του υψωμένα. Τα μάτια του Βιοσκόπου ήταν κλειστά για κάποια ώρα, κι όταν τα άνοιξε είπε:

«Τα πάντα δείχνουν ότι κοιμάται ενώ το μυαλό του βρίσκεται σε εντατική λειτουργία.»

«Είναι σε κώμα ή όχι;» ρώτησε ο Άτβος.

«Δεν είναι ακριβώς ‘κώμα’ αυτό, Πρόμαχε. Αλλά, ναι, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι σε κάτι σαν κώμα.»

«Τι πρέπει να κάνουμε για να τον ξυπνήσουμε;» θέλησε να μάθει η Ανταρλίδα.

«Δεν ξέρω αν αυτό είναι εφικτό τώρα…»

«Ακόμα κι αν τον χτυπήσουμε δυνατά;»

Ο Βιοσκόπος ένευσε. «Ακόμα και τότε.»

«Τον κλότσησα πριν, αλλά δεν συνήλθε.»

«Το ανακάλυψες και μόνη σου, λοιπόν.»

Αυτός ο άνθρωπος ίσως να μπορεί να μας δώσει τη λύση για να αναστήσουμε τον Τάμπριελ – και κοιμάται, ο καταραμένος! σκέφτηκε οργισμένα η Ανταρλίδα, σφίγγοντας τη γροθιά της. «Πρέπει να κάνουμε κάτι!» είπε. «Κάτι, για να τον ξυπνήσουμε!»

Ο Βιοσκόπος την κοίταξε αμήχανα.

«Αν δεν κάνουμε κάτι,» είπε η Ανταρλίδα κοιτάζοντας τους άλλους, «το σώμα του Τάμπριελ… Ένα νεκρό σώμα πόσο θ’αντέξει;… Θα πρέπει να τον κηδέψουμε σύντομα.»

«Ανταρλίδα,» είπε η Ιλρίνα’νορ, «δεν είναι βέβαιο ότι ο Τζακ μπορεί να αναστήσει τον Τάμπριελ. Δεν ξέρω πώς μπήκε αυτή η ιδέα στο μυαλό σου και στο μυαλό της Αλιζέτ–»

«Η Ανδρομάχη είπε–»

«Το άκουσα. Την άκουσα τι είπε. Ήμουν εκεί. Ούτε κι η ίδια δεν ξέρει αν ο Τζακ όντως αναστήθηκε ή αν απλά τρελάθηκε σ’εκείνη τη διάσταση.»

«Κάτι, όμως, υπάρχει μέσα του,» επέμεινε η Ανταρλίδα.

«Αυτό δεν πάει να πει τίποτα,» αποκρίθηκε η Ιλρίνα’νορ.

176.

Όταν ξημέρωσε, ο Πολ και ο Άλτρες πήραν πάλι τα δίκυκλά τους και πήγαν να κατασκοπεύσουν, να δουν τι γινόταν με το Παντοκρατορικό στράτευμα που είχαν καταστρέψει τα ενεργειακά του κανόνια. Όπως περίμεναν, το είδαν να διαλύει τον καταυλισμό του για να αναχωρήσει.

«Επιστρέφουμε στους άλλους;» ρώτησε ο Άλτρες.

«Όχι ακόμα. Στάσου να μάθουμε προς τα πού σκοπεύουν να κατευθυνθούν.»

Ήταν κρυμμένοι μέσα σε αειθαλή βλάστηση, έχοντας κατεβεί από τα δίκυκλά τους κι έχοντας ρίξει κουβέρτες πάνω στα οχήματα ώστε τα μέταλλά τους να μη γυαλίζουν στον πρωινό ήλιο και να μην είναι εύκολο να εντοπιστούν από τα δύο ελικόπτερα που περιφέρονταν στον ουρανό γύρω από το στρατοπεδευμένο φουσάτο, κατοπτεύοντας.

Όταν ο στρατός ετοιμάστηκε, άρχισε να προελαύνει νότια, με μεγάλη προσοχή. Φοβούνται ότι μπορεί να τους έχουμε στήσει ενέδρα, σκέφτηκε ο Πολ. Ωραία. Ο φόβος τους είναι καλό για εμάς.

Εκείνος και ο Άλτρες έφυγαν από τη θέση τους και πήγαν εκεί όπου ήταν καταυλισμένοι οι υπόλοιποι επαναστάτες. Τους είπαν τι έγινε, και ο Δαίδαλος κούνησε το κεφάλι σαν να περίμενε ότι οι Παντοκρατορικοί θα κινούνταν ακριβώς έτσι.

«Συνεχίζουμε να χτυπάμε οχυρά, λοιπόν;» ρώτησε η Νιρμενέτ, δένοντας τη χορδή του τόξου της.

«Ένα ακόμα,» είπε ο Πολ ξεδιπλώνοντάς τον χάρτη του. «Και μετά πάμε να συναντήσουμε τους συντρόφους μας.»

Ο Άλτρες ένευσε. «Είναι, ουσιαστικά, αφύλαχτοι χωρίς εμάς. Όλα τα σημαντικά όπλα μαζί μας τα έχουμε.»

Δεν άργησαν να ετοιμαστούν· και σύντομα είχαν διαλύσει τον καταυλισμό τους και φύγει από την κρυψώνα τους ανάμεσα στους λόφους. Το ελικόπτερό τους και η Ιπτάμενη πετούσαν από πάνω τους. Τους αιχμαλώτους – τον Ράλκος’νορ και τους άλλους μάγους – τους είχαν μοιράσει στα οχήματα, δεμένους. Ο Πολ και ο Άλτρες πήγαιναν δεξιά κι αριστερά, και λίγο πιο μπροστά, από τους υπόλοιπους, επάνω στα δίκυκλά τους. Το καινούργιο δίκυκλο – εκείνο που είχαν πάρει από το τελευταίο Παντοκρατορικό οχυρό που είχαν καταστρέψει – το καβαλούσε η Νιρμενέτ, αλλά πηγαίνοντας κοντά στα υπόλοιπα οχήματα: αυτό του Δαίδαλου, αυτό που είχαν αρπάξει από τον Ράλκος’νορ, και το πολεμικό τρίκυκλο με τη μεγάλη βαλλίστρα.

Όταν έφτασαν κοντά στο οχυρό που σκόπευαν να πορθήσουν, ο Πολ κοιτάζοντας με τα κιάλια του νόμιζε ότι μπορούσε να το δει εγκαταλειμμένο. Πλησίασε τους άλλους και τους το είπε. Ο Άλτρες, που είχε επίσης έρθει κοντά, είχε φτάσει στο ίδιο συμπέρασμα· «μπορεί, όμως, νάναι παγίδα,» τόνισε.

«Ναι,» συμφώνησε ο Πολ. «Θα πλησιάσουμε με επιφύλαξη.»

«Δηλαδή;» ρώτησε ο Καρτάφες’νορ.

«Δηλαδή – όπως συνήθως,» είπε ο Πολ. «Χτυπώντας με τον κανονιέρη από δω.» Έδειξε τον Οπλοφόρο με τον αντίχειρά του.

Το αυτοκίνητο δεν μίλησε· αλλά, κατόπιν διαταγής του Δαίδαλου, άρχισε μετά από λίγο να πλησιάζει το Παντοκρατορικό οχυρό, και μόλις έφτασε σε απόσταση βολής εξαπέλυσε ενεργειακές ριπές από το κανόνι στο χέρι του.

«Αρκετά!» του φώναξε ο Πολ ύστερα από την τρίτη βολή. «Αρκετά! Περίμενε να δούμε αν κανένας θα βγει.»

Ο καπνός καθάρισε, και οι επαναστάτες – είτε κοιτάζοντας με κιάλια είτε με γυμνά μάτια – είδαν ότι το οχυρό, μάλλον, εξακολουθούσε να είναι εγκαταλειμμένο. Κανένας δεν είχε βγει προσπαθώντας να υποχωρήσει.

«Πάμε,» είπε ο Πολ. «Το πλησιάζουμε.» Και το πλησίασαν, για να διαπιστώσουν πως είχαν δίκιο. Οι Παντοκρατορικοί είχαν, προ πολλού, φύγει από εδώ, παίρνοντας μαζί τους ό,τι χρήσιμο υπήρχε – τρόφιμα, εξοπλισμούς, ζώα, οχήματα. Δεν τους είχαν αφήσει τίποτα.

«Δεν κάθονται να πολεμήσουν εκείνο που καταλαβαίνουν πως δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν,» παρατήρησε ο Άλτρες, καθώς οι επαναστάτες στέκονταν έξω από την κεντρική πύλη του οχυρού, έχοντας βγει από το εσωτερικό του ύστερα από την έρευνά τους.

«Κάτι μού λέει ότι όλο τέτοια εγκαταλειμμένα οχυρά θ’αρχίσουμε να συναντάμε από δω και πέρα,» είπε ο Πολ έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του και την κουκούλα της κάπας του στο κεφάλι. «Το περίμενα, βέβαια. Κι αυτό σημαίνει πως πρέπει ν’αρχίσουμε να χοντραίνουμε το παιχνίδι.»

«Πάμε για τα χωριά και τις πόλεις;»

Ο Πολ κατένευσε. «Αλλά πρώτα θα συναντήσουμε τους άλλους.»

«Σωστά,» συμφώνησε ο Άλτρες.

Ο Πολ κοίταξε τον Δαίδαλο ερωτηματικά. «Τι λες, μάγε;»

«Δε διαφωνώ, Πολ,» αποκρίθηκε λακωνικά εκείνος.

«Γιατί,» ρώτησε ξαφνικά ο Καρτάφες’νορ, «να μην ορμήσουμε στον στρατό τους;»

«Σ’αυτόν που διαλύσαμε τα ενεργειακά κανόνια;» είπε ο Άλτρες.

«Ναι.»

«Είναι δύο χιλιάδες άνθρωποι, επιστήμονα,» τόνισε ο Πολ, «μαζί με δύο ελικόπτερα και μεγάλα όπλα.»

«Και νομίζεις ότι τα αυτοκίνητά μας δεν μπορούν να τα αναλάβουν αυτά;»

«Ίσως και να μπορούν, αλλά δεν θα έπεφτα τόσο πρόθυμα στη μάχη όταν ο εχθρός υπεραριθμεί τόσο πολύ.»

«Ο Πολ μιλάει σωστά, μάγε,» είπε ο Άλτρες στον Καρτάφες. «Δεν είναι ώρα ακόμα για να επιτεθούμε σ’ένα τέτοιο πλήθος Παντοκρατορικών.»

«Λοιπόν,» είπε ο Πολ, αποφασιστικά, «αρχίζουμε να πηγαίνουμε προς τους άλλους. Αλλά με προσοχή. Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας θ’αρχίσουν να μας στήνουν παγίδες σε τούτες τις περιοχές – αν δεν μας έχουν στήσει ήδη.» Και, πλησιάζοντας το σταματημένο δίκυκλό του, πήρε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από εκεί και κάλεσε τη Μαρινέτ για να μάθει τι πληροφορίες είχε, ίσως, να του δώσει.

177.

Κατά το μεσημέρι, συνάντησαν τους υπόλοιπους επαναστάτες από την Καμένη Γη κοντά σ’ένα ρέμα όπου εκείνοι είχαν σταματήσει για να ποτίσουν τα ζώα τους. Καταυλίστηκαν μαζί τους για να ξεκουραστούν και αντάλλαξαν πληροφορίες. Αν και μάλλον περισσότερο έδωσαν πληροφορίες ο Πολ και οι σύντροφοί του· οι άλλοι επαναστάτες δεν είχαν να τους πουν και πολλά: από χτες, που είχαν βγει από την Καμένη Γη, απλά ταξίδευαν μην έχοντας συναντήσει καμία αντίσταση. Στο δρόμο τους είχαν βρει, και λεηλατήσει, το πρώτο οχυρό που ο Πολ και οι δικοί του είχαν πορθήσει.

«Επίτηδες σάς αφήσαμε τα λάφυρα, για νάχετε κάτι να κάνετε,» τους πείραξε ο Πολ· κι εκείνοι τον έβρισαν, αλλά καλοπροαίρετα, χαριτολογώντας και γελώντας.

«Μ’αυτούς τους μάγους τι θα γίνει;» ρώτησε ένας, δείχνοντας τον Ράλκος’νορ και τους άλλους τρεις, που ήταν καθισμένοι κοντά σε μια φωτιά, τρώγοντας το φαγητό που τους είχαν δώσει, ενώ οπλισμένοι επαναστάτες στέκονταν γύρω τους, φρουρώντας τους.

«Για την ώρα θα τους τραβάμε μαζί μας,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Μην ξεχνάτε ότι ο ένας είναι σύζυγος της Επόπτριας· μπορεί να μας φανεί χρήσιμος, επομένως, όταν βρεθούμε αντιμέτωποι μαζί της. Αλλά επίσης είναι ξάδελφος του Πρίγκιπα Νοσνάλτος, οπότε δεν θα τον πειράξουμε. Ούτε και τους άλλους τρεις μάγους θα τους πειράξουμε· ντόπιοι είναι, εξάλλου, και υπηρετούν την Παντοκράτειρα επειδή υποχρεούνται να την υπηρετήσουν. Όμως μην το πείτε αυτό σε κανέναν τους, ούτε εκεί όπου μπορεί να σας κρυφακούσουν. Αφήστε τους να φοβούνται ότι, οποιαδήποτε στιγμή, ίσως να τους καθαρίσουμε.»

Και πρόσθεσε: «Το σούρουπο θα καταλάβουμε την πρώτη μας πόλη σε τούτα τα μέρη. Αλλά να έχετε υπόψη σας το εξής: Σκοπός μας δεν είναι η κατάκτηση ακόμα. Σκοπός μας είναι να ενοχλήσουμε την Επόπτρια, να την κάνουμε να μαζέψει όσο το δυνατόν περισσότερα στρατεύματα εδώ, ώστε ν’αφήσει τα νότια του Πριγκιπάτου αφύλαχτα.»

«Αυτό σημαίνει,» ρώτησε ένας επαναστάτης, «ότι θα καταλάβουμε την πόλη για πλάκα;»

«Ναι, ουσιαστικά αυτό σημαίνει.»

Και το απόγευμα ξεκίνησαν. Παίρνοντας τα ζώα τους και τα οχήματά τους πήγαν προς την κοντινότερη συνοριακή πόλη. Όχι τυχαία, όμως· ο Πολ κι αυτό το είχε σχεδιάσει μαζί με τον Άλτρες. Τα πάντα ήταν σημειωμένα στον χάρτη τους. Κι όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν καλά μέχρι στιγμής.

Η μικρή πόλη – η ίδια μικρή πόλη όπου, πριν από μέρες, ο Πολ είχε σκοτώσει την ειδική πράκτορα Ελνίτρα – δεν ήταν και πολύ καλά φυλαγμένη. Είχε μονάχα ένα ξύλινο τοίχος και λίγους φρουρούς, Παντοκρατορικούς και μη, ανάμικτα. Οι επαναστάτες σταμάτησαν αντίκρυ στην πύλη και στους πολεμιστές που είχαν συγκεντρωθεί στις επάλξεις (οι οποίες δεν βρίσκονταν και πολύ ψηλά) και, χρησιμοποιώντας έναν εκφωνητή, ζήτησαν από τους κατοίκους να αιχμαλωτίσουν τους υπηρέτες της Παντοκράτειρας και να απελευθερωθούν από αυτούς, γιατί η Επανάσταση είχε έρθει. Τόνισαν πως δεν ήθελαν να χτυπήσουν κανέναν κάτοικο του Κίρτβεχ που ήταν πραγματικός πατριώτης και όχι σκυλί της Παντοκράτειρας.

Πίσω από τα ξύλινα τείχη αναταραχή άρχισε σύντομα να γίνεται: φωνές ακούστηκαν και άνθρωποι φάνηκαν να παλεύουν στις επάλξεις.

«Να τους ρίξω;» ρώτησε ο Οπλοφόρος.

«Ούτε που να το σκέφτεσαι,» του είπε αυστηρά ο Δαίδαλος.

«Ό,τι νομίζεις, Άρχοντα Δαίδαλε,» αποκρίθηκε το αυτοκίνητο, κάπως απογοητευμένα.

Η πύλη της πόλης άνοιξε, τελικά, και οι επαναστάτες μπήκαν χωρίς να χρειαστεί να χύσουν αίμα. Οι Παντοκρατορικοί είχαν παραδοθεί, βλέποντας ότι ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσουν και τους τοπικούς φρουρούς και την απειλή από έξω.

Οι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στην αγορά της πόλης, που ήταν και το πιο κεντρικό της σημείο, και ο Άλτρες μίλησε στους κατοίκους, εξηγώντας τους πως είχε έρθει ο καιρός να απελευθερωθεί η Βίηλ από τους τυράννους της. Παντού στη διάσταση, είπε, άνθρωποι ξεσηκώνονταν τώρα, και πολύ σύντομα τα νέα θα έφταναν κι εδώ. «Έχουμε μεγάλες δυνάμεις στο πλευρό μας, και μπορούμε να νικήσουμε την Παντοκράτειρα! Μπορούμε να διώξουμε από εδώ τους ανθρώπους της και να ζήσουμε ελεύθεροι, διοικώντας τους εαυτούς μας! Ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος είναι καλός άρχοντας του Κίρτβεχ, αλλά είναι δέσμιος των Παντοκρατορικών. Ήρθαμε για να τον απελευθερώσουμε από τα δεσμά του!»

Οι κάτοικοι της περιοχής, ως επί το πλείστον, έμοιαζαν να χαίρονται γι’αυτό που συνέβαινε· υπήρχαν, όμως, και κάποιοι ανάμεσά τους που ήταν φανερό ότι δυσανασχετούσαν: σκέφτονταν μάλλον ότι μπορεί όλα τούτα να είχαν στο τέλος άσχημα επακόλουθα για εκείνους.

«Τι θα γίνει αν έρθουν εδώ οι λευκοί και μας χτυπήσουν;» φώναξε ένας στον Άλτρες.

Εκείνος – που ήταν επάνω στο πολεμικό τρίκυκλο καθώς μιλούσε, καθισμένος πλάι στη μεγάλη, μεταλλική βαλλίστρα – αποκρίθηκε: «Αν έρθουν και ζητήσουν την παράδοσή σας ενώ δεν είμαστε εδώ, θα παραδοθείτε–» Φωνές ακούστηκαν, διαμαρτυρίες. «Μην ανησυχείτε! Δεν θα σας πειράξουν. Τι επιλογή είχατε; Μπορούσατε να μας αντιμετωπίσετε; Όχι. Μόνο να υπακούσετε μπορούσατε. Αλλά η γνώμη μου είναι ότι οι Παντοκρατορικοί δεν θα έρθουν καν εδώ. Θα έχουν άλλα προβλήματα. Θα δείτε.»

Επίσης, τους είπε πως όσοι από αυτούς ήθελαν μπορούσαν να έρθουν μαζί με τους επαναστάτες, ώστε να πολεμήσουν για το Πριγκιπάτο τους. «Υπάρχουν όπλα για όλους.» Μερικοί κάτοικοι της πόλης το έκαναν, μάλιστα – πήγαν με την Επανάσταση – αλλά όχι πολλοί. Οι επαναστάτες δεν απογοητεύτηκαν από αυτό· δεν περίμεναν και καμια τεράστια ανταπόκριση, ούτως ή άλλως. Οι περισσότεροι άνθρωποι διστάζουν να ξεσηκωθούν εναντίον αυτών που τους εξουσιάζουν. Ανέκαθεν έτσι ήταν.

Οι επαναστάτες διανυκτέρευσαν στην πόλη, βάζοντας σκοπούς στα τείχη για να προσέχουν μήπως Παντοκρατορικοί ζύγωναν.

Η Διάττα και ο Δαίδαλος ήρθαν να συναντήσουν τον Πολ όταν εκείνος καθόταν σ’ένα τραπέζι της ταβέρνας όπου είχε μιλήσει με την Ελνίτρα προτού τη σκοτώσει. Μαζί του κάθονταν ο Άλτρες και η Νιρμενέτ.

«Ο Μεγάλος Προφήτης είναι νεκρός,» είπε η Διάττα, και η όψη της ήταν χλομή, τα μάτια της κοκκινισμένα.

Ο Πολ συνοφρυώθηκε, νομίζοντας ότι δεν είχε ακούσει καλά, δεν είχε καταλάβει καλά. «Τι;…»

«Ο Τάμπριελ, Πολ,» είπε ο Δαίδαλος. «Ένας πράκτορας της Παντοκράτειρας τον σκότωσε.»

«Μη λέτε βλακείες.»

«Είναι νεκρός, Πολ.» Ο Δαίδαλος τράβηξε κοντά μια καρέκλα και κάθισε· το ίδιο κι η Διάττα.

«Τι λέτε, ρε;» μόρφασε ο Πολ. Ακόμα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Νόμιζε πως η μπίρα που έπινε του είχε ξαφνικά φέρει ξινίλα στο στόμα. «Θα το είχε προδεί. Θα–»

«Δεν προβλέπει τα πάντα!» πετάχτηκε η Διάττα, ατενίζοντάς τον θυμωμένα.

«Πώς… πώς ακριβώς έγινε; Μήπως έχει απλά τραυματιστεί;»

«Τον κοίταξε ένας Βιοσκόπος,» είπε η Διάττα. «Δε βρήκε ζωτική ενέργεια μέσα του.»

Ο Πολ καταράστηκε στο όνομα του Σκοτοδαίμονος.

Ο Δαίδαλος εξήγησε τι είχε συμβεί, ενώ η Διάττα συμπλήρωνε όποτε εκείνος έκανε λάθος ή όποτε δεν ήξερε κάτι.

Όταν τελείωσαν, ο Πολ είπε: «Αλλά η Επανάσταση θα συνεχιστεί κανονικά στην ανατολική Βίηλ, έτσι; Άμα δε συνεχιστεί….»

«Φυσικά και θα συνεχιστεί, Πολ,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος. «Τα τρία από τα τέσσερα πριγκιπάτα της ανατολικής Βίηλ είναι ξεσηκωμένα. Εσύ τι περιμένεις να γίνει στο άμεσο μέλλον;»

Ο Πολ ένευσε. Σωστά, σκέφτηκε, νιώθοντας αποπροσανατολισμένος. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τη μπίρα του. Πώς σκατά είναι δυνατόν να προβλέπεις το μέλλον και να πεθάνεις έτσι;

Και νόμιζα πως εγώ ήμουν ξεγραμμένος όταν η Νίνα με έπιασε…

178.

Οι ημέρες περνούσαν και ο Ταλμάρος ο Οδηγημένος δεν έλεγε να έρθει στη Νιλκάριχ. Η Φενίλδα, η Λαμρίτ, κι οι άλλοι επαναστάτες συνέχιζαν να διαμένουν στο Δόντι του Κολοσσού, αν και επισκέπτονταν τον Τζανάθρες τον Κοκαλοφαγωτή, την Αλθαρέτ τη Μεγάλη Γάτα, και τον Βαρνάδος τον Χρυσοθήρα σε τακτική βάση. Η Φενίλδα νόμιζε πως η Λαμρίτ δεν το έκανε τυχαία αυτό, ούτε επειδή είχε τόσο πολύ πεθυμήσει την παρέα τους από τον καιρό που ήταν πειρατίνα μαζί τους.

«Δεν τους εμπιστεύεσαι;» τη ρώτησε, μια νύχτα, όταν κάθονταν οι δυο τους στο δωμάτιο της Φενίλδα και έπιναν κρασί από το Έλρηνεχ. «Φοβάσαι ότι μπορεί να μας πουλήσουν στους πράκτορες της Παντοκράτειρας;»

«Τίποτα δεν αποκλείεται,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Αλλά, όχι, για νάμαι ειλικρινής, δε νομίζω ότι θα μας προδώσουν, Φενίλδα. Ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά με τους Παντοκρατορικούς.» Η Πρόμαχος ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα, έχοντας τα μποτοφορεμένα πόδια της τεντωμένα εμπρός της, σταυρωμένα στον αστράγαλο.

Η Φενίλδα καθόταν επάνω στο κρεβάτι, οκλαδόν, και οι δικές της μπότες ήταν ριγμένες παραδίπλα. Ύψωσε το κρασοπότηρό της και ήπιε. «Τότε;»

«Τι ‘τότε’;»

«Γιατί τους συναντάμε τόσο συχνά;»

«Γιατί φοβάμαι μη μου φύγουν. Δεν τους βλέπεις; έτοιμοι είναι να την κοπανήσουν. Κι άμα φύγει ένας απ’αυτούς το σχέδιό μου χάλασε. Πρέπει νάναι όλοι εδώ όταν έρθει ο Ταλμάρος. Χρειάζομαι την Καλόγνωμη ενωμένη όπως παλιά.»

«Πες μου για τον καιρό που ζούσες σαν πειρατίνα, Λαμρίτ,» ζήτησε η Φενίλδα.

Η Λαμρίτ μειδίασε. «Τι θέλεις ν’ακούσεις; Νομίζεις ότι ήταν τόσο συναρπαστική η ζωή μου τότε;»

«Δεν ξέρω· δεν ήμουν ποτέ πειρατίνα.»

Η Λαμρίτ στράγγισε, με μια μεγάλη γουλιά, το ποτήρι της και μετά διηγήθηκε στη Φενίλδα διάφορα περιστατικά από το παρελθόν της. Καθώς η ώρα περνούσε, το μπουκάλι με το κρασί άδειαζε ολοένα και περισσότερο, και οι δυο τους ήταν ολοένα και πιο μεθυσμένες. Τελικά, η Πρόμαχος της Επανάστασης καληνύχτισε τη μάγισσα και έφυγε για να πάει στο δωμάτιό της.

Η Φενίλδα, έχοντας χορτάσει ιστορίες από μια ξένη ζωή, ξάπλωσε στο κρεβάτι και αναρωτήθηκε τι να έκανε ο Ελπιδοφόρος όλο αυτό τον καιρό. Τι να γινόταν στη Ρελκάμνια. Ακόμα και για την Παντοκράτειρα αναρωτήθηκε – Τι θα νομίζει για την εξαφάνισή μου; – καθώς και για τις υπόλοιπες φίλες της Παντοκράτειρας: την Αρχιέρεια του Κρόνου, τη Ρία-Μία· την Καλλιστώ· τη Βάρμη, τη διοικήτρια της προσωπικής φρουράς της Παντοκράτειρας. Τι υποθέσεις θα κάνουν όλες τους για εμένα; Θα νομίζουν ότι σκοτώθηκα; Ότι κάποιος ή κάτι με απήγαγε; Ότι… πήγα με την Επανάσταση; Μπα, δε μπορεί. Αποκλείεται να το νομίζουν αυτό. Ποτέ δεν ήμουν τόσο… επαναστατική. Τώρα, όμως… τώρα, η Φενίλδα το αισθανόταν, το ήξερε, ότι κάτι ριζικό είχε αλλάξει εντός της. Η παλιά Φενίλδα ήταν νεκρή, και μια καινούργια Φενίλδα είχε γεννηθεί μέσα από τις στάχτες. Η παλιά Φενίλδα δεν θα μπορούσε να διαισθανθεί το Φως, σκέφτηκε καθώς ένιωθε τη ροή της φυσικής ενέργειας της Βίηλ παντού γύρω της. Αρθρώνοντας ένα Ξόρκι Ενεργειακής Συστολής, και χρησιμοποιώντας το Φως ως μέσο για τη μαγεία της, διέκοψε την ενεργειακή ροή της λάμπας του δωματίου, τυλίγοντας τον χώρο στο σκοτάδι.

Κυρίως, όμως, αναρωτιόταν για τον Ελπιδοφόρο. Εκείνος, άραγε, αναρωτιέται για εμένα; Για κάποιο λόγο, η Φενίλδα ήξερε πως η απάντηση σ’αυτό το ερώτημα ήταν, σίγουρα, ναι.

Όταν το ξόρκι της έληξε και η ενέργεια επανήλθε στον μηχανισμό της λάμπας, φωτίζοντας πάλι το δωμάτιο, η Φενίλδα είχε ήδη αποκοιμηθεί.

Οι ημέρες συνέχιζαν να κυλάνε, η μία κατόπιν της άλλης, και ο Ταλμάρος ο Οδηγημένος δεν φαινόταν. Η Λαμρίτ συναντούσε διάφορους παλιούς γνωστούς της κάθε τόσο, αλλά η Φενίλδα δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει απ’το να ασχολείται με το Φως. Οπότε, με αυτό ασχολιόταν. Συνήθιζε τη ροή του παντού γύρω της, συνήθιζε τον εαυτό της να υφαίνει ξόρκια και μαγγανείες χρησιμοποιώντας το ως μέσο. Και το έβρισκε ολοένα και πιο εύκολο, ολοένα και πιο φυσικό. Σιγά-σιγά είχαν αρχίσει να τις έρχονται και παράξενες ιδέες… επικίνδυνες, ίσως, ιδέες… συνδυασμοί γνωστών της ξορκιών προκειμένου να φτιάξει καινούργια ξόρκια. Ήξερε, ωστόσο, ότι αυτό δεν ήταν μια απλή διαδικασία. Απαιτούσε εξαιρετική προσήλωση και προσοχή. Έτσι είχε διδαχτεί στη Σ.Α.Μ.Τ., τη Συγκεντρωτική Ακαδημία Μαγικών Τεχνών της Ρελκάμνια. Το ένστικτό της, όμως, της έλεγε το αντίθετο, τώρα. Της έλεγε ότι αυτό δεν ήταν παρά κάτι το φυσικό – αν και, αναμφίβολα, όφειλε να προσέχει.

Αποφάσισε να επιχειρήσει το Ξόρκι Ελάσσονος Ενεργοποιήσεως, για το οποίο της είχε μιλήσει ο Δαίδαλος όσο βρίσκονταν στο άντρο των επαναστατών κάτω από την Καμένη Γη. Τότε η Φενίλδα νόμιζε πως είχε περίπου καταλάβει πώς είχε ο Δαίδαλος κάνει αυτό το ξόρκι μπροστά της για να ενεργοποιήσει μια λάμπα η οποία δεν ήταν συνδεδεμένη με εστία. Τώρα, όμως, δεν θυμόταν τίποτα από όσα είχε παρατηρήσει. Αλλά είχε την αίσθηση ότι μπορούσε να φτιάξει το ξόρκι από το μηδέν, βασισμένη στις γνώσεις που διέθετε ως μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών.

Αποσύνδεσε τη λάμπα του δωματίου της από το καλώδιο που την ένωνε με κάποια κεντρική εστία του πανδοχείου και, κρατώντας την εμπρός της, προσπάθησε να κάνει το Ξόρκι Ελάσσονος Ενεργοποιήσεως. Το Φως υπάκουσε χωρίς πρόβλημα στις προσταγές της· η Φενίλδα είχε την εντύπωση ότι, με τη θέλησή της, το πήρε απαλά στις χούφτες της και το καθοδήγησε προς τα κυκλώματα της λάμπας. Η λάμπα άναψε. Και η Φενίλδα χαμογέλασε. Ο Δαίδαλος είχε δίκιο: δεν ήταν δύσκολο. Γιατί, κάποτε, νόμιζα ότι ήταν;

Συνεχίζοντας να διατηρεί ένα μέρος της σκέψης της επικεντρωμένο στη λάμπα, εξακολούθησε να την κρατά αναμμένη. Ύστερα, την άφησε να σβήσει και, στο φως του φεγγαριού που έμπαινε από το παράθυρο, τη συνέδεσε με το καλώδιο της κεντρικής εστίας· οπότε, το δωμάτιο φωτίστηκε ξανά.

179.

Η Λαμρίτ αναγκάστηκε να φτάσει στα όρια να τσακωθεί με τον Τζανάθρες και τον Βαρνάδος. Ειδικά με τον Βαρνάδος, που της έλεγε ότι του χαλούσε τις δουλειές του μ’αυτή την παλιοϊστορία. Είχαν βαρεθεί να περιμένουν τον Ταλμάρος. «Είναι παλαβός!» γρύλισε ο Τζανάθρες δείχνοντας το κεφάλι του με το δάχτυλό του. «Σαλεμένος! Μπορεί ποτέ να μην έρθει, μπορεί να πνίγηκε, να τον έφαγαν τα ψάρια.» Η Λαμρίτ, όμως, επέμενε να περιμένουν. Τους θύμιζε την Καλόγνωμη, τους θύμιζε ότι κάποτε ήταν σύντροφοί της (Το είχαν ξεχάσει αυτό; Τι ήταν; Πουλημένοι;), τους θύμιζε – κυρίως – τη λαφυραγωγία που θα γινόταν όταν χτυπούσαν τους Παντοκρατορικούς.

Ο Τζανάθρες, ο Βαρνάδος, και η Αλθαρέτ περίμεναν· με το ζόρι αλλά περίμεναν. Κανένας τους δεν έφυγε από τη Νιλκάριχ, και βάλθηκαν να τελειώσουν ό,τι δουλειές είχαν εδώ. Ο Χρυσοθήρας, δε, προσπάθησε να επωφεληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από το εμπόριο στην περιοχή, για να μην πάει ο χρόνος του χαμένος.

Και ο Ταλμάρος, μια νύχτα, ήρθε. Το πλοίο του, Το Οχυρό των Πνευμάτων, αγκυροβόλησε στο λιμάνι της Νιλκάριχ. Και οι άνθρωποι που η Λαμρίτ είχε βάλει να παρακολουθούν για την άφιξή του έτρεξαν αμέσως να την ειδοποιήσουν. Η Πρόμαχος δεν έχασε χρόνο: χτύπησε τις πόρτες των δωματίων των επαναστατών της και την πόρτα του δωματίου της Φενίλδα.

Η μάγισσα, εκείνη την ώρα, είχε μόλις αποκοιμηθεί. «Ποιος είναι;» ρώτησε, καθώς ανασηκωνόταν πάνω στο κρεβάτι της.

«Η Λαμρίτ.»

Η Φενίλδα σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. «Τι συμβαίνει;»

«Ο Ταλμάρος ήρθε. Θα πάμε να τον δούμε. Ντύσου, γρήγορα.»

Η Φενίλδα ένευσε, κι αφού φόρεσε ζεστά ρούχα (είχε ψύχρα και υγρασία τις νύχτες στη Νιλκάριχ) και τις μπότες της, κατέβηκε στην τραπεζαρία του Δοντιού. Η Λαμρίτ κι οι άλλοι ήταν ήδη εκεί.

«Ταιριαστή αυτή η άγρια ώρα για τον Ταλμάρος, ε;» είπε ο Δάρυλμος.

«Πάμε,» είπε μονάχα η Λαμρίτ, κι οι άλλοι την ακολούθησαν έξω από το πανδοχείο, στους σκοτεινούς δρόμους της Νιλκάριχ.

Όταν βρίσκονταν στο λιμάνι, η Πρόμαχος έδειξε ένα σκάφος. «Αυτό είναι το Οχυρό των Πνευμάτων.» Ήταν ένα ψηλό πλοίο, καμωμένο από ξύλο, με κατάρτια και μεγάλη προπέλα. Στην κεφαλή της πλώρης του ήταν ένα λαξευτό άγαλμα: ένας γυμνός άντρας με το πρόσωπό του κρυμμένο πίσω από μια επίπεδη μάσκα, βαμμένη κόκκινη. Επάνω στο κατάστρωμα του σκάφους ήταν αναμμένη μια μεγάλη ενεργειακή λάμπα, φωτίζοντας τους ανθρώπους που κάθονταν εκεί.

Η Λαμρίτ βάδισε στην προβλήτα, με τα μποτοφορεμένα πόδια της ν’αντηχούν πάνω στα παλιά ξύλα. Οι επαναστάτες της και η Φενίλδα την ακολούθησαν.

«Ταλμάρος!» φώναξε η Πρόμαχος της Επανάστασης. «Καπετάν Ταλμάρος!»

«Ποια φωνάζει τον Καπ’τάνιο;» ρώτησε ένας άντρας, κοιτάζοντάς την από την κουπαστή.

«Μια παλιά φίλη του – η Πράσινη!»

«Η Πράσινη, ε; Δεν έχω ακούσει για καμιά Πράσινη

Ένας άλλος, όμως, ήρθε τότε κοντά και τον έσπρωξε από τον ώμο. «Κάνε πέρα, ρε.» Ατένισε την Πρόμαχο. «Αν είσαι η Πράσινη, βγάλε την κουκούλα σου.»

Η Λαμρίτ έριξε την κουκούλα της κάπας της στους ώμους.

«Μα τους Κολοσσούς, η Λαμρίτ η Πράσινη!» αναφώνησε ο άντρας.

Η Λαμρίτ χαμογέλασε. «Χαίρομαι που δε μ’έχεις ξεχάσει.»

«Τέτοιες σκυλόφατσες δεν ξεχνιούνται εύκολα! Χα-χα-χα-χα!» την πείραξε ο άντρας. Κι ύστερα, στρεφόμενος στους άλλους στο κατάστρωμα, σφύριξε δυνατά. «Φωνάξτε τον Καπ’τάνιο μας, ρε σεις! Πείτε του ναρθεί! Η Λαμρίτ η Πράσινη είν’ εδώ!» Και μετά, της έκανε νόημα ν’ανεβεί στο σκάφος.

Η Πρόμαχος πιάστηκε από μια ανεμόσκαλα και σκαρφάλωσε επάνω. Οι επαναστάτες τη μιμήθηκαν· το ίδιο κι η Φενίλδα, η οποία όμως το βρήκε λιγάκι δύσκολο ν’ανεβεί αυτή τη σχοινένια σκάλα. Νόμιζε ότι θα έσπαγε από κάτω της από στιγμή σε στιγμή, ή ότι θα γύριζε ξαφνικά στο πλάι και θα την έριχνε. Αισθάνθηκε ανακουφισμένη όταν τα πόδια της πάτησαν στο στέρεο κατάστρωμα του Οχυρού των Πνευμάτων.

Ένας άντρας φαινόταν να έρχεται από την πρύμνη, ενώ το πλήρωμα ατένιζε τη Λαμρίτ και τους άλλους με περιέργεια, και πολλοί μουρμούριζαν αναμεταξύ τους. Η Φενίλδα είδε έναν τύπο με τσιμπούκι να της κλείνει το μάτι, πονηρά. Εκείνη τού έβγαλε τη γλώσσα – διακριτικά, για να μην παρεξηγηθεί κιόλας με τους πειρατές. Ο άντρας μειδίασε μέσα από τα μούσια του. Η Φενίλδα έστρεψε το βλέμμα της πάλι στον άγνωστο που ερχόταν από την πρύμνη, και έστρωσε τα μεγάλα γυαλιά της.

Ήταν ψηλός και λιγνός, νευρώδης, με δέρμα λευκό-ροζ και ξανθά μαλλιά και μούσια. Φορούσε μαύρα ρούχα – μαύρο παντελόνι, μπότες, πουκάμισο, και μανδύα – και μια κόκκινη πάνινη ζώνη ήταν τυλιγμένη γύρω από τη μέση του. Εκεί ήταν πιασμένο ένα θηκαρωμένο ξιφίδιο με λαξευτό θηκάρι και λαξευτή, αργυρή λαβή. Τα μάτια του άντρα ήταν τόσο ανοιχτόχρωμα που, προς στιγμή, η Φενίλδα νόμιζε ότι ήταν τελείως λευκά· μετά, όμως, διέκρινε πως ήταν γαλανά.

«Λαμρίτ!» είπε ο άγνωστος, που δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν ο Καπετάνιος ετούτου του σκάφους – ο Ταλμάρος ο Οδηγημένος. «Τα Πνεύματα μάς έφεραν και πάλι κοντά, τους δυο μας. Δε μπορεί νάναι τυχαίο. Πρέπει νάσαι μέρος της Μεγάλης Αλλαγής.»

«Ταλμάρος,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ, χαμογελώντας, «χαίρομαι κι εγώ που σε βλέπω, παλιέ μου φίλε.» Τον αγκάλιασε, καθώς εκείνος ήρθε να σταθεί μπροστά της, και φίλησε το μουσάτο μάγουλό του. «Αλλά για ποια Μεγάλη Αλλαγή μιλάς;»

«Μια Μεγάλη Αλλαγή έρχεται, Λαμρίτ. Σ’ολόκληρη τη Βίηλ. Το έμαθα στο τελευταίο μου ταξίδι. Και τώρα, μόλις αγκυροβόλησα στη Νιλκάριχ, η Πρόμαχος της Επανάστασης – η ίδια που είχα πληροφορηθεί ότι είχε εξαφανιστεί κυνηγημένη από το Έλρηνεχ – ήρθε να με συναντήσει!»

Η Λαμρίτ συνέχιζε να χαμογελά. «Δεν ξέρω αν αυτή είναι η Μεγάλη Αλλαγή για την οποία λες, αλλά…» Κοίταξε γύρω της, το πλήρωμα του σκάφους. «Θα μπορούσαμε καλύτερα να μιλήσουμε ιδιαιτέρως, Ταλμάρος; Στην καμπίνα σου;»

«Ναι,» αποκρίθηκε πρόθυμα ο πειρατής. «Έλα– Ελάτε,» διόρθωσε ρίχνοντας μια ματιά στους συντρόφους της Προμάχου. Στράφηκε και βάδισε προς την πρύμνη.

Τον ακολούθησαν, περνώντας ανάμεσα από ανθρώπους που τους περιεργάζονταν με τα βλέμματά τους, σιωπηλοί και ακίνητοι. Εκτός από ορισμένους που χαιρετούσαν, με το ύψωμα του χεριού, τη Λαμρίτ, η οποία τους αντιχαιρετούσε παρομοίως. Παλιοί γνωστοί της, προφανώς, συμπέρανε η Φενίλδα.

Ο Ταλμάρος άνοιξε την πόρτα της γέφυρας και μπήκαν σ’έναν χώρο λιτά στολισμένο αλλά όχι βρόμικο ή ακατάστατο. «Καθίστε,» τους είπε ο Οδηγημένος, κι ο ίδιος πήρε θέση πίσω από ένα μικρό γραφείο. Μια ενεργειακή λάμπα ήταν αναμμένη στο ταβάνι.

Η Λαμρίτ κάθισε αντίκρυ στον Ταλμάρος, κι οι άλλοι όπου βρήκαν. Η Φενίλδα κάθισε πάνω σ’ένα κλειστό μπαούλο και σταύρωσε τα πόδια της στο γόνατο.

«Κανείς δεν μας ακούει τώρα,» είπε ο Οδηγημένος. «Αν και το πλήρωμά μου το εμπιστεύομαι, Λαμρίτ. Για χάρη σου κλειστήκαμε εδώ.»

«Σ’ευχαριστώ, Ταλμάρος,» αποκρίθηκε η Πρόμαχος, και του εξήγησε πώς είχε η κατάσταση. Του είπε ότι χρειαζόταν τη βοήθεια της Καλόγνωμης προκειμένου να επιτεθεί στους Παντοκρατορικούς από τα νότια, ενώ συγχρόνως οι επαναστάτες της θα τραβούσαν την προσοχή τους στα βόρεια του Κίρτβεχ. «Και ό,τι έχουν οι Παντοκρατορικοί μπορείτε να το πάρετε ως λάφυρο, εσείς και μόνο εσείς. Αλλά θέλω να συμφωνήσεις ότι δεν θα πειράξετε τους ανθρώπους του Πρίγκιπα Νοσνάλτος.»

«Όσο είναι αυτό δυνατό…» είπε ο Ταλμάρος.

«Φυσικά. Εννοείται πως κάποιοι, αναπόφευκτα, θα χτυπηθούν σε μια τέτοια κατάσταση. Όμως δεν είναι αυτοί ο στόχος μας. Θέλουμε να τους απελευθερώσουμε, όχι να τους σκοτώσουμε ή να τους κλέψουμε.»

«Καταλαβαίνω,» αποκρίθηκε ο Ταλμάρος, έχοντας ανάψει ένα πούρο και καπνίζοντας σκεπτικά. «Είσαι, λοιπόν, σίγουρα μέρος της Μεγάλης Αλλαγής, Λαμρίτ. Η ίδια μού είπες ότι κι αλλού έχουν ξεκινήσει επαναστάσεις στη Βίηλ.»

«Ναι. Στην ανατολική Βίηλ. Έχουμε συμμάχους μας εκεί. Ο σκοπός είναι, στο τέλος, να κλείσουμε τα πριγκιπάτα της κεντρικής Βίηλ ανάμεσά μας.»

«Η Μεγάλη Αλλαγή…»

Η Λαμρίτ, η Φενίλδα, και οι άλλοι επαναστάτες στράφηκαν, ξαφνιασμένοι, για να δουν ποια είχε μιλήσει.

Στο κατώφλι της γέφυρας στεκόταν μια γυναίκα ντυμένη με μακρύ βαθυκόκκινο χιτώνα γεμάτο πτυχώσεις. Μέσα από αυτό το ένδυμα, με το ζόρι διακρινόταν το φύλο της· με το ζόρι έβλεπες ότι είχε στήθος. Στο κεφάλι φορούσε κουκούλα και στο πρόσωπο μάσκα καμωμένη από κάποιου είδους μέταλλο που γυάλιζε γαλανόχρωμα κάνοντας, όμως, συγχρόνως, ποικιλόχρωμες ανταύγειες καθώς το χτυπούσε το φως της ενεργειακής λάμπας.

Η Λαμρίτ πετάχτηκε αμέσως όρθια. «Ποια είσαι;»

«Μη φοβάσαι εμένα, Πρόμαχε. Δεν είμαι εγώ για κακό εδώ,» αποκρίθηκε η παράξενη γυναίκα.

Η Λαμρίτ στράφηκε στον Ταλμάρος. «Ποια είναι αυτή; Την ξέρεις;»

(Η Φενίλδα συνοφρυώθηκε, σκεπτόμενη: Ούτε η Λαμρίτ δεν πρέπει να την άκουσε να μπαίνει, ούτε κανένας μας…)

«Μια Οδηγός,» αποκρίθηκε ο πειρατής.

«Οδηγός;…»

«Οδηγός.»

«Και το όνομά της; Ξέρεις ποια είναι;»

«Σου είπα, Λαμρίτ: είναι μια Οδηγός. Τι άλλο χρειάζεται να ξέρεις γι’αυτήν;»

«Μπορεί νάναι πράκτορας της Παντοκράτειρας.» Η Λαμρίτ αντίκρισε ξανά τη μασκοφόρο.

«Η Παντοκράτειρα δεν έχει καμια δύναμη επάνω μου,» δήλωσε εκείνη, καρτερικά.

«Λαμρίτ,» είπε ο Ταλμάρος, «είναι δυνατόν να νομίζεις ότι μια Οδηγός θα υπηρετούσε ποτέ την Παντοκράτειρα;»

«Οδηγός,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ, χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει, «μπορεί να ισχυριστεί πως είναι ο καθένας που φορά μια μάσκα και μια κουκούλα. Πού τη συνάντησες;»

«Εκείνη συνάντησε εμένα.» Ο Οδηγημένος σηκώθηκε όρθιος, καθώς επίσης κι όλοι οι υπόλοιποι – συμπεριλαμβανομένης της Φενίλδα. «Σε μια από τις όχθες του Άσλερχ, στους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ.»

«Κι αυτό δεν σου φάνηκε περίεργο;» έκανε η Λαμρίτ. «Πώς ήξερε–;»

«Περίεργο; Οδηγός είναι, Λαμρίτ! Εκείνη με πληροφόρησε για τη Μεγάλη Αλλαγή που έρχεται στη Βίηλ.»

«Δεν είμαι εχθρός σου, Πρόμαχε,» δήλωσε η μυστηριώδης γυναίκα, καθώς στεκόταν σαν αλλόκοτο όραμα ανάμεσά τους, έχοντας επάνω της μια ποιότητα που η Φενίλδα νόμιζε ότι τη συναντούσες μονάχα στα όνειρα.

«Βγάλε τη μάσκα σου,» ζήτησε η Λαμρίτ.

«Δε μπορώ να το κάνω αυτό.»

«Τι φοβάσαι ότι θα δούμε;»

«Εσείς θα έπρεπε να φοβάστε εκείνο που θα δείτε.»

«Λαμρίτ!» είπε ο Ταλμάρος, έντονα. «Σταμάτα αυτή την ανοησία! Είναι Οδηγός. Σοβαρολογείς; Θα βγάλει τη μάσκα της για σένα;»

Η Λαμρίτ γύρισε τώρα για να τον κοιτάξει. «Πώς το ξέρεις ότι είναι αυτό που λέει; Εμένα θα με καταλάβαινες αν φορούσα μια μάσκα και μια κουκούλα και σου έλεγα ότι είμαι Οδηγός;»

«Φυσικά–»

«Μη λες ανοησίες!»

«Φυσικά και θα σε καταλάβαινα, Λαμρίτ. Νομίζεις ότι μπορεί ο καθένας να παριστάνει έναν Οδηγό; Είναι αδύνατον να παριστάνεις έναν Οδηγό, Λαμρίτ. Αδύνατον. Όταν βλέπεις έναν Οδηγό, το καταλαβαίνεις. Κοίτα την!» Ο Ταλμάρος έδειξε τη μασκοφόρο. «Νομίζεις ότι είναι σαν εμάς;»

Η Λαμρίτ ατένισε πάλι τη μυστηριώδη γυναίκα.

Η Φενίλδα την ατένισε επίσης, και… όφειλε να παραδεχτεί ότι, όντως, κάτι… κάτι έμοιαζε να μην είναι φυσιολογικό επάνω της. Δεν μπορούσε να το καθορίσει αλλά– Θεοί! Πώς δεν το είχε αντιληφτεί αμέσως; Το Φως. Το Φως έμοιαζε να περνά από γύρω της. Έμοιαζε να αγνοεί τη μασκοφόρο· ή η μασκοφόρος να είναι πίσω ή μπροστά από το επίπεδο όπου βρισκόταν το Φως. Η Φενίλδα αισθάνθηκε τον πειρασμό να υφάνει ξόρκια για να διαπιστώσει περισσότερα για την Οδηγό, όμως δίστασε. Δεν είναι άνθρωπος… Δε μπορεί να είναι…

«Λαμρίτ,» είπε, προτού η Πρόμαχος μιλήσει. «Ο Ταλμάρος έχει δίκιο. Δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει ‘Οδηγός’ για τους κατοίκους της Βίηλ, αλλά αυτή η γυναίκα… δεν είναι σαν εμάς.»

«Ούτε εσύ είσαι σαν τους άλλους,» της είπε η Οδηγός, ξαφνιάζοντάς την.

«Τι… τι εννοείς;» ρώτησε η Φενίλδα, νιώθοντας ένα ρίγος να τη διατρέχει από πάνω ώς κάτω.

«Εννοώ αυτό που λέω.»

Η Φενίλδα ξεροκατάπιε. Το ξέρει… το διαισθάνεται… Ξέρει ότι μπορώ να χειρίζομαι το Φως ενώ δεν είμαι του τάγματος των Πεφωτισμένων.

«Τι σαχλαμάρες είν’ αυτές;» μούγκρισε η Λαμρίτ, δείχνοντας θυμωμένη. «Αυτή είναι η Φενίλδα’σαρ, μια μάγισσα που ήρθε να μας βοηθήσει, σταλμένη από την Επανάσταση. Φυσικά και δεν είναι σαν εμάς! Δεν είμαστε μάγοι εμείς.»

Η μασκοφόρος δεν μίλησε.

«Είναι Οδηγός, Λαμρίτ,» είπε ο Ταλμάρος. «Ακόμα δεν μπορείς να το καταλάβεις;»

«Πρόμαχε,» είπε ο Καλνίρες, «έχει, πράγματι, κάτι το ασυνήθιστο αυτή η γυναίκα. Κι αν είναι στο πλήρωμα του Ταλμάρος για καιρό, δεν μπορεί νάναι πράκτορας της Πα–»

«Μιλάς σοβαρά;» τον διέκοψε η Λαμρίτ. «Δεν ξέρεις πόσο υπομονετικοί και ύπουλοι μπορεί να είναι οι πράκτορες της Παντοκράτειρας, Καλνίρες;»

«Ναι, Πρόμαχε, αλλά και πάλι…» Μόρφασε σαν να δυσκολευόταν να αρθρώσει εκείνο που ήταν στο μυαλό του.

«Λαμρίτ.» Ο Ταλμάρος ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της. «Είμαι με το μέρος σου. Και οι Οδηγοί είναι επίσης με το μέρος σου. Δεν είσαι μόνο Πρόμαχος της Επανάστασης, αλλά και Πρόμαχος της Μεγάλης Αλλαγής. Αύριο, το πρωί, θα ξαναμιλήσουμε. Και θα είναι μαζί μας κι οι υπόλοιποι της Καλόγνωμης.»

«Κι αυτή η γυναίκα; Θα είναι κι αυτή μαζί μας;» ρώτησε η Λαμρίτ τον Οδηγημένο.

Εκείνος χαμογέλασε. «Δεν έχει σημασία αν θα βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο μ’εμάς,» της είπε.

180.

Συγκεντρώθηκαν στην οικία του Βαρνάδος του Χρυσοθήρα, όλα τα παλιά μέλη της Καλόγνωμης Συντροφιάς, οι επαναστάτες της Λαμρίτ, και η Φενίλδα. Ήταν απόγευμα, και ο καιρός στη βροχή. Η ξανθομάλλα, λευκόδερμη υπηρέτρια του Βαρνάδος τούς πρόσφερε γλυκίσματα και ποτά, και αποχώρησε, όπως της ζήτησε ο κύριός της.

«Λοιπόν, ρε πούστηδες,» είπε ο Τζανάθρες ο Κοκαλοφαγωτής καπνίζοντας το τσιμπούκι του, «δεν το περίμενα, για να πούμε την αλήθεια, ότι θα τα ξαναλέγαμε έτσι από τόσο κοντά κι όλοι μαζί.»

Η Αλθαρέτ η Μεγάλη Γάτα μειδίασε και ύψωσε το κρασοπότηρό της. «Η Καλόγνωμη είναι αθάνατη, Τζανάθρες.»

«Αθάνατη, ναι,» είπε ο Βαρνάδος, «αλλά ακόμα μας κοστίζει.» Και προς τον Ταλμάρος: «Ξέρεις πόσες μέρες σε περιμέναμε εδώ;»

«Πάψε, ρε κλαψιάρη!» είπε ο Τζανάθρες στον Χρυσοθήρα. «Σαν κωλόγρια κάνεις, να πούμε! Τώρα είναι εδώ το παλικάρι, έληξε το ζήτημα.»

«Αν γνώριζα πώς είχε η κατάσταση θα ερχόμουν νωρίτερα, ίσως,» αποκρίθηκε ο Ταλμάρος. «Ωστόσο, είχα δουλειές. Ήξερα, όμως, ότι κάτι σημαντικό με περίμενε στη Νιλκάριχ. Η Μεγάλη Αλλαγή.»

«Ποια Μεγάλη Αλλαγή;» ρώτησε ο Τζανάθρες, συνοφρυωμένος, και δάγκωσε την άκρη του τσιμπουκιού του.

«Η Βίηλ θ’αλλάξει, δεν το βλέπετε; Γι’αυτό είναι η Λαμρίτ και πάλι μαζί μας.» Κι ο Ταλμάρος έστρεψε το βλέμμα του στην Πρόμαχο της Επανάστασης, η οποία κάπνιζε ένα τσιγάρο παρατηρώντας τους. Η Φενίλδα αναρωτιόταν αν ακόμα την απασχολούσε το ζήτημα εκείνης της Οδηγού. Χτες βράδυ, είχε πει ότι θα το ερευνούσε περισσότερο. Είχε πει πως δεν θα πίστευε τόσο εύκολα ότι μια γυναίκα που φορούσε μάσκα, κουκούλα, και φαρδιά ρούχα ήταν μία από τους μυθικούς Οδηγούς της Βίηλ. «Μπορεί νάναι πράκτορας της Παντοκράτειρας,» είχε τονίσει στους επαναστάτες της. «Νάστε όλοι σας σε εγρήγορση.» Η Φενίλδα, ωστόσο, δεν νόμιζε ότι εκείνη η μασκοφόρος ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας. Ήταν πραγματικά διαφορετική από τους άλλους ανθρώπους. Αλλιώς, το Φως δεν θα κινιόταν έτσι περίεργα γύρω της.

Ο Βαρνάδος είπε: «Πες μας, λοιπόν, Λαμρίτ, ό,τι έχεις να μας πεις…»

«Τα έχω πει ήδη,» αποκρίθηκε η Πρόμαχος. «Τα ξέρετε όλοι. Δεν έχω πει άλλα στον έναν κι άλλα στον άλλο. Σας ζητώ να πολεμήσετε για μένα. Για την Επανάσταση. Επειδή χρειάζομαι ανθρώπους να χτυπήσουν τους Παντοκρατορικούς από τα νότια. Κι όλα τα λάφυρα – όλα τα λάφυρα από ανθρώπους της Παντοκράτειρας και μόνο – θα είναι δικά σας. Εγώ κι οι επαναστάτες μου δεν θέλουμε ούτε αργύριο, ούτε μία εστία, ούτε ένα όπλο, ούτε ένα όχημα ή σκάφος.

»Τι αποφασίζετε; Θα πολεμήσει η Καλόγνωμη όπως παλιά;» Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι πλάι της.

«Εγώ το είπα,» αποκρίθηκε ο Τζανάθρες: «αν οι άλλοι είναι μέσα, κι εγώ μέσα είμαι.»

«Συμφωνημένοι ήμασταν, Λαμρίτ,» είπε η Αλθαρέτ. «Αυτόν περιμέναμε.» Κοίταξε τον Ταλμάρος.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είμαι στο πλευρό σας,» δήλωσε εκείνος. «Οι Οδηγοί μού μίλησαν για τη Μεγάλη Αλλαγή που έρχεται, και ξέρω ότι είναι σημαντική.»

«Όπως νομίζεις,» είπε ο Τζανάθρες. «Τι κάνουμε, οπότε; Σχεδιάζουμε, ή ξεκινάμε για πλιάτσικο;»

«Σχεδιάζουμε,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ, και τραβώντας έναν χάρτη από τον σάκο της τον άπλωσε πάνω στο τραπέζι ανάμεσά τους. «Οι Παντοκρατορικοί θα είναι απασχολημένοι στα βόρεια τώρα, θα νομίζουν ότι η πραγματική απειλή από εκεί έρχεται, μα αυτό δε σημαίνει πως μπορούμε να φανούμε απρόσεχτοι. Και έχω πληροφορίες για το Πριγκιπάτο Κίρτβεχ που θα αποδειχτούν χρήσιμες· είμαι βέβαιη. Ο άνθρωπος που είχα στείλει να παρεισφρήσει εκεί, ανάμεσα στους πράκτορες της Παντοκράτειρας, είναι πολύ καλός στη δουλειά του.»

Όταν οι σχεδιασμοί τελείωσαν, είχε νυχτώσει για τα καλά αλλά δεν είχε βρέξει. Τα σκούρα σύννεφα είχαν διαλυθεί πάνω από τη Νιλκάριχ. Η Λαμρίτ, η Φενίλδα, και οι άλλοι επαναστάτες έφυγαν από την οικία του Βαρνάδος μαζί με τον Τζανάθρες, την Αλθαρέτ, και τον Ταλμάρος.

«Η Οδηγός σου,» ρώτησε η Λαμρίτ τον τελευταίο, καθώς κατηφόριζαν από το κέντρο της πόλης, «δεν ήθελε να έρθει στη συνάντησή μας, ή της ζήτησες να μην έρθει;»

«Σου εξήγησα, Λαμρίτ: δεν έχει σημασία αν είναι μαζί μας ή όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, μυστηριωδώς.

«Ποια Οδηγός του;» ρώτησε η Αλθαρέτ.

«Έχει μια γυναίκα μαζί του,» είπε η Λαμρίτ, «στο πλοίο του, η οποία φορά μάσκα και κουκούλα και ισχυρίζεται ότι είναι Οδηγός. Όταν της ζήτησα να μας δείξει το πρόσωπό της, αρνήθηκε.»

Ο Ταλμάρος γέλασε.

«Πού είναι το αστείο;» μούγκρισε η Λαμρίτ. Ο Ταλμάρος, όμως, δεν μίλησε. «Καλό θα ήταν,» είπε η Λαμρίτ προς όλους, «να μάθουμε ποια είναι αυτή η γυναίκα. Να μάθουμε αν είναι, όντως, Οδηγός ή καμια πράκτορας της Παντοκράτειρας.»

«Οδηγός είναι,» επέμεινε ο Ταλμάρος.

«Κι άμα βγάλει τη μάσκα της,» είπε η Αλθαρέτ, «τι φοβάται ότι θα δούμε; Υπάρχει περίπτωση να την αναγνωρίσουμε;»

«Για το δικό σας καλό δεν βγάζει τη μάσκα της,» εξήγησε ο Ταλμάρος.

«Εγώ λέω ότι θα είναι κακομούτσουνη,» υπέθεσε ο Τζανάθρες, «γι’αυτό κρύβει τη μούρη της τόσο επίμονα.»

«Τέλος πάντων· εδώ σάς αφήνω,» είπε η Αλθαρέτ, που το σπίτι της δεν ήταν μακριά. «Θα τα ξαναπούμε αύριο, καθώς θα ξεκινάμε για τα βόρεια.»

Η Λαμρίτ ένευσε, και η Αλθαρέτ η Μεγάλη Γάτα έστριψε σ’ένα σοκάκι κι έγινε ένα με τις σκιές.

Οι υπόλοιποι κατέβηκαν από το κέντρο της Νιλκάριχ και, καθώς βάδιζαν μέσα στους σκοτεινούς δρόμους της, χωρίστηκαν, πηγαίνοντας ο καθένας προς το μέρος όπου κατοικούσε. Δεν συνέχισαν να συζητούν για την Οδηγό του Ταλμάρος, αλλά η Φενίλδα νόμιζε ότι η Λαμρίτ εξακολουθούσε να είναι προβληματισμένη σχετικά μ’αυτήν. Δε θα ησύχαζε μέχρι να βεβαιωνόταν, με κάποιον τρόπο, ότι δεν ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας. Τι τρόπος, όμως, θα μπορούσε να ήταν αυτός;

Αν κατόρθωνα, κάπως, να της δείξω ότι η Οδηγός δεν είναι σαν εμάς αλλά κάτι διαφορετικό…. Όμως η Φενίλδα δεν ήξερε πώς να το κάνει αυτό. Η Λαμρίτ δεν ήταν καν μάγισσα, ώστε να την προτρέψει να χρησιμοποιήσει κάποιο ξόρκι ανάλυσης για να καταλάβει την αληθινή φύση της Οδηγού.

Όταν μπήκαν στην τραπεζαρία του Δοντιού του Κολοσσού, είχε πολύ κόσμο μαζεμένο, και δύο άντρες έκαναν αγώνα χειροπάλης επάνω σ’ένα τραπέζι ενώ κάμποσοι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω τους και τους έβλεπαν, βάζοντας συγχρόνως στοιχήματα.

«Θα τους νικούσαμε άνετα και τους δύο,» σχολίασε ο Θαλράνος, κοιτάζοντας τους δύο άντρες που έσφιγγαν τους μύες τους και πίεζαν τους αγκώνες τους στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού.

«Σίγουρα,» συμφώνησε ο αδελφός του Θαλράνος, ο Νολβέρτες.

Η Φενίλδα έριξε μια ματιά στους τύπους που χειροπάλευαν και μια ματιά στους δίδυμους επαναστάτες, και σκέφτηκε ότι ίσως και να είχαν δίκιο.

Η Θελρίτ γέλασε. «Τίποτα καλύτερο δεν έχετε να κάνετε;»

«Πρόμαχε,» είπε ο Θαλράνος, «θα μείνουμε να δούμε αν θα τους πάρουμε ή όχι.» Κι έσφιξε τη γροθιά του εμπρός του.

Ο Νολβέρτες ένευσε. «Ναι. Λέμε να μείνουμε.»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Τι με ρωτάτε εμένα; Η μαμά σας είμαι;»

«Δική μου μαμά είσαι,» την πείραξε ο Δάρυλμος.

«Έχετε το ίδιο δέρμα, πάντως…» σχολίασε η Θελρίτ.

«Εγώ θα πάω επάνω να κοιμηθώ,» είπε η Φενίλδα.

«Κάθισε,» της πρότεινε ο Καλνίρες. «Κι εμείς δεν θα μείνουμε ξύπνιοι για πολύ. Θα περιμένουμε μέχρι κάποιος να νικήσει τούτους τους δυο νταήδες.»

«Κανένας δε θα μας νικήσει εμάς!» δήλωσε ο Θαλράνος, και ο Νολβέρτες χτύπησε τον αδελφό του στον ώμο, μειδιώντας πλατιά και δείχνοντας τα δόντια του.

Η Φενίλδα κούνησε το κεφάλι. «Όχι· θα πάω για ύπνο,» επέμεινε. Ήταν κουρασμένη, και ήθελε να βγάλει τις μπότες της και να ξαπλώσει.

«Όπως αγαπάς,» αποκρίθηκε ο Καλνίρες, κάπως απογοητευμένα.

Καθώς η Φενίλδα έφευγε, περνώντας μέσα από τον κόσμο, άκουσε πίσω της τη Θελρίτ να λέει στον Καλνίρες: «Μην κλαις· δεν είναι η μόνη γυναίκα με γαλανό δέρμα στο μαγαζί.»

«Όλο εξυπνάδες είσαι!» της αποκρίθηκε εκείνος.

«Κάποιος πρέπει να–» Η Φενίλδα δεν άκουσε ολόκληρη την απάντηση της Θελρίτ καθώς είχε ήδη απομακρυνθεί από τους επαναστάτες και η βαβούρα στην τραπεζαρία ήταν δυνατή.

Ανέβηκε στο δωμάτιο της και άναψε την ενεργειακή λάμπα. Έβγαλε τις μπότες, τα μεγάλα στρογγυλά γυαλιά της, και τα περισσότερα ρούχα της και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Τεντώθηκε τεμπέλικα, κι αισθάνθηκε τα μακριά μαλλιά της να πιάνονται από κάτω της. Γύρισε και τα ελευθέρωσε. Ήταν πολύ μακριά, για τη ζωή που έκανε τώρα· έπρεπε να τα κόψει – λιγάκι, τουλάχιστον. Μέχρι τη μέση της έφταναν. Το είχε ξανασκεφτεί, μα ποτέ δεν το έκανε.

Σηκώθηκε ξανά από το κρεβάτι, έστησε έναν καθρέφτη επάνω στο κομοδίνο, πήρε ένα ψαλίδι από τον σάκο της, και κάθισε σ’ένα σκαμνί μπροστά στον καθρέφτη. Το αριστερό της μάτι την ξάφνιασε γι’ακόμα μια φορά, έτσι όπως γυάλιζε σαν κάποιο γυάλινο θραύσμα να είχε παγιδευτεί μέσα του. Η Φενίλδα βλεφάρισε, εσκεμμένα, και νόμιζε πως είδε το θραύσμα να μετακινείται. Τέλος πάντων, αναστέναξε, κι έριξε τα μακριά, μαύρα μαλλιά πάνω από τον ώμο της, μπροστά της.

Είμαι σίγουρη ότι θέλω να το κάνω αυτό; Είχε τα μαλλιά της μακριά εδώ και πολλά χρόνια. Δε θα μου λείψουν; Τη δυσκόλευαν, όμως, συνεχώς, με τη ζωή που έκανε τελευταία. Πιάνονταν από δω κι από κει, και έπρεπε κάθε φορά να τα ξεμπλέκει ή να τα δένει κότσο για να τα βγάζει από τη μέση. Ήταν ταλαιπωρία.

Τα έπιασε σταθερά με το ένα χέρι και, χρησιμοποιώντας το ψαλίδι με το άλλο, τα έκοψε ώς ένα σημείο. Ώς το στήθος. Τα υπόλοιπα μαλλιά έπεσαν σαν μαύρο σάλι στα γόνατά της. Θεοί… σκέφτηκε η Φενίλδα χαμογελώντας, καθώς κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Πώς είμαι έτσι;

Όχι και τόσο χάλια, αποφάσισε.

Να τα κόψω κι άλλο; Είχε μπει στον πειρασμό, τώρα που είχε ξεκινήσει. Λίγο ακόμα. Λίγο, μόνο. Τα έπιασε πάλι σταθερά και έβαλε το ψαλίδι να τα μασήσει. Άλλο ένα μαύρο σάλι έπεσε στα γόνατά της, μικρότερο από το προηγούμενο. Και τα μαλλιά της τώρα έφταναν ώς τους ώμους. Μέχρι εκεί. Δεν τα κόβουμε άλλο.

Η Φενίλδα μάζεψε τα κομμένα μαλλιά από τα γόνατά της, έφτιαξε μια μακριά πλεξίδα μ’αυτά, και τ’άφησε επάνω στο κομοδίνο. Πήρε μια χτένα και χτένισε όσα είχαν απομείνει στο κεφάλι της. Το χτένισμα ήταν αξιοσημείωτα πιο άνετο (και πιο γρήγορο) απ’ό,τι παλιά…

Σηκώθηκε απ’το σκαμνί και ξάπλωσε στο κρεβάτι, ρίχνοντας τα σκεπάσματα επάνω της. Μετά από λίγο, την πήρε ο ύπνος.

Και η Παντοκράτειρα ήρθε στο δωμάτιό της, μέσα στο Παντοτινό Ανάκτορο, για να την επισκεφτεί. «Ώστε κι εσύ, Φενίλδα, με πρόδωσες!» φώναξε· και πίσω από την Παντοκράτειρα ξεπρόβαλαν δύο ακόμα Παντοκράτειρες: και πίσω από αυτές τις δύο, άλλες δύο.

Η Φενίλδα οπισθοχώρησε, σαστισμένη. Προσπάθησε ν’απλώσει τις αισθήσεις της για να φτάσει το Φως, και το αισθάνθηκε να βρίσκεται λιγάκι πιο μακριά από εκεί όπου μπορούσε να φτάσει: στα όρια της αντίληψής της.

Οι μορφές της Παντοκράτειρας έχασαν τη στέρεα υπόστασή τους: έλιωσαν σαν να ήταν από ενέργεια, μαύρη, που έκανε αργυρές και πορφυρές ανταύγειες – θυμίζοντας τις πανοπλίες των Υπερασπιστών. Και σπαθιά παρουσιάστηκαν στα χέρια των Παντοκρατείρων, από ενέργεια κι αυτά.

Η Φενίλδα, καθώς οπισθοχωρούσε, σκόνταψε σ’ένα χαμηλό τραπεζάκι πίσω της και–

Η πόρτα χτυπούσε, ξυπνώντας την.

«Φενίλδα;» Μια φωνή, που, προς στιγμή, η Φενίλδα φοβήθηκε ότι ήταν της Παντοκράτειρας. Σύνελθε. Όνειρο ήταν.

«Λαμρίτ;»

«Ναι. Να μπω;»

«Μισό λεπτό.» Η Φενίλδα σηκώθηκε από το κρεβάτι και βάδισε ώς την πόρτα. Το πάτωμα ήταν κρύο κάτω απ’τα γυμνά πόδια της. Τράβηξε τον σύρτη και άνοιξε στην Πρόμαχο.

Η Λαμρίτ μπήκε αμέσως στο δωμάτιο, σχεδόν σα να την κυνηγούσαν. Η όψη της ήταν σαστισμένη, τα μάτια της διασταλμένα.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Φενίλδα, κλείνοντας ξανά. Είναι τρομαγμένη, ή μου φαίνεται; «Τι έχεις, Λαμρίτ;»

«Άκου…» είπε εκείνη. «Άκουσέ με… Κάθισε…» Και η ίδια κάθισε στο σκαμνί.

Η Φενίλδα, συνοφρυωμένη, ανέβηκε στο κρεβάτι. Δε μπορούσε να υποθέσει τι είχε πάθει η Πρόμαχος. Είχε γίνει καμια φασαρία κάτω, στην τραπεζαρία του πανδοχείου;

«Καθώς μπήκαμε στο Δόντι, είδα ανάμεσα στον κόσμο την Οδηγό,» είπε η Λαμρίτ.

«Του Ταλμάρος;»

«Ναι, φυσικά!» έκανε απότομα η Λαμρίτ. «Ποια άλλη να ήταν; Μια γυναίκα με μάσκα και κουκούλα. Την είδα. Για λίγο μόνο, όμως· μετά, κρύφτηκε μες στο πλήθος.»

«Και νομίζεις ότι μας παρακολουθούσε;»

«Αυτό θέλησα να μάθω κι εγώ· γι’αυτό κιόλας έμεινα με τους άλλους, κάτω. Ο Δάρυλμος, η Θελρίτ, και ο Καλνίρες παράγγειλαν ποτά και λίγο φαγητό. Ο Θαλράνος κι ο Νολβέρτες μπλέχτηκαν μ’αυτούς που χειροπάλευαν. Εγώ κοίταζα τριγύρω στην αίθουσα, ψάχνοντας για την Οδηγό–»

«Αν μια γυναίκα με τέτοια μεταλλική μάσκα ήταν στην τραπεζαρία, δεν θα είχε τραβήξει την προσοχή διάφορων;»

«Δεν ξέρω, Φενίλδα. Φορούσε και κουκούλα· μπορεί να μην την είχαν προσέξει.»

Και μόνο εσύ την είδες; Η Φενίλδα, όμως, έμεινε σιωπηλή.

«Τη βρήκα, τελικά,» συνέχισε η Λαμρίτ. «Την είδα να πηγαίνει προς την πόρτα της κουζίνας, να την ανοίγει, και να μπαίνει. Την ακολούθησα. Βρέθηκα στην κουζίνα, και οι άνθρωποι εκεί με κοίταξαν παραξενεμένοι. Η Οδηγός δεν ήταν πουθενά. Τους ρώτησα πού είχε πάει η γυναίκα που είχε μόλις μπει, αλλά αποκρίθηκαν ότι δεν είχαν δει καμια γυναίκα. Τους εξήγησα ότι ίσως να μην είχαν καταλάβει ότι ήταν γυναίκα: φορούσε κουκούλα και μεταλλική μάσκα. Γέλασαν, και με ρώτησαν αν τους έκανα πλάκα. Πώς ήταν δυνατόν να μην την είχαν προσέξει, Φενίλδα; Εκτός αν μου το έκρυβαν– Τέλος πάντων, τότε είδα, από ένα παράθυρο της κουζίνας, μια κουκουλοφόρο μορφή να φεύγει, και είχα την αίσθηση πως μου έκανε νόημα με το χέρι της. Αμέσως έτρεξα και βγήκα από την πίσω πόρτα της κουζίνας· βρέθηκα σ’ένα στενορύμι κι αντίκρισα μια σκιά να στρίβει σε μια γωνία. Την κυνήγησα, τρέχοντας και τραβώντας το σπαθί μου.»

Η Λαμρίτ πήρε μια βαθιά αναπνοή προτού συνεχίσει. «Τη συνάντησα λίγο παρακάτω, Φενίλδα. Δεν προσπαθούσε να μου φύγει, συνειδητοποίησα. Έμοιαζε να στέκεται και να με περιμένει· η μάσκα της γυάλιζε μέσα στην κουκούλα της. Μου έκανε πάλι νόημα να την πλησιάσω, αλλά εγώ κράτησα την απόστασή μου. Ποια είσαι; τη ρώτησα. Κι εκείνη μού απάντησε ότι ήξερα ποια ήταν. Δεν πιστεύεις τον Ταλμάρος; μου είπε. Την πλησίασα, τότε, με επιφύλαξη, έχοντας έτοιμο το σπαθί μου, περιμένοντας κάποια παγίδα ίσως. Της ζήτησα να βγάλει τη μάσκα της. Τι νομίζεις ότι θα δεις; με ρώτησε. Κάτι που ήδη δεν ξέρεις; Και έμεινε ακίνητη. Τελείως ακίνητη, ενώ ο χιτώνας της αναδευόταν απαλά. Σχεδόν σαν… σαν όνειρο ήταν, Φενίλδα. Και… και άκου τώρα. Αυτό είναι πραγματικό.»

Η Φενίλδα παρατηρούσε την Πρόμαχο αμίλητη. Ποτέ ξανά δεν την είχε δει τόσο ταραγμένη.

«Δεν ξέρω τι έγινε,» είπε η Λαμρίτ. «Εσύ ίσως να μπορείς να μου πεις. Ίσως να έκαναν κάποιο ξόρκι επάνω μου. Ίσως… δεν ξέρω. Εσύ θα μου πεις.»

«Αν μπορώ,» αποκρίθηκε η Φενίλδα.

«Πετάχτηκα απότομα,» συνέχισε τη διήγησή της η Λαμρίτ, «και άρπαξα τη μάσκα της γυναίκας. Την τράβηξα μέσα από την κουκούλα της, και… Φενίλδα, δεν ξέρω τι έγινε μετά.» Βλεφάρισε σαν χαμένη. «Το… το σοκάκι γύρω μου. Νομίζω ότι… γύρισε. Σα να περιστράφηκε. Σαν… σαν… σαν να έκλεισα τα μάτια μου, να έκανα μια στροφή, και να τα ξανάνοιξα.» Η Λαμρίτ ξεροκατάπιε. «Και μετά, είχα τη μεταλλική μάσκα στο χέρι μου. Την κρατούσα. Αλλά η Οδηγός είχε χαθεί. Δεν την έβλεπα πουθενά. Της φώναξα. Φώναξα ‘Πού είσαι; Πού είσαι;’ μα δεν πήρα καμια απάντηση. Και παρότι στριφογύριζα δεν την έβρισκα… αλλά… πρόσεξα… πρόσεξα, Φενίλδα, κάτι γύρω απ’τα πόδια μου. Κοίταξα κάτω και είδα έναν χιτώνα. Φορούσα έναν βαθυκόκκινο, μακρύ χιτώνα. Ίδιο με τον δικό της. Ίδιο με της Οδηγού. Φορούσα τον χιτώνα της Οδηγού και κρατούσα τη μάσκα της στο χέρι μου. Και τότε κατάλαβα ότι το άλλο μου χέρι δεν κρατούσε το σπαθί μου, Φενίλδα.

»Άκουσέ με. Περίμενε. Είναι παράξενο.» Η Φενίλδα δεν είχε, ωστόσο, προσπαθήσει να τη διακόψει. Η Λαμρίτ απέφευγε το βλέμμα της, τα μάτια της έκαναν πέρα-δώθε, έγλειφε τα χείλη της νευρικά, το πρόσωπό της μόρφαζε περίεργα.

«Ηρέμησε,» της είπε η Φενίλδα. «Σε πιστεύω.»

«Άκουσέ με!» έκανε απότομα η Λαμρίτ.

Η Φενίλδα έμεινε σιωπηλή.

Η Πρόμαχος ξεροκατάπιε. «Ήταν σαν… Ήταν σαν να ήμουν εγώ η Οδηγός. Φορούσα τα ρούχα της Οδηγού.»

Η Φενίλδα συνοφρυώθηκε. Τώρα φοράς τα δικά σου ρούχα…

«Πανικοβλήθηκα για λίγο. Ζαλιζόμουν. Και πρόσεξα ότι τα ρούχα μου ήταν πεταμένα στο έδαφος, το ίδιο και το σπαθί μου. Κι επίσης, νομίζω… νομίζω… στεκόμουν τώρα εκεί όπου, πριν από λίγο, στεκόταν η Οδηγός, ενώ τα ρούχα μου ήταν πεσμένα εκεί όπου, πριν από λίγο, στεκόμουν εγώ αντίκρυ στην Οδηγό. Καταλαβαίνεις;»

«Σαν να είχατε αλλάξει θέσεις…»

«Ναι,» ένευσε η Λαμρίτ. «Ναι. Ακριβώς αυτό.»

«Και μετά; Τώρα φοράς τα ρούχα σου, Λαμρίτ…»

«Ναι, γιατί έβγαλα αμέσως τον χιτώνα, φυσικά, και πέταξα τη μάσκα κάτω. Ήμουν γυμνή από μέσα· δε φορούσα τίποτε άλλο από τα εσώρουχά μου. Ντύθηκα γρήγορα με τα κανονικά μου ρούχα κι επέστρεψα στο πανδοχείο. Ήρθα εδώ, σ’εσένα. Τι έγινε, Φενίλδα; Μπορείς να μου πεις τι έγινε;»

Εκείνη ρώτησε: «Πόση ώρα πέρασε από τότε που βγήκες απ’το πανδοχείο και ξαναμπήκες; Κοίταξες το ρολόι σου;» Η Λαμρίτ είχε ένα μηχανικό ρολόι μαζί της· η Φενίλδα το είχε δει.

Η Πρόμαχος κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Δεν πρέπει, όμως, να πέρασε πολλή ώρα. Όταν έφυγα απ’το Δόντι, ο Νολβέρτες πάλευε μ’έναν άντρα· κι όταν επέστρεψα, πάλι με τον ίδιο άντρα πάλευε. Ήταν σαν να μην είχαν χωρίσει καθόλου τα χέρια τους. Δε μπορεί νάχε περάσει πολλή ώρα. Αλλά γιατί ρωτάς;»

«Γιατί είναι σαν κάποιος να σε υπνώτισε, να σε έγδυσε, και να σου φόρεσε καινούργια ρούχα… Όμως, αν όλα αυτά έγιναν, τότε δεν καταλαβαίνω πώς πρόλαβε…»

«Θα μπορούσες εσύ να το κάνεις αυτό;»

«Θα μπορούσα να διαγράψω κάποια πράγματα απ’τη μνήμη σου, με μια Μαγγανεία Μνημονικής Διαγραφής. Αλλά αυτή η μαγγανεία δεν γίνεται στιγμιαία, ούτε επάνω σε κάποιον που δεν είναι πρόθυμος ή εξαναγκασμένος να την υποστεί. Δηλαδή, αν στέκεσαι αντίκρυ μου μ’ένα σπαθί στο χέρι, έτοιμη να μου χιμήσεις, αποκλείεται ποτέ να μπορούσα να σου σβήσω τη μνήμη. Ούτε ένας μάγος του τάγματος των Διαλογιστών δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό.» Ο Δαίδαλος, όμως; αναρωτήθηκε, ακούσια. Ο Κλαρκ; Ακόμα κι εκείνοι η Φενίλδα δεν νόμιζε ότι θα το κατάφερναν.

«Μπορείς να το διαπιστώσεις;»

«Τι;»

«Αν έγινε, παρά τις αμφιβολίες σου, κάποια τέτοια μαγγανεία επάνω μου.»

«Εντάξει, αλλά δεν είμαι τόσο καλή σ’αυτά. Δεν είμαι Διαλογίστρια.» Η Φενίλδα σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και γονάτισε μπροστά στην καθισμένη στο σκαμνί Λαμρίτ. «Μείνε ακίνητη, Πρόμαχε,» είπε, και πήρε το πρόσωπο της Λαμρίτ ανάμεσα στα χέρια της. «Κοίτα τα μάτια μου. Τα μάτια μου…» ζήτησε, συναντώντας το βλέμμα της Προμάχου, ατενίζοντας βαθιά εκεί. Άρθρωσε αργά, προσεχτικά, τα λόγια για το Ξόρκι Εντοπισμού Μνημονικής Αλλοιώσεως, εστιάζοντας τη νόησή της στη μαγεία και στο μυαλό της γυναίκας μπροστά της, αναζητώντας στη μνήμη της Λαμρίτ εκείνα τα φράγματα και τις παραδοξότητες που δημιουργούσε η μνημονική αλλοίωση.

Δεν κατάφερε να βρει τίποτα.

Πήρε το βλέμμα της από τα μάτια της Λαμρίτ και σηκώθηκε όρθια. Κάθισε πάλι στο κρεβάτι. «Δε νομίζω ότι έχει πειραχτεί η μνήμη σου,» είπε.

Η Λαμρίτ βλεφάρισε έντονα. Έτριψε τα μάτια της. «Είσαι σίγουρη;»

«Απόλυτα σίγουρη δεν μπορώ να είμαι, αλλά δεν εντόπισα κάτι. Πάντως, δεν είμαι Διαλογίστρια, όπως σου είπα. Όμως, Λαμρίτ, αφού νομίζεις ότι δεν πέρασε και πολύς χρόνος από τότε που βγήκες και ξαναμπήκες στο πανδοχείο, υποθέτω πως δεν έγινε εκείνο που σκεφτόμαστε. Για να σε υπνωτίσει κάποιος, να σε γδύσει, να σε ξαναντύσει, και να σε ξυπνήσει, θα περνούσε ώρα. Δε γίνεται αμέσως.»

«Τι έγινε, τότε;» φώναξε η Λαμρίτ καθώς πεταγόταν όρθια. Τα νεύρα της ήταν τσιτωμένα.

«Ο Ταλμάρος σού είπε αλήθεια. Αυτή η γυναίκα δεν είναι σαν εμάς. Το διαισθάνθηκα τότε, μέσα στην καμπίνα του. Έχει κάτι το… διαφορετικό επάνω της. Έκανα ένα ξόρκι – κρυφά – και το διαπίστωσα.» Δεν ήθελε να της πει ότι αισθανόταν το Φως της Βίηλ – όχι ακόμα, τουλάχιστον. «Είναι Οδηγός – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.»

Η Λαμρίτ κάθισε πάλι στο σκαμνί, ακουμπώντας το μέτωπό της στα χέρια της, μοιάζοντας ζαλισμένη.

«Μην ανησυχείς,» της είπε η Φενίλδα. «Δε νομίζω ότι είναι εχθρός μας.»

Η Λαμρίτ αναστέναξε.

Η Φενίλδα ρώτησε: «Τον χιτώνα και τη μάσκα, τα πήρες μαζί σου;»

«Όχι. Τ’άφησα στο σοκάκι.»

«Πάμε να τα βρούμε;»

Η Λαμρίτ ύψωσε το βλέμμα της, κατένευσε. Σηκώθηκε όρθια.

Η Φενίλδα κατέβηκε απ’το κρεβάτι κι άρχισε να ντύνεται, γρήγορα.

«Τα μαλλιά σου…» είπε η Λαμρίτ – μάλλον, τώρα τα είχε προσέξει για πρώτη φορά.

«Τα έκοψα.» Η Φενίλδα έδειξε την πλεξίδα στο κομοδίνο.

«Γιατί;» Η Λαμρίτ ακουγόταν σχεδόν φοβισμένη, σαν να είχε μόλις μάθει κάτι το τρομερό. Σίγουρα, τα νεύρα της είχαν πειραχτεί από τη συνάντησή της με την Οδηγό.

«Μ’ενοχλούσαν. Ήταν πολύ μακριά. Δεν είναι για ταξίδια τέτοια κόμμωση, Πρόμαχε.»

Όταν η Φενίλδα ήταν έτοιμη, κατέβηκαν στην τραπεζαρία του πανδοχείου και είδαν, ανάμεσα στον κόσμο, τον Δάρυλμος να έρχεται προς το μέρος τους.

«Λαμρίτ!» είπε. «Πού είχες εξαφανιστεί, μα τα Δαιμόνια; Σε ψάχναμε και δε σε βρίσκαμε πουθενά! Και ούτε επάνω, στο δωμάτιό μας, δεν ήσουν.» Εκείνος και η Λαμρίτ διέμεναν μαζί στο Δόντι του Κολοσσού.

«Δε με είδες να φεύγω, Δάρυλμος;»

«Όχι. Πού–;»

«Πήγα να μιλήσω με τη Φενίλδα. Περιμένετε εδώ. Θα βγούμε για λίγο να κοιτάξουμε κάτι.»

Ο Δάρυλμος συνοφρυώθηκε. «Τι;»

«Περιμένετε εδώ, είπα.»

Ο Δάρυλμος δεν διαφώνησε, και η Λαμρίτ κι η Φενίλδα βγήκαν από το Δόντι του Κολοσσού και πήγαν στο σοκάκι από πίσω. Το μέρος ήταν κατά κύριο λόγο σκοτεινό· φωτιζόταν μονάχα από το φεγγάρι κι από το αντιφέγγισμα που ερχόταν από το εσωτερικό του πανδοχείου.

«Τα πήραν…» μουρμούρισε η Λαμρίτ, κοιτάζοντας στο παλιό, βρώμικο πλακόστρωτο. «Τα πήραν!»

Η Φενίλδα άρθρωσε τα λόγια για ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, χωρίς να χρησιμοποιήσει ως μέσο το Φως· έκανε το ξόρκι ακριβώς όπως το είχε διδαχτεί παλιά. Εντόπισε κάποιες εστίες, αλλά τίποτ’ άλλο. Δεν υπήρχε τίποτα το ασυνήθιστο γύρω τους.

«Τι κάνεις;» ρώτησε η Λαμρίτ.

«Σσς,» αποκρίθηκε ο Φενίλδα, και ύφανε ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως, δύο φορές: τη μία όπως το ήξερε παλιά· την άλλη χρησιμοποιώντας ως μέσο το Φως. Πάλι, τίποτα ασυνήθιστο δεν βρήκε. Καμία πνευματική οντότητα δεν ήταν κοντά.

Η Λαμρίτ περίμενε κοιτάζοντας ολόγυρα, με το σπαθί της στο χέρι, περιμένοντας ίσως την Οδηγό να εμφανιστεί ξανά.

Η Φενίλδα τής είπε: «Δε μπορώ να καταλάβω τι έγινε. Ούτε μοιάζει κάτι να μας παρακολουθεί.»

«Κάτι;» είπε η Λαμρίτ. «Αν μας παρακολουθεί κάποιος, Φενίλδα;»

«Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω.»

«Πάμε πίσω.» Η Λαμρίτ θηκάρωσε το σπαθί της, εκνευρισμένα, και βάδισε προς την είσοδο του πανδοχείου.

181.

Η Ανταρλίδα δεν είχε καμια διάθεση να πάει σε πολεμικό συμβούλιο, αλλά η Πριγκίπισσα Βασνίτα επέμενε. Χρειαζόταν και εκείνη και τον Άτβος και την Αλιζέτ, για να την καθοδηγήσουν· διότι οι ημέρες που θα ακολουθούσαν δεν θα ήταν εύκολες για το Πριγκιπάτο Νέλερβικ. Ούτε για το Τάσβεραλ, ούτε για το Χαύδοραλ.

Έτσι, η Ανταρλίδα έφυγε από το δωμάτιο όπου ήταν ξαπλωμένο το πτώμα του Τάμπριελ (επάνω στο οποίο η Ιλρίνα’νορ είχε υφάνει μια Μαγγανεία Σηπτικής Επιβραδύνσεως, προκειμένου να διατηρηθεί περισσότερο απ’ό,τι ήταν φυσικό) και πήγε στο πολεμικό συμβούλιο της Πριγκίπισσας, το οποίο η Βασνίτα είχε δηλώσει πως θα ξεκινούσε το μεσημέρι και είχε έρθει η ίδια, προσωπικά, για να παρακαλέσει τη Μαύρη Δράκαινα να παρευρεθεί. Σε χρειαζόμαστε, της είχε πει.

Μπαίνοντας στην αίθουσα, η Ανταρλίδα είδε γύρω από το στρογγυλό τραπέζι καθισμένους τον Άτβος, την Ιλρίνα’νορ, την Αλιζέτ, τη Βασνίτα, τον Υπασπιστή Νολτράκος, τον Αρκαλόν, κι έναν άντρα που δεν αναγνώριζε αλλά κάτι τής θύμιζε. Είχαν χάρτες στρωμένους ανάμεσά τους, κούπες κοντά τους, και συζητούσαν. Μόλις η Ανταρλίδα πέρασε το κατώφλι, σταμάτησαν να μιλάνε και στράφηκαν να την κοιτάξουν. Η Βασνίτα την ατένισε με κάποια ανακούφιση, παρατήρησε εκείνη. Φοβόταν ότι δεν θα ερχόμουν.

«Κάθισε,» είπε η Πριγκίπισσα του Νέλερβικ. «Σε περιμέναμε.»

Η Ανταρλίδα τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε. «Πού είναι ο Ραφέλνες;» ρώτησε κουρασμένα.

«Τον κάλεσα,» αποκρίθηκε η Βασνίτα, «αλλά δεν έχει έρθει. Είναι ακόμα θυμωμένος μαζί μου.»

Επειδή δεν τον άφησες να σκοτώσει την Ανδρομάχη; Η Ανταρλίδα, όμως, δεν είχε διάθεση να το ρωτήσει.

Και ούτε η Βασνίτα εξήγησε τίποτα περισσότερο. Σύστησε τον άντρα που η Μαύρη Δράκαινα δεν γνώριζε: «Από εδώ ο Άρχοντας Νίλφες Βάθμακ, ο νέος Στρατηγός του Πριγκιπάτου μου.»

Ο ευγενής ένευσε προς το μέρος της Ανταρλίδας, σε χαιρετισμό. Εκείνη δεν ανταποκρίθηκε. Θυμήθηκε, όμως, πού τον είχε ξαναδεί. Στην κηδεία της Αλιζέτ Βάθμακ, της συζύγου του Ραφέλνες. Ήταν αδελφός της.

Ο Άτβος είπε στην Ανταρλίδα: «Είχα μόλις προτείνει στη Βασνίτα να συγκεντρωθούν όλοι οι άρχοντες των τριών πριγκιπάτων για να συμφωνήσουν σε μια ενιαία στρατηγική, τώρα που οι Παντοκρατορικοί μαζεύουν τα στρατεύματά τους στα δυτικά μας.»

Η Ανταρλίδα αναστέναξε. Τι με νοιάζει εμένα για όλους αυτούς; Τι θα ήθελε, όμως, ο Τάμπριελ να κάνει; Θα ήθελε να τους παρατήσει, ακόμα κι αν ήταν νεκρός; Μάλλον όχι. Επιπλέον, ήταν με την Επανάσταση πολύ προτού γνωρίσει τον Τάμπριελ. Πολύ προτού πάει στη Νόρχακ. «Συμφωνώ,» είπε. «Είναι–»

Σταμάτησε να μιλά καθώς κάποιος ακούστηκε να μπαίνει στην αίθουσα. Στράφηκε και είδε την Κελρίτ Βόρτεμαχ να έρχεται, στηριζόμενη σε πατερίτσες κι έχοντας από κοντά μια υπηρέτρια για να τη βοηθά. Ακόμα είχε το σπασμένο πόδι της σε νάρθηκα.

«Κελρίτ,» είπε η Βασνίτα. «Χαίρομαι που ήρθες.»

«Μπορούσα ν’αγνοήσω την πρόσκλησή σας, Πριγκίπισσά μου;» αποκρίθηκε εκείνη, χαμογελώντας. Αναμφίβολα, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, θα ήταν τιμή για τον Οίκο των Βόρτεμαχ που η Βασνίτα είχε καλέσει την κόρη τους στο πολεμικό συμβούλιο. Όπως επίσης ήταν τιμή γι’αυτούς όταν η Βασνίτα είχε αποφασίσει να την αναθέσει ναύαρχο του ανατολικού στόλου, κατά τον σύντομο πόλεμο εναντίον των Παντοκρατορικών του Χαύδοραλ.

Η υπηρέτρια βοήθησε την Κελρίτ να καθίσει σε μια καρέκλα του τραπεζιού, και ρώτησε: «Θέλετε να μείνω, Αρχόντισσά μου;»

«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνη· «μπορείς να πηγαίνεις. Θα σε καλέσω όταν σε χρειαστώ. Να είσαι σπίτι, εκεί που μπορείς ν’ακούσεις τον δίαυλο.»

«Μάλιστα.» Η υπηρέτρια, ύστερα από μια σύντομη υπόκλιση προς όλους, αποχώρησε από την αίθουσα.

«Λέγαμε,» είπε ο Άτβος, «για ένα γενικό συμβούλιο όλων των πριγκίπων της ανατολικής Βίηλ. Και οι περισσότεροι από εμάς φαίνεται να συμφωνούν μ’αυτή την ιδέα… κάνω λάθος;» Τους κοίταξε έναν-έναν.

«Δε νομίζω ότι κάνετε λάθος, Πρόμαχε,» αποκρίθηκε ο Στρατηγός Νίλφες. «Ωστόσο, εφόσον τώρα βρισκόμαστε εδώ, καλό θα ήταν να μιλήσουμε πρώτα για μερικά ζητήματα που αφορούν το Νέλερβικ κυρίως. Και ύστερα στέλνουμε μηνύματα στον Πρίγκιπα Αλβάρος και στην Πριγκίπισσα Λισρρέτα, για να δούμε αν συμφωνούν να συναντηθούμε όλοι.»

«Ναι,» είπε ο Υπασπιστής Νολτράκος, «αυτό θα ήταν το καλύτερο.»

«Δε χρειάζεται να στείλουμε μήνυμα στον Πρίγκιπα Αλβάρος,» τόνισε ο Αρκαλόν. «Η Ράιλμεχ είναι κοντά του, και έχω άμεση επαφή μαζί της. Μπορεί να τον ρωτήσει τώρα ποια είναι η γνώμη του, αν θέλετε.»

Ο Νίλφες συνοφρυώθηκε.

«Σου εξήγησα τι συμβαίνει με τον Αρκαλόν και τους ομοούσιούς του,» του είπε η Βασνίτα.

«Ναι…» αποκρίθηκε εκείνος, αλλά έμοιαζε πολύ παραξενεμένος.

Η Βασνίτα στράφηκε στον Αρκαλόν. «Πες στη Ράιλμεχ να ρωτήσει τον Πρίγκιπα του Χαύδοραλ.»

«Θα περιμένουμε, δηλαδή;» ρώτησε ο Νίλφες, ανάβοντας τσιγάρο, ενώ παρατηρούσε τον Αρκαλόν με περιέργεια, σαν να νόμιζε ότι ο Ιεράρχης θα έκανε κάποιο ξόρκι.

«Η Ράιλμεχ μιλά τώρα με τον Πρίγκιπα Αλβάρος,» είπε εκείνος.

«Μοιάζει θετικός προς την ιδέα;» ρώτησε η Βασνίτα.

«Μια στιγμή…» Και μετά από λίγο, ο Αρκαλόν είπε: «Συμφωνεί. Λέει πως ήθελε κι εκείνος να το προτείνει. Παντοκρατορικά πλοία έχουν φανεί στο Πράσινο Πέλαγος, και πιστεύει ότι ίσως να σχεδιάζουν κάποια επίθεση εναντίον της πρωτεύουσάς του.»

«Ωραία τότε,» είπε ο Νίλφες, που εξακολουθούσε να μοιάζει παραξενεμένος από τούτη την ασυνήθιστη μορφή επικοινωνίας. «Αφού συμφωνεί, αυτό είναι καλό.»

«Μια στιγμή,» είπε πάλι ο Αρκαλόν, καθώς ακουμπούσε την πλάτη του στην καρέκλα και σταύρωνε τα χέρια μπροστά του. Οι άλλοι τον περίμεναν να συνεχίσει, κι ύστερα από λίγο εκείνος είπε: «Ο Αλβάρος προτείνει στην Πριγκίπισσα Βασνίτα να γίνει το συμβούλιο των τριών πριγκιπάτων στη Χαύδοραλ.» Ο Αρκαλόν κοίταξε τη Βασνίτα ερωτηματικά.

Εκείνη κοίταξε τους υπόλοιπους. «Τι νομίζετε;»

«Αν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι θα είστε ασφαλής εκεί, Πριγκίπισσά μου…» είπε ο Νίλφες Βάθμακ.

«Ναι,» συμφώνησε ο Νολτράκος. «Είναι βασικό αυτό.»

«Κυκλοφορούν ακόμα πράκτορες της Παντοκράτειρας στο Χαύδοραλ;» ρώτησε η Βασνίτα, έχοντας το βλέμμα της στραμμένο κυρίως προς την Αλιζέτ και την Ανταρλίδα.

«Πολλοί απ’αυτούς θα έφυγαν όταν η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη έχασε το Πριγκιπάτο,» είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα. «Ωστόσο, ορισμένοι θα είναι ακόμα εκεί· δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά κι εδώ, στη Νέλερβικ, όπως πρόσφατα είδαμε, δεν είμαστε απόλυτα ασφαλείς. Δε νομίζω στη Χαύδοραλ τα πράγματα να είναι χειρότερα.»

«Ναι, συμφωνώ,» είπε ο Άτβος νεύοντας.

Ο Νίλφες ρώτησε: «Την Πριγκίπισσα Λισρρέτα μπορούμε κι αυτή να τη ρωτήσουμε με κάποιο… παρόμοιο μαγικό τρόπο;»

«Δεν είναι κανένας ομοούσιός μου εκεί,» εξήγησε ο Αρκαλόν. «Θα πρέπει να στείλουμε κάποιον.»

«Σκεφτόμουν να πάω εγώ η ίδια,» είπε η Βασνίτα, «με αεροσκάφος, για να μιλήσουμε. Και μάλιστα, σύντομα, μαζί με τους γιους της.»

182.

Οι φρουροί των μπουντρουμιών ξαφνιάστηκαν όταν είδαν μπροστά τους τον Ιερό Μαχητή των Οστών.

«Τι θα θέλατε, Άρχοντά μου;»

«Το κλειδί για το κελί της Ανδρομάχης Χρυσόπτερης.»

Οι φρουροί τον ατένισαν με δισταγμό. «Το… το πρόσταξε αυτό η Πριγκίπισσα;»

«Αρνείστε να μου το δώσετε;» Το βλέμμα του Ραφέλνες ήταν απειλητικό μέσα απ’το κοκάλινο κράνος του.

«Απλώς θα θέλαμε να ξέρουμε… τις προθέσεις σας, Άρχοντά μου. Η ευθύνη εδώ είναι δική μας, και… Μπορούμε, φυσικά, να σας ανοίξουμε το κελί για να της μιλήσετε, αν θέλετε.»

«Είπα: δώστε μου το κλειδί.» Ο Ραφέλνες τράβηξε το σπαθί του.

Οι φρουροί πετάχτηκαν πίσω. Μονάχα ο ένας από τους τέσσερις μισοτράβηξε το δικό του σπαθί από το θηκάρι, κι αυτός που μιλούσε με τον Ραφέλνες (αρχηγός, μάλλον, εδώ πέρα) αμέσως τον αγριοκοίταξε και του έκανε νόημα να το θηκαρώσει ξανά.

«Άρχοντά μου,» είπε στον Ιερό Μαχητή των Οστών, «δεν μπορούμε να σας δώσουμε το κλειδί. Αυτές είναι οι διαταγές μας. Ωστόσο, μπορούμε να σας ανοί–»

«Δώστε μου το κλειδί, αλλιώς θα το πάρω!» φώναξε ο Ραφέλνες.

«Δώστου το,» είπε ένας φρουρός στον αρχηγό. Οι άλλοι δύο ήταν σιωπηλοί, κι έμοιαζαν φοβισμένοι. Ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να τα βάλουν με τον Ιερό Μαχητή και να νικήσουν. Ο ένας λοξοκοίταζε τον επικοινωνιακό δίαυλο στον τοίχο.

Ο Ραφέλνες το πρόσεξε, και σπάθισε τη συσκευή καταστρέφοντάς την. «Το κλειδί!» είπε.

«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο αρχηγός, «εντάξει.» Άνοιξε ένα ντουλάπι, πήρε από μέσα ένα κλειδί, και του το έδωσε.

«Αν δεν είναι αυτό,» είπε ο Ραφέλνες, «αν μου λες ψέματα–»

«Αυτό είναι, Άρχοντά μου.»

«Καλώς. Τα Πνεύματά μαζί σου, πολεμιστή.»

Ο Ιερός Μαχητής των Οστών καταδύθηκε μέσα στα μπουντρούμια του κάστρου, βαδίζοντας αποφασιστικά, με το σπαθί του στο χέρι, αγνοώντας όλες τις άλλες πόρτες μέχρι που έφτασε μπροστά σ’αυτή του κελιού της φόνισσας της γυναίκας του. Πέρασε το κλειδί στην κλειδαριά και το γύρισε. Τράβηξε την πόρτα, ανοίγοντάς την.

Η Ανδρομάχη, που ήταν κουλουριασμένη επάνω στο αχυρόστρωμα του κελιού, κρυώνοντας μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο μέρος, ανασηκώθηκε ξαφνιασμένη. Τα μάτια της γούρλωσαν αντικρίζοντάς τον, κι αισθάνθηκε την καρδιά της να χτυπά γρήγορα και δυνατά, όπως την καρδιά ενός άγριου θηρίου που ξέρει ότι ο φυσικός του κυνηγός είναι αντίκρυ του. Το ξίφος στο χέρι του Ιερού Μαχητή των Οστών και το βλέμμα στα γαλανά του μάτια τής έλεγαν, δίχως καμία αμφιβολία, ένα και μόνο πράγμα: είχε έρθει εδώ για να τη σκοτώσει.

Η Ανδρομάχη τινάχτηκε πάραυτα στις φτέρνες της, με τα γόνατά της λυγισμένα. Ένιωσε το τραύμα στην κνήμη της να τη λογχίζει με πόνο, μα το αγνόησε· ο κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος για να δώσει σημασία σε κάτι τέτοιο. Κι επίσης – νόμιζε πως έβλεπε μια ευκαιρία για να δραπετεύσει!

«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε, απλά και μόνο για να δει την αντίδραση του κυνηγού της.

«Με λένε Ραφέλνες Βάθμακ,» της είπε ο Ιερός Μαχητής των Οστών, βαδίζοντας προς το μέρος της – χωρίς να κλείσει την πόρτα πίσω του, παρατήρησε η Ανδρομάχη. «Στην πολιορκία της Χαύδοραλ σκότωσες τη γυναίκα μου, την Αλιζέτ Βάθμακ. Και τώρα, γι’αυτό θα πεθάνεις.»

Το σπαθί του ήρθε γρήγορα προς το μέρος της. Αλλά το σώμα της Ανδρομάχης ήταν τσιτωμένο και σε πλήρη εγρήγορση: κινήθηκε με παρόμοια ταχύτητα· κύλησε στο πάτωμα, ευέλικτα, φεύγοντας απ’το αχυρόστρωμα. Η μεγάλη λεπίδα του Ραφέλνες χτύπησε στον τοίχο, σπινθηροβολώντας. Η Ανδρομάχη πετάχτηκε όρθια, καθώς είχε βρεθεί πλάι στον Ιερό Μαχητή των Οστών· είχε την ευκαιρία να τον χτυπήσει αν ήθελε, μα ήξερε ότι αυτό θα ήταν ανόητο: τα χέρια και τα πόδια της ήταν άχρηστα ενάντια στην οστέινη αρματωσιά του· έτσι, η Ανδρομάχη τινάχτηκε. Σαν ζαρκάδι πήδησε προς την ανοιχτή πόρτα του κελιού, πίσω απ’την οποία δεν μπορούσε να δει κανέναν φρουρό, καμία αντίσταση.

Πέρασε το κατώφλι και βρέθηκε στον διάδρομο.

Κραυγάζοντας οργισμένα, ο Ραφέλνες στράφηκε για να την κυνηγήσει.

Και η πόρτα έκλεισε μπροστά του.

Η Ανδρομάχη γύρισε γρήγορα το κλειδί μέσα στην κλειδαριά, κλειδώνοντάς τον. Γέλασε, ξαφνιασμένη με την τύχη της. «Αντίο, Ραφέλνες Βάθμακ!» είπε. «Ελπίζω να πεθάνεις σαν τη γυναίκα σου!» Κι έτρεξε, καθώς ο Ιερός Μαχητής των Οστών κοπανούσε την πόρτα του κελιού πίσω της, ουρλιάζοντας.

Η Ανδρομάχη δεν ήξερε πού είχαν τον Τζακ, ή αν ήταν ακόμα ζωντανός, και δεν μπορούσε να καθυστερήσει σε τούτα τα μπουντρούμια ψάχνοντας. Έπρεπε να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, αλλιώς δεν υπήρχε αμφιβολία ότι, στο τέλος, θα τη σκότωναν. Οι θεοί με αγαπάνε, σκέφτηκε καθώς πήγαινε προς την επιφάνεια, αν και δεν ήξερε ποιοι θεοί. Σίγουρα όχι τα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών της Βίηλ. Και ο Απόλλωνας, ο θεός της πατρίδας της, της Απολλώνιας, δεν είχε καμια δύναμη εδώ.

Χρειάζομαι όπλα, συλλογίστηκε, ζυγώνοντας με προσοχή την έξοδο των μπουντρουμιών, όπου ήξερε ότι υπήρχε ένα φυλάκιο. Βάδιζε αθόρυβα επάνω στα γυμνά της πόδια και είχε την πλάτη της κολλημένη στους τοίχους, γλιστρώντας μες στα σκοτάδια.

Είδε τρεις άντρες να έρχονται τρέχοντας προς το μέρος της. Ήταν βέβαιη, όμως, πως δεν την είχαν δει. Πρέπει να είχαν ακούσει τις κραυγές του Ραφέλνες· τα ουρλιαχτά του αντηχούσαν ώς εδώ. Στα χέρια τους οι τρεις άντρες κρατούσαν σπαθιά, γυμνολέπιδα, και στα κεφάλια τους φορούσαν κράνη. Η Ανδρομάχη είχε ζαρώσει σε μια γωνία, και την προσπέρασαν χωρίς να την προσέξουν.

Στο φυλάκιο, στο βάθος, εκείνη μπορούσε τώρα να διακρίνει μόνο έναν φρουρό. Δεν θα είχε πρόβλημα να τον ξεπαστρέψει, νόμιζε. Και πήγε προς τα εκεί.

Ο άντρας την είδε μονάχα όταν εκείνη ήταν πλέον πολύ κοντά. Τράβηξε αμέσως το σπαθί του, αναγνωρίζοντάς την. «Ακίνητη!» φώναξε. Αλλά η Ανδρομάχη ήρθε καταπάνω του, απέφυγε τη λεπίδα του, του έπιασε το χέρι, και του έβαλε τρικλοποδιά, σωριάζοντάς τον στο σκληρό, πέτρινο πάτωμα. Ο φρουρός μούγκρισε χτυπώντας το κρανοφόρο κεφάλι του. Το σπαθί είχε φύγει απ’τη γροθιά του και βρεθεί παραδίπλα· η Ανδρομάχη τινάχτηκε και το έπιασε. Ο άντρας έκανε να σηκωθεί, κι εκείνη τον κάρφωσε στον λαιμό και τον είδε να πεθαίνει.

Χαμογέλασε, αναστρέφοντας το σπαθί και σκουπίζοντας τη ματωμένη λεπίδα του πάνω στο παντελόνι της. Καταραμένοι επαναστάτες! Πήρε τη ζώνη του νεκρού (επάνω στην οποία ήταν το άδειο θηκάρι του σπαθιού) και την έδεσε στη μέση της. Τράβηξε το ξιφίδιο από τη μπότα του και το πέρασε στη ζώνη. Σκέφτηκε προς στιγμή να πάρει και τις μπότες του για να τις φορέσει, αλλά άλλαξε γνώμη γιατί δεν είχε χρόνο: ο Ραφέλνες σύντομα θα ερχόταν.

Πήγε στον ανελκυστήρα και, πιέζοντας το μεγάλο κουμπί, τον κάλεσε. Ευτυχώς ήταν μόνο ένα πάτωμα πιο πάνω, έτσι κατέβηκε αμέσως. Η Ανδρομάχη μπήκε και ανέβηκε στον δεύτερο όροφο του Κεντρικού Οικήματος του κάστρου, όπου θυμόταν ότι υπήρχε μια διέξοδος που τη βόλευε. Διότι, σίγουρα, δεν μπορούσε να φύγει από την κεντρική πύλη.

Βγήκε απ’τον ανελκυστήρα και βάδισε γρήγορα μέσα στους διαδρόμους.

Μια φρουρός την είδε και τράβηξε το σπαθί της. «Εσύ!»

Η Ανδρομάχη τής επιτέθηκε, κι ύστερα από μερικές γοργές σπαθιές η Νελερβίκια πολεμίστρια ήταν νεκρή στα πόδια της Απολλώνιας αριστοκράτισσας. Η Ανδρομάχη θηκάρωσε το ξίφος της κι έκανε να σκύψει για να πάρει τις μπότες της γυναίκας – αλλά άκουσε κάποιους να έρχονται. Γαμώτο!

Έτρεξε πάλι, ξυπόλυτη.

«Εκεί!» φώναξε ένας άντρας, πίσω της. «Κάποιος τρέχει!»

Κι ένας άλλος: «Είναι χτυπημένη!» (Μάλλον αναφερόταν στη φρουρό, βλέποντάς την από απόσταση και μην ξέροντας ακόμα ότι ήταν νεκρή.)

Η Ανδρομάχη άνοιξε την πόρτα που έβγαζε στις επάλξεις πάνω από τον ποταμό. Καμια δεκαριά μέτρα παραπέρα μπορούσε να δει έναν φρουρό να στέκεται, ο οποίος έστρεψε το βλέμμα του προς τη μεριά της μα δεν την πλησίασε. Δε μ’έχει αναγνωρίσει. Ακόμα.

Η Ανδρομάχη κοίταξε κάτω, τα νερά του ποταμού. Θεοί… δεν είναι και τόσο χαμηλά. Αισθάνθηκε τρόμο να την καταλαμβάνει. Αλλά: Καλύτερα να σκοτωθώ από μόνη μου παρά να με σκοτώσουν σαν σφαχτάρι, σκέφτηκε· και ανεβαίνοντας στις επάλξεις–

(«Έ! Τι κάνεις εκεί;» φώναξε ο φρουρός.)

–πήδησε.

Τα ορμητικά νερά ήρθαν καταπάνω της, γυαλίζοντας κάτω απ’τον δυνατό ήλιο. Η Ανδρομάχη έκλεισε τα μάτια. Αισθάνθηκε το σώμα της να χτυπά την επιφάνεια του ποταμού, επώδυνα, και να βυθίζεται. Κίνησε τα χέρια και τα πόδια της, προσπαθώντας να κολυμπήσει ακολουθώντας το ρεύμα. Δεν έβγαλε αμέσως το κεφάλι της στον αφρό· όσο μπορούσε θα έμενε κάτω, για να χάσουν τα ίχνη της.

Μετά από λίγο, όμως, δεν άντεχε άλλο να μην αναπνέει· πήγαινε να σκάσει. Επιχείρησε να αναδυθεί – και το βρήκε δύσκολο. Χτύπησε τα χέρια και τα πόδια της πιο δυνατά, αλλά τώρα τα αισθανόταν πολύ κουρασμένα. Και το τραύμα στην κνήμη της την πονούσε, όπως και οι μώλωπες σε διάφορα σημεία του σώματός της. Πρέπει… να… βγω… Τα πνευμόνια της φλέγονταν. Η καρδιά της απειλούσε να σταματήσει.

Το κεφάλι της, τελικά, ξεπρόβαλε στην επιφάνεια, και η Ανδρομάχη ανέπνευσε σπασμωδικά με το στόμα της ορθάνοιχτο. Ο ήλιος ήταν τόσο δυνατός από πάνω της που την τύφλωνε. Αλλά ο αέρας ήταν καλός… πολύ καλός… Και το ποτάμι συνέχιζε να την τραβά· η Ανδρομάχη κολύμπησε, αγκομαχώντας. Χρώματα χόρευαν μπροστά στα μάτια της. Το σώμα της πονούσε. Τα πνευμόνια της πονούσαν. Ήταν πολύ εξαντλημένη, πολύ καταπονημένη απ’όλα όσα τής είχαν συμβεί.

Σε κάποια στιγμή (ύστερα από πόση ώρα;) το ρεύμα την πήρε από κάτω, και η Ανδρομάχη μάταια πάλευε να μείνει στην επιφάνεια, βήχοντας και φτύνοντας. Όχι! Θεοί, σας παρακαλώ, όχι! Τους νίκησα, νίκησα τους επαναστάτες, βγήκα από κει μέσα… Όχι εδώ! Πού είναι η όχθη; Πού είναι η όχθη;

Μετά, το ορμητικό ρεύμα την τράβηξε κάτω γι’ακόμα μια φορά, και σκοτάδι τύλιξε την Ανδρομάχη Χρυσόπτερη…

183.

Ολόκληρο το κάστρο της Νέλερβικ αναστατώθηκε μες στο μεσημέρι. Η Βασνίτα και οι άλλοι βγήκαν από την αίθουσα όπου συζητούσαν και πήγαν στην Αίθουσα του Θρόνου.

«Μα τα Δαιμόνια, Ραφέλνες!» φώναξε η Πριγκίπισσα, εξοργισμένη, μόλις της είπαν τι είχε συμβεί. «Τι πήγες κι έκανες! Σου είχα πει να περιμένεις!»

«Να περιμένω τι;» αντιγύρισε ο Ιερός Μαχητής των Οστών, στον ίδιο τόνο. «Να την αφήσεις στο τέλος ελεύθερη;» Η φωνή του έμοιαζε να τραντάζει τους λαξευτούς κίονες της αίθουσας.

«Δε θα την άφηνα ελεύθερη, Ραφέλνες! ΕΣΥ την άφησες ελεύθερη! Και τώρα – πού έχει πάει; Τριγυρίζει μέσα στο κάστρο και μπορεί να μας σκοτώσει!»

«Πριγκίπισσά μου!» Ένας πολεμιστής μπήκε στην αίθουσα. «Υψηλοτάτη!»

«Τι είναι;» ρώτησε η Βασνίτα στρεφόμενη να τον κοιτάξει, φοβούμενη ότι θα της ανέφερε κάτι το τραγικό: τη δολοφονία κάποιου ευγενή, ίσως, από το χέρι αυτής της άθλιας γυναίκας.

«Είδαν μια γυναίκα ν’ανεβαίνει στις επάλξεις και να πηδά στον ποταμό. Πρέπει να ήταν η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη. Είχε ξανθά μαλλιά και λευκό δέρμα.»

«Τα Δαιμόνια!» καταράστηκε η Βασνίτα. Και προς τον Ραφέλνες: «Ορίστε! Πώς θα τη βρούμε τώρα;»

«Αν με είχες εξαρχής αφήσει να τη σκοτώσω, δεν θα είχε ποτέ δραπετεύσει!» γρύλισε ο Ιερός Μαχητής των Οστών και, γυρίζοντάς της την πλάτη, βάδισε προς την έξοδο της Αίθουσας του Θρόνου.

«Ραφέλνες!» φώναξε η Βασνίτα. «Μείνε εδώ, Ραφέλνες!»

Οι φρουροί στην είσοδο της αίθουσας διασταύρωσαν τα δόρατά τους εμπρός του, για να τον σταματήσουν, υπακούγοντας πάραυτα στην επιθυμία της Πριγκίπισσάς τους. Ο Ραφέλνες άρπαξε τα μακριά όπλα – ένα με κάθε χέρι – και τους έσπρωξε, παραμερίζοντάς τους και περνώντας.

«Υψηλοτάτη,» ρώτησε ένας φρουρός, «να τον ακολ–;»

«Όχι,» είπε η Βασνίτα. «Αφήστε τον.» Κι αναστενάζοντας κάθισε στον θρόνο της, νιώθοντας, γι’ακόμα μια φορά, το βάρος ολόκληρου του Νέλερβικ να προσπαθεί να συνθλίψει τους ώμους της.

«Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Στρατηγός Νίλφες, «το κάστρο πρέπει να ερευνηθεί από τα μπουντρούμια ώς την οροφή του ψηλότερου πύργου, για να κρατάμε τα Δαιμόνια μακριά μας.»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Βασνίτα, «αν και δε νομίζω η Ανδρομάχη νάναι πια εδώ.»

«Υψηλοτάτη,» είπε η Ιλρίνα’νορ, «θα μπορούσα να προσπαθήσω να την εντοπίσω με τη μαγεία μου.»

«Κάντο, τότε.»

«Χρειάζομαι έναν καθρέφτη.»

«Φέρτε της έναν καθρέφτη,» πρόσταξε η Βασνίτα τους υπηρέτες της, και σε λίγο είχαν έναν καθρέφτη στημένο επάνω σ’ένα τραπεζάκι.

Η Ιλρίνα’νορ τον πλησίασε και άρθρωσε τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Η Βασνίτα είδε το κάτοπτρο να γυαλίζει αμυδρά προς στιγμή, σαν ένα ξαφνικό φως να το είχε χτυπήσει. Ύστερα… τίποτα δεν έγινε. Η Ιλρίνα έμοιαζε αυτοσυγκεντρωμένη· είχε τα μάτια κλειστά, τα φρύδια σμιγμένα· αλλά η προσπάθειά της δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Κανένα φανερό αποτέλεσμα, τουλάχιστον. Η Βασνίτα έμεινε σιωπηλή, περιμένοντας.

Τελικά, η μάγισσα άνοιξε τα μάτια και στράφηκε να την κοιτάξει. «Δεν τη βρίσκω, Υψηλοτάτη. Δεν είναι στο κάστρο, σίγουρα. Ούτε στην πόλη, νομίζω.»

«Την παρέσυρε ο ποταμός,» είπε ο Άτβος. «Αυτή ήταν που οι φρουροί είδαν να βουτά από τις επάλξεις. Ποια άλλη θα βουτούσε;»

«Ωραία…» είπε η Βασνίτα. «Τώρα θα πρέπει πάλι να έχουμε το νου μας.»

«Δε νομίζω να ξανάρθει εδώ, Πριγκίπισσά μου,» είπε η Αλιζέτ. «Μάλλον θα πάει όσο πιο μακριά μπορεί. Στο Σάνκριλαμ ή στο Κάνρελ, κατά πάσα πιθανότητα.»

Του Ραφέλνες δεν θα του αρέσει καθόλου αυτό, σκέφτηκε η Βασνίτα. Αλλά εκείνος ευθύνεται. Γιατί δεν περίμενε; Νόμιζε ότι δε θα τον άφηνα να πάρει εκδίκηση για τη γυναίκα του; Παρότι οι σκοτωμοί τής προκαλούσαν αποστροφή, ήξερε πως πολλοί στο Πριγκιπάτο της ήθελαν τον θάνατο της Ανδρομάχης Χρυσόπτερης, και δεν μπορούσε να τους τον αρνηθεί.

Τώρα, όμως, τελείωσε η ιστορία μ’αυτήν. Έχω άλλα πράγματα να κάνω. Σηκώθηκε από τον θρόνο της. «Ετοιμάστε ένα αεροσκάφος,» πρόσταξε τους υπηρέτες της. «Θα ταξιδέψω μετά από μερικές ώρες.»

«Όπως επιθυμείτε, Υψηλοτάτη.»

«Το κάστρο, όμως, πρέπει να ερευνηθεί,» τόνισε ο Νολτράκος, «όπως πρότεινε ο Στρατηγός.»

«Ερευνήστε το, τότε. Εγώ θα πάω στη Λισρρέτα τα παιδιά της.»

«Θα έρθω μαζί σας, Υψηλοτάτη,» δήλωσε η Αλιζέτ, «αν θέλετε.»

Η Βασνίτα ένευσε. «Θέλω. Κι εσύ, Αρκαλόν, αν μπορείς.»

«Ασφαλώς, Βασνίτα,» αποκρίθηκε ο Ιεράρχης.

Βασνίτα, παρατήρησε η Βασνίτα, όχι «Πριγκίπισσά μου». Και του χαμογέλασε, διακριτικά, νιώθοντας τη διάθεσή της να φτιάχνει λιγάκι.

184.

Τη νύχτα, όταν η Βασνίτα είχε προ πολλού φύγει από το κάστρο της Νέλερβικ, η Ανταρλίδα κατέβηκε στα μπουντρούμια μαζί με τον Άτβος και την Ιλρίνα’νορ, για να δει σε τι κατάσταση ήταν ο Τζακ Πολύχρωμος. Τον βρήκαν να παραμιλά ξανά, αν και όχι τόσο έντονα όσο πριν. Μονάχα μερικές φράσεις έβγαιναν, κάπου-κάπου, από το στόμα του. Και κάποιες απ’αυτές, νόμιζε η Ανταρλίδα, δεν ήταν σε άγνωστη γλώσσα, αλλά στη Συμπαντική. Πάλι, όμως, δεν καταλάβαινε τι έλεγε ο γαλανόδερμος άντρας.

«Ίσως να μπορούμε τώρα να τον ξυπνήσουμε,» είπε η Ανταρλίδα.

«Ας το διαπιστώσουμε,» αποκρίθηκε ο Άτβος.

Ξεκλείδωσαν το κελί και μπήκαν. Η Ανταρλίδα πλησίασε τον Τζακ, που εξακολουθούσε νάναι τυλιγμένος από ενέργεια, και τον σκούντησε στα πλευρά με το πόδι της. Δεν αισθάνθηκε την ενέργεια να τη χτυπά· δεν την αισθάνθηκε καθόλου μέσα από τη μπότα της.

Και ο Τζακ δεν ξύπνησε.

Η Ανταρλίδα τον σκούντησε δυνατότερα, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

«Δεν θα πεθάνει άμα συνεχίσει έτσι;» ρώτησε την Ιλρίνα. «Ούτε τρώει ούτε πίνει. Πόσο θ’αντέξει;»

«Δεν ξέρω. Αν είναι ήδη νεκρός… αν αυτή η ενεργειακή οντότητα τον είχε αναστήσει τότε…»

«…μπορεί και τώρα να μην τον αφήσει να πεθάνει;»

«Θα το ανακαλύψουμε, Ανταρλίδα.»

Η Μαύρη Δράκαινα αναστέναξε. Τα κέρατα του Κάρτωλακ! Γιατί δεν ξυπνά; Ήταν ο μόνος που ίσως – ίσως – να μπορούσε να σώσει τον Τάμπριελ. Να σώσει έναν νεκρό άνθρωπο από τον θάνατό του… Ναι, ήταν παράξενο – ανόητο, μάλλον – ως σκέψη, όφειλε να παραδεχτεί η Ανταρλίδα. Αλλά δεν μπορούσε να πάψει να ελπίζει.

185.

Το ελικόπτερο έφτασε πάνω από την Τάσβεραλ όταν είχε βραδιάσει, και ο Μελτάρος, ο μεγαλύτερος γιος της Λισρρέτα, είπε στη Βασνίτα: «Υψηλοτάτη, σκεφτόμουν να σας το πω αυτό από πριν, μα δεν είχα βρει το θάρρος…»

Εκείνη συνοφρυώθηκε, καθώς ήταν καθισμένη αντίκρυ σ’αυτόν και τ’αδέλφια του μέσα στο αεροσκάφος. Κι άλλα προβλήματα; αναρωτήθηκε. «Τι είναι, Μελτάρος;» ρώτησε. Ο Αρκαλόν καθόταν στα δεξιά της, η Αλιζέτ στ’αριστερά της.

«Θα ήθελα να ζητήσω συγνώμη επειδή δεν μπορέσαμε να προσφέρουμε καμία βοήθεια όταν το κάστρο σας δέχτηκε επίθεση,» είπε ο Μελτάρος.

«Επίθεση; Μιλάς για την προδοσία του Άρχοντα Θαλράνος;»

«Ναι, Υψηλοτάτη.»

«Μα δεν υπήρχε κάτι για να κάνετε,» είπε η Βασνίτα. «Επιπλέον, ακόμα κι αν μπορούσατε να κάνετε κάτι, δεν θα σας το επέτρεπα. Όπως σας είπα και παλιότερα, ήσασταν φιλοξενούμενοί μου, όχι μισθοφόροι.»

«Παρ’όλ’αυτά, οφείλαμε να σας ξεπληρώσουμε κάπως για τη φιλοξενία σας,» επέμεινε ο Μελτάρος.

«Καμία τέτοια υποχρέωση δεν είχατε – ούτε και έχετε,» τον διαβεβαίωσε η Βασνίτα, καθώς άκουγε τον πιλότο του ελικοπτέρου να δίνει σήμα στο παλάτι της Τάσβεραλ.

Το αεροσκάφος άρχισε να κατεβαίνει, αργά, και τελικά προσγειώθηκε σ’ένα ελικοδρόμιο στον κήπο του παλατιού.

Η Αλιζέτ κοίταξε με καχυποψία έξω απ’τα παράθυρα, τους υπηρέτες και τους πολεμιστές που συγκεντρώνονταν, γιατί γνώριζε ότι ο καθένας τους μπορεί να ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας: κάποιος δολοφόνος που ακόμα δεν είχε δράσει αλλά περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία. Δεν ήταν και πολύ πιθανό τώρα να συμβαίνει κάτι τέτοιο, όμως η Σκοτεινή Βασίλισσα φυσικά δεν θα αποδεικνυόταν ποτέ κάτι λιγότερο από προσεχτική. Το ένα της χέρι ήταν έτοιμο ν’αρπάξει τη λαβή του ξιφιδίου στη ζώνη της και να το εκτοξεύσει, και το πόδι της ήταν έτοιμο να σηκωθεί και να κλοτσήσει ψηλά, καθώς κατέβαινε πρώτη από το ελικόπτερο ανοίγοντας μια πόρτα του.

«Καλωσορίσατε,» χαιρέτησε ένας υπηρέτης, βλέποντας τη Βασνίτα ν’ακολουθεί την Αλιζέτ έξω από το αεροσκάφος μαζί με τον Αρκαλόν και τους Τρεις Πρίγκιπες του Τάσβεραλ. «Η Πριγκίπισσα έχει ενημερωθεί για την άφιξή σας, και θα σας συναντήσει στην Αίθουσα του Θρόνου.»

«Την παρακαλούμε να μη βιαστεί,» είπε η Βασνίτα. «Ήρθαμε, εξάλλου, μάλλον απροειδοποίητα.»

«Όπως επιθυμείτε, Υψηλοτάτη.» Ο υπηρέτης δεν φαινόταν να έχει αμφιβολία ότι μιλούσε στην Πριγκίπισσα του Νέλερβικ καθώς έκανε μια βαθιά υπόκλιση εμπρός της. Η Αλιζέτ δεν ήταν ντυμένη σαν Πριγκίπισσα αλλά σαν μισθοφόρος (αν και χωρίς βαριά, μεταλλική πανοπλία), και καμια άλλη γυναίκα δεν ήταν στο ελικόπτερο.

Ενόσω οδηγούνταν προς την Αίθουσα του Θρόνου, η Σκοτεινή Βασίλισσα συνέχιζε να έχει τα μάτια και τ’αφτιά της ανοιχτά. Αν υπήρχε «Άρχοντας Θαλράνος» και σε τούτο το παλάτι, δεν θα ήθελε να την ξαφνιάσει. Ωστόσο, δεν πρόσεξε τίποτα που να τη βάλει σε υποψίες.

Φτάνοντας στη μεγάλη αίθουσα, είδαν ότι η Πριγκίπισσα Λισρρέτα, αν την είχαν ειδοποιήσει οι υπηρέτες της μέσω διαύλου, δεν είχε ακούσει τη συμβουλή της Βασνίτα. Δεν είχε καθυστερήσει καθόλου να έρθει. Ήταν ήδη εδώ, και όχι τόσο καλά ντυμένη. Είχε, αναμφίβολα, βιαστεί να κατεβεί από τα διαμερίσματά της.

Αντικρίζοντας τους γιους της, αμέσως τους ζύγωσε, χαμογελώντας και αγκαλιάζοντάς τους τον έναν μετά τον άλλο και δύο μαζί συγχρόνως. Τους ρωτούσε αν ήταν καλά, αν είχαν περάσει ωραία στη Νέλερβικ.

«Πολύ ωραία, μαμά,» αποκρίθηκε ο Χανράθος, ο μικρότερος γιος της, που της έμοιαζε στην εμφάνιση περισσότερο. «Έγινε και μια μάχη. Αλλά δεν είδαμε πολλά. Ακούσαμε μόνο.»

«Μάχη;» έκανε, ανήσυχα, η Λισρρέτα.

«Δυστυχώς, μητέρα,» είπε πολύ σοβαρά ο Μελτάρος, «φοβάμαι πως απογοητεύσαμε την Πριγκίπισσα Βασνίτα, καθώς δεν μπορέσαμε να της προσφέρουμε καμία βοήθεια ως αντάλλαγμα για τη φιλοξενία της.»

Η Βασνίτα γέλασε. «Ανοησίες! Δε θα τους είχα αφήσει να πλησιάσουν όταν έγινε η συμπλοκή ακόμα κι αν ήθελαν,» είπε στη Λισρρέτα.

Η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ στράφηκε να την κοιτάξει. «Σ’ευχαριστώ, Βασνίτα,» είπε καθώς την πλησίαζε για να σφίξει το χέρι της και να την αγκαλιάσει. «Τι συμπλοκή, όμως, ήταν αυτή; Τι έγινε;»

«Πολύ φοβάμαι ότι φέρνω και καλά και κακά νέα,» αποκρίθηκε η Βασνίτα. «Από πού θέλεις να ξεκινήσω;»

«Από τα κακά, για ν’απομακρύνουμε τα Δαιμόνια.»

«Ας καθίσουμε πρώτα, τότε.»

«Να πάμε στα διαμερίσματά μου;»

Η Βασνίτα προτιμούσε τους μικρούς χώρους για τέτοιες συζητήσεις, παρά τις μεγάλες, κιονοστοιχούμενες αίθουσες. «Ναι,» είπε, «καλύτερα εκεί.»

Και δεν άργησαν να βρεθούν στο καθιστικό των προσωπικών διαμερισμάτων της Πριγκίπισσας του Τάσβεραλ: εκείνη, η Λισρρέτα, η Αλιζέτ, ο Αρκαλόν, και οι Τρεις Πρίγκιπες. Υπηρέτες τούς έφεραν φαγητά, ποτά, πίπες, και μικρά δοχεία με καπνούς. Ύστερα έφυγαν.

«Πες μου, λοιπόν, Βασνίτα,» προέτρεψε η Λισρρέτα την καινούργια Πριγκίπισσα του Νέλερβικ, ενώ ήταν καθισμένη σε μια βαθιά πολυθρόνα μ’ένα ποτήρι κρασί στο χέρι.

«Ο Τάμπριελ είναι νεκρός.»

Η Λισρρέτα βλεφάρισε. «Νεκρός; Μα… πώς;»

«Στη συμπλοκή που σου ανέφεραν τα παιδιά σου. Εκεί σκοτώθηκε. Ένας δολοφόνος είχε καταφέρει να παρεισφρήσει μέσα στο κάστρο μου, και τον περίμενε να έρθει. Περίμενε ειδικά γι’αυτόν.»

«Μεγάλοι Κολοσσοί…» μουρμούρισε η Λισρρέτα, αναρωτούμενη αν και στο παλάτι της θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Δολοφόνοι μέσα στο σπίτι της, χωρίς να το ξέρει! Η σκέψη την έκανε να ριγήσει.

«Ένας από τους αριστοκράτες μου με είχε προδώσει,» εξήγησε η Βασνίτα. «Ο Άρχοντας Θαλράνος, ο σύζυγος της ξαδέλφης μου, της Κισβέτα.»

«Μάλιστα…»

Η Βασνίτα αναστέναξε. «Τον φυλάκισα. Πολλοί μού ζητάνε να τον εκτελέσω· δεν ξέρω ακόμα τι θα κάνω.»

«Και ο δολοφόνος;»

«Φυλακισμένος κι αυτός. Και μαζί του ήταν η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη.»

Η Λισρρέτα συνοφρυώθηκε. Κάτι τής θύμιζε αυτό το όνομα.

Η Βασνίτα παρατήρησε τη συλλογισμένη έκφρασή της. «Η πρώην Παντοκρατορική Επόπτρια του Χαύδοραλ,» της είπε.

«Μα τα Πνεύματα! Και τι έκανε μέσα στο κάστρο σου;»

«Βοηθούσε τον δολοφόνο να πετύχει τον σκοπό του. Την αιχμαλώτισα, φυσικά, αλλά σήμερα δραπέτευσε.»

«Πώς;»

«Από ανοησία του Ραφέλνες Βάθμακ. Πήγε στο κελί της για να τη σκοτώσει, χωρίς την έγκρισή μου.»

Η Λισρρέτα συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»

«Η σύζυγός του σκοτώθηκε στη μάχη της Χαύδοραλ, όταν η Χρυσόπτερη, φεύγοντας με ελικόπτερο από την πόλη, πέταξε εκρηκτικές ύλες.»

Η Λισρρέτα δεν μίλησε. Καταλάβαινε τον Ραφέλνες. Κι εγώ ίσως το ίδιο να έκανα. Και το ίδιο δεν είχε κάνει; Για τον νεκρό σύζυγό της δεν είχε ξεσηκωθεί κατά των Παντοκρατορικών; Μόνο που εκείνη δεν ήταν σίγουρη πως αυτοί τον είχαν δολοφονήσει…

«Τέλος πάντων,» είπε η Βασνίτα καθαρίζοντας διακριτικά τον λαιμό της και πίνοντας μια γουλιά κρασί. «Ελπίζω να τελειώσαμε μ’αυτά τώρα.»

«Δε φοβάσαι ότι μπορεί η Χρυσόπτερη να επιστρέψει;»

«Στα πριγκιπάτα μας, όχι. Η Αλιζέτ,» έριξε μια ματιά στη Μαύρη Δράκαινα παραδίπλα, «υποθέτει πως θα κατευθυνθεί προς τα δυτικά.»

«Είναι το πιθανότερο,» είπε η Σκοτεινή Βασίλισσα. «Δεν έχει καμία υποστήριξη εδώ. Και, αναμφίβολα, το δίκτυο των πρακτόρων της Παντοκράτειρας σε τούτες τις περιοχές, που ποτέ δεν ήταν και τόσο καλό, τώρα θα είναι σχεδόν διαλυμένο. Οι περισσότεροι θα έχουν φύγει.»

«Αυτός που αιχμαλωτίσατε εσύ και η Ανταρλίδα στον Πύργο της Ανατολής μαρτύρησε τελικά τις θέσεις δύο άλλων μέσα στην πόλη μου,» την πληροφόρησε η Λισρρέτα.

«Και τι κάνατε, Υψηλοτάτη;»

«Πήγαμε να τους βρούμε, αλλά είχαν ήδη εξαφανιστεί.»

Η Αλιζέτ ένευσε, περιμένοντας αυτή την απάντηση. Υπό τέτοιες συνθήκες, σκέφτηκε, κανένας τους δεν θα παραμείνει εδώ, εκτός από τους πιο φανατικούς ίσως.

«Λισρρέτα,» είπε η Βασνίτα, «θα ήθελα να σου μιλήσω και για κάτι άλλο, τώρα…»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε η Πριγκίπισσα του Τάσβεραλ.

Και η Βασνίτα τής είπε για τη συνάντηση που είχε προτείνει ο Πρίγκιπας Αλβάρος να γίνει στη Χαύδοραλ, προκειμένου να συζητήσουν για τη στρατηγική τους στο άμεσο μέλλον. Η Βασνίτα θα προτιμούσε να μη μιλούσε για τούτο στη Λισρρέτα σήμερα, ύστερα από όλ’αυτά που είχαν συμβεί· θα προτιμούσε να το αφήσει για αύριο. Μα ήξερε πως δεν είχαν χρόνο για χάσιμο. Οι Παντοκρατορικοί σύντομα θα τους χτυπούσαν από τη δύση – πράγμα το οποίο τόνισε στη Λισρρέτα.

Εκείνη αποκρίθηκε: «Θα έρθω, φυσικά. Γιατί να μην έρθω; Ελπίζω το κάστρο του Πρίγκιπα Αλβάρος να είναι ασφαλές…»

«Όσο και οι δικές μας οικίες,» είπε η Βασνίτα.

Η Λισρρέτα χαμογέλασε αδύναμα. «Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό, Βασνίτα. Μακάρι ο Τάμπριελ να ήταν ακόμα μαζί μας. Είχε προφητικές ικανότητες…»

Η Βασνίτα αναστέναξε, καθώς στο μυαλό της ήρθε η Ανταρλίδα, να κάθεται μπροστά στο πτώμα του κοκκινόδερμου μάγου σαν να περίμενε κάποιο θαύμα να γίνει. «Ναι, αλλά ο αγώνας μας πρέπει να συνεχιστεί. Ο Πρόμαχος Άτβος, οι Μαύρες Δράκαινες, όλοι οι επαναστάτες εξακολουθούν να είναι μαζί μας, Λισρρέτα. Κι εμείς οι ίδιοι τώρα είμαστε επαναστάτες.»

Η κουβέντα τους συνεχίστηκε για λίγο ακόμα, καθώς οι δύο Πριγκίπισσες μιλούσαν για διάφορα θέματα των πριγκιπάτων τους, για τους Παντοκρατορικούς, και για την όλη κατάσταση στη Βίηλ. Ύστερα, η Λισρρέτα ρώτησε αν θα διανυκτέρευαν στο παλάτι της. Η Βασνίτα αποκρίθηκε πως, ναι, θα διανυκτέρευαν· και οι υπηρέτες τούς οδήγησαν σε δωμάτια για να αναπαυθούν. Η Αλιζέτ πρότεινε να κοιμηθεί στο ίδιο δωμάτιο με την Πριγκίπισσα του Νέλερβικ, για λόγους ασφάλειας, αλλά η Βασνίτα διαφώνησε. «Αφού τόσες μέρες δεν με δολοφόνησαν μέσα στο κάστρο μου ο Τζακ και η Ανδρομάχη, ούτε εδώ πρόκειται κανένας να με δολοφονήσει.»

Η Αλιζέτ έμεινε ξάγρυπνη. Αφουγκραζόμενη τους θορύβους της νύχτας.

186.

Το πρωί, τα μέλη της Καλόγνωμης άρχισαν να συγκεντρώνουν τους ανθρώπους που θα πολεμούσαν γι’αυτούς, καθώς και πλοία κι αεροσκάφη. Οι ίδιοι συναθροίστηκαν στην Ανεκτίμητη, ένα μεγάλο σκάφος του Βαρνάδος του Χρυσοθήρα: και ανάμεσά τους, φυσικά, ήταν η Λαμρίτ, η Φενίλδα, κι οι άλλοι επαναστάτες. Άνθρωποι ξεπρόβαλλαν από το λιμάνι της Νιλκάριχ, μιλούσαν μαζί τους, κι έφευγαν πάλι – άλλοι για να συγκεντρώσουν εφόδια, άλλοι για να φέρουν καινούργιους μισθοφόρους, άλλοι για να επιστρατεύσουν μάγους, άλλοι για να ετοιμάσουν ή να αγοράσουν μηχανισμούς και όπλα. Τηλεπικοινωνιακοί πομποί κουδούνιζαν και, κάθε τόσο, ο Βαρνάδος, η Αλθαρέτ, ο Ταλμάρος, και ο Τζανάθρες μιλούσαν.

Όταν είχε πρωτοέρθει στη Νιλκάριχ, η Φενίλδα δεν νόμιζε ότι θα έβλεπε ποτέ την πόλη σε τέτοια… πολεμική προετοιμασία. Η Καλόγνωμη είχε διαδώσει ότι θα επιτίθονταν για να μαζέψουν λάφυρα – θα επιτίθονταν μαζικά, στα βόρεια, στους λευκοντυμένους τυράννους – και κάθε πειρατής, μισθοφόρος, και ρεμάλι που σύχναζε στη Νιλκάριχ προσπαθούσε να μπει στο φουσάτο που ετοιμαζόταν.

Η Φενίλδα κάθισε, τελικά, επάνω σ’ένα βαρέλι, στο κατάστρωμα της Ανεκτίμητης, και άναψε τσιγάρο, παρακολουθώντας την κίνηση πίσω από τα μεγάλα, στρογγυλά γυαλιά της.

«Δεν έχει και πολλά να κάνουμε, ε;» της είπε ο Δάρυλμος.

«Έτσι φαίνεται.» Τίναξε λίγη στάχτη στη θάλασσα.

«Χτες βράδυ, τι σας είχε πιάσει εσένα και τη Λαμρίτ; Τι πήγατε να κάνετε έξω απ’το πανδοχείο;»

Η Φενίλδα μόρφασε. Θα ήθελε η Λαμρίτ να του πω; «Δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο.»

«Γιατί τέτοια μυστικότητα, τότε; Όταν πέσαμε για ύπνο στο δωμάτιό μας, η Πρόμαχος δεν ήθελε να μου πει το παραμικρό. Και μου έμοιαζε ταραγμένη, Φενίλδα. Το λέω πολύ σοβαρά.»

«Κοίτα… κάτι, όντως, συνέβη. Αλλά δεν είναι τίποτα για να σ’ανησυχήσει. Δεν έχει καν σχέση με τους Παντοκρατορικούς ή… ή με τους πειρατές εδώ πέρα. Είναι, περισσότερο, προσωπικό θέμα της Λαμρίτ.»

Ο Δάρυλμος συνοφρυώθηκε, φανερά παραξενεμένος.

«Θα σου πει εκείνη, όταν θελήσει. Μην το σκέφτεσαι. Αν ήταν κάποιο θέμα ζωής και θανάτου, νομίζεις ότι θα το κρατούσα κρυφό;»

«Δε σε ξέρω ακόμα τόσο καλά, μάγισσα, αλλά δεν το νομίζω.»

Η Φενίλδα ένευσε. «Και πολύ σωστά κάνεις.» Πέταξε το τσιγάρο της, που είχε σχεδόν τελειώσει, μέσα στο λιμάνι.

Και, πίσω από τον Δάρυλμος, πίσω από τον Θαλράνος και τον Νολβέρτες (που κάτι έλεγαν μ’έναν ψηλό πειρατή), είδε τη Λαμρίτ να βαδίζει προς μια κουκουλοφόρο μορφή. Την Οδηγό δίχως αμφιβολία. Η Φενίλδα μπορούσε να διακρίνει τη γυαλάδα της μάσκας της κάτω απ’την κουκούλα. Όχι πάλι τα ίδια, θεοί… Όχι πάλι τα ίδια…

«Μείνε εδώ,» είπε στον Δάρυλμος και, κατεβαίνοντας απ’το βαρέλι, βάδισε προς την Πρόμαχο.

Η Λαμρίτ σταμάτησε μπροστά στην Οδηγό, και η Φενίλδα σταμάτησε λίγο παραπέρα, κοντά στην κουπαστή, πίσω από κάτι κιβώτια, μισοκρυμμένη από αυτά αλλά όχι προσπαθώντας ενεργά να κρυφτεί – δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι έκανε κάτι ύποπτο, αν την πρόσεχαν.

«Τίποτα δεν σου έκανα, Πρόμαχε,» άκουσε την Οδηγό να λέει. «Ήθελες να δεις τι κρύβεται πίσω απ’τη μάσκα μου, και το είδες.»

«Με κοροϊδεύεις, μάγισσα;» γρύλισε η Λαμρίτ, αν και η Φενίλδα νόμιζε πως μπορούσε να διακρίνει φόβο στη χροιά της φωνής της. «Βρέθηκα ξαφνικά να… βρέθηκα στη θέση σου. Κρατούσα τη μάσκα σου και φορούσα τον χιτώνα σου – αυτά που τώρα φοράς εσύ!»

«Σου εξήγησα, Πρόμαχε: δεν σου έκανα τίποτα. Είδες εκείνο που ήταν να δεις.»

«Αναρωτιέμαι τι θα έβλεπα αν τώρα σου έβγαζα τη μάσκα!»

Η Φενίλδα τσιτώθηκε, προετοιμάζοντας τον εαυτό της να ορμήσει στη Λαμρίτ για να την τραβήξει πίσω, σε περίπτωση που φαινόταν τόσο ανόητη ώστε όντως να επιχειρήσει να ξαναβγάλει τη μάσκα της Οδηγού.

«Δεν θα έβλεπες μόνο εσύ κάτι, αλλά κι όλοι οι άλλοι που τυχαίνει να κοιτάνε προς εμάς,» αποκρίθηκε η Οδηγός.

«Πώς είναι δυνατόν να βρέθηκα να φοράω τα ρούχα σου ενώ τα δικά μου ήταν πεσμένα παραδίπλα; Με υπνώτισες με κάποιον τρόπο;»

Η Οδηγός γέλασε: ένας βαθύς μεταλλικός ήχος πίσω από τη μάσκα της. «Νομίζεις ότι διαφέρουμε τόσο οι δυο μας; Νομίζεις ότι εγώ δεν θα μπορούσα να είμαι εσύ, κι εσύ να είσαι εγώ, Λαμρίτ, Πρόμαχε της Επανάστασης; Είσαι μέρος της Μεγάλης Αλλαγής, άρα ένας σημαντικός πράκτορας στη Βίηλ. Μην υποτιμάς τον εαυτό σου.» Και γυρίζοντας την πλάτη της στη Λαμρίτ απομακρύνθηκε απ’αυτήν.

«Στάσου!» της φώναξε εκείνη, χωρίς να την κυνηγήσει. «Δεν τελειώσαμε!»

Η Οδηγός γλίστρησε πίσω από ένα κατάρτι.

Η Λαμρίτ την ακολούθησε, και:

«Τα Δαιμόνια!» άκουσε η Φενίλδα την Πρόμαχο να φωνάζει, και βάδισε εσπευσμένα προς το μέρος της.

«Πού πήγε η Οδηγός;» την είδε να ρωτά έναν άντρα από το πλήρωμα του Βαρνάδος.

«Ποια οδηγός;» έκανε εκείνος, παραξενεμένος.

«Μια γυναίκα με κουκούλα και χιτώνα.»

«Δεν είδα καμια γυναίκα…»

Η Λαμρίτ ήταν έτοιμη ν’απαντήσει, όταν η Φενίλδα την άγγιξε στον ώμο. Η Πρόμαχος στράφηκε αμέσως.

«Φενίλδα;»

«Μην κυνηγάς φαντάσματα,» της είπε η Φενίλδα, ενώ ο άντρας του Βαρνάδος έφευγε.

«Τι φαντάσματα; Τι λες;»

«Σε είδα να μιλάς με την Οδηγό. Παράτα την, Λαμρίτ. Δεν πρόκειται να βγάλεις καμια άκρη έτσι. Δεν είναι εκείνο που νομίζεις. Ό,τι κι αν νομίζεις – δεν είναι αυτό.»

«Τι είναι, τότε;»

«Πώς να ξέρω; Σου είπα: υπάρχει κάτι το… παράξενο με τους Οδηγούς. Δεν είναι άνθρωποι σαν εμάς, παρότι σου μοιάζουν για άνθρωποι.»

«Πώς μπορεί, όμως, κι εξαφανίζεται έτσι;» απόρησε η Λαμρίτ.

Η Φενίλδα αναστέναξε. «Η απάντηση που σου έδωσα δεν το καλύπτει αυτό;»

«Αναρωτιέμαι αν ο Ταλμάρος γνωρίζει.»

«Ρώτησέ τον. Αυτός, τουλάχιστον, δεν θα εξαφανιστεί.»

Και η Λαμρίτ τον ρώτησε: αργότερα, το μεσημέρι, όταν η κίνηση στο λιμάνι είχε ελαττωθεί, ο Βαρνάδος είχε πάει να ξεκουραστεί στην καμπίνα του (μαζί με μια καλλονή, την οποία πρέπει να καλοπλήρωνε), η Αλθαρέτ καθόταν στην πλώρη της Ανεκτίμητης μιλώντας με τον Δάρυλμος, τη Θελρίτ, και τον Καλνίρες, ο Τζανάθρες είχε φύγει απ’το πλοίο (πηγαίνοντας, μάλλον, σε κάποιο καπηλειό), και ο Θαλράνος κι ο Νολβέρτες ροχάλιζαν επάνω στο κατάστρωμα (έχοντας κοντά τους δυο καράφες κρασί).

«Μπορώ να σου μιλήσω για την Οδηγό σου;» ρώτησε η Πρόμαχος τον Ταλμάρος τον Οδηγημένο, σταματώντας τον στην προβλήτα καθώς εκείνος έφευγε από την Ανεκτίμητη.

«Βεβαίως, Λαμρίτ.»

Η Φενίλδα ήταν κοντά στην Πρόμαχο, πίσω της, όχι μόνο επειδή την ενδιέφερε η απάντηση που θα έδινε ο πειρατής, αλλά κι επειδή πίστευε ότι ίσως η Λαμρίτ να χρειαζόταν κάποια για να τη συνεφέρει σε περίπτωση που πάλι της έμπαιναν περίεργες ιδέες στο μυαλό. Ορισμένοι άνθρωποι δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι υπήρχαν πράγματα που είναι πέρα από την κατανόησή τους: και η Φενίλδα φοβόταν πως η Πρόμαχος ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Μαχητική και δυνατή καθώς ήταν, δεν ανεχόταν τους άλυτους γρίφους.

«Τη συνάντησα χτες, στο Δόντι του Κολοσσού,» είπε η Λαμρίτ στον Ταλμάρος, και του εξήγησε τι είχε συμβεί, με κάθε λεπτομέρεια.

«Δεν έπρεπε να το είχες κάνει αυτό,» της είπε εκείνος. «Αλλά,» χαμογέλασε, «χαίρομαι που το έκανες! Χαίρομαι πολύ.»

Η Λαμρίτ τού έριξε ένα βλέμμα που έλεγε, ξεκάθαρα, Είσαι τρελός· δεν υπάρχει αμφιβολία.

Ο Ταλμάρος πρέπει να το παρατήρησε, γιατί γέλασε. «Τι περίμενες εσύ να δεις; Κανένα ανθρώπινο πρόσωπο να σε κοιτάζει πίσω από τη μάσκα;»

«Ναι· κάθε λογικός άνθρωπος αυτό θα περίμενε, Ταλμάρος!» είπε απότομα η Λαμρίτ, και τώρα το βλέμμα της ήταν θυμωμένο.

Ο Ταλμάρος κούνησε το κεφάλι. «Η Οδηγός σού έδειξε ποια είσαι–»

«Δεν είμαι Οδηγός εγώ–»

«Είσαι, όμως, σημαντική για τη Βίηλ. Αυτό σού έδειξε η Οδηγός, Λαμρίτ. Σου έδειξε ότι είσαι τόσο σημαντική για τη Βίηλ, τόσο μέρος της Βίηλ, όσο είναι κι εκείνη.»

«Επειδή φέρνω τη Μεγάλη Αλλαγή;»

«Προφανώς. Σ’το είπα: δεν ήταν τυχαίο που σε συνάντησα αμέσως μόλις ήρθα στη Νιλκάριχ.»

«Φυσικά και δεν ήταν τυχαίο: Σε περίμενα εδώ. Τόσες ημέρες.»

Ο Ταλμάρος γέλασε. «Πώς βλέπεις έτσι τον κόσμο, Λαμρίτ… Οι Οδηγοί σού έκαναν ένα τόσο μεγάλο δώρο κι εσύ μοιάζεις θυμωμένη!»

«Περίμενα μια σοβαρή απάντηση,» είπε η Πρόμαχος, «αλλά δε νομίζω ότι πρόκειται να τη λάβω.»

«Ποια απάντηση θα ήταν ‘σοβαρή’ για σένα; Τι να σου έλεγα; ότι ήταν κάποιο κόλπο που σ’έκανε να φορέσεις τα ρούχα της Οδηγού;»

Η Λαμρίτ δεν μίλησε.

«Θα το ξανασυζητήσουμε, αν θέλεις,» της είπε ο Ταλμάρος, κι έφυγε από την προβλήτα.

Η Λαμρίτ στράφηκε στη Φενίλδα. «Γιατί μ’ακολουθείς, μάγισσα;» Δεν ακουγόταν θυμωμένη· μάλλον, κουρασμένη.

«Από περιέργεια. Μην ξεχνάς ότι είμαι του τάγματος των Ερευνητών.» Ή, τουλάχιστον, ήμουν, πριν από όλα τούτα. Τώρα πλέον μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό της άμεσα συνδεδεμένο με ένα και μόνο μαγικό τάγμα; Τώρα, που ένιωθε παντού γύρω της το Φως της Βίηλ; Που ήξερε ότι όλα όσα τής είχαν διδάξει ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, ψέματα; Ή, μάλλον, μισές αλήθειες.

«Πάμε να φάμε τίποτα, Λαμρίτ;» πρότεινε στην Πρόμαχο.

Εκείνη αναστέναξε. Κατένευσε. «Πάμε.»

Και κατευθύνθηκαν προς μια ταβέρνα του λιμανιού.

187.

Η Πριγκίπισσα Βασνίτα επέστρεψε στη Νέλερβικ μαζί με την Αλιζέτ και τον Αρκαλόν. Τίποτα το δυσάρεστο ή μη αναμενόμενο δεν είχε συμβεί στο Τάσβεραλ, και τώρα όλοι προετοιμάζονταν για να αποκρούσουν την επίθεση που θα εξαπέλυαν οι Παντοκρατορικοί των κεντρικών πριγκιπάτων εναντίον τους, καθώς και για τη συνάντηση που θα γινόταν στη Χαύδοραλ ανάμεσα στη Βασνίτα, τη Λισρρέτα, και τον Αλβάρος. Επίσης, η Βασνίτα σκέφτηκε πως θα ήταν καλή ιδέα να στείλουν μήνυμα στον Πρίγκιπα Ατμάλος, του Ντόσβεκ, για να τον καλέσουν να διώξει τους Παντοκρατορικούς από τις περιοχές του και να έρθει με το μέρος της Επανάστασης. Κανένας δεν θεωρούσε το Ντόσβεκ σημαντικό, κι εκεί όπου ήταν, πέρα από τα βουνά, δεν μπορούσε να αποτελέσει απειλή, ειδικά αυτή την εποχή του χρόνου, που το κρύο ολοένα και δυνάμωνε· όμως καλύτερα να έχεις ακόμα έναν σύμμαχο παρά έναν πιθανό εχθρό. Ο Αρκαλόν, ο Πρόμαχος Άτβος, και οι σύμβουλοι της Βασνίτα συμφώνησαν με τη λογική της Πριγκίπισσας του Νέλερβικ, έτσι εκείνη συνέταξε και έστειλε μια επιστολή στον Πρίγκιπα Ατμάλος μέσω ελικοπτέρου.

Η Ανταρλίδα, όμως, δεν ενδιαφερόταν για όλα τούτα. Το ενδιαφέρον της ήταν στραμμένο στον Τζακ Πολύχρωμο, ο οποίος βρισκόταν μέσα στο κελί του, σε μια κατάσταση που έμοιαζε με κώμα, άλλοτε παραμιλώντας λιγότερο, άλλοτε περισσότερο, ορισμένες φορές σε άγνωστες γλώσσες κι άλλες φορές στη Συμπαντική. Ό,τι κι αν έκανε η Ανταρλίδα δεν μπορούσε να τον ξυπνήσει, καθώς οι ημέρες περνούσαν. Και το πτώμα του Τάμπριελ θα είχε αρχίσει να αποσυντίθεται αν δεν το διατηρούσε η Μαγγανεία Σηπτικής Επιβραδύνσεως της Ιλρίνα’νορ. Η μάγισσα, όμως, είχε πει στην Ανταρλίδα ότι παραπάνω από ένα μήνα καμια μαγεία δεν υπήρχε που να μπορεί να διατηρήσει ένα νεκρό σώμα. «Ακόμα κι αν ξαναϋφάνω τη μαγγανεία επάνω του, απλά θα τον διαλύσω. Πρέπει κάποια στιγμή να τον κηδέψουμε, αν δεν γίνει τίποτα με τον Τζακ.» Κι από την έκφρασή της, η Ανταρλίδα έκρινε ότι δεν περίμενε πως τίποτα θα γινόταν. Πράγμα που την εξόργιζε… γιατί, φυσικά, ο Τάμπριελ δεν μπορεί να πέθαινε έτσι!

Ωστόσο, κάθε φορά που η Ανταρλίδα κατέβαινε στα μπουντρούμια για να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν ο Τζακ, η παράξενη ενεργειακή μορφή φαινόταν να τον έχει τυλίξει ολοένα και περισσότερο. Περίεργο αυτό. Σήμαινε, άραγε, ότι σύντομα θα συνέβαινε κάτι;

Όταν ήταν να γίνει η συνάντηση στη Χαύδοραλ, την τέταρτη ημέρα αφότου η Βασνίτα είχε επιστρέψει από το Τάσβεραλ, η ενεργειακή μορφή είχε σχεδόν κουκουλώσει τελείως το σώμα του Παντοκρατορικού πράκτορα, κρύβοντάς τον σαν μέσα σε δίχτυ. Η Ανταρλίδα, προτού πετάξουν για τα νότια μαζί με τη Βασνίτα, ρώτησε την Ιλρίνα’νορ γιατί μπορεί να συνέβαινε αυτό. Γι’ακόμα μια φορά, όμως, η μάγισσα δεν είχε να δώσει απάντηση που μπορούσε να τη βοηθήσει.

Και το ελικόπτερό τους πέταξε προς Χαύδοραλ, με τη συνοδεία άλλων δύο ελικοπτέρων.

«Περιμένουμε επίθεση;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Άτβος.

«Παντοκρατορικά αεροσκάφη έχουν εντοπιστεί να πετάνε κοντά στα δυτικά μας σύνορα,» αποκρίθηκε ο Πρόμαχος. «Κανένα, όμως, δεν έχει εισβάλει στο εσωτερικό του Πριγκιπάτου μας, ή στο εσωτερικό του Χαύδοραλ. Ή, αν έχει εισβάλει, δεν έχει εντοπιστεί. Ωστόσο, προτιμήσαμε να είμαστε προσεχτικοί, Ανταρλίδα. Μόνοι μας θα ήμασταν εύκολος στόχος.»

Η Ανταρλίδα ένευσε, συμφωνώντας. Τελευταία όλο τον Τάμπριελ σκεφτόταν – και τον Τζακ – και είχε καταντήσει να μην ξέρει τι γινόταν στην περιοχή. Είμαι αποπροσανατολισμένη. Πρέπει να συνέλθω, σκέφτηκε. Ήταν Μαύρη Δράκαινα, άλλωστε. Ήξερε ότι, σε πολέμους και έκρυθμες καταστάσεις, άνθρωποι πεθαίνουν. Ακόμα κι οι άνθρωποι που αγαπάς, ορισμένες φορές.

188.

Με το ξημέρωμα, οι πειρατές της Καλόγνωμης έστειλαν μισθοφόρους να φύγουν από την πόλη και να ταξιδέψουν βόρεια, μέσα στους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ, προς τα νότια σύνορα του Κίρτβεχ. Τα πλεούμενα, όμως, δεν ξεκίνησαν από τώρα. Ο άνεμος ήταν αντίθετος, κι αυτό δεν συνέφερε τα ιστιοφόρα· μόνο τα μηχανοκίνητα μπορούσαν να πλεύσουν άνετα με τέτοιο άνεμο. Και οι πειρατές, παρότι είχαν αρκετά χρήματα, δεν διέθεταν έναν ολόκληρο στόλο από μηχανοκίνητα πλοία. Περίμεναν, επομένως, τον άνεμο να έρθει από το νότο, για να τους σπρώξει προς τα βόρεια της Λίμνης των Κολοσσών.

«Κι αν οι πεζοί φτάσουν στο Πριγκιπάτο πριν από εμάς;» ρώτησε η Φενίλδα, ενώ όλοι τους ήταν συγκεντρωμένοι στο κατάστρωμα της Ανεκτίμητης, του μεγάλου σκάφους του Βαρνάδος, το οποίο ήταν μηχανοκίνητο παρότι διέθετε και ψηλά κατάρτια με πλατιά, δυνατά ιστία.

«Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, ρε όμορφη,» αποκρίθηκε ο Τζανάθρες. «Ξέρεις πού βρισκόμαστε; Μες στους δασότοπους. Γιατί νομίζεις ότι εδώ, στη Νιλκάριχ, δε μπορεί να πλησιάσει Παντοκρατορικό φουσάτο; Δεν είμαστε σε κάνα ίσιωμα.»

«Καμια δεκαπενταριά μέρες θα κάνουν μέχρι να διασχίσουν τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ,» εξήγησε ο Βαρνάδος στη Φενίλδα. «Επομένως, έχουμε χρόνο. Αν πάμε με τα πλοία πιο νωρίς, θα βρεθούμε χωρίς την υποστήριξη των μισθοφόρων.»

«Δεν περιμένουμε, βέβαια, και πολλά από τέτοια ρεμάλια,» πρόσθεσε ο Τζανάθρες.

«Αλλά δε θα μας φανούν κι άχρηστοι,» του είπε η Αλθαρέτ, «ενάντια σε τόσους Παντοκρατορικούς που υπάρχουν εκεί πάνω.»

«Μην ξεχνάτε,» τόνισε η Λαμρίτ, «πως οι άνθρωποί μου, ώς τώρα, θα έχουν τραβήξει πολλά από τα Παντοκρατορικά στρατεύματα στις βόρειες περιοχές του Πριγκιπάτου· οπότε θα μπορούσαμε ν’αρχίσουμε να χτυπάμε τις ακτές, ακόμα και προτού φτάσουν οι μισθοφόροι από τους δασότοπους. Όπως σας έδειξα και την προηγούμενη φορά….» Ξεδίπλωσε έναν χάρτη και τον άπλωσε στο τραπέζι ανάμεσά τους. Επάνω του υπήρχαν σημειωμένες θέσεις όπου τους συνέφερε να επιτεθούν.

Μετά από κάποια συζήτηση, αποφάσισαν να πλεύσουν ύστερα από πέντε ημέρες, όταν ο καιρός θα είχε φτιάξει λιγάκι, όπως υπολόγιζαν.

189.

Ο Πολ, ο Δαίδαλος, και οι υπόλοιποι επαναστάτες δεν έμειναν στην πρώτη πόλη που πήραν από τα χέρια των Παντοκρατορικών. Την επόμενη ημέρα κιόλας, έφυγαν από εκεί και συνέχισαν τον ανταρτοπόλεμό τους. Χτυπούσαν φυλάκια και ελευθέρωναν χωριά και μικρές πόλεις. Πολλές φορές, όμως, όταν ξαναπλησίαζαν αυτές τις πόλεις διαπίστωναν ότι οι Παντοκρατορικοί τις είχαν και πάλι καταλάβει. Αλλά τούτο δεν είχε μεγάλη σημασία. Το σχέδιο του Πολ και της Λαμρίτ δούλευε καλά. Ο σκοπός ήταν να δημιουργήσουν στα βόρεια του Πριγκιπάτου όσο το δυνατόν περισσότερο χάος, χωρίς οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας να τους παγιδεύσουν και να τους σκοτώσουν ή αιχμαλωτίσουν. Οι γνώσεις που είχε αποκτήσει ο Πολ για την περιοχή, καθώς και το δίκτυο των πρακτόρων της Επανάστασης που είχε εγκαταστήσει εδώ, τους βοηθούσαν πολύ. Επίσης, τους βοηθούσε το γεγονός ότι εδώ το δίκτυο των πρακτόρων της Παντοκράτειρας ήταν τελείως διαλυμένο, έτσι η Νίνα Έκγραμμη ήταν τυφλή και κουφή σε τούτα τα μέρη.

Τον Ράλκος’νορ και τους άλλους τρεις μάγους εξακολουθούσαν, φυσικά, να τους κρατάνε αιχμάλωτους. Όμως δεν τους τραβούσαν πια συνέχεια μαζί τους, γιατί είχε καταντήσει κουραστικό. Τους έκρυψαν σ’ένα μικρό σύστημα σπηλαίων, στους πρόποδες της Ουράς, στα βορειοανατολικά του Πριγκιπάτου, όχι και τόσο μακριά από τις παρυφές της Καμένης Γης. Το μέρος ήταν ιδανικό για φυλακή. Ένας επαναστάτης το είχε υπόψη του, και το πρότεινε στον Πολ και τον Άλτες όταν συζητούσαν τι να κάνουν με τον Ράλκος’νορ και τους άλλους μάγους. Όπως αποδείχτηκε, η πρόταση ήταν καλή. Έβαλαν τους κρατούμενους στις σπηλιές και τοποθέτησαν μερικούς φρουρούς απέξω, ενώ κάποιοι άλλοι επαναστάτες άρχισαν να φτιάχνουν πόρτες με κάγκελα για να βελτιώσουν τα φυσικά κελιά. Οι μάγοι διαμαρτυρήθηκαν: είπαν ότι δεν υπήρχε λόγος να τους φέρονται έτσι· «είμαστε γηγενείς της Βίηλ, εξάλλου, σαν εσάς!» τόνισε ο Άλδρος’νορ.

«Δε μας έχετε, όμως, δώσει λόγο για να σας εμπιστευτούμε,» του είπε ο Άλτρες. «Το αντίθετο, μάλιστα.»

Ο Ράλκος’νορ ήταν ο μόνος που έμενε σιωπηλός. Ούτε μία φορά δεν ζήτησε έλεος από τους επαναστάτες, γνωρίζοντας μάλλον ότι δεν θα έδειχναν κανένα έλεος στον σύζυγο της Παντοκρατορικής Επόπτριας.

Όταν έβαλαν τους αιχμαλώτους στις σπηλιές ήταν απόγευμα, και ο Πολ, ο Άλτρες, κι οι άλλοι καταυλίστηκαν απέξω για να περάσουν τη νύχτα.

Η Νιρμενέτ είπε: «Είναι μάγοι· μπορεί να κάνουν κανένα ξόρκι και να δραπετεύσουν. Είστε σίγουροι ότι κάτι πέτρες είν’ αρκετές για να τους κρατήσουν εδώ;»

Οι επαναστάτες όλοι κοίταξαν τον Δαίδαλο – πράγμα που έκανε τον Καρτάφες’νορ να στραβώσει τη μούρη του σαν να τον είχαν βρίσει. Ο Πολ είχε την εντύπωση, κάπου-κάπου, ότι ο Καρτάφες ζήλευε τον Δαίδαλο: νόμιζε ότι του έκλεβε τη δόξα, ίσως.

Ο Δαίδαλος είπε: «Θα μπορούσα να κάνω κάτι για να βελτιώσω τις φυλακές σας. Ωστόσο, θα χρειαστώ κάποιους εξοπλισμούς, μια εστία, και λίγο χρόνο.»

«Μέχρι στιγμής,» του είπε ο Άλτρες, «η παρουσία σου δεν ήταν απαραίτητη στις επιθέσεις μας. –Δεν το λέω προσβλητικά,» εξήγησε αμέσως.

«Το καταλαβαίνω. Τα αυτοκίνητα είναι αρκετά από μόνα τους. Η παρουσία μου, όντως, δεν είναι απαραίτητη.»

«Αυτό εννοώ ακριβώς,» ένευσε ο Άλτρες, «θέλοντας να καταλήξω ότι θα μπορούσαμε να σου δώσουμε κάποιο χρόνο για να εργαστείς εδώ ενώ εμείς θα συνεχίζουμε να χτυπάμε τους Παντοκρατορικούς. Και θα σου φέρουμε και εξοπλισμούς και μια εστία, φυσικά.»

«Σύμφωνοι, τότε,» είπε ο Δαίδαλος.

«Τα αυτοκίνητα, όμως,» παρατήρησε ο Πολ, «σε υπακούουν, Δαίδαλε.»

«Το ίδιο και τον Καρτάφες. Κι αυτόν θα τον έχετε μαζί σας. Εκτός αν διαφωνεί.»

Ο Καρτάφες’νορ δεν διαφωνούσε, έτσι έκαναν όπως πρότεινε ο Δαίδαλος. Αφήνοντας μια μικρή φρουρά, έφυγαν από τις φυλακές και ο μάγος έμεινε πίσω, αρχίζοντας να εργάζεται. Εκείνο που, στο τέλος, κατασκεύασε θύμιζε ογκώδη τηλεπικοινωνιακό πομπό που στο κέντρο του είχε μια εστία. Η εστία αυτή, όμως, δεν γυάλιζε όπως συνήθως· δεν έμοιαζε νάναι καμωμένη από μέταλλο και φως. Αντιθέτως, έμοιαζε να είναι από μέταλλο και σκοτάδι. Σαν ο Δαίδαλος, κάπως, να είχε αντιστρέψει την εστία που του είχαν φέρει. Η συσκευή του, είπε στους επαναστάτες, το έκανε δυσκολότερο για τους μάγους της Βίηλ να αντλήσουν ενέργεια από τη διάσταση ώστε να χρησιμοποιήσουν ξόρκια και μαγγανείες. Η εστία στο κέντρο του μηχανισμού θα μπορούσε να ονομαστεί (εξήγησε στον Καρτάφες’νορ, όταν εκείνος τον ρώτησε) απωθητική εστία: Αντί να ελκύει το Φως, το απωθούσε, σαν ένας αντίστροφος μαγνήτης. Ο Καρτάφες ζήτησε από τον Δαίδαλο να του μάθει πώς να κατασκευάζει ένα τέτοιο πράγμα, μοιάζοντας γι’ακόμα μια φορά ενθουσιασμένος από τις γνώσεις του άλλου μάγου. Ο Δαίδαλος, όμως, του αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε, και ο Καρτάφες θύμωσε.

«Νομίζεις ότι είσαι τόσο πιο σπουδαίος από εμένα; Νομίζεις ότι αδυνατώ να κατανοήσω έναν τέτοιο απλό μηχανισμό;» φώναξε, καθώς οι δυο τους στέκονταν μπροστά στο κεντρικό άνοιγμα των σπηλαίων ξανά, και μαζί τους ήταν ο Πολ, ο Άλτρες, και μερικοί άλλοι επαναστάτες, οι οποίοι είχαν έρθει για να δουν το μηχάνημα που είχε κατασκευάσει ο Δαίδαλος για την καλύτερη φύλαξη των κρατούμενων.

«Αρκετά, Καρτάφες,» μούγκρισε ο Πολ, νιώθοντας την παρόρμηση να μπατσίσει τον Πεφωτισμένο κατακέφαλα.

Ο Δαίδαλος, όμως, δεν φάνηκε θυμωμένος. Αποκρίθηκε ήρεμα: «Δε μπορώ να σου εξηγήσω επειδή αντλείς τις δυνάμεις σου από το Φως, Καρτάφες, όπως και όλοι οι μάγοι του τάγματός σου. Για να φτιάξω την απωθητική εστία, εγώ δεν χρησιμοποίησα το Φως· χρησιμοποίησα άλλες δυνάμεις που βρίσκονται διάχυτες στο σύμπαν.»

Ο θυμός που είχε ξαφνικά καταλάβει τον Καρτάφες φάνηκε να λιώνει επάνω στο πρόσωπό του. «Κι αυτές τις δυνάμεις… εγώ δεν θα μπορούσα να τις χειριστώ;»

«Μόνο αν είχες διδαχτεί άλλες μαγικές αρχές. Τώρα, μ’αυτά που ξέρεις, θα σου ήταν απίστευτα δύσκολο. Αδύνατο, βασικά. Θα έπρεπε να σε διδάξω πράγματα από την αρχή – και χρόνος για κάτι τέτοιο δεν υπάρχει.»

Ο Καρτάφες δεν διαφώνησε άλλο, ζήτησε όμως από τον Δαίδαλο να του εξηγήσει την κατασκευή της απωθητικής εστίας όσο καλύτερα μπορούσε, κι εκείνος το έκανε. Ο Πολ δεν παρακολούθησε τη συζήτησή τους γιατί δεν καταλάβαινε τίποτα από αυτά. Κι όταν ξανακοίταξε την όψη του Καρτάφες υπέθεσε ότι μάλλον ούτε εκείνος είχε καταλάβει τίποτα. Ή, τουλάχιστον, πάρα πολύ λίγα. Αυτός ο Δαίδαλος δεν ήταν καθόλου φυσιολογικός μάγος. Πώς είχε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο γνώσης; Ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος να ξέρει τόσα πράγματα, να έχει τόσες δυνάμεις, μέσα σε μία μόνο ζωή; αναρωτιόταν ο Πολ.

Αλλά δεν άφησε το θέμα να τον απασχολήσει για πολύ. Είχε μπροστά του έναν ολόκληρο ανταρτοπόλεμο που τον απασχολούσε περισσότερο. Κι όταν έφυγε από τη φυλακή του Ράλκος’νορ και των συντρόφων του, είχαν ήδη περάσει δέκα ημέρες από τότε που ο ανταρτοπόλεμος είχε ξεκινήσει: έτσι, εκείνο που ο Πολ τώρα αναρωτιόταν ήταν αν η Λαμρίτ είχε αρχίσει να φέρνει τους πειρατές της προς τα βόρεια. Δε θα μπορέσουμε ν’αντέξουμε για πάντα εδώ. Κάθε λίγο έρχονταν ολοένα και περισσότεροι πολεμιστές της Παντοκράτειρας. Κάποια στιγμή, η τύχη μας θα στερέψει. Η κατάσταση θα γυρίσει εναντίον μας. Ήταν κάτι που πάντοτε συνέβαινε. Είχε συμβεί όταν ο Πολ δολοφονούσε τους πράκτορες της Παντοκράτειρας μέσα στο Πριγκιπάτο, και θα συνέβαινε και τώρα. Η Νίνα, αργά ή γρήγορα, θα έκλεινε τα σαγόνια της γύρω τους – εκτός αν η Λαμρίτ ερχόταν από το νότο, ώστε τα σαγόνια της Επανάστασης να κλείσουν γύρω από τη Νίνα.

190.

Η Ανταρλίδα και η Αλιζέτ βρίσκονταν σε συνεχή επιφυλακή κατά τη διάρκεια της συνάντησης των πριγκίπων στη Χαύδοραλ, όμως οι Παντοκρατορικοί δεν επιχείρησαν να κάνουν καμία κίνηση. Ίσως και να μην είχαν τον απαιτούμενο χρόνο να προετοιμαστούν, υπέθετε η Ανταρλίδα. Η συνάντηση, εξάλλου, είχε αποφασιστεί γρήγορα και χωρίς να ανακοινωθεί σε πολλούς.

Η Βασνίτα, η Λισρρέτα, και ο Αλβάρος μίλησαν για την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν και τι θα μπορούσαν να κάνουν για να υπερασπιστούν καλύτερα τα πριγκιπάτα τους. Η Λισρρέτα τόνισε πως ο Τάμπριελ και ο Άτβος τής είχαν υποσχεθεί ότι το Τάσβεραλ θα ήταν ασφαλές λόγω της θέσης του, αλλά δήλωσε πως ήταν πρόθυμη να στείλει μισθοφόρους της στο Χαύδοραλ και στο Νέλερβικ ώστε να βοηθήσουν όπου υπήρχε ανάγκη. «Δεν θα ήθελα να υποφέρουν τα πριγκιπάτα σας προκειμένου το δικό μου να παραμείνει ασφαλές.»

Ο Αλβάρος είπε ότι το Χαύδοραλ βρισκόταν στην πιο ευάλωτη θέση από τα τρία πριγκιπάτα. «Οι Παντοκρατορικοί μπορούν να το χτυπήσουν και από ξηρά και από θάλασσα,» τόνισε. Και η Βασνίτα τού υποσχέθηκε ότι θα είχε την πλήρη υποστήριξη του Νέλερβικ. «Μπορεί να μην έχουμε πολλά πλοία κατασκευασμένα για άνετο ταξίδι σε ανοιχτή θάλασσα, Πρίγκιπά μου, όμως τα πλοία μας θα κατεβούν από τους ποταμούς ώστε να προστατεύσουν τα λιμάνια σας από Παντοκρατορικές επιθέσεις.»

Εν τω μεταξύ, φυσικά, θα έπρεπε όλοι τους να ενισχύσουν τη φύλαξη στα δυτικά σύνορα: στον ποταμό Κάνιλρεχ, που τους χώριζε από το Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ· και στον ποταμό Νέρελρημ, που τους χώριζε από το Πριγκιπάτο Κάνρελ. Η Τάρνελβακ όφειλε, επίσης, να ενισχυθεί στρατιωτικά, καθώς βρισκόταν σε πολύ ευάλωτη θέση, στα άκρα του Χαύδοραλ.

«Μιλάμε, όμως, μόνο για αμυντικό πόλεμο,» παρατήρησε ο Άτβος, «ενώ θα έπρεπε να μας απασχολεί και ο επιθετικός. Όταν το Κίρτβεχ κατακτηθεί – κι απ’ό,τι μας λένε οι Ιεράρχες, δεν είναι μακριά αυτή η ημέρα – θα πρέπει να επιτεθούμε, για να κλείσουμε τα κεντρικά πριγκιπάτα ανάμεσά μας, από ανατολή και δύση.»

«Οι δυνάμεις μας δεν είναι ίδιες με τις δικές τους, Πρόμαχε,» τόνισε ο Αλβάρος. «Όλοι μας το ξέρουμε. Συγκρίνεται το Χαύδοραλ με το παλιό σου Πριγκιπάτο, το Κάνρελ, ή με το Σάνκριλαμ;»

«Θα έρθει βοήθεια από τη δύση, εξηγώ, Πρίγκιπά μου,» τόνισε ο Άτβος. «Από το Κίρτβεχ. Κι εκεί η Επανάσταση διαθέτει όπλα που κανένας δεν έχει ξαναδεί στη Βίηλ.» Και τους μίλησε για τα αυτοκίνητα. Ό,τι ήξερε γι’αυτά, τουλάχιστον. Ό,τι του είχαν πει οι Ιεράρχες.

«Για την ώρα, όμως,» του είπε η Λισρρέτα, αφού τον είχαν ακούσει, «οφείλει να μας απασχολήσει η άμυνα, Πρίγκιπά μου. Η ασφάλεια των πριγκιπάτων μας.»

Ο Αλβάρος ρώτησε τη Βασνίτα: «Τι απάντηση έδωσε ο Πρίγκιπας του Ντόσβεκ;»

«Δε μου έχει απαντήσει ακόμα.»

«Και μπορεί ποτέ να μην απαντήσει,» είπε ο Άτβος. «Μπορεί ο Επόπτης εκεί να μην τον αφήσει.»

«Δεν υπάρχει ‘μπορεί’, Πρόμαχε,» τόνισε η Αλιζέτ· «αυτό έγινε, σίγουρα. Οι Παντοκρατορικοί δεν έχουν και πολλές δυνάμεις στο Ντόσβεκ, αλλά δεν πρόκειται να το εγκαταλείψουν και αδιαμαρτύρητα.»

191.

Όταν, ύστερα από το διήμερο συμβούλιο στη Χαύδοραλ, επέστρεψαν στο κάστρο της Νέλερβικ, η Ανταρλίδα είδε ότι η ενεργειακή μορφή είχε δημιουργήσει ένα κουκούλι γύρω από τον Τζακ Πολύχρωμο, μέσα από το οποίο ο πράκτορας της Παντοκράτειρας μετά δυσκολίας διακρινόταν ως σκιά. Μονάχα από κάτι ελάχιστα ανοίγματα μπορούσες να τον δεις καθαρά, αν κοίταζες με προσοχή.

«Τι είναι αυτό το πράγμα;» ρώτησε η Ανταρλίδα την Ιλρίνα’νορ. «Τι του συμβαίνει;»

«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε η μάγισσα (όπως το περίμενε η Μαύρη Δράκαινα). «Αλλά ίσως νάναι επικίνδυνο. Ίσως θα ήταν καλύτερα να τον σκοτώσουμε.»

«Γιατί; Τι μπορεί να γίνει;»

Η Ιλρίνα ανασήκωσε τους ώμους. «Οτιδήποτε. Ακόμα και έκρηξη.»

Ο Άτβος, όμως, ήταν συνοφρυωμένος, σκεπτικός. «Νομίζεις, πραγματικά, ότι θα γίνει έκρηξη μέσα από ένα ανθρώπινο σώμα, Ιλρίνα;»

Η μάγισσα αναστέναξε σιγανά, σαν να την είχε κουράσει όλη αυτή η υπόθεση με τον Τζακ: και σαν να τη θεωρούσε άσκοπη. Ωστόσο ύφανε κάποιο ξόρκι, εστιάζοντας το βλέμμα της επάνω στο ενεργειακό κουκούλι που τύλιγε τον Τζακ, σουφρώνοντας το μέτωπο και σμίγοντας τα φρύδια. Ύστερα από μερικά λεπτά αυτοσυγκέντρωσης, είπε: «Μάλλον όχι. Μάλλον, δεν πρόκειται να γίνει έκρηξη. Όμως… για σίγουρα, δεν μπορώ να πω.

»Όπως και νάχει, νομίζετε ότι θα ήθελε η Βασνίτα να έχει ένα τέτοιο επικίνδυνο πράγμα μέσα στο κάστρο της;»

Τη ρώτησαν, συναντώντας την στην Αίθουσα του Θρόνου, όπου ακόμα είχε κάποιες δουλειές με αναφορές που είχαν έρθει από τα δυτικά σύνορα για αψιμαχίες με Παντοκρατορικούς.

Η Βασνίτα κάθισε σε μια καρέκλα κοντά στο τζάκι καθώς τους άκουγε, σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο. Τα χαλκόχρωμα μαλλιά της γυάλιζαν στο φως της φωτιάς δίπλα της. «Δεν καταλαβαίνω,» είπε τελικά. «Υπάρχει, όντως, κίνδυνος να συμβεί κάτι κακό με τον κρατούμενο, ή όχι;» Ήταν κουρασμένη απ’όλη την ημέρα, αισθανόταν το κεφάλι της βαρύ και το σώμα της μουδιασμένο, και δεν είχε διάθεση να πάρει ακόμα μία απόφαση – και, μάλιστα, μαγικής φύσης, όπως φαινόταν.

«Δεν είμαστε βέβαιοι, Υψηλοτάτη,» αποκρίθηκε η Ιλρίνα’νορ. «Εκεί είναι το θέμα.»

Η Βασνίτα αναστέναξε. «Ας τον αφήσουμε, τότε, στα μπουντρούμια. Αλλά να είναι πάντοτε δύο φρουροί κοντά στο κελί του, ώστε να παρακολουθούν τι γίνεται μέσα. Και να έχουν έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό για να μας ειδοποιήσουν, σε περίπτωση που χρειαστεί.»

Ο Άτβος ένευσε. «Αυτό νομίζω κι εγώ πως είναι το καλύτερο,» είπε.

Η Βασνίτα έκανε στον Αρκαλόν νόημα να πλησιάσει. Εκείνος στεκόταν μπροστά στο τραπέζι όπου ήταν συγκεντρωμένοι κι άλλοι σύμβουλοι της Πριγκίπισσας. Τώρα έφυγε από εκεί και ήρθε κοντά στη Βασνίτα, την Ιλρίνα’νορ, τον Άτβος, και την Ανταρλίδα.

Η Πριγκίπισσα τού είπε πώς είχε η κατάσταση με τον Τζακ και τον ρώτησε τη γνώμη του.

«Δεν έχω γνώμη, Βασνίτα,» αποκρίθηκε ο Αρκαλόν. «Δεν είμαι μάγος.»

«Είσαι, όμως… εεε… Έχεις κάποιες δυνάμεις…»

«Οι ‘δυνάμεις’ μου δεν έχουν σχέση με τέτοια πράγματα.»

«Εντάξει.» Η Βασνίτα κοίταξε τους άλλους. «Τον αφήνουμε στο κελί του, λοιπόν. Υπό φρούρηση. Όπως είπαμε.»

Ο Άτβος, η Ιλρίνα’νορ, και η Ανταρλίδα συμφώνησαν, και απομακρύνθηκαν από το τζάκι, φεύγοντας τελικά από την Αίθουσα του Θρόνου.

«Φαίνεσαι κουρασμένη,» είπε ο Αρκαλόν στη Βασνίτα.

«Μόλις ήρθαμε από τη Χαύδοραλ, και πάλι η επικράτεια των Δαιμόνιων μαίνεται εδώ πέρα,» αποκρίθηκε εκείνη. «Μικροπράγματα, ένα σωστό μικροπράγματα…» Κούνησε το κεφάλι καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα και τεντωνόταν λιγάκι, μπροστά στις φλόγες του τζακιού. «Θα πάω να ξεκουραστώ. Αρκετά για σήμερα.» Δεν έπρεπε ποτέ να είμαι Πριγκίπισσα του Νέλερβικ – ή κανενός πριγκιπάτου. Μακάρι να υπήρχε κάποιος άλλος για να κάνει αυτή τη δουλειά. Δυστυχώς, όμως, ήταν η μόνη που υποστήριζε την Επανάσταση εδώ από την αρχή, και η μόνη που μπορούσε, με ελάχιστες διαμαρτυρίες από τους αριστοκράτες της περιοχής, να αντικαταστήσει την Κισβέτα.

«Έρχεσαι να πιούμε ένα ποτό;» ρώτησε τον Αρκαλόν. Τη συμπαθούσε· η Βασνίτα μπορούσε να το δει πως τη συμπαθούσε. Και είχαν έρθει κοντά οι δυο τους, ύστερα από τόσο καιρό που συναναστρέφονταν ο ένας τον άλλο. Συνέχεια Βασνίτα την αποκαλούσε τελευταία· σπανίως Πριγκίπισσά μου, και ποτέ Υψηλοτάτη. Και η Βασνίτα είχε να πλαγιάσει με κάποιον από τότε που τραυματίστηκε από εκείνο το βέλος: το οποίο είχε εκτοξεύσει ο τελευταίος της εραστής, ο Παντοκρατορικός Επόπτης Ζακ Ματνέρω, που τώρα κοιμόταν στα μπουντρούμια του κάστρου. Δεν ήταν τόσο καλός εραστής όσο ο ίδιος νόμιζε. Ο Αρκαλόν τής φαινόταν ότι θα ήταν καλύτερος. Κι ακόμα κι αν δεν ήταν, η Βασνίτα ποτέ δεν δίσταζε να κάνει δοκιμές.

«Ευχαρίστως,» αποκρίθηκε ο Αρκαλόν. Κι έριξε ένα βλέμμα προς το τραπέζι και τους συμβούλους. «Τι να τους πω;»

«Ότι πηγαίνω να ξεκουραστώ, και ότι θα με συνοδέψεις· τι άλλο;»

Όταν ανέβηκαν στα πριγκιπικά διαμερίσματα, η Βασνίτα έδιωξε τις υπηρέτριες από εκεί, αύξησε την ένταση του συστήματος θέρμανσης, και γέμισε μία κούπα κρασί για τον εαυτό της και μία για τον Αρκαλόν.

«Οι Ιεράρχες γνωρίζουν τα πάντα ο ένας για τον άλλο;» τον ρώτησε, καθώς κάθονταν σ’έναν μαλακό καναπέ, πλάι-πλάι. Η Βασνίτα είχε το ένα της χέρι ακουμπισμένο στην πλάτη του καναπέ και ήταν γυρισμένη προς τη μεριά του Αρκαλόν, με τα γόνατά της μαζεμένα επάνω. Η κούπα με το κρασί ήταν στο άλλο της χέρι.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Αρκαλόν, και ήπιε μια γουλιά απ’το δικό του ποτό.

«Ακόμα και τις πιο… προσωπικές στιγμές;» Η Βασνίτα τεντώθηκε κοντά του.

Ο Αρκαλόν ατένισε το πρόσωπό της· εκείνη μπορούσε να αισθανθεί την αναπνοή του επάνω στο δέρμα της. «Δεν έχουμε ‘προσωπικές στιγμές’ με την έννοια που το λέτε εσείς. Είμαστε ένας οργανισμός. Ένας κοινός νους.»

Ο Βασνίτα μειδίασε. «Δηλαδή, όταν κάποιος κατουράει το ξέρουν όλοι;»

Ο Αρκαλόν γέλασε. «Σου φαίνεται αστείο, ε; Ναι, όμως: όλοι το ξέρουν. Αλλά δεν είναι κάτι στο οποίο δίνεις σημασία, Βασνίτα, όπως δεν δίνεις ιδιαίτερη σημασία κι όταν εσύ ο ίδιος κατουράς. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Είναι κάτι το φυσικό για σένα.»

Η Βασνίτα τεντώθηκε κι άλλο, αγγίζοντας παιχνιδιάρικα τα χείλη του με τα χείλη της.

Ο Αρκαλόν τη φίλησε, βάζοντας το χέρι του πίσω απ’το λαιμό της.

«Αυτό,» ρώτησε η Βασνίτα, «τώρα το ξέρουν όλοι; Ο Όρνιφιμ; Η Ράιλμεχ, στο Χαύδοραλ; Η Διάττα, στο Κίρτβεχ;»

«Ναι. Σε πειράζει;»

«Το ένιωσαν κιόλας; Ακόμα κι οι γυναίκες; Αισθάνθηκαν να τις φιλάω;»

«Δεν είναι έτσι ακριβώς. Το έχουν σαν ανάμνηση μέσα στο μυαλό τους. Αλλά όχι σαν μια δική τους ανάμνηση.»

Η Βασνίτα συνοφρυώθηκε. «Παράξενο,» είπε, και ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό της. «Ποτέ δεν έχω ξαναφιλήσει κάποιον με τόσους θεατές!» πρόσθεσε, και γέλασε.

Και τον ξαναφίλησε.

Και δεν έμειναν μόνο στα φιλιά.

Ήταν απόγευμα όταν είχαν ανεβεί στα πριγκιπικά διαμερίσματα και, καθότι χειμώνας, σκοτείνιαζε. Αργότερα, όταν ο Αρκαλόν σηκώθηκε τελικά από το μεγάλο κρεβάτι, είχε έρθει η νύχτα, και μέσα στο υπνοδωμάτιο μονάχα το τζάκι ήταν αναμμένο για να φωτίζει τον χώρο. Η Βασνίτα κοίταζε το γυμνό σώμα του Ιεράρχη καθώς εκείνος έφευγε, γλιστρούσε μέσα στο σκοτάδι, και μετά επέστρεφε φέρνοντας μαζί του δύο κούπες με κρασί. Τις ίδιες κούπες, μάλλον, που είχαν αφήσει στον καναπέ, στο καθιστικό, αλλά με καινούργιο κρασί μέσα.

«Είσαι η πιο παιχνιδιάρα γυναίκα που έχω γνωρίσει,» της είπε καθώς ανέβαινε ξανά στο κρεβάτι δίνοντάς της τη μία από τις δύο κούπες.

Η Βασνίτα γέλασε. «Κανένας Ιεράρχης δεν έχει γνωρίσει καμια πιο παιχνιδιάρα γυναίκα από εμένα; Ούτε καν στη Νόρχακ; Δεν μπορώ να σε πιστέψω, Αρκαλόν αγάπη μου.»

«Αναφερόμουν σ’εμένα. Το τι κάνουν οι άλλοι δεν είναι, για το δικό μου μυαλό, παρά ένα όνειρο.»

Η Βασνίτα ένευσε. «Μάλιστα…» Ήπιε. «Πρέπει, πάντως, να διδάσκεσαι κάτι απ’όλα αυτά που βλέπεις – ή που ‘θυμάσαι’ – ή που ονειρεύεσαι.»

«Σχετικά,» είπε ο Αρκαλόν, παρατηρώντας το πρόσωπό της στο φως του τζακιού.

Η Βασνίτα ήπιε κι άλλο κρασί. «Νομίζω πως έχω ξανά όρεξη να γράψω,» είπε, και σηκώθηκε απ’το κρεβάτι ρίχνοντας μια ρόμπα επάνω της.

«Ελπίζω όχι ερωτικά ποιήματα.»

«Μη φοβάσαι, αγάπη μου· δεν γράφω ερωτικά ποιήματα.» Τον κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της, προτού βγει απ’το υπνοδωμάτιο. «Δεν έχεις διαβάσει τίποτα απ’αυτά που έχω γράψει, ε;»

Ο Αρκαλόν ανασήκωσε τους φαρδείς του ώμους. «Δεν έχουν φτάσει ώς τη Νόρχακ, φλόγα μου.» Την έλεγε φλόγα μου επειδή, όπως της είχε εξηγήσει ύστερα από τη δεύτερη φορά που έκαναν έρωτα, τα μαλλιά της του θύμιζαν φωτιά. Η Βασνίτα σκέφτηκε ότι δεν ήταν και τόσο άσχημο παρωνύμιο. Φλόγα του Νέλερβικ, ίσως; Της άρεσε.

«Έλα μαζί μου, τότε.»

Ο Αρκαλόν την ακολούθησε στο γραφείο, και η Βασνίτα τού έδωσε τρία βιβλία της: Ο Λόγος που Ξυπνά τους Κολοσσούς κι Εξορίζει τα Δαιμόνια· Περί Εμπορικής Μέριμνας· και Τα Δάση Ποτέ Δεν Κοιμούνται.

«Δε διαβάζω τόσο γρήγορα…» προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο Αρκαλόν. «Και σίγουρα όχι στη Συμπαντική Γλώσσα.»

Η Βασνίτα μειδίασε καθώς καθόταν στην πολυθρόνα του γραφείου της. «Δε βιαζόμαστε.»

192.

Όπως είχαν συμφωνήσει, μετά από πέντε ημέρες οι πειρατές απέπλευσαν από τη Νιλκάριχ με τον στόλο τους, κατευθυνόμενοι βόρεια, προς τις όχθες του Κίρτβεχ. Η Λαμρίτ και οι επαναστάτες της δεν ήταν μέσα σε κάποιο από τα πειρατικά σκάφη αλλά στο μεταβαλλόμενο πλοιάριο με το οποίο είχαν έρθει στη Νιλκάριχ. Η Φενίλδα καθόταν στο ενεργειακό κέντρο, εστιασμένη πλήρως στη Μαγγανεία Κινήσεως για να απομακρύνει απ’το μυαλό της τη ναυτία που απειλούσε να την καταλάβει. Διότι τα νερά της Λίμνης των Κολοσσών δεν ήταν ήρεμα παρότι ο άνεμος συνέφερε τώρα τους κουρσάρους, φυσώντας από τον νότο. Τα σκάφη έκαναν πέρα-δώθε πάνω στα κύματα.

Το πλοιάριο της Λαμρίτ, μηχανοκίνητο καθώς ήταν, μπορούσε να φτάσει στον προορισμό τους μέσα σε μερικές ώρες, αλλά ακολούθησε τον ρυθμό των περισσότερων πλοίων του στόλου τα οποία ήταν ιστιοφόρα, καθώς ούτε τόσες μηχανές είχαν οι πειρατές για να τα κινούν, ούτε τόσους μάγους για να ελέγχουν την ενεργειακή ροή των μηχανών αυτών. Επομένως, έκαναν μία ημέρα και πάνω από δέκα ώρες μέχρι να βρεθούν στις κατοικημένες όχθες του Πριγκιπάτου Κίρτβεχ, κοντά στη Ριφάλπεκ και τον ποταμό Ρίλχρημ. Εν τω μεταξύ, τα αεροσκάφη που πετούσαν από πάνω τους και πάνω από τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ τούς ανέφεραν, μέσω τηλεπικοινωνιακών πομπών, ότι οι μισθοφόροι συνέχιζαν την πορεία τους βόρεια, σταθερά και χωρίς δυσάρεστα επεισόδια.

Όταν ο πειρατικός στόλος ήταν στην περιοχή της Ριφάλπεκ, επιτέθηκε στις θέσεις που είχε δείξει η Λαμρίτ στα μέλη της Καλόγνωμης: σε οχυρά και φυλάκια στα περίχωρα της πόλης και στις όχθες. Στα περισσότερα από αυτά βρίσκονταν Παντοκρατορικοί, αλλά υπήρχαν και πολεμιστές του Πρίγκιπα Νοσνάλτος. Ο Βαρνάδος, ο Ταλμάρος, η Αλθαρέτ, και ο Τζανάθρες είχαν προστάξει τους ανθρώπους τους να κάνουν διάκριση – να χτυπούν μόνο Παντοκρατορικούς – μα, τις περισσότερες φορές, αυτό ήταν πολύ δύσκολο να γίνει. Ευτυχώς, όμως, τα οχυρά δεν ήταν δύσκολο να παρθούν, καθώς ο πειρατικός στόλος ήταν μεγάλος και οι Παντοκρατορικοί, εκτός απ’το ότι δεν περίμεναν επίθεση, δεν είχαν και κανέναν να τους υποστηρίξει. Ενισχύσεις δεν έρχονταν από έξω. Κι αυτό, είπε η Λαμρίτ στους επαναστάτες της, σήμαινε πως ο Πολ και οι άλλοι είχαν κάνει σωστά τη δουλειά τους.

Καθώς νύχτωνε, οι κουρσάροι είχαν λεηλατήσει όλες τις Παντοκρατορικές θέσεις στα περίχωρα της Ριφάλπεκ (αλλά ούτε ένα χωριό, ούτε ένα αγρόκτημα, ούτε ένα μοναχικό σπίτι – ακολουθώντας τις προσταγές των καπεταναίων τους, που ήταν γνωστό πως θα τους τιμωρούσαν άγρια αν εντόπιζαν ανυπακοή) και τώρα περιτριγύριζαν την ίδια την πόλη. Ο στόλος τους απέκλεισε το λιμάνι και μπήκε και στον ποταμό Ρίλχρημ ώς εκεί όπου μπορούσε, γιατί το Κάστρο των Κήπων είχε κατεβάσει την καγκελωτή πύλη του που έκλεινε το ποτάμι, απομονώνοντάς το από τη Λίμνη των Κολοσσών. Βλήματα από βαλλίστρες και καταπέλτες εκτοξεύονταν από τον στόλο προς τα τείχη της πόλης, και από τα τείχη της πόλης προς τον στόλο.

Η Φενίλδα είχε βγει από το ενεργειακό κέντρο του μεταβαλλόμενου πλοιαρίου και στεκόταν στο μικρό κατάστρωμα ατενίζοντας την πολιορκία από ασφαλή απόσταση μαζί με τους άλλους επαναστάτες. Τα πράγματα δεν φαινόταν να έχουν αγριέψει ακόμα. Οι πειρατές δεν είχαν επιχειρήσει να ορμήσουν στο λιμάνι της Ριφάλπεκ για να το καταλάβουν.

Η Λαμρίτ άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό της πομπό και είπε: «Καλόγνωμη, μ’ακούτε;»

«Ναι,» ήχησε η φωνή της Αλθαρέτ απ’το μεγάφωνο της συσκευής.

«Σ’ακούμε, Πράσινη.» Η φωνή του Τζανάθρες.

«Ναι.» Ο Βαρνάδος.

«Σ’ακούω.» Ο Ταλμάρος.

«Δε χρειάζεται να καταλάβουμε τη Ριφάλπεκ,» είπε η Λαμρίτ. «Θα συνεχίσουμε να χτυπάμε θέσεις που μπορούμε εύκολα να λεηλατήσουμε. Παντοκρατορικές θέσεις. Προς τα δυτικά από εδώ.»

«Να φύγουμε τώρα κιόλας;» ρώτησε ο Βαρνάδος.

«Θα μπορούσαμε ν’αρπάξουμε μερικά απ’αυτά τα πλοία στο λιμάνι τους,» είπε ο Τζανάθρες.

«Κανένα πλοίο δεν θ’αρπάξουμε!» τόνισε η Λαμρίτ. «Κανένα σκάφος που δεν είναι των Παντοκρατορικών δεν θα πειραχτεί – τα συμφωνήσαμε αυτά.»

«Έγινε. Καλώς,» είπε ο Τζανάθρες.

«Να φύγουμε από τώρα, λοιπόν;» ρώτησε πάλι ο Βαρνάδος.

«Όχι,» είπε η Λαμρίτ. «Ας τους τρομάξουμε λίγο. Μόλις ξημερώσει, όμως, πλέουμε για δυτικά.»

«Δυτικά μας,» ρώτησε η Φενίλδα, «δεν είναι η πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου;»

Η Λαμρίτ είχε μόλις κλείσει τον πομπό. «Ναι. Ο σκοπός είναι να φτάσουμε εκεί για να συνεννοηθούμε, στο τέλος, με τον Πρίγκιπα Νοσνάλτος. Αν καταλάβει ότι τον συμφέρει να έρθει με το μέρος μας, θα έρθει. Είμαι σίγουρη. Και αυτό είναι που, βασικά, χρειαζόμαστε.»

193.

Τις ημέρες που ακολούθησαν, ο Τζακ Πολύχρωμος είχε τυλιχτεί τελείως μέσα στο ενεργειακό κουκούλι. Τίποτα από το σώμα του δεν φαινόταν. Ούτε καν μια σκιά. Ούτε μια υποψία για το τι μπορεί να κρυβόταν εκεί μέσα. Και η Ανταρλίδα, όταν επιχείρησε να τον αγγίξει με το σπαθί της (δεν τολμούσε τώρα να τον κλοτσήσει), αισθάνθηκε τη λεπίδα να βρίσκει αντίσταση, σαν να είχε προσπαθήσει να τη βάλει μέσα σ’ένα παχύρευστο υγρό. Την τράβηξε πίσω και δεν τον ξαναπείραξε. Όταν ρώτησε την Ιλρίνα’νορ γι’αυτό, η μάγισσα πάλι δεν είχε καμια απάντηση να δώσει, και οι μαγικές της αισθήσεις τής έλεγαν ότι η ενέργεια, μάλλον, εξακολουθούσε να μην είναι βλαπτική, αν και άγνωστη.

Η μόνη που πραγματικά ασχολιόταν πλέον με την κατάσταση του Τζακ ήταν η Ανταρλίδα, γιατί οι Παντοκρατορικοί είχαν αρχίσει να χτυπάνε τα δυτικά σύνορα των Πριγκιπάτων Νέλερβικ και Χαύδοραλ, και κάποιες μικρές ναυμαχίες είχαν γίνει, επίσης, στο Πράσινο Πέλαγος. Οι πρίγκιπες της ανατολικής Βίηλ και οι στρατηγοί τους είχαν τα βλέμματα και τα μυαλά τους στραμμένα στον πόλεμο, ενώ περίμεναν ν’ακούσουν αναφορές από τους Ιεράρχες για το πώς πήγαιναν τα πράγματα στο Κίρτβεχ.

Κι όσα άκουγαν δεν τους άφηναν δυσαρεστημένους. Ήλπιζαν ότι, σύντομα, θα είχαν βοήθεια. Αν κάποιος χτυπούσε την κεντρική Βίηλ από τα δυτικά, αυτό σίγουρα θα ελάττωνε τις επιθέσεις των Παντοκρατορικών εναντίον τους…

194.

Πρωτεύουσα Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ.

Απόγευμα.

Καιρός: ψυχρός· αραιή βροχή.

Οι φρουροί της Πύλης του Νότιου Οφθαλμού είδαν μια γυναίκα να παραπατά και να πέφτει. Τα ρούχα της ήταν κουρελιασμένα, η κάπα της σερνόταν πίσω της, βρόμικη και παλιά. Τα ξανθά της μαλλιά ήταν γεμάτα σκόνες και βρόχινο νερό. Πέφτοντας στα γόνατα, άρχισε να βήχει σπασμωδικά.

Μια πολεμίστρια της Παντοκράτειρας την πλησίασε, προσπαθώντας να τη βοηθήσει να σηκωθεί. «Κυρία, ελάτε μέσα,» είπε, στη Συμπαντική Γλώσσα. Και η γυναίκα κατόρθωσε να σηκωθεί όρθια και, τρεκλίζοντας, να την ακολουθήσει ώς το φυλάκιο. Η φρουρός την έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα κοντά στις εξόδους του συστήματος θέρμανσης, κι ένας άλλος φρουρός τής έφερε μια κούπα ζεστό τσάι. Η γυναίκα το πήρε στα χέρια της τρέμοντας. Ήπιε αργά, σιωπηλά.

«Δε μοιάζει χτυπημένη,» είπε ο λοχίας, παρατηρώντας την, με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος.

«Είναι ταλαιπωρημένη, όμως,» τόνισε η πολεμίστρια που την είχε βοηθήσει.

«Δεν είμαστε άσυλο εδώ. Η δουλειά μας είναι να φυλάμε την πύλη.» Και προς την άγνωστη με τα κουρελιασμένα ρούχα και τα ξανθά μαλλιά: «Πώς είναι τ’όνομά σου, γυναίκα; Καταλαβαίνεις τι λέμε, ή δε μιλάς τη Συμπαντική;»

Εκείνη ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’το ζεστό τσάι, κι ύστερα αποκρίθηκε: «Καταλαβαίνω τη Συμπαντική καλύτερα από σένα, Λοχία. Και τ’όνομά μου είναι Ανδρομάχη Χρυσόπτερη. Ήμουν Επόπτρια στο Πριγκιπάτο Χαύδοραλ. Θέλω να με πάτε στο παλάτι της Πριγκίπισσας Ισλάννα. Τώρα. Δε μπορώ να βαδίζω άλλο μέσα σ’αυτό τον κωλόκαιρο.» Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα καθώς μιλούσε. Το λευκό-ροζ δέρμα της αλλού έμοιαζε νάχει γίνει κατάλευκο, αλλού ήταν κι αυτό κοκκινισμένο απ’τα δαγκώματα του ανέμου και της βροχής. Η Ανδρομάχη είχε ταξιδέψει εκατοντάδες χιλιόμετρα για να φτάσει εδώ: τα περισσότερα οδοιπορώντας, τη μια μέρα μετά την άλλη, σφυροκοπημένη από τον καιρό και ματώνοντας τα πόδια της στους τραχείς εξοχικούς δρόμους και στις δημοσιές. Μια φορά είχε καταφέρει να μπει σ’ένα επιβατηγό όχημα πουλώντας ένα ξιφίδιο που είχε κλέψει, γιατί χρήματα δεν είχε μαζί της, και τα δικά της όπλα τα είχε χάσει στον ποταμό μετά την απόδρασή της από το κάστρο της Νέλερβικ. Είχε προσπαθήσει να κάνει κάποιους στρατιώτες της Παντοκράτειρας να καταλάβουν ποια ήταν, αλλά εκείνοι δεν την είχαν πιστέψει, και δεν είχε την ταυτότητά της μαζί της για να τους αποδείξει ότι έλεγε αλήθεια. Την είχαν διώξει, νομίζοντάς τη για ζητιάνα που απλά είχε ακούσει το όνομα της πρώην Επόπτριας του Χαύδοραλ και το χρησιμοποιούσε παράνομα. Ξαφανίσου από δω προτού χάσεις και το κεφάλι σου! την είχαν απειλήσει.

Κι ετούτοι εδώ οι φρουροί έμοιαζαν το ίδιο δύσπιστοι. «Μη μας λες ψέματα,» μούγκρισε ο λοχίας. «Η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη δεν θα ερχόταν… έτσι.» Την έδειξε, στραβώνοντας τη μούρη του.

«Πηγαίντε με στον Επόπτη Λούσιο Φαθράλω, ή στην Πριγκίπισσα Ισλάννα,» επέμεινε η Ανδρομάχη. «Θα μ’αναγνωρίσουν.»

«Καλύτερα να την πάμε, να δούμε…» είπε η πολεμίστρια που την είχε βοηθήσει. «Αν λέει ψέματα θα τιμωρηθεί.»

Ο λοχίας ένευσε. «Θα την αναλάβω εγώ,» δήλωσε. Και προς την Ανδρομάχη: «Ελάτε μαζί μου… Επόπτρια.» Το τελευταίο το πρόσθεσε με κάποιο δισταγμό, καθώς της έδινε το χέρι του.

195.

Ο πειρατικός στόλος έπλευσε προς τα δυτικά, λεηλατώντας ό,τι Παντοκρατορικό οχυρό και πλοίο συναντούσε στις όχθες της Λίμνης των Κολοσσών. Ορισμένοι από τους κουρσάρους, επίσης, αποβιβάστηκαν για να χτυπήσουν και θέσεις στην ενδοχώρα. Δεν επιτέθηκαν ευθέως στην ίδια την Κίρτβεχ, ούτε στην Πριγκιπική Νήσο όπου είχε το παλάτι του ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος· αλλά δεν άφησαν τους Παντοκρατορικούς ήσυχους σε κανένα άλλο μέρος. Και προχώρησαν και πιο δυτικά από την πρωτεύουσα, γιατί είχαν βρει τη λεηλασία της αρεσκείας τους – δηλαδή, εύκολη, εξαιτίας του ανταρτοπόλεμου στα βόρεια του Πριγκιπάτου – και δεν έβλεπαν τον λόγο να περιοριστούν μόνο σε μία περιοχή. Ούτε η Λαμρίτ πρότεινε στα μέλη της Καλόγνωμης να τους περιορίσουν. Ήθελε να δείξουν τη δύναμή τους στον Πρίγκιπα Νοσνάλτος, και ήθελε να τον αφήσει να διακρίνει από μόνος του ότι οι κουρσάροι (για τον οποιονδήποτε λόγο) δεν λεηλατούσαν τον λαό του, ούτε χτυπούσαν εσκεμμένα τους πολεμιστές του, παρά μονάχα τους υπηρέτες της Παντοκράτειρας – αυτούς που είχαν έρθει από τη Ρελκάμνια κι αυτούς που μπορεί να ήταν ντόπιοι αλλά είχαν ηθελημένα καταταχθεί στον Παντοκρατορικό Στρατό.

Το χάος στις βόρειες όχθες της Λίμνης των Κολοσσών, φυσικά, σύντομα φούντωσε, καθώς οι Παντοκρατορικοί άρχισαν να αντεπιτίθενται. Μπορεί ένα μεγάλο μέρος του στρατού τους να ήταν απασχολημένο στα βόρεια του Πριγκιπάτου, μα κι ετούτες τις περιοχές δεν τις είχαν αφήσει τελείως αφρούρητες. Επιτέθηκαν στους πειρατές με επανδρωμένα και οπλισμένα καράβια· με αεροσκάφη γεμάτα εκρηκτικές ύλες· με γιγάντιες μεταλλικές βαλλίστρες και με ενεργειακά κανόνια, όπλα που χτυπούσαν είτε από τις όχθες, επάνω σε τείχη και πύργους, είτε ήταν προσαρτημένα σε αεροσκάφη και πλοία. Οι κουρσάροι της Νιλκάριχ ανταπέδιδαν με παρόμοιους τρόπους· και η Φενίλδα είχε εκπλαγεί με το πόσο καλά εξοπλισμένοι ήταν. Είχαν συγκεντρώσει πολλά χρήματα στην πόλη τους, και είχαν κάποια από τα καλύτερα όπλα της Βίηλ στην κατοχή τους. Οι βιομηχανίες δεν έκαναν διακρίσεις σε ποιους πουλούσαν, κι επιπλέον η Λαμρίτ είχε πει στη Φενίλδα ότι πολλά από τα όπλα οι πειρατές τα είχαν φτιάξει μόνοι τους, προσλαμβάνοντας μεταλλουργούς, μηχανικούς, και μάγους.

Για ημέρες οι συγκρούσεις μαίνονταν στις όχθες της Λίμνης των Κολοσσών και στα νότια εδάφη του Πριγκιπάτου Κίρτβεχ. Οι πειρατές χτυπούσαν τους Παντοκρατορικούς, και οι Παντοκρατορικοί χτυπούσαν τους πειρατές· και η Λαμρίτ παρατήρησε ότι οι πολεμιστές του Νοσνάλτος συμμετείχαν ολοένα και λιγότερο σ’αυτές τις συγκρούσεις. «Ο Πρίγκιπας πρέπει να έχει αρχίσει να καταλαβαίνει ότι επιτιθέμεθα συγκεκριμένα στους ανθρώπους της Παντοκράτειρας,» είπε στα άλλα μέλη της Καλόγνωμης και στους επαναστάτες της, όταν συγκεντρώθηκαν σ’ένα μικρό νησί της λίμνης για να συζητήσουν. Το οποίο νησί μάλλον «πελώριο βράχο» θα ήταν καλύτερα να το αποκαλέσει κανείς, σκεφτόταν η Φενίλδα. Μπορούσες να πας απ’τη μια άκρη στην άλλη μέσα σε δέκα λεπτά, βαδίζοντας. Και ούτε ένα δέντρο δεν φύτρωνε επάνω του, κι ελάχιστο χορτάρι. Είχε, όμως, κάμποσες σπηλιές, και γι’αυτό ήταν γνωστό στους κουρσάρους.

«Θα επιχειρήσεις να του μιλήσεις τώρα, λοιπόν;» ρώτησε ο Τζανάθρες την Πρόμαχο.

«Όχι ακόμα,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Καλύτερα να έχουν έρθει κι οι μισθοφόροι μας από τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ, για να αισθανθούν οι Παντοκρατορικοί την πίεση να αυξάνεται, και ο Πρίγκιπας να δει ότι δεν αστειευόμαστε.»

«Τώρα σού φαίνεται εσένα ότι αστειευόμαστε;» μούγκρισε ο Τζανάθρες. Αλλά δεν διαφώνησε.

196.

Η Νίνα Έκγραμμη είχε την αίσθηση ότι τα πράγματα πήγαιναν χάλια. Οι επαναστάτες είχαν κατεβεί από την Καμένη Γη (όπου αναμφίβολα ήταν, τελικά, το κρησφύγετό τους) και χτυπούσαν, το ένα μετά το άλλο, με τυχαία σειρά, τα οχυρά, τα φυλάκια, τις πόλεις, και τα χωριά σ’όλη τη βόρεια παραμεθόριο του Πριγκιπάτου. Τα στρατεύματα που η Νίνα είχε στείλει εκεί είχαν, μέχρι στιγμής, αποτύχει να τους διαλύσουν· και παρότι είχαν κατορθώσει να ανακαταλάβουν κάποιες πόλεις και χωριά, αυτό έμοιαζε ανούσιο. Δεν νικούσαν έτσι πραγματικά τον εχθρό· απλά έπαιζαν μαζί του.

Οι πράκτορές της, επίσης, δεν είχαν ανακαλύψει κανένα σημάδι του συζύγου της, και ο Ράλκος’νορ παρέμενε εξαφανισμένος. Η Νίνα είχε αρχίσει να φοβάται πως οι επαναστάτες ευθύνονταν για την εξαφάνισή του, πως τον είχαν σκοτώσει ή αιχμαλωτίσει. Και δεν ήξερε τι απ’τα δύο μπορεί να ήταν χειρότερο. Δεν ήθελε να τον χρησιμοποιήσουν για να την εκβιάσουν, αλλά ούτε, φυσικά, ήθελε να τον χάσει για πάντα.

Οι αναφορές που τις έφερναν για τους επαναστάτες μιλούσαν για έναν μεταλλικό άνθρωπο επάνω σε ρόδες ο οποίος εξαπέλυε ριπές από ένα ενεργειακό κανόνι στο χέρι του· για ένα πελώριο, μεταλλικό έντομο· για μια ιπτάμενη γυναίκα (μάλλον, την ίδια που αντιμετώπισα κι εγώ, εκείνη τη νύχτα). Και ίσως να υπήρχαν κι άλλα τέτοια τερατουργήματα. Όλα τα σχέδια της Νίνας για να τα εντοπίσει και να τα καταστρέψει, για να αποκλείσει τους επαναστάτες και να στείλει τις ψυχές τους στα Δαιμόνια, είχαν αποτύχει. Η πληροφόρησή της ήταν χάλια· αυτό έφταιγε. Το δίκτυό της ήταν τελείως διαλυμένο στα βόρεια, και νόμιζε πως οι επαναστάτες είχαν εγκαταστήσει εκεί ένα δικό τους δίκτυο: ανθρώπους για να τους ειδοποιούν. Ανθρώπους που τώρα, μέσα στο χάος του ανταρτοπόλεμου, η Νίνα ήταν αδύνατο να ξετρυπώσει και να αφανίσει. Ο Πολ τα είχε σχεδιάσει όλα καλά, το καταραμένο γέννημα του Σκοτοδαίμονος! Αν τον ξανάπιανε στα χέρια της, αυτή τη φορά δεν πρόκειται να της ξέφευγε. Θα τον αιχμαλώτιζε και θα τον έστελνε στους αφέντες τους, κι εκείνοι θ’αποφάσιζαν για τη μοίρα του – η οποία, αναμφίβολα, δεν θα ήταν καθόλου καλή.

Σαν να μην έφταναν, όμως, όλες τούτες οι τελευταίες πανωλεθρίες, τώρα η Νίνα έμαθε πως πειρατικά σκάφη χτυπούσαν τις βόρειες όχθες της Λίμνης των Κολοσσών: τις περιοχές γύρω από τη Ριφάλπεκ και την Κίρτβεχ. Ένας ολόκληρος στόλος από κουρσάρικα! Από πού μπορεί να είχαν έρθει; Οι πράκτορές της μονάχα μία υπόθεση μπορούσαν να κάνουν: την ίδια υπόθεση που μπορούσε να κάνει κι εκείνη: Από τη Νιλκάριχ. Αυτό το δαιμονισμένο κρησφύγετο παρανόμων και πειρατών. Μέχρι στιγμής, όμως, η Νίνα δεν είχε ιδέα πως υπήρχαν κι επαναστάτες ανάμεσά τους. Όχι, τουλάχιστον, έτσι οργανωμένα. Ποτέ δεν είχε γίνει κάποια οργανωμένη επίθεση από τη Νιλκάριχ.

Το γεγονός, πάντως, ότι τώρα αυτοί οι τρισκατάρατοι χτυπούσαν τη Ριφάλπεκ την έκανε να φύγει αμέσως από την Άτβηλκ και να ταξιδέψει προς την πόλη του συζύγου της. Επειδή στο μυαλό της ήταν ο γιος της, ο Άλτρες. Αν το Κάστρο των Κήπων έπεφτε στα χέρια των πειρατών, ποια θα ήταν η μοίρα του παιδιού της;

Η Νίνα καταριόταν σ’όλη τη διαδρομή από την Άτβηλκ ώς τη Ριφάλπεκ, καθώς οδηγούσε το γρήγορο όχημά της επάνω στους δρόμους του Πριγκιπάτου. Όταν όμως έφτασε τελικά στην πόλη, διαπίστωσε ότι δεν γινόταν πολιορκία. Καταστροφές είχαν συμβεί μόνο στα περίχωρα, και μόνο σε φυλάκια και οχυρά των Παντοκρατορικών· χωριά, υποστατικά, μοναχικές οικίες δεν είχαν πειραχτεί. Παράξενη κίνηση, για πειρατές, σκέφτηκε η Νίνα. Που σημαίνει ότι δεν είναι πειρατές. Όχι κανονικοί πειρατές, τουλάχιστον. Είναι άνθρωποι της Επανάστασης. Προσπαθούν να μας διώξουν από το Κίρτβεχ. Γελιούνται αν νομίζουν ότι θα τα καταφέρουν!

Εξοργισμένη, πήγε στο Κάστρο των Κήπων, όπου και συνάντησε, πριν από οποιονδήποτε άλλο, τον Άλτρες. Είδε ότι κανένας δεν τον είχε πειράξει και, ενώ τον είχε στην αγκαλιά της, τον ρώτησε τι είχε συμβεί. Είχαν έρθει κακοί άνθρωποι να επιτεθούν στην πόλη;

«Ναι, μαμά,» αποκρίθηκε εκείνος. «Πολλά καράβια. Τα είδα απ’το παράθυρο. Η Αμάλριτ δε μ’άφησε να βγω στα τείχη.»

«Και πολύ καλά έκανε,» του είπε η Νίνα, καθώς τον άφηνε από την αγκαλιά της και καθόταν στον καναπέ. «Είδες να γίνεται μάχη;»

Η υπηρέτρια που φυλούσε τον Άλτρες, η Αμάλριτ, η οποία ήταν κοντά, είπε προτού μιλήσει ο γιος της Νίνας: «Δεν επιτέθηκαν, Αρχόντισσά μου. Όχι πολύ, δηλαδή.»

Η Νίνα στράφηκε να την κοιτάξει. «Όχι πολύ;»

«Έριχναν μεγάλα βέλη, μαμά!» είπε ο Άλτρες. «Και τους ρίχναμε κι εμείς!»

«Δεν έγινε κανονική πολιορκία, Αρχόντισσά μου,» εξήγησε η Αμάλριτ. «Ήρθαν τη νύχτα, απέκλεισαν το λιμάνι, και μετά, με την αυγή, έφυγαν πλέοντας δυτικά.»

Χτυπάνε μόνο Παντοκρατορικές θέσεις, λοιπόν. Εσκεμμένα, σκέφτηκε η Νίνα. Σκοπεύουν, ίσως, να πάρουν τον Πρίγκιπα με το μέρος τους;

Σηκώθηκε πάλι απ’τον καναπέ και έφυγε απ’τα διαμερίσματά της. Πήγε να μιλήσει με τους στρατιωτικούς της Ριφάλπεκ, οι οποίοι επιβεβαίωσαν αυτά που είχε αναφέρει η Αμάλριτ. Ο στόλος των πειρατών είχε μείνει μονάχα τη νύχτα· μετά είχε πλεύσει δυτικά. Ήταν σαν να μην ενδιέφερε τους πειρατές καθόλου η Ριφάλπεκ. «Χτυπάνε κυρίως Παντοκρατορικές θέσεις, έχουμε παρατηρήσει, Εξοχότατη,» είπε ένας διοικητής, μοιάζοντας να έχει κάνει τους ίδιους συνειρμούς μ’εκείνη για την όλη κατάσταση.

Η Νίνα Έκγραμμη ήξερε σε ποιον έπρεπε να μιλήσει τώρα, προτού τα πράγματα φύγουν από τον έλεγχό της. Προς το παρόν, όμως, θα έμενε στη Ριφάλπεκ ώσπου να ξημερώσει. Και πρόσταξε έναν μαντατοφόρο να πάει στο Πριγκιπάτο Έλρηνεχ και στο Πριγκιπάτο Νέφκαλ για να ζητήσει βοήθεια από εκεί. Παντοκρατορική βοήθεια. Πολύ πιθανόν να τη χρειαστώ. Και ευχόταν να τη λάμβανε, χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρη γι’αυτό, γιατί είχε ακούσει πως είχαν κάποια προβλήματα στην ανατολική Βίηλ, μακριά από εδώ, και ίσως να είχαν σταλεί Παντοκρατορικοί πολεμιστές και προς τα εκεί.

Ήταν όλα, άραγε, σχέδιο της Επανάστασης; Αναστάτωση, συγχρόνως, στα δυτικά και στα ανατολικά της Βίηλ; Στα δύο άκρα; Με τι σκοπό; Ήταν δυνατόν να ελπίζουν ότι θα κατόρθωναν να διώξουν τους Παντοκρατορικούς απ’όλη τη διάσταση; Εξωφρενικό! Ακόμα κι αν κατέστρεφαν τα πάντα στην ανατολή και στη δύση, θα ερχόταν στρατός από τα κεντρικά πριγκιπάτα και θα τους τσάκιζε– Τότε, όμως, η Νίνα θυμήθηκε τα παράξενα μεταλλικά κατασκευάσματα. Αυτά που είχαν έρθει από την Καμένη Γη. Οι επαναστάτες, σίγουρα, είχαν κάποια καινούργια τεχνολογία. Κάποια ισχυρή καινούργια τεχνολογία. Μπορούσε αυτό να αποδεικνυόταν αρκετό για να υπερισχύσουν;

Και τι όφειλε εκείνη να κάνει;

Πρέπει να αφανίσω κάθε επαναστάτη στο Κίρτβεχ. Αυτή είναι η μόνη λύση.

Εκείνη τη νύχτα έμεινε στο Κάστρο των Κήπων, και κοιμήθηκε ελάχιστα. Μέχρι να πέσει για ύπνο ο γιος της, έπαιζε και συζητούσε μαζί του και, προς στιγμή, ξέχασε τελείως και τα προβλήματα στο Κίρτβεχ, και το γεγονός ότι ήταν Παντοκρατορική Επόπτρια, και το ότι ήταν ειδική πράκτορας της Παντοκράτειρας και μυστική πράκτορας των Υπερασπιστών. Για λίγο, η Νίνα ήταν απλά μια μητέρα με τον μικρό της γιο, και θα ήθελε πάντα να ήταν αυτό και μόνο αυτό. Αν κι ο Ράλκος ήταν εδώ θα μπορούσαμε να είμαστε μια ευτυχισμένη οικογένεια, συλλογίστηκε: κι αυτός ο συλλογισμός έφερε ξανά όλα τα προβλήματα στο νου της.

Όταν ο Άλτρες ξάπλωσε στο κρεβάτι του, η Νίνα κάθισε δίπλα του και του διάβασε ένα παραμύθι από ένα μεγάλο βιβλίο εισαγμένο από τη Φεηνάρκια: μια ιστορία για μυθικούς άρχοντες, κακάσχημα τέρατα, και ηρωικά κατορθώματα. Ο γιος της κατόρθωσε, κάπως, να κοιμηθεί ακριβώς μόλις η Νίνα τελείωσε να διαβάζει. Τα μάτια του έκλεισαν και η αναπνοή του έγινε ρυθμική. Εκείνη έμεινε για λίγο ακόμα μαζί του, κοιτάζοντάς τον. Ύστερα, έκλεισε το βιβλίο και έφυγε απ’το υπνοδωμάτιό του.

Πήγε στο γραφείο της και ενεργοποίησε το μηχανικό σύστημα εκεί το οποίο ήταν, συγχρόνως, για αποθήκευση δεδομένων και για τηλεπικοινωνία. Άναψε ένα τσιγάρο καθώς συγκέντρωνε ορισμένες πληροφορίες που πιθανώς να της φαίνονταν χρήσιμες. Μετά, κάθισε και σκέφτηκε. Και δυο ώρες πριν από την αυγή ξάπλωσε στο κρεβάτι της, χωρίς να γδυθεί, βγάζοντας μόνο τις μπότες της. Αφού έβαλε το ρολόι πλάι της να χτυπήσει, κοιμήθηκε.

Ονειρεύτηκε πλοία να ταξιδεύουν επάνω σε μια φουρτουνιασμένη λίμνη, κάτω από τα νερά της οποίας ερχόταν ένα πανίσχυρο φως, και σε μια ακτή της διακρινόταν μια απειλητική σκιά. Ένας από τους Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας, βαστώντας ένα πελώριο σπαθί στα χέρια του: ένα σπαθί από καθαρή ενέργεια. Πήγαινε και σκότωσέ τους όλους, είπε στη Νίνα, και φέρε μου τον προδότη.

Και το ρολόι της κουδούνισε δυνατά, ξυπνώντας την.

Ήταν δύο ώρες μετά την αυγή, και η Νίνα Έκγραμμη δεν έχασε χρόνο. Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, έκανε ένα γρήγορα μπάνιο, ντύθηκε με καινούργια ρούχα, και, παίρνοντας το όχημά της, έφυγε από το Κάστρο των Κήπων.

Καθώς ταξίδευε προς την Κίρτβεχ, περνώντας κοντά από τις όχθες της Λίμνης των Κολοσσών, είδε πυρπολημένα φυλάκια και ένα ρημαγμένο οχυρό, καθώς κι ένα μέρος όπου είχε γίνει μάχη: πτώματα ήταν απλωμένα και κοράκια έτρωγαν τις σάρκες τους. Απόμακρα, διέκρινε ιστιοφόρα σκάφη, και ελικόπτερα να πετάνε από πάνω τους. Μετά, είδε μια ναυμαχία να διαδραματίζεται στ’ανοιχτά, και μια δέσμη ενέργειας να εξαπολύεται από ένα ελικόπτερο. Έχουν ενεργειακά κανόνια επάνω σε αεροσκάφη! Έπρεπε να είχα κάνει κάτι γι’αυτή τη Νιλκάριχ εδώ και καιρό! Το ήξερε πως οι πειρατές εκεί είχαν συγκεντρώσει υπέρμετρο πλούτο. Η άβολη θέση της πόλης ήταν το μόνο που είχε αποτρέψει τη Νίνα απ’το να στείλει στρατεύματα για να την πολιορκήσουν. Επιπλέον, ακόμα κι οι κουρσάροι μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι αναλόγως την περίσταση. Όχι, όμως, τώρα. Αυτοί δεν είναι κανονικοί κουρσάροι. Είναι καταραμένοι επαναστάτες! Το έγκλημά τους δεν είναι η απλή λεηλασία εμπορικών σκαφών, αλλά η εναντίωση στην ίδια τη Συμπαντική Παντοκράτειρα!

Φτάνοντας πριν από το μεσημέρι στην πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου, κατευθύνθηκε αμέσως στην Πριγκιπική. Πέρασε τη γέφυρα που ένωνε τη νήσο με την πόλη και μπήκε στο παλάτι του Πρίγκιπα. Άφησε το όχημά της στον χώρο στάθμευσης και, καθώς διέσχιζε τους διαδρόμους του παλατιού, ζήτησε να δει τον Νοσνάλτος. Ένας υπηρέτης τής αποκρίθηκε ότι ο Υψηλότατος βρισκόταν στην Αίθουσα του Θρόνου μαζί με τον Στρατηγό και άλλους συμβούλους του.

Η Νίνα βάδισε προς τα εκεί, κι έκανε να περάσει από τη μεγάλη πύλη κι ανάμεσα από τους φρουρούς που στέκονταν εκατέρωθέν της. Οι δύο άντρες τη σταμάτησαν σταυρώνοντας τα δόρατά τους εμπρός της.

«Είμαι η Παντοκρατορική Επόπτρια,» τους είπε εκείνη, χωρίς εκνευρισμό. Δεν ήθελε να την αναγνωρίζουν οι πάντες αμέσως· είχε φροντίσει γι’αυτό.

Οι φρουροί συνοφρυώθηκαν, μοιάζοντας αβέβαιοι· έκαναν να στραφούν για να κοιτάξουν προς τη μεριά του Πρίγκιπα, ο οποίος στεκόταν στην κορυφή ενός τραπεζιού, ανάμεσα στους συμβούλους του· αλλά ο Νοσνάλτος τούς μίλησε πρώτος: «Αφήστε την Επόπτρια να περάσει!»

«Μάλιστα, Υψηλότατε,» αποκρίθηκαν συγχρόνως οι δύο φρουροί, σαν να ήταν προγραμματισμένοι, και πήραν τα δόρατά τους μπροστά από τη Νίνα. «Περάστε, Εξοχότατη,» της είπε ο ένας, κλίνοντας ευγενικά το κεφάλι.

Η Νίνα πλησίασε τον Νοσνάλτος, τον Στρατηγό Φαρτάνες, και τους υπόλοιπους συμβούλους – ευγενείς και έμποροι του Κίρτβεχ, όλοι τους, καθώς και δύο Παντοκρατορικοί αξιωματούχοι.

«Νίνα…» είπε ο Νοσνάλτος.

«Μόλις έμαθα για τις επιθέσεις του πειρατικού στόλου,» είπε εκείνη, στεκόμενη αντίκρυ του, με το τραπέζι ανάμεσά τους.

«Φαίνεται να επιτίθενται κυρίως σε Παντοκρατορικούς στόχους,» είπε ο Στρατηγός Φαρτάνες. «Μέχρι στιγμής δεν έχουμε ούτε μία αναφορά ότι έχουν λεηλατήσει κάποια πόλη ή χωριό.»

«Προσπαθούν να δημιουργήσουν ρήξη ανάμεσά μας,» εξήγησε η Νίνα. «Ελπίζω να το καταλαβαίνετε όλοι αυτό. Δεν είναι πειρατές – είναι επαναστάτες, σταλμένοι από τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.»

«Σύμφωνα με τις υποθέσεις ορισμένων,» είπε ο Νοσνάλτος, «είναι όντως πειρατές, και μάλιστα από τη Νιλκάριχ.»

«Μπορεί να είναι από τη Νιλκάριχ, Πρίγκιπά μου, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχουν κάνει κάποια συμφωνία με τον Αρχιπροδότη. Είναι προφανές πως έχουν συμμαχήσει ανοιχτά με την Επανάσταση, αλλιώς δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να επιτίθενται μ’αυτό τον τρόπο.»

«Η αλήθεια είναι,» παραδέχτηκε ο Νοσνάλτος, «πως η μέθοδος της επίθεσή τους είναι παράξενη. Δεν έχω ξαναδεί πειρατές να επιτίθενται έτσι. Ούτε καν… ούτε πριν από μια δεκαετία…»

«Οι κουρσάροι δεν επιτίθενται σε επιλεγμένους στόχους, Πρίγκιπά μου.» Στράφηκαν όλοι, για να δουν την Πριγκίπισσα Ελνέσσα, τη σύζυγο του Νοσνάλτος, να πλησιάζει, καταπράσινη στο δέρμα, με μακριά καστανά μαλλιά, και ντυμένη μ’ένα στενό φόρεμα. «Το ξέρουμε πολύ καλά, και εσύ και εγώ.» Η Ελνέσσα ήταν κόρη πειρατών προτού ο Νοσνάλτος την παντρευτεί προκειμένου να λήξουν οι εχθροπραξίες με τη Ρασίλριχ και η εν λόγω πόλη να μπει στο Πριγκιπάτο του.

«Ωστόσο,» είπε ο Πρίγκιπας του Κίρτβεχ, «πρέπει να έρχονται από τη Νιλκάριχ.»

Η Ελνέσσα ένευσε. «Το ίδιο νομίζω κι εγώ. Τους είδα, με το κιάλι μου, από ένα παρατηρητήριο της Πριγκιπικής.»

«Προσπαθούν να προκαλέσουν ρήξη ανάμεσά μας,» επέμεινε η Νίνα. «Θέλουν να σας στρέψουν ενάντια στην Παντοκράτειρα, για να κάνετε τη δουλειά τους.»

«Δεν καταλαβαίνω πώς θα το κατορθώσουν αυτό όταν μας επιτίθενται,» είπε ο Νοσνάλτος.

Μην παριστάνεις τον ανόητο, Πρίγκιπά μου, σκέφτηκε η Νίνα, βέβαιη πως ο Νοσνάλτος καταλάβαινε, και μάλιστα πολύ καλά. «Είναι πιθανό να σου προτείνουν να συμμαχήσεις μαζί τους,» του είπε.

Ο Νοσνάλτος γέλασε – ένα γέλιο που η Νίνα έκρινε διπλωματικό. «Αυτή θα ήταν μια πολύ μεγάλη ανοησία από μέρους τους.»

Θα πρέπει να τον προσέχω τον Πρίγκιπα τώρα περισσότερο απ’ό,τι συνήθως… «Αυτό, όμως, σχεδιάζουν· δεν υπάρχει αμφιβολία. Αν δεν πάρουν εσένα με το μέρος τους, Πρίγκιπά μου, δεν πρόκειται να πετύχουν τον στόχο τους.»

«Ο οποίος είναι να διώξουν την Παντοκρατορική εξουσία από το Κίρτβεχ;» ρώτησε ο Φαρτάνες.

«Τι άλλο, Στρατηγέ;» Παριστάνουν όλοι τους ανόητους, λοιπόν;

«Σε τι θα τους ωφελήσει αυτό, όταν ολόκληρη η υπόλοιπη Βίηλ είναι με το μέρος της Παντοκράτειρας;»

«Τα πάντα από κάπου ξεκινάνε,» είπε η Νίνα. «Και μην ξεχνάτε πως έχουν κάποιου είδους καινούργια τεχνολογία στα χέρια τους. Αυτά τα μεταλλικά ανθρωποειδή δεν γνωρίζουμε πώς φτιάχτηκαν. Και έχω τώρα αναφορές πως υπάρχει κι ένα από αυτά με ενεργειακό κανόνι επάνω του!»

«Ενεργειακό κανόνι;» έκανε ένας αριστοκράτης. «Χωρίς μάγο;»

«Χωρίς μάγο,» επιβεβαίωσε η Νίνα, «εκτός αν οι αναφορές μου είναι λανθασμένες. Το βασικό τώρα είναι να μείνουμε ενωμένοι στο Κίρτβεχ. Θα έρθει σύντομα βοήθεια από τα άλλα πριγκιπάτα, κι από την ίδια τη Ρελκάμνια αν χρειαστεί. Οι επαναστάτες δεν μπορεί να κρατήσουν για πολύ. Βασίζονται στον ανταρτοπόλεμο κυρίως· δεν πρέπει να έχουν κανονικό στρατό.»

«Ο στόλος, όμως…» είπε ένας από τους εμπόρους.

Αλλά ο αριστοκράτης που είχε μιλήσει και πριν τον διέκοψε: «Έχουν ακουστεί φήμες ότι γίνεται κάποια αναστάτωση και στα ανατολικά πριγκιπάτα της Βίηλ. Επαναστάτες κι εκεί, Εξοχότατη;»

«Πολύ πιθανόν. Αλλά δεν γνωρίζω λεπτομέρειες ακόμα. Και καλύτερα να μην αναρωτιόμαστε για το τι γίνεται πέρα από τα σύνορά μας, ετούτες τις ημέρες. Εκείνο που ενδιαφέρει εμάς είναι να κατατροπώσουμε την απειλή που έχει παρουσιαστεί. Αν υπάρχει κάποια παρόμοια απειλή και στην ανατολική Βίηλ, θα φροντίσουν άλλοι γι’αυτήν, είμαι βέβαιη.»

Κανένας δεν διαφώνησε μαζί της, αλλά η Νίνα μπορούσε να δει πως όλων οι εκφράσεις ήταν προβληματισμένες. Ακόμα και του Νοσνάλτος. Κυρίως του Νοσνάλτος, ίσως. Αν σχεδιάζουν προδοσία εναντίον μου, θα το μετανιώσουν, σκέφτηκε η Νίνα. Κι αναρωτήθηκε πού ήταν προτιμότερο τώρα να βρίσκεται: στην Άτβηλκ, προκειμένου να είναι κοντά στη βόρεια παραμεθόριο; ή εδώ, για να ελέγχει τον Πρίγκιπα; Και τα δύο ήταν σημαντικά, αλλά το δεύτερο νόμιζε πως ήταν σημαντικότερο. Αν έχανε τον Νοσνάλτος, θα έχανε ολόκληρο το Πριγκιπάτο.

Η Νίνα Έκγραμμη θα έμενε στην πρωτεύουσα, για να βεβαιωθεί ότι κανένας και τίποτα δεν θα κατόρθωνε να στρέψει τον Πρίγκιπα του Κίρτβεχ εναντίον της Παντοκρατορίας.

197.

Ένα ελικόπτερο φάνηκε να πλησιάζει την Ανεκτίμητη, και ο πιλότος μίλησε στον Βαρνάδος μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού. Του ανέφερε ότι οι μισθοφόροι είχαν βγει από τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ και εισέβαλλαν στο Πριγκιπάτο Κίρτβεχ.

Η Φενίλδα, η Λαμρίτ, και ο Δάρυλμος ήταν στη γέφυρα του σκάφους μαζί με τον Χρυσοθήρα. Οι άλλοι επαναστάτες βρίσκονταν στο μεταβαλλόμενο πλοιάριο, που ήταν δεμένο στο πλάι της Ανεκτίμητης, και τα άλλα μέλη της Καλόγνωμης βρίσκονταν σε δικά τους σκάφη. Η Ανεκτίμητη ήταν τώρα στ’ανοιχτά της Λίμνης των Κολοσσών· το πλήρωμά της ατένιζε τις βόρειες όχθες από απόσταση.

Η Πρόμαχος είπε στον Βαρνάδος: «Καλύτερα να πάει ένας από εμάς εκεί.»

«Πού εκεί;»

«Στους μισθοφόρους. Δε θέλω να παρεκτραπούν.»

Η Φενίλδα καταλάβαινε τι εννοούσε η Λαμρίτ. Οι μισθοφόροι είχαν την τάση να λεηλατούν ολόκληρες περιοχές και χωριά, σε πολεμικές καταστάσεις όπως ετούτη. Η Πρόμαχος φοβόταν, δικαιολογημένα, ότι μπορεί να μην έμεναν πιστοί στο σχέδιο («επίθεση και λεηλασία μόνο σε Παντοκρατορικές θέσεις») αν κάποιος δεν ήταν εκεί για να τους το θυμίζει.

Ο Βαρνάδος φάνηκε επίσης να καταλαβαίνει τι έλεγε η Λαμρίτ. «Θα πας εσύ;» τη ρώτησε.

«Δεν μπορώ. Τώρα, ήρθε η ώρα να επιχειρήσω συνεννόηση με τον Νοσνάλτος.»

«Επομένως, ποιος θα πάει;»

«Ας καλέσουμε τους υπόλοιπους της Καλόγνωμης, να δούμε.»

Μετά από κανένα μισάωρο, ο Τζανάθρες ο Κοκαλοφαγωτής, ο Ταλμάρος ο Οδηγημένος, και η Αλθαρέτ η Μεγάλη Γάτα ήταν μαζί τους, στη γέφυρα της Ανεκτίμητης, και συζητούσαν το θέμα.

«Ποιος προτίθεται να πάει στους μισθοφόρους;» τους ρώτησε η Λαμρίτ, αφού τους εξήγησε πώς είχαν τα πράγματα.

Η Αλθαρέτ είπε: «Έχουν διοικητές μαζί τους· δεν είναι ανεξέλεγκτοι.»

«Όλοι μας, όμως, γνωρίζουμε ότι και οι διοικητές μισθοφόροι είναι. Θα λεηλατήσουν αν έχουν την ευκαιρία.»

«Κι εμείς πειρατές είμαστε, Λαμρίτ,» της θύμισε ο Τζανάθρες. «Ληστές.»

«Σας εμπιστεύομαι, όμως,» τόνισε η Πρόμαχος. «Κι έχουμε συμφωνήσει. Δεν έχουμε συμφωνήσει;» Τους κοίταξε όλους, τον έναν μετά τον άλλο.

«Τα είπαμε και τα ξαναείπαμε,» μούγκρισε ο Τζανάθρες. «Και τα πληρώματα, έτσι κι αλλιώς, μοιάζουν ικανοποιημένα από τις αρπαγές απ’τους Παντοκρατορικούς μέχρι στιγμής.»

«Ποιος θα πάει με τους μισθοφόρους, λοιπόν;» ρώτησε πάλι η Λαμρίτ, πιο επίμονα τώρα.

«Εγώ,» είπε ο Ταλμάρος, «πρέπει να μείνω με το πλήρωμά μου.»

«Κι εγώ δεν θα φύγω απ’το νερό,» δήλωσε η Αλθαρέτ.

«Καλά, ’ντάξει,» μούγκρισε ο Τζανάθρες, «το βλέπω προς τα πού πάει το πράμα. Ούτε ο Βαρνάδος, υποθέτω, θα πάρει τα πόδια του απ’το κατάστρωμα για να τα πατήσει στο χώμα.» Κοίταξε τον Χρυσοθήρα, ο οποίος έμεινε σιωπηλός. «Θα πάω εγώ, οπότε,» είπε ο Τζανάθρες.

Η Αλθαρέτ φάνηκε να ξαφνιάζεται λιγάκι· ο Βαρνάδος ένευσε σαν να το περίμενε· ο Ταλμάρος έμεινε ουδέτερος.

Η Λαμρίτ είπε, ήρεμα: «Ωραία»· κι έμοιαζε ικανοποιημένη. Μάλλον νόμιζε ότι θα δυσκολευόταν περισσότερο να βάλει κάποιο μέλος της Καλόγνωμης ν’απομακρυνθεί από τη λίμνη.

Η Φενίλδα τούς παρατηρούσε όλους με ενδιαφέρον. Όχι μόνο τώρα, αλλά εδώ και μέρες: από τότε που πήγε στη Νιλκάριχ μαζί με τη Λαμρίτ. Ποιος θα το φανταζόταν ότι κάποτε θα ήμουν ανάμεσα σε πειρατές; Η συμπεριφορά τους ήταν τόσο διαφορετική και, συγχρόνως, τόσο ίδια με άλλων ανθρώπων που είχε γνωρίσει, που την παραξένευε. Κουρσάροι, ευγενείς της Ρελκάμνια, μάγοι και στρατιωτικοί, έμποροι και επιχειρηματίες, ιερείς και καλλιτέχνες – όλοι τους, κατά βάση, το ίδιο σκέφτονταν, με τους ίδιους τρόπους αντιδρούσαν. Το επάγγελμά τους, η ιδιότητά τους, το λειτούργημά τους θύμιζαν ζωγραφιστές μάσκες στη Φενίλδα. Διαφορετικό το απέξω, παρόμοιο το απομέσα.

Παλιότερα, άραγε, θα σκεφτόμουν έτσι;

198.

Η Λαμρίτ έστειλε μήνυμα, μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού, στην Πριγκιπική Νήσο της Κίρτβεχ, λέγοντας ότι εκείνη, η Λαμρίτ, Πρόμαχος της Επανάστασης, ζητούσε να μιλήσει στον Πρίγκιπα Νοσνάλτος για το θέμα της απελευθέρωσης του Πριγκιπάτου του από τους εξωδιαστασιακούς τυράννους· και ότι, όπως θα είχε παρατηρήσει κι ο ίδιος ο Πρίγκιπας, οι επαναστάτες δεν ήταν ενάντια σ’εκείνον και την εξουσία του: ήταν, αντιθέτως, με το μέρος του.

Καμία απάντηση δεν ήρθε από την Πριγκιπική, μέσα στις επόμενες ώρες. Και η Λαμρίτ ξανάστειλε το ίδιο μήνυμα. Και πάλι απάντηση δεν έλαβε.

«Ας δούμε τι θα συμβεί αν προσεγγίσουμε τη νήσο,» πρότεινε.

«Θα μας χτυπήσουν. Δε βλέπεις τι γίνεται εκεί πέρα;» της είπε ο Βαρνάδος, κοιτάζοντας με το κιάλι του προς την Πριγκιπική, καθώς στέκονταν στην πρύμνη της Ανεκτίμητης, εκείνος, η Λαμρίτ, η Φενίλδα, ο Δάρυλμος, και ο Καλνίρες.

Η Πρόμαχος ύψωσε επίσης το κιάλι της. «Ναι…» μουρμούρισε.

Η Φενίλδα δεν ήξερε τι έβλεπαν ακριβώς, αλλά μπορούσε να διακρίνει αεροσκάφη να κάνουν κύκλους πάνω από το νησί που ήταν συνδεδεμένο με την πρωτεύουσα του Κίρτβεχ μέσω φυσικής γέφυρας. «Παντοκρατορικός στρατός;» ρώτησε.

«Γιγαντοβαλλίστρες και ενεργειακά κανόνια,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ· «και, ναι, πολεμιστές της Παντοκράτειρας κατά πάσα πιθανότητα.» Κατέβασε το κιάλι της. «Έπρεπε, φυσικά, να το περιμένουμε. Η Επόπτρια δεν θα μας αφήσει να πλησιάσουμε τον Πρίγκιπα τόσο εύκολα, ακόμα κι αν ο ίδιος θέλει να μας μιλήσει.»

«Τι θα του κάνει; Θα τον δέσει;» είπε ο Βαρνάδος.

«Μπορεί. Θα του πει ότι είναι προδοσία προς τη Συμπαντική Παντοκρατορία να μιλά με αποστάτες.»

«Πώς, λοιπόν, θα τον προσεγγίσουμε;» ρώτησε ο Καλνίρες.

«Πρέπει να εισβάλουμε στην Πριγκιπική,» είπε η Λαμρίτ, σαν να το είχε ήδη αποφασίσει.

Ο Βαρνάδος ρουθούνισε. «Παλάβωσες, Πράσινη! Είναι οχυρό κανονικό εκεί πέρα. Κανένας πειρατής δεν πρόκειται να επιτεθεί αν δεν του υποσχεθείς ότι θα γίνει λεηλασία. Εσύ λες να μπουκάρουμε στο παλάτι του ίδιου του Πρίγκιπα του Κίρτβεχ χωρίς ν’αρπάξουμε τίποτα για τον εαυτό μας;» Ο Χρυσοθήρας γέλασε. «Μην τρελαθούμε κιόλας!»

Η Λαμρίτ ένευσε, υπομειδιώντας. «Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο, Βαρνάδος,» είπε, μικραίνοντας το κιάλι ανάμεσα στα χέρια της. «Αλλά δε σκοπεύω να εισβάλω στην Πριγκιπική με τη βοήθειά σας.»

«Βρήκαμε άλλους συντρόφους, τώρα;» της είπε ο Βαρνάδος, μεταξύ αστείου και σοβαρού.

«Τους είχαμε εξαρχής,» εξήγησε η Λαμρίτ. Και προς τη Φενίλδα, τον Δάρυλμος, και τον Καλνίρες: «Πρέπει να μιλήσουμε στον Δαίδαλο.»

«Υπέροχα,» είπε ο Δάρυλμος – «ειδικά από τη στιγμή που δεν έχουμε ιδέα πού βρίσκεται τώρα…»

«Κάπου στη βόρεια παραμεθόριο του Κίρτβεχ είναι, αναμφίβολα. Και ο Πολ θα έχει εγκαταστήσει τους πράκτορές μας εκεί. Θα έρθουμε σε επαφή μαζί τους και θα μας καθοδηγήσουν, ελπίζω.»

«Σε επαφή; Τηλεπικοινωνιακά;»

«Προφανώς. Δε γνωρίζω πού ακριβώς να πάω για να τους συναντήσω. Εκτός από ορισμένες θέσεις, που τις είχαμε αποφασίσει με τον Πολ από πριν. Αλλά δε θα το ρίσκαρα να πάω κοντά, παρά μόνο αν ήμουν απολύτως βέβαιη, τέτοια που είναι η κατάσταση τώρα.»

Ο Δάρυλμος ένευσε. «Σωστή. Τι περιμένουμε λοιπόν; Έχουμε καιρό να δούμε τη σκατόφατσα του Πολ. Και υποθέτω πως όπου είναι ο Δαίδαλος, εκεί θα είναι κι αυτός.»

Η Φενίλδα είδε τα μάτια της Λαμρίτ να γυαλίζουν λιγάκι όταν ο Δάρυλμος μίλησε για τη «σκατόφατσα του Πολ», σαν η Πρόμαχος να είχε παρεξηγηθεί.

199.

Οι πειρατές, οι οποιοιδήποτε πειρατές, βάσει οποιασδήποτε λογικής, δεν θα έπρεπε κανονικά να έχουν ένα τέτοιο αεροσκάφος στην κατοχή τους. Ήταν από τα πιο ακριβά που κυκλοφορούσαν στο Γνωστό Σύμπαν. Ένα λιγνό, γρήγορο αεροπλάνο που, γυρίζοντας τους προωθητήρες του κάθετα, προσγειώθηκε πάνω σε μια από τις βραχονησίδες της Λίμνης των Κολοσσών, εκεί όπου ακόμα κι ένα ελικόπτερο θα είχε δυσκολία να προσγειωθεί. Τα πόδια του γαντζώθηκαν στους βράχους σαν πόδια γιγάντιου εντόμου.

«Η Χρυσαλλίδα,» είπε ο Βαρνάδος, καθώς ζύγωναν τη βραχονησίδα επάνω σε μια μηχανοκίνητη βάρκα. «Δεν είναι υπέροχη; Κόστισε και μια περιουσία, η γαμημένη.» Παίρνοντας τα μάτια του απ’το αεροπλάνο, έριξε μια ματιά στη Λαμρίτ πάνω απ’τον ώμο του.

Η Πρόμαχος δεν έδειχνε και τόσο ενθουσιασμένη από το αεροσκάφος. «Καλή φαίνεται.»

Η βάρκα σταμάτησε κοντά στον γιγάντιο βράχο που ξεπρόβαλλε μέσα από τα κύματα της λίμνης, και η Φενίλδα, η Λαμρίτ, ο Δάρυλμος, ο Καλνίρες, η Θελρίτ, ο Θαλράνος, και ο Νολβέρτες αποβιβάστηκαν.

«Καλό ταξίδι, Λαμρίτ,» είπε ο Βαρνάδος. «Να προσέχεις. Γιατί, έτσι όπως έχει το πράγμα τώρα, αν χάσουμε εσένα θα μπλέξουμε πολύ άσχημα με τους Παντοκρατορικούς.»

«Χαίρομαι που ακόμα αγαπιόμαστε, τα μέλη της Καλόγνωμης, Βαρνάδος,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ, λιγάκι ειρωνικά, μειδιώντας, και ύψωσε το χέρι της σε αποχαιρετισμό καθώς εκείνη κι οι άλλοι πήγαιναν προς τη Χρυσαλλίδα.

Ο πιλότος είχε κατεβεί και τους περίμενε απέξω. «Θα με χρειαστείτε, Πρόμαχε;» ρώτησε.

«Νελμάτρες,» είπε η Λαμρίτ, αναγνωρίζοντάς τον. «Δεν το ήξερα ότι ήσουν ακόμα ζωντανός. Ούτε ότι είχες μάθει να πιλοτάρεις αεροπλάνο.»

«Από το πλοίο, Καπετάνισσα, δεν είναι δύσκολο να πας στο αεροπλάνο, είχα ακούσει. Έτσι το προσπάθησα,» αποκρίθηκε ο άντρας, που ήταν λευκόδερμος και μαυρομάλλης, με χαρακτηριστικά προσώπου που θύμιζαν λεπίδα.

«Και το συμπέρασμα;»

«Ήταν λιγάαακι πιο δύσκολο.»

Η Λαμρίτ γέλασε και τον χτύπησε στον ώμο. «Έλα μαζί μας. Θα σε χρειαστούμε. Εγώ δεν τα πάω καλά με τα πετούμενα.»

Ανέβηκαν στο αεροπλάνο και κάθισαν στις δερμάτινες θέσεις που τους περίμεναν. Εκτός απ’τον Νελμάτρες, το σκάφος δεν είχε άλλο πλήρωμα. Η Λαμρίτ κάθισε δίπλα του. Εκείνος πάτησε ένα πλήκτρο και η πόρτα του αεροσκάφους έκλεισε. Ύστερα, ενεργοποίησε τους προωθητήρες και υψώθηκαν πάνω από τη Λίμνη των Κολοσσών.

Η Λαμρίτ στράφηκε πίσω, για να κοιτάξει τη Φενίλδα. «Αυτός ο τύπος ήταν τιμονιέρης στο παλιό μου πλοίο,» της είπε, δείχνοντας με το σαγόνι της τον Νελμάτρες.

«Γιατί δεν ήρθε μαζί σου όταν επαναστάτησες;»

«Δε μ’αρέσει η ξηρά,» απάντησε ο ίδιος ο Νελμάτρες, «και τότε ήθελα κατάστρωμα κάτω απ’τα πόδια μου.»

«Τώρα προτιμάς τον αέρα;» τον ρώτησε η Λαμρίτ.

«Ο αέρας και το νερό δεν είναι τόσο διαφορετικά όσο νομίζεις, Καπετάνισσα. Πού πηγαίνουμε, λοιπόν;»

«Βόρεια. Όλο βόρεια.»

«Κι ο προορισμός μας;» ρώτησε ο Νελμάτρες, καθώς το αεροπλάνο πετούσε, αφήνοντας τις όχθες της Λίμνης των Κολοσσών πίσω του.

«Κάπου στη βόρεια παραμεθόριο. Δεν ξέρω πού ακριβώς. Θα πρέπει να επικοινωνήσω με κάποιους ανθρώπους.»

«Μάλιστα.» Ο Νελμάτρες φόρεσε ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, για να προστατεύσει τα μάτια του απ’τον μεσημεριανό ήλιο.

Η Φενίλδα το θεώρησε καλή ιδέα να κάνει το ίδιο. Έβγαλε τα μεγάλα, στρογγυλά γυαλιά από το πρόσωπό της και τα κράτησε ανάμεσα στα χέρια της. Αν τα συνέδεες με μπαταρία και γύριζες τη ροδέλα στην επάνω αριστερή γωνία, οι φακοί τους σκούραιναν σε ό,τι βαθμό ήθελες, από λίγο έως τόσο πολύ ώστε σχεδόν να νομίζεις πως είναι νύχτα. Εδώ, η Φενίλδα δεν είχε μπαταρία, όμως σκέφτηκε ότι ετούτη ήταν μια καλή ευκαιρία για να δοκιμάσει πάλι το Ξόρκι Ελάσσονος Ενεργοποιήσεως – το οποίο είχε φτιάξει μόνη της, ενθυμούμενη στο περίπου πώς το είχε χρησιμοποιήσει ο Δαίδαλος στο άντρο κάτω από την Καμένη Γη.

Η Φενίλδα μουρμούρισε τα λόγια, έχοντας το βλέμμα της εστιασμένο στα γυαλιά της και φέρνοντας τον εαυτό της σε επαφή με το Φως. Αισθάνθηκε την ενέργεια της Βίηλ να κυλά χωρίς δυσκολία μέσα στο λεπτοφτιαγμένο μηχανικό σύστημα. Γύρισε, με το δάχτυλό της, τη ροδέλα στην επάνω αριστερή γωνία του σκελετού των γυαλιών και οι φακοί σκούρυναν.

Φόρεσε πάλι τα γυαλιά της και κοίταξε έξω απ’το παράθυρο, τα τοπία του Κίρτβεχ να περνάνε σαν ανάγλυφος χάρτης από κάτω της. Στην αρχή, πεδινά. Ύστερα, λοφότοποι. Και μετά από τους λοφότοπους, μια πόλη. Υπό πολιορκία!

«Νομίζω πως τους βρήκαμε,» είπε η Λαμρίτ.

«Αυτοί είναι οι φίλοι σου;» ρώτησε ο Νελμάτρες.

«Δε θα το φανταζόσουν;»

Η Φενίλδα έβλεπε από κάτω τους έναν μικρό στρατό να έχει περιτριγυρίσει την πόλη: οπλισμένοι άνθρωποι, οχήματα με βαλλίστρες, και βαλλίστρες και καταπέλτες που δεν ήταν επάνω σε οχήματα. Πελώρια βέλη, πέτρες, και μεταλλικές σφαίρες εκτοξεύονταν προς τα τείχη, αλλά και από τα τείχη: από τους υπερασπιστές στις επάλξεις, όπου φαινόταν να κυματίζει η σημαία της Παντοκράτειρας. Το πιο φανερό σημάδι, όμως, ότι οι πολιορκητές ήταν οι επαναστάτες που η Λαμρίτ έψαχνε ήταν τα αυτοκίνητα. Τέσσερα στον αριθμό, τώρα. Ακριβώς όσα περίμενε η Φενίλδα. Είχε αισθανθεί κάποιον να κλέβει Φως δύο φορές, αφότου είχε πάει στη Νιλκάριχ.

Ο Πάνοπλος χτυπούσε με τις γροθιές του μια πύλη της πόλης· ο Εξάποδος τριγύριζε έξω από τα τείχη, πανικοβάλλοντας τους υπερασπιστές· μια φτερωτή μεταλλική γυναίκα πετούσε από το ένα σημείο των επάλξεων στο άλλο, προκαλώντας καταστροφές στα μεγάλα όπλα της πόλης και χτυπώντας τους Παντοκρατορικούς· κι ένα άλλο αυτοκίνητο, ένας μεταλλικός άνθρωπος επάνω σε τροχούς, εξαπέλυε ενεργειακές ριπές από το κανόνι στο χέρι του.

Θεοί! σκέφτηκε η Φενίλδα. Ο Δαίδαλος προσάρτησε ενεργειακό κανόνι επάνω σ’αυτό το κατασκεύασμα! Και χωρίς να χρειάζεται μάγο για να ελέγχει τη ροή της ενέργειας!

«Τι είν’ αυτά τα πράγματα, Λαμρίτ;» ρώτησε ο Νελμάτρες: και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αναφερόταν στα αυτοκίνητα.

«Η Επανάσταση έχει μεγάλες δυνάμεις εδώ,» αποκρίθηκε μονάχα η Πρόμαχος. «Το έχω πει.»

«Θα κατεβούμε, ή να περιμένουμε να πάρουν πρώτα την πόλη;»

Πράγματι, σκέφτηκε η Φενίλδα. Είναι καταφανές ότι θα την πάρουν. Δε μπορεί να την πολιορκούν για πολύ – άντε το πρωί να ήρθαν – και φαίνεται να έχουν ήδη σχεδόν διαλύσει την άμυνά της.

«Στάσου να επικοινωνήσω μαζί τους,» είπε η Λαμρίτ, και ενεργοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του αεροπλάνου, στέλνοντας σήμα στους επαναστάτες. Σήμα που θα καταλάβαιναν ότι δεν ερχόταν από εχθρό.

«Ποιος;» ακούστηκε η φωνή του Πολ.

«Το αεροπλάνο από πάνω σας,» απάντησε η Λαμρίτ.

«Καλά έκανα, λοιπόν, και είπα στον κανονιέρη να μη σας καταρρίψει, Πρόμαχε.» Είχε αναγνωρίσει τη φωνή της.

«Ποιον κανονιέρη;»

«Δε βλέπεις αυτό το εξαιρετικό παλικάρι που έφτιαξε τώρα ο Δαίδαλος; Αυτό με το κανόνι; Οπλοφόρο το έχει ονομάσει.»

«Να κατεβούμε;»

«Και δεν κατεβαίνετε; Σε λίγο θα πάμε να πιούμε το κρασί του Δούκα της Νασκάρνεμ, όπως δείχνει το πράγμα.»

Η Λαμρίτ γέλασε, και είπε στον Νελμάτρες: «Πάμε κάτω.»

Το αεροσκάφος άρχισε να κατεβαίνει.

Η Φενίλδα ρώτησε: «Αυτή η πόλη λέγεται Νασκάρνεμ;»

«Ναι,» απάντησε η Λαμρίτ. «Και είναι αρκετά μεγάλη, όπως βλέπεις.»

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε πίσω από τις γραμμές των επαναστατών, εκεί όπου τα όπλα των υπερασπιστών της πόλης δεν έφταναν. Ο Νελμάτρες πάτησε ένα πλήκτρο και οι πόρτες άνοιξαν. Η Φενίλδα και οι άλλοι βγήκαν, για να συναντήσουν τον Πολ, τον Άλτρες, τον Δαίδαλο, τη Διάττα, και τον Καρτάφες’νορ που πλησίαζαν βαδίζοντας γρήγορα.

«Πρόμαχε!» είπε ο Άλτρες, χαμογελώντας. «Επάνω στην ώρα!»

«Δε σε περιμέναμε, όμως, κι από τον ουρανό,» πρόσθεσε ο Πολ.

«Περιμένατε ότι θα περπατούσα για να φτάσω ώς εδώ,» είπε η Λαμρίτ γελώντας. Και πιο σοβαρά: «Πώς πηγαίνουν τα πράγματα;» ρώτησε.

«Τα συνηθισμένα,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Δυο-τρεις φορές παραλίγο να μας σκοτώσουν, αλλά είμαστε ακόμα ζωντανοί και χαρούμενοι.»

Η Λαμρίτ γέλασε πάλι και τον αγκάλιασε, φιλώντας το μουσάτο μάγουλό του προτού τον αφήσει ξανά. Στον Δαίδαλο είπε: «Βλέπω πως έκανες πολλή δουλειά, μάγε.»

«Εγώ κι ο Καρτάφες ήμασταν πολύ απασχολημένοι προτού κατεβούμε από την Καμένη Γη,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος, διπλωματικά.

«Τι γίνεται, όμορφη;» είπε ο Πολ στη Φενίλδα.

«Ωραία.»

«Σ’αρέσει, λοιπόν, η παρέα πειρατών, ε;»

Η Φενίλδα μειδίασε. «Προσπαθούσα να μη βαρεθώ, τις περισσότερες ημέρες. Αλλά μου έκανε καλό ο καθαρός αέρας.»

«Και σ’εμάς το ίδιο,» είπε ο Άλτρες. «Τόσο καιρό κάτω από τη γη, είχαμε μουχλιάσει.»

Καθώς οι άλλοι συνέχιζαν να μιλάνε αναμεταξύ τους, η Φενίλδα έβγαλε τα γυαλιά της, έκανε πάλι το Ξόρκι Ελάσσονος Ενεργοποιήσεως, και καθάρισε τους φακούς από τη σκιά που τους σκέπαζε.

«Βλέπω μεγάλωσες,» παρατήρησε ο Δαίδαλος, πλησιάζοντάς την.

Η Φενίλδα φόρεσε τα γυαλιά της. «Ανακάλυψα κάποια πράγματα, θα μπορούσες να πεις…»

«Καιρός ήταν.»

Ο Καρτάφες’νορ αναφώνησε: «Μια στιγμή! Αυτό που έκανες μόλις τώρα… Νομίζω… Είσαι του τάγματός μας; Δεν είχες πει ότι είσαι του τάγματός μας!»

«Δεν είμαι του τάγματός σας, Καρτάφες,» αποκρίθηκε η Φενίλδα.

«Είναι του δικού μου τάγματος,» είπε ο Δαίδαλος.

Ο Καρτάφες’νορ συνοφρυώθηκε.

200.

«Βασιζόμαστε κυρίως στο ότι δεν περίμεναν να έρθουμε εδώ,» είπε ο Πολ, όταν όλοι τους βρίσκονταν μέσα σε μια μεγάλη σκηνή, γύρω από ένα λυόμενο τραπέζι που επάνω του ήταν απλωμένος ένας χάρτης. Μια λάμπα λαδιού κρεμόταν από έναν ξύλινο στύλο ο οποίος στήριζε το ύφασμα της οροφής. «Οι περισσότερες δυνάμεις τους είναι από τούτη τη μεριά» – ο Πολ έδειξε πάνω στον χάρτη – «και μας ψάχνουν. Μιλάμε για χιλιάδες στρατιώτες, Παντοκρατορικούς και του Πρίγκιπα. Η Νίνα έχει λυσσάξει μαζί μας, είμαι βέβαιος.»

«Δε σχεδιάζουμε, λοιπόν, να κρατήσουμε τη Νασκάρνεμ, Πρόμαχε, όπως καταλαβαίνεις,» εξήγησε ο Άλτρες. «Θα διώξουμε τους Παντοκρατορικούς από εδώ και θα την αφήσουμε στον Δούκα.»

Η Λαμρίτ ένευσε. «Εννοείται.»

«Και θάρθουν και θα την ανακαταλάβουν οι Παντοκρατορικοί,» συνέχισε ο Άλτρες, «όπως έχει γίνει με άλλες πόλεις που είχαμε κατακτήσει.»

«Δε μας πειράζει αυτό,» είπε η Λαμρίτ.

«Ναι, τα έχουμε συζητήσει,» αποκρίθηκε ο Άλτρες: «δεν είμαστε εδώ για κατάκτηση. Αν όμως είχαμε αρκετούς πολεμιστές, τίποτα δεν θα μπορούσε να μας σταματήσει, με τα αυτοκίνητα του Δαίδαλου να μας υποστηρίζουν.»

«Δεν το ξέρεις πως ό,τι έγινε με τις άλλες πόλεις θα γίνει και με τη Νασκάρνεμ,» του είπε ο Πολ. «Αν ο Δούκας δεν παραδοθεί όταν οι λευκοντυμένοι χτυπήσουν την πόρτα του, έχει τη δυνατότητα να αμυνθεί γερά εδώ πέρα, με τέτοια τείχη.»

«Ναι, πράγματι…»

«Τέλος πάντων.» Ο Πολ στράφηκε στη Λαμρίτ. «Έχουμε αιχμάλωτο τον σύζυγο της Νίνας.»

«Τι;» Η Λαμρίτ τον κοίταξε συνοφρυωμένη.

Ο Πολ τής εξήγησε τι είχε συμβεί.

«Θα μου χρειαστεί,» είπε η Λαμρίτ. «Θα είναι μια επιπρόσθετη βοήθεια γι’αυτό που σκοπεύω να κάνω.»

«Τι σκοπεύεις να κάνεις;»

«Αυτό που σχεδιάζαμε εξαρχής: να μιλήσω με τον Πρίγκιπα Νοσνάλτος. Αλλά έχει παρουσιαστεί ένα πρόβλημα, το οποίο ελπίζω πως θα με βοηθήσετε να λύσω.» Το βλέμμα της πήγε, κυρίως, προς τον Δαίδαλο.

«Και νομίζεις ότι εγώ μπορώ να σου δώσω λύση, Πρόμαχε;» είπε ο μάγος, αφότου η Λαμρίτ τούς εξέθεσε πώς είχε η κατάσταση στην Πριγκιπική.

«Αν όχι εσύ, τότε ποιος; Οι πειρατές δεν θα επιτεθούν στο νησί αν δεν συμφωνήσω να το λεηλατήσουν – κι αυτό είναι εκτός συζήτησης.»

«Εκείνο που χρειάζεσαι είναι ένας τρόπος να μπεις κρυφά στο παλάτι του Πρίγκιπα,» είπε ο Πολ. «Όσο καιρό, όμως, ήμουν μέσα στο δίκτυο της Νίνας, δεν άκουσα να υπάρχει τέτοιος τρόπος. Μόνο ένα υποβρύχιο ίσως να μας βοηθούσε…» Κοίταξε τη Διάττα.

«Δε νομίζω η Ανταρλίδα να φέρει το μεταβαλλόμενο σκάφος εδώ,» είπε η Ιεράρχης.

«Είναι, ομολογουμένως, κάπως μακριά,» συμφώνησε ο Πολ. «Επιπλέον, το θέμα δεν είναι μόνο πώς να μπεις στο παλάτι, Πρόμαχε, αλλά και πώς να σταθείς εκεί μέσα· γιατί, μην αμφιβάλλεις, οι Παντοκρατορικοί θα είναι επίσης εκεί, και θα σου επιτεθούν. Ωστόσο, αυτό το πρόβλημα λύνεται με τα αυτοκίνητα. Αν πάρεις μαζί σου τη μεταλλική μας οικογένεια, τίποτα δεν θα μπορεί να σε αγγίξει.»

«Να εκφέρω άποψη, αφέντες μου;» ρώτησε ο Νελμάτρες.

«Και δεν εκφέρεις;» είπε ο Πολ.

«Η Χρυσαλλίδα μπορεί να πετάξει ψηλά, πάνω απ’τα σύννεφα–»

«Επικίνδυνο,» τον διέκοψε η Λαμρίτ, «για την εστία της.»

«Περίμενε, Καπετάνισσα· είναι καλοφτιαγμένο σκάφος.»

Η Φενίλδα ρώτησε: «Γιατί είναι επικίνδυνο για την εστία της;»

«Δεν ξέρεις;» Ο Καρτάφες την ατένισε απορημένος.

Ο Δαίδαλος είπε: «Οι εστίες χάνουν τη δύναμή τους όσο πιο ψηλά πετάς. Παλιά ιστορία.»

Ο Νελμάτρες ένευσε. «Αν πας πολύ, πολύ ψηλά, το αεροσκάφος σου θα πέσει σαν κοτρόνα στη γη. Στοίχημα είναι αν θα προλάβεις να το συνεφέρεις προτού κουτουλήσεις. Η Χρυσαλλίδα, όμως,» τόνισε, «έχει μέσα της μια από τις καλύτερες εστίες που θα βρείτε στη Βίηλ. Δεν έχει πρόβλημα με το μεγάλο ύψος. Ώς ένα σημείο, βέβαια· μη νομίζετε ότι μπορείς να φτάσεις και μέχρι το φεγγάρι.»

«Το είχαμε υποψιαστεί,» σχολίασε ο Πολ.

«Ακούστε, το λοιπόν. Θα σας πετάξω πάνω απ’τα σύννεφα, θα υπολογίσουμε την απόσταση ακριβώς, και θα κατεβούμε – κάθετα – μέσα στον κήπο του παλατιού της Πριγκιπικής προτού τα όπλα της προλάβουν να μας καταρρίψουν.»

«Ριψοκίνδυνο,» είπε ο Πολ.

«Είμαι θαρραλέος στο τιμόνι. Μου το έλεγαν από τον καιρό που οδηγούσα καράβι.»

«Αναβιβάστηκες από τότε, επιστήμονα,» παρατήρησε ο Πολ, ανάβοντας τσιγάρο με σπίρτο της Βίηλ.

«Ας πούμε ότι αξίζει να το ριψοκινδυνέψουμε,» είπε η Λαμρίτ. «Μέσα στο αεροσκάφος σου χωράνε τα αυτοκίνητα;»

Ο Νελμάτρες φάνηκε σκεπτικός.

«Αποκλείεται,» είπε ο Δαίδαλος. «Μόνο ο Πάνοπλος και η Ιπτάμενη. Ο Οπλοφόρος δεν μπορεί να σκύψει για να μπει σ’ένα τόσο μικρό αεροσκάφος, και για τον Εξάποδο ούτε συζήτηση.»

«Νομίζεις ότι ο Πάνοπλος και η Ιπτάμενη είναι αρκετοί για να αντιμετωπίσουμε τους Παντοκρατορικούς του παλατιού;» ρώτησε η Λαμρίτ.

«Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Δε φοβάμαι τόσο για τα αυτοκίνητα όσο για εσάς, Πρόμαχε. Τα αυτοκίνητα δύσκολα θα τα καταστρέψουν, αλλά ο καθένας από εσάς μπορεί να σκοτωθεί από ένα καλοσημαδεμένο βέλος.»

«Θα φορέσω πανοπλία, θα κρατάω και ασπίδα, και θα πάω,» δήλωσε η Λαμρίτ. «Αν δεν συνεννοηθούμε με τον Νοσνάλτος τώρα, τα πράγματα μπορεί να γυρίσουν εναντίον μας.»

«Τόχεις πάρει απόφαση, ε;» είπε ο Πολ.

«Εκτός αν υπάρχει κανένα άλλο, καλύτερο σχέδιο…»

Μέσα στη σιγή που ακολούθησε, κανείς δεν πρότεινε τίποτα.

«Θα έρθω κι εγώ,» δήλωσε ο Πολ.

«Όχι,» διαφώνησε η Λαμρίτ. «Αν τύχει να σκοτωθώ–»

«Δεν είναι υπό συζήτηση, Πρόμαχε. Θα έρθω. Ξέρω τους Παντοκρατορικούς – και τη Νίνα – καλύτερα από εσένα. Θα με χρειαστείς.»

201.

Πρώτα έπρεπε να κατακτηθεί η Νασκάρνεμ, και τα πράγματα να μπουν σε μια σχετική τάξη στην πόλη και στην τριγυρινή περιοχή. Επίσης, έπρεπε να βγουν από τη μέση δύο ειδικοί πράκτορες της Παντοκράτειρας για τους οποίους ο Πολ ήξερε αλλά δεν είχε καταφέρει να τους ξεπαστρέψει όταν εκείνος, ο Άλτρες, και η Σιλράτα είχαν περάσει σαν φονικός άνεμος από τα νότια ώς τα βόρεια του Κίρτβεχ. Ο ένας πράκτορας βρισκόταν μέσα στην τοπική φρουρά της πόλης· η άλλη ήταν στην αυλή του Δούκα της Νασκάρνεμ.

Όταν αυτές οι δουλειές είχαν γίνει – όταν η κατάσταση στην πόλη είχε ηρεμήσει, όταν είχαν μιλήσει με τον Δούκα, όταν είχαν ξεπαστρέψει τους δύο ειδικούς πράκτορες (ή, μάλλον, τη μία· γιατί ο άλλος ξέφυγε εγκαταλείποντας την πόλη) – οι επαναστάτες μπορούσαν να βάλουν το σχέδιο της Προμάχου τους σε εφαρμογή: την επόμενη ημέρα, ενώ είχε για τα καλά ξημερώσει.

Η Λαμρίτ δεν ήθελε να πάει βράδυ στο παλάτι του Πρίγκιπα, γιατί το πρωί ήταν που πίστευε ότι θα έβρισκε τον Νοσνάλτος στην Αίθουσα του Θρόνου, ώστε να μιλήσουν. Δε θα την ωφελούσε να τον αναζητά σ’ολόκληρο το παλάτι. Κάτι τέτοιο, μάλλον, θα μετρούσε εναντίον της.

Ο Πολ πήγε μαζί της, όπως είχε επιμείνει, καθώς επίσης και ο Πάνοπλος, η Ιπτάμενη, και μερικοί επαναστάτες: ο Καλνίρες, η Θελρίτ, ο Θαλράνος, και ο Νολβέρτες. Και ο Νελμάτρες, φυσικά, θα πιλόταρε τη Χρυσαλλίδα. Ήταν όλοι τους (εκτός από τον πιλότο) εξοπλισμένοι για μάχη, φορώντας αλυσιδωτά γιλέκα, ατσάλινα περικάρπια και περιβραχιόνια, περικνημίδες, και κράνη που προστάτευαν το κεφάλι και τις πλευρές του προσώπου. Ο Πολ και η Λαμρίτ ήταν ντυμένοι ακόμα καλύτερα, με ατσάλινο θώρακα πάνω από το αλυσιδωτό γιλέκο, αλυσιδωτά μανίκια και σκέλη κάτω από τα περικάρπια, τα περιβραχιόνια, και τις περικνημίδες, και μια περισκελίδα από αρθρωτά ατσάλινα τμήματα. Τα κράνη τους, επίσης, ήταν κλειστά, με προσωπίδα που ανεβοκατέβαινε. Και οι ασπίδες τους ήταν μεγαλύτερες από των υπόλοιπων.

«Δε μπορούμε να κουνηθούμε εδώ μέσα,» μούγκρισε ο Πολ, αλλά δεν διαφώνησε ότι η προστασία ήταν απαραίτητη. Μόλις έμπαιναν στο παλάτι, πολύ πιθανόν ολόκληρη η φρουρά να τους κατάβρεχε με βέλη.

Η Χρυσαλλίδα υψώθηκε πάνω από τα σύννεφα και πέταξε νότια, σύμφωνα με το σχέδιο. Ο Νελμάτρες κοίταζε τον χάρτη στην οθόνη του σκάφους για να καθοδηγείται. Ήταν βασικό να κατεβούν ακριβώς εκεί όπου ήθελαν, ξαφνιάζοντας τους Παντοκρατορικούς.

Μετά από κανένα μισάωρο, ο πιλότος είπε: «Εδώ είμαστε, Πρόμαχε.»

Η Λαμρίτ φόρεσε το κράνος της. «Προσγείωσέ το.»

Οι προωθητήρες του αεροπλάνου γύρισαν κάθετα, κι άρχισε να κατεβαίνει, γρήγορα. «Κρατηθείτε!» είπε ο Νελμάτρες, και οι επαναστάτες υπάκουσαν, γιατί, αν δεν κρατιόνταν γερά, η ταχύτητα της καθόδου ήταν τέτοια που θα κολλούσαν όλοι τους στην οροφή του αεροσκάφους.

Ο Πολ κοίταζε έξω απ’το παράθυρο πλάι του. Στην αρχή, έβλεπε σύννεφα, μονάχα σύννεφα· μετά, είδε τα νερά της Λίμνης των Κολοσσών να στραφταλίζουν από κάτω του· όχθες, βραχώδεις και αμμώδεις· μια μεγάλη πόλη· ένα καταπράσινο νησί που συνδεόταν με την πόλη μέσω φυσικής γέφυρας. Η Κίρτβεχ, και η Πριγκιπική. Το νησί ήρθε πιο κοντά, πολύ γρήγορα. Μέσα από τη βλάστησή του, οικοδομήματα διακρίνονταν· και στο κέντρο του, το παλάτι του Πρίγκιπα Νοσνάλτος – το οποίο μεγάλωσε και μεγάλωσε και μεγάλωσε, μπροστά από τα μάτια του Πολ, ώσπου κάλυψε τα πάντα – και το αεροπλάνο είχε προσγειωθεί μέσα στον κήπο, διαλύοντας και καίγοντας δέντρα από κάτω του.

«Βγαίνουμε!» είπε η Λαμρίτ, και πήδησε έξω από την πόρτα που είχε ανοίξει ο Νελμάτρες, στο κατόπι του Πάνοπλου και της Ιπτάμενης οι οποίοι, σύμφωνα με το σχέδιο, είχαν βγει πρώτοι.

Ο Πολ φόρεσε το κράνος του και ακολούθησε.

Φωνές έμοιαζαν ν’αντηχούν από παντού γύρω, μέσα στον μεγάλο κήπο.

«Το κεντρικό οικοδόμημα του παλατιού πρέπει νάναι προς τα εκεί,» είπε η Λαμρίτ δείχνοντας.

Ο Πολ ένευσε. «Ναι.» Κι έκλεισε την προσωπίδα του κράνους του.

Η Πρόμαχος έριξε μια τελευταία ματιά στους άλλους επαναστάτες, που είχαν βγει απ’το αεροσκάφος μετά από εκείνη και τον Πολ. «Μείνετε,» τους είπε. «Ό,τι κι αν γίνει.»

«Ναι, Πρόμαχε,» αποκρίθηκε η Θελρίτ. «Τα Πνεύματα μαζί σου.»

«Είμαστε παιδιά των Κολοσσών,» είπε ο Καλνίρες. Είχαν όλοι τα όπλα τους στα χέρια.

Η Λαμρίτ, ο Πολ, και τα δύο αυτοκίνητα προχώρησαν μέσα στον κήπο, προς το παλάτι.

Οι φωνές που αντηχούσαν από γύρω δεν άργησαν να έρθουν πιο κοντά τους – και βρέθηκαν περιτριγυρισμένοι από πολεμιστές, του Πρίγκιπα και της Παντοκράτειρας.

«Δεν είμαστε εδώ εχθρικά!» φώναξε αμέσως η Λαμρίτ. «Θέλουμε να μιλήσουμε στον Πρίγκιπα Νοσνάλτος! Είμαι η Πρόμαχος Λαμρίτ. Έχω ήδη ζητήσει να του μιλήσω και δεν έλαβα απάντηση.»

«Σκοτώστε τους!» γκάριξε ένας Παντοκρατορικός αξιωματικός, και οι λευκοντυμένοι πολεμιστές εξαπέλυσαν βέλη καταπάνω τους.

Ο Πολ και η Λαμρίτ ύψωσαν τις ασπίδες τους, ενώ τα αυτοκίνητα τους προστάτευαν με τα σώματά τους, χωρίς τα ίδια να πάθουν ούτε γρατσουνιά. Και μετά, ο Πάνοπλος κι η Ιπτάμενη όρμησαν στους Παντοκρατορικούς χτυπώντας τους με τις γροθιές τους, εκτοξεύοντάς τους από δω κι από κει. Οι πολεμιστές του Πρίγκιπα που έμειναν για να βοηθήσουν τους Παντοκρατορικούς χτυπήθηκαν επίσης, αλλά όχι τόσο άγρια· τα δύο αυτοκίνητα είχαν εντολές απλά να τους βγάλουν από τη μάχη, όχι να τους σκοτώσουν.

Ύστερα από λίγο, κανένας δεν απειλούσε πλέον το δρόμο του Πολ και της Λαμρίτ, έτσι συνέχισαν την πορεία τους μέχρι που έφτασαν μπροστά στην κεντρική πύλη του παλατιού και συνάντησαν πολεμιστές του Πρίγκιπα συγκεντρωμένους: πάνοπλους, ασπιδοφόρους, και με μακριά δόρατα στα χέρια, προτεταμένα προς την Πρόμαχο και τους συντρόφους της.

Η Λαμρίτ τούς είπε, δυνατά, καθαρά: «Δεν είμαστε εχθροί σας! Είμαι η Πρόμαχος Λαμρίτ, της Επανάστασης, και έρχομαι για να μιλήσω με τον Πρίγκιπα Νοσνάλτος! Εχθροί μου είναι μόνο οι υπηρέτες της Παντοκράτειρας, όχι ο λαός του Κίρτβεχ!»

«Δεν μπορείς να περάσεις, Πρόμαχε,» αποκρίθηκε ένας άντρας που έμοιαζε για αρχηγός των υπόλοιπων. «Αυτές είναι οι διαταγές μας.»

«Παραμερίστε τους,» είπε ο Πολ στα αυτοκίνητα, και ο Πάνοπλος κι η Ιπτάμενη βάδισαν προς τους πολεμιστές. Δόρατα στράφηκαν εναντίον τους, αλλά δεν μπορούσαν να τους βλάψουν: γλιστρούσαν επάνω στα μεταλλικά τους σώματα, και τα χέρια των αυτοκινήτων έσπαγαν τα όπλα κι έσπρωχναν όπισθεν τους χειριστές τους, τινάζοντάς τους στους τοίχους, στη γη, και μέσα στον διάδρομο πίσω από την πύλη του παλατιού.

Ο Πολ και η Λαμρίτ μπήκαν στο παλάτι. Ένας από τους πεσμένους πολεμιστές έκανε να σηκωθεί από το πάτωμα, και ο Πολ τον κοπάνησε με την ασπίδα του στο κεφάλι, αναισθητοποιώντας τον. Ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω, μέσα απ’το στενό άνοιγμα του κράνους του, παρατήρησε: «Χαλάσαμε λιγάκι τη διακόσμηση, αλλά ελπίζω ο Πρίγκιπας να μην το πάρει προσωπικά.»

Η Λαμρίτ γέλασε μέσα απ’το δικό της κράνος. «Μην παραπονιέσαι για τη μέχρι στιγμής τύχης μας.» Και ρώτησε: «Ξέρεις προς τα πού είναι η Αίθουσα του Θρόνου;»

«Ναι.» Είχε δει τον χάρτη του παλατιού όταν ήταν μέσα στο δίκτυο της Νίνας, δήθεν για να μάθει πού μπορούσαν να κρυφτούν πιθανοί αποστάτες και προδότες. «Από κει.» Έδειξε.

Και προχώρησαν, με τα βαριά βήματα των αυτοκινήτων να αντηχούν μέσα στον διάδρομο.

«Ο Δαίδαλος δεν θα ανησυχούσε αν μας έβλεπε τώρα,» είπε ο Πάνοπλος.

«Μάλλον όχι,» αποκρίθηκε η Ιπτάμενη. «Αλλά απλώς μπήκαμε· δεν έχουμε ακόμα φύγει κιόλας.»

«Ναι, πράγματι…» παραδέχτηκε συλλογισμένα ο Πάνοπλος.

Υπέροχα, σκέφτηκε ο Πολ. Πιάνουν και κουβεντούλα… Τον παραξένευε όποτε άκουγε τα αυτοκίνητα να μιλάνε σχεδόν σαν να ήταν άνθρωποι. Τι σκατά είχε κατασκευάσει ο Δαίδαλος, τέλος πάντων; Ήταν φυσιολογικό να φτιάχνεις τέτοια πράγματα; Δεν θα μπορούσαν, ίσως, να προκαλέσουν κάποιο πρόβλημα στο μέλλον; Αν τσαντιστούν ποτέ μαζί μας, μπορούν να μας καθαρίσουν όλους δια νυκτός!

Η διπλή πύλη της Αίθουσας του Θρόνου ήταν κλειστή όταν έφτασαν αντίκρυ της.

«Ανοίξτε την,» πρόσταξε ο Πολ τα αυτοκίνητα. Ο Πάνοπλος πλησίασε και την έσπρωξε, και με τα δύο χέρια. Κάτι ακούστηκε να σπάει από πίσω – κάποια αμπάρα, πιθανώς – και τα δύο ξύλινα φύλλα άνοιξαν απότομα. Η Αίθουσα του Θρόνου του Κίρτβεχ αποκαλύφθηκε από πίσω. Πάνοπλοι πολεμιστές ήταν συγκεντρωμένοι, του Πρίγκιπα και της Παντοκράτειρας, κι ανάμεσά τους, μπροστά απ’όλους, στεκόταν ένας Ιερός Μαχητής των Οστών μ’έναν πελώριο κεφαλοθραύστη στα χέρια – μια ατσάλινη σφαίρα γεμάτη μακριά αγκάθια. Τ’αυτοκίνητα, άραγε, θα έχουν πρόβλημα μ’αυτόν; αναρωτήθηκε ακούσια ο Πολ. Μπα, δε νομίζω…

«Πρίγκιπα Νοσνάλτος!» φώναξε η Λαμρίτ. «Δεν έρχομαι εχθρικά! Είμαι η Πρόμαχος Λαμρίτ! Είμαι εδώ για να μιλήσουμε. Αναγκάστηκα να εισβάλω έτσι στο παλάτι σας, και με συγχωρείτε γι’αυτό. Το ξέρω πως οι Παντοκρατορικοί ευθύνονται για το γεγονός ότι δεν απαντήσατε στην έκκλησή μου για επικοινωνία.»

Μπορεί και διακρίνει τον Πρίγκιπα ανάμεσα σ’όλους αυτούς; απόρησε ο Πολ. Είναι καν εδώ ο Πρίγκιπας;

Ο Νοσνάλτος ήταν, όμως, όντως εδώ. Ξεχώρισε από τους υπόλοιπους ανεβαίνοντας επάνω στο βάθρο όπου βρισκόταν ο Θρόνος του Κίρτβεχ, αγνοώντας τις προειδοποιητικές φωνές κάποιων: «Όχι, Πρίγκιπά μου!» – «Υψηλότατε, μείνετε εδώ!» – «Υψηλότατε!»

«Πρόμαχε Λαμρίτ,» είπε ο Νοσνάλτος. «Βλέπω ότι είσαι, πράγματι, επίμονη.»

«Υψηλότατε, το μόνο που ζητάω είναι να μιλήσουμε. Για το καλό του Πριγκιπάτου. Είμαι βέβαιη πως θα έχετε ήδη παρατηρήσει ότι επιτιθέμαστε μόνο σε Παντοκρατορικούς· δεν–»

«Συλλάβετέ τους!» αντήχησε μια γυναικεία φωνή, που ο Πολ αμέσως αναγνώρισε – η Νίνα!

Καθώς οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας έρχονταν καταπάνω σ’εκείνον και τους συντρόφους του, διέκρινε πού βρισκόταν η Επόπτρια: Στεκόταν πλάι στο βάθρο του θρόνου, έχοντας τραβήξει το σπαθί της και δείχνοντάς τους μ’αυτό.

Ο Πάνοπλος άρπαξε έναν πολεμιστή με το ένα χέρι και μια πολεμίστρια με το άλλο και τους πέταξε πάνω στους υπόλοιπους Παντοκρατορικούς, σωριάζοντας πολλούς σαν τσουβάλια στο πάτωμα της μεγάλης αίθουσας. Η Ιπτάμενη δέχτηκε μερικές σπαθιές χωρίς να ενοχληθεί· γρονθοκοπώντας και κλοτσώντας, διέλυε τις πανοπλίες των εχθρών της, τα όπλα τους, και τα κόκαλά τους. Ο Πολ και η Λαμρίτ ύψωσαν τις ασπίδες τους για ν’αποκρούσουν τα βέλη που έρχονταν καταπάνω τους.

«Σκοτώστε τους!» ούρλιαξε η Νίνα. «Μη στέκεστε και κοιτάτε! Κι εσύ, Ιερέ Μαχητή – σκότωσε αυτά τα τέρατα!»

«ΟΧΙ!» Η φωνή που αντήχησε στην αίθουσα ήταν τώρα του Νοσνάλτος. «Σταματήστε αυτή την παραφροσύνη! Μείνετε πίσω!»

Οι πολεμιστές του υπάκουσαν, αλλά όχι και οι Παντοκρατορικοί. Αυτοί βρίσκονταν ήδη μπλεγμένοι σε μάχη με τα αυτοκίνητα – και ήταν φανερό πως έχαναν. Δεν μπορούσαν να νικήσουν. Ακόμα κι όταν έπεφταν πολλοί μαζί επάνω σ’έναν από τους μεταλλικούς ανθρώπους, εκείνος τούς τίναζε παραπέρα με τρομερή δύναμη. Και τα όπλα τους αδυνατούσαν να τραυματίσουν την Ιπτάμενη και τον Πάνοπλο. Μερικά βέλη είχαν καρφωθεί επάνω στα αυτοκίνητα, μερικές λεπίδες τα είχαν τρυπήσει ή γρατσουνίσει, αλλά αυτό δεν τα σταματούσε. Δεν έμοιαζε να έχουν ζωτικά όργανα, ή ζωτικούς μηχανισμούς, που μπορούσε κάποιος να καταστρέψει και να τα σκοτώσει· ή, αν είχαν, οι Παντοκρατορικοί δεν τα είχαν πετύχει ακόμα. Και μάλλον, ούτε θα προλάβαιναν να τα πετύχουν.

Οι λευκοντυμένοι πολεμιστές δεν άργησαν να τραπούν σε φυγή.

«Σταματήστε!» φώναξε πάλι ο Νοσνάλτος. «Θα μιλήσω μαζί σου, Πρόμαχε!»

«Τι μπορεί να έχεις να πεις με αποστάτες;» φώναξε η Νίνα. «Ας φύγουμε από δω, προτού μας σκοτώσουν όλους!» Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας και του Πρίγκιπα είχαν συγκεντρωθεί τώρα γύρω από εκείνον και την Επόπτρια σαν προστατευτική ασπίδα και ατένιζαν τα αυτοκίνητα με τρόμο, καθώς τα μέταλλά τους γυάλιζαν στο ηλιακό φως που κατερχόταν από τα κρυστάλλινα παράθυρα ψηλά επάνω στους τοίχους της μεγάλης αίθουσας. Θραύσματα από όπλα, πανοπλίες, και έπιπλα απλώνονταν γύρω από τον Πάνοπλο και την Ιπτάμενη, καθώς και ακίνητα ανθρώπινα σώματα – αδύνατον να διακριθεί ποιοι ήταν νεκροί, ποιοι τραυματισμένοι, και ποιοι απλώς λιπόθυμοι από τα χτυπήματα.

«Είπα: θα μιλήσω με την Πρόμαχο!» δήλωσε ο Νοσνάλτος, εξοργισμένος.

«Οι Παντοκρατορικοί πρέπει να φύγουν από το δωμάτιο, προκειμένου να συζητήσουμε, Υψηλότατε,» είπε η Λαμρίτ.

«Κανένας δεν πρόκειται να φύγει εκτός από εσάς!» φώναξε η Νίνα.

«Παράτα τα, Νίνα,» είπε ο Πολ. «Δε μπορείς να νικήσεις τους μεταλλικούς μας φίλους, και το βλέπεις. Νομίζεις ότι ακόμα κι αν όλοι αυτοί μπροστά σου τους επιτεθούν θα έχουν την παραμικρή πιθανότητα να τους σκοτώσουν;»

«Πρίγκιπά μου, είναι φανερό πως επιδιώκουν τον θάνατό σου,» είπε η Νίνα στον Νοσνάλτος. «Ας φύγουμε – τώρα!»

«Αν θέλαμε τον Πρίγκιπα νεκρό, θα είχαμε ήδη επιτεθεί – δεν θα καθόμασταν και θα κοιτάζαμε!» φώναξε ο Πολ.

«Θέλουμε μόνο να μιλήσουμε,» επέμεινε η Λαμρίτ.

Ο Νοσνάλτος στράφηκε στη Νίνα. «Βγες από την αίθουσα, και πάρε όλους σου τους πολεμιστές μαζί σου.»

«Δε θα σ’αφήσω στα χέρια αυτών των αποστατών, Νοσνάλτος!»

«Ωραία η παράσταση!» της φώναξε ο Πολ, χτυπώντας το σπαθί του πάνω στην ασπίδα του, κάνοντας ένα ρυθμικό ντον! ντον! ντον! «Αλλά προτού σου ρίξουμε κέρματα πρέπει να μιλήσουμε με τον Πρίγκιπα.»

Το βλέμμα που έστρεψε η Επόπτρια επάνω του έμοιαζε να εκτοξεύει πύρινες λόγχες.

«Νίνα,» είπε ο Νοσνάλτος, «βγες από την αίθουσα. Θα μιλήσω μαζί τους. Και δε νομίζω ότι θα κινδυνέψω από αυτούς αφού δεν κινδυνεύω ήδη.»

Η Νίνα, βλέποντας ότι δεν υπήρχε τρόπος να τον μεταπείσει, αποκρίθηκε: «Όπως επιθυμείς, Πρίγκιπά μου.» Κι έγνεψε στους πολεμιστές της Παντοκράτειρας να την ακολουθήσουν καθώς βάδιζε προς μια πλευρική πόρτα της αίθουσας.

Ο Πολ, τότε, έκανε κάτι που δεν το είχε σχεδιάσει από πριν με τη Λαμρίτ. «Αιχμαλωτίστε την Επόπτρια,» πρόσταξε τα αυτοκίνητα, και ο Πάνοπλος κι η Ιπτάμενη όρμησαν καταπάνω στους Παντοκρατορικούς, διασχίζοντας την αίθουσα με μεγάλα άλματα, κάνοντας το πάτωμα να τρανταχτεί.

Σπαθιά και δόρατα στράφηκαν εναντίον τους, αλλά τα δύο αυτοκίνητα τα παραμέρισαν, τσακίζοντας τους Παντοκρατορικούς πολεμιστές κάτω από τις γροθιές και τα μεταλλικά τους πόδια. Ένας άντρας εκτοξεύτηκε πάνω σ’έναν άγαλμα, γκρεμίζοντάς το· ένας άλλος τινάχτηκε έξω από ένα παράθυρο, διαλύοντας κρύσταλλα· ένας τρίτος βρέθηκε στην αντικρινή άκρη της αίθουσας, κι έμεινε ακίνητος.

Η Νίνα έτρεξε να φύγει, αλλά η Ιπτάμενη είχε ήδη ανοίξει τις φτερούγες της και υψωθεί στον αέρα. Άρπαξε την Επόπτρια από τους ώμους, με τα νυχάτα πόδια της, και την πήγε προς τον Πολ και τη Λαμρίτ ενώ εκείνη ούρλιαζε και προσπαθούσε να χτυπήσει το αυτοκίνητο με το σπαθί της.

Η Ιπτάμενη άνοιξε τα νύχια της, αφήνοντας τη Νίνα να κοπανήσει στο πάτωμα, επώδυνα. Η Επόπτρια αισθάνθηκε τα κόκαλά της να τραντάζονται από την πτώση. Το σπαθί έφυγε απ’το χέρι της, και ο Πολ πάτησε τη λεπίδα κάτω, βάζοντας το δικό του σπαθί μπροστά στο πρόσωπό της.

«Θα περιμένεις ήσυχα μαζί μας, και μετά θα δούμε τι θα κάνουμε,» της είπε. «Επιπλέον, ίσως θα ήθελες να μάθεις ότι έχουμε τον Ράλκος’νορ αιχμάλωτο.»

Τα μάτια της στένεψαν. Το φοβόμουν! σκέφτηκε. Το φοβόμουν! «Δε θα πειράξεις τον Ράλκος, προδότη!» γρύλισε, πανικόβλητη.

«Κανένας δεν του έχει κόψει ούτε μια τρίχα. Αλλά μπορεί ν’αλλάξουμε γνώμη αν μας δελεάσεις,» της είπε ο Πολ. «Μπορεί να τον ξυρίσουμε τελείως.»

«Είπατε πως θέλετε να μιλήσουμε!» φώναξε ο Νοσνάλτος, από εκεί όπου στεκόταν, επάνω στο βάθρο, μπροστά από τον Θρόνο του Κίρτβεχ. «Αλλά χύνετε τώρα κι άλλο αίμα μέσα στο παλάτι μου!»

Η Νίνα ήταν έτοιμη να μιλήσει, μα ο Πολ πίεσε την αιχμή του σπαθιού του στον λαιμό της. «Φρόνιμα.»

«Αυτό…» αποκρίθηκε η Λαμρίτ, κομπιάζοντας λίγο, «ήταν απαραίτητο, Υψηλότατε. Αν η Επόπτρια έφευγε μπορεί να προκαλούσε προβλήματα.»

«Μην κάνεις το λάθος να πιστεύεις, Πρόμαχε, ότι είμαι σύμμαχός σας επειδή εισβάλατε στο παλάτι μου κι επειδή επιτίθεστε μόνο σε Παντοκρατορικούς σ’όλο το Πριγκιπάτο. Εξάλλου, έχουν σκοτωθεί και πολλοί από τους πολεμιστές μου. Και μην ξεχνάς, επίσης, πως μια μερίδα από τους Παντοκρατορικούς στρατιώτες είναι άνθρωποι του Κίρτβεχ που έχουν καταταχθεί στον Στρατό της Παντοκράτειρας.»

«Το αντιλαμβάνομαι, Υψηλότατε. Κάναμε, όμως, ό,τι καλύτερο μπορούσαμε.» Έβγαλε το κράνος της και το άφησε να πέσει στο πάτωμα. «Ήταν αδύνατο να χτυπήσουμε τους Παντοκρατορικούς χωρίς να έχουμε και κάποιες παράπλευρες απώλειες.»

«Και τι θέλεις τώρα, Πρόμαχε; Γιατί είσαι εδώ;»

«Γι’αυτό που είμαι βέβαιη πως έχετε ήδη υποθέσει, Υψηλότατε: Θέλω να σας ζητήσω να συμμαχήσετε με την Επανάσταση – και θα σας εξηγήσω ακριβώς γιατί σας συμφέρει αυτό.»

«Κι αν αρνηθώ; Θα με σκοτώσετε;»

Ο Πολ όφειλε να παραδεχτεί ότι ο Πρίγκιπας είχε θάρρος. Ύστερα από τέτοια καταστροφή που είχε δει, δεν έμοιαζε τρομαγμένος. Το ξέρει, όμως, πως τον χρειαζόμαστε. Και είναι διπλωμάτης.

Η Νίνα, που ακόμα βρισκόταν ξαπλωμένη στο πάτωμα, με την αιχμή του σπαθιού του Πολ στον λαιμό της, παρατηρούσε κι εκείνη τη διπλωματικότητα του Πρίγκιπα, αλλά δεν τη θαύμαζε. Ερχόταν σε απόγνωση εξαιτίας της. Γιατί ήξερε πως ο Νοσνάλτος θα έκανε πραγματικά ό,τι τον συνέφερε. Δε θα φοβόταν να εγκαταλείψει τη Συμπαντική Παντοκρατορία. Και ο Ράλκος; Έχουν τον Ράλκος αιχμάλωτό τους…

Η Λαμρίτ απάντησε στον Νοσνάλτος: «Είμαι βέβαιη πως όταν ακούσετε πώς έχει η κατάσταση δεν θα είμαστε πλέον εχθροί, Υψηλότατε.»

«Πες μου, λοιπόν, Πρόμαχε: πώς έχει η κατάσταση;» Ο Πρίγκιπας κάθισε στον θρόνο του, σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά του, σαν να είχε αντίκρυ του κάποιους που είχαν έρθει να του ζητήσουν χάρη, όχι δύο πάνοπλους επαναστάτες που είχαν μαζί τους δύο πανίσχυρες καταστροφικές μηχανές.

«Θα είδατε ότι έχουμε πολύ καλά όπλα.» Η Λαμρίτ κοίταξε μια τον Πάνοπλο μια την Ιπτάμενη. «Θα είδατε, επίσης, ότι έχουμε ανθρώπους που μας υποστηρίζουν–»

«Η Νασκάρνεμ πάρθηκε από τις δυνάμεις σας,» είπε ο Νοσνάλτος, «κι ένας στρατός έχει έρθει από τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ.»

«Είστε πολύ καλά πληροφορημένος, Υψηλότατε.»

«Γιατί, όμως, οι πειρατές σάς συντρέχουν, Πρόμαχε; Ποιο το όφελος γι’αυτούς; Πρώτη φορά βλέπω πειρατές να λεηλατούν επιλεκτικά. Και η σύζυγός μου – η οποία μεγάλωσε ανάμεσα σε πειρατές – το ίδιο.»

«Οι πειρατές είναι σύμμαχοι της Επανάστασης,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ, χωρίς να εξηγήσει τίποτα περισσότερο. «Θέλουν να απελευθερώσουν τη διάσταση από τους δυνάστες της. Αλλά μη νομίζετε ότι είμαστε μόνοι – εμείς εδώ στο Κίρτβεχ και κανένας άλλος. Τέτοιου είδους ξεσηκωμοί σύντομα συνθλίβονται από την Παντοκράτειρα–»

«Ακριβώς,» είπε ο Νοσνάλτος.

«Η δική μας περίπτωση δεν είναι τέτοια, Υψηλότατε. Έχουμε την πλήρη υποστήριξη του Πρίγκιπα Ανδρόνικου της Απολλώνιας–»

«Λόγια. Πού είναι οι δυνάμεις του; Επιτίθενται οι Απολλώνιοι στη Βίηλ, μήπως;»

«Ίσως να έχετε ακούσει ότι κάποια… αναστάτωση συμβαίνει στην ανατολική Βίηλ, Υψηλότατε…»

Ο Νοσνάλτος ένευσε. «Το έχω ακούσει, πράγματι.»

«Τα τρία σημαντικότερα πριγκιπάτα εκεί έχουν ξεσηκωθεί, Πρίγκιπά μου,» είπε η Λαμρίτ. «Το Νέλερβικ, το Χαύδοραλ, το Τάσβεραλ – έχουν αποτινάξει τους δυνάστες τους. Μόνο το Ντόσβεκ παραμένει υπό την κυριαρχία της Παντοκράτειρας, ασήμαντο καθώς είναι, πέρα από τα βουνά· αλλά υποπτεύομαι ότι κι αυτό, πολύ σύντομα, θα επαναστατήσει.»

«Η ανατολική Βίηλ είναι μακριά από εδώ. Είμαστε στη δυτική μεριά της διάστασης.»

«Πράγματι,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ. «Αλλά η εξέγερση δεν είναι τυχαία. Το σχέδιο της Επανάστασης είναι να κλείσει τα κεντρικά πριγκιπάτα της Βίηλ μέσα σε μέγγενη, ώστε να διώξει τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας και από εκεί.»

«Καταλαβαίνω,» είπε ο Νοσνάλτος σκεπτικά.

«Επομένως, θα βλέπετε ότι μας είναι απαραίτητο να έχουμε το Κίρτβεχ με το μέρος μας. Η Βίηλ θα απελευθερωθεί, Υψηλότατε· δεν υπάρχει αμφιβολία γι’αυτό. Έχει έρθει ο καιρός. Η Συμπαντική Παντοκρατορία δέχεται πλήγματα σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν· ο στρατός της βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Κι εμείς… δείτε!» Έδειξε τα αυτοκίνητα. «Νομίζετε ότι υπάρχει τίποτα που μπορεί να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις μας; Και δεν έχουμε μόνο αυτά τα δύο αυτοκίνητα που βλέπετε. Έχουμε κι άλλα. Και μπορούμε να κατασκευάσουμε ακόμα περισσότερα. Όταν πέσουμε πάνω στους Παντοκρατορικούς των κεντρικών πριγκιπάτων, δεν θα ξέρουν τι τους χτύπησε!»

«Μάλιστα,» είπε ο Νοσνάλτος.

«Είστε σύμμαχός μας, Υψηλότατε; Έχουμε το Κίρτβεχ στο πλευρό μας;»

«Νομίζω, Πρόμαχε, πως δεν θα σταματήσετε ακόμα κι αν σας πω να σταματήσετε.»

«Θα θέλατε να σταματήσουμε;» ρώτησε η Λαμρίτ. «Προτιμάτε οι Παντοκρατορικοί να καταδυναστεύουν τον λαό σας; Να κλέβουν χρήματα από εσάς και να τα χρησιμοποιούν για τους πολέμους τους; Να ελέγχουν την κάθε σας κίνηση;»

«Αρκετά!» είπε ο Νοσνάλτος κάνοντας μια απότομη χειρονομία. «Δε χρειάζεται, Πρόμαχε, να μου απαριθμούν τι συμβαίνει στο Πριγκιπάτο μου! Δεν είμαι ανόητος.»

«Με συγχωρείτε, Υψηλότατε. Απλώς προσ–»

«Είμαι με το μέρος σας,» δήλωσε ο Νοσνάλτος. «Επειδή είμαι βέβαιος πως ό,τι και να σας πω δεν θα σταματήσετε να σφυροκοπάτε τους Παντοκρατορικούς στο Πριγκιπάτο μου, κι επειδή βλέπω πως έχετε, όντως, ισχυρά όπλα και ο ξεσηκωμός σας σίγουρα δεν θα είναι κάτι το εφήμερο.»

«Γι’αυτό να είστε βέβαιος, Πρίγκιπά μου. Θα ελευθερώσουμε τη Βίηλ, και θα στείλουμε κάθε ζωντανό υπηρέτη της Παντοκράτειρας πίσω στη Ρελκάμνια.»

202.

«Γιατί αποφάσισες να την αιχμαλωτίσεις;» ρώτησε η Λαμρίτ τον Πολ, ενώ έβγαζαν τις βαριές πανοπλίες τους, μέσα σ’ένα δωμάτιο πλευρικό της Αίθουσας του Θρόνου. Ο Πάνοπλος ήταν μαζί τους, για λόγους ασφάλειας· η Ιπτάμενη βρισκόταν μαζί με τη Νίνα Έκγραμμη, για να τη φρουρεί.

«Κατά πρώτον,» αποκρίθηκε ο Πολ, «είναι επικίνδυνη, ασχέτως αν έχουμε πάρει με το μέρος μας τον Πρίγκιπα. Κατά δεύτερον, μπορεί να μας φανεί χρήσιμη.»

«Με τι τρόπο;» Η Λαμρίτ έριχνε το ένα κομμάτι της πανοπλίας της μετά το άλλο στο πάτωμα· τα μέταλλα κουδούνιζαν. Τα ρούχα της ήταν μουσκεμένα απ’τον ιδρώτα κάτω από το βαρύ προστατευτικό περίβλημα.

«Συμμαχώντας μαζί μας.»

«Δε σοβαρολογείς…»

«Σου φαίνεται να αστειεύομαι;» Ο Πολ, έχοντας τελειώσει με το βγάλσιμο της πανοπλίας, έδεσε στη μέση του τη ζώνη με το σπαθί του. Πιο πριν την είχε δεμένη πάνω από την αρματωσιά του, και την είχε λύσει προκειμένου να ξεφορτωθεί τα μεταλλικά τμήματα.

«Εσύ δεν είπες τώρα ότι είναι επικίνδυνη;»

«Ναι, επειδή είναι καλή στη δουλειά της. Η Επανάσταση χρειάζεται τέτοιους ανθρώπους.»

«Μπορεί,» παραδέχτηκε η Λαμρίτ, καθώς έλυνε το τελευταίο προστατευτικό κομμάτι από πάνω της – ένα αλυσιδωτό σκέλος που τύλιγε το αριστερό της πόδι. «Αλλά θα την εμπιστευόσουν;»

«Υπάρχει μια περίπτωση να μεταστραφεί, νομίζω.» Δεν ξέρει τίποτα για τον Ελκράσ’ναρχ, κι αναρωτιέμαι ποια θα είναι η γνώμη της όταν μάθει. Αλλά δεν είπε τίποτα γι’αυτό στη Λαμρίτ, γιατί ούτε εκείνη ήξερε για τον Ελκράσ’ναρχ. Επιπλέον, η πραγματική φύση των Υπερασπιστών δεν ήταν το μοναδικό επιχείρημα που ο Πολ μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Η Νίνα ήταν παντρεμένη εδώ, στο Κίρτβεχ, και είχε κι ένα παιδί…

«Τι περίπτωση;» Η Λαμρίτ τον ατένισε συνοφρυωμένη.

«Θα της μιλήσω, και θα σου πω μετά αν πέτυχα τίποτα.»

Η Λαμρίτ ύψωσε το φρύδι της. «Μου κρατάς μυστικά, Πολ;» ρώτησε μεταξύ αστείου και σοβαρού.

«Επαγγελματικά μυστικά, μόνο,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Καλά. Θα πας να της μιλήσεις τώρα;»

«Δεν υπάρχει λόγος να καθυστερούμε,» είπε ο Πολ. Καλύτερα να μιλούσε στη Νίνα προτού εκείνη προλάβαινε να σκεφτεί διάφορες άλλες εναλλακτικές λύσεις – αν, όντως, υπήρχαν.

Η Λαμρίτ ένευσε. «Εντάξει.»

Και βγήκαν από το πλευρικό δωμάτιο, μπαίνοντας στην Αίθουσα του Θρόνου, όπου υπηρέτες ακόμα προσπαθούσαν να μαζέψουν θραύσματα και πτώματα και να συγυρίσουν το μέρος. Η Ελνέσσα, η σύζυγος του Νοσνάλτος, καθόταν στον θρόνο και τους παρατηρούσε με το σαγόνι της ακουμπισμένο στη γροθιά της και τα φρύδια της σουφρωμένα. Ο Πρίγκιπας στεκόταν μπροστά σ’ένα τραπέζι, περιτριγυρισμένος από τους συμβούλους του και μιλώντας έντονα μαζί τους. Λίγο πιο πριν ο Πολ τού είχε αποκαλύψει ποιοι ήταν πράκτορες της Παντοκράτειρας εδώ μέσα, ώστε να στείλει τους πολεμιστές του να τους συλλάβουν αμέσως, γιατί δεν αποκλείεται να επιχειρούσαν να τον δολοφονήσουν ή να βοηθήσουν τη Νίνα να δραπετεύσει. Αλλά παρότι ο Πρίγκιπας δεν θα είχε ακόμα προλάβει να φυλακίσει όλους τους Παντοκρατορικούς στο παλάτι του (πράκτορες, αξιωματικούς, και στρατιώτες) δεν φαινόταν να χάνει χρόνο ν’αρχίσει τους σχεδιασμούς. Ήταν πρακτικός άνθρωπος.

Βλέποντας τη Λαμρίτ, της έκανε νόημα να πλησιάσει. «Πρόμαχε!» είπε. «Έλα εδώ.»

«Θα σε ζαλίσουν τώρα,» της είπε ο Πολ, αρκετά χαμηλόφωνα ώστε να μη μπορούν να τον ακούσουν ώς το τραπέζι.

«Θα το αντέξω.»

Ο Πολ τής έκλεισε το μάτι κι απομακρύνθηκε, πηγαίνοντας προς το δωμάτιο όπου η Ιπτάμενη είχε βάλει τη Νίνα. Βρισκόταν στο ισόγειο κι αυτό, όπως κι η Αίθουσα του Θρόνου, και όχι πολύ μακριά. Ο Πολ είδε τους φρουρούς στον διάδρομο να τον κοιτάζουν περίεργα. Τους αγνόησε. Πέρασε την ανοιχτή πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο, για να δει τη Νίνα καθισμένη σ’έναν χαμηλό καναπέ με λαξευτή πλάτη και βραχίονες, και την Ιπτάμενη να στέκεται παραδίπλα με τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της και τα φτερά της, φυσικά, μαζεμένα.

«Ελπίζω η φιλοξενία μας να μην είναι και τόσο άσχημη,» είπε ο Πολ.

«Εγώ θα σου έκανα χειρότερα πράγματα αν σε ξαναέπιανα στα χέρια μου,» αποκρίθηκε η Νίνα.

«Το φαντάζομαι.» Και προς την Ιπτάμενη: «Πήγαινε έξω για λίγο. Θέλω να μιλήσουμε μόνοι.»

«Είσαι σίγουρος, Πολ;» ρώτησε το αυτοκίνητο.

«Δε θα το έλεγα αν δεν ήμουν, πεταλούδα.»

«Να προσέχεις,» είπε η Ιπτάμενη, και βγήκε απ’το δωμάτιο.

Ο Πολ έκλεισε την πόρτα.

«Φοβάσαι ότι το μηχάνημα μπορεί να μας κρυφακούσει;» είπε η Νίνα, παραξενεμένη, ατενίζοντάς τον παρατηρητικά.

«Δεν είναι μηχάνημα. Όχι ακριβώς.» Ο Πολ έφερε μια καρέκλα αντίκρυ της (με λαξευτή πλάτη κι αυτή) και κάθισε.

«Και τι είναι; Τι είναι αυτά τα τέρατα; Πώς τα φτιάξατε;»

«Ελπίζω να μην τ’αποκαλέσεις ‘τέρατα’ μπροστά τους. Προσβάλλονται εύκολα.»

«Θα μου απαντήσεις;»

«Όχι,» είπε ο Πολ. «Δεν είμαι εδώ για να απαντήσω σε τέτοιες ερωτήσεις.»

«Τι θέλεις, τότε;»

«Να σου προτείνω να έρθεις με την Επανάσταση.»

Η Νίνα γέλασε, φανερά ξαφνιασμένη. «Ναι, σε πιστεύω…»

«Νομίζεις ότι αστειεύομαι;»

«Το ξέρω πως ποτέ δεν θα με εμπιστευόσουν, Πολ. Ούτε εσύ ούτε η Λαμρίτ. Και θα είχατε δίκιο.»

«Εξαρτάται,» είπε εκείνος. «Νομίζω πως έχεις καλό λόγο πλέον για να είσαι με την Επανάσταση.»

«Σοβαρά;» Ειρωνεία στη φωνή της.

«Ο Ράλκος είναι ξάδελφος του Νοσνάλτος–»

«Και τον αιχμαλωτίσατε.»

Ο Πολ συνέχισε σα να μην τον είχε διακόψει: «Τι νομίζεις ότι θα κάνει τώρα που ο Πρίγκιπας αποφάσισε να στραφεί εναντίον της Παντοκράτειρας; Θα προδώσει το Κίρτβεχ; Μάλλον απίθανο, δε συμφωνείς;»

Η Νίνα αναστέναξε. Είχε, φυσικά, δίκιο ο Πολ, σκέφτηκε. Ο Ράλκος δεν θα πρόδιδε το Πριγκιπάτο, ούτε τον ξάδελφό του. Αλλά προτίμησε να μείνει σιωπηλή.

Ο Πολ είπε, αγνοώντας το γεγονός ότι η Νίνα δεν του είχε δώσει απάντηση: «Κι έχεις ένα παιδί μαζί του. Απ’ό,τι έχω καταλάβει, αγαπάς τον Άλτρες–»

«Μη μπλέκεις τον Άλτρες σ’αυτή την ιστορία.» Το βλέμμα της ήταν απειλητικό, το ίδιο και η φωνή της.

«Δεν πρόκειται να μπλέξω κανέναν που δεν είναι ήδη μπλεγμένος. Ούτε πρόκειται να πειράξω το αγόρι, ό,τι απόφαση κι αν πάρεις. Ο γιος σου, όμως, θα πειραχτεί ούτως ή άλλως απ’το γεγονός ότι η μητέρα του θα εκτελεστεί–»

«Αρκετά!» φώναξε η Νίνα, νιώθοντας την παρόρμηση να του χιμήσει αλλά συγκρατώντας τον εαυτό της.

Ο Πολ παρατήρησε ότι έμοιαζε έτοιμη να πεταχτεί από τον καναπέ, μάλλον με δολοφονικές διαθέσεις. Ωραία, σκέφτηκε. Την ενδιαφέρει για τον μικρό, όπως φανταζόμουν. «Δε λέω αλήθεια;»

«Πού θέλεις να καταλήξεις;» Η φωνή της ήταν βαριά. Αισθανόταν μια έντονη πάλη να διεξάγεται εντός της. Στο μυαλό της στριφογύριζε η τελευταία φορά που είχε δει τον Άλτρες, κι αυτή η… φαντασίωση που είχε: να μπορούσαν να ήταν μια απλή οικογένεια, εκείνη, ο Ράλκος, και ο Άλτρες.

«Θέλω να καταλήξω σ’εκείνο που είναι, ούτως ή άλλως, φανερό. Το γεγονός ότι είσαι με την Παντοκράτειρα σημαίνει πως θα εκτελεστείς ή θα φυλακιστείς. Πράγμα που, νομίζω, ούτε στον Ράλκος θα αρέσει ούτε στον γιο σου. Το αποκλείω ότι θα ξαναδείς τον Άλτρες, ή ότι αυτός θα ξαναδεί εσένα. Ακόμα κι αν ο Πρίγκιπας σε κρατήσει για λύτρα, δεν μου φαίνεται πιθανό να σου δώσουν το αγόρι όταν τελικά σ’αφήσουν να φύγεις.»

Η Νίνα ξεροκατάπιε, γιατί ήξερε πως το κάθαρμα είχε δίκιο. Όντως, έτσι ήταν. Αν ήταν τυχερή, θα την κρατούσαν για λύτρα. Αν όχι, θα τη σκότωναν. Όπως και νάχε, δεν θα ξανάβλεπε τον Άλτρες· κι ο Άλτρες θα μεγάλωνε χωρίς εκείνη. Και ο Ράλκος, επίσης, θα στεναχωριόταν πολύ, γιατί την αγαπούσε – η Νίνα ήταν βέβαιη πως την αγαπούσε – αλλά δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα για να αλλάξει την κατάσταση. Ήταν δούκας στο Πριγκιπάτο, μα ο Νοσνάλτος ήταν ο Πρίγκιπας, και τώρα είχε δηλώσει πρόθυμος να στραφεί εναντίον της Παντοκράτειρας. Η Νίνα, επομένως, ήταν με τον εχθρό· δεν μπορούσε να συνεχίσει να είναι σύζυγος του ξαδέλφου του.

«Νομίζω πως με καταλαβαίνεις,» είπε ο Πολ.

«Δε μου λες κάτι που δεν ξέρω!» έκανε απότομα η Νίνα.

«Δε θα ήταν, λοιπόν, καλύτερα να συνεχίσεις να κατοικείς εδώ, στο Κίρτβεχ, ως Δούκισσα Νίνα, αντί να εκτελεστείς ή να φυλακιστείς ως Επόπτρια Νίνα;»

«Ακόμα κι αν πω ότι θέλω να μείνω, κανένας δεν θα με πιστέψει… εκτός απ’τον Ράλκος.»

«Ο λόγος, όμως, του συζύγου σου έχει μια κάποια βαρύτητα. Μπορεί ο Πρίγκιπας να σου δώσει μια… περίοδο χάρητος, μέχρι να αποδείξεις την πίστη σου σ’αυτόν και στην Επανάσταση.»

Τα μάτια της στένεψαν. Κάτι θέλει από εμένα, σκέφτηκε. «Να πολεμήσω για εσάς;»

«Προφανώς.»

«Οι αφέντες μας θα με σκοτώσουν… αν είμαι τυχερή.»

«Εγώ ακόμα ζωντανός είμαι. Δεν ξέρω αν είμαι τυχερός ή όχι.»

«Μέχρι στιγμής είσαι ζωντανός.»

«Θα προσπαθήσω να μείνω έτσι,» είπε ο Πολ.

«Ξέρεις πολύ καλά για τι είναι ικανοί. Ξέρεις τι κάνουν… Πώς… πώς εξαρχής στράφηκες εναντίον τους;»

«Θα σου πω μια αλήθεια για τους αφέντες μας. Μια αλήθεια που είμαι βέβαιος πως, πρώτον, δεν γνωρίζεις και, δεύτερον, δεν πρόκειται να πιστέψεις ότι όντως ισχύει.»

Η Νίνα τον περίμενε να συνεχίσει.

«Οι αφέντες μας δεν είναι πολλοί. Είναι ένας. Και ακούει στο όνομα Ελκράσ’ναρχ.» Συνεχίζοντας, της είπε αυτά που είχε πει και σ’εκείνον ο Τάμπριελ (ενώ, συγχρόνως, αναρωτιόταν τι τροπή θα έπαιρναν τα πράγματα τώρα που ο Προφήτης της Νόρχακ ήταν νεκρός).

«Έχεις δίκιο,» είπε η Νίνα όταν ο Πολ τελείωσε: «δε μπορώ να πιστέψω ότι λες αλήθεια. Αλλά ακόμα κι αν λες… ακόμα κι αν όντως αυτός ο Ελκ… Ελκράσ’ναρχ ελέγχει την Παντοκράτειρα, τι διαφορά έχει για εμάς; Απλά είναι περισσότερο επικίνδυνος απ’ό,τι φανταζόμασταν.»

«Εγώ, πάντως, βαρέθηκα κάποιος να με ελέγχει.»

«Πραγματικά, πιστεύεις ότι οι φίλοι σου οι επαναστάτες θα νικήσουν;»

«Θα προσπαθήσουμε, τουλάχιστον. Εσύ τι προτιμάς, Νίνα; Να πεθάνεις στην υπηρεσία κάποιου παράξενου δαίμονα; Πολεμώντας σ’έναν πόλεμο που, ουσιαστικά, δεν σε αφορά;»

«Η δουλειά μου είναι να–»

«Γνωρίζω ποια είναι η δουλειά των πρακτόρων της Παντοκράτειρας, καθώς κι αυτών του Ελκράσ’ναρχ. Αλλά τούτη είναι μια εποχή για αλλαγές,» τόνισε ο Πολ. «Μπορείς να έρθεις μαζί μας και να είσαι κοντά στον άντρα σου και στο παιδί σου, ή μπορείς να… ας πούμε ότι θα σε κρατήσουν για λύτρα,» μόρφασε ο Πολ. «Έχω ακούσει πως ο Ελκράσ’ναρχ δεν φέρεται καλά σε όσους θεωρεί αποτυχημένους ή αναξιόπιστους πλέον. Εκτός του ότι, βέβαια, δεν πρόκειται να ξαναδείς τον Ράλκος ή τον Άλτρες.»

Σταμάτα τον εκβιασμό, Πολ! σκέφτηκε η Νίνα, οργισμένα. Τα κόλπα σου δεν πιάνουν σε μένα! Η κατάστασή της, όμως, ήταν δύσκολη, όφειλε να παραδεχτεί. Ο Πολ δεν έλεγε ψέματα. Ήταν αλήθεια αυτά που έλεγε. Αυτά για τον Ράλκος και τον Άλτρες, τουλάχιστον. Τα άλλα, αυτά για τους Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας… έμοιαζαν εξωφρενικά. Αν αλήθευαν, ωστόσο, τότε η αρχή που υπηρετούσε η Νίνα τόσα χρόνια δεν ήταν παρά μια παρωδία. Μια φάρσα. Δεν υπήρχε τίποτα το ανθρώπινο που να καθοδηγεί την Παντοκρατορία. Πού μπορεί να τους οδηγούσε, στο τέλος, αυτός ο δαίμονας; Αλλά ίσως και να μην ήταν αλήθεια όλ’αυτά…

Η Νίνα καθάρισε το λαιμό της. «Ο Νοσνάλτος θα φοβάται να με κρατήσει εδώ.»

«Ο Ράλκος όμως θα επιμείνει, πιστεύω,» της είπε πάλι ο Πολ. «Αλλά θα πρέπει να συνεργαστείς μαζί μας, βέβαια. Με την Επανάσταση.»

«Τι θέλετε από εμένα;»

«Τα πάντα. Όλες σου τις γνώσεις. Αναμφίβολα, γνωρίζεις τα πράγματα στη Βίηλ πολύ καλύτερα από εμένα.»

«Ήμουν Ανώτατη Ελέγκτρια μονάχα στο Κίρτβεχ…»

«Μη μου πεις ότι δεν είχες καμια επαφή με τα κεντρικά πριγκιπάτα, γιατί δεν θα σε πιστέψω.»

Η Νίνα αναστέναξε. Δεν ήταν δυνατόν, φυσικά, να τον κοροϊδέψει. Ο Πολ ήταν σαν εκείνη. Ή μάλλον, είχε αποδειχτεί χειρότερος από εκείνη. «Εντάξει· θα σας βοηθήσω,» είπε.

«Θα δεις ότι, τελικά, δεν είμαστε και τόσο κακή παρέα,» αποκρίθηκε ο Πολ καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα του.

Η Νίνα σηκώθηκε επίσης.

«Για την ώρα μένεις εδώ,» της είπε ο Πολ, ανοίγοντας την πόρτα και κάνοντας νόημα στην Ιπτάμενη να μπει.

203.

Όταν τα πράγματα ησύχασαν λιγάκι στην Αίθουσα του Θρόνου, ο Πολ μίλησε στη Λαμρίτ για τη Νίνα.

«Τι επιλογές είχε;» είπε η Πρόμαχος. «Φυσικά και αυτό θα αποφάσιζε. Το πιο πιθανό, όμως, είναι να λέει ψέματα.»

«Ακόμα κι αν νομίζει ότι λέει ψέματα, πάλι μαζί μας θα έρθει στο τέλος.»

Οι δυο τους στέκονταν σε μια γωνία της Αίθουσας του Θρόνου, μακριά από τον Πρίγκιπα και τους συμβούλους του.

«‘Ακόμα κι αν νομίζει ότι λέει ψέματα’;» έκανε η Λαμρίτ. «Τι σημαίνει αυτό, Πολ;»

«Τι θα μπορεί να κάνει εδώ, στο Κίρτβεχ, μόνη της, χωρίς καμία Παντοκρατορική υποστήριξη; Χωρίς κανένα δίκτυο πρακτόρων με το οποίο να μπορεί να έρθει σε επαφή; Και συγχρόνως θα γνωρίζει πως ο Πρίγκιπας, φυσικά, την υποπτεύεται, γιατί δεν είναι βλάκας. Με την παραμικρή υπόνοια θα τη φυλακίσει, είτε είναι Δούκισσα της Ριφάλπεκ, σύζυγος του ξαδέλφου του, είτε όχι.»

Η Λαμρίτ συνοφρυώθηκε, σκεπτική.

«Επιπλέον, υποσχέθηκε ότι θα μας δώσει πληροφορίες. Αν διαπιστώσουμε ότι μας πουλάει φούμαρα, καταλαβαίνεις τι θα συμβεί,» συνέχισε ο Πολ.

«Μάλιστα,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ, ακόμα σκεπτική. «Θα μιλήσουμε στον Πρίγκιπα, λοιπόν;»

«Χρειάζεται, δε χρειάζεται;»

Η Λαμρίτ πλησίασε τον Νοσνάλτος και του ζήτησε να έρθει λίγο παραπέρα, κοντά σ’εκείνη και τον Πολ. Ο Πρίγκιπας είπε στους συμβούλους του, «Βάλτε σ’εφαρμογή αυτά που είπαμε, προς το παρόν», και ακολούθησε την Πρόμαχο εκεί όπου στεκόταν ο Πολ.

«Τι είναι;» ρώτησε. «Κάτι καινούργιο;»

«Αφορά τη Νίνα,» απάντησε ο Πολ. «Σκεφτόμαστε ότι θα ήταν χρήσιμη μέσα στην Επανάσταση.»

«Χρήσιμη;»

«Σίγουρα έχει πολλές πληροφορίες, Υψηλότατε. Κι επιπλέον, είναι σύζυγος του ξαδέλφου σας.»

«Πράγμα που σκεφτόμουν να διορθώσω πολύ σύντομα.»

«Εγώ δε θα βιαζόμουν τόσο να προστάξω διαζύγιο.»

«Υποδείξεις;» είπε ο Νοσνάλτος.

«Μια πρόταση μόνο. Θα ακούσετε τι έχω να σας πω;»

«Σε ακούω, αυτό δεν κάνω;»

Ο Πολ τού εξήγησε πώς είχε η κατάσταση με τη Νίνα Έκγραμμη, μην αναφέροντας, φυσικά, τίποτα για τον Ελκράσ’ναρχ. Αλλά αυτό δεν ήταν απαραίτητο ούτως ή άλλως.

Ο Νοσνάλτος είπε: «Έτσι όπως παρουσιάζεις το θέμα, φαίνεται ότι μας συμφέρει να την κρατήσουμε ανάμεσά μας…»

«Και θα την παρακολουθούμε, βέβαια. Αν και νομίζω πως είναι αρκετά έξυπνη για να μην επιχειρήσει να μας προδώσει. Θέλει να παραμείνει κοντά στην οικογένειά της. Επομένως, εκτός αν πιστεύετε, Υψηλότατε, ότι ο ξάδελφός σας μπορεί να σας προδώσει, η Νίνα δεν το θεωρώ πιθανό να το προσπαθήσει χωρίς τη συγκατάθεσή του.»

«Χμμ…» Ο Νοσνάλτος κοίταξε για λίγο το πάτωμα με τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του. Ύστερα ύψωσε το βλέμμα. «Όχι, δε νομίζω ότι ο Ράλκος θα μπορούσε να φανεί προδότης. Δε νομίζω ότι θα έφευγε από το Κίρτβεχ. Και ούτε έχει τη δύναμη να μου κλέψει την εξουσία. Έχω τρία αδέλφια, Πολ. Μετά από εμένα, η διαδοχή του θρόνου πηγαίνει σ’αυτά. Ο Ράλκος θα πρέπει να μας βγάλει όλους από τη μέση για να γίνει εκείνος Πρίγκιπας του Κίρτβεχ. Δεν τον έχω, όμως, ικανό για κάτι τέτοιο.»

«Επομένως, θα επιτρέψετε στη Νίνα να μείνει;»

«Δεδομένου ότι, όντως, θα πολεμήσει στο πλευρό μας.»

«Αυτό θέλουμε κι εμείς, Υψηλότατε,» είπε ο Πολ.

«Ελπίζω να μην το μετανιώσω τελικά που πήρα το μέρος της Επανάστασης.»

«Δεν θα το μετανιώσετε, Υψηλότατε,» είπε η Λαμρίτ.

Μεγάλα λόγια, σκέφτηκε ο Πολ. Αλλά τι να του απαντήσεις; «Μπορεί να το μετανιώσεις, μπορεί και όχι»;

204.

Ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος διέταξε όλες οι Παντοκρατορικές δυνάμεις να εγκαταλείψουν το Πριγκιπάτο του, αλλά αυτό, ασφαλώς, δεν συνέβη αυτοστιγμεί, επομένως οι κουρσάροι της Καλόγνωμης συνέχισαν να χτυπάνε Παντοκρατορικές θέσεις στις όχθες της Λίμνης των Κολοσσών, και οι μισθοφόροι που είχαν έρθει από τους Δασότοπους των Λάν’τραχαμ να επιτίθενται σε Παντοκρατορικά φυλάκια και οχυρά στην ενδοχώρα. Τα αυτοκίνητα του Δαίδαλου και του Καρτάφες’νορ στάλθηκαν ώστε να βοηθήσουν στις περιπτώσεις που ο εχθρός είχε οχυρωθεί καλά και οι πολεμιστές του Νοσνάλτος ή των πειρατών δεν μπορούσαν να τον κατατροπώσουν εύκολα. Η Λαμρίτ και οι επαναστάτες της δεν είχαν, κατά τα άλλα, καμια σπουδαία βοήθεια να προσφέρουν, τώρα που ο Πρίγκιπας του Κίρτβεχ είχε στρέψει τις δυνάμεις του εναντίον των Παντοκρατορικών.

Ο Ράλκος’νορ και οι άλλοι αιχμάλωτοι μάγοι ελευθερώθηκαν, και ο πρώτος έμαθε για τη συμφωνία που είχε κάνει η σύζυγός του με τους επαναστάτες. Δεν έμεινε δυσαρεστημένος από αυτή την τροπή των πραγμάτων. Δεν υποστήριζε φανατικά την Παντοκράτειρα· ήταν με το μέρος της μόνο επειδή αυτό, ώς τώρα, συνέφερε το Κίρτβεχ και επειδή ήταν παντρεμένος με την Παντοκρατορική Επόπτρια. Όσο βρισκόταν αιχμάλωτος των επαναστατών, δεν είχε ποτέ, ούτε για μια στιγμή, πιστέψει ότι η αιχμαλωσία του θα είχε τόσο αίσιο τέλος.

Η Νίνα, όπως είχε υποσχεθεί, μίλησε στον Πολ, τη Λαμρίτ, τον Άλτρες, τον Δαίδαλο, τη Φενίλδα, και τη Διάττα για την κατάσταση στα πριγκιπάτα που βρίσκονταν αμέσως προς τ’ανατολικά τους – το Έλρηνεχ και το Νέφκαλ – ενώ όλοι τους ήταν συγκεντρωμένοι στο Κάστρο των Κήπων, στη Ριφάλπεκ, και ο Ράλκος’νορ ήταν επίσης μαζί τους.

«Ο Πρίγκιπας του Νέφκαλ είναι Δημιούργημα,» τους είπε η Νίνα σε κάποια στιγμή, καθώς ήταν καθισμένη αντίκρυ στη Λαμρίτ, στο στρογγυλό τραπέζι της μικρής αίθουσας.

«Τι πράγμα;» έκανε η Πρόμαχος, ξαφνιασμένη.

«Δεν ξέρεις τι είναι τα Δημιουργήματα;»

«Φυσικά και ξέρω. Αλλά… δεν το φανταζόμουν…»

Ο Πολ είπε: «Τα Δημιουργήματα αποσυντίθενται κάθε πέντε, δέκα χρόνια.»

«Το αντικαθιστούν όποτε το προηγούμενο πεθάνει,» εξήγησε η Νίνα. «Το έχουν αντικαταστήσει τρεις ή τέσσερις φορές ώς τώρα, νομίζω.»

«Μεγάλοι Κολοσσοί…» μόρφασε ο Άλτρες. «Και κανένας δεν έχει καταλάβει τίποτα;»

«Τι να καταλάβουν;» ανασήκωσε τους ώμους η Νίνα. «Το επόμενο Δημιούργημα έχει διδαχτεί ό,τι ήξερε και το προηγούμενο, και μοιάζει το ίδιο ηλικιωμένο.»

«Η αρχική αντικατάσταση πότε έγινε;» ρώτησε η Λαμρίτ. «Ο πρώτος Πρίγκιπας του Νέφκαλ μετά την Παντοκρατορική κατάκτηση του Πριγκιπάτου ήταν ένας ευγενής από το Σάνκριλαμ, αν δεν κάνω λάθος…»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Νίνα. «Και μετά, όταν αυτός πέθανε – γιατί δεν ήταν και μικρός τότε – πήρε την εξουσία ο γιος του.»

«Και το Δημιούργημα έχει αντικαταστήσει τον γιο του;»

«Ναι, αφότου έκανε το πρώτο του παιδί με μια αριστοκράτισσα από τη Ρελκάμνια, γιατί τα Δημιουργήματα δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν.»

Ο Άλτρες ρώτησε: «Δε μπορούν καθόλου να… να κάνουν τίποτα;»

«Μπορούν να κάνουν αυτό που σκέφτεσαι ότι δεν μπορούν να κάνουν,» του είπε η Νίνα· «απλώς δεν έχουν τη δυνατότητα να τεκνοποιήσουν. Δεν είναι άνθρωποι.»

«Αποκλείεται, λοιπόν, να μεταστρέψουμε ποτέ τον Πρίγκιπα του Νέφκαλ,» συμπέρανε ο Πολ.

«Το Νέφκαλ,» είπε η Νίνα, «θα πρέπει νάναι το τελευταίο Πριγκιπάτο στη λίστα σας. Η Παντοκράτειρα δεν θα το αφήσει εύκολα από τα χέρια της, γιατί εκεί βρίσκεται η διαστασιακή δίοδος από Ρελκάμνια.»

«Και στο Σάνκριλαμ,» πρόσθεσε η Λαμρίτ, «είναι η δίοδος προς Ρελκάμνια.»

«Ούτε αυτό θα το αφήσει εύκολα απ’τα χέρια της, Πρόμαχε. Όχι πως με το Έλρηνεχ και το Κάνρελ θα βρείτε τα πράγματα και τόσο πιο απλά, δηλαδή…»

Όταν η συζήτησή τους τελείωσε (για την ώρα, τουλάχιστον), ο Ράλκος’νορ ζήτησε από τον Δαίδαλο να έρθει μαζί του στον Οίκο του Φωτός για να εξηγήσει σ’εκείνον και τους άλλους μάγους εκεί τι συνέβαινε τελικά με την κλοπή Φωτός από τη Βίηλ, και πώς φτιάχνονταν τα αυτοκίνητα. Ο Δαίδαλος, όμως, αποκρίθηκε πως τώρα δεν ήταν η ώρα να μιλήσουν ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. «Πάντως,» του είπε, «να ξέρετε πως η κλοπή του Φωτός σχετίζεται με τα αυτοκίνητα. Πρέπει να κλαπεί ενέργεια από τη διάστασή σας προκειμένου να δημιουργηθούν.»

«Ο Καρτάφες ξέρει πώς να τα φτιάχνει;» ρώτησε ο Ράλκος, ενώ ήταν όλοι τους ακόμα συγκεντρωμένοι γύρω απ’το στρογγυλό τραπέζι και η νύχτα πλησίαζε – οι σκιές πλήθαιναν μέσα στην αίθουσα, και κανένας ακόμα δεν είχε ανάψει τα φώτα.

«Ναι,» απάντησε ο Δαίδαλος.

«Εκείνος ανακάλυψε πώς φτιάχνονται;»

«Όχι· εγώ τού είπα πώς.»

«Είσαι Πεφωτισμένος, Δαίδαλε;» Ο Ράλκος τον ατένισε παρατηρητικά. «Δε μας έχεις πει σε ποιο τάγμα ανήκεις.»

«Δεν ανήκω σε κανένα τάγμα. Παλιότερα, είχα κάποια σχέση με τους Ερευνητές. Μπορώ, όμως, να χειρίζομαι το Φως της Βίηλ.»

Ο Ράλκος είχε συνοφρυωθεί. «Δεν είναι δυνατόν…»

Ο Δαίδαλος χαμογέλασε αχνά. «Το έχω ξανακούσει αυτό, Άρχοντά μου.»

«Όπως και νάχει,» είπε ο Ράλκος. «Έδωσες στον Καρτάφες τέτοια… τέτοιες επικίνδυνες γνώσεις, και δεν θα δώσεις τις ίδιες γνώσεις και στους υπόλοιπους μάγους της Βίηλ;»

«Νομίζω πως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όσο λιγότεροι γνωρίζουν τόσο το καλύτερο–»

«Δεν σε καταλαβαίνω.» Ο Ράλκος έμοιαζε να οργίζεται μαζί του.

«Θα ήθελες ο καθένας στη Βίηλ να μπορεί να φτιάξει αυτοκίνητα σαν τα δικά μας; Θα ήθελες να μπορούν να φτιάξουν τέτοια και οι Παντοκρατορικοί;»

Ο Ράλκος έμεινε σιωπηλός τώρα. Συλλογισμένος.

«Τα αυτοκίνητα δεν είναι μηχανές, Άρχοντά μου,» εξήγησε ο Δαίδαλος, αφού ήπιε μια γουλιά κρασί για να υγράνει το στόμα του. «Είναι ζωντανές οντότητες – σχεδόν όπως εμείς. Επιπλέον, αν αρχίσετε να φτιάχνετε συνέχεια αυτοκίνητα, στο τέλος θα εξαντλήσετε όλο το Φως της Βίηλ. Υπάρχει κίνδυνος, από πολλές απόψεις.»

«Ίσως και νάχεις δίκιο,» είπε τελικά ο Ράλκος. «Αλλά ο Καρτάφες ήδη ξέρει,» τόνισε.

«Του έχω, όμως, ζητήσει να μην πει σε κανέναν τίποτα· και να μην φτιάξει άλλα αυτοκίνητα παρά μόνο ύστερα από συμφωνία μαζί μου.»

«Και πιστεύεις ότι θα σε ακούσει;»

«Αν όχι, θα ευχηθεί να μη με είχε γνωρίσει ποτέ,» είπε ο Δαίδαλος, πολύ σοβαρά.

205.

Στην ανατολική Βίηλ, ο πόλεμος αγρίεψε.

Στο Πράσινο Πέλαγος διεξάγονταν ναυμαχίες. Στις όχθες του ποταμού Κάνιλρεχ, ανατολικές και δυτικές, γίνονταν αιματηρές συγκρούσεις. Το Χαύδοραλ είχε μεγάλο πρόβλημα, καθώς δεχόταν όλη τη δύναμη του Σάνκριλαμ και του Κάνρελ επάνω του. Ο εχθρός, όμως, ανεβαίνοντας σε ποταμόπλοια πήγαινε και προς την Κοιλάδα των Ποταμών, για να επιτεθεί κι εκεί. Μονάδες εμπειροπόλεμων Παντοκρατορικών μαχητών εισέβαλλαν στα εδάφη του Νέλερβικ και χτυπούσαν πόλεις, πυρπολούσαν χωριά, φρούρια, και αγρούς. Οι Νελερβίκιοι αντεπιτίθονταν, για να τους διώξουν από τα μέρη τους, και οι επαναστάτες του Άτβος βοηθούσαν τους ντόπιους, καθώς επίσης και η Αλιζέτ κι η Ανταρλίδα.

Η Τάρνελβακ, που ανήκε στο Χαύδοραλ και ήταν οικοδομημένη ανάμεσα στους ποταμούς Κάνιλρεχ και Νέρελρημ, βρισκόταν υπό πολιορκία, και όλοι εκτιμούσαν ότι σύντομα θα έπεφτε στα χέρια των Παντοκρατορικών. Ο Πρίγκιπας Αλβάρος ήταν εξοργισμένος, το ίδιο κι όλοι οι ευγενείς του Χαύδοραλ· διαμαρτύρονταν ότι το Πριγκιπάτο τους χτυπιόταν πολύ πιο άσχημα από τ’άλλα δύο, παρά τη στρατιωτική αρωγή που πρόσφεραν το Τάσβεραλ και το Νέλερβικ. Και δεν υπερέβαλλαν: τα δυτικά εδάφη του Χαύδοραλ έμοιαζαν να φλέγονται, όπως ένα σώμα που έχει μονόπλευρα μολυνθεί από μια θανατηφόρα ασθένεια η οποία απειλεί να εξαπλωθεί. Ο Άτβος, όμως, συνιστούσε ψυχραιμία. «Τώρα που το Κίρτβεχ είναι δικό μας,» έλεγε, «οι Παντοκρατορικοί θ’αναγκαστούν να διαιρέσουν τις δυνάμεις τους.»

Και συγχρόνως, προετοίμαζε τον εαυτό του για το Κάνρελ. Προετοιμαζόταν για να πάρει τον θρόνο που δικαιωματικά του ανήκε από τα χέρια του σφετεριστή – του Στρατηγού που τον είχε προδώσει στα σκυλιά της Παντοκράτειρας – του Ρέτβελνος. Συζητούσαν με την Ιλρίνα επί ώρες ολόκληρες, προσπαθώντας να υποθέσουν ποιοι ευγενείς θα τους υποστήριζαν, ποιοι όχι, και ποιοι θα μπορούσαν να μεταστραφούν υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Επίσης, είχαν να συζητήσουν κι ένα άλλο θέμα οι δυο τους: ένα θέμα για το οποίο πάντοτε δίσταζαν να μιλήσουν, και ακόμα και τώρα τους τρόμαζε. Χρειαζόταν, όμως. Δεν μπορούσαν να το αποφύγουν.

«Θα πρέπει να πάμε να βρούμε τον γιο μας, Ιλρίνα,» είπε ο Άτβος, καθώς ήταν νύχτα και κάθονταν κουκουλωμένοι στο κρεβάτι τους, στο κάστρο της Νάσπελ – μιας μεγάλης πόλης στα κεντρικά του Χαύδοραλ, όπου είχαν πάει προκειμένου να μπορούν να προσφέρουν βοήθεια στο Πριγκιπάτο.

Το τζάκι ήταν αναμμένο παραδίπλα, και η Ιλρίνα έστρεψε το βλέμμα της στις φλόγες. Αμίλητη. «Ναι,» μουρμούρισε τελικά. Κι ύστερα, λιγάκι πιο δυνατά: «Ήταν παιδί όταν τον κρύψαμε, Άτβος. Πώς θα είναι τώρα;»

«Πολύ μεγαλύτερος, σίγουρα,» αποκρίθηκε εκείνος, φιλώντας τον γυμνό ώμο της που ξεπρόβαλλε από την κουβέρτα.

Η Ιλρίνα εξακολουθούσε να κοιτάζει τη φωτιά. «Κι αν δεν… αν δεν είναι ζωντανός; Ή αν τον έχουν βρει;»

«Θα το είχαμε μάθει, και στις δύο περιπτώσεις,» είπε ο Άτβος, προσπαθώντας ν’ακουστεί βέβαιος.

«Ο Ρέτβελνος θα το έκρυβε! Δεν θα έλεγε τίποτα.»

Ίσως… σκέφτηκε ο Άτβος, αλλά δεν μίλησε.

206.

Οι Παντοκρατορικοί των κεντρικών πριγκιπάτων έμαθαν, φυσικά, πολύ γρήγορα για την αποστασία του Πρίγκιπα Νοσνάλτος, και του έστειλαν επιστολή, απειλώντας τον πως, αν δεν υποτασσόταν πάλι στην κυριαρχία της Παντοκράτειρας, οι συνέπειες γι’αυτόν και για το Πριγκιπάτο του θα ήταν άσχημες. Εκείνος δεν τους απάντησε, και φρόντισε τα σύνορά του να φρουρούνται καλά. Έβαλε στρατό στο πέρασμα της Ουράς, καθώς και στις βόρειες παρυφές της Καμένης Γης, που ήταν κοντά στους Δασότοπους του Βορρά – κάτι το οποίο ποτέ ξανά στην Ιστορία του Κίρτβεχ δεν είχε γίνει. Οι φρουροί που τοποθετήθηκαν εκεί είχαν διαταγές, με την παραμικρή ένδειξη ότι Παντοκρατορικοί πλησίαζαν, να αναφέρουν αμέσως στην πρωτεύουσα πως υπήρχε κίνδυνος. Οι κουρσάροι της Νιλκάριχ προθυμοποιήθηκαν να φρουρούν τα νερά και τις όχθες της Λίμνης των Κολοσσών, καθώς και το σημείο όπου ο μεγάλος ποταμός Άσλερχ χυνόταν στη λίμνη.

Οι αναφορές που σύντομα έλαβε ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος έλεγαν ότι Παντοκρατορικά στρατεύματα πλησίαζαν από το Κάνρελ, και ότι στρατός της Παντοκράτειρας είχε επίσης συγκεντρωθεί στο πέρασμα της Ουράς, ενώ πολεμικά πλοία ακολουθούσαν τη ροή του ποταμού Άσλερχ, ερχόμενα προς τη Λίμνη των Κολοσσών αλλά μη μπαίνοντας εκεί ακόμα. Μερικές συγκρούσεις, ωστόσο, έγιναν με τα κουρσάρικα των πειρατών της Καλόγνωμης, κι εκείνοι ανέφεραν ότι οι Παντοκρατορικοί δεν αστειεύονταν καθόλου.

«Θα μας τσακίσουν, Υψηλότατε,» είπε ο Βαρνάδος, όταν συνάντησε τον Νοσνάλτος στο παλάτι του στην Πριγκιπική, μέσα στην Αίθουσα του Θρόνου, ενώ και η Λαμρίτ ήταν παρούσα. «Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε, για να το αποτέψουμε αυτό, είναι να γυρίσουμε την κατάσταση και ν’αρχίσουμε να τους χτυπάμε εμείς. Κι ας στείλουν, επίσης, οι επαναστάτες αυτά τα αυτοκίνητά τους, όπως τα λένε.» Κοίταξε την Πρόμαχο καθώς μιλούσε. «Ας φτιάξουν κι άλλα, αν μπορούν.»

Ο καιρός είχε έρθει για ανοιχτό πόλεμο, λοιπόν· ο Νοσνάλτος δεν το αμφέβαλλε. «Θα τους χτυπήσουμε,» είπε. «Ακολουθώντας το σχέδιο της Προμάχου. Από ανατολή και δύση, θα επιτεθούμε στα κεντρικά πριγκιπάτα. Πες σ’αυτή την Ιεράρχη, Πρόμαχε, να ειδοποιήσει τους δικούς της στην ανατολική Βίηλ, ώστε η επίθεσή μας να είναι καλά συγχρονισμένη.»

«Θα το κάνω, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε η Λαμρίτ.

«Και ζήτησε από τον Δαίδαλο μήπως μπορεί να μας δώσει κι άλλα αυτοκίνητα.»

Η Λαμρίτ έφυγε από την Αίθουσα του Θρόνου και έκανε και τα δύο πράγματα που της ζήτησε ο Πρίγκιπας. Πρώτα, ανέφερε στη Διάττα τι θα γινόταν: και την πληροφορία αμέσως την έμαθαν κι οι υπόλοιποι Ιεράρχες. Ο Δαίδαλος φάνηκε σκεπτικός προς στιγμή όταν η Λαμρίτ τού είπε για τη δημιουργία καινούργιων αυτοκινήτων, όμως δεν άργησε να συμφωνήσει, καθώς ήταν φανερό πως η ανάγκη της Επανάστασης, και του Κίρτβεχ, ήταν μεγάλη.

Μαζί με τον Καρτάφες’νορ πήγαν στο εργαστήριο που είχαν φτιάξει, τον τελευταίο καιρό, στο παλάτι της Πριγκιπικής με τη συγκατάθεση του Νοσνάλτος. Οι άλλοι Πεφωτισμένοι είχαν διαμαρτυρηθεί σχετικά μ’αυτό, και είχαν επίσης ζητήσει από τον Πρίγκιπα να υποχρεώσει τον Δαίδαλο και τον Καρτάφες να τους εξηγήσουν πώς κατασκευάζονταν τα αυτοκίνητα· εκείνος, όμως, δεν είχε ανταποκριθεί στο αίτημά τους, μη θέλοντας να παίξει με ένα από τα σημαντικότερα όπλα που είχε το Πριγκιπάτο του σε μια τόσο ταραγμένη εποχή. Ωστόσο μίλησε με τον Δαίδαλο: τον ρώτησε τι συνέβαινε, κι ο μάγος τού διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους δίσταζε να κοινοποιήσει τη μέθοδο κατασκευής των αυτοκινήτων. Ο Νοσνάλτος βρήκε αυτούς τους λόγους πολύ συνετούς, έτσι δεν ξανασυζήτησε το θέμα με τους άλλους μάγους, παρά τις συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες τους.

207.

Το πτώμα του Τάμπριελ τελικά το έκαψαν. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Η Ιλρίνα’νορ είπε στην Ανταρλίδα ότι ήταν αδύνατο να κάνει κάτι για να το διατηρήσει: ένας ολόκληρος μήνας είχε περάσει. «Δες και μόνη σου σε τι κατάσταση βρίσκεται!» είπε, όταν η Ανταρλίδα επέμεινε. «Δεν υπάρχει περίπτωση η Μαγγανεία Σηπτικής Επιβραδύνσεως να τον συντηρήσει άλλο.»

Η Ανταρλίδα δεν ήθελε να τον κοιτάζει. Η όψη του είχε γίνει φριχτή. «Βάλτου πάλι τη μάσκα!» είπε απότομα στην Ιλρίνα, νιώθοντας κάτι να προσπαθεί να φράξει τον λαιμό της. «Βάλτου τη μάσκα!» Του είχαν φορέσει μια μάσκα, εδώ και μέρες, γιατί η Ανταρλίδα, που τον επισκεπτόταν τακτικά στα υπόγεια του κάστρου της Νέλερβικ, δεν ήθελε να βλέπει το πρόσωπό του έτσι όπως είχε γίνει.

Η Ιλρίνα υπάκουσε, ξανατοποθετώντας τη μάσκα στο κεφάλι του πτώματος. «Πρέπει να τον κηδέψουμε, Ανταρλίδα.»

«Εντάξει,» είπε εκείνη. «Θα τον κηδέψουμε. Αύριο. Το ξημέρωμα.»

«Ξέρεις πώς θα ήθελε να κηδευτεί; Ήταν από τη Φεηνάρκια, δεν ήταν;»

«Δεν ξέρω τα έθιμα της Φεηνάρκια,» παραδέχτηκε η Ανταρλίδα.

Έτσι, τον κήδεψαν σύμφωνα με τα έθιμα της Βίηλ. Στο Τέμενος της Ράχης του Ποταμού, λίγο πιο βόρεια από τη Νέλερβικ. Η ίδια η Πριγκίπισσα Βασνίτα έκανε την κηδεία, τιμώντας τον Τάμπριελ ως ήρωα του Πριγκιπάτου, και οι μάγοι έκαψαν το πτώμα του επάνω στον βωμό χρησιμοποιώντας το Φως. Η σάρκα του φαγώθηκε πολύ γρήγορα, διαβρωμένη καθώς ήταν, και τα οστά του τοποθετήθηκαν σε μια οστεοθήκη και δόθηκαν στην Ανταρλίδα, η οποία ήταν ντυμένη σύμφωνα με τα έθιμα της Βίηλ για την περίσταση. Φορούσε ένα μακρύ, φαρδύ, κατάμαυρο φόρεμα, και είχε την κουκούλα του σηκωμένη στο κεφάλι. Το κατάλευκο δέρμα της την έκανε να μοιάζει με φασματική μορφή μέσα στην ενδυμασία.

Καθώς η Ανταρλίδα έπαιρνε σιωπηλά την οστεοθήκη και στρεφόταν για να φύγει από τον βωμό, είδε, πίσω από τον συγκεντρωμένο κόσμο, κάποιον να την παρατηρεί. Μια φιγούρα με χιτώνα, κουκούλα, και μάσκα. Και, ναι, η Ανταρλίδα ήταν βέβαιη ότι παρατηρούσε εκείνη και μόνο εκείνη. Και, για μια στιγμή, είχε την εντύπωση ότι η μορφή αυτή ήταν ο Τάμπριελ: ότι το δικό του πρόσωπο κρυβόταν πίσω από τη μάσκα, όπως και τόσο καιρό που ήταν ξαπλωμένος στα υπόγεια του κάστρου της Νέλερβικ.

Η Ανταρλίδα βάδισε προς τη γενική κατεύθυνση της παράξενης μορφής, με σκοπό να διασχίσει το πλήθος και να την πλησιάσει. Προτού κάνει μερικά βήματα όμως, και καθώς είχε για λίγο μονάχα πάρει τα μάτια της από τον μυστηριώδη άγνωστο, εκείνος εξαφανίστηκε. Η Μαύρη Δράκαινα κοίταξε ολόγυρα, αναζητώντας τον, μα δεν μπορούσε να τον βρει πουθενά. Πού πήγε; Αισθανόταν την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Τα χέρια της έσφιγγαν την οστεοθήκη που κρατούσε εμπρός της.

«Τι είναι;» τη ρώτησε η Αλιζέτ, η οποία βάδιζε στ’αριστερά της.

«Δεν τον είδες; Αυτόν με τη μάσκα;»

«Δεν είδα κανέναν με μάσκα.»

«Πίσω από το πλήθος. Ήταν κάποιος με κουκούλα και μάσκα.»

«Και πού είναι τώρα;»

«Εξαφανίστηκε.»

«Δε μπορεί να εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα. Πότε τον είδες;»

«Τώρα τον είδα!»

«Ίσως να νόμιζες ότι φορούσε μάσκα,» είπε η Αλιζέτ.

«Δεν το νόμιζα, Αλιζέτ!» Η Ανταρλίδα στράφηκε στα δεξιά της, όπου βάδιζε ο Αρκαλόν. «Εσύ δεν τον είδες;»

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Ιεράρχης.

«Μα, δεν μπορεί! Ξεχώριζε εκεί όπου στεκόταν. Δεν ήταν μέσα στο πλήθος!»

«Προχώρα, Ανταρλίδα,» είπε η Αλιζέτ. «Μας κοιτάζουν όλοι και, σίγουρα, αναρωτιούνται τι καθόμαστε και ψιθυρίζουμε αναμεταξύ μας.»

Καθώς κατέβαιναν μέσα στο πλήθος και το διέσχιζαν, η Ανταρλίδα κοίταξε δεξιά κι αριστερά αναζητώντας τον μασκοφόρο. Μα πουθενά δεν τον έβρισκε. Δε μπορεί να τον φαντάστηκα!

Αλλά τι με νοιάζει ποιος ίσως να ήταν, ούτως ή άλλως; Υπάρχει περίπτωση να ήταν ο Τάμπριελ; Μην είσαι ανόητη, Ανταρλίδα. Ό,τι έχει απομείνει από τον Τάμπριελ το κρατάς ανάμεσα στα χέρια σου.

Αισθάνθηκε δάκρυα να κυλάνε πάλι στα μάγουλά της.

Αργότερα, την ίδια ημέρα, πήγε να επισκεφτεί τον Τζακ Πολύχρωμο στο κελί του, και τον βρήκε ακόμα τυλιγμένο σ’εκείνο το ενεργειακό κουκούλι. Τίποτα δεν μπορούσε να διακρίνει εκεί μέσα· στοίχημα ήταν αν ο πράκτορας της Παντοκράτειρας υπήρχε ακόμα, ή αν είχε πεθάνει.

Τι νόημα έχει πια να τον κρατάμε εδώ; Η Ανταρλίδα τράβηξε το σπαθί της. Όμως, λίγο πριν το καρφώσει επάνω στο ενεργειακό κουκούλι, δίστασε. Για κάποιο λόγο, δίστασε. Θηκάρωσε το ξίφος και έφυγε από τα μπουντρούμια του κάστρου της Νέλερβικ.

Το βράδυ, εκείνη και η Αλιζέτ κάθονταν μόνες σε μια μικρή αίθουσα του κάστρου πίνοντας κρασί και συζητώντας αργά, ενώ ο αγέρας ακουγόταν να λυσσομανά έξω απ’το παράθυρο κάνοντας τα παραθυρόφυλλα να τρίζουν. Η Ανταρλίδα ποτέ δεν θα το φανταζόταν ότι κάποτε θα καθόταν έτσι και θα μιλούσε με τη Σκοτεινή Βασίλισσα, σαν να ήταν παλιές φίλες. Να όμως που κι αυτό το αλλόκοτο είχε συμβεί.

Η Αλιζέτ ρώτησε: «Είδες πράγματι εκείνο τον μασκοφόρο;»

«Ναι. Ήταν κάποιος με φαρδύ χιτώνα, κουκούλα, και μάσκα. Και η μάσκα… πρέπει να ήταν μεταλλική. Γυάλιζε, νομίζω.» Η Ανταρλίδα ήταν καθισμένη σε μια μαλακή πολυθρόνα, και ήπιε ακόμα μια γουλιά κρασί. Αυτή ήταν η τρίτη κούπα.

«Περίεργο…» μουρμούρισε η Αλιζέτ σαν να μιλούσε στον εαυτό της. Ήταν μισοξαπλωμένη επάνω σ’έναν μικρό σοφά, και είχε κι εκείνη μια κούπα κρασί από κοντά, πίνοντας πολύ πιο αργά από την Ανταρλίδα.

«Ποιος μπορεί να ήταν; Ξέρεις ποιος μπορεί να ήταν;» Αποκλείεται να ήταν ο Τάμπριελ, Ανταρλίδα· σταμάτα τις ανοησίες!

«Περίεργο που δεν τον πρόσεξα κι εγώ, εννοώ,» εξήγησε η Αλιζέτ.

Η Ανταρλίδα ρουθούνισε. Έβγαλε ένα τσιγάρο από την ταμπακιέρα της και το άναψε μ’ένα σπίρτο. Φύσηξε καπνό μέσα στην κούπα της. Ήπιε.

Η Αλιζέτ μόρφασε, γιατί απεχθανόταν το κάπνισμα. «Σαν Οδηγό τον περιγράφεις, πάντως,» είπε.

«Τι οδηγό;»

«Οι Οδηγοί της Βίηλ. Νομίζω ότι κάποτε μίλησα γι’αυτούς σ’εσένα και τον Τάμπριελ.»

«Δεν το θυμάμαι.»

«Είναι κάτι το ανεξήγητο οι Οδηγοί, Ανταρλίδα.» Ήπιε μια γουλιά απ’το κρασί της, για να υγράνει τη γλώσσα της. «Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είναι, και υπάρχουν ένα σωρό μύθοι και θρύλοι σχετικά μ’αυτούς. Πάντοτε εμφανίζονται με τρόπο παράξενο κι εξαφανίζονται με τρόπο εξίσου παράξενο. Και πάντοτε φοράνε μάσκες.»

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Είναι με το μέρος μας;»

«Ποιο μέρος μας;»

«Με την Επανάσταση.»

Η Αλιζέτ γέλασε. «Δεν έχω ακούσει ποτέ οι Οδηγοί να είναι με το μέρος κανενός.»

«Μα, αν είναι από τη Βίηλ, δε μπορεί να θέλουν την εξουσία της Παντοκράτειρας εδώ.»

«Τι να σου πω; Δεν έχω ποτέ ακούσει ότι είναι εχθροί των Παντοκρατορικών.»

«Γιατί ένας Οδηγός, τότε, να εμφανιστεί στην κηδεία του Τάμπριελ;» είπε η Ανταρλίδα. «Και γιατί να τον δω μόνο εγώ;»

«Αυτό είναι το ερώτημα. Και, μάλλον, ποτέ δεν θα πάρεις απάντηση.»

208.

Ονειρευόταν – το ήξερε πως ονειρευόταν – και ξαναζούσε τα γεγονότα που είχαν αλλάξει για πάντα τη ζωή του.

…Σκόρπιες πληροφορίες για τη μυστηριώδη Λετδάρκη, τη διάσταση-φυλακή: το ατελείωτο ενεργειακό απόθεμα… Συμμαχία με τη Τζέην, την ιέρεια του Σκοτοδαίμονος, και τους συντρόφους της… Ταξίδι στον Αιθέρα… Περιπλάνηση μέσα στη διάσταση: κάτι ζωντανό τούς κυνηγούσε στους ατέρμονους στριφτούς διαδρόμους και στα κρύα δωμάτια όπου οι ήχοι ακούγονταν σιγανά κι απόμακρα, τρομάζοντας, μπερδεύοντας… Κάτι ζούσε εδώ, και τους είχε βάλει στόχο…

Τον κοπάνησε στον τοίχο, τον σκότωσε… και μετά τον ανέστησε, τραντάζοντας ολόκληρη την ύπαρξή του.

Πίσω πάλι, στη Ρελκάμνια – αλλά η ζωή δεν μπορεί να είναι ίδια. Τον παρακολουθούν. Κάποια μυστηριώδη οργάνωση τον παρακολουθεί. Συνεχώς βρίσκονται στο κατόπι του. Τι θέλουν από εκείνον; Ξέρουν για την αναζήτησή του; Ξέρουν ότι πήγε στη Λετδάρκη; Ξέρουν ότι είχε συναναστροφές με τη Τζέην, που ήταν παράνομη; Τη Τζέην, που έχασε τη ζωή της εκεί, στη διάσταση-φυλακή, μαζί με τους υπόλοιπους; Ξέρουν ότι εκείνος – κάπως – αναστήθηκε.

(Ορισμένες φορές έχει την εντύπωση ότι δεν είναι ο ίδιος, ότι είναι άλλος άνθρωπος, ότι κάποιοι άλλαξαν το σώμα του στη Λετδάρκη, ή ότι άλλαξαν το μυαλό του, ή κάποια λεπτομέρεια που συνεχώς του κρύβεται.)

Μια νύχτα κοιμάται στο σπίτι του… και ξυπνά αλλού. Δεμένος. Σ’ένα μέρος γεμάτο εργαλεία και μηχανισμούς. Κάποιου είδους εργαστήριο.

—Πείτε μας τι σας συνέβη, κύριε Πολύχρωμε, του ζητά η ψυχρή γυναίκα με το κατάλευκο δέρμα και τα κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά. Το πρόσωπό της μοιάζει μακρύ, η φωνή της μεταλλική. (Είναι ναρκωμένος. Κάποια ουσία κυλά μέσα στο σώμα του, αλλοιώνοντας τις αισθήσεις του. Το καταλαβαίνει.)

—Ποιοι είστε; φωνάζει. —Γιατί με κρατάτε εδώ;

—Απαντήστε μας, κύριε Πολύχρωμε. Τι σας συνέβη στο ταξίδι σας στη Λετδάρκη; Ένας άλλος μιλά τώρα: ένας άντρας: γέρος, με δέρμα λευκό-ροζ και μαλλιά τόσο λευκά όσο το δέρμα της γυναίκας. Ρούχα κατάμαυρα.

—Τίποτα δεν μου συνέβη! ουρλιάζει εκείνος. —Λύστε με! Αφήστε με να φύγω! Τι είστε; Υπηρέτες του Σκοτοδαίμονος; Δεν είμαι υπηρέτης του Σκοτοδαίμονος! Τυχαία γνώρισα τη Τζέην, επειδή ψάχναμε το ίδιο πράγμα. Λύστε με! Λύστε με! Προσπαθεί να σπάσει τα δεσμά του, μα δεν τα καταφέρνει· τον κρατάνε γερά.

—Δεν είμαστε υπηρέτες του Σκοτοδαίμονος, κύριε Πολύχρωμε, του λέει η γυναίκα βάζοντας ένα πανί στο πρόσωπό του, ένα πανί που μυρίζει έντονα.

Εκείνος ζαλίζεται και, καθώς ο αφύσικος ύπνος τον καταλαμβάνει, ακούει τη φωνή του άντρα: Είμαστε πιο νόμιμοι από τους πιο νόμιμους, κύριε Πολύχρωμε…

Από κει κι ύστερα μπερδεύεται. Δεν ξέρει τι του κάνουν. Πειραματίζονται επάνω του με κάποιον τρόπο, ή με διάφορους τρόπους. Ορισμένες φορές κοιμάται και νομίζει ότι είναι ξύπνιος. Ορισμένες φορές είναι ξύπνιος και νομίζει ότι κοιμάται. Νιώθει ακατονόμαστες δυνάμεις να τον τραντάζουν. Κοιτάζει ένα ζευγάρι μάτια που τον κοιτάζουν κι αυτά, με δαιμονική προσήλωση. Είναι τα δικά του μάτια, συνειδητοποιεί. Βλέπει μορφές μέσα στο σκοτάδι. Νιώθει μια λόγχη να διαπερνά το στήθος του. Ακούει κάποιον (τον εαυτό του;) να ουρλιάζει. Ακούει μουρμουρητά, τόσα πολλά μουρμουρητά…

Φωνές.

«…μέσα του…»

«…δεν διακρίνω κάτι, κύριε.»

«Δεν ανέχονται τις αποτυχίες!»

«Το κάναμε· πρέπει να το ξανακάνουμε;»

«…δεν πετυχαίνεις τίποτα έτσι.»

«Ίσως μετά από…»

«Τον είδες πώς έκανε!»

«…να είναι κοιμισμένο.»

«…να μην υπάρχει.»

«Λείπει! Πού πήγε; Απάντησέ μου σ’αυτό!»

«…και τι θα τους απαντήσεις μετά, ε;»

Σκοτάδι και όνειρα… εφιάλτες…

Ξυπνά ξαπλωμένος επάνω σ’έναν καναπέ. Σηκώνεται και βλέπει πως βρίσκεται στο σαλόνι ενός όμορφα στολισμένου διαμερίσματος. Μια τζαμαρία υπάρχει στον τοίχο, αφήνοντας το πρωινό φως να μπαίνει. Την πλησιάζει και κοιτά κάτω. Είναι ψηλά πάνω απ’τη γη, σε κάποια πολυκατοικία. Τουλάχιστον στον δέκατο όροφο.

«Κύριε Πολύχρωμε.»

Γυρίζει ακούγοντας την αλλόκοτη φωνή–

–και βλέπει αντίκρυ του έναν από τους Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας!

«Πρέπει να συζητήσουμε, κύριε Πολύχρωμε. Το όνομά μου είναι Ελκράσ’ναρχ.»

209.

Οι δυνάμεις του Πρίγκιπα Νοσνάλτος, μαζί με τους επαναστάτες της Προμάχου Λαμρίτ, τα τέσσερα αυτοκίνητα του Δαίδαλου, και τους πειρατές της Καλόγνωμης (και άλλους πειρατές και μισθοφόρους που είχαν αποφασίσει πως τους συνέφερε να αγωνιστούν για την Επανάσταση στη Βίηλ), στράφηκαν επιθετικά εναντίον των Παντοκρατορικών του Κάνρελ και του Έλρηνεχ. Συγκρούσεις διεξάγονταν στις ακυβέρνητες περιοχές νότια και ανατολικά της Λίμνης των Κολοσσών, στις παρυφές των Δασότοπων των Λάν’τραχαμ, επάνω στον ποταμό Άσλερχ, στο πέρασμα της Ουράς, και μέσα στην ίδια την κακοτράχαλη οροσειρά της Ουράς.

Τα αυτοκίνητα αποδεικνύονταν, με κάθε μέρα που περνούσε, μεγάλη βοήθεια για τους αγωνιστές της ελευθερίας στη δυτική Βίηλ. Η Ιπτάμενη πετούσε πάνω από τους Παντοκρατορικούς και, εκτός του ότι μπορούσε να ρίχνει εκρηκτικά με ευελιξία που δεν την είχε κανένα αεροσκάφος, μπορούσε και να απαγάγει αξιωματικούς, να χτυπά συγκεκριμένα άτομα και μηχανές, να μεταφέρει κάποιον σύμμαχο στη θέση όπου ήθελε να βρίσκεται (όπως στην κορυφή ενός πύργου), να πετάγεται για να πάρει πίσω ανθρώπους που είχαν αιχμαλωτίσει οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας. Ο Εξάποδος ορμούσε καταπάνω στους Παντοκρατορικούς τρομοκρατώντας τους με τη μορφή του και κόβοντάς τους στα δύο με την ψαλίδα στο στόμα του, ενώ στη ράχη του επαναστάτες μπορούσαν ν’ανεβαίνουν για να βάλλουν με βαλλίστρες και τόξα, ή να επιτίθενται κρατώντας ασπίδες και μακριές λόγχες. Ο Πάνοπλος χτυπούσε οχήματα και πύλες και εχθρικούς μαχητές, προκαλώντας ανείπωτες καταστροφές. Και ο Οπλοφόρος, φυσικά, ήταν ένα κινητό, αυτόβουλο ενεργειακό κανόνι που δεν χρειαζόταν μάγο για να λειτουργεί· η αξία του ήταν καταφανής για τους πάντες (αν και ο Πολ εξακολουθούσε να μουρμουρίζει ότι ο κανονιέρης παραήταν χαρούμενος όταν πυροβολούσε και πάντα αργούσε λιγάκι να σταματήσει). Τρεις φορές η εστία στην πλάτη του Οπλοφόρου κάηκε (από την εκτεταμένη χρήση, ίσως) και έπρεπε να την αλλάξουν. Ευτυχώς, γι’αυτό δεν χρειαζόταν ο Δαίδαλος· ήταν εύκολη η αλλαγή της εστίας: κάθε μάγος του τάγματος των Πεφωτισμένων μπορούσε να το καταφέρει χωρίς δυσκολία.

Ο Δαίδαλος εργαζόταν μαζί με τον Καρτάφες’νορ στο εργαστήριό τους στο παλάτι της Πριγκιπικής, και το πρώτο καινούργιο αυτοκίνητο που δημιούργησαν το ονόμασαν Νυχτερινή. Ήταν ανθρωπόμορφο αλλά, σ’αντίθεση με τ’άλλα, πιο κοντό από τον μέσο άνθρωπο. Θύμιζε νάνο. Θηλυκό νάνο. Κι αντί για χέρια είχε δύο κυρτές λεπίδες από τον πήχη και κάτω. Το κεφάλι του ήταν επίμηκες, τα μάτια του δύο φωτεινές σχισμάδες, και στην κορυφή του κεφαλιού διέθετε μια μεταλλική χαίτη που έμοιαζε επικίνδυνη αν σε κάρφωνε – ίσως και θανατηφόρα.

«Τώρα, νομίζω ότι το παρακάνατε, επιστήμονες,» είπε ο Πολ, ατενίζοντας το καινούργιο μέλος της μεταλλικής οικογένειας μέσα στην Αίθουσα του Θρόνου του Νοσνάλτος.

«Γιατί τόσο μικρό;» ρώτησε ο Πρίγκιπας, καθισμένος στον θρόνο του, συνοφρυωμένος.

«Είμαι βέβαιη,» είπε η Λαμρίτ, «ότι θα υπάρχει καλός λόγος γι’αυτό, Υψηλότατε.»

«Φυσικά και υπάρχει,» είπε ο Δαίδαλος.

Και προτού προλάβει να συνεχίσει, η Νυχτερινή στράφηκε και τον κοίταξε. «Με είπε ‘κοντή’, Πατέρα, αυτός ο τύπος στην πολυθρόνα;»

«Μια απλή παρατήρηση, μόνο, Νυχτερινή,» της απάντηση ο Δαίδαλος. «Είσαι κοντύτερη από άλλα μας παιδιά τα οποία έχει δει ο Πρίγκιπας Νοσνάλτος.»

«Ποια είναι η χρησιμότητα, λοιπόν, αυτού του κατασκευάσματος, Άρχοντα Δαίδαλε;» ρώτησε ο Νοσνάλτος.

«Χαμηλώστε τα φώτα, παρακαλώ,» ζήτησε ο μάγος.

Ο Πρίγκιπας του Κίρτβεχ έκανε νόημα στους υπηρέτες να υπακούσουν, και τα ενεργειακά φώτα της αίθουσας χαμήλωσαν, γεμίζοντας τον χώρο με πυκνές σκιές.

Η Νυχτερινή φάνηκε να γίνεται μία από αυτές. Το μεταλλικό της σώμα σκούρυνε αμέσως μόλις το φως ελαττώθηκε.

«Νυχτερινή, κρύψου,» ζήτησε ο Δαίδαλος, που δεν είχε τυχαία επιλέξει αυτή την ώρα για να δείξει στον Πρίγκιπα το καινούργιο αυτοκίνητο.

«Γιατί, Πατέρα;»

«Για να δει ο Πρίγκιπας τι μπορείς να κάνεις.»

«Ας είναι…» είπε το αυτοκίνητο· και στράφηκε, βαδίζοντας γρήγορα–

Εξαφανίστηκε.

Ο Καρτάφες’νορ γέλασε. «Απίστευτη, δεν είναι;»

«Πού πήγε;» ρώτησε ο Νοσνάλτος.

«Νυχτερινή,» φώναξε ο Δαίδαλος, «πού είσαι;»

«Εδώ, Πατέρα!»

Ένας φρουρός αναπήδησε και στράφηκε, ξαφνιασμένος, για να παρουσιαστεί η Νυχτερινή από πίσω του, ξεπροβάλλοντας μέσα από το σκοτάδι – μια σκιά ανάμεσα στις σκιές.

«Καταλαβαίνω τη χρησιμότητά της,» είπε ο Νοσνάλτος.

«Ελπίζω μόνο να μη μας σφάξει στον ύπνο μας, καμια ώρα,» σχολίασε ο Πολ.

Τα μάτια της Νυχτερινής γυάλισαν ενεργειακά μέσα απ’το σκοτάδι.

«Ανάψτε πάλι τα φώτα,» ζήτησε ο Δαίδαλος· κι αυτή τη φορά οι υπηρέτες δεν περίμεναν τη συγκατάθεση του Πρίγκιπά τους για να υπακούσουν.

Η Νυχτερινή στάλθηκε, σύντομα, στο μέτωπο φυσικά, ώστε να βοηθήσει τους πολεμιστές εκεί και να σπείρει τον τρόμο και τον θάνατο ανάμεσα στους Παντοκρατορικούς. Αποδείχτηκε αξιοσημείωτα χρήσιμη για να εισβάλει σε καταυλισμούς και να κάνει δολιοφθορές και δολοφονίες, λίγο προτού οι μαχητές του Κίρτβεχ επιτεθούν μέσα στη νύχτα.

Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας δεν είχαν τίποτα παρόμοιο με τα αυτοκίνητα για να τα αντιμετωπίσουν. Δεν άργησαν, όμως, να καταλάβουν περίπου με τι εχθρό είχαν να κάνουν, και προσπαθούσαν να τα χτυπήσουν με ενεργειακά κανόνια και με βλήματα από γιγάντιες βαλλίστρες και καταπέλτες. Ο Πάνοπλος δέχτηκε, σε μια σύγκρουση στα βουνά της Ουράς, μια ενεργειακή ριπή στο δεξί πόδι και σωριάστηκε, ανίκανος να σηκωθεί. Η Ιπτάμενη και ο Οπλοφόρος ήταν που τον έσωσαν από τους Παντοκρατορικούς, καθώς εκείνοι προσπαθούσαν να συγκεντρωθούν ολόγυρά του για να τον κομματιάσουν με μεγάλες βαλλίστρες, πολιορκητικούς κριούς, και βαριά σφυριά.

Ο τραυματισμένος Πάνοπλος μεταφέρθηκε στην Πριγκιπική, στον Δαίδαλο και τον Καρτάφες’νορ, όταν εκείνοι εργάζονταν για να φτιάξουν ακόμα ένα αυτοκίνητο. Και η Φενίλδα εργαζόταν μαζί τους. Είχε η ίδια προθυμοποιηθεί, θέλοντας να δοκιμάσει τον εαυτό της στη χρήση του Φωτός. Ο Καρτάφες, στην αρχή, την κοίταξε με καχυποψία, και είπε όχι, δεν μπορεί η μάγισσα να ήξερε από τέτοια πράγματα. Ο Δαίδαλος τον διαβεβαίωσε πως δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα με τη Φενίλδα. Θα καταστρέψει το δημιούργημά μας! φώναξε ο Καρτάφες. Μην είσαι ανόητος! Ο Δαίδαλος τού είπε να μην τον τσαντίζει άλλο, και να τον εμπιστευτεί. Με τη Φενίλδα δεν θα έχουμε κανένα απολύτως πρόβλημα, επέμεινε. Αφού σ’το λέω, δεν με πιστεύεις; Και πράγματι, δεν είχαν κανένα πρόβλημα μαζί της. Αποδείχτηκε, μάλιστα, πολύ ικανή στον χειρισμό του Φωτός, κάνοντας τον Καρτάφες να απορήσει πώς μπορεί να συνέβαινε αυτό αφού η ίδια δήλωνε πως δεν ήταν του τάγματος των Πεφωτισμένων. Την κοίταζε παράξενα, και το βλέμμα του όλο συναντούσε εκείνη τη μυστηριώδη γυαλάδα στο αριστερό της μάτι, η οποία ήταν σαν γυάλινο θραύσμα.

Όταν τους έφεραν τον Πάνοπλο δεν είχαν ακόμα τελειώσει με το καινούργιο αυτοκίνητο. Ήταν, περίπου, στη μέση.

Ο Καρτάφες χλόμιασε. «Μεγάλοι Κολοσσοί… Πώς συνέβη αυτό;»

«Ένα ενεργειακό κανόνι με χτύπησε, Αφέντη Καρτάφες,» αποκρίθηκε ο Πάνοπλος, ξαπλωμένος μέσα στο εργαστήριο, εκεί όπου τον είχαν αποθέσει οι στρατιώτες που τον μετέφεραν. Ο Καρτάφες’νορ, η Φενίλδα, και ο Δαίδαλος στέκονταν γύρω του.

«Τι θα κάνουμε γι’αυτό;» ρώτησε ο Πεφωτισμένος τον Δαίδαλο.

«Θα τον επισκευάσουμε. Δεν θα είναι και πολύ δύσκολο· απλά πρέπει να αντικαταστήσουμε κάποια κομμάτια. Ίσως και μερικά κυκλώματα.» Και προς το αυτοκίνητο: «Πονάς, Πάνοπλε;»

«Ναι, Δαίδαλε.»

«Θα σε απενεργοποιήσω, λοιπόν, κι όταν είσαι έτοιμος θα σε ενεργοποιήσω πάλι. Καλώς;»

«Μάλιστα, Δαίδαλε.»

Ο Δαίδαλος, χρησιμοποιώντας ένα ειδικό εργαλείο, άνοιξε το στήθος του Πάνοπλου και αποσύνδεσε το κυκλοειδές εντός του. Το φως στα μάτια του αυτοκινήτου έσβησε.

«Κι αν δεν μπορούμε να τον ξαναξυπνήσουμε;» ρώτησε ο Καρτάφες. Ακουγόταν αδικαιολόγητα ανήσυχος.

«Μη λες ανοησίες,» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος.

Και, αφήνοντας προς το παρόν την κατασκευή του καινούργιου αυτοκίνητου, άρχισαν να δουλεύουν για να επισκευάσουν τον Πάνοπλο. Όταν τελείωσαν μαζί του, μόνο αν κάποιος κοίταζε το πόδι του πολύ προσεχτικά θα μπορούσε να υποθέσει ότι κάποτε είχε χτυπηθεί. Η Φενίλδα όφειλε να ομολογήσει ότι ο Δαίδαλος ήταν τελειομανής σ’αυτά τα πράγματα – και γρήγορος, επίσης.

«Να τον ενεργοποιήσω εγώ;» τον ρώτησε.

«Αν θέλεις.»

«Μια στιγμή!» πετάχτηκε ο Καρτάφες.

Ο Δαίδαλος τον αγριοκοίταξε. «Τι;»

«Μη γίνει κανένα λάθος…»

«Δε θα γίνει λάθος,» του είπε ο Δαίδαλος. «Δεν μπορεί να γίνει. Όχι καταστροφικό λάθος, τουλάχιστον. Το πολύ-πολύ να μην τον ενεργοποιήσει και να τον ενεργοποιήσω εγώ.»

Ο Καρτάφες σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του, μοιάζοντας ακόμα νάχει τις αμφιβολίες του. «Έστω.»

Η Φενίλδα άνοιξε το στήθος του Πάνοπλου και συνέδεσε το κυκλοειδές όπως της είχε δείξει ο Δαίδαλος.

Τα μάτια του αυτοκινήτου φώτισαν και πάλι, και η φωνή του ακούστηκε: «Φενίλδα… Πόσος καιρός πέρασε;»

Η μάγισσα έκλεισε το στήθος του. «Όχι πολύς,» είπε χαμογελώντας, ευχαριστημένη με τον εαυτό της. Έστρωσε τα γυαλιά της καθώς σηκωνόταν όρθια. «Πώς αισθάνεσαι, Πάνοπλε;»

Ο Πάνοπλος ανασηκώθηκε πάνω στο πάτωμα. «Δεν πονάω πια.» Ανοιγόκλεισε το γόνατό του. «Και το πόδι μου είναι εντάξει.»

«Ορίστε,» είπε ο Δαίδαλος στον Καρτάφες. «Αίσιο τέλος, αγαπητέ.»

«Είχα ποτέ καμία αμφιβολία;»

Ο Πάνοπλος σηκώθηκε όρθιος. Το ταβάνι του εργαστηρίου ήταν αρκετά ψηλό ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να κοπανήσει εκεί το κεφάλι του.

210.

Οι Παντοκρατορικοί κατέκτησαν την Τάρνελβακ. Χτυπώντας την από κάθε μεριά, καθώς και από τους ποταμούς, τελικά πέρασαν τα τείχη της και, ύστερα από σκληρές οδομαχίες, έδιωξαν τους πολεμιστές του Χαύδοραλ από μέσα (και τους πολεμιστές του Νέλερβικ και του Τάσβεραλ, που ήταν εκεί για να βοηθήσουν). Έκαναν την Τάρνελβακ δική τους, Παντοκρατορικό έδαφος, χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν η πόλη τώρα ανήκε – ή θα ανήκε μελλοντικά – στο Κάνρελ ή στο Σάνκριλαμ. Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας άρχισαν να τη χρησιμοποιούν ως βάση για τις επιθέσεις τους κατά των ανατολικών πριγκιπάτων της Βίηλ.

Όμως τώρα και τα ανατολικά πριγκιπάτα τούς επιτίθονταν, από στεριά και θάλασσα, από τους ποταμούς και από τον αέρα. Κι αυτό τούς δημιουργούσε πρόβλημα, καθώς τον τελευταίο καιρό και το Κίρτβεχ είχε ξεσηκωθεί, κι επίσης επιτιθόταν. Το Κάνρελ χτυπιόταν από ανατολή και δύση, και ήταν πολύ πιεσμένο. Το Σάνκριλαμ δεν βρισκόταν το ίδιο απειλημένο, όμως το Έλρηνεχ τού ζητούσε βοήθεια. Και ακόμα και στη Βίηλ ο στρατός της Παντοκράτειρας δεν ήταν άπειρος. Δεν μπορούσε να γίνει χίλια κομμάτια και να εξακολουθεί να είναι αποτελεσματικός. Κι όταν έπαιρνε μαχητές από μια μεριά, αυτό σήμαινε πως εκείνη η μεριά αποδυναμωνόταν. Μεγάλο το δίλημμα, επομένως, όταν κανείς δέχεται επίθεση απ’όλες τις μεριές.

Παρότι οι Παντοκρατορικοί είχαν πορθήσει την Τάρνελβακ, άρχισαν να χάνουν έδαφος στο Σάνκριλαμ και να ηττούνται στις ναυμαχίες που γίνονταν στις ανατολικές ακτές του Κάνρελ. Οι επαναστάτες – μια ονομασία που πλέον ταίριαζε σε όλους τους κατοίκους των πριγκιπάτων Νέλερβικ, Χαύδοραλ, και Τάσβεραλ – τοποθετούσαν στρατό στις κατακτημένες περιοχές δυτικά του ποταμού Κάνιλρεχ, καθώς και στις ακτές του Κάνρελ, και ετοιμάζονταν για να πάνε ακόμα πιο βαθιά μέσα στα μέρη των Παντοκρατορικών, εξωθώντας τους από τη μια πόλη κατόπιν της άλλης. Στις επιτυχίες τους αυτές τούς βοήθησαν, ασφαλώς, πάρα πολύ η Ανταρλίδα κι η Αλιζέτ, με δολιοφθορές, κατασκοπευτικές ενέργειες, και δολοφονίες. Έγιναν ηρωίδες στα μάτια τους, με μυθικές δυνάμεις πολλές φορές. Ορισμένοι έλεγαν ότι είχαν την άμεση βοήθεια των Οδηγών· άλλοι ότι είχαν πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών εντός τους (ειδικά η Αλιζέτ, επέμεναν, ήταν παιδί των Κολοσσών αναμφίβολα)· κάποιοι, πάλι, ψιθύριζαν ότι ίσως να είχαν κάνει συμφωνία με Δαιμόνια μέσα στα μεσάνυχτα.

Η Ανταρλίδα βρισκόταν στη Σάνιθλεκ όταν έμαθε ότι ο Τζακ’μορ Πολύχρωμος είχε ξυπνήσει.

Οι επαναστάτες είχαν πάρει τη Σάνιθλεκ – μια συνοριακή πόλη του Σάνκριλαμ, στις όχθες του Κάνιλρεχ – με τη βοήθεια της Ανταρλίδας και της Αλιζέτ πριν από μερικές ημέρες, αναγκάζοντας τους Παντοκρατορικούς να υποχωρήσουν πιο δυτικά μέσα στο Πριγκιπάτο. Στα βορειοδυτικά της Σάνιθλεκ υπήρχαν δύο βιομηχανίες – μία που έφτιαχνε όπλα και μία που έφτιαχνε τροχούς για οχήματα – και τώρα κι αυτές είχαν περιέλθει στα χέρια των επαναστατών, αφού, με την υποχώρηση των Παντοκρατορικών στρατευμάτων από την περιοχή, δεν υπήρχε κανένας για να τους εμποδίσει. Οι επαναστάτες, όμως, δήλωσαν στους ιδιοκτήτες των βιομηχανιών ότι δεν είχαν καμια πρόθεση να τους βλάψουν – ούτε αυτούς ούτε τις επιχειρήσεις τους. Ο πόλεμός μας είναι με την Παντοκράτειρα, όχι με τους ανθρώπους της Βίηλ, τόνισε ο Άτβος, όταν ήρθε για να τους μιλήσει. Και τους έδωσε ένα έγγραφο γραμμένο ιδιοχείρως από την Πριγκίπισσα Βασνίτα του Νέλερβικ το οποίο τους διαβεβαίωνε για τις καλές προθέσεις των επαναστατών. Το μοναδικό αίτημα της Επανάστασης ήταν οι βιομήχανοι να αυξήσουν τους μισθούς των εργατών, αφού τώρα δεν θα χρειαζόταν να πληρώνουν τους επιπρόσθετους φόρους της Παντοκράτειρας. Κανένας δεν έφερε αντίρρηση.

«Μήνυμα για εσάς, Αρχόντισσά μου,» είπε ο μαντατοφόρος στην Ανταρλίδα καθώς έτεινε μια τυλιγμένη επιστολή προς το μέρος της.

Η Μαύρη Δράκαινα τούς είχε τονίσει επανειλημμένως ότι δεν ήταν αρχόντισσα πουθενά στο Γνωστό Σύμπαν, αλλά δεν την άκουγαν. «Σ’ευχαριστώ,» είπε στον άντρα, παίρνοντας την επιστολή. «Ξεκουράσου αν θέλεις. Φάε τίποτα.» Στέκονταν στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου της Σάνιθλεκ, με ελάχιστους άλλους παρόντες.

«Ευχαριστώ, Αρχόντισσά μου, μα πρέπει να φύγω αμέσως. Διαταγές της Πριγκίπισσας Βασνίτα.»

«Όπως θέλεις.»

Ο μαντατοφόρος υποκλίθηκε κομψά και αποχώρησε από την αίθουσα, με τα μποτοφορεμένα πόδια του ν’αντηχούν στο πέτρινο πάτωμα.

Η Ανταρλίδα έσπασε τη σφραγίδα και διάβασε την επιστολή της Βασνίτα.

 

ΠΡΟΣ ΑΝΤΑΡΛΙΔΑ ΤΑΡΦΑΝΗ

 

Ανταρλίδα,

Το ενεργειακό κουκούλι γύρω από τον Τζακ’μορ Πολύχρωμο διαλύθηκε, κι αυτός έχει ξυπνήσει και είναι ζωντανός, μην έχοντας ούτε μια γρατσουνιά επάνω του. Μάλιστα, φαίνεται σαν αναζωογονημένος ύστερα από έναν πολύ καλό ύπνο.

Το αξιοσημείωτο, όμως, είναι ότι μιλάει για τον Τάμπριελ. Επιμένει πως είναι ζωντανός και πως ξέρει πού να πάει για να τον βρει. Ισχυρίζεται ότι η ενεργειακή οντότητα εντός του τον ωθεί προς τα εκεί, επειδή η ίδια επιθυμεί να συναντήσει τον Τάμπριελ.

Δεν ξέρω αν όλα αυτά αληθεύουν, Ανταρλίδα (αν και οι μάγοι μού λένε πως, όντως, υπάρχει μια ενεργειακή οντότητα μέσα στον Τζακ), όμως υπέθεσα ότι θα ήθελες να τα πληροφορηθείς.

 

Βασνίτα Κάλνεραχ,

Πριγκίπισσα του Νέλερβικ,

Μεγαλοκυρά της Κοιλάδας των Ποταμών

 

Η Ανταρλίδα τύλιξε το χαρτί μέσα στα χέρια της νιώθοντας την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Ο Τάμπριελ!… Ξέρει πού να πάει για να βρει τον Τάμπριελ!… Αλλά… πώς; Ο Τάμπριελ ήταν νεκρός. Το πτώμα του είχε καεί μπροστά στα μάτια της. –Κόλπο πρέπει να ήταν. Ο Τζακ προσπαθούσε να τους παίξει κάποιο άσχημο παιχνίδι.

Ωστόσο… αυτή η οντότητα τον είχε αναστήσει – ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε. Κι αν τώρα η οντότητα ήταν που ζητούσε να βρει τον Τάμπριελ….

Μα – το σώμα του. Δεν υπάρχει το σώμα του!

Η Ανταρλίδα κάθισε σε μια καρέκλα, ζαλισμένη. Τι πρέπει να κάνω, τώρα; Τι;… Μπορούσε να αγνοήσει αυτό που έλεγε ο Τζακ; Όχι. Θα του μιλούσε. Αν μη τι άλλο, θα του μιλούσε.

Σηκώθηκε και πήγε να βρει την Αλιζέτ.

Η Σκοτεινή Βασίλισσα έπαιρνε το μεσημεριανό της στην τραπεζαρία του κάστρου, κοντά στον Όρνιφιμ και άλλους πολεμιστές.

«Πρέπει να σου μιλήσω,» της είπε η Ανταρλίδα. «Και σ’εσένα,» πρόσθεσε κοιτάζοντας τον Ιεράρχη.

«Συνέβη κάτι;» ρώτησε εκείνος, συνοφρυωμένος.

«Ναι. Στη Νέλερβικ.» Ο Αρκαλόν δεν ήταν τώρα εκεί, ώστε ο Όρνιφιμ να ξέρει αυτομάτως τι είχε γίνει· βρισκόταν αυτό τον καιρό στο Χαύδοραλ. «Μέσα στο κάστρο της Νέλερβικ.»

Η Αλιζέτ σηκώθηκε από την καρέκλα της, το ίδιο κι ο Όρνιφιμ, και ακολούθησαν την Ανταρλίδα σε μια γωνία της τραπεζαρίας. Κάθισαν εκεί και η Ανταρλίδα τούς έδωσε να δουν την επιστολή της Βασνίτα.

Η όψη της Αλιζέτ σκοτείνιασε. «Κόλπο είναι. Για να δραπετεύσει.»

«Κι αν δεν είναι;» είπε η Ανταρλίδα.

«Πώς μπορεί να μην είναι; Ο Τάμπριελ σκοτώθηκε, Ανταρλίδα. Ούτε το σώμα του δεν υπάρχει πια–»

«Λες να μην το ξέρω; Αυτή η οντότητα, όμως, υποτίθεται πως ανέστησε τον Τζακ!»

«Ο Τζακ είχε, τουλάχιστον, το σώμα του! Από τον Τάμπριελ μονάχα κόκαλα έχουμε πλέον. Δεν είναι δυνατόν να μην είναι κόλπο· μην είσαι ανόητη!»

«Δε μπορούμε, όμως, να το αγνοήσουμε έτσι εύκολα, Αλιζέτ.» Ήταν ο Όρνιφιμ που μίλησε. «Πρόκειται για τον Μεγάλο Προφήτη της Νόρχακ, όχι για κάποιο τυχαίο πρόσωπο. Πρόκειται, επίσης, για τη μοίρα του Μεγάλου Ιεράρχη, ο οποίος τώρα βρίσκεται αποκομμένος από εμάς, κλεισμένος μέσα στη σφαίρα ενός ραβδιού.»

«Μάλιστα,» είπε η Αλιζέτ, επιστρέφοντας το μήνυμα στην Ανταρλίδα. «Θα πάτε και θα την κάνετε την ανοησία, δηλαδή.»

«Δε θα τον αφήσουμε να ξεφύγει,» της είπε η Ανταρλίδα. «Μπορείς να έρθεις μαζί μας για να βεβαιωθείς.» Μια πρόκληση για τη Σκοτεινή Βασίλισσα.

«Θα ερχόμουν ούτως ή άλλως. Αλλά δεν πιστεύω ότι είναι δυνατόν να γνωρίζει πού βρίσκεται ο Τάμπριελ, γιατί ο Τάμπριελ δεν υπάρχει πλέον.»

211.

Το επόμενο – και το τελευταίο, όπως δήλωσε ο Δαίδαλος – αυτοκίνητο που έφτιαξαν το ονόμασαν Κατακρημνιστή. Ήταν δύο φορές ψηλότερο από έναν ψηλό άντρα και πολύ πιο πλατύ στο στήθος και στους ώμους. Είχε πόδια και χέρια χοντρά σαν κορμούς δέντρων, και το κεφάλι του θύμιζε κεφάλι κριαριού με τα κέρατα που διέθετε. Οι γροθιές του ήταν σαν πολεμικές σφύρες. Στην πλάτη του προσαρμοζόταν μια εστία – κανονική, όχι κυκλοειδές (το κυκλοειδές ήταν, ως συνήθως, κρυμμένο στο στήθος του) – και ο Κατακρημνιστής είχε τη δυνατότητα να αντλεί ενέργεια από αυτήν για να αυξάνει υπερφυσικά την ταχύτητά του.

Ο Δαίδαλος, η Φενίλδα, και ο Καρτάφες’νορ έκαναν μια επίδειξη των δυνατοτήτων του στον Πρίγκιπα Νοσνάλτος σ’έναν ανοιχτό χώρο της Πριγκιπικής όπου οι υπηρέτες είχαν, αποβραδίς, χτίσει ένα πρόχειρο τείχος. Ωστόσο, δεν ήταν τόσο πρόχειρο ώστε να μπορεί κάποιος να το ρίξει με μια σπρωξιά· χρειαζόταν πολιορκητική μηχανή για να το γκρεμίσεις.

«Φαίνεται γεροδεμένος ο φίλος σας,» παρατήρησε ο Νοσνάλτος, καθώς πλησίαζε τους τρεις μάγους μαζί με τη σύζυγό του, την Ελνέσσα, και τα δύο παιδιά του, τον Βανθάρος και την Αλρίτα, τα οποία ήταν μικρά. Κάτω από δέκα χρονών, υπολόγιζε τον Βανθάρος η Φενίλδα, και γύρω στα πέντε την Αλρίτα.

«Είναι περισσότερο από ‘γεροδεμένος’, Υψηλότατε,» γέλασε ο Καρτάφες.

«Για να δείχνεις τόσο ευχαριστημένος, κάτι θα ξέρεις,» αποκρίθηκε ο Νοσνάλτος. «Θα δούμε, λοιπόν, τι μπορεί να κάνει;»

«Φυσικά,» είπε ο Δαίδαλος. Και στράφηκε στον Κατακρημνιστή, λέγοντάς του: «Βλέπεις εκείνο το τείχος; Θέλω να ενεργοποιήσεις την ταχύτητά σου και να το γκρεμίσεις.»

Το αυτοκίνητο το κοίταξε υπολογιστικά. «Ίσως να μπορούσα και χωρίς αυξημένη ταχύτητα, Δαίδαλε…» Η φωνή του ήταν βαριά, σαν πελώρια μέταλλα που τρίβονται το ένα πάνω στο άλλο.

«Δεν πειράζει· χρησιμοποίησέ την, για να σε δει ο Πρίγκιπας.»

«Ό,τι θέλεις εσύ, Δαίδαλε.»

Το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε λιγάκι, με τα πόδια του να πατάνε βαριά πάνω στο χορτάρι, τσακίζοντάς το κι αφήνοντας ένα ευδιάκριτο μονοπάτι πίσω του. Ο Κατακρημνιστής στάθηκε ακίνητος και τα μάτια του φώτισαν δυνατά, σαν το φως μέσα στο κρανίο του να είχε ξαφνικά ενταθεί. Ύστερα, άρχισε να τρέχει, με το κερασφόρο του κεφάλι κατεβασμένο και τα μεταλλικά πέλματά του να βροντάνε μέσα στο πρωινό. Η Φενίλδα μπορούσε να αισθανθεί κραδασμούς από κάτω της.

Και η ταχύτητα του Κατακρημνιστή, απότομα, αυξήθηκε. Τα πόδια του φάνηκαν να κινούνται απίστευτα γρήγορα, η μορφή του θόλωσε. Έπεσε πάνω στο τείχος, και το τείχος κομματιάστηκε σαν να ήταν φτιαγμένο από άμμο.

Ο Βανθάρος και η Αλρίτα έβγαλαν ενθουσιώδεις φωνές.

«Είναι δυνατός, δεν είναι;» τους είπε ο Καρτάφες, χαμογελώντας.

«Τρομαχτικό μηχάνημα,» παρατήρησε η Ελνέσσα, καθώς ο Κατακρημνιστής ελάττωνε την ταχύτητά του και σταματούσε.

Ο Δαίδαλος είπε: «Όπως βλέπετε, Υψηλότατε, θα μας φανεί πολύ χρήσιμος εναντίον οχυρωματικών έργων του εχθρού.»

Ο Νοσνάλτος ένευσε. «Είναι καταφανές.»

«Αυτό το τείχος που γκρέμισε δεν ήταν τίποτα,» τόνισε ο Καρτάφες. «Μπορεί να γκρεμίσει τείχη κάστρου, αν χρειαστεί!»

«Δεν το αμφιβάλλω,» αποκρίθηκε ο Πρίγκιπας.

Ο Κατακρημνιστής φάνηκε, τότε, να σκύβει και να παίρνει κάτι από το έδαφος. Βαδίζοντας βαριά ήρθε προς το μέρος τους χωρίς να βιάζεται. Στο χέρι του βαστούσε ένα μεγάλο, όμορφο λουλούδι. Το οποίο έτεινε προς τη Φενίλδα.

«Για μένα;» είπε εκείνη, χαμογελώντας ξαφνιασμένη.

«Ναι, Αρχόντισσά μου.» Τα μάτια του Κατακρημνιστή αναβόσβησαν καθώς ήταν στραμμένα επάνω της.

«Ευχαριστώ.» Η Φενίλδα πήρε το λουλούδι και το μύρισε.

Ο Νοσνάλτος ρώτησε τον Δαίδαλο: «Είναι… είναι αυτό φυσιολογικό, μάγε;» Έμοιαζε απορημένος. Τελείως μα τελείως απορημένος.

«Γιατί όχι;» αποκρίθηκε ο Δαίδαλος.

212.

Ερχόταν και τους επισκεπτόταν κατά περιόδους. Άλλοτε ήταν περισσότερο ομιλητικός, άλλοτε λιγότερο. Όμως αυτή τη φορά έμοιαζε πολύ, πολύ κουρασμένος. Σχεδόν σαν πτώμα που περπατούσε. Τους χαιρέτησε, και αντάλλαξε μερικές κουβέντες μαζί τους. Φορούσε μια μάσκα στο πρόσωπό του, για να μην τους προσβάλλει, αν και τον είχαν δει και χωρίς μάσκα σε ορισμένες περιπτώσεις. Η όψη του, τότε, δεν ήταν πάντοτε ίδια· αλλά όταν φορούσε μάσκα όλοι τους αμέσως τον αναγνώριζαν.

Είχαν ένα δωμάτιο αποκλειστικά γι’αυτόν στο σπίτι τους, επιπλωμένο όπως όφειλε, ζεστό φυσικά εδώ όπου βρίσκονταν, και με φως να έρχεται από τους ειδικούς αγωγούς στους τοίχους. Το διατηρούσαν τούτο το δωμάτιο για εκείνον, ακόμα κι όταν έλειπε. Τώρα, αφού τους χαιρέτησε και τους ρώτησε πώς ήταν τα πράγματα στη διάστασή τους, τους είπε ότι χρειαζόταν ανάπαυση και πήγε στο δωμάτιο για να ξεκουραστεί.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι και κοιμήθηκε, ενώ γύρω του το φως έτρωγε τις σκιές γλιστρώντας μέσα από τους αγωγούς.

Όταν ξύπνησε είχε την αίσθηση ότι ζούσε ακόμα μέσα σ’ένα όνειρο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ονειρευόταν, όμως τούτο το όνειρο ήταν ιδιαίτερα έντονο, και το είχε ξαναδεί. Κοιτάζοντας την όψη του στον καθρέφτη του δωματίου νόμιζε πως θα έβλεπε το πρόσωπο εκείνου του άλλου ανθρώπου, μα ατένισε μονάχα το δικό του πρόσωπο.

Αναστέναξε. Το όνειρο είχε μείνει ατελείωτο…

Η κούρασή του τον έκανε να ξαναπέσει για ύπνο, αφότου είχε κοιταχτεί στον καθρέφτη.

Κάποια στιγμή, ξύπνησε. Και είχε ξεχάσει τον λόγο για τον οποίο βρισκόταν εδώ. Είχε μπερδέψει ποιος ήταν. Εικόνες κι αισθήσεις από μια άλλη ζωή γέμιζαν το κεφάλι του. Βάδισε μέσα στο λαβυρινθώδες σπίτι τους, ρωτώντας τους οικοδεσπότες ποιος ήταν. Τι τους είχε πει για τον εαυτό του; Τους είχε πει το όνομά του; Εκείνοι έδειχναν παραξενεμένοι από τις ερωτήσεις του. Τα μασκοφόρα πρόσωπά τους απέφευγαν το πρόσωπό του. Κουκουλοφόρα κεφάλια στρέφονταν από την άλλη. Φιγούρες γλιστρούσαν μέσα στις σκιές και έξω απ’τις σκιές. Πόρτες άνοιγαν και έκλειναν.

Ποτέ ξανά δεν μας έκανες τέτοιες ερωτήσεις, Άρχοντα, του είπαν. Αυτό είναι παράλογο… Παράλογο…

Με συγχωρείτε. Έχω ξεχάσει τους τρόπους μου, τους αποκρίθηκε, και κάθισε να σκεφτεί. Επάνω σε μια πέτρινη πεζούλα. Κοντά σε μια μεγάλη, μεταλλική πόρτα, κλειστή με αμπάρα, πίσω από την οποία ήταν κρυμμένο το Φως.

Αναμνήσεις:

 

ένα ταξίδι ανάμεσα στις διαστάσεις

ένας κόσμος

ξεχασμένος από το υπόλοιπο σύμπαν

αναμνήσεις μέσα από τις αναμνήσεις

μια γυναίκα που η εμφάνισή της αλλάζει

αλλά όχι και η μορφή της

συναναστροφή με μια αρχαία θεά

κρυμμένη πίσω από έναν χορό

ένας άντρας με σπαθί, τυλιγμένος από μια ενεργειακή αύρα

όραση πέρα από την όραση των δύο ματιών

μια ολόλευκη, ξανθιά γυναίκα

εικόνες μέσα από ένα σκοτεινό σύμπαν

πόλεμος και καταστροφή

μια ολοπόρφυρη σφαίρα

που μια μορφή στριφογυρίζει εντός της

 

Σηκώθηκε, τελικά, από την πέτρινη πεζούλα και βάδισε πάλι μέσα στο λαβυρινθώδες σπίτι. Είπε στους οικοδεσπότες του ότι αισθανόταν καλύτερα τώρα, κι έδειξαν ευχαριστημένοι από αυτό. Συζήτησαν μαζί του για διάφορα θέματα, όπως είχαν συζητήσει κι άλλες φορές παλιότερα. Εξακολουθούσε, όμως, να νιώθει εξαντλημένος, κι επέστρεψε στο δωμάτιό του για να κοιμηθεί.

Όταν ξύπνησε, τα πράγματα είχαν αρχίσει να ξεκαθαρίζουν.

213.

Η Βασνίτα είχε τρομάξει μ’αυτόν τον άνθρωπο. Ή μάλλον, όχι ακριβώς τρομάξει. Δε νόμιζε ότι πραγματικά τον φοβόταν – αυτόν τον ίδιο, ή εκείνο που του συνέβαινε. Της προκαλούσε ένα κάποιο δέος, όμως, όφειλε να παραδεχτεί. Ήταν κλεισμένος τόσο καιρό μέσα σ’αυτό το ενεργειακό κουκούλι – δυο μήνες σχεδόν – χωρίς ούτε να τρώει ούτε να πίνει. Και μετά, οι φρουροί του κελιού του της είχαν αναφέρει ότι μια μέρα τον άκουσαν να λέει από μέσα: «Πού βρίσκομαι; Πού με έχετε;» Στράφηκαν, τότε, να τον κοιτάξουν και είδαν ότι δεν υπήρχε πλέον το κουκούλι, κι ο Τζακ’μορ Πολύχρωμος ήταν όρθιος. Αμέσως άνοιξαν τον τηλεπικοινωνιακό πομπό τους και ειδοποίησαν την Πριγκίπισσα.

Η Βασνίτα κατέβηκε στα μπουντρούμια, μαζί μ’έναν μάγο και με τον Νολτράκος και τον Ραφέλνες στο πλευρό της, και μίλησε στον πράκτορα της Παντοκράτειρας. Του είπε πού βρισκόταν, και του είπε επίσης ότι τόσο καιρό ήταν τυλιγμένος από ενέργεια.

«Πώς είναι δυνατόν να είσαι ακόμα ζωντανός;» τον ρώτησε.

«Δε μπορώ να πεθάνω έτσι,» ήταν η μόνη απάντηση που της έδωσε, και της είπε ότι έπρεπε να δει τον Τάμπριελ. Η οντότητα μέσα του ζητούσε να έρθει σε επαφή με τον Τάμπριελ. Ήταν πολύ σημαντικό.

«Ο Τάμπριελ είναι νεκρός,» του είπε η Βασνίτα. «Εσύ τον σκότωσες.»

«Δεν είναι νεκρός,» επέμεινε ο Τζακ.

«Πριν από κανένα μήνα τον κηδέψαμε. Κάψαμε το πτώμα του.»

«Είναι ζωντανός.» Τα μάτια του πράκτορα δεν είχαν ούτε για μια στιγμή φανερώσει αμφιβολία. «Και η οντότητα μέσα μου μπορεί να με οδηγήσει σ’αυτόν.»

Ο άνθρωπος ή ήταν τρελός ή κάτι πολύ, πολύ παράξενο συνέβαινε. Οπότε η Βασνίτα το είχε θεωρήσει πιο ασφαλές να μην κάνει τίποτα μαζί του. Τον είχε αφήσει στα μπουντρούμια, φυλακισμένο, και είχε στείλει επιστολή στην Ανταρλίδα, που, σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες της, βρισκόταν στην πρόσφατα κατακτημένη Σάνιθλεκ.

Αν ο Αρκαλόν ήταν εδώ, θα μπορούσε να ειδοποιήσει την Ανταρλίδα αμέσως, μέσω αυτού και του Όρνιφιμ. Αλλά δεν ήταν εδώ· είχε πάει νότια, στο Πριγκιπάτο Χαύδοραλ, γιατί εκεί υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη για τις ικανότητές του. Εκείνος και η Ράιλμεχ βρίσκονταν σε διαφορετικά σημεία του Χαύδοραλ και επικοινωνούσαν για να συντονίζουν καλύτερα τις ενέργειες των πολεμιστών του Πριγκιπάτου εναντίον των Παντοκρατορικών.

Η Βασνίτα θα προτιμούσε ο Αρκαλόν να ήταν στη Νέλερβικ· τον είχε πια συνηθίσει κοντά της· όμως καταλάβαινε γιατί η παρουσία του στο Χαύδοραλ ήταν πολύ πιο χρήσιμη. Η ίδια τον είχε προτρέψει να πάει εκεί.

Και τούτες τις μέρες, η Βασνίτα καθόταν κι έγραφε το καινούργιο της βιβλίο όταν δεν έπρεπε να παίρνει αποφάσεις σχετικά με τον πόλεμο. Ευτυχώς, ο νυν Στρατηγός του Πριγκιπάτου της, ο Νίλφες Βάθμακ, είχε αποδειχτεί σχεδόν τόσο καλός όσο ο προηγούμενος, ο θείος του, Ναλφίρες Βάθμακ· πράγμα που σήμαινε ότι η Βασνίτα, γενικά, δεν χρειαζόταν να παίρνει και πολλές αποφάσεις για τον πόλεμο. Και καλύτερα, διότι δεν θεωρούσε τον εαυτό της ειδικό σε τέτοια θέματα. Παρά μονάχα από φιλοσοφικής άποψης, ίσως. Αλλά μια πριγκίπισσα, βέβαια, δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνη της· γι’αυτό χρειάζεται ικανούς ανθρώπους κοντά της.

Στο μεταξύ, το ερωτικό της ενδιαφέρον για τον Ραφέλνες είχε αναζωπυρωθεί και πάλι, ύστερα από μια (αρκετά έντονη, ομολογουμένως) κουβέντα τους σχετικά με την Αλιζέτ Βάθμακ και την εκδίκηση που η Βασνίτα είχε στερήσει στον Ραφέλνες, όπως ο ίδιος νόμιζε. Στην αρχή αυτής της κουβέντας ο Ιερός Μαχητής των Οστών ήταν εξοργισμένος με τη Βασνίτα: φώναζε· κλοτσούσε και χτυπούσε τα έπιπλα, ανατρέποντάς τα· την απειλούσε· ορκιζόταν ότι θα έβρισκε την Ανδρομάχη Χρυσόπτερη ακόμα κι αν αυτή η δαιμονισμένη είχε πάει να κρυφτεί μέσα στην ίδια τη Χαωδία. Η Βασνίτα καθόταν υπομονετικά και τον άκουγε, βέβαιη ότι δεν θα τη χτυπούσε. Είχε προστάξει τους φρουρούς της να φύγουν, όταν εκείνοι είχαν έρθει ρωτώντας μήπως η Υψηλοτάτη χρειαζόταν την προστασία τους. Στο τέλος, ο Ραφέλνες είχε βρεθεί στην αγκαλιά της, εξουθενωμένος, με το κεφάλι του ακουμπισμένο στον ώμο της, μοιάζοντας ότι θα μπορούσε να κλάψει αν θυμόταν πώς. Υπήρχε η φήμη ότι οι Ιεροί Μαχητές των Οστών δεν μπορούσαν να κλάψουν, και η Βασνίτα, πράγματι, ποτέ δεν είχε δει δάκρυα στα μάτια κανενός από αυτούς. Εκείνη τη στιγμή, αισθανόταν αμήχανα έχοντας όλα αυτά τα ιερά οστά μέσα στην αγκαλιά της, προσπαθώντας να χαϊδέψει το σώμα που κρυβόταν από κάτω τους.

«Το παιδί μας ρωτά πού είναι η μητέρα του, Βασνίτα. Τι να του απαντήσω;» Ο Ραφέλνες αναφερόταν στον γιο του, ο οποίος είχε γεννηθεί πέρσι.

«Πες του ότι έχει πάει ένα μακρινό ταξίδι, για να πολεμήσει τους εχθρούς μας, επειδή πάντοτε ήταν πολύ γενναία γυναίκα,» αποκρίθηκε η Πριγκίπισσα.

Και το βράδυ φιλοξένησε τον Ραφέλνες στην κρεβατοκάμαρά της. Καβάλησε τα κόκαλά του, όπως έλεγε αστειευόμενη με την Αλιζέτ Βάθμακ, όταν εκείνη ήταν ακόμα ζωντανή και είχαν, μια καλοκαιρινή νύχτα, μοιραστεί τον σύζυγό της στο κρεβάτι.

Η Ανταρλίδα ήρθε στο κάστρο της Νέλερβικ πολύ σύντομα αφότου η Βασνίτα τής έστειλε εκείνη την επιστολή για να την πληροφορήσει για την κατάσταση του Τζακ’μορ Πολύχρωμου, και μαζί της ήταν η Αλιζέτ και ο Όρνιφιμ.

Συνάντησαν την Πριγκίπισσα στην Αίθουσα του Θρόνου, καθώς τύχαινε να βρίσκεται εκεί αυτή την ώρα.

«Πού είναι;» ρώτησε αμέσως η Ανταρλίδα. «Πού τον έχεις;» Δεν υπήρχε αμφιβολία σε ποιον αναφερόταν.

«Στα μπουντρούμια,» αποκρίθηκε η Βασνίτα. «Τρώει για δύο και ζητά κι άλλο φαγητό.»

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»

«Ότι έχει όρεξη. Περίεργα πολλή όρεξη. Ίσως να πείνασε ύστερα από δύο μήνες νηστικός.»

«Κι εσύ τον ταΐζεις; Αυτός ο άνθρωπος δολοφόνησε τον Τάμπριελ!» φώναξε η Ανταρλίδα.

«Τι να κάνω; Να τον αφήσω να ψοφήσει της πείνας;» είπε η Βασνίτα, ήρεμα.

«Θέλω να τον δω.»

«Φυσικά. Θα πάμε, τώρα.»

Κατέβηκαν στα μπουντρούμια, η Βασνίτα, η Ανταρλίδα, η Αλιζέτ, ο Όρνιφιμ, ο Νολτράκος, και μερικοί φρουροί για παν ενδεχόμενο. Οι δύο φύλακες που στέκονταν έξω απ’το κελί του Τζακ υποκλίθηκαν βλέποντας την Πριγκίπισσα, αποκαλώντας την Υψηλοτάτη.

«Ανοίξτε,» πρόσταξε εκείνη, κι ο ένας από τους δύο άντρες υπάκουσε, περνώντας ένα μεγάλο κλειδί μέσα στην κλειδαριά της σιδερένιας πόρτας και γυρίζοντάς το.

Η Ανταρλίδα μπήκε πρώτη στο κελί, αντικρίζοντας τον Τζακ να σηκώνεται από το αχυρόστρωμά του. Πράγματι, παρατήρησε, όπως έγραψε η Βασνίτα, δεν έχει ούτε αμυχή επάνω του. Το ενεργειακό κουκούλι δεν τον κράτησε μόνο ζωντανό· τον θεράπευσε κιόλας.

«Επιτέλους, κάποιος ήρθε,» είπε ο Τζακ.

Η Ανταρλίδα τράβηξε το σπαθί της. «Είπες στην Πριγκίπισσα ότι ξέρεις πού βρίσκεται ο Τάμπριελ.»

«Και είναι αλήθεια.»

Η Ανταρλίδα έθεσε την αιχμή του ξίφους της μπροστά στο λαιμό του πράκτορα. «Πώς είναι δυνατόν; Ο Τάμπριελ είναι νεκρός. Όλοι το ξέρουμε. Εσύ τον δολοφόνησες!»

«Μπορεί…» αποκρίθηκε ο Τζακ, χαμηλόφωνα. «Όμως,» πρόσθεσε, πιο δυνατά, «τώρα μπορώ να τον βρω. Καθώς πολεμούσα εναντίον του, Μαύρη Δράκαινα, αισθάνθηκα κάτι… μέσα μου… Κάτι μέσα μου ήθελε να έρθει σε επαφή μαζί του. Δεν ήξερα τι ήταν. Τώρα, όμως, ξέρω.»

«Τι είναι;» ρώτησε η Ανταρλίδα, χωρίς να κατεβάσει το σπαθί της. Πλάι της είχε έρθει να σταθεί η Αλιζέτ· η Ανταρλίδα την έβλεπε με την άκρια του ματιού της. Και πίσω της μπορούσε να αισθανθεί τον Όρνιφιμ να στέκεται, τσιτωμένος.

«Κάποτε,» είπε ο Τζακ, «είχα πεθάνει. Σε μια διάσταση είχα σκοτωθεί–»

«Μας το είπε η Ανδρομάχη Χρυσόπτερη,» τον διέκοψε η Αλιζέτ. «Σκοτώθηκες εκεί και αναστήθηκες. Σωστά;»

«Σωστά, αλλά τότε δεν– Πού έχετε την Ανδρομάχη;»

«Πες μας για τον Τάμπριελ,» τον πίεσε η Ανταρλίδα, «κι άσε τις ερωτήσεις.»

Βλέποντας πως κανένας δεν ήταν πρόθυμος να του απαντήσει, ο Τζακ συνέχισε: «Τότε δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Τώρα, όμως, κατάλαβα. Είχε μπει μέσα μου μια ενεργειακή οντότητα. Το όνομά της δεν μπορώ να το προφέρω· είναι πολύ παράξενο. Όμως σ’αυτή την οντότητα οφειλόταν η συνεχής ενέργεια εκείνης της διάστασης. Παλιά, τουλάχιστον. Μετά, τα πράγματα άλλαξαν.

»Ακούστε πώς ήταν– Κατέβασε το σπαθί σου, Ανταρλίδα. Κατέβασέ το.» Άγγιξε τη λεπίδα, ήπια.

Η Ανταρλίδα δίστασε για μια στιγμή· ύστερα, όμως, κατέβασε το ξίφος της, χωρίς να το θηκαρώσει. «Λέγε.»

«Σ’εκείνη τη διάσταση, που ήταν φυλακή πριν από αιώνες, οι δεσμοφύλακες είχαν τοποθετήσει δύο οντότητες οι οποίες ενεργούσαν ως θετικός και αρνητικός πόλος, κι ανάμεσά τους, από την αντίθεση, παραγόταν ενέργεια. Ατελείωτη ενέργεια. Αρκετή για να τροφοδοτεί συνεχόμενα τη διάσταση, χωρίς διακοπές. Αυτές τις οντότητες, εκείνος ο λαός τις είχε ονομάσει ‘Εραστές’. Επομένως, η μία οντότητα ήταν ο ένας Εραστής, και η άλλη ο άλλος Εραστής–»

«Τι σχέση έχουν αυτά με τον Τάμπριελ;» ρώτησε η Ανταρλίδα, αδιαφορώντας για τα παραμύθια του Τζακ και γι’αυτή την κωλοδιάσταση.

«Θα καταλάβεις. Κάποτε, ο ένας από τους δύο Εραστές πέθανε. Δε νομίζω ότι κάποιος τον σκότωσε· απλώς πέθανε. Ίσως να είχε γεράσει· δεν είμαι βέβαιος–»

«Για τα υπόλοιπα πώς είσαι βέβαιος;» τον ρώτησε η Αλιζέτ. «Πώς τα ξέρεις;»

«Μου τα αποκάλυψε η οντότητα εντός μου, μέσα από… όνειρα, θα μπορούσες να πεις. Να συνεχίσω, τώρα;»

«Συνέχισε.»

Ο Τζακ είπε: «Όταν ο ένας Εραστής πέθανε, ο άλλος παραφρόνησε. Είχε τόσα χρόνια συνηθίσει να ζει μαζί του, να έχει διαρκή επαφή… Μια τρελή οργή τον γέμισε, και, χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις του, σκότωσε τους πάντες μέσα στη διάσταση-φυλακή. Ή μάλλον, σχεδόν όλους. Κάποιοι, ελάχιστοι, κατόρθωσαν να ξεφύγουν. Όμως τούτα έγιναν πριν από αιώνες. Δε γνωρίζω πότε ακριβώς. Από τότε, πάντως, ο ένας Εραστής, η μία από τις δύο οντότητες, ζούσε μόνη της στη διάσταση, και δεν μπορούσε να φύγει. Υπήρχε κάτι που την εμπόδιζε. Κάποια μαγγανεία, ίσως, που είχαν υφάνει εκεί οι δεσμοφύλακες από πολύ παλιά, και η οποία δεν είχε ακόμα φθαρεί. Όπως και νάχει, όταν εγώ κι οι σύντροφοί μου πήγαμε να εξερευνήσουμε τη διάσταση, η οντότητα μάς επιτέθηκε για να διασκεδάσει. Στο τέλος, μας σκότωσε όλους. Τότε, όμως, σκέφτηκε ότι ίσως μπορούσε να μας χρησιμοποιήσει για να δραπετεύσει από εκείνο το μέρος. Και ο τελευταίος νεκρός ήμουν εγώ. Η ζωή δεν είχε τελείως εγκαταλείψει το σώμα μου. Έτσι η οντότητα γλίστρησε μέσα μου, και με ανέστησε.»

«Κι εσύ δεν το ήξερες;» ρώτησε η Αλιζέτ.

Ο Τζακ κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Δεν ήμουν βέβαιος τι ακριβώς είχε συμβεί. Όταν επέστρεψα στη Ρελκάμνια όμως…»

«Τι έγινε όταν επέστρεψες στη Ρελκάμνια;» τον πίεσε η Ανταρλίδα.

«Γνωρίζετε για τον Ελκράσ’ναρχ;»

«Ναι,» απάντησε η Ανταρλίδα.

«Ο Ελκράσ’ναρχ με βρήκε στη Ρελκάμνια. Οι πράκτορές του με παρακολουθούσαν. Με φυλάκισαν κάποια στιγμή. Μου έκαναν…» μόρφασε σκεπτικά, «διάφορα πράγματα… Πειράματα, νομίζω. Και μετά με στρατολόγησαν, όπως γίνεται σ’αυτές τις περιπτώσεις. Ή θα με σκότωναν ή θα με στρατολογούσαν. Μέχρι πρότινος πίστευα ότι είχαν ενδιαφερθεί για εμένα απλά και μόνο επειδή είχα πάει σ’εκείνη τη διάσταση. Τώρα, όμως, ξέρω ότι το ενδιαφέρον τους ήταν επειδή έχω την ενεργειακή οντότητα μέσα μου. Ο Ελκράσ’ναρχ πρέπει… Ίσως ο Ελκράσ’ναρχ να γνώριζε κάποτε προσωπικά τους Εραστές. Δεν ξέρω.» Ανασήκωσε τους ώμους.

«Ακόμα δεν καταλαβαίνω πώς όλ’αυτά έχουν σχέση με τον Τάμπριελ,» είπε η Ανταρλίδα.

«Η οντότητα μέσα μου θέλει να έρθει σε επαφή μαζί του. Νομίζει ότι έχει κάποιες απαντήσεις να της δώσει. Όσο μονομαχούσα με τον Τάμπριελ, το αισθανόμουν. Αισθανόμουν κάτι να προσπαθεί να βγει από μέσα μου και να έρθει σε επαφή μαζί του. Είχα πιστέψει ότι ο Τάμπριελ έκανε κάποιο κόλπο για να με ξεγελάσει. Τον σκότωσα προτού επιτευχθεί η επαφή. Μετά, μου επιτεθήκατε εσείς οι δύο. Με τραυματίσατε κι έχασα τις αισθήσεις μου. Και από τότε η οντότητα άρχισε να προσπαθεί να μου μιλήσει. Να μιλήσει στο μυαλό μου. Πράγμα όχι εύκολο. Είμαστε δύο τελείως… ασύμβατοι οργανισμοί, ουσιαστικά.»

«Και πώς μπορείς να βρεις τον Τάμπριελ;» θέλησε να μάθει η Ανταρλίδα.

«Η οντότητα θα μου δείξει. Νιώθω μια έλξη προς αυτόν.»

«Μα… είναι νεκρός. Τον κάψαμε!» Τα λόγια τούτα την έκαναν να νιώθει ένα έντονο σφίξιμο στο στήθος.

Ο Τζακ κούνησε το κεφάλι. «Εγώ διαισθάνομαι την παρουσία του. Και μπορώ να σας οδηγήσω εκεί.»

Η Ανταρλίδα έμεινε σιωπηλή για λίγο· και ούτε κανένας άλλος μίλησε. Τελικά, εκείνη είπε: «Υποθέτοντας ότι – κάπως – για κάποιο μυστηριώδη λόγο – είναι ζωντανός, τι θα κάνεις όταν τον συναντήσεις; Θα προσπαθήσεις πάλι να τον σκοτώσεις;» Το ήξερε ότι ήταν ανόητη ερώτηση. Αν είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό του, θα της το έλεγε;

Ο Τζακ γέλασε. «Δε θα μπορούσα ακόμα κι αν ήθελα.»

Τα μάτια της στένεψαν. «Τι εννοείς;»

«Εγώ και η οντότητα μέσα μου τώρα πλέον έχουμε γίνει ένα, Ανταρλίδα. Το σώμα μου δεν αποτελεί πια απλώς κρυψώνα γι’αυτήν· είναι προέκτασή της. Η θέλησή μας είναι μία.»

«Ας πούμε ότι σε πιστεύω…»

«Ας πούμε ότι δεν σε πιστεύουμε,» τόνισε η Αλιζέτ: «τι σκοπεύεις να κάνεις, τότε;»

«Όσο με έχετε κλεισμένο εδώ μέσα, υπό φρούρηση, δεν μπορώ να κάνω τίποτα,» αποκρίθηκε ο Τζακ. «Θα μπορούσα ν’ανοίξω την κλειδαριά, βέβαια, μ’ένα Ξόρκι Ξεκλειδώματος, αλλά οι φύλακες απέξω θα με έβλεπαν. Οπότε, θα ήταν άσκοπο. Επιπλέον, ούτε εγώ ξέρω πού βρίσκεται ο Τάμπριελ. Και όπου κι αν είναι, θα προτιμούσα να μην πάω να τον βρω μόνος.»

Η Ανταρλίδα έκανε να μιλήσει, όμως η Αλιζέτ την πρόλαβε: «Θα το σκεφτούμε,» είπε.

Η Ανταρλίδα στράφηκε να την κοιτάξει, έτοιμη να διαφωνήσει. Μετά, όμως, ένευσε. Δεν έβλαπτε να συζητήσουν για λίγο αναμεταξύ τους προτού πουν ναι ή όχι στον Τζακ.

Βγήκαν απ’το κελί του, και οι φρουροί το κλείδωσαν.

«Βάλτε και μια αμπάρα,» τους πρόσταξε η Βασνίτα, έχοντας ακούσει ότι ο μάγος μπορούσε να ανοίξει την κλειδαριά αν ήθελε.

 

 

 

 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ Γ’
Ρελκάμνια

 

 

 

 

 

 

 

 

1.

Ανέκριναν διάφορους συνδέσμους, γνωστούς, συγγενείς, και συνεργάτες του Νάρνταλ Φέρενγκοχ, προσπαθώντας να πάρουν κάποια χρήσιμη πληροφορία. Να βρουν κάποιο στοιχείο, όπως έλεγε η Ελίζα, που θα αποτελούσε νήμα το οποίο μπορούσαν να ακολουθήσουν από τη μία άκρη και να φτάσουν στην άλλη, όπου, πιθανώς, θα βρισκόταν κάποιο επόμενο στοιχείο το οποίο θα τους οδηγούσε πιο κοντά στη λύση του γρίφου, ή ακόμα και στην ίδια τη λύση.

Όμως δεν ήταν τυχεροί ώς τώρα. Κανένας δεν φαινόταν να ξέρει τίποτα χρήσιμο, και ο Σκοτ υποψιαζόταν ότι ίσως θα έπρεπε ν’αρχίσουν να σπάνε κεφάλια για να κάνουν τις γλώσσες να κινηθούν. Ύστερα, όμως, άκουσαν τι είχε να πει ο Αλέξανδρος Κεχριμπάρης.

Ο κύριος Κεχριμπάρης ήταν ένας αλήτης· ένας από τους ανθρώπους που έκαναν δουλειές για τον Νάρνταλ Φέρενγκοχ στον υπόκοσμο της Ρελκάμνια και, πιο συγκεκριμένα, στον υπόκοσμο του Εμπορικού Κέντρου στις δυτικές ακτές της Μεγάλης Θάλασσας και στις περιοχές γύρω από αυτό. Ο Φέρενγκοχ πρέπει να του είχε εμπιστοσύνη· όπως έμαθαν ο Σκοτ, η Ελίζα, και η Κάτια, ήταν ένας από τους κοντινούς του ανθρώπους: αυτούς που ήξεραν αρκετά για τα σχέδιά του και, κυρίως, για τα πάρε-δώσε του. Ο Αλέξανδρος έκανε πολλές φορές τον μεσάζοντα, όταν ο Φέρενγκοχ απαξιούσε – ή δεν ήθελε για λόγους στρατηγικής – να έρθει ο ίδιος σε επαφή με κάποιες μορφές του υπόκοσμου.

Από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας, βέβαια, κανένας δεν ήταν ασφαλής. Άρπαξαν τον Αλέξανδρο Κεχριμπάρη, τον κλείδωσαν σ’ένα δωμάτιο στην κορυφή ενός πύργου του Εμπορικού Κέντρου ο οποίος ήταν μισοκρυμμένος μέσα στα σύννεφα της Ρελκάμνια, έμαθαν ότι είχε κάτι σημαντικό ίσως να πει, και ειδοποίησαν τους βασικούς ερευνητές ετούτης της έρευνας.

Ο Σκοτ, η Ελίζα, και η Κάτια μπήκαν στον ανελκυστήρα, ανέβηκαν στην κορυφή του πύργου, και σύντομα βρίσκονταν στο δωμάτιο όπου ήταν κλεισμένος ένας κοκκινόδερμος, γαλανομάλλης άντρας.

«Σας είπα ό,τι ήξερα!» φώναξε μόλις μπήκαν. «Θα μ’αφήσετε τώρα να φύγω; Τι σκατά θέλετε, επιτέλους, από μένα; Τι άλλο νομίζετε ότι μπορεί να ξέ–; Ογκχ!» Ο Σκοτ τον γρονθοκόπησε στην κοιλιά. «Αα!» Ο Σκοτ τον γρονθοκόπησε στο κεφάλι, στέλνοντάς τον επάνω στο μικρό τραπεζάκι του δωματίου. Και κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο Σκοτ Θάμρω δεν ήταν γεροδεμένος άντρας: οι φαρδείς του ώμοι και οι μύες στα χέρια του διακρίνονταν εύκολα κάτω από το λεπτό λευκό πουκάμισο του και το μαύρο πέτσινο γιλέκο του.

«Μίλησες μ’αυτούς,» είπε στον Αλέξανδρο, «όχι μ’εμάς.»

Εκείνος βογκούσε, κρατώντας το κεφάλι του, καθώς ήταν ξαπλωμένος κατά το ήμισυ πάνω στο τραπεζάκι. Είχε ακούσια σκορπίσει στο πάτωμα μερικά μικροαντικείμενα – στιλογράφους, χαρτιά, ένα πλαστικό ποτήρι.

Η Ελίζα έριξε στον Σκοτ ένα επικριτικό βλέμμα πίσω απ’τα στενά, παραλληλόγραμμα γυαλιά της.

«Μ’έχει τσαντίσει όλη αυτή η ιστορία,» της είπε εκείνος. Μέχρι στιγμής, η μοναδική χρήσιμη πληροφορία που είχαν βρει ήταν από τα τηλεοπτικά δεδομένα ενός πομπού. Λίγο προτού ο πομπός καταστραφεί, είχε καταγράψει μια παράξενη οντότητα που έμοιαζε νάχει μέταλλο για δέρμα και εκτόξευε φως από τα χέρια της.

Στον Αλέξανδρο, ο Σκοτ φώναξε: «Σήκω πάνω!»

Εκείνος, μουγκρίζοντας, στηρίχτηκε με τα χέρια του από την άκρια του τραπεζιού.

«Θέλεις νερό;» τον ρώτησε η Ελίζα.

«Έχω πιει,» έκρωξε εκείνος. «Τώρα, ήπια και αίμα.»

«Προτού πιεις περισσότερο αίμα,» του είπε ο Σκοτ, «κάτσε και πες μας τι ξέρεις για τον θάνατο του αφεντικού σου.»

Η Ελίζα σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της, αναστενάζοντας. Δεν είναι αυτός τρόπος ανάκρισης, σκέφτηκε. Ο Σκοτ ίσως να ήταν καλός σε άλλα πράγματα αλλά στις ανακρίσεις (και όπου αλλού χρειάζονταν λεπτοί κοινωνικοί χειρισμοί) ήταν χάλια. Οι μέθοδοί του μπορούσαν να εξυπηρετήσουν μονάχα σε ακραίες περιπτώσεις, όταν ήξερες ότι κάποιος σού έκρυβε κάτι και ήθελες οπωσδήποτε, με κάθε μέσο, να τον κάνεις να μιλήσει. Ώς τώρα, όμως, σε τούτη την υπόθεση δεν έχουμε συναντήσει ούτε μία τέτοια περίπτωση. Και πάντα στις ανακρίσεις ήταν καλύτερα ν’αρχίζεις με το μαλακό. Η Ελίζα ήταν, παλιά, ιδιωτική ερευνήτρια· ήξερε από τέτοια.

Ο Αλέξανδρος κάθισε σε μια καρέκλα, ξεφυσώντας. «Κοίτα, φίλε… ό,τι ξέρω το είπα. Αλήθεια. Μη με χτυπάτε· δεν ξέρω κάτι άλλο.»

«Δε γνωρίζουμε τι τους είπες,» αποκρίθηκε ο Σκοτ. «Τώρα μας ειδοποίησαν, και ήρθαμε.»

«Πρέπει να τα ξαναπώ, το λοιπόν;»

«Ναι.»

Ο Αλέξανδρος διέτρεξε το χέρι του μέσα στα γαλανά μαλλιά του. «’Ντάξει…» Άναψε τσιγάρο. «Γιατί με βαράς, λοιπόν;»

«Γιατί άρχισες να φωνάζεις και δε μου άρεσε. Τώρα, λέγε.»

«Αυτό που είπα και στους άλλους, βασικά, ρε παιδιά. Κείνη τη βραδιά ήρθε η Λίντα Ναράθλω και με βρήκε στο Σκεπαστό – το χοροπηδάδικο, ξέρετε – και με ρώτησε πού μπορεί να βρει τ’αφεντικό. Της είπα, αρχικά, ότι κανονικά δε λέω στον καθένα που είναι τ’αφεντικό, αλλά, καριόλα γαρ, επέμενε, και τις χρωστώ και μερικές χάρες να πούμε, οπότε της είπα ότι τ’αφεντικό είναι στο γραφείο του απόψε.»

«Γιατί ήθελε τον Νάρνταλ Φέρενγκοχ; Σου είπε;» ρώτησε η Ελίζα, καθίζοντας στην καρέκλα αντίκρυ σ’αυτή του Αλέξανδρου, με το τραπεζάκι ανάμεσά τους.

Ο Αλέξανδρος συνοφρυώθηκε σκεπτικά. «Νομίζω πως απλά είπε ότι είχε κάτι σημαντικό να του πει, ότι αποκλείεται τ’αφεντικό να τσαντιζόταν μαζί μου ακόμα κι άμα μάθαινε ότι είχα πει πού βρίσκεται απόψε επειδή αυτό που θα του έλεγε η Λίντα θα του άρεσε.» Φύσηξε καπνό προς το πάτωμα.

«Όπως φαίνεται,» σχολίασε ο Σκοτ, «ακόμα κι αν ήταν να τσαντιστεί μαζί σου, δεν πρόλαβε. Τον πρόλαβε ο Ανόφθαλμος.»

Ο Αλέξανδρος μόρφασε. Θεωρείτο γρουσουζιά στη Ρελκάμνια ν’αναφέρεις έτσι, αναίτια, το όνομα του Χάροντα, του γιου του Κρόνου, που είχε γεννηθεί με ένα μάτι, όπως έλεγε ο μύθος, ύστερα από ερωτική περίπτυξη του Κρόνου με τον Σκοτοδαίμονα, όταν ο τελευταίος είχε πάρει γυναικεία μορφή για να εξαπατήσει τον ανώτερο θεό. Δουλειά του Ανόφθαλμου ήταν, από τότε, να μεταφέρει τις ψυχές των νεκρών στο Έρεβος, γιατί ο Κρόνος δεν τον συμπαθούσε και ο Σκοτοδαίμων πάντοτε τού έπαιζε μοχθηρά παιχνίδια.

«Νομίζεις ότι μπορεί να τον σκότωσε αυτή η Λίντα Ναράθλω;» ρώτησε η Ελίζα τον Αλέξανδρο, αγνοώντας τις χαζομάρες του Σκοτ.

«Η Λίντα; Δεν ξέρω, ρε παιδιά. Πώς η Λίντα να τον σκοτώσει;» Γέλασε κοφτά. «Μην τρελαθούμε, να πούμε.»

«Ποια είναι η Λίντα Ναράθλω;» ρώτησε ο Σκοτ.

«Μια τύπισσα που εμπορεύεται πράματα στη Μεγάλη Θάλασσα. Το πλοίο της είναι το Σκυλί. Έτσι το λέει. Θλιβερό κατασκεύασμα, αλλά κάνει τη δουλειά του.» Ο Αλέξανδρος τράβηξε ακόμα μια τζούρα και φύσηξε καπνό απ’τα ρουθούνια.

Η Ελίζα είπε: «Πιο πριν είπες ότι της χρωστάς μερικές χάρες…»

Ο Αλέξανδρος την ατένισε με στενεμένα μάτια. «Ναι, ’ντάξει, τις χρωστάω μερικές χάρες. Αυτό δεν πα να πει τίποτα…»

«Τι χάρες;» επέμεινε η Ελίζα έχοντας την αίσθηση ότι ο Αλέξανδρος προσπαθούσε ν’αποφύγει ν’απαντήσει.

«Κάτι πράματα που μούχε φέρει, τίποτα σπουδαίο.»

«Μην παίζεις με την τύχη σου,» μούγκρισε ο Σκοτ. «Ένα-ένα θα μας τα λες;»

«Δεν είναι τίποτα που σας αφορά αυτό, ρε παιδιά· δεν έχει σχέση με το μακαρίτη.»

«Εμείς,» τόνισε ο Σκοτ, «θα το κρίνουμε αυτό.»

«’Ντάξει, ’ντάξει… Κάτι χορταράκια μού είχε φέρει, αυτό είν’όλο. Από Σάρντλι και Φεηνάρκια. Πράμα που δε βρίσκεις εύκολα.»

«Ο κύριος Φέρενγκοχ γνώριζε τη Λίντα Ναράθλω;» ρώτησε η Ελίζα, έχοντας τώρα βγάλει ένα μπλοκάκι από το ταγέρ της και σημειώνοντας.

«Είχε κάνει δουλειές μαζί της, κατά περιόδους. Αλλά δεν είναι η μόνη. Τ’αφεντικό έκανε δουλειές μ’εκατοντάδες ανθρώπους.»

«Τι δουλειές έκανε με τη Λίντα;»

«Εμ… διάφορες. Εμπορικές, κυρίως, άμα δεν κάνω λάθος. Του έδινε πράμα, έπαιρνε πράμα.»

«Τι εμπορεύεται συνήθως η Λίντα;»

«Διάφορα πράματα.»

«Και έχει επαφές με τον υπόκοσμο;»

«Ναι.»

Η Ελίζα σημείωνε.

Ο Σκοτ θεωρούσε όλες αυτές τις σημειώσεις της χάσιμο χρόνου. Δεν τους είχαν βοηθήσει σε τίποτα ώς τώρα, νόμιζε. «Ξέρεις πού μπορούμε να τη βρούμε;» ρώτησε τον Αλέξανδρο.

«Στη Σταχτόχρωμη αράζει συνήθως το Σκυλί, κι εκεί γυρνολογάει. Αλλά ουσιαστικά μπορείς να τη βρεις σ’όλες τις ακτές της Μεγάλης Θάλασσας, άμα έχει δουλειές εκεί.»

Η Ελίζα ρώτησε: «Τα πήγαινε καλά με τον κύριο Φέρενγκοχ;»

Ο Αλέξανδρος συνοφρυώθηκε, σβήνοντας το τσιγάρο του στο τασάκι. «Δηλαδή; Δουλειές έκαναν…»

«Εννοώ: είχε, μήπως, τσακωθεί μαζί του τελευταία; Θα μπορούσε να έχει λόγο να τον θέλει νεκρό;»

Ο Αλέξανδρος φάνηκε γι’ακόμα μια φορά λιγάκι σκεπτικός. Μετά κούνησε το κεφάλι. «Μπα, δε νομίζω…»

«Δεν είχαν ποτέ σοβαρές διαφωνίες οι δυο τους;»

«Δε νομίζω.»

«Η Λίντα δεν είχε ποτέ την υποψία ότι το αφεντικό σου την είχε, ας πούμε… αδικήσει σε κάποια συναλλαγή;»

«Μπα, όχι,» έκανε ο Αλέξανδρος μορφάζοντας.

«Μάλιστα.» Η Ελίζα κράτησε μια τελευταία σημείωση, έκρυψε το μπλοκάκι και τον στιλογράφο μέσα στο ταγέρ της, και σηκώθηκε όρθια. «Μπορείς να πηγαίνεις. Αλλά, αν ξαφνικά εξαφανιστείς από τα συνηθισμένα σου λημέρια, να ξέρεις ότι αυτό θα θεωρηθεί ύποπτο από τις Παντοκρατορικές αρχές.»

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος καθώς κι εκείνος σηκωνόταν, «δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση.»

Η Λίντα τού έκανε νόημα να πηγαίνει.

Εκείνος είπε: «Καλό υπόλοιπο, αδέλφια,» και έφυγε απ’το δωμάτιο, ανοίγοντας την πόρτα χωρίς κανείς να τον σταματήσει.

Ο Σκοτ ατένιζε την Ελίζα έντονα, μη μπορώντας να πιστέψει ότι τον είχε διώξει τόσο γρήγορα αυτόν τον τύπο.

Εκείνη στράφηκε τώρα να κοιτάξει τον Σκοτ, και είδε το βλέμμα του, την έκφραση στο πρόσωπό του. Τι άλλο ήθελες να κάνουμε; απόρησε. Να τον κρεμάσουμε ανάποδα και ν’αρχίσουμε να τον κοπανάμε με ρόπαλα;

«Πάμε να μάθουμε περισσότερα γι’αυτή τη Λίντα Ναράθλω,» είπε.

Η Κάτια, που μέχρι στιγμής ήταν σιωπηλή, ρώτησε: «Πιστεύεις ότι μπορεί να βρήκαμε τη δολοφόνο;»

«Το θεωρώ λιγάκι απίθανο. Εκτός αν πετάει καταστροφικό φως από τα χέρια της και το δέρμα της γυαλίζει σαν μέταλλο. Μπορεί, όμως, να μας οδηγήσει κάπου. Μπορεί να είδε κάτι εκείνο το βράδυ.»

2.

Μπήκαν σ’ένα άλλο από τα δωμάτια του ψηλού πύργου: ένα μέρος με πληροφοριακά και τηλεπικοινωνιακά συστήματα, οθόνες και κονσόλες.

«Φύγετε,» πρόσταξε η Ελίζα τους δύο πράκτορες της Παντοκράτειρας που βρίσκονταν εδώ, κι εκείνοι έφυγαν χωρίς ερωτήσεις γιατί ήξεραν ότι η Ελίζα, ο Σκοτ, και η Κάτια ήταν ειδικοί πράκτορες και, ως εκ τούτου, είχαν ειδικές δουλειές.

Η Κάτια κάθισε μπροστά σε μια κονσόλα και πάτησε ένα πλήκτρο, βάζοντας το σύστημα να έρθει σε επαφή με το Παντοκρατορικό Δίκτυο. Δεν ήταν κάτι που δεν μπορούσαν να κάνουν η Ελίζα ή ο Σκοτ, αλλά την άφησαν εκείνη να το κάνει καθότι ήταν μηχανικός και, άρα, περισσότερο της αρμοδιότητάς της. Η Κάτια κοίταξε την οθόνη αντίκρυ της – η οποία έγραφε ΒΡΙΣΚΕΣΤΕ ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ – ενώ συγχρόνως πληκτρολογούσε μια σειρά από εντολές. Το σύστημα επικεντρώθηκε στη συνοικία της Σταχτόχρωμης, αντλώντας ό,τι πληροφορίες διέθετε το Δίκτυο γι’αυτή την περιοχή της Ρελκάμνια.

Η Κάτια έγραψε ΛΙΝΤΑ ΝΑΡΑΘΛΩ και πίεσε το πλήκτρο της αναζήτησης: και το Παντοκρατορικό Δίκτυο απάντησε αδειάζοντας στην οθόνη όλα τα στοιχεία που είχε για το συγκεκριμένο όνομα.

Η εικόνα ενός προσώπου ήταν από τα πρώτα πράγματα που εμφανίστηκαν: μια γυναίκα με γαλανό δέρμα και μαβιά μαλλιά.

«Εκτύπωσέ τα,» είπε η Ελίζα. «Όλα.»

Η Κάτια πάτησε μερικά πλήκτρα και οι πληροφορίες άρχισαν να εκτυπώνονται, παραδίπλα, σε κόλλες λευκού χαρτιού.

3.

Ο Ελπιδοφόρος ρώτησε τον Κλαρκ: «Πότε θα επιστρέψει η Φενίλδα;»

Ο μάγος καθόταν κι έπαιρνε το μεσημεριανό του μαζί με τη Ναλτάφιρ. Οι δύο γάτες της, ο Κοκκινομάτης και ο Γκριζοχαίτης, περιφέρονταν κάτω από το τραπέζι, και ο πρώτος στράφηκε να κοιτάξει τον Ελπιδοφόρο ανάμεσα από τα πόδια μιας καρέκλας καθώς εκείνος είχε μόλις μπει στο σαλόνι. Ο Άερ’θλαρ και η Άι’νιρ αιωρούνταν σε δύο αντικριστές γωνίες του δωματίου, σιωπηλοί και ακίνητοι. Τα μάτια τους γυάλιζαν σαν πολύτιμοι λίθοι.

«Δεν είχα καμια επικοινωνία με τον Δαίδαλο,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ.

Ο Ελπιδοφόρος κάθισε σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού, μπροστά στο άδειο πιάτο που τον περίμενε. «Γιατί δεν επικοινωνείς μαζί του για να τον ρωτήσεις;» Έπιασε μια λαβίδα κι άρχισε να βάζει φαγητό στο πιάτο του, από τις πιατέλες στο κέντρο του τραπεζιού – κρέας με κόκκινη σάλτσα, λαχανικά, κι ένα γαλάζιο, κρεμώδες μίγμα που δεν ήξερε τι ήταν.

«Διότι, υποθέτω, δεν είναι τώρα στην Απολλώνια.»

«Πού είναι; Και πού είναι η Φενίλδα;»

«Μαζί του, μάλλον· αλλιώς θα την είχε στείλει σ’εμάς.»

«Πού;» επέμεινε ο Ελπιδοφόρος.

«Στη Βίηλ.»

«Στη Βίηλ;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ μασώντας, «στη Βίηλ,» σαν να μην έτρεχε τίποτα.

«Τι δουλειά έχει εκεί η Φενίλδα, Κλαρκ;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος, θυμωμένος μαζί του γι’ακόμα μια φορά. Παρότι χρωστούσε στον Κλαρκ την απελευθέρωσή του από τον έλεγχο του Ελκράσ’ναρχ, θεωρούσε απαράδεκτα ορισμένα πράγματα που έκανε ο μάγος.

«Την ίδια δουλειά που έχει κι ο Δαίδαλος. Μάχονται εναντίον της Παντοκρατορίας.»

«Αυτή είναι η δουλειά όλων μας, αλλά–»

«Γιατί διαμαρτύρεσαι, επομένως;»

«Επειδή υποτίθεται ότι θα την πήγαινες στον Δαίδαλο για να φροντίσει τον πονοκέφαλό της και, μετά, θα ερχόταν πάλι πίσω σ’εμάς!»

«Σου είχα πει, όμως, ότι ο Δαίδαλος έχει δουλειές. Και τι σημασία έχει αυτό, σε τελική ανάλυση, Ελπιδοφόρε; Φοβάσαι ότι ίσως η Φενίλδα να κινδυνεύει; Ότι ίσως ήδη να έχει πάθει κακό;»

Δεν ξέρω. Πραγματικά, δεν ξέρω τι φοβάμαι. Ανησυχούσε για εκείνη, όμως. «Δεν είναι μόνο αυτό. Απλά θέλω να μάθω τι κάνει.» Έβαλε νερό στο ποτήρι του και ήπιε.

«Μην ανησυχείς,» του είπε ο Κλαρκ· «καλά θα είναι. Τον εμπιστεύομαι τον Δαίδαλο όπως και τη Ναλτάφιρ. Όπως κι εσένα. Ο Δαίδαλος δεν θ’αφήσει κανένα κακό να συμβεί στη Φενίλδα, είμαι βέβαιος.» Μειδίασε μέσα από τα μαύρα μούσια του. «Θα προσπαθεί ήδη να την προσηλυτίσει, για να γίνει μέλος του Κύκλου της Αλήθειας.»

«Κι αν εκείνη δεν δεχτεί;»

Ο Κλαρκ γέλασε. «Ηρέμησε, Ελπιδοφόρε. Κανέναν δεν αναγκάζουμε να κάνει τίποτα. Αν η Φενίλδα θέλει να μπει στον Κύκλο μας, θα μπει· αν όχι… όχι.» Μόρφασε αδιάφορα, κι επικεντρώθηκε πάλι στο φαγητό του.

Ο Ελπιδοφόρος άρχισε να τρώει. Και ρώτησε: «Με τα όνειρα της Παντοκράτειρας τι θα γίνει;»

«Τελείωσε αυτή η υπόθεση, Ελπιδοφόρε,» του είπε η Ναλτάφιρ. «Ο Ελκράσ’ναρχ δεν θα μας αφήσει να την ξαναπλησιάσουμε, τώρα που ανακάλυψε το σχέδιό μας.»

«Και το δυστυχές είναι ότι πήραμε ελάχιστες πληροφορίες,» πρόσθεσε ο Κλαρκ, τρώγοντας. «Ούτε συζήτηση, δε, για την επίτευξη κάποιου άλλου αποτελέσματος.»

«Μάθαμε για τον Άζ’λεφκ,» του θύμισε η Ναλτάφιρ.

«Ναι, για τον Άζ’λεφκ…» Ο Κλαρκ φαινόταν σκεπτικός καθώς ακουμπούσε την πλάτη του στην καρέκλα και έπινε μια γουλιά κρασί.

«Απ’ό,τι κατάλαβα, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να έρθει η Αγαρίστη σε επαφή με τον Ελκράσ’ναρχ.»

«Τίποτα περισσότερο από μια υπόθεση…»

«Αλλά η μοναδική υπόθεση που έχουμε,» τόνισε η Ναλτάφιρ.

«Και τι μ’αυτό; Όταν λες ότι ο Άζ’λεφκ έκανε κάτι, είναι σαν να λες ότι ένα στοιχείο του σύμπαντος έκανε κάτι. Δε βγάζεις άκρη.»

«Μόνο αν τον βρούμε, ίσως, και τον ρωτήσουμε.»

«Αν αρχίσουμε να ψάχνουμε για τον Άζ’λεφκ…» ο Κλαρκ μόρφασε, «μπορεί να πάρει χρόνια. Αιώνες, σύμφωνα με τον χρόνο ορισμένων διαστάσεων.»

«Ο Άζ’λεφκ, όμως, πιθανώς να μπορεί να μας βοηθήσει.»

«Πώς; Ή μάλλον, αν τα ξεκίνησε όλ’αυτά, γιατί να θέλει να μας βοηθήσει;»

Ο Ελπιδοφόρος έτρωγε και τους παρακολουθούσε, λιγάκι παραξενεμένος απ’την κουβέντα τους. Τώρα, αποφάσισε να μιλήσει. «Είναι δυνατόν αυτός ο Άζ’λεφκ να είναι τόσο… περίεργος; Αν ήθελε να δημιουργηθεί η Συμπαντική Παντοκρατορία, σίγουρα θα το ξέραμε γιατί θα είχε κάτι να κερδίσει από τη δημιουργία της–»

«Μην το λες,» τον διέκοψε η Ναλτάφιρ· «ο Αζ’λεφκ είναι ο Άζ’λεφκ. Βασικά, δεν είμαστε βέβαιοι καν αν είναι ο Αζ’λεφκ ή η Άζ’λεφκ.»

«Τι εννοείς;»

«Δεν ξέρουμε αν είναι άντρας ή γυναίκα. Παίρνει διάφορες μορφές.»

«Ναι,» είπε ο Κλαρκ. «Η αλήθεια είναι πως ο Άζ’λεφκ μπορεί να είναι ακόμα και κάποιο… πλάσμα, οντότητα, ή φυσικό στοιχείο.»

«Δεν πρόκειται για άνθρωπο;» απόρησε ο Ελπιδοφόρος.

«Μοιάζει να είναι άνθρωπος,» αποκρίθηκε η Ναλτάφιρ, «αλλά δεν είμαστε σίγουροι.»

«Υποθέτω δεν τον ξέρετε και πολύ καλά…»

«Κανένας δεν ξέρει τον Άζ’λεφκ πολύ καλά.»

«Κανένας,» διόρθωσε ο Κλαρκ, «δεν τον ξέρει καλά – ούτε συζήτηση για πολύ καλά.»

«Μάλιστα,» είπε ο Ελπιδοφόρος. «Και μάλλον δεν μένει σε κάποια συγκεκριμένη διάσταση, σωστά;»

«Ακριβώς,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ. «Είναι απίστευτα δύσκολο να τον βρεις. Βασικά, τον βρίσκεις όταν εκείνος σε βρει.»

«Ας προσπαθήσουμε να τον κάνουμε να μας βρει.» Δεν ήταν ο Ελπιδοφόρος που το πρότεινε αυτό αλλά η Ναλτάφιρ. «Μόνο εκείνος ίσως να ξέρει πώς η Παντοκράτειρα έγινε πλοηγός του Ελκράσ’ναρχ. Πολύ πιθανόν, δε, να σκηνοθέτησε την όλη ιστορία – το έχει ξανακάνει, για διάφορες υποθέσεις.»

«Ναι, όντως,» είπε ο Κλαρκ. «Και μπορεί να μην είναι κακή ιδέα να τον βρούμε – ή να τον κάνουμε να μας βρει – και να του μιλήσουμε. Εκείνο που απασχολεί εμένα, όμως, είναι πως αν ασχοληθούμε με τον Αζ’λεφκ θα πρέπει να μην ασχοληθούμε με άλλα πράγματα, πολύ πιο σημαντικά. Θα μας πάρει χρόνο που τώρα, δεδομένης της κατάστασης, είναι πολύτιμος. Όσο κι αν παίξεις με τις χρονικές αναλογίες των διαστάσεων – ακόμα και τόσο καλός όσο ο Δαίδαλος αν είσαι στα παιχνίδια του χρόνου – και πάλι μπορεί να ταλαιπωρηθείς για πολύ καιρό προτού βρεις τον Άζ’λεφκ.»

«Γνωστά όλ’αυτά,» είπε η Ναλτάφιρ· «αλλά εγώ, τουλάχιστον, δεν έχω τώρα άλλη δουλειά να κάνω. Δε μπορώ να βοηθήσω εδώ, στη Ρελκάμνια. Δε μπορώ πια να μπω στα όνειρα της Παντοκράτειρας.»

«Μη λες ανοησίες. Οι γνώσεις σου μας είναι πολύτιμες· το ίδιο και η μαγεία σου. Δεν είναι μια περίοδος για να μειώνονται οι σύμμαχοί μας.»

«Και πώς θα νικήσουμε τον Ελκράσ’ναρχ, αν δεν μάθουμε τι ακριβώς συμβαίνει μ’αυτόν και την Αγαρίστη;» έθεσε το ερώτημα η Ναλτάφιρ. «Δεν ξέρω τι θα κάνεις εσύ, Κλαρκ, αλλά εγώ θα πάω να βρω τον Άζ’λεφκ – θα πάω να τον κάνω να με βρει.»

Ο Κλαρκ αναστέναξε. «Μάλιστα…»

«Είναι σημαντικό,» τόνισε η Ναλτάφιρ. «Μ’ολόκληρη την Επανάσταση μπορεί στο τέλος να μη γίνει τίποτα αν δεν λύσουμε τον γρίφο του Ελκράσ’ναρχ.»

«Να κάνω μια άσχετη ερώτηση;» είπε ο Ελπιδοφόρος, αφού σκούπισε τα χείλη του με μια πετσέτα.

Ο Κλαρκ και η Ναλτάφιρ στράφηκαν να τον κοιτάξουν, περιμένοντάς τον να συνεχίσει.

Εκείνος απευθύνθηκε στη μάγισσα: «Υποσχέθηκες ότι θα με βοηθήσεις να διώξω από μέσα μου το εμφύτευμα του Ελκράσ’ναρχ…»

«Αυτό,» παρατήρησε ο Κλαρκ, «δεν ήταν ερώτηση.»

«Η ερώτηση, όμως,» τόνισε ο Ελπιδοφόρος, «υπονοείται, Κλαρκ. Πότε;»

Η Ναλτάφιρ είπε: «Αν είναι να βρω τον Άζ’λεφκ, δεν έχω χρόνο για χάσιμο.»

«Δεν είναι χάσιμο χρόνου–»

«Καταλαβαίνω ότι σε απασχολεί, αλλά, όπως σου εξήγησα, το να διώξεις το εμφύτευμα εξαρτάται περισσότερο από εσένα παρά από εμένα. Το μόνο που θα κάνω εγώ θα είναι να σε υπνωτίσω με τον σωστό τρόπο και να σου προσφέρω κάποια βασική καθοδήγηση όσο θα είσαι υπνωτισμένος.»

«Μπαίνοντας στο όνειρό μου, όπως έκανες με την Παντοκράτειρα;»

«Ναι. Όμως εσύ θα πρέπει να πολεμήσεις το εμφύτευμα, γιατί είναι πλέον μέρος του εαυτού σου. Αν θέλεις, μπορώ να σε υπνωτίσω και να φύγω για να βρω τον–»

«Όχι,» τη διέκοψε ο Κλαρκ. «Τον χρειάζομαι τον Ελπιδοφόρο. Δε μπορώ να τον έχω εδώ υπνωτισμένο! Επιπλέον, εσύ είσαι ειδική σε τέτοια θέματα, και καλό θα ήταν να τον παρακολουθείς όσο συγκρούεται με το εμφύτευμα.»

«Ναι αλλά αν είναι να φύγω αυτό δεν γίνεται.»

Ο Κλαρκ στράφηκε στον Ελπιδοφόρο. «Θα πρέπει να περιμένεις.»

«Να περιμένω; Τη Ναλτάφιρ να επιστρέψει;»

«Ναι.»

Δεν του άρεσε αυτό. Ήθελε να ξεφορτωθεί το εμφύτευμα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Φοβόταν ότι ίσως κάτι να γινόταν και το φυλαχτό του Κλαρκ να καταστρεφόταν: και τότε ο Ελπιδοφόρος θα βρισκόταν πάλι υπό τον έλεγχο του Ελκράσ’ναρχ…

«Ελπιδοφόρε,» τόνισε ο Κλαρκ, «οι δουλειές μας στη Ρελκάμνια δεν έχουν τελειώσει. Έχουμε να εξολοθρεύσουμε πολλούς πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ, και το ξέρεις. Ο πόλεμός μας δεν μπορεί να διακοπεί τώρα. Είσαι στρατιωτικός· μη μου πεις ότι δεν καταλαβαίνεις τη λογική αυτής της στρατηγικής.»

Ο Ελπιδοφόρος αναστέναξε. Η αλήθεια ήταν πως την καταλάβαινε. Φέρομαι εγωιστικά, σκέφτηκε. Είχε, όμως, τόσο πολύ σιχαθεί να είναι υποχείριο του Ελκράσ’ναρχ, που τώρα, έχοντας ξεγλιστρήσει από τον έλεγχό του, ήθελε οπωσδήποτε να βεβαιωθεί ότι ποτέ ξανά δεν θα επέστρεφε σ’αυτή κατάσταση. Σε μια κατάσταση που δεν μπορούσε ούτε ν’αυτοκτονήσει για να της δώσει τέλος – ο Ελκράσ’ναρχ έλεγχε ακόμα και το σώμα του, όταν το επιθυμούσε.

Ο Κλαρκ μιλά συνετά. Έχουμε πόλεμο.

«Εντάξει,» είπε. «Θα περιμένω.»

«Με την πρώτη ευκαιρία θα σε ελευθερώσουμε τελείως,» του υποσχέθηκε ο Κλαρκ. «Μην αμφιβάλλεις γι’αυτό.»

«Δεν είμαστε ο Ελκράσ’ναρχ,» πρόσθεσε η Ναλτάφιρ: «δεν καθυστερούμε προκειμένου να σε κρατάμε περισσότερο καιρό υπό τον έλεγχό μας.»

«Το αντιλαμβάνομαι,» αποκρίθηκε ο Ελπιδοφόρος· «και δεν ήθελα να υπονοήσω κάτι τέτοιο. Δεν το είχα καν σκεφτεί, για να είμαι ειλικρινής. Είμαι μαζί σας με τη θέλησή μου, και μόνο. Ξέρω ποιος είναι ο εχθρός όλων μας.»

4.

Το πλοίο ήταν εκεί που τους είπε το δίκτυο των πρακτόρων της Παντοκράτειρας: αραγμένο σε μια από τις αποβάθρες της Σταχτόχρωμης. Στο πλάι του έγραφε ΤΟ ΣΚΥΛΙ, και δεν ήταν κι από τα πιο καλοδιατηρημένα σκάφη που είχαν δει ο Σκοτ και η Ελίζα· σκουριά φαινόταν να έχει μασήσει τις άκριές του. Ωστόσο, πρέπει να ήταν ακόμα αρκετά καλό για να κάνει τη δουλειά του.

«Ελάτε μαζί μας,» είπε η Ελίζα στους δύο πράκτορες που τους είχαν οδηγήσει ώς εδώ. Εκείνοι δεν διαφώνησαν.

«Θα πάμε κατευθείαν;» ρώτησε η Κάτια.

«Δεν έχουμε λόγο να μην πάμε,» αποκρίθηκε η Ελίζα.

Ο Σκοτ τράβηξε το πιστόλι του.

«Ελπίζω να μην το χρειαστούμε αυτό,» του είπε η Ελίζα.

«Για καλό και για κακό,» αποκρίθηκε εκείνος, επίπεδα.

Η Ελίζα δεν έφερε αντίρρηση, αν και δεν συμφωνούσε με την παρουσία όπλων – όχι, τουλάχιστον, όσο δεν ήταν φανερό ότι χρειάζονταν. Ξεκίνησε να βαδίζει προς το πλοίο, και οι υπόλοιποι την ακολούθησαν. Ήταν απόγευμα, και είχε κάποια κίνηση στις αποβάθρες, αλλά όχι τόση ώστε να τους παρακωλύει.

Φτάνοντας κοντά στο σκάφος σταμάτησαν, και η Ελίζα φώναξε στους δύο ανθρώπους που μπορούσε να δει να στέκονται στο κατάστρωμα, καπνίζοντας, με τους αγκώνες στην κουπαστή: «Είναι η Λίντα Ναράθλω εδώ;»

«Ποιοι ρωτάνε;»

«Για μια επίσημη έρευνα τη θέλουμε.»

«Τι επίσημη έρευνα;»

«Είμαστε απεσταλμένοι από την Παντοκράτειρα. Αν κατεβείς μπορώ να σου δείξω την ταυτότητά μου.»

Οι δύο άντρες αλληλοκοιτάχτηκαν, και τώρα ο άλλος είπε: «Η Λίντα δεν είναι δω.»

«Πού είναι;»

Ο τύπος έτριψε το μαύρο μαλλί του. «Δεν έχουμε υπόψη, ακριβώς…»

«Στο σπίτι της στη Σταχτόχρωμη δεν είναι,» είπε η Ελίζα. «Ελέγξαμε.»

Κι ο Σκοτ συμπλήρωσε: «Θα έρθουμε πάνω να ρίξουμε μια ματιά,» αρχίζοντας ν’ανεβαίνει τη σιδερένια σκάλα στο πλάι του σκάφους.

«Ε, περίμενε, ρε φίλε!» φώναξε ο πρώτος άντρας που είχε μιλήσει στην Ελίζα – ένας τύπος με χρυσό δέρμα και μακριά, καστανά μαλλιά. «Είπαμε, δεν είναι δω!»

Ο Σκοτ έφτασε πάνω. «Δε σας πιστεύω,» δήλωσε, μην κρύβοντας το πιστόλι στο χέρι του. Τους είδε να βηματίζουν, λιγάκι σαστισμένοι, πάνω στο κατάστρωμα. Ο μαυρομάλλης πήρε μια γερή τζούρα απ’το τσιγάρο του, νευρικά. Πίσω από τον Σκοτ ανέβαιναν η Ελίζα, η Κάτια, και οι δύο πράκτορες.

«Κοίτα, φίλε,» είπε ο καστανομάλλης, «η Λίντα δεν είναι δω. Δες άμα θες, να πούμε.» Έδειξε, με μια απλωτή χειρονομία, το άδειο κατάστρωμα. «Πήγαινε χτύπα και στη γέφυρα, άμα δε μας πιστεύεις.» Έδειξε προς την πρύμνη.

Ο Σκοτ βάδισε προς τη γέφυρα. Έπιασε το πόμολο της πόρτας κι έκανε να την ανοίξει, αλλά τη βρήκε κλειδωμένη. Ύψωσε το πιστόλι του και πυροβόλησε την κλειδαριά.

«Ε!» γκάριξε ο καστανομάλλης. «Τι κάνεις, ρε φίλε! Τάχεις παίξει, να πούμε;»

Η Ελίζα τούς έδειξε την ταυτότητά της. «Κάνουμε επίσημη έρευνα, ηρεμήστε. Υποσχόμαστε πως δεν θα γίνουν άλλες ζημιές.» Μίλησε σταθερά, ψύχραιμα, όπως είχε μάθει να κάνει σε έκρυθμες περιπτώσεις, παρότι από μέσα της καταριόταν τον Σκοτ και τις ανοησίες του. Πού νόμιζε ότι βρισκόταν, ο άνθρωπος;

Ο Σκοτ, εν τω μεταξύ, αγνοώντας και τους δύο άντρες του πλοίου και την Ελίζα, κλότσησε την πόρτα μπαίνοντας στην καμπίνα της Λίντας Ναράθλω, ενώ πίσω του άκουγε τον καστανομάλλη να φωνάζει στην Ελίζα: «Και που μας δείχνεις τούτο το χαρτί, τι έγινε, ρε τέτοια; Τι θα πούμε τώρα στ’αφεντικό μας για τη γαμημένη την κωλοκλειδαριά;»

Ο Σκοτ άναψε έναν φακό με το αριστερό χέρι και φώτισε το σκοτεινό εσωτερικό της καμπίνας. Ένα στενό κρεβάτι, ένα χαμηλό τραπεζάκι, ένα μικρό γραφείο, κάτι καρέκλες· και το μέρος ήταν λιγάκι άνω-κάτω, γενικά. Από μια κρεμάστρα στον τοίχο, μια παλιά καφέ καπαρντίνα κρεμόταν, καθώς και μια ζώνη με θήκη για πιστόλι και ξιφίδιο – κι οι δυο άδειες τώρα. Κάτι μπότες ήταν σε μια γωνία, τριμμένες αλλά καλογυαλισμένες, και παραδίπλα πεταμένο ένα ζευγάρι ψηλές γυναικείες κάλτσες. Ένα μπαούλο διακρινόταν κάτω απ’το κρεβάτι.

Ο Σκοτ βημάτισε προσεχτικά μες στο δωμάτιο παρότι δεν έβλεπε να υπάρχει κανένας κίνδυνος – η συνήθεια είναι δευτέρα φύση.

Πίσω του άκουσε πατημασιές: κάποιος είχε μπει: η Ελίζα – αναγνώριζε πλέον τον ήχο που έκαναν τα πόδια της.

«Θες να ψάξεις;» τη ρώτησε, χωρίς να στραφεί να την κοιτάξει.

«Καλύτερα θα ήταν να την είχαμε βρει για να της μιλήσουμε πρώτα, αλλά τώρα δεν βλάπτει, υποθέτω,» αποκρίθηκε η Ελίζα· και, περνώντας δίπλα από τον Σκοτ, άναψε το φως της καμπίνας και άρχισε να σκαλίζει το γραφείο και τα συρτάρια του με τα γαντοφορεμένα χέρια της.

«Ε!» ακούστηκε η φωνή του καστανομάλλη άντρα από έξω. «Τι κάνετε, ρε; Τ’αφεντικό θα–»

«Δεν άκουσες τι σου είπαμε;» Ο Σκοτ στράφηκε απότομα να τον αντικρίσει πίσω από τους δύο πράκτορες που τώρα στέκονταν σαν φρουροί μπροστά στη σπασμένη πόρτα της καμπίνας. (Η Κάτια είχε ήδη μπει, ένα βήμα μετά την Ελίζα.) «Πρόκειται για επίσημη έρευνα. Δουλειά της Παντοκράτειρας. Τι δεν καταλαβαίνεις; Μαλάκας είσαι;»

«Κοίτα, φίλε· τ’αφεντικό μας θα τσαντιστεί άμα δει ότι–»

«Ας έρθει να παραπονεθεί σε μας!»

Και η Ελίζα, ενώ ακόμα έψαχνε, πρόσθεσε, μιλώντας μεγαλόφωνα ώστε ν’ακουστεί: «Θα την αποζημιώσουμε, αν χρειαστεί αποζημίωση. Δεν υπάρχει λόγος για αναστάτωση.»

«Την ακούσατε την κυρία· το είπε: θα σας αποζημιώσουμε αν χρειαστεί.» Ο Σκοτ – έχοντας ήδη σβήσει τον φακό του και θηκαρώσει το πιστόλι του – έσκυψε και τράβηξε το μπαούλο κάτω απ’το κρεβάτι. Έκανε να το ανοίξει και διαπίστωσε ότι δεν ήταν κλειδωμένο. Στο εσωτερικό του είδε ρούχα, γυναικεία. Τα παραμέρισε για να ανακαλύψει μήπως τίποτα κρυβόταν από κάτω τους. Συνάντησε τον πάτο του μπαούλου, και του φάνηκε ότι ήταν λιγάκι ψηλά. Τράβηξε ένα κλειστό στιλέτο από το παντελόνι του, πάτησε το κουμπί στη λαβή, και μια λιγνή, ατσάλινη λεπίδα πετάχτηκε. Χρησιμοποιώντας την, σκάλισε τις άκριες του πάτου, κοντά στα τοιχώματα του μπαούλου, και διαπίστωσε ότι η λεπίδα περνούσε. Μάλιστα… Το στιλέτο αποδείχτηκε επίσης χρήσιμο ως μοχλός, για να σηκώσει τον ψεύτικο πάτο και ν’αποκαλύψει τι κρυβόταν από κάτω.

Μερικές τραπεζικές επιταγές, κάτι κοσμήματα, δύο μικρά φιαλίδια που έμοιαζε να περιέχουν το ίδιο υγρό. Ξετάπωσε το ένα και το μύρισε. Φιλί της Έχιδνας. Δηλητήριο από την Υπερυδάτια, γνωστό σ’όσους ασχολούνταν με τέτοια. Θανατηφόρο. Παράνομο. Ο Σκοτ τάπωσε πάλι το φιαλίδιο και το έβαλε στη θέση του. Έκλεισε τον ψεύτικο πάτο, έβαλε τα ρούχα από πάνω, έκλεισε το μπαούλο, και το έσπρωξε ξανά κάτω απ’το κρεβάτι.

«Τίποτα ενδιαφέρον εκεί;» τον ρώτησε η Ελίζα, που κοίταζε κάτι χαρτιά στο γραφείο.

«Όχι. Εσύ βρήκες τίποτα;»

«Όχι.»

Η Κάτια είχε καθίσει σε μια καρέκλα, είχε σταυρώσει τα πόδια στο γόνατο, και είχε ανάψει τσιγάρο. Έμοιαζε να βαριέται. Δεν ήταν ούτε ειδική ερευνήτρια, όπως η Ελίζα, ούτε ειδικός εκτελεστής, όπως ο Σκοτ· δεν είχε άμεση σχέση μ’αυτό που έκαναν τώρα. Μηχανικός ήταν, κι ο Σκοτ υποπτευόταν πως ίσως, επί του παρόντος, να αναρωτιόταν γιατί οι Υπερασπιστές την είχαν στείλει μαζί μ’εκείνον και την Ελίζα, αφού δε φαινόταν να έχει να τους προσφέρει και πολλά.

«Λοιπόν,» είπε η Ελίζα μετά από λίγο, «δεν έχει τίποτα για εμάς εδώ. Πάμε.»

Βγήκαν απ’την καμπίνα, και συνάντησαν ξανά τους δύο άντρες του πλοίου στο κατάστρωμα.

«Σίγουρα δεν ξέρετε πού είναι η Λίντα;» τους ρώτησε ο Σκοτ, αγριοκοιτάζοντάς τους.

«Πού να ξέρουμε;» είπε ο μελαχρινός. «Τι είμαστε, η μαμά της;»

«Πού υποθέτετε ότι μπορεί να είναι;» ρώτησε η Ελίζα.

Οι δύο άντρες φάνηκαν διστακτικοί ν’απαντήσουν.

«Τι θα γίνει, ρε μάγκες;» μούγκρισε ο Σκοτ. «Πρέπει να συνεχίσουμε να γκρεμίζουμε το καράβι ώσπου να μας πείτε δυο κουβέντες;»

«Κοίτα,» είπε ο καστανομάλλης, «μπορεί νάχει πάει για διασκέδαση.»

«Πού;» ρώτησε η Ελίζα.

5.

Η Βελόνα ήταν μια μικρή συνοικία πίσω από τη Σταχτόχρωμη. Ο Ολόγυρος ήταν ένα νυχτερινό κέντρο, στη Βελόνα, που πρόσφερε διάφορες απολαύσεις. Χωρίς να είναι, φυσικά, από τα καλύτερα που διέθετε η Ρελκάμνια, για την περιοχή ήταν καλό. Είχε στρογγυλό σχήμα και μεγάλο ισόγειο, για φαγητό, χορό, και τυχερά παιχνίδια. Είχε επίσης δύο ορόφους, από τα μπαλκόνια των οποίων μπορούσες να δεις το ισόγειο: και στα δωμάτια αυτών των ορόφων ήταν που ο Ολόγυρος πρόσφερε τις ειδικές υπηρεσίες του, με γυναίκες και άντρες από τη Ρελκάμνια αλλά κι από άλλες διαστάσεις, εξωτικές για τους Ρελκάμνιους, όπως τη Σάρντλι και τη Φεηνάρκια.

Η Λίντα Ναράθλω ήταν τώρα σ’ένα απ’τα δωμάτια του δεύτερου ορόφου, μ’ένα ελαφρύ, κοντό μεσοφόρι να ντύνει το γαλανόδερμο σώμα της, καθώς ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα σ’ένα ανάκλιντρο και δύο γυμνασμένοι νεαροί την έτριβαν με αρωματικά έλαια, ο ένας στα πόδια κι ο άλλος στους ώμους. Τα σώματά τους – χρυσόδερμο του ενός και κοκκινόδερμο του άλλου – ήταν γυμνά και αλειμμένα με λάδι που τα έκανε να γυαλίζουν. Και των δύο τα πουλιά ήταν συνεχώς ορθωμένα (καθώς μάλλον βρίσκονταν υπό την επήρεια κάποιας ουσίας), και το πουλί του κοκκινόδερμου (ο οποίος έτριβε τα πόδια της) η Λίντα νόμιζε ότι ήταν το μεγαλύτερο που είχε δει ποτέ της. Πού το έκρυβαν αυτό το παλικάρι τόσο καιρό που σύχναζε στον Ολόγυρο;

Η Λίντα έκλεισε τα μάτια και τεντώθηκε, αναστενάζοντας.

Η πόρτα του δωματίου ακούστηκε ν’ανοίγει, πίσω από τη δυνατή μουσική που ερχόταν από την κεντρική αίθουσα του καταστήματος. Ποιος–; Η Λίντα άνοιξε τα μάτια για να δει μια γυναίκα να έρχεται, τυλιγμένη με ρόμπα. Την ήξερε: ήταν μια από τις οικοδέσποινες.

«Κυρία Ναράθλω,» είπε βιαστικά η οικοδέσποινα. «Κάποιοι είναι εδώ και σας ζητάνε. Ήρθα να σας ειδοποιήσω. Λένε ότι πρόκειται για Παντοκρατορική έρευνα. Δεν περιμένουν.»

Η Λίντα συνοφρυώθηκε. Παντοκρατορική έρευνα;

«Όπου νάναι θα–» έκανε να συνεχίσει η οικοδέσποινα, και τότε η πόρτα άνοιξε γι’ακόμα μια φορά κι ένας άντρας και μια γυναίκα μπήκαν: ο πρώτος γαλανόδερμος, με καστανά μαλλιά, μούσι, και φαρδείς ώμους· η δεύτερη με δέρμα λευκό-ροζ, ξανθά μαλλιά, παραλληλόγραμμα γυαλιά, και ντυμένη με ταγέρ.

«Η Λίντα Ναράθλω;» ρώτησε η γυναίκα.

Η Λίντα, ανασηκωμένη πάνω στο ανάκλιντρο, αισθανόταν μουδιασμένη αλλά και συγχρόνως έτοιμη να πεταχτεί και ν’αρχίσει να τρέχει. Παντοκρατορική έρευνα; Τι Παντοκρατορική έρευνα; «Τι θέλετε;»

«Κάνουμε μια έρευνα, και πρέπει να σας μιλήσουμε.» Η ξανθιά γυναίκα έβγαλε μια ταυτότητα απ’το ταγέρ της και της την έδειξε. «Ονομάζομαι Ελίζα Κάρριλνηχ, και είμαι ειδική πράκτορας της Παντοκράτειρας. Ο συνεργάτης μου ονομάζεται Σκοτ Θάμρω. Μερικές ερωτήσεις θα σας κάνουμε μόνο. Πρέπει, όμως, να είμαστε μόνοι.» Έριξε μια ματιά στην οικοδέσποινα και στους δύο νεαρούς (αποφεύγοντας, πρόσεξε η Λίντα, να κοιτάζει χαμηλά στην περίπτωση των δεύτερων).

Η Λίντα ξεροκατάπιε, νιώθοντας όλη την προηγούμενη έξαψη να έχει φύγει απ’το σώμα κι από το μυαλό της. Τι σκατά θέλουν αυτοί οι καριόληδες εδώ; Είπε στην οικοδέσποινα: «Πηγαίνετε… πηγαίνετε…»

Εκείνη έκανε νόημα στους δύο νεαρούς να την ακολουθήσουν, και βγήκαν κι οι τρεις από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω τους.

«Τι βάζουν αυτοί στα πουλιά τους και τα κάνουν έτσι;» είπε ο Σκοτ. «Τίποτα πλαστικό;»

Η Ελίζα τον αγριοκοίταξε πίσω απ’τα παραλληλόγραμμα γυαλιά της.

Εκείνος ανασήκωσε τους φαρδείς ώμους του. «Μια απορία είχα…»

«Τι θέλετε;» ρώτησε η Λίντα, καθώς σηκωνόταν από το ανάκλιντρο κι έπιανε μια ρόμπα, τυλίγοντάς την γύρω της και δένοντάς την με μια πάνινη ζώνη.

«Ερευνούμε τον φόνο του κύριου Νάρνταλ Φέρενγκοχ,» είπε η Ελίζα.

Η Λίντα καθάρισε τον λαιμό της. «Δεν είχα ποτέ….» Πλησίασε το τραπεζάκι και γέμισε ένα άδειο ποτήρι με Γλυκό Κρόνο από το μπουκάλι.

Η Ελίζα, παρατηρώντας τις κινήσεις της, σκέφτηκε: Μοιάζει ταραγμένη. Αυτό θα μπορούσε να υποδηλώνει κάποια ενοχή, ίσως… ή όχι. Εξάλλου, μόλις μπουκάραμε στο δωμάτιο όπου έκανε ό,τι έκανε. «Προσπαθούμε ν’ανακαλύψουμε ποιος ευθύνεται για τον φόνο του,» είπε, διατηρώντας τη φωνή της ουδέτερη αλλά όχι εχθρική. «Και μάθαμε ότι μίλησες μ’έναν από τους ανθρώπους του Νάρνταλ Φέρενγκοχ την ίδια νύχτα που έγινε ο φόνος.»

Η Λίντα ήπιε μια γουλιά Γλυκό Κρόνο, αμίλητη, παρατηρώντας τους υπολογιστικά.

Προσπαθεί να μας κόψει, σκέφτηκε ο Σκοτ: να υποθέσει τις ικανότητές μας. Να δει αν έχει πιθανότητα, ίσως, να τη σκαπουλάρει άμα χρειαστεί. Όταν εκείνος κι η Ελίζα είχαν μπει στο δωμάτιο, ο Σκοτ είχε, από συνήθεια, ρίξει μια ματιά σ’όλο τον χώρο, και είχε δει πού ήταν αφημένα τα ρούχα της Λίντα. Ανάμεσά τους νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει ένα πιστόλι. Κι ίσως τώρα η Λίντα να σκεφτόταν να προσπαθήσει να το αρπάξει – το τραπεζάκι με το ποτό δεν βρισκόταν και πολύ μακριά από το σημείο όπου ήταν τα ρούχα και το όπλο της…

Η Ελίζα συνέχιζε να μιλά: «Ρώτησες τον Αλέξανδρο Κεχριμπάρη πού ήταν το αφεντικό του, κι εκείνος σού απάντησε. Σωστά;»

Η Λίντα άφησε το ποτήρι της στο τραπεζάκι. «Ναι.»

«Πήγες, λοιπόν, εκείνη τη νύχτα να μιλήσεις στον Νάρνταλ Φέρενγκοχ…»

«Ναι, ήθελα να του μιλήσω.»

«Για τι πράγμα;»

«Εμ, μια συμφωνία…»

«Τι συμφωνία;» ρώτησε η Ελίζα. «Πρέπει να μας πεις.»

Η Λίντα μόρφασε παίρνοντας μια πιο άνετη στάση τώρα, καθώς βημάτιζε μέσα στο δωμάτιο (ακόμα πιο κοντά στο πιστόλι της, παρατήρησε ο Σκοτ). «Ήθελα να δω άμα είχε καμια δουλειά για μένα, ή να του μεταφέρω κανένα εμπόρευμα. Οι δουλειές μου δεν πήγαιναν και τόσο καλά σ’εκείνη τη φάση–»

«Τώρα πηγαίνουν καλύτερα;» Δεν είχαν περάσει και τόσες ημέρες από τότε που δολοφονήθηκε ο Νάρνταλ Φέρενγκοχ.

«Σχετικά. Πάντως, δεν ήθελα να του πω τίποτα το σπουδαίο…»

«Παράξενο,» είπε η Ελίζα, «γιατί ο Αλέξανδρος είπε πως του είπες το αντίθετο.»

«Το αντίθετο;»

«Ότι είχες κάτι πολύ σημαντικό να πεις στο αφεντικό του.»

«Α, ναι,» είπε η Λίντα. «Εντάξει, ψέματα τού είπα, για να τον κάνω να μου πει πού ήταν ο μαύρος, γιατί μου έκανε κόνξες.»

«Και μετά πήγες να μιλήσεις στον Φέρενγκοχ;»

«Ναι, αλλά… Κοίτα, άκουσα κάτι πυροβολισμούς όταν ήμουν κοντά στο γραφείο του, κι αποφάσισα να την κάνω για να μη μπλέξουμε πουθενά.»

«Μάλιστα. Πώς πήγες εκεί;»

«Τι πώς;»

«Με το πλοίο σου, το Σκυλί

«Δε μπορείς να πας με πλοίο στο γραφείο του Φέρενγκοχ· είναι στο εσωτερικό του Εμπορικού Κέντρου. Με τον τροχιόδρομο πήγα, βασικά.»

«Και μετά;»

«Τι μετά;»

«Από πού πλησίασες το γραφείο;»

«Από κει που πας κανονικά· τι ερώτηση είν’αυτή;»

«Εκτός απ’τους πυροβολισμούς, άκουσες τίποτ’άλλο; Κάποιον, για παράδειγμα, να φωνάζει κάτι;»

«Πρέπει ν’ακούστηκαν κάποιες φωνές… τίποτα ιδιαίτερο. Δε θυμάμαι κάτι να μου έκανε εντύπωση. ‘Ελάτε’, ίσως· ‘κουνηθείτε’· τέτοια πράματα.»

«Είδες κάτι;»

«Μόλις άκουσα ότι έπεφτε πιστολίδι, την έκανα. Σου είπα, δεν ήθελα να μπλέξω πουθενά.»

«Δηλαδή, δεν μπορείς να μας προσφέρεις καμία βοήθεια…»

Η Λίντα σηκώνοντας τους ώμους κάθισε στην άκρη του ανάκλιντρου. «Δυστυχώς, όχι.»

«Είχες πάει μόνη σου να μιλήσεις στον Νάρνταλ Φέρενγκοχ;» ρώτησε η Ελίζα.

Για μια στιγμή η Λίντα φάνηκε να διστάζει, τα φρύδια της έσμιξαν σκεπτικά (κι αυτό η Ελίζα δεν το θεώρησε καλό σημάδι – σκέφτεται πώς να κρύψει κάτι;)· τελικά είπε: «Μόνη μου ήμουν.»

«Δεν πήρες ούτε έναν άνθρωπο από το πλήρωμά σου;»

«Τι να τον κάνω; Δεν πας με παρέα να μιλήσεις στον μαύρο. Δεν πήγαινες, μάλλον.»

Αυτό είναι αλήθεια. Γενικά, σκέφτηκε η Ελίζα, που γνώριζε για τον Νάρνταλ Φέρενγκοχ, αν και η ίδια δεν είχε ποτέ συναναστροφές μαζί του. Ωστόσο, εξακολουθούσε κάτι να μην της αρέσει στον τρόπο της Λίντας.

Ο Σκοτ είπε: «Αν διαπιστώσουμε ότι μας λες μαλακίες, θα το μετανιώσεις.»

Η Λίντα τον ατένισε εχθρικά. «Δε σας λέω ψέματα. Μη μ’απειλείτε! Τι νομίζετε ότι είμαι;» Σηκώθηκε όρθια πάλι. «Σας μοιάζω εγώ να μπορούσα να πάω να καθαρίσω τον μαύρο;»

Ο Σκοτ δεν απάντησε, αντικρίζοντάς την με τα μυώδη χέρια του σταυρωμένα μπροστά του.

«Δε σε κατηγόρησε κανένας για τίποτα,» της είπε η Ελίζα. «Ο Σκοτ απλώς ήθελε να σου υπενθυμίσει ότι δουλεύουμε για την Παντοκράτειρα· επομένως, ναι, αν όντως μας λες ψέματα, θα υπάρξουν συνέπειες.»

«Δε σας λέω ψέματα.»

Η Ελίζα ένευσε. «Εντάξει.» Έκανε νόημα στον Σκοτ να φύγουν, και έφυγαν από το δωμάτιο.

Μένοντας μόνη, η Λίντα πήρε ένα τσιγάρο από την τσιγαροθήκη στο τραπεζάκι με τα ποτά και το άναψε, καθίζοντας πάλι στην άκρη του ανάκλιντρου. Αναστατωμένη. Αποκλείεται να ξέρουν τίποτα, σκέφτηκε. Αποκλείεται! Εκείνη κι ο Ελπιδοφόρος ήταν πολύ προσεχτικοί. Φορούσαν κάπες με κουκούλες εκείνη τη βραδιά, και πήγαιναν γενικά από μέρη χωρίς τηλεοπτικούς πομπούς. Δε μπορεί να μας είδαν–

Η πόρτα άνοιξε, κάνοντάς τη να στραφεί απότομα, νευρικά.

Η οικοδέσποινα ήταν. «Να στείλω πάλι τους νεαρούς, κυρία Ναράθλω;»

Η Λίντα σηκώθηκε απ’το ανάκλιντρο κι έσβησε το τσιγάρο της στο τασάκι. «Όχι. Φεύγω.»

«Μας συγχωρείτε αν–» Η οικοδέσποινα κόμπιασε. «Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα…»

«Δεν είπα ότι φταίτε εσείς.» Η Λίντα έβγαλε τη ρόμπα και το ελαφρύ μεσοφόρι (τα οποία ανήκαν στο κατάστημα) και πήγε στα ρούχα της, αρχίζοντας να ντύνεται.

Πρέπει να ειδοποιήσω τον Μάγο– Ή μάλλον, όχι. Αν την παρακολουθούσαν;

Γαμήσου, μπλέξαμε!

6.

Η συνοικία δεν ονομαζόταν τυχαία η Σκάλα. Ήταν γεμάτη σκάλες, και αναμενόμενα εδώ κυκλοφορούσαν μόνο πεζοί και αεροσκάφη· τα οχήματα δεν μπορούσαν να περάσουν, παρά μόνο από κάποιους πολύ συγκεκριμένους δρόμους που διέσχιζαν τη Σκάλα και την έφερναν σε επαφή με άλλες συνοικίες της Ρελκάμνια.

Η Σκάλα δεν ήταν μια περιοχή για ανθρώπους με χαμηλά εισοδήματα. Επάνω στα διάφορα επίπεδά της, όμορφες μονοκατοικίες ήταν οικοδομημένες καθώς και πολύπλοκα οικήματα καλλιτεχνικής αρχιτεκτονικής. Καταπράσινοι κήποι απλώνονταν ανάμεσα σε σκάλες ίσιες και στριφτές, πέτρινες και μεταλλικές. Οι αριστοκράτες της Σκάλας ήταν από τους πιο σεβαστούς στη Ρελκάμνια.

Τώρα είχε μόλις χαράξει· το πρώτο φως του ήλιου γλιστρούσε ανάμεσα από τα ψηλά οικοδομήματα, αντανακλώντας επάνω σε μεταλλικές και γυάλινες επιφάνειες. Λιγνές, μακριές σκιές έπεφταν στα σκαλοπάτια και στους πεζόδρομους της Σκάλας, από διαβάτες, δέντρα, και κολόνες.

Η Εισαγγελέας Κάρβια-Κέλθιλ, αριστοκρατικής καταγωγής και ακόμα εργαζόμενη παρότι πλησίαζε τα εβδομήντα, βγήκε από την οικία της με μια συνοδία δώδεκα μισθοφόρων και κατευθύνθηκε προς έναν από τους κεντρικούς δρόμους της Σκάλας όπου περνούσαν οχήματα, και όπου την περίμενε και το δικό της όχημα, σταματημένο σ’ένα γκαράζ στο πλάι της λεωφόρου. Πήγαινε στο Δικαστήριο, στο εισαγγελικό γραφείο.

Ο Κλαρκ – που γνώριζε ότι η Κάρβια-Κέλθιλ ήταν μία από τους πρώτους πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ, αυτούς που είχαν συμβάλει σημαντικά στην ανατροπή της Συγκλήτου των Πολιταρχών – την είχε παρακολουθήσει εδώ και καιρό. Γνώριζε τις συνήθειές της. Ήξερε πότε και πώς να κινηθεί εναντίον της.

«Αναμενόμενα,» είπε στον Ελπιδοφόρο, «έχει τώρα περισσότερους φρουρούς μαζί της.» Οι δυο τους στέκονταν στην άκρη ενός από τους κήπους της Σκάλας ο οποίος βρισκόταν σε ψηλότερο επίπεδο από τον πεζόδρομο που η Κάρβια-Κέλθιλ φαινόταν να διασχίζει τώρα.

«Πόσους είχε συνήθως;»

«Τέσσερις. Και κανέναν μάγο.»

«Τώρα έχει μάγο μαζί της;»

«Ναι· ο ένας είναι Τεχνομαθής.»

«Πώς το ξέρεις;» Ο Ελπιδοφόρος αναρωτήθηκε αν ο Κλαρκ μπορούσε να μυρίσει, ίσως, τον μάγο, όπως το ένα ζώο μυρίζει το άλλο από απόσταση. Για τα πάντα τον είχε ικανό.

Ο Κλαρκ άγγιξε τα σκούρα γυαλιά που φορούσε. «Το βλέπω. Αυτά τα γυαλιά έχουν τηλεσκοπικές ιδιότητες. Ο ένας απ’τους μισθοφόρους έχει επάνω του μια καρφίτσα με το έμβλημα των Τεχνομαθών.»

«Σε ποιο Εμπορικό Κέντρο πουλάνε τέτοια γυαλιά, μάγε;»

«Σε κανένα απ’αυτά που ξέρεις, Ελπιδοφόρε. Πάμε τώρα. Πρέπει να είμαστε στη στροφή πριν από εκείνη.» Στράφηκε και βάδισε μέσα στις πυκνές σκιές του κήπου.

Ο Ελπιδοφόρος τον ακολούθησε, και είδε, με τις άκριες των ματιών του, και τους δύο Πειθαρχικούς του Κενού να ακολουθούν, με τους λευκούς τους μανδύες να φωσφορίζουν.

Ο Κλαρκ έβγαλε τα σκούρα γυαλιά του καθώς προχωρούσε τσακίζοντας χορτάρι κάτω από τις μπότες του. Σταμάτησε μπροστά σ’ένα μικρό πέτρινο οίκημα για τους κηπουρούς και μίλησε σε μια παράξενη γλώσσα, αγγίζοντας μια συσκευή που είχε βάλει στ’αφτί του. Ένα βουητό ακούστηκε απ’το πλάι του οικήματος, από τη μεριά που ήταν τυλιγμένη σε πυκνό σκοτάδι.

Ο Κλαρκ άναψε έναν φακό και βάδισε προς τα εκεί. Μια μεταλλική πόρτα υπήρχε επάνω στον πέτρινο τοίχο: μια πόρτα που δεν ήταν εκεί πριν, ήταν βέβαιος ο Ελπιδοφόρος. Ο Κλαρκ είχε καλέσει το Φαντασκεύασμα, και τώρα έπιασε το πόμολο της πόρτας και την άνοιξε.

Ο Ελπιδοφόρος και οι δύο Πειθαρχικοί του Κενού ακολούθησαν τον μάγο σ’έναν γεωμετρικά τέλειο διάδρομο του Φαντασκευάσματος, φωτισμένο από λευκό φως που έμοιαζε να έρχεται από παντού. Στο βάθος του διαδρόμου, οι Τεχνίτες φαίνονταν να εργάζονται πυρετωδώς, επεκτείνοντάς τον. Οι μορφές τους ήταν θολές από την ταχύτητα.

Ο Κλαρκ συνέχισε να μιλά σ’αυτή την παράξενη γλώσσα καθώς βάδιζαν μέσα στο Φαντασκεύασμα. Έστριψαν σε μια στροφή (που οι Τεχνίτες είχαν μόλις δημιουργήσει) και σταμάτησαν.

«Εδώ είμαστε, λογικά,» είπε ο μάγος, και έσπρωξε την πόρτα που είχε παρουσιαστεί, μισανοίγοντάς την και κοιτάζοντας έξω. «Ναι,» είπε πάνω απ’τον ώμο του, στον Ελπιδοφόρο, «εδώ είμαστε.» Και βγήκε.

Ο Ελπιδοφόρος τον ακολούθησε, και ο Άερ’θλαρ κι η Άι’νιρ ακολούθησαν εκείνον. Βρίσκονταν τώρα σ’έναν από τους πεζόδρομους της Σκάλας που στη μέση του, από τη μια άκρη ώς την άλλη, ήταν μια σειρά από ψηλά δέντρα, χωρίζοντας τον σε δύο λωρίδες. Το Φαντασκεύασμα τούς είχε βγάλει κοντά στο ένα από τα πέρατα του πεζόδρομου, το οποίο τελείωνε σε στροφή. Και βήματα ακούγονταν να έρχονται, μέσα στην ησυχία του πρωινού.

Ο Ελπιδοφόρος κοίταξε απ’την άκρια ενός οικήματος και είδε την Εισαγγελέα να πλησιάζει, μαζί με τους δώδεκα σωματοφύλακές της. Τράβηξε δύο πιστόλια μέσα από την κάπα του.

«Περίμενε,» του είπε ο Κλαρκ αγγίζοντας τον ώμο του· και ο Ελπιδοφόρος τον είδε να στενεύει τα μάτια και να μουρμουρίζει κάτι πίσω απ’τα δόντια του. Κάποιο ξόρκι. Μετά: «Θα τους ξαφνιάσω λίγο,» είπε.

«Είναι κοντά!» τόνισε ο Ελπιδοφόρος, εσπευσμένα, βλέποντας πως η Κάρβια-Κέλθιλ και οι σωματοφύλακές της απείχαν τώρα λιγότερο από είκοσι μέτρα από τη στροφή.

Ο Κλαρκ άρθρωσε τα λόγια για άλλο ένα ξόρκι, και, ενώ η Εισαγγελέας και οι μισθοφόροι βρίσκονταν, περίπου, στα δέκα μέτρα απόσταση, ο Ελπιδοφόρος τούς είδε να σταματούν ξαφνιασμένοι, φωνάζοντας, τραβώντας τους τηλεπικοινωνιακούς πομπούς τους από τσέπες κι από ζώνες.

«Τώρα!» είπε ο Κλαρκ.

Και ο Ελπιδοφόρος πυροβόλησε και με τα δύο πιστόλια, ενώ οι Πειθαρχικοί του Κενού ξεπρόβαλλαν κραδαίνοντας τις μακριές, φωτεινές ρομφαίες τους που δεν ήταν εύκολο να καταλάβεις πού άρχιζαν και πού τελείωναν, μοιάζοντας να αψηφούν τελείως τον συμβατικό χώρο. Οι μισθοφόροι της Κάρβια-Κέλθιλ χτυπήθηκαν από σφαίρες, κραυγάζοντας, και από λεπίδες φωτός που έκαναν τα κεφάλια τους να εξαϋλώνονται και μεγάλες τρύπες ν’ανοίγουν στο στήθος ή στην κοιλιά τους.

«Ο μάγος τους μπλόκαρε κιόλας την τηλεπικοινωνιακή ηχητική λόγχη μου,» άκουσε ο Ελπιδοφόρος τον Κλαρκ να λέει δίπλα του· «είναι καλός.» Οι μισθοφόροι της Εισαγγελέως ανταπέδιδαν τα πυρά ενώ συγχρόνως προσπαθούσαν να απομακρύνουν την προστατευόμενή τους.

Οι μισοί, όμως, ήταν ήδη σωριασμένοι στο πλακόστρωτο του πεζόδρομου – και πολλοί απ’αυτούς δεν είχαν καθόλου κεφάλι· μονάχα έναν λαιμό που κάπνιζε. Οι ριπές τους ήταν όλες εστιασμένες στον Άερ’θλαρ και στην Άι’νιρ, αγνοώντας τελείως τον Ελπιδοφόρο που ήταν καλυμμένος στη γωνία του οικήματος, ή μην έχοντας προσέξει καν την παρουσία του, που έμοιαζε ασήμαντη μπροστά στις καταστροφικές ρομφαίες των Πειθαρχικών του Κενού. Οι σφαίρες των μισθοφόρων έπεφταν βροχή καταπάνω στον Άερ’θλαρ και την Άι’νιρ αλλά δεν φαινόταν να μπορούν να τους χτυπήσουν ή να τους τραυματίσουν, σαν να εξοστρακίζονταν ή να γλιστρούσαν επάνω στους φωτεινούς μανδύες τους, ή σαν να έχαναν τον στόχο τους πάντα για μερικά εκατοστά. Έμοιαζε εξωπραγματικό, όπως ένα όνειρο.

Δύο μισθοφόροι οδήγησαν την Κάρβια-Κέλθιλ προς τον κήπο μιας κοντινής οικίας, και κλοτσώντας την καγκελόπορτα την άνοιξαν. Αμέσως, ένας συναγερμός άρχισε να ουρλιάζει, και μορφές φάνηκαν να έρχονται από το εσωτερικό του κήπου.

Ένας δυνατός έλικας ακούστηκε από ψηλά, πάνω από τους πυροβολισμούς και τις κραυγές. Ο Ελπιδοφόρος ύψωσε το βλέμμα του και είδε ένα ελικόπτερο να ζυγώνει, έχοντας επάνω του το σύμβολο μιας μισθοφορικής εταιρείας ασφαλείας – το ίδιο σύμβολο που είχαν στις στολές τους και οι μισθοφόροι της Εισαγγελέως. Πρέπει να είχαν, κάπως – με το πάτημα ενός κουμπιού σε κάποιον πομπό, ίσως – καλέσει ενισχύσεις. Γιατί ο Κλαρκ δεν το είχε μπλοκάρει αυτό;

Ο Ελπιδοφόρος δεν είχε χρόνο τώρα να ρωτήσει τον μάγο. Σημάδεψε αυτούς που προσπαθούσαν να βάλουν την Κάρβια-Κέλθιλ στον κήπο, και πέτυχε τον έναν στο πόδι, σωριάζοντάς τον. Πρέπει να ήταν ο Τεχνομαθής μάγος, νόμιζε.

Οι μισθοφόροι αντίκρυ στους δύο Πειθαρχικούς του Κενού ήταν τώρα όλοι νεκροί από τις ρομφαίες τους, και ο Άερ’θλαρ κι η Άι’νιρ έστρεψαν τα φωτεινά τους όπλα στο ελικόπτερο που κατέβαινε. Η έκρηξη που έγινε ήταν τρομερή, καθώς μηχανές και ενεργειακές φιάλες διαλύθηκαν. Το αεροσκάφος βούτηξε προς τα κάτω, με τον έλικά του να περιστρέφεται μέσα στις φλόγες.

Ο Ελπιδοφόρος πήδησε παραδίπλα, πέφτοντας στα γόνατα και σκύβοντας.

Το τράνταγμα πίσω του ήταν πολύ δυνατό. Είχε την εντύπωση πως ολόκληρη η γειτονιά πρέπει να αναπήδησε. Καπνός σηκώθηκε παντού, ενώ φωτιά ακουγόταν να μουγκρίζει.

Ο Ελπιδοφόρος σηκώθηκε κοιτάζοντας γύρω του, να δει πού ήταν ο Κλαρκ.

Ο μάγος δεν βρισκόταν μακριά. «Πάμε,» είπε. «Η Κάρβια πρέπει να μπήκε στον κήπο.»

Ο Ελπιδοφόρος τον ακολούθησε, και είδε ότι το ελικόπτερο κειτόταν ανάμεσα σ’αυτούς και τον στόχο τους: φλόγες και πυκνός καπνός. Ενστικτωδώς, σταμάτησε.

«Έλα πίσω μου!» του είπε ο Κλαρκ, υψώνοντας το χέρι του κι αρθρώνοντας τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Ο Ελπιδοφόρος είδε τον καπνό και τις φωτιές να παραμερίζουν εκεί όπου βάδιζε ο μάγος, δημιουργώντας ένα πέρασμα. Δεν έχασε χρόνο: τον ακολούθησε. Θηκάρωσε το ένα του πιστόλι και άλλαξε γεμιστήρα στο άλλο, γιατί ήταν βέβαιος πως ο προηγούμενος είχε σχεδόν τελειώσει.

Εκεί όπου υπήρχε ορατότητα μέσα από τη θολούρα, ο Ελπιδοφόρος μπορούσε να διακρίνει μεταλλικά και γυάλινα συντρίμμια και πτώματα ή κομμένα ανθρώπινα μέλη.

Πού ήταν οι Πειθαρχικοί; Δεν τους έβλεπε πουθενά.

Ο Κλαρκ είχε το ένα χέρι του ακόμα υψωμένο εμπρός του καθώς μουρμούριζε μυστηριακά λόγια, ενώ στο άλλο χέρι κρατούσε – τώρα το πρόσεξε ο Ελπιδοφόρος – ένα παράξενο πιστόλι με δύο κάννες, η μία πλατιά και η άλλη κωνοειδής. Διπλό όπλο, μάλλον: πυροβόλο και ηχητικό συγχρόνως. Βαδίζοντας στο κατόπι του μάγου, ο Ελπιδοφόρος βγήκε απ’την περιοχή των πυκνών καπνών και της πύρινης λαίλαπας και είδε αντίκρυ του την καγκελόπορτα του κήπου όπου οι μισθοφόροι είχαν καταφέρει να φυγαδέψουν την Κάρβια-Κέλθιλ. Ο Άερ’θλαρ και η Άι’νιρ στέκονταν εκεί, στο κατώφλι.

«Πού είναι;» τους ρώτησε ο Κλαρκ, ζυγώνοντας μαζί με τον Ελπιδοφόρο.

«Έτρεξε μέσα, στο σπίτι,» αποκρίθηκε ο Άερ’θλαρ. «Σκοτώσαμε τους φρουρούς που μας επιτέθηκαν» – αντίκρυ τους υπήρχαν πτώματα χωρίς κεφάλια – «δεν το ριψοκινδυνέψαμε όμως να την κυνηγήσουμε, για να μην απομακρυνθούμε απ’τον Ελπιδοφόρο.»

Ο Κλαρκ ένευσε, και βάδισε μέσα στον κήπο, αρθρώνοντας ένα ξόρκι καθώς πήγαινε προς την πλούσια οικία, που αγάλματα ορθώνονταν εκατέρωθεν της εισόδου της.

7.

Της άνοιξαν όταν χτύπησε, ενώ πίσω της, στην είσοδο του κήπου, κραυγές και πυροβολισμοί αντηχούσαν.

«Κρύψτε με! Σας παρακαλώ! Μου επιτέθηκαν! Κακοποιοί!» είπε, λαχανιασμένη, ξέπνοη, η Κάρβια-Κέλθιλ στον άντρα που παρουσιάστηκε στην πόρτα και που πρέπει να ήταν υπηρέτης. Εκείνος τής επέτρεψε να μπει, νεύοντας αμίλητος, ταραγμένος· το γαλανό του δέρμα είχε πάρει μια ανοιχτή απόχρωση.

«Ελάτε, κυρία,» είπε. «Ελάτε,» οδηγώντας την σ’ένα σαλόνι που ήταν άδειο. «Οι περισσότεροι κοιμούνται αυτή την ώρα, αλλά– Θα καλέσω τις Αρχές, κυρία. Περιμένετε.» Κι έτρεξε προς έναν τηλεπικοινωνιακό δίαυλο στον τοίχο, σηκώνοντας το ακουστικό και πατώντας κουμπιά.

Η Κάρβια-Κέλθιλ κάθισε σε μια ξύλινη καρέκλα, νιώθοντας τα πόδια της να τρέμουν.

Αυτοί είναι! σκεφτόταν. Αυτοί! Αυτοί που είχαν, πρόσφατα, σκοτώσει και τον Νάρνταλ Φέρενγκοχ, αυτοί που είχαν εισβάλει και στο Παντοτινό Ανάκτορο. Μεγάλε Κρόνε, προστάτεψέ με! Τους είχε δει. Είχε δει τι ήταν. Δεν ήταν άνθρωποι. Ήταν δύο δαίμονες που πετούσαν φως! και που οι σφαίρες δεν τους σκότωναν!

Η Κάρβια-Κέλθιλ ξεροκατάπιε προσπαθώντας να μαζέψει το μυαλό της, να δει την κατάσταση ψύχραιμα όσο ήταν δυνατόν. Αισθανόταν την καρδιά της να χτυπά δυνατά κάτω απ’το στήθος της, και φοβόταν ότι μπορεί να πάθαινε τίποτα στην ηλικία της.

Ο υπηρέτης πλησίασε πάλι. «Θα έρθουν, κυρία. Είπαν πως έρχονται, το συντομ–»

Ένας γδούπος αντήχησε, κάνοντάς τους και τους δύο να στραφούν.

Η Κάρβια-Κέλθιλ πετάχτηκε όρθια. «Αυτοί είναι!» Τράβηξε ένα πιστόλι μέσα από το ταγέρ της.

«Δε μπορεί,» είπε ο υπηρέτης· «έχουμε φρουρούς στην είσοδ–»

Από τον διάδρομο, δύο φωτεινές οντότητες φάνηκαν να έρχονται. Δύο πλάσματα που αιωρούνταν, τυλιγμένα σε φωσφορίζοντες, κατάλευκους μανδύες. Τα πρόσωπά τους γυάλιζαν σαν να ήταν από μέταλλο. Το ένα πλάσμα έμοιαζε με γυναίκα, και τα μάτια του θύμιζαν πολύτιμους λίθους· το άλλο πλάσμα έμοιαζε με άντρα, και το ένα του μάτι θύμιζε επίσης πολύτιμο λίθο, ενώ το δεύτερο ήταν κατασκότεινο. Στα χέρια τους, παράδοξα σπαθιά ακαθόριστου μήκους ακτινοβολούσαν.

Ο υπηρέτης ούρλιαξε, παραπάτησε, κι έπεσε, χάνοντας τις αισθήσεις του.

Η Κάρβια-Κέλθιλ πυροβόλησε ξέφρενα, ουρλιάζοντας. Οι σφαίρες της – κάπως – δεν βρήκαν τον στόχο τους. Μια φωτεινή ρομφαία τη διαπέρασε στο σημείο του ηλιακού πλέγματος, και το σώμα της Εισαγγελέως κατέρρευσε, άψυχο. Το όπλο έφυγε απ’το χέρι της.

8.

Η Ελίζα έβγαλε τα γυαλιά της και τ’άφησε πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού του διαμερίσματός της, στον τριακοστό-δεύτερο όροφο μιας σαρανταώροφης πολυκατοικίας στο Κηπευτήριο. Πλησίαζε αυγή, και το ελικόπτερο που είχε πάρει εκείνη, τον Σκοτ, και την Κάτια από τη Σταχτόχρωμη την είχε αφήσει πριν από λίγο σ’ένα στρατιωτικό φυλάκιο στο Κηπευτήριο. Από εκεί η Ελίζα είχε πάει στο σπίτι της με τα πόδια, βαδίζοντας με τον Σκοτ ώς ένα σημείο. Η Κάτια ήθελε να πάρει τον σιδηρόδρομο, και είχε πάει προς διαφορετική κατεύθυνση.

Η δουλειά τους σχετικά με τη δολοφονία του Φέρενγκοχ είχε κάθε άλλο παρά τελειώσει, αλλά η Ελίζα τώρα ήταν εξοντωμένη. Έβγαλε τις μπότες και το σακάκι της και βυθίστηκε στον μαλακό καναπέ του σαλονιού, βάζοντας τα πόδια της στο τραπεζάκι, σταυρωμένα στον αστράγαλο.

Αύριο έπρεπε να κοιτάξουν πάλι τα δεδομένα των τηλεοπτικών πομπών του Εμπορικού Κέντρου, για να διαπιστώσουν αν η Λίντα Ναράθλω έλεγε αλήθεια, αν όντως είχε επισκεφτεί μόνη της το γραφείο του Φέρενγκοχ. Γιατί, αν είχε πάει εκεί, σίγουρα κάποιος πομπός θα την είχε δει· δεν μπορεί να είχε περάσει απαρατήρητη.

Κι αν λέει ψέματα, τι θα γίνει μετά; Σύλληψη και ανάκριση· δεν υπάρχει άλλη λύση.

Ήταν όμως δυνατόν η Λίντα Ναράθλω να ήταν, κάπως, μπλεγμένη στη δολοφονία του Νάρνταλ Φέρενγκοχ; «Σας μοιάζω εγώ να μπορούσα να πάω να καθαρίσω τον μαύρο;» τους είχε ρωτήσει· και πράγματι, δεν έμοιαζε ικανή για κάτι τέτοιο. Όχι από ψυχολογικής άποψης (εξάλλου, κουβαλούσε όπλα μαζί της), αλλά από την άποψη δυνατότητας. Επιπλέον, οι τηλεοπτικοί πομποί είχαν καταφέρει να πιάσουν μια παράξενη φωτεινή οντότητα προτού καταστραφούν, όχι κάποιον άνθρωπο· και σίγουρα όχι κάποια γυναίκα σαν τη Λίντα.

Κι όμως, σκέφτηκε η Ελίζα, ο τρόπος… Κάτι το περίεργο είχε ο τρόπος της… Χασμουρήθηκε, τρίβοντας τα μάτια της. Τεντώθηκε. Σηκώθηκε απ’τον καναπέ, πήγε ώς την κάβα, και γέμισε ένα ποτήρι με πάγο και Κρύο Ουρανό. Επέστρεψε στον καναπέ και κάθισε, τραβώντας το πουκάμισό της έξω από το παντελόνι της και ανάβοντας τσιγάρο.

Ξαφνικά θυμήθηκε: Στον φάκελο της Λίντα Ναράθλω έγραφε ότι ήταν κόρη του παλιού Προέδρου της Α.Ε.Τ., ο οποίος ήταν και Πολιτάρχης· και τον είχαν σκοτώσει όταν είχε γίνει η ανατροπή του καθεστώτος στη Ρελκάμνια. Είναι λογικό, λοιπόν, να έχει κάτι εναντίον των πρακτόρων των Υπερασπιστών… Και πάλι, όμως, αυτό δεν αποδείκνυε τίποτα, πέρα από το ότι η Λίντα ίσως να είχε κάποιο κίνητρο.

Πολλοί άνθρωποι είχαν κίνητρο να κάνουν πολλά πράγματα, αλλά ή δεν μπορούσαν να τα κάνουν ή δεν τα έκαναν ούτως ή άλλως.

Επιπλέον, δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι η Λίντα γνώριζε πως ο Νάρνταλ Φέρενγκοχ ήταν πράκτορας των Υπερασπιστών. Ελάχιστοι το ήξεραν αυτό.

Η Ελίζα κάπνισε το τσιγάρο της και ήπιε σχεδόν όλο το ποτό της, όταν ο ύπνος άρχισε να την παίρνει, ακόμα καθισμένη στον καναπέ, με τα πόδια της σταυρωμένα επάνω στο τραπεζάκι. Βρισκόμενη σε μια ημιονειρική κατάσταση, σκέφτηκε ότι αυτή η υπόθεση τής θύμιζε την υπόθεση με την οποία είχε ασχοληθεί προτού, ως συνέπεια, μπλέξει με τους Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας και το κρυφό δίκτυό τους.

Και τότε ένας φόνος ήταν…

…ένας παράξενος φόνος: ένα πτώμα στο πιο απίθανο μέρος… σαν να τον είχε σκοτώσει ο αέρας…

…δύσκολο να βρεθούν εξηγήσεις, κίνητρα… στοιχεία…

Είχε σκαλίσει πιο βαθιά απ’ό,τι, ίσως, ήταν συνετό. Πολύ βαθιά. (Ανέκαθεν ενθουσιώδης με τη δουλειά της – μικρή τότε.) Είχε καταλήξει σε μέρη αλλόκοτα… μυστηριώδη… Δεν μπορούσε να καταλάβει τι κρυβόταν πίσω από τι… Είχε ακούσει ότι ιδιωτικοί ερευνητές είχαν τρελαθεί ερευνώντας παράδοξες υποθέσεις μέσα στους ατελείωτους λαβυρίνθους γεγονότων της Ρελκάμνια…

Τόσο απίθανους και παράξενους ανθρώπους είχε γνωρίσει… Οι άγνωστοι πράκτορες την είχαν φυλακίσει. Είχε βρεθεί σ’ένα νησί, νόμιζε, της Μεγάλης Θάλασσας. Είχε φτάσει μόνη της εκεί. Είχε φυλακίσει τον εαυτό της, κι όμως ήξερε ότι την είχαν φυλακίσει…

…ο χρόνος…

…τι αλλόκοτο μέρος…

Είχε περάσει– αποκλείεται να είχαν περάσει πάνω από πέντε ώρες εκεί – ήταν βέβαιη – όταν, όμως, χρησιμοποιώντας μια κωπήλατη βάρκα, είχε φύγει τελικά και είχε πάει στο ερευνητικό γραφείο της, είχε βρει μια άλλη ιδιωτική ερευνήτρια που ισχυριζόταν ότι η Ελίζα Κάρριλνηχ είχε πεθάνει σε μια πυρκαγιά πριν από τρία χρόνια.

(ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΕΙ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ!)

…κοιτάζοντας ημερολόγια… ρωτώντας γνωστούς και συγγενείς («Πού ήσουν τόσο καιρό;» – «Μας είπαν ότι είχες σκοτωθεί…» – «Το πτώμα σου είχε απανθρακωθεί, Ελίζα!» – «Τι κάνεις εδώ;» – χαρά; καχυποψία; παραφροσύνη;)… ρωτώντας σε καταστήματα, σε περίπτερα… ρωτώντας τυχαίους περαστικούς κι ανθρώπους σε μπαρ… Η ίδια απάντηση. Η ίδια χρονολογία.

(ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΕΙ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ!)

Ήταν βέβαιη ότι αποκλείεται να είχαν περάσει πάνω από πέντε ώρες σ’εκείνο το νησί–

«Η κύρια Ελίζα Κάρριλνηχ;»

«Ποιος είσαι εσύ;»

«Είστε σίγουρα η κυρία Ελίζα Κάρριλνηχ;»

«Φυσικά και είμαι σίγουρη!»

«Είστε σίγουρη πως δεν είστε νεκρή;»

«Τι σκατά λες; Ποιος σκατά είσαι!»

«Χα-χα-χα-χα-χα…»

Περιστοιχισμένη από μυστηριώδεις μορφές, μέσα σ’ένα στενορύμι της Α’ Κατωρίγιας Συνοικίας, όπου η αναζήτησή της για την πυρκαγιά την οδήγησε.

«Ακολουθείς τα στοιχεία που σε ταΐζουμε.»

…ζαλίζεται, πέφτει… Τους βλέπει από πάνω της, να συγκεντρώνονται σαν μαύρα πουλιά…

«Ήσουν άρρωστη για λίγο, και ξέχασες…»

Μια μακριά μουσούδα την πλησιάζει–

Κραυγάζοντας η Ελίζα ξύπνησε.

Ένας ήχος θραύσης από δίπλα.

Γύρισε και είδε ότι το ποτήρι της είχε πέσει και είχε σπάσει, χύνοντας Κρύο Ουρανό στο χαλί. Το είχε σπρώξει με το πόδι της καθώς ξυπνούσε, συνειδητοποίησε.

Ξεφυσώντας σηκώθηκε απ’τον καναπέ, κουνώντας το κεφάλι της, προσέχοντας μην πατήσει στα γυαλιά και κοπεί. Έφερε μια μικρή ενεργειακή σκούπα και μάζεψε τα θραύσματα, στεγνώνοντας συγχρόνως και το χαλί.

Ο τηλεπικοινωνιακός δίαυλος κουδούνισε. Η Ελίζα πήγε και τον άνοιξε. «Ναι;»

«Ο Σκοτ είμαι, Ελίζα. Έχεις ανοιχτό τον τηλεοπτικό δέκτη;»

«Όχι.»

«Άνοιξέ τον. Στα Ρελκάμνια Νέα. Αλλά όπου και να τον ανοίξεις το ίδιο λένε ούτως ή άλλως.»

Η Ελίζα έπιασε το τηλεχειριστήριο και άνοιξε τον δέκτη στα Ρελκάμνια Νέα. Είδε στην οθόνη της ανθρώπους να μιλάνε. Προς στιγμή, δεν κατάλαβε τι γινόταν. Μετά όμως….

«Κι άλλος φόνος,» είπε στον Σκοτ, έχοντας ακόμα τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο ανοιχτό κι έχοντας τώρα πιάσει το ακουστικό, κρατώντας το κοντά στ’αφτί της.

«Ναι. Κι αυτή η Εισαγγελέας ήταν δική μας.»

«Δεν το ήξερα. Εσύ την ήξερες;»

«Ναι. Είχαμε συνεργαστεί ορισμένες φορές.»

Η Ελίζα αναρωτήθηκε πόσο μεγάλος να ήταν ο Σκοτ. Τον υπολόγιζε γύρω στα σαράντα-πέντε, μα δεν ήταν και σίγουρη. «Ήταν από τους πρώτους πράκτορες;»

«Ναι· αυτούς που βοήθησαν στην ανατροπή.»

Ήταν ο Σκοτ τόσο μεγάλος ώστε να έχει συμβάλλει την ανατροπή; Μπα, αποκλείεται· μάλλον ήταν παιδί τότε. «Θα έπρεπε να είχε πάρει τα μέτρα της.»

«Αναμφίβολα τα είχε πάρει, Ελίζα.»

«Η δουλειά μας θα δυσκολέψει τώρα;»

«Οι αφέντες μας, πάντως, σίγουρα δεν θα είναι ευχαριστημένοι.»

«Έχουν επικοινωνήσει μαζί σου;»

«Όχι ακόμα. Μίλησα με τον Στρατηγό, όμως.»

«Και;»

«Έχει χεστεί επάνω του.»

Η Ελίζα μειδίασε άθελά της. «Ελπίζω αυτός να προσέχει περισσότερο από την Κάρβια-Κέλθιλ.»

«Σε λίγο θα σκάψει μια τρύπα στη γη και θα χωθεί μέσα,» είπε ο Σκοτ.

Ακόμα κι αυτό αναρωτιέμαι αν θα μπορέσει να τον σώσει όταν αποφασίσουν να τον κυνηγήσουν, σκέφτηκε η Ελίζα.

9.

Μετά την επικοινωνία που είχε με τον Σκοτ, ήταν ώρα για δουλειά.

Καθώς πλενόταν και ετοιμαζόταν, περίμενε ότι και εκείνοι θα επικοινωνούσαν μαζί της, για να της μιλήσουν για τον φόνο της Εισαγγελέως Κάρβια-Κέλθιλ. Όμως ο δίαυλος δεν κουδούνισε· πράγμα που έκανε την Ελίζα ν’απορήσει λίγο. Τέλος πάντων· είχε άλλα να κάνει τώρα. Ίσως, μάλιστα, γι’αυτό να μην την είχαν ειδοποιήσει οι Υπερασπιστές: καταλάβαιναν, σίγουρα, ότι δεν μπορούσε να αναλάβει δύο έρευνες ταυτόχρονα.

Οι δύο αυτές έρευνες, βέβαια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνδέονται, σκέφτηκε η Ελίζα, ενώ έπαιρνε μερικά τελευταία πράγματα και έφευγε απ’το διαμέρισμά της.

Ήταν τώρα δύο ώρες μετά την αυγή, και δεν αισθανόταν και τόσο ξεκούραστη καθώς έβγαινε από μια πόρτα του τριακοστού ορόφου της πολυκατοικίας και βάδιζε πάνω σε μια αερογέφυρα που ένωνε την πολυκατοικία με άλλα οικοδομήματα. Είχε έρθει στο σπίτι της αργά χτες, δεν είχε κοιμηθεί όσο χρειαζόταν, είχε ξυπνήσει από εκείνο το γαμημένο όνειρο, και μετά ο δίαυλος είχε κουδουνίσει και ήταν ο Σκοτ. Τα χάλια μας έχουμε… σκέφτηκε η Ελίζα, αναφερόμενη στον εαυτό της. Κατεβαίνοντας μια σιδερένια σκάλα η οποία ένωνε μια αερογέφυρα με μια άλλη, κι ακούγοντας τα μποτοφορεμένα πόδια της να κάνουν κλικ-κλακ επάνω στα σκαλοπάτια, έβγαλε από μια εσωτερική τσέπη της καπαρντίνας της ένα κουτάκι με παστίλιες. ΕσωΔΥΝ έγραφε, με μεγάλα γράμματα, στη συσκευασία· και λίγο πιο κάτω: λεμόνι. Η Ελίζα πήρε μια παστίλια και την έβαλε στο στόμα. Υποτίθεται πως αυτές οι μαλακίες σού έδιναν ενέργεια· ήταν εγκεκριμένες από το Ι.Σ.Ρ., το Ιατρικό Συμβούλιο της Ρελκάμνια, και λέγανε πως οι Βιοσκόποι είχαν παρατηρήσει αισθητές διαφορές στους ανθρώπους που τις έπαιρναν. Ήταν πιο παραγωγικοί στις δουλειές τους, και χρειάζονταν λιγότερο ύπνο και ξεκούραση.

Είναι καλό να θέλεις να δουλεύεις πολύ και να ξεκουράζεσαι λίγο; αναρωτήθηκε η Ελίζα, γλείφοντας την παστίλια που είχε γεύση λεμόνι.

Βαδίζοντας στον πεζόδρομο μιας αερογέφυρας – με οχήματα να περνάνε δίπλα της, πηγαίνοντας και προς τις δύο κατευθύνσεις, αναλόγως τη λωρίδα που ακολουθούσαν – έφτασε σε μια στάση του σιδηρόδρομου. Δε χρειάστηκε να περιμένει, καθώς εκείνη τη στιγμή η αμαξοστοιχία είχε μόλις σταματήσει. Η Ελίζα επιβιβάστηκε, μαζί με πολύ άλλο κόσμο, και το τρένο ξεκίνησε.

Ένας εισπράκτορας την πλησίασε μετά από λίγο, και η Ελίζα τού έδειξε την ταυτότητά της που της επέτρεπε ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ο άντρας ένευσε κι απομακρύνθηκε, για να ζητήσει εισιτήρια από άλλους. Έναν τύπο τον έπιασε χωρίς εισιτήριο· εκείνος διαμαρτυρήθηκε, έσπρωξε τον εισπράκτορα, και έτρεξε προσπαθώντας ν’αλλάξει βαγόνι και να χαθεί μέσα στον κόσμο· ο εισπράκτορας, όμως, παρότι είχε χάσει την ισορροπία του, κατόρθωσε κάπως να τραβήξει το πιστόλι του, να σημαδέψει, και να ρίξει. Η ενεργειακή ριπή πέρασε ανάμεσα από τους ξαφνιασμένους επιβάτες (κάποιοι απ’τους οποίους ούρλιαζαν) και χτύπησε τον άντρα που δεν είχε εισιτήριο στην πλάτη, τραντάζοντας το σώμα του και σωριάζοντάς τον αναίσθητο.

«Ησυχάστε!» είπε ο εισπράκτορας στους άλλους. «Δεν είναι τίποτα! Δε συμβαίνει τίποτα, λέω! Μια συνηθισμένη διαδικασία. Δεν είναι νεκρός.» Πλησίασε τον πεσμένο άντρα, του έφερε τα χέρια πίσω απ’την πλάτη, και του πέρασε χειροπέδες.

Η Ελίζα τούς θαύμαζε μερικές φορές τους εισπράκτορες των τρένων. Τέτοια καλοσημαδεμένη βολή ανάμεσα σε τόσους αθώους επιβάτες ήταν πραγματικά αξιοσημείωτη· η ίδια δεν ήξερε αν θα μπορούσε να την καταφέρει. Οι εισπράκτορες έπρεπε να δρουν, αρκετά συχνά, σε συνθήκες μάλλον άβολες. (Τι θα γινόταν, για παράδειγμα, αν τώρα χτυπούσε έναν αθώο; Μάλλον θα έτρωγε μήνυση, και σίγουρα θα τον έδιωχναν απ’τη δουλειά του – αν δεν τον φυλάκιζαν κιόλας.) Και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που βρίσκονταν σε άμεσο κίνδυνο. Τις προάλλες πάλι, κάποιος απ’αυτούς είχε δολοφονηθεί, είχε ακούσει στα Ρελκάμνια Νέα η Ελίζα. Τον είχε αρπάξει μια συμμορία έξω από έναν σταθμό στο Κοινόβιο, κι αφού τον είχε φιμώσει και κρεμάσει από μια κολόνα, τον είχε ανοίξει από τον λαιμό ώς την κοιλιά, χύνοντας τα εντόσθιά του στον πεζόδρομο. Ήταν αποκρουστικό. Στους τηλεοπτικούς δέκτες είχαν δείξει την εικόνα ελαφρώς θολωμένη, αλλά και πάλι καταλάβαινες τι ήταν.

Η Ελίζα κατέβηκε σε μια στάση στην Πλωτή: μια συνοικία νότια της Χαρμόσυνης και δυτικά της Α.Ε.Τ., οικοδομημένη επάνω σε μια περιοχή που κάποτε ήταν λίμνη, γι’αυτό κιόλας σε πολλά σημεία υπήρχαν κανάλια. Μπορούσες να κυκλοφορείς με βάρκα εδώ· και φυσικά, υπήρχαν βάρκες που μπορούσες να μισθώσεις. Η Ελίζα μίσθωσε μία απ’αυτές, η οποία ήταν σταθμευμένη σ’ένα κανάλι κοντά στη στάση του σιδηροδρόμου, και είπε στον βαρκάρη πού ήθελε να πάει. «Σε πέντε λεπτά εκεί θα είμαστε, κυρία,» αποκρίθηκε ο νεαρός, και ξεκίνησε να τρέχει σαν παλαβός μέσα στα κανάλια, περνώντας με τρομερή δεξιοσύνη ανάμεσα από άλλα σκάφη και κάτω από γέφυρες. Τα νερά τινάζονταν γύρω τους.

Η Ελίζα έβγαλε τα γυαλιά της και τα σκούπισε με μια άκρη της καπαρντίνας της, όταν πιτσιλίστηκαν.

Η βάρκα σταμάτησε κοντά στο σταυροδρόμι που ήταν ο προορισμός της Ελίζας.

«Πόσο χρωστάω;»

«Πέντε δεκάδια και δύο τέταρτα, κυρία.»

Η Ελίζα τού έδωσε έξι δεκάδια και έφυγε, ανεβαίνοντας μια πέτρινη σκάλα, βγαίνοντας σ’έναν δρόμο, και πηγαίνοντας προς το σταυροδρόμι.

Ο Σκοτ την περίμενε πλάι σ’έναν τηλεπικοινωνιακό θάλαμο. Κι οι δύο είχαν φτάσει πάνω στην ώρα που είχαν συμφωνήσει – καθόλου μικρό κατόρθωμα στη Ρελκάμνια, όταν ταξίδευες από συμβατικούς δρόμους: δηλαδή, όχι με αεροσκάφος.

«Πάμε;» είπε ο Σκοτ.

Η Ελίζα ένευσε, και βάδισαν ανάμεσα στις ψηλές πολυκατοικίες της Πλωτής.

«Τ’αφεντικά μας επικοινώνησαν μαζί σου;» τον ρώτησε.

«Όχι. Επικοινώνησαν μ’εσένα;»

«Ούτε.»

«Καλύτερα,» είπε ο Σκοτ. «Θάθελες να τρέχεις στη Σκάλα πρωινιάτικα;»

10.

Το διαμέρισμα της Κάτιας ήταν στο ρετιρέ μιας εξηνταώροφης πολυκατοικίας στην Πλωτή, και η Κάτια το είχε γεμάτο μ’ένα σωρό μηχανικά συστήματα και συσκευές. Έπρεπε να προσέχεις πού πατούσες για να μη σκοντάψεις σε κανένα καλώδιο.

Τους περίμενε, φυσικά, γιατί την είχαν ειδοποιήσει ότι θα έρχονταν. Ήταν ντυμένη μ’ένα γαλανό, εφαρμοστό παντελόνι και μια λευκή μπλούζα που στη μπροστινή μεριά είχε τυπωμένο ένα Μεγαθήριο (από αυτά της Φεηνάρκια) να πληκτρολογεί μανιωδώς επάνω σε μια κονσόλα, και στην πίσω μεριά είχε τυπωμένες τις λέξεις ΘΗΡΙΟ ΕΙΣΑΙ.

Η Ελίζα γέλασε όταν το είδε, και είπε: «Τι είν’ αυτά που φοράς;»

«Δώρο ενός φίλου,» αποκρίθηκε η Κάτια, καθώς τους έκανε νόημα να την ακολουθήσουν σ’ένα από τα εσωτερικά δωμάτια του διαμερίσματος. Από τον τρόπο που έλεγε φίλος, η Ελίζα κατάλαβε ότι, μάλλον, εννοούσε γκόμενος.

Το δωμάτιο όπου τους πήγε η Κάτια περιείχε μηχανήματα (φυσικά) αλλά και καρέκλες και ένα τραπεζάκι με αναψυκτικά και κρακεράκια. «Πάρτε κάτι,» τους προέτρεψε, και κάθισε μπροστά σε μια οθόνη.

«Δε θέλω τίποτα,» είπε ο Σκοτ.

«Ούτε εγώ,» είπε η Ελίζα.

Η Κάτια ανασήκωσε τους ώμους – μια κίνηση που έλεγε Ευτυχώς που δεν έκανα και καμια πιο σοβαρή προετοιμασία. «Για τι ψάχνουμε, λοιπόν;»

«Για τη Λίντα Ναράθλω,» είπε η Ελίζα. «Θέλουμε να δούμε αν την εντόπισαν οι τηλεοπτικοί πομποί γύρω απ’το γραφείο του Φέρενγκοχ εκείνη τη νύχτα.»

Η Κάτια ένευσε και στράφηκε στην κονσόλα. Πληκτρολόγησε. Η οθόνη έγραψε: ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ· και μετά η Κάτια έκανε να παρουσιαστούν τα δεδομένα που είχαν συγκεντρώσει οι τηλεοπτικοί πομποί. Χωρίς καθυστέρηση άρχισαν να τα κοιτάζουν, σαν να παρακολουθούσαν μια βαρετή, πολύ βαρετή ταινία.

Ο Σκοτ, σε κάποια στιγμή, άνοιξε ένα αναψυκτικό και ήπιε. «Δεν τη βλέπω πουθενά,» παρατήρησε. «Και δεν είν’ εύκολο να μην τη μπανίσεις.» Η Λίντα Ναράθλω ήταν, ομολογουμένως, μεγαλόσωμη γυναίκα.

«Περίμενε,» είπε η Ελίζα. «Δεν ξέρουμε τι ώρα μπορεί να πήγε.»

Ώς τώρα, είχαν δει κάμποσους ανθρώπους να μπαίνουν και να βγαίνουν από τη στάση του τροχιόδρομου. Κανένας απ’αυτούς δεν ήταν η Λίντα Ναράθλω· ή, αν ήταν, ήταν κάποιος από εκείνους που φορούσαν κάπα και κουκούλα – αδύνατον, μες στη νύχτα, να την ξεχωρίσουν. Το πιο σημαντικό, όμως, δεν ήταν τι είχαν πιάσει οι πομποί κοντά στη στάση του τροχιόδρομου, όπου ο καθένας περνούσε· το πιο σημαντικό ήταν τι είχαν πιάσει οι πομποί κοντά στην είσοδο που έπρεπε κανείς να περάσει για να πάει στο γραφείο του Φέρενγκοχ. Κι αυτοί οι πομποί δεν φαινόταν, μέχρι στιγμής, να έχουν καταγράψει τη Λίντα. Ούτε κανέναν κουκουλωμένο που θα μπορούσε να είναι η Λίντα. Μες στη νύχτα, κανείς δεν έμπαινε και κανείς δεν έβγαινε, εκτός από κάτι φρουρούς που άλλαζαν βάρδια, ή κάποιους υπαλλήλους που δούλευαν μέχρι αργά και μετά έφευγαν για τα σπίτια τους.

Για ώρες, η Ελίζα, ο Σκοτ, και η Κάτια παρακολουθούσαν τα δεδομένα των τηλεοπτικών πομπών, βάζοντας την εικόνα να τρέξει πιο γρήγορα κάπου-κάπου, όταν κανένας άνθρωπος δεν φαινόταν να περνά και τίποτα να συμβαίνει.

Στο τέλος, το συμπέρασμα ήταν αρνητικό. Η Λίντα Ναράθλω δεν είχε επισκεφτεί το γραφείο του Νάρνταλ Φέρενγκοχ εκείνη τη νύχτα.

«Μας είπε ψέματα η σκρόφα,» μούγκρισε ο Σκοτ.

«Γιατί όμως;» έθεσε το ερώτημα η Ελίζα, καθισμένη σταυροπόδι σε μια καρέκλα και καπνίζοντας αργά ένα τσιγάρο. Σκεπτική.

«Τι γιατί; Κάτι κρύβει.»

«Σ’αυτή την περίπτωση, δεν είναι ηλίθιο που μας είπε ότι πήγε να τον δει χωρίς να έχει πάει; Γιατί να μην πει ότι, αφότου μίλησε με τον Αλέξανδρο, επέστρεψε σπίτι της;»

«Δεν είναι προφανές;» αποκρίθηκε ο Σκοτ, που στεκόταν όρθιος, με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός του, δίπλα στην κονσόλα και στην οθόνη. «Θα πιστεύαμε ότι ήθελε σώνει και καλά να μάθει πού ήταν ο Φέρενγκοχ και μετά δεν πήγε να τον δει;»

«Δηλαδή, απλά μας είπε το πιο… λογικό;»

«Μισό λεπτό. Τι θες να πεις; Γιατί έχω αρχίσει να τα παίζω εδώ πέρα!»

Η Ελίζα τίναξε στάχτη μέσα στο μικρό τασάκι επάνω στον μηρό της. «Αν δεν πήγε στο γραφείο του Φέρενγκοχ, γιατί να πει ότι πήγε; Είναι τελείως παράλογο.»

Ο Σκοτ συνοφρυώθηκε.

«Τι νομίζεις εσύ ότι συνέβη, Σκοτ;» τον ρώτησε η Ελίζα. «Πήγε ή δεν πήγε;»

«Εγώ,» είπε η Κάτια, που ξαφνικά έμοιαζαν να την αγνοούν τελείως, κι αυτό δεν της άρεσε, «πάντως νομίζω ότι είπε ψέματα. Δεν πρέπει να πήγε καθόλου στο γραφείο του. Εκτός αν πήγε από άλλο δρόμο.»

«Από άλλο δρόμο, ε;» είπε η Ελίζα, υψώνοντας ένα φρύδι πίσω απ’τα παραλληλόγραμμα γυαλιά της. Γύρισε, επάνω στην καρέκλα, για να βάλει το χέρι της μέσα σε μια τσέπη της καπαρντίνας της, που ήταν ριγμένη στην πλάτη της καρέκλας (την είχε βγάλει όσο παρακολουθούσαν τα τηλεοπτικά δεδομένα). Η Ελίζα τράβηξε έξω ένα σημειωματάριο–

(Το γνωστό σημειωματάριό της όπου σημείωνε πράγματα κάθε τρεις και λίγο, παρατήρησε ο Σκοτ. Αυτό το γαμημένο σημειωματάριο που ώς τώρα δεν μας έχει χρειαστεί σε τίποτα. Λες επιτέλους να χρειαζόταν σε κάτι;)

–το άνοιξε και το ξεφύλλισε. Διάβασε μια σελίδα και είπε: «Η Λίντα, όταν τη ρώτησα από πού πλησίασε το γραφείο, μου απάντησε από εκεί όπου πηγαίνεις κανονικά. Δηλαδή, ισχυρίστηκε ότι πήγε από την κεντρική είσοδο. Και τα τηλεοπτικά δεδομένα που είδαμε ήταν από την κεντρική είσοδο, έτσι δεν είναι, Κάτια;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Κάτια. «Δεν το ήξερα ότι η Λίντα σάς το είχε πει αυτό.» Η ίδια δεν ήταν σ’εκείνη την ανάκριση, μη θεωρώντας ότι είχε κάτι να προσφέρει – και ούτε ο Σκοτ ούτε η Ελίζα είχαν διαφωνήσει.

«Μας πούλησε παραμύθι,» είπε ο Σκοτ· «είναι προφανές, γαμώ τα κεφάλια του Σκοτοδαίμονος.»

«Ναι αλλά γιατί;» έθεσε το ερώτημα ξανά η Ελίζα. «Τι έχει να κερδίσει; Αν εγώ δεν είχα πάει εκείνη τη νύχτα στο γραφείο του Φέρενγκοχ, σίγουρα δεν θα έλεγα πως πήγα. Δεν θα έλεγα καν πως ήμουν κάπου εκεί γύρω.»

«Πράγματι…» Ο Σκοτ τώρα ήταν σκεπτικός. Νόμιζε πως η Ελίζα είχε, αναμφίβολα, κάποιο δίκιο. «Όμως εμείς ξέραμε ήδη ότι είχε έρθει σε επαφή με τον Αλέξανδρο.»

«Και πάλι. Θα μπορούσε να ισχυριστεί χίλια-δύο πράγματα. Θα μπορούσε να πει ότι άλλαξε γνώμη, ότι… ότι την έπιασε πονοκέφαλος κι αποφάσισε να επιστρέψει σπίτι της· ότι…»

«Καταλαβαίνω, εντάξει. Και όντως, μοιάζει παράλογο, όπως λες. Κρύβει κάτι, επομένως· δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.»

«Μπορεί να πήγε από άλλο δρόμο,» υπέθεσε η Κάτια, «και καθώς σας μιλούσε να μπερδεύτηκε και να σας είπε ότι πήγε από την είσοδο.»

«Υπάρχει άλλος δρόμος για να πας στο γραφείο του Φέρενγκοχ, εκτός από την είσοδο;» ρώτησε ο Σκοτ.

Η Κάτια στράφηκε στο πληροφοριακό σύστημά της. Πληκτρολόγησε, εξερευνώντας τον τρισδιάστατο χάρτη που είχε παρουσιαστεί στην οθόνη. «Υπάρχουν άλλες δύο πόρτες που μπορεί να τη βόλευαν,» είπε τελικά, δείχνοντας με το δάχτυλό της.

Η Ελίζα ρώτησε: «Έχει τηλεοπτικούς πομπούς εκεί κοντά;»

Η Κάτια πληκτρολόγησε. «Έχει.»

«Ας δούμε τι κατέγραψαν.» Η Ελίζα σηκώθηκε απ’την καρέκλα της.

Και για κάποια ώρα ακόμα, παρακολουθούσαν τηλεοπτικά δεδομένα.

Χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Σε καμία περίπτωση δεν είδαν τη Λίντα Ναράθλω. Μόνο ένας εργάτης μπήκε και, μετά από κανένα μισάωρο, βγήκε μες στη νύχτα.

«Μαλακίες,» είπε ο Σκοτ. «Ψέματα είπε. Δεν πήγε στου Φέρενγκοχ.»

Η Ελίζα κοίταξε το ρολόι της. Απόγευμα είχε πάει. «Θα τη συλλάβουμε, λοιπόν;»

«Είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε. Αφού κάτι κρύβει, κάτι συμβαίνει μαζί της.»

«Δεν ξέρουμε, όμως, αν έχει σχέση με τη δολοφονία του Φέρενγκοχ…»

«Και λοιπόν; Τι άλλα στοιχεία έχουμε για ν’ακολουθήσουμε; Σε τελική ανάλυση, άμα δε μας ενδιαφέρουν αυτά που έχει να πει, την αφήνουμε να φύγει.»

Η Ελίζα ένευσε σκεπτικά. «Ναι…»

Η Κάτια είπε: «Επειδή πεινάω – και υποθέτω κι εσείς πρέπει να πεινάτε – δεν παραγγέλνουμε πρώτα κάτι να φάμε;»

«Παράγγειλε,» αποκρίθηκε η Ελίζα βγάζοντας τα γυαλιά της και βηματίζοντας μες στο δωμάτιο.

Η Κάτια έπιασε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό που ήταν ακουμπισμένος πλάι στην κονσόλα της. Κάλεσε κάποιους και ζήτησε να τους φέρουν φαγητό, ενώ η Ελίζα, δαγκώνοντας την άκρη των γυαλιών της, σκεφτόταν την υπόθεση. Όταν η Κάτια έκλεισε πάλι τον πομπό, η Ελίζα είπε: «Καλό θα ήταν ένας Τεχνομαθής μάγος να ελέγξει τα τηλεοπτικά δεδομένα. Υπάρχει μια απίθανη περίπτωση νάναι αλλοιωμένα.»

«Ναι,» συμφώνησε η Κάτια. «Γίνεται. Ξόρκι Τηλεοπτικής Ασυνέχειας. Κάνει τον πομπό να χάσει μερικά λεπτά, το πολύ, και φυτεύει μια ψεύτικη εικόνα στη μνήμη του. Αρκετό για να περάσει κάποιος απαρατήρητος.»

«Εντάξει,» είπε ο Σκοτ, καθίζοντας σε μια καρέκλα. «Ας το δούμε. Διασυνδέσεις, δόξα στον Κρόνο και στους αφέντες μας, έχουμε.»

Η Κάτια έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στην Ελίζα και, όταν εκείνη κατένευσε, άνοιξε πάλι τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της και ήρθε σε επικοινωνία με τη Συγκεντρωτική Ακαδημία Μαγικών Τεχνών.

Καθώς ο Σκοτ και η Ελίζα κάθονταν, την άκουγαν να μιλά και την έβλεπαν να πληκτρολογεί στην κονσόλα της, στέλνοντας δεδομένα μέσω του Παντοκρατορικού Δικτύου.

Εν τω μεταξύ, το κουδούνι του διαμερίσματος χτύπησε, και η Κάτια, κλείνοντας το μικρόφωνο του πομπού με το χέρι της, είπε στους συνεργάτες της: «Το φαγητό θα είναι. Μπορεί κάποιος ν’ανοίξει;»

Ο Σκοτ έκανε νόημα στην Ελίζα να μείνει εκεί όπου ήταν και σηκώθηκε εκείνος. Σε λίγο επέστρεψε στο δωμάτιο με χαρτοσακούλες στα χέρια. Η μυρωδιά φρεσκοψημένου φαγητού γέμισε τον χώρο. Η Ελίζα και ο Σκοτ άδειασαν τις σακούλες επάνω στο τραπέζι και, φέρνοντας τις καρέκλες τους κοντά, άρχισαν να τρώνε ενώ η Κάτια ακόμα μιλούσε στον πομπό και πληκτρολογούσε. Τους έκανε νόημα, σε κάποια στιγμή, να της δώσουν ένα από εκείνα εκεί τα στρογγυλά που λέγονταν ΚρακΚρακ. Η Ελίζα τής το έδωσε.

Ο Σκοτ, κοιτάζοντας την απόδειξη, είπε στην Ελίζα: «Τα φαγητά τους είναι, πάντως, εμπνευσμένα. Άκου ονόματα: ΚρακΚρακ· ΝαμΝαμ· ΤσικΡικ· ΡαμΤαμ· Γευστική Παραλλαγή

«Η Γευστική Παραλλαγή είναι όνομα φαγητού;»

«Αυτό εκεί.» Το έδειξε.

«Θα το ονόμασε άλλος ποιητής.»

Ο Σκοτ γέλασε, και η Ελίζα επίσης.

Η Κάτια έκλεισε τελικά τον πομπό και είπε: «Ρε γεννήματα του Σκοτοδαίμονος, δε θα μου αφήσετε τίποτα να φάω;»

«Φάε,» αποκρίθηκε ο Σκοτ. «Προτείνω αυτό το– πώς το είπαμε;» Κοίταξε τι έγραφε στο πλάι το κουτάκι. «ΡαμΤαμ.»

Η Ελίζα γελούσε πάλι, προσπαθώντας να μην πνιγεί.

Η Κάτια πήρε το ΡαμΤαμ στα χέρια της καθώς ήρθε να καθίσει κοντά τους. Πρέπει να συμφωνούσε με την πρόταση του Σκοτ.

«Τι σου είπαν οι μάγοι;» τη ρώτησε η Ελίζα, πίνοντας μια γουλιά απ’το αναψυκτικό της.

«Δεν εντόπισαν καμία αλλοίωση στα τηλεοπτικά δεδομένα.»

«Πάμε για σύλληψη λοιπόν,» συμπέρανε ο Σκοτ.

11.

Αφού είχαν φάει και είχαν ξεκουραστεί λίγο, η Ελίζα, χρησιμοποιώντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της, κάλεσε ένα αεροσκάφος, γιατί νύχτωνε, γιατί δεν είχαν χρόνο για χάσιμο, και γιατί πιθανώς να χρειάζονταν κι άλλους πράκτορες στη σύλληψη της Λίντας Ναράθλω.

Έφυγαν από το διαμέρισμα της Κάτιας και συνάντησαν το ελικόπτερο σε μια αεροπορική πλατφόρμα ενός άλλου, κοντινού οικοδομήματος. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός από πάνω τους, και η Ουλή έμοιαζε τώρα περισσότερο με τραύμα που αιμορραγούσε παρά με ουλή. Στο εσωτερικό του ελικοπτέρου ήταν έξι πράκτορες της Παντοκράτειρας που (σύμφωνα μ’ό,τι γνώριζαν γι’αυτούς ο Σκοτ, η Ελίζα, και η Κάτια) δεν πρέπει να ήξεραν απολύτως τίποτα για το κρυφό δίκτυο των Υπερασπιστών.

Μετά από πτήση δύο ωρών, είχαν φύγει από την Πλωτή, είχαν περάσει πάνω από τη Χαρμοσύνη, πάνω από τη Μεγάλη Θάλασσα, και είχαν φτάσει στη Σταχτόχρωμη. Όπου και το ελικόπτερό τους προσγειώθηκε επάνω σε μια πλατφόρμα. Αποβιβάστηκαν και, μαζί με τους έξι πράκτορες, πήγαν στο λιμάνι, στις αποβάθρες, εκεί όπου είχαν την προηγούμενη φορά βρει το Σκυλί.

Τώρα, όμως, το πλοίο της Λίντας Ναράθλω δεν ήταν εδώ.

«Γαμήσου,» μούγκρισε ο Σκοτ. «Έπρεπε να την είχαμε βουτήξει από την αρχή.»

«Ολόκληρο καράβι δεν μπορεί να εξαφανίστηκε,» είπε η Ελίζα.

«Η Λίντα, όμως, μπορεί να εξαφανίστηκε μέσα σε ολόκληρη Ρελκάμνια.»

«Θα εξαφανιζόταν μόνο αν ήταν βέβαιη πως την κυνηγάμε, πως ξέρουμε ότι είπε ψέματα.

»Ας ψάξουμε τώρα· μάλλον θα βρούμε εύκολα τα ίχνη της.»

Κάνοντας μια γρήγορη έρευνα στις αποβάθρες, δεν δυσκολεύτηκαν να μάθουν ότι το Σκυλί είχε αποπλεύσει σήμερα το πρωί, κατευθυνόμενο ανατολικά, κατά μήκος των ακτών. Επέστρεψαν στο ελικόπτερό τους και πέταξαν πάλι, ανατολικά κι εκείνοι, κατά μήκος των ακτών, αναζητώντας το πλεούμενο. Ο Σκοτ και η Ελίζα κρατούσαν κιάλια και κοίταζαν από τα παράθυρα του αεροσκάφους. Οικοδομημένες ακτές και οικοδομημένες ακτές και οικοδομημένες ακτές περνούσαν από κάτω τους· πλοία και πλοία και πλοία, μικρότερα και μεγαλύτερα, κάθε μορφής και είδους. Το νυχτερινό σκοτάδι δυσκόλευε την κατόπτευση παρά τα φώτα της Ρελκάμνια, έτσι η Ελίζα πρόσταξε τον πιλότο ν’ανάψει τον δυνατό προβολέα του ελικοπτέρου και να φωτίσει κάτω. Εκείνος υπάκουσε. Οι άνθρωποι που βρίσκονταν στις αποβάθρες, ή επάνω στα καταστρώματα πλεούμενων, και τους έβλεπαν να περνούν φωτίζοντας, ύψωναν τα κεφάλια τους παραξενεμένοι.

Δύο φορές, ο πιλότος έλαβε προειδοποιητικά μηνύματα από δυνάμεις ασφαλείας, τα οποία ρωτούσαν τι συνέβαινε. Η Ελίζα, και στις δύο περίπτωσης, πήγε στο πιλοτήριο και έστειλε έναν κωδικό που την αναγνώριζε ως ειδική πράκτορα της Παντοκράτειρας και έκανε, ως εκ τούτου, τη δουλειά της απόρρητη και πρώτης προτεραιότητας. Κανένας δεν είχε τη δικαιοδοσία να τη σταματήσει.

Μετά από μια ώρα συνεχούς πτήσης, η Ελίζα είπε: «Αυτό είναι, νομίζω,» κοιτάζοντας με τα κιάλια της κάτι αποβάθρες.

«Αυτό είναι,» συμφώνησε ο Σκοτ και κατέβασε τα δικά του κιάλια. «Πιλότε. Μας προσγειώνεις όπου μπορείς. Χωρίς καθυστέρηση.»

«Μάλιστα, κύριε,» αποκρίθηκε ο άντρας στο τιμόνι του ελικοπτέρου, και το αεροσκάφος, διαγράφοντας κύκλους στον νυχτερινό ουρανό, άρχισε να χάνει ύψος.

«Πώς λέγεται αυτή η περιοχή;» ρώτησε η Κάτια, κοιτάζοντας τα σκοτεινά οικοδομήματα.

«Φιλήσυχη,» αποκρίθηκε η Ελίζα. «Κατ’ευφημισμόν.»

«Δηλαδή δεν είναι και τόσο καλή, ε;»

«Της πουτάνας γίνεται,» είπε ο Σκοτ, ουδέτερα. «Κυκλοφορούν λεχρίτες.»

«Κατάλαβα.»

«Πού σκέφτεσαι να προσγειωθείς, ρε αφεντικό;» ρώτησε ο Σκοτ τον πιλότο, καθώς πετούσαν πάνω και ανάμεσα από οικοδομήματα.

«Ο χάρτης μου λέει πως έχει μια πλατεία κάπου εδώ.»

«Ποια πλατεία; Η Τρίτη;»

«Ναι.»

«Θα πνιγούμε στα πρεζόνια. Αλλού θα μας πας. Τη Βιομηχανία του Ξεδίπλωτου την ξέρεις;»

«Πού είναι;»

«Στ’ανατολικά πρέπει νάναι από δω. Στρίψε.»

Ο πιλότος έστριψε.

Ο Σκοτ, πηγαίνοντας στο πιλοτήριο, τεντώθηκε και πάτησε μερικά πλήκτρα για να κάνει τον χάρτη στην οθόνη να εστιαστεί. «Εδώ,» είπε. «Το βλέπεις;»

«Ναι. Τι βγάζει αυτή η βιομηχανία;»

«Καλά, τουαλέτα δεν πας;»

«Ε;»

«Κωλόχαρτο βγάζει.»

«Α…»

«Τέτοια ώρα κανένας δε θάναι εκεί· κι ακόμα κι αν είναι, τι θα μας κάνουν; Θα μας διώξουν;»

«Θα μας πνίξουν στο κωλόχαρτο,» του είπε η Ελίζα, από πίσω.

12.

«Για βιομηχανία κωλόχαρτου, καθαρή φαίνεται,» είπε, αστειευόμενος, ένας από τους πράκτορες, καθώς είχαν προσγειωθεί στην αυλή και είχαν αποβιβαστεί.

«Τι περίμενες, ρε φίλε;» αποκρίθηκε ο Σκοτ. «Σκατά στο πάτωμα;»

«Πώς βγαίνουμε από εδώ;» ρώτησε η Ελίζα, καθώς πλησίαζαν την είσοδο της αυλής, που έμοιαζε κλεισμένη με αλυσίδα και λουκέτο.

«Δε φαντάζεσαι;»

«Μη μου πεις ότι θα σπάσεις την πόρτα.»

«Δε χρειάζεται να σπάσω ολόκληρη την πόρτα.»

Φτάνοντας κοντά στην είσοδο της αυλής, ο Σκοτ έβγαλε τον σάκο του από τον ώμο και πήρε από μέσα ένα κοντό τσεκούρι, καθώς επίσης κι ένα κοντό ραβδί. Ένωσε το ραβδί με τη λαβή του τσεκουριά (όπου φάνηκε να ταιριάζει απόλυτα, σαν να ήταν φτιαγμένο γι’αυτή τη δουλειά), επεκτείνοντας έτσι το στέλεχος. Μετά, πήρε μερικές δυνατές μπαταρίας και τις πέρασε, τη μία μετά την άλλη, μέσα στην κάτω μεριά του στελέχους. Πάτησε ένα κουμπί επάνω του και ενέργεια φάνηκε να τρεμοπαίζει σ’όλη την επιφάνεια της λεπίδας του τσεκουριού και γύρω από την κόψη της.

«Κάντε άκρη,» είπε ο Σκοτ· και, χωρίς να τους περιμένει, ύψωσε το ενεργειακά φορτισμένο τσεκούρι και κοπάνησε την αλυσίδα της πόρτας. Δύο κρίκοι θρυμματίστηκαν σε αμέτρητα μικρά κομμάτια· σπίθες ενέργειας τινάχτηκαν τριγύρω. Η αλυσίδα έπεσε.

«Πάντα κάνει τη δουλειά του,» είπε ο Σκοτ στην Ελίζα. «Γρήγορα και χωρίς πολλή φασαρία.» Πάτησε το κουμπί επάνω στο στέλεχος διακόπτοντας τη ροή της ενέργειας, έβγαλε τις μπαταρίες, ξεβίδωσε το κοντό ραβδί από τη λαβή του τσεκουριού, και τα έβαλε όλα πάλι στον σάκο του.

«Τα πράγματα που κουβαλάς μαζί σου είναι απίστευτα,» του είπε η Ελίζα καθώς έβγαιναν από την αυλή της βιομηχανίας.

«Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου χρειαστεί. Είμαι προετοιμασμένος για κάθε είδους μαλακία.»

Οι αποβάθρες δεν ήταν μακριά από τη βιομηχανία. Σε λίγο έφτασαν και βρέθηκαν κοντά στο Σκυλί. Φώναξαν στους δύο άντρες που κάθονταν στο κατάστρωμα να ειδοποιήσουν τη Λίντα Ναράθλω. Εκείνοι αποκρίθηκαν ότι η Λίντα δεν ήταν εδώ.

«Πού είναι;» ρώτησε ο Σκοτ.

«Δεν ξέρουμε.»

«Μαλακίες μάς λένε,» είπε ο Σκοτ στην Ελίζα, σιγανά, για να μην τον ακούσουν οι άντρες στο κατάστρωμα.

«Πάμε να ελέγξουμε,» αποκρίθηκε εκείνη.

Και, χωρίς να ζητήσουν την άδεια των ναυτικών, πιάστηκαν από τη σιδερένια σκάλα στο πλάι του σκάφους και σκαρφάλωσαν στο κατάστρωμα.

«Ε!» φώναξε ο ένας από τους φρουρούς. «Τι γίνεται μ’εσάς; Είπαμε, τ’αφεντικό δεν είν’ εδώ!»

Η Ελίζα έβγαλε την ταυτότητά της και τους την έδειξε. «Θα κάνουμε μια έρευνα.»

Ο ένας από τους φρουρούς (δεν ήταν αυτοί που είχαν συναντήσει την προηγούμενη φορά, παρατήρησαν και ο Σκοτ και η Ελίζα) κοίταξε τον άλλο. «Τι μας δείχνει, ρε;»

«Είναι στρατιωτικός, μάλλον.»

«Δεν είμαι στρατιωτικός,» τους είπε η Ελίζα. «Είμαι ειδική πράκτορας της Παντοκράτειρας. Το ίδιο κι ορισμένοι από τους συνεργάτες μου. Θα κάνουμε μια έρευνα μόνο.»

«Αν προσπαθήσετε να μας σταματήσετε, θα υπάρξουν συνέπειες,» τους προειδοποίησε ο Σκοτ έχοντας τραβήξει το πιστόλι του.

Οι φρουροί δεν μίλησαν· αλλά, καθώς η Ελίζα, ο Σκοτ, η Κάτια, και οι άλλοι πήγαιναν προς τη γέφυρα, ένας απ’τους δύο έβγαλε ένα δυνατό σφύριγμα. Ο Σκοτ κοίταξε ενστικτωδώς ολόγυρα (όπως επίσης και κάποιοι από τους πράκτορες) αλλά δεν είδε κανέναν να πετάγεται για να τους επιτεθεί.

Τι σκατά ήταν αυτό; αναρωτήθηκε. Δεν του έμοιαζε τυχαίο.

Πλησίασε πρώτος την πόρτα της γέφυρας και την κλότσησε, ανοίγοντάς την απότομα και σημαδεύοντας μέσα με το πιστόλι του. «Ακίνητοι!» φώναξε, νιώθοντας σαν στρατιωτικός ή ασφαλίτης – πράγμα που ποτέ δεν ήταν. Είχε συνηθίσει να σκοτώνει κατευθείαν, όχι να προειδοποιεί, και τέτοιες ενέργειες πήγαιναν κόντρα στα ένστικτά του.

Μέσα στην καμπίνα ήταν μόνο μια γυναίκα, η οποία έμοιαζε να έχει μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι της, ξαφνιασμένη, τρομαγμένη. Η Λίντα Ναράθλω.

Γι’αυτήν πρέπει να σφύριξαν, σκέφτηκε ο Σκοτ: για να την προειδοποιήσουν, να μην την πιάσουμε στον ύπνο.

«Τι σκατά κάνετε, ρε;» φώναξε ο Λίντα. «Τι… τι…;» Φορούσε μια μακριά μπλούζα που έφτανε ώς λίγο πιο πάνω απ’τα γόνατα, και ήταν αρκετά φαρδιά· τα στήθη της Λίντας, ωστόσο, εξακολουθούσαν να φαίνονται μεγάλα κάτω απ’το ύφασμα.

Ο Σκοτ κατέβασε το πιστόλι του, αν και δεν έπαψε να βρίσκεται σε ετοιμότητα.

«Πρέπει να έρθεις μαζί μας,» είπε η Ελίζα στη Λίντα, περνώντας δίπλα από τον Σκοτ.

«Τι; Γιατί;»

«Γιατί μας είπες ψέματα, την προηγούμενη φορά–»

«Δε σας είπα ψέματα!»

«Μας είπες! Δήλωσες πως είχες πάει να μιλήσεις στον Νάρνταλ Φέρενγκοχ, αλλά κανένας τηλεοπτικός πομπός δεν σε είδε να μπαίνεις στο χτίριο.»

«Φυσικά και δε με είδε! Μόλις άκουσα το πιστολίδι, την έκανα – σας το είπα!»

«Κανένας πομπός δεν σε είδε ούτε καν να πλησιάζεις.»

«Ήμουν ντυμένη με κάπα. Νομίζω πως φορούσα και κουκούλα. Πήγα σχεδόν ώς την είσοδο, άκουσα το πιστολίδι, και έφυγα.»

Η Ελίζα προσπάθησε να φέρει στο μυαλό της τα τηλεοπτικά δεδομένα. Την ώρα που ξεκίνησε η φασαρία, είχαν καταγράψει οι πομποί καμια κουκουλωμένη φιγούρα να πλησιάζει; Όχι, δε νομίζω.

«Θα έρθεις μαζί μας, Λίντα Ναράθλω,» είπε. «Ετοιμάσου. Και μην τολμήσεις να προσπαθήσεις να κρύψεις όπλα επάνω σου.»

«Τι!» ούρλιαξε η Λίντα. «Δεν έρχομαι πουθενά!… Δεν…»

«Με το ζόρι ή όχι, θα έρθεις,» της είπε ο Σκοτ. «Τι αποφασίζεις;»

Η Λίντα αναστέναξε, προσπαθώντας φανερά να καλμάρει τα τσιτωμένα νεύρα της. «Να πάτε να γαμηθείτε,» είπε. «Είστε μαλάκες τελείως. Δεν έχω κάνει τίποτα· άδικα με κυνηγάτε.»

«Ετοιμάσου,» επανέλαβε η Ελίζα, παρότι η Λίντα είχε ήδη αρχίσει να ντύνεται φορώντας ένα παντελόνι.

13.

Την τράβηξαν μέσα σ’ένα ελικόπτερο και την πήραν από τη Φιλήσυχη, πετώντας πάνω απ’τη Μεγάλη Θάλασσα, προς τα νότια.

Προτού την πάρουν από το Σκυλί, η Λίντα πρόλαβε να πει στον Γουσταύο, τον πιλότο του σκάφους της: «Θα επιστρέψω σύντομα. Μια παρεξήγηση είναι, μόνο. Μην κάνετε καμια μαλακία.» Τα μέλη του πληρώματός της που βρίσκονταν στο πλοίο είχαν ανεβεί στο κατάστρωμα και έβλεπαν με γουρλωμένα μάτια τους κωλοπράκτορες της Παντοκράτειρας να τραβάνε τη Λίντα μαζί τους. Ευτυχώς, τουλάχιστον, που οι γαμημένοι δε μου έδεσαν τα χέρια. Είχε υποσχεθεί να τους ακολουθήσει ήρεμα, και ίσα που είχε προλάβει να ντυθεί. Της είχαν φανεί τόσο αγριεμένοι, που θα ήταν, μάλλον, πρόθυμοι να τη βγάλουν ξεβράκωτη από την καμπίνα της.

Πώς είναι δυνατόν να με υποπτεύτηκαν; αναρωτιόταν η Λίντα, καθώς πετούσαν πάνω από τη Μεγάλη Θάλασσα, μες στη νύχτα. Επειδή δε με είδαν οι κωλοπομποί τους; Μπορεί νάναι μόνο αυτό; Ή είναι και κάτι άλλο;

Θα με βοηθήσει ο Μάγος, τώρα που τον χρειάζομαι; Το ξέρει ότι μ’έχουν μαγκώσει;

Η Λίντα καταράστηκε τον εαυτό της που δεν είχε, τελικά, έρθει σε επαφή μαζί του φοβούμενη ότι μπορεί να την παρακολουθούσαν. Ο Μάγος ίσως να κατόρθωνε κάπως να την κρύψει απ’αυτούς τους καριόληδες…

Πολύ αργά τώρα, μαλακισμένη.

Το ελικόπτερο την πήγε στη Χαρμοσύνη, στις νότιες ακτές της Μεγάλης Θάλασσας, μετά από μιάμιση ώρα, και προσγειώθηκε στην οροφή ενός οικήματος. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας την έβγαλαν απ’το αεροσκάφος και την οδήγησαν σε μια σκάλα, κατεβαίνοντας, για να καταλήξουν σ’έναν διάδρομο με πόρτες δεξιά κι αριστερά. Κελιά, μάλλον. Ένας απ’αυτούς ξεκλείδωσε μια πόρτα και έσπρωξαν τη Λίντα μέσα.

«Δεν έκανα κάνα έγκλημα!» φώναξε εκείνη, βλέποντας πως, όντως, για κελί επρόκειτο: ένας στενός χώρος μ’ένα κρεβάτι και τίποτ’άλλο.

«Θα τα πούμε το πρωί,» της είπε ο γαλανόδερμος άντρας και έκλεισε την πόρτα με γδούπο. Η Λίντα δεν θυμόταν τ’όνομά του, παρότι η άλλη – η ξανθιά, λευκόδερμη γυναίκα με τα γυαλιά, που λεγόταν Ελίζα – τον είχε συστήσει στην προηγούμενή τους συνάντηση, μαζί με τον εαυτό της.

Η Λίντα άκουσε κάποιον να κλειδώνει την πόρτα.

Τη γαμήσαμε… σκέφτηκε, καθίζοντας στο κρεβάτι.

Πώς μπορούσε να ειδοποιήσει τον Μάγο, τώρα; Δυστυχώς, δεν μπορούσε.

14.

Η Κάτια πήρε το τρένο για να πάει σπίτι της· η Πλωτή δεν ήταν μακριά από τη Χαρμόσυνη: λιγάκι προς τα νότια. Η Ελίζα, που έμενε πιο μακριά, στο Κηπευτήριο, πλήρωσε έναν αερομεταφορέα με ιδιωτικό ελικόπτερο για να τη μεταφέρει. Ο Σκοτ πήγε μαζί της. Έμενε στο Σύμφυρμα, νότια της Α.Ε.Τ., και σκόπευε να πάρει τρένο από το Κηπευτήριο· αλλά όταν έφτασαν εκεί ήταν αργά – τα μεσάνυχτα είχαν προ πολλού περάσει – και η Ελίζα τού πρότεινε να έρθει στο σπίτι της. «Είναι λιγάκι αχούρι,» του είπε καθώς βάδιζαν επάνω σε μια πεζογέφυρα μες στη νύχτα, «αλλά καλύτερα απ’το να διασχίσεις άλλα διακόσια-τόσα χιλιόμετρα, δε συμφωνείς;»

Ο Σκοτ ένευσε. «Πράγματι. Ευχαριστώ.» Ένα από τα χειρότερα πράγματα σ’ετούτη τη γαμημένη πόλη – που κάλυπτε ολόκληρη τη διάσταση – ήταν οι αποστάσεις. Μπορεί να έμενες στη μια άκρη και να δούλευες στην άλλη, και να έπρεπε κάθε μέρα να κάνεις την ίδια διαδρομή. Ευτυχώς – σκεφτόταν ο Σκοτ – οι πράκτορες των Υπερασπιστών δεν είχαν να κάνουν τέτοιες προκαθορισμένες διαδρομές ξανά και ξανά καθώς ο ήλιος ανάτελλε και έδυε επαναλαμβανόμενα· όμως, από την άλλη, δεν ήξεραν πού θα βρίσκονταν κάθε φορά. Μπορεί δίπλα στο σπίτι τους, μπορεί χίλια-πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά.

Καταραμένοι είμαστε… συλλογίστηκε μουντά, καθώς η Ελίζα τον οδηγούσε στην πολυκατοικία της και ξεκλείδωνε την πόρτα της εισόδου. Η θυρωρός, καθισμένη πίσω από ένα γραφείο, ακούγοντας ραδιόφωνο, τους ατένισε να μπαίνουν με κουρασμένα, βαριεστημένα μάτια.

Η Ελίζα κάλεσε τον ανελκυστήρα και, χρησιμοποιώντας τον, ανέβηκαν στον τριακοστό-δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας. Τα βήματά τους αντηχούσαν καθώς βάδιζαν στον άδειο, μισοσκότεινο διάδρομο. Η Ελίζα έβγαλε τα κλειδιά της, ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματός της, και μπήκαν.

«Κάτσε όπου θες,» είπε στον Σκοτ, ανάβοντας το φως. «Βολέψου.» Έβαλε τα κλειδιά στην τσάντα της και την κρέμασε στην κρεμάστρα, μαζί με την καπαρντίνα της.

Ο Σκοτ έβγαλε τη δική του καπαρντίνα και την κρέμασε παραδίπλα.

«Θες κάτι να πιεις; Να φας;» τον ρώτησε η Ελίζα, βγάζοντας τα μποτάκια της και βαδίζοντας με τις κάλτσες επάνω στο μαλακό χαλί.

«Είμαι μισοπεθαμένος,» είπε ο Σκοτ, καθίζοντας στον καναπέ. «Θα πιω μόνο.»

Η Ελίζα έριξε το σακάκι της σε μια πολυθρόνα, πλησίασε τη μικρή κάβα. «Τι;»

«Ό,τι πιεις κι εσύ.»

«Αν πιω νερό;» την άκουσε να μισογελά πίσω του.

«Νερό, τότε.»

Ο Σκοτ άκουσε δυο ποτήρια να γεμίζουν και, μετά, είδε την Ελίζα να έρχεται πάλι κοντά, κρατώντας ένα ποτό σε κάθε χέρι. Παρατήρησε ότι οι καμπύλες που διαγράφονταν κάτω από τη φούστα και το πουκάμισό της δεν ήταν καθόλου άσχημες. Πήρε το ένα ποτό και το δοκίμασε. Γλυκός Κρόνος. Καλός ήταν.

Η Ελίζα κάθισε πλάι του. «Βολέψου,» είπε ξανά, πίνοντας μια γουλιά απ’τον δικό της Γλυκό Κρόνο. «Βγάλε τις μπότες σου. Μην κάθεσαι σα να είμαστε ξένοι.»

Παραείναι φιλική απόψε, δεν είναι; παραξενεύτηκε ο Σκοτ· και, καθώς έβγαζε τις μπότες του και τις άφηνε παραδίπλα, στο πλάι του καναπέ, είδε με τις άκριες των ματιών του την Ελίζα να ανασηκώνει τη φούστα της και να τραβά τις κάλτσες της προς τα κάτω, ρίχνοντάς τες στο πάτωμα. Είχε ωραία πόδια, παρατήρησε για πρώτη φορά ο Σκοτ. Καλογυμνασμένες γάμπες, στρογγυλές και σφιχτές. Σαν αθλήτρια. Είχε κάποτε ασχοληθεί με αθλητισμό, άραγε; Δεν ήξερε τίποτα για το παρελθόν της, εκτός απ’το ότι ήταν ιδιωτική ερευνήτρια όταν έμπλεξε με τους Υπερασπιστές. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν μπορούσε να ήταν και αθλήτρια πιο πριν.

Αυτές οι καλοσχηματισμένες γάμπες τον έκαναν να θέλει να τις πάρει στα χέρια του και να τις σφίξει, κι ύστερα να κάνει την Ελίζα να περάσει καλά επειδή και μόνο είχε τόσο καταπληκτικές γάμπες. Την έδιωξε, όμως, τούτη τη σκέψη γιατί η Ελίζα μάλλον δεν είχε κάτι παρόμοιο στο μυαλό της: δεν μπορεί να είχε βγάλει τις κάλτσες της για να τον προσελκύσει· απλά ήταν κουρασμένη, όπως κι εκείνος, και δρούσε απερίσκεπτα. Εξάλλου, εσύ κοίταζες στο πλάι ενώ θα έπρεπε να κοιτάζεις τη δουλειά σου, μαλάκα.

Ο Σκοτ ακούμπησε την πλάτη του στον καναπέ και ήπιε ακόμα μια γουλιά Γλυκό Κρόνο. Το ποτό είχε ήδη αρχίσει να τον ζαλίζει, με τόση κούραση και υπερένταση όλη μέρα.

Η Ελίζα ανέβασε τα πόδια της στον καναπέ, διπλώνοντάς τα από κάτω της, και ανασάλεψε δίπλα στον Σκοτ. Έβγαλε τα γυαλιά της, αφήνοντάς τα στο τραπεζάκι, και ήπιε.

«Εδώ θα κοιμηθώ;» τη ρώτησε εκείνος, νιώθοντας πως έπρεπε να πει κάτι για να σπάσει την σιωπή.

Η Ελίζα γέλασε κουρασμένα. «Λες να σε διώξω τώρα; Δεν έχεις κάνει τίποτα… κακό ακόμα.»

«Εννοώ, εδώ στον καναπέ, όχι εδώ στο σπίτι σου.»

«Α… Ναι, όπου θέλεις…» Τον ατένιζε πάνω απ’το χείλος του ποτηριού της καθώς έπινε. Είχε ήδη αδειάσει το μισό, πρόσεξε ο Σκοτ.

Δεν της είπε τίποτ’ άλλο. Δεν ήξερε τι να πει. Μετά, σκέφτηκε να μιλήσει για τον Στρατηγό Υψίκορμο: ότι θα έπρεπε, αργά ή γρήγορα, να τον ενημερώσουν για τη Λίντα Ναράθλω. Αλλά η Ελίζα τον πρόλαβε· τον ρώτησε: «Πώς έμπλεξες;»

Δεν υπήρχε αμφιβολία σε τι αναφερόταν. Όταν ένας πράκτορας των Υπερασπιστών ρωτούσε έναν άλλο πράκτορα των Υπερασπιστών πώς έμπλεξες, εννοούσε πώς έμπλεξες με τους αφέντες μας.

«Γάμησέ τα,» είπε ο Σκοτ, πίνοντας. «Δε θέλω να θυμάμαι.» Θυμήθηκε, όμως – ακούσια: Ένας ανώνυμος, μυστηριώδης εργοδότης· ο φόνος μιας γυναίκας (δεν την ήξερε αλλά υπέθετε ότι πρέπει να ήταν από τους Πολιτάρχες που κρύβονταν μετά την αλλαγή του καθεστώτος)· χρήματα αλλάζουν χέρια· τον συλλαμβάνουν, απρόοπτα· του δείχνουν σκηνές που έχουν καταγραφεί από τηλεοπτικούς πομπούς· συναντά εκείνους… «Ήμουν μικρός, Ελίζα. Τσουτσέκι. Δεκαεφτά χρονών.»

«Σοβαρολογείς;»

Τελείωσε το ποτό του μονοκοπανιά. «Ναι.» Σκατά… τον βάρεσε στο κεφάλι· το αισθανόταν. Ο Γλυκός Κρόνος πάντα το έκανε αυτό όταν τον κατέβαζες απότομα. «Δεκαεφτά. Λίγο αφότου έπεσε η Σύγκλητος, έπεσα κι εγώ…» Μόρφασε.

«Για στάσου…» είπε η Ελίζα κοιτάζοντάς τον παρατηρητικά, με στενεμένα μάτια – αναμφίβολα, το βλέμμα ιδιωτικής ερευνήτριας που ψάχνει για στοιχεία. «Είσαι… Είσαι τώρα καμια σαρανταπενταριά, αν δεν κάνω λάθος…»

Ο Σκοτ ένευσε, μουγκρίζοντας. «Σαράντα-έξι. Είμαι ο παππούς σου.»

Η Ελίζα γέλασε. Τον σκούντησε με το πόδι της· το γόνατό της έμεινε ακουμπισμένο στο πλάι του μηρού του. Ο Σκοτ καύλωσε. Η Ελίζα είπε: «Πράγματι, πρέπει να ήσουν μικρός όταν έγινε η αλλαγή του καθεστώτος. Πώς, όμως, ένα παιδί…;»

«Μην το ψάχνεις. Ήμουνα στους δρόμους τότε. Καλύτερα, βασικά, είμαι τώρα, άμα εξαιρέσεις ότι κάπου-κάπου κινδυνεύω να με σκοτώσουν ή να σκοτωθώ από μόνος μου.»

Η Ελίζα μειδίασε. Τεντώθηκε κι άφησε το ποτήρι της στο τραπεζάκι· ο Σκοτ παρατήρησε ότι είχε κι εκείνη τελειώσει το ποτό της. Η Ελίζα τού είπε: «Δεν είσαι ο μοναδικός.» Ήταν πιο κοντά του τώρα απ’ό,τι πριν, ή ήταν η ιδέα του; Είμαι τελείως ζαλισμένος. Και καυλωμένος. Την ήθελε.

Προσπάθησε να φέρει κάτι άλλο στο μυαλό του, παρότι το βλέμμα του κάθε τρεις και λίγο γλιστρούσε στην όμορφη, σφιχτή γάμπα πλάι του. «Εσύ πώς έμπλεξες;» ρώτησε, μπας κι η Ελίζα τού πει τίποτα περίεργα και άσχημα πράγματα και αλλάξει η διάθεσή του.

Μάλλον, όμως, ούτε εκείνη ήθελε να θυμάται πώς έμπλεξε. Ξεφυσώντας, ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. «Παλιοϊστορία,» είπε. «Άστο…» Τα χέρια της ήταν πάνω στα ρούχα του.

Και μετά, ο Σκοτ δεν ήξερε πώς ακριβώς εξελίχτηκαν τα πράγματα· τα μπέρδεψε. Ήταν σίγουρος, πάντως, ότι είχε σφίξει την καταπληκτική γάμπα μέσα στο χέρι του, προτού βρεθούν ξαπλωμένοι πάνω στον μαλακό καναπέ χωρίς τα ρούχα τους. Είχε σφίξει και τις δύο καταπληκτικές γάμπες, και τις είχε ρουφήξει, ίσως, με τα χείλη του. Το γαλανόδερμο σώμα του ήταν τώρα στα τέσσερα πάνω από το λευκό σώμα της Ελίζας, σαν αιλουροειδές έτοιμο να χιμήσει. Τα πόδια της τυλίχτηκαν γύρω του. Τι περιμένεις; τον ρώτησε, και ο Σκοτ δεν περίμενε άλλο: βυθίστηκε μέσα της, και όλη η ζαλάδα του ποτού, όλη η κούραση της ημέρας, του φάνηκε πως έκαναν φτερά και έφυγαν. Το σύμπαν καθάρισε γύρω του, και μονάχα το σφριγηλό σώμα της Ελίζας υπήρχε: η μυρωδιά της στα ρουθούνια του, η γεύση της στη γλώσσα του. Ααα, έκανε εκείνη, ευχαριστημένα. Έχεις πολύ ωραίο πουλί, το ξέρεις; του είπε, γαντζώνοντας τα χέρια της στα μαλλιά του, φέρνοντας το πρόσωπό του κοντά στο δικό της, για να τον φιλήσει. Πρώτη φορά μού το λένε, μούγκρισε ο Σκοτ, και η φωνή της του ψιθύρισε: Πρέπει να λες ψέματα. Και δεν ακολούθησαν άλλες κουβέντες.

Ο Σκοτ νόμιζε ότι οι αισθήσεις του ήταν τόσο καθαρές που μπορούσε να μετρήσει τις φορές που πιεζόταν μέσα της. Νόμιζε ότι μέτρησε ώς το σαράντα-ένα, όταν η Ελίζα ούρλιαξε ξαφνικά και το δεξί της χέρι έσφιξε τόσο δυνατά τα πλευρά του που τον πόνεσε. Εκείνος, όμως, δε φαινόταν να μπορεί να τελειώσει, και θεωρούσε πως έφταιγε η ίδια κατάσταση που τον έκανε να μπορεί να μετρήσει τις φορές που τη λόγχιζε με το όργανό του. Μετά από λίγο, η Ελίζα τού είπε: «Σήκω… Σήκω…» Σκατά… σκέφτηκε ο Σκοτ, νομίζοντας ότι θα τον παρατούσε ξερό και θα του έλεγε να πάνε να κοιμηθούν. Σηκώθηκε από πάνω της, γυρίζοντας στο πλάι· παραλίγο να πέσει απ’τον καναπέ. Η Ελίζα στράφηκε, κάνοντας πίσω τα ξανθά της μαλλιά· και δεν έφυγε: απλώθηκε πλάι του, με το σώμα της ν’ακουμπά στο δικό του, και, φιλώντας τον λαιμό του, πήρε το όργανό του μέσα στο δεξί της χέρι, χαϊδεύοντας τα μπαλάκια του και πιέζοντας τη βάση του καυλού. Ο Σκοτ δεν θυμόταν τι ασυναρτησίες τής μούγκριζε όσο εκείνη το έκανε αυτό, αλλά ήταν σίγουρος πως πρέπει να ήταν τελείως αηδίες. Μετά, η Ελίζα άρπαξε απότομα την κεφαλή του πέους του, κι αυτό ήταν: ο Σκοτ τραντάχτηκε σα να είχε γίνει σεισμός. «Πλημμυρίσαμε,» την άκουσε να του λέει πειραχτικά, καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος, νιώθοντας το χέρι της να τρίβεται μαλακά πάνω στην κοιλιά του…

Το πρωί, η Ελίζα απορούσε τι την είχε πιάσει και πηδήχτηκε μαζί του. Ήταν ζαλισμένη από το ποτό; Ήταν ζαλισμένη γενικά από όλη την ημέρα; Ήταν απλώς καυλωμένη; Ήταν κουρασμένη από τη ζωή της και ήθελε να ξεδώσει;

Δεν είχε περάσει άσχημα με τον Σκοτ, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν αυτό θα ήθελε να συνεχιστεί. Είχε γίνει κατά λάθος.

Του το είπε καθώς έπιναν καφέ. «Δεν ξέρω τι μ’έπιασε χτες βράδυ. Ήταν ωραία, αλλά δεν ξέρω τι μ’έπιασε.»

Ο Σκοτ δεν μίλησε.

«Μην το πάρεις προσωπικά,» είπε η Ελίζα. «Ήταν όντως ωραία, αλλά ήταν επίσης… Δεν ήμουν ακριβώς εγώ.»

Ο Σκοτ χαμογέλασε. «Εντάξει, δεν υπάρχει πρόβλημα. Συνήθως οι γυναίκες με παρατάνε.»

«Σου είπα: δεν είναι τίποτα προσωπικό.»

Ο Σκοτ ανασήκωσε τους ώμους. «Εντάξει…» Η αλήθεια ήταν πως το περίμενε αυτό. Ούτε εκείνη ούτε εγώ ήμασταν ο εαυτός μας, χτες βράδυ. Αλλά δε θα τον πείραζε αν το επαναλάμβαναν. Η Ελίζα, όμως, έδειχνε να έχει, μάλλον, άλλη γνώμη, παρότι έλεγε ήταν ωραία.

Όταν τελείωσαν τον καφέ τους, του είπε: «Πάμε να την ανακρίνουμε;»

«Ναι.»

Η Ελίζα πήρε τις κούπες και τις πήγε στον νεροχύτη, όπου και τις άφησε χωρίς να τις πλύνει. Ο Σκοτ, εν τω μεταξύ, έβαζε τις μπότες του. Κι όταν την είδε να φορά ένα ζευγάρι παπούτσια με χαμηλό τακούνι, της είπε: «Έχεις, πάντως, καταπληκτικές γάμπες.»

«Σε παρακαλώ, σταμάτα, εντάξει;» Πήρε την καπαρντίνα της και την τσάντα της από την κρεμάστρα.

«Απλά ήθελα να ρωτήσω αν ήσουν κάποτε αθλήτρια,» είπε ο Σκοτ καθώς έβγαιναν απ’το διαμέρισμα.

Η Ελίζα γέλασε. «Αθλήτρια;»

«Τι, δεν ήσουν; Έχεις το σώμα αθλήτριας.»

Πήγαν προς τον ανελκυστήρα.

«Έκανα γυμναστική,» εξήγησε η Ελίζα, «από μικρή. Ακόμα κάνω.»

«Τίποτα περισσότερο;»

«Τίποτα περισσότερο.» Πάτησε το κουμπί που καλούσε τον ανελκυστήρα.

15.

Η Λίντα δεν κοιμήθηκε καθόλου όλο το βράδυ. Κοίταζε κάθε τόσο το ρολόι στον καρπό της, και σκεφτόταν πώς να τους τα πει ώστε να την αφήσουν να φύγει, ώστε να τους κάνει να πιστέψουν πως ήταν στο Εμπορικό Κέντρο εκείνη τη νύχτα αλλά συγχρόνως δεν είχε καμία, καμία, σχέση με τη δολοφονία του Νάρνταλ Φέρενγκοχ.

Το πρωί, κάποιος ξεκλείδωσε το κελί της. Η πόρτα άνοιξε, και η Λίντα, ξαπλωμένη πλαγιαστά στο στενό κρεβάτι, είδε έναν άντρα με στρατιωτική στολή να στέκεται στο κατώφλι. «Σήκω και έλα,» της είπε.

Ούτε καλημέρα ούτε τίποτα, ε; Η Λίντα σηκώθηκε καθίζοντας στην άκρη του κρεβατιού. Φόρεσε τα παπούτσια της και βγήκε απ’το κελί, για να δει ότι δεν ήταν μόνο ένας φρουρός απέξω αλλά κι άλλοι δύο. Τι νομίζουν, ότι θα προσπαθήσω να δραπετεύσω; σκέφτηκε καθώς τη συνόδευαν μέσα σ’έναν διάδρομο. Η Λίντα Ναράθλω έχει γεράσει, μαλάκες· πού να πάει; Αν ήταν όπως παλιά, δυνατή και γρήγορη, και πολύ πιο λεπτή, θα σας είχε πλακώσει και τους τρεις στο ξύλο, θα είχε κόψει τα παπάρια των δύο και θα είχε κρατήσει μόνο εσένα, τον όμορφο, για να της ζεσταίνεις το κρεβάτι και να τη γλείφεις εκεί που καίγεται.

Μια πόρτα άνοιξε, και οι φρουροί την ώθησαν μέσα. Η Ελίζα και ο γαλανόδερμος τύπος την περίμεναν στο εσωτερικό του δωματίου. Όρθιοι, με τα χέρια τους σταυρωμένα μπροστά τους. Κάνουν τους σκληρούς. Δε μ’εντυπωσιάζουν εμένα αυτά. Ήταν, όμως, φοβισμένη γιατί έβλεπε ότι είχε, αναμφίβολα, μπλέξει. Κι άμα έμπλεκες με τους πράκτορες της Παντοκράτειρας, δεν ξέμπλεκες εύκολα.

«Κάθισε,» της είπε η Ελίζα.

Η Λίντα κάθισε, και οι φρουροί έκλεισαν την πόρτα πίσω της, φεύγοντας.

«Ξέρεις πώς έχει το πράγμα,» είπε η Ελίζα, εξακολουθώντας να στέκεται. «Μας είπες ψέματα σχετικά με–»

«Δε σας είπα ψέματα!» Η Λίντα κοπάνησε τη γροθιά της στο τραπέζι. «Πόσες φορές θα το πούμε;»

«Τι χτυπάς; Για να σε φοβηθούμε;» μούγκρισε ο γαλανόδερμος.

«Ποιο είναι τ’όνομά σου εσένα, ρε φίλε; Και θα κάνω ό,τι γουστάρω» – κλότσησε το τραπέζι από κάτω – «μέχρι που να με– Αααα!»

«Σκοτ με λένε.» Ο άντρας την είχε, ξαφνικά, αρπάξει απ’τα μαλλιά και κολλήσει τη μούρη της στην επιφάνεια του τραπεζιού. «Σκοτ Θάμρω. Και νομίζω πως αυτό το έπιπλο θέλει να καθαριστεί λίγο.» Έτριψε τη μούρη της πάνω στο τραπέζι, σαν το κεφάλι της Λίντας να ήταν ξεσκονόπανο. Εκείνη ούρλιαζε και χτυπιόταν, αλλά δε μπορούσε να του ξεφύγει.

«Αρκετά!» φώναξε η Ελίζα. «Σταμάτα, Σκοτ.»

Ο Σκοτ άφησε τα μαλλιά της Λίντας κι απομακρύνθηκε, αγριοκοιτάζοντάς την. Τώρα εκείνη δεν μιλούσε· η μούρη της, όμως, ήταν τόσο άγρια όσο το βλέμμα του. Λίγο αίμα κυλούσε απ’την άκρη του κάτω χείλους της.

«Πού ήσουν τη νύχτα που ο Νάρνταλ Φέρενγκοχ δολοφονήθηκε;» ρώτησε η Ελίζα.

Η Λίντα ξεροκατάπιε. «Σας είπα. Γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος, γαμώ! Ήμουν στο Εμπορικό Κέντρο, πήγαινα να τον επισκεφτώ, άκουσα το πιστολίδι κι έφυγα.»

«Πώς, τότε, κανένας τηλεοπτικός πομπός δεν σε κατέγραψε;»

«Νομίζω ότι φορούσα κάπα και κουκούλα. Πώς να με καταγράψει; Ήταν νύχτα, έκανε κρύο–»

«Κανένας πομπός δεν κατέγραψε κάποιον με κάπα και κουκούλα.»

«Αποκλείεται!»

«Εννοώ,» εξήγησε η Ελίζα, «κανένας πομπός που κοίταζε την είσοδο για το γραφείο του Φέρενγκοχ.»

«Μα, δεν έφτασα στην είσοδο. Άκουσα το πιστολίδι–»

«–και έφυγες, ναι. Αλλά, επίσης, κανένας από τους πομπούς πριν από την είσοδο δεν κατέγραψε κάποιον με κουκούλα· μονάχα ανθρώπους με υπηρεσιακές στολές.»

Η Λίντα αναστέναξε, ακουμπώντας την πλάτη της στην καρέκλα. Σκούπισε το αίμα από το χείλος της με την ανάστροφη του χεριού της. Το ήξερε αυτό το Εμπορικό Κέντρο καλά· έβαλε το μυαλό της να λειτουργήσει – γρήγορα. «Υπάρχουν και σημεία που δεν τα πιάνουν οι κωλοπομποί σας,» είπε. «Και πρέπει νάμουν σ’ένα απ’αυτά.»

«Όλως τυχαίως…» σχολίασε ο Σκοτ.

«Ε τι να κάνουμε, ρε φίλε, εκεί ήμουν!» φώναξε η Λίντα.

Προτού μιλήσει ο Σκοτ, η Ελίζα ρώτησε: «Πού ακριβώς, Λίντα;»

«Πριν φτάσεις στην είσοδο του οικοδομήματος όπου είναι και το γραφείο του μαύρου, υπάρχει μια σκάλα που, αν την ανεβείς, έχει κάτι καταστήματα – ρουχάδικα κυρίως. Εκεί, λίγο πριν τη σκάλα, κανένας πομπός δεν κοιτάζει, είμαι σίγουρη. Εκεί ήμουν όταν άκουσα το πιστολίδι, και δεν έκατσα να μάθω τι γινόταν· δεν είμαι τελείως ηλίθια.»

Ο Σκοτ κοίταξε την Ελίζα ερωτηματικά. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. Δεν ήξερε αν η Λίντα έλεγε αλήθεια. Δεν ήξερε όλα τα κατατόπια του Εμπορικού Κέντρου. Της έκανε, όμως, εντύπωση που η Λίντα έμοιαζε να τα ξέρει. Πώς είναι δυνατόν; σκέφτηκε η Ελίζα. Είναι σα να τόχει μελετήσει.

«Φαίνεται να το γνωρίζεις καλά το μέρος…» της είπε.

Η Λίντα αποκρίθηκε: «Ναι, δεν είναι η πρώτη φορά που πήγα.»

«Δεν εννοώ αυτό. Φαίνεται να ξέρεις λεπτομέρειες

Ο Σκοτ ρώτησε, παρεμβαίνοντας: «Να πω στην Κάτια να ψάξει τον χάρτη;»

Η Ελίζα ένευσε. «Ναι.»

Ο Σκοτ άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και είπε στην Κάτια τι ήθελαν.

Εν τω μεταξύ, η Ελίζα ρώτησε τη Λίντα: «Πώς ξέρεις τόσες λεπτομέρειες γι’αυτό το Εμπορικό Κέντρο;»

Η Λίντα αναστέναξε πάλι. «Τι θες να μάθεις, τώρα; Ήμουν εκεί από μικρή. Έχω ακόμα και ζητιανέψει εκεί μέσα.»

«Νόμιζα πως ήσουν κόρη Πολιτάρχη…»

«Τον οποίο καθάρισαν, με την ανατροπή του καθεστώτος.»

«Κι έφτασες στο σημείο να ζητιανεύεις;»

«Για να σ’το λέω.»

Ο Σκοτ είπε: «Η Κάτια έρχεται.»

«Ποια είναι πάλι η Κάτια;» μόρφασε η Λίντα.

Κανένας δεν της απάντησε.

Η πόρτα άνοιξε και η Κάτια μπήκε, φέρνοντας μαζί της μια συσκευή μικρών διαστάσεων που η οθόνη της δεν ήταν μεγαλύτερη από 30x30 εκατοστά, και έδειχνε έναν χάρτη του Εμπορικού Κέντρου στις δυτικές ακτές της Μεγάλης Θάλασσας. «Αυτό εδώ το σημείο πρέπει να λέει,» είπε η Κάτια αφήνοντας τη συσκευή πάνω στο τραπέζι.

Ο Σκοτ και η Ελίζα κοίταξαν την περιοχή του χάρτη που ήταν μεγεθυσμένη στην οθόνη. Τα οπτικά πεδία των τηλεοπτικών πομπών ήταν σημειωμένα σαν κώνοι. Η Λίντα φαινόταν νάχει δίκιο: υπήρχε, πράγματι, ένα σημείο κοντά σ’αυτή τη σκάλα που δεν το έβλεπαν οι πομποί.

«Μάλιστα,» είπε η Ελίζα. «Βγήκες, δηλαδή, απ’τον τροχιόδρομο, βάδισες ώς εδώ, άκουσες τους πυροβολισμούς, και έφυγες…»

«Ναι. Μην τα ξαναλέμε.»

Η Ελίζα κοίταξε τον Σκοτ. Εκείνος μόρφασε για να δείξει την άγνοιά του. Πού να ξέρω αν λέει αλήθεια ή ψέματα; σκέφτηκε. Εσύ είσαι η ιδιωτική ερευνήτρια, Ελίζα· εσύ πες μας.

Η Ελίζα στράφηκε ξανά στη Λίντα. «Και δεν είδες τίποτα ασυνήθιστο; Τίποτα που θα μπορούσε να μας βοηθήσει στην έρευνά μας;»

«Δυστυχώς όχι.» Η Λίντα, νιώθοντας ότι νικούσε, μιλούσε τώρα πιο ψύχραιμα. Πάρτε τα, καριόληδες! σκεφτόταν. Πώς θα με κρατήσετε τώρα, ε; Με ποια δικαιολογία;

Η Ελίζα μόρφασε σουφρώνοντας τα χείλη. «Εντάξει,» είπε. «Φαίνεται πως δεν συμβαίνει κάτι περίεργο μαζί σου, παρά τις ενδείξεις που είχαμε. Μπορείς να πηγαίνεις, και μας συγχωρείς για την ενόχληση.»

«Ενόχληση;» έκανε η Λίντα καθώς σηκωνόταν όρθια. «Αυτός ο τύπος σκούπισε το τραπέζι σας με τη μούρη μου!»

«Την πέρασα για ξεσκονόπανο,» είπε ο Σκοτ.

Η Λίντα τον κάρφωσε μ’ένα δολοφονικό βλέμμα.

«Μπορείς να πηγαίνεις,» της είπε η Ελίζα. Κι όταν η Λίντα δίστασε: «Τώρα. Οι φρουροί απέξω δε θα σε περιμένουν για καμια μέρα.»

Η Λίντα Ναράθλω στράφηκε και, ανοίγοντας την πόρτα, βγήκε απ’το δωμάτιο. Η Ελίζα, ακολουθώντας την, πρόσταξε τους φρουρούς: «Κανονίστε να μεταφερθεί όπου θέλει. Είναι ελεύθερη. Εντάξει;»

«Μάλιστα.»

Η Ελίζα επέστρεψε στο δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. «Έπρεπε να της πεις τις μαλακίες σου, δε γινόταν αλλιώς, ε;» είπε στον Σκοτ.

Εκείνος αγνόησε τη μομφή της σα να μην είχε ποτέ ειπωθεί. «Κάτι τρέχει μαζί της. Κάτι που δε μ’αρέσει.»

«Κι εμένα κάτι δε μ’αρέσει,» παραδέχτηκε η Ελίζα, «αλλά δε μπορούμε να την κρατήσουμε χωρίς κανέναν λόγο απολύτως.»

«Δεν μπορούμε;»

«Μπορεί και να μπορούμε» (πράκτορες των Υπερασπιστών ήταν, άλλωστε· ό,τι ήθελαν έκαναν), «αλλά ποιο θα ήταν το νόημα; Υπάρχει και η περίπτωση να μην έχει καμια σχέση με τον φόνο· να προσπαθεί να κρύψει κάτι άσχετο.»

«Πράγματι,» συμφώνησε ο Σκοτ, «δεν έχεις άδικο. Το ξέρει, όμως, το Εμπορικό Κέντρο καλά…»

«Ναι, αυτό είναι περίεργο. Βασικά, προτείνω να την παρακολουθήσουμε.»

«Εμείς οι ίδιοι;»

«Φυσικά και όχι. Θα βάλουμε πράκτορες της Παντοκράτειρας.»

Ο Σκοτ ένευσε συμφωνώντας· κι ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του, απρόσμενα, ήχησε. Εκείνος συνοφρυώθηκε και τον άνοιξε.

Ήταν οι αφέντες τους, και ήθελαν να μάθουν τι είχε συμβεί, πού είχε φτάσει η έρευνά τους.

Ο συγχρονισμός της κλήσης με το τέλος της ανάκρισης της Λίντας Ναράθλω ήταν, φυσικά, ύποπτος· κι οι τρεις τους το παρατήρησαν. Αλλά κι οι τρεις τους, επίσης, ήξεραν πως ετούτη δεν ήταν η μοναδική φορά που παράξενες συμπτώσεις συνέβαιναν με τους Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας. Μπορεί, άλλωστε, οι αφέντες τους να τους παρακολουθούσαν τώρα, μέσα σε τούτο το χτίριο. Μπορεί να είχαν μυστικούς πράκτορες για να κατασκοπεύουν τους μυστικούς πράκτορες…

16.

Η Παντοκράτειρα επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Ρίμναλ’μορ, στον πύργο του στη Μικρή Θάλασσα. Δεν του είχε πει ότι θα ερχόταν· ήθελε να του κάνει έκπληξη. Επιπλέον, και να του το έλεγε, εκείνος μπορεί να το ξεχνούσε μετά από λίγο· συνήθως, όλο με κάτι ήταν απορροφημένος. Και το τωρινό κάτι πρέπει να ήταν η παράξενη συσκευή που είχε βάλει κρυφά αυτός ο εγκληματίας, ο Στίβεν Νέλκος, στο Παντοτινό Ανάκτορο προκειμένου μια αλλόκοτη μαυρόδερμη γυναίκα να μπαίνει στα όνειρα της Αγαρίστης. Ευτυχώς οι Υπερασπιστές της είχαν εντοπίσει τον μηχανισμό προτού η μάγισσα καταφέρει να την ξεγελάσει με κάποιον τρόπο. Ο Ρίμναλ είχε ζητήσει να πάρει τη συσκευή για να τη μελετήσει, και η Αγαρίστη τού το είχε επιτρέψει. Του είχε αδυναμία· κι επίσης, ήθελε κι εκείνη να μάθει τι ήταν αυτός ο μυστηριώδης μηχανισμός, γιατί κανένας από τους μάγους ή τους επιστήμονές της δεν φαινόταν να ξέρει. Ακόμα κι ο Ρίμναλ, που ήταν από τους καλύτερους μάγους του τάγματος των Τεχνομαθών, της είχε πει ότι δεν ήταν σαν τίποτα που είχε ξαναδεί, ποτέ του. Οι Υπερασπιστές της είχαν συμφωνήσει να ερευνήσει τη συσκευή ο σύζυγός της, ειδικά αφού θα την έπαιρνε μακριά από το Παντοτινό Ανάκτορο· από τον πύργο του μάγου, οι εχθροί της Παντοκράτειρας δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον μηχανισμό για να μπουν στα όνειρά της.

Η Αγαρίστη είχε σήμερα γαλανό δέρμα και μαύρα μαλλιά που τα περισσότερα ήταν πιασμένα σε κωνοειδή κότσο πάνω απ’το κεφάλι της ενώ τα υπόλοιπα έπεφταν δεξιά κι αριστερά του προσώπου της, λεία και γυαλιστερά. Γύρω απ’το κεφάλι της φορούσε μια ασημένια αλυσίδα που συγκρατούσε στο μέτωπό της έναν λαζουρίτη, ο οποίος, καθώς γυάλιζε γαλανός, έμοιαζε να αποτελεί μέρος του γαλανού δέρματός της. Στα πόδια της φορούσε ψηλοτάκουνα γοβάκια, μαύρα, με αργυρά, λαξευτά τμήματα. Μια μελανή, γυαλιστερή καπαρντίνα που έφτανε ώς τα γόνατα τύλιγε το σώμα της, και τα χέρια της ήταν γεμάτα δαχτυλίδια διαφόρων σχημάτων και μεγεθών.

Το αεροσκάφος της προσγειώθηκε στην κορυφή του πύργου του Ρίμναλ’μορ, και η Παντοκράτειρα έδωσε διαταγή κανένας να μην ειδοποιήσει τον σύζυγό της, εκτός αν ήθελε να χάσει τη γλώσσα του. Μαζί με δύο από τους Υπερασπιστές της κατέβηκε μέσα στο ψηλό οικοδόμημα και έφτασε στο γραφείο του Ρίμναλ χωρίς να χρειάζεται κάποιον να την οδηγήσει εκεί· ήξερε καλά τον δρόμο. Παρ’όλ’αυτά, δύο άντρες με μηχανικά τμήματα επάνω στα σώματά τους και ένας άντρας και μια γυναίκα με υπηρεσιακές στολές την ακολουθούσαν, βαδίζοντας γρήγορα πίσω από εκείνη και τους δύο Υπερασπιστές της.

Όταν η Αγαρίστη ήταν μπροστά στην είσοδο του γραφείου του Ρίμναλ’μορ πρόσταξε τον φρουρό να της ανοίξει και τους υπόλοιπους να φύγουν. Οι Υπερασπιστές, φυσικά, θα περίμεναν απέξω. Κανένας δεν έφερε αντίρρηση. Κανένας δεν έφερνε ποτέ αντίρρηση στην Παντοκράτειρα.

Η Αγαρίστη μπήκε στο γραφείο με τα τακούνια της ν’αντηχούν στο πάτωμα.

«Τι θέλεις εδώ, αγάπη μου;» ακούστηκε η φωνή του Ρίμναλ από ένα μεγάφωνο που εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει πού ακριβώς βρισκόταν. Ο μάγος πρέπει να την είχε δει να μπαίνει, μέσω κάποιου τηλεοπτικού πομπού που ούτε αυτός μπορούσε η Αγαρίστη να καταλάβει πού βρισκόταν.

«Έχω διάφορους λόγους. Πού είσαι;»

«Δεξιά πόρτα.»

Η Αγαρίστη πήγε στην πόρτα που έβλεπε δεξιά της, η οποία ήταν μισάνοιχτη, την έσπρωξε, και μπήκε σ’ένα δωμάτιο γεμάτο μηχανικά συστήματα, κονσόλες, οθόνες, και καλώδια. Από ένα μεγάλο παράθυρο έμπαινε το φως του πρωινού ήλιου της Ρελκάμνια, κάνοντας τα γυαλιά του Ρίμναλ’μορ να γυαλίζουν, καθώς εκείνος στεκόταν με τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του. Παραδίπλα, μπροστά σ’ένα μηχάνημα, καθόταν στο πάτωμα ένας άντρας που το δεξί του χέρι ήταν ολόκληρο μηχανικό, από τον ώμο και κάτω. Στο πέρας του χεριού ήταν προσαρτημένο ένα μακρύ εργαλείο που κάτι σκάλιζε στο εσωτερικό του μηχανήματος, κι ένα βούισμα ακουγόταν.

«Θεοί!» αναφώνησε η Παντοκράτειρα. «Πώς ανέχεσαι αυτό τον θόρυβο, αγάπη μου;»

Ο Ρίμναλ συνοφρυώθηκε σαν εκείνη να του είχε μιλήσει σε κάποια άγνωστη γλώσσα.

«Τον θόρυβο!» Η Αγαρίστη έδειξε τον άντρα με το μηχανικό χέρι ο οποίος δούλευε καθισμένος μπροστά στο μηχάνημα. «Δεν τον ακούς; Κουφός είσαι;» Άγγιξε το αφτί της, απ’το οποίο κρεμόταν ένα μακρύ σκουλαρίκι.

«Α, αυτό λες; Εντάξει, δεν είναι και τόσο δυνατά. Και πρέπει να φτιάξει το μηχάνημα.»

«Διώξ’τον από δω!» πρόσταξε η Παντοκράτειρα χειρονομώντας.

«Στάσου λίγο, να τελειώσει. Δε θα κάνει πολλή ώρα.» Ο Ρίμναλ την πλησίασε.

«Δε μπορεί να πάει να το φτιάξει πουθενά αλλού;»

«Θα πρέπει να τραβάμε ένα σωρό καλώδια για να το βγάλουμε από δω. Επιπλέον, δε βλέπεις πόσο μεγάλο είναι;»

Η Αγαρίστη κοίταξε το μηχάνημα από πάνω ώς κάτω: έφτανε ώς το ταβάνι και ήταν αρκετά ογκώδες. Είχε επάνω του δύο μικρές οθόνες, κουμπιά σε διάφορα σημεία, θυρίδες για καλώδια και βύσματα, και κάτι μεγαλύτερες θυρίδες που η Παντοκράτειρα δεν ήξερε σε τι μπορεί να χρειάζονταν.

«Τι κάνει;»

Ο Ρίμναλ συνοφρυώθηκε πίσω απ’τα γυαλιά του.

Πώς είναι δυνατόν να είναι, συγχρόνως, τόσο έξυπνος και τόσο χαζός; σκέφτηκε, ενοχλημένα, η Παντοκράτειρα. «Το μηχάνημα, ρε! Σε τι σου χρειάζεται και το φτιάχνεις;»

«Για διύλιση χυμοενεργειακών υγρών.»

Η Αγαρίστη στράβωσε τα χείλη. «Δηλαδή;»

«Τα διαχωρίζει στα στοιχεία τους, τα οποία έχουν διάφορες χρησιμότητες.»

«Πίνονται κιόλας;»

«Μόνο αν είσαι εν μέρει μηχανή.»

«Αυτός, δηλαδή, τα πίνει;» Η Αγαρίστη έδειξε πάλι τον άντρα με το μηχανικό χέρι.

«Ο συγκεκριμένος όχι. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις ημιμηχανικών ανθρώπων που τα υγρά αυτά, σε μικρές ποσότητες, τους κάνουν καλό. Βελτιώνουν τις επιδόσεις των μηχανισμών τους, ή ελαττώνουν τους πόνους που προκαλούνται από την προσάρτηση των μηχανικών τμημάτων στο σώμα τους. Σε μερικούς επιδρούν και ως παραισθησιογόνα.»

«Μάλιστα.» Η Αγαρίστη κοίταξε γύρω-γύρω για να βρει κάπου να καθίσει. Είδε μια πολυθρόνα μπροστά σε κάτι οθόνες και κάθισε, σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο. «Αν τα πιω εγώ τι θα πάθω;» ρώτησε τον Ρίμναλ, που πάλι είχε έρθει κοντά της. «Κάθισε, μη στέκεσαι!»

Ο μάγος έφερε μια καρέκλα και κάθισε. «Αναλόγως τι θα πιεις,» της απάντησε. «Αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα δηλητηριαστείς.»

Η Παντοκράτειρα έβγαλε ένα μακρύ λευκό τσιγάρο από την καπαρντίνα της, το έβαλε στα χείλη, και το άναψε μ’έναν ενεργειακό αναπτήρα λαξεμένο σαν πολυκατοικία. «Με τη συσκευή που είχε βάλει ο Στίβεν Νέλκος στο Παντοτινό Ανάκτορο τι έγινε;»

«Με προβληματίζει ακόμα,» αποκρίθηκε ο Ρίμναλ, «και υποθέτω θα συνεχίσει να με προβληματίζει για πολύ καιρό.»

«Γιατί;»

«Διότι τα μισά κομμάτια της δεν ξέρω πώς φτιάχτηκαν. Κάποια, δε, δεν ξέρω καν ακριβώς τι είναι!»

«Νόμιζα ότι ήσουν ο καλύτερος μάγος των Τεχνομαθών στη Ρελκάμνια, Ρίμναλ!» του είπε η Παντοκράτειρα, αποδοκιμαστικά. «Με απογοητεύεις…»

«Κανένας μάγος στη Ρελκάμνια δεν μπορεί να εξηγήσει αυτή τη συσκευή, αγάπη μου,» απάντησε αμέσως ο Ρίμναλ’μορ, μοιάζοντας θιγμένος.

«Προφανώς κάποιος μπορεί, αγάπη μου. Αυτός που την έφτιαξε.»

«Αμφιβάλλω ότι φτιάχτηκε στη Ρελκάμνια–»

«Σε ποια διάσταση φτιάχτηκε, τότε;» ρώτησε η Παντοκράτειρα, τινάζοντας στάχτη στο πάτωμα.

«Δεν έχω ιδέα. Δεν ξέρω καμια διάσταση όπου κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει φτιαχτεί. Ρώτησα και μάγους του τάγματος των Ερευνητών· ούτε αυτοί μπορούν να δώσουν εξήγηση.»

«Διαλογιστές ρώτησες; Η συσκευή ήταν για να μπαίνει κάποιος στα όνειρά μου,» του θύμισε η Αγαρίστη.

«Φυσικά και ρώτησα και Διαλογιστές. Η απάντηση, όμως, ήταν ίδια.»

«Δεν ξέρουν;»

«Όχι.»

Η Παντοκράτειρα συνοφρυώθηκε, ξαφνικά. «Για στάσου… Για…» Τι την είχαν συμβουλέψει οι Υπερασπιστές της να τον ρωτήσει; Θα ήταν ενδιαφέρον, Αρχόντισσά μας, της είχαν πει, να τον ρωτήσεις αν… Αν τι; Τι της είχαν προτείνει; Η Παντοκράτειρα δάγκωνε το κάτω χείλος της, σκεπτικά.

«Τι είναι, αγάπη μου;» είπε ο Ρίμναλ.

Α, ναι! Βέβαια, αυτό ήταν. Η Αγαρίστη θυμήθηκε. «Είδες τίποτα παράξενα όνειρα όσο είχες εδώ τη συσκευή;»

Ο Ρίμναλ κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»

«Δηλαδή, οι εχθροί μου δεν προσπάθησαν να τη χρησιμοποιήσουν εναντίον σου…»

«Την έχω απομονώσει ούτως ή άλλως, αγάπη μου. Το σήμα της δεν βγαίνει απ’τον πύργο.»

«Ωραία.» Η Παντοκράτειρα ρούφηξε καπνό απ’το μακρύ τσιγάρο της, που το μισό είχε τελειώσει. «Θα μου πεις περισσότερα;»

Την κοίταξε ερωτηματικά.

«Για τη συσκευή, εννοείται! Θα μου πεις πώς ακριβώς είναι;»

Εκείνη τη στιγμή, το βουητό σταμάτησε και ο άντρας με το μηχανικό χέρι πλησίασε τον μάγο και την Παντοκράτειρα.

«Το μηχάνημα είναι έτοιμο, Άρχοντά μου,» είπε.

«Αντικατέστησες το καμένο κομμάτι;» ρώτησε ο Ρίμναλ’μορ.

«Ασφαλώς, Άρχοντά μου.»

«Μπορείς να πηγαίνεις.»

Ο ημιμηχανικός άντρας έφυγε.

«Εξήγησέ μου πώς δουλεύει η συσκευή,» είπε πάλι η Αγαρίστη στον σύζυγό της.

«Εντάξει, αφού θέλεις…» Ο Ρίμναλ σηκώθηκε από την καρέκλα του, πήγε σε μια κονσόλα, και πληκτρολόγησε. Η Παντοκράτειρα τον ακολούθησε και, στεκόμενη πλάι του, είδε σε μια οθόνη να παρουσιάζεται η συσκευή που είχε φυτέψει ο Στίβεν Νέλκος στο Παντοτινό Ανάκτορο.

«Γιατί δεν τη φέρνεις εδώ, κανονικά;»

«Σου είπα, την έχω απομονώσει. Εξάλλου, δεν υπάρχει λόγος να την αγγίζουμε με τα χέρια μας.» Ο Ρίμναλ πληκτρολογούσε καθώς μιλούσε, και στην οθόνη φάνηκαν δύο μηχανικές λαβίδες να πλησιάζουν τη συσκευή, να πιάνουν τα άκρα της, και να τα τραβάνε. Η συσκευή άνοιξε, και στην καρδιά της αποκαλύφθηκε ένα μικρό γυαλιστερό δαχτυλίδι που έμοιαζε να ρέει ενώ συγχρόνως παρέμενε στέρεο.

«Αυτή,» είπε ο Ρίμναλ, «είναι η μπαταρία της συσκευής – αν μπορεί κανείς να την αποκαλέσει ‘μπαταρία’. Πρόκειται για κάποιου είδους ημίρρευστη μορφή ενέργειας, άγνωστη σε μένα και στο τάγμα των Ερευνητών επίσης. Πράγμα παράξενο, καθώς οι Ερευνητές έχουν καταγεγραμμένες στα συστήματά τους τις περισσότερες μορφές ενέργειας που υπάρχουν στο Γνωστό Σύμπαν.»

«Κι όταν εξαντληθεί αυτό το ενεργειακό δαχτυλίδι;»

«Εκεί είναι το θέμα: δεν ξέρω αν είναι δυνατόν να εξαντληθεί ποτέ. Είναι σαν ζωντανός οργανισμός. Μου θυμίζει τις εστίες που έχουν στη Βίηλ, αλλά δεν είναι εστία βέβαια, και δεν είμαστε στη Βίηλ.»

«Αν βρίσκαμε αυτή τη μορφή ενέργειας θα μπορούσαμε να τροφοδοτούμε όλα μας τα μηχανήματα με μηδενικό κόστος!» είπε η Παντοκράτειρα. «Πρέπει να μάθεις πώς φτιάχνεται αυτό το δαχτυλίδι, Ρίμναλ.»

«Αυτό θα το ήθελα κι εγώ, αλλά δεν το βλέπω εύκολο, αγάπη μου.»

Η Παντοκράτειρα αναστέναξε, χτυπώντας το πόδι της στο πάτωμα. «Με εκνευρίζεις…»

«Θα προσπαθήσω,» υποσχέθηκε ο Ρίμναλ.

«Να με εκνευρίζεις;»

«Να ανακαλύψω για τι είδους ενέργεια πρόκειται. Αυτό, όμως, δεν είναι το μόνο κομμάτι της συσκευής που με προβληματίζει.» Πάτησε δύο πλήκτρα επάνω στην κονσόλα, και στην οθόνη η εικόνα μεγεθύνθηκε. Η συσκευή ήρθε τόσο κοντά τους που δεν έβλεπαν αυτήν πλέον αλλά ένα μικρό τμήμα της μόνο. Μια λαβίδα, που φαινόταν γιγάντια μα σίγουρα ήταν πολύ λεπτή, πλησίασε και σήκωσε ένα μικροσκοπικό κομμάτι επάνω στη συσκευή, αποκαλύπτοντας από κάτω κάτι κυκλώματα.

«Το βλέπεις αυτό;» είπε ο Ρίμναλ. «Αυτό είναι που πρέπει να έχει σχέση με την ονειρική διείσδυση. Και δεν το έχω ξαναδεί ποτέ μου. Ούτε οι Διαλογιστές δεν ξέρουν τι είναι.»

«Οι Βιοσκόποι;»

«Ούτε οι Βιοσκόποι. Κανένας, αγάπη μου. Κανένας από τη Σ.Α.Μ.Τ. δεν το έχει ξαναδεί, ούτε υπάρχει καμία αναφορά σε κανένα σύστημα. Και οι συγκρίσεις μου με άλλα κυκλώματα απέβησαν μάταιες. Το μόνο που κατάλαβα γι’αυτό το μικρό κομματάκι που βλέπεις είναι ότι προσπαθεί να προσομοιώσει κάποιες εγκεφαλικές λειτουργίες, σαν για να μιμηθεί το ανθρώπινο μυαλό. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»

«Νομίζω,» μόρφασε η Αγαρίστη. Είχε μόλις πετάξει το τσιγάρο της στο πάτωμα και το είχε πατήσει, σβήνοντάς το. «Θα συνεχίσεις να μελετάς τη συσκευή;»

«Φυσικά,» είπε ο Ρίμναλ. «Έχει πολύ ενδιαφέρον. Αλλά δεν μπορώ να σου υποσχεθώ αποτελέσματα.»

«Δηλαδή, μπορεί και να μη βρεις τίποτα, ποτέ;»

«Δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω… Θα πρέπει να ψάξω ομοιότητες σε σπάνια ευρήματα, ίσως· ή σε μικρές, σχετικά άγνωστες διαστάσεις…» Κάθισε σε μια καρέκλα. «Δεν υπάρχει καμια γνωστή μέθοδος για ν’ακολουθήσω.»

«Αν βρίσκαμε τον Στίβεν Νέλκος,» είπε η Παντοκράτειρα σκεπτικά, «αυτός θα ήξερε. Θα ήξερε, τουλάχιστον, ποιος του έδωσε τη συσκευή για να τη φυτέψει μέσα στο σπίτι μου, ο καταραμένος φονιάς.»

17.

Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας παρακολουθούσαν τις κινήσεις της Λίντας Ναράθλω και ανέφεραν στην Ελίζα, τον Σκοτ, και την Κάτια. Παρότι όμως είχαν εντοπίσει πολλές παράνομες ενέργειες, δεν είχαν βρει τίποτα που θα μπορούσε να σχετίζεται με τον φόνο του Νάρνταλ Φέρενγκοχ, ή κάτι που να κινήσει την περιέργεια της Ελίζας αρκετά ώστε να προτείνει να το ερευνήσουν περισσότερο. Υπήρχε περίπτωση, τελικά, η Λίντα να ήταν αθώα.

«Ασχολείται με διάφορα παράνομα πράγματα, βέβαια,» είπε η Ελίζα, «αλλά αυτό δεν είναι δική μας δουλειά· δεν έχουμε εντολές να τη συλλάβουμε για λαθρεμπόριο ή κατοχή παράνομων ουσιών και όπλων.»

«Η παρουσία της, όμως, εκείνη τη βραδιά δεν ήταν ύποπτη;» ρώτησε ο Στρατηγός Μάριος Υψίκορμος. Η Ελίζα, ο Σκοτ, και η Κάτια τον είχαν επισκεφτεί στο σπίτι του, και τώρα κάθονταν όλοι στο γραφείο του. «Σύμφωνα με τις πληροφορίες σας, ήταν το μοναδικό πρόσωπο που επισκέφτηκε τον Φέρενγκοχ τότε.»

«Δεν ήταν το μοναδικό πρόσωπο, Στρατηγέ,» αποκρίθηκε ο Σκοτ προτού μιλήσει η Ελίζα. «Τον επισκέφτηκε και τουλάχιστον ένα φωτεινό φάντασμα.»

Ο Μάριος Υψίκορμος ρίγησε φανερά. Καθάρισε τον λαιμό του, στρώνοντας τα γυαλιά του, και ήπιε μια γουλιά από το Αργυρό Νεφέλωμα στο ποτήρι του. Φοβάται, σκέφτηκε ο Σκοτ. Όσο οι μέρες περνάνε, φοβάται ολοένα και περισσότερο.

Η Ελίζα είπε: «Επιπλέον, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η Λίντα τον ‘επισκέφτηκε’ ακριβώς. Δήλωσε πως έφυγε μόλις άκουσε πυροβολισμούς· και κανένας φρουρός ή υπάλληλος δεν ανέφερε ότι την είδε.»

«Εκείνη η λογίστρια;» ρώτησε ο Σκοτ, καθώς τώρα ήρθε αυτό στο μυαλό του.

Η Ελίζα συνοφρυώθηκε. Έβγαλε το σημειωματάριό της, το ξεφύλλισε, και διάβασε.

Ο Σκοτ είπε: «Τον Ελπιδοφόρο τον αναγνώρισε…»

«Οι περιγραφές της δεν ήταν και πολύ καλές, όπως θα θυμάσαι,» είπε η Ελίζα εξακολουθώντας να κοιτάζει το σημειωματάριο. «Τώρα που το λες, όμως, αναφέρει ότι ανάμεσα σ’αυτούς που εισέβαλαν ήταν και μια γυναίκα με γαλανό δέρμα. Και η Λίντα είναι γαλανόδερμη. Όπως επίσης, βέβαια, και εκατομμύρια άλλες γυναίκες στη Ρελκάμνια.»

«Αν δείχναμε στη λογίστρια τη φωτογραφία της, όμως, ίσως να την αναγνώριζε. Με τον Ελπιδοφόρο έτσι έγινε.»

«Ήταν ο πρώτος που εισέβαλε, σημαδεύοντάς την με το πιστόλι του. Αλλά, εντάξει, δεν χάνουμε τίποτα να τη ρωτήσουμε.»

«Πρέπει να τους βρείτε γρήγορα,» τόνισε ο Υψίκορμος. «Για να τους σταματήσουμε το συντομότερο δυνατό. Είδατε τι έγινε τις προάλλες, με την Κάρβια-Κέλθιλ: την καθάρισαν μες στη μέση του δρόμου! Οι σωματοφύλακές της όλοι σκοτώθηκαν· το ελικόπτερο που ήρθε αμέσως να τη βοηθήσει καταστράφηκε. Και ήταν πάλι τα λευκά φαντάσματα – ένας υπηρέτης τα είδε προτού λιποθ–»

«Μας το είπαν κι εμάς οι αφέντες μας, Στρατηγέ,» τον διέκοψε ο Σκοτ. «Η επανάληψη δεν βοηθά σε τίποτα παρά να σε πανικοβάλλει περισσότερο.»

«Δεν έχω πανικοβληθεί!» δήλωσε απότομα ο Υψίκορμος, με πανικόβλητη φωνή. «Μ’ενδιαφέρει, όμως, η Ρελκάμνια. Αυτοί οι δαίμονες είναι απειλή για ολόκληρη τη διάσταση!»

«Οι αφέντες μας μας είπαν ότι ένας τηλεοπτικός πομπός κατέγραψε κάποιους – δύο ανθρώπους – να κινούνται μέσα στον καπνό της έκρηξης που προκλήθηκε από την πτώση του ελικοπτέρου,» είπε η Ελίζα. «Μας προέτρεψαν να έρθουμε εδώ για να το συζητήσουμε μαζί σας, Στρατηγέ. Είπαν ότι έχετε τα δεδομένα στο πληροφοριακό σας σύστημα.»

«Ναι, ασφαλώς και τα έχω,» αποκρίθηκε ο Υψίκορμος. Πληκτρολόγησε επάνω στην κονσόλα του γραφείου του, και στην οθόνη – που ήταν στραμμένη έτσι ώστε να μπορούν να δουν όλοι τους – φάνηκε ένας πεζόδρομος της Σκάλας γεμάτος φλόγες και καπνούς. Μέσα τους ήταν πεσμένοι νεκροί άνθρωποι και τα συντρίμμια ενός ελικοπτέρου. Από κάποιον πλευρικό δρόμο δύο σκοτεινές μορφές βούτηξαν στη θολούρα. Η μία απ’αυτές κρατούσε το χέρι της υψωμένο και οι πυκνοί καπνοί κι οι φλόγες παραμέριζαν από μπροστά της, σα να σχημάτιζαν σήραγγα. Η άλλη μορφή ακολουθούσε.

«Τι κάνει αυτός;» είπε ο Σκοτ. «Είναι σα να… σπρώχνει… να… Πρέπει νάναι μάγος. Υπάρχει τέτοιο ξόρκι;»

«Δεν το έχω ξανακούσει,» αποκρίθηκε σκεπτικά η Ελίζα.

Παρότι ο μάγος φαινόταν να δημιουργεί σήραγγα μέσα από τις φωτιές και τους καπνούς, ο τηλεοπτικός πομπός δεν έβλεπε καθαρά ούτε αυτού τη μορφή ούτε του συντρόφου του. Η σήραγγα περιέβαλλε τους δύο ανθρώπους από δεξιά κι από αριστερά· έμοιαζε με παραπέτασμα από φλόγες και καπνό. Δεν ήταν ξεκάθαρο ούτε καν αν επρόκειτο για άντρες ή για γυναίκες.

«Φυσικά και υπάρχει τέτοιο ξόρκι,» είπε ο Υψίκορμος. Έτριψε το ρυτιδωμένο μέτωπό του κοιτάζοντας κάτω. «Πώς το λένε;… Ξόρκι Πύρινης Διαβάσεως.» Σήκωσε πάλι το βλέμμα. «Το χρησιμοποιούσαν οι μάγισσες του τάγματος των Δρακαινών, προτού μας προδώσουν και πάνε με τον Αρχιπροδότη. Χρησιμεύει σε καταστάσεις μάχης, ή σε πυρκαγιές. Ελάχιστοι μάγοι το γνωρίζουν ή το χρησιμοποιούν με επιδεξιότητα, με την εξαίρεση αυτών που συνοδεύουν στρατεύματα στη μάχη, ή που βοηθάνε πυροσβέστες.»

«Ο εχθρός μας, δηλαδή, είναι πυροσβέστης;» είπε ο Σκοτ, καγχάζοντας.

«Ο εχθρός μας ανάβει φωτιές, δεν τις σβήνει,» είπε ο Υψίκορμος, σοβαρά, μοιάζοντας να μην καταλαβαίνει πού ήταν το αστείο.

Η Ελίζα σημείωνε στο σημειωματάριό της. «Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με κάποιον που ίσως να ήταν κάποτε στον Στρατό ή στην Πυροσβεστική.»

«Τρομερό στοιχείο…» μόρφασε ο Σκοτ.

Ο Υψίκορμος είχε βάλει την αναπαραγωγή των τηλεοπτικών δεδομένων στην παύση όσο μιλούσαν, και τώρα πάτησε ένα πλήκτρο στην κονσόλα του και η εικόνα άρχισε πάλι να κινείται. Οι δύο σκιερές μορφές σύντομα βγήκαν απ’το πεδίο όρασης του πομπού, πλησιάζοντας την καγκελόπορτα ενός κήπου, όπου διακρίνονταν δύο άλλες μορφές – λαμπερές, γυαλιστερές, παρότι βρίσκονταν κι αυτές πίσω από τους πυκνούς καπνούς.

«Τα φαντάσματά μας,» είπε ο Σκοτ.

«Ναι,» συμφώνησε ο Υψίκορμος με αδύναμη φωνή.

Μετά, και τα φαντάσματα και οι άνθρωποι μπήκαν στον κήπο του σπιτιού και βγήκαν απ’το πεδίο όρασης του τηλεοπτικού πομπού.

Ο Υψίκορμος τερμάτισε την αναπαραγωγή των τηλεοπτικών δεδομένων.

«Περίμενε, ρε Στρατηγέ,» είπε ο Σκοτ. «Ας τους δούμε και να βγαίνουν· μπορεί να προσέξουμε κάτι.»

«Δεν βγαίνουν.» Η έκφραση του Υψίκορμου έλεγε ότι δεν ενέκρινε τον τρόπο που του μιλούσε ο Σκοτ – πράγμα για το οποίο ο Σκοτ αδιαφορούσε.

«Τι δεν βγαίνουν; Εκεί μέσα δεν πήγαν για να κυνηγήσουν την Κάρβια-Κέλθιλ;»

«Ναι αλλά δεν βγήκαν κιόλας.»

«Από πού έφυγαν;»

«Δεν ξέρω,» είπε ο Υψίκορμος.

Η Ελίζα ρώτησε: «Κανένας άλλος πομπός δεν τους κατέγραψε; Κανένας άνθρωπος δεν τους είδε;»

«Απ’ό,τι ξέρω, όχι.»

Η Ελίζα κοίταξε τον Σκοτ. Και μετά την Κάτια. Η τελευταία είπε: «Ίσως να μπέρδεψαν τους πομπούς με κάποιο Ξόρκι Τηλεοπτικής Ασυνέχειας. Δε μπορώ να φανταστώ τίποτ’άλλο.»

«Στρατηγέ,» είπε ο Σκοτ, «βάλε να δούμε και τη συνέχεια.»

«Αφού θέλεις….» Ο Υψίκορμος πάτησε δυο κουμπιά και η αναπαραγωγή άρχισε ξανά από εκεί όπου είχε μείνει. Τα δευτερόλεπτα και τα λεπτά περνούσαν, οι φλόγες χόρευαν, οι καπνοί στροβιλίζονταν, αλλά κανένας δεν βγήκε από τον κήπο, ούτε άνθρωπος ούτε φωτεινό φάντασμα. Μετά, ήρθαν οι πυροσβέστες.

Ο Υψίκορμος τερμάτισε την αναπαραγωγή. «Αυτό ήταν.»

«Πολύ πιθανό να έχει πειραχτεί με Ξόρκι Τηλεοπτικής Ασυνέχειας,» είπε η Κάτια. «Θα στείλω τα δεδομένα σ’έναν Τεχνομαθή μάγο στη Σ.Α.Μ.Τ., αν μου το επιτρέπετε, Στρατηγέ.»

Ο Υψίκορμος έμοιαζε να γλυκοκοιτάζει την Κάτια (ή, τουλάχιστον, έτσι φαινόταν στον Σκοτ). «Ναι, ασφαλώς,» αποκρίθηκε αμέσως. «Τα θέλεις σε συσκευή αποθήκευσης, ή θα μου δώσεις έναν κωδικό για να τα στείλω σε κάποιο τηλεπικοινωνιακό σύστημά σου;»

Η Κάτια τού είπε έναν κωδικό, κι εκείνος πληκτρολόγησε πάνω στην κονσόλα του. «Στάλθηκαν. Αν μάθεις τίποτα, να μου το πεις – ό,τι ώρα κι αν είναι. Ακόμα κι αν έχεις κάποια υπόθεση να κάνεις, μ’ενδιαφέρει να την ακούσω.»

Ο γέρος, λοιπόν, είναι σαλιάρης, σκέφτηκε ο Σκοτ. Σιχαμερός τύπος, και με φάτσα πεινασμένη για μπουνιές. Αν και δεν ήταν και τόσο πιο μεγάλος από τον Σκοτ: καμια δεκαετία πρέπει να τον περνούσε. Ο Σκοτ απορούσε που οι αφέντες τους είχαν στρατολογήσει αυτόν τον άνθρωπο. Του φαινόταν τελείως άχρηστος γενικά· τι χρησιμότητα μπορεί να είχε; Μόνο για τη θέση του πρέπει να τον ήθελαν. Φαινόταν από εκείνους τους στρατιωτικούς της φουσκωτής πολυθρόνας.

Καθώς αυτές οι σκέψεις περνούσαν απ’το μυαλό του Σκοτ, η Κάτια απαντούσε στον Υψίκορμο: «Αν βρω κάτι που είναι σημαντικό θα σας ενημερώσω, Στρατηγέ,» παίζοντας μ’ένα δαχτυλίδι της σαν να ήταν αμήχανη από το βλέμμα του.

Ο Σκοτ είπε: «Αν βρούμε ότι τα τηλεοπτικά δεδομένα έχουν πειραχτεί, τι μπορεί να γίνει; Μπορούμε να τα ανακτήσουμε;»

«Συνήθως όχι,» αποκρίθηκε η Κάτια, «αυτό δεν γίνεται.»

«Το όλο θέμα είναι άσκοπο, λοιπόν. Περισσότερη άκρη θα βγάλουμε με τη Λίντα Ναράθλω.»

«Θα συνεχίσετε να την παρακολουθείτε;» ρώτησε ο Υψίκορμος.

«Δεν έχουμε τίποτ’άλλο να κάνουμε μέχρι την επόμενη επίθεση του Ελπιδοφόρου,» αποκρίθηκε ο Σκοτ.

Στο άκουσμα και μόνο της επόμενης επίθεσης το κατάλευκο δέρμα του Στρατηγού φάνηκε να γίνεται ακόμα πιο άσπρο, αν ήταν αυτό δυνατόν.

18.

Το δωμάτιο ήταν στενό αλλά είχε βιβλιοθήκες παντού και τα ράφια, απ’την οροφή ώς το πάτωμα, ήταν παραγεμισμένα. Ορισμένα από τα βιβλία εκεί έμοιαζαν τόσο παλιά και κιτρινισμένα που ο Ελπιδοφόρος νόμιζε πως παίρνοντάς τα στα χέρια του θα διαλύονταν. Ωστόσο πάντοτε αποδεικνυόταν πως είχαν μια σχεδόν υπερφυσική ανθεκτικότητα. Δεν θα έπρεπε, όμως, να ξαφνιάζεται από κάτι τέτοιο· στο σπίτι του Κλαρκ βρισκόταν, άλλωστε.

Από τότε που είχε καταφέρει να ανακαλύψει τούτη τη βιβλιοθήκη, μέσα στο διαμέρισμα που ήταν απέραντο και όχι-απέραντο συγχρόνως, είχε περάσει πολλές ώρες εδώ όταν δεν είχε τίποτ’άλλο να κάνει. Και συνήθως δεν είχε τίποτ’άλλο να κάνει όσο βρισκόταν στο σπίτι του Κλαρκ, εκτός απ’το να το εξερευνεί (ποτέ δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο μεγάλο ήταν, ποτέ δεν κατόρθωνε να ανακαλύψει τα πάντα γι’αυτό, αν και λογικά δεν πρέπει να ήταν και πολύ μεγάλο) ή να παρακολουθεί τα κανάλια που έπιανε ο τηλεοπτικός δέκτης. Αντιθέτως, ο Κλαρκ ήταν διαρκώς απασχολημένος εδώ: όλο με κάτι καταπιανόταν, και ήταν παράδοξα δύσκολο να τον εντοπίσεις μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Οι χώροι έπαιζαν παιχνίδια στις ανθρώπινες αισθήσεις. Ο Ελπιδοφόρος δεν είχε ακόμα καταφέρει να καταλάβει πού ήταν το εργαστήριο ή το υπνοδωμάτιο του μάγου· κάπου, όμως, ήταν· αλλιώς πού εξαφανιζόταν κάθε τόσο ο Κλαρκ;

Η βιβλιοθήκη (που ήταν σαν αντικατοπτρισμός του σπιτιού, υπό την έννοια ότι έμοιαζε, συγχρόνως, μικρή αλλά ατελείωτη) ήταν γεμάτη βιβλία με αστικούς μύθους της Ρελκάμνια. Δεν είχε τίποτε άλλο από βιβλία με αστικούς μύθους, ορισμένα γραμμένα ως πραγματείες, ορισμένα ως παραληρηματικές εμπειρίες, ορισμένα ως λογοτεχνίζοντα κείμενα, ορισμένα ως μυθιστορήματα· ενώ κάποια αποτελούνταν αποκλειστικά από συγκεντρωμένα και ανατυπωμένα άρθρα παρμένα από εφημερίδες και περιοδικά.

«Πιστεύεις αυτά τα πράγματα;» είχε κάποτε ρωτήσει ο Ελπιδοφόρος τον Κλαρκ.

«Πίσω από τους μύθους κρύβονται αλήθειες.»

«Και τι αλήθεια κρύβεται πίσω από το δαιμονικό σκαλοπάτι που κλέβει γυναικεία γοβάκια στη Σκάλα;»

«Κάποια αλήθεια θα κρύβεται πίσω κι απ’αυτό, Ελπιδοφόρε. Η ιστορία ενός παλιού κλέφτη, πιθανώς. Ή ίσως η ιστορία ενός κακού χτίστη.»

«Μπορεί,» παραδέχτηκε ο Ελπιδοφόρος.

«Διάβασες τη νουβέλα Το Σκαλοπάτι που Έκλεβε, δηλαδή, ε; Του Ράλνιν-Θολ.»

«Ναι.»

«Φριχτό δεν είναι το γράψιμό του; Όλο ανούσιους αρχαϊσμούς και βαρετό διάλογο.»

«Δε γράφτηκε στις μέρες μας, Κλαρκ.»

«Είδες και τη χρονολογία της έκδοσης, λοιπόν. Σε πληροφορώ πως και για τότε το γράψιμο ήταν κακό.»

«Πώς το ξέρεις;»

«Το ξέρω.»

Κάτι τέτοιες ήταν οι στιγμές που έκαναν τον Ελπιδοφόρο να αναρωτιέται για την ηλικία του Κλαρκ. Πόσο μεγάλος, άραγε, ήταν ο μάγος; Το πρόσωπό του έδινε την αίσθηση, για κάποιο λόγο, ότι ήταν πανάρχαιος, αλλά όχι επειδή έδειχνε γερασμένο. Τουναντίον, δεν έμοιαζε γέρος… ωστόσο, τα μάτια του, το βλέμμα του, το… όλο το παρουσιαστικό και η όψη του… υποδήλωναν ότι είχε ζήσει πολύ και είχε δει πολλά.

Επί του παρόντος, ο Ελπιδοφόρος δεν αναρωτιόταν για την ηλικία του Κλαρκ. Έψαχνε να βρει κανένα βιβλίο να διαβάσει. Κανένα από εκείνα τα λογοτεχνίζοντα που έμοιαζε να μη μπορούν ν’αποφασίσουν αν ήταν πραγματείες ή μυθιστορήματα. Ήταν διασκεδαστικά. Βρήκε ένα, τελικά. Περί Κατακόμβης της Σταχτόχρωμης και Νεκροσκοπίας στους Θαλάμους Αυτής, έγραφε ο τίτλος. Ο Ελπιδοφόρος κάθισε στη μοναδική καρέκλα ανάμεσα στα εκατοντάδες βιβλία κι έκανε ν’ανοίξει τον τόμο· στο μυαλό του, όμως, ήρθε η Φενίλδα και άφησε το εξώφυλλο από το χέρι του.

Ακόμα ο Κλαρκ δεν είχε νέα της, παρότι τόσες μέρες είχαν περάσει. Είχε, μάλιστα, στείλει ένα μήνυμα στον Δαίδαλο, στην Απολλώνια, κατόπιν επιμονής του Ελπιδοφόρου, μα απάντηση δεν είχε πάρει.

«Σ’το είπα, δε σ’το είπα; Μάλλον στη Βίηλ θα είναι. Η Φενίλδα θα πήγε μαζί του.»

«Καλό θα ήταν, όμως, να μπορούσες και να το επιβεβαιώσεις,» είχε αποκριθεί, απότομα, ο Ελπιδοφόρος.

Και δεν είχε εξαφανιστεί μόνο η Φενίλδα αλλά και η Ναλτάφιρ. Βέβαια, για τη δεύτερη ο Ελπιδοφόρος δεν ανησυχούσε και τόσο. Αναμφίβολα, ήξερε τι έκανε, παρότι ο Κλαρκ έμοιαζε να θεωρεί λιγάκι άσκοπη (ή τουλάχιστον ασύνετη) την αναζήτησή της για τον Άζ’λεφκ. Πάντως, αν και η μαυρόδερμη μάγισσα δεν είχε καθίσει και τόσες πολλές ημέρες εδώ, ο Ελπιδοφόρος αισθανόταν ότι του έλειπε η παρουσία της. Και οι γάτες της, επίσης. Το διαμέρισμα του Κλαρκ φάνταζε λιγότερο λαβυρινθώδες όταν η Ναλτάφιρ ήταν μαζί τους. Έκανε τον Ελπιδοφόρο να νιώθει… πιο βολικά. Είχε κάτι το ιδιαίτερο επάνω της. Στις κινήσεις της και στα λόγια της.

Ο Ελπιδοφόρος έβαλε πάλι το βιβλίο στο ράφι και βγήκε απ’τη βιβλιοθήκη, βαδίζοντας άσκοπα μέσα στο σπίτι του Κλαρκ, καταλήγοντας στα ίδια μέρη από δρόμους που λογικά θα έπρεπε να οδηγούν αλλού. Ο χώρος αναδιπλωνόταν με περίεργους τρόπους. Στο σαλόνι συνάντησε τον Άερ’θλαρ και την Άι’νιρ. Οι δύο Πειθαρχικοί του Κενού αιωρούνταν μερικά εκατοστά πάνω απ’το πάτωμα, ακίνητοι και αμίλητοι, παρατηρητικοί. Γενικά δεν έλεγαν και πολλά, και οι συζητήσεις μαζί τους ήταν πάντοτε παράξενες. Η Άι’νιρ, δε, ήταν ορισμένες φορές εχθρική στις απαντήσεις της – ή, τουλάχιστον, έτσι φαινόταν στον Ελπιδοφόρο.

Δεν κάνουμε τίποτα, σκέφτηκε. Κι αυτό τον ενοχλούσε. Μετά τον φόνο της Κάρβια-Κέλθιλ, είχαν περάσει μέρες κατά τις οποίες ήταν τελείως άπραγος. Δε νόμιζε ότι το ίδιο ίσχυε και για τον Κλαρκ: ο μάγος με κάτι πρέπει να ασχολιόταν.

Ο Ελπιδοφόρος πήγε στην κάβα και γέμισε ένα ποτήρι με Κρύο Ουρανό. Ζω σχεδόν όπως ζούσα κι όταν ήμουν δούλος του Ελκράσ’ναρχ! συλλογίστηκε εκνευρισμένα. Τότε ήταν κλειδωμένος σ’έναν περιορισμένο χώρο και περίμενε οι αφέντες του να του πουν πού θα πάει και τι θα κάνει. Κι αυτά που έκανε δεν ήταν όμορφα: είχε σκοτώσει ανθρώπους, ή μέσα από τις ενέργειές του τους είχε δολοφονήσει, ή τους είχε καταστρέψει, ή τους είχε τρελάνει· και είχε κάνει κι άλλα πράγματα, πιο αλλόκοτα, τα οποία δεν έμοιαζαν να έχουν κανέναν σκοπό, ή ήταν τόσο περίεργα που απειλούσαν να τρελάνουν και τον ίδιο.

Και τώρα τι έκανε; Σκότωνε ξανά.

…Δολοφόνος…

Όταν ήταν ταγματάρχης στον Παντοκρατορικό Στρατό δεν το έβλεπε ποτέ έτσι. Παρότι είχε σκοτώσει, αυτοί οι φόνοι δεν του δημιουργούσαν την ίδια αίσθηση αποστροφής όπως οι φόνοι που έκανε μετά, από τότε που υπηρετούσε τον Ελκράσ’ναρχ ώς σήμερα. Πηγαίνω και σκοτώνω ανθρώπους μες στα γραφεία και στα σπίτια τους…

Ήπιε μια γουλιά Κρύο Ουρανό σαν να προσπαθούσε να ξεπλύνει τη γεύση του αίματος από το στόμα του.

Τι μπορούσε να κάνει, όμως; Αν όχι σκοτώνοντας, πώς να πολεμήσει τον Ελκράσ’ναρχ; Να παραμείνει δούλος του; Όχι – σε καμία περίπτωση. Καλύτερα, λοιπόν, να δολοφονούσε για να διαλύσει την κυριαρχία του Ελκράσ’ναρχ παρά για να την ισχυροποιεί. Εξάλλου, οι άνθρωποι που σκότωνε δεν ήταν ακριβώς αθώοι. Είχαν κι αυτοί βάψει τα χέρια τους με αίμα. Με το αίμα των Πολιταρχών της Συγκλήτου, κατά πρώτον· και ποιος ξέρει και πόσων άλλων. Χώρια τις αδικίες, τις απάτες, και τα άλλα εγκλήματα που θα είχαν διαπράξει. Ο Νάρνταλ Φέρενγκοχ, σίγουρα, δεν είχε γίνει τόσο μεγάλος επιχειρηματίας έχοντας την ηθική ως γνώμονα. Και η Κάρβια-Κέλθιλ δεν υπήρχε αμφιβολία ότι είχε στείλει αθώους στη φυλακή, ότι είχε καταστρέψει ανθρώπους επειδή ο Ελκράσ’ναρχ το πρόσταζε, ή για προσωπικό της όφελος.

Παρ’όλ’αυτά, είμαι δολοφόνος… Ο Ελπιδοφόρος στράφηκε στο παράθυρο. Κοίταξε έξω, την Ατέρμονη Πολιτεία της Ρελκάμνια μέσα στο απογευματινό φως: γέφυρες και δρόμοι και σήραγγες και ράγες, και οικοδομήματα που μπλέκονταν το ένα μες στο άλλο. Το ηλιακό φως αντανακλούσε επάνω σε τζάμια και μέταλλα. Μικρά αεροπλάνα και ελικόπτερα πετούσαν ανάμεσα στις ψηλές πολυκατοικίες.

«Κι όλ’αυτά, Ελπιδοφόρε, φτιαγμένα χωρίς καθόλου χρήμα.»

Ο Ελπιδοφόρος στράφηκε, όχι και τόσο ξαφνιασμένος, για να δει τον Κλαρκ. Ο οποίος κρατούσε στα χέρια του μια δέσμη χαρτονομίσματα.

Την πέταξε στον αέρα. Προς τον Ελπιδοφόρο.

Εκείνος την έπιασε με το δεξί χέρι. «Αποφάσισες επιτέλους να με πληρώσεις;»

«Με χαρτάκια. Δε θάπρεπε να χαίρεσαι.»

Ο Ελπιδοφόρος φυλλομέτρησε τα χαρτονομίσματα της δέσμης με τον αντίχειρά του. «Κανονικά κατοστάρικα μού φαίνονται…» είπε κοιτάζοντάς τα.

«Δεν είναι, όμως. Είναι πλαστά.»

Ο Ελπιδοφόρος τράβηξε ένα έξω απ’τη δέσμη και το κοίταξε στο φως της ενεργειακής λάμπας στο ταβάνι. Ύστερα το έτριψε ανάμεσα στον δείκτη και στον αντίχειρά του, στα επίμαχα σημεία. «Δεν είναι πλαστά αυτά, Κλαρκ.»

Ο μάγος γέλασε. «Φυσικά και είναι. Αλλά, βέβαια, όλα τα χρήματα στη Ρελκάμνια είναι, ουσιαστικά, πλαστά.»

Ο Ελπιδοφόρος συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»

«Δεν έχουν κανένα αντίκρισμα. Ούτε το δεκάδιο, ούτε οι υποδιαιρέσεις του, ούτε τα ισχυρότερα νομίσματα. Σ’άλλες διαστάσεις τα χρήματα έχουν κάποιο αντίκρισμα: ή είναι τα ίδια φτιαγμένα από κάτι πολύτιμο (μέταλλο ως επί το πλείστον) ή μπορείς να τα ανταλλάξεις για κάτι πολύτιμο αποθηκευμένο σε θησαυροφυλάκια ή τράπεζες. Εδώ δεν ισχύει τίποτα απ’αυτά. Ακόμα και τα κέρματα είναι από ευτελή μέταλλα.»

«Τα αποδέχονται όλοι, όμως· επομένως….»

«Επομένως, είναι ανόητοι. Τέτοια χαρτάκια τυπώνω κι εγώ. Τα κρατάς στο χέρι σου τώρα.»

«Μα, αυτά δεν είναι πλαστά, Κλαρκ! Φαίνεται η εσωτερική σφραγίδα πίσω απ’το δεξί μάτι της Παντοκράτειρας. Κι όταν τα ψηλαφήσεις επάνω στα άκρα της Σ.Α.Μ.Τ., νιώθεις τις ανάγλυφες σφραγίδες.»

«Και νομίζεις ότι μόνο αυτά τα δύο πράγματα ξεχωρίζουν τα γνήσια νομίσματα στη Ρελκάμνια;»

«Τι άλλο υπάρχει;»

«Αυτά τα δύο προστατεύουν τα νομίσματα από απλούς πλαστογράφους.» Ο Κλαρκ πλησίασε και πήρε ένα κατοστάρικο από τη δέσμη. «Έλα μαζί μου,» είπε, και στρέφοντάς του την πλάτη βάδισε.

Ο Ελπιδοφόρος τον ακολούθησε. Πολύ περίεργος.

Ο Κλαρκ τον οδήγησε σ’ένα δωμάτιο του διαμερίσματος όπου εκείνος δεν είχε κατορθώσει να ξαναφτάσει – και τώρα πώς ακριβώς έφτασαν δεν ήταν βέβαιος. Γύρω-γύρω υπήρχαν πάγκοι με διάφορα μηχανήματα και όργανα μέτρησης. Στη μέση ήταν κάτι που δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από τυπογραφική μηχανή. Ένας από τους πάγκους ήταν γεμάτος με δέσμες από χαρτονομίσματα. Στοίβες ολόκληρες. Έφταναν σχεδόν ώς το ταβάνι.

«Με δουλεύεις…» μουρμούρισε ο Ελπιδοφόρος.

Ο Κλαρκ τον λοξοκοίταξε, υπομειδιώντας κάτω απ’τα μούσια του. «Έλα να σου δείξω πώς αναγνωρίζουν τα πλαστά χρήματα οι επαγγελματίες απατεώνες, Ελπιδοφόρε.» Πλησίασε ένα μηχάνημα και πέρασε το εκατοστάδιο που κρατούσε μέσα σε μια ειδική θυρίδα. «Και λέω απατεώνες επειδή τα δεκάδια είναι η μεγαλύτερη κομπίνα που έχει ποτέ στηθεί σε τούτη τη διάσταση.» Πάτησε ένα κουμπί, και το μηχάνημα ακούστηκε να μουρμουρίζει. Πάνω από την ειδική θυρίδα υπήρχε γυαλί, κι έτσι το εκατοστάδιο φαινόταν μέσα, καθώς επίσης και η λεπτή δέσμη κυανού φωτός που τώρα το σάρωνε απ’τη μια άκρη ώς την άλλη. Ένα μπιπ-μπιπ ακούστηκε όταν η δέσμη έφτασε σε δύο σημεία του χαρτονομίσματος· και μετά, μια μικρή οθόνη έγραψε: ΝΟΜΙΣΜΑ ΓΝΗΣΙΟ.

«Σε περίπτωση που αναρωτιέσαι,» είπε ο Κλαρκ, «αυτό το μηχάνημα δεν ψάχνει για τα σημεία που έψαχνες εσύ. Δεν είναι σαν κάτι παρόμοια μηχανήματα που έχουν σε μερικά καταστήματα.» Πληκτρολόγησε πάνω σε μια κονσόλα. «Δες για τι έψαχνε.» Μια οθόνη, πολύ μεγαλύτερη από την προηγούμενη, παρουσίασε το εκατοστάδιο μεγεθυσμένο, τονίζοντας δύο σημεία του – ένα κοντά στη δεξιά άκρη, ένα κοντά στην αριστερή: δύο λωρίδες γεμάτες γραμμές και κουκίδες.

«Μα δεν υπάρχουν αυτά…» είπε ο Ελπιδοφόρος.

«Υπάρχουν,» τον πληροφόρησε ο Κλαρκ, «απλώς δεν φαίνονται με γυμνό μάτι. Είναι φτιαγμένα με ειδική μαγεία. Μόνο ορισμένοι Τεχνομαθείς μάγοι γνωρίζουν το ξόρκι, και χρειάζονται και μηχανήματα, βέβαια, για να εντυπώσουν τον κώδικα μέσα στην υφή του νομίσματος. Κανένας δεν μπορεί να αντιγράψει αυτό το πράγμα, Ελπιδοφόρε· κι έτσι τα πλαστά νομίσματα μπορούν να εντοπιστούν. Αλλά όχι μόνο με τον σαρωτή.» Πάτησε ένα κουμπί και το μηχάνημα έβγαλε το εκατοστάδιο. «Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι.» Έπιασε μια συσκευή τόσο μεγάλη όσο οι δύο παλάμες του ενωμένες. Την ενεργοποίησε και περίμενε μερικά δευτερόλεπτα. Ένα έντονο μπιιιιιπ! ακούστηκε. «Μεγάλε Κρόνε!» είπε ο Κλαρκ, θεατρικά. «Βρήκαμε πλαστό χρήμα, Ελπιδοφόρε!» Βάδισε προς τις στοίβες από χαρτονομίσματα. Ο ήχος από τη συσκευή δυνάμωσε. Ο Κλαρκ πάτησε ένα κουμπί, και τώρα η συσκευή εκτόξευσε μια δέσμη κόκκινου φωτός, η οποία έπεσε πάνω σε μια δέσμη από χαρτονομίσματα. Ο Κλαρκ τράβηξε έξω τα χρήματα και τα έριξε πάνω σ’έναν άλλο πάγκο, αφήνοντάς τα ν’απλωθούν από την πτώση. Η συσκευή εξακολουθούσε να τσυρίζει. Η φωτεινή δέσμη της έπεσε πάνω σ’ένα από τα χαρτονομίσματα.

«Το βρήκαμε.» Ο Κλαρκ πήρε το εκατοστάδιο και το πέρασε στον σαρωτή. Η μικρή οθόνη έγραψε ΝΟΜΙΣΜΑ ΠΛΑΣΤΟ. «Του λείπει ο κώδικας, Ελπιδοφόρε.» Έκλεισε την ανιχνευτική συσκευή. «Ασφαλώς, επίτηδες το έκανα.»

«Δηλαδή, τα άλλα είναι γνήσια… και τα έφτιαξες μόνος σου…» Ο Ελπιδοφόρος ήξερε ότι ο μάγος ήταν δαιμόνιος, αλλά δεν νόμιζε ότι ήταν και τόσο δαιμόνιος.

Ο Κλαρκ γέλασε. «Σου φαίνεται σπουδαίο, ε; Το δεκάδιο είναι ιερό!»

«Από σένα, μάλλον, θάπρεπε να το περιμένω, Κλαρκ.»

«Δίκιο έχεις.»

«Είσαι πλούσιος επομένως…»

«Όχι, όμως, επειδή μπορώ να τυπώσω όσα χαρτονομίσματα θέλω. Ο πλούτος μου είναι αλλού: εκεί όπου κανένας δεν μπορεί να μου τον κλέψει. Αυτά εδώ,» έδειξε τις στοίβες από χρήματα, «δεν είναι παρά ένα όπλο, το οποίο πρέπει ν’αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε σύντομα αν θέλουμε να έχει αποτελέσματα μετά από κάποιο καιρό.»

Ο Ελπιδοφόρος τον παρατηρούσε μην καταλαβαίνοντας.

«Δεν τα πας καλά με τα οικονομικά, βλέπω,» παρατήρησε ο Κλαρκ.

«Μ’έχεις μπερδέψει, τ’ομολογώ.»

«Τι νομίζεις ότι θα γίνει όταν ξαμολήσω τα γνήσια χρήματά μου μέσα στην οικονομία της Ρελκάμνια;»

«Θα τους κάνεις όλους πιο πλούσιους;»

«Όχι, Ελπιδοφόρε,» είπε ο Κλαρκ. «Θα τους κάνω όλους πιο φτωχούς.»

19.

«Συγνώμη που σε ενοχλούμε πάλι,» είπε η Ελίζα στη νεαρή λογίστρια. «Θα σου κάνουμε μόνο μια ερώτηση και τίποτα περισσότερο.» Την είχαν σταματήσει έξω από την πόρτα του διαμερίσματός της, μέσα στην πολυκατοικία, καθώς εκείνη επέστρεφε από τη δουλειά της.

«Εντάξει,» αναστέναξε η λογίστρια, κρατώντας και με τα δύο χέρια τη λαβή του χαρτοφύλακά της. «Πείτε μου.» Ήταν φανερό πως δεν χαιρόταν που τους έβλεπε. Μάλλον δεν θα ήθελε να θυμάται καθόλου εκείνη τη βραδιά που την είχαν δέσει μέσα στο λογιστήριο. Η Ελίζα την καταλάβαινε· αναμφίβολα, είχε σοκαριστεί.

«Αναγνωρίζεις αυτή τη γυναίκα;» Η Ελίζα έβγαλε απ’το ταγέρ της μια φωτογραφία της Λίντας Ναράθλω και της την έδειξε.

Η κοπέλα την ατένισε συνοφρυωμένη. «Δεν είμαι… Ήταν απ’αυτούς που εισέβαλαν στο γραφείο;»

«Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Εσύ θα μας πεις.»

Η κοπέλα αναστέναξε πάλι. «Δεν ξέρω.»

«Σκέψου,» την πίεσε ο Σκοτ. «Θυμήσου.»

Η λογίστρια μόρφασε. Κοίταξε ξανά τη φωτογραφία. Δάγκωσε το χείλος της. Τα μάτια της είχαν στενέψει. «Δε…» είπε τελικά. «Πραγματικά, δεν ξέρω… Θα μπορούσε και να ήταν. Μια απ’αυτούς ήταν, σίγουρα, γαλανόδερμη. Αλλά τα μαλλιά της… Αυτή εδώ έχει μαβιά μαλλιά· εκείνη δεν θυμάμαι αν ήταν έτσι. Φορούσαν και κουκούλες, όλοι τους.»

«Η γυναίκα που βλέπεις,» είπε η Ελίζα, «είναι μεγαλόσωμη. Ήταν μεγαλόσωμη αυτή που θυμάσαι;»

«Νομίζω πως ναι… Ίσως… Τι να σας πω; Δεν ξέρω.»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Ελίζα. «Σ’ευχαριστούμε.»

Η λογίστρια ένευσε και στράφηκε στην πόρτα του διαμερίσματός της βγάζοντας μια αρμαθιά κλειδιά από την τσέπη της.

Η Ελίζα και ο Σκοτ μπήκαν στον ανελκυστήρα της πολυκατοικίας, και ο δεύτερος πάτησε ένα κουμπί.

«Τζίφος,» είπε.

«Μπορεί, όμως, να ήταν η Λίντα, Σκοτ…»

«Γιατί; Επειδή είπε πως νομίζει ότι ήταν μεγαλόσωμη;»

«Ναι· οι εντυπώσεις είναι σημαντικές. Γιατί να της δώσει την εντύπωση ότι ήταν μεγαλόσωμη αν δεν ήταν;»

«Χμμ…»

Έφτασαν στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας και ο ανελκυστήρας σταμάτησε. Τον άνοιξαν και βγήκαν, βαδίζοντας προς μια πόρτα στο πέρας του διαδρόμου.

Ο Σκοτ είπε: «Και τι θα κάνουμε; Θα συλλάβουμε πάλι αυτή τη μαλακισμένη;»

«Τι νόημα θα είχε; Δεν έχουμε κανένα σοβαρό στοιχείο.»

Ο Σκοτ άνοιξε την πόρτα και βγήκαν σε μια γέφυρα, αρχίζοντας να τη διασχίζουν μέσα στο πορτοκαλί φως του απογεύματος. Ένα ελικόπτερο πέρασε από πάνω τους, βουίζοντας και κάνοντας τις καπαρντίνες τους ν’ανεμίσουν.

«Θα κάνουμε αυτό που κάναμε, λοιπόν;» ρώτησε ο Σκοτ. «Θα συνεχίσουμε να την παρακολουθούμε;»

«Τι άλλο;»

20.

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό γύρω της, και η οθόνη του μικρού πληροφοριακού συστήματος φώτιζε το πρόσωπό της. Το φως αντανακλούσε επάνω στα παραλληλόγραμμα γυαλιά της, καθώς η Ελίζα κοίταζε ξανά τηλεοπτικά δεδομένα που είχαν καταγράψει οι πομποί στο Εμπορικό Κέντρο στα δυτικά της Μεγάλης Θάλασσας τη νύχτα του φόνου του Νάρνταλ Φέρενγκοχ. Αυτή τη φορά είχε σκεφτεί να παρακολουθήσει το σημείο που είχε αναφέρει η Λίντα: το σημείο που ήταν έξω απ’το οπτικό πεδίο των πομπών· και, για να παρακολουθήσεις ένα τέτοιο σημείο, έπρεπε να παρακολουθήσεις τα δεδομένα του πομπού που βρισκόταν λιγάκι πιο πριν. Αυτός ο πομπός πρέπει να είχε, λογικά, καταγράψει κάποιον να πηγαίνει προς το αόρατο σημείο και, μετά από λίγο, κάποιον να φεύγει από εκεί, κάποιον με κουκούλα και κάπα, όταν ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί από τη μεριά του γραφείου του Φέρενγκοχ.

Το μέρος που έβλεπε ο πομπός ήταν αρκετά περαστικό, ακόμα και μες στη νύχτα, καθώς δεν ήταν μακριά από έναν σταθμό του τροχιόδρομου. Η Ελίζα έβλεπε ανθρώπους να πηγαίνουν και να έρχονται, και οι μορφές των περισσότερων ήταν σκοτεινές, λόγω της ώρας και λόγω του γεγονότος ότι δεν υπήρχαν και πολλά φώτα εκεί. Δεν φορούσαν όλοι τους κάπες, αλλά αρκετοί φορούσαν: αυτοί που έμοιαζαν με περαστικοί, κυρίως. Η Ελίζα είδε κάμποσους τέτοιους, οι οποίοι πήγαιναν προς διάφορες δουλειές, καθώς και δύο ανθρώπους που, κρίνοντας απ’τα ρούχα τους, πρέπει να ήταν νυχτοφύλακες, κάποιον που θύμιζε μισθοφόρο, μία γυναίκα που πρέπει να ήταν πόρνη, κάτι τύπους που μετέφεραν κιβώτια… Ο κόσμος δεν ήταν πολύς, όπως το πρωί σε τέτοια περαστικά σημεία, αλλά ούτε και λίγος.

Η Ελίζα κοίταξε τον μετρητή στην επάνω δεξιά γωνία της οθόνης, ο οποίος μετρούσε την ώρα καθώς περνούσε. Τώρα, σκέφτηκε. Τώρα. Ήταν η στιγμή που ξεκινούσε η φασαρία στο γραφείο του Φέρενγκοχ· το είχε υπολογίσει βάσει των δεδομένων των άλλων πομπών. Η Ελίζα κοίταζε προσεχτικά την οθόνη. Είχαν μόλις περάσει κάποιοι πηγαίνοντας προς τη μεριά του γραφείου, καθώς και κάτι άλλοι πριν από λίγο… και τώρα, είδε δύο να φεύγουν βιαστικά, σκιερές φιγούρες, η μία με καπαρντίνα, η άλλη με καπέλο. Κάποιος φάνηκε να δείχνει και να φωνάζει. Ένας άλλος έτρεχε. Θα μπορούσε να ήταν η Λίντα αυτός που έτρεχε. Ή ίσως να ήταν εκείνος ο άλλος που φαινόταν στα άκρα της εμβέλειας του πομπού κι έστριβε.

Δε βγάζεις άκρη, σκέφτηκε η Ελίζα ακουμπώντας την πλάτη της στην καρέκλα. Η ιστορία της μπορεί νάναι αληθινή. Ή ήξερε να μας πει το σωστό σημείο για να μας μπερδέψει… Όπως και νάχε, δεν ήταν βέβαιο ότι η Λίντα Ναράθλω είχε σχέση με τον φόνο του Νάρνταλ Φέρενγκοχ. Μπορεί να χάνουμε το χρόνο μας τελείως, όσο ασχολούμαστε μαζί της. Η Ελίζα άναψε τσιγάρο. Φύσηξε καπνό προς το ταβάνι.

Αν είχαμε κάποιο άλλο στοιχείο…

21.

Η έκθεση γινόταν μέσα σ’ένα αναπαλαιωμένο οίκημα του Εμπορικού Κέντρου της Χορδής, στον τέταρτο όροφο. Κάτω από τα παράθυρά του φαινόταν μια μεγάλη λίμνη την οποία μοιράζονταν δύο μπαρ και οι πελάτες κάθονταν επάνω σε όμορφες μικρές βάρκες, με ποτά στα χέρια, μιλώντας και γελώντας. Το αναπαλαιωμένο οίκημα ήταν γεμάτο με τους πίνακες της Βικτώριας Σενινάλης: κρέμονταν σε όλους τους τοίχους του· ακόμα και στο ταβάνι ήταν μερικοί από αυτούς, καθώς η καλλιτέχνιδα ισχυριζόταν ότι έτσι έπρεπε να παρουσιαστούν. Δεν ήταν σαν τους συνηθισμένους πίνακες που μπορούσε κανείς να συναντήσει οπουδήποτε. Δεν είχαν επάνω τους τίποτα ζωγραφισμένο. Μπιχλιμπίδια ήταν κολλημένα και κεντημένα σε διάφορα σημεία τους, φτιάχνοντας σχήματα. Από όσους ήταν στο ταβάνι τα μπιχλιμπίδια κρέμονταν με κλωστές και λεπτεπίλεπτες αλυσίδες, δημιουργώντας όμορφους λαβυρίνθους· αυτός ήταν κι ο λόγος που η Βικτώρια Σενινάλη τούς ήθελε εκεί.

Ο Έκρελ-Καθ εξαρχής είχε αμφιβολίες γι’αυτή την έκθεση, όμως είχε αποφασίσει να τη χρηματοδοτήσει ελπίζοντας ότι θα του απέδιδε καλύτερα απ’ό,τι ο τζόγος τον τελευταίο καιρό. Πίστευε ότι η πρωτοτυπία των πινάκων της Βικτώριας ίσως να ήταν αρκετή για να πουλήσει κάμποσους από αυτούς. Και τα περισσότερα δεκάδια θα πήγαιναν στον Έκρελ-Καθ· εκείνη θα έπαιρνε το δέκα τοις εκατό. Της το είχε ξεκαθαρίσει απ’την αρχή. «Δεν πρόκειται να γίνει η έκθεση αλλιώς,» της είχε πει· «είμαι σχεδόν ξεβράκωτος πάλι, το ξέρεις. Άμα πιάσει αυτή η έκθεση, όμως, στο μέλλον τα πράγματα θάναι καλύτερα και για σένα και για μένα. Καλώς;» Η Βικτώρια είχε πει εντάξει, οπότε το είχαν κανονίσει.

Αλλά σκατά, τελικά, σκεφτόταν τώρα ο Έκρελ-Καθ, καθώς κάπνιζε ένα τσιγάρο στεκόμενος κοντά σ’ένα απ’τα παράθυρα του αναπαλαιωμένου σπιτιού και κοιτάζοντας κάτω, τη λίμνη με τα δύο μπαρ. Οι γαμημένοι πίνακες δεν είχαν πουλήσει τίποτα πέρα από μερικά κομμάτια. Ο Έκρελ δεν είχε βγάλει το κόστος της έκθεσης. Είχε, εν ολίγοις, χάσει τα λεφτά του. Απ’το κακό στο χειρότερο. Τι θα κάνουμε στο τέλος; Θα τα πουλήσουμε όλα και θα πάμε να μείνουμε με τη Συμμορία του Αφτιά;

Είχε βραδιάσει· ο ουρανός που φαινόταν από τα ανοίγματα του Εμπορικού Κέντρου ήταν σκοτεινός· φώτα είχαν ανάψει μέσα σε κάποια οικήματα, μπροστά από πόρτες, και γύρω απ’τη λίμνη με τα δύο μπαρ. Ο Έκρελ-Καθ ήταν έτοιμος να πάρει το βλέμμα του από το παράθυρο, όταν ο ουρανός άστραψε, βρόντησε, και άρχισε να βρέχει. Φωνές ακούστηκαν από κάτω, από τους πελάτες των δύο μπαρ. Ομπρέλες άνοιξαν.

Ο Έκρελ στράφηκε στο εσωτερικό του αναπαλαιωμένου οικήματος και βάδισε πάνω στο ξύλινο πάτωμα, ακούγοντάς το να τρίζει εύηχα. Ήταν ψηλός άντρας αλλά όχι πολύ ψηλός: αρκετά, όμως, για να μη θεωρείται μετρίου αναστήματος. Είχε κατάμαυρο δέρμα και πράσινα μαλλιά, που σήμερα είχε χτενίσει σύμφωνα με τη μόδα των τριών κεράτων – τρεις τούφες στέκονταν όρθιες σαν κέρατα στη μπροστινή μεριά του κεφαλιού του. Τα μάτια του είχαν μια ερυθρόμαυρη απόχρωση που τα έκανε να μοιάζουν με αναμμένα κάρβουνα. Φορούσε μαλακά δερμάτινα παπούτσια, μαύρα όπως και το υφασμάτινο παντελόνι του, ενώ πάνω από τη γκρίζα εφαρμοστή μπλούζα του έπεφτε ένας αμάνικος ελαφρύς χιτώνας φτάνοντας μέχρι τα γόνατά του, κατά κύριο λόγο ανοιχτός μπροστά, με μονάχα δύο μεγάλα κοκάλινα κουμπιά να είναι θηλυκωμένα στη μέση του.

Ο Έκρελ-Καθ ήταν αριστοκράτης του Οίκου των Καθ’βορβέκ, από τους Παλαιούς της Ρελκάμνια. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, ειδικά από τη διάλυση της Συγκλήτου των Πολιταρχών και ύστερα, οι Καθ’βορβέκ είχαν ξεπέσει, οικονομικά και γενικότερα, αφού στη Ρελκάμνια τα δεκάδια κυρίως ήταν που έκαναν τους μηχανισμούς της διάστασης να γυρίζουν και να γυρίζουν και να γυρίζουν.

Ο Έκρελ έσβησε το τσιγάρο του στο ασημένιο τασάκι πάνω στον πάγκο υποδοχής.

«Πρέπει να ήταν κακή μέρα…» είπε η Βικτώρια πλησιάζοντας. Τα ψηλά τακούνια της αντηχούσαν έντονα και κοφτά πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Φορούσε ένα μακρύ, πρασινοκίτρινο φόρεμα με βαθύ, μυτερό ντεκολτέ, που έμοιαζε να κολακεύει το καφέ δέρμα της. Τα μαύρα, σγουρά μαλλιά της χάιδευαν ανάλαφρα τους ώμους της σαν ατμός. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και αμυγδαλωτά, βαμμένα πράσινα· το ίδιο χρώμα που ήταν βαμμένα και τα μικρά χείλη της.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Έκρελ-Καθ. «Κακή μέρα. Σίγουρα.»

«Ίσως να μην το διαφήμισες αρκετά…» Ήταν φανερά δυσαρεστημένη. Και να φανταστείς ότι αυτή δεν έχασε καθόλου λεφτά! σκέφτηκε ο Έκρελ. Τα Γένια του Κρόνου γαμώ…

«Αρκετά το διαφήμισα. Η Συμμορία του Αφτιά πέταξε φυλλάδια παντού.»

«Τι ξέρει ο Αφτιάς από τέχνη!» μόρφασε η Βικτώρια.

Τι ξέρεις εσύ; Δεν πούλησες παρά μόνο τρεις γαμημένους πίνακες! «Δε χρειάζεται να ξέρεις από τέχνη για να μοιράσεις φυλλάδια.»

«Αν πήγε και τα πέταξε σ’άσχετα σημεία–»

Ο Έκρελ-Καθ κούνησε το κεφάλι και στράφηκε απ’την άλλη, βαδίζοντας μέσα στο αναπαλαιωμένο σπίτι που είχε αδειάσει πλέον. Κανένας δεν ήταν εδώ για να θαυμάσει τους παράξενους πίνακες. Ο Έκρελ είχε, πριν από λίγο, διώξει και τη Φρίντα, την ερωμένη του, που την είχε φέρει για να προσφέρει ποτά. Τσάμπα λεφτά θα έδινα για σερβιτόρα αν δεν είχε συμφωνήσει να μας βοηθήσει.

«Λοιπόν,» είπε. «Λέω, σιγά-σιγά, να τα μαζεύουμε και να πηγαίνουμε σπίτι. Δεν πρόκειται νάρθει κανένας άλλος.»

«Πού το ξέρεις; Μόλις τώρα βράδιασε. Περίμενε λιγάκι, να δούμε.»

«Τι να δούμε…» μουρμούρισε ο Έκρελ-Καθ.

Κι άκουσε κάποιον να μπαίνει στο αναπαλαιωμένο σπίτι. Το ξύλινο πάτωμα αμέσως ανακοίνωσε την άφιξή του, έτσι άδειο όπως ήταν το μέρος.

«Καλησπέρα, κύριε,» είπε η Βικτώρια.

Ο Έκρελ-Καθ στράφηκε και είδε έναν άντρα που δεν του ήταν άγνωστος. Μεγαλόσωμος, κατάλευκο δέρμα σαν γιαούρτι, κατάμαυρα μαλλιά και μούσια. Ντυμένος με δερμάτινη καπαρντίνα και πλατύγυρο καπέλο. Τι σκατά θέλει αυτός εδώ;

«Καλησπέρα,» αποκρίθηκε ο επισκέπτης στην καλλιτέχνιδα. «Εσείς είστε η Βικτώρια Σενινάλη;»

«Μάλιστα.» Η Βικτώρια χαμογέλασε, νεύοντας.

Ο επισκέπτης έριξε μια ματιά ολόγυρα. «Υπέροχα αυτά που φτιάχνετε. Θα τ’αγοράσω όλα, νομίζω.»

Η Βικτώρια γέλασε.

«Δεν αστειεύομαι,» είπε ο άντρας. Έβγαλε δύο παχιές δέσμες χαρτονομίσματα από την καπαρντίνα του και τις έριξε πάνω στον πάγκο υποδοχής.

Τα αμυγδαλωτά μάτια της Βικτώριας γούρλωσαν. Έπιασε τη μία δέσμη, τράβηξε έξω ένα εκατοστάδιο από τη μέση, το πασπάτεψε με τα δάχτυλά της.

«Γνήσια είναι,» τη διαβεβαίωσε ο επισκέπτης.

Ο Μάγος αγοράζει πίνακες τώρα; απόρησε ο Έκρελ. «Τι κάνεις εδώ;»

«Καλησπέρα, Έκρελ-Καθ,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ. «Περνούσα, είδα την όμορφη έκθεσή σας, και είπα ν’αγοράσω κάτι.»

«Ολόκληρη την έκθεση…»

«Ναι, γιατί όχι;»

«Προφανώς, έχεις λεφτά για πέταμα,» είπε ο Έκρελ, κοιτάζοντας επιδεικτικά τη Βικτώρια να μετρά τα εκατοστάδια. «Σ’αντίθεση μ’εμένα.»

«Θέλω να μιλήσουμε.»

Ο Έκρελ-Καθ ύψωσε τα χέρια. «Μόλις με αγόρασες.»

«Γνωρίζεστε;» ρώτησε η Βικτώρια.

«Από το σχολείο,» είπε ο Κλαρκ.

Η Βικτώρια κοίταξε τον Έκρελ. «Νόμιζα ότι είχες ιδιωτικούς δασκάλους…»

«Ο φίλος μου μιλά για άλλου είδους σχολείο.» Καζίνο.

«Αυτά τα λεφτά, πάντως,» είπε η Βικτώρια, «νομίζω πως πρέπει νάναι περισσότερα απ’ό,τι κοστίζουν όλοι οι πίνακες μαζί…»

«Δεν πειράζει,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ. «Κρατήστε τα.»

Η Βικτώρια συνοφρυώθηκε. Άρχισε πάλι να τα ψηλαφίζει.

«Είπαμε, γνήσια είναι,» επέμεινε ο Μάγος.

Αποκλείεται αυτός να ήρθε εδώ μονάχα για φιλανθρωπικούς λόγους, σκέφτηκε ο Έκρελ-Καθ. Κάτι θέλει από εμένα. «Τι θέλεις, λοιπόν;»

«Σου είπα: να μιλήσουμε.»

«Εδώ; Τώρα;»

«Ιδιαιτέρως, καλύτερα.»

«Βικτώρια;»

«Τι;» Μάζευε τα χαρτονομίσματα που είχε απλώσει επάνω στον πάγκο υποδοχής.

«Μπορείς να πηγαίνεις;»

«Να πάρω και τα λεφτά;»

«Αν υποσχεθείς να μην εξαφανιστείς μετά.»

Η Βικτώρια μειδίασε με πράσινα χείλη και λευκά δόντια. «Πού να πάω; Να κάνουμε μια συμφωνία, όμως;»

Ο Έκρελ-Καθ σταύρωσε τα χέρια του μπροστά του. «Τι συμφωνία;»

«Να πάρω το ποσοστό που μου αναλογεί και ό,τι περισσεύει από τα χρήματα; Γιατί, σίγουρα, είναι περισσότερα από την τιμή πώλησης των πινάκων.»

«Δος της τα,» πρότεινε ο Κλαρκ.

«Εύκολο για σένα να το λες, εξυπνάκια,» μούγκρισε ο Έκρελ.

«Δος της τα που σου λέω.»

Ελπίζω να υπάρχει καλός λόγος γι’αυτό, Μάγε… Ο Έκρελ είπε στη Βικτώρια: «Εντάξει. Σύμφωνοι.»

«Είσαι υπέροχος,» του είπε εκείνη, κι άρχισε να βάζει τα λεφτά στην τσάντα της.

«Να προσέχεις στο δρόμο,» την προειδοποίησε ο Έκρελ.

«Θα προσέχω.»

«Έχεις μαζί το κοτσύφι;» (Ένα μικρό πιστόλι που έκρυβε στην τσάντα της όταν περνούσε από επικίνδυνες γειτονιές ή όταν βάδιζε μες στη νύχτα.)

Η Βικτώρια κοίταξε τον Κλαρκ ο οποίος έκανε πως κοίταζε τους πίνακες.

Ο Έκρελ-Καθ τής είπε: «Φίλος είναι· μην ανησυχείς.»

«Μαζί το έχω,» απάντησε η Βικτώρια. Είχε βάλει τα χρήματα στην τσάντα της και έπαιρνε την κάπα της από την κρεμάστρα. Την έριξε στους ώμους, έκλεισε την πόρπη, έκρυψε την τσάντα από κάτω, και είπε: «Πηγαίνω. Τα λέμε αύριο. Ποιος θα μεταφέρει τους πίνακες, αλήθεια;»

«Θα τους μεταφέρω εγώ,» της είπε ο Κλαρκ.

«Εντάξει τότε. Ευχαριστούμε πολύ.»

«Τίποτα.» Ο Κλαρκ άγγιξε την άκρη του καπέλου του.

Η Βικτώρια φόρεσε την κουκούλα της και βγήκε από το αναπαλαιωμένο σπίτι, μέσα στη νυχτερινή βροχή. Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια που φορούσε δεν ήταν και τα καλύτερα για να βαδίζεις με τέτοιο καιρό, σκέφτηκε ο Έκρελ-Καθ, ελπίζοντας να ήταν προσεχτική και να μην έσπαγε κανένα πόδι μέχρι να φτάσει στο σπίτι της.

«Τι έχουμε να πούμε, λοιπόν;» ρώτησε τον Μάγο.

Ο Κλαρκ έβγαλε το καπέλο του, βηματίζοντας επάνω στο ξύλινο πάτωμα, κοιτάζοντας τους πίνακες. «Έχω χρήματα να σου δώσω, Έκρελ-Καθ.»

«Και τι θες ως αντάλλαγμα;»

«Να πάρεις τα χρήματα. Αυτό είναι αρκετό.»

«Κομπίνα μού μυρίζεται. Προσπαθείς να ξεπλύνεις;»

«Τι να ξεπλύνω;» Ο Κλαρκ άγγιξε κάτι μικρούς κρυστάλλους κολλημένους επάνω σ’έναν καμβά. «Όλα ξεπλυμένα είναι εδώ.» Στράφηκε ν’ατενίσει τον Έκρελ-Καθ. «Απλά θέλω να πάρεις τα χρήματα και να τα κάνεις ό,τι θέλεις. Να τα χρησιμοποιήσεις. Μην τα πάρεις και τα κρύψεις στο θησαυροφυλάκιό σου. Και καλύτερα να μην τα βάλεις και σε τράπεζες, επίσης.»

Ο Έκρελ συνοφρυώθηκε. «Δε μπορώ να καταλάβω. Είναι πλαστά;»

«Τόσο πλαστά όσο κι αυτά που πήρε η φίλη σου μαζί της.»

«Είναι πλαστά ή όχι, Μάγε; Μην παίζεις μαζί μου!»

«Δεν είναι πλαστά. Μπορείς να τα ελέγξεις κιόλας, όποτε θέλεις. Εγώ θα σου δίνω λεφτά κι εσύ θα πηγαίνεις και θα τα σκορπάς. Δίνε τα ακόμα και σε ζητιάνους, σε πεινασμένους καλλιτέχνες, σε πόρνες· δε με νοιάζει. Θέλω να κυκλοφορήσουν. Καταλαβαίνεις;»

Τι σημαίνουν όλ’αυτά; Τι προσπαθεί να κάνει; «Ναι, αλλά… εσύ τι έχεις να κερδίσεις;»

«Αυτό θα το συζητήσουμε άλλη φορά,» είπε ο Κλαρκ, «αν μέχρι τότε δεν το έχεις συμπεράνει μόνος σου.» Έβγαλε από την καπαρντίνα του τέσσερις παχιές δέσμες με εκατοστάδια και τις έδωσε στον Έκρελ-Καθ.

Ο οποίος τον αγριοκοίταξε. «Αν είναι πλαστά, Μάγε, θα παίξουμε ξύλο· σ’το λέω.»

Ο Κλαρκ γέλασε. «Δεν είναι περισσότερο πλαστά απ’ό,τι όλα τα χαρτονομίσματα που περνάνε απ’τα χέρια σου.»

«Ορισμένα που έχουν περάσει απ’τα χέρια μου ήταν πλαστά.»

«Ετούτα εδώ δεν είναι σαν αυτά.» Ο Κλαρκ τού έκλεισε το μάτι.

«Θα με τρελάνεις,» είπε ο Έκρελ-Καθ κρύβοντας τις δέσμες μέσα στον χιτώνα του. «Έχεις αρχίσει τις φιλανθρωπίες τώρα;»

«Οργανώνω τη μεγαλύτερη φιλανθρωπική κίνηση που μπορείς να φανταστείς.»

Τι σκατά λέει, ο πούστης;

Προτού προλάβει να πει τίποτα ο Έκρελ-Καθ, ο Κλαρκ ρώτησε: «Ο αδελφός σου τι κάνει;»

«Σκατά είναι. Μια παραπατά, μια στέκεται.»

«Ακόμα παίρνει κολυμβητή;»

«Εσύ έλεγες ότι θα τον είχε κόψει;»

Ο Κλαρκ φόρεσε πάλι το καπέλο του.

«Δεν έχεις τίποτα για να τον κάνεις να τον κόψει;» ρώτησε ο Έκρελ-Καθ. «Κάποιο ξόρκι… κάποιο…»

«Μόνο η θέλησή του χρειάζεται, Έκρελ· τίποτα περισσότερο,» αποκρίθηκε ο Μάγος, και βάδισε προς την έξοδο του αναπαλαιωμένου σπιτιού, με το πάτωμα να τρίζει κάτω από τα μποτοφορεμένα πόδια του.

22.

Ο Ελπιδοφόρος γνώριζε πολλά, όχι μόνο για το δίκτυο των πρακτόρων του Ελκράσ’ναρχ αλλά και για των πρακτόρων της Παντοκράτειρας. Δεν γνώριζε τα πάντα, φυσικά – και αμφέβαλλε αν υπήρχε κανένας πράκτορας που να γνωρίζει τα πάντα – αλλά, σίγουρα, είχε πληροφορίες που θεωρούνταν επικίνδυνες. Πληροφορίες για πολλές συνοικίες της Ρελκάμνια. Γνώριζε πού ήταν ποιος και γιατί· ποιες κινήσεις παρακολουθούσε, ποια συνθήματα περίμενε· πότε θα ενεργούσε και πότε θα έμενε ακίνητος, κρυμμένος. Γνώριζε ποιοι πράκτορες κατασκόπευαν ποιους, και ποιοι πράκτορες ήξεραν για τους άλλους πράκτορες.

Ο Ελκράσ’ναρχ τον είχε στείλει σε πολλές σκιώδεις αποστολές όσο ο Ελπιδοφόρος ήταν δούλος του. Τον θεωρούσε δεδομένο. Δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του ότι ο Ελπιδοφόρος μπορεί να έφευγε από τον έλεγχό του – ειδικά μέσα στην ίδια τη Ρελκάμνια.

Οι όροι του παιχνιδιού μας άλλαξαν, Ελκράσ’ναρχ. Πριν, έβλεπες τα πάντα γύρω μου, αλλά τώρα είσαι τυφλός.

Ο Κλαρκ από την αρχή έλεγε ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις πληροφορίες του Ελπιδοφόρου σχετικά με το πολύπλοκο δίκτυο των πρακτόρων, αλλά μέχρι στιγμής δεν είχαν κάνει καμια σπουδαία κίνηση βάσει αυτών των συγκεκριμένων γνώσεων. Θα μπορούσαν να είχαν δολοφονήσει τον Νάρνταλ Φέρενγκοχ ακόμα και χωρίς τις γνώσεις του Ελπιδοφόρου για το δίκτυο, όπως επίσης και την Κάρβια-Κέλθιλ. Εκείνο μόνο που δεν θα μπορούσαν να είχαν κάνει ήταν να εισβάλουν στο Παντοτινό Ανάκτορο για να φυτέψουν τη συσκευή που επέτρεψε αργότερα στη Ναλτάφιρ να μπαίνει στα όνειρα της Παντοκράτειρας.

Τώρα, οι γνώσεις του Ελπιδοφόρου θα φαίνονταν και πάλι χρήσιμες. Ο Κλαρκ είχε συζητήσει μαζί του και είχαν αποφασίσει να χτυπήσουν το δίκτυο στη Λαμπροφόρο, νότια και ανατολικά της Ανακτορικής Συνοικίας. Θα δολοφονούσαν πράκτορες: και απλούς, της Παντοκράτειρας, και του Ελκράσ’ναρχ.

«Είναι η καλύτερη συνοικία για να χτυπήσουμε,» είχε πει ο Ελπιδοφόρος στον Κλαρκ. «Πρώτον, την ξέρω καλά. Δεύτερον, αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να τραβήξουμε πράκτορες από τις γειτονικές συνοικίες.» Ο Κλαρκ ήθελε να μειώσουν, ει δυνατόν, τους πράκτορες στη Χορδή, ώστε οι Παντοκρατορικές Αρχές να έχουν μειωμένες πιθανότητες να αντιληφθούν ότι από εκεί θα εξαπλωνόταν η παλίρροια του χρήματος που ετοίμαζε. «Σκοτώνοντας πράκτορες στη Λαμπροφόρο,» εξήγησε ο Ελπιδοφόρος, «θα πληροφορήσουμε τον Ελκράσ’ναρχ ότι κάτι θέλουμε εκεί, ότι κάτι συμβαίνει· επομένως, το λογικό είναι να αυξήσει την άμυνά του στην περιοχή. Θα φέρει, λοιπόν, υποθέτω, πράκτορες από τις πιο κοντινές συνοικίες: και οι πιο κοντινές συνοικίες είναι η Ανακτορική Συνοικία, η Ιερή Συνοικία, κι από την άλλη μεριά της Μακριάς Λεωφόρου, η Παράλληλη Συνοικία και η Χορδή – η οποία μας ενδιαφέρει κιόλας.»

«Εσύ ξέρεις καλύτερα,» του είπε ο Κλαρκ. «Θ’ακολουθήσουμε το σχέδιό σου. Πιστεύεις ότι θα χρειαστείς βοήθεια;»

«Εκτός από τους Πειθαρχικούς του Κενού;»

«Ναι.»

«Τι βοήθεια;»

«Έχω κάτι φίλους με συνδέσμους μέσα στη Συμμορία του Αφτιά, που δρα στη Χορδή. Την έχεις ακουστά;»

Ο Ελπιδοφόρος έγνεψε αρνητικά. «Αν είναι, όμως, στη Χορδή, δε θάχουν και πολύ επιρροή στη Λαμπροφόρο.»

«Μπορεί,» είπε ο Κλαρκ· «δεν είμαι βέβαιος.»

«Καλύτερα μόνος.»

«Τι ελευθερία κινήσεων, όμως, θα έχεις με τους Πειθαρχικούς μαζί σου; Δε μπορείς να απομακρυνθείς πολύ απ’αυτούς, και σε ορισμένα μέρη οι Πειθαρχικοί δεν θα μπορούν να μπουν. Δεν ξέρω πού ακριβώς σκοπεύεις να χτυπήσεις, αλλά αν, για παράδειγμα, ένας πράκτορας είναι μέσα σ’ένα ξενοδοχείο, πώς θα βάλεις εκεί τον Άερ’θλαρ και την Άι’νιρ;»

Αυτό ήταν σωστό, όφειλε να παραδεχτεί ο Ελπιδοφόρος. Σ’ένα φωτισμένο μέρος όπου κάποιος μπορούσε να τους παρατηρήσει άνετα, ήταν δύσκολο – αδύνατο, ουσιαστικά – να τους μεταμφιέσεις. «Ας πούμε ότι έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε. «Πού μπορώ να συναντήσω αυτή τη συμμορία;»

«Θα σε φέρω σε επαφή μ’έναν κύριο που ονομάζεται Νόρτεκ-Καθ. Δεν είναι πολύ όμορφος, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα έχεις δει και χειρότερες φάτσες.»

Νόρτεκ-Καθ; Αριστοκράτης; Οι άνθρωποι που είχαν τέτοια ονόματα ήταν αριστοκράτες από Παλαιούς Οίκους, σύμφωνα μ’ό,τι γνώριζε ο Ελπιδοφόρος: δηλαδή, από Οίκους που ισχυρίζονταν ότι βρίσκονταν εδώ, στη Ρελκάμνια, προτού ονομαστεί Ατέρμονη Πολιτεία, πριν από χιλιάδες χρόνια. Ισχυρίζονταν ότι είχαν προγόνους από τις απαρχές της καταγεγραμμένης Ιστορίας της διάστασης, κι ακόμα πιο παλιά.

Οι άλλοι αριστοκράτες ήταν από Καινούς Οίκους. Ορισμένοι – ιδίως οι Παλαιοί – τους έλεγαν και Νεόφερτους. Ήταν άνθρωποι που είχαν έρθει από άλλες διαστάσεις και είχαν, κάπως, αποκτήσει τον τίτλο του αριστοκράτη. Δεν ισχυρίζονταν ότι ήταν εδώ από τις απαρχές της Ιστορίας, κι αυτό μπορούσε, άλλωστε, εύκολα να διαπιστωθεί. Πολλών Καινών Οίκων οι ιστορίες ξεκινούσαν πριν από εκατό, διακόσια, ή πεντακόσια χρόνια. Και δεν είχαν ονόματα όπως Νόρτεκ-Καθ, αλλά ονόματα που θα μπορούσε να έχει ο οποιοσδήποτε, όπως Στίβεν Νέλκος.

Ο Ελπιδοφόρος, γενικά, δεν συμπαθούσε την αριστοκρατία. «Αριστοκράτης;» είπε, αποδοκιμαστικά, στον Κλαρκ.

«Μη μου πεις τώρα ότι σ’απασχολεί η γενιά του…»

Κι έτσι ο Ελπιδοφόρος πήγε να συναντήσει τον Νόρτεκ-Καθ, που, όπως τον πληροφόρησε ο Κλαρκ, είχε έναν δίδυμο αδελφό ο οποίος ονομαζόταν Έκρελ-Καθ. Κατάγονταν από τον Οίκο Καθ’βορβέκ, που παλιά είχε έναν Πολιτάρχη ανάμεσα στα μέλη του αλλά τώρα ήταν ξεπεσμένος οικονομικά και κοινωνικά.

Ο Νόρτεκ-Καθ περίμενε τον Ελπιδοφόρο σε μια σκοτεινή μεριά ενός μπαρ στη Χορδή που ονομαζόταν Το Μίασμα της Ορδής. (Ορδή αποκαλούσαν τη Χορδή, ορισμένες φορές, οι ντόπιοι χαριτολογώντας.) Και ο Κλαρκ είχε δίκιο, τελικά: ο τύπος ήταν άσχημος. Η μισή του φάτσα ήταν καμένη, το μαυρόδερμο πρόσωπό του αλλοιωμένο. Θύμιζε ανάγλυφο χάρτη, με οροσειρές, ποτάμια, και κρατήρες. Τα μαλλιά του ήταν πράσινα και κουρεμένα με την ψιλή. Φορούσε μαύρα ρούχα που τον έκαναν να μοιάζει να καταβροχθίζεται απ’το σκοτάδι. Κάπνιζε ένα βαρύ τσιγάρο και είχε πλάι του μια Αφρισμένη σ’ένα ποτήρι που δεν ήταν για τόσο δυνατό ποτό αλλά μάλλον για Κρύο Ουρανό.

«Μ’έστειλε ο Μάγος,» είπε ο Ελπιδοφόρος προτού καθίσει.

«Νόρτεκ-Καθ. Κι εσύ πρέπει νάσαι ο Ελπιδοφόρος…»

Ο Ελπιδοφόρος ένευσε και κάθισε. Είχε μπει από μια πλαϊνή πόρτα του μπαρ και είχε αφήσει απέξω, σ’ένα σκοτεινό σοκάκι, τον Άερ’θλαρ και την Άι’νιρ, τυλιγμένους σε κάπες.

«Τι μπορώ να κάνω για σένα;» ρώτησε ο Νόρτεκ-Καθ, τινάζοντας στάχτη στο τασάκι στη μέση του τραπεζιού. Το αριστερό του μάτι – αυτό από την καμένη μεριά του προσώπου του – ήταν στενό και κοκκινισμένο, αμφίβολο αν έβλεπε καθαρά. Το δεξί γυάλιζε με μια γαλανή γυαλάδα.

«Δε σου είπε τίποτα ο Μάγος;»

«Μου είπε μόνο να κάνω ό,τι ζητήσεις. Είπε ότι ξέρεις το δίκτυο των πρακτόρων…»

Ο Ελπιδοφόρος ένευσε. «Θα πάμε να κυνηγήσουμε πράκτορες.»

Το δεξί μάτι του Νόρτεκ στραφτάλισε. «Είναι αλήθεια, λοιπόν! Ο Μάγος έχει ξεκινήσει πόλεμο εναντίον τους!»

«Κι από πού το έχεις ακούσει εσύ αυτό;»

«Δε χρειάζεται και πολύ για να το μαντέψεις. Πρώτα, εκείνες οι δολοφονίες: πάει ο Νάρνταλ Φέρενγκοχ που όλοι τον έτρεμαν· πάει η ρουφιάνα η Εισαγγελέας, η Κάρβια-Κέλθιλ. Και μετά έρχεται ο Μάγος στον αδελφό μου και του δίνει τσάμπα χρήμα – κι όχι πλαστό, μάλιστα· το τσέκαρα. Κάτι συμβαίνει.»

«Δεν έχεις άδικο,» του είπε ο Ελπιδοφόρος. «Κι απ’ό,τι ξέρω, έχετε λόγο να είστε οικογενειακώς εναντίον του καθεστώτος της Παντοκράτειρας…»

«Καθάρισαν τον παππού μου, οι ρουφιάνοι. Ήταν Πολιτάρχης.»

«Το γνωρίζω.»

«Αλλά εγώ δε ζούσα τότε, και τι σχέση έχω με τον μακαρίτη; Καμία. Η οικογένειά μας, όμως, ακόμα πληρώνει γι’αυτή τη μαλακία, λες κι έχουμε πειράξει κανέναν. Το βλέπεις αυτό;» Έδειξε την καμένη μεριά του προσώπου του. «Ο λεχρίτης ο Σείριος Εισόδιος το έκανε· τον ξέρεις;»

«Όχι.»

Μια σερβιτόρα πλησίασε, ρωτώντας τον Ελπιδοφόρο αν θα ήθελε κάτι. Εκείνος ζήτησε ένα ποτήρι Κρύο Ουρανό, και σε λίγο έπινε μια μικρή γουλιά καθώς άκουγε τον Νόρτεκ-Καθ να συνεχίζει να μιλά:

«Ο Σείριος Εισόδιος, που ο Σκοτοδαίμων να φάει αυτόν κι όλο του το σόι. Νεόφερτοι όλοι τους, οι Εισόδιοι, και τώρα κάνουν ό,τι τους καυλώσει.» Ο Νόρτεκ, έχοντας σβήσει το τσιγάρο του, άναψε άλλο ένα. «Πήγαμε στο δικαστήριο για να βρούμε… δικαιοσύνη.» Ο Νόρτεκ γέλασε κοφτά, βήχοντας. «Τα παπάρια του Σκοτοδαίμονος δικαιοσύνη!… Είχε γίνει καβγάς, κι ο δικαστής έβγαλε απόφαση, λέει, ότι εγώ ευθυνόμουν που ξεκίνησε, κι αντί οι πούστηδες οι Εισόδιοι να πληρώσουν εμάς, πληρώσαμε εμείς αυτούς· και η οικονομική μας κατάσταση δεν είναι κι η καλύτερη. Ο αδελφός μου παλεύει για να μας κρατά στην επιφάνεια. Κι όσο για μένα, εγώ είμαι τελειωμένος έτσι κι αλλιώς. Και ξέρεις γιατί το δικαστήριο πήρε απόφαση υπέρ των πούστηδων; Μπορείς να μαντέψεις;»

Ο Ελπιδοφόρος ήπιε μια γουλιά Κρύο Ουρανό. «Επειδή ο παππούς σου ήταν Πολιτάρχης.»

«Το βρήκες. Και δεν είναι καν ζωντανός ο γέρος. Την πληρώνουμε εμείς για άλλους – κι εμείς δεν τους έχουμε πειράξει τους Παντοκρατορικούς. Αυτό, όμως, πρόκειται ν’αλλάξει αφού τώρα έχουμε την ευκαιρία…» Κι έκανε μια γκριμάτσα που ο Ελπιδοφόρος δεν ήξερε αν θα μπορούσε να ονομάσει μειδίαμα.

Τον ρώτησε: «Θα φέρεις ανθρώπους να μας βοηθήσουν;»

«Ναι, αλλά θα θέλουν και δεκάδια.»

«Θα τα έχουν.»

Ο Νόρτεκ-Καθ μούγκρισε. «Απ’ό,τι κατάλαβα, ο Μάγος το φυσάει τελευταία…» Ρώτησε: «Και τι θες ακριβώς να κάνουμε;»

«Θα εξαρτηθεί από τις περιπτώσεις… Κοίτα. Το βασικό είναι πως θα σκοτώσουμε ανθρώπους. Επιλεκτικά. Πράκτορες της Παντοκράτειρας σ’ορισμένα σημεία. Χωρίς πολλές φασαρίες. Κανένας άλλος δεν πρέπει να πεθάνει. Το καταλαβαίνεις;»

«Έγινε. Ουδέν πρόβλημα. Τι νομίζεις, ότι τη βρίσκω να καθαρίζω κόσμο στην τύχη;» Γέλασε κοφτά.

Δε θα μου φαινόταν παράξενο, σκέφτηκε ο Ελπιδοφόρος. «Ουσιαστικά, μπορεί να μη σας χρειαστώ καν για να σκοτώσετε εσείς οι ίδιοι. Έχω μαζί μου κάποιες… οντότητες πολύ καλές σ’αυτή τη δουλειά.»

Ο Νόρτεκ-Καθ συνοφρυώθηκε. «Τι οντότητες; Δαίμονες από άλλη διάσταση;»

Ο Ελπιδοφόρος δεν απάντησε. «Εκείνο που μπορεί να θέλω είναι να κάνετε έναν αντιπερισπασμό, να δώσετε ένα ψεύτικο σύνθημα σε κάποιον, να δημιουργήσετε… μια κατάσταση, να πάτε σ’ένα μέρος που ίσως εγώ να μη μπορώ να πάω.»

«Γιατί εσύ να μη μπορείς να πας;»

«Εξαιτίας των οντοτήτων που σου είπα. Πρέπει συνεχώς να βρίσκονται σχετικά κοντά μου για να μπορούν να υφίστανται στη Ρελκάμνια.»

«Και τώρα, πού είναι;»

«Έξω απ’το μαγαζί και μας περιμένουν.»

23.

Οι φόνοι εκείνης της νύχτας τρομοκράτησαν τους πράκτορες της Παντοκράτειρας αλλά και τους κατοίκους της Λαμπροφόρου, η οποία, γενικά, θεωρείτο καλή συνοικία όπου τέτοια πράγματα δεν συνέβαιναν.

Σ’ένα σταυροδρόμι ένας περιπτεράς – που στην πραγματικότητα ήταν παρατηρητής για τους πράκτορες της Παντοκράτειρας – έχασε το κεφάλι του όταν κάποιος χτύπησε την πίσω πόρτα του περιπτέρου του κι εκείνος άνοιξε και είδε μια φωτεινή ρομφαία.

Ένας μάγος του τάγματος των Βιοσκόπων πέθανε μες στο διαμέρισμά του, στον δέκατο-τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας, όταν κατάλαβε, μέσω μιας Μαγγανείας Υλικής Διαισθήσεως, ότι κάποιος κλέφτης είχε εισβάλει στο σπίτι του. Η περίλαμπρη ρομφαία διαπέρασε το στήθος του, καυτηριάζοντας την πληγή και σκοτώνοντάς τον σχεδόν ακαριαία. Το ουρλιαχτό της γυναίκας του μάγου αντήχησε σε πέντε ορόφους προς τα πάνω και προς τα κάτω, μόλις είδε έτσι τον άντρα της, πεσμένο μπροστά στην ανοιχτή είσοδο του διαμερίσματος. Δεν θα μάθαινε ποτέ ότι ήταν πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ, ούτε ότι είχε καταλήξει τέτοιος προκειμένου να του συγχωρεθούν μια ανθρωποκτονία και μια πολύ σοβαρή κλοπή.

Σ’ένα πολυτελές κέντρο διασκέδασης, μια πόρνη οδήγησε τον πελάτη της (έναν τύπο από τη Χορδή, κουστουμαρισμένο, αρωματισμένο, και με τόσα δεκάδια στις τσέπες του που θα νόμιζε κανείς ότι ήταν πετσετάκια) στο δωμάτιό της, στην πίσω μεριά, κι εκεί εκείνος τής είπε ένα συνθηματικό των πρακτόρων της Παντοκράτειρας. Η πόρνη, καθότι κι εκείνη πράκτορας, το αναγνώρισε και τον ακολούθησε έξω από το κέντρο, βγαίνοντας από μια πίσω πόρτα μες στο κρύο της νύχτας. Εκεί είδε δύο παράξενες μορφές τυλιγμένες με κάπες. Προτού προλάβει να πει ή να κάνει τίποτα, δύο φωτεινές ρομφαίες τη χτύπησαν στο αριστερό στήθος και στην κοιλιά.

Ένας άλλος πράκτορας της Παντοκράτειρας καθόταν σ’ένα παγκάκι, σ’ένα μικρό πάρκο της Λαμπροφόρου, και κάπνιζε παρατηρώντας την κίνηση στον δρόμο. Είδε έναν τύπο να έρχεται σκυφτός προς το μέρος του, ζητώντας ελεημοσύνη. «Πάρε δρόμο!» του είπε ο πράκτορας· κι ύστερα το κεφάλι του εξαϋλώθηκε καθώς μια φωτεινή δέσμη εξαπολύθηκε από μια σκιερή μορφή που είχε παρουσιαστεί πίσω του.

Αυτό τον πράκτορα, όμως, τον παρακολουθούσε μια άλλη πράκτορας που ο Ελπιδοφόρος δεν ήξερε για την ύπαρξή της. Έτσι, εκείνος, οι Πειθαρχικοί του Κενού, ο Νόρτεκ-Καθ, κι αυτοί που είχε μαζέψει ο Νόρτεκ-Καθ είδαν ξαφνικά πέντε δίκυκλα να έρχονται προς το μέρος τους. Επάνω στα οχήματα κάθονταν λευκοντυμένοι στρατιωτικοί. Βαστούσαν κοντά τουφέκια κι αμέσως άνοιξαν πυρ. Ευτυχώς, το σκοτάδι του πάρκου αποτελούσε καλή κάλυψη· μονάχα ένας απ’τους ανθρώπους του Νόρτεκ-Καθ τραυματίστηκε· κι ύστερα, οι ρομφαίες του Άερ’θλαρ και της Άι’νιρ χτύπησαν, διαλύοντας τους στρατιωτικούς και τα δίκυκλά τους.

«Οι φίλοι σου είναι το κάτι άλλο,» είπε ο Νόρτεκ-Καθ στον Ελπιδοφόρο, καθώς έφευγαν γρήγορα από μια μεριά που ο Ελπιδοφόρος θεωρούσε κρυφτή.

«Δεν είναι φίλοι μου. Συνεργάτες.»

Ο επόμενος στόχος ήταν σ’ένα καζίνο συνήθως. Πήγαν στο καζίνο μέσω μιας σήραγγας που ο Ελπιδοφόρος είχε χρησιμοποιήσει κάποιες φορές παλιότερα. Ο Νόρτεκ και οι δικοί του απλώθηκαν μέσα στην κεντρική αίθουσα κι άρχισαν να παίζουν με τα λεφτά που τους είχε δώσει ο Κλαρκ. Πλησίασαν τον πράκτορα του Ελκράσ’ναρχ – έναν χοντρό, καραφλό, γαλανόδερμο τύπο με μουστάκι – και έπαιξαν μαζί του, ενώ συγχρόνως τον κερνούσαν ποτά τα οποία έπιναν και εκείνοι και αυτός. Μετά από λίγο, ήθελαν όλοι να κατουρήσουν, έτσι κατευθύνθηκαν προς τις τουαλέτες του καζίνου, οι οποίες ήταν από μόνες τους ένας μικρός λαβύρινθος και είχαν και μια πόρτα ασφαλείας που οδηγούσε στα υπόγεια και στο γκαράζ. Κλείδωνε μ’έναν κώδικα τον οποίο ο Ελπιδοφόρος, ασφαλώς, γνώριζε και την είχε ανοίξει. Η μοναδική γυναίκα της συμμορίας του Νόρτεκ έβγαλε ένα μακρόσυρτο σφύριγμα καθώς πήγαινε προς τις γυναικείες τουαλέτες – το σύνθημα ότι είχαν έρθει. Οι άλλοι πήγαν στις αντρικές τουαλέτες και χωρίστηκαν. Ο πράκτορας έχασε το κεφάλι του προτού προλάβει ν’αδειάσει την κύστη του από τα ποτά.

24.

Το πρωί, οι «Μαζικοί Φόνοι στη Λαμπροφόρο» ήταν πρώτο θέμα σ’όλα τα κανάλια και σ’όλες τις εφημερίδες. Κι όλοι μιλούσαν για τα εξαφανισμένα κεφάλια και για τα καυτηριασμένα θανατηφόρα τραύματα.

«Ο Ελπιδοφόρος, πάλι, κι αυτοί οι καταραμένοι δαίμονες,» μουρμούρισε ο Σκοτ καθώς έπαιρνε το πρωινό του. «Το πράγμα έχει ξεφύγει τελείως.» Ο Στρατηγός θα χεζόταν επάνω του. Εγγυημένα.

Ο Σκοτ σηκώθηκε και πήγε στον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο, για να καλέσει την Ελίζα και να πουν σαχλαμάρες προτού η υπόθεση χοντρύνει όπως προβλεπόταν.

25.

«Τριγυρίζει ένας τρελός και, μαζί με κάτι εξωδιαστασιακούς δαίμονες, σκοτώνει όποιον βρει μες στη διάστασή μου – και δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα για να τον σταματήσετε!» φώναξε η Παντοκράτειρα κοπανώντας τα χέρια της πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού καθώς στεκόταν όρθια μπροστά στην πολυθρόνα της.

Αντίκρυ της ήταν καθισμένοι αξιωματικοί του Παντοκρατορικού Στρατού, ειδικοί πράκτορες, μάγοι, και μερικοί αριστοκράτες της Ρελκάμνια. Ανάμεσα τους ήταν η Βάρμη Ύλντρηχ, η διοικήτρια της προσωπικής φρουράς της Παντοκράτειρας, καθώς επίσης και η Τζένιφερ η Μαύρη Δράκαινα, και η Ρία-Μία η Αρχιέρεια του Κρόνου.

«Μεγαλειοτάτη,» είπε ο Ανώτατος Ελεγκτής της Λαμπροφόρου – της συνοικίας όπου είχαν γίνει οι φόνοι χτες βράδυ – «δεν σκοτώνει οποιονδήποτε. Όλοι όσοι σκότωσε ήταν πράκτορές μας. Ξέρει ακριβώς ποιους πρέπει να πάει για να δολοφονήσει. Έχει πολύ καλή γνώση του δικτύου μας. Απορώ πώς μπορεί να υποθέτουμε ότι πρόκειται για έναν απλό στρατιωτικό–»

«Έχει δαίμονες μαζί του!» του θύμισε η Παντοκράτειρα.

«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη. Αλλά αυτός ο Στίβεν Νέλκος δεν ήταν μέσα στο δίκτυο των πρακτόρων μας. Δεν μπορεί να–»

«Ίσως να έχετε προδότες ανάμεσά σας! Είστε τόσο άχρηστοι που δεν μπορείτε να τους βρείτε;»

Οι ειδικοί πράκτορες έμειναν σιωπηλοί. Αμήχανοι.

Η Παντοκράτειρα αναστέναξε καθίζοντας στην πολυθρόνα της. Ήταν ντυμένη μ’ένα μακρύ μαύρο φόρεμα με χρυσό σιρίτι, το οποίο είχε δύο μακριά ανοίγματα στη φούστα, ένα δεξιά κι ένα αριστερά. Στη μέση της τυλιγόταν μια δερμάτινη, επίχρυση ζώνη, κι από τον ώμο της περνούσε μια πορφυρή ταινία με χρυσά κεντήματα η οποία πιανόταν στη ζώνη. Στα πόδια της δένονταν σανδάλια με λουριά που έφταναν, σταυρωτά, ώς το γόνατο, κάτω από το φόρεμα. Το δέρμα της Παντοκράτειρας ήταν σήμερα λευκό με απόχρωση του ροζ, τα μαλλιά της κατάμαυρα, και τα μάτια της καταπράσινα – και οργισμένα, από τότε που είχε ακούσει για τα γεγονότα που συνέβησαν μες στη νύχτα στη Λαμπροφόρο, νότια της ίδιας της Ανακτορικής Συνοικίας όπου βρισκόταν η οικία της, το Παντοτινό Ανάκτορο.

Περιστοιχίζομαι από ηλίθιους! σκέφτηκε η Αγαρίστη. «Έχει κανένας σας τίποτα έξυπνο να προτείνει;» τους ρώτησε, εσκεμμένα προσβλητικά.

«Μεγαλειοτάτη,» είπε μια συνταγματάρχης, «τα γεγονότα είναι πολύ… πολύ…»

«Θα σας ρωτήσω εσάς άμα θέλω να κάνω πόλεμο!» τη διέκοψε η Αγαρίστη. «Εσάς κοιτάζω.» Ατένισε, τον έναν μετά τον άλλο, τους ειδικούς πράκτορες.

«Το ζήτημα θα ερευνηθεί, Μεγαλειοτάτη,» υποσχέθηκε ο Ανώτατος Ελεγκτής της Λαμπροφόρου. «Θα έρθουν πράκτορες από τις γειτονικές συνοικίες… Ήδη το έχουμε ξεκινήσει αυτό…» Έριξε ένα βλέμμα στην Ανώτατη Ελέγκτρια της Χορδής. «Θα συγκεντρώσουμε εκεί τις δυνάμεις μας και, ενωμένοι, θα αναζητήσουμε τη ρίζα του κακού. Όπου κι αν κρύβονται μες στη Λαμπροφόρο, θα τους βρούμε!» τόνισε.

Σκατούλες, σκέφτηκε η Αγαρίστη, σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο και κάνοντας το από πάνω πόδι πέρα-δώθε, νευρικά. «Κι αν δεν κρύβονται μες στη Λαμπροφόρο;»

«Τότε θα ανακαλύψουμε πώς ήρθαν–»

«Ο Στίβεν Νέλκος και οι καταραμένοι δαίμονές του μπήκαν στο ίδιο το Παντοτινό Ανάκτορο!» θύμισε σε όλους η Παντοκράτειρα. «Δολοφόνησαν τον Νάρνταλ Φέρενγκοχ και την Κάρβια-Κέλθιλ, παρά τη φύλαξη που είχαν! Εμένα, τουλάχιστον, μου δίνουν την εντύπωση ότι μπορούν να εμφανιστούν παντού: όπου θέλουν!»

«Κανένας δεν έχει αυτή τη δύναμη, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε ο Ανώτατος Ελεγκτής της Λαμπροφόρου. «Κάποια τακτική ακολουθούν, την οποία σύντομα θα ανακαλύψουμε.» Όλο αυτός μιλούσε· οι άλλοι έμοιαζαν να έχουν καταπιεί τη γλώσσα τους.

«Αν ήσουν καλύτερος στη δουλειά σου,» του είπε η Παντοκράτειρα, «δεν θα είχε συμβεί ό,τι συνέβη στη συνοικία σου. Μάλλον είσαι απρόσεκτος.»

«Μεγαλειοτάτη, έκανα ό,τι μπο–»

«Πάρτε αυτόν τον άνθρωπο,» πρόσταξε η Παντοκράτειρα τους φρουρούς της, δείχνοντας τον Ανώτατο Ελεγκτή.

Οι λευκοντυμένοι στρατιώτες αμέσως πλησίασαν.

«Μα, Μεγαλειοτάτη!» Ο Ανώτατος Ελεγκτής πετάχτηκε όρθιος. «Τα μέτρα μου ήταν άψογα! Μπορείτε να ελέγξετε αν θέ–!»

«Σιωπή πια!» φώναξε η Αγαρίστη. «Δεν είσαι πλέον Ανώτατος Ελεγκτής. Ούτε καν Ελεγκτής.»

Ο πράκτορας χλόμιασε· η κατάλευκη όψη του έγινε ακόμα πιο λευκή, αν ήταν ποτέ αυτό δυνατόν. Τραύλισε κάτι ακατανόητο.

Η Αγαρίστη πρόσταξε τούς φρουρούς που τον είχαν ήδη αρπάξει απ’τους βραχίονες: «Πηγαίνετέ τον στην Είσοδο Δύο του καινούργιου μου λαβυρίνθου. Ξέρετε πού είναι;»

«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη.»

«Μεγαλειοτάτη, σας ικετεύω!» ούρλιαξε ο πρώην Ανώτατος Ελεγκτής της Λαμπροφόρου.

«Δεν είσαι καν πράκτοράς μου,» τον πληροφόρησε η Παντοκράτειρα καθώς τον τραβούσαν έξω από την αίθουσα. «Είσαι ένα σκουλήκι. Αν βγεις ζωντανός από τον λαβύρινθο, ή αν μου φανείς διασκεδαστικός εκεί μέσα, τότε θα το σκεφτώ τι θα κάνω μαζί σου.»

Η πόρτα έκλεισε αυτόματα, καθώς οι φρουροί έβγαλαν τον άντρα από το δωμάτιο.

Η Παντοκράτειρα είπε στους άλλους ειδικούς πράκτορες: «Αυτοί που με δυσαρεστούν θα δυσαρεστούνται. Αυτοί που με ευχαριστούν θα ευχαριστούνται. Βρείτε τον Στίβεν Νέλκος! Θέλω το κεφάλι του. Και τα κεφάλια αυτών των καταραμένων δαιμόνων! Και τα κεφάλια όλων όσων άλλων αποστατών είναι με το μέρος του!

»Ποιοι είναι Ανώτεροι Ελεγκτές στη Λαμπροφόρο;»

Ένας άντρας και μια γυναίκα αποκρίθηκαν ότι εκείνοι ήταν. Ένας άλλος είχε σκοτωθεί.

«Όποιος από εσάς με υπηρετήσει καλύτερα, θα γίνει ο επόμενος Ανώτατος Ελεγκτής αυτής της συνοικίας,» τους δήλωσε η Παντοκράτειρα. Και σηκώθηκε από την πολυθρόνα της. «Τελειώσαμε. Δεν έχουμε τίποτ’άλλο να πούμε μέχρι να έχετε βρει κάτι.

»Τζένιφερ.» Στράφηκε στη Μαύρη Δράκαινα.

«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη…»

«Και για σένα το ίδιο ισχύει. Πήγαινε και ψάξε. Βρες μου τους αποστάτες και τους κακούργους που κρύβονται μέσα στη διάστασή μου. Φέρε μου τα κεφάλια τους!»

Και με τούτα τα λόγια, η Παντοκράτειρα έφυγε από την αίθουσα, και οι Υπερασπιστές της την ακολούθησαν. Δύο σιωπηλές, απειλητικές παρουσίες.

26.

Οι Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας, επίσης γνωστοί και ως Ελκράσ’ναρχ σε ορισμένους, επικοινώνησαν γι’ακόμα μια φορά με κάθε πράκτορά τους στη Ρελκάμνια – με ανθρώπους στα ρετιρέ πανύψηλων πολυκατοικιών, με ανθρώπους κρυμμένους στο δέκατο πάτωμα κάποιου ξεχασμένου υπόγειου, με ανθρώπους σε πολυσύχναστα κέντρα, με ανθρώπους μέσα σε διαβρωμένα ερείπια, με μάγους και στρατιωτικούς, με επιστήμονες και κατασκόπους, με οδηγούς και πιλότους, με πλούσιους και άστεγους – και τους πρόσταξαν να βρουν τον εχθρό που καιροφυλαχτούσε μέσα στην Ατέρμονη Πολιτεία, να ψάξουν κάθε γωνιά, κάθε στέγη, κάθε υπόγειο, κάθε σήραγγα, γέφυρα, δρόμο, στενορύμι, κάθε μπαρ, εστιατόριο, κέντρο διασκέδασης, οίκο ανοχής, κάθε ξενοδοχείο, κάθε βιβλιοθήκη, κάθε κατάστημα: να ψάξουν παντού, μέχρι να εντοπίσουν τον Στίβεν Νέλκος (επίσης γνωστό και ως Ελπιδοφόρο σε πολλούς από αυτούς), τους δαίμονες που τον βοηθούσαν, και τους υπόλοιπους συμμάχους του (γιατί δεν υπήρχε αμφιβολία ότι είχε συμμάχους· αποκλείεται όλ’αυτά να τα είχε κατορθώσει μόνος).

«Αν δεν τα καταφέρετε,» προειδοποίησε η απόκοσμη φωνή των Υπερασπιστών μέσα από δεκάδες διαύλους και τηλεπικοινωνιακούς πομπούς, ή ακόμα και αυτοπροσώπως σε ελάχιστες περιπτώσεις, «θα πληρώσετε όλοι το τίμημα της αποτυχίας σας. Ο εχθρός σάς κυνηγά, και δεν θα ησυχάσει ώσπου να είναι νεκρός κι ο τελευταίος από εσάς.»

27.

Είχαν συγκεντρωθεί κι οι τρεις στο διαμέρισμα της Κάτιας, στο ρετιρέ μιας εξηνταώροφης πολυκατοικίας στην Πλωτή. Καλώδια έτρεχαν στο πάτωμα κάτω από τα πόδια τους, κάτω από τις καρέκλες, και κάτω από όλα τα έπιπλα γενικά. Μια οθόνη ήταν αναμμένη, δείχνοντας έναν πίνακα με δεδομένα· μια άλλη, στον τοίχο, ήταν συντονισμένη στα Ρελκάμνια Νέα αλλά με τον ήχο χαμηλωμένο τόσο που δεν ακουγόταν παρά ελάχιστα.

Ο Σκοτ ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ στην κούπα του, καθισμένος σε μια πολυθρόνα. «Δεν καταλαβαίνω πώς ο Ελπιδοφόρος ξεφυτρώνει όπου μπορείς να φανταστείς. Τα πάντα δείχνουν ότι κάποιο δίκτυο τον βοηθά, αυτόν και τους δαίμονές του. Κάποιο δίκτυο κρυμμένο μέσα στη Ρελκάμνια, χωρίς να ξέρουμε τίποτα γι’αυτό.»

«Το θεωρείς εφικτό;» είπε η Κάτια, που καθόταν σε μια καρέκλα μπροστά σε μια κονσόλα, δίπλα στην οθόνη που έδειχνε τον πίνακα με τα δεδομένα. Δεν κοίταζε ούτε την κονσόλα ούτε την οθόνη. «Δίκτυο πρακτόρων για το οποίο δεν ξέρουμε τίποτα; Ούτε εμείς ούτε οι πράκτορες της Παντοκράτειρας;»

«Τι είμαστε εμείς αν όχι ένα παρακλάδι των πρακτόρων της Παντοκράτειρας;»

«Ξέρεις πολύ καλά τι είμαστε εμείς, Σκοτ,» τόνισε η Κάτια.

«Ναι, αυτό ακριβώς σού λέω. Μη νομίζεις ότι είμαστε και τίποτα το τρομερό. Απλά έχουμε όλες τις πληροφορίες που έχουν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας και μερικές ακόμα, καθώς και περισσότερη ελευθερία κινήσεων.»

«Και νομίζεις,» είπε η Ελίζα, «ότι αυτά δεν είναι αρκετά;» Στεκόταν μπροστά στο παράθυρο και κοίταζε κάτω, τους δρόμους και τα κανάλια της Πλωτής, μέσα στο απογευματινό φως. Στράφηκε τώρα ν’αντικρίσει τον Σκοτ. «Από πότε υπάρχει το δίκτυο που υποθέτεις; Πριν από τη Συμπαντική Παντοκρατορία; Ή, μήπως, δημιουργήθηκε μετά, ενώ οι αφέντες μας είχαν τον έλεγχο σ’όλη τη διάσταση;»

«Πού να ξέρω;» παραδέχτηκε ο Σκοτ.

«Ούτε το ένα μοιάζει λογικό ούτε το άλλο,» τόνισε η Ελίζα. «Αν υπήρχε από παλιά, γιατί να μη μας έχει εναντιωθεί τόσα χρόνια; Αν δημιουργήθηκε τώρα… πώς να δημιουργήθηκε τώρα; Είμαστε στη Ρελκάμνια, που ο ένας παρακολουθεί τον άλλο. Δεν είναι εύκολο να φτιάξεις καινούργιο δίκτυο χωρίς οι πράκτορες της Παντοκράτειρας να το μάθουν.»

«Τι νομίζεις εσύ ότι συμβαίνει, λοιπόν, Ελίζα; Έχουμε, ώς τώρα, μια εισβολή στο Παντοτινό Ανάκτορο, μια δολοφονία στο Εμπορικό Κέντρο στις δυτικές ακτές της Μεγάλης Θάλασσας, άλλη μια δολοφονία στη Σκάλα, και μια επίθεση κατά πρακτόρων της Παντοκράτειρας στη Λαμπροφόρο. Ο εχθρός παρουσιάζεται από δω κι από κει· δεν εστιάζεται σε κανένα συγκεκριμένο μέρος!»

«Αυτό δεν θα έκανε ο Ελπιδοφόρος για να μας μπερδέψει; Το ξέρει το δίκτυο των πρακτόρων της Παντοκράτειρας, δεν το ξέρει; Και δεν ξέρει και τα μονοπάτια που ακολουθούμε εμείς; Τα ξέρει όλα, Σκοτ. Επιπλέον, δες.» Η Ελίζα πλησίασε την καπαρντίνα της, που ήταν κρεμασμένη στην κρεμάστρα, πήρε από μια τσέπη έναν διπλωμένο χάρτη της Ρελκάμνια, και τον άνοιξε πάνω στο τραπέζι. «Εμπορικό Κέντρο· Παντοτινό Ανάκτορο· Λαμπροφόρος· Σκάλα.» Έδειχνε καθώς μιλούσε. «Σχηματίζουν ένα τόξο.»

«Και θες να πεις ότι αυτό δεν είναι τυχαίο;»

«Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη, αλλά πάντως οι επιθέσεις δεν γίνονται ‘από δω κι από κει’, όπως νομίζεις.»

«Μαλακίες!» μούγκρισε ο Σκοτ. «Το μυαλό σου φτιάχνει συνδέσεις εκεί που συνδέσεις δεν υπάρχουν.»

Η Ελίζα τον αγριοκοίταξε. «Όπως και νάχει, δεν το θεωρώ πιθανό ο Ελπιδοφόρος να υποστηρίζεται από δίκτυο κατασκόπων. Κάτι άλλο συμβαίνει.»

«Οι πράκτορες στη Λαμπροφόρο είπαν ότι είδαν κάποιους μαζί του – όχι τους δαίμονες μόνο. Κανονικούς ανθρώπους. Και ο τηλεοπτικός πομπός στη Σκάλα κατέγραψε δύο μορφές μέσα στους καπνούς. Υπάρχουν κάποιοι που είναι μαζί με τον Ελπιδοφόρο· είναι καταφανές!»

«Αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για δίκτυο,» επέμεινε η Ελίζα, και κάθισε σε μια καρέκλα του τραπεζιού.

«Ωραία… Πες μας, τότε, πώς μπορούμε να τον παρακολουθήσουμε ώστε να τον πιάσουμε την επόμενη φορά. Δεν ξέρουμε ούτε από πού έρχεται ούτε από πού φεύγει! Μπορείς, μήπως, να βγάλεις κανένα συμπέρασμα απ’αυτή την απόκρυφη τροχιά που διακρίνεις επάνω στον χάρτη σου;»

Η Ελίζα μόρφασε στραβώνοντας τα χείλη. «Κάποτε θα κάνει κάποιο λάθος…»

Η Κάτια είπε: «Δε μπορούμε απλά να τον περιμένουμε να κάνει κάποιο λάθος. Πόσους θα έχει σκοτώσει μέχρι τότε;»

«Επιπλέον,» είπε ο Σκοτ, «μπορεί ποτέ να μην κάνει λάθος. Αν μη τι άλλο, ξέρω πως ο Ελπιδοφόρος είναι καλός στη στρατηγική: προσεχτικός, ψύχραιμος, υπομονετικός. Κι έχει κι αυτούς τους δαίμονες μαζί του· τι καλύτερο όπλο θα μπορούσε να ζητήσει; Ούτε ενεργειακό κανόνι δεν είναι τόσο αποτελεσματικό!»

«Οι αφέντες μας θα μπορούσαν να τους σκοτώσουν. Σίγουρα θα μπορούσαν,» είπε η Κάτια. «Είναι πιο δυνατοί.»

«Θα πρέπει να τους βρουν, πρώτα,» αποκρίθηκε ο Σκοτ, και ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ του.

28.

Η Λίντα Ναράθλω είχε αράξει το Σκυλί στη συνηθισμένη του αποβάθρα στη Σταχτόχρωμη, είχε βγει απ’το σκάφος για να πάρει αέρα, και είχε πάει στην ταβέρνα «Το Ξύλινο Αλογάκι», όπου έτυχε να συναντήσει την Ξανθίππη το Χαρτόμουτρο. Τα έλεγαν οι δυο τους πίνοντας Αφρισμένες Κυράδες, όταν ένας ψηλός τύπος με μαύρη καπαρντίνα και πλατύγυρο καπέλο πλησίασε το τραπέζι τους. «Λίντα. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε;» ρώτησε.

Η Λίντα πήρε το βλέμμα της από το Χαρτόμουτρο και κοίταξε καλύτερα τον άντρα. Ήταν ο Μάγος! διαπίστωσε, λιγάκι ξαφνιασμένη. Είχε καιρό να τον δει, αλλά τέτοια φάτσα δεν ξεχνιόταν. Θύμιζε κάτι το πανάρχαιο, κάτι που βρισκόταν στην Ατέρμονη Πολιτεία από τότε που έριχναν τα θεμέλια για τις πρώτες πολυκατοικίες. Ωστόσο, ο Κλαρκ σίγουρα δεν ήταν γέρος, με το κατάλευκο, δυνατό πρόσωπό του, τα μαύρα μούσια του, τους φαρδείς του ώμους, και την ευθυτενή στάση του.

«Καιρό είχαμε να σε δούμε…» του είπε η Λίντα, υψώνοντας ένα φρύδι και πίνοντας μια γουλιά από τη δεύτερη Αφρισμένη της.

Η Ξανθίππη στράφηκε να κοιτάξει τον Κλαρκ· ύστερα, στράφηκε πάλι στη Λίντα. «Γνωστός σου;»

«Έχουμε ξανακάνει δουλειές μαζί.»

Η Ξανθίππη μειδίασε στραβά με τα μικρά της χείλη, και το χρυσόδερμο πρόσωπό της φάνηκε να λυγίζει εύπλαστα. «Τι είδους δουλειές;»

«Μπορείς να πας σ’άλλο τραπέζι για λίγο;»

«Κατάλαβα τι είδους δουλειές…» είπε το Χαρτόμουτρο καθώς σηκωνόταν.

«Δεν κατάλαβες αλλά δεν πειράζει,» της είπε η Λίντα.

Ο Κλαρκ κάθισε εκεί όπου πριν από λίγο καθόταν η Ξανθίππη, η οποία τώρα βάδιζε προς το μπαρ της ταβέρνας κάνοντας νόημα να της βάλουν ένα ποτό. «Χρειάζεσαι λεφτά, Λίντα;»

Η Λίντα άναψε τσιγάρο. «Και ποιος δε χρειάζεται;»

Ο Κλαρκ έβγαλε από την καπαρντίνα του μια χάρτινη σακούλα και την ακούμπησε στο τραπέζι μπροστά της. Η Λίντα συνοφρυώθηκε. Κοίταξε τι ήταν μέσα: είδε δύο παχιές δέσμες χαρτονομίσματα. Τα παπάρια του Κρόνου! Έτσι όπως τα μπάνιζε, πρέπει να ήταν καμια δεκαριά χιλιάδες δεκάδια.

Παραξενεύτηκε. Του είπε: «Συνήθως, δεν πληρώνεις με λεφτά εσύ…»

«Δε σε πληρώνω· σ’τα χαρίζω.»

«Μου τα χαρίζεις;» Η Λίντα γέλασε. Τη δούλευε ο Μάγος;

«Πήγαινε και σπατάλησέ τα· μόνο αυτό ζητάω. Μην τα βάλεις σε κανέναν τραπεζικό λογαριασμό όλα. Δώσε τα από δω κι από κει. Δώσε τα ακόμα και σε ζητιάνους.»

Η Λίντα συνοφρυώθηκε. «Ξέπλυμα κάνεις;»

«Όχι.»

«Πλαστά είναι;»

«Ούτε.» Η όψη του Κλαρκ φάνηκε να μαρτυρά πως είχε ξανακούσει τούτες τις ερωτήσεις, ή, τουλάχιστον, παρόμοιες.

Η Λίντα δεν είχε ακόμα τραβήξει τις δέσμες έξω απ’τη χαρτοσακούλα, και ούτε τώρα το έκανε γιατί, παρότι εκείνοι οι γαμημένοι πράκτορες της Παντοκράτειρας είχαν μέρες να της τσιμπήσουν τα βυζιά, είχε την εντύπωση ότι την παρακολουθούσαν. Το διαισθανόταν. Ύστερα από τόσα χρόνια στους δρόμους τούτης της διάστασης, η Λίντα Ναράθλω το ένιωθε όταν μάτια κοίταζαν την πλάτη της. Τώρα, έριξε μια ματιά ολόγυρά της, στην ταβέρνα. Κανένας δεν την έβλεπε ευθεία, αλλά πότε, έτσι κι αλλιώς, οι κατάσκοποι έβλεπαν ευθεία; Ο καθένας μπορούσε νάναι μπανιστιρτζής των πρακτόρων της Παντοκράτειρας.

«Πρέπει να σου πω κάτι, πάντως,» πληροφόρησε τον Κλαρκ, βάζοντας τα δάχτυλά της μπροστά στα χείλη της, δήθεν τυχαία αλλά, στην πραγματικότητα, για να μη μπορεί κανείς να διαβάσει τις κινήσεις τους. (Ήξερε ότι υπήρχαν άνθρωποι που δε χρειαζόταν να σ’ακούσουν για να μάθουν τι έλεγες.) «Με παρακολουθούν τα τσιράκια της Παντοκράτειρας.»

Ο Μάγος συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»

«Για τον μαύρο.»

«Πες μου.»

Εξακολουθώντας να έχει τα δάχτυλά της μπροστά στα χείλη της, του διηγήθηκε τι είχε συμβεί. «Μ’άφησαν να φύγω αλλά το ξέρω πως ακόμα με υποπτεύονται. Μπορεί και τώρα που τα λέμε να μας μπανίζουν. Να προσέχεις όταν θα φεύγεις· ίσως να σε παρακολουθήσουν κι εσένα.»

«Θα το έχω υπόψη,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ, χωρίς να έχει ούτε στιγμή γυρίσει για να κοιτάξει μήπως κανένας τούς κοίταζε από τα γειτονικά τραπέζια. Πλησίαζε μεσημέρι και είχε κάμποσο κόσμο στο Ξύλινο Αλογάκι.

Ο Μάγος δεν έδειχνε ν’ανησυχεί, κι η Λίντα το θεώρησε αυτό καλό σημάδι. «Γιατί το χρήμα;» τον ρώτησε. Και τότε πρόσεξε ότι το τσιγάρο της είχε σχεδόν καεί μέσα στο τασάκι χωρίς νάχει καπνίσει ούτε το μισό. Το έπιασε και το έσβησε.

«Σου είπα: χρησιμοποίησέ τα.»

Η Λίντα έσμιξε τα φρύδια. «Έτσι, χωρίς αιτία….»

«Έτσι.» Σηκώθηκε απ’το τραπέζι της και τη χαιρέτησε μ’ένα νεύμα.

«Δώσε χαιρετισμούς και στον φίλο σου, από τη Λίντα.» Εννοούσε τον Ελπιδοφόρο (αλλά δεν ήθελε να πει τ’όνομά του για λόγους ασφάλειας), κι ο Κλαρκ φάνηκε να καταλαβαίνει. Ένευσε πάλι, καθώς απομακρυνόταν από το τραπέζι της και πλησίαζε την έξοδο της ταβέρνας.

Η Ξανθίππη το Χαρτόμουτρο, αμέσως, σηκώθηκε απ’το σκαμπό της στο μπαρ και ήρθε να καθίσει ξανά κοντά στη Λίντα. «Γρήγορη η δοσοληψία,» παρατήρησε, και: «Τι είναι κει μέσα;» ρώτησε.

«Προσωπικά αντικείμενα,» αποκρίθηκε η Λίντα, παίρνοντας τη χαρτοσακούλα απ’το τραπέζι και χώνοντάς τη στην τσάντα της.

29.

Ο πράκτορας μέσα στο Ξύλινο Αλογάκι ειδοποίησε τους άλλους, με τον πομπό στο ρολόι του, ότι ένας άντρας με τον οποίο είχε μιλήσει η Λίντα Ναράθλω έβγαινε τώρα από την ταβέρνα. Εκείνοι είδαν τη φιγούρα με την καπαρντίνα και το πλατύγυρο καπέλο να βαδίζει στους δρόμους κοντά στις αποβάθρες και την ακολούθησαν.

Ο Κλαρκ μπήκε στα ερείπια μιας παλιάς βιομηχανίας, όπου τον περίμενε μια πόρτα του Φαντασκευάσματος κρυμμένη στις σκιές. Πέρασε το κατώφλι και η πόρτα εξαφανίστηκε μαζί του. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας ερεύνησαν τα ερείπια από πάνω ώς κάτω, μα δεν βρήκαν τον περίεργο άντρα πουθενά. Ούτε κανένας τηλεοπτικός πομπός φαινόταν να έχει καταγράψει καθαρά το πρόσωπό του, ώστε να μπορούν με άλλες μεθόδους ίσως να τον εντοπίσουν.

30.

Ο Ελπιδοφόρος στεκόταν στο κέντρο ενός δωματίου που ο Κλαρκ πρόσφατα τού είχε αποκαλύψει μέσα στο αλλόκοτα λαβυρινθώδες διαμέρισμά του. Ήταν στρογγυλό, και κρυφοί αισθητήρες και προβολείς βρίσκονταν στους τοίχους του. Σε μια κονσόλα υπήρχαν πλήκτρα όπου μπορούσες να κάνεις τις ρυθμίσεις που ήθελες. Δίπλα της κρεμόταν ένα ψεύτικο πιστόλι που κι αυτό είχε επάνω του αισθητήρες. Όταν πατούσες έναν διακόπτη της κονσόλας, ο φωτισμός του δωματίου άλλαζε και εικόνες και ολογράμματα εμφανίζονταν στην περιφέρειά του. Ο Ελπιδοφόρος είχε τώρα στα χέρια του το ψεύτικο πιστόλι και πυροβολούσε τους εχθρούς που παρουσιάζονταν μέσα από τα σκοτάδια μιας ζούγκλας προτού εκείνοι προλάβουν να τον πλησιάσουν για να τον χτυπήσουν με τα πλατιά σπαθιά τους. Και ήταν πολύ γρήγοροι. Αφύσικα γρήγοροι. Ενώ δύσκολα μπορούσες να μαντέψεις από πού θα ξεπεταχτούν.

Ο Ελπιδοφόρος στράφηκε και πάτησε τη σκανδάλη. Μια ψηλή, κατάμαυρη γυναίκα με πράσινα μαλλιά έπεσε και εξαφανίστηκε. Από τ’αριστερά – δύο άντρες! Ο Ελπιδοφόρος στράφηκε ξανά, στιγμιαία· πυροβόλησε: ο ένας εχθρός έπεσε, ο άλλος έφτασε σχεδόν μπροστά του, κι έπεσε κι αυτός.

Ο φωτισμός δυνάμωσε, ξαφνικά, και τα ολογράμματα διαλύθηκαν.

«Κλαρκ.» Κατεβάζοντας το ψεύτικο πιστόλι, ο Ελπιδοφόρος γύρισε να κοιτάξει τον μάγο, που στεκόταν στην είσοδο του δωματίου.

«Έλα μαζί μου,» είπε ο Κλαρκ.

Ο Ελπιδοφόρος τοποθέτησε το πιστόλι στη θέση του πλάι στην κονσόλα, πήρε το πουκάμισό του από το ντουλάπι όπου το είχε κρεμάσει, το φόρεσε, και ακολούθησε τον μάγο στο καθιστικό του διαμερίσματος.

«Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας συνέλαβαν τη Λίντα Ναράθλω,» είπε ο Κλαρκ καθίζοντας σε μια πολυθρόνα. «Κι ακόμα την παρακολουθούν.»

«Τι;» έκανε ο Ελπιδοφόρος, ξαφνιασμένος. «Πού την κρατάνε;» Όπου κι αν την κρατούσαν, σκόπευε να πάει να τη βοηθήσει. Η αλήθεια ήταν πως βαριόταν εδώ, στο διαμέρισμα του μάγου. Είχαν περάσει δέκα μέρες από τότε που είχε επιτεθεί στη Λαμπροφόρο μαζί με τους Πειθαρχικούς του Κενού, τον Νόρτεκ-Καθ, και τα μέλη της Συμμορίας του Αφτιά. Ή μήπως ήταν έντεκα; Ή εννιά; Ή δώδεκα; Είχε αρχίσει να χάνει τον χρόνο, και δεν του άρεσε.

Επιπλέον, είχε συμπαθήσει τη Λίντα. Δε θα την άφηνε στα χέρια των Παντοκρατορικών, αν μπορούσε να τη βοηθήσει. Και με τους Πειθαρχικούς στο πλευρό του–

Ο Κλαρκ διέκοψε τις σκέψεις που περνούσαν σαν χείμαρρος απ’το μυαλό του Ελπιδοφόρου. «Σου είπα: ακόμα την παρακολουθούν. Επομένως, δεν είναι πια αιχμάλωτή τους.»

Ο Ελπιδοφόρος συνοφρυώθηκε. Κάθισε σε μια πολυθρόνα, αντίκρυ στον μάγο. «Την έπιασαν και μετά την άφησαν;»

«Δεν υπήρχαν στοιχεία για να την κρατήσουν. Η όλη ιστορία έγινε για τη δολοφονία του Νάρνταλ Φέρενγκοχ.»

«Μα… πώς;… Την κατέγραψε κάποιος πομπός;»

«Η Λίντα μίλησε μ’έναν τύπο που λέγεται Αλέξανδρος Κεχριμπάρης…»

Ο Ελπιδοφόρος θυμήθηκε. «Ο Αλέξανδρος. Σωστά.»

«Απ’αυτόν ξεκίνησαν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας. Αν και υποπτεύομαι ότι ήταν στην πραγματικότητα πράκτορες του Ελκράσ’ναρχ.»

«Έχεις ονόματα;»

«Ναι· η Λίντα τα θυμάται. Ελίζα Κάρριλνηχ και Σκοτ Θάμρω. Της συστήθηκαν.»

«Σκοτ Θάμρω…» Κι ο Ελπιδοφόρος τον θυμόταν. Πολύ καλά.

«Τον ξέρεις;»

«Ναι.»

«Είναι του Ελκράσ’ναρχ;»

«Ασφαλώς.»

«Και η άλλη;»

«Δεν την έχω ξανακούσει. Τουλάχιστον, όχι μ’αυτό το όνομα. Τι έγινε, όμως, με τη Λίντα;»

Ο Κλαρκ τού είπε γιατί τη συνέλαβαν και γιατί, τελικά, την άφησαν να φύγει. «Δεν είχαν επαρκή στοιχεία. Είναι τυχερή που γνωρίζει τόσο καλά το Εμπορικό Κέντρο, αλλιώς θα είχε μπλέξει άσχημα.»

«Και τώρα πώς το ξέρει ότι την παρακολουθούν;»

«Το υποπτεύεται. Και έχει δίκιο· το διαπίστωσα. Όταν έφυγα απ’την ταβέρνα όπου την είχα συναντήσει και πήγαινα να βρω το Φαντασκεύασμα, δύο τύποι έρχονταν πίσω μου. Από απόσταση, βέβαια, μα δεν μπορούσα και να μην τους προσέξω αφού η Λίντα με είχε προϊδεάσει. Με έχασαν στο τέλος, φυσικά.»

«Θα πρέπει, λοιπόν, να διακόψεις τις επαφές σου με τη Λίντα;»

«Για την ώρα, αυτό είναι το ασφαλέστερο. Και είναι κρίμα, γιατί θα μου χρειαζόταν τώρα. Έχει πολλές διασυνδέσεις για να εξαπλώσει το χρήμα μου.»

«Ο Έκρελ-Καθ πώς τα πηγαίνει;»

«Υπέροχα, απ’όσο ξέρω,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ. «Αλλά η Ρελκάμνια είναι μεγάλη διάσταση. Για να προκαλέσουμε πρόβλημα, πρέπει ν’αρχίσουμε να αυξάνουμε με ταχύ ρυθμό την ποσότητα του χρήματος. Και καλύτερα είναι η παλίρροια να μην έρχεται μονάχα από μια-δυο συνοικίες.»

«Εκτός από τη Λίντα και τον Έκρελ-Καθ–;»

«Μην ανησυχείς· γνωρίζω, φυσικά, κι άλλους ανθρώπους.»

«Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας, πάντως, δεν πρέπει ακόμα να έχουν πάρει είδηση τίποτα,» είπε ο Ελπιδοφόρος. «Στις ειδήσεις δεν έχω ακούσει το παραμικρό για πλαστό χρήμα, ή για κάποιο πρόβλημα στην οικονομία πέρα από τα γνωστά.»

«Σου είπα: το χρήμα μου δεν είναι πιο πλαστό από οποιοδήποτε άλλο χρήμα κυκλοφορεί σ’αυτή τη διάσταση· και το πρόβλημα θα παρουσιαστεί απρόσμενα, αν φανούμε προσεχτικοί κάνοντας τις σωστές κινήσεις.»

«Κανένα νέο είχες από τη Ναλτάφιρ;» ρώτησε ο Ελπιδοφόρος αλλάζοντας θέμα.

«Όχι, τίποτα,» αποκρίθηκε ο Κλαρκ. «Της το είπα πως είναι άσκοπο ν’αρχίσουμε να ψάχνουμε για τον Άζ’λεφκ…»

«Περίμενες ότι θα τον έβρισκε τόσο γρήγορα;»

«Ασφαλώς και όχι. Το πρόβλημα είναι ότι μπορεί να μην τον βρει ποτέ, σπαταλώντας το χρόνο της σε άλλες διαστάσεις αντί για εδώ όπου τη χρειαζόμαστε.»

Αν όμως αυτός ο Άζ’λεφκ – ό,τι κι αν είναι – μπορεί να προσφέρει κάποιο κλειδί για το μυστήριο του Ελκράσ’ναρχ, τότε ίσως ν’αξίζει να κάνουμε τούτη τη θυσία, σκέφτηκε ο Ελπιδοφόρος, μα δεν μίλησε, γιατί δεν ήταν ειδικός σε τέτοια τα θέμα. Δεν ήταν ούτε καν γνώστης. Κι ο Άζ’λεφκ ήταν παράξενος ακόμα και για μάγους όπως ο Κλαρκ και η Ναλτάφιρ.

«Ο επόμενός μας στόχος ποιος είναι, Κλαρκ;» ρώτησε αλλάζοντας ξανά θέμα.

31.

Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας (και των Υπερασπιστών της) ήταν προετοιμασμένοι, και περίμεναν καθώς οι ημέρες περνούσαν. Αφού δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα ίχνη του προδότη Στίβεν Νέλκος (τον οποίο ορισμένοι ανάμεσά τους ήξεραν ως Ελπιδοφόρο), θα του έστηναν καρτέρι. Θα καιροφυλαχτούσαν, όπως ο κυνηγός καιροφυλαχτεί για την εμφάνιση ενός θανάσιμου θηρίου. Οι ατελείωτοι δρόμοι, σήραγγες, γέφυρες, και οικοδομήματα της Ρελκάμνια ήταν το ίδιο επικίνδυνα όσο η βλάστηση μιας βαθιάς ζούγκλας στην Αρβήντλια ή στη Σάρντλι…

Ένας μήνας πέρασε, το καλοκαίρι ήρθε, όχι και τόσο ζεστό.

Μέσα στον μήνα, δύο τραγικά γεγονότα συνέβησαν στην Ατέρμονη Πολιτεία. Στην Α’ Κατωρίγια Συνοικία, ο καπετάνιος ενός επιβατηγού πλοίου, παλιός και γνωστός στην περιοχή, εξαφανίστηκε. Οι πάντες έχασαν τα ίχνη του, καθώς επίσης και κάποιων πιστών ανθρώπων του. Στη Θαλπερή, νότια του Βόρειου Αερολιμένα της Ρελκάμνια, κάποιο «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» (όπως είπαν στα τηλεοπτικά κανάλια και στις εφημερίδες) πρέπει να έγινε, γιατί πυροβολισμοί ακούστηκαν καθώς και εκρήξεις. Αλλά πτώματα δεν βρέθηκαν. Το θανατηφόρο χάος άφησε πίσω του μονάχα μερικές υλικές ζημιές, όχι πολύ σοβαρές. Και οι Παντοκρατορικές Αρχές αρνούνταν να μιλήσουν στους δημοσιογράφους. Όταν ένας απ’τους τελευταίους πίεσε το θέμα λίγο περισσότερο, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς μέσα στη νύχτα. (Σε μερικές ημέρες ένας καινούργιος πράκτορας των Υπερασπιστών θα γεννιόταν – ένας άντρας με διαφορετικό πρόσωπο, διαφορετικό δερματικό χρωματισμό, και διαφορετικό όνομα από τον προηγούμενο.) Κατά τα άλλα, στα τηλεοπτικά κανάλια και στις εφημερίδες έκαναν μονάχα διάφορες υποθέσεις, ως επί το πλείστον συνωμοσιολογικού χαρακτήρα, πληρωμένοι καθώς ήταν οι σχολιαστές για να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη.

Στην πραγματικότητα, συνέβησαν τα ακόλουθα:

Ο Καπετάνιος Καλιόστρο Ρισβέμλω, αρκετά παλιός πράκτορας του Ελκράσ’ναρχ, δέχτηκε επίθεση από τον Ελπιδοφόρο, τον Άερ’θλαρ, και την Άι’νιρ σ’ένα σοκάκι καθώς απομακρυνόταν από τις αποβάθρες του Ριγοπόταμου όπου είχε αφήσει το πλοίο του. Μαζί του ήταν και δύο έμπιστοι σύντροφοί του, οι οποίοι επίσης χτυπήθηκαν. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας, όμως, είχαν διαταγές να παρακολουθούν τον Καλιόστρο Ρισβέμλω στενά και να παρέμβουν άμεσα σε περίπτωση δολοφονικής απόπειρας εναντίον του. Έτσι, καθώς ο Ελπιδοφόρος και οι δύο Πειθαρχικοί του Κενού ξεπρόβαλαν από την πίσω πόρτα μιας αποθήκης και οι κατάλευκες ρομφαίες έσχιζαν τη νύχτα, οι πράκτορες της Παντοκράτειρας όρμησαν, πυροβολώντας, ενώ συγχρόνως ειδοποιούσαν κι άλλους να έρθουν. Ο Ελπιδοφόρος τραυματίστηκε στον ώμο από μια σφαίρα, και το σοκάκι γέμισε πτώματα, με καυτηριασμένες τρύπες επάνω στα σώματά τους, ή χωρίς κεφάλια. Το Φαντασκεύασμα δεν ήταν μακριά: όταν η σύγκρουση είχε λάβει τέλος, όταν δεν έρχονταν πλέον άλλοι πράκτορες για ν’αυξήσουν τον αριθμό των πτωμάτων στο βρόμικο δρομάκι, ο Ελπιδοφόρος και οι Πειθαρχικοί του Κενού γύρισαν και έφυγαν βιαστικά. (Και ο Ελπιδοφόρος ήξερε ότι από δω και πέρα θα έπρεπε να είναι προσεχτικότερος στις εξορμήσεις του. Λιγάκι πιο ψύχραιμοι να είχαν φανεί οι πράκτορες της Παντοκράτειρας μπροστά στο τρομαχτικό θέαμα του Άερ’θλαρ και της Άι’νιρ, αυτή η σφαίρα ίσως να τον είχε βρει στον λαιμό ή στο κεφάλι ή στην καρδιά, αντί για τον ώμο.) Τα καυτηριασμένα κουφάρια έμειναν για λίγο μόνα τους στο σοκάκι, ενώ παγερή σιγή απλωνόταν παντού, την οποία έσπαγε κάπου-κάπου το κλαψούρισμα ενός τρομαγμένου αδέσποτου σκύλου. Μετά, πράκτορες της Παντοκράτειρας συγκεντρώθηκαν σαν κοράκια, και, σύμφωνα με τις διαταγές τους, μάζεψαν γρήγορα τους νεκρούς ώστε να μη μαθευτεί ότι κι άλλους είχε βρει αυτός ο παράξενος θάνατος. Οι πολίτες καλύτερα να μην τρομοκρατούνταν άσκοπα, τους είχαν πει οι ανώτεροί τους.

Δεκαπέντε μέρες αργότερα, στη Θαλπερή, ο Ελπιδοφόρος οδήγησε τους Πειθαρχικούς του Κενού και τέσσερις ανθρώπους του Κλαρκ σ’ένα καταγώγιο όπου ήξερε ότι συγκεντρώνονταν Παντοκρατορικοί πράκτορες. Οι τέσσερις άνθρωποι του Κλαρκ ήταν καινούργιες γνωριμίες για τον Ελπιδοφόρο. Ο ένας ονομαζόταν Βισδέλος και τον έλεγαν «ο Κουκουλοφόρος Ιερέας» γιατί ήταν ιερέας του Κρόνου που όταν έκανε ύποπτες δουλειές φορούσε κουκούλα με ανοίγματα μόνο για τα μάτια. Οι άλλοι ήταν ο Βόντεκ-Ρίε ο Πιλότος, αριστοκράτης, πλούσιος και τρελός· η Άβα Λιγόγελη, μισθοφόρος και εκπαιδεύτρια μισθοφόρων, που γελούσε συχνά παρά το επώνυμό της και το γέλιο της έμοιαζε να έχει κάτι το απειλητικό· και ο Λούης, που δεν έλεγε ποτέ το επίθετό του, πουλούσε ψυχοτρόπους και χυμικές ουσίες αμφιβόλου ποιότητας, και ορισμένοι έλεγαν ότι λάτρευε τον Σκοτοδαίμονα.

Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας δεν πιάστηκαν απροετοίμαστοι, αλλά ο Βισδέλος, ο Βόντεκ-Ρίε, η Άβα, και ο Λούης βρίσκονταν ήδη μέσα στο καταγώγιο, καθισμένοι σε διάφορες μεριές, όταν ο Ελπιδοφόρος και οι Πειθαρχικοί του Κενού ξεπρόβαλαν απρόσμενα από το κελάρι (έχοντας βγει εκεί μέσω του Φαντασκευάσματος, ύστερα από πολύ προσεχτικούς υπολογισμούς του Κλαρκ). Το μακελειό που ακολούθησε δεν τελείωσε στο καταγώγιο· συνεχίστηκε για λίγο και στους δρόμους. Ύστερα, όλοι διαλύθηκαν. Καινούργιοι πράκτορες ήρθαν και εξαφάνισαν τα πτώματα.

32.

Τα νέα για την αποστασία της Σάρντλι και του Πρίγκιπα Ορείχαλκου τα έμαθε πρώτη η Βάρμη Ύλντρηχ, καθώς εκείνη ήταν που συνάντησε τη Χριστίνα Ταχυδάκτυλη, η οποία ήρθε στη Ρελκάμνια μέσω Αιθέρα, μέσα σ’ένα αεροσκάφος μετρίου μεγέθους, μαζί με καμια ντουζίνα στρατιώτες και έναν μάγο.

Τα μάτια της Βάρμης γούρλωσαν. «Είσαι σίγουρη; Τα πράγματα είναι τόσο άσχημα;» ρώτησε, καθώς οι δυο τους στέκονταν μέσα σε μια μικρή αίθουσα του Παντοτινού Ανακτόρου, όχι και πολύ μακριά από τη στέγη όπου είχε προσγειωθεί το αεροπλάνο της Ταχυδάκτυλης.

«Θα ερχόμουν εδώ αν δεν ήταν;» αποκρίθηκε η Χριστίνα, καθισμένη σε μια πολυθρόνα και κρατώντας στο χέρι μια κούπα καφέ, τον οποίο της είχε φτιάξει το αυτόματο μηχάνημα στη γωνία. Η Βάρμη την ήξερε τη Χριστίνα από παλιά, γνώριζε πώς συμπεριφερόταν, και τώρα διέκρινε στην όψη της και στη χροιά της φωνής της ότι είχε ανησυχήσει πολύ.

«Και δεν μπορείς καθόλου να επιστρέψεις στην περιοχή της εποπτείας σου;…»

«Το είπαμε, Βάρμη. Όχι. Ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος. Οι Σάρντλιοι Οίκοι συγκεντρώθηκαν στη Φανχάι και πήραν απόφαση ότι η διάστασή τους θα είναι από δω και στο εξής ανεξάρτητη από τη Συμπαντική Παντοκρατορία.» Ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ της. «Δε νομίζω πως θα το τολμούσαν αν πρώτος ο Ορείχαλκος δεν αποστατούσε. Όλοι οι άλλοι Οίκοι ακολουθούν το παράδειγμα των Ορειβατών. Το ξέρουν πως οι Ορειβάτες είναι που κρατάνε στα χέρια τους τον πλούτο της Σάρντλι.»

Θα μας καταπιεί όλους το Στόμα του Σκοτοδαίμονος, σκέφτηκε η Βάρμη, μόλις η Αγαρίστη ακούσει για τούτο. Ο Ορείχαλκος ήταν ο αγαπημένος της σύζυγος. Και τη Σάρντλι τη χρειάζονταν: χρειάζονταν τα μεταλλεύματά της. Ειδικά τώρα, με τόσα ανοιχτά μέτωπα. Η Βάρμη δεν ήθελε να μεταφέρει εκείνη αυτά τα νέα στην Παντοκράτειρα. Ποιος άλλος, όμως, θα το έκανε; Να στείλω τη Χριστίνα; Και η Χριστίνα δεν θα πει ότι μου μίλησε; Θα το πει, και τότε–

«Τι με κοιτάς έτσι; Ακόμα νομίζεις ότι αστειεύομαι;» ρώτησε η Χριστίνα.

Η Βάρμη ξεροκατάπιε. «Όχι. Ποτέ δεν το νόμιζα ούτως ή άλλως…»

«Πρέπει κάτι να κάνετε για να μας βοηθήσετε στη Σάρντλι. Χρειαζόμαστε στρατό. Άμεσα.»

«Ναι, το φαντάζομαι, αλλά…» Η Βάρμη είχε πλέξει τα δάχτυλά της μπροστά στη ζώνη της στρατιωτικής της στολής, βηματίζοντας μες στο δωμάτιο. «Αλλά δεν υπάρχει στρατός. Δεν υπάρχει στρατός για να πάει εκεί. Έχουμε τον πόλεμο στην Απολλώνια, στη Σεργήλη, στη Φεηνάρκ–»

«Το ξέρω. Μας λες, λοιπόν, να φύγουμε απ’τη Σάρντλι;»

«Εγώ δε μπορώ να πω τίποτα, Χριστίνα. Η Μεγαλειοτάτη θα το αποφασίσει αυτό.» Η Βάρμη πήρε μια βαθιά ανάσα. Θα μας σκοτώσει και τις δύο. «Πήγαινε να ξεκουραστείς. Θα σε ειδοποιήσω αργότερα, όταν θέλουμε να μας πεις περισσότερα.»

Η Χριστίνα ένευσε, και ήπιε ακόμα μια γουλιά καφέ.

Η Βάρμη έφυγε από την αίθουσα, νιώθοντας τα νεύρα της τσιτωμένα, νιώθοντας αβέβαιη για το κάθε της βήμα. Πήρε ανελκυστήρες, κατέβηκε σκάλες, ανέβηκε σκάλες, διέσχισε διαδρόμους, πέρασε πάνω από μια γέφυρα που δρασκέλιζε ένα σκοτεινό χάσμα, και τελικά έφτασε στα διαμερίσματα της Παντοκράτειρας, ελπίζοντας να τη βρει εκεί.

«Είναι μέσα η Μεγαλειοτάτη;» ρώτησε τον έναν απ’τους φρουρούς που στέκονταν απέξω. Δικοί μου στρατιώτες είναι, θύμισε στον εαυτό της, γιατί η φωνή της της είχε ακουστεί αδύναμη.

«Μάλλον.»

«Τι ‘μάλλον’;» έκανε απότομα η Βάρμη. «Είναι ή δεν είναι;»

«Δεν την είδαμε να βγαίνει, κυρία Διοικήτρια.»

«Κάντε πέρα!» τους είπε, και πέρασε ανάμεσά τους για να χτυπήσει το κουδούνι.

Περίμενε το πρόσωπο της Αγαρίστης να παρουσιαστεί στη μικρή οθόνη μπροστά της, αλλά αντί γι’αυτό η πόρτα άνοιξε και η μορφή ενός Υπερασπιστή φάνηκε. Η Βάρμη, που γνώριζε καλά τη δύναμη των Υπερασπιστών (αν και ποτέ δεν είχε κατορθώσει να κατανοήσει τι είδους οντότητες ήταν, και ποια η σχέση τους ακριβώς με την Παντοκράτειρα), αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει.

«Τι επιθυμείς, Διοικήτρια;» ρώτησε η απόκοσμη φωνή, βγαίνοντας μέσα από το κράνος που έμοιαζε με κουκούλι ενέργειας.

«Να δω τη Μεγαλειοτάτη. Πρέπει να της μιλήσω. Είναι επείγον.»

«Πέρασε.»

Η ψηλή, πλατιά μορφή του Υπερασπιστή παραμέρισε απ’το κατώφλι, και η Βάρμη μπήκε στα διαμερίσματα της Παντοκράτειρας που ήταν σαν μικρό ξενοδοχείο και κάθε τόσο η Αγαρίστη τα άλλαζε. Το δωμάτιο όπου τώρα βρέθηκε η Βάρμη ήταν διακοσμημένο με πίνακες, ενώ το πάτωμα ήταν κρυστάλλινο και κάτω από το κρύσταλλο φαινόταν νερό και ψάρια. Η πόρτα έκλεισε πίσω της, αυτόματα.

Η Βάρμη ακολούθησε τον Υπερασπιστή σ’έναν διάδρομο και κατέληξε σ’ένα άλλο δωμάτιο, με μια μεγάλη οθόνη στον τοίχο η οποία ήταν αναμμένη. Μέσα στην οθόνη, ένας άντρας φαινόταν να τρέχει γύρω-γύρω σ’έναν σφαιρικό χώρο ενώ σκιές, ακαθόριστης μορφής (τη μια έμοιαζαν με πτηνά, την άλλη με φίδια, την άλλη με άνθρωπους, την άλλη με χταπόδια), τον καταδίωκαν. Οι ελκτικές δυνάμεις του δωματίου άλλαζαν απότομα, συχνά-πυκνά, κάνοντάς τον να σκοντάφτει και να πέφτει. Έμοιαζε να προσπαθεί να φτάσει ένα στρογγυλό άνοιγμα, κάπου στο βάθος. Η Βάρμη τον αναγνώρισε. Ήταν ο πρώην Ανώτατος Ελεγκτής της Λαμπροφόρου. Ακόμα δεν είχε κατορθώσει να βγει απ’τον καινούργιο λαβύρινθο της Παντοκράτειρας, αλλά είχε, κάπως, καταφέρει να παραμείνει ζωντανός έναν ολόκληρο μήνα. Είχε τα χάλια του, βέβαια. Σαν άγριος ήταν.

Αντίκρυ στη μεγάλη οθόνη κάθονταν η Παντοκράτειρα, η Ρία-Μία, και η Καλλιστώ. Ένας Υπερασπιστής στεκόταν σε μια γωνία του δωματίου, σιωπηλός και ακίνητος σαν ενεργειακό άγαλμα.

Ο Υπερασπιστής που οδηγούσε τη Βάρμη έκανε στο πλάι, για να την αφήσει να περάσει. Καθώς εκείνη μπήκε στο δωμάτιο, καμία δεν στράφηκε να την κοιτάξει· είχαν τις ματιές τους προσηλωμένες στην οθόνη, γελώντας κάπου-κάπου με τις προσπάθειες του άντρα μέσα στον λαβύρινθο.

«Μεγαλειοτάτη,» είπε η Βάρμη.

Η Αγαρίστη την κοίταξε ενοχλημένα. «Τι;» Σήμερα το δέρμα της ήταν χρυσό και είχε μακριά πράσινα μαλλιά. Ένα κόκκινο ημιδιαφανές πέπλο την έντυνε, μέσα απ’το οποίο φαίνονταν τα εσώρουχά της σαν σκιές. Στο λαιμό της γυάλιζε ένα ολόχρυσο περιδέραιο. Στα πόδια της φορούσε ψηλοτάκουνα παπούτσια. Από τ’αφτιά της κρέμονταν αστραφτερά σκουλαρίκια από ασήμι, γεμάτα μικρούς λίθους που αντανακλούσαν το φως.

«Μεγαλειοτάτη, πρέπει να αναφέρω κάτι… τραγικό.»

«Πες το,» την προέτρεψε η Παντοκράτειρα με μια αδιάφορη χειρονομία.

«Είναι πραγματικά σημαντικό,» είπε η Βάρμη. «Καλύτερα μόνες…»

«Η Ρία και η Καλλιστώ είναι! Δεν τις βλέπεις;»

«Ναι, αλλά… αλλά αυτό το θέμα. Έχει να κάνει με… είναι πολιτικό ζήτημα. Σοβαρό πολιτικό ζήτημα.»

Η Ρία-Μία μίλησε: «Θεωρείς ότι δεν καταλαβαίνουμε από πολιτική;»

Η Καλλιστώ γέλασε. «Προσπαθεί να μας προσβάλει;»

«Πες μας,» επέμεινε η Παντοκράτειρα, μειώνοντας, με τη χρήση ενός τηλεχειριστηρίου, τον ήχο που ερχόταν από την οθόνη, ενώ κάρφωνε τη Βάρμη μ’ένα έντονο βλέμμα.

Η Βάρμη ξεροκατάπιε. «Η Σάρντλι… Υπάρχει πρόβλημα στη Σάρντλι… Οι Οίκοι της Σάρντλι – και οι έντεκα – συγκεντρώθηκαν στη Φανχάι και αποφάσισαν ότι η διάστασή τους δεν θα υπόκειται πλέον στην εξουσία της Συμπαντικής Παντοκρατορίας.»

Σιγή πλάκωσε ξαφνικά στο δωμάτιο.

Η Αγαρίστη ορθώθηκε, αργά. «Αν ήρθες εδώ για να κάνεις κάποιο απ’τα κρύα αστεία σου….» Δεν ολοκλήρωσε, αλλά η απειλή ήταν έκδηλη στη φωνή της.

Δεν κάνω κρύα αστεία! Πότε έχω κάνει κρύα αστεία, μα τον Κρόνο; «Είναι αλήθεια.» Η Βάρμη έγλειψε τα χείλη, νευρικά. «Η Σάρντλι αποστάτησε.»

«Χαζομάρες!» φώναξε η Παντοκράτειρα. «Ο Ορείχαλκος είναι εκεί! Δε θα τους άφηνε να στραφούν εναντίον μου!»

«Ο Ορείχαλκος στράφηκε πρώτος εναντίον σου,» ανάγκασε τον εαυτό της να πει η Βάρμη.

Η Αγαρίστη την πλησίασε με γρήγορα βήματα και τη χαστούκισε δυνατά. «Πώς τολμάς!» ούρλιαξε. Τα μάτια της έμοιαζαν να πετάνε φωτιές. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η Βάρμη τής έλεγε αλήθεια. «Πώς τολμάς!» Η Αγαρίστη δεν μπορούσε να πιστέψει με τίποτα ότι ο Ορείχαλκος θα την πρόδιδε. «Ποιος σου είπε τέτοια ψέματα;»

Η Βάρμη, που είχε οπισθοχωρήσει τρομαγμένη, είπε, αγνοώντας το κάψιμο στο μάγουλό της: «Δεν είναι ψέματα… Η Σάρντλι αποστάτησε. Ο Ορείχαλκος αποστάτησε πρώτος. Συμμάχησε με τον Αρχιπροδότη. Πριν από λίγο ήρθαν άνθρωποί μας από τη Σάρντλι και το ανέφεραν… Οι δυνάμεις μας στη Σάρντλι έχουν αναγκαστεί να υποχωρήσουν, να συγκεντρωθούν σε μερικές βάσεις. Τους έχουν διώξει από τις πόλεις.»

Η Αγαρίστη στεκόταν και την κοίταζε, την άκουγε, αγαλματωμένη, νιώθοντας κάτι σαν ενεργειακό ρεύμα να τη διαπερνά, παγερό και καυτό εναλλάξ. Αποκλείεται ο Ορείχαλκος να με πρόδωσε! σκεφτόταν. Αποκλείεται – ο Ορείχαλκος – να με πρόδωσε! Αποκλείεται! Τι λόγο μπορεί να είχε; Τη συμπαθούσε. Την αγαπούσε. Την καταλάβαινε. Την ήξερε. Η Αγαρίστη τού είχε πει ακόμα και το όνομά της: το πραγματικό της όνομα. Σε κανέναν άλλο σύζυγό της δεν είχε πει το πραγματικό της όνομα.

«Λένε ψέματα…» είπε, μουδιασμένα. «Σου είπαν ψέματα…»

«Δεν το νομίζω, Αγαρίστη,» αποκρίθηκε η Βάρμη, σιγανά, εξουθενωμένα.

Και η Παντοκράτειρα τη γρονθοκόπησε στη μύτη, σωριάζοντάς την στο πάτωμα.

33.

«Η Βάρμη δεν φταίει σε τίποτα, Αγαρίστη,» είπε η Καλλιστώ, αφού η Παντοκράτειρα είχε προστάξει να συλλάβουν τη διοικήτρια της προσωπικής της φρουράς και να τη ρίξουν σ’ένα απ’τα Κελιά της Αβύσσου, τα οποία βρίσκονταν πάνω από ένα από τα χάσματα του Παντοτινού Ανακτόρου. «Απλώς σου μετέφερε τα νέα. Θα μπορούσε να ήταν ο οποιοσδήποτε.»

«Μη με τσαντίζεις, Καλλιστώ.» Η Αγαρίστη τώρα καθόταν σε μια πολυθρόνα, καθώς κι οι τρεις τους βρίσκονταν σ’ένα καθιστικό με κρυστάλλινο πάτωμα. Κάτω από το κρύσταλλο, ψάρια κολυμπούσαν μέσα σε νερό που, εξαιτίας κάποιας χυμικής ουσίας, έκανε διάφορες αποχρώσεις καθώς αναδευόταν.

«Μα δεν είναι δίκαιο αυτό που της κάνεις!» επέμεινε η Καλλιστώ. «Είναι διοικήτρια της προσωπικής φρουράς σου! Θες να τη δουν τώρα όλοι οι στρατιώτες της μέσα σε κελί;»

«Κανένας δεν μένει ατιμώρητος–»

«Μα δεν έκανε τίποτα!» φώναξε η Καλλιστώ.

«Ειδοποιήστε τέσσερις φρουρούς,» πρόσταξε η Παντοκράτειρα έναν Υπερασπιστή της, ο οποίος έφυγε αμέσως απ’το δωμάτιο.

Η Καλλιστώ – που ήταν όρθια, κάνοντας πέρα-δώθε – συνοφρυώθηκε παραξενεμένη.

Η Αγαρίστη αναστέναξε. Πώς ήταν δυνατόν να συνέβαινε αυτό; Πώς μπορεί ο Ορείχαλκος να την είχε προδώσει; Ο Ανδρόνικος! Εκείνος φταίει για όλα! Κάτι τού έκανε!

Και τώρα… τώρα, πώς…; Πώς θα φέρουμε τη Σάρντλι πίσω; Και ο Ορείχαλκος… πού θα βρω τον Ορείχαλκο; Τούτο δεν μπορεί να τελειώσει έτσι! Θα έπρεπε να συμβουλευτεί τους στρατιωτικούς της – και τους Υπερασπιστές της. Αισθανόταν, όμως, τόσο σκατά που δεν είχε όρεξη να μιλήσει σε κανέναν τους. Ρίχνοντας μια ματιά στην Καλλιστώ και στη Ρία-Μία, σκέφτηκε: Έπρεπε να τους είχα πει να φύγουν. Τι τις κρατάω εδώ; Ευτυχώς, η Ρία τουλάχιστον ήταν σιωπηλή. Καταλάβαινε πώς πρέπει να ένιωθε η Αγαρίστη. Αλλά αυτή η αναίσθητη σκρόφα η Καλλιστώ….

Τέσσερις φρουροί ήρθαν στο καθιστικό. «Μεγαλειοτάτη…»

«Πιάστε την και ρίξτε τη στα γόνατα,» πρόσταξε η Παντοκράτειρα δείχνοντας την Καλλιστώ.

Τα μάτια της Καλλιστώς γούρλωσαν, έκανε να τρέξει να φύγει. Αλλά βρήκε την ψηλή μορφή ενός Υπερασπιστή μπροστά της, κι ύστερα οι φρουροί την άρπαξαν. «Μεγαλειοτάτη, όχι! Συγνώμη, συγνώμη!» φώναξε. Όμως ένας φρουρός την κλότσησε πίσω απ’το γόνατο, αναγκάζοντάς τη να γονατίσει. Ένας άλλος την κρατούσε απ’τα πράσινα μαλλιά της. Η Καλλιστώ ούρλιαζε άναρθρα, τώρα.

«Φιμώστε την,» πρόσταξε η Αγαρίστη. «Δε μπορώ όλη αυτή τη φασαρία.»

Η μοναδική γυναίκα ανάμεσα στους φρουρούς έβγαλε ένα μαντήλι και χρησιμοποιώντας το βούλωσε το στόμα της Καλλιστώς, που δάκρυα κυλούσαν πάνω στα κατάμαυρα μάγουλά της.

«Σκίστε τα ρούχα της· γυμνώστε την πλάτη της,» πρόσταξε ήρεμα η Παντοκράτειρα, και οι φρουροί υπάκουσαν, τραβώντας το φόρεμα της Καλλιστώς κι ανοίγοντας την πίσω μεριά μου. «Μαστιγώστε την. Δώδεκα μαστιγώματα.»

«…Μεγαλειοτάτη,» είπε ένας στρατιώτης, μοιάζοντας σοκαρισμένος, «δεν έχουμε μαστίγιο.»

«Βρείτε τότε ένα, ηλίθιε!» φώναξε η Παντοκράτειρα, κι ένας άλλος λευκοντυμένος πολεμιστής έφυγε τρέχοντας. Οι υπόλοιποι συνέχισαν να κρατάνε την Καλλιστώ στα γόνατα, με τα ρούχα της σχισμένα, φιμωμένη. Εκείνη κλαψούριζε, και οι μαύροι σαν μελάνι ώμοι της έτρεμαν.

«Νομίζω,» βρήκε την ευκαιρία να πει η Ρία-Μία, που καθόταν σε μια πολυθρόνα όχι πολύ μακριά από την Αγαρίστη, «ότι θα μπορούσες να τη συγχωρέσεις αν ήθελες. Η Καλλιστώ πάντα μιλά περισσότερο απ’ό,τι πρέπει. Και λέει χαζομάρες.»

«Ναι, το έχω διαπιστώσει αυτό. Πολλές φορές. Αλλά ποτέ δεν μαθαίνει.»

Η Καλλιστώ έβγαλε έναν ακατανόητο ήχο μέσα από το φίμωτρό της.

Η Ρία-Μία δεν μίλησε. Ήταν Αρχιέρεια του Κρόνου, και δεν αμφέβαλλε ότι η Αγαρίστη ήταν ικανή να της κάνει κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί το κύρος της. Δεν πρόκειται να σεβαστεί τη θέση μου. Ειδικά έτσι εξοργισμένη όπως είναι, ύστερα απ’αυτά που έμαθε για τον Ορείχαλκο. Θα με σύρει γυμνή μέσα στη Μακριά Λεωφόρο, αν της δώσω την παραμικρή αφορμή. Και τότε η Αρχιέρεια θα γινόταν περίγελος. Όχι, δεν μπορούσε να το ρισκάρει. Καλύτερα να την πλήρωνε η Καλλιστώ. Εξάλλου, όντως μιλούσε πιο πολύ απ’ό,τι έπρεπε, η βλαμμένη…

Ο στρατιώτης που είχε φύγει επέστρεψε σύντομα μ’ένα μακρύ δερμάτινο μαστίγιο, τυλιγμένο σαν κουλούρα σχοινί. Η Καλλιστώ, βλέποντάς τον, έβγαλε ένα αξιοθρήνητο μούγκρισμα.

«Μαστίγωσέ την,» τον πρόσταξε η Παντοκράτειρα. «Δώδεκα μαστιγώματα. Στην πλάτη.»

Ο άντρας φάνηκε διστακτικός για μια στιγμή – και μόνο για μια στιγμή. Στάθηκε πίσω από την Καλλιστώ, καθώς την κρατούσαν στα γόνατα, ύψωσε το μαστίγιο κι άρχισε να τη χτυπά. Αργά. Το ένα μαστίγωμα κατόπιν του άλλου.

Η κατάμαυρη πλάτη της Καλλιστώς γέμισε αίμα.

Σκούρο μπλε αίμα, καθώς η καταγωγή της ήταν, απόμακρα, από τη Μοργκιάνη.

Ετούτη δεν ήταν η πρώτη φορά που η Παντοκράτειρα τής είχε κάνει κάτι άθλιο και ελεεινό, και πολύ πιθανόν να μην ήταν ούτε η τελευταία, όπως και η Καλλιστώ και η Ρία-Μία και η ίδια η Αγαρίστη υποπτεύονταν.

34.

Η Αγαρίστη τούς έδιωξε, τελικά, όλους από τα διαμερίσματά της (εκτός από τους Υπερασπιστές της, φυσικά, που τους θεωρούσε προέκταση του εαυτού της) και βάλθηκε να γκρεμίζει τα αγάλματα ενός δωματίου, ουρλιάζοντας, εκτονώνοντας την οργή της. Κλότσησε ένα ξύλινο άγαλμα, στέλνοντάς το πάνω σε μια τζαμαρία η οποία έγινε κομμάτια και θρύψαλα· έσπρωξε ένα πέτρινο άγαλμα ρίχνοντάς το πάνω σ’ένα άλλο πέτρινο άγαλμα, πιο κοντό, με αποτέλεσμα και τα δύο να σπάσουν, ένα χέρι να φύγει, καθώς και μισό κεφάλι· άρπαξε το σπασμένο χέρι και χτύπησε ένα άγαλμα από τροχούς, γρανάζια, και αλυσίδες, εκτοξεύοντας μηχανικά κομμάτια ολόγυρα· πήρε μια αλυσίδα και μαστίγωσε ένα άγαλμα από ενέργεια, κάνοντάς το να τσυρίξει αλλά να μη διαλυθεί, οπότε τράβηξε ένα καλώδιο πίσω του και η ενέργεια διακόπηκε, και κλότσησε τον σκελετό του αναποδογυρίζοντάς τον (το γυμνό της πόδι τραυματίστηκε επιπόλαια πάνω στα λεπτά μέταλλα – τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της είχαν φύγει προ πολλού)· γρονθοκόπησε επανειλημμένα ένα άγαλμα από φυτικές ίνες και άνθη, μέχρι που το διέλυσε· κλότσησε ένα μπρούντζινο κατασκεύασμα κάνοντας ένα δυνατό ΝΤΟΟΟΟΝΚ ν’αντηχήσει στο δωμάτιο… και μετά, η Παντοκράτειρα έπεσε, εξαντλημένη, στα γόνατα: κλαίγοντας, ουρλιάζοντας, βρίζοντας.

Όταν η θύελλα κόπασε και μονάχα η αναπνοή της Αγαρίστης ακουγόταν μέσα στο ρημαγμένο δωμάτιο, ένας Υπερασπιστής, στεκόμενος στο κατώφλι, ρώτησε: «Τι θα επιθυμούσε η Αρχόντισσά μας;»

«Τα κεφάλια τους!» φώναξε η Παντοκράτειρα, καθισμένη στο πάτωμα, ανάμεσα στα συντρίμμια. «Και τον Ορείχαλκο. Αλυσοδεμένο στο κρεβάτι μου.»

«Θα κάνουμε το παν, Αρχόντισσά μας…»

Γιατί με πρόδωσε έτσι; Γιατί; Γιατί; ΓΙΑΤΙ;

Τι του είπαν; Του είπαν ψέματα; Τον απείλησαν;

Ο Ανδρόνικος – ο Αρχιπροδότης – θα πεθάνει! Ουρλιάζοντας!

Η Αγαρίστη πετάχτηκε όρθια, στρεφόμενη να κοιτάξει τον Υπερασπιστή στην πόρτα. «Πείτε μου τι να κάνω,» ζήτησε. «Πείτε μου τι να κάνω!» πρόσταξε.

«Πρέπει να νικήσουμε τον πόλεμο εναντίον των αποστατών, Αρχόντισσά μας.»

«Πώς;» Η φωνή της αντήχησε δυνατά. «Ακόμα και μες στη Ρελκάμνια μάς χτυπάνε! Και δεν μπορείτε να τους σταματήσετε! Κανένας σας δεν μπορεί! Οι πράκτορές μου πεθαίνουν και δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα!»

«Υποπτευόμαστε πως χρησιμοποιούν κάποιου είδους τεχνολογία άγνωστη στους δικούς μας ανθρώπους. Τεχνολογία όπως αυτή με την οποία εισέβαλλαν στα όνειρά σου, Αρχόντισσά μας.»

«Ούτε ο Ρίμναλ’μορ δεν μπορεί να ανακαλύψει πώς ακριβώς λειτουργεί εκείνη η συσκευή,» είπε η Αγαρίστη, νιώθοντας να έχει λιγάκι ηρεμήσει τώρα. Λιγάκι.

«Ναι. Κι αφού οι εχθροί μας έχουν κάτι τέτοιο στην κατοχή τους, γιατί να μην έχουν κι άλλες παρόμοιες συσκευές;»

«Πού βρήκαν, όμως, τεχνολογία σαν αυτήν;»

«Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι. Δεν κατανοούμε την τεχνολογία σας όπως εσείς, Αρχόντισσά μας. Ούτε τη μαγεία σας. Για εμάς, όλα είναι ενέργεια.»

Η Αγαρίστη συνοφρυώθηκε. Τι λέει; Πώς όλα είναι ενέργεια; Δεν με βλέπουν κανονικά; Δε με βλέπουν όπως όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη; Πώς αλλάζουν τη μορφή μου; Μερικές φευγαλέες σκέψεις μόνο, που δεν έμειναν παρά ελάχιστα στο μυαλό της. Η Αγαρίστη ρώτησε: «Και δεν μπορείτε να… να πολεμήσετε αυτή την τεχνολογία τους;»

«Μόνο εσείς μπορείτε να το κάνετε αυτό. Πρέπει ο Ρίμναλ’μορ να βρει τη λύση.»

«Ν’ανακαλύψει πώς λειτουργεί η συσκευή;»

«Ναι. Αν και δεν είμαστε βέβαιοι ότι αυτό θα λύσει το πρόβλημα, Αρχόντισσά μας. Οι παράμετροι είναι πολλές… Ο εχθρός κρύβεται καλά μέσα στη Ρελκάμνια: πολύ καλά. Για την κρυψώνα του ξέρουμε μόνο ότι, μάλλον, βρίσκεται κάπου βορειοανατολικά του Παντοτινού Ανακτόρου, ίσως κοντά στον Ριγοπόταμο, ή στις συνοικίες νότια αυτού, επειδή το σήμα που ακολούθησε ο Ρίμναλ’μορ προς τα εκεί τον οδήγησε προτού χαθεί. Αλλά, επίσης, ο εχθρός μας έχει τη δυνατότητα να μετακινείται παντού στη Ρελκάμνια, πολύ εύκολα. Πράγμα που μας έχει προβληματίσει. Θεωρούμε ότι, με κάποιον τρόπο, παίζει με τις παραμέτρους της διάστασης…»

«Τις παραμέτρους της διάστασης;» Η Αγαρίστη αισθανόταν μπερδεμένη. «Πείτε μου τι συμβαίνει!» απαίτησε. «Μη με μπλέκετε μ’ανοησίες!»

«Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Πρέπει να το ανακαλύψουμε.»

«Ανακαλύψτε το, τότε! Και πείτε μου τι να κάνω με τη Σάρντλι.»

«Αυτό θα σας το πουν οι στρατιωτικοί σας, Αρχόντισσά μας.»

35.

Η Παντοκράτειρα έβγαλε τη Βάρμη απ’τα Κελιά της Αβύσσου (δεν την είχε αφήσει ούτε δώδεκα ώρες εκεί) και κάλεσε όλους τους υψηλόβαθμους στρατιωτικούς της σε επείγον συμβούλιο. Έφερε και τη Χριστίνα Ταχυδάκτυλη· παρότι δεν ήταν στρατιωτικός αλλά πράκτορας, βρισκόταν χρόνια στη Σάρντλι και ήταν Επόπτρια κάπου στη διάσταση – η Αγαρίστη δεν θυμόταν σε ποια πόλη ακριβώς.

«Πες μας πώς είναι η κατάσταση,» την πρόσταξε. «Τι έχει γίνει. Με κάθε λεπτομέρεια.»

Στον τοίχο, αντίκρυ τους, υπήρχε η προβολή ενός γιγάντιου χάρτη της Σάρντλι, και η Χριστίνα Ταχυδάκτυλη, υπακούγοντας, άρχισε να μιλά και να δείχνει διάφορες περιοχές: τα σημεία απ’όπου είχαν υποχωρήσει οι Παντοκρατορικές δυνάμεις και τα σημεία όπου είχαν συγκεντρωθεί.

«Οι Οίκοι απαιτούν να εγκαταλείψουμε τη διάσταση,» είπε τελικά, «κι αν δεν το κάνουμε σύντομα, θα μας επιτεθούν· δεν υπάρχει αμφιβολία. Και ο Αρχιπροδότης θα τους βοηθήσει.»

Ο Ανδρόνικος, σκέφτηκε η Αγαρίστη. Αυτό το κάθαρμα! Πώς της είχε έρθει να τον παντρευτεί; Τι του είχε βρει; Και ήταν, κάποτε, ο αγαπημένος της σύζυγος… Αδιανόητο! Δεν είχα γνωρίσει τον Ορείχαλκο τότε… αλλά κι αυτός, τελικά, με πρόδωσε. Όπου πάει ο Ανδρόνικος μολύνει τα πάντα. Και για τον Τάμπριελ αυτός πρέπει να φταίει. Οπωσδήποτε. Αυτός.

Οι στρατιωτικοί της μιλούσαν ενόσω η Παντοκράτειρα ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Τώρα, ένας τής είπε: «Μεγαλειοτάτη; Μεγαλειοτάτη;»

«Τι;» έκανε απότομα η Αγαρίστη. «Δε μπορείτε ν’αποφασίσετε μόνοι σας τι πρέπει να γίνει; Θέλω τη Σάρντλι πίσω!» Θέλω τον Ορείχαλκο πίσω…

«Δεν είναι εύκολο, αυτή τη στιγμή, να μεταφερθεί εκεί ένα μέρος των δυνάμεών μας. Το γνωρίζετε. Από πριν, με το πρόβλημα στα ορυχεία….»

Η Παντοκράτειρα έπαψε πάλι να δίνει σημασία στο τι έλεγαν. Δεν έπρεπε να σας είχα ακούσει, σκέφτηκε. Έπρεπε να είχα στείλει στρατό στα ορυχεία, ακόμα κι αν αυτό μού κόστιζε. Οι Υπερασπιστές της, όμως, την είχαν συμβουλέψει να κάνει ό,τι της πρότειναν οι στρατιωτικοί της…

«Μου λέτε ότι χάσαμε τη Σάρντλι;» ρώτησε η Παντοκράτειρα, μετά από λίγο.

«Το θεωρούμε πολύ δύσκολο, Μεγαλειοτάτη, να κρατήσουμε τη διάσταση τώρα…»

«Οι επαναστάτες φαίνεται να είναι πολύ καλά οργανωμένοι εκεί, Μεγαλειοτάτη…»

«Κι αν πάρουμε στρατιώτες και εξοπλισμούς από άλλες διαστάσεις, για να ενισχύσουμε τη Σάρντλι, αυτό δεν… ε…»

«Δε θα ήταν συνετό, καθώς θα αποδυναμωθούμε αλλού, και δεν ξέρουμε αν στη Σάρντλι θα έχει αποτέλεσμα…»

«Κατά πρώτον, δεν ξέρουμε αν θα προλάβουμε να–»

«Αρκετά!» Η Παντοκράτειρα σηκώθηκε από τη θέση της. Την είχαν ζαλίσει. Δεν είμαι στρατιωτικός – γι’αυτό έχω στρατιωτικούς! Γιατί δεν μπορούν ν’αποφασίσουν; «Βρείτε μια λύση να μου προτείνετε. Κι όταν την έχετε βρει, τότε μιλήστε μου πάλι.»

«Μα, Μεγαλειοτάτη,» είπε ένας ταγματάρχης, «δεν ξέρουμε αν υπάρχει λύση για να ξαναπάρουμε τη Σάρντλι. Τουλάχιστον, όχι αμέσως…»

«Αν και αυτό,» πρόσθεσε ένας άλλος, «θα έχει κόστος για εμάς, βαρύ κόστος, το ξέρουμε.»

«Εξαιτίας τον μεταλλευμάτων,» είπε μια άλλη, σαν να μην το γνώριζαν όλοι τους.

«Την ξέρω την κατάσταση!» τους είπε η Αγαρίστη. «Λέτε να μην την ξέρω; Νομίζετε ότι η Παντοκράτειρα είναι ηλίθια;»

«Για όνομα του Κρόνου, Μεγαλειοτάτη, όχι!»

«Ασφαλώς και όχι!»

«Δε θα διανοούμασταν ποτέ κάτι τέτοιο.»

«Μη μου ξαναπείτε πώς είναι η κατάσταση!» τους προειδοποίησε η Παντοκράτειρα. «Μου την είπε ήδη η Ταχυδάκτυλη που την ξέρει καλύτερα από εσάς.» Έδειξε τη Χριστίνα, που στεκόταν πλάι στην προβολή του χάρτη της Σάρντλι στον τοίχο. «Βρείτε μου λύση,» τόνισε η Αγαρίστη. «Αλλιώς, κάποιοι θα το πληρώσουν.»

«Κοιτάξτε, Μεγαλειοτάτη, εμείς κάνουμε….»

Η Αγαρίστη δεν κάθισε να τους ακούσει άλλο: είχε ήδη αρχίσει να βαδίζει, και έφυγε από την αίθουσα.

36.

Η Αγαρίστη ήταν ξαπλωμένη σ’ένα ανάκλιντρο που σχημάτιζε καμπύλη έτσι ώστε τα πόδια της να είναι ψηλά, το κεφάλι της λίγο πιο χαμηλά, και η μέση της ακόμα πιο κάτω. Κρατούσε ένα μακρύ τσιγάρο και κάπνιζε, φυσώντας τον καπνό προς το ταβάνι και βλέποντάς τον να διαγράφει σχήματα στον αέρα. Είχε αλλάξει πάλι την εμφάνισή της (πράγμα που σπάνια έκανε δύο φορές την ημέρα), έχοντας τώρα δέρμα κατάμαυρο, μαλλιά κατάξανθα, μάτια πορφυρά. Φορούσε ένα γαλανό φόρεμα με αργυρά κεντήματα, και γυαλιστερές μαύρες κάλτσες.

«Τζένιφερ,» ρώτησε τη Μαύρη Δράκαινα, χωρίς να την κοιτάζει, «αν ένας σύζυγός σου σε πρόδιδε, τι θα έκανες;»

«Θα τον σκότωνα, Μεγαλειοτάτη.»

«Σε ρωτάω ως φίλη. Αυτό θα έκανες; Μόνο αυτό; Σίγουρα;»

«Έτσι νομίζω. Ειδικά αν πήγαινε με τους αποστάτες.»

Η Αγαρίστη ρούφηξε καπνό, τον φύσηξε προς το ταβάνι. Ακόμα δεν είχε στραφεί να κοιτάξει τη Τζένιφερ, η οποία καθόταν παραδίπλα, ντυμένη με τη μαύρη στολή της. «Δεν είσαι, όμως, παντρεμένη, σωστά;»

«Σωστά.»

«Ήσουν ποτέ παντρεμένη;»

«Όχι.»

«Φύγε, άφησέ με μόνη,» είπε η Αγαρίστη, όχι απότομα ή προστακτικά.

Η Τζένιφερ σηκώθηκε και έφυγε.

Αργότερα, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, όταν η Ρία-Μία ήρθε, κατόπιν πρόσκλησης, στα διαμερίσματα της Παντοκράτειρας, η Αγαρίστη ήταν ακόμα ξαπλωμένη ανάσκελα στο ανάκλιντρο με τα πόδια επάνω. Δεν κάπνιζε.

«Τι να κάνω, Ρία;» ρώτησε.

Η Αρχιέρεια του Κρόνου κάθισε σε μια καρέκλα. «Δεν έχω στρατηγικές γνώσεις, Αγαρίστη.»

«Δε σου ζητάω να μου προτείνεις στρατηγική!» είπε η Παντοκράτειρα. Μέχρι στιγμής κοίταζε το ταβάνι, αλλά τώρα γύρισε να την ατενίσει θυμωμένα.

Η Ρία-Μία έμεινε σιωπηλή. Όταν η Παντοκράτειρα είναι οργισμένη, καλύτερα να μη μιλάς, σκέφτηκε. Αυτό είχε μάθει, εδώ και τόσα χρόνια.

«Ρωτάω για τον Ορείχαλκο,» εξήγησε η Αγαρίστη, νιώθοντας έναν κόμπο στον λαιμό της.

«Σε πρόδωσε…»

«Το ξέρω ότι με πρόδωσε! Τι να κάνω, Ρία;»

«Αφού σε πρόδωσε,» είπε η Ρία-Μία, αμήχανα, «δεν έχεις κάτι να κάνεις. Δεν είναι δικός σου άνθρωπος πλέον. Δε μπορείς να κάνεις τίποτα…» Τι να της πω; Τι άλλο να της πω;

Είδε δάκρυα να γυαλίζουν στα μάτια της Παντοκράτειρας, και δεν θυμόταν αν ποτέ ξανά το είχε δει αυτό να συμβαίνει.