ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ
Ο Απομονωμένος Κόσμος
Μια Ιστορία από το
Θρυμματισμένο Σύμπαν
© Κώστας Βουλαζέρης
http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris
Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commons – http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα
πρόσωπα, και οι καταστάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με
φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα,
πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.
Όταν το Ρήγμα πρωτοεμφανίστηκε, νομίζαμε ότι είχε έρθει το τέλος του κόσμου μας. Κατήλθε σαν μάχαιρα από τους αιθέρες, σχίζοντας τη γη, κάνοντας το χώμα να βουλιάζει, κάνοντας τα βουνά να γέρνουν και να λυγίζουν, κάνοντας ακόμα και τον ουρανό και τα σύννεφα να χάνουν τη φυσική τους μορφή.
Και στην αρχή σεισμοί έγιναν, και ρωγμές άνοιξαν· και πολλοί άνθρωποι είδαν οράματα και όνειρα αλλόκοτα, που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους.
Ναι, νομίζαμε ότι η συντέλεια του κόσμου μας είχε έρθει, ότι όλοι θα καταστρεφόμασταν. Όλοι: και εμείς και τα παιδιά μας. Δε θα έμενε τίποτα παρά μια ατελείωτη ερημιά, για να κατοικήσει, ίσως, κάποιο απόκοσμο μεγαθήριο.
Δε γνωρίζαμε τότε ότι ο Μεγάλος Προφήτης θα ερχόταν μέσα από το Ρήγμα μαζί με τη Συνοδό του, για να μας αποκαλύψουν το Ατέρμονο Σύμπαν και να μας βγάλουν από την περιορισμένη φυλακή του κόσμου μας…
*
* * *
*
Για άγνωστο χρονικό διάστημα περιστρέφονταν μέσα στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο, δίχως να έχουν καμία αίσθηση του πού βρίσκονταν, ή ακόμα και του ποιοι ήταν. Είχαν ξεχάσει τα ονόματά τους εδώ μέσα. Μέχρι και την ταυτότητά τους, ίσως· την ίδια τους την προσωπικότητα. Το Σύμπαν τούς είχε αρπάξει στην αγκαλιά του. Κατά μία έννοια, δεν υπήρχαν.
Και θα μπορούσαν να συνεχίσουν να μην υπάρχουν. Ο στρόβιλος θα μπορούσε να είχε διαλύσει για πάντα το σώμα και τη συνείδησή τους.
Αλλά κάτι δεν το ήθελε να γίνει έτσι–
Τινάχτηκαν έξω.
Και κουτρουβάλησαν πάνω σε μια χορταριασμένη πλαγιά.
Η γυναίκα – ψηλή, ξανθιά, με κατάλευκο δέρμα σαν μάρμαρο, και κατάμαυρη, δερμάτινη στολή – άπλωσε το χέρι της και, με μια κίνηση που φανέρωνε άριστη εκπαίδευση, ευελιξία, και αντανακλαστικά, πιάστηκε από έναν βράχο σταματώντας την πτώση της.
Ο άντρας – κοκκινόδερμος, ψηλός κι αυτός, με μακριά, άσπρα μαλλιά, και γένι στο σαγόνι – προσπέρασε τη γυναίκα και συνέχισε να κουτρουβαλά στην πλαγιά. Το δεξί μπατζάκι του παντελονιού του ήταν βαμμένο κόκκινο: το πόδι του αιμορραγούσε.
«Τάμπριελ!» ούρλιαξε η γυναίκα, απλώνοντας το άλλο της χέρι, προσπαθώντας ν’αρπάξει τον αστράγαλό του–
–κι αποτυχαίνοντας.
Ο άντρας σταμάτησε να κουτρουβαλά χτυπώντας σ’έναν βράχο στο τέλος της πλαγιάς. Και μένοντας ακίνητος.
Η Ανταρλίδα στένεψε τα μάτια της, λαχανιασμένη, παρατηρώντας τον από εκεί όπου είχε πιαστεί. Δεν πρέπει νάναι νεκρός, σκέφτηκε. Κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα της πίσω, εκεί απ’όπου είχαν έρθει: στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο.
Το τρομαχτικό διαστασιακό φαινόμενο ορθωνόταν σαν παραπέτασμα, ξεκινώντας από τα ψηλότερα στρώματα του ουρανού και τελειώνοντας στη γη. Μια αλλοίωση της πραγματικότητας. Έκανε την υφή ετούτης της διάστασης (όποια κι αν ήταν – γιατί η Ανταρλίδα δεν είχε ιδέα πού βρίσκονταν τώρα, εκείνη κι ο Τάμπριελ’λι) να ζαρώνει σα να ήταν ύφασμα. Και ο κίνδυνος ήταν μεγάλος: η Ανταρλίδα γνώριζε ότι δεν έπρεπε κανείς να μένει για πολύ κοντά σ’έναν υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Μπορεί να μας ξαναρουφήξει. Νόμιζε πως αισθανόταν κάτι – κάποια ακατονόμαστη δύναμη – να την τραβά προς τα πίσω, όπως ο άνεμος. Το χορτάρι γύρω της μπορούσε να παρατηρήσει ότι είχε πάρει μια κλίση προς τον στρόβιλο. Οι πέτρες κυλούσαν προς αυτόν. Τα βουνά φαίνονταν να γέρνουν. Τα σύννεφα πλησίαζαν την αλλοίωση, μοιάζοντας ζωντανά.
Η Ανταρλίδα άφησε τον βράχο όπου κρατιόταν και κουτρουβάλησε στην πλαγιά, ελεγχόμενα όμως, όχι όπως πριν. Ήταν εκπαιδευμένη, εξάλλου, για κάτι τέτοια. Κάποτε ήταν μία από τις Μαύρες Δράκαινες της Συμπαντικής Παντοκράτειρας.
Χωρίς δυσκολία κατέληξε στο τέλος της πλαγιάς και δίπλα στον Τάμπριελ’λι, γονατισμένη στο ένα γόνατο. Με το δεξί χέρι τον ταρακούνησε από τον ώμο.
«Τάμπριελ! Πρέπει να φύγουμε από δω!»
Τα μάτια του άνοιξαν· βλεφάρισε αποπροσανατολισμένα. Ανασηκώθηκε, και μόρφασε τρίζοντας τα δόντια.
«Το πόδι μου…» μούγκρισε, κι έπιασε με τα δύο χέρια τον μηρό του που αιμορραγούσε.
«Σήκω,» του είπε η Ανταρλίδα. «Στηρίξου επάνω μου. Πρέπει να απομακρυνθούμε, και μετά θα κοιτάξω το τραύμα σου.»
Ο Τάμπριελ υπάκουσε, βάζοντας το χέρι του στους ώμους της· και μαζί έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, για ν’αφήσουν τον καταστροφικό στρόβιλο πίσω τους.
Σύντομα, βρίσκονταν κάτω από τις σκιές δέντρων. Ένα δάσος ξεκινούσε εδώ. Η Ανταρλίδα σταμάτησε να προχωρά, και ο Τάμπριελ σταμάτησε μαζί της. Τον βοήθησε να καθίσει στο έδαφος και ν’ακουμπήσει την πλάτη του σ’έναν κορμό.
Ένας γρήγορος αλλά δυνατός σεισμός έγινε. Κανένα δέντρο δεν έπεσε.
Για μερικές ανάσες, κι οι δυο τους περίμεναν, αφουγκραζόμενοι και κοιτάζοντας ολόγυρα. Είδαν κάποιες φευγαλέες σκιές πουλιών και ζώων· άκουσαν απόμακρα αλυχτήματα, τσυρίγματα, τιτιβίσματα, και άναρθρες φωνές.
«Δε φαίνεται να υπάρχει άνθρωπος εδώ…» έκρωξε ο Τάμπριελ, νιώθοντας τον λαιμό του ξεραμένο.
«Πού βρισκόμαστε;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Δεν ξέρω.»
Τα μάτια της γυάλισαν αγριοκοιτάζοντάς τον. «Εσύ μας έφερες εδώ! Αν και δε θα έπρεπε να μας είχες φέρει: δε θα έπρεπε να είχες ενεργοποιήσει τη συσκευή· οι δύο από τις μηχανές εστίασης είχαν καταστραφ–!»
«Τα πάντα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν,» τη διέκοψε εκείνος, ψυχρά. «Όπως τα είχα δει–»
Η Ανταρλίδα τον γρονθοκόπησε καταπρόσωπο, κάνοντας το κεφάλι του να γυρίσει στο πλάι καθώς ήταν καθισμένος με την πλάτη στον κορμό του δέντρου. Λίγο αίμα πετάχτηκε απ’τα χείλη του.
«Είχες δει κι εμένα να χάνομαι μαζί σου μέσα στον στρόβιλο;» του φώναξε.
Ο Τάμπριελ σκούπισε το αίμα απ’την άκρια του στόματός του. «Ναι.»
«Και πού είμαστε τώρα;» ρώτησε πάλι η Ανταρλίδα, εξοργισμένη.
«Θα το μάθουμε σύντομα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Δεν ξέρω ονόματα. Έχω δει μονάχα εικόνες… όπως πάντα. Εικόνες που μοιάζει να έρχονται από… κάπου. Σα ν’ανοίγω ένα συρτάρι και να τις τραβάω από εκεί. Φωτογραφίες.»
Η Ανταρλίδα κούνησε το κεφάλι αναστενάζοντας. Ο ερυθρόδερμος μάγος ίσως να ήταν τρελός! Τι ίσως; Σίγουρα ήταν.
Γονάτισε και στα δύο γόνατα και έσκισε το δεξί μπατζάκι του παντελονιού του Τάμπριελ, για να περιποιηθεί το τραύμα του.
«Δεν είναι πολύ άσχημο,» του είπε αφού το πασπάτεψε λίγο με τα χέρια της. «Ούτε βαθύ είναι. Αλλά δεν έχω μαζί μου κανένα φάρμακο για να το αποστειρώσω. Επομένως, θα πρέπει να το κάνουμε με τον παλιό, καλό τρόπο.» Τράβηξε το ξιφίδιο απ’τη ζώνη της. «Θα πονέσει.»
Ο Τάμπριελ δεν είπε τίποτα.
Η Ανταρλίδα σηκώθηκε όρθια, κοίταξε τα κλαδιά των δέντρων, διάλεξε ένα, το έκοψε, το καθάρισε με το ξιφίδιό της, και το έδωσε στον Τάμπριελ. «Δάγκωσέ το,» του είπε, κι εκείνος δεν έφερε αντίρρηση, βάζοντάς το ανάμεσα στα δόντια του.
Η Ανταρλίδα τράβηξε έναν ενεργειακό αναπτήρα από τη μπότα της και θέρμανε τη λεπίδα του ξιφιδίου. Ύστερα, γονατισμένη πάλι δίπλα στον Τάμπριελ, ακούμπησε τη λεπίδα πάνω στο τραύμα του.
Εκείνος μούγκρισε σαν θηρίο, και το ψηλό σώμα του τραντάχτηκε· ιδρώτας τον έλουσε. Η Ανταρλίδα απομάκρυνε το ξιφίδιο από την πληγή του και το κάρφωσε στο έδαφος. Χρησιμοποιώντας ένα κομμάτι ύφασμα από το παντελόνι του, του έδεσε το τραύμα, ενώ εκείνος είχε βγάλει το ξύλο από το στόμα του και η αναπνοή του ακουγόταν λαχανιασμένη μέσα στο δάσος.
Ένας σεισμός τράνταξε πάλι το μέρος.
«Εξαιτίας του στροβίλου είναι,» μουρμούρισε ο Τάμπριελ, καθώς η Ανταρλίδα είχε μόλις τελειώσει με το δέσιμο του τραύματός του. «Η διάσταση… διαμαρτύρεται, θα μπορούσες να πεις.»
Η Ανταρλίδα σηκώθηκε όρθια και, βγαίνοντας στις παρυφές του δάσους, κοίταξε τον ουρανό. Ήταν γαλανός, όπως και στις περισσότερες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος, και είχε έναν ήλιο που το χρώμα του ήταν κάτι ανάμεσα σε κίτρινο και πολύ ανοιχτό πράσινο. Φαινόταν να γέρνει προς τη Δύση. Η Ανταρλίδα δε θυμόταν ποτέ της να έχει ξαναδεί αυτό τον ήλιο. Σε ποια διάσταση βρισκόμαστε;
Τριγύρω μπορούσε ν’αγναντέψει χορταριασμένους λόφους και, πιο μακριά, ψηλά βουνά. Το μεγάλο δάσος ήταν πίσω της, εκεί όπου είχε αφήσει τον Τάμπριελ. Ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος, αρκετές εκατοντάδες μέτρα μπροστά της, έσχιζε τον χώρο σαν εξώκοσμη λεπίδα: και το τοπίο αλλοιωνόταν με αφύσικο τρόπο γύρω του.
Πού βρισκόμαστε;
Πουθενά δε μπορούσε να δει ανθρώπους, ούτε σημάδια από ανθρώπους. Οικοδομήματα ή οχήματα δεν υπήρχαν. Δε φαινόταν ούτε καν ο καπνός από τις καμινάδες κάποιου χωριού.
Είναι δυνατόν να είμαστε οι μόνοι άνθρωποι σε τούτο τον κόσμο;
Επέστρεψε κοντά στον Τάμπριελ’λι· κάθισε οκλαδόν επάνω στο χορτάρι. «Ίσως να είμαστε μόνοι μας.»
«Τι εννοείς;» τη ρώτησε.
«Ίσως να μην υπάρχουν άλλοι άνθρωποι εδώ. Και η διάσταση δε μου θυμίζει τίποτα απολύτως· δεν πρέπει να είναι κάποια όπου έχω ξαναπάει.»
«Δεν είμαστε μόνοι μας.»
Τα μάτια της στένεψαν. «Πώς το ξέρεις; Ή μάλλον, άσε, μη μου πεις· το έχεις ‘δει’.»
«Ακριβώς.»
«Έχεις δει και τι θα φάμε απόψε, μήπως; Γιατί νυχτώνει, και δεν έχουμε τίποτα φαγώσιμο επάνω μας.»
«Αυτό δεν το έχω δει. Είμαι βέβαιος, όμως, πως μια Μαύρη Δράκαινα ξέρει να κυνηγά.»
«Κι ένας μάγος του τάγματος των Δεσμοφυλάκων, ο οποίος επίσης τυχαίνει να είναι Φεηνάρκιος, δεν ξέρει;»
«Σε αντίθεση με τους περισσότερους συμπατριώτες μου,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, «δεν ανέπτυξα ποτέ και τόσες πολλές υπαίθριες ικανότητες, Ανταρλίδα.»
«Θα ήταν δύσκολο, τότε, να επιβιώσεις στη Φεηνάρκια. Γιατί σε διάλεξε η Παντοκράτειρα για σύζυγό της;»
«Ίσως επειδή ήμουν διαφορετικός,» είπε ο Τάμπριελ. «Αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, για τις μυστικιστικές μου γνώσεις. Είναι πιο σπάνιες από την ιχνηλασία και το κυνήγι.
»Όπως και νάχει, δεν είμαι ένας από τους συζύγους της πλέον. Έχω άλλα πράγματα να κάνω. Σημαντικότερα πράγματα. Και νομίζω…» Κοίταξε το έδαφος σα να έψαχνε να βρει εκεί κάτι που είχε χάσει. «Νομίζω ότι βρίσκομαι στην αρχή του σωστού μονοπατιού σε τούτο το μέρος. Ναι… έτσι νομίζω, Ανταρλίδα.»
Θεοί! σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Ελπίζω να ακούγεται μονάχα τρελός αλλά να μην είναι. Ή, τουλάχιστον, όχι τελείως. Γιατί, διαφορετικά, έχουμε μπλέξει πολύ άσχημα.
«Τι σημαντικότερα πράγματα;» τον ρώτησε. «Τι σχεδιάζεις;»
«Δεν ξέρω,» απάντησε ο Τάμπριελ. «Ακολουθώ εικόνες. Βάζω στη σωστή σειρά ένα τεράστιο ψηφιδωτό.»
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Με βλέπεις κι εμένα μέσα στο ψηφιδωτό σου;»
«Ναι.»
Υπέροχα…
Η Ανταρλίδα σηκώθηκε όρθια. «Θα προσπαθήσω να πιάσω βραδινό,» είπε. «Όπλο έχεις επάνω σου»· κοίταξε το πιστόλι που ήταν θηκαρωμένο στη μέση του· «χρησιμοποίησέ το αν χρειαστεί.»
Ο Τάμπριελ’λι κατένευσε, κι εκείνη έφυγε βγάζοντας το τουφέκι από την πλάτη της και γλιστρώντας μέσα στο αυξανόμενο σκοτάδι του δάσους.
*
Ένας πυροβολισμός μέσα στο απόβραδο.
Ο Τάμπριελ, καθισμένος στο έδαφος, με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό του δέντρου, δεν κινήθηκε από τη θέση του· ούτε ανησύχησε.
Η Μαύρη Δράκαινα βρήκε φαγητό.
Δε νόμιζε ότι θα χρειαζόταν να πυροβολήσει δεύτερη φορά.
*
Στον σκοτεινό ουρανό, ανάμεσα απ’τις φυλλωσιές των δέντρων, φαίνονταν δύο φεγγάρια, το ένα μαβί, το άλλο πράσινο.
Η Ανταρλίδα ξεπρόβαλε μέσα από τις νυχτερινές σκιές, τραβώντας πίσω της το σκοτωμένο θήραμά της: ένα ζαρκάδι.
Ο Τάμπριελ είχε ήδη ανάψει φωτιά. Μπορεί να μην είχε τόσες υπαίθριες ικανότητες όσες οι περισσότεροι άλλοι Φεηνάρκιοι, μα κάποια βασικά πράγματα ήξερε να τα κάνει.
Η Ανταρλίδα άφησε το ζαρκάδι κοντά στη φωτιά, κάθισε σε μια πέτρα, έβγαλε τις μπότες της, τράβηξε το ξιφίδιο απ’τη ζώνη της, κι άρχισε να γδέρνει το θήραμα.
«Δυσκολεύτηκες;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Όχι. Και υπάρχει και μια πηγή μισό χιλιόμετρο από εδώ, την οποία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να πιούμε νερό. Το δοκίμασα και μοιάζει καλό.»
«Κρίμα που δεν έχουμε φλασκιά για να γεμίσουμε.»
«Σύντομα,» είπε η Ανταρλίδα, γδέρνοντας το τρυφερό πετσί του ζαρκαδιού, «θα έχουμε.»
*
Όταν έψησαν το ζαρκάδι πάνω απ’τη φωτιά και έφαγαν το κρέας του, η Ανταρλίδα πήρε το κρανίο του και πήγε να το γεμίσει με νερό. Μετά από λίγο επέστρεψε, και ήπιαν, ενώ τα φλασκιά που είχε φτιάξει από το δέρμα του θηράματος στέγνωναν ακόμα δίπλα στις φλόγες.
Η ματιά του Τάμπριελ’λι έμεινε για λίγο στη φωτιά–
Πανύψηλα τείχη ορθώνονται. Γιγαντιαία. Γεμάτα σκαλίσματα τίγρεων. Στους πρόποδες ενός βουνού. Κι από κάτω τους, άνθρωποι, πεζοί και έφιπποι. Μια τοξωτή πύλη πάνω στα τείχη, ψηλή όσο τέσσερις άντρες, και ανοιχτή–
Η φωτιά, και γύρω της το σκοτεινό δάσος.
Ο Τάμπριελ’λι βλεφάρισε, και ήπιε άλλη μια γουλιά νερό.
«Καλύτερα να ξεκουραστούμε κι οι δύο απόψε,» είπε. «Θα υφάνω μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω μας· αν κάτι μάς ζυγώσει, θα το καταλάβω.»
«Εγώ,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα, «πάντοτε προτιμώ τα μάτια και τ’αφτιά μου.»
«Μην είσαι ανόητη. Θα χρειαστούμε όλες μας τις δυνάμεις αύριο. Είμαστε σε μια διάσταση άγνωστη σ’εμάς. Μάλλον ούτε για την Παντοκράτειρα δεν ξέρουν εδώ.»
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Αν δεν ξέρουν για την Παντοκράτειρα, τότε τούτο το μέρος πρέπει να βρίσκεται κάπου πέρα απ’το Γνωστό Σύμπαν…»
Ο Τάμπριελ ανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως. Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος μπορεί να σε πετάξει οπουδήποτε.»
Και άρθρωσε τα λόγια για τη Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως.
Το μυαλό του και οι αισθήσεις του του είπαν ότι η μαγγανεία λειτούργησε κανονικά. Θετικό σημάδι αυτό. Σήμαινε πως τουλάχιστον κάποιοι βασικοί νόμοι δεν διέφεραν εδώ, σε τούτη τη διάσταση, όποια κι αν ήταν.
Επίσης, όπως είχε φανεί, κανονικά λειτουργούσαν και τα πυροβόλα όπλα, αφού η Ανταρλίδα είχε σκοτώσει το ζαρκάδι με το τουφέκι της. Η παρούσα διάσταση, επομένως, δεν ήταν όπως η Αρβήντλια ή η Διάσταση του Φωτός όπου τα πυροβόλα όπλα δεν λειτουργούσαν καθόλου· αλλά ούτε πρέπει να ήταν και σαν τη Βίηλ όπου υπήρχε σοβαρός κίνδυνος έκρηξης όταν πυροβολούσες, κι έτσι τα πυροβόλα αποφεύγονταν πάση θυσία.
«Θα μάθουμε περισσότερα συν τω χρόνω…» μουρμούρισε ο Τάμπριελ κάτω απ’την ανάσα του καθώς κοίταζε τις φλόγες.
«Τι είπες;» ρώτησε η Ανταρλίδα, που ακόνιζε το ξιφίδιό της.
«Ότι αύριο αρχίζει για εμάς μια πολύ μεγάλη εξερεύνηση, Μαύρη Δράκαινα.»
Εκείνες τις πρώτες ημέρες ο Μεγάλος Προφήτης και η Συνοδός του ήταν μπερδεμένοι, αποπροσανατολισμένοι. Χαμένοι σ’έναν κόσμο πρωτόγνωρο γι’αυτούς. Είχαν έρθει από τη διάσταση που ονομάζεται Απολλώνια μέσω ενός υπερδιαστασιακού στροβίλου που ο Προφήτης είχε δημιουργήσει προκειμένου να δώσει τέλος σ’έναν πόλεμο. Ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος ήταν για εμάς «το Ρήγμα», γιατί τότε δεν γνωρίζαμε τι άλλο όνομα να του δώσουμε. Δεν είχαμε δει το Ατέρμονο Σύμπαν ακόμα. Ο Μεγάλος Προφήτης, που βλέπει τόσα πολλά, θα μας το έδειχνε αυτό. Θα μας ελευθέρωνε.
Στην αρχή, όμως, δεν ξέραμε ποιος ήταν ανάμεσά μας…
*
* * *
*
Τη νύχτα το κρύο ήταν έντονο, αλλά κατάφεραν να κοιμηθούν· και η Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως του Τάμπριελ δεν τον ειδοποίησε ότι κάτι τούς πλησίαζε.
«Ήμασταν τυχεροί,» είπε η Ανταρλίδα, όρθια μέσα στο διαπεραστικό ψύχος της αυγής. «Σίγουρα ένα σωρό θηρία περιφέρονται σε τούτα τα μέρη.»
Το μοναδικό πράγμα που τους είχε ξυπνήσει τρεις φορές ήταν οι σεισμοί. Η διάσταση εξακολουθούσε να διαμαρτύρεται για την απρόσμενη παρουσία του υπερδιαστασιακού στροβίλου. («Θα σταματήσει ποτέ αυτό,» είχε ρωτήσει η Ανταρλίδα τη δεύτερη φορά που ξύπνησαν, «ή θα συνεχίζεται για πάντα;» Και ο Τάμπριελ είχε απαντήσει: «Πιστεύω πως οι σεισμοί θα πάψουν ύστερα από κάποιο καιρό.»)
«Ναι…» μουρμούρισε ο Τάμπριελ καθώς έβγαιναν στις παρυφές του δάσους και κοίταζαν ολόγυρα.
«Προς τα πού θα πάμε τώρα;»
Ο Τάμπριελ ύψωσε το χέρι του, δείχνοντας. «Προς τα εκεί.»
«Γιατί;»
«Επειδή πρέπει να πάμε κάπου, Μαύρη Δράκαινα,» αποκρίθηκε, ξεκινώντας να βαδίζει.
«Δηλαδή δεν το έχεις δει;» ρώτησε η Ανταρλίδα, ακολουθώντας τον.
Ο Τάμπριελ δεν απάντησε. Ένας ψυχρός αέρας είχε σηκωθεί κάνοντας τα λευκά του μαλλιά να κυματίζουν πάνω απ’τους ώμους του. Από τη δεξιά μεριά κούτσαινε ελαφρώς, όμως μπορούσε να οδοιπορήσει.
«Περίμενε!» του είπε η Ανταρλίδα, κι εκείνος κοντοστάθηκε ατενίζοντάς την ερωτηματικά.
Η Μαύρη Δράκαινα ζύγωσε ένα από τα δέντρα στις παρυφές του δάσους, έκοψε ένα μακρύ κλαδί με το ξιφίδιό της, το καθάρισε, και του το έδωσε για μπαστούνι.
Ο Τάμπριελ το πήρε στο δεξί χέρι κι άρχισε πάλι να βαδίζει.
«Παρακαλώ…» είπε η Ανταρλίδα, μορφάζοντας.
«Ευχαριστώ,» είπε ο Τάμπριελ, ουδέτερα.
Και προχώρησαν προς μερικούς λόφους, αφήνοντας το δάσος πίσω τους. Όταν ανέβαιναν την πρώτη πλαγιά, σύννεφα φάνηκαν να συγκεντρώνονται στον ουρανό σχεδόν σαν να τα είχε προσελκύσει εδώ ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος. Μαύρα σύννεφα, που κάλυπταν τον ήλιο.
Μια αστραπή φώτισε απότομα το σκοτάδι· μια βροντή αντήχησε.
Βροχή ξεκίνησε.
Ο Τάμπριελ ρώτησε την Ανταρλίδα δίχως να στραφεί να την κοιτάξει: «Μπορείς κάπως να μας φτιάξεις κάπες;»
«Δεν είμαι υφάντρα,» απάντησε εκείνη ενώ το νερό της βροχής έκανε τα μακριά, ξανθά μαλλιά της να κολλάνε επάνω στις πλευρές του κατάλευκου προσώπου της. «Αλλά αν σκοτώσω κάποιο θηρίο που μπορώ να το γδάρω και να πάρω το τομάρι του, τότε ναι, ίσως καταφέρω να μας φτιάξω κάτι που μοιάζει με κάπες. Ελπίζω μόνο να μη σ’ενδιαφέρει η μόδα.»
Ο Τάμπριελ δεν γέλασε· σπάνια γελούσε: η Ανταρλίδα το ήξερε αυτό, το είχε ακούσει από τότε που κι οι δυο τους υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα, εκείνος ως ένας από τους συζύγους της (Πρίγκιπας Τάμπριελ) κι εκείνη ως μία από τις Μαύρες Δράκαινες.
Το νερό είχε ποτίσει τα ρούχα τους όταν τελικά έφτασαν στην κορυφή του μικρού λόφου, και είδαν κι άλλους λόφους μετά απ’αυτόν, καθώς και κάμποσα βαθουλώματα ανάμεσά τους.
«Πρέπει κάπου να καλυφτούμε,» είπε η Ανταρλίδα.
Ο Τάμπριελ δε διαφώνησε.
Κατέβηκαν τον λόφο και βρήκαν μια ρηχή σπηλιά στην πλαγιά ενός άλλου. Στο εσωτερικό της ήταν ένα πρασινόφτερο πουλί με πελώρια κίτρινα μάτια, το οποίο τους ατένιζε διαπεραστικά αλλά δεν έβγαλε την παραμικρή φωνή για να προσπαθήσει να τους διώξει.
Η Ανταρλίδα είπε, καθώς περίμεναν τη μπόρα να κοπάσει: «Δεν είμαι απ’τους ανθρώπους που γκρινιάζουν, το ξέρεις αυτό – καμία Μαύρη Δράκαινα δεν είναι – αλλά γιατί έμπλεξες εμένα σ’ετούτη την ιστορία; Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος για την παρουσία μου;»
«Δε σε έμπλεξα εγώ, Ανταρλίδα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, που είχε ήδη καθίσει στο έδαφος της σπηλιάς ενώ η Μαύρη Δράκαινα στεκόταν όρθια κοντά στο στόμιό της, έχοντάς του γυρισμένη την πλάτη. «Εσύ ήρθες να με βοηθήσεις όταν το όχημά μου χτυπήθηκε. Κι αν δεν με είχες βοηθήσει, η αλήθεια είναι πως μάλλον θα ήμουν νεκρός.»
«Μετά όμως σου είπα να μην ενεργοποιήσεις τη συσκευή. Οι δύο μηχανές εστίασης είχαν καταστραφεί, και υποτίθεται πως έπρεπε και οι τέσσερις να είναι λειτουργικές προκειμένου να δημιουργηθεί ο στρόβιλος.»
«Ο στρόβιλος δημιουργήθηκε: ακριβώς όπως τον είχα δει.»
«Δεν ξέρουμε όμως τι συνέβη στην Απολλώνια.» Η Ανταρλίδα στράφηκε να τον αντικρίσει πάνω απ’τον ώμο της. «Ίσως να τους σκότωσες όλους εκεί. Ίσως να σκότωσες ακόμα και τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο!»
Ο Τάμπριελ κούνησε το κεφάλι. «Δεν είναι νεκρός ο Ανδρόνικος. Έχει πολλά να κάνει ακόμα.»
«Το έχεις… δει.» Δεν ήταν ερώτηση.
Ο Τάμπριελ κατένευσε σιωπηλά.
Η Ανταρλίδα πήρε το βλέμμα της από τον ερυθρόδερμο μάγο και το έστρεψε πάλι έξω, στη βροχή. «Θες να πεις ότι ήρθα τυχαία μαζί σου;»
«Τίποτα δεν είναι τυχαίο, Ανταρλίδα.»
«Δεν το σχεδίασες, όμως.»
«Όχι, δεν το σχεδίασα.»
«Ποιος το σχεδίασε, τότε;»
«Κανένας,» είπε ο Τάμπριελ.
Και η Ανταρλίδα σκέφτηκε: Είναι τρελός.
Έβγαλε ένα τσιγάρο από τη στολή της και το άναψε, περιμένοντας την καταιγίδα να περάσει.
*
Το μεσημέρι πλησίαζε όταν η βροχή, τελικά, σταμάτησε. Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα είχαν φάει μερικά από τα ψημένα κομμάτια ζαρκαδιού που τους είχαν απομείνει από χτες βράδυ, και τώρα βγήκαν απ’τη σπηλιά. Ο ουρανός από πάνω τους ήταν πεντακάθαρος, και το χορτάρι των λόφων έμοιαζε πλυμένο.
Η Μαύρη Δράκαινα παρατήρησε κάτι που δεν το είχε παρατηρήσει τις προηγούμενες φορές: ένα… άστρο. Δεν μπορεί να ήταν τίποτ’άλλο. Ένα κατακόκκινο άστρο, στον βορειοδυτικό ορίζοντα. Ένα άστρο που οι μεγάλες ακτίνες του έμοιαζαν να είναι από ζωγραφιά σύμβολου, εμβλήματος, ή οικόσημου. Ύψωσε το χέρι της και το έδειξε.
«Τι είν’αυτό;»
Δεν άκουσε απάντηση από τον Τάμπριελ, και στράφηκε να τον κοιτάξει. Τα λευκά του φρύδια, παρατήρησε, ήταν σουφρωμένα πάνω από τα ψυχρά, γκρίζα μάτια του· το μέτωπό του ζαρωμένο.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε.
«Το έχω ‘δει’ αυτό το άστρο.»
«Είναι σημαντικό;»
«Νομίζω πως είναι.»
«Γιατί;»
«Μη ζητάς λεπτομέρειες,» της είπε. «Σύντομα θα μάθουμε.»
Και ανέβηκαν μια πλαγιά, νιώθοντας το χώμα υγρό κάτω από τα μποτοφορεμένα πόδια τους, να βουλιάζει και να τους δυσκολεύει στην οδοιπορία. Κρωξίματα πουλιών αντηχούσαν από μακριά.
Η Ανταρλίδα παρατήρησε ότι το δάσος όπου είχαν μπει πριν ήταν μεγαλύτερο απ’ό,τι φανταζόταν. Εκτεινόταν για πάρα πολλά χιλιόμετρα, και χανόταν μέσα σε ομίχλες.
Κοιτάζοντας πίσω της, είδε ότι το τοπίο γύρω από τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο είχε τώρα αλλοιωθεί αισθητά, πολύ περισσότερο από πριν. Η υφή της διάστασης είχε ζαρώσει. Η Ανταρλίδα ένιωσε τις τρίχες της να ορθώνονται προς στιγμή. Πήρε το βλέμμα της από εκεί και το έστρεψε εμπρός–
Καβαλάρηδες!
Ιππείς πλησίαζαν από ένα άνοιγμα των χαμηλών λόφων. Καμια πενηνταριά, επάνω σε ψηλά άλογα, τα περισσότερα καφετιά αλλά και ορισμένα μαύρα και λευκά. Ήταν ντυμένοι με δέρματα και μεταλλικά κομμάτια αρματωσιάς, όπως κράνη, περικνημίδες, περικάρπια, και θώρακες. Η Ανταρλίδα δεν μπορούσε να διακρίνει αν κανένας τους κουβαλούσε πυροβόλο όπλο· δεν το νόμιζε, όμως.
«Τους έχεις ‘δει’ αυτούς;» ρώτησε τον Τάμπριελ καθώς είχαν σταματήσει να βαδίζουν.
«Έχω δει κάποιους που μοιάζουν μ’αυτούς.»
«Είναι εχθρικοί;»
«Δεν είμαι βέβαιος.»
«Γιατί έρχονται εδώ; Για εμάς;»
«Δεν μπορείς να μαντέψεις;» είπε ο Τάμπριελ.
«…Για τον στρόβιλο.»
Ένευσε. «Έτσι υποθέτω κι εγώ. Μάλλον, φαίνεται από πολύ μακριά.»
«Πρέπει να μας έχουν δει, πάντως,» είπε η Ανταρλίδα. «Ορισμένοι μάς δείχνουν.» Έβγαλε το τουφέκι απ’την πλάτη της.
«Θα τα βάλεις μ’όλους αυτούς;»
«Δε θα με φτάσουν οι σφαίρες. Ακόμα κι αν δεν έχουν πυροβόλα όπλα, δεν μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε. Όμως αισθάνομαι καλύτερα μ’ένα όπλο στα χέρια.»
Κατέβηκαν τον λόφο χωρίς να προσπαθούν ν’αποφύγουν τους ερχόμενους καβαλάρηδες. Καθώς αυτοί πλησίαζαν, η Ανταρλίδα κι ο Τάμπριελ’λι τούς παρατηρούσαν, και διέκριναν ότι ο δερματικός χρωματισμός τους ήταν είτε άσπρος με απόχρωση του ροζ είτε κατάμαυρος σαν μελάνι.
Ύστερα, οι ιππείς βρίσκονταν κοντά τους: και σχημάτισαν ένα ημικύκλιο γύρω τους, υψώνοντας βαλλίστρες και τραβώντας ξίφη.
Δεν έχουν πυροβόλα όπλα, σκέφτηκε η Ανταρλίδα.
Ένας ανάμεσά τους, ο οποίος έμοιαζε για αρχηγός και είχε δέρμα λευκό-ροζ και καστανά μαλλιά, φώναξε κάτι σε μια γλώσσα που η Μαύρη Δράκαινα δεν καταλάβαινε.
«Τι λέει;» ρώτησε τον Τάμπριελ, έχοντας το τουφέκι της μισοϋψωμένο εμπρός της και κρατώντας το με τα δύο χέρια.
«Δεν ξέρω. Δεν έχω ξανακούσει αυτή τη γλώσσα.»
Ο άγνωστος καβαλάρης επανέλαβε τα λόγια του, κοιτάζοντας την Ανταρλίδα και τον Τάμπριελ’λι. Ήταν ντυμένος με δέρματα, και είχε επάνω του περικάρπια από κάποιου είδους μέταλλο που έκανε πρασινογάλαζες ανταύγειες καθώς το χτυπούσε το ηλιακό φως. Το κράνος του ήταν καμωμένο από το ίδιο μέταλλο. Ο μανδύας που έπεφτε στους ώμους του είχε μαύρο χρώμα με πράσινες λωρίδες· η αγκράφα που τον συγκρατούσε στο στέρνο του άντρα ήταν μεγάλη και απεικόνιζε το κεφάλι βρυχούμενης τίγρης. Τα μακριά, καστανά μαλλιά του πολεμιστή έβγαιναν από τις άκριες του κράνους του κι έπεφταν επάνω στον μανδύα. Είχε γένι στο σαγόνι, και μουστάκι. Τα μάτια του ήταν σκληρά και σταθερά.
«Δεν καταλαβαίνουμε τι λες,» του είπε ο Τάμπριελ. «Μιλάς τη Συμπαντική;»
Ο άντρας αποκρίθηκε, στην ίδια γλώσσα με πριν.
«Μάλλον δεν τη μιλά,» είπε η Ανταρλίδα.
Ο άντρας έδωσε τώρα κάποια διαταγή στους υπόλοιπους, κι αρκετοί απ’αυτούς κατέβηκαν απ’τα άλογά τους πλησιάζοντας τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα· ορισμένοι κρατούσαν βαλλίστρες υψωμένες, άλλοι είχαν σπαθιά στα χέρια.
Η Μαύρη Δράκαινα πυροβόλησε στον αέρα, για να δει την αντίδρασή τους.
Οι άγνωστοι τρόμαξαν· πετάχτηκαν πίσω, φωνάζοντας.
Μάλλον δεν έχουν ξαναδεί πυροβόλο όπλο, συμπέρανε η Ανταρλίδα, και πυροβόλησε πάλι, στον αέρα.
«Μακριά!» φώναξε. «Μείνετε μακριά!» πισωπατώντας συγχρόνως, και λέγοντας στον Τάμπριελ: «Έλα μαζί μου.»
«Όχι!» είπε εκείνος πιάνοντας το μπράτσο της. «Περίμενε! Δεν έχουμε πού άλλου να πάμε· και δεν είναι τυχαίο που είμαστε εδώ.»
Ο αρχηγός φώναζε διαταγές, δείχνοντας την Ανταρλίδα και τον Τάμπριελ: και οι άγνωστοι πολεμιστές άρχισαν πάλι να συγκεντρώνονται γύρω τους.
«Ρίξε το όπλο σου στο έδαφος,» της είπε ο Τάμπριελ.
«Το έχεις ‘δει’ αυτό; Είναι προφανές ότι θέλουν να μας αιχμαλωτίσουν!»
Ένα βέλος εκτοξεύτηκε, και η Ανταρλίδα έκανε ελαφρώς στο πλάι για να το αφήσει να περάσει από τ’αριστερά της.
Πολεμιστές πλησίαζαν από παντού.
Η Μαύρη Δράκαινα είδε ότι ο Τάμπριελ είχε δίκιο· δεν είχε νόημα να προσπαθήσουν να τους αντιμετωπίσουν. Έριξε το τουφέκι της στο έδαφος και ύψωσε τα χέρια. «Παραδινόμαστε,» είπε. «Δε θέλουμε το κακό σας. Δεν είμαστε εχθροί σας,» αν και ήξερε ότι δεν την καταλάβαιναν. Πώς είναι δυνατόν να μη γνωρίζουν τη Συμπαντική; Πού έχουμε βρεθεί;
Οι πολεμιστές, δίχως καθυστέρηση, τους περιτριγύρισαν, και κάποιος άρπαξε την Ανταρλίδα απ’το ένα χέρι ενώ ένας άλλος την έσπρωξε στην πλάτη ρίχνοντάς τη στα γόνατα. Ένας τρίτος πήρε το ξιφίδιο απ’τη ζώνη της· ένας τέταρτος σήκωσε το τουφέκι της από το έδαφος, κρατώντας το με μεγάλη προσοχή: τα χέρια του φαινόταν να τρέμουν.
Παραδίπλα, οι πολεμιστές είχαν παρομοίως σωριάσει τον Τάμπριελ και τον έψαχναν για όπλα. Τράβηξαν το πιστόλι απ’το θηκάρι στη ζώνη του.
Ο αρχηγός φώναξε ξανά κάποιες διαταγές. (Δεν μπορεί να ήταν τίποτ’άλλο από διαταγές, αν έκρινε κανείς από τον τόνο της φωνής του.)
Τώρα, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, είμαστε στο έλεος αυτών των αγρίων. Ελπίζω να είχες καλό λόγο που μου είπες να πετάξω το όπλο μου, Τάμπριελ’λι, γιατί θα προτιμούσα να πάρω κάμποσους από δαύτους μαζί μου προτού πεθάνω.
Όταν τους είχαν αρπάξει όλα τους τα όπλα, οι πολεμιστές παραμέρισαν από μπροστά τους, και ο αρχηγός παρουσιάστηκε ξανά, τώρα πεζός μ’ένα σπαθί στο χέρι. Εκεί όπου το μανίκι του όπλου συναντούσε τη λεπίδα, το κεφάλι μιας τίγρης γυάλιζε, ολόχρυσο, με σμαραγδένια μάτια.
Ο άντρας έκανε μια ερώτηση στην Ανταρλίδα.
«Δεν μιλάμε τη γλώσσα σου!» του είπε εκείνη τρίζοντας τα δόντια, καθώς ήταν ακόμα γονατισμένη: πράγμα που δεν της άρεσε – μια Μαύρη Δράκαινα, αν ήταν να πεθάνει, όφειλε να πεθάνει όρθια, στα πόδια της!
Ο άντρας επανέλαβε την ίδια ερώτηση στον Τάμπριελ.
Ούτε εκείνος τον κατάλαβε αλλά, δείχνοντας τον εαυτό του με τους αντίχειρες των χεριών του, είπε: «Τάμπριελ.» Και μετά, δείχνοντας την Ανταρλίδα: «Ανταρλίδα.»
Ο αρχηγός συνοφρυώθηκε, σκεπτικά. Έπειτα έδειξε κι εκείνος τον εαυτό του με το ελεύθερό του χέρι. «Ναρχάεζ!» είπε με κάποια περηφάνια.
Εντάξει, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, τώρα μάθαμε τουλάχιστον το όνομά σου.
Ο Ναρχάεζ έδωσε μια διαταγή στους πολεμιστές του, κι εκείνοι, τραβώντας την Ανταρλίδα και τον Τάμπριελ’λι, τους σήκωσαν όρθιους· έπειτα έβγαλαν σχοινί και τους έδεσαν τα χέρια.
«Τους έχουμε παραξενέψει,» της είπε ο Τάμπριελ, στωικά. «Ίσως, μάλιστα, να μην έχουν ξαναδεί κοκκινόδερμους ή λευκόδερμους ανθρώπους σ’ετούτη τη διάσταση· ίσως να έχουν όλοι τους ή δέρμα λευκό-ροζ ή κατάμαυρο.»
Η Ανταρλίδα έμεινε σιωπηλή.
Και μετά, οι πολεμιστές ανέβηκαν στα άλογά τους κι άρχισαν να τους τραβάνε μαζί τους, χωρίς να καλπάζουν, ώστε ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα να μπορούν άνετα να ακολουθήσουν.
Μας πηγαίνουν προς τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο, παρατήρησε η Μαύρη Δράκαινα. Και, αναμφίβολα, δεν έχουν ιδέα τι είναι.
Ο Μεγάλος Προφήτης ήταν κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας, η οποία διεκδικεί για τον εαυτό της ολόκληρο το Γνωστό Σύμπαν. Δεν ήταν ο μοναδικός της σύζυγος, ασφαλώς, γιατί η Παντοκράτειρα παίρνει συζύγους από διάφορες διαστάσεις προκειμένου να επικυρώσει την εξουσία της. Όταν όμως παντρεύτηκε τον Μεγάλο Προφήτη εκείνος δεν είχε ακόμα το χάρισμα της Ενόρασης· όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, δεν ήταν παρά ένας απλός μάγος από τη διάσταση που ονομάζεται Φεηνάρκια: ένας μάγος του τάγματος των Δεσμοφυλάκων, οι οποίοι γνωρίζουν την τέχνη να φυλακίζουν θεούς και δαίμονες μέσα σε ειδικά διαμορφωμένα αντικείμενα και να χρησιμοποιούν τα πνεύματά τους για τους δικούς τους σκοπούς. Αργότερα ήταν που ο Μεγάλος Προφήτης απέκτησε την ικανότητα να βλέπει μέσα από τις ομίχλες του χρόνου· αργότερα ήταν που το Ατέρμονο Σύμπαν αποφάσισε να φωτίσει το νου του με εικόνες σαν από αντανακλάσεις σε καθρέφτη. Κι όταν αυτό συνέβη, βρισκόταν στο Πορφυρό Κενό, σ’ένα παράξενο, μακρινό ταξίδι, όπου είδε πράγματα για τα οποία δεν επιθυμεί να μιλήσει. Υποπτεύομαι, όμως, πως ξέρει ότι εμείς δε θα μπορούσαμε ποτέ να τα κατανοήσουμε, διότι το Ατέρμονο Σύμπαν δεν έχει αγγίξει τον νου μας όπως έχει αγγίξει τον δικό του.
*
* * *
*
Ένα σεισμικό κύμα τράνταξε τη γη καθώς τους πήγαιναν προς τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο, και τα άλογα των καβαλάρηδων χρεμέτισαν αναστατωμένα.
Ανάμεσα από τους λόφους η υφή της διάστασης, από τα ψηλότερα σημεία του ουρανού μέχρι τη γη (και μέχρι πιο κάτω από τη γη, όπως γνώριζε πολύ καλά ο Τάμπριελ), φαινόταν να αλλοιώνεται, να ζαρώνει· κι ακόμα κι από εδώ όπου τώρα βρισκόταν η ομάδα των καβαλάρηδων, μπορούσε κανείς να νιώσει την απόκοσμη έλξη να τον τραβά σαν ρουφήχτρα σε θάλασσα ή ποταμό.
«Όχι!» φώναξε ο Τάμπριελ’λι. «Μην πλησιάζετε άλλο! Μην πλησιάζετε! Θα χαθείτε όλοι!»
Ο Ναρχάεζ στράφηκε να τον κοιτάξει, μην έχοντας προφανώς καταλάβει τίποτα από τα λόγια του.
Ο Τάμπριελ τράβηξε με δύναμη τα σχοινιά που έδεναν τα χέρια του: τα τράβηξε προς την αντίθετη μεριά απ’αυτήν όπου βρισκόταν ο στρόβιλος. «Πρέπει να φύγετε!» είπε. «Δε βλέπεις, Ναρχάεζ;» Έδειξε τον στρόβιλο. «Θα χαθείτε εκεί! Είναι επικίνδυνο!» Τράβηξε πάλι τα σχοινιά, προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ο Ναρχάεζ έκανε νόημα στους ιππείς του να σταματήσουν. Πήρε το ένα χέρι του από τα ηνία του αλόγου του και έδειξε κι αυτός τον στρόβιλο πίσω από τους λόφους. Είπε κάτι στον Τάμπριελ το οποίο εκείνος δεν κατάλαβε, αλλά υπέθεσε ότι πρέπει να ήταν Ξέρεις τι είναι αυτό; ή Είναι επικίνδυνο; ή κάτι παρόμοιο.
«Κίνδυνος!» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Κίνδυνος!» Και ξανατράβηξε τα σχοινιά του προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ο Ναρχάεζ φάνηκε σκεπτικός. «Κίνδυνος;» είπε αργά, προφέροντας με δυσκολία τη λέξη που, αναμφίβολα, δεν ήξερε τι ακριβώς σήμαινε.
Ο Τάμπριελ κατένευσε. «Κίνδυνος.» Και μετά κούνησε το κεφάλι πέρα-δώθε, κι έδειξε τον στρόβιλο. «Δεν πλησιάζεις εκεί, Ναρχάεζ. Κίνδυνος.» Έδειξε πάλι, αλλά τώρα προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Πρέπει να φύγουμε.»
Ο Ναρχάεζ εξακολουθούσε να τον κοιτάζει σκεπτικά. Ένας άλλος καβαλάρης πλησίασε τον αρχηγό και του μίλησε· εκείνος ένευσε. Και έδωσε, φωναχτά, μια διαταγή.
Οι καβαλάρηδες στράφηκαν απ’την άλλη κι άρχισαν ν’απομακρύνονται απ’τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο.
Η Ανταρλίδα έριξε στον Τάμπριελ ένα βλέμμα που έλεγε: Ευτυχώς κατάφερες να τους αλλάξεις γνώμη.
Εκείνου η όψη έμεινε ανέκφραστη.
*
Όταν βγήκαν από τους λοφότοπους, οι καβαλάρηδες τούς ανέβασαν επάνω σε άλογα για να μπορούν να ταξιδέψουν πιο γρήγορα. Εξακολουθούσαν, βέβαια, να τους έχουν τα χέρια δεμένα, και δεν ήταν μόνοι τους επάνω στα άλογα: ήταν μαζί μ’έναν άλλο ιππέα. Η Ανταρλίδα αντιλαμβανόταν ότι αν ήθελε μπορούσε ν’αρπάξει το ξιφίδιο του καβαλάρη εμπρός της, να τον σκοτώσει καρφώνοντάς τον στο διάφραγμα, και να κόψει τα δεσμά της. Δεν το έκανε όμως, επειδή ούτε εκείνη ούτε ο Τάμπριελ δεν είχαν ιδέα πού βρίσκονταν, κι ετούτοι οι άνθρωποι, όποιοι κι αν ήταν, πιθανώς τελικά να μπορούσαν να τους βοηθήσουν.
Το μεσημέρι σταμάτησαν και έστησαν έναν πρόχειρο καταυλισμό. Με διαταγή του Ναρχάεζ, τα σχοινιά λύθηκαν από τα χέρια του Τάμπριελ και της Ανταρλίδας· και ο αρχηγός των καβαλάρηδων έκανε νόημα στους δύο εξωδιαστασιακούς να καθίσουν μαζί του έξω απ’τη σκηνή του. Εκτός από εκείνους ήταν κι άλλοι δύο ήδη καθισμένοι εκεί: ένας άντρας με λευκό-ροζ δέρμα και μαύρα, μακριά μαλλιά, κι ένας με δέρμα κατάμαυρο και μαλλιά πράσινα, σγουρά, και κοντά· στα μάγουλα, και μόνο στα μάγουλα, είχε πυκνό μούσι· και τα μάτια του γυάλιζαν μ’ένα μαβί χρώμα που θύμιζε το χρώμα του ενός απ’τα δύο φεγγάρια ετούτης της διάστασης.
Ο Ναρχάεζ έκανε ένα νόημα στην Ανταρλίδα και στον Τάμπριελ το οποίο έλεγε φανερά ότι μπορούσαν να φάνε και να πιουν ό,τι ήθελαν απ’όσα βρίσκονταν απλωμένα ανάμεσά τους επάνω στο λευκό ύφασμα. Εκείνοι δε δίστασαν να πάρουν κρέας και ψωμί, ούτε να γεμίσουν τα κύπελλα που βρίσκονταν κοντά τους μ’ένα ποτό που δεν μπορεί παρά να ήταν κρασί – και, μάλιστα, διαπίστωσαν πως ήταν πολύ καλό στη γεύση.
Ο Ναρχάεζ σύστησε τους άλλους δύο: τον λευκόδερμο τον έλεγαν Ερβάδαζ, τον μαυρόδερμο Χάλρεοκ.
Ο Τάμπριελ σύστησε πάλι τον εαυτό του και την Ανταρλίδα, και ο Ναρχάεζ έγνεψε καταφατικά σα να μην είχε ξεχάσει τα ονόματά τους.
Θετικό σημάδι αυτό, έκρινε ο Τάμπριελ. Αφού δεν έχει ξεχάσει τα ονόματά μας, δεν πρέπει να θέλει το κακό μας. Και ήπιε μια γουλιά από το κρασί.
Κατά τη διάρκεια του μεσημεριού, ο Ναρχάεζ προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί τους αλλά οι προσπάθειές του δεν απέδωσαν. Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε ο άλλος· οι γλώσσες τους δεν είχαν καμία απολύτως συνάφεια. Ο Χάλρεοκ, επομένως, πρέπει να αποφάσισε ότι ίσως ήταν συνετό ν’αρχίσει από τα βασικά: κρατώντας διάφορα αντικείμενα στα χέρια του – ένα κύπελλο, ένα κομμάτι κρέας, ένα ξιφίδιο, ένα κράνος – άρχισε να λέει τα ονόματά τους.
Προσπαθεί να μας μάθει τη γλώσσα τους, σκέφτηκε η Ανταρλίδα.
Σε κάποια στιγμή, ο Χάλρεοκ άγγιξε το μαύρο μέτωπό του και είπε μια λέξη· μετά άγγιξε το μέτωπο του Ναρχάεζ και είπε μια άλλη λέξη· και μετά άγγιξε τα μέτωπα της Ανταρλίδας και του Τάμπριελ προφέροντας πάλι άλλες λέξεις. Τέλος, έκανε μια ερώτηση καθώς και ερωτηματικές χειρονομίες.
«Μάλλον,» είπε η Ανταρλίδα στον Τάμπριελ, «θέλει να μάθει γιατί έχουμε τον δερματικό χρωματισμό που έχουμε.»
Εκείνος ένευσε. «Πώς, όμως, να του πούμε ότι δεν είμαστε από αυτή τη διάσταση;»
Η Ανταρλίδα δεν είχε απάντηση να δώσει σ’αυτό. Σίγουρα, οι λέξεις που τους είχε μάθει ο Χάλρεοκ δεν επαρκούσαν για να αποδώσουν ένα τόσο πολύπλοκο νόημα.
Ο Τάμπριελ είπε ξιφίδιο και άπλωσε το χέρι του.
Ο Ναρχάεζ, δίχως να διστάσει, τράβηξε το ξιφίδιό του και του το έδωσε με τη λαβή μπροστά. Εκείνος το πήρε και, χρησιμοποιώντας τη λεπίδα του, διέγραψε στο χώμα μια ευθεία γραμμή. Μετά ζωγράφισε από πάνω της μια σφαίρα που ακτινοβολούσε – έναν ήλιο, για να δείξει πού ήταν ο ουρανός – και στη συνέχεια σχημάτισε τεθλασμένες, αλληλοτεμνόμενες γραμμές που ξεκινούσαν από ψηλά στον ουρανό και έφταναν ώς τη γη και κάτω από τη γη – ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος. Έπειτα, έδειξε τον εαυτό του και την Ανταρλίδα, και σχημάτισε μια καμπύλη μ’ένα βέλος, από τον στρόβιλο προς τη γη.
Ο Ναρχάεζ, ο Ερβάδαζ, και ο Χάλρεοκ μίλησαν για λίγο αναμεταξύ τους.
Ο Τάμπριελ επέστρεψε το ξιφίδιο στον πρώτο κι εκείνος το θηκάρωσε.
*
Το απόγευμα αντίκρισαν μια περιτειχισμένη πόλη. Τα τείχη της ήταν ψηλά και πέτρινα, και ήταν χτισμένη σε μια πεδιάδα κάτω από τα βουνά που ορθώνονταν στα βόρεια.
Ο Ναρχάεζ έκανε νόημα στους ιππείς του να σταματήσουν και, δείχνοντας την πόλη, είπε στον Τάμπριελ: «Άλρεχ. Άλρεχ.»
Το όνομά της, μάλλον, σκέφτηκε εκείνος νεύοντας. Όπως και πριν, ήταν επάνω σ’ένα άλογο μαζί μ’έναν άλλο καβαλάρη, και τα χέρια του ήταν δεμένα – ακόμα δεν τους εμπιστεύονταν αρκετά για να τους αφήσουν λυτούς.
Ο Ναρχάεζ φώναξε κάτι – την ίδια λέξη που φώναζε πάντα όταν ήθελε να ξεκινήσουν – και οι ιππείς άρχισαν να καλπάζουν προς την πόλη.
Η Ανταρλίδα, που κι εκείνη ήταν καθισμένη σε άλογο και δεμένη όπως ο Τάμπριελ’λι, έστρεψε το κεφάλι της πίσω και κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της προς τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο.
Ακόμα φαίνεται, παρατήρησε. Έχουμε ταξιδέψει τόσα χιλιόμετρα κι ακόμα φαίνεται. Σα να μην έχουμε απομακρυνθεί παρά μερικές εκατοντάδες μέτρα. Το έκαναν πάντοτε αυτό οι υπερδιαστασιακοί στρόβιλοι; Η Ανταρλίδα δεν το είχε ξανακούσει. Ετούτος εδώ, πάντως, έμοιαζε νάναι σαν τον ήλιο, τα φεγγάρια, και τ’αστέρια, που όπου κι αν είσαι μπορείς να τα δεις.
Όπου κι αν είσαι; Φαινόταν, άραγε, από οποιοδήποτε σημείο αυτής της διάστασης;
Θα το ανακαλύψουμε.
Καθώς πλησίαζαν την πόλη, ένας ισχυρός σεισμός τράνταξε το έδαφος. Τα άλογα της ομάδας του Ναρχάεζ χρεμέτισαν, και πολλά σηκώθηκαν στα πισινά τους πόδια. Ένας καβαλάρης κραύγασε, πέφτοντας· κι άλλος ένας. Κι ένας ακόμα.
Ο βρόντος που ερχόταν από τα βάθη της γης ήταν πολύ δυνατός.
Η Ανταρλίδα είδε, με τις άκριες των ματιών της, το έδαφος να σκίζεται. Στράφηκε για να κοιτάξει καλύτερα–
Ένα ρήγμα άνοιγε.
Μια τάφρος.
Καταπίνοντας χώμα και πέτρες και χόρτα.
Το άλογο που μετέφερε την Ανταρλίδα και τον συνοδό της χλιμίντριζε τρομαγμένα, και σηκώθηκε στα πίσω πόδια του· άρχισε να χοροπηδά. Ο ιππέας προσπάθησε να το συγκρατήσει, τραβώντας βίαια τα ηνία.
«Όχι!» είπε η Ανταρλίδα. «Όχι έτσι· το πανικοβάλλεις χειρότερα!» Γιατί ήταν Μαύρη Δράκαινα, και οι Μαύρες Δράκαινες δεν υστερούσαν σε γνώσεις ιππασίας.
Ο ιππέας, όμως, δεν καταλάβαινε τι του έλεγε, κι ακόμα κι αν καταλάβαινε αμφίβολο ήταν ότι θα μπορούσε να ελέγξει το άλογό του.
Το ζώο, αφηνιασμένο, τους πέταξε και τους δύο από πάνω του, στη γη που τρανταζόταν.
Η Ανταρλίδα, λυγίζοντας τον κορμό και τα γόνατά της, κύλησε για να μη βγάλει κανέναν ώμο έτσι όπως ήταν δεμένη. Μετά, σχεδόν αμέσως, σηκώθηκε στο ένα γόνατο, κοιτάζοντας τριγύρω.
Η έφιππη ομάδα ήταν άνω-κάτω: άλλοι εξακολουθούσαν να βρίσκονται πάνω στις σέλες τους, άλλοι είχαν πέσει· ορισμένα άλογα είχαν φύγει τρέχοντας, και φαίνονταν ν’απομακρύνονται προς τυχαίες κατευθύνσεις. Ο ιππέας που φυλούσε τον Τάμπριελ δεν είχε πέσει· κρατούσε το ζώο του υπό τον έλεγχο του. Ο Ναρχάεζ, επίσης, είχε καταφέρει να παραμείνει στη σέλα του.
Ο σεισμός σταμάτησε.
*
Πέρασαν την πύλη της Άλρεχ σαν παραζαλισμένοι, άλλοι έφιπποι άλλοι όχι. Η Ανταρλίδα ήταν από αυτούς που βάδιζαν, με τα χέρια της ακόμα δεμένα.
Οι δρόμοι της πόλης ήταν λιθόστρωτοι. Τα περισσότερα οικοδομήματα δεν ήταν ψηλά – είχαν το πολύ τρεις ορόφους – και κάμποσα τώρα είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές από τον σεισμό: τζάμια είχαν σπάσει, πόρτες είχαν βγει απ’τη θέση τους, τρύπες είχαν γίνει επάνω σε τοίχους και οροφές. Οι κάτοικοι ήταν ανάστατοι, και η τοπική φρουρά έτρεχε από δω κι από κει για να προσφέρει βοήθεια.
Η Ανταρλίδα παρατήρησε ότι οι άνθρωποι αυτού του μέρους δεν πρέπει να είχαν καμία μορφή εξελιγμένης τεχνολογίας. Ενεργειακά οχήματα δεν έβλεπε πουθενά, καθώς διέσχιζε τους στενούς δρόμους μαζί με τους καβαλάρηδες του Ναρχάεζ· ούτε φαινόταν να έχουν αναπτύξει κάποιο είδος τηλεπικοινωνίας: κανένας από τους φρουρούς δεν κρατούσε τηλεπικοινωνιακό πομπό ή παρόμοιο όργανο.
Αναρωτιέμαι, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, αν έχουν μάγους εδώ… Αν έχουν, σίγουρα θα είναι τελείως διαφορετικοί από αυτούς που ξέρουμε εμείς. Τα μαγικά τάγματα του Γνωστού Σύμπαντος δεν πρέπει να είχαν καμία επιρροή σε τούτη τη διάσταση. Μα τους θεούς, αυτό το μέρος μοιάζει τελείως αποκομμένο. Απομονωμένο.
Πού έχουμε βρεθεί;
Θα μπορέσουμε ποτέ να επιστρέψουμε;
Ο Κάρτωλακ να σε φάει, Τάμπριελ’λι! γιατί μ’έφερες εδώ; Γιατί πάτησες εκείνο το καταραμένο κουμπί; Οι δύο από τις τέσσερις μηχανές εστίασης είχαν καταστραφεί!
Αναστέναξε. Τι νόημα είχε να επικαλείται τον Κάρτωλακ, έναν θεό της Σεργήλης, εδώ; Αυτή η διάσταση μοιάζει τόσο μακριά από το υπόλοιπο σύμπαν που καμία προσευχή ή επίκληση δεν μπορεί να εισακουστεί.
Διασχίζοντας τους ανάστατους δρόμους της Άλρεχ, έφτασαν σ’ένα οικοδόμημα που δεν μπορεί παρά να ήταν μέγαρο, και δεν μπορεί παρά εδώ να έμενε ο άρχοντας της περιοχής. Ο Ναρχάεζ κατέβηκε απ’το άλογό του και μίλησε με τους φρουρούς, οι οποίοι άνοιξαν τη διπλή, καγκελωτή πύλη του κήπου για να τους υποδεχτούν. Τα άλογά τους τα πήραν ιπποκόμοι, και γύρω απ’την Ανταρλίδα και τον Τάμπριελ’λι συγκεντρώθηκαν στρατιώτες της πόλης. Ο Ναρχάεζ συζήτησε για λίγο με μία απ’αυτούς η οποία φαινόταν για διοικήτριά τους: μια εύσωμη, ξανθιά γυναίκα με δέρμα λευκό-ροζ. Μετά, στράφηκε στην Ανταρλίδα και τον Τάμπριελ και, χαμογελώντας, τους είπε μερικά λόγια που έμοιαζαν καθησυχαστικά.
Γιατί θέλει να μας καθησυχάσει; αναρωτήθηκε η Μαύρη Δράκαινα. Τι θα συμβεί;
Οι φρουροί που περιτριγύριζαν εκείνη και τον Τάμπριελ τούς τράβηξαν από τα σχοινιά τους και τους απομάκρυναν από τους υπόλοιπους. Τους οδήγησαν επάνω σ’ένα λιθόστρωτο μονοπάτι του κήπου και, τελικά, μπροστά σε μια ανοιχτή πόρτα όπου ξεκινούσαν πέτρινα σκαλοπάτια τα οποία κατέβαιναν. Τους έσπρωξαν για να μπουν, και κατέληξαν σ’ένα μέρος που φωτιζόταν από δαυλούς και ήταν υγρό και γεμάτο σκιές.
Μπουντρούμι.
Οι φρουροί που βρίσκονταν εδώ τούς κοίταζαν με περιέργεια· μάλλον δεν είχαν ξαναδεί ανθρώπους με τον δικό τους δερματικό χρωματισμό. Οι όψεις τους δεν ήταν φιλικές.
Οδήγησαν τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα σ’ένα πέτρινο κελί, έλυσαν τα χέρια τους, έκλεισαν την καγκελωτή πόρτα, και τους άφησαν εκεί.
Εκείνοι κάθισαν επάνω σε κάτι άχυρα που υπήρχαν στο βάθος.
Μετά από λίγο, η Ανταρλίδα ρώτησε: «Πώς είναι το πόδι σου;»
«Πονάει, αλλά θα ζήσω.»
Μια παύση, ύστερα: «Έχεις ‘δει’ πότε θα μας βγάλουν από δω;»
«Όχι.»
«Αυτοί οι άνθρωποι δεν πρέπει νάχουν καμία επαφή με το υπόλοιπο σύμπαν, Τάμπριελ,» είπε η Ανταρλίδα. «Δεν έχουν ούτε πυροβόλα όπλα, ούτε ενεργειακά οχήματα, ούτε καμία μορφή τηλεπικοινωνίας. Τουλάχιστον δεν έχουμε δει τίποτα από αυτά ακόμα. Και δε νομίζω πως οφείλεται στο γεγονός ότι οι γνωστές τεχνολογίες δεν λειτουργούν σε τούτη τη διάσταση· τα όπλα μας διαπιστώσαμε ότι λειτουργούσαν.»
«Απομονωμένη διάσταση…» είπε κουρασμένα ο Τάμπριελ, γλείφοντας τα χείλη του που είχαν ξεραθεί.
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε στρεφόμενη να τον κοιτάξει. «Τι πράγμα;»
«Έτσι ονομάζονται οι διαστάσεις που δεν έχουν καμία δίοδο προς άλλη διάσταση. Φυσικά, είναι θεωρητικές· γιατί πώς ξέρεις ότι υπάρχουν αν δεν μπορείς να πας σ’αυτές;»
«Η δική μας περίπτωση δεν είναι θεωρητική!»
«Ναι, κατά πάσα πιθανότητα είμαστε σε μια απομονωμένη διάσταση. Οι άνθρωποι εδώ δεν πρέπει να έχουν ιδέα για το υπόλοιπο σύμπαν· πρέπει να νομίζουν ότι είναι μόνοι τους, ότι μόνο ο δικός τους κόσμος υπάρχει.»
«Και τώρα άνοιξε ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος εδώ…» μουρμούρισε η Ανταρλίδα.
«Ναι. Φαντάζεσαι πόσο θα τους έχει παραξενέψει το φαινόμενο;»
«Τον καθένα θα είχε παραξενέψει· δεν είναι κάτι που βλέπεις κάθε μέρα, όπου κι αν είσαι.»
Βήματα ακούστηκαν να έρχονται από τον διάδρομο· μια πολεμίστρια παρουσιάστηκε, ντυμένη όπως τους υπόλοιπους φρουρούς και βαστώντας έναν δίσκο στα χέρια. Ένας άλλος φρουρός την ακολουθούσε, ο οποίος, τραβώντας μια αρμαθιά κλειδιά από τη ζώνη του, ξεκλείδωσε το κελί και την άφησε να μπει. Η γυναίκα ακούμπησε τον δίσκο κοντά στον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα και έφυγε. Ο άντρας κλείδωσε πάλι, και χάθηκαν κι οι δυο τους μέσα στις σκιές του υπόγειου διαδρόμου.
Επάνω στον δίσκο ήταν αρκετό φαγητό, καθώς και μια καράφα με νερό και δύο κύπελλα. Η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ’λι δεν δίστασαν να φάνε.
Στην αρχή, δεν ξέραμε πώς να τους φερθούμε. Ήταν τελείως άγνωστοι για εμάς. Δεν είχαμε ξαναδεί κανέναν σαν αυτούς. Και ήταν κατανοητό, θέλω να πιστεύω, να τους φοβόμαστε λίγο. Εξάλλου, τότε δεν γνωρίζαμε ακόμα την απίστευτη πολυπλοκότητα του Ατέρμονου Σύμπαντος.
Ωστόσο κάποιοι ανάμεσά μας είχαν το θάρρος να τους δείξουν εμπιστοσύνη, και να τους οδηγήσουν εκεί όπου και εμείς θα μπορούσαμε να μάθουμε περισσότερα για αυτούς αλλά και εκείνοι να μάθουν περισσότερα για εμάς…
Η γνώση διώχνει τον φόβο.
*
* * *
*
Κοιμήθηκαν επάνω στα άχυρα του κελιού, και μετά από ώρες κάποιος ήρθε να τους ξυπνήσει. Ένας φρουρός, ο οποίος άνοιξε την καγκελωτή πόρτα και τους έκανε νόημα να βγουν. Από το στενό παράθυρο του κελιού τους φαινόταν ότι ήταν πρωί· είχε ξημερώσει.
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα διέσχισαν γι’ακόμα μια φορά τα υγρά υπόγεια και, ανεβαίνοντας την πέτρινη σκάλα, βρέθηκαν στον κήπο. Μερικοί στρατιώτες τούς περίμεναν εκεί, και τους οδήγησαν σ’ένα μέρος ανάμεσα στα δέντρα όπου ένα ξύλινο τραπέζι ήταν στημένο καθώς και κάποιες καρέκλες. Επάνω στο τραπέζι υπήρχαν ελαφριά φαγητά, νερό, και τσάι. Σε μια από τις καρέκλες καθόταν ο Ναρχάεζ, και σ’άλλες δύο, ο Ερβάδαζ και ο Χάλρεοκ.
Ο Ναρχάεζ έκανε νόημα στον Τάμπριελ και στην Ανταρλίδα να καθίσουν, μιλώντας συγχρόνως: λέγοντας πράγματα που εκείνοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Το χέρι του όμως έδειχνε τα φαγητά, έτσι ήταν προφανές ότι τους προσκαλούσε να φάνε.
Κάθισαν σε αντικριστές καρέκλες, και ένας υπηρέτης, που ξεπρόβαλε ξαφνικά από τις σκιές του κήπου, γέμισε τα κύπελλά τους με τσάι και νερό, και έβαλε φαγητό στα πιάτα τους.
Πρώτα, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, μας πετάνε στα μπουντρούμια· μετά, μας περιποιούνται σαν να ήμασταν καλεσμένοι τους… Κι άρχισε να τρώει.
Ο Τάμπριελ άρχισε επίσης να τρώει, ενώ αναρωτιόταν σε ποιον ανήκε αυτό το μέγαρο όπου βρίσκονταν. Αναμφίβολα, πρέπει να ήταν ο άρχοντας της Άλρεχ, αλλά γιατί δεν είχε έρθει να τους δει; Δεν τους εμπιστευόταν; Θεωρούσε ότι ίσως να ήταν κάποιου είδους κατάσκοποι, σταλμένοι από τους εχθρούς της περιοχής του;
Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τόσο περίπλοκες ερωτήσεις στον Ναρχάεζ· όχι, τουλάχιστον, μέχρι να μάθουμε καλύτερα τη γλώσσα που χρησιμοποιούν σε τούτη τη διάσταση.
Όταν τελείωσαν το πρωινό τους (το οποίο περιλάμβανε, κατά κύριο λόγο, φαγητά που κι οι δυο τους γνώριζαν – φαγητά που υπήρχαν και στο Γνωστό Σύμπαν – αλλά και κάποια που τους ήταν τελείως άγνωστα – καρπούς και πολτούς που δεν είχαν ξαναδεί) ο Ναρχάεζ τούς έκανε νόημα να σηκωθούν και ν’ακολουθήσουν εκείνον και τους συντρόφους του. Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα υπάκουσαν – τι άλλη επιλογή είχαν;
Προχώρησαν για λίγο μέσα στον κήπο του μεγάρου και συνάντησαν τους υπόλοιπους καβαλάρηδες του Ναρχάεζ κοντά στα άλογά τους. Ο στάβλος ήταν παραδίπλα, παρατήρησαν, μισοκρυμμένος πίσω από τις φυλλωσιές των δέντρων και τους θάμνους. Ο Ερβάδαζ έπιασε δύο άλογα από τα χαλινάρια και, τραβώντας τα, τα έφερε πλάι στους δύο εξωδιαστασιακούς. Τους έκανε μια ερώτηση, ακουμπώντας τα χέρια του πάνω στις σέλες.
Η Ανταρλίδα κοίταξε τον Τάμπριελ. «Μας ρωτά αν ξέρουμε ιππασία;»
«Κι εγώ έτσι νομίζω,» αποκρίθηκε εκείνος.
Ο Ναρχάεζ τούς έκανε νόημα ν’ανεβούν στα άλογα.
«Μάλλον,» είπε ο Τάμπριελ στην Ανταρλίδα, «έχουν αρχίσει να μας δείχνουν κάποια εμπιστοσύνη.» Κι ανέβηκε στο ένα άλογο.
Η Μαύρη Δράκαινα ανέβηκε στο άλλο.
Ο Ναρχάεζ μειδίασε, κι ένευσε λέγοντας κάτι που δεν κατάλαβαν αλλά πρέπει να ήταν θετικό, όπως Ωραία, ή Καλώς, ή Εντάξει.
Οι υπόλοιποι πολεμιστές καβάλησαν τα άλογά τους, και όλοι μαζί βγήκαν από τον κήπο του μεγάρου, μπαίνοντας στους δρόμους της Άλρεχ.
Η Ανταρλίδα παρατήρησε πως, παρότι όντως ο Ναρχάεζ έμοιαζε να τους δείχνει εμπιστοσύνη πλέον, δεν τους είχε αφήσει και τελείως αφύλαχτους: γύρω τους ήταν ιππείς που είχαν τα μάτια τους περισσότερο στραμμένα σ’αυτούς παρά οπουδήποτε αλλού. Και λογικό είναι. Αν ο Τάμπριελ έχει δίκιο, αν πράγματι βρισκόμαστε σε μια απομονωμένη διάσταση, τότε πρέπει να φαινόμαστε πολύ περίεργοι σε τούτους τους ανθρώπους.
Βγήκαν από μια άλλη πύλη της Άλρεχ, όχι από αυτήν που είχαν μπει χτες το απόγευμα.
Νότια, παρατήρησε η Ανταρλίδα κοιτάζοντας τη θέση του ήλιου· αυτή η πύλη είναι νότια.
Και τρόχασαν επάνω σε μια δημοσιά που γύρω της απλώνονταν χωράφια.
Σε κάποια στιγμή, ο Ναρχάεζ έδειξε εκείνο το κατακόκκινο αστέρι με τις μακριές αχτίνες στον βορειοδυτικό ορίζοντα, και έκανε μια ερώτηση στον Τάμπριελ’λι.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω τι είναι,» απάντησε, υποθέτοντας ότι αυτή ήταν η ερώτηση του Ναρχάεζ.
Με την ευκαιρία, η Ανταρλίδα κοίταξε προς τα εκεί όπου βρισκόταν ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος, και τον είδε πάλι. Παρότι είχαν απομακρυνθεί τόσο πολύ από αυτόν, εξακολουθούσε να φαίνεται. Όπως και το κατακόκκινο αστέρι. Ολόκληρος ο ουρανός έμοιαζε να βαθαίνει προς εκείνη τη μεριά, να αλλοιώνεται με τρόπο δύσκολο να κατονομαστεί.
Ο Ναρχάεζ δεν έκανε άλλη ερώτηση στον Τάμπριελ, καταλαβαίνοντας μάλλον την απάντησή του.
Η Ανταρλίδα, όμως, ρώτησε τον κοκκινόδερμο μάγο: «Γιατί ο στρόβιλος δεν χάνεται όσο απομακρυνόμαστε από αυτόν; Δε θα έπρεπε κανονικά να μικραίνει; Δε θα έπρεπε πλέον να έχει χαθεί από το πεδίο όρασής μας;»
«Κανονικά, ναι, μάλλον θα έπρεπε να έχει χαθεί. Αλλά με τους υπερδιαστασιακούς στροβίλους ποτέ δεν ξέρεις, Ανταρλίδα…»
«Δηλαδή ετούτος εδώ μπορεί να φαίνεται από οποιοδήποτε σημείο της διάστασης;»
«Έτσι όπως δείχνει το πράγμα, δε θα το απέκλεια. Κι επιπλέον, μην ξεχνάς ότι αυτή πρέπει νάναι μια πολύ ιδιαίτερη διάσταση…»
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»
«Κατά πρώτον, είναι σίγουρα μια απομονωμένη διάσταση: και δεν ξέρουμε τι αποτελέσματα μπορεί να έχει ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος σε μια διάσταση χωρίς καμία δίοδο προς αλλού. Κατά δεύτερον, όπως θα έχεις ήδη καταλάβει, δε βρισκόμαστε τυχαία εδώ.»
«Πώς θα έπρεπε να το έχω καταλάβει; Επειδή μας… είδες να ερχόμαστε;»
Ο Τάμπριελ δεν αποκρίθηκε.
Θεωρεί την ερώτησή μου ρητορική; σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Ή την απάντηση αυτονόητη;
Δε συνέχισε την κουβέντα.
*
Το μεσημέρι έφτασαν σε μια πόλη που βρισκόταν στις όχθες μιας λίμνης ή στις ακτές μιας θάλασσας. Κρίνοντας από το περιβάλλον και από τον αέρα που φυσούσε, όμως, και η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ υπέθεσαν ότι ήταν λίμνη, όχι θάλασσα. Ο θαλασσινός αέρας είναι διαφορετικός: πιο αλμυρός, πιο άγριος.
Η πόλη ήταν περιτειχισμένη όπως η προηγούμενη, αλλά μεγαλύτερη. Ψηλοί πύργοι ορθώνονταν πάνω απ’τα τείχη της, γυαλίζοντας στο ηλιακό φως. Και ένα αρκετά μεγάλο μέρος της ήταν οικοδομημένο πάνω από τα νερά της λίμνης. Μικρότερα και μεγαλύτερα πλοία φαίνονταν στο λιμάνι, κωπήλατα και ιστιοφόρα – κανένα ενεργειακό σκάφος, φυσικά.
Ο Ναρχάεζ έδειξε την πόλη, λέγοντας: «Ναλκέμ. Ναλκέμ!»
Οι ιππείς τρόχασαν προς την πύλη· και σταμάτησαν εκεί, μπροστά στους φρουρούς. Ο Ναρχάεζ ξεπέζεψε, έδειξε στους στρατιώτες ένα μεγάλο δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό χέρι–
(ο Τάμπριελ το παρατήρησε για πρώτη φορά, και: Πρέπει να αποτελεί αναγνωριστικό, σκέφτηκε προσπαθώντας να το δει καλύτερα: ήταν λαξεμένο σαν το κεφάλι βρυχούμενης τίγρης, όπως η αγκράφα στον μανδύα του Ναρχάεζ, και στα μάτια της τίγρης υπήρχαν δύο κόκκινοι, γυαλιστεροί λίθοι – ρουμπίνια;)
–και τους μίλησε. Κάνοντας μια χειρονομία, έδειξε τον Τάμπριελ’λι και την Ανταρλίδα.
Εμείς, λοιπόν, είμαστε πάλι το θέμα της συζήτησης, συλλογίστηκε ο Τάμπριελ. Ναι, σίγουρα δεν βρισκόμαστε τυχαία εδώ. Τι ακριβώς, όμως, πρέπει να κάνουμε;
Οι φρουροί της Ναλκέμ παραμέρισαν, ο Ναρχάεζ καβάλησε πάλι το άλογό του, και οι ιππείς μπήκαν στην πόλη.
Οι δρόμοι της ήταν μεγαλύτεροι από αυτούς της Άλρεχ, πιο καθαροί, και γενικώς καλύτεροι. Διασχίζοντάς τους έφτασαν σ’ένα μέρος που δεν μπορεί παρά να ήταν αγορά, καθώς ήταν γεμάτο με κόσμο και εμπόρους που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους.
Η Ανταρλίδα παρατήρησε τα αντικείμενα που πουλούσαν και, γι’ακόμα μια φορά, διαπίστωσε ότι ετούτη η διάσταση δεν είχε καμία σχεδόν τεχνολογική εξέλιξη. Δεν έχουν ιδέα τι συμβαίνει στο υπόλοιπο σύμπαν, αν και δε νομίζω πως η φύση της διάστασής τους καθιστά αδύνατη τη χρήση οποιασδήποτε διαδεδομένης τεχνολογίας.
Χαμάληδες και κάρα πήγαιναν και έρχονταν, παλεύοντας να διασχίσουν την κοσμοπλημμυρισμένη αγορά. Τα τελευταία τα τραβούσαν άλογα, βόδια, και ένα είδος πλάσματος που η Ανταρλίδα δεν είχε ξαναδεί. Έμοιαζε με πρόβατο αλλά, σίγουρα, δεν ήταν πρόβατο. Ήταν λίγο πιο κοντό από άλογο, και γεμάτο λευκές και γκρίζες τρίχες. Τα μάτια του ήταν γουρλωτά και μαύρα. Δύο μικροί κυνόδοντες ξεπρόβαλλαν από τα παχιά χείλη του. Η ουρά του ήταν μακριά και άτριχη· το χρώμα της, σκούρο γκρι.
«Τι είν’αυτά;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Τάμπριελ.
«Ούτε εγώ τα έχω ξαναδεί. Πρέπει νάναι γηγενή ετούτης της διάστασης.»
Βρομάνε απίστευτα, πάντως, σκέφτηκε η Ανταρλίδα καθώς ένα από τα πλάσματα, που έσερνε ένα μικρό κάρο, περνούσε από δίπλα τους.
Αφήνοντας την αγορά πίσω τους, διέσχισαν μια αρκετά πλατιά λεωφόρο και έφτασαν σ’ένα μέγαρο παρόμοιο μ’αυτό στην Άλρεχ αλλά πολύ μεγαλύτερο. Οι δικοί του πύργοι ήταν που φαίνονταν να γυαλίζουν έξω απ’την πόλη.
Οι φρουροί του μέρους τούς υποδέχτηκαν, και τρεις απ’αυτούς και δύο υπηρέτες οδήγησαν τον Τάμπριελ’λι και την Ανταρλίδα σ’ένα δωμάτιο που, αυτή τη φορά, δεν ήταν στα μπουντρούμια αλλά στον πρώτο όροφο. Καθώς πήγαιναν προς τα εκεί, είδαν ότι το οικοδόμημα είχε αλλού ξύλινα, γυαλιστερά πατώματα κι αλλού πέτρινα, άλλοτε σκεπασμένα με χαλιά άλλοτε γυμνά· στους τοίχους υπήρχαν ζωγραφικοί πίνακες και ταπετσαρίες (ένας τίγρης που όρθωνε το ανάστημά του πάνω από δύο βουνά, κι από κάτω του ήταν μια αστραφτερή πόλη· ένας άρχοντας και οι σύντροφοί του που κυνηγούσαν ζαρκάδια· μια γυαλιστερή λίμνη που μεγαλόπτερα πουλιά πετούσαν από πάνω της· μια μεγάλης ηλικίας αρχοντική γυναίκα καθισμένη σ’έναν θρόνο)· στις γωνίες υπήρχαν κολόνες και αγάλματα (μια τίγρη ορθωμένη· ένας άντρας που στεκόταν με τα χέρια του ακουμπισμένα στη λαβή του ανεστραμμένου ξίφους του).
Το δωμάτιο της Ανταρλίδας και του Τάμπριελ δεν ήταν πολύ μεγάλο αλλά ούτε και πολύ μικρό. Είχε ένα τραπέζι, τέσσερις καρέκλες, και δύο κρεβάτια. Ξενώνας, κατά πάσα πιθανότητα. Από το μοναδικό (αλλά μεγάλο) παράθυρο φαινόταν ο κήπος του μεγάρου.
«Αναρριχηθήκαμε,» είπε η Μαύρη Δράκαινα, καθίζοντας στο κρεβάτι και βγάζοντας τις μπότες της. «Από τα μπουντρούμια στον πρώτο όροφο.»
Ο Τάμπριελ δεν χαμογέλασε. Βημάτισε ώς το παράθυρο και στάθηκε μπροστά του.
«Πώς είναι το τραύμα σου;» ρώτησε η Ανταρλίδα ανάβοντας ένα τσιγάρο. (Δε θ’αργήσουν να μου τελειώσουν· δεν έχω και πολλά μαζί μου, κι εδώ σίγουρα δε θα βρω για ν’αγοράσω.)
«Καλύτερα.»
Η πόρτα άνοιξε, και δύο υπηρέτριες έφεραν δίσκους με φαγητά. Κι οι δύο είχαν δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ. Μέχρι στιγμής, η Ανταρλίδα δεν είχε δει κανέναν άλλο δερματικό χρωματισμό εδώ πέρα εκτός από λευκό-ροζ και μαύρο.
«Ευχαριστούμε,» είπε στις υπηρέτριες, κι εκείνες, μοιάζοντας λιγάκι φοβισμένες, έφυγαν.
«Δε δαγκώνω,» πρόσθεσε η Ανταρλίδα καθώς έκλειναν βιαστικά την πόρτα πίσω τους.
Φύσηξε καπνό απ’την άκρη του στόματός της, μορφάζοντας.
*
Μετά το φαγητό, παρατήρησαν ότι στον ξενώνα υπήρχε ένα πλευρικό δωμάτιο με λουτρό: ουσιαστικά, μια πέτρινη λεκάνη η οποία γέμιζε με νερό από μια βρύση. Το νερό δεν ήταν ζεστό αλλά και ο καιρός δεν ήταν κρύος, έτσι πρώτα ο Τάμπριελ και μετά η Ανταρλίδα έκαναν μπάνιο, καθαρίζοντας τη σκόνη και τον ιδρώτα του δρόμου (και του μπουντρουμιού της Άλρεχ) από πάνω τους.
«Αναρωτιέμαι πού μας πηγαίνουν,» είπε η Μαύρη Δράκαινα, έχοντας μόλις φορέσει τη μελανή, δερμάτινη στολή της. «Ξέρεις;»
«Δεν είμαι βέβαιος. Έχω ‘δει’ πολλές εικόνες από τούτο τον κόσμο, Ανταρλίδα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, καθισμένος οκλαδόν επάνω στο κρεβάτι του με τα μάτια κλειστά.
«Υπάρχει κάτι που να ξέρεις;»
«Μην είσαι βιαστική: όλα θα βγάλουν νόημα στο τέλος.»
«Συγνώμη που ανησυχώ λιγάκι· απλώς βρισκόμαστε σε μια απομονωμένη διάσταση όπου δεν καταλαβαίνουμε τίποτα από αυτά που μας λένε και απ’όπου δεν έχουμε ιδέα αν θα καταφέρουμε ποτέ να φύγουμε.»
«Θα φύγουμε,» είπε ο Τάμπριελ με βεβαιότητα. «Κάποτε.»
«Μ’έχεις δει γριά εδώ πέρα;» Η Ανταρλίδα έβγαλε ένα τσιγάρο και το κοίταξε διστακτικά. Να το κάπνιζε ή να το φυλούσε για αργότερα;
«Όχι.»
«Πάλι καλά.» Επέστρεψε το τσιγάρο στη θήκη του, αναστενάζοντας.
Ρώτησε τον Τάμπριελ (ο οποίος εξακολουθούσε να έχει τα μάτια κλειστά): «Δε σε πονά το πόδι σου, έτσι όπως κάθεσαι τώρα;»
«Όχι πολύ.»
Η Ανταρλίδα ξάπλωσε ανάσκελα, σταυρώνοντας τα χέρια της πίσω απ’το κεφάλι.
Μετά από κάποια ώρα, ενώ πλησίαζε το απόγευμα, η πόρτα χτύπησε.
Η Ανταρλίδα κοιμόταν ελαφριά – όπως είχε εκπαιδευτεί να κοιμάται ως Μαύρη Δράκαινα – και τα μάτια της άνοιξαν αμέσως.
«Περάστε,» φώναξε ο Τάμπριελ καθώς σηκωνόταν απ’το κρεβάτι του. Η Ανταρλίδα είδε έναν μικρό μορφασμό στο πρόσωπό του, ο οποίος πρέπει να οφειλόταν σε κάποιον ελαφρύ πόνο που του προκάλεσε η πληγή στο πόδι του.
Η πόρτα άνοιξε ενώ η Μαύρη Δράκαινα έπαιρνε καθιστή θέση πάνω στο κρεβάτι της.
Ο Ναρχάεζ μπήκε, ακολουθούμενος από τον Χάλρεοκ, τον Ερβάδαζ, έναν ακόμα πολεμιστή, και μια πολεμίστρια· οι δύο τελευταίοι πρέπει να ήταν ντόπιοι, από τη Ναλκέμ. Όταν όλοι τους βρίσκονταν μέσα, έχοντας τα χέρια τους ακουμπισμένα στα μανίκια των θηκαρωμένων σπαθιών τους, πέρασε το κατώφλι ένας άντρας με δέρμα λευκό-ροζ ο οποίος πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα. Τα μαλλιά του ήταν πλούσια αλλά κομμένα κοντά, και τελείως λευκά. Στο πρόσωπό του υπήρχε ένα φουντωτό μουστάκι, επίσης λευκό. Τα μάτια του γυάλιζαν καταπράσινα. Ήταν ντυμένος με έναν μακρύ χιτώνα που είχε χρώμα καφέ και ραβδώσεις σαν του τίγρη. Πάνω από αυτόν τον χιτώνα φορούσε ένα άλλο, ελαφρύτερο χιτώνιο από πορφυρές και χρυσές κλωστές, το οποίο είχε κεντημένες απεικονίσεις από τίγρεις, άλλες να βρυχούνται, άλλες να τρέχουν, άλλες να πηδούν, άλλες να στέκονται στα δύο πόδια, άλλες στα τέσσερα· και όλες μπλέκονταν αναμεταξύ τους, μοιάζοντας να δημιουργούν ένα ιερό δίχτυ.
Ναι, γενικώς υπήρχε κάτι το ιερό επάνω σ’αυτόν τον άντρα και την όλη του αμφίεση.
Στα χέρια του ήταν ένα σωρό δαχτυλίδια· στη μέση του, μια φαρδιά ζώνη με λαξεύματα τίγρεων σε χρυσάφι. Από τη ζώνη, επίσης, κρεμόταν ένα πλατύ, κυρτό ξίφος, θηκαρωμένο σε πολυτελές ξύλινο θηκάρι.
Ο Ναρχάεζ και οι υπόλοιποι έκλιναν τα κεφάλια· κι ο πρώτος μίλησε στον άντρα, που πρέπει να ήταν κάποιου είδους ιερέας εδώ πέρα.
Ο ιερέας τού αποκρίθηκε με μερικές σύντομες λέξεις. Ύστερα έστρεψε το βλέμμα του στον Τάμπριελ’λι και στην Ανταρλίδα, παρατηρώντας τους. Εκείνοι δεν κινήθηκαν, ούτε μίλησαν. Τι νόημα είχε να κάνουν οτιδήποτε; Δεν είχαν ιδέα ποιος πραγματικά ήταν αυτός ο άντρας.
Ο ιερέας μίλησε πάλι στον Ναρχάεζ, και μετά έφυγε απ’το δωμάτιο. Ο πολεμιστής και η πολεμίστρια που πρέπει να ήταν ντόπιοι τον ακολούθησαν.
Ο Ναρχάεζ έκανε νόημα στον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα να ετοιμαστούν για να φύγουν. Εκείνοι έγνεψαν καταφατικά.
Και μετά από μισή ώρα οδηγήθηκαν στο λιμάνι της Ναλκέμ από τον Ναρχάεζ και τους πολεμιστές του. Εκεί ένα ποταμόπλοιο τούς περίμενε, το οποίο διέθετε δύο μεγάλα ιστία αλλά ήταν και κωπήλατο. Στα κουπιά βρίσκονταν ημίγυμνοι, αλυσοδεμένοι άντρες.
Δούλοι.
Οι περισσότεροι μαυρόδερμοι, όμως δεν έλειπαν και οι λευκοί ανάμεσά τους.
Από κάποια άλλη χώρα είναι τούτοι; αναρωτήθηκε η Ανταρλίδα. Αιχμάλωτοι πολέμου, ή θύματα δουλεμπορίου;
Ο Ναρχάεζ μίλησε μ’έναν μαυρόδερμο άντρα που πρέπει, σίγουρα, να ήταν ο Καπετάνιος του σκάφους. Εκείνος ένευσε δυο-τρεις φορές μοιάζοντας να συμφωνεί – αναγκαστικά, ίσως – με όλα όσα τού έλεγε ο πολεμιστής. Έπειτα, καθώς ο Ναρχάεζ απομακρυνόταν από κοντά του, έριξε ένα έντονο βλέμμα στην Ανταρλίδα και τον Τάμπριελ’λι: και το βλέμμα του αυτό δεν φανέρωνε τόσο θυμό όσο φόβο, και απορία, θαυμασμό.
Ο Τάμπριελ σκέφτηκε: Στο μυαλό ετούτων των ανθρώπων μπορούμε να γίνουμε απειλή, κάτι το επικίνδυνο· ή κάτι το θαυμαστό, κάτι το ιερό.
Εικόνες πλημμύρισαν το νου του.
Δεν είμαστε τυχαία εδώ. Καθόλου τυχαία…
Το πλοίο ξεκίνησε όταν όλοι είχαν επιβιβαστεί και τα σχοινιά που το έδεναν στην αποβάθρα είχαν λυθεί. Ο άνεμος δεν ήταν και τόσο δυνατός ώστε να φουσκώσει τα πανιά του, αλλά οι λαμνοκόποι πρόσφεραν όση ώθηση χρειαζόταν, δουλεύοντας υπό την απειλή του μαστιγοφόρου άντρα που έκανε πέρα-δώθε πάνω στο κατάστρωμα. Ήταν εύσωμος και μυώδης, και τα ξύλα έτριζαν κάτω απ’τα μποτοφορεμένα πόδια του.
Η νύχτα έπεσε καθώς διέσχιζαν τη λίμνη προς τα νότια. Στον ουρανό παρουσιάστηκαν τα δύο φεγγάρια, το ένα μαβί, το άλλο πράσινο. Και το κατακόκκινο αστέρι με τις μεγάλες αχτίνες, που έμοιαζε να έχει βγει από ζωγραφιά, εξακολουθούσε να είναι λαμπερό στον βορειοδυτικό ορίζοντα.
Ο Τάμπριελ’λι και η Ανταρλίδα στέκονταν στην πλώρη και κοίταζαν τα νερά της λίμνης και τα μικρά νησάκια δίπλα απ’τα οποία περνούσε το σκάφος τους. Επάνω σε καθένα από τα δύο κατάρτια του πλοίου υπήρχε μια μεγάλη λάμπα· το φως που εξέπεμπαν, όμως, δεν μπορούσε ποτέ να είναι τόσο ισχυρό όσο αυτό μιας ενεργειακής λάμπας. Ετούτες οι λάμπες, υπέθετε η Ανταρλίδα, πρέπει να άναβαν με τη χρήση κάποιου ζωικού ή φυτικού ελαίου.
Όταν είχε νυχτώσει για τα καλά, ο Ναρχάεζ πλησίασε τους δύο εξωδιαστασιακούς και, κάνοντάς τους νοήματα, τους έδωσε να καταλάβουν ότι μπορούσαν να πάνε κάτω για να κοιμηθούν. Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα δεν έφεραν αντίρρηση· και, κατεβαίνοντας μερικά ξύλινα σκαλοπάτια, βρήκαν δύο στενά κρεβάτια να τους περιμένουν.
*
Το πρωί, όταν ξύπνησαν, διαπίστωσαν ότι είχαν βγει από τη λίμνη και έπλεαν επάνω σ’έναν μεγάλο ποταμό, προς τα νότια, βρισκόμενοι πιο κοντά στην ανατολική όχθη και βλέποντας πεδινά μέρη να περνάνε από δίπλα τους. Στα λιμάνια που ατένιζαν δεν σταματούσαν, κι αυτό αποτελούσε σημάδι ότι ο Ναρχάεζ βιαζόταν να τους πάει όπου κι αν τους πήγαινε.
Ελπίζω μόνο να μη σχεδιάζει να μας κλείσει σε καμια φυλακή, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, αν και δεν το νόμιζε: η όλη του συμπεριφορά μέχρι στιγμής δεν έδειχνε κάτι τέτοιο.
Οι πολεμιστές του Ναρχάεζ τούς πρόσφεραν φαγητό το πρωί και το μεσημέρι, και δεν ασχολήθηκαν άλλο μαζί τους.
Όταν είχε πλέον έρθει το απόγευμα, είδαν μια μεγάλη πόλη να παρουσιάζεται στις ανατολικές όχθες του ποταμού. Η μεγαλύτερη που είχαν αντικρίσει ώς τώρα σε τούτη τη διάσταση. Ήταν περιτειχισμένη όπως τις προηγούμενες, αλλά τα τείχη της ήταν ψηλότερα και πιο παχιά, κι έμοιαζαν απόρθητα. Σ’ένα ψηλό σημείο της ήταν φανερή μια ακρόπολη, όπου λάβαρα κυμάτιζαν και φρουροί στέκονταν. Σ’ένα άλλο, ελαφρώς χαμηλότερο σημείο φαινόταν ένα παλάτι. Στις επάλξεις των τειχών της πόλης υπήρχαν σημαίες που είχαν κεντημένο το κεφάλι μιας βρυχούμενης τίγρης πάνω από δύο διασταυρωμένα ξίφη.
Ο Τάμπριελ σκέφτηκε: Ένα κεφάλι τίγρης, όπως στο δαχτυλίδι του Ναρχάεζ, και στην αγκράφα της κάπας του. Ο συνοδός μας μάλλον δεν είναι όποιος κι όποιος σε τούτα τα μέρη. Αν αυτή ήταν η πρωτεύουσα της χώρας, τότε ο Ναρχάεζ πρέπει, όπως φαινόταν, να ήταν κάποιος που υπηρετούσε την κεντρική εξουσία, άμεσα.
Ο Τάμπριελ έστρεψε για λίγο το βλέμμα του προς τα βορειοανατολικά όπου, ακόμα κι από εδώ, ήταν φανερός ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος: η αλλοίωση της πραγματικότητας που έμοιαζε μ’ένα βαθούλωμα στον ουρανό, σαν κάποιος εξώκοσμος γίγαντας να ήταν κρυμμένος από πίσω του και να τον ρουφούσε.
Ναι, τώρα είναι βέβαιο πλέον. Είδαν τον στρόβιλο από εδώ, από την πρωτεύουσα, κι έστειλαν κάποιους να ερευνήσουν.
Έτσι μας βρήκαν.
Τι να νομίζουν για εμάς, άραγε; Τι είμαστε; Δαίμονες; Απεσταλμένοι των θεών τους;
Στο χέρι μας είναι να πάρουμε όποια μορφή επιθυμούμε.
Ο Τάμπριελ έψαξε εκείνο το αλλόκοτο μέρος στο μυαλό του απ’όπου έρχονταν οι μυστηριώδεις εικόνες.
Ναι, Ναρχάεζ, κι εσύ εδώ είσαι. Κι εσύ εδώ είσαι…
Το πλοίο άραξε σε μια αποβάθρα της πρωτεύουσας, και ο Ναρχάεζ, δείχνοντας την πόλη, είπε στον Τάμπριελ’λι και στην Ανταρλίδα: «Φέντινκεχ. Φέντινκεχ!»
Βγήκαν στο λιμάνι και – ενώ οι τοπικοί φρουροί απομάκρυναν τα περίεργα πλήθη που προσπαθούσαν να κοιτάξουν τους νεόφερτους με τον παράξενο δερματικό χρωματισμό – προχώρησαν μέσα στους δρόμους της μεγάλης πόλης. Η Ανταρλίδα παρατήρησε ότι ακόμα κι εδώ δεν υπήρχε καμία μορφή εξελιγμένης τεχνολογίας: και μάλλον αυτό ίσχυε για ολόκληρη τη διάσταση, συμπέρανε. Τι άποψη να έχουν για το τουφέκι μου; αναρωτήθηκε· και: Πού να έχουν βάλει τα όπλα μας; Δεν μπορεί να τα είχαν πετάξει ή να τα είχαν αφήσει σε κάποια απ’τις προηγούμενες πόλεις· σίγουρα μαζί τους τα είχαν. Η Ανταρλίδα λοξοκοίταξε τον Ναρχάεζ, ψάχνοντάς τα επάνω στην ενδυμασία του: τα πιστόλια τουλάχιστον, γιατί το τουφέκι ήταν φανερό ότι δεν το κουβαλούσε. Η Μαύρη Δράκαινα, όμως, δεν είδε τίποτα. Πρέπει να τα έχει στο σάκο της σέλας του αλόγου του· ή να τα έχει δώσει στον Ερβάδαζ ή στον Χάλρεοκ. Οι δύο άντρες ήταν, αναμφίβολα, υπαξιωματικοί του. Η Ανταρλίδα μπορούσε εύκολα να καταλάβει τη συμπεριφορά στρατιωτικών όταν τους παρατηρούσε – ήταν μέρος της εκπαίδευσής της ως Μαύρη Δράκαινα – και ο Ερβάδαζ κι ο Χάλρεοκ, δίχως αμφιβολία, φέρονταν σαν υπαξιωματικοί του Ναρχάεζ.
Η συνοδεία των έφιππων πολεμιστών πήγε τον Τάμπριελ’λι και την Ανταρλίδα στο ψηλότερο σημείο της Φέντινκεχ, στην ακρόπολη, χωρίς να χρειαστεί να διασχίσουν την αγορά της πόλης ή κάποια άλλη κοσμοπλημμυρισμένη περιοχή. Απ’όπου περνούσαν η τοπική φρουρά τούς είχε ήδη ανοίξει τον δρόμο, και έδιωχνε τυχαίους περαστικούς.
Η λιθόστρωτη οδός που οδηγούσε στην ακρόπολη ήταν, αναμενόμενα, ανηφορική· τα άλογά τους, όμως, δεν έδειξαν σημάδια κόπωσης – ήταν γερά, πολεμικά ζώα. Η πύλη του οχυρωμένου οικοδομήματος τούς περίμενε ανοιχτή. Φρουροί στέκονταν εκατέρωθέν της, και οι πανοπλίες που φορούσαν ήταν φτιαγμένες από εκείνο το μέταλλο που έκανε πρασινογάλαζες ανταύγειες μέσα στο φως του απογεύματος.
Οι ιππείς του Ναρχάεζ μπήκαν σ’έναν περίβολο και, αφού ξεπέζεψαν, ιπποκόμοι πήραν τα άλογά τους. Ο Ερβάδαζ και ο Χάλρεοκ έκαναν νόημα στην Ανταρλίδα και στον Τάμπριελ να έρθουν μαζί τους. Εκείνοι υπάκουσαν, και οι δύο άντρες τούς οδήγησαν πάνω σε μια πέτρινη σκάλα· κάτω από μια ψηλή, αλλά όχι πλατιά, αψιδωτή, φρουρούμενη είσοδο· μέσα σε μισοσκότεινους διαδρόμους φωτιζόμενους από δαυλούς· και, τέλος, σ’έναν ξενώνα παρόμοιο με τον προηγούμενο όπου είχαν μείνει. Ένα μέρος με δύο κρεβάτια, τέσσερις καρέκλες, κι ένα ξύλινο τραπέζι. Επίσης, υπήρχε μια μικρή ντουλάπα και δύο μπαούλα. Στον αντικρινό τοίχο ήταν ένα παράθυρο.
Ο Χάλρεοκ τούς μίλησε κάνοντάς τους, συγχρόνως, νοήματα με τα χέρια του ότι έπρεπε να περιμένουν. Η Ανταρλίδα έγνεψε καταφατικά, και εκείνος κι ο Ερβάδαζ έφυγαν από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα…
…έξω απ’την οποία η Ανταρλίδα είχε δει πως στέκονταν δύο φρουροί· και λίγο παραπέρα στον διάδρομο στέκονταν άλλοι δύο. Σε άλλα σημεία δεν είχε προσέξει να υπάρχει τέτοια φύλαξη. Προφανώς, ακόμα μας φοβούνται. Ακόμα πιστεύουν ότι μπορεί να είμαστε κάτι… εχθρικό. Κάτι επικίνδυνο.
Στράφηκε στον Τάμπριελ. «Μάλλον φτάσαμε στο τέλος του ταξιδιού μας. Τώρα θα μάθουμε τι σχέδια έχουν για εμάς οι κάτοικοι αυτού του κόσμου.»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, δίχως να χαμογελά· «τώρα θα μάθουμε τι σχέδια έχει το σύμπαν για όλους μας.»
Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να γίνει ήταν να τους μάθουμε μια από τις γλώσσες μας· και η καλύτερη κι ευκολότερη γλώσσα, για αρχή, ήταν η Οικουμενική.
Τρομοκρατήθηκα όταν το Δεξί Χέρι ήρθε και βρήκε εμένα για να μου αναθέσει αυτή τη δουλειά. Δεν είχα ιδέα ποιοι ήταν αυτοί οι δύο μυστηριώδεις άγνωστοι, και όταν τους είχα δει εξ αποστάσεως, μου είχαν φανεί τόσο τρομακτικοί, εκείνος με το κατακόκκινο δέρμα του κι εκείνη με το κατάλευκο δέρμα της. Θα νόμιζε κανείς ότι είχαν βγει από κάποιο παραμύθι, ότι δεν ήταν αληθινοί άνθρωποι.
Το Δεξί Χέρι, όμως, επέμενε ότι εγώ ήμουν ο κατάλληλος για να τους διδάξει την Οικουμενική και τα βασικά για το Βασίλειο. Μου είπε να μην ανησυχώ· δεν ήταν άγριοι, δεν είχαν έρθει κι από τη Γη των Ταργκάφλι! Τα λόγια του δεν με είχαν ηρεμήσει και πολύ, τότε· αλλά τώρα που τα θυμάμαι γελάω με τον εαυτό μου. Τι ανόητος που ήμουν!
Προσπαθώντας να φανώ σταθερός και απειλητικός, πήγα να αντικρίσω για πρώτη φορά από κοντά τον Μεγάλο Προφήτη και τη Συνοδό του…
*
* * *
*
Το πρωί, ένας άντρας ήρθε στο δωμάτιό τους. Ήταν μετρίου αναστήματος, ξανθός, λιγάκι παχύς, και είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ. Τα μαλλιά του ήταν κοντά, και δεν είχε μούσι ή μουστάκι. Το σώμα του δεν έδινε την εντύπωση πολεμιστή, αλλά ούτε και η ενδυμασία του. Φορούσε έναν γκρίζο χιτώνα δεμένο γύρω από τη μέση με μια φαρδιά, μαύρη, πέτσινη ζώνη. Στα πόδια του ήταν ένα ζευγάρι σανδάλια. Από την πλάτη του κρεμόταν ένας μπεζ μανδύας. Συστήθηκε ως Καλέφραζ και τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν.
Ο Τάμπριελ’λι και η Ανταρλίδα – οι οποίοι είχαν ήδη φάει το πρωινό που τους είχε φέρει μια πολεμίστρια και είχαν ντυθεί και ετοιμαστεί – τον ακολούθησαν έξω απ’τον ξενώνα τους και μέσα στους πέτρινους διαδρόμους της ακρόπολης. Σύντομα έφτασαν σ’ένα μέρος που δεν μπορεί παρά να ήταν βιβλιοθήκη, καθώς περιείχε ξύλινα ράφια, κι επάνω στα ράφια βιβλία και κυλίνδρους. Το πρωινό φως έμπαινε από δύο μακρόστενα παράθυρα, κάνοντας τη σκόνη που πλανιόταν στον αέρα να φαίνεται έντονα. Το δωμάτιο δεν ήταν πολύ μεγάλο· επρόκειτο, αν μη τι άλλο, για μια μικρή βιβλιοθήκη. Λογικό, άλλωστε, αφού ετούτη η ακρόπολη πρέπει να ήταν φτιαγμένη για πόλεμο, όχι για ανάγνωση, μελέτη, και γραφή.
Ο Καλέφραζ κάθισε σε μια καρέκλα και τους έγνεψε να καθίσουν αντίκρυ του. Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα υπάκουσαν. Ανάμεσά τους ήταν ένα ξύλινο τραπέζι με μερικές στοίβες βιβλίων και κυλίνδρων.
Κι εκεί ο Καλέφραζ, ένας από τους Γραμματικούς της Βασίλισσας Παμράνεχ του Βασιλείου Τάρσαζ, άρχισε να τους μαθαίνει τη γλώσσα που σε τούτη τη διάσταση αποκαλούσαν Οικουμενική και ήταν, ασφαλώς, η γλώσσα του εμπορίου.
Από τότε και ύστερα, ο Καλέφραζ τούς έφερνε κάθε μέρα στη μικρή βιβλιοθήκη της Ακρόπολης για να τους διδάσκει, βάζοντάς τους να διαβάζουν, να γράφουν, και να μιλούν την Οικουμενική.
Εν τω μεταξύ, ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος εξακολουθούσε να φαίνεται στον ουρανό, όπως επίσης και το κατακόκκινο άστρο στα βορειοδυτικά.
Όταν ο Καλέφραζ τούς είχε διδάξει τα βασικά της Οικουμενικής και τους είχε μάθει επίσης την ορολογία για τα ουράνια σώματα, τους ρώτησε γι’αυτά τα δύο: για τον στρόβιλο και για το άστρο. «Κανένα τους δεν υπήρχε πρωτύτερα. Εμφανίστηκαν σχεδόν συγχρόνως: πρώτα το… βαθούλωμα του ουρανού και μετά το αστέρι.»
«Το βαθούλωμα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ’λι, «είναι ένας…» Προσπάθησε να βρει τη λέξη για να πει στρόβιλος. Όσο για τη λέξη υπερδιαστασιακός, ήταν βέβαιος πως δεν υπήρχε αντίστοιχή της στην Οικουμενική, αφού εδώ ήταν μια απομονωμένη διάσταση· οι κάτοικοί της δεν είχαν καν όνομα γι’αυτήν: ήταν απλά «ο κόσμος». «Ένα ρήγμα,» είπε τελικά ο Τάμπριελ. «Είναι ένα ρήγμα στον κόσμο σας, που σας συνδέει με άλλους κόσμους. Από εκεί ήρθαμε. Και το αστέρι δεν ξέρουμε τι είναι. Ίσως κι αυτό να ήρθε από το ρήγμα.»
Ο Καλέφραζ τον ατένισε σκεπτικά. «Το Ρήγμα, λοιπόν…» μουρμούρισε, μοιάζοντας ευχαριστημένος που είχε βρει επιτέλους έναν τρόπο για να το αποκαλεί. «Πώς ήρθατε από εκεί, Τάμπριελ;»
«Το είχα ‘δει’. Θα ερχόμουν εδώ. Μαζί με την Ανταρλίδα.»
Ο Καλέφραζ συνοφρυώθηκε παραξενεμένος.
Η Ανταρλίδα είπε: «Μας τράβηξε μέσα του. Το Ρήγμα. Δεν μπορείς να αντισταθείς όταν είσαι κοντά του. Δεν πρέπει να το πλησιάζετε πολύ. Κανονικά πεθαίνεις όταν σε τραβήξει. Εμείς ήμασταν…» Πώς ήταν το τυχεροί σε τούτη τη γλώσσα; αναρωτήθηκε η Ανταρλίδα.
«Το είχα ‘δει’ ότι θα ερχόμασταν,» εξήγησε ο Τάμπριελ, σταθερά.
«Πώς ακριβώς το είχες δει;» τον ρώτησε ο Καλέφραζ. «Από πού είστε, κατ’αρχήν, αφού λέτε πως δεν είστε από τούτο τον κόσμο;»
«Είμαι από… έναν κόσμο» – στην Οικουμενική δεν είχαν κάποια σωστή λέξη για να πει κανείς διάσταση, ή τουλάχιστον ο Τάμπριελ δεν την ήξερε ακόμα – «που ονομάζεται Φεηνάρκια.»
«Είμαι από έναν κόσμο που ονομάζεται Σεργήλη,» είπε με τη σειρά της η Ανταρλίδα.
«Και πού είναι αυτοί οι κόσμοι;» θέλησε να μάθει o Καλέφραζ.
«Οι κόσμοι αυτοί είναι… είναι στον Κοινό Κόσμο,» είπε ο Τάμπριελ, μην ξέροντας ακόμα πώς να πει Γνωστό Σύμπαν. «Και πηγαίνεις από τον έναν στον άλλο. Πολλοί κόσμοι που… εμ… επικοινωνούν. Αυτός είναι ο Κοινός Κόσμος. Ο δικός σας κόσμος είναι αυτό που εμείς ονομάζουμε ‘μόνος του κόσμος’.»
«Απομονωμένος κόσμος;» είπε ο Καλέφραζ.
Ο Τάμπριελ κατένευσε. «Απομονωμένος κόσμος. Δεν μπορείς από εδώ να πας αλλού, σε άλλον κόσμο. Επειδή έγινε το Ρήγμα μπορέσαμε και ήρθαμε. Επειδή έτσι έπρεπε.»
Ο Καλέφραζ συνοφρυώθηκε. «Έτσι έπρεπε;»
«Το είχα ‘δει’.»
«Τι εννοείς, όταν λες ‘το είχα δει’;»
«Βλέπω… εικόνες. Ο Κοινός Κόσμος μού τις δείχνει. Εδώ.» Ο Τάμπριελ ακούμπησε το δάχτυλό του στο πλάι του κεφαλιού.
Το συνοφρύωμα του Καλέφραζ βάθυνε. «Θες να πεις ότι βλέπεις το μέλλον; Είσαι μάντης;»
Ο Τάμπριελ δεν κατάλαβε τις λέξεις μέλλον και μάντης, έτσι ο Καλέφραζ αναγκάστηκε να του εξηγήσει το νόημά τους. Τότε εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι πάντα,» είπε. «Δεν βλέπω μόνο το μέλλον. Και δεν είναι ακριβώς σωστό να πεις ότι είμαι μάντης.»
«Η Βασίλισσα,» είπε ο Καλέφραζ και στους δυο τους, «θα θέλει κάποτε να σας μιλήσει. Και ο Πρώτος Αρχιερέας, επίσης. Όμως όχι ακόμα· πρέπει πρώτα να μάθετε να μιλάτε σωστά, στην Οικουμενική τουλάχιστον.»
*
Κατά τη διάρκεια των ημερών της διδασκαλίας τους, αισθάνθηκαν κάμποσους σεισμούς να γίνονται. Δεν ήταν, ευτυχώς, καταστροφικοί αλλά έκαναν τους τοίχους της Ακρόπολης να τρίζουν ελαφρώς· και, μια φορά που βρίσκονταν στη βιβλιοθήκη όταν ο σεισμός γινόταν, είδαν βιβλία και περγαμηνές να πέφτουν από τα ράφια.
«Μεγάλε Τίγρη!» αναφώνησε ο Καλέφραζ καθώς πεταγόταν όρθιος από την καρέκλα του.
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα, που παρέμειναν καθισμένοι, είχαν πλέον καταλάβει ότι αυτός ο Μεγάλος Τίγρης ήταν ο θεός που λάτρευαν στο Βασίλειο Τάρσαζ. Το όνομά του ήταν Μαράνχαλωμ.
Ο σεισμός δεν κράτησε για πολύ, και ο Καλέφραζ ξανακάθισε και, αφήνοντας τα όσα τούς δίδασκε μέχρι στιγμής (κάποιες πολιτικές, στρατιωτικές, και ιερατικές ορολογίες), τους ρώτησε: «Γιατί συμβαίνουν αυτοί οι σεισμοί; Εξαιτίας του Ρήγματος;»
«Πολύ πιθανόν,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
«Θα σταματήσουν; Έχετε ξαναδεί να συμβαίνουν παρόμοιοι σεισμοί εξαιτίας άλλων Ρηγμάτων;»
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω, Καλέφραζ. Εκείνο που ξέρω, όμως, είναι ότι οι στρόβιλοι είναι απρόβλεπτοι και επικίνδυνοι.»
«Μπορεί, δηλαδή, να προκαλέσει κάποια… ζημιά στον κόσμο μας;»
«Αυτή,» είπε ο Τάμπριελ, «είναι η πρώτη φορά που βλέπω στρόβιλο σε απομονωμένο κόσμο· έτσι δεν είμαι βέβαιος.»
Η Ανταρλίδα ρώτησε, δείχνοντας τα βιβλία εμπρός τους: «Θα συνεχίσουμε;» Την ενδιέφερε πολύ περισσότερο το μάθημα που έκαναν μέχρι που τους διέκοψε ο σεισμός.
Ο Καλέφραζ, παρότι έμοιαζε ακόμα ανήσυχος από το ελαφρύ τράνταγμα της Ακρόπολης, κατένευσε. «Ναι,» είπε.
*
Ο Ναρχάεζ ερχόταν συχνά και τους επισκεπτόταν, τις ημέρες που ο Βασιλικός Γραμματικός Καλέφραζ τούς δίδασκε την Οικουμενική και κάποια βασικά πράγματα για το Βασίλειο Τάρσαζ. Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα έμαθαν ότι ολόκληρο το όνομά του ήταν Ναρχάεζ λαρ Σατρέζ, που σήμαινε Ναρχάεζ γιος του Σατρέζ· και ήταν Δεξί Χέρι του Θρόνου, δηλαδή «κάποιος που αναλαμβάνει να τρέχει σε όποιο τρελό μέρος τον στέλνουν για ένα σωρό βασιλικές υποθέσεις,» όπως είπε ο ίδιος. «Είναι, όμως, μεγάλη τιμή να είσαι Δεξί Χέρι,» πρόσθεσε.
Αργότερα, ο Καλέφραζ τούς εξήγησε πως υπήρχε και το Αριστερό Χέρι του Θρόνου που ήταν, ουσιαστικά, αρχικατάσκοπος της Βασίλισσας. Κανείς δεν ήξερε τις δουλειές του Αριστερού Χεριού. Όπως έλεγαν στο Τάρσαζ, το Αριστερό Χέρι πάντα μέσα στο σκοτεινό μανίκι είναι κρυμμένο. Επί του παρόντος, αυτή τη θέση είχε μια γυναίκα που ονομαζόταν Κελνίχηβ.
Ο Καλέφραζ, βλέποντας ότι τώρα γνώριζαν καλύτερα την Οικουμενική, αποφάσισε να ξαναπιάσει το θέμα σχετικά με αυτόν τον Κοινό Κόσμο. «Εξηγήστε μου πάλι πώς ακριβώς το Ρήγμα σάς έφερε εδώ,» ζήτησε.
«Σου είπαμε,» απάντησε η Ανταρλίδα: «μας παρέσυρε.»
«Γιατί πήγατε κοντά του αφού ξέρατε πόσο επικίνδυνο είναι;»
«Εμείς το δημιουργήσαμε,» δήλωσε ο Τάμπριελ.
«Το δημιουργήσατε;» εξεπλάγη ο Καλέφραζ. «Γιατί;»
«Για να νικήσουμε έναν πόλεμο,» είπε η Ανταρλίδα. «Αν δεν το δημιουργούσαμε εμείς, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος θα έστελνε κάποιους άλλους να το κάνουν.»
«Ποιος είναι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος;»
«Ο Πρίγκιπας της…» Η Ανταρλίδα δεν ήξερε τη λέξη επανάσταση στην Οικουμενική· προσπάθησε, όμως, να εξηγήσει στον Καλέφραζ τι εννοούσε.
Εκείνος κατάλαβε, και της είπε ποια ήταν η αντίστοιχη λέξη. «Είναι επαναστάτης, λοιπόν… Ενάντια σε ποιον; Ή σε τι;»
«Ενάντια στην…»
Χρειάστηκε πάλι να ψάξουν για να βρουν τη λέξη παντοκράτειρα. Εδώ, ο όρος παντοκράτορας/παντοκράτειρα ήταν μονάχα θεωρητικός· κανένας δεν έλεγχε ποτέ ολόκληρο τον κόσμο, εξήγησε ο Καλέφραζ.
«Η Παντοκράτειρα,» είπε η Ανταρλίδα, «προσπαθεί να θέσει υπό την κυριαρχία της όλο τον Κοινό Κόσμο–»
Ο Τάμπριελ τη διέκοψε λέγοντας της στη Συμπαντική: «Πρέπει κάποτε να βρούμε έναν καλύτερο όρο για να λέμε ‘Γνωστό Σύμπαν’.»
Ο Καλέφραζ, που δεν κατάλαβε λέξη, ρώτησε: «Τι συμβαίνει;»
Ο Τάμπριελ προσπάθησε να του εξηγήσει το πρόβλημα με τον Κοινό Κόσμο, και τελικά κατάφεραν να βρουν έναν σωστό τρόπο για να λένε Γνωστό Σύμπαν. Η λέξη γνωστό ήταν εύκολο να βρεθεί· η λέξη σύμπαν ήταν δυσκολότερο, μιας και σε τούτη την απομονωμένη διάσταση δεν υπήρχε λόγος να χρησιμοποιείται και πολύ συχνά. Ήταν μια αρχαία λέξη, την οποία χρησιμοποιούσαν σπάνια για να δηλώσουν κάτι ευρύτερο από τα καθιερωμένα.
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος ήταν παλιότερα ένας από τους συζύγους της Παντοκράτειρας,» είπε η Ανταρλίδα, «αλλά μετά επαναστάτησε εναντίον της· και τώρα η Επανάσταση είναι απλωμένη σ’ολόκληρο το Γνωστό Σύμπαν.»
«Σχετικά με το Ρήγμα, όμως… πώς το δημιουργήσατε;»
«Χρησιμοποιήσαμε μια… μέθοδο,» απάντησε ο Τάμπριελ. «Δεν τη γνωρίζω ακριβώς, για να είμαι ειλικρινής. Εγώ απλά ενεργοποίησα μια συσκευή.»
«Γιατί όμως έπρεπε να δημιουργήσετε το Ρήγμα αφού είναι τόσο επικίνδυνο;»
«Γινόταν πόλεμος στην Απολλώνια,» είπε η Ανταρλίδα, «και οι Παντοκρατορικοί θα νικούσαν. Έτσι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος αποφάσισε πως άξιζε να το ριψοκινδυνέψει. Ο στρόβιλος δημιουργήθηκε σ’ένα σημείο κοντά στο στράτευμα των Παντοκρατορικών.»
«Αλλά παρέσυρε κι εσάς…»
«Ναι. Τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά.»
Ο Καλέφραζ έστρεψε το βλέμμα του στον Τάμπριελ. «Δεν είπες ότι τα είχες προδεί όλα τούτα;»
Εκείνος ένευσε. «Βλέπω κάποιες εικόνες, και το ήξερα ότι έπρεπε να δημιουργήσω τον στρόβιλο. Έπρεπε να έρθω εδώ.»
Ο Καλέφραζ τον κοίταξε με κάποια καχυποψία στα μάτια του. «Γιατί; Έχεις κάτι συγκεκριμένο να κάνεις στον κόσμο μας;»
«Πιστεύω πως ναι, αλλά δεν ξέρω ακόμα τι.»
*
«Θα τους τρομάξεις μ’αυτά που τους λες,» είπε η Ανταρλίδα στον Τάμπριελ, το μεσημέρι, καθώς έτρωγαν στο δωμάτιό τους.
«Γιατί;»
«Τους φαίνεσαι παράξενος, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Ούτως ή άλλως τους φαίνομαι παράξενος. Κι εσύ τους φαίνεσαι παράξενη.»
«‘Το ήξερα ότι θα έρθω εδώ’; Και, ‘Έχω κάτι σημαντικό να κάνω εδώ, αλλά δε γνωρίζω ακόμα τι είναι’; Είσαι σοβαρός; Τους φρικάρεις! Μπορεί, μάλιστα, να νομίζουν ότι τους λες και ψέματα.»
«Ο Καλέφραζ δε δείχνει να με θεωρεί ψεύτη.»
«Μπορεί, όμως, να σε θεωρεί είτε το δείχνει είτε όχι!»
Ο Τάμπριελ κούνησε το κεφάλι, σκουπίζοντας τα χείλη του με μια πετσέτα και πίνοντας μια γουλιά κρασί. «Δεν το νομίζω, Ανταρλίδα.»
«Ακόμα κι έτσι νάναι,» επέμεινε η Μαύρη Δράκαινα, «ο Καλέφραζ σίγουρα αναφέρει σε κάποιον ανώτερό του. Πιθανώς στην ίδια τη Βασίλισσα, ή στο Αριστερό Χέρι του Θρόνου, ή στον Πρώτο Αρχιερέα. Και ίσως κάποιος απ’αυτούς να σε θεωρεί ψεύτη, ή επικίνδυνο. Μην το παρατραβάς.»
«Τι προτείνεις να κάνω; Να μην απαντώ στις ερωτήσεις του Γραμματικού; Τότε δε θα υπάρχει φόβος να με θεωρήσουν ψεύτη ή επικίνδυνο; Τουλάχιστον, τώρα τους λέω την αλήθεια· και είμαι συνεπής σ’αυτά που τους λέω: δε φάσκω και αντιφάσκω.»
Η Ανταρλίδα έσμιξε τα χείλη, δυσανασχετώντας.
«Γνωρίζω τι θέλουν όλοι αυτοί οι πολιτικοί, Ανταρλίδα. Μην ξεχνάς πως τόσο καιρό ήμουν Πρίγκιπας Τάμπριελ και βρισκόμουν στην αυλή της Παντοκράτειρας.»
Η Ανταρλίδα ήπιε μια γουλιά απ’το κρασί της. Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις, σκέφτηκε. Γιατί είμαι βέβαιη πως, αν ανακαλύψουν για εμάς κάτι που δεν τους αρέσει ή κάτι που θεωρούν επικίνδυνο, δε θα διστάσουν να μας σκοτώσουν, παρότι τώρα μοιάζουν φιλικοί μαζί μας.
Ο Τάμπριελ, καταλαβαίνοντας τις ανησυχίες της, πρόσθεσε: «Είμαστε οι μόνοι άνθρωποι σε τούτη τη διάσταση που ξέρουν τι πραγματικά είναι ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος. Οι γηγενείς φοβούνται το ‘Ρήγμα’: φοβούνται ότι μπορεί να προκαλέσει κάποια ανεπανόρθωτη ζημιά στον κόσμο τους. Σε ποιον θα στραφούν, λοιπόν, για βοήθεια όταν τη χρειαστούν;»
Η Ανταρλίδα δεν διαφώνησε με τα λόγια του. Ρώτησε: «Γιατί συμβαίνουν οι σεισμοί; Έχεις κάποια θεωρία;»
«Αν ήμουν απ’το τάγμα των Ερευνητών, αναμφίβολα θα είχα κάποια θεωρία. Τώρα, το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι πως οφείλονται στο γεγονός ότι αυτή η διάσταση είναι απομονωμένη.»
«Και λοιπόν;»
«Το ότι δεν έχει διόδους ίσως να την κάνει να είναι σαν…» Μόρφασε. «Σαν ένα κλειστό δοχείο που, ξαφνικά, δέχεται πιέσεις από μέσα και δεν μπορεί να τις διώξει προς τα έξω.»
«Είσαι σοβαρός;»
«Σου είπα, υποθέσεις μπορώ να κάνω μονάχα.»
*
Λένε πως οι Μαύρες Δράκαινες ποτέ δεν κοιμούνται. Αυτό δεν είναι απόλυτα αληθές: κοιμούνται, αλλά ο ύπνος τους είναι πάντοτε ελαφρύς. Ξυπνούν με τον παραμικρό θόρυβο, κοιτάζουν γύρω τους, κι αν δεν εντοπίσουν κίνδυνο ξανακοιμούνται. Έτσι είναι εκπαιδευμένες να κάνουν.
Και η Ανταρλίδα τώρα, ενώ κοιμόταν μέσα στον ξενώνα της Ακρόπολης της Φέντινκεχ, άκουσε το μοναδικό παράθυρο ν’ανοίγει, και πόδια να πατούν στο πέτρινο πάτωμα.
Τα μάτια της άνοιξαν – δύο μικρές, γυαλιστερές σχισμάδες μες στο σκοτάδι.
Μια σκιερή φιγούρα ήταν στο δωμάτιο, φωτιζόμενη μονάχα από τις αχτίνες των φεγγαριών – μαβιά και πράσινα χρώματα αναμιγμένα.
Κι άλλη μια φιγούρα ήρθε απ’το παράθυρο.
Φορούσαν κουκούλες, μπορούσε να διακρίνει η Ανταρλίδα.
Δύο εισβολείς.
Ο πρώτος στράφηκε αμέσως στα κρεβάτια όπου κοιμόνταν εκείνη κι ο Τάμπριελ’λι. Τραβώντας ένα ξιφίδιο από τη μπότα του, την πλησίασε, ενώ συγχρόνως άπλωνε το δεξί του χέρι – το όπλο το κρατούσε με το αριστερό.
Δεν έρχεται να με σκοτώσει, συμπέρανε η Ανταρλίδα· έρχεται για να μου κλείσει το στόμα και να βάλει το λεπίδι του στο λαιμό μου. Κατά πάσα πιθανότητα, θέλουν να μας αιχμαλωτίσουν.
Ο άντρας – πρέπει να ήταν άντρας – την πλησίασε κι άλλο. Τώρα, στεκόταν ακριβώς πάνω από το κρεβάτι της.
Ταυτόχρονα, ο άλλος έκανε κύκλο: πήγαινε προς το κρεβάτι του Τάμπριελ.
Η Ανταρλίδα τινάχτηκε, κλοτσώντας τον άντρα από πάνω της στην κοιλιά. Εκείνος διπλώθηκε μ’ένα ξαφνιασμένο βογκητό.
«Τάμπριελ!» φώναξε η Μαύρη Δράκαινα, καθώς στρεφόταν προς το μέρος του πηδώντας όρθια πάνω στο κρεβάτι της.
Τα μάτια του Τάμπριελ’λι άνοιξαν, και είδε μια μαύρη μορφή. Αμέσως κύλησε στο πλάι, πέφτοντας απ’το μαλακό στρώμα στο σκληρό, πέτρινο πάτωμα.
Ο κουκουλοφόρος που είχε προσπαθήσει να τον αρπάξει στράφηκε στην Ανταρλίδα. Το δεξί της πόδι, όμως, βρισκόταν ήδη σε κίνηση, και τον χτύπησε στο σαγόνι, στέλνοντάς τον πάνω στο κρεβάτι του Τάμπριελ.
Η Ανταρλίδα, ακούγοντας μια κίνηση στα νώτα της, γύρισε–
–και ίσα που πρόλαβε ν’αποφύγει τη λεπίδα του άλλου κουκουλοφόρου καθώς εκείνος διέγραφε μια τροχιά με το ξιφίδιό του σημαδεύοντας τις κλειδώσεις των γονάτων της.
Η Μαύρη Δράκαινα πήδησε στο πάτωμα. Ο άντρας οπισθοχώρησε προς το παράθυρο, μοιάζοντας διστακτικός να της επιτεθεί με το όπλο του.
Συγχρόνως, φώναξε κάτι στον σύντροφό του.
«Ποιοι είστε;» τους ρώτησε η Ανταρλίδα στην Οικουμενική, βαδίζοντας έτσι ώστε να βρεθεί σε τέτοια θέση που να μπορεί να τους βλέπει και τους δύο.
Ο Τάμπριελ είχε ήδη ορθωθεί και, τρέχοντας μέσα στο δωμάτιο, άρπαξε μια καρέκλα από τα δύο πισινά πόδια και τη σήκωσε. (Δεν είχαν άλλα όπλα εδώ· οι άνθρωποι της Βασίλισσας Παμράνεχ δεν τους το επέτρεπαν.)
Ο κουκουλοφόρος που είχε αρχικά πλησιάσει την Ανταρλίδα τινάχτηκε προς το παράθυρο χωρίς να της δώσει απάντηση. Η Μαύρη Δράκαινα τον κυνήγησε· άρπαξε τη ζώνη του, κόβοντάς του τη φόρα, και το γόνατό της τον χτύπησε στην κλείδωση του δικού του γονάτου.
Ο άλλος κουκουλοφόρος, βγάζοντας μια οργισμένη κραυγή, χίμησε καταπάνω της με το ξιφίδιό του υψωμένο.
Ο Τάμπριελ τού επιτέθηκε με την καρέκλα, προτού φτάσει τη Μαύρη Δράκαινα. Εκείνος απέφυγε το χτύπημα του μάγου και, γυρίζοντας, τον σπάθισε. Η λεπίδα έσχισε ένα κομμάτι από το μακρύ νυχτικό του Τάμπριελ, αστοχώντας τα πλευρά του για μερικά εκατοστά.
Αναπάντεχα, η πόρτα του δωματίου άνοιξε με πάταγο, και πολεμιστές όρμησαν μέσα, με τα σπαθιά τους γυμνολέπιδα, να αντανακλούν το φως των φεγγαριών.
«Παραδοθείτε!» φώναξε ένας, στην Οικουμενική.
Ο κουκουλοφόρος που βρισκόταν μπροστά στο παράθυρο προσπάθησε να ξεφύγει από τη λαβή της Ανταρλίδας· κι έστρεψε το ξιφίδιό του εναντίον της, μοιάζοντας τώρα να αδιαφορεί αν τη σκότωνε ή όχι. Εκείνη τού έπιασε τον καρπό με το ένα χέρι, και το γόνατό της τον χτύπησε στα πλευρά, μία, δύο, τρεις φορές. Το όπλο τού έπεσε, και η Ανταρλίδα το άρπαξε απ’το πάτωμα, υψώνοντάς το και βάζοντάς το στο λαιμό του, ενώ τον έσπρωχνε για να τον κολλήσει στον τοίχο πλάι στο παράθυρο.
Ο άλλος κουκουλοφόρος είχε ήδη παραδοθεί, καθώς βρέθηκε περιστοιχισμένος από τους πολεμιστές της Ακρόπολης και τον Τάμπριελ’λι.
Ο Μεγάλος Προφήτης με τρόμαζε τότε, κάθε φορά που μου έλεγε ότι είχε «δει» κάτι. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Και δεν ήξερα αν έπρεπε να τον θεωρήσω τρελό ή μη. Άλλωστε, δεν είχα καμία απόδειξη ότι όντως έβλεπε εικόνες που έβγαιναν αληθινές. Είχα αποφασίσει, λοιπόν, να είμαι επιφυλακτικός μαζί του.
Και θυμάμαι τόσο καθαρά εκείνο το πρωινό που το Δεξί Χέρι μού είπε: Ήρθαν μέσα στη νύχτα και τους επιτέθηκαν.
Σε ποιους επιτέθηκαν; ρώτησα. Ποιοι τους επιτέθηκαν;
Μου απάντησε ότι ήξερα σε ποιους επιτέθηκαν. Όσο για το ποιοι τους επιτέθηκαν, μάλλον ήταν άνθρωποι της Κοινωνίας. Να το έχεις υπόψη σου, μου τόνισε, γιατί σήμερα οι ξένοι θα σου κάνουν ερωτήσεις. Προετοιμάσου να τους δώσεις τις σωστές απαντήσεις.
Η νευρικότητά μου πολλαπλασιάστηκε εκείνη την ημέρα. Κι ακόμα περισσότερο όταν άκουσα τον Προφήτη να μου μιλά για την Πύλη σαν να ήξερε γι’αυτήν πιο πολλά από τον ίδιο τον Πρώτο Αρχιερέα…
*
* * *
*
«Το είχα ‘δει’,» είπε ο Τάμπριελ στην Ανταρλίδα, ενώ οι φρουροί έδεναν τα χέρια των κουκουλοφόρων και τους έπαιρναν από τον ξενώνα τραβώντας τους βίαια.
«Είχες δει ότι θα μας επιτίθονταν; Γιατί δεν είπες–;»
«Δεν ήξερα πότε θα συνέβαινε. Ούτε πού ακριβώς. Όπως συνήθως μια εικόνα είχα δει μονάχα: εσένα να μάχεσαι μ’έναν κουκουλοφόρο, μέσα σ’ένα σκοτεινό δωμάτιο, ενώ ένας άλλος κουκουλοφόρος σε πλησίαζε από πίσω με το ξιφίδιό του υψωμένο. Κι αυτή η σκηνή πραγματοποιήθηκε μπροστά μου πριν από λίγο· προτού όμως ο εχθρός προλάβει να σε καρφώσει, του όρμησα με την καρέκλα.»
Ένας από τους πολεμιστές της Ακρόπολης φάνηκε τότε στο κατώφλι της πόρτας, και τους είπε: «Μείνετε εδώ.»
Ο Τάμπριελ ένευσε αποκρινόμενος: «Δε θα πηγαίναμε πουθενά.»
«Από πού μπήκαν;» ρώτησε ο πολεμιστής. «Από το παράθυρο;»
«Ναι,» είπε η Ανταρλίδα. «Κι αυτό σημαίνει ότι κατάφεραν να περάσουν από όλους τους φρουρούς σας.»
Η όψη του πολεμιστή σκοτείνιασε, αλλά δεν είπε τίποτα.
*
Μετά από λίγη ώρα, ο Ναρχάεζ μπήκε στον ξενώνα ντυμένος με τον μανδύα του (μαύρος με πράσινες λωρίδες) που η αγκράφα είχε το σχήμα κεφαλής βρυχούμενης τίγρης. Πανοπλία δεν φορούσε· το σπαθί του, όμως, βρισκόταν στο πλευρό του.
«Τι συνέβη;» ρώτησε. «Προσπάθησαν να σας σκοτώσουν;»
«Δεν ήθελαν να μας σκοτώσουν,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα, που ήταν καθισμένη στο περβάζι του παραθύρου και κοίταζε έξω, τα τείχη της Ακρόπολης και, αμέσως μετά απ’αυτά, τα ψηλότερα τείχη της Φέντινκεχ μέσα στη νύχτα. Το κατακόκκινο άστρο με τις μεγάλες αχτίνες φάνταζε λαμπερό στον βορειοδυτικό ορίζοντα. Η Μαύρη Δράκαινα έστρεψε το βλέμμα της στο Δεξί Χέρι του Θρόνου. «Ήθελαν να μας απαγάγουν.»
«Είσαι βέβαιη;»
«Ήταν διστακτικοί να μας μαχαιρώσουν. Εκείνος που με πλησίασε ετοιμαζόταν να μου κλείσει το στόμα και να βάλει το ξιφίδιό του στο λαιμό μου.»
Ο Ναρχάεζ την παρατήρησε στενεύοντας τα μάτια. «Δε φαίνεται να αμφιβάλλεις καθόλου. Πρέπει να ήσουν παράξενα ψύχραιμη…»
«Είμαι εκπαιδευμένη για να είμαι παράξενα ψύχραιμη,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Κάποτε ήμουν Μαύρη Δράκαινα στις υπηρεσίες της Παντοκράτειρας.» Και ρώτησε: «Ποιοι ήταν αυτοί; Γιατί ήρθαν;»
«Δεν είμαι σίγουρος ακόμα· πρέπει να τους ανακρίνουμε πρώτα. Φοβάμαι, όμως, πως πιθανώς να ήταν σταλμένοι από τους Ιεράρχες της Κοινωνίας.»
«Ιεράρχες της Κοινωνίας;» έκανε ο Τάμπριελ, ο οποίος καθόταν σε μια καρέκλα κι έπινε νερωμένο κρασί από ένα κύπελλο. «Ποιοι είναι αυτοί;»
«Οι… κατάσκοποι του Μεγάλου Ιεράρχη. Ο Καλέφραζ θα σας πει περισσότερα γι’αυτόν αν του το ζητήσετε.»
«Είναι εχθρός του Βασιλείου Τάρσαζ;»
«Ναι. Είναι ο Μονάρχης της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας – όπως την έχει ονομάσει – η οποία βρίσκεται δυτικά από εδώ.»
«Θα έχει δει κι αυτός το Ρήγμα…» είπε η Ανταρλίδα.
«Αναμφίβολα,» συμφώνησε ο Ναρχάεζ. «Και μάλλον θα έχει μάθει και για εσάς. Εκ των προτέρων σάς προειδοποιώ πως, αν κάποιος άνθρωπός του σας πλησιάσει για να σας κάνει κάποια προσφορά, το καλύτερο είναι να θεωρήσετε ψέμα ό,τι κι αν σας πει. Στα μέρη που έχουν ονομαστεί Κοινωνία, κανένας δεν είναι πλέον άξιος εμπιστοσύνης.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Θα το έχουμε υπόψη μας.»
«Σας αφήνω τώρα,» είπε ο Ναρχάεζ, «για ν’ασχοληθώ με τους αιχμαλώτους. Αν και διπλασίασα γι’απόψε όλες τις φρουρές στην Ακρόπολη, να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά.» Και βγήκε απ’τον ξενώνα βαδίζοντας βιαστικά.
Η Ανταρλίδα στράφηκε στον Τάμπριελ.
«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» ρώτησε εκείνος.
«Τον έχεις ‘δει’ αυτόν τον Μεγάλο Ιεράρχη; Θα έχουμε πάρε-δώσε μαζί του;»
«Ακόμα κι αν έχω δει το πρόσωπό του, δε μπορώ να ξέρω ότι όντως είναι αυτός, Ανταρλίδα. Πόσες φορές θα πρέπει να σου πω πως βλέπω μόνο εικόνες; Δεν υπάρχουν τίποτα σημειώσεις με ψιλά γράμματα από κάτω τους.» Ως συνήθως, δεν χαμογέλασε.
«Πρέπει να βρεις έναν τρόπο οι εικόνες που βλέπεις να μας χρησιμεύουν σε κάτι. Απόψε, για παράδειγμα, θα ήταν χρήσιμο αν ξέραμε ότι θα προσπαθούσαν να μας απαγάγουν.»
*
Το πρωί, ρώτησαν τον Καλέφραζ για τον Μεγάλο Ιεράρχη και για την Κοινωνία.
«Δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί ο Μέγας Ιεράρχης,» απάντησε εκείνος. «Ας αρχίσουμε, λοιπόν, από την Κοινωνία.» Καθάρισε το λαιμό του, νευρικά. «Βρίσκεται στα δυτικά μας, κατ’αρχήν…» Ξεδίπλωσε μια περγαμηνή επάνω στην οποία ήταν ζωγραφισμένος ένας χάρτης. «Εδώ είναι το Βασίλειό μας,» είπε δείχνοντας. «Εδώ, η Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας. Παλιότερα, τίποτα δεν ήταν ενωμένο σ’αυτή την περιοχή. Πριν από καμια δεκαριά χρόνια, όμως, ο Μέγας εμφανίστηκε και ένωσε τα κρατίδια και τις ανεξάρτητες πόλεις. Και ο τελικός του σκοπός είναι να κυριαρχήσει επάνω σ’ολόκληρο τον κόσμο, αν οι φήμες αληθεύουν.»
«Δηλαδή,» είπε η Ανταρλίδα, «έχετε κι εδώ κάποιον σαν την Παντοκράτειρα…»
«Ναι, ίσως… Περίπου.»
«Τι το σπουδαίο έχει ο Μέγας Ιεράρχης;» θέλησε να μάθει ο Τάμπριελ.
«Κατά πρώτον, είναι αμφιλεγόμενο από πού κατάγεται και πώς ακριβώς εμφανίστηκε· κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ξέρει στα σίγουρα – μονάχα οι Ιεράρχες ίσως, αλλά αυτοί είναι μια… ξεχωριστή περίπτωση. Κατά δεύτερον, λένε ότι δεν γερνά.» Ο Καλέφραζ γέλασε κοφτά, και λιγάκι νευρικά. «Ανοησίες, φυσικά· μάλλον χρησιμοποιεί κάποιες αλοιφές ή βοτάνια για να φαίνεται νέος.
»Το πραγματικά παράξενο, όμως, είναι ο… δεσμός του με τους Ιεράρχες. Έχω ακούσει ότι υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο ανάμεσα σ’αυτούς και τον Μεγάλο. Τους επιλέγει με κάποιον ειδικό τρόπο. Και… δεν είναι κανονικοί άνθρωποι.»
«Τι είναι;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Όταν ένας απ’αυτούς μάθει κάτι, αμέσως το ξέρουν όλοι τους, καθώς και ο Μέγας.»
«Εννοείς ότι τα μυαλά τους βρίσκονται σε συνεχή επαφή;»
«Ναι· έτσι λέγεται, τουλάχιστον. Λέγεται ότι… μοιράζονται έναν κοινό νου.»
«Έχει ξανασυμβεί αυτό;»
«Τι να έχει ξανασυμβεί;»
«Σ’ετούτο τον κόσμο,» είπε ο Τάμπριελ, «έχει ξανασυμβεί κάποιοι να μοιράζονται έναν κοινό νου;»
Ο Καλέφραζ κούνησε το κεφάλι. «Δεν το έχω ξανακούσει· ούτε το έχω διαβάσει σε τόσα ιστορικά βιβλία που υπάρχουν.»
Η Ανταρλίδα ρώτησε τον Τάμπριελ, στη Συμπαντική: «Σου θυμίζει κάτι συγκεκριμένο;»
«Όχι.»
Ο Καλέφραζ κοίταξε μια τον έναν μια την άλλη, φανερά ενοχλημένος που μιλούσαν σε μια γλώσσα την οποία δεν καταλάβαινε.
«Καλέφραζ,» είπε ο Τάμπριελ μιλώντας τώρα στην Οικουμενική, «μας διδάσκεις ήδη ενάμιση μήνα τη γλώσσα σας, και νομίζω πως ξέρουμε πια τα βασικά για να επικοινωνούμε. Θα μπορούσες τώρα να μας πεις κάποια πράγματα για την ευρύτερη γεωγραφία του κόσμου σας;»
Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Ευχαρίστως.» Και άρχισε να ξεδιπλώνει χάρτες.
Ναι, σκέφτηκε ο Τάμπριελ κοιτάζοντας τον μεγαλύτερο απ’αυτούς. Ναι, ακριβώς έτσι…
…ενώ στο μυαλό του ερχόταν μια από τις μυστηριώδεις εικόνες–
Ο χάρτης με τη γεωγραφία ετούτης της διάστασης.
Κι ένα χέρι. Ένα δάχτυλο που έδειχνε ένα συγκεκριμένο σημείο επάνω στο Βασίλειο Τάρσαζ.
Το χέρι του Καλέφραζ–
«Τι είναι εδώ;» Ο Τάμπριελ έδειξε το σημείο από τη νοητική εικόνα.
Ο Γραμματικός βλεφάρισε ξαφνιασμένος. «Γιατί ρωτάς;»
«Υπάρχει κάτι συγκεκριμένο εδώ;» Ο Τάμπριελ έβλεπε μονάχα μια χρυσή γραμμή ζωγραφισμένη επάνω στον χάρτη: μια γραμμή δίπλα στα δυτικότερα βουνά του Βασιλείου.
«Υπάρχει,» είπε ο Καλέφραζ νεύοντας. «Η Πύλη του Μαράνχαλωμ.»
«Του θεού σας;»
«Ναι. Σύμφωνα με τον μύθο, από εδώ ήρθε ο Μεγάλος Τίγρης. Είναι η Πύλη που οδηγεί στο βασίλειό του.» Κι ακούμπησε το δάχτυλό του νευρικά επάνω στον χάρτη.
Ακριβώς όπως στην εικόνα που είδα. Ακριβώς.
Ο Τάμπριελ τον κοίταξε καταπρόσωπο. «Μας έχετε πει ότι δεν υπάρχουν έξοδοι από τούτο τον κόσμο, Καλέφραζ.»
Ο Καλέφραζ γέλασε. «Μα, δεν υπάρχουν! Η Πύλη είναι συμβολική. Βρίσκεται πάνω σ’ένα πανύψηλο τείχος γεμάτο σκαλίσματα τίγρεων. Πρέπει να το έφτιαξαν οι ιερείς του Μαράνχαλωμ στα αρχαία χρόνια, πριν από χιλιετίες.»
«Πανύψηλο τείχος; Με σκαλίσματα τίγρεων;»
«Ναι…»
«Έχεις κάποια εικόνα του; Κάποια ζωγραφική; Κάποιον πίνακα;»
Η Ανταρλίδα κοίταξε τον Τάμπριελ παραξενεμένη, γιατί της φαινόταν ανυπόμονος, πράγμα που γενικώς δεν ήταν του χαρακτήρα του. Τι συμβαίνει; Έχει «δει» κάτι; Κάτι που θεωρεί σημαντικότερο από άλλα;
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Καλέφραζ. «Μισό λεπτό, θα σ’το δείξω…» Σηκώθηκε απ’την καρέκλα του, τράβηξε ένα βιβλίο από τα ράφια της βιβλιοθήκης, κάθισε πάλι, κι άρχισε να ψάχνει μέσα στις σελίδες του βιβλίου. Τελικά, το έστρεψε προς τη μεριά του Τάμπριελ και της Ανταρλίδας. «Ορίστε: το τείχος και η Πύλη.»
Τα μάτια του Τάμπριελ διαστάλθηκαν προς στιγμή. «Το έχω ξαναδεί. Στο μυαλό μου. Αλλά η Πύλη ήταν ανοιχτή.»
«Ανοιχτή;» είπε ο Καλέφραζ. «Αδύνατον! Δεν υπάρχει τίποτα από πίσω· μόνο πέτρες.»
«Η Πύλη ήταν ανοιχτή!» επέμεινε ο Τάμπριελ εξακολουθώντας να κοιτάζει την εικόνα, έντονα. «Οδηγούσε κάπου. Και μπροστά στα τείχη ήταν μαζεμένοι άνθρωποι – πολεμιστές, νομίζω – πεζοί και έφιπποι.»
«Εντάξει,» είπε ο Καλέφραζ, «αφού το είδες, το είδες… Αλλά δε νομίζω ότι θα συμβεί.»
Ο Τάμπριελ πήρε τα μάτια του από την εικόνα του βιβλίου, υψώνοντάς τα στο πρόσωπο του Γραμματικού. «Θα συμβεί, Καλέφραζ· να είσαι βέβαιος γι’αυτό.»
Ο Γραμματικός έκλεισε, κάπως νευρικά κι αμήχανα, το βιβλίο. «Λοιπόν,» είπε. «Ας κάνουμε ένα σύντομο μάθημα γεωγραφίας τώρα, έτσι; Εσύ το ζήτησες, εξάλλου.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Τάμπριελ ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα. «Μ’ενδιαφέρει πολύ η γεωγραφία αυτού του κόσμου.»
*
Ο Ναρχάεζ ήρθε να τους επισκεφτεί το μεσημέρι στον ξενώνα, ενώ εκείνοι έτρωγαν.
«Οι Ιεράρχες τούς είχαν στείλει,» είπε· «και, πράγματι, σκοπός τους ήταν να σας αιχμαλωτίσουν. Μας τα αποκάλυψαν όλα όταν τους βασανίσαμε. Ήρθαν από τη Ντάρλεχ, η οποία είναι–»
«–μια πόλη της Κοινωνίας,» τον διέκοψε ο Τάμπριελ, που, όπως κι η Ανταρλίδα, είχε σταματήσει το φαγητό του και ατένιζε το Δεξί Χέρι του Θρόνου.
Ο Ναρχάεζ μειδίασε. «Ο Καλέφραζ, βλέπω, σας μόρφωσε. Γνωρίζετε, επομένως, πως ό,τι ξέρει ένας Ιεράρχης το ξέρουν κατευθείαν όλοι τους, σωστά;»
«Ναι, μας το είπε.»
«Άρα καταλαβαίνετε γιατί πρέπει να είστε πολύ προσεκτικοί… Ο Μέγας ίσως να έχει Ιεράρχες ακόμα και μέσα στο Βασίλειό μας δίχως να το γνωρίζουμε, αν και κατά κανόνα, σύμφωνα με τις πηγές πληροφόρησής μας, τους κρατά στην Κοινωνία· γιατί, παρότι έχει υποτάξει όλα τα κρατίδια και τις πόλεις σ’εκείνη την περιοχή, εξακολουθεί να μην είναι βέβαιος για την απόλυτη πίστη των υπηκόων του.»
«Τι γνωρίζεις για τον Μεγάλο Ιεράρχη, Ναρχάεζ;» ρώτησε ο Τάμπριελ. «Ποιος είναι πραγματικά;»
«Τίποτα ουσιαστικό δεν ξέρω – εκτός απ’το ότι είναι πολύ επικίνδυνος. Ορισμένοι λένε πως δεν είναι καν άνθρωπος.»
«Και τι είναι; Θεός; Δαίμονας;»
«Οι φήμες δίνουν και παίρνουν, όπως θα καταλαβαίνεις. Τέλος πάντων· να μη σας κρατάω άλλο από το φαγητό σας. Καλό μεσημέρι,» είπε ο Ναρχάεζ, και βάδισε προς την έξοδο του ξενώνα.
«Με τους εισβολείς από την Κοινωνία τι θα κάνετε;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα προτού φύγει.
«Θα τους χρησιμοποιήσουμε για δούλους κατά πάσα πιθανότητα.»
Όταν ο Ναρχάεζ δεν ήταν πλέον στο δωμάτιο, ο Τάμπριελ είπε: «Πρέπει να επισκεφτώ την Πύλη του Μαράνχαλωμ, Ανταρλίδα.»
«Πιστεύεις ότι είναι διαστασιακή δίοδος;»
«Δεν ξέρω τι είναι, την είδα όμως ανοιχτή. Δεν είναι μονάχα συμβολική όπως φαίνεται να πιστεύει ο Καλέφραζ.»
«Από πίσω της είδες τι κρύβεται;»
«Όχι. Όμως κάτι υπάρχει εκεί – το ξέρω.»
«Την τελευταία φορά που ήσουν βέβαιος ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι, μας κατάπιε ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος…»
«Και καταλήξαμε εδώ – όπως έπρεπε.»
Η Ανταρλίδα αναστέναξε. «Δε νομίζω, πάντως, ότι θα σου επιτρέψουν να επισκεφτείς την Πύλη. Όχι ακόμα, τουλάχιστον.»
Ένας σεισμός έγινε τότε, και το τραπέζι ανάμεσά τους τραντάχτηκε, τα πιάτα και τα κύπελλα έτριξαν.
*
Το βράδυ, η Ανταρλίδα είπε: «Χρησιμοποίησε τη μαγεία σου. Δε θέλω άλλες εκπλήξεις.»
Ο Τάμπριελ δεν διαφώνησε. Ύφανε μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω από το δωμάτιο. Αν κάποιος έμπαινε θα τον καταλάβαινε αμέσως, ακόμα κι αν βρισκόταν στον πιο βαθύ ύπνο. Ένα νοητικό καμπανάκι θα χτυπούσε μέσα του, και τα μάτια του θα άνοιγαν.
«Σ’αυτή τη διάσταση δεν πρέπει να έχουν μάγους,» είπε η Ανταρλίδα, ξαπλώνοντας στο κρεβάτι μ’ένα στρατιωτικό βιβλίο στα χέρια το οποίο είχε δανειστεί από τη βιβλιοθήκη.
Ο Τάμπριελ, έχοντας ολοκληρώσει τη μαγγανεία του, στεκόταν μπροστά στο παράθυρο και κάπνισε πίπα – μια συνήθεια την οποία είχε κολλήσει εδώ, μην έχοντας και πολλά να κάνει μέσα στον ξενώνα ενάμιση μήνα. «Ναι,» αποκρίθηκε, «ούτε εγώ νομίζω πως έχουν. Κανένας δε μας έχει αναφέρει τίποτα, και τα βιβλία τους δεν έχω δει μέχρι στιγμής να γράφουν κάτι.»
Η Ανταρλίδα ένευσε. «Ετούτο δω που κρατάω δεν περιλαμβάνει καθόλου τη μαγεία στις τακτικές μάχης που περιγράφει. Γιατί νομίζεις ότι συμβαίνει αυτό; Δεν υπάρχουν άνθρωποι με ταλέντο στη μαγεία;»
«Υποθέτω πως το γεγονός ότι η διάσταση είναι απομονωμένη παίζει κάποιο ρόλο. Ακόμα κι αν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, Ανταρλίδα, πού θα διδαχτούν όσα πρέπει να διδαχτούν; Επιπλέον, ίσως να είναι λιγότεροι εκείνοι με το Χάρισμα επειδή αυτός ο κόσμος είναι αποκομμένος από το υπόλοιπο σύμπαν…»
«Η μαγεία, πάντως, λειτουργεί κανονικά εδώ, έτσι δεν είναι;»
«Έτσι δείχνει, ναι,» ένευσε ο Τάμπριελ βγάζοντας την πίπα από το στόμα του. Στράφηκε να κοιτάξει την Ανταρλίδα. «Εκείνο, όμως, που απασχολεί εμένα περισσότερο είναι αυτός ο Μέγας Ιεράρχης και οι άλλοι Ιεράρχες, που υποτίθεται ότι μοιράζονται έναν κοινό νου…»
Η Μαύρη Δράκαινα τον περίμενε να συνεχίσει.
«Δε μπορεί να είναι μάγοι,» είπε ο Τάμπριελ. «Τουλάχιστον, όχι σαν αυτούς που γνωρίζουμε εμείς. Επομένως, τι είναι;»
«Εσύ πες μου. Στη Φεηνάρκια υπάρχουν δαίμονες με κάποια παρόμοια ικανότητα; Ή θεοί;»
«Απ’όσο ξέρω, όχι. Κι αυτό με οδηγεί μονάχα σ’ένα συμπέρασμα… Κάτι από τον Ενιαίο Κόσμο, ίσως.»
«Από τον Ενιαίο Κόσμο;»
«Από εκεί προέρχονται όλα τα παράξενα. Δεν είναι τυχαίο που η Παντοκράτειρα ερευνά οτιδήποτε από τον Ενιαίο Κόσμο.»
«Δηλαδή, μιλάμε για κάποιον πανάρχαιο θεό; Ο Καλέφραζ είπε ότι εμφανίστηκε πριν από καμια δεκαριά χρόνια.»
«Αυτό δε σημαίνει και πολλά. Ίσως να κοιμόταν και να αφυπνίστηκε. Ή ίσως, τελικά, να υπάρχει κάποια μικρή δίοδος σε τούτη τη διάσταση: κάποια χαραμάδα απ’όπου θα μπορούσε να γλιστρήσει κάτι κακόβουλο… Η Πύλη του Μαράνχαλωμ είναι, κατ’αρχήν, ένα παράδειγμα ότι ο κόσμος αυτός δεν είναι τόσο απομονωμένος όσο νομίζουν οι κάτοικοί του.»
Για τη θεωρία του Ενιαίου Κόσμου δεν είχαμε ιδέα, φυσικά, αφού δεν γνωρίζαμε τίποτα για το Ατέρμονο Σύμπαν. Ο Μεγάλος Προφήτης μάς μίλησε γι’αυτήν. Μας είπε ότι πολλοί μάγοι, επιστήμονες, και φιλόσοφοι πιστεύουν πως, στα αρχαία χρόνια, το σύμπαν ήταν ενιαίο, πως δεν υπήρχαν αλληλοσυνδεόμενες διαστάσεις, αλλά όλες οι διαστάσεις ήταν μία. Ο Ενιαίος Κόσμος. Εν ολίγοις, πιστεύουν πως κάποτε το σύμπαν ήταν όπως εμείς νομίζαμε ότι ήταν η διάστασή μας: ένας κόσμος μονάχα, και τίποτε άλλο.
Και αργότερα, σύμφωνα μ’αυτή τη θεωρία, το σύμπαν θρυμματίστηκε κι έτσι δημιουργήθηκαν οι διαστάσεις. Κανείς δεν γνωρίζει πότε ακριβώς έγινε αυτός ο θρυμματισμός, γιατί, όπως μας δίδαξε ο Μεγάλος Προφήτης, σε κάθε διάσταση ο χρόνος κυλά με διαφορετική ταχύτητα. Ούτε κανείς γνωρίζει γιατί ο Ενιαίος Κόσμος θρυμματίστηκε. Είναι ένα μυστήριο.
*
* * *
*
«Θα μπορούσες να με οδηγήσεις στην Πύλη του Μαράνχαλωμ;» ρώτησε ο Τάμπριελ’λι τον Καλέφραζ, μία από τις μέρες που ο Γραμματικός είχε μόλις αρχίσει να τους διδάσκει την Ανώτερη Γλώσσα: τη γλώσσα που μιλούσαν οι ιερείς και οι ευγενείς του Βασιλείου Τάρσαζ, τη γλώσσα που χρησιμοποιείτο σ’όλες τις επίσημες περιστάσεις και τελετές.
Ο Καλέφραζ, ξαφνιασμένος λίγο από τούτη την ερώτηση, καθάρισε τον λαιμό του. «Εμμ…» είπε διστακτικά. «Δε μπορώ εγώ μόνος μου να κανονίσω κάτι τέτοιο… Εμμ, θα πρέπει να μιλήσεις στον Πρώτο Αρχιερέα, ίσως. Και στη Βασίλισσα. Θα χρειαστεί έγκριση. Δεν ξέρω αν θα τη δώσουν.»
«Πότε θα μιλήσω μ’αυτούς;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
Ο Καλέφραζ καθάρισε πάλι το λαιμό του. «Κοίτα… μόλις μάθετε τα βασικά της Ανώτερης, πιστεύω θα ζητήσουν οι ίδιοι να σας δουν. Από τώρα μου κάνουν ερωτήσεις για εσάς. Θέλουν, εκτός των άλλων, να τους πείτε αν γνωρίζετε πώς μπορούν να σταματήσουν οι σεισμοί. Έχουν γίνει κάποιες σοβαρές καταστροφές εξαιτίας τους, Τάμπριελ.»
«Δεν γνωρίζω πώς να τους σταματήσω. Αλλά μπορώ να το ερευνήσω. Έχει σίγουρα να κάνει με το Ρήγμα και με τη φύση του κόσμου σας, συγχρόνως. Για να το ερευνήσω, όμως, πρέπει να μου δείξετε κάποια εμπιστοσύνη. Πρέπει να επισκεφτώ την Πύλη.»
«Η Πύλη… έχει κάποια… σχέση με τους σεισμούς, και με το Ρήγμα;» ρώτησε κομπιάζοντας ο Καλέφραζ.
«Δεν είμαι βέβαιος, αλλά ίσως η Πύλη να είναι, ή να ήταν, κάποιο Ρήγμα.»
«Πώς είναι δυνατόν;»
«Εσύ ο ίδιος, Καλέφραζ, μου είπες ότι υποτίθεται πως οδηγεί στο βασίλειο του Μαράνχαλωμ.»
«Ναι, όμως… όμως δεν το πιστεύω πραγματικά. Θέλω να πω ότι, δηλαδή, είναι μέρος της θρησκείας μας, αλλά δεν… δεν είναι κάτι που έχουμε δει να συμβαίνει.»
«Το έχω δει εγώ,» είπε ο Τάμπριελ με απόλυτη βεβαιότητα. «Η Πύλη θα ανοίξει.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Καλέφραζ, μοιάζοντας να προσπαθεί να αποφύγει περισσότερη κουβέντα πάνω σ’αυτό το θέμα, «αλλά θα πρέπει να μιλήσεις στον Πρώτο Αρχιερέα καλύτερα. Εγώ είμαι εδώ μόνο για να σας διδάξω κάποια πράγματα.» Και επέστρεψε στη διδασκαλία της Ανώτερης Γλώσσας.
Ο Τάμπριελ δεν έφερε αντίρρηση.
*
Ο Ναρχάεζ ήρθε να τους συναντήσει στη βιβλιοθήκη, καθώς τελείωναν με τη διδασκαλία του Καλέφραζ και σηκώνονταν από τις καρέκλες τους. Τους ρώτησε πώς πήγαιναν τα πράγματα, και εκείνοι απάντησαν ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα.
«Εκτός από ένα,» τόνισε η Ανταρλίδα. «Είμαστε σχεδόν δύο μήνες κλειδωμένοι στην Ακρόπολη χωρίς να έχουμε ούτε καν την άδεια να κυκλοφορούμε ελεύθερα μέσα της.»
«Καταλαβαίνω,» αποκρίθηκε ο Ναρχάεζ. «Αυτά τα μέτρα δεν είναι, όμως, επειδή εμείς δεν σας εμπιστευόμαστε· είναι για τη δική σας ασφάλεια. Όπως είδατε, τις προάλλες ήρθαν πράκτορες των Ιεραρχών για να σας απαγάγουν.»
«Μπορούμε να προστατέψουμε τους εαυτούς μας,» του είπε η Ανταρλίδα. «Αν θέλουν να το ξαναπροσπαθήσουν, ας έρθουν.»
Ο Ναρχάεζ την ατένισε υπομειδιώντας. «Είσαι, πράγματι, παράξενη γυναίκα,» είπε. Και ρώτησε: «Πού θέλετε να πάτε;»
«Στην πόλη, όχι μακριά,» απάντησε η Ανταρλίδα. «Απλώς για να βαδίσουμε λίγο. Δε νομίζω ότι είναι υπερβολικό.»
Ο Ναρχάεζ ένευσε. «Εντάξει, θα δω τι μπορώ να κάνω. Πριν φύγω, όμως, μια ερώτηση: Τι είδους όπλα είναι αυτά που έχετε φέρει μαζί σας;»
«Αναφέρεσαι στο…;» Η Ανταρλίδα δεν ήξερε πώς να πει τουφέκι στην Οικουμενική. Αμφέβαλλε, μάλιστα, ότι υπήρχε τέτοια λέξη. «Σ’εκείνο το μεταλλικό ραβδί που κρατούσα, το οποίο πετούσε φωτιά;»
«Ακριβώς. Καθώς και στα μικρότερα μεταλλικά όπλα που φαίνονται παρόμοια.»
Τα πιστόλια μας. «Να προσέχετε μ’αυτά,» τον προειδοποίησε η Ανταρλίδα. «Μπορεί κατά λάθος να αλληλοσκοτωθείτε.»
«Προσέχουμε, μην ανησυχείς. Τα έχουμε αποθηκεύσει και κανείς δεν τα πειράζει. Πώς όμως φτιάχνονται, Ανταρλίδα; Και πώς ακριβώς χρησιμοποιούνται;»
«Το πώς χρησιμοποιούνται μπορώ να σ’το δείξω. Το πώς φτιάχνονται είναι μια πιο περίπλοκη υπόθεση. Γνωρίζω τις βασικές αρχές για να φτιάξω ένα όπλο, αλλά δεν ξέρω αν εδώ έχετε τον κατάλληλο εξοπλισμό.»
«Τι εξοπλισμός χρειάζεται;»
«Κατ’αρχήν, πρέπει να έχετε κάποια, εμ…» Έψαξε για τις σωστές λέξεις στην Οικουμενική. «Κάποια εκρηκτική ύλη. Και πρέπει να δουλέψουν και κάποια μεταλλουργεία για να φτιάξουν το όπλο και τις…» – χρησιμοποίησε την πιο παρεμφερή λέξη που ήρθε στο μυαλό της – «σφαίρες – τα κομμάτια που εκτοξεύει το όπλο.»
Ο Ναρχάεζ την άκουγε σκεπτικός. «Θα μιλήσω στους κατάλληλους ανθρώπους,» είπε. «Γιατί, αν μπορείς να μας μάθεις πώς φτιάχνονται και πώς χρησιμοποιούνται αυτά τα όπλα, τότε το Βασίλειο Τάρσαζ θα αποκτήσει μεγάλη δύναμη. Πουθενά αλλού δεν υπάρχουν τέτοια όπλα, Ανταρλίδα.»
Ναι, σκέφτηκε εκείνη, το έχω καταλάβει. «Θα κάνω ό,τι μπορώ.»
«Θα επιστρέψω το απόγευμα,» είπε ο Ναρχάεζ· «και, μάλλον, τότε θα βγείτε στην πόλη. Φυσικά, όχι χωρίς συνοδεία.»
«Φυσικά,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα.
*
Το μεσημεριανό τους ήταν νόστιμο και χορταστικό, και συνοδευόταν από κρύα μπίρα. Όταν έφαγαν, ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους και χουζούρεψαν μέσα στη ζέστη του μεσημεριού. Είχαν έρθει άνοιξη σε τούτο τον κόσμο και, τώρα πλέον, πλησίαζε το καλοκαίρι, και η θερμοκρασία ανέβαινε. Ο Καλέφραζ τούς είχε διδάξει τους μήνες του χρόνου και στην Οικουμενική και στην Ανώτερη Γλώσσα. Συνολικά ήταν δεκαέξι, από εικοσιπέντε μέρες ο καθένας.
«Δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα ποια είναι η χρονική αναλογία ετούτης της διάστασης σε σχέση με άλλες διαστάσεις,» είπε η Ανταρλίδα καθώς ήταν ξαπλωμένη στο πλάι με την πλάτη της γυρισμένη στον Τάμπριελ. «Μπορεί στην Απολλώνια να έχει περάσει ήδη ένας ολόκληρος χρόνος.»
«Ή μπορεί να μην έχει περάσει πάνω από ένας μήνας. Δεν έχει σημασία, όμως. Είμαστε εκεί πού πρέπει να είμαστε· και τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο θα τον ξαναδούμε: είμαι βέβαιος.»
Η βεβαιότητά σου δε με καθησυχάζει καθόλου, Τάμπριελ’λι, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Εκείνο που την πείραζε περισσότερο εδώ δεν ήταν το γεγονός ότι βρισκόταν σ’ένα άγνωστο περιβάλλον – μια Μαύρη Δράκαινα δεν μπορούσε να την ενοχλήσει κάτι τέτοιο· ήταν εκπαιδευμένες να δρουν μέσα σε οποιοδήποτε περιβάλλον, εχθρικό ή φιλικό. Εκείνο που πραγματικά την πείραζε ήταν ότι, ουσιαστικά, δεν υπήρχε κανένας λόγος να βρίσκεται σε τούτη την απομονωμένη διάσταση! Παρά τα όσα έλεγε ο Τάμπριελ, η παρουσία της εδώ τής έμοιαζε τελείως ανούσια.
«Θέλω να έχεις το νου σου για κάτι, Ανταρλίδα…»
«Για τι; ‘Είδες’ ότι θα μας επιτεθεί κάποιος πάλι;»
«Είδα ένα μεγάλο πουλί να βγαίνει μέσα από το κόκκινο άστρο στον ουρανό. Το είδα να βγαίνει ενώ ήταν νύχτα και ενώ ο Πράσινος» (η ονομασία του πράσινου φεγγαριού, όπως τους είχε διδάξει ο Καλέφραζ) «βρισκόταν κοντά στο κόκκινο άστρο.»
«Αν δεν κάνω λάθος, η τροχιά του Πράσινου πλησιάζει το άστρο τις τελευταίες ημέρες,» είπε η Ανταρλίδα.
«Ναι, το ξέρω. Και θέλω επίσης να ξέρω πότε θα έρθει αυτό το πουλί.»
«Γιατί; Είναι σημαντικό;»
«Το έχω ξαναδεί.»
«Στα οράματά σου, εννοείς;»
«Ναι. Θα το συναντήσουμε στο μέλλον.»
«Θα είναι εχθρός μας;»
«Θα δείξει.»
«Τι είναι;» ρώτησε η Ανταρλίδα. «Κάποιος δαίμονας; Και τι είναι το άστρο; Κάποια δίοδος που άνοιξε εξαιτίας του υπερδιαστασιακού στροβίλου;»
«Τίποτα δεν αποκλείεται.»
Η Ανταρλίδα αναστέναξε. «Μου αρέσει που πάντα είσαι συγκεκριμένος.»
Το απόγευμα, όταν ο ήλιος είχε πέσει λίγο και δεν έκανε τόση ζέστη, η πόρτα του ξενώνα χτύπησε και η φωνή του Ναρχάεζ ακούστηκε. Ζητούσε να περάσει.
«Πέρασε,» του φώναξε η Ανταρλίδα, κι εκείνος άνοιξε και μπήκε.
«Η Βασίλισσα επέτρεψε να σας πάω μια βόλτα στην πόλη,» είπε. «Ετοιμαστείτε, λοιπόν. Θα σας περιμένω έξω, στον διάδρομο.» Και βγήκε πάλι.
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα ντύθηκαν με ρούχα του Βασιλείου Τάρσαζ, όπως ντύνονταν και όλες τις ημέρες που βρίσκονταν στην Ακρόπολη. Τα ρούχα που είχαν φέρει μαζί τους δεν μπορούσαν να τα φοράνε συνέχεια. Το παντελόνι του Τάμπριελ ήταν σκισμένο από τότε που η Ανταρλίδα είχε επιδέσει το τραύμα στο πόδι του. Και η Μαύρη Δράκαινα είχε μονάχα μία στολή μαζί της.
Επί του παρόντος, ο Τάμπριελ φόρεσε ένα λευκό πουκάμισο με αργυρό σιρίτι, που είχε ψηλό γιακά και, σύμφωνα με τη μόδα, έμπαινε μόνο μέσα στη μπροστινή μεριά του παντελονιού ενώ στην πίσω μεριά κρεμόταν σαν μανδύας. Το παντελόνι του ήταν υφασμάτινο και μαύρο· οι μπότες του κοντές και μυτερές, και οι άκριες του παντελονιού κρύβονταν μέσα τους.
Η Ανταρλίδα ντύθηκε με μια κίτρινη τουνίκα χωρίς μανίκια η οποία είχε τριγωνικό ντεκολτέ και γιακά κυρίως πίσω απ’τον λαιμό· τα κουμπιά της ήταν μεγάλα, ξύλινα, και καφετιά. Κάτω απ’την τουνίκα – που ήταν μακριά ώς τους μηρούς – φόρεσε μια βαθυγάλαζη φούστα με πτυχές ανοιχτού γαλάζιου χρώματος η οποία έπεφτε μέχρι τους αστραγάλους. Στα πόδια της έδεσε ένα ζευγάρι δερμάτινα σανδάλια. Τα μακριά, ξανθά της μαλλιά τα χτένισε προς τα πίσω και τα άφησε λυτά.
Όταν ήταν κι οι δυο τους έτοιμοι, βγήκαν απ’τον ξενώνα και στον διάδρομο συνάντησαν τον Ναρχάεζ και πέντε πολεμιστές που θα τους συνόδευαν, οι δύο εκ των οποίων ήταν γυναίκες. Το Δεξί Χέρι του Θρόνου τράβηξε δύο ξιφίδια και έδωσε το ένα στην Ανταρλίδα και το άλλο στον Τάμπριελ’λι.
«Για παν ενδεχόμενο,» είπε. «Κρύψτε τα στα ρούχα σας.» Εκείνοι τα έκρυψαν: η Μαύρη Δράκαινα μέσα στην τουνίκα της, ο κοκκινόδερμος μάγος στην πίσω μεριά του παντελονιού του η οποία καλυπτόταν από το λευκό του πουκάμισο.
Με τη συνοδεία του Ναρχάεζ και των πολεμιστών του Βασιλείου, βγήκαν από την Ακρόπολη και, μέσα στο φως του απογεύματος, βάδισαν στους δρόμους της πρωτεύουσας Φέντινκεχ.
Απ’όπου κι αν περνούσαν, όλο και κάποιος σταματούσε για να τους κοιτάξει· και τις περισσότερες φορές φώναζε και σε άλλους, δείχνοντας.
Έχουμε γίνει κινούμενο αξιοθέατο, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, κάπως ενοχλημένα, αν και καταλάβαινε τον λόγο που οι άνθρωποι αυτού του κόσμου τούς κοίταζαν με τόση περιέργεια.
Όταν είχαν πια κατεβεί από το ύψωμα όπου βρισκόταν η Ακρόπολη και βάδιζαν κοντά στο λιμάνι, ακούγοντας το νερό να κυλά πλάι τους και τον αέρα να σφυρίζει, η Μαύρη Δράκαινα είπε στον Ναρχάεζ: «Ο Καλέφραζ δεν μας έχει αναφέρει τίποτα για μάγους. Δεν υπάρχουν μάγοι εδώ;» Χρησιμοποίησε μια λέξη που στην Οικουμενική σήμαινε αυτός που κάνει παράξενα ή θαυμαστά κόλπα.
Το Δεξί Χέρι την κοίταξε παραξενεμένα. «Μάγοι;» έκανε, χρησιμοποιώντας μια άλλη λέξη που η Ανταρλίδα δεν είχε ξανακούσει. «Εννοείς σαν αυτούς που ζουν με τους Ταργκάφλι, ή αυτούς που συγκεντρώνονται στη Γη της Φέδλωχ;»
Ο Καλέφραζ είχε δείξει, επάνω στους χάρτες του, στην Ανταρλίδα και στον Τάμπριελ ότι οι Ταργκάφλι ήταν ένας λαός που έμενε ανατολικά του Βασιλείου Τάρσαζ. Θεωρούνταν άγριοι και επικίνδυνοι, και κατοικούσαν, έλεγε ο Γραμματικός, μέσα σε ερείπια παλιότερων πολιτισμών. Δεν είχε μπει σε περισσότερες λεπτομέρειες.
Η Γη της Φέδλωχ ήταν ένα μέρος δυτικά του Τάρσαζ, μετά την Κοινωνία, πέρα από την Ενδότερη Θάλασσα, και νότια του Βασιλείου Ώσρανοκ. Ένα μέρος όπου δεν υπήρχε κοινή εξουσία αλλά πόλεις-κράτη: ένα μέρος όπου είχαν τα λημέρια τους οι περισσότεροι πειρατές της Ενδότερης Θάλασσας αλλά και του Δυτικού Πελάγους. Ο Καλέφραζ έμοιαζε να θεωρεί τη Γη της Φέδλωχ το ίδιο επικίνδυνη με τη Γη των Ταργκάφλι.
«Δε νομίζω,» είπε η Ανταρλίδα. «Στο υπόλοιπο σύμπαν οι μάγοι κάνουν χρήσιμα πράγματα. Πολλά…» – έψαξε για τη λέξη μηχανήματα αλλά δεν κατάφερε να τη βρει – «κατασκευάσματα, για παράδειγμα, δε θα μπορούσαν να λειτουργήσουν χωρίς αυτούς.»
«Οι μάγοι που ξέρω εγώ είναι τρελοί,» αποκρίθηκε ο Ναρχάεζ.
«Τι ακριβώς κάνουν, όμως; Τι μπορούν να… εμ, επιτύχουν με τη μαγεία τους;»
Ο Ναρχάεζ κούνησε το κεφάλι, λιγάκι εκνευρισμένα. «Δεν ξέρω, δεν είμαι μάγος!»
«Έχεις ποτέ συναντήσει κάποιον μάγο;»
«Όχι.»
Η Ανταρλίδα ψιθύρισε στον Τάμπριελ, μιλώντας στη Συμπαντική: «Να του πω ότι είσαι μάγος;»
«Δε νομίζω πως είναι απαραίτητο ακόμα.»
Και συνέχισαν τον περίπατό τους μέσα στη Φέντινκεχ χωρίς να συζητούν άλλο για μάγους και μαγείες. Ο Ναρχάεζ τούς έδειχνε διάφορους δρόμους και τους έλεγε πώς ονομάζονταν, καθώς επίσης και κάποια μνημεία και άλλα αξιοθέατα, όπως η Μεγάλη Βιβλιοθήκη, ο Ναός του Μαράνχαλωμ, το Βασιλικό Παλάτι επάνω στον λόφο, η Πινακοθήκη, το Θέατρο των Φεγγαριών, η Αρένα, η Μικρή Αγορά (ή Λιμαναγορά) που βρισκόταν κοντά στο λιμάνι…
Καθώς περνούσαν από τη Μεγάλη Αγορά – η οποία ήταν στην καρδιά της πόλης, μακριά από τη Λιμαναγορά – ο Τάμπριελ είδε ένα περιδέραιο επάνω στον πάγκο ενός εμπόρου που πουλούσε κοσμήματα και γυαλιστερούς λίθους. Το περιδέραιο είχε αργυρή αλυσίδα απ’την οποία κρεμόταν ένας επίσης αργυρός δίσκος που στο κέντρο του ήταν ένα ημιδιαφανές, πολυεδρικό πετράδι. Στην περιφέρεια του δίσκου υπήρχαν λαξεύματα σαν από κλήματα που μπλέκονται το ένα με το άλλο, σχηματίζοντας έναν ατελείωτο λαβύρινθο.
Ο Τάμπριελ στάθηκε μπροστά στο περιδέραιο και το πήρε στο δεξί του χέρι.
Δεν το έβλεπε για πρώτη φορά.
Θα το χρειαστώ αυτό…
«Δεν έχω χρήματα μαζί μου,» είπε στον Ναρχάεζ. «Πώς μπορώ να το αγοράσω;»
Το Δεξί Χέρι του Θρόνου τον κοίταξε συνοφρυωμένο. «Σ’ενδιαφέρει τόσο πολύ;»
«Ναι.»
«Το έχεις ‘δει’ σε κάποιο όραμα;»
«Ο Καλέφραζ σού λέει τα πάντα για εμένα, λοιπόν…» παρατήρησε ο Τάμπριελ· γιατί ο ίδιος δεν είχε πει ποτέ στο Δεξί Χέρι ότι «έβλεπε» εικόνες.
«Θα το αγοράσω εγώ,» δήλωσε ο Ναρχάεζ. Και προς τον έμπορο πίσω απ’τον πάγκο: «Πόσο θέλεις γι’αυτό;»
«Είκοσι νύχια.»
«Δεκαπέντε, και πολλά είναι για την ποιότητά του.»
Ο έμπορος, που μάλλον αναγνώριζε το Δεξί Χέρι του Θρόνου, δεν έφερε αντίρρηση. Ο Ναρχάεζ έβγαλε τα νομίσματα από το βαλάντιό του και τον πλήρωσε.
Ο Τάμπριελ πήρε το περιδέραιο και το έκρυψε μέσα σε μια τσέπη του παντελονιού του.
«Τι αξία έχει για σένα;» τον ρώτησε ο Ναρχάεζ, λίγο παρακάτω, καθώς βάδιζαν μέσα στη Μεγάλη Αγορά.
«Δεν ξέρω ακόμα. Το έχω ‘δει’, όμως, όπως ήδη μάντεψες.»
*
Μια από τις επόμενες ημέρες, η Ανταρλίδα ρώτησε τον Καλέφραζ: «Τι ξέρεις για τους μάγους αυτού του κόσμου;»
«Δεν ασχολούμαι με μάγους,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Ο Ναρχάεζ μάς είπε ότι υπάρχουν μάγοι στη Γη των Ταργκάφλι και στη Γη της Φέδλωχ.»
«Ναι, εκεί μπορείς να βρεις τα πάντα. Γιατί ρωτάς, όμως;»
«Στο υπόλοιπο σύμπαν οι μάγοι έχουν μεγάλη σημασία,» εξήγησε η Ανταρλίδα. «Υπάρχουν οργανωμένα τάγματα μάγων.»
Ο Καλέφραζ την ατένιζε σα να νόμιζε ότι η παράξενη κατάλευκη γυναίκα τού έκανε πλάκα. Μετά, καθάρισε τον λαιμό του και είπε: «Οι μάγοι είναι επικίνδυνοι άνθρωποι, απ’όσο ξέρω. Έχω ακούσει –από φήμες, βέβαια, μη νομίζεις ότι σχετίζομαι με τέτοιους! – πως έρχονται σε επαφή με τον κόσμο μας, του ‘ζητάνε’ κάτι, κι εκείνος ανταποκρίνεται.»
«Δε διαφέρουν και πολύ από τους δικούς μας μάγους, δηλαδή,» σχολίασε ο Τάμπριελ.
Η Ανταρλίδα τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Οι μάγοι,» είπε εκείνος, εξακολουθώντας να χρησιμοποιεί την Οικουμενική, «μιλούν σε μια γλώσσα που το σύμπαν καταλαβαίνει και ανταποκρίνεται.»
Ο Καλέφραζ συνοφρυώθηκε. «Το λες σαν… Είσαι μάγος, Τάμπριελ;»
Εκείνος ένευσε.
Τα μάτια του Καλέφραζ γούρλωσαν.
«Μην ταράζεσαι· κανείς δε θα πει ότι άρχισες τις κακές παρέες μαζί μου.»
Ο Καλέφραζ μειδίασε παρά την αμηχανία του.
Ο Τάμπριελ, ως συνήθως, δεν χαμογέλασε. «Οι μάγοι, όπως σου είπε η Ανταρλίδα, είναι πολύ σημαντικοί στο υπόλοιπο σύμπαν. Πολλά από τα πράγματα που λειτουργούν δεν θα λειτουργούσαν χωρίς αυτούς.»
«Τι μπορείς να κάνεις αφού είσαι μάγος;» θέλησε να μάθει ο Καλέφραζ.
«Σε τούτο τον κόσμο, μόνο κάποια βασικά πράγματα. Για παράδειγμα, ύστερα από την επίθεση των Ιεραρχών, προστατεύω κάθε νύχτα το δωμάτιό μας, ώστε αν κάποιος μπει να τον καταλάβω.»
«Δεν κοιμάσαι;»
«Κοιμάμαι. Αλλά αν κάποιος μπει θα τον αντιληφτώ. Δεν ξέρω τις κατάλληλες λέξεις στην Οικουμενική για να σου πω πώς λέγεται το… η τεχνική που χρησιμοποιώ. Ίσως θα μπορούσαμε, όμως, να ψάξουμε για να βρούμε ένα όνομα.»
«Κάποια άλλη στιγμή.»
«Όπως θέλεις.»
Η Ανταρλίδα ρώτησε: «Δεν υπάρχουν μάγοι στο Βασίλειο Τάρσαζ;»
«Δεν γνωρίζω,» απάντησε ο Καλέφραζ. «Ίσως και να υπάρχουν κάπου. Κρυφά, δηλαδή. Κανένας δεν πρόκειται να το παραδεχτεί ότι είναι μάγος.»
«Γιατί; Φυλακίζονται;»
«Ανάλογα… Συνήθως, τους σκοτώνουν με την πρώτη υποψία ότι συνέβη κάτι για το οποίο ευθύνονται.» Στράφηκε στον Τάμπριελ. «Στη δική σου περίπτωση, βέβαια, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν είσαι από δω. Να προσέχεις, όμως· ειδικά όταν μιλήσεις στη Βασίλισσα ή στον Πρώτο Αρχιερέα.»
*
«Οι κατάσκοποί μας μας ανέφεραν ότι κάποιοι άγνωστοι πλησίασαν το Ρήγμα,» είπε ο Ναρχάεζ, ένα απόγευμα, στην Ανταρλίδα και στον Τάμπριελ, «και εξαφανίστηκαν.»
Οι τρεις τους βάδιζαν επάνω στις επάλξεις της Ακρόπολης κοιτάζοντας την Φέντινκεχ να απλώνεται μεγαλόπρεπα από κάτω τους.
«Σας είχαμε προειδοποιήσει, δε σας είχαμε προειδοποιήσει;» είπε ο Τάμπριελ.
«Δεν πρέπει να ήταν δικοί μας άνθρωποι,» εξήγησε ο Ναρχάεζ. «Τους είδαν να έρχονται από τ’ανατολικά. Υποπτευόμαστε ότι, μάλλον, ήταν Ταργκάφλι.» Και ρώτησε: «Τι μπορεί να τους συνέβη, τώρα που τους κατάπιε το Ρήγμα; Μπορεί να πήγαν σε άλλο κόσμο, όπως εσείς;»
«Οι πιθανότητες να συμβεί αυτό είναι ελάχιστες. Κατά πάσα πιθανότητα κομματιάστηκαν, ψυχικά και σωματικά. Οι στρόβιλοι είναι καταστροφικοί, Ναρχάεζ· δεν παίζει κανείς μαζί τους.» Στρέφοντας το βλέμμα του βορειοανατολικά, ατένισε την αλλοίωση που προκαλούσε ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος στον ουρανό ετούτου του κόσμου.
«Θα πρότεινες να βάλουμε φρουρούς γύρω από το Ρήγμα; Να απαγορεύσουμε σε οποιονδήποτε να το πλησιάζει;»
«Σας είπα τι συμβαίνει,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Κρίνετε εσείς τι πρέπει να κάνετε και τι όχι.»
Η Ανταρλίδα ρώτησε: «Βρίσκεται εντός των συνόρων του Βασιλείου, ή έξω απ’τα σύνορα;»
«Λίγο πιο έξω,» απάντησε ο Ναρχάεζ. «Η περιοχή είναι ορεινή, όπως είδατε κι εσείς, και δεν ελέγχεται εύκολα.»
*
Μια από τις επόμενες νύχτες, ο Τάμπριελ στεκόταν μπροστά στο παράθυρο του ξενώνα και κοίταζε τον ουρανό. Ο Πράσινος βρισκόταν κοντά στο κόκκινο άστρο… ναι, όπως το είχε δει. Δεν ήταν, όμως, η πρώτη νύχτα που το συγκεκριμένο φεγγάρι ήταν σ’αυτή τη θέση: δε σήμαινε ότι το μυστηριώδες πτηνό θα εμφανιζόταν απόψε.
Θα εμφανιστεί, όμως. Κάποια στιγμή θα εμφανιστεί!
Κρίμα που δεν ήξερε το πότε. Κρίμα που ποτέ δεν ήξερε το πότε.
Σαν ο χρόνος να μην υπάρχει. Σα να μην είναι παρά μια ψευδαίσθηση.
Πολλοί φιλόσοφοι το είχαν ισχυριστεί τούτο, και όχι λίγοι επιστήμονες. Αλλά τι πρακτική αξία μπορεί να είχε;
Αν ο χρόνος δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση, άραγε μπορείς να τον μεταβάλλεις; Αυτό που κάνω, με τις εικόνες που βλέπω, είναι σαν να μεταβάλλω τον χρόνο; Ή απλά ακολουθώ τις οδηγίες κάποιας ακατονόμαστης πηγής;
Αισθάνθηκε ένα χέρι επάνω στο γυμνό του μπράτσο.
Δεν την είχε ακούσει να πλησιάζει – όχι παράξενο για μια Μαύρη Δράκαινα.
«Είσαι ξύπνια…» της είπε χωρίς να στραφεί.
«Κάνει ζέστη.» Ο Τάμπριελ αισθάνθηκε το σώμα της να έρχεται κοντά του· τα μικρά στήθη της πιέστηκαν επάνω στη γυμνή πλάτη του. Το χέρι της πήγε από το μπράτσο του στην κοιλιά του. Το σαγόνι της ακούμπησε ελαφρά στον ώμο του.
«Δε βλέπω τίποτα στον ουρανό,» ψιθύρισε στ’αφτί του.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε, κατά τύχη, ή όχι και τόσο «κατά τύχη», έρθει κοντά του μέσα στον τελευταίο μήνα (τον τρίτο μήνα που βρίσκονταν σε τούτο τον κόσμο)· και ο Τάμπριελ όφειλε να παραδεχτεί ότι η παρουσία της δεν ήταν δυσάρεστη. Εξάλλου, είμαστε συνέχεια κλεισμένοι – μαζί – σε τούτο τον ξενώνα και σε τούτη την Ακρόπολη· είναι να μην αρχίσουν να σου έρχονται ιδέες; Κι εκείνου τού έρχονταν ιδέες, όταν την έβλεπε ξαπλωμένη στο διπλανό κρεβάτι ή όταν την έβλεπε να ντύνεται. Αν και γενικά προσπαθούσε να αποφεύγει να την κοιτάζει εκείνες τις στιγμές, δεν κατάφερνε πάντα να αγνοεί τον πειρασμό.
«Τι θέλεις, Ανταρλίδα;» ρώτησε εξακολουθώντας να κοιτά έξω απ’το παράθυρο.
«Αναρωτιέμαι για τα γούστα της Παντοκράτειρας.»
Ο Τάμπριελ στράφηκε να την κοιτάξει, χαμογελώντας: μια από τις λίγες φορές που χαμογελούσε.
Τα χείλη τους συναντήθηκαν.
Τα χέρια της γαντζώθηκαν στους ώμους του· τα χέρια του μπλέχτηκαν μέσα στα μαλλιά της.
Κυλίστηκαν στο κρεβάτι της, ντυμένοι ακόμα με τα λίγα ρούχα που είχαν επάνω τους.
«Τι νομίζεις λοιπόν;» τη ρώτησε φιλώντας τον λαιμό της.
«Από τόσο νωρίς;»
Την ημέρα που ο Μεγάλος Προφήτης θα συναντούσε τον Πρώτο Αρχιερέα ήμουν ανήσυχος, σχεδόν τόσο πολύ όσο και μετά από την εισβολή των πρακτόρων των Ιεραρχών στην Ακρόπολη. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ όλη νύχτα· στριφογύριζα πάνω στο κρεβάτι, και η σύζυγός μου διαμαρτυρόταν ότι δεν την άφηνα να ησυχάσει. Μετά έγινε ένας από τους δυνατότερους σεισμούς, και σηκώθηκα για να καθίσω μπροστά σ’ένα παράθυρο μέχρι την αυγή. Η Κάνταφαχ, αφού πήγε να βάλει τους μικρούς να κοιμηθούν, κάθισε κοντά μου. Και λίγο προτού ξημερώσει, επέστρεψε στο κρεβάτι για να κλείσει τα μάτια της καμια-δυο ώρες προτού πιάσει δουλειά στο Βασιλικό Ραφείο.
Ο Πρώτος Αρχιερέας δεν ζήτησε να με δει ύστερα από τη συνάντησή του με τον Μεγάλο Προφήτη και τη Συνοδό του, κι αυτό το θεώρησα καλό σημάδι. Πρέπει να είχα κάνει σωστά τη δουλειά μου.
Πλησίασα, όμως, το Δεξί Χέρι για να τον ρωτήσω πώς πήγαν τα πράγματα· αλλά εκείνος βιαζόταν, και πρέπει να ήταν και λίγο εκνευρισμένος, γιατί με προσπέρασε λέγοντας: Μη μ’ενοχλείς μ’ανοησίες τώρα!
Είχε συμβεί κάτι άσχημο μήπως; δεν μπόρεσα παρά να αναρωτηθώ.
*
* * *
*
Όταν έμαθαν αρκετά καλά την Ανώτερη Γλώσσα – η οποία, όφειλαν να παραδεχτούν, ήταν πιο δύσκολη από την Οικουμενική – ο Καλέφραζ τούς είπε, μια μέρα, ότι αύριο ο Πρώτος Αρχιερέας είχε ζητήσει να τους μιλήσει. Θα πήγαιναν, επομένως, να τον επισκεφτούν με τη συνοδεία του Ναρχάεζ και κάποιων απ’τους πολεμιστές του.
«Τι γνωρίζει για εμάς;» ρώτησε ο Τάμπριελ. «Όσα ξέρεις κι εσύ;»
«Ασφαλώς,» απάντησε ο Καλέφραζ.
Τη νύχτα, ένας σεισμός τράνταξε τη Φέντινκεχ: ένας από τους δυνατότερους σεισμούς που την είχαν τραντάξει ύστερα από την εμφάνιση του υπερδιαστασιακού στροβίλου. Μέσα στην Ακρόπολη, αντικείμενα ακούστηκαν να πέφτουν από ράφια και τραπέζια, και ορισμένα να σπάζουν στο πέτρινο πάτωμα.
Το πρωί, ο Ναρχάεζ χτύπησε την πόρτα του ξενώνα και είπε στην Ανταρλίδα και στον Τάμπριελ να έρθουν. Όταν εκείνοι βγήκαν, συνάντησαν το Δεξί Χέρι του Θρόνου και τους υπόλοιπους πολεμιστές που θα τους συνόδευαν. Έφυγαν από την Ακρόπολη ενώ δεν ήταν πολλή ώρα που ο ήλιος είχε ανατείλει, και βάδισαν προς το μεγάλο οικοδόμημα του Ναού του Μαράνχαλωμ. Οι δρόμοι της Φέντινκεχ δεν ήταν ποτέ τελείως άδειοι, μα ετούτη την ώρα σίγουρα ήταν πιο σιωπηλοί από άλλες φορές που ο Ναρχάεζ είχε βγάλει τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα από την Ακρόπολη.
(Η Μαύρη Δράκαινα περίμενε να δει πότε θα τελείωνε αυτή η κατάσταση με τις συνοδείες. Θα νόμιζε κανείς ότι είμαστε τα κατοικίδια αυτών των ανθρώπων! Ή φυλακισμένοι. Τι άλλο χρειάζεται για να μας εμπιστευτούν αρκετά ώστε να μας αφήσουν να βαδίζουμε μόνοι μας στην πόλη τους, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ! Τέτοιες και παρόμοιες σκέψεις είχαν πολλές φορές περάσει από το νου της, τον τελευταίο καιρό.)
Τα σκαλοπάτια του Ναού ήταν καμωμένα από βαριά, γκρίζα πέτρα, και γεμάτα λαξεύματα τίγρεων. Γύρω τους ψηλοί κίονες ορθώνονταν οι οποίοι συγκρατούσαν ένα υπόστεγο· αναρριχητικά φυτά σκαρφάλωναν επάνω τους, και λαξεύματα τούς γέμιζαν κι αυτούς. Οι φρουροί του Ναού που στέκονταν ανάμεσά τους ήταν ντυμένοι διαφορετικά από τους πολεμιστές του Ναρχάεζ ή τους στρατιώτες της τοπικής φρουράς της Φέντινκεχ. Η εμφάνισή τους είχε, σίγουρα, κάτι το πιο ιερό.
Το εσωτερικό του Ναού ήταν στολισμένο με χρυσάφι και ασήμι, και πολύτιμοι λίθοι, μεγαλύτεροι και μικρότεροι, γυάλιζαν σε διάφορα σημεία της κεντρικής του αίθουσας. Το πανύψηλο άγαλμα ενός τίγρη στεκόταν στο κέντρο της, φτάνοντας σχεδόν ώς το ανώτατο σημείο της τριγωνικής της οροφής.
Ένας ιερέας συνάντησε τον Ναρχάεζ, την Ανταρλίδα, και τον Τάμπριελ καθώς πέρασαν το κατώφλι της πλατιάς διπλής εισόδου του Ναού, η οποία ήταν καμωμένη από κάποιο μέταλλο που έκανε μαυροκίτρινες αντανακλάσεις και ήταν μισάνοιχτη – μόνο το ένα της φύλλο ήταν ανοιχτό, κι αυτό όχι ολόκληρο.
Ο ιερέας κοίταξε για μια στιγμή τους εξωδιαστασιακούς από πάνω ώς κάτω, με περιέργεια. Το δέρμα του ήταν κατάμαυρο και τα μαλλιά του καφετιά. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από σαράντα χρονών.
Έστρεψε το βλέμμα του στον Ναρχάεζ, λέγοντας: «Ο Πανιερότατος σάς περιμένει. Ελάτε μαζί μου.» Κι άρχισε να βαδίζει μέσα στην αίθουσα.
Εκείνοι τον ακολούθησαν. Πέρασαν κάτω από μια πύλη κι έφτασαν σ’ένα δωμάτιο σαν σαλόνι, με καθίσματα, διακοσμητικά αντικείμενα, κουρτίνες, και κάποια ελαφριά γλυκίσματα και ποτά επάνω σ’ένα ξύλινο τραπεζάκι. Σε μια ψηλή πολυθρόνα καθόταν ένας άντρας παρόμοια ντυμένος μ’αυτόν που η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ είχαν δει στη Ναλκέμ (ο οποίος, όπως προ πολλού τούς είχε πει ο Καλέφραζ όταν τον είχαν ρωτήσει, ήταν ο Αρχιερέας της πόλης εκείνης). Στην αμφίεση του, ωστόσο, υπήρχαν και κάποιες διαφορές, οι πιο έντονες από τις οποίες ήταν το ότι φορούσε γωνιώδεις επωμίδες από χρυσάφι, και το ότι στο κεφάλι του ήταν ένα πλατύ διάδημα, επίσης χρυσό· τα μάτια ενός τίγρη ήταν λαξεμένα επάνω του, και μέσα τους βρίσκονταν ρουμπίνια.
Το δέρμα του Πρώτου Αρχιερέα του Μαράνχαλωμ ήταν λευκό-ροζ, και είχε γκρίζα μαλλιά και μούσια. Το πρόσωπό του ήταν βαθιά ρυτιδωμένο· σε ηλικία πρέπει να περνούσε τα εξήντα. Καθώς όμως σηκωνόταν από την πολυθρόνα του, φάνηκε πως τα χρόνια δεν τον είχαν καταβάλει· έδινε την εντύπωση ότι είχε μια φυσική ζωντάνια εντός του, μια ανεξάντλητη ζωτική ενέργεια.
«Σας χαιρετώ,» είπε στην Ανώτερη Γλώσσα.
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα υποκλίθηκαν όπως τους είχε πει ο Καλέφραζ να κάνουν μπροστά στον Πρώτο Αρχιερέα. Με τις άκριες των ματιών τους, είδαν ότι κι ο Ναρχάεζ υποκλίθηκε παρόμοια.
«Σας τους έφερα, Πανιερότατε,» είπε. «Γνωρίζουν αρκετά για να μπορείτε να τους μιλήσετε και να σας καταλάβουν. Ορισμένες από τις συνήθειές τους, όμως, ίσως να σας παραξενέψουν.»
«Αναμενόμενο είναι αυτό,» αποκρίθηκε ο Πρώτος Αρχιερέας. «Παρακαλώ, καθίστε,» είπε προς όλους, δείχνοντας τα καθίσματα του δωματίου. «Καθίστε όπου θέλετε.»
Και εκείνοι κάθισαν σε ξύλινες καρέκλες με μεγάλα μαξιλάρια. Ο ιερέας που τους είχε υποδεχτεί στην είσοδο του Ναού παρέμεινε όρθιος, στεκόμενος κοντά σε μια γωνία με τα χέρια διπλωμένα μπροστά του, κρυμμένα μέσα στον φαρδύ χιτώνα του.
«Τα ονόματά σας είναι Τάμπριελ και Ανταρλίδα, όπως μου έχουν πει,» άρχισε ο Πρώτος Αρχιερέας κοιτάζοντάς τους ερευνητικά σαν να προσπαθούσε να τους ζυγιάσει, «και έρχεστε από… την άλλη μεριά του Ρήγματος.»
«Το Ρήγμα, Πανιερότατε,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, «δεν έχει ‘μεριές’. Δεν είναι ένα ποτάμι που χωρίζει δύο όχθες.»
Τα φρύδια του Πρώτου υψώθηκαν. «Τι είναι, τότε; Θα ήθελα πολύ να μάθω.»
«Δεν είναι εύκολο να το εξηγήσει κανείς. Είναι σαν… μια δέσμη φωτός που περνά μέσα από τις πολλές όψεις ενός κρυστάλλου. Ο κρύσταλλος είναι το σύμπαν, και η κάθε όψη του είναι ένας κόσμος.»
«Όπως ο δικός μας.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ακριβώς.»
«Ο δικός σας κόσμος πώς είναι; Μπορείς να μου τον περιγράψεις;»
«Δεν καταγόμαστε από τον ίδιο κόσμο, εγώ κι η Ανταρλίδα· είμαστε, όμως, κι οι δύο από το Γνωστό Σύμπαν…» Και του είπε κάποια βασικά πράγματα για τη Συμπαντική Παντοκρατορία και για την Επανάσταση. Του είπε, επίσης, ότι ήρθαν από έναν κόσμο που ονομαζόταν Απολλώνια: εκεί δημιουργήθηκε το Ρήγμα, εξήγησε, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας.
«Κι εσύ μπορείς να δεις οράματα από το μέλλον, σωστά;» είπε ο Πρώτος Αρχιερέας.
«Όχι πάντα. Και δεν είναι ακριβώς οράματα. Είναι εικόνες. Σαν ζωγραφικοί πίνακες. Βλέπω διάφορες σκηνές. Δεν ξέρω αν έχουν ήδη συμβεί, αν θα συμβούν, ή αν είναι απλά πιθανό να συμβούν… ή αν έχουν, ίσως, αποφευχθεί.»
Ο Πρώτος τον παρατηρούσε με το ένα μάτι στενεμένο. Τα μάτια του ήταν έξυπνα και γυαλιστερά. «Μου έχουν πει, Τάμπριελ, πως ήθελες να έρθεις στον κόσμο μας…»
«Το είχα ‘δει’ πως θα ερχόμουν. Το ήξερα πως το Ρήγμα δε θα με κατέστρεφε όπως θα έπρεπε κανονικά να με καταστρέψει.»
«Μ’αυτό το Ρήγμα, όμως, έχεις βάλει τον κόσμο μας σε κίνδυνο. Χτες βράδυ, σίγουρα θα αισθάνθηκες τον σεισμό… Μπορείς να διορθώσεις τη ζημιά που μας προκάλεσες;»
«Θα προσπαθήσω.»
«Μπορείς να κάνεις, με κάποιον τρόπο, το Ρήγμα να εξαφανιστεί;»
«Δεν είναι τα πράγματα τόσο εύκολα. Θα πρέπει πρώτα να μάθω διάφορα για τη φύση του κόσμου σας – και αδυνατώ να το καταφέρω αυτό κλειδωμένος στην Ακρόπολη.»
Στο βλέμμα του Πρώτου Αρχιερέα δεν έλειπε μια κάποια καχυποψία. (Τίποτα το μη αναμενόμενο, σκέφτηκε ο Τάμπριελ.) «Πού θα ήθελες να πας;»
«Έχω ‘δει’ την Πύλη του Μαράνχαλωμ. Στην αρχή, βέβαια, δεν ήξερα ότι ήταν αυτή, αλλά ο Καλέφραζ μού έδειξε μια εικόνα της και το διαπίστωσα. Την έχω ‘δει’ ανοιχτή, Πανιερότατε.»
«Ανοιχτή;»
«Ναι. Κι απ’ό,τι μου έχει πει ο Καλέφραζ, υποτίθεται πως οδηγεί στο βασίλειο του Μαράνχαλωμ.»
«Δεν υποτίθεται,» είπε ο Πρώτος Αρχιερέας, μοιάζοντας λιγάκι ενοχλημένος. «Πράγματι εκεί οδηγεί.»
«Φαίνεται πως εσείς, Πανιερότατε, το πιστεύετε περισσότερο απ’ό,τι άλλοι μέσα στο Βασίλειό σας.»
«Αν δεν πίστευα στον Μαράνχαλωμ, δε θα ήμουν Πρώτος Αρχιερέας του. Η Πύλη οδηγεί στο βασίλειό του, είναι αλήθεια· αλλά επίσης είναι αλήθεια ότι παραμένει κλειστή εδώ και χιλιετίες.» Συνοφρυώθηκε. «Το γεγονός ότι κάποιος… κάποιος έξω απ’τον κόσμο μας την είδε να ανοίγει…»
«Δεν την είδα ‘να ανοίγει’· την είδα ανοιχτή. Μια εικόνα μόνο, τίποτα περισσότερο. Είδα πανύψηλα τείχη στους πρόποδες κάποιων βουνών. Πολλοί άνθρωποι, πεζοί και ιππείς, και μάλλον πολεμιστές, στέκονταν εμπρός τους. Και μια πύλη πάνω στα τείχη ήταν ανοιχτή.»
«Τα τείχη είχαν λαξεύματα;»
«Ναι· λαξεύματα τίγρεων. Όταν ο Καλέφραζ μού έδειξε την εικόνα που είναι ζωγραφισμένη σ’ένα βιβλίο, αμέσως την αναγνώρισα.»
«Γιατί βλέπεις τα οράματα που βλέπεις, Τάμπριελ;» ρώτησε ο Πρώτος Αρχιερέας. «Είσαι… ευλογημένος από κάποιον θεό;»
«Δεν το νομίζω. Όλα άρχισαν όταν ήμουν σ’έναν κόσμο που ονομάζουμε ‘Το Πορφυρό Κενό’. Λίγο έλειψε να σκοτωθώ εκεί… και τότε… έχασα, για κάποιο ακαθόριστο χρονικό διάστημα, τον εαυτό μου… Δεν είναι εύκολο να εξηγήσω τι ακριβώς έγινε· ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω… Όταν συνήλθα, όμως, εικόνες έρχονταν στο μυαλό μου. Απλά έρχονταν· δεν ξέρω γιατί. Και οι περισσότερες απ’αυτές βγαίνουν αληθινές.»
«Μπορείς να μου το αποδείξεις κάπως;»
«Δύσκολο να το κάνω έτσι απλά. Για παράδειγμα, όμως, δεν είναι η πρώτη φορά που σας βλέπω, Πανιερότατε. Σας έχω δει να…» κοίταξε τον μαυρόδερμο ιερέα στη γωνία, «σκίζετε τον χιτώνα αυτού του ανθρώπου.»
«Τι!» πετάχτηκε ο ιερέας, ξεδιπλώνοντας τα χέρια από μπροστά του και κάνοντας μερικά βήματα μέσα στο δωμάτιο.
«Αυτός ο άνθρωπος είναι ο Πρωθιερέας του Ναού,» είπε ο Πρώτος Αρχιερέας στον Τάμπριελ. «Κι αυτό που είδες σημαίνει ότι θα τον καθαιρέσω.»
Ο Πρωθιερέας έκανε να μιλήσει, αλλά ο Πρώτος τού έγνεψε να μείνει σιωπηλός, και συνέχισε να λέει στον Τάμπριελ: «Πράγμα το οποίο δεν θεωρώ πιθανό.»
«Μπορεί να μη συμβεί,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αυτό όμως είδα.»
Τα μάτια του Πρωθιερέα τον ατένιζαν στενεμένα, με οργή να καθρεπτίζεται εντός τους.
Η Ανταρλίδα σκέφτηκε: Δε μ’αρέσει τούτο. Αρχίζουμε να κάνουμε εχθρούς. Δε μπορούσε ο Τάμπριελ να σκεφτεί κάτι καλύτερο να πει στον Πρώτο Αρχιερέα; Κάτι πιο… ήπιο; – ο Κάρτωλακ να τον έτρωγε!
«Τέλος πάντων,» είπε ο Πρώτος. «Τι άλλο μπορείς να μου πεις; Τι άλλο έχεις ‘δει’;»
«Έχω δει ένα μεγάλο πουλί να βγαίνει μέσα από το κόκκινο άστρο που έχει παρουσιαστεί στους ουρανούς σας.»
«Δε νομίζω ότι εμφανίστηκε κανένα τέτοιο πουλί.»
«Θα εμφανιστεί, όμως. Θα ξεπροβάλει όταν ο Πράσινος είναι κοντά στο άστρο.»
Ο Πρωθιερέας είπε ξαφνικά, παρεμβαίνοντας στη συζήτηση: «Ο Πράσινος ήταν ήδη κοντά στο άστρο, και τώρα είναι πια μακριά του!»
«Δεν ξέρω πότε ακριβώς θα έρθει το πουλί,» εξήγησε ήρεμα ο Τάμπριελ.
Ο Πρώτος Αρχιερέας έκανε νόημα στον Πρωθιερέα να απομακρυνθεί, κι εκείνος υπάκουσε κλίνοντας το κεφάλι. Ήταν, όμως, ακόμα φανερά εκνευρισμένος από αυτά που είχε πει πριν από λίγο ο Τάμπριελ.
«Το κόκκινο άστρο έχει εμφανιστεί εξαιτίας του Ρήγματος;» ρώτησε ο Πρώτος.
«Κατά πάσα πιθανότητα.»
«Αν εξαφανιστεί το Ρήγμα, θα εξαφανιστεί και το άστρο, δηλαδή;»
«Αυτό δεν το γνωρίζω. Ίσως να μείνει εδώ για πάντα. Ίσως να είναι κάτι που ήρθε στον κόσμο σας μέσα από το Ρήγμα, όπως εμείς.
»Θα μπορούσα τώρα εγώ να σας ρωτήσω κάποια πράγματα, Πανιερότατε;»
«Σε ακούω.»
«Θα ήθελα να μάθω τι μύθοι υπάρχουν για τη δημιουργία του κόσμου σας;»
«Δεν σου είπε ο Καλέφραζ;»
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν τον έχω ρωτήσει ακόμα. Περισσότερο διδασκόμαστε τις γλώσσες σας παρά οτιδήποτε άλλο. Και η Ανώτερη, οφείλω να ομολογήσω, ήταν πολύ δύσκολη για εμάς.»
«Τη μιλάς, όμως, αρκετά καλά,» παρατήρησε ο Πρώτος Αρχιερέας.
«Βιαζόμουν να συζητήσω μαζί σας, Πανιερότατε.»
Ο Πρώτος χαμογέλασε πίσω από τα μούσια του όπως κάποιο μεγάλο αιλουροειδές που βλέπει κάτι που το διασκεδάζει. «Η ιστορία του κόσμου μας,» είπε, «ξεκινά από τον Κατακλυσμό. Πριν από τον Κατακλυσμό κανείς δε γνωρίζει τι υπήρχε. Οι Αρχαίοι μάς έσωσαν από αυτόν κι έτσι δημιουργήθηκε ο κόσμος μας.»
«Ο μύθος είναι ίδιος για όλους τους λαούς, ή ισχύει μόνο για το Βασίλειο Τάρσαζ;»
«Απ’όσο γνωρίζω, όλοι το ίδιο πιστεύουν. Με κάποιες διαφοροποιήσεις ίσως, αλλά όχι πολύ σημαντικές.»
«Ποιοι ήταν οι Αρχαίοι και πώς σταμάτησαν τον Κατακλυσμό;»
«Ορισμένοι λένε πως ήταν άνθρωποι, ορισμένοι πως ήταν θεοί ή δαίμονες ή ανώτερα όντα.»
«Τι πιστεύετε εσείς;»
«Δεν ξέρω τι να πιστέψω. Προτιμώ να φυλάττω όλη μου την πίστη για τον Μαράνχαλωμ. Εξάλλου, εκείνος είναι πολύ πιο υπαρκτός για εμένα απ’ό,τι οι Αρχαίοι, τους οποίους ούτε πρόκειται ποτέ να δω αλλά ούτε και ποτέ έχω αισθανθεί την παρουσία τους όπως έχω αισθανθεί την παρουσία του Μεγάλου Τίγρη.»
«Τον Κατακλυσμό πώς τον σταμάτησαν;» θέλησε να μάθει ο Τάμπριελ.
«Κανένας δεν είναι βέβαιος. Γίνονται εικασίες, ωστόσο…»
«Τι είδους εικασίες;»
«Δυστυχώς, δεν μπορώ να σε βοηθήσω εδώ· δεν ασχολούμαι με τους Αρχαίους, όπως προείπα. Πιστεύεις ότι ίσως να χρειάζεσαι πληροφορίες γι’αυτούς προκειμένου να εξαφανίσεις το Ρήγμα;»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ναι· γιατί νομίζω πως ο Κατακλυσμός στον οποίο αναφέρεστε, Πανιερότατε, είναι πιθανώς ο θρυμματισμός του Ενιαίου Κόσμου.»
«Του Ενιαίου Κόσμου;»
Ο Τάμπριελ τού εξήγησε τι εικαζόταν ότι ήταν ο Ενιαίος Κόσμος και πώς από αυτόν γεννήθηκαν όλες οι διαστάσεις του σύμπαντος – εξακολουθώντας, βέβαια, να χρησιμοποιεί τη λέξη κόσμος αντί για διάσταση, αφού ακόμα δεν είχε βρει κάποια άλλη, καταλληλότερη λέξη στη γλώσσα αυτών των ανθρώπων.
«Αν τα πράγματα είναι όπως λες,» παραδέχτηκε ο Πρώτος Αρχιερέας, «δεν αποκλείεται ο Κατακλυσμός που γνωρίζουμε εμείς να είναι, όντως, ο θρυμματισμός του Ενιαίου Κόσμου.»
«Νομίζω,» είπε ο Τάμπριελ, «ότι αυτοί οι Αρχαίοι – ό,τι κι αν ήταν – ήταν κάτοικοι κάποιας περιοχής του Ενιαίου Κόσμου και, όταν ο θρυμματισμός ξεκίνησε, φοβήθηκαν τόσο που, κάπως, σφράγισαν την περιοχή τους από το υπόλοιπο σύμπαν. Γι’αυτό κιόλας ο κόσμος σας είναι απομονωμένος τώρα και δεν έχει διόδους προς κανέναν άλλο – με κάποιες εξαιρέσεις, ίσως.»
«Εξαιρέσεις;»
«Αναφέρομαι στην Πύλη του Μαράνχαλωμ.»
«Θεωρείς ότι το βασίλειο του Μεγάλου Τίγρη είναι κάποιος άλλος κόσμος;» απόρησε ο Πρώτος Αρχιερέας.
«Μπορεί και να είναι.»
«Κανονικά, αυτό θα έπρεπε να το χαρακτηρίσω βλασφημία. Αλλά ύστερα από τόσα που έχω ακούσει από εσένα, Τάμπριελ, είναι δύσκολο να χαρακτηρίσω βλασφημία οτιδήποτε κι αν μου πεις.» Ο Πρώτος Αρχιερέας πήρε ένα κύπελλο από ένα τραπεζάκι κοντά του και ήπιε.
Επί τη ευκαιρία, γέμισε και ο Τάμπριελ ένα κύπελλο με χυμό από μια καράφα και ήπιε κι εκείνος. Η Ανταρλίδα είχε προ πολλού γεμίσει το δικό της κύπελλο, όπως κι ο Ναρχάεζ. Ο Τάμπριελ, που αισθανόταν πλέον το στόμα του ξερό μετά από τόση συζήτηση, τώρα το αισθάνθηκε να υγραίνεται ευχάριστα.
«Θα ήθελα,» είπε, «να επισκεφτώ την Πύλη του Μαράνχαλωμ, Πανιερότατε. Θα μου το επιτρέψετε;»
Ο Πρώτος Αρχιερέας τον ατένισε διστακτικά για λίγο· έπειτα είπε: «Θα μιλήσεις πρώτα με τη Βασίλισσα – γιατί κι εκείνη αγωνιά να συζητήσει μαζί σου και με την Ανταρλίδα – και μετά θα δούμε…»
*
Το βράδυ, η Ανταρλίδα κοίταζε τον ουρανό ενώ ο Τάμπριελ κάπνιζε την πίπα του καθισμένος στο τραπέζι του ξενώνα.
«Δεν πρόκειται να έρθει τίποτα από το άστρο,» είπε η Μαύρη Δράκαινα. «Κακώς το ανέφερες στον ιερέα.»
«Ο Πράσινος δεν είναι κοντά· δε χρειάζεται να κοιτάζεις τώρα.»
«Το ξέρω.» Η Ανταρλίδα στράφηκε να τον αντικρίσει. «Επίσης, κακώς του είπες εκείνα τα πράγματα για τον Πρωθιερέα. Θέλεις πραγματικά να κάνεις εχθρούς εδώ πέρα;»
«Ο Πρωθιερέας θα γίνει εχθρός μου ούτως ή άλλως.»
«Πώς το ξέρεις; Το έχεις ‘δει;’»
«Έχω δει κάποια πράγματα που μου το υποδηλώνουν.»
«Σ’το υποδηλώνουν; Και γι’αυτό το ριψοκινδύνεψες;»
Ο Τάμπριελ φύσηξε καπνό προς το ταβάνι. «Ο Πρώτος θα μας εκτιμήσει περισσότερο, Ανταρλίδα, όταν διαπιστώσει πως είχα δίκιο σ’ένα τόσο σημαντικό ζήτημα.»
Εκείνη δε συμφωνούσε. Σταυρώνοντας τα χέρια εμπρός της, είπε: «Ελπίζω να μη σκοπεύεις να κάνεις τα ίδια αύριο με τη Βασίλισσα.»
Ο σύζυγος της Βασίλισσάς μας, ο Βασιλεύς Αρκάεμ, πέθανε λίγο μετά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού, Πρίγκιπα Μάρνεζ. Τρεις μήνες, για την ακρίβεια, ύστερα από τον τοκετό της Βασίλισσας Παμράνεχ, ο Αρκάεμ αρρώστησε βαριά κολλώντας από κάπου1 τον Πυρετό του Αίματος, που, όπως όλοι γνωρίζουν, τις περισσότερες φορές είναι θανατηφόρος. Επί δύο μήνες ήταν κλεισμένος στο υπνοδωμάτιό του με θεραπευτές συνεχώς γύρω του, οι οποίοι πάσχιζαν να τον σώσουν ενώ συγχρόνως προσπαθούσαν να μην κολλήσουν κι οι ίδιοι αυτή τη φρικτή ασθένεια. Φορούσαν γάντια στα χέρια και μαντήλια βρεγμένα με φαρμακόνερο στο πρόσωπο. Παρά ταύτα, ένας τους κόλλησε τον Πυρετό και δεν άργησε να πεθάνει με δυνατούς πόνους. Στη Βασίλισσα δεν επέτρεπαν να πλησιάσει καθόλου τον Βασιληά της τον τελευταίο μήνα προτού πεθάνει, από φόβο μην προσβληθεί κι εκείνη από την ασθένεια.
Οι θεραπευτές λένε ότι ο Αρκάεμ αποδείχτηκε πολύ γενναίος, προσπαθώντας να καταπολεμήσει τον Πυρετό του Αίματος με κάθε δύναμη του σώματος και της ψυχής του· αλλά, στο τέλος, υπέκυψε. Τίποτα δεν μπόρεσε να τον σώσει.
Για δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, η καημένη η Βασίλισσά μας, ευαίσθητο πλάσμα καθώς είναι, ήταν απαρηγόρητη και καταρρακωμένη· γιατί, όπως όλοι πλην των ανόητων γνωρίζουν, έτρεφε μεγάλη αγάπη για τον σύζυγό της. Αυτά τα δύο χρόνια ούτε μιλούσε πολύ, ούτε έτρωγε, και όταν κατάφερνε να κοιμηθεί, συχνά ξυπνούσε ουρλιάζοντας, κι ύστερα ισχυριζόταν ότι τον είχε δει να έρχεται στον ύπνο της και να της λέει πως τον δολοφόνησαν. Η οικογένειά της προσπαθούσε να την καθησυχάσει, λέγοντάς της ότι ασφαλώς και δεν επρόκειτο για δολοφονία· ο Πυρετός ήταν ο δολοφόνος του.
Η Βασίλισσά μας, εκείνα τα δύο μαύρα χρόνια, δεν μπορούσε ούτε καλά-καλά να ασχοληθεί με τον νεογέννητο γιο της, και κυρίως οι γκουβερνάντες και οι υπηρέτριες τον φρόντιζαν.
Όταν όμως τα δύο χρόνια πέρασαν, η Βασίλισσα Παμράνεχ φάνηκε, εξωτερικά τουλάχιστον, να ξεπερνά τη λύπη της και, σταδιακά, άρχισε να συμμετέχει ολοένα και σε περισσότερες κοινωνικές δραστηριότητες και διασκεδάσεις: παράτολμα, θα έλεγε κανείς, ασυλλόγιστα. (Εικάζω πως αυτό τη βοηθούσε να διώξει τον θάνατο του Βασιληά της από τη μνήμη της, να τον σπρώξει στα σκοτεινότερα μέρη του μυαλού της.)
Εραστές είχε αρκετούς από τότε, μα κανέναν ποτέ δεν παντρεύτηκε· και έναν που απαίτησε να καθίσει στον Θρόνο πλάι της τον περιγέλασε ανοιχτά μπροστά στην Αυλή. Είχε γίνει απρόβλεπτη πλέον στις συμπεριφορές της η Βασίλισσά μας, ωστόσο ο πυρήνας της ψυχής της δεν νομίζω πως είχε πραγματικά αλλάξει. Και όλοι, πλην εξαιρέσεων, θέλω να πιστεύω πως την αγαπούσαμε.
Όταν ο Μεγάλος Προφήτης και η Συνοδός του τη συνάντησαν, πλησίαζε τα πενήντα της χρόνια, αλλά η ζωντάνια δεν είχε χαθεί στο ελάχιστο από μέσα της.
*
* * *
*
«Καλωσήρθατε!» είπε η Βασίλισσα καθώς ξεσταύρωνε τα πόδια της και σηκωνόταν από τον καναπέ του μεγάλου καθιστικού. «Νόμιζα πια ότι ποτέ δεν θα σας έφερναν για να δω τα παράξενα πρόσωπά σας!» Ήταν μετρίου αναστήματος, με δέρμα λευκό και μαλλιά ξανθά, σγουρά, και αστραφτερά, αναμφίβολα βαμμένα. Τα πράσινα μάτια της γυάλιζαν. Τα χείλη της ήταν βαμμένα (έντονα) μενεξεδιά· το ίδιο και τα βλέφαρά της. Φορούσε ένα μακρύ γαλανό φόρεμα με λευκές περίτεχνες δαντέλες, το ντεκολτέ του οποίου ήταν βαθύ και στενό. Τα εφαρμοστά μανίκια του έφταναν μέχρι τον αγκώνα· η φούστα του ήταν λεία και έπεφτε ώς τις κνήμες. Στα πόδια της Βασίλισσας Παμράνεχ γυάλιζε ένα ζευγάρι αργυρόχρωμα παπούτσια με τακούνι. Στο λαιμό της φορούσε ένα χρυσό περιδέραιο, στα χέρια της βραχιόλια και δαχτυλίδια.
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα υποκλίθηκαν όπως τους είχε δείξει ο Καλέφραζ.
Ο Ναρχάεζ, που τους συνόδευε, υποκλίθηκε επίσης. «Βασίλισσά μου,» είπε, «έπρεπε να τους προετοιμάσουμε κατάλληλα πρώτα.»
«Ναι, βέβαια,» αποκρίθηκε η Παμράνεχ. «Αλλά αργήσατε πολύ.»
«Μας συγχωρείτε, Βασίλισσά μου.»
«Καθίστε,» είπε η Παμράνεχ δείχνοντας τα καθίσματα μπροστά της· και η ίδια κάθισε στον καναπέ ξανά, σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο.
Ο Τάμπριελ, καθώς έπαιρνε θέση σε μια πολυθρόνα, σκέφτηκε: Αυτή η γυναίκα μού θυμίζει την Παντοκράτειρα. Όχι στην εμφάνιση αλλά στον χαρακτήρα. Και φέρνοντας ο Τάμπριελ στο νου του την εμφάνιση της Παντοκράτειρας, ουσιαστικά προσπαθούσε να θυμηθεί το σχήμα του σώματος και του προσώπου της, όχι τα χρώματά της· γιατί αυτά – με κάποια μέθοδο που δεν είχε αποκαλύψει ούτε σ’εκείνον ούτε σε κανέναν άλλο που εκείνος ήξερε – μπορούσε να τα αλλάζει κατά βούληση: και τα μαλλιά της, και τα μάτια της, και τον δερματικό της χρωματισμό· ξανά και ξανά. Κανείς δεν γνώριζε ποια ήταν η αληθινή εμφάνιση της Παντοκράτειρας.
Η Παμράνεχ χτύπησε τα χέρια της, και πρόσταξε τον υπηρέτη που αμέσως ήρθε: «Κέρασέ μας ποτά!»
«Μάλιστα, Μεγαλειότατη.»
Και σε λίγο, όλοι είχαν ένα ποτήρι με κάποιο ποτό στο χέρι.
Η Βασίλισσα παρατηρούσε τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα καλά-καλά, μ’ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη. «Είστε τόσο παράξενοι!» είπε μιλώντας στην Οικουμενική. «Εσύ είσαι τόσο άσπρη· κι εσύ τόσο κόκκινος, σαν αίμα. Γιατί είστε έτσι;»
«Διότι αυτός είναι ο δερματικός χρωματισμός μας,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Δεν είναι παράξενος στο Γνωστό Σύμπαν.»
«Γνωστό Σύμπαν;» Το χαμόγελό της βάθυνε καθώς τους παρατηρούσε. «Ο Καλέφραζ μού είπε ότι ήρθατε από αυτό το Ρήγμα.»
«Από εκεί ήρθαμε,» της είπε ο Τάμπριελ, κι άρχισε γι’ακόμα μια φορά να εξηγεί κάποια βασικά πράγματα για τις διαστάσεις και για το σύμπαν.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ τον άκουγε με ενδιαφέρον, τελειώνοντας εν τω μεταξύ το ποτό της και κάνοντας νόημα στον υπηρέτη να της ξαναγεμίσει το ποτήρι.
«Μπορείτε, λοιπόν, να μας οδηγήσετε σε άλλους κόσμους;» ρώτησε.
«Δεν ξέρω αν αυτό θα ήταν τόσο απλό. Ο κόσμος σας είναι απομονωμένος, Μεγαλειοτάτη. Ωστόσο, έχω ‘δει’ ότι θα φύγω από εδώ…»
«Ναι,» είπε η Βασίλισσα, και τα μάτια της άστραψαν, «είσαι μάντης! Πες μου τι άλλα έχεις δει!»
Ο Τάμπριελ συνειδητοποίησε ότι, τελικά, θα καταντούσε κουραστικό να εξηγεί στους πάντες πως δεν ήταν μάντης ακριβώς και πως δεν μπορούσε έτσι απλά να προβλέπει τα μελλούμενα. Της το είπε αυτό, κι επίσης της είπε ότι είχε δει την Πύλη του Μαράνχαλωμ ανοιχτή.
«Μα τον Μεγάλο Τίγρη, είναι αλήθεια; Θα ανοίξει;» έκανε η Παμράνεχ.
«Πιστεύω πως ναι, Μεγαλειοτάτη. Και θα ήθελα να την επισκεφτώ, με την άδειά σας.»
«Την έχεις,» αποκρίθηκε η Βασίλισσα, ξαφνιάζοντάς τον. «Μπορείς να πας να δεις την Πύλη και με τα μάτια σου. Σκέφτομαι, μάλιστα, να έρθω μαζί σου.»
«Βασίλισσά μου–» έκανε να παρέμβει ο Ναρχάεζ.
Η Παμράνεχ, όμως, φάνηκε να τον αγνοεί καθώς στρεφόταν να κοιτάξει την Ανταρλίδα. «Εσύ γιατί δεν μιλάς καθόλου; Είσαι μουγκή;»
Η Μαύρη Δράκαινα χαμογέλασε. «Δεν έχω κάτι να πω μέχρι στιγμής, Μεγαλειοτάτη.»
«Το Δεξί Χέρι μού είπε ότι πολέμησες με μεγάλη δεξιοτεχνία εναντίον των πρακτόρων των Ιεραρχών…»
«Είμαι εκπαιδευμένη γι’αυτό, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα, και της είπε ότι ήταν Μαύρη Δράκαινα και ότι παλιότερα υπηρετούσε την Παντοκράτειρα, αλλά τώρα ήταν με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο και την Επανάσταση.
«Ενδιαφέρον πρέπει να έχει αυτός ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος που αναφέρετε,» σχολίασε η Παμράνεχ. «Θα ήθελα κάποια στιγμή να τον γνωρίσω. Είναι παντρεμένος; Εννοώ τώρα, όχι όταν ήταν με την Παντοκράτειρα.»
«Όχι,» απάντησε η Ανταρλίδα, «τώρα δεν είναι παντρεμένος.»
«Εσύ γιατί πρόδωσες την Παντοκράτειρα;»
«Δεν την πρόδωσα εγώ· εκείνη πρόδωσε εμάς. Μας τιμώρησε επειδή δεν… μπορούσαμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της.»
«Τι απαιτήσεις είχε;»
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω καταλάβει ακόμα.»
Η Παμράνεχ γέλασε και ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό της. Είπε στον Τάμπριελ: «Δε μοιάζεις τρομαγμένος ή ανήσυχος που βρίσκεσαι μπροστά στη Βασίλισσα, αλλά μέχρι στιγμής δε σ’έχω δει ούτε μια φορά να χαμογελάς.»
Ο Τάμπριελ χαμογέλασε τότε: και το χαμόγελό του ήταν αληθινό. «Μου έχουν πει ότι δεν είμαι από τους ανθρώπους που χαμογελούν πολύ.»
«Μα τα Δόντια του Μεγάλου Τίγρη, υπερβάλλουν! Δεν είσαι από τους ανθρώπους που χαμογελούν ούτε λίγο!»
Γέλασαν – ακόμα κι ο Τάμπριελ.
Μετά η Βασίλισσα είπε: «Αν δεν κάνω λάθος, έχετε φέρει κάποια μυστηριώδη όπλα μαζί σας. Το Δεξί Χέρι,» έριξε ένα γρήγορο λοξό βλέμμα στον Ναρχάεζ, «μου ανέφερε ότι πετάνε φωτιά.»
«Ναι,» είπε η Ανταρλίδα, «είναι αλήθεια.»
«Θα μου δείξετε πώς λειτουργούν;»
«Τώρα;»
«Ναι, γιατί όχι;» Η Παμράνεχ σηκώθηκε όρθια, αφήνοντας το ποτό της σ’ένα τραπεζάκι παραδίπλα.
«Βασίλισσά μου,» είπε ο Ναρχάεζ καθώς εκείνος κι οι υπόλοιποι σηκώνονταν επίσης, «ίσως θα ήταν καλύτερα αυτό να γίνει κάποια άλλη στιγμή, όταν θα έχουν πρώτα δείξει σ’εμένα πώς λειτουργούν τα όπλα.»
«Δεν υπάρχει λόγος για περισσότερη καθυστέρηση,» διαφώνησε η Παμράνεχ. «Πάμε στο εκπαιδευτήριο του παλατιού.» Και βάδισε προς την έξοδο του καθιστικού.
Ο Ναρχάεζ, ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, και κάμποσοι φρουροί και υπηρέτες την ακολούθησαν. Καθώς βάδιζε, η Βασίλισσα είπε: «Θέλω να μας φέρουν τα παράξενα όπλα. Όλα.»
Ένας απ’τους φρουρούς έφυγε αμέσως, κατόπιν μιας κοφτής κίνησης του κεφαλιού του Ναρχάεζ.
Η Βασίλισσα ρώτησε την Ανταρλίδα, κοιτάζοντάς την πάνω απ’τον ώμο της: «Στο Γνωστό Σύμπαν είναι συνηθισμένα αυτά τα όπλα;»
«Αρκετά συνηθισμένα, Μεγαλειοτάτη. Αν και σε μερικούς κόσμους δεν λειτουργούν.»
«Γιατί;»
Η Ανταρλίδα ανασήκωσε τους ώμους. «Γιατί τέτοια είναι η φύση των κόσμων αυτών.»
Βγήκαν στον κήπο του Βασιλικού Παλατιού και, βαδίζοντας επάνω σ’ένα λιθόστρωτο μονοπάτι, ανάμεσα σε ψηλά δέντρα και πυκνή βλάστηση, έφτασαν σ’ένα μέρος που αποτελούσε ξέφωτο. Το έδαφος εδώ ήταν πλούσιο σε χορτάρι, αλλά δεν υπήρχαν δέντρα ή θάμνοι, και σε διάφορα σημεία βρίσκονταν ξύλινα, πέτρινα, πάνινα, και αχυρένια κατασκευάσματα που βοηθούσαν στην εκπαίδευση στα όπλα.
«Πού είναι αυτός ο φρουρός;» είπε η Βασίλισσα σταυρώνοντας τα χέρια της μπροστά της.
«Δε θ’αργήσει να έρθει, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε ο Ναρχάεζ. «Χρειάζεται, όμως, κάποιον χρόνο: τα όπλα βρίσκονται αποθηκευμένα στην Ακρόπολη.»
Καθώς περίμεναν, ένας άντρας που πρέπει να ήταν γύρω στα εικοσιπέντε πλησίασε. Είχε δέρμα κατάμαυρο και μαλλιά γαλανά, και ήταν ντυμένος πλούσια. Από τη ζώνη του κρεμόταν ένα θηκαρωμένο ξίφος. Πήγε κοντά στη Βασίλισσα και φίλησε το μάγουλό της. Ύστερα έστρεψε το βλέμμα του ερευνητικά στους δύο εξωδιαστασιακούς.
«Να σας γνωρίσω τον γιο μου,» είπε η Παμράνεχ, «τον Πρίγκιπα Μάρνεζ.»
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα έκαναν μια σύντομη υπόκλιση.
«Χαίρω πολύ,» είπε ο Πρίγκιπας μιλώντας στην Ανώτερη Γλώσσα. «Έχουμε ακούσει πολλά για εσάς.»
Μαυρόδερμος; παραξενεύτηκε ο Τάμπριελ. Η Βασίλισσα είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ. Αυτό σήμαινε, τότε, ότι ο σύζυγό της (που ο Καλέφραζ τούς είχε πει ότι πέθανε από μια πολύ άσχημη ασθένεια) πρέπει να είχε δέρμα μαύρο.
«Περιμένουμε να μας φέρουν τα παράξενα όπλα,» είπε η Παμράνεχ στον γιο της, μιλώντας κι εκείνη τώρα στην Ανώτερη Γλώσσα.
«Το άκουσα, μητέρα. Πιστεύεις ότι είναι… ασφαλές;»
Η Παμράνεχ στράφηκε στην Ανταρλίδα και στον Τάμπριελ. «Υπάρχει κάποιος κίνδυνος με τα όπλα σας; Εκτός απ’το γεγονός ότι είναι όπλα, φυσικά.»
«Απ’όσο γνωρίζουμε, όχι, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε η Μαύρη Δράκαινα.
«Τα όπλα αυτού του είδους φαίνεται να λειτουργούν κανονικά στον κόσμο σας,» πρόσθεσε ο Τάμπριελ.
Η Βασίλισσα ένευσε. «Εντάξει.» Και κοίταξε τον γιο της.
«Μητέρα,» της είπε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, «με όλο το σεβασμό προς τους φιλοξενούμενούς μας, είναι κι οι δυο τους τελείως άγνωστοι για εμάς… Ίσως θα ήταν καλύτερα αν εσύ απομακρυνόσουν. Στην αρχή, τουλάχιστον.»
«Μην ακούω ανοησίες! Έχεις αρχίσει να παραγίνεσαι υπερπροστατευτικός μαζί μου, Μάρνεζ. Δεν έχω γεράσει τόσο ακόμα!»
«Δεν είπα ότι έχεις γεράσει, μητέρα,» αποκρίθηκε ο Πρίγκιπας αναστενάζοντας.
Τα όπλα ήρθαν μετά από λίγο. Δύο παλατιανοί φρουροί τα κρατούσαν ανάμεσά τους μέσα σ’ένα μπαούλο, ενώ μια ντουζίνα πολεμιστές από την Ακρόπολη τούς περιστοίχιζαν.
Η Ανταρλίδα παραλίγο να γελάσει. Μα τους θεούς! σκέφτηκε, πρώτη φορά βλέπω να γίνεται τόσο μεγάλη ιστορία για ένα τουφέκι και δυο πιστόλια.
Οι φρουροί άφησαν το μπαούλο κάτω, και το άνοιξαν.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ στράφηκε στη Μαύρη Δράκαινα. «Θα μας δείξεις;»
«Όπως επιθυμείτε, Μεγαλειοτάτη.» Η Ανταρλίδα έσκυψε και πήρε το τουφέκι και το πιστόλι της από το μπαούλο. «Παραμερίστε,» είπε προς όλους, κι εκείνοι υπάκουσαν.
Η Μαύρη Δράκαινα πέρασε το πιστόλι στη ζώνη της και ύψωσε το τουφέκι στον ώμο, σημαδεύοντας ένα πάνινο ανδρείκελο που πρέπει να ήταν γεμάτο άχυρο ή χώμα. «Να το χτυπήσω αυτό;» ρώτησε.
Ο Ναρχάεζ έδειξε. «Αυτό εκεί;»
«Ναι.»
«Χτύπα το. Γι’αυτό είναι.»
Η Ανταρλίδα πάτησε τη σκανδάλη. Ο κρότος του τουφεκιού αντήχησε μέσα στον κήπο, και η κάννη του φάνηκε να πετά φωτιά.
Το ανδρείκελο χτυπήθηκε στο μέτωπο, και άχυρα αποκαλύφτηκαν κάτω απ’το πανί του.
Μετά η Ανταρλίδα πάτησε τη σκανδάλη παρατεταμένα, γεμίζοντας τον πάνινο άνθρωπο σφαίρες.
«Μεγάλε Τίγρη!» αναφώνησε η Παμράνεχ, ενθουσιασμένη. «Αν είχαμε τέτοια όπλα, κανείς ποτέ δεν θα τολμούσε να τα βάλει με το Τάρσαζ! Ούτε ο Μέγας Ιεράρχης!»
Η Ανταρλίδα τράβηξε το πιστόλι της και πυροβόλησε έναν κοντινότερο στόχο ο οποίος πρέπει να ήταν φτιαγμένος για εκπαίδευση στο τόξο.
«Και είναι τόσο μικρό τούτο το όπλο!» είπε η Βασίλισσα.
Η Ανταρλίδα άφησε το τουφέκι και το πιστόλι στο χορτάρι και πήγε να μαζέψει μερικές σφαίρες. Επιστρέφοντας, τις είχε μέσα στη χούφτα της.
«Αυτά είναι τα βλήματα που εκτοξεύονται,» είπε δείχνοντάς τα στη Βασίλισσα, στον Πρίγκιπα, και στο Δεξί Χέρι του Θρόνου. «Τούτα εδώ είναι γι’αυτό το όπλο» – ακούμπησε με το πόδι της το πιστόλι – «και τούτα εδώ γι’αυτό το όπλο» – ακούμπησε το τουφέκι.
«Μπορώ να το δοκιμάσω κι εγώ;» ρώτησε η Παμράνεχ.
Ο Ναρχάεζ και ο Μάρνεζ έκαναν να παρέμβουν, αλλά η Βασίλισσα ύψωσε το χέρι της λέγοντας: «Θέλω να το δοκιμάσω!»
Ο Ναρχάεζ έγνεψε στην Ανταρλίδα.
«Ποιο απ’τα δύο θέλετε, Μεγαλειοτάτη;» ρώτησε εκείνη.
Η Παμράνεχ σήκωσε από κάτω το τουφέκι. «Αυτό.»
Η Ανταρλίδα τής έδειξε πώς να το φέρει στον ώμο της, πού να βάλει τα χέρια της, και πώς να στοχεύσει. «Και να έχετε το στόμα σας μισάνοιχτο όταν ρίχνετε, γιατί μπορεί αλλιώς να τραυματιστούν τ’αφτιά σας.»
Η Βασίλισσα σημάδεψε ένα ανδρείκελο και πυροβόλησε.
Αστοχώντας τελείως.
Οι σφαίρες της εξοστρακίστηκαν πάνω σε πέτρες· το χορτάρι φάνηκε να κομματιάζεται και να τινάζεται· μια ελαφριά θολούρα δημιουργήθηκε από το χώμα που σηκώθηκε.
Η Βασίλισσα συνέχισε να πυροβολεί: και μετά, η κάννη του τουφεκιού έπαψε να πετά φωτιά· με το πάτημα της σκανδάλης, μονάχα ένα ξερό κλικ ακουγόταν.
«Τι συνέβη;» απόρησε η Παμράνεχ. «Το χάλασα;»
«Τελείωσαν οι σφαίρες, Μεγαλειοτάτη,» εξήγησε η Ανταρλίδα.
«Μπορούμε να τις ξαναβάλουμε μέσα και να συνεχίσω;»
«Φοβάμαι πως όχι. Είναι μίας χρήσεως.»
«Και τι θα γίνει τώρα; Θέλω να έχω τέτοια όπλα στο στρατό μου, Ανταρλίδα. Μπορείς να μας δείξεις πώς φτιάχνονται;»
«Μπορώ,» είπε η Ανταρλίδα. «Αλλά δεν είμαι κι εξειδικευμένη· δεν είναι τόσο εύκολο όπως το να φτιάχνεις, για παράδειγμα, ένα τόξο. Κατ’αρχήν, καθώς είπα και στον Ναρχάεζ, χρειάζεται κάποια εκρηκτική ύλη.»
Το Δεξί Χέρι είπε στη Βασίλισσα: «Ο Βόρχαμ ίσως να μπορεί να βγάλει κάποια άκρη, Μεγαλειοτάτη.»
Εκείνη ένευσε. «Ναι,» είπε ενθουσιωδώς. «Πήγαινε την Ανταρλίδα στον Βόρχαμ. Θέλω οπωσδήποτε να δείτε πώς μπορούμε να φτιάξουμε τέτοια όπλα!»
Και ο Τάμπριελ’λι κατάλαβε τώρα γιατί, σε μια από τις εικόνες στο μυαλό του, είχε δει τους στρατιώτες του Τάρσαζ να φέρουν τουφέκια και τον Ναρχάεζ, τον Ερβάδαζ, και τον Χάλρεοκ να είναι παρόμοια οπλισμένοι…
Η Βασίλισσα τούς επέτρεψε να πάνε στην Πύλη του Μαράνχαλωμ ευκολότερα απ’ό,τι νόμιζα. Είμαι βέβαιος πως ο Πρίγκιπας θα διαφώνησε, και ίσως κι ο Πρώτος Αρχιερέας επίσης, όμως εκείνη το αποφάσισε, κι έτσι έπρεπε να ταξιδέψουμε. Να φύγουμε από την πρωτεύουσα και να πάμε στην Πύλη.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας, άκουγα συνεχώς δυσοίωνους ψιθύρους ανάμεσα στους στρατιώτες και, κυρίως, ανάμεσα στους ιερείς. Όλοι τους φοβόνταν ότι ίσως κάτι πολύ άσχημο να συνέβαινε. Και ο Πρωθιερέας ισχυριζόταν ότι δεν ήταν δυνατόν η Πύλη να ανοίξει γι’αυτόν τον ξένο που δεν πίστευε καν στον Μεγάλο Τίγρη. Κάποιο άλλο σχέδιο πρέπει να έχει ο Τάμπριελ στο μυαλό του, έλεγε. Ίσως, μάλιστα, να είναι κατάσκοπος: άνθρωπος που τον έχουν στείλει εδώ για να μας κάνει κακό.
Και ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, όσες φορές βρισκόταν κοντά όταν ο Πρωθιερέας μιλούσε έτσι, δεν εξέφραζε ποτέ καμία διαφωνία. Σε αντίθεση με τη Βασίλισσα, η οποία έμοιαζε να έχει συμπαθήσει εξαρχής τον Μεγάλο Προφήτη και τη Συνοδό του, και θεωρούσε τον Πρωθιερέα υπερβολικό και καχύποπτο.
*
* * *
*
Μετά από τρεις ημέρες το αίτημα του Τάμπριελ’λι έγινε πραγματικότητα. Η Βασίλισσα τού επέτρεψε να επισκεφτεί την Πύλη του Μαράνχαλωμ όπως είχε ζητήσει. Δεν θα πήγαινε μόνος του, όμως· δήλωσε πως θα ερχόταν κι η ίδια μαζί του. Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ ήταν φανερό ότι δεν ήθελε ν’αφήσει τη μητέρα του να πάει· θα προτιμούσε να πήγαινε εκείνος, και η Παμράνεχ να μείνει πίσω, στο παλάτι. Ωστόσο η Βασίλισσα δεν ήταν από τις γυναίκες που εύκολα άλλαζαν γνώμη. Έτσι, ο Πρίγκιπας αποφάσισε ότι θα ερχόταν μαζί της στο ταξίδι προς την Πύλη, παρότι η μητέρα του του ζήτησε να μείνει στον Θρόνο ως Αντιβασιλέας της για όσο θα έλειπε – ούτε αυτός άλλαζε εύκολα γνώμη. Τη θέση του Αντιβασιλέα θα έπαιρνε προσωρινά ο θείος του, ο αδελφός της Βασίλισσας, Άρχοντας Βένεροκ, όπως είπε ο Καλέφραζ στον Τάμπριελ και στην Ανταρλίδα. «Στην πραγματικότητα, όμως, το Αριστερό Χέρι θα διοικεί,» πρόσθεσε· «είμαι βέβαιος.»
Ο Γραμματικός θα ερχόταν επίσης στο ταξίδι, όχι τόσο επειδή το επιθυμούσε – όπως κατάλαβαν η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ, θα προτιμούσε να μείνει στο παλάτι – αλλά επειδή ο Ναρχάεζ και η Βασίλισσα τον πρόσταξαν. Αυτός ήταν που είχε περισσότερη επαφή με τους ξένους· κι επιπλέον, κάποιος θα έπρεπε να καταγράψει ό,τι συνέβαινε στην Πύλη.
Ο Πρώτος Αρχιερέας δεν μπορούσε να τους συνοδέψει εξαιτίας των καθηκόντων του στον Ναό της Φέντινκεχ· έστειλε, όμως, τον Πρωθιερέα μαζί τους, καθώς και κάποιους άλλους ιερείς και ναΐτες φρουρούς. Το όνομα του Πρωθιερέα ήταν Έλνεφριζ, πληροφόρησε ο Καλέφραζ τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα, και δεν ήταν από τη Φέντινκεχ αλλά από την Κάρναλχ, μια πόλη στα νότια η οποία ήταν λιμάνι του Ανατολικού Πελάγους.
Ο Ναρχάεζ, ασφαλώς, θα ήταν μέσα στη συνοδεία, καθώς και ο Ερβάδαζ, ο Χάλρεοκ, και πολλοί άλλοι πολεμιστές. Όταν επιβιβάστηκαν σε τρία πλοία για να διασχίσουν τον ποταμό Νύραλοκ και να βγουν στις βορειοδυτικές του όχθες, η Ανταρλίδα δεν μπόρεσε παρά να παρατηρήσει ότι ένας μικρός στρατός είχε ουσιαστικά συγκεντρωθεί. Θα νόμιζε κανείς ότι πηγαίνουμε για πόλεμο, όχι για να δούμε ένα αξιοθέατο ετούτης της διάστασης.
Το μεσημέρι είχε περάσει πια όταν οι προετοιμασίες τελείωσαν και τα πλεούμενα ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Το ηλιακό φως, ωστόσο, ήταν δυνατό, και θα εξακολουθούσε να είναι δυνατό για αρκετές ώρες ακόμα λόγω της καλοκαιρινής εποχής.
Ο Τάμπριελ ρώτησε την Ανταρλίδα, καθώς στέκονταν στην πλώρη ενός από τα τρία πλοία: «Τι σου λέει αυτός ο Βόρχαμ ο Αλχημιστής; Μπορεί να φτιάξει τα όπλα;»
«Ακόμα δεν έχουμε καταλήξει τι εκρηκτική ύλη θα χρησιμοποιήσουμε.» Δύο φορές είχε συναντήσει τον Βασιλικό Αλχημιστή από τότε που είχαν μιλήσει με τη Βασίλισσα: την πρώτη φορά, του είχε εξηγήσει τα βασικά πράγματα που χρειάζονταν για να φτιαχτεί ένα πυροβόλο όπλο· τη δεύτερη, εκείνος τής είχε δείξει κάποιες ύλες που υπήρχαν σε τούτο τον κόσμο. Ορισμένες η Ανταρλίδα τις ήξερε, ορισμένες άλλες όχι. Αλλά ακόμα και γι’αυτές που ήξερε δεν μπορούσε να είναι βέβαιη· δεν είχε ξαναβρεθεί σε τούτη τη διάσταση: και δεν λειτουργούσαν τα πάντα με τον ίδιο τρόπο σε κάθε γωνιά του σύμπαντος – πόσω μάλλον σ’ένα απομονωμένο μέρος σαν αυτό.
«Δεν υπάρχουν τα κατάλληλα υλικά;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Πρέπει να υπάρχουν,» απάντησε η Ανταρλίδα· «αλλά χρειάζεται να τα εντοπίσουμε και να τα αναμίξουμε στις σωστές ποσότητες. Και μετά, φυσικά, πρέπει κάποιοι μεταλλουργοί να κατασκευάσουν τα όπλα.»
«Θα γίνει.»
«Το έχεις ‘δει’;»
«Ναι. Οι πολεμιστές του Βασιλείου Τάρσαζ δεν θ’αργήσουν να κρατούν πυροβόλα όπλα.»
«Τότε,» είπε η Ανταρλίδα, «καλά θα κάνουμε να βρούμε μια ονομασία γι’αυτά, γιατί ο όρος ‘πυροβόλα όπλα’ δεν υπάρχει ούτε στην Οικουμενική ούτε στην Ανώτερη Γλώσσα.»
«Κάτι θα σκεφτώ,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Θα το συζητήσω και με τον Καλέφραζ.» Και λοξοκοίταξε τον Γραμματικό, ο οποίος στεκόταν παραδίπλα, σιωπηλός.
Το βράδυ σταμάτησαν σε μια πόλη στις δυτικές όχθες του ποταμού, και ο τοπικός Άρχοντας τούς φιλοξένησε προσφέροντας σε όλους κατάλυμα και στη Βασίλισσα τα προσωπικά του διαμερίσματα. Η Ανταρλίδα ρώτησε τον Καλέφραζ πού ακριβώς βρίσκονταν, κι εκείνος ξετύλιξε έναν χάρτη και της έδειξε. Δεν είμαστε μακριά από τη λίμνη Σάρφεχ, παρατήρησε η Ανταρλίδα – τη λίμνη που είχε διασχίσει μαζί με τον Τάμπριελ προτού μπουν στον ποταμό Νύραλοκ και φτάσουν στη Φέντινκεχ για πρώτη φορά.
«Αύριο,» είπε ο Καλέφραζ, «θα στρίψουμε βορειοδυτικά, και θα συνεχίσουμε έτσι μέχρι να φτάσουμε στην Πύλη του Μαράνχαλωμ.»
Η Ανταρλίδα άφησε τον Γραμματικό στην τραπεζαρία του μεγάρου του Άρχοντα (όπου οι περισσότεροι είχαν τελειώσει το φαγητό τους αλλά ακόμα μερικοί πολεμιστές έτρωγαν) και βάδισε προς τα εκεί όπου της είχαν πει ότι βρισκόταν ο ξενώνας που θα μοιραζόταν με τον Τάμπριελ. Ο Φεηνάρκιος μάγος είχε ήδη αποσυρθεί στο κατάλυμά τους, χωρίς να φάει ή να πιει πολύ.
Η Ανταρλίδα, ανεβαίνοντας μια στριφτή σκάλα, προχώρησε μέσα στους διαδρόμους του πρώτου ορόφου του μεγάρου…
…και αντιλήφτηκε, χωρίς καμια ιδιαίτερη δυσκολία, ότι κάποιος την παρακολουθούσε.
Κι άλλος πράκτορας των Ιεραρχών; αναρωτήθηκε· και δεν έστριψε εκεί όπου της είχαν πει ότι έπρεπε να στρίψει για να πάει στον ξενώνα, αλλά σ’ένα άλλο, τυχαίο σημείο.
Μέσα σ’έναν σκοτεινό διάδρομο δίχως παράθυρα.
Τα χέρια της ψηλάφησαν τους τοίχους δεξιά κι αριστερά, ψάχνοντας για πόρτες. Βρήκε μία, κλειστή, και κόλλησε την πλάτη της επάνω στο ξύλο, στεκόμενη στο κατώφλι, τυλιγμένη στο σκοτάδι.
Αυτός που την παρακολουθούσε παρουσιάστηκε στην αρχή του διαδρόμου και κοίταξε μέσα με επιφύλαξη. Προφανώς, δεν μπορούσε να διακρίνει την Ανταρλίδα.
Εκείνη, όμως, μπορούσε να τον διακρίνει. Ένας απ’τους ναΐτες του Πρωθιερέα.
Και τότε θυμήθηκε τα λόγια του Τάμπριελ, ότι ο Πρωθιερέας θα γινόταν εχθρός τους.
Ο ναΐτης τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη ζώνη του και μπήκε στον διάδρομο με προσεχτικά βήματα. Η αναπνοή του ακουγόταν έντονα μες στη σιγαλιά.
Η Ανταρλίδα τον άφησε να βαδίσει λίγο, να απομακρυνθεί από εκείνη, και μετά γλίστρησε έξω απ’τον διάδρομο χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο.
Ο ναΐτης δεν κατάλαβε τίποτα, και η Μαύρη Δράκαινα πήγε γρήγορα προς τον ξενώνα. Φορούσε τη μαύρη δερμάτινη στολή της – τη στολή με την οποία είχε έρθει από τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο – και οι μαλακές μπότες της ήταν σιωπηλές επάνω στο πέτρινο πάτωμα, φτάνει να ήταν λιγάκι προσεχτική: και μια Μαύρη Δράκαινα πάντα ήταν προσεχτική.
Στο δρόμο της συνάντησε μονάχα έναν από τους πολεμιστές του Ναρχάεζ, ο οποίος τη χαιρέτησε μ’ένα κούνημα του κεφαλιού, κι εκείνη τον αντιχαιρέτησε παρομοίως.
Φτάνοντας στον ξενώνα, άνοιξε την πόρτα και μπήκε.
Ο Τάμπριελ ήταν καθισμένος οκλαδόν στο πάτωμα, και δε γύρισε να την κοιτάξει. Το βλέμμα του ήταν εστιασμένο σ’ένα αντικείμενο που κρατούσε ανάμεσα στα χέρια του. Η Ανταρλίδα το παρατήρησε. Το περιδέραιο που αγόρασε στη Μεγάλη Αγορά της Φέντινκεχ, όταν ο Ναρχάεζ μάς συνόδεψε έξω απ’την Ακρόπολη για πρώτη φορά.
«Τι κάνεις εκεί;» τον ρώτησε.
«Μη μ’ενοχλείς αν θέλεις,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
Η Ανταρλίδα βάδισε ώς το κρεβάτι της και κάθισε στην άκρη. «Κάποιος με παρακολουθούσε καθώς ερχόμουν.»
Ο Τάμπριελ βλεφάρισε και στράφηκε τώρα να την αντικρίσει. «Τι πράγμα;»
«Με παρακολουθούσε ένας απ’τους ναΐτες του Πρωθιερέα,» είπε η Ανταρλίδα καθώς έβγαζε τις μπότες της. «Στην αρχή δεν ήξερα ότι ήταν ναΐτης· τον ξεγέλασα, όμως, και το έμαθα.»
«Τι εννοείς, ‘τον ξεγέλασες’;»
«Μην ανησυχείς· δεν έγινε καμια φασαρία. Κρύφτηκα κάπου και τον άφησα να περάσει από μπροστά μου και να με χάσει.»
«Δεν υπήρχε λόγος να τον κάνεις να νομίσει πως δεν ήθελες να μάθει πού πηγαίνεις,» είπε ο Τάμπριελ.
«Το ξέρω. Αλλά, σου είπα, τότε δεν γνώριζα ακόμα ποιος ή τι ήταν. Φοβόμουν ότι ίσως να ήταν πάλι κάποιος από τους πράκτορες των Ιεραρχών.»
Ο Τάμπριελ έστρεψε ξανά το βλέμμα του στο περιδέραιο. «Σε είχα προειδοποιήσει ότι ο Πρωθιερέας θα μας προκαλέσει προβλήματα, δε σε είχα προειδοποιήσει;»
«Αναρωτιέμαι γιατί…» Υπήρχε ειρωνεία στη φωνή της.
«Νομίζεις ότι σε παρακολουθούσαν εξαιτίας αυτού που ανέφερα μπροστά στον Πρώτο Αρχιερέα;» ρώτησε ο Τάμπριελ χωρίς να στραφεί να την κοιτάξει.
«Φυσικά και το νομίζω. Ήταν σχεδόν σαν να απείλησες τον Πρωθιερέα.»
«Εξαρχής μας υποπτευόταν, Ανταρλίδα.»
Η Ανταρλίδα σηκώθηκε όρθια, ξεκούμπωσε τη στολή της, την έβγαλε, και την άφησε να πέσει πλάι στο κρεβάτι. Ύστερα ξάπλωσε.
Ο Τάμπριελ, που εξακολουθούσε να κοιτάζει το περιδέραιο, είπε με φωνή που έμοιαζε λιγάκι σαν υπνωτισμένη: «Ο Πράσινος πλησιάζει πάλι το κόκκινο άστρο. Να το έχεις υπόψη σου.»
Η Ανταρλίδα αναποδογύρισε τα μάτια αναστενάζοντας. «Εντάξει,» αποκρίθηκε και πήγε στο παράθυρο.
*
Το μυστηριώδες πουλί δεν παρουσιάστηκε εκείνη τη νύχτα.
*
Την επομένη, έφυγαν με την αυγή και, όπως είχε πει ο Καλέφραζ, πήραν βορειοδυτική κατεύθυνση, αφήνοντας πίσω τους τις όχθες του ποταμού και ταξιδεύοντας σε μια ανοιχτή πεδιάδα, επάνω σε άλογα και άμαξες. Πόλεις δεν είδαν εδώ, μονάχα χωριά και οικισμούς, κοντά στα οποία βοσκοί έβοσκαν πρόβατα, κατσίκια, και μαρνέκια – τα τριχωτά πλάσματα με τους δύο μικρούς κυνόδοντες και τη μακριά, γκρίζα, άτριχη ουρά, τα οποία ο Τάμπριελ κι η Ανταρλίδα είχαν δει για πρώτη φορά στη Ναλκέμ, και τα οποία εκεί βρομούσαν απίστευτα αλλά εδώ η οσμή τους χανόταν μέσα στον άνεμο.
Οι βοσκοί στέκονταν και ατένιζαν τη συνοδεία που περνούσε, και οι χωρικοί την έδειχναν ο ένας στον άλλο. Μάλλον δεν έβλεπαν πολλές φορές τέτοια πράγματα στα μέρη τους. Ίσως, μάλιστα, ορισμένοι να ανησυχούσαν μήπως γινόταν πόλεμος.
Καθώς ταξίδευαν, η Ανταρλίδα κοίταξε με επιφύλαξη προς τη μεριά που βρίσκονταν ο Πρωθιερέας του Μαράνχαλωμ, οι ιερείς, και οι ναΐτες φρουροί, και παρατήρησε ότι και μερικοί απ’αυτούς κοίταζαν εκείνη και τον Τάμπριελ. Τούτο, βέβαια, δεν ήταν από μόνο του περίεργο ή ανησυχητικό· εξάλλου, ήταν κι οι δυο τους παράξενοι με τα δεδομένα των ανθρώπων αυτής της διάστασης.
Τον ναΐτη που την ακολουθούσε χτες βράδυ τον είδε επίσης, και σε κάποια στιγμή τον πρόσεξε να την ατενίζει με στενεμένα μάτια. Αναμφίβολα, αναρωτιέται πού εξαφανίστηκα. Πού πήγα. Ο Τάμπριελ έχει δίκιο: του δημιούργησα υποψίες αχρείαστα.
Και ο Πρωθιερέας σίγουρα θα έμαθε για το γεγονός.
Όταν πλησίαζε το μεσημέρι, και η ζέστη, εξαιτίας του καλοκαιριού, ήταν δυνατή, η Ανταρλίδα ρώτησε τον Τάμπριελ (μιλώντας στη Συμπαντική όπως πάντα όταν συζητούσαν αναμεταξύ τους): «Τι έκανες, τελικά, χτες τη νύχτα;»
«Με το περιδέραιο;»
«Ναι.»
«Το προετοίμαζα.»
«Τι πάει να πει αυτό;»
«Το προετοίμαζα,» εξήγησε ο Τάμπριελ, «όπως προετοιμάζουν οι Δεσμοφύλακες ένα αντικείμενο που τους χρειάζεται.»
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Οι Δεσμοφύλακες φυλακίζουν τους δαιμονικούς θεούς της Φεηνάρκια έτσι…»
«Ναι.»
«Εσύ, λοιπόν, τι θα κάνεις το περιδέραιο εδώ;»
«Έχω ένα προαίσθημα ότι ίσως να μου χρειαστεί,» είπε ο Τάμπριελ.
«Το έχεις δει;»
«Είδα να το αγοράζω, καθώς και κάτι που… δεν καταλαβαίνω απόλυτα. Πιστεύω όμως ότι θα μου φανεί χρήσιμο, Ανταρλίδα.»
Η Μαύρη Δράκαινα, που δεν είχε και μεγάλη σχέση με τη μαγεία, έμεινε σιωπηλή. Αλλά δεν της άρεσε τούτο· για κάποιο λόγο, δεν της άρεσε. Ο Τάμπριελ μπορεί να είχε ένα προαίσθημα ότι ίσως το περιδέραιο να του χρειαζόταν, αλλά εκείνη είχε ένα κακό προαίσθημα γι’αυτό.
Προσπάθησε να το αγνοήσει. Οι Μαύρες Δράκαινες δεν ήταν μάγισσες· άφηναν τη μαγεία σ’εκείνους που την ήξεραν.
Η μεγάλη συνοδεία σταμάτησε επάνω στην ανοιχτή πεδιάδα όταν είχε μεσημεριάσει για τα καλά, και εκεί κατασκήνωσαν για να φάνε και να ξεκουραστούν. Η Ανταρλίδα κάθισε έξω απ’τη σκηνή που μοιραζόταν με τον Τάμπριελ, για να γευματίσει μαζί με τον Ναρχάεζ, τον Ερβάδαζ, τον Χάλρεοκ, και τον Καλέφραζ. Ο Φεηνάρκιος μάγος αποσύρθηκε νωρίς στο εσωτερικό της σκηνής: και η Μαύρη Δράκαινα μπορούσε να φανταστεί ποιος ήταν ο λόγος.
«Είναι εντάξει;» τη ρώτησε ο Χάλρεοκ δείχνοντας με το σαγόνι του προς τη μεριά της σκηνής.
«Ναι, καλά είναι, απλά λίγο κουρασμένος απ’το ταξίδι, υποθέτω,» απάντησε η Ανταρλίδα.
«Αύριο τέτοια ώρα πρέπει να είμαστε κοντά στην Πύλη,» είπε, μετά από λίγο, ο Ερβάδαζ πίνοντας μια γουλιά νερωμένο κρασί από το φλασκί του. «Δεν έχω ποτέ ξαναπάει εκεί.»
«Ούτε εγώ,» παραδέχτηκε ο Καλέφραζ, αλλά δεν έμοιαζε και τόσο ενθουσιασμένος που θα πήγαινε τώρα.
«Εγώ έχω ξαναπάει,» είπε ο Χάλρεοκ.
Ο Ναρχάεζ στράφηκε να τον κοιτάξει. «Δε μου το είχες πει ποτέ αυτό.»
«Ήταν παλιά,» αποκρίθηκε ο μαυρόδερμος άντρας ανασηκώνοντας τους ώμους, «προτού γίνω πολεμιστής στον Βασιλικό Στρατό. Πήγα μαζί με τον θείο μου που ήταν ιερέας. Ήθελε να παρακαλέσει τον Μεγάλο Τίγρη να βοηθήσει μια ξαδέλφη του σ’ένα μακρινό ταξίδι που θα έκανε.»
«Και έγινε τίποτα παράξενο;» ρώτησε ο Ερβάδαζ.
«Πού;»
«Στην Πύλη.»
«Όχι, ρε ανόητε, τι να γίνει; Καθίσαμε εκεί και κοιτούσαμε τα τείχη και τον ουρανό.» Ο Χάλρεοκ γέλασε και ήπιε από το κύπελλό του.
Η Ανταρλίδα, μετά από κάποια ώρα, πήγε να ξεκουραστεί στη σκηνή της. Ο Καλέφραζ και ο Ερβάδαζ είχαν ήδη φύγει από την παρέα· μονάχα ο Ναρχάεζ και ο Χάλρεοκ είχαν μείνει, και παρότι η Ανταρλίδα τούς συμπαθούσε και τους δύο, ήθελε να μάθει τι έκανε ο Τάμπριελ.
Παραμερίζοντας την κουρτίνα της σκηνής, μπήκε και βρήκε τον κοκκινόδερμο μάγο να κάθεται οκλαδόν επάνω σ’ένα μικρό χαλί και να ατενίζει το περιδέραιο που κρατούσε στα χέρια του.
Δεν έκανα λάθος, λοιπόν, συμπέρανε η Ανταρλίδα, και πήγε να ξαπλώσει, μην ενοχλώντας τον. Εξάλλου, έμοιαζε τόσο χαμένος στη δουλειά του που ήταν αμφίβολο αν την είχε καν προσέξει.
*
Το βράδυ, όταν κατασκήνωναν πάλι στην ανοιχτή πεδιάδα και δεκάδες φτερωτά έντομα ζουζούνιζαν γύρω απ’τις φωτιές τους, η εικόνα που ο Τάμπριελ’λι είχε δει στο μυαλό του έγινε πραγματικότητα.
Ο Πράσινος βρισκόταν κοντά στο κόκκινο άστρο με τις μεγάλες ακτίνες το οποίο έμοιαζε με ζωγραφιά: και μέσα απ’αυτό το άστρο ένα πουλί βγήκε, φτερουγίζοντας στον νυχτερινό ουρανό με πελώριες φτερούγες και μακριά, διχαλωτή ουρά.
Οι πολεμιστές της συνοδείας ύψωσαν τα χέρια τους δείχνοντάς το και φωνάζοντας.
«Βγήκε μέσα απ’το αστέρι! Μέσα απ’το κόκκινο αστέρι!»
«Όχι, ρε· έτσι σου φάνηκε!»
«Μη λέτε βλακείες! Μέσα απ’το αστέρι βγήκε!»
«Δε μπορεί να βγήκε μέσα απ’το αστέρι – δεν είναι δυνατόν!»
«Είναι σημάδι απ’τους θεούς!»
«Ο Μεγάλος Τίγρης δε θα έστελνε ένα πτηνό!»
«Τότε, δεν το έστειλε ο Μαράνχαλωμ· είναι μαντατοφόρος κάποιου άλλου θεού!»
Εν τω μεταξύ το μεγάλο πουλί έκανε κύκλους στον ουρανό και, μετά, έφυγε: απομακρύνθηκε τόσο πολύ που δεν μπορούσαν πια να το δουν.
Πήγε προς τα βορειοδυτικά, παρατήρησε η Ανταρλίδα. Προς τα εκεί όπου πηγαίνουμε κι εμείς.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ ήρθε να συναντήσει τη Μαύρη Δράκαινα και τον Τάμπριελ προτού ολοκληρώσουν το στήσιμο της σκηνής τους. Μαζί της ήταν ο Ναρχάεζ, ο Καλέφραζ, και ο Χάλρεοκ.
«Αυτό ήταν που είχες ‘δει’;» ρώτησε η Βασίλισσα τον Τάμπριελ.
«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε εκείνος, «αυτό ήταν.»
«Και τι θα γίνει τώρα; Τι ήταν;»
«Θα δούμε. Δεν ξέρω ακόμα.»
Η Παμράνεχ – που μάλλον περίμενε να της πει κάτι συνταρακτικό – τον ατένισε με κάποια δυσαρέσκεια στο βλέμμα της. Μετά, όμως, τα πράσινα μάτια της γυάλισαν πάλι. «Αφού ‘είδες’ το πουλί να βγαίνει από το άστρο, κι αυτό πράγματι συνέβη, τότε λογικά πρέπει και η Πύλη του Μαράνχαλωμ ν’ανοίξει!»
«Ας μη βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπεράσματα, Μεγαλειοτάτη.» Δεν ήταν ο Τάμπριελ που μίλησε αλλά ο Πρωθιερέας, και όλοι στράφηκαν να τον κοιτάξουν, καθώς κανείς ώς τώρα – εκτός από την Ανταρλίδα – δεν είχε προσέξει τον ερχομό του. «Η Πύλη είναι κάτι το ιερό, όχι ένα πτηνό που έτυχε να φτερουγίσει στους ουρανούς.»
Η Βασίλισσα δεν είπε τίποτα, όμως έμοιαζε ενοχλημένη από τα λόγια του Πρωθιερέα.
Ο Ναρχάεζ είπε: «Ας πάμε να ξεκουραστούμε, όλοι.» Και προς τον Τάμπριελ: «Εκτός αν έχεις ‘δει’ αυτό το πουλί να έρχεται εδώ για να μας προκαλέσει προβλήματα.»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Δεν έχω δει κάτι τέτοιο.»
Η Βασίλισσα Παμράνεχ και οι υπόλοιποι έφυγαν, αφήνοντας τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα μόνους να στήσουν τη σκηνή τους.
Όταν την έστησαν, μπήκαν, και η Μαύρη Δράκαινα είπε: «Για να ήρθε το πουλί από το κόκκινο αστέρι, αυτό σημαίνει πως είτε το αστέρι αποτελεί δίοδο προς κάποια άλλη διάσταση είτε το πουλί κατοικούσε επάνω στο αστέρι και τώρα απλά αποφάσισε να φύγει από εκεί.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ’λι καθίζοντας επάνω στο χαλί όπου καθόταν και το μεσημέρι και βγάζοντας το περιδέραιο μέσα από τα ρούχα του, «μπορεί να σημαίνει είτε το ένα είτε το άλλο. Δε νομίζω, όμως, ότι είναι το πρώτο.»
«Δε νομίζεις ότι πρόκειται για διαστασιακή δίοδο;»
«Όχι. Πιστεύω πως το αστέρι είναι κάτι που ήρθε μέσα από τον στρόβιλο.» Κι ύστερα έπαψε να μιλά, εστιάζοντας πάλι τη ματιά του στο περιδέραιο: προετοιμάζοντάς το…
«Δε θα φας τίποτα;»
«Αργότερα,» μουρμούρισε μονάχα ο Τάμπριελ.
Η Ανταρλίδα βγήκε απ’τη σκηνή τους και βάδισε μέσα στην κατασκήνωση, κοιτάζοντας τις αντιδράσεις των στρατιωτών στο παράξενο φαινόμενο που είχε συμβεί, αλλά στρέφοντας και το βλέμμα της κάπου-κάπου στον ουρανό μήπως το μεγάλο πουλί ξαναπαρουσιαζόταν παρά τις προβλέψεις του Τάμπριελ.
Το γεγονός ότι την παρακολουθούσαν δεν της διέφυγε.
Μάλλον ήταν πάλι κάποιος απ’τους ναΐτες του Πρωθιερέα.
Ετούτη τη φορά αποφάσισε να μην κάνει καμία απολύτως ύποπτη κίνηση. Θα τελείωνε τον περίπατό της και θα πήγαινε μπροστά στη σκηνή της για να φάει.
Ακολούθησε πιστά αυτή την απόφαση. Έκανε τον γύρω της κατασκήνωσης και, καθώς ζύγωνε τη σκηνή που μοιραζόταν με τον Τάμπριελ, είδε με τις άκριες των ματιών της τη σκιερή μορφή που την παρακολουθούσε να χάνεται μέσα στις υπόλοιπες σκιές της νύχτας–
Και η Ανταρλίδα σταμάτησε το βήμα της.
Να τον ακολουθούσε; Να βεβαιωνόταν ότι ήταν, όντως, κάποιος ναΐτης;
Η περιέργεια νίκησε, και η Μαύρη Δράκαινα πήγε πίσω του, γλιστρώντας μέσα στις σκιές της κατασκήνωσης, κινούμενη αθόρυβα και γρήγορα.
Η γυναίκα – γιατί, όπως διαπίστωσε, γυναίκα ήταν, τελικά – βάδιζε χωρίς να φαίνεται να υποπτεύεται ότι την κατασκόπευαν. Τα ρούχα της δεν ήταν ευδιάκριτα στο σκοτάδι, όμως η Ανταρλίδα μπορούσε να δει πως ο βηματισμός της φανέρωνε πολεμίστρια. Δε νομίζω οι ναΐτες φρουροί να έχουν γυναίκες ανάμεσά τους… Και οι ιερείς όλοι άντρες ήταν· ο Μαράνχαλωμ δεν είχε ιέρειες.
Η Ανταρλίδα συνέχισε ν’ακολουθεί την πολεμίστρια…
…μέχρι που την είδε να πλησιάζει τη σκηνή του Πρίγκιπα Μάρνεζ. Εκεί η Ανταρλίδα σταμάτησε, κάμποσα μέτρα πριν από τη σκηνή, γιατί το μέρος ήταν καλά φρουρούμενο και φοβόταν μην τη δουν.
Η πολεμίστρια μίλησε στους φρουρούς κι εκείνοι την άφησαν να περάσει.
Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, λοιπόν… σκέφτηκε η Ανταρλίδα φεύγοντας. Φαίνεται πως κανείς δεν μας εμπιστεύεται εδώ πέρα.
Επέστρεψε στη σκηνή που μοιραζόταν με τον Τάμπριελ και κάθισε απέξω για να φάει. Ο Ναρχάεζ, ο Ερβάδαζ, και ο Χάλρεοκ κάθονταν λίγο παραδίπλα, αλλά δεν πήγε κοντά τους. Ο Καλέφραζ πρέπει να βρισκόταν μέσα στη δική του σκηνή, μάλλον κουρασμένος απ’το ταξίδι.
Η Ανταρλίδα τελείωσε το φαγητό της και μπήκε στη σκηνή της, για να δει τον Τάμπριελ να εξακολουθεί να βρίσκεται οκλαδόν επάνω στο χαλί με το περιδέραιο στα χέρια του.
«Δεν μας παρακολουθεί μόνο ο Πρωθιερέας,» του είπε πηγαίνοντας στο στρώμα της για να καθίσει.
Εκείνος δεν πρέπει να την άκουσε· ή, ακόμα κι αν την άκουσε, δεν απάντησε.
Η Ανταρλίδα έβγαλε τις μπότες και τη στολή της και ξάπλωσε. Θα μιλούσαν αύριο.
*
Καθώς διάνυαν τα τελευταία χιλιόμετρα προς την Πύλη του Μαράνχαλωμ και μπορούσαν να δουν τα ψηλά, απόκρημνα βουνά στον βορειοδυτικό ορίζοντα, η Ανταρλίδα ανέφερε στον Τάμπριελ (μιλώντας στη Συμπαντική, φυσικά) ότι χτες βράδυ ο Πρίγκιπας Μάρνεζ είχε στείλει μια πολεμίστρια για να την παρακολουθήσει.
«Δε με εκπλήσσει,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Το είχες ‘δει’;»
«Όχι.»
«Έχεις ‘δει’ ότι ο Πρίγκιπας θα γίνει εχθρός μας;»
«Ούτε. Αλλά δε χρειάζεται να είσαι μάντης για να καταλάβεις ότι δεν μας εμπιστεύεται και ότι πιστεύει πως ίσως να αποτελούμε απειλή για το Βασίλειό του.» Το άλογο του Τάμπριελ ρουθούνισε νευρικά, κι εκείνος τού χάιδεψε τον λαιμό, ηρεμώντας το.
Η Ανταρλίδα έριξε μια ματιά προς τη μεριά της συνοδείας όπου βρισκόταν ο Πρωθιερέας και, μετά, μια ματιά προς τη μεριά όπου βρισκόταν ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, κοντά στη Βασίλισσα. Πρέπει να προσέχεις τους πάντες εδώ πέρα…
Τα βουνά φαίνονταν να μεγαλώνουν ολοένα και περισσότερο καθώς τα πλησίαζαν, να καλύπτουν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του ορίζοντα στο πέρας της ανοιχτής πεδιάδας. Και τα τείχη – αυτά που είχε δει ο Τάμπριελ στο μυαλό του – δεν άργησαν επίσης να γίνουν ορατά. Το μεσημέρι, που βρίσκονταν πια στους πρόποδες των βουνών, τα είδαν να ορθώνονται εμπρός τους, πανύψηλα και γεμάτα λαξεύματα τίγρεων. Επάνω τους ήταν μια τοξωτή πύλη, ψηλή όσο τέσσερις άντρες: ακριβώς όπως είχε φανερωθεί στο νου του Τάμπριελ· αλλά κλειστή.
«Χωρίς λόγο ταξιδέψαμε, όπως φαίνεται,» είπε ο Πρωθιερέας τραβώντας τα ηνία του αλόγου του και μιλώντας αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουν όλοι όσοι βρίσκονταν στη μπροστινή μεριά της συνοδείας.
«Δεν το ξέρουμε αυτό ακόμα!» διαφώνησε η Βασίλισσα Παμράνεχ. «Μόλις ήρθαμε.»
Η Ανταρλίδα κοίταξε τον Τάμπριελ, και τον ρώτησε στη Συμπαντική Γλώσσα: «Τι γίνεται τώρα;»
«Κατασκηνώνουμε, υποθέτω,» αποκρίθηκε ήρεμα εκείνος.
Η Παμράνεχ τον ζύγωσε πάνω στο άλογό της, με τον Πρίγκιπα Μάρνεζ πλάι της, επίσης έφιππο. «Γιατί η Πύλη δεν είναι ανοιχτή, Τάμπριελ;» ρώτησε. Ο ψυχρός άνεμος που ερχόταν από τα βουνά (και ο οποίος δεν ήταν δυσάρεστος μέσα στην καλοκαιρινή ζέστη) έκανε τα ξανθά, σγουρά της μαλλιά ν’ανεμίζουν πίσω και πάνω απ’το κεφάλι της.
«Δεν γνωρίζω, Μεγαλειοτάτη. Πρέπει να περιμένουμε, πιστεύω.»
«Για πόσο;» απαίτησε, κάπως κοφτά, ο Πρίγκιπας Μάρνεζ.
«Ούτε αυτό το γνωρίζω.»
«Δεν μπορούμε, πάντως, να περάσουμε το καλοκαίρι μας εδώ.»
Η Παμράνεχ στράφηκε να κοιτάξει τον γιο της. «Μην τα παραλές. Σίγουρα δε θα χρειαστεί να περιμένουμε τόσο πολύ.» Και προς τον Τάμπριελ: «Να καταυλιστούμε εδώ, ή έχεις να προτείνεις κάποιο άλλο μέρος;»
«Εδώ,» αποκρίθηκε εκείνος.
Και η Βασίλισσα κι ο Πρίγκιπας του Τάρσαζ απομακρύνθηκαν πάλι.
Ο Ναρχάεζ έδωσε τη διαταγή και η συνοδεία άρχισε να κατασκηνώνει.
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα έστησαν τη σκηνή τους, και μετά ο πρώτος έφυγε από εκεί και, περνώντας ανάμεσα από τις άλλες σκηνές και τους πολεμιστές της συνοδείας, βάδισε προς την Πύλη του Μαράνχαλωμ. Η Μαύρη Δράκαινα τον ακολούθησε, ενώ έβλεπε ότι ένας από τους ναΐτες τούς παρακολουθούσε από κάποια απόσταση. Οι προσπάθειές του ήταν μάλλον αδέξιες, όφειλε να παρατηρήσει η Ανταρλίδα· οποιοσδήποτε λιγάκι εκπαιδευμένος στην κατασκοπία θα τον εντόπιζε. Αλλά τι τον νοιάζει και να τον καταλάβουμε; Μπορούμε, μήπως, να κάνουμε τίποτα για να σταματήσουμε την παρακολούθησή του;
Η Πύλη του Μαράνχαλωμ ήταν καμωμένη από το ίδιο μέταλλο που ήταν καμωμένες και πολλές πανοπλίες των πολεμιστών του Τάρσαζ: ένα μέταλλο που έκανε πρασινογάλαζες ανταύγειες και ονομαζόταν, όπως τους είχε πει ο Καλέφραζ, φερίλιο. Ούτε η Ανταρλίδα ούτε ο Τάμπριελ ήξεραν να υπάρχει πουθενά αλλού στο Γνωστό Σύμπαν· οι ιδιότητές του, όμως, έμοιαζαν μ’αυτές του ατσαλιού. Ουσιαστικά, ήταν κάτι σαν φυσικό ατσάλι, όχι κράμα άλλων μετάλλων.
Η Πύλη ήταν δίφυλλη, κι επάνω της ήταν λαξεμένο το κεφάλι ενός τίγρη: στο δεξί φύλλο, το δεξί μέρος του κεφαλιού· στο αριστερό φύλλο, το αριστερό μέρος του κεφαλιού. Μέσα στα μάτια του κάτι φαινόταν να γυαλίζει: κάτι ημιδιαφανές…
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος. Τι είν’αυτό; Κάποιος λίθος; Κι άπλωσε το χέρι του για ν’αγγίξει το δεξί μάτι του τίγρη–
Αισθάνθηκε ενέργεια να χτυπά τα δάχτυλά του, και τα τράβηξε πίσω.
Το μάτι είχε, προς στιγμή, γυαλίσει με μια πανδαισία χρωμάτων.
«Είσαι καλά;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Ναι. Υπάρχει κάποιου είδους ενέργεια εδώ,» είπε ο Τάμπριελ.
Και ύφανε ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, εστιάζοντάς το στα μάτια της λαξεμένης κεφαλής του τίγρη. Η ενέργεια που εντόπισε δεν ήταν καμία που γνώριζε. Σίγουρα δεν ήταν όμοια με την ενέργεια που κινούσε διάφορα οχήματα στο Γνωστό Σύμπαν.
Και η πηγή της δεν ήταν ούτε το μάτι του τίγρη ούτε η Πύλη· ήταν κάτι πίσω από την Πύλη, πέρα από την Πύλη.
Στο βασίλειο του Μαράνχαλωμ;
Ο Τάμπριελ ήθελε να βεβαιωθεί. Απομακρύνθηκε από την Πύλη, κοιτάζοντας τα τείχη, ψάχνοντας για κάποιο άνοιγμα επάνω τους, κάποια τρύπα απ’την οποία θα μπορούσε να περάσει για να δει τι βρισκόταν από την άλλη μεριά.
«Τι κάνεις;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.
Ο Τάμπριελ τής είπε.
«Δε νομίζω ότι υπάρχει τίποτα το σπουδαίο από πίσω. Μόνο τις πλαγιές των βουνών θα βρεις.»
Ο Τάμπριελ δεν έβλεπε κανένα άνοιγμα πάνω στα τείχη. «Μπορείς να φέρεις τ’άλογά μας;»
«Δεν άκουσες τι σου είπα;»
«Φέρε τα άλογά μας, Ανταρλίδα. Αν δεν πάμε από πίσω, πώς μπορούμε να ξέρουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα;»
Η Μαύρη Δράκαινα, χωρίς ν’αποκριθεί, πήγε προς τον καταυλισμό. Όταν επέστρεψε τραβούσε τα άλογά τους από τα γκέμια, και τα καβάλησαν.
«Σκοπεύεις να κάνουμε τον γύρο των τειχών;» ρώτησε τον Τάμπριελ.
«Ναι.»
«Αφού επιμένεις…»
Χτύπησαν τ’άλογά τους στα πλευρά με τα τακούνια των μποτών τους και ξεκίνησαν να καλπάζουν.
«Εκτός αν βρούμε κάποιο άνοιγμα πάνω στα τείχη,» είπε ο Τάμπριελ, με τα λευκά του μαλλιά ν’ανεμίζουν πίσω του.
«Παραδόξως για την παλαιότητά τους, φαίνεται να βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση,» παρατήρησε η Ανταρλίδα μετά από λίγο.
«Ναι, κι εμένα μ’έχει παραξενέψει. –Παρεμπιπτόντως, το ξέρεις ότι μας παρακολουθούν;»
«Ναι.» Η Ανταρλίδα είχε προ πολλού δει τους τρεις καβαλάρηδες που ήταν στο κατόπι τους. Αναμφίβολα, άνθρωποι του Πρωθιερέα και του Πρίγκιπα. «Αγνόησέ τους όσο δεν μας ενοχλούν.»
Μετά από κανένα χιλιόμετρο, έφτασαν στην άκρη του τείχους και έστριψαν βγαίνοντας στην από πίσω μεριά του, όπου συνέχισαν να καλπάζουν κατευθυνόμενοι πάλι προς την Πύλη.
Αυτοί που τους παρακολουθούσαν ήταν ακόμα στο κατόπι τους, παρατήρησε η Ανταρλίδα.
Η Πύλη του Μαράνχαλωμ ήταν ακριβώς ίδια από την πίσω μεριά όπως και από τη μπροστινή, διαπίστωσαν όταν τράβηξαν κοντά της τα ηνία των αλόγων τους για να σταματήσουν. Το ίδιο λάξευμα υπήρχε στο μέταλλό της, και τα μάτια του τίγρη γυάλιζαν με τον ίδιο τρόπο, σαν ημιδιαφανείς λίθοι να βρίσκονταν εντός τους.
Η Ανταρλίδα είδε ότι οι κατάσκοποι του Πρίγκιπα και του Πρωθιερέα έκαναν κάποιες μάλλον αστείες προσπάθειες να καλυφτούν πίσω από την αραιή βλάστηση μιας πλαγιάς. Τόση ώρα νομίζουν ότι δεν τους έχουμε δει; Πραγματικά, θεωρούν ότι μας κατασκοπεύουν τώρα;
Ο Τάμπριελ ξεπέζεψε και, πλησιάζοντας την Πύλη, άρθρωσε πάλι τα λόγια για το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως. Η ίδια μορφή ενέργειας υπήρχε στα μάτια της λαξεμένης κεφαλής, και, όπως και πριν, έδινε την εντύπωση ότι ερχόταν πίσω ή πέρα από την Πύλη.
Επομένως, έρχεται από το βασίλειο του Μαράνχαλωμ, όχι από ετούτη τη διάσταση, συμπέρανε ο Τάμπριελ. Πράγμα το οποίο δεν μας βοηθά με κανέναν τρόπο να ανοίξουμε την Πύλη.
Από την άλλη, βέβαια, δεν είχε «δει» τον εαυτό του να ανοίγει την Πύλη· απλά είχε «δει» την Πύλη ανοιχτή–
Ένα εκκωφαντικό κρώξιμο. Από πίσω του.
Ο Τάμπριελ στράφηκε αιφνιδιασμένος.
Τα άλογα χρεμέτισαν φοβισμένα. Η Ανταρλίδα με το ζόρι κατάφερε να συγκρατήσει το δικό της, ενώ το δικό του απομακρύνθηκε τρέχοντας.
Μια μεγάλη σκιά είχε πέσει επάνω τους.
Ο Τάμπριελ ύψωσε το βλέμμα του και, στην κοντινότερη πλαγιά των βουνών, είδε ένα πουλί να κάθεται και να τους ατενίζει. Ήταν ψηλό όσο και η Πύλη του Μαράνχαλωμ, είχε πελώριες φτερούγες – οι οποίες τώρα ήταν ανοιχτές – και διχαλωτή ουρά, ενώ το τρίχωμά του ήταν γκρίζο και πλούσιο. Επάνω στο κεφάλι του ορθωνόταν ένα μεγάλο, κατακόκκινο λοφίο.
«Κάτι μού θυμίζει αυτό,» είπε η Ανταρλίδα ενώ, ενστικτωδώς, το χέρι της πήγαινε στη ζώνη της ψάχνοντας για κάποιο – οποιοδήποτε – όπλο. Κανένα δεν ήταν εκεί· δεν τους είχαν επιτρέψει να φέρουν ούτε ένα ξιφίδιο.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, «είναι το πουλί που ήρθε από το άστρο.»
Το μεγάλο πτηνό μάζεψε τις φτερούγες του παρατηρώντας τους.
«Δεν μοιάζει επιθετικό,» είπε η Ανταρλίδα. «Τι θέλει;»
«Ίσως απλά να είναι χαμένο εδώ.»
«Και γιατί ήρθε σε μας; Το ξέρει ότι κι εμείς δεν ανήκουμε σε τούτο τον κόσμο;»
«Δεν αποκλείεται…»
Το πουλί άνοιξε πάλι τις φτερούγες του, τις χτύπησε δυνατά, και υψώθηκε στον ουρανό, κρώζοντας.
Μετά έφυγε, αφήνοντας γκρίζα πούπουλα να πέσουν πίσω του.
Η Ανταρλίδα πρόσεξε ότι ο ένας από τους τρεις κατασκόπους αμέσως άρχισε να καλπάζει προς την άκρη του τείχους απ’όπου είχαν έρθει όλοι τους.
Ο Τάμπριελ πλησίασε το άλογο του, που είχε απομακρυνθεί, σφυρίζοντάς του. Το ζώο στάθηκε και ο κοκκινόδερμος μάγος πήγε κοντά του και του χάιδεψε το λαιμό. Όταν είδε ότι το είχε ηρεμήσει, το καβάλησε και ζύγωσε πάλι την Ανταρλίδα, η οποία εξακολουθούσε να βρίσκεται μπροστά στην Πύλη, επάνω στο δικό της άλογο.
«Η ενέργεια φαίνεται ξανά να προέρχεται από πίσω,» της είπε. «Υποθέτω, λοιπόν, πως πηγάζει από άλλη διάσταση.»
«Από εκεί που οδηγεί η Πύλη…»
Ο Τάμπριελ ένευσε.
«Ο κόσμος όπου βρισκόμαστε, επομένως, δεν είναι απομονωμένος όπως νομίζαμε,» κατέληξε η Ανταρλίδα.
«Δεν ξέρουμε ακόμα τι είδους διάσταση είναι πίσω από την Πύλη. Μπορεί νάναι μια απλή ενδοδιάσταση, τίποτα περισσότερο. Και, μάλιστα, αυτό θεωρώ πιθανότερο.»
«Χρειαζόμαστε έναν μάγο του τάγματος των Ερευνητών για να την ανοίξουμε,» είπε η Ανταρλίδα.
«Αν χρειαζόμασταν Ερευνητή, δε θα την είχα δει ανοιχτή.» Το βλέμμα του Τάμπριελ στράφηκε στην Πύλη.
Και τότε ήταν που ένας σεισμός έγινε, κάνοντας τη γη να τρίξει κάτω απ’τις οπλές των αλόγων τους. Τα ζώα χρεμέτισαν, αλλά δεν έδειξαν να φοβούνται τόσο όσο από την παρουσία του γιγαντιαίου πουλιού.
«Να επιστρέψουμε στον καταυλισμό;» πρότεινε η Ανταρλίδα καθώς ο σεισμός τελείωνε.
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Δε φαίνεται να υπάρχει κάτι άλλο να κάνουμε εδώ.»
*
Για πέντε ημέρες περίμεναν κατασκηνωμένοι μπροστά από την Πύλη του Μαράνχαλωμ, και η υπομονή όλων σταδιακά εξαντλιόταν. Εκτός από του Τάμπριελ, που έμοιαζε καρτερικός.
«Είσαι σίγουρος ότι θ’ανοίξει;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα, το βράδυ της πέμπτης ημέρας, καθώς στέκονταν έξω απ’τη σκηνή τους. «Τόσες μέρες δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα, Τάμπριελ.»
«Την είδα ανοιχτή,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Κι εσύ ο ίδιος, όμως, μου έχεις πει ότι δεν ξέρεις πότε θα συμβούν αυτά που βλέπεις.»
Ο Τάμπριελ κούνησε το κεφάλι του, μοιάζοντας να δυσανασχετεί. «Για την Πύλη ήμουν σχεδόν σίγουρος… Νόμιζα ότι, κανονικά, ώς τώρα θα είχε ανοίξει.»
«Αλλά δεν έχει ανοίξει. Και όλοι φαίνονται εκνευρισμένοι. Θυμάσαι τι μας είπε ο Καλέφραζ, χτες; Ο Πρωθιερέας έχει ήδη ζητήσει απ’τη Βασίλισσα να φύγουμε. Και είμαι βέβαιη πως κι ο Πρίγκιπας θα συμφωνεί μαζί του.»
«Η Βασίλισσα, ωστόσο, δεν έχει δώσει ακόμα διαταγή να επιστρέψουμε στη Φέντινκεχ.»
«Επειδή είδε το πουλί να έρχεται από το άστρο. Αυτός είναι ο μόνος λόγος, πιστεύω. Της απέδειξες ότι, όντως, αυτά που βλέπεις βγαίνουν αληθινά.
»Αλλά η Πύλη, Τάμπριελ, δε νομίζω ότι θ’ανοίξει τώρα.» Τα μενεξεδιά μάτια της τον κοίταξαν έντονα. «Ίσως να έχουμε καλύτερα πράγματα να κάνουμε σε τούτο τον κόσμο απ’το να περιμένουμε άσκοπα.»
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε ατενίζοντας το πρόσωπό της. «Τι προτείνεις; Να πω στη Βασίλισσα να φύγουμε;»
«Ναι.»
Συμφέρει αυτό; αναρωτήθηκε ο Τάμπριελ. Θα είναι σαν να χάνω την αξιοπιστία μου, δε θα είναι; Από την άλλη, όμως, αν έβαζε τη Βασίλισσα να περιμένει μέρες εδώ χωρίς να συμβεί απολύτως τίποτα, δε θα ήταν χειρότερο; Μάλλον θα ήταν.
Πρέπει να έκανα λάθος… Φυσικά, ποτέ δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πότε θα πραγματοποιείτο κάτι από αυτά που έβλεπε, μα σχετικά με την Πύλη υπήρχε μια βεβαιότητα μέσα του. Νόμιζε ότι, όταν ερχόταν σε τούτο το μέρος, θα άνοιγε γι’αυτόν.
Και ήρθα με συνοδεία, ακριβώς όπως το είχα δει… Πολλοί άνθρωποι συγκεντρωμένοι, έφιπποι και πεζοί…
«Έχεις δίκιο, Ανταρλίδα. Θα πω στη Βασίλισσα να επιστρέψουμε.»
Η Βασίλισσά μας δυσαρεστήθηκε όταν ο Μεγάλος Προφήτης τής είπε ότι η Πύλη δεν θα άνοιγε τώρα αλλά κάποια στιγμή στο μέλλον. Ωστόσο πρόσταξε να επιστρέψουμε στη Φέντινκεχ, κι έτσι αρχίσαμε να ταξιδεύουμε πάλι.
Ο Πρωθιερέας έμοιαζε μάλλον ευχαριστημένος, και τον άκουσα να λέει πως ο Τάμπριελ είχε τελικά αποδειχτεί τσαρλατάνος και, πιθανώς, τρελός. Εγώ, προσωπικά, αισθανόμουν ανακουφισμένος που δεν είχε συμβεί τίποτα άσχημο, ακόμα κι όταν είχαμε όλοι δει εκείνο το παράξενο γιγαντιαίο πουλί να προσγειώνεται πίσω από την Πύλη. Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν αποφάσιζε να μας επιτεθεί, ή να επιτεθεί στον Μεγάλο Προφήτη και τη Συνοδό του…
Όταν επιστρέψαμε στη Φέντινκεχ, διαπίστωσα πως η κατάσταση που γνώριζα είχε ξαφνικά αλλάξει. Ο Μεγάλος Προφήτης και η Συνοδός του έμεναν πάλι στην Ακρόπολη όπως πριν, μα όλοι ήξεραν πλέον ότι δεν ήταν αυτή η σωστή τους θέση. Ορισμένοι, ήμουν βέβαιος, ήθελαν να τους ξεφορτωθούν, όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο. Ορισμένοι ήθελαν να τους χρησιμοποιήσουν προς όφελος του Βασιλείου. Και ορισμένοι τούς κοίταζαν με καχυποψία και προσπαθούσαν να ξεσκεπάσουν τις σκέψεις και τα σχέδιά τους.
Η Ανταρλίδα βρισκόταν συχνά με τον Βασιλικό Αλχημιστή Βόρχαμ προκειμένου να φτιάξουν εκείνα τα παράξενα όπλα που τελικά ονομάσαμε «πυροβόλα»· επομένως ήμουν πολύ περισσότερο με τον Μεγάλο Προφήτη παρά μαζί της: κι εκείνου το ενδιαφέρον έμοιαζε να είναι στραμμένο αποκλειστικά στους Αρχαίους. Με ρωτούσε τι γνώριζα γι’αυτούς· με ρωτούσε ποιοι είχαν ασχοληθεί μαζί τους (φιλόσοφοι; μυστικιστές; ιστορικοί; μάγοι;)· με ρωτούσε τι βιβλία υπήρχαν που να μιλάνε γι’αυτούς – βιβλία που είχα στη βιβλιοθήκη της Ακρόπολης ή αλλού, ή ακόμα και χαμένα ή μυθικά βιβλία. Γενικώς, τον ενδιέφεραν τα πάντα σχετικά με τους Αρχαίους· και κυρίως ήθελε να μάθει πώς οι Αρχαίοι έσωσαν τον κόσμο μας από τον Κατακλυσμό, γιατί πίστευε ότι ο Κατακλυσμός μας ήταν, ουσιαστικά, ο θρυμματισμός του Ενιαίου Κόσμου: πίστευε ότι οι Αρχαίοι μάς είχαν σκόπιμα απομονώσει από το Ατέρμονο Σύμπαν και μας είχαν περιορίσει.
Στις απαντήσεις μου ήμουν διστακτικός, όχι μόνο επειδή δεν ήξερα τι έπρεπε να του αποκαλύψω και τι να κρατήσω κρυφό (πολλές φορές πήγα και συμβουλεύτηκα τον Πρώτο Αρχιερέα σχετικά μ’αυτό το λεπτό θέμα), αλλά κι επειδή δεν ήξερα τι ήταν αληθινό και τι ψεύτικο σε ό,τι αφορούσε τους Αρχαίους. Διάφορες φήμες και μύθοι ακούγονταν γι’αυτούς, και δεν ήταν λίγοι οι παράφρονες που ανέφεραν το όνομά τους.
Ο Πρωθιερέας Έλνεφριζ δεν έβλεπε με καλό μάτι το γεγονός ότι επισκεπτόμουν τον Ναό για ζητήματα που είχαν να κάνουν με έναν από τους «ξένους». Είμαι βέβαιος πως θα προτιμούσε να μην λέω τίποτα σχετικό με τους Αρχαίους στον Μεγάλο Προφήτη.
Κάποτε ήρθε να μου μιλήσει και το Αριστερό Χέρι του Θρόνου για τον Τάμπριελ: και ήταν μία από τις λίγες φορές που μιλούσα από τόσο κοντά μαζί της. Το θεωρούσα συνετότερο να την αποφεύγω. Παρ’όλ’αυτά, τα λόγια της μου ακούστηκαν ανάλαφρα· θα νόμιζε κανείς ότι συζητούσαμε για τον καιρό. Τα μάτια της, όμως, με παρατηρούσαν πολύ προσεχτικά, σα να φοβόταν ότι ίσως να είχα, με κάποιον τρόπο, διαφθαρεί από τους ξένους.
Αναρωτήθηκα αν την είχε βάλει ο Πρίγκιπας Μάρνεζ να μου μιλήσει, διότι ήταν γνωστό πως είχε καλές σχέσεις μαζί της· αναμφίβολα πιο καλές απ’ό,τι η Βασίλισσα. Γιατί, όμως, να μην έρθει σε μένα ο ίδιος; Θεωρούσε ότι η Κελνίχηβ μπορούσε να με φοβίσει περισσότερο, ώστε να της αποκαλύψω ό,τι πιθανώς να έκρυβα;
Είχα αρχίσει να νομίζω ότι όλοι με παρακολουθούσαν!
*
* * *
*
Ο Ναρχάεζ είχε πλέον επιτρέψει στον Τάμπριελ και στην Ανταρλίδα να βγαίνουν από την Ακρόπολη όποτε το επιθυμούσαν· κι οι δυο τους, όμως, ήταν βέβαιοι ότι συνεχώς τους κατασκόπευαν όταν βάδιζαν στους δρόμους της Φέντινκεχ.
Επί του παρόντος ήταν απόγευμα και, καθότι καλοκαίρι, το ηλιακό φως ήταν ακόμα δυνατό καθώς πήγαιναν προς το λιμάνι της πρωτεύουσας με τον Καλέφραζ να τους συνοδεύει (ο οποίος κοίταζε διαρκώς πάνω απ’τον δεξή ή τον αριστερό ώμο του, σα να φοβόταν ότι σκιές τον κατέτρεχαν σε κάθε του βήμα). Ο Γραμματικός είχε πει ότι σήμερα μάλλον θα ερχόταν ένα πρόσωπο το οποίο ο Τάμπριελ περίμενε εδώ κι αρκετές μέρες. Ένα πρόσωπο που ίσως μπορούσε να τον καθοδηγήσει καλύτερα στην αναζήτησή του για τους Αρχαίους. Διότι, μέχρι στιγμής, όχι μόνο δεν έμοιαζε να καταλήγει πουθενά αλλά ούτε καν να βρίσκεται σε κάποιον ομαλό δρόμο.
Προχτές, ο Καλέφραζ τον είχε πάει σ’έναν φιλόσοφο της Φέντινκεχ ονόματι Λαμάρμωζ, ο οποίος είχε δηλώσει εδώ και καιρό πως ήθελε με την πρώτη ευκαιρία να δει τους «εξώκοσμους». Ο Τάμπριελ είχε, ουσιαστικά, ανταλλάξει πληροφορίες μαζί του: του είχε μιλήσει για τις διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος (κι εκείνος τον άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον να καθρεπτίζεται στα πελώρια, ολοστρόγγυλα, γαλανά μάτια του) και ο φιλόσοφος τού είχε πει όσα γνώριζε για τους Αρχαίους και τον Κατακλυσμό – που, στην πραγματικότητα, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από φήμες. Δεν του έδωσε κανένα στοιχείο που μπορούσε ν’ακολουθήσει, μόνο θεωρίες τού είπε. Θεωρίες, όμως, μπορούσε κι ο ίδιος να βγάζει πολλές! Η αλήθεια ήταν που είχε σημασία.
Και τώρα, ήλπιζε ότι θα πλησίαζε, οσοδήποτε λίγο, στην αλήθεια. Τουλάχιστον, ο Καλέφραζ τον είχε διαβεβαιώσει πως ο έμπορος που θα συναντούσαν έφερνε ένα σωρό σπάνια, παράξενα, και απόκρυφα βιβλία, ανάμεσα στα οποία δεν αποκλείεται να ήταν και Οι Καταγραφές του Κατακλυσμού ή Η Ομολογία των Αρχαίων. Ή, ακόμα κι αν δεν τα είχε αυτά τα συγγράμματα, πιθανώς να γνώριζε πού ακριβώς μπορούσε κάποιος να τα βρει, καθώς – σύμφωνα πάλι με τα λόγια του Καλέφραζ – ήταν πολυταξιδεμένος και περνούσε από ό,τι λιμάνι φανταζόσουν: από τη Στενή και την Ενδότερη Θάλασσα ώς το Δυτικό και το Ανατολικό Πέλαγος. Από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη.
Ο Τάμπριελ θα έφευγε απ’το πρωί για να πάει να τον συναντήσει, αλλά η Ανταρλίδα επέμενε ότι, όποτε έβγαιναν, έπρεπε να βγαίνουν μαζί – οι δυο τους· επειδή φοβόταν ότι ίσως κάποιος να έβρισκε την ευκαιρία να επιτεθεί στον Τάμπριελ όσο εκείνος βάδιζε μόνος στους δρόμους της Φέντινκεχ.
(«Ποιος να μου επιτεθεί με τόσους που με παρακολουθούν;»
«Αυτούς να φοβάσαι: αυτούς που σε παρακολουθούν. Ή μήπως νομίζεις ότι όλοι θέλουν το καλό σου; Ειδικά ο Πρωθιερέας!»
Με τούτο ο Τάμπριελ δεν μπορούσε να διαφωνήσει.)
Επομένως, δεν είχε φύγει το πρωί από την Ακρόπολη· είχε καθίσει μαζί τον Καλέφραζ στη βιβλιοθήκη, περιμένοντας την επιστροφή της Μαύρης Δράκαινας από το Βασιλικό Παλάτι, όπου είχε πάει για να επισκεφτεί τον Βόρχαμ και να συνεχίσουν την έρευνά τους για τα πυροβόλα όπλα.
Η οποία έρευνα πήγαινε καλά, απ’ό,τι έλεγε η Ανταρλίδα στον Τάμπριελ: είχαν καταφέρει να φτιάξουν μια εκρηκτική ύλη που η Μαύρη Δράκαινα θεωρούσε ικανοποιητική. Έκανε έκρηξη χωρίς να βγάζει πολύ καπνό. Το ζητούμενο τώρα ήταν να κατασκευάσουν σφαίρες που μπορούσαν να προσαρμοστούν στο τουφέκι της και στα πιστόλια ώστε να τις δοκιμάσουν.
Οι δρόμοι της Φέντινκεχ γίνονταν ολοένα και πιο φασαριόζικοι καθώς οι τρεις τους πλησίαζαν το λιμάνι περνώντας μέσα από τη Μικρή Αγορά, όλοι τους φορώντας κάπες και έχοντας κουκούλες σηκωμένες στο κεφάλι. Δεν ήθελαν ο καθένας να μπορεί να δει ότι οι δύο «παράξενοι ξένοι» βάδιζαν δίπλα του· και δεν είχαν κανέναν άλλο, καλύτερο τρόπο αυτή τη στιγμή για να κρύψουν τον δερματικό τους χρωματισμό.
«Μου είπες ότι είναι έμπορος, έτσι δε μου είπες;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον Καλέφραζ.
Εκείνος κατένευσε. «Ναι.»
«Τότε γιατί δεν πηγαίνουμε να τον βρούμε κατευθείαν στη Μεγάλη Αγορά; Εκεί δε θα έχει μεταφέρει την πραμάτεια του, λογικά;»
«Ναι, εκεί θα την έχει μεταφέρει, μα δεν ξέρω πού ακριβώς. Κάθε φορά αλλάζει θέση. Το πλοίο του, όμως, το ξέρω· τόχω ξαναδεί. Θα ρωτήσουμε εκεί και θα μας πουν πού είναι αυτή τη φορά. Ίσως, μάλιστα, νάναι και μέσα στο πλοίο· ορισμένες φορές κάνει τις δουλειές του από εκεί.»
«Γιατί θέλει να είναι έτσι περίεργος;»
«Για να διατηρεί ένα κάποιο μυστήριο γύρω του, ίσως. Ένα προσωπείο που του αρέσει. Όλοι έχουν το προσωπείο τους, έτσι δεν είναι, Τάμπριελ;» Ο Καλέφραζ έμοιαζε πολύ νευρικός καθώς μιλούσε, και τα μάτια του δεν φαινόταν να μπορούν να μείνουν σ’ένα μέρος.
«Επίσης,» παρενέβη η Ανταρλίδα, «μπορεί να έχει εχθρούς.»
Ο Καλέφραζ συνοφρυώθηκε στρεφόμενος να την κοιτάξει. «Τι εχθρούς;»
«Αφού ασχολείται με παράξενα πράγματα, και αφού ταξιδεύει απ’τη μια μεριά του κόσμου στην άλλη, δεν μπορεί να μην έχει κι ανθρώπους που τον αντιπαθούν. Εδώ εμείς έχουμε, που δεν είναι και πολύς καιρός που είμαστε σε τούτη την άκρη του σύμπαντος…»
«Τρομάζεις τον Γραμματικό,» της είπε ο Τάμπριελ στη Συμπαντική.
Και ένας σεισμός έγινε τότε, τραντάζοντας τη Μικρή Αγορά καθώς την άφηναν πίσω τους. Ένας πάγκος έπεσε, και βάζα και πιάτα ακούστηκαν να σπάνε. Κάποιος καταράστηκε, δυνατά· ένα άλογο χλιμίντριζε· μια γυναίκα ούρλιαζε· ένα μωρό άρχισε να κλαίει γοερά· τα σκυλιά γάβγιζαν, και οι γάτες πηδούσαν απ’το ένα μέρος στο άλλο.
Η Ανταρλίδα απέφυγε ένα κομμάτι σοβά από ένα χτίριο στ’αριστερά της. Ο σοβάς διαλύθηκε πλάι στα μποτοφορεμένα πόδια της.
Ο σεισμός σταμάτησε.
Ο Καλέφραζ αναστέναξε. «Μεγάλε Τίγρη!… Πρέπει να κάνετε κάτι γι’αυτό! Πρέπει να κάνετε τους σεισμούς να σταματήσουν.»
«Νομίζω,» είπε ο Τάμπριελ, «ότι έχουν γίνει λίγο πιο αδύναμοι από πριν.»
«Θες να πεις ότι θα σταματήσουν από μόνοι τους;» ρώτησε ο Καλέφραζ καθώς έμπαιναν σ’ένα στενορύμι για ν’αποφύγουν την κίνηση στην κεντρική λεωφόρο.
«Ίσως. Ίσως και όχι. Πάντως, σίγουρα εγώ δε θα μπορέσω να κάνω κάτι για το Ρήγμα αν δεν μάθω κι άλλα πράγματα για τη φύση του κόσμου σας: και ο μόνος τρόπος για να το κατορθώσω αυτό είναι μέσω των Αρχαίων.»
«Γιατί;»
«Γιατί, είτε το αντιλαμβάνεστε είτε όχι, το σημαντικότερο απ’όλα είναι το πώς ο κόσμος σας συνδέεται ή συνδεόταν με το υπόλοιπο σύμπαν, Καλέφραζ.»
Το στενορύμι ήταν σκιερό και βρόμικο, και κάτω απ’τα μποτοφορεμένα πόδια τους υπήρχαν νερά και λάσπες. Μπροστά σε κάμποσες από τις πόρτες των σπιτιών στέκονταν γυναίκες και άντρες που μιλούσαν, έχοντας ανησυχήσει απ’τον σεισμό.
Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, και ο Καλέφραζ δεν άργησαν να βγουν στο λιμάνι, όπου η ατμόσφαιρα ήταν λιγότερο αποπνιχτική. Βάδισαν προς μια αποβάθρα και είδαν ένα πλοίο που, για τα δεδομένα της ανοιχτής θάλασσας, δεν ήταν κάτι παραπάνω από μέτριο σε μέγεθος, αλλά για τα δεδομένα ποταμού ήταν αρκετά μεγάλο – ακόμα και για έναν πλατύ ποταμό όπως ο Νύραλοκ. Διέθετε δύο κατάρτια και τα ιστία του ήταν μαζεμένα. Στην πλώρη του υπήρχε το άγαλμα μιας όμορφης μακρυμάλλας γυναίκας που από τη μέση και κάτω ήταν χταπόδι.
«Η Φαλκρίνκω,» είπε ο Καλέφραζ. «Θεά των θαλασσών. Τη λατρεύουν πολλοί ταξιδευτές.»
Πλησίασαν το σκάφος, το οποίο ταλαντευόταν ελαφρά στα κύματα του ποταμού. Το παλιό, σκούρο ξύλο του ακουγόταν να τρίζει. Το χοντρό σχοινί που το έδενε στη δέστρα της αποβάθρας τεντωνόταν επίμονα.
Ο Καλέφραζ φώναξε σε μια γυναίκα που καθόταν στην κουπαστή με τα πόδια της να κρέμονται από την άκρη. Ήταν ντυμένη με φαρδύ, μαύρο φόρεμα, και τα μαύρα, σγουρά μαλλιά της ανέμιζαν γύρω απ’το κεφάλι της. Το δέρμα της ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ.
«Τι θέλεις;» ρώτησε τον Γραμματικό, χωρίς σίγουρα να τον αναγνωρίζει μέσα απ’τη σκιά της κουκούλας του, ακόμα κι αν τον είχε κάποτε ξαναδεί.
«Τον κύριο Ρέμικατ, τον έμπορο. Είναι εδώ;»
«Γιατί τον θέλεις; Θες ν’αγοράσεις πράγματα, ή να του πουλήσεις κάτι; Σε περιμένει;»
«Ν’αγοράσω θέλω, αν βρω κάτι μου μ’ενδιαφέρει– Δηλαδή, ουσιαστικά ο φίλος μου από δω» – με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού, έδειξε τον Τάμπριελ – «είναι που θέλει ν’αγοράσει. Και, όχι, ο κύριος Ρέμικατ δεν μας περιμένει.»
«Θα πάτε στη Μεγάλη Αγορά,» τους είπε η γυναίκα. «Στη Χαμηλοφώτιστη Καμάρα, που λένε· εκεί έχει κάνει το μαγαζί του.»
«Ευχαριστούμε.»
*
Οι σκιές του απογεύματος είχαν αρχίσει να πυκνώνουν όταν πλησίασαν τη Χαμηλοφώτιστη Καμάρα και είδαν τη σκηνή που ήταν στημένη εκεί. Η καμάρα δεν είχε πάρει το όνομά της τυχαία: ήταν χαμηλή σε σχέση με άλλες, και μια λάμπα κρεμόταν εντός της την οποία θα μπορούσε να φτάσει ακόμα κι ένα παιδί αν ύψωνε το χέρι του. Κάθε απόγευμα, προτού πέσει η νύχτα, την άναβε κάποιος απ’τους ανθρώπους που τριγυρνούσαν εκείνη την ώρα και ήταν η δουλειά τους ν’ανάβουν τις λάμπες στους δρόμους της πρωτεύουσας.
Ο Τάμπριελ πλησίασε τη σκηνή του εμπόρου και κοίταξε μέσα, για να δει ένα μέρος γεμάτο στοίβες από βιβλία και κυλίνδρους καθώς και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα, όπως κομμάτια ξύλο με χαράγματα, αγαλματίδια, ιδιόρρυθμα ξιφίδια, πανιά με ασυνήθιστα κεντήματα. Ο άντρας που καθόταν στη μέση όλων αυτών ήταν μαυρόδερμος, με ξυρισμένο κεφάλι και πράσινο μούσι. Μπροστά του στεκόταν μια λευκόδερμη γυναίκα, και μιλούσαν. Ήταν καλοντυμένη, αλλά όχι πλούσια ντυμένη, πράγμα που φανέρωνε ότι μάλλον ανήκε στη μεσαία τάξη των τοπικών εμπόρων της Φέντινκεχ.
Ο μαυρόδερμος άντρας – που πρέπει να ήταν ο Ρέμικατ – παρατηρώντας τον Τάμπριελ, έπαψε για μια στιγμή να μιλά με τη γυναίκα και ρώτησε: «Θέλεις κάτι, φίλε μου;»
«Θέλω να δω αν έχεις κάποια βιβλία που μ’ενδιαφέρουν.»
«Περίμενε λίγο να τελειώσω εδώ και θα μιλήσουμε. Ρίξε μια ματιά τριγύρω, αν θες.» Και στράφηκε πάλι στη γυναίκα.
Ο Τάμπριελ ήταν βέβαιος ότι ο Ρέμικατ δεν είχε διακρίνει τον δερματικό του χρωματισμό κάτω απ’την κουκούλα του, γιατί αν τον είχε διακρίνει πρέπει σίγουρα είτε να έμοιαζε πολύ παραξενεμένος (αφού δεν υπήρχαν άνθρωποι με κόκκινο δέρμα σε τούτη τη διάσταση) είτε να φαινόταν ότι τον αναγνώριζε (από τις φήμες που κυκλοφορούσαν γι’αυτόν και την Ανταρλίδα).
Ο Τάμπριελ μπήκε στη σκηνή κοιτάζοντας ολόγυρα, τα βιβλία, τους κυλίνδρους, και τα άλλα αντικείμενα. Ο Καλέφραζ τον ακολούθησε. Η Ανταρλίδα έμεινε έξω, προσέχοντας μήπως κανένας τούς παρακολουθούσε…
…και δεν άργησε να εντοπίσει μια σκιερή μορφή στο βάθος της Χαμηλοφώτιστης Καμάρας, πίσω από μια γωνία, εκεί όπου μόνο μια Μαύρη Δράκαινα, ή κάποιος άλλος ειδικά εκπαιδευμένος στην κατασκοπία, θα την παρατηρούσε.
Ποιος σ’έστειλε εσένα; αναρωτήθηκε η Ανταρλίδα. Ο Πρίγκιπας; Ο Πρωθιερέας; Ο Ιεράρχης; Ή κάποιος άλλος; Δεν είχε πλέον ιδέα πόσοι πραγματικά μπορεί να τους παρακολουθούσαν, για διάφορους λόγους. Και το πρόβλημα είναι πως, είτε φοράμε κουκούλες είτε όχι, μας βρίσκουν. Επομένως, πρέπει να μας παραφυλάνε κάπου κοντά στην Ακρόπολη. Ποιος άλλος θα βγει από εκεί κρύβοντας το πρόσωπό του; Οι μεταμφιέσεις μας είναι καλές μόνο για τους κοινούς ανθρώπους που βαδίζουν στους δρόμους της πόλης.
Εν τω μεταξύ, στο εσωτερικό της σκηνής, ο Τάμπριελ είδε τον Ρέμικατ να διαφωνεί ευγενικά με τη γυναίκα. Η δοσοληψία τους – όποια κι αν ήταν – μάλλον δε θα ολοκληρωνόταν.
Σύντομα, η γυναίκα έφυγε απ’το κατάστημα.
Ο έμπορος στράφηκε στον Τάμπριελ και στον Καλέφραζ. «Λοιπόν. Τι θα θέλατε, φίλοι μου;» Η κουβέντα του με τη γυναίκα δεν φαινόταν να του έχει χαλάσει τη διάθεση.
Ο Τάμπριελ έβγαλε την κουκούλα του, και τα μάτια του εμπόρου προς στιγμή γούρλωσαν.
«Έχω ακούσει για σένα!» είπε με κάποιο δέος στη φωνή του, καθώς σηκωνόταν από το ξύλινο σκαμνί. «Ένας άντρας με δέρμα κόκκινο σαν το αίμα. Ένας άντρας από άλλους κόσμους. Εσύ είσαι, έτσι δεν είναι;»
Εκείνος κατένευσε. «Ναι. Το όνομά μου είναι Τάμπριελ.» Του έδωσε το χέρι του.
Ο έμπορος το έσφιξε. «Ρέμικατ,» είπε σαν χαμένος.
«Ο φίλος μου ο Καλέφραζ» – ο Τάμπριελ έδειξε τον Γραμματικό με μια κοφτή κίνηση του χεριού – «μου έχει πει ότι ασχολείσαι με σπάνια βιβλία.»
«Ναι. Τι θέλεις;»
«Τις Καταγραφές του Κατακλυσμού και την Ομολογία των Αρχαίων.»
«Ψάχνεις λοιπόν τα πιο σπάνια από τα σπάνια, Τάμπριελ…» παρατήρησε ο Ρέμικατ.
«Τα έχεις;»
«Μαζί μου, όχι· αλλά μπορώ να τα βρω. Αν είμαι τυχερός.»
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε. «Τι θα πει, ‘αν είσαι τυχερός’;»
«Αν τα βρω εκεί που θα πάω. Αν τα έχουν οι προμηθευτές μου. Αλλά μην ανησυχείς: ταξιδεύω από την άγρια Καρκούμ μέχρι το Βασίλειο Ώσρανοκ, χωρίς να αποφεύγω τη Γη της Φέδλωχ.»
«Σε πόσο καιρό θα είσαι πάλι εδώ;»
«Σε δέκα, δεκαπέντε μέρες θάχω πάει ώς την Καρκούμ και θάχω γυρίσει. Μετά θα πλεύσω για το Ώσρανοκ, και θάναι κάμποσος καιρός μέχρι που να με ξαναδείς.»
«Υπάρχει πιθανότητα να βρεις ό,τι ζητάω στην Καρκούμ;» Ο Τάμπριελ γνώριζε, από τους χάρτες που του είχε δείξει ο Καλέφραζ, ότι η Καρκούμ ήταν μια παράκτια πόλη νότια της Γης των Ταργκάφλι και νότια από τις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου. Ένα μέρος επικίνδυνο, όπου σύχναζαν κάθε λογής άνθρωποι: πειρατές, τυχοδιώκτες, καταζητούμενοι, μάγοι, μισθοφόροι, φονιάδες, εξερευνητές.
«Υπάρχει πιθανότητα,» αποκρίθηκε ο Ρέμικατ, «πώς δεν υπάρχει; –Ποιο είναι, όμως, το ενδιαφέρον σου σ’αυτά τα βιβλία, αν επιτρέπεται, Τάμπριελ;»
Ο Τάμπριελ τον κοίταξε παρατηρητικά. «Είσαι περίεργος άνθρωπος, ε, έμπορα;»
Εκείνος γέλασε. «Αν δεν ήμουν, δε θ’ασχολιόμουν με τα πράγματα που ασχολούμαι.»
«Ενδιαφέρομαι για τους Αρχαίους και για τον Κατακλυσμό.»
«Αυτό το έχω καταλάβει. Τίποτα πιο συγκεκριμένο;»
«Θέλω να μάθω πώς έσωσαν ετούτο τον κόσμο από τον Κατακλυσμό.»
«Χμμμμ…» έκανε ο Ρέμικατ υπομειδιώντας, και κάθισε πάλι στο σκαμνί του. «Μεγάλο ερώτημα έχεις πιάσει, φίλε μου. Λένε ότι ήρθες από το Ρήγμα: αυτό το παράξενο πράμα που φαίνεται στους ουρανούς, όπου κι αν είσαι. Πιστεύεις ότι το Ρήγμα θα φέρει καινούργιο Κατακλυσμό;»
«Δεν το νομίζω,» είπε ο Τάμπριελ. «Αλλά, βέβαια, ποτέ δεν ξέρεις.»
Το μειδίαμα του Ρέμικατ πλάτυνε, καθώς ο έμπορος μάλλον θεωρούσε ότι ο κοκκινόδερμος άντρας αστειευόταν.
Ο Τάμπριελ, ως συνήθως, δε χαμογέλασε· ούτε διευκρίνισε αν αστειευόταν ή όχι.
«Θα σε ξαναδώ, λοιπόν, σε δέκα, δεκαπέντε μέρες – αν δεν έχει γίνει δεύτερος Κατακλυσμός ώς τότε,» είπε.
Ο Ρέμικατ γέλασε. «Καλώς,» αποκρίθηκε.
«Θα είσαι πάλι εδώ; Στη Χαμηλοφώτιστη Καμάρα;»
«Συνήθως, δε στήνω μαγαζί στο ίδιο μέρος δύο φορές συνεχόμενα. Καλύτερα να ρωτήσεις στο πλοίο μου και θα σου πουν. Ή έλα εδώ στην αγορά και ρώτα τους εμπόρους· οι περισσότεροι με ξέρουν ή μ’έχουν ακούσει.»
Ο Τάμπριελ ένευσε, και ρώτησε: «Γιατί αλλάζεις θέσεις;»
«Σου φέρνει κακή τύχη να είσαι συνεχώς στο ίδιο μέρος. Σκέψου το απλά: Όταν βρίσκεσαι συνεχώς καθισμένος εδώ, ας πούμε» – άγγιξε τις άκριες του σκαμνιού του – «ο υπόλοιπος κόσμος εξακολουθεί να κινείται, κι αυτό σημαίνει πως, κάποια στιγμή, κάτι θα έρθει και θα πέσει πάνω σου – είτε μεταφορικά είτε κυριολεκτικά. Αλλάζοντας θέσεις γίνεσαι, όμως, κινούμενος στόχος, και είναι πιο δύσκολο να σε πετύχει κάτι.»
Ένα απρόσμενο μειδίαμα χάραξε το πρόσωπο του Τάμπριελ. «Θα τα ξαναπούμε, Ρέμικατ,» είπε, κι έφυγε απ’τη σκηνή ενώ ο έμπορος σιγογελούσε πίσω του.
Ο Βόρχαμ κατόρθωσε να φτιάξει μερικές σφαίρες με τη βοήθεια ενός μεταλλουργού και υπό την καθοδήγηση της Συνοδού του Μεγάλου Προφήτη. Η Ανταρλίδα τις έβαλε πειραματικά στο μεγάλο πυροβόλο όπλο που είχε φέρει μαζί της – το οποίο μου είπαν ότι ονομαζόταν «τουφέκι» – και πήγε να τις δοκιμάσει στο εκπαιδευτήριο στον κήπο του Βασιλικού Παλατιού. Η Βασίλισσα ήταν παρούσα σ’αυτή τη δοκιμή, καθώς επίσης και ο Πρίγκιπας, το Δεξί Χέρι του Θρόνου, ο Μεγάλος Προφήτης, και ο γράφων. Το όπλο λειτούργησε κατά το αναμενόμενο, κι αυτό φάνηκε να ευχαριστεί τη Βασίλισσά μας. Η Ανταρλίδα, όμως, είπε ότι οι σφαίρες δεν ήταν τόσο καλά φτιαγμένες όσο αυτές που είχε εκείνη μάθει να χρησιμοποιεί· χρειαζόταν ακόμα δουλειά. Ωστόσο, για αρχή, δεν τα πήγαμε καθόλου άσχημα, πρόσθεσε. Και τότε η Βασίλισσα τής είπε να μη φτιάχνουν μόνο σφαίρες, αλλά να δείξει στον Βόρχαμ πώς να φτιάξει και όπλα σαν το τουφέκι. Η Ανταρλίδα αποκρίθηκε ότι θα χρειαζόταν να στηθούν ολόκληρα εργαστήρια γι’αυτή τη δουλειά. Κι επίσης, αν ήταν να κατασκευαστούν περισσότερες σφαίρες – σφαίρες σε μαζική παραγωγή, όπως είπε – θα έπρεπε να ανοίξουν ορυχεία για την εξόρυξη των απαραίτητων εκρηκτικών υλών· οι μικρές ποσότητες που υπήρχαν στο αλχημικό εργαστήριο δεν επαρκούσαν. Η Βασίλισσα τής αποκρίθηκε πως θα είχε όση χρηματική υποστήριξη και όσους δούλους και εργάτες χρειαζόταν, φτάνει να της έφτιαχνε τέτοια όπλα και να εκπαίδευε τους πολεμιστές της στον χειρισμό τους.
Εκείνο τον καιρό είχε ακουστεί ότι πόλεμος είχε ξεκινήσει ανάμεσα στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας και στο Βασίλειο Ώσρανοκ, επομένως ήταν λογικό η Βασίλισσά μας να φοβάται και να επιθυμεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ασφάλεια για το Τάρσαζ. Εξάλλου, οι επεκτατικές βλέψεις της Κοινωνίας δεν ήταν κρυφές. Ο Μέγας Ιεράρχης ήταν γνωστό πως ήθελε να εξαπλώσει την αυτοκρατορία του (ασχέτως αν δεν την ονόμαζε έτσι) ώς τα πέρατα του κόσμου μας. Τώρα, επιτιθόταν ανοιχτά στο Ώσρανοκ· αύριο, πού θα επιτιθόταν; Η πιθανότερη απάντηση ήταν, στο Τάρσαζ: σ’εμάς. Εκτός αν προτιμούσε να υποτάξει πρώτα τη Γη της Φέδλωχ.
Η Συνοδός του Μεγάλου Προφήτη και ο Βασιλικός Αλχημιστής ξεκίνησαν να δουλεύουν πυρετωδώς ύστερα από τη διαταγή της Βασίλισσας· και, μέσα στην καλοκαιρινή κάψα, εργαστήρια στήνονταν και ορυχεία άρχισαν να ανοίγονται. Εκατοντάδες εργάτες και δούλοι ίδρωναν κάτω από τον καυτό ήλιο ή μέσα σε κλειστά δωμάτια φτιαγμένα από πέτρα ή ξύλο.
Τότε ήταν που κατέφθασε κι ένας αγγελιαφόρος από το Βασίλειο Ώσρανοκ, μέσω θαλάσσης και με κίνδυνο της ζωής του όπως μας ανέφερε, γιατί οι Ιεράρχες τον είχαν κυνηγήσει. Είχε έρθει στο Βασίλειό μας ζητώντας βοήθεια για τη χώρα του· μετέφερε μια επιστολή από τον Βασιληά Κάζιριμ, μόνο για τα μάτια της Βασίλισσας Παμράνεχ. Η Βασίλισσά μας άνοιξε την επιστολή και τη διάβασε, και μετά πήγε να μιλήσει με τους συμβούλους της, ανάμεσα στους οποίους, φυσικά, ήταν το Δεξί και το Αριστερό Χέρι και ο Πρίγκιπας γιος της. Ο γράφων δεν γνωρίζει τι ήταν γραμμένο μέσα στην επιστολή, αφού τέτοια ζητήματα δεν είναι για τα δικά του μάτια, ωστόσο είναι βέβαιος πως η επιστολή έλεγε γραπτώς εκείνο που ο μαντατοφόρος είχε πει προφορικώς: Το Ώσρανοκ ζητούσε στρατιωτική αρωγή από εμάς.
Εν τω μεταξύ, όμως, ο μυστηριώδης έμπορος Ρέμικατ είχε επιστρέψει, και ο Μεγάλος Προφήτης είχε πάει να τον δει και να του μιλήσει για τα ζητήματα που τον απασχολούσαν, και που, σύντομα, θα απασχολούσαν όλους μας…
*
* * *
*
Μόλις ο Καλέφραζ έμαθε ότι ο Ρέμικατ είχε ξανάρθει στη Φέντινκεχ, ειδοποίησε τον Τάμπριελ, κι εκείνος είπε: «Άργησε.»
«Το ξέρω. Μάλλον, κάτι θα του έτυχε. Ίσως, όμως, να σου βρήκε κάποιο απ’τα βιβλία – ή και τα δύο.»
«Θα δούμε.» Ο Τάμπριελ ήπιε μια γουλιά από το τσάι του και σηκώθηκε απ’την καρέκλα, για να σταθεί όρθιος μέσα στη βιβλιοθήκη της Ακρόπολης ενώ ο Γραμματικός ήταν ακόμα καθισμένος.
«Θα φύγουμε από τώρα;»
«Δεν υπάρχει λόγος ν’αργούμε.»
«Κι η Ανταρλίδα;»
«Όπως ξέρεις, έχει δουλειές με τον αλχημιστή.»
«Έχει πει, όμως, ότι είναι καλύτερα να σε συνοδ–»
«Δε χρειάζομαι συνοδεία,» τον διέκοψε ο Τάμπριελ. «Πάμε στη Μεγάλη Αγορά.» Και βάδισε προς την έξοδο της βιβλιοθήκης.
Ο Καλέφραζ τον ακολούθησε, και σύντομα βρίσκονταν έξω απ’την Ακρόπολη, στους πρωινούς δρόμους της Φέντινκεχ, φορώντας καλοκαιρινές κάπες και κουκούλες, παριστάνοντας τους ταξιδιώτες για τα μάτια του κόσμου.
Φτάνοντας στη Μεγάλη Αγορά, ο Τάμπριελ είπε στον Καλέφραζ να ρωτήσει τους εμπόρους πού είχε κάνει το μαγαζί του ο Ρέμικατ. Ο Γραμματικός υπάκουσε, και δεν άργησαν να μάθουν την τοποθεσία και να κατευθυνθούν προς τα εκεί. Ο έμπορος είχε στήσει τη σκηνή του δίπλα απ’το πανδοχείο «Τα Ενδότερα», και, καθώς πλησίαζαν, είδαν ότι είχε δουλειά: μιλούσε με τρεις άντρες οι οποίοι είχαν μπροστά τους στοιβαγμένα κάποια βιβλία που ήθελαν να αγοράσουν και κάποια άλλα που φαινόταν να θέλουν να πουλήσουν. Ο Τάμπριελ πρότεινε στον Καλέφραζ να περιμένουν, κι εκείνος δε διαφώνησε.
Όταν οι τρεις άντρες είχαν φύγει, οι δυο τους ζύγωσαν τη σκηνή του Ρέμικατ και έβγαλαν τις κουκούλες τους.
«Τάμπριελ!» είπε ο έμπορος. «Σε περίμενα. Κάθισε. Κι εσύ, φίλε μου,» πρόσθεσε κοιτάζοντας τον Καλέφραζ. «Πώς σε είπαμε;»
Εκείνος συστήθηκε, χωρίς να δηλώσει πως ήταν Βασιλικός Γραμματικός. Ύστερα κάθισαν κι οι δύο σε ξύλινα σκαμνιά, καθώς ο Ρέμικατ τραβούσε την κουρτίνα της σκηνής του και την έδενε πρόχειρα μ’έναν σπάγκο.
«Βρήκες τα βιβλία που σου ζήτησα;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
Ο Ρέμικατ γέμισε δύο κούπες με κάποιου είδους χυμό και έδωσε τη μία στον κοκκινόδερμο μάγο και την άλλη στον Γραμματικό.
«Τι είν’αυτό;» ρώτησε ο τελευταίος κοιτάζοντας το ποτό του συνοφρυωμένος.
«Χυμός από καφάρδιο: ένα φρούτο που φυτρώνει στις παρυφές της Μεγάλης Ερημιάς, εκεί όπου αυτή συναντά το Πυκνόκλαδο Δάσος.» (Μεγάλη Ερημιά ήταν μια άλλη ονομασία για τις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου, όπως είχε μάθει ο Τάμπριελ· μια ονομασία την οποία χρησιμοποιούσαν περισσότερο οι άνθρωποι που κατοικούσαν ανατολικά του Βασιλείου Τάρσαζ.)
«Καφάρδιο!;» έκανε ο Καλέφραζ. «Έχω ακούσει πως είναι επικίνδυνο.»
«Ανοησίες,» είπε ο Ρέμικατ, γεμίζοντας κι εκείνος μια κούπα με χυμό και πίνοντας. «Μόνο σε πολύ, πολύ μεγάλες ποσότητες, φίλε μου Καλέφραζ.»
Ο Τάμπριελ ήπιε, βέβαιος ότι ο έμπορος δε σκόπευε να τους δηλητηριάσει.
«Καλό, ε;» είπε ο Ρέμικατ.
Ο Τάμπριελ δεν μπορούσε να διαφωνήσει· ο χυμός είχε μια γλυκιά, δροσιστική γεύση. Κατένευσε.
Ο Ρέμικατ κάθισε στο σκαμνί του. «Δυστυχώς, τα βιβλία δεν μπόρεσα να σ’τα βρω.»
Οι Λάμιες να σε πάρουν, έμπορα! σκέφτηκε ο Τάμπριελ, αγανακτισμένα· γιατί η έρευνά του για τους Αρχαίους και τον Κατακλυσμό δεν πήγαινε καθόλου καλά. Οι άνθρωποι ετούτου του κόσμου έμοιαζαν να έχουν ξεχάσει τελείως το παρελθόν τους – να το έχουν μπλέξει μ’ένα σωρό μύθους και θρύλους. Όχι πως αυτό, βέβαια, ήταν παράξενο· στις περισσότερες διαστάσεις το ίδιο συνέβαινε. Σ’ολόκληρο το σύμπαν το ίδιο συνέβαινε. Έχουμε όλοι ξεχάσει το παρελθόν μας…
«Είπα, όμως, ότι έχω έναν πελάτη που ενδιαφέρεται για τους Αρχαίους,» συνέχισε ο Ρέμικατ, «και ιδιαίτερα για το πώς οι Αρχαίοι σταμάτησαν τον Κατακλυσμό· κι ένας γνωστός μου, που είναι μάγος στην Καρκούμ (και μην ακούσω κανένα περίεργο σχόλιο γι’αυτό!), μου ανέφερε ότι οι Ταργκάφλι έχουν έναν λίθο που τον θεωρούν ιερό και τον ονομάζουν ‘Το Άγκιστρο του Κόσμου’.»
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε. «Το Άγκιστρο του Κόσμου;»
Ο Ρέμικατ ένευσε υπομειδιώντας. «Η ονομασία βλέπω πως σε βάζει σε σκέψεις. Οι Ταργκάφλι λένε ότι το Άγκιστρο το δημιούργησαν οι αρχαίοι θεοί για να αποτραπεί η διάλυση του κόσμου.»
«Πού ακριβώς είναι αυτό το Άγκιστρο;»
«Στην πόλη που ονομάζεται Βινέρνι.»
«Η οποία πού βρίσκεται; Στη Γη των Ταργκάφλι;»
«Στην καρδιά της.» Δεν ήταν ο Ρέμικατ που μίλησε αλλά ο Καλέφραζ. «Επικίνδυνο μέρος για να ταξιδέψει κανείς.»
«Όχι τόσο επικίνδυνο όσο νομίζουν πολλοί,» τον διαβεβαίωσε ο έμπορος, «φτάνει να γνωρίζεις τους σωστούς ανθρώπους και τα σωστά μονοπάτια.»
«Εσύ τα γνωρίζεις;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Φοβάμαι πως όχι. Ξέρω, όμως, κάποιους που τα γνωρίζουν.»
«Μπορείς, δηλαδή, να με βοηθήσεις να πάω εκεί;»
Ο Ρέμικατ ένευσε, αν και λίγο διστακτικά. «Μπορώ να σου δώσω ορισμένες κατευθύνσεις· όχι πολλά πράματα.»
«Έχεις καμια εικόνα αυτού του Άγκιστρου του Κόσμου, Ρέμικατ;»
«Εικόνα;»
«Ναι. Υπάρχει ζωγραφισμένος ο λίθος σε κάποιο βιβλίο που έχεις;»
Ο Ρέμικατ φάνηκε σκεπτικός. «Για κάτσε να κοιτάξω…» είπε, και σηκώθηκε απ’το σκαμνί του, αφήνοντας την κούπα του παραδίπλα κι αρχίζοντας να ψάχνει μέσα σε κάτι στοίβες από βιβλία.
Εν τω μεταξύ ο Καλέφραζ είπε στον Τάμπριελ, μιλώντας στην Ανώτερη Γλώσσα: «Δεν πιστεύω να σκέφτεσαι να πας στη Γη των Ταργκάφλι!»
«Αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω,» αποκρίθηκε εκείνος στην ίδια γλώσσα.
«Η Βασίλισσα δεν θα σ’το επιτρέψει!»
«Θα μου το επιτρέψει.»
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;»
«Νομίζω πως έχω ‘δει’ το Άγκιστρο του Κόσμου, Καλέφραζ: γι’αυτό ζήτησα κιόλας από τον Ρέμικατ να μου δείξει την εικόνα του λίθου.»
Ο Γραμματικός αναστέναξε.
«Επίσης,» πρόσθεσε ο Τάμπριελ, «έχω ‘δει’ ότι θα βρεθώ σε πόλεις πολύ διαφορετικές από αυτές του Βασιλείου Τάρσαζ· επομένως, είναι αναπόφευκτο ότι θα ταξιδέψω αρκετά στον κόσμο σας. Και σε κάμποσες από αυτές τις πόλεις είσαι μαζί μου, Καλέφραζ–»
«Τι; Μα εγώ δεν μπορώ να φύγω απ’το Βασίλειο! Δεν…!» Κούνησε το κεφάλι του, μη συνεχίζοντας.
Ούτε κι ο Τάμπριελ συνέχισε.
Και ο Ρέμικατ σύντομα επέστρεψε πλάι τους, κρατώντας μια περγαμηνή ανοιχτή μπροστά του. Μια περγαμηνή επάνω στην οποία ήταν ζωγραφισμένος ένας ψηλός, πράσινος λίθος ανάμεσα σε αρχαία ερειπωμένα οικοδομήματα.
Τα οποία κάτι θύμιζαν στον Τάμπριελ.
Δεν μπορούσε να τα μπερδέψει με τίποτε άλλο.
Πολυκατοικίες. Παρόμοιες μ’αυτές που βρίσκεις στην Απολλώνια και στη Σεργήλη και σε άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Επίσης, ο λίθος ήταν αυτός που είχε δει με τα πνευματικά του μάτια. Ο ίδιος ψηλός, πράσινος λίθος.
«Το Άγκιστρο του Κόσμου…» μουρμούρισε ο Τάμπριελ.
Ο Ρέμικατ ένευσε. «Ναι,» είπε, μοιάζοντας ικανοποιημένος που το είχε βρει.
«Και τι γράφει από κάτω;» Κάτω απ’την εικόνα υπήρχαν γράμματα σε κάποια γλώσσα που ο Τάμπριελ δεν γνώριζε.
«Είναι στην Ιερή Διάλεκτο των Ταργκάφλι. Ελάχιστοι τη γνωρίζουν. Δεν είναι προφορική γλώσσα, μόνο γραπτή. Βλέπεις πώς είναι τα σύμβολά της; Σου μοιάζουν με τα γράμματα οποιασδήποτε άλλης γλώσσας;»
Με της Οικουμενικής, όντως, δεν έμοιαζαν· ούτε με της Ανώτερης Γλώσσας.
«Θα την αγοράσω αυτή την περγαμηνή,» είπε ο Τάμπριελ. «Και θα σε πληρώσω κι επιπλέον για τις υπηρεσίες σου, Ρέμικατ. Μπορεί να μη βρήκες τα βιβλία, αλλά βρήκες πολλά άλλα χρήσιμα πράγματα.»
Ο Ρέμικατ έμοιαζε πάλι πολύ ικανοποιημένος. «Έκανα ό,τι μπορούσα, φίλε μου,» αποκρίθηκε καθίζοντας στο σκαμνί καθώς τύλιγε την παλιά περγαμηνή μέσα στα χέρια του.
«Θα ήθελα να κάνεις και κάτι ακόμα για μένα,» είπε ο Τάμπριελ.
Ο Ρέμικατ τον ατένισε ερωτηματικά.
«Να με πας στην Καρκούμ, και να με καθοδηγήσεις εκεί.»
«Ευχαρίστως θα το έκανα, αλλά πρέπει να ταξιδέψω δυτικά.»
«Πού; Στη Γη της Φέδλωχ και στα λιμάνια του Ώσρανοκ; Δεν το ξέρεις ότι εκεί γίνεται πόλεμος τώρα;»
Ο Ρέμικατ συνοφρυώθηκε. «Από σένα το ακούω για πρώτη φορά. Μόλις ήρθα στη Φέντινκεχ, βέβαια, πριν από μερικές ώρες… Πότε άρχισε ο πόλεμος;»
Ο Καλέφραζ είπε: «Δεν είναι πολύς καιρός. Κι εμείς πρόσφατα το πληροφορηθήκαμε. Η Κοινωνία έχει επιτεθεί στο Ώσρανοκ.»
«Απ’ό,τι ξέρω, ανέκαθεν γίνονταν αψιμαχίες μεταξύ τους. Και ανάμεσα σ’εσάς και στην Κοινωνία, επίσης.»
«Αυτή δεν είναι μια απλή αψιμαχία,» του είπε ο Καλέφραζ. «Είναι πόλεμος. Και ίσως, μάλιστα, να εξαπλωθεί και προς τα μέρη μας…»
Ο Ρέμικατ φάνηκε σκεπτικός, αλλά είπε: «Όπως και νάχει, εγώ θα προσπαθήσω να πλεύσω δυτικά. Κι αν βρω τα λιμάνια τελείως κλειστά θα φύγω.»
«Θα σε πληρώσω για να με πας στην Καρκούμ,» επέμεινε ο Τάμπριελ. «Σε συμφέρει καλύτερα.»
Τα μάτια του Ρέμικατ στένεψαν. «Για τι ποσό μιλάμε;»
«Θα το συζητήσω με τη Βασίλισσα και θα σε ενημερώσω σύντομα. Μη φύγεις από την πόλη προτού σε ξαναδώ.»
«Η Βασίλισσα σε ακούει, λοιπόν, άνθρωπε με το κόκκινο δέρμα· οι φήμες λένε αλήθεια,» παρατήρησε ο Ρέμικατ και ήπιε μια γουλιά απ’τον χυμό του. «Είναι επίσης αλήθεια ότι της λες το μέλλον;»
«Δεν λέω το μέλλον· βλέπω εικόνες από εκεί όπου ο χρόνος δεν υπάρχει.»
«Μιλάς σα μάγος.»
«Που σημαίνει ότι μιλάω περίεργα;»
«Ναι. Κι ο γνωστός μου στην Καρκούμ έτσι τα λέει – έτσι που δεν τον πολυκαταλαβαίνεις.» Ο Ρέμικατ μειδίασε.
«Θα με περιμένεις, λοιπόν, για να ξαναμιλήσουμε;»
«Σύμφωνοι, Τάμπριελ.» Ο Ρέμικατ τού έδωσε το χέρι του.
Ο Τάμπριελ το έσφιξε. «Εις το επανιδείν, Ρέμικατ. –Την περγαμηνή, όμως, θα την αγοράσω τώρα.» Και έβγαλε το βαλάντιό του.
*
Η Ανταρλίδα επέστρεψε το απόγευμα στην Ακρόπολη, με το κατάλευκο δέρμα και τα ξανθά μαλλιά της μαυρισμένα απ’τους αλχημικούς καπνούς. Το φόρεμά της ήταν σε παρόμοια κατάσταση, καθώς επίσης τσαλακωμένο και μουσκεμένο απ’τον ιδρώτα.
«Αυτή,» είπε στον Τάμπριελ, ενοχλημένα, «δεν είναι η δουλειά μου.» Και, μπαίνοντας πίσω από το παραβάν, άρχισε να γδύνεται.
Εκείνος καθόταν κοντά στο παράθυρο καπνίζοντας την πίπα του και γεμίζοντας το δωμάτιο με αρωματικό καπνό. «Το μπάνιο είναι έτοιμο,» της είπε.
«Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα καθώς τα ρούχα της μαζεύονταν σ’έναν μικρό σωρό μπροστά από το παραβάν.
«Επίσης, νομίζω πως σου έχω καλά νέα.»
«Τι καλά νέα;»
«Θα ταξιδέψουμε.»
«Θα ταξιδέψουμε;» Η Ανταρλίδα βγήκε πίσω απ’το παραβάν με μια ρόμπα δεμένη χαλαρά επάνω της.
«Ναι. Θα πάμε στην Καρκούμ.»
«Στην Καρκούμ; Για ποιο λόγο;»
«Αυτός είν’ο λόγος.» Ο Τάμπριελ σηκώθηκε απ’την καρέκλα του, ξετύλιξε μια περγαμηνή που βρισκόταν επάνω στο τραπέζι, και την άφησε εκεί, ανοιχτή.
Η Ανταρλίδα κοίταξε την εικόνα. Η γραφή από κάτω δεν έβγαζε κανένα νόημα. «Κάτι που έχεις ‘δει’;»
«Ναι. Ο Ρέμικατ μού είπε ότι τούτος ο λίθος ονομάζεται Άγκιστρο του Κόσμου»· και της εξήγησε τι πίστευαν γι’αυτό οι Ταργκάφλι και πού βρισκόταν.
«Η Βασίλισσα δε θα μ’αφήσει να έρθω μαζί σου,» είπε η Ανταρλίδα. «Θέλει να της φτιάξω τα όπλα.»
«Δεν έχεις δώσει οδηγίες στον αλχημιστή;»
«Ναι, του έχω δώσει οδηγίες, αλλά–»
«Βλέπεις, λοιπόν; Δεν υπάρχει πρόβλημα.»
«Φυσικά και υπάρχει! Δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να φτιάξουμε κάποιο μοντέλο πυροβόλου που να θεωρώ αποδεκτό· και μόνο εγώ μπορώ να το κρίνω αυτό.»
«Θα πάω μόνος μου στην Καρκούμ, επομένως.»
«Ούτε που να το σκέφτεσαι,» είπε η Ανταρλίδα, και βάδισε προς το μπάνιο, περνώντας τη μικρή πόρτα και μισοκλείνοντάς την πίσω της.
Ο Τάμπριελ την περίμενε να βγει, κάνοντας πέρα-δώθε μέσα στο δωμάτιο και καπνίζοντας.
Η Ανταρλίδα βγήκε μετά από λίγο, στάζοντας και με τη ρόμπα τυλιγμένη γύρω της πιο σφιχτά από πριν. Τα μαλλιά της έπεφταν βαριά στους ώμους και στην πλάτη της.
«Νομίζεις ότι θα μου επιτεθούν;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ αφήνοντας τη σβησμένη πλέον πίπα του επάνω στο τραπέζι.
«Είμαι σίγουρη ότι κάποιος θα σου επιτεθεί όταν φύγεις από το Βασίλειο. Δεν μπορώ να ξέρω ποιος αλλά κάποιος, κάποιος που σε φοβάται, αναμφίβολα θα περιμένει μια τέτοια ακριβώς ευκαιρία.»
«Ο Πρωθιερέας, ας πούμε…»
«Ή ο Μέγας Ιεράρχης.»
«Την προηγούμενη φορά, οι πράκτορές του προσπάθησαν να μας απαγάγουν, όχι να μας σκοτώσουν.»
«Μπορεί ώς τώρα νάχει αλλάξει γνώμη.»
«Ναι, δεν αποκλείεται,» αναγκάστηκε να παραδεχτεί ο Τάμπριελ καθίζοντας σε μια απ’τις καρέκλες του τραπεζιού. «Αλλά είμαι βέβαιος ότι η Βασίλισσα δεν θα με στείλει μόνο μου στην Καρκούμ.»
«Όταν δεν είμαι μαζί σου, μόνος είσαι,» είπε η Ανταρλίδα. «Κανένας απ’αυτούς εδώ δεν είναι εκπαιδευμένος σαν εμένα. Κι ετούτη τη στιγμή, εγώ κι εσύ είμαστε τα δύο πιο αμφιλεγόμενα, και ίσως τα δύο πιο επικίνδυνα, άτομα σ’αυτό τον κόσμο. Αν πας κάπου πρέπει να έρθω μαζί σου.»
«Και με τον Βόρχαμ τι θα γίνει;»
«Θα φύγεις αύριο κιόλας;»
«Αύριο θα μιλήσω με τη Βασίλισσα, για να πάρω την άδειά της.»
«Μόλις ξημερώσει, λοιπόν, θα πρέπει ν’αρχίσω να τακτοποιώ όλες μου τις αλχημικές εκκρεμότητες,» συμπέρανε η Ανταρλίδα.
Η Βασίλισσά μας, στην αρχή, ήταν διστακτική ν’αφήσει τον Μεγάλο Προφήτη να ταξιδέψει στην Καρκούμ, για δύο λόγους: επειδή όταν του επέτρεψε να ταξιδέψει στην Πύλη του Μαράνχαλωμ τίποτα το σημαντικό δεν συνέβη· και, κυρίως, επειδή δεν ήθελε ν’αφήσει τη Συνοδό του να φύγει. Χρειάζομαι τα όπλα, είπε η Βασίλισσά μας. Η Κοινωνία ίσως ν’αποφασίσει να επιτεθεί και σ’εμάς αργά ή γρήγορα. Ή ίσως εμείς ν’αποφασίσουμε να επιτεθούμε στην Κοινωνία! πρόσθεσε· γιατί δεν είχαμε ακόμα απαντήσει στον Βασιληά Κάζιριμ του Ώσρανοκ αν θα τον βοηθούσαμε ή όχι.
Ο Μεγάλος Προφήτης, ωστόσο, επέμεινε. Τον θυμάμαι να στέκεται μέσα στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου και να λέει: Δεν είναι ασήμαντο αυτό που ζητάω, Μεγαλειοτάτη. Ούτε το ζητάω για προσωπικό όφελος. Τα μυστικά των Αρχαίων ίσως να μου δώσουν να καταλάβω κάποια πράγματα για τη φύση του κόσμου σας, τα οποία θα με βοηθήσουν να διαλύσω το Ρήγμα και να σταματήσω τους σεισμούς. Επιπλέον, πιθανώς να καταφέρω ν’ανοίξω διόδους προς άλλους κόσμους: διόδους που υπήρχαν εδώ από παλιά αλλά οι Αρχαίοι, με κάποιον τρόπο, τις σφράγισαν προκειμένου να γλιτώσουν τους εαυτούς τους από αυτό που αποκαλείτε Κατακλυσμό. Δεν θέλετε να έρθετε σε επαφή με το Ατέρμονο Σύμπαν που σας περιβάλλει;
Το βλέμμα του Μεγάλου Προφήτη ήταν εστιασμένο στη Βασίλισσα Παμράνεχ, αλλά η φωνή του έμοιαζε να απευθύνεται σ’όλους τους παρευρισκόμενους στην αίθουσα.
Σιωπή έπεσε για λίγο· και μετά η Μεγαλειοτάτη είπε ότι θα αποφάσιζε αφότου μιλούσε με τον Βόρχαμ, τον Βασιλικό Αλχημιστή. Προφανώς δεν ήθελε η κατασκευή των όπλων να σταματήσει όσο ο Μεγάλος Προφήτης και η Συνοδός του θα έλειπαν.
Την επόμενη ημέρα, ξεκινήσαμε.
Και, ναι, ήμουν κι εγώ μαζί τους, όπως το είχε δει ο Μεγάλος Προφήτης. Η Βασίλισσα με πρόσταξε να πάω ώστε να καταγράψω ό,τι θα συνέβαινε. Η σύζυγός μου, η Κάνταφαχ, ανησύχησε όταν της το είπα, αλλά δεν υπήρχε κάτι που μπορούσα να κάνω για να το αποτρέψω, έτσι προσπάθησα να την καθησυχάσω όσο καλύτερα γινόταν.
Εκτός από εμένα, μαζί μας ήρθαν πέντε πολεμιστές της Βασίλισσας και ο Χάλρεοκ. Το Δεξί Χέρι η Βασίλισσα δεν μπορούσε να το αφήσει να έρθει· θεωρούσε ότι έπρεπε να μείνει στο Βασίλειο, ειδικά μια τέτοια περίοδο που ανοιχτός πόλεμος γινόταν στα δυτικά μας.
*
* * *
*
Ο ήλιος ανάτελλε σχίζοντας τα πρωινά σύννεφα και αντανακλώντας επάνω στα ήρεμα νερά του ποταμού.
Ο Ρέμικατ στεκόταν στο κατάστρωμα του πλοίου του, το οποίο ονομαζόταν Ταχύδρομη Κυρά, και ατένιζε τους επιβάτες του να ζυγώνουν την αποβάθρα. Ήταν ντυμένος για ταξίδι, και γύρω του βρίσκονταν οι ναύτες του. Πλάι του ήταν η μελαχρινή, σγουρομάλλα γυναίκα στην οποία ο Καλέφραζ είχε μιλήσει την πρώτη φορά που ο Τάμπριελ είχε δει τον έμπορο. Σύντομα θα μάθαιναν ότι ονομαζόταν Καρνάχω και ήταν σύζυγος του Ρέμικατ.
Ο Τάμπριελ πλησίασε πρώτος την Ταχύδρομη Κυρά κι ανέβηκε στο κατάστρωμά της, ακολουθούμενος από τον Καλέφραζ, την Ανταρλίδα, τον Χάλρεοκ, και τους πολεμιστές της Βασίλισσας.
«Καλωσήρθατε,» τους είπε ο Ρέμικατ· και, κοιτάζοντάς τους με τα χέρια του στη μέση: «Είστε και κάμποσοι, βλέπω… Για να δούμε πού θα σας βολέψουμε…»
Τους οδήγησε στις κουκέτες που είχε αδειάσει γι’αυτούς. «Το γεγονός ότι θα κοιμάστε εδώ σημαίνει ότι κάποιοι άλλοι θα κοιμούνται στ’αμπάρι,» τους πληροφόρησε. «Αλλά τα χρήματα της Βασίλισσάς σας μου λένε ότι αξίζει να κάνω μια τέτοια… προσωρινή τροποποίηση,» πρόσθεσε. «Αφού αφήσετε τα πράματά σας, ελάτε πάνω που ο αέρας είναι καθαρός.»
Το πλοίο δεν άργησε να αποπλεύσει από το λιμάνι της Φέντινκεχ. Τα ιστία του δεν ήταν πολύ φουσκωμένα αλλά ο άνεμος ήταν αρκετός για να το κινεί. Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα παρατήρησαν ότι ο Ρέμικατ δεν είχε δούλους μέσα στην Ταχύδρομη Κυρά. Τα κουπιά του σκάφους ήταν λίγα, και επί του παρόντος κανένας δεν καθόταν εκεί· μάλλον, τα είχαν για περιπτώσεις ανάγκης, όταν δεν φυσούσε καθόλου αέρας και έπρεπε να πλεύσουν.
Ο Ρέμικατ έκανε στους επιβάτες του μια μικρή ξενάγηση της Ταχύδρομης Κυράς, η οποία τελείωσε γρήγορα αφού το πλοίο δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Ωστόσο ήταν ένα σκάφος που σου έδινε την εντύπωση ότι έκρυβε πολύ περισσότερα απ’ό,τι είχε ο Ρέμικατ αποκαλύψει· αναμφίβολα, δεν είχε αναφέρει πολλά κρυφά μέρη που υπήρχαν εδώ, αισθανόταν βέβαιη η Ανταρλίδα. Και είναι λογικό, άλλωστε. Δεν θα θέλει οι άνθρωποι της Βασίλισσας να ξέρουν πώς μπορεί να φέρει κάτι απαρατήρητα μέσα στο Βασίλειο. Αποκλείεται όλες οι δουλειές που έκανε ο Ρέμικατ να ήταν απόλυτα σύμφωνες με τους νόμους του Τάρσαζ ή οποιασδήποτε άλλης περιοχής.
Η Ταχύδρομη Κυρά έπλευσε πάνω στον ποταμό Νύραλοκ με νότια κατεύθυνση, προσπερνώντας όσες πόλεις συναντούσε στις όχθες του. Ο Ρέμικατ είπε ότι το επόμενο πρωί θα βρίσκονταν στην ανοιχτή θάλασσα. Στο Ανατολικό Πέλαγος.
*
«Μ’εκνευρίζουν!» είπε η Παντοκράτειρα κουνώντας το πόδι της νευρικά καθώς καθόταν στην πολυθρόνα. «Μ’εκνευρίζουν πολύ!»
«Ποιοι;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Αυτές οι Μαύρες Δράκαινες. Τις εκπαίδευσα για να κάνουν τα πάντα, και δεν κάνουν τα πάντα!» Σηκώθηκε από την πολυθρόνα της και βάδισε, σέρνοντας τη μακριά ουρά ένος μελανού, φαρδύ φορέματος πίσω της. Το κατάλευκο σαν χιόνι δέρμα της έκανε έντονη αντίθεση μέσα του, αλλά τα κατάμαυρα μαλλιά της ταίριαζαν απόλυτα. Η Παντοκράτειρα έμοιαζε με ασπρόμαυρη ζωγραφιά.
«Κανείς δεν μπορεί να κάνει τα πάντα,» της είπε ο Τάμπριελ.
Η Παντοκράτειρα στράφηκε απότομα να τον αντικρίσει. «Νομίζεις ότι δεν τις εκπαίδευσα καλά, τελικά; Αυτό θες να πεις;»
«Το αντίθετο–»
«Τα λες παράξενα, Τάμπριελ! Συνέχεια τα λες παράξενα!» Αναστέναξε, και τον ζύγωσε. «Πες μου, τι ‘βλέπεις’; Θα τις τιμωρήσω;»
«Τι… βλέπω;»
«Ναι. Πες μου τι βλέπεις! Τι σου δείχνουν οι εικόνες στο μυαλό σου. Θα τις τιμωρήσω όπως τους αξίζει, που δεν με υπηρετούν όπως πρέπει;»
Κάτι δεν πήγαινε καλά. Η Παντοκράτειρα δεν έπρεπε να ξέρει για αυτά που εκείνος έβλεπε, επειδή… δεν τα έβλεπε ακόμα. Όταν ήταν μαζί της δεν τα έβλεπε.
Ύστερα από την αλλαγή εντός του είχε απομακρυνθεί από την Παντοκράτειρα. Είχε μια αποστολή να εκπληρώσει· το ήξερε.
«Μίλα μου!» Τα χέρια της άρπαξαν το πουκάμισό του. «Πες μου!»
Ο Τάμπριελ ξύπνησε επάνω στη στενή του κουκέτα, νιώθοντας το καράβι να κουνιέται γύρω του. Κατέβηκε, έριξε την καλοκαιρινή του κάπα στους ώμους του, και, χωρίς να φορέσει τις μπότες του, ανέβηκε στο κατάστρωμα. Οι λιγοστοί ναύτες που ήταν εκεί στράφηκαν να τον κοιτάξουν, και ψιθύρισαν αναμεταξύ τους. Ο πολεμιστής της Βασίλισσας που είχε μείνει φρουρός τον ατένισε επίσης αλλά έμεινε σιωπηλός.
Ο Τάμπριελ βάδισε μέχρι την πλώρη. Κάθισε και έβγαλε την πίπα του για να καπνίσει. Στον ουρανό τα τρία πράγματα που έβλεπε κανείς αμέσως ήταν τα δύο φεγγάρια, ο Πράσινος και ο Ιώδης, και το καινούργιο κατακόκκινο άστρο με τις μεγάλες ακτίνες το οποίο ο Βασιλικός Αστρονόμος είχε αποφασίσει να ονομάσει, μάλλον απλοϊκά, Νέο Άστρο.
Μετά από λίγο, και καθώς ο Τάμπριελ ήταν σχεδόν έτοιμος να επιστρέψει στις κουκέτες, είδε μια μεγάλη μαύρη μορφή να φτερουγίζει στον ουρανό κατευθυνόμενη ανατολικά.
Το πουλί.
Και πηγαίνει προς τα εκεί όπου πηγαίνουμε κι εμείς.
Σύμπτωση;
Ή μπορεί το πουλί να ήθελε κάτι απ’αυτούς;
Από ποια διάσταση ήρθες, αναρωτιέμαι, σκέφτηκε ο Τάμπριελ ατενίζοντάς το να χάνεται μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Και γιατί σε έχω «δει» τόσες πολλές φορές;
*
Καθώς ο ήλιος ξεμύτιζε από την ανατολή, πέρασαν δίπλα από την Κάρναλχ – η οποία ήταν μεγάλη πόλη αλλά όχι τόσο όσο η Φέντινκεχ – και βγήκαν στο Ανατολικό Πέλαγος.
Εδώ, ο αέρας ήταν σαφώς δυνατότερος απ’ό,τι στον ποταμό, και το πλοίο τους άρχισε να κινείται ταχύτητα, πλέοντας ανατολικά κατά μήκος των ακτών. Η Ταχύδρομη Κυρά δεν μπορούσε να ξανανοιχτεί πολύ· σε περίπτωση έντονης θαλασσοταραχής δεν θα άντεχε μακριά από τις ακτές.
Καθώς ξεμάκραιναν από την Κάρναλχ, η Ανταρλίδα πρόσεξε ότι ένα σκάφος έφυγε από εκεί κι άρχισε να πλέει πίσω τους, όχι πολύ κοντά αλλά σε κάμποση απόσταση. Σαν να μας ακολουθεί. Ποιος δαίμονας μπορεί να ήταν πάλι, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ; Άνθρωποι του Μεγάλου Ιεράρχη; Του Πρίγκιπα; Του Πρωθιερέα; Κάποιου άλλου;
Πλησίασε τον Τάμπριελ – ο οποίος, όπως κι εκείνη, βρισκόταν στο κατάστρωμα – και του το είπε.
«Δεν έχω ‘δει’ να μας επιτίθενται στη θάλασσα,» αποκρίθηκε αυτός.
«Επειδή δεν το έχεις ‘δει’ δεν σημαίνει ότι δε θα συμβεί κιόλας.»
«Αυτό είναι αλήθεια.»
Η Ανταρλίδα σκαρφάλωσε στα ξάρτια κι ανέβηκε στο παρατηρητήριο, πάνω στο ψηλότερο κατάρτι του σκάφους. Ο άντρας που στεκόταν εκεί – ένας ψηλόλιγνος τύπος με μακριά, ξανθά μαλλιά και στενόμακρο, αξύριστο πρόσωπο – την κοίταξε παραξενεμένος.
«Γεια,» είπε η Ανταρλίδα, στην Οικουμενική, καθώς κρατιόταν έξω απ’το παρατηρητήριο (δεν υπήρχε χώρος για να μπουν δύο άνθρωποι). «Βλέπεις τι είν’αυτό το πλοίο;» Έδειξε δυτικά, το σκάφος που τους ακολουθούσε.
Ο άντρας ύψωσε το κιάλι του στο ένα μάτι και κοίταξε. «Εμπορικό φαίνεται. Έχει σημαία του Τάρσαζ.» Κατέβασε το κιάλι. «Γιατί ρωτάς;»
«Από περιέργεια.» Ο αέρας εδώ πάνω έκανε τα μακριά ξανθά μαλλιά της Ανταρλίδας να ανεμίζουν καθώς ήταν χαλαρά δεμένα πίσω απ’το κεφάλι της. «Βλέπεις αν έχουν όπλα;»
Ο άντρας κοίταξε πάλι. «Υπάρχουν κάποιοι μισθοφόροι, νομίζω. Συνηθισμένο.» Κατέβασε το κιάλι. «Φοβάσαι ότι μας παρακολουθούν;»
«Δεν είμαι σίγουρη. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι δεν ήταν πειρατικό,» είπε ψέματα η Ανταρλίδα.
«Πειρατικό εδώ πέρα; Δεν έχει πειρατές τόσο κοντά στο Τάρσαζ.»
Η Ανταρλίδα κατέβηκε τα ξάρτια και ζύγωσε ξανά τον Τάμπριελ για να του πει τι είχε δει ο παρατηρητής.
«Δε μ’ανησυχεί αυτό το πλοίο, Ανταρλίδα. Άλλο είναι που μ’ανησυχεί.»
Η Μαύρη Δράκαινα συνοφρυώθηκε ερωτηματικά.
Ο Τάμπριελ έδειξε με το σαγόνι του. «Εκείνος εκεί ο άντρας.»
Η Ανταρλίδα κοίταξε. Ήταν ένας ναύτης του Ρέμικατ, μετρίου αναστήματος, με φαρδείς ώμους, σγουρά μαύρα μαλλιά, και μούσι· το δέρμα του ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ.
«Τον έχω ‘δει’ να με σημαδεύει με μια οπλισμένη βαλλίστρα.»
Η Ανταρλίδα ξαναστράφηκε στον Τάμπριελ. «Τι πράγμα;»
«Σου είπα. Τον έχω δει να με σημαδεύει με μια οπλισμένη βαλλίστρα.»
«Πότε τον είδες; Καιρό τώρα;»
«Πριν από τρεις μέρες. Η εικόνα ήρθε στο μυαλό μου όπως όλες οι εικόνες που έρχονται στο μυαλό μου.»
«Πού βρισκόσουν όταν σε σημάδευε; Μέσα στο πλοίο;»
«Δε νομίζω. Μέσα σε κάποιο δωμάτιο ήμουν.»
«Και είσαι σίγουρος ότι σημάδευε εσένα; Το λέω επειδή έχεις δει και σκηνές όπου δεν είσαι παρών.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Το ξέρω. Αλλά στη συγκεκριμένη ήμουν παρών, ή θα είμαι· είμαι βέβαιος, Ανταρλίδα.»
«Εκτός αν αποτρέψουμε το γεγονός,» είπε η Μαύρη Δράκαινα γυρίζοντας πάλι να κοιτάξει τον ναύτη.
«Μην κάνεις καμια βιαστική κίνηση. Αυτό που είδα μην ξεχνάς ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια εικόνα που ίσως να πραγματοποιηθεί.»
«Δε σκοπεύω να τον σκοτώσω,» δήλωσε η Ανταρλίδα. «Όχι από τώρα, τουλάχιστον. Θα τον προσέχω, όμως. Γιατί, για να τον έχεις δει να σε απειλεί, σημαίνει ότι πιθανώς να παριστάνει τον ναύτη αλλά στην πραγματικότητα να είναι πράκτορας κάποιου εχθρού μας.»
Επί του παρόντος, ο σγουρομάλλης άντρας μιλούσε μ’έναν άλλο ναύτη, και γελούσαν πίνοντας μπίρα καθώς ξεκουράζονταν από τις πρωινές τους δουλειές στο πλοίο.
Ο άνεμος δυνάμωσε, και συνέχισε να είναι δυνατός όλη την ημέρα.
*
Την επομένη, ο Ρέμικατ είπε στον Τάμπριελ και στην Ανταρλίδα, καθώς έπλεαν δίπλα σε μια κατάφυτη ακτή: «Αν όλα πάνε καλά θα φτάσουμε στη Μίερκαχ μέσα στη βαθιά νύχτα· κι αυτό είναι το τελευταίο λιμάνι του Τάρσαζ που θα συναντήσουμε. Μπορούμε ν’αγκυροβολήσουμε άμα θέτε να προμηθευτείτε κάτι. Μετά από κει μπαίνουμε σε περιοχές που δεν ισχύουν οι νόμοι του Βασιλείου σας· όλες οι ακτές θεωρούνται ‘Γη των Ταργκάφλι’.»
«Δε νομίζω πως έχουμε τίποτα συγκεκριμένο να προμηθευτούμε,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, καθώς στεκόταν στην πρύμνη του σκάφους μαζί με τον Ρέμικατ και την Ανταρλίδα. «Ας δούμε μόνο μήπως θέλουν οι άλλοι.» Και, στρεφόμενος προς το κατάστρωμα, φώναξε στον Χάλρεοκ και στον Καλέφραζ, κάνοντάς τους νόημα να έρθουν κι αυτοί στην πρύμνη.
Οι δύο άντρες ανέβηκαν.
«Τι συμβαίνει, Τάμπριελ;» ρώτησε ο Χάλρεοκ.
Εκείνος έκλινε το κεφάλι προς τη μεριά του Ρέμικατ, κι ο έμπορος τούς επανέλαβε αυτά που είχε πει στον Φεηνάρκιο μάγο και στη Μαύρη Δράκαινα.
Ο Χάλρεοκ μόρφασε. «Ό,τι χρειαζόμαστε το έχουμε μαζί μας.»
Και ο Καλέφραζ συμφώνησε γνέφοντας καταφατικά.
«Καλώς,» είπε ο Ρέμικατ. «Δε θα σας ανησυχήσω, λοιπόν, όσο θα περνάμε απ’το λιμάνι της Μίερκαχ.»
Και πράγματι, το προσπέρασαν ενώ όλοι τους κοιμόνταν στις κουκέτες – εκτός, βέβαια, από έναν πολεμιστή της Βασίλισσας που πάντοτε έμενε φρουρός στο κατάστρωμα τις νύχτες. Όταν με την αυγή ξύπνησαν βρίσκονταν στις θάλασσες νότια της Γης των Ταργκάφλι.
Ο Τάμπριελ στάθηκε στην άκρη του καταστρώματος ατενίζοντας βόρεια και βλέποντας μια πεδιάδα να απλώνεται, επάνω στην οποία, πού και πού, χαμηλά δέντρα ξεφύτρωναν, σαν στραβά δάχτυλα πανάρχαιων θαμμένων γιγάντων που προσπαθούσαν να βγουν από το έδαφος. Απόμακρα, ένα καραβάνι φαινόταν. Ο Τάμπριελ μπορούσε να διακρίνει μαρνέκια, άλογα, και άμαξες.
Η Ανταρλίδα είχε πάει στην πρύμνη, γιατί δεν την απασχολούσαν τόσο τα αξιοθέατα της Γης των Ταργκάφλι όσο το αν εκείνο το πλοίο εξακολουθούσε να βρίσκεται στο κατόπι τους. Και, όπως τώρα διαπίστωσε, ναι, ακόμα εκεί ήταν. Για να συνεχίζει να είναι τόσο κοντά μας δεν πρέπει να σταμάτησε σε κανένα λιμάνι, ακριβώς όπως κι εμείς. Επομένως, ή, όλως τυχαίως, ο καπετάνιος του βιάζεται, ή μας ακολουθούν. Το δεύτερο τής φαινόταν πολύ πιθανότερο.
Επέστρεψε στο κατάστρωμα κατεβαίνοντας τη μία από τις δύο μικρές σκάλες της πρύμνης. Το βλέμμα της έψαξε για τον μελαχρινό, σγουρομάλλη ναύτη, κι εύκολα τον βρήκε να φτιάχνει τα ξάρτια μ’ένα μαχαίρι στα δόντια και με τα χέρια του να κινούνται επιδέξια, σαν να ήξερε ακριβώς τι έκανε.
Επομένως, είναι ναύτης, σκέφτηκε η Ανταρλίδα· δεν παριστάνει τον ναύτη.
Αυτά που βλέπει ο Τάμπριελ είναι παράξενα. Όμως, αφού είδε ότι τούτος ο άνθρωπος ίσως ν’αποτελεί απειλεί, καλύτερα να τον προσέχω. Εξάλλου, μπορεί ο Πρωθιερέας να τον είχε πληρώσει για να γίνει δολοφόνος. Δεν ήταν και τόσο σπουδαίο. Τους περισσότερους ανθρώπους το χρήμα τούς έπειθε χωρίς δυσκολία· και ο Πρωθιερέας, σίγουρα, δεν ήταν φτωχός. Ο Ναός του Μαράνχαλωμ ήταν… κερδοφόρα επιχείρηση· η Ανταρλίδα δεν είχε αμφιβολία γι’αυτό.
Πλησίασε τον Τάμπριελ κι ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του.
«Βλέπεις τίποτα ενδιαφέρον;»
«Τίποτα ακόμα,» αποκρίθηκε εκείνος πίνοντας μια γουλιά τσάι από την κούπα του.
*
Ολόκληρη την ημέρα έπλεαν πλάι στις ακτές της Γης των Ταργκάφλι οι οποίες ήταν, αναμφίβολα, άγριες. Υπήρχαν λιμάνια αλλά δεν έμοιαζαν με τα λιμάνια του Τάρσαζ· ήταν περισσότερο κέντρα εμπορίου, όπου τα πλοία σταματούσαν για να πάρουν προμήθειες και, ίσως, για να πουλήσουν ορισμένα πράγματα. Επίσης, υπήρχαν και μερικές περιοχές που ήταν γνωστά λημέρια πειρατών, και ο Ρέμικατ προσπάθησε να τις αποφύγει αφήνοντας για λίγο τις ακτές και πλέοντας στην ανοιχτή θάλασσα προτού ξαναγυρίσει εκεί.
Πριν από το μεσημέρι είδαν μια σύγκρουση να διεξάγεται δυο-τρία χιλιόμετρα απόσταση από την ακροθαλασσιά. Δύο ομάδες μάχονταν, άγρια. Καβαλάρηδες και πεζοί σκότωναν ο ένας τον άλλο, και σύννεφα σκόνης είχαν σηκωθεί.
«Τι γίνεται εδώ;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον Ρέμικατ καθώς στέκονταν στην πρύμνη.
«Διαμάχη φυλών, ή λήσταρχων. Δεν είναι ασυνήθιστο για τα μέρη.»
«Ταργκάφλι είναι αυτοί;»
«Κοίτα…» είπε ο Ρέμικατ. «Στο Τάρσαζ και αλλού, όποιον μένει σε τούτα τα μέρη τον λένε Ταργκάφλι. Εδώ, όμως, υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν τους εαυτούς τους αληθινούς Ταργκάφλι· κι οι υπόλοιποι δεν δίνουν μισή κουράδα αλόγου για το πώς τους λέει ο καθένας.»
«Τι σημαίνει ‘αληθινοί Ταργκάφλι’;»
«Να σου πω, ούτε κι εγώ δεν ξέρω, φίλε μου. Υποτίθεται πως έχει κάτι να κάνει με τους προγόνους τους. Θεωρούν το αίμα τους αγνό, έχω ακούσει. Θεωρούν ότι, πραγματικά, ανήκουν σε τούτη τη γη.»
«Οι υπόλοιποι δεν ανήκουν;»
«Οι υπόλοιποι… Νομίζω πως ένας καθαρόαιμος Ταργκάφλι θα σου έλεγε ότι οι υπόλοιποι είναι απλά περαστικοί, ή ξενόφερτοι.»
Καθώς νύχτωνε, βρέθηκαν αντίκρυ σ’ένα άλλο θέαμα: βίγλισαν μερικούς ανθρώπους κατασκηνωμένους στην ακτή, με φωτιές αναμμένες και με τρία πελώρια πλάσματα κοντά τους.
Ο Καλέφραζ, που καθόταν κοντά στον Τάμπριελ και στην Ανταρλίδα, στην πλώρη της Ταχύδρομης Κυράς, είπε μια λέξη που εκείνοι δεν κατάλαβαν. Και μετά, γυρίζοντας να τους κοιτάξει, τους εξήγησε: «Έτσι λέγονται αυτά τα πλάσματα. Στο Τάρσαζ δεν υπάρχουν πολλά· κι επιπλέον, μέσα στους δρόμους οποιασδήποτε πόλης δε βολεύουν. Άσε που όταν τα πιάσει η Μάνητα των Ουρανών μπορεί να γίνουν εξαιρετικά επικίνδυνα.»
Ο Τάμπριελ, παρατηρώντας τα πλάσματα, είπε στη Συμπαντική: «Ελέφαντες. Ελέφαντες είναι.»
Η Ανταρλίδα ένευσε. «Ναι, αλλά έχουν και χαυλιόδοντες.»
«Ορισμένοι ελέφαντες έχουν χαυλιόδοντες, Ανταρλίδα· δεν είναι περίεργο: ειδικά στη Φεηνάρκια.» Και τη ρώτησε: «Στη Σεργήλη, αλήθεια, υπάρχουν ελέφαντες;»
«Δεν έχω δει κανέναν μέχρι στιγμής,» αποκρίθηκε εκείνη μειδιώντας.
Ο Τάμπριελ έκανε την εξαίρεση να χαμογελάσει.
Ο Καλέφραζ καθάρισε ηχηρά τον λαιμό του, γιατί τον ενοχλούσε όποτε οι δύο εξωδιαστασιακοί μιλούσαν στη γλώσσα τους, την οποία δεν καταλάβαινε.
«Συγνώμη, Καλέφραζ,» είπε ο Τάμπριελ. «Τα έχουμε ξαναδεί αυτά τα ζώα· δεν είναι πρωτόγνωρα για εμάς. Αυτό λέγαμε.
»Τι είναι, όμως, η Μάνητα των Ουρανών που ανέφερες;»
«Ορισμένες φορές τα πιάνει κάτι,» εξήγησε ο Γραμματικός, «το οποίο λένε ότι έχει σχέση με τη θέση των άστρων και των φεγγαριών. Και τότε, γίνονται πολύ επικίνδυνα. Μπορεί να σε ποδοπατήσουν, ή να γκρεμίσουν σπίτια ολόκληρα.»
«Οι ελέφαντες,» είπε η Ανταρλίδα, μιλώντας στην Οικουμενική και χρησιμοποιώντας τη λέξη που είχε χρησιμοποιήσει ο Καλέφραζ για να πει ελέφαντες, «δεν διακατέχονται από καμια μυστηριώδη ‘μάνητα’ σε άλλους κόσμους…» Κοίταξε τον Τάμπριελ ερωτηματικά. «Διακατέχονται;»
«Απ’όσο γνωρίζω, όχι,» απάντησε εκείνος. «Οι άνθρωποι εδώ πώς τους ελέγχουν, Καλέφραζ, όταν τους πιάσει η Μάνητα;»
«Δεν ξέρω. Έχω ακούσει, όμως, να λένε ότι οι μάγοι μπορούν να τους ηρεμήσουν.»
*
«Κάτι ετοιμάζεται, Καπετάνιε!» φώναξε ο παρατηρητής. «Λιθοβόλος νομίζω!»
«Στροφή προς τ’ανοιχτά!» πρόσταξε ο Ρέμικατ τον τιμονιέρη. «Προς τ’ανοιχτά! Προς ολοταχώς!»
Και το πλοίο έστριψε μέσα στα κοκκινωπά χρώματα του απογεύματος.
Ήταν η επομένη ημέρα αφότου είχαν δει τους ελέφαντες, και έπλεαν δίπλα σε μια ακτή με πυκνή βλάστηση – ψηλό χορτάρι και δέντρα που μπλέκονταν αναμεταξύ τους. Ο άνεμος ούρλιαζε και η θάλασσα ήταν ταραγμένη. Τα ξάρτια και τα κατάρτια έτριζαν· τα πανιά φούσκωναν.
Κάτι φάνηκε να εκτοξεύεται από την ακτή και να διαγράφει ημικύκλιο στον ουρανό.
Μια μεγάλη πέτρα.
«Πειρατές…» έκανε ξέπνοα ο Καλέφραζ, με τα μάτια του γουρλωμένα καθώς κοίταζε ψηλά.
Η πέτρα έπεσε στη θάλασσα, μερικά μέτρα απόσταση από την Ταχύδρομη Κυρά, και το πλοίο ταρακουνήθηκε, ενώ νερό πετάχτηκε βρέχοντας το κατάστρωμα κι αυτούς που βρίσκονταν επάνω.
«Οι Λάμιες να τους φάνε!» καταράστηκε ο Τάμπριελ στη Συμπαντική, καθώς πιανόταν από τα ξάρτια για να στηριχτεί.
«Πάρτε μας μακριά, ρε!» γκάριξε ο Ρέμικατ στους ναύτες του. «ΠΑΡΤΕ ΜΑΣ ΜΑΚΡΙΑ, ΡΕ ΑΧΡΗΣΤΑ ΤΟΜΑΡΙΑ!»
Ακόμα μια πέτρα τινάχτηκε στον ουρανό.
Κι έμοιαζε νάναι πιο καλοσημαδεμένη από την προηγούμενη.
Ο Τάμπριελ άρθρωσε γρήγορα ένα Ξόρκι Τηλεκινήσεως, εστιαζόμενος στον ερχόμενο λίθο. Υψώνοντας το ένα χέρι του έδειξε το επικίνδυνο βλήμα, ενώ μυστηριακά λόγια έρρεαν από τα χείλη του. (Μερικοί ναύτες τον κοίταζαν παραξενεμένοι, και λίγο φοβισμένοι ίσως.)
Η πέτρα ζύγωνε το πλοίο τώρα, έχοντας φτάσει στο πιο ψηλό σημείο της τροχιάς της στον ουρανό κι αρχίζοντας να πέφτει.
Ο Τάμπριελ χρησιμοποίησε τη συγκεντρωμένη δύναμη του ξορκιού, δίνοντας ένα ισχυρό σπρώξιμο στο πλάι της πέτρας.
Βγάζοντας την απ’την κανονική της πορεία.
Στέλνοντάς τη στη θάλασσα, μόλις πέντε μέτρα απ’την Ταχύδρομη Κυρά.
Αλμυρό νερό τούς έβρεξε όλους.
Και το πλοίο συνέχισε ν’απομακρύνετε.
«Θεοί!» αναφώνησε ο Ρέμικατ ζυγώνοντας τον Τάμπριελ. «Εσύ το έκανες αυτό; Εσύ;»
Εκείνος ένευσε. «Ένα μικρό σπρώξιμο ήταν μόνο.»
Τα μάτια του Ρέμικατ στένεψαν. «Είσαι μάγος.»
«Όχι, όμως, σαν αυτούς που ξέρεις, έμπορα.»
«Δεν έχει σημασία ό,τι κι αν είσαι. Μας γλίτωσες από πολλούς μπελάδες. Ακόμα κι άμα δε μας είχε βουλιάξει αυτή η πέτρα, θα χρειαζόμασταν ένα σωρό επισκευές εξαιτίας της.»
Το πλοίο τους είχε τώρα απομακρυνθεί αρκετά από την ακτή ώστε να μην αποτελεί πια στόχο για τους λιθοβόλους καταπέλτες.
«Γιατί μας επιτέθηκαν;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Ρέμικατ.
Ο έμπορος ανασήκωσε τους ώμους του. «Για τα λάφυρα. Πειρατές της στεριάς ήταν. Έτσι τους λέμε. Κάθονται κοντά στις ακτές και, μόλις ζυγώσει κάνα σκάφος, του ρίχνουν, οι διαβολισμένοι, και μετά έρχονται με βάρκες για ν’αποτελειώσουν ό,τι ξεκινήσανε.»
Η Ανταρλίδα απομακρύνθηκε απ’τον Ρέμικατ, τον Τάμπριελ, και τον Καλέφραζ και ανέβηκε στην πρύμνη για να κοιτάξει πίσω τους, να δει τι γινόταν με το πλοίο που τους ακολουθούσε.
Διαπίστωσε, όπως το περίμενε, ότι συνέχιζε να είναι στο κατόπι τους· και είχε κι αυτό φύγει απ’τις ακτές πλέοντας στην ανοιχτή θάλασσα. Δεν ήμασταν αρκετά τυχεροί ώστε να καθίσει να του επιτεθούν οι πειρατές της στεριάς.
*
Η Ταχύδρομη Κυρά συνέχισε το ταξίδι της για μία ημέρα ακόμα, και στο τέλος της ημέρας, όταν η νύχτα είχε πέσει και πυκνά, μαύρα σύννεφα που προμήνυαν καταιγίδα είχαν μαζευτεί στον ουρανό, έφτασε στις εκβολές του ποταμού Κις-χαρ Ιχ και στο λιμάνι της Καρκούμ.
Καθώς πλησίαζαν την πόλη από απόσταση, ο Τάμπριελ είδε ότι ένα μέρος της ήταν περιτειχισμένο κι ένα μέρος της όχι. Οικοδομήματα φαίνονταν, μες στο σκοτάδι, να είναι διάσπαρτα γύρω απ’τα τείχη με τρόπο που έμοιαζε τυχαίος, χαοτικός.
«Ερείπια είναι,» εξήγησε ο Ρέμικατ βλέποντας τον Τάμπριελ να τα παρατηρεί. «Κανείς δε μένει σ’αυτά. Μόνο ένα κομμάτι της πόλης είναι κατοικημένο. Το περιτειχισμένο κομμάτι.
»Η Καρκούμ είναι μια πανάρχαια πόλη, Τάμπριελ, όπως και σχεδόν όλες που θα βρεις στη Γη των Ταργκάφλι. Πολλοί λένε ότι ήταν εδώ πριν ακόμα κι απ’τον Κατακλυσμό· αλλά εγώ νομίζω ότι αυτό είν’υπερβολικό.»
Η Ταχύδρομη Κυρά είχε τώρα μπει στο λιμάνι της Καρκούμ και είχε αράξει. Δυο ναύτες είχαν πηδήσει στην αποβάθρα και είχαν δέσει το χοντρό της σχοινί στη δέστρα. Μετά, ένας ελεγκτής πλησίασε για να δει τι εμπορεύματα υπήρχαν στο σκάφος και τι φόρο θα έπρεπε να πληρώσει ο Ρέμικατ. Μαζί του ήταν άλλοι πέντε, κι έμοιαζαν περισσότερο με συμμορία παρά με φρουρούς.
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα στέκονταν στο κατάστρωμα και κοίταζαν την πόλη μέσα στην αφέγγαρη νύχτα. Κάποια από τα οικοδομήματά της ήταν πολύ ψηλά για τα δεδομένα αυτού του κόσμου, παρατήρησαν κι οι δυο τους. Τόσο ψηλά ώστε να μπορούν να ονομαστούν πολυκατοικίες. Οι περισσότερες απ’αυτές τις πολυκατοικίες, όμως, φαίνονταν ακατοίκητες· στα χαμηλά οικήματα κυρίως πρέπει να έμεναν οι άνθρωποι της Καρκούμ, γιατί εκεί υπήρχαν αναμμένα φώτα.
«Έχει κάποιον άρχοντα ετούτο το μέρος, ή διαφεντεύεται από συμμορίες;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον Ρέμικατ όταν ο έλεγχος είχε τελειώσει κι ο φόρος είχε πληρωθεί.
«Συμμορίες υπάρχουν σε κάθε γωνιά της Καρκούμ,» απάντησε ο έμπορος, «αλλά επίσης υπάρχει και άρχοντας – τίποτα περισσότερο από ένας ληστής με μεγαλύτερη επιρροή από τους άλλους. Τον λένε Νίρναλωμ ο Μαυρομάτης. Και είναι αλήθεια ότι τα μάτια του είναι μαύρα. Τελείως μαύρα. Τα έχω δει.»
«Τι πάει να πει ‘τελείως μαύρα’;»
«Δεν έχουν καθόλου άσπρο μέσα τους. Και, μα τους θεούς, σου λέω την αλήθεια.»
«Γιατί είναι έτσι;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Επειδή κάποτε, ως πειρατής, ταξίδεψε στην άκρη του κόσμου και κοίταξε απέξω. Έτσι, τουλάχιστον, λένε.»
«Στην άκρη του κόσμου;» έκανε ο Τάμπριελ. «Υπάρχει άκρη σ’ετούτο τον κόσμο;»
«Τι να σου πω; Δεν έχω πάει ποτέ.»
Ο Τάμπριελ στράφηκε στον Καλέφραζ που στεκόταν πίσω του.
Εκείνος καθάρισε τον λαιμό. «Υπάρχουν μύθοι. Μπορείς να βρεθείς στην άκρη του κόσμου αν ταξιδέψεις στα πέρατα των θαλασσών, ή αν διασχίσεις τις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου, ή αν περάσεις τις Παγωμένες Εκτάσεις. Κανένας, βέβαια, δεν έχει ποτέ επιστρέψει από ένα τέτοιο ταξίδι.»
«Ο Νίρναλωμ έχει επιστρέψει,» είπε ο Ρέμικατ.
«Ανοησίες!» ρουθούνισε ο Καλέφραζ. «Λέει ψέματα, σίγουρα.»
«Ο ίδιος δε λέει τίποτα, βασικά,» είπε ο Ρέμικατ δίχως να κοιτάζει τον Γραμματικό· το βλέμμα του ήταν χαμένο κάπου ανάμεσα στα σκοτεινά οικήματα της Καρκούμ· «οι άλλοι τα λένε.»
Ο ουρανός άστραψε.
«Καταιγίδα έρχεται,» είπε ο έμπορος. «Καλύτερα να βρούμε κατάλυμα. Γρήγορα.»
Όταν ετοιμάστηκαν και βγήκαν από την Ταχύδρομη Κυρά, η βροχή είχε ήδη αρχίσει, και προχώρησαν τυλιγμένοι στις κάπες τους και με τις κουκούλες στα κεφάλια.
«Ελάτε!» είπε ο Ρέμικατ, βαδίζοντας πρώτος με την Καρνάχω πλάι του. «Στο Τρύπιο Καλύβι θα σας πάω.»
Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, ο Καλέφραζ, ο Χάλρεοκ, και οι πολεμιστές από το Τάρσαζ τον ακολούθησαν. Οι ναύτες του πλοίου είχαν πάει να βρουν κατάλυμα όπου πίστευε καλύτερα ο καθένας τους, ενώ ορισμένοι είχαν μείνει μέσα στην Ταχύδρομη Κυρά.
«Τρύπιο Καλύβι;» είπε ο Καλέφραζ. «Ελπίζω, Ρέμικατ, να μην είναι όπως ακούγεται!»
Ο έμπορος γέλασε μέσα στη βροχή. «Δεν είναι όπως ακούγεται, φίλε μου· σε διαβεβαιώνω!»
Και διέσχισαν σκοτεινούς δρόμους υπό την καθοδήγησή του. Στην Καρκούμ δεν υπήρχαν άνθρωποι που να ανάβουν λάμπες· όποιος ήθελε άναβε λάμπα έξω απ’την πόρτα του, όποιος δεν ήθελε δεν άναβε. Κι αυτό σήμαινε ότι τα περισσότερα σημεία ήταν τυλιγμένα σε πυκνό σκοτάδι – και επικίνδυνα.
Η Ανταρλίδα παρατήρησε πολλές φορές μάτια να τους κοιτάζουν, ζυγιάζοντάς τους. Αξίζει να επιτεθούμε, έμοιαζαν ν’αναρωτιούνται, ή δεν αξίζει; Θα τους τσακίσουμε ή είναι πολύ δυνατοί για μας; Τελικά, μάλλον έκριναν ότι ήταν πολύ δυνατοί γι’αυτούς. Οι πανοπλίες των πολεμιστών της Βασίλισσας πρέπει να γυάλιζαν από τα ανοίγματα στις κάπες τους, και τα ξίφη τους δεν προσπαθούσαν να τα κρύψουν.
Το Τρύπιο Καλύβι δεν ήταν πολύ μακριά, και όταν έφτασαν είδαν ότι επρόκειτο για ένα διώροφο πανδοχείο πιο καλοφτιαγμένο από τα περισσότερα οικοδομήματα στην Καρκούμ. Ανοίγοντας την εξώπορτα, μπήκαν σε μια μεγάλη τραπεζαρία γεμάτη κόσμο ο οποίος δεν σου ενέπνεε την εμπιστοσύνη. Μυρωδιές φαγητών, ποτών, καπνού, και ιδρώτα πλανιόνταν στον αέρα. Ημίγυμνες χορεύτριες χόρευαν ανάμεσα στα τραπέζια, κάποιες με δέρμα λευκό-ροζ, κάποιες με δέρμα κατάμαυρο.
Ο Ρέμικατ έκλεισε γρήγορα ένα μεγάλο τραπέζι για εκείνον και τους συντρόφους του, καθώς επίσης και δωμάτια. Παράγγειλε φαγητό από έναν κοντό σερβιτόρο και σύντομα το είχαν μπροστά τους.
«Η κουζίνα εδώ είναι διαφορετική απ’ό,τι στο Τάρσαζ,» είπε, «αλλά δε νομίζω ότι θα μείνετε δυσαρεστημένοι. Ειδικά από ό,τι θα φάτε σε τούτο το μέρος.»
Ο σερβιτόρος ήρθε ξανά, φέρνοντας μαζί του έναν δίσκο με πίπες και μικρά πιατάκια. Πλησιάζοντάς τους έναν-έναν, άρχισε να δίνει στον καθέναν τους μία πίπα κι ένα πιατάκι· μέσα στο πιατάκι είδαν ότι υπήρχε καπνός.
«Ευχαριστούμε!» είπε ο Ρέμικατ. «Ευχαριστούμε! Πες στ’αφεντικό σου ότι το ευχαριστώ πολύ!» Κι έδωσε στον σερβιτόρο ένα νόμισμα.
Εκείνος έκανε μια βαθιά υπόκλιση και, μετά, επέστρεψε γρήγορα πάλι για να φέρει ένα μικρό μαγκάλι και να το αφήσει στο κέντρο του τραπεζιού. Φλόγες χόρευαν στο εσωτερικό του, και γύρω του υπήρχαν μακριά ξυλάκια τα οποία μπορούσες να βουτήξεις στη φωτιά για ν’ανάψεις την πίπα σου.
Ο καπνός ήταν γλυκός και αρωματικός, όπως διαπίστωσαν.
Και το φαγητό δεν ήταν καθόλου άσχημο.
«Πρέπει να είναι κάποιου είδους ψάρι, έτσι;» είπε ο Καλέφραζ.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ρέμικατ, «ψάρι είναι. Ποταμίσιο. Απ’αυτά που κολυμπούν στον Κις-χαρ Ιχ.» Μιλούσε καθώς έτρωγε, και τώρα σκούπισε το στόμα του με μια πετσέτα. «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό το όνομα στη γλώσσα των Ταργκάφλι;»
«Νομίζω ‘ποταμός των ψαριών που χορεύουν’.»
«Ναι, και ακριβώς αυτά τα ψάρια τρώμε τώρα.» Ο Ρέμικατ μειδίασε. «Πηδάνε πάνω απ’το νερό και ξαναβουτάνε μέσα.»
*
Μετά το φαγητό, ενώ η καταιγίδα συνεχιζόταν έξω απ’το πανδοχείο, ανέβηκαν στα δωμάτιά τους για να ξεκουραστούν. Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα βρήκαν στο κατάλυμά τους δύο κρεβάτια και μια ξύλινη λεκάνη με νερό όπου μπορούσαν να πλυθούν. Δίπλα της ήταν ένα βαρέλι, επίσης γεμάτο νερό, ώστε να μπορούν να την ξαναγεμίσουν. Βρύσες δεν υπήρχαν. Και για φωτισμό υπήρχε μονάχα ένα καντήλι το οποίο ήταν κρεμασμένο πλάι στην πόρτα και έπρεπε να το ανάψουν εκείνοι καθώς έμπαιναν.
Πρώτη έκανε μπάνιο η Ανταρλίδα μέσα στη λεκάνη, και δεύτερος ο Τάμπριελ. Μετά, ζευγάρωσαν επάνω σ’ένα από τα δύο κρεβάτια το οποίο συνεχώς έτριζε σαν να ήταν έτοιμο να διαλυθεί από κάτω τους.
Κανένας απ’τους δυο τους δε θα μπορούσε να πει ότι αγαπούσε τον άλλο, ή ότι ήταν ερωτευμένος με τον άλλο, και ούτε θα μπορούσαν ποτέ να διανοηθούν να είναι εραστές όσο βρίσκονταν στο Γνωστό Σύμπαν· ωστόσο εδώ, σε τούτο τον απομονωμένο κόσμο, αισθάνονταν πως κάτι τούς έδενε πολύ έντονα. Μάλλον, το γεγονός ότι ήταν οι μοναδικοί εξωδιαστασιακοί· το γεγονός ότι μόνο εκείνοι μπορούσαν να καταλάβουν πραγματικά ο ένας τον άλλο, μόνο εκείνοι είχαν κοινές εμπειρίες. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του κόσμου ήταν πραγματικά άγνωστοι γι’αυτούς. Το περιβάλλον ήταν ξένο· και αν εκείνος δεν έβλεπε εικόνες στο μυαλό του, και αν εκείνη δεν ήταν Μαύρη Δράκαινα, θα έπρεπε κανονικά να ήταν κι οι δυο τους τρομοκρατημένοι ώς τα τρίσβαθα της ψυχής τους εδώ όπου είχαν καταλήξει, χωρίς νάχουν κανέναν φανερό τρόπο για να επιστρέψουν.
Η Ανταρλίδα φώναξε καθώς έφτανε στην κορύφωσή της, με τα μάτια κλειστά και με τα μακριά, ξανθά της μαλλιά να χύνονται στους ώμους και στα στήθη της. Μετά, έσκυψε πάνω απ’τον Τάμπριελ και φίλησε αργά τα χείλη του. Εκείνος παραμέρισε τα μαλλιά της σαν κουρτίνα, περνώντας τα πίσω απ’τ’αφτιά της. Η Ανταρλίδα μειδίασε και ξάπλωσε πλάι του, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο του.
Έτσι, κοιμήθηκαν.
Ενώ η βροχή χτυπούσε τα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα του παραθύρου τους.
Και οι φωνές και τα τραγούδια στο πανδοχείο ολοένα και λιγόστευαν.
Ώσπου τίποτα δεν ακουγόταν πλέον εκτός από τη φωνή της καταιγίδας.
Και τότε ήταν που οι πέντε δολοφόνοι αποφάσισαν να κινηθούν.
Οι σκιερές μορφές τους βγήκαν απ’το δωμάτιο όπου περίμεναν. Τέσσερις μυώδεις άντρες και μια γυναίκα, με αιχμηρά όπλα στα χέρια: το μοναδικό πράγμα επάνω τους που γυάλιζε κάπου-κάπου.
Κατέβηκαν τη σκάλα από τον δεύτερο όροφο στον πρώτο, και πήγαν προς το κατάλυμα του στόχου τους…
…ενώ ο Τάμπριελ κοιμόταν και ονειρευόταν ένα όνειρο–
–που διαλύθηκε από μια εικόνα, έντονη και πραγματική σαν φωτογραφία:
Ένας μαυρόδερμος άντρας με πράσινο μούσι, απρόσμενα ανασηκωμένος – ο Ρέμικατ – και δίπλα του μια λευκή γυναίκα με μαύρα σγουρά μαλλιά – η Καρνάχω – και γύρω τους: δολοφόνοι.
Ο Τάμπριελ τινάχτηκε σε καθιστή θέση πάνω στο κρεβάτι. «Ανταρλίδα! Ο Ρέμικατ. Θα τον σκοτώσουν. Το δωμάτιο ήταν σαν το δικό μας. Εδώ. Μέσα στο πανδοχείο.»
Η Μαύρη Δράκαινα είχε ήδη πεταχτεί όρθια. «Ο Ρέμικατ; Γιατ–;»
«Δεν ξέρω!»
Η Ανταρλίδα φόρεσε την πουκαμίσα της κι έδεσε τη ζώνη με τα όπλα της γύρω απ’τη μέση της, προτού πάει προς την πόρτα του δωματίου–
Ένας κρότος!
Μια άλλη πόρτα έσπαγε ακριβώς την ίδια στιγμή που η Μαύρη Δράκαινα άνοιγε τη δική της.
Η πόρτα του δωματίου του Ρέμικατ: και οι δολοφόνοι ορμούσαν μέσα.
Ο έμπορος ανασηκώθηκε, ταραγμένος. «Τι – τι κάνετε;» φώναξε. «Τι συμβαίνει;»
Η μοναδική γυναίκα ανάμεσα στους δολοφόνους τού πέταξε ένα νόμισμα πάνω στο κρεβάτι.
Η Καρνάχω ούρλιαξε καθώς οι λεπίδες των φονιάδων στρέφονταν ενάντια σ’εκείνη και στον άντρα της.
Ένας κρότος αντήχησε, πολύ διαφορετικός από τον προηγούμενο, κι ένας απ’τους δολοφόνους σωριάστηκε νεκρός.
Οι άλλοι στράφηκαν.
Στην πόρτα στεκόταν η Ανταρλίδα κρατώντας το πιστόλι της υψωμένο. Το έστρεψε προς έναν άλλο από τους φονιάδες και τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Οι όψεις των υπόλοιπων ήταν τρομοκρατημένες.
Η Ανταρλίδα θηκάρωσε το πιστόλι της (δε χρειαζόταν να ξοδεύει σφαίρες που δεν τις περίσσευαν) και τραβώντας δύο ξιφίδια – ένα σε κάθε χέρι – όρμησε στους τρεις που είχαν απομείνει.
Ο πρώτος πέθανε χωρίς να προλάβει να πολυαντιδράσει, ακόμα τρανταγμένος από τους πυροβολισμούς – κάτι που ποτέ ξανά δε θα είχε δει στη ζωή του. Ο άλλος και η γυναίκα πρόβαλαν περισσότερη αντίσταση. Η Μαύρη Δράκαινα απέφυγε κι απέκρουσε τις λεπίδες τους – οι οποίες κάμποσες φορές πέρασαν ξυστά από ευάλωτα σημεία του σώματός της, και μία φορά τής έσχισαν την πουκαμίσα της τραυματίζοντάς την ελαφρά στο μπράτσο – και μετά το ένα της ξιφίδιο καρφώθηκε στο διάφραγμα της αντιπάλου της, κάνοντάς την να διπλωθεί στο πάτωμα προτού πεθάνει. Ο άλλος αντίπαλος κατέβασε το σπαθί του προς το κεφάλι της Ανταρλίδας, αλλά εκείνη ήδη έσκυβε και γύριζε για να τον αντικρίσει. Το σπαθί του ξανακινήθηκε, καρφωτά τώρα· η Μαύρη Δράκαινα έκανε στο πλάι και το άφησε να χωθεί ανάμεσα στα κλειστά παραθυρόφυλλα, το γόνατό της υψώθηκε χτυπώντας τον δολοφόνο στο στομάχι, και το ξιφίδιό της διαπέρασε τον λαιμό του καθώς εκείνος διπλωνόταν.
Ο Ρέμικατ κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. Η Καρνάχω είχε το στόμα της ορθάνοιχτο, και τώρα το έκλεισε, ξεροκαταπίνοντας.
«Πάνω στην ώρα, λοιπόν,» είπε ο Τάμπριελ, που στεκόταν στο κατώφλι του δωματίου ντυμένος με το παντελόνι του και μια τουνίκα.
Από τον διάδρομο ακούγονταν φωνές καθώς, προφανώς, πολλοί είχαν ξυπνήσει από τη φασαρία.
«Ποιοι ήταν αυτοί, Ρέμικατ;» ρώτησε ο Τάμπριελ μπαίνοντας στο δωμάτιο, ενώ η Ανταρλίδα σκούπιζε τα αιματοβαμμένα ξιφίδιά της στα ρούχα ενός νεκρού προτού τα θηκαρώσει.
«Δεν… δεν ξέρω…» ψέλλισε ο έμπορος, κι ύστερα το βλέμμα του πήγε στο νόμισμα πάνω στο κρεβάτι.
Ο Τάμπριελ έπιασε το νόμισμα και το σήκωσε, κρατώντας το ανάμεσα στον δείκτη και στον αντίχειρα του δεξιού του χεριού. «Το έχω δει αυτό…» μουρμούρισε.
«Τάμπριελ!» Η φωνή του Χάλρεοκ, πίσω του. «Ανταρλίδα! Τι έγινε εδώ;»
«Κάποιοι δολοφόνοι επιτέθηκαν στον Ρέμικατ,» αποκρίθηκε η Μαύρη Δράκαινα.
Ο έμπορος ρώτησε τον Τάμπριελ: «Πού το έχεις ξαναδεί;»
«Στο μυαλό μου. Πουθενά αλλού.»
Φοβόμασταν ότι ίσως κάποιος να επιχειρούσε να σκοτώσει τον Μεγάλο Προφήτη, αλλά, όπως φάνηκε, και ο Ρέμικατ είχε εχθρούς στην Καρκούμ. Και μάλιστα ισχυρούς, για τους οποίους πρωτύτερα δεν γνώριζε.
Δεν μου άρεσε καθόλου έτσι όπως εξελίσσονταν τα πράγματα. Θα επέστρεφα στο Βασίλειο και στην Κάνταφαχ, ή θα άφηνα τα κόκαλά μου εδώ, σε τούτη τη γη των βαρβάρων;
*
* * *
*
Οι πολεμιστές της Βασίλισσας απομάκρυναν τους περίεργους που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το δωμάτιο του Ρέμικατ, και φώναξαν να έρθει εδώ ο πανδοχέας. Αμέσως.
Εν τω μεταξύ, ο Καλέφραζ ρώτησε τον Τάμπριελ: «Τι συνέβη; Τι ήθελαν αυτοί οι άνθρωποι;» Κοιτούσε τους νεκρούς στο πάτωμα.
«Νομίζω ότι είναι προφανές το τι ήθελαν.»
Ο Γραμματικός ύψωσε το βλέμμα του για να τον κοιτάξει. «Ήρθαν για να σε σκοτώσουν;»
«Αν είχαν έρθει για εμένα θα βρίσκονταν νεκροί στο δωμάτιο του Ρέμικατ;»
«Μα–» άρχισε ο Καλέφραζ, αλλά ο έμπορος τον πρόλαβε λέγοντας στον Τάμπριελ: «Δώσε μου το νόμισμα να το κοιτάξω.»
Εκείνος τού το έδωσε.
Ο Ρέμικατ συνοφρυώθηκε καθώς το κρατούσε μέσα στην παλάμη του (που φαινόταν να τρέμει λιγάκι, παρότι η άμεση απειλή είχε περάσει). «Δεν είναι νόμισμα…» είπε. «Είναι–»
Αλλά τότε μπήκε ο πανδοχέας διακόπτοντάς τον. Τα μάτια του κοίταξαν γουρλωμένα τους νεκρούς στο αιματοβαμμένο πάτωμα του δωματίου. Μάλλον δεν του είχαν πει τι ακριβώς είχε συμβεί, γιατί δεν ήξεραν – οι πολεμιστές της Βασίλισσας δεν είχαν αφήσει κανέναν να μπει.
«Θεοί της Ερημιάς!» αναφώνησε.
«Υπάρχουν κάποια πτώματα εδώ,» είπε ο Τάμπριελ ψυχρά. «Πώς θα τα ξεφορτωθούμε;»
Ο πανδοχέας – ένας μελαχρινός άντρας με μούσι και σχετικά κοντός – δεν έμοιαζε έτοιμος ν’απαντήσει σε μια τέτοια ερώτηση. Αντί να μιλήσει, κοίταζε τον Τάμπριελ με περιέργεια: αναμφίβολα, εξαιτίας του πορφυρού του δέρματος.
«Μου επιτέθηκαν μέσα στη νύχτα,» δήλωσε ο Ρέμικατ, κρύβοντας το νόμισμα (που δεν ήταν νόμισμα, όπως είχε υποστηρίξει) μέσα στα ρούχα του. «Ήθελαν να με σκοτώσουν. Οι σύντροφοί μου ίσα που πρόλαβαν να με βοηθήσουν. Και τώρα τους χρωστώ τη ζωή μου.» Έκλινε το ξυρισμένο κεφάλι του προς τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα. Ύστερα έστρεψε πάλι το βλέμμα του στον πανδοχέα. «Τα πτώματα θέλω να φύγουν απ’το δωμάτιό μου.»
«Ασφαλώς!» αποκρίθηκε ταραγμένα εκείνος. «Ασφαλώς και θα φύγουν. Και με συγχωρείς γι’αυτό, Ρέμικατ. Δεν… όπως θα καταλαβαίνεις, δεν ήξερα απολύτως τίποτα. Το παραμικρό.» Ήταν προφανές ότι γνώριζε τον έμπορο από παλιά και δεν ήθελε να χάσει έναν τακτικό πελάτη. «Θα φωνάξω τους υπηρέτες. Θα τα μαζέψουμε αμέσως! Και θα πλύνουμε το πάτωμα. Εν τω μεταξύ θα σου βρω ένα άλλο δωμάτιο–»
«Δε χρειάζεται· θα περιμένω. Εξάλλου, τώρα δεν μπορώ να κοιμηθώ αμέσως.»
«Ναι, ναι, το καταλαβαίνω.»
Ο Ρέμικατ και η Καρνάχω πήγαν στο δωμάτιο του Τάμπριελ και της Ανταρλίδας όσο οι νεκροί μαζεύονταν και το πάτωμα καθαριζόταν από τα αίματα.
«Τι είναι το νόμισμα που δεν είναι νόμισμα;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον έμπορο. Εκτός από αυτούς, στο δωμάτιο βρίσκονταν επίσης ο Καλέφραζ και ο Χάλρεοκ. Οι άλλοι πολεμιστές της Βασίλισσας ήταν έξω, στον διάδρομο.
«Είναι… Είδες το σύμβολο επάνω του;»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ναι, και τώρα και παλιότερα, στο μυαλό μου.» Ήταν δύο χαυλιόδοντες κι ένα μάτι ανάμεσά τους.
«Είναι το σύμβολο του Τέζελ Ντόραλ, του θεού των ελεφάντων. Οι δολοφόνοι της θρησκείας του αφήνουν πάντα πίσω τους το σύμβολό του, έχω ακούσει.»
«Και τι σχέση έχεις εσύ μ’αυτούς;» ρώτησε η Ανταρλίδα. «Γιατί μπορεί να σε κυνηγάνε; Τους έχεις ενοχλήσει με κάποιον τρόπο;»
Η όψη του Ρέμικατ έγινε συλλογισμένη. «…Δε νομίζω.»
Η Καρνάχω έπιασε το μπράτσο του. «Ο Νέσσερακ,» είπε.
Η όψη του Ρέμικατ τώρα σκοτείνιασε. «Μα τους θεούς, πρέπει νάχεις δίκιο. Αυτό πρέπει να είναι…» Και, στρεφόμενος στον Τάμπριελ και στην Ανταρλίδα: «Ένας γνωστός μου μου πούλησε κάτι πολύτιμο για τους ιερείς του Τέζελ Ντόραλ – ένα αγαλματίδιο απ’το Ναό τους. Δε μου είπε, βέβαια, ότι ήταν από εκεί, αλλά ήταν πασιφανές· δεν μπορούσε νάναι από πουθενά αλλού: μόνο στο Ναό τους βρίσκεις τέτοια. Επίσης, δεν μου είπε πώς το απέκτησε… και πολύ φοβάμαι ότι το έκλεψε τελικά.»
«Οι ιερείς θα έπρεπε, λοιπόν, να κυνηγούν εκείνον, όχι εσένα,» είπε η Ανταρλίδα.
«Το πούλησα το αγαλματίδιο, δεν το έχω πια,» εξήγησε ο Ρέμικατ.
«Επομένως,» συμπέρανε ο Τάμπριελ, «σε θεωρούν συνένοχο.»
Ο Ρέμικατ ένευσε. «Δυστυχώς, έτσι πρέπει νάναι…»
«Νομίζεις ότι, μετά απ’αυτό, θα ξαναεπιχειρήσουν να σε σκοτώσουν;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Ανάλογα…» κόμπιασε ο Ρέμικατ. «Δεν είμαι σίγουρος…»
«Καλύτερα να φύγουμε απ’την Καρκούμ,» του είπε η Καρνάχω, «και να μείνουμε για κάμποσο καιρό μακριά από δω.»
Ο Τάμπριελ είπε στον Ρέμικατ: «Μου υποσχέθηκες ότι θα μου βρεις τους κατάλληλους ανθρώπους για να με πάνε στο Άγκιστρο του Κόσμου.»
Η Καρνάχω φάνηκε τότε να θυμώνει μαζί του. «Μας κυνηγάνε να μας σκοτώσουν! Το καταλαβαίνεις;»
«Μην ξεχνάς, όμως, ότι η Ανταρλίδα σάς έσωσε από τα σπαθιά τους,» της θύμισε ο Τάμπριελ χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του. «Και εγώ ήμουν που ‘είδα’ ότι θα δεχόσασταν επίθεση–»
«Το ήξερες ότι θα μας επιτίθονταν;» έκανε η Καρνάχω. «Και γιατί δεν μας το είχες–;»
«Δεν το ήξερα από πριν. Το είδα καθώς κοιμόμουν· το ονειρεύτηκα, θα μπορούσες να πεις. Ήσασταν περικυκλωμένοι από φονιάδες και βρισκόσασταν σ’ένα δωμάτιο σαν ετούτο εδώ· επομένως φοβήθηκα ότι πιθανώς να δεχόσασταν επίθεση μες στο πανδοχείο, κι αμέσως είπα στην Ανταρλίδα να πάει να σας βοηθήσει.»
«Έχεις την ευγνωμοσύνη μας, Τάμπριελ,» είπε ο Ρέμικατ κλίνοντας το κεφάλι προς το μέρος του.
«Δε θέλω καμία ευγνωμοσύνη. Μου φτάνει να μου δείξετε πώς θα φτάσω στο Άγκιστρο του Κόσμου. Και μην ανησυχείτε για περαιτέρω επιθέσεις απ’αυτούς τους δολοφόνους όσο είστε κοντά στην Ανταρλίδα και κοντά στους πολεμιστές της Βασίλισσας.»
Ο πανδοχέας επέστρεψε σε λίγο για να πει στον έμπορο και στη γυναίκα του ότι μπορούσαν να ξαναπάνε στο δωμάτιό τους· ήταν και πάλι σαν καινούργιο! τόνισε.
«Τους νεκρούς τι τους κάνατε;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
Ο πανδοχέας ατένισε τη μυστηριώδη κατάλευκη γυναίκα με καχυποψία. «Τους πήγαμε στο κελάρι για την ώρα· τι άλλο να τους κάνουμε; Ήταν πελάτες μας, όπως διαπιστώσαμε: είχαν κλείσει ένα δωμάτιο εδώ.»
«Ήρθαν πριν από εμάς, ή μετά;» ρώτησε ο Ρέμικατ.
«Μετά.»
«Επομένως,» είπε η Ανταρλίδα, «είδαν το καράβι σου ν’αράζει στο λιμάνι και σε ακολούθησαν.»
Ο Ρέμικατ ένευσε. «Πρέπει να παραφυλούσαν εκεί για καιρό.»
Ο πανδοχέας ρώτησε, κάπως ανήσυχα: «Αυτό σημαίνει ότι μπορεί νάχουμε κι άλλα προβλήματα;»
«Μην ανησυχείς,» του είπε ο Τάμπριελ· «δε θα μείνουμε για πολύ στο πανδοχείο σου.» Πράγμα που φάνηκε να τον ανακουφίζει λιγάκι.
«Πού θα πάτε τους νεκρούς μετά;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον πανδοχέα, και η ανακούφιση εξαφανίστηκε από το πρόσωπό του.
«Γιατί σ’ενδιαφέρουν τόσο οι νεκροί;»
«Επειδή μας συμφέρει να τους κρύψεις για λίγο. Έτσι αυτοί που τους έστειλαν θ’αργήσουν να μάθουν τι έγινε.»
Ο πανδοχέας κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό! Δε θέλω να μπλέξω σε καμια παλιοϊστορία.»
«Το καταλαβαίνω,» του είπε ο Ρέμικατ. «Δώσε τους στους ανθρώπους του Άρχοντα, και θα τους φροντίσουν εκείνοι. Αλλά μην πεις ότι τους βρήκες στο δωμάτιό μου· μην πεις ότι είχαν έρθει για μένα. Πες ότι τους βρήκες νεκρούς στην τραπεζαρία, τα ξημερώματα. Θα σε πληρώσω καλά.»
Ο πανδοχέας φάνηκε διστακτικός.
«Αν δεν το κάνεις, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα,» τον προειδοποίησε ο Ρέμικατ. «Είναι πολύ σημαντικό αυτό που σου λέω, και το ξέρεις ότι είμαι απ’τους καλούς σου πελάτες.»
Ο πανδοχέας, αν κι έμοιαζε ολίγο αναποφάσιστος, κατένευσε. «Εντάξει. Πόσα πληρώνεις;»
*
Αφού η συμφωνία έγινε, η Ανταρλίδα κατέβηκε στο κελάρι του πανδοχείου και άνοιξε τα τσουβάλια που περιείχαν τα πτώματα. Βρήκε τους δύο που είχε πυροβολήσει και, χρησιμοποιώντας ένα ξιφίδιό της, έβγαλε τις σφαίρες από μέσα τους. Ο πανδοχέας την κοιτούσε κρατώντας μια λάμπα και φωτίζοντας τον χώρο· φαινόταν ανήσυχος και τρομαγμένος.
«Τι πράγματα είν’αυτά;» τη ρώτησε, βλέποντάς τη να σηκώνεται όρθια με τις σφαίρες στην αιματοβαμμένη χούφτα της. «Πώς ήξερες ότι τα είχαν φυτεμένα μέσα τους;»
«Το ήξερα επειδή εγώ τα φύτεψα εκεί.»
Τα μάτια του πανδοχέα γούρλωσαν.
«Είναι βλήματα,» εξήγησε η Ανταρλίδα. «Όπως τα βέλη.» Και, κλείνοντας τις σφαίρες μες στη γροθιά της, βάδισε προς τη σκάλα του κελαριού και την ανέβηκε με γρήγορα βήματα.
«Εντάξει;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ όταν μπήκε στο δωμάτιό τους.
Η Ανταρλίδα ένευσε. «Δε θα βρουν τίποτα όταν ψάξουν.» Σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της ενώ ακόμα στεκόταν όρθια. «Πώς είναι, όμως, δυνατόν αυτό;» ρώτησε συνοφρυωμένη.
Ο Τάμπριελ, πριν από λίγο, της είχε πει ότι είχε δει μια εικόνα στο μυαλό του: Κάποιον να κρατά μια σφαίρα ανάμεσα στον δείκτη και στον αντίχειρά του, ενώ στα πόδια του υπήρχαν νεκροί και γύρω του ήταν άλλοι πολεμιστές. Οι νεκροί θύμιζαν στον Τάμπριελ τους δολοφόνους που είχαν επιτεθεί στον Ρέμικατ: πέντε άντρες και μία γυναίκα. Επομένως, είχε υποθέσει ότι αυτός που κρατούσε τη σφαίρα μπορεί να ήταν άνθρωπος του Άρχοντα Νίρναλωμ της Καρκούμ, ή άνθρωπος αυτής της θρησκείας του Τέζελ Ντόραλ. Και στις δύο περιπτώσεις, καλύτερα να μην ανακάλυπταν ποτέ τι είχε σκοτώσει τους δολοφόνους, γιατί θα ήταν κάτι που θα τους παραξένευε ή θα τους τρόμαζε, και θα τους έκανε να αρχίσουν να ψάχνουν και, πιθανώς, να γίνουν πιο επικίνδυνοι απ’ό,τι ήδη ήταν.
«Τι εννοείς, Ανταρλίδα;»
«Εννοώ, πώς είναι δυνατόν να μου ζητάς να αποτρέψω να συμβεί κάτι που έχεις δει ότι θα συμβεί; Μοιάζει… παράδοξο.»
«Είναι παράδοξο. Σου έχω ξαναπεί, όλα τα μέλλοντα που βλέπω δεν πραγματοποιούνται. Πολλές φορές, βλέπω απλώς πιθανά μέλλοντα.»
«Μπορείς να δεις και πιθανά παρελθόντα, δηλαδή; Και πιθανά παρόντα;»
«Ίσως. Νομίζεις ότι καταλαβαίνω κι εγώ απόλυτα όλες τις εικόνες που περνάνε απ’το μυαλό μου; Για παράδειγμα, αν δεν είχε συμβεί αυτό το περιστατικό απόψε, ποτέ δε θα ήξερα τι νόημα είχε η εικόνα που είδα παλιότερα, με τον άντρα που κοιτά τη σφαίρα και τους νεκρούς στα πόδια του.»
«Εντάξει,» είπε η Ανταρλίδα καθίζοντας στο ένα κρεβάτι και βγάζοντας τις μπότες της. «Ας κοιμηθούμε λίγο μέχρι το πρωί. Και να μας προστατέψεις με τη μαγεία σου απόψε, για καλό και για κακό.»
Ο Τάμπριελ κατένευσε. Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι του και ύφανε τη Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως στο δωμάτιο.
*
«Ο άνθρωπος που θα σας πάω ονομάζεται Αλίρκωπ, και είναι μάγος – ο μάγος που μου είπε και για το Άγκιστρο του Κόσμου. Ισχυρίζεται πως είναι από τους αληθινούς, καθαρόαιμους Ταργκάφλι, και είμαι βέβαιος ότι θα σας εκπλήξει με τις γνώσεις του. Αν κάποιος ξέρει πώς να φτάσετε ασφαλείς στη Βινέρνι, αυτός είναι. Αποκλείεται, βέβαια, να έρθει ο ίδιος μαζί σας – ή, τουλάχιστον, δεν το θεωρώ πιθανό – αλλά θα σας πει ποιος είναι ο καλύτερος οδηγός και ποια μονοπάτια ν’ακολουθήσετε.»
Έτσι είπε ο Ρέμικατ στον Τάμπριελ, το επόμενο πρωί, αφού οι δύο εξωδιαστασιακοί ξύπνησαν. (Ο ίδιος ο έμπορος και η γυναίκα του δεν είχαν κλείσει μάτι όλη νύχτα ύστερα από την επίθεση των δολοφόνων.) Και τώρα είχαν βγει απ’το Τρύπιο Καλύβι και βάδιζαν μέσα στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους της Καρκούμ.
Η Ανταρλίδα παρατήρησε ότι εδώ η κίνηση ήταν περισσότερη απ’ό,τι στη Φέντινκεχ, την πρωτεύουσα του Τάρσαζ. Ή ίσως να έφταιγε η χάλια ρυμοτομία των δρόμων, που έκανε τον κόσμο να μοιάζει πιο πολύς, καθώς δεν μπορούσες εύκολα να περάσεις· και για τη χάλια ρυμοτομία, σίγουρα, έφταιγε το γεγονός ότι οι κάτοικοι της πόλης είχαν χτίσει τα καινούργια οικοδομήματα δίπλα, μπροστά, και πάνω από τα παλιά, τα ερειπωμένα. Σκελετωμένες πολυκατοικίες ορθώνονταν δεξιά κι αριστερά χωρίς κανένας να κατοικεί εντός τους, και σπίτια ήταν χτισμένα γύρω-γύρω τους, αποκλείοντας πολλές φορές κάθε πρόσβαση προς αυτές. Ορισμένες από τις πολυκατοικίες, όμως, κατοικούνταν, είδε η Ανταρλίδα: άνθρωποι φαίνονταν να κινούνται ή να κάθονται στο εσωτερικό τους, κι απ’τα παράθυρα και τα μπαλκόνια κρέμονταν πλυμένα ρούχα. Αυτοί, όμως, που έμεναν στις πολυκατοικίες έδιναν στη Μαύρη Δράκαινα την εντύπωση πως ήταν φτωχότεροι από τους υπόλοιπους: άνθρωποι που δεν είχαν πού αλλού να μείνουν κι έτσι κατέληγαν στα ψηλά αρχαία οικοδομήματα.
Εκτός απ’αυτό, παρατήρησε και ότι οι πολυκατοικίες ήταν χτισμένες με μια τεχνοτροπία την οποία δεν είχε ξαναδεί πουθενά στο Γνωστό Σύμπαν. Αναμφίβολα, ήταν πανάρχαιες. Ίσως εδώ να έμεναν κάποτε οι Αρχαίοι που έλεγαν οι γηγενείς ετούτης της διάστασης…
Ο κόσμος ήταν πολύς γύρω από τη Μαύρη Δράκαινα και τους συντρόφους της καθώς διέσχιζαν τους δρόμους της Καρκούμ, κι εκείνη ανησυχούσε ότι ίσως κάποιος που είχε άσχημες προθέσεις να κατόρθωνε να περάσει απαρατήρητος: κάποιος δολοφόνος, για παράδειγμα, σταλμένος να σκοτώσει τον Τάμπριελ. Για τον Ρέμικατ δεν χρειαζόταν να φοβούνται ακόμα· ήταν πολύ νωρίς για να ξαναδεχτεί επίθεση.
Και οι πολυκατοικίες, επίσης, δεν μου αρέσουν, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Μπορεί κάποιος σκοπευτής εύκολα να κρυφτεί εκεί και να ρίξει.
Ωστόσο, δεν έχασε την ψυχραιμία της· μια Μαύρη Δράκαινα ποτέ δεν έχανε την ψυχραιμία της. Και η Ανταρλίδα είχε αντιμετωπίσει και χειρότερες καταστάσεις.
Ο Ρέμικατ τούς οδήγησε προς την ανατολική πύλη των τειχών της Καρκούμ, και την πέρασαν υπό τα βλέμματα μερικών φρουρών οι οποίοι έμοιαζαν με συμμορίτες αλλά ήταν, σίγουρα, άνθρωποι του Άρχοντα Νίρναλωμ.
«Ο φίλος σου μένει έξω από την πόλη;» ρώτησε ο Καλέφραζ τον Ρέμικατ.
«Δεν είναι ακριβώς φίλος μου ο Αλίρκωπ,» αποκρίθηκε ο έμπορος, «και δεν είμαστε έξω από την Καρκούμ, απλά έξω από το περιτειχισμένο κομμάτι της.»
Γύρω τους υπήρχαν ερείπια ψηλότερων και χαμηλότερων οικοδομημάτων, ανάμεσα στα οποία ήταν και πολλές πολυκατοικίες. Η Ανταρλίδα πρόσεξε ότι άνθρωποι έμεναν σε ορισμένα απ’αυτά τα άθλια μέρη.
«Μου είπες ότι η πόλη έξω απ’τα τείχη δεν είναι κατοικημένη,» είπε ο Τάμπριελ στον Ρέμικατ.
«Και δεν είναι. Όχι επίσημα, τουλάχιστον. Αυτοί που βλέπετε δεν θεωρούνται ‘κάτοικοι’: δεν πληρώνουν φόρο, ούτε τους προστατεύει κανένας αν χρειαστούν προστασία.»
«Μέσα στην Καρκούμ, δηλαδή, υπάρχει κανένας που να σε προστατεύει;» είπε ο Καλέφραζ μορφάζοντας.
Ο Ρέμικατ μειδίασε λοξά. «Εδώ τα πράγματα είναι χειρότερα. Όχι μόνο δεν σε προστατεύουν, σου επιτίθενται ανοιχτά όποτε τους κατέβει. Ακόμα κι οι πολεμιστές του Νίρναλωμ έρχονται για ν’αρπάξουν ό,τι βρουν (αν και δεν είναι πολλά αυτά που βρίσκουν), να βιάσουν, ή να πάρουν δούλους. Εδώ πέρα, Καλέφραζ, μπορούν να μπουν στο σπίτι σου και να σε κάνουν δούλο χωρίς καμια εξήγηση απολύτως.»
Ο Γραμματικός μόρφασε πάλι, φανερά αηδιασμένος. «Βαρβαρισμός…!»
«Περίεργο μέρος διάλεξε για να μένει αυτός ο Αλίρκωπ,» σχολίασε ο Τάμπριελ.
«Έχει τους λόγους του, όπως ισχυρίζεται,» αποκρίθηκε ο Ρέμικατ.
Όταν πλησίαζαν στις παρυφές της ατείχιστης ερειπωμένης πόλης, ο έμπορος τούς οδήγησε κάτω από μια μεταλλική καμάρα που το μέταλλό της δεν είχε ακόμα καταστραφεί πλήρως ύστερα από τόσους αιώνες, αν και είχε επάνω του πολλές μεγάλες τρύπες. Μετά την καμάρα, ο Ρέμικατ μπήκε σε μια είσοδο στ’αριστερά. Την είσοδο μιας πολυκατοικίας. Κι άρχισαν ν’ανεβαίνουν στριφτές σκάλες.
Η Ανταρλίδα είχε την αίσθηση ότι τους παρακολουθούσαν, ότι κάποιοι κινούνταν πίσω από τους τοίχους και τις κατεστραμμένες πόρτες· μπορούσε ν’ακούσει μικρούς ήχους, πέρα από αυτούς που έκαναν τα βήματα εκείνης και των συντρόφων της, και να δει φευγαλέες σκιές.
«Δεν είμαστε μόνοι.»
«Μην ανησυχείς,» της είπε ο Ρέμικατ. «Είναι οι φύλακες του Αλίρκωπ.»
«Φύλακες;»
«Πνεύματα των ερειπίων.»
Η Ανταρλίδα έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Τάμπριελ, αλλά εκείνος έμεινε σιωπηλός, και ούτε η έκφρασή του πρόδιδε κάτι.
Μπροστά σε μια ξύλινη πόρτα – που σίγουρα ήταν καινούργια, όχι της εποχής των ερειπίων – ο Ρέμικατ σταμάτησε και χτύπησε.
Η πόρτα άνοιξε αποκαλύπτοντας έναν λευκό άντρα με καστανά μακριά μαλλιά και γενειάδα. Τα μάτια του ήταν στενά και γυαλιστερά. Τα ρούχα του έμοιαζαν προχειροφτιαγμένα αλλά δεν ήταν κουρέλια· θύμιζαν ρούχα ταξιδευτή.
«Ρέμικατ…» είπε. «Μεγάλη παρέα φέρνεις μαζί σου.»
«Οι πολεμιστές είναι εδώ για λόγους προστασίας,» εξήγησε ο έμπορος. Και, δείχνοντας τον Τάμπριελ με το σαγόνι του: «Από εδώ είναι ο άνθρωπος που σου είπα ότι ενδιαφέρεται για τους Αρχαίους και για τον Κατακλυσμό.»
Ο Αλίρκωπ κοίταξε την όψη του Τάμπριελ κάτω απ’την κουκούλα της κάπας του, και συνοφρυώθηκε έντονα. «Δεν είσαι από δω.»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, «δεν είμαι από τον κόσμο σας. Ήρθα από το Ρήγμα, το οποίο μπορείτε να δείτε ακόμα κι από τούτα τα μέρη παρότι είναι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά σας.»
Ο μάγος κούνησε το κεφάλι παίρνοντας μια σκεπτική έκφραση. «Ναι… ναι… Το Ρήγμα, όπως το λες. Το αισθάνθηκα να ανοίγει εκείνη τη νύχτα. Όλοι το αισθάνθηκαν, έστω κι αν οι περισσότεροι δεν ξέρουν τι αισθάνθηκαν.»
«Εσύ ξέρεις τι είναι το Ρήγμα;»
«Ένα σκίσιμο στο Υφαντό· κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να οδηγεί… αλλού. Κι από εκεί μπορεί κάτι να έρθει… όπως εσύ και αυτή η γυναίκα.» Το βλέμμα του εστιάστηκε τώρα στο κατάλευκο πρόσωπο της Ανταρλίδας.
Ο Ρέμικατ ρώτησε: «Να περάσουμε, Αλίρκωπ;»
«Περάστε. Περάστε όλοι – κι αυτοί με τις αρματωσιές.»
Μπήκαν και κάθισαν σ’ένα δωμάτιο στρωμένο με χαλιά. Καρέκλες δεν υπήρχαν αλλά δεν τους πείραζε. Μονάχα δύο ξύλινα σκαμνιά είχε ο Αλίρκωπ, και στο ένα κάθισε ο ίδιος ενώ στο άλλο ο Χάλρεοκ όταν είδε ότι κανένας άλλος δε θα το χρησιμοποιούσε· είχαν όλοι βολευτεί οκλαδόν στο πάτωμα.
«Θα σας κερνούσα κάτι,» είπε ο μάγος των ερειπίων, «αλλά είστε πολλοί για την αποθήκη μου.» Μειδίασε, αποκαλύπτοντας δόντια που ούτε ίσια ήταν ούτε και σε πολύ καλή κατάσταση.
Στους τοίχους του δωματίου ήταν κρεμασμένα δέρματα ζώων και μερικά κόκαλα, ενώ ο ένας από τους τοίχους ήταν ζωγραφισμένος με κάποιου είδους φυσική μπογιά. Απεικόνιζε έναν δρόμο μιας ερειπωμένης πόλης (μάλλον, της Καρκούμ), μέσα στον οποίο βρισκόταν μια σκιερή οντότητα που η μορφή της δεν ήταν ξεκάθαρη: θα μπορούσε να είναι άνθρωπος, ή ψηλός λύκος σηκωμένος στα δύο πισινά πόδια, ή μακρύ και πλατύ ερπετό.
Ένας μεγάλος σκύλος βγήκε από μια πόρτα του δωματίου και ζύγωσε τον Αλίρκωπ για να καθίσει στα πόδια του. Το τρίχωμά του ήταν γκριζόμαυρο, τα αφτιά του μυτερά και πεταχτά. Είχε καταγάλανα μάτια, και ατένιζε τους επισκέπτες με επιφύλαξη.
Ο μάγος τον χάιδεψε στο κεφάλι μ’ένα χέρι που ήταν γεμάτο κοκάλινα και ξύλινα μπιχλιμπίδια. «Σας έφερε, λοιπόν, ο Ρέμικατ για να μάθετε περισσότερα για το Άγκιστρο του Κόσμου;»
«Μας έφερε,» είπε ο Τάμπριελ, «για να μας πεις πώς μπορούμε να πάμε να το βρούμε· γιατί έχω ακούσει ότι ο δρόμος είναι επικίνδυνος.»
«Ο δρόμος, πράγματι, είναι επικίνδυνος… Θα κάνω ό,τι μπορώ για εσάς, αλλά θα πρέπει πρώτα να με πληρώσετε ανάλογα. Δηλαδή, με ανάλογο είδος.»
«Τι θέλεις;»
«Να μου πείτε ποιοι είστε κι από πού έρχεστε. Και να μου εξηγήσετε τι είναι το… Ρήγμα.»
«Ανταλλαγή πληροφοριών,» είπε ο Τάμπριελ. «Σωστό και δίκαιο.» Και του μίλησε για το Γνωστό Σύμπαν και για τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο ενώ η ώρα περνούσε και το πρωί παραχωρούσε τη θέση του στο μεσημέρι. Η ζέστη είχε δυναμώσει αξιοσημείωτα όταν ο Τάμπριελ ρώτησε τελικά: «Είναι ικανοποιητικά αυτά;»
Ο Αλίρκωπ κατένευσε. «Νομίζω πως ναι.»
Ο Τάμπριελ ήπιε μια γουλιά νερό απ’το φλασκί του, και ρώτησε: «Προτού μας πεις πώς να ταξιδέψουμε στο Άγκιστρο, μπορείς πρώτα να μου εξηγήσεις τι συμβαίνει με τους μάγους σ’αυτό τον κόσμο; Επειδή κι εγώ μάγος είμαι, αλλά από εκεί όπου έρχομαι ξέρω τη μαγεία διαφορετικά από εσάς.»
«Η προέλευση της μαγείας είναι το Υφαντό, Τάμπριελ,» αποκρίθηκε ο Αλίρκωπ. «Όλοι το ξέρουν αυτό, αν και ορισμένοι δίνουν άλλα ονόματα στο Υφαντό. Έχω ακούσει, ας πούμε, να το λένε Πλέγμα, ή Ιερό Οίκο. Κάποιοι, μάλιστα, το ονομάζουν απλά Κόσμο· γιατί είναι κάτι που συγκρατεί τον κόσμο μας ενωμένο – όλοι το ξέρουν.»
«Ναι…» είπε, σκεπτικά, ο Τάμπριελ. «Ναι… Νομίζω ότι καταλαβαίνω. Και πώς επικαλείστε τη δύναμη του Υφαντού;»
«Εσύ πώς την επικαλείσαι;»
«Χρησιμοποιώ τη γλώσσα της μαγείας – μια γλώσσα που το σύμπαν καταλαβαίνει και ανταποκρίνεται – καθώς επίσης και κάποιες χειρονομίες. Με συγκεκριμένους συνδυασμούς γίνονται ξόρκια και μαγγανείες.»
Ο Αλίρκωπ δεν έμοιαζε να κατανοεί πλήρως. «Εγώ ζητώ απ’το Υφαντό να μου δώσει κάτι, κι αν η ανάγκη μου είναι αληθινή, το Υφαντό μού το δίνει.»
Τόσο απλά; «Ο Ρέμικατ μάς είπε ότι έχεις κάποιους φύλακες εδώ. Η Ανταρλίδα μπορούσε να τους αντιληφτεί καθώς ανεβαίναμε μέσα στον πύργο σου.» Δεν υπήρχε καλύτερη λέξη για να πει κανείς πολυκατοικία στην Οικουμενική.
Ο Αλίρκωπ ένευσε. «Ναι, τα πνεύματα των ερειπίων. Είναι γεννήματα του εδάφους. Έχουμε καλή συνεννόηση μεταξύ μας, αν και στην αρχή είχανε λυσσάξει και θέλανε να με καταστρέψουν. Ακόμα υπάρχουν κάποια που δε με συμπαθούν. Αυτό εκεί, για παράδειγμα.» Υψώνοντας το χέρι του, έδειξε τη ζωγραφική στον τοίχο. «Προσπαθώ να το αναπαραστήσω όσο καλύτερα μπορώ για να το παγιδέψω και να το πολεμήσω όταν ξαναπαρουσιαστεί.»
Η Ανταρλίδα κοίταξε παραξενεμένη τον Τάμπριελ. Τι λέει αυτός ο άνθρωπος; συλλογίστηκε. Μήπως είναι τρελός; –Μα τους θεούς! τι σκέφτομαι; Κι ο Τάμπριελ τρελός θα μπορούσες να πεις ότι είναι, μ’αυτές τις «εικόνες» που βλέπει.
Ο Φεηνάρκιος μάγος δεν γύρισε ν’αντικρίσει τη Μαύρη Δράκαινα· συνέχισε να κοιτάζει τον Αλίρκωπ. «Μάλιστα…» είπε. «Στην πατρίδα μου φυλακίζουμε θεούς, πνεύματα, και δαίμονες μέσα σε ειδικά κατασκευασμένα αντικείμενα. Μόνο εμείς ξέρουμε αυτή την τεχνική, το τάγμα των Δεσμοφυλάκων. Ίσως θα σου φαινόταν χρήσιμο αν σου έδειχνα πώς να το κάνεις κι εσύ.»
Τα στενά μάτια του Αλίρκωπ στένεψαν ακόμα περισσότερο, από έντονο ενδιαφέρον.
«Δε γίνεται αμέσως, όμως,» συνέχισε ο Τάμπριελ. «Κι επιπλέον, θα σου προσφέρω αυτή τη γνώση μόνο αν μας εξυπηρετήσεις καλά για να φτάσουμε στο Άγκιστρο του Κόσμου, και αν μας πεις όλα όσα ξέρεις γι’αυτό.»
«Είμαστε σύμφωνοι,» δήλωσε ο Αλίρκωπ.
Δεν τον εμπιστευόμουν καθόλου αυτόν τον Αλίρκωπ. Δεν μου άρεσε ούτε η όψη του ούτε τα όσα έλεγε. Έκανε τις τρίχες μου να ορθώνονται, κι ένιωθα σαν έντομα να έτρεχαν πάνω στη ράχη μου.
Εκείνη την εποχή, όμως, το ίδιο θα αισθανόμουν για οποιονδήποτε μάγο. Δεν εμπιστευόμουν κανέναν τους· ήταν κάτι το παράδοξο για εμένα. Εκτός από τον Μεγάλο Προφήτη, φυσικά, τον οποίο έβλεπα αλλιώς γιατί δεν ήταν από τον κόσμο μας.
Όταν ο Αλίρκωπ δήλωσε πρόθυμος να μας συνοδέψει, όχι να μας καθοδηγήσει απλώς, στο Άγκιστρο του Κόσμου, αυτό μεγάλωσε την ανησυχία μου, επειδή δεν τον ήθελα μαζί μας. Ο Μεγάλος Προφήτης, ωστόσο, δεν διαφώνησε στο ελάχιστο. Του είπε: Έλα, και θα κάνουμε όπως συμφωνήσαμε. Δηλαδή, εννοούσε ότι στο ταξίδι θα του δίδασκε εκείνη την τεχνική για να παγιδεύει πνεύματα μέσα σε ειδικά κατασκευασμένα αντικείμενα. Κάτι που επίσης δεν μου άρεσε καθόλου. Γιατί, εντάξει, ο Τάμπριελ ερχόταν έξω από τον κόσμο μας και μπορούσε να ξέρει οτιδήποτε άγνωστο σε εμάς· αλλά ήταν σωστό να μαθαίνει τα ίδια, επικίνδυνα πιθανώς, πράγματα σ’έναν μάγο σε τούτους τους βαρβαρικούς τόπους;
Ο Αλίρκωπ προθυμοποιήθηκε να έρθει μαζί μας αλλά δεν θα ήταν αυτός που θα μας οδηγούσε κιόλας. Γνωρίζω τα μονοπάτια, είπε στον Μεγάλο Προφήτη, μα όχι τόσο καλά όσο αυτούς που είναι η δουλειά τους να ταξιδεύουν βόρεια της Καρκούμ και να αποφεύγουν τους κινδύνους. Και μας πρότεινε να πάμε να βρούμε μια γυναίκα που ονομαζόταν Ζανάιλχα. Μας είπε να της μιλήσουμε σήμερα ώστε, αν μπορούσαμε, να ξεκινήσουμε αύριο. Η Ζανάιλχα πρέπει να είχε μόλις έρθει στην πόλη από κάποιο ταξίδι· έτσι είχε ακούσει.
Επομένως, πήγαμε να επισκεφτούμε αυτή την οδηγό, η οποία έμενε στο περιτειχισμένο μέρος της Καρκούμ, κοντά στα βόρεια τείχη, σ’ένα σπίτι που δεν ήταν και τόσο φτωχικό. Πρέπει να έβγαζε κάμποσα χρήματα από το επάγγελμά της. Ήταν μαυρόδερμη και ψηλή, και τα μαλλιά της – τα οποία έδενε σε τρεις μακριές κοτσίδες – επίσης μαύρα ήταν. Ο Μεγάλος Προφήτης τής μίλησε ενώ εκείνη καθόταν επάνω σε μια μεγάλη πολυθρόνα ντυμένη με τομάρι πάνθηρα· της είπε ποιος μας είχε στείλει σ’αυτήν και πού θέλαμε να μας οδηγήσει. Η Ζανάιλχα δέχτηκε όταν άκουσε τη χρηματική αμοιβή που θα λάμβανε· αποκρίθηκε, όμως, ότι δεν μπορούσε να φύγει αύριο από την πόλη γιατί είχε κάποιες δουλειές.
Θα ξεκινήσουμε μεθαύριο, εντάξει; ρώτησε τον Τάμπριελ.
Εντάξει, της απάντησε εκείνος· και φύγαμε απ’την οικία της.
Όταν επιστρέψαμε στο πανδοχείο Το Τρύπιο Καλύβι, εγώ, ο Ρέμικατ, και η γυναίκα του η Καρνάχω είχαμε μια πολύ έντονη διαφωνία, διότι ήθελαν να μας αφήσουν και να φύγουν. Φοβόνταν ότι θα τους ξαναεπιτίθονταν οι δολοφόνοι του Τέζελ Ντόραλ.
Δεν μπορούμε να το διακινδυνέψουμε άλλο! είπε η Καρνάχω. Σας φέραμε στην Καρκούμ όπως υποσχεθήκαμε. Τι άλλο θέλετε;
Προσπάθησα να φανώ λογικός: Το πλοίο σας θα μας χρειαστεί για να επιστρέψουμε, είπα. Και η Βασίλισσα σάς έχει πληρώσει καλά. Δεν μπορείτε να αγνοήσετε τη Βασίλισσα!
Η Καρνάχω, όμως, ήταν ανένδοτη: Θα μας σκοτώσουν αν μείνουμε! Τι να τα κάνουμε τα λεφτά της Βασίλισσάς σου τότε;
Ο Τάμπριελ παρενέβη όταν ο διαπληκτισμός μας εντάθηκε ακόμα περισσότερο. Νόμιζαν ότι τους απειλούσα! Ότι τους έλεγα πως δεν θα ξαναήταν ευπρόσδεκτοι στο Τάρσαζ αν μας άφηναν εδώ και έφευγαν. Αν είναι δυνατόν! Ποτέ δεν υπονόησα κάτι τέτοιο, παρότι, όντως, προσπάθησα να τους παροτρύνω να μείνουν στην Καρκούμ.
Ο Μεγάλος Προφήτης κατάφερε να μας φέρει σ’έναν συμβιβασμό. Πρότεινε στον Ρέμικατ να μείνει στην πόλη μέχρι να αρχίσουμε το ταξίδι μας με οδηγό τη Ζανάιλχα· μετά, ας έφευγε. Ήταν λογικό εξάλλου, είπε· δεν μπορούσε να απαιτήσει από αυτόν να μείνει όταν διέτρεχε τόσο μεγάλο κίνδυνο. Ο Ρέμικατ συμφώνησε, αν και η Καρνάχω δεν έμοιαζε και τόσο ευχαριστημένη από τούτη τη συμφωνία: αναμφίβολα θα προτιμούσε να απέπλεαν από το λιμάνι της Καρκούμ το ίδιο βράδυ.
*
* * *
*
Καθώς βράδιαζε κάθονταν στην τραπεζαρία του Τρύπιου Καλυβιού τρώγοντας και πίνοντας και συζητώντας με σχετικά εύθυμη διάθεση παρά τον πρόσφατο διαπληκτισμό του Καλέφραζ με τον Ρέμικατ και την Καρνάχω. Ημίγυμνες χορεύτριες χόρευαν γύρω από το μεγάλο τραπέζι τους, ανεμίζοντας πέπλα που τυλίγονταν φασματικά επάνω στα καλλίγραμμα σώματά τους. Οι δύο είχαν δέρμα μαύρο, και μαλλιά η πρώτη είχε γαλανά ενώ η δεύτερη μενεξεδιά· της τρίτης το δέρμα ήταν λευκό-ροζ, και τα μαλλιά της κατάμαυρα και σγουρά.
Ο Καλέφραζ γινόταν κατακόκκινος στο πρόσωπο όποτε οι γυναίκες έρχονταν κοντά του αγγίζοντάς τον με τα πόδια τους, περνώντας τα πέπλα τους μπροστά απ’το πρόσωπό του, ή ακουμπώντας τους ώμους ή τα μαλλιά του με τα χέρια τους. Μετά από λίγο, πρέπει κάτι να κατάλαβαν κι άρχισαν να πλησιάζουν τον Γραμματικό ολοένα και περισσότερο, υπομειδιώντας και ψιθυρίζοντας στ’αφτί του.
Ο Χάλρεοκ τύλιξε το χέρι του γύρω απ’τη μέση της μαυρόδερμης με τα μενεξεδιά μαλλιά και την τράβηξε κοντά του. Εκείνη τού είπε κάτι που οι άλλοι δεν άκουσαν καθώς η φωνή της χάθηκε μέσα στη βαβούρα της τραπεζαρίας, όπου, εκτός από τις ομιλίες των πελατών, αντηχούσε και η μουσική ενός μελωδού που έπαιζε άσκαυλο. Ο Χάλρεοκ γέλασε και αποκρίθηκε στη χορεύτρια (τα λόγια του επίσης δεν ακούστηκαν στους άλλους), οπότε εκείνη κάθισε στα γόνατά του χαμογελώντας και τινάζοντας πίσω τα μενεξεδιά της μαλλιά.
Ο Τάμπριελ, ύστερα από τρία κύπελλα καφάρδιο αναμιγμένο με ρούμι, αισθάνθηκε την ανάγκη να επισκεφτεί την τουαλέτα (γιατί, παρότι ο Καλέφραζ και άλλοι κάποτε θα τον ονόμαζαν Μεγάλο Προφήτη, ακόμα κι οι Μεγάλοι Προφήτες χρειάζονταν κάπου-κάπου να πάνε στην τουαλέτα) και σηκώθηκε απ’τη θέση του. Η Ανταρλίδα τού έριξε ένα ερωτηματικά βλέμμα: Πού πας; Να έρθω; Εκείνος τής έκανε νόημα να καθίσει εκεί που ήταν, και βάδισε προς την πίσω μεριά του πανδοχείου όπου υπήρχε μια μικρή πόρτα η οποία έβγαζε σ’ένα στενορύμι και στις δημόσιες τουαλέτες του Τρύπιου Καλυβιού.
Καθώς ο Τάμπριελ έφευγε, κάποιος σηκώθηκε από ένα τραπέζι και τον ακολούθησε.
Η Ανταρλίδα δεν τον είδε γιατί, εκείνη τη στιγμή, δύο από τις χορεύτριες έτυχε να περνούν από μπροστά – μια από τις λίγες φορές που μια Μαύρη Δράκαινα δεν κατόρθωνε να παρατηρήσει κάτι που την ενδιέφερε.
Μπορεί, όμως, η Ανταρλίδα να μην είδε τον άντρα που ακολούθησε τον Τάμπριελ αλλά ένας άλλος τον είδε: και σηκώθηκε κι αυτός απ’το τραπέζι του κατευθυνόμενος προς την πίσω πόρτα του πανδοχείου.
Ο Τάμπριελ, βγαίνοντας στο σοκάκι, πέρασε μέσα από τη στενή είσοδο που οδηγούσε στις τουαλέτες και πήγε σε μία απ’αυτές. Έκανε τη δουλειά του και ύστερα στράφηκε για να πλύνει τα χέρια του με νερό από το βαρέλι που είχε ο πανδοχέας στον προθάλαμο (μια πολύ ευγενική λέξη για εκείνο το βρόμικο πέτρινο δωμάτιο πριν από τις τουαλέτες). Τότε, όμως, διαπίστωσε ότι δεν ήταν μόνος.
Στη στενή είσοδο στεκόταν ένας άντρας. Σημαδεύοντάς τον με οπλισμένη βαλλίστρα.
Σγουρά, μαύρα μαλλιά· φαρδείς ώμοι. Μετρίου αναστήματος. Λευκός.
Ο ναύτης του Ρέμικατ.
Ακριβώς όπως στην εικόνα που ο Τάμπριελ είχε δει στο μυαλό του.
«Ποιος σε πλήρωσε;» τον ρώτησε ψυχρά.
«Τι σημασία μπορεί να έχει για σένα, κοκκινόδερμο τέρας; Τώρα, είσαι νεκρός,» αποκρίθηκε ο ναύτης με τη βαλλίστρα.
«Η Ανταρλίδα είναι πίσω σου: εσύ σύντομα θα είσαι νεκρός.»
«Ναι, σε πίστεψα– Ογκχ…!» Τα μάτια του γούρλωσαν· παραπάτησε κι έπεσε μπρούμυτα ενώ η βαλλίστρα έφευγε απ’τα χέρια του. Στην πλάτη του ένα ξιφίδιο ήταν καρφωμένο ώς τη λαβή.
Ο Τάμπριελ ξαφνιάστηκε, γιατί δεν περίμενε ότι πραγματικά κάποιος βρισκόταν πίσω από τον ναύτη. Είχε μπλοφάρει.
Φαίνεται, όμως, πως η Ανταρλίδα με ακολούθησε τελικά–
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του κι ένας άντρας μπήκε στον στενό προθάλαμο, πατώντας αδιάφορα το πτώμα του ναύτη. Ήταν ψηλός και λιγνός, ντυμένος με μαύρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, ενώ μια ελαφριά, γκρίζα καλοκαιρινή κάπα έπεφτε στους ώμους του. Το πρόσωπό του ήταν μακρύ, κι ένα αχνό μειδίαμα υπήρχε στα χείλη του. Τα μαλλιά του ήταν σκούρα καστανά και κοντοκουρεμένα, το δέρμα του λευκό με απόχρωση του ροζ.
Και τα μάτια του…
Ήταν παράξενα τα μάτια του. Έμοιαζαν με μάτια μέσα σε μάτια μέσα σε μάτια. Έδωσαν, για μια στιγμή, στον Τάμπριελ την εντύπωση ματιών εντόμου.
«Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε, ξαφνιασμένος.
Ο άντρας έσκυψε, τράβηξε το ξιφίδιό του από την πλάτη του πτώματος, το σκούπισε μ’ένα μαντήλι, και το θηκάρωσε στη ζώνη του.
«Το όνομά μας δεν έχει σημασία, Τάμπριελ,» αποκρίθηκε. «Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι μας χρωστάς τη ζωή σου.»
Τα μάτια του Τάμπριελ στένεψαν. «Δε μ’αρέσει ο τρόπος που αρχίζεις ετούτη την κουβέντα, όποιος κι αν είσαι.»
«Δεν είμαι κάποιος. Είμαστε όλοι φορείς της θέλησης του Μεγάλου, ο οποίος επιθυμεί να σε έχει κοντά του, γιατί γνωρίζει ότι όπως κι αυτός έτσι κι εσύ είσαι ξεχωριστός σε τούτο τον κόσμο.»
«…Ο Ιεράρχης,» μουρμούρισε ο Τάμπριελ περισσότερο στον εαυτό του παρά στον άντρα αντίκρυ του.
«Όπως ήταν αναμενόμενο, έχεις ακούσει για εμάς,» είπε αυτός, μ’εκείνο το αχνό μειδίαμα να μην έχει φύγει καθόλου απ’το πρόσωπό του. «Πρέπει να έρθεις μαζί μας τώρα, Τάμπριελ, για να γνωρίσεις τον Μεγάλο.»
«Δεν το νομίζω· έχω καλύτερα πράγματα να κάνω,» αποκρίθηκε ξερά ο Τάμπριελ.
«Ο Μέγας θα σου δείξει πράγματα που δεν είχες ποτέ φανταστεί.»
«Τον ευχαριστώ για την προσφορά, πες του, αλλά αρνούμαι να τον συναντήσω τώρα. Ίσως κάποια άλλη στιγμή.»
Η έκφραση στο πρόσωπο του Ιεράρχη δεν άλλαξε, σαν η όψη του να ήταν μια μάσκα φτιαγμένη από πηλό. «Δε χρειάζεται να του πούμε τίποτα· είναι εδώ, μαζί μας. Και δεν δέχεται να αρνηθείς την προσφορά του, δυστυχώς για σένα.»
Δεν έχω άλλη επιλογή, λοιπόν. Ο Τάμπριελ τράβηξε το πιστόλι του και σημάδεψε τον Ιεράρχη. «Αυτό το όπλο,» του είπε, «αναμφίβολα δε θα το γνωρίζεις γιατί δεν υπάρχει σε τούτο τον κόσμο, αλλά μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι είναι πολύ θανατηφόρο. Αν πατήσω τη σκανδάλη, είσαι νεκρός–»
«Δεν μπορούμε να πεθάνουμε, Τάμπριελ–»
«Όπως και νάχει, αυτό το σώμα δεν θα είναι πλέον διαθέσιμο, και θα έχεις χάσει έναν σου πράκτορα στην Καρκούμ.»
«Γιατί δεν πατάς τη σκανδάλη τότε;»
«Προτιμώ να αποφύγω τον θόρυβο. Φύγε από μπροστά μου και θα προσποιηθούμε πως τούτο το περιστατικό δεν συνέβη· μείνε και θα χάσεις το σώμα σου.»
Ο Ιεράρχης στράφηκε και έφυγε. Ο Τάμπριελ τον είδε να εξαφανίζεται μέσα στο σκοτεινό στενορύμι πίσω από το Τρύπιο Καλύβι.
Θηκαρώνοντας το πιστόλι του, επέστρεψε στην τραπεζαρία του πανδοχείου και ζύγωσε το τραπέζι των συντρόφων του. «Ένας ναύτης σου είναι νεκρός στις τουαλέτες,» είπε στον Ρέμικατ δίχως να καθίσει.
«Τι πράγμα;» έκανε εκείνος, αιφνιδιασμένος.
«Προσπάθησε να με σκοτώσει–»
(ο Τάμπριελ είδε τα μάτια της Ανταρλίδας να γουρλώνουν προς στιγμή και τις γροθιές της να σφίγγονται πάνω στο τραπέζι – μια Μαύρη Δράκαινα δεν μπορούσε να ανεχτεί μια τέτοια αποτυχία)
«–αλλά κάποιος άλλος τον σκότωσε προτού με τοξέψει.»
«Ποιος άλλος;» ρώτησε αμέσως η Ανταρλίδα.
«Ένας άντρας. Δεν τον έχω ξαναδεί, μα πρέπει να με ακολουθούσε.» Και, χρησιμοποιώντας την Ανώτερη Γλώσσα του Τάρσαζ για να μην τον καταλαβαίνουν οι χορεύτριες, συνέχισε: «Τον είχε στείλει ο Ιεράρχης.»
Ο Χάλρεοκ καταράστηκε. «Και τι σου είπε;» ρώτησε, επίσης στην Ανώτερη Γλώσσα.
«Να πάω μαζί του. Και δε φαινόταν να μπορώ να του αλλάξω γνώμη, έτσι τον απείλησα με το πιστόλι μου. Ήταν αρκετά έξυπνος για να υποχωρήσει τότε.» Αλλά, δυστυχώς, ο Μέγας Ιεράρχης τώρα γνωρίζει για τα όπλα μας: ό,τι ξέρει ένας από τους Ιεράρχες το ξέρουν όλοι, έτσι δε λένε στο Τάρσαζ;
Η Ανταρλίδα σηκώθηκε από την καρέκλα της. «Προς τα πού πήγε;»
«Ακολούθησε το σοκάκι πίσω από το πανδοχείο. Δε νομίζω ότι έχει νόημα τώρα να τον κυνηγήσεις.»
Χρησιμοποιώντας τη Συμπαντική, η Ανταρλίδα είπε: «Έπρεπε να είχα έρθει μαζί σου!»
Ο Ρέμικατ σηκώθηκε όρθιος. «Δεν καταλαβαίνω τι λέει κανένας σας! Δε μπορείτε να μιλήσετε στην Οικουμενική; Τι θα κάνω τώρα, με τον νεκρό ναύτη στις τουαλέτες; Ακόμα ένας νεκρός σε τούτο το πανδοχείο – εξαιτίας μου!»
«Μην πανικοβάλλεσαι,» του είπε ο Χάλρεοκ, καθώς κι εκείνος σηκωνόταν παραμερίζοντας τη χορεύτρια που καθόταν στα γόνατά του· «θα μιλήσουμε στον πανδοχέα και θα τα κανονίσουμε.» Στράφηκε στη χορεύτρια. «Μπορείς να μας τον φωνάξεις, κούκλα;»
Εκείνη κατένευσε κι έφυγε βιαστικά.
Όταν ο πανδοχέας ήρθε, του είπαν ότι ο ναύτης είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον Τάμπριελ για άγνωστο λόγο (δεν ήξεραν ποιος τον είχε πληρώσει ή αν, ίσως, ήταν τρελός – πράγμα που αλήθευε) και η Ανταρλίδα τον είχε σώσει. Δεν ανέφεραν τίποτα για τον Ιεράρχη. Ο πανδοχέας δεν φάνηκε καθόλου ευχαριστημένος από τούτο το γεγονός· έπιασε τα μαλλιά του και τους είπε ότι θα τον κατέστρεφαν! θα τον κατέστρεφαν!
Ο Ρέμικατ, που τώρα είχε ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του, τον αγριοκοίταξε. «Μη μου πεις ότι είναι η πρώτη φορά που βρίσκεις νεκρό στις τουαλέτες σου. Είναι;»
Ο πανδοχέας κούνησε το κεφάλι. «Δεν είναι, αλλά…»
«Δε χρειάζεται αυτή τη φορά να κάνεις τίποτα το ιδιαίτερο· απλά θα τον πάρω από τις τουαλέτες και θα φροντίσω εγώ για την κηδεία του. Δικός μου ναύτης είναι, εξάλλου. Εσύ δεν ξέρεις τίποτα, εντάξει; Αν κάποιος σε ρωτήσει, τον βρήκες εκεί και, μετά, εγώ τον αναγνώρισα.»
Ο πανδοχέας έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει, εντάξει.»
Έπειτα, ο Ρέμικατ κανόνισε κάποιοι ναύτες να πάρουν τον νεκρό και να τον μεταφέρουν στην Ταχύδρομη Κυρά. Δεν τους έδωσε εξηγήσεις για το πώς σκοτώθηκε· τους είπε μονάχα ότι βρέθηκε μαχαιρωμένος στην τουαλέτα, και τους ρώτησε μήπως ήξεραν αν είχε τίποτα ύποπτα πάρε-δώσε εδώ, στην Καρκούμ. Κανένας τους δεν ήξερε το παραμικρό.
«Τον είχες καιρό στο πλήρωμά σου;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον Ρέμικατ, αργότερα.
«Όχι πολύ καιρό. Δεν έχω ιδέα γιατί μπορεί να προσπάθησε να σε σκοτώσει.»
«Κάποιος τον πλήρωσε, προφανώς. Και έχω μια υποψία ποιος…»
Ο Ρέμικατ συνοφρυώθηκε. «Ποιος;»
«Δεν έχει σημασία τώρα. Δεν έχω καμια απόδειξη, εξάλλου. Ούτε ο ναύτης σου μου είπε τίποτα όταν τον ρώτησα.»
Η απόπειρα δολοφονίας κατά του Μεγάλου Προφήτη, αν και δεν ήταν μη αναμενόμενη όπως κατά του Ρέμικατ, με τράνταξε. Καθώς επίσης και η εμφάνιση του Ιεράρχη. Τον ναύτη, αρχικά, αδυνατούσα να φανταστώ ποιος μπορεί να τον είχε στείλει· ή, μάλλον, δεν ήθελα να φανταστώ. Ο Μεγάλος Προφήτης όμως, καθώς και η Συνοδός του, υποπτεύονταν τον Πρωθιερέα του Μαράνχαλωμ χωρίς να το κρύβουν. Όφειλα να παραδεχτώ πως αυτό δεν ήταν απίθανο· ο Πρωθιερέας δεν συμπαθούσε τον Μεγάλο Προφήτη. Ωστόσο δεν μπορούσα και να μην έχω στη σκέψη μου ένα ακόμα ενδεχόμενο: Πιθανώς οι Ιεράρχες να είχαν πληρώσει τον ναύτη ώστε να επιτεθεί στον Τάμπριελ, για να τον σκοτώσουν μετά και να παριστάνουν τους σωτήρες. Την υποψία μου αυτή την ανέφερα στον Μεγάλο Προφήτη και στη Συνοδό του, κι εκείνοι δεν διαφώνησαν· μου είπαν ότι ήταν, πράγματι, πιθανό.
Θα πρέπει να προσέχουμε πολύ αυτόν τον Ιεράρχη που βρίσκεται στην Καρκούμ, είπε η Ανταρλίδα. Μάλλον ήρθε εδώ με το πλοίο που μας ακολουθούσε από τότε που φύγαμε απ’το Τάρσαζ.
Τέλος πάντων. Προσπάθησα με τα χίλια ζόρια να κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα· αλλά δεν τα κατάφερα: μέχρι τα ξημερώματα σκεφτόμουν συνεχώς την Κάνταφαχ μου και τα παιδιά.
*
* * *
*
Ο Χάλρεοκ κατέβηκε τη σκάλα του πανδοχείου και πήγε στο μεγάλο τραπέζι όπου κάθονταν οι υπόλοιποι παίρνοντας πρωινό.
«Ο Καλέφραζ δεν απαντά,» είπε στον Τάμπριελ και στην Ανταρλίδα. «Του χτυπούσα την πόρτα και φώναζα το όνομά του, αλλά δε μου μιλούσε.»
Μη μου πεις ότι θα έχουμε κι άλλες ιστορίες σε τούτο το τρισκατάρατο πανδοχείο… σκέφτηκε η Ανταρλίδα και σηκώθηκε όρθια. «Πάω να κοιτάξω.»
Ο Χάλρεοκ την έπιασε απ’τον πήχη. «Θα διαρρήξεις την πόρτα;»
«Αν χρειαστεί.»
Ο Τάμπριελ σηκώθηκε επίσης. «Θα έρθω μαζί σου.»
«Κι εγώ,» δήλωσε ο Χάλρεοκ.
Ανέβηκαν τη σκάλα και πήγαν στο δωμάτιο του Γραμματικού.
Ο Τάμπριελ ύψωσε τη γροθιά του και χτύπησε. «Καλέφραζ; Είσαι μέσα;»
Ησυχία.
Ο Τάμπριελ ξαναχτύπησε, δυνατότερα. «Καλέφραζ!»
Η Ανταρλίδα τού ψιθύρισε: «Έχεις ‘δει’ τίποτα γι’αυτό;»
Την ίδια στιγμή, η φωνή του Γραμματικού ακουγόταν από μέσα: «Τάμπριελ, είσαι μόνος;»
«Η Ανταρλίδα και ο Χάλρεοκ είναι μαζί μου.»
«Μπορείς να μπεις λίγο μόνος; Μόνο εσύ, κανένας άλλος.»
Η Ανταρλίδα έριξε στον Τάμπριελ ένα προειδοποιητικό βλέμμα.
«Θα έρθω, Καλέφραζ,» είπε εκείνος.
«Είσαι τρελός;» σύριξε η Ανταρλίδα σφίγγοντας το μπράτσο του. «Είσαι τρελός; Ίσως νάναι παγίδα!»
«Είσαι μόνος, Καλέφραζ;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Ναι!» απάντησε αμέσως ο Γραμματικός. «Ποιος άλλος νάναι στο δωμάτιό μου;»
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Κάτι συμβαίνει. Θα έρθω μαζί σου, Τάμπριελ. Μη διαφωνήσεις.»
«Θα έρθει κι η Ανταρλίδα, Καλέφραζ. Πειράζει;»
Ο Γραμματικός άργησε να απαντήσει. Αλλά τελικά: «Εντάξει, ας έρθει,» αναστέναξε. «Κανένας άλλος, όμως. Θέλω να μιλήσω σ’εσένα μόνο, Τάμπριελ.»
Ο Τάμπριελ έκανε νόημα στον Χάλρεοκ ν’απομακρυνθεί· εκείνος υπάκουσε, αν και διστακτικά. Το χέρι του ήταν κοντά στη λαβή του σπαθιού που κρεμόταν από τη ζώνη του.
Η Ανταρλίδα έπιασε το πόμολο κι έκανε ν’ανοίξει την πόρτα, αλλά διαπίστωσε ότι ήταν κλειδωμένη. «Καλέφραζ, άνοιξε,» είπε δυνατά.
Η πόρτα ακούστηκε να ξεκλειδώνει, και μισάνοιξε. Η όψη του Γραμματικού φάνηκε. «Ελάτε,» είπε.
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα μπήκαν, και ο Καλέφραζ έκλεισε αμέσως την πόρτα πίσω τους και την κλείδωσε πάλι.
Στο κρεβάτι ήταν καθισμένη μία από τις χορεύτριες που χτες βράδυ χόρευαν στο τραπέζι τους: η λευκή με τα κατάμαυρα σγουρά μαλλιά. Είχε τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος κι έμοιαζε τσαντισμένη.
«Τι ακριβώς συμβαίνει, Καλέφραζ;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Δε βλέπεις τι συμβαίνει;» αποκρίθηκε ο Γραμματικός δείχνοντας τη χορεύτρια. «Μα τον Μεγάλο Τίγρη, Τάμπριελ, δεν ήξερα τι έκανα! Έγινε κατά λάθος! Παρασύρθηκα! Το ποτό… ξέρεις…» Μιλούσε στην Ανώτερη Γλώσσα για να μην τον καταλαβαίνει η γυναίκα στο κρεβάτι.
Η Ανταρλίδα τον αγριοκοίταξε. «Έκανες όλη αυτή τη φασαρία επειδή κοιμήθηκες μαζί με μια απ’τις χορεύτριες του πανδοχείου;» Δεν μπήκε στον κόπο να μιλήσει στην Ανώτερη Γλώσσα.
«Η σύζυγός μου θα με σκοτώσει,» είπε ο Καλέφραζ εξακολουθώντας να χρησιμοποιεί την Ανώτερη Γλώσσα. «Και έχω και δύο παιδιά. Δεν πρέπει αυτό να μαθευτεί! Αν το μάθει ο Χάλρεοκ κι οι άλλοι πολεμιστές, καταστράφηκα! Καταστράφηκα! –Θα με βοηθήσετε;»
«Γιατί δεν την έβγαζες απ’το δωμάτιό σου τόση ώρα που κανένας δεν ήταν στον διάδρομο;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Δεν ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν κανένας – άσε που μπορεί κάποιος να εμφανιζόταν ξαφνικά.»
«Τι θέλεις να κάνουμε;» ρώτησε ο Τάμπριελ, υπομονετικά.
«Διώξτε τους άλλους από τον διάδρομο για να–»
«Μόνο ο Χάλρεοκ είναι εδώ,» του είπε η Ανταρλίδα. «Οι υπόλοιποι είναι κάτω.»
«Εντάξει, διώξτε αυτόν. Δώστε μου λίγο χρόνο.»
Ο Τάμπριελ έκανε νόημα στην Ανταρλίδα.
«Εντάξει,» είπε εκείνη μορφάζοντας, «θα τ’αναλάβω.»
«Πες του ότι ήθελα να μιλήσω στον Τάμπριελ για… εμμμ… για ένα όνειρο που είδα τη νύχτα. Ένα όνειρο, ναι, που με τρόμαξε. Εντάξει;»
Η Ανταρλίδα κατένευσε και βγήκε απ’το δωμάτιο.
Ο Καλέφραζ στράφηκε στον Τάμπριελ: «Δε θα πείτε τίποτα γι’αυτό, έτσι; Ούτε εσύ ούτε η Ανταρλίδα.»
«Μην ανησυχείς· δεν έχουμε πρόβλημα στο να κρατάμε μυστικά.»
«Σ’ευχαριστώ, φίλε μου. Σ’ευχαριστώ!» είπε ο Καλέφραζ και του έσφιξε το χέρι ανάμεσα στα δύο δικά του. «Είμαι ευγνώμων.»
*
Την υπόλοιπη ημέρα τίποτα το επεισοδιακό δεν συνέβη: κάθονταν στο πανδοχείο χωρίς άλλες εκπλήξεις. Κατά το μεσημέρι, η Ανταρλίδα είπε στον Τάμπριελ ότι θα πήγαινε να ρίξει μια ματιά στο λιμάνι, να δει πού βρισκόταν το πλοίο που τους ακολουθούσε καθώς έρχονταν. Και όσο θα λείπω, του τόνισε, να είσαι στο δωμάτιό μας. Εκείνος αποκρίθηκε: Η Παντοκράτειρα ήταν λιγότερο αυταρχική από σένα, Μαύρη Δράκαινα. —Για το καλό σου είναι. Την άλλη φορά, λίγο σ’άφησα απ’τα μάτια μου και είδες τι συνέβη. —Όλες τα ίδια λέτε. Η Ανταρλίδα τον αγριοκοίταξε, και το πρόσωπο του Τάμπριελ σχημάτισε ένα από τα σπάνιά του χαμόγελα.
Η Μαύρη Δράκαινα δεν άργησε να επιστρέψει και να του πει ότι το πλοίο είχε εξαφανιστεί. Μάλλον είχε φέρει εδώ τον Ιεράρχη – και άλλους μαζί του, πιθανώς – και είχε εκπλεύσει απ’την Καρκούμ.
«Πράγμα το οποίο σημαίνει,» κατέληξε η Ανταρλίδα, «ότι αυτή τη στιγμή δεν έχουμε ιδέα πού μπορεί να κρύβεται ο εχθρός μας.»
«Δε θα είναι μακριά, πάντως,» είπε ο Τάμπριελ· και τη ρώτησε: «Τι νομίζεις για την υποψία του Καλέφραζ; Μπορεί οι Ιεράρχες να πλήρωσαν τον ναύτη για να μου επιτεθεί;»
«Δεν αποκλείεται. Ο Γραμματικός, παρότι το παίζει αθώος, έχει δόλιο νου, όπως αποδείχτηκε σήμερα το πρωί.» Και μειδίασε.
Ο Τάμπριελ απλώς κούνησε το κεφάλι και ήπιε μια γουλιά καφάρδιο, καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού του.
*
Η Ζανάιλχα ήρθε να τους βρει το απόβραδο, μαζί με τον Αλίρκωπ. Πλάι στον μάγο βάδιζε ο γκριζόμαυρος σκύλος του που ονομαζόταν Θυμός – «επειδή,» όπως είχε πει στον Τάμπριελ όταν μίλησαν, «ήρθε σε μένα σε μια περίοδο μεγάλου θυμού.»
Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, και οι υπόλοιποι κάθονταν στο συνηθισμένο τους τραπέζι στην τραπεζαρία του Τρύπιου Καλυβιού, παίρνοντας βραδινό, και κοίταξαν τον Αλίρκωπ με περιέργεια. Τη Ζανάιλχα την περίμεναν, αλλά όχι κι αυτόν μαζί της.
«Το πρωί ξεκινάμε,» είπε η μαυρόδερμη οδηγός στον Τάμπριελ. «Με την αυγή. Να έχετε μαζί σας αρκετά τρόφιμα και ό,τι άλλο μπορεί να χρειαστείτε – σκηνές, κουβέρτες, όπλα, σχοινιά, μπαστούνια· ξέρετε.»
«Κανένα πρόβλημα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Πού θα συναντηθούμε;»
«Στο λιμάνι.» Η Ζανάιλχα τράβηξε μια καρέκλα κοντά στο τραπέζι και κάθισε ανάποδα, με τους πήχης της ακουμπισμένους στην ξύλινη πλάτη. «Θα πλεύσουμε πάνω στον ποταμό ώς ένα σημείο.»
Ο Αλίρκωπ πήρε μια άλλη καρέκλα και κάθισε δίπλα στη Ζανάιλχα, με τον Θυμό στα μποτοφορεμένα πόδια του.
«Θα χρειαστεί να βρούμε πλοίο, δηλαδή;» ρώτησε ο Χάλρεοκ την οδηγό.
«Δεν ήρθατε με πλοίο εδώ; Ή το πλοίο σας είναι από κείνα με τη μεγάλη τρόπιδα που δεν μπορούν να πλεύσουν σε ποταμό;»
«Με πλοίο ήρθαμε, αλλά ο κύριος Ρέμικατ» – έδειξε τον έμπορο με μια κίνηση του σαγονιού – «θα φύγει· δε θα έρθει μαζί μας. Εκτός αν αλλάξει γνώμη,» πρόσθεσε κοιτάζοντας τώρα ευθέως τον Ρέμικατ.
«Όπως γνωρίζεις,» παρενέβη η Καρνάχω, «έχουμε προβλήματα εδώ. Δεν μπορούμε να καθίσουμε.»
Ο Τάμπριελ ρώτησε τη Ζανάιλχα: «Θα κάνουμε όλο το ταξίδι με πλοίο;» ενώ σκεφτόταν: Αν είναι τόσο απλό, τότε τι σε χρειαζόμαστε εσένα;
«Όχι,» απάντησε εκείνη. «Από ένα σημείο και μετά υπάρχουν πειρατές και καταρράκτες· τα νερά είναι πολύ επικίνδυνα. Θα πλεύσουμε για κάπου πενήντα χιλιόμετρα κι έπειτα θα κατεβούμε για να ταξιδέψουμε με άλογα.»
Ο Τάμπριελ στράφηκε στον Ρέμικατ. «Δεν μπορείς να μας πας πενήντα χιλιόμετρα βόρεια; Είσαι ο μόνος άνθρωπος με πλοίο που μπορούμε να εμπιστευτούμε εδώ.»
Εκείνος έσμιξε τα χείλη διστακτικά. Αλλά είπε: «Καλώς, θα σας πάω. Δεν είναι μακριά.»
Η Καρνάχω – που θεωρούσε ότι ήδη είχαν μείνει πολύ εδώ – φάνηκε πάλι δυσαρεστημένη. Σηκώθηκε απ’το τραπέζι και έφυγε, διασχίζοντας την τραπεζαρία και ανεβαίνοντας τη σκάλα του πανδοχείου.
Ο Ρέμικατ συνοφρυώθηκε θυμωμένα.
Η Ανταρλίδα ρώτησε τον Αλίρκωπ: «Εσύ γιατί είσαι εδώ; Θέλεις να μας πεις κάτι; Άλλαξες γνώμη και δε θάρθεις;»
«Θα έρθω,» απάντησε ο μάγος.
«Εγώ τον έφερα,» είπε η Ζανάιλχα, «επειδή μου είχατε πει ότι θα μας συντρόφευε κι αυτός στο ταξίδι μας. Πήγα στο σπίτι του και τον βρήκα για να τον ειδοποιήσω ότι αύριο ξεκινάμε. Απόψε θα μείνει στο δικό μου σπίτι, έτσι θα είμαι βέβαιη ότι δε θ’αργήσει να μας συναντήσει.»
«Μάλιστα,» είπε ο Τάμπριελ. «Επομένως, καλύτερα να κοιμηθούμε νωρίς απόψε. Υποθέτω δε θα έχεις άλλους εφιάλτες, Καλέφραζ…»
«Φυσικά και όχι.» Ο Γραμματικός ήπιε βαθιά από το κύπελλό του για να κρύψει το γεγονός ότι το χρώμα στα μάγουλά του είχε αρχίσει να σκουραίνει.
*
Μέσα στο γκρίζο φως της αυγής, ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, ο Καλέφραζ, ο Χάλρεοκ, οι πολεμιστές της Βασίλισσας, ο Ρέμικατ, και η Καρνάχω έφυγαν απ’το Τρύπιο Καλύβι και κατευθύνθηκαν προς το λιμάνι και την Ταχύδρομη Κυρά. Οι ναύτες του εμπόρου είχαν ήδη πάει στο πλοίο για να το προετοιμάσουν· εκείνος, όμως, και η γυναίκα του είχαν προτιμήσει να βγουν από το πανδοχείο με τη συνοδεία των μαχητών από το Τάρσαζ, επειδή φοβόνταν ότι ίσως οι φονιάδες του Τέζελ Ντόραλ να τους επιτίθονταν καθώς θα πλησίαζαν το λιμάνι και το σκάφος τους.
Η Ανταρλίδα βρισκόταν, όπως πάντα, σε εγρήγορση για ύποπτες κινήσεις. Αλλά καμία απόπειρα δολοφονίας δεν έγινε. Ούτε πρόσεξε κανέναν να τους παρακολουθεί. Ωστόσο ήταν βέβαιη ότι τους παρακολουθούσαν· αποκλείεται οι Ιεράρχες να τους είχαν αφήσει απαρατήρητους… και ίσως – ίσως – να ίσχυε το ίδιο και για τους ιερείς του Τέζελ Ντόραλ, αν είχαν τόσο δυνατό μένος εναντίον του Ρέμικατ όσο εκείνος και η Καρνάχω φοβόνταν.
Η Ζανάιλχα και ο Αλίρκωπ τούς περίμεναν κοντά στην Ταχύδρομη Κυρά. Η πρώτη κρατούσε ένα άλογο, μαύρο σαν εκείνη, από τα ηνία του, κι ο δεύτερος είχε κοντά του τον Θυμό. Κι οι δυο τους ήταν ντυμένοι με ρούχα ταξιδιωτικά.
Ανέβηκαν όλοι μαζί στο καράβι, και οι ναύτες έλυσαν το σχοινί που το κρατούσε δεμένο στην αποβάθρα και άνοιξαν τα πανιά. Ο άνεμος δεν ήταν πολύ δυνατός αλλά τα ιστία φούσκωσαν αρκετά ώστε το σκάφος να μπορεί να κινηθεί και να εκπλεύσει από το λιμάνι της Καρκούμ, στρίβοντας και μπαίνοντας στον ποταμό πλάι στην πόλη.
Εκεί, η Ταχύδρομη Κυρά έπλευσε βόρεια και οι επιβάτες της σύντομα ανακάλυψαν γιατί ο ποταμός ονομαζόταν Κις-χαρ Ιχ, ποταμός των ψαριών που χορεύουν. Μέσα από το νερό είδαν μεγάλα ψάρια να πηδάνε και να ξαναβουτούν, να πηδάνε και να ξαναβουτούν, να πηδάνε και να ξαναβουτούν, κάνοντας διάφορα νούμερα γύρω από το πλοίο, σαν κάποιος να τα είχε εκπαιδεύσει ειδικά γι’αυτή τη δουλειά. Τα λέπια τους άστραφταν στον πρωινό ήλιο.
Ο Ρέμικατ γέλασε κοιτάζοντάς τα. «Δεν είναι καταπληκτικό θέαμα;»
Μετά από λίγο, όταν η Καρκούμ ήταν πια πίσω τους και αρκετά μακριά, η Ζανάιλχα είπε: «Πηγαίνουμε αργά. Το πλοίο φαίνεται νάχει κάποια κουπιά· γιατί δεν τα χρησιμοποιείτε;»
«Έχει δίκιο,» είπε η Καρνάχω στον Ρέμικατ: «ας χρησιμοποιήσουμε τα κουπιά.» Και ο τόνος της έμοιαζε να υπονοεί: Όσο πιο γρήγορα ξεμπερδεύουμε με τούτη την ιστορία τόσο το καλύτερο!
Ο έμπορος συμφώνησε, και πρόσταξε κάποιους ναύτες να κωπηλατήσουν. Εκείνοι υπάκουσαν, αν και έμοιαζαν δυσαρεστημένοι από αυτό.
Το σκάφος άρχισε τώρα να πηγαίνει γρηγορότερα, ωθούμενο και από τα ιστία και από τα κουπιά. Ο άνεμος εξακολουθούσε να μην είναι δυνατός και η κατεύθυνσή του να μην τους ευνοεί και τόσο.
Τα μέρη γύρω από τον Κις-χαρ Ιχ ήταν πεδινά στο μεγαλύτερο μέρος τους και χωρίς πολύ πυκνή βλάστηση, παρατήρησαν ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα. Νομάδες φαίνονταν πού και πού να διασχίζουν τις εκτάσεις έχοντας μαζί τους άλογα, πρόβατα, και μαρνέκια. Εκτός από μια συγκεκριμένη ομάδα που είχε ελέφαντες με μεγάλους χαυλιόδοντες. Στις όχθες, επίσης, υπήρχαν και μερικοί καταυλισμοί εδώ κι εκεί· ορισμένοι απ’αυτούς έμοιαζαν μόνιμοι, φτιαγμένοι για να μπορούν να σταματήσουν λίγο οι ταξιδευτές του ποταμού.
Το απόγευμα, κάμποσες ώρες αφότου ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα είχαν φάει το μεσημεριανό τους, η Ζανάιλχα είπε ότι εδώ έπρεπε να κατεβούν, και έδειξε τη δυτική όχθη του Κις-χαρ Ιχ. Στο μέρος όπου έδειχνε σχηματιζόταν μια αμμουδερή παραλία, πίσω από την οποία υπήρχε πυκνή, ζουγκλώδης βλάστηση. Δύο ομάδες ήταν καταυλισμένες εκεί· καμία δεν είχε παραπάνω από είκοσι μέλη.
«Τι είναι αυτοί;» ρώτησε ο Τάμπριελ την οδηγό τους.
«Ταξιδευτές. Μη σ’ανησυχούν· δε νομίζω να μας ενοχλήσουν.»
Ο Καλέφραζ είπε: «Είναι ανάγκη να κατεβούμε εδώ, που η βλάστηση είναι τόσο πυκνή;»
«Παρακάτω η περιοχή ελέγχεται από πειρατές· θα βάλουμε το σκάφος μας σε κίνδυνο,» εξήγησε η Ζανάιλχα. «Η βλάστηση μπορεί να σου φαίνεται πυκνή μα δεν είναι επικίνδυνη.»
Η Ταχύδρομη Κυρά πλησίασε τη δυτική όχθη του ποταμού και έριξε άγκυρα. Ο Ρέμικατ αποχαιρέτησε τον Τάμπριελ και τους υπόλοιπους και, μετά, εκείνοι κατέβηκαν από το σκάφος ο ένας κατόπιν του άλλου, χρησιμοποιώντας μια σκοινένια σκάλα και καταλήγοντας μέσα στο νερό του ποταμού το οποίο εδώ έφτανε μέχρι τη μέση τους. Τα άλογά τους τα κατέβασαν επάνω σε μια ξύλινη πλατφόρμα με τροχαλίες.
Ο Ρέμικατ τούς κούνησε το χέρι απ’την πλώρη της Ταχύδρομης Κυράς, στεκόμενος πίσω από το άγαλμα της Φαλκρίνκω. «Εις το επανιδείν! Θα σας ξαναδώ στο Τάρσαζ!»
Ο Τάμπριελ και ο Χάλρεοκ, που είχαν ήδη βγει στην όχθη τραβώντας τα άλογά τους, ύψωσαν επίσης τα χέρια τους προς τον Ρέμικατ. Και ύστερα η Ταχύδρομη Κυρά μάζεψε την άγκυρά της και στράφηκε στα νότια, πλέοντας επάνω στον Κις-χαρ Ιχ.
Η Ζανάιλχα έκανε νόημα στους συντρόφους της να την ακολουθήσουν και καβάλησε το άλογό της.
«Δεν περιμένουμε, καλύτερα, λίγο;» πρότεινε ο Καλέφραζ. «Για να στεγνώσουμε;»
«Κανένας δεν πέθανε από πνευμονία επειδή ο κώλος του βράχηκε,» αποκρίθηκε η Ζανάιλχα· «και το φως της ημέρας δε θα μας περιμένει.»
Ορισμένοι από τους πολεμιστές της Βασίλισσας Παμράνεχ γέλασαν με την απάντηση της μαυρόδερμης οδηγού. Μετά, ανέβηκαν όλοι στα άλογά τους και την ακολούθησαν μέσα στη ζουγκλώδη βλάστηση.
Ο Θυμός έτρεχε δίπλα απ’το άλογο του Αλίρκωπ, και ο μάγος, πλησιάζοντας τον Τάμπριελ, ρώτησε: «Θα μου δείξεις απόψε την τεχνική που μου υποσχέθηκες;»
«Θα ξεκινήσω να σ’τη δείχνω,» αποκρίθηκε εκείνος. «Δεν είναι κάτι που μαθαίνεται αμέσως. Κι επιπλέον, κανονικά δε θάπρεπε καθόλου να σ’τη διδάσκω. Προορίζεται μόνο για όσους ανήκουν στο τάγμα των Δεσμοφυλάκων. Τα μαγικά τάγματα του Γνωστού Σύμπαντος, όμως, δεν έχουν καμία επιρροή εδώ, έτσι νομίζω ότι μπορούμε να… παρακάμψουμε λιγάκι τους κανόνες. Άλλωστε, αν ποτέ βρεθείς έξω από τούτο τον κόσμο, Αλίρκωπ, είμαι βέβαιος πως Δεσμοφύλακας θα καταλήξεις.»
Ο μάγος συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»
«Σου ταιριάζει περισσότερο. Δε νομίζω ότι θα σε προσέλκυε η φιλοσοφία των Ερευνητών, των Βιοσκόπων, ή των Τεχνομαθών. Και για Διαλογιστής… χμμμ… δεν ξέρω αν θα είχες την απαραίτητη προσήλωση που χρειάζεται. Υπάρχει κάτι το πιο ατίθασο, κάτι το πιο άγριο, μέσα σου. Μου θυμίζεις μάγο της Φεηνάρκια· κι οι περισσότεροι μάγοι της Φεηνάρκια Δεσμοφύλακες είναι. Εκεί έχει την έδρα του το τάγμα των Δεσμοφυλάκων. Τέλος πάντων· θα σου πω κι άλλα αργότερα, όταν θα σου έχω δείξει κάποια πράγματα.»
Τη νύχτα κατασκήνωσαν μέσα στη ζούγκλα, βγαίνοντας από το μονοπάτι που ακολουθούσαν μέχρι στιγμής. Άναψαν τρεις μεγάλες φωτιές, και δύο από τους πολεμιστές της Βασίλισσας έμειναν φρουροί. Ο Τάμπριελ ύφανε μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω απ’τον καταυλισμό τους και, ύστερα, πήγε στη σκηνή του Αλίρκωπ, όπως του είχε υποσχεθεί. Η Ανταρλίδα κάθισε έξω από τη σκηνή που μοιραζόταν με τον Τάμπριελ και άναψε μια πίπα για να καπνίσει – τα τσιγάρα τής είχαν προ πολλού τελειώσει, και δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο για κάπνισμα εδώ.
Η Ζανάιλχα ήρθε να της κάνει παρέα, καπνίζοντας κι εκείνη. «Από τι κόσμο έρχεσαι;» ρώτησε.
«Η Σεργήλη είναι πατρίδα μου.»
«Και είναι όλοι εκεί τόσο άσπροι όσο εσύ;»
Η Ανταρλίδα μειδίασε. «Όχι. Υπάρχουν και τελείως μαύροι σαν εσένα. Αλλά δεν είναι και πάρα πολλοί.»
«Οι άλλοι είναι κάτασπροι;»
«Υπάρχουν επίσης γαλανόδερμοι, και λευκοί σαν τον Αλίρκωπ και τον Καλέφραζ. Αυτοί είναι οι συνηθέστεροι δερματικοί χρωματισμοί στη Σεργήλη. Μπορείς, όμως, να βρεις κι ανθρώπους άλλου χρώματος, γηγενείς ή από διαφορετικούς κόσμους.» Η Ανταρλίδα ανασήκωσε τους ώμους της.
Η Ζανάιλχα την κοίταζε και την άκουγε με έκδηλη περιέργεια, σαν η Μαύρη Δράκαινα να της έλεγε κάτι το πολύ παράξενο.
«Μίλησέ μου γι’αυτούς τους τόπους,» της ζήτησε η Ανταρλίδα. «Αφού είναι να τους διασχίσουμε, θέλω να ξέρω όλους τους κινδύνους που ίσως να αντιμετωπίσουμε.»
Το ταξίδι μέσα στην τρομερή Γη των Ταργκάφλι ήταν αληθινά απαίσιο. Είχαμε να αντιμετωπίσουμε ένα σωρό κινδύνους, κι ευτυχώς που ο Μεγάλος Προφήτης κι η Συνοδός του είχαν τα πυροβόλα όπλα μαζί τους, αλλιώς πολύ φοβάμαι ότι θα ήμασταν καταδικασμένοι!
Αυτή η βάρβαρη γυναίκα, η οδηγός μας, που ονομαζόταν Ζανάιλχα, δεν ήξερα αν προσπαθούσε να μας σώσει ή να μας σκοτώσει από εκεί όπου μας πήγαινε. Δεν μπόρεσα στιγμή να την εμπιστευτώ· και τα καλά λόγια του Αλίρκωπ γι’αυτήν μ’έβαζαν σε ακόμα περισσότερες υποψίες για το άτομό της, αφού ο Αλίρκωπ ήταν μάγος, και τότε οι μάγοι για εμένα ήταν κάτι το μυστηριώδες, απρόβλεπτο, και επικίνδυνο. (Πόσο λίγα γνώριζα για το Ατέρμονο Σύμπαν!)
Καθώς διασχίζαμε μια βαλτώδη περιοχή, την τρίτη ημέρα αφότου ο Ρέμικατ μάς άφησε στις όχθες του Κις-χαρ Ιχ, ένα έντομο με τσίμπησε στο αριστερό χέρι πάνω από τα δάχτυλα, ενώ εκείνα τα δαιμονικά βατράχια χοροπηδούσαν παντού γύρω μας. Δεν είπα, όμως, τίποτα στους υπόλοιπους για να μη μας καθυστερήσω, και το χέρι μου φούσκωσε και κοκκίνισε αρκετά. Όταν βγήκαμε από το βρομερό έλος, η Ζανάιλχα μού έβαλε μια αλοιφή επάνω στο τσίμπημα η οποία μύριζε σαν περιττώματα από μαρνέκι.
Βαρβαρισμός σ’εκείνα τα μέρη. Τίποτε άλλο από βαρβαρισμός!
*
* * *
*
Την επομένη, η Ζανάιλχα τούς οδήγησε πάλι επάνω στο μονοπάτι που ακολουθούσαν και χτες· και σύντομα βγήκαν από τη ζούγκλα και βρέθηκαν σε ένα πεδινό μέρος με ψηλά χόρτα.
«Σε περίπτωση που κάποιοι από εσάς νομίζουν ότι πριν η βλάστηση ήταν πυκνή,» τους είπε κοιτάζοντάς τους πάνω απ’τον ώμο της καθώς καθόταν στη σέλα του κατάμαυρου αλόγου της, «σας πληροφορώ πως δεν ήταν καθόλου πυκνή. Υπάρχουν μέρη με πολύ πιο πυκνή βλάστηση – και κάποια με βλάστηση που είναι, κυριολεκτικά, αδιαπέραστη. Επίσης,» πρόσθεσε ατενίζοντας προς τον ορίζοντα, «υπάρχουν και μέρη όπου δε φυτρώνουν παρά μόνο τα πιο μικρά από τα μικρότερα χόρτα.»
Και όταν, μετά από καμια ώρα περίπου, η χορταριασμένη πεδιάδα τελείωσε, έφτασαν σ’ένα τέτοιο μέρος ακριβώς. Μια ερημιά, ξερή, με ελάχιστο χορτάρι και φυτά μικρά-μικρά γεμάτα αγκάθια. Ο καλοκαιρινός ήλιος τούς χτυπούσε ανελέητα εδώ, κάνοντας τα ρούχα τους να μουσκεύουν απ’τον ιδρώτα και τα μέτωπά τους να γυαλίζουν. Άνεμος δεν φυσούσε, σαν κάποιος διαβολικός θεός της ερημιάς να συνωμοτούσε για να τους σκάσει.
«Υπάρχει ζωή κάτω απ’τη γη…» είπε ο Αλίρκωπ, αγκομαχώντας.
«Τι ζωή;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Αρχαία… παγιδευμένη. Οντότητες που δε θέλουν επαφή μαζί μας.»
Η Μαύρη Δράκαινα κοίταξε ερωτηματικά τον Τάμπριελ.
«Δεν ξέρω,» είπε εκείνος. «Δεν μπορώ να αισθανθώ τίποτα. Θα πρέπει να χρησιμοποιήσω Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως.»
«Γιατί δεν το χρησιμοποιείς;»
«Πιστεύεις ότι ίσως να κινδυνεύουμε;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Δεν κινδυνεύουμε,» παρενέβη ο Αλίρκωπ.
Η Ανταρλίδα είπε στον Τάμπριελ: «Κάνε το ξόρκι.»
Εκείνος το έκανε χωρίς να σταματήσει το άλογό του το οποίο τρόχαζε· λόγια στη γλώσσα της μαγείας γλίστρησαν από τα χείλη του ενώ τα βλέφαρά του είχαν μισοκλείσει και το μέτωπό του είχε αυλακωθεί.
Ο Αλίρκωπ τον κοίταζε παραξενεμένος.
Ο Τάμπριελ διέλυσε το Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως και στράφηκε πάλι στην Ανταρλίδα. «Πράγματι, υπάρχουν οντότητες κάτω απ’το έδαφος,» επιβεβαίωσε.
«Και είναι εχθρικές ή όχι;»
«Δεν ξέρω· απλά είναι εκεί που είναι. Πάντως, αν ήταν εχθρικές, πιστεύω πως θα είχαν κάνει κάτι ώς τώρα. Κι επιπλέον, αν η Ζανάιλχα θεωρούσε τούτο το μέρος επικίνδυνο, μάλλον δε θα μας είχε φέρει από δω.»
Η Ανταρλίδα ρώτησε τον Αλίρκωπ: «Εσύ αντιλήφτηκες αυτές τις οντότητες χωρίς να χρησιμοποιήσεις κάποιο ξόρκι;»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Τι ξόρκι χρειάζεται; Χρειάζεσαι εσύ ξόρκι για να δεις τις πέτρες και τα αγκαθωτά φυτά γύρω μας;»
Ο Τάμπριελ είπε στην Ανταρλίδα, μιλώντας στη Συμπαντική: «Οι μάγοι εδώ έχουν, προφανώς, διαφορετική νοοτροπία από τους μάγους των ταγμάτων. Δε νομίζω, όμως, ότι έχουν και τόσο διαφορετική νοοτροπία από τους σαμάνους κάποιων διαστάσεων όπως η Αλβέρια και η Αρβήντλια. Σκέψου το.»
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Πραγματικά, δεν έχει νόημα να το σκεφτώ. Είναι αυτό που είναι.»
«Ακριβώς. Σ’αυτή τη σκέψη ήθελα να καταλήξεις.»
Ορισμένες φορές ο Τάμπριελ ήταν εκνευριστικός, όφειλε να παρατηρήσει η Ανταρλίδα. Παράξενος ήταν ανέκαθεν, ούτως ή άλλως· απλώς, αφότου άρχισε να βλέπει τις εικόνες στο μυαλό του, έγινε ακόμα πιο παράξενος.
Πριν από το μεσημέρι, ατένισαν ένα μέρος με μπόλικη βλάστηση, όπου φαινόταν να καταλήγει ένας παραπόταμος του Κις-χαρ Ιχ· και όταν ο ήλιος ήταν πια στο κέντρο του ουρανού, έφτασαν εκεί και κάθισαν κάτω απ’τη δροσερή σκιά των δέντρων.
«Το νερό είναι καλό,» τους είπε η Ζανάιλχα. «Μπορείτε να πιείτε άφοβα.» Γονάτισε στο ένα γόνατο πλάι στη λιμνούλα που σχηματιζόταν στο πέρας του μικρού παραπόταμου και γέμισε το φλασκί της.
Ο Χάλρεοκ και οι πολεμιστές του έπλυναν το κεφάλι τους και ήπιαν μαζί με τα άλογά τους. Ο Θυμός τούς μιμήθηκε ενώ ο Αλίρκωπ τον περίμενε καθισμένος κάτω από ένα χαμόδεντρο, σχεδόν χαμένος πίσω απ’τα φυλλώματα.
Ο Καλέφραζ είχε μισολιποθυμήσει, ξαπλωμένος στη σκιά. Η Ανταρλίδα πήρε το άλογό του και το πότισε μαζί με το δικό της. Ο Τάμπριελ πότισε το δικό του άλογο. Το άλογο του Αλίρκωπ βρήκε το δρόμο μόνο του.
Μετά, κάθισαν όλοι να φάνε και να ξεκουραστούν.
Και σε κάποια στιγμή, η Ζανάιλχα είπε στον Τάμπριελ: «Μην κινείσαι!» ενώ συγχρόνως τραβούσε ένα μακρύ μαχαίρι απ’τη μπότα της.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε εκείνος.
«Δες τι ανεβαίνει στο δεξί σου πόδι – αλλά μην κινηθείς.»
Ο Τάμπριελ, καθώς ήταν καθισμένος οκλαδόν, γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε. Επάνω στη μπότα του ήταν ένας σκορπιός, και είχε σκαρφαλώσει σχεδόν ώς το γόνατό του. Η ουρά του ήταν μεγάλη και το κεντρί του, αναμφίβολα, δηλητηριώδες.
«Θα τον σκοτώσω,» είπε η Ζανάιλχα. «Μην κινηθεί κανένας σας.» Κι άρχισε να ζυγώνει, στα τέσσερα.
Ο Αλίρκωπ την πρόλαβε, αγνοώντας την προειδοποίησή της και φτάνοντας πρώτος κοντά στον Τάμπριελ. Έχοντας τα μάτια του εστιασμένα στον σκορπιό, άπλωσε το χέρι του μπροστά στο έντομο και το άφησε ν’ανεβεί στην παλάμη του. Χαμογέλασε βλέποντάς το να κουνά την ουρά του στον αέρα.
Η Ανταρλίδα παρατήρησε ότι τα μάτια της Ζανάιλχα είχαν γουρλώσει.
Ο Αλίρκωπ απομακρύνθηκε και άφησε τον σκορπιό να φύγει μέσα στη βλάστηση, προτού επιστρέψει πάλι κοντά στους υπόλοιπους.
«Είσαι τρελός!» του είπε η Ζανάιλχα, έχοντας τώρα σηκωθεί όρθια και μοιάζοντας θυμωμένη.
«Δεν υπήρχε λόγος να τον σκοτώσεις· είχε χαθεί μονάχα,» αποκρίθηκε ο μάγος, και κάθισε κάτω απ’το χαμόδεντρο όπου καθόταν και πριν. Έβγαλε την πίπα του κι άρχισε να καπνίζει.
Η Ζανάιλχα κούνησε το κεφάλι της κι επέστρεψε κι εκείνη στη σκιά της.
Η Ανταρλίδα έριξε ένα βλέμμα στον Τάμπριελ το οποίο έλεγε ξεκάθαρα: Ο μάγος είναι επικίνδυνος.
Ο Τάμπριελ ανασήκωσε τους ώμους, μη δείχνοντας να έχει ανησυχήσει.
Η Ανταρλίδα σκέφτηκε: Η Ζανάιλχα δεν έχει δίκιο. Κι οι δυο τους είναι τρελοί!
*
«Ληστές,» είπε η Ζανάιλχα κοιτάζοντας, μέσα από τη βλάστηση, μια ανοιχτή πεδιάδα.
Η Ανταρλίδα, στεκόμενη πλάι της, τους έβλεπε επίσης. Μια ομάδα περίπου τριάντα ανθρώπων, στο μεγαλύτερό τους μέρος άντρες, ορισμένοι έφιπποι ορισμένοι όχι. Ένας ελέφαντας βρισκόταν ανάμεσά τους, κι επάνω του ήταν καθισμένη μια γυναίκα, έχοντας μια κουρελιασμένη σημαία πλάι της. Ούτε τα χαρακτηριστικά της γυναίκας ούτε το σύμβολο πάνω στη σημαία φαίνονταν καθαρά μέσα στο λυκόφως.
«Πού πηγαίνουν;»
Έρχονταν προς τη μεριά της Ανταρλίδας και των συντρόφων της.
«Να επιτεθούν σε κανέναν καταυλισμό, μάλλον. Ή ίσως να έχουν ακούσει ότι κάποιο καραβάνι θα περάσει, και πάνε να το συναντήσουν. Εμείς απλώς θα τους περιμένουμε να φύγουν, κι έτσι δε θα χρειαστεί να μπούμε στο δρόμο τους.» Η Ζανάιλχα στράφηκε στους υπόλοιπους κάνοντάς τους νόημα να μείνουν στη θέση τους και να είναι σιωπηλοί.
Η Ανταρλίδα έβγαλε ένα κιάλι απ’τον σάκο της και κοίταξε τη σημαία των ληστών. Ένα δόρυ μέσα σ’έναν ρόμβο – τίποτα το ιδιαίτερο.
Μετά από λίγο, οι ληστές πέρασαν και χάθηκαν πίσω από τη βλάστηση.
Η Ζανάιλχα έκανε νόημα να συνεχίσουν. Ανέβηκαν στα άλογά τους και βγήκαν από τα δέντρα, καλπάζοντας επάνω σ’ένα πεδινό μέρος.
Καθώς βράδιαζε, αντίκρισαν μια πόλη. Μια από τις αρχαίες πόλεις των Ταργκάφλι, συμπέραναν αμέσως η Ανταρλίδα κι ο Τάμπριελ βλέποντας τα ψηλά οικοδομήματα που δεν μπορεί παρά να ήταν πολυκατοικίες.
Κανένα φως, ωστόσο, δεν υπήρχε σε τούτο το μέρος. Έμεναν άνθρωποι εδώ, ή όχι;
«Η Σιλντάχι,» είπε η Ζανάιλχα, τραβώντας τα ηνία του αλόγου της και κάνοντάς το να σταματήσει προτού φτάσουν στην πόλη· οι υπόλοιποι μιμήθηκαν το παράδειγμά της. «Είναι εγκαταλειμμένη ύστερα από έναν πόλεμο που έγινε εδώ.»
«Τι πόλεμο;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Ληστές επιτέθηκαν στους κατοίκους, σκοτώνοντας τους πάντες, διαλύοντας τα πάντα. Είχαν κάποιες διαφορές, αλλά δεν ξέρω τι διαφορές ακριβώς.» Κατέβηκε απ’το άλογό της και το πήρε απ’τα γκέμια.
Οι υπόλοιποι τη μιμήθηκαν πάλι, και βάδισαν προς τη Σιλντάχι.
Πλησιάζοντας διαπίστωσαν ότι είχαν κάνει λάθος: υπήρχαν, τελικά, φωτά στην πόλη, αλλά, καθώς ήταν στην αντίθετη – στη βόρεια – μεριά, δεν τα είχαν δει πριν.
«Μάλλον κατοικείται πάλι…» είπε ο Καλέφραζ.
«Να την αποφύγουμε;» ρώτησε η Ανταρλίδα τη Ζανάιλχα.
Εκείνη έγνεψε αρνητικά. «Όχι· ας πλησιάσουμε. Από τη νότια μεριά, εξάλλου, μονάχα σκοτάδι φαίνεται. Ούτε που θα μας δουν να ερχόμαστε. –Μην ανάψετε κανένα φως,» προειδοποίησε τους υπόλοιπους κοιτάζοντάς τους πάνω απ’τον ώμο της.
«Μην ανησυχείς,» της αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ· «είμαστε προσεχτικοί, εκτός από όταν είμαστε μεθυσμένοι.» Και μειδίασε· τα λευκά του δόντια έκαναν έντονη αντίθεση επάνω στο κατάμαυρο πρόσωπό του.
Η Ζανάιλχα τού επέστρεψε το μειδίαμα.
Και μετά έμειναν όλοι τους σιωπηλοί καθώς ζύγωναν τις νότιες παρυφές της πόλης. Οι περισσότεροι είχαν τα χέρια τους στις λαβές των θηκαρωμένων όπλων τους. Η Ανταρλίδα, εκτός απ’αυτό, είχε τραβήξει και το πιστόλι της, κρατώντας το με το αριστερό χέρι. Μπορούσε να πυροβολήσει άνετα έτσι· ήταν αμφιδέξια ως μέρος της εκπαίδευσής της σαν Μαύρη Δράκαινα.
Οι δρόμοι της αρχαίας πόλης ήταν άδειοι, το ίδιο και τα οικοδομήματά της – ψηλές, ερειπωμένες πολυκατοικίες που ορισμένες είχαν μεγάλες τρύπες, κι άλλες ήταν πεσμένες ή μισοπεσμένες στο πλάι. Κανένας δεν φαινόταν να κινείται μες στο σκοτάδι που τύλιγε το εσωτερικό τους. Μονάχα ζώα υπήρχαν, πουλιά κυρίως: τα μάτια τους γυάλιζαν, και σε κάποιες στιγμές φτερούγιζαν ανάλαφρα, πετώντας απ’το ένα άνοιγμα των ερειπίων στο άλλο.
Στα βόρεια όμως, πού και πού, όταν βρισκόσουν στη σωστή οπτική γωνία, μπορούσες να διακρίνεις φώτα ανάμεσα από τα χτίρια. Φωτιές.
«Θα πάω μπροστά,» δήλωσε η Ανταρλίδα, «να δω ποιοι είναι, και θα επιστρέψω να σας πω.»
«Δε θα πας μόνη,» είπε η Ζανάιλχα.
«Δε χρειάζομαι βοήθεια.»
«Θα έρθω μαζί σου. Ίσως δω κάτι που εσύ δεν μπορείς ν’αναγνωρίσεις.»
«Καλά, έλα,» είπε η Μαύρη Δράκαινα, κι έδωσε τα γκέμια του αλόγου της στον Τάμπριελ.
Η Ζανάιλχα έδωσε τα γκέμια του δικού της αλόγου στον Αλίρκωπ, και μετά οι δυο τους εξαφανίστηκαν μες στο σκοτάδι της ερειπωμένης αρχαίας πόλης.
Διέσχισαν γρήγορα τους δρόμους της με μονάχα τα φεγγάρια να φωτίζουν την πορεία τους, και έφτασαν σ’ένα μέρος όπου φωτιές ήταν αναμμένες σε μια πλατεία καθώς και στο εσωτερικό κάποιων ερειπίων. Οι άνθρωποι που ήταν συγκεντρωμένοι εδώ θύμιζαν στην Ανταρλίδα τούς ληστές που είχαν δει προηγουμένως. Κοιτάζοντας πιο προσεχτικά, παρατήρησε ότι μια σημαία βρισκόταν στην κορυφή μιας μισογκρεμισμένης πολυκατοικίες· δεν μπορούσε να τη διακρίνει καλά μες στη νύχτα αλλά υπέθετε ότι επάνω της ήταν κεντημένο το σύμβολο με το δόρυ μέσα στον ρόμβο.
Το είπε στη Ζανάιλχα.
Εκείνη αποκρίθηκε πως πιθανώς να είχε δίκιο.
Και μετά, άκουσαν φωνές από πίσω τους. Από εκεί όπου είχαν αφήσει τους συντρόφους τους.
Φωνές, σαν να γινόταν μάχη.
*
Οι εχθροί ξεπρόβαλαν από τα σκοτάδια της πόλης.
Ολόγυρα.
Δύο ανάμεσά τους καβαλούσαν κάτι πλάσματα που ο Τάμπριελ δεν είχε ξαναδεί· έμοιαζαν, όμως, με γιγάντια σκαθάρια, ή κατσαρίδες – έντομα.
Κάποιοι άλλοι βαστούσαν τόξα, με τις χορδές τεντωμένες–
Ο Τάμπριελ άρθρωσε αμέσως ένα Ξόρκι Τηλεκινήσεως, κι ένα βέλος που πήγαινε προς τον Αλίρκωπ έχασε την πορεία του κι εξαφανίστηκε μες στις πυκνές σκιές. Ο Θυμός γάβγιζε λυσσαλέα.
Οι πολεμιστές του Χάλρεοκ ύψωσαν τις ασπίδες τους, και τα περισσότερα βέλη καρφώθηκαν εκεί· αλλά ένας ακούστηκε να κραυγάζει καθώς χτυπήθηκε.
Ο Καλέφραζ ούρλιαζε: «Μας επιτίθενται! Μας επιτίθενται!» ενώ είχε σκύψει πάνω στη ράχη του αλόγου του.
Ύστερα από την πρώτη βολή των τόξων, οι εχθροί όρμησαν καταπάνω τους κραδαίνοντας αγχέμαχα όπλα: δόρατα και τσεκούρια κυρίως, είδε ο Τάμπριελ. Και τράβηξε το πιστόλι του πυροβολώντας στο κεφάλι έναν που ερχόταν προς το μέρος του.
«Πνεύματα της φωτιάς!» αναφώνησε ο Αλίρκωπ βλέποντας το άγνωστο γι’αυτόν όπλο. Ο ίδιος είχε υψώσει ένα ρόπαλο με δύο κυρτά κέρατα δεμένα στο πέρας· και το χρησιμοποίησε για ν’απομακρύνει το δόρυ μιας γυναίκας που προσπαθούσε να καρφώσει το άλογό του. Ο Θυμός τής χίμησε δαγκώνοντας το πόδι της· εκείνη έχασε την ισορροπία της και, ουρλιάζοντας, σωριάστηκε.
Ο Τάμπριελ είδε ένα από τα γιγαντιαία έντομα να ζυγώνει τον Χάλρεοκ, και τις δαγκάνες του να κλείνουν γύρω απ’το λαιμό του αλόγου του πολεμιστή ενώ εκείνος απέκρουε το δόρυ του καβαλάρη του τέρατος. Το άλογο χρεμέτισε πονεμένα καθώς πέθαινε, και ο Χάλρεοκ έπεσε απ’τη σέλα κουτρουβαλώντας.
Ο Τάμπριελ ύψωσε το πιστόλι του και, σημαδεύοντας τον ιππέα του εντόμου, πάτησε τη σκανδάλη. Ο άντρας σωριάστηκε με μια σπαραχτική κραυγή.
«Φύγετε!» φώναξε ο Τάμπριελ, ελπίζοντας να τρομάξει τους εχθρούς λόγω του παράξενου όπλου του. «Φύγετε, αλλιώς όλοι θα πεθάνετε! ΦΥΓΕΤΕ!»
Εκείνοι, όμως, δεν υποχώρησαν.
Δεν καταλαβαίνουν την Οικουμενική; Είναι τελείως βάρβαροι; Δεν το νόμιζε.
Το έντομο που δεν είχε καβαλάρη άρχισε να πηδά δεξιά κι αριστερά, και να ανοιγοκλείνει τις δαγκάνες του από δω κι από κει αδιακρίτως, μην αναγνωρίζοντας φίλους και εχθρούς.
Το άλλο, που είχε ακόμα καβαλάρη, ζύγωνε τον Καλέφραζ ο οποίος προσπαθούσε ν’απομακρυνθεί, ουρλιάζοντας – και πηγαίνοντας καταπάνω σε δύο εχθρούς, ο ανόητος!
Ο Τάμπριελ δεν είχε πολλές ακόμα σφαίρες στο πιστόλι του, μα δεν υπήρχε άλλη λύση· δε θ’άφηνε τον πανικόβλητο Γραμματικό να πεθάνει. Χτυπώντας το άλογό του στα πλευρά με τα τακούνια των μποτών του, κάλπασε προς το μέρος του Καλέφραζ και σημάδεψε.
Προτού όμως πυροβολήσει, ο ένας απ’τους εχθρούς σωριάστηκε μ’ένα όπλο καρφωμένο στο λαιμό το οποίο έμοιαζε με αστέρι και ήταν κατασκευασμένο από ξύλο, εκτός από τις άκριες όπου υπήρχαν λεπίδες.
Ο άλλος εχθρός σκοτώθηκε από ξίφος, που διαπέρασε την πλάτη του και βγήκε απ’το στέρνο του. Έπειτα, το όπλο τραβήχτηκε πίσω και η Ανταρλίδα ξεπρόβαλε απ’τις σκιές.
Η Ζανάιλχα πλησίασε επίσης και πήρε το αστέρι απ’το λαιμό του πρώτου νεκρού. «Πρέπει να μας είδαν να μπαίνουμε στην πόλη, οι κατάρες της νύχτας να πέσουν επάνω τους!»
Ο Τάμπριελ στράφηκε, σημάδεψε το έντομο που ζύγωνε, και το πυροβόλησε. Μία απ’τις δαγκάνες του έσπασε, και το πλάσμα έκανε πίσω ενώ ζωτικά υγρά έτρεχαν απ’το κεφάλι του. Τα πολλά του πόδια φάνηκαν να παραπατούν· ο καβαλάρης του πήδησε κάτω.
Η Ζανάιλχα εκτόξευσε το αστέρι της καταπάνω του αλλά αστόχησε μες στο σκοτάδι.
Ο Τάμπριελ είδε ότι κι οι υπόλοιποι εχθροί υποχωρούσαν. Και μονάχα ένας απ’τους πολεμιστές της Βασίλισσας φαινόταν σοβαρά τραυματισμένος: είχε πέσει απ’το άλογό του και αίματα υπήρχαν επάνω του. Ο Χάλρεοκ είχε επίσης πέσει απ’το άλογό του (το οποίο ήταν νεκρό) μα δεν ήταν πληγωμένος· είχε ήδη σηκωθεί, και η λεπίδα του σπαθιού του ήταν βαμμένη με αίμα.
«Μα την Οργή του Τίγρη!» γρύλισε, «από πού ήρθαν αυτοί; Ζανάιλχα, από χειρότερο μέρος δεν μπορούσες να μας φέρεις;»
«Δεν ήξερα ότι η πόλη είναι τώρα άντρο λη–»
«Δεν έπρεπε ποτέ να είχαμε πλησιάσει εδώ!»
«Αργότερα τα λέτε αυτά!» παρενέβη η Ανταρλίδα. «Πρέπει να φύγουμε! Τώρα!»
Οι πολεμιστές της Βασίλισσας βοηθούσαν τον τραυματισμένο σύντροφό τους να σηκωθεί. Το τραύμα, όπως φαινόταν, ήταν στον αριστερό του ώμο: ένα βέλος τον είχε διαπεράσει, και ήταν ακόμα καρφωμένο εκεί. Κανένας δεν κάθισε τώρα να το τραβήξει έξω· χωρίς να χάσουν καιρό, κινήθηκαν προς τ’ανατολικά της πόλης.
«Γιατί πάμε από δω;» ρώτησε ο Χάλρεοκ τη Ζανάιλχα.
«Νομίζω ότι είναι καλύτερα.»
«Το εύχομαι να είναι…» μούγκρισε ο πολεμιστής.
Εκείνη τον αγνόησε, κρατώντας στο δεξί χέρι ένα ξύλινο αστέρι με λεπίδες και στο αριστερό ένα δόρυ.
Βγήκαν από τη Σιλντάχι δίχως κανένας να τους εναντιωθεί, και προχώρησαν μέσα στην πεδιάδα και μέσα στη νύχτα.
«Το όπλο σου πρέπει να τους τρομοκράτησε,» είπε ο Χάλρεοκ στον Τάμπριελ. «Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση που δε μας κυνήγησαν.»
Εκείνος ένευσε, λαχανιασμένος. «Ναι, το ίδιο πιστεύω κι εγώ.»
«Τι όπλο ήταν αυτό, αλήθεια;» ρώτησε η Ζανάιλχα.
«Δεν είναι τόσο σπάνιο στο Γνωστό Σύμπαν,» της εξήγησε ο Τάμπριελ. «Εδώ, όμως, είναι τελείως άγνωστο. Το έχουμε ονομάσει ‘πιστόλι’ στην Οικουμενική.» Και τη ρώτησε: «Το όπλο που χρησιμοποίησες εσύ – αυτό που μοιάζει μ’αστέρι – πώς ονομάζεται;»
«Οι περισσότεροι το λένε ‘άστρο του θανάτου’, ή σατέ-νιχ’τα στη γλώσσα των Ταργκάφλι, που σημαίνει το ίδιο πράγμα.» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν έχει άλλη ονομασία.»
«Κι εκείνα τα έντομα τι ήταν;»
«Ό’τρατ ζιν, τα λένε οι Ταργκάφλι. Μεγάλα μαμούνια του φαραγγιού.»
«Ποιου φαραγγιού;»
«Δεν έχεις δει χάρτες της περιοχής;»
«Το Σκεβρό Χάσμα;»
Η Ζανάιλχα ένευσε. «Ναι, έτσι το γράφουν στους χάρτες που φτιάχνουν στις άλλες χώρες.»
«Πού πηγαίνουμε τώρα;» ρώτησε ο Καλέφραζ, που είχε ξανανεβεί στο άλογό του. (Εκτός απ’αυτόν, μόνο ο τραυματισμένος πολεμιστής είχε καβαλικέψει.) «Πρέπει κάπου να ξεκουραστούμε.»
«Λίγο παρακάτω υπάρχουν κάτι πλαγιές. Θα μας προσφέρουν καλή κάλυψη, και μέρος να κοιμηθούμε.»
«Απορώ πώς μας πλησίασαν οι εχθροί χωρίς να τους αντιληφτούμε,» είπε η Ανταρλίδα μετά από λίγη ώρα σιγής. «Κανονικά, θα έπρεπε να τους είχαμε συναντήσει, Ζανάιλχα, καθώς πηγαίναμε προς τα φώτα, έτσι δεν είναι;»
«Εκτός αν είχαν φρουρούς μες στο σκοτάδι. Από τη νότια μεριά.»
«Ήταν πολλοί για νάναι μόνο φρουροί. Η μοναδική εξήγηση είναι ότι–»
«–ήρθαν από άλλο δρόμο απ’ό,τι ακολουθήσαμε εμείς.»
«Ακριβώς,» συμφώνησε η Ανταρλίδα. «Ή ίσως να υπάρχουν σήραγγες κάτω απ’τα ερείπια της πόλης.»
«Ίσως,» είπε η Ζανάιλχα· «δεν ξέρω.»
«Απορώ γιατί σε επιλέξαμε για οδηγό,» μούγκρισε ο Χάλρεοκ.
«Αν δε σ’αρέσει εκεί που σας πηγαίνω, μπορώ να σας αφήσω και να επιστρέψω στην πόλη! Εξάλλου δεν μου έχετε δώσει όλα τα χρήματα ακόμα–»
«Δεν υπάρχει λόγος γι’αυτό,» είπε, σταθερά και ψύχραιμα, ο Τάμπριελ. «Είμαι βέβαιος πως ετούτα τα μέρη είναι πολύ επικίνδυνα, Ζανάιλχα, και πως τα ξέρεις καλύτερα από τους περισσότερους.»
«Δε θα την είχα προτείνει αλλιώς,» είπε ο Αλίρκωπ. «Ακόμα και μερικά πνεύματα τη συμπαθούν. Κι αυτό είναι πάντα καλό, Τάμπριελ· φέρνει τύχη.»
*
Τη νύχτα φυλούσαν σκοπιές, και ο Τάμπριελ είχε, φυσικά, υφάνει μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω απ’τον καταυλισμό τους. Ωστόσο κανένας δεν τους πλησίασε· οι ληστές της ερειπωμένης Σιλντάχι είχαν μάλλον προτιμήσει να μην ξαναενοχλήσουν τους μυστηριώδεις ταξιδιώτες με τα επικίνδυνα, άγνωστα όπλα.
Όταν ξημέρωσε, ο πολεμιστής που είχε χτυπηθεί από βέλος έμοιαζε εμπύρετος και καταπονημένος, αλλά οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να σταματήσουν εδώ για να τον περιμένουν να συνέλθει· έτσι, προτού ξεκινήσουν πάλι να ταξιδεύουν, τον έβαλαν να καθίσει στο άλογο ενός άλλου πολεμιστή. Ο Χάλρεοκ, που είχε χάσει το δικό του άλογο στη σύγκρουση με τους ληστές, πήρε αυτό του τραυματία.
Η Ζανάιλχα τούς οδήγησε βόρεια και δυτικά, προς τη Βινέρνι και το Άγκιστρο του Κόσμου, μέσα από περιοχές με ζουγκλώδη βλάστηση, χορταριασμένες πεδιάδες, ξερές ερημιές, και ένα βαλτοτόπι που απλωνόταν γύρω απ’τα νερά ενός παραπόταμου του Κις-χαρ Ιχ. Όπως διαπίστωσαν όλοι τους μέχρι να πέσει η νύχτα, η Γη των Ταργκάφλι παρουσίαζε μεγάλη εδαφική ποικιλομορφία: γι’αυτό κιόλας ήταν ασύνετο – και, πιθανώς, θανατηφόρο – να περνά κανείς από εδώ χωρίς έμπειρο οδηγό που ήξερε τα μονοπάτια.
Πριν από το μεσημέρι, καθώς διέσχιζαν μια ζούγκλα, δύο πάνθηρες τινάχτηκαν μέσα από τη βλάστηση και τους επιτέθηκαν χιμώντας καταπάνω στ’άλογά τους. Η Ανταρλίδα πυροβόλησε τον έναν στο κεφάλι προτού δαγκώσει το ζώο που καβαλούσε. Ο άλλος όμως έπεσε πάνω στο άλογο ενός πολεμιστή της Βασίλισσας, ρίχνοντάς τον από τη σέλα του· τα δόντια του μεγάλου αιλουροειδούς μπήχτηκαν στον λαιμό του αλόγου που χρεμέτιζε ξέφρενα. Οι άλλοι πολεμιστές από το Τάρσαζ τράβηξαν τα σπαθιά τους. Η Ζανάιλχα ύψωσε το δόρυ της και, στρίβοντας με τα γόνατα το άλογό της, κάρφωσε τον πάνθηρα στα πλευρά. Οι υπόλοιποι, τότε, τον αποτελείωσαν.
Είχαν, όμως, χάσει ακόμα ένα άλογο…
Το μεσημέρι, ο Τάμπριελ και ο Αλίρκωπ έπιασαν εντατική κουβέντα κάτω από τη σκιά δύο μεγάλων δέντρων. Είχαν πλέον βγει από τη ζούγκλα και βρίσκονταν σ’ένα μέρος με πολύ λιγότερη βλάστηση. Η Ανταρλίδα δεν κοιμήθηκε παρότι οι περισσότεροι ξάπλωσαν για να ξεκουραστούν, καταπονημένοι από το ταξίδι, τις συμπλοκές, και τη ζέστη του πρωινού. Εξ αποστάσεως, στα βορειοδυτικά, φαινόταν απόμακρα μια πόλη με ψηλά οικοδομήματα. Ακόμα ένας ερειπιώνας, σκέφτηκε η Ανταρλίδα· αλλά ρώτησε τη Ζανάιλχα για την πόλη, και η οδηγός είπε ότι ονομαζόταν Ναλφάσκι και ότι εκεί έμενε μια φυλή των Ταργκάφλι.
«Ληστές, πάλι;» ρώτησε η Μαύρη Δράκαινα.
Η Ζανάιλχα κούνησε το κεφάλι υπομειδιώντας. «Όχι, όχι ληστές.»
«Τότε, γιατί δεν πλησιάζουμε;»
«Δεν υπάρχει λόγος. Καλύτερα όσο μπορούμε να περνάμε απαρατήρητοι. Μη νομίζεις ότι στις πόλεις τους οι Ταργκάφλι έχουν πανδοχεία και τέτοια. Το πολύ-πολύ να σου επιτρέψουν να κοιμηθείς μέσα σε κανένα ερείπιο: σε κάποιο από αυτά που δεν έχουν επισκευάσει για να μένουν οι ίδιοι.»
«Δεν περίμενα να μείνω σε πανδοχείο,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα χωρίς να λέει ψέματα.
«Αυτοί που σταματούν στις πόλεις των Ταργκάφλι,» εξήγησε η Ζανάιλχα, «το κάνουν κυρίως για να εμπορευτούν με τους ντόπιους. Δεν υπάρχει κανένας άλλος ουσιαστικός λόγος. Εκτός αν είναι ερευνητές και τέτοιοι, όπως εσείς.»
«Είναι φιλικοί προς τους ερευνητές οι Ταργκάφλι, Ζανάιλχα;»
«Συνήθως, ναι. Εκτός αν κάνουν πράγματα που τους ενοχλούν.»
«Και τι τους ενοχλεί;»
«Είναι δύσκολο να πει κανείς τι μπορεί να ενοχλήσει αυτούς· αλλά, γενικά, ό,τι θα ενοχλούσε κι εσένα. Αν πας να κλέψεις ή να κάνεις ζημιές, θα έχεις προβλήματα μαζί τους προφανώς.
»Οι εξερευνητές, πάντως, δεν είναι και τόσοι πολλοί σε τούτα τα μέρη,» πρόσθεσε η Ζανάιλχα. «Φοβούνται να έρθουν επειδή, τα τελευταία χρόνια, κάμποσοι έχουν εξαφανιστεί ή έχουν βρεθεί νεκροί – διαμελισμένοι, ή γδαρμένοι σαν κυνήγι.»
«Ελπίζω να μη συμβεί το ίδιο και σ’εμάς.»
«Έχετε εμένα μαζί σας.»
Παρά την παρουσία σου, όμως, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, χτες βράδυ λίγο έλειψε να μας σκοτώσουν.
Το απόγευμα, διέσχισαν τα βαλτοτόπια ενώ η Ζανάιλχα προπορευόταν ελέγχοντας το έδαφος με την άκρη του δόρατός της. Επίσης τους είπε να διώχνουν μακριά τα βατράχια που χοροπηδούσαν από δω κι από κει, γιατί ορισμένα ήταν δηλητηριώδη ή μετέφεραν ασθένειες.
«Θα μας δαγκώσουν τα βατράχια;» μόρφασε ο Καλέφραζ.
Κανένας δεν του απάντησε. Όφειλαν, όμως, όλοι να παρατηρήσουν ότι τα βατράχια ήταν μεγάλα κι έμοιαζαν να τους κοιτάζουν απειλητικά με τα κιτρινιάρικα μάτια τους. Κάποια ήταν πράσινα με κίτρινες λωρίδες· κάποια, κατάμαυρα με πορφυρές βούλες· και κάποια, κόκκινα με μαύρες λωρίδες.
«Δε μας συμπαθούν,» είπε ο Αλίρκωπ συλλογισμένα.
«Σώπα…» μουρμούρισε η Ανταρλίδα κάτω απ’την ανάσα της.
Τα βαλτόνερα είχαν γεμίσει τα ρούχα τους από τους μηρούς και κάτω όταν τελικά βγήκαν από τους βάλτους και η νύχτα έπεφτε. Κανένας – εκτός από τον τραυματία – δεν ήταν επάνω στη σέλα του αλόγου του όσο διέσχιζαν τα έλη· τραβούσαν τα ζώα από τα χαλινάρια, καθοδηγώντας τα. Η Ζανάιλχα τούς είπε να γδυθούν και να πλύνουν τους εαυτούς τους, τα ρούχα, και τις μπότες τους· δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος μόλυνσης, αλλά καλύτερα κανείς να φυλάγεται, τόνισε.
Στ’ανατολικά τους φαινόταν μια μεγάλη δασώδη περιοχή στο φως των δύο φεγγαριών, και η Ανταρλίδα – που είχε μόλις πλύνει το παντελόνι της και το είχε κρεμάσει για να στεγνώσει, μαζί με τις μπότες της – ρώτησε τη Ζανάιλχα τι ήταν εκεί.
«Το Πυκνόκλαδο Δάσος, ασφαλώς,» απάντησε εκείνη, σαν να έμοιαζε ν’απορεί που η Μαύρη Δράκαινα δεν το ήξερε. «Ο Κις-χαρ Ιχ περνά από μέσα του. Και μετά απ’αυτό είναι η Μεγάλη Ερημιά.»
«Μετά τη Μεγάλη Ερημιά τι είναι;»
«Μόνο οι τρελοί πάνε εκεί – και κανένας δεν τους έχει ακούσει να επιστρέφουν.» Η Ζανάιλχα απομακρύνθηκε απ’την Ανταρλίδα βαδίζοντας προς τη σκηνή της. Τα μακριά, κατάμαυρα πόδια της έμοιαζαν να εξαφανίζονται μέσα στη νύχτα και στο ψηλό χορτάρι της πεδιάδας.
Η Ανταρλίδα πλησίασε τον Τάμπριελ που καθόταν πλάι σε μια φωτιά και κάπνιζε. Κάθισε κι εκείνη κοντά του.
«Δεν είμαστε μακριά απ’τη Βινέρνι,» της είπε, και ξεδίπλωσε έναν χάρτη. «Κάπου εδώ πρέπει να βρισκόμαστε.» Βγάζοντας την πίπα του απ’το στόμα, έδειξε με την άκριά της.
Η Ανταρλίδα ένευσε. «Ναι· η Ζανάιλχα μόλις μου είπε ότι το δάσος που φαίνεται στ’ανατολικά μας είναι το Πυκνόκλαδο Δάσος.»
«Το είχα υποθέσει.
»Αναρωτιέμαι από πού θα μας πάει αύριο. Θα μας περάσει μέσα απ’το δάσος, ή θα μας βάλει να κάνουμε τον κύκλο του Σκεβρού Χάσματος;»
«Αυτό δεν μου το είπε.» Και τον ρώτησε: «Ξέρεις τι πας να κάνεις στο Άγκιστρο του Κόσμου;»
«Όχι ακριβώς.»
«Συνηθισμένα πράγματα, ε;» Ακουγόταν ενοχλημένη – και ήταν.
«Φοβάσαι ότι η κατάληξη θα είναι ίδια όπως όταν πήγαμε στην Πύλη του Μαράνχαλωμ;»
«Φοβάμαι ότι ίσως νάναι χειρότερη.»
«Δεν είμαστε τυχαία εδώ, Ανταρλίδα,» είπε ο Τάμπριελ τυλίγοντας τον χάρτη του ξανά και βάζοντας την πίπα του στο στόμα. «Στο Άγκιστρο θα βρούμε κάποιο από τα κλειδιά αυτού του κόσμου· είμαι βέβαιος.»
«Και την προηγούμενη φορά τα ίδια έλεγες.»
«Η Πύλη ήταν κλειδαρότρυπα, όχι κλειδί.»
«Εγώ, πάντως, δεν έχω δει ούτε κλειδιά ούτε κλειδαρότρυπες μέχρι στιγμής.»
«Δεν έχεις φαντασία, γι’αυτό.»
«Αρχίζεις να με τσαντίζεις.»
*
Επόμενη μέρα.
Η Ζανάιλχα, αφού ξερίζωσε τα χόρτα από ένα μικρό κομμάτι του εδάφους και σχημάτισε έναν πρόχειρο χάρτη στο χώμα, είπε στους συντρόφους της: «Για να κάνουμε τον κύκλο του φαραγγιού θα μας πάρει πάνω από δύο ημέρες. Το Πυκνόκλαδο Δάσος, που βρίσκεται στο δρόμο μας, είναι αρκετά επικίνδυνο λόγω άγριων θηρίων και ιθαγενών. Επομένως, προτείνω να περάσουμε από εδώ.» Με τη λεπίδα του δόρατός της, διέγραψε μια γραμμή η οποία περνούσε ακριβώς ανάμεσα από την ανατολική άκρη του Σκεβρού Χάσματος και τη δυτική άκρη του Πυκνόκλαδου Δάσους. «Θα μπούμε μόνο στις παρυφές του δάσους, όπου θα είμαστε σχετικά ασφαλείς.»
«Τι σημαίνει ‘σχετικά’;» ρώτησε ο Χάλρεοκ.
«Δεν είναι δυνατόν ποτέ να είσαι απόλυτα ασφαλής σε τούτα τα μέρη, όπως θάχεις ήδη καταλάβει, νομίζω,» αντιγύρισε η Ζανάιλχα, κάπως απότομα, καθώς ακόμα υπήρχε ένταση μεταξύ τους από όσα είχαν συμβεί στη Σιλντάχι. «Και στο Πυκνόκλαδο Δάσος καραδοκούν πολλοί κίνδυνοι. Αν όμως προτιμάτε, μπορούμε να κάνουμε το γύρο του φαραγγιού. Εσείς αποφασίζετε.»
«Θα περάσουμε από τις παρυφές του δάσους,» δήλωσε ο Τάμπριελ.
Ο Χάλρεοκ στράφηκε να τον κοιτάξει. «Είσαι σίγουρος;»
«Θα χάσουμε πολύ χρόνο κάνοντας τον γύρο· και όσο περισσότερο καιρό είμαστε εδώ τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα υπάρχει κάτι άσχημο να συμβεί.»
Ο Χάλρεοκ φάνηκε να το σκέφτεται σοβαρά αυτό.
«Εντάξει λοιπόν,» είπε η Ζανάιλχα· και πρόσθεσε: «Θα πρέπει, επίσης, να σας επισημάνω ότι εδώ» – πίεσε την αιχμή του δόρατός της στον χωμάτινο χάρτη – «στην ανατολική άκρη του φαραγγιού, υπάρχει μια πόλη των Ταργκάφλι: η Λόιτμα.»
«Είναι εχθρικοί οι κάτοικοι της;» ρώτησε ο Χάλρεοκ.
«Από την εμπειρία μου, όχι. Μάλιστα, έχω εμπορευτεί και κάποιες φορές μαζί τους: τους έχω δώσει πράγματα και μου έχουν δώσει πράγματα.»
«Αυτό, επομένως, σημαίνει ότι δεν θα μας επιτεθούν εν όψει. Σωστά;»
«Κατά πάσα πιθανότητα,» του αποκρίθηκε κοιτάζοντάς τον έντονα καθώς πίεζε την κάτω άκρη του δόρατός της στο χώμα. Ήταν φανερό ότι ο τρόπος του Χάλρεοκ είχε αρχίσει να την ενοχλεί.
«Ας ξεκινήσουμε,» είπε η Ανταρλίδα· «κι αν κάτι απρόοπτο τύχει στο δρόμο, βλέπουμε πώς θα το αντιμετωπίσουμε.»
*
Πλησίασαν τις παρυφές του Πυκνόκλαδου Δάσους και, στην αρχή, ταξίδεψαν πλάι τους· όμως, καθώς κατευθύνονταν βορειοδυτικά, έβρισκαν ολοένα και περισσότερη βλάστηση μπροστά τους, μέχρι που πλέον ήταν περιτριγυρισμένοι από αυτήν. Το Σκεβρό Χάσμα δεν άργησαν να το ατενίσουν στα δυτικά τους: ένα πελώριο άνοιγμα στη γη το οποίο συνεχιζόταν για δεκάδες χιλιόμετρα προς τη δύση. Στην άκρη του ήταν μία από τις πόλεις των Ταργκάφλι, με τις ερειπωμένες πολυκατοικίες που αποτελούσαν σημάδι ενός πολύ αρχαιότερου πολιτισμού σε τούτα τα μέρη – και, πιθανώς, πολύ πιο εξελιγμένου, υποπτευόταν η Ανταρλίδα. Τι έγινε, όμως, όλη αυτή η εξέλιξη; Χάθηκε μέσα στον Κατακλυσμό; Υπήρχαν, άραγε, ενεργειακά οχήματα εδώ, κάποτε; Υπήρχαν πυροβόλα και ενεργειακά όπλα; Υπήρχε προηγμένη χρήση της μαγείας, όπως με τα μαγικά τάγματα στο Γνωστό Σύμπαν;
Και τι ξέρουν οι Ταργκάφλι για όλ’αυτά; Έχουν την παραμικρή ιδέα τι υπήρξε εδώ, ή είναι τελείως βάρβαροι; Η Ανταρλίδα δε νόμιζε να ίσχυε αυτό το τελευταίο. Οι Ταργκάφλι πρέπει κάποια υποψία να είχαν για τον αρχαίο πολιτισμό, γι’αυτό κιόλας ήθελαν να κατοικούν μέσα σε τούτες τις ερειπωμένες πόλεις αντί να τις γκρεμίσουν και να οικοδομήσουν κάτι δικό τους, ή αντί να τις εγκαταλείψουν στον άνεμο και στη βλάστηση.
Καθώς η Ανταρλίδα και οι σύντροφοί της διέσχιζαν το Πυκνόκλαδο Δάσος, μπορούσαν να ατενίσουν την πόλη – που η Ζανάιλχα τούς είπε ότι, φυσικά, ήταν η Λόιτμα – μόνο μέσα από ανοίγματα στις φυλλωσιές ή στις κληματίδες, κι ανάμεσα από χοντρούς κορμούς δέντρων που έμοιαζαν να σχηματίζουν φυσικές πύλες.
Η Ανταρλίδα παρατήρησε ότι κάποιοι περιφέρονταν έξω από την αρχαία πόλη. Καβαλάρηδες, επάνω σε… Δεν ήταν άλογα. –Έφερε το κιάλι της στο μάτι και κοίταξε καλύτερα. –Έντομα. Γιγαντιαία έντομα. Αυτά που η Ζανάιλχα είχε αποκαλέσει ό’τρατ ζιν – μαμούνια του φαραγγιού.
«Μας έχουν δει;» ρώτησε η Ανταρλίδα την οδηγό δείχνοντας, μέσα από τη βλάστηση, τους εντομοκαβαλάρηδες.
«Μάλλον. Οι Ταργκάφλι έχουν πολύ καλούς παρατηρητές στα σύνορα των περιοχών τους. Αλλά δεν πρόκειται να μας επιτεθούν απρόκλητα.»
«Τι κάνουν, τότε, αυτά τα έντομα έξω απ’την πόλη τους;» απαίτησε ο Χάλρεοκ.
Η Ζανάιλχα τού απάντησε δίχως να στραφεί να τον κοιτάξει: «Για λόγους ασφαλείας έχουν βγει, σε περίπτωση που εμείς αποδειχτούμε εχθρικοί. Επίσης, ίσως να θέλουν να μας δείξουν την πολεμική υπεροχή τους, ώστε να μην τολμήσουμε να τους επιτεθούμε.»
Το μεσημέρι είχαν πλέον αφήσει τη Λόιτμα πίσω τους και κατασκήνωσαν μέσα στο δάσος για να φάνε και να ξεκουραστούν. Ο Αλίρκωπ αντάλλαξε μερικές κουβέντες με τον Τάμπριελ και ύστερα απομακρύνθηκε λίγο από τους άλλους, πηγαίνοντας να καθίσει οκλαδόν κάτω από ένα δέντρο. Στα χέρια του κρατούσε ένα δαχτυλίδι το οποίο και κοίταζε έντονα· το βλέμμα του ήταν προσηλωμένο εκεί και μόνο εκεί.
«Τι κάνει;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Τάμπριελ καθώς κάθονταν μέσα στη σκηνή τους, τρώγοντας.
«Προσπαθεί να φορτίσει το αντικείμενο με τη θέλησή του, όπως του δίδαξα.»
«Και μετά θα μπορεί να φυλακίσει δαίμονες εκεί μέσα, σαν τους Δεσμοφύλακες;»
«Δεν είναι τόσο απλό. Δεν ξέρω ακόμα καν αν θα καταφέρει να φορτίσει σωστά το αντικείμενο.»
«Πώς θα το καταλάβεις αν το έχει φορτίσει σωστά;»
«Ενδιαφέρονται οι Μαύρες Δράκαινες για τις τεχνικές των Δεσμοφυλάκων, τώρα;»
«Εντάααξει· συζήτηση έκανα απλώς. Και απορώ, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ, πώς η Παντοκράτειρα σε ανεχόταν.»
«Η Παντοκράτειρα δεν έκανε τόσες πολλές ερωτήσεις, και είχε και άλλους συζύγους για να περνά τον καιρό της. Ο Ανδρόνικος ήταν πάντα ο αγαπημένος της… μέχρι που επαναστάτησε εναντίον της, βέβαια.»
Ύστερα, το χέρι του γαργάλησε τη γυμνή της πατούσα καθώς η Ανταρλίδα ήταν καθισμένη οκλαδόν πλάι του. «Έφαγες, λοιπόν, όλο σου το φαγητό;»
Εκείνη μειδίασε, μασώντας το τελευταίο κομμάτι από έναν καρπό που είχε κόψει η Ζανάιλχα γι’αυτούς, εδώ στο Πυκνόκλαδο Δάσος. «Και εξ όψεως δε σου φαινόταν τι άγριο ζωάκι είσαι…» του είπε.
«Επιβεβαιώνω τον κανόνα για τους Φεηνάρκιους;»
«Σ’αυτό τον τομέα, ναι.» Η Ανταρλίδα σηκώθηκε στα γόνατα και έκλεισε την κουρτίνα της σκηνής τους.
*
Ενώ ο ήλιος ταξίδευε προς τον δυτικό ορίζοντα, εκείνοι ταξίδευαν βορειοδυτικά έχοντας βγει από τις παρυφές του Πυκνόκλαδου Δάσους και διασχίζοντας μια ανοιχτή πεδιάδα που απλωνόταν για χιλιόμετρα και χιλιόμετρα εμπρός τους, διαθέτοντας ψηλό χορτάρι που έμοιαζε με λεπίδια και δέντρα ψηλότερα και χαμηλότερα. Οι σκιές ήταν πολλές και έντονες, σαν από πίνακα ζωγραφικής.
«Όταν πέσει η νύχτα μπορούμε να είμαστε στη Βινέρνι,» είπε η Ζανάιλχα. «Θέλετε να φτάσουμε εκεί απόψε, ή να το κανονίσω έτσι ώστε να φτάσουμε αύριο με την αυγή;»
«Τι νομίζεις ότι θα ήταν καλύτερο;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Τι σκοπεύεις να κάνεις όταν πας εκεί;»
«Θέλω να πλησιάσω το Άγκιστρο του Κόσμου.»
«Θα χρειαστεί να διαπραγματευτείς, υποθέτω· κι αυτό καλύτερα να το κάνεις το πρωί.»
«Εντάξει τότε,» είπε ο Τάμπριελ. «Αύριο θα πάμε στην πόλη.»
Οφείλω να ομολογήσω ότι, μέσα σ’αυτή τη βαρβαρική γη, ένα πράγμα με εξέπληξε ευχάριστα: η κοινωνία των Ταργκάφλι. Δεν είχα ποτέ άλλοτε βρεθεί σε τούτους τους τόπους, και παρότι είχα διαβάσει πολλά για τους Ταργκάφλι, δεν τους είχα δει από κοντά. Αρκετές από τις δοξασίες γι’αυτούς δεν είναι αληθινές· είναι μονάχα μύθοι και φήμες. Δεν μου φάνηκαν τόσο άγριοι, ούτε τόσο επικίνδυνοι. Ο τρόπος τους φανερώνει ότι ζουν μέσα στα πανάρχαια ερείπια από επιλογή, όχι από βαρβαρισμό. Ο Μεγάλος Προφήτης μού είπε ότι δείχνουν μια θρησκευτική λατρεία προς αυτά: και δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να το θέσω καλύτερα.
Οι Ταργκάφλι αναπολούν ένα χαμένο ένδοξο παρελθόν, και πιστεύουν σε μυστικά κρυμμένα κάτω από ερειπωμένες πανάρχαιες πόλεις με πανύψηλα οικοδομήματα.
Γι’αυτό που είδα και μόνο, το ταξίδι μου σ’εκείνα τα μέρη άξιζε.
*
* * *
*
Από απόσταση η Βινέρνι δεν έμοιαζε διαφορετική από τις υπόλοιπες πόλεις των Ταργκάφλι που ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα είχαν δει. Ήταν ένας ερειπιώνας με πολυκατοικίες, άλλες τελείως γκρεμισμένες άλλες όχι. Το Άγκιστρο του Κόσμου – ο ψηλός, πράσινος λίθος που ήταν ζωγραφισμένος στην περγαμηνή που ο Ρέμικατ είχε δώσει στον Τάμπριελ – δεν φαινόταν πουθενά. Μάλλον τα αρχαία οικοδομήματα το έκρυβαν.
Καθώς η ομάδα του Τάμπριελ και της Ανταρλίδας πλησίαζε την πόλη, είδαν πολεμιστές να βγαίνουν από εκεί και να τους ατενίζουν. Αυτοί που βρίσκονταν μπροστά, έτοιμοι να τους υποδεχτούν, βαστούσαν τσεκούρια αλλά δεν τα είχαν υψωμένα με τρόπο εχθρικό: τα κρατούσαν κατεβασμένα στο πλάι τους. Ωστόσο η Ανταρλίδα δεν μπόρεσε παρά να προσέξει και τους τοξότες που ήταν επάνω σε δύο ερειπωμένες πολυκατοικίες. Δεν το ριψοκινδυνεύουν. Αν κρίνουν πως είμαστε εχθροί, θα μας γεμίσουν βέλη.
«Ποιοι είστε και τι θέλετε εδώ;» φώναξε ο ένας από τους δύο πελεκυφόρους: ένας λευκός άντρας με μαύρα, μακριά μαλλιά και μούσια.
Η Ζανάιλχα απάντησε: «Εξερευνητές είμαστε. Εγώ είμαι η οδηγός. Θέλουμε να δούμε το Άγκιστρο του Κόσμου.»
«Το Άγκιστρο του Κόσμου; Για ποιο λόγο;»
«Θα πρέπει να σας μιλήσει ο σύντροφός μου γι’αυτό,» είπε η Ζανάιλχα, και στράφηκε στον Τάμπριελ.
Εκείνος τη ρώτησε: «Ποιος είναι αρχηγός εδώ; Φύλαρχο έχουν; Άρχοντα; Ιερέα;»
«Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, τον λένε. ‘Άρχοντας των Ερειπίων’, σημαίνει.»
«Πρέπει να μιλήσω στον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ!» φώναξε ο Τάμπριελ στους Ταργκάφλι. Και έβγαλε την κουκούλα του, αποκαλύπτοντας το κόκκινο δέρμα του και τα κατάλευκα, μακριά μαλλιά του. «Το βλέπετε αυτό εκεί;» Στράφηκε πίσω του δείχνοντας, στον δυτικό ορίζοντα, τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο που φαινόταν μέχρι εδώ. «Γνωρίζω τι είναι. Και νομίζω ότι θα θέλατε κι εσείς να μάθετε.»
«Τι σχέση έχει αυτό με το Άγκιστρο του Κόσμου;» ρώτησε ο ίδιος Ταργκάφλι που είχε μιλήσει και πριν.
«Αυτό θα το πω στον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, αν μας αφήσετε να περάσουμε.»
Οι δύο φρουροί αντάλλαξαν μερικές σύντομες κουβέντες αναμεταξύ τους και, μετά, εκείνος που είχε μιλήσει και πριν φώναξε στον Τάμπριελ: «Μπορείτε να περάσετε!»
Η ομάδα κατέβηκαν από τα άλογά τους και, τραβώντας τα από τα γκέμια, μπήκαν στους δρόμους της Βινέρνι. Τα περισσότερα οικοδομήματα μπορεί να ήταν ερειπωμένα, παρατήρησαν, αλλά αυτά μέσα στα οποία έμεναν άνθρωποι φαίνονταν περιποιημένα. Οι Ταργκάφλι έμοιαζαν να λατρεύουν τα ερείπια, με τη θρησκευτική έννοια. Τα διατηρούσαν στην κατάστασή τους, δεν τα κατέστρεφαν, αλλά είχαν δημιουργήσει τέτοιες συνθήκες ώστε να μπορούν να ζουν μέσα σ’αυτά.
Τι είναι εκείνο που τους γοητεύει; σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Η παλαιότητα των οικοδομημάτων; Το γεγονός ότι υπάρχουν μονάχα εδώ και πουθενά αλλού σε τούτο τον κόσμο; (Τουλάχιστον εκείνος δεν τα είχε δει σε άλλο μέρος, ούτε ο Καλέφραζ τού είχε πει ότι υπήρχαν αλλού.) Ή, μήπως, αποζητούν την επιστροφή σ’ένα πιο ένδοξο παρελθόν; Αναρωτιέμαι τι μύθους να έχουν για τα αρχαία οικοδομήματα των πόλεών τους.
Οι Ταργκάφλι συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Τάμπριελ και τους συντρόφους του, κρατώντας όπλα και κοιτάζοντάς τους με επιφύλαξη. Ειδικά οι πολεμιστές της Βασίλισσας Παμράνεχ έμοιαζαν να τους βάζουν σε σκέψεις· μάλλον, δεν τους άρεσαν οι πανοπλίες που φορούσαν: αποτελούσαν σημάδι ότι οι επισκέπτες τους ήταν έτοιμοι για μάχη.
Σύντομα θα δουν ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από εμάς, σκέφτηκε ο Τάμπριελ· και μια εικόνα ήρθε τότε στο μυαλό του–
Ένα πλήθος ανθρώπων που ταξιδεύει με κάρα, άμαξες, άλογα, μουλάρια, μαρνέκια, ελέφαντες, και άλλα ζώα· κι ανάμεσά τους πολλοί κρατούν όπλα – δόρατα, σπαθιά, τσεκούρια, τόξα – αλλά οι πανοπλίες τους δεν είναι ούτε καλοφτιαγμένες ούτε μεταλλικές: είναι καμωμένες κυρίως από δέρματα ζώων και ξύλο, ενώ ελάχιστες έχουν και κομμάτια μετάλλου σ’ορισμένα σημεία.
Ο Τάμπριελ βλεφάρισε και η εικόνα χάθηκε.
Ταργκάφλι. Αυτοί που είχε δει ήταν, σίγουρα, Ταργκάφλι. Και φαινόταν να έχουν φύγει για κάποιο μεγάλο ταξίδι…
Οι πολεμιστές της Βινέρνι τούς έκαναν νόημα να σταματήσουν μπροστά σε μια μεγάλη πολυκατοικία. Τριγύρω, οι κάτοικοι της πόλης κοίταζαν από απόσταση, έχοντας βγει στις πόρτες τους ή στεκόμενοι σε μπαλκόνια και παράθυρα. Η αντίδρασή τους ήταν σχεδόν κωμική· φέρονταν σαν χωρικοί, σκέφτηκε ο Τάμπριελ, ενώ ζούσαν μέσα σε μια μεγαλούπολη. Έστω, στα ερείπια μιας μεγαλούπολης.
Ένας πολεμιστής μπήκε στη μεγάλη πολυκατοικία ενώ ένας άλλος είπε στον Τάμπριελ να περιμένει. Πρέπει να με νομίζουν για αρχηγό της ομάδας, σκέφτηκε εκείνος· κι ύστερα συνειδητοποίησε πως, όντως, ήταν αρχηγός της ομάδας. Εκείνος αποφάσιζε πού θα πήγαιναν και τι θα έκαναν.
Μετά από λίγο, ένας άντρας φάνηκε στην είσοδο της μεγάλης πολυκατοικίας, η οποία βρισκόταν στην κορυφή μερικών σκαλοπατιών. Δεξιά κι αριστερά του ήταν δύο πολεμιστές.
Ο Τάμπριελ αναγνώρισε το πρόσωπό του. Τον είχε «δει» και παλιότερα.
«Ο’Μάλζεκ Χάλρικ,» είπε μεγαλόφωνα, «ονομάζομαι Τάμπριελ, και θα ήθελα να μιλήσουμε.»
«Η όψη σου είναι παράδοξη, ξένε,» αποκρίθηκε ο Άρχοντας των Ερειπίων. Ήταν μετρίου αναστήματος και είχε δέρμα λευκό, μύτη γαμψή, γκρίζα μακριά μαλλιά, και επίσης γκρίζα γενειάδα. Φορούσε ρούχα φανερά καμωμένα από δέρματα ζώων, και στο δεξί χέρι βαστούσε ένα ραβδί που στην κορυφή του ήταν ένας πράσινος λίθος. Γύρω από τον λίθο ήταν δεμένα διάφορα κορδόνια που αν είχε αέρα θα ανέμιζαν· τώρα, όμως, είχε άπνοια κι έτσι κρέμονταν, παράλυτα. «Το δέρμα σου είναι κόκκινο. Από πού έρχεσαι;»
Ο Τάμπριελ έδειξε προς τα δυτικά, προς το βαθούλωμα στον ουρανό που δημιουργούσε ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος. «Από εκεί!»
«Αυτή είναι μια πολύ γενική κατεύθυνση, ξένε.»
«Δεν με κατάλαβες, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ. Έρχομαι από αυτό που βλέπετε στον ουρανό.»
Ο Άρχοντας των Ερειπίων συνοφρυώθηκε. «Τι θες να πεις; Πώς είναι δυνατόν;»
«Δεν είμαι από αυτόν τον κόσμο· και βρίσκομαι εδώ ώστε να μιλήσουμε για κάτι που ενδιαφέρει και τους δυο μας.»
Μουρμουρητά είχαν αρχίσει ν’ακούγονται από τους Ταργκάφλι ολόγυρα.
«Και τι είναι αυτό;» θέλησε να μάθει ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.
«Το Άγκιστρο του Κόσμου.»
Τώρα, ο Άρχοντας των Ερειπίων τον κοίταξε καχύποπτα.
«Σου υπόσχομαι ότι δεν θα το μετανιώσεις,» είπε ο Τάμπριελ.
Μετά από μερικές στιγμές σκέψης, ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ αποκρίθηκε: «Καλώς, θα συζητήσουμε. Αφού οι πολεμιστές μου οδηγήσουν εσένα και τους συντρόφους σου σ’ένα μέρος για να μείνετε.»
«Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ,» είπε η Ζανάιλχα κάνοντας μια περίεργη υπόκλιση, με το αριστερό γόνατο λυγισμένο και τη δεξιά γροθιά ν’ακουμπά στο χώμα.
*
Οι Ταργκάφλι τούς πήγαν στο ισόγειο μιας γκρεμισμένης πολυκατοικίες που μόνο ο πρώτος όροφος της είχε απομείνει καθώς και μερικά κομμάτια απ’τον δεύτερο· οι υπόλοιποι είχαν, πριν από αιώνες, καταρρεύσει. Τα άλογά τους τα άφησαν σε μια μεριά του ισογείου που κάποτε, νόμιζε η Ανταρλίδα, μπορεί να ήταν γκαράζ για ενεργειακά οχήματα. Οι ίδιοι κάθισαν μέσα σε πέντε δωμάτια που ήταν κάπως συμμαζεμένα· δεν υπήρχαν πέτρες στο πάτωμα, και οι πόρτες δεν ήταν μπλοκαρισμένες από μπάζα· μάλιστα, σε όλες κρέμονταν κουρτίνες καμωμένες από δέρματα. Ένα μικρό λίθινο τραπέζι και μερικά λίθινα καθίσματα υπήρχαν στο κεντρικότερο από τα δωμάτια. Η Ανταρλίδα συμπέρανε ότι οι Ταργκάφλι πρέπει να είχαν ετούτο το μέρος για ξενώνα, και η Ζανάιλχα επιβεβαίωσε την υποψία της όταν η Μαύρη Δράκαινα τής την είπε. «Έχω ξαναβρεθεί εδώ, Ανταρλίδα. Σ’το είπα και τις προάλλες, οι Ταργκάφλι δεν είναι αφιλόξενοι, εκτός αν σε θεωρούν επικίνδυνο ή ενοχλητικό για κάποιο λόγο.»
Η ομάδα τακτοποιήθηκε μέσα στα δωμάτια, και μετά ο Χάλρεοκ ρώτησε: «Θα χρειαστεί να μείνουμε μέρες εδώ πέρα;»
«Θα δείξει,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, καθισμένος σ’ένα από τα πέτρινα καθίσματα του κεντρικού δωματίου και καπνίζοντας την πίπα του.
«Τι θα κάνεις όταν σε πάνε στο Άγκιστρο του Κόσμου, Τάμπριελ;» ρώτησε ο Αλίρκωπ.
«Δεν ξέρω ακόμα. Έχω ‘δει’, όμως, ότι γύρω του θα γίνει κάποια… τελετή, νομίζω. Και θα είμαι παρών σ’αυτή την τελετή.»
«Να προσέχεις,» του είπε ο Αλίρκωπ. «Έχω ακούσει ότι το Άγκιστρο κρύβει επικίνδυνες δυνάμεις.»
«Αν το έχουν φτιάξει οι Αρχαίοι, σίγουρα κρύβει επικίνδυνες δυνάμεις, Αλίρκωπ.»
«Δεν θυμάσαι τι σου είπα όταν μιλήσαμε στην Καρκούμ;»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Θυμάμαι. Και πολύ καλά μάλιστα.» Του είχε πει ότι είχε ακούσει πως υπήρχε κάποιος φύλακας του Άγκιστρου. Κάποιος θεός ή πανίσχυρο πνεύμα, το οποίο δεν προστάτευε μόνο τον μεγάλο λίθο αλλά και τη Βινέρνι και τους κατοίκους της. Ένας μάγος είχε πει στον Αλίρκωπ ότι του είχε πει μια μάγισσα ότι της είχε πει ένας άλλος μάγος πως οι μάγοι των Ταργκάφλι της Βινέρνι μπορούσαν να καλέσουν αυτόν τον επικίνδυνο θεό όποτε το επιθυμούσαν και να τον εξαπολύσουν εναντίον των εχθρών τους: πράγμα το οποίο είχαν κάνει κάποιες φορές όταν κινδύνευε η πόλη τους από εισβολείς ή από ληστές. Είχαν επικαλεστεί τον προστάτη του λίθου για να τους υπηρετήσει, κι εκείνος είχε καταστρέψει ολοσχερώς τους εχθρούς τους μέσα σε φωτιές και σκοτάδι· ή (άλλοι έλεγαν) τους είχε τρελάνει με ακατανόητα οράματα· ή (άλλοι έλεγαν) είχε παλαβώσει τα ζώα τους – ελέφαντες, άλογα, ό’τρατ ζιν – και τα είχε βάλει να τους κομματιάσουν· ή (άλλοι έλεγαν) είχε φέρει έναν άνεμο τόσο δυνατό που τους είχε όλους παρασύρει και σκορπίσει ώς τα πέρατα της Γης των Ταργκάφλι.
«Δε νομίζω, όμως, ότι θα αισθανθούν τόσο απειλημένοι από εμάς ώστε να επικαλεστούν τον δαίμονά τους εναντίον μας,» είπε ο Τάμπριελ. Κι επιπλέον, είμαι έτοιμος γι’αυτόν, πρόσθεσε νοερά, αγγίζοντας το περιδέραιο κάτω απ’το πουκάμισό του – το περιδέραιο που είχε «δει», που είχε αγοράσει στη Μεγάλη Αγορά της Φέντινκεχ, και που είχε προετοιμάσει κατάλληλα, όπως προετοίμαζαν ένα αντικείμενο οι Δεσμοφύλακες.
«Το πνεύμα του λίθου, όμως, ίσως να αισθανθεί απειλημένο,» τον προειδοποίησε ο Αλίρκωπ.
«Για ποιο λόγο; Δεν ήρθα για να τον καταστρέψω.» (Κι αν αυτό χρειαστεί για ν’ανοίξεις ετούτη την απομονωμένη διάσταση; ρώτησε μια φωνή εντός του – την οποία ο Τάμπριελ, για την ώρα, αγνόησε.)
«Δεν γνωρίζω. Αλλά είπες ότι έχεις ‘δει’ να γίνεται μια τελετή γύρω από το Άγκιστρο, έτσι δεν είπες;»
Ο Τάμπριελ κατένευσε.
«Αυτή η τελετή ίσως να γίνει για να καλέσει το πνεύμα.»
«Δεν έχουμε παρά να το ανακαλύψουμε, λοιπόν…»
Εκείνη τη στιγμή κάποιος ακούστηκε να πλησιάζει τον ξενώνα, και όλοι τους στράφηκαν για να δουν έναν πολεμιστή των Ταργκάφλι να μπαίνει.
«Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ θα σου μιλήσει τώρα,» είπε κοιτάζοντας τον Τάμπριελ.
Εκείνος σηκώθηκε απ’τη θέση του. «Δε χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ,» είπε στους συντρόφους του ενώ έσβηνε την πίπα του και την έβαζε σ’ένα μικρό σακούλι στη ζώνη του.
«Θα έρθω μαζί σου,» δήλωσε η Ανταρλίδα.
«Κι εγώ,» είπε ο Καλέφραζ.
Ο Τάμπριελ τον ατένισε. «Γιατί;»
«Θέλω ν’ακούσω τι θα ειπωθεί. Αυτά που συμβαίνουν γύρω σου, Τάμπριελ, δεν συμβαίνουν κάθε μέρα. Όπως δεν ανοίγουν και κάθε μέρα Ρήγματα στον κόσμο μας.»
Ο Τάμπριελ στράφηκε στον πολεμιστή των Ταργκάφλι. «Να έρθουν;»
«Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ μού είπε ότι επιθυμεί να μιλήσει μαζί σου, αλλά ας έρθουν. Αν δεν τους θέλει, θα προστάξει να μείνουν έξω.» Και τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν, βγαίνοντας απ’τον ξενώνα.
Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, και ο Καλέφραζ τον ακολούθησαν.
Ο πολεμιστής τούς οδήγησε μέσα στη μεγάλη πολυκατοικία απ’όπου είχε, πριν, βγει ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ. Ανέβηκαν πέτρινες σκάλες – οι οποίες βρίσκονταν σε καλή κατάσταση – και έφτασαν στον τέταρτο όροφο του πενταόροφου οικοδομήματος, όπου στέκονταν παραπάνω από αρκετοί φρουροί των Ταργκάφλι. Αποκλείεται να είναι πάντα τόσοι πολλοί εδώ, συλλογίστηκε η Ανταρλίδα. Βρίσκονται εδώ για χάρη μας. –Και ελπίζω οι διαπραγματεύσεις του Τάμπριελ να μην πάνε τόσο άσχημα ώστε να δεχτούμε επίθεση… γιατί τότε θα την έχουμε πολύ άσχημα. Η Ανταρλίδα άρχισε από τώρα να σκέφτεται πιθανούς τρόπους διαφυγής από τούτο το οικοδόμημα.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τούς περίμενε σε μια αίθουσα που ήταν επιπλωμένη σχεδόν σαν τα σαλόνια της Φέντινκεχ. Υπήρχαν έπιπλα από ξύλο, με ψάθες και μαξιλάρια στα καθίσματα, καθώς και ξύλινα αγάλματα και γλυπτά. Το μακρόστενο παράθυρο του μεγάλου δωματίου διέθετε τζάμι – επομένως, ξέρουν τι σημαίνει υαλουργεία, συμπέρανε η Ανταρλίδα. Δεν είναι βάρβαροι· όχι τελείως, τουλάχιστον. Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ στεκόταν μπροστά σε μια θρονοειδή πολυθρόνα και, καλωσορίζοντάς τους, τους έκανε νόημα να καθίσουν. Στις γωνίες της αίθουσας στέκονταν φρουροί, παρατήρησε η Ανταρλίδα με τις άκριες των ματιών της.
Ο Τάμπριελ, ο Καλέφραζ, και η Μαύρη Δράκαινα κάθισαν, και μετά κάθισε κι ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.
Ο οποίος κοίταξε την Ανταρλίδα και ρώτησε: «Κι εσύ από το Σημάδι έχεις έρθει;»
«Το Ρήγμα; Ναι, από εκεί έχω έρθει. Μαζί με τον Τάμπριελ.»
«‘Ρήγμα’ ονομάζεται;»
«Στο Τάρσαζ έτσι αποφασίσαμε να το λέμε,» εξήγησε ο Καλέφραζ, καθώς υπηρέτες τούς έφερναν κύπελλα με ποτά και πιατάκια με γλυκά και ξυλάκια (τα οποία ήταν, μάλλον, για να τρώει κανείς, υπέθεσαν κι οι τρεις τους).
«Από το Τάρσαζ έρχεστε, λοιπόν…»
«Συναντήσαμε τους πολεμιστές της Βασίλισσας Παμράνεχ μόλις βγήκαμε στον κόσμο σας,» είπε ο Τάμπριελ, «κι αυτοί μάς οδήγησαν στο Βασίλειό τους. Τότε δεν ξέραμε ακόμα να μιλάμε ούτε την Οικουμενική.»
«Στείλαμε κι εμείς κάποιους ανθρώπους μας στο… Ρήγμα. Δεν έχουν επιστρέψει, και φοβόμαστε ότι ίσως να μην επιστρέψουν ποτέ…»
«Είναι επικίνδυνο όταν το πλησιάζει κανείς· μπορεί να τον παρασύρει μέσα του.»
«Και μετά, τι γίνεται;»
«Οι πιθανότητες να επιβιώσει είναι ελάχιστες.»
«Εσείς πώς επιβιώσατε; Και πώς δημιουργήθηκε το Ρήγμα;»
Ο Τάμπριελ τού μίλησε για το Γνωστό Σύμπαν, παρότι είχε πλέον βαρεθεί να λέει τα ίδια και τα ίδια σε όλους όσους χρειαζόταν τη βοήθειά τους. Έπειτα, εξήγησε στον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ ότι πίστευε πως ο θρυμματισμός του Ενιαίου Κόσμου και ο Κατακλυσμός ετούτου του κόσμου ήταν ένα και το αυτό. Οι Αρχαίοι, προσπαθώντας να γλιτώσουν τους εαυτούς τους, είχαν απομονώσει το κομμάτι του σύμπαντος όπου βρίσκονταν.
«Έτσι τώρα δεν έχετε καμία διέξοδο. Νομίζω, όμως, ότι αυτό μπορεί ν’αλλάξει, κι ένα απ’τα κλειδιά ίσως να είναι το Άγκιστρο του Κόσμου στην πόλη σας.»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Εσείς δεν πιστεύετε ότι το Άγκιστρο το έφτιαξαν αρχαίοι θεοί προκειμένου να γλιτώσουν τον κόσμο από τον Κατακλυσμό;»
«Γνωρίζεις αρκετά για εμάς, Τάμπριελ. Ποιος σου το είπε αυτό;»
«Δεν είναι αλήθεια;»
«Αλήθεια είναι. Αλλά θέλω να ξέρω ποιος σου το είπε.»
«Ο Αλίρκωπ, ένας μάγος που μένει στην Καρκούμ. Τον γνωρίζεις;» ρώτησε ο Τάμπριελ τελειώνοντας το ποτό στο κύπελλό του.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»
«Δε θα έπρεπε να σε παραξενεύει που κυκλοφορούν φήμες για κάτι τόσο σημαντικό όπως το Άγκιστρο του Κόσμου.»
«Έχεις δίκιο. Πώς ακριβώς, όμως, πιστεύεις ότι μπορεί το Άγκιστρο να σε βοηθήσει να… ανοίξεις, όπως είπες, τον κόσμο μας; Σκοπεύεις να το σπάσεις;»
«Όχι. Να το μελετήσω μόνο. Η καταστροφή του ίσως να αποδειχτεί επικίνδυνη· ίσως να ξαναφέρει τον Κατακλυσμό.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ ένευσε. «Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ. Αν μου έλεγες ότι ήθελες να το καταστρέψεις, θα ήμουν αναγκασμένος να σε διώξω από την πόλη μου, Τάμπριελ, παρότι νομίζω ότι έχεις αρχίσει να μου γίνεσαι συμπαθής.» Καθάρισε το λαιμό του. «Να σου κάνω μια ευθεία ερώτηση;»
«Ασφαλώς.»
«Γιατί να θέλουμε, εγώ κι ο λαός μου, να ανοίξουμε τον κόσμο μας; Γιατί να θέλει ο οποιοσδήποτε;»
«Κατά πρώτον, θα σου πω κάτι άλλο: Δεν είμαι εδώ μόνο για να ανοίξω τον κόσμο σας. Η Βασίλισσα Παμράνεχ θέλει να βρω έναν τρόπο να διαλύσω το Ρήγμα. Και νομίζω πως έχει δίκιο· γιατί το Ρήγμα μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνο. Αυτού του είδους τα φαινόμενα είναι πολύ απρόβλεπτα. Δεν έχεις αισθανθεί τους σεισμούς, τελευταία;»
«Φυσικά και τους έχω αισθανθεί. Σχετίζονται με το Ρήγμα;»
«Σχετίζονται. Τουλάχιστον κανένας δεν έχει σκεφτεί καμια άλλη αιτία. Μη μου πεις ότι αυτό δεν έχει περάσει απ’το μυαλό των Ταργκάφλι…»
«Η αλήθεια είναι πως έχει περάσει. Συνέχισε, όμως.»
«Το κόκκινο αστέρι που εμφανίστηκε στους ουρανούς; Κι αυτό εξαιτίας του Ρήγματος είναι εδώ. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να έρθει από κει μέσα, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ. Το Ρήγμα περνά από δεκάδες – από εκατοντάδες, μάλλον – κόσμους. Ό,τι βρεθεί εντός του συνήθως καταστρέφεται, αλλά όχι πάντα· είδες, για παράδειγμα, ότι εμείς δεν καταστραφήκαμε…»
«Μου είπες, όμως, ότι βλέπεις κάποιες εικόνες, και ότι είχες «δει» ότι θα ερχόσασταν…»
«Ναι, αλλά εγώ είμαι ειδική περίπτωση.» Ο Τάμπριελ ύψωσε το κύπελλό του ώστε μια υπηρέτρια να το ξαναγεμίσει με ποτό (το οποίο δεν είχε ιδέα τι ήταν, όμως του άρεσε).
«Εντάξει όλ’αυτά,» είπε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ ακουμπώντας την πλάτη του στην ξύλινη πολυθρόνα και πλέκοντας τα δάχτυλα των χεριών του επάνω στην κοιλιά του. «Γιατί, όμως, εμείς να θέλουμε να ανοίξεις τον κόσμο μας; Έχουμε κάτι να κερδίσουμε από την επαφή με το Γνωστό Σύμπαν που αναφέρεις; Απ’ό,τι είπες, εκεί γίνεται πόλεμος: αυτή η Παντοκράτειρα προσπαθεί να κατακτήσει τα πάντα· το ίδιο δε θα επιχειρήσει να κάνει και σ’εμάς;»
Ο Άρχοντας των Ερειπίων έχει στρατηγικό νου! σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Ίσως πιο στρατηγικό νου από τη Βασίλισσα Παμράνεχ, δεδομένου ότι εκείνη μένει σ’ένα πολιτισμένο μέρος σαν το Τάρσαζ ενώ εκείνος σ’ένα άγριο μέρος σαν τη Γη των Ταργκάφλι.
Οι Ταργκάφλι είναι εξελιγμένοι στη σκέψη παρότι κατοικούν σε ερειπιώνες πανάρχαιων πόλεων.
Ο Τάμπριελ ήπιε μεγάλη γουλιά από το κύπελλό του προκειμένου να κερδίσει χρόνο και να οργανώσει τους συλλογισμούς του. «Νομίζω, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, πως θαυμάζετε τον πολιτισμό του αρχαίου λαού που κατοικούσε κάποτε σε τούτα τα μέρη. Έτσι δεν είναι; Αλλιώς δεν μπορώ να συμπεράνω γιατί έχετε επιλέξει να μένετε μέσα σε ερείπια…»
«Τι σχέση έχει αυτό;»
«Τον θαυμάζετε ή όχι;» επέμεινε ο Τάμπριελ.
«Η παρατήρησή σου είναι σωστή: πράγματι, θαυμάζουμε τους Αρχαίους. Θεωρούμε ότι εδώ κρύβονται πολύτιμα μυστικά.»
«Στο Γνωστό Σύμπαν θα δεις εκατοντάδες πόλεις σαν ετούτη – και δεν είναι ερειπωμένες. Επίσης, υπάρχουν άμαξες που κινούνται με ενέργεια, όχι επειδή τις τραβάνε ζώα. Υπάρχουν μηχανές με τις οποίες μπορείς να πετάς στους ουρανούς. Υπάρχουν όπλα που δεν έχεις ποτέ φανταστεί. Όπλα σαν ετούτο.» Τράβηξε το πιστόλι του.
(Η Ανταρλίδα είδε, με τις άκριες των ματιών της, τους φρουρούς στις γωνίες της αίθουσας να ετοιμάζουν τα δικά τους όπλα.)
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ. «Τι κάνει;»
«Δείξε μου ένα αντικείμενο εδώ μέσα που σου είναι περιττό και δε θα σ’ένοιαζε αν καταστρεφόταν.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ έδειξε μια καρέκλα.
Ο Τάμπριελ την πυροβόλησε σπάζοντας ένα πόδι της και κάνοντάς τη να πέσει στο πέτρινο πάτωμα. Ύστερα θηκάρωσε πάλι το πιστόλι του.
«Βλέπεις;»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ ένευσε. «Ναι…» Τα μάτια του είχαν διασταλεί. «Και είπες ότι έχετε επίσης μηχανές με τις οποίες πετάτε στους ουρανούς;»
«Ναι. Και πολλά άλλα ακόμα. Πιστεύεις, λοιπόν, ότι δεν έχετε τίποτα να κερδίσετε αν έρθετε σε επαφή με το υπόλοιπο σύμπαν;»
«Με δελεάζεις, Τάμπριελ,» είπε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.
«Το μόνο που ζητάω, για την ώρα, είναι να μου επιτρέψεις να κοιτάξω το Άγκιστρο του Κόσμου.»
«Απλά θα το δεις; Τίποτ’άλλο;»
«Θα χρησιμοποιήσω κάποια ξόρκια επάνω του.»
«Ξόρκια;»
«Στο Γνωστό Σύμπαν, και η μαγεία είναι εξελιγμένη. Θέλω να ανακαλύψω πώς ακριβώς είναι φτιαγμένο το Άγκιστρο, και τι σκοπό υπηρετεί.»
«Το Άγκιστρο,» είπε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, «φυλάσσεται από τη Βιβεϊρλώταθ, τη θεά μας. Ίσως να χρειαστεί να τη συναντήσεις.»
Το πνεύμα για το οποίο μου έλεγε ο Αλίρκωπ. «Τη θεά σας;»
«Ναι. Κατοικεί μέσα στον λίθο, Τάμπριελ, και προστατεύει αυτόν, την πόλη, και εμάς.»
«Θα είναι εχθρική προς εμένα;»
«Αυτό δεν μπορώ να σ’το απαντήσω· δεν έχει ξανατύχει καμία περίπτωση παρόμοια με τη δική σου.»
«Η θεά σας βρισκόταν μέσα στο Άγκιστρο από τότε που το κατασκεύασαν οι Αρχαίοι;»
«Ναι.»
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;»
«Η ίδια μάς το είπε. Όχι σ’εμάς, βέβαια· στους προγόνους μας.»
«Μάλιστα,» είπε ο Τάμπριελ. «Προκειμένου, λοιπόν, να μελετήσω τον λίθο θα πρέπει να συναντήσω τη θεά σας…»
«Κατά πάσα πιθανότητα. Σου τονίζω, όμως, ότι δεν επικαλούμαστε τη Βιβεϊρλώταθ χωρίς καλό λόγο. Ούτε μπορούμε όλοι μας να την καλέσουμε. Θα πρέπει να το ζητήσω από τους μάγους της πόλης.»
«Καταλαβαίνω,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Θα μπορούσα, εν τω μεταξύ, να κοιτάξω τον λίθο;»
«Όχι ακόμα,» είπε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, «γιατί η παρουσία σου μπορεί να αναστατώσει τη θεά, και δεν θα ήθελα να συμβεί τίποτα… δυσάρεστο, ούτε σ’εσένα ούτε στο λαό μου. Είναι πολύ επικίνδυνη όταν είναι θυμωμένη, Τάμπριελ. Θα μιλήσω με τους μάγους μας και θα σε ειδοποιήσω.»
Μέχρι στιγμής ο Τάμπριελ ήταν για εμένα παράξενος, μυστηριώδης, εξώκοσμος (ασφαλώς), αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα τον αποκαλούσα Μεγάλο Προφήτη.
Από εκείνη τη νύχτα, όμως, πείστηκα ότι είχε έρθει στον κόσμο μας μαζί με τη Συνοδό του για να τον αλλάξει για πάντα.
*
* * *
*
Το σούρουπο, ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι κάλεσε πάλι τον Τάμπριελ και του είπε ότι οι μάγοι είχαν συμφωνήσει: θα επικαλούνταν τη Βιβεϊρλώταθ γι’αυτόν επειδή η ιστορία του τους είχε κινήσει την περιέργεια. «Όπως κι εγώ, έτσι κι εκείνοι έχουν την περιέργεια να μάθουν αν υπάρχουν οι άλλοι κόσμοι που περιγράφεις.»
Ο Τάμπριελ τον ρώτησε αν θα μπορούσε να μελετήσει το Άγκιστρο του Κόσμου προτού επικαλεστούν τη θεά· αλλά ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ αποκρίθηκε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό, επειδή η Βιβεϊρλώταθ ήταν που φρουρούσε τον λίθο κι επομένως εκείνη ήταν που θα αποφάσιζε να επιτρέψει ή μη στον Τάμπριελ να κάνει οτιδήποτε μαζί του.
«Οι μάγοι δήλωσαν πρόθυμοι να καλέσουν τη Βιβεϊρλώταθ απόψε, αν επιθυμείς.»
«Το επιθυμώ,» είπε ο Τάμπριελ.
Και τώρα, καθώς η νύχτα είχε πέσει και τα δύο φεγγάρια βρίσκονταν ψηλά στον ουρανό, βάδιζε προς το Άγκιστρο του Κόσμου περιστοιχισμένος από τους συντρόφους του καθώς και από αρκετούς πολεμιστές των Ταργκάφλι της Βινέρνι.
Προτού φύγει από τον ξενώνα, είχε ρωτήσει τον Αλίρκωπ αν είχε τίποτα τελευταίες συμβουλές να του δώσει για τη συνάντησή του με τη θεά. Εκείνος, όμως, αποκρίθηκε ότι δεν γνώριζε κάτι περισσότερο. «Μέχρι στιγμής δεν γνώριζα καν ότι επρόκειτο για ‘θεά’· είχα ακούσει μονάχα πως οι Ταργκάφλι της Βινέρνι είχαν κάποιο πανίσχυρο πνεύμα για σύμμαχό τους. Εικασίες και μύθοι, φίλε μου.»
Ο Αλίρκωπ βάδιζε τώρα πίσω από τον Τάμπριελ· αλλά του είχε πει ότι δεν ήξερε αν θα μπορούσε να τον βοηθήσει σε περίπτωση που αυτή η θεά αποδεικνυόταν εχθρική.
Η Ανταρλίδα ήταν, όπως πάντοτε, κοντά του, όμως κι εκείνη έμοιαζε αβέβαιη για το κατά πόσο θα μπορούσε να του προσφέρει βοήθεια αν τη χρειαζόταν. Δεν ήταν μάγισσα για να αντιμετωπίσει τη θεά· κι αν έπρεπε να αντιμετωπίσει τους Ταργκάφλι, αυτοί ήταν πάρα πολλοί για να τα βάλει μαζί τους.
Ο Καλέφραζ είχε έρθει επειδή ήθελε να δει όλα όσα θα διαδραματίζονταν· «αυτό ίσως να είναι ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός· κι ακόμα κι αν δεν αποδειχτεί τέτοιο, οτιδήποτε με το οποίο καταπιάνεσαι εσύ, Τάμπριελ, είναι αξιομνημόνευτο!»
Ο Χάλρεοκ και οι πολεμιστές του είχαν έρθει επίσης, για λόγους προστασίας των υπολοίπων, και η Ζανάιλχα είχε έρθει από περιέργεια.
Το Άγκιστρο του Κόσμου ήταν όπως ο Τάμπριελ το είχε «δει»: ένας ψηλός, πράσινος λίθος που έβγαινε μέσα από τη γη και έφτανε περίπου ώς τη μέση μιας τετραώροφης πολυκατοικίας. Η επιφάνειά του δεν ήταν λεία αλλά άγρια· φαινόταν ακατέργαστος, σαν να είχε μόνος του πεταχτεί από τα βάθη του εδάφους.
Γύρω από το Άγκιστρο του Κόσμου ψηλοί δαυλοί ήταν αναμμένοι μέσα στη νύχτα, και Ταργκάφλι ήταν συγκεντρωμένοι, πολεμιστές αλλά και πολίτες ετούτης της πανάρχαιας ερειπωμένης μεγαλούπολης. Οι μάγοι, που μπορούσες εύκολα να τους ξεχωρίσεις από την αμφίεσή τους, βρίσκονταν πιο κοντά στον λίθο απ’τους άλλους, περιτριγυρίζοντάς τον. Τέσσερις ήταν στο σύνολό τους, δύο άντρες και δύο γυναίκες· και πίσω απ’αυτούς στεκόταν ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι βαστώντας το ραβδί του, που ο πράσινος λίθος στην κορυφή του έμοιαζε με το Άγκιστρο του Κόσμου αλλά, όταν τους κοίταζες και τους δύο, έβλεπες καθαρά ότι ήταν καμωμένος από διαφορετικό υλικό.
Οι μάγοι και ο Άρχοντας των Ερειπίων εστίασαν το βλέμμα τους στον Τάμπριελ καθώς εκείνος κι οι σύντροφοί του σταματούσαν σε κάποια απόσταση από το Άγκιστρο. Συστάσεις δεν χρειάζονταν· το κόκκινο δέρμα του υποδήλωνε αμέσως ποιος ήταν. Ένας από τους μάγους τού έκανε νόημα να πλησιάσει.
Ναι, σκέφτηκε ο Τάμπριελ υπακούοντας και γνέφοντας στους συντρόφους του να μείνουν πίσω, είναι όπως το είδα… Η ίδια σκηνή… Ακριβώς σ’αυτές τις θέσεις στέκονταν οι μάγοι, και ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.
«Πήγαινε να σταθείς μπροστά στο Άγκιστρο,» του είπε μια μάγισσα των Ταργκάφλι, και ο Τάμπριελ στάθηκε μπροστά στον ψηλό λίθο με την τραχιά πράσινη επιφάνεια.
Έτσι όπως τώρα πυργωνόταν από πάνω του έμοιαζε απειλητικός, και πολύ πιο μεγαλειώδης από πριν. Το φως των φεγγαριών αντανακλούσε εκεί, όχι έντονα αλλά δημιουργώντας μια θαμπή, μυστηριακή γυαλάδα.
«Είσαι έτοιμος να μιλήσεις στη θεά;» τον ρώτησε η ίδια μάγισσα.
«Ναι,» απάντησε εκείνος.
Και οι μάγοι άρχισαν να περιστρέφονται γύρω του και γύρω από τον ψηλό λίθο. Ολοένα και πιο γρήγορα.
Ενώ, συγχρόνως, μουρμούριζαν λόγια. Μια επίκληση. Ολοένα και δυνατότερα. Τα μουρμουρητά τους ο Τάμπριελ νόμιζε ότι προσπαθούσαν να γεμίσουν το κεφάλι του, να εισβάλουν στο μυαλό του. Τη γλώσσα στην οποία μιλούσαν δεν την καταλάβαινε· πρέπει να ήταν η γλώσσα των Ταργκάφλι, αλλοιωμένη ίσως: μια γλώσσα που τη χρησιμοποιούσαν μόνο οι μάγοι τους, ή μόνο οι μάγοι της Βινέρνι.
Τώρα, δεν περιστρέφονταν μονάχα γύρω του αλλά ο καθένας και γύρω από τον εαυτό του. Χόρευαν, κάνοντας τους χιτώνες τους να ανεμίζουν ξέφρενα, αποκαλύπτοντας σχισίματα και ανοίγματα επάνω τους που πριν ήταν αόρατα. Μικρά κουδουνάκια, κόκαλα, και κενά ξύλα χτυπούσαν· και η γλώσσα στην οποία οι μάγοι μιλούσαν είχε μετατραπεί σε αλαλαγμούς και κραυγές.
Οι υπόλοιποι Ταργκάφλι που στέκονταν ολόγυρα φώναζαν επίσης, μπόρεσε να διακρίνει ο Τάμπριελ μέσα από τον στρόβιλο που έμοιαζε να τον έχει περιβάλλει.
Η τελετή τους είχε αρχίσει να τον ζαλίζει.
Και οι μάγοι περιστρέφονταν όλο και πιο γρήγορα, γύρω του και γύρω από τους εαυτούς τους· και οι φωνές τους μια δυνάμωναν μια χαμήλωναν, ένα πανδαιμόνιο, μια ασύλληπτη κακοφωνία.
Το Άγκιστρο είχε πάρει μια πιο σκούρα χροιά από πριν – ή, μήπως, ήταν η ιδέα του;
(Ζαλιζόταν.)
(Νόμιζε ότι η όρασή του θόλωνε.)
Το πράσινο γινόταν, σταδιακά, μαύρο.
Η τραχιά επιφάνεια γινόταν πιο λεία· οι αιχμηρές προεξοχές έλιωναν μέσα στον λίθο.
Ο Τάμπριελ κοίταξε δεξιά κι αριστερά· οι μάγοι δεν υπήρχαν πλέον – μονάχα ένας στρόβιλος.
Πού βρίσκομαι;
Τα μάτια του στράφηκαν πάλι στο Άγκιστρο–
Είχε τώρα μετατραπεί σε μια πανύψηλη, μαύρη μορφή. Κάτι ακαθόριστο και… ζωντανό. Ήταν βέβαιος πως ήταν ζωντανό.
Κινιόταν! Σαν να ανέπνεε.
Ο Τάμπριελ έκανε μερικά βήματα όπισθεν.
Κοίταξε πάνω, και είδε ότι κι ο ουρανός είχε εξαφανιστεί. Έβλεπε… την οροφή μιας σπηλιάς!
Βρισκόταν σε μια σπηλιά. Ένα πελώριο σπήλαιο, σκοτεινό και απειλητικό. Οι μάγοι είχαν χαθεί· το ίδιο κι όλοι οι υπόλοιποι Ταργκάφλι.
Η πανύψηλη μορφή εμπρός του, που το μυαλό του δυσκολευόταν να την καθορίσει, κινήθηκε.
Δύο μάτια ατένισαν το πρόσωπό του.
—ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ… Η φωνή ήταν δυνατή και απόμακρη συγχρόνως, κι ο Τάμπριελ αισθάνθηκε έναν παγερό άνεμο να τον χτυπά καθώς η οντότητα μιλούσε.
—Η Βιβεϊρλώταθ; ρώτησε. —Είσαι η Βιβεϊρλώταθ;
—ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΖΗΤΑΣ. ΑΛΛΑ ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ;
—Το όνομά μου είναι Τάμπριελ’λι, και δεν είμαι από αυτόν τον κόσμο. Θέλω να μάθω τι έκαναν οι Αρχαίοι: πώς απέκλεισαν ετούτη τη διάσταση από τις υπόλοιπες του σύμπαντος.
—ΟΙ «ΑΡΧΑΙΟΙ»; ΤΟΣΟΣ ΠΟΛΥΣ ΚΑΙΡΟΣ ΘΕΩΡΕΙΣ ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΠΕΡΑΣΕΙ;
—Χιλιετίες, απ’ό,τι μου λένε.
—ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΟΡΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ· ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΥΣΙΟΙ ΓΙΑ ΕΜΕΝΑ ΕΔΩ. ΕΓΩ ΦΡΟΥΡΩ ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ: ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΜΟΥ.
—Γιατί;
—ΤΙ ΑΝΟΗΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ! ΕΠΕΙΔΗ ΕΤΣΙ ΜΕ ΕΦΤΙΑΞΑΝ.
—Ποιοι σε έφτιαξαν; Και πώς έφτιαξαν το Φράγμα;
—ΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΜΟΥ.
—Πώς το έφτιαξαν; Δείξε μου!
—ΝΑ ΣΟΥ ΔΕΙΞΩ; Η οντότητα γέλασε. —ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΣΑΝ ΑΥΤΟΥΣ! ΑΝ ΗΣΟΥΝ ΘΑ ΚΟΙΤΟΥΣΕΣ ΓΥΡΩ ΣΟΥ ΚΑΙ ΘΑ ΕΒΛΕΠΕΣ!
Ο Τάμπριελ κοίταξε γύρω, τα σκοτάδια της σπηλιάς. —Μόνο σκοτάδι υπάρχει εδώ! Τίποτ’άλλο από σκοτάδι!
—ΣΚΟΤΑΔΙ; ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ «ΣΚΟΤΑΔΙ»; ΔΕΣ!
Ξαφνικά, ο ψυχρός άνεμος δυνάμωσε και η οντότητα χίμησε καταπάνω στον Τάμπριελ, ο οποίος κραύγασε νιώθοντάς την να τον αρπάζει μέσα της και να τον στροβιλίζει, να τον στροβιλίζει, να τον στροβιλίζει…
Εκατοντάδες εικόνες πέρασαν από το νου του: σκηνές με ανθρώπους που γνώριζε, και σκηνές με ανθρώπους που δεν είχε ξαναδεί ποτέ του, και πράγματα που δεν κατανοούσε καθόλου· και μετά έφυγαν, εξαφανίστηκαν, και δε θυμόταν τίποτα απ’αυτά.
—ΕΧΕΙΣ ΚΑΤΙ ΤΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΕΣΥ… ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟΣ ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ. ΔΕΣ, ΛΟΙΠΟΝ! ΔΕΣ!
Ο Τάμπριελ βρέθηκε να αιωρείται μέσα σ’ένα σπήλαιο, αλλά τώρα δεν ήταν το ίδιο σπήλαιο: από τους τοίχους του ποταμοί κυλούσαν, ποταμοί που φώτιζαν με μια πανδαισία χρωμάτων: ποταμοί ενέργειας – όχι της ίδιας ενέργειας που κινούσε τα οχήματα στο Γνωστό Σύμπαν και που ενεργοποιούσε διάφορες άλλες μηχανές· όχι, αυτή ήταν μια διαφορετική μορφή ενέργειας. Πρωταρχική. Ανεξέλεγκτη. Ο Τάμπριελ πονούσε καθώς την ατένιζε· νόμιζε ότι τον διαπερνούσε.
Τα πόδια του τώρα πατούσαν σε πέτρινο πάτωμα, παράδοξα, τόσο παράδοξα, ενώ κανονικά θα έπρεπε κάτω να είναι μια λίμνη, μια θάλασσα ενέργειας. Ο Τάμπριελ αισθάνθηκε τη νόησή του να κλυδωνίζεται. Πέτρινο πάτωμα… Ενέργεια… μια θάλασσα ενέργειας… ένα πέτρινο πάτωμα: γεννιέται μέσα από τη θάλασσα: η ενέργεια μετασχηματίζεται–
όχι!
–μια μυστηριώδης φωνή που δεν είναι φωνή (και τι είναι;) σταματά τους συλλογισμούς του, γιατί, το ξέρει, αν τους συνεχίσει, το πάτωμα θα διαλυθεί, και τότε–
όχι!
–στρέφει το βλέμμα αλλού. Αντίκρυ του, μέσα από τη ρέουσα ενέργεια, ξεπροβάλλει μια μορφή, μέσα από το ρευστό πάτωμα–
όχι!
–μια μορφή, πανύψηλη, γιγαντιαία στη σύλληψή της: ένας κόμπος στα ποτάμια. Δένονται αναμεταξύ τους, σαν κλωστές.
—Πού είσαι; ουρλιάζει ο Τάμπριελ νομίζοντας πως ένα δαιμονικό βουητό γεμίζει τ’αφτιά του, το κεφάλι του. —Πού είσαι!
—ΕΔΩ ΕΙΜΑΙ· ΔΕΝ ΕΦΥΓΑ ΚΑΘΟΛΟΥ, ΤΑΜΠΡΙΕΛ’ΛΙ. Η παρουσία είναι γύρω του· μπαινοβγαίνει μέσα στην ενέργεια: είναι γέννημά της, όπως και ο κόμπος. Το Φράγμα. Το Άγκιστρο του Κόσμου.
—Οι Αρχαίοι το έκαναν αυτό; Οι Δημιουργοί σου; Έτσι έκλεισαν αυτή τη διάσταση;
Ένα βαθύ γέλιο, άγριο, ατίθασο. —ΕΙΣΑΙ, ΟΜΩΣ, ΑΡΚΕΤΑ ΔΥΝΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ;
Η ενέργεια τον παρασέρνει. Αισθάνεται το σώμα του να διαλύεται.
Κραυγάζει.
ΠΕΡΙΜΕΝΕ!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
«Τι να περιμένω, Τάμπριελ;» ρώτησε η Παντοκράτειρα. «Είναι εχθρός μας, δεν είναι;»
Ο Τάμπριελ είχε, για μια στιγμή, την αίσθηση ότι δεν βρισκόταν πραγματικά εδώ, στη Ρελκάμνια, στο Παντοτινό Ανάκτορο, σε τούτη την αίθουσα, αλλά κάπου αλλού. Βλεφάρισε, αποπροσανατολισμένα.
«Φυσικά και είναι,» αποκρίθηκε στη σύζυγό του, που καθόταν αντίκρυ του, σε μια πολυθρόνα, έχοντας τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο και φορώντας ένα μακρύ, κόκκινο, έξωμο φόρεμα. Το δέρμα της ήταν λευκό-ροζ και τα μαλλιά της ξανθά και μακριά, αυτή τη φορά· τα μάτια της γυάλιζαν μ’ένα έντονο πράσινο χρώμα. «Πιστεύω, όμως, ότι θα μας δώσει περισσότερες πληροφορίες αν τον αφήσουμε να φύγει παρά αν τον βασανίσουμε.»
Η Παντοκράτειρα γέλασε. «Δε βγάζει νόημα αυτό που λες, αγάπη μου!»
«Τους ξέρω τους Φεηνάρκιους,» επέμεινε ο Τάμπριελ· «είμαι κι εγώ ένας απ’αυτούς. Τα βασανιστήρια δεν θα τον κάνουν να λυγίσει. Είμαστε ξεροκέφαλοι άνθρωποι. Δώσε του, όμως, μια ευκαιρία να δραπετεύσει και θα την αδράξει. Και μετά, μην ανησυχείς, θα τον παρακολουθήσω.» Καθώς ήταν καθισμένος είχε στα γόνατά του ακουμπισμένο το κοντό του ραβδί με το εβένινο στέλεχος. Στην άκρη του ραβδιού βρισκόταν μια γυάλινη σφαίρα, και μέσα της φαινόταν να αναδεύεται μια μαύρη ομίχλη: το Μακρύ Πόδι της Σήραγγας, ένας Φεηνάρκιος δαιμονικός θεός. Τα χέρια του Τάμπριελ χάιδεψαν το στέλεχος του ραβδιού. «Θα τον παρακολουθήσω έτσι που δεν θα μπορεί με κανέναν τρόπο να αντιληφτεί την παρακολούθησή μου. Και θα μας αποκαλύψει μυστικά της Επανάστασης άθελά του. Μυστικά που θα μας φανούν χρήσιμα.»
«Ο Τάμπριελ’λι μιλά συνετά, Αρχόντισσά μου,» είπε ένας από τους Υπερασπιστές της Παντοκράτειρας ο οποίος στεκόταν παραδίπλα, καλυμμένος από το κεφάλι ώς τα πόδια μ’εκείνη τη μυστηριώδη πανοπλία που φορούσαν όλοι τους, και που, παρότι είχε χρώμα μαύρο, έκανε αργυρές και πορφυρές αντανακλάσεις…
…μοιάζοντας να είναι καμωμένη από καθαρή ενέργεια, όχι από κάποιο μέταλλο ή άλλο υλικό–
Καθαρή ενέργεια;
Ενέργεια;
Ο Τάμπριελ νόμιζε ότι έπρεπε να θυμηθεί κάτι. Ατένισε τον Υπερασπιστή παραξενεμένος. Έχω ξεχάσει κάτι; Για τους Υπερασπιστές; Όχι, δεν μπορεί. Τι σχέση–;
«Δε θα τον αφήσεις να σου ξεφύγει, όμως! Έτσι; Μ’ακούς, Τάμπριελ;»
Ο Τάμπριελ στράφηκε να κοιτάξει την Παντοκράτειρα. «Όχι…» είπε, κάπως αφηρημένα, «η ενέργεια…»
«Η ποια;» Η Παντοκράτειρα τον κοίταξε συνοφρυωμένη.
Κι ο κόσμος φάνηκε στον Τάμπριελ να σταματά προς στιγμή. Να κρυσταλλώνει.
Η ενέργεια;
Ο Τάμπριελ βλεφάρισε. Κοίταξε πάλι την ψηλή μορφή του Υπερασπιστή.
«Τι συμβαίνει, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε εκείνος με τη χαρακτηριστικά αλλόκοτη φωνή του που έμοιαζε να έρχεται από τα βάθη του κράνους του.
Ο Τάμπριελ σηκώθηκε από τον καναπέ, ατενίζοντας ερευνητικά τη μυστηριώδη οντότητα.
«Τι έχεις, Τάμπριελ;» ρώτησε η Παντοκράτειρα πίσω του.
Ο Τάμπριελ αισθάνθηκε το Μακρύ Πόδι της Σήραγγας να αναδεύεται ανήσυχα. Υπήρχε κάποιος κίνδυνος;
«Δεν ήταν άλλος ένας από εσάς εδώ, πιο πριν;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον Υπερασπιστή.
«Όχι, Τάμπριελ’λι, μόνο εγώ.»
Μόνο εγώ… Κάτι το ασυνήθιστο είχε αυτή η έκφραση. Κάτι τού έλεγε, μέσα του, ότι οι Υπερασπιστές δεν μιλούσαν έτσι. Κανονικά δεν θα έπρεπε να είχε πει Μόνο εμείς; Μα… γιατί;
Και… Τάμπριελ’λι. Κανονικά, δεν έλεγαν πάντα Πρίγκιπά μου; Αυτό δεν έλεγαν οι Υπερασπιστές σ’όλους τους συζύγους της Παντοκράτειρας;
Ο Τάμπριελ έκανε ένα βήμα όπισθεν. «Όχι,» είπε. «Ήταν κι άλλος ένας εδώ. Είμαι βέβαιος.»
Άκουσε την Παντοκράτειρα να σηκώνεται πίσω του. «Τι σημασία έχει αν ήταν ή όχι; Αφού είναι να στήσουμε αυτή την απόδραση, πρέπει ν’αρχίσουμε! Τι κάθεσαι και λες;»
Ναι, θα έπρεπε να αρχίσουν… αλλά κάτι… κάτι…
Αυτός ο Υπερασπιστής.
«Η Μεγαλειοτάτη έχει δίκιο, Πρίγκιπά μου. Δεν υπάρχει λόγος για άλλη καθυστέρηση,» είπε ο Υπερασπιστής, και ο Τάμπριελ είχε τώρα την αίσθηση ότι μιλούσε κάτι άλλο, διαφορετικό από αυτό που μιλούσε πριν.
Παρορμητικά δρώντας, τράβηξε το πιστόλι του και πυροβόλησε τον Υπερασπιστή – γιατί ήταν βέβαιος – βέβαιος – ότι ήταν κάποιος άλλος, κάποιος μεταμφιεσμένος πιθανώς, κάποιος εχθρός.
Η μορφή της οντότητας διαλύθηκε χάνοντας ξαφνικά την υπόστασή της.
«Τάμπριελ!» ούρλιαξε η Παντοκράτειρα. «Τρελάθηκες;» Αλλά η φωνή της ακουγόταν απόμακρα, σαν εκείνος να είχε στιγμιαία απομακρυνθεί, σαν να μην ήταν πια μέσα στο σώμα του.
Το δωμάτιο περιστράφηκε. Κομματιάστηκε.
Ο Τάμπριελ έχασε την αίσθηση του επάνω, του κάτω, του δεξιά, του αριστερά.
Εικόνες, σκηνές. Στο μυαλό του.
Ποτάμια ενέργειας παντού γύρω του, τώρα.
Από κάτω του, πέτρα. Πέτρινο πάτωμα.
Πετάγεται πάνω, ουρλιάζοντας.
—ΜΕ ΒΡΗΚΕΣ… ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΑΠ’Ο,ΤΙ ΑΡΧΙΚΑ ΝΟΜΙΖΑ.
—Μπήκες στο μυαλό μου! φωνάζει ο Τάμπριελ, οργισμένος. —Στις αναμνήσεις μου!
—ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ; Γέλιο αντηχεί. —ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΣΟΥ; ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΕΔΩ, ΤΑΜΠΡΙΕΛ’ΛΙ! ΑΛΛΙΩΣ, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ… ΕΙΚΟΝΕΣ; ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΣΟΥ ΚΙ ΑΥΤΕΣ; Η φωνή γεμίζει τώρα το σπήλαιο· τα ποτάμια τινάζουν πίδακες ενέργειας–
–η οποία πιτσιλά τον Τάμπριελ, κι εκείνος νιώθει το δέρμα του να λιώνει σα να έχουν πέσει επάνω του διαβρωτικά οξέα.
Ουρλιάζει σφαδάζοντας στο πάτωμα, και ένα πυκνό σκοτάδι τυλίγει τη συνείδησή του.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αστέρια. Τόσα πολλά αστέρια.
Ο Τάμπριελ πήρε το βλέμμα του απ’το σκοτάδι του νυχτερινού ουρανού.
«Εσύ δεν έχεις ποτέ αναρωτηθεί αν, τελικά, όλα αυτά αξίζουν τον κόπο;» τον ρώτησε ο Ανδρόνικος, που στεκόταν δίπλα του στον πέτρινο εξώστη.
Οι… φιλοσοφικοί σου στοχασμοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν προδοτικοί, Πρίγκιπα Ανδρόνικε, σκέφτηκε ο Τάμπριελ, και ήπιε μια γουλιά κρασί από το κρυστάλλινο ποτήρι του. «Και τι θα άξιζε τον κόπο για σένα; Δεν είναι η Συμπαντική Παντοκρατορία αρκετά αξιόλογο όραμα;»
«Είναι;» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Οι διαστάσεις κατακτώνται με τη βία, και–»
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να δημιουργηθεί ένα ενιαίο κράτος· το γνωρίζεις αυτό.»
«Ακόμα κι όταν δημιουργηθεί, δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει. Μπορεί τη μια μέρα να γίνει πραγματικότητα και την άλλη να διαλυθεί. Στην Ιστορία πολλών διαστάσεων έχουμε διαβάσει για παρόμοια παραδείγματα, Τάμπριελ· γιατί η Συμπαντική Παντοκρατορία να είναι διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη αυτοκρατορία; Μονάχα η κλίμακα διαφέρει.
»Εσύ γιατί αγωνίζεσαι; Ξέρεις γιατί αγωνίζεσαι;»
«Θες να υπονοήσεις ότι απλώς ακολουθώ διαταγές;» είπε ο Τάμπριελ, ήρεμα, ψυχρά. «Ότι δεν κάθισα ούτε στιγμή να σκεφτώ τι κάνουμε; Δεν είναι έτσι, Πρίγκιπα Ανδρόνικε.» Στράφηκε να τον ατενίσει. «Ποιες ήταν, όμως, οι επιλογές μου; Εγώ δεν ήμουν πρίγκιπας προτού με επιλέξει η Παντοκράτειρα για σύζυγό της· δεν ήμουν σαν εσένα. Κι όμως εκείνη, ανάμεσα στους άλλους Δεσμοφύλακες της Φεηνάρκια, με ξεχώρισε. Γιατί να της αρνηθώ; Για να κρυφτώ μαζί με κάτι τρελούς αντιστασιακούς στα βουνά και στα δάση; Τι με συνέφερε περισσότερο;»
«Ίσως…» μουρμούρισε ο Ανδρόνικος κοιτάζοντάς τον κατάματα. Μετά, έστρεψε πάλι το βλέμμα του στη νύχτα πέρα από τον εξώστη. «Ίσως, όμως, αν είχες… δει… διαφορετικά πράγματα, να το έβλεπες αλλιώς το θέμα…»
Ο τρόπος που είπε αυτό το δει έκανε κάτι να ανασαλέψει μέσα στο μυαλό του Τάμπριελ. Μια ανάμνηση; Του θύμιζε κάτι; Δεν μπορούσε να το καθορίσει. Μου τα έχει ξαναπεί αυτά; Είχε την αίσθηση ότι είχαν ξανακάνει τούτη την κουβέντα εδώ, σ’αυτόν τον εξώστη του παλατιού της Απαστράπτουσας, της πρωτεύουσας της Απολλώνιας.
«Εσύ τι έχεις δει, Ανδρόνικε;»
«Εγώ απλώς αναρωτιέμαι…»
Τι μου θυμίζει; Τι μου θυμίζει; Δεν μπορούσε να φύγει απ’το μυαλό του. Του έμοιαζε τρελό, αλλά ήταν βέβαιος ότι κάτι ήταν κρυμμένο εδώ.
«Καλά θα κάνεις να μην εκφράσεις τις ανησυχίες σου και στην Παντοκράτειρα,» είπε ο Τάμπριελ. «Ούτε σε κανέναν άλλο. Επειδή είσαι σύζυγός της, κι επειδή είσαι, κατά γενική ομολογία, ο αγαπημένος της σύζυγος, αυτό δε σε κάνει άτρωτο. Άλλους τούς έχουν κηρύξει αποστάτες για τέτοια λόγια. Επαναστάτες.»
Επαναστάτες; Πώς του είχε έρθει τώρα αυτό; Είχε την αίσθηση ότι ο Ανδρόνικος ήταν επαναστάτης. Όχι αποστάτης, όπως συνήθως έλεγαν τους αντιφρονούντες. Επαναστάτης.
«Το ξέρω, λες να μην το ξέρω; Γίνονται, όμως, πράγματα που δε μ’αρέσουν. Αυτό που έγινε με τις Μαύρες Δράκαινες πώς σου φάνηκε; Τους έσβησε τη μνήμη, και τις έκλεισε σε μια κινητή φυλακή! Είναι λογικό;»
«Η Παντοκράτειρα τις δημιούργησε· η Παντοκράτειρα τις τιμώρησε όπως νόμιζε–»
«Σοβαρέψου!» Ο Ανδρόνικος πέταξε το τσιγάρο που κάπνιζε, και που είχε σχεδόν τελειώσει, κάτω απ’τον εξώστη. Η καύτρα φάνηκε να εξαφανίζεται μες στο σκοτάδι του κήπου. «Δεν υπήρχε ουσιαστικός λόγος για να τις τιμωρήσει.»
«Είμαι βέβαιος πως η λογική σου είναι θολωμένη τώρα–»
«Θολωμένη; Αυτά που δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν δεν – δεν ήταν ανθρώπινο να επιτευχ–!»
«Μιλάω για την Ιωάννα.»
«Δεν είναι εκεί το θέ–»
«Δεν υπάρχει κανένας που να μην ξέρει ότι είναι ερωμένη σου–»
«Δεν είναι μόνο ερωμένη μου, Τάμπριελ!»
«Την αγαπάς. Γι’αυτό τώρα μου τα λες αυτά. Σχεδιάζεις και κάτι περισσότερο…»
«Τώρα γίνεσαι παράλογος,» είπε ο Ανδρόνικος, και ο Τάμπριελ αυτομάτως ήξερε ότι έλεγε ψέματα.
Ναι, κάτι σχεδιάζει. Το ξέρω.
Πώς το ξέρω, όμως;
«Δε μπορώ να κάνω τίποτα, και το γνωρίζεις,» συνέχισε ο Ανδρόνικος.
«Θα το κάνεις, όμως, έτσι δεν είναι; Θα προσπαθήσεις να βγάλεις την Ιωάννα από εκεί–»
«Είσαι τρελός, Τάμπριελ,» είπε ο Ανδρόνικος, και βάδισε προς την πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό του παλατιού και στη γιορτή.
Ο Τάμπριελ γύρισε απότομα και τον έπιασε απ’τον ώμο προτού φύγει. «Προσπάθησε, τουλάχιστον, να μην καταλάβουν ότι το έκανες εσύ. Αλλιώς, μη νομίζεις ότι η συμπάθεια που σου έχει η Παντοκράτειρα θα παίξει μεγάλο ρόλο.»
Ο Ανδρόνικος τού έριξε ένα βλέμμα που έμοιαζε ν’αναρωτιέται Με κατασκοπεύεις, Τάμπριελ; και μετά έφυγε.
Δεν σε κατασκοπεύω, Πρίγκιπα Ανδρόνικε. Αλλά το ξέρω… Ξέρω– Θεοί! πώς είναι δυνατόν; Ξέρω τι θα κάνει… Θα τις ελευθερώσει όλες. Όλες τις Μαύρες Δράκαινες.
Είχε πάλι την αίσθηση ότι όλα τούτα ήταν μια επανάληψη. Τα είχε ξαναζήσει. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά.
Τα είχε ξαναζήσει.
Υπήρχε – μέσα του – μια συνείδηση που κάλυπτε μια άλλη συνείδηση. Ένας μανδύας που κάλυπτε έναν άλλο μανδύα.
Προσπάθησε να παραμερίσει τον πρώτο μανδύα, να κρυφοκοιτάξει πίσω του.
«ΟΧΙ!» ούρλιαξε. «ΑΔΥΝΑΤΟΝ! ΟΧΙ!» Το μυαλό του δεν μπορούσε να συγκρατήσει απόλυτα αυτά που είχε δει. Μνήμες συγκρούονταν με μνήμες.
Μνήμες.
Οι άνθρωποι που συγκεντρώθηκαν στην πόρτα του εξώστη τον κοίταζαν περίτρομοι, παραξενεμένοι, με μάτια γουρλωμένα και στόματα ανοιχτά.
Ποιοι είναι όλοι αυτοί;
«Ποιοι είστε όλοι εσείς;» ούρλιαξε.
Ένας ξανθομάλλης νεαρός άντρας με μούσι τού είπε: «Τάμπριελ, τι κάνεις εκεί; Κατέβα!»
Τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι είχε ανεβεί πάνω στο πέτρινο, καγκελωτό πλαίσιο του μπαλκονιού, που ήταν γεμάτο αναρριχώμενα φυτά.
Το σκοτάδι τον καλούσε.
«Τάμπριελ!»
Ποιος ήταν αυτός ο ξανθός άντρας; Από κάπου δεν τον ήξερε; Τόσες πολλές αναμνήσεις… τόσες πολλές αναμνήσεις… –Έπρεπε να φύγει από εδώ! Να φύγει προτού ο πρώτος μανδύας καλύψει πάλι τα πάντα!
Πήδησε στο σκοτάδι.
Αισθάνθηκε τα κόκαλά του να τσακίζονται. Άκουσε το αποκρουστικό ΚΡΑΚ! του κρανίου του καθώς έσπαγε.
Σκοτάδι…
…κι ατέρμονες περιστροφές.
—ΜΕ ΒΡΗΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ. ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΟΣ, ΤΕΛΙΚΑ. ΙΣΩΣ, ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣ. ΠΕΡΙΠΟΥ…
—Σταμάτα! κραυγάζει ο Τάμπριελ. —Σταμάτα το!
Τώρα στέκεται όρθιος, με ποτάμια ενέργειας γύρω του· μονάχα το έδαφος όπου πατά είναι πέτρινο, στέρεο, κι αυτό επειδή η νόησή του έτσι το θέλει να είναι.
—ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΑΝ ΕΣΕΝΑ. Η οντότητα βρίσκεται μπροστά του, από πάνω του, έχοντας τη μορφή ενός πελώριου πτηνού με φλογερά μάτια. —ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΜΕ ΚΑΛΟΥΝ ΘΑ ΕΙΧΑΝ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΕΙ ΤΩΡΑ.
—Πώς έφτιαξαν οι Δημιουργοί το Φράγμα;
—ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙΣ;
—Βλέπω ότι κάτι έκαναν στην πρωταρχική ενέργεια αυτής της διάστασης. Αλλά… είναι αυτό αρκετό; Αν διαλυθεί τούτο εδώ το Φράγμα, η διάσταση θ’ανοίξει και πάλι; Θα έχει επαφή με το υπόλοιπο σύμπαν;
—ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΟΣΟ ΛΙΓΑ… ΚΟΙΤΑΣ ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΜΙΑ ΜΕΡΙΑ ΕΝΩ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΙ ΑΛΛΕΣ.
—Δείξε μου!
—ΕΛΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΞΑΝΑ, ΤΟΤΕ.
Ο άνεμος τον παρασέρνει, γυρίζοντας τον έτσι που… δεν μπορεί να καταλάβει προς ποια κατεύθυνση τον γυρίζει! Πονά καθώς προσπαθεί να καταλάβει.
Ουρλιάζει άναρθρα.
ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ; ΠΟΥ ΜΕ ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ένα σπήλαιο. Από ρέουσα ενέργεια. Αντανακλάσεις, ασύλληπτοι χρωματισμοί.
Και ένα… μόρφωμα. Ένα σχήμα σαν κόμπος. Σαν δίπλωση. Σαν να έχει πάρει κάποιος ένα χαρτί και να το έχει πιέσει μες στη γροθιά του.
—Στο ίδιο μέρος είμαστε! διαμαρτύρεται ο Τάμπριελ καθώς σηκώνεται ζαλισμένος από κάτω. (Σηκώνεται; Είναι περισσότερο σαν ο χώρος να περιστρέφεται γύρω του παρά εκείνος να αλλάζει θέση.)
—ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΜΕΡΟΣ. ΚΟΙΤΑΜΕ ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ ΑΠΟ ΑΛΛΗ ΜΕΡΙΑ.
—Το Άγκιστρο του Κόσμου; Και τι διαφορά έχει; Είναι σαν να κοιτάς μια πέτρα από τα δεξιά ή τα αριστερά. Ποια η διαφορά;
—ΤΟ… «ΑΓΚΙΣΤΡΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ». Η οντότητα γελά, κάνοντας κύκλους τώρα γύρω απ’τον Τάμπριελ, δημιουργώντας ένα κατάμαυρο δαχτυλίδι που του θυμίζει τον Φεηνάρκιο θεό-δαίμονα που είχε κάποτε φυλακισμένο στο ραβδί του: το Μακρύ Πόδι της Σήραγγας.
—Δεν ξέρεις πώς ονομάζουν το Φράγμα αυτοί που σε λατρεύουν; Άγκιστρο του Κόσμου το ονομάζουν! Και πιστεύουν πως το έβαλαν εκεί οι Αρχαίοι για να αποτρέψουν τον Κατακλυσμό.
—ΤΟ ΞΕΡΩ· ΕΓΩ ΤΟΥΣ ΤΟ ΕΙΠΑ, ΤΑΜΠΡΙΕΛ’ΛΙ. ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ. ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΤΩΡΑ, ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ ΝΑ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ ΣΩΣΤΑ, ΔΕΝ ΘΑ ΕΒΛΕΠΕΣ ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ ΑΠΟ ΑΛΛΗ ΜΕΡΙΑ.
—Θες να πεις ότι είμαστε αλλού; Ότι δεν είμαστε πια στη Γη των Ταργκάφλι;
—ΓΗ ΤΩΝ ΤΑΡΓΚΑΦΛΙ… ΤΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΟΥΝ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ ΕΔΩ, ΣΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΠΛΕΓΜΑ;
—Και πού είμαστε, δηλαδή; Στον υλικό κόσμο: πού είμαστε;
—ΔΕΣ!
Μια εικόνα έρχεται στο μυαλό του, σαν… ανάμνηση.
Μια παγωμένη έκταση, και μια ψηλή κολόνα από παγοκρύσταλλο.
Η εικόνα χάνεται.
—Πού είναι αυτό;
—ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ. ΜΟΝΟ ΕΣΥ ΤΟ ΕΙΔΕΣ· ΓΙΑ ΕΜΕΝΑ, ΑΥΤΟΣ Ο ΥΛΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΟΗΜΑ. Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΥΣΙΑ.
—Πόσες ακόμα όψεις έχει το Φράγμα;
—ΑΛΛΗ ΜΙΑ.
—Δείξε μου.
Και η οντότητα τον περιστρέφει. Τον γυρίζει ξανά προς μια πλευρά που η νόησή του δεν μπορεί να συλλάβει.
Αναμνήσεις – εικόνες – γεμίζουν το μυαλό του.
Κραυγάζει.
Και τα μάτια του ανοίγουν. Σηκώνεται – ή περιστρέφεται – σε όρθια θέση, βλέποντας πάλι την ενεργειακή σπηλιά γύρω του. Η οποία του μοιάζει ίδια.
—Δείξε μου το μέρος στον υλικό κόσμο! ζητά από την οντότητα.
Η ενέργεια γίνεται τόσο λαμπερή που τον τυφλώνει.
Μετά: σκοτάδι.
Και μετά: Ένα μεγάλο δέντρο μέσα σ’ένα πυκνό δάσος – μια ζούγκλα. Κρανία κρέμονται από τα κλαδιά του. Ανθρώπινα κρανία, από σχοινιά και αλυσίδες. Στις ρίζες του κουφάρια ανθρώπων είναι μπλεγμένα, σκελετωμένα ή με σάρκα ακόμα επάνω.
Ο Τάμπριελ βρίσκεται και πάλι στην ενεργειακή σπηλιά.
—Αυτές είναι όλες οι όψεις του Φράγματος;
—ΝΑΙ.
—Αν η μία από τις τρεις καταστραφεί;
—Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΥΤΟΣ ΘΑ ΑΦΑΝΙΣΤΕΙ.
—Ακόμα και τώρα, που ο Κατακλυσμός έχει τελειώσει;
—ΝΑΙ.
—Πώς μπορώ να ανοίξω τη διάσταση; Πώς μπορώ να τη φέρω σε επαφή με το υπόλοιπο σύμπαν;
—ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΙΣ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΦΡΑΓΜΑΤΟΣ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ. ΑΛΛΑ, ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΝ ΣΑΝ ΕΣΕΝΑ, ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟ· ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΣΕ ΤΡΙΑ ΜΕΡΗ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ. ΚΙ ΕΠΙΠΛΕΟΝ, ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΑΦΗΝΑ ΠΟΤΕ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΙΣ ΤΗΝ ΟΨΗ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΦΡΟΥΡΩ.
—Είσαι μια μηχανή… είπε ο Τάμπριελ, συνειδητοποιώντας ότι αυτή η οντότητα δεν ήταν θεός όπως πίστευαν οι Ταργκάφλι της Βινέρνι· δεν ήταν αυτόβουλη, ούτε αυθύπαρκτη. Ήταν ένα σύστημα ασφαλείας των Αρχαίων. Αλλά τι σημασία είχε η εξήγηση; Θεός, ή θεά, μπορεί να είναι το οτιδήποτε.
Και σίγουρα η οντότητα δεν ήταν υλική.
—Δεν θέλεις να ελευθερωθείς, Βιβεϊρλώταθ;
—Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΦΡΟΥΡΩ ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ. Ο Τάμπριελ, όμως, είχε την αίσθηση πως, παρότι του έλεγε αυτό, ήθελε στην πραγματικότητα να του πει: Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να φρουρώ το Φράγμα.
—Θα έρθεις μαζί μου τώρα.
Τραβώντας το περιδέραιό του από την αλυσίδα, κράτησε στο δεξί του χέρι τον αργυρό δίσκο με το ημιδιαφανές πολυεδρικό πετράδι – που εδώ δεν ήταν δίσκος. Ήταν καθαρή ενέργεια. Του φαινόταν πως κρατούσε ένα άστρο στο χέρι του: έναν παλλόμενο ήλιο.
—ΟΧΙ! είπε η Βιβεϊρλώταθ. —ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΩ ΠΟΥΘΕΝΑ· ΘΑ ΦΡΟΥΡΩ ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ!
—Θα έρθεις μαζί μου! πρόσταξε ο Τάμπριελ, προτείνοντας προς την οντότητα το περιδέραιο που είχε φορτίσει με τη δύναμη της ψυχής του.
Η θέλησή του ήρθε σε σύγκρουση με τη θέληση της Βιβεϊρλώταθ· αλλά η δική του θέληση ενισχυόταν από το άστρο στο χέρι του, και πολλαπλασιαζόταν.
—Θα έρθεις μαζί μου!
—ΟΧΙ!
Η Βιβεϊρλώταθ ήταν πανίσχυρη και πάλευε όπως ο Τάμπριελ δεν είχε ποτέ αισθανθεί καμια οντότητα να παλεύει. Η εκπαίδευσή του ως Δεσμοφύλακας μόλις και μετά βίας μπορούσε να τον βοηθήσει.
Η σπηλιά διαλύθηκε γύρω του.
Βρέθηκε στη Φεηνάρκια, στη σχολή των Δεσμοφυλάκων–
Βρέθηκε σ’ένα πεδίο μάχης στη Σεργήλη, όπου τα πολυβόλα κροτάλιζαν και εκρήξεις αντηχούσαν παντού–
Βρέθηκε στο Παντοτινό Ανάκτορο, στη Ρελκάμνια–
Βρέθηκε στη Φεηνάρκια, μαζί με συγγενείς–
Βρέθηκε μαζί με μια ερωμένη–
Βρέθηκε μπροστά στο πτώμα ενός νεκρού φίλου–
Βρέθηκε μπροστά στο Μακρύ Πόδι της Σήραγγας, για πρώτη φορά, τρομοκρατημένος από την παρουσία του αλλά αποφασισμένος να κάνει αυτό που έκαναν οι Δεσμοφύλακες–
Βρέθηκε στην πρώτη νύχτα του γάμου του με την Παντοκράτειρα–
Βρέθηκε μπροστά στον αδελφό του, και τσακώθηκε άγρια μαζί του, παραλίγο να σκοτωθούν, επειδή εκείνος ήταν εναντίον της Παντοκράτειρας και δεν ήθελε τους ανθρώπους της στη Φεηνάρκια–
Βρέθηκε γονατισμένος πλάι στο πτώμα της δασκάλας του που του είχε μάθει όλα τα μυστικά των Δεσμοφυλάκων, και σηκώθηκε, αφήνοντάς την από την αγκαλιά του, για να κυνηγήσει τον δαίμονα που την είχε σκοτώσει και είχε τρέξει στα δάση–
Παντού, όπου κι αν βρισκόταν, υπήρχε ένα άστρο που φώτιζε με εκτυφλωτική ένταση. Ένα άστρο το οποίο έβλεπε είτε στον ουρανό, είτε στο έδαφος, είτε μέσα απ’το πυκνό σκοτάδι, είτε στην επιφάνεια των κρυστάλλινων νερών μιας λίμνης, είτε επάνω στο τζάμι μιας πολυκατοικίας, είτε μέσα σε μια έκρηξη, είτε σ’έναν καθρέφτη, είτε πάνω στο μέταλλο ενός οχήματος…
Και το άστρο πάντοτε τον έφερνε εδώ, στη σύγκρουσή του με τη Βιβεϊρλώταθ. Πάντοτε οδηγούσε τη νόησή του στο σωστό μονοπάτι μέσα από μια θάλασσα χάους.
Μέχρι που η πανίσχυρη οντότητα να εξαντλήσει τον εαυτό της…
*
Ο χορός των μάγων συνεχιζόταν παρότι ο πανύψηλος, πράσινος λίθος είχε τυλιχτεί από μια κατάμαυρη σκιά που η νύχτα δεν τη δικαιολογούσε.
Ο Τάμπριελ είχε εξαφανιστεί· δε φαινόταν καθόλου.
Η Ανταρλίδα αναρωτιόταν μήπως έπρεπε να κάνει κάτι, να δράσει. Γιατί ήταν Μαύρη Δράκαινα, και οι Μαύρες Δράκαινες πάντοτε προτιμούσαν να δρουν, γρήγορα και αποτελεσματικά.
«Καλέφραζ,» είπε στον Γραμματικό πλάι της, «βλέπεις τον Τάμπριελ;»
«Όχι…»
Η Ανταρλίδα στράφηκε στον Αλίρκωπ. «Εσύ τον βλέπεις;»
«Με τα μάτια μου, όχι. Αλλά είναι εδώ.»
«Τι εννοείς;»
«Μιλά με τη θεά τους. Η παρουσία της με κάνει να ζαλίζομαι…» Τα μάτια του μάγου ήταν γουρλωμένα· κοίταζε με δέος την τελετή και το Άγκιστρο του Κόσμου, και δεν είχε στραφεί ούτε στιγμή για ν’ατενίσει τη Μαύρη Δράκαινα που του μιλούσε.
«Κινδυνεύει;»
«Μάλλον.»
Η Ανταρλίδα άρπαξε τον μάγο και με τα δύο χέρια και τον ταρακούνησε. «Μπορείς να τον βοηθήσεις;»
Εκείνος την κοίταξε ενοχλημένος. «Δεν το νομίζω. Κανένας δεν μπορεί να τον βοηθήσει τώρα.»
«Μα, αν κινδυνεύει–»
«Είναι λογικό να κινδυνεύει: και μόνο η επαφή μ’ένα τόσο ισχυρό πνεύμα είναι επικίνδυνη.»
Η Ανταρλίδα τον άφησε κι έστρεψε πάλι το βλέμμα της στο Άγκιστρο του Κόσμου. Στη σκιά που το είχε καλύψει. Και αναρωτήθηκε αν θα ήταν συνετό να φωνάξει στους μάγους των Ταργκάφλι να σταματήσουν. Θα βοηθούσε αυτό τον Τάμπριελ, ή θα τον έφερνε σε ακόμα χειρότερη θέση;
Αναπάντεχα, ένα δυνατό πράσινο φως έδιωξε τη σκιά, και ο Τάμπριελ φάνηκε πάλι. Στο χέρι του κρατούσε το περιδέραιο που είχε πάρει από τη Μεγάλη Αγορά της Φέντινκεχ.
Οι μάγοι έπαψαν να χορεύουν, μοιάζοντας εξουθενωμένοι από τις ξέφρενες περιστροφές που μέχρι τώρα έκαναν.
Το πράσινος φως ελαττώθηκε, και ο Τάμπριελ στράφηκε ν’αντικρίσει όλους όσους ήταν συγκεντρωμένοι μπροστά από το Άγκιστρο του Κόσμου.
Οι μάγοι έβγαλαν άναρθρες φωνές παρά τη φανερή κούρασή τους· και μία μάγισσα είπε: «Η θεά!» κι αμέσως μετά, ένας μάγος: «Η Βιβεϊρλώταθ!» Κοίταζαν το περιδέραιο στο χέρι του Τάμπριελ.
«Η Βιβεϊρλώταθ είναι τώρα μαζί μου!» φώναξε εκείνος, υψώνοντας το περιδέραιο πάνω απ’το κεφάλι του. Το πολυεδρικό πετράδι στο κέντρο του άστραψε.
Φυλάκισε τη θεά! συνειδητοποίησε η Ανταρλίδα. Όπως το κάνουν οι Δεσμοφύλακες. Την έχει εκεί μέσα!
Είναι, όμως, κι αυτός κουρασμένος, αν και προσπαθεί να μην το δείχνει.
«Η Βιβεϊρλώταθ είναι τώρα μαζί μου!» ξαναφώναξε ο Τάμπριελ, δυνατότερα, ενώ το πλήθος των Ταργκάφλι τον κοίταζε σαστισμένο. «Είναι μαζί μου! –Εδώ!» Και μια μορφή βγήκε από το πετράδι του περιδέραιου: μια ενεργειακή μορφή, παλλόμενη με μια πανδαισία χρωμάτων. Διέγραψε μερικές σπείρες πάνω απ’το κεφάλι του Τάμπριελ και άνοιξε δύο πελώριες φτερούγες, κρύβοντας όλο το πλήθος από κάτω τους. Τα μάτια της διακρίνονταν χωρίς να έχουν διαφορετικό χρώμα από το υπόλοιπο σώμα της, και χωρίς να υπάρχει τίποτε άλλο που να τα διαχωρίζει· διακρίνονταν μ’έναν καθαρά διαισθητικό τρόπο. Ήξερες ότι από εκεί η οντότητα σε κοίταζε.
Οι μάγοι έπεσαν στα γόνατα μπροστά στον Τάμπριελ, και οι υπόλοιποι Ταργκάφλι τούς μιμήθηκαν, καθώς επίσης κι ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ. Οι μόνοι που ακόμα στέκονταν ήταν οι πολεμιστές από το Τάρσαζ, ο Καλέφραζ, η Ζανάιλχα, και η Ανταρλίδα. Ο Αλίρκωπ είχε γονατίσει.
Μείναμε στη Γη των Ταργκάφλι περισσότερο από όσο αρχικά σχεδιάζαμε. Όχι πως είχαμε συγκεκριμένο σχέδιο, δηλαδή, αλλά τουλάχιστον εγώ πίστευα ότι θα ταξιδεύαμε ώς τη Βινέρνι, ο Τάμπριελ θα εξέταζε το Άγκιστρο του Κόσμου, και μετά θα φεύγαμε. Τα πράγματα, όμως, δεν εξελίχτηκαν έτσι. Αφού ο Τάμπριελ φυλάκισε αυτή τη θεά τους μέσα στο περιδέραιό του, οι Ταργκάφλι της Βινέρνι άρχισαν να τον αποκαλούν Καζίτο’ναρ, που στη γλώσσα τους σημαίνει «εκείνος που ξεχωρίζει ανάμεσα σε πολλούς», και μπορεί να είναι είτε ένας μεγάλος αρχηγός, είτε ένας ιερέας, είτε ένας μεγάλος πολεμιστής, είτε οτιδήποτε άλλο. Του είπαν ότι θα τον ακολουθούσαν πρόθυμα όπου κι αν τους οδηγούσε, και τον ρώτησαν τι του είχε εκμυστηρευτεί η θεά. Του είχε δείξει πώς να φέρει τον κόσμο μας σε επαφή με το Ατέρμονο Σύμπαν; Εκείνος αποκρίθηκε ότι, ναι, του είχε δείξει, μα ήταν δυσκολότερο από ό,τι αρχικά φανταζόταν.
Αν σπάσουμε το Άγκιστρο, είπε στους μάγους και στον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, ο κόσμος σας θα καταστραφεί. Υπάρχουν τρία Φράγματα που κρατούν τις πύλες για το Ατέρμονο Σύμπαν κλειστές, και πρέπει και τα τρία να καταστραφούν συγχρόνως. Τα άλλα δύο τα έχω δει, αλλά δεν ξέρω πού βρίσκονται. Το ένα είναι μια ψηλή κολόνα από παγοκρύσταλλο, μέσα σε μια παγωμένη περιοχή· το άλλο είναι ένα δέντρο μέσα σε μια ζούγκλα. Κρανία ανθρώπων κρέμονται από τα κλαδιά του.
Κανένας μας δεν ήξερε πού μπορεί να βρίσκονταν αυτά τα δύο άλλα Φράγματα· εγώ μονάχα έκανα μία εικασία. Είπα στον Μεγάλο Προφήτη: Ο παγοκρύσταλλος ίσως να είναι στις Παγωμένες Εκτάσεις, βόρεια από εδώ και βόρεια από τις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου.
Εκείνος ένευσε τότε προς το μέρος μου, έχοντας μια έκφραση που έμοιαζε να μου αποκρίνεται: το φοβόμουν ότι θα το έλεγες αυτό, Καλέφραζ.
Και το πρόβλημα ήταν τι θα κάναμε τώρα. Η Βασίλισσα Παμράνεχ ήθελε να επιστρέψουμε στο Τάρσαζ, ασφαλώς, για να συνεχιστεί η κατασκευή των πυροβόλων όπλων· οι Ταργκάφλι της Βινέρνι, όμως, δήλωσαν πως όπου βρισκόταν η θεά τους, η Βιβεϊρλώταθ, βρίσκονταν κι εκείνοι. Αιώνες ήταν προστάτιδα της πόλης τους, του λαού τους. Δεν θα άφηναν τον Τάμπριελ να φύγει χωρίς να τον ακολουθήσουν, τώρα που η Βιβεϊρλώταθ ήταν μαζί του. Επιπλέον, όσα ο Μεγάλος Προφήτης τούς είχε πει για το Ατέρμονο Σύμπαν τούς είχαν κάνει να επιθυμούν να το επισκεφτούν. Πίστευαν ότι εκεί θα έβρισκαν ό,τι θαύμαζαν στους Αρχαίους. Αιώνες, είπε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι, θέλαμε να το δούμε αυτό. Οι μάγοι συμφωνούν, οι πολεμιστές μου συμφωνούν, και ο περισσότερος από τον λαό μου συμφωνεί επίσης, Τάμπριελ.
Οπότε ο Μεγάλος Προφήτης τον ρώτησε για τους άλλους Ταργκάφλι. Εκείνοι δεν θα ήθελαν να έρθουν σε επαφή με το Ατέρμονο Σύμπαν; Δεν λάτρευαν τις ερειπωμένες πόλεις των Αρχαίων όπως οι κάτοικοι της Βινέρνι; Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τού αποκρίθηκε ότι ασφαλώς κι εκείνοι λάτρευαν τους Αρχαίους το ίδιο και, λογικά, πρέπει να ήθελαν να γνωρίσουν το Ατέρμονο Σύμπαν.
Μπορούμε να τους καλέσουμε, δήλωσε. Μπορούμε να καλέσουμε όλους τους Ο’Μάλζεκ Χάλρικ για να τους ανακοινώσουμε τι έχει συμβεί. Νομίζω ότι θα είναι πρόθυμοι να σε βοηθήσουν στον σκοπό σου.
Ο Τάμπριελ συμφώνησε να γίνει αυτή η συγκέντρωση, κι έτσι αργήσαμε να επιστρέψουμε στο Τάρσαζ.
Επιπλέον, ο Μεγάλος Προφήτης εξέφρασε την επιθυμία του να επισκεφτεί τον Νίρναλωμ τον Μαυρομάτη, τον Άρχοντα της Καρκούμ…
*
* * *
*
«Για ποιο λόγο;» ρώτησε ο Καλέφραζ, που δεν έδειχνε να του αρέσει και τόσο ως ιδέα.
«Ο Ρέμικατ μάς είπε ότι ο Νίρναλωμ κάποτε ταξίδεψε στην άκρη του κόσμου και γι’αυτό τα μάτια του έγιναν μαύρα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, καθισμένος σε μια πολυθρόνα κοντά στο τζάκι του δωματίου.
Βρίσκονταν όλοι τους στον δεύτερο όροφο μιας ερειπωμένης πολυκατοικίας της Βινέρνι, γιατί ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ δεν το θεωρούσε πρέπον να μένουν πλέον στον ξενώνα, ύστερα από ό,τι είχε συμβεί μπροστά στο Άγκιστρο του Κόσμου. Ο Τάμπριελ ήταν τώρα Καζίτο’ναρ.
«Φήμες!» είπε ο Καλέφραζ κάνοντας μια αποδεσμευτική χειρονομία με το δεξί του χέρι. «Φήμες. Τίποτα παραπάνω. Ένας πειρατής είναι ο Νίρναλωμ.»
«Τα μάτια του, όμως, είναι μαύρα,» τόνισε ο Τάμπριελ, «χωρίς να έχουν καθόλου άσπρο μέσα τους. Ο Ρέμικατ είπε πως τα έχει δει ο ίδιος.»
«Είναι αλήθεια,» το επιβεβαίωσε η Ζανάιλχα, που ήταν μισοξαπλωμένη επάνω σ’ένα ανάκλιντρο. «Τον έχω δει κι εγώ.»
Το δωμάτιο γύρω τους ήταν στολισμένο σαν σαλόνι· οι Ταργκάφλι της Βινέρνι το είχαν ετοιμάσει ειδικά γι’αυτούς, όπως κι όλα τα υπόλοιπα δωμάτια του δεύτερου ορόφου ετούτης της πολυκατοικίας. Τους σέβονταν τώρα· ήταν σύντροφοι του Καζίτο’ναρ, κι όφειλαν να τους φέρονται ανάλογα.
«Τον είδες από κοντά;» τη ρώτησε ο Καλέφραζ, ο οποίος ήταν καθισμένος σ’ένα σκαμνί πλάι σε μια κολόνα, κρατώντας ένα κύπελλο με χυμό στο δεξί χέρι.
Η Ζανάιλχα τον αγριοκοίταξε. «Από αρκετά κοντά για να μπορώ να διακρίνω ότι τα μάτια του είναι κατάμαυρα. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια μάτια σε κανέναν άνθρωπο.»
Ο Καλέφραζ ανασήκωσε τους ώμους. «Και λοιπόν; Μπορεί να γεννήθηκε έτσι. Να, και ο Τάμπριελ έχει κόκκινο δέρμα! κι η Ανταρλίδα κατάλευκο! Έχεις ξαναδεί τέτοιο δέρμα; Εγώ δεν έχω ξαναδεί.»
«Δεν είναι το ίδιο, Καλέφραζ, και το ξέρεις,» τον διέκοψε ο Τάμπριελ. «Επιπλέον, ακόμα κι από κει όπου ερχόμαστε εμείς κανένας δεν έχει τελείως μαύρα μάτια.»
Η Ζανάιλχα είπε: «Τα μάτια του Νίρναλωμ δε φαίνεται να έχουν καν κόρη· είναι μόνο ένας μαύρος βολβός.»
«Ακόμα κι έτσι,» επέμεινε ο Καλέφραζ, «αυτό δεν σημαίνει ότι πήγε στην άκρη του κόσμου και είδε απέξω!»
«Γιατί δεν θέλεις να του μιλήσουμε;» ρώτησε ευθέως ο Τάμπριελ.
«Επειδή είναι, ουσιαστικά, κακοποιός! Και, κατά δεύτερον, δεν πιστεύω την ιστορία ότι πήγε στην άκρη του κόσμου. Θεωρώ ότι απλώς θα μπλέξουμε αν τον συναντήσουμε.»
Ο Χάλρεοκ γέλασε. «Κι εγώ που νόμιζα, Τάμπριελ, ότι εσύ είσαι μάντης!»
«Δεν είμαι μάντης,» του είπε εκείνος παίρνοντας ένα ξύλο από το τζάκι κι ανάβοντας την πίπα του. Το ημιδιαφανές πετράδι πάνω στο περιδέραιό του γυάλισε, και κάτι ακαθόριστο φάνηκε να αναδεύεται εντός του: η Βιβεϊρλώταθ.
Ο Καλέφραζ στράφηκε στον Χάλρεοκ. «Δεν συμφωνείς μαζί μου; Θέλεις να επισκεφτούμε τον Νίρναλωμ;»
«Δεν είμαι βέβαιος για τίποτα,» αποκρίθηκε ο πολεμιστής πίνοντας μια γουλιά απ’το ποτό του καθώς βάδιζε μέσα στο δωμάτιο, πλησιάζοντας το ανοιχτό παράθυρο και κοιτάζοντας έξω, τη νύχτα. «Νομίζεις ότι ετούτο το ταξίδι στη Βινέρνι και στο Άγκιστρο του Κόσμου μού φαίνεται πιο συνετό από μια επίσκεψη στον Άρχοντα της Καρκούμ; Φυσικά και όχι! Μου φαίνεται τελείως, μα τελείως, τρελό. –Με το συμπάθιο, Τάμπριελ,» πρόσθεσε ρίχνοντας του μια ματιά πάνω απ’τον ώμο.
«Δε σε παρεξηγώ,» αποκρίθηκε εκείνος· «κι εγώ τρελό θα το θεωρούσα αν ήμουν στη θέση σου.»
Ο Χάλρεοκ ένευσε και κοίταξε πάλι έξω.
«Προσωπικά, τον Ιεράρχη φοβάμαι.»
Άπαντες στράφηκαν να κοιτάξουν την Ανταρλίδα, η οποία καθόταν σε μια πολυθρόνα, σιωπηλά μέχρι στιγμής. Δεν φορούσε τη μαύρη στολή της αλλά μια μαύρη πουκαμίσα κι ένα καφέ, φαρδύ παντελόνι. Τα πόδια της ήταν ξυπόλυτα και τα είχε τεντωμένα εμπρός της, σταυρωμένα στον αστράγαλο. Τα ξανθά της μαλλιά έπεφταν λυτά στους ώμους της. Τα χέρια της ήταν διπλωμένα στο στήθος.
«Δεν τον είδαμε να μας ακολουθεί μέσα στη Γη των Ταργκάφλι,» συνέχισε, «αλλ’αυτό δεν πάει να πει ότι έπαψε κιόλας να μας κυνηγά. Σίγουρα μας περιμένει στην Καρκούμ· κι ετούτη τη φορά πιθανώς να είναι καλύτερα προετοιμασμένος. Επίσης, δε θ’απέκλεια και ο Πρωθιερέας να μας έχει στήσει κάποια παγίδα. Επομένως, ο Νίρναλωμ είναι το λιγότερο που θα έπρεπε να μας απασχολεί.»
«Δεν τον εμπιστεύεσαι καθόλου τον Πρωθιερέα μας, ε, Ανταρλίδα;» είπε ο Χάλρεοκ.
«Μας παρακολουθεί συνεχώς, και δεν κρύβει το γεγονός ότι μας αντιπαθεί, εμένα και τον Τάμπριελ. Και ο ναύτης του Ρέμικατ ίσως να ήταν πληρωμένος απ’αυτόν–»
«Δεν το ξέρεις, όμως.»
«Αλλά είναι λογικό. Ή ο Πρωθιερέας τον είχε πληρώσει για να ξεφορτωθεί τον Τάμπριελ, ή ο Ιεράρχης τον είχε πληρώσει για να παρουσιαστεί μετά ως σωτήρας.»
«Τέλος πάντων,» είπε ο Χάλρεοκ. «Προτείνεις, λοιπόν, να πάμε να επισκεφτούμε τον Νίρναλωμ;»
«Προτείνω να φύγουμε από άλλη πόλη, όχι από την Καρκούμ.»
«Δεν υπάρχουν άλλες πόλεις-λιμάνια στις ακτές της Γης των Ταργκάφλι,» της είπε η Ζανάιλχα. «Μονάχα οικισμοί.»
«Ας φύγουμε από έναν οικισμό, τότε.»
«Μισό λεπτό, Ανταρλίδα,» τους διέκοψε ο Τάμπριελ. «Εγώ θέλω να επισκεφτώ τον Νίρναλωμ.»
«Ναι, το περίμενα ότι θα επέμενες. Το να επιστρέψουμε στην Καρκούμ, όμως, είναι από τα χειρότερα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε. Γινόμαστε προβλέψιμοι, και όσοι είναι προβλέψιμοι είναι και εύκολος στόχος.»
«Αμφιβάλλεις ότι μπορούμε να προστατέψουμε τους εαυτούς μας;»
Η Ανταρλίδα μπορούσε ν’ακούσει στον τόνο της φωνής του ότι την προκαλούσε· έμοιαζε να της λέει: Δεν μπορεί μια Μαύρη Δράκαινα να διαλύσει τις παγίδες των εχθρών της; Τα μάτια της στένεψαν θυμωμένα. «Με το να μην είσαι προβλέψιμος προστατεύεσαι, ξέρεις. Ο καλύτερος τρόπος για να νικήσεις κάποιον είναι να μη δώσεις καθόλου μάχη.»
«Ας βρούμε, τότε, έναν τρόπο να συναντήσουμε τον Νίρναλωμ χωρίς να χρειαστεί να δώσουμε μάχη,» είπε ο Τάμπριελ. «Πρέπει οπωσδήποτε να του μιλήσω. Θέλω να μάθω αν ισχύουν οι φήμες ότι έφτασε στην άκρη του κόσμου· και, αν όντως ισχύουν, θέλω να μάθω τι είδε εκεί και γιατί τα μάτια του έγιναν μαύρα.»
Ο Καλέφραζ αναστέναξε. «Τι μπορεί να δεις που τα μάτια σου να γίνουν μαύρα;» γκρίνιαξε. «Είναι μύθος! Παραμύθι!»
Η Ανταρλίδα ξεσταύρωσε τα πόδια της, άγγιξε τους βραχίονες της πολυθρόνας της, και τεντώθηκε προς τον Τάμπριελ, με τα ξανθά της μαλλιά να πλαισιώνουν το κατάλευκο πρόσωπό της. «Εσύ,» ρώτησε, «τι έχεις ‘δει’ για τον Νίρναλωμ; Θες να το μοιραστείς μαζί μας;»
Ο τρόπος που έλεγε αυτό το δει δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία για το τι εννοούσε.
«Δεν έχω ‘δει’ κανέναν άντρα με μαύρα μάτια,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
«Επομένως, ίσως αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να τον επισκεφτείς.»
«Όσα βλέπω δεν είναι απόλυτα, Ανταρλίδα· τα ίδια θα λέμε;» Έμοιαζε εκνευρισμένος τώρα. «Ο Νίρναλωμ ίσως να ξέρει κάτι για τη φύση αυτού του κόσμου! Και θέλω να το μάθω.
»Αλίρκωπ,» στράφηκε στον μάγο που καθόταν σχετικά κοντά του, από την άλλη μεριά του τζακιού, «εσύ τι ξέρεις για τον Νίρναλωμ;»
«Σχεδόν τίποτα,» απάντησε εκείνος. «Ούτε τον έχω αντικρίσει ποτέ μου όπως η Ζανάιλχα. Τη φήμη, όμως, για το πώς πήρε το παρατσούκλι Μαυρομάτης κι εγώ την έχω ακούσει. Δεν ξέρω αν πρέπει να την πιστέψω ή όχι. Το μόνο που ίσως να σ’ενδιαφέρει είναι ότι, ορισμένες φορές, έχω αισθανθεί μια πολύ ισχυρή παρουσία από το Κάστρο της Καρκούμ.»
«Τι παρουσία;»
«Κάποιο πνεύμα, ίσως.»
«Σαν τη Βιβεϊρλώταθ;» Ο Τάμπριελ άγγιξε το λαξευτό, αργυρό περιδέραιο που κρεμόταν επάνω στο στήθος του. «Τόσο ισχυρό;»
Ο Αλίρκωπ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν είμαι βέβαιος· δεν ήμουν αρκετά κοντά για να βγάλω ένα τέτοιο συμπέρασμα. Η Βιβεϊρλώταθ είναι πολύ ισχυρή, Τάμπριελ…» Και υπήρχε δέος στη φωνή του καθώς το έλεγε τούτο, όπως επίσης και στα μάτια του καθώς ατένιζε τον εξώκοσμο κοκκινόδερμο μάγο.
«Μόνο αυτό μάς έλειπε…» μόρφασε ο Καλέφραζ.
«Αύριο,» δήλωσε ο Τάμπριελ, «ξεκινάμε για την Καρκούμ.»
Ο Καλέφραζ ρώτησε: «Δε θες να το ξανασκεφτείς; Η πρόταση της Ανταρλίδας μού ακούστηκε λογική.»
Ο Τάμπριελ τον αγνόησε.
«Με τους Ταργκάφλι τι θα γίνει;» συνέχισε ο Καλέφραζ. «Οι Ο’Μάλζεκ Χάλρικ των άλλων πόλεων δεν έχουν συγκεντρωθεί ακόμα. Θα σ’αφήσει ο δικός μας Ο’Μάλζεκ Χάλρικ να φύγεις;»
Η Ζανάιλχα παρενέβη προτού μιλήσει ο Τάμπριελ: «Μάλλον θα του δώσει κάποια συνοδεία κιόλας–»
«Ευχαριστώ που με διευκολύνεις,» μούγκρισε ο Καλέφραζ προς τη μεριά της.
«Θα πρότεινα, όμως,» συνέχισε η Ζανάιλχα, «να μην πάρουμε πολλούς πολεμιστές των Ταργκάφλι μαζί μας.»
«Γιατί;» ρώτησε ο Χάλρεοκ.
«Επειδή, από τα μονοπάτια που σας πηγαίνω, ο σκοπός είναι να περνάμε όσο το δυνατόν περισσότερο απαρατήρητοι· κι αυτό γίνεται δυσκολότερο όταν είμαστε πολλοί.»
«Την τελευταία φορά, ληστές μάς επιτέθηκαν από τα μονοπάτια που μας πήγες.»
«Μην το ξανακούσω αυτό. Τη Γη των Ταργκάφλι διασχίζαμε! Πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι; Στο Τάρσαζ;»
Ο Χάλρεοκ και η Ζανάιλχα αλληλοκοιτάχτηκαν για μερικές στιγμές σαν να ήταν έτοιμοι να χιμήσουν ο ένας στον άλλο.
Ο Καλέφραζ, όμως, μίλησε προτού συμβεί τίποτα δυσάρεστο: «Καλό θα ήταν, πάντως, να πάρουμε κάποιους απ’τους πολεμιστές των Ταργκάφλι. Αν τα πράγματα έχουν έτσι όπως είπε η Ανταρλίδα – και μάλλον έτσι έχουν – θα τους χρειαστούμε.»
Η Ζανάιλχα είπε: «Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ δεν θα μας αφήσει να φύγουμε χωρίς συνοδεία, ούτως ή άλλως, Καλέφραζ. Μην ξεχνάς ότι ο Τάμπριελ έχει τη Βιβεϊρλώταθ μαζί του: και η Βιβεϊρλώταθ είναι η θεά που λατρεύουν αιώνες σε τούτη την πόλη.»
*
Το επόμενο πρωί, ξεκίνησαν μαζί με έξι από τους καλύτερους πολεμιστές της Βινέρνι και την Ταργκάφλι μάγισσα που ονομαζόταν Χιρκόμο. Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τούς ευχήθηκε καλή τύχη, προτού φύγουν, και τους ζήτησε να επιστρέψουν το συντομότερο δυνατό· οι ομότιμοί του δεν θ’αργούσαν να συγκεντρωθούν στην πόλη, και όταν συγκεντρώνονταν ο Τάμπριελ θα έπρεπε να είναι εδώ.
«Η θεά θα φροντίσει για την ασφαλή επιστροφή μας, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ,» του αποκρίθηκε ο Τάμπριελ αγγίζοντας το περιδέραιό του· «μην ανησυχείς.»
Εκείνος έκλινε το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού προς τον Καζίτο’ναρ. Και μετά, τους έδωσε έναν χάρτη της Γης των Ταργκάφλι με διάφορα μονοπάτια σημειωμένα επάνω.
Η Ζανάιλχα κατενθουσιάστηκε από αυτή την καινούργια γνώση.
Παρά τον χάρτη του Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, το ταξίδι της επιστροφής στην Καρκούμ δεν ήταν πιο ευχάριστο από το ταξίδι του πηγεμού προς τη Βινέρνι. Ζούγκλες διασχίσαμε πάλι, και βαλτοτόπια, και ξερές ερημιές. Και κινδυνέψαμε από τα άγρια θηρία που περιφέρονται σ’αυτούς τους τόπους, ενώ πάντοτε ακούγαμε γρυλίσματα και βρυχηθμούς από απόσταση σαν να το ήξεραν ότι περνούσαμε και να προσπαθούσαν να μας εκφοβίσουν για να φύγουμε πιο γρήγορα.
Ληστές, ευτυχώς, δεν απαντήσαμε όπως την προηγούμενη φορά. Και την ερειπωμένη πόλη της Σιλντάχι την αποφύγαμε, ασφαλώς.
Ένα απόγευμα, όμως, ενώ ήμασταν πλέον κοντά στην Καρκούμ, ο Μεγάλος Προφήτης μάς είπε κάτι το ανησυχητικό. Το πρωί, είπε, «είδε» έναν άντρα με μαύρα μάτια. Στεκόταν μέσα σ’ένα δωμάτιο στολισμένα με τρόπαια στους τοίχους, και μιλούσε μ’έναν άλλο άντρα… ο οποίος δεν ήταν άγνωστος στον Μεγάλο Προφήτη.
Ο Ιεράρχης, μας είπε. Είμαι βέβαιος πως ήταν ο Ιεράρχης που συνάντησα πίσω από το Τρύπιο Καλύβι εκείνη τη νύχτα.
Αυτή η αποκάλυψη μάς πάγωσε όλους, και πολύ περισσότερο εμένα, που δεν ήμουν παρά ένας απλός Γραμματικός και είχα, πίσω στο Τάρσαζ, αφήσει τη γυναίκα μου και τα δύο παιδιά μου!
Τα λόγια του Τάμπριελ υποδήλωναν ξεκάθαρα ότι ο Νίρναλωμ είχε κάνει κάποια συμφωνία με τον Ιεράρχη, και κατά πάσα πιθανότητα μάς περίμεναν να μπούμε στην Καρκούμ για να μας παγιδέψουν. Η Ανταρλίδα δεν χρειαζόταν να πει ότι μας είχε προειδοποιήσει· είπε, όμως, ότι οφείλαμε να εκπονήσουμε κάποιο σχέδιο αν ήταν να μπούμε στην πόλη. Αν και, βέβαια, πρότεινε καλύτερα να φύγουμε. Αλλά ο Τάμπριελ δεν ήθελε να φύγει· εξακολουθούσε να θέλει να επισκεφτεί τον Νίρναλωμ. Και είπε: Δεν ξέρω αν αυτό που είδα είναι από το παρελθόν, το μέλλον, ή αν ποτέ δεν θα συμβεί. Επιπλέον, δεν χρειάζεται να φοβόμαστε· έχω τη Βιβεϊρλώταθ μαζί μου.
Τα λόγια του δεν με καθησύχασαν, και ούτε και την Ανταρλίδα, νομίζω. Επίσης, και ο Χάλρεοκ έμοιαζε τώρα να ξανασκέφτεται την όλη υπόθεση. Δεν είναι φρόνιμο να πηγαίνεις εκεί όπου ξέρεις ότι πιθανώς να σου έχουν στήσει παγίδα· ακόμα κι εγώ, που δεν έχω στρατηγικές γνώσεις, το γνωρίζω αυτό!
Μέσα στην επόμενη ημέρα θα ήμασταν στην Καρκούμ. Αν ήταν να αλλάξουμε πορεία, έπρεπε να την αλλάξουμε σύντομα. Αλλά ο Τάμπριελ δεν έδειχνε πρόθυμος να ακυρώσει τη συνάντησή του με τον Νίρναλωμ. Μα τους θεούς! ήξερε τι έκανε; Φερόταν σαν τρελός, ή σαν άνθρωπος που δεν έχει τίποτα να χάσει. Εγώ, όμως, δεν ήμουν ούτε το ένα ούτε το άλλο!
*
* * *
*
Τα ψηλά, ερειπωμένα οικοδομήματα που περιέβαλλαν τα τείχη της Καρκούμ φάνηκαν μέσα στο φως του απογεύματος, καθώς η ομάδα παραμέριζε τις φυλλωσιές ενός υψώματος και κοίταζε κάτω.
«Μέχρι εδώ,» είπε η Ανταρλίδα κατεβαίνοντας απ’το άλογό της. «Πρέπει να πάρουμε κάποιες αποφάσεις τώρα. Δεν μπορούμε να μπούμε έτσι στην πόλη, απροετοίμαστοι, χωρίς κανένα σχέδιο.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Συμφωνώ,» αποκρίθηκε και κατέβηκε κι εκείνος απ’το άλογό του.
Ο Καλέφραζ αναστέναξε, μοιάζοντας ανακουφισμένος.
Η ομάδα αφίππευσε: πολεμιστές της Βασίλισσας του Τάρσαζ αναμιγμένοι με Ταργκάφλι πολεμιστές της Βινέρνι· αποτελούσαν παράξενο θέαμα, όχι μόνο λόγω της διαφορετικής τους αμφίεσης αλλά ακόμα και λόγω του διαφορετικού τρόπου που στέκονταν. Παρότι κατοικούσαν στην ίδια διάσταση, ήταν σαν να προέρχονταν από άλλους κόσμους.
Και είμαστε πολλοί, συμπέρανε η Ανταρλίδα κοιτάζοντάς τους. Σίγουρα, θα τραβήξουμε την προσοχή μπαίνοντας στην πόλη. Αν ο Ιεράρχης έχει κατασκόπους του κοντά στις πύλες – που δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα έχει – θα μας εντοπίσουν αμέσως.
Ρώτησε τη Ζανάιλχα: «Γνωρίζεις κανέναν… διακριτικό τρόπο για να μπούμε στην πόλη;»
Η μαυρόδερμη οδηγός ύψωσε ένα της φρύδι. «Διακριτικό; Εννοείς, όχι από τις πύλες;»
«Ακριβώς. Υπάρχει κανένα άνοιγμα στα τείχη, για παράδειγμα, το οποίο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μέσα στη νύχτα;»
Η Ζανάιλχα στράφηκε στον Αλίρκωπ. «Άκουσες;»
Εκείνος κατένευσε. «Άκουσα,» αποκρίθηκε λακωνικά.
Η Ανταρλίδα ρώτησε τη Ζανάιλχα: «Ξέρει κάτι που θα έπρεπε να μας πει;»
Η οδηγός είπε στον μάγο: «Γνωρίζεις πώς μπορούμε να μπούμε στη Σήραγγα, έτσι δεν είναι;»
«Γνωρίζω, αλλά δεν το θεωρώ συνετό.»
«Ποια σήραγγα;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Η Σήραγγα,» είπε η Ζανάιλχα δίνοντας μια κάποια σημαντικότητα στη λέξη έτσι όπως την άρθρωσε. «Πολλοί μέσα στην πόλη έχουν ακούσει γι’αυτήν, αλλά ελάχιστοι ξέρουν πώς να φτάσουν εκεί. Ορισμένοι την ονομάζουν ‘η Κάτω Καρκούμ’. Υποτίθεται ότι ξεκινά από τα ερείπια έξω απ’την πόλη και μπαίνει στο εσωτερικό, μέσα στα τείχη. Πιθανώς, ακόμα και μέσα στο Κάστρο.»
«Είναι γεμάτη πνεύματα,» τόνισε ο Αλίρκωπ. «Πολλά απ’αυτά επικίνδυνα.»
«Θα μας πας εκεί;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Δε θα το πρότεινα.»
«Καλύτερα τα πνεύματα από τον Ιεράρχη,» είπε η Μαύρη Δράκαινα. Και στράφηκε στον Τάμπριελ, ατενίζοντάς τον ερωτηματικά.
«Η Βιβεϊρλώταθ θα μας προστατέψει από τα πνεύματα,» δήλωσε εκείνος· «είμαι βέβαιος. Εσύ τι νομίζεις, Αλίρκωπ;»
«Μάλλον έχεις δίκιο. Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τους Ενοίκους…»
«Τους ποιους;» έκανε η Ανταρλίδα.
«Τους Ενοίκους της Σήραγγας,» είπε ο Αλίρκωπ. «Τα πνεύματα που κατοικούν εκεί, εδώ και αιώνες αναρίθμητους.»
Ο Τάμπριελ τον πλησίασε για να σταθεί εμπρός του. «Ίσως ετούτη να είναι μια καλή ευκαιρία για να προσπαθήσεις να παγιδέψεις ένα πνεύμα όπως σε δίδαξα καθώς ταξιδεύαμε.»
Ο Αλίρκωπ φάνηκε σκεπτικός.
«Δεν έχεις τίποτα να χάσεις,» του είπε ο Τάμπριελ. «Θα είμαι κοντά σου, και θα το διώξω αν… παραφερθεί.»
Ο Αλίρκωπ ένευσε. «Εντάξει,» αποκρίθηκε. «Θα σας οδηγήσω στην Κάτω Καρκούμ. Δεν είναι τόσο σπουδαίο να καταδυθεί κανείς εκεί όσο πιστεύει ο κόσμος. Απλά τις περισσότερες εισόδους τις φρουρούν πνεύματα, και τις κάνουν δύσκολο να παρατηρηθούν.»
«Τι θα πει ‘δύσκολο να παρατηρηθούν’;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Ότι δεν μπορείς να τις δεις εκτός αν ξέρεις ακριβώς πού είναι.»
«Εσύ, όμως, μπορείς και τις βλέπεις;»
«Διαισθάνομαι τα πνεύματα, κι αυτά είναι που μου τις αποκαλύπτουν.»
Η Ανταρλίδα κοίταξε τον Τάμπριελ. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους.
«Εντάξει,» είπε η Μαύρη Δράκαινα, «βρήκαμε τρόπο να μπούμε στην πόλη· μετά, τι γίνεται; Πώς θα συναντήσουμε τον Νίρναλωμ χωρίς να μας παγιδέψει ο Ιεράρχης; Αυτή η Σήραγγα, Αλίρκωπ, βγάζει όντως κάτω από το Κάστρο, όπως είπε η Ζανάιλχα;»
«Δεν είμαι βέβαιος,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Δεν έχω ποτέ επιχειρήσει να φτάσω ώς εκεί.»
«Επομένως, μπορεί να μην είναι παρά ένας μύθος…» μουρμούρισε η Ανταρλίδα συλλογισμένα. Και, πιο δυνατά, ρώτησε τον Αλίρκωπ: «Μέχρι πού είσαι σίγουρος ότι φτάνει η Σήραγγα;»
«Μέσα στα τείχη.»
«Ας μπούμε στην πόλη, λοιπόν,» είπε ο Τάμπριελ, «και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε.»
«Δεν είναι έτσι,» διαφώνησε η Ανταρλίδα. «Καλύτερα να έχουμε ένα σχέδιο.»
«Όταν είμαστε εκεί, θα καθοδηγηθούμε.»
«Από τι; Από τις εικόνες στο μυαλό σου;»
«Από τις περιστάσεις.»
*
Δε μου αρέσει αυτό, σκεφτόταν η Ανταρλίδα καθώς, μέσα στη νύχτα, έμπαιναν στον ερειπιώνα έξω από τα τείχη της Καρκούμ. Κανένα σχέδιο, ουσιαστικά, δεν έχουμε, και είμαστε και πολλοί. Παρά την κάλυψη του σκοταδιού, αν κάποιος κοιτάζει από τις επάλξεις δεν αποκλείεται να μας δει.
Μετά, φωνές διέκοψαν τους συλλογισμούς της.
Η Ανταρλίδα έκανε, αμέσως, νόημα στους συντρόφους της να σταματήσουν.
Ο Χάλρεοκ τράβηξε το σπαθί του (και οι πολεμιστές από το Τάρσαζ τον μιμήθηκαν). «Τι συμβαίνει;»
«Συλλέκτες,» είπε ο Αλίρκωπ.
«Τι πράγμα;» έκανε η Ανταρλίδα.
«Άρπαγες,» εξήγησε η Ζανάιλχα. «Ήρθαν να πάρουν δούλους. Έτσι δεν είναι, Αλίρκωπ;»
«Ναι,» ένευσε ο μάγος. «‘Συλλέκτες’, τους λέμε εδώ, έξω απ’τα τείχη.»
«Την ξέρω την αργκό σας.»
Οι φωνές έρχονταν από έναν δρόμο κάθετο σ’αυτόν που διέσχιζε η ομάδα, και τώρα σκιές φάνηκαν να βγαίνουν από εκεί, και μετά σκιερές φιγούρες ακολούθησαν τις σκιές. Σε αντίθεση με τους συντρόφους της Ανταρλίδας που, για λόγους ασφαλείας, δεν είχαν κανένα φως αναμμένο, κάμποσοι απ’αυτούς κρατούσαν δαυλούς. Και κάποιοι τραβούσαν μαζί τους ανθρώπους που παραπατούσαν και σκόνταφταν, άλλοι δεμένοι με χοντρά σχοινιά, άλλοι με αλυσίδες. Οι συλλέκτες πρέπει να ήταν καμια ντουζίνα στο σύνολό τους, και μέσα στο σκοτάδι η Ανταρλίδα μπορούσε να διακρίνει ότι βαστούσαν όπλα με λεπίδες· το φως των δαυλών αντανακλούσε επάνω τους.
Ένας απ’αυτούς ύψωσε το ξίφος του κι έδειξε την ομάδα.
(Δεν μπορούσαν να μη μας προσέξουν, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, ακόμα και μες στη νύχτα. Είμαστε πολύ κοντά, και πάρα πολλοί.)
«Ποιοι είστε σεις;» φώναξε ένας άλλος.
Τώρα, και οι πολεμιστές της Βινέρνι έβγαλαν τα όπλα τους όπως οι πολεμιστές του Τάρσαζ. Η Ταργκάφλι μάγισσα που ονομαζόταν Χιρκόμο πήρε ένα ραβδί στα χέρια της το οποίο είχε στη μία άκρη μια σιδερένια σφαίρα με καρφιά και στην άλλη μια μακριά, λιγνή λεπίδα. Τα άλογά τους – που δεν τα καβαλίκευαν αλλά τα τραβούσαν απ’τα γκέμια καθώς διέσχιζαν τον ερειπιώνα – χρεμέτισαν ανήσυχα και χτύπησαν τις οπλές του στις πέτρες.
«Περαστικοί είμαστε,» φώναξε η Ζανάιλχα στους συλλέκτες.
«Περαστικοί, ε; Χα! Παλικάρια του Ζιζένατ είστε, μου φαίνεται!»
«Κάνεις λάθος,» του είπε η Ζανάιλχα.
«Υπάρχει νόμος σε τούτο το μέρος;» ρώτησε ο Χάλρεοκ, αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουν ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα αλλά όχι αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουν οι συλλέκτες. «Υπάρχει νόμος εδώ, στα ερείπια;»
«Απ’ό,τι είπε ο Ρέμικατ, όχι,» του απάντησε ο Τάμπριελ.
Ενώ ο συλλέκτης φώναζε: «Πλησιάστε μας και θα φάτε μαχαίρι και πέτρα!»
«Δε σκοπεύουμε να σας πλησιάσουμε,» του είπε η Ζανάιλχα. «Πηγαίνετε, και θα πηγαίνουμε κι εμείς.»
«Αν υπήρχε νόμος,» είπε η Ανταρλίδα στον Χάλρεοκ, «λες να μπορούσαν αυτοί να τριγυρίζουν και ν’αρπάζουν για δούλο όποιον βρουν;»
Οι συλλέκτες άρχισαν να κινούνται προσεχτικά, παρατηρώντας την ομάδα και μοιάζοντας να κρατάνε πιο γερά τώρα τους δούλους τους, σαν να φοβόνταν ότι μπορεί να τους τους έκλεβαν – πράγμα που, μάλλον, δεν είναι απίθανο εδώ πέρα, σκέφτηκε η Ανταρλίδα.
«Αφού δεν υπάρχει νόμος,» πρότεινε ο Χάλρεοκ τρίζοντας τα δόντια και σφίγγοντας το μανίκι του ξίφους του μέσα στη γροθιά του, «ας τους λιανίσουμε!»
«Δεν είμαστε εδώ για να σώσουμε κόσμο,» του θύμισε, ψύχραιμα, η Ανταρλίδα. «Δεν είναι αυτή η δουλειά μας.»
«Απεχθάνομαι τους δουλεμπόρους.» Ο Χάλρεοκ έκανε νόημα στους πολεμιστές του να ετοιμαστούν.
«Περίμενε–»
«Επίθεση!» πρόσταξε ο Χάλρεοκ, πηδώντας πάνω στο άλογό του και καλπάζοντας καταπάνω στους συλλέκτες.
Οι πολεμιστές του ανέβηκαν στα δικά τους άλογα το ίδιο γρήγορα και τον ακολούθησαν.
Σκατά, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Οι πιθανότητες να τραβήξουμε ανεπιθύμητη προσοχή μόλις πενταπλασιάστηκαν. Και ξεθηκάρωσε το σπαθί της από την πλάτη.
«Βοηθήστε τους!» πρόσταξε ο Τάμπριελ τους Ταργκάφλι, κι εκείνοι καβαλίκεψαν τα ζώα τους κι ακολούθησαν τους πολεμιστές του Τάρσαζ στην έφοδο, αλαλάζοντας.
«Μπαστάρδια του Ζιζένατ!» αντήχησε η φωνή του συλλέκτη που μιλούσε πριν με τη Ζανάιλχα, καθώς οι πρώτοι από τους καβαλάρηδες του Χάλρεοκ συγκρούονταν με τους άρπαγες. «Τόξερα ότι είστε αυτινού του καριόλη!»
Η Ανταρλίδα έτρεξε στη συμπλοκή. Απέφυγε το τσεκούρι ενός ψηλού άντρα και τον σπάθισε στα πόδια σωριάζοντάς τον. Ύστερα τινάχτηκε κι έκοψε το σχοινί που έδενε τα χέρια μιας λευκόδερμης κοπέλας. Ο συλλέκτης που την τραβούσε στράφηκε, γρυλίζοντας και προσπαθώντας να χτυπήσει τη Μαύρη Δράκαινα· αλλά το ρόπαλό του χτύπησε μόνο αέρα και, στη συνέχεια, τις πέτρες του δρόμου, ενώ η Ανταρλίδα είχε κινηθεί στο πλάι. Το μποτοφορεμένο πόδι της υψώθηκε σπάζοντας το σαγόνι και τα δόντια του άντρα και ρίχνοντάς τον αναίσθητο στο έδαφος, με το πρόσωπό του γεμάτο αίματα.
Εν τω μεταξύ, οι πολεμιστές του Χάλρεοκ – που δεν ήταν τυχαίοι αλλά μαχητές της Βασιλικής Φρουράς του Τάρσαζ – και οι Ταργκάφλι – που ούτε κι αυτοί ήταν τυχαίοι αλλά από τους καλύτερους μαχητές της Βινέρνι – λιάνιζαν τους συλλέκτες σαν άγριοι λύκοι που έχουν πέσει πάνω σε μια αγέλη αδέσποτων σκυλιών. Οι άρπαγες – όσοι ήταν ακόμα ζωντανοί – τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους τους δούλους που είχαν αρπάξει.
«Δε θα το ξεχάσουμε αυτό, να πείτε στο Ζιζένατ!» φώναξε πάλι εκείνος που είχε μιλήσει αρχικά με τη Ζανάιλχα.
«Δεν είμαστε άνθρωποι του Ζιζένατ, κοπρόσκυλο!» αντιγύρισε ο Χάλρεοκ τινάζοντας αίματα από τη λεπίδα του σπαθιού του επάνω σ’έναν τοίχο των πανάρχαιων ερειπωμένων πολυκατοικιών.
«Μην τους ακολουθήσετε!» φώναξε η Ανταρλίδα προτού κανένας κάνει καμια ανοησία.
«Δεν το σκοπεύαμε,» της είπε ο Χάλρεοκ καθώς οι συλλέκτες χάνονταν στο πέρας του δρόμου. «Ήθελα μόνο να σώσω αυτούς τους ανθρώπους απ’τα βρομόχερά τους.» Κατέβηκε απ’το άλογό του, πλησιάζοντας έναν αλυσοδεμένο άντρα που είχε ζαρώσει κοντά σ’έναν τοίχο. «Μη φοβάσαι, φίλε μου,» του είπε· «δε θα σε πειράξουμε εμείς.»
Ωραία, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Γι’άλλη δουλειά ήρθαμε, άλλη δουλειά καταλήξαμε να κάνουμε. Δεν ενεργούσαν έτσι οι Μαύρες Δράκαινες.
Οι πολεμιστές του Χάλρεοκ έσπασαν ή έκοψαν τα δεσμά όλων των ανθρώπων που είχαν αρπάξει οι συλλέκτες και τους είπαν να φύγουν, να πάνε να κρυφτούν προτού κανένας άλλος έρθει εδώ.
«Ποιοι είστε;» τους ρώτησε ένας άντρας. «Γιατί μας βοηθήσατε;»
«Περαστικοί είμαστε,» απάντησε ο Χάλρεοκ. «Φύγετε τώρα. Φύγετε!»
«Περιμένετε!» Η φωνή του Τάμπριελ τούς έκανε όλους να στραφούν, για να δουν τον κοκκινόδερμο, λευκομάλλη μάγο να πλησιάζει.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Χάλρεοκ.
Ο Τάμπριελ ατένισε τον άντρα με τον οποίο μιλούσε ο πολεμιστής της Βασίλισσας. «Εσύ δεν είσαι τυχαία εδώ, έτσι δεν είναι;»
Εκείνος – ένας λευκός άντρας με βρόμικα καστανά μαλλιά και μούσια, που πρέπει να ήταν μεσήλικας – τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Τι… τι εννοείς;» Αναμφίβολα, το κόκκινο δέρμα τον είχε παραξενέψει, και τρομάξει ίσως.
«Κάποτε,» είπε ο Τάμπριελ, «ανήκες σε μια απ’αυτές τις συμμορίες. Σωστά;»
Ο άντρας ξεροκατάπιε· το μήλο στο λαιμό του φάνηκε να κινείται χωρίς να βγαίνει ήχος απ’το στόμα του. «Πώς το ξέρεις;» ψιθύρισε τελικά.
«Δεν έχει σημασία. Ας πούμε ότι κάποτε σε είδα να περιφέρεσαι μες στα ερείπια μαζί με κάτι ανθρώπους σαν αυτούς που διώξαμε–»
«Δεν ήμουν μ’αυτούς!»
«Σοβαρά; Και με ποιους ήσουν;»
«Με τους πολεμιστές του Άρχοντα!» είπε με κάποια περηφάνια, κι ύστερα τα μάτια του σκοτείνιασαν κι ένας κρυφός φόβος τα γέμισε. Έκανε ένα βήμα όπισθεν. «…Εκείνος σ’έστειλε…! Εκείνος!…» Έκανε να τρέξει, αλλά ο Χάλρεοκ τον έπιασε απ’το μπράτσο τραβώντας τον πίσω. «Όχι! Άσε με! Άσε με!»
«Κανένας δε μ’έστειλε,» του είπε ο Τάμπριελ ψυχρά, με τα γκρίζα μάτια του να διαπερνούν το πρόσωπό του. «Ποιος φοβόσουν ότι μπορεί να με είχε στείλει; Ο Άρχοντάς σου; Ο Νίρναλωμ;»
Τώρα ο άντρας έτρεμε φανερά. «…Ναι– Όχι. Ναι· ναι, εκείνος.»
«Κάτι δεν μου λες, νομίζω.» Ο Τάμπριελ βάδισε για να σταθεί εμπρός του.
«Ποιος είσαι;» ψιθύρισε ο άντρας ξεροκαταπίνοντας. «Το πρόσωπό σου… Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο κόκκινο πρόσωπο!»
«Δεν είμαι απ’αυτό τον κόσμο–»
«Δαίμονας! Είσαι δαίμονας, σαν αυτόν…!» Έκανε πάλι μερικά βήματα όπισθεν.
«Δεν είμαι δαίμονας. Και σε ποιον αναφέρεσαι;»
Ο άντρας κοίταξε γύρω του, τους πολεμιστές του Τάρσαζ. Αναμφίβολα, σκεφτόταν αν μπορούσε να ξεφύγει. Εν τω μεταξύ, οι υπόλοιποι που είχαν αρπάξει οι συλλέκτες είχαν ήδη φύγει· κανείς δεν υπήρχε για να τον βοηθήσει.
«Σε ποιον αναφέρεσαι;» ρώτησε ο Τάμπριελ. «Μην παίζεις με την υπομονή μου!»
Το μήλο στο λαιμό του άντρα κινήθηκε πάλι, έντονα. «Στον… στον Άρχοντα… Θα με σκότωνε, επειδή είδα, επειδή κατάλαβα… Δεν είναι αυτός που ήτανε. Ήμουνα μαζί του από παλιά, στον Διψασμένο Ξιφία, και δεν ήταν έτσι. Τα μάτια του έχουν αλλάξει. Κατάφερα να φύγω, να γλιτώσω, γιατί θα με σκότωνε. Με ψάχνει. Το ξέρω ότι ακόμα με ψάχνει!…» Τα μάτια του γυάλιζαν καθώς κοίταζε νευρικά τον Τάμπριελ.
Ο οποίος σκέφτηκε: Ίσως να μην είναι τελείως τρελός αλλά, σίγουρα, βρίσκεται στα όρια της παραφροσύνης. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε πως όσα έλεγε ήταν ψέματα. Μπορεί να μας φανεί χρήσιμος… «Θα έρθεις μαζί μας,» του είπε.
«Γιατί;» ρώτησε αμέσως ο άντρας. «Γιατί; Ποιοι είστε;»
«Δεν είμαστε άνθρωποι του Νίρναλωμ· και δεν χρειάζεται να μας φοβάσαι. Το όνομά μου είναι Τάμπριελ. Ποιο είναι το δικό σου;»
«Χ-Χάορτατ.»
Ο Τάμπριελ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του άντρα. «Θα έρθεις τώρα μαζί μας, Χάορτατ.»
*
Ο Αλίρκωπ προπορευόταν μαζί με τον σκύλο του, τον Θυμό, δείχνοντας τους τον δρόμο, καθώς βάδιζαν ανάμεσα στα ερείπια.
Ο Τάμπριελ, που προχωρούσε δίπλα του, τον ρώτησε: «Μπορεί η παρουσία που αισθάνθηκες στο Κάστρο να είναι αυτός ο δαίμονας για τον οποίο μιλά ο Χάορτατ;»
«Μπορεί,» συμφώνησε ο μάγος. «Μπορεί.»
«Ή,» είπε η Ανταρλίδα, «ο τύπος μπορεί νάναι τρελός. Γιατί δεν τον ρωτάμε τι είδε ο Νίρναλωμ εκεί στην άκρη του κόσμου που υποτίθεται πως έφτασε;»
Ο Χάορτατ την άκουσε. «Δεν είμαι τρελός! Αυτά που σας είπα είναι αλήθεια!»
«Δεν αμφισβήτησε κανείς αυτά που μας είπες,» τον διαβεβαίωσε ο Τάμπριελ στρεφόμενος να τον κοιτάξει. «Μπορείς, όμως, να μας απαντήσεις στην ερώτηση της Ανταρλίδας; Τι είδε ο Νίρναλωμ στην άκρη του κόσμου; Και πού είναι η άκρη του κόσμου;»
«Πλησιάζουμε τη Σήραγγα,» τους διέκοψε ο Αλίρκωπ. «Εκεί είναι.» Υψώνοντας το χέρι του, έδειξε μια ερειπωμένη πολυκατοικία στη μέση του δρόμου που διέσχιζαν.
«Τη Σήραγγα;» πετάχτηκε ο Χάορτατ, καθώς ο Τάμπριελ έκανε νόημα σ’όλους να σταματήσουν. «Τη Σήραγγα; Θα μπείτε στη Σήραγγα;»
Ο Τάμπριελ τον αντίκρισε. «Απάντησέ μου: Πού είναι η άκρη του κόσμου, και τι είδε εκεί ο Νίρναλωμ;»
«Νότια από δω είναι η άκρη του κόσμου,» αποκρίθηκε ο Χάορτατ. «Πολύ, πολύ νότια. Κοντά σε κάτι νησιά, που μένει ένας μικρόσωμος λαός. Ο Καπετάνιος τούς έκανε δώρα και κατάφερε να συνεννοηθεί μαζί τους με νοήματα, γιατί δε μιλάνε τη γλώσσα μας· κι αυτοί τού έδειξαν την άκρη του κόσμου, στα πέρατα του χάρτη τους, εκεί που πανύψηλα βουνά φαινόντουσαν στον ορίζοντα, τυλιγμένα σε πυκνές μαύρες ομίχλες, και η θάλασσα τελείωνε. Πρόσωπα έβλεπες μέσ’απ’τις ομίχλες, σας τ’ορκίζομαι στη Φαλκρίνκω–»
«Τι να τον κάνουμε τον όρκο στη Φαλκρίνκω όταν είσαι όλο στην ξηρά;» τον διέκοψε η Ζανάιλχα.
«Ε τώρα, ψέματα σάς λέω; Σ’όποιο θεό θέλετε σάς τ’ορκίζομαι. Πρόσωπα φαινόντουσαν μέσα απ’τις μαύρες ομίχλες. Πρόσωπα καταχθόνιων δαιμόνων. Αλλά ο Καπ’τάνιος ήθελε να πάει εκεί, να δει έξω απ’τον κόσμο. Εγώ μαζί του δεν πήγα, και αρκετοί άλλοι το ίδιο. Φοβούμασταν· και ποιος μπορεί να πει ότι ήμασταν χέστες; Κανείς. Ούτ’ο Καπετάνιος. Μαζί του πήγανε τέσσερις, ενώ εμείς μείναμε για δυο μέρες με τους μικρόσωμους α’θρώπους. Κι όταν ο Καπ’τάνιος επέστρεψε, ένας δαίμονας ήταν μέσα του. Τα μάτια του ήταν μαύρα.»
«Οι άλλοι τέσσερις;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Μαζί του ήταν, αλλά και σ’αυτών την όψη είχε κάτι αλλάξει.»
«Δαίμονες μέσα και σ’αυτούς;»
Ο Χάορτατ κούνησε το κεφάλι σκεπτικά. «Δεν ξέρω. Αλλά είχαν κάτι διαφορετικό στο πρόσωπό τους· ακόμα το έχουνε.»
Η Ανταρλίδα ρώτησε τον Τάμπριελ: «Εξακολουθείς να θέλεις να τον συναντήσεις;»
«Δεν ήρθαμε άδικα ώς εδώ.»
Θεοί! σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Ποιος είναι πιο τρελός; Αυτός ο Χάορτατ ή ο Τάμπριελ;
«Ποιον θες να συναντήσεις;» ρώτησε ο Χάορτατ. «Τον… τον Νίρναλωμ;»
«Ναι.»
«Τι!» Ο Χάορτατ σχεδόν χοροπήδησε επιτόπου από την ταραχή του. «Είναι επικίνδυνος! Κι αν με πάρεις μαζί σου, θα με σκοτώσει! Με κυνηγά! Δεν άκουσες τι σου είπα πριν;»
«Νομίζω,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, «ότι έχεις κι άλλα να μου πεις για τον Νίρναλωμ.»
«Σου είπα ό,τι ξέρω!»
«Σε είδα να περιφέρεσαι σε τούτα τα ερείπια μαζί με τους ανθρώπους του ενώ είχες ήδη καταλάβει ότι κάποιος δαίμονας βρισκόταν μέσα του, ενώ είχες ήδη δει τα μάτια του να γίνονται μαύρα. Σωστά;»
Ο Χάορτατ κόμπιασε.
«Γιατί, λοιπόν, δεν σε είχε σκοτώσει από τότε;»
«Μα – μα, δεν ήμουν ο μόνος που, που είχε δει τα μάτια του να γίνονται μαύρα!»
«Και μετά, τι συνέβη; Τι άλλαξε;»
«Τον… τον… τον είδα να βγάζει το πετσί του!» Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Χάορτατ είχαν στραβώσει, σαν να προσπαθούσε να καταπολεμήσει μια πολύ δυσάρεστη ανάμνηση. Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, για ν’απομακρυνθεί απ’τον Τάμπριελ. «Μη, μη με πάρεις μαζί σου! Θα με σκοτώσει!»
«Είναι τρελός,» είπε σταθερά ο Χάλρεοκ. «Άστον να φύγει· δεν τον χρειαζόμαστε. Κι αν είναι να μπούμε σ’αυτή τη Σήραγγα, ας μπούμε επιτέλους!»
Ο Χάορτατ στράφηκε, αρχίζοντας να τρέχει.
Ο Τάμπριελ πρότεινε το δεξί του χέρι και άρθρωσε ένα Ξόρκι Τηλεκινήσεως προτού ο άντρας χαθεί απ’τα μάτια του. Επικεντρώνοντας την αόρατη δύναμη του ξορκιού στο δεξί πόδι του Χάορτατ, το τράβηξε πίσω, κι έτσι όπως εκείνος έτρεχε πανικόβλητα, έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε.
«Μην τον αφήσετε να ξαναφύγει,» είπε ο Τάμπριελ στους Ταργκάφλι, κι εκείνοι αμέσως πήγαν να τον περικυκλώσουν.
Ο Χάορτατ σηκώθηκε όρθιος, τρέμοντας.
Ο Τάμπριελ στράφηκε στον Αλίρκωπ. «Πάμε στη Σήραγγα.»
Ο μάγος ένευσε και, αφού όλοι έδεσαν τα άλογά τους απέξω, τους οδήγησε στο εσωτερικό της αρχαίας πολυκατοικίας, το οποίο ήταν γεμάτο συντρίμμια. Ποντίκια και άλλα τρωκτικά και έντομα σκορπίστηκαν από δω κι από κει όταν κάποιοι από τους Ταργκάφλι και τους πολεμιστές του Χάλρεοκ άναψαν δαυλούς.
Ο Αλίρκωπ προχώρησε πρώτος χωρίς να κρατά ούτε δαυλό ούτε λάμπα· μια άλλη αίσθηση, όχι η όραση, έμοιαζε να τον καθοδηγεί μέσα στα πυκνά σκοτάδια. Ο Θυμός βάδιζε πλάι του, οσμιζόμενος τον χώρο. «Από εδώ,» είπε ο μάγος στους υπόλοιπους.
Πέρασαν από έναν διάδρομο ο οποίος ήταν γεμάτος συντρίμμια, με αποτέλεσμα το πάτωμα να κάνει επικίνδυνα σκαμπανεβάσματα, και έφτασαν σ’ένα δωμάτιο και σε μια σκάλα που κατέβαινε. Ο Αλίρκωπ ακολούθησε τη σκάλα και οι άλλοι ακολούθησαν τον Αλίρκωπ, για να καταλήξουν σ’ένα υπόγειο μέρος που βρομούσε έντονα από κόπρανα ζώων.
«Αυτή η τρύπα, εδώ,» είπε ο μάγος, πλησιάζοντας ένα άνοιγμα στο κέντρο του πατώματος: ένα άνοιγμα που βρισκόταν σε πασιφανές σημείο κι όμως, για κάποιο μυστηριώδη λόγο, δεν ήταν άμεσα φανερό· ο τρόπος που τα συντρίμμια ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα, καθώς και ο τρόπος που έπεφταν οι σκιές, έμοιαζαν να συνωμοτούν για να το κρύψουν.
Ο Τάμπριελ πλησίασε, κι έκανε νόημα σ’έναν Ταργκάφλι να πετάξει έναν δαυλό κάτω. Εκείνος υπάκουσε, και ένας υπόγειος διάδρομος φωτίστηκε.
«Αυτή είναι η Σήραγγα;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον Αλίρκωπ.
«Ένα μέρος της μονάχα. Η Σήραγγα δεν είναι ακριβώς μία σήραγγα, Τάμπριελ· είναι ένας ολόκληρος λαβύρινθος από σήραγγες και περάσματα, εισόδους και εξόδους. Και δεν είναι ακίνδυνη, όπως σου είπα και πριν. Υπάρχουν οντότητες εκεί κάτω.»
«Ας κατεβώ πρώτος, λοιπόν,» είπε ο Τάμπριελ. Πήρε τον δαυλό ενός Ταργκάφλι και πήδησε μέσα στο άνοιγμα.
Τα λευκά του μαλλιά ανέμισαν προς στιγμή, όπως επίσης κι η καλοκαιρινή κάπα του. Κι ύστερα τα μποτοφορεμένα πόδια του πάτησαν στο λίθινο πάτωμα ενώ τα γόνατά του λύγιζαν.
Φωτίζοντας ολόγυρα, κοίταξε.
Το πέρασμα συνεχιζόταν κι απ’τις δύο μεριές.
«Κάνε μου χώρο,» του φώναξε η Ανταρλίδα από πάνω.
Ο Τάμπριελ βάδισε μερικά βήματα ενώ, συγχρόνως, υποτονθόρυζε τα λόγια για ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως.
Η Ανταρλίδα πήδησε κάτω· ο Αλίρκωπ την ακολούθησε μαζί με τον Θυμό· και μετά, ήρθαν ο Χάλρεοκ, ο Καλέφραζ, η Ζανάιλχα, και οι υπόλοιποι, ο ένας κατόπιν του άλλου. Τον Χάορτατ τον έσπρωξε ένας Ταργκάφλι για να κατεβεί.
Εν τω μεταξύ, το ξόρκι του Τάμπριελ τού επιβεβαίωσε ότι, όντως, υπήρχαν πνευματικές οντότητες σε τούτο το μέρος· αλλά δεν εντόπισε καμία τόσο ισχυρή ή εχθρική που να μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο – τουλάχιστον εδώ κοντά.
«Δεν είναι καλό που είμαστε πολλοί,» είπε ο Αλίρκωπ, παρατηρώντας ότι το πέρασμα είχε γεμίσει. «Να προσέχετε μην χαθείτε. Να κρατάτε ο ένας το χέρι του άλλου, εσείς στο τέλος!» φώναξε.
Και ξεκίνησαν να διασχίζουν τη Σήραγγα, πηγαίνοντας από το ένα πέρασμα στο άλλο. Το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, σε αρκετά σημεία, ήταν γλιστερό, ενώ αλλού νερό το κάλυπτε, το οποίο έφτανε ώς τους αστραγάλους τους ευτυχώς, όχι παραπάνω. Ένας τοίχος ήταν ραγισμένος βαθιά, και από εκεί έτρεχε αρκετή ποσότητα νερού. Αναμφίβολα, υπήρχαν κι άλλα τέτοια ραγίσματα.
Αυτό το μέρος είναι επικίνδυνο να πλημμυρίσει, παρατήρησε η Ανταρλίδα. Και ρώτησε τον Αλίρκωπ: «Από τον ποταμό έρχεται το νερό; Από τη θάλασσα; Ή από κάπου αλλού;»
«Δεν ξέρω.»
Καθώς πήγαιναν ολοένα και πιο βαθιά, στρίβοντας σε ομαλές στροφές που διέγραφαν καμπύλη και σε στενές στροφές που σχημάτιζαν οξεία γωνία, η Ανταρλίδα σκέφτηκε ότι η Σήραγγα τής θύμιζε κάτι… και βρήκε τι ήταν. Πώς δεν το είχε καταλάβει εξαρχής;
Υπόνομοι. Υπόνομοι της αρχαίας πόλης. Αυτό πρέπει να είναι.
Ξαφνικά, ένας δυνατός αέρας ακούστηκε να περνά από τα περάσματα, και ο Καλέφραζ ρώτησε, αγριεμένος: «Τι ήταν αυτό;»
«Κάτι μάς παρακολουθεί,» είπε ο Αλίρκωπ στενεύοντας τα μάτια.
«Κάτι πέρασε από δω!» φώναξε η Χιρκόμο, που βρισκόταν προς το τέλος του σχηματισμού τους. «Κάτι σαν άνεμος! Και μου δίνει την αίσθηση ότι θέλει να παίξει μαζί μας.»
Ο Αλίρκωπ, ακούγοντας τα λόγια της, ένευσε. «Ναι, κι εγώ το ίδιο υποπτευόμουν… Πρέπει νάναι ο Ιστρούουμπ, ο Υπόγειος Άνεμος.»
«Έχει κι όνομα, δηλαδή;» είπε η Ανταρλίδα.
«Φυσικά και έχει όνομα. Τον γνωρίζω από παλιά. Μην καθυστερούμε άλλο· ακολουθήστε με.»
«Μπορεί να μας επιτεθεί;» ρώτησε ο Καλέφραζ καθώς προχωρούσαν κατά μήκος ενός γλιστερού περάσματος.
Ο Αλίρκωπ δεν του απάντησε· και το βουητό του ανέμου συνέχισε ν’ακούγεται μέσα στα υπόγεια ανοίγματα, σφυρίζοντας ρυθμικά σαν τραγούδι αυλού.
Μετά από λίγο ο μάγος σταμάτησε. Απότομα. Έμοιαζε αναστατωμένος. Αποπροσανατολισμένος.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Πρέπει να έκανα κάποιο λάθος… Ετούτα τα μέρη της Σήραγγας μού είναι άγνωστα… Έπρεπε να είχα στρίψει κάπου που δεν έστριψα, ή… ή έπρεπε να μην είχα στρίψει κάπου που έστριψα. –Γαμώ τα γένια του Μασμόρου!» καταράστηκε επικαλούμενος το όνομα του Θεού των Νυχτερινών Τρόμων, ενώ κοίταζε ολόγυρά του εκνευρισμένος.
Κάτι σαν γέλιο αντήχησε από τα περάσματα. Κάτι σαν το γέλιο του ανέμου, αν ο άνεμος μπορούσε να γελάσει.
«Ιστρούουμπ!» φώναξε ο Αλίρκωπ. «Με παραπλάνησες!»
Η Χιρκόμο είχε τώρα καταφέρει να περάσει ανάμεσα από τους άλλους και να έρθει μπροστά – πράγμα όχι και τόσο δύσκολο γι’αυτήν, μικρόσωμη καθώς ήταν. Τα κόκκινά της μαλλιά γυάλιζαν στο φως των δαυλών, και το λευκό, ηλιοκαμένο δέρμα της έκανε μπρούτζινες ανταύγειες.
«Πρέπει να τον διώξουμε,» είπε, «και να γυρίσουμε πίσω!» Στράφηκε στον Τάμπριελ. «Η Βιβεϊρλώταθ θα τον νικήσει: δεν είναι πιο ισχυρός από εκείνη.»
Ο Τάμπριελ ένευσε και ύψωσε τον αργυρό δίσκο του περιδέραιού του. Από τον ημιδιαφανή πολυεδρικό λίθο στο κέντρο του μια άυλη μορφή φάνηκε να βγαίνει, μόλις και μετά βίας διακριτή, περισσότερο ένα παιχνίδισμα του φωτός παρά οτιδήποτε άλλο. Ο Τάμπριελ, όμως, μπορούσε να νιώσει την παρουσία της σαν ένα ξαφνικό φούσκωμα στον αέρα, και ήταν βέβαιος πως κι η Χιρκόμο και ο Αλίρκωπ το ίδιο θα αισθάνονταν.
Με τη θέλησή του και μόνο, ζήτησε από τη φυλακισμένη θεά να διώξει τον Ιστρούουμπ· και την άκουσε να ουρλιάζει εξαγριωμένα μες στα υπόγεια περάσματα. Τα ουρλιαχτά της αντήχησαν δυνατότερα από τον άνεμο.
«Πάμε!» φώναξε ο Τάμπριελ για ν’ακουστεί. «Βρες το δρόμο μας, Αλίρκωπ!»
«Πείτε στους πίσω να προχωρήσουν προς τα κει απ’όπου ήρθαμε!» ζήτησε ο μάγος. «Πείτε τους να προχωρήσουν προς τα κει απ’όπου ήρθαμε!» Η προσταγή του μεταφέρθηκε απ’τον έναν στον άλλο, μέχρι το πέρας του σχηματισμού· και άρχισαν πάλι να κινούνται, ενώ ο Αλίρκωπ κοίταζε γύρω του, αναζητώντας σημάδια που θα τον καθοδηγούσαν ξανά στον σωστό δρόμο.
Τα ουρλιαχτά του ανέμου και της Βιβεϊρλώταθ, μετά από λίγο, έπαψαν και ο Τάμπριελ αισθάνθηκε τη θεά να επιστρέφει σ’εκείνον, σαν να ήταν δεμένη με αόρατη αλυσίδα στο περιδέραιό του.
«Ο Ιστρούουμπ έχει φύγει,» είπε η Χιρκόμο· «δε νιώθω πλέον την παρουσία του.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ· «δε μπορούσε ν’αντιταχθεί στη
Βιβεϊρλώταθ.»
«Το βρήκα!» είπε ξαφνικά ο Αλίρκωπ. «Εδώ είναι. Ελάτε.» Και, σκύβοντας,
μπήκε σ’ένα άνοιγμα το οποίο δεν έμοιαζε να είναι τίποτα περισσότερο από μια
πανάρχαια ρωγμή στους τοίχους.
Η Σήραγγα άλλαξε από εδώ και μετά· η Ανταρλίδα παρατήρησε ότι δεν έμοιαζε πια με αρχαίο υπόνομο. Το πέρασμα που διέσχιζαν ήταν πέτρινο αλλά, στα περισσότερα σημεία των τοίχων του, η πέτρα ήταν καλυμμένη από στρώματα σκουριάς, και στο έδαφος επίσης. Κάποτε ετούτο το μέρος πρέπει να ήταν ντυμένο με μέταλλο που, με τους αιώνες, είχε διαβρωθεί. Μεταλλικές οσμές γέμιζαν τον αέρα.
«Γιατί πάμε από δω;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Αλίρκωπ. «Λοξοδρομούμε, έτσι δεν είναι;»
«Ναι,» απάντησε εκείνος, «το κατάλαβες. Από την άλλη είναι πιο επικίνδυνα, οπότε το αποφεύγω.»
«Τι κίνδυνος υπάρχει;»
«Δεν μπορείς να φανταστείς.»
Κάποιο από αυτά τα πνεύματα των ερειπίων, πάλι…
Βγαίνοντας απ’το πέρασμα μπήκαν σε μερικά μικρά, τετραγωνικά δωμάτια, που κι εδώ υπήρχαν ένα σωρό υπολείμματα μετάλλων και στρώματα σκουριάς. Οι μεταλλικές οσμές ήταν ισχυρότερες από πριν.
Και δε νομίζω ότι είναι καλό που τις αναπνέουμε, σκέφτηκε η Ανταρλίδα· αλλά δεν είπε τίποτα στον Αλίρκωπ, εκτός από: «Το μονοπάτι σου τελειώνει σύντομα;»
«Ναι. Τώρα πρέπει να είμαστε μπροστά απ’τα τείχη της πόλης–»
Ένας δαυλός έσβησε μ’ένα ξαφνικό φσστ!
Κι άλλος ένας.
Το σκοτάδι άρχισε να πυκνώνει γύρω τους.
Ο Θυμός γάβγιζε.
«Ο Φλογοφάγος!» γρύλισε ο Αλίρκωπ καθώς κι άλλοι δαυλοί έσβηναν και, στο τέλος, η ομάδα έμεινε στο σκοτάδι.
Ένας απ’τους πολεμιστές του Χάλρεοκ άναψε πάλι τον δαυλό του, κι αυτός ξανάσβησε, στιγμιαία.
«Μην ανάβετε φωτιές,» είπε δυνατά η Χιρκόμο· «θα τις σβήσει. Πρέπει πρώτα η Βιβεϊρλώταθ να διώξει αυτό το κατώτερο πνεύμα.»
«Δε χρειάζεται να το κάνει η Βιβεϊρλώταθ,» είπε ο Τάμπριελ. «Αλίρκωπ, θέλεις να δοκιμάσεις όσα σού δίδαξα;»
Ο μάγος των ερειπίων της Καρκούμ δίστασε ν’απαντήσει· έπειτα, η φωνή του ήρθε μέσα απ’το σκοτάδι: «Θα δοκιμάσω.»
«Για τι πράγμα μιλάτε;» ρώτησε η Χιρκόμο.
«Θα δεις,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
Ο Αλίρκωπ είπε: «Πρέπει πρώτα να τον προσελκύσω.» Και σπίθες πετάχτηκαν μέσα απ’το σκοτάδι καθώς, χρησιμοποιώντας τσακμακόπετρα κι ατσάλι, προσπαθούσε ν’ανάψει έναν δαυλό.
«Δε φεύγουμε καλύτερα,» πρότεινε ο Καλέφραζ, «αφήνοντας τους πειραματισμούς γι’άλλη φορά;»
«Ησυχία!» είπε απότομα ο Τάμπριελ. «Μην τον ενοχλείτε· δε θ’αργήσει.»
Ο δαυλός του Αλίρκωπ είχε τώρα ανάψει, και ο μάγος τον κράτησε υψωμένο εμπρός του με το αριστερό χέρι. Το δεξί το είχε επίσης υψωμένο, έτσι ώστε να φαίνεται ένα δαχτυλίδι επάνω στον μέσο του, γυαλίζοντας στο φως του δαυλού.
Η φωτιά φάνηκε να τρεμοπαίζει, άγρια.
Τα μάτια του Αλίρκωπ εστιάστηκαν σ’αυτήν.
Σπίθες πετάχτηκαν, και κάτι σαν τσύριγμα αντήχησε.
Η φωτιά μειώθηκε σε ένταση, σαν κάτι να προσπαθούσε να τη σβήσει αλλά, συγχρόνως, κάτι άλλο να πάλευε να την κρατήσει ζωντανή.
Μετά, έσβησε. Σκοτάδι βασίλεψε ξανά μέσα στο δωμάτιο με τα διαβρωμένα μέταλλα και τη σκουριά.
«Ανάψτε δαυλούς!» ακούστηκε η φωνή του Αλίρκωπ, λιγάκι κουρασμένη, λαχανιασμένη.
Οι άλλοι υπάκουσαν φωτίζοντας το μέρος.
«Τα κατάφερες,» παρατήρησε ο Τάμπριελ.
Ο Αλίρκωπ έτριψε με τον αντίχειρα το δαχτυλίδι στον μέσο του. «Ναι… Ο Φλογοφάγος είναι μέσα.» Ένα μειδίαμα χάραξε το γενειοφόρο πρόσωπό του. «Το δαχτυλίδι είναι καυτό… Θα τον κρατήσει, Τάμπριελ;»
«Αναλόγως τη δουλειά που έκανες. Αν ήταν καλή, ναι, θα τον κρατήσει· αν όχι, θα τον αισθανθείς να φεύγει κάποια στιγμή σύντομα. Τα κατάφερες καλά, πάντως, Αλίρκωπ· καλύτερα απ’ό,τι πίστευα. Μαθαίνεις γρήγορα.»
«Παγίδεψε το πνεύμα μέσα στο δαχτυλίδι του;» ρώτησε η Χιρκόμο.
«Ναι,» της απάντησε ο Τάμπριελ.
«Εσύ τον δίδαξες να το κάνει αυτό, Καζίτο’ναρ;» Τα μάτια της τον ατένιζαν γουρλωμένα, γυαλίζοντας στο φως των δαυλών. «Μπορείς να διδάξεις κι άλλους;» Δε χρειαζόταν διευκρίνιση για να καταλάβει κανείς ότι εννοούσε τον εαυτό της, ότι, ουσιαστικά, ρωτούσε Μπορείς να διδάξεις κι εμένα;
«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ. «Αλλά τώρα καλύτερα να κινηθούμε. Αλίρκωπ, συνέχισε να μας οδηγείς.»
Ο μάγος προχώρησε, και οι άλλοι τον ακολούθησαν.
Βγήκαν από τα δωμάτια με τα διαβρωμένα μέταλλα και βρέθηκαν πάλι σε περάσματα σκαμμένα στον βράχο. Στο έδαφος φύτρωνε μια χαμηλή βλάστηση, και στα τοιχώματα, μανιτάρια. Η Ανταρλίδα πρόσεξε ότι κάποια μικροσκοπικά ζώα κυκλοφορούσαν μέσα σε τούτο το λιλιπούτειο δάσος – τρωκτικά, κατά πάσα πιθανότητα, και έντομα.
Ο Αλίρκωπ τούς οδήγησε σ’ένα επικλινές μέρος, ανεβαίνοντας και μετά στρίβοντας αριστερά, όπου βρισκόταν μια μισοκατεστραμμένη, σπειροειδής πέτρινη σκάλα.
«Φτάσαμε,» είπε. «Επάνω είναι ένα ερείπιο της κεντροδυτικής μεριάς της Καρκούμ.»
«Κάτω από το Κάστρο δεν μπορείς να μας βγάλεις, τελικά;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Σας είπα, δεν έχω ξαναπάει εκεί. Δεν ξέρω καν αν όντως φτάνει ώς εκεί η Σήραγγα.»
«Μάλιστα,» είπε η Ανταρλίδα. «Είμαστε, λοιπόν, τώρα μέσα στα τείχη της Καρκούμ. Από δω και πέρα, τι γίνεται;» Ατένισε τον Τάμπριελ υψώνοντας ένα της φρύδι ερωτηματικά.
«Φέρτε κοντά μου τον Χάορτατ,» πρόσταξε εκείνος τους Ταργκάφλι, οι οποίοι κρατούσαν τον πρώην σύντροφο του Νίρναλωμ ανάμεσά τους για να μη φύγει πάλι.
Ο Μεγάλος Προφήτης, αφού μίλησε με τον μισότρελο άνθρωπο που ονομαζόταν Χάορτατ, κατέληξε σ’ένα σχέδιο δράσης το οποίο σ’εμένα φάνηκε εξαιρετικά ριψοκίνδυνο αλλά η Συνοδός του το βρήκε της αρεσκείας της. Πράγμα που δεν είναι να σε εκπλήσσει, γνωρίζοντας ότι είχε εκπαιδευτεί ως Μαύρη Δράκαινα στις υπηρεσίες της Συμπαντικής Παντοκράτειρας.
Τουλάχιστον έχουμε ένα σχέδιο τώρα, είπε. Καλύτερο απ’το να μην έχουμε καθόλου σχέδιο.
*
* * *
*
Τη νύχτα την πέρασαν στην ερειπωμένη πολυκατοικία πάνω από την έξοδο της Σήραγγας. Κανένας δεν έμενε εδώ εκτός από μερικές γάτες που κυνηγούσαν ποντίκια μέσα στα χαλάσματα, και κάμποσα πουλιά που έκαναν τις φωλιές τους στα ψηλότερα σημεία του αρχαίου οικοδομήματος.
Όταν ξημέρωσε, δεν βγήκαν από την κρυψώνα τους αλλά συνέχισαν να τελειοποιούν το σχέδιο που είχαν εκπονήσει το βράδυ. Και το απόγευμα, το έβαλαν σ’εφαρμογή.
Ο Τάμπριελ, ο Καλέφραζ, ο Χάλρεοκ, και δύο ακόμα πολεμιστές από το Τάρσαζ βάδισαν προς το Κάστρο της Καρκούμ, περνώντας από τους γεμάτους σκιές δρόμους της και ανεβαίνοντας το φιδογυριστό μονοπάτι που οδηγούσε στην πύλη του.
«Ποιοι είστε και τι δουλειά έχετε εδώ;» φώναξε ένας άντρας από τις επάλξεις.
Ο Τάμπριελ ύψωσε το ψυχρό, γκρίζο βλέμμα του για να τον κοιτάξει. Φορούσε την κουκούλα του, και το κόκκινο δέρμα του προσώπου του δεν φαινόταν μέσα στις σκιές του απογεύματος – πράγμα εσκεμμένο: δεν ήθελε να αποκαλυφθεί από τώρα.
Ο Χάλρεοκ μίλησε, όπως είχαν συμφωνήσει. «Επιθυμούμε να συναντήσουμε τον Άρχοντα Νίρναλωμ. Ερχόμαστε από το Βασίλειο Τάρσαζ, με διαταγή της Βασίλισσας Παμράνεχ. Ονομάζομαι Χάλρεοκ, και είμαι μέλος της Βασιλικής Φρουράς ως Πρώτος Υπασπιστής του Δεξιού Χεριού του Θρόνου. Οι πολεμιστές που είναι πίσω μου ανήκουν επίσης στη Βασιλική Φρουρά· κι από δω είναι ο Καλέφραζ, Βασιλικός Γραμματικός του Παλατιού της Φέντινκεχ.» Για τον Τάμπριελ δεν είπε τίποτα ακόμα, και οι φρουροί στις επάλξεις δε φάνηκε να πρόσεξαν αυτή την παράληψη. Όπως είχε υποθέσει ο Τάμπριελ όταν κατέστρωνε το σχέδιό του, ήταν πολύ αποπροσανατολισμένοι από όλους τους τίτλους που ανέφερε ο Χάλρεοκ καθώς και από το γεγονός ότι βρίσκονταν εδώ κάποιοι απεσταλμένοι της ίδιας της Βασίλισσας του Τάρσαζ· αναμφίβολα, δεν έρχονταν τέτοιοι κάθε μέρα μπροστά στην πύλη του Κάστρου της Καρκούμ· και οι φρουροί του Νίρναλωμ δεν ήταν παρά πειρατές και συμμορίτες.
«Τι με κοιτάτε έτσι;» απαίτησε ο Χάλρεοκ. «Θα ειδοποιήσετε τον Άρχοντά σας; Επιθυμούμε να του μιλήσουμε!»
«Περιμένετε,» του είπε ο φρουρός· «θα τον ρωτήσω.» Κι έφυγε από τις επάλξεις.
Ο Τάμπριελ σκέφτηκε: Όλα εντάξει μέχρι στιγμής.
Εκτός, ίσως, από την όψη στο πρόσωπο του Καλέφραζ, την οποία ο Τάμπριελ μπορούσε να δει κάτω απ’την κουκούλα του Γραμματικού καθώς εκείνος στεκόταν πλάι του.
Φοβάται, ο ανόητος.
Χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος απολύτως. Ο Νίρναλωμ, αν είχε συνωμοτήσει με τον Ιεράρχη, δεν θα πείραζε ούτε αυτόν, ούτε τον Χάλρεοκ, ούτε τους δύο άλλους πολεμιστές της Βασίλισσας· τον Τάμπριελ θα ήθελε, όχι για να τον σκοτώσει αλλά για να τον αιχμαλωτίσει.
Ο Μέγας Ιεράρχης με θέλει ζωντανό. Πιστεύει ότι μπορώ να του φανώ χρήσιμος. Νεκρός τού είμαι άχρηστος. Και δεν πρέπει ακόμα να με θεωρεί τόσο μεγάλη απειλή ώστε να επιθυμεί την εξόντωσή μου. Ο Τάμπριελ, όμως, φοβόταν ότι αυτό το τελευταίο μπορεί σύντομα, πολύ σύντομα, να άλλαζε…
Όταν ο φρουρός επέστρεψε στις επάλξεις, η πύλη του Κάστρου άνοιξε αρκετά για να τους υποδεχτεί, κι εκείνοι πέρασαν δίχως επιφύλαξη.
«Ηρέμησε, Καλέφραζ,» ψιθύρισε ο Τάμπριελ στον Γραμματικό καθώς έμπαιναν. «Ηρέμησε. Μόνο εμένα θέλουν, αν αυτό που ‘είδα’ αληθεύει.»
Στον περίβολο του Κάστρου, μισή ντουζίνα πολεμιστές τούς περίμεναν, εξοπλισμένοι καλύτερα από τον μέσο συμμορίτη της Καρκούμ αλλά όχι και πολύ καλύτερα. Μπροστά απ’όλους στεκόταν ένας άντρας μετρίου αναστήματος, με λευκό δέρμα και ξανθά, σπαστά μαλλιά που έπεφταν μέχρι τους ώμους του. Φορούσε άσπρη πουκαμίσα, μαύρο παντελόνι, και φαρδιά, καφέ πέτσινη ζώνη απ’την οποία κρεμόταν ένα πλατύ, κυρτό ξίφος. Οι μπότες του ήταν επίσης καφετιές και γυριστές.
Τα μάτια του, όμως, ήταν που έβλεπες αμέσως μόλις τον αντίκριζες. Τα καταγάλανα μάτια του που είχαν κάτι το… στοιχειωμένο εντός τους. Τα μάτια του που έμοιαζαν δαιμονισμένα· που έμοιαζαν να έχουν δει κάτι το οποίο είχε αλλάξει για πάντα την ψυχή από πίσω τους.
Ένας από τους τέσσερις συντρόφους του Νίρναλωμ που τον ακολούθησαν στην άκρη του κόσμου, συμπέρανε ο Τάμπριελ.
«Ποιοι είστε;» ρώτησε ο ξανθός άντρας έχοντας τα χέρια σταυρωμένα εμπρός του.
«Το είπα ήδη αυτό στους φρουρούς,» αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ.
«Σας ζητώ τότε να το επαναλάβετε για χάρη μου.»
Ο Χάλρεοκ, δείχνοντας φανερά (και εσκεμμένα) ενοχλημένος από αυτή τη συμπεριφορά, σύστησε πάλι τον εαυτό του και τους συντρόφους του.
«Και ο κύριος ποιος είναι;» Ο ξανθός άντρας είχε παρατηρήσει ότι ο Χάλρεοκ δεν είχε πει τίποτα για τον Τάμπριελ.
«Εγώ,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, «είμαι που θα μιλήσω με τον Άρχοντά σου.» Και έβγαλε την κουκούλα του.
Τα μάτια του ξανθού άντρα στένεψαν αντικρίζοντας το πορφυρόδερμο πρόσωπο.
«Μ’έχεις ακουστά, να υποθέσω;» είπε ο Τάμπριελ.
«Φήμες μόνο…»
«Και ποιος είσαι εσύ;»
«Ζαλρώατ, με λένε· είμαι Καστελάνος εδώ. Έλατε μαζί μου και θα σας οδηγήσω στο εσωτερικό του Κάστρου της Καρκούμ και στη μεγάλη αίθουσα. Δεν έχουμε συχνά τόσο… βασιλικούς επισκέπτες,» πρόσθεσε· και καθώς τους έστρεφε την πλάτη κι άρχιζε να βαδίζει, ο Τάμπριελ παρατήρησε μια γυαλάδα στα μάτια του που δεν μπορεί να προμήνυε τίποτα το καλό.
Πειρατής τότε, πειρατής και τώρα. Η έξυπνη πολιτική δεν αποκτιέται δια νυκτός.
Ωστόσο ο Τάμπριελ βάδισε πίσω του, κάνοντας νόημα και στους υπόλοιπους να έρθουν.
«Ζαλρώατ;» του ψιθύρισε ο Καλέφραζ καθώς βάδιζε πλάι του. «Δεν είπε ο παλαβός ότι αυτό είναι το όνομα ενός από τους τέσσερις που–;»
«Ναι, αλλά μην το κάνεις θέμα, Καλέφραζ.»
«Δεν ξέρω για σένα, Τάμπριελ φίλε μου, αλλά εμένα, πάντως, αυτός ο τύπος δε μ’αρέσει καθόλου.»
«Δε θα σου ζητηθεί να τον παντρευτείς.»
«Μεγάλε Τίγρη!» μουρμούρισε ο Καλέφραζ κάτω απ’την ανάσα του, «τι θέλω και μιλάω;»
Ο Ζαλρώατ τούς οδήγησε, μέσα από μερικά πέτρινα περάσματα και δωμάτια, στη μεγάλη αίθουσα του Κάστρου, η οποία ήταν στολισμένη ανομοιόμορφα με πράγματα που ήταν, φανερά, λάφυρα. Τριγύρω υπήρχαν φρουροί… αρκετοί φρουροί. Η Ανταρλίδα, σίγουρα, θα το χαρακτήριζε ύποπτο αυτό, σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Η παρουσία τους δεν μπορεί νάναι τυχαία.
«Πού είναι ο Άρχοντας Νίρναλωμ;» ρώτησε τον Ζαλρώατ.
«Θα έρθει σύντομα,» αποκρίθηκε ο Καστελάνος. «Καθίστε. Βολευτείτε.» Και χτύπησε τα χέρια του, για να έρθουν γρήγορα δύο κοπέλες με δίσκους οι οποίες ήταν καταφανώς δούλες. Επάνω στους δίσκους υπήρχαν γλυκίσματα και ποτά.
Ο Ζαλρώατ έφυγε από την αίθουσα περνώντας ανάμεσα από δύο φρουρούς και μπαίνοντας σε μια σκοτεινή πλευρική είσοδο.
Ο Τάμπριελ και οι υπόλοιποι κάθισαν σ’ένα μεγάλο, ξύλινο τραπέζι και πήραν ποτά και γλυκά από τις κοπέλες. Ο Καλέφραζ ήπιε νευρικά μερικές γουλιές από το κρασί στο κύπελλό του.
Ο Τάμπριελ δεν είχε πιει παραπάνω από δυο γουλιές απ’το δικό του κύπελλο όταν βήματα ακούστηκαν να έρχονται από έναν διάδρομο στο βάθος της αίθουσας και, μετά, ένας ψηλός άντρας παρουσιάστηκε από εκεί. Ένας άντρας με λευκό δέρμα, μαύρα, σγουρά μαλλιά και μούσια, και μαύρα, κατάμαυρα μάτια που δεν είχαν ούτε λίγο άσπρο εντός τους. Μια πορφυρή πουκαμίσα τον έντυνε, κι από πάνω της έπεφτε ένας ανοιχτός, αμάνικος, δερμάτινος καφέ χιτώνας, ο οποίος έφτανε ώς τα γόνατά του. Το παντελόνι του ήταν μαύρο και υφασμάτινο, και φούσκωνε εκεί όπου έμπαινε μέσα στις επίσης μαύρες μπότες του. Ένα χρυσό περιδέραιο γυάλιζε επάνω στο στέρνο του Νίρναλωμ του Μαυρομάτη.
Ο οποίος βημάτισε μέσα στην αίθουσα έχοντας το βλέμμα του εστιασμένο στον Τάμπριελ αντίκρυ του.
«Εσύ είσαι, λοιπόν…» είπε. «Ένας άντρας με κόκκινο δέρμα. Ένας άντρας από… άλλους κόσμους. Είναι αληθινές οι φήμες;»
Ο Τάμπριελ και οι υπόλοιποι είχαν σηκωθεί, κι ο πρώτος αποκρίθηκε: «Είναι. Ονομάζομαι Τάμπριελ, και ήρθα από το Ρήγμα, που μπορείτε να το δείτε μέχρι εδώ, στον ουρανό.»
«Εντυπωσιακό,» είπε ο Νίρναλωμ σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος. «Αν λες αλήθεια.»
«Τι λόγο έχω να πω ψέματα; Εξάλλου, πιστεύω πως είναι φανερό ότι δεν είμαι από αυτόν τον κόσμο…»
«Το δέρμα σου μπορεί να τόχεις βάψει.»
«Προσπάθησε να με ξεβάψεις, τότε, αν θέλεις, Άρχοντά μου.»
Ο Νίρναλωμ μειδίασε μέσα από τα μούσια του, αλλά το χαμόγελό του δεν φάνηκε ν’αγγίζει καθόλου τα κατάμαυρα μάτια του. Το θέαμα ήταν, αν μη τι άλλο, τρομακτικό. «Ίσως και να το κάνω.» Αλλά σχεδόν αμέσως συνέχισε, ρωτώντας: «Γιατί, όμως, βρίσκεσαι εδώ; Οι πολεμιστές μου μου ανέφεραν ότι σ’έστειλε η Βασίλισσα Παμράνεχ, από το Τάρσαζ…»
«Θέλω να συζητήσουμε,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Έχω ακούσει ότι έφτασες στην άκρη του κόσμου και κοίταξες έξω απ’αυτόν. Αληθεύει;»
«Γιατί ν’ανοίξω κουβέντα μαζί σου, Τάμπριελ;» ρώτησε ο Νίρναλωμ καθίζοντας σε μια ψηλή, ξύλινη πολυθρόνα στην κορυφή του τραπεζιού, και κάνοντας νόημα και στους επισκέπτες του να καθίσουν.
Ο Τάμπριελ κάθισε εκεί όπου καθόταν και πριν, όπως επίσης κι οι άλλοι. «Επειδή αναζητώ τρόπους να φέρω ετούτο τον κόσμο σε επαφή με το ευρύτερο σύμπαν που τον περιβάλλει. Το σύμπαν απ’το οποίο έχω έρθει.»
«Σοβαρά; Και τι μπορείς να μου πεις γι’αυτό το… σύμπαν;» Ακόμα φαινόταν να τον υποπτεύεται για τσαρλατάνο.
Ο Τάμπριελ τού είπε μερικά βασικά πράγματα για το Γνωστό Σύμπαν, για τις διαστάσεις του, και για την Παντοκράτειρα. Επίσης, του εξήγησε ότι το Ρήγμα ανοίχτηκε σε μια διάσταση – έναν κόσμο – που ονομαζόταν Απολλώνια, επειδή εκεί γινόταν πόλεμος ανάμεσα στις δυνάμεις της Επανάστασης και της Παντοκρατορίας.
Ο Νίρναλωμ τον άκουγε πίνοντας κρασί. Τα κατάμαυρα μάτια του δεν βλεφάριζαν – καθόλου. Τον ατένιζαν μ’έναν τελείως αφύσικο τρόπο.
Δεν μπορεί να το έπαθε αυτό επειδή κοίταξε από την άκρη του κόσμου, συλλογίστηκε ο Τάμπριελ. Δεν είναι δυνατόν… είναι;
«Και θέλω τώρα εσύ να μου πεις τι είδες όταν έφτασες στην άκρη του κόσμου,» ζήτησε. «Και πού είναι η άκρη του κόσμου.»
Ο Νίρναλωμ γέλασε· το γέλιο του ήταν τόσο αφύσικο όσο και το χαμόγελό του μ’αυτά τα κατάμαυρα μάτια. «Μου λες μερικά παραμύθια και τώρα θες να σου πω κάτι αληθινό;»
«Δεν είναι παραμύθια αυτά που σου είπα.»
«Μπορείς να το αποδείξεις;» Ο Νίρναλωμ γέμισε την πίπα του με καπνό και την άναψε.
«Όσο μπορείς κι εσύ ν’αποδείξεις ότι έφτασες στην άκρη του κόσμου.»
Ο Χάλρεοκ παρενέβη: «Ο Τάμπριελ είναι φανερό πως δεν είναι από εδώ. Όταν τον βρήκαμε, δε μιλούσε ούτε τη γλώσσα μας. Ούτε την Οικουμενική. Επιπλέον,» πρόσθεσε, «έχουμε έρθει στην Καρκούμ με τη συγκατάθεση της Βασίλισσας. Θες να υποστηρίξεις ότι η Βασίλισσα του Τάρσαζ προσπαθεί να σε κοροϊδέψει;»
«Νομίζεις ότι φοβάμαι τη Βασίλισσά σου, πολεμιστή;» τον ρώτησε ο Νίρναλωμ, με το πρόσωπό του μισοκρυμμένο πίσω απ’τον καπνό της πίπας του.
Η μαυρόδερμη όψη του Χάλρεοκ αγρίεψε.
Αλλά προτού ανταλλάξουν άλλη κουβέντα μεταξύ τους, ο Τάμπριελ είπε: «Τι είδες στην άκρη του κόσμου, Άρχοντά μου; Λένε ότι τα μάτια σου μαύρισαν εξαιτίας των όσων είδες εκεί. Είναι όντως έτσι;»
Ο Νίρναλωμ σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα του βηματίζοντας μέσα στην αίθουσα. «Δε νομίζω ότι είμαι υποχρεωμένος να απαντήσω σ’αυτό–»
«Δεν υπονόησα ότι είσαι υποχρεωμένος. Μπορώ, όμως, να σου προσφέρω διάφορα πράγματα αν δεχτείς να συνεργαστείς μαζί μου.»
Ο Νίρναλωμ έκανε νόημα στους φρουρούς του, κι εκείνοι αμέσως τράβηξαν τα όπλα τους και περικύκλωσαν τον Τάμπριελ και τους συντρόφους του. Ορισμένοι κρατούσαν δόρατα ή ξίφη, άλλοι κρατούσαν οπλισμένες βαλλίστρες.
Ο Χάλρεοκ και οι δύο πολεμιστές του είχαν ήδη τραβήξει τα δικά τους ξίφη.
«Εσένα θέλω μόνο, Τάμπριελ,» δήλωσε ο Νίρναλωμ. «Οι άλλοι μπορείτε να φύγετε· δε με απασχολείτε.»
Ακριβώς όπως το φανταζόμουν, σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Τα πάντα συνεχίζουν να πηγαίνουν καλά…
Ο Χάλρεοκ φώναξε (όπως είχαν συμφωνήσει από πριν): «Είμαστε εδώ εν ονόματι της Βασίλισσας του Τάρ–!»
«Εδώ δεν είναι το Τάρσαζ!» βρυχήθηκε ο Νίρναλωμ. «Εδώ μόνο ΕΓΩ διατάζω, και μόνο ο δικός μου νόμος υπάρχει! –Βγάλτε τους έξω!» πρόσταξε τους φρουρούς του.
«Πηγαίνετε,» είπε ο Τάμπριελ. «Θηκαρώστε τα όπλα σας και πηγαίνετε!»
«Ναι,» ένευσε ο Καλέφραζ, χλομός, «αυτό είναι το συνετότερο.»
Ο Χάλρεοκ έκανε ότι δίσταζε για λίγο, αλλά μετά πέρασε το σπαθί του στο θηκάρι, και οι πολεμιστές του τον μιμήθηκαν.
Οι φρουροί του Νίρναλωμ τούς συνόδεψαν όλους έξω από την αίθουσα, εκτός από τον Τάμπριελ.
«Ο Ιεράρχης σού είπε ότι μπορεί να ερχόμουν να σε βρω, έτσι δεν είναι;» Η φωνή του Τάμπριελ ακούστηκε ήρεμη, ψυχρή, μέσα στην αίθουσα.
Τα κατάμαυρα μάτια του Νίρναλωμ διαστάλθηκαν προς στιγμή, και μετά στένεψαν. «Πώς ξέρεις…;»
«Βλέπω πράγματα που εσύ δεν βλέπεις. Έρχονται στο μυαλό μου. Εικόνες. Από το μέλλον, από το παρελθόν, από το παρόν…»
«Γι’αυτό σε θέλει, λοιπόν…» είπε ο Νίρναλωμ. «Είσαι μάντης.»
«Δεν είμαι μάντης· δεν πραγματοποιούνται όλα όσα βλέπω.»
Ο Νίρναλωμ γέλασε κοφτά. «Ξέρεις κανέναν μάντη που να πραγματοποιούνται όλα όσα βλέπει;»
«Γιατί υπηρετείς τον Ιεράρχη, Νίρναλωμ;»
«Δεν υπηρετώ κανέναν, ανόητε! Μου πρόσφερε αμοιβή για σένα. Σύντομα θα έρθει να σε πάρει.» Υψώνοντας το χέρι του, έκανε νόημα στους φρουρούς του, οι οποίοι ζύγωσαν τον Τάμπριελ κι ένας τον άρπαξε απ’το δεξί μπράτσο.
«Και πού θα με πας μέχρι τότε;»
«Σ’ένα κελί. Μην ανησυχείς· πες ότι είναι δωμάτιο πανδοχείου!» γέλασε ο Νίρναλωμ.
Ο φρουρός τράβηξε τον Τάμπριελ· εκείνος αντιστάθηκε. «Θα προτιμούσα να μιλήσουμε για λίγο. Πες μου για την άκρη του κόσμου! Εγώ σου είπα για το σύμπαν απ’το οποίο έρχομαι.»
«Γιατί νομίζεις ότι είμαι πρόθυμος να κάνω ανταλλαγή πληροφοριών μαζί σου;»
«Στο Γνωστό Σύμπαν υπάρχουν όπλα που μπορείς να αποκτήσεις, Νίρναλωμ. Πιστεύεις ότι ο Μέγας Ιεράρχης με θέλει μόνο επειδή βλέπω κάτι εικόνες στο μυαλό μου;»
«Τι είδους όπλα;»
«Που εκτοξεύουν φωτιά. Που ισοπεδώνουν πόλεις ολόκληρες–»
«Παραμύθια! Δεν ξέρω τι δουλειές έχει ο Ιεράρχης μαζί σου, αλλά σ’αυτόν θα πας–»
«Δεν είναι παραμύθια, Νίρναλωμ! Πώς νομίζεις ότι δημιουργήθηκε το Ρήγμα, ε; Καταλαβαίνεις τι δυνάμεις υπάρχουν στο Γνωστό Σύμπαν;» Τώρα, του έλεγε παραμύθια· δεν ήταν καθόλου εύκολο να δημιουργήσει κανείς έναν υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Αλλά ήθελε να κερδίσει την προσοχή του. Ήθελε να τον κάνει να του πει για την άκρη του κόσμου.
«Προσπαθείς να υπονοήσεις ότι θα μου δώσεις αυτές τις δυνάμεις αν σ’αφήσω να φύγεις;»
«Το μόνο που θέλω να μάθω είναι τι είδες στην άκρη του κόσμου. Οδηγεί στο Γνωστό Σύμπαν;»
«Στην… άκρη του κόσμου μονάχα μαυρίλα και καπνό θα βρεις,» του είπε ο Νίρναλωμ. «Δεν υπάρχει άκρη σε τούτο τον κόσμο, Τάμπριελ! Ή, αν υπάρχει, δεν ξέρω πού είναι.»
«Και πού πήγες; Γιατί τα μάτια σου έγιναν μαύρα; Λένε ότι είσαι δαίμονας!»
«Δαίμονας; Πού το άκουσες αυτό;»
«Στους δρόμους της Καρκούμ· δε θυμάμαι ποιος το ανέφερε. Λένε ότι κάποιος σε είδε να βγάζεις το δέρμα σου με τα ίδια σου τα χέρια κι από μέσα να μένει κάτι… μαύρο, σαν καμένο ξύλο–»
«Παραληρήματα παλαβών ανθρώπων!» φώναξε ο Νίρναλωμ. «Αν είχα βγάλει το πετσί μου, τότε πώς το έχω ακόμα επάνω μου;»
Ο Τάμπριελ άκουσε μερικούς από τους φρουρούς να γελάνε νευρικά και να ψιθυρίζουν αναμεταξύ τους.
Ο Νίρναλωμ κούνησε το κεφάλι του. «Ό,τι του κατέβει του καθενός το ξεφουρνίζει!» Και προς τους πολεμιστές του: «Πηγαίντε τον τώρα στο κελί του, μην κάθεστε!»
Εκείνοι έκαναν να τραβήξουν τον Τάμπριελ έξω απ’τη μεγάλη αίθουσα.
Και ο Τάμπριελ πρόσταξε, νοητικά, τη Βιβεϊρλώταθ να βγει από το περιδέραιό του.
Οι φρουροί έπεσαν ολόγυρά του, χάνοντάς την ισορροπία τους και καταλήγοντας στο πάτωμα, καθώς μια αόρατη δύναμη τούς έσπρωξε, βίαια και απότομα. Δύο μεγάλες φτερούγες φάνηκαν να ξεδιπλώνονται δεξιά κι αριστερά της μορφής του Τάμπριελ, σαν μανδύας που είχε ξαφνικά φουσκώσει απ’τον άνεμο.
Ο Νίρναλωμ οπισθοχώρησε κραυγάζοντας και τράβηξε ένα σπαθί από το πλάι του καθίσματός του. «Δε θα βγεις ζωντανός από το Κάστρο μου, παλιόσκυλο! Παραδώσου!» Η φωνή του, όμως, φανέρωνε ότι ήταν τρομοκρατημένος.
«Άκουσέ με, Νίρναλωμ!» φώναξε ο Τάμπριελ καθώς οι φρουροί σπαρταρούσαν γύρω του, μοιάζοντας να παλεύουν με πολλούς αόρατους εχθρούς που τους τύλιγαν κλείνοντας το στόμα τους και μην αφήνοντάς τους να βγάλουν άχνα. «Θα έρθω ήρεμα και θα μπω στο κελί που μου έχεις ετοιμάσει – φτάνει να μου απαντήσεις σ’αυτά που θέλω. Αν δεν το κάνεις, να ξέρεις ότι προτού με σκοτώσουν ετούτο το μέρος θα γκρεμιστεί ολόκληρο!»
Ο Νίρναλωμ έτριξε τα δόντια εξαγριωμένος, σφίγγοντας το γυμνό σπαθί του μέσα στις γροθιές του· και τώρα έμοιαζε πραγματικά με πειρατή, από τη στάση του και από την έκφρασή του, έχοντας εγκαταλείψει τελείως το προσωπείο του Άρχοντα της Καρκούμ. Τα μάτια του, ωστόσο, εξακολουθούσαν να είναι κάτι το αφύσικο επάνω στο πρόσωπό του παρά την αγριάδα της όψης του.
Έδειχνε έτοιμος να χιμήσει στον Τάμπριελ, αλλά δεν το έκανε, καταλαβαίνοντας προφανώς ότι δε θα κατόρθωνε τίποτα έτσι. Κατέβασε το σπαθί του λέγοντας: «Σύμφωνοι. Τώρα ελευθέρωσέ τους.»
Ο Τάμπριελ πρόσταξε, με τη θέλησή του, τη Βιβεϊρλώταθ να αφήσει τους φρουρούς, κι εκείνοι σηκώθηκαν από το πάτωμα περίτρομοι.
«Φύγετε!» τους διέταξε ο Νίρναλωμ. «Έξω! Έξω!»
Κανένας τους δε δίστασε ούτε για μια στιγμή· έφυγαν απ’την αίθουσα τρέχοντας.
«Και κλείστε την πόρτα!»
Η πόρτα έκλεισε.
Η δυσδιάκριτη μορφή της Βιβεϊρλώταθ βυθίστηκε μέσα στον λίθο του περιδέραιου του Τάμπριελ.
«Τι είσαι;» τον ρώτησε ο Νίρναλωμ. «Τι σκατά είσαι;»
«Μου υποσχέθηκες να απαντήσεις στις ερωτήσεις μου,» είπε σταθερά ο Τάμπριελ.
«Τι να σου πω; Σου είπα: δεν υπάρχει άκρη του κόσμου! Στο μέρος όπου πήγα μπορείς να πας κι εσύ άμα ταξιδέψεις κάνα μήνα προς τα νοτιοδυτικά, αποπλέοντας από την Καρκούμ. Είναι μια γη κατεστραμμένη, όλο στάχτη και μαύρα σύννεφα. Δηλητηριώδης. Δε θα βρεις τίποτα εκεί.»
«Και τα μάτια σου; Γιατί είναι μαύρα;»
«Επειδή δεν είμαι πια ο ίδιος που ήμουν…» είπε, κάπως διστακτικά, ο Νίρναλωμ. «Όταν φτάσαμε εκεί, εγώ και τέσσερα κοπέλια μου που θέλησαν ναρθούνε μαζί μου, ρίξαμε άγκυρα και βγήκαμε για να εξερευνήσουμε. Τίποτα της προκοπής δε βρήκαμε: ούτε το παραμικρό λάφυρο. Ένα ταξίδι χαμένο. Μόνο μαύρες πέτρες είδαμε, και κούφιους σκελετούς δέντρων, και στάχτη στο έδαφος. Και παντού, μαύρες ομίχλες.
»Αλλά δεν ήμασταν μόνοι παρότι το μέρος είναι μια φαρμακερή ερημιά. Οι ομίχλες είναι ζωντανές εκεί, Τάμπριελ. Είναι δαίμονες, σαν… σαν αυτόν που έχεις μαζί σου. Ή όχι ακριβώς. Προσπαθούν να σε καταπιούν, να μπουν μέσα στα μάτια σου, στη μύτη σου, στο στόμα σου. Στο κεφάλι σου. Μια τέτοια ομίχλη με κάλυψε, και οι σύντροφοί μου με το ζόρι κατόρθωσαν να με φέρουν στο πλοίο. Και ήμουν ετοιμοθάνατος. Δεν ήξερα τι μου γινόταν. Θυμάμαι μονάχα τα όνειρα… Τόσο περίεργα όνειρα δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου… Όταν συνήλθα, μέσα στο σκάφος μου, κάμποσα μίλια από κείνες τις φαρμακερές ακτές, τα μάτια μου ήταν έτσι όπως τώρα τα βλέπεις. Αλλά είχα ζήσει.»
«Και είναι αλήθεια ότι έβγαλες το δέρμα σου;»
Τα κατάμαυρα μάτια του Νίρναλωμ τον διαπέρασαν σαν μαχαίρια. «Του έχεις μιλήσει, ε; Του έχεις μιλήσει, του τρισκατάρατου μπάσταρδου!»
«Δεν ξέρω σε ποιον αναφέρεσαι.»
«Μου λες ψέματα! Έχεις μιλήσει με τον Χάορτατ!»
«Πρώτη φορά τον ακούω. Ποιος είναι;»
«Πες του, αν ποτέ τον ξαναδείς, ότι θα τον βρω! Δε μπορεί να μου κρύβεται για πάντα. Θα τον βρω!»
«Είναι, λοιπόν, αλήθεια ότι έβγαλες το δέρμα σου;»
«Όχι,» είπε ο Νίρναλωμ. «Διαδίδουν λάσπες για μένα.»
Ο Τάμπριελ δεν τον πίστευε. Ο Χάορτατ, όταν τον είχε ρωτήσει μέσα στην ερειπωμένη πολυκατοικία, του είχε πει ότι είδε τον Νίρναλωμ να σκίζει το δέρμα του μ’ένα ξυράφι και να το βγάζει σα να ήταν ρούχο. Να το βγάζει από πάνω ώς κάτω, απ’το κεφάλι ώς τα πόδια. Κι από μέσα ήταν ένας δαίμονας κατάμαυρος σαν καμένο ξύλο… και ο δαίμονας, τότε, στράφηκε και κοίταξε τον Χάορτατ, ο οποίος έφυγε πανικόβλητος και, στην κυριολεξία, ακόμα τρέχει.
«Απάντησα στις ερωτήσεις σου, ή υπάρχει και τίποτ’άλλο που θες να μάθεις;» είπε ο Νίρναλωμ.
«Οι άλλοι τέσσερις που ήρθαν μαζί σου· δεν επιτέθηκαν σ’αυτούς οι δαίμονες της ομίχλης;»
«Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι τα πάντα γύρω μου τυλίχτηκαν από μαύρο καπνό, Τάμπριελ. Και θυμάμαι και τα χέρια των συντρόφων μου να με τραβάνε. Προφανώς, σ’αυτούς δε συνέβη ό,τι συνέβη σ’εμένα, γιατί τα μάτια τους δεν είναι μαύρα.»
Είσαι σίγουρος, Νίρναλωμ, ότι το μοναδικό σημάδι μόλυνσης είναι τα μαύρα μάτια; συλλογίστηκε ο Τάμπριελ. «Γιατί αυτή η γη που συνάντησες είναι έτσι μολυσμένη, ξέρεις;»
«Δεν έχω ιδέα. Πού θες να ξέρω, δηλαδή;»
«Θα μπορούσε να έγινε έτσι με τον Κατακλυσμό…» είπε ο Τάμπριελ, συλλογισμένα, σχεδόν σαν να μιλούσε στον εαυτό του.
«Θα μπορούσε. Αλλά τι με νοιάζει εμένα;»
Αν έγινε έτσι εξαιτίας του Κατακλυσμού, τότε αυτό σημαίνει πως οι Αρχαίοι δεν προστάτεψαν ετούτη τη διάσταση τόσο καλά όσο επιθυμούσαν…
Ο Νίρναλωμ είπε: «Θα κρατήσεις τώρα την υπόσχεσή σου;» Κι από τον τόνο της φωνής του, μάλλον δεν το περίμενε· μάλλον περίμενε ότι ο Τάμπριελ θα προσπαθούσε να δραπετεύσει από το Κάστρο.
«Φυσικά. Πες τους να με οδηγήσουν στο κελί μου, ώστε να περιμένω τον Ιεράρχη.»
Δεν μπορώ να πω ότι δεν ανησύχησα για τον Τάμπριελ όταν μας συνόδεψαν έξω από το Κάστρο της Καρκούμ· γιατί μπορεί ο Τάμπριελ να ήταν από άλλο κόσμο, και μπορεί να ήταν – ή, τουλάχιστον, να γινόταν – ο Μεγάλος Προφήτης, αλλά δεν ήμουν ηλίθιος ώστε να πιστεύω ότι μια λεπίδα ή ένα βέλος στο στήθος δεν μπορούσε να τον σκοτώσει όπως κάθε άνθρωπο με σάρκα και αίμα. Και ούτε αυτή η μυστηριώδης, πανίσχυρη θεά, η Βιβεϊρλώταθ, με καθησύχαζε, διότι, καθώς ταξιδεύαμε προς την Καρκούμ μέσα από την αφιλόξενη και βαρβαρική Γη των Ταργκάφλι, είχα ο ίδιος ακούσει τον Τάμπριελ με τ’αφτιά μου να λέει στον Αλίρκωπ πως η Βιβεϊρλώταθ δεν ήταν πλέον τόσο δυνατή όσο όταν βρισκόταν μέσα στο Άγκιστρο του Κόσμου. Το γεγονός ότι ο Τάμπριελ την είχε πάρει από την «αρχική πηγή εστίασής της» (όπως ο ίδιος ανέφερε) την είχε αποδυναμώσει αισθητά.
Φοβόμουν, λοιπόν, ότι μπορεί να μην ξαναβλέπαμε τον Τάμπριελ, καθώς ο Νίρναλωμ μού φαινόταν το ίδιο τρελός με τον Χάορτατ – αν όχι περισσότερο – και ο Ιεράρχης, ασφαλώς, δεν θα βρισκόταν μακριά…
Κι αν τον έχανα τον Μεγάλο Προφήτη, τι θα έλεγα μετά στο Δεξί Χέρι; Τι θα έλεγα στη Βασίλισσα;
Τα πράγματα ήταν άσχημα!
*
* * *
*
Η Ανταρλίδα είδε, μέσα στο σούρουπο, τον Καλέφραζ, τον Χάλρεοκ, και τους άλλους δύο πολεμιστές από το Τάρσαζ να κατηφορίζουν το μονοπάτι που οδηγούσε στην πύλη του Κάστρου της Καρκούμ.
Ο Τάμπριελ δεν ήταν μαζί τους. Επομένως, όλα είχαν πάει όπως εκείνος τα είχε σχεδιάσει. Ο Νίρναλωμ τον είχε αιχμαλωτίσει.
Η Ανταρλίδα κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της, αυτούς που στέκονταν πίσω της: τον Αλίρκωπ και τον Θυμό, τον Χάορτατ, και τη Χιρκόμο. Τους έκανε νόημα να την ακολουθήσουν, και βάδισαν μέσα στους σκοτεινιασμένους δρόμους της Καρκούμ.
Το Κάστρο ήταν χτισμένο επάνω σ’ένα ύψωμα πλάι στην ακτή· είχε και δικό του λιμάνι όπου επιτρεπόταν πρόσβαση μόνο σε όσα σκάφη είχαν ειδική άδεια από τον Άρχοντα. Η κεντρική του πύλη ήταν στη βόρεια μεριά του, το λιμάνι στη νότια. Η Ανταρλίδα, όμως, δεν κατευθυνόταν σε κανένα απ’αυτά τα δύο σημεία· πήγαινε στα δυτικά, κάτω από το ύψωμα, όπου άγρια χόρτα και μερικά χαμηλά δέντρα φύτρωναν.
«Να περιμένουμε!» της είπε ο Χάορτατ όταν έφτασαν εκεί. «Πρέπει να περιμένουμε τη νύχτα, αλλιώς θα μας δουν να πλησιάζουμε.»
Η Ανταρλίδα ένευσε, σταματώντας κάτω απ’τις πυκνές σκιές της βλάστησης, γονατισμένη στο ένα γόνατο. Οι υπόλοιποι τη μιμήθηκαν, ο Αλίρκωπ χαϊδεύοντας το τρίχωμα του Θυμού, ο οποίος έμοιαζε ήρεμος.
Η Ανταρλίδα ύψωσε το βλέμμα της κοιτάζοντας μέσα από τη βλάστηση και τις σκιές, προσπαθώντας να διακρίνει τη μικρή είσοδο στο πλάι του Κάστρου… και αποτυχαίνοντας. Όπως είχε πει ο Χάορτατ, δεν ήταν εύκολο να παρατηρηθεί από απόσταση εκεί όπου βρισκόταν. «Ο Νίρναλωμ τη χρησιμοποιεί για να βάζει ή να βγάζει πράματα που δε θέλει άλλοι να τα δούνε,» τους είχε εξηγήσει όσο βρίσκονταν μέσα στην ερειπωμένη πολυκατοικία. «Πράματα ή ανθρώπους – νεκρούς ή ζωντανούς· καταλαβαίνετε… Τέλος πάντων, την ξέρω κι εγώ αυτή την πόρτα επειδή, έναν καιρό, όταν ήμουνα ακόμα στο Κάστρο, έμπαζα μια τύπισσα από κει. Τη γούσταρα και δεν ήθελα κάτι άλλοι να τη λιμπιστούνε, γιατί δούλευε η κοπελιά στον Χρυσοστόλιστο Ελέφαντα και δεν ήταν και τόσο δύσκολο να τη βρούνε. Της είχα πει, λοιπόν, νάρχεται από τα δυτικά, μες στο σκοτάδι της νύχτας, και την έμπαζα από την πλαϊνή πόρτα… και κανέεενας δεν έπαιρνε χαμπάρι, χε-χε-χε.»
Ο Χάορτατ, βέβαια, επέμενε επίσης ότι είχε δει τον Νίρναλωμ να σκίζει το πετσί του με ξυράφι και να το βγάζει σαν ένδυμα, αποκαλύπτοντας από κάτω ένα σώμα μαύρο σαν καμένο ξύλο· επομένως, η Ανταρλίδα δεν ήξερε κατά πόσο έπρεπε να παίρνει κανείς τα λόγια του σοβαρά. Ο άνθρωπος ίσως να ήταν τρελός, όπως φαινόταν να πιστεύει ο Καλέφραζ. Ο Τάμπριελ, όμως, της είχε πει ότι μάλλον μπορούσαν να τον εμπιστευτούν – τουλάχιστον, σε ό,τι αφορούσε την ύπαρξη της πλευρικής εισόδου. «Τα υπόλοιπα,» είχε προσθέσει, «θα τα μάθω όταν μπω στο Κάστρο.»
«Είσαι σίγουρος ότι ο Νίρναλωμ θα σου μιλήσει προτού σε αιχμαλωτίσει και σε δώσει στον Ιεράρχη;»
«Θα τον κάνω να μου μιλήσει,» είχε αποκριθεί ο Τάμπριελ, αγγίζοντας το περιδέραιο που κρεμόταν από το λαιμό του.
Η Ανταρλίδα ήλπιζε να ήξερε τι έλεγε.
Και τώρα, περίμενε τις σκιές να πυκνώσουν κι άλλο. Το σκοτάδι να τυλίξει για τα καλά την Καρκούμ…
Αναπάντεχα, μετά από λίγη ώρα, αισθάνθηκε κάτι γύρω της. Μια παρουσία που τα μάτια της δεν μπορούσαν να διακρίνουν.
Στράφηκε να κοιτάξει τον Αλίρκωπ και τη Χιρκόμο, και κρίνοντας από την έκφραση στα πρόσωπά τους συμπέρανε ότι κι εκείνοι είχαν επίσης αντιληφτεί την παρουσία, και είχαν καταλάβει πολλά περισσότερα γι’αυτήν απ’ό,τι η Ανταρλίδα.
Μετά, η παρουσία έφυγε: ένα φτερούγισμα ήρθε στ’αφτιά της Μαύρης Δράκαινας, και το θρόισμα των φύλλων· κι αισθάνθηκε σαν βαρύς αέρας να διαλύθηκε ξαφνικά από γύρω της.
«Η Βιβεϊρλώταθ,» ψιθύρισε η Χιρκόμο.
«Ο Τάμπριελ είναι στα κελιά του Κάστρου,» είπε ο Αλίρκωπ.
Η Χιρκόμο ένευσε.
«Μπορούμε να ξεκινήσουμε;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Χάορτατ.
«Λίγο ακόμα,» αποκρίθηκε εκείνος. «Λίγο ακόμα, να σκοτεινιάσει.»
Περίμεναν· και όταν κάθε ίχνος από το φως του ήλιου είχε χαθεί, κινήθηκαν. Ανέβηκαν την πλαγιά περνώντας ανάμεσα από τη βλάστηση και παραμερίζοντάς την ελαφρά με τα χέρια τους. Δεν υπήρχε κανένα μονοπάτι εδώ για ν’ακολουθήσουν, κι ακόμα κι αν υπήρχε, η Ανταρλίδα θα επέμενε να το αποφύγουν.
«Ο σκύλος σου θα είναι ήσυχος;» είχε ρωτήσει η Μαύρη Δράκαινα τον Αλίρκωπ όταν εκείνος είχε δηλώσει ότι κι ο Θυμός θα ερχόταν μαζί τους.
«Ο Θυμός δεν θα μας προκαλέσει κανένα πρόβλημα. Είναι εξυπνότερος απ’ό,τι νομίζεις.»
«Δε θέλω ν’αρχίσει να γαβγίζει και να προδώσει τη θέση μας.»
«Δεν γαβγίζει όταν δεν θέλω να γαβγίσει.»
Και πράγματι, τώρα ο Θυμός ήταν σιωπηλός σαν σκιά καθώς ανέβαιναν το ύψωμα και έφταναν μπροστά στο δυτικό τείχος του Κάστρου της Καρκούμ.
Η Ανταρλίδα διέκρινε, μέσα από τα σκοτάδια, την πόρτα για την οποία τους είχε μιλήσει ο Χάορτατ. Και ήταν η μόνη που τη διέκρινε: ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο ήταν φανερό πως δεν την είχαν δει· και ο Χάορτατ απλά ήξερε πού βρισκόταν, γι’αυτό και κινήθηκε προς τα εκεί συγχρόνως με την Ανταρλίδα.
Η πόρτα ήταν χαμηλή, ξύλινη, και, φυσικά, κλειστή.
«Είσαι σίγουρος ότι κανένας δεν τη φρουρεί από μέσα;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Χάορτατ.
Εκείνος κατένευσε. «Κανείς δεν τη φρουρεί ποτέ. Οι περισσότεροι δεν την ξέρουνε. Και ο Νίρναλωμ τη χρησιμοποιεί μόνο για ειδικές δουλειές.»
«Εντάξει.» Η Ανταρλίδα έβγαλε το τουφέκι από την πλάτη της και το ξετύλιξε από το δέρμα με το οποίο ήταν τυλιγμένο. Το απασφάλισε και το όπλισε. Οι σφαίρες στο εσωτερικό του ήταν καινούργιες: από αυτές που είχε φτιάξει ο Βασιλικός Αλχημιστής Βόρχαμ υπό την καθοδήγηση της Ανταρλίδας. Η Μαύρη Δράκαινα τις είχε δοκιμάσει και ήξερε ότι λειτουργούσαν κανονικά, αν και επιδέχονταν κάποιες βελτιώσεις. Τώρα, όμως, θα τη βόλευαν χωρίς κανένα πρόβλημα.
Στρέφοντας την κάννη στην αριστερή μεριά της πόρτας, ρώτησε τον Χάορτατ: «Από δω είναι η αμπάρα;»
«Ναι.»
Εντάξει. Το ξύλο της πόρτας δεν φαίνεται και τόσο παχύ· λογικά θα γίνει κομμάτια. «Απομακρυνθείτε μερικά βήματα,» είπε η Ανταρλίδα στους συντρόφους της· κι όταν απομακρύνθηκαν, πάτησε τη σκανδάλη του τουφεκιού, πυροβολώντας επανειλημμένα την αριστερή μεριά της χαμηλής εισόδου.
Κομμάτια ξύλου εκτοξεύτηκαν καθώς ολόκληρη η πόρτα τραντάχτηκε.
Λάμψεις φώτισαν τη νύχτα.
Η Ανταρλίδα έπαψε να πυροβολεί, και κλότσησε δυνατά την πόρτα, κάνοντας την ν’ανοίξει και ό,τι είχε απομείνει απ’την ξύλινη αμπάρα της να τιναχτεί προς τα μέσα.
Φωνές είχαν ήδη αρχίσει ν’αντηχούν από τις επάλξεις του Κάστρου. Αναμφίβολα, όμως, οι φρουροί δεν ήξεραν τι ήταν αυτό που είχε ακουστεί μες στη νύχτα – δεν είχαν ξανακούσει ποτέ τους το κροτάλισμα πυροβόλου όπλου.
Η Ανταρλίδα μπήκε σ’έναν πέτρινο διάδρομο ακολουθούμενη από τους συντρόφους της. Ο Χάορτατ τής είχε φτιάξει έναν χάρτη του Κάστρου, τον οποίο εκείνη είχε απομνημονεύσει, έτσι τώρα γνώριζε ακριβώς πού βρισκόταν και πού έπρεπε να πάει.
Το τουφέκι της το πέρασε στην πλάτη και τράβηξε δύο ξιφίδια από τη ζώνη της. Οι σύντροφοί της είχαν επίσης βγάλει τα όπλα τους, αλλά η Ανταρλίδα δεν βασιζόταν σ’αυτούς για να φτάσει στον Τάμπριελ.
Ένας φρουρός σε μια γωνία των διαδρόμων στράφηκε να την αντικρίσει. «Ε! Ποια είσαι συ;» Και μετά πέθανε, καθώς ένα της ξιφίδιο εκτοξεύτηκε και καρφώθηκε στον λαιμό του.
Η Ανταρλίδα στάθηκε από πάνω του και τράβηξε το όπλο της από το νεκρό σώμα.
Μπορούσε ν’ακούσει φωνές ν’αντηχούν μέσα στο Κάστρο. Σύντομα, σκέφτηκε, οι πάντες θάναι στο πόδι εδώ πέρα. Καλύτερα να βιαστούμε. Γιατί δεν ήθελαν μόνο να μπουν αλλά και να βγουν από τούτο το μέρος.
Οι δαυλοί και οι λάμπες πίσω τους έσβηναν καθώς προχωρούσαν. Ο Αλίρκωπ είχε ξαμολήσει τον Φλογοφάγο από το δαχτυλίδι του.
*
Ο Τάμπριελ είχε πάει ήσυχα στο κελί του, χωρίς να φέρει καμία αντίσταση στους φρουρούς του Νίρναλωμ – πράγμα που φαινόταν ότι είχε παραξενέψει τον πρώην πειρατή και νυν Άρχοντα της Καρκούμ, αλλά δεν είχε πει τίποτα γιατί, προφανώς, φοβόταν τις δυνάμεις του Τάμπριελ και προτιμούσε να μη μπλέξει με τις δουλειές του.
Το κελί ήταν στενό, όπως τα περισσότερα κελιά, και πέτρινο. Στο έδαφος ήταν ένα αχυρόστρωμα, και στη γωνία ένας απόπατος. Κανένα παράθυρο δεν υπήρχε καθώς το κελί βρισκόταν στα υπόγεια του Κάστρου.
Ο Τάμπριελ έστειλε τη Βιβεϊρλώταθ να ψάξει για την Ανταρλίδα και, γρήγορα, τη βρήκε. Η θεά επικοινώνησε με τον Αλίρκωπ και τη Χιρκόμο, κι αυτοί ανέφεραν ότι όλα ήταν εντάξει· σύντομα η επιχείρηση θα ξεκινούσε.
Η Βιβεϊρλώταθ επέστρεψε πάλι στο περιδέραιο του Τάμπριελ, και ήταν ανήσυχη καθώς αντιλαμβανόταν ότι ο αφέντης της ήταν φυλακισμένος. Ο Τάμπριελ τής είπε, με τη θέλησή του, να μην ανησυχεί· δεν θα βρίσκονταν για πολύ φυλακισμένοι εδώ. Η Ανταρλίδα ερχόταν.
Κι επιπλέον, περίμεναν ένα… ιδιαίτερο πρόσωπο που, όπως κι η Μαύρη Δράκαινα, δε θ’αργούσε να έρθει.
Ο Ιεράρχης δεν θα είναι μακριά. Η αράχνη δεν είναι ποτέ μακριά από τα δίχτυα της.
Και πράγματι, προτού περάσει μια ώρα από τη φυλάκισή του, ο Τάμπριελ άκουσε βήματα να έρχονται προς το κελί του, και από το καγκελωτό παραθυράκι της πόρτας είδε τέσσερις φρουρούς να ζυγώνουν.
Μαζί τους ήταν ένας ψηλός, λιγνός άντρας με σκούρα καστανά μαλλιά, ντυμένος στα μαύρα. Τα μάτια του, όπως και τα μάτια του Νίρναλωμ, είχαν κάτι το αφύσικο. Αλλά, παρότι αυτό ήταν αμέσως φανερό στην περίπτωση του Άρχοντα της Καρκούμ, στην περίπτωση του Ιεράρχη δεν ήταν. Όταν όμως τον κοίταζες προσεχτικά, τα μάτια του σου έδιναν την εντύπωση ματιών μέσα σε μάτια μέσα σε μάτια…
«Τάμπριελ,» είπε σταματώντας μπροστά στο κελί, «ξανασυναντιόμαστε. Κι αυτή τη φορά φοβάμαι πως δεν έχεις άλλη επιλογή απ’το να έρθεις μαζί μας.»
«Τα φαινόμενα απατούν.»
Το πρόσωπο του Ιεράρχη χαμογέλασε όπως μια δερμάτινη μάσκα που λυγίζει. «Ο κοινός μας φίλος ο Νίρναλωμ μού ανέφερε ότι έχεις κάποιες… αξιοσημείωτες δυνάμεις. Δεν γνωρίζαμε γι’αυτές. Αναρωτιέμαι αν σχετίζονται με το ταξίδι σου στα βάθη της Γης των Ταργκ–»
Σταμάτησε να μιλά καθώς φασαρία ακούστηκε από την επάνω μεριά του Κάστρου.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Ιεράρχης τους φρουρούς.
«Δεν ξέρουμε, κύριε,» απάντησε επίσημα ένας τους. «Κανένας τσακωμός, μάλλον. Κάποιοι θα τσακωθήκανε.»
Ο Ιεράρχης στράφηκε στον Τάμπριελ, ο οποίος είπε: «Ναι, κάποιοι θα τσακωθήκανε,» χωρίς να χαμογελάσει.
Και πρόσταξε τη Βιβεϊρλώταθ να βγει από τον πολυεδρικό λίθο στο κέντρο του αργυρού δίσκου του περιδέραιου.
Ο Ιεράρχης έκανε μερικά βήματα όπισθεν. «Βιβεϊρλώταθ!…» έκρωξε.
«Γνωρίζεστε, υποθέτω,» είπε ο Τάμπριελ. «Τι είσαι, τελικά, Ιεράρχη; Κι εσένα οι Αρχαίοι σ’έχουν φτιάξει; Ή μήπως, όπως κι εγώ, δεν είσαι καν από τούτο τον κόσμο;»
«Ανοίξτε την πόρτα,» πρόσταξε ο Ιεράρχης τους φρουρούς, «και χτυπήστε τον μέχρι που να χάσει τις αισθήσεις του. Επίσης, πάρτε του αυτό το περιδέραιο απ’το λαιμό του!»
Οι φρουροί δίστασαν να κινηθούν. Δεν μπορούσαν, ασφαλώς, να αντιληφτούν τη Βιβεϊρλώταθ όπως την αντιλαμβάνονταν ο Τάμπριελ και ο Ιεράρχης· αναμφίβολα, όμως, καταλάβαιναν ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά εδώ, αν μη τι άλλο από τα λόγια των δύο παράξενων αντρών.
«Νομίζεις, ανόητε, ότι μπορούν αυτοί να μ’αγγίξουν αν δεν το επιθυμώ;» είπε ο Τάμπριελ στον Ιεράρχη.
Ο Ιεράρχης γρύλισε: «Αν δεν μπορώ να σ’έχω υπό τον έλεγχό μου, θα σε σκοτώσω! Δε θα βγεις ζωντανός από τούτο το Κάστρο!»
«Προσπάθησέ το, τότε.»
Ο Ιεράρχης έκανε να στραφεί από την άλλη και να φύγει μαζί με τους φρουρούς (σκοπεύοντας, σίγουρα, να φέρει περισσότερους μαχητές), όμως εκείνη τη στιγμή βήματα αντήχησαν ξανά μέσα στα υπόγεια. Βιαστικά, αποφασιστικά βήματα.
Οι δαυλοί στο βάθος του διαδρόμου έσβησαν αναπάντεχα, χωρίς νάχει φυσήξει αέρας.
«Τι είν’αυτό, ρε σεις;» έκανε ένας από τους φρουρούς, τρομαγμένος.
Δύο στροβιλιζόμενα ξιφίδια πετάχτηκαν απ’το σκοτάδι. Το ένα πέτυχε στον αριστερό ώμο τον άντρα που είχε μιλήσει· το άλλο καρφώθηκε στο στήθος αυτού που στεκόταν δίπλα του.
Η Ανταρλίδα ξεπρόβαλε απ’το πέρας του διαδρόμου, ακολουθούμενη από τρεις δίποδες σκιές και μια τετράποδη.
Οι δύο εναπομείναντες φρουροί ύψωσαν ο ένας το σπαθί του κι ο άλλος τη βαλλίστρα του.
Η Ανταρλίδα είχε, όμως, ήδη εκτοξεύσει κάτι στροβιλιζόμενο που δεν ήταν ξιφίδιο αυτή τη φορά. Το αντικείμενο καρφώθηκε στο μέτωπο του βαλλιστροφόρου σωριάζοντάς τον στο πέτρινο πάτωμα. Ένα άστρο του θανάτου – ένα σατέ-νιχ’τα – απ’αυτά που χρησιμοποιούσε η Ζανάιλχα.
Ο τελευταίος φρουρός κραύγασε, εξαγριωμένα, πανικόβλητα, απελπισμένα, ορμώντας καταπάνω στη Μαύρη Δράκαινα με το σπαθί του υψωμένο.
Η Ανταρλίδα απέφυγε εύκολα την κατερχόμενη λεπίδα κι έβαλε τρικλοποδιά στον άντρα, στέλνοντάς τον προς τον τοίχο. Το κεφάλι του κοπάνησε στις πέτρες, και έχασε τις αισθήσεις του.
Αυτός που είχε ακόμα το ξιφίδιό της καρφωμένο στον ώμο του αλλά ήταν ζωντανός οπισθοχώρησε σκούζοντας.
Ο Ιεράρχης στεκόταν σαν άγαλμα καθώς οι φρουροί σωριάζονταν μπροστά και γύρω του. Τα μάτια του δεν βλεφάριζαν· το πρόσωπό του δεν είχε πάρει καμία έκφραση.
«Θα μπορούσες να εργαστείς για μένα,» είπε στην Ανταρλίδα. «Χρειάζομαι φονιάδες σαν εσένα, και πληρώνω καλά.»
«Λυπάμαι, είμαι πιασμένη,» αποκρίθηκε η Μαύρη Δράκαινα τραβώντας το σπαθί της και καρφώνοντάς το στο στήθος του Ιεράρχη καθώς ερχόταν κοντά του.
Αίμα πετάχτηκε απ’το στόμα του άντρα και κύλησε στο σαγόνι του. «Κάποια άλλη στιγμή… ίσως… θα ξανα… συζητήσουμε…» Μάτια μέσα σε μάτια μέσα σε μάτια ατένιζαν το κατάλευκο πρόσωπό της.
Η Ανταρλίδα τράβηξε πίσω το σπαθί της αφήνοντας το σώμα του Ιεράρχη να πέσει στο πάτωμα.
Στράφηκε στον Τάμπριελ. «Είσαι καλά;»
«Καλύτερα απ’αυτούς τους τύπους,» αποκρίθηκε εκείνος κοιτάζοντας τα πτώματα.
«Χάορτατ!» ακούστηκε τότε κάποιος να λέει.
Ο τραυματισμένος στον ώμο φρουρός ο οποίος είχε μόλις δει τον Χάορτατ να τον ζυγώνει βαστώντας ένα ρόπαλο.
«Με κυνηγούσες, κωλοπούστη Σέντριμ, δε με κυνηγούσες;» γρύλισε εκείνος, και τον κοπάνησε στο κεφάλι με το ρόπαλο. Αίματα τινάχτηκαν, και ο άντρας που ονομαζόταν Σέντριμ σωριάστηκε αναίσθητος.
«Φίλος σου;» είπε η Ανταρλίδα.
Ο Χάορτατ τον κλότσησε στα πλευρά και τον έφτυσε. Εκείνος δεν κινήθηκε.
Η Ανταρλίδα ρώτησε τον Τάμπριελ: «Έχουν τα κλειδιά για το κελί σου αυτοί, ή θα πρέπει να–;»
«Δε χρειάζονται κλειδιά.»
Η κλειδαριά της βαριά ξύλινης θύρας ακούστηκε να γυρίζει από μόνη της. Ο Τάμπριελ άνοιξε και βγήκε.
Η παρουσία της Βιβεϊρλώταθ γέμισε τον διάδρομο, και μια απόκοσμη κραυγή θριάμβου αντήχησε.
Η Ανταρλίδα μειδίασε στραβά. «Νόμιζα ότι ο σκοπός ήταν να μην κάνουμε φασαρία.»
«Είναι λίγο αργά γι’αυτό,» είπε ο Τάμπριελ χωρίς να χαμογελάσει, και κάλεσε τη Βιβεϊρλώταθ πάλι μέσα στο περιδέραιό του.
«Καλύτερα να φύγουμε τώρα, προτού μαζευτούν κι άλλοι!» τόνισε ο Χάορτατ.
«Από πού προτείνεις να βγούμε;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Από κει που μπήκαμε. Νομίζεις θα τόχουνε καταλάβει ακόμα ότι μπήκαμε από κει;»
«Όλοι οι νεκροί από κείνη τη μεριά είναι, Χάορτατ,» είπε η Ανταρλίδα, «και σίγουρα θα τους έχουν δει. Δε μας συμφέρει να επιστρέψουμε.»
«Μα είναι ο καλύτερος δρόμος, σας λέω! Πού θα πάμε; Από την κεντρική πύλη;»
Ο Τάμπριελ στράφηκε στον Αλίρκωπ: «Μπορείς να καταλάβεις αν υπάρχει καμια είσοδος για τη Σήραγγα σε τούτα τα υπόγεια;»
Ο μάγος συνοφρυώθηκε, και έτριψε το δαχτυλίδι του κλείνοντας τα μάτια.
Τα πηγαίνεις καλά με τον Φλογοφάγο, όπως φαίνεται, σκέφτηκε ο Τάμπριελ καταλαβαίνοντας ότι ο Αλίρκωπ έστειλε το πνεύμα να ερευνήσει τριγύρω.
«Τι κάνει αυτός;» ρώτησε ο Χάορτατ.
«Σιωπή,» τον διέκοψε ο Τάμπριελ. «Προσπαθεί να μας βρει δρόμο να φύγουμε.»
Βήματα ακούστηκαν μέσα στα υπόγεια, και κάποιοι φώναξαν ονόματα, ανάμεσα στα οποία και Σέντριμ. Τα μάτια του Χάορτατ γούρλωσαν. «Την κάτσαμε άγρια!» σύριξε.
Ο Αλίρκωπ άνοιξε τα μάτια του. «Υπάρχει,» είπε στον Τάμπριελ. «Ελάτε μαζί μου.»
Τον ακολούθησαν, ενώ οι φρουροί του Νίρναλωμ ακούγονταν να ζυγώνουν.
Η Ανταρλίδα είδε το φως των δαυλών τους μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους, κι ένας απ’αυτούς φώναξε: «Εκεί! Εκεί είναι!»
Η Μαύρη Δράκαινα έβγαλε το τουφέκι απ’τον ώμο της και πυροβόλησε.
«ΑΑΑΑ! Πίσω, ρε! Πίσω!» αντήχησε η φωνή ενός φρουρού, ενώ κι άλλοι κραύγαζαν.
Η Ανταρλίδα τούς είδε να υποχωρούν πανικόβλητοι. Σίγουρα δε θα είχαν ιδέα τι ήταν αυτό που τους χτύπησε· μάλλον θα το απέδιδαν σε μαγικές ή εξώκοσμες δυνάμεις.
«Εκεί!» Ο Αλίρκωπ, σύντομα, έδειξε ένα κελί που ήταν κλειστό και στο εσωτερικό του βρισκόταν ένας άντρας. «Εκεί μέσα είναι.»
Ο Τάμπριελ πρόσταξε τη Βιβεϊρλώταθ να κινήσει τον μηχανισμό της κλειδαριάς, και η πόρτα άνοιξε αβίαστα.
Ο φυλακισμένος πετάχτηκε πάνω. Ήταν ένας μαυρόδερμος άντρας που μπορεί και να μην τον είχαν δει μέσα στις σκιές αν τα μαλλιά και τα μούσια του δεν ήταν κόκκινα. «Ποιοι είστε σεις;» ρώτησε. «Από πού είστε; Με ξέρετε;»
«Δεν έχουμε ιδέα ποιος είσαι, φίλε,» είπε ο Αλίρκωπ μπαίνοντας στο κελί και κοιτάζοντας στο πάτωμα. «Εκεί,» έδειξε, «κάτω απ’αυτή την πέτρα. Δεν είναι βαλμένη καλά στο πάτωμα.»
«Τι;…» έκανε ο φυλακισμένος. «Για τι πράμα λες;»
Ο Αλίρκωπ γονάτισε στο ένα γόνατο, τράβηξε ένα ξιφίδιο, έχωσε τη λεπίδα του ανάμεσα στις πέτρες, και ανασήκωσε την πλάκα που ήθελε. Η Ανταρλίδα την έπιασε απ’τις άκριες και την έριξε παραδίπλα, αποκαλύπτοντας από κάτω ένα σκοτεινό άνοιγμα.
«Γαμώ τα παπάρια του Μασμόρου!» αναφώνησε ο φυλακισμένος, με τα γουρλωμένα μάτια του να γυαλίζουν όπως τα μάτια παράφρονα. «Πώς… πώς δεν…; Είχα ψάξει! Είχα φάει τον γαμημένο τον κόσμο!»
«Δε μπορούσες να το δεις–» άρχισε να του λέει ο Αλίρκωπ καθώς ορθωνόταν.
«Τέρμα οι κουβέντες!» τον διέκοψε η Ανταρλίδα. «Φεύγουμε.» Και κατέβηκε πρώτη στη Σήραγγα.
«Αν θες, έλα μαζί μας,» είπε ο Τάμπριελ στον φυλακισμένο.
«Το συζητάμε, ρε;» έκανε εκείνος, ενώ ο Αλίρκωπ κατέβαινε στη Σήραγγα ακολουθούμενος από τον Θυμό. «Εγώ έλεγα να μείνω! Χα! –Το πρόσωπό σου, πάντως, είναι πολύ περίεργο, αδελφέ.»
«Το δικό σου κάτι μού θυμίζει.»
«Μπας και σε στείλαν απ’την πατρίδα, ρε, για να με πάρεις από δω;»
«Δε νομίζω,» είπε ο Τάμπριελ· «θα το θυμόμουν. Κατέβα τώρα. Γρήγορα.»
Επιστρέψαμε στο ερειπωμένο πυργοειδές οικοδόμημα προσέχοντας μήπως μας παρακολουθούσαν. Αλλά κανείς δεν ήταν πίσω μας· τουλάχιστον, έτσι είπε ο Χάλρεοκ, γιατί εγώ δεν είμαι κατάσκοπος. Η Ζανάιλχα, που μας περίμενε εκεί μαζί με τους υπόλοιπους μαχητές της Βασίλισσας και τους Ταργκάφλι (πλην της Χιρκόμο που είχε πάει με την Ανταρλίδα), μας ρώτησε τι είχε γίνει. Είχαν όλα εξελιχτεί σύμφωνα με το σχέδιο του Τάμπριελ;
Είναι αιχμάλωτος, της είπα. Ο Νίρναλωμ τον κράτησε και εμάς μας έδιωξε. Ο Τάμπριελ είχε δίκιο: ο Άρχοντας της Καρκούμ έχει κάνει κάποια συμφωνία με τον Ιεράρχη.
Τα λεφτά μου, μας θύμισε η Ζανάιλχα, ακόμα δε μου τάχετε δώσει όλα.
Μην ανησυχείς, της αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ με σκοτεινό ύφος, θα πάρεις τα λεφτά σου όταν ο Τάμπριελ είναι πάλι μαζί μας.
Αν είναι πάλι μαζί μας, τόνισε εκείνη. Τι θα γίνει αν δεν επιστρέψει;
Σ’αυτό, όμως, ο Χάλρεοκ δεν έδωσε απάντηση· προτίμησε να την αγνοήσει, διότι, αν απαντούσε, μάλλον θα βρίζονταν – τέτοια εντύπωση μού έδωσε η έκφρασή του.
Περιμέναμε, λοιπόν, ενώ το σκοτάδι πύκνωνε γύρω μας και, τελικά, η νύχτα ήρθε. Ο Πράσινος και ο Ιώδης φάνηκαν στον ουρανό, αλλά ούτε ο Τάμπριελ ούτε η Ανταρλίδα δεν είχαν επιστρέψει ακόμα.
Η επιχείρηση διάσωσης τώρα θ’αρχίζει, μου θύμισε ο Χάλρεοκ. Θα περιμένουν την κάλυψη του σκοταδιού της νύχτας για να κινηθούν.
Θεοί, σκέφτηκα, τι θα κάνω αν δεν επιστρέψουν; Τι θα πω στη Βασίλισσα;
Από την άλλη, βέβαια, δεν ήταν δικό μου το λάθος· εκείνοι ήθελαν να πάνε στον Άρχοντα Νίρναλωμ· εγώ τους είχα προειδοποιήσει να μην το κάνουν! Κι επιπλέον, ο Χάλρεοκ ήταν πολεμιστής και υπεύθυνος για τη φύλαξή τους· εγώ είμαι ένας απλός Γραμματικός.
Ευτυχώς που κρατούσα αυτές τις σημειώσεις όσο περιμέναμε μες στο ερείπιο διότι αλλιώς η ώρα δεν θα περνούσε.
Η πένα μου γρατσούνιζε το τέλος μιας σελίδας όταν άκουσα θορύβους από κάτω, από τα υπόγεια. Από τη Σήραγγα.
Χάλρεοκ! είπα, έντονα αλλά χαμηλόφωνα. Κάποιοι είναι εκεί. Και του έδειξα το άνοιγμα (που μπορούσαμε να το δούμε μόνο επειδή ο Αλίρκωπ μάς είχε πει ακριβώς πού ήταν, αλλιώς τα μάτια είχαν την τάση να το αγνοούν).
Ο Χάλρεοκ τράβηξε το σπαθί του, το ίδιο και οι πολεμιστές του· και κάμποσοι Ταργκάφλι έβγαλαν επίσης τα όπλα τους. Η Ζανάιλχα έμεινε ακίνητη αλλά παρατηρητική.
Από τη Σήραγγα, όμως, δεν ήρθε ούτε κανένα τερατώδες πνεύμα για να μας στοιχειώσει, ούτε κανένας εχθρός· βγήκαν, ο ένας κατόπιν του άλλου, ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, ο Αλίρκωπ και ο Θυμός, ο Χάορτατ, η Χιρκόμο, και ένας άγνωστος άντρας.
Είστε ζωντανοί! είπα καθώς πεταγόμουν όρθιος.
Ο Τάμπριελ με κοίταξε σαν να ήμουν τελείως τρελός ή σαν να είχα εκφράσει το πιο αλλόκοτο πράγμα στο Ατέρμονο Σύμπαν2, και είπε: Αμφέβαλλες ότι θα μας ξανάβλεπες, Καλέφραζ; – λες και δεν συνέβαινε απολύτως τίποτα!
Ποιος είναι αυτός; ρώτησε ο Χάλρεοκ ατενίζοντας τον άγνωστο άντρα που είχαν φέρει μαζί τους.
Τον βρήκαμε στα μπουντρούμια του Νίρναλωμ, εξήγησε ο Τάμπριελ· δεν ξέρω τίποτ’άλλο γι’αυτόν, εκτός απ’το ότι έχω «δει» το πρόσωπό του.
Τι θε να πεις, ρε φίλε, έχεις δει το πρόσωπό μου; πετάχτηκε εκείνος. Πού τόχεις ξαναδεί, να πούμε;
Η φάτσα αυτού του τύπου, οφείλω να ομολογήσω, δεν μου άρεσε καθόλου. Ούτε ο τρόπος που μιλούσε μού άρεσε. Μου θύμιζε κλέφτη, ληστή, ή πειρατή· και, όπως αποδείχτηκε, δεν είχα άδικο. Αργότερα, μας είπε ότι τον έλεγαν Ταρνάτλο, καταγόταν από τη Γη της Φέδλωχ, και ήταν «ελεύθερος ναυτικός» – πειρατής δηλαδή! Οι άνθρωποι του Νίρναλωμ τον είχαν αιχμαλωτίσει ύστερα από μια θαλάσσια αναμέτρηση και τον είχαν φέρει εδώ. Θα ήταν υποχρεωμένος, είπε, αν τον πηγαίναμε στην πατρίδα του. Ο Τάμπριελ τού αποκρίθηκε ότι, δυστυχώς, τώρα κατευθυνόμασταν βόρεια, στη Γη των Ταργκάφλι και στην πόλη της Βινέρνι. Οπότε ο Ταρνάτλο τον κοίταξε παραξενεμένος και ρώτησε μήπως είχαμε να του δώσουμε χρήματα για να μπαρκάρει γρήγορα σε κάποιο πλοίο, προτού αρχίσει ο Νίρναλωμ να τον αναζητά. Ο Χάλρεοκ, τότε, παρενέβη (και πολύ καλά έκανε, οφείλω να σχολιάσω!) λέγοντάς του ότι δεν είχαμε χρήματα για να ξοδεύουμε σε αγνώστους· μετά δυσκολίας τα φέρναμε βόλτα οι ίδιοι (αληθές, ασφαλώς· αληθές). Επομένως, καταλήξαμε να πάρουμε τον Ταρνάτλο μαζί μας, στο ταξίδι μας προς τη Βινέρνι, διότι δεν είχε πού αλλού να πάει, κι ετούτα τα μέρη δεν τα ήξερε σχεδόν καθόλου.
Τέλος πάντων· αυτά τα είπαμε μετά, αφού είχαμε ακολουθήσει τη Σήραγγα και βγει από την Καρκούμ. Τότε, εκείνο που ρώτησα εγώ ήταν: Τελικά ο Νίρναλωμ είχε συνωμοτήσει με τον Ιεράρχη, έτσι;
Ναι, απάντησε ο Τάμπριελ και μου είπε ότι ο Ιεράρχης είχε έρθει να τον βρει στο κελί του. Είναι όμως νεκρός τώρα, πρόσθεσε· η Ανταρλίδα φρόντισε γι’αυτό. Πράγμα το οποίο, βέβαια, δε σημαίνει πως δεν θα τον ξανασυναντήσουμε. Θα ξανάρθει· κι όταν ξανάρθει θα είναι καλύτερα προετοιμασμένος.
Μετά, η Ανταρλίδα τόνισε πως καλύτερα να μην καθόμασταν άλλο στην πόλη· έτσι κατεβήκαμε στα βάθη της Σήραγγας και βγήκαμε στην ερειπωμένη μεριά της Καρκούμ, έξω απ’τα τείχη. Καθώς προχωρούσαμε υπογείως, ρώτησα τον Τάμπριελ πώς είχαν έρθει από το Κάστρο μέσω της Σήραγγας.
Και ο Τάμπριελ μού απάντησε: Ο Αλίρκωπ βρήκε ένα άνοιγμα, Καλέφραζ, μέσα στα μπουντρούμια του Νίρναλωμ, και μετά η Βιβεϊρλώταθ (ο Μεγάλος Προφήτης άγγιξε το περιδέραιο που κρεμόταν στο στήθος του) σας εντόπισε και μας καθοδήγησε.
Μας εντόπισε; έκανα παραξενεμένος, γιατί τότε ήμουν τελείως ανίδεος από τέτοια πράγματα.
Ο Μεγάλος Προφήτης δεν μπήκε στον κόπο να μου απαντήσει.
Φτάνοντας στην ερειπωμένη μεριά της Καρκούμ, διαπιστώσαμε ότι τα άλογα που είχαμε αφήσει εδώ είχαν κλαπεί.
Αναμενόμενο, μούγκρισε η Ζανάιλχα, αν και ήλπιζα ότι ίσως να μη συνέβαινε. Και ρώτησε τον Τάμπριελ: Πότε θα πάρω τα λεφτά μου;
Σε χρειαζόμαστε για να μας οδηγήσεις ξανά μέσα στη Γη των Ταργκάφλι, Ζανάιλχα, της απάντησε εκείνος. Θα μας οδηγήσεις;
Αν με πληρώσετε, ναι.
Και ο Μεγάλος Προφήτης την πλήρωσε, ενώ συγχρόνως τη ρωτούσε πού θα βρούμε άλογα έξω απ’την Καρκούμ.
Η Ζανάιλχα απάντησε ότι θα έπρεπε να τα ζητήσουμε είτε από νομάδες είτε από την πόλη κάποιων Ταργκάφλι.
Μην ανησυχείτε, μας είπε η Χιρκόμο· θα βρούμε άλογα βόρεια από δω. Ίσως και ελέφαντες.
Οι ελέφαντες είναι επικίνδυνοι απ’όσο ξέρω, είπε ο Τάμπριελ.
Η μάγισσα κούνησε το κεφάλι της τινάζοντας τα μακριά, πορφυρά μαλλιά της, και αποκρίθηκε: Όχι όταν ξέρεις πώς να τους ηρεμήσεις.
Κι εσύ ξέρεις;
Ναι, δεν είναι δύσκολο. (Και φαινόταν να την παραξενεύει το γεγονός ότι ένας τόσο δυνατός μάγος όπως ο Τάμπριελ δεν ήξερε.)
Φύγαμε από την Καρκούμ την ίδια νύχτα, διότι δεν μπορούσαμε να το ριψοκινδυνέψουμε να μείνουμε άλλο. Μπορεί ο Ιεράρχης να ήταν νεκρός αλλά ο Νίρναλωμ ίσως να έστελνε ανθρώπους του να ψάξουν για εμάς.
Ο Χάορτατ ρώτησε τον Τάμπριελ αν θα μπορούσε να έρθει μαζί μας.
Τόσο καιρό κρυβόσουν μες στα ερείπια, του είπε εκείνος (πολύ σωστά)· γιατί τώρα θέλεις να φύγεις;
Δεν είναι φανερό; Θα με κυνηγήσει ο Νίρναλωμ, και–
Ο Νίρναλωμ ούτως ή άλλως σε κυνηγά.
Τώρα, όμως, που σας οδήγησα μες στο Κάστρο του–
Δεν του είπα τίποτα για σένα, Χάορτατ.
Θα το κατάλαβε, όμως, εκείνος! Είναι πονηρός· σίγουρα θα το κατάλαβε. Νάρθω μαζί σας; Θα μου γλιτώσετε το τομάρι μου έτσι – και μην ξεχνάς πως κι εγώ σας βοήθησα!
Και ο Μεγάλος Προφήτης τού επέτρεψε να έρθει.
Για όνομα του Μεγάλου Τίγρη, είχαμε γεμίσει κακοποιούς και παράφρονες!
Δεν μπορούσε, όμως, να γίνει τίποτα για ν’αλλάξει αυτό, έτσι ξεκινήσαμε το ταξίδι μας μαζί τους. Και δεν ήταν πιο ευχάριστο απ’ό,τι τις προηγούμενες φορές, αν και οφείλω να ομολογήσω ότι είχα αρχίσει να συνηθίζω πλέον τις κακουχίες. Τα έντομα που ζουζούνιζαν γύρω μας, μέσα στην καλοκαιρινή κάψα, δεν με ενοχλούσαν και τόσο πολύ· τα κακοτράχαλα μονοπάτια (όπου δεν μπορούσες να ιππεύεις) έκαναν τα πόδια μου να πονάνε λιγότερο απ’ό,τι πριν· και οι κραυγές των άγριων θηρίων δεν με ξυπνούσαν τόσο συχνά τις νύχτες. (Ορίστε, λοιπόν, πώς ένας πολιτισμένος άνθρωπος μπορεί σταδιακά να μετατραπεί σε άγριο και να ξυπνήσει εντός του τη βαρβαρική του φύση.)
Εκείνο που δεν συνήθισα καθόλου ήταν το γεγονός ότι βρισκόμουν μακριά από την Κάνταφάχ μου και τα παιδιά μας. Μέρα με τη μέρα, αισθανόμουν ολοένα και χειρότερα που δεν ήμουν κοντά της. Η σύζυγός μου μου έλειπε, και μια νύχτα που μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ έγραψα ετούτο το ποίημα γι’αυτήν–
Ρόδο της χρυσαφιάς αυγής,
πέπλο της μαργαριταρένιας νύχτας,
αιώνια καρδιά του γλυκού μου πόθου·
Τα όνειρά μου για σένα σαν πολύτιμοι λίθοι
κάτω από το φως των φεγγαριών·
Η απουσία σου από δίπλα μου σαν κακοποιός δαίμων
κατασπαράζει τα σωθικά μου.
Αποζητώ εξιλέωση με τα φιλιά σου!
Μου λένε ότι δεν είμαι καλός ποιητής, αλλά δεν θα τους αφήσω αυτούς να με εμποδίσουν απ’το να εκφράσω τα τρυφερά μου συναισθήματα!
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο ταξίδι μας στη βαρβαρική και άγρια Γη των Ταργκάφλι που κάνει τους ανθρώπους επίσης άγριους και βαρβαρικούς.
Η Χιρκόμο, όπως είχε υποσχεθεί στον Μεγάλο Προφήτη, μας βρήκε μεταφορικά μέσα. Σταματήσαμε σ’έναν καταυλισμό νομάδων και, ύστερα από κάποιες συνεννοήσεις, καταλήξαμε με άλογα και με έναν ελέφαντα. Η Χιρκόμο ανέβηκε πρώτη επάνω στο μεγαθήριο και πρότεινε και στον Μεγάλο Προφήτη να ανεβεί – πράγμα που εγώ του τόνισα ότι ήταν μάλλον ριψοκίνδυνο και άσκοπο. Εκείνος με αγνόησε και ανέβηκε. (Γιατί ποτέ κανένας δεν με ακούει; Τέλος πάντων – προσπάθησα!)
Ληστές, με τη χάρη και την τύχη του Μεγάλου Τίγρη, δεν μας επιτέθηκαν. Η Ζανάιλχα αποδείχτηκε καλή οδηγός γι’ακόμα μια φορά (παρά τα όσα, κατά περίσταση, μουρμούριζε ο Χάλρεοκ γι’αυτήν) και ο χάρτης του Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι αποδείχτηκε αξιόπιστος. Τα μονοπάτια που είναι σημειωμένα εδώ πάνω, μου είπε η Ζανάιλχα ένα απόβραδο που ξεκουραζόμασταν, δεν τα ξέρει κανένας, Καλέφραζ! Θα με χρυσοπληρώνουν από δω και πέρα για να τους οδηγώ στη Γη των Ταργκάφλι.
Βλέπεις, λοιπόν; της είπα. Σου φέραμε καλή τύχη.
Η Ζανάιλχα μειδίασε, και με κέρασε καφάρδιο3.
Τη δεύτερη νύχτα από τότε που αγοράσαμε τα μεταφορικά μας μέσα, ο ελέφαντας καταλήφθηκε από τη Μάνητα των Ουρανών. Τα αστέρια και τα φεγγάρια ήταν στις σωστές θέσεις για να συμβεί αυτό, είπαν η Χιρκόμο και ο Αλίρκωπ. Το πελώριο θηρίο άρχισε να φωνάζει, υψώνοντας την προβοσκίδα του στον ουρανό, και τα μάτια του έμοιαζαν να γυαλίζουν μ’έναν αφύσικο τρόπο. Είχα τρομοκρατηθεί! Η Χιρκόμο όμως το πλησίασε, το άγγιξε, και ακούμπησε το πλάι του προσώπου της επάνω στο πόδι του (που ήταν σαν κορμός χοντρού δέντρου), ψιθυρίζοντάς του λόγια που δεν μπορούσα ν’ακούσω. Και μετά, ο ελέφαντας ηρέμησε. Δόξα στον Μαράνχαλωμ, τον Μεγάλο Τίγρη!
Η Χιρκόμο χαμογέλασε, και είπε στον Τάμπριελ: Είδες;
Ο Μεγάλος Προφήτης έμεινε σιωπηλός και συλλογισμένος καθώς μασουλούσε ένα κομμάτι κρέας από μια αντιλόπη που η Ανταρλίδα και η Ζανάιλχα είχαν σκοτώσει εκείνο το απόγευμα.
Ενώ πλησιάζαμε τη Βινέρνι, το πρωινό της τελευταίας ημέρας του ταξιδιού μας, συναντήσαμε μια αρκετά μεγάλη ομάδα Ταργκάφλι οι οποίοι μας είπαν ότι έρχονταν από μια πόλη που ονομαζόταν Ρισίμκλα. Μαζί τους ήταν ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τους, και κατευθύνονταν στη Βινέρνι για τη συγκέντρωση που θα γινόταν εκεί.
Εξεπλάγησαν όταν είδαν ότι συνταξιδεύαμε με τον Τάμπριελ, τον εξώκοσμο, κοκκινόδερμο Καζίτο’ναρ που είχε στο πλευρό του την πανίσχυρη Βιβεϊρλώταθ.
*
* * *
*
Ο ήλιος έδυε όταν έφτασαν στη Βινέρνι μαζί με τη συνοδεία του Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Ρισίμκλα, ο οποίος ήταν ένας μικρόσωμος άντρας με δέρμα κατάμαυρο και γενειάδα μακριά και γαλανή. Καθόταν επάνω σ’έναν ελέφαντα καπνίζοντας μια μακριά πίπα, και η σύζυγός του – μια λευκή γυναίκα με μακριά, σγουρά μαύρα μαλλιά η οποία ήταν τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια νεότερή του – καθόταν πίσω απ’αυτόν.
«Δεν έχουν ονόματα οι Ο’Μάλζεκ Χάλρικ;» είχε ρωτήσει η Ανταρλίδα πριν από μερικές ώρες, αφότου είχαν συναντήσει τη συνοδεία. «Όλους Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τούς λένε;»
«Φυσικά και έχουν ονόματα,» της είχε απαντήσει η Ζανάιλχα. «Αλλά σε κάθε πόλη μόνο ένας Άρχοντας των Ερειπίων υπάρχει, έτσι τον λένε Ο’Μάλζεκ Χάλρικ και δε χρησιμοποιούν το παλιό του όνομα.»
Στη Βινέρνι, ήταν συγκεντρωμένοι Ταργκάφλι κι από άλλες πόλεις, όπως ήταν αναμενόμενο· οι αρχαίες πολυκατοικίες ήταν γεμάτες από τους επισκέπτες και τα ζώα τους. Ο ερχομός του Τάμπριελ ανακοινώθηκε αμέσως στον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι, και εκείνος ήρθε να συναντήσει αυτόν, τους συντρόφους του, και τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Ρισίμκλα.
«Σε χαιρετώ, Καζίτο’ναρ!» είπε κλίνοντας το κεφάλι προς τη μεριά του Τάμπριελ, ο οποίος είχε μόλις κατεβεί από τον ελέφαντά του μαζί με τη Χιρκόμο, και δύο Ταργκάφλι έπαιρναν το ζώο από το μακρύ σχοινί που ήταν περασμένο γύρω απ’το λαιμό του, για να το οδηγήσουν σ’ένα αρχαίο γκαράζ όπου τώρα σταβλίζονταν ελέφαντες.
«Καλώς σε βρίσκω, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
«Τελείωσαν οι δουλειές σου στην Καρκούμ;»
«Έτσι νομίζω.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ στράφηκε τότε στον ομότιμό του, ο οποίος είχε επίσης κατεβεί απ’τον ελέφαντά του και στεκόταν παραδίπλα, στηριζόμενος σ’ένα μπαστούνι ψηλότερο από τον ίδιο. Η σύζυγός του ήταν πλάι του, ρίχνοντάς του ένα κεφάλι.
«Ο’Μάλζεκ Χάλρικ,» είπε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι ακουμπώντας τη δεξιά του γροθιά στην αριστερή μεριά του στήθους του, «σε καλωσορίζω στην πόλη μου!»
«Αποδέχομαι τη φιλοξενία σου, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ,» αποκρίθηκε ο μικρόσωμος, μαυρόδερμος άντρας ακουμπώντας τη δεξιά του γροθιά στην αριστερή μεριά του στήθους του.
«Έχεις καινούργια σύζυγο, παρατηρώ…»
«Ναι. Με την προηγούμενη δεν τα πηγαίναμε καλά πια. Ξέρεις, όλα αυτά με την καθημερινή συμβίωση…» Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Ρισίμκλα μειδίασε.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι έκανε νόημα στους ανθρώπους του να οδηγήσουν τους επισκέπτες στα καταλύματά τους.
«Περιμένουμε πολλούς ακόμα;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ όταν οι Ταργκάφλι της Ρισίμκλα είχαν απομακρυνθεί.
«Όχι. Αυτοί ήταν οι τελευταίοι, και είχαν αργήσει.»
Ο Τάμπριελ και οι σύντροφοί του οδηγήθηκαν στα ίδια δωμάτια όπου είχαν οδηγηθεί και την προηγούμενη φορά, στον δεύτερο όροφο μιας ερειπωμένης πολυκατοικίας. Οι Ταργκάφλι τούς είχαν ήδη φέρει βραδινό, και έφαγαν χορταστικά προτού πάνε να ξεκουραστούν.
Η Ανταρλίδα έκανε μπάνιο μέσα σε μια πέτρινη λεκάνη η οποία γέμιζε νερό με το πάτημα ενός διακόπτη· οι Ταργκάφλι της Βινέρνι είχαν υδρευτικό σύστημα παρότι έμεναν σε τούτους τους άγριους τόπους. Ή, μάλλον, είχαν καταφέρει να βάλουν σε σωστή λειτουργία το υδρευτικό σύστημα της αρχαίας πόλης. Το νερό το μάζευαν σε μια μεγάλη δεξαμενή και ήταν, κατά κύριο λόγο, βρόχινο. Είχαν αρκετές βροχές σ’αυτά τα μέρη, είτε ήταν χειμώνας είτε (όπως τώρα) καλοκαίρι.
Ο Τάμπριελ έκανε μπάνιο μετά από την Ανταρλίδα, και, ενόσω πλενόταν, η γη τραντάχτηκε από έναν σεισμό. Έναν από τους ισχυρούς σεισμούς που συνέβαιναν σ’ολόκληρο τον κόσμο ύστερα από την εμφάνιση του Ρήγματος.
Η Βιβεϊρλώταθ ανησύχησε· ο Τάμπριελ αισθάνθηκε την ανησυχία της μέσα από το περιδέραιό του – το μοναδικό πράγμα που φορούσε τώρα επάνω του.
Τι είναι, Βιβεϊρλώταθ; Νιώθεις τον σεισμό; τη ρώτησε.
Τον ένιωθε. Φυσικά και τον ένιωθε.
Μέσα από εμένα;
Όχι· αισθανόταν η ίδια τα τραντάγματα. Τα τραντάγματα δεν γίνονταν μόνο στο υλικό επίπεδο.
Συμβαίνουν και στο ενεργειακό πλέγμα;
Από εκεί ξεκινούσαν.
Το Φράγμα έχει πειραχτεί καθόλου από το Ρήγμα;
Το Ρήγμα;
Δεν έχεις δει το Ρήγμα;
Δεν το είχε δει. Η δουλειά της ήταν να φρουρεί τη μια όψη του Φράγματος.
Ο Τάμπριελ σκέφτηκε: Ίσως θα έπρεπε να σε πάω στο Ρήγμα, λοιπόν. Αναρωτιέμαι τι να έχεις να πεις γι’αυτό.
Τη ρώτησε: Από πού αισθάνεσαι να έρχεται η διαταραχή του πλέγματος;
Από ανάμεσα απ’τις όψεις του Φράγματος.
Τι σημαίνει αυτό;
Σήμαινε αυτό που σήμαινε.
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε, συλλογισμένα. Αφού η κάθε όψη του Φράγματος ήταν, στον υλικό κόσμο, και σε διαφορετικό σημείο, τότε «ανάμεσα από τις όψεις του Φράγματος» ίσως να σήμαινε πως το Ρήγμα βρισκόταν στο κέντρο του τριγώνου.
Συμπτωματικό; Μάλλον όχι.
Ο Τάμπριελ βγήκε απ’το μπάνιο και γρήγορα σκουπίστηκε. Φόρεσε το παντελόνι του και μπήκε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με την Ανταρλίδα. Η Μαύρη Δράκαινα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ντυμένη με τα εσώρουχά της κι έχοντας ένα σεντόνι ριγμένο γύρω απ’τα πόδια της. Ο Τάμπριελ γονάτισε δίπλα στον σάκο του, τον άνοιξε, και τράβηξε από μέσα τον παγκόσμιο χάρτη που του είχε δώσει ο Καλέφραζ. Πήγε στο κρεβάτι και τον ξεδίπλωσε επάνω.
«Τι κάνεις εκεί;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα ανακαθίζοντας.
«Το Ρήγμα είναι εδώ,» είπε εκείνος δείχνοντας στα βόρεια του Βασιλείου Τάρσαζ. «Επομένως….» Το βλέμμα του πήγε στη Βινέρνι, και μετά βορειοανατολικά, και νοτιοδυτικά. «Κάπου εδώ πρέπει να είναι το ένα Φράγμα,» μουρμούρισε διαγράφοντας με το δάχτυλό του μια καμπύλη· «και κάπου εδώ το άλλο,» πρόσθεσε διαγράφοντας μια άλλη καμπύλη. Η πρώτη καμπύλη περιλάμβανε τις Παγωμένες Εκτάσεις και τις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου· η δεύτερη, τη Γη της Φέδλωχ, την Ενδότερη Θάλασσα, και το Δυτικό Πέλαγος.
«Τι ψάχνεις;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Η Βιβεϊρλώταθ μού είπε ότι ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος βρίσκεται ανάμεσα στις όψεις του Φράγματος. Ανάμεσα, δηλαδή, στα τρία Φράγματα που έφτιαξαν οι Αρχαίοι για να αποκλείσουν αυτή τη διάσταση από το υπόλοιπο σύμπαν.»
«Και σκέφτεσαι ότι ίσως καταφέρεις να εντοπίσεις τα άλλα δύο χρησιμοποιώντας αυτό ως οδηγό;»
«Δε μπορώ να εντοπίσω έτσι την ακριβή θέση τους, αλλά μπορώ, τουλάχιστον, να δω τη γενικότερη τοποθεσία τους.»
Η Ανταρλίδα κοίταξε τον χάρτη, και μετά είπε: «Ο Ταρνάτλο είναι από τη Φέδλωχ. Αν το δέντρο που ‘είδες’ βρίσκεται εκεί, ίσως να ξέρει πού είναι.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Θα τον ρωτήσω.»
Το πρωί, όμως, όταν τον ρώτησε, εκείνος τού απάντησε πως δεν ήξερε τίποτα για κανένα τέτοιο δέντρο.
«Αλλά δεν αποκλείεται να υπάρχει,» πρόσθεσε. «Ξέρεις τι παλαβοί μένουνε στις ζούγκλες, εκεί ανάμεσα στα ποτάμια; Ανθρωποφάγοι είναι πολλοί από δαύτους, αδελφέ· σε μασουλάνε και σε καταπίνουνε, και πίνουν το αίμα σου μετά. Οπότε, που λες, δεν αποκλείεται το δέντρο αυτό νάναι στις περιοχές τους, έτσι όπως μου το περιγράφεις, με τα νεκροκέφαλα κρεμασμένα πάνω του και τα κουφάρια στις ρίζες του.»
Ο Τάμπριελ στράφηκε στον Καλέφραζ, καθώς όλοι τους βρίσκονταν στο καθιστικό των δωματίων του δεύτερου ορόφου της πολυκατοικίας. «Τι νομίζεις; Είναι πιθανό;»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Ναι, γιατί όχι; Ένα ταξίδι εκεί, όμως, δε με ξετρελαίνει.» Ρίγησε φανερά.
Ο Χάλρεοκ, που ήταν καθισμένος σε μια πολυθρόνα πίνοντας καφέ από μια πήλινη κούπα, είπε στον Τάμπριελ: «Μην ξεχνάς ότι, σύντομα, πρέπει να επιστρέψουμε στο Τάρσαζ.»
«Δε σκόπευα να ξεκινήσω αμέσως για τη Γη της Φέδλωχ,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Δεν το λέω γι’αυτό. Το λέω επειδή εδώ, ανάμεσα στους Ταργκάφλι, φαίνεται να έχουμε ξεχάσει ότι η Βασίλισσα μάς περιμένει, και ότι πόλεμος γίνεται στα δυτικά του Βασιλείου μας ο οποίος πιθανώς να εξαπλωθεί και προς τα δικά μας σύνορα.»
«Δεν έχουμε ξεχάσει τίποτα, Χάλρεοκ,» του είπε ο Τάμπριελ. «Μόλις ολοκληρωθεί το συμβούλιο των Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, θα επιστρέψουμε στο Τάρσαζ προτού κάνουμε οτιδήποτε άλλο.»
Ο Χάλρεοκ ένευσε ικανοποιημένα και ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’τον καφέ του.
«Δε μπορούμε, πάντως, να πάρουμε πλοίο απ’την Καρκούμ για να φύγουμε,» είπε η Ανταρλίδα. «Θα είναι πολύ ριψοκίνδυνο.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Τάμπριελ· «θα χρειαστεί ν’ακολουθήσουμε άλλο δρόμο.»
«Εγώ πρέπει να επιστρέψω στην Καρκούμ,» δήλωσε η Ζανάιλχα. «Μην ξεχνάτε ότι εκεί μένω.»
«Φοβάμαι πως θα επιστρέψεις μόνη σου,» της είπε ο Τάμπριελ. «Εμείς μάλλον θα πάμε από ξηράς στο Τάρσαζ· δε θα πλησιάσουμε τις ακτές.»
«Από ξηράς;» έκανε ο Καλέφραζ, έκπληκτος.
«Οι Ταργκάφλι της Βινέρνι δε θα μ’αφήσουν να φύγω μαζί με τη θεά τους.»
Ο Χάλρεοκ συνοφρυώθηκε. «Και τι ακριβώς σημαίνει αυτό, Τάμπριελ;»
«Αυτό,» του απάντησε ο Τάμπριελ, «σημαίνει ότι, μάλλον, θα έρθουν μαζί μας στο Τάρσαζ.»
«Μεγάλε Τίγρη…!» Ο Χάλρεοκ κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω αν η Βασίλισσα θα το δεχτεί. Δε μιλάμε για δέκα-είκοσι ανθρώπους· μιλάμε για εκατοντάδες! Πόσοι Ταργκάφλι μένουν στη Βινέρνι; Ξέρεις;»
«Δεν έχω ρωτήσει τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ,» παραδέχτηκε ο Τάμπριελ.
Η Ζανάιλχα είπε: «Γύρω στους δύο χιλιάδες πρέπει νάναι.»
Ο Χάλρεοκ ρουθούνισε. «Μεγάλε Τίγρη…»
«Θα έχουμε προβλήματα αν τους φέρεις στο Τάρσαζ,» είπε ο Καλέφραζ στον Τάμπριελ.
«Δε νομίζω ότι θα φερθούν εχθρικά–»
«Δεν είναι αυτό. Είναι το ότι είναι… είναι Ταργκάφλι! Οι άνθρωποι του Τάρσαζ θα τους δουν ως κάτι το ξένο μέσα στο Βασίλειό τους.»
«Θ’αλλάξουν γνώμη όταν γίνει ο πόλεμος,» είπε ο Τάμπριελ. «Οι Ταργκάφλι θα τους βοηθήσουν.»
«Πόλεμος; Το έχεις ‘δει’ αυτό;»
«Φυσικά και το έχω δει,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ ήρεμα.
«Με ποιον θα γίνει πόλεμος;» ρώτησε ο Χάλρεοκ. «Με την Κοινωνία;»
«Έτσι νομίζω.»
«Κι εσύ ο ίδιος, όμως, έχεις πει ότι δε βγαίνουν πάντα αληθινά όλα όσα βλέπεις.»
«Αλλά συνήθως βγαίνουν.»
Ο Χάλρεοκ κούνησε το κεφάλι του ξανά. «Εξακολουθεί να μη μ’αρέσει αυτή η ιδέα. Αλλά, υποθέτω, η τελική απόφαση θα πρέπει να είναι της Βασίλισσας.»
Οι διαβουλεύσεις των Ο’Μάλζεκ Χάλρικ κράτησαν τρεις ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Μεγάλος Προφήτης τούς μίλησε για το Ατέρμονο Σύμπαν, για το Ρήγμα, και για τα Φράγματα των Αρχαίων· και συζήτησαν πολλές ώρες αναμεταξύ τους προτού φτάσουν σε κάποια απόφαση σχετικά με το τι έπρεπε να γίνει.
Η απόφαση, τελικά, ήταν ότι οι Ταργκάφλι θα βοηθούσαν τον Μεγάλο Προφήτη να ξαναφέρει τον κόσμο μας σε επαφή με το Ατέρμονο Σύμπαν επειδή επιθυμούσαν να δουν επιτεύγματα και γνώσεις που κάποτε είχαν μόνο οι Αρχαίοι. Ωστόσο, δεν ήξεραν πώς ακριβώς να τον βοηθήσουν· χρειάζονταν καθοδήγηση, από τον ίδιο. Εκείνος τούς είπε ότι, προς το παρόν, το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να φρουρούν το Άγκιστρο του Κόσμου, διότι η Βιβεϊρλώταθ δεν θα ήταν πλέον εδώ για να το προστατεύει, και αν καταστρεφόταν, νέος Κατακλυσμός θα έπληττε τον κόσμο.
Οι Ταργκάφλι της Βινέρνι δήλωσαν ότι όπου πήγαινε η θεά τους θα πήγαιναν κι εκείνοι· έτσι, αν ο Μεγάλος Προφήτης έφευγε από εδώ, θα τον ακολουθούσαν· ήταν προετοιμασμένοι γι’αυτό. Δεν μπορούσαν να μείνουν πίσω για να φρουρούν το Άγκιστρο. Επομένως, αυτή τη δουλειά θα την αναλάμβαναν όλοι οι Ταργκάφλι, στέλνοντας πολεμιστές τους από κάθε πόλη.
Την επόμενη ημέρα μετά το συμβούλιο, οι κάτοικοι της Βινέρνι ετοιμάστηκαν για ταξίδι προς τα δυτικά. Προς το Τάρσαζ. Διότι ήταν πλέον καιρός να φύγουμε: να επιστρέψουμε στην πατρίδα μας, και να ξαναδώ την Κάνταφάχ μου.
*
* * *
*
Ένα πλήθος ανθρώπων που ταξίδευε με κάρα, άμαξες, άλογα, μουλάρια, ελέφαντες, και ό’τρατ ζιν, ενώ τραβούσε μαζί του κι άλλα ζώα: πρόβατα, μαρνέκια, σκυλιά.
Ο Τάμπριελ έβλεπε, γι’ακόμα μια φορά, μία από τις εικόνες στο μυαλό του να γίνεται πραγματικότητα. Οι Ταργκάφλι της Βινέρνι έφευγαν από την πόλη τους κατευθυνόμενοι δυτικά, και εκείνος ήταν μαζί τους, καθισμένος επάνω στον ελέφαντά του κι ατενίζοντας το πλήθος ολόγυρα. Η Ανταρλίδα δεν βρισκόταν μακριά, καβάλα στο άλογό της. Η Ζανάιλχα ήταν επίσης κοντά και έφιππη, και τώρα αποχαιρετούσε τη Μαύρη Δράκαινα· ο Τάμπριελ τις είδε να ανταλλάσσουν μια χειραψία, και μετά είδε τη μαυρόδερμη οδηγό να υψώνει το χέρι της προς εκείνον, σε χαιρετισμό. Ο Τάμπριελ την αντιχαιρέτησε, και η Ζανάιλχα έστρεψε το άλογό της και κάλπασε προς τα νότια, με προορισμό την Καρκούμ.
Ο ήλιος ήταν δυνατός στον ουρανό, και η ζέστη έντονη.
Το πλήθος των Ταργκάφλι άφησε πίσω του τη Βινέρνι και άρχισε το ταξίδι προς το Βασίλειο Τάρσαζ.
Ο Τάμπριελ έσκυψε πάνω στον ελέφαντά του και φώναξε στον Αλίρκωπ, που ήταν δίπλα του ιππεύοντας ένα άλογο: «Δεν θα επιστρέψεις στην Καρκούμ εσύ; Αν σκοπεύεις να το κάνεις, καλύτερα να πας με τη Ζανάιλχα· δεν είναι μακριά ακόμα.»
«Δε θα πάω στην Καρκούμ, Τάμπριελ,» αποκρίθηκε εκείνος· «θα έρθω μαζί σου. Το είπα και στη Ζανάιλχα χτες βράδυ, όταν με ρώτησε αν θα συνταξιδεύαμε.»
«Εκεί που θα πάω τα πράγματα ίσως να αγριέψουν,» τον προειδοποίησε ο Τάμπριελ.
«Το ξέρω. Αλλά είμαι σίγουρος ότι θα αξίζει.»
«Όπως επιθυμείς, φίλε μου.»
*
Επί τέσσερις ημέρες διέσχιζαν τα εδάφη της Γης των Ταργκάφλι – ζούγκλες και ερημιές και χορταριασμένες πεδιάδες, υψώματα και χαμηλώματα – και το σούρουπο της πέμπτης ημέρας έφτασαν μπροστά σ’έναν μεγάλο, πλωτό ποταμό και σε μια μεγάλη, πέτρινη γέφυρα που οδηγούσε σε μια περιτειχισμένη πόλη.
Ο ποταμός ονομαζόταν Σάρηακ· η πόλη, Φάλαρεχ.
Και εδώ ήταν τα ανατολικά σύνορα του Βασιλείου Τάρσαζ.
Στις επάλξεις των τειχών της πόλης, ο Τάμπριελ μπορούσε να διακρίνει φωτιές αναμμένες· και, υψώνοντας ένα κιάλι στο δεξί του μάτι, είδε και στρατό συγκεντρωμένο.
Το τελευταίο τμήμα της μεγάλης γέφυρας, το τμήμα που βρισκόταν πιο κοντά στην Φάλαρεχ και πιο μακριά από τις ανατολικές όχθες του Σάρηακ, ήταν ξύλινο και τώρα είχε σηκωθεί, απαγορεύοντας τη διέλευση.
«Η αντίδρασή τους είναι λογική,» φώναξε ο Χάλρεοκ στον Τάμπριελ, ο οποίος καθόταν πάνω στον ελέφαντά του. «Φοβούνται ότι ίσως ήρθαμε να πολιορκήσουμε την πόλη.»
«Θα πρέπει, λοιπόν, να διασκεδάσουμε αυτό τον φόβο τους,» αποκρίθηκε εκείνος κατεβαίνοντας από τον ελέφαντα. «Σε γνωρίζουν εδώ, Χάλρεοκ;»
«Προσωπικά, όχι. Η Αρχόντισσα της Φάλαρεχ, όμως, σίγουρα θα δεχτεί να μου μιλήσει όταν μάθει ποιος είμαι.»
«Και καλύτερα να βιαστούμε,» τόνισε ο Καλέφραζ· «ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Η Αρχόντισσα ίσως να έχει ήδη στείλει αγγελιαφόρους, ζητώντας στρατιωτική αρωγή από τις τριγυρινές περιοχές και από τη Βασίλισσα.»
Ο Τάμπριελ έκανε νόημα στον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ να έρθει κοντά, κι εκείνος ήρθε.
«Φαίνεται πως δεν είμαστε καλοδεχούμενοι εδώ, Καζίτο’ναρ,» είπε.
«Μην κρίνεις από τώρα. Οι υπερασπιστές της πόλης δεν ξέρουν ότι είμαι εγώ μαζί σας, ούτε ο Χάλρεοκ ή ο Καλέφραζ. Θα πάμε, όμως, να τους μιλήσουμε. Μέχρι τότε, μην κάνετε τίποτα που μπορεί να το εκλάβουν ως εχθρική κίνηση.»
«Δε χρειάζεται ν’ανησυχείς γι’αυτό, Καζίτο’ναρ. Αλλά δεν μπορούμε να σ’αφήσουμε να πας μόνος στην πόλη. Κάποιοι από εμάς πρέπει να έρθουν μαζί σου.»
«Ας έρθουν. Όμως όχι πολλοί. Όχι παραπάνω από δύο.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ κατένευσε. «Όπως επιθυμείς.» Και απομακρύνθηκε, μάλλον πηγαίνοντας να ειδοποιήσει κάποιους από τους πολεμιστές του, ή τους μάγους του.
«Δε μ’αρέσει το γεγονός ότι θέλουν παντού να σε συνοδεύουν,» είπε ο Χάλρεοκ στον Τάμπριελ. «Αυτό ίσως να αποδειχτεί προβληματικό σε ορισμένους χώρους.»
«Ας επικεντρωθούμε σε ό,τι έχουμε μπροστά μας ετούτη τη στιγμή, καλύτερα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ επέστρεψε μαζί με έναν πολεμιστή του και τη μάγισσα Χιρκόμο, και είπε στον Καζίτο’ναρ ότι αυτοί θα τον συνόδευαν. Ο Τάμπριελ τον ευχαρίστησε, και ύστερα βάδισε προς τη γέφυρα της Φάλαρεχ μαζί με τους δύο Ταργκάφλι, τον Χάλρεοκ, τον Καλέφραζ, και την Ανταρλίδα. Ανέβηκαν στο πέτρινο κατασκεύασμα και προχώρησαν επάνω του, αποφασιστικά αλλά όχι βιαστικά. Κανένας από τους υπερασπιστές στα τείχη δεν επιχείρησε να τους τοξέψει, ούτε έκανε καμία άλλη φανερή κίνηση: πράγμα το οποίο ήταν, αναμφίβολα, καλό σημάδι. Σήμαινε πως ήταν πρόθυμοι να μιλήσουν για να μάθουν τι ήθελαν οι Ταργκάφλι που είχαν συγκεντρωθεί στην ανατολική όχθη του Σάρηακ.
Ο Τάμπριελ και οι σύντροφοί του στάθηκαν, μέσα στο λυκόφως, στη δυτική άκρη της πέτρινης γέφυρας, εκεί όπου αυτή συνδεόταν με το ξύλινο τμήμα της το οποίο ήταν τώρα σηκωμένο. Οι πολεμιστές στα τείχη φαίνονταν πιο καθαρά από εδώ, καθώς δεν βρίσκονταν και τόσο μακριά πλέον.
«Ποιοι είστε;» φώναξε κάποιος – ο Τάμπριελ δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα περισσότερο από μια σκοτεινή φιγούρα που είχε το τελευταίο φως του ήλιου πίσω της. «Τι ζητάτε εδώ;»
«Το όνομά μου είναι Χάλρεοκ λαρ Παρένταζ,» φώναξε ο Χάλρεοκ, «και είμαι ο Πρώτος Υπασπιστής του Δεξιού Χεριού του Θρόνου! Μαζί μου έχω τον Καλέφραζ λαρ Όρτεοβ, Βασιλικό Γραμματικό στο Παλάτι της Φέντινκεχ, και τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα που ήρθαν από το Ρήγμα! Δεν είμαστε εδώ με εχθρικές προθέσεις!»
«Και τι είναι αυτοί στην ανατολική όχθη;»
«Ταργκάφλι είναι,» φώναξε ο Τάμπριελ, «αλλά δεν είναι εχθροί σας. Είναι μαζί μου.»
«Δεν περιμένετε, ασφαλώς, η Αρχόντισσα να ανοίξει την πύλη της πόλης της για να μπουν αυτοί οι βάρβαροι στο Βασίλειο!»
«Περιμένουμε να ανοίξει την πύλη της πόλης της για να μπούμε εμείς,» απάντησε ο Τάμπριελ. «Εγώ και αυτοί που με συνοδεύουν.»
Η σκοτεινή μορφή του άντρα έφυγε από τις επάλξεις. Η ησυχία ήταν δυνατή ύστερα από τις φωνές. Ένας ψυχρός άνεμος φύσηξε από τα δάση που φαίνονταν στα βόρεια: ευχάριστος, για την ώρα, μετά από την καλοκαιρινή κάψα της ημέρας.
Το σκοτάδι πύκνωσε.
Το ξύλινο τμήμα της γέφυρας κατέβηκε. Η πύλη της Φάλαρεχ άνοιξε αποκαλύπτοντας πίσω της οπλισμένους πολεμιστές. Ανάμεσά τους ήταν ο άντρας που είχε μιλήσει και πριν· τουλάχιστον η φωνή του ακουγόταν ίδια.
«Περάστε,» είπε. «Η Αρχόντισσα θα μιλήσει μαζί σας.»
Πλησιάζοντας, ο Τάμπριελ είδε ότι ήταν λευκός, με ξανθά μαλλιά και ξυρισμένο πρόσωπο. Φορούσε αρματωσιά από φερίλιο, και κρατούσε το κράνος του παραμάσκαλα. Στο πλευρό του κρεμόταν ένα μεγάλο ξίφος.
«Ονομάζομαι Κελντίναζ λαρ Ναρχάεζ,» συστήθηκε, «και είμαι Φρούραρχος της Φάλαρεχ.»
Λαρ Ναρχάεζ σήμαινε γιος του Ναρχάεζ, όπως ήξερε ο Τάμπριελ. Συνωνυμία, προφανώς, με τον Ναρχάεζ το Δεξί Χέρι του Θρόνου.
«Χαίρω πολύ, Φρούραρχε,» είπε. «Αναμφίβολα θα έχεις ακούσει για εμένα και για την Ανταρλίδα.»
Ο Κελντίναζ ένευσε κοφτά. Κι ύστερα κοίταξε τον Χάλρεοκ, παρατηρώντας την αμφίεσή του σα να ήθελε να βεβαιωθεί ότι όντως ήταν αυτός που έλεγε και όχι κάποιος απατεώνας.
«Μας συγχωρείτε για την αναστάτωση,» είπε ο Πρώτος Υπασπιστής του Δεξιού Χεριού. «Ίσως θα έπρεπε να είχα έρθει πριν από τους υπόλοιπους για να σας ειδοποιήσω· αλλά η Βασίλισσα με έχει προστάξει να είμαι πάντα στο πλευρό του Τάμπριελ και της Ανταρλίδας, και δεν μπορούσα να τους εγκαταλείψω παρά το πλήθος των Ταργκάφλι γύρω τους.»
«Μιλάς σαν οι Ταργκάφλι να είναι σύμμαχοί μας ξαφνικά…»
«Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι. Ή, μάλλον, είναι σύμμαχοι του Τάμπριελ.»
Ο Κελντίναζ κοίταξε τη Χιρκόμο και τον πολεμιστή πλάι της με καχυποψία, καθώς ήταν φανερά Ταργκάφλι, όχι άνθρωποι του Τάρσαζ.
«Καλώς,» είπε στον Χάλρεοκ. «Ελάτε· θα σας πάω στην Αρχόντισσα.»
Και τους οδήγησε στο Μέγαρο της Φάλαρεχ, το οποίο βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Καθοδόν, ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα παρατήρησαν ότι οι δρόμοι ήταν άδειοι αλλά πολλοί κάτοικοι κοίταζαν από τα παράθυρα. Οι πάντες είχαν κλειδαμπαρωθεί λόγω της άφιξης των Ταργκάφλι. Μάλλον νόμιζαν ότι θα γινόταν πολιορκία.
Η Αρχόντισσα Ισίλνεμ της Φάλαρεχ τούς περίμενε σε μια μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου, ντυμένη μ’ένα μακρύ, γκρίζο φόρεμα με κρόσσια. Ήταν ψηλή, μαυρόδερμη, και είχε πράσινα, σπαστά μαλλιά που έπεφταν στην πλάτη και στους ώμους της. Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα, και η όψη της φανέρωνε την ανησυχία και την ενόχλησή της για την παρουσία των Ταργκάφλι έξω απ’την πόλη της. Τα χείλη της ήταν σμιγμένα.
Ο σύζυγός της, που ονομαζόταν Κίμλοροκ, στεκόταν πλάι της. Ένας άντρας ψηλός σαν κι εκείνη, με φαρδείς ώμους, πλατύ στέρνο, γωνιώδες πρόσωπο, και γκρίζα μούσια και μαλλιά. Το δέρμα του ήταν λευκό, και φορούσε μπλε παντελόνι και πράσινο χιτώνιο. Πρέπει, στα χρόνια, να ήταν λίγο πιο μεγάλος από τη σύζυγό του.
Ο Φρούραρχος Κελντίναζ σύστησε την Αρχόντισσα Ισίλνεμ και τον Άρχοντα Κίμλοροκ, κι έπειτα τον Τάμπριελ και τους συντρόφους του.
«Τι συμβαίνει στην ανατολική όχθη;» απαίτησε ο Κίμλοροκ. «Προς τι αυτή η… συγκέντρωση;»
«Δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία, Άρχοντά μου,» του είπε ο Χάλρεοκ. «Οι Ταργκάφλι δεν είναι εδώ ως εχθροί.»
«Γιατί είναι εδώ, τότε;» ρώτησε η Αρχόντισσα Ισίλνεμ.
«Διότι ακολουθούν εμένα,» εξήγησε ο Τάμπριελ.
Η Ισίλνεμ τον ατένισε μ’επιφύλαξη· το πορφυρό του δέρμα φαινόταν να την τρομάζει: και σίγουρα είχε ακούσει πολλά γι’αυτόν, αλήθειες και ψέματα. «Και γιατί σ’ακολουθούν, Τάμπριελ;»
«Έχω τη θεά τους εδώ μέσα.» Ο Τάμπριελ άγγιξε το περιδέραιο που κρεμόταν στο στήθος του.
«Τη θεά τους;»
«Ναι. Βιβεϊρλώταθ ονομάζεται. Φρουρούσε το Άγκιστρο του Κόσμου, αλλά τώρα είναι μαζί μου.»
«Φοβάμαι πως δεν καταλαβαίνω,» είπε η Ισίλνεμ. «Ίσως θα έπρεπε να φέρουμε έναν ιερέα…» Κοίταξε τον σύζυγό της.
«Δε νομίζω ότι ο ιερέας θα μπορεί να σας βοηθήσει σε τίποτα,» είπε ο Τάμπριελ. «Τα πράγματα έχουν όπως σας τα λέω.»
«Και τι θέλεις τώρα;» ρώτησε ο Κίμλοροκ. «Ν’αφήσουμε τους Ταργκάφλι σου να περάσουν από την πόλη μας και να μπουν στο Βασίλειο;»
«Δεν είναι δικοί μου οι Ταργκάφλι, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Έχουμε μια συμφωνία μεταξύ μας.»
«Ποιος είναι ο σκοπός σου που τους φέρνεις στο Τάρσαζ;» ρώτησε, απότομα και μάλλον καχύποπτα, η Ισίλνεμ.
«Δεν έχω συγκεκριμένο σκοπό. Πιστεύω, όμως, ότι ίσως να σας βοηθήσουν στο προσεχές μέλλον.»
«Να μας βοηθήσουν; Πώς;»
«Οι… σχέσεις σας με την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας σύντομα θα ενταθούν, Αρχόντισσά μου.»
«Λες και δεν έχουν ενταθεί ήδη,» σχολίασε ο Κίμλοροκ.
Ο Χάλρεοκ ρώτησε αμέσως: «Έχουμε πόλεμο;»
«Απ’όσο γνωρίζω, όχι ακόμα, Υπασπιστή. Αλλά ακούω πως έχουν γίνει πολλές αψιμαχίες στα δυτικά σύνορα.»
Ο Χάλρεοκ ατένισε τον Τάμπριελ· το βλέμμα του έμοιαζε να λέει: Είχες δίκιο, λοιπόν…
Ο Τάμπριελ ρώτησε την Ισίλνεμ: «Έχουμε την άδειά σας να περάσουμε, Αρχόντισσά μου;»
Η Ισίλνεμ κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορώ εγώ να σας δώσω αυτή την άδεια. Δεν μπορώ ν’αφήσω τόσους Ταργκάφλι να μπουν στο Τάρσαζ. Θα πρέπει να μιλήσετε με τη Βασίλισσα· εκείνη θ’αποφασίσει.»
Ο Χάλρεοκ είπε: «Καταλαβαίνουμε, Αρχόντισσά μου.»
«Το μόνο που μπορώ να κάνω εγώ είναι να φιλοξενήσω εσάς – και μόνο εσάς – στο Μέγαρό μου.»
Ο Τάμπριελ ήξερε ότι δεν είχε άλλη επιλογή απ’το να δεχτεί αυτή την απόφαση της Αρχόντισσας της Φάλαρεχ· και η αλήθεια ήταν πως εξαρχής φοβόταν ότι έτσι θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Κανένας δεν θα ήθελε να πάρει την ευθύνη και να επιτρέψει σε δύο χιλιάδες Ταργκάφλι να μπουν στο Βασίλειο· μόνο η Βασίλισσα μπορούσε να το κάνει αυτό.
«Σας ευχαριστούμε, Αρχόντισσά μου,» είπε κλίνοντας ευγενικά το κεφάλι. «Προσωπικά, όμως, θα πρέπει να αρνηθώ τη φιλοξενία σας, για να επιστρέψω στους Ταργκάφλι και να μιλήσω μαζί τους. Ωστόσο, ο Χάλρεοκ και ο Καλέφραζ μπορούν να μείνουν, αν το επιθυμούν.» Για την Ανταρλίδα δεν είπε τίποτα επειδή ήταν βέβαιος πως αποκλείεται να τον άφηνε μακριά της· και η Χιρκόμο κι ο Ταργκάφλι πολεμιστής θα ήθελαν σίγουρα κι αυτοί να επιστρέψουν στην ανατολική όχθη.
Ο Χάλρεοκ είπε: «Θα πάμε όπου πας εσύ, Τάμπριελ.»
Ο Καλέφραζ έγνεψε καταφατικά.
«Όπως επιθυμείτε,» είπε η Ισίλνεμ, μοιάζοντας να μην έχει στενοχωρηθεί ή προσβληθεί στο ελάχιστο που δεν δέχτηκαν τη φιλοξενία της· τουναντίον, έδειχνε ανακουφισμένη. «Ο Φρούραρχος θα σας συνοδέψει μέχρι τη γέφυρα.»
Το χειρότερο με τον Μεγάλο Προφήτη ήταν ότι, από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στον κόσμο μας, άρχισε να κάνει εχθρούς. Ισχυρούς εχθρούς. Επικίνδυνους. Από αυτούς που αν ένας κανονικός άνθρωπος τούς έχει πρέπει να σκέφτεται πολύ σοβαρά να αυτοκτονήσει, ή, τέλος πάντων, να πάει πολύ, πολύ μακριά· ίσως τόσο μακριά όσο οι Ερημιές του Τέλους του Κόσμου.
Από την άλλη, βέβαια, έχω την εντύπωση πως, ακόμα κι αν ο Μεγάλος Προφήτης πήγαινε εκεί, οι εχθροί του θα έρχονταν να τον αναζητήσουν…
Το καλό ήταν ότι είχε και ισχυρούς συμμάχους, ανάμεσα στους οποίους σίγουρα δεν συγκαταλέγομαι εγώ. Εγώ είμαι μονάχα ένας χρονικογράφος του. Οι εχθροί του, όμως, πολλές φορές δεν έλεγαν να το κατανοήσουν αυτό. Νόμιζαν ότι ήμουν κι εγώ επικίνδυνος σαν εκείνον. Ή ίσως να μην ήμουν παρά ένα έντομο γι’αυτούς· κι αν ένα έντομο πατηθεί κατά την πάλη δύο γιγάντων, θα το προσέξουν οι γίγαντες;4
*
* * *
*
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα έφυγαν από τη Φάλαρεχ το επόμενο πρωί, με την αυγή. Μαζί τους είχαν τον Καλέφραζ, τον Χάλρεοκ και τους πέντε πολεμιστές του, τον Αλίρκωπ (που επέμενε να έρθει) και τον Θυμό, και τη Χιρκόμο και δύο Ταργκάφλι πολεμιστές – ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ το θεωρούσε αδιανόητο να αφήσει τον Καζίτο’ναρ να ταξιδέψει τόσο μακριά μόνος του: και λίγους έλεγε πως είχε στείλει μαζί του, πολύ λίγους, επειδή ο Τάμπριελ τού είχε εξηγήσει πως, με περισσότερους, θα προκαλούνταν προβλήματα στο εσωτερικό του Τάρσαζ.
Το πρώτο βράδυ κοιμήθηκαν στο πλάι της λιθόστρωτης δημοσιάς που οδηγούσε προς τα δυτικά του Βασιλείου. Το επόμενο σούρουπο, όμως, βρίσκονταν στη Ναλκέμ, στις όχθες της μεγάλης λίμνης Σάρφεχ. Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα είχαν ξαναπεράσει από εδώ όταν είχαν πρωτοέρθει στο Τάρσαζ και σε τούτο τον απομονωμένο κόσμο. Ο Χάλρεοκ τούς οδήγησε στο Μέγαρο του Άρχοντα της περιοχής για να περάσουν τη νύχτα. Συγχρόνως, προσπάθησε να κάνει προετοιμασίες για να φύγουν αύριο το πρωί με πλοίο, εξηγώντας στον Άρχοντα ότι η αποστολή τους ήταν επείγουσα: έπρεπε να μιλήσουν στη Βασίλισσα το συντομότερο δυνατό. Ακόμα και μία ημέρα καθυστέρηση πιθανώς να αποδεικνυόταν, αν όχι μοιραία, σίγουρα προβληματική. Ο Άρχοντας, που ονομαζόταν Τερνόελ και ήταν προχωρημένης ηλικίας, ρώτησε τι μπορεί να ήταν τόσο σημαντικό· και ο Χάλρεοκ αναγκάστηκε να του απαντήσει ότι δύο χιλιάδες Ταργκάφλι βρίσκονταν στα ανατολικά σύνορα του Βασιλείου. Το ρυτιδωμένο πρόσωπο του Άρχοντα Τερνόελ ρυτιδώθηκε ακόμα περισσότερο, ενώ τα γαλανά του μάτια στένεψαν και τα πυκνά του φρύδια σούφρωσαν. «Μην ανησυχείτε, όμως,» είπε ο Χάλρεοκ· «είναι σύμμαχοί μας. Σύμμαχοι του Τάμπριελ, όπως αυτοί που μας συντροφεύουν.» Και ο Άρχοντας της Ναλκέμ τότε, και μόνο τότε, φάνηκε να παρατηρεί ότι η Χιρκόμο, οι δύο πολεμιστές μαζί της, και ο Αλίρκωπ ήταν Ταργκάφλι· πριν, δεν πρέπει να το είχε αντιληφτεί. Πράγμα όχι και τόσο παράλογο: εκτός απ’το γεγονός ότι ο Τερνόελ ήταν μιας κάποιας ηλικίας και η όρασή του, αναμφίβολα, θα αδυνάτιζε, κανένας δεν θα φανταζόταν πως ένας μαχητής της Βασίλισσας όπως ο Χάλρεοκ θα ταξίδευε μαζί με Ταργκάφλι μέσα στο ίδιο το Τάρσαζ. Ο Άρχοντας της Ναλκέμ, ωστόσο, δεν έκανε φασαρία, αν και η δυσαρέσκεια ήταν καταφανής στο πρόσωπό του. Τους υποσχέθηκε ότι θα φρόντιζε να φύγουν από την πόλη του το συντομότερο δυνατό.
Μόλις ξημέρωσε, ένα καράβι τούς περίμενε για να τους πάρει από τη Ναλκέμ και να τους πάει στη Φέντινκεχ. Ο άνεμος δεν ήταν ευνοϊκός – είχε άπνοια, και τρομερή ζέστη – αλλά οι κωπηλάτες έκαναν καλά τη δουλειά τους, ωθώντας το σκάφος επάνω στα γυαλιστερά νερά της λίμνης Σάρφεχ και, μετά το μεσημέρι, επάνω στον ποταμό Νύραλοκ.
«Τα πνεύματα είναι κρυμμένα βαθιά εδώ πέρα,» είπε ο Αλίρκωπ στον Τάμπριελ, καθώς στέκονταν στην άκρη του καταστρώματος με τους αγκώνες τους ακουμπισμένους στην κουπαστή.
«Βαθιά κάτω απ’το νερό;»
«Δε μιλάω για τη λίμνη μονάχα· μιλάω για όλες τις περιοχές που έχουμε περάσει. Τα πνεύματα είναι λίγα, αδύναμα, και κρυμμένα. Φοβούνται κάποια πολύ ισχυρότερη παρουσία, νομίζω. Μπορώ να την αισθανθώ, διάχυτη παντού.»
«Ο Μαράνχαλωμ,» μουρμούρισε ο Τάμπριελ. Η Βιβεϊρλώταθ τον είχε ήδη προειδοποιήσει ότι κάτι που δεν την πολυσυμπαθούσε βρισκόταν εδώ: κάτι ισχυρό και μεγάλο, που δεν ανεχόταν την παρουσία κανενός άλλου ισάξιού του.
Ο Αλίρκωπ ένευσε. «Το ίδιο νομίζω κι εγώ.» Και χάιδεψε τον Θυμό ανάμεσα στα μυτερά του αφτιά. Ο σκύλος έβγαλε μια παραπονεμένη φωνή· η δυνατή ζέστη τον ενοχλούσε, και η γλώσσα του συνεχώς κρεμόταν έξω.
Τη νύχτα, μετά δυσκολίας κοιμήθηκαν όλοι τους, αλλά το πρωί έφτασαν στο λιμάνι της πρωτεύουσας του Τάρσαζ και βγήκαν από το σκάφος, πηγαίνοντας προς το Βασιλικό Παλάτι. Οι φρουροί τούς άφησαν να μπουν χωρίς να τους καθυστερήσουν, και η Βασίλισσα Παμράνεχ σύντομα τους δέχτηκε στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου. Μαζί της ήταν μια γυναίκα που ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα δεν αναγνώριζαν, αλλά σίγουρα πρέπει να είχε κάποιο αξίωμα. Ήταν ψηλή και λιγνή, με λευκό δέρμα και μαύρα μαλλιά δεμένα κότσο πίσω απ’το κεφάλι της. Τα μάτια της ήταν αυστηρά και τα χείλη της μικρά και άχρωμα. Φορούσε ένα πορφυρό φόρεμα με ψηλό, κλειστό γιακά και εφαρμοστά μανίκια.
«Επιτέλους είστε εδώ!» είπε η Βασίλισσα ενώ ο Χάλρεοκ και οι υπόλοιποι υποκλίνονταν αντίκρυ της – ακόμα και οι Ταργκάφλι, όπως τους είχε δείξει ο Πρώτος Υπασπιστής προτού φτάσουν στη Φέντινκεχ. «Γιατί αργήσατε τόσο; Σε χρειαζόμαστε, Ανταρλίδα. Πρέπει να τελειοποιήσεις τα όπλα μας!»
«Θα κάνω ό,τι μπορώ, Βασίλισσά μου, τώρα που είμαι και πάλι στη Φέντινκεχ,» αποκρίθηκε η Μαύρη Δράκαινα.
«Το εύχομαι, γιατί βιαζόμαστε. Συνεχώς επιθέσεις γίνονται στα δυτικά μας σύνορα, από τις δυνάμεις της Κοινωνίας.»
«Είχαμε ακούσει ότι δεν πρόκειται παρά για αψιμαχίες, Βασίλισσά μου,» είπε ο Χάλρεοκ.
«Αψιμαχίες είναι,» τον διαβεβαίωσε η γυναίκα με το πορφυρό φόρεμα πλάι στην Παμράνεχ, «αλλά πιο άγριες από άλλες φορές. Και φοβόμαστε ότι θα ακολουθήσει μαζική επίθεση. Το Δεξί Χέρι βρίσκεται ήδη στα δυτικά σύνορα, και έχει πάρει μαζί του αρκετά από τα καινούργια όπλα.»
«Τα όπλα δεν είναι ακόμα έτοιμα!» πετάχτηκε η Ανταρλίδα.
«Ο Βόρχαμ τα ετοίμασε,» εξήγησε η Παμράνεχ, «όσο καλύτερα μπορούσε. Αν και εξακολουθούν να υπάρχουν, ασφαλώς, κάποια προβλήματα, όπως μου είπε· γι’αυτό κιόλας χρειάζεται εσένα. Ορισμένα από τα όπλα έχουν αποδειχτεί επικίνδυνα–»
«Βασίλισσά μου, είναι επικίνδυνα,» τόνισε η Ανταρλίδα. «Δεν είναι έτοιμα για να μπουν σε μάχη ακόμα.»
Η Παμράνεχ ένευσε. «Θα το συζητήσεις μαζί του και είμαι βέβαιη πως θα βρείτε μια λύση.»
«Κανονικά, δεν έπρεπε να είχατε επιτρέψει στο Δεξί Χέρι να τα πάρει μαζί του στα δυτικά σύνορα.»
«Δε μου το ζήτησε εκείνος,» εξήγησε η Παμράνεχ· «εγώ επέμεινα να τα πάρει, για να τα δοκιμάσει.»
Είσαι ανόητη! σκέφτηκε θυμωμένα η Ανταρλίδα. Δεν έχεις ιδέα τι κάνεις. Αυτά τα όπλα μπορούν να εκραγούν στα χέρια των στρατιωτών σου!
«Θα σας πρότεινα να του πείτε να τα επιστρέψει,» είπε η Ανταρλίδα. «Πρέπει να τελειοποιηθούν πρώτα.»
«Τα όπλα αυτά μπορούν να αποτελέσουν μεγάλο πλεονέκτημα εναντίον της Κοινωνίας,» τόνισε η γυναίκα με το πορφυρό φόρεμα.
Η Ανταρλίδα την κοίταξε ερωτηματικά· το βλέμμα της έλεγε, ξεκάθαρα: Και ποια είσαι εσύ; «Δεν είναι, όμως, έτοιμα ακόμα.»
«Ο αλχημιστής είπε ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ύστερα από τις βελτιώσεις που έκανε όσο έλειπες.»
«Άλλο ‘μπορούν να χρησιμοποιηθούν’ και άλλο ‘είναι έτοιμα για μάχη’, μα τους θεούς!» είπε έντονα η Ανταρλίδα. «Οι εκρηκτικές ύλες χρειάζονται ακόμα επεξεργασία, όπως επίσης και το σχήμα των όπλ–»
«Τώρα, λοιπόν, που είσαι εδώ μπορείς να πας να το συζητήσεις με τον Βόρχαμ,» τη διέκοψε η γυναίκα με το πορφυρό φόρεμα, μοιάζοντας ενοχλημένη.
Τα μάτια της Ανταρλίδας στένεψαν. «Και ποια είσαι εσύ;» ρώτησε, αφού η συνομιλήτριά της δεν το είχε κρίνει απαραίτητο τόση ώρα να συστηθεί, και ούτε η Βασίλισσα την είχε συστήσει.
«Δε γνωρίζεστε;» είπε η Παμράνεχ, έκπληκτη, προτού μιλήσει η γυναίκα με το πορφυρό φόρεμα. «Η Κελνίχηβ είναι το Αριστερό Χέρι του Θρόνου. Νόμιζα ότι γνωριζόσασταν.»
«Δεν είχαμε την τιμή…» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα.
«Τη θεωρώ από τα πιο έμπιστα πρόσωπα στο Βασίλειο,» δήλωσε η Βασίλισσα.
Απορώ γιατί, σκέφτηκε η Ανταρλίδα.
«Σας ευχαριστώ, Μεγαλειοτάτη,» είπε η Κελνίχηβ.
Ο Τάμπριελ καθάρισε τον λαιμό του. «Μεγαλειοτάτη, αν μου επιτρέπετε…»
«Ασφαλώς.»
«Βρισκόμαστε εδώ για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο. Δύο χιλιάδες Ταργκάφλι είναι έξω από τα ανατολικά σύνορα του Βασιλείου–»
«Τι;» εξεπλάγη η Παμράνεχ.
«Σας διαβεβαιώνω, δεν υπάρχει κίνδυνος. Είναι σύμμαχοί μου. Χρειάζομαι, όμως, την άδειά σας για να τους αφήσει η Αρχόντισσα Ισίλνεμ της Φάλαρεχ να περάσουν τα σύνορα.»
«Δύο χιλιάδες Ταργκάφλι;» είπε η Κελνίχηβ. «Να περάσουν τα σύνορα του Τάρσαζ; Σίγουρα, αστειεύεσαι!»
«Δεν είναι εχθροί μας,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Με ακολουθούν επειδή η θεά τους βρίσκεται εδώ.» Έπιασε τον αργυρό δίσκο του περιδέραιού του. Μέσα στο πολυεδρικό, ημιδιαφανές πετράδι στο κέντρο του, η Βιβεϊρλώταθ σάλεψε. Η παρουσία της Κελνίχηβ δεν της άρεσε καθόλου, προειδοποίησε τον Τάμπριελ· ήταν εχθρική, αρνητική.
«Ποια θεά τους;» ρώτησε η Παμράνεχ, και ο Τάμπριελ τής εξήγησε για το Άγκιστρο του Κόσμου και για τη Βιβεϊρλώταθ.
«Στη Γη των Ταργκάφλι ανακάλυψα πολλά χρήσιμα πράγματα για τη φύση αυτού του κόσμου, Μεγαλειοτάτη: πράγματα που ίσως να με βοηθήσουν να κάνω το Ρήγμα να εξαφανιστεί.»
«Και τι σχέση έχει αυτό με τους δύο χιλιάδες Ταργκάφλι που θέλουν να μπουν στο Τάρσαζ;» απαίτησε η Κελνίχηβ.
«Οι Ταργκάφλι της Βινέρνι πηγαίνουν όπου πηγαίνει και η θεά τους. Εδώ και αιώνες ήταν προστάτιδά τους, και τη λατρεύουν· δεν μπορούν να την εγκαταλείψουν τώρα.»
«Δηλαδή,» είπε το Αριστερό Χέρι του Θρόνου, «θέλεις να φέρεις μια καινούργια θρησκεία στο Βασίλειο; Μια θρησκεία βαρβάρων;»
Ο Τάμπριελ απάντησε ήρεμα, ψυχρά: «Η λατρεία των Ταργκάφλι για τη Βιβεϊρλώταθ δεν μοιάζει καθόλου με τη λατρεία των κατοίκων του Τάρσαζ για τον Μαράνχαλωμ. Δεν πρόκειται για ‘θρησκεία’ όπως την εννοείται εσείς. Κι επιπλέον, έχω ‘δει’ ότι οι Ταργκάφλι θα σας προσφέρουν πολύτιμη βοήθεια.»
«Τι βοήθεια;» Η Παμράνεχ ήταν που μίλησε τώρα.
«Εναντίον του Μεγάλου Ιεράρχη. Ανοιχτός πόλεμος θα ξεκινήσει σε λίγο καιρό, Βασίλισσά μου, ανάμεσα στο Τάρσαζ και στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας· το έχω ‘δει’.»
«Καταστροφολογίες…» άκουσαν ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα την Κελνίχηβ να μουρμουρίζει κάτω απ’την ανάσα της.
«Επειδή αποφασίσαμε να συντρέξουμε το Ώσρανοκ;» ρώτησε η Παμράνεχ.
«Το αποφασίσατε, τελικά;» είπε ο Τάμπριελ.
«Δεν το έχουμε αποφασίσει ακόμα, αλλά το σκεφτόμαστε. Ειδικά όταν τα καινούργια όπλα είναι έτοιμα. Ο Μέγας Ιεράρχης δεν θα έχει ελπίδα εναντίον μας, τότε!»
Μην είσαι τόσο σίγουρη γι’αυτό, συλλογίστηκε ο Τάμπριελ. Αλλά είπε: «Δεν μπορώ να γνωρίζω τον λόγο για τον οποίο θα γίνει ο πόλεμος. Έχω ‘δει’, όμως, ότι θα γίνει. Έχω δει τον στρατό σας να συγκρούεται μαζικά με μαχητές από την Κοινωνία. Πολλοί από τους πολεμιστές σας κρατάνε όπλα σαν αυτά που σας βοηθά η Ανταρλίδα να φτιάξετε· αλλά και πολλοί μαχητές της Κοινωνίας κρατούν παρόμοια όπλα.»
«Γιατί;» έκανε, αμέσως, η Παμράνεχ. «Πώς έμαθαν να τα φτιάχνουν;»
«Δεν γνωρίζω.»
Η Ανταρλίδα είπε: «Μπορεί να αντέγραψαν τα δικά σας, Βασίλισσά μου.»
«Ας σταματήσουμε να μιλάμε υποθετικά,» πρότεινε επιτακτικά η Κελνίχηβ. «Αυτό δεν έχει συμβεί ακόμα, και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι θα συμβεί.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Η αλήθεια είναι πως δεν πραγματοποιούνται όλα όσα βλέπω.»
Τα μάτια της Κελνίχηβ στένεψαν παρατηρώντας τον επικριτικά. «Βολικό για σένα…»
«Τα περισσότερα, όμως, πραγματοποιούνται,» πρόσθεσε ο Τάμπριελ, εσκεμμένα.
Το βλέμμα του Αριστερού Χεριού αγρίεψε περισσότερο.
Ο Τάμπριελ στράφηκε στη Βασίλισσα πάλι. «Θα έχουμε την άδειά σας να βάλουμε τους Ταργκάφλι στο Τάρσαζ, Μεγαλειοτάτη;»
Η Παμράνεχ φάνηκε διστακτική, ακουμπώντας τα δάχτυλά της στην επιφάνεια του ξύλινου τραπεζιού μπροστά στο οποίο στεκόταν. Η Κελνίχηβ την πλησίασε και ψιθύρισε κάτι στ’αφτί της.
Η Βασίλισσα ρώτησε τον Τάμπριελ: «Δεν μπορείς να τους δώσεις πίσω τη θεά τους και να τους στείλεις στη Γη τους;»
«Φοβάμαι πως αυτό δεν είναι εφικτό,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Η Βιβεϊρλώταθ είναι δεμένη μαζί μου τώρα.» Τούτο δεν ήταν απόλυτα αληθές, φυσικά. Ναι μεν δεν μπορούσε ακριβώς να τους δώσει πίσω τη θεά τους, αλλά μπορούσε να ελευθερώσει τη Βιβεϊρλώταθ από το περιδέραιο και να την αφήσει να… να πάει όπου πίστευε η ίδια – αν και μάλλον θα ήταν χαμένη, τώρα που βρισκόταν έξω από το Άγκιστρο.
Στην Κελνίχηβ δεν φαινόταν ν’άρεσε καθόλου η απάντησή του· η Βασίλισσα Παμράνεχ, όμως, είπε: «Εντάξει τότε· έχεις την άδειά μου να τους βάλεις στο Βασίλειο. Ωστόσο,» τόνισε, «θα είσαι υπεύθυνος γι’αυτούς, Τάμπριελ. Θα φροντίσεις να μην προκαλέσουν καταστροφές ή αναταραχές εδώ.»
«Το υπόσχομαι, Μεγαλειοτάτη. Όπως θα διαπιστώσετε και η ίδια, οι Ταργκάφλι δεν είναι τόσο άγριοι όσο φημολογείται.»
Η Βασίλισσα κάθισε στην ψηλή καρέκλα πλάι της και πήρε χαρτί και μελάνη για να δώσει γραπτώς την άδειά της στον Τάμπριελ.
Η Κελνίχηβ αποχώρησε από την αίθουσα καθώς η Παμράνεχ έγραφε.
*
Αφού η Βασίλισσα συνέταξε την άδειά της σχετικά με τους Ταργκάφλι, πρόσταξε τους υπηρέτες του παλατιού να οδηγήσουν τον Τάμπριελ και τους συντρόφους του στον ξενώνα και να τους προσφέρουν φαγητό και ό,τι άλλο επιθυμούσαν, γιατί πλησίαζε ήδη μεσημέρι. Προτού φύγουν όμως από την αίθουσα του θρόνου, η Παμράνεχ είπε στην Ανταρλίδα να μείνει εδώ, στο παλάτι, όταν ο Τάμπριελ θα πήγαινε στη Φάλαρεχ. «Πρέπει να συνεχίσεις την κατασκευή των όπλων,» της τόνισε. «Ο Βόρχαμ σε χρειάζεται.»
«Το ξέρω, Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνη, «αλλά δεν θ’αφήσω τον Τάμπριελ να πάει μόνος του στη Φάλαρεχ.»
«Δεν υπάρχει περίπτωση να κινδυνέψει· θα στείλω τον Χάλρεοκ μαζί του, και είκοσι πολεμιστές.»
«Παρ’όλ’αυτά, θα τον συνοδέψω κι εγώ.»
Η Παμράνεχ χτύπησε το χέρι της πάνω στο τραπέζι. «Γιατί είσαι τόσο ξεροκέφαλη;» Η κίνησή της έμοιαζε σχεδόν παιδική, παρορμητική.
«Πιστεύω ότι ο Τάμπριελ ίσως να βρίσκεται σε μεγαλύτερο κίνδυνο από πριν. Δεν είχαμε χρόνο να σας το διηγηθούμε, αλλά στην Καρκούμ ένας Ιεράρχης προσπάθησε να τον αιχμαλωτίσει· και τώρα, είμαστε πλέον βέβαιοι πως οι Ιεράρχες τον θέλουν νεκρό. Θα πάω μαζί του στη Φάλαρεχ και, επιστρέφοντας, σας υπόσχομαι ότι θα ασχοληθώ αποκλειστικά με την κατασκευή των όπλων.»
Η Παμράνεχ έμεινε σιωπηλή για μερικές ανάσες, μετά είπε: «Εντάξει. Αλλά να μην αργήσετε να επιστρέψετε. Θέλω να έρθετε εδώ πριν από τους Ταργκάφλι· γιατί ξέρω ότι τέτοια μεγάλα πλήθη είναι αργοκίνητα.»
«Μην ανησυχείτε, Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ· «θα έρθουμε το ταχύτερο δυνατό.»
«Και επίσης,» πρόσθεσε η Παμράνεχ, «θέλω, όταν επιστρέψετε, να μου πείτε τα πάντα που συνέβησαν στο ταξίδι σας.»
«Δεν είχαμε σκοπό να κρύψουμε τη σύγκρουσή μας με τον Ιεράρχη,» τη διαβεβαίωσε ο Τάμπριελ· «απλώς, τώρα βιαζόμαστε να πάμε στη Φάλαρεχ προτού γίνει καμια παρεξήγηση με τους Ταργκάφλι· γι’αυτό κιόλας σας ανέφερα μόνο τα σημαντικότερα για να καταλάβετε πώς έχει η κατάσταση.»
Η Βασίλισσα ένευσε, δείχνοντας ικανοποιημένη από τις εξηγήσεις του.
*
«Μ’έχουν εκνευρίσει!» είπε η Ανταρλίδα στον Τάμπριελ όταν ήταν μόνοι τους στον ξενώνα. «Σε τελική ανάλυση, δεν είμαστε υπήκοοι της Παμράνεχ, ούτε δούλοι της.» Κάθονταν αντικριστά, κι ανάμεσά τους ήταν ένα τραπέζι στρωμένο με φαγητά.
«Νόμιζα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, «ότι οι Μαύρες Δράκαινες είχαν περισσότερη ψυχραιμία.»
«Ψυχραιμία έχω, αλλά η συμπεριφορά τους δε μ’αρέσει καθόλου. Ειδικά αυτό το Αριστερό Χέρι….» Η Ανταρλίδα σταμάτησε, μην ξέροντας πώς ακριβώς να εκφράσει εκείνο που είχε στο μυαλό της. Ήπιε μια γουλιά κρασί, σκεπτικά.
Ο Τάμπριελ έκοψε ένα κομμάτι κοκκινιστό κρέας, το πιρούνιασε, το έβαλε στο στόμα του, και το μάσησε. «Να σου εκμυστηρευτώ κάτι;»
«Λατρεύω τις εκμυστηρεύσεις,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα υπομειδιώντας.
«Πριν από κάποιον καιρό, ‘είδα’ τον Πρωθιερέα Έλνεφριζ μαζί με μια γυναίκα. Βρίσκονταν στο ίδιο κρεβάτι – και ακόμα και τότε δεν πίστεψα πως ήταν αδελφή του…»
«Και λοιπόν; Δε νομίζω ότι οι ιερείς του Μαράνχαλωμ απαγορεύεται να έχουν ερωμένες· απλά απαγορεύεται να παντρευτούν.»
«Η γυναίκα που είδα είναι το Αριστερό Χέρι, Ανταρλίδα.»
«Είσαι σίγουρος;»
«Τέτοια ομοιότητα δε μπορεί να είναι τυχαία.»
«Τα κέρατα του Κάρτωλακ…» καταράστηκε η Ανταρλίδα, και ήπιε άλλη μια γουλιά κρασί. «Η Αρχικατάσκοπος του Βασιλείου, δηλαδή, κοιμάται με τον εχθρό μας.»
«Επίσης, λένε πως τα έχει καλά και με τον Πρίγκιπα Μάρνεζ, ο οποίος δεν ξέρω κατά πόσο μας συμπαθεί.»
«Δε μ’ενθουσιάζουν όλ’αυτά. Σημαίνει ότι πρέπει να προσέχουμε πιο πολύ απ’ό,τι ήδη προσέχαμε. Ο ναύτης στο πλοίο του Ρέμικατ μπορεί να ήταν, τελικά, πληρωμένος από εκείνη. Είναι γνωστό πως έχει διασυνδέσεις παντού. Το οποίο είναι λογικό, άλλωστε· αυτή είναι η δουλειά της.»
Μετά το φαγητό, η Ανταρλίδα πήγε να επισκεφτεί τον Βασιλικό Αλχημιστή Βόρχαμ.
«Είναι μεσημέρι,» της είπε ο Τάμπριελ προτού φύγει. «Είσαι σίγουρη ότι θα είναι στο εργαστήριό του;»
«Στα διαμερίσματά του θα τον αναζητήσω. Πρέπει οπωσδήποτε να του μιλήσω,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα· και τώρα πήγαινε προς τα εκεί.
Φτάνοντας μπροστά στην εξώπορτα, χτύπησε με τις φάλαγγες των δαχτύλων του δεξιού χεριού, και περίμενε.
Ο Βόρχαμ δεν άργησε ν’ανοίξει, ντυμένος με μια ελαφριά, γκρίζα ρόμπα. Το λευκό του πρόσωπο έμοιαζε, όπως πάντα, χαμένο μέσα στα άσπρα μαλλιά και μούσια του. Δεν ήταν, όμως, και τόσο μεγάλος στην ηλικία όσο φαινόταν· γύρω στα πενήντα τον υπολόγιζε η Μαύρη Δράκαινα.
«Ανταρλίδα!» είπε, κι ένα χαμόγελο διακρίθηκε μέσα από τα μούσια του. «Το άκουσα ότι ο Τάμπριελ επέστρεψε, και ήμουν βέβαιος ότι θα ήσουν μαζί του. Είσαι καλά;»
«Καλά δεν φαίνομαι;» αποκρίθηκε εκείνη επιστρέφοντάς του το χαμόγελο. «Να περάσω;»
«Ναι, πέρασε, πέρασε.» Ο Βόρχαμ παραμέρισε απ’το κατώφλι της πόρτας, και η Ανταρλίδα μπήκε σ’έναν προθάλαμο που ένας μεγάλος καθρέφτης υπήρχε στον δεξή τοίχο.
«Δεν ενοχλώ…;» Ήξερε πως ο Βόρχαμ δεν έμενε μόνος· μαζί του έμενε η σύζυγός του, η οποία ήταν ευγενικής καταγωγής σε αντίθεση μ’εκείνον.
«Όχι, όχι,» είπε ο αλχημιστής με τον συνηθισμένο του τρόπο, που έμοιαζε να δείχνει ότι συλλογιζόταν κάτι άλλο ενώ σου μιλούσε.
«Θα φύγω σε λίγο,» εξήγησε η Ανταρλίδα καθώς ο Βόρχαμ έκλεινε την εξώπορτα. «Πρέπει να πάω μαζί με τον Τάμπριελ.»
«Πού θα ταξιδέψετε τώρα;» ρώτησε ο αλχημιστής ξύνοντας ελαφρά το κεφάλι του μέσα από τα πυκνά του μαλλιά.
«Δε θα πάμε μακριά. Στη Φάλαρεχ, και μετά θα γυρίσουμε. Τέλος πάντων. Η Βασίλισσα μού είπε ότι βάλατε τα όπλα σε εφαρμογή. Στείλατε κάποια στα δυτικά σύνορα.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Βόρχαμ στρώνοντας τα μούσια του. «Ναι, μερικά τα στείλαμε. Η Βασίλισσα το ήθελε, βέβαια… Έχω κάνει κάποιες βελτιώσεις, αλλά δεν είμαι και σίγουρος για το πόσο… αποτελεσματικές είναι.»
«Δεν είναι πια επικίνδυνα να εκραγούν;»
«Ναι, ο κίνδυνος υπάρχει, βέβαια…»
«Δεν εξακολουθούν να βγάζουν πολύ καπνό με κάθε ριπή;»
«Ναι, βγαίνει αρκετός καπνός… Έκανα απλά κάτι… αναμίξεις στην ύλη. Είναι λίγο… είναι πιο ήπιες οι εκρήξεις, νομίζω. Μπορεί να φταίει και κάτι στο σχήμα των μοντέλων, βέβαια… Για τις εκρήξεις, εννοώ.
»Εσύ χρησιμοποίησες καθόλου τις σφαίρες στο ταξίδι σου;»
Η Ανταρλίδα ένευσε. «Τις χρησιμοποίησα.»
«Έγιναν εκρήξεις;»
«Όχι. Αλλά εξακολουθεί να βγαίνει περισσότερος καπνός απ’ό,τι θεωρώ αποδεκτό.»
«Βλέπεις λοιπόν; Είναι θέμα του σχήματος,» είπε σκεπτικά ο Βόρχαμ. «Ή, τουλάχιστον, είναι κι αυτό ένα θέμα.»
«Οι μεταλλουργοί σας δεν ξέρουν ακόμα πώς να φτιάξουν σωστά πυροβόλα όπλα,» είπε η Ανταρλίδα. «Και το πρόβλημα είναι πως ούτε εγώ ξέρω να τους δείξω ακριβώς. Ξέρω να χρησιμοποιώ τα όπλα, όχι να τα κατασκευάζω. Από κει όπου έρχομαι, τα όπλα φτιάχνονται συνήθως σε βιομηχανίες μαζικής παραγωγής· μηχανήματα τα φτιάχνουν.»
«Μηχανήματα;»
«Ναι. Τέλος πάντων. Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;» ρώτησε χαμηλώνοντας τη φωνή της, γιατί δεν ήξερε μέχρι πού μπορεί να είχε το Αριστερό Χέρι απλωμένα τα μακριά του δάχτυλα – ίσως ακόμα κι η σύζυγος του Βόρχαμ να ήταν πληροφοριοδότρια.
«Ναι, αν είναι εύκολο…» Ο αλχημιστής έτριψε τα μαλλιά του.
«Θέλω να πεις στη Βασίλισσα να ζητήσει να επιστραφούν τα πυροβόλα όπλα εδώ.»
«Από τα δυτικά σύνορα;»
«Ναι. Είναι επικίνδυνα εκεί, Βόρχαμ. Δεν είναι ακόμα έτοιμα – το ξέρουμε κι οι δυο μας.»
«Ναι… Κοίτα, δεν της είπα εγώ να τα στείλει· εκείνη επέμενε. Θα της το προτείνω, πάντως, αυτό που λες, Ανταρλίδα.»
«Εντάξει,» ένευσε εκείνη, «σ’ευχαριστώ.»
«Δεν είναι θέμα.»
Η Ανταρλίδα βάδισε προς την εξώπορτα. «Θα τα ξαναπούμε όταν επιστρέψω.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Βόρχαμ. «Χάρηκα που είσαι καλά, Ανταρλίδα.»
Η Μαύρη Δράκαινα έφυγε, πηγαίνοντας στον ξενώνα. Στο δρόμο είχε το νου της μήπως δει κάποιον να την παρακολουθεί, αλλά δεν εντόπισε κανέναν. Ασφαλώς, οποιοσδήποτε από τους φρουρούς που στέκονταν στις διασταυρώσεις των διαδρόμων μπορούσε να είναι πληροφοριοδότης της Κελνίχηβ…
Αφού το Αριστερό Χέρι τα έχει καλά με τον Πρωθιερέα, δε θα ξεμπλέξουμε εύκολα μ’αυτούς. Κατά πάσα πιθανότητα, γνωρίζουν την κάθε μας κίνηση. Κάθε κίνηση, τουλάχιστον, που γίνεται μέσα στο Τάρσαζ.
*
Το απόγευμα, μπήκαν σ’ένα ποταμόπλοιο και έφυγαν από το λιμάνι της Φέντινκεχ, πλέοντας βόρεια επάνω στον ποταμό Νύραλοκ. Ο Χάλρεοκ τούς συντρόφευε και πάλι, και τώρα είχε μαζί του δώδεκα πολεμιστές, αφού η Ανταρλίδα είχε πει στη Βασίλισσα ότι ίσως να κινδύνευαν από τους Ιεράρχες.
Το ταξίδι τους δεν ήταν επεισοδιακό· μέχρι το απόγευμα της επόμενης ημέρας, βγήκαν από τον Νύραλοκ και, διασχίζοντας τη λίμνη Σάρφεχ, έφτασαν στο λιμάνι της Ναλκέμ όπου και αγκυροβόλησαν. Ο Άρχοντας Τερνόελ τούς φιλοξένησε πάλι στο μέγαρό του, και το πρωί έφυγαν τροχάζοντας επάνω στη δημοσιά που τους πήγαινε βόρεια για περίπου είκοσι χιλιόμετρα και μετά έστριβε ανατολικά.
Και εκεί, στη στροφή του δρόμου, όπου το λιθόστρωτο έμοιαζε ν’αγκαλιάζει κάτι δενδρώδεις λόφους, έπεσαν στην ενέδρα των εχθρών τους.
Αρχικά, αντίκρισαν δύο κάρα και μία σκεπαστή άμαξα να τους κλείνουν το δρόμο. Κανένα όχημα δεν είχε ζώα δεμένα στον ζυγό του· έμοιαζαν παρατημένα μες στη μέση της δημοσιάς.
Η ομάδα του Τάμπριελ τράβηξαν απότομα τα ηνία των αλόγων τους για να τα σταματήσουν, κι αυτά σηκώθηκαν στα πισινά τους πόδια χρεμετίζοντας.
Η Ανταρλίδα αμέσως κατάλαβε ότι επρόκειτο για ενέδρα: δεν μπορεί τα κάρα και η άμαξα να ήταν τυχαία παρατημένα εδώ, σ’αυτή τη θέση.
Από τους δενδρώδεις λόφους, καβαλάρηδες εφόρμησαν, κραυγάζοντας. Από την άλλη μεριά, από τους θάμνους μιας πεδιάδας, πολεμιστές πετάχτηκαν, πεζοί, τρέχοντας καταπάνω στην Ανταρλίδα και τους συντρόφους της.
«Ληστές!» αναφώνησε ο Καλέφραζ.
Δεν είναι ληστές αυτοί, σκέφτηκε η Ανταρλίδα τραβώντας το σπαθί από την πλάτη της, αποκρούοντας το λεπίδι ενός ερχόμενου καβαλάρη, και στη συνέχεια σχίζοντάς του τα πλευρά και πετώντας τον απ’το άλογό του.
Οι δύο Ταργκάφλι πολεμιστές, εκατέρωθεν του Τάμπριελ, ύψωσαν τα δόρατα και τις ασπίδες τους. Η Χιρκόμο κρατούσε το ραβδί της, που στη μία άκρη είχε μια σιδερένια σφαίρα με καρφιά και στην άλλη άκρη μια μυτερή λεπίδα.
Ο Χάλρεοκ απέκρουσε ένα τσεκούρι και, κραυγάζοντας, κάρφωσε το σπαθί του στο στήθος του αντίπαλου καβαλάρη. «Δεν είναι ληστές, Καλέφραζ!» φώναξε. «Δεν είναι ληστές!»
Ένας από τους πολεμιστές της Βασίλισσας ούρλιαξε καθώς ένα ξίφος τον χτυπούσε στο κεφάλι σπάζοντας το κράνος του και πετώντας τον από το άλογό του.
Ο Θυμός πήδησε και έμπηξε τα δόντια του στον λαιμό ενός αλόγου, σαν λύκος. Το άλογο χρεμέτισε ξέφρενα, ρίχνοντας τον καβαλάρη του· και ο Αλίρκωπ ζύγωσε και τον κοπάνησε με το ρόπαλό του καθώς εκείνος προσπαθούσε να σηκωθεί.
Ο Τάμπριελ κοίταζε τη συμπλοκή γύρω του, και σκέφτηκε: Ο Χάλρεοκ έχει δίκιο: δεν είναι ληστές. Με μισθοφόρους μοιάζουν. Και δε νομίζω να τους έχουν στείλει οι Ιεράρχες. Ο μόνος που θα μπορούσε να ξέρει τόσο γρήγορα πού πηγαίνουμε είναι ο φίλος μας ο Πρωθιερέας – μέσω της Κελνίχηβ.
Άγγιξε το περιδέραιό του και κάλεσε τη Βιβεϊρλώταθ. Το πνεύμα της φάνηκε να βγαίνει, ημιδιάφανο, καπνοειδές, φασματικό, από τον πολυεδρικό λίθο στο κέντρο του αργυρού σκαλιστού δίσκου· και μια δυνατή κραυγή αντήχησε, τρυπώντας τα αφτιά όλων.
Η Βιβεϊρλώταθ άπλωσε τα φτερά της σαν κύματα ενέργειας πάνω από τη συμπλοκή και γύρω απ’τους μαχόμενους.
Ένας καβαλάρης ούρλιαξε καθώς τα ρούχα του άρπαζαν φωτιά. Κι άλλος ένας.
Κάποιοι άλλοι, μοιάζοντας ζαλισμένοι, έπεσαν απ’τα άλογά τους.
Μερικοί πεζοί φάνηκε να τα χάνουν και να αλληλοχτυπιούνται προτού καταλάβουν ότι επιτίθονταν στους συντρόφους τους.
Ο Τάμπριελ είδε κι έναν πολεμιστή της Βασίλισσας ν’αρπάζει φωτιά και να πέφτει στο λιθόστρωτο του δρόμου, ουρλιάζοντας. Οι οπλές ενός αλόγου τον ποδοπάτησαν, σκοτώνοντάς τον.
Όχι, Βιβεϊρλώταθ! Όχι τους συμμάχους μας!
Η θεά, όμως, είχε μεθύσει από τη μάχη και δεν μπορούσε να ελέγξει απόλυτα τον εαυτό της· ο Τάμπριελ το αισθανόταν. Και προσπάθησε να την ελέγξει εκείνος, με τη θέλησή του. Αλλά αυτό δεν αποδείχτηκε εύκολο. Καθόλου εύκολο. Η Βιβεϊρλώταθ δεν ήταν ένα οποιοδήποτε πνεύμα: ήταν η πιο ισχυρή οντότητα που ο Τάμπριελ είχε καταφέρει να φυλακίσει ως Δεσμοφύλακας.
«Δαίμονες!» ούρλιαξε ένας από τους πεζούς μισθοφόρους έχοντας βγάλει το κράνος του και γδέρνοντας το πρόσωπό του με τα χέρια του. «Δαίμονες μάς επιτίθενται! ΑΑΑααααοοοοοοοοοοοο!…»
Ένας πολεμιστής της Βασίλισσας πέρασε από δίπλα του, έφιππος, και τον σπάθισε στον λαιμό, σωριάζοντάς τον.
Τρεις ιππείς κατάφεραν να πλησιάσουν τον Τάμπριελ και να ορμήσουν καταπάνω στους δύο Ταργκάφλι πολεμιστές και στη Χιρκόμο. Ο Τάμπριελ τράβηξε το πιστόλι του, έτοιμος να σημαδέψει και να πυροβολήσει· αλλά τότε η Ανταρλίδα πετάχτηκε πίσω από τους εχθρούς, καρφώνοντας έναν στην πλάτη.
Το δόρυ ενός Ταργκάφλι βρήκε έναν εχθρό στο στήθος, τη στιγμή που αυτός έκανε να στραφεί για ν’αποκρούσει την επόμενη επίθεση της Μαύρης Δράκαινας, που τον είχε στόχο.
Ο άλλος εχθρός σταμάτησε το χτύπημα του δεύτερου Ταργκάφλι πολεμιστή κι έκανε να στρέψει το άλογό του και να φύγει. Ο λαιμός του, όμως, γύρισε ξαφνικά από μόνος του, κι ο άντρας πέθανε.
Η Βιβεϊρλώταθ.
Η λυσσαλέα κραυγή της αντήχησε έντονα στ’αφτιά του Τάμπριελ και σε όσων μάχονταν γύρω του.
«Υποχωρούν,» παρατήρησε η Ανταρλίδα.
Και πράγματι, οι εχθροί υποχωρούσαν: οι ιππείς κάλπαζαν προς τους λόφους και οι πεζοί τούς ακολουθούσαν.
Η Ανταρλίδα κάλπασε πίσω τους, ενώ ο Τάμπριελ τραβούσε πάλι τη Βιβεϊρλώταθ μέσα στο περιδέραιό του.
Η Μαύρη Δράκαινα έφτασε εύκολα έναν απ’τους πεζούς, και πήδησε απ’το άλογό της. Έπεσε στην πλάτη του και τον σώριασε, μπρούμυτα. Ο άντρας φώναξε στους συντρόφους του να τον βοηθήσουν, αλλά εκείνοι δε σταμάτησαν.
Η Ανταρλίδα, έχοντας ήδη θηκαρώσει το σπαθί της προτού πηδήσει από το άλογό της, έβαλε τη λεπίδα ενός ξιφιδίου στο λαιμό του μισθοφόρου καθώς βρισκόταν ακόμα πάνω στην πλάτη του. «Θ’αφήσεις αυτό το σπαθί απ’το χέρι σου,» του είπε, «και θα σηκωθείς ήρεμα.»
Η γροθιά του άντρα ελευθέρωσε το μανίκι του ξίφους που κρατούσε. Η Ανταρλίδα σηκώθηκε από πάνω του και στάθηκε όρθια. Ο μισθοφόρος σηκώθηκε επίσης. «Προχώρα,» του είπε εκείνη κάνοντάς του νόημα, με το κεφάλι, προς τους συντρόφους της.
Ο άντρας, βλέποντας ότι η γυναίκα μπροστά του κρατούσε μόνο ένα ξιφίδιο, επιχείρησε να τρέξει και να της ξεφύγει. Η Ανταρλίδα εύκολα τού έβαλε τρικλοποδιά σωριάζοντάς τον. Τράβηξε το κράνος απ’το κεφάλι του και, αρπάζοντάς τον απ’τα μαλλιά, τον ανάγκασε να σηκωθεί και να έρθει μαζί της, προς τους υπόλοιπους.
Καθώς πλησίαζε, είδε ότι ο Καλέφραζ είχε τραυματιστεί. Ο Χάλρεοκ είχε γονατίσει πλάι του και προσπαθούσε να περιποιηθεί ένα τραύμα στο κεφάλι του Γραμματικού. Αίμα είχε βάψει τα ξανθά μαλλιά του Καλέφραζ.
Η Ανταρλίδα έσπρωξε τον αιχμάλωτό της προς τους Ταργκάφλι, οι οποίοι είχαν κατεβεί απ’τα άλογά τους. «Δέστε τον,» τους είπε.
Και μετά ζύγωσε τον Χάλρεοκ.
«Χτυπήθηκε άσχημα;» ρώτησε.
«Δεν το νομίζω,» αποκρίθηκε ο πολεμιστής της Βασίλισσας, σκουπίζοντας το τραύμα στο κεφάλι του Καλέφραζ μ’ένα βρεγμένο πανί. «Ήταν τυχ–»
Ο Καλέφραζ βλεφάρισε· τα μάτια του μισάνοιξαν.
«…Χάλρεοκ,» ψέλλισε.
«Χτυπήθηκες στο κεφάλι,» του είπε εκείνος· «μην κάνεις καμια απότομη κίνηση.»
Ο Καλέφραζ ξεροκατάπιε. «Μεγάλε Τίγρη…» μουρμούρισε. Και ρώτησε: «Ποιοι ήταν αυτοί;»
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ, κάνοντας συγχρόνως νόημα σ’έναν πολεμιστή του να του φέρει επιδέσμους.
Η Ανταρλίδα απομακρύνθηκε, και στο δρόμο της συνάντησε τον Τάμπριελ.
«Πώς είναι ο Καλέφραζ;» τη ρώτησε.
«Θα ζήσει,» απάντησε εκείνη. «Τώρα, θέλω να μάθω ποιος τα έστειλε αυτά τα καθίκια.» Και πήγε προς τα εκεί όπου οι δύο Ταργκάφλι είχαν τον μισθοφόρο, όρθιο και με τα χέρια του δεμένα πίσω απ’την πλάτη.
Ο Τάμπριελ την ακολούθησε, σιωπηλά.
Η ζέστη ήταν δυνατή, και ο αέρας είχε ήδη αρχίσει να γίνεται αποπνιχτικός από την αποφορά των πτωμάτων και του αίματος. Μύγες συγκεντρώνονταν, καθώς και πτωματοφάγα πτηνά.
Η Ανταρλίδα ράπισε τον αιχμάλωτο καταπρόσωπο κάνοντας αίμα να τιναχτεί απ’την άκρη του στόματός του.
«Ποιος σας έστειλε εδώ;» τον ρώτησε όταν εκείνος ξανασήκωσε το πρόσωπό του.
«Κανένας δε μας έστειλ–»
Η γροθιά της τον βρήκε στο σαγόνι τινάζοντας το κεφάλι του προς τα πίσω. Οι δύο Ταργκάφλι τον έπιασαν για να μη σωριαστεί. Ο μισθοφόρος έφτυσε δύο σπασμένα δόντια μαζί με πηχτό αίμα.
«Σε ρώτησα ποιος σας έστειλε εδώ!» είπε η Ανταρλίδα.
«Δεν ξέρω!» έκρωξε εκείνος. «Ο αρχηγός είπε να επιτεθούμε και να σκοτώσουμε αυτόν.» Ατένισε τον Τάμπριελ. «Αυτόν με το κόκκινο δέρμα και τ’άσπρα μαλλιά.» Κοίταξε πάλι την Ανταρλίδα. «Κι εσένα είπε να σε σκοτώσουμε, αν μπορούσαμε. Αλλά αυτόν κυρίως· αυτός έπρεπε να πεθάνει.»
«Ποιος είναι ο αρχηγός σας; Πώς τον λένε και πού βρίσκεται;»
«Ο αρχηγός μας; Εκεί είναι,» έδειξε με το βλέμμα του έναν νεκρό, «ρώτα τον ό,τι θες.»
«Δε σε πιστεύω,» είπε η Ανταρλίδα κοιτάζοντας το πτώμα.
«Γιατί; Τι περίμενες να δεις;»
Τον γρονθοκόπησε πάλι. «Και ποιος πλήρωσε τον αρχηγό σας;»
«Δεν ξέρω,» είπε ο μισθοφόρος με αίματα να τρέχουν από τη μύτη του. «Πού να ξέρω;»
Η Ανταρλίδα απομακρύνθηκε απ’αυτόν και πλησίασε το πτώμα που της είχε δείξει. Ήταν πεσμένο μπρούμυτα αλλά, πιάνοντάς το απ’το γιλέκο του, το τράβηξε και το γύρισε ανάσκελα. Ο άντρας που είδε δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο επάνω του. Ήταν λευκός, με καστανά, μακριά μαλλιά και μούσι στο σαγόνι. Ένα τραύμα στο στήθος τον είχε σκοτώσει.
Δε μπορεί αυτός νάναι ο αρχηγός τους, σκέφτηκε. Αν είναι μισθοφόροι, όπως φαίνονται, τότε ο αρχηγός τους πρέπει να ήταν καλύτερα αρματωμένος. Ο νεκρός στα πόδια της δεν φορούσε καμια πανοπλία πέρα απ’το σκληρό του γιλέκο κι ένα κράνος που είχε τώρα φύγει απ’το κεφάλι του. Δεν είναι ο αρχηγός τους.
Πλησίασε πάλι τον αιχμάλωτο. «Πού είναι ο αρχηγός σας;»
«Δε σου είπ–;»
Τον γρονθοκόπησε καταπρόσωπο.
«Προτού σου βγάλουν την πανοπλία σου,» του είπε, «εσύ ήσουν καλύτερα αρματωμένος απ’τον νεκρό που μου έδειξες. Μη μου λες βλακείες, λοιπόν! Δεν είναι αυτός ο αρχηγός σας. Ποιος είναι;»
Ο άντρας έβηξε· οι Ταργκάφλι τον κρατούσαν απ’τις μασκάλες για να στέκεται όρθιος. «Στη Ναλκέμ είναι…» είπε ξέπνοα, μη μπορώντας ν’ανασάνει κανονικά. Ξεροκατάπιε. «Μισθοφόροι είμαστε. Τον λένε Σαρόεζ.»
«Σίγουρα, δεν είναι ο μόνος μ’αυτό το όνομα. Πώς μπορώ να τον βρω;»
«Ρώτα πού είναι οι Μελωδοί των Όπλων. Έτσι λεγόμαστε. Όταν είσαι στην αγορά της Ναλκέμ, ρώτα πού είναι οι Μελωδοί των Όπλων. Αλλά ο Σαρόεζ δε θα σου πει ποιος τον πλήρωσε· ποτέ δε λέει τίποτα για τους πελάτες του. Δε θα παραδεχτεί τίποτα.»
«Θα το δούμε αυτό,» είπε η Ανταρλίδα. «Μ’εσένα τι προτείνεις να γίνει τώρα;»
«Αφήστε με να φύγω. Σου είπα ό,τι ζήτησες, και τι κακό να σας κάνω πια;»
«Θα πας στ’αφεντικό σου και θα του πεις ότι μας μίλησες γι’αυτόν, έτσι δεν είναι;»
«Όχι. Θα με σκοτώσει αν του το πω αυτό.»
Η Ανταρλίδα κοίταξε τον Τάμπριελ, που τους κοίταζε με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός του. Έχεις «δει» τίποτα για τούτον; Λέει αλήθεια, ή λέει ψέματα;
Ο κοκκινόδερμος μάγος έμεινε σιωπηλός, αν και η Μαύρη Δράκαινα ήταν βέβαιη πως πρέπει να είχε αντιληφτεί την ερώτηση στο βλέμμα της.
«Τι προτείνεις;» τον ρώτησε ευθέως.
«Κάνε ό,τι νομίζεις.»
Η Ανταρλίδα τράβηξε το ξιφίδιο απ’τη μέση της και, προτού προλάβει κανείς να κινηθεί, το έμπηξε κάτω απ’το σαγόνι του μισθοφόρου. Όταν το τράβηξε πίσω, ο άντρας ήταν νεκρός. Οι Ταργκάφλι τον άφησαν να πέσει στο έδαφος ανάμεσά τους.
«Η πιο ασφαλής λύση,» είπε η Ανταρλίδα στον Τάμπριελ, σκουπίζοντας τη λεπίδα του όπλου της και θηκαρώνοντάς το.
Εκείνος ένευσε αμίλητα.
Και πήγαν να δουν πώς ήταν τώρα ο Καλέφραζ.
Δεν είχα ποτέ ξανά τραυματιστεί τόσο άσχημα στη ζωή μου. Νόμιζα ότι θα πέθαινα. Όταν είδα εκείνο το ξίφος να έρχεται προς το μέρος μου, προσπάθησα να το αποφύγω· και μετά αισθάνθηκα το δυνατό χτύπημα στο κεφάλι. Αισθάνθηκα να πέφτω καθώς τα πάντα σκοτείνιαζαν γύρω μου. Ήμουν βέβαιος ότι είχα σκοτωθεί.
Αλλά δεν σκοτώθηκα, όπως αποδείχτηκε. Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, αντίκρισα το πρόσωπο του Χάλρεοκ από πάνω μου. Ακόμα και τότε, όμως, δεν ήξερα αν θα επιβίωνα. Είχα ακούσει πολλούς να πεθαίνουν από μόλυνση ύστερα από χτυπήματα στη μάχη, ή από εσωτερική αιμορραγία.
Ο Χάλρεοκ με ανέβασε στο άλογό του και συνιππεύσαμε στο υπόλοιπο ταξίδι προς τη Φάλαρεχ. Στο δρόμο μας δεν συναντήσαμε άλλες ενέδρες, ανθρώπους σταλμένους για να μας σκοτώσουν. Διότι τέτοιοι ήταν τελικά αυτοί που μας είχαν επιτεθεί, παρότι αρχικά είχα πιστέψει πως επρόκειτο για ληστές. Δεν ήταν ληστές, Καλέφραζ, μου είπε ο Χάλρεοκ· δεν μπορεί να ήταν. Η Ανταρλίδα έχει δίκιο: κάποιος εχθρός μας κανόνισε αυτή την ενέδρα.
Ποιος εχθρός; δεν μπορούσα παρά να αναρωτιέμαι, αν και ήταν φανερό πως ο Μεγάλος Προφήτης και η Συνοδός του θεωρούσαν πως ήταν ο Πρωθιερέας Έλνεφριζ.
Ο Πρωθιερέας του Ναού της Φέντινκεχ… Μπορεί να ήταν δυνατόν; Και, εντάξει, ίσως να είχε τους λόγους του για να θέλει τον Μεγάλο Προφήτη και τη Συνοδό του νεκρούς, αλλά δεν σκεφτόταν ότι τόσοι πιστοί υπήκοοι του Βασιλείου βρίσκονταν μαζί τους; Όπως εγώ και ο Χάλρεοκ; Τι είδους άνθρωπος ήταν ο Πρωθιερέας Έλνεφριζ;
Στη Φάλαρεχ, ο Τάμπριελ έδειξε την άδεια της Βασίλισσας στην Αρχόντισσα Ισίλνεμ, κι εκείνη αναγκάστηκε να ανοίξει την πύλη της πόλης της και να επιτρέψει στους Ταργκάφλι να διαβούν τα σύνορα του Βασιλείου. Μεγάλε Τίγρη! ακόμα κι εγώ, που είχα περάσει τόσες ημέρες στη Γη των Ταργκάφλι, αισθάνθηκα ένα ρίγος να με διαπερνά βλέποντάς τους να μπαίνουν στο Τάρσαζ, άλλοι πεζοί, άλλοι επάνω σε κάρα ή άμαξες, κι άλλοι καβαλώντας άλογα, ελέφαντες, ή ό’τρατ ζιν. Έμοιαζαν με εισβάλλοντα στρατό, αν και ήξερα ότι δεν ήταν. Ήταν σύμμαχοι του Μεγάλου Προφήτη· δεν ήθελαν το κακό μας. Κι επιπλέον, ο ίδιος ο Μεγάλος Προφήτης είχε πει ότι θα μας βοηθούσαν στον πόλεμο που είχε προδεί με την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας και το τέρας που άκουγε στο όνομα Μέγας Ιεράρχης.
*
* * *
*
Σούρουπο έφτασε η ομάδα του Τάμπριελ στη Φάλαρεχ, και σούρουπο επιτράπηκε στους Ταργκάφλι να περάσουν τη γέφυρα του ποταμού Σάρηακ, να διασχίσουν την πόλη, και να βγουν από τη δυτική της πύλη, για να καταυλιστούν στα βόρεια, κοντά στις δασώδεις εκτάσεις που ονομάζονταν Δάση των Απόηχων.
Ο Τάμπριελ πήγε μαζί τους για να μιλήσει με τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ· η Ανταρλίδα, ασφαλώς, τον ακολούθησε, όπως επίσης και η Χιρκόμο, οι δύο Ταργκάφλι πολεμιστές, και ο Αλίρκωπ. Ο Χάλρεοκ και οι δικοί του πολεμιστές αποφάσισαν να μείνουν στο μέγαρο της Αρχόντισσας Ισίλνεμ μαζί με τον Καλέφραζ, που αναμφίβολα του χρειαζόταν να κοιμηθεί σ’ένα σωστό κρεβάτι ύστερα από το χτύπημα που είχε δεχτεί. Κι επίσης, καλό θα ήταν να τον κοίταζε και κανένας πιο έμπειρος θεραπευτής από τον Χάλρεοκ, όπως είπε ο ίδιος ο Πρώτος Υπασπιστής του Δεξιού Χεριού του Θρόνου.
Ο Τάμπριελ, μιλώντας με τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ και τους μάγους της Βινέρνι, τόνισε σε όλους τους ότι η Βασίλισσα Παμράνεχ τον είχε καταστήσει υπεύθυνο γι’αυτούς· επομένως, έπρεπε να προσέχουν τι έκαναν μέσα στο Βασίλειο. Δεν έπρεπε να προκαλέσουν αναταραχές ή προβλήματα. «Ακόμα κι αν δείτε τους Ταρσάζιους επιφυλακτικούς ή προσβλητικούς προς εσάς, εσείς δεν πρέπει να δώσετε σημασία. Με τον καιρό θα συνηθίσουν την παρουσία σας. Έχουν ακούσει πολλά για σας – πολλά που δεν είναι αλήθεια – και, μέχρι να διαλυθούν αυτές οι φήμες και να φανεί η πραγματικότητα, θα χρειαστεί να δείξετε υπομονή.»
«Μην ανησυχείς, Καζίτο’ναρ,» αποκρίθηκε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, «δεν θα σε ντροπιάσουμε, ούτε θα σε φέρουμε σε δύσκολη θέση.»
«Δεν τα λέω για μένα αυτά,» εξήγησε ο Τάμπριελ σταθερά· «για εσάς τα λέω κυρίως, ώστε να μπορέσετε να συμβιώσετε ειρηνικά με τους κατοίκους του Τάρσαζ. Με τη θέλησή σας δεν ήρθατε εδώ;»
«Ασφαλώς, Καζίτο’ναρ,» είπε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.
Και η Χιρκόμο πρόσθεσε: «Όπου βρίσκεται η θεά, εκεί βρισκόμαστε κι εμείς.» Τα λόγια της δεν υπονοούσαν ότι ήταν αναγκασμένοι να βρίσκονται όπου βρισκόταν η θεά τους, αλλά ότι το επιθυμούσαν. Την αγαπούσαν, τη λάτρευαν, όσο τίποτα σ’ετούτο τον κόσμο. Κι αυτό δεν ήταν κάτι που ίσχυε μόνο για τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ και τους μάγους· ήταν κάτι που ίσχυε για όλους τους Ταργκάφλι της Βινέρνι – ο Τάμπριελ το ήξερε: το είχε δει στα πρόσωπά τους και στα βλέμματά τους, το είχε ακούσει στα λόγια τους, το είχε αισθανθεί μέσω της Βιβεϊρλώταθ.
Όταν η συζήτησή του με τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ και τους μάγους περατώθηκε, βγήκε απ’τη σκηνή τους και, με την Ανταρλίδα στο πλευρό του, βάδισε προς τη δική του σκηνή.
Η γη σείστηκε ξαφνικά.
Ακόμα ένας απ’τους σεισμούς του Ρήγματος.
«Δε νομίζω ότι θα σταματήσουν ποτέ,» είπε η Ανταρλίδα καθώς έμπαιναν στη σκηνή. «Τουλάχιστον όχι όσο ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος εξακολουθεί να διαπερνά ετούτη τη διάσταση.»
«Ναι, ίσως…» συμφώνησε ο Τάμπριελ καθίζοντας σε μια καρέκλα μπροστά σ’ένα ξύλινο τραπέζι γεμάτο φαγητά και ποτά.
Η Ανταρλίδα κάθισε αντίκρυ του. «Δεν έχεις ακόμα κάποιο σχέδιο, έτσι;»
«Σχέδιο; Για τι;»
«Για το πώς να διαλύσεις το Ρήγμα.»
«Δεν είναι εύκολο αυτό, και το ξέρεις. Πάντως, όπως σου είπα, δε νομίζω πως είναι τυχαίο το ότι έχει παρουσιαστεί ανάμεσα στα Φράγματα των Αρχαίων. Μπορεί μέσω των Φραγμάτων να βρούμε τη λύση.»
Η Ανταρλίδα πήρε έναν καρπό από μια πήλινη γαβάθα στο κέντρο του τραπεζιού και τον δάγκωσε. «Τέλος πάντων. Υπάρχει μια άλλη, πιο επείγουσα λύση που πρέπει να βρούμε…»
Ο Τάμπριελ ύψωσε ένα φρύδι του ερωτηματικά, ενώ γέμιζε το κύπελλό του με κρασί από την καράφα.
«Τι θα κάνουμε με τον Πρωθιερέα και το Αριστερό Χέρι,» διευκρίνισε η Ανταρλίδα. «Έχεις ‘δει’ τίποτα που μπορεί να μας διαφωτίσει;»
«Έχω δει τον Πρώτο Αρχιερέα να καθαιρεί τον Πρωθιερέα, όπως ξέρεις.»
«Αυτό, όμως, δε μας βοηθά και πολύ. Για την ακρίβεια, το γεγονός ότι το είπες ίσως να είναι που έχει στρέψει τον Πρωθιερέα εναντίον μας.»
Ο Τάμπριελ κούνησε το κεφάλι και ήπιε μια γουλιά κρασί. «Δεν το νομίζω. Αλλά τώρα αυτό δεν αλλάζει.»
«Για τους Μελωδούς των Όπλων έχεις ‘δει’ τίποτα;»
«Τίποτα συγκεκριμένο. Ή, αν τους έχω δει, δεν ξέρω ότι είναι αυτοί.»
«Σκέφτομαι να τους επισκεφτούμε επιστρέφοντας προς τη Φέντινκεχ. Συμφωνείς;»
«Νομίζεις πως θα παραδεχτούν ότι τους πλήρωσε ο Πρωθιερέας για να μας επιτεθούν;» είπε ο Τάμπριελ. «Ή ότι τους πλήρωσε το Αριστερό Χέρι;» Ρουθούνισε. «Καλύτερα ν’αυτοκτονήσουν κατευθείαν, γιατί, μετά από μια τέτοια αποκάλυψη, σίγουρα θα πεθάνουν.
»Επιπλέον, σκέψου το εξής: Ας πούμε ότι πηγαίνουμε, βρίσκουμε τον αρχηγό τους – αυτόν τον Σαρόεζ – και μαθαίνουμε ότι τους έβαλε ο Πρωθιερέας ή το Αριστερό Χέρι να μας επιτεθούν. Και τι έγινε; Δεν το ξέρουμε ήδη; Το ξέρουμε. Θα αποτελέσει η μαρτυρία τους απόδειξη κατά του Πρωθιερέα ή του Αριστερού Χεριού; Απόδειξη που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να τους ενοχοποιήσουμε ενώπιον της Βασίλισσας ή του Πρώτου Αρχιερέα; Μάλλον όχι· γιατί εκείνοι θα το αρνηθούν, και ο λόγος ενός αρχηγού μισθοφόρων δεν έχει καμία βαρύτητα σ’ένα καθεστώς σαν αυτό που υφίσταται στο Τάρσαζ. Είναι κι οι δυο τους πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας.»
«Η αποκάλυψη των μισθοφόρων, όμως, θα είναι ένα στοιχείο εναντίον τους, Τάμπριελ,» διαφώνησε η Ανταρλίδα. «Αν καταφέρουμε να βρούμε κι άλλα τέτοια στοιχεία, τότε όλα μαζί ίσως να είναι αρκετά για να τους ενοχοποιήσουν και να αναγκάσουν τη Βασίλισσα και τον Πρώτο Αρχιερέα να πάρουν τα ανάλογα μέτρα.»
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε και, πίνοντας μια γουλιά κρασί, αναλογίστηκε τα λόγια της. «Μια στρατηγική που μπορεί να αποδώσει σε βάθος χρόνου…» μουρμούρισε. «Ναι, δεν είναι παράλογο…»
«Επιπλέον, μην ξεχνάς πως ο Καλέφραζ τραυματίστηκε στην επίθεση που έγινε εναντίον μας, και πως πολεμιστές της Βασίλισσας σκοτώθηκαν. Δεν μπορεί κανείς να θεωρήσει τέτοια γεγονότα αμελητέα. Κατ’αρχήν, η Βασίλισσα σίγουρα θα μάθει τι έγινε· γιατί, λοιπόν, να μη μάθει όλη την αλήθεια;»
«Προτείνεις, επομένως, να πάμε στη Ναλκέμ και να εκβιάσουμε αυτόν τον Σαρόεζ. Σωστά;»
«Ουσιαστικά, ναι. Και νομίζω πως κι ο Χάλρεοκ θα συμφωνήσει.»
«Δε χάνουμε τίποτα ρωτώντας τον,» είπε ο Τάμπριελ.
*
«Μα τα δόντια του Μεγάλου Τίγρη, φυσικά και συμφωνώ!» γρύλισε ο Χάλρεοκ, όταν ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα επισκέφτηκαν το μέγαρο της Αρχόντισσας Ισίλνεμ το επόμενο πρωί. «Γιατί δε μου το είπατε πιο νωρίς ότι αυτός ο μισθοφόρος σάς αποκάλυψε το αφεντικό του και τη συντεχνία του;»
«Θέλαμε να το συζητήσουμε μεταξύ μας πρώτα,» εξήγησε ο Τάμπριελ. «Επειδή, όπως σου τόνισα, πιστεύουμε ότι πιθανώς ο Πρωθιερέας και το Αριστερό Χέρι είναι μπλεγμένοι σε τούτη την υπόθεση.» Και, παρότι βρίσκονταν μόνοι τους στον ξενώνα που η Αρχόντισσα της Φάλαρεχ είχε παραχωρήσει στον Πρώτο Υπασπιστή, χαμήλωσε τη φωνή του καθώς το έλεγε αυτό. Οι τοίχοι μπορεί να είχαν αφτιά, ακόμα κι εδώ, στα ανατολικά σύνορα, στα απώτατα άκρα του Βασιλείου. «Επομένως, δεν πρόκειται για κάτι που παίρνει κανείς ελαφρά. Μπορεί να προκληθούν προβλήματα.»
Ο Χάλρεοκ ένευσε. «Το καταλαβαίνω. Αλλά, αν αυτοί ήταν που προσπάθησαν να με σκοτώσουν, εμένα και τους πολεμιστές μου, τότε θα προκληθούν προβλήματα είτε το θέλουν είτε όχι! Ακόμα και τον Καλέφραζ παραλίγο να τον σκοτώσουν, τα καθάρματα! Και ήταν βασικά άοπλος.»
Ο Τάμπριελ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Χάλρεοκ. «Δε θα το αφήσουμε να περάσει έτσι· να είσαι βέβαιος.»
«Ούτε εγώ θα το αφήσω να περάσει έτσι, Τάμπριελ. Και τώρα, καλύτερα να ξεκινάμε. Προς τη Ναλκέμ.»
Αποχαιρέτησαν την Αρχόντισσα Ισίλνεμ και τον σύζυγό της, Άρχοντα Κίμλοροκ (οι οποίοι δεν έδειχναν καθόλου ευχαριστημένοι που είχαν αναγκαστεί να επιτρέψουν στους Ταργκάφλι να περάσουν τα σύνορα, κι έμοιαζαν ν’απορούν με την απόφαση της Βασίλισσας), και βγήκαν από τη δυτική πύλη της Φάλαρεχ, έφιπποι. Τώρα, κι ο Καλέφραζ μπορούσε να ιππεύει μόνος του, αρκεί το άλογο να μην έτρεχε, γιατί πού και πού ζαλιζόταν ακόμα από το χτύπημα στο κεφάλι.
Έξω απ’την πόλη τούς περίμεναν ο Αλίρκωπ και ο Θυμός, ο Χάορτατ, ο Ταρνάτλο, η Χιρκόμο, και τέσσερις Ταργκάφλι πολεμιστές. Οι υπόλοιποι Ταργκάφλι, που ήταν καταυλισμένοι στα βόρεια, είχαν ήδη αρχίσει να διαλύουν τον καταυλισμό τους· και, σύντομα, θα ξεκινούσαν κι αυτοί το ταξίδι προς τη Φέντινκεχ, έχοντας μαζί τους έναν οδηγό, απεσταλμένο της Αρχόντισσας Ισίλνεμ, καθώς κι έναν χάρτη του Βασιλείου. Ένα πλήθος δύο χιλιάδων ανθρώπων, όμως, ήταν, αναπόφευκτα, αργοκίνητο, έτσι ο Τάμπριελ και όσοι θα τον συντρόφευαν θα ταξίδευαν μπροστά από τους Ταργκάφλι και θα έφταναν στην πρωτεύουσα του Βασιλείου πριν από αυτούς, όπως είχε προστάξει η Βασίλισσα Παμράνεχ.
«Θα κάνουμε μια στάση στη Ναλκέμ,» είπε ο Τάμπριελ στον Καλέφραζ καθώς τρόχαζαν επάνω στη λιθόστρωτη δημοσιά που οδηγούσε στα δυτικά μέρη του Βασιλείου. «Και ίσως να είναι πιο μεγάλη απ’ό,τι συνήθως.»
«Ποιος ο λόγος;» ρώτησε ο Γραμματικός.
Ο Τάμπριελ τού εξήγησε χαμηλόφωνα καθώς οι δυο τους προπορεύονταν των υπολοίπων· πλάι τους ήταν μονάχα η Ανταρλίδα και ο Χάλρεοκ, οι οποίοι ούτως ή άλλως γνώριζαν την κατάσταση και αποκλείεται να ήταν πληροφοριοδότες του Αριστερού Χεριού.
Ο Καλέφραζ είπε: «Χρειάζεται πολύ προσοχή εδώ. Βαδίζουμε σε επικίνδυνο έδαφος.»
«Προσπάθησαν να μας σκοτώσουν όλους, Καλέφραζ!» του θύμισε ο Χάλρεοκ. «Και τα κατάφεραν να σκοτώσουν κάποιους από τους πολεμιστές μου. Θα τους γδάρω ζωντανούς! Δε με νοιάζει αν αυτά τα κανόνισε το Αριστερό Χέρι ή ο Πρωθιερέας ή οποιοσδήποτε άλλος!»
«Αν σε θεωρήσουν επικίνδυνο,» του είπε ο Καλέφραζ, «δε θα προλάβεις να κάνεις τίποτα. Και δεν ξέρω αν εσύ αδιαφορείς για τον εαυτό σου, αλλά εγώ έχω μια γυναίκα και δύο παιδιά, και δεν θέλω να πεθάνω.»
«Ο θάνατος δεν σε ρωτά, Καλέφραζ,» είπε ο Τάμπριελ ήρεμα.
«Μπορώ, τουλάχιστον, να τον ρωτήσω εγώ;»
Ο Τάμπριελ δεν χαμογέλασε.
Η Ανταρλίδα είπε στον Γραμματικό: «Μην ανησυχείς, Καλέφραζ· θα είμαστε προσεχτικοί. Καταλαβαίνω αυτό που λες, και συμφωνώ ότι και ο Πρωθιερέας και το Αριστερό Χέρι είναι δύο πολύ, πολύ επικίνδυνα πρόσωπα. Εγώ, όμως, είμαι Μαύρη Δράκαινα, και είμαι επίσης ένα πολύ επικίνδυνο πρόσωπο.»
Το επόμενο μεσημέρι βρέθηκαν στη στροφή της δημοσιάς όπου τους είχαν επιτεθεί οι Μελωδοί των Όπλων. Τα δύο κάρα και η άμαξα δεν ήταν πλέον μες στη μέση του δρόμου· κάποιοι τα είχαν μαζέψει: αναμφίβολα, αυτοί που τα είχαν βάλει εκεί για να τους παγιδέψουν. Επίσης, ούτε πτώματα υπήρχαν: ή τα είχαν καταβροχθίσει όλα τα πτωματοφάγα ζώα, ή κάποιοι τα είχαν μαζέψει κι αυτά. Το λιθόστρωτο, όμως, εξακολουθούσε να είναι βαμμένο απ’το αίμα.
«Κλασική τακτική ετούτη,» είπε ο Ταρνάτλο καθώς είχαν κατασκηνώσει λίγο πιο πέρα απ’τη στροφή. «Βάζουνε μερικά κάρα μπροστά και μετά σου έρχονται κι από τη μια κι από την άλλη. Συνήθως πιάνει. Δεν το περιμένεις.»
«Πειρατής, δε μας είπες ότι είσαι, ρε;» τον ρώτησε ο Χάορτατ. «Από τη Φέδλωχ, δεν είπες;»
«Από κει είμαι, και ναι, έχω κάνει και πειρατής. Αλλά δεν ξέρω μόνο τι γίνεται μες στα καράβια, φιλαράκι.» (Οι δυο τους έμοιαζε να τα πηγαίνουν καλά – τα κοινά ενδιαφέροντα, μάλλον, σκέφτηκε η Ανταρλίδα παρατηρώντας τους.) «Η δική σου μόρφωση είναι μονόπλευρη, να πούμε.»
«Μην το λες,» διαφώνησε ο Χάορτατ. «Τόσο καιρό που κρυβόμουνα μες στα ερείπια, ξέρεις τι πράματα έχω μάθει; Ξέρεις πώς να διώχνεις αγριόσκυλους που πεινάνε όσο εσύ και σε λιμπίζονται δω και μέρες;»
«Αρπάζω ένα τσεκούρι και τους ανοίγω τα κεφάλια!» φώναξε ο Ταρνάτλο. «Χα-χα-χα-χα!»
Κι ο Χάορτατ γέλασε, βήχοντας καθώς είχε πάει να πιει μια γουλιά από τη μπίρα στο μπουκάλι του. Μετά είπε: «Τι κάνεις όμως άμα δεν έχεις τσεκούρι, ε;»
«Κοιτάζω καλά-καλά το μέρος, μήπως μπανίσω κανένα στη γωνία;»
«Χα-χα-χα-χα-χα!… Όχι, κοπέλι μου, όχι, δεν είσαι σωστός. Άκου πώς γίνεται το πράμα, λοιπόν…»
Το απόγευμα, καθώς οι σκιές πύκνωναν, έφτασαν μπροστά στην πύλη της Ναλκέμ, όπου οι φρουροί, μην αναγνωρίζοντάς τους, τους σταμάτησαν. Μετά όμως είδαν τον Χάλρεοκ – ο οποίος τους συστήθηκε – και τους άφησαν να περάσουν χωρίς τον παραμικρό έλεγχο: πράγμα όχι συνηθισμένο, αφού αριθμούσαν πάνω από δεκαπέντε στο σύνολό τους και ήταν φανερό πως έφεραν όπλα. Τέτοιες εξαιρέσεις γίνονταν μόνο για όσους υπηρετούσαν άμεσα τη Βασίλισσα.
Αφήνοντας την πύλη πίσω τους, επισκέφτηκαν γι’ακόμα μια φορά το μέγαρο του Άρχοντα Τερνόελ και ζήτησαν φιλοξενία από αυτόν, την οποία εκείνος, φυσικά, δεν μπορούσε να τους αρνηθεί όσο είχαν τον Χάλρεοκ και τον Καλέφραζ μαζί τους.
Ο Τερνόελ παρατήρησε ότι ο Βασιλικός Γραμματικός ήταν τραυματισμένος, και τον ρώτησε τι είχε συμβεί· επομένως δεν είχαν άλλη επιλογή απ’το να του εξηγήσουν πως κάποιοι τούς επιτέθηκαν βόρεια της πόλης.
«Το άκουσα ότι κάτι έγινε εκεί,» τους είπε ο Άρχοντας. «Μια συμπλοκή. Αλλά δεν ήξερα ότι είχατε εμπλακεί κι εσείς. Ληστές πρέπει να ήταν.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ με σκοτεινό ύφος, «ίσως, Άρχοντά μου.»
Προτού φτάσουν στη Ναλκέμ είχαν αποφασίσει να μην πουν τίποτα στον Τερνόελ για τα στοιχεία και τις υποψίες τους. Καλύτερα, για την ώρα, να κινηθούμε επιφυλακτικά, είχε πει η Ανταρλίδα, και κανείς δεν είχε διαφωνήσει.
*
Η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ έφυγαν απ’το δωμάτιό τους και ζύγωσαν το δωμάτιο του Χάλρεοκ. Η Μαύρη Δράκαινα χτύπησε την πόρτα, και εκείνος άνοιξε και βγήκε, ντυμένος με την αρματωσιά του και ζωσμένος το σπαθί του. Η όψη στο μαύρο πρόσωπό του ήταν άγρια.
«Εμείς μόνο;» ρώτησε.
«Καλό θα ήταν να μην τραβήξουμε ανεπιθύμητη προσοχή, για αρχή,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα.
«Πού πάμε, αδέλφια;»
Οι τρεις τους στράφηκαν ακούγοντας τη φωνή του Ταρνάτλο – αν και η Ανταρλίδα είχε ήδη αντιληφτεί την πόρτα του δωματίου του ν’ανοίγει.
«Έχουμε κάποιες δουλειές στην πόλη,» του είπε ο Χάλρεοκ, κάπως απότομα.
«Νυχτιάτικα;»
«Μόλις χάθηκε ο ήλιος.»
«Ποιον θα καθαρίσετε;»
«Ποιος σου είπε ότι θα καθαρίσουμε κάποιον;» μούγκρισε ο Χάλρεοκ, μοιάζοντας ενοχλημένος.
«Με τη μούρη που έχεις; Ποιος χρειάζεται να μου το πει;» Ο κοκκινογένης, μαυρόδερμος πειρατής μειδίασε. «Θέτε παρέα;»
«Κατ’αρχήν,» τόνισε η Ανταρλίδα, «μην κάνεις φασαρία. Δεν ξέρεις ποιος μπορεί να κρυφακούει εδώ μέσα.»
«Σωστή.» Ο Ταρνάτλο έκλεισε το μάτι.
«Κατά δεύτερον – δεν πηγαίνουμε να καθαρίσουμε κανέναν. Θέλουμε να πάρουμε κάποιες πληροφορίες.»
«Τέλος πάντω· άμα γουστάρετε έρχομαι. Ο άλλος κοιμάται του καλού καιρού μέσα.» Προφανώς αναφερόταν στον Χάορτατ, γιατί μ’αυτόν μοιραζόταν το δωμάτιό του.
Η Ανταρλίδα έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Τάμπριελ.
«Έλα,» είπε εκείνος στον Ταρνάτλο. «Ίσως, όντως, να σε χρειαστούμε.»
Η Ανταρλίδα το αμφέβαλλε αλλά δε μίλησε.
Ο Χάλρεοκ, επίσης, δεν έδειχνε και πολύ χαρούμενος που ο πειρατής θα ερχόταν μαζί τους, μα δεν έφερε αντίρρηση.
Βγήκαν από το μέγαρο του Άρχοντα Τερνόελ προσπαθώντας να τραβήξουν όσο το δυνατόν λιγότερη προσοχή και, μετά, βάδισαν μέσα στους νυχτερινούς δρόμους της Ναλκέμ, όπου υπήρχε κάμποση κίνηση, αν και όχι τόση όση τις πρωινές ώρες. Εκτός από συγκεκριμένα μέρη, βέβαια, στα οποία τις νύχτες είχε περισσότερη κίνηση, όπως ταβέρνες, πανδοχεία, και πορνεία.
Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, ο Χάλρεοκ, και ο Ταρνάτλο πήγαν στην αγορά της πόλης. Εδώ, τα πιο πολλά καταστήματα ήταν κλειστά, και οι πλανόδιοι πραματευτάδες είχαν μαζέψει τις σκηνές και τις πραμάτειες τους· έτσι μπήκαν στην τραπεζαρία ενός πανδοχείου, όπου ο καπνός από τις πίπες ήταν πυκνός και οι μυρωδιές από τα ψητά φαγητά και τα οινοπνευματώδη ποτά έντονες. Ελάχιστα τραπέζια ήταν άδεια. Η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ φορούσαν τις κουκούλες τους, για να κρύβουν τον ασυνήθιστο δερματικό χρωματισμό τους, καθώς περνούσαν ανάμεσα από τον κόσμο πλησιάζοντας τον πάγκο του μπαρ, πίσω απ’τον οποίο στεκόταν μια λευκόδερμη κοπέλα με μακριά, σγουρά ξανθά μαλλιά. Φορούσε μαύρη φούστα με πορφυρές πτυχώσεις, και από τη μέση κι επάνω ήταν γυμνή, με την εξαίρεση ενός μαύρου δερμάτινου στηθόδεσμου που πίεζε τα γεμάτα στήθη της, τονίζοντάς τα περισσότερο αντί να τα κρύβει. Τα χέρια της ήταν ντυμένα με εφαρμοστά, μαύρα γάντια που έφταναν ώς τον αγκώνα.
«Τι θα πάρουν οι κύριοι;» ρώτησε χαμογελώντας, καθώς ο Χάλρεοκ και ο Ταρνάτλο τη ζύγωναν βαδίζοντας μπροστά από τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα.
«Εσένα, κούκλα, άμα γουστάρεις,» αποκρίθηκε ο Ταρνάτλο κλείνοντάς της το μάτι.
Ο Χάλρεοκ τον κλότσησε, διακριτικά, στην κνήμη.
Η κοπέλα γέλασε, μη δείχνοντας να έχει προσβληθεί. «Για να γουστάρω, πρέπει να σε μάθω πρώτα.»
Ο Χάλρεοκ καθάρισε το λαιμό του. «Βασικά, μια ερώτηση θέλουμε να κάνουμε.»
Η κοπέλα έστρεψε το βλέμμα της σ’αυτόν. «Τι ερώτηση;»
«Ψάχνουμε για τους Μελωδούς των Όπλων. Μας είπαν ότι ρωτώντας στην αγορά θα τους βρούμε.»
«Ναι, δεν είναι μακριά από δω η συντεχνία τους. Θα πάτε προς το λιμάνι, και θα δείτε ένα άγαλμα. Μετά το άγαλμα, στο δεύτερο δρόμο στ’αριστερά σας είναι η συντεχνία.»
Ο Χάλρεοκ τής άφησε ένα νύχι πάνω στον πάγκο. «Ευχαριστούμε.»
Εκείνη μειδίασε παίρνοντας το νόμισμα. «Τίποτα. Ξαναελάτε.»
«Σαφώς και θα ξανάρθουμε,» της είπε ο Ταρνάτλο, κλείνοντάς της το μάτι καθώς έφευγαν.
Βγήκαν απ’το πανδοχείο, που ονομαζόταν «Το Πορφυρό Γάντι», και βάδισαν προς το λιμάνι.
«Επιστρέφοντας να ξαναπεράσουμε,» πρότεινε ο Ταρνάτλο.
«Δεν ήρθαμε εδώ για τις δικές σου δουλειές,» του είπε ο Χάλρεοκ. «Αν θες πήγαινε μόνο σου.»
«Καλά, βρ’αδελφέ, δε σε είπαμε και καμπούρη! Μια ευγενική προσφορά κάναμε, να πούμε…»
Μετά από λίγο, συνάντησαν το άγαλμα μιας γυναίκας που κοίταζε τ’αστέρια γονατισμένη. Γύρω του υπήρχε χορτάρι, και μια γάτα κοιμόταν εκεί, κουλουριασμένη.
«Αυτό το άγαλμα πρέπει να εννοούσε η δικιά σου,» είπε ο Ταρνάτλο.
«Σώπα,» αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ.
«Δε χρειάζεται να το γυρίζεις στην ειρωνεία τώρα, ρε μάστορα…»
Κοιτάζοντας στ’αριστερά τους, μέτρησαν τους κάθετους δρόμους.
Ένας. Δύο.
Και εκεί, μέσα στον δεύτερο, οι αναμμένες λάμπες φώτιζαν μια πινακίδα που έγραφε με μεγάλα, καλλιγραφικά γράμματα: ΟΙ ΜΕΛΩΔΟΙ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ. Πλάι της ήταν μια τοξωτή πόρτα, διπλή αλλά όχι και πολύ μεγάλη. Το οικοδόμημα της συντεχνίας ήταν μονώροφο. Από τα παράθυρα του ισογείου, φώτα φαίνονταν· στον όροφο, σκοτάδι έμοιαζε να κυριαρχεί.
«Τι κάνουμε τώρα, αγαπητοί μου;» ρώτησε ο Ταρνάτλο. «Χτυπάμε κυριλέ και κανονικότατα, ή υπάρχει άλλο σχέδιο;»
«Τι νομίζεις, Ανταρλίδα;» ρώτησε ο Χάλρεοκ στρέφοντάς το κεφάλι πίσω του, στη Μαύρη Δράκαινα.
Ο Τάμπριελ, όμως, ήταν που απάντησε. «Πάμε να χτυπήσουμε. Τι άλλη επιλογή έχουμε; Να εισβάλουμε κρυφά από τον όροφο;»
Ο Ταρνάτλο κοίταξε πάνω. «Δεν είναι δύσκολο, άμα πρώτα σκαρφαλώσεις σε κείνο κει το δώμα.» Δεν έδειξε γιατί ήταν φανερό σε ποιο δώμα αναφερόταν.
«Δεν ξέρουμε, όμως, ούτε καν ποιος είναι ο Σαρόεζ,» τόνισε ο Τάμπριελ· «πόσω μάλλον αν βρίσκεται μέσα αυτή την ώρα, ή αν είναι στον όροφο και όχι στο ισόγειο μαζί με άλλους.»
«Ποιος είν’ο Σαρόεζ, αδελφέ;»
«Ο αρχηγός των Μελωδών,» εξήγησε ο Τάμπριελ. «Ο άνθρωπος που έστειλε τους μισθοφόρους του να μας σκοτώσουν.»
«Α, έτσι λοιπόν!» είπε ο Ταρνάτλο. «Κατάλαβα τώρα γιατί τρέχετε, να πούμε, μες στη νύχτα. Θέτε να μάθετε ποιος τον έβαλε να σας χιμήσει.»
«Ακριβώς.»
«Τους ξέρω κάτι τέτοιους τύπους. Δεν πρόκειται να σας πει τίποτα εκτός αν του σκάσετε γερή πλερωμή.»
«Στην περίπτωσή μας, δεν πρόκειται να πει τίποτα έτσι κι αλλιώς. Πιστεύουμε ότι πρέπει να τον πλήρωσε ή το Αριστερό Χέρι του Θρόνου ή ο Πρωθιερέας του Μαράνχαλωμ.»
«Την έχετε κάτσει, το λοιπόν,» συμπέρανε ο Ταρνάτλο. «Το χρόνο μας χάνουμε δω να πέρα. Πάμε πίσω στο Πορφυρό Γάντι, λέω γω.» Και μειδίασε μέσα από τα κόκκινα μούσια του.
Ο Τάμπριελ δεν του επέστρεψε το μειδίαμα. «Θα μάθουμε πρώτα ποιος είναι ο Σαρόεζ. Κι εσύ θα μας βοηθήσεις σ’αυτό, Ταρνάτλο.» Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του πειρατή.
«Σοβαρά;»
«Σοβαρότατα.»
«Υπάρχει σχέδιο, το λοιπόν;»
«Μόλις τώρα μου ήρθε.»
«Ξέρεις τι λένε για τα σχέδια της ώρας, ε;»
«Φοβάμαι πως όχι.»
*
Ο Ταρνάτλο ζύγωσε την κλειστή, διπλή πόρτα της συντεχνίας νιώθοντας άβολα. Δεν μπορούσε να δει την αλλόκοτη θεά του Τάμπριελ, μα την αισθανόταν ολόγυρά του: μια γαργαλιστική παρουσία που τον έκανε να νομίζει ότι έντομα βάδιζαν πάνω του και ότι η ζέστη της καλοκαιρινής βραδιάς είχε ξαφνικά δυναμώσει.
Τη γαμήσαμε. Δεν έπρεπε να είχα έρθει.
Τέλος πάντω· τους χρωστώ κάτι, αυτό είν’αλήθεια. Με βγάλανε απ’τα μπουντρούμια της Καρκούμ.
Ύψωσε το χέρι του και χτύπησε την πόρτα, δυνατά.
Το ένα φύλλο άνοιξε, αποκαλύπτοντας μια μαυρόδερμη γυναίκα με γαλανά μαλλιά δεμένα κότσο. Φορούσε μια μπεζ υφασμάτινη βράκα και ήταν ξυπόλυτη. Το πέτσινο, καφετί γιλέκο της – το μόνο ρούχο που την έντυνε απ’τη μέση και πάνω – πίεζε τα στήθη της με τρόπο που τα έκανε να σηκώνονται και να φουσκώνουν.
Το Μάτι της Σούλνητ, γαμώ! Τι γίνεται μ’αυτές τις γκόμενες απόψε; Όλες έτσι είν’εδώ, στο Τάρσαζ; Ή εγώ ήμουν πολύ καιρό χωμένος κάτω απ’το χώμα;
Η γυναίκα τον αγριοκοίταξε καθώς ο Ταρνάτλο αργούσε να μιλήσει. «Τι θέλεις;» τον ρώτησε.
Εκείνος πήρε σοβαρή έκφραση, όπως του είχε πει να κάνει ο Τάμπριελ. «Θα ήθελα να μιλήσω στ’αφεντικό σου. Είναι εδώ;» Και να προσέχεις και τα λόγια σου, είχε πει επίσης ο Τάμπριελ. Να μοιάζεις ότι, όντως, σε έστειλε κάποιο σημαντικό πρόσωπο, όχι ότι είσαι μπαγαπόντης. (Ο Ταρνάτλο είχε χαμογελάσει ακούγοντας τη λέξη μπαγαπόντης, και είχε σκεφτεί: Είμαι χειρότερος από απλά μπαγαπόντης, ρ’αδελφέ!)
«Στον κύριο Σαρόεζ αναφέρεσαι;»
«Προφανώς, αγαπητή κοπελιά.»
Η γυναίκα συνοφρυώθηκε. «Να περάσεις πάλι το πρωί.» Κι έκανε να κλείσει το φύλλο της πόρτας που είχε ανοίξει.
Ο Ταρνάτλο έβαλε μπροστά το χέρι του σταματώντας την. «Ο άνθρωπος που με στέλνει δεν είναι όποιος κι όποιος. Τ’αφεντικό σου θα χάσει καλά λεφτά άμα δε δεχτεί να με δει τώρα. Μια απλή ερώτηση θέλω να κάνω μονάχα, και μετά έχω γίνει καπνός.»
«Εντάξει,» είπε η γυναίκα, «θα τον ρωτήσω, να δούμε.» Πρέπει να ήταν μισθοφόρος, συμπέρανε ο Ταρνάτλο τώρα που την κοίταζε καλύτερα: δηλαδή, τώρα που κοίταζε κάτι άλλο εκτός απ’το πρόσωπο και τα στήθια της. Τα χέρια της ήταν μυώδη κι έμοιαζαν να έχουν κάλλους από τη χρήση των όπλων.
Του έκλεισε την πόρτα προτού εκείνος προλάβει ν’αρθρώσει άλλη κουβέντα.
Ο Ταρνάτλο σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του, περιμένοντας.
Δε χρειάστηκε να περιμένει για πολύ. Η πόρτα σύντομα άνοιξε πάλι, και η γυναίκα τού έκανε νόημα να περάσει.
Ο Ταρνάτλο, χαμογελώντας, μπήκε σε μια αίθουσα όπου κάμποσοι μισθοφόροι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από δυο πάγκους. Μερικοί έτρωγαν· τρεις έπαιζαν χαρτιά. Ένας ροχάλιζε καθισμένος σε μια καρέκλα· το κεφάλι του έκανε μια από δω μια από κει.
«Ποιος σ’έστειλε εδώ;» ρώτησε τον Ταρνάτλο ένας άντρας λευκόδερμος και μαυρομάλλης, με ξυρισμένο πρόσωπο και γυαλιστερά μάτια. Ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω, και μια μακριά, παλιά ουλή φαινόταν στο πλατύ στέρνο του. Στα χέρια του ήταν ένα ζευγάρι δερμάτινα περικάρπια.
«Αυτός που μ’έστειλε θέλει να μείνει ανώνυμος για την ώρα,» απάντησε ο Ταρνάτλο. «Είσαι ο Σαρόεζ, σωστά;»
Ο άντρας κατένευσε. «Σωστά. Και δε μ’αρέσουν οι άνθρωποι που θέλουν νάναι ανώνυμοι.»
«Μια απάντηση χρειάζομαι μονάχα, και θα φύγω.»
Ο Σαρόεζ έπιασε μια κούπα από τον πάγκο δίπλα του και ήπιε. «Σ’ακούω.»
«Πόσο πληρώνεσαι για μια απλή δουλειά;»
«Εξαρτάται. Τι εννοείς, ‘απλή δουλειά’;»
«Ας πούμε ότι θέλω να στείλεις πεντέξι ανθρώπους σου να φρουρήσουν μια κυρία που θα ταξιδέψει. Πόσο θα έπαιρνες γι’αυτό;»
«Μακρινό το ταξίδι;»
«Τρεις μέρες, ας πούμε.»
«Εκατό νύχια. Αλλά είναι γενική τιμή. Πρέπει να ξέρω κι άλλα, για τις συνθήκες του ταξιδιού και τα λοιπά, ’ντάξει;»
«Καλώς,» είπε ο Ταρνάτλο. «Σ’ευχαριστώ, και καλό βράδυ.»
«Στο καλό.»
Ο Ταρνάτλο βγήκε από τη συντεχνία, και συνάντησε τον Τάμπριελ και τους άλλους σ’ένα σοκάκι κοντά στο άγαλμα της γονατισμένης γυναίκας που κοίταζε τον ουρανό. Καθώς βάδιζε αισθάνθηκε τη Βιβεϊρλώταθ να φεύγει από γύρω του.
«Εντάξει;» είπε στον κοκκινόδερμο μάγο. «Τον είδες;»
Ο Τάμπριελ ένευσε.
«Βαρύ πράμα αυτή η θεά σου, πάντως. Ασήκωτο, να πούμε.»
«Τι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Χάλρεοκ.
Προτού κανείς απαντήσει, η Ανταρλίδα ρώτησε τον Τάμπριελ: «Μπορείς να τον παρακολουθήσεις τώρα, τον Σαρόεζ;»
«Φυσικά και μπορώ.»
«Μπορείς να μου περιγράψεις και πώς είναι;»
«Μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο.» Άγγιξε το περιδέραιό του. «Κλείσε τα μάτια σου.»
Η Ανταρλίδα τα έκλεισε.
Ο Τάμπριελ έκλεισε και τα δικά του μάτια, κι επικαλέστηκε τη Βιβεϊρλώταθ. Την αισθάνθηκε να βγαίνει από τον πολυεδρικό λίθο του αργυρού δίσκου, και την πρόσταξε να μεταφέρει στο νου της Ανταρλίδας την εικόνα του Σαρόεζ. Η θεά υπάκουσε, και μετά επέστρεψε στη φυλακή της.
Η Μαύρη Δράκαινα άνοιξε τα βλέφαρά της. «Αυτός είναι;»
«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ, «αυτός.»
«Μπορείς να μου πεις σε ποιο δωμάτιο της συντεχνίας θα κοιμηθεί;»
«Από τώρα όχι.»
«Εννοώ όταν θα πάει για ύπνο.»
«Μπορώ.»
«Είμαστε εντάξει, λοιπόν. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε.»
Ο Χάλρεοκ ρώτησε: «Σκοπεύεις, δηλαδή, να εισβάλεις και να… κάνεις τι; Να τον απαγάγεις; Να τον απειλήσεις;»
«Το δεύτερο. Δε νομίζω να θες να τον τραβάμε μαζί μας ώς τη Φέντινκεχ.»
«Σύμφωνα με τους νόμους του Βασιλείου, έχω δικαίωμα να τον συλλάβω αν θέλω. Έστειλε τους μισθοφόρους του να επιτεθούν σε ανθρώπους της Βασιλικής Φρουράς.»
«Αυτό δε σημαίνει ότι θα παραδεχτεί πως τον έβαλε να το κάνει το Αριστερό Χέρι ή ο Πρωθιερέας,» είπε ο Τάμπριελ.
«Το ξέρω. Κι αν έχει τέτοιες διασυνδέσεις, θα τη σκαπουλάρει σίγουρα.»
«Ή θα τον σκοτώσουν,» πρόσθεσε η Ανταρλίδα, «προτού προλάβει ν’αποκαλύψει τίποτα.»
«Δεν έχεις άδικο,» συμφώνησε ο Χάλρεοκ. «Αν όντως η Κελνίχηβ είναι μπλεγμένη εδώ….»
«Αρχίζω να τον παρακολουθώ,» δήλωσε ο Τάμπριελ και, ακουμπώντας την πλάτη του στον έναν τοίχο του σοκακιού, άγγιξε το περιδέραιό του κι έκλεισε τα βλέφαρα. Η Βιβεϊρλώταθ έφυγε σαν ημιδιαφανής, γκρίζα σκιά από το πολυεδρικό πετράδι και χάθηκε μέσα στα νυχτερινά σκοτάδια της Ναλκέμ.
Η Ανταρλίδα είδε ότι ο Τάμπριελ είχε, προς το παρόν, χάσει την επαφή του με το περιβάλλον· πρέπει να κοίταζε από τα μάτια της θεάς. Η Μαύρη Δράκαινα είπε στον Χάλρεοκ και στον Ταρνάτλο: «Περιμένουμε τώρα.»
«Με χρειάζεστε εμένα για τίποτ’άλλο;» ρώτησε ο δεύτερος.
«Γιατί ρωτάς;»
«Γιατί έλεγα να τριποδίσω μέχρι το Γάντι, να πούμε. Μη σας ενοχλώ κι εσάς αδίκως, να πούμε.»
Η Ανταρλίδα μειδίασε. «Πήγαινε.»
«Σε βρίσκω πολύ εντάξει, αγαπητή,» είπε ο Ταρνάτλο, και έφυγε.
Ο Χάλρεοκ τον αγριοκοίταξε καθώς εκείνος απομακρυνόταν.
*
Ο Σαρόεζ κοιμόταν σ’ένα απ’τα δωμάτια του ορόφου της συντεχνίας των Μελωδών. Μαζί του ήταν η γυναίκα που είχε δει ο Ταρνάτλο στην πόρτα. Κοιμόταν κι αυτή, αφού είχαν κάνει έρωτα. Ο Τάμπριελ είχε μάθει, μέσω της Βιβεϊρλώταθ, ότι το όνομά της ήταν Ασράω.
Τώρα, χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις της θεάς για να τους κάνει και τους δύο να κοιμούνται βαριά, καθώς η Ανταρλίδα, έχοντας ανεβεί στο δώμα πλάι στη συντεχνία, άνοιγε το παράθυρο του δωματίου τους και έμπαινε.
Κανένας τους δεν κινήθηκε. Η Βιβεϊρλώταθ είχε θολώσει τις αισθήσεις τους: είχε ρίξει το μυαλό τους σε βαθιά όνειρα.
Η Ανταρλίδα άρπαξε, με το δεξί χέρι, την Ασράω απ’τα γαλανά της μαλλιά, και με το αριστερό χέρι τής έκλεισε το στόμα ενώ την τραβούσε έξω απ’το κρεβάτι. Η μαυρόδερμη μισθοφόρος, ξυπνώντας ξαφνιασμένη, μούγκρισε και κλότσησε τον αέρα. Ο Σαρόεζ δεν σάλεψε, εξακολουθώντας να βρίσκεται υπό την επήρεια της Βιβεϊρλώταθ.
Η Ανταρλίδα γύρισε την Ασράω απότομα και την χτύπησε με το γόνατό της στην κοιλιά· καθώς η μαυρόδερμη γυναίκα διπλωνόταν, ο αγκώνας της Μαύρης Δράκαινας την κοπάνησε στον αυχένα αναισθητοποιώντας την.
Η Ανταρλίδα ανέβηκε στο κρεβάτι, τραβώντας ένα της ξιφίδιο και καβαλώντας τον Σαρόεζ. Η λεπίδα πιέστηκε στον λαιμό του.
Τα μάτια του άνοιξαν, γυαλίζοντας μέσα στο σκοτάδι, και γουρλώνοντας.
«Μην κάνεις φασαρία,» του είπε η Ανταρλίδα.
«Τι θέλεις;» μούγκρισε ο Σαρόεζ. «Πού είναι η Ασράω;»
«Ζωντανή – για την ώρα. Πριν από μερικές μέρες, κάποιος σε πλήρωσε για να σκοτώσεις τον κοκκινόδερμο προφήτη της Βασίλισσας· θέλω να μάθω ποιος.»
«Κάποιο λάθος κάνεις· κανένας δε με–»
«Δεν κάνω κανένα λάθος. Απάντησέ μου, αλλιώς είσαι νεκρός – και η Ασράω επίσης.»
Και ο Τάμπριελ, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, έβαλε τη Βιβεϊρλώταθ να κάνει το πρόσωπο της Ανταρλίδας να φανεί τρομαχτικό κάτω απ’την κουκούλα της: να φανεί σαν κάτι βγαλμένο από τους εφιάλτες του Σαρόεζ – μια παραίσθηση· αλλά μια παραίσθηση που μπορούσε τώρα, όσο ο μισθοφόρος βρισκόταν σε σύγχυση, να αποδειχτεί μάλλον αποτελεσματική.
Η όψη του μετατράπηκε σε μια μάσκα τρόμου. «Τι… τι είσαι;» ψέλλισε με κομμένη την ανάσα.
«Απάντησέ μου: ποιος σε πλήρωσε να σκοτώσεις τον κοκκινόδερμο προφήτη;» Το ξιφίδιό της εξακολουθούσε να πιέζεται στο λαιμό του· λίγο αίμα έτρεξε πάνω στη λεπίδα.
«Το… το Χέρι,» είπε ο Σαρόεζ ξεροκαταπίνοντας. «Το Αριστερό Χέρι. Ήταν μια δουλειά γι’αυτήν. Έχουμε ξανασυνεργαστεί. Δεν…» Σταμάτησε να μιλά, μάλλον θεωρώντας ότι είχε ήδη αποκαλύψει πολλά: πολλά που δεν έπρεπε.
«Το Αριστερό Χέρι; Ήρθε η ίδια εδώ;»
«Φυσικά και όχι. Ένας σύνδεσμός της.»
«Τα λεφτά τα έχεις πάρει;»
«Όχι όλα… Δεν τα κατάφερα… Δεν ξέρεις ότι…; Ποια είσαι; Τι είσαι;»
Η Ανταρλίδα πήρε το λεπίδι της απ’το λαιμό του και τον κοπάνησε στο μέτωπο με τη λαβή του ξιφιδίου, κάνοντάς τον να χάσει τις αισθήσεις του.
Σηκώθηκε από πάνω του και βγήκε απ’το παράθυρο.
Ο Τάμπριελ την περίμενε δίπλα απ’το άγαλμα της γονατισμένης γυναίκας, μαζί με τον Χάλρεοκ.
«Τα πράγματα ήταν όπως τα φοβόμασταν,» της είπε.
Η Ανταρλίδα ένευσε. «Έτσι φαίνεται.»
«Έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας, όταν επιστρέψουμε στη Φέντινκεχ.»
Ο Χάλρεοκ είπε: «Κάποιος πρέπει να λογοδοτήσει για ό,τι συνέβη. Δεν επιτέθηκαν μόνο σ’εσάς.» Δεν φώναζε αλλά ο θυμός του ήταν έκδηλος στον τόνο της φωνής του.
Στράφηκαν και βάδισαν προς το μέγαρο του Άρχοντα της Ναλκέμ.
Περνώντας μπροστά απ’το Πορφυρό Γάντι, δεν σταμάτησαν για να δουν αν ο Ταρνάτλο θα ερχόταν μαζί τους. Ήξερε τον δρόμο για να επιστρέψει μόνος του όποτε ήθελε.
Οι εχθροί του Μεγάλου Προφήτη, παρότι ομολογουμένως ισχυροί, δεν είχαν πολλούς πραγματικούς υποστηρικτές εναντίον του· κι αυτό επειδή η Βασίλισσα φαινόταν να τον συμπαθεί, επειδή δεν μας είχε προκαλέσει κανένα κακό, επειδή είχε υποσχεθεί ότι θα εξαφάνιζε το Ρήγμα, κι επειδή πολλοί πίστευαν ότι είχαμε να κερδίσουμε από τις γνώσεις του5. Όταν όμως οι Ταργκάφλι πέρασαν τα ανατολικά μας σύνορα, και όταν μαθεύτηκε ότι ο Μεγάλος Προφήτης ευθυνόταν γι’αυτό, ότι τους θεωρούσε «συμμάχους του», τότε η κατάσταση άλλαξε. Αρκετοί που τον έβλεπαν ουδέτερα άρχισαν να τον βλέπουν αρνητικά, και να στρέφονται προς το μέρος των εχθρών του. Διότι όλοι, ανεξαιρέτως, θεωρούσαν τους Ταργκάφλι βαρβάρους και δεν επιθυμούσαν την παρουσία τους εντός των συνόρων του Βασιλείου. Πολλοί άκουσα πως φοβόνταν, μάλιστα, ότι κάποιο διαβολικό σχέδιο βρισκόταν εν εξελίξει: κάποιο σχέδιο που στόχευε στην ολική καταστροφή του Τάρσαζ. Έφερε τους βαρβάρους στο Βασίλειο για να μας επιτεθούν εκ των έσω όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, έλεγαν. Ο Τάμπριελ, έλεγαν, είναι πράκτορας κάποιας εχθρικής δύναμης. Του Μεγάλου Ιεράρχη ίσως· ή μπορεί να είναι κάποιος μάγος που ήρθε από τη Γη των Ταργκάφλι, ή από τις Ερημιές στο Τέλος του Κόσμου, και προσποιείται ότι βγήκε μέσα από το Ρήγμα και ότι θέλει το καλό μας.
Ορισμένοι άνθρωποι, τολμώ να παρατηρήσω, υπερβάλλουν ασυγκράτητα. Αλλά πάντοτε έτσι ήταν, και πάντοτε έτσι θα είναι.
*
* * *
*
Όταν επέστρεψαν στη Φέντινκεχ, ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα ζήτησαν να μιλήσουν στη Βασίλισσα ιδιαιτέρως, και μαζί τους ήταν κι ο Χάλρεοκ και ο Καλέφραζ. Η Παμράνεχ, παρατηρώντας ότι έμοιαζαν να έχουν κάτι σοβαρό να της πουν, τους οδήγησε σ’ένα μικρό καθιστικό του παλατιού της, δίπλα από την Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου.
«Δεν ήταν κανένας μη έμπιστος άνθρωπος μαζί μας πιο πριν,» τους είπε καθίζοντας σε μια μεγάλη πολυθρόνα και σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο.
Η Κελνίχηβ, όντως, δεν ήταν στην αίθουσα, όφειλε να παρατηρήσει ο Τάμπριελ. Ήταν, όμως, ο Πρίγκιπας Μάρνεζ καθώς κι ένα σωρό συμβουλάτορες και φρουροί. Ο καθένας απ’αυτούς μπορεί να ήταν πληροφοριοδότης του Αριστερού Χεριού.
«Θα σας πούμε κάτι που δεν είναι συνηθισμένο, Μεγαλειοτάτη,» εξήγησε ο Χάλρεοκ. «Δε θα το περιμένετε…»
Η Παμράνεχ συνοφρυώθηκε. «Πείτε μου, λοιπόν.»
Και εκείνοι τής μίλησαν για την ενέδρα βόρεια της Ναλκέμ, και της διηγήθηκαν πώς ανακάλυψαν ποιοι ήταν οι μισθοφόροι και ποιος τους είχε στείλει.
Η Βασίλισσα άκουγε εμβρόντητη, και μετά είπε: «Γιατί η Κελνίχηβ να σας θέλει νεκρούς; Δε θα έκανε κάτι εκτός αν την πρόσταζα εγώ να το κάνει.» Σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα της, φανερά εκνευρισμένη. «Ίσως ο μισθοφόρος να σας είπε ψέματα!»
Η Ανταρλίδα κούνησε το κεφάλι. «Δεν το νομίζω, Μεγαλειοτάτη· ήταν πολύ τρομαγμένος. Κι επιπλέον, αν ήθελε να πει ψέματα, μάλλον δε θα έλεγε ότι τον έβαλε το ίδιο το Αριστερό Χέρι του Θρόνου να κάνει αυτή τη δουλειά – είναι κάτι που, πραγματικά, δεν τον συμφέρει.»
«Θα μιλήσω στην Κελνίχηβ,» είπε, αποφασιστικά, η Παμράνεχ.
«Αποκλείεται να παραδεχτεί ότι έβαλε μισθοφόρους να επιτεθούν σε ανθρώπους της Βασιλικής Φρουράς,» την προειδοποίησε ο Τάμπριελ. «Θα επιρρίψει την ευθύνη είτε στον Σαρόεζ είτε στον σύνδεσμό της που επικοινώνησε μαζί του.»
«Και ίσως κάποιος απ’αυτούς να φταίει!» είπε η Παμράνεχ. «Γιατί όχι; Μπορεί να υπηρετούν τους Ιεράρχες δίχως να το γνωρίζουμε.»
Ο Τάμπριελ έμεινε σιωπηλός. Μπορεί, αλλά μάλλον δεν είναι έτσι, σκέφτηκε.
«Γιατί δεν χρησιμοποιείς τις δυνάμεις σου για να μάθεις την αλήθεια;» τον ρώτησε η Παμράνεχ. «Μάντης δεν είσαι;»
«Οι εικόνες που έρχονται στο μυαλό μου είναι τυχαίες, Βασίλισσά μου· δεν τις ελέγχω.» Ο Τάμπριελ αναρωτήθηκε πόσες φορές θα χρειαζόταν ακόμα να το υπενθυμίσει αυτό.
«Θα πρέπει, τότε, να μιλήσω με την Κελνίχηβ. Το θέμα είναι πολύ σοβαρό· δεν μπορώ να το αγνοήσω.» Και βάδισε προς την έξοδο του δωματίου.
Κανένας δεν προσπάθησε να τη σταματήσει, και η Βασίλισσα του Τάρσαζ, ανοίγοντας την πόρτα, έφυγε.
Ο Χάλρεοκ είπε στον Τάμπριελ: «Δεν κατορθώσαμε τίποτα. Η Βασίλισσα δεν θα πιστέψει ποτέ ότι το Αριστερό Χέρι το έκανε αυτό.»
«Υπομονή,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αφού η Κελνίχηβ μάς θέλει νεκρούς, θα ξαναεπιχειρήσει κάτι εναντίον μας.»
«Οι πολεμιστές μου σκοτώθηκαν εξαιτίας της!»
«Για την ώρα, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’αυτό.»
Του Χάλρεοκ δεν φάνηκε να του άρεσε τούτη η απάντηση. Έφυγε απ’το μικρό καθιστικό φανερά θυμωμένος.
*
Η Ανταρλίδα έβγαλε τη μαύρη στολή και τις μπότες της, φόρεσε ένα γκρίζο φόρεμα και δερμάτινα παπούτσια, έδεσε τα ξανθά της μαλλιά κότσο, και πήγε στο εργαστήριο του Βασιλικού Αλχημιστή από την πρώτη κιόλας ημέρα που επέστρεψαν στη Φέντινκεχ· γιατί η Βασίλισσα δεν ήταν πρόθυμη να περιμένει, και τα όπλα έπρεπε να ετοιμαστούν το συντομότερο δυνατό.
Ο Βόρχαμ φάνηκε να χάρηκε που την είδε. «Ευτυχώς που είσαι εδώ,» είπε, «διότι…» έτριψε τα μαλλιά του, «τούτο δω το μίγμα… δεν ξέρω αν μας κάνει. Πρέπει να το δεις κι εσύ, να μου πεις αν είναι όπως αυτά που χρησιμοποιείτε στον κόσμο σου.»
Η Ανταρλίδα ένευσε, και ρώτησε: «Ζήτησες από τη Βασίλισσα να προστάξει να επιστραφούν τα όπλα που έστειλε στα δυτικά σύνορα;»
Ο Βόρχαμ ήταν για μια στιγμή αποπροσανατολισμένος. «Ε…; Ναι, ναι, της το είπα.»
«Και τι απάντησε;»
«Δε με άκουσε. Μου είπε ότι έχω αρχίσει να γερνάω.»
Η Ανταρλίδα αναστέναξε. «Εντάξει,» είπε. «Ας δούμε πώς εκρήγνυται το νέο μίγμα σου.» Ήξερε ότι θα έπρεπε να γίνουν πολλές δοκιμές προτού καταλήξουν κάπου.
Ο Βόρχαμ, χρησιμοποιώντας ένα ειδικό κοχλιάριο, πήρε μια ποσότητα του μίγματος και την έβαλε στη θυρίδα ενός πειραματικού σωλήνα από φερίλιο. Πάτησε έναν διακόπτη που δημιουργούσε σπίθα, και μια μικρή έκρηξη έγινε τραντάζοντας τον σωλήνα. Από τα ανοίγματά του δεν βγήκε παρά ελάχιστος καπνός.
«Υπέροχο,» είπε η Ανταρλίδα. «Ακριβώς αυτό που ήθελα. Ελάχιστος καπνός. Πώς το δημιούργησες, Βόρχαμ;»
Ο Βασιλικός Αλχημιστής, φανερά ικανοποιημένος με τον εαυτό του, την οδήγησε σ’έναν πάγκο που βρισκόταν μπροστά από ένα μεγάλο, στρογγυλό παράθυρο για να λούζεται η επιφάνειά του από άπλετο πρωινό φως. Εκεί, στον πάγκο, ο Βόρχαμ τής έδειξε τα σύμβολα που είχε σχεδιάσει επάνω σ’ένα σημειωματάριο.
«Δεν καταλαβαίνω ακριβώς,» παραδέχτηκε η Ανταρλίδα, που η αλχημεία δεν ήταν μία από τις γνώσεις που είχε αποκτήσει ως Μαύρη Δράκαινα.
«Αφαίρεσα λίγο από αυτό και πρόσθεσα λίγο από αυτό,» εξήγησε ο Βόρχαμ δείχνοντας δύο σύμβολα πάνω στο σημειωματάριο. «Είναι προφανές! Δε θυμάσαι πώς ήταν το προηγούμενο μίγμα;» Γύρισε τις σελίδες του σημειωματάριου. «Να, έτσι ήταν.»
«Ναι, εντάξει,» είπε η Ανταρλίδα. «Τώρα, όμως, πρέπει να το δοκιμάσουμε και με πραγματικά όπλα.
»Οι μεταλλουργοί έχουν βελτιώσει το σχήμα τους;»
«Δεν το νομίζω. Χρειάζεται να συνηθίσουν… Ναι, πρέπει να φτάσουν σ’αυτό το… επίπεδο ικανότητας που σου είναι άνετο να φτιάχνεις εκείνο που θες να φτιάξεις. Και πρέπει κι εσύ να τα δεις πάλι τα όπλα, Ανταρλίδα. Κάπου υπάρχει κάποια σοβαρή ατέλεια.»
«Για αρχή,» είπε η Μαύρη Δράκαινα, «θα δοκιμάσουμε το καινούργιο σου μίγμα στο τουφέκι μου. Επομένως, πρέπει μόνο να γεμίσουμε μερικές σφαίρες μ’αυτό.»
*
Το καλοκαίρι βρισκόταν στο τέλος του όταν οι Ταργκάφλι έφτασαν έξω απ’τα τείχη της Φέντινκεχ. Ουσιαστικά ήταν φθινόπωρο τώρα, αν και η ζέστη εξακολουθούσε να είναι έντονη.
Το πλήθος των Ταργκάφλι δεν ήρθε στην πρωτεύουσα μέσω του ποταμού Νύραλοκ· θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν πολλά πλοία για τη μεταφορά του, και οι Ταρσάζιοι δεν ήταν πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν τα σκάφη τους για τους «βαρβάρους». Επομένως, ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι έφερε τον λαό του από τα εδάφη ανατολικά της Φέντινκεχ. Μαζί με τα ζώα τους, μεγάλα και μικρά, ταξίδεψαν επάνω σε πεδινά μέρη και τελικά έφτασαν στην πρωτεύουσα, που άπλωνε το σώμα της τεμπέλικα πλάι στον ποταμό Νύραλοκ.
Οι αρχές της πόλης είχαν ειδοποιηθεί για την άφιξή τους εδώ και μία ημέρα, και ο στρατός ήταν έτοιμος για τυχόν αναταραχές που μπορεί να συνέβαιναν, αν και, αφού οι Ταργκάφλι δεν είχε ακουστεί να έχουν πειράξει κανέναν σ’όλο το ταξίδι τους, ήταν μάλλον απίθανο να προκαλέσουν τώρα προβλήματα.
Πλησίαζε μεσημέρι όταν ήρθαν στη Φέντινκεχ, και η Ανταρλίδα ήταν έξω απ’τα τείχη της πόλης μαζί με τον Βόρχαμ, τον Ερβάδαζ, και μερικούς άλλους πολεμιστές της Βασίλισσας, για να δοκιμάσουν τα καινούργια όπλα που είχαν κατασκευάσει οι μεταλλουργοί και να δουν αν ήταν πιο ασφαλή από τα προηγούμενα. Ατενίζοντας το πλήθος των Ταργκάφλι να ζυγώνει, σταμάτησαν τις δοκιμές τους. «Οι φίλοι σας ήρθαν,» είπε ο Ερβάδαζ στην Ανταρλίδα, και η έκφρασή του έδειχνε ότι δεν ήταν και πολύ ευχαριστημένος από αυτό. Σ’αντίθεση με τον Χάλρεοκ, δεν ήταν μαζί τους στο ταξίδι στη Γη των Ταργκάφλι και έβλεπε τα πράγματα με πολύ διαφορετικό τρόπο από εκείνον.
Ο Τάμπριελ, που βρισκόταν στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Φέντινκεχ μαζί με τον Καλέφραζ, αναζητώντας πληροφορίες για τις Παγωμένες Εκτάσεις (καθώς και μύθους και θρύλους γι’αυτές τις μακρινές περιοχές), ειδοποιήθηκε από έναν πολεμιστή της Βασίλισσας ότι οι παρατηρητές στα τείχη είχαν δει τους Ταργκάφλι να έρχονται. Τον ευχαρίστησε, και ο άντρας έφυγε. Δε χρειάζονταν άλλες εξηγήσεις· ο Τάμπριελ ήξερε τι έπρεπε να κάνει: τα είχαν συμφωνήσει ήδη με τη Βασίλισσα.
Η όψη του Καλέφραζ έγινε ανήσυχη. «Ο Πρωθιερέας λένε πως έχει αρχίσει ήδη να εξαπλώνει λασπολογίες για εσένα,» είπε. «Και τώρα που ήρθαν κι οι Ταργκάφλι εδώ….»
«Ηρέμησε, Καλέφραζ,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Ο Πρωθιερέας εξαπλώνει λασπολογίες για μένα από τότε που πρωτοήρθα στον κόσμο σας. Δεν είναι τίποτα το ανησυχητικό.» Αν και ήξερε πως ο Βασιλικός Γραμματικός είχε κάποιο δίκιο: η παρουσία των Ταργκάφλι, αναμφίβολα, θα έκανε – αρχικά τουλάχιστον – την πλάστιγγα να γείρει προς τη μεριά του Πρωθιερέα, αφού οι Ταρσάζιοι τούς έβλεπαν ως βαρβάρους και, συνεπώς, ανεπιθύμητους. «Ας πηγαίνουμε τώρα.»
Ο Τάμπριελ άρχισε να βαδίζει προς την έξοδο της Μεγάλης Βιβλιοθήκης, κατεβαίνοντας μια στριφτή ξύλινη σκάλα και, έπειτα, περνώντας ανάμεσα από ατελείωτες σειρές ραφιών γεμάτες βιβλία και κυλίνδρους.
Ο Καλέφραζ τον ακολουθούσε, και είπε: «Νομίζεις ότι θα ήταν ασφαλές να έρθω μαζί σου;»
«Δε νομίζω κανένας να προσπαθήσει να με σκοτώσει μπροστά στην πύλη της Φέντινκεχ.» Καλύτερα όμως να είμαι προσεχτικός, πρόσθεσε νοερά, κι επικαλέστηκε το πνεύμα της Βιβεϊρλώταθ, για να είναι σε εγρήγορση γύρω του.
Ο Καλέφραζ αναπήδησε. «Από πού ήρθε αυτό το ρεύμα;» Κοντά τους δεν υπήρχε κανένα ανοιχτό παράθυρο.
«Η Βιβλιοθήκη σίγουρα έχει πολλές τρύπες, Καλέφραζ. Ή ίσως να ήταν τα νεύρα σου.»
Ο Τάμπριελ φόρεσε την κουκούλα της κάπας του, και ο Καλέφραζ επίσης· και, με τη συνοδεία τεσσάρων πολεμιστών της Βασίλισσας (οι οποίοι τους περίμεναν έξω απ’τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη), διέσχισαν τους δρόμους της Φέντινκεχ – που ήταν κοσμοπλημμυρισμένοι εξαιτίας του ερχομού των Ταργκάφλι – και πήγαν στη βορειοανατολική πύλη της πόλης, η οποία ονομαζόταν Πύλη του Βορινού Ανέμου. Και η οποία ήταν κλειστή· το κιγκλίδωμά της ήταν κατεβασμένο, και στρατιώτες στέκονταν κοντά της, έτοιμοι για μάχη.
Λίγο παραδίπλα ήταν ο Αλίρκωπ μαζί με τον Θυμό, η Χιρκόμο, και οι τέσσερις Ταργκάφλι πολεμιστές που είχαν συνοδέψει τον Καζίτο’ναρ τους από τη Φάλαρεχ ώς εδώ. Ο Τάμπριελ έβγαλε την κουκούλα του και τους έκανε νόημα να τον πλησιάσουν. Μετά πρόσταξε τους στρατιώτες να σηκώσουν την πύλη.
«Κανένας δεν πρόκειται να επιτεθεί στην πόλη, σας διαβεβαιώνω,» τους είπε. «Οι Ταργκάφλι δεν ήρθαν ειρηνικά από τόσο μακριά για να κάνουν πόλεμο τώρα.»
Το κιγκλίδωμα σηκώθηκε τρίζοντας, ενώ το πλήθος των Ταργκάφλι φαινόταν να έρχεται ολοένα και πιο κοντά, περνώντας μέσα από τις αγροικίες που περιτριγύριζαν τη Φέντινκεχ. Οι ελέφαντες φάνταζαν θεόρατοι ανάμεσα στα υπόλοιπα ζώα και στους ανθρώπους.
Ο Τάμπριελ βγήκε από την πύλη μαζί με τον Καλέφραζ, τους τέσσερις πολεμιστές της Βασίλισσας, τους τέσσερις Ταργκάφλι πολεμιστές, τη Χιρκόμο, και τον Αλίρκωπ. Η Βιβεϊρλώταθ περιέφερε τη συνείδησή της γύρω τους, προσέχοντας για πιθανούς κινδύνους.
Ο Τάμπριελ είδε από τα νοτιοανατολικά έναν ιππέα να έρχεται, καλπάζοντας γρήγορα. Τα κατάξανθα μαλλιά του άστραφταν στο μεσημεριανό φως. Όπως επίσης και το κατάλευκο δέρμα του. Γύρω του ανέμιζε ένα γκρίζο φόρεμα. Η Ανταρλίδα.
Η Μαύρη Δράκαινα έφτασε κοντά στον Τάμπριελ και αφίππευσε. Τα μάτια της ερεύνησαν τις επάλξεις των τειχών, ψάχνοντας για ακροβολισμένους δολοφόνους. Δεν εντόπισε κανέναν.
«Όλα εντάξει;» ρώτησε τον Τάμπριελ.
«Έτσι δείχνει.»
Το πλήθος των Ταργκάφλι σταμάτησε σε αρκετά μεγάλη απόσταση από τη Φέντινκεχ, και μονάχα μια μικρή συνοδεία πλησίασε περισσότερο, μέσα στην οποία βρίσκονταν οι μάγοι της Βινέρνι, ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, και μερικοί πολεμιστές. Όλοι τους ήταν έφιπποι και έρχονταν καλπάζοντας.
Σύντομα τράβηξαν τα γκέμια των αλόγων τους μπροστά στον Τάμπριελ και τους υπόλοιπους, και ξεπέζεψαν.
«Σε χαιρετώ, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ!» είπε ο κοκκινόδερμος μάγος ακουμπώντας τη δεξιά του γροθιά στο αριστερό στήθος.
«Κι εγώ εσένα, Καζίτο’ναρ,» αποκρίθηκε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ χαιρετώντας με παρόμοιο τρόπο. «Όπως θα έμαθες, υποθέτω, η πορεία μας ήταν ειρηνική και ήσυχη.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Το έμαθα. Και η Βασίλισσα έχει δηλώσει ότι θα σε φιλοξενήσει στο παλάτι της, εσένα και την οικογένειά σου.»
«Να πεις στη Βασίλισσα ότι την ευχαριστώ ιδιαιτέρως.»
«Μπορείς να την ευχαριστήσεις ο ίδιος, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, όταν τη συναντήσεις.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ πρόσταξε έναν από τους πολεμιστές που τον συνόδευαν να πάει να πει στη γυναίκα του και στα παιδιά του να έρθουν. Εκείνος, καβαλικεύοντας, κάλπασε προς το σταματημένο πλήθος των Ταργκάφλι.
*
Η γυναίκα του Ο’Μάλζεκ Χάλρικ ονομαζόταν Σερίνκο και ήταν παχουλή, λευκόδερμη, και μαυρομάλλα. Φαινόταν μερικά χρόνια νεότερη από εκείνον. Είχαν έξι παιδιά, τα τέσσερα από τα οποία είχαν δικές τους οικογένειες. Και σύντομα, όλο το σόι του Ο’Μάλζεκ Χάλρικ είχε συγκεντρωθεί μπροστά στον Τάμπριελ, την Ανταρλίδα, τον Καλέφραζ, και τους υπόλοιπους.
Ο Βασιλικός Γραμματικός καθάρισε τον λαιμό του. «Η Βασίλισσα είπε ότι θα φιλοξενήσει μόνο εσένα και την οικογένειά σου, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.»
«Μα, αυτή είναι η οικογένειά μου,» είπε εκείνος, κι άρχισε να τους συστήνει.
«Εντάξει,» τον διέκοψε ο Καλέφραζ. «Αλλά είναι πάρα πολλοί. Δε νομίζω ότι η Βασίλισσα θα το δεχτεί.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τον κοίταξε προσβεβλημένος, και μετά έστρεψε το βλέμμα του στον Τάμπριελ.
«Ο Καλέφραζ φοβάμαι πως έχει δίκιο, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ,» είπε εκείνος. «Ούτε εγώ νομίζω ότι η Βασίλισσα θα δεχτεί να φιλοξενήσει τόσα άτομα στο παλάτι της. Ωστόσο, δεν θα έχει πρόβλημα να φιλοξενήσει εσένα, τη σύζυγό σου, και τα δύο μικρότερα παιδιά σου που δεν έχουν δικές τους οικογένειες.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ δίστασε ν’απαντήσει για μια στιγμή, αλλά έπειτα είπε: «Πολύ καλά, Καζίτο’ναρ. Οδήγησέ μας.»
Έτσι, πέρασαν την Πύλη του Βορινού Ανέμου και κατευθύνθηκαν προς το Βασιλικό Παλάτι της Φέντινκεχ, που δέσποζε πάνω από τα υπόλοιπα οικοδομήματα της πόλης, χτισμένο στον λόφο καθώς ήταν. Η Ανταρλίδα τούς ακολούθησε, για να βεβαιωθεί ότι δε θα γινόταν καμια απόπειρα δολοφονίας από ανθρώπους της Κελνίχηβ ή του Πρωθιερέα.
Οι φρουροί του παλατιού τούς περίμεναν στην πύλη του κήπου, και τους συνόδεψαν στο εσωτερικό και μέχρι την Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου, όπου δεν έφυγαν αλλά παρέμειναν, με τα χέρια τους κοντά στα μανίκια των όπλων τους.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ ήταν καθισμένη στον Θρόνο του Τάρσαζ, ντυμένη μ’ένα αστραφτερό γαλανό φόρεμα κι έχοντας το στέμμα της επάνω στα ξανθά, σγουρά της μαλλιά. Το Στέμμα του Τίγρη, όπως ονομαζόταν, το οποίο δεν ήταν ένα απλό διάδημα· ήταν ουσιαστικά ένα κράνος, καθώς κάλυπτε ολόκληρο το κεφάλι εκείνου που το φορούσε, ενώ το ίδιο ήταν λαξεμένο σαν κεφαλή τίγρη. Το πρόσωπο της Βασίλισσας φαινόταν μέσα από το ανοιχτό του στόμα. Στις κόγχες των ματιών του σμαράγδια γυάλιζαν. Ο Καλέφραζ είχε πει στον Τάμπριελ και στην Ανταρλίδα ότι στα παλιά χρόνια, φορώντας το Στέμμα του Τίγρη, ο Μονάρχης του Βασιλείου υποτίθεται πως γινόταν ο ίδιος ο Τίγρης: η προσωποποίησή του. Πράγμα που, ασφαλώς, δεν συνέβαινε κάθε μέρα αλλά, συνήθως, στους πολέμους ή όταν ο Μονάρχης όφειλε να αποδώσει θεϊκή δικαιοσύνη. Σε τούτες τις μέρες, όμως, το Στέμμα απλά το φορούσε στις πολύ επίσημες κοινωνικές περιστάσεις· κι οι ιερείς έλεγαν πως δεν είχαν αισθανθεί το πνεύμα του Τίγρη μέσα σε κανέναν από τους μονάρχες των τελευταίων χρόνων.
Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ στεκόταν πλάι στον Αργυρόντυτο Θρόνο, ζωσμένος το σπαθί του και φορώντας αστραφτερά ρούχα κι εκείνος, όπως η μητέρα του. Το βλέμμα του δεν φανέρωνε καμία συμπάθια για τους Ταργκάφλι.
Κάτω από τον θρόνο, ήταν συγκεντρωμένοι διάφοροι ευγενείς, συμβουλάτορες, και αξιωματικοί. Καθώς επίσης και ο Πρωθιερέας Έλνεφριζ, δεν μπόρεσαν παρά να παρατηρήσουν ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα.
«Βασίλισσά μου,» είπε μεγαλόφωνα ο Τάμπριελ, «σας παρουσιάζω τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι!»
«Καλωσορίσατε στο παλάτι μου, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ,» είπε η Βασίλισσα Παμράνεχ. «Έχω ακούσει πολλά για εσάς από τα χείλη του Τάμπριελ.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τη χαιρέτισε ακουμπώντας τη δεξιά γροθιά στο αριστερό του στήθος, ακριβώς όπως θα χαιρετούσε έναν άλλο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ. «Ο Καζίτο’ναρ είναι ο εκλεκτός της Βιβεϊρλώταθ, και όπου βρίσκεται η θεά μας εκεί ανήκουμε κι εμείς.»
«Στο Τάρσαζ,» είπε ο Πρωθιερέας Έλνεφριζ, «πιστεύουμε στον Μεγάλο Τίγρη, τον Μαράνχαλωμ. Δεν θα ανεχτούμε την εξάπλωση ξένων θρησκειών· αυτό πρέπει να το έχετε υπόψη σας.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ έστρεψε το βλέμμα του στον μαυρόδερμο ιερωμένο. «Η πρόθεσή μας δεν είναι – και ουδέποτε ήταν – να εξαπλώσουμε τη θρησκεία της Βιβεϊρλώταθ. Η Βιβεϊρλώταθ, από αρχαιοτάτων χρόνων, ήταν προστάτιδά μας και προστάτιδα της πόλης μας. Βρισκόταν μέσα στο Άγκιστρο του Κόσμου, μέχρι που ο Καζίτο’ναρ την πήρε από εκεί.»
«Ο Τάμπριελ μού είπε ότι αυτό το Άγκιστρο είναι το ένα από τα τρία Φράγματα που οι Αρχαίοι δημιούργησαν για να σώσουν τον κόσμο μας από τον Κατακλυσμό. Το γνωρίζατε αυτό εσείς;» ρώτησε η Παμράνεχ.
«Γνωρίζαμε ότι οι αρχαίοι θεοί δημιούργησαν το Άγκιστρο για να αποτρέψουν τη διάλυση του κόσμου. Για τα άλλα δύο Φράγματα δεν ξέραμε· ο Τάμπριελ έμαθε γι’αυτά μιλώντας με τη Βιβεϊρλώταθ.»
«Αφού είναι θεά σας η Βιβεϊρλώταθ,» ρώτησε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, «γιατί δεν το είχε ήδη αποκαλύψει τούτο σ’εσάς που τη λατρεύετε;»
«Δεν είναι απλό να έρθει κανείς σε επαφή μαζί της!» είπε ένας από τους μάγους των Ταργκάφλι ο οποίος ονομαζόταν Κύρνιχ. «Είναι πολύ επικίνδυνο. Γι’αυτό κιόλας ο Καζίτο’ναρ είναι ο Καζίτο’ναρ!» Μιλούσε σπαστά την Οικουμενική, μη γνωρίζοντάς την τόσο καλά όσο τη γλώσσα των Ταργκάφλι.
Η Παμράνεχ μειδίασε, και είπε στον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ: «Δεν σας περίμενα τόσο… συζητήσιμους. Είναι έτσι κι ο υπόλοιπος λαός σας, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ;»
«Τι εννοείτε, Βασίλισσα Παμράνεχ;»
«Νόμιζα ότι θα είχα να κάνω με αγρίους,» εξήγησε εκείνη. «Ανθρώπους που ξέρουν καλύτερα να γρυλίζουν παρά να μιλάνε. Αλλά τελικά ο Τάμπριελ είχε δίκιο για εσάς. Απορώ γιατί τόσο καιρό είχαμε εσφαλμένη εντύπωση…»
Ο Πρωθιερέας είπε έντονα: «Τα φαινόμενα απατούν πολλές φορές, Μεγαλειοτάτη!»
«Στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα μπορούσαν να απατούν αν ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ μάς έμοιαζε άγριος αλλά αποδεικνυόταν πολιτισμένος. Τώρα, όμως, μοιάζει πολιτισμένος, και δεν νομίζω σε λίγο ν’αρχίσει να γρυλίζει και να κάνει πέρα-δώθε το ρόπαλό του!» είπε η Παμράνεχ χαμογελώντας.
Αρκετοί από τους αυλικούς γέλασαν, αλλά ο Πρωθιερέα δεν φάνηκε το ίδιο ενθουσιασμένος από το αστείο της.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, επίσης, δεν έδειχνε να νιώθει και τόσο βολικά με τόσους ανθρώπους να παρατηρούν τις αντιδράσεις εκείνου, της οικογένειάς του, και των συντρόφων του.
«Δε μου είπες, λοιπόν, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ,» συνέχισε η Βασίλισσα, «είναι κι οι υπόλοιποι Ταργκάφλι σαν εσένα;»
«Δεν είναι άγριοι, Βασίλισσα Παμράνεχ, αν αυτό εννοείτε,» αποκρίθηκε εκείνος. «Και ούτε θα προκαλέσουν καταστροφές στην πόλη σας.»
«Ωραία!» είπε η Παμράνεχ, με τα πράσινα μάτια της να γυαλίζουν σχεδόν όπως και τα σμαραγδένια μάτια του Στέμματος του Τίγρη. «Η συμβίωσή μας θα είναι, επομένως, ευχάριστη, θέλω να πιστεύω.»
Κι εκείνη τη στιγμή, ένας δυνατός σεισμός τράνταξε την αίθουσα κάνοντας τα κρύσταλλά της να τρίξουν και ορισμένα αντικείμενα να πέσουν στο πάτωμα και να σπάσουν. Αρκετοί αυλικοί ακούστηκαν να φωνάζουν, και κάποιοι απ’αυτούς έφυγαν βιαστικά.
Η Παμράνεχ σηκώθηκε απ’τον Αργυρόντυτο Θρόνο, αλλά η όψη της δεν έμοιαζε πανικόβλητη, ούτε καν ανήσυχη· και, φυσικά, η Βασίλισσα του Τάρσαζ δεν έφυγε από την αίθουσα.
Ο σεισμός δεν κράτησε πολύ· σύντομα καταλάγιασε, και η γη έπαψε να κουνιέται.
«Τρομερό, δεν είναι;» είπε η Παμράνεχ στον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ. «Έχετε σεισμούς και στους δικούς σας τόπους, σωστά;»
Εκείνος ένευσε. «Έχουμε. Αλλά ο Καζίτο’ναρ ισχυρίζεται ότι ίσως μπορέσει να τους σταματήσει προτού ανοίξει τον κόσμο μας.»
«Τι εννοείς, ‘προτού ανοίξει τον κόσμο μας’;» ρώτησε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τον κοίταξε παραξενεμένος, σαν εκείνος να έπρεπε κανονικά να ξέρει. «Προτού τον φέρει σε επαφή με το ευρύτερο σύμπαν που μας περιβάλλει.»
Ο Πρίγκιπας έστρεψε τώρα το βλέμμα του στον Τάμπριελ. «Πώς ακριβώς θα γίνει αυτό; Και γιατί να θέλουμε να γίνει;»
«Τα τρία Φράγματα πρέπει να σπάσουν συγχρόνως,» απάντησε ο Τάμπριελ· «μόνο τότε ο κόσμος σας θα ανοίξει. Αν κάποιο από τα Φράγματα σπάσει πριν από τα άλλα, τότε θα γίνουν καταστροφές παρόμοιες του Κατακλυσμού.»
«Πώς είναι δυνατόν να σπάσουν συγχρόνως;» απόρησε ο Πρίγκιπας.
«Σύμφωνα με τα δεδομένα του κόσμου σας αυτή τη στιγμή, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν.»
«Επομένως, δεν μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με το σύμπαν που αναφέρεις…»
«Θα βρω μια λύση–»
«Και γιατί να θέλουμε να έρθουμε σε επαφή με το σύμπαν σου;» φώναξε ο Πρωθιερέας. «Ο Πρίγκιπάς μας έκανε κι αυτή την πολύ εύλογη, τολμώ να παρατηρήσω, ερώτηση. Γιατί να θέλουμε να έρθουμε σε επαφή με το σύμπαν σου;»
«Διότι,» απάντησε ο Τάμπριελ, «αυτός ίσως να είναι ο μόνος τρόπος να διαλυθεί το Ρήγμα–»
«Ασυναρτησίες!»
«Το Ρήγμα άνοιξε ανάμεσα στα τρία Φράγματα του κόσμου σας, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να είναι τυχαίο.»
«Ανάμεσα στα τρία Φράγματα;» τον διέκοψε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ. «Νόμιζα ότι μας είπες πως δεν ξέρεις πού βρίσκονται τα άλλα δύο, Τάμπριελ. Μόνο το Άγκιστρο των Ταργκάφλι μάς είπες ότι ξέρεις πού είναι.»
«Κι αυτή είναι η αλήθεια. Όμως η Βιβεϊρλώταθ μού φανέρωσε πως το Ρήγμα είναι ανάμεσα από τα τρία Φράγματα.»
«Δηλαδή γνωρίζει πού είναι τα άλλα δύο;»
«Γνωρίζει, αλλά δεν μπορεί να μας πει, γιατί εκείνη δεν αντιλαμβάνεται τον κόσμο όπως εμείς. Κατ’αρχήν, για τη Βιβεϊρλώταθ δεν υπάρχουν τρία Φράγματα· υπάρχει ένα Φράγμα με τρεις όψεις. Συγκεκριμένα, μου είπε ότι το Ρήγμα βρίσκεται ανάμεσα στις τρεις όψεις του Φράγματος.»
«Οι πειραματισμοί σου είναι επικίνδυνοι,» παρενέβη ο Πρωθιερέας. «Πώς ξέρουμε ότι μας λες αλήθεια; Πώς ξέρουμε ότι στην πραγματικότητα δεν θες να καταστρέψεις τον κόσμο μας;» φώναξε.
Μουρμουρητά ακούστηκαν από τους συγκεντρωμένους αυλικούς.
«Θα ήμουν ανόητος να καταστρέψω έναν κόσμο επάνω στον οποίο βρίσκομαι,» απάντησε ψυχρά ο Τάμπριελ. «Κι επιπλέον, δεν έχω κανέναν λόγο να το κάνω αυτό. Εσείς, όμως, έχετε λόγο να θέλετε να διαλυθεί το Ρήγμα, ή λαθεύω;»
«Μέχρι στιγμής, δεν μας έχει προκαλέσει καμία καταστροφή,» είπε ο Πρωθιερέας. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα που μας έφερε ίσως να είσαι εσύ.»
«Καμία καταστροφή;» παρενέβη η Βασίλισσα Παμράνεχ. «Και οι σεισμοί τι είναι; Ένα σωρό ζημιές έχουν γίνει εξαιτίας τους!»
«Οι σεισμοί, Μεγαλειοτάτη, δεν το ξέρουμε σίγουρα πως οφείλονται στο Ρήγμα· κι επίσης, με τον καιρό πιθανώς να πάψουν.»
«Δεν τους έχω αισθανθεί να σταματούν, Ιερότατε.»
Ο Τάμπριελ είπε: «Οι σεισμοί δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα. Το Ρήγμα δεν περνά μόνο από τον κόσμο σας· περνά κι από άλλους κόσμους· έτσι, οτιδήποτε μπορεί να έρθει εδώ. Όπως το κόκκινο άστρο. Όπως το μυστηριώδες γιγάντιο πτηνό.»
«Και όπως εσύ,» πρόσθεσε ο Πρωθιερέας.
«Εγώ,» αντιγύρισε ο Τάμπριελ, «είμαι ο μόνος τρόπος που έχετε για να διαλύσετε το Ρήγμα.»
Ο Πρωθιερέας δεν είπε τίποτα για να το αντικρούσει αυτό αλλά, αν έκρινε κανείς από το πρόσωπό του, ήταν φανερό πως δεν είχε αλλάξει γνώμη για τον Τάμπριελ. Εξακολουθούσε να μην τον εμπιστεύεται.
Και κατά πάσα πιθανότητα το γεγονός ότι ο Τάμπριελ είπε πως έχει «δει» τον Πρώτο Αρχιερέα να τον καθαιρεί έχει συμβάλλει σ’αυτό, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Αισθάνεται απειλημένος από την παρουσία μας εδώ.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ κάθισε πάλι στον θρόνο, σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο. «Εντάξει,» είπε. «Αρκετά! Δεν είμαστε εδώ για να συζητήσουμε για το Ρήγμα. Το έχουμε ήδη συζητήσει αυτό – πολλές φορές. Είμαστε εδώ για να καλωσορίσουμε τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ και τον λαό του στη Φέντινκεχ και στο Τάρσαζ.» Χτύπησε τα χέρια της και υπηρέτες ήρθαν. «Οδηγήστε τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ και την οικογένειά του στον ξενώνα που έχει ετοιμαστεί γι’αυτούς, και φροντίστε να έχουν ό,τι επιθυμήσουν.»
Οι υπηρέτες υποκλίθηκαν και πλησίασαν τους Ταργκάφλι.
«Σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία σας, Βασίλισσα Παμράνεχ,» είπε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, κι έμοιαζε πραγματικά να το εννοεί.
«Η ευχαρίστηση είναι δική μου, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ. Ήσασταν, σίγουρα, μια ευχάριστη έκπληξη, τολμώ να πω. Και θέλω να πιστεύω ότι θα μιλήσουμε περισσότερο όσο βρίσκεστε στο παλάτι μου.»
Εκείνες οι ημέρες ήταν γεμάτες ένταση παρότι ακόμα δεν είχε συμβεί κάτι το συνταρακτικό.
Δεν είχε ακόμα ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα σ’εμάς και την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας, αλλά οι αψιμαχίες στα δυτικά σύνορα ολοένα και εντείνονταν. Οι εχθροί του Μεγάλου Προφήτη δεν είχαν ακόμα ενεργήσει εναντίον του, αλλά ήταν φανερό ότι προετοιμάζονταν, ότι αναρωτιόνταν αν, πώς, και πότε τούς συνέφερε να τον ξεφορτωθούν. Αναταραχές δεν είχαν ακόμα συμβεί ανάμεσα στους Ταργκάφλι και τους κατοίκους του Βασιλείου, αλλά άκουγα πολλούς να μουρμουρίζουν, ή να φωνάζουν, ότι δεν ήθελαν τους βαρβάρους μέσα στο Τάρσαζ.
Και το Ρήγμα… Το Ρήγμα παλλόταν στους ουρανούς κι έκανε τη γη να σείεται, μοιάζοντας με καζάνι που βράζει.
Τα πάντα μού έφερναν στο μυαλό τη σχετική γαλήνη πριν από την καταιγίδα.
Και δεν είχα άδικο.
*
* * *
*
Ο Ναρχάεζ κάλπαζε μέσα στο πρώτο φως της αυγής, ντυμένος με την αρματωσιά του από φερίλιο που έκανε πρασινογάλαζες ανταύγειες. Γύρω και πίσω του βρίσκονταν κι άλλοι καβαλάρηδες, κι όλοι τους κατευθύνονταν προς τα βορειοανατολικά, αντίθετα από τη ροή του μεγάλου ποταμού Άλμορ πλάι τους. Του ποταμού που όριζε τα σύνορα ανάμεσα στο Βασίλειο Τάρσαζ και στις περιοχές που πλέον ονομάζονταν Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας.
Ο Ναρχάεζ είχε φύγει από το Ωχρόλευκο Οχυρό μόλις είχε μάθει για την καταστροφή του καταυλισμού στα βόρεια, και τώρα πλησίαζε στον προορισμό του. Γιατί δεν του έφταναν οι αναφορές· ήθελε να δει και μόνος του τι είχε συμβεί. Εξάλλου γι’αυτό βρισκόταν εδώ, τόσα χιλιόμετρα μακριά από τη Φέντινκεχ. Και, όπως είχε διαπιστώσει, η κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλή σε τούτα τα μέρη. Ο πόλεμος της Κοινωνίας με το Βασίλειο Ώσρανοκ στα δυτικά της είχε κάνει πολλούς πολέμαρχους και άρχοντες της Κοινωνίας να ξεθαρρέψουν, πραγματοποιώντας επιδρομές και προς το Βασίλειο Τάρσαζ. Ο Ναρχάεζ αναρωτιόταν αν αυτές ήταν προσωπικές πρωτοβουλίες καιροσκόπων ή αν εντάσσονταν σε κάποιο ευρύτερο σχέδιο του Μεγάλου Ιεράρχη. Μπορεί ο Ιεράρχης να προσπαθούσε να προκαλέσει το Τάρσαζ να του επιτεθεί ή να προσφέρει στρατιωτική αρωγή στο Ώσρανοκ. Γιατί, όμως; Για να μας παγιδέψει κάπως; Για να διασπάσει τις δυνάμεις μας και να μας χτυπήσει, μετά, από κάποιο αφύλαχτο σημείο; Ποιος μπορούσε να μαντέψει τι είχε στο νου του ο Μέγας; Δεν ήταν καν άνθρωπος, αν οι φήμες γι’αυτόν αλήθευαν.
Ο στρατιωτικός καταυλισμός που είχε δεχτεί επίθεση βρισκόταν κοντά στις όχθες του Άλμορ, κάτω από έναν λοφίσκο και μέσα σ’ένα αραιό δάσος. Ο Ναρχάεζ είχε προστάξει διάφοροι τέτοιοι καταυλισμοί να στηθούν κατά μήκος του ποταμού ώστε να γίνονται περισσότερες περιπολίες της περιοχής, επειδή οι πολέμαρχοι της Κοινωνίας διέσχιζαν τον Άλμορ από όποια μεριά μπορούσε κανείς να φανταστεί, άλλοτε με σχεδίες μέσα στη νύχτα, άλλοτε από πόρους ή γέφυρες, άλλοτε με πλοία μέρα-μεσημέρι. Οι υπερασπιστές του Τάρσαζ έπρεπε να βρίσκονται διαρκώς σε επιφυλακή.
Καθώς ο ήλιος είχε ξεπροβάλει από την ανατολή και έριχνε το δυνατό φως του πάνω στον Ναρχάεζ και τους ιππείς του, κάνοντας τις σκιές αυτών και των αλόγων τους να μοιάζουν μακριές πλάι τους, έφτασαν στον κατεστραμμένο καταυλισμό. Οι στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί στράφηκαν να τους κοιτάξουν, κι όσοι κάθονταν σηκώθηκαν. Κανένας δεν τράβηξε όπλο, καθώς μπορούσαν να δουν ότι δεν ήταν εχθροί αυτοί που έρχονταν.
Ο Ναρχάεζ και οι πολεμιστές του σταμάτησαν τα άλογά τους και αφίππευσαν, κοιτάζοντας τριγύρω, τις διαλυμένες σκηνές και τα συντρίμμια. Οι νεκροί ήταν συγκεντρωμένοι σε δύο μικρούς λόφους, παραπέρα· μια φωτιά ήταν αναμμένη κοντά τους. Οι ζωντανοί πρέπει να ετοιμάζονταν να τους κάψουν όταν ο Ναρχάεζ ήρθε.
«Ποιος είναι υπεύθυνος εδώ;» ρώτησε το Δεξί Χέρι του Θρόνου πλησιάζοντας τους όρθιους στρατιώτες, οι περισσότεροι απ’τους οποίους ήταν τραυματισμένοι, αλλά όχι βαριά.
Μια γυναίκα είπε: «Εγώ, Εξοχότατε,» και χαιρέτησε στρατιωτικά. «Δωδέκαρχος Αράνηβ λαθ Νίραλεχ.» Ήταν ψηλή και μαυρόδερμη, με φαρδείς ώμους και πράσινα μαλλιά. Η αρματωσιά της ήταν άσχημα χτυπημένη στ’αριστερά πλευρά, αλλά η ίδια δεν έμοιαζε τραυματισμένη – εκτός από γρατσουνιές και μελανιές, φυσικά, που ήταν αμελητέες ύστερα από μια τέτοια καταστροφή.
«Ο Εκατόνταρχος Όρτεοβ;» ρώτησε ο Ναρχάεζ.
«Νεκρός, Εξοχότατε.»
«Τι ακριβώς συνέβη εδώ; Ο ιππέας που ήρθε στο Ωχρόλευκο Οχυρό ήταν πολύ ταραγμένος για να μου εξηγήσει. Μου μίλησε και μετά παραλίγο να λιποθυμήσει· ένα τραύμα στην πλάτη του του είχε φέρει πυρετό. Κανονικά, έπρεπε να είχατε στείλει κάποιον άλλο.»
«Όταν τον έστειλα, Εξοχότατε, δεν… δε φαινόταν να είχε πυρετό.»
Ο Ναρχάεζ αναστέναξε. «Πες μου τι συνέβη.»
«Μας επιτέθηκαν από τα βόρεια. Ξαφνικά. Αφού η νύχτα είχε πέσει.»
«Από τα βόρεια; Και κανένας δεν τους είδε να πλησιάζουν;»
«Μια περιπολία μας που ήταν προς τα εκεί ποτέ δεν επέστρεψε, Εξοχότατε. Οι επιτιθέμενοι μάς όρμησαν και μετά…» Κοίταξε γύρω της. «Μετά, έγιναν όλ’αυτά…» Έμοιαζε χαμένη. «Η μάχη ήταν μπερδεμένη, Εξοχότατε.»
«Όλες οι μάχες είναι μπερδεμένες, Δωδέκαρχε,» είπε ο Ναρχάεζ, προσπαθώντας να μη δείχνει το θυμό του για τούτη την κατάσταση αλλά μη μπορώντας παρά να τον αισθάνεται έντονο εντός του. Τα πράγματα στα δυτικά σύνορα είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν τελείως! Και δε φαίνεται να μπορώ να κάνω τίποτα για να τα φέρω υπό τον έλεγχό μου.
«Σαφώς, αλλά… δεν τους είδαμε να πλησιάζουν παρά μονάχα την τελευταία στιγμή.»
«Ο απολογισμός;»
Η Δωδέκαρχος Αράνηβ μόρφασε. «Εξοχότατε, οι περισσότεροι είναι νεκροί. Μόνο εμείς που βλέπετε είμαστε ζωντανοί, καθώς και κάποιοι τραυματίες εκεί, στις σκηνές.» Υψώνοντας το χέρι της έδειξε.
«Πώς γλιτώσατε εσείς;»
«Κάναμε τους νεκρούς, Εξοχότατε. Δεν είχαμε άλλη επιλογή!» πρόσθεσε αμέσως, εμφατικά. «Αν δεν το είχαμε κάνει, θα ήμασταν κι εμείς πραγματικά νεκροί!»
«Εντάξει,» είπε ο Ναρχάεζ ρίχνοντας μια ματιά σε όλους τους, «δε σας κατηγορώ που καταφέρατε να επιβιώσετε. Οι επιτιθέμενοι προς τα πού κατευθύνθηκαν ύστερα από τη σύγκρουση; Είδατε;»
«Προς τα βόρεια, Εξοχότατε,» απάντησε ένας στρατιώτης με ξανθά μαλλιά. «Μας χτύπησαν και μετά έφυγαν.»
«Δεν έμειναν ούτε για να πλιατσικολογήσουν;»
«Πλιατσικολόγησαν, Εξοχότατε,» είπε η Αράνηβ. «Αλλά όχι για πολλή ώρα.»
Ο Ναρχάεζ συνοφρυώθηκε καθώς θυμήθηκε κάτι σημαντικό. «Στον καταυλισμό σας υπήρχαν και δύο χειριστές των καινούργιων όπλων της Βασίλισσας. Είναι ζωντανοί αυτοί;»
Η Αράνηβ κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»
«Τα όπλα τους πού είναι;»
Ένας άλλος στρατιώτης απάντησε: «Το ένα το έχουμε, Εξοχότατε, αλλά είναι διαλυμένο.»
«Διαλυμένο;»
«Καταστράφηκε από μόνο του,» είπε ο στρατιώτης με τα ξανθά μαλλιά που είχε μιλήσει και πριν. «Το είδα να διαλύεται μέσα σε φωτιά και καπνό καθώς ο χειριστής του το χρησιμοποιούσε.»
«Και το άλλο όπλο;»
Ο στρατιώτης ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω τι έγινε, Εξοχότατε.»
Ο Ναρχάεζ τούς ξανακοίταξε όλους. «Ξέρει κανένας σας τι έγινε το άλλο όπλο;»
Κανείς δε μίλησε.
«Δωδέκαρχε;»
«Δεν ξέρω, Εξοχότατε. Δεν το έχω δει.»
Κατάρες του Μασμόρου! σκέφτηκε ο Ναρχάεζ. «Θέλετε να πείτε ότι πιθανώς το έκλεψαν;»
«Μπορεί, Εξοχότατε…» αποκρίθηκε αβέβαια η Αράνηβ.
Ο Ναρχάεζ θυμήθηκε τότε τι είχε πει η Δωδέκαρχος λίγο πιο πριν: Πλιατσικολόγησαν, Εξοχότατε. Αλλά όχι για πολλή ώρα. «Δε μου λέτε: όταν πλιατσικολογούσαν, σας δόθηκε η εντύπωση πως ίσως να έψαχναν για κάτι συγκεκριμένο;»
Οι στρατιώτες αλληλοκοιτάχτηκαν.
«Σκεφτείτε τι σας λέω! Σας δόθηκε η εντύπωση ότι ίσως να έψαχναν, ας πούμε, για τα καινούργια όπλα της Βασίλισσας;»
«Η αλήθεια είναι ότι δεν κάθισαν να πλιατσικολογήσουν για πολύ,» μουρμούρισε ένας. «Πράγμα ασυνήθιστο.»
Κατάρες του Μασμόρου! Αυτό είναι. Ήρθαν για τα όπλα. Ο Ναρχάεζ έσφιξε τη γροθιά του. Το ήξερα ότι δεν ήταν καλή ιδέα που η Βασίλισσα τα έστειλε εδώ! Η Ανταρλίδα και ο Βόρχαμ, εξάλλου, δεν τα είχαν τελειοποιήσει ακόμα!
«Λοιπόν,» είπε στους στρατιώτες. «Πηγαίνετε να κάψετε τους νεκρούς μας και ξεκουραστείτε. Τα καταφέρατε καλά δεδομένων των περιστάσεων.»
Τα λόγια του φάνηκαν να τους αναπτερώνουν το ηθικό: το ηττημένο βλέμμα διαλύθηκε για λίγο από τα μάτια τους· αντικαταστάθηκε από μια στιγμιαία γυαλάδα.
Ο Ναρχάεζ στράφηκε στους πολεμιστές που είχαν έρθει μαζί του από το Ωχρόλευκο Οχυρό, καθώς οι στρατιώτες του καταυλισμού πήγαιναν να εκτελέσουν τη διαταγή του και να κάψουν τους νεκρούς τους.
«Πρέπει να ειδοποιήσουμε τη Βασίλισσα γι’αυτό,» είπε.
*
Οι μεταλλουργοί, μελετώντας την κατασκευή του τουφεκιού και του πιστολιού της Ανταρλίδας, είχαν βρει έναν τρόπο για να κάνουν τα καινούργια όπλα περισσότερο ασφαλή, ώστε ο κίνδυνος έκρηξης στα χέρια του χειριστή να γίνει αμελητέος, και στο τέλος να καταφέρουν να τον εξαλείψουν τελείως.
Τα εργαστήρια μαζικής παραγωγής που είχαν αρχίσει να φτιάχνονται έξω από τη Φέντινκεχ είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί, και πυροβόλα κατασκευάζονταν εκεί, για να μπορέσει η Ανταρλίδα να διδάξει κάποιους στρατιώτες τη σωστή χρήση τους. Εν τω μεταξύ, δούλοι και εργάτες είχαν ανοίξει ορυχεία στις περιοχές του Τάρσαζ που ήταν πλούσιες σε εκρηκτικές ύλες και, υπό την επίβλεψη υπεύθυνων, έβγαζαν μεταλλεύματα που ο Βασιλικός Αλχημιστής Βόρχαμ μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να φτιάξει πυρομαχικά.
Οι Ταργκάφλι είχαν στήσει έναν μεγάλο καταυλισμό στα βορειοανατολικά της Φέντινκεχ, όχι πολύ μακριά από τα εργαστήρια μαζικής παραγωγής όπλων, και έμεναν εκεί, βλέποντας πυκνό καπνό να βγαίνει από τις ψηλές καμινάδες των μεταλλουργείων. Ορισμένοι από αυτούς είχαν πιάσει δουλειά στα εργαστήρια. Οι Ταρσάζιοι είχαν αρχικά προσπαθήσει να τους κοροϊδέψουν στην πληρωμή, δίνοντάς τους πολύ λιγότερα χρήματα από ό,τι θα έδιναν σ’έναν κανονικό εργάτη, αλλά εκείνοι σύντομα το κατάλαβαν· ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ παραπονέθηκε στη Βασίλισσα για άσχημη συμπεριφορά προς τον λαό του, και η Παμράνεχ, που (όλοι το έλεγαν) τον είχε συμπαθήσει («περισσότερο απ’όσο πρέπει μια Βασίλισσα του Τάρσαζ να συμπαθεί έναν βάρβαρο»), συμφώνησε πως τούτο ήταν απαράδεχτο. Τα ημερομίσθια των Ταργκάφλι πάραυτα αυξήθηκαν.
Η Ανταρλίδα είχε πει να μη γίνει από τώρα μαζική παραγωγή πυροβόλων, γιατί, παρότι οι μεταλλουργοί είχαν καταλήξει σε κάποια αρκετά ασφαλή μοντέλα, αυτά τα μοντέλα επιδέχονταν βελτιώσεις· και μόνο με τις δοκιμές μπορούσε η Μαύρη Δράκαινα να δει τα μειονεκτήματά τους, ώστε μετά να τα κάνουν καλύτερα. Η Βασίλισσα, ωστόσο, δεν την άκουσε· τα εργαστήρια έβγαζαν το ένα όπλο κατόπιν του άλλου, και αποθήκες χτίστηκαν για τη φύλαξή τους.
Η Ανταρλίδα είχε, στην αρχή, πάρει είκοσι πολεμιστές από τη Βασιλική Φρουρά – ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Χάλρεοκ και ο Ερβάδαζ – και τους είχε μάθει κάποια βασικά πράγματα για τη χρήση των όπλων. Κάποια πράγματα που όφειλαν να ξέρουν όλοι: κάποια πράγματα παραπάνω από το σηκώνω το όπλο – σημαδεύω – πατάω τη σκανδάλη. Σκοπός της ήταν να βάλει, μετά, αυτούς να διδάξουν άλλους· και σύντομα το έκανε, γιατί διαπίστωσε ότι μάθαιναν γρήγορα.
Οι αγροί έξω από τη Φέντινκεχ αντηχούσαν από τους κρότους των πυροβόλων. Οι Ταρσάζιοι άκουγαν θορύβους που δεν είχαν ξανακούσει ποτέ τους. Και η Ανταρλίδα ήταν βέβαιη ότι, πολύ σύντομα, οι φήμες θα εξαπλώνονταν σ’όλο τούτο τον απομονωμένο κόσμο: Το Βασίλειο Τάρσαζ έχει κάποια παράξενα καινούργια όπλα, θα έλεγαν από τη Γη της Φέδλωχ μέχρι την Καρκούμ.
Ένα μεσημέρι, καθώς τελείωνε το μάθημα που έκανε σε μερικούς πολεμιστές, ένας παλατιανός φρουρός ήρθε και της είπε πως η Βασίλισσα τη ζητούσε για να της μιλήσει – αμέσως. Η Ανταρλίδα αποκρίθηκε ότι θα ερχόταν, κι ανέβηκε στο άλογό της καλπάζοντας προς τη νοτιοανατολική πύλη της Φέντινκεχ – την Πύλη των Αγρών, όπως την ονόμαζαν – και, μετά, προς το Βασιλικό Παλάτι. Καθώς αφίππευε μέσα στον μεγάλο κήπο και έδινε τα ηνία του αλόγου της σ’έναν υπηρέτη, γνώριζε ότι η εμφάνισή της δεν ήταν η κατάλληλη για να παρουσιαστεί στην Αυλή του Τάρσαζ, ή σε οποιαδήποτε βασιλική αυλή – τα ρούχα της ήταν λερωμένα και κολλούσαν από τον ιδρώτα, όπως και τα μαλλιά της, και οι μπότες της ήταν γεμάτες χώματα – αλλά αφού η Βασίλισσα είχε πει ότι βιαζόταν να της μιλήσει….
Η Ανταρλίδα βάδισε προς την κεντρική πύλη του παλατιού, και δύο φρουροί τη σταμάτησαν βλέποντας τα πιστόλια που κρέμονταν από τη φαρδιά ζώνη της. Της ζήτησαν να τους τα δώσει. Υπήρχε κανονισμός – πρόσφατα θεσπισμένος, φυσικά – τα πυροβόλα όπλα να μην επιτρέπονται προς το παρόν στο εσωτερικό του παλατιού, για λόγους ασφαλείας. Η Ανταρλίδα ήταν βέβαιη ότι η Κελνίχηβ το είχε αποφασίσει αυτό παρότι η Βασίλισσα ήταν που το είχε ανακοινώσει σ’όλη την Αυλή και το είχε γράψει και υπογράψει.
Χωρίς να φέρει αντίρρηση στους φρουρούς, έβγαλε τα δύο πιστόλια της από τις θήκες και τους τα έδωσε. Τους προσπέρασε και βάδισε στο γυαλισμένο πάτωμα του εσωτερικού του παλατιού με τις λασπωμένες μπότες της. Ήταν ντυμένη μ’ένα γαλανό φόρεμα που δεν είχε μανίκια και έπεφτε ώς τα γόνατα, και ήταν βέβαιη πως τώρα πρέπει να κρεμόταν σαν κουρέλι επάνω της. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα και λυτά, εκτός από δύο τούφες που δένονταν πίσω απ’το κεφάλι της για να μην την ενοχλούν στα μάτια. Οι υπηρέτες δίπλα απ’τους οποίους περνούσε τις έριχναν βλέμματα που δεν φανέρωναν την έγκρισή τους για την εμφάνισή της, καθώς εκείνη κατευθυνόταν προς την Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου.
Οι φρουροί στην είσοδο δεν τη σταμάτησαν και, μπαίνοντας στο μεγάλο δωμάτιο, η Ανταρλίδα είδε ότι εδώ δεν ήταν κανένας άλλος πέρα από τη Βασίλισσα και τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ (εξαιρώντας πάντα φρουρούς και υπηρέτες). Ο αρχηγός των Ταργκάφλι φαινόταν να τα πηγαίνει καλά με την Παμράνεχ, πράγμα που είχε εκπλήξει την Ανταρλίδα. Ή, μήπως, δε θα έπρεπε; Εξάλλου, η Βασίλισσα του Τάρσαζ είχε, αναμφίβολα, ανοιχτό χαρακτήρα, δεν είχε;
«Ανταρλίδα,» είπε η Παμράνεχ στρεφόμενη να την κοιτάξει από εκεί όπου καθόταν, σε μια πολυθρόνα από πλεκτή ψάθα, με τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο κι ένα κύπελλο με κάποιο ποτό στο δεξί χέρι. Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ καθόταν κοντά της, έχοντας κι εκείνος ένα κύπελλο στα χέρια του. Ανάμεσά τους ήταν ένα μικρό τραπεζάκι με μεταλλικό σκελετό και μαρμάρινη επιφάνεια. Επάνω του βρισκόταν μια καράφα.
Η Ανταρλίδα έκανε μια σύντομη υπόκλιση. «Μεγαλειοτάτη.»
«Πριν από λίγο,» της είπε η Παμράνεχ, «μου ήρθαν κάποια μάλλον δυσάρεστα νέα. –Αλλά κάθισε πρώτα, μη στέκεται.» Έδειξε μια καρέκλα αντίκρυ της.
Η Ανταρλίδα κάθισε, περιμένοντάς τη να συνεχίσει.
«Ένας μαντατοφόρος ήρθε από τα δυτικά σύνορα και μου είπε ότι ένα από τα όπλα που είχα στείλει εκεί πάρθηκε από τους πολεμιστές της Κοινωνίας. Δεν υπάρχει, τουλάχιστον, καμία άλλη εξήγηση για την εξαφάνισή του. Οι εχθροί μας επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά σ’έναν καταυλισμό μας, τον κατέστρεψαν, και πήραν το ένα από τα δύο πυροβόλα. Το άλλο εξερράγη κατά τη χρήση του. Ο Ναρχάεζ πιστεύει ότι ήρθαν ειδικά για να μας κλέψουν τα καινούργια όπλα, επειδή κατά τα άλλα δεν λεηλάτησαν ιδιαίτερα το μέρος.»
Σου το είχα πει ότι δεν έπρεπε να στείλεις από τώρα πυροβόλα στα δυτικά σύνορα, αλλά δε με άκουσες! σκέφτηκε η Ανταρλίδα. «Μάλιστα…» αποκρίθηκε καθαρίζοντας το λαιμό της.
«Ο Τάμπριελ μάς έχει πει ότι η Κοινωνία θα αποκτήσει όπλα σαν τα δικά μας, έτσι δε μας έχει πει;» ρώτησε η Παμράνεχ.
Η Ανταρλίδα ένευσε. «Ναι, είπε ότι το ‘είδε’.»
«Πιστεύεις ότι… από αυτό θα ξεκινήσει; Από αυτή την κλοπή; Θα αντιγράψουν οι Ιεράρχες το όπλο μας;»
«Δε μπορώ να είμαι σίγουρη–»
«Είναι πιθανό ή δεν είναι;»
«Τα πάντα είναι πιθανά, Βασίλισσά μου. Σ’αυτόν τον κόσμο, βέβαια, δεν έχω συναντήσει κανέναν μέχρι στιγμής που να έχει γνώσεις κατασκευής πυροβόλων όπλων, αλλά τούτο δε σημαίνει ότι κάποιοι σαν τους Ιεράρχες δεν μπορούν να δουν πώς είναι φτιαγμένα τα πυροβόλα όπλα και να φτιάξουν κι αυτοί παρόμοια.»
Η απάντησή της δε φάνηκε ν’άρεσε στην Παμράνεχ· η όψη της Βασίλισσας σκοτείνιασε, τα φρύδια της έσμιξαν. «Δηλαδή, τώρα και ο Μέγας Ιεράρχης θα έχει την ίδια δύναμη μ’εμάς; Χάνουμε το πλεονέκτημά μας!»
«Φοβάμαι πως–»
«Μου είχες πει, όμως, ότι τα όπλα που στείλαμε στα δυτικά σύνορα δεν ήταν τελειοποιημένα, σωστά;»
«Σωστά.» Και δεν έπρεπε ποτέ να τα είχες στείλει. Γιατί δε μ’άκουσες, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ; Γιατί;
«Επομένως, τα όπλα που θα φτιάξουν οι Ιεράρχες θα είναι κατώτερα από τα δικά μας…»
«Δεν ξέρω. Ίσως να τα τελειοποιήσουν, Βασίλισσά μου.»
Η Παμράνεχ μόρφασε δυσαρεστημένα. Μετά είπε: «Θα πρέπει, λοιπόν, να αυξήσουμε τον ρυθμό παραγωγής μας. Θέλω να έχουμε πυροβόλα όπλα πριν από εκείνους! Και θέλω οι πολεμιστές μου να είναι εκπαιδευμένοι σ’αυτά, Ανταρλίδα. Σκοπεύω να βοηθήσω το Ώσρανοκ έτσι, και δε θέλω το σχέδιό μου ν’αλλάξει.»
«Θα κάνω ό,τι μπορώ, Βασίλισσά μου,» υποσχέθηκε η Ανταρλίδα. «Ωστόσο πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι ακόμα και τα όπλα που φτιάχνουμε τώρα δεν είναι τέλεια. Δεν είναι όπως αυτά που έχω μάθει να χρησιμοποιώ στο Γνωστό Σύμπαν. Επιδέχονται βελτιώσεις–»
«Δεν έχουμε χρόνο για άλλες βελτιώσεις!» τη διέκοψε η Παμράνεχ. «Σύντομα θα πρέπει να πολεμήσουμε την Κοινωνία. Ο Ναρχάεζ, εκτός των άλλων, αναφέρει και ότι οι επιθέσεις στα δυτικά σύνορα έχουν πληθύνει. Θέλω να βιαστείς, Ανταρλίδα. Να βιαστείς.»
*
Η Ανταρλίδα, πηγαίνοντας στα διαμερίσματα που είχε η Βασίλισσα παραχωρήσει σ’εκείνη και τον Τάμπριελ μέσα στο παλάτι, έκανε μπάνιο και μετά, καθώς γευμάτιζε μαζί με τον Τάμπριελ, του είπε για το περιστατικό στα δυτικά σύνορα.
«Οι Ιεράρχες πρέπει να έψαχναν για τα όπλα μας από τότε που με είδαν να κρατώ το πιστόλι μου και να τους απειλώ,» αποκρίθηκε εκείνος. «Δε με εκπλήσσει αν αυτή η επίθεση έγινε αποκλειστικά και μόνο για να κλέψουν το πυροβόλο.»
«Νομίζεις ότι θα μπορούν να το τελειοποιήσουν;»
«Ο Μέγας Ιεράρχης, ό,τι κι αν είναι, δεν είναι άνθρωπος. Είναι είτε δημιούργημα των Αρχαίων είτε κάποια οντότητα από τον Ενιαίο Κόσμο· επομένως, εσύ τι νομίζεις, Ανταρλίδα;»
«Αν ήταν από τον Ενιαίο Κόσμο, δε θα ήξερε ήδη πώς να φτιάξει πυροβόλα όπλα; Είχαν πολυκατοικίες εδώ πριν από τον Κατακλυσμό τους!»
Ο Τάμπριελ κούνησε το κεφάλι. «Αυτό δεν πάει να πει τίποτα. Πολλές οντότητες του Ενιαίου Κόσμου σκέφτονται με μια λογική τελείως διαφορετική από την ανθρώπινη.»
«Ο Ιεράρχης, όμως, βρίσκεται μέσα σε ανθρώπινα σώματα.»
«Πράγμα το οποίο δεν ακυρώνει αυτό που σου λέω. Τέλος πάντων. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε και να δούμε. Το βέβαιο, πάντως, είναι πως θα αντιγράψει το όπλο που έκλεψε, και θα το χρησιμοποιήσει.»
Μετά από λίγο, καθώς τελείωναν το φαγητό τους, η Ανταρλίδα τον ρώτησε: «Εσύ τι κάνεις αυτό τον καιρό; Συνέχεια στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη τριγυρίζεις μαζί με τον Καλέφραζ. Έχετε βρει τίποτα ενδιαφέρον;»
«Τι εννοείς ενδιαφέρον, Ανταρλίδα;»
«Ξέρεις τι εννοώ. Βρήκες πού είναι τα άλλα δύο Φράγματα;»
«Όχι. Υποθέτω, όμως, ότι το ένα είναι στις Παγωμένες Εκτάσεις και το άλλο στη Γη της Φέδλωχ.»
«Αυτό το υπέθετες από πριν.»
«Ναι. Πρέπει να πάω να ερευνήσω για να τα βρω, δε γίνεται αλλιώς.»
«Να πας στις Παγωμένες Εκτάσεις;»
«Ναι, και στη Φέδλωχ. Αλλά δε νομίζω τώρα η Βασίλισσα να μας αφήσει να φύγουμε. Θέλεις νάρθεις κι εσύ, σωστά;»
«Το ξέρεις πως θα έρθω,» είπε η Ανταρλίδα.
«Καθυστερούμε όμως έτσι, Ανταρλίδα. Και δε χρειάζομαι πραγματικά την προστασία σου, τώρα που έχω τη Βιβεϊρλώταθ.»
«Μη λες ανοησίες! Δε μπορείς να πας τόσο μακριά μόνος!»
«Είμαι βέβαιος πως η Βασίλισσα θα στείλει τους πολεμιστές της μαζί μου· για να μην αναφέρω καν τους Ταργκάφλι. Θα είμαι ασφαλής, Ανταρλίδα· ή, τουλάχιστον, όσο ασφαλής είναι δυνατόν να είμαι.»
«Σκέφτεσαι, λοιπόν, να φύγεις χωρίς εμένα;» Η Μαύρη Δράκαινα φαινόταν θυμωμένη.
«Δεν είναι προσωπικό θέμα–»
«Δεν είπα ότι είναι προσωπικό θέμα! Είναι, όμως, ασύνετο!»
«Η Γη της Φέδλωχ δεν είναι και τόσο μακριά,» είπε ο Τάμπριελ. «Θ’αφήσω τις Παγωμένες Εκτάσεις για αργότερα.»
«Με τον πόλεμο που γίνεται τώρα ανάμεσα στην Κοινωνία και στο Ώσρανοκ, η Γη της Φέδλωχ είναι επικίνδυνη, Τάμπριελ. Πολύ επικίνδυνη. Πιο επικίνδυνη από πριν, σίγουρα.»
«Θα έχω και τον Ταρνάτλο μαζί μου, που αυτή είναι η πατρίδα του.»
«Τον εμπιστεύεσαι;»
«Σχετικά. Επιπλέον, τον έχω ‘δει’ κάμποσες φορές· και δε νομίζω ότι βρισκόμαστε πάντα στο Τάρσαζ ή στη Γη των Ταργκάφλι. Επομένως, πρέπει να είμαστε στη Φέδλωχ.»
Η Ανταρλίδα σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της κι ακούμπησε την πλάτη της στην καρέκλα. «Εμένα, πάντως, δε μ’αρέσει αυτή η ιδέα,» δήλωσε. «Είδες την άλλη φορά τι έκανε η Κελνίχηβ για να σε ξεφορτωθεί. Έστειλε τόσους μισθοφόρους εναντίον μας· δεν υπολόγισε καν το γεγονός ότι είχαμε μαζί μας τον Καλέφραζ, τον Χάλρεοκ, και πολεμιστές της Βασίλισσας. Και τι έπαθε η ίδια; Τίποτα.» Όπως ήταν αναμενόμενο, το Αριστερό Χέρι είχε υποστηρίξει ότι δεν είχε καμία σχέση με τον Σαρόεζ και ότι ποτέ δεν έδωσε διαταγή στον σύνδεσμό της στη Ναλκέμ να γίνει η επίθεση. Απάντησε στη Βασίλισσα πως θα φρόντιζε να μάθει ποιος ευθυνόταν πραγματικά για τούτο το δυστυχές περιστατικό και πως, από δω και στο εξής, θα πρόσεχε περισσότερο τον σύνδεσμό της. Δεν ήταν βέβαιη ότι αυτός είχε προδώσει το Βασίλειο αλλά αν ήταν έτσι θα το ανακάλυπτε, είπε. Η Ανταρλίδα δεν ήξερε αν η Παμράνεχ είχε πιστέψει την Κελνίχηβ, πάντως η Βασίλισσα δεν είχε κάνει κανένα άλλο σχόλιο για το θέμα, τουλάχιστον όχι μπροστά στη Μαύρη Δράκαινα.
Ο Τάμπριελ είπε: «Οι εχθροί μου δεν παύουν να είναι εχθροί μου ακόμα κι όταν δεν κινούμαι. Ίσα-ίσα, τον ακίνητο στόχο ευκολότερα τον χτυπάς.»
«Στη Φέδλωχ, όμως, θα είσαι σε άγνωστο έδαφος! Δεν το καταλαβαίνεις; Εδώ, στη Φέντινκεχ, το Αριστερό Χέρι κι ο Πρωθιερέας δε θα κάνουν τώρα καμια κίνηση – ειδικά ύστερα από το περιστατικό με τους Μελωδούς.»
«Έτσι νομίζεις;»
«Δε θα προσπαθήσουν να σε δολοφονήσουν μες στο ίδιο το παλάτι, Τάμπριελ. Όχι ακόμα, τουλάχιστον.»
«Ίσως. Αλλά αυτό που είπα πριν εξακολουθεί να ισχύει. Έχω αρκετούς ανθρώπους για να με προστατεύουν, και μία θεά. Κανένας τους, ασφαλώς, δεν είναι τόσο καλός όσο εσύ, Ανταρλίδα, αλλά τούτος δεν είναι λόγος για να χάνουμε χρόνο.»
Η Ανταρλίδα χτύπησε το χέρι της πάνω στο τραπέζι. «Γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ! Δε μπορώ να σου βάλω μυαλό, ε;»
Ο Τάμπριελ μειδίασε – πάντοτε κάτι το απρόσμενο. «Οι Μαύρες Δράκαινες παίρνετε τον εαυτό σας πολύ σοβαρά.»
Τα μάτια της Ανταρλίδας στένεψαν. «Θες να πεις ότι έχεις παράπονο με τη δουλειά μου;»
«Θέλω να πω ότι νομίζεις πως ξέρεις τα πάντα, Ανταρλίδα.»
«Σοβαρά, ε; Σ’αφήνω, λοιπόν, στις συμβουλές της θεάς σου!» Η Ανταρλίδα σηκώθηκε απ’το τραπέζι και, φανερά τσατισμένη, βγήκε απ’το δωμάτιο.
Ο Τάμπριελ ήπιε μια γουλιά κρασί απ’το κύπελλό του, σκεπτικά.
*
Όσο η Ανταρλίδα βοηθούσε στην κατασκευή των πυροβόλων όπλων και στην εκπαίδευση των πολεμιστών της Βασίλισσας στη χρήση τους, ο Τάμπριελ δεν ήταν άπραγος. Ούτε ασχολιόταν μόνο με το να ψάχνει μύθους και θρύλους για τη θέση των άλλων δύο Φραγμάτων των Αρχαίων. Δίδασκε τους μάγους των Ταργκάφλι της Βινέρνι, καθώς και τον Αλίρκωπ. Τους μάθαινε τις βασικές αρχές της μαγείας στο Γνωστό Σύμπαν και προσπαθούσε να τους εξηγήσει πώς οι μάγοι εκεί ύφαιναν ξόρκια και μαγγανείες. Εκείνοι δυσκολεύονταν κάπως να καταλάβουν· χρησιμοποιούσαν τη μαγεία τους διαισθητικά περισσότερο παρότι είχαν και κάποιες τελετουργίες και γητειές που έκαναν, όπως ήταν η τελετή για την επίκληση της Βιβεϊρλώταθ μέσα από το Άγκιστρο. Κι αυτά ίσχυαν, φυσικά, μόνο για τους μάγους της Βινέρνι, όχι για τον Αλίρκωπ· εκείνου η μαγεία ήταν καθαρά διαισθητική, και δυσκολευόταν πολύ να κατανοήσει τη λογική που προσπαθούσε να του διδάξει ο Τάμπριελ. Του ήταν ευκολότερο να καταλάβει πώς οι Δεσμοφύλακες φυλάκιζαν πνεύματα, γι’αυτό κιόλας είχε καταφέρει να φυλακίσει – και να κρατήσει φυλακισμένο – τον Φλογοφάγο μέσα στο δαχτυλίδι του.
Ο Τάμπριελ σκεφτόταν πως οι δυσκολίες των γηγενών μάγων προέρχονταν από το γεγονός ότι ήταν αυτοδίδακτοι και ο καθένας είχε αναπτύξει, ουσιαστικά, το δικό του σύστημα και τις δικές του μεθόδους για να κάνει αυτά που έκανε, ενώ ο Τάμπριελ προσπαθούσε να τους δείξει μια ενιαία μέθοδο κι ένα ενιαίο σύστημα. Η λογική που χρησιμοποιούσαν τα μαγικά τάγματα στο Γνωστό Σύμπαν ήταν, σε μεγάλο βαθμό, μια μηχανιστική λογική: αν κάνεις αυτό κι αυτό κι αυτό, θα γίνει εκείνο – πάντα. Σαν να πατάς τα σωστά πλήκτρα, με τη σωστή σειρά, επάνω σ’ένα μηχάνημα προτού αυτό το μηχάνημα σού δώσει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι μάγοι σε τούτο τον κόσμο δεν μπορούσαν εύκολα να το καταλάβουν αυτό· για εκείνους, μαγεία μπορούσαν να είναι τα πάντα: η γη, ο ουρανός, τα δέντρα, μια καταιγίδα, ένα έντονο συναίσθημα ή μια σκέψη, ένα ζώο ή μια γυαλιστερή λεπίδα, ένα γέλιο ή ένα κλάμα, ένα ουρλιαχτό ή ένας ψίθυρος.
Ο Τάμπριελ αναρωτήθηκε πολλές φορές μήπως εκείνος θα έπρεπε να μαθαίνει από αυτούς και όχι το αντίστροφο. Οι μέθοδοί τους, που ουσιαστικά ήταν μη-μέθοδοι, είχαν κάποιο ενδιαφέρον, και νόμιζε ότι μπορούσε να διδαχτεί από αυτές πράγματα που δεν γνώριζε και που δεν φανταζόταν. Οι γνώσεις μας για το σύμπαν είναι, αναμφίβολα, περιορισμένες, σκεφτόταν, ένα βράδυ, καθώς ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι του, δίπλα στο μισάνοιχτο παράθυρο, με την Ανταρλίδα να κοιμάται έχοντάς του γυρισμένη την πλάτη. Η διδασκαλία μας μας περιχαρακώνει. Το δίχως άλλο, είμαστε ισχυρότεροι μάγοι από τους μάγους αυτού του κόσμου· μπορούμε να κάνουμε ακριβώς εκείνο που θέλουμε· όμως για όλα τα υπόλοιπα δεν έχουμε καμία απολύτως ιδέα. Χάνουμε πολλά από την πραγματική ευρύτητα δυνατοτήτων που έχει να προσφέρει το σύμπαν.
Ο Αλίρκωπ διαισθάνεται τα πνεύματα που βρίσκονται κοντά του σχεδόν σαν να είναι πνεύμα κι ο ίδιος· δεν χρειάζεται να υφάνει κανένα ξόρκι, δεν χρειάζεται να έρθει σε καμια συγκεκριμένη νοητική κατάσταση, ούτε να πει λόγια ή να κάνει χειρονομίες. Είναι λες και του έρχεται φυσικά… Τον Τάμπριελ τον άφηνε μπερδεμένο αυτό. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς να το καταφέρει, και ο Αλίρκωπ δεν μπορούσε να τον διδάξει, ενώ το αντίστροφο ίσχυε: εκείνος μπορούσε να διδάξει στον Αλίρκωπ ένα ξόρκι των ταγμάτων του Γνωστού Σύμπαντος – ασχέτως αν ο Αλίρκωπ θα δυσκολευόταν να το μάθει ή όχι.
Ο Τάμπριελ, επομένως, όσο δίδασκε τους Ταργκάφλι μάγους, φρόντισε να μαθαίνει κι ο ίδιος, σιωπηλά, από αυτούς. Προσπαθούσε να τους καταλάβει. Και – ποιος ξέρει; – ίσως τούτο να τον βοηθούσε, τελικά, στη δουλειά του με τα Φράγματα ή με το Ρήγμα.
Το πρόβλημα ήταν ότι για να κάνει κάτι με τα Φράγματα έπρεπε να πάει να τα βρει. Δε θα γινόταν τίποτα όσο συνέχιζε να κάθεται εδώ, στη Φέντινκεχ. Περισσότερη έρευνα σχετικά με το θέμα δεν είχε νόημα γιατί, πολύ απλά, δεν υπήρχε τίποτ’άλλο να ανακαλύψει μέσα στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη της πρωτεύουσας του Τάρσαζ.
Ένα απόγευμα, ο Πρώτος Αρχιερέας του Μαράνχαλωμ τον προσκάλεσε στον Ναό, και ο Τάμπριελ δεν μπορούσε, ασφαλώς, να αρνηθεί. Πήγε, συνοδευόμενος από την Ανταρλίδα, η οποία εκείνη την ώρα είχε τελειώσει τις δουλειές της για τη Βασίλισσα.
Ο Πρώτος Αρχιερέας τούς συνάντησε σ’ένα δωμάτιο πλάι στην κεντρική αίθουσα του Ναού, όπου τους είχε συναντήσει και την πρώτη φορά. Ένα σαλόνι με όμορφη διακόσμηση. Ο Πρωθιερέας δεν ήταν εδώ τώρα. Ένας μαθητευόμενος ιερέας τούς πρόσφερε γλυκά και ποτά, και αποσύρθηκε από το δωμάτιο.
«Η άφιξη των Ταργκάφλι, οφείλω να ομολογήσω, με είχε θορυβήσει, Τάμπριελ,» είπε ο Πρώτος Αρχιερέας αφού τελείωσαν με τις τυπικότητες. «Αλλά, εν τέλει, φαίνεται πως δεν έπρεπε να είχα θορυβηθεί. Προς το παρόν, τουλάχιστον, δεν έχει παρατηρηθεί οι Ταργκάφλι να έχουν προξενήσει κανένα πρόβλημα· κι αν οι πηγές μου λένε αλήθεια, η Βασίλισσα δείχνει να συμπαθεί τον αρχηγό τους. Τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.» Πρόφερε τις λέξεις προσεκτικά. «Αυτός δεν είναι ο τίτλος του;»
«Αυτός είναι, Πανιερότατε,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Αν μιλήσετε κι εσείς μαζί του, είμαι βέβαιος πως θα συμφωνήσετε με τη Βασίλισσα. Οι Ταργκάφλι δεν είναι τόσο βάρβαροι όσο λένε οι φήμες γι’αυτούς. Δεν είναι καθόλου βάρβαροι, μάλλον. Αν και, ομολογουμένως, υπάρχουν βάρβαροι στις περιοχές που αποκαλείτε ‘Γη των Ταργκάφλι’. Υπάρχουν ληστές και νομάδες και άγριες φυλές. Αλλά οι Ταργκάφλι που μένουν στις αρχαίες πόλεις είναι μια τελείως διαφορετική ράτσα ανθρώπων, Πανιερότατε. Τις λατρεύουν τις πόλεις τους – και εννοώ ότι η λατρεία τους είναι, ουσιαστικά, θρησκευτικού χαρακτήρα.»
«Ενδιαφέρον…» μουρμούρισε ο Πρώτος αγγίζοντας τα πλούσια γκρίζα μούσια του. «Πραγματικά ενδιαφέρον, Τάμπριελ.»
«Ο Καλέφραζ είναι της ίδιας άποψης, Πανιερότατε.»
«Ναι, μου το είπε. Μίλησα μαζί του.
»Επίσης, μου ανέφερε ότι μια… θεά βρίσκεται μέσα στο περιδέραιο που τώρα φοράς.» Το βλέμμα του εστιάστηκε στον λαξευτό αργυρό δίσκο στο στέρνο του Τάμπριελ, στο κέντρο του οποίου γυάλιζε το πολυεδρικό, ημιδιαφανές πετράδι, και στο εσωτερικό του πετραδιού φαινόταν κάτι να σαλεύει, φασματικό, σαν καπνός.
«Ναι,» ένευσε ο Τάμπριελ, «η Βιβεϊρλώταθ.»
«Είναι επικίνδυνη;»
«Για τους εχθρούς μου και μόνο. Δηλαδή, όχι για εσάς, Πανιερότατε. Όχι για το Τάρσαζ.
»Πριν από αμέτρητους αιώνες, η Βιβεϊρλώταθ δημιουργήθηκε από τους Αρχαίους,» συνέχισε ο Τάμπριελ, και του μίλησε για τη θεά και για τη θέση της στο Άγκιστρο του Κόσμου.
Ο Πρώτος Αρχιερέας είπε ότι είχε πληροφορηθεί για τα Φράγματα, όπως τα αποκαλούσε, και τον ρώτησε αν ήταν πράγματι συνετό που ήθελε να ασχοληθεί μαζί τους.
Ο Τάμπριελ τού απάντησε αυτά που είχε απαντήσει στον Πρίγκιπα Μάρνεζ και τον Πρωθιερέα, την ημέρα που οι Ταργκάφλι είχαν φτάσει στη Φέντινκεχ. Του εξήγησε πως το Ρήγμα είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στα Φράγματα, και ίσως μόνο μέσω αυτόν να μπορούσαν να το καταστρέψουν. Χρειαζόταν χρόνος και μελέτη, όμως.
«Δε θα κάνω τίποτα το βιαστικό, Πανιερότατε· σας διαβεβαιώνω.»
Ο Πρώτος, ωστόσο, τον ατένιζε σκεπτικά. Αναμφίβολα, ο Πρωθιερέας θα είχε βάλει πολλά άσχημα λόγια στο μυαλό του. Παρ’όλ’αυτά ο Αρχιερέας δεν έμοιαζε αρνητικά προδιατεθειμένος, πράγμα το οποίο σήμαινε ότι ήταν σκεπτόμενος άνθρωπος που διασταύρωνε ό,τι άκουγε και δεν το δεχόταν αμέσως.
Καλό αυτό, για τον Τάμπριελ. Επειδή η προκατάληψη και οι πρώτες εντυπώσεις ήταν, σίγουρα, με το μέρος των εχθρών του σε τούτο τον κόσμο. Δε χρειαζόταν και πολύ για να αφιονίσεις τους ανθρώπους εναντίον κάποιου που έμοιαζε ξένος και παράξενος. Μπορούσες να τους πεις ότι κινδύνευαν από αυτόν, ότι η παρουσία του θα προκαλούσε προβλήματα, ότι προσποιείτο τον φίλο ενώ ήταν εχθρός, ότι ήταν κατάσκοπος, ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να ταιριάξει εδώ– Χίλια δύο. Που όλα είχαν τη ρίζα τους στον φόβο, τον εχθρό της σκέψης.
Ο Πρώτος Αρχιερέας άλλαξε την κουβέντα και ρώτησε την Ανταρλίδα πώς έβλεπε τα πράγματα με την κατασκευή των όπλων και την εκπαίδευση των μαχητών της Βασίλισσας.
(Δεν είχαν έρθει ακόμα τα νέα για την εξαφάνιση του πυροβόλου στα δυτικά σύνορα. Η συνάντηση με τον Πρώτο έγινε δύο ημέρες πριν από την άφιξη του μαντατοφόρου στο Βασιλικό Παλάτι.)
Η Ανταρλίδα απάντησε, λακωνικά, ότι τα πράγματα πήγαιναν καλά. Αν συνέχιζαν έτσι, σύντομα ένα μεγάλο μέρος του στρατού της Βασίλισσας θα ήταν εξοπλισμένο με τα καινούργια όπλα και εκπαιδευμένο στη χρήση τους.
*
Μία ημέρα ύστερα από τη διαφωνία τους σχετικά με το ταξίδι στη Φέδλωχ, ο Τάμπριελ ατένισε από ένα παράθυρο των διαμερισμάτων του το Ρήγμα να αναταράσσεται. Είδε έναν ισχυρό κυματισμό στον βορειοανατολικό ορίζοντα. Είδε τον ουρανό να συσπάται λες και ήταν μεμβράνη. Είδε τα βουνά να λυγίζουν αφύσικα λες και είχαν χάσει το σωστό προσανατολισμό τους μέσα στη διάσταση.
Και το Βασιλικό Παλάτι τραντάχτηκε από έναν ισχυρό σεισμό.
Ο Τάμπριελ κρατήθηκε απ’τον τοίχο για να μην πέσει.
Αντικείμενα ακούστηκαν να σπάνε, καθώς και κρύσταλλα παραθύρων.
Ουρλιαχτά αντήχησαν από τους διαδρόμους και τις αίθουσες.
Και φωνές–
Φύγετε! ΦΥΓΕΤΕ!
Τρέξε!
Όχι! Ψυχραιμία – μείνε κοντά μου!
Μεγάλε Τίγρη σώσε μας!
Ο σεισμός έπαψε, και ο Τάμπριελ είδε, κάτω απ’το παράθυρό του, τους κατοίκους της Φέντινκεχ να κινούνται πανικόβλητοι μέσα στους δρόμους της πόλης.
Βγήκε απ’το γραφείο του και συνάντησε την Ανταρλίδα στο υπνοδωμάτιο. «Το είδες αυτό;» τη ρώτησε.
«Να δω τι;» είπε εκείνη, που φαινόταν μόλις να έχει σηκωθεί απ’το κρεβάτι. Ήταν μεσημέρι, και ήταν κουρασμένη ύστερα από τις δουλειές της με τα όπλα της Βασίλισσας. «Κοιμόμουν.»
«Κάτι συνέβη στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Τον είδα να τραντάζεται, και μετά έγινε ο σεισμός.»
«Αν κάτι συνέβη εκεί, οι παρατηρητές της Βασίλισσας θα έρθουν να μας το αναφέρουν,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Ο σεισμός, πάντως, ήταν άγριος. Ίσως ο πιο άγριος που έχει γίνει μέχρι στιγμής.»
Ο Τάμπριελ ένευσε σιωπηλά και βγήκε απ’το δωμάτιο.
«Πού πας;» ρώτησε πίσω του η Ανταρλίδα.
«Πουθενά. Θα περιμένω.»
*
Η αναμονή του δεν ήταν μεγαλύτερη από δύο ημέρες.
Ένας αγγελιαφόρος ήρθε από την περιοχή του Ρήγματος και ανέφερε στη Βασίλισσα τι είχε συμβεί. Οπότε η Βασίλισσα κάλεσε τον Τάμπριελ στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου, όπου ήταν ήδη συγκεντρωμένοι ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, η Κελνίχηβ, ο Πρωθιερέας Έλνεφριζ, ο Καλέφραζ, και άλλοι αυλικοί. (Η Ανταρλίδα έλειπε, καθώς εκπαίδευε στρατιώτες έξω από τη Φέντινκεχ.)
«Κάποιου είδους πέτρινο κατασκεύασμα βγήκε από το Ρήγμα,» είπε η Παμράνεχ στον Τάμπριελ, καθισμένη στον θρόνο.
«Τι κατασκεύασμα, Βασίλισσά μου;» Αισθανόταν τα μάτια όλων καρφωμένα επάνω του.
«Μοιάζει με κομμάτι οικοδομήματος,» αποκρίθηκε η Κελνίχηβ αντί για την Παμράνεχ. «Τουλάχιστον έτσι νομίζουν οι παρατηρητές μας.»
«Και επάνω του υπάρχουν σύμβολα. Λαξεύματα,» πρόσθεσε ο Πρωθιερέας. «Καθώς και μεταλλικά τμήματα.»
Τα φρύδια του Τάμπριελ υψώθηκαν. «Μεταλλικά τμήματα;» Τμήματα κάποιου μηχανισμού;
«Ναι. Θέλεις να φωνάξουμε τον αγγελιαφόρο να σ’το επιβεβαιώσει;»
«Δε χρειάζεται, Ιερότατε,» είπε ψυχρά ο Τάμπριελ. Και ρώτησε, προς όλους: «Τι άλλο χαρακτηριστικό έχει επάνω του αυτό το κατασκεύασμα;»
«Δεν είναι αυτά αρκετά;» είπε η Κελνίχηβ.
Ο Τάμπριελ ανασήκωσε τους ώμους. «Ανάλογα…»
«Το αναγνωρίζεις;» τον ρώτησε η Παμράνεχ. «Σου θυμίζει κάτι;»
«Απολύτως τίποτα.»
«Το έχεις… ‘δει’;» θέλησε να μάθει ο Πρίγκιπας Μάρνεζ.
Ο Τάμπριελ μόρφασε. «Έτσι όπως μου το περιγράφετε, όχι.»
«Νομίζεις ότι θα ήταν συνετό να προστάξω να το φέρουν εδώ, στη Φέντινκεχ;» ρώτησε η Βασίλισσα.
«Είναι μεγάλο;»
«Σύμφωνα με τα λόγια του μαντατοφόρου, είναι όσο η μισή αίθουσα του θρόνου περίπου.»
«Επομένως, είναι μεγάλο. Πώς σκοπεύετε να το φέρετε εδώ;»
Ο Μάρνεζ ήταν που απάντησε. «Με άλογα· πώς αλλιώς;»
«Αυτό σημαίνει, βέβαια, ότι πιθανώς να του γίνουν ζημιές,» τόνισε ο Τάμπριελ.
«Ένα κομμάτι πέτρας είναι,» είπε η Κελνίχηβ. «Τι ζημιές να του γίνουν;»
«Εσείς δεν είπατε ότι έχει και μεταλλικά τμήματα επάνω του; Μπορεί να είναι κάποιου είδους μηχανισμός.»
«Θα πήγαινες να το δεις προτού το φέρουν εδώ;» τον ρώτησε η Παμράνεχ.
«Αν αυτή είναι η επιθυμία σας, Βασίλισσά μου.»
«Αυτή είναι η επιθυμία μου.»
«Τότε,» είπε ο Τάμπριελ, «καλύτερα ν’αρχίσω να ετοιμάζομαι.»
Το να είσαι κοντά στον Μεγάλο Προφήτη είναι σίγουρα επικίνδυνο. Αλλά, συγχρόνως, βλέπεις και πράγματα που δεν θα τα έβλεπες μαζί με κανέναν άλλο άνθρωπο. Παρότι η ιδέα να μπω πάλι σε περιπέτειες δεν με ενθουσίαζε, είχα την περιέργεια να δω από κοντά αυτό το παράξενο πράγμα που είχε έρθει από το Ρήγμα. Δεν χρειάστηκε καν η Βασίλισσα να μου το ζητήσει να πάω με τον Μεγάλο Προφήτη· προθυμοποιήθηκα ο ίδιος.
Και, μα τον Μεγάλο Τίγρη, ποτέ πριν δεν είχα ξανακούσει ήχους να βγαίνουν μέσα από πέτρες και μέταλλα!
*
* * *
*
Η Ανταρλίδα επέμεινε να πάει κι εκείνη και, αφού είχε υπηρετήσει καλά τη Βασίλισσα τον τελευταίο καιρό και το ταξίδι δεν ήταν μακρύ, η Παμράνεχ δεν της το αρνήθηκε.
Ο Καλέφραζ θα ερχόταν επίσης, για να καταγράψει τα γεγονότα και επειδή όλοι τον έβλεπαν ως οδηγό της Ανταρλίδας και του Τάμπριελ σ’αυτό τον κόσμο. Εκείνος ήταν που τους είχε διδάξει από την Οικουμενική Γλώσσα μέχρι Ιστορία και γεωγραφία, ήθη και έθιμα, και το τυπικό θρησκειών.
Εκτός από τον Καλέφραζ, στην ομάδα θα ήταν έξι Ταργκάφλι πολεμιστές και δύο μάγοι, η Χιρκόμο και ο Έλσαμ· ο Χάλρεοκ και έξι δικοί του μαχητές· και ο Πρωθιερέας Έλνεφριζ μαζί με δώδεκα ναΐτες πολεμιστές, επειδή δήλωσε πως έπρεπε οπωσδήποτε κάποιος υπεύθυνος από τον Ναό του Μαράνχαλωμ να δει αυτό το μυστηριώδες αντικείμενο που είχε έρθει από το Ρήγμα.
Ξεκίνησαν το βράδυ της ημέρας που ο μαντατοφόρος έφερε τα νέα στο παλάτι. Έπλευσαν πάνω στον ποταμό Νύραλοκ και στη λίμνη Σάρφεχ και βγήκαν στη Ναλκέμ (όπου, όπως παρεμπιπτόντως έμαθαν, οι Μελωδοί των Όπλων είχαν διαλυθεί και δεν πρόσφεραν πλέον τις υπηρεσίες τους μ’αυτό το όνομα). Έφυγαν με άλογα από εκεί, έφτασαν στην Άλρεχ, και μετά ταξίδεψαν σε ορεινές περιοχές ενώ έβλεπαν το Ρήγμα να μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο στον ορίζοντα, μοιάζοντας να καλύπτει ολόκληρο τον ουρανό.
Φτάνοντας κοντά του, παρατήρησαν ότι ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος αλλοίωνε την πραγματικότητα της διάστασης περισσότερο από την τελευταία φορά που βρίσκονταν εδώ. Το τοπίο φαινόταν να γέρνει πολύ πιο απότομα προς το μέρος του. Τα βουνά λύγιζαν αφύσικα, και το ίδιο το έδαφος είχε πάρει μια ακαθόριστη κλίση, αδύνατο να τη συλλάβει ακριβώς το μυαλό.
Ένας από τους παρατηρητές της Βασίλισσας τούς φώναξε να σταματήσουν, στεκόμενος πάνω σ’έναν ψηλό βράχο. Απαγορευόταν να συνεχίσουν χωρίς ειδική άδεια! Ήταν επικίνδυνο!
Οι ταξιδιώτες τράβηξαν τα ηνία των αλόγων τους.
«Δε βλέπεις ποιοι είμαστε;» φώναξε ο Πρωθιερέας στον παρατηρητή. «Ερχόμαστε από τη Φέντινκεχ. Για να δούμε το αντικείμενο που βγήκε από το Ρήγμα πριν από λίγες μέρες.»
Ο παρατηρητής κατέβηκε από εκεί όπου στεκόταν και τους συνάντησε. «Με συγχωρείτε,» είπε, «αλλά πρέπει πάντα να παίρνουμε τα καθορισμένα μέτρα ασφαλείας. Έχω δει ανθρώπους να πλησιάζουν εκεί,» έδειξε το Ρήγμα, «και να εξαφανίζονται.»
«Δε με εκπλήσσει,» είπε ο Τάμπριελ· και ρώτησε: «Το αντικείμενο είναι κοντά στο Ρήγμα; Θα είναι επικίνδυνο να το πλησιάσουμε;»
«Σχετικά,» αποκρίθηκε ο παρατηρητής. «Εκτοξεύτηκε από μέσα με δύναμη, σαν να το είχε πετάξει καταπέλτης, και κατρακύλησε σε μια πλαγιά. Και συγχρόνως με την εμφάνισή του σεισμός άρχισε. Τώρα βρίσκεται εκεί όπου σταμάτησε να κατρακυλά· κανένας δεν έχει επιχειρήσει να το μετακινήσει.»
«Οδήγησέ μας σ’αυτό,» ζήτησε ο Τάμπριελ.
Ο παρατηρητής ένευσε και ξεκίνησε να βαδίζει.
Τον ακολούθησαν, ενώ έβλεπαν το Ρήγμα να πάλλεται σκεπάζοντας όλο τον ουρανό στα βόρειά τους.
Το αντικείμενο βρισκόταν πεσμένο σ’ένα κοίλωμα ανάμεσα στους λόφους, και ήταν πράγματι μεγάλο όπως είχε πει ο μαντατοφόρος που είχε έρθει στο παλάτι. Ήταν, κυρίως, καμωμένο από πέτρα που είχε ένα γκριζοπράσινο χρώμα, κι επάνω του υπήρχαν λαξεμένες διάφορες γεωμετρικές μορφές, σπειροειδούς φύσης ως επί το πλείστον, καθώς και τριγωνικές και οκταγωνικές. Τα μεταλλικά τμήματα που κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος του αντικειμένου θύμιζαν, εκ πρώτης όψης, στον Τάμπριελ κάποιο μηχανισμό, ακριβώς όπως είχε υποθέσει.
Προτού κανείς προλάβει να ζυγώσει περισσότερο το γιγάντιο αντικείμενο, μια κραυγή ήρθε από τους ουρανούς – ένα δυνατό, διαπεραστικό κρώξιμο – και μεγάλες φτερούγες ακούστηκαν να χτυπούν τον αέρα. Υψώνοντας τα κεφάλια τους, αντίκρισαν το πουλί που είχε έρθει από το Ρήγμα: πελώριο, γκριζόφτερο, μ’ένα κατακόκκινο λοφίο στο κεφάλι. Η σκιά του τους σκέπασε όλους.
Τα άλογα χρεμέτισαν τρομαγμένα· οι καβαλάρηδες κράτησαν τα γκέμια τους γερά για να τα συγκρατήσουν.
Το γιγάντιο πουλί προσγειώθηκε πάνω στο μυστηριώδες αντικείμενο, γαντζώνοντας εκεί τα μεγάλα, επικίνδυνα νύχια των ποδιών του.
«Θα μας το πάρει!» φώναξε ο Πρωθιερέας.
«Δε μπορεί νάχει τόσο μεγάλη δύναμη!…» έκανε ο Καλέφραζ, δυσπιστώντας.
«Σκοτώστε το!» πρόσταξε ο Πρωθιερέας.
«Μην είσαι ανόητος!» τον διέκοψε ο Τάμπριελ καθώς το πουλί χτυπούσε δυνατά τις μεγάλες του φτερούγες προσπαθώντας να υψωθεί στον ουρανό μαζί με το αντικείμενο. «Είναι πιθανότερο αυτό να σκοτώσει εσάς!»
Και, αγγίζοντας το περιδέραιό του, επικαλέστηκε τη Βιβεϊρλώταθ, στέλνοντάς την εναντίον του πελώριου πτηνού. Η φασματική μορφή της ορθώθηκε εμπρός τους, ξετυλίγοντας ένα σώμα που έμοιαζε με διπλωμένο ύφασμα. Το πουλί έκρωξε αιφνιδιασμένο. Το ουρλιαχτό της θεάς σκέπασε τη φωνή του, και άγρια μάχη ξέσπασε.
Γκρίζα πούπουλα γέμισαν τον αέρα.
Τα άλογα χρεμέτιζαν δυνατότερα τώρα· οι καβαλάρηδες μετά δυσκολίας τα συγκρατούσαν.
Το γιγάντιο πουλί τινάχτηκε πίσω, κουτρουβαλώντας.
Η δαιμονική κραυγή της Βιβεϊρλώταθ αντήχησε μέσα στην ορεινή περιοχή.
Η θεά είπε στον Τάμπριελ ότι το πουλί τής έλεγε πως χρειαζόταν αυτό το κομμάτι πέτρας και μετάλλου. (Η ομιλία της πέρασε σαν καθαρή γνώση στο μυαλό του Δεσμοφύλακα, όπως πάντα.)
Ρώτα το τι το χρειάζεται.
Το πουλί δεν ήξερε ακριβώς τι το χρειαζόταν. (Και τώρα χτυπούσε τις φτερούγες του καθώς ορθωνόταν, παρατηρώντας τη φασματική μορφή της θεάς αντίκρυ του.)
Γιατί το θέλει, τότε;
(Το πουλί έκρωξε διαπεραστικά.) Ήταν χαμένο εδώ. Το φυσικό περιβάλλον του ήταν αλλού, και δεν ήξερε πώς να επιστρέψει εκεί.
Το ίδιο κι εμείς. Πες του το.
Το πουλί έκρωξε πάλι, μοιάζοντας τώρα να παρατηρεί τον Τάμπριελ πίσω από τη φασματική μορφή της Βιβεϊρλώταθ. Τα μάτια του γυάλιζαν.
Ο Τάμπριελ προσπάθησε να του μεταβιβάσει τις σκέψεις του μέσω της θεάς: Δεν είμαστε εχθροί σου. Θέλουμε κι εμείς να φύγουμε από δω. Θέλουμε να μελετήσουμε το αντικείμενο.
Το πουλί είπε πως το διαισθανόταν ότι κι αυτός ήταν από Αλλού.
Και μετά, χτύπησε δυνατά τις φτερούγες του, υψώθηκε στον ουρανό, και έφυγε.
Η Βιβεϊρλώταθ επέστρεψε στο περιδέραιο του Τάμπριελ.
«Τι ακριβώς συνέβη;» απαίτησε ο Πρωθιερέας.
Ο Τάμπριελ κατέβηκε απ’το άλογό του. «Το αντικείμενο είναι δικό μας, για την ώρα.»
Βάδισε προς το πελώριο κομμάτι πέτρας, και οι άλλοι τον ακολούθησαν, αφιππεύοντας επίσης.
Ναι, σκέφτηκε ο Τάμπριελ παρατηρώντας τα μεταλλικά τμήματα πάνω στο αντικείμενο, σίγουρα κάποιος μηχανισμός είναι. Τι μηχανισμός, όμως; Δε νόμιζε ότι είχε ποτέ του ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Τα κομμάτια δεν του θύμιζαν τίποτα συγκεκριμένο.
Ας κάνουμε κάτι απλό πρώτα… Υψώνοντας τα χέρια του μπροστά απ’το εξώκοσμο αντικείμενο, άρθρωσε ένα Ξόρκι Μηχανικής Ανταποκρίσεως για να ανακαλύψει αν όλα τα μηχανικά τμήματα επικοινωνούσαν σωστά αναμεταξύ τους – δηλαδή, αν κατά πάσα πιθανότητα το μηχάνημα, ό,τι κι αν ήταν, ήταν άθικτο.
Το ξόρκι τού έδωσε θετική απάντηση. Τα κομμάτια έμοιαζαν να επικοινωνούν σωστά.
Ο Τάμπριελ κοίταξε πλάι του, την Ανταρλίδα, και της είπε: «Δε νομίζω ότι είναι κατεστραμμένο.»
«Τι είναι, όμως; Το έχεις ξαναδεί;»
«Όχι. Δεν ξέρω τι σκοπό μπορεί να εξυπηρετεί, ούτε από πού μπορεί να ήρθε.»
Απλώνοντας το χέρι του, άγγιξε έναν διακόπτη, πάνω από τον οποίο ήταν λαξεμένη μια λέξη σε μια γλώσσα που δεν αναγνώριζε. Δίστασε για λίγο, αλλά μετά κατέβασε τον διακόπτη.
Δύο μεταλλικά κομμάτια του μηχανισμού περιστράφηκαν απότομα, αιφνιδιάζοντάς τους όλους.
Ο Χάλρεοκ και μερικοί πολεμιστές του τράβηξαν τα πιστόλια τους, έχοντας πλέον μάθει να τα χρησιμοποιούν όπως τα σπαθιά τους.
Ένας ήχος γέμισε τον αέρα. Μια σειρά από ήχους.
«Μουσική…» είπε ο Τάμπριελ. «Κάποιο τραγούδι.»
Η Ανταρλίδα ένευσε. «Και νομίζω πως το ξέρω.»
«Το ξέρεις;»
«Στάσου λίγο.» Η Ανταρλίδα μισόκλεισε το ένα μάτι, αφουγκραζόμενη. Μετά είπε: «Ναι, είναι Σεργήλιο. Αλλά ακούμε τη μελωδία του μόνο, όχι τα λόγια. Αγώνας Πυρός, λέγεται. Το παίζουν οι Ελάσσονες Ανεμοβούβαλοι.»
«Ελάσσονες Ανεμοβούβαλοι;»
«Το συγκρότημα,» του είπε η Ανταρλίδα. «Δεν τους ξέρεις;»
«Όχι.»
«Ορισμένες φορές, αναρωτιέμαι από ποιον κόσμο έρχεσαι.»
Ο Τάμπριελ μειδίασε για μια στιγμή. Ύστερα, με την όψη του αγέλαστη πάλι όπως συνήθως, είπε: «Θες να μου πεις, δηλαδή, ότι μέσα από τούτη τη μυστηριώδη συσκευή ακούγεται το τραγούδι ενός συγκροτήματος από τη Σεργήλη;»
«Ναι.»
«Πώς είναι δυνατόν;»
Η Ανταρλίδα ανασήκωσε τους ώμους υποδηλώνοντας άγνοια.
Ο Τάμπριελ πάτησε πάλι τον διακόπτη· η μουσική σταμάτησε και τα μηχανικά κομμάτια ξαναπεριστράφηκαν παίρνοντας τις αρχικές τους θέσεις. «Αν αυτό το μηχάνημα ήταν Σεργήλιο, οι ενδείξεις επάνω του θα ήταν σε κάποια γλώσσα που ή εσύ ή εγώ θα καταλαβαίναμε. Κατά πάσα πιθανότητα, στη Συμπαντική. Σωστά;» ρώτησε την Ανταρλίδα μιλώντας στη Συμπαντική.
«Μάλλον.»
«Επομένως δεν είναι από τη Σεργήλη. Ούτε από κάποια άλλη διάσταση που γνωρίζουμε.»
Ο Πρωθιερέας είπε, ενοχλημένα: «Μπορείτε να μιλάτε σε μια γλώσσα που καταλαβαίνουμε όλοι;»
«Δηλαδή,» τον ρώτησε η Ανταρλίδα, «όσα λέγαμε πριν τα καταλάβαινες επειδή μιλούσαμε στην Οικουμενική;»
Ο Πρωθιερέας την αγριοκοίταξε. «Δεν μπήκατε στον κόπο να μας εξηγήσετε και τίποτα.»
«Ούτε εμείς δεν ξέρουμε τι είναι αυτό το πράγμα,» του είπε ο Τάμπριελ. «Πιθανώς να είναι μια απλή συσκευή αναπαραγωγής ήχου.»
«Το αμφιβάλλω,» είπε εμφατικά η Ανταρλίδα.
«Κι εγώ.»
Ο Τάμπριελ πάτησε ξανά τον διακόπτη. Τα μηχανικά κομμάτια περιστράφηκαν, και το τραγούδι άρχισε πάλι να παίζει.
«Υπάρχουν κι άλλα κουμπιά στο μηχάνημα,» του είπε η Ανταρλίδα.
«Το έχω παρατηρήσει.» Ο Τάμπριελ πάτησε ένα τετράγωνο πλήκτρο. Ο Αγώνας Πυρός διακόπηκε και ένα ζζζζζζζζ ακούστηκε.
«Τι είναι αυτό;» μούγκρισε ο Πρωθιερέας.
Ο Τάμπριελ πάτησε ένα άλλο πλήκτρο, δίπλα στο πρώτο, και τώρα ακούστηκε κάποιος να μιλά σε μια γλώσσα που δεν ήξερε. Συνέχισε να πατά τα τετράγωνα πλήκτρα που βρίσκονταν το ένα κοντά στο άλλο, υποθέτοντας πως ενεργοποιούσαν μνήμες της μηχανής. Εκτός αν ενεργοποιούσαν συχνότητες. Αλλά… συχνότητες που περνούσαν από τούτη τη διάσταση και πήγαιναν σε άλλες; Δεν ήταν εύκολο αυτό. Άρα, μάλλον μνήμες ήταν. Ή, τουλάχιστον, αυτό ήταν το λογικότερο να υποθέσει για τώρα.
Ορισμένα πλήκτρα έκαναν διαφόρων ειδών παράσιτα να ακούγονται. Ορισμένα έκαναν τραγούδια να ακούγονται, όχι όλα γνωστά στην Ανταρλίδα και στον Τάμπριελ. Ορισμένα έφερναν φωνές σε άγνωστες γλώσσες–
«Αυτό είναι στη Συμπαντική!» είπε η Ανταρλίδα, καθώς η μηχανή έλεγε:
«…έλεγχο των όπλων και αποχωρήστε χωρίς άλλη καθυστέρηση. Οι φρουροί στον θάλαμο Άλφα-τρία να ανοίξουν τις πύλες. Οι φρουροί των αποθηκών Έψιλον, Γάμα, και Λάμδα να κλειδώσουν τις θύρες ασφαλείας…»
Μετά, το μήνυμα άρχισε να επαναλαμβάνεται.
«Μνήμες είναι, λοιπόν,» κατέληξε ο Τάμπριελ, και πάτησε τον διακόπτη που τερμάτιζε την αναπαραγωγή ήχων.
«Καταλάβατε τι είπε;» τον ρώτησε ο Πρωθιερέας.
«Ναι.»
«Τι;»
«Διαταγές για την εκκένωση κάποιου χώρου, νομίζω.»
Η Ανταρλίδα είπε: «Το ερώτημα είναι πώς αυτή η μηχανή έχει τόσα πράγματα αποθηκευμένα μέσα της. Είναι σαν…»
«Σαν να άρπαξε τους ήχους περνώντας μέσα από το Ρήγμα,» είπε ο Τάμπριελ.
Η Ανταρλίδα ένευσε. «Ήχοι από διάφορους κόσμους…» (Θα έλεγε διαστάσεις, αλλά προσπαθούσε να χρησιμοποιεί την Οικουμενική, όχι τη Συμπαντική.) «Μπορεί να γίνει αυτό;»
«Γιατί όχι; Αν η μηχανή είναι φτιαγμένη για να πιάνει συχνότητες, τότε ίσως, περνώντας μέσα από το Ρήγμα, να έπιασε συχνότητες από… άπειρους κόσμους.»
«Ποιος, όμως, θα έφτιαχνε μια τέτοια συσκευή, Τάμπριελ; Και για ποιο λόγο;»
«Δεν ξέρω. Δε νομίζω, πάντως, να την έφτιαξε για να την πετάξει σε κάποιο Ρήγμα. Σε όποιον κόσμο κι αν έχει κατασκευαστεί, πρέπει να είναι η τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Και,» έστρεψε το βλέμμα του στο μυστηριώδες μηχάνημα, «έχει επάνω κι ένα σωρό άλλα πλήκτρα που δεν έχουμε ακόμα πατήσει…»
Απλώνοντας το χέρι του, πάτησε ένα.
Αμέσως, ένα πανίσχυρο, διαπεραστικό
ΒΒΒΒΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ
αντήχησε, και ο Τάμπριελ αισθάνθηκε τη γη να στριφογυρίζει από κάτω του. Έχασε την ισορροπία του και νόμιζε πως έπεσε. Είχε αποπροσανατολιστεί τελείως, σαν ο κόσμος να είχε ξαφνικά αναποδογυρίσει. Του φαινόταν πως μπορούσε ν’ακούσει ουρλιαχτά από παντού, καθώς και χλιμιντρίσματα αλόγων–
Ο θόρυβος έπαψε.
Ο κόσμος σταμάτησε να στροβιλίζεται.
Η Ανταρλίδα είχε το χέρι της επάνω στον διακόπτη που είχε πριν από λίγο πατήσει ο Τάμπριελ.
«Προσπαθείς να μας σκοτώσεις όλους;» ούρλιαξε ο Πρωθιερέας βρισκόμενος στα γόνατα.
Ο Τάμπριελ διαπίστωσε πως ήταν επίσης πεσμένος στη γη και ανασηκώθηκε. «Δεν το περίμενα ότι θα συνέβαινε αυτό.»
«Θα πρότεινα,» είπε τρομαγμένα ο Καλέφραζ καθώς ορθωνόταν, «να είμαστε πιο προσεκτικοί στο μέλλον με τα πράγματα που δεν ξέρουμε.» Η φωνή του έτρεμε.
Η Ανταρλίδα ρώτησε τον Τάμπριελ: «Τι μπορεί να ήταν αυτό;»
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνος ενώ όλοι τους σηκώνονταν όρθιοι και οι πολεμιστές έτρεχαν να πιάσουν όσα άλογα είχαν απομακρυνθεί. «Ό,τι κι αν ήταν, πάντως, έμοιαζε με όπλο.»
«Μην είσαι ανόητος· αποκλείεται να ήταν όπλο, και το καταλαβαίνεις. Ήταν σαν το μηχάνημα να προσπαθούσε να δημιουργήσει κάποιον ήχο…»
«Να πιάσει κάποια συχνότητα, ίσως,» είπε ο Τάμπριελ, συμφωνώντας μαζί της. Πράγματι, δεν μπορεί να ήταν όπλο. «Αλλά πιθανώς να χάλασε κάτι μέσα του κατά την πτώση, παρότι το Ξόρκι Μηχανικής Ανταποκρίσεως που χρησιμοποίησα μού είπε ότι όλα τα κομμάτια του επικοινωνούν σωστά αναμεταξύ τους. Ή πιθανώς να μην έχει τη δυνατότητα να πιάσει αυτή τη συχνότητα σε τούτο τον κόσμο.»
Μετά συνοφρυώθηκε. «Ανταρλίδα, δε μπορεί νάναι τυχαίο που αυτό το μηχάνημα έπεσε στο Ρήγμα.»
Η Μαύρη Δράκαινα μόρφασε. «Μ’εσένα τίποτα δεν είναι τυχαίο…»
«Δεν κατάλαβες τι εννοώ. Το μηχάνημα ίσως να το έφτιαξαν για να πιάνει ήχους από άλλους κόσμους. Γνωρίζουμε πλέον ότι υπάρχουν απομονωμένοι κόσμοι, όπως αυτός εδώ. Επομένως, δεν αποκλείεται το μηχάνημα να κατασκευάστηκε από τους κάτοικους κάποιου απομονωμένου κόσμου προκειμένου να έρθουν σε επαφή με άλλους κόσμους.»
«Αν ο κόσμος τους είναι απομονωμένος, τότε δε θα ξέρουν ότι υπάρχουν άλλοι κόσμοι.»
«Εκτός αν το έχουν ανακαλύψει, ή υποψιαστεί, κάπως.»
«Τέλος πάντων. Ίσως. Τι νόημα έχει να το συζητάμε;»
«Η συσκευή αυτή μπορεί να βοηθήσει κι εμάς να έρθουμε σε επαφή με άλλους κόσμους, Ανταρλίδα,» είπε ο Τάμπριελ. «Όταν το Ρήγμα άνοιξε, δεν νομίζω πως είναι τυχαίο που την παρέσυρε μέσα του, όπως σου είπα. Πρέπει ή η συσκευή να προσέλκυσε τις δυνάμεις του Ρήγματος ή να ήταν τοποθετημένη σ’ένα σημείο πιο δεκτικό σε τέτοιες δυνάμεις – δυνάμεις που διαπερνούν κόσμους.»
Ο Πρωθιερέας, αν κι έμοιαζε ζαλισμένος από τούτη την κουβέντα, είπε: «Η μηχανή δεν ήρθε εδώ όταν άνοιξε το Ρήγμα. Ήρθε τώρα, που το Ρήγμα είναι ήδη ανοιχτό.»
«Ο χρόνος δεν κυλά με τον ίδιο τρόπο παντού,» του εξήγησε ο Τάμπριελ. «Και όταν περνάς μέσα από ένα Ρήγμα, εκεί ο χρόνος χάνει τελείως το νόημά του.»
Ο Πρωθιερέας τον κοίταξε έτσι που υποδήλωνε πως αναρωτιόταν αν προσπαθούσε να τον κοροϊδέψει.
«Θα μεταφέρουμε, λοιπόν, αυτό το μηχάνημα στη Φέντινκεχ;» ρώτησε ο Χάλρεοκ.
Ο Τάμπριελ απάντησε: «Αν είναι ό,τι υποπτεύομαι πως είναι, τότε εκεί δε θα έχει καμία χρησιμότητα. Εδώ, όμως, κοντά στο Ρήγμα, μπορεί ίσως να χρησιμοποιηθεί.»
«Για ν’ακούσουμε τι γίνεται σε άλλους κόσμους;»
«Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε με ανθρώπους από άλλους κόσμους.»
«Εμένα, πάντως, μου φάνηκε επικίνδυνο αυτό που έγινε πριν από λίγο…»
«Κι επιπλέον,» πρόσθεσε ο Πρωθιερέας, «αν τ’αφήσουμε εδώ το μηχάνημα, μπορεί το γιγάντιο πουλί να επιστρέψει και να το πάρει. Ποιος θα το σταματήσει; Οι παρατηρητές της Βασίλισσας;»
Καλό ερώτημα, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ο Τάμπριελ.
«Εντάξει,» είπε συλλογισμένα, «ας το πάρουμε από εδώ. Προς το παρόν. Αλλά όχι τραβώντας το πίσω από άλογα. Θα φτιάξουμε ένα κάρο γι’αυτό.»
«Κάρο;» έκανε ο Πρωθιερέας. «Είναι πολύ μεγάλο για να χωρέσει σε κάρο!»
«Όπως είπα, θα φτιάξουμε ένα κάρο γι’αυτό.»
«Θα είναι, τότε, το μεγαλύτερο κάρο που υπάρχει στον κόσμο μας, Τάμπριελ,» συμπέρανε ο Χάλρεοκ μειδιώντας.
Επιστρέψαμε στην Άλρεχ και βάλαμε μερικούς τεχνίτες να μας φτιάξουν ένα κάρο αρκετά μεγάλο ώστε να μπορούμε να μεταφέρουμε το παράξενο μηχάνημα που είχε έρθει από το Ρήγμα. Και ο Χάλρεοκ δεν είχε άδικο όταν είπε ότι θα ήταν το μεγαλύτερο κάρο που υπήρχε στο Βασίλειο. Πράγματι, μεγαλύτερο δεν είχα δει ποτέ μου, ούτε με τόσο μεγάλους και παχείς τροχούς. Οι τεχνίτες μάς εξήγησαν ότι ήταν απαραίτητο οι τροχοί να είναι φτιαγμένοι έτσι προκειμένου να μη σπάσουν κατά τη μεταφορά του βαρύ φορτίου. Επίσης, δεν ήταν ούτε δύο ούτε τέσσερις, αλλά έξι. Και πάλι, όμως, ο αρχιτεχνίτης που επέβλεπε τους υπόλοιπους στη δουλειά είπε ότι θα έπρεπε στην αρχή να φορτώσουμε το μηχάνημα δοκιμαστικά και να το κινήσουμε σιγά-σιγά, ώστε να βεβαιωθούμε ότι το κάρο δεν θα διαλυόταν.
Ενώ οι τεχνίτες εργάζονταν, οι περισσότεροι από εμάς βρίσκονταν κοντά στο μηχάνημα για να μην έρθει το γιγαντιαίο πουλί και το κλέψει· μόνο εγώ, ο Χάλρεοκ, και δύο πολεμιστές είχαμε πάει στην Άλρεχ για να κανονίσουμε την υπόθεση του κάρου. Και όταν ήταν έτοιμο6, το πήραμε και πήγαμε να συναντήσουμε τους υπόλοιπους, στα βουνά. Το κάρο περνούσε μετά δυσκολίας από τούτα τα κακοτράχαλα μέρη, αλλά καταφέραμε να φτάσουμε χωρίς να έχουμε ζημιές. Οι Ταργκάφλι και οι πολεμιστές της Βασίλισσας συνεργάστηκαν προκειμένου να φορτώσουν το μηχάνημα επάνω στο τροχοφόρο και, συγχρόνως, ο Μεγάλος Προφήτης έκανε κάποιο από τα ξόρκια του το οποίο έδωσε μια επιπλέον ώθηση στον πελώριο μηχανισμό. Έχοντας ζέψει έξι δυνατά άλογα μπροστά από το κάρο, ξεκινήσαμε να μεταφέρουμε, με περίσσια προσοχή, το μυστηριώδες αντικείμενο μέσα στα βουνά.
Βγαίνοντας από τις ορεινές περιοχές, το ταξίδι μας έγινε ευκολότερο. Το κάρο τσουλούσε αβίαστα επάνω στη λιθόστρωτη δημοσιά, και ο κίνδυνος να σπάσουν οι τροχοί του ήταν ελάχιστος – ίσως και ανύπαρκτος. Οι διαβάτες σταματούσαν και μας ατένιζαν κατάπληκτοι, το ίδιο και οι χωρικοί. Μάλλον δεν είχαν ξαναδεί ποτέ κανέναν να μεταφέρει ένα τόσο τεράστιο κομμάτι πέτρας, και αναρωτιόνταν πού το πηγαίναμε και για ποιο λόγο. Κανείς, φυσικά, δεν μας σταμάτησε για να μας ρωτήσει, καθώς έβλεπαν ότι είχαμε ανάμεσά μας πολεμιστές της Βασίλισσας και ναΐτες πολεμιστές του Μαράνχαλωμ. Για να μην αναφέρω καν τους Ταργκάφλι, που οι συμπατριώτες μου τους έβλεπαν με κάποιο φόβο στην καλύτερη περίπτωση, και με αποστροφή στη χειρότερη.
Στη Ναλκέμ, ο Άρχοντας Τερνόελ δεν φάνηκε ευχαριστημένος που θα φορτώναμε το πελώριο μηχάνημα σ’ένα από τα πλοία του, αλλά ασφαλώς δεν μας αρνήθηκε το σκάφος αφού ήταν για δουλειά της Βασίλισσας. Οι λιμενεργάτες σήκωσαν το πέτρινο κομμάτι με βαρούλκο, και όταν το απόθεσαν με προσοχή στο αμπάρι του ποταμόπλοιου, το καράβι φάνηκε να χάνει ύψος καθώς βυθίστηκε περίπου ένα μέτρο μέσα στο νερό της λίμνης Σάρφεχ. Ωστόσο, ο καπετάνιος μάς είπε ότι θα μπορούσε να πλεύσει δίχως κίνδυνο.
Όταν επιστρέψαμε στη Φέντινκεχ, η Βασίλισσα Παμράνεχ έβαλε το μηχάνημα σε μια αίθουσα του παλατιού την οποία άδειασε ειδικά γι’αυτό το σκοπό. Μαθαίνοντας τις υποθέσεις του Μεγάλου Προφήτη για τη φύση του μηχανήματος, φάνηκε να ενθουσιάζεται, και ζήτησε να της το ενεργοποιήσουμε για ν’ακούσει κι εκείνη μουσική από άλλους κόσμους. Ασφαλώς, δεν της το αρνηθήκαμε.
*
* * *
*
Η πόρτα χτύπησε.
Καμία απάντηση.
Η πόρτα χτύπησε δυνατότερα.
Αναμονή για μερικές στιγμής, και η πόρτα άνοιξε.
Ο Ταρνάτλο έμοιαζε να έχει μόλις ξυπνήσει παρότι πλησίαζε μεσημέρι. Τα κόκκινα μαλλιά και τα μούσια του ήταν ανακατεμένα, και μονάχα μια περισκελίδα έντυνε το μαυρόδερμο κορμί του.
Ο Τάμπριελ παραμέρισε την κουκούλα του. «Πρέπει να μιλήσουμε.»
«Ναι,» απάντησε ο Ταρνάτλο τρίβοντας, με το ένα χέρι, τα βλέφαρά του, «το ίδιο λέω κι εγώ. Μόλις και μετά βίας ζω εδώ πέρα.»
«Σου δίνω αρκετά χρήματα για μένεις στο πανδοχείο και να τρως,» του είπε ο Τάμπριελ.
«Καλό το φαΐ και το κρεβάτι, δε λέω. Αλλά δε μπορώ να ταξιδέψω στην πατρίδα μου έτσι. Ούτε μπορώ να» – έριξε μια ματιά πάνω απ’τον ώμο του – «καλύψω άλλες βασικές μου ανάγκες.»
Ο Τάμπριελ είδε πως ο Ταρνάτλο είχε κοιτάξει μια γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι, στηριζόμενη στους αγκώνες της. Μαυρόδερμη κι εκείνη, με μαλλιά μακριά και κατάμαυρα. Τα επίσης μαύρα μάτια της γυάλιζαν, παρατηρώντας τους.
«Ξέρεις τι θυσίες έχω κάνει, ρ’αδελφέ;» πρόσθεσε ο Ταρνάτλο με χαμηλωμένη φωνή. «Τρέχω για τη μια βλακεία και την άλλη, να πούμε.»
«Διώξε τη γυναίκα,» του είπε ο Τάμπριελ. «Θέλω να μιλήσουμε μόνοι.» Και μπήκε στο δωμάτιο.
Η μαυρόδερμη γυναίκα ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι τυλίγοντας το σεντόνι γύρω της. Η όψη της μαρτυρούσε ότι δεν της άρεσε τούτη η απρόσμενη εισβολή.
Ο Ταρνάτλο έκλεισε την πόρτα, την πλησίασε, και σκύβοντας ψιθύρισε κάτι στ’αφτί της. Το χέρι της γλίστρησε μέσα στην περισκελίδα του, και τα χείλη της κόλλησαν πάνω στα δικά του. «Εντάξει,» του είπε μετά, υπομειδιώντας. Τραβώντας μαζί της το σεντόνι, σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, πήρε τα ρούχα της από το πάτωμα, και μπήκε σε μια πλευρική πόρτα του δωματίου.
Ύστερα από λίγο βγήκε, και ήταν ντυμένη έτσι που δεν έδινε την εντύπωση στον Τάμπριελ ότι πρέπει να εργαζόταν στο πανδοχείο. Τι ήταν; Εμπόρισσα; Τυχοδιώκτρια; Τίποτα πιο ύποπτο;
Η γυναίκα, χωρίς να μιλήσει, έφυγε κλείνοντας σιγανά πίσω της.
Ο Ταρνάτλο είχε ήδη φορέσει ένα παντελόνι κι ένα πουκάμισο, και είπε στον Τάμπριελ: «Δεν αστειευόμουν. Τα λεφτά δε μου φτάνουν, αφεντικό.»
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος για να σε χρηματοδοτώ,» αποκρίθηκε εκείνος κατεβάζοντας την κουκούλα του. «Εκτός από ένας. Και γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο βρίσκομαι τώρα εδώ.»
Ο Ταρνάτλο κάθισε σε μια καρέκλα. «Είμαι όλος αφτιά.»
Ο Τάμπριελ βημάτισε μέσα στο δωμάτιο. «Θέλω να με οδηγήσεις στη Φέδλωχ.»
«Δεν είναι και τόσο δύσκολο να πας μόνος σου.»
«Εννοώ, να με οδηγήσεις ενώ βρίσκομαι εκεί, όχι να με οδηγήσεις για να πάω εκεί.»
«Σε καταλαβαίνω τώρα. Και, ’ντάξει, δε μπορώ να πω ότι δε σ’το χρωστάω.»
«Θυμάσαι όταν σε ρώτησα για εκείνο το δέντρο;» Ο Τάμπριελ έπαψε να βηματίζει και στράφηκε να τον αντικρίσει.
«Το δέντρο με τα κρεμασμένα κρανία;»
«Ναι, αυτό. Θέλω να με πας εκεί.»
«Σου είπα, δεν έχω ιδέα πού μπορεί νάναι.»
«Ούτε και κανένας άλλος γνωστός μου έχει ιδέα. Επομένως, εσύ είσαι ο καλύτερος οδηγός που διαθέτω αυτή τη στιγμή. Τι λες, λοιπόν, Ταρνάτλο; Θα πάμε στη Γη της Φέδλωχ;»
Ο Ταρνάτλο μόρφασε. «Ναι, αμέ, γιατί όχι; Εξάλλου εκεί ήθελα να πάω εξαρχής. Πότε ξεκινάμε;»
«Θα σου πω όταν έρθει η ώρα. Εν τω μεταξύ, φρόντισε να μη μπλέξεις σε καμια παλιοϊστορία.»
Ο Ταρνάτλο μειδίασε πλατιά. «Πώς σου πέρασε αυτή η ιδέα για μένα, μάστορα;»
«Εσύ ο ίδιος μού είπες ότι κάνεις θυσίες για τις γυναίκες σου.» Ο Τάμπριελ δεν χαμογελούσε.
Ο Ταρνάτλο ανασήκωσε τους ώμους. «Τι να κάνω, ο ά’θρωπος; Αφού μ’έχεις αφήσει ταπί.»
Ο Τάμπριελ τον αγριοκοίταξε. «Όπως έλεγα, φρόντισε να μη μπλέξεις πουθενά.»
«Μη φοβάσαι. Πώς νομίζεις ότι επιβίωσα τόσα χρόνια; Γαργαλώντας το κωλομέρι της Σούλνητ;»
Η Σούλνητ, όπως είχε πληροφορήσει ο Καλέφραζ τον Τάμπριελ, ήταν η θεά προστάτιδα των κλεφτών και των απατεώνων. Δεν είχε ναούς στο Βασίλειο Τάρσαζ, και ούτε στα περισσότερα μέρη, απ’ό,τι γνώριζε ο Γραμματικός. Στη Γη της Φέδλωχ, όμως, ίσως να έχει, θυμόταν ο Τάμπριελ πως του είχε πει. Εκεί βρίσκεις ένα σωρό ελεεινές λατρείες που δεν ευδοκιμούν σε πιο πολιτισμένες περιοχές.
«Αυτή η γυναίκα ποια ήταν;» ρώτησε τον Ταρνάτλο.
«Α! όλα κι όλα, αδελφέ, και με το συμπάθιο, αλλά δε σου πέφτει λόγος.»
«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Θα τα ξαναπούμε, σύντομα.»
Έφυγε απ’το δωμάτιο του Ταρνάτλο και, φορώντας την κουκούλα της κάπας του, κατέβηκε στην τραπεζαρία του πανδοχείου «Τα Ενδότερα», το οποίο βρισκόταν στη Μεγάλη Αγορά της Φέντινκεχ και θεωρείτο από τα καλά της πόλης.
Ο Καλέφραζ τον περίμενε καθισμένος σ’ένα τραπέζι, πίνοντας μπίρα μαζί με μια πολεμίστρια κι έναν πολεμιστή της Βασίλισσας.
«Επάνω ήταν;» ρώτησε ο Γραμματικός καθώς ο Τάμπριελ καθόταν αντίκρυ του.
«Ναι. Όλα εντάξει.»
«Αυτό σημαίνει πως θα πλεύσουμε προς Φέδλωχ;»
Τα φρύδια του Τάμπριελ κινήθηκαν. «Τέτοια προθυμία να με συνοδέψεις, Καλέφραζ; Τι σου συμβαίνει, φίλε μου;»
Ο Γραμματικός μειδίασε. «Ας πούμε ότι θέλω να είμαι ο ιστορικός που θα γράψει για σένα· γιατί, ό,τι και να γίνει, σίγουρα θα μείνεις στην Ιστορία του κόσμου μας, Τάμπριελ.»
Ο Τάμπριελ αγνόησε αυτά τα σχόλια και ρώτησε: «Η μπίρα είναι καλή εδώ;»
«Άψογη,» απάντησε η πολεμίστρια της Βασίλισσας, που έμοιαζε να είναι από τους ανθρώπους που δεν κάνουν οικονομία στο ποτό.
Ο Τάμπριελ έγνεψε σε μια σερβιτόρα να πλησιάσει.
*
«Οπλίσατε!… Σημαδέψατε!… Πυρ!»
Ο ήχος των τουφεκιών γέμισε τον αέρα, και οι ξύλινοι στόχοι αντίκρυ των γονατισμένων πολεμιστών διαλύθηκαν – οι περισσότεροι απ’αυτούς, τουλάχιστον.
Η Ανταρλίδα, που στεκόταν πίσω από τους στρατιώτες, σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της. «Ωραία,» φώναξε. «Τα πηγαίνετε καλά. Ακόμα μία βολή! Θα προσπαθήσετε να χτυπήσετε εκείνα εκεί τα σκιάχτρα που βλέπετε. Τους τέσσερις πεζούς και τους δύο ιππείς.» Τα σκιάχτρα βρίσκονταν πιο μακριά από τους ξύλινους στόχους.
«Οπλίσατε!… Σημαδέψατε!… Πυρ!»
Τα τουφέκια πυροβόλησαν.
Κομμάτια από άχυρα φάνηκαν να τινάζονται στον αέρα.
«Ωραία!» είπε η Ανταρλίδα. «Ωραία. Πολύ καλά.» Και γύρισε ακούγοντας κάποιον να έρχεται από πίσω της.
Ένας στρατιώτης.
«Η Βασίλισσα, Εξοχότατη. Έρχεται να σας δει.»
Την προσφωνούσαν Εξοχότατη. Δεν της άρεσε – δε νόμιζε ότι της ταίριαζε – αλλά δεν είχε παραπονεθεί κιόλας.
Πίσω από τον στρατιώτη, μια μικρή έφιππη συνοδεία φαινόταν να πλησιάζει μέσα στο φθινοπωρινό πρωινό, ερχόμενη από τη Φέντινκεχ. Η Ανταρλίδα μπορούσε να διακρίνει εντός της τον Ερβάδαζ, τη Βασίλισσα – τα μακριά, σγουρά, αστραφτερά μαλλιά της κυμάτιζαν στον ψυχρό αέρα – και τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.
Συνεχώς κοντά τούς βλέπω τους δυο τους, συλλογίστηκε η Μαύρη Δράκαινα. Η Βασίλισσα Παμράνεχ έκανε πολύ παρέα με τον Άρχοντα των Ερειπίων της Βινέρνι, σε σημείο που μουρμουρητά είχαν αρχίσει ν’ακούγονται. Και είχαν φτάσει ακόμα και στ’αφτιά της Ανταρλίδας, παρότι οι Ταρσάζιοι, αν και την εκτιμούσαν, εξακολουθούσαν να τη βλέπουν ως ξένη, εξώκοσμη – το κατάλευκο δέρμα της βοηθούσε πολύ σε τούτο. Αλλά οι ψίθυροι είχαν φτάσει ακόμα και σ’εκείνη: Η Βασίλισσα – τι εξωφρενικό! – είχε ερωτική σχέση με τον βάρβαρο. Έτσι έλεγαν· αν και η Ανταρλίδα δεν είχε η ίδια δει τίποτα με τα δικά της μάτια, ούτε είχε καμια άλλη απόδειξη.
Επί του παρόντος, είπε στους στρατιώτες που εκπαίδευε να κάνουν διάλειμμα, και περίμενε τη συνοδεία να πλησιάσει.
Οι καβαλάρηδες ήρθαν κοντά στην Ανταρλίδα και ξεπέζεψαν. Εκείνη έκανε μια σύντομη υπόκλιση μπροστά στη Βασίλισσα.
«Πώς πηγαίνει η εκπαίδευση, Ανταρλίδα;»
«Καλά, Μεγαλειοτάτη. Θέλετε μια επίδειξη από τους πολεμιστές σας;»
«Δε χρειάζεται,» αποκρίθηκε ευδιάθετα η Παμράνεχ. «Εκείνο που θέλω να μάθω είναι το εξής: Είναι έτοιμοι, και αρκετοί, για να τους στείλω να συντρέξουν το Ώσρανοκ εναντίον της Κοινωνίας;»
«Σίγουρα, δεν είναι οι καλύτεροι σκοπευτές που έχω δει,» αποκρίθηκε ειλικρινά η Ανταρλίδα, «αλλά δεν είναι κι άσχημοι. Επιπλέον, οι εχθροί μας δεν έχουν πυροβόλα όπλα – όχι ακόμα, τουλάχιστον.
»Όσο για το αν είναι αρκετοί… Έχουμε εκπαιδεύσει περίπου διακόσιους, εγώ, ο Χάλρεοκ, ο Ερβάδαζ, και οι άλλοι εκπαιδευτές που έχω ορίσει.»
«Υπέροχα!» είπε η Παμράνεχ. «Είναι καλύτεροι από τοξότες, και δέκα φορές καλύτεροι από απλούς πεζούς. Τους θεωρώ αρκετούς.»
«Όπως νομίζετε, Βασίλισσά μου.»
«Ποια είναι η δική σου γνώμη, Ανταρλίδα; Θα τα καταφέρουν στη μάχη; Ο Ερβάδαζ,» έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στον πολεμιστή πλάι της, «πιστεύει ότι θα τα καταφέρουν.»
«Κι εγώ το ίδιο θέλω να πιστεύω. Δεν είναι αδοκίμαστοι στον πόλεμο παρότι πρώτη φορά χειρίζονται πυροβόλα όπλα.»
«Εντάξει,» είπε η Παμράνεχ μοιάζοντας ευχαριστημένη. «Ο Μέγας Ιεράρχης δεν θα ξέρει τι τον χτύπησε!»
«Θα ξέρει, Βασίλισσά μου,» της θύμισε η Ανταρλίδα. «Έχει ένα από τα όπλα μας.»
Η Παμράνεχ μόρφασε. «Δε θα τον βοηθήσει και πολύ. Ο Ναρχάεζ δε μου έχει αναφέρει τίποτα το ανησυχητικό από τα δυτικά σύνορα.
»Τέλος πάντων. Θέλω να σε ρωτήσω και κάτι άλλο, Ανταρλίδα.»
«Στις υπηρεσίες σας, Βασίλισσά μου.»
«Μπορεί να φτιαχτεί πυροβόλο ακόμα μεγαλύτερο απ’τα τουφέκια; Κάτι… πολύ μεγάλο. Που το στέλεχός του να είναι στο ύψος μου, για παράδειγμα. Και που να έχει τη δυνατότητα να διαλύει τείχη και σπίτια.»
Κανόνι δηλαδή, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Αλλά δεν ήξερε πώς να πει κανόνι στην Οικουμενική· δεν υπήρχε αυτή η λέξη. Όμως, αν χρειαζόταν, σίγουρα ο Τάμπριελ και ο Καλέφραζ θα φρόντιζαν να βρουν μία. Ήταν κι οι δυο τους πολύ καλύτεροι λεξιθήρες απ’ό,τι εκείνη.
«Υπάρχει αυτό που περιγράφετε, Βασίλισσά μου. Στο Γνωστό Σύμπαν υπάρχει.»
«Μπορείς να μου το φτιάξεις;»
«Δεν είναι η ειδικότητά μου να κατασκευάζω όπλα, όπως σας έχω ξαναπεί, όμως μπορώ να δώσω κάποιες γενικές οδηγίες στους μεταλλουργούς σας και στον Βασιλικό Αλχημιστή.»
«Υπέροχα!» είπε η Βασίλισσα χαμογελώντας. «Θέλω να μου φτιάξεις ένα, Ανταρλίδα. Ή και περισσότερα από ένα. Πόσα μπορείς να μου φτιάξεις;»
«Εμ… δεν ξέρω ακόμα, Μεγαλειοτάτη. Πρέπει να το συζητήσω με τον Βόρχαμ για να δούμε τι θα κάνουμε. Όμως, για την ώρα, η γνώμη μου είναι ότι προέχει η εκπαίδευση των πολεμιστών σας και η τελειοποίηση των όπλων που ήδη έχουμε κατασκευάσει.»
Η Παμράνεχ στραβομουτσούνιασε. «Προσπαθήστε να αρχίσετε το Μεγάλο Όπλο στον ελεύθερο χρόνο σας, τότε. Έχουμε πόλεμο!»
«Όπως επιθυμείτε, Βασίλισσά μου.»
«Σ’αφήνω στη δουλειά σου τώρα· να μην ενοχλώ άλλο,» είπε η Παμράνεχ, κι ανέβηκε στο άλογό της.
Η συνοδεία της τη μιμήθηκε, και έφυγαν, καλπάζοντας προς την Πύλη των Αγρών.
Η Ανταρλίδα αναστέναξε. Έχουμε μπλέξει! Τι σκατά ήρθαμε να κάνουμε σ’αυτή τη διάσταση; Πόλεμο; Γιατί; Μπορεί ο Τάμπριελ να νομίζει ότι όλα τούτα δεν είναι τυχαία και άλλες τέτοιες ασυναρτησίες, αλλά εγώ νομίζω ότι τα πάντα που μας έχουν συμβεί είναι τελείως, μα τελείως, αλλοπρόσαλλα και δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα! Το μόνο που θα έπρεπε να κάνουμε είναι να προσπαθούμε να φύγουμε απ’αυτή την απομονωμένη διάσταση!
Το μεσημέρι, επέστρεψε στο Βασιλικό Παλάτι της Φέντινκεχ και στα δωμάτια που μοιραζόταν με τον Τάμπριελ. Τον βρήκε να περιφέρεται σκεπτικός, τον χαιρέτησε μ’ένα φιλί στα χείλη και μ’ένα παιχνιδιάρικο σπρώξιμο, πήγε στο υπνοδωμάτιό της, έβγαλε τα σκονισμένα ρούχα της, πλύθηκε στο λουτρό, έφαγαν μαζί χωρίς να λένε πολλά, και έκαναν έρωτα πάνω στον καναπέ του καθιστικού.
«Λένε πως η Βασίλισσα έχει για εραστή της τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ,» είπε η Ανταρλίδα μετά, ξαπλωμένη ανάσκελα επάνω στην επίπεδη κοιλιά του Τάμπριελ. Τα τριχωτά πόδια του αγκάλιαζαν τα πλευρά της, ενώ τα χέρια της ακουμπούσαν στα γόνατά του. Της δινόταν η εντύπωση ότι καθόταν σ’έναν θρόνο από πορφυρό δέρμα.
«Έτσι λένε, ε;» μουρμούρισε ο Τάμπριελ χτενίζοντας τα ξανθά της μαλλιά με τα δάχτυλά του. Το μόνο πράγμα που φορούσε ήταν το περιδέραιο με τη φυλακισμένη θεά των Ταργκάφλι. Και το μόνο πράγμα που φορούσε η Ανταρλίδα ήταν οι κάλτσες της.
«Είναι αλήθεια;» τον ρώτησε κοιτάζοντας το ταβάνι.
«Γιατί ρωτάς εμένα;»
«Τους έχεις ‘δει’ μαζί ή δεν τους έχεις ‘δει’;»
«Δεν τους έχω δει. Αλλά, ακόμα κι αν τους είχα δει, αυτό δε θα σήμαινε τίποτα.»
«Καινούργιο πάλι τούτο;»
«Παλιό. Όλα όσα βλέπω δεν ισχύουν. Βλέπω και πράγματα που θα μπορούσαν να ισχύουν–»
«Ναι, καλά· τα περισσότερα που βλέπεις βγαίνουν.»
«Έτσι νομίζεις. Έχω δει και πολλά πράγματα που δεν έχουν βγει.»
«Πες μου ένα.»
«Τη Ζανάιλχα να φιλιέται με τον Χάλρεοκ.»
«Τι;» Η Ανταρλίδα γέλασε. «Με δουλεύεις!»
«Δε σε δουλεύω· τους έχω δει.»
«Αυτοί ήταν συνέχεια έτοιμοι να αλληλοσκοτωθούν!»
«Το ξέρω. Ίσως να υπερβάλλεις λίγο, βέβαια, αλλά σίγουρα δε συμπαθούσαν ο ένας τον άλλο.»
Η Ανταρλίδα ακόμα γελούσε.
«Τα πράγματα που είναι πιθανότερο να συμβούν, συνήθως, τα βλέπω περισσότερες από μία φορές,» εξήγησε ο Τάμπριελ.
«Δε μου τόχες ξαναπεί αυτό.»
«Σ’το λέω τώρα.»
«Πες μου και κάτι άλλο: Έχεις ‘δει’ κανόνια σ’αυτό τον κόσμο;»
«Γιατί ρωτάς;»
«Έχεις δει;»
«Έχω δει,» είπε ο Τάμπριελ. «Αλλά η ερώτησή σου δεν είναι τυχαία. Σου ζήτησε η Παμράνεχ να της φτιάξεις κανόνι;»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Δηλαδή, δεν είπε ‘Θέλω να μου φτιάξεις κανόνι’. Με ρώτησε αν γίνεται να φτιαχτεί κάποιο όπλο μεγαλύτερο από το τουφέκι: κάποιο όπλο που να μπορεί να καταστρέψει ακόμα και τείχη ή σπίτια.»
«Και τι της είπες;»
«Ότι γίνεται.»
«Κι εκείνη τι σου είπε;»
«Ότι θέλει να της το φτιάξω.»
«Δε με εκπλήσσει.»
«Ούτε εμένα.»
Ο Τάμπριελ δε μίλησε, και σταμάτησε να χτενίζει τα μαλλιά της με τα δάχτυλά του.
Η Ανταρλίδα ρώτησε μετά από λίγο: «Τι σκατά κάνουμε εδώ πέρα, μπορείς να μου πεις;»
«Κάνουμε εκείνο που πρέπει να κάνουμε.»
«Εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να φύγουμε απ’αυτή την κωλοδιάσταση, Τάμπριελ!» είπε η Ανταρλίδα. «Δεν έχουμε, ουσιαστικά, καμία δουλειά εδώ.»
«Νομίζεις ότι έχουμε έρθει τυχαία σε τούτο το μέρος;»
«Ναι, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ, νομίζω ότι έχουμε έρθει τυχαία! Τελείως τυχαία!» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα με τρόπο τόσο εμφατικό που ήταν κωμικός.
Ο Τάμπριελ γέλασε, κάνοντάς τη να τρανταχτεί καθώς ήταν ξαπλωμένη επάνω του.
«Σταμάτα να με κουνάς!» είπε η Ανταρλίδα, παρότι κι εκείνη γελούσε. Τα χέρια της χτύπησαν ηχηρά τις κνήμες του. «Άλλες φορές δε γελάς με τίποτα· τώρα βρήκες να γελάσεις;»
«Ίσως να άκουσα κάτι πραγματικά αστείο.»
«Είσαι τρελός· δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.» Η Ανταρλίδα σηκώθηκε από πάνω του και από τον καναπέ, και βάδισε ώς το τραπέζι. Γέμισε δύο κύπελλα με κρασί και, πλησιάζοντάς τον πάλι, του έδωσε το ένα. Ύστερα κάθισε πλάι του, πίνοντας και παρατηρώντας το πρόσωπό του.
Ο Τάμπριελ είπε: «Θα φύγουμε από αυτή τη διάσταση· δε θα μείνουμε για πάντα εδώ.» Και ήπιε κι εκείνος. «Αυτό δε σημαίνει πως δεν υπάρχει κάποιος λόγος για την… επίσκεψή μας. Οι άνθρωποι τούτου του κόσμου θα φέρουν, αναμφίβολα, κάτι το καινούργιο στο Γνωστό Σύμπαν.»
«Το Γνωστό Σύμπαν έχει ήδη πολλά παράξενα πράγματα και χωρίς αυτούς.»
«Δεν αντιλέγω. Αλλά αυτοί είναι ένα μέρος του ψηφιδωτού.»
«Ποιου ψηφιδωτού;»
«Των εικόνων που έρχονται στο μυαλό μου.»
Η Ανταρλίδα κούνησε το κεφάλι σμίγοντας τα χείλη, δυσανασχετώντας. Ύστερα ήπιε ακόμα μια γουλιά κρασί.
Ο Τάμπριελ ήπιε επίσης. Και είπε: «Μια απ’αυτές τις ημέρες θα φύγω για τη Φέδλωχ.»
Η Ανταρλίδα τον αγριοκοίταξε.
«Σ’το έχω ξαναπεί ότι θα φύγω.»
«Η Βασίλισσα αποφάσισε να στείλει στρατό στο Ώσρανοκ, και μέσα σ’αυτόν το στρατό θα είναι και οι πολεμιστές που έχω εκπαιδεύσει στα πυροβόλα. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, τι θ’αρχίσει να γίνεται από κείνη τη μεριά του κόσμου;»
«Ο Ιεράρχης θα έχει προβλήματα, επομένως καλύτερα για εμένα.»
Η Ανταρλίδα σηκώθηκε απ’τον καναπέ, εκτόξευσε θυμωμένα το κύπελλό της στην αντικρινή γωνία του καθιστικού, και πήγε στο υπνοδωμάτιό της δίχως άλλη κουβέντα.
*
Νύχτα.
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό· μονάχα ένα λυχνάρι επάνω στο βαρύ ξύλινο γραφείο το φώτιζε.
Ο άντρας που καθόταν στο γραφείο ήταν μαύρος. Ο μοναδικός ήχος ήταν ο ήχος της πένας του, καθώς έγραφε πάνω σε μια περγαμηνή.
Το παράθυρο πλάι του ήταν ανοιχτό, κι ένα ψυχρό αεράκι έμπαινε. Η μεγάλη πόλη φαινόταν από κάτω· πολλά, πολλά φωτάκια μέσα στη νύχτα.
Μετά: το θρόισμα μιας κουρτίνας.
Και μια γυναικεία φωνή: «Φαίνεται να βαριέσαι.»
Ο Έλνεφριζ έβαλε την πένα του στο μελανοδοχείο, και στράφηκε να την κοιτάξει καθώς βάδιζε μέσα στο δωμάτιο, αθόρυβη σαν γάτα, χωρίς να μοιάζει να καταβάλλει καμία προσπάθεια. Πώς το έκανε αυτό;
«Δεν βαριέμαι,» της είπε ακουμπώντας την πλάτη του στην ξύλινη πολυθρόνα, η οποία έτριξε ελαφρά· «αλλά είσαι ευπρόσδεκτη ασφαλώς, όπως πάντα.»
Η Κελνίχηβ μειδίασε λεπτά, ζυγώνοντάς τον. Ο ιερέας πάντοτε της έκανε τον δύσκολο. Τον συλλογισμένο. Τον βαρύ. Ήθελε να το παίζει σημαντικός. Ιερό πρόσωπο. Δεν την πείραζε, όμως· της άρεσε έτσι όπως ήταν. Δε θα ταιριάζαμε αν ήσουν αλλιώς, Έλνεφριζ, σκέφτηκε καθίζοντας στην άκρη του γραφείου του.
«Έμαθα κάτι που θα σ’ενδιαφέρει,» του είπε.
Ο Έλνεφριζ συνοφρυώθηκε παρατηρώντας την έκφραση στο πρόσωπό της. Θέλει να με κάνει να ρωτήσω, συμπέρανε. Θέλει να με κάνει να της ζητήσω να μου πει. Η Κελνίχηβ ήθελε πάντα να δείχνει ότι είχε το πάνω χέρι σε όλα, ότι ήταν πανίσχυρη. Αλλά δεν τον πείραζε αυτό· του άρεσε έτσι όπως ήταν.
«Τι έμαθες;» τη ρώτησε.
Εκείνη χαμογέλασε αχνά: το χαμόγελό της μια σκιά μονάχα πάνω στο πρόσωπό της. «Ο Τάμπριελ φεύγει μεθαύριο. Θα ταξιδέψει στη Γη της Φέδλωχ.»
«Υπάρχει κάποιο από τα Φράγματα εκεί;»
«Έτσι φαίνεται να νομίζει. Έτσι είπε στη Βασίλισσα. Θέλει να πάει να ερευνήσει, της είπε.»
Ο Έλνεφριζ έπλεξε τα δάχτυλά του, ακουμπώντας τους αγκώνες του στους βραχίονες της πολυθρόνας. «Ενδιαφέρον,» μουρμούρισε συλλογισμένα. Και πιο δυνατά: «Πιστεύεις ότι ήρθε ο καιρός να κινηθούμε πάλι;»
«Θα βρίσκεται μακριά απ’το Βασίλειο,» αποκρίθηκε η Κελνίχηβ. «Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί…»
«Η Ανταρλίδα; Θα είναι μαζί του;» Θα την αφήσει η Βασίλισσα να φύγει, τώρα που εκπαιδεύει τους πολεμιστές μας στα καινούργια όπλα;
Η Κελνίχηβ χαμογέλασε, αυτή τη φορά καθόλου αχνά. «Όχι.»
«Αλλά η θεά των Ταργκάφλι θα είναι,» είπε ο Έλνεφριζ.
Το χαμόγελο της Κελνίχηβ ξεθώριασε.
Στην Κάνταφαχ δεν άρεσε καθόλου που θα έφευγα για τη Γη της Φέδλωχ. Δεν της άρεσε γενικά που βρισκόμουν τόσο κοντά στον Μεγάλο Προφήτη· το θεωρούσε επικίνδυνο. Και είχε δίκιο. Κι εγώ το θεωρούσα επικίνδυνο. Όμως σ’εμένα ήταν που η Βασίλισσα είχε αναθέσει να του μάθω όσα έπρεπε να του μάθω για τον κόσμο μας, καθώς και να τον παρατηρώ. Και, τώρα πλέον, δεν ήξερα αν ήθελα να σταματήσω. Ή μάλλον, ήξερα ότι δεν ήθελα να σταματήσω. Ήθελα να συνεχίσω να καταγράφω πράγματα γι’αυτόν, διότι ήταν βέβαιο πως η μορφή του θα έμενε στην Ιστορία του κόσμου μας.
Το παράξενο ήταν ότι, παλιότερα, ποτέ δεν έβλεπα τον εαυτό μου ως ιστορικό ή χρονικογράφο. Η ζωή μας, όμως, αλλάζει πάντοτε με τρόπους που δεν το περιμένουμε· οι σοφοί ανέκαθεν το έλεγαν αυτό.
Η ομάδα που θα ακολουθούσε τον Μεγάλο Προφήτη στη Φέδλωχ απαρτιζόταν από έξι πολεμιστές της Βασίλισσας και τον Πρώτο Υπασπιστή Χάλρεοκ, τέσσερις Ταργκάφλι πολεμιστές και την Ταργκάφλι μάγισσα Χιρκόμο, τον μάγο Αλίρκωπ, τον απεχθή Ταρνάτλο (ο οποίος, μάλιστα – και δυστυχώς – θα μας οδηγούσε μέσα στη Γη της Φέδλωχ) και, φυσικά, εμένα. Το πλοίο που θα μας πήγαινε στον προορισμό μας ονομαζόταν Ανεμοφάγος και μας περίμενε στο λιμάνι της Κάρναλχ, γιατί ήταν σκάφος ανοιχτής θαλάσσης και δεν μπορούσε να πλεύσει στον ποταμό Νύραλοκ. Καπετάνιος του ήταν ο Ρολάνταζ λαρ Κόρσιοκ, ένας παλιός ναυτικός ευγενικής καταγωγής, ο οποίος είχε υπηρετήσει τη Βασίλισσα πολλές φορές. Παλιότερα ήταν και στο πολεμικό ναυτικό αλλά, λόγω ηλικίας, είχε αποστρατευτεί πλέον.
Από τη Φέντινκεχ φύγαμε με ποταμόπλοιο· πλεύσαμε νότια επάνω στον ποταμό Νύραλοκ και φτάσαμε στην Κάρναλχ, όπου και επιβιβαστήκαμε στον Ανεμοφάγο και ξεκινήσαμε να αρμενίζουμε στο Ανατολικό Πέλαγος με ρότα7 δυτική. Στην αρχή, δεν απομακρυνόμασταν πολύ από τις ακτές του Βασιλείου, κι έτσι ο καιρός, παρότι δεν ήταν και τόσο καλός, δεν μας ενοχλούσε. Κατά το τέλος της πρώτης ημέρας, όμως, ξανοιχτήκαμε κατευθυνόμενοι προς τις Νήσους Σαρριάνουν, οι οποίες νομικά βρίσκονται εντός των συνόρων του Βασιλείου Τάρσαζ αλλά ανέκαθεν οι τοπικοί άρχοντες έκαναν του κεφαλιού τους σε πολλά ζητήματα. Έχουν, μάλιστα, και «Μονάρχη των Νήσων». Έτσι ονομάζουν αυτόν που έχει την εξουσία στην περιοχή· και ο τίτλος είναι, αναμφίβολα, προκλητικός.
Δεν σκοπεύαμε να σταματήσουμε καθόλου εκεί, αλλά, καθώς περνούσαμε από τις Νήσους Σαρριάνουν, δύο σκάφη μικρότερα από τον Ανεμοφάγο μάς ζύγωσαν, και οι καπεταναίοι τους είπαν ότι υπηρετούσαν τον Μονάρχη των Νήσων και ότι ήθελαν να μάθουν ποιοι ήμασταν και τι κάναμε εδώ. Ο Καπετάνιος μας τους είπε ότι ήμασταν απεσταλμένοι της Βασίλισσας, και τους έδειξε και το σχετικό έγγραφο, για να μας αφήσουν να περάσουμε ανενόχλητοι. Εκείνοι δεν έφεραν αντίρρηση, όμως μας προειδοποίησαν ότι, μετά τις Νήσους, στο Δυτικό Πέλαγος, άγρια καταιγίδα σύντομα θα ξεσπούσε. Ίσως θα ήταν καλύτερα, πρότειναν, να μέναμε εδώ μέχρι να κοπάσει. Ο Μονάρχης, αναμφίβολα, θα μας φιλοξενούσε αφού ήμασταν απεσταλμένοι της Βασίλισσας.
Ο Καπετάν Ρολάνταζ στράφηκε σ’εμάς προτού πάρει απόφαση: σ’εμένα, τον Μεγάλο Προφήτη, και τον Χάλρεοκ. Κανένας μας, όμως, δεν ήξερε από θάλασσα, έτσι του είπαμε να πράξει όπως νόμιζε. Και ο Ρολάνταζ αποφάσισε να μείνουμε στις Νήσους Σαρριάνουν ώσπου να περάσει ο κίνδυνος. (Ο Ταρνάτλο σχολίασε πως καλά έκανε ο Καπετάνιος. Τα ξέρω τα νερά του Δυτικού Πελάγους, είπε, και τις καταιγίδες του. Είναι πολύ επικίνδυνες – ειδικά τούτη την εποχή.)
Τα δύο μικρότερα πλοία συνόδεψαν τον Ανεμοφάγο στο λιμάνι του Φρουρίου των Κυμάτων, όπως ονομαζόταν το κάστρο του Μονάρχη των Νήσων, και εκεί αγκυροβολήσαμε. Οι υπηρέτες έτρεξαν αμέσως να ειδοποιήσουν τον άρχοντά τους ότι είχαμε έρθει, ενώ ο ουρανός φαινόταν να σκοτεινιάζει από τα δυτικά. Σύντομα, δωμάτια ετοιμάστηκαν για εμάς μέσα στο φρούριο, και ο Μονάρχης μάς κάλεσε σε γεύμα μαζί με την οικογένειά του, καθώς πλησίαζε μεσημέρι. Ασφαλώς, δεχτήκαμε· δεν προσβάλλεις τον οικοδεσπότη σου μέσα στο ίδιο του το κάστρο. Ο Μεγάλος Προφήτης, ο Χάλρεοκ, εγώ, και η Χιρκόμο πήγαμε στην τραπεζαρία, όπου μας περίμεναν ο Μονάρχης, η σύζυγός του (που είχα ακούσει να λένε ότι προσεύχεται στη Φαλκρίνκω, τη θεά της θάλασσας, και ότι είναι μάγισσα), και οι δύο γιοι του. Το φαγητό ήταν, αναμενόμενα, ψάρια, καβούρια, και μαλάκια. Δηλαδή, ακριβώς ό,τι δεν μου άρεσε. Τι να έκανα όμως; Έφαγα για να μην φανώ αγενής, και ήπια μπόλικο κρασί για να ξεχάσω το τι έτρωγα.
Ο Μονάρχης μάς ρώτησε πού πηγαίναμε, καθώς επίσης και αν αλήθευαν όλα όσα ακούγονταν για τον Τάμπριελ. Το δέρμα σου τουλάχιστον είναι κόκκινο όπως λένε, του είπε. Μπορείς να προβλέπεις και το μέλλον; Και ήρθες όντως μέσα από το Ρήγμα που φαίνεται στους ουρανούς;
Ο Τάμπριελ έπρεπε να δώσει κάποιες απαντήσεις. Δεν του είπε πολλά, του Μονάρχη, αλλά δεν του είπε και ψέματα.
Καθώς τρώγαμε, ακούσαμε την καταιγίδα να ξεσπά έξω από το Φρούριο των Κυμάτων. Κι αναγκαστήκαμε, τελικά, να μείνουμε δύο ολόκληρες ημέρες εκεί, μέχρι που ο καιρός να φτιάξει πάλι. Δύο ολόκληρες μέρες που, πρέπει να τ’ομολογήσω, ένιωθα σαν φυλακισμένος. Δεν είμαι φτιαγμένος για νησιώτης. Η φιλοξενία του Μονάρχη, πάντως, δεν ήταν άσχημη με αντικειμενικά κριτήρια. Μας πρόσφερε όσα όφειλε να μας προσφέρει και δεν ήταν αγενής προς εμάς· το αντίθετο, μάλλον. Τον Μεγάλο Προφήτη τον κοίταζε, ομολογουμένως, με κάποια περιέργεια και επιφύλαξη, αλλά ποτέ δεν είπε τίποτα εναντίον του.
Οι Νήσοι Σαρριάνουν βρίσκονται στα όρια του Ανατολικού και του Δυτικού Πελάγους: στα σύνορα, αν υπήρχαν σύνορα στις ατελείωτες θάλασσες. Φεύγοντας λοιπόν από το Φρούριο των Κυμάτων και πλέοντας δυτικά, είχαμε πλέον μπει στο Δυτικό Πέλαγος, και ήμασταν μακριά από το Βασίλειο Τάρσαζ, εκεί όπου η Βασίλισσα Παμράνεχ δεν είχε καμία δύναμη και καμία εξουσία. Ο Ανεμοφάγος ταξίδεψε πάνω στην ανοιχτή θάλασσα και, με την καθοδήγηση του Ταρνάτλο, αποφύγαμε κάποια νησιά όπου πειρατές είχαν τα λημέρια τους. Καταιγίδα δεν μας έπιασε, αλλά ο καιρός δεν ήταν και καλός. Δυνατοί αέρηδες φυσούσαν κι έκαναν το πλοίο μας να κλυδωνίζεται. Παραπάνω από μία φορά άδειασα το στομάχι μου, και αισθανόμουν άσχημα σ’ολόκληρο το ταξίδι, το οποίο ευτυχώς δεν κράτησε πολύ. Το πρωί της δεύτερης ημέρας από την αναχώρησή μας από το Φρούριο των Κυμάτων, φτάσαμε στο λιμάνι της Ναριάνημ, στη Γη της Φέδλωχ.
*
* * *
*
Ο Καπετάν Ρολάνταζ πλήρωσε τον φόρο της τοπικής Αρχόντισσας προκειμένου να αγκυροβολήσουν στο λιμάνι της Ναριάνημ, και ο Τάμπριελ κι η συνοδεία του κατέβηκαν από τον Ανεμοφάγο. Το μεγάλο πλοίο δεν θα έφευγε τώρα που τους είχε φέρει στη Γη της Φέδλωχ· θα παρέμενε εδώ περιμένοντάς τους να επιστρέψουν και να ταξιδέψουν πάλι στο Τάρσαζ. Ο Ταρνάτλο τούς είχε πει ότι δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα μ’αυτό, φτάνει να πλήρωναν ανάλογα την Αρχόντισσα Καθάλι της Ναριάνημ.
Ο Τάμπριελ κοίταξε ολόγυρα, το λιμάνι της πόλης. Άνθρωποι πήγαιναν και έρχονταν σε δουλειές, πατώντας λάσπες και νερά. Το μέρος βρομούσε ψαρίλα, ιδρώτα ζώων και ανθρώπων, κόπρανα και ούρα, βρεγμένο ξύλο, φρούτα και λαχανικά, κρέατα, μπαχαρικά, και άλλα. Ο αέρας που φυσούσε δεν ήταν αρκετά δυνατός για να διώχνει τη δυσωδία· ο Τάμπριελ δεν ήθελε να φανταστεί πώς θα ήταν η οσμή πιο μέσα στην πόλη, στους δρόμους που φαίνονταν στενοί και βρόμικοι. Η Ναριάνημ ήταν, σίγουρα, σε πολύ χειρότερη κατάσταση από οποιαδήποτε πόλη του Τάρσαζ. Ήταν σε χειρότερη κατάσταση ακόμα κι από την Καρκούμ.
Οι μαυρόδερμοι ήταν πολλοί εδώ, παρατήρησε ο Τάμπριελ. Πιο πολλοί από οπουδήποτε αλλού είχε δει σε τούτο τον κόσμο. Πράγμα το οποίο δεν τον εξέπληττε· ο Καλέφραζ τού το είχε ήδη πει, όταν τον δίδασκε γεωγραφία μαζί με την Ανταρλίδα: η Γη της Φέδλωχ ήταν γεμάτη μαύρους.
«Υποθέτω,» είπε ο Τάμπριελ γυρίζοντας να κοιτάξει τον Ταρνάτλο, «πως ξέρεις κάποιο καλό πανδοχείο εδώ, αφού μας πρότεινες να έρθουμε στη Ναριάνημ.»
Εκείνος ένευσε. «Αμέ. Ελάτε.» Άρχισε να βαδίζει. «Και είναι και παλιός μου φίλος ο πανδοχέας.»
Οι άλλοι τον ακολούθησαν, περνώντας ανάμεσα από τα άπλυτα πλήθη του λιμανιού. Πολλοί ντόπιοι τούς έριχναν καχύποπτες ή περίεργες ματιές, καθώς ήταν όλοι τους φανερά ξένοι. Οι Ταργκάφλι δεν έμοιαζαν για γηγενής της Φέδλωχ, ούτε φυσικά οι πολεμιστές της Βασίλισσας Παμράνεχ. Ο Τάμπριελ φορούσε την κουκούλα της κάπας του, κρύβοντας το πορφυρόδερμο πρόσωπό του. Αναμφίβολα, ορισμένοι θα είχαν ακούσει γι’αυτόν ακόμα κι εδώ, και το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να μαθευτεί πως είχε έρθει στη Γη της Φέδλωχ.
Το Αριστερό Χέρι, βέβαια, ξέρει πως είμαι εδώ· το ίδιο κι ο Πρωθιερέας. Αλλά απ’αυτούς δεν μπορώ να κρύψω και πολλά, ούτως ή άλλως.
Το πανδοχείο όπου τους πήγε ο Ταρνάτλο ονομαζόταν «Το Σπίτι του Πιθήκου» και, μπαίνοντας στην τραπεζαρία του, ένα σωρό κεφάλια στράφηκαν να τους ατενίσουν με βλέμματα που, αν όχι εχθρικά, σίγουρα δεν ήταν φιλικά.
Ο Ταρνάτλο, αγνοώντας τους όλους, ζύγωσε τον πάγκο του μπαρ και ρώτησε τον μυώδη άντρα εκεί: «Πού είν’ ο Μακθάρμο, παλικάρι μου;»
Εκείνος τον ατένισε με στενεμένα μάτια. «Δεν είμαι ‘παλικάρι σου’,» είπε. Ήταν ψηλός, με φαρδείς ώμους και μακριά, καστανά μαλλιά που έπεφταν λυτά στην πλάτη του. Το δέρμα του ήταν λευκό· τα μάτια του γκρίζα, ψυχρά. «Και ο Μακθάρμο δεν είναι πια εδώ.»
Ο Ταρνάτλο βλεφάρισε ξαφνιασμένος. «Τι θε να πεις; Στο πανδοχείο του δεν είμαστε, ή κάνω λάθος;»
«Το Σπίτι του Πιθήκου εδώ και δύο χρόνια τώρα ανήκει σε μένα. Ήρκαλιθ με λένε, κι άμα μπορώ να σ’εξυπηρετήσω θα το κάνω. Πες μου, λοιπόν, τι θες εδώ.»
«Τι έγινε ο Μακθάρμο; Είναι ζωντανός;»
«Δεν ξέρω, φίλε. Τον κυνήγησαν οι Κεφαλοκυνηγοί της Μαύρης Αλεπούς· κι αν είσαι από τούτα τα μέρη, θα ξέρεις ότι δε ζεις για πολύ άμα σε κυνηγάνε αυτοί.»
«Γιατί να μπλέξει με δαύτους ο Μακθάρμο;»
«Πρόσβαλε τη φυλή τους, άκουσα να λένε. Θες κάτι άλλο τώρα, εκτός απ’τον Μακθάρμο; Γιατί, αν δε θες, τότε πρέπει να φύγεις. Το τσούρμο σου,» έριξε ένα βλέμμα στους συντρόφους του Τάμπριελ, «τρομάζει τους πελάτες μου.»
Ο Ταρνάτλο ρουθούνισε. «Τι να τους τρομάξει αυτούς, ρε; Μου φαίνονται γερά σκαριά όλοι τους. Τέλος πάντω, εκείνο που θέμε είναι δωμάτια, αφεντικό, για να μείνουμε. Έχεις να μας δώσεις;»
Ο Ήρκαλιθ τούς ατένισε παρατηρητικά, μάλλον μετρώντας τους. «Δύο τρίκλινα, δύο τετράκλινα, κι ένα δίκλινο. Σας βολεύουνε;»
Ο Ταρνάτλο κοίταξε ερωτηματικά τον Τάμπριελ και τον Χάλρεοκ. Εκείνοι δεν έφεραν αντίρρηση, έτσι στράφηκε πάλι στον καινούργιο πανδοχέα του Σπιτιού του Πιθήκου και είπε: «Καλώς, να πούμε. Πόσα θες;»
«Δεκαπέντε λουριά τη μέρα.»
«Τις βαράς τις τιμές σου, μάστορα.»
«Μέρες για σκληρόπετσους· έχει πόλεμο στα βόρεια.»
«Μη μου το λες για νέο,» είπε ο Ταρνάτλο βγάζοντας το βαλάντιό του κι αρχίζοντας να μετρά. «Τέλος πάντω… Δε ρίχνεις την τιμή γι’αυτούς που μένουν πολλές μέρες;»
«Εξαρτάται. Πρέπει να σας ξέρω, για να είμαι σίγουρος ότι πράγματι θα μείνετε όσες μέρες λέτε και δε θα με γελάσετε.»
«Ο Μακθάρμο με ήξερε, ρε μάστορα.»
«Εγώ δεν είμαι ο Μακθάρμο, όμως.»
«Καλά, ’ντάξει,» είπε ο Ταρνάτλο ακουμπώντας στον πάγκο κάποια χρήματα. «Για τέσσερα μερόνυχτα. Για να δεις ότι είμαστε εντάξει, να πούμε, και να το σκεφτείς να μας κόψεις κάτι στο μέλλον.»
Ο Ήρκαλιθ μειδίασε μαζεύοντας τα νομίσματα. «Η αρχή μας είναι καλή, λοιπόν.» Έβγαλε μερικά κλειδιά από ένα συρτάρι και τους τα έδωσε. «Καλή διαμονή στου Πιθήκου.»
*
Ο Τάμπριελ ρώτησε τον Ταρνάτλο: «Από πού θα ξεκινήσουμε την αναζήτησή μας για το δέντρο;»
Οι δυο τους βρίσκονταν στο δίκλινο δωμάτιο που ο Τάμπριελ θα μοιραζόταν με τον Καλέφραζ. Μαζί τους ήταν ο Γραμματικός, η Χιρκόμο, ο Χάλρεοκ, και ο Αλίρκωπ με τον Θυμό.
«Σ’το είπα εγώ, αδελφέ,» αποκρίθηκε ο Ταρνάτλο: «δεν έχω ιδέα για το παράξενο δέντρο. Κάπου μες στις ζούγκλες πρέπει νάναι, αλλά δεν ξέρω πού.»
«Και ούτε ξέρεις κανέναν που θα μπορούσε να μας βοηθήσει;»
«Ο Μακθάρμο ήταν καλός σ’αυτά. Έλυνε κι έδενε, να πούμε. Αν ήταν εδώ, ίσως να μπορούσε να μας δώσει καμια κατεύθυνση προς τη σωστή μεριά.»
«Μάλλον,» είπε ο Χάλρεοκ, «δεν ήταν τελικά τόσο καλός όσο νόμιζες, αφού έμπλεξε όπως έμπλεξε.»
«Μην το λες, αδελφέ· μπορεί να μπλέξεις πολύ περίεργα μ’αυτές τις φυλές εδώ πέρα. Και ξέρεις, ε, δεν είναι μόνο σ’ένα μέρος. Φυλές σαν τους Κεφαλοκυνηγούς της Μαύρης Αλεπούς τριγυρίζουνε από δω κι από κει· κι άμα τύχει και τους κάνεις κάτι που τους προσβάλει, μετά σε κυνηγούνε όπου σε βρούνε. Όλοι τους. Να το προσέχετε, παρεμπιπτόντως, αυτό· μην κάνετε καμια ανοησία μ’ανθρώπους φυλών.»
«Και πώς θα ξέρουμε ότι είναι άνθρωποι από φυλή;» ρώτησε η Χιρκόμο συνοφρυωμένη.
«Είναι βαμμένοι. Δεν είδες πόσοι τέτοιοι κυκλοφορούνε εδώ στους δρόμους; ‘Βαμμένους’ τους λέμε εμείς που δεν είμαστε Βαμμένοι. Έχουνε σχήματα πάνω στις μούρες τους και στα σώματά τους· έτσι ξεχωρίζονται.»
Ο Τάμπριελ είπε: «Αυτοί οι Βαμμένοι περιφέρονται και στις ζούγκλες;»
«Αμέ.»
«Θα μπορούσαν, τότε, κάποιοι απ’αυτούς να έχουν ακούσει για το δέντρο που ψάχνω, σωστά;»
«Δεν αποκλείεται,» παραδέχτηκε ο Ταρνάτλο. «Αλλά θα πρέπει νάσαι προσεχτικός μαζί τους. Καλύτερα να τους μιλήσω εγώ, βασικά, άμα θες να κάνεις συνεννόηση με τέτοιους.»
«Εντάξει,» είπε ο Τάμπριελ ήρεμα.
«Καλά όλ’αυτά,» είπε ο Χάλρεοκ, «αλλά δεν μας οδηγούν πουθενά. Τι θα κάνουμε, δηλαδή; Θ’αρχίσουμε να ρωτάμε όποιον Βαμμένο δούμε στο δρόμο;»
«Δε θα σ’το πρότεινα, αδελφέ,» τόνισε ο Ταρνάτλο.
«Επομένως, τι θα κάνουμε;»
Ο Ταρνάτλο έστριψε το κόκκινο μούσι του, σκεπτικά. «Το λοιπόν. Ο καλύτερος τρόπος, νομίζω, είναι να ρωτήσουμε σε διάφορα μέρη που μπορεί κάτι να έχει ακουστεί, να δούμε αν κυκλοφορούν τίποτα μύθοι γι’αυτό το δέντρο.»
Ο Χάλρεοκ ένευσε. «Καλώς. Έχεις κάποια συγκεκριμένα μέρη κατά νου;»
«Πώς δεν έχω; Η Φέδλωχ είναι η πατρίδα μου, αδελφέ.»
*
«Καλύτερα να πάμε τώρα, το πρωί, που δεν έχουν και πολλή δουλειά,» είχε πει ο Ταρνάτλο· και επί του παρόντος βρίσκονταν μπροστά σε μια ξύλινη, διπλή, τοξωτή πόρτα, εκείνος, ο Τάμπριελ, ο Χάλρεοκ, και ο Αλίρκωπ. Οι άλλοι δεν είχαν έρθει για να μην τραβάνε την προσοχή· διότι μπορεί μεν να ήταν κανείς πιο ασφαλής με τόσους πολεμιστές γύρω του αλλά δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να περάσει απαρατήρητος.
Ο Ταρνάτλο χτύπησε την πόρτα χρησιμοποιώντας τον έναν από τους δύο χαλκάδες, οι οποίοι ήταν λαξεμένοι σαν γυμνές γυναίκες. Τα πόδια τους, ενωμένα στις πατούσες, σχημάτιζαν κύκλο, ενώ τα χέρια τους ήταν σταυρωμένα μπροστά τους, κρύβοντας τα στήθη τους. Το κεφάλι τους ήταν από κάτω καθώς κρέμονταν ανάποδα.
Το ένα φύλλο της πόρτας άνοιξε, κι ένα κοριτσίστικο πρόσωπο φάνηκε, με δέρμα λευκό και έντονα βαμμένα μάτια, χείλη, και μάγουλα.
«Δεν είμαστε ανοιχτά τώρα,» είπε.
«Το ξέρουμε,» απάντησε ο Ταρνάτλο, αν και εκείνο που στην πραγματικότητα ήξερε ήταν ότι έκαναν κάμποσες εξαιρέσεις τα πρωινά παρότι έλεγαν πως δεν δέχονταν πελατεία. «Θέλουμε να δούμε τη Σιρίμακα. Με γνωρίζει προσωπικά. Με λένε Ταρνάτλο.»
Η κοπέλα κοίταξε τους άλλους άντρες, δεξιά κι αριστερά του· το βλέμμα της έμεινε περισσότερο στον Τάμπριελ ο οποίος έκρυβε το πρόσωπό του στη σκιά της κουκούλας του. «Και οι κύριοι;»
«Δικοί μου είναι, ρε κοπελιά! Τι σ’ανησυχεί; Ρώτα τη Σιρίμακα και θα δεις που θα σου πει να μπούμε.»
Η κοπέλα έφυγε κλείνοντας και, μετά από λίγο, επέστρεψε ζητώντας τους, μ’ένα πλατύ προσποιητό χαμόγελο στα βαμμένα χείλη της, να περάσουν. Ήταν ντυμένη με μια ημιδιαφανή ρόμπα, κι από μέσα φαινόταν να φορά μόνο μια περισκελίδα.
Η Σιρίμακα τούς περίμενε σ’ένα δωμάτιο που μύριζε έντονα γυναικείο άρωμα και ήταν γεμάτο μεγάλα μαξιλάρια και πολυθρόνες όπου μπορούσαν να καθίσουν άνετα. Η ίδια ήταν μισοξαπλωμένη σ’έναν σοφά, ψηλή και μαυρόδερμη, με τα μακριά, καλλίγραμμα πόδια της απλωμένα. Φορούσε έναν κοντό, πορφυρό χιτώνα όλο πτυχώσεις, και οι καρποί κι οι αστράγαλοί της ήταν γεμάτοι βραχιόλια. Τα μακριά, γαλανά μαλλιά της ήταν λυτά, κι έφταναν ώς τη μέση της.
Βλέποντας τον Ταρνάτλο να μπαίνει, μειδίασε. Γέλασε. «Δεν το πιστεύω!» είπε πρόσχαρα. «Σε είχα για πνιγμένο.»
Εκείνος τής επέστρεψε το μειδίαμα μέσα από τα πορφυρά γένια του. «Φυλακισμένος ήμουν, θεσπέσια καρδιά μου. Τώρα, όμως, είμαι και πάλι εδώ.»
«Και φέρνεις και φίλους; Καθίστε.» Έδειξε τα καθίσματα ολόγυρα. Και, καθώς εκείνοι κάθονταν, ρώτησε τον Ταρνάτλο: «Πού ήσουν φυλακισμένος εσύ; Σε βούτηξαν στο Τάρσαζ; Ή στο Ώσρανοκ, και ξέφυγες τώρα με τον πόλεμο;»
«Ο Άρχοντας της Καρκούμ με μάγκωσε.»
«Της Καρκούμ; Και πώς γλίτωσες από τόσο μακριά;»
«Τα παλικάρια από δω με βοήθησαν,» είπε ο Ταρνάτλο δείχνοντας τους υπόλοιπους. «Και τους χρωστάω, όπως καταλαβαίνεις.»
Η Σιρίμακα ένευσε. «Καταλαβαίνω. Έχεις, λοιπόν, στο μυαλό σου κάτι ιδιαίτερο να οργανώσουμε γι’αυτούς;» Και προς τον Τάμπριελ: «Εσύ βγάλε την κουκούλα σου, μη ντρέπεσαι.» Χαμογέλασε λοξά.
«Δε βρισκόμαστε εδώ για να οργανώσουμε τίποτα,» εξήγησε ο Ταρνάτλο, ενώ ο Τάμπριελ έβγαζε την κουκούλα του.
Τα μάτια της Σιρίμακα γούρλωσαν προς στιγμή. «Κόκκινο δέρμα;» έκανε. «Από πού είσαι;»
«Μακριά από δω.»
«Έχω ακούσει κάτι για έναν προφήτη. Στο Τάρσαζ…»
«Και τώρα είναι μπροστά σου.»
«Για όνομα της Σούλνητ!» είπε η Σιρίμακα, σηκώνοντας τα πόδια της από τον σοφά και παίρνοντας καθιστή θέση. «Νόμιζα ότι ήσουν μύθος. Ή, τουλάχιστον, ότι… Δεν το πίστευα ότι είχες κόκκινο δέρμα.»
«Ο Ταρνάτλο μάς έχει πει ότι, εκτός των άλλων, είσαι και ιέρεια της Σούλνητ–»
Η Σιρίμακα γύρισε απότομα, αγριοκοιτάζοντας τον Ταρνάτλο.
Εκείνος είπε: «Τους χρωστάω τη ζωή μου. Και είναι έμπιστοι, ούτως ή άλλως. Δεν πρόκειται να πάνε να το πουν από δω κι από κει. Δεν τριγυρίζουν καν στη Φέδλωχ· ήρθαν… πώς το λένε;… κατ’εξαίρεση.»
«Αναζητάμε ένα δέντρο,» εξήγησε ο Τάμπριελ. «Και μην ανησυχείς για την ιδιότητά σου ως ιέρεια – δεν πρόκειται να τη διαδώσουμε.»
Η Σιρίμακα έστρεψε πάλι τα μάτια της επάνω του. «Αναζητάτε ένα δέντρο; Στο λάθος μέρος είστε, τότε.»
Ο Τάμπριελ, ωστόσο, της περιέγραψε το δέντρα που είχε «δει».
«Ένα δέντρο που από τα κλαδιά του κρέμονται κρανία…» είπε η Σιρίμακα. «Και που στις ρίζες του είναι μπλεγμένα πτώματα… Πώς να το ξέρω, δηλαδή;»
«Μου έχουν πει ότι βρίσκεται κάπου εδώ, στη Φέδλωχ. Στις ζούγκλες. Ο Ταρνάτλο υπέθεσε ότι ίσως να έχεις ακούσει κάποιον μύθο γι’αυτό.»
Η Σιρίμακα συνοφρυώθηκε. «Γιατί το ψάχνεις;»
«Αυτή είναι δική μου δουλειά.»
«Πιστεύεις ότι μπορεί να έχει ιερή σημασία… για κάποιους;»
«Δε θα το θεωρούσα απίθανο,» είπε ο Τάμπριελ. «Υπάρχουν φυλές ανθρωποφάγων σε τούτα τα μέρη, ή κάνω λάθος;»
«Δεν κάνεις λάθος,» αποκρίθηκε η Σιρίμακα. «Αλλά εγώ,» γέλασε κοφτά, «δεν έχω πάρε-δώσε με ανθρωποφάγους.»
«Σκέψου όμως,» την παρότρυνε ο Ταρνάτλο. «Ίσως νάχεις ακούσει κάτι. Ίσως κάποιος να σου έχει πει κάτι, ε; Στον ύπνο του; Στον ξύπνιο του;»
Η Σιρίμακα έδειχνε ακόμα θυμωμένη μαζί του, αλλά φάνηκε όντως να σκέφτεται. Τελικά, μόρφασε. «Όχι, δεν έχω ακούσει τίποτα.»
«Πού νομίζεις ότι θα μπορούσαμε να μάθουμε;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ.
Εκείνη ύψωσε τον έναν ώμο. «Δεν ξέρω, τι να σου πω; Αφού μου λες ότι το δέντρο ίσως νάχει ιερή σημασία, κι αφού μου λες ότι έχει κρανία κρεμασμένα επάνω του, γιατί δεν πηγαίνετε να βρείτε κανέναν ιερέα του Θασμούλ-Τα;»
Ο Καλέφραζ είχε πει στον Τάμπριελ και στην Ανταρλίδα, όταν τους δίδασκε για τις θρησκείες του κόσμου, ότι Θασμούλ-Τα ονομαζόταν ένας θεός του θανάτου που λατρευόταν κυρίως στη Γη της Φέδλωχ και στο Βασίλειο Ώσρανοκ. Στο Τάρσαζ το ιερατείο του δεν είχε καμία επιρροή.
«Τους σιχαίνομαι αυτούς τους σιχαμένους…» μούγκρισε ο Ταρνάτλο.
«Δεν έχω άλλη συμβουλή να σας δώσω,» είπε η Σιρίμακα, μην κοιτάζοντάς τον. Εσκεμμένα.
*
«Πάμε πρώτα στους νεκρολάγνους αφού τους προτείνει η Σιρίμακα,» είπε ο Ταρνάτλο, καθώς βάδισαν στους δρόμους της Ναριάνημ αποφεύγοντας λάσπες και κόπρανα. «Ξέρει αυτή. Εγώ δεν τους είχα σκεφτεί, τους αλήτες.»
«‘Νεκρολάγνους’;» μόρφασε ο Χάλρεοκ.
«Τοπική αργκό, να πούμε. Μην τους πεις έτσι κατάμουτρα· θα τσαντιστούνε.»
«Έχουν κάποιο ναό εδώ;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Ναι. Στην άκρη της πόλης, έξω απ’τα τείχη. Η δουλειά τους είναι, βασικά, να ξεφορτώνονται τους πεθαμένους. Όταν υπάρχουν κουφάρια μες στη Ναριάνημ, εκεί τα πηγαίνουνε.»
«Και οι ιερείς τι τα κάνουν; Τα καίνε;»
«Θες πραγματικά να μάθεις;»
«Για να ρωτάω.»
«Τα γδέρνουνε και μετά καθαρίζουνε τα κόκαλα. Αφήνουν το δέρμα να ξεραθεί κανονικά, το διπλώνουνε, και το δίνουν μαζί με τα κόκαλα στους ενδιαφερόμενους – στους συγγενείς, δηλαδή, συνήθως. Αν δεν υπάρχουν συγγενείς, ή κανένας άλλος που να τα θέλει, τα κρατάνε και δεν ξέρω τι τα κάνουν. Κάποιοι λένε ότι χρησιμοποιούν το δέρμα για περγαμηνές.»
«Δεν είσαι σοβαρός!» μούγκρισε ο Χάλρεοκ.
«Δεν είμαι σίγουρος ότι το κάνουν περγαμηνές. Όπως είπα κάποιοι λένε.»
«Δεν εννοώ αυτό. Εννοώ, πραγματικά γδέρνουν τους νεκρούς; Και βγάζουν τα κόκαλά τους;»
«Ε τώρα, ψέματα σού λέω, να πούμε;»
Ο Χάλρεοκ μόρφασε από αποστροφή. Είπε στον Τάμπριελ: «Ίσως ο Καλέφραζ να θέλει να το μάθει αυτό, για να το γράψει στο βιβλίο του.»
«Ο Καλέφραζ μπορεί ήδη να το ξέρει, σε πληροφορώ.»
Καθώς ερχόταν το απόγευμα, πέρασαν πάνω από τη γέφυρα του ποταμού Χαρνούνουν και, μετά, βγήκαν από τη δυτική πύλη της Ναριάνημ. Ακολουθώντας έναν χωματόδρομο που ανοιγόταν μέσα από μια περιοχή γεμάτη βλάστηση, πλησίασαν τον πέτρινο ναό. Επάνω στους τοίχους του σκαρφάλωναν αναρριχητικά φυτά. Ως οικοδόμημα, φαινόταν να είναι σε άσχημη κατάσταση. Από μια καμινάδα του καπνός έβγαινε. Τριγύρω υπήρχαν ξύλινες στήλες από τις οποίες κρέμονταν κρανία και δέρματα – δέρματα ανθρώπων κατά πάσα πιθανότητα. Για τα κρανία δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν ανθρώπινα.
«Μεγάλε Τίγρη…!» μούγκρισε ο Χάλρεοκ.
«Μη λες πολλά εδώ, αδελφέ,» τον συμβούλεψε ο Ταρνάτλο, «γιατί είναι, να πούμε, ιερός χώρος.»
«Ιερός χώρος τα παπάρια μου!»
«Ε! Σεμνά! Μη μας ακούσει και κανείς.» Και μετά, ο Ταρνάτλο στράφηκε στον Θυμό, που γρύλιζε τρίζοντας τα δόντια του. «Κι εσύ κάνε ησυχία, σκυλάκο. Σουτ!»
Ο Θυμός γρύλισε τώρα προς το μέρος του.
«Ρε φίλε,» είπε ο Ταρνάτλο στον Αλίρκωπ, «πες στο ζώο σου να φερθεί σαν ά’θρωπος, να πούμε!»
Ο μάγος αποκρίθηκε: «Αισθάνεται κι αυτός, όπως κι εγώ, μια άσχημη παρουσία εδώ. Ή, μάλλον, πολλές άσχημες παρουσίες οι οποίες είναι ουσιαστικά μία.»
«Μας δουλεύεις, ρε μάστορα; Τι μας τσαμπουνάς τώρα;»
Ο Αλίρκωπ χάιδεψε τον Θυμό ανάμεσα στα μυτερά του αφτιά, κι εκείνος φάνηκε να ηρεμεί κάπως.
Ο Τάμπριελ βάδισε πρώτος προς την είσοδο του ναού, κι οι άλλοι τον ακολούθησαν.
Η Βιβεϊρλώταθ αισθανόταν επίσης αυτή την παρουσία που είχε αναφέρει ο Αλίρκωπ, αλλά δεν την έβρισκε απειλητική· αποκρουστική μονάχα. Τρεφόταν από τον ανθρώπινο θάνατο, είπε στον αφέντη της.
Η είσοδος του ναού θύμιζε το στόμα φαφούτη έτσι όπως έχασκε. Μέσα της φαίνονταν μόνο σκιές· και, καθώς ο Τάμπριελ ζύγωνε, μία απ’αυτές τις σκιές κινήθηκε. Ένας ρασοφόρος άντρας με κουκούλα.
«Καλησπέρα, ζωντανοί,» χαιρέτησε. «Τι ζητάτε στον Οίκο του Θασμούλ-Τα; Δεν βλέπω να φέρνετε κάποιον νεκρό μαζί σας.»
«Μια ερώτηση θέλουμε να κάνουμε,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, που κι εκείνου το πρόσωπο ήταν κρυμμένο στη σκιά της κουκούλας του.
«Ερώτηση;» Ο ρασοφόρος έμοιαζε παραξενεμένος. Μάλλον, δεν έρχονταν πολλοί για ερωτήσεις εδώ.
«Ναι. Είσαι ιερέας;»
«Τι ερώτηση θέλετε να κάνετε;»
Ο Τάμπριελ τού περιέγραψε το δέντρο που είχε «δει». «Ξέρεις πού μπορούμε να το βρούμε;»
«Γιατί να ξέρω;»
«Επειδή βρίσκεσαι στο Ναό του Θασμούλ-Τα;»
«Και λοιπόν; Σου είπε κάποιος ότι αυτό το δέντρο έχει σχέση με τον θεό μας;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Αλλά η περιγραφή του μου θυμίζει…» Υψώνοντας χαλαρά, ημικυκλικά, το χέρι του, έδειξε τις στήλες με τα κρεμασμένα ανθρώπινα κρανία και τα δέρματα.
«Δεν γνωρίζω τίποτα για κανένα τέτοιο δέντρο,» είπε ο ρασοφόρος. «Μπορείτε να πηγαίνετε.»
«Ίσως κάποιος άλλος να γνωρίζει. Να περάσουμε;»
«Κανείς δεν μπαίνει στο Ναό του Θασμούλ-Τα χωρίς καλό λόγο!» είπε εμφατικά ο ρασοφόρος. «Και δεν έχουμε χρόνο να ασχολούμαστε με… αναζητητές σπάνιων δέντρων! Καλό σας βράδυ, ζωντανοί.» Έκανε να γυρίσει και να φύγει.
«Περίμενε,» του είπε ο Τάμπριελ. «Μπορούμε να πληρώσουμε για την πληροφορία που θα μας δώσετε. Αν όντως γνωρίζετε κάτι, δηλαδή.»
«Θα ρωτήσω,» αποκρίθηκε ο ρασοφόρος. «Μη φύγετε. Αλλά μην περάσετε κι ετούτο το κατώφλι, γιατί μεγάλο κακό θα σας βρει.» Χάθηκε μες στις σκιές του εσωτερικού του ναού.
Μετά από λίγη ώρα, αποδείχτηκε ότι τίποτα δεν ήξεραν οι ιερείς του Θασμούλ-Τα, έτσι ο Τάμπριελ και οι σύντροφοί του έφυγαν από το ναό τους.
*
Βράδιαζε.
Είχαν μόλις μπει στην ταβέρνα «Το Χέρι του Κουλού», που ήταν στέκι του Χάλαμπομ και του τσούρμου του όταν βρίσκονταν στη Ναριάνημ, όπως είχε πει ο Ταρνάτλο. Δεν ήταν βέβαιο ότι θα τους έβρισκαν εκεί αλλά άξιζε να προσπαθήσουν, γιατί ήταν πολυταξιδεμένοι και όργωναν τις ακτές της Φέδλωχ από τη μια άκρη ώς την άλλη· και πήγαιναν κι επάνω, στο Ώσρανοκ, από τη δυτική μεριά.
«Εδώ είναι ο παλαβός,» είπε ο Ταρνάτλο δείχνοντας, με το βλέμμα του, έναν λευκό άντρα καθισμένο σ’ένα τραπέζι. Μπροστά του βρίσκονταν πιατέλες με τελειωμένα φαγητά, καθώς και μια μεγάλη κούπα. Γύρω του ήταν τέσσερις άλλοι άντρες και δύο γυναίκες· όλοι τους έμοιαζαν με πειρατές. Όπως και ήταν.
Ο Τάμπριελ είχε πάρει δύο Ταργκάφλι πολεμιστές μαζί του για να έρθει εδώ, καθώς και δύο πολεμιστές της Βασίλισσας, γιατί ο Ταρνάτλο τού είχε πει ότι το μέρος μπορούσε νάναι και «ψιλο-επικίνδυνο, να πούμε». Εκτός απ’αυτούς, τον συνόδευαν ο Χάλρεοκ, ο Αλίρκωπ, και η Χιρκόμο. Ο Καλέφραζ είχε προτιμήσει να μείνει στο Σπίτι του Πιθήκου.
«Ε, Χάλαμπομ!» φώναξε ο Ταρνάτλο κάνοντας νόημα στον πειρατή.
Ο Χάλαμπομ γύρισε και τον ατένισε. Είχε μακριά, σγουρά καστανά μαλλιά και στριφτό μουστάκι. Φορούσε λευκό πουκάμισο και μαύρο, ανοιχτό πανωφόρι. Το παντελόνι του δεν φαινόταν καθώς ήταν καθισμένος. Στο κεφάλι του ήταν ένα πλατύγυρο καπέλο με φτερό.
«Ταρνάτλο!» αναφώνησε. «Τι κάνεις εδώ, μωρή ψωριάρα γάτα; Μου λέγαν όλοι πως σκυλοπνίγηκες!»
«Γοητευτικότατος ο φίλος σου…» μουρμούρισε ο Χάλρεοκ στον Ταρνάτλο, ο οποίος, πρωτύτερα, τους είχε πει ότι ο Χάλαμπομ ήταν παλιός φίλος του.
Ο Ταρνάτλο, αγνοώντας τον Ταρσάζιο πολεμιστή, αποκρίθηκε στον άλλο πειρατή: «Ζω και βασιλεύω και πάλι!» ανοίγοντας τα χέρια του και μειδιώντας πλατιά μέσα από τα κόκκινα μούσια του. «Κερνάς μπίρες, αδελφέ;»
«Εγώ να κεράσω;» είπε εύθυμα ο Χάλαμπομ. «Εσύ μού χρωστάς από την τελευταία φορά που σου δάνεισα!»
Ο Ταρνάτλο γέλασε. «Τι θυμάσαι τώρα, ρ’αδελφέ! Τι θυμάσαι! Πόσος καιρός έχει περάσει, ε; Αυτά είναι περασμένα-ξεχασμένα. Τάχουνε ξεχάσει κι οι θεοί.»
«Οι θεοί, ίσως. Εγώ όχι.»
«Το λοιπόν. Άμα θες σε κερνάω,» είπε πλησιάζοντάς τον. «Αλλά γι’άλλη δουλειά είμαι δω. Όπως βλέπεις, έχω και παρέα μαζί μου.» Έδειξε με τον αντίχειρα του τους υπόλοιπους, που έρχονταν πίσω του.
Ο Χάλαμπομ ύψωσε τα φρύδια του, παρατηρώντας τους. Έστριψε το μουστάκι του.
«Μια ερώτηση θέλουμε να σου κάνουμε,» του είπε ο Τάμπριελ.
Ο Χάλαμπομ στένεψε τα μάτια του, κοιτάζοντας το κοκκινόδερμο πρόσωπο κάτω απ’την κουκούλα. «Τι’σαι συ, ρε;» μούγκρισε. «Τι μάπα είν’αυτή; Βαμμένος είσαι;»
«Δεν είμαι βαμμένος.»
«Δεν είσαι βαμμένος; Τότε…» Ο Χάλαμπομ συνοφρυώθηκε. «Είσαι αυτός ο περίεργος προφήτης που λένε ότι είναι στο Τάρσαζ; Είσαι αυτός;»
«Αυτός είμαι.»
«Μα τα βυζιά της Σούλνητ, αδελφέ!» αναφώνησε ο πειρατής. «Και τι θες εδώ; Τι θες μ’αυτό το λεχρίτη;» Έδειξε τον Ταρνάτλο.
«Ο Ταρνάτλο μού χρωστάει, καθώς τον βοήθησα να δραπετεύσει από τα μπουντρούμια του Άρχοντα Νίρναλωμ της Καρκούμ.»
«Τα βυζιά της Σούλνητ!» αναφώνησε ο Χάλαμπομ. Και προς τον Ταρνάτλο: «Ήσουν αλήθεια εκεί, ρε;»
Εκείνος κατένευσε. «Και δεν ήταν ωραίο μέρος, αδελφέ.»
«Δεν είχα ακούσει ότι είναι. Τυχερός είσαι που ζεις.»
«Το ξέρω.»
Ο Χάλαμπομ κοίταξε τον Τάμπριελ. «Κι εσύ τι γουστάρεις τώρα, μάστορα;»
«Μια ερώτηση θέλω να σου κάνω,» επανέλαβε εκείνος.
Ο Χάλαμπομ άναψε την πίπα του. «Ακούμε.»
Ο Τάμπριελ τού περιέγραψε το δέντρο. «Ξέρεις πού είναι;»
«Όχι. Γιατί να ξέρω;»
«Δεν έχεις ακούσει ποτέ τίποτα γι’αυτό;»
«Όχι. Σου είπ’ αυτός ο τρελός ότι ξέρω από τέτοια δέντρα;» Έδειξε τον Ταρνάτλο με την πίπα του.
«Μου είπε ότι έχεις ταξιδέψει πολύ.»
«Αυτό είν’αλήθεια. Αλλά πουθενά δεν έχω ακούσει γι’αυτό το δέντρο σου. Γιατί το ζητάς;»
«Δική μου δουλειά.»
«Χμμ…» Ο Χάλαμπομ δάγκωσε την πίπα του, σκεπτικός. «Κοίτα,» είπε μετά, «μπορεί νάναι στις ζούγκλες κάπου, ανάμεσα στους ποταμούς. Εκεί πούναι οι ανθρωποφάγοι. Αλλά δε θα σου πρότεινα να πας έτσι, με τον κώλο σου απέξω· θα σε μασήσουνε.»
«Το ίδιο υπέθεσα κι εγώ,» είπε ο Ταρνάτλο. «Κάπου στις ζούγκλες. Στους ανθρωποφάγους. Αλλά δεν μπορούμε να γυρίσουμε όλη τη Φέδλωχ ψάχνοντας.»
«Θα σας μασήσουνε,» επανέλαβε ο Χάλαμπομ.
«Δεν έχεις καμια πιο συγκεκριμένη πληροφορία να μας δώσεις;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ. «Μπορούμε να σε πληρώσουμε, αν χρειαστεί.»
«Λυπάμαι, μάστορα,» είπε ο Χάλαμπομ ανασηκώνοντας τους ώμους· «δεν ξέρω τίποτ’άλλο. Κι ούτε νομίζω ότι θάναι εύκολο να μάθετε τίποτα, έτσι όπως μου τα κελαηδάτε τα πράματα.»
Ενόσω ο Τάμπριελ και ο Ταρνάτλο μιλούσαν με τον Χάλαμπομ, ένας από το τσούρμο του τελευταίου έκανε νοήματα στη Χιρκόμο – ξεκάθαρα ερωτικού χαρακτήρα – με τα μάτια του, τη γλώσσα του, και τα χείλη του. Εκείνη τον αγνοούσε επιδεικτικά, όχι μόνο επειδή τον έβρισκε μάλλον απωθητικό αλλά κι επειδή οι γυναίκες που θεωρούσαν τους εαυτούς τους καθαρόαιμες Ταργκάφλι συνευρίσκονταν μόνο με άντρες που ήταν επίσης καθαρόαιμοι Ταργκάφλι. Ο πειρατής, ωστόσο, δεν αποθαρρύνθηκε από την αδιαφορία της και, καθώς η συζήτηση του Τάμπριελ και του Χάλαμπομ ολοκληρωνόταν, άπλωσε το χέρι του, το πέρασε κάτω απ’το χιτώνιό της, κι άρπαξε τον αριστερό της μηρό από τη μέσα μεριά. Τα μάτια της μικρόσωμης, κοκκινομάλλας γυναίκας γούρλωσαν, και στράφηκε απότομα γρονθοκοπώντας τον πειρατή καταπρόσωπο με το χέρι της που φορούσε τρία βαριά δαχτυλίδια. Η μύτη του έσπασε, και το πρόσωπό του γέμισε αίμα.
Αυτοί που κάθονταν μαζί του στο ίδιο τραπέζι πετάχτηκαν όρθιοι, βρίζοντας και τραβώντας όπλα. Οι Ταργκάφλι πολεμιστές τούς χτύπησαν με τις πίσω άκρες των δοράτων τους, που δεν είχαν λεπίδες–
–και ο Τάμπριελ, ακούγοντας τον θόρυβο, στράφηκε καθώς χαλασμός αρχινούσε στην τραπεζαρία της ταβέρνας του Χεριού του Κουλού.
«Ε!» γκάριξε ο Χάλαμπομ ενώ ορθωνόταν. «Ε! Τι κάνετε, ρε!» Αλλά ήταν ήδη αργά. Όπως είχε ο Ταρνάτλο προειδοποιήσει τον Τάμπριελ, οι θαμώνες του Χεριού δεν χρειάζονταν και πολύ για ν’αρχίσουν τον καβγά.
Οι δύο πολεμιστές της Βασίλισσας μπλέχτηκαν στο ξυλοκόπημα άθελά τους, το ίδιο κι ο Χάλρεοκ.
Ο Θυμός δάγκωσε το χέρι ενός πειρατή που κρατούσε μαχαίρι, κι εκείνος άφησε το όπλο να πέσει, ουρλιάζοντας: «Πούστικο κωλόσκυλο, θα σε γαμήσω!» Ο Αλίρκωπ τον κοπάνησε στο κεφάλι με το ραβδί του, σωριάζοντάς τον στα σανίδια της ταβέρνας.
Ο Τάμπριελ δεν ήξερε τι να κάνει για να σταματήσει τον σαματά. Αν εξαπέλυε τη Βιβεϊρλώταθ εδώ μέσα, θα γινόταν λουτρό αίματος: κι αυτό δεν το ήθελε. Έμεινε, επομένως, κοντά στο τραπέζι του Χάλαμπομ όπου οι υπόλοιποι δεν πλησίαζαν, ενώ συγχρόνως παρατηρούσε.
«Κόφτε το, ρε, λέω!» ούρλιαξε ο Χάλαμπομ. «ΚΟΦΤΕ ΤΟ!» Εκτοξεύοντας την κούπα του, πέτυχε έναν άντρα στο κεφάλι. «ΚΟΦΤΕ ΤΟ, ΜΗ ΣΑΣ ΠΑΡΕΙ Ο ΘΑΣΜΟΥΛ-ΤΑ ΟΛΟΥΣ ΣΑΣ!»
Ένας πειρατής άρπαξε τη Χιρκόμο απ’τα μαλλιά, τραβώντας την. Εκείνη ούρλιαξε, χτυπώντας το χέρι του με τα δικά της, προσπαθώντας να του ξεφύγει. Ο Χάλρεοκ έπιασε τον άντρα απ’την πουκαμίσα του και τον γρονθοκόπησε στο κεφάλι. Ο πειρατής παραπάτησε αφήνοντας τη Χιρκόμο, και η Ταργκάφλι μάγισσα τον κλότσησε ανάμεσα στους μηρούς κάνοντάς τον να διπλωθεί βογκώντας.
Μια πειρατίνα πήδησε από ένα τραπέζι, τυλίγοντας ένα κορδόνι γύρω απ’το λαιμό ενός Ταργκάφλι πολεμιστή και σφίγγοντάς το. Ο άντρας γονάτισε παλεύοντας να ξεφύγει, αλλά εκείνη δεν τον άφηνε – ώσπου ο Θυμός πετάχτηκε και έκλεισε τα σαγόνια του πάνω στην κνήμη της. Τότε, κραυγάζοντας, στράφηκε και χαλάρωσε το κορδόνι της γύρω απ’το λαιμό του Ταργκάφλι. Ο Αλίρκωπ ήρθε απ’την άλλη μεριά και την κοπάνησε στο κεφάλι με το ραβδί του, αναισθητοποιώντας την.
«Σταματήστε ρε, λέω!» γκάριζε ο Χάλαμπομ. «ΚΟΦΤΕ ΤΟ!»
Ένας πολεμιστής της Βασίλισσας ύψωσε την ασπίδα του για ν’αποκρούσει ένα μπουκάλι που είχε εκτοξευτεί καταπάνω του· κι ύστερα, χρησιμοποιώντας πάλι την ασπίδα, χτύπησε στο στήθος έναν πειρατή, εκτοξεύοντάς τον πάνω σ’ένα τραπέζι και ανατρέποντάς το.
Ο άλλος πολεμιστής της Βασίλισσας απέφυγε την καρέκλα που κράδαινε ένας χοντρός θαμώνας, του έβαλε τρικλοποδιά, και, καθώς αυτός είχε χάσει την ισορροπία του, τον έσπρωξε πάνω σε μια πειρατίνα που κρατούσε μαχαίρι. Η γυναίκα ούρλιαξε καθώς ο χοντρός άντρας την πλάκωσε.
Ο Χάλαμπομ αναστέναξε. «Ορισμένες φορές, δεν μπορείς να κάνεις απολύτως τίποτα, μάστορα,» είπε στον Τάμπριελ.
Ένας πειρατής, τραβώντας το ξίφος του, σπάθισε έναν Ταργκάφλι πολεμιστή στον ώμο κάνοντας αίμα να τιναχτεί.
Ο Χάλρεοκ το είδε και τα μάτια του γέμισαν οργή. «Αρκετά, παλιόσκυλα! Αρκετά!» κραύγασε, βγάζοντας το πιστόλι του και πυροβολώντας τον πειρατή στο χέρι.
Το σπαθί του τινάχτηκε παραπέρα κι εκείνος διπλώθηκε ουρλιάζοντας.
Ο Χάλρεοκ πυροβόλησε άλλον έναν, ο οποίος σωριάστηκε κάτω από ένα τραπέζι – αβέβαιο αν ήταν ζωντανός ή νεκρός. «Αρκετά! Αρκετά!»
Οι πάντες έπαψαν να κινούνται.
«Τι… τι σκατά είν’αυτό, ρε μάστορα;» ρώτησε ο Χάλαμπομ τον Τάμπριελ.
«Πιστόλι το λένε,» αποκρίθηκε ήρεμα εκείνος. «Όπλο είναι.»
«Αυτό το εννόησα κι εγώ, ρε μάστορα. Αλλά δεν τόχω ξανακούσει, να πούμε.» Και προς το τσούρμο του: «Κόφτε το, σας είπα, ρε τσογλάνια! Μαζευτείτε, μη σας κρεμάσω ανάποδα όλους!»
«Μας χτυπήσανε, ρε Καπετάνιο!» φώναξε ένας.
«Εσείς το αρχίσατε!» γρύλισε ο Ταργκάφλι πολεμιστής που δεν ήταν τραυματισμένος και που βοηθούσε τον τραυματισμένο συμπατριώτη του να σηκωθεί.
«Σκατά να φας! Εσείς τ’αρχίσατε!»
«Αυτή η σκύλα τ’άρχισε!» Κάποιος έδειξε τη Χιρκόμο.
«Επειδή απλώσατε τα χέρια σας επάνω της!» είπε ο Ταργκάφλι. «Τον είδα το φίλο σας που το έκανε.»
Οι πειρατές άρχισαν να φωνάζουν.
«Σκασμός!» γκάριξε ο Χάλαμπομ, προσπαθώντας ν’ακουστεί μέσα στην οχλοβοή. «Τέρμα οι αηδίες! Έληξε, λέω! Έληξε, μη σας κόψω τα ποδάρια! Έχουμε σοβαρά πράματα να πούμε κι εσείς μου τη χαλάτε τη δουλειά. Σκασμός όλοι. Μαζευτείτε, και φροντίστε όσους τραυματιστήκανε από το κακό τους το κεφάλι. Μ’εννοήσατε;»
Κάποιοι μουρμούρισαν.
«Μ’εννοήσατε;» ούρλιαξε ο Χάλαμπομ.
Οι περισσότεροι έγνεψαν καταφατικά.
Ο Χάλαμπομ στράφηκε στον Τάμπριελ, καθώς οι φωνές καταλάγιαζαν μέσα στην ταβέρνα. «Που λες, μάστορα, έχετε κι άλλα τέτοια όπλα; Τα πουλάτε κιόλας, μήπως; Μ’αρέσουνε, να πούμε. Δίνω όσο-όσο.»
*
«Δεν μπορεί να σοβαρολογείτε!» τους είπε ο Καλέφραζ όταν επέστρεψαν στο Σπίτι του Πιθήκου και κάθονταν όλοι τους γύρω από ένα τραπέζι. «Θα δώσετε σ’αυτόν τον πειρατή πυροβόλα όπλα;»
«Του είπα μόνο ότι πρέπει να συνεννοηθεί με τη Βασίλισσα για να γίνει κάτι τέτοιο,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Εξάλλου, εμείς δεν έχουμε τόσα πολλά μαζί μας ώστε να πουλήσουμε και σ’εκείνον· το ξέρεις αυτό.»
«Για το καταραμένο δέντρο, πάντως, δε γνώριζε τίποτα,» μούγκρισε ο Χάλρεοκ πίνοντας τη μπίρα του. «Άδικα μπλέξαμε στον καβγά, κι άδικα πήγαμε εκεί γενικώς.» Κοίταξε τον Ταρνάτλο κατηγορικά.
«Και πού να τόξερα γω, ρ’αδελφέ;» διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Να μύριζα τα νύχια μου; Ο Χάλαμπομ είναι πολυταξιδεμένος· είπα μήπως κι είχε ακούσει κάτι.»
«Τι επιλογές μάς απομένουν, επομένως;» έθεσε το ερώτημα ο Καλέφραζ.
«Να μιλήσουμε στους Βαμμένους,» πρότεινε ο Τάμπριελ.
«Όχι,» είπε ο Ταρνάτλο, «υπάρχει και κάτι άλλο. Ο φίλος μου ο Σιλόρφο, ο έμπορας.»
Ο Χάλρεοκ τον λοξοκοίταξε. «Είναι ‘φίλος’ σου όπως κι ο Χάλαμπομ;»
«Δεν είπα ποτέ ότι ήμασταν κι εγκάρδιοι!»
Ο Καλέφραζ ρώτησε: «Τι εμπορεύεται αυτός ο Σιλόρφο;»
«Δηλητήρια.»
«Νομίζω ότι, και πάλι, δε θα μάθουμε τίποτα,» είπε ο Τάμπριελ.
«Μην το λες,» διαφώνησε ο Ταρνάτλο. «Μαζεύει πράματα κι από τα πιο σκοτεινά μέρη της ζούγκλας. Δε χάνουμε κάτι να τον ρωτήσουμε.»
«Υποθέτω δε θα είναι στο μαγαζί του τώρα, τη νύχτα.»
«Θα πάμε να τον βρούμε το πρωί. Εσύ έχεις τώρα όρεξη να συνεχίσουμε να γυρίζουμε; Μην ξεχνάς κιόλας πως οι δρόμοι της Ναριάνημ είναι επικίνδυνοι τις νύχτες· μπορεί να σε μαχαιρώσουν οπουδήποτε. Μεθυσμένοι, παλαβοί, ή και κλέφτες. Ξέρεις πόσοι γυροφέρνουν που δεν έχουν λουρί εδώ πέρα;»
Ο Τάμπριελ δεν έφερε αντίρρηση. Εξάλλου, κι εκείνος ήταν κουρασμένος απ’όλη την ημέρα.
Ο Καλέφραζ ρώτησε: «Γιατί το βασικό σας νόμισμα λέγεται λουρί, Ταρνάτλο; Δεν έχω βρει εξήγηση σε κανένα βιβλίο, και πάντα είχα την απορία.»
«Κι εγώ το ίδιο, μάγκα μου,» αποκρίθηκε εκείνος. «Έτσι το λέγανε από τότε που γεννήθηκα.» Μειδίασε, και ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’τη μπίρα του.
Ενόσω λείπαμε, αναζητώντας το δέντρο που είχε «δει» ο Μεγάλος Προφήτης στις ζούγκλες της Γης της Φέδλωχ, αποτρόπαια πράγματα είχαν αρχίσει να συμβαίνουν στο Βασίλειο. Αποτρόπαια!
*
* * *
*
Οι πολεμιστές της Βασίλισσας Παμράνεχ, οπλισμένοι με τα καινούργια πυροβόλα όπλα, στάλθηκαν στο Βασίλειο Ώσρανοκ, φεύγοντας με πλοίο από τη Φέρνακ, μια από τις πόλεις των δυτικών ακτών του Τάρσαζ, ώστε να διασχίσουν την Ενδότερη Θάλασσα και να φτάσουν στον προορισμό τους. Δεν έφεραν όλοι τους πυροβόλα όπλα, δεν ήταν όλοι εκπαιδευμένοι σ’αυτά, αλλά διακόσιοι ανάμεσά τους είχαν τουφέκια και ήξεραν καλά πώς να τα χρησιμοποιούν. Οι υπόλοιποι ήταν ιππείς, πεζοί, και τοξότες: συνηθισμένοι στρατιώτες του Τάρσαζ.
Η Ανταρλίδα, εν τω μεταξύ, εκπαίδευε περισσότερους πολεμιστές στη χρήση των πυροβόλων μαζί με τον Ερβάδαζ και άλλους που είχε αναθέσει ως εκπαιδευτές, ενώ ο Βασιλικός Αλχημιστής Βόρχαμ σχεδίαζε πώς να φτιάξει το κανόνι που είχε ζητήσει η Βασίλισσα, το οποίο προς το παρόν, ελλείψει καλύτερης λέξης, αποκαλούσαν Μεγάλο Όπλο στην Οικουμενική.
Μια μέρα, ένας Ταργκάφλι ήρθε και βρήκε την Ανταρλίδα καθώς εκείνη έκανε διάλειμμα από την εκπαίδευση των στρατιωτών της Βασίλισσας. Ήταν ψηλός και νευρώδης, με μακριά μαύρα μαλλιά. Τα ρούχα που τον έντυναν ήταν καμωμένα από δέρματα, φανερά τεχνοτροπίας των Ταργκάφλι· η κάπα του, όμως, έμοιαζε να είναι ραμμένη από ανθρώπους του Τάρσαζ: πρέπει να την είχε αγοράσει από εδώ, από τη Φέντινκεχ.
Δε μιλούσε και πολύ καλά την Οικουμενική, αλλά μπορούσε να συνεννοηθεί. Ρώτησε την Ανταρλίδα αν ήταν πρόθυμη να εκπαιδεύσει εκείνον και κάποιους άλλους Ταργκάφλι στα καινούργια όπλα.
«Εγώ δεν έχω πρόβλημα,» του απάντησε η Μαύρη Δράκαινα. «Δεν ξέρω, όμως, αν θέλει η Βασίλισσα.»
«Τι σημασία έχει;»
«Βρίσκεστε στο Βασίλειό της. Τα όπλα είναι, σύμφωνα με τον νόμο, δικά της. Καλύτερα να πεις στον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ να της το ζητήσει· κι αν το επιτρέψει, τότε εγώ θα σας εκπαιδεύσω.»
Ο Ταργκάφλι την ευχαρίστησε και έφυγε, με την κάπα του να κυματίζει στον φθινοπωρινό άνεμο.
Η Ανταρλίδα σκέφτηκε: Αν η Βασίλισσα το επιτρέψει, αυτό δε θ’αρέσει καθόλου στο Αριστερό Χέρι, ούτε στον Πρωθιερέα.
Έβγαλε την πίπα της και την άναψε, καθίζοντας πάνω σ’έναν βράχο και ατενίζοντας έναν πολεμιστή να εκπαιδεύει άλλους. Οι κρότοι των τουφεκιών αντηχούσαν στο ανοιχτό μέρος.
*
Την επομένη, ο Ερβάδαζ είπε στην Ανταρλίδα ότι η Βασίλισσα είχε δώσει διαταγή να εκπαιδευτούν στα πυροβόλα όσοι Ταργκάφλι επιθυμούσαν. Κι από την έκφραση στο πρόσωπό του φαινόταν ότι ο ίδιος δεν συμφωνούσε στο ελάχιστο με τούτο. Δεν συμπαθούσε τους Ταργκάφλι· τους έβλεπε με σκεπτικισμό, όπως κι οι περισσότεροι άνθρωποι του Τάρσαζ.
«Εντάξει,» είπε η Ανταρλίδα νεύοντας. «Θα τους αναλάβω.»
«Φρόντισε, όμως, η εκπαίδευσή τους να γίνει παράλληλα με την εκπαίδευση των πολεμιστών μας,» τόνισε ο Ερβάδαζ. «Οι βάρβαροι δεν το ξέρουμε αν θα πολεμήσουν για το Βασίλειο, παρότι ο Τάμπριελ έχει πει ότι τους ‘είδε’ να το κάνουν.»
«Θα το φροντίσω.»
Θα έχουμε προβλήματα· το μυρίζομαι, συλλογίστηκε καθώς κάλπαζε προς τους χώρους εκπαίδευσης, όπου οι στρατιώτες την περίμεναν.
Αφίππευσε και τους εξήγησε ποια θα ήταν η σημερινή άσκηση. Αποβραδίς κάποιοι δούλοι είχαν στήσει ένα «πεδίο μάχης» με πέτρες και ξύλα, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε δώσει η Ανταρλίδα, και οι εκπαιδευόμενοι θα έπρεπε τώρα να διασχίσουν αυτό το πεδίο με συγκεκριμένο τρόπο, σε συγκεκριμένο χρόνο, και πυροβολώντας συγκεκριμένους στόχους ενώ θα απέφευγαν να πυροβολήσουν άλλους.
Η Ανταρλίδα στάθηκε πάνω σ’έναν πρόχειρο ξύλινο εξώστη, παρατηρώντας την εξέλιξη της άσκησης. Και εκεί ήταν που ο χτεσινός Ταργκάφλι ήρθε πάλι να τη βρει, έχοντας μαζί του αυτή τη φορά και καμια εικοσαριά άλλους.
«Η Βασίλισσα επέτρεψε να εκπαιδευτούμε,» είπε στη Μαύρη Δράκαινα, «και είμαστε εδώ για να μας εκπαιδεύσεις.»
Η Ανταρλίδα τούς κοίταξε καθώς στέκονταν κάτω απ’τον εξώστη. «Εντάξει,» τους είπε. «Πηγαίνετε εκεί,» έδειξε ένα πέτρινο οικοδόμημα, «να σας δώσουν τουφέκια και επιστρέψτε πάλι.»
Οι Ταργκάφλι πήγαν, μοιάζοντας ενθουσιασμένοι.
Μη χαίρεστε τόσο, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Γιατί υπάρχουν κάποιοι που σας παρακολουθούν και, σίγουρα, δεν χαίρονται καθόλου.
Οι Ταργκάφλι επέστρεψαν μαζί με τουφέκια ενώ η άσκηση των πολεμιστών της Βασίλισσας βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη. Η Ανταρλίδα τούς είπε να πάνε εκεί, σ’αυτό τον χώρο – έδειξε – και να προσπαθήσουν να πετύχουν τα τσουβάλια που είχαν επάνω τους ζωγραφισμένους μαύρους δίσκους με κάρβουνο. Τα άλλα τσουβάλια δεν έπρεπε να τα χτυπήσουν. «Θα σας παρακολουθώ από εδώ που στέκομαι,» τους είπε η Ανταρλίδα, κι ύστερα τους έδωσε κάποιες βασικές οδηγίες για το πώς να κρατάνε το όπλο τους και να σημαδεύουν.
Οι Ταργκάφλι ξεκίνησαν.
Το μεσημέρι, η Μαύρη Δράκαινα επέστρεψε στο παλάτι κουρασμένη, καθώς έπρεπε όλο το πρωί να επιβλέπει συγχρόνως ένα σωρό εκπαιδευόμενους και να τους δίνει συμβουλές, λέγοντάς τους τι έκαναν σωστά και τι λάθος. Το απόγευμα, ο Βόρχαμ την κάλεσε για να κάνουν μια δοκιμή με το Μεγάλο Όπλο.
Το έχει έτοιμο από τώρα; απόρησε η Ανταρλίδα καθώς ντυνόταν για να πάει να τον βρει στο ανοιχτό μέρος κοντά στα μεταλλουργεία. Από το παράθυρό της μπορούσε να δει πυκνό καπνό να βγαίνει από τις καμινάδες τους· δούλευαν μέχρι το βράδυ, φτιάχνοντας σφαίρες, κυρίως, αυτές τις απογευματινές ώρες.
Πήρε το άλογό της από τους στάβλους του παλατιού και, τροχάζοντας, βγήκε από τη Φέντινκεχ και πήγε βορειοανατολικά, προς τα μεταλλουργεία. Ο Βασιλικός Αλχημιστής την περίμενε εκεί όπου είχε πει, τυλιγμένος στην κάπα του. Τα πυκνά μαλλιά και μούσια του αναδεύονταν στον απογευματινό αέρα. Κοντά του βρισκόταν ένα κανόνι με δύο μεγάλους τροχούς· ήταν φτιαγμένο από φερίλιο και γυάλιζε κοκκινωπά στο τελευταίο φως της ημέρας.
Λίγο παραδίπλα στεκόταν μια άλλη φιγούρα, με τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της και με το μαύρο της φόρεμα ν’ανεμίζει γύρω της. Η Κελνίχηβ.
Η Ανταρλίδα δεν την είχε ξαναδεί να έρχεται η ίδια για να διαπιστώσει πώς πήγαινε η δουλειά στα μεταλλουργεία ή στο χώρο εκπαίδευσης των στρατιωτών. Πάντοτε παρακολουθούσε μέσω των κατασκόπων της.
Η Μαύρη Δράκαινα αφίππευσε και πλησίασε τον Βασιλικό Αλχημιστή και το Αριστερό Χέρι του Θρόνου.
«Το ετοίμασες γρήγορα,» είπε στον Βόρχαμ.
«Δεν είμαι σίγουρος ότι θα λειτουργήσει σωστά,» αποκρίθηκε εκείνος τρίβοντας σκεπτικά τα μαλλιά του. «Να το δοκιμάσουμε, ή έχεις να προτείνεις κάτι;»
Η Ανταρλίδα πλησίασε το κανόνι και το κοίταξε απ’όλες τις μεριές. Δεν ήταν οπλουργός· το μόνο που μπορούσε να κρίνει ήταν ότι, σε γενικές γραμμές, φαινόταν εντάξει.
Ανασήκωσε τους ώμους της. «Ας το δοκιμάσουμε.»
«Απομακρυνθείτε λοιπόν,» είπε ο Βόρχαμ στις δύο γυναίκες, και ο ίδιος πλησίασε το κανόνι για να ανάψει το φυτίλι.
Η Ανταρλίδα και η Κελνίχηβ απομακρύνθηκαν, και ο Βασιλικός Αλχημιστής, μετά από λίγο, ήρθε κοντά τους τρέχοντας.
Η φλόγα έκαψε το φυτίλι.
Το κανόνι τραντάχτηκε, και εξερράγη.
Ο Βόρχαμ έχασε την ισορροπία του, πέφτοντας στα χόρτα. Η Κελνίχηβ αναγκάστηκε να γονατίσει στο ένα γόνατο. Η Ανταρλίδα κατάφερε να παραμείνει όρθια.
Καπνός είχε απλωθεί παντού. Το χορτάρι, ευτυχώς, δεν είχε πιάσει φωτιά.
Η Ανταρλίδα βοήθησε τον Βόρχαμ να σηκωθεί καθώς εκείνος έβηχε. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε.
«…Ναι,» έκρωξε ο αλχημιστής.
Καβαλάρηδες ακούστηκαν να έρχονται μέσα απ’τον καπνό. Κάποια περιπολία, μάλλον, που είχε δει τι έγινε.
Η Ανταρλίδα, ο Βόρχαμ, και η Κελνίχηβ τούς συνάντησαν λίγο παραπέρα, γνέφοντάς τους να πλησιάσουν.
Οι ιππείς – στρατιώτες του Τάρσαζ όλοι τους – ζύγωσαν, ρωτώντας τι είχε συμβεί.
«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας,» τους είπε ο Βόρχαμ, που είχε τώρα σταματήσει να βήχει. «Πειραματιζόμασταν.»
Ο αρχηγός της περιπολίας ατένισε ερωτηματικά την Ανταρλίδα, την οποία ήταν φανερό πως είχε αμέσως αναγνωρίσει. Την Κελνίχηβ δε φαινόταν να τη γνωρίζει, πράγμα όχι περίεργο· το Αριστερό Χέρι έκανε λίγες δημόσιες εμφανίσεις: δεν την ήξεραν όλοι οι πολεμιστές στην πρωτεύουσα.
«Ναι,» είπε η Ανταρλίδα στον καβαλάρη, «δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Μπορείτε να πηγαίνετε.»
Ο άντρας κατένευσε, και η περιπολία έφυγε.
Με το φύσημα του ανέμου, ο καπνός είχε αρχίσει να διαλύεται· και όταν η Ανταρλίδα, ο Βόρχαμ, και η Κελνίχηβ πλησίασαν το κανόνι, είδαν ότι είχε στραβώσει λιγάκι από την έκρηξη μα δεν είχε καταστραφεί.
«Γιατί συνέβη αυτό;» ρώτησε το Αριστερό Χέρι.
Ο Βασιλικός Αλχημιστής έτριψε τα γένια του. «Δεν είμαι σίγουρος… Ίσως κάτι στο σχήμα…»
Η Κελνίχηβ κοίταξε ερωτηματικά την Ανταρλίδα.
Εκείνη είπε: «Δεν είμαι οπλουργός. Ξέρω να χρησιμοποιώ τα όπλα, όχι να τα φτιάχνω, όπως είπα και στη Βασίλισσα. Έδωσα μονάχα μερικές βασικές οδηγίες στον Βόρχαμ, και του έκανα κι ένα απλό σχέδιο του Μεγάλου Όπλου.»
«Χρειάζονται κάποιες βελτιώσεις…» μουρμούρισε ο αλχημιστής.
«Προφανώς,» είπε η Κελνίχηβ ατενίζοντάς τον με το αυστηρό βλέμμα της.
«Θα κάνω ό,τι μπορώ,» αποκρίθηκε ο Βόρχαμ. «Πρέπει σίγουρα να γίνουν κι άλλες δοκιμές…»
Η Κελνίχηβ ρώτησε την Ανταρλίδα: «Δεν έχεις καμια ιδέα τι μπορεί να φταίει;»
«Θα συζητήσω τις ιδέες μου με τον Βόρχαμ, και όταν έχουμε κάτι νεότερο είμαι βέβαιη πως θα το μάθεις.»
Η Κελνίχηβ, δίχως άλλη κουβέντα, στράφηκε και βάδισε προς τα εκεί όπου είχε δέσει το άλογό της. Το καβάλησε και έφυγε, καλπάζοντας προς τη Φέντινκεχ.
Η Ανταρλίδα είπε στον Βόρχαμ: «Κάτι στον σχεδιασμό πρέπει να φταίει πάλι, γιατί η εκρηκτική ύλη που έχουμε καταλήξει είναι καλή.» Στράφηκε προς τη μεριά όπου έδειχνε η κάννη του όπλου. «Το βλήμα δε νομίζω να εκτοξεύτηκε.»
Ο αλχημιστής άνοιξε τον θάλαμο του κανονιού. «Όχι, δεν εκτοξεύτηκε.»
«Για δύο λόγους μπορεί να συμβεί αυτό: είτε η ποσότητα της εκρηκτικής ύλης δεν ήταν αρκετή, είτε ο σχεδιασμός του όπλου δεν είναι καλός,» είπε η Ανταρλίδα. «Πιστεύω πως φταίει το δεύτερο, γιατί αν η ποσότητα της εκρηκτικής ύλης δεν ήταν αρκετή, τότε δε θα γινόταν η έκρηξη που έγινε. Βασικά, ίσως η ποσότητα να ήταν περισσότερη απ’όσο έπρεπε.»
Ο Βόρχαμ έστριβε τα γένια του, μοιάζοντας σκεπτικός. Στο μυαλό του σίγουρα γίνονταν υπολογισμοί.
Ρώτησε: «Γιατί δεν βάζουμε την εκρηκτική ύλη μέσα στο βλήμα, όπως κάνουμε με τις σφαίρες των άλλων όπλων;»
«Επειδή τότε ο μηχανισμός θα πρέπει νάναι πιο περίπλοκος, και δεν ξέρω αν θα καταφέρουν οι μεταλλουργοί σας να κατασκευάσουν κάτι τέτοιο. Ούτε εγώ γνωρίζω πώς ακριβώς είναι φτιαγμένο ένα τέτοιο Μεγάλο Όπλο στο εσωτερικό του. Η εμπειρία μου είναι κυρίως με μικρότερα όπλα. Το μοντέλο που σου πρότεινα, όμως, μπορεί να δουλέψει αν όλα γίνουν σωστά.»
«Χμμ… ναι,» είπε ο Βόρχαμ.
«Επιπλέον,» πρόσθεσε η Ανταρλίδα, «αν φτιάξουμε το Μεγάλο Όπλο όπως τα τουφέκια, τότε θα πρέπει να είναι κάποιος κοντά όταν αυτό θα πυροβολήσει για πρώτη φορά· κι αν γίνει έκρηξη ενώ κάποιος είναι κοντά, καταλαβαίνεις ότι πιθανώς να σκοτωθεί.»
«Ναι… ναι, πράγματι.»
«Καλύτερα, λοιπόν, να φτιάξουμε πρώτα ένα καλό απλό Μεγάλο Όπλο και μετά να επιχειρήσουμε κάτι πιο πολύπλοκο.»
«Ναι, έχεις δίκιο…» είπε σκεπτικά ο Βόρχαμ, κάνοντας τον γύρο του κανονιού και κοιτάζοντας τις ζημιές που είχε υποστεί από την έκρηξη. «Κρίμα,» μουρμούρισε. «Νόμιζα ότι θα λειτουργούσε κανονικά.» Και πιο δυνατά: «Θα κάνω κάποιες… τροποποιήσεις, και θα το δοκιμάσουμε πάλι αύριο. Την ίδια ώρα… συμφωνείς;»
Η Ανταρλίδα ανασήκωσε τους ώμους. «Εντάξει.»
Δεν της άρεσαν όλες αυτές οι ιστορίες με την κατασκευή των όπλων και τις δοκιμές. Ούτε η εκπαίδευση των πολεμιστών της Βασίλισσας τής άρεσε. Δεν ήταν δουλειές για μια Μαύρη Δράκαινα. Την έκαναν να πλήττει και να είναι άκεφη. Αλλά, τώρα που είχε μπλέξει εδώ, δεν μπορούσε να κάνει πίσω.
Θα προτιμούσε να είχε πάει στη Γη της Φέδλωχ με τον Τάμπριελ. Θα ήταν καλύτερα, και για εκείνη και για εκείνον.
*
Την επομένη, εκπαίδευσε πάλι τους πολεμιστές της Βασίλισσας και τους Ταργκάφλι συγχρόνως. Μια, κατά βάση, ρουτινιάρικη κατάσταση που όμως την άφηνε ζαλισμένη επειδή εκπαίδευε περισσότερους απ’ό,τι μπορούσε άνετα να εκπαιδεύσει. Και οι άλλοι εκπαιδευτές ήταν φανερό πως δεν ήθελαν ούτε να το σκεφτούν να αναλάβουν τους Ταργκάφλι· το θεωρούσαν σημαντικότερο να εκπαιδεύσουν τους δικούς τους στρατιώτες, αφού μπορεί σε λίγο καιρό να είχαν ανοιχτό πόλεμο με την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας. Η Ανταρλίδα δεν τους αδικούσε, και ούτε είχε ακούσει τη Βασίλισσα να τους προστάζει να εκπαιδεύσουν τους Ταργκάφλι· είχε αναθέσει την εκπαίδευσή τους σ’εκείνη και μόνο. Λες και ήταν κάτι παραπάνω από άνθρωπος!
Τα ίδια όπως και με την Παντοκράτειρα. Κι αυτή έβλεπε τις Μαύρες Δράκαινες σαν κάτι παραπάνω από ανθρώπους, γι’αυτό κιόλας είχε αποφασίσει να τις τιμωρήσει όταν την «απογοήτευσαν». Τους είχε σβήσει τη μνήμη και τις είχε φυλακίσει σ’ένα Μεταβλητό Αυτοσυντηρούμενο Όχημα που είχε τη μορφή τρένου και που διέσχιζε διάφορες ακατοίκητες διαστάσεις. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είχε καταφέρει να τις βγάλει από εκείνη την κινητή φυλακή και να τις πάρει μαζί του, στην Επανάσταση.
Ο Τάμπριελ είχε πει στην Ανταρλίδα κάποτε ότι η Βασίλισσα Παμράνεχ τού θύμιζε την Παντοκράτειρα. Είχαν κάποια… χαρακτηριστικά, είχε πει, που έμοιαζαν. Η Ανταρλίδα δεν μπορούσε να κρίνει κάτι τέτοιο· δεν ήξερε την Παντοκράτειρα τόσο καλά όσο εκείνος που ήταν ένας απ’τους συζύγους της, κι επιπλέον προτιμούσε να μην το σκέφτεται και να μην κάνει συγκρίσεις.
Το μεσημέρι, τελειώνοντας με την εκπαίδευση, πήγε προς τη Φέντινκεχ καβάλα στο άλογό της, μαζί με τον Ερβάδαζ και άλλους εκπαιδευτές. Οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να μιλάνε αναμεταξύ τους. Με θέμα τους Ταργκάφλι.
«Κανονικά, αυτοί δε θάπρεπε να εκπαιδεύονται στα καινούργια όπλα. Ποιος ξέρει τι μπορεί να κάνουν. Τους εμπιστεύεσαι; Είναι βάρβαροι!»
«Αν δεν ήταν ο Προφήτης, ποτέ δε θα βρίσκονταν εδώ.»
(Η Ανταρλίδα άκουγε ολοένα και πιο συχνά να αποκαλούν τον Τάμπριελ «Προφήτη»: και ήταν βέβαιη πως αυτός δεν ήταν ένας τίτλος που θα του άρεσε.)
«Ο Προφήτης είπε, όμως, ότι δε θα προκαλέσουν προβλήματα,» τους θύμισε ο Ερβάδαζ, μοιάζοντας να το κάνει περισσότερο για να τους ηρεμήσει παρά επειδή πραγματικά πίστευε ότι οι Ταργκάφλι ήταν ακίνδυνοι.
Οι άλλοι, αν και δεν το είπαν, φάνηκε να το κατάλαβαν.
«Και τι έγινε που το είπε ο Προφήτης; Μην ξεχνάς πως κι αυτός ξένος είναι για εμάς. Η Βασίλισσα δε θα έπρεπε να του είχε επιτρέψει να τους φέρει εδώ.»
«Και τώρα που τους έφερε, είναι ανάγκη να τους μάθουμε πώς να χρησιμοποιούν τα ισχυρότερα όπλα που υπάρχουν;»
«Δεν είπα αυτό. Εννοείται πως όχι–»
«Τι κάθεστε και λέτε;» μούγκρισε ένας που ώς τότε ήταν σιωπηλός. «Εδώ η Βασίλισσα φιλιέται με τον φύλαρχό τους! Σας παραξενεύει που τους κάνει χάρες;»
«Δεν το ξέρεις αυτό στα σίγουρα!»
«Έλα τώρα· μην είσαι–»
«Και το τι κάνει η Βασίλισσα είναι δική της δουλειά,» τόνισε μια πολεμίστρια.
«Δεν είναι μόνο δική της δουλειά! Όχι αν εκπαιδεύει αυτούς τους βαρβάρους στα πυροβόλα όπλα! Είναι επικίνδυνοι! Αν δεν της άρεσε ο φύλαρχός τους, εγώ σας λέω ότι ποτέ δε θα είχε συμβεί τέτοιο αίσχος, ακόμα κι αν οι βάρβαροι βρίσκονταν εδώ.»
Ένας πολεμιστής καθάρισε το λαιμό του. «Η αλήθεια, πάντως, είναι πως μέχρι στιγμής δεν μας έχουν δώσει λόγο για να πιστέψουμε ότι μπορεί να κάνουν ζημιές.»
«Και καλύτερα τούτη η κουβέντα να σταματήσει εδώ!» είπε απότομα ο Ερβάδαζ.
«Γιατί, κύριε Υπασπιστή; Δε μας συμφέρει;»
«Δεν είναι σωστό να κρίνεις εσύ τη Βασίλισσα. Ποιος νομίζεις ότι είσαι;»
«Απαγορεύεται τώρα να εκφέρω μια άποψη; Τι συμβαίνει; έχουν οι βάρβαροι πιο πολλά δικαιώματα από εμάς;»
Ένας άλλος είπε: «Ο Υπασπιστής έχει δίκιο. Δε γίνεται τίποτα τώρα. Παράτα το. Ούτε εμένα μ’αρέσει, αλλά μέχρι εκεί.»
Ο πολεμιστής ρουθούνισε αποδοκιμαστικά και μουρμούρισε κάτι κάτω απ’την ανάσα του.
Ο Ερβάδαζ έμοιαζε εκνευρισμένος αλλά δεν μίλησε άλλο.
Η Ανταρλίδα προτίμησε επίσης να μείνει σιωπηλή. Ό,τι κι αν έλεγε είχε την εντύπωση ότι θα χειροτέρευε την κατάσταση.
Όταν μπήκαν στη Φέντινκεχ, εκείνη κι ο Ερβάδαζ έμειναν τελικά μόνοι τους καθώς οι υπόλοιποι σκόρπισαν από δω κι από κει μέσα στους δρόμους για να πάνε στα σπίτια τους. Η Μαύρη Δράκαινα και ο Δεύτερος Υπασπιστής του Δεξιού Χεριού κατευθύνθηκαν προς τον λόφο όπου ορθωνόταν μεγαλόπρεπα το Βασιλικό Παλάτι. Καθώς ανέβαιναν, ο Ερβάδαζ τη ρώτησε αν είχε σχεδιάσει να γευματίσει με κάποιον σήμερα. Η Ανταρλίδα, ολίγο παραξενεμένη, αποκρίθηκε πως, όχι, μόνη της θα έτρωγε· και ο Ερβάδαζ τής πρότεινε να πάρει μεσημεριανό μαζί μ’εκείνον και τη σύζυγό του, αν το επιθυμούσε. Η Ανταρλίδα δέχτηκε, πράγμα που φάνηκε να ευχαρίστησε τον Υπασπιστή.
«Θα σε δω στα διαμερίσματά μου, λοιπόν,» της είπε καθώς άφηναν τα άλογά τους στο στάβλο του παλατιού και χώριζαν.
Η Ανταρλίδα πήγε πρώτα στα δικά της διαμερίσματα, πλύθηκε, και ντύθηκε με καινούργια ρούχα. Στους υπηρέτες είπε ότι δεν θα έτρωγε εδώ, και έφυγε πηγαίνοντας στα διαμερίσματα του Δεύτερου Υπασπιστή, όπου και χτύπησε την πόρτα. Εκείνος και η γυναίκα του την υποδέχτηκαν, και κάθισαν όλοι τους να φάνε γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι δίπλα σ’ένα παραλληλόγραμμο παράθυρο.
Η σύζυγος του Ερβάδαζ ονομαζόταν Γιλράνιχ, και ήταν μια συμπαθητική ξανθιά γυναίκα μετρίου αναστήματος και αριστοκρατικής καταγωγής. Καθώς συζητούσαν, φάνηκε πως την απασχολούσε το γεγονός ότι ακόμα δεν είχαν κάνει παιδιά με τον Ερβάδαζ· «δε φταίει, πάντως, το ότι δεν προσπαθούμε,» διαβεβαίωσε την Ανταρλίδα, με τα μάγουλά της να κοκκινίζουν ελαφρώς καθώς χαμογελούσε. Εκείνη είπε πως δεν το αμφέβαλλε, και η Γιλράνιχ φάνηκε, για κάποιο λόγο, να νιώθει ακόμα πιο αμήχανα.
Η Ανταρλίδα δεν είχε, προσωπικά, απασχολήσει ποτέ τον εαυτό της με το να φτιάξει οικογένεια. Εξάλλου, το ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Καμια Μαύρη Δράκαινα δεν μπορούσε. Η Παντοκράτειρα απαιτούσε να υποβάλλονται σε στείρωση, ώστε να αφοσιώνονται καλύτερα στη δουλειά τους – δηλαδή, να σκοτώνουν. Δεν τις υποχρέωνε να το δεχτούν, αλλά το είχε θέσει ως προϋπόθεση για όσες γυναίκες ήθελαν να γίνουν Μαύρες Δράκαινες.
Και τότε, της Ανταρλίδας τής φαινόταν καλή ιδέα να γίνει Μαύρη Δράκαινα.
Τίποτα από αυτά δεν είπε στον Ερβάδαζ και στη Γιλράνιχ· προτίμησε να κάνει ελαφριά κουβέντα μαζί τους. Χωρίς να επικεντρωθούν κάπου, συζήτησαν για διάφορα: για την πολιτική κατάσταση στο Τάρσαζ, για την Κοινωνία και τους Ιεράρχες, για τον Τάμπριελ, για το Γνωστό Σύμπαν, για τα πυροβόλα όπλα…
Μετά από το γεύμα έφαγαν γλυκό, και στη συνέχεια ήπιαν καφάρδιο.
Όταν τελείωσαν, η Ανταρλίδα χαιρέτησε τον Ερβάδαζ και τη Γιλράνιχ και επέστρεψε στα διαμερίσματά της. Δεν ήταν άσχημη η παρέα τους, όφειλε να παραδεχτεί, και νόμιζε πως κι εκείνοι το ίδιο πίστευαν για τη δική της παρέα.
Και το να αποκτήσω μερικούς φίλους εδώ δε θα με βλάψει, σκέφτηκε καθώς έβγαζε τα παπούτσια της και ξάπλωνε στο κρεβάτι, νιώθοντας φουσκωμένη από το γεύμα. Έχω ήδη τόσους εχθρούς.
Η μητέρα της πάντα της έλεγε ότι έκανε δύσκολα φίλους, κι έπρεπε να προσπαθεί πιο πολύ. Να κοινωνικοποιείται. Δε βλέπεις τον αδελφό σου; της έλεγε. Δε βλέπεις με πόσους ανθρώπους έχει συναναστροφές;
Ο αδελφός της, όμως, ήταν νεκρός τώρα· εκείνη ζούσε.
Τον έλεγαν Λειρνόο. Λειρνόο’σαρ, επειδή ήταν μάγος του Τάγματος των Ερευνητών. Δούλευε για την Παντοκράτειρα, στη Σεργήλη, στην πόλη της Νίρβεκ. Είχε ασχοληθεί με κάποια έρευνα που η Ανταρλίδα δεν ήξερε ακριβώς τι ήταν, και κάποιος τον είχε δολοφονήσει. Μετά, μια σειρά από μυστηριώδεις καταστροφές είχαν συμβεί από τη Νίρβεκ ώς τα πέρατα των βόρειων παρυφών των δασότοπων Φέρνιλγκαν· καταστροφές που φημολογείτο πως σχετίζονταν μ’αυτή την έρευνα. Ο στρατός της Παντοκράτειρας είχε κινητοποιηθεί· κάποιους κυνηγούσαν.
Στην αρχή, η Ανταρλίδα δεν ήξερε ότι ο αδελφός της ήταν νεκρός. Ακούγοντας για τα παράξενα γεγονότα, είχε φύγει από την πόλη-γενέτειρά της, την Κιρβόνη, και είχε πάει να τον βρει στη Νίρβεκ, όπου και – μετά δυσκολίας – κατάφερε να πληροφορηθεί για τον θάνατό του.
Δεν ήταν πολύς καιρός αργότερα που αποφάσισε να μάθει περισσότερα για μια καινούργια στρατιωτική ελίτ θηλέων που ετοίμαζε η Παντοκράτειρα – τις Μαύρες Δράκαινες…
Οι αναμνήσεις της Ανταρλίδας διαλύθηκαν καθώς άκουσε κάποιον να χτυπά την εξώπορτα των διαμερισμάτων της. Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και πήγε ν’ανοίξει. Ένας υπηρέτης ήταν, ο οποίος της είπε ότι ο Βασιλικός Αλχημιστής Βόρχαμ την περίμενε κοντά στα μεταλλουργεία.
Φυσικά, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Είχα πει ότι θα τον συναντήσω και σήμερα για να δοκιμάσουμε το κανόνι.
Ετοιμάστηκε πάλι και έφυγε από το παλάτι. Βγήκε από την Πύλη του Βορινού Ανέμου και βρήκε τον αλχημιστή στο μέρος όπου τον είχε βρει και χτες. Η Κελνίχηβ, αυτή τη φορά, δεν ήταν μαζί του.
«Δεν έχουμε παρέα απόψε;» του είπε η Ανταρλίδα αφού αφίππευσε.
Εκείνος την κοίταξε παραξενεμένος, σα να τον είχε διακόψει από βαθείς συλλογισμούς.
«Το Αριστερό Χέρι;»
«Α, ναι…» έκανε ο Βόρχαμ. «Ε… όχι, δεν ήρθε.» Μόρφασε. Έστρεψε το βλέμμα του στο κανόνι. «Πώς σου φαίνεται;»
Δεν υπήρχαν ζημιές επάνω του. «Το επιδιόρθωσες, ή είναι καινούργιο;»
«Καινούργιο είναι. Οι μεταλλουργοί δούλεψαν πυρετωδώς. Ελπίζω να άξιζε τον κόπο.»
«Ας το δοκιμάσουμε.»
Ο Βόρχαμ ένευσε, και άναψε το φυτίλι.
Απομακρύνθηκαν, γρήγορα.
Και σωριάστηκαν στο έδαφος από την έκρηξη του κανονιού.
Ο Βόρχαμ καταράστηκε καθώς η Ανταρλίδα τον βοηθούσε να σηκωθεί.
Δεν ήταν, όμως, τα πράγματα τόσο άσχημα όσο την προηγούμενη φορά. Τώρα, το βλήμα είχε εκτοξευτεί, και δεν είχε σηκωθεί τόσος πολύς καπνός. Ωστόσο το κανόνι είχε υποστεί φανερές ζημιές. Το φερίλιο, παρότι ανθεκτικό μέταλλο, είχε στραβώσει σε σημεία.
Ο Βόρχαμ γρύλισε, απογοητευμένα.
Η Ανταρλίδα κοίταξε τον διαλυμένο κορμό του δέντρου αντίκρυ τους. «Μην κάνεις έτσι. Τουλάχιστον μπορεί να χτυπήσει κάποιον εχθρό.» Μετά πρόσθεσε: «Ύστερα από μερικές βολές, βέβαια, θα είναι για τα σκουπίδια· επομένως χρειάζεται βελτιώσεις στην κατασκευή του. Ή ίσως να θέλει λιγότερη εκρηκτική ύλη: αρκετή για να τινάξει το βλήμα αλλά όχι αρκετή για να κάνει ζημιές στο όπλο.»
«Δε μπορώ να ξαναβάλω τους μεταλλουργούς να δουλέψουν το ίδιο γρήγορα,» είπε ο Βόρχαμ. «Έχουν κι άλλες δουλειές… Χμμμ…» Έτριψε τα γένια του. «Αυτό σημαίνει ότι αύριο δε θα κάνουμε δοκιμή…. Από μεθαύριο να υπολογίζεις.»
«Δε με πειράζει,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Με την ησυχία σου. Μην ακούς τι λέει η Κελνίχηβ. Η δουλειά μας πρέπει να γίνει σωστά.» Ενώ, συγχρόνως, σκεφτόταν: Μια μέρα θα περάσω το απόγευμά μου ήσυχη, τεμπελιάζοντας στα διαμερίσματά μου ή κάνοντας βόλτα στο παλάτι ή στη Μεγάλη Αγορά, ή παρακολουθώντας κάποιον αγώνα στην Αρένα.
*
Τη νύχτα, ονειρεύτηκε τον Τάμπριελ περικυκλωμένο από μυστηριώδεις δολοφόνους με μακριά όπλα, σε μια ερημιά γεμάτη γκρίζες πέτρες–
Και ξύπνησε ιδρωμένη.
Έξω απ’το παλάτι ένας δυνατός άνεμος είχε σηκωθεί.
Το σίγουρο είναι ότι εγώ δεν είμαι προφήτισσα, σκέφτηκε και, γυρίζοντας πλευρό, ξανάπεσε για ύπνο.
Η επόμενη μέρα ήταν ανιαρή, όπως οι περισσότερες τώρα τελευταία, αλλά τουλάχιστον η Ανταρλίδα θα είχε το απόγευμά της ελεύθερο και δε θα έτρεχε να δοκιμάσει κανένα κανόνι. Κοιμήθηκε αρκετά μετά το μεσημεριανό της, πιο πολύ απ’ό,τι συνήθιζε, και όταν σηκώθηκε είδε ότι τα διαμερίσματά της ήταν πλημμυρισμένα από ένα γλυκό λυκόφως. Άναψε τις λάμπες στα δωμάτια που χρησιμοποιούσε, και άρχισε σιγά-σιγά να ετοιμάζεται για να… Δεν ήξερε ακόμα τι ακριβώς θα έκανε αλλά θα το έβρισκε.
Καθώς κούμπωνε το φόρεμά της, όμως, είδε από το παράθυρό της φωτιές ν’ανάβουν μέσα στο σούρουπο. Στα βορειοανατολικά. Αρκετή απόσταση από τη Φέντινκεχ· η Ανταρλίδα το έβλεπε καθαρά επειδή το Βασιλικό Παλάτι βρισκόταν σε ύψωμα.
Ο καταυλισμός των Ταργκάφλι! Εκεί είχαν ανάψει οι φωτιές.
Θεοί! Αυτό δε μπορεί νάναι κάποιο έθιμό τους, ούτε κάτι τυχαίο.
Η Ανταρλίδα έβγαλε αμέσως το φόρεμά της, φόρεσε τη μαύρη δερμάτινη στολή και τις μπότες της, πέρασε δύο πιστόλια στη ζώνη της κι ένα ξιφίδιο σε κάθε μπότα, και έφυγε τρέχοντας απ’τα διαμερίσματά της. Πήρε το άλογό της από τον στάβλο και, σύντομα, ήταν έξω απ’το παλάτι και την πρωτεύουσα, καλπάζοντας προς τον φλεγόμενο καταυλισμό ο οποίος βρισκόταν επικίνδυνα κοντά στα μεταλλουργεία.
*
Η βόρεια μεριά του καταυλισμού ήταν που κυρίως είχε πιάσει φωτιά, παρατήρησε η Ανταρλίδα καθώς πλησίαζε. Φλόγες χόρευαν πάνω στις σκηνές, μέσα στη νύχτα, και οι Ταργκάφλι σήκωναν κουβάδες και πετούσαν νερό προσπαθώντας να τις σβήσουν. Μια περιπολία στρατιωτών του Τάρσαζ είχε έρθει για να βοηθήσει, είδε η Ανταρλίδα μέσα από τον καπνό. Και μετά, το βλέμμα της έπεσε πάνω στον Ταργκάφλι που της είχε ζητήσει πρώτος να εκπαιδεύσει στα πυροβόλα όπλα εκείνον και τους συμπατριώτες του.
Τον πλησίασε, ενώ το άλογό της χρεμέτιζε νευρικά. «Τι έγινε εδώ, Νάλθαμ; Πώς άρχισε η φωτιά;»
«Ανταρλίδα.» Ο Ταργκάφλι τότε την πρόσεξε και στράφηκε να την αντικρίσει. Το πρόσωπό του ήταν μαυρισμένο απ’τον καπνό. «Δεν ξέρω τι έγινε. Είδα τις φλόγες ξαφνικά–»
«Μας έριξαν βέλη!» είπε μια γυναίκα στη Μαύρη Δράκαινα. Η Ανταρλίδα την ήξερε κι αυτήν γιατί την εκπαίδευε στα πυροβόλα όπως και τον Νάλθαμ. Το όνομά της ήταν Κιρνίλο. «Από τα βόρεια.»
«Ποιοι;»
«Δεν ξέρω. Δεν τους είδα.»
Ένας άλλος Ταργκάφλι, άγνωστος στην Ανταρλίδα, είπε θυμωμένα: «Οι άνθρωποι του Τάρσαζ δεν μας θέλουν εδώ! Προσπαθούν να μας διώξουν τώρα που ο Καζίτο’ναρ δεν είναι μαζί μας!»
Η Μαύρη Δράκαινα είπε στον Νάλθαμ και στην Κιρνίλο: «Μην κάνετε τίποτα παρορμητικό· δεν ξέρουμε ακόμα τι έγινε. Και μην αφήσετε και κανέναν άλλο να κάνει τίποτα παρορμητικό.»
«Οι άνθρωποι του Τάρσαζ έβαλαν τη φωτιά, Ανταρλίδα,» είπε με βεβαιότητα ο Νάλθαμ, χωρίς να φωνάζει.
«Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι του Τάρσαζ ίδιοι. Θα ψάξω να βρω τους υπεύθυνους.»
Η Ανταρλίδα έμπηξε τις φτέρνες των μποτών της στα πλευρά του αλόγου της, κάνοντάς το να καλπάσει γρήγορα προς τα βόρεια, προς τα εκεί απ’όπου η Κιρνίλο τής είχε πει ότι είχαν έρθει τα βέλη. Οι εμπρηστές, όποιοι κι αν ήταν, πιθανώς να μην είχαν πάει μακριά ακόμα, περιμένοντας να δουν τα αποτελέσματα των πράξεών τους: και η Μαύρη Δράκαινα πιθανώς να κατάφερνε να τους εντοπίσει.
Υπολογίζοντας με το βλέμμα πού έπρεπε λογικά να στέκονταν κάποιοι για να ρίξουν φλεγόμενα βέλη στον καταυλισμό, πήδησε από τη σέλα του αλόγου της και, παίρνοντάς το από τα γκέμια, το τράβηξε πίσω της ενώ συγχρόνως κοίταζε στο έδαφος για ίχνη. Το μοναδικό φως που είχε για να τη βοηθά μες στη νύχτα ήταν το φως των φεγγαριών – και ούτε αυτό ήταν πολύ απόψε. Η Ανταρλίδα καταράστηκε σιωπηλά τον εαυτό της που δεν είχε πάρει κάποια λάμπα μαζί της.
Στο τέλος, βρήκε μερικά ίχνη. Αλλά άργησε. Το ήξερε πως άργησε. Οι εμπρηστές θα έχουν, ώς τώρα, φύγει, σκέφτηκε καθώς κοίταζε τις πατημασιές στο έδαφος. Ήταν οκτώ στο σύνολο. Οκτώ ζευγάρια ανθρώπινα πόδια. Και είχαν και άλογα μαζί τους. Τα είχαν αφήσει λίγο παραπέρα, και μετά τα είχαν πάρει και είχαν φύγει.
Η Ανταρλίδα ακολούθησε τα ίχνη των αλόγων, παραμερίζοντας το χορτάρι με το δεξί της χέρι ενώ με το αριστερό κρατούσε τα γκέμια του δικού της αλόγου το οποίο ερχόταν πίσω της. Μετά από κάποια ώρα, το δυσδιάκριτο μονοπάτι την οδήγησε σ’έναν εγκαταλειμμένο καταυλισμό. Όχι, φυσικά, τόσο μεγάλο όσο αυτόν των Ταργκάφλι. Ήταν ένας πολύ, πολύ μικρότερος καταυλισμός. Ιδανικός για να έχουν οκτώ άνθρωποι κατασκηνώσει εδώ για λίγο. Η Ανταρλίδα βρήκε τα απομεινάρια μιας φωτιάς, τσακισμένο χορτάρι, βαθουλώματα στο χώμα. Τίποτ’άλλο. Τίποτα που να μπορεί να την οδηγήσει σε κάποιο συμπέρασμα για το ποιοι ήταν.
Τα ίχνη, όμως, συνεχίζονταν. Οι εμπρηστές είχαν επιστρέψει στον πρόχειρο καταυλισμό τους και, μετά, είχαν πάει αλλού. Η Ανταρλίδα ακολούθησε πάλι το μονοπάτι και, σύντομα, διαπίστωσε ότι κατευθυνόταν στη Φέντινκεχ. Στην Πύλη του Βορινού Ανέμου.
Ο καθένας μπορεί να είχε στείλει αυτούς τους εμπρηστές. Το Αριστερό Χέρι· ο Πρωθιερέας· κάποιος από τους ευγενείς που αντιπαθούσαν τους Ταργκάφλι· κάποιος στρατιωτικός· κάποιοι πολίτες που είχαν συμπράξει και βάλει χρήματα όλοι μαζί.
Η Ανταρλίδα ανέβηκε στο άλογό της και κάλπασε ξανά προς τον μεγάλο καταυλισμό. Όταν έφτασε είδε ότι η φωτιά είχε σβήσει από τις σκηνές αλλά ανάψει στα μάτια των Ταργκάφλι. Ήταν οργισμένοι, οργισμένοι με τους Ταρσάζιους, κι εκείνη ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να καταλαγιάσει την οργή τους. Μονάχα ο Τάμπριελ μπορεί να το κατόρθωνε αυτό, αν ήταν εδώ.
Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να μιλήσω στον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, σκέφτηκε η Ανταρλίδα βλέποντας πως ο Άρχοντας των Ερειπίων βρισκόταν κοντά. Είχε έρθει κι εκείνος άρον-άρον από το παλάτι, και μαζί του ήταν ο Ερβάδαζ και κάποιοι πολεμιστές της Βασίλισσας.
Η Μαύρη Δράκαινα τούς πλησίασε. Τους πληροφόρησε για τα ίχνη που είχε βρει. Πρότεινε στον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ να πει στο λαό του να μην προσπαθήσει να κάνει αντίποινα στους ανθρώπους του Τάρσαζ, γιατί αυτό θα ήταν καταστροφικό για όλους, και ούτε ο Καζίτο’ναρ θα το επιθυμούσε.
«Οι άνθρωποι που σας επιτέθηκαν απόψε,» τόνισε η Ανταρλίδα, «δεν αντιπροσωπεύουν όλους τους κατοίκους του Βασιλείου.»
«Σίγουρα όχι,» συμφώνησε ο Ερβάδαζ. «Και η Βασίλισσα δεν θα ενέκρινε ποτέ μια τέτοια πράξη.»
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, και τους υποσχέθηκε ότι θα προσπαθούσε να κρατήσει την κατάσταση υπό έλεγχο.
*
Την άλλη μέρα, η Ανταρλίδα άκουσε να γίνονται ένα σωρό υποθέσεις και σχολιασμοί για την επίθεση κατά του καταυλισμού. Οι Ταργκάφλι ήταν εξοργισμένοι. Οι Ταρσάζιοι διχασμένοι. Ορισμένοι έλεγαν ότι καλά είχαν κάνει όποιοι κι αν είχαν ρίξει τα βέλη· οι βάρβαροι έπρεπε να φύγουν από το Βασίλειο! Ορισμένοι άλλοι διαφωνούσαν μ’αυτό, είτε επειδή δεν το θεωρούσαν ηθικά σωστό είτε επειδή φοβόνταν την αντεπίθεση των βαρβάρων.
«Το καλύτερο που έχει να κάνει η Βασίλισσα είναι να τους διώξει απ’τα μέρη μας όσο έχουμε ακόμα καιρό,» είπε ένας από τους εκπαιδευτές, το μεσημέρι, καθώς επέστρεφαν προς την Πύλη των Αγρών. «Όσο δεν έχουν γίνει ακόμα έκτροπα. Γιατί, έτσι όπως πάει το πράγμα, σύντομα θα γίνουν έκτροπα – να μου το θυμηθείτε!»
«Δίκιο έχεις. Απόλυτο δίκιο.»
«Η Βασίλισσα, όμως, δεν είναι βέβαιο ότι θα το δει σαν εσένα, ή σαν τους περισσότερους από εμάς.»
Κάποιος ρουθούνισε. «Όχι όσο έχει αυτόν τον βάρβαρο άρχοντα στο κρεβάτι της.»
«Πρόσεχε τα λόγια σου! Δε μιλάς για τη θεια σου.»
Η Ανταρλίδα είχε την αίσθηση ότι τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο.
Και καθώς ανηφόριζε τον λόφο μαζί με τον Ερβάδαζ, κατευθυνόμενη προς το παλάτι, ο Δεύτερος Υπασπιστής τής είπε ότι μήνυμα είχε έρθει το πρωί από τον Ναρχάεζ, και ότι το Δεξί Χέρι ανέφερε στη Βασίλισσα πως τα χτυπήματα στα δυτικά σύνορα είχαν αυξηθεί. Περισσότερος στρατός σύντομα θα στελνόταν εκεί, για να ενισχύσει τους ήδη υπάρχοντες υπερασπιστές του Βασιλείου.
«Με τους πολεμιστές που στείλαμε στο Ώσρανοκ τι γίνεται;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Το μόνο που μέχρι στιγμής ξέρουμε είναι ότι έχουν φτάσει.»
«Ο Ιεράρχης δεν έχει ακουστεί νάχει φτιάξει ακόμα πυροβόλα όπλα;»
Ο Ερβάδαζ κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»
Και μπήκαν στον κήπο του παλατιού, ξεπεζεύοντας.
Ο Τάμπριελ έχει πει ότι όλα όσα «βλέπει» δεν βγαίνουν, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Λες ετούτο να είναι ένα από αυτά; Για κάποιο λόγο, δεν το νόμιζε.
Το απόγευμα, ο Βόρχαμ δεν την κάλεσε για να κάνουν δοκιμές. Μάλλον δε θα είχε ακόμα το κανόνι του έτοιμο.
*
«Εδώ συνέβη,» της είπε ο Ερβάδαζ, υψώνοντας το χέρι του και δείχνοντας την πυρπολημένη αγροικία. Μονάχα αποκαΐδια απέμεναν, καθώς και οι σκελετοί μερικών οικοδομημάτων. Τα χωράφια είχαν καταστραφεί. «Και η φωτιά παραλίγο να εξαπλωθεί και παραδίπλα. Ήμασταν τυχεροί που την προλάβαμε.»
Ήταν πρωί, και οι δυο τους κάθονταν στις σέλες των αλόγων τους κοιτάζοντας την καταστροφή. Η Ανταρλίδα, μόλις έμαθε για τη φωτιά που είχε συμβεί μες στη βαθιά νύχτα, είχε ζητήσει από τον Υπασπιστή να την οδηγήσει εδώ.
«Πιστεύεις ότι ξέσπασε από μόνη της;» τον ρώτησε τώρα.
«Νομίζεις κι εσύ ότι την έβαλαν οι Ταργκάφλι;»
«Δεν ξέρω. Αλλά δε νομίζω να ξέσπασε από μόνη της. Τι είπαν οι γαιοκτήμονες αυτού του μέρους;»
«Κανένας δεν είδε πώς ακριβώς άρχισε η φωτιά,» αποκρίθηκε ο Ερβάδαζ. «Κοιμόνταν όλοι τους· ήταν αργά.»
«Οι περιπολίες;»
«Ούτε αυτοί είδαν τίποτα.»
«Νόμιζα ότι είχατε αυξήσει τις περιπολίες.»
«Στα βόρεια μόνο,» εξήγησε ο Ερβάδαζ, «κοντά στους Ταργκάφλι. Ποιος θα το φανταζόταν ότι θα γινόταν κάτι εδώ κάτω;» Κούνησε το κεφάλι του.
«Δε νομίζω ότι η φωτιά ξέσπασε από μόνη της, πάντως,» επανέλαβε η Ανταρλίδα.
«Οι περίπολοι δεν είδαν κανέναν από τους Ταργκάφλι να φεύγει από τον καταυλισμό μες στη νύχτα.»
«Μην είσαι τόσο βέβαιος ότι, αν πρόκειται για εμπρησμό, τον έκαναν οι Ταργκάφλι.»
Ο Ερβάδαζ στράφηκε να την κοιτάξει, συνοφρυωμένος. «Τι θες να πεις;»
«Μπορεί να τον έκαναν αυτοί που θέλουν να τους διώξουν από εδώ.»
«Παραλογίζεσαι. Κανένας υπήκοος του Βασιλείου δεν θα προκαλούσε τέτοια καταστροφή στους αγρούς γύρω από τη Φέντινκεχ. Είναι εξωφρενικό!»
«Μπορεί να θεωρούν τους Ταργκάφλι τόσο επικίνδυνους που μια τέτοια καταστροφή αξίζει τον κόπο.»
«Δε μιλάς λογικά, Ανταρλίδα,» μούγκρισε ο Ερβάδαζ.
Η Ανταρλίδα πήδησε από τη σέλα της. «Το έχω ξαναδεί να γίνεται κι αλλού.»
Ο Ερβάδαζ παρέμεινε πάνω στο άλογό του. «Στο Τάρσαζ δεν είμαστε έτσι.»
Οι άνθρωποι παντού ίδιοι είναι, Ερβάδαζ. «Να ρίξω μια ματιά;» Έδειξε, με το βλέμμα της, την κατεστραμμένη αγροικία.
«Πήγαινε,» της είπε ο Υπασπιστής, μοιάζοντας λιγάκι θυμωμένος μαζί της που είχε κάνει υποθέσεις τις οποίες εκείνος θεωρούσε απαράδεκτες.
Η Ανταρλίδα βάδισε μέσα στην καμένη αγροικία ψάχνοντας για κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να τη βοηθήσει να ανακαλύψει ποιοι πυρπόλησαν το μέρος. Το μόνο ενδιαφέρον που βρήκε ήταν κεφαλές από βέλη. Τα στελέχη είχαν καεί. Το ίδιο και τα πανιά που σίγουρα τύλιγαν τα φλεγόμενα βλήματα.
Η Ανταρλίδα μάζεψε τις κεφαλές και τις έβαλε σε μια τσέπη του παντελονιού της. Αναρωτιέμαι αν είναι ίδιες με τις κεφαλές των βελών που χτύπησαν χτες τον καταυλισμό των Ταργκάφλι.
Επέστρεψε κοντά στον Ερβάδαζ και ανέβηκε στη σέλα του αλόγου της.
«Να πάμε τώρα στην εκπαίδευση;» είπε εκείνος.
Η Ανταρλίδα ένευσε, και ξεκίνησαν. Ο χώρος που εκπαίδευαν τους πολεμιστές της Βασίλισσας δεν ήταν μακριά· θα έφταναν γρήγορα.
«Βρήκες τίποτα;» ρώτησε ο Ερβάδαζ.
«Κεφαλές βελών. Θέλεις μία;»
Ο Υπασπιστής ήθελε.
Στον χώρο εκπαίδευσης, ο Νάλθαμ, η Κιρνίλο, και οι άλλοι Ταργκάφλι την περίμεναν, όπως επίσης και οι στρατιώτες της Βασίλισσας.
«Συγνώμη που άργησα,» τους είπε, παρατηρώντας συγχρόνως ότι η μία ομάδα καθόταν μακριά από την άλλη και κοιτάζονταν, ίσως, λιγάκι εχθρικά – κακό σημάδι αυτό. Αν κάποιος προσπαθεί να σπείρει διχόνοια ανάμεσα στους Ταργκάφλι και τους Ταρσάζιους, έχει αρχίσει να τα καταφέρνει. «Είχα μια δουλειά πριν έρθω εδώ.» Καθάρισε το λαιμό της. «Θυμάστε τι κάναμε χτες;» Κοίταξε μια τους μεν μια τους δε. Εκείνοι έγνεψαν καταφατικά, χωρίς να μιλήσουν. «Τα ίδια θα κάνουμε και σήμερα. Ετοιμάστε τα όπλα σας και πάρτε θέσεις.»
Καθώς η εκπαίδευση είχε ξεκινήσει και πυροβολισμοί αντηχούσαν, η Ανταρλίδα πλησίασε τον Νάλθαμ και τον ρώτησε: «Βρήκατε μήπως τις κεφαλές των βελών που σας έριξαν όταν πυρπόλησαν τον καταυλισμό σας;»
Ο Ταργκάφλι κατέβασε το τουφέκι του και στράφηκε να την κοιτάξει. «Νομίζω πως ναι… Γιατί ρωτάς;»
«Τις έχετε κρατήσει;»
«Δεν είμαι σίγουρος. Θες να ρωτήσω, το μεσημέρι, όταν επιστρέψω;»
«Θα πάω εγώ,» δήλωσε η Ανταρλίδα, «τώρα. Μπορείς ν’αναλάβεις για λίγο την εκπαίδευση των συμπατριωτών σου;»
«Κανένα πρόβλημα. Εξάλλου δεν κάνουμε και τίποτα το σπουδαίο.»
Η Ανταρλίδα ένευσε, και μετά πήγε, με γρήγορα βήματα, προς τους πολεμιστές της Βασίλισσας.
«Κάρνεχ!» φώναξε γνέφοντας σε μια μελαχρινή πολεμίστρια με κοντά μαλλιά. «Έλα εδώ.»
Η Κάρνεχ, αφήνοντας τη θέση της στο πεδίο πυρός, ζύγωσε τη Μαύρη Δράκαινα περνώντας το τουφέκι της στον ώμο. «Εξοχότατη,» χαιρέτησε φτάνοντας κοντά.
«Θα λείψω για λίγο. Μπορείς ν’αναλάβεις την εκπαίδευση;»
«Ασφαλώς.»
Η Ανταρλίδα μειδίασε. «Εντάξει,» είπε χτυπώντας τη φιλικά στον ώμο και φεύγοντας.
Ανέβηκε στο άλογό της και κάλπασε προς τα βόρεια, περνώντας ανάμεσα από δασωμένες περιοχές και αγρούς. Συνάντησε τη δημοσιά που ξεκινούσε από την Πύλη του Βορινού Ανέμου, τη διέσχισε κάθετα, πέρασε πάλι μέσα από αγρούς, και έφτασε στον καταυλισμό των Ταργκάφλι.
Οι φρουροί στράφηκαν να την κοιτάξουν καθώς αφίππευε και πλησίαζε. Την αναγνώριζαν, ασφαλώς.
Η Ανταρλίδα τούς είπε τι ήθελε· και, αφού ένας πήρε το άλογό της, ένας άλλος την οδήγησε στον Ερίνκαμ, έναν απ’τους μεγάλους γιους του Ο’Μάλζεκ Χάλρικ. Ο ψηλός, μεγαλόσωμος άντρας – που δεν έμοιαζε και τόσο στον πατέρα του – τη συνάντησε έξω απ’τη σκηνή του, χαιρετώντας την επίσημα αφού ήταν σύντροφος του Καζίτο’ναρ.
Η Ανταρλίδα τον αντιχαιρέτησε και τον ρώτησε αν είχαν κρατήσει τις κεφάλες των βελών με τα οποία τους χτύπησαν οι εμπρηστές.
Ο Ερίνκαμ ένευσε. «Τις έχω κρατήσει,» είπε. «Το σκέφτηκα πως ίσως να μου φαίνονταν χρήσιμες για να καταλάβω ποιοι έκαναν ό,τι έκαναν – αν και είναι προφανές πως ήταν άνθρωποι του Τάρσαζ. Για να είμαι ειλικρινής, είχε περάσει απ’το μυαλό μου να σε ρωτήσω.» Έλυσε ένα δερμάτινο σακούλι και έβγαλε από μέσα μια κεφαλή, δίνοντάς την στην Ανταρλίδα.
Η Μαύρη Δράκαινα την κράτησε ανάμεσα στον δείκτη και στον αντίχειρα του δεξιού της χεριού· και, με το αριστερό χέρι, τράβηξε από την τσέπη της μια από τις κεφαλές που είχε βρει στην πυρπολημένη αγροικία.
Ολόιδιες ήταν.
«Είναι πολύ πιθανό αυτοί που επιτέθηκαν σ’εσάς να πυρπόλησαν και την αγροικία χτες βράδυ.»
Ο Ερίνκαμ συνοφρυώθηκε. «Ποια αγροικία πυρπόλησαν;»
Δεν ήταν παράλογο που δεν το ήξερε. Η πυρπολημένη αγροικία βρισκόταν μακριά από τον καταυλισμό των Ταργκάφλι, κι ο τελευταίος δεν ήταν σε ύψωμα. «Δεν το άκουσες; Έκαψαν μια αγροικία μες στη νύχτα. Νότια της Φέντινκεχ.»
«Και το έκαναν οι ίδιοι που επιτέθηκαν σ’εμάς;» απόρησε ο Ερίνκαμ. «Για ποιο λόγο;»
Οι Ταργκάφλι μπορεί να μην ήταν πραγματικά βάρβαροι αλλά σίγουρα δεν ήταν μαθημένοι στις μεθόδους των «πολιτισμένων». «Δεν είναι προφανές; Οι Ταρσάζιοι ήδη έχουν αρχίσει να λένε ότι εσείς κάψατε την αγροικία.»
«Δεν το κάναμε εμείς, Ανταρλίδα!»
«Το υποπτεύτηκα εξαρχής. Και τώρα που έχω αυτές τις κεφαλές» – τις έκλεισε μέσα στη χούφτα της – «είμαι βέβαιη. Μην περιμένεις, όμως, ότι κανένας Ταρσάζιος θα το πιστέψει έτσι εύκολα.»
«Μα, δεν κάψαμε εμείς την αγροικία!» Ο Ερίνκαμ φαινόταν να εξοργίζεται σταδιακά καθώς συνειδητοποιούσε, επίσης σταδιακά, πόσο άσχημα μπορεί να είχαν μπλέξει όλοι τους.
«Θα προσπαθήσω να βρω την άκρη αυτής της ιστορίας,» του είπε η Ανταρλίδα. «Αλλά θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα κρατήσεις την ψυχραιμία σου, και ότι θα ενθαρρύνεις και τον λαό σου να κάνει το ίδιο. Είστε δύο χιλιάδες άνθρωποι, κι αν η κατάσταση ξεφύγει από τον έλεγχο, τα πράγματα θα είναι πολύ άγρια και επώδυνα.»
Ο Ερίνκαμ ξεφύσησε γνέφοντας καταφατικά. «Ναι, το καταλαβαίνω, Ανταρλίδα.» Και ρώτησε: «Ο πατέρας μου δεν το ξέρει αυτό που έγινε τη νύχτα;»
«Υποθέτω πως ώς τώρα θα το έχει πληροφορηθεί, και υποθέτω, επίσης, πως σύντομα θα έρθει να σας μιλήσει.»
«Να του πω όσα μού είπες;»
«Ακριβώς αυτό ήθελα να σου ζητήσω, Ερίνκαμ.»
Ενώ επέστρεφε στον χώρο εκπαίδευσης στα νότια, η Ανταρλίδα αναλογιζόταν το φτιάξιμο των βελοκεφαλών. Δεν ήταν όπως στα συνηθισμένα βέλη του στρατού του Τάρσαζ: εκείνες οι κεφαλές ήταν πιο λεπτές και αιχμηρές, καμωμένες για να τρυπούν ευκολότερα πανοπλίες. Αυτές που είχε η Μαύρη Δράκαινα στην τσέπη της ήταν πιο φαρδιές, και στριφτές στις άκριες, έτσι ώστε να είναι δυσκολότερο να βγάλεις το βέλος από το τραύμα χωρίς να τραυματίσεις τον χτυπημένο ακόμα περισσότερο.
Ποιοι χρησιμοποιούν τέτοια βέλη σε τούτα τα μέρη;
Πήγαμε και βρήκαμε έναν γνωστό του Ταρνάτλο ο οποίος ονομαζόταν Σιλόρφο και εμπορευόταν δηλητήρια από διάφορα μέρη της ζούγκλας. Ήταν αρκετά ομιλητικός μα δεν ήξερε για το δέντρο που του περιέγραψε ο Τάμπριελ· δεν είχε ποτέ του ξανακούσει γι’αυτό, μας είπε – πράγμα που δεν με εξέπληξε και τόσο.
Συνεχίσαμε την αναζήτησή μας αλλού, ρωτώντας μερικούς από τους Βαμμένους. Ο Ταρνάτλο επέμεινε εκείνος να μιλά μαζί τους και, παρότι δεν τον εμπιστευόμουν, αποδείχτηκε καλός. Γνώριζε πώς να συμπεριφερθεί σ’αυτούς τους παράξενους ιθαγενείς της Γης της Φέδλωχ, και δεν μπλέξαμε σε καμια επικίνδυνη κατάσταση. Δυστυχώς, όμως, οι τρεις τους οποίους ρωτήσαμε – ένας κλέφτης8 της φυλής των Κεφαλοκυνηγών της Μαύρης Αλεπούς, ένας μισθοφόρος της φυλής των Έξαλλων Ουρανοσκόπων, και μια χορεύτρια της φυλής των Τρίψυχων Βατράχων των Χαμηλών Ελών – δεν ήξεραν τίποτα για το δέντρο που ψάχναμε.
Φύγαμε από τη Ναριάνημ και πήγαμε, ιππαστί, στην Ελέσνημ, μια πόλη στα δυτικά της. Ο Καπετάνιος Ρολάνταζ δεν ήρθε μαζί μας· δεν απέπλευσε από το λιμάνι της Ναριάνημ επειδή ο Ταρνάτλο τού είπε ότι καλύτερα να έμενε εκεί και να πλήρωνε τον φόρο της Αρχόντισσας Καθάλι. Θα ήμασταν πιο ασφαλείς όλοι μας έτσι, υποστήριξε· ενώ, αν αράζαμε τον Ανεμοφάγο από λιμάνι σε λιμάνι, στο τέλος κάπου θα την πατούσαμε.
Στην Ελέσνημ, μιλήσαμε σε μια Βαμμένη χαρτομάντισσα της φυλής των Φλογόφθαλμων Μυρμηγκοφάγων, σε έναν ιερέα του Θασμούλ-Τα, σε έναν έμπορο ναρκωτικών ουσιών, και σε μια κλέφτρα9. Όλοι τους ήταν περισσότερο ή λιγότερο γνωστοί του Ταρνάτλο, και κανένας τους δεν ήξερε για το δέντρο που ψάχναμε. Η κατάσταση ήταν μάλλον απογοητευτική, αλλά ο Μεγάλος Προφήτης δεν ήταν πρόθυμος να τα παρατήσει. Ήθελε οπωσδήποτε να βρει το δέντρο. Έτσι, αρχίσαμε να ρωτάμε διάφορους ανθρώπους τους οποίους ο Ταρνάτλο δεν ήξερε και τόσο καλά. Και δεν μείναμε μόνο στην Ελέσνημ· κινηθήκαμε προς τα δυτικά, στην Κάρνοφ και στη Ράλφον, χωρίς να απομακρυνόμαστε καθόλου από τις ακτές, καθώς οι ζούγκλες ήταν επικίνδυνες. Περισσότερο επικίνδυνες, δηλαδή, διότι μια φορά ληστές μάς επιτέθηκαν στο δρόμο, τους οποίους, χάρη στους έμπειρους πολεμιστές που είχαμε μαζί μας και χάρη στη Βιβεϊρλώταθ, δεν δυσκολευτήκαμε καθόλου να απωθήσουμε, τολμώ να πω.
Μιλήσαμε σ’έναν έμπορο που πουλούσε ερπετά κλεισμένα σε κλουβιά· σε μια ιέρεια της Φαλκρίνκω που έμενε σε μια σπηλιά πάνω απ’τη θάλασσα και είχε για παρέα ένα μεγάλο χταπόδι· σε έναν μονόφθαλμο Βαμμένο μισθοφόρο από τους Κεφαλοκυνηγούς της Μαύρης Αλεπούς ο οποίος είχε μόλις ξυλοκοπήσει μια πόρνη που είχε προσπαθήσει να τον μαχαιρώσει· σε έναν γέρο-πειρατή που μασουλούσε φύλλα από ένα εθιστικό δέντρο της ζούγκλας και έπαιζε κομπολόι με χάντρες από κόκαλα ανθρώπινων δαχτύλων (οι εχθροί που είχε νικήσει στη νιότη του, όπως περηφανευόταν)· σε δύο δίδυμους χορευτές-ταχυδακτυλουργούς που χόρευαν σε πλατείες και αυλές αρχόντων, και ήταν κι οι δυο τους αλλήθωροι· σε μια εμπόρισσα που είχε δικό της καραβάνι μ’ένα σωρό μισθοφόρους της φυλής των Κίτρινων Κοκαλοφάγων Σφυριχτών, και η οποία απείλησε να ευνουχίσει τον Ταρνάτλο όταν εκείνος άπλωσε άπρεπο χέρι στα πισινά της· σε έναν τυφλό γέροντα που κατοικούσε μέσα σ’ένα πιθάρι και συνεχώς μουρμούριζε τυχαίους αριθμούς και λέξεις που πολλοί ισχυρίζονταν ότι είχαν μαντική σημασία10· σε έναν κουτσό φρουρό που οι φήμες έλεγαν πως ήξερε διάφορα· σε ένα σωρό πανδοχείς και ταβερνιάρηδες και σε πολλές πόρνες, και σε άλλους που δεν κρίνω σκόπιμο να αναφέρω.
Στο τέλος, όπως είναι ευνόητο, αρχίσαμε να τραβάμε την προσοχή περισσότερο ή λιγότερο ύποπτων ανθρώπων που αναρωτιόνταν ποιοι ήταν αυτοί οι παράφρονες οι οποίοι αναζητούσαν ένα δέντρο μέσα στις ζούγκλες. Επίσης, είχε διαδοθεί ότι ένας παράξενος και μυστηριώδης πορφυρόδερμος άντρας ήταν μαζί μας· και πολλοί είχαν καταλάβει ότι δεν μπορεί παρά να επρόκειτο για τον προφήτη που φημολογείτο πως μέχρι στιγμής ήταν στο Τάρσαζ. Μας παρακολουθούσαν, και ο Χάλρεοκ είπε πως ανησυχούσε μη μας στήσουν οι Ιεράρχες καμια παγίδα. Ήταν γνωστό ότι είχαν πράκτορές τους στη Γη της Φέδλωχ.
*
* * *
*
Ο Τάμπριελ καθόταν σ’ένα τραπέζι του πανδοχείου Χρυσόχρωμες Ανταύγειες. Κάπνιζε την πίπα του και έπινε νωχελικά μπίρα από την κούπα του. Είχε την κουκούλα της κάπας του σηκωμένη για να κρύβει στη σκιά το πρόσωπό του· αλλά για τους τακτικούς πελάτες του πανδοχείου, καθώς και για το προσωπικό, αυτό δεν είχε σημασία: είχαν πλέον δει το πορφυρό δέρμα του.
Πριν από λίγο είχε γίνει ένας σεισμός που είχε τραντάξει την τραπεζαρία, κάνοντας τα πιατικά και τα μπουκάλια να τρίξουν και το πολύφωτο να χορέψει πέρα-δώθε στο ταβάνι· έτσι οι πελάτες τώρα ήταν πιο ήσυχοι απ’ό,τι συνήθως. Φοβισμένοι, θα έλεγε κανείς.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχαν αισθανθεί σεισμούς στη Γη της Φέδλωχ: τον τελευταίο καιρό, όπως όλοι είχαν παρατηρήσει, ο ένας σεισμός διαδεχόταν τον άλλο. Ακόμα κι οι πιο θαρρετοί παραδέχονταν ότι κάτι παράξενο συνέβαινε. Κάτι που είχε να κάνει με τους θεούς, όχι με τους ανθρώπους. Και οι ναυτικοί, βέβαια, έφερναν ιστορίες από άλλες χώρες: ιστορίες ότι κι εκεί συνέβαιναν επίσης σεισμοί. Το μυστηριώδες φαινόμενο στον ουρανό φταίει! ισχυρίζονταν κάποιοι – έχοντας δίκιο χωρίς να το ξέρουν.
Το «μυστηριώδες φαινόμενο», ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος, ήταν γνωστός σε τούτα τα μέρη ως το Ζάρωμα, ή η Αντανάκλαση, αλλά πολλοί το ονόμαζαν και το Ρήγμα, αφού είχε διαδοθεί πλέον παντού από το Βασίλειο Τάρσαζ.
Ο Τάμπριελ είχε αφήσει να εννοηθεί σε πολλές από τις συζητήσεις του ότι η αναζήτησή του για το δέντρο σχετιζόταν με τους σεισμούς, σχετιζόταν με την εύρεση ενός τρόπου για να τους σταματήσει· και έλπιζε ότι τούτο ίσως να παρακινούσε τους ντόπιους να γίνουν πιο ανοιχτοί προς εκείνον. Έλπιζε ότι θα αποτελούσε κίνητρο γι’αυτούς ακόμα και να ψάξουν οι ίδιοι για το δέντρο και να έρθουν να του πουν πού είναι.
Ο Χάλρεοκ τον είχε προειδοποιήσει ότι μ’αυτά που έκανε πιθανώς να τραβούσε την προσοχή των Ιεραρχών· αλλά ο Τάμπριελ πίστευε ότι άξιζε να το ριψοκινδυνέψει. Έτσι κι αλλιώς, όλοι πλέον ήξεραν πως ο πορφυρόδερμος προφήτης του Τάρσαζ ήταν εδώ, στη Φέδλωχ· τι είχε να χάσει; Οι προστάτες που είχε γύρω του ήταν αρκετοί· δολοφόνοι δεν μπορούσαν εύκολα να τον πλησιάσουν αν ήταν λιγάκι προσεχτικός.
Τώρα, βράδιαζε· τα χρώματα του ουρανού σκούραιναν, τα νερά της θάλασσας έμοιαζαν ολοένα και πιο μαύρα, οι άνθρωποι που βάδιζαν κοντά στις αποβάθρες θύμιζαν φιγούρες από θέατρο σκιών. Τα πλοία, μεγάλα και μικρά, αναδεύονταν έντονα στα κύματα.
Ο Τάμπριελ είδε, από το παράθυρο, μια ανθρώπινη μορφή να πλησιάζει τη μισάνοιχτη εξώπορτα του πανδοχείου. Η πόρτα παραμερίστηκε, και μια γυναίκα μπήκε: ούτε κοντή ούτε ψηλή, λευκόδερμη, καστανά μακριά μαλλιά που έπεφταν λυτά στην πλάτη της, φόρεμα γαλάζιο με βαθύ, μυτερό ντεκολτέ και κοντή φούστα, παπούτσια δερμάτινα χωρίς τακούνι που δένονταν στις κνήμες με λουριά. Τα μάτια της ήταν πράσινα και γυαλιστερά, το πρόσωπό της μακρύ, η μύτη της μικρή, τα χείλη της έντονα βαμμένα. Και ήταν όμορφη· αυτό δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί.
Κοίταξε τριγύρω για μια στιγμή και μετά βάδισε προς τον Τάμπριελ.
Με ξέρει.
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ερχόταν γι’αυτόν. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα επάνω του, και του χαμογελούσε, αχνά, λοξά, σαγηνευτικά: ένα χαμόγελο όλο υπονοούμενα. Το βάδισμά της τόνιζε τους γοφούς της· θύμιζε το βάδισμα πόρνης.
Δύο σπαθιά διασταυρώθηκαν ξαφνικά μπροστά της, μ’έναν κουδουνιστό μεταλλικό ήχο.
Η γυναίκα σταμάτησε χωρίς να φανεί ταραγμένη. Εξακολουθούσε να κοιτάζει τον Τάμπριελ και να έχει αυτό το χαμόγελο στα χείλη της.
Δεν είναι μια απλή πόρνη. Και σίγουρα ήρθε προετοιμασμένη εδώ.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε. Ήταν φανερό ότι απευθυνόταν στους δύο Ταρσάζιους πολεμιστές που την είχαν σταματήσει, παρότι δεν τους κοίταζε.
«Εσύ θα μας πεις,» της είπε ο Χάλρεοκ ατενίζοντάς την συνοφρυωμένος, καθώς ήταν καθισμένος στην άλλη μεριά του τραπεζιού. «Θέλεις κάτι;»
«Να πλησιάσω τον κόκκινο άντρα. Να δω αν είναι πραγματικός.»
«Ο ‘κόκκινος άντρας’ έχει και όνομα. Και δεν είμαστε πλανόδιος θίασος! Τι θα πει, θες να δεις αν είναι πραγματικός;»
Η γυναίκα γέλασε, και είπε στον Τάμπριελ: «Πάντα έτσι είναι αυτοί; Πώς είναι δυνατόν κάποιος να σε πλησιάσει;»
Ο Τάμπριελ αποκρίθηκε: «Όπως βλέπεις είμαι πραγματικός. Μόνο γι’αυτό ήρθες; Για να μάθεις αν είμαι πραγματικός;» Δεν το πίστευε.
Η γυναίκα ανασήκωσε τους ώμους. «Γιατί όχι; Αλλά ήρθα επίσης για να μάθω αν όντως είσαι μάντης, όπως λένε… και να σου προσφέρω τις υπηρεσίες μου, αν τις επιθυμείς.» Χαμογέλασε, πάλι όλο υπονοούμενα. «Και για άλλον έναν λόγο ακόμα. Τώρα,» άγγιξε τις λεπίδες των σπαθιών εμπρός της, μία λεπίδα με κάθε χέρι, «μπορείτε να πάρετε αυτά τα πράγματα από μπροστά μου, κύριοι;»
Ο Τάμπριελ τούς έκανε νόημα να κατεβάσουν τα όπλα τους, κι εκείνοι υπάκουσαν.
Τα πράσινα μάτια της γυναίκας γυάλισαν καθώς τον ζύγωνε – και τα μάτια όλων των υπόλοιπων ήταν στραμμένα επάνω της: ο Τάμπριελ δεν είχε αμφιβολία πως, αν την έβλεπαν να τραβά όπλο απ’τα ρούχα της, θα τη σκότωναν επιτόπου.
Η γυναίκα ήρθε μπροστά του και, ανοίγοντας τα πόδια της, κάθισε πάνω στους μηρούς του ενώ συνέχιζε να χαμογελά. Αναμφίβολα, είχε την ξεδιαντροπιά και το θράσος πόρνης, συμπέρανε ο Τάμπριελ.
Τα χέρια της άγγιξαν το πρόσωπό του. «Πραγματικά, έχεις κόκκινο δέρμα!» είπε. «Δεν είναι βαφή.»
Ο Τάμπριελ, έχοντας αφήσει την πίπα του στο τραπέζι, έπιασε τους καρπούς της απομακρύνοντας τα χέρια της από την όψη του. «Είπες ότι ήρθες και για έναν ακόμα λόγο. Αλλά δεν ανέφερες ποιος είναι αυτός.»
Το χαμόγελό της πλάτυνε. «Θυμάσαι τα πάντα, ε;»
«Γι’αυτό είσαι ακόμα εδώ,» της είπε αφήνοντας τους καρπούς της.
Η γυναίκα γέλασε κι ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους του. «Διαφορετικά, θα με έδιωχνες; Δεν ενδιαφέρεσαι για καμία από τις υπηρεσίες που μπορώ να προσφέρω;»
«Για να έρχεσαι ειδικά εδώ σημαίνει πως θέλεις κάτι συγκεκριμένο· κι ακόμα περιμένω να το ακούσω.» Τα δικά του χέρια ο Τάμπριελ, μην έχοντας πού άλλου να τα βάλει έτσι όπως ήταν καθισμένη επάνω του, τα είχε ακουμπήσει στους μηρούς της. Εξάλλου, σίγουρα είχε συνηθίσει πολλά χέρια να την αγγίζουν. Και – να την πάρουν οι Λάμιες! – η αίσθησή της επάνω του δεν ήταν καθόλου δυσάρεστη· ένιωθε το μόριό του να έχει σκληρύνει και να έχει διπλωθεί μέσα στο παντελόνι του, και ήταν βέβαιος πως το ένιωθε κι εκείνη.
«Γνωρίζω πού είναι το δέντρο που ψάχνεις,» του είπε η γυναίκα.
«Πού είναι;»
«Στις ζούγκλες. Έχω έναν χάρτη που δείχνει τη θέση του.»
«Πού τον βρήκες, και πώς σε λένε;»
«Το όνομά μου είναι Νιρρώνη, και τον χάρτη μού τον άφησε ένας παλιός πελάτης. Πειρατής ήταν.» Ανασήκωσε τον έναν ώμο.
«Ήταν;»
Τα μάτια της γυάλισαν καθώς χαμογελούσε. «Είσαι πολύ παρατηρητικός για καυλωμένος άντρας.»
«Ευχαριστώ,» είπε επίπεδα ο Τάμπριελ.
Το χαμόγελό της βάθυνε. «Ο πειρατής είναι νεκρός. Είχε πάει να ψάξει για έναν θησαυρό θαμμένο κάπου στις ζούγκλες, και δεν ξέρω τι ακριβώς του συνέβη αλλά νομίζω ότι ανθρωποφάγοι τον έφαγαν.»
«Τ’όνομά του;»
«Κασνούλχο.»
Ο Τάμπριελ στράφηκε στον Ταρνάτλο, που καθόταν παραδίπλα παρατηρώντας την πλάτη, τα οπίσθια, και τα πόδια της Νιρρώνης. «Τ’όνομά Κασνούλχο σού λέει τίποτα;»
Ο Ταρνάτλο βλεφάρισε. «Τι πράμα;»
Η Νιρρώνη γέλασε σιγανά κοντά στο αφτί του Τάμπριελ.
«Το όνομα Κασνούλχο σού λέει τίποτα;»
Ο Ταρνάτλο ένευσε. «Αμέ, πώς δε μου λέει. Ένας πειρατής. Χάθηκε πριν από καμια δεκαετία.»
«Πέντε χρόνια,» είπε η Νιρρώνη, αρκετά δυνατά για να την ακούσει.
«Τον ήξερες;» ρώτησε ο Ταρνάτλο.
«Ναι.»
«Σε ήξερε κι αυτός;»
Η Νιρρώνη τον λοξοκοίταξε, μοιάζοντας διασκεδασμένη. «Ναι.»
«Και γιατί σου άφησε τον χάρτη του;» Ο Τάμπριελ ήταν που μίλησε τώρα.
Η Νιρρώνη γύρισε πάλι για να τον κοιτάξει. «Τον ξέχασε στο δωμάτιό μου. Αλλά, πιο πριν, μου είχε πει έναν μύθο για ένα δέντρο, καθώς και ότι ο χάρτης οδηγεί στο δέντρο αυτό.»
«Ο μύθος;»
Ο Νιρρώνη μόρφασε. «Δεν τον θυμάμαι πια. Πέντε χρόνια έχουν περάσει. Έχει να κάνει, όμως, με κάτι το ιερό. Δηλαδή, νομίζω ότι το δέντρο πρέπει να θεωρείται ιερό από κάποια φυλή της ζούγκλας.»
«Μπορώ να δω τον χάρτη;»
«Εννοείται πως δεν τον έχω μαζί μου! Αν με πληρώσεις, όμως, είναι δικός σου. Κι αν με πληρώσεις κι άλλο, είναι δικές σου κι οι υπηρεσίες μου.»
«Δεν παίρνεις τίποτα αν δεν δω πρώτα τον χάρτη. Φέρτον εδώ και το συζητάμε. Δεν πρόκειται να σε ληστέψουμε μες στο πανδοχείο.»
«Εντάξει.» Η Νιρρώνη σηκώθηκε από πάνω του, στρώνοντας το φόρεμά της. «Θα τον φέρω,» δήλωσε ευδιάθετα. Και, καθώς έφευγε, το γόνατό της τρίφτηκε στο εσωτερικό του μηρού του.
«Δε μου μοιάζει άτομο εμπιστοσύνης,» μούγκρισε ο Χάλρεοκ, όταν εκείνη είχε βγει απ’το πανδοχείο.
«Μάγκα μου,» είπε ο Ταρνάτλο, «αν δε σου κάνει εσένα, τη θέλω εγώ.» Και ήπιε κρασί από την κούπα του.
Ο Τάμπριελ είπε στον Χάλρεοκ: «Ας περιμένουμε να δούμε τον χάρτη της, πρώτα. Εν τω μεταξύ, φώναξε τον Καλέφραζ να κατεβεί. Ξέρει από χάρτες.»
Ο Χάλρεοκ ένευσε και ανέβηκε τη σκάλα του πανδοχείου.
Ο Ταρνάτλο ρουθούνισε. «Τι να ξέρει αυτός, ρ’αδελφέ; Δεν έχει ιδέα από τούτα τα μέρη.»
Όταν η Νιρρώνη επέστρεψε, τους βρήκε να την περιμένουν στο ίδιο τραπέζι, αλλά τώρα μαζί με τον Καλέφραζ. Και ο Τάμπριελ παρατήρησε ότι η γυναίκα πρόσεξε την παρουσία του καινούργιου ατόμου· τα μάτια της κινήθηκαν φευγαλέα προς το μέρος του.
Δεν μπορεί να είναι μονάχα μια πόρνη. Αποκλείεται.
Μέσα από το ντεκολτέ του φορέματός της τράβηξε μια τυλιγμένη περγαμηνή και την έδωσε στον Τάμπριελ. Ύστερα κάθισε στο αριστερό του γόνατο, ακουμπώντας το χέρι της στους ώμους του.
Εκείνος ξετύλιξε την περγαμηνή, απλώνοντάς την στο τραπέζι.
Ήταν πράγματι ένας χάρτης. Έδειχνε τη Ράλφον και τις ζούγκλες στα ανατολικά της· κι εκεί μέσα ένα Χ ήταν ζωγραφισμένο. Δίπλα του, τα γράμματα έλεγαν, στην Οικουμενική: Ιερό Δέντρο.
«Αυτός, λοιπόν, είναι ο χάρτης, ε;» είπε ο Τάμπριελ γυρίζοντας το κεφάλι για να κοιτάξει τη Νιρρώνη.
«Ναι. Δεν ξέρω αν είναι σωστός, έτσι; Δεν έχω πάει η ίδια να δω αν όντως υπάρχει το δέντρο.»
Ο Καλέφραζ, εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει να κοιτάζει την περγαμηνή από κοντά, χρησιμοποιώντας έναν μεγεθυντικό φακό, ενώ συγχρόνως τα δάχτυλά του την άγγιζαν επίμονα.
«Τι βλέπεις εκεί, ρε μάστορα;» είπε, κάπως ειρωνικά, ο Ταρνάτλο. «Καλός σού φαίνεται;»
«Εξαιρετική δουλειά,» αποκρίθηκε ο Καλέφραζ, συνεχίζοντας να κοιτάζει και να πασπατεύει την περγαμηνή.
Η Νιρρώνη φίλησε το αφτί του Τάμπριελ, ψιθυρίζοντάς του: «Θ’αγοράσεις, λοιπόν; Εγώ, πάντως, δίνω ό,τι θέλεις…» Το χέρι της που δεν ήταν στους ώμους του είχε γλιστρήσει μέσα στην τουνίκα του, αγγίζοντας το στέρνο του… και το αργυρό, λαξευτό περιδέραιο εκεί. «Ωραίο κόσμημα,» παρατήρησε η Νιρρώνη τραβώντας το έξω και κοιτάζοντας μ’ενδιαφέρον τη Βιβεϊρλώταθ να κινείται μέσα στον ημιδιαφανή λίθο στο κέντρο του δίσκου. «Τι πέτρα είν’αυτή;»
«Καλέφραζ,» ρώτησε ο Τάμπριελ παίρνοντας τον δίσκο απ’τα χέρια της και κρύβοντάς τον πάλι μέσα στην τουνίκα του, «τι λες; Πάμε να μιλήσουμε;»
Ο Γραμματικός κοίταξε για λίγο ακόμα την περγαμηνή και μετά είπε: «Πάμε.»
*
Ο Τάμπριελ και ο Καλέφραζ ανέβηκαν στο δωμάτιο τους, κι έπειτα ξανακατέβηκαν στην τραπεζαρία του πανδοχείου.
«Θα τον πάρουμε τον χάρτη σου,» είπε ο πρώτος στη Νιρρώνη που είχε καθίσει στη θέση του. «Πόσο τον δίνεις;»
«Διακόσια λουριά.»
«Τσιμπημένη τιμή για έναν χάρτη που δεν ξέρουμε αν θα μας οδηγήσει εκεί που θέλουμε,» παρατήρησε ο Χάλρεοκ.
«Είναι πολύ σπάνιος!»
Ο Τάμπριελ ακούμπησε μπροστά της ένα βαλάντιο γεμάτο νομίσματα. «Σου φτάνουν αυτά;»
Η Νιρρώνη το άνοιξε και, αδειάζοντάς το σταδιακά, τα μέτρησε. «Είναι παραπάνω,» είπε γυρίζοντας να κοιτάξει τον Τάμπριελ. «Αρκετά παραπάνω.»
«Είπες ότι θα πρέπει να πληρώσω επιπλέον για τις υπηρεσίες σου.»
Εκείνη μειδίασε. «Και πάλι είναι παραπάνω.»
«Δεν πειράζει,» είπε ο Τάμπριελ τυλίγοντας τον χάρτη μέσα στα χέρια του.
Η Νιρρώνη έβαλε γρήγορα τα νομίσματα στο σακούλι και το έδεσε. Σηκώθηκε από την καρέκλα. «Είμαι δική σου για τη νύχτα. Για τρεις νύχτες, αν θες να μάθεις πόσο παραπάνω με πλήρωσες.»
Ο Τάμπριελ πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της και τη φίλησε, πιέζοντάς την επάνω του. «Έλα,» της είπε, και την οδήγησε προς τη σκάλα του πανδοχείου.
Όταν οι δυο τους είχαν φύγει, ο Χάλρεοκ είπε στον Ταρνάτλο: «Οι γυναίκες του είδους της σπάνια κυκλοφορούν μόνες. Κάποιος δικός της άνθρωπος πρέπει νάναι εδώ.»
Ο Ταρνάτλο δεν διαφώνησε, ούτε μίλησε. Ήταν τσαντισμένος που ο Τάμπριελ είχε πάρει τη Νιρρώνη· νόμιζε ότι θα έπαιρνε μόνο τον χάρτη και θ’άφηνε τη γυναίκα για κανέναν άλλο. Δεν τον είχε ξαναδεί να πηγαίνει με πόρνες όσο ταξίδευαν.
Ο Χάλρεοκ συνέχισε: «Γνωρίζει τον πανδοχέα, μήπως;»
«Δεν ξέρω, ρε φίλε. Δεν τα ξέρω καλά τούτα τα μέρη, όπως ήξερα τη Ναριάνημ. Ίσως και να τον γνωρίζει, να πούμε.»
Ο Χάλρεοκ κοίταξε γύρω-γύρω, στα άλλα τραπέζια, να δει μήπως κανένας τούς παρακολουθούσε.
Τότε, όμως, ο Καλέφραζ καθάρισε ηχηρά το λαιμό του καθώς ήταν καθισμένος στην καρέκλα του Τάμπριελ.
Ο Χάλρεοκ στράφηκε να τον κοιτάξει. «Τι είναι;»
«Πρέπει να σας πω κάτι.» Και έκανε νόημα και στον Αλίρκωπ και στη Χιρκόμο να πλησιάσουν, γιατί βρίσκονταν σ’ένα άλλο τραπέζι, παραπέρα.
*
Η Νιρρώνη ήταν πεπειραμένη και παιχνιδιάρα, κι έδειχνε να απολαμβάνει τη δουλειά της – μαζί του τουλάχιστον· αν και ο Τάμπριελ δεν μπορούσε να πει ότι είχε και τόσο μεγάλη εμπειρία στις γυναίκες ώστε να κρίνει αν προσποιείτο ή όχι. Τον έβαλε να τη γδύσει με τέτοιο τρόπο που τα ρούχα έμοιαζαν να φεύγουν σαν δεύτερο δέρμα από πάνω της, γλιστρώντας με ελάχιστη αντίσταση· και, συγχρόνως, γελούσε από βαθιά μέσα στο λαιμό της. Μετά, εκείνη έβγαλε τα δικά του ρούχα με γρήγορες, απότομες κινήσεις· τα δάχτυλά της πίεσαν τη στύση του κάνοντάς τον να μουγκρίσει· έπιασε το περιδέραιό του και το τράβηξε απ’το λαιμό του, το πέρασε γύρω απ’τον δικό της λαιμό, αφήνοντάς το να κρεμαστεί πάνω στα ξαναμμένα στήθη της. Ο Τάμπριελ τη συνέθλιψε μέσα στην αγκαλιά του, φιλώντας και δαγκώνοντας το γυμνό σώμα της σαν θηρίο. Εκείνη γελούσε και μούγκριζε, και είπε Ποτέ ξανά δεν είχα καβαλήσει ένα τόσο κόκκινο άλογο! όταν άρχισε να χορεύει επάνω του.
Μετά από λίγο, κι οι δυο τους έφτασαν σε κορύφωση κάνοντας το κρεβάτι να τρίξει άγρια από κάτω τους.
Ξάπλωσαν λαχανιασμένοι.
Δεν υπήρχε φωτισμός στο δωμάτιο εκτός από το αχνό φεγγαρόφωτο που έμπαινε από το παράθυρο. Μαβί φως κυρίως, από τον Ιώδη.
Κανένας δε μιλούσε· μονάχα οι αναπνοές τους ακούγονταν.
Έπειτα, η Νιρρώνη ρώτησε: «Είσαι όντως μάντης, όπως λένε;»
«Όχι ακριβώς όπως λένε.»
«Τι πάει να πει αυτό;»
«Ούτε εσύ είσαι ό,τι δείχνεις.»
«Κανένας δεν είναι ό,τι δείχνει.»
Γύρισε στο πλάι για ν’αγγίξει το δεξί της στήθος. «Δεν είναι τούτη η μοναδική σου δουλειά.» Ήταν μεγάλο και σφιχτό μέσα στη χούφτα του.
«Επειδή είσαι μάντης το ξέρεις αυτό;»
«Ναι.»
«Και τι άλλη δουλειά κάνω;» τον προκάλεσε.
«Νομίζω πως πρέπει να αναλαμβάνεις διάφορες δουλειές. Ως κατάσκοπος, ίσως;»
Την αισθάνθηκε να τσιτώνεται πλάι του. Την αισθάνθηκε να γυρίζει, και τα χείλη της φίλησαν τα χείλη του, η γλώσσα της χώθηκε μέσα στο στόμα του. Ύστερα, του ψιθύρισε: «Μ’έστειλαν λοιπόν να σε κατασκοπεύσω; Τι θέλεις να τους πω;»
«Πες τους άλλη φορά, όταν προσπαθούν να κάνουν κάποιον να πιστέψει ότι ένας χάρτης είναι φτιαγμένος πριν από πέντε χρόνια, καλύτερα να μην τον έχουν εκείνοι φτιάξει προχτές.»
«…Τι πράγμα;» κόμπιασε η Νιρρώνη.
«Ποιος σ’έβαλε να μου δώσεις αυτόν τον χάρτη;»
Απότομα, η Νιρρώνη πήρε καθιστή θέση πάνω στο κρεβάτι. «Δεν ξέρεις τι λες! Εσύ δε συμφώνησες να τον αγοράσεις; Τι μου λες τώρα;» Είχε αναστατωθεί.
Ο Τάμπριελ ανασηκώθηκε πλάι της. «Ο χάρτης σου είναι ψεύτικος. Δεν φτιάχτηκε πριν από χρόνια. Φτιάχτηκε πριν από μέρες.»
«Εντάξει, αν δε θες μην τον πάρεις.» Η Νιρρώνη σηκώθηκε απ’το κρεβάτι. «Πάρε και τα λεφτά σου πίσω και δος μου τον χάρτη, ίσως κάποιος άλλος να ενδιαφέρ–»
Ο Τάμπριελ την έπιασε απ’τον καρπό, τραβώντας την πίσω, στο κρεβάτι. «Ποιος σ’έβαλε να μου τον πουλήσεις;»
«Κανένας! Πάρε τα λεφτά σου κι άσε με!»
Ο Τάμπριελ, όμως, συνέχιζε να σφίγγει τον καρπό της. «Σε ρωτάω ξανά–»
Ο αγκώνας της τον χτύπησε στο διάφραγμα, και η Νιρρώνη πετάχτηκε πάνω. Έσκυψε για να μαζέψει τα ρούχα της από το πάτωμα. Τα κράτησε στην αγκαλιά της και πήγε προς την πόρτα–
Το χέρι του Τάμπριελ απλώθηκε και την άρπαξε απ’τον αστράγαλο σωριάζοντάς την κάτω. Μια ακούσια κραυγή βγήκε απ’τα χείλη της· προσπάθησε να γυρίσει, και η άλλη της φτέρνα τον χτύπησε, όχι τυχαία, στο πλάι του κεφαλιού, βίαια. Ο Τάμπριελ είδε χρώματα να χορεύουν μπροστά στα μάτια του. Η σκύλα ήξερε να πολεμά! Όχι σαν Μαύρη Δράκαινα, σίγουρα, αλλά ήξερε. Δεν άφησε, όμως, το χτύπημα στο κεφάλι να τον παραλύσει: προτού η Νιρρώνη σηκωθεί απ’το πάτωμα, πήδησε πάνω της πλακώνοντάς την. Και το χέρι του έκλεισε το στόμα της μόλις εκείνη έκανε να ουρλιάξει.
Το περιδέραιο βρισκόταν ακόμα στο λαιμό της, και ο Τάμπριελ είδε το πολυεδρικό πετράδι του να γυαλίζει καθώς η Βιβεϊρλώταθ σάλευε εντός του, ανήσυχα, καταλαβαίνοντας ότι ο αφέντης της είχε μπλέξει. Η θεά, όμως, ήταν πολύ άγρια· αν την ελευθέρωνε, ίσως η δύναμή της να σκότωνε τη Νιρρώνη, κι αυτό δεν το ήθελε. Όχι, τουλάχιστον, προτού μάθει ποιος την είχε στείλει.
Η Νιρρώνη τού δάγκωσε την παλάμη, τρυπώντας το δέρμα του. Ο Τάμπριελ γρύλισε και τη χαστούκισε δυνατά. Το χέρι της προσπάθησε ν’αρπάξει τους όρχεις του, αλλά εκείνος έκανε πίσω και, καθώς ήταν ζαλισμένη, τα δάχτυλά της έκλεισαν επάνω στις τρίχες του – και τις τράβηξαν, ξεριζώνοντας αρκετές. Ο Τάμπριελ μούγκρισε και τη χαστούκισε ξανά, δυνατότερα. Αίμα πετάχτηκε απ’τη μύτη της, βάφοντας το πρόσωπό της.
«Μα τις Λάμιες, θα σε σκοτώσω! Πες μου ποιος σ’έστειλε να μου δώσεις αυτό τον καταραμένο χάρτη, και η ιστορία θα τελειώσει εδώ – σ’το υπόσχομαι. Θα είναι λες και δεν σε ξέρω. Αλλά μόνο αν μου πεις!»
Η Νιρρώνη ήταν λαχανιασμένη, και έφτυνε αίμα. Δάκρυα γυάλιζαν στα μάτια της. «Δεν έχω τίποτα εναντίον σου,» του είπε. «Είχα μονάχα ακούσει για σένα.»
«Δεν είπα ότι έχεις κάτι εναντίον μου. Θέλω όμως να μάθω ποιος σε πλήρωσε να μου δώσεις τον χάρτη.»
Η Νιρρώνη ξεροκατάπιε. «Άσε με να σηκωθώ. Θα σου πω.»
«Μην προσπαθήσεις να φύγεις,» την προειδοποίησε ο Τάμπριελ, και πήρε το περιδέραιο απ’το λαιμό της. Σηκώθηκε από πάνω της και τη βοήθησε κι εκείνη να σηκωθεί.
Η Νιρρώνη έτρεμε σύγκορμη, τώρα που η πάλη τους είχε τελειώσει.
Ο Τάμπριελ άναψε μια λάμπα, και της έδωσε ένα μαντήλι για να σκουπιστεί. Μετά γέμισε δύο κύπελλα με κρασί, ένα για εκείνη κι ένα για τον εαυτό του.
«Ευχαριστώ,» είπε η Νιρρώνη και ήπιε το μισό κύπελλο, καθισμένη στην άκρια του κρεβατιού.
Ο Τάμπριελ είχε καθίσει στο αντικρινό κρεβάτι – το κρεβάτι του Καλέφραζ – και την παρατηρούσε, περιμένοντάς τη να του πει για τον εργοδότη της.
«Ένας άντρας ήρθε και με βρήκε. Δεν τον έχω ξαναδεί· δεν πρέπει νάναι από τούτα τα μέρη. Έμοιαζε με τους άλλους που είναι μαζί σου: αυτούς από το Τάρσαζ.»
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε. Άνθρωπος του Πρωθιερέα; Του Αριστερού Χεριού; «Πώς τον έλεγαν;»
«Δε μου είπε τ’όνομά του.» Περιέγραψε την εμφάνισή του, όμως.
Δε μου θυμίζει κάτι, σκέφτηκε ο Τάμπριελ, και της έκανε νόημα να συνεχίσει.
Η Νιρρώνη στράγγισε το κύπελλό της. «Με πλήρωσε. Καλά λεφτά. Τρακόσια λουριά. Μου είπε ότι ήθελε να φτιάξω έναν πλαστό χάρτη που υποτίθεται πως οδηγεί στο δέντρο που ψάχνεις αλλά στην πραγματικότητα οδηγεί σ’ένα πολύ επικίνδυνο μέρος της ζούγκλας. Του απάντησα ότι αυτό εύκολα μπορούσε να γίνει.»
«Πού οδηγεί ο χάρτης σου, λοιπόν;»
«Σ’ένα μέρος μ’ανθρωποφάγους.»
«Και τι είσαι, τελικά; Πόρνη σίγουρα είσαι. Είσαι και… κατάσκοπος, όπως υπέθεσα;»
Η Νιρρώνη μειδίασε, μοιάζοντας να έχει αρχίσει να επανακτά το τουπέ της. «Κατάσκοπος… Δεν ξέρω αν είμαι κατάσκοπος. Κάνω διάφορες επικίνδυνες δουλειές που άλλοι δεν τις κάνουν. Έχω ανοίξει τη δευτερεύουσα πύλη ενός οχυρού για να εισβάλουν πειρατές, και έχω δηλητηριάσει έναν επικίνδυνο πειρατή μέσα στην καμπίνα του πλοίου του, καταφέρνοντας μετά να γλιτώσω από το πλήρωμά του. Κι αυτά δεν είναι τα μόνα που έχω κάνει.»
Ο Τάμπριελ ήπιε μια γουλιά κρασί από το κύπελλό του, παρατηρώντας την. Τοπική Μαύρη Δράκαινα… με τη διαφορά ότι οι Μαύρες Δράκαινες δεν ήταν τόσο ερωτικές.
«Κι εσύ,» είπε η Νιρρώνη, «δε χαμογελάς ποτέ, ε;»
Ο Τάμπριελ χαμογέλασε. «Το βρήκες.»
Η Νιρρώνη αναστέναξε. «Να πηγαίνω τώρα.» Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι.
«Ούτε που να το σκέφτεσαι.»
Τα μάτια της γυάλισαν.
«Θέλω να με πας στον εχθρό μου,» της είπε.
Η Συνοδός του Μεγάλου Προφήτη μάς εντυπωσίασε από τότε που ανακαλύψαμε τις πολεμικές της ικανότητες, αλλά και τις ικανότητές της να καταστρώνει σχέδια και να καταλαβαίνει τα κρυφά σχέδια των άλλων. Ήμασταν τυχεροί που είχε μείνει στο Τάρσαζ και δεν είχε έρθει μαζί μας, στη Γη της Φέδλωχ, γιατί στο Βασίλειο νομίζω ότι τη χρειάζονταν περισσότερο.
Ορισμένες φορές αναρωτιέμαι: δεν έχει καθόλου αδυναμίες;
*
* * *
*
Ο Βασιλικός Αλχημιστής άναψε το φυτίλι, και απομακρύνθηκαν γρήγορα απ’το κανόνι. Αυτή τη φορά, όμως, πραγματικά δεν υπήρχε λόγος. Το όπλο δεν εξερράγη, ούτε πετάχτηκε τόσος πολύς καπνός. Μ’έναν ισχυρό κρότο, το βλήμα εκτοξεύτηκε απ’την κάννη του και διέλυσε τον κορμό ενός δέντρου αντίκρυ, σωριάζοντάς το στη γη.
«Λειτουργεί!» αναφώνησε ο Βόρχαμ ευχαριστημένα. «Χα-χα-χα! Λειτουργεί!»
Η Ανταρλίδα μειδίασε. Κάνει σαν παιδάκι, παρατήρησε. Πράγμα το οποίο δεν ταίριαζε καθόλου με την όλη του εμφάνιση.
Η Κελνίχηβ δεν χαμογελούσε, ούτε φώναζε. Τα μάτια της, όμως, γυάλιζαν, κι αναμφίβολα από το μυαλό της περνούσε πόσο χρήσιμο θα ήταν το Μεγάλο Όπλο εναντίον των εχθρών του Βασιλείου.
Η Ανταρλίδα αναρωτήθηκε και τι άλλο μπορεί να περνούσε απ’το μυαλό της. Οι δικοί σου πράκτορες είναι που προσπαθούν να σπείρουν διχόνοια ανάμεσα στους Ταργκάφλι και στους ανθρώπους του Τάρσαζ; Η Μαύρη Δράκαινα δεν είχε ακόμα καταφέρει να βρει σε ποιους ανήκαν τα εμπρηστικά βέλη.
Ο Βόρχαμ είπε: «Πρέπει να το ανακοινώσουμε στη Βασίλισσα! Αλλά πρώτα,» πρόσθεσε, «θα το δοκιμάσουμε ακόμα μία φορά. Ανταρλίδα, βοήθησέ με να βάλω άλλο ένα βλήμα στο Μεγάλο Όπλο.»
Η Ανταρλίδα τον βοήθησε. Ύστερα πρόσθεσαν εκρηκτική ύλη, έστρεψαν την κάννη του κανονιού προς έναν βράχο, και άναψαν το φυτίλι.
Το Μεγάλο Όπλο πυροβόλησε, αντηχώντας μέσα στην ανοιχτή πεδιάδα, και η φωτιά που πετάχτηκε απ’την κάννη του φώτισε προς στιγμή το σούρουπο.
Ο βράχος διαλύθηκε σε θραύσματα.
Ο Βόρχαμ αναφώνησε πάλι – μια άναρθρη κραυγή.
Η Κελνίχηβ είπε: «Έκανες καλή δουλειά, Αλχημιστή. Η Βασίλισσα είμαι βέβαιη πως θα το εκτιμήσει ιδιαιτέρως.»
*
Και η Βασίλισσα, όντως, το εκτίμησε ιδιαιτέρως. Την επόμενη κιόλας ημέρα πρόσταξε να αρχίσουν να ετοιμάζονται μαζικά Μεγάλα Όπλα στα μεταλλουργεία, για να χρησιμοποιηθούν στον πόλεμο. Ήταν ενθουσιασμένη. «Δε θα χρειάζεται πλέον να φοβόμαστε την Κοινωνία,» είπε στην Αυλή της. «Δε θ’αποτελεί απειλή για εμάς!»
Η Ανταρλίδα αναρωτήθηκε αν η Βασίλισσα είχε ξεχάσει ότι ο Τάμπριελ είχε προδεί πως και οι Ιεράρχες θα έφτιαχναν πυροβόλα όπλα. Δεν είχε νόημα, όμως, να της το θυμίσει τώρα. Εφόσον βρίσκονταν σε περίοδο πολέμου, καλύτερα το ηθικό των Ταρσάζιων να ήταν ανεβασμένο.
Και καλύτερα να μην έχουν εσωτερικές διαμάχες, σκεφτόταν μετά, καθώς εκπαίδευε τους Ταργκάφλι και τους πολεμιστές της Βασίλισσας συγχρόνως. Δεν το έχουν αναλογιστεί αυτό εκείνοι που προσπαθούν να δημιουργήσουν διχόνοια; Ακόμα κι αν οι Ταργκάφλι είναι «βάρβαροι» σύμφωνα με τα κριτήριά τους, καλύτερα να είναι βάρβαροι που βρίσκονται στο πλευρό τους και εναντίον της Κοινωνίας, παρά βάρβαροι που είναι εχθροί τους και μέσα στο ίδιο τους το Βασίλειο–
Εκτός αν…
Μια καινούργια σκέψη πέρασε απ’το μυαλό της. Μια καινούργια ιδέα. Κάτι που δεν είχε σκεφτεί καθόλου πριν. Θα μπορούσε κάποιος εξωτερικός παράγοντας να θέλει να προκαλέσει τη διχόνοια; Όπως, ας πούμε, ο Μέγας Ιεράρχης;
Η Παντοκράτειρα έτσι δε θα έκανε; Ναι, σίγουρα έτσι θα έκανε. Προτού επιτεθεί, θα προσπαθούσε να προκαλέσει εσωτερικά προβλήματα ώστε η χώρα να είναι πλήρως αποδιοργανωμένη.
Η Ανταρλίδα, όμως, δεν μπορούσε να είναι βέβαιη πως ο Ιεράρχης έφταιγε. Χρειαζόταν κι άλλα στοιχεία.
Να πάρει! Γιατί να μην τα έχω καλά με την Κελνίχηβ; Έχει στη διάθεσή της ολόκληρο δίκτυο κατασκόπων. Αν τα είχα καλά μαζί της, θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε σ’αυτή την υπόθεση, να μάθουμε την αλήθεια.
Αν, όμως, κάνω λάθος και το Αριστερό Χέρι είναι που θέλει να προκαλέσει τα προβλήματα;…
Μπορεί να είναι τόσο ηλίθια, μα τα κέρατα του Κάρτωλακ; Είναι δυνατόν;
Η Ανταρλίδα παρέμεινε αναποφάσιστη.
*
Οι Ταργκάφλι δεν ήταν περιορισμένοι στον καταυλισμό τους. Μπορεί να κατοικούσαν εκεί – αφού η Φέντινκεχ ήταν αδύνατο να φιλοξενήσει δύο χιλιάδες ανθρώπους έτσι ξαφνικά – αλλά έμπαιναν κι έβγαιναν στην πρωτεύουσα του Βασιλείου ελεύθερα. Κατόπιν διαταγής της Βασίλισσας, κανένας δεν τους εμπόδιζε. Ήταν έμπιστοι του Προφήτη, και οι Ταρσάζιοι όφειλαν να τους σέβονται όπως και τους συμπολίτες τους.
Οι Ταργκάφλι, λοιπόν, είχαν αναπτύξει μια κάποια δραστηριότητα εντός της πόλης. Στην Αρένα έβαζαν στοιχήματα, και ορισμένοι μάλιστα πολεμούσαν – με αρκετή επιτυχία. Στη Μεγάλη Αγορά και στη Λιμαναγορά εμπορεύονταν αντικείμενα και ζώα, ή απλά έκαναν βόλτα και αγόραζαν. Ακόμα και στο Θέατρο των Φεγγαριών τούς είχαν δει να πηγαίνουν για να παρακολουθήσουν παραστάσεις – και ορισμένοι αριστοκράτες είχαν διαμαρτυρηθεί στη Βασίλισσα γι’αυτό, αλλά εκείνη δεν είχε ικανοποιήσει το αίτημά τους να απαγορευτεί η είσοδος στο Θέατρο για τους Ταργκάφλι. Η ίδια η Παμράνεχ είχε πάει μια βραδιά εκεί μαζί με τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, τη σύζυγό του, και τα μικρά του παιδιά που διέμεναν στο Βασιλικό Παλάτι. (Οι κακές γλώσσες ακόμα έλεγαν ότι ήταν εραστής της. Η σύζυγός του, άραγε, το ήξερε αυτό; αναρωτιόταν η Ανταρλίδα.)
Στο Ναό του Μαράνχαλωμ, ωστόσο, δεν επιτρεπόταν να πατήσει το πόδι του κανένας Ταργκάφλι. Ο Πρώτος Αρχιερέας το είχε απαγορεύσει, και ο Πρωθιερέας είχε δηλώσει πως, αν έπιαναν Ταργκάφλι να μπαίνει στο Ναό, θα τον εκτελούσαν. (Όχι κι ο καλύτερος τρόπος για να κάνει κανείς φίλους, όφειλε να παραδεχτεί η Ανταρλίδα.) Οι Ταργκάφλι, μη θέλοντας να προκαλέσουν τους οικοδεσπότες τους, δεν πλησίαζαν καθόλου τον Ναό του Μαράνχαλωμ, ούτε εξ αποστάσεως· δεν τον κοίταζαν καν.
Τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν χειρότερα. Πολύ χειρότερα. Και, δυστυχώς, αυτό που μπορεί να συμβεί πολλές φορές έχει την τάση να συμβαίνει. Έτσι, ένας καβγάς ξέσπασε ανάμεσα στους Ταργκάφλι και σε μερικούς Ταρσάζιους, σ’ένα πανδοχείο της Μεγάλης Αγοράς που ονομαζόταν «Η Φωλιά της Καρδερίνας».
Ένας άγριος καβγάς.
Αίμα χύθηκε στα τραπέζια και στο πάτωμα. Και μέσα στους Ταρσάζιους που ενεπλάκησαν ήταν κι ένας γνωστός ευγενής και η παρέα του. Ο ευγενής τραυματίστηκε στα πλευρά, από λεπίδα. Κάποιος από την παρέα του σκοτώθηκε καθώς, αφού κι εκείνος τραυματίστηκε, τον ποδοπάτησαν. Ένας απ’τους Ταργκάφλι επίσης έχασε τη ζωή του, και η φρουρά μάζεψε τους υπόλοιπους και τους έκλεισε στις φυλακές.
Το παλάτι αναστατώθηκε μες στη νύχτα. Φωνές αντηχούσαν στους διαδρόμους και στις αίθουσες του, προερχόμενες κυρίως από την Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου. Η Αυλή συγκεντρωνόταν άρον-άρον.
Η Ανταρλίδα βγήκε απ’τα διαμερίσματά της και ακολούθησε τις φωνές για να φτάσει στην πηγή τους. Έτυχε να βρεθεί κοντά στη Γιλράνιχ, μέσα στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην Αίθουσα του Θρόνου, και τη ρώτησε τι είχε συμβεί. Ο σύζυγός της, ο Ερβάδαζ, βρισκόταν μακριά από εδώ, πιο βαθιά μέσα στο πλήθος και πιο κοντά στον Αργυρόντυτο Θρόνο όπου καθόταν η Βασίλισσα Παμράνεχ.
Η Γιλράνιχ είπε στην Ανταρλίδα για τον αιματηρό καβγά στη Φωλιά της Καρδερίνας. Εκείνη θέλησε να μάθει γιατί είχε συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά η Γιλράνιχ δε γνώριζε λεπτομέρειες: «κι εμένα τώρα μου το είπαν,» εξήγησε.
Η Ανταρλίδα στράφηκε προς τη μεριά κάποιου που ούρλιαζε, εξοργισμένος. «Απαράδεκτο!» έλεγε. «Απαράδεκτο! Οι βάρβαροι πρέπει να διωχτούν! Να διωχτούν! Παραλίγο να σκοτώσουν το παιδί μου!»
«Ησυχία!» φώναζε η Παμράνεχ. «Παρακαλώ, ησυχία, να καταλάβουμε τι έγινε!» Αλλά η φωνή της χανόταν μέσα στον χαλασμό που επικρατούσε.
«ΗΣΥΧΙΑ!» βροντοφώναξε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ. «Δεν ακούτε τη Βασίλισσά σας; ΗΣΥΧΙΑ!» Η κατάμαυρη όψη του ήταν πιο άγρια από ποτέ άλλοτε. Και πίσω του η Ανταρλίδα μπορούσε να διακρίνει την Κελνίχηβ, μισοκρυμμένη στις σκιές, στα άκρα της αίθουσας.
Οι φωνές του Πρίγκιπα κατάφεραν να επιβάλλουν μια κάποια τάξη.
«Μας επιτέθηκαν, Άρχοντά μου!» είπε μια ξανθιά νεαρή γυναίκα.
Ο Μάρνεζ στράφηκε στο μέρος της. «Ήσουν εκεί;»
«Ναι. Οι βάρβαροι μάς χίμησαν σαν άγρια θηρία, χωρίς να τους πειράξουμε καθόλου!»
«Δεν είναι δυνατόν!» είπε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.
«Σκασμός, βάρβαρε! Σκασμός!» ούρλιαξε σαν να τον έπνιγαν ο ευγενής που φώναζε και πριν. Πρέπει να ήταν πενηντάρης, και είχε γκρίζα μαλλιά και μούσια· τα μάτια του ήταν κατάμαυρα. «Φύγε από δω πέρα! Δεν έχεις θέση εδώ!»
Ορισμένοι άλλοι φώναξαν συμφωνώντας.
«Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ είναι φιλοξενούμενός μου!» δήλωσε η Βασίλισσα καθώς σηκωνόταν απ’τον θρόνο της. «Και δεν θα προσβάλλετε έτσι έναν φιλοξενούμενό μου! Με καταλαβαίνετε;»
«Μα, Βασίλισσά μου, είναι βάρβαρος! Παραλίγο να σκοτώσουν το παιδί μου! Και σκότωσαν τον–!»
«Δεν το έκανε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ αυτό. Ατυχήματα συμβαίνουν–»
«ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ!;» Ο ευγενής έγινε κατακόκκινος. Ήταν έξω φρενών.
«Τις προάλλες έκαψαν εκείνη την αγροικία!» φώναξε κάποιος. «Τι άλλο περιμένουμε να κάνουν; Εισβολή για να μας σκοτώσουν όλους!»
Φωνές από παντού.
«ΗΣΥΧΙΑ!» φώναξε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ. «Κάντε ησυχία!»
«Ζητάτε να μάθετε τι έγινε στο πανδοχείο,» φώναζε συγχρόνως ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, «αλλά δεν βλέπω κανέναν από τους Ταργκάφλι εδώ! Βλέπω μόνο δικούς σας ανθρώπους–!»
«Δε μας ενδιαφέρει η γνώμη βαρβάρων!»
«Εδώ είναι άνθρωποι που θα πουν την αλήθεια!»
«Οι Ταργκάφλι μου δεν είναι ψεύτες!» διαμαρτυρήθηκε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.
«Είναι φονιάδες!»
«Φονιάδες!»
«Φονιάδες!»
Κάποιος τράβηξε σπαθί.
«Βγάλτε τους έξω!» πρόσταξε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ τους φρουρούς της αίθουσας. «Βγάλτε τους έξω! Όλους! Τώρα! Έξω!»
Οι ευγενείς διαμαρτύρονταν και φώναζαν, αλλά οι φρουροί δεν έδιναν σημασία στις φωνές τους· τραβούσαν και έσπρωχναν όσους δεν ήθελαν να φύγουν ειρηνικά.
Προσπάθησαν να διώξουν και την Ανταρλίδα, αλλά εκείνη είπε ήρεμα: «Θέλω να μείνω. Εκτός αν ο ίδιος ο Πρίγκιπας έχει πρόβλημα μ’αυτό, οπότε θα φύγω.»
Ο φρουρός που την είχε πλησιάσει ένευσε. «Εντάξει, Εξοχότατη. Περάστε.» Και παραμέρισε, για να μπορέσει εκείνη να γλιστρήσει από την άκρη του πλήθους.
Η διπλή πόρτα της αίθουσας έκλεισε με πάταγο και αμπαρώθηκε.
Η Παμράνεχ κάθισε στον Αργυρόντυτο Θρόνο, ξεφυσώντας. Ήταν πρόχειρα ντυμένη, παρατήρησε η Ανταρλίδα τώρα που ο σαματάς είχε λήξει. Πρέπει να την είχαν ξυπνήσει άρον-άρον κι αυτήν.
«Αυτό που έγινε ήταν ανεπίτρεπτο,» είπε ο Μάρνεζ στον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.
«Πραγματικά, δεν ξέρω πώς συνέβη, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Κοίταξε, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ,» είπε ο Μάρνεζ, ψύχραιμα δεδομένης της κατάστασης, «το γνωρίζεις ότι σε εκτιμώ, και ότι… δεν περίμενα να σε βρω έτσι όπως σε βρήκα.» Μειδίασε. «Δηλαδή, πιο πολιτισμένο απ’ό,τι νόμιζα, για να είμαι ειλικρινής. Ωστόσο, αν συμβαίνουν τέτοια πράγματα… δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε αυτό. Θα προκληθούν ένα σωρό αναταραχές.»
«Είσαι, όμως, βέβαιος ότι οι Ταργκάφλι μου φταίνε για ό,τι συνέβη;» τον ρώτησε ευθέως ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.
Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ δε μίλησε αμέσως, και ο Ερβάδαζ είπε: «Δε νομίζω πως τους ευγενείς θα τους ενδιαφέρει ποιος έφταιγε για το συμβάν. Ένας άνθρωπος σκοτώθηκε, κι ένας άλλος τραυματίστηκε άσχημα.»
«Και ο Ταργκάφλι που σκοτώθηκε δεν είναι άνθρωπος, Υπασπιστή;» είπε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ με το γενειοφόρο σαγόνι του σφιγμένο από θυμό.
«Οι οικογένειες των ευγενών που–» άρχισε ο Ερβάδαζ, αλλά η Παμράνεχ τον διέκοψε.
«Θέλω να μου φέρεις τους Ταργκάφλι εδώ,» του είπε.
«Είναι στη φυλακή, Μεγαλειοτάτη.»
«Το ξέρω πως είναι στη φυλακή. Πρόσταξε να τους βγάλουν από εκεί και να τους φέρουν εδώ.»
Ο Ερβάδαζ έκανε μια σύντομη υπόκλιση. «Όπως επιθυμείτε.» Και αποχώρησε από την αίθουσα.
Η Κελνίχηβ παρατηρούσε χωρίς να μιλά.
Η Ανταρλίδα την πλησίασε από το πλάι.
Το Αριστερό Χέρι στράφηκε να κοιτάξει τη Μαύρη Δράκαινα, με τα μάτια στενεμένα και με καχύποπτη έκφραση στο πρόσωπο.
«Οι κατάσκοποί σου τι λένε;» τη ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Δεν έχω καμία πληροφόρηση ακόμα.»
Οι φρουροί και ο Ερβάδαζ έφεραν στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου τους Ταργκάφλι που είχαν εμπλακεί στον καβγά. Δεκατρείς ήταν στο σύνολό τους, και οι πέντε φαίνονταν τραυματισμένοι· οι θεραπευτές της φρουράς, ωστόσο, είχαν περιποιηθεί τα τραύματά τους. Τα βλέμματα των Ταργκάφλι ήταν άγρια, οργισμένα.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τούς είπε ότι αυτό που συνέβη δεν έπρεπε ποτέ να είχε συμβεί, και τους ζήτησε να διηγηθούν τα πράγματα ακριβώς όπως έγιναν, μιλώντας στην Οικουμενική ώστε να καταλαβαίνουν όλοι οι παρευρισκόμενοι.
Οι Ταργκάφλι είπαν ότι είχαν πάει να περάσουν τη βραδιά τους στη Φωλιάς της Καρδερίνας. Το ένα ποτό είχε φέρει το άλλο και είχαν μείνει μέχρι αργά τη νύχτα. Σε κάποια στιγμή, ένας ευγενής μπήκε μαζί με την παρέα του. Αφού κι αυτοί ήπιαν κάμποσα ποτά, άρχισαν να λένε δυνατά πόσο αντιπαθούσαν τους Ταργκάφλι, και ότι κανονικά αυτά τα «βρομερά κτήνη» δε θα έπρεπε να μπαίνουν σε ευπρεπή πανδοχεία όπως η Φωλιά της Καρδερίνας. Η πανδοχέας τούς ζήτησε να μην προκαλούν, αλλά αυτοί την αγνόησαν επιδεικτικά. Και, μετά από λίγο, ένας τους φώναξε στους Ταργκάφλι να σηκωθούν και να φύγουν, και να πάψουν να λερώνουν το χώρο με την παρουσία τους. Οι Ταργκάφλι τον αγνόησαν· εκείνος όμως δε σταμάτησε, και σύντομα μια γυναίκα της συντροφιάς τους, καθώς κι ο ευγενής που ήταν η κεφαλή της παρέας, τον μιμήθηκαν.
«Τους φώναξα να το βουλώσουν,» παραδέχτηκε ένας Ταργκάφλι ενώπιον της Βασίλισσας και του Ο’Μάλζεκ Χάλρικ. Η παρέα του ευγενή, όμως, απάντησε ότι εκείνος έπρεπε να το βουλώσει, και τον περιέλουσαν, αυτόν και τους υπόλοιπους, μ’ένα σωρό χυδαίες βρισιές για τις μάνες τους και τη φυλή τους.
«Τους απείλησα πως αν δεν το έκλειναν θα σηκωνόμασταν επάνω και θα τους ξυλοφορτώναμε. Και τότε ήταν που μας εκτόξευσαν δύο κούπες και μία καρέκλα, φωνάζοντας ότι δε μας φοβόνταν.»
«Κι εσείς πώς απαντήσατε;» ρώτησε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.
«Πώς ν’απαντήσουμε, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ; Παρομοίως.»
«Τους επιτεθήκατε;»
«Δε μας άφησαν άλλη επιλογή!» είπε εμφατικά μια άλλη Ταργκάφλι.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ αναστέναξε κουρασμένα, κουνώντας το κεφάλι του.
«Αυτός,» είπε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, «δεν είναι ο πρώτος καβγάς που έχει γίνει σε ταβέρνα μεταξύ Ταργκάφλι και δικών μας πολιτών…»
«Κανένας άλλος καβγάς, όμως, δεν κατέληξε σε νεκρούς, Υψηλότατε,» τόνισε ο Ερβάδαζ, «ή σε βαριά τραυματισμένους.»
«Οι δαιμονισμένοι ήταν σαν επίτηδες να ήθελαν να μας προκαλέσουν!» είπε ένας Ταργκάφλι.
«Τι ‘σαν’;» φώναξε η Ταργκάφλι που είχε μιλήσει και πριν – μια κορακομάλλα, ψηλή, εύσωμη γυναίκα. «Επίτηδες το έκαναν, σίγουρα!»
«Σιωπή!» τους διέκοψε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ προτού συνεχίσουν. «Τι θα κάνω τώρα, μπορείτε να μου πείτε; Σκοτώσατε έναν άνθρωπο!»
«Κι αυτοί σκότωσαν έναν δικό μας άνθρωπο, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ! Δεν ενδιαφέρεσαι τώρα για εμάς; Για ποιους ενδιαφέρεσαι; Γι’αυτούς;»
«Προσπαθώ να–»
«Θα εφαρμοστεί ο νόμος,» δήλωσε η Βασίλισσα καθώς σηκωνόταν από τον Αργυρόντυτο Θρόνο. «Ο νόμος του Τάρσαζ. Ο φόνος τιμωρείται με τη θανατική ποινή.»
«Και οι δικοί μας άνθρωποι σκότωσαν έναν δικό τους, μητέρα,» της θύμισε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ.
«Το ξέρω. Και, όπως είπα, θα εφαρμοστεί ο νόμος.»
«Αστειεύεσαι, υποθέτω! Αν εκτελέσεις κάποιον από τους ευγενείς επειδή σκότωσε έναν Ταργκάφλι, θα γίνει χάος!»
«Ο Πρίγκιπας έχει δίκιο, Βασίλισσά μου,» είπε η Κελνίχηβ, που μέχρι τότε ήταν σιωπηλή και παρατηρητική.
Η Παμράνεχ την αγριοκοίταξε. «Έχεις κάτι καλύτερο να προτείνεις;»
«Ναι,» αποκρίθηκε το Αριστερό Χέρι. «Αλλά διώξε αυτούς εδώ, πρώτα.» Έδειξε, με μια κίνηση του σαγονιού, τους Ταργκάφλι.
Η Βασίλισσα έκανε νόημα να τους πάρουν από την αίθουσα. «Πηγαίνετέ τους στη φυλακή,» πρόσταξε. «Για την ώρα.»
Οι φρουροί συγκεντρώθηκαν γύρω τους, κι ένας Ταργκάφλι φώναξε: «Ο’Μάλζεκ Χάλρικ!»
«Μην ανησυχείτε,» τους είπε εκείνος. «Είναι προσωρινό.»
Οι Ταργκάφλι φαίνονταν δυσαρεστημένοι, εξοργισμένοι, αλλά δεν μπορούσαν παρά να ακολουθήσουν τους φρουρούς.
Η Παμράνεχ στράφηκε στην Κελνίχηβ. «Λοιπόν;»
«Προτείνω,» είπε το Αριστερό Χέρι, «να… ξεχάσουμε το όλο περιστατικό.»
«Να το ξεχάσουμε!» αναφώνησε ο Ερβάδαζ.
«Κι όμως,» είπε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, «είναι πράγματι το πιο διπλωματικό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αν εφαρμόσουμε σωστά τον νόμο, η οργή των ευγενών θα είναι άνευ προηγουμένου. Αν εφαρμόσουμε μονομερώς τον νόμο, εκτελώντας μόνο τον Ταργκάφλι που σκότωσε, τότε πιθανώς να παρακινήσουμε τους Ταργκάφλι σε πράξεις βίας.»
«Ακριβώς, Πρίγκιπά μου,» ένευσε η Κελνίχηβ, βαδίζοντας για να σταθεί πλάι του. «Ακριβώς.»
«Ένας απ’τους Ταργκάφλι, πάντως, είχε δίκιο σε κάτι που είπε…»
Άπαντες στράφηκαν να κοιτάξουν την Ανταρλίδα.
«Τι είπε;» τη ρώτησε ο Μάρνεζ.
«Ότι ο ευγενής και η παρέα του έμοιαζαν να προσπαθούν επίτηδες να τους προκαλέσουν.»
«Θέλεις να πεις ότι επιθυμούσαν να δεχτούν επίθεση από τους Ταργκάφλι;»
«Έτσι φαίνεται. Εκτός αν είναι τελείως ηλίθιοι.»
«Πρόσεχε τα λόγια σου,» της είπε ο Πρίγκιπας. «Μπορεί να βρίσκεσαι στο παλάτι, αλλά εξακολουθείς να είσαι μια ξένη ανάμεσά μας.»
«Δεν το λέγατε αυτό όταν σας βοηθούσα να φτιάξετε τα πυροβόλα όπλα, Πρίγκιπά μου. Ούτε το θυμάστε όταν εκπαιδεύω τους πολεμιστές σας.»
Ο Μάρνεζ την αγριοκοίταξε χωρίς να μιλήσει.
«Είσαι απαράδεκτα θρασύς προς τον Πρίγκιπα!» της είπε η Κελνίχηβ.
«Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα διπλωματικά αλλά δίχως ν’αλλάξει τίποτα στην όψη της. «Όμως το γεγονός παραμένει: πιστεύω ότι πιθανώς η παρέα του ευγενή να ήθελε επίτηδες να προκαλέσει τους Ταργκάφλι.»
«Ας τους καλέσουμε,» πρότεινε η Παμράνεχ καθίζοντας πάλι στον θρόνο, «να μας πουν τη δική τους εκδοχή για το τι έγινε.»
Κανένας δεν διαφώνησε με τη Βασίλισσα.
Η παρέα του ευγενή ήρθε χωρίς τον ίδιο, ο οποίος ήταν τραυματισμένος. Η Παμράνεχ τούς ζήτησε να της πουν τι έγινε – ήρεμα αυτή τη φορά, τόνισε, όχι φωνάζοντας. Εκείνοι αποκρίθηκαν ότι είχαν αρχίσει να μιλάνε αναμεταξύ τους και, επειδή οι Ταργκάφλι έτυχε να κρυφακούσουν μερικά πράγματα από την κουβέντα τους, τους απείλησαν ότι θα τους έκαναν κακό.
«Τι πράγματα έτυχε να κρυφακούσουν;» ρώτησε η Βασίλισσα. «Μιλούσατε γι’αυτούς;»
Παραδέχτηκαν πως, ναι, πράγματι μιλούσαν γι’αυτούς. Έλεγαν ότι οι Ταργκάφλι έπρεπε να φύγουν από το Βασίλειο. «Κι αυτή είναι η γνώμη μας, Μεγαλειοτάτη! Και πολλών άλλων, επίσης. Δεν είχαν κανένα δικαίωμα να μας επιτεθούν όπως μας επιτέθηκαν. Βρίσκονται στη δική μας χώρα ενώ δεν θα έπρεπε να βρίσκονται!» είπε μια νεαρή γυναίκα με μακριά, ξανθά μαλλιά.
«Οι Ταργκάφλι ισχυρίστηκαν ότι τους βρίζατε ευθέως, και ότι τους εκτοξεύσατε κούπες και μια καρέκλα,» είπε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ.
«Ψέματα, Πρίγκιπά μου! Οικτρά και δόλια ψέματα!» αποκρίθηκε ένας άντρας, κοντός και παχουλός, με μούσι και λευκό δέρμα.
Η Ανταρλίδα θυμήθηκε ότι οι Ταργκάφλι είχαν πει πως αυτός που από την αρχή τούς έβριζε και τους έλεγε να φύγουν ήταν ένας κοντός, παχουλός άντρας με μούσι. Για φαντάσου…
«Αυτοί οι Ταργκάφλι πρέπει να εκτελεστούν, Βασίλισσά μου,» συνέχισε ο άντρας. «Παραδειγματικά. Για να μην κάνουν κι άλλοι του είδους τους τα ίδια.»
«Ποιο είναι το όνομά σου;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.
Ο άντρας βλεφάρισε στρεφόμενος να την κοιτάξει. «Με συγχωρείτε;»
«Εσύ σίγουρα ξέρεις ποια είμαι.»
«Το όνομά μου είναι Έρνεζ λαρ Μόνρεοκ. Έμπορος είμαι. Υπάρχει λόγος γι’αυτήν την ερώτηση;»
«Νόμιζα ότι ίσως να σ’έχω ξαναδεί.»
«Δεν αποκλείεται· έχω φίλους ανάμεσα σε πολλούς ευγενείς.»
Η Ανταρλίδα δεν μίλησε άλλο.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ είπε στην παρέα του ευγενή: «Αυτά που λέτε έρχονται σε αντίθεση μ’αυτά που μου είπαν οι Ταργκάφλι πριν από λίγο.»
«Και θα πιστέψετε τους βαρβάρους, Βασίλισσά μου;» απόρησε η ξανθιά γυναίκα δείχνοντας σοκαρισμένη.
«Το ποιους θα επιλέξω να πιστέψω είναι δική μου υπόθεση,» αποκρίθηκε η Παμράνεχ. «Προς το παρόν μπορείτε να πηγαίνετε. Σας ευχαριστώ που ήρθατε για να ξεκαθαρίσουμε το θέμα.»
Υποκλίθηκαν και έφυγαν. Η διπλή πόρτα της αίθουσας έκλεισε πίσω τους από τα χέρια των φρουρών.
«Λένε ψέματα, Βασίλισσά μου,» είπε η Ανταρλίδα.
«Ας μη βγάζουμε τέτοια συμπεράσματα,» μούγκρισε ο Μάρνεζ.
Είναι προφανές σε όσους δεν είναι τυφλοί!
Και ο Πρίγκιπας συνέχισε: «Η λύση της Κελνίχηβ είναι, ούτως ή άλλως, η καλύτερη.»
«Βασίλισσά μου,» ρώτησε η Ανταρλίδα, «μπορώ να μιλήσω για κάποιες… ανακαλύψεις μου;»
Η Παμράνεχ συνοφρυώθηκε. «Τι ανακαλύψεις έχεις κάνει, Ανταρλίδα;»
Η Μαύρη Δράκαινα τής είπε για τα βέλη, και πρόσθεσε ότι πίστευε πως κάποιοι προσπαθούσαν να βάλουν τους Ταρσάζιους να βρεθούν σε πόλεμο με τους Ταργκάφλι. «Ο Μέγας Ιεράρχης, ίσως. Είναι ο μόνος που μπορώ να σκεφτώ ότι θα είχε να επωφεληθεί από κάτι τέτοιο.»
«Τα παραλές,» είπε η Κελνίχηβ. «Τα πράγματα, μάλλον, είναι πιο απλά. Οι υπήκοοι του Τάρσαζ δεν θέλουν τους Ταργκάφλι εδώ. Είναι πασιφανές.»
«Βρήκα τις ίδιες κεφαλές βελών και στον καταυλισμό των Ταργκάφλι και στην πυρπολημένη αγροικία,» τόνισε πάλι η Ανταρλίδα.
«Αυτό δεν σημαίνει υποχρεωτικά κάτι.»
«Πιστεύεις ότι είναι τυχαίο;»
«Ίσως.» Αλλά είχε συνοφρυωθεί· το μέτωπό της είχε ζαρώσει. Η Ανταρλίδα αναρωτήθηκε γιατί. Φοβάται ότι θα ανακαλυφθεί κάποια σκευωρία της; Ή σκέφτεται ότι μπορεί να της ξέφυγε κάτι; Κάτι που δεν θα έπρεπε να της είχε ξεφύγει γι’αυτά που συμβαίνουν μες στο Βασίλειο;
Η Μαύρη Δράκαινα γέλασε. «Με κοροϊδεύεις!»
Η Κελνίχηβ μόρφασε, αγριεμένη. «Πώς τολμάς;»
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι είσαι το Αριστερό Χέρι του Θρόνου και, συγχρόνως, τόσο αφελής.»
«Μ’αποκαλείς αφελή τώρα; Ποια νομίζεις ότι είσαι; Επειδή μας έδειξες πώς να φτιάχνουμε μερικά όπλα, πίστεψες ξαφνικά ότι το Τάρσαζ είναι δικό σου;»
Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της Κελνίχηβ και τον έσφιξε, σα να ήθελε να της πει να συγκρατήσει τον εαυτό της.
«Μην αλλάζεις την κουβέντα,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Είμαι βέβαιη πως αποκλείεται να πιστεύεις ότι πρόκειται για απλή σύμπτωση. Αν θες μπορώ να σου δείξω τις κεφαλές των βελών, να τις δεις και μόνη σου.»
Η Κελνίχηβ φάνηκε, χωρίς δυσκολία, να επανακτά την αυτοκυριαρχία της. «Να μου τις δείξεις. Αύριο.»
«Καλώς.»
Η Παμράνεχ είπε, τότε: «Θέλω να το ερευνήσετε οι δυο σας. Θέλω να μάθω αν όντως πρόκειται για σκευωρία των Ιεραρχών, όπως φοβάται η Ανταρλίδα.»
Η Κελνίχηβ δεν φάνηκε ευχαριστημένη απ’αυτό. «Βασίλισσά μου, η Ανταρλίδα εκπαιδεύει τους πολεμιστές μας.»
«Δεν τους εκπαιδεύει όλη μέρα. Την υπόλοιπη ημέρα μπορείτε να συνεργάζεστε.»
Η Κελνίχηβ ήταν έτοιμη να βγει απ’τα ρούχα της, αλλά δεν το έδειχνε και τόσο. «Μάλιστα, Βασίλισσά μου,» είπε δαγκωτά.
Ενώ η Ανταρλίδα σκεφτόταν: Γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ, γαμώ! Τι νομίζουν ότι είμαι εδώ πέρα; Σκλάβα τους; Παρ’όλ’αυτά, η έρευνα που είχε προστάξει η Παμράνεχ την ενθουσίαζε: ήταν κάτι που έσπαγε την ηλίθια ρουτίνα της. Κάτι που ταίριαζε σε μια Μαύρη Δράκαινα.
Αυτή η Νιρρώνη δεν ήταν άτομο που μπορείς να εμπιστευτείς. Επιπλέον, ήταν απαίσια στους τρόπους και παλιογυναίκα. Ωστόσο ήταν η μόνη που μπορούσε να μας οδηγήσει στον άνθρωπο που είχε καταστρώσει εκείνο το σχέδιο εναντίον μας. Και προθυμοποιήθηκε και να μας βοηθήσει να τον παγιδέψουμε. Αν και νομίζω πως αυτό το τελευταίο το έκανε επειδή μας φοβόταν.
Ένα πράγμα, πάντως, ανέκαθεν με εξέπληττε με τον Μεγάλο Προφήτη: συνεχώς περίμενε να τον βοηθήσουν κάτι άκρως ελεεινά υποκείμενα. Χρειάζεται να αναφέρω ονομαστικά ποιους εννοώ;
*
* * *
*
Η πόρτα χτύπησε.
Η Νιρρώνη σηκώθηκε από τον καναπέ, όπου καθόταν και έπινε ένα ποτήρι κρασί, και άνοιξε.
Ο άντρας στο κατώφλι του σπιτιού της ήταν ψηλός, ξανθός, και λευκόδερμος. Φαινόταν γυμνασμένος κάτω από τα ταξιδιωτικά ρούχα του. Ένα ξίφος κρεμόταν από τη ζώνη του. Πολεμιστής, πιθανώς. Μισθοφόρος. Αλλά, ποιος ξέρει; ίσως να ήταν και κάτι τελείως διαφορετικό. Τα φαινόμενα απατούν.
Η Νιρρώνη χαμογέλασε και του έκανε χώρο να περάσει.
Εκείνος μπήκε στο σπίτι της, με το ξύλινο πάτωμα να τρίζει κάτω απ’τα μποτοφορεμένα πόδια του. «Όλα εντάξει;» τη ρώτησε.
«Ναι,» απάντησε η Νιρρώνη κλείνοντας την πόρτα. «Όλα εντάξει.»
«Ο Τάμπριελ έχει τον χάρτη;»
«Ναι.»
«Και σε πλήρωσε γι’αυτόν;»
«Ναι.»
«Πόσο;»
«Έχει σημασία;»
«Υποθέτω πως όχι,» είπε ο άντρας.
«Την υπόλοιπη πληρωμή μου την έχεις;»
Ο άντρας έβγαλε ένα βαλάντιο μέσα απ’τα ρούχα του και το άφησε πάνω σ’ένα στρογγυλό, ξύλινο τραπεζάκι. Στο εσωτερικό του λουριά ακούστηκαν να κουδουνίζουν.
Η Νιρρώνη πήγε να ελέγξει την πληρωμή. «Πώς σε λένε, παρεμπιπτόντως;»
«Δε χρειάζεται να ξέρεις τ’όνομά μου.»
Η Νιρρώνη τού χαμογέλασε λοξά. «Έλεγα μήπως ήθελες να μείνεις για λίγο ακόμα, προτού επιστρέψεις εκεί όπου σκοπεύεις να επιστρέψεις…» Δεν είχε μετρήσει όλα τα χρήματα, αλλά τον πλησίασε για να σταθεί κοντά του.
Ο άντρας φάνηκε να δελεάζεται.
«Δε θ’απογοητευτείς,» ψιθύρισε η Νιρρώνη στ’αφτί του.
«Δεν έχω άλλα λεφτά μαζί μου,» είπε εκείνος, αλλά το χέρι του είχε πάει στα πισινά της.
«Τίποτα; Ούτε δέκα λουριά;»
«Συμφωνείς για δέκα λουριά;» Ακουγόταν παραξενεμένος.
Η Νιρρώνη τον κοίταξε καταπρόσωπο. «Ναι, γιατί όχι; Είμαι ευδιάθετη σήμερα.» Έκανε ένα βήμα πίσω, γλιστρώντας από τα χέρια του. «Θες ένα ποτήρι κρασί πρώτα;» τον ρώτησε, βαδίζοντας προς την κάβα και λύνοντας το λουρί κάτω απ’τα στήθη της που συγκρατούσε το πάνω μέρος του φορέματός της. Το φόρεμα γλίστρησε ώς τη μέση της.
«…Ναι,» αποκρίθηκε ο άντρας κομπιάζοντας ελαφρώς.
Η Νιρρώνη γέμισε ένα ποτήρι κρασί και του το έδωσε ενώ, συγχρόνως, έπαιρνε και το δικό της ποτήρι από εκεί όπου το είχε αφήσει προτού ανοίξει την πόρτα.
Ο άντρας ήπιε, και ήπιε κι εκείνη καθώς τον οδηγούσε στον καναπέ. Όταν κάθισαν της χίμησε, χώνοντας το πρόσωπό του στα στήθη της… και μετά κοιμήθηκε μέσα στα χέρια της.
Το υπνωτικό στο ποτήρι του είχε ενεργήσει γρήγορα.
Η Νιρρώνη σηκώθηκε δένοντας πάλι το φόρεμά της.
«Μπορείτε να έρθετε!» φώναξε, και ο Τάμπριελ βγήκε από μια πλευρική πόρτα του δωματίου, ακολουθούμενος από τον Χάλρεοκ, τον Καλέφραζ, και τη Χιρκόμο.
«Αυτός είναι.» Η Νιρρώνη τούς έδειξε τον άντρα στον καναπέ.
Ο Τάμπριελ ρώτησε τον Χάλρεοκ: «Τον αναγνωρίζεις;»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»
«Εσύ, Καλέφραζ;»
«Ούτε.»
«Μπορείς να τον ξυπνήσεις;» είπε ο Τάμπριελ στη Νιρρώνη.
«Μπορώ.»
«Ξύπνησέ τον.»
Η Νιρρώνη πλησίασε ένα βάζο, πήρε ένα άνθος από εκεί, και πήγε πάλι κοντά στον ξανθό άντρα. Έβαλε το λουλούδι κάτω απ’τη μύτη του και, μετά από λίγο, εκείνος πετάχτηκε πάνω. Η Νιρρώνη είχε ήδη απομακρυνθεί.
Τα μάτια του γούρλωσαν βλέποντας τον κοκκινόδερμο μάγο και τους άλλους. Τράβηξε το σπαθί απ’τη μέση του.
Ο Χάλρεοκ ξεσπάθωσε επίσης. «Δε θα σ’το πρότεινα,» είπε. «Ο Τάμπριελ μπορεί να σε σκοτώσει στη στιγμή αν προστάξει τη θεά του.»
Ο άντρας έμεινε σιωπηλός. Τα μάτια του πήγαιναν από δω κι από κει, αναμφίβολα αναζητώντας δρόμο διαφυγής.
«Ποιος σ’έστειλε εδώ;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ.
Ο άντρας έτρεξε προς την εξώπορτα. Ο Χάλρεοκ τον κυνήγησε. Εκείνος στράφηκε σπαθίζοντάς τον. Ο Υπασπιστής απέκρουσε, και παραλίγο να χάσει την ισορροπία του, από τη σύγκρουση των σπαθιών, και να πέσει.
«Μακριά μου!» φώναξε ο άγνωστος άντρας, και τον ξανασπάθισε.
Τα ξίφη τους μπλέχτηκαν και πάλι, αλλά τώρα ο Χάλρεοκ δεν έχασε έδαφος. Και η Χιρκόμο ζύγωσε από δίπλα, κρατώντας το ραβδί της που στη μία άκρη είχε μια σιδερένια σφαίρα με καρφιά και στην άλλη μια μακριά λεπίδα.
«Δεν υπάρχει λόγος να σε σκοτώσουμε,» είπε ο Τάμπριελ τραβώντας το πιστόλι του. «Αλλά θα το κάνουμε αν δεν πετάξεις το σπαθί σου. Τα όπλα μας δεν μας χρειάζονται καν· η Βιβεϊρλώταθ μπορεί να σε κάνει σκόνη αν το θέλω!»
Απόγνωση φάνηκε στο πρόσωπο του άντρα. Βαριανάσαινε, και ιδρώτας γυάλιζε στο μέτωπό του. Άφησε το ξίφος του να πέσει στο ξύλινο πάτωμα.
«Ο Καπετάνιος μ’έστειλε,» είπε. «Τα χρήματα είναι δικά του. Πού να βρω εγώ τόσα χρήματα;»
Ο Χάλρεοκ συνοφρυώθηκε. «Ποιος Καπετάνιος;»
«Ο Ρολάνταζ.»
«Τι!» γρύλισε ο Χάλρεοκ. Και τον άρπαξε απ’τον γιακά, κολλώντας τον στον τοίχο. «Μας λες ψέματα!»
«Δε σας λέω ψέμ– Ογκχ!…»
Ο Χάλρεοκ τον γρονθοκόπησε στο στομάχι, αφήνοντάς τον να διπλωθεί στο πάτωμα. «Ποιος σ’έστειλε;» απαίτησε.
Ο άντρας δεν μπορούσε ακόμα να μιλήσει.
«Δεν είναι δυνατόν νάναι ο Ρολάνταζ…» μουρμούρισε ο Καλέφραζ, μοιάζοντας αναστατωμένος.
Ο Τάμπριελ, όμως, φοβόταν ότι ο Ρολάνταζ ήταν. Όποιος κι αν είναι αυτός ο ξανθός άντρας, φαίνεται πολύ τρομαγμένος για να πει ψέματα.
«Ποιος σ’έστειλε;» επανέλαβε ο Χάλρεοκ.
«Ο Καπετάνιος,» μούγκρισε ο άντρας, ακόμα διπλωμένος στο πάτωμα. «Ο Καπετάνιος Ρολάνταζ μ’έστειλε.»
«Ο Ανεμοφάγος δεν είναι εδώ, στο λιμάνι της Ράλφον,» είπε ο Τάμπριελ.
Ο άντρας πήρε μερικές βαθιές αναπνοές. «Ναι. Δεν έχει έρθει. Μας είπε να σας ακολουθήσουμε. Με μια από τις βάρκες του Ανεμοφάγου. Είπε να βρούμε έναν τρόπο να σας ξεπαστρέψουμε, χωρίς να εμπλακούμε οι ίδιοι.»
«Γιατί το έκανε αυτό;» ρώτησε ο Καλέφραζ. «Ποιος – ποιος του το ζήτησε να το κάνει;»
«Δεν ξέρω.»
«Εσύ τι είσαι;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον γονατισμένο άντρα. «Ναύτης στον Ανεμοφάγο;»
«Ναι.»
«Και τίποτε άλλο;»
«Ναι.»
Ας το πιστέψουμε. Για την ώρα. Τον υποπτευόταν για πιθανό πράκτορα του Αριστερού Χεριού.
«Πώς σε λένε;» ρώτησε ο Χάλρεοκ.
«Αρκάεμ.»
«Ντροπή,» είπε ο Χάλρεοκ. «Έχεις το όνομα του μακαρίτη του Βασιληά μας, που ήταν καλός και όχι σαν εσένα.»
«Διαταγές υπακούω, κύριε Υπασπιστή–»
Ο Χάλρεοκ τον γρονθοκόπησε καταπρόσωπο, κάνοντας το κεφάλι του να γυρίσει στο πλάι και αίμα να πεταχτεί.
Έπειτα ο Χάλρεοκ στράφηκε στον Τάμπριελ και είπε: «Τούτη είναι η δεύτερη φορά που προσπαθούν να μας σκοτώσουν όλους εξαιτίας σου!»
«Τι να πω; Είμαι δημοφιλής στο Βασίλειό σας, Χάλρεοκ…»
Ο Χάλρεοκ ρώτησε τον ξανθό άντρα: «Ποιοι είναι οι άλλοι που ήρθαν μαζί σου;»
Εκείνος τού είπε τρία ονόματα.
«Τέσσερις είστε μόνο; Κανένας άλλος;»
«Κανένας άλλος.»
«Και πού είναι τώρα;»
«Στο Μαντρί της Ψαροκυράς.»
Το ήξεραν. Ήταν ένα πανδοχείο μέτριας φήμης στην πόλη.
Ο Καλέφραζ είπε στον Τάμπριελ: «Νομίζω πως κατάλαβα… Δηλαδή έχω μια υποψία… Κάποιες ενδείξεις, για την ακρίβεια…»
«Τι θες να πεις, Καλέφραζ;»
«Η οικογένεια του Ρολάνταζ έχει ισχυρούς δεσμούς με το Ναό του Μαράνχαλωμ. Αρκετοί απ’αυτούς είναι, ή ήταν, ιερείς.»
Τα μάτια του Χάλρεοκ στένεψαν. «Ο Πρωθιερέας…!» γρύλισε.
«Δε μπορώ να είμαι σίγουρος,» είπε ο Καλέφραζ. «Αλλά είναι πιθανό.»
Ο Χάλρεοκ άρπαξε τον Αρκάεμ απ’το γιακά και τον σήκωσε όρθιο. «Θα μας πας στους φίλους σου. Τώρα.»
«Καλύτερα να ειδοποιήσουμε και τους άλλους, πρώτα,» είπε ο Καλέφραζ.
«Θα πας να τους φωνάξεις εσύ;»
«Ναι.»
«Βγες απ’την πίσω πόρτα,» του είπε η Νιρρώνη, «όπως μπήκατε.»
«Υπάρχει κίνδυνος να μας παρακολουθούν;» ρώτησε ο Χάλρεοκ. «Ποιοι; Ετούτος δω λέει πως οι σύντροφοί του είναι στο Μαντρί της Ψαροκυράς.»
«Καλύτερα να είμαστε προσεχτικοί,» αποκρίθηκε η Νιρρώνη. «Δε βλάπτει.»
*
Το Μαντρί της Ψαροκυράς ήταν ένα πανδοχείο που, παρά το όνομά του, δεν βρισκόταν στο λιμάνι. Βρισκόταν σ’έναν δρόμο πίσω απ’αυτό· και στον συγκεκριμένο δρόμο επικρατούσε πάντοτε μια μάλλον έντονη κακοσμία.
Ο Χάλρεοκ έσπρωξε την εξώπορτα, και εκείνος κι οι υπόλοιποι μπήκαν στην τραπεζαρία, όπου υπήρχε κάμποσος κόσμος καθώς πλησίαζε το μεσημέρι.
Δε χρειάστηκε ο Αρκάεμ να δείξει ποιοι ήταν οι σύντροφοί του. Τρεις άντρες – που ήταν φανερό πως δεν ήταν ντόπιοι – αμέσως σηκώθηκαν απ’το τραπέζι τους, μόλις είδαν τους Ταρσάζιους πολεμιστές και τους Ταργκάφλι να μπαίνουν μαζί με τον κοκκινόδερμο Προφήτη.
Και έτρεξαν προς την κουζίνα του πανδοχείου.
«Κυνηγήστε τους!» φώναξε ο Χάλρεοκ τραβώντας το σπαθί του· και οι πολεμιστές του κι οι Ταργκάφλι τούς κυνήγησαν, σπρώχνοντας κόσμο και ανατρέποντας τραπέζια.
Μπήκαν στην κουζίνα, στο κατόπι των συντρόφων του Αρκάεμ, και κραυγές και ήχοι θραύσης αντήχησαν από μέσα, ενώ στην τραπεζαρία σαματάς είχε επίσης αρχίσει να γίνεται. Οργισμένοι πελάτες σηκώνονταν, τραβώντας όπλα, πετώντας μπουκάλια, υψώνοντας καρέκλες.
Ο Τάμπριελ απέφυγε ένα χτύπημα και γρονθοκόπησε έναν ψηλό τύπο στο σαγόνι, σωριάζοντάς τον. Η Χιρκόμο χτύπησε έναν άλλο στο πόδι με τη σιδερένια σφαίρα του ραβδιού της. Εκείνος διπλώθηκε στο πάτωμα, ουρλιάζοντας.
«Τι νομίζετε ότι κάνετε;» κραύγασε μια χοντρή γυναίκα, στεκόμενη στη σκάλα του πανδοχείου. Ήταν πραγματικά τεραστίων διαστάσεων· η σκάλα ίσα που τη χωρούσε. Το δέρμα της ήταν κατάμαυρο και τα μαλλιά της πράσινα και σγουρά. Φορούσε ένα φαρδύ μπλε φόρεμα το οποίο τσιτωνόταν επάνω της. «Τι σκατά νομίζετε ότι κάνετε μες στο μαγαζί μου, ρε τσόγλανοι! Σταματήστε, ΤΩΡΑ!»
Ο Ταρνάτλο κουτούλησε έναν άντρα καταπρόσωπο καθώς ο σαματάς καταλάγιαζε. Εκείνος λιποθύμησε, με τη μύτη του σπασμένη.
«Τι κάνεις εσύ εκεί, ρε πούστη!» φώναξε η χοντρή γυναίκα στον Ταρνάτλο.
«Παρντόν, μαντάμ, αλλά μου είχ’ ορμήσει άγρια, να πούμε,» αποκρίθηκε εκείνος.
Οι πολεμιστές του Χάλρεοκ και οι Ταργκάφλι έβγαλαν τους συντρόφους του Αρκάεμ απ’την κουζίνα, τραβώντας τους απ’τα μαλλιά και τα ρούχα και ρίχνοντάς τους στο πάτωμα, βίαια.
«Τι στον κώλο του Θασμούλ-Τα γίνεται, ρε; Το ξέρετε ότι αυτό είναι το πανδοχείο μου, ρε! Δεν είναι αχυρώνας σας εδώ!» φώναξε η χοντρή γυναίκα.
«Οι άνθρωποι αυτοί είναι δικοί μας,» της είπε ο Χάλρεοκ. «Ευχαρίστως θα πληρώσουμε για τις ζημιές που έγιναν.»
«Και πολύ καλά θα κάμνετε!» Η χοντρή γυναίκα – μάλλον, η πανδοχέας του μέρους – τον ζύγωσε. «Τριάντα λουριά, και λίγα σας είναι. Μου χαλάτε τη φήμη!»
«Θα σου δώσω νύχια,» της είπε ο Χάλρεοκ, θηκαρώνοντας το σπαθί του κι ανοίγοντας το βαλάντιό του, «γιατί τέτοια έχω τώρα επάνω μου.»
«Από το Τάρσαζ, ε, ρε;»
«Ναι.»
«Όλο φασαρίες είστε σεις από το Τάρσαζ…»
Ο Χάλρεοκ είχε ήδη αρχίσει να μετρά νομίσματα. «Η ισοτιμία είναι ένα προς δύο. Ορίστε, λοιπόν, δεκαπέντε νύχια. Εντάξει;»
«Ό,τι πεις εσύ. Τώρα στρίβετε!»
Δεν διαφώνησαν. Πήραν τους συντρόφους του Αρκάεμ και έφυγαν, οδηγώντας τους έξω από την πόλη, όπου μπορούσαν να τους ανακρίνουν με την ησυχία τους.
*
Στις παρυφές της ζούγκλας, τους ξυλοκόπησαν, αλλά εκείνοι δεν είχαν να τους πουν τίποτα που δεν τους είχε ήδη πει ο Αρκάεμ. Ήταν όλοι τους ναύτες στον Ανεμοφάγο, και ο Καπετάν Ρολάνταζ τούς είχε στείλει εδώ.
Τους έδεσαν σε μερικά δέντρα κι απομακρύνθηκαν απ’αυτούς για να καθίσουν και να συζητήσουν.
«Τι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Καλέφραζ. «Μπορούμε να επιστρέψουμε στον Ανεμοφάγο γνωρίζοντας ότι ο Καπετάνιος μάς θέλει νεκρούς;»
«Όταν επιστρέψουμε στον Ανεμοφάγο,» μούγκρισε ο Χάλρεοκ, «θα κρεμάσω τον καταραμένο τον Καπετάνιο απ’το μπροστινό του κατάρτι!»
«Δεν θα επιστρέψουμε όμως ακόμα,» είπε ο Τάμπριελ. «Ήρθαμε για να βρούμε το δέντρο. Κι αυτό θα κάνουμε πρώτα. Μετά, θα δούμε τι θα γίνει με τον Ρολάνταζ.»
«Κι ετούτοι;» Ο Καλέφραζ έδειξε τους δεμένους ναύτες με τον αντίχειρά του.
«Αυτοί είναι, πράγματι, ένα πρόβλημα…» είπε ο Τάμπριελ σκεπτικά.
Ο Ταρνάτλο ανασήκωσε τους ώμους. «Καθαρίστε τους, ρε μάγκες. Πηγαίντε τους λίγο πιο μέσα στη ζούγκλα και κόφτε τους τα λαρύγγια. Ποιος θα σας πει τίποτα;»
Τα μάτια του Καλέφραζ γούρλωσαν. Έμοιαζε σοκαρισμένος από την πρόταση.
Ο Χάλρεοκ αγριοκοίταξε τον Ταρνάτλο. «Δεν είμαστε φονιάδες.»
«Και τι θα τους κάνουμε, ρε αδελφέ; Θα τους τραβάμε μαζί μας από το λουρί; Ή θα τους αφήσουμε να επιστρέψουνε στον Καπετάνιο τους;»
Ο Τάμπριελ σκέφτηκε: Κι η Ανταρλίδα, μάλλον, το ίδιο θα έλεγε.
Ο Χάλρεοκ σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του, ατενίζοντας τον Αρκάεμ και τους άλλους τρεις που ήταν δεμένοι στα δέντρα.
«Δεν υπάρχει άλλη λύση,» είπε ο Τάμπριελ.
Ο Χάλρεοκ γύρισε απότομα να τον αντικρίσει. «Συμφωνείς μαζί του;» απόρησε.
«Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε, Χάλρεοκ; Αν τους αφήσουμε δεμένους εδώ, ή θα τους φάει κανένα άγριο θηρίο ή θα λυθούν κάπως και θα πάνε στον Ρολάνταζ.»
«Εγώ,» δήλωσε ο Υπασπιστής, «δεν μπορώ να τους σκοτώσω. Βάλε τους Ταργκάφλι σου να το κάνουν άμα θες.»
«Δε θα χρειαστεί κανένας άνθρωπος να το κάνει.» Ο Τάμπριελ άγγιξε το περιδέραιο στο λαιμό του. Η Βιβεϊρλώταθ φάνηκε να κινείται σαν ανήσυχη σκιά μέσα στον πολυεδρικό λίθο στο κέντρο του λαξευτού, αργυρού δίσκου.
Κανείς δε μίλησε. Καταλάβαιναν.
«Συμφωνείτε λοιπόν;» τους ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Και να μη συμφωνούμε,» αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ, «όπως είπες κι εσύ, τι άλλη λύση υπάρχει;»
Ο Καλέφραζ ρώτησε τον Ταρνάτλο: «Δεν ξέρεις κανέναν εδώ που να μπορεί να τους κλειδώσει πουθενά;»
Εκείνος ρουθούνισε. «Μας δουλεύεις, ρε μάγκα;»
Ο Τάμπριελ κάλεσε τη Βιβεϊρλώταθ, και η θεά τον τύλιξε σαν μια ημιδιαφανή, περιδινούμενη σκιά. Δύο πελώριες φτερούγες, ή μεμβράνες, απλώθηκαν κι έπεσαν πάνω στους δεμένους ναύτες, οι οποίοι ουρλιάζοντας άρχισαν να σπαρταράνε όπως τα ψάρια που τα έχεις βγάλει απ’το νερό. Ο Αρκάεμ πυρπολήθηκε ξαφνικά, και τίποτα δεν έμεινε από το σώμα του παρά στάχτες. Ένας άλλος χτύπησε το κεφάλι του τόσο δυνατά πάνω στον κορμό του δέντρου όπου ήταν δεμένος, που το κρανίο του έσπασε. Το πρόσωπο ενός άλλου φάνηκε να μαυρίζει και να φουσκώνει, και μετά πέθανε – μάλλον από ασφυξία. Κι ο τελευταίος αιμορραγούσε από το στόμα, τη μύτη, τα μάτια, και τ’αφτιά· κι έπειτα, έπαψε να κινείται.
Η Βιβεϊρλώταθ επέστρεψε στο περιδέραιο του Τάμπριελ.
Ο Καλέφραζ ρίγησε. «Δε μπορούσες να το κάνεις πιο γρήγορο κι ανώδυνο;»
«Δυστυχώς όχι. Εγώ προστάζω, εκείνη αποφασίζει τη μέθοδο που θα χρησιμοποιήσει.»
Ο Χάλρεοκ καταράστηκε στρέφοντας την πλάτη του στους νεκρούς ναύτες. «Πάμε πίσω. Πάμε πίσω,» είπε οργισμένα, ξεκινώντας να βαδίζει προς τη Ράλφον.
Το πρόβλημα με τους Ιεράρχες ήταν πραγματικά μεγάλο, και στο Τάρσαζ δεν το είχαμε πάρει τόσο σοβαρά όσο έπρεπε. Φτάνει κανείς να αναλογιστεί ότι, ουσιαστικά, ο οποιοσδήποτε μπορεί να είναι Ιεράρχης. Πώς να τον ξεχωρίσεις; Ακόμα κι αν είναι δίπλα σου, πώς να τον ξεχωρίσεις; Μοιάζει μ’έναν οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο. Παρ’όλ’αυτά δεν φανταζόμασταν ότι ένας Ιεράρχης θα μπορούσε ποτέ να βρίσκεται μέσα στο Τάρσαζ, ή ακόμα κι αν περνούσε από το Βασίλειο, σίγουρα, νομίζαμε, δεν θα έμενε εκεί. Τι να κάνει, άλλωστε; Το Αριστερό Χέρι, αργά ή γρήγορα, θα τον εντόπιζε και θα τον σκότωνε.
Ποτέ μας δεν είχαμε σκεφτεί ότι κάποιος υπήκοος του Τάρσαζ θα μπορούσε να είναι Ιεράρχης. Πόσο τυφλοί ήμασταν!
*
* * *
*
Η Ανταρλίδα πλησίασε μια σκηνή μέσα στη Μεγάλη Αγορά καθώς ο ήλιος έλουζε την πόλη με κοκκινωπό απογευματινό φως. Οι πληροφορίες που της είχαν δώσει ήταν σωστές, είδε. Πράγματι, ο έμπορος ήταν εδώ αυτή τη φορά.
Μισοκρυμμένη στις σκιές, περίμενε τους δύο πελάτες του να φύγουν και, μετά, πήγε κοντά.
Ο μαυρόδερμος άντρας, που ήταν καθισμένος ανάμεσα στα παλιά βιβλία, ύψωσε το βλέμμα του για να κοιτάξει την κουκουλοφόρο μορφή που έμπαινε στη σκηνή του. «Τι θα μπορούσα να κάνω για εσάς;»
Η Ανταρλίδα κατέβασε την κουκούλα της. «Πώς είσαι, Ρέμικατ;» ρώτησε υπομειδιώντας.
«Ανταρλίδα!» είπε εκείνος, χαμογελώντας πλατιά και δείχνοντας τα δόντια του. «Το είχα ακούσει ότι επιστρέψατε από τη Γη των Ταργκάφλι. Και δύσκολο ήταν να μην το ακούσω, ε; με τόσους Ταργκάφλι που φέρατε από κει! Δεν ήξερα, όμως, πώς να σας συναντήσω· δε συχνάζω στο παλάτι εγώ.»
«Δεν πειράζει,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Χαίρομαι που είσαι καλά. Η Καρνάχω; Καλά επίσης;»
«Ναι,» ένευσε ο Ρέμικατ. «Κάθισε.» Έδειξε ένα σκαμνί. «Θες μια κούπα καφάρδιο;»
Η Ανταρλίδα πέρασε πίσω από τον πάγκο του και κάθισε. «Ναι. Σ’ευχαριστώ.»
Ο Ρέμικατ γέμισε δύο κούπες και της έδωσε τη μία. «Ο Τάμπριελ πώς είναι;» ρώτησε καθίζοντας κοντά της.
«Δεν είναι εδώ, στο Τάρσαζ.»
Ο Ρέμικατ συνοφρυώθηκε. «Πού είναι;»
«Στη Γη της Φέδλωχ.»
«Νόμιζα ότι τον ακολουθούσες παντού.»
Η Ανταρλίδα ήπιε μια γουλιά καφάρδιο. «Θα πήγαινα μαζί του, κανονικά· αλλά η Βασίλισσα με θέλει εδώ. Δεν έχεις ακούσει ότι τη βοηθάω στην κατασκευή των καινούργιων όπλων και στην εκπαίδευση των πολεμιστών της;»
«Ναι, το έχω ακούσει. Τα πράγματα είναι δύσκολα, ξέρεις, στα δυτικά σύνορα του Βασιλείου σας. Γίνονται ένα σωρό επιδρομές από την Κοινωνία.»
«Το ξέρω…»
«Στην Ίνρασακ δεν πολυπλησιάζω πλέον. Προσπαθώ να την αποφεύγω.» Ήπιε καφάρδιο.
Η Ανταρλίδα είπε: «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, Ρέμικατ.»
«Το περίμενα ότι δεν είχες έρθει μόνο για να με χαιρετήσεις. Πες μου, πώς μπορώ να σε εξυπηρετήσω;»
«Γνωρίζεις έναν τύπο που ονομάζεται Έρνεζ λαρ Μόνρεοκ; Έμπορος είναι.»
«Ταρσάζιος, ε;»
Η Ανταρλίδα κατένευσε.
Ο Ρέμικατ φάνηκε σκεπτικός για λίγο. Έπειτα: «Ναι, τον έχω ακουστά. Δεν έχω κάνει ποτέ συναναστροφές μαζί του, βέβαια. Γιατί ρωτάς;»
«Έχουν αρχίσει προβλήματα με τους Ταργκάφλι στο Τάρσαζ.»
«Αναμενόμενο δεν ήταν, Ανταρλίδα; Οι Ταρσάζιοι δε θα τους δέχονταν εύκολα εδώ.»
«Ναι,» είπε εκείνη, «αλλά νομίζω πως στη συγκεκριμένη περίπτωση κάποιος προσπαθεί να… εξάψει τα πνεύματα.»
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Ρέμικατ πίνοντας.
Η Ανταρλίδα τού είπε για τις πυρκαγιές, καθώς και για τον αιματηρό καβγά στη Φωλιά της Καρδερίνας. «Είμαι σχεδόν βέβαιη πως ο Έρνεζ λαρ Μόνρεοκ το έκανε επίτηδες. Επίτηδες, δηλαδή, προκάλεσε τους Ταργκάφλι και τους ευγενείς συγχρόνως.»
«Χμμμ…» Το καφάρδιο στην κούπα του Ρέμικατ πλησίαζε στο τέλος του. «Δεν αποκλείεται, έτσι όπως μου τα λες.»
«Τι γνωρίζεις, λοιπόν; Ξέρεις κάτι το ιδιαίτερο; Οποιαδήποτε πληροφορία θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμη.»
«Απ’όσο ξέρω,» είπε ο Ρέμικατ, «ο Έρνεζ εμπορεύεται ρούχα. Γυναικεία κυρίως, αλλά και αντρικά. Υψηλής ποιότητας. Ακριβά.»
«Το έχω ήδη μάθει αυτό.»
«Ναι, υποθέτω είναι κοινή γνώση. Σε ποια λιμάνια σταματά συνήθως ξέρεις;»
Η Ανταρλίδα κούνησε το κεφάλι αρνητικά και ήπιε μια γουλιά καφάρδιο.
«Στη Ρινάλβηλ – Γη της Φέδλωχ. Στη Νάρεοχ – Βασίλειο Ώσρανοκ. Και στη Σάβηνεμ και στην Κίρποντ – Κοινωνία. Και μάλιστα, έχω ακούσει πως δεν έχουν πάει πολύ πίσω οι εμπορικές του δραστηριότητες τώρα με τον πόλεμο, παρότι είναι Ταρσάζιος. Λένε πως έχει ισχυρές διασυνδέσεις στη Γη της Κοινωνίας.»
«Στη Γη της Κοινωνίας, ε;»
«Ναι.»
«Εννοείς, με τους Ιεράρχες, Ρέμικατ;»
«Δεν το γνωρίζω, αλλά δε θα το απέκλεια.»
Μάλιστα, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Ο τύπος σίγουρα, λοιπόν, δεν είναι τόσο αθώος όσο θέλει να δείχνει.
«Υποπτεύεσαι ότι ίσως να είναι πράκτοράς τους;» τη ρώτησε ο Ρέμικατ.
«Αν είναι,» είπε η Ανταρλίδα, «θα το ανακαλύψω. Υπάρχει κάτι άλλο που ξέρεις γι’αυτόν;»
Ο Ρέμικατ μόρφασε. «Συναναστρέφεται πολλούς ευγενείς εδώ στο Τάρσαζ, αλλά αυτό θα το γνωρίζεις κι εσύ.»
Η Ανταρλίδα ένευσε. «Γνωρίζω επίσης πως η Ελμίνεχ λαθ Ορνίληβ είναι ερωμένη του.» Επρόκειτο για τη νεαρή γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά που φώναζε μέσα στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου τις προάλλες. Ο σύνδεσμος λαθ σήμαινε ότι το όνομα που ακολουθούσε ήταν το όνομα της μητέρας του πρώτου ονόματος, και το χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες του Τάρσαζ όπως οι άντρες χρησιμοποιούσαν το λαρ για να δείξουν τον πατέρα τους – κάτι που ο Καλέφραζ είχε εξηγήσει προ πολλού στην Ανταρλίδα και στον Τάμπριελ, όταν τους δίδασκε τα βασικά για τη γλώσσα και τα έθιμα, μέσα στην Ακρόπολη της Φέντινκεχ.
«Τούτο,» είπε ο Ρέμικατ, «δεν το ήξερα. Τι είναι αυτή; Κάποια αριστοκράτισσα;»
«Ναι. Ήταν μπλεγμένη στον καβγά που σου είπα.»
«Χμμμ…» Ο Ρέμικατ τελείωσε το καφάρδιό του με μια γουλιά.
Η Ανταρλίδα σηκώθηκε απ’το σκαμνί, αφήνοντας τη δική της κούπα παραδίπλα, μισοτελειωμένη. «Σ’ευχαριστώ, Ρέμικατ.»
«Δεν έκανα τίποτα,» είπε εκείνος καθώς σηκωνόταν επίσης. Και πρόσθεσε: «Κάποια στιγμή να έρθεις να καθίσεις περισσότερο, να μου πεις τι έγινε στη Γη των Ταργκάφλι. Όλο φήμες ακούω στα λιμάνια, και μερικές είναι τελείως εξωφρενικές. Μέχρι κι ότι ο Τάμπριελ έχει μαζί του μια μυστηριώδη θεά έχω ακούσει!»
Η Ανταρλίδα γέλασε. «Η πραγματικότητα είναι πιο παράξενη από τις φήμες, Ρέμικατ.» Του έδωσε το χέρι της. «Υπόσχομαι να τα ξαναπούμε.»
Ο έμπορος τη χαιρέτησε, και η Μαύρη Δράκαινα, σηκώνοντας πάλι την κουκούλα της, έφυγε από τη σκηνή του και βάδισε μέσα στη Μεγάλη Αγορά της Φέντινκεχ.
Ένα σφύριγμα τής τράβηξε την προσοχή καθώς περνούσε από ένα σχετικά ήσυχο μέρος. Στράφηκε και είδε έναν τύπο να στέκεται στην έξοδο ενός σοκακιού. Της έκανε νόημα να πλησιάσει.
Η Ανταρλίδα πλησίασε, έτοιμη να τραβήξει το πιστόλι απ’τον γοφό της.
Ο άντρας τής είπε ένα από τα συνθηματικά των πρακτόρων του Αριστερού Χεριού, και της έκανε πάλι νόημα να τον ακολουθήσει. Η Ανταρλίδα – αφού η Βασίλισσα το ήθελε να συνεργάζεται με την Κελνίχηβ – πήγε μαζί του, ελπίζοντας ότι υπήρχε καλός λόγος που την έβγαζε από τον δρόμο της.
«Πού πηγαίνουμε;» τον ρώτησε, λίγο παρακάτω.
«Θα δεις.»
Σ’έναν δρόμο κοντά στο Ναό του Μαράνχαλωμ, ο άντρας άνοιξε την πλαϊνή πόρτα ενός σπιτιού κι έγνεψε στην Ανταρλίδα να μπει. Εκείνη, έχοντας ξανά το χέρι της κοντά στο πιστόλι της, μπήκε. Ο άντρας μπήκε πίσω της, κλείνοντας. Είχαν βρεθεί σ’έναν μικρό διάδρομο με ξύλο στο πάτωμα, το οποίο έτριζε κάτω απ’τις μπότες τους. Τον διέσχισαν και βρέθηκαν σ’ένα δωμάτιο με μια λάμπα αναμμένη. Στον έναν τοίχο του υπήρχε μια βιβλιοθήκη. Στον καναπέ καθόταν η Κελνίχηβ, η οποία σηκώθηκε βλέποντας την Ανταρλίδα να μπαίνει. Τριγύρω κάθονταν άλλοι τρεις, άγνωστοι για τη Μαύρη Δράκαινα αλλά αναμφίβολα πράκτορες του Αριστερού Χεριού.
«Είχες πάει να μιλήσεις στον Ρέμικατ;» είπε η Κελνίχηβ.
«Δε χρειάζεται να ρωτάς όταν με παρακολουθείς,» αποκρίθηκε ξερά η Ανταρλίδα κατεβάζοντας την κουκούλα της.
«Θα έπρεπε να μου το είχες πει προτού πας.»
«Γιατί;»
«Υποτίθεται πως συνεργαζόμαστε, δεν υποτίθεται;» είπε, κάπως απότομα, η Κελνίχηβ. «Η Βασίλισσα δεν θα μείνει ευχαριστημένη αν μάθει πως δεν υπάρχει καλή επικοινωνία μεταξύ μας.»
Τι κρίμα… «Δε σκόπευα να σ’το κρατήσω κρυφό. Ο Ρέμικατ ίσως να είχε πληροφορίες που χρειαζόμαστε· γι’αυτό τον επισκέφτηκα. Αλλά θα μπορούσα, επίσης, να τον είχα επισκεφτεί απλώς και μόνο για να του πω ένα γεια.»
«Κάτι μού λέει ότι δεν είσαι απ’τους ανθρώπους που έρχονται απλώς για να πουν ένα γεια.»
Δε ζήτησα τη γνώμη σου.
Η Κελνίχηβ σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της. «Τι σου είπε, λοιπόν, ο Ρέμικατ; Τίποτα το ενδιαφέρον;»
Η Ανταρλίδα τής απάντησε αυτά που είχε μάθει για τον Έρνεζ λαρ Μόνρεοκ. «Είναι πιθανό να έχει διασυνδέσεις ανάμεσα στους Ιεράρχες.»
«Πιθανό. Όχι βέβαιο. Και μην ξεχνάς ότι έχει, επίσης, πολλές διασυνδέσεις ανάμεσα στους ευγενείς του Τάρσαζ.»
«Τι πάει να πει αυτό; Αν δουλεύει για τους Ιεράρχες, θα τον δικαιολογήσεις επειδή πουλά φορέματα στους ευγενείς σας;»
Τα μάτια της Κελνίχηβ γυάλισαν. «Δεν είπα αυτό. Είναι, όμως, σημαντικό πρόσωπο στο Βασίλειο, όχι όποιος κι όποιος.»
«Για την Ελμίνεχ, οι πράκτορές σου τι έμαθαν;» ρώτησε η Ανταρλίδα αλλάζοντας θέμα.
«Με τους Ιεράρχες δεν σχετίζεται, πάντως. Ούτε έχω πληροφορηθεί τίποτε άλλο ύποπτο γι’αυτήν.»
«Να παρακολουθείς τον Έρνεζ,» της είπε η Ανταρλίδα. «Είμαι βέβαιη πως προσπαθούσε επίτηδες να προκαλέσει τους Ταργκάφλι.»
Η Κελνίχηβ δεν το σχολίασε αυτό. Ξανακάθισε στον καναπέ, παρατηρώντας τη Μαύρη Δράκαινα. «Κάθισε,» της πρότεινε.
«Έχεις κάτι άλλο να μου πεις;»
«Σκέφτηκα ότι μπορεί να μην ήθελες να στέκεσαι.»
Η Ανταρλίδα κάθισε σε μια καρέκλα, ακουμπώντας το δεξί της χέρι στο γόνατό της.
Η Κελνίχηβ είπε: «Οι βελοκεφαλές που μου έδειξες…» Τράβηξε μία μέσα απ’το φόρεμά της και την κράτησε ανάμεσα στον δείκτη και στον αντίχειρα του χεριού της. «Δεν είναι τόσο σπάνιες όσο ίσως να νομίζεις.»
«Δε νόμιζα ποτέ ότι είναι σπάνιες. Αλλά δε χρησιμοποιούνται από τους τοξότες της Βασίλισσας, απ’όσο ξέρω. Ή, τουλάχιστον, όχι ευρέως.»
«Έχεις δίκιο: όχι ευρέως. Χρησιμοποιούνται, όμως, πολύ από αρκετές ομάδες μισθοφόρων. Ανάμεσα στις οποίες και οι Μελωδοί των Όπλων… που» – ατένισε την Ανταρλίδα, εχθρικά – «αδίκως κατηγόρησαν εμένα για την επίθεση εναντίον σας.»
Αδίκως… σκέφτηκε ειρωνικά η Ανταρλίδα. Ναι, είμαι σίγουρη. «Διαλύθηκαν, απ’ό,τι έχω ακούσει· δεν εδρεύουν πλέον στη Ναλκέμ.»
«Δε μπορούσαν να σταθούν στο Τάρσαζ μετά από τα ψέματα που εξάπλωσαν,» είπε η Κελνίχηβ.
Αναμφίβολα φρόντισες γι’αυτό. «Δηλαδή, έφυγαν από το Βασίλειο;»
Η Κελνίχηβ στριφογύρισε τη βελοκεφαλή ανάμεσα στα δάχτυλά της, βλέποντάς την να γυαλίζει στο φως της λάμπας. «Έτσι μου έχουν πει…»
«Και προς τα πού πήγαν;»
Τα μάτια του Αριστερού Χεριού εστιάστηκαν στην Ανταρλίδα. «Δυτικά.»
«Στην Κοινωνία.» Δεν ήταν ερώτηση.
«Μέσω του ποταμού Νούροκ. Από τότε, δεν έχω ξαναμάθει τίποτα γι’αυτούς.»
«Αλλά υποπτεύεσαι ότι τώρα δουλεύουν για τους Ιεράρχες,» είπε η Ανταρλίδα.
«Αφού πήγαν στην Κοινωνία, μόνο γι’αυτούς μπορεί να δουλεύουν.»
«Και μπορεί οι Ιεράρχες να τους έστειλαν εδώ, για να προκαλέσουν προβλήματα ανάμεσα σ’εσάς και τους Ταργκάφλι;» έθεσε το ερώτημα η Ανταρλίδα.
Η Κελνίχηβ έκρυψε πάλι τη βελοκεφαλή μέσα στο φόρεμά της. «Δεν ξέρω. Δεν έχω αρκετές πληροφορίες ακόμα. Οι κατάσκοποί μου, πάντως, δεν τους είδαν να επιστρέφουν στο Βασίλειο.»
«Σίγουρα, δεν θα επέστρεφαν ως Μελωδοί των Όπλων αν ήθελαν να κάνουν δολιοφθορά εδώ.»
Η Κελνίχηβ ένευσε. «Πρέπει να ψάξουμε κι άλλο.»
*
Έξω από τη Φέντινκεχ, δίπλα στα μεταλλουργεία, υπήρχε μια αποθήκη όπου έμπαιναν τα όπλα που είχαν ετοιμαστεί, προτού μεταφερθούν αλλού. Η Βασίλισσα είχε, ασφαλώς, θέσει φρουρούς εκεί, καθώς όλοι αντιλαμβάνονταν ότι τα πυροβόλα όπλα ήταν κάτι που πολλοί θα ήθελαν να έχουν στα χέρια τους – από εχθρούς του Βασιλείου, όπως ο Μέγας Ιεράρχης, μέχρι ματαιόδοξοι ευγενείς μέσα από το ίδιο το Τάρσαζ, μέχρι ληστές και άλλοι κακοποιοί. Οι κακές γλώσσες έλεγαν, επίσης, ότι οι Ταργκάφλι ίσως να προσπαθούσαν να κλέψουν τα όπλα και να καταλάβουν την πρωτεύουσα – πράγμα που ήταν αστείο, δεδομένου τού πώς είχαν φερθεί ώς τότε.
Παρά τα μέτρα που είχε πάρει η Βασίλισσα, όμως, μια νύχτα εισβολείς μπήκαν στην αποθήκη.
Τα πράγματα έγιναν κάπως έτσι, όπως έμαθε η Ανταρλίδα αργότερα:
Φωτιές άναψαν ξαφνικά κοντά στα μεταλλουργεία καθώς και σε μερικά χωράφια εκεί γύρω. Οι περίπολοι κινητοποιήθηκαν αμέσως, όπως επίσης και οι άνθρωποι της περιοχής. Η προσοχή των φρουρών της αποθήκης αποσπάστηκε, και κάποιοι τούς χτύπησαν με βέλη. Αρκετοί σκοτώθηκαν· οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, προσπαθώντας να ειδοποιήσουν άλλους πολεμιστές της Βασίλισσας και βρίσκοντάς το δύσκολο μέσα στο χάος των πυρκαγιών. Οι άγνωστοι έσπασαν την πόρτα της αποθήκης, μπήκαν, άρπαξαν ένα σωρό πυροβόλα όπλα – πιστόλια και τουφέκια – και εξαφανίστηκαν μες στο σκοτάδι της νύχτας.
Το επόμενο πρωί, η Ανταρλίδα βρήκε κεφαλές βελών ανάμεσα στα αποκαΐδια. Ίδιες μ’αυτές που είχε βρει και τις προηγούμενες φορές.
Οι Ταργκάφλι το έκαναν! άρχισαν να λασπολογούν οι καλοθελητές της πρωτεύουσας. Οι Ταργκάφλι πήραν τα όπλα! Σχεδιάζουν να καταλάβουν τη Φέντινκεχ!
Η Βασίλισσα προσπαθούσε να καθησυχάσει τους ευγενείς, αλλά η κατακραυγή ήταν πολύ μεγάλη. Οι υπήκοοι του Βασιλείου φοβόνταν ότι κάτι κακό θα συνέβαινε.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ πρότεινε να γίνει έρευνα στον καταυλισμό του λαού του, ώστε να αποδειχτεί αν είχαν αυτοί αρπάξει τα όπλα ή όχι. Οι ευγενείς, όμως, περιγέλασαν τούτη την κίνηση καλής θέλησης λέγοντας ότι, αν οι βάρβαροι είχαν αρπάξει τα όπλα, τότε θα τα είχαν καταχωνιάσει εκεί όπου κανένας δε θα μπορούσε να τα βρει.
«Μου υποσχεθήκατε ότι θα ανακαλύψετε τι συμβαίνει!» είπε η Παμράνεχ στην Ανταρλίδα και στην Κελνίχηβ, καθώς οι τρεις τους βρίσκονταν σ’ένα σαλόνι του παλατιού. Ο μόνος άλλος άνθρωπος μαζί τους ήταν ο Πρίγκιπας Μάρνεζ. «Και δεν έχετε κάνει τίποτα ακόμα!»
«Δεν είναι εύκολο να γίνει αμέσως, Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε το Αριστερό Χέρι. «Καλύπτουν καλά τα ίχνη τους. Πρέπει να έχουν κάποιον που τους βοηθά μέσα απ’το Βασίλειο–»
«Φυσικά και έχουν κάποιον που τους βοηθά μέσα απ’το Βασίλειο, Κελνίχηβ!» τη διέκοψε η Παμράνεχ κάνοντας πέρα-δώθε μες στο δωμάτιο. «Η δουλειά σου δεν είναι να ξετρυπώνεις τέτοιους προδότες; Όποιος κι αν είναι, η Ανταρλίδα έχει δίκιο, προσπαθεί να μας κάνει άνω-κάτω! Πρέπει να υπηρετεί τον Μεγάλο Ιεράρχη.»
«Ίσως, Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε η Κελνίχηβ. «Αλλά δεν είναι βέβαιο.»
«Έχεις κάποια άλλη υποψία;»
«Όχι.»
«Θέλω αυτά τα περιστατικά να σταματήσουν, Κελνίχηβ.»
Η Ανταρλίδα είπε: «Αυτοί που έκλεψαν τα όπλα, αναμφίβολα, θα μπουν στον πειρασμό να τα χρησιμοποιήσουν. Δε νομίζω να τα έκλεψαν μόνο για να τα στείλουν ως δείγματα στον Μεγάλο Ιεράρχη.» Καθόταν σε μια πολυθρόνα, με τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο και τα χέρια της διπλωμένα εμπρός της. «Κι αυτό σημαίνει πως, κάποια στιγμή, θα χρειαστούν… ανεφοδιασμό.»
«Ανεφοδιασμό;» έκανε η Κελνίχηβ.
«Σφαίρες. Δεν έκλεψαν και τόσες πολλές από την αποθήκη. Αν σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα, σύντομα θα τους τελειώσουν: και θα πρέπει να προσπαθήσουν να κλέψουν κι άλλες.»
«Και τότε θα τους παγιδέψουμε…» είπε η Κελνίχηβ σκεπτικά.
«Κι αν δεν χρησιμοποιήσουν τα όπλα;» έθεσε το ερώτημα ο Μάρνεζ.
«Για να τα έκλεψαν, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα, «πρέπει να σχεδιάζουν να τα χρησιμοποιήσουν.»
«Για ποιο σκοπό;» ρώτησε η Παμράνεχ.
«Αυτό,» είπε η Ανταρλίδα, «δεν μπορώ να το ξέρω.»
*
Μετά από δύο ημέρες, ένα κατάστημα πυρπολήθηκε στη Μεγάλη Αγορά. Μες στα άγρια μεσάνυχτα, κάποιοι έσπασαν την πόρτα και τα παράθυρα και πέταξαν αναμμένους δαυλούς στο εσωτερικό του. Μερικοί φρουροί έτρεξαν προς το μέρος τους και δέχτηκαν επίθεση.
Από πυροβόλα όπλα.
Ένας σκοτώθηκε. Δύο τραυματίστηκαν.
Κανένας απ’τους κακοποιούς δεν πιάστηκε.
Οι Ταργκάφλι το έκαναν! άρχισαν να διαλαλούν οι καλοθελητές, την επομένη. Οι Ταργκάφλι επιτέλους αποκαλύφθηκαν! Θέλουν να μας διαλύσουν την πόλη!
Ασφαλώς, καμία σοβαρή απόδειξη δεν υπήρχε ότι, όντως, οι κακοποιοί ήταν Ταργκάφλι, και ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ διαμαρτυρήθηκε έντονα μπροστά στους ευγενείς που είχαν συγκεντρωθεί στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου. Η απάντηση των ευγενών δεν ήταν καθόλου ευγενική ή συγκρατημένη. Η Βασίλισσα Παμράνεχ αναγκάστηκε, στο τέλος, να τους βγάλει όλους έξω υπό την απειλή όπλων: δοράτων, βαλλιστρών, αλλά και τουφεκιών. Τα πυροβόλα όπλα επιτρέπονταν τώρα μέσα στο Βασιλικό Παλάτι, για τους φρουρούς και όσους είχαν κάποια υψηλή θέση στην Αυλή· γιατί «πρέπει να είσαι παρόμοια οπλισμένος με τον εχθρό σου,» όπως είχε πει η Κελνίχηβ στη Βασίλισσα, και η Βασίλισσα είχε, χωρίς δισταγμό, συμφωνήσει.
Η Ανταρλίδα πήγε να κάνει έρευνα στο πυρπολημένο κατάστημα μαζί με το Αριστερό Χέρι και δύο άλλους κατασκόπους. Η κλειδαριά της πόρτας είχε σπάσει από σφαίρες· τα παράθυρα, από χτυπήματα αγχέμαχων όπλων – ροπάλων πιθανώς. Κανένα άλλο σημάδι δεν υπήρχε για το ποιοι προκάλεσαν την καταστροφή. Και κανένας δεν είχε δει τίποτα, αφού αυτό το μέρος της Μεγάλης Αγοράς ήταν άδειο τόσο αργά τη νύχτα: τα μαγαζιά δεν δούλευαν, και οι ελάχιστοι πολίτες που έμεναν εδώ κοιμόνταν.
«Μάθαμε, λοιπόν, πώς σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα που έκλεψαν,» είπε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ στην Ανταρλίδα και στην Κελνίχηβ, όταν επέστρεψαν στο παλάτι. «Το ερώτημα είναι: θα περιμένουμε, πραγματικά, να τους τελειώσουν οι σφαίρες για να τους πιάσουμε; Μέχρι τότε θα έχουν διαλύσει τη μισή πόλη!»
Ο Ερβάδαζ, που βρισκόταν κι αυτός στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου καθώς μιλούσαν, είπε: «Θα διπλασιάσουμε τις περιπόλους, Υψηλότατε. Ούτε μύγα δε θα περνά απαρατήρητη στη Μεγάλη Αγορά, τις νύχτες.»
«Θα επιτεθούν από κάποια άλλη μεριά που έχουμε αφήσει αφύλαχτη,» είπε ο Πρίγκιπας, με δυσοίωνη βεβαιότητα στα λόγια του.
*
Η Ανταρλίδα χτύπησε την πόρτα των διαμερισμάτων της Κελνίχηβ. Το Αριστερό Χέρι άργησε ν’ανοίξει, όμως τελικά άνοιξε. Ήταν μεσημέρι, αλλά, κρίνοντας από το ντύσιμό της, δεν κοιμόταν.
«Ανταρλίδα,» είπε. «Τι θέλεις τέτοια ώρα;»
Η Μαύρη Δράκαινα είχε πριν από λίγο επιστρέψει από την εκπαίδευση των πολεμιστών της Βασίλισσας. «Να περάσω;»
Η Κελνίχηβ τής έκανε χώρο.
Η Ανταρλίδα δεν είχε ποτέ ξανά μπει στα διαμερίσματα του Αριστερού Χεριού. Τα μάτια της εξέτασαν στα γρήγορα τον προθάλαμο όπου βρέθηκε, προτού στραφεί στην Κελνίχηβ η οποία είχε ήδη κλείσει την πόρτα.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε το Αριστερό Χέρι.
«Αναρωτιόμουν αν έχεις καμια καινούργια πληροφορία για τον Έρνεζ.»
«Αυτός είναι ο λόγος που είσαι εδώ;»
«Ναι.»
«Δεν συνέβη κάτι που να σε έκανε να έρθεις;»
«Όχι.»
«Τότε, δεν καταλαβαίνω–»
«Την προηγούμενη φορά, μου είπες ότι πρέπει να μοιραζόμαστε τις πληροφορίες που έχουμε,» της θύμισε η Ανταρλίδα. «Κι εσύ δεν μου λες απολύτως τίποτα.»
«Δεν έχω ανακαλύψει κάτι που πρέπει να ξέρεις,» είπε η Κελνίχηβ, αν και από την όψη της ήταν φανερό πως δεν της άρεσαν καθόλου τα λόγια της Ανταρλίδας.
«Τον παρακολουθείς τον Έρνεζ;»
«Αμφιβάλλεις ότι κάνω τη δουλειά μου, τώρα;»
«Και δεν έχεις μάθει τίποτα γι’αυτόν ακόμα;»
«Φέρεσαι σαν να είσαι ανώτερή μου, Ανταρλίδα. Αλλά δεν είσαι.» Η Κελνίχηβ δεν φώναζε αλλά ο θυμός της ήταν καταφανής στο βλέμμα της.
«Μου κάνει εντύπωση που τόσο καιρό τον κατασκοπεύεις και δεν έχεις βρει τίποτα.»
«Μπορεί να μην υπάρχει κάτι για να βρω. Μπορεί να έκανες λάθος γι’αυτόν.»
«Δεν το νομίζω,» είπε η Ανταρλίδα.
«Τι υπονοείς, λοιπόν; Ότι έχω βρει κάτι και το κρύβω;»
Η Ανταρλίδα δεν μίλησε. Έχει περάσει απ’το μυαλό μου, σκέφτηκε.
«Μήπως πιστεύεις κιόλας ότι εγώ είμαι που βοηθάω τους Ιεράρχες να προκαλέσουν αναταραχές μέσα στο Βασίλειο;»
«Τους Ταργκάφλι, πάντως, δεν τους θέλεις εδώ.»
«Αυτό δεν έχει καμία σημασία. Ευχαρίστως θα τους έδιωχνα. Αλλά με άλλο τρόπο. Πολύ πιο διακριτικό.»
Η Ανταρλίδα όφειλε να παραδεχτεί ότι, όντως, οι μέθοδοι του Αριστερού Χεριού ήταν πιο διακριτικοί.
«Επιπλέον,» συνέχισε η Κελνίχηβ, «νομίζεις ότι δεν τους θέλω στο Βασίλειο επειδή τους θεωρώ ‘βαρβάρους’; Δεν τους θέλω στο Βασίλειο επειδή βλέπεις τι συμβαίνει τώρα που είναι εδώ! Είναι θέμα ασφάλειας.»
Η Ανταρλίδα βημάτισε μέσα στο δωμάτιο. Τα μποτοφορεμένα πόδια της δεν έκαναν θόρυβο επάνω στο μαλακό χαλί. Τα μάτια της κοίταζαν τους πίνακες στους τοίχους. «Ο Έρνεζ δεν έρχεται σε επαφή με κανένα πρόσωπο που θεωρείς ύποπτο;»
«Σου είπα: δεν έχω μάθει τίποτα ύποπτο γι’αυτόν.»
Η Ανταρλίδα στράφηκε να την ατενίσει. «Σκεφτόμουν να κάνω μια δική μου έρευνα. Στο σπίτι του.»
«Τι πράγμα;»
«Δεν καταλαβαίνεις τι εννοώ;»
«Σκέφτεσαι να εισβάλεις στο σπίτι του και να ψάξεις;»
«Προφανώς,» είπε η Ανταρλίδα. «Αλλά, υποθέτω, πρέπει να σ’το πω πρώτα.»
Η Κελνίχηβ κούνησε το κεφάλι της. «Όχι.»
«Τι όχι; Δεν έπρεπε να σ’το πω;»
«Όχι, να μην το κάνεις. Δε θέλω να ειπωθεί ότι κάποιος μπήκε στο σπίτι του και έψαξε.»
«Δε θα καταλάβει τίποτα.»
«Δεν το ξέρω αυτό, και δεν πρόκειται να το ριψοκινδυνέψω. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Και τώρα, δε νομίζω ότι έχουμε κάτι άλλο να πούμε.» Άνοιξε την εξώπορτα των διαμερισμάτων της. «Μπορείς να πηγαίνεις.»
«Αν αλλάξεις γνώμη, ξέρεις πού να με βρεις,» είπε η Ανταρλίδα, και έφυγε.
*
Η πρώτη ληστεία με πυροβόλα όπλα στην Ιστορία του Τάρσαζ έγινε στη Μικρή Αγορά, ή Λιμαναγορά, της Φέντινκεχ. Μέρα-μεσημέρι.
Τέσσερις άντρες και μια γυναίκα μπήκαν σ’ένα κατάστημα που πουλούσε τροχούς για άμαξες και, απειλώντας τον καταστηματάρχη με πιστόλια, του πήραν όσα χρήματα είχε επάνω του. Φεύγοντας, τον πυροβόλησαν στο πόδι.
Ταργκάφλι ήταν! είπε ο καταστηματάρχης στους φρουρούς. Και όταν τον ρώτησαν αν ήταν σίγουρος, αποκρίθηκε πως, ναι, ήταν. Από τα ρούχα τους τους κατάλαβα. Μόνο οι Ταργκάφλι ντύνονται έτσι!
Το χάος που επικράτησε μετά τη ληστεία δεν ήταν παρά αναμενόμενο. Οι ευγενείς συγκεντρώθηκαν στο Βασιλικό Παλάτι, ουρλιάζοντας ότι το Βασίλειο καταστρεφόταν. Καταστρεφόταν, και η Βασίλισσα δεν έκανε τίποτα! Τίποτα! Συγχρόνως, οι συντεχνίες που αντιπροσώπευαν τους εμπόρους, τους μαγαζάτορες, και τους τεχνίτες της πόλης είχαν βγάλει κόσμο στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί. Είχαν μαζευτεί κάτω απ’την Ακρόπολη και το Βασιλικό Παλάτι. Οι καταστηματάρχες είχαν κλείσει τα μαγαζιά τους, και στη Μικρή και στη Μεγάλη Αγορά, σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ δεν μπορούσε να φύγει από την πόλη και να πάει στον καταυλισμό του λαού του, να δει πώς είχαν τα πράγματα εκεί. Η Βασίλισσα ήταν έξω φρενών, και το έβρισκε αδύνατο να συνεννοηθεί με τους ευγενείς. Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ ήταν ο μόνος που φαινόταν να κρατά την ψυχραιμία του και να προσπαθεί να επιβάλει την τάξη. Το Αριστερό Χέρι ήταν άφαντο.
Η Ανταρλίδα και ο Ερβάδαζ, μαθαίνοντας για τα συμβάντα, έφυγαν από το εκπαιδευτήριο και πήγαν στη Φέντινκεχ, καλπάζοντας. Μαζί τους ήταν κι άλλοι εκπαιδευτές, καθώς και πολεμιστές με πυροβόλα όπλα. Εκτός από τους Ταργκάφλι· η Ανταρλίδα είχε πει σ’αυτούς να επιστρέψουν στον καταυλισμό τους – αμέσως – κι εκείνοι δε διαφώνησαν.
«Θα πάω στη Μικρή Αγορά,» είπε η Μαύρη Δράκαινα στον Ερβάδαζ καθώς περνούσαν την Πύλη των Αγρών. «Εσείς συνεχίστε προς το παλάτι.»
«Γιατί;» τη ρώτησε ο Ερβάδαζ.
«Θέλω να ρίξω μια ματιά στο μέρος γύρω απ’το κατάστημα όπου έγινε η ληστεία.»
«Πιστεύεις ότι θα βρεις κάτι εκεί;»
«Ίσως,» είπε η Ανταρλίδα στρίβοντας το άλογό της σ’έναν αριστερό δρόμο. «Θα σε δω στο παλάτι, Ερβάδαζ!»
Εκείνο που ήλπιζε να βρει ήταν ενδυμασίες Ταργκάφλι. Δεν πίστευε ότι, πραγματικά, οι Ταργκάφλι είχαν κάνει τη ληστεία· δε θα έκαναν κάτι τόσο ανόητο μια τέτοια δύσκολη περίοδο. Επομένως, πρέπει να την είχαν κάνει κάποιοι μεταμφιεσμένοι σαν Ταργκάφλι. Αποκλείεται, όμως, να είχαν φύγει από την αγορά με αυτή την αμφίεση, γιατί θα φοβόνταν ότι ίσως να τους κυνηγήσουν. Θα είχαν, λοιπόν, βγάλει τα ρούχα κάπου κοντά στο κατάστημα που λήστεψαν, και μπορεί να μην ήταν τόσο έξυπνοι ώστε να τα πάρουν μαζί τους. Μπορεί απλά να τα είχαν πετάξει στη γωνία ενός βρόμικου σοκακιού.
Δεν ήταν βέβαιο, αλλά υπήρχε μια πιθανότητα.
Η Μικρή Αγορά ήταν σχεδόν έρημη, με τους καταστηματάρχες να έχουν αφήσει τα καταστήματά τους και να έχουν πάει να διαμαρτυρηθούν. Πού και πού έβλεπες μόνο κανέναν άνθρωπο.
Καλύτερα, σκέφτηκε η Ανταρλίδα αφιππεύοντας. Αν υπάρχει εκείνο που θέλω, θα το βρω ευκολότερα. Και με λιγότερες πιθανότητες να το έχουν κλέψει. Έδεσε το άλογό της σε μια ξύλινη στήλη και βάδισε προς το μαγαζί που είχαν ληστέψει. Είδε ότι η πόρτα του ήταν κλειστή και λουκετωμένη. Κανένας δεν ήταν κοντά.
Το γάβγισμα ενός σκύλου αντήχησε μέσα στους άδειους δρόμους.
Η Ανταρλίδα έκανε τον γύρο του καταστήματος – και άλλων καταστημάτων συγχρόνως, αφού όλα βρίσκονταν στο ίδιο τετράγωνο – κοιτάζοντας στις γωνίες και στις άκριες, αναζητώντας πεταμένα ρούχα.
Βήματα ακούστηκαν από δεξιά της. Η Μαύρη Δράκαινα στράφηκε, για να δει κάποιον να περνά πίσω από μια καμάρα βαδίζοντας γρήγορα.
Συνέχισε την αναζήτησή της, ολοκληρώνοντας τον γύρο του τετραγώνου και μη βρίσκοντας τίποτα. Αποφάσισε να επεκτείνει την ακτίνα της έρευνάς της, και την επέκτεινε, πηγαίνοντας στους τριγυρινούς δρόμους και στενορύμια.
Στρίβοντας είδε μπροστά της ένα πτώμα.
Ένας άντρας, λευκόδερμος, πεσμένος ανάσκελα, με τον λαιμό του σχισμένο πέρα για πέρα.
Τον αναγνώριζε. Ένας από τους κατασκόπους της Κελνίχηβ!
Και τότε η Ανταρλίδα περισσότερο διαισθάνθηκε παρά είδε ή άκουσε τον σκοπευτή που είχε μόλις παρουσιαστεί στο παράθυρο αριστερά της. Αμέσως, τινάχτηκε παραδίπλα καθώς ένας πυροβολισμός αντηχούσε· και, μπαίνοντας έτσι σ’ένα σοκάκι, κόλλησε την πλάτη της στον πέτρινο τοίχο ενός σπιτιού.
Η σφαίρα που τη σημάδευε είχε εξοστρακιστεί πάνω στο πλακόστρωτο.
Δύο σκέψεις πέρασαν αστραπιαία απ’το νου της:
Δεν ήταν τυχαίο αυτό το πτώμα εκεί· και: Ήθελαν να με τραυματίσουν στο πόδι, όχι να με σκοτώσουν.
Βήματα ήχησαν. Γρήγορα βήματα.
Η Ανταρλίδα είδε δύο άντρες να παρουσιάζονται στο πέρας του σοκακιού, κρατώντας τουφέκια. «Παραδόσου!» της φώναξε ο ένας.
Η Μαύρη Δράκαινα τινάχτηκε, πιάστηκε από ένα δώμα, κι ανέβηκε πάνω.
Πυροβολισμοί αντήχησαν πίσω της.
Τράβηξε το πιστόλι της και τους έριξε. Ο ένας άντρας ούρλιαξε πέφτοντας στο πλακόστρωτο, αιμόφυρτος.
Κι άλλοι έρχονταν, τουφεκίζοντας.
«Παραδόσου, Ανταρλίδα!» φώναξε κάποιος.
Εκείνη έτρεξε, πηδώντας απ’το ένα δώμα στο άλλο.
Την κυνήγησαν, από κάτω, πυροβολώντας. Κομμάτια πέτρας και σοβάδες πετάγονταν.
«Έχουμε αιχμαλώτους, και θα τους σκοτώσουμε!» φώναξε ο ίδιος άντρας. «Παραδόσου!»
Η Ανταρλίδα καλύφτηκε πίσω απ’τον χαμηλό τοίχο μιας στέγης, γονατίζοντας στο ένα γόνατο, κρατώντας το πιστόλι της με τα δύο χέρια. Το τουφέκι της ήταν περασμένο στην πλάτη της· δεν είχε προλάβει να το βγάλει.
Σφαίρες εξοστρακίστηκαν πάνω στον χαμηλό τοίχο.
«Έχουμε και το Αριστερό Χέρι, Ανταρλίδα! Και θα τη σκοτώσουμε αν δεν παραδοθείς!»
«Κάντε ό,τι θέλετε – είναι ενοχλητική, ούτως ή άλλως!»
«Μπλοφάρεις!»
«Εσύ μπλοφάρεις! Δεν πιστεύω ότι έχεις το Χέρι. Δε θ’άφηνε κάτι παλιάτσους σαν εσάς να την αιχμαλωτίσουν τόσο εύκολα!»
Ο άντρας – όποιος κι αν ήταν – γέλασε. «Έτσι νομίζεις; Έλα κάτω και θα σου δείξουμε πού την έχουμε.»
«Ποιος είσαι;» του φώναξε η Ανταρλίδα.
«Σου θυμίζει κάτι η φωνή μου;»
Η αλήθεια ήταν πως, ναι, κάτι τής θύμιζε. Αλλά δεν μίλησε.
«Το όνομά μου είναι Σαρόεζ, Ανταρλίδα. Έχουμε ξανασυναντηθεί, αλλά υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες. Τότε μας έπιασες απροετοίμαστους.»
Τα κέρατα του Κάρτωλακ! Ο αρχηγός των Μελωδών των Όπλων. Η Κελνίχηβ είχε δίκιο: τώρα δούλευε για τον Μεγάλο Ιεράρχη, ο μπάσταρδος.
«Δεν έχεις χρόνο, Σαρόεζ. Μπορεί η αγορά νάναι σχετικά άδεια, αλλά σύντομα η φρουρά θα έρθει–»
«–και δε θα σε βρει ζωντανή! Ούτε εσένα ούτε το Αριστερό Χέρι! Εσύ είσαι που δεν έχεις χρόνο! Κατέβα από κει και παραδόσου!»
Σκατά, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Ώς τώρα, θα έχουν περικυκλώσει ολόκληρο το χτίριο. Δεν ήταν σίγουρη ότι ο Σαρόεζ έλεγε αλήθεια για την Κελνίχηβ, όμως δεν μπορούσε και να τον αγνοήσει τελείως.
Είδε μια καταπακτή και κύλησε ώς εκεί. Προσπάθησε να την ανοίξει, μα ήταν κλεισμένη από μέσα. Με σύρτη, μάλλον. Χρησιμοποιώντας το πιστόλι της την πυροβόλησε δύο φορές. Ο σύρτης έσπασε.
Τα όπλα των εχθρών της αντήχησαν από γύρω, για εκφοβισμό.
Η Ανταρλίδα άνοιξε την καταπακτή και γλίστρησε μέσα. Βρέθηκε σε μια ξύλινη σκάλα και την κατέβηκε, καταλήγοντας σ’ένα υφασματοπωλείο, γεμάτο ράφια με υφάσματα διαφόρων χρωμάτων. Οι Μελωδοί δεν πρέπει να έχουν καταλάβει ότι είμαι μέσα. Αλλά δε θ’αργήσουν να το καταλάβουν.
Πλησίασε ένα παράθυρο. Σήκωσε το μάνταλο, άνοιξε τα παραθυρόφυλλα, και πήδησε έξω, στον δρόμο δίπλα απ’τον οποίο ήταν συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι από τους Μελωδούς.
Την είδαν, ασφαλώς. Δύο απ’αυτούς. Αμέσως.
Η Ανταρλίδα πυροβόλησε τον έναν – ο οποίος σωριάστηκε ουρλιάζοντας – και έτρεξε.
«Πίσω της!» κραύγασε ο Σαρόεζ. «Πιάστε την!»
Η Ανταρλίδα έστριψε. Είδε αντίκρυ της δύο Μελωδούς να έρχονται. Έστριψε ξανά. Καταλάβαινε ότι δεν την πυροβολούσαν επειδή δεν ήθελαν να τη σκοτώσουν, αλλιώς τώρα πιθανώς να ήταν νεκρή.
Βρέθηκε σ’έναν δρόμο κάτω από μια μεγάλη καμάρα, κι αντίκρυ της είδε μια γυναίκα να στέκεται και να τη σημαδεύει, κρατώντας το πιστόλι της με τα δύο χέρια. Μια ξανθιά, λευκόδερμη, νεαρή γυναίκα την οποία αναγνώριζε.
Εκείνη που φώναζε μέσα στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου, ύστερα από το περιστατικό στη Φωλιά της Καρδερίνας. Η ερωμένη του Έρνεζ λαρ Μόνρεοκ.
Η Ελμίνεχ λαθ Ορνίληβ.
«Σου το είπα πως θα ξανασυναντηθούμε, Ανταρλίδα.»
Και η Ανταρλίδα, τότε, πρόσεξε τα μάτια της Ελμίνεχ. Τα παρατήρησε για πρώτη φορά. Συνειδητοποιώντας ότι της θύμιζαν κάποια άλλα μάτια. Και, συγχρόνως, της έδιναν την εντύπωση ότι βρίσκονταν πολλά μάτια πίσω τους. Μάτια πίσω από μάτια πίσω από μάτια. Σαν μια ατελείωτη σειρά από καθρέφτες.
Ιεράρχης! Η Ελμίνεχ ήταν Ιεράρχης!
Η Ανταρλίδα άκουσε τους Μελωδούς να συγκεντρώνονται στα νώτα της.
Και πίσω από την Ελμίνεχ πλησίαζαν άλλοι δύο, με τα τουφέκια τους υψωμένα.
«Θα έρθεις μαζί μου, Ανταρλίδα,» είπε η Ιεράρχης. «Ή θα πεθάνεις.»
*
Η Κελνίχηβ, μαθαίνοντας για τη ληστεία καθώς και για τη συγκέντρωση των συντεχνιών έξω απ’το Βασιλικό Παλάτι και την Ακρόπολη, το είχε θεωρήσει καλή ιδέα να πάει να ρίξει μια ματιά στη Μικρή Αγορά τώρα που θα ήταν σχεδόν άδεια. Μαζί της είχε πάρει μερικούς κατασκόπους της.
Δεν πίστευε ότι θα έβρισκε τους κακοποιούς· αυτοί, κατά πάσα πιθανότητα, θα είχαν φύγει. Δεν ήταν, όμως, βέβαιη ότι οι κακοποιοί ήταν Ταργκάφλι. Έτσι, θεωρούσε ότι πιθανώς να κατάφερνε να βρει τις ενδυμασίες τους· διότι μπορεί να είχαν έρθει ως Ταργκάφλι αλλά αποκλείεται να είχαν φύγει και ως Ταργκάφλι. Ίσως, λοιπόν, να είχαν πετάξει τις μεταμφιέσεις τους σε κάποιο πίσω σοκάκι, αν βιάζονταν – που μάλλον θα βιάζονταν, για να μην έρθει η φρουρά και μπλέξουν.
Δεν είχε ιδέα ότι και η Ανταρλίδα θα ερχόταν εδώ, έχοντας κάνει περίπου τις ίδιες σκέψεις. Κάποιος άλλος, όμως, φαίνεται πως τις ήξερε καλά και τις δύο. Ήξερε τον τρόπο που σκέφτονταν και που αντιδρούσαν.
Και περίμενε.
Μισή ντουζίνα άγνωστοι συγκεντρώθηκαν γύρω απ’το Αριστερό Χέρι και τους κατασκόπους της, πυροβολώντας αμέσως.
Η Κελνίχηβ είδε τους κατασκόπους να πεθαίνουν, και τράβηξε το πιστόλι της.
«Καλύτερα να το πετάξεις αυτό,» της είπε μια μαυρόδερμη γυναίκα με γαλανά μαλλιά η οποία κρατούσε τουφέκι και είχε την κάννη στραμμένη προς το μέρος της. «Ξέρουμε ποια είσαι, κι αυτός είναι ο μόνος λόγος που μπορεί να μείνεις ζωντανή.»
Η Κελνίχηβ, νιώθοντας το μυαλό και το σώμα της μουδιασμένα, άφησε το πιστόλι να πέσει απ’το χέρι της, κουδουνίζοντας στο πλακόστρωτο.
«Δέστε της τα χέρια πίσω απ’την πλάτη, φιμώστε την, και κλείστε της τα μάτια,» πρόσταξε η μαυρόδερμη γυναίκα.
Οι υπόλοιποι το έκαναν, και η Κελνίχηβ αισθάνθηκε να την τραβάνε μέσα στους δρόμους της Μικρής Αγοράς ενώ παραπατούσε. Δεν πρέπει να πανικοβληθώ, σκεφτόταν ξανά και ξανά. Δεν πρέπει να πανικοβληθώ. Ίσως να υπάρχει τρόπος να τους ξεφύγω. Αλλά δεν πρέπει να πανικοβληθώ. Δεν πρέπει να πανικοβληθώ.
Δεν την πήγαν πολύ μακριά. Άκουσε μια πόρτα ν’ανοίγει, και την έβαλαν μέσα σε κάποιο χτίριο. Μετά, την κατέβασαν στο υπόγειο από μια στενή σκάλα, όπου η Κελνίχηβ παραλίγο να σκοντάψει και να κουτρουβαλήσει. Όταν ήταν κάτω, την έσπρωξαν και την έριξαν στο πέτρινο πάτωμα. Τους άκουσε να ανεβαίνουν πάλι τη σκάλα, κι έπειτα άκουσε κάτι να κλείνει από πάνω της. Καταπακτή, μάλλον. Δεν την άκουσε να κλειδώνει, ούτε άκουσε κάποιον σύρτη να τραβιέται.
Έμεινε ακίνητη. Αφουγκραζόμενη.
Από πάνω, το πάτωμα ήταν ξύλινο· οι ήχοι εύκολα περνούσαν. Στην αρχή, πολλά βήματα. Έπειτα, μια πόρτα άνοιξε· οι περισσότεροι έφυγαν. Τα βήματα λιγόστεψαν. Έκαναν πέρα-δώθε, αργά. Δύο άνθρωποι.
Η Κελνίχηβ γύρισε ανάσκελα. Μάζεψε τα γόνατά της επάνω, όσο πιο πολύ μπορούσε. Έφερε τα διπλωμένα πόδια της κοντά στο στήθος της…
Ο άνθρωπος που είχε στήσει ετούτη την παγίδα είχε, κάπως, καταφέρει να προβλέψει ότι ίσως η Κελνίχηβ ερχόταν στη Μικρή Αγορά για να ερευνήσει, αλλά προφανώς δεν ήξερε όλες τις ικανότητες της. Και η Κελνίχηβ δεν είχε γίνει τυχαία Αριστερό Χέρι του Θρόνου. Ήταν πολύ καλή κατάσκοπος. Και δεν ήταν καν ευγενής· ήταν κόρη ενός αγρότη. Είχε αναδειχτεί ύστερα από έναν πόλεμο με την Ύλκωχ, που τότε δεν αποτελούσε ακόμα μέρος της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας. Ο Βασιληάς Αρκάεμ, ο μακαρίτης σύζυγος της Βασίλισσας Παμράνεχ, ήταν που είχε προτείνει την Κελνίχηβ για Αριστερό Χέρι, αφού το προηγούμενο Αριστερό Χέρι δολοφονήθηκε.
Και τα χρόνια που είχε αυτό το αξίωμα, η Κελνίχηβ δεν είχε ξεχάσει τις παλιές της ικανότητες.
Τώρα, καθώς τα πόδια της ήταν μαζεμένα στο στήθος της, προσπάθησε να περάσει τα δεμένα χέρια της από πάνω τους. Και απέτυχε. Τα παπούτσια της την εμπόδιζαν, παρότι δεν ήταν και τόσο μεγάλα.
Καταράστηκε σιωπηλά. Παλιότερα δε θα με δυσκόλευαν!
Πιέζοντας το ένα παπούτσι με το άλλο πόδι, κατάφερε να τα βγάλει τινάζοντάς τα παραδίπλα. Και τα δεμένα χέρια της τώρα γλίστρησαν πολύ πιο εύκολα ώς τους αστραγάλους της. Η δουλειά είχε ουσιαστικά τελειώσει. Η Κελνίχηβ πέρασε τα χέρια της από τις κνήμες και τα γόνατά της και, μετά, σηκώθηκε όρθια μέσα στο υπόγειο που μύριζε κλεισούρα και υγρασία.
Έβγαλε το πανί από τα μάτια της και γύρω της είδε σκοτάδι. Εκτός από το ελάχιστο φως που περνούσε από κάποιες χαραμάδες. Εκεί πρέπει νάναι η καταπακτή.
Η Κελνίχηβ έβγαλε και το φίμωτρό της.
Κατάφερε να περάσει τα χέρια της μέσα στο φόρεμά της και να τραβήξει από εκεί ένα λιγνό στιλέτο. Χρησιμοποιώντας το κατάφερε να κόψει τα δεσμά της.
Αφουγκράστηκε.
Ακόμα, δύο βημάτιζαν επάνω. Το πολύ να ήταν κι άλλος ένας, καθιστός. Αποκλείεται να ήταν περισσότεροι. Κι όσο πιο γρήγορα φύγω τόσο το καλύτερο.
Η Κελνίχηβ έψαξε, μέσα στο σκοτάδι, για τη σκάλα, και εύκολα τη βρήκε κάτω από τις χαραμάδες απ’όπου ερχόταν το φως. Ανέβηκε, αθόρυβα. Τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού άγγιξαν το τραχύ ξύλο της καταπακτής. Το δεξί χέρι της έσφιγγε τη λαβή του στιλέτου.
Η Κελνίχηβ σήκωσε αργά την καταπακτή, δημιουργώντας μονάχα μια χαραμάδα, αρκετή για να μπορεί να κοιτάξει.
Δύο ζευγάρια μποτοφορεμένα πόδια. Είχα δίκιο.
Άνοιξε απότομα την καταπακτή και πετάχτηκε πάνω.
Δύο άντρες στράφηκαν στο μέρος της, ξαφνιασμένοι.
Η Κελνίχηβ εκτόξευσε το στιλέτο της καταπάνω στον έναν· η λεπίδα στροβιλίστηκε και καρφώθηκε στο δεξί του μάτι. Ο άντρας σωριάστηκε στο πάτωμα, σφαδάζοντας.
Ο άλλος τράβηξε το σπαθί του. «Μείνε ακίνητη!» είπε ταραγμένος. «Κατέβα πάλι κάτω!»
«Ούτε το ένα μ’αρέσει ούτε το άλλο,» αποκρίθηκε η Κελνίχηβ, ζυγώνοντας προσεχτικά την πόρτα του δωματίου, που φαινόταν να είναι κάποια μικρή αποθήκη.
«Σου είπα, μείνε ακίνητη!» φώναξε ο άντρας, τρέχοντας καταπάνω της και σπαθίζοντας.
Η Κελνίχηβ απέφυγε τη λεπίδα, έπιασε τον καρπό του, και τον κλότσησε στ’αχαμνά κάνοντάς τον να διπλωθεί μουγκρίζοντας. Η ανοιχτή της παλάμη τον χτύπησε καταπρόσωπο, σπάζοντας τη μύτη του και ρίχνοντάς τον στο ξύλινο πάτωμα με αίματα στο πρόσωπό του. Το σπαθί είχε φύγει απ’τη γροθιά του· η Κελνίχηβ το άρπαξε και τον σπάθισε στο κεφάλι, σκοτώνοντάς τον.
Βαριανασαίνοντας, πλησίασε τον άλλο, που ήταν ήδη νεκρός, και πήρε το στιλέτο της. Το σκούπισε πάνω στο φόρεμά της και το έκρυψε πάλι. Πλησίασε την πόρτα της αποθήκης και την άνοιξε ελάχιστα, για να κρυφοκοιτάξει έξω. Κανένας δεν ήταν στο δρόμο. Βγήκε και απομακρύνθηκε, τρέχοντας.
Απόμακρα, αλλά σίγουρα μέσα από τη Μικρή Αγορά, μπορούσε ν’ακούσει πυροβολισμούς ν’αντηχούν. Τι γίνεται; Τι σκατά γίνεται, μα τ’Αφτιά του Μεγάλου Τίγρη! Δεν μπορούσε, όμως, τώρα να καθίσει να μάθει. Έπρεπε να φύγει.
Κάποιος την είδε. Ένας από τους κακοποιούς που την είχαν συλλάβει, αναμφίβολα, γιατί την αναγνώρισε αμέσως. Έστρεψε το πιστόλι του προς το μέρος της και την πυροβόλησε.
Η Κελνίχηβ πήδησε όσο πιο μακριά μπορούσε. Σωριάστηκε μέσα σ’ένα στενορύμι· κύλησε πάνω στο πλακόστρωτο, γδέρνοντας τα γόνατά της και σχίζοντας το φόρεμά της. Σηκώθηκε αμέσως και έτρεξε.
Πυροβολισμοί πίσω της.
Βγήκε από τη Μικρή Αγορά και, κοιτάζοντας πάνω απ’τον ώμο της, δε νόμιζε ότι πλέον την κυνηγούσαν. Συνέχισε, όμως, να τρέχει μέσα στους δρόμους της Φέντινκεχ, ζαλισμένη, απορώντας πώς ήταν δυνατόν η κατάσταση να είχε ξεφύγει τόσο πολύ από τον έλεγχό της.
Κατευθύνθηκε προς το πιο κοντινό ασφαλές μέρος που ήρθε στο μυαλό της.
Οι ναΐτες φρουροί την είδαν να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του Ναού του Μαράνχαλωμ: μια γυναίκα ξυπόλυτη με κουρελιασμένο, αιματοβαμμένο φόρεμα, ανακατεμένα μαλλιά δεμένα κότσο, και σπαθί στο δεξί χέρι που στη λεπίδα του υπήρχε αίμα. Ασφαλώς τη σταμάτησαν. Και δεν την πίστεψαν όταν τους είπε ότι ήταν το Αριστερό Χέρι και ήθελε να μιλήσει στον Πρωθιερέα επειγόντως.
Η Κελνίχηβ τούς έκανε φασαρία, έξω φρενών, μπαίνοντας στον πειρασμό να τους κοπανήσει με το σπαθί που κρατούσε. Εκείνοι έφεραν τελικά τον Πρωθιερέα στην είσοδο του Ναού. Τα μάτια του γούρλωσαν αντικρίζοντάς την. «Μεγάλε Τίγρη!…» σύριξε κάτω απ’την ανάσα του· κι έκανε νόημα στους φρουρούς να την αφήσουν να περάσει.
Πολλοί και διάφοροι είχαν ακούσει ότι αναζητούσαμε ένα μυστηριώδες δέντρο στα βάθη της ζούγκλας, αλλά κανένας δεν ερχόταν να μας πει ψεύτικες ιστορίες και να μας ζητήσει χρήματα. Μάλλον, μας φοβόνταν· δεν υπήρχε άλλη εξήγηση· διότι οι περισσότεροι που αντίκριζα σε τούτα τα μέρη μού έδιναν την εντύπωση ότι ήταν κλέφτες και, γενικώς, παλιάνθρωποι.
Επομένως, περιμέναμε διαμένοντας στο πανδοχείο με την ονομασία Χρυσόχρωμες Ανταύγειες, προσπαθώντας να βρούμε κάποιον που ήξερε κάτι σοβαρό γι’αυτό που αναζητούσαμε. Ο Τάμπριελ ζήτησε και από τη Νιρρώνη να μας βοηθήσει, κι εκείνη υποσχέθηκε ότι θα έκανε ό,τι μπορούσε.
Καθώς οι μέρες περνούσαν, όμως, έβλεπα ότι ο Μεγάλος Προφήτης ερχόταν σε απόγνωση. Όχι μόνο δεν βρίσκαμε κανέναν που να ξέρει το παραμικρό για το δέντρο, μα ούτε κι εκείνος είχε «δει» τίποτα που να μπορεί να μας καθοδηγήσει.
Καλύτερα να φύγουμε από δω, είπε τελικά στον Ταρνάτλο. Πάμε στις βόρειες ακτές της Γης της Φέδλωχ. Ίσως το δέντρο να είναι εκεί.
Ό,τι θέλεις εσύ, του απάντησε ο Ταρνάτλο. Σου χρωστάω τη ζωή μου, κι ευχαρίστως θα σε οδηγήσω όπου θες – αν φυσικά αυτό δε βάζει τη ζωή μου σε περισσότερο κίνδυνο.
Ο Τάμπριελ ρώτησε εμένα και τον Χάλρεοκ ποια ήταν η γνώμη μας. Να φύγουμε ή να μείνουμε κι άλλο; Προσωπικά, δεν είχα καμια ιδιαίτερη γνώμη, αλλά η αλήθεια ήταν πως είχα πλέον σιχαθεί ετούτη την πόλη – όχι, βέβαια, πως σ’οποιαδήποτε άλλη πόλη της Φέδλωχ κι αν πηγαίναμε τα πράγματα θα ήταν καλύτερα.
Ο Χάλρεοκ μάς θύμισε τότε και το πρόβλημα με τον Καπετάνιο Ρολάνταζ. Τι θα κάνουμε; ρώτησε. Θα περάσουμε από τη Ναριάνημ χωρίς να τον συναντήσουμε;
Προτείνεις να τον αποφύγουμε; είπε ο Τάμπριελ.
Προτείνω να του τσακίσουμε τα κόκαλα! είπε ο Χάλρεοκ, με τρόπο που έκανε την τρίχα μου να σηκωθεί. Ορισμένες φορές, ο Υπασπιστής με τρόμαζε περισσότερο από τους Βαμμένους που κυκλοφορούν εδώ, στη Γη της Φέδλωχ.
Ο Ταρνάτλο παρενέβη τότε, λέγοντας: Υπάρχει τρόπος να φτάσουμε στις βόρειες ακτές χωρίς να περάσουμε από τη Ναριάνημ. Και ξεδίπλωσε τον χάρτη που είχαμε μαζί μας, συνεχίζοντας: Βλέπετε τα ποτάμια; Ετούτα δω είναι τα πιο μεγάλα. Μπορούμε να πάμε στην Ελέσνημ κι από κει να μπαρκάρουμε σε ποταμόπλοιο, να περάσουμε μέσα απ’τις ζούγκλες, κι έτσι να φτάσουμε στις βόρειες ακτές. Στη Ρινάλβηλ ή στη Σότραθ.
Ο Τάμπριελ τον ρώτησε αν το ταξίδι πάνω στα ποτάμια και μέσα από τις ζούγκλες ενδέχετο να είναι επικίνδυνο. Ο Ταρνάτλο ανασήκωσε τους ώμους κι αποκρίθηκε ότι όπου κι αν βρίσκεσαι στη Γη της Φέδλωχ επικίνδυνα είναι – κι αποκάλεσε τον Μεγάλο Προφήτη «αδελφέ», πράγμα που πάντοτε με εκνεύριζε. (Ακούς εκεί, αδελφός του!)
Ο Τάμπριελ είπε ότι αυτή ίσως να ήταν καλή ιδέα, και στράφηκε στον Χάλρεοκ.
Ο Ρολάνταζ θα το καταλάβει ότι κάτι συνέβη στους ανθρώπους που έστειλε, είπε εκείνος, αν δεν το έχει καταλάβει ήδη· και ίσως να φύγει, να επιστρέψει στο Τάρσαζ χωρίς εμάς. Εγώ προτείνω να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας μαζί του όσο είναι καιρός, Τάμπριελ.
Μεγάλε Τίγρη, τον έβλεπα έτοιμο να χύσει αίμα!
Ο Τάμπριελ φάνηκε να το σκέφτεται, καθώς καθόμασταν εκεί, σ’ένα απ’τα τραπέζια της τραπεζαρίας του πανδοχείου Χρυσόχρωμες Ανταύγειες, μέσα στη νύχτα. Τελικά, ρώτησε ευθέως: Σχεδιάζεις να τον σκοτώσεις, Χάλρεοκ;
Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά καθώς έλεγε: Όχι, αν και του αξίζει. Θα καταλάβω το πλοίο και θα τον πάω στο Βασίλειο δεμένο χειροπόδαρα!
Δε θα είναι εύκολο να καταλάβεις το πλοίο, τον προειδοποίησε ο Τάμπριελ.
Δεν θα με βοηθήσεις;
Ο Χάλρεοκ γνώριζε, ασφαλώς, για τις δυνάμεις της Βιβεϊρλώταθ. Γνώριζε ότι μπορούσε να διαλύσει όλους τους ναύτες που ίσως ο Ρολάνταζ να πρόσταζε να μας επιτεθούν.
Ο Μεγάλος Προφήτης είπε στον Χάλρεοκ: Αυτή δεν είναι μια ερώτηση που θάπρεπε να κάνεις.
Επομένως, το πλοίο θα γίνει δικό μας και ο Ρολάνταζ αιχμάλωτός μας! Δε νομίζεις ότι η θεά σου μπορεί να το καταφέρει αυτό, Τάμπριελ;
Η Βιβεϊρλώταθ θα χύσει πολύ αίμα πάνω στο κατάστρωμα. Αυτή είναι η φύση της.
Δε με νοιάζει. Ο Ρολάνταζ θα πληρώσει για την προδοσία του! Αν δεν παραδοθεί αμέσως, τότε ας γεμίσει το κατάστρωμά του με το αίμα του πληρώματός του!
Ο Τάμπριελ φάνηκε πάλι συλλογισμένος καθώς κάπνιζε την πίπα του, και κανένας δεν μιλούσε γύρω απ’το τραπέζι μας. Μετά, είπε στον Χάλρεοκ: Αφού σκέφτεσαι να αιχμαλωτίσουμε τον Ρολάνταζ και να τον πάμε στη Βασίλισσα, καλύτερα να έχουμε βρει το δέντρο όταν θα το κάνουμε αυτό, ώστε να μπορέσουμε να φύγουμε αμέσως από τη Γη της Φέδλωχ.
Μέχρι να βρούμε το δέντρο σου, Τάμπριελ, ο καταραμένος προδότης θάχει αποπλεύσει και θα μας έχει παρατήσει σε τούτους τους τόπους!
Δεν θα του δώσουμε λόγο να το κάνει. Μην ξεχνάς πως εκείνος δεν γνωρίζει ότι τον έχουμε καταλάβει.
Οι άνθρωποί του, όμως, δεν θα επιστρέψουν ποτέ στον Ανεμοφάγο…
Και λοιπόν; Στη Φέδλωχ, οτιδήποτε μπορεί να τους έχει συμβεί. Η εξαφάνισή τους δεν σημαίνει ότι εμείς τους σκοτώσαμε.
Ο Χάλρεοκ συνοφρυώθηκε, αναλογιζόμενος τα λόγια του Μεγάλου Προφήτη και βρίσκοντάς τα λογικά – όπως κι εγώ τα έβρισκα λογικά.
Ο Τάμπριελ έχει δίκιο, Χάλρεοκ, είπα. Ο Ρολάνταζ δεν μπορεί να ξέρει τι συνέβη.
Και θα του στείλουμε δύο από τους πολεμιστές σου, πρόσθεσε ο Τάμπριελ, για να του πουν ότι συνεχίζουμε την αναζήτησή μας για το δέντρο κι εκείνος πρέπει να περιμένει και να μη φύγει.
Θα τον ενημερώσουμε, δηλαδή, για τις κινήσεις μας; μούγκρισε ο Χάλρεοκ.
Δεν θα του πούμε ότι πηγαίνουμε στις βόρειες ακτές. Θα τον αφήσουμε να νομίζει ότι εξακολουθούμε να βρισκόμαστε εδώ, στις νότιες.
Ο Χάλρεοκ, τελικά, συμφώνησε με τον Μεγάλο Προφήτη, και βάλαμε το σχέδιό μας σε εφαρμογή.
Ιππεύοντας, ταξιδέψαμε μέχρι την Ελέσνημ, που είναι οικοδομημένη γύρω από ένα παρακλάδι του ποταμού Χαρνούνουν. Εκεί, ο Ταρνάτλο μάς βρήκε ένα ποταμόπλοιο που κατευθυνόταν στη Σότραθ και επιβιβαστήκαμε. Εκτός από τους δύο πολεμιστές του Χάλρεοκ που θα πήγαιναν στον Ρολάνταζ: αυτούς τους αποχαιρετήσαμε στην Ελέσνημ και τους αφήσαμε να ταξιδέψουν ανατολικά, προς τη Ναριάνημ, που βρισκόταν περίπου μιας ημέρας δρόμο μακριά μας όταν ίππευες.
Επάνω στους ποταμούς που διέσχιζαν τις ζούγκλες πλεύσαμε λοιπόν, και περάσαμε από μέρη που η βλάστηση ήταν πραγματικά τόσο πυκνή που σκέπαζε τον ουρανό κι έκανε τη μέρα νύχτα. Απόμακρα, ακούγαμε τα γρυλίσματα θηρίων και τα τύμπανα άγνωστων φυλών. Σε μια όχθη είδαμε ανθρωποφάγους να ουρλιάζουν ατενίζοντάς μας και σείοντας τα δόρατά τους προς το μέρος μας. Τα δόντια τους ήταν μυτερά, λες και ήταν τέρατα. Τα σώματά τους ήταν βαμμένα με εφιαλτικά σχήματα. Σε άλλα σημεία του ποταμού, είδαμε κροκόδειλους να κολυμπούν στα νερά και να γλιστρούν στις ακτές.
Οι κωπηλάτες του ποταμόπλοιού μας άρχισαν να κωπηλατούν μανιασμένα όταν βέλη έπεσαν καταπάνω μας μέσα από τα σκοτάδια της πυκνής βλάστησης. Ο ήλιος πλησίαζε στη δύση του, κι εδώ, στις ζούγκλες, ήταν ουσιαστικά νύχτα.
Τι συμβαίνει; ρώτησε ο Χάλρεοκ τον Ταρνάτλο καθώς είχαμε καλυφτεί στο εσωτερικό του σκάφους.
Ανθρωποφάγοι, αδελφέ. Ανθρωποφάγοι. Θέλουνε βραδινό, απάντησε εκείνος.
Και θα νόμιζε κανείς ότι ο άνθρωπος μιλούσε για τον καιρό, έτσι όπως το έλεγε!
Μεγάλε Τίγρη!
Ένας γεροδεμένος μαυρόδερμος άντρας φώναζε στους κωπηλάτες να κάνουν πιο γρήγορα – πιο γρήγορα! – αλλιώς ήμασταν όλοι χαμένοι. Και τους κοπανούσε, κάπου-κάπου, με το μαστίγιό του. Παρατήρησα ότι αρκετοί απ’αυτούς είχαν λευκό δέρμα, σαν εμένα, και ρίγησα.
Μετά, όμως, είδα κάτι που με απασχόλησε ακόμα περισσότερο. Μέσα από τα σκοτάδια, μαυρόδερμοι άνθρωποι έβγαιναν τραβώντας μαζί τους σχεδίες, πετώντας τις στον ποταμό, και ξεκινώντας να κωπηλατούν προς το μέρος μας. Στα χέρια τους βαστούσαν δόρατα και τόξα. Και ουρλιαχτά έβγαιναν απ’τα στόματά τους, ενώ τα μάτια τους γυάλιζαν λυσσασμένα. Μεγάλε Τίγρη! πραγματικά δεν έχω ξαναδεί ποτέ τα μάτια ανθρώπων να γυαλίζουν έτσι. Θα νόμιζες ότι φωτιές είχαν ανάψει εντός τους. Τελικά, πρέπει νάναι αλήθεια αυτό που λένε, ότι όταν τρως από το ίδιο σου το είδος τρελαίνεσαι.
Ανθρωποφάγοι, μάγκες μου, μουρμούριζε ο Ταρνάτλο. Ανθρωποφάγοι.
Οι μισθοφόροι του Καπετάνιου του σκάφους μας ύψωσαν βαλλίστρες τοξεύοντάς τους. Αλλά, μα όλους τους θεούς, ήταν πάρα πολλοί! Η ζούγκλα έμοιαζε να τους γεννά.
Τάμπριελ! παρακάλεσα τον Μεγάλο Προφήτη. Κάνε κάτι! Στείλε τη Βιβεϊρλώταθ εναντίον τους!
Εκείνος όμως στράφηκε στον Αλίρκωπ, τον μάγο που είχαμε βρει στα ερείπια της Καρκούμ, και του είπε: Πώς είναι ο Φλογοφάγος;
Ο Αλίρκωπ μειδίασε, και ύψωσε το δαχτυλίδι του.
Οι δαυλοί που κουβαλούσαν οι ανθρωποφάγοι πάνω στις σχεδίες άρχισαν να σβήνουν ο ένας κατόπιν του άλλου. Και πανικός φάνηκε να πιάνει τους ανθρωποφάγους καθώς καταλάβαιναν ότι κάτι αλλόκοτο συνέβαινε. Τα ουρλιαχτά τους άλλαξαν χροιά· ήταν τώρα φοβισμένοι.
Οι βαλλιστροφόροι του Καπετάνιου μας συνέχισαν να τους τοξεύουν.
Ο Χάλρεοκ έκανε να τραβήξει το πιστόλι του, το ίδιο και οι πολεμιστές του, αλλά ο Τάμπριελ τούς είπε να περιμένουν.
Και είχε δίκιο: οι ανθρωποφάγοι, όταν είδαν ότι άναβαν τους δαυλούς τους κι αυτοί ξανάσβηναν από μόνοι τους, γύρισαν τις σχεδίες τους απ’την άλλη και κωπηλάτησαν προς τις όχθες του ποταμού.
Με τις άκριες των ματιών μου, είδα το δαχτυλίδι του Αλίρκωπ να γυαλίζει.
Ο Καπετάνιος μάς είπε, μετά: Κάποιος δαίμονας πρέπει να ήταν εδώ πέρα, φίλοι μου. Κάποιος δαίμονας που δεν τα πήγαινε καλά με τους ανθρωποφάγους.
Ναι, του είπε ο Τάμπριελ. Ήμασταν τυχεροί.
Ο Μεγάλος Προφήτης είχε ανέκαθεν ένα αλλόκοτο χιούμορ παρότι σπάνια χαμογελά.
Το πρωί της επόμενης ημέρας φτάσαμε στη Σότραθ, χωρίς να έχουμε άλλες εκπλήξεις από ανθρωποφάγους ή άγρια θηρία.
Και η αναζήτησή μας για το δέντρο συνεχίστηκε όπως πριν. Ρωτούσαμε τον έναν και τον άλλο, ανάμεσα στους οποίους ήταν και κάποιοι γνωστοί του Ταρνάτλο. Δυστυχώς, κανένας δεν γνώριζε τίποτα γι’αυτό που ψάχναμε, αν και όλοι υπέθεταν ότι το δέντρο πρέπει να είχε ιερή σημασία για κάποια φυλή ανθρωποφάγων. Ο Άρχοντας Καντμέλο της Σότραθ, ακούγοντας για εμάς, μας κάλεσε στο παλάτι του11 για να μας μιλήσει. Ζήτησε να μάθει ποιοι είμαστε και τι θέλαμε στην πόλη του. Ο κοκκινόδερμος ήταν πράγματι ο προφήτης που έλεγαν ότι κυκλοφορούσε στο Τάρσαζ; ρώτησε.
Ο Τάμπριελ συστήθηκε και του είπε πως, ναι, αυτός ήταν, και πως στα οράματά του είχε δει το δέντρο, και πιστεύοντας ότι είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία το αναζητούσε. Ο Άρχοντας Καντμέλο αποκρίθηκε ότι και η Βασίλισσα Παμράνεχ πρέπει να θεωρούσε το δέντρο σημαντικό, αφού είχε στείλει μαζί του πολεμιστές της. Γιατί ήταν τόσο σημαντικό το δέντρο; ρώτησε. Και οι ερωτήσεις του δεν άφηναν στον Μεγάλο Προφήτη άλλη επιλογή από το να του πει ότι το δέντρο ίσως να ήταν ένα από τα κλειδιά για να κλείσουμε το Ρήγμα και να κάνουμε τους σεισμούς να πάψουν.
Θα το εκτιμούσα, Άρχοντά μου, αν με βοηθούσατε να το εντοπίσω, είπε ο Τάμπριελ. Και η Βασίλισσα του Τάρσαζ θα το εκτιμούσε επίσης.
Ο Καντμέλο αποκρίθηκε πως είχε ακούσει ότι στο Τάρσαζ είχαν κατασκευάσει κάποια καινούργια όπλα. Και πως είχαν, μάλιστα, σταλεί Ταρσάζιοι στρατιώτες με αυτά τα όπλα στα βόρεια, για να βοηθήσουν το Ώσρανοκ εναντίον της Κοινωνίας.
Ο Άρχοντας της Σότραθ ήταν ενημερωμένος και καλός πολιτικός, οφείλω να ομολογήσω.
Μας ρώτησε αν θα μπορούσαμε να του πουλήσουμε κάποια από τα καινούργια όπλα, γιατί του είχαν πει ότι ήταν πολύ ισχυρά. Πετούσαν φωτιά από απόσταση, και δεν ήταν μεγαλύτερα από ένα σπαθί!
Ο Τάμπριελ τού απάντησε πως, αν μας βοηθούσε να βρούμε το δέντρο, κάτι θα προσπαθούσε να κανονίσει με τη Βασίλισσα Παμράνεχ. Ο Άρχοντας Καντμέλο συμφώνησε· και μάλιστα, μας φιλοξένησε στο παλάτι του, θέλοντας μάλλον να μας κολακέψει και να αυξήσει τις πιθανότητές του να αποκτήσει πυροβόλα όπλα από το Βασίλειο Τάρσαζ.
Έτσι, μείναμε στη Σότραθ για κάποιες ημέρες, περιμένοντας μήπως ο Άρχοντάς της μας βρει κανένα στοιχείο για το δέντρο, ενώ συγχρόνως κι οι ίδιοι δεν καθίσαμε άπραγοι.
Μια βραδιά που ο Μεγάλος Προφήτης, ο Χάλρεοκ, ο Αλίρκωπ, ένας Ταρσάζιος πολεμιστής, ένας Ταργκάφλι, ο Ταρνάτλο, και εγώ βρισκόμασταν στο λιμάνι της πόλης, κάποιος μάς πλησίασε διστακτικά και μας είπε πως, αν ενδιαφερόμασταν για το δέντρο, το αφεντικό του ήξερε πού να το βρούμε· αλλά έπρεπε να τον επισκεφτούμε τώρα και να μην πούμε σε κανέναν τίποτα. Για να είμαι ειλικρινής, η φάτσα του τύπου δεν μου γεννούσε εμπιστοσύνη, ούτε κι ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε.
Γιατί δεν έρχεται το αφεντικό σου σε μας; τον ρώτησα.
Δε θέλει να κάνει φασαρία, ρε φιλαράκι, μου απάντησε. Θέλει το πράμα, αν γίνει, να γίνει μεταξύ του κόκκινου φίλου σου από δω και εκείνου. Δε χρειάζεται να το διαλαλήσουμε σ’όλον τον κόσμο.
Ο Τάμπριελ συμφώνησε να ακολουθήσουμε αυτόν τον σκιερό τύπο, κι εκείνος μάς οδήγησε σε μια αποβάθρα στην ανατολική μεριά του λιμανιού, όπου το σκοτάδι ήταν πυκνό. Κοντά σε μια από τις λιγοστές αναμμένες λάμπες καθόταν ένας μεγαλόσωμος, μαυρόδερμος άντρας με γκρίζα μούσια και μαλλιά. Το δεξί του πόδι ήταν ξύλινο, και φορούσε φαρδύ παντελόνι και βαρύ, μπλε πανωφόρι. Από τη ζώνη του κρεμόταν ένα μεγάλο ξίφος. Γύρω του βρίσκονταν κι άλλοι: τέσσερις τουλάχιστον, μπόρεσα να μετρήσω μέσα στα σκοτάδια. Μαχαιροβγάλτες όλοι τους, και μας κοίταζαν καλά-καλά.
Ο άντρας που μας είχε φέρει εδώ είπε στον μαυρόδερμο με το ξύλινο πόδι: Τους έφερα, αφεντικό· και μετά αποσύρθηκε, αφήνοντας το αφεντικό του να αντικρίσει τον Τάμπριελ.
Εσύ είσαι ο Κόκκινος Προφήτης που αναζητά το δέντρο με τα κρανία; ρώτησε ο κακοποιός.
Και ποιος είσαι εσύ; είπε ο Τάμπριελ.
Τ’όνομά μου είναι Σράνκιθ ο Γελαστός.
Ο Ταρνάτλο αμέσως ψιθύρισε κάτι στ’αφτί του Τάμπριελ· το μόνο που κατάφερα να κρυφακούσω ήταν η λέξη πειρατής, κι αυτό ήταν αρκετό.
Ο Σράνκιθ μειδίασε. Ο φίλος σου φαίνεται να με ξέρει, είπε. Κι ατενίζοντας επίμονα τον Ταρνάτλο, πρόσθεσε: Εγώ δεν τον ξέρω, όμως.
Ο Ταρνάτλο έμεινε σιωπηλός – παράξενο γι’αυτόν.
Ο Σράνκιθ είπε στον Τάμπριελ: Έχω να σου κάνω μια προσφορά, μάστορα. Κατ’αρχάς, να πούμε, μου είπανε ότι έχεις μαζί σου όπλα που πετάνε φωτιά. Είν’ αλήθεια;
Αλήθεια είναι.
Να τα δω;
Ο Τάμπριελ τράβηξε το πιστόλι του.
Αυτό το πραματάκι είναι; απόρησε ο Σράνκιθ.
Μικρό αλλά θανατηφόρο. Θες μια επίδειξη;
Δε χρειάζεται. Τόξερα ότι είναι μικρά. Θέλω, που λες, δέκα απ’αυτά, και μετά θα μάθεις πού είναι το δέντρο σου.
Πώς ξέρω ότι λες αλήθεια; ρώτησε ο Μεγάλος Προφήτης – και δικαιολογημένα ήταν καχύποπτος, φυσικά· όλο κακοποιούς βλέπαμε εδώ. (Δεν υπάρχει τίμιος άνθρωπος στη Γη της Φέδλωχ; αναρωτιέμαι. Νομίζω πως ούτε στη Γη των Ταργκάφλι δεν ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα – αν και δεν ήταν και πολύ καλύτερα.)
Ο Σράνκιθ είπε: Δεν το ξέρεις. Πρέπει να με πιστέψεις. Αλλά, άμα ρωτήσεις το φιλαράκι σου από κει – έκλεισε το μάτι προς τον Ταρνάτλο – θα σου λαλήσει πως ο Σράνκιθ ο Γελαστός κρατά πάντα το λόγο του. Άμα θες να πας στο δέντρο, θα πας στο δέντρο. Σου λέω από τώρα ότι είναι σε μεριά μ’ανθρωποφάγους, όμως, έτσι για να τόχεις υπόψη σου.
Είναι μακριά από δω;
Περισσότερα δε μαθαίνεις από μένα. Αυτά ήτανε. Μετά, μου δίνεις τα όπλα και λέμε κι άλλα.
Μια ερώτηση ακόμα, επέμεινε ο Τάμπριελ ατενίζοντάς τον παγερά.
Ο Σράνκιθ δίστασε αλλά τελικά είπε: Καλώς, επειδή είσαι ξένος και μου φαίνεσαι περίεργος γενικώς. Λέγε.
Εσύ πώς έμαθες για το δέντρο;
Το είδα με τα μάτια μου. Είχαμε χαθεί στις ζούγκλες, κι έτυχε να πέσουμε πάνω του. Μας κυνήγησαν οι ανθρωποφάγοι όπως κυνηγάνε οι πάνθηρες τη λεία τους. Μπορώ, άμα θες, να σου δείξω και το τραύμα από βέλος που με χτύπησε. Στα κωλομέρια είναι.
Δε χρειάζεται. Αλλά έχω την εξής απορία: Αφού έφυγες κυνηγημένος από εκείνα τα μέρη της ζούγκλας, πώς θυμάσαι πού είναι το δέντρο;
Στον Σράνκιθ τον Γελαστό μιλάς, έτσι; Το θυμάμαι. Μπορώ να σου φτιάξω κι ένα χάρτη, και θα το κάνω – αρκεί να μου δώσεις δέκα απ’αυτά τα όπλα.
Δέκα, του είπε ο Τάμπριελ, είναι αδύνατον να σου δώσω, γιατί δεν έχω τόσα μαζί μου. Έχουμε πάρει ίσα-ίσα για τους εαυτούς μας.
Δε μου τα λες καλά, τώρα.
Τελικά συμφώνησαν να του δώσει πέντε και να του δείξει πώς να τα χρησιμοποιεί: πράγμα που, κατ’εμέ, ήταν εξωφρενικό. Ουσιαστικά, του δώσαμε τα μισά μας όπλα! Ούτε του Χάλρεοκ τού άρεσε, αλλά ο Μεγάλος Προφήτης μάς είπε ότι όπλα μπορούσαμε πάντα να φτιάξουμε κι άλλα στο Τάρσαζ· το δέντρο, όμως, ήταν βασικό να το βρούμε τώρα.
Διαμαρτυρήθηκα. Τώρα έχει πυροβόλα όπλα ένας πειρατής! είπα στον Τάμπριελ.
Δε θ’αργήσουν να διαδοθούν, Καλέφραζ, ούτως ή άλλως, μου αποκρίθηκε εκείνος. Και είχε δίκιο, βέβαια, αλλά εγώ τότε δεν το έβλεπα έτσι. Πίστευα ότι τα πυροβόλα όπλα μπορούσαμε να τα κρατήσουμε μόνο για το Τάρσαζ. Όμως, δυστυχώς, αυτό είναι αδύνατο. Όταν χρησιμοποιείς ένα όπλο στη μάχη, αργά ή γρήγορα θα μάθει να το χρησιμοποιεί κι ο εχθρός σου, και μετά ο κόσμος όλος…
*
* * *
*
Έφυγαν από τη Σότραθ βιαστικά, μέσα στη νύχτα, γιατί δεν ήθελαν να μάθει ο Άρχοντας Καντμέλο για τη συμφωνία τους με τον Σράνκιθ, αφού ο Ταρνάτλο τούς είπε ότι οι δυο τους δεν ήταν κι οι καλύτεροι φίλοι και, αναμφίβολα, ο Άρχοντας δεν θα έβλεπε θετικά το γεγονός ότι ο πειρατής είχε ξαφνικά αποκτήσει πέντε πιστόλια, έστω και με λίγα πυρομαχικά.
Καθώς έπαιρναν τα άλογά τους κι έβγαιναν απ’το παλάτι της Σότραθ, ο Τάμπριελ είπε σ’έναν υπηρέτη να πει αύριο στον Άρχοντα ότι τον ευχαριστούσαν για τη φιλοξενία του αλλά, εξαιτίας στοιχείων που είχαν πρόσφατα ανακαλύψει για την αναζήτησή τους, έπρεπε να φύγουν επειγόντως.
Τα άλογά τους τους έβγαλαν από την πόλη και τους πήγαν στις παρυφές της ζούγκλας, όπου και σταμάτησαν αφού δεν ήταν συνετό να συνεχίσουν μέσα στο σκοτάδι. Η ζούγκλα ήταν μία φορά επικίνδυνη την ημέρα και δέκα φορές πιο επικίνδυνη τη νύχτα. Καταυλίστηκαν και έβαλαν φρουρούς. Ο Τάμπριελ ύφανε μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω τους, και μετά μισοξάπλωσε πάνω στην κουβέρτα του. Σκηνές δεν είχαν στήσει, για να μπορούν να ξεκινήσουν γρήγορα αύριο.
«Θα καταφέρουμε να φτάσουμε μόνοι μας στον προορισμό μας,» ρώτησε ο Τάμπριελ τον Ταρνάτλο, «ή θα πρότεινες να προσλάβουμε κάποιον οδηγό προτού ξεκινήσουμε;»
«Δε νομίζω να βρεις εύκολα οδηγό για μες στις ζούγκλες,» του αποκρίθηκε εκείνος. «Πηγαίνουμε σε πολύ επικίνδυνες περιοχές, και για να σου πω το πράγμα όπως έχει, άμα δεν ήξερα ότι έχετε τα όπλα σας και τη θεά σου μαζί, θ’αρνιόμουν νάρθω, κι ας με καθαρίζατε επειδή αρνήθηκα. Τέλος πάντω· αφού έχουμε το χάρτη του Σράνκιθ, άμα τον ακολουθήσουμε πιστά, πρέπει να φτάσουμε.»
«Εγώ,» δήλωσε ο Καλέφραζ, «δεν τον εμπιστεύομαι, ούτε τον πειρατή ούτε τον χάρτη του. Κατά πρώτον, μπορεί να μας είπε ψέματα–»
«Αν μας είπε ψέματα,» τον διέκοψε ο Τάμπριελ με άγρια όψη στο πρόσωπό του, «θα το μετανιώσει.»
«Κατά δεύτερον, αμφιβάλλω αν κι ο ίδιος θυμάται καλά τις περιοχές απ’όπου πέρασε. Παραδέχτηκε ότι ανθρωποφάγοι τον κυνηγούσαν!»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Πράγματι. Οφείλουμε να είμαστε προσεχτικοί. Ωστόσο, είναι το καλύτερο στοιχείο που έχουμε καταφέρει να βρούμε μέχρι στιγμής.»
«Αυτό,» είπε ο Χάλρεοκ, «είναι αλήθεια. Και δεν μπορούμε να μείνουμε για πάντα εδώ, στη Γη της Φέδλωχ. Πρέπει να επιστρέψουμε στο Τάρσαζ. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει όσο λείπουμε. Ο πόλεμος με την Κοινωνία θ’αγριέψει· αυτό είναι σίγουρο. Αλλά και η κατάσταση με τους Ταργκάφλι κοντά στην πρωτεύουσα δε μ’αρέσει. Χωρίς εσένα εκεί να συγκρατείς τα πράγματα, μπορεί να έχουμε ιστορίες, Τάμπριελ.»
«Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ μού υποσχέθηκε ότι θα κάνει το παν για να φερθεί ο λαός του όπως πρέπει.»
«Δε χρειάζεται ν’ανησυχείτε,» είπε η Χιρκόμο. «Όπως το λέει ο Καζίτο’ναρ είναι. Οι Ταργκάφλι θα φερθούν όπως πρέπει.»
«Δεν ανησυχώ για τους Ταργκάφλι,» δήλωσε ο Χάλρεοκ, δυσοίωνα.
Και ο Καλέφραζ έγνεψε καταφατικά.
Ο Αλίρκωπ, που στεκόταν λίγο πιο πέρα, επέστρεψε τώρα κοντά τους μαζί με τον Θυμό. «Η νύχτα είναι γεμάτη παρουσίες που μας παρακολουθούν,» είπε. «Νομίζω ότι έχουν συγκεντρωθεί γύρω μας εξαιτίας της Βιβεϊρλώταθ.»
«Ναι,» συμφώνησε η Χιρκόμο, «κι εγώ τις αισθάνομαι.»
«Ο καθένας με τον πόνο του…» μουρμούρισε ο Καλέφραζ.
Ο Τάμπριελ τον άκουσε και, αν ήταν απ’τους ανθρώπους που χαμογελούν εύκολα, τώρα θα χαμογελούσε.
Όταν ξάπλωσαν για να κοιμηθούν, σκέφτηκε πάλι τα λόγια του Χάλρεοκ: Πρέπει να επιστρέψουμε στο Τάρσαζ. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει όσο λείπουμε. Και, μαζί με τα λόγια του Χάλρεοκ, θυμήθηκε και τις εικόνες που είχε «δει» όταν πρωτοέφτασαν στη Σότραθ, οι οποίες ήταν όλες τους ανησυχητικές.
—η Ανταρλίδα μέσα σ’έναν χώρο που έμοιαζε με αρένα. Τα ρούχα της σχισμένα· αίματα επάνω της. Στα χέρια της, δύο μακριά και πλατιά ξιφίδια (όπλα που ο Τάμπριελ δεν την είχε δει ποτέ ξανά να χρησιμοποιεί).
—η Ανταρλίδα αλυσοδεμένη χειροπόδαρα σ’έναν ξύλινο χώρο – ίσως, το αμπάρι πλοίου. Χώρις να έχει τις αισθήσεις της· πιθανώς ναρκωμένη. Δύο άντρες στέκονται από πάνω της.
—η Ανταρλίδα βαδίζει μέσα στους άδειους δρόμους μιας αγοράς – η Μικρή Αγορά της Φέντινκεχ πρέπει να είναι – και ψάχνει για κάτι.
—η Ανταρλίδα πεσμένη ανάσκελα, μ’ένα σιδερένιο κράνος στο κεφάλι και αίματα πάνω στο κράνος. Φορά δερμάτινη πανοπλία με κομμάτια από σίδερο. Κι από πάνω της ορθώνεται ένα θηρίο, έτοιμο να τη σκοτώσει – αν δεν είναι ήδη νεκρή.
Ένα θηρίο που ο Τάμπριελ δεν αναγνώριζε.
Και τώρα, αναρωτιόταν: Πώς είναι δυνατόν να συμβούν αυτά; Μήπως βλέπω πράγματα που της έχουν συμβεί; Πράγματα από το παρελθόν της; Ή πράγματα που θα μπορούσαν να της είχαν συμβεί; Δεν το νόμιζε, όμως. Οι εικόνες αυτές είχαν έρθει τόσο βίαια στο μυαλό του που είχε την εντύπωση ότι ήταν πολύ άμεσες… ήταν λες και τώρα να είχαν δημιουργηθεί, λες και παλιότερα να μην υπήρχαν ανάμεσα στη συλλογή των εικόνων του σύμπαντος· σαν η Ανταρλίδα να είχε ακολουθήσει ένα καινούργιο μονοπάτι, ένα μονοπάτι πολύ άσχημο…
Θα βρω το δέντρο και, μετά, θα πάω στο Τάρσαζ και θα μάθω τι συμβαίνει… αν όντως συμβαίνει κάτι, σκέφτηκε ο Τάμπριελ.
Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε πολύ· και, εκτός των άλλων, έφταιγε γι’αυτό και το γεγονός ότι τρεις πίθηκοι πλησίασαν τον καταυλισμό τους αιφνιδιαστικά και ενεργοποίησαν τη Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως. Ο Τάμπριελ, νιώθοντας την ειδοποίηση μέσα στο μυαλό του, πετάχτηκε επάνω και σύντομα διαπίστωσε ότι δεν ήταν τίποτα το ανησυχητικό. Οι φρουροί γρήγορα έδιωξαν τους πιθήκους, οι οποίοι εξαφανίστηκαν μέσα στη ζούγκλα.
Ο Τάμπριελ ξάπλωσε και προσπάθησε πάλι να κοιμηθεί.
*
Ο χάρτης του Σράνκιθ έδειχνε ότι το δέντρο βρισκόταν στα κεντρικότερα μέρη της Γης της Φέδλωχ, μέσα στις ζούγκλες, ανάμεσα στους ποταμούς και κοντά σε κάτι βαλτοτόπια. Η απόσταση που η ομάδα του Τάμπριελ έπρεπε να καλύψει δεν ήταν μεγάλη αντικειμενικά (η Φέδλωχ, εξάλλου, δεν ήταν μεγάλη χώρα), αλλά υπήρχαν διάφορα εμπόδια στο δρόμο τους. Επάνω στον χάρτη ο Σράνκιθ ο Γελαστός είχε κάνει κάποιες σημειώσεις για το πού βρίσκονταν άγριες φυλές (ανθρωποφάγοι και μη) και πού σύχναζαν συγκεκριμένα θηρία. Ο Ταρνάτλο, όμως, είχε προειδοποιήσει τον Τάμπριελ ότι δεν θα έπρεπε να είναι απόλυτα βέβαιοι για όλα τούτα, επειδή τα πάντα ήταν ρευστά σε τέτοια μέρη· «δεν υπάρχουν σύνορα εδώ, αδελφέ· μπορεί να σου παρουσιαστούν πράματα από κει που δεν το περιμένεις.»
Άφησαν τις παρυφές της ζούγκλας πίσω τους και μπήκαν στην πυκνή βλάστηση. Δύο Ταργκάφλι προπορεύονταν βαστώντας πλατυλέπιδα, κυρτά ξίφη για να κόβουν τις φυλλωσιές και τα κλαδιά και ν’ανοίγουν δρόμο. Οι άλλοι δύο Ταργκάφλι και οι τέσσερις Ταρσάζιοι πολεμιστές βάδιζαν γύρω από τους υπόλοιπους, σχηματίζοντας έναν προστατευτικό κλοιό.
Μετά από κάποιες ώρες αργού ταξιδιού, έφτασαν μπροστά σ’ένα ποτάμι που δεν ήταν σημειωμένο στον χάρτη τους.
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε. «Σίγουρα πηγαίνουμε καλά;» ρώτησε τον Ταρνάτλο.
«Μια χαρά πηγαίνουμε,» αποκρίθηκε εκείνος. «Νομίζεις ότι ο Σράνκιθ ξέρει τα πάντα; Ή ότι σημείωσε τα πάντα στο χάρτη του;»
Ο Καλέφραζ είπε: «Δε μοιάζει βαθύ το ποτάμι, ούτως ή άλλως.»
«Περίμενε.» Ένας Ταργκάφλι τον έπιασε απ’τον ώμο καθώς ο Γραμματικός έκανε να πλησιάσει το τρεχούμενο νερό.
Ένας άλλος Ταργκάφλι πήγε κοντά στο ποτάμι και έβαλε μέσα το δόρυ του, κάνοντάς το πέρα-δώθε. Τίποτα δεν πετάχτηκε.
«Ψάχνεις για κάτι συγκεκριμένο;» τον ρώτησε ο Χάλρεοκ.
«Συγκεκριμένο, όχι.»
Ο Ταρνάτλο είπε: «Αν ήτανε κάποιος κροκόδειλος εκεί μέσα, θάχε βγει τώρα.»
Ο Ταργκάφλι με το δόρυ τούς έκανε νόημα να περιμένουν και μπήκε πρώτος στο νερό, το οποίο σταδιακά έφτασε ώς τη μέση του καθώς ο πολεμιστής βάδιζε αργά.
Ξαφνικά, κραύγασε. Και χτύπησε τον ποταμό με το δόρυ, όχι με την πίσω μεριά αλλά με τη μπροστινή, με τη λεπίδα.
Η Χιρκόμο τού φώναξε, στη Γλώσσα των Ταργκάφλι, την οποία ο Τάμπριελ καταλάβαινε: «Τι είναι, Νάσκαμωπ;»
Το νερό είχε αρχίσει να κοκκινίζει γύρω του. Κι ο πολεμιστής στράφηκε προς την όχθη απ’όπου είχε έρθει, προσπαθώντας να τη φτάσει, γρήγορα.
«Νάσκαμωπ!» φώναξε η Χιρκόμο, και ζύγωσε κι εκείνη την όχθη γονατίζοντας και βάζοντας και τα δύο χέρια μες στο νερό. Τα μάτια της διαστάλθηκαν και φάνηκαν να θολώνουν, σα να μην κοίταζαν πουθενά συγκεκριμένα.
«Τι κάνει;» ρώτησε ο Χάλρεοκ.
Κανένας δεν του απάντησε.
Ο Νάσκαμωπ βγήκε απ’τα νερά του ποταμού σκαρφαλώνοντας στην όχθη. Και σωριάστηκε. Τα πόδια του αιμορραγούσαν, και μερικά τραύματα φαίνονταν να υπάρχουν και στην κοιλιά του. Η Χιρκόμο σηκώθηκε, και εκείνη κι οι άλλοι Ταργκάφλι μαζεύτηκαν γύρω του.
«Τι είναι μες στο νερό;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Ψάρια, Καζίτο’ναρ,» απάντησε η Χιρκόμο. «Σαρκοβόρα ψάρια. Πολύ επικίνδυνα.»
«Κρεατοδαγκάνες…» μούγκρισε ο Ταρνάτλο, και οι άλλοι στράφηκαν να τον κοιτάξουν. «Έτσι τους λέμε εδώ: κρεατοδαγκάνες. Πολύ επικίνδυνοι, όντως, όπως το είπε η κοπελιά. Μπορεί να σε φάνε ζωντανό.»
«Ο Σράνκιθ έπρεπε να μας είχε προειδοποιήσει γι’αυτό!» είπε ο Χάλρεοκ. «Αναρωτιέμαι και τι άλλο μπορεί να μη μας έχει πει.»
«Μη νομίζεις ότι, υποχρεωτικά, έχει περάσει κιόλας από τούτο το μέρος, αδελφέ,» του είπε ο Ταρνάτλο. «Κι έτσι κι αλλιώς, τα ποτάμια πρέπει να τα προσέχεις μες στις ζούγκλες – είναι, να πούμε, γνωστό.»
Ο Τάμπριελ ρώτησε τη Χιρκόμο: «Πώς είναι ο Νάσκαμωπ;»
«Δεν είναι άσχημα τραυματισμένος, ευτυχώς. Μπορεί όμως και να ήταν, αν δεν είχα τρομάξει τα ψάρια.»
«Τρόμαξες τους κρεατοδαγκάνες;» έκανε ο Ταρνάτλο. «Πώς, ρε όμορφη;»
Η Χιρκόμο δεν του απάντησε.
Ο Τάμπριελ είπε: «Πρέπει να βρούμε κάποιον πόρο για να περάσουμε. Ψάξτε δεξιά κι αριστερά κατά μήκος του ποταμού.»
«Γιατί δεν κόβουμε ένα δέντρο;» πρότεινε ο Χάλρεοκ. «Αυτό εκεί, ας πούμε,» έδειξε, «που μοιάζει αρκετά ψηλό για να αποτελέσει καλή γέφυρα.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Καλή ιδέα· κόψτε το.»
Ο Χάλρεοκ και οι πολεμιστές του έβγαλαν τσεκούρια από τους σάκους τους και πελέκησαν τον κορμό. Το δέντρο σύντομα έγειρε, κι ένας τους το έσπρωξε προς τον ποταμό. Μ’έναν δυνατό γδούπο, έπεσε ενώνοντας τις δύο όχθες.
Ο Χάλρεοκ, έχοντας το τσεκούρι του ανεστραμμένο και πιεσμένο στο έδαφος, ακούμπησε τα χέρια του στη λαβή. «Έτοιμη η γέφυρά μας.»
Ο Τάμπριελ και ο Αλίρκωπ πέρασαν πρώτοι μαζί με τον Θυμό, και μετά οι υπόλοιποι ακολούθησαν. Ο κορμός ήταν αρκετά χοντρός ώστε να είναι ασφαλής αν πρόσεχες λίγο πού έβαζες τα πόδια σου.
Το ταξίδι τους συνεχίστηκε όπως και πριν, και μέχρι το βράδυ είχαν περάσει από έναν πραγματικό λαβύρινθο βλάστησης γεμάτο ιπτάμενα και μη έντομα, και είχαν αντιμετωπίσει τέσσερις πάνθηρες που τους χίμησαν καθώς σουρούπωνε. Τα πιστόλια των πολεμιστών του Χάλρεοκ και τα δόρατα των Ταργκάφλι δεν δυσκολεύτηκαν να δώσουν τέλος στην επίθεση των άγριων αιλουροειδών. Οι τρεις πάνθηρες σκοτώθηκαν· ο τέταρτος τράπηκε σε φυγή, τραυματισμένος. Οι κρότοι των όπλων αντήχησαν μες στις ζούγκλες, και οι λάμψεις από τις κάννες τους διέλυσαν τα σκοτάδια.
«Την περιοχή με τα έντομα την είχε σημειωμένη ο Σράνκιθ,» παρατήρησε ο Τάμπριελ όταν είχαν κατασκηνώσει και κρατούσε το χάρτη τους ανοιχτό μπροστά του, καθώς καθόταν κοντά στη φωτιά. «Κανονικά, βέβαια, νόμιζα ότι θα περνούσαμε από δίπλα της. Επομένως, ή εμείς χάσαμε τον δρόμο μας λιγάκι ή ο πειρατής δεν ήξερε ακριβώς πού είναι η περιοχή.»
«Μην το ψάχνεις, αδελφέ,» είπε ο Ταρνάτλο καπνίζοντας την πίπα του. «Λίγο κι απ’τα δυο, ίσως.»
Ο Τάμπριελ δίπλωσε πάλι τον χάρτη και τον έβαλε στον σάκο του. Αν υπολόγιζε τα πράγματα σωστά, δεν είχαν κάνει παραπάνω από δέκα χιλιόμετρα σήμερα – και ήταν όλοι τους εξουθενωμένοι. Το ταξίδι ήταν πολύ δύσκολο εδώ πέρα. Και στη Γη των Ταργκάφλι υπήρχαν περιοχές με πυκνή βλάστηση, αλλά τα πράγματα δεν ήταν κι έτσι. Στη Φέδλωχ δεν μπορούσες να κάνεις δέκα μέτρα χωρίς να χρειάζεται να κοιτάς πού ακριβώς πατούσες και χωρίς να κόβεις φυλλωσιές και κλαδιά.
Ο Τάμπριελ ήξερε ότι θα δυσκολεύονταν να φτάσουν στο δέντρο, και ήλπιζε το δέντρο να ήταν όντως εκεί όπου έδειχνε ο χάρτης τους.
*
Το απόγευμα της δεύτερης ημέρας βρέθηκαν σ’ένα μέρος γεμάτο ερείπια με λαξεύματα. Και το παράξενο ήταν ότι δεν ήταν καλυμμένα από αναρριχώμενη βλάστηση.
Κάποιοι πρέπει να έρχονται εδώ και να καθαρίζουν, σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Ίσως να είναι ιερός τόπος.
«Τι σημαίνουν τα σκαλίσματα, Καλέφραζ;» ρώτησε.
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Γραμματικός.
Ο Ταρνάτλο έδειξε ένα λάξευμα σε μια πέτρα. «Τούτο δω πρέπει νάναι το Μάτι της Ζούγκλας, που λένε. Τόχω ξαναδεί, παλιότερα, πάνω στις ασπίδες κάτι Βαμμένων.»
Το λάξευμα ήταν ωοειδές και κάθετο προς το έδαφος· μέσα του υπήρχε ένας κύκλος, και μέσα στον κύκλο ένας άλλος κύκλος.
«Τι είναι το Μάτι της Ζούγκλας;» ρώτησε ο Καλέφραζ.
«Αυτό που μας κοιτάζει τώρα, ίσως,» είπε ο Αλίρκωπ.
«Ναι,» συμφώνησε η Χιρκόμο, «κάτι σίγουρα μας κοιτάζει.»
Ο Χάλρεοκ κοίταξε ολόγυρα, τη βλάστηση. Το ίδιο κι οι πολεμιστές του.
«Το Μάτι είναι κάποια θεότητα,» εξήγησε ο Ταρνάτλο, «που κυριαρχεί στις ζούγκλες. Καθοδηγεί όσους ξέρουν να καταλάβουν την καθοδήγησή του, αλλά φέρνει και θηρία, λένε άλλοι. Είναι να το φοβάσαι, γενικά, άμα δεν είσαι αγριάνθρωπος αλλά πολιτισμένος σαν εμάς.»
«Πολιτισμένος;» είπε ο Καλέφραζ λοξοκοιτάζοντάς τον.
Ο Ταρνάτλο συνοφρυώθηκε. «Θες να πεις κάτι, μωρή σφυρίχτρα;»
Ο Τάμπριελ καθάρισε ηχηρά τον λαιμό του. «Για να δούμε αν τα ερείπια αυτά είναι σημειωμένα στον χάρτη μας…» Ξεδίπλωσε τον χάρτη που τους είχε δώσει ο Σράνκιθ. «Δε νομίζω ότι είναι σημειωμένα,» κατέληξε.
Ο Αλίρκωπ πλησίασε το λάξευμα του Ματιού της Ζούγκλας, ακραγγίζοντάς το με τα δάχτυλα του ενός χεριού. «…Μπορεί να μας φαινόταν χρήσιμο, Τάμπριελ,» μουρμούρισε.
Ο Τάμπριελ στράφηκε να τον κοιτάξει. «Τι εννοείς;»
«Θα μπορούσε να μας καθοδηγήσει κι εμάς.» Τώρα, ο Αλίρκωπ ακούμπησε ολόκληρη την παλάμη του πάνω στο λάξευμα. «Ναι…» είπε, «νιώθω την παρουσία του πολύ πιο έντονη.»
«Πρόσεχε, Αλίρκωπ,» τον προειδοποίησε η Χιρκόμο, η οποία δεν έμοιαζε να εμπιστεύεται και τόσο αυτό το Μάτι της Ζούγκλας. Τα δικά της μάτια ήταν στενεμένα και παρατηρητικά.
«Δεν είναι εχθρικό,» αποκρίθηκε εκείνος χωρίς να την κοιτάζει. «Δεν έχει τίποτα εναντίον μας.»
«Κάτι έρχεται, όμως!» είπε απότομα η Χιρκόμο, σαν εκείνη τη στιγμή να το αντιλήφτηκε και να ανησύχησε.
Οι πολεμιστές από το Τάρσαζ και οι Ταργκάφλι ετοίμασαν τα όπλα τους.
Οι φυλλωσιές κουνήθηκαν, έντονα. Αλλά τίποτα δεν βγήκε από μέσα.
«Αλίρκωπ!» φώναξε ξαφνικά ο Καλέφραζ, υψώνοντας το χέρι του και δείχνοντας.
Ο μάγος στράφηκε, και οι άλλοι επίσης.
Επάνω σ’ένα απ’τα κομμάτια των ερειπίων ήταν κουλουριασμένο ένα πελώριο φίδι με μεγάλα, γυαλιστερά μάτια. Οι φολίδες του ήταν κυρίως πράσινες, αλλά ορισμένες είχαν και άλλα χρώματα – κόκκινα, γαλανά, κίτρινα – μοιάζοντας με πολύτιμοι λίθοι.
«Αυτό είναι!» είπε η Χιρκόμο.
Ο Αλίρκωπ ατένισε το φίδι ανέκφραστα, δίχως ν’απομακρυνθεί. Ωστόσο πήρε το χέρι του από το λάξευμα του Ματιού.
Το ερπετό σύριξε δείχνοντας τη διχαλωτή γλώσσα του.
Ο Καλέφραζ ξεροκατάπιε. «Είναι δηλητηριώδες;»
«Δε θάθελα να το ζυγώσω, πάντως, να πούμε…» είπε ο Ταρνάτλο, βηματίζοντας αργά προς τα πίσω.
«Τι είναι, Αλίρκωπ;» ρώτησε ο Τάμπριελ σταθερά. «Υπάρχει κάτι σ’αυτό το φίδι που εμείς δεν βλέπουμε;»
«Νομίζω πως εγώ το έφερα εδώ,» αποκρίθηκε ο μάγος. Ο Θυμός, που στεκόταν πλάι του, γάβγισε.
Το φίδι έδειξε τη γλώσσα του στον σκύλο, σαν να τον κορόιδευε.
«Να μην το ξανακάνεις,» είπε ο Καλέφραζ στον Αλίρκωπ.
«Μπορείς να το διώξεις;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Μπορούμε απλά να φύγουμε,» αποκρίθηκε ο Αλίρκωπ. «Δε νομίζω ότι θα μας πειράξει αν δεν το πειράξουμε.»
«Εγώ, μάγκα μου,» είπε ο Ταρνάτλο, «δε θα το ρίσκαρα.» Τράβηξε το σπαθί του.
Το φίδι σύριξε προς το μέρος του.
«Κατέβασε το όπλο σου,» είπε ο Τάμπριελ.
Ο Ταρνάτλο το κατέβασε.
«Χιρκόμο,» είπε ο Αλίρκωπ.
«Τι;» ρώτησε η μάγισσα.
«Έλα εδώ.»
Εκείνη τον πλησίασε.
«Άγγιξε το Μάτι,» την προέτρεψε ο Αλίρκωπ.
Η Χιρκόμο δίστασε.
«Άγγιξέ το.»
Η Χιρκόμο το άγγιξε. Συνοφρυώθηκε. Ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Πήρε το χέρι της από το λάξευμα.
«Βλέπεις;» της είπε ο Αλίρκωπ. «Το Μάτι της Ζούγκλας δεν είναι εχθρικό προς εμάς.»
«Τι λέτε, ρε σεις;» μούγκρισε ο Ταρνάτλο. «Κόσμος έχει σκοτωθεί απ’αυτά, ρε! Πάμε να φύγουμε από δω!»
Ο Τάμπριελ ρώτησε τον Αλίρκωπ και τη Χιρκόμο: «Υπάρχει κάποιος λόγος να μην ακολουθήσουμε τη συμβουλή του Ταρνάτλο; Υπάρχει κάτι για εμάς εδώ;»
Ο Αλίρκωπ κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Μπορούμε να πηγαίνουμε. Το Μάτι της Ζούγκλας είναι, ούτως ή άλλως, παντού γύρω μας.»
«Ναι,» συμφώνησε η Χιρκόμο. «Μπορούμε να το αναζητήσουμε παντού, τώρα που ξέρουμε τι να αναζητήσουμε.»
«Μη σας δω να κάνετε καμια κοτσάνα και βρω τίποτα φίδια στην κουβέρτα μου μες στο βράδυ!» τους προειδοποίησε ο Ταρνάτλο.
«Καλύτερα να φεύγουμε,» είπε ο Χάλρεοκ, «προτού έχουμε κι άλλους μπελάδες. Προχωράμε!» Και ξεκίνησε πρώτος.
Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν, φεύγοντας από τα ερείπια.
Τον Τάμπριελ, όμως, δεν τον προβλημάτιζε το Μάτι της Ζούγκλας, ούτε η επαφή της Χιρκόμο και του Αλίρκωπ μ’αυτό. Εκείνο που τον προβλημάτιζε ήταν το γεγονός ότι τα ερείπια δεν ήταν καλυμμένα από βλάστηση. Κάποιοι τα καθαρίζουν…
*
Καθώς νύχτωνε, αλαλαγμοί αντήχησαν μες στη ζούγκλα, και η ομάδα ετοίμασε τα όπλα της.
«Ανθρωποφάγοι;» ρώτησε ο Καλέφραζ τον Ταρνάτλο.
«Πού θες να ξέρω, ρε μάγκα; Από τις τσυρίδες;»
«Απ’αυτά τα μέρη δεν είσαι;»
«Ε ρε, τι τραβάμε, να πούμε…!»
Οι σύντροφοι είχαν σχηματίσει κύκλο, ώστε να είναι καλύτερα προστατευμένοι απ’όλες τις μεριές.
Οι αλαλαγμοί πλησίαζαν.
Ο Θυμός γρύλιζε μανιασμένα, δείχνοντας τα δόντια του.
Παραμερίζοντας βίαια τη βλάστηση, σκοτεινές μορφές ξεπρόβαλαν κουβαλώντας δαυλούς, ασπίδες, δόρατα, και τόξα. Κι όλοι τους έτρεχαν.
Επάνω στις ασπίδες ο Τάμπριελ είδε ένα γνώριμο σύμβολο. Το Μάτι της Ζούγκλας. Μάλλον βρήκαμε αυτούς που καθαρίζουν τα ερείπια.
«Πυρ!» φώναξε ο Χάλρεοκ. «Πυρ!»
Οι πολεμιστές του πυροβόλησαν τους άγριους. Λάμψεις και κρότοι έσχισαν τα σκοτάδια. Κουφάρια έπεσαν στη γη.
Συγχρόνως, οι Ταργκάφλι έβαλλαν με τα τόξα τους.
Ο Τάμπριελ πυροβολούσε.
Οι επιτιθέμενοι διαλύθηκαν, τσυρίζοντας, ουρλιάζοντας.
Οι πυροβολισμοί έπαψαν. Και οι σύντροφοι έμειναν σιωπηλοί. Αφουγκραζόμενοι. Οι φωνές των μαυρόδερμων ιθαγενών χάθηκαν σύντομα από τ’αφτιά τους.
«Τους τρομάξαμε,» παρατήρησε ο Χάλρεοκ.
«Αν δεν τους είχαμε τρομάξει, όμως, θα μας είχαν λιανίσει,» είπε ο Καλέφραζ.
«Λες να μην το ξέρω;»
«Ευτυχώς που δεν έχουν ξαναδεί πυροβόλο όπλο…» ακούστηκε να λέει ένας από τους Ταρσάζιους πολεμιστές.
«Πού να το έχουν ξαναδεί;» είπε ένας άλλος.
Ο Καλέφραζ ρώτησε τον Ταρνάτλο: «Ανθρωποφάγοι ήταν;»
«Πάλι τα ίδια θα λέμε; Πού να ξέρω, ρ’αδελφέ; Δεν έχουνε κέρατο στο κούτελο οι ανθρωποφάγοι!»
«Στον χάρτη μας, πάντως, δεν λέει πως υπάρχουν ανθρωποφάγοι από δω που περνάμε,» είπε ο Τάμπριελ. «Εκτός αν έχουμε πάρει λάθος κατεύθυνση. Ή αν έχει κάνει λάθος ο Σράνκιθ.»
Τα λόγια του δεν φάνηκαν να καθησυχάζουν τον Καλέφραζ.
«Ας κατασκηνώσουμε λίγο παρακάτω,» πρότεινε ο Χάλρεοκ. «Εκτός από τη βρώμα των πτωμάτων, σύντομα θα μαζευτούν κι ένα σωρό θηρία εδώ για να πάρουν το βραδινό τους.»
*
«Τώρα αποκλείεται να μην έχουμε χάσει την πορεία μας,» είπε ο Καλέφραζ. «Ο χάρτης μας δεν δείχνει έλη εδώ!»
Μπροστά τους, μέσα στο πρωινό φως που περνούσε μετά δυσκολίας από την πυκνή βλάστηση, έβλεπαν στάσιμα νερά να απλώνονται. Ψηλά δέντρα ξεπρόβαλλαν από τον βάλτο, και οι φυλλωσιές σχημάτιζαν δίχτυα ανάμεσα στους χοντρούς κορμούς τους. Έντομα ζουζούνιζαν, και υδρόβια ελοχαρή πλάσματα γλιστρούσαν μέσα στα σκουρόχρωμα νερά.
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ίσως νάχεις δίκιο, Καλέφραζ. Πρέπει να προσανατολιστούμε πάλι.» Ξεδίπλωσε τον χάρτη και, υψώνοντας το βλέμμα του, προσπάθησε να καταλάβει προς τα πού ήταν ο ήλιος. Από εκεί θα βρισκόταν η ανατολή. Την εντόπισε χωρίς μεγάλη δυσκολία.
«Το δέντρο,» είπε, «πρέπει κανονικά να είναι κάπου κοντά στους βάλτους. Αλλά, έτσι όπως τα υπολόγιζα τα πράγματα, θα φτάναμε εκεί αύριο, όχι σήμερα.»
«Επομένως,» συμπέρανε ο Καλέφραζ, «ίσως να είμαστε σε άλλους βάλτους.»
«Δεν ξέρω,» μουρμούρισε σκεπτικά ο Τάμπριελ. «Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Αν είμαστε εκεί που νομίζω, όμως, πρέπει τώρα να πάμε δυτικά.»
«Μπορούμε και να διασχίσουμε τους βάλτους,» πρότεινε ο Αλίρκωπ.
«Δε μου ακούγεται καλή αυτή η ιδέα,» είπε ο Καλέφραζ.
«Το Μάτι της Ζούγκλας θα μας δείξει το ασφαλέστερο μέρος,» εξήγησε ο μάγος.
«Δεν είσαι σοβαρός!»
Ο Τάμπριελ είπε στον Αλίρκωπ: «Είσαι σίγουρος ότι μπορείς να το κάνεις αυτό;»
«Θα το προσπαθήσω μαζί με τη Χιρκόμο.» Ο μάγος κοίταξε την κοκκινομάλλα, μικρόσωμη Ταργκάφλι. Εκείνη δεν διαφώνησε.
«Υπάρχει το εξής πρόβλημα,» είπε ο Τάμπριελ. «Δεν ξέρω αν μας συμφέρει να διασχίσουμε τον βάλτο. Εννοώ ότι δεν είμαι σίγουρος πού ακριβώς χάσαμε τον δρόμο μας και αν διασχίζοντας τον βάλτο πλησιάζουμε το δέντρο ή πηγαίνουμε κάπου αλλού.» Και ρώτησε: «Μπορεί το Μάτι της Ζούγκλας να σας πει αν βρισκόμαστε στη σωστή πορεία σύμφωνα με τον χάρτη του Σράνκιθ;»
Ο Αλίρκωπ κοίταξε τη Χιρκόμο. Εκείνη μόρφασε. «Θες να προσπαθήσουμε;» του είπε.
«Δεν χάνουμε τίποτα.»
Ο Θυμός γάβγισε ανήσυχα.
Κάτι μικρό πετάχτηκε μέσα απ’τα νερά του βάλτου και ξαναβούτηξε μ’ένα ηχηρό πλοπ!
«Εντάξει,» είπε η Χιρκόμο νεύοντας. «Ας το προσπαθήσουμε.»
Ο Αλίρκωπ έτεινε το χέρι του προς τον χάρτη του Τάμπριελ, κι εκείνος τού τον έδωσε. Ο μάγος τον κράτησε ανοιχτό μπροστά του. Η Χιρκόμο ήρθε πλάι του και τον κοίταξε κι αυτή, επισταμένα.
Κανένας δε μιλούσε.
Ακόμα ένα πλοπ! ακούστηκε από τον βάλτο.
Ο Αλίρκωπ επέστρεψε τον χάρτη στον Τάμπριελ, και έκανε νόημα στην ομάδα να απομακρυνθεί από εκείνον και τη Χιρκόμο. Έπειτα, οι δυο τους καθάρισαν ένα κομμάτι γης από χόρτα και ρίζες. Ο Αλίρκωπ τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη ζώνη του – επάνω στη λεπίδα του οποίου υπήρχαν διάφορα λαξεύματα που πρέπει να είχαν κάποια μυστικιστική σημασία γι’αυτόν – και ξεκίνησε να χαράσσει κάτι στο χώμα. Η Χιρκόμο τον βοήθησε, χρησιμοποιώντας ένα μυτερό ξύλο που έκοψε από ένα δέντρο.
Ο Τάμπριελ παρατηρούσε τη δουλειά τους με ενδιαφέρον. Κανένας απ’τους δυο τους δεν πρέπει ποτέ να είχε ξανακάνει κάτι τέτοιο, κι όμως έμοιαζαν να ξέρουν ακριβώς τι έκαναν. Οι μάγοι ετούτης της διάστασης ήταν τόσο… ενστικτώδεις· και τόσο συναρπαστικοί. Η λογική που ακολουθούσαν ήταν, ουσιαστικά, παράλογη και κάθε φορά ελαφρώς διαφορετική, αλλά φαινόταν να βγάζει νόημα για εκείνους. Θα μπορούσα, άραγε, κι εγώ να ήμουν έτσι, αν δεν είχα διδαχτεί τη χρήση της μαγείας μέσα από το τάγμα των Δεσμοφυλάκων;
Καθώς ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο ολοκλήρωναν το σχήμα τους στο χώμα, ο Τάμπριελ είδε ότι ήταν ένα κομμάτι του χάρτη του Σράνκιθ. Το κομμάτι που τους ενδιέφερε. Η ευρύτερη περιοχή γύρω από τον προορισμό τους.
Ο Αλίρκωπ κάρφωσε το ξιφίδιό του στο έδαφος κι έκλεισε τα βλέφαρα. Το μέτωπό του ζάρωσε.
Τα μάτια της Χιρκόμο είχαν διασταλεί κι έμοιαζαν να κοιτάζουν αλλού καθώς ατένιζε τον χάρτη στο χώμα.
Τα βλέφαρα του Αλίρκωπ άνοιξαν την ίδια στιγμή που το βλέμμα της Χιρκόμο έπαψε να είναι απλανές. Το δάχτυλο του μάγου έδειξε ένα σημείο επάνω στον χάρτη, και το δάχτυλο της μάγισσας έδειξε ακριβώς το ίδιο σημείο.
«Κάτι σε παρακολουθεί,» είπε η Χιρκόμο στον Αλίρκωπ, μιλώντας στη Γλώσσα των Ταργκάφλι που εκείνος γνώριζε – και πάντοτε ισχυριζόταν ότι ήταν ένας από τους καθαρόαιμους Ταργκάφλι.
«Το ξέρω,» της απάντησε.
«Βρήκατε πού βρισκόμαστε;» τους ρώτησε ο Τάμπριελ.
Η Χιρκόμο κάρφωσε το μυτερό ξύλο της εκεί όπου έδειχναν τα δάχτυλά τους πριν από λίγο. «Εδώ.»
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε. Έχουμε λοιπόν ξεστρατίσει, όπως το φοβόμουν.
*
Ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο τούς οδήγησαν μέσα στους βάλτους, βάζοντάς τους να βαδίζουν σε σημεία όπου δεν υπήρχε νερό αλλά μονάχα νησίδες λασπώδους εδάφους: φυσικές γέφυρες των ελών, γύρω απ’τις οποίες, και πάνω στις οποίες, δέντρα φύτρωναν απλώνοντας παντού κλαδιά γεμάτα φυλλωσιές. Βαλτοπούλια ατένιζαν τους ταξιδιώτες μέσα από τη βλάστηση, κορακοειδή τα περισσότερα από αυτά· ενώ μεγαλύτερα και μικρότερα ερπετοειδή πλάσματα γλιστρούσαν στο νερό. Τα μεγαλύτερα, κάπου-κάπου, άνοιγαν πελώρια σαγόνια γεμάτα δόντια, σα να ήθελαν να χασμουρηθούν. Έντομα ζουζούνιζαν, κι ορισμένα ήταν τόσο μεγάλα όσο η γροθιά του Τάμπριελ.
Ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο έμοιαζαν να βρίσκουν το μονοπάτι διαισθητικά. Το Μάτι της Ζούγκλας τούς το έδειχνε.
Ο Τάμπριελ, όμως, ανησυχούσε για εκείνο που η κοκκινομάλλα μάγισσα είχε πει στον Αλίρκωπ προτού ξεκινήσουν το ταξίδι μέσα στους βάλτους: Κάτι σε παρακολουθεί.
Τι τον παρακολουθούσε; Κάποια πνευματική οντότητα, μάλλον. Και εξακολουθούσε να τον παρακολουθεί; ή αυτό ίσχυε μόνο εκείνη τη στιγμή που προσπαθούσε να προσανατολιστεί μαζί με τη Χιρκόμο;
Ο Τάμπριελ χρησιμοποίησε ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως, καθώς βρίσκονταν επάνω σε μια νησίδα των βάλτων απ’όπου ξεκινούσαν (ή κατέληγαν – αναλόγως πώς θα το έβλεπε κανείς) τρεις φυσικές γέφυρες. Το ξόρκι του του αποκάλυψε ότι, όντως, μια παρουσία ήταν κοντά στον Αλίρκωπ, κάτι σαν αόρατο σύννεφο που πλανιόταν από πάνω και γύρω του.
Θα το φροντίσω όταν σταματήσουμε για μεσημέρι, αποφάσισε ο Τάμπριελ. Αν συνεχίζει να τον ακολουθεί.
Το μεσημέρι είχαν βγει από τη βαλτώδη περιοχή και βρίσκονταν σ’ένα μέρος όπου ψηλοί ογκόλιθοι υπήρχαν μέσα στη βλάστηση της ζούγκλας. Αναρριχώμενα φυτά σκαρφάλωναν στις πλευρές τους, κι ορισμένα δέντρα είχαν μεγαλώσει επάνω τους, αγκαλιάζοντάς τους με τις ρίζες τους· ή, σε άλλες περιπτώσεις, οι ρίζες φαίνονταν να τρυπούν την πέτρα για να φτάσουν από κάτω της, στη γη.
Ο Τάμπριελ υπέθεσε ότι εδώ πρέπει να ήταν «ο τόπος τις μεγάλις πέτρας», όπως έγραφε ο Σράνκιθ ο Γελαστός στον χάρτη του. Κι αυτός ο τόπος είναι νότια του δέντρου μας. Εν ολίγοις, φαινόταν να το είχαν προσπεράσει. Να είχαν κάνει κάποιου είδους παράκαμψη μέσα από τους βαλτούς, υπό την καθοδήγηση του Αλίρκωπ και της Χιρκόμο. Ο ποταμός Χαρνούνουν πρέπει νάναι λίγο παρακάτω, εκτός αν ο χάρτης του Σράνκιθ είναι τελείως λάθος.
Ο Τάμπριελ το είπε αυτό στους συντρόφους του καθώς κατασκήνωναν και κάθονταν να φάνε.
«Θα πρέπει, λοιπόν, να κατευθυνθούμε βόρεια,» αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ μασουλώντας ένα κομμάτι ψωμί.
«Κι ας ελπίσουμε ότι ο χάρτης είναι σωστός,» πρόσθεσε ο Καλέφραζ.
Ο Τάμπριελ ύφανε πάλι ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως, καθώς όλοι ησύχαζαν και κανένας δεν μιλούσε, κουρασμένοι απ’το πέρασμα των βάλτων.
Η πνευματική οντότητα εξακολουθούσε να βρίσκεται κοντά στον Αλίρκωπ.
«Αλίρκωπ,» είπε ο Τάμπριελ.
Ο μάγος έστρεψε το βλέμμα του σ’εκείνον.
«Κάτι σ’ακολουθεί.»
«Το ξέρω. Και είναι επίμονο. Δεν έχω ακόμα καταφέρει να το διώξω.»
«Θα το διώξω εγώ,» δήλωσε ο Τάμπριελ. «Μην κάνεις τίποτα, ό,τι κι αν αισθανθείς.»
Και ξεκίνησε ένα Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως, στρέφοντάς το εναντίον της παρουσίας που βρισκόταν γύρω και πάνω από τον Αλίρκωπ. Η οντότητα αντιστάθηκε προς στιγμή, μην επιθυμώντας να απομακρυνθεί από τον μάγο που παρακολουθούσε. Αλλά ο Τάμπριελ ήταν πεπειραμένος σε ό,τι είχε να κάνει με πνεύματα και θεούς. Ήταν Δεσμοφύλακας, εξάλλου. Εστίασε όλη του τη θέληση πάνω στην οντότητα, και την έσπρωξε βίαια. Την αισθάνθηκε να αποτινάσσεται από τον Αλίρκωπ όπως μια βεντούζα που ξαφνικά ξεκολλά· κι ένιωσε τον φόβο της. Μέσα στο μυαλό του την είδε να του γρυλίζει, σαν άγριο θηρίο που δείχνει τα δόντια του, με τα μάτια του να γυαλίζουν…
…προτού στραφεί και, τρέχοντας, χαθεί μες στη βλάστηση.
Ο Αλίρκωπ είπε: «Έφυγε τώρα.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ναι, έφυγε. Ξέρεις τι ήθελε από σένα;»
«Όχι. Ξέρεις εσύ;»
«Όχι. Από πότε σε παρακολουθούσε;»
«Από τότε που εγώ κι η Χιρκόμο χρησιμοποιήσαμε τη δύναμη του Ματιού της Ζούγκλας.»
Η Χιρκόμο είπε: «Όταν έρχεσαι σε επαφή με το Μάτι, έρχεσαι επίσης σε επαφή με οτιδήποτε άλλο βρίσκεται σε επαφή με το Μάτι εκείνη τη στιγμή.»
Ο Αλίρκωπ κατένευσε.
«Χρειάζεται προσοχή στη χρήση του, λοιπόν,» είπε ο Τάμπριελ. «Δε θέλω να έχουμε δυσάρεστες εκπλήξεις.»
*
Καθώς βράδιαζε, βρέθηκαν κυνηγημένοι από αγρίους. Ανθρωποφάγους, κατά πάσα πιθανότητα, γιατί κρανία κρέμονταν από τα όπλα και τις ενδυμασίες τους – ανθρώπινα κρανία. Ήρθαν μέσα από τα σκοτάδια της ζούγκλας, βγάζοντας θηριώδη γρυλίσματα και τρέχοντας σαν άλογα. Τα πόδια τους βροντούσαν πάνω στη γη. Ο λαβύρινθος των κορμών και της πυκνής βλάστησης αντηχούσε από τα ουρλιαχτά τους.
Οι πολεμιστές του Χάλρεοκ τούς πυροβόλησαν· αλλά αυτοί, σε αντίθεση με τους άλλους αγριάνθρωπους που είχαν συναντήσει, δεν πτοήθηκαν ούτε από τους κρότους ούτε από τις λάμψεις των πιστολιών. Πολλοί ανάμεσά τους σκοτώθηκαν, όμως οι υπόλοιποι συνέχισαν να έρχονται καταπάνω στους συντρόφους. Μανιασμένα.
«Μεγάλε Τίγρη, θα πεθάνουμε!» ψέλλισε ο Καλέφραζ, που δεν είχε πιστόλι τώρα, γιατί το πιστόλι του ήταν από αυτά που είχαν δώσει στον Σράνκιθ ως πληρωμή για τον χάρτη του.
Οι Ταργκάφλι χτύπησαν τους αγρίους με τα δόρατά τους. Οι πολεμιστές από το Τάρσαζ τράβηξαν τα σπαθιά τους· οι λεπίδες τους έσκισαν σάρκες κι έσπασαν κόκαλα, και διέλυσαν ξύλινες, κακοφτιαγμένες ασπίδες.
Ο Τάμπριελ σκέφτηκε, παρατηρώντας τους ανθρωποφάγους: Τα πυροβόλα δεν τους τρόμαξαν. Παράξενο. Κάποια μανία μοιάζει να τους έχει καταλάβει· αμφιβάλλω αν ξέρουν τι τους γίνεται. Κι αναρωτιέμαι σε τι να οφείλεται αυτό.
Πυροβόλησε έναν στο κεφάλι τινάζοντας τα μυαλά του έξω. Άλλοι τρεις ήρθαν καταπάνω του, αλλά οι Ταργκάφλι τούς έκοψαν τον δρόμο σχηματίζοντας τείχος με τις ασπίδες τους και χτυπώντας με τα δόρατά τους.
«Καζίτο’ναρ,» είπε η Χιρκόμο, «κάποιος θεός τούς καθοδηγεί. Κάποιος πανίσχυρος θεός. Τον νιώθω μέσα στον καθένα τους.» Η σιδερένια σφαίρα του ραβδιού της ήταν αιματοβαμμένη, και κομμάτια σάρκας και μαλλιά κρέμονταν από τα καρφιά της – πρέπει να είχε σπάσει κάποιο κεφάλι ανθρωποφάγου.
«Θεός;» είπε ο Τάμπριελ.
«Ναι. Σαν…» Δε συνέχισε όμως, κομπιάζοντας, αναρωτούμενη ίσως αν ήταν βλάσφημο να το πει.
Σαν τη Βιβεϊρλώταθ. Ο Τάμπριελ ρώτησε τη θεά που ήταν φυλακισμένη μέσα στο περιδέραιό του αν αισθανόταν κι εκείνη την πνευματική παρουσία.
Ναι, απάντησε η Βιβεϊρλώταθ, φυσικά και την αισθανόταν.
Γιατί είσαι τόσο σιωπηλή, τότε;
Γιατί η παρουσία που αισθανόταν ήταν ο αδελφός της. Ο Γκαλένραμωθ.
Ο φύλακας της άλλης όψης του Φράγματος;
Ναι.
Βρίσκονταν, επομένως, κοντά στο δέντρο.
Ο Τάμπριελ έστειλε τη Βιβεϊρλώταθ εναντίον των ανθρωποφάγων. Ελπίζω να μην έχεις πρόβλημα να σκοτώσεις αυτούς που διακατέχει το πνεύμα του αδελφού σου, Βιβεϊρλώταθ.
Η θεά δεν είχε πρόβλημα.
Η δύναμή της ξεχύθηκε ανάμεσά τους, μετατρέποντας κορμιά σε στάχτη, κάνοντας ανθρώπους να χτυπιούνται στη γη σα να πνίγονταν, σπάζοντας ράχες και λαιμούς, βάζοντας κάποιους να ξεσκίζουν τις σάρκες τους…
Ένα απάνθρωπο, λυσσαλέο ουρλιαχτό αντήχησε μέσα από τη ζούγκλα, κι η βλάστηση τραντάχτηκε σαν πανίσχυρος άνεμος να είχε ξαφνικά φυσήξει.
«Τι σκατά συμβαίνει;» φώναξε ο Χάλρεοκ, αποκρούοντας το ρόπαλο ενός ανθρωποφάγου και χτυπώντας τον στο γόνατο με το σπαθί του. Ο άγριος σωριάστηκε, κι ο Υπασπιστής τον κάρφωσε στον λαιμό.
Βιβεϊρλώταθ! Αυτός είναι ο αδελφός σου;
Ναι. Ο Γκαλένραμωθ.
Οι ανθρωποφάγοι υποχωρούσαν· η δύναμη του πνεύματος που τους καθοδηγούσε έμοιαζε να τους έχει εγκαταλείψει, ή να έχει εξασθενίσει. Έτρεχαν μες στα σκοτάδια για ν’απομακρυνθούν, να γλιτώσουν απ’τους εχθρούς τους.
Βιβεϊρλώταθ, μπορείς να με οδηγήσεις στον αδελφό σου;
Εδώ ήταν ο αδελφός της!
Ο Τάμπριελ καταράστηκε σιωπηλά. Η θεά δεν μπορούσε να αντιληφτεί τον κόσμο όπως εκείνος. Δεν μπορούσε να του πει προς τα πού να πάει για να βρει το δέντρο, ακόμα κι αν αυτό βρισκόταν μέσα σε πενήντα μέτρα από εδώ.
Οι πολεμιστές από το Τάρσαζ και οι Ταργκάφλι ζητωκραύγασαν βλέποντας τους ανθρωποφάγους να υποχωρούν.
«Μεγάλε Τίγρη!» ξεφύσησε ο Καλέφραζ. «Για μια στιγμή, νόμιζα ότι ήμασταν όλοι χαμένοι.»
«Έχε λίγη πίστη, Καλέφραζ,» του είπε ο Τάμπριελ.
«Δυσκολεύομαι κάπως όταν τόσοι ανθρωποφάγοι είναι μαζεμένοι γύρω μου.» Και προς τον Ταρνάτλο (που ήταν καλυμμένος πίσω από όλους τους υπόλοιπους, βαστώντας ένα σπαθί με τα δύο χέρια): «Ανθρωποφάγοι ήταν αυτοί, έτσι;»
«Ε, δε μας κατουράς, να πούμε, ρε μάστορα! Χορτοφάγοι, πάντως, δεν ήταν!»
Ο Τάμπριελ είπε προς όλους: «Βρισκόμαστε κοντά στον προορισμό μας. Το πνεύμα που καθοδηγούσε αυτούς τους ανθρωποφάγους ήταν το πνεύμα του δέντρου που ψάχνουμε. Και καλύτερα να το βρούμε τώρα που οι ανθρωποφάγοι είναι ακόμα τρομαγμένοι.»
«Προς τα πού πηγαίνουμε, όμως;» ρώτησε ο Χάλρεοκ. «Βόρεια; Και θα το δούμε μπροστά μας;»
«Δεν είμαι σίγουρος,» είπε ο Τάμπριελ. Και στράφηκε στον Αλίρκωπ. «Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το Μάτι της Ζούγκλας;»
Εκείνος ένευσε. «Η παρουσία του δαίμονα είναι πολύ έντονη.»
«Δεν είναι δαίμονας!» του είπε η Χιρκόμο. «Είναι θεός. Όπως… όπως η δική μας θεά.»
Ο Αλίρκωπ μόρφασε αδιάφορα. «Θα με βοηθήσεις να τον βρούμε;»
Η Χιρκόμο ένευσε.
Ο Αλίρκωπ πήγε λίγο παραπέρα, γονάτισε, κι άγγιξε το έδαφος εκεί όπου δεν ήταν ποτισμένο απ’το αίμα.
Η Χιρκόμο ατένισε τα σκοτάδια της ζούγκλας. Και το βλέμμα της έγινε απλανές. Τα μάτια της διαστάλθηκαν.
Μετά από λίγο, σωριάστηκε στη γη κι άρχισε να χτυπιέται, ουρλιάζοντας. Δύο Ταργκάφλι πήγαν κοντά της, προσπαθώντας να συγκρατήσουν τα χέρια της.
Ο Τάμπριελ χρησιμοποίησε ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως. Κάτι είχε εισβάλει στην ψυχή της Χιρκόμο. Ένα μέρος της δύναμης του Γκαλένραμωθ, μάλλον.
Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως. Ο Τάμπριελ έστρεψε τη θέλησή του εναντίον της δύναμης του θεού – της μηχανής των Αρχαίων, γιατί αυτό ήταν, όπως και η Βιβεϊρλώταθ: κατασκευάσματα, φρουροί για τις όψεις του Φράγματος.
Το μέρος του Γκαλένραμωθ που είχε καταλάβει τη Χιρκόμο αντιστάθηκε σθεναρά – ο Τάμπριελ αισθάνθηκε τη συνείδησή του να κλυδωνίζεται από χαοτική ενέργεια, το μυαλό του να παραπαίει στο χείλος του χάσματος της παραφροσύνης – αλλά μετά υποχώρησε. Το πνεύμα τινάχτηκε και η ισχύς του διαλύθηκε μέσα στα σκοτάδια της ζούγκλας. Ένα ουρλιαχτό αντήχησε, που το άκουσαν όλοι, μάγοι και μη.
Η Χιρκόμο έμεινε ξαπλωμένη στο έδαφος, ακίνητη, βαριανασαίνοντας, βλεφαρίζοντας έντονα, νευρικά, σα να προσπαθούσε να διώξει κάποια μυστηριακή ομίχλη από τα μάτια της.
Ο Τάμπριελ αισθανόταν ιδρώτα να κυλά στο μέτωπό του. Τον σκούπισε με το μανίκι του. «Είσαι καλά, Χιρκόμο;» ρώτησε τη μάγισσα, πλησιάζοντάς την και κάνοντας νόημα στους άλλους Ταργκάφλι να αφήσουν τα χέρια της και να απομακρυνθούν. Εκείνοι υπάκουσαν.
Η Χιρκόμο ανασηκώθηκε. «Ναι, Καζίτο’ναρ.» Ξεροκατάπιε. «Το Μάτι της Ζούγκλας…»
Ο Αλίρκωπ πλησίασε. «Ο δαίμονας είναι σε συνεχή επαφή με το Μάτι της Ζούγκλας, Τάμπριελ. Και δεν του άρεσε που τον πλησιάσαμε.»
«Προς τα πού είναι το δέντρο; Καταλάβατε;»
Ο Αλίρκωπ ένευσε. «Προς τα εκεί.» Έδειξε δυτικά.
Ο Τάμπριελ άνοιξε τον χάρτη του Σράνκιθ. «Σύμφωνα μ’ό,τι βλέπω εδώ, έπρεπε να είναι βόρεια.»
«Θα έχει κάνει λάθος,» είπε ο Καλέφραζ.
«Ποιος; Ο Αλίρκωπ;»
«Ο πειρατής.»
Ο Τάμπριελ κατένευσε, συμφωνώντας. Και είπε στους συντρόφους του: «Ξεκινάμε για το δέντρο.»
«Δεν περιμένουμε να φέξει πρώτα, ρ’αδελφέ;» πρότεινε ο Ταρνάτλο.
«Καλύτερα τώρα που οι ανθρωποφάγοι είναι ακόμα φοβισμένοι.»
«Σ’αυτό συμφωνώ,» είπε ο Χάλρεοκ. «Ο τρομαγμένος εχθρός είναι πιο ευάλωτος. Αλλά το ιδανικό θα ήταν να μη χρειαστεί να τους αντιμετωπίσουμε καθόλου. Δεν έχουμε πολλές ακόμα σφαίρες, Τάμπριελ.»
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνος.
Και ξεκίνησαν να πηγαίνουν προς τα εκεί όπου είχε δείξει ο Αλίρκωπ.
Πυκνό σκοτάδι τύλιξε τη ζούγκλα καθώς βάδιζαν κόβοντας και παραμερίζοντας τη βλάστηση. Είχαν ήδη ανάψει λάμπες για να μπορούν να βλέπουν. Σκιές νυκτόβιων ζώων κινούνταν παντού γύρω τους, κανένα όμως δεν ζύγωνε.
Μετά από ώρα, έφτασαν σε μέρη όπου κρανία κρέμονταν από τα δέντρα. Ανθρώπινα κρανία. Κι επάνω σε μερικούς κορμούς, ανθρώπινα σκέλεθρα ήταν καρφωμένα με μεγάλα ξύλινα καρφιά.
«Κρίνοντας από τη μόδα της περιοχής,» είπε ο Καλέφραζ με τη φωνή του να τρέμει ελαφρώς, «δεν είμαστε μακριά.»
Ο βρυχηθμός κάποιου θηρίου ήρθε από τα βάθη της ζούγκλας. Τρία νυχτοπούλια φτερούγισαν.
«Και πώς θα ξεχωρίσεις το δικό σου δέντρο, ρε μάστορα;» ρώτησε ο Ταρνάτλο τον Τάμπριελ. «Σ’όλα τούτα κρανία κρέμονται.»
«Θα το ξεχωρίσω, μη φοβάσαι.» Και προς τον Αλίρκωπ: «Είμαστε μακριά ακόμα;»
«Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος.»
Όταν αντίκρισαν δαυλούς μέσα στη νύχτα, σταμάτησαν. Απέναντί τους στέκονταν παραπάνω από είκοσι μαυρόδερμοι ανθρωποφάγοι, οπλισμένοι, με κόκαλα και κρανία να κρέμονται επάνω τους και επάνω στις ασπίδες και στα όπλα τους.
«Υπάρχει περίπτωση να συνεννοηθούμε μαζί τους;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον Ταρνάτλο.
«Δεν έχω ξανακούσει κανείς να συνεννοείται μ’ανθρωποφάγους… αλλά, βέβαια, εσύ κάνεις πράματα που γενικά δεν έχω ακούσει να κάνουν–»
«Μιλάνε την Οικουμενική;»
«Δε νομίζω.»
Ο Τάμπριελ δυνάμωσε τη φωνή του, μιλώντας στους ανθρωποφάγους: «Δεν ερχόμαστε εχθρικά,» είπε. «Αν δεν μας επιτεθείτε, δεν θα σας επιτεθούμε.»
Οι ανθρωποφάγοι έβγαλαν κραυγές και γρυλίσματα, δείχνοντας μυτερά δόντια. Τα μάτια τους γυάλιζαν δαιμονισμένα.
Ο Τάμπριελ ρώτησε τη Βιβεϊρλώταθ αν ο αδελφός της ήταν εδώ.
Η θεά απάντηση πως όχι· φυλούσε τη δύναμή του.
Σε περίπτωση που πλησιάσουμε το Φράγμα;
Ναι.
Το ξέρει ότι είσαι εδώ, μαζί μου;
Έτσι νόμιζε η θεά.
Δεν μπορείς να του πεις να πει στους ανθρωποφάγους του να παραμερίσουν;
Η θεά δε νόμιζε ότι θα την άκουγε.
Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά των ανθρωποφάγων δυνάμωσαν· κι επιπλέον, τώρα χοροπηδούσαν και χτυπούσαν τα όπλα τους στο έδαφος και πάνω στις ασπίδες τους.
«Δε μοιάζουν κοινωνικοί…» ψέλλισε ο Καλέφραζ.
Ένας άντρας ξεπρόβαλε ανάμεσά τους, κρατώντας με τα δύο χέρια, πάνω απ’το κεφάλι του, ένα μακρύ ραβδί γεμάτο κρανία και κόκαλα. Ήταν ντυμένος με το τομάρι πάνθηρα· το κεφάλι του πάνθηρα σκέπαζε το δικό του κεφάλι, σαν κουκούλα.
Σαμάνος, σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Και τι κάνει; Προσπαθεί να μας ξορκίσει; Ναι, μάλλον αυτό προσπαθούσε να κάνει. Νόμιζε ότι ήταν πνεύματα, ή ότι έφερναν εχθρικά πνεύματα μαζί τους, και προσπαθούσε να τους ξορκίσει. Και δεν έχει άδικο. Όντως φέρνουμε πνεύματα μαζί μας.
«Καζίτο’ναρ,» είπε η Χιρκόμο. «Είναι μάγος.»
Ο Τάμπριελ ρώτησε τη Βιβεϊρλώταθ αν αισθανόταν απειλημένη απ’τον σαμάνο.
Εκείνη γέλασε.
Ο Αλίρκωπ, τότε, γρύλισε θυμωμένα.
«Τι είναι;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Έστειλα τον Φλογοφάγο να κατασπαράξει τις φωτιές των δαυλών τους, αλλά ο μάγος τους τον έδιωξε.»
Δεν είναι, λοιπόν, τόσο άχρηστος όσο φαίνεται. «Δε μας αφήνουν άλλη επιλογή,» είπε ο Τάμπριελ. Κι εξαπέλυσε τη Βιβεϊρλώταθ εναντίον των ανθρωποφάγων.
Χαλασμός αρχίνισε. Οι άγριοι χτυπιόνταν και καίγονταν και σπαρταρούσαν και αιμορραγούσαν από τα μάτια και τη μύτη και τ’αφτιά. Ο σαμάνος ούρλιαζε λέξεις σε μια γλώσσα που ο Τάμπριελ δεν αναγνώριζε, και διέγραφε τροχιές στον αέρα με το ραβδί του. Κρανία πετάχτηκαν από πάνω του, ξεκολλώντας.
Ορισμένοι ανθρωποφάγοι όρμησαν καταπάνω στην ομάδα του Τάμπριελ.
Οι Ταργκάφλι είχαν έτοιμα τα τόξα τους, και έβαλαν. Οι Ταρσάζιοι πυροβόλησαν. Οι άγριοι δεν τρόμαξαν από τους κρότους των πιστολιών· το πνεύμα του Γκαλένραμωθ τούς διακατείχε πάλι.
Ο Αλίρκωπ επιτέθηκε σ’έναν με το ραβδί του· εκείνος απέκρουσε με την ασπίδα του, αλλά ο Θυμός έπεσε στα πλευρά του και τον σώριασε, δαγκώνοντάς τον.
Ο Τάμπριελ σπάθισε έναν άλλο στο πρόσωπο, παραμέρισε ένα δόρυ, ζύγωσε τον χειριστή του και τον τρύπησε στην κοιλιά. Οι Ταργκάφλι ήρθαν αμέσως γύρω του για να τον προστατέψουν από άλλους ανθρωποφάγους, λογχίζοντας δεξιά κι αριστερά με τα δόρατά τους.
Οι πολεμιστές του Χάλρεοκ συνέχιζαν να πυροβολούν. Εξ επαφής. Αίματα και θραύσματα κοκάλων τινάζονταν.
Οι ανθρωποφάγοι που απέμειναν υποχώρησαν μες στη ζούγκλα.
Πλησιάζοντας τους σωρούς των πτωμάτων, ο Τάμπριελ είδε το ραβδί του σαμάνου, και πλάι στο ραβδί ένα αποτεφρωμένο σκέλεθρο. Η Βιβεϊρλώταθ επέστρεψε στο περιδέραιό της, αν και διστακτικά· είχε λυσσάξει από τη μάχη.
Ο αδελφός της ήταν εξοργισμένος, είπε στον Τάμπριελ. Θα τους επιτιθόταν μόλις πλησίαζαν την όψη του Φράγματος που φρουρούσε.
Θα μας προστατέψεις από την οργή του;
Οι δυνάμεις της ήταν πολύ μειωμένες, τώρα που είχε αποκολληθεί από τη θέση της στο Φράγμα, αλλά θα προσπαθούσε.
Ο Τάμπριελ στράφηκε στους συντρόφους του και τους είπε πώς είχε η κατάσταση. «Το δέντρο δεν πρέπει πλέον νάναι μακριά,» πρόσθεσε. «Και καλύτερα να μην έρθετε μαζί μου, γιατί ο κίνδυνος πιθανώς να είναι μεγάλος.»
«Καζίτο’ναρ,» είπε ένας Ταργκάφλι πολεμιστής, «δεν θα φύγουμε από το πλευρό σου!»
Ο Χάλρεοκ είπε: «Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και σ’όλο το ταξίδι μας ώς εδώ, Τάμπριελ.»
«Δεν καταλαβαίνετε,» είπε ο Τάμπριελ. «Θα αντιμετωπίσουμε κάτι σαν τη Βιβεϊρλώταθ. Και εκείνη ίσως να μπορεί να προστατέψει μόνο εμένα, μα δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορεί να προστατέψει και εσάς. Βλέπετε αυτούς;» Έδειξε τα πτώματα των ανθρωποφάγων. «Ίσως να καταλήξετε έτσι. Γι’αυτό είναι συνετότερο να μείνετε πίσω.»
«Καζίτο’ναρ–» άρχισε η Χιρκόμο.
«Αρκετά,» είπε ήρεμα ο Τάμπριελ. «Θα πάω μόνος. Να περιμένετε εδώ, και να είστε προσεχτικοί.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ. «Καλή τύχη, φίλε μου· κι η δύναμη του Μαράνχαλωμ μαζί σου.» Του έδωσε το χέρι του κι αντάλλαξαν μια δυνατή χειραψία.
Οι Ταργκάφλι τον χαιρέτησαν όπως θα χαιρετούσαν έναν Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, με το αριστερό γόνατο λυγισμένο και τη δεξιά γροθιά ν’ακουμπά στο χώμα.
Ο Καλέφραζ αντάλλαξε μια χειραψία μαζί του, όπως είχε κάνει ο Χάλρεοκ. Το ίδιο κι ο Αλίρκωπ. Ο Ταρνάτλο τού ευχήθηκε καλή τύχη.
*
Με τη Βιβεϊρλώταθ να στροβιλίζεται γύρω του, ο Τάμπριελ διέσχισε τη βλάστηση της ζούγκλας, περνώντας ανάμεσα από δέντρα όπου κρέμονταν κρανία και σκέλεθρα, και έφτασε σ’ένα χωριό. Καλύβες χτισμένες από λάσπη, πέτρα, και ξύλο. Ο τόπος των ανθρωποφάγων. Κανένας, όμως, δεν τον πλησίασε, αν και τον ατένιζαν εχθρικά. Τον φοβόνταν περισσότερο απ’ό,τι τον μισούσαν, ή ίσως να φοβόνταν τη θεά που τον προστάτευε, ίσως να ένιωθαν την παρουσία της.
Ο Τάμπριελ πέρασε δίπλα απ’το χωριό και ζύγωσε ένα ψηλό, χοντρόκορμο δέντρο στην άκρη του. Ένα δέντρο απ’όπου κρέμονταν δεκάδες κρανία από σχοινιά και αλυσίδες, και σκέλεθρα ήταν μπλεγμένα στις ρίζες του. Μπροστά του ένας κομματιασμένος άνθρωπος βρισκόταν, αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς αν επρόκειτο για άντρα ή για γυναίκα. Το αίμα του είχε ποτίσει τη γη. Δεν πρέπει να ήταν και πολλές ώρες νεκρός. Έντομα και πουλιά της νύχτας είχαν συγκεντρωθεί επάνω του, για να τραφούν.
Ένας αποπνιχτικός άνεμος σηκώθηκε από το πουθενά, και τα εφιαλτικά κλωνάρια του δέντρου σείστηκαν. Οι ρίζες του φάνηκαν να ανασαλεύουν σαν ερπετά. Οι αυλακώσεις επάνω στον κορμό του φάνηκαν να κινούνται όπως θα κινιόταν το δέρμα ενός γέρου. Ουρλιαχτά αντήχησαν, βγαίνοντας μέσα από τη γη και το σκοτάδι. Μέσα από τις φυλλωσιές του δέντρου.
…Βιβεϊρλώταθ… νόμιζε πως άκουσε ο Τάμπριελ στο σφύριγμα του ανέμου… Μας πρόδωσες…
Πες του ότι δεν είμαι εχθρός του! ζήτησε ο Τάμπριελ από τη θεά, και η θεά το έκανε.
Ο Τάμπριελ, τότε, αισθάνθηκε μια πανίσχυρη δύναμη να βάλλει το κέλυφος που η Βιβεϊρλώταθ είχε δημιουργήσει γύρω του, και νόμιζε πως ολάκερη η ζούγκλα είχε ζωντανέψει. Η βλάστηση είχε μετατραπεί σε δαιμονικά πρόσωπα που τον ατένιζαν με στενεμένα μάτια και χαιρέκακα στόματα. Το σκοτάδι παλλόταν σαν παχύρρευστο, μολυσμένο υγρό. Ο άνεμος ούρλιαζε κατάρες.
Και μια φωνή αμφισβητούσε τον Τάμπριελ: Είσαι εχθρός μου! νόμιζε πως την άκουγε να λέει.
«Δεν είμαι εχθρός σου! Ήρθα να μάθω για το Φράγμα!»
Δεν είσαι από εδώ! Είσαι από αλλού! Και ο Γκαλένραμωθ επιτέθηκε άγρια, χτυπώντας τη Βιβεϊρλώταθ για να φτάσει στον Τάμπριελ, να διαλύσει το σώμα του, να κάψει την ψυχή του. Και η θεά, παρότι ισχυρή, έμοιαζε να δυσκολεύεται να αμυνθεί. Πράγματι, δεν ήταν τόσο δυνατή όσο όταν φρουρούσε το Φράγμα. Τότε, το ίδιο το Φράγμα τής έδινε μέρος της δύναμής του: και ο Γκαλένραμωθ είχε τώρα αυτή τη δύναμη που της έλειπε.
Καθώς ο οργισμένος θεός πάλευε με τη Βιβεϊρλώταθ, ο Τάμπριελ αισθανόταν τις επιθέσεις του σαν χτυπήματα επάνω στο σώμα του. Τα γόνατά του λύγισαν κι αναγκάστηκε να γονατίσει στο νυχτερινό, υγρό χώμα της ζούγκλας.
Τα ουρλιαχτά του Γκαλένραμωθ αντηχούσαν παντού, δαιμονισμένα. Οι ανθρωποφάγοι, αναμφίβολα, θα είχαν τρομοκρατηθεί από την οργή του θεού τους· θα είχαν λουφάξει στις καλύβες τους.
Ο Τάμπριελ αισθάνθηκε κάτι να τραβά τα μαλλιά του, σαν τα δάχτυλα σκελετών, και κάτι να τρίβεται πάνω στα ρούχα του, προσπαθώντας να ξεσκίσει τη σάρκα του από κάτω.
Υψώνοντας τα χέρια του, άρθρωσε ένα Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως για να πολεμήσει τον Γκαλένραμωθ και να βοηθήσει τη Βιβεϊρλώταθ. Η δύναμη του θεού, όμως, τον τίναξε πίσω ρίχνοντάς τον ανάσκελα στο έδαφος.
Κάτι άρχισε να συνθλίβει τον λαιμό του–
Η Βιβεϊρλώταθ το έδιωξε.
Η πάλη της με τον Γκαλένραμωθ θέριεψε. Κλωνάρια έσπαγαν από το πελώριο δέντρο. Κομμάτια από τον κορμό του τινάζονταν – φλοίδες επικίνδυνες σαν μαχαίρια. Φύλλα πετάγονταν σαν βροχή. Κρανία έπεφταν. Η γη τρανταζόταν και έφτυνε σκέλεθρα και κόκαλα.
Η Βιβεϊρλώταθ έχανε τη δύναμή της· ο Τάμπριελ το καταλάβαινε. Ο Γκαλένραμωθ νικούσε, αν και ο αγώνας του τον εξουθένωνε.
Ακόμα ένα Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως; Όχι, δε θα είχε νόημα. Την προηγούμενη φορά ήταν σαν ο Τάμπριελ να είχε κουτουλήσει σε τοίχο. Δεν μπορείς να εκδιώξεις κάτι από τον ίδιο του τον χώρο.
Ένα Ξόρκι Πνευματικής Καταπαύσεως, τότε. Αυτό σίγουρα θα βοηθήσουμε τη Βιβεϊρλώταθ.
Ο Τάμπριελ σηκώθηκε στα γόνατα και, μέσα στον θηριώδη άνεμο, φώναξε τα λόγια για το ξόρκι. Η βούλησή του συγκρούστηκε με τη βούληση του Γκαλένραμωθ. Συγκρούστηκε με τον προγραμματισμό του κατασκευάσματος των Αρχαίων. Και συνάντησε μεγάλη αντίσταση. Το Ξόρκι Πνευματικής Καταπαύσεως ήταν έτσι φτιαγμένο ώστε να μπορείς να κοιμίσεις μια πνευματική οντότητα για λίγο· ο Γκαλένραμωθ, όμως, ήταν πολύ άγριος για να κοιμηθεί, και πολύ ισχυρός για να υπερνικήσεις την άμυνά του. Ακόμα και τώρα που μαχόταν με την αδελφή του.
Ο Τάμπριελ ήλπιζε, τουλάχιστον, το ξόρκι του να τον αποσπούσε κάπως από τη μάχη, ώστε να δώσει στη Βιβεϊρλώταθ κάποιο πλεονέκτημα.
Ο αγώνας έμοιαζε, όμως, μάταιος. Η θεά έχανε. Ο Τάμπριελ την αισθανόταν να ζαρώνει· αισθανόταν το προστατευτικό της κέλυφος να αδυνατίζει, να γίνεται λεπτό σαν χαρτί.
ΒΙΒΕΪΡΛΩΤΑΘ!
Η θεά βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου.
Ο Γκαλένραμωθ είχε μανιάσει. Το μοναδικό πράγμα που γέμιζε τη συνείδησή του ήταν να τη σκοτώσει. Κι εκείνη πέθαινε, κομμάτι-κομμάτι… κομμάτι-κομμάτι…
Το τελευταίο της κομμάτι, όμως, βρισκόταν μέσα στον πολυεδρικό λίθο στο περιδέραιο του Τάμπριελ, γιατί εκεί ήταν φυλακισμένη, εκεί ήταν δεμένη. Κι ο Γκαλένραμωθ έπρεπε ακριβώς σ’αυτό το μέρος να εισβάλει για να την καταστρέψει τελείως.
Ο Τάμπριελ αντιλήφτηκε τι μπορεί να σήμαινε τούτο, και προετοίμασε τον εαυτό του. Το Ξόρκι Πνευματικής Καταπαύσεως δεν είχε κανένα νόημα πλέον· το άφησε να διαλυθεί. Κι έφερε το μυαλό του στη νοητική κατάσταση των Δεσμοφυλάκων, ενώ είχε την αίσθηση ότι ολόκληρο το σύμπαν διαλυόταν γύρω του.
Θα αφανιστείς, Βιβεϊρλώταθ! Θα αφανιστείς! Θα αφανιστείς! έμοιαζε να ουρλιάζει ο άνεμος.
Το προστατευτικό κέλυφος γύρω από τον Τάμπριελ θρυμματίστηκε. Ο Γκαλένραμωθ βούτηξε ξοπίσω της θεάς–
–και μέσα στο περιδέραιο.
Αδυνατισμένος από την πάλη του.
Και εκεί θα μείνεις! Ο Τάμπριελ προσπάθησε να τον φυλακίσει.
ΟΧΙ!
Καθώς το τελευταίο κομμάτι της Βιβεϊρλώταθ διαλυόταν, ο Γκαλένραμωθ πάλεψε για να φύγει. Ο Τάμπριελ έστρεψε όλη του τη θέληση ενάντια στον θεό, για να τον υποτάξει, αν και η μάχη δε θα ήταν δύσκολη τώρα· το ήξερε, επειδή ο Γκαλένραμωθ βρισκόταν μέσα στο ειδικά προετοιμασμένο περιδέραιο. Κι εκεί ήταν σαν λαβύρινθος για μια οντότητα του είδους του. Ένας ατελείωτος λαβύρινθος. Έξοδος δεν υπήρχε.
Τα ουρλιαχτά του θεού αντηχούσαν στο νου του Τάμπριελ.
ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ; ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ; ακουγόταν τώρα να φωνάζει ο άνεμος.
Δεν μπορείς να φύγεις από εδώ, του είπε ο Τάμπριελ όταν ήταν βέβαιος πως ο θεός είχε αγκιστρωθεί καλά στο περιδέραιό του. Είσαι δικός μου τώρα. Θα γνωρίσεις κι άλλα πράγματα πέρα από το Φράγμα των Δημιουργών σου.
Και, κραδαίνοντας το ξίφος της θέλησής του, έκοψε το νήμα που έδενε τον Γκαλένραμωθ με τούτη την όψη του Φράγματος.
Τα ουρλιαχτά του κατασκευάσματος των Αρχαίων βυθίστηκαν μέσα στο περιδέραιο.
Ο άνεμος έπαψε. Μια σχεδόν αφύσικη γαλήνη απλώθηκε στη ζούγκλα. Τίποτα δεν ακουγόταν. Ακόμα και τα έντομα έμοιαζαν να κρατούν την ανάσα τους.
Ο Τάμπριελ σηκώθηκε όρθιος, αργά, με κάποια δυσκολία.
Είχε την αίσθηση ότι η συμβίωση με τον Γκαλένραμωθ δεν θα ήταν τόσο ευχάριστη όσο με τη Βιβεϊρλώταθ.
Όταν η Συνοδός του Μεγάλου Προφήτη εξαφανίστηκε από τη Φέντινκεχ, η Βασίλισσά μας σάστισε. Δεν ήξερε αν την είχαν απαγάγει ή αν την είχαν σκοτώσει, και ούτε το Αριστερό Χέρι μπορούσε να της πει. Τελευταίος την είχε δει ο Δεύτερος Υπασπιστής Ερβάδαζ, προτού χωρίσουν, εκείνος πηγαίνοντας προς το παλάτι κι εκείνη προς τη Μικρή Αγορά. Η Συνοδός τού είχε πει ότι θα ερευνούσε το μέρος όπου είχε γίνει η ληστεία· αλλά ποτέ δεν επέστρεψε…
*
* * *
*
Δε θυμόταν και πολλά πράγματα αφότου τη νάρκωσαν με την οσμή κάποιου φυτού που δεν αναγνώριζε. Έχασε την αίσθηση του χρόνου, και την αίσθηση της συνέχειας.
Όταν ξύπνησε είδε γύρω της σκοτάδι, και φως να μπαίνει μονάχα από χαραμάδες. Φως λάμπας, της είπε αμέσως η εμπειρία της. Ένιωθε το σώμα της μουδιασμένο αλλά προσπάθησε να κινηθεί, και διαπίστωσε δύο πράγματα: οι καρποί της και οι αστράγαλοί της ήταν δεμένοι με αλυσίδες· και βρισκόταν σ’έναν στενό χώρο όπου ήταν αδύνατον να σηκωθεί όρθια: αδύνατον έστω και να πάρει καθιστή θέση. Μονάχα να ανασηκωθεί, στηριζόμενη στον αγκώνα της, μπορούσε.
Δεν την είχαν φιμώσει, συνειδητοποίησε. Η Ιεράρχης δεν το είχε κρίνει απαραίτητο. Κι αυτό σήμαινε πως, μάλλον, ακόμα κι αν φώναζε, εδώ δεν υπήρχε κανένας να την ακούσει και να τη βοηθήσει.
Η Ανταρλίδα έγλειψε τα ξεραμένα χείλη της. Ήταν αφυδατωμένη. Πρέπει να βρισκόταν αρκετές ώρες ναρκωμένη.
Ο χώρος γύρω της ταλαντευόταν. Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Και δεν έφταιγε το γεγονός ότι εκείνη ζαλιζόταν· ήταν σίγουρη. Το ναρκωτικό που της είχαν ρίξει μούδιαζε τις αισθήσεις, τις νέκρωνε, προκαλούσε ύπνο, αλλά η Ανταρλίδα δε νόμιζε ότι έφερνε και ζαλάδα αφότου κάποιος ξυπνούσε. Επομένως, μονάχα μία εξήγηση υπήρχε: Βρίσκομαι σε πλοίο. Στο αμπάρι, μάλλον. Σε κάποιον κρυφό χώρο μέσα στο αμπάρι. Εκεί όπου βάζουν τα λαθραία.
Και το ότι έβλεπε φως λάμπας από τις χαραμάδες των ξύλων πρέπει να σήμαινε πως υπήρχαν φρουροί από πάνω της, αλλιώς το αμπάρι θα ήταν, κανονικά, σκοτεινό. Με φοβούνται πολύ για να μ’αφήσουν αφρούρητη, ακόμα κι έτσι αλυσοδεμένη όπως είμαι. Δε νόμιζε, όμως, ότι υπήρχε κανένας τρόπος αυτή τη στιγμή για να χρησιμοποιήσει τον φόβο τους υπέρ της.
Να τους ανακοίνωνε ότι είχε συνέλθει από την επήρεια του ναρκωτικού; Δεν είχε και τίποτα να χάσει· κατά πάσα πιθανότητα θα ήξεραν πότε περίπου θα ξυπνούσε: δεν πρόκειται να τους έπιανε απροετοίμαστους.
Κλότσησε τα ξύλα από πάνω της. Μία, δύο, τρεις φορές. Τα δάχτυλά της πόνεσαν· ήταν ξυπόλυτη, κάποιος είχε πάρει τις μπότες της προτού περάσουν αλυσίδες στους αστραγάλους της.
Κανένας δεν ανταποκρίθηκε στα χτυπήματά της. Η Ανταρλίδα, όμως, άκουσε βήματα από πάνω της και ψιθυριστές φωνές. Μετά από λίγο, ένας άντρας άνοιξε την καταπακτή, κι άλλοι δύο στέκονταν από κοντά, σημαδεύοντάς την με οπλισμένες βαλλίστρες.
«Υπάρχει τίποτα για φαγητό;» ρώτησε η Ανταρλίδα, κάνοντάς τους να την κοιτάξουν ξαφνιασμένοι. Και η αλήθεια ήταν ότι – τώρα το συνειδητοποίησε – όντως πεινούσε· πρέπει, πράγματι, να είχαν περάσει πολλές ώρες που ήταν ναρκωμένη.
«Εεεμμ…» έκανε αμήχανα ο άντρας που της είχε ανοίξει – μισθοφόρος, από την εμφάνισή του. «Θα σου φέρουμε κάτι να φας και να πιεις. Αλλά όχι ‘εξυπνάδες’, συνεννοηθήκαμε;»
Η Ανταρλίδα ύψωσε τα αλυσοδεμένα χέρια της, σα να ήθελε να του αποκριθεί Δε βλέπεις ότι είμαι δεμένη;
Ο άντρας απομακρύνθηκε βαδίζοντας μες στο αμπάρι. Οι άλλοι δύο συνέχισαν να τη σημαδεύουν με τις βαλλίστρες τους.
Αν ήμουν λυτή, θα τους είχα σαπίσει και τους τρεις, σκέφτηκε η Ανταρλίδα ενώ ανασηκωνόταν μέσα στην κρυψώνα όπου την είχαν κλειδώσει, παίρνοντας καθιστή θέση.
Ο άντρας που είχε απομακρυνθεί πλησίασε μια σκάλα και φώναξε προς τα πάνω: «Ξύπνησε! Μ’ακούς, ρε; Η Άσπρη Γυναίκα ξύπνησε. Φέρτε φαγητό και νερό. Είναι μια μέρα νηστική.»
Μια μέρα; Τόση πολλή ώρα ήταν ναρκωμένη;
Ο άντρας επέστρεψε κοντά της. «Εντάξει,» είπε, «θα σου φέρουν τώρα.»
«Μελωδός είσαι;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.
Ο άντρας μειδίασε. «Σου μοιάζω για τραγουδιστής;»
«Μελωδός των Όπλων, εννοώ. Είσαι από τους Μελωδούς των Όπλων;»
«Τους μισθοφόρους λες, ε; Όχι, δεν είμαι απ’αυτούς. Είσαι μέσα σ’ένα εμπορικό πλοίο, σε περίπτωση που αναρωτιέσαι. Πηγαίνουμε στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας. Τ’όνομά μου είναι Κασμίλλο.»
«Δουλεύεις για τους Ιεράρχες;» Αισθανόταν το στόμα της ξερό σαν περγαμηνή.
«Ο άρχοντάς μου δουλεύει γι’αυτούς, άρα καταλαβαίνεις…»
Κάποιος ακούστηκε να κατεβαίνει. Η Ανταρλίδα γύρισε και είδε μια μισθοφόρο να έρχεται, κρατώντας ένα βαθύ πιάτο και μια ξύλινη κούπα, τα οποία άφησε στο πάτωμα πλάι στη Μαύρη Δράκαινα. Μέσα στο πιάτο ήταν ένας χυλός· μέσα στην κούπα, νερό.
Η Ανταρλίδα έφαγε και ήπιε χωρίς να μιλά. Οι μισθοφόροι την παρατηρούσαν· είχαν τώρα τις βαλλίστρες τους κατεβασμένες. Η γυναίκα που είχε φέρει το φαγητό δεν είχε φύγει· παρατηρούσε κι εκείνη. Αναμφίβολα, η «Άσπρη Γυναίκα» θα τους φαινόταν παράξενη, και θα είχαν ακούσει διάφορα γι’αυτήν και για τον… Κόκκινο Άντρα.
«Είσαι ’ντάξει;» τη ρώτησε ο Κασμίλλο όταν τελείωσε το φαγητό της.
«Υπάρχει περίπτωση να βγάλουμε αυτές τις αλυσίδες;» Αν της έβγαζαν τις αλυσίδες, θα έφευγε από εδώ· τίποτα δεν θα μπορούσε να τη σταματήσει.
Ο Κασμίλλο κούνησε το κεφάλι. «Σε καμία περίπτωση· έτσι λένε οι διαταγές μας.»
Το περίμενα. Οι Ιεράρχες με ξέρουν καλά πλέον. «Επιτρέπεται να κατουρήσω, τουλάχιστον;»
Δε μπορούσαν να την αφήσουν να κατουρηθεί επάνω της. Της έδωσαν έναν ξύλινο κουβά και απομακρύνθηκαν, γυρίζοντάς της την πλάτη. Η Ανταρλίδα, όμως, μπορούσε να τους δει όλους τσιτωμένους· σίγουρα άκουγαν και την παραμικρή της κίνηση. Δεν ήταν δυνατόν να τους αιφνιδιάσει.
Η μισθοφόρος πήρε τον κουβά επάνω, στο κατάστρωμα, για να τον αδειάσει. Οι άλλοι τρεις έμειναν μαζί με την Ανταρλίδα και την πρόσταξαν να μπει πάλι στον στενό χώρο για τα λαθραία.
«Θα πρέπει να σε ξανακλειδώσουμε,» της είπε ο Κασμίλλο, «για λόγους ασφαλείας.»
«Δεμένη είμαι…»
Ο Κασμίλλο κούνησε το κεφάλι. «Δεν είν’αυτό. Ο Καπετάνιος φοβάται ότι ίσως να μας κάνουν κάναν έλεγχο.»
Η Ανταρλίδα αναστέναξε. «Εντάξει. Αλλά πες μου, πρώτα, πού με πηγαίνετε.»
«Σου είπα: στην Ηνωμένη Γη της–»
«Εννοώ, πού συγκεκριμένα με πηγαίνετε.»
«Στη Σάρανματ.»
Σάρανματ. Ο Καλέφραζ είχε δείξει σ’εκείνη και στον Τάμπριελ ότι βρισκόταν στη βορειοανατολική άκρη της Κοινωνίας. «Και δουλεύεις για τον άρχοντα αυτής της περιοχής;»
«Ναι, για τον Έπαρχο,» ένευσε ο Κασμίλλο. «Πρέπει να σε κλειδώσουμε τώρα.»
Έβγαλε απ’την τσέπη του ένα φιαλίδιο, πότισε ένα κομμάτι ύφασμα με το περιεχόμενό του, και το έβαλε μπροστά στο στόμα και στη μύτη της Ανταρλίδας.
Η ίδια οσμή, πάλι. Από εκείνο το φυτό που δεν ήξερε.
Οι αισθήσεις της θόλωσαν, και λιποθύμησε.
*
Ξύπνησε άλλες δύο φορές προτού το ταξίδι της τελειώσει. Την πρώτη φορά, κοπάνησε πάλι την καταπακτή από πάνω της μέχρι που της άνοιξαν και την άφησαν να σηκωθεί και να φάει. Ο Κασμίλλο, όταν τον ρώτησε, της είπε ότι είχαν περάσει λιγότερες ώρες από την προηγούμενή της αφύπνιση. Η Ανταρλίδα αναρωτήθηκε γιατί. Είχε αρχίσει ο οργανισμός της να συνηθίζει το ναρκωτικό;
«Στον ποταμό Νούροκ είμαστε, έτσι;» έκανε μουδιασμένα. Η επιρροή του ναρκωτικού είχε περάσει αλλά δεν αισθανόταν τελείως καλά. Ήταν πιασμένη παντού, και δεν μπορούσε να σκεφτεί τόσο καθαρά όσο θα ήθελε. Επίσης, μπέρδευε τη γλώσσα της καθώς μιλούσε.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Κασμίλλο. «Δεν έχουμε πολύ δρόμο ακόμα.»
Τη δεύτερη φορά που ξύπνησε, τα ίδια περίπου επαναλήφτηκαν· και τώρα είχε περάσει μια ολόκληρη ημέρα. Μέσα σε μία ημέρα, επομένως, είχε ξυπνήσει δύο φορές ενώ πριν είχε ξυπνήσει μία. Σωστά; Οι σκέψεις της έμοιαζαν να σέρνονται μέσα στο παχύρρευστο νερό κάποιου έλους.
Όταν ξανασυνήλθε (για τρίτη φορά, τώρα) συνειδητοποίησε ότι ήταν έξω, στο κατάστρωμα του πλοίου, και δύο άντρες την κρατούσαν όρθια. Ο Κασμίλλο είχε μόλις πιτσιλήσει το πρόσωπό της με νερό.
«Μ’ακούς;» της είπε, και τη χαστούκισε, όχι πολύ δυνατά. «Με βλέπεις;»
Η Ανταρλίδα βλεφάρισε. «…Ναι,» μουρμούρισε. «Βλέπω…»
«Ναρκωμένη είναι ακόμα,» άκουσε μια γυναίκα να λέει.
Κι άλλο νερό πιτσίλησε το πρόσωπό της. «Μπορείς να βαδίσεις;»
«…Ναι.»
Οι άντρες που την κρατούσαν όρθια έκαναν να προχωρήσουν, ωθώντας την μαζί τους. Η Ανταρλίδα προσπάθησε να κινήσει τα πόδια της· τα κίνησε για λίγο – έτσι νόμιζε, τουλάχιστον – αλλά μετά τα γόνατά της λύγισαν, ή ίσως το πάτωμα να γλίστρησε από κάτω της (ή εκείνη γλίστρησε πάνω στο πάτωμα), και τα πέλματά της βρέθηκαν στον αέρα.
«Σου λέω,» ακούστηκε πάλι η γυναικεία φωνή, «είναι ναρκωμένη ακόμα. Δε μπορείς να τη συνεφέρεις έτσι.»
«Τέλος πάντω, τραβάτε την.» Η φωνή του Κασμίλλο. «Προχωράτε. Άντε.»
Η Ανταρλίδα είδε, μέσα από μισόκλειστα βλέφαρα, μια αποβάθρα να έρχεται κοντά. Σήκωσε λίγο το βλέμμα της. Κόσμος πήγαινε πέρα-δώθε. Σπίτια από πίσω τους. Ένας σκύλος χοροπηδούσε και γάβγιζε· ο αφέντης του τον τράβηξε απ’το λουρί του. Τα νύχια των ποδιών της τρίβονταν πάνω σε ξύλο· η αίσθηση την ενοχλούσε.
«Μπορώ να περπατήσω,» τους είπε, αλλά αυτοί που την τραβούσαν την αγνόησαν.
Την κατέβασαν από το πλοίο ενώ εκείνη νόμιζε ότι ζούσε μέσα σε όνειρο.
Μετά: δρόμοι, κόσμος, βαβούρα, έντονες μυρωδιές, ο ήλιος γυάλιζε πάνω σε μέταλλα, πανοπλίες, όπλα. Δύο φρουροί. Ομιλίες. Ο Κασμίλλο: «Φέραμε την Άσπρη Γυναίκα. Ειδοποίησε τον Έπαρχο.» Ο ένας φρουρός: «Έχει πει να σας περιμένουμε. Περάστε, και θα σας οδηγήσουν.»
Σκιά. Είχαν μπει σε κάποιο οικοδόμημα.
«Πού είμαστε;» μουρμούρισε η Ανταρλίδα. Κανένας δεν της απάντησε.
Ομιλίες, πάλι.
«Φέραμε την Άσπρη Γυναίκα.»
«Ακολουθήστε με. Ελάτε.» Μιλούσε από το πλάι· η Ανταρλίδα δεν τον έβλεπε καλά.
Διάδρομοι. Φως από ανοίγματα – παράθυρα. Σκάλες· τα πόδια της δεν ήξερε πού να τα βάλει, τα νύχια της τρίβονταν πάνω στις τραχιές πέτρες. «Μπορώ να περπατήσω μόνη μου, να κατεβώ…» Φως από δαυλούς. Συγκεντρωμένοι φρουροί. Ομιλίες. Ένας διάδρομος – υπόγειος, σίγουρα· πού είμαι; Σε μπουντρούμια; Μια σιδερένια πόρτα ξεκλειδώνεται, ανοίγει. Τη σπρώχνουν μέσα σ’ένα κελί, πάνω σ’ένα αχυρόστρωμα. Η Ανταρλίδα προσπαθεί να σταθεί, αλλά πέφτει.
Η μύτη μου!…
Μετά από λίγο, κοιμάται.
Ονειρεύεται μια παράξενη πόλη, και βλέπει να τη χαιρετά ένας Ταργκάφλι καβάλα σ’ένα ό’τρατ ζιν. Το μεγάλο έντομο ανοιγοκλείνει τις δαγκάνες του σαν να προσπαθεί να της μιλήσει, αλλά εκείνη δεν καταλαβαίνει τι θέλει να της πει.
Κι ύστερα συναντά τον Τάμπριελ μέσα σ’ένα σαλόνι. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είναι μαζί του, καθώς και δύο άλλες Μαύρες Δράκαινες, η Ιωάννα και η Νίκη. Τι θέλετε εσείς εδώ; Ήρθαμε για να σου φέρουμε τις μπότες σου, Ανταρλίδα. Η Ανταρλίδα γελά.
Ένας επικοινωνιακός δίαυλος κουδουνίζει διαπεραστικά. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος τον ανοίγει και μιλά με την Παντοκράτειρα. Ο Τάμπριελ τραβά ένα πιστόλι και πυροβολεί τον δίαυλο.
Η Ανταρλίδα παραμερίζει μια πορφυρή κουρτίνα.
Σκοτάδι.
Περιμένει να πάρει ένα τρένο, μέσα σ’έναν υπόγειο σταθμό. Ομίχλη τυλίγει τα πάντα.
Χτυπήματα πάνω σε μέταλλο. Κάποιοι αλήτες πρέπει να κοπανάνε άδειες κονσέρβες κάτω από το σπίτι της. Η μαμά της θα κατεβεί και θα τους κυνηγήσει με το ραβδί της.
«Ανταρλίδα!»
Ποιος τη φωνάζει;
«Ανταρλίδα!»
Δεν είναι σπίτι της.
Πού είμαι;
Η Ανταρλίδα βλεφάρισε, και είδε το σκοτεινό κελί γύρω της.
Οι Ιεράρχες. Μ’έχουν αιχμαλωτίσει οι Ιεράρχες.
Ανασηκώθηκε πάνω στο αχυρόστρωμα. Δεν ήταν όνειρο, λοιπόν, ότι την είχαν βγάλει από το πλοίο και την είχαν φέρει εδώ. Γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ, ένιωθε το μυαλό της τόσο μουδιασμένο! Και το σώμα της επίσης. Το κωλοναρκωτικό τους, γαμώ!…
«Ανταρλίδα…»
Ύψωσε το βλέμμα της και είδε κάποιον να την κοιτάζει από το παραθυράκι της σιδερένιας πόρτας του κελιού της.
«Σήκω πάνω,» της είπε. «Μπορείς να σηκωθείς;»
Η Ανταρλίδα σηκώθηκε. Μετά δυσκολίας. Οι αλυσίδες στους καρπούς και στους αστραγάλους της κροτάλιζαν καθώς κινιόταν. «Ποιος είσαι πάλι εσύ;» ρώτησε, νιώθοντας το στόμα της ξερό.
«Αρκαλόν είναι το όνομά μου. Αλλά έχουμε ξανασυναντηθεί…»
Η Ανταρλίδα κοίταξε τα μάτια του. «Είσαι ένας απ’αυτούς… τους Ιεράρχες.»
«Ναι. Είμαι Οδηγητής του Έπαρχου Νολμάκνο. Σε περίπτωση που δεν το ξέρεις, βρίσκεσαι στη Σάρανματ, στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας.»
«Γιατί δε με σκοτώνετε;» ρώτησε ξερά η Ανταρλίδα, τρίβοντας τους αγκώνες της, προσπαθώντας να κάνει τα χέρια της να ξεμουδιάζουν.
«Γιατί να σε σκοτώσουμε; Είσαι, αναμφίβολα, κάτι το… αξιοπερίεργο για ετούτο τον κόσμο. Και ξέρεις πράγματα που ίσως να μας βοηθήσουν. Στους Ταρσάζιους έμαθες, για παράδειγμα, πώς να φτιάχνουν πυροβόλα όπλα.»
«Δεν πρόκειται να φτιάξω πυροβόλα όπλα για σένα.»
«Δε χρειάζεται. Έχουμε ήδη καταλάβει πώς φτιάχνονται, και σύντομα ο στρατός μας θα είναι οπλισμένος μ’αυτά.» Ο Ιεράρχης κοίταξε κάποιον πλάι του – κάποιον που εκείνη δεν μπορούσε να δει. «Φέρτα, φέρτα.»
Η πόρτα άνοιξε και ένας φρουρός μπήκε, κρατώντας ένα πιάτο και μια κούπα, τα οποία άφησε στο πάτωμα και έφυγε. Ο Ιεράρχης τού έκανε νόημα να μην κλείσει, και πέρασε το κατώφλι του κελιού. Ήταν ένας ψηλός, ευρύστερνος άντρας, με λευκό δέρμα, ξανθά μαλλιά, και ξανθά μούσια. «Φάε,» της είπε.
Η Ανταρλίδα πήρε το πιάτο και την κούπα και κάθισε στο αχυρόστρωμα.
«Δε θα σε κρατήσουμε για πάντα εδώ,» την πληροφόρησε ο Ιεράρχης. «Ένας ομοούσιός μου έρχεται να σε πάρει, και δεν βρίσκεται μακριά.»
«Ομοούσιος;» είπε η Ανταρλίδα τρώγοντας. «Ιεράρχης;»
«Ναι.»
«Πού θα με πάει;»
«Στη Βέλρικ.»
«Την πρωτεύουσα της Κοινωνίας. Τη Μεγάλη Πόλη.»
Ένα μειδίαμα παρουσιάστηκε στο πρόσωπο του Ιεράρχη, το οποίο της θύμιζε, για κάποιο λόγο, μειδίαμα ηθοποιού. «Γνωρίζεις αρκετά για την Κοινωνία, έτσι; Ο Καλέφραζ σε έχει διδάξει καλά.»
«Έχεις κατασκόπους μέσα στο παλάτι της Φέντινκεχ…»
Ο Ιεράρχης κούνησε το κεφάλι. «Όχι ακριβώς. Η ομοούσιά μου ακούει πολλά, όμως. Δεν έχεις ιδέα τι φήμες κυκλοφορούν ανάμεσα στους κύκλους των ευγενών του Τάρσαζ. Καλύτερο κατασκοπευτικό δίκτυο δεν υπάρχει, σε διαβεβαιώνω.»
«Πώς είναι δυνατόν η Ελμίνεχ να είναι σαν εσένα;» είπε η Ανταρλίδα. «Σκοτώσατε την πραγματική Ελμίνεχ;»
Ο Ιεράρχης που ονομαζόταν Αρκαλόν γέλασε. «Φυσικά και όχι! Ας πούμε ότι… ταιριάζαμε. Διανοητικά.»
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. Κάτι έκαναν στο μυαλό της;
«Ορισμένοι άνθρωποι, Ανταρλίδα, είναι ομοούσιοί μας χωρίς καν να το γνωρίζουν. Χρειάζεται, λοιπόν, μόνο να το μάθουν.»
Η Ανταρλίδα συνέχισε να τρώει, σιωπηλά. Ήταν δυνατόν να ίσχυε αυτό που υποστήριζε ο Ιεράρχης; αναρωτήθηκε. Τι είδους οντότητα είναι; Ο Τάμπριελ έχει δίκιο: πρέπει να είναι από τον Ενιαίο Κόσμο.
«Από πότε είσαι εδώ;» τον ρώτησε.
«Τι εννοείς;»
«Πότε ήρθες σ’αυτό τον κόσμο;»
«Δεν ήρθα σ’αυτό τον κόσμο,» εξήγησε ο Αρκαλόν. «Ανέκαθεν εδώ ήμουν.»
«Παλιότερα η Κοινωνία δεν υπήρχε. Η εμφάνισή σου ήταν που τη δημιούργησε. Ο Καλέφραζ μού έχει μάθει και κάμποση Ιστορία.»
«Σου ξαναλέω: δεν ήρθα· ανέκαθεν εδώ ήμουν. Απλώς κοιμόμουν.»
Ο Τάμπριελ ίσως να μπορούσε να βγάλει νόημα απ’αυτές τις ασυναρτησίες· εγώ δεν μπορώ. Η Ανταρλίδα τελείωσε το φαγητό της χωρίς να μιλά.
Ο Αρκαλόν πήρε το πιάτο και την κούπα της και βγήκε απ’το κελί. Ένας φρουρός έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε.
«Θα ξανασυζητήσουμε όταν έχεις φύγει από εδώ, Ανταρλίδα,» της είπε ο Ιεράρχης.
*
Έμεινε σ’εκείνο το κελί μία ημέρα ολόκληρη, αν υπολόγιζε σωστά τον χρόνο – και ήταν βέβαιη ότι, παρά την εκπαίδευσή της ως Μαύρη Δράκαινα, σίγουρα θα έκανε κάποιο λάθος, γιατί δεν υπήρχε παράθυρο απ’όπου να μπορεί να δει τον ουρανό.
Ευτυχώς, δεν την είχαν ναρκώσει ξανά, και αισθανόταν σταδιακά την επήρεια του προηγούμενου ναρκωτικού να εγκαταλείπει το σώμα και το μυαλό της. Ήταν ολοένα και λιγότερο μουδιασμένη.
Οι φρουροί άνοιξαν, τελικά, την πόρτα του κελιού της και την πρόσταξαν να βγει, ενώ είχαν δόρατα στραμμένα προς το μέρος της και τη σημάδευαν με βαλλίστρες. Προφανώς τη θεωρούσαν πολύ επικίνδυνη, παρότι εξακολουθούσε να είναι αλυσοδεμένη.
Η Ανταρλίδα οδηγήθηκε από τα μπουντρούμια κάποιου οικοδομήματος (μάλλον, το φρούριο του Έπαρχου Νολμάκνο) στην αγορά της πόλης και σ’ένα μέρος όπου ήταν σταθμευμένο ένα καραβάνι. Τα περισσότερα κάρα του ήταν φτιαγμένα έτσι ώστε να είναι, ουσιαστικά, κλουβιά με τροχούς, και στο εσωτερικό τους βρίσκονταν άνθρωποι. Δούλοι.
Οι φρουροί που είχαν συνοδέψει την Ανταρλίδα ώς εδώ φώναξαν σ’έναν άντρα, ο οποίος ήδη τους είχε δει και πλησίαζε. Ήταν λευκόδερμος, ψηλός, και γεροδεμένος, με μαλλιά μαύρα, σγουρά, και μακριά. Μια πράσινη κορδέλα, που δενόταν γύρω απ’το κεφάλι του, τα εμπόδιζε απ’το να πέφτουν στα μάτια του. Στο αριστερό μάγουλο είχε μια μακριά, λοξή ουλή. Φαινόταν να είναι αξύριστος εδώ και μερικές ημέρες. Η ενδυμασία του ήταν ενδυμασία μισθοφόρου: πέτσινη πανοπλία με κομμάτια σίδερου, στενό δερμάτινο παντελόνι, μπότες, και κάπα. Από τον ώμο του ξεπρόβαλλε το μακρύ μανίκι ενός ξίφους. Από τη ζώνη του κρέμονταν δύο ξιφίδια.
«Τη φέραμε, Μεγαλειότατε,» είπε ένας απ’τους φρουρούς της Ανταρλίδας.
Μεγαλειότατε; απόρησε εκείνη. Και μετά, πρόσεξε τα μάτια του άντρα. Μάτια μέσα σε μάτια μέσα σε μάτια. Μια σειρά από ατελείωτους κατοπτρισμούς. Ιεράρχης. Ο ομοούσιος του Αρκαλόν, που θα ερχόταν για να την παραλάβει.
«Το βλέπω,» αποκρίθηκε ο Ιεράρχης στον φρουρό, και στράφηκε στην Ανταρλίδα. «Το όνομά μου είναι Ζίρτελον. Είμαι μισθοφόρος, και υπεύθυνος για το καραβάνι που βλέπεις.»
Μισθοφόρος; «Νόμιζα ότι το είδος σου έπαιρνε πιο υψηλές θέσεις,» είπε ξερά η Ανταρλίδα.
«Δεν ξέρεις και πολλά για το… είδος μου, προφανώς.» Και προς τους φρουρούς: «Πηγαίνετέ τη σ’εκείνο το κελί.» Έδειξε ένα που ήταν άδειο.
Η Ανταρλίδα δεν έφερε αντίσταση. Ποιο θα ήταν το νόημα, εξάλλου; Δε νόμιζε ότι τώρα μπορούσε να τους ξεφύγει.
Οι φρουροί την ώθησαν προς το κελί κι εκείνη ανέβηκε. Ένας απ’τους μισθοφόρους του Ζίρτελον έκλεισε την καγκελωτή πόρτα και την κλείδωσε μ’ένα λουκέτο.
Ο Ιεράρχης πλησίασε την Ανταρλίδα καθώς οι φρουροί του Έπαρχου έφευγαν χαιρετώντας.
«Τι νομίζεις ότι έχω να σου προσφέρω;» τον ρώτησε εκείνη. «Νομίζεις ότι θα σε μάθω πώς να φτιάχνεις όπλα ισχυρότερα από της Βασίλισσας Παμράνεχ; Δεν μπορώ να το κάνω αυτό.»
«Μπορεί να έχεις να μου προσφέρεις πράγματα που δεν φαντάζεσαι καν,» της είπε ο Ιεράρχης.
«Γιατί ο φρουρός σε αποκάλεσε ‘Μεγαλειότατε’;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Γιατί, όταν απευθύνεσαι σε έναν από εμάς, είναι σαν να απευθύνεσαι στον ίδιο τον Μεγάλο Ιεράρχη.»
Ο Ζίρτελον στράφηκε και απομακρύνθηκε από τη φυλακισμένη Μαύρη Δράκαινα, βαδίζοντας προς τη σκηνή ενός εμπόρου. Η Ανταρλίδα παρατήρησε, όμως, ότι δεν την είχε αφήσει αφύλαχτη: κοντά της βρίσκονταν τέσσερις φρουροί του καραβανιού κρατώντας βαλλίστρες.
Κάθισε κάτω και περίμενε, ακουμπώντας τα αλυσοδεμένα χέρια της ανάμεσα στα γόνατά της. Αισθανόταν πλέον τους μεταλλικούς κρίκους να έχουν φάει τη σάρκα της στους καρπούς και στους αστραγάλους. Οι δεσμοφύλακές της, όμως, μάλλον δε σκόπευαν να τη λύσουν παρά μόνο όταν την είχαν πάει στη Βέλρικ – και τότε μόνο αν ήταν τυχερή.
Άκουσε ένα σφύριγμα από δίπλα της, και στράφηκε. Μια γυναίκα την κοίταζε από ένα πλαϊνό κλουβί, το οποίο ήταν γεμάτο με δούλους. Πέντε, στο σύνολό τους.
Η γυναίκα ήταν μαυρόδερμη και είχε καστανά μαλλιά, τα οποία έπεφταν μπλεγμένα και βρόμικα στην πλάτη της. Φορούσε ένα εξίσου βρόμικο και ταλαιπωρημένο βαθυγάλαζο χιτώνιο.
«Ποια είσαι συ, ε;» ρώτησε.
«Γιατί ρωτάς;»
«Είσαι κάτασπρη! Θυμίζεις τη γυναίκα που λένε πως ήρθε από άλλους κόσμους μαζί με τον Κόκκινο Άντρα. Αλλ’αυτοί, κι οι δυο τους, λένε ότι είναι στο Τάρσαζ.»
«Ανταρλίδα ονομάζομαι.»
«Είσαι αυτή, λοιπόν;»
Τώρα, και οι υπόλοιποι δούλοι την κοίταζαν το ίδιο έντονα με τη μαυρόδερμη γυναίκα. Τα μάτια τους φάνταζαν μεγάλα επάνω στα ταλαιπωρημένα πρόσωπά τους.
«Αυτή είμαι,» είπε κουρασμένα η Ανταρλίδα.
«Γι’αυτό σού έχουν ολόκληρο κελί για τον εαυτό σου!» είπε ένας δούλος.
Η Ανταρλίδα γέλασε πικρά. «Μου έχουν ολόκληρο κελί για τον εαυτό μου επειδή φοβούνται ότι ίσως κάνω κάτι και ξεφύγω.»
«Θα το κάνεις;» ρώτησε η μαυρόδερμη γυναίκα, κι απ’το ύφος της η Ανταρλίδα έκρινε ότι ήταν πρόθυμη να βοηθήσει, για να δραπετεύσει κι εκείνη.
«Πώς σε λένε;» τη ρώτησε.
«Αλτάφκα. Δεν είμαι από δω, από την Κοινωνία.»
«Από πού είσαι;»
«Από τη Γη της Φέδλωχ. Επιτέθηκαν στο πλοίο μου, οι μπάσταρδοι!»
«Στο πλοίο σου;» είπε η Ανταρλίδα.
«Είμαι ελεύθερη ναυτικός.»
«Πειρατίνα;»
«Παίρνω ό,τι μου χρειάζεται για να επιβιώσω. Θα κάνεις, λοιπόν, κάτι για να ξεφύγουμε από δω;»
Η Ανταρλίδα δεν απάντησε για λίγο. Κοίταξε τα αλυσοδεμένα χέρια της. «Δεν ξέρω,» είπε τελικά. «Αν μου δοθεί η ευκαιρία.»
«Λένε ότι έχεις γνώσεις που δεν έχει κανένας άλλος. Και ότι πολεμάς σαν τίγρη.»
«Αφού είμαι τόσο καλή, πώς βρίσκομαι τώρα σ’ένα κλουβί πλάι σ’εσένα;»
Η Αλτάφκα συνοφρυώθηκε.
Για την ώρα, δεν μίλησαν άλλο.
Και μετά, το καραβάνι ξεκίνησε, βγαίνοντας από τη Σάρανματ και ταξιδεύοντας επάνω σε μια λιθόστρωτη δημοσιά που σύντομα μετατράπηκε σε χωματόδρομο. Συχνά-πυκνά τα κάρα-κλουβιά χοροπηδούσαν καθώς οι τροχοί τους συναντούσαν πέτρες.
Ο θάνατος της Βιβεϊρλώταθ τράνταξε τους Ταργκάφλι. Όταν ο Μεγάλος Προφήτης τούς είπε ότι ήταν νεκρή, θρήνησαν. Τους είπε, όμως, επίσης ότι είχε πεθάνει προσπαθώντας να τον προστατέψει από τον αδελφό της, τον Γκαλένραμωθ, κι αυτό φάνηκε να τους ανακουφίζει κάπως. Ο θάνατός της δεν ήταν ανούσιος. Είχε πεθάνει πολεμώντας μαζί με τον Καζίτο’ναρ, τον μοναδικό θνητό που είχε επιλέξει να ακολουθήσει, εγκαταλείποντας το Άγκιστρο του Κόσμου.
Ο Γκαλένραμωθ είναι νεκρός; ρώτησα τον Μεγάλο Προφήτη καθώς είχαμε κατασκηνώσει μέσα στη ζούγκλα.
Ο Τάμπριελ, τότε, άγγιξε το περιδέραιο στον λαιμό του, και μου αποκρίθηκε: Εδώ είναι.
Όπως ήταν και η Βιβεϊρλώταθ;
Ναι. Αλλά εκείνη, βαθιά εντός της, επιθυμούσε να έρθει μαζί μου παρότι, λόγω του προγραμματισμού των Αρχαίων, μου αντιστάθηκε εκεί, στο Άγκιστρο του Κόσμου. Ο Γκαλένραμωθ, όμως, δεν είναι έτσι. Δεν επιθυμούσε να με ακολουθήσει. Μεθά από τον ανθρώπινο θάνατο και από το μαρτύριο. Από το αίμα και τα κόκαλα. Είναι τρελός, Καλέφραζ.
Τα λόγια του Μεγάλου Προφήτη μ’έκαναν να ριγήσω. Γιατί δεν τον σκότωσες τότε; τον ρώτησα. Είναι επικίνδυνος!
Δε νομίζω ότι μπορούσα να τον σκοτώσω. Ήμουν τυχερός που επιβίωσα κατορθώνοντας, εξαιτίας της απερίσκεπτης οργής του, να τον παγιδέψω.
Και δεν μπορείς τώρα να τον σκοτώσεις; επέμεινα. Δεν μπορείς να σπάσεις το περιδέραιο και να τον σκοτώσεις;
Σπάζοντας το περιδέραιο, Καλέφραζ, απλά θα τον ελευθερώσω.
Καλύτερα να προσέχεις πού βάζεις αυτό το περιδέραιο, λοιπόν, του είπα· γιατί και μόνο στη σκέψη των μανιασμένων ανθρωποφάγων τρόμος με έπιανε…
Ρώτησα κάτι άλλο τον Μεγάλο Προφήτη, μετά από λίγο: Και τώρα που βρήκες το δέντρο, τι έγινε; Τι αλλάζει; Έμαθες κάτι που δεν ήξερες για τον κόσμο μας;
Το μόνο που έμαθα είναι η θέση του δέντρου, μου απάντησε, κι αυτό στο μέλλον είμαι βέβαιος ότι θα μου χρειαστεί, αν είναι να κάνουμε κάτι για το Ρήγμα.
Μα, διαμαρτυρήθηκα, έτσι όπως τα λες μοιάζει να περάσαμε για το τίποτα από όλα τούτα!
Η γνώση δεν είναι τίποτα, Καλέφραζ. Ένας άνθρωπος σαν εσένα θα έπρεπε να το ξέρει ήδη αυτό.
Την επομένη, με το πρώτο φως του ήλιου, ξεκινήσαμε το ταξίδι της επιστροφής προς τη Σότραθ· και, καθώς διασχίζαμε τις ζούγκλες, ο Χάλρεοκ ρώτησε τον Τάμπριελ τι θα γινόταν με τον προδότη, τον Καπετάνιο Ρολάνταζ. Πώς θα τον αντιμετωπίζαμε τώρα που η Βιβεϊρλώταθ ήταν νεκρή; Ο Υπασπιστής δεν είχε ακούσει εμένα και τον Μεγάλο Προφήτη να συζητάμε το βράδυ, όταν εκείνος μού εξήγησε ότι είχε φυλακισμένο τον Γκαλένραμωθ μέσα στο περιδέραιό του· έτσι, ο Τάμπριελ τού μίλησε τώρα γι’αυτό. Αλλά του τόνισε πως ο Γκαλένραμωθ δεν ήταν η Βιβεϊρλώταθ, κι επομένως θα έπρεπε να είναι προσεχτικότερος μαζί του.
Μετά από μερικές ημέρες, και ύστερα από κάποιες σχετικά αμελητέες περιπέτειες μέσα στις ζούγκλες, φτάσαμε στη Σότραθ. Για να διαπιστώσουμε ότι εκεί μια δυσάρεστη έκπληξη μάς περίμενε…
*
* * *
*
Οι δρόμοι της Σότραθ βάφονταν από τις ανταύγειες του απογευματινού ήλιου. Οι σκιές των περαστικών έπεφταν μακριές επάνω στο πλακόστρωτο. Τα μαγαζιά ήταν ακόμα ανοιχτά.
Ο Τάμπριελ και οι σύντροφοί του δε σκόπευαν να μείνουν για πολύ· θα περνούσαν τη νύχτα σ’ένα πανδοχείο και θα έφευγαν.
«Γιατί να μην πάμε στο παλάτι;» ρώτησε ο Καλέφραζ. «Ο Άρχοντας Καντμέλο θα μας φερθεί όπως πρέπει, αν ακόμα θέλει να κάνει συνεννόηση με τη Βασίλισσά μας για τα όπλα.»
«Η δουλειά μας εδώ τελείωσε,» του είπε ο Τάμπριελ. «Καλύτερα να μην έχουμε άλλες αχρείαστες συναναστροφές.»
Ο Χάλρεοκ κατένευσε, συμφωνώντας.
Προτού όμως φτάσουν στο κέντρο της αγοράς, όπου σκόπευαν να αναζητήσουν κατάλυμα, μια ομάδα φρουρών της πόλης τούς πλησίασε.
Ο αρχηγός τούς ρώτησε αν ήταν ο Προφήτης Τάμπριελ, ο Υπασπιστής Χάλρεοκ, και ο Γραμματικός Καλέφραζ. Η ερώτηση ήταν, αναμφίβολα, τυπική αφού δεν μπορεί οι φρουροί να τους είχαν σταματήσει τυχαία.
«Ναι, εμείς είμαστε,» αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ, βλέποντας ότι προφανώς θα ήταν ανόητο να το αρνηθούν, αλλά μοιάζοντας συγχρόνως να περιμένει μπελάδες. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα, κύριε;»
«Ο Άρχοντας Καντμέλο σάς προσκαλεί στο παλάτι του. Παρακαλώ, ελάτε μαζί μας.»
Ο Χάλρεοκ κοίταξε τον Τάμπριελ και τον Καλέφραζ.
Μας περίμενε, σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Είχε προστάξει τους φρουρούς του να παραφυλάνε, να δουν πότε θα επιστρέψουμε στην πόλη.
Ο Καλέφραζ είπε: «Αφού ο Άρχοντας μάς καλεί τόσο ευγενικά….»
Ο Χάλρεοκ, όμως, δεν έμοιαζε ικανοποιημένος από τούτο. Κάτι τον ενοχλούσε.
«Ας πάμε να δούμε τι θέλει,» του είπε ο Τάμπριελ.
«Σίγουρα,» αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ, «θα θέλει να μάθει γιατί φύγαμε απροειδοποίητα.»
«Ναι,» ένευσε ο Τάμπριελ, «κι εγώ έτσι υποθέτω… Δεν μπορεί να σχεδιάζει κάτι το… παράλογο, αν εξακολουθεί να επιθυμεί την εύνοια της Βασίλισσά σας.»
Ο Χάλρεοκ συνοφρυώθηκε.
Ο Θυμός γάβγισε ανήσυχα πλάι στον Αλίρκωπ, κι ο μάγος τον χάιδεψε ανάμεσα στ’αφτιά για να τον ηρεμήσει.
Η Χιρκόμο κι οι άλλοι Ταργκάφλι ήταν σιωπηλοί. Γενικά ήταν σιωπηλοί ύστερα από το θάνατο της θεάς τους· έμοιαζαν να είχαν χάσει κάτι πολύ σημαντικό γι’αυτούς: το ίδιο το νόημα της ζωής τους ίσως, εκείνο το οποίο τους αγκίστρωνε στον κόσμο. Το Άγκιστρο του Κόσμου τους… Το μόνο που τους έμενε τώρα ήταν ο Καζίτο’ναρ: ο μοναδικός άνθρωπος που η Βιβεϊρλώταθ είχε επιλέξει να ακολουθήσει.
Ο Τάμπριελ, παίρνοντας το βλέμμα του από τον Χάλρεοκ, στράφηκε στον αρχηγό των φρουρών. «Οδήγησέ μας στο παλάτι.»
Δεν είχε, όμως, δίκιο στις υποθέσεις του. Ή, μάλλον, είχε μόνο εν μέρει δίκιο. Ο Άρχοντας Καντμέλο δεν είχε σχεδιάσει κάτι εναντίον τους, αλλά κάποιος άλλος το είχε κάνει…
Οι φρουροί τούς πήγαν στο παλάτι και, κατευθείαν, στη μεγάλη αίθουσα, μέσα στην οποία, παρατήρησε αμέσως ο Τάμπριελ, υπήρχαν περισσότεροι στρατιώτες απ’ό,τι συνήθως.
Και δεν ήταν στρατιώτες του Άρχοντα Καντμέλο.
Ούτε ο ίδιος βρισκόταν εδώ. Στον Θρόνο της Σότραθ, στην ψηλή, ξύλινη πολυθρόνα που στην κορυφή της πλάτης της ήταν καρφωμένο το κρανίο ενός γορίλλα, καθόταν μια γυναίκα. Είχε λευκό δέρμα και μαύρα, σπαστά μαλλιά κομμένα στους ώμους. Ήταν ντυμένη με μαύρο, δερμάτινο παντελόνι, ψηλές μπότες, πράσινη, υφασμάτινη τουνίκα, και σκούρο μπλε μανδύα· και σηκώθηκε όρθια, ξεπροβάλλοντας μέσα από τις σκιές του απογεύματος. Γύρω από τη μέση της δενόταν σφιχτά μια ζώνη, κι από τη ζώνη κρεμόταν ένα ξίφος.
«Καλησπέρα, Τάμπριελ,» χαιρέτησε μ’ένα λοξό μειδίαμα στα χείλη. Τα μάτια της ήταν στραμμένα επάνω του, αναγνωρίζοντάς τον αμέσως: και δεν ήταν όπως τα μάτια των περισσότερων ανθρώπων. Όταν τα κοίταζες καλά, είχες την αίσθηση ότι υπήρχαν κι άλλα μάτια πίσω τους. Καθρέφτες σε ατελείωτες σειρές, που χάνονταν στο άπειρο.
«Ιεράρχη…!» είπε ο Τάμπριελ, και τράβηξε το πιστόλι του.
Ο Χάλρεοκ και οι πολεμιστές του τράβηξαν επίσης πιστόλια, και οι Ταργκάφλι ετοίμασαν τα δικά τους όπλα. Ο Καλέφραζ ξεθηκάρωσε ένα ξιφίδιο από τη ζώνη του. Ο Ταρνάτλο έβγαλε το σπαθί του.
Οι φρουροί της αίθουσας ύψωσαν τουφέκια, που πριν, μέσα στις σκιές, δεν ήταν φανερά. Η γυναίκα μπροστά από τον θρόνο τράβηξε μέσα από τον μανδύα της ένα πιστόλι.
«Όπως βλέπεις,» είπε στον Τάμπριελ, «ετούτη τη φορά είμαι προετοιμασμένη για σένα. Καλύτερα απ’ό,τι μπορείς να φανταστείς.»
«Ποια είν’αυτή;» γρύλισε ο Χάλρεοκ. «Την ξέρεις;»
«Ο Ιεράρχης είναι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
«Κατεβάστε τα όπλα σας,» πρόσταξε η γυναίκα σημαδεύοντάς τους. «Αφήστε τα στο πάτωμα μπροστά σας.»
«Νομίζεις ότι θα παραδοθούμε τόσο εύκολα, Ιεράρχη;» είπε ο Τάμπριελ. «Για να μη μας έχεις σκοτώσει ήδη, σημαίνει ότι δεν μας θέλεις νεκρούς.»
«Για την ακρίβεια, Τάμπριελ, εσένα δεν θέλω νεκρό. Οι άλλοι μού είναι αδιάφοροι. Όπως και η Ανταρλίδα.»
«Η Ανταρλίδα;» Οι εικόνες που είχα δει… Οι εικόνες…
«Είναι αιχμάλωτή μου.»
Το ήξερα… Οι Λάμιες να σε κατασπαράξουν, Ιεράρχη!
«Παραδόσου, Τάμπριελ, αλλιώς… δεν μπορώ να σου εγγυηθώ τίποτα.»
«Δεν θα σκοτώσεις την Ανταρλίδα,» είπε ο Τάμπριελ, «γιατί κι αυτή σου χρειάζεται. Έχει γνώσεις που δεν μπορείς να φανταστείς.»
Η γυναίκα γέλασε. «Μπλοφάρεις με δεξιοτεχνία, οφείλω να ομολογήσω.»
Γκαλένραμωθ. Ήρθε η ώρα να τραφείς. Ο θεός των ανθρωποφάγων, το πνεύμα του δέντρου, το κατασκεύασμα των Αρχαίων, τον ενοχλούσε σ’όλο το ταξίδι τους μέσα στις ζούγκλες σαν επίμονο έντομο: του ζητούσε αίμα και θάνατο, του ζητούσε να σκοτώσει τους συντρόφους του, για να τραφούν κι οι δυο τους.
Τώρα, θα τραφείς!
Ο Τάμπριελ ξαμόλησε τον Γκαλένραμωθ από το περιδέραιο – και, συγχρόνως, πυροβόλησε τη γυναίκα μπροστά στον θρόνο.
Ένας απάνθρωπος βρυχηθμός αντήχησε στην αίθουσα. Ένας βρυχηθμός που δεν προήλθε από εκείνη.
Η Ιεράρχης σωριάστηκε, τραυματισμένη, ουρλιάζοντας.
Οι φρουροί της αίθουσας άρχισαν να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, σαν εξαγριωμένα θηρία. Μερικά τουφέκια πυροβόλησαν από δω κι από κει. Άνθρωποι δάγκωναν τους λαιμούς ανθρώπων· έμπηγαν τα νύχια τους μέσα στα μάτια των άλλων, έγδερναν τα πρόσωπά τους, έγλειφαν τις πληγές. Κραυγές είχαν ξαφνικά γεμίσει, όχι μόνο τη μεγάλη αίθουσα, αλλά κι ολόκληρο το παλάτι καθώς αντηχούσαν στους διαδρόμους και στα δωμάτια.
Οι πολεμιστές του Χάλρεοκ πυροβολούσαν όπου έβρισκαν.
Ο Ταρνάτλο γρύλισε: «Πάμε να φύγουμε από δω, ρε πούστηδες! Πάμε να φύγουμε!»
Ο Τάμπριελ έτρεξε προς μια πλευρική έξοδο της αίθουσας, κι οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Μπροστά στην αψιδωτή θύρα βρίσκονταν μερικοί πολεμιστές της Κοινωνίας, εξαγριωμένοι σαν ζώα της ζούγκλας· οι Ταργκάφλι έπεσαν επάνω τους και τους έκαναν κομμάτια καθώς εκείνοι αλληλοσκοτώνονταν.
«Κυνηγήστε τους!» ακούστηκε να ουρλιάζει η Ιεράρχης. «Μην τους αφήνετε να φύγουν!»
Ο Τάμπριελ κι οι σύντροφοί του βγήκαν από την αίθουσα, έτρεξαν μέσα στους διαδρόμους του παλατιού. Η δαιμονική, αιμοχαρής παρουσία του Γκαλένραμωθ τούς ακολούθησε, καθώς ο θεός δεν μπορούσε ποτέ να βρίσκεται πολύ μακριά από το περιδέραιο του καινούργιου του αφέντη.
Πολεμιστές της Κοινωνίας πετάγονταν από τους διαδρόμους και τα δωμάτια του παλατιού, άλλοι οπλισμένοι με σπαθιά και τσεκούρια, άλλοι κρατώντας πιστόλια. Ο Τάμπριελ έστελνε τον Γκαλένραμωθ καταπάνω τους, διαλύοντάς τους. Ο Χάλρεοκ και οι πολεμιστές του, όπως επίσης και οι Ταργκάφλι, έπαιρναν τα πυροβόλα όπλα που έπεφταν κάτω και τα χρησιμοποιούσαν εναντίον άλλων μαχητών που παρουσιάζονταν. Ορισμένοι απ’αυτούς ήταν και μαχητές του Άρχοντα Καντμέλο.
Ο Τάμπριελ αναρωτιόταν πού να ήταν ο ίδιος ο Άρχοντας. Τον είχε φυλακίσει η Ιεράρχης μέσα στο ίδιο του το παλάτι; Τον είχε απαγάγει, τον είχε πάρει μακριά από εδώ; Ή είχε απλά κάνει κάποια συμφωνία μαζί του; Το τελευταίο φαινόταν και το πιθανότερο.
Η ομάδα του Τάμπριελ βγήκε στον κήπο αφότου έσπασαν ένα μεγάλο παράθυρο, και μετά έτρεξαν προς το λιμάνι της πόλης.
«Πρέπει να πάρουμε κάποιο πλοίο!» είπε ο Χάλρεοκ. «Οι πύλες σίγουρα θα φρουρούνται, και οι φρουροί θα μας περιμένουν.»
«Ποιο πλοίο θα μας βάλει μέσα, ρε μάγκα;» έκανε ο Ταρνάτλο, που είχε χτυπηθεί από μια σφαίρα στον αριστερό ώμο και αιμορραγούσε. Το πρόσωπό του ήταν ζαρωμένο, έτριζε τα δόντια του καθώς μιλούσε, και τα μάτια του γυάλιζαν σαν χτυπημένου αγριμιού.
«Είπα ότι θα το πάρουμε το πλοίο, θα το κάνουμε δικό μας, είτε το θέλει ο καπετάνιος του είτε όχι.»
«Σωστός. Αυτό ’ναι το λογικό, να πούμε…»
Στους δρόμους της Σότραθ υπήρχαν κι άλλοι πολεμιστές των Ιεραρχών, οι οποίοι τους καταδίωξαν, ορμώντας καταπάνω τους με αγχέμαχα όπλα και ασπίδες, πυροβολώντας τους, τοξεύοντάς τους. Οι Ταρσάζιοι και οι Ταργκάφλι ανταπέδιδαν τα πυρά. Ένας από τους πρώτους σωριάστηκε νεκρός. Ο Γκαλένραμωθ χιμούσε στους μαχητές της Κοινωνίας, βάζοντάς τους να αλληλοσκοτώνονται ή να χτυπιούνται, ή ορισμένες φορές να δαγκώνουν τα ίδια τους τα χέρια, να κόβουν τα δάχτυλά τους και να τα καταπίνουν. Και ούτε οι κάτοικοι της πόλης γλίτωναν από την επιρροή του: δρούσαν σαν δαιμονισμένοι, χιμώντας στους πολεμιστές των Ιεραρχών καθώς και ο ένας στον άλλο. Αλλά η λύσσα που εξάπλωνε ο Γκαλένραμωθ δεν τελείωνε εκεί: ακόμα και τα ζώα της πόλης είχαν εξαγριωθεί, οι γάτες και τα σκυλιά και τα άλογα και τα μουλάρια. Είχαν παραφρονήσει και διψούσαν για αίμα.
Επικεντρώσου στους εχθρούς μας, Γκαλένραμωθ! πρόσταξε ο Τάμπριελ. Στους εχθρούς μας!
Ο δαιμονικός θεός τον αγνοούσε.
Η ομάδα έφτασε στο λιμάνι, και είδαν ότι στρατιώτες κατέβαιναν από ορισμένα αγκυροβολημένα σκάφη. Στρατιώτες της Κοινωνίας.
Τι έχουν κάνει οι Ιεράρχες εδώ; Κατάληψη της τρισκατάρατης πόλης; Ήταν αποφασισμένοι αυτή τη φορά. Ήθελαν οπωσδήποτε να πιάσουν τον Τάμπριελ.
Ο Χάλρεοκ έδειξε ένα πλοίο της Κοινωνίας με το αιματοβαμμένο σπαθί του, φωνάζοντας: «Εκεί! Εκεί!» Οι άλλοι έτρεξαν ξοπίσω του, και ο Τάμπριελ έστειλε τον Γκαλένραμωθ καταπάνω στους μαχητές του σκάφους.
Αίμα χύθηκε στο κατάστρωμα, και κομμένα μέλη έπεσαν. Άνθρωποι κατασπάραζαν ανθρώπους. Ο Χάλρεοκ και οι πολεμιστές του τους πυροβόλησαν όλους, σκοτώνοντας, σκοτώνοντας, σκοτώνοντας.
Ο Καπετάνιος και οι κοντινοί του άνθρωποι φαινόταν να έχουν κλειστεί στη γέφυρα. Ο Χάλρεοκ φώναξε: «Βγάλτε τους έξω! Έξω!» πυροβολώντας την ξύλινη πόρτα μ’ένα τουφέκι που είχε αρπάξει απ’τους στρατιώτες της Κοινωνίας, κάνοντας θραύσματα ξύλου να εκτοξεύονται.
Οι πολεμιστές του και οι Ταργκάφλι τον μιμήθηκαν. Κραυγές και ουρλιαχτά αντήχησαν από τη γέφυρα.
Ο Τάμπριελ στράφηκε στο λιμάνι, στις αποβάθρες. Ο κόσμος έτρεχε να φύγει, πανικόβλητος. Πολεμιστές συγκεντρώνονταν, της Κοινωνίας και του Άρχοντα Καντμέλο. Δεν υπήρχε άλλη λύση: έστρεψε τον Γκαλένραμωθ εναντίον τους, και το λιμάνι μετατράπηκε σε σκηνή από εφιάλτη, καθώς οι πάντες έγιναν ανθρωποφάγοι, μανιάζοντας, διψώντας για το αίμα και τη σάρκα του ίδιου τους του είδους.
Ο Χάλρεοκ και οι πολεμιστές του εισέβαλαν στη γέφυρα, μαζί με τους Ταργκάφλι, σκοτώνοντας όσους ακόμα από τους ανθρώπους του πλοίου βρίσκονταν εκεί.
«Σηκώστε την άγκυρα!» πρόσταξε μετά ο Υπασπιστής. «Κόψτε τα σχοινιά! Κατεβάστε τα πανιά! Κουνηθείτε!
»Ταρνάτλο! Ξέρεις να πιλοτάρεις πλοίο;»
«Το ρωτάς, ρ’αδελφ–;»
«Ξεκίνα! Αμέσως!»
Ο τραυματισμένος μαυρόδερμος πειρατής πήγε προς την πρύμνη, ενώ οι υπόλοιποι έτρεχαν να ανεβάσουν την άγκυρα, να κόψουν τα σχοινιά που έδεναν το πλοίο στην αποβάθρα, και να κατεβάσουν τα πανιά.
Ο Χάλρεοκ καλύφτηκε πίσω από τρία βαρέλια και πυροβόλησε κάποιους που τους πυροβολούσαν από το κατάστρωμα ενός άλλου σκάφους. Η εκπαίδευσή του στο τουφέκι – για την οποία ευθυνόταν η Ανταρλίδα – όφειλε να ομολογήσει ότι του είχε φανεί πολύ χρήσιμη τώρα. Οι πολεμιστές της Κοινωνίας ήταν σαφώς χειρότερα εκπαιδευμένοι από εκείνον και τους πολεμιστές του – αν ήταν καν εκπαιδευμένοι, δηλαδή, και δεν είχαν πιάσει τα πυροβόλα αμέσως μόλις τους τα έφτιαξαν.
Ο Χάλρεοκ, έχοντας εξολοθρεύσει τους εχθρούς που πυροβολούσαν, κατέβηκε τη σκάλα της καταπακτής του πλοίου για να δει αν υπήρχαν αλυσοδεμένοι δούλοι κάτω, στα κουπιά. Και πράγματι, είδε ότι ήταν αρκετοί εκεί, μαυρόδερμοι και λευκόδερμοι.
«Δεν ανήκετε στην Κοινωνία πλέον,» τους είπε. «Δουλεύετε για μένα, κι εγώ για τη Βασίλισσα του Τάρσαζ. Θα ξεκινήσετε να τραβάτε κουπί μόλις σας πω! Συνεννοηθήκαμε;»
Οι δούλοι μουρμούρισαν ναι, ό,τι ήθελε εκείνος. Δεν έμοιαζε να τους ενοχλεί που είχαν αλλάξει αφέντες.
Ο Χάλρεοκ ανέβηκε πάλι στο κατάστρωμα, βλέποντας ότι τα ιστία είχαν ανοίξει και ότι ο Ταρνάτλο βρισκόταν στο πηδάλιο του σκάφους. Το πλοίο ήταν έτοιμο να ξεκινήσει.
Στο λιμάνι, χάος επικρατούσε. Τους έχει μετατρέψει όλους σε ανθρωποφάγους! σκέφτηκε ο Χάλρεοκ, πολύ ξαναμμένος από τη μάχη για να νιώσει τρομαγμένος. Ο δαιμονισμένος θεός του Τάμπριελ τούς έχει μετατρέψει όλους σε ανθρωποφάγους! Μεγάλε Τίγρη! τι σκατά θα δούμε ακόμα;
«Φεύγουμε!» φώναξε. «ΦΕΥΓΟΥΜΕ! –Ξεκινάτε! Τώρα! Κουνηθείτε!»
Το πλοίο γύρισε και βγήκε απ’το λιμάνι της Σότραθ, με τα πανιά του φουσκωμένα.
Ο Χάλρεοκ κατέβηκε τη σκάλα της καταπακτής και πρόσταξε τους δούλους να ξεκινήσουν να κωπηλατούν. Εκείνοι αμέσως υπάκουσαν.
Το σκάφος ανέπτυξε περισσότερη ταχύτητα, σχίζοντας τα κύματα της απογευματινής φθινοπωρινής θάλασσας.
Ο Τάμπριελ μάζεψε πάλι τον Γκαλένραμωθ μέσα στο περιδέραιό του καθώς απομακρύνονταν από τη Σότραθ· γιατί δεν ήθελε ο θεός να στραφεί εναντίον των ανθρώπων του και να τους βάλει να αλληλοσκοτωθούν.
Ο Γκαλένραμωθ διαμαρτυρήθηκε. Δεν είχε ακόμα χορτάσει! Δεν είχε ακόμα χορτάσει!
Αρκετά για τώρα! του είπε ο Τάμπριελ.
ΑΙΜΑ! Ήθελε ΑΙΜΑ!
ΑΡΚΕΤΑ ΓΙΑ ΤΩΡΑ, ΛΕΩ!
Το πλοίο έπλεε τώρα στο ανοιχτό πέλαγος. Στην Ενδότερη Θάλασσα, όπως ονόμαζαν τα ύδατα ανάμεσα στη Γη της Φέδλωχ, στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας, και στο Βασίλειο Τάρσαζ.
«Μας πλησιάζουν!» φώναξε ξαφνικά ένας Ταργκάφλι που ήταν πιασμένος πάνω στα ξάρτια. Το χέρι του έδειχνε ανατολικά.
Ο Τάμπριελ στράφηκε και είδε ότι είχε δίκιο. Τέσσερα σκάφη έρχονταν προς το μέρος τους, με τα πανιά τους φουσκωμένα και με τα κουπιά τους να σηκώνουν αφρούς γύρω τους. Επάνω στα ιστία ήταν το σύμβολο της Κοινωνίας: ένας κύκλος με τρία μάτια μέσα του, τα οποία σχημάτιζαν ανάποδο τρίγωνο.
«Ταρνάτλο!» φώναξε ο Χάλρεοκ. «Στρίψε δυτικά! Δυτικά!»
Το καράβι τους γύρισε, με τα ξύλα του να τρίζουν και τα ξάρτια του να τεντώνονται.
«Δυτικά,» είπε ένας πολεμιστής στον Χάλρεοκ, «απομακρυνόμαστε από το Βασίλειό μας.»
«Το ξέρω. Αλλά βλέπεις εσύ καμια άλλη λύση τώρα;»
Τα πλοία της Κοινωνίας εκτόξευσαν βλήματα από καταπέλτες. Αλλά ήταν πολύ μακριά για να τους πετύχουν· έκαναν μόνο πίδακες στα αφρισμένα νερά της θάλασσας.
Ο Χάλρεοκ ζύγωσε την καταπακτή, φωνάζοντας κάτω, στους δούλους: «Πιο γρήγορα, ρε! Πιο γρήγορα, γιατί θα σας τσακίσω! Θέλω να δω το σκάφος να πετάει! Να πετάει!»
Η ταχύτητα του πλοίου αυξήθηκε μετά από τούτο, αλλά όχι και πολύ. Υπήρχε ένα όριο το οποίο ήταν αδύνατον να ξεπεραστεί. Ο Χάλρεοκ το ήξερε, ασφαλώς, όμως ήθελε οπωσδήποτε να φτάσει το συγκεκριμένο όριο. Γιατί οι καπετάνιοι της Κοινωνίας που τους καταδίωκαν, αναμφίβολα, το ίδιο ακριβώς θα έκαναν.
Στον Τάμπριελ είπε: «Δε μπορείς να στείλεις τώρα τον δαίμονά σου εναντίον τους;»
«Είναι πολύ μακριά, Χάλρεοκ,» αποκρίθηκε εκείνος. «Και καλύτερα να μη μας πλησιάσουν.» Τα κατάλευκα μαλλιά του τινάζονταν γύρω από το κοκκινόδερμο πρόσωπό του από τον άγριο θαλασσινό άνεμο.
Προτού φύγει ο Χάλρεοκ από κοντά του, ο Τάμπριελ τού είπε: «Κάποιος πρέπει να φροντίσει το τραύμα του Ταρνάτλο.»
Ο Υπασπιστής κατένευσε.
Η Συνοδός του Μεγάλου Προφήτη δεν μιλά ποτέ για τις ημέρες που πέρασε ως αιχμάλωτη των Ιεραρχών. Και δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι αν τη βασάνισαν, ή αν την έβαλαν να κάνει ανείπωτα και τρομερά πράγματα…
*
* * *
*
Το καραβάνι με τους δούλους ταξίδευε βορειοδυτικά, με σύννεφα σκόνης να σηκώνονται γύρω από τους τροχούς των κάρων του. Πολλοί από τους δούλους που βρίσκονταν κλεισμένοι στα κλουβιά έβηχαν σπασμωδικά, και κάποιες φορές ενοχλημένοι φρουροί περνούσαν κοντάρια ανάμεσα από τα κάγκελα και τους χτυπούσαν, βρίζοντάς τους και λέγοντάς τους να σκάσουν. Τα κάρα τα τραβούσαν γεροδεμένα βόδια με κέρατα στο κεφάλι· η πορεία τους δεν ήταν γρήγορη, μα δεν έμοιαζαν και να κουράζονται εύκολα. Ο Ζίρτελον και οι περισσότεροι μισθοφόροι του ήταν επάνω σε άλογα, περιτριγυρίζοντας τα κάρα.
Η Ανταρλίδα καθόταν μέσα στο κλουβί της, παρατηρώντας τις αντιδράσεις των δούλων και των φρουρών· παρατηρώντας τις θέσεις που έπαιρναν οι φρουροί γύρω από το καραβάνι· παρατηρώντας πού βρισκόταν κάθε φορά ο Ιεράρχης· παρατηρώντας το τοπίο τριγύρω· παρατηρώντας τα άλογα και τα βόδια, κρίνοντας ποια ήταν ανθεκτικότερα και ποια ασθενέστερα. Ελπίζοντας ότι οι πληροφορίες που θα συγκέντρωνε το μυαλό της θα της επέτρεπαν, ίσως, να δραπετεύσει όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή.
Η Αλτάφκα, η μαυρόδερμη πειρατίνα από τη Γη της Φέδλωχ, κοίταζε την Ανταρλίδα μέσα από τη σκιά των καστανών της μαλλιών, και η Ανταρλίδα το έβλεπε αυτό αλλά δεν της έλεγε τίποτα. Επιπλέον, δεν ήταν η μόνη που την κοίταζε· πολλοί άλλοι δούλοι την κοίταζαν επίσης, και βέβαια οι φρουροί, οι οποίοι, γνωρίζοντας κάποια πράγματα για τις ικανότητές της, φοβόνταν ότι ίσως η «Άσπρη Γυναίκα» δραπέτευε.
Αυτοί το βλέπουν πιο πιθανό να δραπετεύσω απ’ό,τι το βλέπω εγώ. Η Ανταρλίδα προσπάθησε να περάσει τα δάχτυλά της κάτω από τους σιδερένιους κρίκους στους αστραγάλους της, για να τρίψει το ξεγδαρμένο δέρμα της εκεί. Αν δεν κατάφερνε κάπως να ελευθερωθεί απ’αυτά τα δεσμά, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να φύγει. Ούτε για να βοηθήσει κανέναν άλλο να δραπετεύσει – πράγμα που, αναμφίβολα, ήλπιζε η Αλτάφκα.
Το καραβάνι ταξίδεψε για δύο ημέρες περίπου επάνω σε χωματόδρομους, περνώντας δίπλα από μικρές πόλεις και χωριά δίχως να σταματά. Προς το τέλος της δεύτερης ημέρας, όμως, βρέθηκε σ’έναν λιθόστρωτο δρόμο, όπου οι τροχοί των κάρων του έκαναν έναν σταθερό χαρακτηριστικό ήχο καθώς κυλούσαν, και οι οπλές των βοδιών και των άλογων χτυπούσαν σαν σφυριά στο αμόνι. Ο δρόμος αυτός τούς οδήγησε σε μια γέφυρα που περνούσε πάνω από έναν αρκετά μεγάλο ποταμό ο οποίος ερχόταν από τα ψηλά βουνά στα δυτικά τους. Διέσχισαν τη γέφυρα και έφτασαν σε μια περιτειχισμένη πόλη. Ο Ζίρτελον μίλησε με τους φρουρούς στην πύλη κι αυτοί γρήγορα τούς άφησαν να μπουν, καθώς η νύχτα έπεφτε.
Το προηγούμενο βράδυ, είχαν κατασκηνώσει στην ύπαιθρο. Οι οδηγοί των κάρων είχαν λύσει τα βόδια από τους ζυγούς και τα είχαν πάρει παραδίπλα. Οι μισθοφόροι είχαν κατεβεί από τα άλογά τους και είχαν ανάψει φωτιές. Τους δούλους τούς είχαν αφήσει στα κλουβιά τους, υπό φρούρηση, αφού τους είχαν δώσει λίγο φαγητό και νερό. Η Ανταρλίδα δεν είχε πάρει τίποτα περισσότερο από τους υπόλοιπους, και ο Ζίρτελον δεν είχε έρθει για να της μιλήσει.
Απόψε, τα πράγματα δεν ήταν και πολύ καλύτερα. Οι δούλοι πάλι στα κλουβιά τους έμειναν, αλλά αντί νάναι στην ύπαιθρο ήταν τώρα στην κεντρική αγορά της πόλης, που, όπως σύντομα έμαθε η Ανταρλίδα, ονομαζόταν Ναρτάηκ. Και τη θυμήθηκε από τους χάρτες του Καλέφραζ. Είμαστε στους βορειότερους τόπους της Κοινωνίας.
Μερικοί περίεργοι έρχονταν και κοίταζαν την Ανταρλίδα. Από απόσταση, φυσικά, γιατί φοβόνταν να πλησιάσουν περισσότερο λόγω των φρουρών. Είχαν ακούσει ότι η Άσπρη Γυναίκα ήταν αιχμάλωτη και είχαν θελήσει να τη δουν με τα ίδια τους τα μάτια.
Πάνω από την πόλη, η οποία ήταν οικοδομημένη στους πρόποδες των βουνών, ορθωνόταν ένα ψηλό κάστρο, ρίχνοντας τη σκιά του στα υπόλοιπα χτίρια. Η οικία του άρχοντα της περιοχής, υπέθετε η Ανταρλίδα, αν και δεν ήξερε ποιος ήταν. Ο Καλέφραζ πρέπει να τον είχε αναφέρει, αλλά εκείνη δεν τον θυμόταν. Νόμιζε, πάντως, πως είχε πει ότι ήταν ένας απ’αυτούς που είχαν μετά δυσκολίας υποταχθεί στην εξουσία του Μεγάλου Ιεράρχη.
Όταν ξημέρωσε, το καραβάνι έφυγε από τη Ναρτάηκ ακολουθώντας τη λιθόστρωτη δημοσιά που έστριβε βορειοδυτικά, κάνοντας τον γύρο των βουνών, και μετά συνέχιζε δυτικά, προς τη Βέλρικ. Η Ανταρλίδα είχε τώρα στο μυαλό της μια καλή εικόνα για το πού βρισκόταν μέσα στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας: μπορούσε να φανταστεί τον χάρτη που της είχε δείξει ο Καλέφραζ και το καραβάνι του Ζίρτελον να κινείται σαν κόκκινη κουκίδα επάνω του.
«Θα κάνεις τίποτα ή όχι;» τη ρώτησε η Αλτάφκα απ’το διπλανό κλουβί, μόλις είχαν βγει από την πόλη.
«Αν υπήρχε κάτι να κάνω,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα, «θα το είχα κάνει ήδη.»
Η απάντηση αυτή δεν έμοιαζε να αρέσει στην Αλτάφκα. «Νόμιζα ότι ήσουν επικίνδυνη,» είπε με απογοητευμένο ύφος.
«Μάλλον δεν είμαι τόσο επικίνδυνη όσο νόμιζες, τελικά.»
«Θες να πεις ότι δεν θα κάνεις τίποτα για να φύγεις από δω;»
Τι πιστεύει ότι είμαι; Πιστεύει ότι μπορώ να σπάσω τις αλυσίδες και τα κάγκελα και να κατατροπώσω, συγχρόνως, όλους τους φρουρούς του καραβανιού; Η Ανταρλίδα δεν της απάντησε, και η Αλτάφκα απομακρύνθηκε μέσα στο κλουβί της.
Κατά το απόγευμα, καβαλάρηδες φάνηκαν να έρχονται από τα βόρεια. Οπλισμένοι καβαλάρηδες, και με φανερά εχθρικές διαθέσεις.
Οι μισθοφόροι του Ζίρτελον τράβηξαν τα όπλα τους, καθώς φωνές άρχισαν ν’ακούγονται. Βέλη εκτοξεύτηκαν από βαλλίστρες.
Ποιοι είναι αυτοί; αναρωτήθηκε η Ανταρλίδα κοιτάζοντας τους ερχόμενους καβαλάρηδες.
Τότε, κάποιοι άλλοι ιππείς πλησίασαν επίσης, κι αυτοί από τα βόρεια. Δεν ήταν, όμως, ίδιοι με τους προηγούμενους· ήταν καταφανώς πολεμιστές της Κοινωνίας, κι έμοιαζαν να κυνηγούν τους πρώτους.
Σκόνη και θολούρα σηκώθηκαν καθώς οι καβαλάρηδες συγκρούστηκαν αναμεταξύ τους και με τους μισθοφόρους του Ζίρτελον. Λεπίδες γυάλιζαν στον απογευματινό ήλιο, αίμα πεταγόταν. Οι ιππείς που είχαν εμφανιστεί πρώτοι σύντομα υποχώρησαν, καλπάζοντας προς το βορρά.
Ο Ζίρτελον μίλησε με τον αρχηγό των άλλων καβαλάρηδων. Έμοιαζε θυμωμένος, και ο αρχηγός των καβαλάρηδων έμοιαζε να προσπαθεί να δικαιολογηθεί.
Επιδρομείς, συμπέρανε η Ανταρλίδα. Επιδρομείς πρέπει να ήταν, που πέρασαν τα σύνορα της Κοινωνίας. Αλλά από πού ήρθαν; Από τους χάρτες του Καλέφραζ, θυμόταν πως η Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας εκτεινόταν προς το βορρά ώς κάτι δασότοπους που στην καρδιά τους βρισκόταν μια λίμνη. Αυτοί οι δασότοποι, αν και υπήρχαν κάποιες πόλεις εκεί, δεν αποτελούσαν μέρος της Κοινωνίας. Η Ανταρλίδα θυμήθηκε τώρα το όνομά της περιοχής: Γη των Λύκων. Ναι, έτσι ήταν σημειωμένη στον χάρτη· αλλά ο Καλέφραζ δεν είχε πει πολλά γι’αυτήν. Είχε αναφερθεί περισσότερο στα μέρη ανατολικά της και βόρεια του Τάρσαζ: στο Βασίλειο Άρκλιφ. Το οποίο ήταν σχετικά απομονωμένο, είχε πει, αν και οι έμποροί του ταξίδευαν στο Τάρσαζ καθώς και στη Γη των Ταργκάφλι. Διπλωματικές σχέσεις, πάντως, το Τάρσαζ δεν είχε μαζί του παρότι δεν βρισκόταν και τόσο μακριά. Και, μάλλον, γι’αυτό δεν έφταιγαν μόνο τα απόκρημνα βουνά που χώριζαν τα δύο βασίλεια.
Οι ιππείς της Κοινωνίας μάζεψαν τους νεκρούς, τους έβαλαν σε υφασμάτινα φορεία ανάμεσα στα άλογά τους, και έφυγαν. Ο Ζίρτελον πρόσταξε τους μισθοφόρους του και τους οδηγούς των κάρων να συνεχίσουν το δρόμο τους. Αρκετά είχαν καθυστερήσει εδώ, είπε.
Η Ανταρλίδα ρώτησε την Αλτάφκα: «Ποιοι ήταν αυτοί οι επιδρομείς; Ξέρεις;»
«Δεν είμαι απ’αυτά τα μέρη, δε σου είπα;»
«Βόρειοι ήταν,» είπε ένας άλλος δούλος που βρισκόταν στο ίδιο κλουβί με την Αλτάφκα. «Απ’τη Γη των Λύκων.»
«Κατεβαίνουν συχνά;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Τελευταία, κατεβαίνουν συχνότερα απ’ό,τι κατέβαιναν. Εξαιτίας του πολέμου στα δυτικά, με το Ώσρανοκ. Οι Ιεράρχες δεν μπορούν να φυλάξουν και τόσο καλά τα βόρεια σύνορα όσο πριν.»
Ένας άλλος δούλος πρόσθεσε, κοιτάζοντας την Ανταρλίδα: «Αλλά μη νομίζεις ότι θα μας ελευθερώνανε. Θα σκοτώνανε τους φρουρούς μας και θα μας παίρνανε μαζί τους, για να δουλέψουμε για δαύτους.»
Το καραβάνι συνέχισε την πορεία του για δύο ημέρες ακόμα· και, σε αντίθεση με πριν, δεν ταξίδευε πάνω σε χωματόδρομο αλλά σε λιθόστρωτο δρόμο. Η δημοσιά ξεκινούσε από τη Ναρτάηκ και έφτανε μέχρι τη Βέλρικ, που κι αυτή ήταν οικοδομημένη στους πρόποδες των βουνών και τα τείχη της φάνταζαν ψηλά κι απόρθητα.
Γύρω της σκηνές ήταν στημένες. Εκατοντάδες σκηνές. Κι ακόμα περισσότερες φωτιές ήταν αναμμένες μέσα στο βράδυ. Σημαίες κυμάτιζαν στον ψυχρό άνεμο των βουνών.
Μισθοφόροι. Συγκεντρωμένοι εδώ για τον πόλεμο. Η Ανταρλίδα, έτσι όπως τους έβλεπε μες στο σκοτάδι, υπολόγιζε ότι πρέπει να αριθμούσαν γύρω στις πέντε χιλιάδες.
Το καραβάνι διέσχισε τον δρόμο που άφηναν ανοιχτό οι σκηνές ανάμεσά τους και έφτασε στη βόρεια πύλη της Βέλρικ. Ο Ζίρτελον μίλησε με τους φρουρούς, κι αυτοί τούς έδωσαν αμέσως πρόσβαση. Το καραβάνι μπήκε στην πόλη και προχώρησε ώς την αγορά. Τα οικοδομήματα εδώ, παρατήρησε η Ανταρλίδα, ήταν πιο επιβλητικά και πιο ψηλά απ’ό,τι στις άλλες πόλεις της Κοινωνίας που είχε δει. Οι δρόμοι, επίσης, ήταν πιο στενοί· σε πολλά σημεία τα κάρα έτριβαν τους τροχούς τους πάνω στους τοίχους.
Στην αγορά, το καραβάνι σταμάτησε και οι φρουροί άνοιξαν το κλουβί της Ανταρλίδας και την τράβηξαν έξω από τις αλυσίδες της.
Ο Ζίρτελον ήρθε να σταθεί εμπρός της. «Ξέρεις πού βρισκόμαστε;» τη ρώτησε.
«Στη Βέλρικ.»
«Ο Μέγας Ιεράρχης εδώ κατοικεί.»
«Και θέλει να με δει;»
«Σε βλέπει ήδη, μέσα από τα δικά μου μάτια,» είπε ο Ζίρτελον, και ξεκίνησε να βαδίζει.
Οι μισθοφόροι του τράβηξαν την Ανταρλίδα από τις αλυσίδες της, αναγκάζοντάς την να τον ακολουθήσει. Δύο απ’αυτούς τη σημάδευαν με οπλισμένες βαλλίστρες.
Προχώρησαν μέσα στους στενούς δρόμους της Βέλρικ οι οποίοι, παρότι υπήρχαν αρκετές λάμπες, ήταν γεμάτοι σκιές και πυκνά σκοτάδια στις γωνίες.
«Σ’ετούτη την πόλη πρωτοεμφανίστηκε ο Μέγας Ιεράρχης,» είπε ο Ζίρτελον. «Γι’αυτό κιόλας είναι ιερή, και την αποκαλούμε ‘Μεγάλη Πόλη’. Θα πρέπει να προσέχεις τι κάνεις και τι λες εδώ. Κάθε σου ενέργεια και κάθε σου λέξη θα πρέπει να ευχαριστεί τον Μεγάλο Ιεράρχη.»
Η Ανταρλίδα έμεινε σιωπηλή, αν και είχε την επιθυμία να του πει ότι είχε γραμμένο τον Μεγάλο Ιεράρχη τους κάτω απ’το βρακί της.
Την οδήγησαν σ’ένα μεγάλο οικοδόμημα που της θύμιζε δύο οικοδομήματα, ένα παλιότερο κι ένα νεότερο, το δεύτερο χτισμένο πάνω από το πρώτο. Τι μέρος είν’αυτό;
Σαν ν’άκουσε τη σκέψη της, ο Ζίρτελον είπε: «Εδώ ήταν ο Ναός του Λιρμάντου πριν από τον ερχομό του Μεγάλου Ιεράρχη. Τώρα, είναι ο Οίκος της Γνώσης.»
Καθώς ανέβαιναν τα σκαλοπάτια προς την είσοδο, η Ανταρλίδα παρατήρησε ότι το καινούργιο οικοδόμημα που είχε χτιστεί πάνω από το παλιό έμοιαζε περισσότερο με οχυρό παρά με οτιδήποτε άλλο. «Οίκος της Γνώσης;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ζίρτελον, χωρίς να δώσει καμια περαιτέρω εξήγηση.
Πέρασαν την είσοδο του οικοδομήματος και οι φρουροί υποκλίθηκα μπροστά στον Ιεράρχη. «Μεγαλειότατε.»
Ο Ζίρτελον τούς χαιρέτησε και συνέχισε να βαδίζει, όπως επίσης και οι μισθοφόροι κι η Ανταρλίδα.
«Πού με πηγαίνετε;» τους ρώτησε εκείνη.
«Σ’ένα μέρος για να ξεκουραστείς,» αποκρίθηκε ο Ιεράρχης χωρίς να στραφεί να την κοιτάξει.
«Αν θέλετε να ξεκουραστώ, βγάλτε μου αυτές τις αλυσίδες.»
«Μην ανησυχείς, οι αλυσίδες σου θα φύγουν. Μη σου περνάνε, όμως, ιδέες ότι μπορείς να δραπετεύσεις από τον Οίκο της Γνώσης. Το μόνο που θα έχεις στο νου σου θα είναι πώς να ευχαριστήσεις τον Μεγάλο Ιεράρχη.»
Η Ανταρλίδα περίμενε να την κατεβάσουν στα μπουντρούμια αλλά, αντιθέτως, οι δεσμοφύλακές της την ανέβασαν, μέσω μιας πέτρινης σκάλας στρωμένης με πορφυρό χαλί, στον πρώτο όροφο του Οίκου της Γνώσης και, μετά, στον δεύτερο, και στον τρίτο. Όπου η άνοδος σταμάτησε. Ένας φρουρός ξεκλείδωσε μια ξύλινη πόρτα και η Ανταρλίδα οδηγήθηκε σ’ένα δωμάτιο που, σίγουρα, δεν ήταν και το καλύτερο που είχε δει αλλά δεν ήταν και σαν το κελί όπου την είχαν ρίξει στη Σάρανματ.
Οι μισθοφόροι του Ζίρτελον έβγαλαν τις αλυσίδες από τα χέρια και τα πόδια της, ενώ τη σημάδευαν με οπλισμένες βαλλίστρες. Μέσα στο δωμάτιο, παρατήρησε η Ανταρλίδα, υπήρχε ένα κρεβάτι, ένα μικρό τραπέζι και δύο καρέκλες, ένα κομοδίνο, ένας καθρέφτης, μια μικρή ντουλάπα, και ένα σβηστό τζάκι. Κοντά στο κρεβάτι ήταν ένα στενό παράθυρο – το μοναδικό παράθυρο εδώ πέρα – με σιδερένια κάγκελα. Παραδίπλα υπήρχε μια μικρή, ξύλινη πόρτα η οποία μάλλον έβγαζε στην τουαλέτα. Από το ταβάνι κρεμόταν ένα πολύφωτο με δύο χοντρά κεριά.
«Η φιλοξενία μας, όπως βλέπεις, δεν είναι και τόσο άσχημη,» είπε ο Ζίρτελον στην Ανταρλίδα.
«Δεν είναι και η καλύτερη,» αποκρίθηκε ξερά εκείνη.
«Μην παραπονιέσαι. Όλ’αυτά μπορούν ν’αλλάξουν, ανάλογα με το πόσο πρόθυμη θα φανείς να υπηρετήσεις τον Μεγάλο Ιεράρχη.»
Ο Ζίρτελον και οι μισθοφόροι του έφυγαν από το δωμάτιό της, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους. Και η Ανταρλίδα άκουσε ένα κλειδί να περιστρέφεται μέσα στην κλειδαριά.
Δεν σκόπευε να υπηρετήσει τον Μεγάλο Ιεράρχη τους καθόλου. Με την πρώτη ευκαιρία θα έφευγε από εδώ. Αλλά, για την ώρα, το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να εγκλιματιστεί, και να δει τι μπορούσε να εκμεταλλευτεί προς όφελός της.
Πλησίασε τη μικρή πόρτα και την άνοιξε. Από πίσω της είδε, όπως το περίμενε, το αποχωρητήριο καθώς και μια βρύση κι έναν κουβά. Μπορούσε να πλυθεί εδώ, και το χρειαζόταν ύστερα από τόση ταλαιπωρία. Είχε αρχίσει να συνηθίζει τη βρόμα του εαυτού της, κι αυτό πάντοτε ήταν κακό σημάδι.
Πήγε στη ντουλάπα και την άνοιξε. Στο εσωτερικό υπήρχαν ρούχα τα οποία φαινόταν να της κάνουν. Οι Ιεράρχες πρέπει να είχαν ετοιμάσει ετούτο το δωμάτιο ειδικά γι’αυτήν.
Η Ανταρλίδα άναψε το τζάκι για να ζεστάνει τον χώρο. Ύστερα, γδύθηκε και μπήκε στην τουαλέτα για να πλυθεί.
*
«Πες μου για τον κόσμο σου,» της ζήτησε ο Ζίρτελον, το επόμενο πρωί, καθισμένος στη μία από τις δύο καρέκλες του δωματίου της και παρατηρώντας την διαπεραστικά με τα μαύρα μάτια του – τα μάτια που, αν τα κοίταζες προσεκτικά, έβλεπες ότι αντανακλούσαν άλλα μάτια, κι άλλα μάτια, κι άλλα μάτια. Η ουλή στο αριστερό του μάγουλο βρισκόταν μισοκρυμμένη στη σκιά.
Η Ανταρλίδα, που ήταν καθισμένη οκλαδόν επάνω στο κρεβάτι της, ρώτησε: «Γιατί δεν έρχεται ο Μέγας να μου μιλήσει;»
«Γιατί να έρθει αφού είμαι εγώ εδώ; Δεν είναι το ίδιο;»
«Για εσάς ίσως να είναι· για εμένα δεν είναι.»
«Θέλεις να τον δεις,» παρατήρησε ο Ζίρτελον ανέκφραστα. «Θέλεις να δεις την όψη του. Να διαπιστώσεις αν έχει καμια διαφορά από τους υπόλοιπους ανθρώπους…»
«Ας πούμε πως ναι, θέλω να τον δω.»
«Δεν μπορείς, όμως. Απαγορεύεται. Ο Μέγας δεν φανερώνει το πρόσωπό του τόσο εύκολα. Είναι ιερό.»
«Εσύ το έχεις δει;»
«Τι ερώτηση είναι αυτή; Εγώ είμαι εκείνος, και εκείνος είναι εγώ.» Σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του. «Μίλησέ μου τώρα για τον κόσμο σου, Ανταρλίδα.»
«Τι θέλεις να μάθεις;»
«Τα πάντα.»
«Τα πάντα δεν τα ξέρω ούτε εγώ.»
«Όσα ξέρεις, τότε.»
Η Ανταρλίδα τού μίλησε για όσα ήξερε. Του είπε για τη διάστασή της, τη Σεργήλη, και για την Παντοκράτειρα, και για τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο και την Επανάσταση, και για τις Μαύρες Δράκαινες, μία από τις οποίες ήταν κι η ίδια.
«Υπάρχουν κι άλλοι προφήτες σαν τον Τάμπριελ από εκεί όπου έρχεσαι;»
«Απ’όσο ξέρω, είναι μοναδικός.»
«Γιατί είναι όπως είναι;»
«Δεν είμαι σίγουρη. Άρχισε να βλέπει εικόνες μέσα στο μυαλό του ύστερα από ένα ταξίδι στο Πορφυρό Κενό.» Είχε ήδη πει στον Ιεράρχη για το Πορφυρό Κενό όταν του μιλούσε για τη Σεργήλη, αφού αυτές οι δύο διαστάσεις συνόρευαν άμεσα.
«Σκοπεύει να διαλύσει το… Ρήγμα, έτσι δεν είναι; Αυτό το πράγμα που συνεχώς βλέπεις στον ουρανό, όπου κι αν βρίσκεσαι.»
«Ναι, αν μπορεί.»
«Ποιο είναι το σχέδιό του;»
Δεν μπορώ να του πω ότι πήγε στη Γη της Φέδλωχ. «Δεν μου έχει εξηγήσει· και είμαι βέβαιη πως, ακόμα κι αν μου εξηγούσε, δεν θα καταλάβαινα.»
«Λες ψέματα,» αποκρίθηκε ο Ιεράρχης. «Το ξέρω πως λες ψέματα. Ξεχνάς ότι βρίσκομαι και ανάμεσα στους ευγενείς του Τάρσαζ; Είναι γνωστό πως ο Τάμπριελ έχει μιλήσει για κάποια ‘Φράγματα’…»
«Και λοιπόν;»
«Σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τα Φράγματα για να διαλύσει το Ρήγμα. Με τι τρόπο;»
«Δεν γνωρίζω. Ούτε κι εκείνος γνωρίζει ακριβώς. Το ερευνά ακόμα.»
«Και η έρευνά του τον έχει οδηγήσει στη Γη της Φέδλωχ…»
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. Το ξέρει! Υπάρχει και τίποτα που να μην ξέρει;
«Γιατί πήγε εκεί;» ρώτησε ο Ιεράρχης.
«Πώς ξέρεις ότι πήγε;»
«Έχω κατασκόπους μου στη Φέδλωχ, και ο Τάμπριελ δεν κράτησε την παρουσία του και πολύ κρυφή. Λέει πως αναζητά ένα δέντρο απ’όπου κρέμονται ανθρώπινα κρανία, και στις ρίζες του οποίου βρίσκονται ανθρώπινα κουφάρια.»
Δεν είναι προσεχτικός! Ποτέ δεν είναι προσεχτικός! Του το είπα να μη φύγει μόνος του!
Ο Ιεράρχης τεντώθηκε προς το μέρος της. «Γιατί αναζητά αυτό το δέντρο, Ανταρλίδα; Είναι ένα από τα Φράγματα;»
«Δεν ξέρω.»
«Θα τον πιάσω· δεν θα μου ξεφύγει αυτή τη φορά. Έχω έτοιμη την παγίδα μου. Τον περιμένω στη Σότραθ, όσο εκείνος κι οι σύντροφοί του ψάχνουν μέσα στις ζούγκλες στα νότια.»
Η Ανταρλίδα δεν θυμόταν πού ακριβώς ήταν η Σότραθ. Δεν μίλησε.
Ο Ιεράρχης ακούμπησε πάλι την πλάτη του στην καρέκλα. «Τα πυροβόλα όπλα σου είναι πολύ αποτελεσματικά, πάντως. Αν και ήθελαν κάποιες βελτιώσεις, τις οποίες οι αλχημιστές μας έκαναν. Στο Βασίλειο Τάρσαζ, ωστόσο, άκουσα πως έχουν στη διάθεσή τους κι ένα άλλο όπλο: ένα… Μεγάλο Όπλο.»
Η Ανταρλίδα έμεινε πάλι σιωπηλή.
«Θα μας δείξεις κι εμάς πώς να το φτιάξουμε αυτό το Μεγάλο Όπλο, Ανταρλίδα,» είπε ο Ιεράρχης.
Εκείνη εξακολούθησε να είναι σιωπηλή.
«Θα ανακαλύψεις σύντομα ότι είναι προτιμότερο να συνεργαστείς μαζί μας παρά να μας εναντιωθείς. Εξάλλου, δε θ’αργήσουμε να έχουμε υπό τον έλεγχό μας ολόκληρο ετούτο τον κόσμο. Τα πυροβόλα όπλα σου ήταν ό,τι μας χρειαζόταν, τολμώ να ομολογήσω.»
«Δεν είστε οι μόνοι με τέτοια όπλα.»
«Ναι, αλλά δεν νομίζω αυτό να αποτελέσει πρόβλημα.» Σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Εκτός από τις γνώσεις σου σχετικά με τα πυροβόλα, γνωρίζουμε πως έχεις και εξαιρετικές πολεμικές ικανότητες. Και θα θέλαμε να σε δούμε εν δράσει…»
Η Ανταρλίδα τον αγριοκοίταξε. Με προκαλείς, Ιεράρχη; Νομίζεις ότι τώρα θα σου επιτεθώ;
«Να είσαι έτοιμη. Το απόγευμα θα έρθουμε να σε πάρουμε από εδώ.» Ο Ζίρτελον βάδισε προς την έξοδο του δωματίου της.
«Πού θα με πάτε;»
«Στην Αρένα.» Ο Ιεράρχης άνοιξε και βγήκε.
Η πόρτα ακούστηκε να κλειδώνει ξανά.
*
Η Ανταρλίδα έκανε πέρα-δώθε μέσα στο δωμάτιό της, ντυμένη με μια αλλαξιά από τα ρούχα που είχε βρει στη ντουλάπα. Δεν είχε φάει πολύ από το μεσημεριανό που της είχαν φέρει· το περισσότερο βρισκόταν ακόμα πάνω στο τραπέζι.
Το ξέρουν ότι ο Τάμπριελ είναι στη Γη της Φέδλωχ, σκεφτόταν. Πρέπει να δραπετεύσω από εδώ και να πάω να τον ειδοποιήσω– Δεν είχε ιδέα, όμως, πού ακριβώς στη Φέδλωχ βρισκόταν. Ακόμα κι αν δραπέτευε, πάλι δε θα προλάβαινε να τον ειδοποιήσει. Και δεν είναι συνετό να κινηθώ βιαστικά. Αν κινιόταν βιαστικά και δεν κατόρθωνε να ξεφύγει, τότε ή θα τη σκότωναν ή θα την έβαζαν κάπου όπου θα τη φρουρούσαν πολύ περισσότερο. Πρέπει να τους ξεγελάσω. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι αυτό χρειαζόταν χρόνο…
Η Ανταρλίδα άρχισε να γυμνάζεται για να είναι σε φόρμα όταν θα την πήγαιναν στην Αρένα. Ήταν βέβαιη πως ο Ιεράρχης δεν θα ξεχνούσε την υπόσχεσή του.
Και πράγματι, καθώς τα χρώματα του ουρανού σκούραιναν, στρατιώτες της Κοινωνίας ξεκλείδωσαν την πόρτα της και της είπαν να έρθει μαζί τους. Δύο βαλλίστρες τη σημάδευαν. Πάντοτε φιλικοί.
Η Ανταρλίδα σηκώθηκε από το χαλί στο πάτωμα, όπου γυμναζόταν, και τους αποκρίθηκε ότι θα ερχόταν. Χωρίς να βιάζεται, έδεσε τα ξανθά της μαλλιά κοτσίδα και φόρεσε τις μπότες της. Οι στρατιώτες την έβγαλαν από το δωμάτιο και την οδήγησαν μέσα στους πέτρινους διαδρόμους του Οίκου της Γνώσης.
Η Ανταρλίδα αναρωτήθηκε γιατί ονομαζόταν έτσι – Οίκος της Γνώσης. Πού ήταν η γνώση σ’όλα τούτα, αδυνατούσε να καταλάβει.
Περίεργα μάτια την παρατηρούσαν από πόρτες και από σκιερές γωνίες καθώς διέσχιζε το εσωτερικό του μεγάλου οικοδομήματος με τη συνοδεία των στρατιωτών. Το μέρος τής θύμιζε, συγχρόνως, ναό και φρούριο. Ένα παράξενο αμάλγαμα.
Ένας απ’τους συνοδούς της άνοιξε, τελικά, μια πόρτα και της έκανε νόημα να περάσει. Η Ανταρλίδα μπήκε σ’έναν σκοτεινό διάδρομο ο οποίος δεν ήταν μακρύς και στο πέρας του φαινόταν ένα κυκλικό δωμάτιο. Στην οροφή του δωματίου υπήρχαν τζάμια απ’όπου γλιστρούσε το τελευταίο φως της ημέρας. Από το κέντρο της οροφής – το οποίο ήταν πέτρινο – κρεμόταν ένα πολύφωτο με αναμμένα κεριά. Ένα τραπέζι βρισκόταν σε μια άκρη του δωματίου, και πόρτες τριγύρω. Στο τραπέζι κάθονταν μια γυναίκα και ένας άντρας. Στην περιφέρεια του χώρου στέκονταν στρατιώτες, κρατώντας βαλλίστρες και δόρατα.
Με περίμεναν, προφανώς.
«Πλησίασε!» την πρόσταξε ένας πολεμιστής.
Η Ανταρλίδα βγήκε απ’τον μικρό διάδρομο ενώ άκουγε την πόρτα να κλείνει πίσω της.
Ο άντρας στο τραπέζι – χοντρός, ξανθός, και λευκόδερμος – της είπε: «Θα πας εκεί» – έδειξε μια ανοιχτή πόρτα – «θα οπλιστείς, και θα περιμένεις μέχρι ν’ανοίξει η πύλη. Με καταλαβαίνεις;»
Η Ανταρλίδα κατένευσε.
«Ξέρεις γιατί είσαι εδώ, έτσι; Θα πολεμήσεις στην Αρένα. Φρόντισε να μη δείξεις έλεος στους εχθρούς σου, γιατί σίγουρα εκείνοι δε θα δείξουν σε σένα, είτε είναι άνθρωποι είτε ζώα.»
Οι αγώνες τους ήταν, λοιπόν, μέχρι θανάτου, σε αντίθεση με τους αγώνες στην Αρένα της Φέντινκεχ. Εκεί, σπάνια γίνονταν αγώνες μέχρι θανάτου, και πολλά αγωνίσματα μάλιστα δεν περιλάμβαναν καθόλου όπλα.
Η Ανταρλίδα βάδισε προς την ανοιχτή πόρτα, και μόλις πέρασε το κατώφλι, ένας στρατιώτης την έκλεισε πίσω της και κλείδωσε. Το δωμάτιο στο οποίο είχε βρεθεί ήταν μικρό και πέτρινο. Μπροστά της ήταν μια ξύλινη οπλοδόκη, όπου κρέμονταν ένα δόρυ, ένας μακρυμάνικος διπλός πέλεκυς, δύο πλατυλέπιδα ξιφίδια, και ένας κεφαλοθραύστης με μακριά καρφιά. Στα δεξιά ήταν μια καγκελωτή θύρα, κλειστή, κι από κει μέσα φαινόταν η Αρένα. Κανένας δεν πολεμούσε τώρα, αλλά άνθρωποι ήταν συγκεντρωμένοι στις κερκίδες. Ένα κομμένο χέρι, από τον αγκώνα και κάτω, βρισκόταν πεταμένο σχετικά κοντά στην πύλη της Ανταρλίδας. Δεν πρέπει να ήταν πολύς καιρός που είχε ακρωτηριαστεί· υπήρχαν ακόμα αίματα επάνω του.
Η Μαύρη Δράκαινα στράφηκε πάλι στην οπλοδόκη, και πήρε τα δύο πλατυλέπιδα ξιφίδια. Κάθισε στο ψυχρό πέτρινο πάτωμα και περίμενε.
Στρατιώτες μπήκαν στην Αρένα και άναψαν τους ψηλούς δαυλούς στην περιφέρειά της, για να τη φωτίσουν καθώς η νύχτα ερχόταν.
Ένα γρύλισμα αντήχησε από κάπου, το οποίο δεν μπορεί παρά να είχε προέλθει από τον λαιμό θηρίου. Αυτός θα είναι ο αντίπαλός μου; αναρωτήθηκε η Ανταρλίδα, μη μπορώντας να διακρίνει τίποτα μέσα στις άλλες καγκελωτές πύλες: μονάχα σκοτάδι.
Η ώρα περνούσε.
Οι σκιές πλήθαιναν.
Η Ανταρλίδα αισθανόταν μια ανησυχία εντός της, πράγμα που ήξερε ότι δεν ήταν παρά φυσικό. Οι περισσότεροι άνθρωποι, άλλωστε, θα είχαν χεστεί επάνω τους αν βρίσκονταν στη θέση της· τρέμοντας, δεν θα μπορούσαν καν να σταθούν όρθιοι. Μια Μαύρη Δράκαινα, όμως, ήταν εκπαιδευμένη ακόμα και για τις πιο απίθανες καταστάσεις, όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά. Η Ανταρλίδα παραμέρισε την ανησυχία της, συνεχίζοντας να κάθεται σαν να περίμενε να ξεκινήσει η ταινία σε κάποιον κινηματογράφο της Σεργήλης.
Το πλήθος στις κερκίδες φώναζε: Τώρα! – Τώρα! – Τώρα! – Τώρα!
Βγάλτε τους μονομάχους! Τους μονομάχους! – Τους μονομάχους! – Τους μονομάχους!
Τώρα! – Τώρα! – Τώρα! – Τώρα!
Ένα βούκινο σάλπισε, κι οι πάντες ησύχασαν. Τύμπανα χτύπησαν μερικές φορές. Και μετά, κάποιος μίλησε δυνατά, από ψηλά, από εκεί όπου η Ανταρλίδα δεν μπορούσε να τον δει:
«Απόψε, ο Μέγας έχει ετοιμάσει μια έκπληξη για εσάς. Όπως θα έχετε ήδη μάθει οι περισσότεροι, η Άσπρη Γυναίκα βρίσκεται στα χέρια μας, και τώρα θα τη δείτε να αγωνίζεται για τη διασκέδασή σας!»
Η σιγή που απλώθηκε ήταν ανατριχιαστική. Όλοι έμοιαζαν να κρατούν την ανάσα τους.
Ο άντρας που μιλούσε συνέχισε: «Αντίπαλός της θα είναι ο Λυκομαχητής!»
Η σιγή έγινε ακόμα πιο ανατριχιαστική, παρότι αυτό φαινόταν αδύνατο. Ο Λυκομαχητής πρέπει να ήταν γνωστός ανάμεσα στους θεατές. Πολύ γνωστός.
Μετά τη σιγή, οι κραυγές ξέσπασαν σαν κεραυνός. Οι ίδιες οι πέτρες έτριξαν.
Η Ανταρλίδα σηκώθηκε όρθια, κρατώντας ένα ξιφίδιο σε κάθε χέρι. Αντίκρυ της, στην άλλη μεριά της Αρένας, είδε μια από τις καγκελωτές θύρες να σηκώνεται, κι από μέσα βγήκε ένας άντρας. Κρατούσε ασπίδα και τσεκούρι, και στο κεφάλι φορούσε ένα κράνος που έμοιαζε με μουσούδα λύκου. Η Ανταρλίδα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει άλλες λεπτομέρειες απ’αυτή την απόσταση.
Αλυσίδες ακούστηκαν να τρίζουν, και η πύλη εμπρός της σηκώθηκε καθώς την άνοιγαν μέσω τροχαλιών που εκείνη δεν έβλεπε.
Βγήκε από το στενό πέτρινο δωμάτιο, μπαίνοντας στην Αρένα.
Οι θεατές κραύγαζαν από πάνω της. Ορισμένοι ανέμιζαν αναμμένους δαυλούς. Και, αναμφίβολα, πολλοί θα έβαζαν στοιχήματα.
Αναρωτιέμαι ποιος θα στοιχηματίσει σε μένα. Είμαι σχεδόν άοπλη. Καθώς ζύγωνε τον αντίπαλό της, παρατήρησε ότι, εκτός από κράνος, φορούσε και πανοπλία, πέτσινη με κομμάτια από σίδερο· ενώ εκείνη ήταν ντυμένη μόνο με μια υφασμάτινη τουνίκα κι ένα δερμάτινο παντελόνι. Ο Λυκομαχητής ήταν επίσης πολύ ψηλός, αν και όχι ιδιαίτερα φαρδύς στους ώμους. Φαινόταν επικίνδυνος, σαν άγριος λύκος.
Λυκομαχητής… Η Γη των Λύκων… Από εκεί είσαι; Είσαι αιχμάλωτος; Δούλος;
Τα βήματα της Ανταρλίδας γίνονταν ολοένα και πιο προσεχτικά πάνω στο χώμα της Αρένας καθώς πλησίαζε τον αντίπαλό της και αυτός πλησίαζε εκείνη.
«…Γυναίκα-δαίμονας…» τον άκουσε να γρυλίσει πίσω απ’το λυκόσχημο κράνος του. Σίγουρα δεν είχε ξαναδεί κανέναν άνθρωπο με δέρμα τόσο λευκό.
Η Ανταρλίδα κι ο Λυκομαχητής έκαναν τώρα αργούς κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλο.
Εκείνος επιτέθηκε πρώτος, ανεμίζοντας το τσεκούρι του. Η Ανταρλίδα τινάχτηκε στο πλάι, έσκυψε, προσπάθησε να πάει δίπλα του και να τον καρφώσει με τα ξιφίδιά της· η ασπίδα του την κοπάνησε κατακέφαλα, στέλνοντάς τη να κατρακυλήσει στο χώμα. Αισθάνθηκε κάτι να τσακίζεται κάτω απ’την πλάτη της: παλιά κόκαλα.
Ο Λυκομαχητής ήταν καλός. Γρήγορος. Και τώρα ορμούσε πάλι, κατεβάζοντας το τσεκούρι του καταπάνω της. Η Ανταρλίδα κύλησε, αφήνοντας τη λεπίδα να χτυπήσει το έδαφος· τινάχτηκε όρθια με μια ευέλικτη κίνηση που έκανε το πλήθος να ουρλιάξει. Κι ύστερα, πήδησε ψηλά και προς τον Λυκομαχητή. Το πελέκι του πήγε να τη λιανίσει, αλλά εκείνη είχε ήδη σταυρώσει τα ξιφίδιά της εμπρός της· οι λεπίδες συναντήθηκαν, ο άντρας έχασε την ισορροπία του καθώς η Ανταρλίδα έριξε το βάρος της επάνω του· ήταν, όμως, αρκετά έξυπνος και ταχύς ώστε να φέρει την ασπίδα του εμπρός του· τα μποτοφορεμένα πόδια της Ανταρλίδας την κλότσησαν. Ο Λυκομαχητής έπεσε, με τη Μαύρη Δράκαινα γονατισμένη πάνω στην ασπίδα του, να συνθλίβει το στήθος του. Αλλά το τσεκούρι του δεν το είχε αφήσει, και ήρθε καταπάνω της, ημικυκλικά, παρότι ήταν ξαπλωμένος στο χώμα. Η Ανταρλίδα έφυγε από πάνω του, λυγίζοντας και πέφτοντας στο πλάι, ενώ αισθανόταν τη λεπίδα να δαγκώνει τον αριστερό ώμο της.
Κύλησε, σηκώθηκε στο ένα γόνατο· και είδε και τον Λυκομαχητή να σηκώνεται. Ένα λυκίσιο αλύχτημα βγήκε από το κράνος του· το πλήθος ζητωκραύγασε.
Η Ανταρλίδα περίμενε, στο ένα γόνατο. Ο Λυκομαχητής τής επιτέθηκε πάλι. Πάντοτε φαινόταν να ήθελε να επιτίθεται πρώτος. Αντάλλαξαν μερικά χτυπήματα για λίγο: τα ξιφίδιά της συναντούσαν την ασπίδα του ή το τσεκούρι του, ή γλιστρούσαν πάνω στην πανοπλία του· το πελέκι του έβρισκε συνήθως τον αέρα καθώς η Μαύρη Δράκαινα ελισσόταν: μια φορά μόνο τη χτύπησε ξώφαρσα στον δεξή μηρό. Αίματα είχαν μουσκέψει τα κουρελιασμένα της ρούχα.
Ο Λυκομαχητής πάτησε σε κάτι γλιστερό στο χώμα – κόκαλο; παλιό όπλο; πέτρα; η Ανταρλίδα δεν είχε χρόνο να κοιτάξει – κι έχασε για λίγο την ισορροπία του καθώς διέγραφε στον αέρα ένα ημικύκλιο με το πελέκι του. Η Μαύρη Δράκαινα τον κλότσησε στο πόδι, κάτω απ’την ασπίδα του, κι εκείνος έπεσε στα γόνατα. Το ένα ξιφίδιό της πήγε για τον λαιμό του, καρφώθηκε στον ώμο του. Ο άντρας γρύλισε και κοπάνησε την Ανταρλίδα, με τη λαβή του τσεκουριού του, στα πλευρά. Το ξιφίδιο που εκείνη είχε καρφώσει στον ώμο του έφυγε απ’το χέρι της, καθώς συγχρόνως έπεφτε στο χώμα νιώθοντας όλο τον αέρα να έχει εγκαταλείψει τα πνευμόνια της.
Με την άκρια του ματιού της, είδε τον Λυκομαχητή ν’αφήνει το τσεκούρι του για να τραβήξει το όπλο της από τον ώμο του. Τώρα… έπρεπε να κινηθεί τώρα! Αγνοώντας τον πόνο κατάφερε να τιναχτεί, τη στιγμή που ο Λυκομαχητής έβγαζε το ξιφίδιο από μέσα του και το πετούσε παραδίπλα. Την είδε να έρχεται καταπάνω του, και η Ανταρλίδα είδε τα μάτια του να διαστέλλονται μέσα από τα ανοίγματα του κράνους του – δύο καταγάλανα μάτια. Έπεσε πάνω στην ασπίδα του, σωριάζοντάς τον. Το ξιφίδιό της υψώθηκε– Το ελεύθερο χέρι του άρπαξε τον λαιμό της, συνθλίβοντάς τον και στρέφοντάς την απότομα στο πλάι. Η Ανταρλίδα σκόπευε να καρφώσει τον δικό του λαιμό με το όπλο της, αλλά τώρα άλλαξε πορεία στη λεπίδα της· την κάρφωσε στον πήχη του. Ο Λυκομαχητής την άφησε, ουρλιάζοντας, και η Ανταρλίδα κύλησε στο χώμα της Αρένας βήχοντας και φτύνοντας. Το ξιφίδιό της το είχε πάρει μαζί της ετούτη τη φορά, και το κρατούσε γερά μέσα στη χούφτα της.
Ο Λυκομαχητής έλυνε τώρα την ασπίδα απ’το αριστερό χέρι του, κι έπιανε από κάτω το τσεκούρι του, κρατώντας το και με τα δύο χέρια. Ο δεξής πήχης του αιμορραγούσε· ήταν κόκκινος απ’τον καρπό ώς τον αγκώνα. Η αναπνοή του άντρα ακουγόταν βαριά κάτω απ’το κράνος του.
Η Ανταρλίδα ήξερε ότι τώρα ήταν που δεν έπρεπε να χάσει την ψυχραιμία της: τώρα που υπήρχε η πιθανότητα ο εχθρός της να χάσει τη δική του ψυχραιμία και να γίνει απρόσεχτος. Σηκώθηκε στα γόνατα, ξεροκαταπίνοντας, προσπαθώντας να αναπνεύσει κανονικά.
Ο Λυκομαχητής τής όρμησε, βαστώντας το τσεκούρι του υψωμένο πάνω απ’τον ώμο του.
Οι σόλες των ποδιών της Ανταρλίδας πάτησαν στο χώμα παρότι τα γόνατά της εξακολουθούσαν να είναι λυγισμένα. Δεν ήθελε να του δώσει την εντύπωση ότι ήταν απόλυτα έτοιμη γι’αυτόν.
Μ’ένα ουρλιαχτό, ο Λυκομαχητής κατέβασε το τσεκούρι του προς το μέρος της. Η βαριά λεπίδα πέρασε ξυστά από το πλάι του κεφαλιού της, τα λυγισμένα γόνατά της τεντώθηκαν απότομα, το χέρι της που κρατούσε το ξιφίδιο ήρθε μπροστά και πάνω.
Το όπλο καρφώθηκε κάτω απ’το κράνος του, κάτω απ’το σαγόνι του.
Η Ανταρλίδα το τράβηξε πίσω και κοπάνησε τον Λυκομαχητή με τον ώμο της στο στήθος, ρίχνοντάς τον στο χώμα. Εκείνος σπαρτάρησε για λίγο, και μετά πέθανε.
Κραυγές ήρθαν από τις κερκίδες. Πολλοί ακούγονταν εξοργισμένοι – είχαν, μάλλον, χάσει τα λεφτά που είχαν στοιχηματίσει – αλλά άλλοι γελούσαν και ήταν ικανοποιημένοι – αυτοί μάλλον είχαν κερδίσει χρήματα: και δε θα ήταν λίγα, αφού οι περισσότεροι πρέπει να είχαν στοιχηματίσει στον Λυκομαχητή, που τον ήξεραν καλύτερα από την Άσπρη Γυναίκα.
Η Ανταρλίδα πήρε, ελεγχόμενα, βαθιές ανάσες και, πλησιάζοντας το άλλο της ξιφίδιο, το σήκωσε από κάτω. Κοίταξε το πλήθος που φώναζε και χτυπιόταν από πάνω της. Δεν αισθανόταν καμία περηφάνια για ετούτη τη νίκη. Εξάλλου, ήταν η δουλειά της να σκοτώνει. Αυτό το θέατρο του θανάτου δεν τη συγκινούσε καθόλου.
«Ε, εσύ!» άκουσε πίσω της, και στράφηκε για να δει δύο στρατιώτες να την περιμένουν δεξιά κι αριστερά της πύλης απ’όπου είχε βγει. Της έκαναν νόημα να έρθει πάλι μέσα, στο σκοτεινό δωμάτιο.
Καθώς η Ανταρλίδα πλησίαζε, είδε ότι εκεί τρεις βαλλιστροφόροι στέκονταν σημαδεύοντάς την. Πίσω τους ήταν ο χοντρός, ξανθός άντρας που πριν καθόταν στο τραπέζι του κυκλικού δωματίου.
«Είσαι καλή,» της είπε. «Σκότωσες τον Λυκομαχητή. Το πλήθος ήδη έχει αρχίσει να σε λατρεύει.»
Η Ανταρλίδα τον ατένισε δίχως να του μιλά. Το ένα της ξιφίδιο έσταζε αίμα στο πέτρινο πάτωμα του δωματίου. Το σώμα της πονούσε από τα χτυπήματα που είχε δεχτεί.
Ο χοντρός άντρας γέλασε. «Μην ανησυχείς. Εδώ πέρα, άμα είσαι όπως εσύ, θα περάσεις πολύ ωραία. Άσε τα όπλα σου τώρα εκεί που τα βρήκες.»
Η Ανταρλίδα υπάκουσε.
Τότε, όταν ο Μεγάλος Προφήτης προσπαθούσε να μου περιγράψει πώς ήταν τα αεροπλάνα, δεν μπορούσα ακριβώς να καταλάβω. Μου έλεγε ότι είναι σαν μεγάλα πουλιά φτιαγμένα από μέταλλο, μέσα στα οποία μπαίνουν άνθρωποι και πετούν από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη. Το μυαλό μου αδυνατούσε να τα φανταστεί, και οι προσπάθειες του Μεγάλου Προφήτη να τα ζωγραφίσει ήταν, οφείλω να ομολογήσω, όχι και τόσο επιτυχημένες – δεν είναι καλός ζωγράφος. Μου έκανε κάποια σχήματα με φτερά, ενώ καθόμασταν μέσα στη βιβλιοθήκη της Ακρόπολης της Φέντινκεχ. Σχήματα που θα έκανε κι ένα παιδί θέλοντας να ζωγραφίσει ένα μεγάλο πουλί.
Αργότερα, όμως, έμελλε να δω με τα ίδια μου τα μάτια ένα από τα σπουδαία αυτά κατασκευάσματα του Γνωστού Σύμπαντος, και διαπίστωσα, πέρα από κάθε σκιά αμφιβολίας, ότι πράγματι υπήρχαν.
*
* * *
*
Στην αρχή έπλευσαν δυτικά, μετά βορειοδυτικά, και τέλος βόρεια, καθώς οι φρεγάτες της Κοινωνίας ήταν στο κατόπι τους, μην αφήνοντάς τους να πάνε προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπου βρισκόταν το Βασίλειο Τάρσαζ.
«Θα καταλήξουμε στο Ώσρανοκ,» παρατήρησε ο Καλέφραζ, χωρίς να χρειαστεί να συμβουλευτεί τους χάρτες.
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Έτσι φαίνεται.» Οι δυο τους στέκονταν στο κατάστρωμα, καθώς χάραζε και ένας παγερός άνεμος φυσούσε κάνοντάς τους να σφίγγουν τις κάπες τους επάνω τους. Όλη τη νύχτα τα πλοία των Ιεραρχών τούς καταδίωκαν, και τώρα εξακολουθούσαν να τους καταδιώκουν. Στα δυτικά τους έβλεπαν μια από τις ακτές της Γης της Φέδλωχ, μετά από την οποία ξεκινούσαν πυκνές ζούγκλες· λίγο πιο βόρεια, βουνά ορθώνονταν, χωρίζοντας τη Φέδλωχ από το Βασίλειο Ώσρανοκ.
«Χάλρεοκ!» αντήχησε ξαφνικά η φωνή του παρατηρητή – ένας Ταρσάζιος πολεμιστής – από το ψηλό κατάρτι.
Ο Πρώτος Υπασπιστής του Δεξιού Χεριού του Θρόνου, που βρισκόταν στο πηδάλιο αφού ο τραυματισμένος Ταρνάτλο είχε πάει να ξεκουραστεί, ύψωσε το βλέμμα. «Τι είναι;»
«Δύο ακόμα σκάφη μάς ακολουθούν!»
Ο Τάμπριελ είπε στον Καλέφραζ: «Δε θα τα παρατήσουν εύκολα οι Ιεράρχες…»
«Το συνετότερο θα ήταν να ζητήσουμε καταφύγιο από τον Βασιληά Κάζιριμ. Αφού η Βασίλισσά μας έστειλε στρατιώτες για να βοηθήσουν το Ώσρανοκ, λογικά πρέπει κι εκείνος να βοηθήσει εμάς.»
«Ναι, λογικά…»
«Δε μοιάζεις και τόσο σίγουρος. Έχεις ‘δει’ κάτι;»
Ο Τάμπριελ κούνησε το κεφάλι του. «Σχετικά με τον Βασιληά Κάζιριμ; Όχι, δε νομίζω. Αλλά η επιρροή των Ιεραρχών με προβληματίζει, Καλέφραζ. Στη Φέδλωχ, είχαν τον Άρχοντα Καντμέλο του χεριού τους.»
«Αποκλείεται το ίδιο να ισχύει και με τον Βασιληά του Ώσρανοκ. Θα ήταν τρελό!»
«Πράγματι, θα ήταν.» Ωστόσο, τούτο δεν καθησύχαζε και πολύ τον Τάμπριελ. Είχε, άλλωστε, δει πολλά τρελά πράγματα στη ζωή του.
Και τώρα, ο Γκαλένραμωθ τού έλεγε πως πεινούσε για ανθρώπινη σάρκα και διψούσε για ανθρώπινο αίμα. Γιατί δεν σταματούσαν, να πολεμήσουν;
Ο Τάμπριελ τον πρόσταξε, με τη θέλησή του, να ησυχάσει. Δεν είχε χρόνο για την καταραμένη μουρμούρα του!
*
Μέσα στο φως του απογεύματος, μια λάμψη στον ουρανό!
Ερχόμενη από τ’ανατολικά. Γρήγορα. Τραβώντας πίσω της ένα μακρύ, στροβιλιζόμενο πέπλο.
Οι Ταργκάφλι φώναξαν στη γλώσσα τους, δείχνοντας.
«Τι σκατά είναι πάλι τούτο;» μούγκρισε ένας πολεμιστής της Βασίλισσας, στην Οικουμενική.
«Θεοί!» αναφώνησε ο Καλέφραζ, που είχε μόλις σταματήσει να ξερνά από την άκρη της πλώρης – ο καιρός είχε αγριέψει, τις τελευταίες ώρες.
Ο Τάμπριελ ατένισε τη λάμψη στον ουρανό: ατένισε το αντικείμενο που γυάλιζε κι έβγαζε καπνό – μια μακριά λωρίδα καπνού που το ακολουθούσε σαν κορδέλα.
Είναι δυνατόν; απόρησε. Αεροπλάνο; Εδώ;
Και μετά, θυμήθηκε μια από τις εικόνες που είχε «δει». Τα συντρίμμια ενός αεροσκάφους, κοντά σε μια ακτή. Σε τούτη τη διάσταση, όμως; Κοντά στα συντρίμμια, νόμιζε πως είχε δει κι έναν απ’τους Ταργκάφλι που τώρα τον συνόδευαν· μα δεν ήταν σίγουρος, και ακόμα κι έτσι, εξακολουθούσε να θεωρεί ότι η εικόνα αυτή ήταν από κάποια άλλη διάσταση – άλλωστε, πίστευε ότι, στο τέλος, θα κατόρθωνε να ενώσει πάλι τούτη την απομονωμένη διάσταση με το υπόλοιπο σύμπαν· η μοίρα του δεν ήταν να μείνει για πάντα εδώ.
Τώρα, όμως, καθώς έβλεπε το αεροσκάφος στον ουρανό, δεν ήταν πλέον βέβαιος ότι η εικόνα που είχε έρθει στο μυαλό του θα γινόταν πραγματικότητα σε κάποια άλλη διάσταση.
Πρέπει να βγήκε από τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Έχει τη σωστή κατεύθυνση, εξάλλου. Έρχεται από τα ανατολικά και πηγαίνει δυτικά.
«Δαίμονας είναι!» φώναξε ένας Ταργκάφλι, μιλώντας στην Οικουμενική. «Οι Ιεράρχες τον έστειλαν για να μας σκοτώσει!»
«Δεν είναι δαίμονας,» είπε ο Τάμπριελ, αρκετά δυνατά για να τον ακούσουν οι περισσότεροι που ήταν συγκεντρωμένοι στο κατάστρωμα. «Αεροπλάνο είναι. Και μοιάζει έτοιμο να συντριβεί.»
«Τι πράγμα;» έκανε ένας πολεμιστής της Βασίλισσας. «Αεροτλάνο;»
«Αεροπλάνο. Ένα μηχάνημα με το οποίο μπορείς να πετάς. Και τούτο φαίνεται μεγάλο. Επιβατηγό, ίσως.»
«Δεν υπάρχουν μηχανήματα που πετάνε!» είπε ο πολεμιστής.
«Σιωπή!» μούγκρισε ο Χάλρεοκ.
Το αεροπλάνο πέρασε αρκετά χιλιόμετρα βόρεια από το πλοίο τους, με βορειοδυτική κατεύθυνση· κι έπειτα χάθηκε απ’τα μάτια τους. Ο καπνός του βούλιαξε στον ορίζοντα.
«Πρέπει να το βρούμε,» είπε ο Τάμπριελ.
«Τι!» έκανε ο Καλέφραζ. «Γιατί;»
«Νομίζω πως έχουμε άλλα, πολύ πιο άμεσα προβλήματα!» είπε ο Χάλρεοκ, δείχνοντας πίσω τους, τα πλοία της Κοινωνίας.
«Πρέπει, ωστόσο, να το βρούμε,» επέμεινε ο Τάμπριελ. «Και είμαι σίγουρος ότι δεν θα δυσκολευτούμε πολύ. Μάλλον είναι στο δρόμο μας, με τέτοια κατεύθυνση που έχουμε πάρει.»
«Γιατί πρέπει να το βρούμε;» τον ρώτησε ο Χάλρεοκ.
«Γιατί μας έχω ‘δει’ να το βρίσκουμε. Υπάρχουν άνθρωποι ακόμα ζωντανοί εκεί μέσα.»
«Είναι, δηλαδή, πράγματι μια μηχανή που τη χρησιμοποιείς για να πετάς;»
«Ναι.»
«Και ήρθε από το Ρήγμα, να υποθέσω;»
«Δε θα μπορούσε να έρθει από πουθενά αλλού, Χάλρεοκ. Ο κόσμος σας είναι απομονωμένος. Πιστεύω, μάλιστα, πως οι ζημιές επάνω στο αεροσκάφος οφείλονται στο πέρασμά του μέσα από το Ρήγμα. Οι επιβάτες του ήταν τυχεροί που βγήκαν εδώ χωρίς να διαλυθούν τελείως.»
«Πώς το ξέρεις ότι έχει υποστεί ζημιές;»
«Από τον καπνό, φυσικά, κι απ’το γεγονός ότι πέφτει. Από τι άλλο;»
*
Οι φρεγάτες της Κοινωνίας εξακολούθησαν να τους καταδιώκουν και μέσα στη δεύτερη νύχτα, και το πρωί βρίσκονταν πλέον σε χωρικά ύδατα του Βασιλείου Ώσρανοκ.
«Στο λιμάνι της Έλροχ δεν θα τολμήσουν να μας ακολουθήσουν,» είπε ο Καλέφραζ, καθώς εκείνος, ο Τάμπριελ, ο Ταρνάτλο, και ο Χάλρεοκ στέκονταν στην πρύμνη του σκάφους, κοντά στο πηδάλιο.
Από το πλοίο τους είχαν κατεβάσει τις σημαίες της Κοινωνίας, και είχαν επίσης ρίξει μπογιά πάνω στα πανιά για να κρυφτεί το σύμβολο των Ιεραρχών, ώστε να μην τους περάσουν οι άνθρωποι του Ώσρανοκ για εχθρούς και τους επιτεθούν εν όψει.
Ο Χάλρεοκ ένευσε. «Ναι,» είπε. «Και δεν πρέπει να είμαστε πολύ μακριά ακόμα, σύμφωνα με τους χάρτες μας.» Ρώτησε τους υπόλοιπους: «Έχει κανένας σας ξανάρθει στο Ώσρανοκ;»
Ο Καλέφραζ κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
Ο Τάμπριελ δεν χρειαζόταν ν’απαντήσει· εννοείται πως δεν είχε ξανάρθει.
Ο Ταρνάτλο, που κρατούσε το πηδάλιο, δεν είπε τίποτα.
«Έχεις ξαναπάει στο Ώσρανοκ;» τον ρώτησε ο Χάλρεοκ.
«Λίγες φορές μόνο, μάγκα μου. Ξέρεις… τίποτα βολτούλες.»
Ο Χάλρεοκ συνοφρυώθηκε. «Σε κυνηγάνε;»
Ο Ταρνάτλο κούνησε το κεφάλι. «Μπα, δε νομίζω να μ’αναγνωρίσουν. Δεν έχω κάνει δα και τόσα πολλά απ’τα μέρη τους. Τυχαίο το νομίζεις που με μάγκωσε ο λεχρίτης ο Νίρναλωμ στην Καρκούμ; Προς τ’ανατολικά έπλεα περ’σσότερο, να πούμε.»
Ο Χάλρεοκ, αν έκρινε κανείς απ’την όψη του, δεν έμοιαζε να τον πολυπιστεύει. Αλλά έμεινε σιωπηλός.
Ο Τάμπριελ, κοιτάζοντας πίσω τους, τις φρεγάτες της Κοινωνίας, σκέφτηκε: Η όποια κακή φήμη του Ταρνάτλο είναι το λιγότερο που θα πρέπει να μας απασχολεί τώρα.
Ο Γκαλένραμωθ τού ζήτησε να τραφεί. Αφού υπήρχαν άφθονοι άνθρωποι εδώ – μπορούσε να τους μυριστεί! – γιατί να περιμένει;
Ο Τάμπριελ τον έκανε ξανά να σωπάσει. Αλλά όφειλε να παραδεχτεί ότι ο φυλακισμένος θεός είχε αρχίσει να τον κουράζει. Ήταν τρελός, και προσπαθούσε να τρελάνει κι εκείνον. Δεν τον άφηνε σε ησυχία με τα παραληρήματά του. Κάποια στιγμή ο Τάμπριελ θα έπρεπε να τον ξεφορτωθεί· δεν γινόταν αλλιώς. Ο Γκαλένραμωθ δεν ήταν όπως άλλα πνεύματα που παγίδευαν οι Δεσμοφύλακες· ήταν πολύ ισχυρός και, παρότι ήταν ασφαλώς φυλακισμένος και σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενος, δεν ήταν υποταγμένος απόλυτα στη θέληση του Τάμπριελ, ούτε θα μπορούσε ποτέ να είναι. Κάποιον άλλο, πιο αδύναμο Δεσμοφύλακα πιθανώς να τον είχε ήδη οδηγήσει στα πρόθυρα της παραφροσύνης.
Εγώ, σκέφτηκε ο Τάμπριελ, μάλλον είμαι, ούτως ή άλλως, πολύ τρελός για να επηρεαστώ…
Και μετά, για κάποιον λόγο, οι σκέψεις του στράφηκαν στην Ανταρλίδα. Η Ιεράρχης στη Σότραθ είχε πει ότι η Μαύρη Δράκαινα ήταν αιχμάλωτή τους. Μπορούσε αυτό να αληθεύει; Είχαν κάπως καταφέρει να την παγιδέψουν στο Βασίλειο Τάρσαζ και να την πάρουν από εκεί; Ή έλεγαν ψέματα; Ο Τάμπριελ δεν θα το απέκλειε… Από την άλλη, όμως, ήταν και οι εικόνες που είχε «δει»… Εκείνες οι παράξενες εικόνες: η Ανταρλίδα να κρατά δύο μακριά και πλατιά ξιφίδια μέσα σ’έναν χώρο που έμοιαζε με αρένα· η Ανταρλίδα πεσμένη στο έδαφος, αιμόφυρτη, και κάτι θηριώδες να στέκεται από πάνω της· η Ανταρλίδα δεμένη μ’αλυσίδες σ’ένα μέρος που θύμιζε αμπάρι…
Όχι, η Ιεράρχης δεν είπε ψέματα. Πρέπει να την έχουν στα χέρια τους. Πρέπει να είναι αιχμάλωτή τους. Ο Τάμπριελ, όμως, δεν πίστευε ότι θα της έκαναν κακό: θα ήθελαν να τους διδάξει πώς να φτιάχνουν όπλα, να τους μάθει πράγματα για το σύμπαν απ’το οποίο ήρθε – και η Ανταρλίδα θα το χρησιμοποιούσε αυτό, σίγουρα θα το χρησιμοποιούσε, για να επιβιώσει· δεν ήταν ανόητη.
Οι Ιεράρχες, βέβαια, φαινόταν ήδη να ξέρουν πώς να κατασκευάζουν πυροβόλα όπλα, σκέφτηκε ο Τάμπριελ κοιτάζοντας το τουφέκι που ήταν περασμένο στον ώμο του Χάλρεοκ, ο οποίος το είχε πάρει από έναν νεκρό πολεμιστή της Κοινωνίας. Και τα όπλα τους είναι καλά, δεν είναι όπως αυτά που πρωτοέφτιαξαν η Ανταρλίδα και ο Βασιλικός Αλχημιστής Βόρχαμ. Δεν υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να εκραγούν στα χέρια του χειριστή τους· αν υπήρχε, ώς τώρα σίγουρα θα είχαμε δει κάποιο να εκρήγνυται. Επομένως, οι Ιεράρχες βελτίωσαν τα όπλα που έκλεψαν από τα δυτικά σύνορα του Τάρσαζ. Πρέπει να έχουν αρκετά ικανούς αλχημιστές στη δούλ–
«Σκάφη!» φώναξε ο παρατηρητής – ένας πολεμιστής της Βασίλισσας. «Ναυμαχία! Προς τα βόρεια! Έξω από ένα λιμάνι!»
«Λιμάνι;» έκανε ο Καλέφραζ. «Μεγάλε Τίγρη, όχι!»
«Η Έλροχ;» είπε ο Χάλρεοκ.
«Δε μπορεί να είναι άλλο λιμάνι…» Ο Καλέφραζ άνοιξε τον χάρτη του. «Όχι, δε μπορεί να είναι άλλο λιμάνι. Δεν υπάρχει άλλο μεγάλο λιμάνι εδώ κοντά.»
«Κι άλλα σκάφη της Κοινωνίας!» φώναξε ο παρατηρητής. «Από τ’ανατολικά! Μας ζυγώνουν!»
Ο Χάλρεοκ καταράστηκε.
«Έρχονται γρήγορα!» φώναξε ο παρατηρητής.
Ο Ταρνάτλο είπε: «Ο μόνος δρόμος είναι βόρεια, αδέλφια. Κι ας ελπίσουμε ότι θα τους ξεφύγουμε.»
Σύντομα, είδαν τις φρεγάτες που έρχονταν από τα ανατολικά. Δύο μεγάλα πλοία, με τα πανιά τους φουσκωμένα από τον άνεμο. Επάνω τους ήταν το σύμβολο των Ιεραρχών: ο κύκλος με τα τρία μάτια που σχημάτιζαν ανάποδο τρίγωνο.
Ο Τάμπριελ ύψωσε ένα κιάλι εμπρός του, κλείνοντας το ένα βλέφαρο. Τα σκάφη ήταν οπλισμένα με μεγάλες βαλλίστρες στην πλώρη, παρατήρησε, και λιθοβόλοι καταπέλτες βρίσκονταν λίγο πιο πίσω.
«Καπνός στον ορίζοντα!» φώναξε τότε ο παρατηρητής. «Βόρεια! Πιο βόρεια απ’το λιμάνι και τη ναυμαχία! Κάπου στις ακτές!»
Ο Τάμπριελ κατέβασε το κιάλι από εμπρός του. Καπνός; Το αεροπλάνο;
Τα πλοία της Κοινωνίας ζύγωναν από τα ανατολικά ολοένα και περισσότερο· ο άνεμος τα ευνοούσε. Αυτά που έρχονταν από τα νότια πλησίαζαν επίσης, φυσικά, αλλά όχι και με τόση ταχύτητα.
Η ναυμαχία δεν άργησε να φανεί στα βόρεια, καθώς και η Έλροχ: μια μεγάλη περιτειχισμένη πόλη πλάι στη θάλασσα, που τώρα σκάφη της Κοινωνίας και του Ώσρανοκ ήταν μπλεγμένα σε άγρια μάχη στα νερά μπροστά της.
«Δεν πρέπει να εμπλακούμε κι εμείς,» είπε ο Χάλρεοκ στον Ταρνάτλο. «Πρέπει ν’αποφύγουμε τη ναυμαχία.»
Εκείνος ένευσε, στρίβοντας το τιμόνι προς τα βορειοανατολικά.
«Γιατί δεν προσπαθούμε να μπούμε στο λιμάνι;» πετάχτηκε ο Καλέφραζ.
«Παλαβός είσαι, ρε;» μούγκρισε ο Ταρνάτλο. «Θα μας λιώσουνε κει μέσα.»
Το πλοίο τους πέρασε από τ’ανατολικά της ναυμαχίας – σκάφη που χτυπούσαν το ένα τ’άλλο με καταπέλτες, βαλλίστρες, και έμβολα· πληρώματα που προσπαθούσαν να πηδήσουν σε αντίπαλα καταστρώματα για να λιανίσουν τους εχθρούς τους με ξίφη και τσεκούρια. Ο στρατός της Κοινωνίας δεν χρησιμοποιεί πυροβόλα, παρατήρησε ο Τάμπριελ. Δεν πρέπει, επομένως, οι Ιεράρχες να έχουν καταφέρει ακόμα να φτιάξουν πολλά. Μάλλον, τα περισσότερα πυροβόλα τους τα έδωσαν στους πολεμιστές που πήγαν στη Σότραθ για να αιχμαλωτίσουν εμένα. Η κίνηση αυτή πρέπει να τους κόστισε.
Η μανούβρα του Ταρνάτλο για να αποφύγει τη ναυμαχία έφερε το πλοίο τους, αναπόφευκτα, πιο κοντά στα σκάφη της Κοινωνίας που έρχονταν από τα ανατολικά. Και τώρα, αυτά βρίσκονταν σε απόσταση που μπορούσαν να τους επιτεθούν. Δύο γιγάντια βέλη εκτοξεύτηκαν από τις βαλλίστρες τους: το ένα έπεσε στη θάλασσα πίσω από το πλοίο του Τάμπριελ και των συντρόφων του· το άλλο χτύπησε ένα πανί, δημιουργώντας εκεί μια μεγάλη τρύπα.
Οι Ταργκάφλι και οι πολεμιστές της Βασίλισσας έστρεψαν τη βαλλίστρα που βρισκόταν πάνω στο δικό τους σκάφος. Σημάδεψαν, και έβαλαν. Το βέλος χτύπησε ένα εχθρικό πλοίο στην άκρη της πλώρης, σπάζοντας μερικά κομμάτια ξύλο που τινάχτηκαν στα αφρισμένα νερά.
Πέτρες εκτοξεύτηκαν από τους λιθοβόλους καταπέλτες. Ο Τάμπριελ ύψωσε το βλέμμα του για να δει τις τροχιές, ετοιμάζοντας συγχρόνως ένα Ξόρκι Τηλεκινήσεως. Και τα δύο βλήματα που έρχονταν έμοιαζαν να βρίσκονται σε καλή τροχιά προς τον στόχο τους. Ο Τάμπριελ προσπάθησε να απομακρύνει το ένα με το ξόρκι, μα δεν τα κατάφερε· τα γρήγορα κινούμενα αντικείμενα ήταν δυσκολότερο να παγιδευτούν από το Ξόρκι Τηλεκινήσεως, καθώς και τα αντικείμενα που βρισκόταν μακριά – και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το βλήμα του καταπέλτη είχε και τις δύο αυτές ιδιότητες.
Οι πέτρες χτύπησαν το πλοίο, τραντάζοντάς το άγρια. Η μία το βρήκε στην πλώρη, σπάζοντας ξύλα και κάνοντάς το να γείρει απότομα προς τα εμπρός· ο Τάμπριελ κρατήθηκε από τα κάγκελα της πρύμνης για να μην πέσει. Η άλλη πέτρα τσάκισε το κεντρικό κατάρτι, ρίχνοντάς το στο πλάι. Ο παρατηρητής που ήταν στην κορυφή του ούρλιαξε καθώς προσπαθούσε να πιαστεί από το πανί και τα ξάρτια.
Ο Τάμπριελ χρησιμοποίησε ένα Ξόρκι Τηλεκινήσεως και τον έπιασε. «Μην κινείσαι!» του φώναξε. «Μην κινείσαι!» Ο άντρας, ευτυχώς, είχε διατηρήσει αρκετή ψυχραιμία για να υπακούσει, κι έτσι ο Τάμπριελ κατόρθωσε να τον μεταφέρει ώς το κατάστρωμα και να τον αποθέσει εκεί, σαν ένα πελώριο αόρατο χέρι να τον είχε σηκώσει.
«Την έχουμε κάτσει,» είπε ο Ταρνάτλο. «Καλύτερα να βγούμε όπου μπορούμε στις ακτές.»
Το πλοίο τους είχε πλέον αφήσει πίσω του την Έλροχ και τη ναυμαχία, και δυτικά του τα εδάφη έμοιαζαν ακατοίκητα. Στα βόρεια διακρινόταν καπνός.
Τα συντρίμμια του αεροσκάφους, σκέφτηκε ο Τάμπριελ.
Οι φρεγάτες της Κοινωνίας τούς ζύγωναν από τ’ανατολικά και τα νότια, συγχρόνως.
Ο Ταρνάτλο δεν περίμενε την έγκριση κανενός προτού στρέψει το πλοίο τους προς τα βορειοδυτικά.
Δύο γιγάντια βέλη ήρθαν καταπάνω τους, χτυπώντας το σκάφος τους και τραντάζοντάς το. Τα ξύλα είχαν κάνει τρύπες. Οι πολεμιστές της Βασίλισσας και οι Ταργκάφλι κατάφεραν να εξαπολύσουν κι αυτοί ένα βέλος απ’τη βαλλίστρα τους, αν και οι προσπάθειές τους έμοιαζαν ανώφελες.
Οι ακτές στα δυτικά ήταν γεμάτες βράχια. Ο Τάμπριελ δεν ήξερε και πολλά από ναυσιπλοΐα, αλλά μπορούσε να δει ότι εδώ τα μέρη δεν ήταν κατάλληλα για να αράξει κανείς.
Βλήματα από καταπέλτες χτύπησαν το πλοίο· το κατάστρωμα χοροπήδησε κάτω από τα πόδια όλων τους. Ο Τάμπριελ κρατήθηκε πάλι γερά από τα κάγκελα της πρύμνης.
Ουρλιαχτά ακούστηκαν από κάτω, από εκεί που ήταν οι δούλοι κωπηλάτες. «Νερό! Μπάζει νερό!»
«Σκατά…» μούγκρισε ο Ταρνάτλο, κι οδήγησε το σκάφος προς τα βράχια.
«Τι κάνεις;» φώναξε ο Χάλρεοκ.
«Θα βουλιάξουμε έτσι κι αλλιώς, στραβός είσαι;»
Μ’ένα δυνατό
ΚΡΑΚ!
το πλοίο τους προσέκρουσε στα βράχια, και κόλλησε εκεί.
«ΝΕΡΟ!» ούρλιαζαν οι δούλοι, δεμένοι στα κουπιά τους. «ΜΠΑΖΕΙ ΝΕΡΟ!»
«Ελευθερώστε τους!» πρόσταξε ο Χάλρεοκ κατεβαίνοντας από την πρύμνη. «Ελευθερώστε τους! Και μετά φεύγουμε! Κουνηθείτε!»
Ο Αλίρκωπ και ο Θυμός ήταν από τους πρώτους που βγήκαν στα βράχια της ακτής – καθώς ούτε ο ένας ούτε ο άλλος έδειχναν να συμπαθούν τη θάλασσα – κι έπειτα ακολούθησαν οι υπόλοιποι, μαζί με τους δούλους, τους οποίους είχαν ελευθερώσει από τις αλυσίδες τους σπάζοντάς τες.
Ο Τάμπριελ κοίταξε προς τα βόρεια, προς τον καπνό στον ορίζοντα.
«Προς τα εκεί πηγαίνουμε,» είπε.
Ο Καλέφραζ κοίταζε πίσω τους, τη θάλασσα και τα πλοία της Κοινωνίας, που πλησίαζαν κατεβάζοντας από το πλάι τους βάρκες γεμάτες στρατιώτες.
Ο Χάλρεοκ είπε στους δούλους: «Φύγετε. Δε σας χρειαζόμαστε άλλο.» Θα τους ήταν βάρος από εδώ και στο εξής: γιατί το λιγότερο που θα έπρεπε να κάνουν γι’αυτούς θα ήταν να τους ταΐζουν.
«Πού να πάμε;» ρώτησε ένας δούλος. «Δεν… δεν ξέρουμε πού να πάμε από δω; Δεν είν’αυτός ο τόπος μας.»
Ο Χάλρεοκ καταράστηκε. «Εντάξει,» τους είπε. «Αλλά είστε μόνοι σας. Εμείς θα πρέπει να κινηθούμε γρήγορα.»
Οι δούλοι δεν έφεραν αντίρρηση, και τους ακολούθησαν καθώς απομακρύνονταν από την ακτή γλιστρώντας μέσα σε δασώδεις λοφότοπους.
«Δεν είναι κανένας σας από το Ώσρανοκ;» ρώτησε ο Τάμπριελ τους δούλους ενόσω οδοιπορούσαν τσακίζοντας πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα κάτω από τα πόδια τους.
«Εγώ,» είπε ένας. «Κι εγώ,» άλλος ένας.
«Τα ξέρετε ετούτα τα μέρη, λοιπόν, εσείς οι δύο.»
«Είμαστε από τα βόρεια,» εξήγησε ο δεύτερος που είχε μιλήσει. «Ήμασταν στρατιώτες. Κοντά στα σύνορα πολεμούσαμε. Οι Ιεράρχες πήραν το οχυρό μας, και όσους δεν σκότωσαν τους αιχμαλώτισαν, τους έκαναν δούλους τους.»
«Ο πόλεμος, άρα, δεν πάει καλά, ε;»
Ο Χάλρεοκ ρώτησε τους δύο δούλους: «Η στρατιωτική αρωγή από το Τάρσαζ δεν σας έχει ενδυναμώσει καθόλου;»
«Δεν είχε έρθει στρατός από το Τάρσαζ όταν τ’οχυρό μας έπεσε. Δεν ξέρουμε τι γίνεται τώρα.»
Ο Καλέφραζ είπε: «Απ’ό,τι είδαμε στην Έλροχ, όμως, υποπτεύομαι ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά.»
«Τα ονόματά σας;» ρώτησε ο Χάλρεοκ τους δύο δούλους.
Αυτός που είχε μιλήσει περισσότερο ονομαζόταν Γκάνιρηλ, ο άλλος Νάρντεκ. Κι οι δυο τους ήταν λευκόδερμοι, ο πρώτος μελαχρινός, ο δεύτερος ξανθός.
Λίγο παρακάτω, ο Χάλρεοκ ανέβηκε στην κορυφή ενός λόφου και σκαρφάλωσε σ’ένα δέντρο εκεί, για να κοιτάξει προς την ακτή. Όταν επέστρεψε κοντά στους συντρόφους του, είπε ότι το μέρος είχε γεμίσει με στρατιώτες των Ιεραρχών και στη θάλασσα φαίνονταν φρεγάτες. «Κυρίως, νότιά μας είναι. Αλλά έρχονται προς τα βόρεια.»
«Συνεχίζουμε επομένως,» είπε ο Τάμπριελ.
«Προς τον καπνό;»
«Προς τον καπνό.»
«Καταλαβαίνεις ότι ο καπνός προδίδει αμέσως τη θέση μας, έτσι;»
«Πρέπει να βρούμε το αεροπλάνο,» εξήγησε ο Τάμπριελ.
«Είναι απαραίτητο;»
«Νομίζω πως ναι. Επιπλέον, δεν χρειάζεται να σταματήσουμε κοντά στα συντρίμμια· θα συνεχίσουμε να οδοιπορούμε βόρεια. Θέλω, όμως, να δω αν υπάρχουν επιζώντες. Δηλαδή, είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν.»
«Το έχεις ‘δει’…»
Ο Τάμπριελ ένευσε καθώς βάδιζαν διασχίζοντας τους λοφότοπους.
Δεν έκαναν καμία στάση, αποφασισμένοι να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν περισσότερο από τους πολεμιστές των Ιεραρχών, να φτάσουν σε κάποια πόλη του Ώσρανοκ όπου θα μπορούσαν να βρουν ασφάλεια. Επιπλέον, ο Τάμπριελ ήταν βέβαιος ότι οι Ιεράρχες δεν είχαν άπειρο χρόνο στη διάθεσή τους· σίγουρα, δεν μπορούσαν να μείνουν για πάντα μέσα στα χωρικά ύδατα του Ώσρανοκ χωρίς να έρθουν σε σύγκρουση με τα πολεμικά πλοία του. Η ναυμαχία στην Έλροχ πρέπει να τους είχε εξυπηρετήσει στην προκειμένη περίπτωση, αλλά η ναυμαχία δεν θ’αργούσε να τελειώσει – ίσως ήδη να είχε τελειώσει – και τότε, δεδομένου ότι οι δυνάμεις του Βασιλείου έβγαιναν νικήτριες, οι φρεγάτες της Κοινωνίας θα υποχρεώνονταν να υποχωρήσουν. Επομένως, όσο περισσότερο χρόνο κέρδιζαν ο Τάμπριελ και οι σύντροφοί του τόσο το καλύτερο γι’αυτούς.
Το απόγευμα, έφτασαν στη βόρεια άκρη των λοφότοπων και, κοντά στην ακτή, ατένισαν τα συντρίμμια ενός μεγάλου αεροσκάφους, από τα οποία ακόμα έβγαινε καπνός, αν και πλέον δεν ήταν τόσο πυκνός όσο πριν.
Επιβατηγό, παρατήρησε ο Τάμπριελ, όπως είχα εξαρχής υποθέσει. Τα πελώρια φτερά του ήταν λυγισμένα και σπασμένα, και το σώμα του κομμένο στα δύο. Οι μηχανές του είχαν εκραγεί: αυτό ήταν προφανές. Τα μέταλλα ήταν μαυρισμένα και είχαν μεγάλες τρύπες επάνω τους· κάθε τζάμι και κρύσταλλο έμοιαζε θρυμματισμένο.
«Αυτό είναι το αεροπλάνο;» ρώτησε ο Καλέφραζ, με κάποιο δέος στη φωνή του.
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ναι.»
«Και υπάρχουν τέτοια πράγματα που αληθινά πετάνε;»
Ο Τάμπριελ δεν απάντησε.
«Δε βλέπω επιζώντες,» παρατήρησε ο Χάλρεοκ.
«Εκεί πέρα,» είπε η Χιρκόμο, δείχνοντας. «Δείτε εκεί.»
Προς τα βορειοδυτικά, κοντά σε κάτι χαμόδεντρα, φαίνονταν κάποιες ανθρώπινες φιγούρες.
Ο Τάμπριελ ξεκίνησε να βαδίζει, κατεβαίνοντας τη λοφοπλαγιά πάνω στην οποία βρίσκονταν. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν.
Κάποιοι από τους επιζώντες πρέπει να τους είδαν, γιατί τρεις απ’αυτούς σηκώθηκαν και βάδισαν προς το μέρος τους. Δύο άντρες και μία γυναίκα. Ο Τάμπριελ παρατήρησε ότι όλοι κρατούσαν πιστόλια στα χέρια. Οι πολεμιστές του Χάλρεοκ, και ο ίδιος ο Χάλρεοκ, το παρατήρησαν επίσης και τράβηξαν κι εκείνοι τα πιστόλια τους.
Συναντήθηκαν περίπου στο μέσο της απόστασης, με τα καπνίζοντα συντρίμμια του μεγάλου αεροσκάφους πλάι τους. Κομμάτια από μέταλλα και γυαλιά, στάχτες, και άλλα θραύσματα έτριζαν κάτω από τα πόδια τους.
Η γυναίκα, που στεκόταν ανάμεσα στους δύο άντρες, ήταν μετρίου αναστήματος και μελαχρινή, με κοντοκουρεμένα μαλλιά· το δέρμα της ήταν γαλανό, και φορούσε στολή πιλότου, μαυρισμένη και σχισμένη σε σημεία. Ο άντρας στα δεξιά της ήταν ψηλότερος από εκείνη, μακροπρόσωπος, μαυρομάλλης, και με δέρμα λευκό-ροζ· ένα άσπρο πουκάμισο τον έντυνε κι ένα μαύρο παντελόνι. Ο άντρας στ’αριστερά της ήταν επίσης λευκόδερμος, αλλά ξανθός, με μακριά μαλλιά και μούσι· φορούσε μια αμάνικη, μπλε μπλούζα και ομόχρωμο υφασμάτινο παντελόνι. Στο δεξί του μπράτσο τυλιγόταν ένας επίδεσμος· το τραύμα, όμως, δεν πρέπει να ήταν πολύ σοβαρό. Η γυναίκα ήταν επίσης τραυματισμένη, στο μέτωπο, αλλά ούτε εκείνης το τραύμα πρέπει να ήταν σοβαρό.
«Δε χρειάζονται τα όπλα,» τους είπε ο Τάμπριελ, στη Συμπαντική, ελπίζοντας ότι θα τον καταλάβαιναν. «Δεν είμαστε εχθροί σας.»
Ο μελαχρινός άντρας χαμογέλασε. «Επιτέλους, κάποιος φιλικός άνθρωπος εδώ πέρα.»
«Συναντήσατε κι άλλους πριν από εμάς;»
«Κάποιοι καβαλάρηδες ήρθαν από τα βόρεια,» είπε η γυναίκα. «Κοίταξαν και έφυγαν, παρότι τους γνέφαμε και τους φωνάζαμε ότι χρειαζόμαστε βοήθεια.»
«Δε θα σας καταλάβαιναν,» της εξήγησε ο Τάμπριελ: «οι άνθρωποι εδώ δεν μιλούν τη Συμπαντική. Κι επίσης, δεν έχουν ξαναδεί αεροπλάνο.»
Η γυναίκα συνοφρυώθηκε. «Τι πράγμα; Καλά, σε ποια διάσταση είμαστε;»
«Δεν ξέρω πώς λέγεται. Είναι μια απομονωμένη διάσταση. Τουλάχιστον ήταν, μέχρι που αυτός ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος δημιουργήθηκε.» Στρεφόμενος, έδειξε τον παλλόμενο ουρανό στα ανατολικά τους.
Εκείνοι ατένισαν τον Τάμπριελ παραξενεμένοι. Καχύποπτοι, ίσως.
«Πώς καταλήξατε εδώ;» τους ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Διασχίζαμε τον Αιθέρα,» απάντησε η γυναίκα, «έχοντας φύγει από τη Ρελκάμνια και πηγαίνοντας προς Αλβέρια, όταν… κάτι συνέβη. Πέσαμε σε ασυνήθιστα για την περιοχή αιθερικά ρεύματα, και μετά… μετά, δεν ξέρω τι έγινε ακριβώς. Αισθανθήκαμε να στροβιλιζόμαστε και, ξαφνικά, βγήκαμε σ’έναν άγνωστο ουρανό. Ο χάρτης του συστήματός μας είχε πλήρως αποπροσανατολιστεί· δεν είχα ιδέα πού βρισκόμασταν. Και οι ενεργειακές φιάλες μας εξερράγησαν· η μάγισσα που έλεγχε την ενεργειακή ροή του σκάφους σκοτώθηκε.»
«Είστε τυχεροί που ζείτε,» τους είπε ο Τάμπριελ. «Οι περισσότεροι που περνάνε μέσα από υπερδιαστασιακό στρόβιλο κομματιάζονται.»
«Θες να πεις ότι ήρθαμε μέσω του στροβίλου;» έκανε η γυναίκα.
«Προφανώς. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να έρθεις εδώ.»
«Και πώς θα φύγουμε, τώρα;»
«Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ, εδώ και αρκετούς μήνες.»
Ο Χάλρεοκ τον ρώτησε: «Είναι από τον κόσμο σου;» Μιλούσε στην Οικουμενική.
«Ναι,» του απάντησε ο Τάμπριελ. «Απ’το Γνωστό Σύμπαν.» Και στράφηκε στους τρεις επιζώντες. «Το όνομά μου είναι Τάμπριελ. Τάμπριελ’λι.»
«Δεσμοφύλακας,» είπε ο μελαχρινός άντρας, αναγνωρίζοντάς τον από την κατάληξη του ονόματός του.
Ο Τάμπριελ ένευσε.
«Άνθιμος’νιρ,» συστήθηκε ο άντρας.
«Βιοσκόπος,» παρατήρησε, με τη σειρά του, ο Τάμπριελ.
«Και γιατρός.»
«Καλό αυτό. Ίσως να χρειαστούμε γιατρό, έτσι όπως πάνε τα πράγματα.»
Ο Άνθιμος μειδίασε.
Η γαλανόδερμη γυναίκα συστήθηκε ως Βερόνικα, και είπε ότι ήταν πιλότος του αεροσκάφους.
Ο άλλος άντρας είπε: «Τ’όνομά μου είναι Πολ, και είχα την ατυχία να βρίσκομαι μέσα σ’αυτό το καταραμένο αεροπλάνο. Εσύ πώς ακριβώς έφτασες εδώ και τι είν’όλοι αυτοί μαζί σου; Φαίνεται να ξέρεις τη γλώσσα τους.»
«Πρόκειται για μεγάλη ιστορία, και καλύτερα να την πούμε μια άλλη ώρα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, «γιατί τώρα βρίσκονται κοντά μας κάποιοι πολύ επικίνδυνοι άνθρωποι.»
«Τι επικίνδυνοι άνθρωποι;» ρώτησε η Βερόνικα, συνοφρυωμένη.
«Μαζέψτε την κατασκήνωσή σας κι ακολουθήστε μας,» είπε ο Τάμπριελ. «Ο χρόνος είναι πολύτιμος.»
Ο τρεις επιζώντες δεν έφεραν αντίρρηση, γυρίζοντας και τρέχοντας προς τους υπόλοιπους.
«Τι θα γίνει μ’αυτούς τώρα;» ρώτησε ο Χάλρεοκ. «Θα τους πάρουμε μαζί;»
«Δε βλέπω άλλη λύση. Εκτός αν προτείνεις να τους εγκαταλείψουμε.»
«Δεν προτείνω να τους εγκαταλείψουμε,» είπε ο Χάλρεοκ. «Αλλά καλά θα κάνεις να τους μάθεις να μιλάνε την Οικουμενική, για να μπορούμε να συνεννοηθούμε.»
*
Οι επιζώντες ήταν δεκατρείς στο σύνολό τους, και κάμποσοι ήταν τραυματισμένοι, αλλά όχι τόσο ώστε να είναι αδύνατο να ταξιδέψουν. Ο Άνθιμος είπε ότι ήδη είχαν θάψει τρεις ανθρώπους που δεν μπορούσαν να σώσουν· η αιμορραγία ήταν πολύ άσχημη.
Ο Καλέφραζ, κοιτάζοντας τον χάρτη του καθώς βάδιζαν μέσα στη βλάστηση, παρατήρησε: «Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να πάμε δυτικά, μέσα στην ενδοχώρα, προς τη Νίρμαχ.» Έδειξε την πόλη επάνω στον χάρτη. Βρισκόταν πλάι στον μεγάλο ποταμό Κάλαυμηλ, κάπου τριάντα χιλιόμετρα νότια της Κανμάραχ, πρωτεύουσας του Ώσρανοκ.
Ο Τάμπριελ συμφώνησε, το ίδιο κι ο Χάλρεοκ.
«Ξέρετε πώς να πάμε στη Νίρμαχ;» ρώτησε ο δεύτερος τους απελευθερωμένους δούλους Γκάνιρηλ και Νάρντεκ.
«Σου είπαμε,» αποκρίθηκε ο Γκάνιρηλ (που φαινόταν γενικά πιο ομιλητικός από τον Νάρντεκ), «δεν είμαστε από τούτα τα μέρη.»
«Πρέπει να βρισκόμαστε κάπου νοτιοανατολικά της πόλης,» είπε ο Καλέφραζ. «Πηγαίνοντας, επομένως, βορειοδυτικά, κάποια στιγμή θα φτάσουμε.»
«Δε χρειάζεται να είσαι Βασιλικός Γραμματικός για να το καταλάβεις αυτό,» του είπε ο Χάλρεοκ (και ο Ταρνάτλο μειδίασε σαν μαύρο, κοκκινογένικο τσακάλι). «Έλεγα μήπως κανένας ήξερε κάποιον σύντομο δρόμο. Άλλο είναι να το κοιτάς στον χάρτη κι άλλο να διασχίζεις το μέρος.»
«Ούτε Υπασπιστής χρειάζεται να είσαι για να το ξέρεις αυτό!» αντιγύρισε ο Καλέφραζ, πικαρισμένος.
Ο Χάλρεοκ δεν του απάντησε, καταλαβαίνοντας μάλλον ότι είχε γίνει ειρωνικός χωρίς καλό λόγο.
Κοιτάζοντας τον ουρανό, προσανατολίστηκαν προς τα βορειοδυτικά και οδοιπόρησαν.
«Με συγχωρείς κιόλας,» είπε ο Πολ στον Τάμπριελ μετά από κανένα μισάωρο περίπου, «αλλά η εμφάνισή σου μου θυμίζει κάποιον – και δε νομίζω ότι είμαι ο μόνος που του συμβαίνει αυτό. Το συγκεκριμένο άτομο, μάλιστα, τυχαίνει να είναι συνονόματός σου…»
«Ο Πρίγκιπας Τάμπριελ, ο σύζυγος της Παντοκράτειρας από τη Φεηνάρκια… Αυτόν σού θυμίζω;»
«Ναι· και λένε πως κι αυτός είναι μάγος.»
«Αυτός είμαι.»
«Βρίσκεσαι εδώ, λοιπόν, για… ποιο λόγο; Για να προετοιμάσεις το έδαφος;»
«Δεν ήρθα τυχαία. Αλλά ούτε και εσκεμμένα. Επίσης, δεν υπηρετώ πλέον την Παντοκράτειρα.»
Ο Πολ συνοφρυώθηκε. «Πήγες με την Επανάσταση; Με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο;»
«Όχι.» Ο Τάμπριελ παρατήρησε, με τις άκριες των ματιών του, ότι η Βερόνικα και ο Άνθιμος παρακολουθούσαν με πολύ ενδιαφέρον την κουβέντα του με τον Πολ, όπως επίσης και άλλοι επιζώντες της πτώσης του αεροσκάφους.
«Ποιον υπηρετείς, τότε;»
«Κανέναν.»
«Δεν καταλαβαίνω.»
«Με παρέσυρε ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος όπως κι εσάς. Εκείνο που κάνω εδώ είναι, βασικά, να προσπαθώ να επιβιώσω και να ανοίξω αυτή τη διάσταση, να τη φέρω και πάλι σε επαφή με το υπόλοιπο σύμπαν. Κι αν είστε έξυπνοι, θα με βοηθήσετε, γιατί αλλιώς ούτε εσείς θα επιστρέψετε ποτέ στο Γνωστό Σύμπαν.»
«Έχεις, πάντως, καταφέρει να συμμαχήσεις με αρκετούς από τους γηγενείς,» παρατήρησε η Βερόνικα.
«Με θεωρούν Προφήτη.»
«Προφήτη; Γιατί;»
«Επειδή βλέπω εικόνες από το μέλλον.»
«Και είναι αλήθεια αυτό; Πράγματι, βλέπεις εικόνες από το μέλλον;»
«Όχι μόνο από το μέλλον, και ούτε μόνο από ένα μέλλον.»
Ο Πολ είπε: «Τους κοροϊδεύεις, δηλαδή.»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Βλέπω, όντως, εικόνες μέσα στο μυαλό μου.»
«Κι αυτό, υποθέτω, σου συνέβαινε ανέκαθεν, ε;…» Υπήρχε ειρωνεία στη χροιά της φωνής του.
«Άρχισε να συμβαίνει από ένα σημείο της ζωής μου και ύστερα. Όπως σου είπα, δεν ήταν τυχαίο που ήρθα εδώ μέσω του υπερδιαστασιακού στροβίλου. Το είχα ‘δει’ ότι θα ερχόμουν. Έχω κάτι να κάνω εδώ.»
«Σαν τι;»
«Δεν ξέρω ακόμα. Ν’ανοίξω τη διάσταση, ίσως.»
Ο Πολ μουρμούρισε κάτι ακαταλαβίστικο κάτω απ’την ανάσα του, και ο Άνθιμος κι η Βερόνικα έμοιαζαν επίσης πολύ παραξενεμένοι. Αναμφίβολα, τον θεωρούσαν τρελό. Δεν είχε σημασία· αργά ή γρήγορα, θα καταλάβαιναν ό,τι έπρεπε να καταλάβουν.
Ο Τάμπριελ τούς είπε: «Επειδή σας είχα ‘δει’ ήρθαμε και σας πήραμε από τα συντρίμμια του αεροπλάνου σας.»
«Μας είχες δει;» έκανε η Βερόνικα. «Εμάς τους τρεις;»
«Ναι, και το αεροπλάνο σας. Δεν ήξερα, όμως, από πού ήταν η συγκεκριμένη εικόνα. Δεν ήμουν βέβαιος ότι θα σας συναντούσα σ’αυτή τη διάσταση.»
Οι τρεις τους έμειναν σιωπηλοί. Ίσως να άρχισαν τώρα να αναθεωρούν τις απόψεις τους…
«Θα συναντήσετε πολλά που δεν θα καταλαβαίνετε,» τους είπε ο Τάμπριελ. «Μην αντιδράσετε σπασμωδικά· να έρχεστε και να με ρωτάτε ό,τι θέλετε. Για παράδειγμα, δύο πράγματα που οφείλετε να ξέρετε είναι ότι, πρώτον, μέχρι στιγμής δεν υπήρχαν πυροβόλα όπλα σ’αυτή τη διάσταση και, δεύτερον, οι μάγοι που πιθανώς να συναντήσετε εδώ δεν ακολουθούν κανένα από τα γνωστά τάγματα. Η μαγεία τους είναι… περίεργη. Περίπου όπως των σαμάνων ορισμένων διαστάσεων.»
«Πρωτόγονη, δηλαδή,» είπε ο Άνθιμος.
«Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να την αποκαλέσω έτσι. Αυθόρμητη, θα ήταν μια καλύτερη ονομασία.»
«Πού πηγαίνουμε τώρα;» ρώτησε η Βερόνικα. «Είδα πριν έναν απ’τους συντρόφους σου να κρατά έναν χάρτη. Και ποιοι είναι αυτοί οι επικίνδυνοι άνθρωποι που είπες ότι βρίσκονται κοντά;»
Ο Τάμπριελ προσπάθησε να τους εξηγήσει την κατάσταση με τους Ιεράρχες, το Βασίλειο Τάρσαζ, και το Βασίλειο Ώσρανοκ.
Το βράδυ, είχαν φτάσει κοντά σε κάτι χωριά με καλλιεργήσιμες εκτάσεις γύρω τους. Θεωρώντας πως πλέον ήταν ασφαλείς από τους διώκτες τους – αποκλείεται να έμπαιναν τόσο πολύ μέσα στην ενδοχώρα του Ώσρανοκ – άναψαν φωτιές και κατασκήνωσαν.
«Αυτοί οι Ιεράρχες ακούγονται πολύ δυνατοί,» σχολίασε ο Άνθιμος’νιρ. «Τι είναι; Δαίμονες;»
«Δεν γνωρίζω ακόμα,» είπε λακωνικά ο Τάμπριελ.
«Το φαγητό που έχουμε μαζί μας δεν φτάνει για όλους,» τον πληροφόρησε ο Χάλρεοκ, πλησιάζοντάς τον εκεί όπου καθόταν, επάνω σε μια πέτρα.
«Αναμενόμενο ήταν. Μοίρασέ το όπως πιστεύεις, κι αύριο βλέπουμε τι θα κάνουμε.»
Μετά στράφηκε στη Βερόνικα. «Από το αεροπλάνο μπορέσατε να διασώσετε τίποτα φαγώσιμο;»
«Δυστυχώς όχι, τίποτα πέρα από κάποια βασικά πράγματα τα οποία έχουμε ήδη καταναλώσει.»
«Ούτε εμείς έχουμε φαγητό μαζί μας,» της είπε ο Τάμπριελ. «Και χρόνος για να κυνηγήσουμε, μέχρι στιγμής, δεν υπήρχε.»
«Αύριο,» είπε ο Πολ, «ίσως μπορέσουμε να ζητήσουμε τρόφιμα από τα χωριά.» Έδειξε, με μια σχεδόν αδιάφορη κίνηση, προς τα εκεί που φαίνονταν τα φώτα μέσα στη νύχτα.
Ο Τάμπριελ ένευσε, αμίλητα.
Οι διπλωματικές μας σχέσεις με το Ώσρανοκ δεν ήταν ποτέ άσχημες. Είχαν υπάρξει ασφαλώς κάποιες αντιδικίες μέσα στη ροή των ιστορικών γεγονότων, αλλά εν γένει δεν είχαμε μεγάλα προβλήματα. Αυτό οφειλόταν, νομίζω, και στο γεγονός ότι το Βασίλειό μας δεν συνορεύει άμεσα με το Ώσρανοκ: μας χωρίζουν η Στενή Θάλασσα και η Ενδότερη Θάλασσα, και η Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας. Η τελευταία, δε, ήταν που πάντοτε είχε τις περισσότερες συγκρούσεις και με εμάς και με το Ώσρανοκ, και τώρα και πριν ονομαστεί Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας.
Ο στρατός μας δεν συγκρουόταν με τον στρατό του Ώσρανοκ, παρά μόνο σε περιπτώσεις που αποτελούσαν εξαιρέσεις οι οποίες επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Οι συγκρούσεις μας γίνονταν στο διπλωματικό και στο εμπορικό πεδίο, και λύνονταν με λεπτούς και επιδέξιους χειρισμούς, σαν να προσπαθούσαμε να αποδείξουμε ποιος ήταν πιο έξυπνος, ο Ταρσάζιος ή ο Ωσράνιος. Ένα παιχνίδι με πίνακα τον χάρτη του πραγματικού κόσμου – ή, τουλάχιστον, του κόσμου όπως τον ξέραμε μέχρι τότε.
*
* * *
*
Το επόμενο πρωί μετά τον πρώτο αγώνα της στην Αρένα της Βέλρικ, ένας άντρας ήρθε και την επισκέφτηκε. Ψηλός και λιγνός· ξερακιανός και σχετικά μεγάλης ηλικίας. Το πρόσωπό του ήταν μακρύ, και τα χέρια του μακρυδάχτυλα και με μεγάλες παλάμες. Τα μάτια του έμοιαζαν με μαύρα κάρβουνα και φάνταζαν πελώρια πάνω στο πρόσωπό του. Μαλλιά είχε λίγα στο κεφάλι του, και γκρίζα. Τα γένια του ήταν αξύριστα, αναμφίβολα τραχιά στην αφή.
Κοντολογίς, η Ανταρλίδα θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει εφιαλτική φιγούρα.
Ιεράρχης; αναρωτήθηκε, προσπαθώντας να δει καλύτερα τα μάτια του, να δει τις αντανακλάσεις των άλλων ματιών από πίσω τους.
«Το όνομά μου είναι Ναρτέλλο,» συστήθηκε ο άντρας, ξερά. «Είμαι αλχημιστής.»
Ιεράρχης. Πρέπει να είναι Ιεράρχης. Η Ανταρλίδα καθόταν στη μία από τις δύο καρέκλες του τραπεζιού, με μια κούπα καφέ εμπρός της. Συνοφρυώθηκε παρατηρώντας τον Ναρτέλλο να πλησιάζει για να καθίσει στην καρέκλα αντίκρυ της.
«Τους εντυπωσίασες όλους χτες,» της είπε. «Δεν έχουμε ξαναδεί άλλον μονομάχο σαν εσένα στην Αρένα. Αυτοί που δεν ήξεραν δεν πίστευαν ότι θα νικούσες τον Λυκομαχητή. Αλλά εμείς που σε ξέρουμε γνωρίζουμε ότι είσαι πολύ καλύτερη απ’ό,τι δείχνεις.»
Ιεράρχης. Ναι, ήταν Ιεράρχης: τέτοια μάτια δεν μπορούσαν να ήταν φυσιολογικού ανθρώπου. Η Ανταρλίδα έμεινε σιωπηλή, αδιαφορώντας για τις κολακείες του. Δεν είχε έρθει με τη θέλησή της στην Αρένα τους, και σίγουρα δεν την ενδιέφερε να αποδείξει σε κανέναν τις πολεμικές της ικανότητες. Ήταν Μαύρη Δράκαινα, και ήξερε να κάνει τη δουλειά της καλά· αυτό τής ήταν αρκετό.
«Θα ήθελα να μου δείξεις πώς κατασκευάζεται ένα από τα ‘Μεγάλα Όπλα’, Ανταρλίδα,» της είπε ήρεμα ο Ναρτέλλο.
Εκείνη ρώτησε: «Πού είναι ο Ζίρτελον;»
«Μην ανησυχείς για τον Ζίρτελον. Εδώ είναι κι αυτός.» Το μειδίαμα του Ναρτέλλο ήταν μικρό (γιατί μικρό ήταν και το στόμα του) και αχνό, αλλά είχε κάτι το απερίγραπτα τρομαχτικό, σαν μια απειλητική σκιά να κρυβόταν πίσω του. «Μίλησέ μου για το Μεγάλο Όπλο.»
«Δεν έχω τίποτα να σου πω.»
Η έκφρασή του δεν άλλαξε, λες και το πρόσωπό του να ήταν μάσκα. «Γιατί θέλεις να μας δυσαρεστείς, Ανταρλίδα;»
«Είμαι αιχμάλωτή σας,» είπε εκείνη. «Με φέρατε ναρκωμένη και δεμένη εδώ. Με ρίξατε στην Αρένα σας για να με σκοτώσει ένας παράφρονας με κράνος λύκου. Χρειάζονται κι άλλοι λόγοι;»
«Θα μπορούσαμε να σε είχαμε σκοτώσει.»
«Θα το είχατε κάνει αν πιστεύατε ότι σας συνέφερε. Αλλά πιστεύετε ότι έχετε να κερδίσετε περισσότερα από εμένα όταν είμαι ζωντανή.»
«Η ζωή σου εδώ μπορεί να γίνει πολύ δυσάρεστη,» την προειδοποίησε ο Ναρτέλλο, χωρίς καμια ιδιαίτερη ένταση στη φωνή του. «Και κανένας μας δεν θα το επιθυμούσε αυτό.»
Δεν συνέχισε να μιλά αλλά ήταν προφανές ότι τώρα περίμενε μια απάντηση από εκείνη. Περίμενε να του πει πώς να κατασκευάσει το Μεγάλο Όπλο. Το κανόνι.
«Δεν έχω να σου πω τίποτα.»
Ο Ναρτέλλο σηκώθηκε, και έφυγε από το δωμάτιο.
Το μεσημέρι, την τράβηξαν πάλι στην Αρένα, στην ίδια καγκελωτή πύλη όπου την είχαν πάει και την προηγούμενη φορά. Τώρα, όμως, της έδωσαν περισσότερες επιλογές στον εξοπλισμό της. Η Ανταρλίδα βγήκε να πολεμήσει με πανοπλία από δέρμα και κομμάτια σίδερου, κράνος στο κεφάλι, και δύο πλατιά, μακριά ξιφίδια στα χέρια. Αντίπαλοί της ήταν δύο γεροδεμένοι άντρες, ο ένας με μεγάλο τσεκούρι κι ο άλλος με δύο σπαθιά· ο πρώτος ήταν μονόφθαλμος και ντυμένος με κουρέλια, ο δεύτερος φορούσε πανοπλία σαν τη δική της.
Η Ανταρλίδα δεν δυσκολεύτηκε να τους κατατροπώσει, με μια σειρά από γρήγορους ελιγμούς και προσεγμένα χτυπήματα. Σπάζοντας το γόνατο του σπαθοφόρου, του έσχισε τον λαιμό· και κάνοντας τον άλλο να χάσει την ισορροπία του, τον κάρφωσε βαθιά στο μοναδικό του μάτι, φτάνοντας στον εγκέφαλο από πίσω.
Το πλήθος ζητωκραύγαζε και χτυπιόταν. Κουνούσε αυτοσχέδιες σημαίες. Ούρλιαζε άναρθρα.
Το βράδυ, την έβαλαν πάλι να πολεμήσει στην Αρένα· και η Ανταρλίδα ήταν βέβαιη ότι το έκαναν επίτηδες, για να την αναγκάσουν να τους πει για το κανόνι. Αυτή τη φορά, αντίπαλός της ήταν ένα μεγάλο, άγριο τσακάλι, σίγουρα υποσιτισμένο για μέρες ολόκληρες. Τα μάτια του γυάλιζαν λυσσασμένα· τα δόντια του κροτάλιζαν. Του είχαν φορέσει ένα σιδερένιο κράνος με μακρύ καρφί, σαν κέρατο μυθικού τέρατος, στο μέτωπο.
Μετά από μια έντονη αλλά σύντομη αναμέτρηση, η Ανταρλίδα κατόρθωσε να νικήσει το θηρίο και να το σκίσει από τον λαιμό ώς την κοιλιά, χύνοντας τα εντόσθιά του στο χώμα της Αρένας.
Το πλήθος ζητωκραύγαζε.
Άσπρη Γυναίκα! Άσπρη Γυναίκα! Άσπρη Γυναίκα! Η φωνή του ήταν σαν κεραυνός, ερχόμενη από τους ουρανούς. ΑΣΠΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ! ΑΣΠΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ!
Η Ανταρλίδα ήταν εξουθενωμένη όταν την επέστρεψαν στο δωμάτιό της μέσα στον Οίκο της Γνώσης. Πλύθηκε, για να διώξει τον ιδρώτα και το αίμα από πάνω της, και κοιμήθηκε βαθιά.
*
Μια έφιππη περιπολία ήρθε να τους συναντήσει το πρωί, μόλις σηκώθηκαν και είχαν αρχίσει να διαλύουν τον πρόχειρο καταυλισμό τους. Οι ιππείς ήταν μια ντουζίνα και όλοι τους, φανερά, πολεμιστές του Ώσρανοκ. Μάλλον οι χωρικοί, βλέποντας τις φωτιές μέσα στη νύχτα, τους είχαν ειδοποιήσει· ή ίσως οι ίδιοι να είχαν δει τους αγνώστους και να είχαν έρθει.
«Ποιοι είστε;» φώναξε ο αρχηγός των καβαλάρηδων, χωρίς εκείνος και οι μαχητές του να πλησιάσουν πολύ. Είχαν τραβήξει τα ξίφη τους, έτοιμοι να πολεμήσουν αν χρειαζόταν.
«Δεν είμαστε εχθροί,» αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ. «Μας καταδίωκαν οι Ιεράρχες, και καταλήξαμε εδώ. Ονομάζομαι Χάλρεοκ, και είμαι ο Πρώτος Υπασπιστής του Δεξιού Χεριού του Θρόνου στο Βασίλειο Τάρσαζ.»
«Μπορείς να το αποδείξεις;»
«Φυσικά και μπορώ.»
«Και ποιοι είναι όλοι αυτοί μαζί σου;» Ο αρχηγός των καβαλάρηδων τούς έδειξε με μια κίνηση του ξίφους του.
«Αυτοί είναι δούλοι που πήραμε από μια φρεγάτα της Κοινωνίας· δύο ανάμεσά τους, μάλιστα, ήταν δικοί σας στρατιώτες προτού τους αιχμαλωτίσουν. Αυτοί είναι πολεμιστές μου και πολεμιστές Ταργκάφλι, από τα ανατολικά του Βασιλείου Τάρσαζ. Αυτός είναι ο Τάμπριελ ο Προφήτης, για τον οποίο μάλλον θα έχετε ακούσει κι εδώ. Κι αυτοί…» Κοίταξε τους επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου με κάποιο δισταγμό. «Αυτοί είναι ναυαγοί. Τους βρήκαμε στο δρόμο μας. Ο Προφήτης τούς αναγνώρισε.»
«Και τι θέλετε τώρα;» ρώτησε ο αρχηγός της περιπολίας.
«Πηγαίνουμε στη Νίρμαχ για να ζητήσουμε καταφύγιο. Και μήπως, παρεμπιπτόντως, σας βρίσκονται τίποτα τρόφιμα; Δεν έχουμε τι να φάμε.»
«Μπορείτε να συνεχίσετε το ταξίδι σας. Αλλά να έχετε υπόψη σας ότι θα σας παρακολουθούμε. Και, το συντομότερο δυνατό, θα σας προμηθεύσουμε με κάποια τρόφιμα.»
«Ευχαριστούμε,» είπε ο Χάλρεοκ.
«Ο Λιρμάντος μαζί σας,» αποκρίθηκε ο αρχηγός των καβαλάρηδων, και παίρνοντας τους πολεμιστές του έφυγε, καλπάζοντας.
Ο Καλέφραζ είχε πει στον Τάμπριελ ότι Λιρμάντος ονομαζόταν ένας θεός τον οποίο λάτρευαν στο Βασίλειο Ώσρανοκ και, παλιότερα, στην τώρα Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας. Κάποιοι, επίσης, τον λάτρευαν και στη Γη της Φέδλωχ, αλλά ήταν σαφώς λιγότεροι. Ο Λιρμάντος ήταν θεός της δύναμης και του πολέμου.
Ο Χάλρεοκ στράφηκε στους συντρόφους του. «Έτοιμοι να ξεκινήσουμε;» ρώτησε.
«Έτσι φαίνεται,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
«Είμαστε πολλοί,» είπε ο Χάλρεοκ, «και ίσως να τραβήξουμε την προσοχή κι άλλων περιπόλων. Αφήστε εμένα να μιλήσω όλες τις φορές που θα μας σταματήσουν.»
Ο Γκαλένραμωθ μούγκρισε στον Τάμπριελ ότι πεινούσε, πεινούσε, πεινούσε! ΠΕΙΝΟΥΣΕ! Εκείνος τον αγνόησε καθώς εγκατέλειπαν το μέρος όπου είχαν κατασκηνώσει και βάδιζαν προς τα χωριά και τα χωράφια που έβλεπαν αντίκρυ τους.
Ο θεός ήταν πολύ ενοχλητικός, ακόμα και τη νύχτα. Δεν άφηνε τον Τάμπριελ να ησυχάσει στον ύπνο του, κι εκείνος αναρωτιόταν ώς πότε θα μπορούσε να τον κρατά φυλακισμένο. Το πνεύμα του ήταν πολύ άγριο. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να σπάσει το ημιδιαφανές πετράδι στο κέντρο του περιδέραιού του και να τον διώξει. Και πού θα πήγαινε τότε ο Γκαλένραμωθ; Δεν ήταν πλέον δεμένος στο δέντρο στις ζούγκλες της Φέδλωχ, δεν ήταν πλέον προστάτης εκείνης της όψης του Φράγματος των Αρχαίων, και δεν μπορούσε να ξαναγίνει τέτοιος. Τι θα κάνει όταν τον ελευθερώσω; Πού θα πάει να προκαλέσει προβλήματα; Το μόνο θετικό ήταν πως δεν θα είχε πια την παλιά του δύναμη, όπως και η Βιβεϊρλώταθ δεν είχε την παλιά της δύναμη όταν είχε αποκοπεί από το Φράγμα. Εξακολουθούσε, όμως, να είναι πολύ ισχυρή…
Αντί να τον ελευθερώσει, τι εναλλακτικές λύσεις υπήρχαν; Μονάχα μία: να κρύψει, ή να θάψει κάπου, το περιδέραιο με το πνεύμα του Γκαλένραμωθ. Αλλά αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο όσο φαινόταν. Ένας Δεσμοφύλακας, όταν προετοίμαζε ένα αντικείμενο και φυλάκιζε κάποια οντότητα μέσα του, άφηνε ένα μέρος της πνευματικής του δύναμης εκεί: ένα κομμάτι της ψυχής του, θα μπορούσε κανείς να πει. Επομένως, αν εγκατέλειπε το αντικείμενο σε κάποιο κρυφό μέρος, θα ήταν σαν να εγκαταλείπει κι αυτό το κομμάτι της πνευματικής του δύναμης. Πράγμα που θα είχε άσχημες συνέπειες για εκείνον. Θα διέθετε λιγότερη δύναμη για να αφιερώσει σε αντικείμενα που πιθανώς να προετοίμαζε μελλοντικά. Αυτός ήταν και ο λόγος που σπάνια οι Δεσμοφύλακες είχαν υπό την κυριαρχία τους παραπάνω από έναν θεό ή δαίμονα· χρειαζόταν απίστευτα μεγάλη ποσότητα ψυχικής ενέργειας. Έτσι, συνήθως, ελευθέρωναν την οντότητα που είχαν φυλακισμένη αν ήθελαν να δεσμεύσουν κάποια άλλη. Ή δέσμευαν κάποια άλλη όταν η οντότητα που μέχρι τότε είχαν υπό την κυριαρχία τους πέθαινε.
Ο Γκαλένραμωθ, όμως, δεν ήταν μια συνηθισμένη περίπτωση πνευματικής οντότητας. Ο Τάμπριελ δεν μπορούσε να τον ξαμολήσει οπουδήποτε. Θα προκαλούσε τρομερές καταστροφές· ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε – και δεν πίστευε ότι έκανε λάθος.
*
Διέσχισαν δρόμους πλάι σε αγρούς, χαμηλούς λόφους, δασώδεις εκτάσεις, και χωριά· και όταν σουρούπωνε ατένισαν τα τείχη μιας πόλης πλάι σ’έναν μεγάλο ποταμό, η οποία δεν μπορεί παρά να ήταν η Νίρμαχ.
Ο αρχηγός της περιπολίας που είχαν συναντήσει το πρωί αποδείχτηκε αξιόπιστος: όπως είχε υποσχεθεί, τους έφερε τρόφιμα κατά το μεσημέρι, μέσα σε σακιά, και νερό μέσα σε φλασκιά. Ο Χάλρεοκ τον ευχαρίστησε ξανά, κι εκείνος και οι ιππείς του έφυγαν αφού τους ευχήθηκαν να έχουν καλό ταξίδι. «Η Δούκισσα της Νίρμαχ είμαι βέβαιος πως θα σας φροντίσει,» τους είπε.
Έτσι, τώρα, καθώς πλησίαζαν την πόλη, ήταν όλοι τους χορτάτοι και κανένας δεν διψούσε. Το φαγητό δεν ήταν ό,τι καλύτερο – βασικά πράγματα: ψωμί, τυρί, λίγο καπνιστό κρέας, φρούτα – αλλά ήταν ικανοποιητικό για ανθρώπους που οδοιπορούσαν υπό άσχημες συνθήκες, όπως εκείνοι.
Στην πύλη, οι φρουροί τούς σταμάτησαν, και όχι χωρίς καλό λόγο. Ήταν τριάντα-εφτά άνθρωποι στο σύνολό τους, και η εικόνα που παρουσίαζαν πρέπει να ήταν, το λιγότερο, περίεργη. Άλλοι ντυμένοι έτσι, άλλοι ντυμένοι αλλιώς· άλλοι φανερά πολεμιστές, άλλοι φανερά δούλοι· άλλοι έχοντας φυσιολογικούς δερματικούς χρωματισμούς γι’αυτή τη διάσταση, άλλοι έχοντας δερματικούς χρωματισμούς που έμοιαζαν εξώκοσμοι – όπως η Βερόνικα που ήταν γαλανόδερμη, και κάποιοι ανάμεσα στους επιζώντες που ήταν χρυσόδερμοι ή είχαν δέρμα λευκό σαν της Ανταρλίδας, λευκό σαν το χιόνι.
Ο Χάλρεοκ δήλωσε ποιος ήταν, και είπε επίσης ποιος ήταν ο Τάμπριελ, γνωρίζοντας ότι η παρουσία του είχε, αναμφίβολα, μια κάποια βαρύτητα, αφού φήμες γι’αυτόν ήταν απλωμένες παντού, από τη μια άκρη του κόσμου ώς την άλλη.
Οι φρουροί της πύλης τούς άφησαν να περάσουν αλλά δεν τους άφησαν και να πάνε μακριά μέσα στην πόλη. Τους οδήγησαν σε μια μικρή πλατεία και τους περικύκλωσαν, λέγοντάς τους να περιμένουν διαταγή της Δούκισσας. Οι άνθρωποι της Νίρμαχ τούς κοίταζαν όλο περιέργεια από παράθυρα, πόρτες, και πλευρικούς δρόμους, γιατί οι φρουροί είχαν διώξει όλους όσους βρίσκονταν στην πλατεία.
Η Βερόνικα ρώτησε τον Τάμπριελ: «Τι γίνεται εδώ;»
Εκείνος τής εξήγησε.
Μετά από λίγη ώρα κι ενώ το βραδινό σκοτάδι είχε απλωθεί στην πόλη, ένας άντρας με μεγάλα καστανά μουστάκια – που πρέπει να ήταν διοικητής των φρουρών – είπε ότι η Δούκισσα δεχόταν να μιλήσει με τον Υπασπιστή Χάλρεοκ και τον Κόκκινο Προφήτη, οι οποίοι επιτρεπόταν να φέρουν μέχρι τρεις άλλους μαζί τους αν το επιθυμούσαν. Οι υπόλοιποι προς το παρόν θα έμεναν εδώ, στην πλατεία, υπό φρούρηση.
Ο Τάμπριελ και ο Χάλρεοκ πήραν μαζί τους τον Καλέφραζ, τη Χιρκόμο, και τη Βερόνικα και ακολούθησαν τον διοικητή και πέντε ακόμα στρατιώτες μέσα στις πλατιές, καλοφωτισμένες οδούς της Νίρμαχ. Από τα μέρη που περνούσαν υπήρχε κίνηση, αλλά οι φρουροί γρήγορα άνοιγαν δρόμο. Ο Τάμπριελ είδε πανδοχεία και εστιατόρια με όμορφες πέργκολες· μαγαζιά που πουλούσαν κοσμήματα, λίθους, φορέματα, μανδύες, και μάσκες· οικήματα που δεν μπορεί παρά να ήταν καζίνο, αν έκρινε κανείς απ’ό,τι φαινόταν μέσα από τα παράθυρά τους· πορνεία με καλλιτεχνικά ερωτικά λαξεύματα πάνω και γύρω από τις εισόδους τους, κοντά στις οποίες στέκονταν φανταχτερά ντυμένες πόρνες· θαυματοποιούς μες στη μέση μεγάλων δρόμων, και τζογαδόρους στις γωνίες, που μάλλον δεν ήταν απόλυτα νόμιμοι αλλά ούτε κι απόλυτα παράνομοι, κι επομένως η Φρουρά τούς ανεχόταν. Τραγούδια, μελωδίες, γέλια, και φωνές αντηχούσαν από παντού, και γαργαλιστικές οσμές έρχονταν στα ρουθούνια, από φαγητά, ποτά, μπαχαρικά, αρωματικούς καπνούς, και αρώματα.
Η Νίρμαχ παρουσίαζε τον εαυτό της ως μια πόλη διασκεδάσεων και καλοπέρασης.
Παράξενο δεν ήταν αυτό, σ’ένα Βασίλειο που, σύμφωνα μ’ό,τι όλοι γνώριζαν, βρισκόταν σε πόλεμο;
Όχι και τόσο, σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Όχι απαραίτητα. Εξάλλου, ήταν στην καρδιά του Ώσρανοκ, μερικές δεκάδες χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας Κανμάραχ. Και οι άνθρωποι που περνάνε από δύσκολους καιρούς θέλουν πάντοτε κάτι για να ξεχάσουν τα βάσανά τους. Η Νίρμαχ, σίγουρα, πρόσφερε αυτό το κάτι: και σε μεγάλη αφθονία μάλιστα.
Το παλάτι της Δούκισσας δεν θα μπορούσε παρά να είναι το ίδιο φανταχτερό με την πόλη και ακόμα περισσότερο. Τα μονοπάτια του κήπου του φωτίζονταν από λάμπες που ανέδιδαν απαλό φως μέσα από γαλανά, μοβ, και πράσινα φίλτρα. Μια αχνή μουσική αντηχούσε, σαν να ερχόταν από τα ίδια τα δέντρα, από το ίδιο το σκοτάδι. Οι στρατιώτες δεν άφησαν τον Τάμπριελ και τους συντρόφους του να απολαύσουν την ατμόσφαιρα του κήπου· τους πήγαν προς το παλάτι, όπου φώτα έβγαιναν μέσα από μεγάλες τζαμαρίες και μικρά παράθυρα, και φωνές ακούγονταν, καθώς και τραγούδια, διαφορετικά από τη μελωδία στον κήπο. Θα νόμιζε κανείς ότι γλέντι γινόταν εκεί μέσα, ότι ήταν κάποια γιορτή. Και μπορεί να ήταν, άλλωστε. Ωστόσο ο Τάμπριελ δεν ήταν και τόσο βέβαιος γι’αυτό.
Οι στρατιώτες τούς οδήγησαν σ’έναν στολισμένο διάδρομο και, έπειτα, σε μια αίθουσα που ήταν άδεια αν εξαιρούσε κανείς κάποιους σιωπηλούς φρουρούς οι οποίοι στέκονταν στην περιφέρειά της, μισοκρυμμένοι στις σκιές, σαν να προσπαθούσαν να εξαφανιστούν για να μη χαλάνε με την παρουσία τους τη διακόσμηση του χώρου.
«Η Δούκισσα θα έρθει αμέσως,» είπε ο διοικητής, και βγήκε από την αίθουσα.
Όταν επέστρεψε, ανακοίνωσε με δυνατή και επίσημη φωνή: «Η Αυτή Υψηλότητα, Δούκισσα κέρκα-Χάρθον Ασσάρδια!»
Μαζί του ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα με λευκό δέρμα και μακριά, μαύρα μαλλιά δεμένα μ’ένα αργυρό δίχτυ που γυάλιζε έχοντας επάνω του διάφορους μικροσκοπικούς λίθους. Φορούσε ένα μακρύ, πράσινο φόρεμα με σκανδαλώδη σχισίματα στους μηρούς και άσπρα, περίτεχνα κεντημένα κορδόνια στον κορμό, κάτω από το στήθος και ώς τη μέση. Έξωμο και χωρίς μανίκια. Τα χέρια της Δούκισσας έντυναν δύο μακριά, μαύρα γάντια, πάνω από τα οποία δαχτυλίδια και βραχιόλια ήταν περασμένα. Το πρόσωπό της ήταν έντονα βαμμένο, ειδικά γύρω από τα μάτια, αλλά η βαφή φαινόταν να έχει ήδη χαλάσει. Η Δούκισσα πρέπει να διασκέδαζε μαζί με τους καλεσμένους της όταν της είπαν για τον ερχομό του Χάλρεοκ και του Τάμπριελ.
Ο Υπασπιστής από το Τάρσαζ έκανε μια υπόκλιση προς το μέρος της, και οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν.
Ο Τάμπριελ θυμήθηκε αυτά που του είχε πει ο Καλέφραζ για τα ονόματα των ευγενών στο Ώσρανοκ. Πρώτα λεγόταν το όνομα του Οίκου τους και μετά το δικό τους όνομα· και, στην περίπτωση των γυναικών, πριν από το όνομα του Οίκου έμπαινε το πρόθεμα κέρκα-, ενώ στην περίπτωση των αντρών, το πρόθεμα κίρμο-.
Η Δούκισσα στάθηκε αντίκρυ τους και τους ατένισε, με τα χέρια της πλεγμένα μπροστά από τη λεπτή, αλυσιδωτή ζώνη της. Για μια στιγμή, ήταν σιωπηλή και παρατηρητική. Ύστερα, χαμογελώντας, είπε: «Σας καλωσορίζω στο παλάτι μου. Παρακαλώ, καθίστε.»
Κάθισαν στις καρέκλες ενός τραπεζιού, και η Ασσάρδια κάθισε στην κορυφή του. Χτύπησε τα χέρια της κι αμέσως υπηρέτες ήρθαν φέρνοντάς τους ποτά και γλυκίσματα. Έπειτα αποσύρθηκαν, γρήγορα κι αθόρυβα.
«Εσείς πρέπει να είστε ο ‘Κόκκινος Προφήτης’, όπως σας αποκαλούν,» είπε η Ασσάρδια κοιτάζοντας τον Τάμπριελ. «Ο Προφήτης της Παμράνεχ. Πώς βρεθήκατε εδώ; Η Βασίλισσα σάς έστειλε, μαζί με τον Υπασπιστή της;»
«Δυστυχώς όχι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Ουσιαστικά, καταλήξαμε εδώ προσπαθώντας να αποφύγουμε τους πολεμιστές των Ιεραρχών.»
«Πολεμιστές των Ιεραρχών τόσο κοντά στην καρδιά του Βασιλείου μας;» απόρησε η Ασσάρδια.
«Επιτρέψτε μου να σας πω πώς έχουν τα πράγματα από την αρχή, Δούκισσά μου…»
Η Ασσάρδια ένευσε καταφατικά, και ήπιε μια γουλιά από το κρασί στο κρυστάλλινο ποτήρι της.
Ο Τάμπριελ τής είπε για την αποστολή τους στη Γη της Φέδλωχ (ότι έψαχναν ένα μυστηριώδες δέντρο εκεί το οποίο σχετιζόταν με το Ρήγμα, τίποτα περισσότερο), για την προδοσία στη Σότραθ, για την καταδίωξη από τις φρεγάτες της Κοινωνίας, για τη συνάντηση με τους επιζώντες από την πτώση του αεροπλάνου («το οποίο, Δούκισσά μου, είναι μια μηχανή που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος για να πετάξει, και το οποίο ήρθε από το Ρήγμα όπως εγώ»), και για το ταξίδι τους μέχρι εδώ.
Η Ασσάρδια άκουγε χωρίς να διακόπτει ενώ έτρωγε ένα από τα γλυκίσματα. «Θα σας φιλοξενήσω για μια νύχτα, αν το επιθυμείτε,» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Ή και για περισσότερες. Δεν ξέρω ακόμα τι ακριβώς θέλετε, πάντως είμαστε, ως έθνος, υποχρεωμένοι στη Βασίλισσα του Τάρσαζ για τους πολεμιστές που μας έστειλε. Τα καινούργια όπλα της – πυροβόλα όπλα, δεν τα λέτε; – έχουν αποδειχτεί πολύ αποτελεσματικά. Το δυστυχές είναι ότι έχω ακούσει πως κι οι Ιεράρχες έχουν τώρα τέτοια όπλα. Ποιος τους έμαθε πώς να τα φτιάχνουν; Η Παμράνεχ τα έμαθε από την Άσπρη Γυναίκα που σας συνοδεύει, Προφήτη, έτσι δεν είναι; Και γιατί δεν βρίσκεται τώρα μαζί σας η Άσπρη Γυναίκα;»
«Η Ανταρλίδα ήταν στο Τάρσαζ, την τελευταία φορά που την είδα,» απάντησε ο Τάμπριελ. «Οι Ιεράρχες, όμως, μου είπαν ότι την έχουν αιχμαλωτίσει–»
«Εκείνη, δηλαδή, τους έδειξε πώς να φτιάχνουν τα όπλα;»
«Όχι. Η αιχμαλωσία της είναι πρόσφατη υπόθεση, Δούκισσά μου.»
Η Ασσάρδια τον ατένισε σκεπτικά. «Και είναι αλήθεια ότι μπορείτε να δείτε τα μελλούμενα;»
«Ναι, αν και δεν θα πρέπει να νομίσετε ότι είμαι παντογνώστης…»
«Μπορείτε να δείτε πράγματα και για το Ώσρανοκ, αν σας το ζητήσω; Μπορείτε να δείτε αν θα νικήσουμε τον πόλεμο με την Κοινωνία; Μας έχουν δυσκολέψει πολύ οι Ιεράρχες, αυτό είναι μια άσχημη αλήθεια, και φοβόμαστε ότι έχουν ακραίες επεκτατικές βλέψεις.»
Μιλούσε πολύ η Δούκισσα Ασσάρδια, παρατήρησε ο Τάμπριελ, και έλεγε πολλά μαζί. Δεν θα μπορούσε, όμως, να τη χαρακτηρίσει φλύαρη, ούτε ελαφρόμυαλη. Τουναντίον, του έδινε την εντύπωση ότι ένας πολύ υπολογιστικός νους κρυβόταν μέσα στο κεφάλι της.
«Δεν ξέρω αν θα νικήσετε τον πόλεμο, Δούκισσά μου,» της αποκρίθηκε. «Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, σας έχω δει σε κάποιες από τις εικόνες που έρχονται στο μυαλό μου.»
«Εμένα; Εμένα, συγκεκριμένα;»
«Ναι. Δεν είστε βέβαια το μόνο πρόσωπο που έχω δει,» διευκρίνισε.
Η Ασσάρδια δεν φάνηκε ενοχλημένη ούτε από το γεγονός ότι την είχε δει ούτε από το γεγονός ότι δεν ήταν το μοναδικό πρόσωπο που είχε δει. Χαμογέλασε. «Θα σας φιλοξενήσω στο παλάτι μου,» δήλωσε. «Όλους σας. Για όσο επιθυμείτε.»
«Μας υποχρεώνετε, Υψηλοτάτη,» είπε ο Χάλρεοκ.
Ο Τάμπριελ, όμως, νόμιζε ότι η Δούκισσα δεν ενεργούσε από αλτρουισμό, ούτε μόνο από ευγένεια προς τη Βασίλισσα Παμράνεχ. Κάτι θέλει από εμένα…
Το χαρτί μπαλαντέρ. Ο αστάθμητος παράγων. Το πιόνι που μπορεί να κινηθεί οπουδήποτε πάνω στον πίνακα του παιχνιδιού. Ο άρχοντας που δεν υπηρετεί κανέναν βασιληά αλλά κάνει συμφωνίες με όλους. Ο ιερέας που δεν αφιερώνεται ποτέ σε μία και μόνο θρησκεία. Ο σοφός που πολλοί αποζητούν τις γνώσεις του.
Αυτός ήταν ο Μεγάλος Προφήτης. Και είχε έρθει για ν’αλλάξει τον κόσμο μας για πάντα. Όταν οι άλλοι κοιμόνταν τον ύπνο της άγνοιας, εκείνος αγρυπνούσε. Όταν οι άλλοι έβλεπαν το σύμπαν σταθερό, εκείνος το έβλεπε μεταβλητό. Όταν οι άλλοι έβλεπαν ένα μέλλον, εκείνος έβλεπε πολλά μέλλοντα.
Και οι περιστάσεις ευνοούν τέτοιους ξεχωριστούς ανθρώπους.
*
* * *
*
Το δωμάτιο που του παραχώρησε η Δούκισσα ήταν μεγάλο, ευρύχωρο, μ’ένα φαρδύ κρεβάτι στο κέντρο, στρωμένο με μαλακό πάπλωμα και φουσκωτά μαξιλάρια. Σ’έναν απ’τους τοίχους υπήρχε μια ταπετσαρία με σκηνή κυνηγιού. Σε δύο αντικριστές γωνίες του δωματίου ορθώνονταν δύο ψηλές λάμπες, αναμμένες. Σε μια άλλη γωνία ήταν ένα τζάκι, αναμμένο κι αυτό. Μια πλευρική πόρτα οδηγούσε σ’ένα λουτρό με ζεστό, μυρωδάτο νερό.
Η Δούκισσα της Νίρμαχ, σίγουρα, φερόταν καλά στους φιλοξενούμενούς της.
Ο Τάμπριελ έβγαλε τα ταλαιπωρημένα από τα ταξίδια ρούχα του, και έβγαλε επίσης και το περιδέραιο απ’τον λαιμό του. Αυτό, βέβαια, δεν τερμάτιζε τη νοητική επαφή του με τον Γκαλένραμωθ – όχι όταν ο δαιμονικός θεός βρισκόταν τόσο κοντά – αλλά τον έκανε να αισθάνεται καλύτερα, σαν ένας βαρύς μανδύας να είχε φύγει από πάνω του.
Πήγε στο λουτρό και πλύθηκε, ενώ αναλογιζόταν τις εικόνες που είχε «δει» με τη Δούκισσα κέρκα-Χάρθον Ασσάρδια. Θα μιλήσουμε οι δυο μας, σκέφτηκε· αυτό είναι βέβαιο. Και ίσως να παρουσιαστεί κι ένας άλλος άντρας… Ο Τάμπριελ δεν τον αναγνώριζε αλλά, μάλλον, η Δούκισσα τον ήξερε: φαινόταν από τη στάση της κοντά του.
Όταν βγήκε από το λουτρό και είχε ξαπλώσει, καπνίζοντας την πίπα του, κάποιος χτύπησε την πόρτα του δωματίου.
«Ποιος είναι;»
«Θα μπορούσα να περάσω, Μεγάλε Προφήτη;» Μια γυναικεία φωνή. Άγνωστη. Και ο τρόπος που έλεγε Μεγάλε Προφήτη ήταν σχεδόν κωμικός, όχι επειδή έμοιαζε να ειρωνεύεται τον Τάμπριελ αλλά επειδή έμοιαζε να μιλά τόσο πολύ σοβαρά – με δέος, ίσως.
Ο Τάμπριελ σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και, ρίχνοντας ένα πουκάμισο επάνω του – παντελόνι φορούσε ήδη – πλησίασε την πόρτα και την άνοιξε, για να δει μια κοπέλα ντυμένη με τη στολή του υπηρετικού προσωπικού του παλατιού. Από το βάθος των διαδρόμων, ακουγόταν θόρυβος από τη συγκέντρωση της Δούκισσας, αλλά όχι πολύ δυνατά.
«Τι συμβαίνει;»
Η κοπέλα έκανε μια γρήγορη υπόκλιση. «Με συγχωρείτε, Μεγάλε Προφήτη, που σας ενοχλώ.» Ήταν μαυρόδερμη, με γαλανά μαλλιά δεμένα κότσο, και λιγάκι παχουλή. «Η Δούκισσα κέρκα-Χάρθον μού ζήτησε να σας προσκαλέσω να τη συναντήσετε, μόνος σας, χωρίς κανέναν άλλο. Θέλει να μιλήσετε ιδιαιτέρως.»
Τίποτα το μη αναμενόμενο. «Εντάξει,» ένευσε ο Τάμπριελ. «Δος μου μια στιγμή να ετοιμαστώ.»
«Μάλιστα, Μεγάλε Προφήτη.»
«Και μη με λες ‘Μεγάλε Προφήτη’.»
Τα μάτια της γούρλωσαν. «Με συγχωρείτε! Πώς να σας λέω; ‘Κύριε’;»
«Ναι, ‘κύριε’ είναι καλά.»
Ο Τάμπριελ έκλεισε την πόρτα, ενώ η υπηρέτρια περίμενε απέξω. Όταν άνοιξε πάλι ήταν έτοιμος, ντυμένος με καινούργια ρούχα, τα οποία ήταν κι αυτά ταξιδιωτικά, αφού δεν είχε καλύτερα μαζί του, στο σάκο του. Δεν σκόπευε να επισκεφτεί ευγενείς φεύγοντας από το Τάρσαζ και πλέοντας στη Γη της Φέδλωχ. Και δεν ήθελε τώρα να χρησιμοποιήσει τα ρούχα που υπήρχαν στη μικρή ντουλάπα του δωματίου του· δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση στη Δούκισσα ότι ήταν έτοιμος να… φορέσει τα ρούχα των Ωσράνιων, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ακολουθώντας τη μελανόδερμη υπηρέτρια, έφτασε σ’ένα μικρό σαλόνι που το μεγάλο του παράθυρο κοίταζε τον κήπο του παλατιού, από κάτω. Ήταν, ασφαλώς, όμορφα στολισμένο, όπως κι όλα τα δωμάτια εδώ, και ένα άρωμα λεμονιού πλανιόταν στον αέρα. Η Δούκισσα κέρκα-Χάρθον Ασσάρδια τον περίμενε όρθια, κρατώντας ένα κρυστάλλινο ποτήρι με κάποιο διαφανές ποτό στα χέρια της. Το βάψιμο του προσώπου της δεν ήταν τόσο έντονο τώρα, και δεν φορούσε ασημένιο δίχτυ στα μαλλιά της. Το φόρεμά της ήταν μαύρο και πιο απλό από πριν.
Η υπηρέτρια υποκλίθηκε εμπρός της και αποχώρησε έπειτα από ένα ταχύ νεύμα του χεριού της Δούκισσας.
«Προφήτη, καθίστε,» είπε η Ασσάρδια ευγενικά.
«Θα το προτιμούσα αν με λέγατε απλά ‘Τάμπριελ’, Δούκισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος καθίζοντας σε μια πολυθρόνα.
Η Ασσάρδια τού έδωσε ένα ποτήρι με ποτό παρόμοιο με το δικό της, και κάθισε αντίκρυ του. «Όπως επιθυμείτε. Ελπίζω να μη σας κάλεσα ακατάλληλη ώρα…»
«Καθόλου. Δεν είχα κοιμηθεί ακόμα. Κι εξάλλου, βρίσκομαι στο παλάτι σας, υποχρεωμένος από τη φιλοξενία σας.»
Τα λόγια του φάνηκε να την κολακεύουν, αν έκρινε σωστά από το λεπτό μειδίαμα στα βαμμένα χείλη της. Η Ασσάρδια ήπιε μια μικρή γουλιά απ’το ποτό της. «Θα ήμουν πολύ θρασεία αν σας έκανα μια ερώτηση σχετικά με τη Βασίλισσα Παμράνεχ;»
«Αναλόγως την ερώτηση. Δεν ασχολούμαι με τα ερωτικά της, πρέπει να σας προειδοποιήσω.»
Η Ασσάρδια γέλασε.
Ο Τάμπριελ απλά χαμογέλασε, κρίνοντας ότι θα ήταν αγενές να μην χαμογελάσει, ειδικά σ’ένα μέρος σαν ετούτο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συναναστρεφόταν ευγενείς παρόμοιους της Δούκισσας.
Η Ασσάρδια είπε: «Υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που σας… δένει στην υπηρεσία της Παμράνεχ;»
Ο Τάμπριελ δοκίμασε το ποτό του. Καυτερό στη γλώσσα, και γλυκό στον ουρανίσκο. «Όχι.»
«Θα εργαζόσασταν, δηλαδή, για όποιον σας συνέφερε περισσότερο;» Μια πολύ προσεχτική ερώτηση. Δεν ανέφερε ακόμα κανένα πρόσωπο… όπως τον εαυτό της.
«Δεν εργάζομαι για τη Βασίλισσα Παμράνεχ, Δούκισσά μου.»
«Προβλέπετε, όμως, το μέλλον για εκείνη, και της έχετε δείξει πώς να φτιάχνει τα πιο επικίνδυνα όπλα που υπάρχουν στον κόσμο μας…» τον προκάλεσε η Ασσάρδια.
«Αμοιβαία συμφέροντα, τίποτα περισσότερο.»
«Τι έχετε να κερδίσετε εσείς από την Παμράνεχ;» ρώτησε η Δούκισσα υψώνοντας λοξά ένα φρύδι της.
«Μας αφήνει να μένουμε στο παλάτι της. Μας υποστηρίζει. Να, για παράδειγμα, έχω τον Χάλρεοκ μαζί μου τώρα, και τους πολεμιστές του. Μην ξεχνάτε, Δούκισσά μου, ότι εγώ κι η Ανταρλίδα βρισκόμαστε σ’έναν κόσμο ξένο για εμάς. Καταλήξαμε εδώ όπως δύο ναυαγοί που καταλήγουν σ’ένα τελείως άγνωστο νησί.»
«Θα μου πείτε για τον κόσμο απ’τον οποίο έρχεστε, Προφήτη;» Η Ασσάρδια ακούμπησε την πλάτη της, αναπαυτικά, στην πολυθρόνα.
«Πολύ ευχαρίστως,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, και της μίλησε για το Γνωστό Σύμπαν ενώ εκείνη έπινε το ποτό της.
«Ήσασταν λοιπόν Πρίγκιπας,» τον διέκοψε η Ασσάρδια σε κάποια στιγμή. «Πολύ σημαντικό πρόσωπο. Δεν το γνώριζα, Υψηλότατε.»
«Δεν είμαι Πρίγκιπας πλέον, επομένως δεν χρειάζεται να με λέτε ‘Υψηλότατε’.»
Σε κάποια άλλη στιγμή, η Δούκισσα τον διέκοψε και πάλι: «Το… αεροπλάνο, όπως το είπατε, που έπεσε εδώ ήταν από το Γνωστό Σύμπαν, έτσι; Υπάρχουν δηλαδή κι άλλα, πολλά αεροπλάνα εκεί, σωστά;» Ο Τάμπριελ κατένευσε, πίνοντας. «Μπορούμε να φτιάξουμε αεροπλάνα κι εδώ;»
«Φοβάμαι ότι δεν είναι τόσο εύκολο, Δούκισσά μου.»
«Θα σας προμηθεύσω με ό,τι χρειάζεστε,» προθυμοποιήθηκε εκείνη.
«Δεν είναι αυτό το πρόβλημα…»
«Τα πυροβόλα όπλα, όμως, μπορέσατε να δείξετε στην Παμράνεχ πώς κατασκευάζονται.»
«Υπάρχουν τεράστιες διαφορές ανάμεσα στα πυροβόλα όπλα και στα αεροπλάνα, Δούκισσά μου, σας διαβεβαιώνω. Δεν γνωρίζω πώς να κατασκευάσω αεροσκάφος, ούτε η Ανταρλίδα γνωρίζει.»
Η Ασσάρδια τον προέτρεψε να συνεχίσει να της μιλά για το Γνωστό Σύμπαν, κι εκείνος συνέχισε.
«Όλ’αυτά ακούγονται πολύ συναρπαστικά,» είπε η Δούκισσα (και φαινόταν να το εννοεί) όταν ο Τάμπριελ τελείωσε. «Μπορεί, όμως, το Ρήγμα που δημιουργήθηκε να βλάψει τον δικό μας κόσμο;»
«Δεν είμαι βέβαιος, αλλά σίγουρα είναι επικίνδυνο. Γι’αυτό κιόλας προσπαθώ να το διαλύσω…» Και της μίλησε για τα Φράγματα των Αρχαίων.
«Θα μας δείξετε πώς να φτιάχνουμε πυροβόλα όπλα;» τον ρώτησε μετά η Ασσάρδια, ευθέως τώρα. «Μπορώ να σας ανταμείψω πλουσιοπάροχα γι’αυτή τη γνώση, Προφήτη. Δεν θέλουμε να βασιζόμαστε στο Τάρσαζ για την προστασία του Βασιλείου μας· πιστεύω το καταλαβαίνετε αυτό. Πείτε μου τι σας απασχολεί τώρα, τι επιθυμείτε, και θα κάνω το παν για να σας το δώσω. Πείτε μου! Δεν έχει μόνο η Παμράνεχ να σας προσφέρει πράγματα. Είμαι αδελφή του Βασιληά, τέταρτο παιδί του πατέρα μας, οπότε δεν έχω και πολλές πιθανότητες να καθίσω στον Σμαραγδένιο Θρόνο, όμως η επιρροή μου είναι μεγάλη, δεν σας λέω ψέματα.»
Ο Τάμπριελ καθάρισε τον λαιμό του για να κερδίσει χρόνο. Ορισμένες φορές, η Δούκισσα μιλούσε τόσο γρήγορα και έλεγε τόσα πολλά που έπρεπε να οργανώσει τις σκέψεις του προτού της απαντήσει. «Εκείνο που επί του παρόντος με απασχολεί,» είπε τελικά, «είναι να πάρω την Ανταρλίδα από τα χέρια των Ιεραρχών. Και μετά, με απασχολεί, βέβαια, να βρω το τρίτο Φράγμα, που εικάζω ότι είναι στις Παγωμένες Εκτάσεις, μακριά από εδώ.»
«Γνωρίζω πού βρίσκονται οι Παγωμένες Εκτάσεις,» τον διαβεβαίωσε η Ασσάρδια. «Δεν υστερώ στη γεωγραφία καθόλου,» μειδίασε. «Μπορώ να σας βοηθήσω και στις δύο περιπτώσεις. Το να προκαλέσω πρόβλημα στους Ιεράρχες θα ήταν χαρά μου, ασφαλώς· και δεν είναι δύσκολο να επανδρωθεί μια αποστολή για τις Παγωμένες Εκτάσεις. Αρκεί να μου δείξετε πώς φτιάχνονται τα όπλα.»
«Θα πρέπει να μιλήσω με κάποιον αλχημιστή σας. Δεν γίνεται αμέσως. Και τα… συστατικά για τις εκρηκτικές ύλες… Η Ανταρλίδα συνάντησε κάποια προβλήματα όσο εργαζόταν με τον Βασιλικό Αλχημιστή της Παμράνεχ. Τώρα, όμως, πρέπει να γνωρίζει τις σωστές αναλογίες. Εκείνη μπορεί να σας δείξει πώς να κατασκευάσετε πυροβόλα όπλα πολύ καλύτερα απ’ό,τι μπορώ εγώ, Δούκισσά μου. Νομίζω, επομένως, ότι θα έπρεπε πρώτα να την πάρουμε από τα χέρια των Ιεραρχών.»
«Είστε διπλωμάτης,» παρατήρησε η Ασσάρδια.
«Δεν σας λέω ψέματα. Πράγματι έτσι έχει η κατάσταση: η Ανταρλίδα ξέρει ακριβώς πώς να φτιάξει τα όπλα, εγώ δεν ξέρω.»
Η Ασσάρδια φάνηκε σκεπτική. Μετά ρώτησε: «Τι έχετε δει για το Ώσρανοκ στα οράματά σας;»
«Τα οράματά μου είναι, συνήθως, μπερδεμένα. Βασικά, είναι σκόρπιες εικόνες. Πάρα πολλές, και δεν γίνονται όλες πραγματικότητα. Βλέπω και πράγματα από πιθανά μέλλοντα, όπως και παρόντα και παρελθόντα.»
«Πιθανά μέλλοντα;»
«Πιστεύετε ότι το μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο;»
«Για να είμαι ειλικρινής, δηλώνω άγνοια περί του θέματος,» είπε η Ασσάρδια. «Δεν είμαι ιέρεια, ούτε φιλόσοφος. Ούτε, για όνομα των θεών, μάγισσα.»
Ο Τάμπριελ συμπέρανε απ’αυτό ότι οι Ωσράνιοι δεν είχαν καλύτερη άποψη από τους Ταρσάζιους για τους μάγους του κόσμου τους. Τους θεωρούσαν περίεργους· ίσως και επικίνδυνους.
«Όπως και νάχει,» συνέχισε η Ασσάρδια, «έχετε ‘δει’ τίποτα για το Ώσρανοκ; Έχετε δει να συμβαίνουν… αλλαγές;»
«Σε τι αλλαγές αναφέρεστε; Στον πόλεμο με την Κοινωνία;»
«Όχι μόνο. Ο πόλεμος πηγαίνει άσχημα, το ξέρω…»
«Μα, είπατε ότι ο στρατός που σας έστειλε η Παμράνεχ σάς βοήθησε, Δούκισσά μου…»
«Μας βοήθησε, ασφαλώς. Αλλά, πρώτον, σας θυμίζω ότι δεν είναι όλοι οι μαχητές που μας έστειλε οπλισμένοι με πυροβόλα και, δεύτερον, διακόσιοι μαχητές, ακόμα και οπλισμένοι με πυροβόλα, δεν είναι αρκετοί για να αντιστρέψουν την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Νομίζετε ότι είναι τυχαίο που αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε στρατιωτική αρωγή από το Τάρσαζ, Προφήτη;»
«Να με λέτε Τάμπριελ, παρακαλώ,» επανέλαβε εκείνος γιατί η Δούκισσα φαινόταν να το έχει ξεχάσει. «Και, όχι, δεν το νομίζω τυχαίο· αλλά δεν ξέρω και την εσωτερική πολιτική κατάσταση του Ώσρανοκ…»
«Τάμπριελ,» είπε η Ασσάρδια σα να προσπαθούσε να το συνηθίσει. «Να μιλάμε στον ενικό;»
«Ασφαλώς.»
«Το Ώσρανοκ έχει πρόβλημα. Και το πρόβλημά του δεν είναι η Κοινωνία. Όλα τα πραγματικά προβλήματα ξεκινούν από μέσα – και στους ανθρώπους και στις πόλεις και στα βασίλεια. Το Ώσρανοκ δεν βρίσκεται σε… σταθερά χέρια.»
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε παραξενεμένος. «Αναφέρεστε στον αδελφό σας, τον Βασιληά Κάζιριμ;»
«Ναι,» είπε η Ασσάρδια σμίγοντας τα χείλη, «σ’αυτόν. Έχει αφήσει τα πάντα να χαλαρώσουν, σε σημείο που πλέον τίποτα δεν λειτουργεί σωστά. Κάνει, συνεχώς, χάρες στον έναν ευγενή και στον άλλο, στον έναν έμπορο και στον άλλο, στον έναν στρατιωτικό και στον άλλο – ακόμα και σε ιερείς και λαϊκούς! Ο Νόμος δεν λειτουργεί. Η κλεψιά που συμβαίνει είναι κάτι το εξωφρενικό. Και μη νομίζετε πως τούτα δεν είναι γνωστά και έξω από το Ώσρανοκ· οι Ιεράρχες τα γνωρίζουν, κι έτσι επιτέθηκαν σ’εμάς πρώτα και όχι στο Τάρσαζ – γιατί μην αμφιβάλλετε ότι θα επιτεθούν και στο Τάρσαζ αργά ή γρήγορα.»
«Το ξέρω πως θα επιτεθούν, Ασσάρδια.»
«Το έχεις ‘δει’;»
Ο Τάμπριελ ένευσε.
«Και στο Ώσρανοκ; Τι θα γίνει στο Ώσρανοκ; Πες μου – έχεις δει την πολιτική μας κατάσταση να αλλάζει;»
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε, προσπαθώντας να θυμηθεί, να φέρει τις διάφορες εικόνες ξανά στο νου του.
«Θα συνεχίσει ο αδελφός μου να κάθεται στον Σμαραγδένιο Θρόνο;»
Ο Τάμπριελ κούνησε το κεφάλι αβέβαια. «Στην πραγματικότητα δεν έχω δει ποτέ τον αδελφό σου, κι έτσι δεν μπορώ να τον αναγνωρίσω.»
Η Ασσάρδια σηκώθηκε αμέσως από την πολυθρόνα της. «Θα σ’τον δείξω. Έχω ένα σωρό πορτρέτα του. Έλα.»
Ο Τάμπριελ την ακολούθησε έξω από το μικρό σαλόνι, μέσα στους διαδρόμους του παλατιού, και σ’ένα δωμάτιο γεμάτο πίνακες διάφορων ανθρώπων που έμοιαζαν όλοι ευγενικής καταγωγής.
«Αυτός είναι,» είπε η Ασσάρδια σταματώντας μπροστά σ’έναν πίνακα. «Αυτός είναι, περίπου όπως είναι τώρα, με το μούσι και τα μαλλιά του μακριά. Πίσω του είναι ο Σμαραγδένιος Θρόνος, όπως βλέπεις.» Το κάθισμα ήταν, πράγματι, καμωμένο από σμαράγδι.
…Και ο Τάμπριελ θυμήθηκε.
Ναι, αυτό το κάθισμα. Ακριβώς αυτό. «Έχω δει τον θρόνο,» της είπε. «Αλλά δεν καθόταν μόνο ο αδελφός σου εκεί. Μια φορά καθόταν αυτός, και μια άλλη φορά, ένας άλλος άντρας…»
«Ποιος άλλος άντρας; Υπάρχει εδώ;» Έκανε μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό της, κοιτάζοντας τους πίνακες.
Ο Τάμπριελ τούς κοίταξε επίσης. «Ναι,» είπε μετά από λίγο. «Αυτός.» Τον πλησίασε. «Αυτός πρέπει να ήταν.»
Η Ασσάρδια έμεινε ακίνητη. Και αμίλητη.
Ο Τάμπριελ στράφηκε να την αντικρίσει. «Κάποιος εχθρός του Οίκου σας;»
Η Δούκισσα κούνησε το κεφάλι. «Όχι, όχι εχθρός. Ο ξάδελφός μου, ο Νάριντρικ. Έχει ήδη επιχειρήσει μία φορά να πάρει τον Σμαραγδένιο Θρόνο, αλλά ο Κάζιριμ τον έχει εμποδίσει, και τώρα είναι καταζητούμενος, κάπου κρυμμένος.»
Ο Τάμπριελ θυμήθηκε ξανά… μια άλλη εικόνα… Η Δούκισσα κέρκα-Χάρθον Ασσάρδια να στέκεται πλάι σ’έναν άντρα, μέσα σ’ένα όμορφα διακοσμημένο δωμάτιο· το χέρι της αγγίζει ελαφρά, χαριτωμένα, τον πήχη του.
«Κρύβεις τον ξάδελφό σου,» της είπε.
Τα μάτια της γούρλωσαν. «Πώς–;» Αλλά σταμάτησε τον εαυτό της. «Το έχεις ‘δει’ κι αυτό;»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Σ’έχω δει να στέκεσαι κοντά του, σ’ένα απ’τα δωμάτια αυτού του παλατιού μάλλον.»
Η Ασσάρδια τον ζύγωσε γρήγορα. «Δεν πρέπει να πεις τίποτα γι’αυτό! Σε κανέναν! Ο Νάριντρικ δεν είναι κακοποιός που τον κρύβω για να κερδίσω κάτι. Τον αγαπώ, και αγαπώ και το Ώσρανοκ: γι’αυτό τον κρύβω.»
«Μην ανησυχείς,» της είπε ο Τάμπριελ. «Δε θα σε προδώσω.»
Εκείνη εξακολούθησε να τον κοιτάζει καχύποπτα, αναποφάσιστα, σα ν’αναρωτιόταν αν όφειλε να τον σκοτώσει για να ξεφορτωθεί μια αχρείαστη απειλή. «Πες μου – θα πάρει τον θρόνο;»
«Δεν ξέρω,» απάντησε ο Τάμπριελ. «Είναι, πάντως, πιθανό. Τον έχω ‘δει’ να κάθεται στον Σμαραγδένιο Θρόνο.»
«Επομένως, οι προσπάθειές μας δεν είναι άσκοπες.»
«Είσαι σίγουρη, όμως, ότι θες να ρίξεις το Βασίλειό σου σε εμφύλιο πόλεμο όσο έχετε πόλεμο και με την Κοινωνία;»
«Δε θα γίνει πόλεμος,» είπε η Ασσάρδια. «Υπάρχουν πολλοί άρχοντες μέσα στο Ώσρανοκ που βλέπουν την κατάντια και θέλουν να βοηθήσουν τον Νάριντρικ. Θα φυλακίσουν τον Κάζιριμ και κανένας δεν θα τους εναντιωθεί, ακριβώς επειδή τώρα αντιμετωπίζουμε την Κοινωνία. Ο ανοιχτός πόλεμος μάς έχει αναγκάσει να συσπειρωθούμε περισσότερο από παλιά.»
«Οι Ιεράρχες μέχρι πού έχουν φτάσει, Ασσάρδια;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
Η Δούκισσα τού έκανε νόημα να την ακολουθήσει πάλι, κι εκείνος την ακολούθησε. Πήγαν σ’ένα γραφείο –μάλλον μέσα στα προσωπικά της διαμερίσματα, αν έκρινε σωστά ο Τάμπριελ από την όλη εμφάνιση του χώρου– και η Ασσάρδια άπλωσε έναν χάρτη ανάμεσά τους. Έναν πελώριο, καλλιτεχνικά ζωγραφισμένο χάρτη του Ώσρανοκ επάνω σε μαλακή περγαμηνή εξαιρετικής ποιότητας.
«Μέχρι εδώ έχουν φτάσει,» είπε η Δούκισσα δείχνοντας με τον δείκτη του δεξιού της χεριού. «Μέχρι τον ποταμό Αύσλην.»
«Τόσο πολύ;»
«Ναι. Καθώς μιλάμε πολιορκούν τη Νάρσοχ. Ο ποταμός, πιστεύω, είναι το μόνο πράγμα που τους έχει αποτρέψει ώς τώρα απ’το να την πορθήσουν.»
«Κι όλα τα εδάφη βόρεια της Νάρσοχ και του Αύσλην ανήκουν στην Κοινωνία τώρα; Ο στρατός σας έχει διωχτεί από εκεί;»
«Νομίζω πως υπάρχουν ακόμα κάποιοι πολεμιστές, αλλά έχουμε χάσει κάθε επαφή μαζί τους. Κι αυτοί δεν μπορούν από μόνοι τους να τα βάλουν με τη δύναμη της Κοινωνίας.»
«Ο ξάδελφός σου πότε σχεδιάζει να πάρει τον θρόνο;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Δεν έχει αποφασίσει ακόμα. Είναι μερικοί ευγενείς και στρατιωτικοί που διστάζουν να τον υποστηρίξουν, και σκέφτεται πώς να τους φέρει με το μέρος του. Εγώ, όμως, νομίζω πως έχω τώρα μια καλή ιδέα…» Πήρε το βλέμμα της από τον χάρτη και στράφηκε να τον κοιτάξει. «Αν, φυσικά, συμφωνήσεις…»
Ο Τάμπριελ κατάλαβε. «Αν ο Κόκκινος Προφήτης τούς πει ότι θα κατορθώσουν να πάρουν τον Σμαραγδένιο Θρόνο, κανένας τους δεν θα διστάσει.»
«Ναι,» είπε η Ασσάρδια. «Είμαι σίγουρη γι’αυτό.»
«Ορισμένοι μπορεί να με θεωρούν τσαρλατάνο,» την προειδοποίησε ο Τάμπριελ.
Η Ασσάρδια μειδίασε. «Ούτε εγώ ήμουν βέβαιη ότι ήσουν πραγματικός προφήτης. Αλλά μου το απέδειξες. Κι αφού εγώ πιστεύω στις προφητικές σου δυνάμεις, θα πιστέψουν κι οι άλλοι. Φτάνει να συμφωνήσεις, βέβαια, να μας βοηθήσεις…»
«Τον Βασιληά σας δεν τον ξέρω,» είπε ο Τάμπριελ· «επομένως, δεν ξέρω κι αν όσα μού λες γι’αυτόν είναι αληθινά–»
Η Ασσάρδια ξέχασε προς στιγμή τους καλούς της τρόπους. «Μπορείς να ρωτήσεις όποιον θέλεις! Τα ίδια θ’ακούσεις. Ακόμα κι απ’αυτούς που ευνοεί. Θα σου πουν ότι τους αφήνει να κάνουν ό,τι θέλουν κι έτσι τον συμπαθούν! Δεν μισώ τον αδελφό μου, Τάμπριελ. Δεν τον εχθρεύομαι. Ούτε μου έχει κάνει κάτι όταν ήμασταν παιδιά και του χρωστάω από τότε–»
Ο Τάμπριελ, που τόσο σπάνια χαμογελούσε, δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει μ’αυτό· και η Ασσάρδια χαμογέλασε μαζί του, συνεχίζοντας: «Είναι καθαρά πολιτικό ζήτημα. Θέλω το Ώσρανοκ να έχει μια σωστή εξουσία. Κι ο Νάριντρικ μπορεί να μας δώσει αυτή τη σωστή εξουσία· το ξέρω ότι μπορεί.»
«Τα άλλα σου αδέλφια τι γνώμη έχουν;»
«Υποστηρίζουν τον Κάζιριμ. Κι επιπλέον, για να είμαι ειλικρινής, δεν θα εμπιστευόμουν κανέναν τους περισσότερο από τον Νάριντρικ.»
«Ούτε καν τον εαυτό σου, Ασσάρδια; Ο θρόνος ανήκει πιο πολύ σ’εσένα απ’ό,τι στον ξάδελφό σου…»
«Αν πάρω εγώ τον θρόνο, όλοι θα πουν ότι τον πήρα από εγωισμό, επειδή είμαι τέταρτη και τελευταία στη σειρά διαδοχής. Αν όμως υποστηρίξω τον Νάριντρικ, κανείς δεν θα μπορεί να το ισχυριστεί αυτό.»
Είναι εξαιρετική πολιτικός, παρατήρησε ο Τάμπριελ. Σίγουρα πολύ καλύτερη από τη Βασίλισσα Παμράνεχ. Πάω στοίχημα πως και τα γλέντια που κάνει στο παλάτι της για πολιτικούς λόγους τα κάνει.
«Θα μας βοηθήσεις, λοιπόν;» τον ρώτησε.
«Θα σας βοηθήσω. Υπό έναν όρο.»
«Τι όρο;»
«Θα βοηθήσετε κι εσείς εμένα να πάρω την Ανταρλίδα από τους Ιεράρχες το συντομότερο δυνατό – δηλαδή, αρχίζοντας από αύριο.»
Του έδωσε το χέρι της. «Σύμφωνοι.»
Ο Τάμπριελ το έσφιξε πάνω από τον χάρτη του Βασιλείου Ώσρανοκ που ήταν απλωμένος ανάμεσά τους.
«Θα μπορούσα τώρα να μιλήσω με τον ξάδελφό σου;» Όταν σε «είδα» μαζί του, είμαι σίγουρος πως ήμουν κι εγώ εκεί.
«Καλύτερα αύριο. Κοντεύει να ξημερώσει,» είπε η Ασσάρδια υπομειδιώντας.
«Όπως επιθυμείς.»
«Θα σε συνοδεύσω μέχρι τον ξενώνα.»
Καθοδόν, επάνω σε μια από τις στρωμένες με χαλιά σκάλες του παλατιού, ο Τάμπριελ τη ρώτησε: «Τον σύζυγό σου θα τον γνωρίσω κι αυτόν αύριο;» Ουσιαστικά, ήταν ένας ευγενικός τρόπος για να τη ρωτήσει αν ήταν παντρεμένη – κάτι που, αναμφίβολα, εκείνη θα καταλάβαινε, αλλά ο Τάμπριελ δεν πίστευε ότι θα είχε πρόβλημα μ’αυτό, δεδομένης της γενικότερης συμπεριφοράς της.
«Δεν είμαι παντρεμένη,» αποκρίθηκε η Ασσάρδια. «Ήμουν, παλιότερα· και δεν ξέρω αν θα το επαναλάβω.»
«Τα συλλυπητήριά μου.»
«Ο σύζυγός μου δεν είναι νεκρός, Τάμπριελ! Αποφάσισα ότι θα ήταν καλύτερα να… απομακρυνθούμε.»
«Σκανδαλώδες, να υποθέσω;» Σε μια κοινωνία σαν αυτή του Ώσρανοκ, ο Τάμπριελ νόμιζε ότι πρέπει να ήταν.
Η Ασσάρδια γέλασε. «Πολύ!» Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει λίγο, αλλά μάλλον όχι από ντροπή. «Όμως, όπως θα έχεις αντιληφτεί, ζω μια… σκανδαλώδη ζωή εδώ, στη Νίρμαχ. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χρήσιμη μπορεί να φανεί ορισμένες φορές μια τέτοια ζωή.»
«Για την ακρίβεια, μπορώ. Σου δίνει τη δυνατότητα να έχεις πολλές επαφές απ’όλο το Βασίλειο.»
«Ακριβώς. Κάπου-κάπου έχω την αίσθηση ότι ξέρω πιο πολλά για το Ώσρανοκ από ό,τι ο αδελφός μου.»
«Δε θα με εξέπληττε.»
Έφτασαν στην εξώθυρα του ξενώνα, και η Ασσάρδια τον καληνύχτισε και έφυγε, υποσχόμενη να μιλήσουν περισσότερο το πρωί.
Ο Τάμπριελ μπήκε στον ξενώνα και βάδισε στον διάδρομο ανάμεσα στα δωμάτια. Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές τέτοια ώρα… εκτός από μία, που ήταν μισάνοιχτη.
Η πόρτα του Αλίρκωπ…
Παραξενεμένος, πήγε προς τα εκεί προσέχοντας να βηματίζει όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Δεν είχε την εκπαίδευση Μαύρης Δράκαινας μα δεν ήταν και τελείως αδέξιος. Κι επιπλέον, υπήρχε χαλί στο πάτωμα.
Από το άνοιγμα της πόρτας, ο Τάμπριελ κοίταξε μέσα στο δωμάτιο. Σκοτεινό· οι λάμπες σβηστές, μονάχα το τζάκι αναμμένο. Δύο ανθρώπινες κοιμισμένες μορφές στο μεγάλο κρεβάτι, με τα μέλη τους μπλεγμένα. Οι φλόγες αντανακλούσαν επάνω σε μακριά, κόκκινα μαλλιά, κι επάνω σε δύο ημίγυμνα σώματα με λευκό δέρμα. Ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο.
Ο Τάμπριελ νόμιζε ότι οι καθαρόαιμες Ταργκάφλι πήγαιναν μόνο με άντρες όμοιούς τους… αλλά μετά θυμήθηκε ότι ο Αλίρκωπ πάντοτε ισχυριζόταν πως είχε καθαρό αίμα Ταργκάφλι μέσα του, ότι ήταν ένας από τους αληθινούς Ταργκάφλι. Και η Χιρκόμο, μάλλον, το πίστευε επίσης.
Ταιριάζουν, ούτως ή άλλως, οι δυο τους.
Ξαφνικά, δύο μάτια άνοιξαν δίπλα απ’το τζάκι. Ο Θυμός.
Τα μάτια ξανάκλεισαν. Ο σκύλος δεν πρέπει να θεωρούσε τον Τάμπριελ απειλή.
Ο Τάμπριελ έκλεισε προσεχτικά τη μισάνοιχτη πόρτα και κατευθύνθηκε προς το δικό του δωμάτιο.
Η Δούκισσα δεν αστειευόταν όταν είπε ότι κόντευε να ξημερώσει.
Το πρωί, ο Μεγάλος Προφήτης μίλησε σ’εμένα και στον Χάλρεοκ για τα όσα είχε συζητήσει με τη Δούκισσα της Νίρμαχ· και ο Χάλρεοκ εξοργίστηκε. Του είπε ότι δεν ήταν δυνατόν να κάνει τέτοιες συμφωνίες! Έμπλεκε το Τάρσαζ στην εσωτερική πολιτική του Ώσρανοκ χωρίς καμία, μα καμία, έγκριση της Βασίλισσας Παμράνεχ!
Η Βασίλισσά σας δεν έχει σχέση μ’αυτό, του είπε ο Τάμπριελ. Η συμφωνία έγινε μόνο μεταξύ εμένα και της Δούκισσας.
Το Τάρσαζ, όμως, σε υποστηρίζει! Εγώ είμαι μαζί μου, ο Πρώτος Υπασπιστής του Δεξιού Χεριού του Θρόνου! επέμεινε ο Χάλρεοκ.
Και οφείλω να πω ότι είχε κάποιο δίκιο. Η ενέργεια του Μεγάλου Προφήτη φαινόταν, πράγματι, να είναι ασύνετη, βιαστική, και – ίσως – παράνομη. Ο Χάλρεοκ τού εξήγησε αυτό που ήταν και στο δικό μου μυαλό: ότι, ασφαλώς, όλοι θα υπέθεταν πως η Βασίλισσά μας είχε υποκινήσει την εκθρόνιση του Βασιληά Κάζιριμ, στέλνοντας επίτηδες τον Προφήτη της στο Ώσρανοκ επειδή ήταν γνωστή «μυθική φιγούρα» απ’άκρη σ’άκρη του κόσμου.
Ο Τάμπριελ, όμως, είπε: Δεν είμαι «Προφήτης της», Χάλρεοκ. Δεν είμαι υπήκοός της. Και θα ξεκαθαρίσω στους ανθρώπους με τους οποίους θα μιλήσω πως ενεργώ μόνος μου.
Δεν θα σε πιστέψουν! αντιγύρισε ο Χάλρεοκ. Κανείς δεν θα σε πιστέψει. Πρέπει να πας τώρα στη Δούκισσα και να της πεις ότι άλλαξες γνώμη.
Αλλά ο Μεγάλος Προφήτης δεν μπορούσε να το κάνει αυτό επειδή, είπε, η Δούκισσα τού είχε υποσχεθεί να τον βοηθήσει να σώσει την Ανταρλίδα από τους Ιεράρχες.
Και η Βασίλισσα Παμράνεχ θα σου προσφέρει την ίδια βοήθεια! διαμαρτυρήθηκε ο Χάλρεοκ. Νομίζεις ότι τώρα, ύστερα από τόσα, θα σε προδώσει; Το Βασίλειό μας χρωστά πολλά σε σένα και στην Ανταρλίδα· το ξέρεις αυτό.
Δεν με εμπιστεύεσαι, όμως, Χάλρεοκ.
Σε εμπιστεύομαι, αλλά θεωρώ ότι δεν έπρεπε να υποσχεθείς στη Δούκισσα τη βοήθειά σου.
Ο Τάμπριελ τού εξήγησε ότι, από τη στιγμή που της είπε ότι είχε «δει» τον ξάδελφό της στον Σμαραγδένιο Θρόνο και, κυρίως, από τη στιγμή που της είπε ότι πίστευε πως εκείνη τον έκρυβε, δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε να της υποσχεθεί τη βοήθειά του. Ο Μεγάλος Προφήτης είπε στον Χάλρεοκ: Νομίζεις πως θα μας άφηνε να φύγουμε ζωντανοί από εδώ, αφού κατάλαβε ότι γνώριζα πως κρύβει τον ξάδελφό της, που είναι καταζητούμενος από τον Βασιληά;
Δεν θα τολμούσε να σκοτώσει ανθρώπους της Βασίλισσας Παμράνεχ! διαφώνησε ο Χάλρεοκ.
Θα φρόντιζε, όμως, να… εξαφανιστούμε. Δεν είναι ανόητη, η Δούκισσα Ασσάρδια· δεν θα το ριψοκινδύνευε, ό,τι υποσχέσεις κι αν της δίναμε.
Και σ’αυτό το σημείο αναγκάστηκα να συμφωνήσω με τον Τάμπριελ – μοιάζοντας να θυμώνω, άθελά μου, περισσότερο τον Χάλρεοκ.
Ο Μεγάλος Προφήτης τού είπε: Επιπλέον, σκέψου ότι εδώ είμαστε κοντά στην Κοινωνία· με τη βοήθεια της Δούκισσας, θα εισβάλουμε κρυφά στη γη των Ιεραρχών και θα σώσουμε την Ανταρλίδα. Διαφορετικά, θα πρέπει να κάνουμε ολόκληρο θαλάσσιο ταξίδι ώς το Τάρσαζ, να συμφωνήσουμε με τη Βασίλισσα Παμράνεχ, και μετά να πάμε στην Κοινωνία είτε με πλοίο είτε από ξηράς. Εν ολίγοις, θα χάσουμε χρόνο – και ο χρόνος δεν είναι κάτι που μας περισσεύει. Η Ανταρλίδα έχει, σίγουρα, μεγάλες αντοχές – δεν αμφιβάλλω καθόλου για την εκπαίδευσή της – μα κάποια στιγμή ίσως να υποκύψει στους Ιεράρχες και να τους αποκαλύψει πράγματα που κανένας μας δεν θα ήθελε να ξέρουν. Επίσης, όσο είναι στα χέρια τους, μπορούν να με εκβιάζουν – και ούτε αυτό το θέλουμε, υποθέτω.
Με τα λόγια τούτα ο Χάλρεοκ δεν μπορούσε να διαφωνήσει, γιατί του ακούγονταν λογικά. Αλλά εξακολουθούσε να διαφωνεί με τη συμφωνία του Τάμπριελ ν’αλλάξει την πολιτική κατάσταση στο Ώσρανοκ. Δεν είναι δική μας δουλειά! είπε. Δεν ξέρουμε αν αυτός ο Νάριντρικ είναι καλύτερος από τον Κάζιριμ! Μέχρι στιγμής, η Βασίλισσά μας τα πήγαινε καλά με τον Βασιληά του Ώσρανοκ· θα τα πηγαίνει καλά και με τον καινούργιο Βασιληά του;
Εκεί παρενέβην πάλι, λέγοντας: Είναι αλήθεια όμως ότι μέσα στο Ώσρανοκ υφίστανται προβλήματα εξαιτίας του Κάζιριμ· το έχω ακούσει κι εγώ, όπως και πολλοί άλλοι.
Ο Χάλρεοκ μού έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα, τότε· και με ρώτησε αν πραγματικά υποστήριζα την απόφαση του Τάμπριελ να συμβάλει στις εσωτερικές αλλαγές που προετοιμάζονταν.
Αποκρίθηκα ότι, έτσι κι αλλιώς, αυτός ο Νάριντρικ θα επιχειρούσε να σφετεριστεί τον Σμαραγδένιο Θρόνο· το μόνο που άλλαζε η απόφαση του Τάμπριελ ήταν να φέρει μερικούς ακόμα δύσπιστους με το μέρος του. Κι αν είναι να κάνει ανατροπή του καθεστώτος, είπα, καλύτερα να επιτύχει· διότι, αν δεν επιτύχει, τότε ίσως να προκληθεί εμφύλιος πόλεμος, που θα έχει καταστροφικές συνέπειες σε συνδυασμό με τον εξωτερικό πόλεμο από την Κοινωνία.
Εν ολίγοις, υποστηρίζεις την απόφαση του Τάμπριελ να βοηθήσει τη Δούκισσα! έκανε οργισμένα ο Χάλρεοκ.
Του είπα ότι, ναι, έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, την υποστήριζα.
Και τι πιστεύεις ότι θα γίνει; με ρώτησε. Πιστεύεις ότι, με την αλλαγή του καθεστώτος, το Ώσρανοκ θα πολεμήσει πιο αποτελεσματικά την Κοινωνία; Εμένα μού φαίνεται πως αυτός ο Νάριντρικ απλά είδε την κατάλληλη ευκαιρία για να χτυπήσει τον ξάδελφό του και ν’αρπάξει τον θρόνο!
Το γεγονός ότι η Δούκισσα τον κρύβει και τον υποστηρίζει, όμως, θα έπρεπε να σε προβληματίσει, του είπε ήρεμα ο Μεγάλος Προφήτης. Μου μοιάζει να ενδιαφέρεται αληθινά για την πατρίδα της, και δεν νομίζω ότι θα υποστήριζε κάποιον που θέλει την εξουσία μόνο για την εξουσία.
Πιθανώς, παραδέχτηκε ο Χάλρεοκ. Αλλά εμάς τι μας ενδιαφέρει, Τάμπριελ; Δεν είμαστε Ωσράνιοι· είμαστε Ταρσάζιοι!
Το μόνο που μπορεί να ενδιαφέρει εσάς είναι να έχετε έναν ισχυρότερο σύμμαχο εναντίον της Κοινωνίας: πράγμα που, νομίζω, δεν είναι μικρό. Κατά δεύτερον, εμένα προσωπικά με συμφέρει η Δούκισσα να με βοηθήσει να σώσω την Ανταρλίδα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Όπως βλέπω τα πράγματα, επομένως, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε.
Ο Χάλρεοκ τον ρώτησε: Πώς το ξέρεις ότι η Δούκισσα δεν θα σε προδώσει; Το έχεις «δει»;
Δεν χρειάζεται να έχω «δει» τίποτα. Θεωρεί ότι έχει να κερδίσει διάφορα από εμένα, άρα δεν θα με προδώσει. Είναι προφανές.
Σου ζήτησε να της αποκαλύψεις πώς φτιάχνονται τα πυροβόλα… Ο Χάλρεοκ δεν ρωτούσε· το είχε καταλάβει. Δεν ήταν, άλλωστε, και τόσο δύσκολο να το υποψιαστείς. Κι εγώ το είχα υποψιαστεί.
Ναι, παραδέχτηκε ο Τάμπριελ.
Και τι της απάντησες;
Ο Μεγάλος Προφήτης μάς είπε ότι, αρχικά, η Δούκισσα προσπάθησε να παζαρέψει τη γνώση των όπλων με τη σωτηρία της Ανταρλίδας· μετά, όμως, τα πράγματα άλλαξαν…
Και τώρα, πού έχει μείνει το… παζάρι σας; απαίτησε ο Χάλρεοκ, κάπως απότομα (και ανάρμοστα, νομίζω· διότι ο Μεγάλος Προφήτης δεν είναι όποιος κι όποιος).
Στον αέρα, απάντησε ο Τάμπριελ. Δεν έχει τίποτα να μου δώσει για τη γνώση των όπλων.
Αν είχε, όμως;
Όπως της είπα, η Ανταρλίδα γνωρίζει ακριβώς πώς φτιάχνονται τα όπλα σε τούτο τον κόσμο· εγώ δεν ξέρω.
Αποφεύγεις την ερώτησή μου! Αν είχε κάτι να σου δώσει, θα της έδινες τη γνώση των όπλων;
Αργά ή γρήγορα, Χάλρεοκ, τα πυροβόλα όπλα θα διαδοθούν σ’ολόκληρο τον κόσμο. Ήδη οι Ιεράρχες ξέρουν πώς να τα φτιάχνουν. Άρα αυτό δεν θα έπρεπε να σε απασχολεί και τόσο.
Ο Χάλρεοκ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να μεταπείσει τον Τάμπριελ απ’το να βοηθήσει τη Δούκισσα Ασσάρδια της Νίρμαχ· έτσι ο Μεγάλος Προφήτης συνάντησε μέσα στην ημέρα τον Άρχοντα κίρμο-Χάρθον Νάριντρικ, που είχε βρει καταφύγιο στο παλάτι της, και μετά πήγε να συναντήσει κάποιους από τους πολιτικούς του συμμάχους. Ο Χάλρεοκ κι εγώ δεν ήμασταν παρόντες ούτε στη μία συνάντηση ούτε στην άλλη. Κανένας Ταρσάζιος δεν ήταν, για να μην μπλέξουμε αχρείαστα τη Βασίλισσά μας σε κάποιο πολιτικό σκάνδαλο. Αργά ή γρήγορα, θα μαθευόταν ότι ο Κόκκινος Προφήτης είχε πει πως ο Βασιληάς Κάζιριμ θα έχανε τον Σμαραγδένιο Θρόνο και ο ξάδελφός του, Νάριντρικ, θα καθόταν εκεί, και δεν θέλαμε να ειπωθεί ότι η Βασίλισσα Παμράνεχ είχε υποκινήσει εσωτερικές αλλαγές εντός του Ώσρανοκ για σκιώδεις προσωπικούς λόγους.
*
* * *
*
Οι οργισμένες φωνές του Χάλρεοκ, όταν έμαθε για τη συμφωνία με τη Δούκισσα Ασσάρδια, ήταν χειρότερες από τα δαιμονισμένα μουρμουρητά του Γκαλένραμωθ. Ο Ταρσάζιος Υπασπιστής έγινε έξω φρενών· σε κάποια στιγμή, έτσι όπως ατένιζε τον Καλέφραζ, ο Τάμπριελ νόμιζε πως θα τον χτυπούσε με τη γροθιά του επειδή ο Γραμματικός είχε τολμήσει να εκφράσει την άποψη ότι ο Τάμπριελ ίσως να είχε δίκιο.
Φεύγοντας από το δωμάτιο του Χάλρεοκ, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι τρεις τους για να μιλήσουν για το θέμα, ο Τάμπριελ ήταν ζαλισμένος και θυμωμένος από την έντονη κουβέντα, παρότι προσπαθούσε να διατηρεί την ψυχραιμία του. Ο Χάλρεοκ είχε, από τη δική του σκοπιά, ένα δίκιο. Πράγματι, δεν είχαν έρθει εδώ για να αλλάξουν την εσωτερική πολιτική κατάσταση στο Ώσρανοκ, όφειλε να παραδεχτεί ο Τάμπριελ. Αλλά επίσης δεν σχεδίαζαν να πάνε καθόλου στο Ώσρανοκ· αναγκαστικά είχαν καταλήξει εδώ, επειδή τους καταδίωξαν οι Ιεράρχες. Επιπλέον, ούτε μέσα στα σχέδια του Τάμπριελ ήταν να αιχμαλωτιστεί η Ανταρλίδα. Κι έπρεπε κάτι να κάνει για να το διορθώσει αυτό – άμεσα. Κοντολογίς, τον συνέφερε η πρόταση της Ασσάρδια, άρα δεν θα την απέρριπτε.
Εκτός αυτού, πραγματικά πίστευε ότι η Δούκισσα ίσως να επιχειρούσε να τους κάνει να «εξαφανιστούν» ύστερα από ό,τι της είχε πει – πως ήξερε ότι έκρυβε τον ξάδελφό της.
Αν και η αλήθεια ήταν ότι ο Τάμπριελ δεν το ήξερε ακριβώς. Είχε «δει» την Ασσάρδια μαζί με τον Νάριντρικ, και ήταν βέβαιος πως κι εκείνος βρισκόταν μέσα σ’αυτή την εικόνα: τους κοίταζε από τα μάτια του, όχι από κάποιο ακαθόριστο σημείο όπως συνέβαινε με τις άλλες εικόνες – σκηνές στις οποίες δεν ήταν ο ίδιος παρών.
Επομένως, το είχε υποθέσει ότι η Δούκισσα έκρυβε τον ξάδελφό της, και η υπόθεσή του έτυχε να είναι σωστή.
Ίσως θα έπρεπε να είχα κρατήσει το στόμα μου κλειστό, αλλά τότε δεν το υπολόγισα. Κι επιπλέον, δεν ήταν σίγουρος ότι η επιλογή του ήταν λανθασμένη. Πρώτον, η Ασσάρδια θα τον βοηθούσε να σώσει την Ανταρλίδα. Δεύτερον, αποκτούσε επιρροή στο Ώσρανοκ.
Μπορεί στον Χάλρεοκ να μην άρεσε αυτό, αλλά ο Τάμπριελ, όπως του είχε πει, δεν ήταν υπήκοος του Τάρσαζ. Ήταν περισσότερο συνέταιρος με τη Βασίλισσα. Της είχε προσφέρει πράγματα και του είχε κι εκείνη προσφέρει πράγματα.
Καθώς πήγαινε στο δωμάτιό του για να ετοιμαστεί για τη συνάντηση με την Ασσάρδια και τον ξάδελφό της, είδε τη Χιρκόμο να τον πλησιάζει μαζί μ’έναν Ταργκάφλι πολεμιστή.
«Καζίτο’ναρ,» του είπε στη γλώσσα των Ταργκάφλι, «συνέβη κάτι άσχημο;»
Μάλλον είχαν ακούσει τις φωνές του Χάλρεοκ από τη μεσοτοιχία.
«Τίποτα που θα πρέπει να σας ανησυχήσει, Χιρκόμο.»
«Αν ο Ταρσάζιος στραφεί εναντίον σου–» άρχισε η μάγισσα.
«Δε νομίζω ότι θα συμβεί αυτό.» Θα το είχα «δει», δεν μπορεί να μην το είχα «δει». «Όλα είναι όπως πριν.» Δεν χρειάζονταν διενέξεις ανάμεσα στους συντρόφους του· θα περιέπλεκαν τα πράγματα ακόμα περισσότερο.
Προσπερνώντας τους Ταργκάφλι, μπήκε στο δωμάτιό του.
*
Ο κίρμο-Χάρθον Νάριντρικ ήταν ένας ψηλός άντρας, λεπτός, με κατάμαυρο δέρμα και πράσινα μαλλιά κομμένα στους ώμους. Σίγουρα, νεότερος από τον Βασιληά Κάζιριμ.
Η Δούκισσα Ασσάρδια στεκόταν κοντά του, μέσα στο καλαίσθητα διακοσμημένο δωμάτιο.
Ακριβώς όπως τους είχε δει ο Τάμπριελ στο μυαλό του.
«Συναντώ, λοιπόν, έναν μύθο,» είπε ο Νάριντρικ, δίνοντάς του το χέρι του.
Ο Τάμπριελ το έσφιξε, παρατηρώντας συγχρόνως ότι το δεξί πόδι του ξαδέλφου της Δούκισσας πρέπει να ήταν ψεύτικο κάτω από το παντελόνι του· το φανέρωνε η στάση του καθώς τεντωνόταν για ν’ανταλλάξουν τη χειραψία.
«Χαίρω πολύ, Άρχοντά μου,» είπε ο Τάμπριελ. «Η Δούκισσα, υποθέτω, σας έχει ήδη μιλήσει για μένα.»
Ο Νάριντρικ ένευσε. «Ασφαλώς. Μου είπε ότι είστε πρόθυμος να με υποστηρίξετε στον αγώνα μου.»
«Είμαι.»
«Πραγματικά, με έχετε οραματιστεί να κάθομαι στον Σμαραγδένιο Θρόνο;»
«Ναι, αν και τότε δεν ήξερα ότι ήσασταν εσείς· δεν σας είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου.»
Ο Νάριντρικ χαμογέλασε. «Τα λόγια σας μου δίνουν κουράγιο, Προφήτη.»
«Αυτό είναι ευχάριστο.»
«Θα μπορούσα να ρωτήσω ποια είναι τα κίνητρά σας για τη βοήθεια που μου προσφέρετε; Και συγχωρέστε με αν ακούγομαι καχύποπτος, αλλά καταλαβαίνετε….»
«Έκανα μια συμφωνία με την ξαδέλφη σας,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Θα με βοηθήσει να πάρω την Ανταρλίδα από τα χέρια των Ιεραρχών.»
«Μου το ανέφερε αυτό, ασφαλώς. Αναρωτιέμαι, όμως, αν και η… Βασίλισσα του Τάρσαζ είναι, σιωπηλά, με το μέρος μου.»
Ο Χάλρεοκ, λοιπόν, δεν είχε τελείως άδικο που φώναζε. Πράγματι, το μυαλό τους αμέσως εκεί πάει. Θάπρεπε να με εκπλήσσει; Μάλλον όχι. «Αν η Βασίλισσα είναι με το μέρος σας, δεν το γνωρίζω, Άρχοντά μου. Αυτό είναι δική της υπόθεση. Δεν εργάζομαι ως διπλωμάτης της Παμράνεχ, ούτε ως πράκτοράς της. Την έχω βοηθήσει και με έχει βοηθήσει κι εκείνη. Συνεργαζόμαστε. Όπως κάνω και τώρα μαζί σας.»
«Μάλιστα…» είπε ο Νάριντρικ και κάθισε σε μια καρέκλα, κάνοντας νόημα και στον Τάμπριελ να καθίσει.
Εκείνος κάθισε· το ίδιο κι η Ασσάρδια, λίγο πιο δίπλα.
«Μάλιστα…» επανέλαβε ο Νάριντρικ, σκεπτικά· και μετά είπε: «Το μόνο που ζητώ από εσάς, Προφήτη, είναι να έρθετε μαζί μου ώστε να μιλήσουμε με κάποιους ανθρώπους. Θέλω απλά να τους πείτε ό,τι έχετε δει – εμένα να κάθομαι στον Σμαραγδένιο Θρόνο. Έχουν ακούσει πολλά για εσάς, και η ξαδέλφη μου θα τους διαβεβαιώσει ότι δεν είστε τσαρλατάνος, επομένως τα λόγια σας πιστεύω πως θα τους φέρουν με το μέρος μου. Και, έχοντας αυτούς με το μέρος μου, θα μπορώ να ξεκινήσω την επιχείρησή μου. Οι απαραίτητες προσβάσεις στο παλάτι της Κανμάραχ υπάρχουν· ο ξάδελφός μου θα αιχμαλωτιστεί χωρίς πολλή αιματοχυσία, και ελπίζω να μπορέσω να κάνω το Ώσρανοκ ένα πολύ πιο δυνατό Βασίλειο.
»Οι σχέσεις μας με τη Βασίλισσα Παμράνεχ δεν θα αλλάξουν παρά μόνο προς το καλύτερο· μπορείτε να τη διαβεβαιώσετε γι’αυτό όταν τη δείτε.»
«Θα τη διαβεβαιώσω,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. Και πριν από εκείνη, τον Χάλρεοκ. Αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι ο Υπασπιστής θα εμπιστευόταν τα λόγια του Νάριντρικ. «Όμως, και πάλι, σας τονίζω ότι η απόφαση να σας βοηθήσω ήταν καθαρά και μόνο δική μου,» είπε, ελπίζοντας ότι αυτό θα διασκέδαζε κάθε αμφιβολία μέσα στο μυαλό τους.
*
Η συνάντηση με τους μελλοντικούς συμμάχους του κίρμο-Χάρθον Νάριντρικ θα γινόταν σε τρεις ημέρες· μέχρι τότε, έπρεπε να περιμένουν στο παλάτι της Δούκισσας της Νίρμαχ. Ο Τάμπριελ, όμως, ζήτησε από την Ασσάρδια να ξεκινήσουν να ετοιμάζονται για την αποστολή διάσωσης, κι εκείνη συμφώνησε, υποσχόμενη να κανονίσει γι’αυτόν ό,τι επιθυμούσε. Ο Τάμπριελ είπε ότι, κατά πρώτον, θα χρειαζόταν ένα πλοίο ώστε να πλεύσει ώς τις ακτές της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας. Κατά δεύτερον, καλό θα ήταν να ξέρει πού ακριβώς να αγκυροβολήσει – κάποιο μέρος όπου θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος από τους Ιεράρχες. «Και για τούτο μάλλον θα χρειαστούμε κάποιον άνθρωπο που γνωρίζει τις περιοχές γύρω από τη Στενή Θάλασσα. Έχεις κανέναν υπόψη σου;» Η Ασσάρδια αποκρίθηκε ότι δεν είχε, αλλά θα έψαχνε χρησιμοποιώντας τις διασυνδέσεις της – οι οποίες ο Τάμπριελ δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ήταν πολλές.
Κατά τρίτον, της είπε ότι, προφανώς, θα χρειαζόταν κάποιο πλήρωμα για το σκάφος και, ίσως, κάποιους ανθρώπους για να τον συνοδέψουν στα ενδότερα της Κοινωνίας· διότι δεν ήταν βέβαιος αν ο Χάλρεοκ θα συμφωνούσε να στείλει τους πολεμιστές του σε μια τέτοια αποστολή. Κι επιπλέον, οι πολεμιστές του Χάλρεοκ δεν ήταν κατάσκοποι· ο Τάμπριελ χρειαζόταν ανθρώπους ειδικούς στην κατασκοπία.
Η Ασσάρδια υποσχέθηκε ότι θα το φρόντιζε.
Κατά τέταρτον, ο Τάμπριελ είπε ότι καλό θα ήταν να είχε κάποιον οδηγό για τα εδάφη της Κοινωνίας: κάποιον που μπορούσε να τον καθοδηγήσει εκεί μέσα, που ήξερε τις πόλεις και τα χωριά και τους δρόμους.
Η Ασσάρδια αποκρίθηκε πως κι αυτό μπορούσε να κανονιστεί. «Υπάρχουν άνθρωποι που ζούσαν παλιότερα στα εδάφη της Κοινωνίας και, εξαιτίας των Ιεραρχών, αναγκάστηκαν να φύγουν. Ίσως θα μπορούσαν να μας φανούν χρήσιμοι. Ίσως, μάλιστα, ένας τέτοιος οδηγός να ικανοποιούσε και το δεύτερο αίτημά σου για ένα κρυφό μέρος να αγκυροβολήσει το πλοίο που θα σου παραχωρήσω.»
Ο Τάμπριελ δεν χρειαζόταν να ζητήσει τίποτε άλλο από τη Δούκισσα της Νίρμαχ. Πίστευε πως, έχοντας αυτά και λίγη τύχη, θα κατόρθωνε να σώσει την Ανταρλίδα.
Όταν ήταν μόνος πάλι με τον Χάλρεοκ και τον Καλέφραζ, τους ρώτησε αν θα έρχονταν μαζί του.
«Όσο πιο πολλοί είμαστε,» είπε ο Υπασπιστής, «τόσο πιο εύκολο θα είναι να τραβήξουμε την προσοχή των Ιεραρχών. Επομένως, νομίζω ότι πρέπει να πάρεις μαζί σου τους ανθρώπους που θεωρείς πιο κατάλληλους.» Και στρεφόμενος στον Γραμματικό: «Εσύ, Καλέφραζ, δεν θα πας, ό,τι κι αν γίνει.»
Ο Καλέφραζ έκανε να διαφωνήσει, αλλά ο Τάμπριελ τον πρόλαβε: «Ο Χάλρεοκ έχει δίκιο,» του είπε. «Πράγματι, καλύτερα να πάρω μαζί μου τους πιο κατάλληλους ανθρώπους για την αποστολή.
»Χάλρεοκ, θεωρείς τον εαυτό σου κατάλληλο;»
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνος καθώς βημάτιζε μέσα στο δωμάτιο του Τάμπριελ. «Δεν είμαι κατάσκοπος. Ίσως η Δούκισσα να σου δώσει καλύτερους από εμένα. Και τους Ταργκάφλι, επίσης, δεν χρειάζεται να τους πάρεις μαζί σου, αν και το ξέρω πως θα διαφωνήσουν.»
«Κι εγώ το ξέρω,» είπε ο Τάμπριελ, που, όπως κι ο Καλέφραζ, καθόταν σε μια καρέκλα. «Τη Χιρκόμο, όμως, θα την πάρω μαζί, και τον Αλίρκωπ. Οι μάγοι είναι πάντοτε χρήσιμοι.»
«Όπως νομίζεις.»
Ο Καλέφραζ ρώτησε τον Τάμπριελ: «Με τους επιζώντες από τον κόσμο σου τι θα γίνει;»
Ο Τάμπριελ το σκέφτηκε, ανάβοντας την πίπα του και καπνίζοντας σιωπηλά για λίγο. Τελικά είπε: «Εσείς θα μείνετε στο Ώσρανοκ όσο εγώ θα πηγαίνω στην Κοινωνία; Ή θα πλεύσετε προς το Τάρσαζ;»
Ο Χάλρεοκ φάνηκε διχασμένος. Κάθισε κι εκείνος σε μια καρέκλα, αντίκρυ στους άλλους δύο. «Η Βασίλισσα μού ζήτησε να σε προστατεύω στο ταξίδι σου. Αν σ’αφήσω και φύγω….» Κούνησε το κεφάλι του.
«Δε σε δεσμεύω με κανέναν τρόπο, Χάλρεοκ. Μπορείς να επιστρέψεις στο Τάρσαζ–»
«Δεν είσαι η Βασίλισσά μου, όμως!» Ο Χάλρεοκ αναστέναξε. «Λοιπόν,» είπε. «Εγώ δεν μπορώ να σε εγκαταλείψω. Οι πολεμιστές μου και ο Καλέφραζ θα επιστρέψουν στο Τάρσαζ· εγώ θα έρθω μαζί σου.»
«Τι;» έκανε ο Καλέφραζ. «Κι εμένα η Βασίλισσα με–»
«Δεν μπορείς να πας μαζί με τον Τάμπριελ, και δεν μπορείς να μείνεις εδώ, στο Ώσρανοκ. Αν μείνεις, θα μαθευτεί και θα πουν ότι η Βασίλισσα Παμράνεχ υποκίνησε την ανατροπή του καθεστώτος!»
Ο Καλέφραζ συνοφρυώθηκε μοιάζοντας να καταλαβαίνει.
«Καλώς,» είπε ο Τάμπριελ. «Συμφωνώ. Και οι επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου θα πάνε μαζί σου, Καλέφραζ, στο Τάρσαζ.»
«Δεν ξέρουν καν την Οικουμενική! Πώς θα συνεννοούμαστε;»
«Μ’εμένα και την Ανταρλίδα τα κατάφερες, άρα θα τα καταφέρεις και μ’αυτούς. Και οι Ταργκάφλι θα έρθουν επίσης μαζί σας, υποθέτω. Ο Ταρνάτλο δεν ξέρω τι θα κάνει. Πιστεύω, όμως, ότι θα επιστρέψει στη Γη της Φέδλωχ.»
Ο Χάλρεοκ ένευσε. «Το ίδιο νομίζω κι εγώ. Αυτό ήθελε εξαρχής, εξάλλου· και τώρα έχει ξεπληρώσει το χρέος του σε σένα.»
«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ. Και πρόσθεσε: «Εκτός όλων αυτών, όμως, υπάρχει ακόμα ένα ζήτημα…»
Τα μάτια του Χάλρεοκ γυάλισαν. «Ο Καπετάνιος Ρολάνταζ.»
«Ο οποίος εξακολουθεί να μας περιμένει στη Ναριάνημ, σύμφωνα με ό,τι γνωρίζουμε.»
Ο Χάλρεοκ έσφιξε τη γροθιά του. «Είχα πει να του σπάσω τη μούρη με τα ίδια μου τα χέρια…!»
«Το καλύτερο, όμως, που μπορεί τώρα να γίνει είναι ο Καλέφραζ να τον αναφέρει στη Βασίλισσα.» Ο Τάμπριελ κοίταξε τον Γραμματικό.
Εκείνος φάνηκε να δυσανασχετεί.
«Τι είναι;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Αναρωτιέμαι πώς θα πάρει η Βασίλισσα αυτά τα νέα–»
«Δεν σοβαρολογείς!» μούγκρισε ο Χάλρεοκ. «Αυτός ο μπάσταρδος προσπάθησε να μας σκοτώσει στη Φέδλωχ!»
«Δεν είπα ότι δεν θα τον αναφέρω–»
«Αν δεν το κάνεις εσύ, θα πω σ’έναν απ’τους πολεμιστές μου να το κάνει εκείνος. Κι όταν ξαναδώ τον Καπετάνιο, θα τον τσακίσω!»
«Ίσως να μην τον ξαναδείς,» είπε ο Καλέφραζ.
Τα πράσινα φρύδια του Χάλρεοκ έσμιξαν απειλητικά πάνω στο μαύρο μέτωπό του. «Τι εννοείς;»
«Η Βασίλισσα μπορεί να τον αποκεφαλίσει μετά απ’αυτό.»
«Και πολύ καλά θα κάνει!»
«Δεν αντιλέγω. Όμως, αν θανατωθεί ο Ρολάνταζ, δεν θα μάθουμε ποτέ ποιος κρυβόταν από πίσω του… Ο Πρωθιερέας, πιθανώς.»
«Να ζητήσεις, τότε, απ’τη Βασίλισσα να το βασανίσει το κάθαρμα, μέχρι που να ομολογήσει τα πάντα.»
«Η Βασίλισσα θα κάνει όπως νομίζει· το ξέρεις αυτό,» είπε ο Καλέφραζ. «Πάντοτε έτσι κάνει.»
*
Οι τέσσερις Ταργκάφλι πολεμιστές διαμαρτυρήθηκαν έντονα όταν ο Τάμπριελ τούς είπε ότι έπρεπε να επιστρέψουν στο Τάρσαζ μαζί με τον Καλέφραζ. Βρίσκονταν στο πλευρό του επειδή ήταν ο Καζίτο’ναρ! του είπαν. Βρίσκονταν στο πλευρό του επειδή τον είχε επιλέξει η Βιβεϊρλώταθ, ακόμα και τώρα που η θεά ήταν νεκρή! Θα πέθαιναν στο πλευρό του, αν χρειαζόταν!
«Το ξέρω,» τους είπε ο Τάμπριελ στη γλώσσα τους. «Γνωρίζω την αφοσίωσή σας. Αλλά στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας δεν μπορείτε να με βοηθήσετε. Η Χιρκόμο θα έρθει μαζί μου γιατί οι ικανότητές της ίσως να μου φανούν χρήσιμες. Αυτό είναι αρκετό.»
«Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ μάς πρόσταξε να είμαστε συνεχώς στο πλευρό σου, Καζίτο’ναρ,» είπε ένας τους.
«Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, αν είστε στο πλευρό μου, πολύ φοβάμαι πως θα τραβήξουμε την προσοχή των Ιεραρχών: κι αυτό, όταν είμαστε στη χώρα τους, σημαίνει ότι θα πεθάνουμε όλοι. Πρέπει να έχω μαζί μου λίγους ανθρώπους και ειδικούς για τη δουλειά που θέλω να κάνω. Δεν αμφισβητώ την αφοσίωσή σας σε μένα ή στον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ στο ελάχιστο.»
Οι Ταργκάφλι αναγκάστηκαν, στο τέλος, να συμφωνήσουν. Άλλωστε, αυτή ήταν η επιθυμία του Καζίτο’ναρ· δεν μπορούσαν να την αγνοήσουν, παρότι γνώριζαν ότι ο εκλεκτός της θεάς θα έμπαινε σε κίνδυνο.
«Όταν ξαναδείτε τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ,» τους είπε ο Τάμπριελ, «θέλω να κάνετε κάτι για μένα…»
«Ό,τι επιθυμείς, Καζίτο’ναρ.»
«Θέλω να μην του μιλήσετε για τον θάνατο της Βιβεϊρλώταθ. Θα προτιμούσα να του μιλήσω ο ίδιος γι’αυτό.»
«Κι όταν μας ρωτήσει για το δέντρο, Καζίτο’ναρ; Όταν μας ρωτήσει τι έγινε στη Γη της Φέδλωχ;»
«Θα του πείτε ότι βρήκαμε το δέντρο και ότι αντιμετώπισα έναν αρχαίο θεό εκεί. Τίποτα περισσότερο δεν γνωρίζετε. Θα του πείτε, επίσης, πως όταν τον ξαναδώ θα του μιλήσω εγώ ο ίδιος για κάτι πολύ σημαντικό.»
Η Χιρκόμο συμφώνησε με τα λόγια του Τάμπριελ, λέγοντας στους τέσσερις πολεμιστές ότι ήταν συνετά. Ο θάνατος της Βιβεϊρλώταθ θα προκαλούσε αναστάτωση ανάμεσα στους Ταργκάφλι της Βινέρνι· έτσι τα νέα έπρεπε να μεταφερθούν όχι βιαστικά αλλά με συγκεκριμένο τρόπο και μόνο.
*
Τους δούλους που είχαν πάρει από τη φρεγάτα της Κοινωνίας τούς ελευθέρωσαν. Οι δύο Ωσράνιοι στρατιώτες που είχαν αιχμαλωτιστεί από τους πολεμιστές των Ιεραρχών τώρα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Οι υπόλοιποι δούλοι θα αναζητούσαν δουλειά μέσα στη Νίρμαχ, προκειμένου να βγάλουν αρκετά χρήματα για να επιστρέψουν κι αυτοί στις πατρίδες τους.
Ο Ταρνάτλο, πράγματι, είπε στον Τάμπριελ ότι θα πήγαινε στη Γη της Φέδλωχ. «Σου είμαι υποχρεωμένος, αφεντικό, αλλά, αν κάτσω άλλο μαζί σου, αργά ή γρήγορα όλο και κάποιο στραβό βέλος θα βρει τον κώλο μου. Σε αποχαιρετώ, να πούμε, κι ελπίζω να σε ξαναδώ κάποτε.» Αντάλλαξαν μια χειραψία, και ο Ταρνάτλο είπε στον Τάμπριελ πού μπορούσε να τον αναζητήσει σε περίπτωση που τον χρειαζόταν. Το επόμενο πρωί, αποχώρησε από τη Νίρμαχ επάνω σ’ένα άλογο, έχοντας στο πουγκί του αρκετά χρήματα για να επιστρέψει με πλοίο στην πατρίδα του. Κι ας με βοηθήσει η Φαλκρίνκω να μην πέσω πάλι πάνω σε καμια ναυμαχία, τέτοιοι κωλοκαιροί που είναι, σκεφτόταν καθώς ξεμάκραινε από την περιτειχισμένη πόλη.
*
Η Βερόνικα, ο Άνθιμος’νιρ, και οι υπόλοιποι επιζώντες δεν φάνηκαν χαρούμενοι όταν ο Τάμπριελ τούς είπε ότι θα πήγαιναν στο Τάρσαζ.
«Είσαι σοβαρός;» έκανε ο Πολ. «Δεν ξέρουμε καν πού βρίσκεται αυτό το Τάρσαζ!»
«Ο Καλέφραζ, που είναι Γραμματικός της Βασίλισσας, θα σας εξηγήσει ό,τι χρειάζεται να ξέρετε.»
«Και πώς θα το κάνει αυτό; Δε μιλάμε την ίδια γλώσσα αν δεν απατώμαι!»
«Θα σας διδάξει την Οικουμενική, μου υποσχέθηκε, όπως τη δίδαξε σε μένα και στην Ανταρλίδα. Πίστεψέ με, είναι καλός δάσκαλος.»
Ο Πολ ακούμπησε την πλάτη του στον καναπέ όπου καθόταν μαζί με μερικούς άλλους επιζώντες. Σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του. «Την έχουμε άσχημα, όπως το βλέπω εγώ. Εσύ είσαι Προφήτης εδώ πέρα· εμείς δεν είμαστε τίποτα.»
«Σύντομα,» του αποκρίθηκε αινιγματικά ο Τάμπριελ, «θα γίνετε κάτι πολύ περισσότερο από ‘τίποτα’.»
Ο Πολ δεν έδειξε να τον πιστεύει.
Η Βερόνικα ρώτησε: «Θα έρθεις στο Τάρσαζ μετά από την αποστολή σου στην Κοινωνία;»
«Ναι, έτσι πιστεύω. Το μόνο που θέλω να κάνω εκεί είναι να πάρω την Ανταρλίδα από τους Ιεράρχες.»
«Αφού είναι Μαύρη Δράκαινα, δε μπορεί να δραπετεύσει από μόνη της;» ρώτησε ο Πολ.
«Ακόμα κι οι Μαύρες Δράκαινες δεν μπορούν να κάνουν τα πάντα μόνες τους,» του είπε ο Τάμπριελ.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ δεν μπόρεσε να βρει την Ανταρλίδα. Η Συνοδός του Μεγάλου Προφήτη είχε εξαφανιστεί για τα καλά, και κανείς δεν είχε την παραμικρή ιδέα πού μπορεί να βρισκόταν. Η παραγωγή των πυροβόλων όπλων, ωστόσο, δεν μπορούσε να σταματήσει, ούτε η εκπαίδευση των πολεμιστών μας σ’αυτά. Επιπλέον, η Βασίλισσα είχε προστάξει να φτιαχτούν όσο το δυνατόν περισσότερα κανόνια – που τότε ήταν γνωστά σε μας ως «Μεγάλα Όπλα», ελλείψει καλύτερης λέξης. Γινόταν πόλεμος στα δυτικά μας και το Βασίλειο έπρεπε να είναι έτοιμο, όχι μόνο να αμυνθεί, αλλά και να επέμβει ενεργά.
Εν τω μεταξύ, όμως, τα εσωτερικά προβλήματα δεν είχαν πάψει. Αν και το Αριστερό Χέρι πίστευε πλέον ότι, όντως, κάποιοι προκαλούσαν εσκεμμένα τις αναταραχές με τους Ταργκάφλι που ήταν κατασκηνωμένοι βορειοανατολικά της Φέντινκεχ, αυτές οι αναταραχές δεν ελαττώνονταν. Τουναντίον: χειροτέρευαν. Και οι υπήκοοι της Βασίλισσας διαμαρτύρονταν ολοένα και περισσότερο· οι αριστοκράτες παρακινούσαν και τους υπόλοιπους σε ξεσηκωμούς: ζητούσαν την άμεση απομάκρυνση των Ταργκάφλι από το Βασίλειο.
Ορισμένοι, μάλιστα, έκαναν τη μεγάλη ανοησία να οργανώσουν κρυφά μια δική τους πολιτοφυλακή και να επιτεθούν, μέσα στη νύχτα, στον καταυλισμό των Ταργκάφλι. Πολλές ζωές χάθηκαν τότε, ενώ εγώ και ο Μεγάλος Προφήτης βρισκόμασταν μακριά από το Βασίλειο. Οι περιπολίες που περιφέρονταν στα περίχωρα της πρωτεύουσας δεν μπορούσαν να σταματήσουν τη σύγκρουση, και οι πολεμιστές τους δέχτηκαν χτυπήματα κι αυτοί. Μερικοί, δε, χτυπήθηκαν και από – όπως ανέφεραν – κάποιους άγνωστους τοξότες, κρυμμένους στη βλάστηση. Η Βασίλισσα, ασφαλώς, πληροφορήθηκε αμέσως για τα συμβάντα και πρόσταξε τον στρατό της να δώσει τέλος, ακόμα κι αν χρειαζόταν να σκοτώσει. Ο Δεύτερος Υπασπιστής Ερβάδαζ λαρ Έλνεφριζ και άλλοι στρατιωτικοί οδήγησαν τους πολεμιστές τους στη σύγκρουση βορειοανατολικά της πρωτεύουσας, κι αναγκάστηκαν να επιτεθούν σε Ταρσάζιους που είχαν από μόνοι τους αποφασίσει να γίνουν «πολιτοφυλακή». Ο ίδιος ο Πρίγκιπας Μάρνεζ ήρθε μαζί με τον Δεύτερο Υπασπιστή και τους άλλους, προκειμένου να φέρει την κατάσταση υπό έλεγχο, όπως επίσης και ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, για να μιλήσει στους Ταργκάφλι μετά τον χαλασμό.
Η σύγκρουση τελικά διαλύθηκε, αλλά όχι χωρίς μεγάλο κόστος σε αίμα.
Και η Βασίλισσά μας ήξερε ότι, τώρα που ήθελε σύντομα να πολεμήσει την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας, δεν μπορούσε να έχει άλλα τέτοια επεισόδια μέσα στο Βασίλειό της. Δεν ξέρω τι ακριβώς είπε με τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, αλλά ξέρω ότι, στο Βασιλικό Παλάτι της Φέντινκεχ, μίλησε επί ώρες μαζί του. Και μετά, οι Ταργκάφλι έφυγαν. Διέλυσαν τον καταυλισμό τους από τα βορειοανατολικά της Φέντινκεχ, διέσχισαν το Βασίλειο ώς τα ανατολικά σύνορα, και επέστρεψαν στη Γη των Ταργκάφλι. Χωρίς την παρουσία του Μεγάλου Προφήτη, δεν μπορούσαν άλλο να μείνουν στο Τάρσαζ. Συνέβαιναν αποτρόπαια πράγματα που κανείς δεν έμοιαζε να έχει τη δύναμη να σταματήσει, ούτε καν το Αριστερό Χέρι. Διότι υπήρχαν κάποιοι εντός του Βασιλείου που δεν επιθυμούσαν το καλό του. Κάποιοι, υποπτεύονταν η Βασίλισσα και οι κοντινοί της άνθρωποι, πράκτορες των Ιεραρχών.
Η παραγωγή των οπλών συνεχιζόταν, και οι αποθήκες φρουρούνταν από πολλούς μαχητές ώστε να μη γίνουν πάλι κλοπές όπως την προηγούμενη φορά. Και τώρα, μαζί με τα τουφέκια και τα πιστόλια, ετοιμάζονταν και Μεγάλα Όπλα – κανόνια. Δοκιμές μ’αυτά είχαν ήδη αρχίσει να γίνονται στα νοτιοανατολικά της Φέντινκεχ, μερικές εκατοντάδες μέτρα απόσταση από τον χώρο εκπαίδευσης των στρατιωτών μας στα πυροβόλα.
Το Δεξί Χέρι, που βρισκόταν ακόμα στα δυτικά μας σύνορα, έστελνε αναφορές στο Βασιλικό Παλάτι ότι η κατάσταση εκεί ολοένα και επιδεινωνόταν. Ολοένα και περισσότερες επιδρομές γίνονταν από πολεμιστές της Κοινωνίας. Όπως έγραφε στη Βασίλισσα, δεν ήταν βέβαιος αν αυτές οι επιθέσεις ήταν οργανωμένες από τους Ιεράρχες ή αν γίνονταν με την «ευκαιρία» του πολέμου κατά του Ώσρανοκ.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ, λοιπόν, αποφάσισε να στείλει επιτέλους τον στρατό της να πολεμήσει την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας. Θεωρούσε ότι αρκετοί πολεμιστές είχαν εκπαιδευτεί στα πυροβόλα όπλα και αρκετά κανόνια είχαν κατασκευαστεί – και, συγχρόνως, ακόμα περισσότεροι θα εκπαιδεύονταν και ακόμα περισσότερα κανόνια θα κατασκευάζονταν. Πίστευε ότι το Τάρσαζ έπρεπε να επιτεθεί όσο είχε ακόμα το πλεονέκτημα, γιατί ορισμένες από τις τελευταίες αναφορές του Δεξιού Χεριού έλεγαν ότι και κάποιοι από τους μαχητές που έρχονταν από τα σύνορα της Κοινωνίας έφεραν πυροβόλα όπλα· και δεν πρέπει να ήταν κακοφτιαγμένα, τόνιζε ο Ναρχάεζ, δεν είχε ακούσει ή δει να διαλύονται στα χέρια των χειριστών τους· ήταν τελειοποιημένα πυροβόλα όπλα σαν αυτά που είχαν τώρα και οι πολεμιστές του Βασιλείου ύστερα από τις διορθώσεις της Συνοδού του Μεγάλου Προφήτη και του Βασιλικού Αλχημιστή.
Έτσι, η Βασίλισσα Παμράνεχ κήρυξε τον πόλεμο στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας. Έστειλε μαντατοφόρους της σε κάθε γωνιά του Βασιλείου, ζητώντας στρατό από τους υπηκόους της και προστάζοντας όλοι οι πολεμιστές να συγκεντρωθούν έξω από τα τείχη της Ίνρασακ. Στρατάρχη της διόρισε το Δεξί Χέρι του Θρόνου.
*
* * *
*
Ο Ναρχάεζ στεκόταν στις επάλξεις της Ακρόπολης και ατένιζε τις πρώτες εκατονταρχίες να στρατοπεδεύουν νότια της Ίνρασακ. Οι σημαίες τους κυμάτιζαν περήφανα στον φθινοπωρινό άνεμο, επιδεικνύοντας το κεφάλι του βρυχούμενου τίγρη πάνω από δύο διασταυρωμένα ξίφη – το έμβλημα του Βασιλείου Τάρσαζ. Οι στρατιώτες δεν ήταν από τη Φέντινκεχ· ήταν από κάποιες δυτικές πόλεις, κοντινότερες στην Ίνρασακ· όμως και ο στρατός από την πρωτεύουσα δεν θα αργούσε να έρθει, και ο Ναρχάεζ ήξερε ότι θα έφερνε μαζί του κι αυτά τα καινούργια Μεγάλα Όπλα που μπορούσαν να γκρεμίσουν τείχη με την καταστροφική τους δύναμη.
Η Βασίλισσά μας, αναμφίβολα, πιστεύει ότι ήρθε η ώρα να διαλύσουμε την Κοινωνία. Να πορθήσουμε τη μια της πόλη μετά την άλλη, χωρίς οι Ιεράρχες να μπορούν να μας αντιταχθούν.
Ο Ναρχάεζ, όμως, δεν υποτιμούσε τον αντίπαλο. Ο Μέγας Ιεράρχης ήταν κάτι το διαβολικά απάνθρωπο, και σίγουρα ένας τέτοιος… δαίμονας πρέπει να είχε και ανάλογα δαιμονικά σχέδια στο μυαλό του. Μπορεί να θέλει να μας προκαλέσει. Μπορεί να έχει ετοιμάσει κάποια παγίδα. Ο Ναρχάεζ το είχε αναφέρει αυτό στις επιστολές του προς τη Βασίλισσα, μα δεν ήξερε αν εκείνη είχε δώσει την απαιτούμενη σημασία. Πιθανώς, δεν είχε δώσει.
Μεγάλε Τίγρη, χρειαζόμαστε τη δύναμή σου τώρα περισσότερο από ποτέ.
«Μόνο αυτοί;»
Η φωνή είχε έρθει από πίσω του, και άκουσε βήματα να τον πλησιάζουν. Ήταν η σύζυγός του, η Καλμίνεχ, η οποία είχε, τελευταία, αποφασίσει να φύγει από τη Φέντινκεχ και να έρθει να τον βρει στην Ίνρασακ, για να είναι κοντά του. Ο Ναρχάεζ δεν το θεωρούσε επικίνδυνο… μέχρι τώρα. Τώρα, θα γινόταν πόλεμος. Κανένας δεν θα ήταν ασφαλείς στα δυτικά σύνορα του Βασιλείου.
«Θα έρθουν κι άλλοι, σύντομα,» είπε στην Καλμίνεχ, χωρίς να στραφεί για να την κοιτάξει αλλά περνώντας το χέρι του γύρω από τη μέση της καθώς εκείνη στεκόταν δίπλα του. «Πολλοί άλλοι. Και καλύτερα να επιστρέψεις στην πρωτεύουσα όσο είναι καιρός.»
Η Καλμίνεχ γύρισε για ν’ατενίσει την κατατομή του προσώπου του· τα μακριά, μαύρα μαλλιά της κυμάτιζαν ανάλαφρα πάνω από τους ώμους της. «Όσο είναι καιρός; Τι εννοείς;»
«Θα γίνει πόλεμος. Η Κοινωνία ίσως να επιτεθεί ακόμα κι εδώ, στην Ίνρασακ. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα συμβεί.»
«Πιστεύεις ότι η Ίνρασακ θα πέσει;»
Ο Ναρχάεζ κοίταξε τα γαλανά μάτια της. «Δεν το πιστεύω. Αλλά θα είσαι πιο ασφαλής στη Φέντινκεχ· το ξέρεις αυτό.»
«Δεν θα φύγω από εδώ. Θα μείνω μαζί σου.»
«Ήμουν βέβαιος ότι αυτό θα έλεγες…» είπε ο Ναρχάεζ· και χαμογέλασε.
Κι οι δυο τους χαμογέλασαν. Ήταν νιόπαντροι, και τρελά ερωτευμένοι.
Φιλήθηκαν επάνω στις επάλξεις της Ακρόπολης της Ίνρασακ, ενώ στα νότιά τους στρατοπέδευαν οι πρώτες εκατονταρχίες του Ταρσάζιου Στρατεύματος, στα βόρειά τους κυλούσαν τα ορμητικά νερά του ποταμού Άλμορ, ο οποίος όριζε τα σύνορα του Βασιλείου με την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας, και στα δυτικά τους ανοιγόταν η γαλανή, αφρισμένη απεραντοσύνη της Ενδότερης Θάλασσας.
*
Στο λιμάνι της Ίνρασακ, πολεμικά πλοία άραζαν τώρα πολύ περισσότερο από ό,τι εμπορικά, και στρατιώτες κατέβαιναν για να προστεθούν σ’αυτούς που ήταν στρατοπεδευμένοι γύρω από τα τείχη της πόλης. Το μεγάλο φουσάτο από τη Φέντινκεχ είχε πλέον έρθει, φέρνοντας μαζί του τα καινούργια Μεγάλα Όπλα, τα οποία ο Ναρχάεζ και ο Άρχοντας Κάφαλροκ της Ίνρασακ πήγαν να θαυμάσουν από κοντά.
«Μ’αυτά τα πράγματα θα γκρεμίσουμε τείχη;» ρώτησε ο τελευταίος έναν από τους χειριστές των Μεγάλων Όπλων, ενώ συγχρόνως άγγιζε με το γαντοφορεμένο χέρι του το γυαλιστερό φερίλιο του φονικού εργαλείου.
«Μάλιστα, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο χειριστής, και του είπε πώς λειτουργούσαν τα Μεγάλα Όπλα. Προθυμοποιήθηκε, μάλιστα, να κάνει μια επίδειξη, αν ο Άρχοντας και ο Στρατάρχης το επιθυμούσαν. Εκείνοι, όμως, αποκρίθηκαν ότι δεν χρειαζόταν.
Οι επιδρομές από τους πολέμαρχους της Κοινωνίας είχαν ελαττωθεί, είχε παρατηρήσει ο Ναρχάεζ, από τότε που το Ταρσάζιο Στράτευμα είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται στην Ίνρασακ. Αναμφίβολα, οι κατάσκοποι των Ιεραρχών το είχαν δει και είχαν ειδοποιήσει τους αφέντες τους, οι οποίοι θα είχαν ήδη προστάξει να ετοιμαστούν οι υπήκοοί τους να προστατέψουν τα εδάφη τους.
Ο Ναρχάεζ είχε μετατρέψει την Ακρόπολη της Ίνρασακ σε στρατηγείο του, και, έχοντας μαζέψει διάφορους χάρτες της Κοινωνίας, κατέστρωνε πολεμικά σχέδια μαζί με τους αξιωματικούς του και τον Άρχοντα Κάφαλροκ. Κάποιο από αυτά τα σχέδια θα έπρεπε σύντομα να μπει σε εφαρμογή: και το Δεξί Χέρι του Θρόνου ευχόταν να ήταν το βέλτιστο.
Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ ήρθε μια μέρα μετά το κυρίως τμήμα του στρατεύματος από τη Φέντινκεχ, και συμμετείχε κι εκείνος, ασφαλώς, στην κατάστρωση των σχεδίων, αφού θα έπαιρνε ενεργό μέρος στον πόλεμο όπως είπε.
*
Η συγκέντρωση γύρω απ’το μεγάλο τραπέζι διαλύθηκε καθώς το μεσημέρι είχε έρθει. Ο Άρχοντας Κάφαλροκ πήγε προς το παλάτι του, στο κέντρο της πόλης, και οι αξιωματικοί στα δωμάτιά τους. Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ συνόδεψε τον Άρχοντα, γιατί ήταν φιλοξενούμενος στο παλάτι λόγω της θέσης του. Ο Κάφαλροκ είχε προτείνει και στον Ναρχάεζ να μείνει στο παλάτι από την αρχή που είχε έρθει στα δυτικά σύνορα και στην Ίνρασακ, εκείνος όμως είχε προτιμήσει την Ακρόπολη τις ημέρες που βρισκόταν στην πόλη, ενώ όταν δεν ήταν στην Ίνρασακ διέμενε σε φρούρια κατά μήκος των συνόρων, όπως το Ωχρόλευκο Οχυρό, όπου είχε πληροφορηθεί και για την καταστροφή που είχε οδηγήσει στην αρπαγή των δύο πρώτων πυροβόλων από πολεμιστές της Κοινωνίας.
Τώρα, ο Ναρχάεζ βγήκε τελευταίος από την αίθουσα σχεδιασμών, κλείδωσε, και βάδισε προς τα δωμάτιά του μες στην Ακρόπολη, όπου τον περίμενε η Καλμίνεχ. Καθώς κατέβαινε μια σκάλα, όμως, είδε μια γνώριμη μορφή να στέκεται μπροστά από το τελευταίο σκαλοπάτι.
Η γυναίκα ήταν ντυμένη με μακρύ, σκούρο μπλε φόρεμα που είχε γκρίζα γούνα γύρω από το ντεκολτέ και τα μανίκια. Τα μαύρα μαλλιά της ήταν δεμένα κότσο, σφιχτά, κάνοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου της να φαντάζουν μυτερά.
«Κελνίχηβ,» είπε ο Ναρχάεζ πλησιάζοντάς την. «Δεν περίμενα να σε δω εδώ.»
«Θα έπρεπε, όμως.»
«Ήρθες μαζί με τον Πρίγκιπα;»
«Όχι. Ο Πρίγκιπας δεν γνωρίζει ότι είμαι στην Ίνρασακ. Για την ακρίβεια, έχω έρθει εδώ και μερικές ημέρες.»
«Ψάχνεις για κατασκόπους των Ιεραρχών;»
Το Αριστερό Χέρι κατένευσε. «Τα γεγονότα στη Φέντινκεχ, με τους Ταργκάφλι, έχουν επιβεβαιώσει τις υποψίες μου ότι υπάρχουν άνθρωποι μέσα στο Βασίλειο που δεν θέλουν το καλό μας. Παραλίγο να γίνουν τρομερές καταστροφές στην πρωτεύουσα…»
«Το άκουσα,» είπε ο Ναρχάεζ.
«Δύο χιλιάδες βάρβαροι κατασκηνωμένοι έξω από τα τείχη μας. Ξέρεις, φυσικά, τι θα μπορούσε να είχε γίνει…»
«Πολιορκία κανονική.»
«Ευτυχώς το αποτρέψαμε.»
«Φοβάσαι ότι ίσως οι Ιεράρχες να ετοιμάζουν κάτι κι εδώ, στην Ίνρασακ;» ρώτησε ο Ναρχάεζ. Ή, μήπως, το έχεις ανακαλύψει ήδη; Γι’αυτό το Αριστερό Χέρι είχε αποφασίσει να βγει απ’τις σκιές και να του μιλήσει;
«Το φοβάμαι, αλλά δεν είμαι βέβαιη. Οι κατάσκοποί μου προσπαθούν να εντοπίσουν οτιδήποτε το παράξενο.»
«Χρειάζεσαι καμια βοήθεια;»
«Ήθελα απλώς να γνωρίζεις ότι βρίσκομαι εδώ, Ναρχάεζ,» είπε η Κελνίχηβ. «Αν δεις κάτι ύποπτο, θέλω αμέσως να μου το αναφέρεις.»
«Πολύ ευχαρίστως… αν μου πεις πώς μπορώ να επικοινωνήσω μαζί σου. Δεν ξέρω καν πού μένεις.»
Η Κελνίχηβ τού είπε ότι μπορούσε να πει σ’έναν συγκεκριμένο στρατιώτη πως τη ζητούσε, κι εκείνη θα ερχόταν.
Ο Ναρχάεζ, μέχρι στιγμής, δεν είχε ιδέα ότι αυτός ο στρατιώτης – ένας τοπικός πολεμιστής της Ίνρασακ – ήταν πράκτορας του Αριστερού Χεριού. Μπορεί ακόμα και κάποιος αξιωματικός μου να είναι πράκτοράς της χωρίς να το γνωρίζω. Δεν του άρεσε τούτη η σκέψη.
«Αυτός, όμως, δεν είναι ο μοναδικός λόγος που είμαι εδώ, Ναρχάεζ,» δήλωσε η Κελνίχηβ.
Ο Ναρχάεζ ύψωσε ένα φρύδι του. «Δεν ήρθες μόνο για να βρεις κατασκόπους των εχθρών μας;»
«Αναζητώ και την Ανταρλίδα.»
«Άκουσα ότι εξαφανίστηκε μέσα από την ίδια τη Φέντινκεχ.»
Η Κελνίχηβ ένευσε. «Πιστεύω ότι οι Ιεράρχες την έχουν.»
Ο Ναρχάεζ συνοφρυώθηκε. «Κι αν έχουν την Ανταρλίδα, μπορούν να μάθουν πολλά που δεν θα έπρεπε να μάθουν… Νομίζεις ότι θα μας προδώσει, Κελνίχηβ;»
«Δεν ξέρω, αλλά δεν την εμπιστεύομαι. Και, κυρίως, δεν εμπιστεύομαι τους Ιεράρχες. Θα κάνουν το παν για να μάθουν πώς φτιάχνονται τα Μεγάλα Όπλα, τώρα με τον πόλεμο. Θα τη βασανίσουν, αν δεν την έχουν ήδη βασανίσει. Κι εσύ τι λες, η Ανταρλίδα θα σκεφτεί πρώτα το καλό του Τάρσαζ ή το τομάρι της;»
Τα λόγια του Αριστερού Χεριού τον έκαναν ν’ανησυχήσει. «Αν τα πράγματα έχουν έτσι, τότε… μπορεί ακόμα και τώρα που μιλάμε οι Ιεράρχες να έχουν Μεγάλα Όπλα παρόμοια με τα δικά μας αλλά να τα κρύβουν.»
«Ναι,» συμφώνησε η Κελνίχηβ, «δεν αποκλείεται καθόλου. Να το έχεις υπόψη σου αυτό. Μπορεί να συναντήσεις αντίσταση που δεν την περιμένεις.»
Ο Ναρχάεζ τής είπε ότι ήδη σκεφτόταν πως ίσως ο Μέγας Ιεράρχης να προσπαθούσε να τους προσελκύσει σε κάποια παγίδα.
Η Κελνίχηβ δεν διαφώνησε. «Θα τα ξαναπούμε,» του είπε, και χάθηκε μέσα στους διαδρόμους της Ακρόπολης.
Τα σκράχαμπ δεν είναι πολύ γνωστά έξω από την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας, παρά μονάχα σε μύθους και σε θρύλους. Αλλά ακόμα και στα εδάφη της Κοινωνίας δεν είναι θηρία που απαντώνται συχνά. Κυρίως, μπορεί κανείς να τα συναντήσει στα βουνά και στα δάση νότια της Βέλρικ. Από ό,τι έχω διαβάσει σε ζωολόγια, κι από ό,τι έχω δει σε σκίτσα που απεικονίζουν τα σκράχαμπ, έχουν τέσσερα πόδια και μεγάλα σώματα γεμάτα μύες τα οποία σχηματίζουν μία ψηλή καμπούρα. Επάνω τους φυτρώνουν μαυριδερές, μακριές τρίχες που θυμίζουν χόρτα. Ο λαιμός τους είναι κυρτός και το κεφάλι τους βρίσκεται χαμηλότερα από την καμπούρα τους, και είναι πλατύ αλλά όχι πολύ μακρύ. Περισσότερο με κεφάλι αγριόχοιρου μοιάζει – χωρίς χαυλιόδοντες όμως – αν θα έπρεπε να το παρομοιάσουμε με κάτι. Τα δόντια τους είναι επικίνδυνα και αιχμηρά, όπως όλων των σαρκοβόρων. Στα πόδια διαθέτουν τέσσερα νύχια που είναι κυρτά και δεν κρύβονται ποτέ μέσα στο δέρμα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, όμως, είναι τα σκράχαμπ να σε ποδοπατήσουν, όχι να σε γδάρουν, διότι έχουν τρομερό βάρος – ορισμένοι εικάζουν όσο κι ο ελέφαντας· αλλά προσωπικά το θεωρώ υπερβολή.
Τα σκράχαμπ, εκτός των άλλων, είναι γνωστό και ότι σκάβουν στη γη για να χώσουν μέσα τα πόδια και τη μουσούδα τους, αφήνοντας μόνο την καμπούρα τους έξω. Έτσι, μπορεί κάποιος να μην τα δει ακόμα κι όταν βαδίζει κοντά τους, περνώντας τα για μικρούς λοφίσκους ή για πελώριες πέτρες· διότι το δέρμα τους έχει το χρώμα της γης· και το τρίχωμά τους, που μοιάζει με χόρτο, συμβάλλει ακόμα περισσότερο σ’αυτή τη μεταμφίεση.
Σε ορισμένες ιστορίες, μάλιστα, έχω διαβάσει ότι ταξιδιώτες κατασκήνωσαν επάνω στη ράχη ενός σκράχαμπ και, μετά από μερικές ώρες, εκείνο σηκώθηκε ρίχνοντάς τους κάτω, εξαγριωμένο μαζί τους. Δεν ξέρω αν έχει συμβεί στην πραγματικότητα, όμως.
Όλα αυτά τα είπα στον Μεγάλο Προφήτη όταν εκείνος, προτού εγκαταλείψω το Ώσρανοκ και πλεύσω προς το Τάρσαζ, μου εκμυστηρεύτηκε ότι είχε δει ένα όραμα μ’ένα παράξενο πλάσμα, και με ρώτησε μήπως γνώριζα τι πλάσμα ήταν αυτό. Το πρώτο πράγμα που ήρθε στο νου μου ήταν το σκράχαμπ· κι αφού μίλησα στον Μεγάλο Προφήτη γι’αυτό, τον ρώτησα τι άλλο είχε δει κοντά στο θηρίο. Θα το συναντούσε στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας; Εκείνος, όμως, αρνήθηκε να μου απαντήσει.
*
* * *
*
Το άρμα ερχόταν ολοταχώς· οι επικαλυμμένοι με σίδερο ξύλινοι τροχοί του στροβιλίζονταν καθώς το τραβούσε το άγριο μαύρο άτι. Η γυναίκα πάνω στο άρμα βαστούσε το δόρυ της υψωμένο πάνω απ’τον ώμο. Το δέρμα της ήταν λευκό, και τα κόκκινα μαλλιά της ανέμιζαν πίσω της. Με το άλλο χέρι κρατούσε μια στρογγυλή ασπίδα από φερίλιο, καθώς και τα ηνία του μαύρου αλόγου, που οι οπλές του βροντούσαν πάνω στο χώμα της Αρένας.
Το πλήθος ήταν σιωπηλό. Παρατηρούσε, γνωρίζοντας ότι ο αγώνας βρισκόταν στο τέλος.
Η Ανταρλίδα λύγισε τα γόνατά της. Ετοιμάστηκε. Ένα πλατύ, μακρύ ξιφίδιο ήταν σε κάθε της χέρι.
Το άρμα ερχόταν…
Η κοκκινομάλλα έβγαλε έναν ζωώδη αλαλαγμό από το λαρύγγι της. Η λεπίδα του δόρατός της άστραψε στις ακτίνες των φεγγαριών – αμάλγαμα πράσινου και βαθυγάλαζου χρώματος.
Το όπλο ήρθε καταπάνω στην Ανταρλίδα καθώς το άρμα περνούσε από δίπλα της με μεγάλη ταχύτητα. Η Μαύρη Δράκαινα τινάχτηκε στο πλάι. Η αιχμή αστόχησε το κρανοφόρο κεφάλι της. Η Ανταρλίδα έκανε μια γρήγορη τούμπα στο έδαφος και σηκώθηκε αμέσως στο ένα γόνατο – εκτοξεύοντας το ένα της ξιφίδιο προς την αντίπαλό της που έφευγε.
Ήταν εξωφρενικό να την πετύχει. Απίστευτο να την τραυματίσει. Αδύνατο να τη σκοτώσει.
Τα πλήθη στις εξέδρες δεν περίμεναν να το δουν να συμβαίνει.
Το ξιφίδιο στροβιλίστηκε, γυαλίζοντας, μοιάζοντας νάχει αποκτήσει δική του βούληση. Και χτύπησε την κοκκινομάλλα στον αυχένα. Η λεπίδα βγήκε απ’τη μπροστινή μεριά του λαιμού της, αιματοβαμμένη.
Το πλήθος πετάχτηκε όρθιο, ουρλιάζοντας, ουρλιάζοντας.
Η κοκκινομάλλα έπεσε απ’το άρμα, και η Ανταρλίδα, παρότι καταλάβαινε ότι ο αγώνας είχε τελειώσει, έτρεξε προς το άλογο που είχε χάσει την οδηγό του. Οι στρατιώτες των Ιεραρχών σήκωσαν την καγκελωτή πύλη, περιμένοντας τη Μαύρη Δράκαινα να έρθει· αλλά εκείνη τούς αγνόησε. Σε κάποιο σημείο της Αρένας, έφτασε το άλογο, πήδησε πάνω του, το ελεύθερό της χέρι γραπώθηκε από τη χαίτη, η πλατιά λεπίδα του ξιφιδίου της έκοψε την αρτηρία στον λαιμό του. Η Ανταρλίδα πετάχτηκε παραδίπλα σαν αιλουροειδές· το άλογο σωριάστηκε, σπαρταρώντας, πεθαίνοντας, ενώ το αίμα του εκτοξευόταν σαν πορφυρός πίδακας.
Η Ανταρλίδα ορθώθηκε καθώς το πλήθος ζητωκραύγαζε εκστασιασμένα. Δεν ήξερε γιατί το είχε κάνει αυτό, γιατί είχε σκοτώσει το άλογο. Απλώς ήθελε να το κάνει. Κάτι άγριο εντός της το επιθυμούσε. Η Αρένα ξυπνούσε βαρβαρικά ένστικτα στους ανθρώπους, ακόμα και στις Μαύρες Δράκαινες.
Η Ανταρλίδα κοίταξε τους νεκρούς τριγύρω, στο χώμα. Ένας πολεμιστής με ασπίδα και ξίφος, ο οποίος είχε ξεκινήσει ως σύμμαχός της σε τούτο τον αγώνα, και τώρα στο στόμα του ήταν καρφωμένο ένα βέλος που η αιχμή του είχε βγει απ’την πίσω μεριά του κρανίου του. Αρκετά μέτρα απόσταση απ’αυτόν κειτόταν ο τοξότης που τον είχε σκοτώσει, ο άντρας που ήταν πάνω στο άρμα της κοκκινομάλλας προτού η Ανταρλίδα, πηδώντας, τον αρπάξει από το πόδι και τον τραβήξει κάτω, μπήγοντας το ένα της ξιφίδιο στο στέρνο του, τρυπώντας τον πέτσινο θώρακά του.
Ακόμα μια σφαγή είχε τελειώσει, και μονάχα εκείνη είχε επιβιώσει.
Η Ανταρλίδα νόμιζε ότι, σύντομα, θ’άρχιζε να χάνει τη μέτρηση των αγώνων που είχε δώσει σε τούτη την τρισκατάρατη Αρένα των Ιεραρχών.
Οι στρατιώτες τής έκαναν νόημα να έρθει στην ανοιχτή καγκελωτή πύλη. Το πλήθος φώναζε ότι την αγαπούσε. Της πετούσαν λουλούδια από τις εξέδρες: λουλούδια που κατέληγαν στο χώμα της Αρένας και ποτίζονταν από το αίμα που είχε κάνει λίμνες εκεί.
Η Ανταρλίδα πήρε το ξιφίδιό της από το λαιμό της κοκκινομάλλας πολεμίστριας. Το θηκάρωσε, και αυτό και το άλλο, και πήγε προς την ανοιχτή πύλη που την περίμενε.
Η πύλη έκλεισε πίσω της. Η Ανταρλίδα παρέδωσε τα όπλα και την πανοπλία της, όπως πάντα, και οι φρουροί την οδήγησαν στο εσωτερικό του Οίκου της Γνώσης και στο δωμάτιό της. Αυτή ήταν η διαδρομή που έκανε συνέχεια· πουθενά αλλού δεν την άφηναν να πάει. Μόνο από το δωμάτιό της στην Αρένα, και από την Αρένα στο δωμάτιό της. Ξανά και ξανά. Το ίδιο και το ίδιο.
Η κατάστασή σου μπορεί να βελτιωθεί, της έλεγαν οι Ιεράρχες. Μπορεί να βελτιωθεί πολύ. Φτάνει να συνεργαστείς μαζί μας. Να μας πεις πώς φτιάχνεται το Μεγάλο Όπλο. Εξάλλου, τι χρωστάς στο Τάρσαζ;
Θα πεθάνεις εδώ, αργά ή γρήγορα· το ξέρεις, έτσι; Κανείς δεν επιβιώνει στην Αρένα, όσο καλός κι αν είναι. Κάτι χειρότερο από εσένα θα βρεθεί και θα σε σκοτώσει. Ή θα κάνεις κάποιο λάθος. Ή η τύχη θα στραφεί εναντίον σου.
Η Ανταρλίδα τούς αγνοούσε.
Γιατί; είχε αναρωτηθεί ορισμένες φορές. Γιατί δεν τους λέω πώς να φτιάξουν το καταραμένο κανόνι; Ήταν από πείσμα περισσότερο, κατέληξε. Από πείσμα. Δεν της άρεσε καθόλου το γεγονός ότι την είχαν απαγάγει, ότι την είχαν φέρει εδώ με τη βία, απαιτώντας από εκείνη να τους δώσει τις γνώσεις της, όχι ζητώντας το.
Κι επιπλέον, πίστευε ότι θα κατόρθωνε να δραπετεύσει. Έψαχνε για μια καλή ευκαιρία. Μια καλή ευκαιρία…
Η οποία, όμως, έπρεπε σύντομα να παρουσιαστεί αν ήταν η Ανταρλίδα να επιβιώσει· διότι οι Ιεράρχες σ’ένα πράγμα είχαν δίκιο: αργά ή γρήγορα η Αρένα θα τη σκότωνε, όσο καλή κι αν ήταν.
*
Το πρωί, ήρθε να την επισκεφτεί η Ιεράρχης που ονομαζόταν Κίδλη: μια μελανόδερμη γυναίκα με καστανά, μακριά μαλλιά τα οποία έδενε σε τρεις μακριές κοτσίδες στην πλάτη της. Τα μάτια της ήταν ανομοιόχρωμα: το ένα μαύρο, το άλλο πράσινο. Σήμερα, φορούσε ένα δερμάτινο, μαύρο χιτώνιο που έμοιαζε να γίνεται ένα με το μελανό δέρμα της, και ψηλές, καφετιές μπότες που δένονταν με σταυρωτά κορδόνια. Από τη ζώνη της κρεμόταν ένα κοντό ξίφος, αλλά ήταν προφανές ότι δεν πίστευε πως αυτό θα την προστάτευε αν η Ανταρλίδα αποφάσιζε να της επιτεθεί.
«Η Βέλρικ, γι’ακόμα μια φορά, μιλά για σένα,» είπε η Κίδλη, χωρίς να χαμογελάσει ή να αλλοιωθεί στο ελάχιστο η επίπεδη όψη του προσώπου της. «Έχεις γίνει περιώνυμη εδώ.»
Η Ανταρλίδα δεν μίλησε καθώς έπαιρνε το πρωινό της. Δεν ήξερε ποια ακριβώς ήταν η θέση της Κίδλης μέσα στον Οίκο της Γνώσης· εκείνη δεν της είχε πει τίποτα όταν είχε πρωτοεμφανιστεί – σε αντίθεση με τον Ναρτέλλο που είχε εξαρχής δηλώσει πως ήταν αλχημιστής.
«Γίνεσαι, όμως, ολοένα και πιο σιωπηλή,» παρατήρησε η Ιεράρχης, σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος καθώς βημάτιζε μέσα στο δωμάτιο. «Πιστεύεις ότι τα πράγματα δεν μπορούν να χειροτερέψουν για σένα;»
Η Ανταρλίδα δεν της μίλησε.
«Θα μας πεις πώς να φτιάξουμε το Μεγάλο Όπλο;»
Πάλι, η Ανταρλίδα δεν μίλησε.
«Όταν ξανάρθω,» της είπε η Κίδλη, «θα το έχεις ξανασκεφτεί – είμαι βέβαιη.» Και βγήκε απ’το δωμάτιο, αφήνοντάς την μόνη.
Παραδόξως, εκείνη την ημέρα δεν την έριξαν στην Αρένα, πράγμα που την έκανε να αναρωτηθεί τι ετοίμαζαν. Επειδή, σίγουρα, η απειλή της Κίδλης δεν μπορεί να ήταν τυχαία.
Το βράδυ, της έφεραν πάλι έναν δούλο για να τον κάνει ό,τι επιθυμούσε, όπως της είχαν φέρει και παλιότερα. Η Ανταρλίδα πάντοτε τους έδιωχνε, και τώρα έκανε το ίδιο. Αλλά, αμέσως μετά, άλλαξε γνώμη. «Μείνε,» του είπε.
Και τον χρησιμοποίησε, βίαια, ικανοποιώντας το πάθος της σαν να βρισκόταν στην Αρένα, σαν να ήταν σε μάχη.
Μετά, σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και βάδισε, γυμνή, ώς το αναμμένο τζάκι. Γονάτισε μπροστά στις φλόγες, ακουμπώντας τα χέρια της στα γόνατά της και κλείνοντας τα βλέφαρα. Τα μακριά, ξανθά μαλλιά της έπεφταν μπλεγμένα γύρω απ’το πρόσωπό της, σαν παραπέτασμα, σκιάζοντάς το.
Τα χείλη της σχημάτισαν μία λέξη: «Φύγε.»
Ο δούλος σηκώθηκε από το πάτωμα μαζεύοντας τα σχισμένα ρούχα του. Το λευκόδερμο σώμα του ήταν μελανιασμένο. Άνοιξε την πόρτα σιωπηλά και βγήκε απ’το δωμάτιο, κλείνοντας πίσω του. Η Ανταρλίδα μπορούσε να τον ακούσει να παραπατά φοβισμένα.
Κάθε φορά, σε κάθε αγώνα, νικούσε στην Αρένα. Αλλά τώρα πλέον είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι, στην πραγματικότητα, η Αρένα νικούσε εκείνη…
*
Ο θάλαμος όπου την οδήγησαν ήταν, αυτή τη φορά, γεμάτος με άλλους τρεις άντρες και μία γυναίκα. Τέσσερις μονομάχους, οι οποίοι μάλλον θα αγωνίζονταν στο πλευρό της, αλλιώς δεν θα ήταν στον ίδιο θάλαμο μ’εκείνη αλλά σε ξεχωριστούς θαλάμους. Είχαν όλοι τους ήδη εξοπλιστεί.
Και την κοίταξαν κατάπληκτοι.
«Θα πολεμήσεις μαζί μας;» ψέλλισε ένας μαυρόδερμος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι και πρόσωπο, ο οποίος ήταν ντυμένος με δερμάτινη αρματωσιά και βαστούσε δόρυ. «Μαζί μας;»
«Για να είμαι εδώ,» απάντησε η Ανταρλίδα, «αυτό πρέπει νάχουν στο μυαλό τους.»
Ένας άντρας με λευκό δέρμα και ξανθά, μακριά μαλλιά και μούσια, ο οποίος καθόταν στη γωνία του θαλάμου κρατώντας αγκαλιά τον δίστομο πέλεκύ του, είπε: «Τώρα ίσως και να νικήσουμε…»
Η γυναίκα – λευκόδερμη κι αυτή αλλά μαυρομάλλα, ντυμένη με σιδερένια φολιδωτή πανοπλία και έχοντας κοντά της έναν μακρυμάνικο κεφαλοθραύστη και μια μικρή, στρογγυλή ασπίδα – ρουθούνισε. «Κάνε χαρές…»
Ο τρίτος άντρας έμεινε σιωπηλός, αλλά τα πράσινα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω στην Ανταρλίδα καθώς καθόταν οκλαδόν στο πάτωμα. Ήταν σωματώδης και ντυμένος με σκληρά δέρματα. Στα χέρια του φορούσε γάντια με σίδερα και καρφιά. Στο κεφάλι του ήταν ένα κράνος, απ’τις άκριες του οποίου έβγαιναν τα μακριά, μαύρα μαλλιά του. Η Ανταρλίδα σύντομα κατάλαβε ότι ήταν μουγκός· του είχαν κόψει τη γλώσσα.
«Ξέρετε κάτι που δεν ξέρω;» ρώτησε η Μαύρη Δράκαινα τους μονομάχους. Δε ζήτησε να μάθει τα ονόματά τους αλλά, καθώς μιλούσε μαζί τους, άρχισε μέσα στο μυαλό της να τους δίνει δικά της ονόματα – ή, ίσως, παρωνύμια.
Ο Ξυρισμένος είπε: «Το σκυλί από δω» – έδειξε τον Μουγκό με τον αντίχειρά του – «μας είπε ότι άκουσε πως θα μας πετάξουνε να πολεμήσουμε τον Θραύστη.»
«Δε μας το ‘είπε’ ακριβώς…» σχολίασε η Κορακομάλλα.
Ο Μουγκός τη λοξοκοίταξε, άγρια· τα πράσινα μάτια του γυάλισαν μέσα απ’το κράνος του.
«Αφού είσαι εσύ μαζί μας τώρα, Άσπρη Γυναίκα,» είπε ο Ξανθός κοιτάζοντας την Ανταρλίδα, «μπορεί και να νικήσουμε.»
«Κανένας δε μπορεί να νικήσει τον Θραύστη…» μουρμούρισε η Κορακομάλλα, έχοντας το βλέμμα της στραμμένο στην κλειστή πύλη, ατενίζοντας την άδεια Αρένα έξω απ’τα κάγκελα.
«Θα μας βάλουν και τους πέντε να πολεμήσουμε έναν μόνο μονομάχο;» απόρησε η Ανταρλίδα.
«Δε φαίνεται να τον ξέρει τον Θραύστη,» είπε η Κορακομάλλα στους άλλους· και προς τη Μαύρη Δράκαινα: «Δεν είναι άνθρωπος.»
«Τι είναι;»
«Σκράχαμπ,» απάντησε ο Ξυρισμένος, σαν αυτό να τα έλεγε όλα.
«Τι είναι το… σκράχαμπ;»
«Θα δεις,» της είπε η Κορακομάλλα.
Η Ανταρλίδα εξοπλίστηκε. Τα όπλα και η πανοπλία της την περίμεναν κρεμασμένα στην οπλοδόκη.
Μετά από λίγο, και προτού η Ανταρλίδα προλάβει να ρωτήσει τίποτα περισσότερο για τον αντίπαλό τους, δυνατοί θόρυβοι αντήχησαν. Θόρυβοι που παρόμοιους δεν είχε ξανακούσει στην Αρένα. Αλυσίδες που κινούνταν· τροχαλίες που γύριζαν· κάποιο μεγάλο, μεταλλικό κατασκεύασμα που έτριζε.
Όπως κι οι άλλοι μονομάχοι, κοίταξε από τα κάγκελα, και είδε ένα κλουβί να κατεβαίνει μέσα στην Αρένα. Ένα κλουβί που κρεμόταν από αλυσίδες. Ο ήχος που ακουγόταν πρέπει να προερχόταν από τον γερανό που το σήκωνε.
Το κλουβί ήταν πελώριο και καμωμένο από φερίλιο. Το πλάσμα εντός του ήταν εξίσου πελώριο· δεν θα χωρούσε ποτέ να περάσει από τις πύλες της Αρένας. Αρχικά, η Ανταρλίδα το νόμισε για πέτρα, για βράχο, έτσι όπως ήταν το σώμα του. Ένας όγκος από μύες. Μια μεγάλη καμπούρα. Τρίχες σκουρόχρωμες, σκληρές, και μακριές. Το κεφάλι του κτήνους στράφηκε προς τη μεριά της Μαύρης Δράκαινας και των άλλων μονομάχων σα να μπορούσε να τους μυριστεί. Τα μικρά του μάτια γυάλισαν εφιαλτικά στο φως του απογεύματος.
Έβγαλε μια άγρια κραυγή, τρίζοντας τα δόντια του. Μια κραυγή που αντήχησε στην Αρένα, και σίγουρα και στην πόλη, έξω απ’την Αρένα.
Καθώς το κλουβί κατέβαινε από τον ουρανό, ένας άντρας ήταν γαντζωμένος επάνω σε μια από τις αλυσίδες που το συγκρατούσαν· και τώρα, που αυτό ακουμπούσε στο έδαφος, εκείνος πάτησε στην οροφή του, γονάτισε, και ξεκλείδωσε ένα λουκέτο.
Ένας τοίχος του κλουβιού έπεσε, και ο Θραύστης βγήκε. Τα βήματά του έκαναν τη γη να σείεται.
«Ω θεοί…» ψέλλισε ο Ξυρισμένος, και η Ανταρλίδα τον άκουσε να ξεροκαταπίνει πίσω της.
«Θα το τσακίσουμε το θεριό, θα το τσακίσουμε!» γρύλισε ο Ξανθός, αν και ο φόβος του ήταν έκδηλος πίσω από τα λόγια του.
«Σκασμός…» είπε η Κορακομάλλα, αδύναμα, σχεδόν σαν να είχε μουρμουρίσει.
Το κλουβί (και ο άντρας που ήταν πιασμένος επάνω του) υψώθηκε πάλι στον ουρανό.
Η πύλη μπροστά στην Ανταρλίδα και στους συμμάχους της σηκώθηκε.
«Βγαίνετε!» τους φώναξε ένας στρατιώτης από την άλλη μεριά. «Αλλιώς είστε όλοι νεκροί!»
Η Ανταρλίδα βγήκε πρώτη, κρατώντας ένα ξιφίδιο σε κάθε χέρι, και οι άλλοι την ακολούθησαν. Τα όπλα όλων τους έμοιαζαν ασήμαντα σαν βελόνες μπροστά στο σκράχαμπ που ορθωνόταν αντίκρυ τους.
Το πλήθος κραύγαζε από τις εξέδρες.
Αυτοί που έβαζαν στοιχήματα, αναμφίβολα, θα ήταν διχασμένοι ετούτη τη φορά. Θα μπορούσε ακόμα κι η Άσπρη Γυναίκα να νικήσει τον Θραύστη;
«Απλωθείτε,» είπε η Ανταρλίδα στους συμμάχους της. «Να μη μας βρίσκει ποτέ όλους από μια μεριά.»
Οι μονομάχοι υπάκουσαν. Ο Ξυρισμένος και η Κορακομάλλα πήγαν στα δεξιά της, ο Μουγκός και ο Ξανθός στ’αριστερά της.
Ο Θραύστης έβγαλε ακόμα ένα θηριώδες γρύλισμα, και βάδισε καταπάνω στην Ανταρλίδα, που τον αντίκριζε.
Η Μαύρη Δράκαινα λύγισε τα γόνατά της, περιμένοντας το κτήνος να ζυγώσει. Τα γοργά βήματά του τράνταζαν το έδαφος κάτω απ’τα μποτοφορεμένα πόδια της. Ο Θραύστης έφτασε εμπρός της – και η Ανταρλίδα πήδησε, μ’όλη της τη δύναμη· βρέθηκε στον αέρα· βρέθηκε πάνω στο κτήνος· έμπηξε και τα δυο της ξιφίδια στη δασώδη ράχη του, και κρεμάστηκε εκεί.
Δεν άκουσε καμια φωνή πόνου να βγαίνει απ’το λαιμό του αντιπάλου της. Ίσως να μην είχε καν νιώσει τις λεπίδες της να τον τρυπάνε.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!» κραύγασε ο Ξυρισμένος, και χίμησε καταπάνω στον Θραύστη μπήγοντας το δόρυ του στα πλευρά του πλάσματος.
Το σκράχαμπ έκανε να στρέψει το κεφάλι του προς τον μαυρόδερμο μονομάχο – και ο κεφαλοθραύστης της Κορακομάλλας το χτύπησε στο μέτωπο. Ένα δυνατό ΝΤΑΠ! ήχησε, λες και τ’όπλο νάχε κοπανήσει σε πέτρα.
Ο Θραύστης, μουγκρίζοντας, κουτούλησε την Κορακομάλλα, η οποία δέχτηκε το χτύπημα επάνω στη στρογγυλή ασπίδα της – και τινάχτηκε σχεδόν ώς την άλλη άκρη της Αρένας, κουτρουβαλώντας στο χώμα. Ο κεφαλοθραύστης έφυγε απ’τη γροθιά της.
Ο Ξανθός κατέβασε τον δίστομο πέλεκύ του πάνω σ’ένα απ’τα δύο μπροστινά πόδια του σκράχαμπ, ουρλιάζοντας «Θα πεθάνεις! Θα ΠΕΘΑΝΕΙΣ!» Συγχρόνως, ο Μουγκός γρονθοκοπούσε τον Θραύστη στα πλευρά, αλλά εκείνος δεν πρέπει να αισθανόταν απολύτως τίποτα, παρά την ύπαρξη σίδερων και καρφιών στα γάντια του μονομάχου.
Δεν καταφέρνω κάτι κρεμασμένη εδώ, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, κρατώντας γερά τα μανίκια των ξιφιδίων της. Ξεκάρφωσε τις λεπίδες από τη σάρκα του σκράχαμπ και θηκάρωσε το ένα ξιφίδιο, ώστε να μπορεί να κινηθεί πάνω στη ράχη του κτήνους πιάνοντας τις τρίχες του με το ελεύθερο χέρι της. Από κάτω της αισθανόταν τόσο σκληρούς μύες που, πραγματικά, μονάχα με πέτρες θα ήταν δυνατόν να τους παρομοιάσει.
Ο Θραύστης στράφηκε στον Ξανθό, που συνέχιζε να τον κοπανά μανιασμένα με το τσεκούρι του, ουρλιάζοντας. Το βαρύ όπλο είχε καταφέρει να τραυματίσει το πόδι του πελώριου θηρίου· αίμα γυάλιζε. Αλλά μετά ο Θραύστης ανασηκώθηκε.
Η Ανταρλίδα κρατήθηκε γερά επάνω του, για να μην τιναχτεί πέρα.
Ο Ξυρισμένος απομακρύνθηκε φοβισμένα, το ίδιο κι ο Μουγκός.
Ο Ξανθός έκανε ένα βήμα όπισθεν, αλλά είχε πάλι το τσεκούρι του υψωμένο, κι έτριζε τα δόντια. «ΘΑ ΠΕΘ–!»
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την κραυγή του, καθώς το τραυματισμένο πόδι του Θραύστη κατέβηκε πάνω του.
Αίματα, και άλλα ζωτικά υγρά, τινάχτηκαν παντού γύρω.
Τον έκανε ένα με το χώμα! παρατήρησε η Ανταρλίδα με γουρλωμένα μάτια, ενώ κρατιόταν γερά από τις τρίχες του κτήνους.
Το οποίο τώρα στράφηκε στον Ξυρισμένο και στον Μουγκό, που είχαν βρεθεί ο ένας κοντά στον άλλο.
Ο Ξυρισμένος έθεσε το δόρυ του αμυντικά εμπρός του, ο Μουγκός στράφηκε και έτρεξε.
Ο Θραύστης όρμησε. Άνοιξε τα πελώρια σαγόνια του, εκτοξεύοντας σάλια. Και τα έκλεισε πάνω στο δόρυ του Ξυρισμένου, σπάζοντάς το στα δύο.
Εκείνος ούρλιαξε πανικόβλητα, προσπάθησε να τρέξει, σκόνταψε κι έπεσε.
«Ννναααααααρρ!» Η Κορακομάλλα ήρθε ξαφνικά από δίπλα, κοπανώντας το κτήνος στο τραυματισμένο πόδι του με τον κεφαλοθραύστη της.
Η Ανταρλίδα άφησε τον εαυτό της να γλιστρήσει ομαλά πάνω στην καμπούρα του Θραύστη, ώστε να φτάσει χαμηλά, στο κεφάλι του. Καθώς όμως έφτανε εκεί, το κτήνος είχε ήδη στραφεί στην Κορακομάλλα και, ενώ εκείνη είχε υψώσει την ασπίδα της για να αμυνθεί, έκλεισε τα σαγόνια του πάνω στο αριστερό της χέρι. Κόβοντάς το στον ώμο.
Η γυναίκα βρέθηκε στο χώμα, σπαρταρώντας και ουρλιάζοντας, ενώ πίδακες αίματος τινάζονταν από την αριστερή της μεριά.
Η Ανταρλίδα προσπάθησε να καρφώσει το κτήνος στο κεφάλι με το ξιφίδιό της. Αλλά η λεπίδα δεν πέρασε το σκληρό κρανίο παρότι τραυμάτισε τη σάρκα. Και, μ’ένα απότομο τίναγμα, ο Θραύστης πέταξε τη Μαύρη Δράκαινα από πάνω του.
Η Ανταρλίδα βρέθηκε ανάσκελα στο έδαφος, λουσμένη στο αίμα. Το αίμα που τιναζόταν από το κομμένο χέρι της Κορακομάλλας.
Και η σκιά του Θραύστη τη σκέπασε. Το κτήνος ήταν έτοιμο να την ποδοπατήσει.
Αλλά τότε ο Μουγκός το πλησίασε, γρονθοκοπώντας το στο κεφάλι με τα γάντια του. Ο Θραύστης στράφηκε στη μεριά του, και τον δάγκωσε. Τον έκοψε στα δύο. Το πάνω μέρος το μάσησε – καταπίνοντας κάποια κομμάτια σάρκας, αναμφίβολα – και μετά το έφτυσε. Το κάτω μέρος – η μέση και τα πόδια – έπεσε στο χώμα, κλοτσώντας και τινάζοντας αίμα.
Η Ανταρλίδα, όμως, δεν κοίταζε το φρικτό θέαμα του θανάτου του Μουγκού· κοίταζε τον λαιμό του πλάσματος, κάτω απ’το κεφάλι του. Ήταν, ίσως, το μοναδικό ευάλωτο σημείο του. Φολίδες το σκράχαμπ δεν είχε πουθενά, και η σάρκα, οσοδήποτε σκληρή, μπορούσε να τρυπηθεί από τις λεπίδες της. Το πρόβλημα ήταν ότι, για να φτάσει στον λαιμό, έπρεπε να πάει κάτω απ’το θηρίο: πράγμα πολύ επικίνδυνο.
Η Κορακομάλλα ακόμα ούρλιαζε και χτυπιόταν στο έδαφος· το κομμένο χέρι της τίναζε αίμα.
Ο Ξυρισμένος έτρεχε να φύγει, να απομακρυνθεί, αν και ήξερε ότι δεν μπορούσε να πάει πουθενά. Αν επιχειρούσε να σκαρφαλώσει έξω απ’την Αρένα, θα τον τόξευαν.
Η Ανταρλίδα τινάχτηκε όρθια και τον ακολούθησε. «Περίμενε!» του φώναξε, παρότι το σκράχαμπ βρισκόταν στο κατόπι τους. «Μην τα χάνεις· θέλω να με βοηθήσεις! Πρέπει να με βοηθήσεις, αλλιώς είμαστε νεκροί!»
«Θα πεθάνουμε έτσι κι αλλιώς…» έκανε ο Ξυρισμένος, λαχανιασμένα, καθώς σταματούσε να τρέχει. «Θα πεθάνουμε…»
Ο Θραύστης ζύγωνε ακούραστα. Η μουσούδα του ήταν γεμάτη αίμα. Το έδαφος βροντούσε κάτω απ’τα τέσσερα βαριά πόδια του.
«Μια φορά είχε σκοτώσει δέκα μονομάχους,» είπε ο Ξυρισμένος στην Ανταρλίδα. «Δέκα!… Και τι ήμασταν εμείς; Μόνο πέντε…»
Η Ανταρλίδα τον αγνόησε. «Τρέξε να πιάσεις τον κεφαλοθραύστη από κει που έχει πέσει. Εγώ θ’απασχολήσω το θηρίο. Ακούς;»
«Ναι… ναι, ’ντάξει.»
Ο Θραύστης πλησίαζε. Ήταν πολύ κοντά τώρα.
«Πήγαινε!» γρύλισε η Ανταρλίδα σπρώχνοντας τον Ξυρισμένο· κι εκείνος έτρεξε, ενώ η ίδια ορμούσε καταπάνω στο σκράχαμπ σπαθίζοντάς το με τα ξιφίδιά της καταπρόσωπο.
Τα μάτια του δεν ήταν εύκολο να τα πετύχει, διαπίστωσε· βρίσκονταν βαθιά μέσα στις κόγχες του κρανίου του, και σκληρές, κοκάλινες προεξοχές τα προφύλασσαν.
Το γιγάντιο στόμα άνοιξε. Ήρθε καταπάνω της για να την καταβροχθίσει.
Δόντια και γλώσσα και σάλια.
Η Ανταρλίδα κύλησε γρήγορα στο έδαφος, φεύγοντας κοντά από τον αντίπαλό της.
Τα σαγόνια έκλεισαν στον αέρα. Βρόντηξαν όπως μια πύλη που κατεβαίνει ξαφνικά και δυνατά.
Η Ανταρλίδα έτρεξε κοντά στον Ξυρισμένο που είχε τώρα πιάσει τον κεφαλοθραύστη της Κορακομάλλας από κάτω. (Η ίδια η Κορακομάλλα φαινόταν να έχει πεθάνει ή χάσει τις αισθήσεις της από την αιμορραγία.)
Ο Θραύστης στράφηκε. Άρχισε να έρχεται καταπάνω τους.
«Θεοί, βοηθήστε μας…» ψέλλισε ο Ξυρισμένος. «Λιρμάντε, βοήθ–»
«Χτύπα το στη μουσούδα!» του είπε η Ανταρλίδα, διακόπτοντας τις προσευχές του – που δε νόμιζε ότι πρόσφεραν τίποτα ετούτη την κρίσιμη στιγμή. «Μ’ακούς ρε; – βάρα το στη μουσούδα, στο κεφάλι – απασχόλησέ το, και θα το σκοτώσω.»
Ο Θραύστης ήταν τώρα εμπρός τους.
Ο Ξυρισμένος, βγάζοντας μια απελπισμένη φωνή – «Λιρμάντε! ΛΙΡΜΑΝΤΕ! ΛΙΡΜΑΝΤΕ!» – χίμησε στο κτήνος χτυπώντας το με τον κεφαλοθραύστη, ξανά και ξανά.
Η Ανταρλίδα κινήθηκε.
Επικαλούμενη όλη της την εκπαίδευση ως Μαύρη Δράκαινα.
Έτρεξε· βρέθηκε στ’αριστερά του κεφαλιού του θηρίου· άφησε τις σόλες των ποδιών της να φύγουν απ’το έδαφος· σύρθηκε, με ταχύτητα· αισθάνθηκε τις κνήμες, τους μηρούς, την πλάτη της να τρίβονται στο έδαφος–
Μπήκε κάτω απ’τη μεγάλη σκιά.
Η κακοσμία του σκράχαμπ γέμισε τα ρουθούνια της.
Ο λαιμός του, από πάνω της.
Ύψωσε και τα δυο της ξιφίδια, τα έμπηξε βαθιά μέσα σε σκληρή σάρκα. Αίμα την έλουσε. Άκουσε το κτήνος να βρυχάται· τ’αφτιά της πόνεσαν. Τράβηξε οριζόντια τις λεπίδες ενώ ήταν ακόμα βυθισμένες στον λαιμό του σκράχαμπ, ελπίζοντας να κόψει κάποια βασική αρτηρία.
Περισσότερο αίμα την έλουσε. Σαν το φράγμα ενός ποταμού να είχε ξαφνικά σπάσει.
Ο βρυχηθμός του Θραύστη ήταν το κάτι άλλο.
Η Ανταρλίδα κύλησε στο πλάι–
–γρήγορα–
Ένα πελώριο πόδι κατέβηκε.
Σκόνη τινάχτηκε, κολλώντας πάνω στο αίμα που την είχε λούσει. Η γη έκανε μια μικρή ρωγμή.
Η Ανταρλίδα, όμως, είχε καταφέρει να μην ποδοπατηθεί. Αν και δεν θυμόταν ποτέ στη ζωή της η καρδιά της να χτυπά τόσο δυνατά, ούτε τόσο γρήγορα.
Τινάχτηκε όρθια, φωνάζοντας «Τρέξε!» στον Ξυρισμένο που, έτσι κι αλλιώς, ήδη έτρεχε. «Τρέξε μακριά του!» Κι έκανε κι εκείνη το ίδιο, όσο το σκράχαμπ χτυπιόταν εκτοξεύοντας το αίμα του σ’όλη την Αρένα αλλά και στις κερκίδες.
Το πλήθος ακουγόταν να κραυγάζει – όχι εκστασιασμένα τώρα, αλλά τρομαγμένα.
Το κτήνος κουτούλησε πάνω σ’ένα απ’τα τοιχώματα της Αρένας. Οι πέτρες ράγισαν. Έσπασαν. Μερικές κερκίδες έπεσαν. Και μερικοί θεατές μαζί τους, ουρλιάζοντας ξέφρενα – και ποδοπατήθηκαν κάτω από τα πελώρια πέλματα του σκράχαμπ.
Η ευκαιρία μου… σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Η ευκαιρία μου…
Σκόνη είχε τυλίξει τα πάντα – θολούρα. Ίσως μπορούσε να φύγει τώρα, να δραπετεύσει από τη Βέλρικ.
Κοίταξε ολόγυρα.
Μια καγκελωτή πύλη είχε γκρεμιστεί από τις κουτουλιές του Θραύστη. Η Ανταρλίδα έτρεξε εκεί, μπήκε στον σκοτεινό θάλαμο.
Μια πόρτα ήταν στο πλάι. Σιδερένια, κλειστή, μ’ένα μικρό, καγκελωτό παραθυράκι επάνω. Η Ανταρλίδα την πλησίασε, σκυφτή· έκανε να την ανοίξει. Κλειδωμένη. Εξακολουθώντας νάναι σκυφτή, την κλότσησε δυνατά, επανειλημμένα, φωνάζοντας με τσυριχτή, επιτηδευμένη φωνή: «Βοήθεια, βοήθεια! Ανοίξτε! Βοήθεια!»
Η πόρτα άνοιξε.
Η Ανταρλίδα κάρφωσε τον στρατιώτη στον λαιμό, και όρμησε μέσα…
Χαιρέτησα τον Μεγάλο Προφήτη και, μαζί με τους τρεις πολεμιστές του Χάλρεοκ, τους τέσσερις Ταργκάφλι, και τους επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου, έφυγα από τη Νίρμαχ. Πήγαμε στην Έλροχ και από εκεί πήραμε πλοίο για το Τάρσαζ. Τις προετοιμασίες τις είχε ήδη κάνει για εμάς η Δούκισσα κέρκα-Χάρθον Ασσάρδια.
Με τον Μεγάλο Προφήτη συνεννοηθήκαμε ότι θα ξανασυναντιόμασταν στη Φέντινκεχ. Αλλά δεν μπορούσα παρά να αναρωτιέμαι ύστερα από πόσο καιρό θα γινόταν αυτό.
Ωστόσο, επίσης, δεν μπορούσα παρά να είμαι χαρούμενος που θα έβλεπα την Κάνταφαχ και τα παιδιά μας.
Δεν ήξερα, τότε, τι θα έβρισκα επιστρέφοντας στο Βασίλειο…
*
* * *
*
Η συνάντηση έγινε δυτικά της Νίρμαχ και του ποταμού Κάλαυμηλ, έξω από μια μικρή πόλη και κοντά στα δάση, σε μια έπαυλη που φάνταζε πανάρχαια: οι πέτρες της έμοιαζαν να έχουν γίνει ένα με τα φυσικά στοιχεία του τοπίου.
Η Δούκισσα κέρκα-Χάρθον πήγε μαζί με τον Τάμπριελ και τον ξάδελφό της· και στο εσωτερικό της παλιάς έπαυλης, ενώ ένα αινιγματικό λυκόφως ήταν απλωμένο στην ύπαιθρο, συνάντησαν τους δύο άντρες και τη μία γυναίκα με τους οποίους έπρεπε να συνεννοηθούν. Ο Τάμπριελ δεν ήξερε τίποτα γι’αυτούς πέρα από το ότι ο κίρμο-Χάρθον Νάριντρικ τούς ήθελε για υποστηρικτές του στον σφετερισμό που σχεδίαζε. Επίσης, δεν ήξερε σε ποιον από αυτούς ανήκε η παλιά έπαυλη – αν ανήκε σε κάποιον – και, μέχρι την αποχώρησή του από εδώ, δεν έμαθε. Η Δούκισσα και ο ξάδελφός της μονάχα ένα πράγμα επιθυμούσαν από εκείνον: να πει ό,τι είχε «δει» – τον Νάριντρικ καθισμένο στον Σμαραγδένιο Θρόνο.
Και ο Τάμπριελ το έκανε. Αφού όλοι τους κάθισαν – και ένας υπηρέτης της Δούκισσας τούς πρόσφερε κρασί σε κρυστάλλινα ποτήρια – τους είπε ότι είχε δει πως ο Νάριντρικ θα καθόταν στον θρόνο. Πράγμα το οποίο άφησε τους τρεις πιθανούς συμμάχους σκεπτικούς. Αναμφίβολα, αναρωτιόνταν αν η Ασσάρδια και ο Νάριντρικ τον είχαν πληρώσει για να το πει αυτό· ο Τάμπριελ ήταν βέβαιος.
Ο ένας άντρας και η γυναίκα ήταν ευγενείς, όπως είχε μάθει ο Τάμπριελ· ο άλλος άντρας ήταν στρατιωτικός. Κι αυτός ήταν που τον ρώτησε αν είχε δει τίποτα περισσότερο για το Ώσρανοκ. Πώς ακριβώς θα έπαιρναν τον θρόνο; Και τι θα γινόταν μετά; Ο Τάμπριελ τού αποκρίθηκε ότι αυτά δεν τα γνώριζε. Και, καθώς τον ατένιζε καταπρόσωπο και τον παρατήρησε τώρα λίγο περισσότερο από πριν, είδε κάτι που δεν είχε προσέξει και τόσο: τα μάτια του.
Δεν ήταν φυσιολογικά μάτια. Ή, τουλάχιστον, δεν ήταν αν ήξερες για τι να ψάξεις… Ιεράρχης. Είναι Ιεράρχης.
Ο Τάμπριελ ήπιε μια γουλιά από το κρασί του, μένοντας σιωπηλός.
Ο στρατιωτικός δεν είχε συστηθεί, ούτε και οι δύο ευγενείς είχαν συστηθεί. Και η Ασσάρδια δεν είχε πει στον Τάμπριελ τα ονόματά τους προτού έρθουν στην έπαυλη. Προφανώς, επιθυμούσαν να διατηρήσουν τη σχετική ανωνυμία τους. Δεν τον εμπιστεύονταν.
Οι δύο ευγενείς, τελικά, συμφώνησαν να υποστηρίξουν τον Νάριντρικ στην επιχείρησή του να πάρει τον θρόνο, και ο στρατιωτικός αναγκάστηκε να συμφωνήσει κι αυτός. Ο Τάμπριελ, η Δούκισσα της Νίρμαχ, ο ξάδελφός της, και η μικρή, διακριτική συνοδεία τους έφυγαν από την έπαυλη.
Καθώς οι τρεις τους βρίσκονταν μέσα στην κλειστή άμαξα, ο Τάμπριελ τούς είπε ότι ο στρατιωτικός πιθανώς να τους πρόδιδε.
«Να μας προδώσει;» έκανε, έκπληκτος, ο Νάριντρικ. «Γιατί; Το έχεις ‘δει’ κι αυτό;»
«Δεν το έχω δει,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Αλλά είναι Ιεράρχης.»
«Ιεράρχης;» είπε η Ασσάρδια. «Αποκλείεται!»
«Κι όμως, είναι.»
«Πώς το ξέρεις; Πώς είναι δυνατόν;»
«Το ξέρω,» είπε μονάχα ο Τάμπριελ. «Να τον προσέχετε.»
Ο Νάριντρικ συνοφρυώθηκε. «Θες να πεις ότι ο πραγματικός…» Απέφυγε να πει το όνομα του στρατιωτικού. «Ο πραγματικός είναι νεκρός;»
Ο Τάμπριελ κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Απλώς είναι Ιεράρχης.»
«Δηλαδή, ανέκαθεν ήταν;» απόρησε η Ασσάρδια.
«Δεν ξέρω πώς ακριβώς γεννιούνται οι Ιεράρχες, Δούκισσά μου. Τουλάχιστον, όχι ακόμα.»
*
«Ο πατέρας μου δεν ήταν όποιος κι όποιος. Είχαμε κάστρο, στην Κάλβαχ. Το Κάστρο του Ψηλού Βράχου. Το έχεις ακούσει; Δε με εκπλήσσει που δεν το ξέρεις· άλλωστε, δεν είσαι από δω. Κι επίσης, το κάστρο δεν είναι κοντά στη θάλασσα· είναι κοντά στα βουνά, χτισμένο στους πρόποδες, σε πολύ καλή αμυντική θέση. Αλλά ακόμα κι εμείς δεν μπορούσαμε ν’αντισταθούμε σε τόσους εχθρούς, παρότι ο πατέρας μου πολέμησε γενναία μαζί με τους πολεμιστές του. Γιατί εκείνος δεν ήταν δειλός, σαν τους υπόλοιπους που αμέσως παρέδωσαν τα όπλα και μπήκαν κάτω από τη φτερούγα αυτού του Μεγάλου Ιεράρχη, που κανένας δεν τον ήξερε μέχρι τότε.»
Η γυναίκα που είχε συστηθεί ως Αθνάβια Λίμγκαρ καθόταν στη γωνία ενός καναπέ, κρατώντας στα χέρια της την πήλινη κούπα με τον καφέ που της είχε φέρει μια υπηρέτρια του παλατιού της Δούκισσας κέρκα-Χάρθον. Ήταν ψηλή και είχε μακριά, καστανά μαλλιά, και η όλη της εμφάνιση πρόδιδε άνθρωπο που, εδώ και αρκετά χρόνια, ζει μόνο με την πονηριά του και την προσωπική του δύναμη. Τα ρούχα της δεν ήταν ακριβά, παρότι ισχυριζόταν ότι ήταν από τζάκι.
«Ο πατέρας μου πολέμησε όπως τα λιοντάρια των βουνών, αλλά ακόμα κι εκείνος δεν μπορούσε ν’αντέξει τις επιθέσεις των Ιεραρχών, που έλεγχαν ολοένα και περισσότερους άρχοντες στα εδάφη που τώρα έχουν ονομάσει ‘Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας’.» Στράβωσε ελαφρώς τα χείλη της καθώς το έλεγε αυτό. Και μετά ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ της. «Οι εισβολείς μπήκαν στο κάστρο μας από μια τρύπα που κατόρθωσαν να κάνουν στα τείχη. Αλλά και τότε, όμως, δεν πήραν αμέσως το Κάστρο του Ψηλού Βράχου. Ο πατέρας μου και οι πολεμιστές του αγωνίστηκαν σαν αιμοσταγή θηρία στον περίβολο, στους διαδρόμους, στις σκάλες, και στις αίθουσες. Μα οι προσπάθειές τους δεν ήταν αρκετές. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε, όπως κι ο αδελφός μου, που ήταν τότε αρκετά μεγάλος για να μπορεί να πολεμήσει. Εγώ ήμουν μικρή και δεν με άφησαν να πολεμήσω· αλλιώς θα είχα πολεμήσει!» Δεν είμαι δειλή! έλεγε το βλέμμα της. «Με διαταγή του πατέρα μου, δύο υπηρέτες με πήραν από ένα μυστικό πέρασμα, ειδικά κατασκευασμένο για περιπτώσεις πολιορκίας, και με απομάκρυναν από τη μάχη.
»Δεν υπήρχε, όμως, πλέον θέση για εμάς στην… Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας. Έπρεπε να φύγουμε. Ειδικά τότε, που οι Ιεράρχες κυνηγούσαν φανατικά όσους τους εναντιώνονταν – όχι πως και τώρα δεν τους κυνηγάνε, βέβαια· τώρα, όμως, τους εναντιώνονται και πολύ λιγότεροι – τέλος πάντων. Μπαρκάραμε σ’ένα πλοίο, περάσαμε τη Στενή Θάλασσα, και καταλήξαμε στο Βασίλειο Ώσρανοκ.
»Ο ένας από τους δύο υπηρέτες του πατέρα μου είναι ακόμα ζωντανός, κι ακόμα μαζί μου – εξακολουθώντας να είναι πιστός. Η άλλη ήταν μεγάλης ηλικίας και, δυστυχώς, πέθανε μετά από μια γρίπη.»
Ο Τάμπριελ τη ρώτησε: «Αφού ήσουν μικρή όταν έφυγες από τη Γη της Κοινωνίας, πώς μπορείς να ισχυρίζεσαι ότι ξέρεις τους δρόμους εκεί;»
«Είναι η πατρίδα μου!» είπε η Αθνάβια. «Και ο υπηρέτης που είναι ακόμα μαζί μου γνωρίζει επίσης πολλά. Ονομάζεται Έσλερον, και είναι πολυταξιδεμένος στα εδάφη της Κοινωνίας. Προτού μπει στην υπηρεσία του πατέρα μου ήταν ελεύθερος μαχητής.»
Ληστής, δηλαδή. «Μάλιστα…» είπε ο Τάμπριελ, καπνίζοντας την πίπα του. «Πιστεύεις, επομένως, ότι μπορείς να με βοηθήσεις να φέρω σε πέρας την αποστολή μου;»
«Φυσικά. Θα κάνω το παν για να προκαλέσω προβλήματα στους Ιεράρχες!»
Η Ασσάρδια – που τώρα δεν ήταν παρούσα· τους είχε αφήσει να μιλήσουν μόνοι – είχε διαβεβαιώσει τον Τάμπριελ ότι η Αθνάβια Λίμγκαρ ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο που γνώριζε για να τον καθοδηγήσει μέσα στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας.
«Το μόνο που θέλω είναι να βρούμε τη γυναίκα που ψάχνω,» τόνισε ο Τάμπριελ. «Δεν θα ταξιδέψουμε για λόγους προσωπικής εκδίκησης.»
Η Αθνάβια τον αγριοκοίταξε. «Το ξέρω. Αλλά για μένα είναι θέμα προσωπικής εκδίκησης.»
Ο Χάλρεοκ – ο μόνος άλλος άνθρωπος μέσα στο δωμάτιο – τη ρώτησε: «Γνωρίζεις και κάποιο ασφαλές μέρος για να αγκυροβολήσουμε στις ακτές της Κοινωνίας;» Δεν της είχε πει ότι ήταν Πρώτος Υπασπιστής του Δεξιού Χεριού, ούτε καν ότι ήταν Ταρσάζιος· είχε μονάχα δηλώσει σύντροφος του Τάμπριελ.
«Ο Έσλερον σίγουρα γνωρίζει,» απάντησε η Αθνάβια· και είπε: «Αυτή η Ανταρλίδα που αναζητάτε πρέπει νάναι πολύ σημαντική για τους Ιεράρχες, έτσι;»
«Πιστεύω πως, ναι, είναι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Έρχεται κι εκείνη από… αλλού, όπως εγώ.»
«Ναι, το ξέρω. Είναι η Άσπρη Γυναίκα, που λένε.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Γνωρίζει πράγματα που καλύτερα να μην τα μάθουν οι Ιεράρχες.»
«Είναι γυναίκα σου;» ρώτησε η Αθνάβια.
«Ναι, θα μπορούσες να πεις ότι είναι γυναίκα μου.»
*
Η Δούκισσα μπήκε στο σαλόνι ντυμένη μ’ένα φαρδύ φόρεμα που έμοιαζε να αναδεύεται από κάποιον μυστηριώδη, μαγικό άνεμο καθώς βάδιζε. Το πρόσωπό της ήταν έντονα βαμμένο, και τα μαύρα μαλλιά της πιασμένα σ’έναν περίτεχνο κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της. Ερχόταν από την απογευματινή δεξίωση στον κήπο του παλατιού.
Ο άντρας που την ακολουθούσε, όμως, δεν έμοιαζε να είναι από τη δεξίωση. Δεν ήταν φανταχτερά ντυμένος όπως όλοι αυτοί οι πλούσιοι που μπορούσε να δει ο Τάμπριελ από το παράθυρο. Φορούσε απλά ρούχα, πρακτικά: μαύρο πουκάμισο, δερμάτινο παντελόνι και παπούτσια, κι επίσης δερμάτινο γιλέκο. Ήταν λευκόδερμος και μελαχρινός, με κοντά μαλλιά και μούσι.
«Ο κύριος,» είπε η Ασσάρδια, «ονομάζεται κίρμο-Χάρθον Βάλλεριμ, και είναι δεύτερος εξάδελφός μου. Βάλλεριμ, από εδώ ο Τάμπριελ, τον οποίο σίγουρα αναγνωρίζεις.»
«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε ο μελαχρινός άντρας, δίνοντας το χέρι του στον Τάμπριελ.
Αντάλλαξαν μια σύντομη χειραψία.
«Ο Βάλλεριμ είναι πολύ καλός κυνηγός, και κατάσκοπος,» είπε η Ασσάρδια. «Θα σε συνοδέψει στην Κοινωνία μαζί με δύο ανθρώπους του.»
«Υπέροχα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. Και προς τον Βάλλεριμ: «Γνωρίζετε, υποθέτω, τον σκοπό της αποστολής μας.»
«Ναι,» ένευσε εκείνος. «Δεν θα είναι εύκολο να επιτευχθεί, νομίζω, αν οι Ιεράρχες θεωρούν την Ανταρλίδα σημαντική γι’αυτούς· ωστόσο εγώ και οι κατάσκοποί μου θα κάνουμε το παν για να την πάρουμε από τα χέρια τους.»
Ο Τάμπριελ σκέφτηκε: Φαίνεται αρκετά επαγγελματικός. Δεν προσπαθεί ούτε να πει ότι, δήθεν, τα πράγματα θα είναι εύκολα, αλλά ούτε και υποτιμά τον εαυτό του. Ό,τι χρειάζομαι.
«Θα μείνετε,» τον ρώτησε ο Τάμπριελ, «ώστε να συζητήσουμε κάποια πράγματα;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Βάλλεριμ. «Άλλωστε, απ’όσο γνωρίζω, αύριο ξεκινάμε.»
Η Ασσάρδια είπε: «Δυστυχώς δεν μπορώ να μείνω μαζί σας. Πρέπει να επιστρέψω στη δεξίωση.»
«Καλή διασκέδαση, ξαδέλφη,» είπε ο Βάλλεριμ, και εκείνη έφυγε ακολουθούμενη από το φόρεμά της.
*
Έφυγαν από τη Νίρμαχ, ο Τάμπριελ, ο Χάλρεοκ, ο Αλίρκωπ και ο Θυμός, η Χιρκόμο, η Αθνάβια Λίμγκαρ και ο Έσλερον, και ο κίρμο-Χάρθον Βάλλεριμ και οι δύο κατάσκοποί του. Ιππεύοντας, ταξίδεψαν βορειοανατολικά, επάνω σε μια λιθόστρωτη δημοσιά, κατευθυνόμενοι προς την πόλη-λιμάνι Άκμορ, η οποία ήταν κάπου τριάντα χιλιόμετρα νότια της Νάρσοχ που βρισκόταν υπό πολιορκία από τις δυνάμεις των Ιεραρχών.
Προτού φύγουν από τη Νίρμαχ, ο ένας από τους κατασκόπους του Βάλλεριμ έβαψε το πρόσωπο του Τάμπριελ με κάρβουνο, έτσι ώστε, φορώντας την κουκούλα της κάπας του, να μην ξεχωρίζει από έναν οποιονδήποτε μαυρόδερμο γηγενή ετούτης της απομονωμένης διάστασης. («Καλύτερα να μην ειδοποιήσουμε τους Ιεράρχες για τον ερχομό σου,» του είπε ο Βάλλεριμ κλείνοντας το μάτι, καθώς είχαν πλέον πάψει να μιλάνε στον πληθυντικό.)
Στην Άκμορ έφτασαν απόγευμα, ενώ οι σκιές πλήθαιναν. Έξω από την πόλη στρατός ήταν κατασκηνωμένος, και το λιμάνι ήταν γεμάτο με πολεμικά σκάφη. Οι δρόμοι δεν ήταν ζωντανοί και φωτεινοί (μεταφορικά και κυριολεκτικά) όπως στη Νίρμαχ, αλλά ήσυχοι, σκιεροί, και βρόμικοι. Τα καπηλειά ήταν γεμάτα μισθοφόρους και τυχοδιώκτες, που έπιναν και έριχναν ζάρια καθισμένοι στα ξύλινα τραπέζια. Οι ντόπιοι προσπαθούσαν να μένουν όσο το δυνατόν περισσότερο κλεισμένοι στα σπίτια τους, καθώς στους δρόμους και στα σοκάκια περιφέρονταν κάθε λογής άνθρωποι με τους οποίους δεν ήθελαν να έχουν και πολλή επαφή – παρότι αυτοί ήταν που θα πολεμούσαν για το Βασίλειο απ’ό,τι φαινόταν.
Στην πύλη, γινόταν έλεγχος όσων έμπαιναν, αλλά ο Βάλλεριμ έδειξε ένα έγγραφο στον διοικητή της πύλης και τους άφησαν να περάσουν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Καθώς βάδιζαν μέσα στους δρόμους, πατώντας σε ραγισμένο πλακόστρωτο, λάσπες, και κοπριά, ο Θυμός γρύλισε ξαφνικά προς έναν άντρα που περνούσε από δίπλα τους – κι εκείνος τινάχτηκε κι έτρεξε σ’ένα σκοτεινό σοκάκι.
«Τι έγινε τώρα;» μούγκρισε ο Χάλρεοκ.
«Αυτός ο τύπος πρέπει να πήγαινε να ψαχουλέψει τον σάκο του φίλου σας,» είπε ο κατάσκοπος του Βάλλεριμ που ονομαζόταν Ζάνταρικ: ένας μαυρόδερμος άντρας, λιγνός σαν μπαστούνι, με καστανά, μακριά μαλλιά.
Αναφερόταν στον Αλίρκωπ, ο οποίος κατένευσε, τρίβοντας τον Θυμό ανάμεσα στ’αφτιά για να τον ηρεμήσει. «Κι εγώ έτσι νομίζω. Αλλά ο κίνδυνος τώρα φαίνεται να πέρασε.»
Στο λιμάνι, ένα εμπορικό πλοίο τούς περίμενε· η Δούκισσα της Νίρμαχ το είχε ήδη κανονίσει. Στο πλάι του σκάφους ήταν γραμμένο το όνομά του, με μεγάλα τετραγωνισμένα γράμματα, στην Οικουμενική: Ο ΓΟΡΓΟΣ ΙΧΘΥΣ. Ο Βάλλεριμ έκανε νόημα στους συντρόφους του να περιμένουν κάτω, κι ανέβηκε πρώτος την ξύλινη ράμπα που οδηγούσε στο κατάστρωμα, για να μιλήσει με τους ναύτες εκεί και, κατόπιν, μ’έναν άντρα που σίγουρα ήταν ο Καπετάνιος. Η κουβέντα τους δεν άργησε να τελειώσει, και ανέβηκαν κι οι υπόλοιποι στο πλοίο ενώ ο Καπετάνιος πήγαινε στη γέφυρα χωρίς να τους καλωσορίσει.
Η άγκυρα σηκώθηκε, οι κάβοι λύθηκαν από τις δέστρες, τα ιστία κατέβηκαν. Οι δούλοι, που βρίσκονταν στο χαμηλό κατάστρωμα (κάτω από το κατάστρωμα όπου στέκονταν ο Τάμπριελ κι οι σύντροφοί του), έπιασαν τα κουπιά. Ο τιμονιέρης γύρισε το πηδάλιο.
Ο Γοργός Ιχθύς βγήκε απ’το λιμάνι της Άκμορ, περνώντας ανάμεσα από πολεμικά σκάφη και αφήνοντάς τα πίσω του για να πλεύσει ανατολικά μέσα στη Στενή Θάλασσα, προς τις ακτές της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας.
Ο Καπετάνιος βγήκε από τη γέφυρα όταν ο ήλιος είχε πλέον δύσει, και πλησίασε τους συντρόφους του Τάμπριελ, οι οποίοι είχαν καθίσει στο κατάστρωμα για να φάνε και να πιουν από τις προμήθειές τους. Ήταν ένας άντρας μετρίου αναστήματος με λευκό δέρμα, φαρδύ στέρνο, και ελάχιστα ξανθά μαλλιά· το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού του ήταν καραφλό.
Δεν έμοιαζε να θέλει πολλά-πολλά μαζί τους. Πρέπει να θεωρούσε τη δουλειά τους επικίνδυνη, επομένως καλύτερα να τελείωνε στα γρήγορα και να έφευγε μακριά τους.
«Μου είπαν ότι κάποιος από εσάς θα μου δείξει ένα ειδικό μέρος για να αράξουμε…»
Ο Έσλερον ορθώθηκε, ψηλός και μυώδης. Τα μακριά, γκρίζα μαλλιά του ανέμιζαν στον θαλασσινό άνεμο. Τα επίσης γκρίζα μάτια του γυάλιζαν στο φως των λαμπών του πλοίου. Τα γένια του ήταν αξύριστα. Πρέπει να ήταν πάνω από σαράντα-πέντε χρονών, κρίνοντας από τη γενικότερη εμφάνισή του και από τις βαθιές ρυτίδες στο σπασμένο πρόσωπό του. Το δεξί του χέρι έλειπε (αυτός πρέπει να ήταν κι ο λόγος που είχε μπει ως υπηρέτης στη δούλεψη του πατέρα της Αθνάβια, υποπτευόταν ο Τάμπριελ) κι ένα ξύλινο το αντικαθιστούσε.
«Εγώ θα σου δείξω, Καπετάνιε,» είπε.
«Εντάξει, έλα μαζί μου,» αποκρίθηκε εκείνος, και βάδισε προς τη γέφυρα.
Ο Έσλερον τον ακολούθησε. Και μετά από λίγο επέστρεψε πάλι κοντά στους συντρόφους του.
«Πού ακριβώς θα αγκυροβολήσουμε;» τον ρώτησε ο Χάλρεοκ.
Ο Έσλερον έβγαλε έναν χάρτη και του έδειξε. «Το χρησιμοποιούσαν πειρατές το μέρος αυτό, παλιά,» εξήγησε. «Μετά, ο τοπικός άρχοντας τούς εξολόθρευσε – κυρίως γιατί ήθελε τον κολπίσκο για τον εαυτό του. Μετά κι απ’αυτό, όμως, οι Ιεράρχες σκότωσαν τον άρχοντα γιατί τους πολέμησε· κι ο κολπίσκος τώρα είναι ξεχασμένος. Και βρίσκεται σε τέτοια θέση που δεν είν’ εύκολο να σε δούνε ν’αράζεις εκεί.»
Ο Χάλρεοκ ένευσε. «Καλό ακούγεται.» Αλλά η χροιά της φωνής του έμοιαζε να υπονοεί: Θα το δούμε και στην πράξη.
Ο Γκαλένραμωθ ρωτούσε τον Τάμπριελ γιατί δεν τον άφηνε να τους κατασπαράξει όλους αυτούς που μυριζόταν γύρω του – όλους! Και ο Τάμπριελ προσπαθούσε να τον ησυχάσει, καθώς εκείνος περιστρεφόταν οργισμένα μέσα στο ημιδιαφανές πετράδι στο κέντρο του αργυρού δίσκου του περιδέραιου.
Δε θ’αργήσεις να τραφείς, του υποσχέθηκε ο Τάμπριελ, βέβαιος ότι η δύναμη του θεού θα φαινόταν χρήσιμη στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας.
«Μέχρι το πρωί θα έχουμε φτάσει στον προορισμό μας,» είπε ο Βάλλεριμ. «Όσοι θέλετε μπορείτε να κοιμηθείτε. Και, για την ακρίβεια, θα σας το πρότεινα· καλύτερα να είστε ξεκούραστοι όταν θα φτάσουμε.»
Οι υπόλοιποι συμφώνησαν, και πήγαν στις κουκέτες που τους περίμεναν κάτω απ’το κατάστρωμα. Τα κρεβάτια ήταν κάθε άλλο παρά βολικά αλλά γι’απόψε δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο.
Το σκάφος κλυδωνιζόταν ανάλαφρα από τα κύματα της Στενής Θάλασσας, νανουρίζοντας τον Τάμπριελ, ο οποίος σύντομα βυθίστηκε σε ύπνο.
Και ονειρεύτηκε ότι βάδιζε μαζί με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο μέσα στους ατελείωτους διαδρόμους του Παντοτινού Ανακτόρου. «…Και ο κύβος έχει πέντε όψεις,» έλεγε ο Ανδρόνικος: «τέσσερις από μπροστά και μία από πίσω, όταν αλλάζουν τη μορφή τους.»
Ακούγοντας θορύβους μάχης, ο Τάμπριελ κοίταξε δεξιά του παραμερίζοντας μια κουρτίνα, και είδε την Ανταρλίδα να κρατά δύο πιστόλια – ένα σε κάθε χέρι – και να πυροβολεί πιθήκους που της ορμούσαν από τα ψηλά κλαδιά του μεταλλικού δάσους που την περιέβαλλε.
«Βλέπεις;» είπε η Παντοκράτειρα πίσω του. «Δεν τις εκπαίδευσα καλά;»
Ο Τάμπριελ στράφηκε να την κοιτάξει αλλά, αντί γι’αυτήν, είδε έναν από τους Υπερασπιστές της. Η ψηλή, μυστηριώδης οντότητα με την ενεργειακή πανοπλία τον ατένιζε επικριτικά – κάτι που ο Τάμπριελ αντιλαμβανόταν παρότι ούτε το πρόσωπο του Υπερασπιστή φαινόταν ούτε τα μάτια του…
–Ξύπνησε.
Το σκάφος εξακολουθούσε να κλυδωνίζεται ελαφρά από τη θάλασσα.
Ο Τάμπριελ σηκώθηκε από την κουκέτα του και ανέβηκε στο κατάστρωμα. Ήταν αυγή, αλλά δεν είχαν ακόμα φτάσει στον προορισμό τους. Οι ακτές της Κοινωνίας μόλις και μετά βίας διακρίνονταν στον ανατολικό ορίζοντα.
Ο Γκαλένραμωθ ήταν παράξενα σιωπηλός ετούτη τη νύχτα, καθώς και τώρα, το πρωί. Μάλλον η υπόσχεση του Τάμπριελ, ότι σύντομα θα τρεφόταν, τον είχε καθησυχάσει, επειδή πρέπει να διαισθανόταν πως ο αφέντης του έλεγε αλήθεια – ή, τουλάχιστον, πίστευε πως έλεγε αλήθεια.
«Ούτε εσύ μπορείς να κοιμηθείς;»
Ο Τάμπριελ γύρισε το κεφάλι του για να δει την Αθνάβια Λίμγκαρ να πλησιάζει, τυλιγμένη στην κάπα της κι έχοντας την κουκούλα της στο κεφάλι.
«Ξυπνάω νωρίς,» της αποκρίθηκε.
Εκείνη στάθηκε δίπλα του, ατενίζοντας προς τ’ανατολικά, χωρίς να μιλήσει.
«Εσύ, όμως, πρέπει να ξύπνησες πριν από εμένα,» είπε ο Τάμπριελ.
Η Αθνάβια μουρμούρισε: «Από τότε που έφυγα απ’την πατρίδα μου, δεν έχω ξανάρθει… Ετούτη είναι η πρώτη φορά από όταν ήμουν κοριτσάκι…»
Τώρα ο Τάμπριελ έμεινε σιωπηλός.
Η Αθνάβια είπε: «Λένε πως είσαι προφήτης. Ξέρεις αν θα καταστραφούν οι Ιεράρχες; Αν θα νικηθεί ο Μέγας Ιεράρχης;»
«Δεν το γνωρίζω αυτό.»
«Δεν είσαι πραγματικά προφήτης, ε; Τους παραμυθιάζεις για να τους παίρνεις τα λεφτά τους.»
«Κανένας δεν είναι ‘πραγματικά’ προφήτης,» είπε ο Τάμπριελ. «Όμως είναι αλήθεια πως βλέπω διάφορα. Εσένα σε έχω δει, για παράδειγμα.»
«Πού μ’έχεις δει;»
«Μέσα στο μυαλό μου. Ακριβώς όπως είσαι τώρα, πάνω στο κατάστρωμα ενός πλοίου, μ’αυτή την κουκούλα στο κεφάλι σου.»
Η Αθνάβια μόρφασε. «Με δουλεύεις, έτσι;»
«Όχι. Έχω, κατά καιρούς, ‘δει’ πολλούς ανθρώπους, Αθνάβια. Τους περισσότερους δεν τους ξέρω, ή δεν ξέρω αν θα τους συναντήσω ποτέ.»
*
Η Γούβα, έλεγαν αυτόν τον κολπίσκο οι πειρατές που έρχονταν εδώ, πληροφόρησε ο Έσλερον τους συντρόφους του καθώς ο Γοργός Ιχθύς έφτανε στον προορισμό τους. Ετούτο το μέρος της ακτής ήταν πιο χαμηλό από άλλα, σχημάτιζε έναν μικρό κόλπο, και περιστοιχιζόταν από ψηλούς, απότομους βράχους, ενώ παραδίπλα υπήρχαν αειθαλή θαλασσόδεντρα. Γλαροπούλια πετούσαν στον ουρανό, κρώζοντας μέσα στον άνεμο.
«Δεν πιστεύω να κοπανήσουμε σε κάναν ύφαλο,» είπε ο Καπετάνιος στον Έσλερον.
«Αν πας ευθεία μες στον κόλπο, δεν υπάρχει φόβος,» του απάντησε εκείνος.
Και πράγματι, το σκάφος τους δεν κινδύνεψε μπαίνοντας στον κόλπο και αγκυροβολώντας.
«Θα ξανάρθεις εδώ μετά από δέκα μέρες,» είπε ο Βάλλεριμ στον Καπετάνιο, και του έδωσε ένα πουγκί με χρήματα. «Κι αν δε μας βρεις τότε, θα έρθεις μετά από άλλες δέκα μέρες. Με κατάλαβες;»
«Ναι. Αλλά πότε να σταματήσω να έρχομαι; Στις είκοσι μέρες;»
«Στις τριάντα.»
Ο Καπετάνιος ένευσε. «Καλώς. Ο Λιρμάντος μαζί σας, Άρχοντά μου.»
«Σ’ευχαριστούμε, Καπετάνιε.»
Βγήκαν από τον Γοργό Ιχθύ βαδίζοντας πάνω σε μια ξύλινη ράμπα και καταλήγοντας σ’έναν ψηλό βράχο, ενώ ο άνεμος τραβούσε τις κάπες τους.
Όταν βρίσκονταν ανάμεσα στα θαλασσόδεντρα, ο Τάμπριελ είπε στον Έσλερον: «Τώρα, εσύ μάς καθοδηγείς από δω και πέρα, φίλε μου· και θέλω να μας πας σε μέρη που υπάρχουν καλές πιθανότητες ν’ακούσουμε φήμες καθώς και τα τελευταία δρώμενα του τόπου. Γιατί, αν οι Ιεράρχες έχουν την Ανταρλίδα, είμαι βέβαιος ότι δεν θα έχει περάσει απαρατήρητο.»
Το σχέδιο της Δούκισσας κέρκα-Χάρθον Ασσάρδια και του εξάδελφού της, κίρμο-Χάρθον Νάριντρικ, έπιασε. Τα λόγια του Μεγάλου Προφήτη παρακίνησαν τους ομοϊδεάτες τους να αντιταχθούν στον Βασιληά Κάζιριμ, ώστε να τον απομακρύνουν από τον Σμαραγδένιο Θρόνο και την εξουσία του Ώσρανοκ να πάρει ο Νάριντρικ.
Σε αυτό το συμπέρασμα, τουλάχιστον, με οδήγησαν τα εσωτερικά δρώμενα που ακολούθησαν στο Ώσρανοκ. Δεν ξέρω αν η Δούκισσα και ο εξάδελφός της θα είχαν κατορθώσει τα ίδια και χωρίς τη βοήθεια του Μεγάλου Προφήτη. Ίσως να είχαν επιχειρήσει να σφετεριστούν την εξουσία βιαστικά, δίχως αρκετή υποστήριξη, και ο Κάζιριμ να τους είχε σταματήσει και φυλακίσει.
Τα πράγματα, όμως, δεν συνέβησαν έτσι. Λίγο καιρό αφότου αποχώρησα από το Ώσρανοκ, στον Σμαραγδένιο Θρόνο κάθισε ο κίρμο-Χάρθον Νάριντρικ. Ο Βασιληάς Νάριντρικ, τώρα. Ο κίρμο-Χάρθον Κάζιριμ φυλακίστηκε στην Ίργκεληχ, την πόλη όπου οι Ωσράνιοι αριστοκράτες ανέκαθεν φυλάκιζαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Κατά τον σφετερισμό, έμαθα ότι ένας υποστηρικτής του Νάριντρικ, και στρατιωτικός, στράφηκε ξαφνικά εναντίον του για να τον πιάσει απροετοίμαστο και να τον παγιδέψει. Εκείνος, όμως, κάθε άλλο παρά απροετοίμαστος ήταν12, έτσι απέφυγε την παγίδα και, μέσα στο χάος που για λίγο επικράτησε, σκότωσε τον στρατιωτικό (ο οποίος δεν ήταν ευγενικής καταγωγής). Ποιος μπορεί να ήταν ο λόγος που ο συγκεκριμένος άνθρωπος στράφηκε εναντίον του Νάριντρικ ενώ στην αρχή τον υποστήριζε, δεν γνωρίζω· εικάζω, όμως, ότι ίσως να είχε προσωπικές διαφορές μαζί του· διότι, αν ήταν πληροφοριοδότης του Κάζιριμ, τότε γιατί να μην είχε προειδοποιήσει τον Βασιληά εξαρχής για τη συνωμοσία;
*
* * *
*
Η Φέρνακ ήταν το δυτικότερο λιμάνι του Βασιλείου Τάρσαζ, μια πόλη οικοδομημένη στην άκρη της Μακράς Χερσονήσου, εκεί όπου το κατά κανόνα μαστιζόμενο από δυνατούς αέρηδες μέρος ήταν σχετικά πιο απάνεμο.
Καθώς το καράβι από το Ώσρανοκ πλησίαζε τη Φέρνακ, ο Καλέφραζ παρατήρησε ότι στο λιμάνι βρίσκονταν περισσότερα πολεμικά σκάφη απ’ό,τι κανονικά θα έπρεπε. Συμβαίνει κάτι; Κάποια αναστάτωση; Ή είναι εδώ για λόγους ασφαλείας εξαιτίας του πολέμου της Κοινωνίας με το Ώσρανοκ;
Δε νόμιζε ότι ήταν το τελευταίο, κι ένα ρίγος τον διαπέρασε το οποίο δεν είχε καμία σχέση με τον ψυχρό άνεμο.
«Γιατί τόσα πολλά πολεμικά πλοία;» μουρμούρισε ο Ταρσάζιος πολεμιστής πλάι του, κάνοντας μάλλον παρόμοιες σκέψεις με τον Καλέφραζ.
Κανένας δεν του απάντησε. Κανένας δεν ήξερε.
Η Βερόνικα – που πρέπει να είχε παρατηρήσει την έκφραση στα πρόσωπά τους – ρώτησε τον Καλέφραζ: «Τι;» μιλώντας σπαστά την Οικουμενική. Ο Γραμματικός είχε προλάβει να μάθει σ’εκείνη και τους συντρόφους της μονάχα μερικές βασικές λέξεις και φράσεις, τίποτα περισσότερο, κι αυτές τώρα τις ήξεραν μηχανικά: δεν μπορούσαν να φτιάξουν δικές τους φράσεις.
Ο Καλέφραζ έγνεψε στη Βερόνικα να μη μιλά, πράγμα που πάντοτε την έκανε να μοιάζει θυμωμένη. Και ήταν κατανοητό, άλλωστε. Πώς θα μου φαινόταν εμένα αν ξαφνικά βρισκόμουν σ’έναν άγνωστο κόσμο χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα απ’όσα λένε οι άλλοι;
Το Ρήγμα παλλόταν στον ορίζοντα, κι έμοιαζε να είναι ακριβώς πίσω από τη Φέρνακ παρότι ήταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από ετούτα τα μέρη. Όπου κι αν ήσουν, απ’όπου κι αν το ατένιζες, δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι βρισκόταν λίγο πιο πέρα απ’τον ορίζοντα. Τίποτα παρόμοιο δεν είχε ποτέ ξανά υπάρξει στον κόσμο του Καλέφραζ: τίποτα που να έχει καταγραφεί στην Ιστορία ή ακόμα και στη Μυθολογία.
Το Ωσράνιο πλοίο πλησίασε την πόλη και άραξε σε μια από τις αποβάθρες. Ο Καλέφραζ, οι τρεις πολεμιστές του Χάλρεοκ, οι τέσσερις Ταργκάφλι, και οι δεκατρείς εξώκοσμοι επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου (αεροπλάνο – μια καινούργια λέξη που ο Βασιλικός Γραμματικός είχε δημιουργήσει μαζί με τον Τάμπριελ, όταν βρίσκονταν στη Φέντινκεχ κι εκείνος τού είχε πρωτοπεί για τις απίστευτες μηχανές που πετούσαν) κατέβηκαν στο λιμάνι της Φέρνακ.
Και ο Καλέφραζ παρατήρησε ότι δεν ήταν μόνο πολεμικά πλοία συγκεντρωμένα εδώ αλλά και πολεμιστές του Βασιλείου. Σα να γίνεται πόλεμος… Μεγάλε Τίγρη! Μη μου πεις ότι η Βασίλισσα το αποφάσισε…
«Πρέπει να μάθουμε,» είπε σ’έναν απ’τους πολεμιστές του Χάλρεοκ, κι όλοι τους κατένευσαν.
Πλησίασαν μια ομάδα πέντε μισθοφόρων και ρώτησαν τι συνέβαινε εδώ. Γιατί τόσος στρατός;
«Δεν ξέρετε;» αποκρίθηκε μια γυναίκα με πανοπλία και σπαθί στην πλάτη. «Από πού έρχεστε;»
«Από το Ώσρανοκ,» είπε ο Καλέφραζ. «Μόλις τώρα βγήκαμε απ’το πλοίο μας.»
«Η Βασίλισσα έχει κηρύξει πόλεμο στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας,» τον πληροφόρησε η μισθοφόρος. «Συγκεντρωνόμαστε στην Ίνρασακ, όπου βρίσκεται ο Στρατάρχης, το Δεξί Χέρι του Θρόνου, ο Ναρχάεζ λαρ Σατρέζ.» Αν έκρινε κανείς απ’τον τόνο της φωνής της κι απ’το ύφος της, είχε καλή γνώμη για το Δεξί Χέρι.
Όπως το φοβόμουν, σκέφτηκε ο Καλέφραζ. Πόλεμος.
Εκείνος κι οι πολεμιστές του Χάλρεοκ απομακρύνθηκαν από τους μισθοφόρους (οι Ταργκάφλι και οι εξώκοσμοι δεν είχαν έρθει μαζί τους).
«Πρέπει να πάμε κι εμείς στην Ίνρασακ, λοιπόν,» είπε ένας απ’τους πολεμιστές. «Αφού γίνεται πόλεμος και το Δεξί Χέρι είναι εκεί, εκεί πρέπει να είμαστε κι εμείς.»
«Μη βιάζεσαι,» του είπε ο Καλέφραζ. «Η Βασίλισσα, σίγουρα, θα έχει κρατήσει και κάποιους στρατιώτες της στη Φέντινκεχ. Δε μπορεί να τους έχει στείλει όλους στην Ίνρασακ. Επομένως, θα πάμε πρώτα στην πρωτεύουσα και μετά θα δείτε τι θα κάνετε.» Δεν ήθελε να τον αφήσουν μόνο με τους Ταργκάφλι και τους εξώκοσμους.
Οι τρεις πολεμιστές φάνηκαν να θεωρούν τα λόγια του συνετά. Συμφώνησαν να φύγουν από τη Φέρνακ και να ταξιδέψουν ανατολικά, προς τη Φέντινκεχ.
Δυστυχώς, άλογα δεν είχαν, και στο σύνολό τους ήταν είκοσι-ένας, επομένως ούτε αρκετά χρήματα είχαν για να αγοράσουν άλογα. Αυτό τούς άφηνε δύο επιλογές: να οδοιπορήσουν ώς τη Φέντινκεχ (ένα ταξίδι που, όπως ο Καλέφραζ υπολόγιζε, αποκλείεται να τους έπαιρνε λιγότερο από οκτώ ημέρες) ή να ζητήσουν βοήθεια από τον τοπικό άρχοντα.
Αποφάσισαν να δοκιμάσουν το δεύτερο πριν επιχειρήσουν το πρώτο. Εξάλλου, ο Καλέφραζ ήταν Βασιλικός Γραμματικός και οι άνθρωποι του Χάλρεοκ πολεμιστές της Βασιλικής Φρουράς· ο Άρχοντας της Φέρνακ δεν μπορούσε να τους κακομεταχειριστεί.
Φεύγοντας από την πόλη είχαν μαζί τους τέσσερα άλογα που έσερναν δύο άμαξες, αρκετά μεγάλες για να τους χωράνε όλους.
Καθώς όμως ο Καλέφραζ θυμόταν την όψη του Άρχοντα, αισθανόταν ολοένα και πιο βέβαιος ότι τους είχε δώσει τα μεταφορικά μέσα με μισή καρδιά. Αν δεν μπορούσαν να αποδείξουν ποιοι ήταν, σίγουρα θα τους τα είχε αρνηθεί. Άλλωστε, όπως είχε πει κι ο ίδιος, «θα χρειαστούμε όσα έχουμε τώρα, διότι θα περάσουμε από δύσκολες μέρες· θα το δείτε, κύριε Καλέφραζ, θα το δείτε…»
Στριφνός άνθρωπος, το δίχως άλλο.
Αλλά πολύ φοβάμαι πως έχει δίκιο.
Μεγάλε Τίγρη…
*
Διασχίζοντας τα εδάφη του Τάρσαζ προς τα ανατολικά, έβλεπαν παντού στρατό να προελαύνει ή να είναι κατασκηνωμένος. Μισθοφόροι περνούσαν από δημοσιές, χωματόδρομους, πόλεις, χωριά, και λιβάδια για να φτάσουν στην Ίνρασακ, στα δυτικά σύνορα του Βασιλείου, και να πολεμήσουν εναντίον της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας και του στρατού των Ιεραρχών. Τα τραγούδια τους αντηχούσαν μέσα στη νύχτα καθώς κάθονταν γύρω από φωτιές· οι φωνές τους – οργισμένες πολλές φορές – ακούγονταν στις οδούς των πόλεων μέσα από καπηλειά και πανδοχεία· οι οπλές των αλόγων τους βροντούσαν πάνω στο λιθόστρωτο, όπως και τα μποτοφορεμένα πόδια τους. Και κάπου-κάπου ηχούσαν και πυροβολισμοί. Στον αέρα, κυρίως, για εκφοβισμό. Αλλά στ’αφτιά του Καλέφραζ έφτασαν φήμες ότι και φόνοι είχαν γίνει μ’αυτά τα καινούργια επικίνδυνα όπλα. Ορισμένοι νομίζουνε ότι είναι σπαθιά ενώ δεν είναι! του είπε ένας αξιωματικός, που τους είχε φιλοξενήσει στον καταυλισμό του στη νότια άκρη των Βρεγμένων Δασών, ένα βράδυ. Το σπαθί σου το τραβάς όταν κάποιος σε τσαντίσει, και μπορεί να μη γίνει και τίποτες. Αυτά τα πράματα, όμως, σκοτώνουνε μόλις πατήξεις τη σκαντάλη!
Ο Καλέφραζ σκέφτηκε ότι, για ν’ακούς τόσοι να έχουν πυροβόλα όπλα, πρέπει το μυστικό της κατασκευής τους να είχε διαρρεύσει. Δεν μπορεί πλέον να το είχε μόνο ο Βασιλικός Αλχημιστής· θα το είχαν κι άλλοι αλχημιστές μέσα στο Τάρσαζ. Και τότε θυμήθηκε εκείνο που του είχε πει ο Τάμπριελ: ότι, αργά ή γρήγορα, όλοι θα μάθαιναν πώς να φτιάχνουν πιστόλια και τουφέκια. Δεν ήταν κάτι που εύκολα μπορούσες να κρατήσεις κρυφό.
Πάντως, οι περισσότεροι πολεμιστές που έβλεπε ο Καλέφραζ στον δρόμο δεν έφεραν πυροβόλα όπλα· κι αυτό, σίγουρα, ήταν καλό σημάδι, διότι σήμαινε ότι, κατά κύριο λόγο, τα πυροβόλα εξακολουθούσε να τα έχει αποκλειστικά ο στρατός της Βασίλισσας, όχι ο στρατός του κάθε άρχοντα, ή η κάθε μισθοφορική ομάδα που κυκλοφορούσε στο Βασίλειο.
Πολλοί πολεμιστές που έβρισκαν στο διάβα τους κοίταζαν τη Βερόνικα και τους συντρόφους της περίεργα, εξαιτίας του δέρματός τους. Η πιλότος ήταν γαλανόδερμη, ενώ κάποιοι άλλοι ανάμεσα στους εξώκοσμους ήταν χρυσόδερμοι ή είχαν δέρμα κατάλευκο όπως της Ανταρλίδας.
«Τι είν’ ετούτοι;» ρώτησε ένας διοικητής τον Καλέφραζ. «Είναι σαν τον Κόκκινο Προφήτη;»
«Από το Ρήγμα ήρθαν κι αυτοί, ναι. Δε μιλούν, όμως, τη γλώσσα μας ακόμα.»
—Δαίμονες είναι! άκουσε ο Καλέφραζ κάποιους μισθοφόρους να λένε, μια άλλη φορά. Δαίμονες είναι όλοι αυτοί που έρχονται από το Ρήγμα.
—Είναι όμως με το μέρος μας, δεν είναι; Ο Κόκκινος Προφήτης είναι μαζί με τη Βασίλισσα.
—Αλλά έφερε και τους βαρβάρους από την ανατολή! παρενέβη ένας άλλος.
—Τώρα οι βάρβαροι δεν είναι πια εδώ, όμως· χα!
Ευτυχώς, παρατήρησε ο Καλέφραζ, οι Ταργκάφλι δεν φαινόταν να το είχαν ακούσει τούτο. Και μετά: Δεν είναι πια οι βάρβαροι εδώ; σκέφτηκε, κάπως αναστατωμένα. Τι έγινε; Κάποια αιματηρή σύγκρουση; Ή δέχτηκαν απλά να φύγουν; Ο Καλέφραζ φοβόταν το χειρότερο. Το μόνο που μας λείπει είναι ν’αρχίσουν να τριγυρίζουν Ταργκάφλι ληστές μέσα στο Βασίλειο – τα οργισμένα απομεινάρια του λαού του Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι…
Όταν έφτασε όμως στη Φέντινκεχ, διαπίστωσε ότι, δόξα στον Μεγάλο Τίγρη, δεν ήταν έτσι. Οι Ταργκάφλι είχαν φύγει οικειοθελώς, μετά από συμφωνία της Βασίλισσας με τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, προκειμένου να αποφευχθούν περισσότερες άσκοπες συγκρούσεις.
Αλλά αυτό η Παμράνεχ το είπε στον Καλέφραζ αφότου τον ρώτησε, μάλλον απότομα και πιο έντονα απ’ό,τι χρειαζόταν: «Πού είναι ο Προφήτης μου, Καλέφραζ; Και τι είναι τούτοι οι πολύχρωμοι που φέρνεις μαζί σου;» Στεκόταν μέσα στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού, κάτω από τον Αργυρόντυτο Θρόνο, ντυμένη βιαστικά, καθώς ο Βασιλικός Γραμματικός είχε έρθει νύχτα στην πρωτεύουσα και η Βασίλισσα είχε μόλις κατεβεί από τα προσωπικά της διαμερίσματα.
«Ο Τάμπριελ, Μεγαλειοτάτη, πήγε στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας για να–»
«Τι! Είσαι τρελός, Καλέφραζ; Τον άφησες να πάει στο οχυρό του εχθρού μας; Οι Ιεράρχες τον αναζητούν! Και πού είναι ο Χάλρεοκ; Αυτός, τουλάχιστον, δεν είχε αρκετό μυαλό για να μην τον αφήσει να φύγει;»
«Ο Χάλρεοκ έχει πάει μαζί του, Μεγαλειοτάτη. –Αλλά επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω πώς έφτασαν τα πράγματα εκεί,» πρόσθεσε γρήγορα προτού η Παμράνεχ τον διακόψει πάλι.
Η Βασίλισσα τού έκανε νόημα να συνεχίσει καθώς κάθιζε στον Αργυρόντυτο Θρόνο, και ο Καλέφραζ συνέχισε μιλώντας της για τις περιπέτειές τους στη Γη της Φέδλωχ και για το πώς κατέληξαν στο Ώσρανοκ. Προτίμησε να μην της αναφέρει, προς το παρόν, τίποτα για τη συμφωνία του Τάμπριελ με τη Δούκισσα της Νίρμαχ.
«Δεν έπρεπε να είχες αφήσει τα πράγματα να πάρουν τέτοια τροπή!» είπε η Παμράνεχ.
«Δεν υπήρχε τρόπος να το εμποδίσω, Βασίλισσά μου…»
Η Παμράνεχ συνοφρυώθηκε. «Γιατί αυτή η Δούκισσα Ασσάρδια αποφάσισε να τον βοηθήσει, Καλέφραζ;»
Δεν παρέλειψε να αναρωτηθεί, φυσικά… «Ο Τάμπριελ τής έκανε μια… μικρή χάρη.»
«Τι μικρή χάρη;»
Ο Καλέφραζ τής εξήγησε.
«Αυτό…» άρθρωσε η Βασίλισσα του Τάρσαζ σφίγγοντας τη γροθιά της, «είναι… απαράδεκτο!» φώναξε, και η φωνή της αντήχησε στην αίθουσα.
«Του το είπα, Μεγαλειοτάτη, και ο Χάλρεοκ τού το είπε επίσης. Αλλά είχε ήδη κάνει τη συμφωνία προτού ρωτήσει τη γνώμη μας. Ωστόσο, ίσως τελικά η συμφωνία του να μας ωφελήσει…»
«Πώς ακριβώς; Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα με τον Κάζιριμ! Και τα εσωτερικά του Ώσρανοκ δεν με απασχολούν!»
«Το Ώσρανοκ ίσως να είναι καλύτερος σύμμαχος κατά της Κοινωνίας υπό την εξουσία του Νάριντρικ, Μεγαλειοτάτη…»
«Ίσως; Ίσως;» φώναξε η Παμράνεχ.
«Κι επιπλέον,» είπε ο Καλέφραζ, «νομίζω πως ο Νάριντρικ θα επιχειρούσε ούτως ή άλλως να σφετεριστεί τον θρόνο. Η βοήθεια του Τάμπριελ απλώς… έκανε τις πιθανότητες της επιτυχίας του μεγαλύτερες. Και ο Τάμπριελ τόνισε σε όλους ότι εσείς και το Τάρσαζ δεν έχετε καμία ανάμιξη σ’αυτό.»
«Νομίζεις ότι θα τον πίστεψαν;» ρουθούνισε η Παμράνεχ. «Δεν θα τον πίστεψαν.» Αναστέναξε. «Τέλος πάντων. Μικρό το κακό, αυτό που συνέβη στο Ώσρανοκ. Πολύ χειρότερο είναι το ότι άφησες τον Τάμπριελ να πάει στη Γη της Κοινωνίας. Δεν θέλω να τον χάσω εκεί!»
«Δε νομίζω να τον χάσετε, Μεγαλειοτάτη–»
«Έγινες τώρα προφήτης κι εσύ, Καλέφραζ;» τον διέκοψε η Παμράνεχ. «Δεν είναι αρκετό που έχασα την Ανταρλίδα;» Σηκώθηκε από τον θρόνο της κι άρχισε να βαδίζει προς μια πλευρική έξοδο της αίθουσας.
«Με τους εξώκοσμους τι θα γίνει, Βασίλισσά μου;» ρώτησε ο Καλέφραζ ρίχνοντας ένα βλέμμα προς τη μεριά της Βερόνικας και των συντρόφων της.
Η Παμράνεχ σταμάτησε να βαδίζει. Ατένισε τους επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου. «Τι να κάνουμε; να τους διώξουμε; Πήγαινέ τους στον ξενώνα, Καλέφραζ.» Και στράφηκε πάλι για να φύγει.
«Με συγχωρείτε, Βασίλισσά μου–»
Η Παμράνεχ σταμάτησε. «Τι είναι τώρα;»
«Οι Ταργκάφλι άκουσα πως δεν βρίσκονται πλέον εδώ… και έχω τέσσερις απ’αυτούς μαζί μου.»
*
Οι τέσσερις Ταργκάφλι αποφάσισαν να ταξιδέψουν ανατολικά, προς τα εδάφη τους, προς τη Βινέρνι, όπου είχαν πάει κι οι υπόλοιποι του είδους τους. Θα έμεναν εδώ γι’απόψε, κι αύριο, με την αυγή, θα αναχωρούσαν.
Ο Καλέφραζ τούς ευχήθηκε καλό ταξίδι, και, αφού οδήγησε τη Βερόνικα και τους συντρόφους της στον ξενώνα του Βασιλικού Παλατιού της Φέντινκεχ, πήγε να βρει την Κάνταφαχ, που ήξερε ότι θα χαιρόταν που θα τον έβλεπε, παρότι θα την ξυπνούσε μες στα άγρια μεσάνυχτα.
Δεν γνωρίζω τίποτα περισσότερο για το ταξίδι του Μεγάλου Προφήτη στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας πέρα από ό,τι μου είπαν εκείνος κι ο Χάλρεοκ: και ήταν κι οι δυο τους μάλλον λιτοί στην αφήγησή τους, οφείλω να ομολογήσω. Πιο πολύ για τα αποτελέσματα μού μίλησαν παρά για οτιδήποτε άλλο.
*
* * *
*
Η Κάλβαχ ήταν η μεγαλύτερη πόλη της ομώνυμης Επαρχίας, όπως είχαν ονομαστεί οι υποδιαιρέσεις των εδαφών της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας. Το ίδιο συνέβαινε και με όλες τις υπόλοιπες Επαρχίες: είχαν πάρει το όνομά τους από τη μεγαλύτερη πόλη της περιοχής· γιατί, ούτως ή άλλως, πριν από την εμφάνιση των Ιεραρχών, ο άρχοντας αυτής της πόλης ήταν που ασκούσε την περισσότερη εξουσία στα συγκεκριμένα μέρη.
Ο πατέρας της Αθνάβια ονομαζόταν Άλλωρον Λίμγκαρ, και το κάστρο του ήταν μακριά από την πόλη της Κάλβαχ, μακριά από τις ακτές, στα ανατολικά, στους πρόποδες των βουνών, τα οποία φαίνονταν τώρα από απόσταση, τυλιγμένα σε ομίχλες.
Το Κάστρο του Ψηλού Βράχου. Η Αθνάβια το θυμόταν πλέον σαν όνειρο. Είχε ακούσει πως ήταν εγκαταλειμμένο: αφού οι Ιεράρχες το κατέκτησαν, το είχαν αφήσει να ερημώσει. Δεν ήλπιζε ότι θα το έβλεπε με τον ερχομό της εδώ. Το είχε αναλάβει ως δουλειά να οδηγήσει τον Κόκκινο Προφήτη μέσα στη Γη της Κοινωνίας· είχε πληρωθεί γι’αυτό από τη Δούκισσα κέρκα-Χάρθον (για την οποία είχε, παλιότερα, κάνει κι άλλες δουλειές – και ήταν κι οι δυο τους ευχαριστημένες από τη συνεργασία τους). Δεν είχε έρθει στην παλιά της πατρίδα για λόγους νοσταλγίας, ούτε για λόγους εκδίκησης – αν και το πρόβλημα που θα προκαλούσε στους Ιεράρχες δεν μπορούσε να πει ότι δεν θα την χαροποιούσε.
Καθώς ταξίδευαν στα εδάφη της Κοινωνίας, ύστερα από την άφιξή τους στη Γούβα με τον Γοργό Ιχθύ, η Αθνάβια νόμιζε ότι περιπλανιόταν μέσα σε μια ξένη χώρα. Σε μια άγνωστη χώρα, όχι στην πατρίδα της. Ο Έσλερον γνώριζε, αναμφίβολα, πολύ καλύτερα ετούτους τους τόπους από εκείνη. Τους θυμόταν ακόμα· και δεν είχαν αλλάξει και τόσο, σύμφωνα με τα λεγόμενά του. Η Αθνάβια όμως ήταν πολύ μικρή όταν είχε φύγει από εδώ… Αυτή δεν είναι η πατρίδα μου, σκεφτόταν συχνά-πυκνά, ατενίζοντας τον ορίζοντα (λόφοι και δάση και χωματόδρομοι και χωριά, και κανένας καταυλισμός, ή ταξιδιώτες, ή μισθοφόροι που πήγαιναν βόρεια για να βρουν δουλειά στον πόλεμο με το Ώσρανοκ). Ποια είναι η πατρίδα μου; Υπάρχει μόνο στο μυαλό μου; Στις αναμνήσεις μου; Και ήταν θλιμμένη για αρκετές ώρες έπειτα.
Στα χωριά από τα οποία περνούσαν δεν έκαναν ανοιχτές ερωτήσεις για την Ανταρλίδα. Ο κίρμο-Χάρθον είχε πει ότι, αν το έκαναν αυτό, οι κατάσκοποι των Ιεραρχών θα τους εντόπιζαν αμέσως, και θα καταλάβαιναν ότι κάποιοι βρίσκονταν μέσα στη χώρα τους προσπαθώντας να σώσουν την αιχμάλωτή τους. Οι άλλοι δεν μπορούσαν παρά να συμφωνήσουν μαζί του· το λογικότερο ήταν, άλλωστε, να είναι επιφυλακτικοί σε τούτα τα εχθρικά γι’αυτούς μέρη.
Η Αθνάβια έβρισκε τον Βάλλεριμ αρκετά συμπαθητικό, και απορούσε που ποτέ παλιότερα δεν τον είχε ξαναδεί αφού ήταν, όπως έλεγε, δεύτερος ξάδελφος της Δούκισσας της Νίρμαχ. Πού τον έκρυβε η Ασσάρδια; Σε αντίθεση, ο Κόκκινος Προφήτης την τρόμαζε· της φαινόταν απόμακρος και απειλητικός. Και το ότι είχε πει πως την είχε «δει» δεν βελτίωνε καθόλου τη γνώμη της γι’αυτόν· τουναντίον, θεωρούσε την παρουσία του ακόμα πιο απόμακρη και απειλητική. Αναρωτιόταν τι άλλο μπορεί να είχε δει για εκείνη. Η ζωή της Αθνάβια, από τότε που εγκατέλειψε το Κάστρο του Ψηλού Βράχου, δεν ήταν άμεμπτη· και πολλά απ’αυτά που είχε κάνει μαζί με τον Έσλερον δεν ήθελε να τα ξέρει κανένας.
Ο Χάλρεοκ, ο μυστηριώδης μαυρόδερμος σύντροφος του Τάμπριελ, ήταν λιγομίλητος και επιθετικός. Απότομος, πολύ απότομος άνθρωπος, σαν να είχε συμβεί κάτι που τον είχε δυσαρεστήσει. Η Αθνάβια δεν ήξερε ποια ήταν τα κίνητρά του που ερχόταν μαζί τους.
Ο Αλίρκωπ ήταν μάγος από τη Γη των Ταργκάφλι, μακριά στην ανατολή, όπως είχε πει ο ίδιος. Και η Χιρκόμο ήταν μάγισσα, επίσης, από την ίδια περιοχή. Έλεγαν ότι ακολουθούσαν τον Τάμπριελ επειδή τον είχε επιλέξει κάποια θεά. Η Αθνάβια δεν ήθελε να σχετίζεται και πολύ μαζί τους. Μάγοι… και μάλιστα από χώρες βαρβαρικές. Αισθανόταν τις τρίχες της να ορθώνονται όταν το καλοσκεφτόταν. Επίσης, ο σκύλος του Αλίρκωπ, ο Θυμός, δεν έμοιαζε να τη συμπαθεί· την αγριοκοίταζε όποτε εκείνη ζύγωνε τον αφέντη του. Λες και πηγαίνω να τον κλέψω…
Οι δύο άνθρωποι του Βάλλεριμ, ο Ζάνταρικ και ο Λάρνατιμ, δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα ομιλητικοί ούτε ιδιαίτερα σιωπηλοί, ούτε απειλητικοί ούτε πολύ φιλικοί. Ήταν ό,τι πιο «κανονικό» δείγμα ανθρώπου υπήρχε στην ομάδα τους, και η Αθνάβια τούς θεωρούσε ανακούφιση σε σύγκριση με τους άλλους. Συχνά-πυκνά, οι δύο Ωσράνιοι κατάσκοποι απομακρύνονταν για να κατοπτεύσουν τα εδάφη γύρω από την ομάδα, και δεν αργούσαν να επιστρέψουν. Η κατόπτευσή τους αποδείχτηκε χρήσιμη κάμποσες φορές, καθώς χάρη σ’αυτήν απέφυγαν μισθοφόρους (τους οποίους προτιμούσαν να μη συναντούν στο δρόμο) και μια ομάδα ενόπλων που πρέπει να ήταν ληστές.
Τώρα ήταν μεσημέρι και βρίσκονταν στην πόλη της Κάλβαχ, καθισμένοι σ’ένα πανδοχείο που ονομαζόταν «Οι Τρεις Μπότες». Τα τραπέζια ήταν γεμάτα, και βαβούρα επικρατούσε. Μισθοφόροι, έμποροι, και ταξιδευτές, κυρίως. Παρά τον πόλεμο, η Κάλβαχ διατηρούσε κάμποση εμπορική κίνηση, όπως είχαν παρατηρήσει. Παρ’όλ’αυτά έμοιαζε με καταγώγιο σε σύγκριση με τις περισσότερες πόλεις του Βασιλείου Ώσρανοκ. Ο ήλιος πρέπει να δυσκολευόταν να περάσει μέσα στους στραβούς δρόμους της, ακόμα και τις ημέρες που δεν ήταν συννεφιασμένες σαν ετούτη.
Ο Έσλερον χαμογέλασε αφού μια σερβιτόρα τούς έφερε φαγητό – ψητό ψάρι και σαλάτα με λαχανικά. «Ορισμένα πράματα δεν αλλάζουν!» είπε. «Τούτο το μέρος ήταν εδώ από τότε που θυμάμαι, κι ο πατέρας μου έλεγε ότι το θυμόταν κι ο παππούς του.»
«Φαίνεται…» αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ κοιτάζοντας την οροφή και τους τοίχους της τραπεζαρίας. Ρωγμές υπήρχαν σε διάφορα σημεία, ενώ εδώ κι εκεί ήταν φανερό πως είχαν γίνει επισκευές πάνω από τις επισκευές.
«Και το φαγητό πάντοτε τρώγεται,» συνέχισε ο Έσλερον, κι άρχισε να τρώει. Στο δεξί κομμένο χέρι του είχε προσαρμόσει ένα μαχαίρι τώρα, για να τον βοηθά.
Η Αθνάβια δεν είχε όρεξη για φαγητό αλλά έφαγε κι εκείνη, αργά και όχι πολύ. Αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να πείσει τον Κόκκινο Προφήτη να πάνε στο Κάστρο του Ψηλού Βράχου. Τώρα που βρισκόταν εδώ ήθελε να το δει, για μια τελευταία φορά. Ίσως τότε να αισθανόταν σαν να είχε επιστρέψει στην πατρίδα της ύστερα από τόσο πολύ καιρό…
Δεν ήταν, όμως, βέβαιη ότι ο Προφήτης θα συμφωνούσε να πάνε. Εξάλλου, δεν υπήρχε εκεί τίποτα για να τον βοηθήσει στην αποστολή του. Αποκλείεται να άκουγαν φήμες για την Ανταρλίδα μέσα σ’ένα παλιό, ερειπωμένο κάστρο… Εκτός αν δεν είναι ερειπωμένο· αν όσα έχω μάθει δεν αληθεύουν…
Μετά το φαγητό, ο Ζάνταρικ και ο Λάρνατιμ πήγαν να πάρουν ένα ποτό από το μπαρ του πανδοχείου και να περιπλανηθούν μέσα στην τραπεζαρία, ενώ ο Έσλερον προσπάθησε να ξεκινήσει ένα παιχνίδι με χαρτιά και στοιχήματα. Και στις δύο περιπτώσεις, βέβαια, ο σκοπός ήταν να ακούσουν τις φήμες που κυκλοφορούσαν στην Επαρχία της Κάλβαχ αλλά και στην Κοινωνία γενικότερα.
Η Αθνάβια κάθισε σε μια γωνία, παρέα με μια κούπα κρασί.
Ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο είπαν ότι ήθελαν να ξεκουραστούν – κι επιπλέον η βαβούρα εδώ πέρα τούς ενοχλούσε – έτσι ανέβηκαν στο δωμάτιο που είχαν κλείσει.
Ο Βάλλεριμ μπήκε πρώτος στο παιχνίδι του Έσλερον, προσπαθώντας με την παρουσία και τα λόγια του να προσελκύσει κι άλλους παίκτες.
Ο Τάμπριελ κοίταζε καπνίζοντας την πίπα του. Το βαμμένο μαύρο πρόσωπό του έμοιαζε να εξαφανίζεται μέσα στη σκιά της κουκούλας του.
Ο Χάλρεοκ βάδισε ώς την έξοδο του πανδοχείου για να κάνει μια βόλτα στον δρόμο απέξω, που είχε πλέον λίγο κόσμο λόγω του μεσημεριού.
Το παιχνίδι με τα χαρτιά, σύντομα, απέκτησε αρκετούς παίκτες. Ζωγραφιστές κάρτες πήγαιναν κι έρχονταν επάνω στο τραπέζι, όπως επίσης και νομίσματα – κυρίως υποβασιλικά και τέταρτα (χρήμα του Ώσρανοκ) και μάτια (το βασικό νόμισμα της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας).
Μετά, ήρθε ένας τύπος που έμοιαζε με τυχοδιώκτη ή ληστή και πέταξε τρία μαύρα στο τραπέζι, χαμογελώντας σαν περήφανο τσακάλι (και δείχνοντας δύο σπασμένα δόντια). Τα μελανά μεταλλικά δισκία γυάλιζαν όπως κανένα άλλο νόμισμα γύρω τους. Ήταν φτιαγμένα από μαύρο χρυσάφι, ένα μετάλλευμα που υπήρχε μονάχα στην κοιλιά των βουνών της Κοινωνίας και πουθενά αλλού στον κόσμο. Ήταν πολύτιμο.
Ο πατέρας της Αθνάβια είχε ένα ορυχείο μαύρου χρυσού κοντά στο Κάστρο του Ψηλού Βράχου, αλλά δεν ήταν και τόσο αποδοτικό, απ’ό,τι ήξερε η κόρη του. Ωστόσο πρόσφερε αρκετό πλούτο για επιπλέον εξοπλισμούς και ζώα.
Το Κάστρο του Ψηλού Βράχου… σκέφτηκε μελαγχολικά η Αθνάβια, αναστενάζοντας και πίνοντας μια γουλιά απ’το κρασί της. Έπρεπε να το επισκεφτεί· τώρα που ήταν εδώ έπρεπε να το επισκεφτεί.
«Σιγά, ρε μπασμένε!» φώναξε μια γυναίκα στον τύπο που είχε ρίξει τα τρία μαύρα στο τραπέζι. «Πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι; στην Αρένα της Βέλρικ;»
Ένας χοντρός, που καθόταν και κοίταζε αλλά δεν έπαιζε, γέλασε. «Φύλα τα μαύρα σου για την Άσπρη, παλικάρι.»
«Ποια Άσπρη, ρε μάστορες;» τους ρώτησε ο Βάλλεριμ, ανακατεύοντας επιδέξια την τράπουλα μέσα στα χέρια του. Τα χαρτιά έμοιαζαν να χορεύουν.
«Η Άσπρη Γυναίκα, ρέι,» είπε ο χοντρός, που ήταν μαυρόδερμος με πράσινο μακρύ μούσι και πράσινα μαλλιά που άνοιγαν στην κορυφή του κεφαλιού του δημιουργώντας μια αστραφτερή καράφλα. «Υπάρχει κι άλλη; Μία είναι, και από άλλο κόσμο, λένε.»
«Από άλλο κόσμο είναι,» είπε κάποιος, «δεν το λένε μόνο. Έχεις εσύ δει κανέναν που να της μοιάζει;»
«Σίγουρα, πάντως, δεν έχει σόι σε τούτα τα μέρη, αδέλφια!» είπε ένας τρίτος.
«Χα-χα-χα-χα!»
«Χε-χε-χε…!»
Ο Βάλλεριμ άρχισε να μοιράζει τα χαρτιά.
«Σοβαρά, ε;» είπε ο Έσλερον. «Και είναι καλή η Άσπρη Γυναίκα; Αξίζει, δηλαδή, να βάλουμε λεφτά εκεί, ή θα τα χάσουμε;»
«Τι λες, ρε μάγκα;» μούγκρισε ο χοντρός. «Η τύπισσα δεν έχει νικηθεί ούτε σ’έναν αγώνα μέχρι τώρα.» Και ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’τη μπίρα του.
«Αν είχε νικηθεί δε θα υπήρχε,» είπε η γυναίκα που είχε κράξει τον τύπο ο οποίος έριξε τα τρία μαύρα στο τραπέζι. «Οι αγώνες είναι συνήθως μέχρι θανάτου.»
«Τους έχει, όμως, κάνει όλους ένα με το χώμα,» τόνισε ένας άλλος. «Το Λυκομαχητή τον έσφαξε σαν χοίρο από την πρώτη της εμφάνιση κιόλας!»
«Οι Ιεράρχες δεν τη φέρανε τυχαία, ρε βόδια. Θέλουν το αγώνισμα να μας παίρνει τα μυαλά από τον πόλεμο και να μη μας μπαίνουν τίποτα ιδέες, να πούμε–»
«ΕΕεε! Τι ’ν’ αυτές οι κουβέντες, ρε; Θες ναρθούνε να μας μαζέψουνε;!» γκάριξε ένας άντρας που πρέπει να ήταν του πανδοχείου.
Ο Έσλερον είπε: «Ο Λυκομαχητής ήταν από τη Γη των Λύκων, ε;»
«Δεν ξέρεις τον Λυκομαχητή; Από πού είσαι;»
«Από τα νότια, φίλε. Σάβηνεμ-Ύλκωχ γυρίζω κυρίως. Κάτι έχει πάρει τ’αφτί μου, όμως, γι’αυτό τον Λυκομαχητή αλλά δεν ξέρω τα πιο λεπτά.»
«Παλιός δούλος ήταν,» του εξήγησε ο χοντρός. «Και, ναι, από τη Γη των Λύκων. Τους πελεκούσε όλους στην Αρένα. Εκτός από τον Θραύστη, βέβαια. Στο Θραύστη ρίχνουνε μόνο αυτούς που τους έχουν για πλάκα – για να δει ο κόσμος αίμα, να περάσει καλά. Δε θα ρίχνανε το Λυκομαχητή στον Θραύστη.» Ήπιε μπίρα.
Η Ανταρλίδα στην Αρένα των Ιεραρχών, σκέφτηκε ο Τάμπριελ καθώς το παιχνίδι με τα χαρτιά συνεχιζόταν και η κουβέντα στρεφόταν περισσότερο προς αυτό και λιγότερο προς την «Άσπρη Γυναίκα». Γι’αυτό είχα «δει» εκείνες τις εικόνες. Τον παραξένευε, όμως, που οι Ιεράρχες είχαν προτιμήσει να κάνουν την Ανταρλίδα αιματηρό θέαμα αντί να τη βασανίσουν για να πάρουν τις γνώσεις της. Αλλά μετά σκέφτηκε ότι η Αρένα μπορούσε από μόνη της να είναι βασανιστήριο. «Πες μας ό,τι ξέρεις και θα σε βγάλουμε από κει,» θα της έλεγαν. Κι εκείνη πρέπει ακόμα να αρνιόταν.
Πώς θα την πάρω από τη Βέλρικ; Η εν λόγω πόλη ήταν η πρωτεύουσα της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας· η έδρα του Μεγάλου Ιεράρχη. Ο Καλέφραζ τού είχε πει πως φημολογείτο ότι το μέρος ήταν απόρθητο.
Θα χρειαστώ έναν πολύ ισχυρό αντιπερισπασμό… Πολύ ισχυρό…
Σχέδια άρχισαν να διαμορφώνονται στο μυαλό του.
*
«Θα πάμε στη Βέλρικ, λοιπόν,» είπε ο Τάμπριελ στους συντρόφους του, οι οποίοι ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο δωμάτιο που εκείνος μοιραζόταν με τον Χάλρεοκ. «Αυτή η Άσπρη Γυναίκα δεν μπορεί να είναι άλλη από την Ανταρλίδα.»
«Προφανώς,» συμφώνησε ο Βάλλεριμ. «Θα είναι, όμως, απίστευτα δύσκολο να την πάρουμε από εκεί.»
Ο Τάμπριελ έστρεψε το βλέμμα του στον Έσλερον.
«Μη με κοιτάς έτσι, δεν ξέρω τίποτα,» είπε εκείνος. «Όταν εγώ έφυγα από τούτα τα μέρη, η Βέλρικ δεν υπήρχε. Ή, δηλαδή, υπήρχε αλλά δεν ήταν όπως είναι τώρα. Δεν ήταν ο θρόνος του Μεγάλου Ιεράρχη.»
«Ποιος ήταν άρχοντας εκεί, τότε;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Ο Νόρναλ. Δεν ξέρω αν ακόμα ζει· ήταν μεγάλος, απ’όσο θυμάμαι. Μεγαλύτερος απ’ό,τι είμαι τώρα εγώ. Είχε περάσει από πολλές μάχες, λέγανε, μέχρι να καταφέρει να κάνει αυτή την πόλη δική του. Και ήταν πολύ πιστός στον Λιρμάντο· ναι, πολύ πιστός, έτσι λέγανε. Να σου πω την αλήθεια, το αποκλείω να ζει ακόμα. Δε νομίζω πως θα ήταν από κείνους που παραδόθηκαν στους Ιεράρχες· στη μάχη θα πέθανε.»
«Ο Μέγας Ιεράρχης δεν υποτίθεται ότι πρωτοεμφανίστηκε στη Βέλρικ;» ρώτησε ο Βάλλεριμ.
«Αυτό έχει ακουστεί, ναι,» αποκρίθηκε ο Έσλερον.
«Μπορεί, λοιπόν, ο Άρχοντας Νόρναλ να ήταν σε συνεννόηση μαζί του.»
Ο Έσλερον κούνησε το κεφάλι. «Δεν το πιστεύω καθόλου, σύντροφε.»
«Τέλος πάντων,» είπε ο Βάλλεριμ. «Εκείνο που μας απασχολεί τώρα είναι να μάθουμε τα δυνατά και τα αδύναμα σημεία της συγκεκριμένης πόλης· κι αυτό δεν θα το καταφέρουμε εδώ, στην Κάλβαχ. Πρέπει να συνεχίσουμε βόρεια.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Συμφωνώ. Σήμερα θα μείνουμε στο πανδοχείο, κι αύριο ξεκινάμε.»
Το απόγευμα, έβρεξε κατακλυσμικά. Το νερό μετέτρεψε τους στραβούς δρόμους της πόλης σε ποτάμια. Υπόγεια και χαμηλά σπίτια πλημμύρισαν. Δεν ήταν καλός καιρός για ταξίδι.
Αναμφίβολα, κάποιοι από τους συντρόφους του Τάμπριελ θα νόμισαν ότι ο Κόκκινος Προφήτης το ήξερε και γι’αυτό τους πρότεινε να ξεκινήσουν αύριο.
*
Ο Γκαλένραμωθ είχε ξαναγίνει ενοχλητικός.
Ο Τάμπριελ στεκόταν μπροστά από το παράθυρο του δωματίου του, κοιτάζοντας τη βροχή και προσπαθώντας να κάνει τον δαιμονικό θεό να καταλαγιάσει μέσα στον λίθο του αργυρού περιδέραιου. Δεν είχε έρθει ακόμα ο καιρός να εξασκήσει την οργή του. Δεν είχε έρθει ακόμα ο καιρός να βάλει ανθρώπους να τραφούν με τη σάρκα άλλων ανθρώπων και να ξεδιψάσουν με το αίμα άλλων ανθρώπων.
Υπάρχει, άραγε, τρόπος να τον κάνω να αποβάλει αυτά τα… ένστικτα; αναρωτιόταν ο Τάμπριελ. Υπάρχει τρόπος να τον κάνω να πάψει να στρέφεται στον κανιβαλισμό; Το τάγμα του, οι Δεσμοφύλακες, δεν γνώριζαν καμια τέτοια μέθοδο. Μήπως, όμως, μπορούσαν να καταφέρουν κάτι οι μάγοι ετούτης της απομονωμένης διάστασης; Οι μάγοι αυτοί που δεν ακολουθούσαν κανόνες και προκαθορισμένες λογικές; Θα πρέπει να ρωτήσω τη Χιρκόμο και τον Αλίρκωπ… Δεν ήθελε, βέβαια, να τους βάλει σε κίνδυνο – και η οποιαδήποτε επαφή με τον Γκαλένραμωθ ήταν, σίγουρα, πολύ επικίνδυνη – επομένως θα τους άφηνε να επιχειρήσουν κάποια σκέψη τους μόνο αν την έκρινε απόλυτα ασφαλή.
Ή μήπως να μην τους έλεγε τίποτα; Μέσα στο μυαλό του, ακόμα μπορούσε να δει τη Χιρκόμο να χτυπιέται στις ζούγκλες της Φέδλωχ, υπό την επήρεια της δύναμης του Γκαλένραμωθ…
Ένας χτύπος στην πόρτα του δωματίου.
Ο Τάμπριελ στράφηκε. Ο Χάλρεοκ έλειπε, αλλά αν ήταν αυτός δεν θα χτυπούσε· θα άνοιγε και θα έμπαινε.
«Ποιος είναι;»
«Η Αθνάβια.»
Ο Τάμπριελ άνοιξε και την άφησε να περάσει.
«Μάλλον,» είπε η Αθνάβια, «ξέρεις ήδη γιατί είμαι εδώ…»
Ο Τάμπριελ έκλεισε. «Όχι, δεν ξέρω.»
Η Αθνάβια τον κοίταξε καχύποπτα, σαν να υποπτευόταν ότι της έλεγε ψέματα.
«Τι είναι, λοιπόν;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Θα ήθελα να επισκεφτούμε το Κάστρο του Ψηλού Βράχου,» είπε ευθέως εκείνη. «Είναι στο δρόμο μας προς τη Βέλρικ, στους πρόποδες των βουνών που βλέπεις από το παράθυρό σου, πίσω από τα χτίρια της Κάλβαχ.»
«Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος για τούτο;»
«Έχω να πάω εκεί από τότε που αναγκάστηκα να φύγω.»
«Και ποιος μένει στο κάστρο τώρα, γνωρίζεις;»
«Κανένας,» είπε η Αθνάβια, «αν όσα έχω ακούσει αληθεύουν.»
«Δεν θα μπούμε στο εσωτερικό του κάστρου, όμως,» τόνισε ο Τάμπριελ. «Απλά θα περάσουμε απέξω, ως ταξιδιώτες.»
Η Αθνάβια ένευσε. «Εντάξει.»
Ο Τάμπριελ δεν είπε τίποτε άλλο, και η Αθνάβια στράφηκε και βγήκε από το δωμάτιο, ικανοποιημένη με τη συμφωνία τους.
Σε κάθε μεγάλη πόλη της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας, πλάι στον τοπικό άρχοντα, ή Έπαρχο, υπήρχε πάντοτε κι ένας Καθοδηγητής. Ο τελευταίος ήταν Ιεράρχης, και δουλειά του ήταν να προσφέρει «καθοδήγηση» στον άρχοντα, ώστε εκείνος να προασπίζεται ορθότερα τα συμφέροντα της Κοινωνίας. Ασφαλώς, αυτό που ουσιαστικά έκαναν οι Καθοδηγητές ήταν να ελέγχουν τους άρχοντες της χώρας, να τους επιβλέπουν, για να μη στραφεί κάποιος εναντίον του Μεγάλου Ιεράρχη.
Μοναδική εξαίρεση σε τούτο τον κανόνα ήταν η Βέλρικ, η Μεγάλη Πόλη, όπως την ονόμαζαν· γιατί εκεί ο ίδιος ο Μέγας Ιεράρχης ήταν ανώτατος άρχοντας, κι εκείνος σίγουρα δεν χρειαζόταν «καθοδήγηση»…
*
* * *
*
Η Νελρίτ ήταν μια πόλη της Κοινωνίας στις βόρειες όχθες του ποταμού Άλμορ. Ανήκε στην Επαρχία της Ύλκωχ· και βρισκόταν, περίπου, απέναντι από την Ίνρασακ. Ο Ναρχάεζ, επομένως, πίστευε ότι έπρεπε να τη χτυπήσουν πριν από οποιαδήποτε άλλη πόλη των Ιεραρχών. Μπορεί να μην ήταν πολύ μεγάλη, ούτε τόσο σημαντική, αλλά, πρώτον, εξαιτίας αυτών των δύο λόγων δεν θα δυσκολεύονταν να την κατακτήσουν και, δεύτερον, δεν ήταν καλό να αφήνουν πίσω τους εχθρούς. Το εξήγησε αυτό στο συμβούλιο πολέμου, επειδή αρκετοί είχαν προτείνει να πλεύσουν κατευθείαν στην πόλη της Ύλκωχ, ώστε να χτυπήσουν την καρδιά της Επαρχίας και να την κάνουν να διαλυθεί γρηγορότερα. Όμως το ταχύτερο δεν είναι πάντοτε και το βέλτιστο, έτσι τελικά το Δεξί Χέρι κατάφερε να πείσει τους άλλους να ακολουθήσουν το σχέδιό του. Θα περνούσαν, είπε, τον ποταμό, θα πολιορκούσαν τη Νελρίτ – η οποία μάλλον θα έπεφτε χωρίς δυσκολία – θα προέλαυναν ώς τη Νίλβακ για να την πορθήσουν κι αυτήν, και από εκεί θα πήγαιναν στην Ύλκωχ, μην έχοντας αφήσει εχθρούς στα νώτα τους.
Το μεγαλύτερο μέρος του στρατεύματος του Τάρσαζ ήταν πλέον συγκεντρωμένο στην Ίνρασακ· μονάχα οι στρατοί ελάχιστων αρχόντων έλειπαν· αλλά αυτό δεν είχε σημασία: ούτως ή άλλως, κάποια στιγμή ο Ναρχάεζ θα χρειαζόταν ενισχύσεις.
Η εκστρατεία μπορούσε να ξεκινήσει.
«Με το πρώτο φως της αυγής,» είπε στο συμβούλιο πολέμου, «οι μαχητές μας θα επιβιβαστούν στα πλοία και θα περάσουμε τον ποταμό για να χτυπήσουμε τη Νελρίτ.»
Οι άλλοι ήταν όλοι σύμφωνοι.
Ο Ναρχάεζ θα πήγαινε με το στράτευμα, καθώς και ο Πρίγκιπας Μάρνεζ. Ο Άρχοντας Κάφαλροκ θα έμενε στην πόλη του, την Ίνρασακ, μαζί με κάποιους μαχητές, προκειμένου να μπορεί να την προφυλάξει σε περίπτωση που οι Ιεράρχες επιτίθεντο αιφνιδίως.
Έτσι, το τελευταίο πολεμικό συμβούλιο στην Ίνρασακ έληξε.
Η Καλμίνεχ περίμενε τον Ναρχάεζ στα δωμάτιά τους μέσα στην Ακρόπολη, και ήταν φανερά στενοχωρημένη καθώς καθόταν σε μια πολυθρόνα και κοίταζε έξω από το βορινό παράθυρο. Τα δερμάτινα παπούτσια της ήταν ριγμένα στο πάτωμα, τα πόδια της ανεβασμένα στο κάθισμα και μαζεμένα. Τα χέρια της αγκάλιαζαν τα γόνατά της.
Ο Ναρχάεζ γνώριζε τι την απασχολούσε. Η αναχώρησή μου. Της είχε πει από χτες βράδυ ότι σήμερα θα έκαναν τις τελευταίες προετοιμασίες και αύριο θα έφευγαν από την Ίνρασακ, ξεκινώντας την εκστρατεία της Βασίλισσας, τον πόλεμο με την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας.
«Και γιατί πρέπει να πας μαζί τους;» τον είχε ρωτήσει η Καλμίνεχ, καθώς βρίσκονταν αγκαλιασμένοι πάνω στον καναπέ. «Είσαι Στρατάρχης, όχι ένας οποιοσδήποτε διοικητής.»
«Οι στρατιώτες θα πολεμήσουν καλύτερα γνωρίζοντας ότι είμαι στο πλευρό τους. Θα βλέπουν ότι τους προστάζει κάποιος που αγωνίζεται όπως κι αυτοί, όχι μια απόμακρη, απρόσωπη φιγούρα.»
Η Καλμίνεχ είχε πει, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ότι θα ερχόταν κι εκείνη, αλλά ο Ναρχάεζ δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Και δεν έφταιγε μόνο το γεγονός ότι ήταν τόσο πολύ ερωτευμένος μαζί της· η Καλμίνεχ δεν είχε την παραμικρή εκπαίδευση στα όπλα, κι επομένως δεν μπορούσε να έρθει. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Όχι προτού κατακτήσουν κάποια εδάφη της Κοινωνίας, ώστε ο Ναρχάεζ να τα θεωρεί ασφαλή.
Η Καλμίνεχ δεν στράφηκε να τον κοιτάξει καθώς εκείνος μπήκε· συνέχισε να κοιτάζει έξω απ’το παράθυρο. Ο Ναρχάεζ την πλησίασε· έσκυψε και φίλησε τον λαιμό της, παραμερίζοντας τα μακριά, μαύρα της μαλλιά που ήταν σαν μετάξι στην αφή.
«Πόσο καιρό θα πάρει;» τον ρώτησε η Καλμίνεχ.
«Ποιο πράγμα;» Ο Ναρχάεζ κάθισε πλάι της, επάνω στον βραχίονα της πολυθρόνας.
«Η πολιορκία της Νελρίτ.» Η Καλμίνεχ στράφηκε τώρα να τον κοιτάξει.
«Δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πόσο θα κρατήσει μια πολιορκία. Σύμφωνα, όμως, με τα δεδομένα μας, δε νομίζω να κρατήσει και πολύ. Ίσως να πάρουμε την πόλη μέσα στην ίδια ημέρα. Τα Μεγάλα Όπλα της Βασίλισσας πρέπει να κάνουν θραύση στα τείχη της, τα οποία δεν είναι και τα ανθεκτικότερα σύμφωνα με τις πληροφορίες μου.»
Η Καλμίνεχ σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα, πήγε μέχρι το γραφείο, πήρε μια τυλιγμένη περγαμηνή από εκεί, και επέστρεψε κοντά στον Ναρχάεζ χωρίς να καθίσει. Ανοίγοντας τον χάρτη ανάμεσα στα χέρια της, είπε: «Και μετά, θα πάτε βόρεια, στη Νίλβακ… Πόσο θα πάρει αυτό;»
«Η προέλαση πρέπει, λογικά, να πάρει λίγο περισσότερο από μία ημέρα.»
«Και η πολιορκία της Νίλβακ;»
«Αν τα Μεγάλα Όπλα μας λειτουργήσουν κατά το αναμενόμενο, τότε ίσως μία ημέρα μόνο. Δεν ξέρω, όμως, τι άλλη αντίσταση μπορεί να συναντήσουμε.» Και φοβάμαι τους Ιεράρχες…
«Και μετά από τη Νίλβακ–»
«Δεν υπάρχει λόγος να ασχολείσαι τόσο με τον χρόνο,» της είπε ο Ναρχάεζ τραβώντας την μέσα στην αγκαλιά του και παίρνοντας τον χάρτη από τα χέρια της.
«Γιατί;»
«Γιατί το ξέρω πως θα ρωτάς και θα ρωτάς και θα ρωτάς, μέχρι που θα φτάσεις να με ρωτήσεις εκείνο που πραγματικά θέλεις να ρωτήσεις…»
Η Καλμίνεχ μειδίασε στραβά, υψώνοντας το ένα φρύδι της. «Και τι είναι αυτό;»
«Πότε μπορείς να έρθεις.»
Το μειδίαμά της πλάτυνε, κι έπειτα τα χείλη της κόλλησαν πάνω στα δικά του. Ο χάρτης έπεσε στο πάτωμα, κι οι δυο τους βούλιαξαν μέσα στη μαλακή πολυθρόνα.
«Πότε μπορώ να έρθω;» ρώτησε η Καλμίνεχ μετά από λίγο, ενώ τα χέρια του βρίσκονταν κάτω από το φόρεμά της κι επάνω στο γλιστερό λινό μεσοφόρι της.
«Όταν είναι καιρός.»
«Όταν είστε στην Ύλκωχ;»
«Όταν έχουμε πάρει την Ύλκωχ,» αποκρίθηκε ο Ναρχάεζ, λύνοντας τα κορδόνια του μεσοφοριού της. «Τότε, ναι, ίσως τα πράγματα να είναι όπως πρέπει…»
Τα χείλη τους συναντήθηκαν ξανά.
Τα στήθη της ήταν στητά και σκληρά κάτω από τις παλάμες του.
*
Με την αυγή, ο Ναρχάεζ σηκώθηκε από το κρεβάτι αφήνοντας την Καλμίνεχ να κοιμάται. Ετοιμάστηκε, φορώντας την πανοπλία του και θηκαρώνοντας το σπαθί του, και κατέβηκε στο λιμάνι της Ίνρασακ με μια συνοδεία ιππέων που τον περίμενε στην πύλη της Ακρόπολης.
Τα πλοία ήταν πλήρως επανδρωμένα και έτοιμα να πλεύσουν· τα ιστία τους ήταν ανοιχτά και φουσκωμένα, οι κάβοι είχαν λυθεί· μονάχα οι άγκυρες έπρεπε να σηκωθούν για να ξεκινήσουν. Ο Ναρχάεζ είδε τον Πρίγκιπα Μάρνεζ να στέκεται στην πρύμνη του σκάφους που ονομαζόταν Τίγρης των Ακτών – ένα από τα καλύτερα πλοία του Τάρσαζ, όχι για την ανοιχτή θάλασσα αλλά εξαιρετικό για τις ακτές και τους ποταμούς (σύμφωνα με ό,τι έλεγαν οι γνώστες της ναυσιπλοΐας, τουλάχιστον, γιατί ο Ναρχάεζ δεν ήξερε πολλά από τέτοια πράγματα).
Ο Πρίγκιπας ύψωσε το χέρι του σε χαιρετισμό προς τον Στρατάρχη του Βασιλείου. Εκείνος αντιχαιρέτισε με παρόμοιο τρόπο. Μετά, αφίππευσε και, μαζί με τους συνοδούς πολεμιστές του, επιβιβάστηκε στο πλοίο που τον περίμενε, την Κόρη του Τίγρη. Ανέβηκε στην πρύμνη, και η Πλοίαρχος που στεκόταν εκεί τον χαιρέτισε στρατιωτικά. Ήταν μια κοντή, ξανθιά γυναίκα που έδενε τα μαλλιά της σε μια μακριά, πλεκτή αλογοουρά. Ονομαζόταν Τίρνεχ λαθ Κελνίχηβ, και ήταν μεγαλύτερη από τον Ναρχάεζ.
«Πλοίαρχε,» χαιρέτισε ο Στρατάρχης κλίνοντας το κεφάλι προς τη μεριά της. «Είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση;»
«Με τη διαταγή σας, κύριε Στρατάρχη.»
«Ξεκινάμε,» είπε ο Ναρχάεζ.
Η Πλοίαρχος Τίρνεχ έκανε νόημα σ’έναν στρατιώτη, ο οποίος ύψωσε το βούκινό του και σάλπισε τρεις φορές. Παρόμοια σαλπίσματα ακούστηκαν κι από άλλα σκάφη, και μετά ήρθε στ’αφτιά του Ναρχάεζ ο ήχος των αγκυρών που σηκώνονταν.
Ο στόλος βγήκε απ’το λιμάνι της Ίνρασακ και έπλευσε προς τη βόρεια όχθη του ποταμού Άλμορ και τη Νελρίτ.
Το ταξίδι τους δεν κράτησε πολύ. Η βόρεια όχθη του ποταμού δεν βρισκόταν και τόσο μακριά, ούτε η πόλη που ήθελαν να πολιορκήσουν. Όταν ο ήλιος είχε υψωθεί στον ουρανό, αλλά πολύ προτού φτάσει στο κέντρο του, οι Ταρσάζιοι πολεμιστές ατένισαν αντίκρυ τους τα τείχη και το λιμάνι της Νελρίτ.
Και ο Ναρχάεζ, έχοντας ένα κιάλι μπροστά στο δεξί του μάτι, σκέφτηκε: Μας περίμεναν. Το λιμάνι που έβλεπε ήταν άδειο. Όλα τα σκάφη είχαν αποχωρήσει. Ούτε εμπορικά ούτε πολεμικά δεν υπήρχαν.
Το βλέμμα του πήγε στις επάλξεις των τειχών, και είδε στρατιώτες της Κοινωνίας να στέκονται εκεί, καθώς και σημαίες των Ιεραρχών που κυμάτιζαν στον φθινοπωρινό άνεμο. Λίγοι, πολύ λίγοι… Οι Ιεράρχες δεν πρέπει να σκοπεύουν να προβάλουν καμια σπουδαία αντίσταση εδώ. Μας προσφέρουν τη Νελρίτ σαν δώρο… Ή ίσως να θέλουν να μας κάνουν να φανούμε απρόσεχτοι.
Πράγμα που δεν πρόκειται να συμβεί.
Ο Ναρχάεζ κατέβασε το κιάλι από εμπρός του. Το σχέδιό του ήταν να αποβιβαστεί το ένα μέρος του στρατού ανατολικά της Νελρίτ, το δεύτερο μέρος δυτικά της, και το τρίτο να επιτεθεί στο λιμάνι. Δεν έβλεπε κανέναν λόγο ν’αλλάξει αυτό το σχέδιο, ή να το τροποποιήσει. Απλώς το τρίτο μέρος του στρατού δεν θα έβρισκε καμία αντίσταση στο λιμάνι, όπως φαινόταν.
Τα πλοία του Τάρσαζ έφτασαν στους προορισμούς τους, κι άρχισαν να αποβιβάζουν πολεμιστές. Ο Ναρχάεζ ήταν με το δυτικό μέρος του στρατεύματος, ενώ ο Πρίγκιπας Μάρνεζ με το ανατολικό.
Ο Στρατάρχης δεν είχε κατεβεί ακόμα από την Κόρη του Τίγρη. Στεκόταν στην πρύμνη και, κρατώντας το κιάλι του υψωμένο, κοίταζε να δει τι γινόταν στο λιμάνι. Οι στρατιώτες του αποβιβάζονταν κανονικά από τα σκάφη… και κανένας δεν τους αντιστεκόταν. Μονάχα, πού και πού, κάποιος βαλλιστροφόρος έβαλλε από τις επάλξεις των τειχών. Αστεία πράγματα.
Οι πύλες, ωστόσο, ήταν κλειστές. Όλες τους.
Ο Ναρχάεζ φώναξε στους αξιωματικούς του, που είχαν κατεβεί από τα πλοία και στέκονταν στην ξηρά: «Ετοιμάστε τα Μεγάλα Όπλα!»
Τα Μεγάλα Όπλα γρήγορα συναρμολογήθηκαν – πολύ πιο γρήγορα απ’ό,τι οποιοιδήποτε καταπέλτες – και στάθηκαν πάνω στους δύο ψηλούς τροχούς τους.
Από τους υπερασπιστές στις επάλξεις, καμία αντίδραση. Ο Ναρχάεζ είδε, με το κιάλι του, ελάχιστες κινήσεις. Δεν προσπαθούν να μας σταματήσουν. Οι διοικητές τους δεν κάνουν νόημα να μας χτυπήσουν με καταπέλτες ή γιγάντιες βαλλίστρες. Έχουν, άραγε, προετοιμάσει κάποια παγίδα για εμάς μέσα στην πόλη; Ή, μήπως, απλά την έχουν εγκαταλείψει και θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι έχουν ετοιμάσει παγίδα προκειμένου να διστάσουμε να εισβάλουμε και να χάσουμε χρόνο;
Ένας αγγελιαφόρος ήρθε βιαστικά, ανεβαίνοντας στην Κόρη του Τίγρη και ζυγώνοντας τον Ναρχάεζ. Τον χαιρέτισε στρατιωτικά και είπε: «Ο Πρίγκιπας σάς στέλνει αυτό το μήνυμα, Εξοχότατε, και ζητά μια απάντηση από εσάς.» Πρότεινε ένα κομμάτι χαρτί.
Ο Ναρχάεζ το πήρε στα χέρια του και το άνοιξε. Επάνω του ήταν γραμμένο: Η πόλη μοιάζει εγκαταλειμμένη. Παγίδα, ίσως;
Προφανώς, ο Πρίγκιπας σκεφτόταν τα ίδια πράγματα μ’εκείνον.
Ο Ναρχάεζ δίπλωσε το χαρτί. «Πες στον Υψηλότατο ότι θα ακολουθήσουμε το σχέδιό μας κανονικά. Αλλά θα κινηθούμε με περίσσια προσοχή μπαίνοντας στην πόλη.»
«Μάλιστα, Εξοχότατε.» Ο αγγελιαφόρος έφυγε.
Ο Ναρχάεζ κατέβηκε από την Κόρη του Τίγρη, πλησιάζοντας τους αξιωματικούς του.
«Τα Μεγάλα Όπλα είναι έτοιμα,» ανέφερε ένας τους. «Το ίδιο και οι τυφεκιοφόροι μας.»
«Κι ο υπόλοιπος στρατός;» Ορισμένες φορές, ο Ναρχάεζ νόμιζε ότι είχαν αρχίσει να ξεχνάνε πως δεν υπήρχαν μόνο πυροβόλα όπλα σ’αυτό τον κόσμο!
«Κι ο υπόλοιπος στρατός είναι, ασφαλώς, έτοιμος.»
Ο Ναρχάεζ ατένισε τους στρατιώτες που ήταν παρατεταγμένοι για μάχη. Σπαθοφόροι, πελεκυφόροι, δορυφόροι, ελαφρύ ιππικό, βαρύ ιππικό, τοξότες, βαλλιστροφόροι· και, φυσικά, τυφεκιοφόροι. Αναμφίβολα, δεν θα χρειάζονταν όλοι αυτοί για να παρθεί η μικρή Νελρίτ. Εκτός αν τα φαινόμενα απατούσαν…
«Τα Μεγάλα Όπλα να βάλουν,» πρόσταξε ο Ναρχάεζ· και οι διοικητές του μετέφεραν τη διαταγή.
Πυρ! αντήχησαν οι φωνές απ’άκρη σ’άκρη. Πυρ! Πυρ! Πυρ!
Ακολουθούμενες από τους κρότους των Μεγάλων Όπλων που έμοιαζαν να τραντάζουν γη και ουρανό. Καπνός σηκώθηκε και σκόνη, και φωτιά εκτοξεύτηκε από τις πλατιές κάννες.
Τα τείχη της Νελρίτ σείστηκαν, και η πύλη της το ίδιο… προτού σωριαστεί στο έδαφος, με μεγάλο πάταγο, κομματιασμένη.
Ο Ναρχάεζ περίμενε ο καπνός να καθαρίσει καθώς τα Μεγάλα Όπλα έπαψαν να βάλλουν· και όταν ο καπνός καθάρισε, είδε την καταστροφή που είχε προκληθεί. Μεγάλε Τίγρη! Τα πέτρινα τείχη είναι σαν ξύλινα μπροστά τους. Σαν… σαν από χαρτί! Τρύπες είχαν ανοίξει επάνω τους, και πολλές από τις επάλξεις είχαν καταρρεύσει. Το Δεξί Χέρι του Θρόνου δεν μπορούσε πλέον να δει στρατιώτες της Κοινωνίας εκεί πάνω. Είχαν υποχωρήσει.
Ένας ανιχνευτής ήρθε καλπάζοντας. «Εξοχότατε! Τρέπονται σε φυγή από τη βόρεια πύλη της πόλης!»
«Θέλω να τους δω,» είπε ο Ναρχάεζ, κι έκανε νόημα να του φέρουν το άλογό του. «Εν τω μεταξύ,» πρόσταξε τους διοικητές του, «μην προστάξετε να γίνει εισβολή ακόμα. Ούτε να ξαναπυροβολήσετε με τα Μεγάλα Όπλα.» Καθώς τελείωνε τα λόγια του, κρότοι αντηχούσαν από την ανατολική πλευρά της πολιορκίας. Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ μάλλον δεν είχε την ίδια άποψη για τα Μεγάλα Όπλα.
Ο Ναρχάεζ αγνόησε τους θορύβους· καβαλίκεψε το άλογό του και κάλπασε προς τα βόρεια μαζί με τον ανιχνευτή. Γύρω του συγκεντρώθηκαν κι άλλοι ιππείς, για λόγους ασφάλειας, όλοι τους αρματωμένοι από την κορυφή ώς τα πόδια. Το φερίλιο των πανοπλιών τους γυάλιζε πρασινογάλαζα στον πρωινό ήλιο. Οι πεταλωμένες οπλές των ίππων τους βροντούσαν πάνω στη γη.
Ο Ναρχάεζ τράβηξε τα ηνία του αλόγου του όταν ανέβηκε σ’έναν λοφίσκο. Αντίκρυ του μπορούσε να βιγλίσει τους πολεμιστές που υποχωρούσαν από τη βόρεια πύλη της Νελρίτ. Πολεμιστές και μόνο πολεμιστές – καθόλου πολίτες – και δεν πρέπει να αριθμούσαν πάνω από διακόσιοι.
Οι Ιεράρχες δεν θέλουν να μας πολεμήσουν ανοιχτά όσο έχουμε το πλεονέκτημα των Μεγάλων Όπλων.
Ο Ναρχάεζ κατευθύνθηκε πίσω, στους διοικητές του.
«Τώρα θα εισβάλουμε στην πόλη,» τους είπε. «Αλλά με προσοχή.»
«Κι αυτοί που υποχωρούν; Δε θα έπρεπε να τους καταδιώξουμε;»
«Δεν αξίζει τον κόπο, τόσο λίγοι που είναι.»
Έκανε νόημα σ’έναν αγγελιαφόρο να πλησιάσει, κι όταν ήταν κοντά, του είπε: «Πες στον Πρίγκιπα Μάρνεζ να ξεκινήσει την εισβολή. Με προσοχή.»
Ο αγγελιαφόρος έφυγε, και ο Ναρχάεζ έκανε νόημα σε μια άλλη αγγελιαφόρο να έρθει κοντά του, στην οποία είπε: «Πρόσταξε τις δυνάμεις στο λιμάνι να εισβάλουν. Αλλά με προσοχή, να τονίσεις, γιατί μπορεί οι Ιεράρχες να μας έχουν στήσει παγίδες μέσα στους δρόμους της πόλης.»
Η αγγελιαφόρος έφυγε.
*
Η Νελρίτ ήταν, τελικά, πραγματικά αφύλαχτη. Παγίδα δεν υπήρχε. Τα οικοδομήματά της ήταν εγκαταλειμμένα. Τα περισσότερα πολύτιμα πράγματα οι κάτοικοι του μέρους τα είχαν πάρει μαζί τους.
Και πού είχαν πάει; Κατά πάσα πιθανότητα βορειοανατολικά, νόμιζε ο Ναρχάεζ. Προς τη Νίλβακ, ή και πέρα απ’αυτήν.
Το κάστρο του άρχοντα της περιοχής ήταν, φυσικά, τόσο άδειο όσο κι η υπόλοιπη πόλη· και ο Στρατάρχης κι ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, καθώς και αρκετοί διοικητές, εγκαταστάθηκαν εκεί προς το παρόν. Αφού πρόσταξαν να πάει ένα σκάφος στην Ίνρασακ ώστε να ενημερώσει τον Άρχοντα Κάφαλροκ για τη νίκη τους, συγκεντρώθηκαν όλοι στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου για να φάνε και να συζητήσουν. Από κάτω τους, στους δρόμους της πόλης, οι στρατιώτες λεηλατούσαν ό,τι έβρισκαν· αλλά το Δεξί Χέρι του Θρόνου υποπτευόταν πως αυτά που θα έβρισκαν δεν θα ήταν και πολλά.
«Οι Ιεράρχες,» είπε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, υψώνοντας μια κούπα κρασί, «αναγνώρισαν την απαράμιλλη καινούργια δύναμη του Τάρσαζ και υποχώρησαν έντρομοι. Ζήτω η Βασίλισσα, και δόξα στον Μεγάλο Τίγρη!»
«Ζήτω η Βασίλισσα και δόξα στον Μεγάλο Τίγρη!» αντήχησε η φωνή των στρατιωτικών και των ευγενών που ήταν καθισμένοι ολόγυρα· και όλοι ύψωσαν τις κούπες τους και ήπιαν κρασί.
Ο Ναρχάεζ όμως έμεινε σιωπηλός καθώς έπινε, και μετά τούς είπε: «Ας μην πανηγυρίζουμε από τώρα. Για να έχουν οι Ιεράρχες πάρει τους μαχητές τους από τη Νελρίτ σημαίνει ότι τους έχουν συγκεντρώσει κάπου αλλού, και μας περιμένουν.»
«Όπου κι αν τους έχουν συγκεντρώσει,» είπε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, «αποκλείεται τα τείχη του μέρους να είναι τόσο γερά ώστε να μπορούν ν’αντέξουν τα χτυπήματα των Μεγάλων Όπλων!» Και πολλοί απ’αυτούς που κάθονταν τριγύρω συμφώνησαν, γελώντας και φωνάζοντας.
«Φωτιά και θάνατος στους Ιεράρχες και στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας!» φώναξε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ· και η φωνή των άλλων ακούστηκε σαν να ήταν η ηχώ του: «Φωτιά και θάνατος στους Ιεράρχες και στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας!»
Ο Ναρχάεζ δεν ήπιε πολύ. Κάποιος απ’όλους, τουλάχιστον, έπρεπε να παραμείνει νηφάλιος.
Ο Μέγας Ιεράρχης προσπαθούσε να ελαχιστοποιήσει τις απώλειες από μάχες που ήταν βέβαιος πως θα έχανε και να συγκεντρώσει τον στρατό του εκεί όπου πίστευε ότι θα είχε τις καλύτερες πιθανότητες να νικήσει το Ταρσάζιο στράτευμα. Ο Ναρχάεζ δεν είχε αμφιβολία γι’αυτό.
*
Το επόμενο πρωί, το στράτευμα παρατάχθηκε βόρεια της Νελρίτ, μεγαλύτερο τώρα από όταν έγινε η σύντομη πολιορκία της πόλης, καθώς είχαν έρθει και εκατονταρχίες που πριν έλειπαν, μην έχοντας ακόμα διασχίσει τον ποταμό· γιατί οι πολεμιστές του Τάρσαζ ήταν σαφώς περισσότεροι από ό,τι μπορούσαν να χωρέσουν στα πλοία.
Ο Ναρχάεζ στεκόταν σ’έναν πύργο του κάστρου της Νελρίτ και ατένιζε το συγκεντρωμένο στράτευμα. Δεν είχαν υποστεί απώλειες από τη χτεσινή πολιορκία, και το ηθικό όλων φαινόταν ακμαίο. Οι σημαίες τους κυμάτιζαν περήφανα στον άνεμο, οι αρματωσιές και τα όπλα τους άστραφταν στον ήλιο.
Ο Ναρχάεζ έστρεψε το βλέμμα του νότια, στον ποταμό Άλμορ. Δεν ερχόταν κανένα άλλο πλοίο. Ούτε υπήρχαν πλοία στο λιμάνι ή στις όχθες που να αποβιβάζουν στρατό. Είμαστε έτοιμοι να προελάσουμε. Προς τη Νίλβακ.
Κατέβηκε από τον πύργο μέσω των πέτρινων σκαλοπατιών που διέγραφαν σπείρες στο εσωτερικό του και βγήκε στον περίβολο του κάστρου, όπου μερικοί από τους ιππείς του τον περίμεναν. Ανέβηκε στο άλογό του, και μαζί τους τρόχασε μέσα στους δρόμους της Νελρίτ και έξω απ’αυτήν, για να βρεθεί στην κεφαλή του Ταρσάζιου στρατεύματος.
Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ βρισκόταν ήδη εκεί, έφιππος, πλάι στον επίσης έφιππο σημαιοφόρο του. Φορούσε τη φερίλια αρματωσιά του κι ένας πορφυρός μανδύας σκέπαζε τους ώμους του.
Ο Ναρχάεζ τον χαιρέτισε, κι ο Πρίγκιπας χαιρέτισε εκείνον.
Ο Στρατάρχης πλησίασε έναν χιλίαρχο και τον πρόσταξε να μείνει στη Νελρίτ μαζί με τη χιλιαρχία του, προκειμένου να προστατέψει την πόλη σε περίπτωση ανάγκης. Ύστερα, έδωσε διαταγή το στράτευμα να ξεκινήσει την προέλασή του.
Βούκινα σάλπισαν, και οι φωνές των Ταρσάζιων μαχητών υψώθηκαν στον άνεμο τραγουδώντας πολεμικούς παιάνες.
Κατευθύνονταν βόρεια, προς την επόμενη πόλη της Επαρχίας Ύλκωχ: τη Νίλβακ, που ήταν οικοδομημένη στις ακτές της Ενδότερης Θάλασσας. Το ήξεραν ότι δεν θα έφταναν σήμερα εκεί αλλά αύριο το μεσημέρι, εκτός αν εξουθενώνονταν· και ο Ναρχάεζ δεν ήθελε να δώσει τέτοια διαταγή, γιατί θεωρούσε πως θα ήταν ανόητο να υποτιμήσουν τόσο πολύ τους Ιεράρχες. Αν μη τι άλλο, η εγκατάλειψη της Νελρίτ θα έπρεπε να τους είχε ανησυχήσει…
Η ύπαιθρος γέμισε μισθοφόρους που έψαχναν χωριά και οικισμούς για να πλιατσικολογήσουν. Δυστυχώς, τα πάντα που βρήκαν ήταν εγκαταλειμμένα όπως και η Νελρίτ, και πολλοί το ανέφεραν αυτό στον Στρατάρχη. Μέχρι το βράδυ, που κατασκήνωσαν, δεν είχαν συναντήσει ούτε ένα μέρος με ανθρώπους και ζώα της βοσκής. Οι περιοχές τούτες είχαν γρήγορα εγκαταλειφθεί, ώστε οι Ταρσάζιοι να μη βρουν τίποτα να χτυπήσουν ή να κλέψουν.
Πρέπει να σχεδιάζουν να μας πολεμήσουν στην Ύλκωχ, συμπέρανε ο Ναρχάεζ, καθώς ήταν καθισμένος μέσα στη σκηνή του, τη νύχτα. Στην Ύλκωχ, τη μεγαλύτερη πόλη της Επαρχίας.
Γύρω από τον μεγάλο καταυλισμό του στρατεύματος είχε βάλει φρουρούς και περιπολίες, μήπως οι Ιεράρχες προσπαθήσουν να τους κάνουν κλεφτοπόλεμο μες στα σκοτάδια. Αλλά μέχρι που φάνηκε ο ήλιος δεν έγινε το παραμικρό.
Σα να προελαύνουμε σε έρημη χώρα… σκέφτηκε, το πρωί, ο Ναρχάεζ αφού άκουσε τις αναφορές όλων των διοικητών του. Φόρεσε την αρματωσιά του και καβάλησε το άλογό του, ενώ το στράτευμα διέλυε τον καταυλισμό γύρω του. Τι παιχνίδι παίζουν οι Ιεράρχες;
Προέλασαν τα τελευταία χιλιόμετρα προς τη Νίλβακ, και κατά το μεσημέρι, όπως είχε σωστά υπολογίσει ο Ναρχάεζ, έφτασαν έξω από τα τείχη της παραθαλάσσιας πόλης.
Καθισμένος στο άλογό του, ο Στρατάρχης ύψωσε το κιάλι του στο δεξί του μάτι και είδε ότι στο λιμάνι δεν υπήρχε κανένα πλοίο, ενώ στις επάλξεις των τειχών ήταν ελάχιστοι στρατιώτες. Πάλι τα ίδια…
Στρεφόμενος στον Πρίγκιπα Μάρνεζ πλάι του, είπε: «Η περίπτωση, Υψηλότατε, νομίζω πως είναι παρόμοια μ’αυτή της Νελρίτ.»
«Δε θα δυσκολευτούμε, τότε.»
«Σίγουρα όχι· όμως θα πάρουμε τα ίδια μέτρα με την προηγούμενη φορά. Ίσως να μη φαίνεται ο στρατός των Ιεραρχών από εδώ αλλά να μας περιμένει μέσα, κρυμμένος στους δρόμους και στα οικοδομήματα της πόλης.»
Ο Πρίγκιπας ένευσε, αν και δεν έμοιαζε να το πιστεύει πραγματικά αυτό.
Και το πρόβλημα είναι πως ούτε κι εγώ το πιστεύω πραγματικά, σκέφτηκε ο Ναρχάεζ, καθώς το Ταρσάζιο στράτευμα περικύκλωνε τη Νίλβακ στρατοπεδεύοντας. Ήταν μεσημέρι και δεν θα ξεκινούσαν την πολιορκία αμέσως, όχι προτού οι πολεμιστές ξεκουράζονταν από την πρωινή προέλαση.
Στα τείχη της πόλης δεν φάνηκαν να συγκεντρώνονται περισσότεροι μαχητές από πριν. Ούτε στο λιμάνι φάνηκαν να έρχονται πλοία. Εκτός από τα πλοία του Τάρσαζ, φυσικά, τα οποία δεν έμπαιναν στο ίδιο το λιμάνι αλλά αγκυροβολούσαν έξω από αυτό, στ’ανοιχτά ή στις ακτές βόρεια και νότια της Νίλβακ.
Ο Ναρχάεζ πρόσταξε τους ανιχνευτές του να ερευνήσουν την ύπαιθρο ολόγυρα για οτιδήποτε το ύποπτο. Το μεσημέρι πέρασε, όμως, χωρίς να εντοπίσουν το παραμικρό.
«Τα πάντα είναι έρημα, Εξοχότατε,» του ανέφεραν. «Οι αγροικίες είναι όλες εγκαταλειμμένες. Ούτε ένα ζώο δεν υπάρχει. Και στα δάση ή στους λόφους, κανένας δε φαίνεται να κρύβεται. Ψάξαμε παντού.»
Ο Ναρχάεζ πρόσταξε τους διοικητές του να ξεκινήσουν την επίθεση στη Νίλβακ.
Τα Μεγάλα Όπλα βρόντησαν, ξερνώντας καπνό και φωτιά. Οι γιγάντιες σφαίρες τους χτύπησαν τις πύλες και τα τείχη, διαλύοντας και γκρεμίζοντας.
Καθώς η θολούρα καθάριζε ο Ναρχάεζ παρατήρησε ότι οι υπερασπιστές είχαν χαθεί από τις επάλξεις. Και πού μπορεί να είχαν πάει; Ετούτη τη φορά, ολόκληρη η πόλη ήταν ασφυκτικά περικυκλωμένη. Δεν μπορούσαν να φύγουν από πουθενά, όπως στη Νελρίτ.
Ο Στρατάρχης πρόσταξε να ξεκινήσει η εισβολή της Νίλβακ, αλλά με προσοχή, γιατί ήταν πιθανό, τόνισε, οι Ιεράρχες να τους είχαν στήσει ενέδρες στο εσωτερικό.
Παραδόξως, αλλά αναμενόμενα, ούτε εδώ συνάντησαν την παραμικρή αντίσταση. Η πόλη ήταν εγκαταλειμμένη. Υπερασπιστές δεν υπήρχαν. Πολίτες δεν υπήρχαν. Κι όλα τα πολύτιμα αντικείμενα, τα χρήματα, τα τρόφιμα, οι εξοπλισμοί, και τα ζώα είχαν εξαφανιστεί.
Επίσης εξαφανισμένοι ήταν κι οι λιγοστοί στρατιώτες που ο Ναρχάεζ είχε δει στις επάλξεις στην αρχή της πολιορκίας. Πού είχαν πάει; Δεν μπορεί να είχαν φυτρώσει φτερά και να είχαν πετάξει!
«Ψάξτε την πόλη!» πρόσταξε τους διοικητές του. «Ψάξτε κάθε της γωνιά! Ή κάπου έχουν λουφάξει, ή υπάρχει κάποια σήραγγα που οδηγεί έξω από εδώ. Ό,τι και νάναι θέλω να το βρείτε.»
Μαζί με τον Πρίγκιπα Μάρνεζ εισέβαλαν στο κάστρο της Νίλβακ, το οποίο ήταν απροστάτευτο όπως κι η υπόλοιπη πόλη. Εγκαταστάθηκαν προσωρινά εκεί και περίμεναν αναφορές από τους αξιωματικούς τους. Οι πολεμιστές του στρατεύματος βρήκαν κατάλυμα είτε στα οικοδομήματα της πόλης είτε στις σκηνές τους έξω από αυτήν· και πολλοί, ασφαλώς, έψαχναν να λεηλατήσουν ό,τι μπορούσαν. Τα πλοία του Τάρσαζ αγκυροβόλησαν στο λιμάνι, ενώ ένα από αυτά στάλθηκε νότια, στην Ίνρασακ, για να αναφέρει στον Άρχοντα Κάφαλροκ ότι η Νίλβακ ήταν τώρα δική τους.
Η νύχτα έπεσε, και οι αναφορές που λάμβανε ο Ναρχάεζ ήταν απογοητεύτηκες. Κανείς δεν κατόρθωνε να του βρει πού είχαν πάει οι υπερασπιστές των επάλξεων. Οι περισσότεροι, πάντως, υπέθεταν ότι με κάποιο τρόπο είχαν βγει από την πόλη. «Δε μ’ενδιαφέρουν οι υποθέσεις σας!» τους είπε ο Ναρχάεζ. «Θέλω να ανακαλύψετε πώς βγήκαν.»
Πρέπει να υπήρχε κάποια σήραγγα εδώ. Σίγουρα.
Όταν είχε κάνει ένα μπάνιο και σκεφτόταν να πέσει για ύπνο στο δωμάτιο που είχε πάρει για τον εαυτό του μέσα στο κάστρο, άκουσε έναν χτύπο στην πόρτα του.
«Εξοχότατε;» Ο ένας απ’τους φρουρούς απέξω.
«Τι είναι;»
«Μια κυρία είναι εδώ, και σας ζητά.»
Κυρία; «Ας περάσει.»
Η πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα μπήκε. Φορούσε κάπα και η κουκούλα ήταν σηκωμένη στο κεφάλι της, κρύβοντας το πρόσωπό της στη σκιά. Ύστερα, η κουκούλα κατέβηκε και η όψη της Κελνίχηβ φανερώθηκε.
«Κλείστε την πόρτα,» πρόσταξε ο Ναρχάεζ, και ο ένας απ’τους φρουρούς την έκλεισε.
«Βρίσκεσαι παντού, λοιπόν,» είπε το Δεξί Χέρι στο Αριστερό. «Ακολουθείς το στράτευμά μου;» Χωρίς οι ανιχνευτές μου να σ’έχουν εντοπίσει;
Η Κελνίχηβ κάθισε σε μια καρέκλα. «Για την ακρίβεια, είμαι εδώ πριν από το στράτευμά σου.»
«Μέσα στην πόλη;»
«Έξω από την πόλη. Οι Ιεράρχες την εκκένωσαν αφού κατάλαβαν πως το Τάρσαζ σχεδίαζε να επιτεθεί.»
Ο Ναρχάεζ κάθισε αντίκρυ της. «Και πού έστειλαν τους πολεμιστές τους και τους πολίτες της Νίλβακ; Ξέρεις;»
«Στα βόρεια. Στην Ύλκωχ.»
«Έχεις πάει στην Ύλκωχ;»
«Ναι.»
«Υπάρχει στρατός εκεί;» ρώτησε ο Ναρχάεζ.
«Τότε που πήγα, υπήρχε. Δεν ήταν εγκαταλειμμένη. Αυτό δε σημαίνει πως όταν πας εσύ δεν θα είναι.»
«Αν μας παραδώσουν και την Ύλκωχ, τότε θα είναι σαν να μας παραδίδουν ολόκληρη ετούτη την Επαρχία. Πιστεύεις ότι θα το κάνουν;»
«Εσύ είσαι ο Στρατάρχης, εσύ πες μου.»
«Δε νομίζω ότι θα το κάνουν,» είπε ο Ναρχάεζ.
«Τέλος πάντων,» είπε η Κελνίχηβ· «δεν είμαι εδώ για να κάνουμε υποθέσεις σχετικά με τα σχέδια των Ιεραρχών. Ήρθα για να σου δώσω μια πληροφορία για κάτι που αναζητάς.»
Ο Ναρχάεζ συνοφρυώθηκε.
«Ξέρω πώς οι λιγοστοί υπερασπιστές της Νίλβακ βγήκαν από την πόλη,» δήλωσε το Αριστερό Χέρι.
«Πώς;»
«Υπάρχει μια σήραγγα κάτω απ’αυτό το κάστρο. Βγάζει περίπου δύο χιλιόμετρα βόρεια της Νίλβακ, μέσα σ’ένα δάσος.»
«Τώρα το ανακάλυψες αυτό;»
«Για να είμαι ειλικρινής, το γνώριζα. Δεν ξέρω αν το θυμάσαι, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που… δραστηριοποιούμαι σε τούτα τα εδάφη.»
Ο Ναρχάεζ το θυμόταν. Η Κελνίχηβ είχε βοηθήσει πολύ σ’έναν πόλεμο με την Ύλκωχ, προτού εμφανιστούν οι Ιεράρχες και συγκροτηθεί η Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας. Γι’αυτό κιόλας είχε φτάσει στη θέση του Αριστερού Χεριού του Θρόνου.
Ο Ναρχάεζ σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Δείξε μου τη σήραγγα.»
«Ευχαρίστως.»
Η Κελνίχηβ τον οδήγησε στα υπόγεια του κάστρου της Νίλβακ, ενώ εκείνος κρατούσε μια αναμμένη λάμπα για να διώχνει τα σκοτάδια.
«Οι άνθρωποί μου το έχουν ψάξει αυτό το μέρος,» είπε ο Ναρχάεζ, «και δεν βρήκαν τίποτα.»
«Δεν είναι εύκολο να βρεις την είσοδο της σήραγγας αν δεν ξέρεις ήδη πού βρίσκεται,» αποκρίθηκε η Κελνίχηβ καθώς κατέβαιναν πέτρινα σκαλοπάτια, γλιστερά και επικίνδυνα από την υγρασία του υπογείου.
Φτάνοντας στο πέρας της σκάλας, διέσχισαν ένα μικρό πέρασμα στα δεξιά και μετά έστριψαν σ’άλλο ένα. Μπροστά τους τώρα ήταν ένας μεγάλος χώρος που μύριζε κλεισούρα.
«Το δεύτερο κελάρι του κάστρου,» είπε η Κελνίχηβ. «Τώρα είναι τελείως άδειο, γιατί τα μάζεψαν όλα κι έφυγαν· αλλά, ούτως ή άλλως, ποτέ δεν το γέμιζαν όλο. Και υπήρχε λόγος γι’αυτό.» Έκανε νόημα στον Ναρχάεζ να μείνει εκεί όπου ήταν, και πλησίασε τον αντικρινό τοίχο, ανάβοντας συγχρόνως τη δική της λάμπα. «Βλέπεις τούτο το παλιό οικόσημο που είναι χαραγμένο εδώ;» του είπε δείχνοντας επάνω στον τοίχο. Ο Ναρχάεζ, πράγματι, το έβλεπε: ήταν το κεφάλι ενός ψαριού επάνω στο σώμα ενός… αετού; «Πέντε βήματα απόσταση από αυτό είναι η είσοδος,» είπε η Κελνίχηβ, και βάδισε προς τον Ναρχάεζ μετρώντας τα βήματά της.
«Ακριβώς εδώ.» Τώρα, στεκόταν πάνω σε μια από τις πέτρινες πλάκες του πατώματος, κι άφησε τη λάμπα της παραδίπλα. Μαζεύοντας το φουστάνι της, γονάτισε και ψαχούλεψε με τα δάχτυλα τις άκριες της πλάκας. «Ναι, εδώ… Αν προσέξεις, θα δεις ότι η πέτρα είναι φαγωμένη σ’αυτό το σημείο, επειδή βάζουν λοστό για να τη σηκώσουν.»
Ο Ναρχάεζ, πλησιάζοντας, παρατήρησε ότι η Κελνίχηβ είχε δίκιο. «Δεν έχουμε λοστό μαζί μας.»
Η Κελνίχηβ σηκώθηκε όρθια. «Δεν υπάρχει λόγος ν’ανοίξεις το πέρασμα. Οι πολεμιστές των Ιεραρχών θα είναι πολύ μακριά ώς τώρα.»
Καθώς ανέβαιναν από τα υπόγεια του κάστρου, το Αριστερό Χέρι είπε: «Έχω και μια πληροφορία για την Ανταρλίδα. Νομίζω πως ξέρω πού την κρατούν.»
Ο Ναρχάεζ την περίμενε να συνεχίσει.
«Στην Αρένα της Βέλρικ.»
«Στην Αρένα; Γιατί;»
«Δεν ξέρω,» είπε η Κελνίχηβ. «Οι άνθρωποι της Κοινωνίας, πάντως, μιλούν για μια Άσπρη Γυναίκα εκεί η οποία μοιάζει ανίκητη.»
«Θα μπορούσε να είναι η Ανταρλίδα, πράγματι,» συμφώνησε ο Ναρχάεζ. «Είμαστε, όμως, ακόμα μακριά από τη Βέλρικ. Πολύ μακριά…»
*
Η προέλαση προς την Ύλκωχ δεν ήταν τόσο σύντομη όσο προς τη Νίλβακ. Το Ταρσάζιο στράτευμα προχωρούσε για δύο ολόκληρες ημέρες και για μισή ακόμα. Στο δρόμο τους συναντούσαν εγκαταλειμμένα χωριά, αγροικίες, και μικρές πόλεις. Δεν έβλεπαν ούτε ανθρώπους ούτε ήμερα ζώα της βοσκής. Οι Ιεράρχες είχαν επίτηδες ερημώσει ετούτους τους τόπους. Στην Ύλκωχ, όμως, θα αντιστέκονταν. Πρέπει να αντιστέκονταν. Αλλιώς, ο Ναρχάεζ δεν θα μπορούσε με τίποτα να κατανοήσει τη στρατηγική τους. Αν άφηναν ολόκληρη την Επαρχία να πέσει στα χέρια του Τάρσαζ, τότε θα έδιναν πολύ μεγάλο πλεονέκτημα στον εχθρό τους. Η Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας θα έχανε ένα αξιοσημείωτο τμήμα της, χωρίς οι Ταρσάζιοι να έχουν υποστεί απώλειες.
Το μεσημέρι της τρίτης ημέρας της προέλασής τους έφτασαν έξω από τα ψηλά τείχη της Ύλκωχ· και, γεμάτος έκπληξη και απορία, ο Ναρχάεζ είδε με το κιάλι του ότι η ίδια κατάσταση επικρατούσε κι εδώ. Η πόλη φαινόταν εγκαταλειμμένη!
«Αδύνατον…» μουρμούρισε. «Δε μπορεί…» κατεβάζοντας το κιάλι από εμπρός του. «Οι Ιεράρχες μάς έχουν στήσει κάποια παγίδα μέσα στην πόλη, Υψηλότατε,» είπε στον Πρίγκιπα Μάρνεζ, ο οποίος βρισκόταν έφιππος πλάι του.
«Το ίδιο λέγαμε και τις προηγούμενες φορές.»
«Δεν είναι δυνατόν να εγκατέλειψαν την Ύλκωχ, Υψηλότατε. Αν την πάρουμε, θα τους κοστίσει πάρα πολύ.»
«Σκέφτεσαι να την προσπεράσουμε, Στρατάρχη, για να τους γλιτώσουμε από την ψυχική οδύνη;» είπε, αστειευόμενος, ο Μάρνεζ.
Το στράτευμα παρατάχθηκε γύρω από την πόλη, και κατασκήνωσε. Οι στρατιώτες στις επάλξεις γρήγορα υποχώρησαν, φεύγοντας με πλοίο από το λιμάνι. Ο Ναρχάεζ δεν πρόσταξε τα δικά του πλοία να τους καταδιώξουν. Τους παρακολούθησε, όμως, με το κιάλι του για να δει προς τα πού θα κατευθύνονταν, και ατένισε το σκάφος τους να πλέει προς τα δυτικά: προς τη Σάβηνεμ, κατά πάσα πιθανότητα.
Δεν είναι δυνατόν να εγκαταλείπουν έτσι την Ύλκωχ στο έλεός μας. Τι σχεδιάζουν οι Ιεράρχες; Τι σχεδιάζουν;
Ο Ναρχάεζ πρόσταξε τους ανιχνευτές του να ερευνήσουν τα περίχωρα της πόλης, όσο το στράτευμα ξεκουραζόταν από την πρωινή προέλαση. Επιστρέφοντας, του ανέφεραν ότι τα μέρη ήταν έρημα όπως και στη Νίλβακ.
Ο Ναρχάεζ, καθισμένος στη σκηνή του, σκεφτόταν. Απορώντας μ’αυτό που έβλεπε να συμβαίνει.
Δε μπορεί οι Ιεράρχες να παραδίδουν έτσι τη χώρα τους. Ποιο είναι το σχέδιό τους;
Με το πέρασμα του μεσημεριού, όμως, ήξερε ότι έπρεπε ν’αρχίσει την επίθεση. Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ το επιθυμούσε, το ίδιο κι όλοι οι υπόλοιποι διοικητές του στρατεύματος. Κι επιπλέον, δεν υπήρχε κανένας φανερός λόγος για να μην επιτεθούν. Η πόλη έμοιαζε νάναι από τώρα δική τους. Μονάχα τις πύλες έπρεπε να ρίξουν.
Τα Μεγάλα Όπλα τράνταξαν το τοπίο με τους κρότους τους, και οι πύλες εύκολα έπεσαν. Ο στρατός του Τάρσαζ εισέβαλε στην Ύλκωχ χωρίς αρχικά κανένας να παρουσιαστεί για να τον εμποδίσει. Ο Ναρχάεζ, όμως, εξακολουθώντας να περιμένει παγίδα, είπε να βρίσκονται όλοι σε ετοιμότητα και να μη βιάζονται. Αλλά, καθώς ίππευε μέσα στην πόλη, το μόνο που μπορούσε να δει με τα ίδια του τα μάτια ήταν άδειοι δρόμοι και άδεια οικοδομήματα. Η Ύλκωχ ήταν εγκαταλειμμένη, όπως η Νίλβακ και η Νελρίτ.
Οι Ιεράρχες έχουν χάσει το μυαλό τους! Πώς είναι δυνατόν να μας παραδίδουν ολόκληρη την Επαρχία χωρίς να προβάλλουν καμία αντίσταση; Η Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας ήταν, σίγουρα, μεγάλη, αλλά η Επαρχία της Ύλκωχ δεν ήταν και το μικρότερο τμήμα της. Κανένας λογικός μονάρχης δεν θα το παρέδιδε ασυλλόγιστα.
Προμήθειες, εξοπλισμοί, ζώα, πολύτιμα αντικείμενα, χρήματα – τίποτα δεν υπήρχε στην πόλη. Τα είχαν πάρει όλα προτού την εγκαταλείψουν. Και το κάστρο της ήταν επίσης άδειο, όπως και τα προηγούμενα που είχε συναντήσει ο Ναρχάεζ. Κάτι δεν πηγαίνει καθόλου καλά εδώ. Η Βασίλισσα, όταν μάθει για τ’αποτελέσματα της εκστρατεία μας, θα νομίσει ότι της κάνουμε πλάκα.
«Χα-χα-χα-χα!» γέλασε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ βγάζοντας το κράνος του, όταν βρίσκονταν μέσα στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου της Ύλκωχ. «Κι από δω έφυγαν, Ναρχάεζ! Κι από δω!»
«Δεν είναι, όμως, φυσιολογικό αυτό, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε ο Στρατάρχης, κοιτάζοντας επιφυλακτικά τριγύρω, με το πιστόλι του στο δεξί χέρι και την ασπίδα του στο αριστερό, σαν να φοβόταν ότι μπορεί ξαφνικά εχθροί να τους ορμούσαν από παντού, βάζοντας σε εφαρμογή την παγίδα που είχαν διεξοδικά στήσει από την αρχή ετούτης της εκστρατείας.
«Γιατί όχι;» διαφώνησε ο Μάρνεζ αποθέτοντας το κράνος του στο μεγάλο τραπέζι στο κέντρο της αίθουσας. «Τι θα μπορούσαν να κάνουν για να μας εμποδίσουν; Τα Μεγάλα Όπλα θα διέλυαν τα τείχη τους κι εκείνους μαζί! Θα κάναμε την πόλη συντρίμμια!»
«Ακόμα κι αυτό θα έπρεπε λογικά να το προτιμούν: επειδή θα μας καθυστερούσε, επειδή θα μας προκαλούσε κάποιες τουλάχιστον απώλειες… Η Επαρχία της Ύλκωχ είναι τώρα δική μας, Υψηλότατε… μπορείτε να το πιστέψετε;»
«Είναι, πράγματι, δύσκολο να το πιστέψει κανείς, Ναρχάεζ. Όμως είναι η πραγματικότητα. Και δεν είναι τυχαίο. Δεν υπάρχουν όπλα σαν τα δικά μας πουθενά αλλού στον κόσμο!»
*
Οι Ταρσάζιοι θέλησαν να γλεντήσουν τη νίκη τους. Και οι διοικητές του στρατού κι οι αριστοκράτες σίγουρα μπορούσαν να γλεντήσουν μέσα στο κάστρο της Ύλκωχ. Ο στρατός, όμως, δεν ήταν και πολύ ευχαριστημένος, γιατί μέχρι στιγμής σε τούτη την εκστρατεία κανένας δεν είχε βρει λάφυρα. Δεν τους είχε ενοχλήσει τόσο που η Νελρίτ και η Νίλβακ ήταν άδειες, αλλά στην Ύλκωχ πίστευαν ότι θα πλιατσικολογούσαν όπως ήθελαν. Τελικά, κι εδώ δεν υπήρχε τίποτα για ν’αρπάξουν. Δεν βρήκαν ούτε καν αρκετά βαρέλια με μπίρα ή κρασί για να πιουν. Μονάχα σε τρία-τέσσερα κελάρια σ’ολόκληρη την πόλη υπήρχαν πράγματα· τα υπόλοιπα κελάρια τα είχαν αδειάσει. Τα θησαυροφυλάκια ήταν ανοιχτά, κι επίσης άδεια. Τα πλούσια σπίτια έμοιαζαν φτωχά, γυμνά, χωρίς τις ταπετσαρίες και τους πίνακές τους. Οι μισθοφόροι προσπαθούσαν να βγάλουν τα πόμολα που φαίνονταν ακριβά, ή να σηκώσουν βαριά αγάλματα και να τα πάρουν μαζί τους. Πολλά απ’τα τελευταία κατέληξαν να τα σπάσουν σε κομμάτια για να τα μοιραστούν: ένα χέρι εδώ, ένα κεφάλι εκεί, ένα πόδι παραπέρα.
«Σκατά!» έλεγαν κάμποσοι. «Σκατά είναι τούτη η εκστρατεία! Μας κοροϊδεύουνε οι Ιεράρχες.»
«Δεν ήρθαμε δω για να βρούμε άδεια σπίτια!»
«Καλύτερα να μην είχαμε τα Μεγάλα Όπλα, λέω γω· τότες, οι Ιεράρχες θα κάθονταν να πολεμήσουν – και μετά θάχαμε πράματα ν’αρπάξουμε!»
Γέλια. Αλλά όχι ικανοποιημένα γέλια.
Οι πολεμιστές του Ταρσάζιου στρατεύματος αισθάνονταν πεινασμένοι, και απογοητευμένοι.
Τότε ήταν που ένας εκατόνταρχος είπε ότι σ’έναν παλιό ναό του Λιρμάντου είχε βρει ένα σωρό θησαυρούς. Κανένας δεν τους είχε πάρει από κει· πρέπει να τους είχαν ξεχάσει μες στη βιάση τους.
Τα λόγια του μεταφέρθηκαν σαν τον άνεμο από τον έναν πολεμιστή του στρατεύματος στον άλλο, κι όλοι έτρεξαν στον ναό για ν’αρπάξουν ό,τι μπορούσαν. Τα πολύτιμα αντικείμενα που βρίσκονταν εκεί δεν ήταν λίγα, αλλά ούτε και πολλά ήταν – ειδικά για τόσους ανθρώπους. Οι πολεμιστές, κυριολεκτικά, έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο για να προλάβουν, και ως αποτέλεσμα κάμποσες διαμάχες ξέσπασαν για το ποιος θα πάρει τι. Όπλα τραβήχτηκαν και αίμα χύθηκε. Οι δωδέκαρχοι προσπαθούσαν μάταια να επιβάλουν την τάξη· δέχτηκαν χτυπήματα κι οι ίδιοι. Κάποιοι ύψωσαν πιστόλια και πυροβόλησαν, για ν’απομακρύνουν τους υπόλοιπους επίδοξους λαφυραγωγούς και να αρπάξουν τους θησαυρούς του ναού για τον εαυτό τους.
Ο Στρατάρχης Ναρχάεζ αναγκάστηκε να στείλει τους καλύτερους πολεμιστές του για να διαλύσει τη συμπλοκή στον παλιό ναό του Λιρμάντου. Και τότε του ανέφεραν ότι αυτό δεν ήταν το μοναδικό σημείο της πόλης όπου συγκρούσεις είχαν ξεσπάσει ανάμεσα στους μαχητές του στρατεύματός του. Σε μια πολυτελή οικία επίσης σκοτώνονταν, καθώς και σε μια αποθήκη στο λιμάνι. Ο Ναρχάεζ καταράστηκε, και πρόσταξε τους διοικητές του να σταματήσουν τις αιματοχυσίες, τώρα! «Δεν υπάρχουν αντίπαλοι να πολεμήσουμε και θα σκοτωθούμε αναμεταξύ μας…» μούγκρισε μέσα στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου, όπου ήταν συγκεντρωμένοι ο Πρίγκιπας Μάρνεζ και όλα τα υπόλοιπα σημαντικά πρόσωπα του στρατεύματος.
Οι συμπλοκές δεν είχαν ακόμα διαλυθεί όταν ένας δωδέκαρχος μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο.
«Εξοχότατε!» φώναξε. «Μας επιτίθενται!»
Ο Ναρχάεζ στράφηκε να τον ατενίσει. «Ποιοι μας επιτίθενται;»
«Ένα φουσάτο από τα βόρεια,» αποκρίθηκε ο δωδέκαρχος. «Φαίνεται από τις επάλξεις του κάστρου.»
Ο Ναρχάεζ, ο Μάρνεζ, και οι διοικητές τους βγήκαν από τη μεγάλη αίθουσα μαζί με τον δωδέκαρχο και ανέβηκαν στις επάλξεις. Ο άντρας δεν είχε πει ψέματα: πράγματι, ένα μεγάλο φουσάτο ερχόταν από τα βόρεια. Οι σημαίες του κυμάτιζαν μέσα στο φως του απογεύματος. Βρίσκονταν ακόμα μακριά για να φανεί το έμβλημα επάνω τους, αλλά ο Ναρχάεζ δεν είχε αμφιβολία ότι ήταν το σύμβολο των Ιεραρχών – ο κύκλος με τα τρία μάτια μέσα του τα οποία σχημάτιζαν ανάποδο τρίγωνο.
Και ο στρατός που ατένιζε πρέπει να ήταν τόσο μεγάλος όσο και ο δικός του. Ή, ίσως, μεγαλύτερος. Όλοι οι πολεμιστές από τις τρεις πόλεις – Νελρίτ, Νίλβακ, Ύλκωχ – πρέπει να ήταν συγκεντρωμένοι εδώ, και εκατοντάδες παραπάνω.
Ξαφνικά, ο Ναρχάεζ κατάλαβε: οι συμπλοκές ανάμεσα στους στρατιώτες του δεν ήταν συμπτωματικές! Οι Ιεράρχες επίτηδες είχαν αφήσει λάφυρα σ’ορισμένα σημεία της πόλης, προκειμένου να προκαλέσουν ακριβώς αυτή την αναστάτωση.
Ο Ναρχάεζ έσφιξε τη γροθιά του. Τώρα, εμείς είμαστε οι πολιορκημένοι, και οι πύλες μας είναι διαλυμένες από τα ίδια μας τα όπλα…!
«Οπλιστείτε!» φώναξε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ στους διοικητές. «Οπλιστείτε! Οργανώστε τον στρατό μας! Κουνηθείτε!»
Εκείνοι έφυγαν από τις επάλξεις του κάστρου, τρέχοντας.
Ο Ναρχάεζ βάδισε προς τη μεριά των επάλξεων που έβλεπαν τη θάλασσα. Ο Πρίγκιπας τον ακολούθησε, ρωτώντας τον πού πήγαινε.
Ο Στρατάρχης δεν απάντησε αμέσως. Ακουμπώντας τα χέρια του στις πέτρες, ατένισε προς τα νότια. Και, ναι, όπως το περίμενε, είδε πλοία να έρχονται από τα νοτιοδυτικά. Πολεμικά πλοία της Κοινωνίας.
Ο κύκλος του σχεδίου τους ολοκληρώνεται, προσπαθώντας να μας κλείσει μέσα του.
«Ήρθε η ώρα να πολεμήσουμε, Υψηλότατε,» είπε ο Ναρχάεζ, και βάδισε γρήγορα προς το εσωτερικό του κάστρου, για να εξοπλιστεί.
Για το μεγάλο πτηνό που είχε βγει μέσα από το Ρήγμα υπήρχαν πολλές δοξασίες, ακόμα και στο Τάρσαζ, γιατί ελάχιστοι ήταν αυτοί που γνώριζαν την πραγματική προέλευσή του. Ορισμένοι έλεγαν ότι είχε έρθει πέρα από τους ωκεανούς, πέρα από το Δυτικό Πέλαγος. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν από τις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου· άλλωστε, όλοι ήξεραν ότι εκεί τέρατα κατοικούσαν. Άλλοι πίστευαν ότι ήταν δαίμονας του Μασμόρου, του Άρχοντα των Νυχτερινών Τρόμων, και ότι ήταν μεγάλη γρουσουζιά να βρεθείς κάτω από τη σκιά των πελώριων φτερών του. Μερικοί νόμιζαν ότι είχε έρθει για να πάρει τις ψυχές μας· ήταν κι αυτό, έλεγαν, ένα σημάδι των Ύστατων Καιρών, όπως και το Ρήγμα.
Ασφαλώς, το πουλί δεν ήταν τίποτε από αυτά· και ο Μεγάλος Προφήτης μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του σε διάφορες περιστάσεις. Ίσως να μην ήταν ακριβώς φίλοι οι δυο τους, μα σίγουρα δεν ήταν και εχθροί. Είχαν έρθει από άλλους κόσμους και, εξαιτίας αυτού νομίζω, καταλαβαίνονταν…
*
* * *
*
Τράβηξαν τα γκέμια των αλόγων τους και σταμάτησαν για ν’ατενίσουν το κάστρο που ήταν οικοδομημένο πάνω στην πλαγιά των ψηλών βουνών. Το κάστρο που σημαίες δεν κυμάτιζαν στους πύργους ή στις επάλξεις του, και που έμοιαζε έρημο.
Το Κάστρο του Ψηλού Βράχου. Το παλιό σπίτι της Αθνάβια Λίμγκαρ.
Ο άνεμος που ερχόταν από τα βουνά ήταν ψυχρός, κι έκανε τις κάπες τους να κυματίζουν.
«Υπάρχουν πνεύματα σε τούτο μέρος,» είπε ο Αλίρκωπ, και η Χιρκόμο ένευσε συμφωνώντας.
«Δε φαίνεται να υπάρχουν άνθρωποι, όμως,» είπε ο Βάλλεριμ, που τα λόγια των μάγων έμοιαζαν να τον κάνουν να αισθάνεται λιγάκι άβολα. Αναμφίβολα, έχει κι αυτός την ίδια άποψη για τους μάγους όπως όλοι σ’ετούτη την απομονωμένη διάσταση, σκέφτηκε ο Τάμπριελ.
Και ρώτησε: «Αθνάβια. Μπορούμε να πηγαίνουμε;»
Εκείνη καθάρισε το λαιμό της, και ο Τάμπριελ νόμισε πως την είδε να σκουπίζει, με τα δάχτυλα, το δεξί της μάτι κάτω απ’την κουκούλα της. «Ναι,» είπε κάπως βραχνά. «Μπορούμε να πηγαίνουμε.» Δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να πείσει τον Τάμπριελ να μπουν στο κάστρο: είχαν συμφωνήσει ότι θα το κοίταζαν μόνο από απόσταση, και τηρούσε τη συμφωνία τους.
«Θα σταματήσουμε για μεσημέρι σε λίγο,» είπε ο Έσλερον. «Μπορούμε άνετα να κατασκηνώσουμε κι εδώ.»
«Όχι σε τόσο φανερό σημείο, όμως,» τόνισε ο Τάμπριελ, μοιάζοντας να προλαβαίνει τον Βάλλεριμ προτού πει ακριβώς το ίδιο πράγμα.
Ο Έσλερον κατένευσε.
Έστρεψαν τα άλογά τους βόρεια και τρόχασαν για κάποια απόσταση, μέχρι να βρουν ένα αρκετά καλυμμένο μέρος για να αφιππεύσουν και να κατασκηνώσουν. Από εδώ, το Κάστρο του Ψηλού Βράχου εξακολουθούσε να φαίνεται, αν και από πιο μακριά. Επίσης, φαινόταν και κάτι άλλο. Μέσα σ’ένα άνοιγμα των βουνών, πρέπει να υπήρχε κάτι σαν οικισμός.
Ο Βάλλεριμ ύψωσε το κιάλι του για να κοιτάξει. «Ορυχείο,» είπε. «Μικρό, αλλά είναι σε λειτουργία.»
«Του πατέρα μου ήταν,» εξήγησε η Αθνάβια, καθισμένη πλάι στη φωτιά, που ήταν καλυμμένη μ’ένα ξύλινο παραπέτασμα από τη μεριά του ανέμου.
«Τι βγάζει;» ρώτησε ο Βάλλεριμ κατεβάζοντας το κιάλι του.
«Μαύρο χρυσάφι.»
Ο κίρμο-Χάρθον στράφηκε να την ατενίσει. «Θα πρέπει να ήσασταν πολύ πλούσιοι, τότε.»
«Απ’όσο ξέρω, δεν ήταν τόσο αποδοτικό.»
«Οι Ιεράρχες, πάντως, το χρησιμοποιούν.» Ο Βάλλεριμ κάθισε σε μια πέτρα.
Ο Έσλερον είπε, τρώγοντας: «Θα μπορούσαμε να πάμε να πλιατσικολογήσουμε. Πόσο φυλαγμένο θάναι, νομίζετε;»
Τα ψυχρά, γκρίζα μάτια του Τάμπριελ στράφηκαν στο μέρος του. «Δεν είναι αυτή η δουλειά μας.»
Ο Έσλερον ανασήκωσε τους ώμους. «Μια πρόταση έκανα. Θα σ’ενοχλούσε λίγο μαύρο χρυσάφι; Μπορεί νάσαι Προφήτης αλλά ακόμα κι εσύ πρέπει να τρως, δεν πρέπει;»
Ο Τάμπριελ έμεινε για λίγο σιωπηλός, δίνοντας την εντύπωση ότι απαξιούσε ν’απαντήσει, όμως μετά είπε: «Θ’αφήσετε εμένα ν’αναλάβω τους φύλακες του μέρους.» Δεν ήταν ερώτηση.
Οι άλλοι στράφηκαν να τον ατενίσουν παραξενεμένοι, σα να μην είχαν καταλάβει τι εννοούσε.
«Θ’αφήσετε εμένα ν’αναλάβω τους φύλακες του ορυχείου,» επανέλαβε ο Τάμπριελ.
«Δηλαδή,» ρώτησε η Αθνάβια, «θα πάμε να πλιατσικολογήσουμε;»
«Ναι.»
Ο Βάλλεριμ συνοφρυώθηκε. «Είσαι σίγουρος γι’αυτό; Ίσως να τραβήξουμε την προσοχή των Ιεραρχών χωρίς λόγο.» Δε φαινόταν να του αρέσει καθόλου η ιδέα.
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Σίγουρος είμαι. Πίστεψέ με, δε θ’αργήσουμε.»
«Πώς σκοπεύεις να ξεπαστρέψεις τους φύλακες μόνος σου;» απόρησε ο Έσλερον.
«Θα δεις.»
Και καθώς οι άλλοι, μ’εκφράσεις παραξενεμένες στα πρόσωπά τους, σιωπούσαν γύρω του, ο Τάμπριελ συλλογίστηκε: Τώρα θα ικανοποιηθείς, Γκαλένραμωθ. Πάψε, λοιπόν, αυτή τη συνεχή γκρίνια!
*
Το μεσημέρι είχε περάσει και ο ήλιος έγερνε προς τη δύση, γεμίζοντας το ορεινό τοπίο με αιχμηρές σκιές. Οι λιγοστοί φρουροί του ορυχείου έβαζαν τους δούλους να συνεχίσουν την εργασία τους, κλοτσώντας μερικούς απ’αυτούς για να σηκωθούν από εκεί όπου ήταν κουλουριασμένοι, κάτω από κουβέρτες.
«Τσακιστείτε, ζώα, γιατί το βράδυ δεν έχει να φάτε αλλιώς!» μούγκρισε η σωματώδης γυναίκα που ήταν αρχηγός των φρουρών και επόπτρια του μικρού ορυχείου.
Εκείνη τη στιγμή, ο παρατηρητής επάνω στον ξύλινο πύργο τής φώναξε ότι κάποιος πλησίαζε. Στράφηκαν όλοι τους και είδαν έναν μοναχικό καβαλάρη να βρίσκεται σε απόσταση κάπου εκατό μέτρων από τον οικισμό του ορυχείου. Ο ήλιος ήταν στα νώτα του, και η μορφή του σκοτεινή.
Η Επόπτρια φοβήθηκε ότι μπορεί να ήταν Ιεράρχης που είχε έρθει για να κάνει έλεγχο – αλλά μετά κάτι πιο άμεσο πήρε τη θέση αυτής της σκέψης μέσα στο μυαλό της. Αισθάνθηκε ένα πολύ έντονο ξύσιμο στο κεφάλι. Τι σκατά; Είχαν φέρει ψείρες οι καταραμένοι δούλοι; Υψώνοντας τα χέρια της, πέρασε τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά της και ξύθηκε, δυνατά. Ένιωσε κάτι υγρό να κυλά. Κατέβασε τα χέρια της. Αίμα. Αναφώνησε, ξαφνιασμένη.
Και τότε γρυλίσματα ακούστηκαν γύρω της, και κραυγές. Γύρισε και είδε τους δούλους να ορμούν στους φρουρούς, δαγκώνοντάς τους στο λαιμό, γδέρνοντάς τους το πρόσωπο–
«Σταματήστε τους!» φώναξε. «Σταμ–!» Κάτι δεν πήγαινε καλά με το στόμα της. Έφτυσε. Αίμα και δόντια. Ούρλιαξε, περίτρομη. Τι σκατά έχω πάθει! Τι έχω πάθει!
Ένας απ’τους φρουρούς τής χίμησε, ρίχνοντάς την κάτω, κι εκείνη αισθάνθηκε τα κόκαλά της να σπάνε. Ο άντρας από πάνω της γρύλιζε σα να ήταν δαιμονισμένος. Τα δόντια του έτριζαν, τα μάτια του γυάλιζαν. Η Επόπτρια προσπάθησε, μάταια, να τον αποτινάξει. Ο λυσσασμένος φρουρός δάγκωσε το πρόσωπό της, σχίζοντάς της το μάγουλο ενώ εκείνη ούρλιαξε· κι ύστερα, τα δόντια του μπήχτηκαν στον λαιμό της…
Γύρω της, χωρίς πλέον η Επόπτρια να το καταλαβαίνει καθώς πέθαινε, οι δούλοι και οι φρουροί αλληλοσκοτώνονταν μέσα σ’ένα απάνθρωπο κανιβαλικό όργιο. Κι ορισμένοι απ’αυτούς χτυπιόνταν από μόνοι τους στις πέτρες, σπάζοντας τα κεφάλια τους και τινάζοντας τα μυαλά τους ολόγυρα. Τα ουρλιαχτά τους αντηχούσαν.
Ώσπου έπαψαν τελείως.
Κουφάρια επέμεναν μονάχα στον οικισμό μπροστά από το ορυχείο.
Φτερουγίσματα ακούστηκαν, και κρωξίματα. Τα σαρκοβόρα πουλιά μαζεύονταν.
Ο Τάμπριελ τράβηξε πάλι τον Γκαλένραμωθ μέσα στο περιδέραιό του. Ο δαιμονικός θεός ήταν κορεσμένος, μπορούσε να αισθανθεί. Και πολύ ικανοποιημένος ύστερα από τόσο καιρό… ήμερης ζωής.
Υψώνοντας το χέρι του, ο Τάμπριελ έκανε νόημα στους συντρόφους του να έρθουν για να συλλέξουν όσο μαύρο χρυσό μπορούσαν να κουβαλήσουν.
*
«Πώς το έκανες αυτό;» τον ρώτησε η Αθνάβια, αργότερα, καθώς ίππευαν προς τα βόρεια έχοντας αφήσει το ορυχείο πίσω τους. «Ήταν σαν… να τους έβαλες να αλληλοσκοτωθούν.»
«Ορισμένα πράγματα είναι καλύτερα να μην τα ξέρεις,» της απάντησε ο Τάμπριελ.
Ο Έσλερον γέλασε. «Πού ήσουν τότε που ήμουνα νέος και τριγύριζα σε τούτους τους τόπους; Θα είχαμε ληστέψει οι δυο μας ακόμα και τους θεούς!»
Του Βάλλεριμ, όμως, δεν έμοιαζε να του άρεσε καθόλου η όλη ιστορία στο ορυχείο. Δεν είχε ρωτήσει τον Τάμπριελ πώς είχε καταφέρει να εξολοθρεύσει τους φρουρούς – και, μάλλον, δεν ήθελε να ξέρει – αλλά πρέπει σίγουρα να τον θεωρούσε, πλέον, μάγο και να τον έβλεπε όπως τον Αλίρκωπ και τη Χιρκόμο.
Ο Χάλρεοκ ήταν σιωπηλός όπως ο κίρμο-Χάρθον, και μια παρόμοια δυσαρέσκεια υπήρχε στην έκφρασή του. Αλλά δεν μπορεί να αναρωτιόταν, ασφαλώς, για τις δυνάμεις του Τάμπριελ, όχι αφού ήξερε για τον Γκαλένραμωθ· εκείνο που πρέπει να τον απασχολούσε ήταν μη φέρουν τους Ιεράρχες στο κατόπι τους με τη λεηλασία του ορυχείου.
Τη νύχτα, κατασκήνωσαν στις ερημιές, μέσα σ’ένα μικρό δάσος που όλα του τα δέντρα έμοιαζαν να έχουν στραβούς κορμούς και μυτερά φύλλα. Το φθινοπωρινό κρύο ήταν έντονο, και ένας σεισμός τράνταξε τη γη κι έκανε τα πουλιά να φτερουγίσουν και τα ζώα να πεταχτούν έξω απ’τις φωλιές τους, φωνάζοντας.
Προς την ανατολή, πίσω απ’τα βουνά, το Ρήγμα φαινόταν να πάλλεται, διαστρεβλώνοντας το νυχτερινό στερέωμα μ’έναν απερίγραπτο τρόπο, σαν ο ουρανός να ήταν ύφασμα ή αφρισμένα νερά.
Ο Τάμπριελ ύφανε μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω από τον καταυλισμό των συντρόφων του, κι ύστερα κάθισε κάτω από ένα στρεβλό δέντρο ανάβοντας την πίπα του.
Μέχρι το πρωί, είχε δει κάμποσες εικόνες να περνούν μπροστά από τα πνευματικά του μάτια. Για ορισμένες μπορούσε να κάνει υποθέσεις· για κάποιες άλλες δεν μπορούσε να κάνει καμία υπόθεση.
*
Καθώς πλησίαζαν τη Σάθμακ – που, όπως τους είχε πει ο Έσλερον, ήταν το καλύτερο πέρασμα για να διασχίσουν τον ποταμό Λιρντ – ατένισαν στους ουρανούς ένα πελώριο πτηνό να φτερουγίζει.
«Θεοί!» μούγκρισε ο Βάλλεριμ. «Τι είν’αυτό;»
Η Αθνάβια είπε: «Λένε πως είναι Επόπτης του Μασμόρου.»
«Επόπτης του Μασμόρου; Το έχεις ξαναδεί, δηλαδή;»
«Όχι μόνο εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι. Λένε ότι είναι μεγάλη κακοτυχία να ρίξει τη σκιά του επάνω σου, και ότι τη νύχτα θα δεις τρομαχτικούς εφιάλτες, αφού φέρνει μαζί του τη δύναμη του Μασμόρου.»
Ο κίρμο-Χάρθον κούνησε το κεφάλι του. «Αν είναι δυνατόν…! Πιστεύεις σ’αυτές τις ανοησίες;»
Η Αθνάβια συνοφρυώθηκε, πειραγμένη από τον τρόπο του. «Πώς το ξέρεις ότι είναι ανοησίες;»
«Είναι καταφανές πως πρόκειται για προκαταλήψεις!»
Ο Χάλρεοκ τούς είπε: «Το πουλί ήρθε από το Ρήγμα. Όπως και το Κόκκινο Άστρο. Όπως και ο Τάμπριελ.»
«Ποιος σ’το έχει πει εσένα;» ρώτησε η Αθνάβια.
«Εσύ ποιος λες;»
Το βλέμμα της πήγε στον Τάμπριελ, ο οποίος ίππευε σιωπηλός παραδίπλα, κοιτάζοντας το πουλί στον ουρανό.
Καταλαβαίνοντας μάλλον ότι η προσοχή των άλλων είχε στραφεί επάνω του, γύρισε και ρώτησε: «Έσλερον, υπάρχει κανένα ερείπιο εδώ γύρω;»
«Τι ερείπιο;»
«Κοντά στον ποταμό Λιρντ…» Συνοφρυώθηκε, σα να προσπαθούσε να θυμηθεί. «Πάνω σε κάποιο ύψωμα, ίσως… Ένας ερειπωμένος πύργος, μερικά διαλυμένα τείχη στη μια πλευρά του…»
Ο Έσλερον έτριψε τα αξύριστα γένια του με το μοναδικό του χέρι. «Θα πρέπει να λες για τον Πύργο της Μουρμούρας, φίλε μου…»
«Είναι μακριά από δω;»
«Όχι πολύ. Προς τα δυτικά. Αλλά μας βγάζει λίγο απ’το δρόμο μας. Δεν υπάρχει πέρασμα του ποταμού εκεί. Σκέφτεσαι να πας;»
«Ναι,» ένευσε ο Τάμπριελ. «Οδήγησέ μας.»
«Είσαι σίγουρος;»
«Ναι.»
Ο Έσλερον έκανε το άλογό του να στρίψει, κι οι άλλοι τον ακολούθησαν, βγαίνοντας απ’τον χωματόδρομο και καλπάζοντας σ’ένα λιβάδι, κάτω από ψηλούς, γκρίζους βράχους, που επάνω σε ορισμένους φύτρωναν, σαν παραδοξότητες, χαμόδεντρα.
«Γιατί πηγαίνουμε σ’αυτό το ερείπιο;» ρώτησε ο Χάλρεοκ τον Τάμπριελ.
«Πιστεύω πως πρέπει.» Δεν χρειαζόταν να πει ότι είχε «δει» κάτι.
Ο Βάλλεριμ κοίταξε τον Έσλερον. «Γιατί ονομάζεται Πύργος της Μουρμούρας;»
«Γιατί λένε ότι εκεί ακούγεται συνεχώς μια ανεξήγητη μουρμούρα,» απάντησε εκείνος, «ειδικά τα βράδια. Και δεν έχουν άδικο. Θυμάμαι που, παλιά, είχα περάσει μια φορά από τον πύργο και, πράγματι, κάτι σα μουρμούρα ακουγόταν.» Ανασήκωσε τους φαρδείς ώμους του. «Ίσως κάνα υπόγειο παρακλάδι του Λιρντ να περνά από κάτω.»
*
Κοντά στον ποταμό, η ατμόσφαιρα ήταν υγρή και, καθότι μεσημέρι, έκανε ζέστη. Ο αέρας είχε κοπάσει. Οι κάπες ήταν βαριές και άβολες στους ώμους τους.
Ο Τάμπριελ, που φορούσε την κουκούλα του για λόγους ασφάλειας, σκούπισε ιδρώτα από το μέτωπό του.
Και ο Βάλλεριμ τού είπε: «Πάει το βάψιμό σου.»
«Θα με ξαναβάψει ο Λάρνατιμ, αργότερα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Εδώ δεν είναι κανένας για να δει το κόκκινο δέρμα μου.»
Το τοπίο ήταν, όντως, ερημικό. Κι αντίκρυ τους, επάνω σ’ένα ύψωμα, όχι μακριά από τις όχθες του ποταμού, ορθωνόταν ένας μισογκρεμισμένος πύργος με μερικά ακόμα πιο γκρεμισμένα τείχη πλάι του. Ο Πύργος της Μουρμούρας.
Ο Λάρνατιμ και ο Ζάνταρικ είχαν πάει να κατοπτεύσουν τα τριγυρινά εδάφη για κανένα ανησυχητικό σημάδι, και τώρα επέστρεψαν καλπάζοντας.
«Όλα ήρεμα,» είπε ο δεύτερος στον κίρμο-Χάρθον Βάλλεριμ.
Εκείνος ένευσε.
Ο Έσλερον, που προπορευόταν, γύρισε το κεφάλι για να κοιτάξει τον Τάμπριελ πάνω απ’τον ώμο του. «Θ’ανεβούμε όλοι στον πύργο, ή θες να πας μόνος σου;»
«Κανένας δε χρειάζεται ν’ανεβεί ακόμα. Θα κατασκηνώσουμε κάπου που έχει σκιά.»
«Ό,τι πεις εσύ.»
Ο Έσλερον τούς οδήγησε στην πίσω μεριά του λόφου, όπου πράγματι υπήρχε σκιά. Το μέρος ήταν σκοτεινό. Αλλά και υγρό, επίσης· κι αυτό ήταν άσχημο. Η υγρασία ήταν ενοχλητική. Παρ’όλ’αυτά, κατέβηκαν απ’τα άλογά τους και κατασκήνωσαν για να περάσουν το μεσημέρι.
«Γιατί ακριβώς βρισκόμαστε εδώ;» ρώτησε ο Χάλρεοκ τον Τάμπριελ. «Τι έχεις ‘δει’;»
«Στον πύργο, όταν βραδιάσει, θα έρθει το πουλί να με συναντήσει.»
«Το πουλί που είδαμε το πρωί;» είπε ο Βάλλεριμ.
«Ναι.»
«Και γιατί θέλεις να συναντηθείτε;»
«Είμαστε παλιοί γνωστοί, θα μπορούσες να πεις.»
«Το έχεις ξανασυναντήσει, δηλαδή;» απόρησε ο Βάλλεριμ.
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Έχω μιλήσει μαζί του.»
«Μπορεί και μιλάει;»
«Όχι ακριβώς όπως εσύ κι εγώ, αλλά, ναι, μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του.»
Ο Βάλλεριμ τον ατένισε με σουφρωμένα φρύδια. «Είσαι μάγος, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, αλλά δε χρειάζεται αυτό να σε προβληματίζει.»
«Γιατί θες να μιλήσεις με το πουλί;» τον ρώτησε η Αθνάβια.
«Μπορεί να μας βοηθήσει στις ημέρες που θα έρθουν,» απάντησε αινιγματικά ο Τάμπριελ, χωρίς να δώσει άλλες εξηγήσεις.
*
Ο βραδινός άνεμος έκανε κύματα να σηκώνονται στον ποταμό και να βγαίνουν στις όχθες. Τα σύννεφα ήταν πυκνά, μισοκρύβοντας τα φεγγάρια. Ίσως και να έβρεχε κάποια στιγμή αργότερα.
Ο Τάμπριελ είχε ανεβεί στο ύψωμα. Στεκόταν ανάμεσα στα ερείπια του Πύργου της Μουρμούρας, και, όπως είχε πει ο Έσλερον, μπορούσε ν’ακούσει μια παράξενη μουρμούρα να έρχεται από κάτω. Δεν ήταν, όμως, βέβαιος ότι επρόκειτο για κάποιο υπόγειο παρακλάδι του Λιρντ. Εξάλλου, ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο είχαν αισθανθεί μια παρουσία να κοιμάται κάτω από τούτο το ύψωμα. Το ροχαλητό της είναι που ακούγεται στα ερείπια, είχε πει η κοκκινομάλλα μάγισσα στον Τάμπριελ.
Ας ροχάλιζε όσο ήθελε· ο Τάμπριελ δεν είχε τίποτα να συζητήσει μαζί της. Άλλον επισκέπτη περίμενε. Και ήλπιζε ότι δεν θα τον απογοήτευε.
Η εικόνα στο μυαλό μου ήταν ακριβώς έτσι. Αυτά τα ερείπια, αυτός ο ποταμός, αυτή η νύχτα…
Φτερουγίσματα ήρθαν από τον ουρανό. Ο Τάμπριελ ύψωσε το βλέμμα του και είδε το γιγάντιο, γκριζόφτερο πτηνό να ξεπροβάλλει μέσα από τα σύννεφα.
Πρόσταξε τον Γκαλένραμωθ να το φωνάξει, να το καλέσει για να μιλήσουν, κι εκείνος υπάκουσε, απλώνοντας την πνευματική ουσία του έξω και γύρω από το περιδέραιο του αφέντη του.
Το πουλί προσγειώθηκε πάνω στο διαλυμένο τείχος. Το κατακόκκινο λοφίο του αναδευόταν στον δυνατό άνεμο. Από το ράμφος του βγήκε ένα διαπεραστικό κρώξιμο. Κάτω από το ύψωμα, ο Τάμπριελ μπορούσε ν’ακούσει τα άλογα της ομάδας του να χρεμετίζουν· η παρουσία του γιγάντιου πτηνού τα έκανε ανήσυχα, φοβισμένα.
Ο Γκαλένραμωθ τον πληροφόρησε ότι το πουλί ρωτούσε τι ήθελε.
Δεν με αναγνωρίζεις; το ρώτησε ο Τάμπριελ μέσω του Γκαλένραμωθ.
Το πουλί τον αναγνώριζε. Του είχε κλέψει αυτό που είχε έρθει από Αλλού.
Δεν σ’το έκλεψα. Σου εξήγησα ότι το χρειάζομαι για να μας πάρω όλους από εδώ και να μας πάω στις πατρίδες μας.
Ακόμα εδώ βρίσκονταν κι οι δυο τους, όμως! αντιγύρισε το πουλί. Τα μάτια του τον ατένιζαν διαπεραστικά. Το κατακόκκινο λοφίο του έκανε την όψη του να μοιάζει απειλητική καθώς χόρευε πάνω στο κεφάλι του σαν στέμμα από ζωντανή φωτιά.
Είμαστε εδώ, είπε ο Τάμπριελ, επειδή δεν έχω λύσει ακόμα το αίνιγμα αυτής της διάστασης. Σύντομα, όμως, θα το λύσω. Θέλεις να φύγεις από εδώ, έτσι;
Ασφαλώς και ήθελε!
Θα με βοηθήσεις, τότε;
Τι χρειαζόταν να κάνει;
Για την ώρα, θέλω να είσαι κοντά μου. Μην απομακρυνθείς από ετούτα τα μέρη, ώστε ο υπηρέτης μου να μπορεί να σε φωνάξει όταν σε χρειαστώ. Συμφωνείς;
Το πτηνό όρθωσε το σώμα του πάνω στο κατεστραμμένο τείχος. Άπλωσε τις πελώριες γκρίζες φτερούγες του. Συμφωνούσε!
Ωραία! είπε ο Τάμπριελ. Πήγαινε τώρα. Και μην απομακρυνθείς πολύ.
Το πουλί φτερούγισε και υψώθηκε στους ουρανούς. Χάθηκε μέσα στα σκοτεινά σύννεφα.
Ο Γκαλένραμωθ ρώτησε τον Τάμπριελ αν μπορούσε να τραφεί τώρα.
Ο Τάμπριελ τον μάζεψε μέσα στο περιδέραιό του και, βαδίζοντας αργά, κατέβηκε το ύψωμα.
Ο Γκαλένραμωθ άρχισε να γκρινιάζει, οργισμένα.
*
Σχεδόν μόλις κατέβηκε από τον Πύργο της Μουρμούρας και συνάντησε τους συντρόφους του, μια αστραπή φώτισε τον ουρανό, μια βροντή ακολούθησε, και βροχή ξεκίνησε, σιγανή στην αρχή αλλά σταδιακά δυναμώνοντας. Και ο άνεμος την έκανε ακόμα χειρότερη. Ήταν, αναμφίβολα, καταιγίδα.
«Είναι μακριά η Σάθμακ;» ρώτησε ο κίρμο-Χάρθον Βάλλεριμ τον Έσλερον.
«Μέσα σ’αυτή τη θύελλα; Ίσως ναι. Αλλά κανονικά όχι.»
Χρειαζόταν να φωνάζουν για ν’ακούγονται.
«Πάμε, λοιπόν!» είπε ο Χάλρεοκ. «Εκτός αν ξέρεις κανένα καλύτερο μέρος για να καλυφθούμε.»
Ο Έσλερον προπορεύτηκε πάλι, κι οι άλλοι τον ακολούθησαν καλπάζοντας. Ο άνεμος έφερνε, μαζί με το νερό της βροχής, και κομμάτια από κλαδιά, φύλλα, χώμα, και μικρές πέτρες, που στροβιλίζονταν εντός του με επικίνδυνη ταχύτητα. Τα άλογα χρεμέτιζαν αναστατωμένα.
«Δεν πιστεύω,» είπε η Αθνάβια στον Τάμπριελ, «εσύ να προκάλεσες την καταιγίδα φέρνοντας το πουλί του Μασμόρου εδώ!»
«Δεν μπορώ να προκαλέσω καταιγίδες,» αποκρίθηκε εκείνος. «Και το πουλί δεν έχει σχέση με τον Μασμόρο, ή με κανέναν άλλο θεό ετούτου του κόσμου.»
Οι πεταλωμένες οπλές των αλόγων τους αντηχούσαν επάνω στη γη, αλλά ο ήχος τους χανόταν μέσα στις βροντές και στα ουρλιαχτά του ανέμου. Αστραπές φαίνονταν να σχίζουν τους αιθέρες, τρυπώντας τα μαύρα σύννεφα. Ένα αστροπελέκι έπεσε, και είδαν ένα δέντρο να καίγεται πάνω σ’έναν ψηλό βράχο.
Μια αγέλη λύκων πέρασε δίπλα από τα καλπάζοντα άλογά τους. Τα σαρκοφάγα έτρεχαν να βρουν κάλυψη στις φωλιές τους· το κυνήγι τους πρέπει να είχε διακοπεί απότομα.
Ο Τάμπριελ μπορούσε ν’ακούσει τον Χάλρεοκ να καταριέται κάτω από την κουκούλα του.
Τα φώτα της Σάθμακ, ευτυχώς, δεν άργησαν να φανούν αντίκρυ τους και κοντά στα ταραγμένα νερά του ποταμού. Η ομάδα ζύγωσε την πύλη, με τις οπλές των αλόγων τους να πλατσουρίζουν στις λάσπες του χωματόδρομου που είχε σχεδόν εξαφανιστεί από την νεροποντή, μοιάζοντας να έχει κι αυτός μετατραπεί σε ποτάμι ζηλεύοντας τον Λιρντ.
Οι φρουροί της πύλης τούς σταμάτησαν.
«Είστε έμποροι;» τους ρώτησε ένας.
«Είσαι με τα καλά σου, ρε!» μούγκρισε ο Έσλερον. «Σας μοιάζουμε για έμποροι; Αφήστε να περάσουμε προτού μας πνίξει το καταραμένο νερό!»
«Αν φέρνετε εμπορεύματα, υπάρχει φόρος,» τον προειδοποίησε ο φρουρός. «Κι αν τα κρύψετε από–»
«Δε φέρνουμε εμπορεύματα, λέμε! Βλέπεις κάνα κάρο; Βλέπεις τίποτα τσουβάλια; Ταξιδιώτες είμαστε.»
Ο φρουρός ένευσε, και τους άφησαν να μπουν στους λιθόστρωτους δρόμους της Σάθμακ, που είχαν κι αυτοί γίνει ποτάμια όπως ο χωματόδρομος απέξω.
«Το Μαύρο Λημέρι δε νομίζω νάχει κλείσει,» είπε ο Έσλερον στους συντρόφους του. «Ελάτε. Ελάτε!»
«Πανδοχείο;» τον ρώτησε ο Χάλρεοκ καθώς περνούσαν ανάμεσα από πέτρινα σπίτια, διασχίζοντας τα σκοτάδια της πόλης. Αν υπήρχαν λάμπες στους δρόμους, είχαν προ πολλού σβήσει από την καταιγίδα.
«Ναι.»
Το Μαύρο Λημέρι δεν είχε κλείσει. Η πινακίδα πλάι στην κεντρική του είσοδο ήταν στρογγυλή, και στο κέντρο της ήταν ζωγραφισμένα δύο μαύρα, διασταυρωμένα μαχαίρια· από πάνω τους ήταν γραμμένο το όνομα του πανδοχείου, ημικυκλικά. Η πινακίδα έκανε πέρα-δώθε στον άνεμο· τα σίδερα που τη συγκρατούσαν έτριζαν.
Οι σύντροφοι αφίππευσαν και, αφού άφησαν τα άλογά τους στον στάβλο δίπλα στο Μαύρο Λημέρι, μπήκαν στην τραπεζαρία του πανδοχείου, η οποία ήταν, αναμενόμενα, γεμάτη μια τέτοια νύχτα. Ωστόσο κατάφεραν να βρουν ένα τραπέζι και να καθίσουν, καθώς εκείνη την ώρα τρεις πελάτες σηκώνονταν για να φύγουν. Ένας σερβιτόρος ήρθε για να πάρει τα αποφάγια και τις κούπες και να σκουπίσει την ξύλινη, χιλιοχαραγμένη επιφάνεια του τραπεζιού.
Το φαγητό δεν ήταν άσχημο, αλλά όχι και τίποτα παραπάνω από αυτό που ένας ταξιδιώτης περίμενε να βρει στον δρόμο. Αφού έφαγαν και χόρτασαν, ο Ζάνταρικ και ο Λάρνατιμ θέλησαν να αναμιχθούν μέσα στον κόσμο, μήπως μάθουν τίποτα χρήσιμο. Εξάλλου, τώρα πλέον, δεν βρίσκονταν μακριά από τη Βέλρικ· ό,τι γινόταν στην πρωτεύουσα της Κοινωνίας πρέπει γρήγορα να μαθευόταν και στη Σάθμακ.
Όταν επέστρεψαν στο τραπέζι των συντρόφων τους, η καταιγίδα ακουγόταν ακόμα δυνατή έξω απ’το πανδοχείο, αν όχι δυνατότερη.
«Δεν είμαστε οι μόνοι που πηγαίνουμε στη Βέλρικ,» είπε ο Ζάνταρικ. «Και κάποιοι άλλοι από δω μέσα πηγαίνουν εκεί.»
«Δε με παραξενεύει αυτό,» αποκρίθηκε ο Βάλλεριμ.
«Ούτε κι εμένα. Ένας άλλος τύπος, όμως, τους έλεγε ότι, αν είναι να πάνε στη Βέλρικ, καλά θα κάνουν να φυλάγονται γιατί ένας δολοφόνος τριγυρίζει στους δρόμους της.»
«Δολοφόνος;»
«Η Φρουρά της Βέλρικ τον αναζητά, λένε, χωρίς ακόμα να τον έχει βρει. Κανείς δε βγαίνει απ’την πόλη χωρίς να του γίνει έλεγχος.»
«Ελπίζω,» είπε ο Βάλλεριμ, «να μη γίνεται έλεγχος και σ’όσους μπαίνουν.» Διότι αυτό θα σήμαινε ότι πιθανώς οι Ιεράρχες να καταλάβαιναν πως το πρόσωπο του Τάμπριελ δεν ήταν πραγματικά μαύρο αλλά απλά βαμμένο με κάρβουνο.
Ο Ζάνταρικ κούνησε το κεφάλι. «Δεν άκουσα κάτι τέτοιο.»
«Ούτε κι εγώ,» συμφώνησε ο Λάρνατιμ. «Θα πρέπει, πάντως, να είμαστε επιφυλακτικοί.»
«Το δίχως άλλο,» αποκρίθηκε ο κίρμο-Χάρθον. Κι έριξε ένα βλέμμα στον Τάμπριελ, για να δει τι είχε να πει κι εκείνος για όλα τούτα.
Ο Τάμπριελ έμεινε σιωπηλός καθώς έπινε μια γουλιά απ’το κρασί του. Δολοφόνος; σκεφτόταν. Στους δρόμους της Βέλρικ; Θα μπορούσε η Ανταρλίδα να ξέφυγε από την Αρένα και να την κυνηγάνε; Κι αν είχαν έτσι τα πράγματα, αυτό θα τους διευκόλυνε ή θα τους δυσκόλευε για να την πάρουν από τη Βέλρικ;
Ο Τάμπριελ φοβόταν ότι ίσως να ήταν το δεύτερο…
Προτού φύγω από το Ώσρανοκ και πλεύσω για το Τάρσαζ, ο Χάλρεοκ μού είχε ζητήσει – με είχε απειλήσει σχεδόν! – να πω στη Βασίλισσά μας για τον προδότη, τον Καπετάνιο του Ανεμοφάγου, Ρολάνταζ λαρ Κόρσιοκ, που σχεδίαζε να μας σκοτώσει ακολουθώντας, πιθανώς, διαταγές άλλων εχθρών του Μεγάλου Προφήτη. Βρισκόμενος όμως τώρα στη Φέντινκεχ, δίσταζα να μιλήσω στη Βασίλισσα γι’αυτό το θέμα εξαιτίας του πολέμου. Δεν ήμουν βέβαιος αν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ήταν σωστό να σπείρω διχόνοιες μέσα στο Βασίλειο όσο οι πολεμιστές μας – το ίδιο το Δεξί Χέρι του Θρόνου και ο Πρίγκιπας Μάρνεζ – αγωνίζονταν κατά της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας και της απειλής των Ιεραρχών;
Το ζήτημα με είχε προβληματίσει ιδιαιτέρως, αλλά το μόνο άτομο στο οποίο είχα μιλήσει γι’αυτό ήταν η σύζυγός μου, η Κάνταφαχ, που δεν ήθελε να μου κάνει καμία πρόταση, φοβούμενη, υποπτεύομαι, τα αποτελέσματα που μπορεί να είχε η πρότασή της αυτή.
*
* * *
*
Η λιθόστρωτη δημοσιά ανατολικά της Σάθμακ ήταν γεμάτη λάσπες ύστερα από τη νυχτερινή βροχή, και επικίνδυνη για τα άλογα· μπορούσαν εύκολα να γλιστρήσουν και να σπάσουν κανένα πόδι, αν οι καβαλάρηδές τους ήταν απρόσεκτοι. Επομένως, ταξίδευαν με αργό ρυθμό για να είναι πιο ασφαλείς. Και η Βέλρικ, η Μεγάλη Πόλη της Κοινωνίας, δεν ήταν μακριά: ώς το μεσημέρι έφτασαν, και είδαν τα τείχη της να ορθώνονται ψηλά και απόρθητα, καθώς ήταν οικοδομημένη στους πρόποδες των βουνών. Μπροστά της υπήρχε ένας μεγάλος καταυλισμός γεμάτος μισθοφόρους που, αναμφίβολα, ήταν εδώ για τον πόλεμο με το Βασίλειο Ώσρανοκ στα δυτικά.
Ο Τάμπριελ ήταν βαμμένος μαύρος, διεξοδικά, από τα χέρια του Λάρνατιμ, και, έχοντας αφιππεύσει, βάδιζε ανάμεσα στους υπόλοιπους, με την κουκούλα του σηκωμένη στο κεφάλι και τραβώντας το άλογό του από τα ηνία. Ο Βάλλεριμ θεωρούσε ότι το πορφυρό του δέρμα αποτελούσε τον μεγαλύτερο κίνδυνο για να τους εντοπίσουν. Ο Τάμπριελ, όμως, φοβόταν πως ο Μέγας Ιεράρχης είχε πολλούς τρόπους για να βρίσκει τους εχθρούς του. Ήξερε ότι θα έπρεπε να είναι πολύ προσεχτικός εδώ· γι’αυτό κιόλας είχε πάρει τα μέτρα του. Ήταν προετοιμασμένος να εξαπολύσει χάος επάνω στη Μεγάλη Πόλη αν οι Ιεράρχες τον εντόπιζαν και προσπαθούσαν να τον φυλακίσουν ή να τον σκοτώσουν.
Η ομάδα πέρασε ανάμεσα από τις σκηνές του καταυλισμού των μισθοφόρων και έφτασε στην πύλη της Βέλρικ. Οι φρουροί εκεί τους ρώτησαν αν ήταν μισθοφόροι, και ο Έσλερον απάντησε ότι, όχι, δεν ήταν μισθοφόροι. «Όπως μπορείς να δεις, τα λιγοστά όπλα που έχουμε είναι μόνο για την προστασία μας,» είπε· γιατί η αλήθεια ήταν ότι κανένας τους δεν ήταν αρματωμένος σαν πολεμιστής, με πανοπλία, ασπίδα, κράνος, και βαρύ οπλισμό. Ούτε καν ο Χάλρεοκ· είχε δώσει αυτά τα πράγματά του στον Καλέφραζ όταν εκείνος έφυγε για το Τάρσαζ, επειδή όλοι τους ήξεραν ότι θα ήταν καλύτερα έτσι: θα περνούσαν ευκολότερα απαρατήρητοι.
Οι φρουροί τούς άφησαν να μπουν στην πόλη, αλλά ένας τους είπε: «Αν πάντως θέλετε να καταταγείτε, πρέπει να πάτε έξω, στον καταυλισμό.»
«Το ξέρουμε,» απάντησε ο Έσλερον. «Σ’ευχαριστούμε.»
«Ψάχνουν να βρουν στρατιώτες όπου μπορούν…» μουρμούρισε ο Χάλρεοκ.
«Σε εκπλήσσει;» του είπε ο Τάμπριελ.
Οι δρόμοι της Βέλρικ ήταν αξιοσημείωτα στενοί, διαπίστωσαν μπαίνοντας στην πόλη. Τα κάρα και οι άμαξες με το ζόρι κυλούσαν εδώ μέσα· και όπου περνούσε τέτοιο τροχοφόρο, κανένας άλλος δεν μπορούσε να περάσει. Η Μεγάλη Πόλη ήταν οικοδομημένη σαν οχυρό. Οι στενοί δρόμοι εξυπηρετούσαν τους υπερασπιστές ενώ δυσχέραιναν τους επιτιθέμενους.
Ο Έσλερον οδήγησε τους συντρόφους του σ’ένα πανδοχείο που ονομαζόταν «Ο Σκυφτός Βράχος» για λόγο άγνωστο – το οικοδόμημα, πάντως, δεν ήταν καθόλου σκυφτό. Τα άλογά τους τα άφησαν στον στάβλο παραδίπλα, και έκλεισαν μερικά δωμάτια προτού καθίσουν στην τραπεζαρία για να παραγγείλουν φαγητό. Το μέρος είχε αρκετό κόσμο, και ο Ζάνταρικ κι ο Λάρνατιμ εφάρμοσαν πάλι τη συνηθισμένη τους τακτική της περιπλάνησης σ’όλο το δωμάτιο και του κρυφακούσματος των συζητήσεων των άλλων. Ο Έσλερον αποφάσισε ότι ήταν ώρα για ένα παιχνίδι με χαρτιά και χρήματα, και προσκάλεσε να παίξει μαζί του όποιος ήθελε. Η Αθνάβια και ο Βάλλεριμ ήταν, ασφαλώς, από τους πρώτους που προθυμοποιήθηκαν, προσπαθώντας να προσελκύσουν κι άλλους.
Ο Τάμπριελ κάπνιζε την πίπα του σιωπηλά, αφού τελείωσε το φαγητό του. Ο Χάλρεοκ καθόταν παραδίπλα πίνοντας μπίρα. Ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο έπαιζαν ένα παιχνίδι με χάντρες και σπάγκο. Είχαν τον σπάγκο τεντωμένο και μπλεγμένο ανάμεσα στα δάχτυλά τους, έτσι ώστε να δημιουργεί έναν παράξενο ιστό επάνω στον οποίο κρέμονταν οι χάντρες. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Τάμπριελ είχε δει τους Ταργκάφλι να παίζουν αυτό το παιχνίδι, αν και εκείνος δεν γνώριζε πώς παιζόταν και δεν είχε ρωτήσει να μάθει. Το ονόμαζαν ο’νέλιτ θαλ: ο ιστός (ή το πλέγμα) με τις σφαίρες.
Παρατήρησε ότι ορισμένοι πελάτες του πανδοχείου κοίταζαν με περιέργεια τον Αλίρκωπ και τη Χιρκόμο, και σκέφτηκε: Ίσως να μην είναι καλό που παίζουν ένα παιχνίδι το οποίο, μάλλον, κανείς δεν έχει ξαναδεί εδώ… Αλλά, αν τους έλεγε τώρα να σταματήσουν, αυτό θα ήταν χειρότερο. Θα έκανε κάποιον πιθανό κατάσκοπο των Ιεραρχών να τους υποψιαστεί όλους. Επομένως, συνέχισε να καπνίζει αμίλητα, παρατηρώντας τον κόσμο της τραπεζαρίας μέσα από τη σκιά της κουκούλας του.
«Δε μου λέτε, ρε παλικάρια,» ρώτησε ο Βάλλεριμ καθώς έβαζε ένα μάτι ανάμεσα στα άλλα νομίσματα στο κέντρο του τραπεζιού, «η Άσπρη Γυναίκα πότε βγαίνει ξανά στην Αρένα;»
«Τις τελευταίες μέρες, φίλε, δεν την έχουν βγάλει καθόλου,» είπε ένας απ’τους συμπαίκτες του κίρμο-Χάρθον, ο οποίος είχε μακριά, ξανθά μαλλιά που έμοιαζαν λαδωμένα. «Παράξενο κιόλας. Στην αρχή, τη βγάζανε συνέχεια.»
«Μετά απ’την ιστορία με το Θραύστη, τι περίμενες;» ρουθούνισε ο πλαϊνός του: ένας άντρας με κομμένο φρύδι. «Ίσως νάχει τραυματιστεί.»
«Τι λε, ρε; Αυτή τον σκότωσε!»
Ο Έσλερον ρώτησε: «Σκότωσε τον Θραύστη;» Δεν ήξερε – ούτε εκείνος ούτε κανένας άλλος απ’την ομάδα του Τάμπριελ – ποιος ήταν αυτός ο Θραύστης, όμως υπέθεταν όλοι τους ότι πρέπει να ήταν κάτι το ιδιαίτερο, κρίνοντας απ’όσα είχαν ακούσει στην Κάλβαχ.
«Ναι, το πιστεύεις; Του έσκισε τα λαιμά, και το θηρίο αφήνιασε. Κοπανιότανε γύρω-γύρω στην Αρένα. Δεν τάμαθες;»
«Δεν ήμουν εδώ τελευταία. Για πες…»
«Τι να σου πω; Ξέρεις πώς ήταν ο Θραύστης. Τεράστιος. Τα έκανε όλα ρημαδιό. Έπεσαν ένα σωρό κερκίδες. Σκοτώθηκε κόσμος. Και τα βέλη των φρουρών – αυτά με το ειδικό δηλητήριο, που λένε ότι του έριχναν για να τον κοιμίσουν – δεν τον έπιαναν τώρα· είχε παλαβώσει τελείως καθώς ψοφούσε. Τελικά, βέβαια, τα τέντωσε.» Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν περίμενα να το δω αυτό στη ζωή μου, φίλε.»
«Και ήσουνα τυχερός που δε σ’έφαγε και σένα,» του είπε ο διπλανός του με το κομμένο φρύδι.
Ο ξανθός άντρας ένευσε. «Δεν ήμουνα μακριά απ’τις κερκίδες που γκρέμισε…» Ρίγησε, φανερά, κι άνοιξε τα φύλλα του πάνω στο τραπέζι.
«Χα!» φώναξε ο άντρας με το κομμένο φρύδι. «Σε τσάκισα, ξεπεταρούδι μου!» Κι άνοιξε τα δικά του φύλλα.
«Μη χαίρεσαι ακόμα,» του είπε η Αθνάβια, υπομειδιώντας και παρουσιάζοντας τα χαρτιά της.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του, μουγκρίζοντας. Το φύλλο της ήταν καλύτερο απ’το δικό του.
Ο Έσλερον έριξε τα χαρτιά του αδιάφορα στο τραπέζι. «Τίποτα ιδιαίτερο…»
Ο Βάλλεριμ, τότε, κατέβασε τα φύλλα που είχε στο χέρι του. «Λυπάμαι, αγαπητοί μου συμπαίκτες, αλλά πρέπει να σας νικήσω.»
«Ξέκωλο καθίκι!…» αναφώνησε ο άντρας με το κομμένο φρύδι, καλοπροαίρετα όμως, όχι με πρόθεση να ξεκινήσει καβγά.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, ξεκίνησαν άλλο παιχνίδι.
«Και η Άσπρη Γυναίκα τραυματίστηκε, ρε γαμώτο;» είπε ο Έσλερον καθώς η Αθνάβια μοίραζε τα φύλλα. «Ήθελα να στοιχηματίσω πάνω της.»
«Μπα,» αποκρίθηκε ο τύπος με τα ξανθά, λαδωμένα μαλλιά, «σιγά μην τραυματίστηκε, ρε.»
«Και γιατί δεν τη βγάζουνε πια, μου λες;» τον ρώτησε αυτός με το κομμένο φρύδι.
«Ρε φίλε, δεν τραυματίστηκε. Την είδα να πετάγεται κάτω απ’το θηρίο, να του κόβει τα λαιμά, και να πετάγεται πάλι μακριά του.»
«Και μετά;»
«Μετά δεν ξέρω τι έγινε, ρε φίλε. Χαμός έγινε.» Ανασήκωσε τους ώμους του, καθώς κοίταζε τα φύλλα που του είχε μοιράσει η Αθνάβια. «Μπορεί να την έχουν αφήσει να ξεκουραστεί ύστερα από κείνο τον αγώνα, γι’αυτό να μην τη βγάζουν. Άμα σκοτώσεις τον Θραύστη, σου χρειάζεται λίγη ξεκούραση, ε, τι λες;»
Ο Τάμπριελ, ακούγοντας τις κουβέντες τους, συλλογίστηκε: Η Άσπρη Γυναίκα δεν βγαίνει πια στην Αρένα, κι ένας μυστηριώδης, επικίνδυνος δολοφόνος τριγυρίζει ξαφνικά στους δρόμους της πόλης. Δεν μπορεί νάναι σύμπτωση. Η Ανταρλίδα τούς έχει ξεφύγει, και δεν θέλουν να το δείξουν. Την αναζητούν, όμως. Και το πρόβλημα είναι πώς θα τη βρούμε εμείς πριν απ’αυτούς…
*
Τριγυρίζοντας στην αγορά της Βέλρικ, το απόγευμα, το μάτι του Τάμπριελ πήρε ένα ψηλό ραβδί που στην κορυφή του στηριζόταν μια στρογγυλή, πορφυρή σφαίρα στο μέγεθος της γροθιάς ενός μεγαλόσωμου άντρα. Το στέλεχος του ραβδιού ήταν καμωμένο από μαύρο ξύλο και διακοσμημένο με αργυρά δαχτυλίδια τα οποία είχαν επάνω τους λαξεύματα κύκλων που σχημάτιζαν αλυσίδα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Τάμπριελ το έβλεπε αυτό το ραβδί. Το είχε ξαναδεί. Στο μυαλό του. Και τούτο σήμαινε πως, μάλλον, δεν έπρεπε να το αγνοήσει.
Μαζί με τον Βάλλεριμ, τον Χάλρεοκ, και την Αθνάβια (οι υπόλοιποι βρίσκονταν σ’άλλα σημεία της πόλης, για να ερευνήσουν), πλησίασε τη σκηνή του εμπόρου που, εκτός απ’το ραβδί, πουλούσε κι άλλα παρόμοια πράγματα: ραβδιά και μπαστούνια ποικίλου μήκους, κάπες βαριές και ελαφριές, ζώνες πλατιές και λεπτές, γάντια με δάχτυλα ή χωρίς – αντικείμενα χρήσιμα σε ταξιδιώτες.
«Πόσο το έχεις;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Αυτό εδώ; Δεν είναι ακριβό για το φτιάξιμό του, φίλε μου. Βλέπεις τι ωραίο που είναι;» Ο έμπορος πήρε το ραβδί από τη θέση του κι έδειξε, διεξοδικά, στον Τάμπριελ τα λαξεύματα πάνω στα αργυρά δαχτυλίδια, την ποιότητα του ξύλου, και την ποιότητα της πορφυρής σφαίρας. «Ημιπολύτιμος λίθος είναι, ε, όχι κάνα γυαλί!» Και ανέφερε, τελικά, την τιμή.
Ο Τάμπριελ δεν την έκρινε απαγορευτική σε καμία περίπτωση. Έβγαλε τα ανάλογα μάτια από το πουγκί του και πλήρωσε τον έμπορο, ο οποίος φάνηκε να έμεινε ευχαριστημένος.
«Βλέπω,» είπε η Αθνάβια στον Τάμπριελ καθώς απομακρύνονταν από τη σκηνή, «πως τίποτα δε σε σταματά απ’το να κάνεις τις αγορές σου, Προφήτης ή όχι.»
«Θα μου χρειαστεί αυτό το ραβδί,» εξήγησε εκείνος.
«Σε τι;»
«Δεν είμαι βέβαιος ακόμα.»
Η Αθνάβια μειδίασε σα να μην τον πίστευε, σα να νόμιζε ότι της έκανε πλάκα.
Επιστρέφοντας στον Σκυφτό Βράχο, συνάντησαν τον Ζάνταρικ στην τραπεζαρία, να κάθεται σ’ένα τραπέζι μ’ένα πιάτο ζεστή σούπα εμπρός του και μια κούπα μπίρα παραδίπλα. Τους έκανε νόημα να έρθουν κοντά, κι εκείνοι πήγαν.
«Ήμουν στην Αρένα πριν από λίγο,» τους είπε. «Και ρώτησα τους φρουρούς εκεί πότε θα αγωνιστεί η Άσπρη Γυναίκα.» Έφαγε μια κουταλιά σούπα, σκούπισε τα χείλη με το μανίκι του. «Μου απάντησαν ότι δεν ξέρουν, και να πάψουμε να ρωτάμε συνέχεια.»
«Δεν είσαι, λοιπόν, ο μόνος που ρώτησες,» συμπέρανε ο Βάλλεριμ. «Καλό αυτό.»
«Και αναμενόμενο. Η Άσπρη Γυναίκα φαίνεται να έχει ενθουσιάσει τους πάντες εδώ πέρα.»
«Αλλά, δυστυχώς γι’αυτούς, ξέφυγε απ’το κλουβί της,» είπε ο Τάμπριελ.
Ο Ζάνταρικ ένευσε. «Έτσι υποπτεύομαι κι εγώ πλέον. Ίσως, μάλιστα, αυτή να είναι ο… ‘δολοφόνος’ που ψάχνουν στην πόλη οι Ιεράρχες.»
«Για να είμαι ειλικρινής,» είπε ο Τάμπριελ, «το είχα σκεφτεί από την αρχή.»
«Αν είναι έτσι, τα πράγματα περιπλέκονται,» παρατήρησε ο Βάλλεριμ. «Δεν ξέρουμε πού να πάμε για να τη βρούμε. Αν δεν είναι στην Αρένα, πού κρύβεται;»
«Ναι, το ξέρω,» είπε ο Τάμπριελ. «Υπάρχει πρόβλημα.»
*
Τη νύχτα, στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τον Χάλρεοκ, έμεινε ξύπνιος προετοιμάζοντας το ραβδί που είχε αγοράσει. Προετοιμάζοντάς το όπως οι Δεσμοφύλακες προετοιμάζουν ένα αντικείμενο που θεωρούν πως ίσως να τους χρειαστεί. Φορτίζοντάς το με πνευματική ενέργεια.
Δεν ήξερε σε τι ακριβώς θα του χρειαζόταν – άλλωστε, εξακολουθούσε να έχει τον Γκαλένραμωθ παγιδευμένο στο περιδέραιό του· δεν μπορούσε να παγιδεύσει κι άλλο δαίμονα – όμως είχε την αίσθηση ότι η χρησιμότητα του ραβδιού δεν θ’αργούσε να φανερωθεί.
Θα σε ελευθερώσω, λοιπόν, Γκαλένραμωθ; Θα σε ξαμολήσω μέσα σε τούτη την πόλη; Ο Τάμπριελ δεν μπορούσε ακόμα να φανταστεί πώς αυτό μπορεί να αποδεικνυόταν απαραίτητο. Εξάλλου, το μόνο που ήθελε ήταν να πάρει την Ανταρλίδα από εδώ: και δεν θα πετύχαινε τον σκοπό του ξαμολώντας τον Γκαλένραμωθ στη Βέλρικ…
*
«Υπάρχουν πνεύματα σε τούτη την πόλη;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον Αλίρκωπ και τη Χιρκόμο καθώς έπαιρναν πρωινό στην τραπεζαρία του Σκυφτού Βράχου.
«Δεν έχω αισθανθεί κανένα,» αποκρίθηκε η μάγισσα. «Είναι σαν κάτι να τα έχει τρομάξει και να έχουν φύγει.»
Ο Αλίρκωπ κατένευσε, σιωπηλά.
«Τι θα μπορούσε να τα έχει τρομάξει;» θέλησε να μάθει ο Τάμπριελ.
«Ο Μέγας Ιεράρχης, ίσως,» απάντησε ο Αλίρκωπ.
«Τον αισθάνεσαι; Αισθάνεσαι την παρουσία του;»
«Όχι.»
«Ούτε κι εγώ,» είπε η Χιρκόμο.
«Επομένως, ο Μέγας δεν είναι πνευματική οντότητα. Δεν είναι κάποιο πνεύμα που έχει ενοικήσει στο σώμα ενός ανθρώπου, σωστά;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Δεν μπορούμε να το ξέρουμε αυτό…» αποκρίθηκε ο Αλίρκωπ, και η Χιρκόμο δεν διαφώνησε.
«Κάτι, όμως, έχει τρομάξει τις άλλες πνευματικές οντότητες,» είπε ο Τάμπριελ. «Αν δεν είναι ο Μέγας, τότε τι είναι; Κάποιος θεός;»
«Ακόμα κι οι θεοί νομίζω πως αποφεύγουν τούτο το μέρος,» αποκρίθηκε η Χιρκόμο.
«Δεν έχεις προσέξει ότι δεν υπάρχουν ναοί εδώ, Τάμπριελ;» είπε ο Αλίρκωπ. «Ο ναός του Λιρμάντου – που πρέπει να ήταν ο μεγαλύτερος εδώ – ονομάζεται τώρα Οίκος της Γνώσης, και μέσα του κατοικεί ο Μέγας Ιεράρχης.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ναι, μου το είπε ο Έσλερον. Αλλά είστε βέβαιοι ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος ναός στην πόλη;»
«Ρωτήσαμε,» είπε η Χιρκόμο, «χτες, όταν τριγυρίζαμε στους δρόμους. Και μας απάντησαν ότι δεν υπάρχουν ναοί στη Μεγάλη Πόλη. Είναι ιερή, είπαν· εδώ κατοικεί ο Μέγας, κι εδώ πρωτοεμφανίστηκε.»
«Αλλά κανένας δεν επιτρέπεται να τον δει,» πρόσθεσε ο Αλίρκωπ. «Εκτός από τους άλλους Ιεράρχες.»
Ο Τάμπριελ έτρωγε καθώς τους άκουγε, και τώρα ρώτησε: «Νομίζετε ότι υπάρχει κάποιος τρόπος να βρείτε την Ανταρλίδα με τη μαγεία σας;»
Και των δύο η απάντηση ήταν αρνητική.
*
Μέσα στην ημέρα, έμαθαν δύο πράγματα που θεώρησαν σημαντικά. Το πρώτο ήταν ότι το Βασίλειο Τάρσαζ είχε επιτεθεί στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας· το στράτευμά του είχε εισβάλει στην Επαρχία της Ύλκωχ και προέλαυνε εντός της ενώ ο στρατός των Ιεραρχών υποχωρούσε. Πολλοί, όμως, έλεγαν ότι η υποχώρηση ήταν στρατηγική και ότι οι Ιεράρχες ετοίμαζαν παγίδα για τους Ταρσάζιους.
Τα νέα αυτά έκαναν τον Χάλρεοκ να φαίνεται νευρικός, αν και προσπαθούσε να το κρύβει. Ο Τάμπριελ ήταν βέβαιος πως ο Υπασπιστής θα προτιμούσε, κάτι τέτοιες ημέρες, να βρίσκεται στο Βασίλειό του, κοντά στο Δεξί Χέρι.
Το δεύτερο αξιοσημείωτο που έμαθαν ήταν ότι κάποιος είχε, λίγο πριν από τα ξημερώματα, επιτεθεί στους φρουρούς στη νότια πύλη, η οποία ήταν η μικρότερη από τις πύλες της Βέλρικ και ονομαζόταν «Πόρτα των Βουνών» επειδή έβγαζε στα βουνά. Δεν πήγαιναν πολλοί ταξιδιώτες από εκεί· οι Ιεράρχες, όμως, φαίνεται πως την είχαν προφυλάξει όπως και τις άλλες πύλες. Σύμφωνα με ό,τι πληροφορίες κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν ο κίρμο-Χάρθον Βάλλεριμ και οι κατάσκοποί του, τουλάχιστον πέντε φρουροί σκοτώθηκαν στη συμπλοκή και τουλάχιστον άλλοι τόσοι πρέπει να βρίσκονταν εκεί την ώρα της επίθεσης.
Ασφαλώς, όλοι έλεγαν πως αυτός που είχε επιτεθεί ήταν ο μυστηριώδης δολοφόνος· και οι Ιεράρχες δεν πρέπει να τον είχαν πιάσει ακόμα, γιατί έρευνες εξακολουθούσαν να γίνονται.
Κατάφεραν να εμποδίσουν μια Μαύρη Δράκαινα απ’το να βγει από την πόλη τους, σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Τα μέτρα που έχουν πάρει πρέπει να είναι, πραγματικά, πολύ αυστηρά.
Ενώ όλοι βρίσκονταν στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τον Χάλρεοκ, το μεσημέρι, ο Βάλλεριμ είπε: «Η Ανταρλίδα, λογικά, θα προσπαθήσει να ξεφύγει από όλες τις φανερές εξόδους. Επομένως οι Ιεράρχες αυτές είναι που θα φρουρούν περισσότερο. Κι επομένως, εκεί κοντά πρέπει να στήσουμε καρτέρι κι εμείς, αν είναι να τη συναντήσουμε.» Καθάρισε το λαιμό του κι άνοιξε έναν χάρτη της Βέλρικ που είχε πάρει από την αγορά. «Όπως βλέπετε, υπάρχουν τρεις πύλες στην πόλη: η Πόρτα των Βουνών, στα νότια· η Βόρεια Πύλη, στα βόρεια προφανώς· και η Πύλη του Λυκόφωτος, στα δυτικά. Γνωρίζουμε ήδη ότι η Ανταρλίδα προσπάθησε να βγει από την πρώτη…»
«Δε νομίζω ότι θα ξαναεπιχειρήσει να βγει από τις πύλες,» είπε ο Τάμπριελ.
Ο Βάλλεριμ τον ατένισε ερωτηματικά.
«Είναι το πρώτο πράγμα που θα φρουρήσει κανείς,» εξήγησε ο Τάμπριελ. «Η Ανταρλίδα το ξέρει αυτό. Θα προσπαθήσει, άρα, να ξεφύγει από μέρη που οι Ιεράρχες δεν μπορούν να φανταστούν.»
«Θα μπορέσει, όμως, εκείνη να φανταστεί αυτά τα μέρη; Εγώ, τουλάχιστον, δεν μπορώ να τα φανταστώ. Και δεν είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν καν. Η Βέλρικ είναι πολύ καλά οχυρωμένη, όπως θα έχεις παρατηρήσει.»
«Καταλαβαίνω τι θες να πεις,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, σκεπτικά, «και δεν διαφωνώ… Τι ξέρουμε για τους υπονόμους της πόλης;» ρώτησε.
«Τίποτα, ουσιαστικά. Αλλά πάω στοίχημα ότι θα είναι πολύ στενοί για να βαδίσει άνθρωπος εκεί κάτω.»
Η Αθνάβια είπε: «Πρέπει να βρούμε τρόπο για να προσελκύσουμε την Ανταρλίδα σε μας. Δεν έχετε κάποιο αναγνωριστικό σημάδι;» ρώτησε τον Τάμπριελ. «Κάποιο συνθηματικό;»
Εκείνος δεν απάντησε, αλλά ήταν συλλογισμένος. Η πρότασή της ακούγεται λογική… Αφού δεν μπορούμε να πάμε εμείς στην Ανταρλίδα, ας κάνουμε εκείνη να έρθει σε μας. Πώς, όμως, να της μεταδώσουμε κάποιο μήνυμα; Κάτι που μόνο αυτή θα μπορέσει να καταλάβει και κανένας άλλος στην πόλη;
Ο Βάλλεριμ είπε: «Υφίσταται, βέβαια, και το πρόβλημα τού πώς θα τη βγάλουμε από τη Βέλρικ όταν την έχουμε βρει. Κι αυτό δεν το έχουμε σκεφτεί καθόλου. Ούτε εμείς δεν ξέρουμε ακριβώς πώς θα βγούμε. Αν συνεχίσουν να ψάχνουν για τον ‘δολοφόνο’, θα μας σταματήσουν στην πύλη και θα δουν ότι το πρόσωπο του Τάμπριελ είναι βαμμένο με κάρβουνο.»
«Γι’αυτό υπάρχει λύση,» του είπε ο Τάμπριελ.
«Τι λύση;»
«Το πουλί με το οποίο μίλησα στον Πύργο της Μουρμούρας.»
«Τι εννοείς;»
«Θα με πάρει από τη Βέλρικ μαζί με την Ανταρλίδα.»
«Σοβαρολογείς;» έκανε απότομα ο Χάλρεοκ. Η ανησυχία του για τον πόλεμο με το Τάρσαζ ήταν έκδηλη ακόμα και στις αντιδράσεις του που σχετίζονταν με άλλα πράγματα.
«Ασφαλώς,» απάντησε ο Τάμπριελ. «Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος. Πρέπει, όμως, πρώτα να καταφέρω να βρω την Ανταρλίδα.»
*
Τη νύχτα, ο Τάμπριελ συνέχισε να προετοιμάζει το ραβδί που ήταν βέβαιος ότι θα του χρειαζόταν, ενώ συγχρόνως προσπαθούσε να αγνοήσει τη μουρμούρα του Γκαλένραμωθ μέσα στο κεφάλι του. Ο δαιμονικός θεός απαιτούσε πάλι θυσίες για να ικανοποιήσει την ακόρεστη πείνα του.
Ο Χάλρεοκ ξύπνησε κάποια στιγμή και ατένισε τον Τάμπριελ μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, να είναι καθισμένος οκλαδόν στο κρεβάτι, με το ραβδί ακουμπισμένο στα γόνατά του. Ο Ταρσάζιος Υπασπιστής αναστέναξε, γύρισε απ’την άλλη, και ξανακοιμήθηκε.
Ο Τάμπριελ δεν διέκοψε τη δουλειά του.
*
Δεν ήταν ψέμα ότι οι Ιεράρχες μοιράζονταν έναν κοινό νου. Ό,τι γνώριζε ο ένας το γνώριζε κι ο άλλος. Ό,τι είχε ακούσει ο ένας το είχε ακούσει κι ο άλλος. Ό,τι είχε δει ο ένας το είχε δει κι ο άλλος. Ό,τι είχε διαβάσει ή πληροφορηθεί ο ένας το είχε διαβάσει ή πληροφορηθεί κι ο άλλος.
Και όλοι οι Ιεράρχες στα εδάφη της Κοινωνίας δεν ήταν γνωστοί στους υπόλοιπους ανθρώπους. Ούτε καν στη Βέλρικ. Διότι ο Μέγας αντιλαμβανόταν την αξία τού να παραμένεις άγνωστος. Παρατηρητής. Τότε, δεν μπορούν να σου κρυφτούν.
Στους δρόμους της Μεγάλης Πόλης κυκλοφορούσαν Ιεράρχες που δρούσαν ως κατάσκοποι, και ελάχιστα ήταν αυτά που τους ξέφευγαν. Ακόμα και την Ανταρλίδα, την Άσπρη Γυναίκα, τη Συνοδό του Προφήτη, πίστευαν ότι ήταν θέμα χρόνο μέχρι να την παγιδέψουν.
Τώρα, όμως, κάτι άλλο είχε τραβήξει την προσοχή τους. Ένας τους είδε – άρα όλοι είδαν – έναν άντρα με μαύρο δέρμα, πράσινα σγουρά μαλλιά, και μενεξεδιά μάτια. Έναν άντρα που ένας τους τον ήξερε – άρα όλοι τον ήξεραν.
Ο Χάλρεοκ λαρ Παρένταζ. Ο Πρώτος Υπασπιστής του Δεξιού Χεριού του Θρόνου του Τάρσαζ.
Και κάποια άλλη στιγμή, πρόσεξαν μια λευκόδερμη γυναίκα με πορφυρά μαλλιά. Δεν ήξεραν το όνομά της, μα κι αυτή την είχαν ξαναδεί.
Σύντροφοι του Προφήτη, σκέφτηκε ο Μέγας, εδώ, στην πόλη μου.
Είναι κι εκείνος εδώ, λοιπόν. Αλλά μου κρύβεται.
Ήρθε για την Ανταρλίδα…
Όταν ο Μεγάλος Προφήτης μού είπε το σχέδιο που χρησιμοποίησε στην Βέλρικ, δεν μπορούσα να πιστέψω πώς ήταν δυνατόν να επιχείρησε κάτι τόσο παράτολμο. Από την άλλη, βέβαια, είχε βρεθεί σε μια μάλλον δύσκολη κατάσταση. Αδιέξοδη, θα μπορούσε κανείς να πει.
Και είναι ο Μεγάλος Προφήτης. Ίσως να ήξερε εξαρχής τι θα γινόταν…
*
* * *
*
Ο Τάμπριελ είχε μείνει στον Σκυφτό Βράχο, προετοιμάζοντας το ραβδί του και το πρωί. Οι υπόλοιποι κατέβηκαν για να καθίσουν στην τραπεζαρία και, εν συνεχεία, να περιφερθούν στην αγορά της πόλης, στους δρόμους κοντά στην Αρένα, καθώς και σε άλλα πολυσύχναστα μέρη.
Ο Χάλρεοκ βάδιζε μαζί με την Αθνάβια και τον Έσλερον, αλλά το μυαλό του ήταν αλλού: στο Τάρσαζ, στον πόλεμο που γινόταν. Είχε αποφασίσει να έρθει με τον Τάμπριελ στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας επειδή αυτό ήταν το καθήκον του: η Βασίλισσα τον είχε προστάξει να προστατέψει τον Προφήτη. Αλλά καθήκον του δεν ήταν, επίσης, να πολεμήσει για το Βασίλειό του; Και τι κάνουμε εδώ; σκεφτόταν τώρα. Πόσες μέρες θα καθίσουμε σε τούτη την πόλη; Και θα καταφέρουμε να βρούμε την Ανταρλίδα ή όχι; Ώρες-ώρες, του έμοιαζε ανούσια τούτη η αναζήτηση· δεν είχαν κανέναν πραγματικό τρόπο για να εντοπίσουν την Ανταρλίδα. Τι περίμενε ο Τάμπριελ; να τη συναντήσουν τυχαία στο δρόμο;
Και τι έκανε μ’εκείνο το ραβδί στο δωμάτιό τους; Νόμιζε πως αυτό θα τον βοηθούσε να βρει την Ανταρλίδα; Αν νόμιζε κάτι τέτοιο, πάντως, δεν είχε πει τίποτα, ούτε στον Χάλρεοκ ούτε σε κανέναν άλλο.
Τι κάνουμε εδώ; Τι κάνουμε εδώ, όσο το Τάρσαζ βρίσκεται σε πόλεμο; Τουλάχιστον, θα μπορούσαν να προκαλέσουν κάποια δολιοφθορά στους Ιεράρχες… αλλά αυτό δεν ήταν μέσα στα σχέδιά τους. Όχι άμεσα.
«Από πού είσαι;» τον ρώτησε η Αθνάβια, καθώς βημάτιζαν σε μια στενή διασταύρωση της πόλης, όπου υπήρχαν τρεις φούρνοι και η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού απλωνόταν παντού.
«Τι πράγμα;» έκανε ο Χάλρεοκ, που τον είχε διακόψει από τις σκέψεις του.
«Από πού είσαι;» επανέλαβε εκείνη.
Η Αθνάβια τον κοίταζε συχνά-πυκνά με περιέργεια σ’όλο τους το ταξίδι· δεν ήταν παρά θέμα χρόνου, νόμιζε ο Χάλρεοκ, μέχρι να του κάνει κάποια ερώτηση για το άτομό του.
«Φίλος του Τάμπριελ είμαι. Του χρωστάω κάποιες χάρες,» της είπε αδιάφορα, χωρίς να την κοιτάζει. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο σ’έναν από τους φούρνους, έξω από την είσοδο του οποίου ήταν συγκεντρωμένοι ένα σωρό μισθοφόροι για να πάρουν ψωμί και να το πάνε στον καταυλισμό, βόρεια της πόλης.
Η Αθνάβια παρατήρησε τον επιτηδευμένα αδιάφορο τρόπο του Χάλρεοκ. Άλλο τον ρωτάω, άλλο απαντάει, σκέφτηκε, βέβαιη ότι ήθελε να αποφύγει να της απαντήσει. Γιατί, όμως; Τι έχει να κρύψει; Καταζητούμενος είναι;
«Τι χάρες;» τον ρώτησε. «Θάναι σημαντικές, ε; για να έρχεσαι σ’ένα τόσο επικίνδυνο μέρος μαζί του.»
Τι να της πεις τώρα; Ο Χάλρεοκ σκέφτηκε ότι το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να αντιγράψει την ιστορία ενός πραγματικού ανθρώπου. «Του χρωστάω τη ζωή μου.» (Πού είσαι τώρα, Ταρνάτλο; Σε κάποιο λιμάνι της Φέδλωχ, πίνοντας μπίρα και φιλώντας πόρνες;)
«Το είχα φανταστεί,» είπε η Αθνάβια, αν και δεν ήταν βέβαιη ότι ο Χάλρεοκ τής έλεγε την αλήθεια. Νόμιζε ότι υπήρχε κάτι το προσποιητό στον τρόπο του. «Αλλά πού τον πρωτοσυνάντησες; Στο Τάρσαζ, όπου λένε ότι υπηρετούσε τη Βασίλισσα Παμράνεχ;»
«Στο Τάρσαζ;» Ο Χάλρεοκ ρουθούνισε. «Όχι. Από τη Γη της Φέδλωχ είμαι. Αλλά δε συναντηθήκαμε εκεί. Στη Γη των Ταργκάφλι με βρήκε. Ήμουν φυλακισμένος και μ’έσωσε· έτσι, του χρωστάω.»
Με παραμυθιάζει τώρα; Δεν της έμοιαζε για άνθρωπος από τη Φέδλωχ. Κι αν ήταν όντως από εκεί, πώς είχε καταλήξει τόσο μακριά, στη Γη των Ταργκάφλι;
Προτού, όμως, προλάβει να συνεχίσει την κουβέντα της με τον Χάλρεοκ, ο Έσλερον τής είπε: «Αθνάβια!» πιάνοντας τον ώμο της με το μοναδικό του χέρι.
Η Αθνάβια έστρεψε το βλέμμα, και είδε πέντε φρουρούς της πόλης να έρχονται καταπάνω τους. Οι δύο κρατούσαν οπλισμένες βαλλίστρες, οι άλλοι δύο σπαθιά και ασπίδες, και ο τελευταίος πιστόλι.
Ο Χάλρεοκ γύρισε και τους είδε επίσης, καθώς κατάλαβε αμέσως ότι κάτι είχε ανησυχήσει την Αθνάβια και τον Έσλερον. Μεγάλε Τίγρη! συλλογίστηκε συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορεί οι φρουροί να έρχονταν τυχαία προς το μέρος τους. Το χέρι του πήγε στο πιστόλι μέσα στην κάπα του.
«Εσείς εκεί!» τους φώναξε ο φρουρός με το πιστόλι. «Σταματήστε!»
«Συμβαίνει κάτι;» αντιγύρισε απότομα ο Έσλερον.
Οι βαλλιστροφόροι τούς σημάδευαν· ο Χάλρεοκ άφησε τη λαβή του πιστολιού του.
«Τι κοιτάτε σεις;» γκάριξε ο φρουρός με το πιστόλι στους περαστικούς που κοίταζαν με περιέργεια. «Δρόμο!» Κανένας δεν έφερε αντίρρηση· πάραυτα σκόρπισαν.
«Συμβαίνει κάτι;» ξαναρώτησε ο Έσλερον.
«Σκασμός!» του είπε ο φρουρός με το πιστόλι. Και προς τον Χάλρεοκ: «Εσύ. Θάρθεις μαζί μας.»
«Γιατί;» ρώτησε εκείνος.
«Γιατί σ’το λέω εγώ!»
Οι φρουροί με τα σπαθιά τον πλησίασαν. Ο Χάλρεοκ καταράστηκε εσωτερικά. Πρέπει κάπως να με αναγνώρισαν· δεν εξηγείται αλλιώς.
«Δε μπορείτε να τον πάρετε έτσι!» φώναξε η Αθνάβια. «Δεν έκανε τίποτα!»
«Δεν το σκεφτήκαμε να σε ρωτήσουμε,» της είπε ο φρουρός με το πιστόλι, ενώ οι σπαθοφόροι έσπρωχναν τον Χάλρεοκ με τις ασπίδες τους για να προχωρήσει. Εκείνος προχώρησε.
«Πού τον πηγαίνετε;» απαίτησε η Αθνάβια.
«Μακριά εσύ!» την απείλησε ο φρουρός με το πιστόλι, σημαδεύοντάς την. «Μακριά!»
Απομακρύνθηκαν και οι πέντε, μαζί με τον Χάλρεοκ. Και μόλις έστριψαν, η Αθνάβια είπε στον Έσλερον: «Να τους ακολουθήσουμε!»
Εκείνος ένευσε. «Αλλά με προσοχή. Έτσι και μας πάρουν πρέφα, θα μας τραβάνε κι εμάς.»
*
Ο Αλίρκωπ κοίταζε έναν μακρύ, μπλε χιτώνα με γούνα, κρατώντας τον εμπρός του. Στον πάγκο του εμπόρου βρίσκονταν σωροί από ρούχα, και η Χιρκόμο έψαχνε ανάμεσά τους, όπως επίσης κι άλλοι τρεις πελάτες.
«Τα καλύτερα υφάσματα, φίλοι μου, τα καλύτερα,» έλεγε ο έμπορος. «Από το Ώσρανοκ φέρνω, από το Τάρσαζ, από την Ύλκωχ, από τη Σάβηνεμ. Ό,τι θέλετε θα το βρείτε. Κι άμα δεν το βρίσκετε, ρωτήστε, μη ντρέπεστε· θα το έχω.» Άνοιξε το φλασκί του και ήπιε μια γουλιά.
Ο Θυμός έκανε ανήσυχα πέρα-δώθε πίσω από τον Αλίρκωπ, κουνώντας την ουρά του.
«Αυτό τον χιτώνα πόσο τον έχεις;» ρώτησε ο μάγος τον έμπορο.
«Εφτά μάτια. Στη φτήνια. Και είναι υπέροχο ρουχαλάκι, φίλε μου. Από το Ώσρανοκ, από τις περιοχές κοντά στα βουνά. Φτιάχνουν ζεστά ρούχα εκεί. Είναι ό,τι πρέπει· θα με θυμηθείς.»
Ο Αλίρκωπ τον πλήρωσε.
«Κι ό,τι άλλο θες, εδώ είμαστε,» του είπε ο έμπορος. «Δέκα μέρες ακόμα δεν το κουνάω από τη Μεγάλη Πόλη.»
Ο Αλίρκωπ στράφηκε στη Χιρκόμο, η οποία δεν έμοιαζε να έχει βρει κάτι που να της αρέσει. «Πάμε,» του είπε.
Δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ από τη σκηνή του εμπόρου, όταν πέντε φρουροί ήρθαν προς το μέρος τους. Αρχηγός τους φαινόταν νάναι μια γυναίκα με πιστόλι· οι άλλοι δύο βαστούσαν βαλλίστρες, κι οι άλλοι δύο σπαθιά και ασπίδες.
Ο Θυμός γρύλισε, δείχνοντας τα δόντια του.
Η Χιρκόμο έπιασε τον πήχη του Αλίρκωπ. «Ας στρίψουμε, καλύτερα.» Και έστριψαν σ’έναν πλευρικό δρόμο της αγοράς.
«Ε, εσείς!» τους φώναξε η γυναίκα με το πιστόλι. «Μείνετε εδώ!» ενώ ερχόταν πίσω τους μαζί με τους άλλους τέσσερις φρουρούς.
«Κατάλαβαν ποιοι είμαστε;» απόρησε ο Αλίρκωπ. «Πώς;»
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε η Χιρκόμο. «Αλλ’αν δε μας έχουν αναγνωρίσει, γιατί μας κυνηγάνε;»
«Σταματήστε!» Η γυναίκα με το πιστόλι πυροβόλησε. Η σφαίρα της εξοστρακίστηκε σ’έναν τοίχο, τινάζοντας σοβάδες και μικρά κομμάτια πέτρας.
Ο Αλίρκωπ έπιασε το μπράτσο της Χιρκόμο, και σταμάτησε.
«Μείνετε εκεί πού είστε!» πρόσταξε η γυναίκα με το πιστόλι, καθώς εκείνη κι οι άλλοι τέσσερις φρουροί έρχονταν κοντά τους. Ο στενός δρόμος ίσα που τους χωρούσε· έμοιαζαν έτοιμοι ο ένας να μπλέξει τα πόδια του στα πόδια του άλλου.
«Τι θέλετε;» ρώτησε ο Αλίρκωπ.
«Αυτήν.» Η γυναίκα έδειξε, με το πιστόλι, τη Χιρκόμο. Και προς την κοκκινομάλλα μάγισσα: «Έλα μαζί μας.»
«Γιατί να έρθει μαζί σας;» είπε ο Αλίρκωπ.
«Αυτό είναι δική μας δουλειά. Κάνε στην άκρη!»
Οι φρουροί με τα σπαθιά πλησίαζαν, ενώ οι βαλλιστροφόροι σημάδευαν ο ένας πάνω απ’τον δεξή ώμο της γυναίκας κι ο άλλος πάνω απ’τον αριστερό.
Ο Αλίρκωπ προσπάθησε ν’απομακρύνει τους σπαθοφόρους, αλλά εκείνοι τον έσπρωξαν με τις ασπίδες τους, κι ο ένας τον κοπάνησε στο κεφάλι με τη λαβή του σπαθιού του, σωριάζοντάς τον στον βρόμικο δρόμο, αιμόφυρτο.
Ο Θυμός χίμησε στον άντρα δαγκώνοντάς τον στο γόνατο.
«Γαμημένο κωλόσκυλο!» γρύλισε εκείνος, προσπαθώντας να σπαθίσει τον Θυμό κι αστοχώντας. Η λεπίδα του κουδούνισε πάνω στον τοίχο.
Ο άλλος σπαθοφόρος, όμως, χτύπησε τον σκύλο στο κεφάλι. Ο Θυμός έπεσε, κι έμεινε ακίνητος, με το γκριζόμαυρο τρίχωμά του λερωμένο από το αίμα.
Η Χιρκόμο τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη ζώνη της.
«Μη μ’αναγκάσετε να σας πυροβολήσω!» φώναξε η γυναίκα με το πιστόλι. «Θηκάρωσε το όπλο σου κι έλα μαζί μας, τώρα!»
Η Χιρκόμο ατένισε διστακτικά τους σπαθοφόρους εμπρός της.
Ο Αλίρκωπ πετάχτηκε πάνω, απρόσμενα, έχοντας κι εκείνος τραβήξει ένα ξιφίδιο και προσπαθώντας να καρφώσει τον έναν φρουρό στην κοιλιά. Ο φολιδωτός θώρακας του άντρα απέστρεψε το χτύπημα, και οι δύο φρουροί άρχισαν να κοπανάνε τον Αλίρκωπ με τις ασπίδες τους, βίαια, χωρίς να σταματούν.
«Αφήστε τον!» φώναξε η Χιρκόμο. «Αφήστε τον!» Κι έπεσε πάνω τους, σπρώχνοντάς τους με τους αγκώνες και τους ώμους της και κλωτσώντας τους.
Ο ένας φρουρός την κόλλησε στον τοίχο με την ασπίδα του. Ο άλλος συνέχισε να χτυπά τον Αλίρκωπ, μέχρι που εκείνος έπαψε να κινείται. Η Χιρκόμο ούρλιαζε και έβριζε, μιλώντας στη Γλώσσα των Ταργκάφλι από συνήθειο, την οποία οι φρουροί δεν καταλάβαιναν.
«Δεν ξέρω τι λες,» της είπε η γυναίκα με το πιστόλι, «αλλά θα έρθεις μαζί μας τώρα. Αρκετά μας ταλαιπώρησες.»
Οι φρουροί θηκάρωσαν τα σπαθιά τους κι αρπάζοντας τη Χιρκόμο από τα χέρια την τράβηξαν έξω απ’τον στενό δρόμο όπου ο Αλίρκωπ κι ο Θυμός βρίσκονταν σωριασμένοι και αιμόφυρτοι.
Όταν είχαν φύγει, κανένας δεν πλησίασε για να δει αν ο αλλοδαπός άντρας και ο σκύλος ήταν ζωντανοί ή νεκροί. Κρατούσαν όλοι την απόστασή τους, φοβούμενοι μην μπλέξουν με τη Φρουρά.
Εκτός από έναν άντρα με ταξιδιωτική κάπα και κουκούλα στο κεφάλι.
Ο κίρμο-Χάρθον Βάλλεριμ – που τον είχε προσελκύσει εδώ η φασαρία – ζύγωσε τον Αλίρκωπ και γονάτισε πλάι του, πιάνοντας τον σφυγμό στο λαιμό του. Ζωντανός, παρατήρησε, αλλά άσχημα μελανιασμένος. Θα του περάσει.
Μετά, έψαξε για σφυγμό και στον Θυμό. Μόλις και μετά βίας βρήκε. Το ζώο, μάλλον, δε θ’άντεχε. Και δεν μπορώ τώρα να τους κουβαλήσω και τους δύο.
*
Η Αθνάβια και ο Έσλερον δεν δυσκολεύτηκαν ν’ακολουθήσουν τους φρουρούς. Εξάλλου, εκείνοι πήγαιναν από κεντρικούς δρόμους γεμάτους κόσμο, κάνοντας χώρο για να περάσουν. Και κατέληξαν στον Οίκο της Γνώσης, το μέρος που παλιά ήταν ναός του Λιρμάντου αλλά τώρα περισσότερο με φρούριο έμοιαζε. Ανέβηκαν τα ψηλά σκαλοπάτια μαζί με τον Χάλρεοκ και μπήκαν στο επιβλητικό οικοδόμημα.
«Οι Ιεράρχες τον θέλουν, λοιπόν,» είπε ο Έσλερον. «Δεν είναι θέμα της Φρουράς.»
Η Αθνάβια στράφηκε να τον κοιτάξει. «Λες να ξέρουν για μας; Λες να μας έχουν καταλάβει, Έσλερον;» Ένιωθε ξαφνικά σαν παγιδευμένο ποντίκι. Πώς θα έφευγαν από τη Βέλρικ; Η καταραμένη πόλη ήταν απόρθητη!
«Γιατί δεν πήραν κι εμάς, τότε;» αποκρίθηκε ο Έσλερον συνοφρυωμένος. «Εκτός… Εγώ ξέρεις γιατί θα τόκανα κάτι τέτοιο;»
«Γιατί;»
«Για να χρησιμοποιήσω τον Χάλρεοκ σα δόλωμα.»
«Δόλωμα;»
«Για τον Προφήτη.»
«Σκατά…» μόρφασε η Αθνάβια. «Την έχουμε βαμμένη, δηλαδή· ξέρουν για μας.»
Ο Έσλερον κούνησε το κεφάλι αβέβαια. «Πάμε πίσω στον Βράχο.»
«Στάσου λίγο!» του είπε η Αθνάβια. «Αν ξέρουν για μας, τότε μπορεί να μας περιμένουν εκεί.»
«Αν μας ήθελαν θα μας είχαν ήδη συλλάβει.»
«Ναι αλλά και πάλι….»
«Μην είσαι ανόητη, μικρή. Το μόνο που μπορούμε νάμαστε σίγουροι είναι ότι το παρακολουθούν το μέρος.»
Της κακοφαινόταν πάντα όταν την έλεγε μικρή. Ορισμένες φορές, ο Έσλερον νόμιζε ότι η Αθνάβια ήταν ακόμα εκείνο το κοριτσάκι που είχε φυγαδέψει από το Κάστρο του Ψηλού Βράχου!
*
Ο Αλίρκωπ είχε μισοσυνέλθει καθώς ο Βάλλεριμ τον πήγαινε στο πανδοχείο έχοντας το χέρι του μάγου στους ώμους του. «Η Χιρκόμο…» έλεγε ο Αλίρκωπ. «Η Χιρκόμο….!»
«Ησύχασε,» του είπε ο κίρμο-Χάρθον. «Θα τη βρούμε.»
Και τώρα, παραπατώντας, έμπαιναν στο δωμάτιο του Τάμπριελ αφού είχαν χτυπήσει και ο Προφήτης τούς είχε ανοίξει.
Ο Βάλλεριμ έβαλε τον Αλίρκωπ να ξαπλώσει στο κρεβάτι του Χάλρεοκ, μουγκρίζοντας καθώς αισθανόταν τους ώμους του πιασμένους από το φορτίο.
«Τι έγινε;» απαίτησε ο Τάμπριελ. «Ποιος τον χτύπησε;»
«Οι φρουροί της πόλης,» απάντησε ο Βάλλεριμ.
«Πήραν τη Χιρκόμο!» γρύλισε ο Αλίρκωπ προσπαθώντας να σηκωθεί πάνω στο κρεβάτι. Ο κίρμο-Χάρθον τον κράτησε ξαπλωμένο, πιέζοντας τον ώμο του και καθίζοντας πλάι του.
«Τη Χιρκόμο;» έκανε ο Τάμπριελ.
Ο Βάλλεριμ στράφηκε να τον κοιτάξει. «Ναι.»
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω.»
«…Εμφανίστηκαν ξαφνικά,» είπε ο Αλίρκωπ. «Μας ήξεραν, Τάμπριελ… Σπάθισαν τον Θυμό… Είναι ζωντανός;» ρώτησε τον Βάλλεριμ.
«Δε γνωρίζω,» αποκρίθηκε εκείνος, αν και δε νόμιζε ότι ο σκύλος θα ήταν πλέον ζωντανός.
«Αν ξέρουν ότι είμαστε εδώ,» είπε ο Τάμπριελ, «τότε γιατί ν’αρπάξουν μόνο τη Χιρκόμο;»
«Είναι πραγματικά περίεργο,» συμφώνησε ο Βάλλεριμ καθώς σηκωνόταν από το πλευρό του Αλίρκωπ.
«Πού την πήγαν;»
«Ο Λάρνατιμ τούς ακολούθησε. Θα έρθει σε λίγο και θα μας πει. Αλλά,» τόνισε ο Βάλλεριμ, «ό,τι κι αν συμβαίνει, το σημαντικότερο είναι να διατηρήσουμε τώρα την ψυχραιμία μας.»
Ο Αλίρκωπ έβηξε, προσπαθώντας πάλι να ανασηκωθεί.
«Θα σου φέρω νερό,» του είπε ο Βάλλεριμ. «Και μη σηκώνεσαι τώρα· ξεκουράσου, με καταλαβαίνεις;»
Ο μάγος δεν μίλησε, αλλά δεν έκανε άλλη προσπάθεια να σηκωθεί· ξάπλωσε πάλι.
Ο κίρμο-Χάρθον έφυγε από το δωμάτιο.
«…Τάμπριελ…» έκρωξε ο Αλίρκωπ.
«Εδώ είμαι, φίλε μου,» είπε εκείνος. «Θα βρούμε πού έχουν τη Χιρκόμο, και θα την πάρουμε πίσω.»
«Γιατί, όμως;… Γιατί εκείνη;»
«Δεν ξέρω ακόμα. Αλλά θα μάθω–»
Η πόρτα του δωματίου χτύπησε.
Τα γκρίζα μάτια του Τάμπριελ στένεψαν. «Ποιος είναι;»
«Η Αθνάβια.»
Ο Τάμπριελ άνοιξε, και η Αθνάβια κι ο Έσλερον μπήκαν.
«Τι έπαθες εσύ, ρε;» ρώτησε ο δεύτερος τον Αλίρκωπ.
«Πήραν τη Χιρκόμο…» μούγκρισε ο μάγος ξεροκαταπίνοντας και γλείφοντας τα σπασμένα χείλη του.
«Ορίστε, λοιπόν,» είπε ο Έσλερον στην Αθνάβια, «βλέπεις;»
Εκείνη δεν μίλησε.
«Συμβαίνει κάτι που θα έπρεπε να ξέρω;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Εκτός απ’τη Χιρκόμο,» του είπε η Αθνάβια, «πήραν και τον Χάλρεοκ.»
«Τι;»
«Οι φρουροί της πόλης. Σημαδεύοντάς μας με βαλλίστρες κι ένα πιστόλι, τον πήραν μαζί τους και – τους ακολουθήσαμε – τον πήγαν στον Οίκο της Γνώσης.»
Ο Έσλερον είπε στον Τάμπριελ: «Νομίζω πως σκοπεύουν να τους χρησιμοποιήσουν σαν δόλωμα, για σένα.»
Εκείνος ένευσε. «Πρέπει νάχεις δίκιο…»
Ο Βάλλεριμ επέστρεψε με μια καράφα νερό και δύο πήλινα ποτήρια. Γέμισε το ένα και το έδωσε στον Αλίρκωπ, ο οποίος ανασηκώθηκε και ήπιε.
«Αιχμαλώτισαν και τον Χάλρεοκ,» είπε ο Τάμπριελ στον Βάλλεριμ.
Ο κίρμο-Χάρθον κοίταξε την Αθνάβια και τον Έσλερον. «Ήταν μαζί μας,» είπε η πρώτη.
«Το ξέρω πως ήταν μαζί σας. Εσάς γιατί δε σας αιχμαλώτισαν;»
«Ρώτα τους.»
Ο Έσλερον είπε: «Θέλουν να τραβήξουν τον Προφήτη σε κάποια παγίδα. Τον Χάλρεοκ τον πήγαν στον Οίκο της Γνώσης.»
Ο Βάλλεριμ συνοφρυώθηκε σκεπτικά.
Η πόρτα χτύπησε.
«Ποιος είναι;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Εγώ.» Ο Λάρνατιμ.
Ο Τάμπριελ άνοιξε, και ο Λάρνατιμ κι ο Ζάνταρικ μπήκαν.
«Την πήγαν στον Οίκο της Γνώσης,» είπε ο πρώτος.
«Κοίτα σύμπτωση,» μούγκρισε ο Έσλερον. Και προς τον Τάμπριελ: «Θέλουν να σε κάνουν να πας να τους σώσεις. Είναι βέβαιο.»
«Οι Λάμιες να τους φάνε!…» καταράστηκε ο Τάμπριελ κάτω απ’την ανάσα του. Τι κάνουμε τώρα; σκέφτηκε. Μονάχα μία λύση ερχόταν στο μυαλό του, αλλά… το χάος που θα επικρατήσει θάναι ασύλληπτο. Για τίποτα δεν θα μπορώ να είμαι σίγουρος… ούτε καν για το αν θα βρω την Ανταρλίδα ή αν θα τη χάσω μέσα στην αναμπουμπούλα.
Τι άλλο να κάνω, όμως;
Μια καινούργια ιδέα τού ήρθε. Μια προσθήκη στο προηγούμενο σχέδιο.
Στράφηκε στην Αθνάβια. «Θα πάτε να μου αγοράσετε δύο πράγματα από την αγορά της πόλης: κόκκινη μπογιά, και ένα μεγάλο λευκό ύφασμα.»
Η Αθνάβια μόρφασε. «Τι πράγμα;»
«Θα καταλάβεις.»
*
Νύχτα.
Ο Τάμπριελ, χρησιμοποιώντας την εξωτερική σκάλα του Σκυφτού Βράχου, ανέβηκε στα κεραμίδια και, βρίσκοντας ένα βολικό σημείο εκεί, κάθισε. Ο αέρας που ερχόταν απ’τα βουνά ήταν ψυχρός, αλλά εδώ πάνω νόμιζε ότι μπορούσε πραγματικά να ανασάνει. Οι στενοί δρόμοι της Βέλρικ ήταν ασφυκτικοί, σαν ένα πέτρινο κολάρο γύρω απ’το λαιμό. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
Και μετά…
Γκαλένραμωθ, είπε μέσα στο μυαλό του.
Ο δαιμονικός θεός σάλεψε στο εσωτερικό του ημιδιαφανούς πετραδιού του αργυρού περιδέραιου. Άκουγε τον αφέντη του με προσοχή.
Επιθυμείς την ελευθερία σου, Γκαλένραμωθ;
Ναι!
Θα κάνουμε μια συμφωνία, τότε. Κι αν δεν την τηρήσεις, ορκίζομαι ότι θα σε κάνω να το μετανιώσεις όσο τίποτ’άλλο στην ύπαρξή σου.
Τι συμφωνία;
Θα σε ελευθερώσω εδώ, μέσα σε τούτη την πόλη, υπό τον όρο ότι δεν θα βλάψεις εμένα ή κανέναν από τους συντρόφους μου. Με τους υπόλοιπους μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Συμφωνείς;
Ναι!
Ωραία. Αλλά αυτός δεν είναι ο μοναδικός όρος.
Τι άλλο ήθελε; (Ο θεός έμοιαζε καχύποπτος.)
Δεν θα εισβάλεις στον Οίκο της Γνώσης–
Δεν ήξερε ποιος ήταν ο Οίκος της Γνώσης!
Είναι το μέρος όπου θα πάω μαζί με τους συντρόφους μου. Δεν θέλω να μας ακολουθήσεις εκεί. Κατανοητό; Συμφωνείς;
Συμφωνούσε.
Κι επίσης–
Κι άλλος όρος;
Είναι τόσο σπουδαίοι αυτοί οι όροι για την ελευθερία σου;
Ο Γκαλένραμωθ παραδέχτηκε – αν και γκρινιάρικα – πως δεν ήταν.
Επίσης, λοιπόν, δεν θέλω να πειράξεις την Ανταρλίδα.
Δεν ήξερε ποια ήταν η Ανταρλίδα!
Ο Τάμπριελ έφερε τη μορφή της στο μυαλό του. Αυτή είναι η Ανταρλίδα. Τη βλέπεις;
Ναι.
Δεν θα τη βλάψεις, όπου κι αν τη συναντήσεις. Συμφωνείς;
Συμφωνούσε. Αλλά τον προειδοποίησε πως οι άλλοι που θα επηρέαζε ίσως να της επιτίθονταν.
Δεν με απασχολεί αυτό. Η Ανταρλίδα μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της.
Θα τον ελευθέρωνε τώρα;
Χρειάζομαι ακόμα μία υπηρεσία από σένα.
Ο Γκαλένραμωθ μουρμούρισε οργισμένα.
Φώναξε τον φίλο μας από τον ουρανό.
Ο Γκαλένραμωθ υπάκουσε, και η πελώρια σκιά του γκριζόφτερου πτηνού δεν άργησε να πέσει πάνω στον Τάμπριελ και στους δρόμους κάτω από το πανδοχείο του Σκυφτού Βράχου. Οι περαστικοί έτρεχαν τρομαγμένοι, ενώ κάποιοι κοιτούσαν από παράθυρα, περίεργοι. Σύντομα, οι φρουροί θα μαζεύονταν εδώ. Ο Τάμπριελ δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του.
Είσαι πρόθυμος να με βοηθήσεις; ρώτησε το πουλί.
Εκείνο χτύπησε τις φτερούγες του κρώζοντας. Φυσικά και ήταν!
Μάθε, λοιπόν, τι θα κάνεις… Ο Τάμπριελ έβγαλε από τον μικρό σάκο στον ώμο του ένα διπλωμένο λευκό κομμάτι ύφασμα.
Αν αυτά που συνέβησαν εκείνη τη νύχτα στη Βέλρικ δεν μου τα έλεγε κάποιος σαν τον Χάλρεοκ ή τον Μεγάλο Προφήτη, δεν θα τον πίστευα. Θα τον αποκαλούσα ψεύτη, ή παράφρονα.
*
* * *
*
Όταν ο Χάλρεοκ είδε ότι τον πήγαιναν στον Οίκο της Γνώσης και τον ανέβαζαν στα ψηλά σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην κεντρική είσοδό του, κατάλαβε τι ήθελαν από εκείνον, καθώς επίσης και γιατί δεν είχαν συλλάβει και την Αθνάβια και τον Έσλερον.
Μας αναγνώρισαν, κάπως, και θέλουν να κάνουν τον Τάμπριελ να αποκαλυφθεί. Θέλουν να τον τραβήξουν σε κάποια παγίδα. Κι εγώ θα είμαι το δόλωμά τους, τώρα που δεν έχουν την Ανταρλίδα στα χέρια τους.
«Φέρνουμε τον Ταρσάζιο,» είπε ο αρχηγός των φρουρών στους δύο φύλακες της εισόδου του Οίκου της Γνώσης. Οι άντρες φορούσαν πανοπλίες από φερίλιο, είχαν κράνη στο κεφάλι, δόρατα στα χέρια, και τουφέκια στον ώμο.
Έγνεψαν καταφατικά, αφήνοντας τον Χάλρεοκ και τους συνοδούς του να περάσουν.
Ελπίζω ο Τάμπριελ να μην είναι τόσο ανόητος ώστε να τους αφήσει να τον εκβιάσουν εξαιτίας μου, σκέφτηκε ο Χάλρεοκ καθώς τον οδηγούσαν μέσα στους πέτρινους διαδρόμους. Η διακόσμηση ήταν λιτή, παρατήρησε. Στρατιωτική. Αλλά, συγχρόνως, μπορούσε να δει και λαξεύματα που νόμιζε ότι πιθανώς να είχαν θρησκευτική σημασία. Και θυμήθηκε αυτά που τους είχε πει ο Έσλερον για τούτο το μέρος: παλιά, ήταν ναός του Λιρμάντου, και μετά οι Ιεράρχες το είχαν… ενισχύσει. Το είχαν κάνει οχυρό τους. Ο Μέγας βρισκόταν κάπου εδώ μέσα, ο δαιμονικός αρχηγός τους, που πολλοί αναρωτιόνταν αν ήταν άνθρωπος ή… κάτι άλλο.
Οι φρουροί κατέβασαν τον Χάλρεοκ στα υπόγεια μέσω μιας πέτρινης, στριφτής σκάλας. Δαυλοί φώτιζαν τις αίθουσες και τους διαδρόμους εδώ κάτω. Η ατμόσφαιρα ήταν υγρή, και γεμάτη σκιές. Οι φύλακες έμοιαζαν να έχουν πρόσωπα λίθινα και μάτια νεκρά. Δεν έφεραν τουφέκια ή πιστόλια, αλλά σπαθιά και ρόπαλα. Οι Ιεράρχες, σκέφτηκε ο Χάλρεοκ, φυλάνε τα πυροβόλα τους με προσοχή, για ό,τι θεωρούν σημαντικότερο. Δεν έχουν πολλά ακόμα. Καλό αυτό. Καλό… Στο μυαλό του ήταν οι συμπατριώτες του που είχαν, σύμφωνα με τις φήμες, εισβάλει στην Επαρχία της Ύλκωχ, στα ανατολικά της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας.
Ο Χάλρεοκ αισθανόταν την αναπνοή του βεβιασμένη καθώς τον προχωρούσαν μέσα στα υπόγεια. Φοβόταν· δεν ήταν ανόητος ώστε να αποφεύγει να το παραδεχτεί. Σκοτεινές υποθέσεις γίνονταν μέσα στο μυαλό του, σαν αυτό να είχε ξαφνικά αποκτήσει δική του βούληση. Βασανιστήρια… ό,τι βασανιστήρια είχε ακούσει και είχε δει, τώρα τα σκεφτόταν… Αλλά γιατί να τον βασάνιζαν; Να μάθουν τι; Πού βρισκόταν ο Προφήτης; Μα, σίγουρα, αυτό πρέπει να το γνώριζαν ήδη αφού είχαν συλλάβει τον Χάλρεοκ… Γιατί, τότε, να μην έρθουν να σας συλλάβουν όλους; ψιθύρισε μια φωνή μέσα στο νου του. Γιατί; Κάτι θέλουν από εσένα συγκεκριμένα. Και πιστεύεις ότι είναι μονάχα να αποτελέσεις «δόλωμα» για τον Τάμπριελ;
Μια βαριά, ξύλινη πόρτα άνοιξε, με τους μεντεσέδες της να τρίζουν έντονα. Ένας θάλαμος αποκαλύφτηκε. Γεμάτος όργανα βασανιστηρίων: ένα τραπέζι με σιδερένιους κρίκους για τα χέρια και τα πόδια· μια μέγγενη για το κεφάλι· τσιγκέλια που κρέμονταν από αλυσίδες· ένα σβηστό τζάκι με μακριές λαβίδες πλάι του· λεπίδες διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, κρεμασμένες στον τοίχο–
Ο Χάλρεοκ στράφηκε ξαφνικά, σπρώχνοντας έναν απ’τους φρουρούς που τον συνόδευαν πάνω σ’έναν άλλο· και δύναμη της απόγνωσής του ήταν τέτοια που τους σώριασε και τους δύο.
Ήταν όμως πέντε, όχι μόνο δύο. Κι όλοι κρατούσαν σπαθιά τώρα.
Μια λεπίδα στράφηκε προς το μέρος του, για να τον χτυπήσει με το πλατύ της μέρος. Ο Χάλρεοκ δέχτηκε το χτύπημα στον ώμο κι ένιωσε το αριστερό του χέρι να μουδιάζει, ενώ με το δεξί τραβούσε το πιστόλι μέσα απ’την κάπα του – οι φρουροί δεν τον είχαν ψάξει ακόμα: λάθος τους.
Πυροβόλησε στο κεφάλι τον άντρα που του είχε επιτεθεί. Τα μυαλά του τινάχτηκαν έξω καθώς το κρανίο του διαλυόταν.
Ακόμα ένας πυροβολισμός – από τον αρχηγό των φρουρών.
Ο Χάλρεοκ γρύλισε νιώθοντας μια δύναμη να χτυπά τον δεξή του πήχη. Το πιστόλι έφυγε απ’το χέρι του. Το μαύρο δέρμα του είχε γεμίσει αίμα.
«Πέσε κάτω!» γκάριξε ο αρχηγός των φρουρών. «Κάτω! Στα γόνατά σου! ΤΩΡΑ!»
«Σκότωσέ με…» τον προκάλεσε ο Χάλρεοκ γρυλίζοντας μέσα από σφιγμένα δόντια. Τα μενεξεδιά μάτια του σπινθηροβολούσαν σαν τα μάτια παράφρονα. Δεν θα τους άφηνε να τον βασανίσουν!
Ο αρχηγός των φρουρών έμοιαζε έτοιμος να τραβήξει τη σκανδάλη καθώς σημάδευε το κεφάλι του Ταρσάζιου Υπασπιστή, όταν μια φωνή αντήχησε: «Τον θέλουμε ζωντανό!» Μια γυναικεία φωνή.
Μια σκιερή φιγούρα ξεπρόβαλε, μπαίνοντας από μια θύρα του θαλάμου που ο Χάλρεοκ μέχρι στιγμής δεν είχε προσέξει.
Η γυναίκα ήταν μαυρόδερμη, όπως φάνηκε καθώς πλησίασε το φως των λαμπών, και τα μάτια της ήταν ανομοιόχρωμα: το ένα μαύρο, το άλλο πράσινο. Κρατούσε πιστόλι και τον σημάδευε.
«Σε θέλουμε ζωντανό, Χάλρεοκ λαρ Παρένταζ,» του είπε. «Αλλά μπορούμε να σπάσουμε τα γόνατά σου αν επιμένεις.» Το όπλο της δεν σημάδευε το κεφάλι του.
Εκείνος δεν μίλησε, όμως δεν κινήθηκε κιόλας.
Η γυναίκα πρόσταξε τους φρουρούς: «Γδύστε τον, και βγάλτε τη σφαίρα απ’το χέρι του.» Εκείνοι έσπευσαν να υπακούσουν: δύο άρχισαν να βγάζουν τα ρούχα του (σκίζοντάς τα, κυρίως), ενώ οι άλλοι δύο τον απειλούσαν ο ένας με το ξίφος του κι ο άλλος με το πιστόλι του.
«Φρουροί!» φώναξε η γυναίκα, και ήταν φανερό ότι φώναζε τους φρουρούς έξω απ’το δωμάτιο.
Δύο άντρες μπήκαν, με τα σπαθιά τους γυμνά στα χέρια τους.
«Πάρτε τον νεκρό από δω,» τους πρόσταξε εκείνη, δείχνοντας με το σαγόνι της τον πολεμιστή που είχε σκοτώσει ο Χάλρεοκ.
Όταν ο Ταρσάζιος Υπασπιστής ήταν γυμνός, έβαλαν το δεξί του χέρι πάνω σ’έναν πάγκο βασανιστηρίων και, χρησιμοποιώντας μια λαβίδα, τράβηξαν τη σφαίρα έξω απ’τον πήχη του, ενώ εκείνος γρύλιζε σαν θηρίο. Η γυναίκα είχε ήδη ανάψει το τζάκι και θερμάνει τη λεπίδα ενός ξιφιδίου. Την πλησίασε στο τραύμα του Χάλρεοκ και την ακούμπησε επάνω–
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!»
Η κραυγή του αντήχησε στα υπόγεια.
Και λιποθύμησε.
Όταν συνήλθε, διαπίστωσε ότι ήταν καθισμένος στο πέτρινο πάτωμα, με την πλάτη του ακουμπισμένη στον τοίχο πίσω του. Τα χέρια του ήταν ανοιχτά– Έκανε να τα μετακινήσει. Δεν μπορούσε. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά· είδε ότι τα είχαν δέσει στον τοίχο, με σιδερένιους κρίκους.
Εξακολουθούσε να είναι γυμνός, και το ψύχος κι η υγρασία του υπογείου είχαν αρχίσει να διεισδύουν στα κόκαλά του.
Ο θάλαμος ήταν μισοσκότεινος γύρω του. Κανένας άνθρωπος δεν φαινόταν.
«Είναι κανείς εδώ;» φώναξε.
Καμία απάντηση.
«Είναι κανείς εδώ;
»Είναι κανείς εδώ;…»
*
«Πού με πηγαίνετε;»
«Κλείσ’το στόμα σου, σκύλα,» είπε η αρχηγός των φρουρών καθώς ζύγωναν τον Οίκο της Γνώσης, «γιατί θα τους βάλω να σε δέσουν και να σε πάνε σηκωτή.»
Οι άντρες έσπρωξαν τη Χιρκόμο πάνω στα ψηλά σκαλοπάτια, κι εκείνη παραλίγο να παραπατήσει και να πέσει. Τα πόδια της έτρεμαν. Οι σκέψεις της ήταν μια θύελλα μέσα στο μυαλό της. Ο Αλίρκωπ – χτύπησαν τόσο άσχημα τον Αλίρκωπ – είναι ζωντανός; Πρέπει να είναι. Δεν τον χτύπησαν με τα σπαθιά τους, μόνο με τις ασπίδες. Αλλά τον Θυμό τον χτύπησαν με σπαθί, στο κεφάλι, έτρεξε αίμα, πολύ αίμα. Πρέπει να ξέρουν για μας. Γιατί πήραν μόνο εμένα; Θα πάνε τώρα να πάρουν και τον Καζίτο’ναρ! Απέτυχα… απέτυχα να τον προστατέψω. Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, απέτυχα – με συγχωρείς… Θα σε ξαναδώ; Θα ξαναδώ τους Ταργκάφλι της Βινέρνι, το λαό μου; Ο Καζίτο’ναρ, όμως, είναι ξεχωριστός· ίσως να τους ξεφύγει, ίσως να έρθει για μένα. Ναι – πρέπει να έρθει – πρέπει να έρθει!…
Συνέχιζε να παραπατά καθώς ανέβαινε τα σκαλοπάτια, κι όταν τα ανέβηκε, οι φρουροί την οδήγησαν στο εσωτερικό του Οίκου της Γνώσης, μέσα σε διαδρόμους που νόμιζε ότι θα την έπνιγαν. Τι άσχημο μέρος!
«Γιατί με φέρατε εδώ;… Γιατί;»
«Σκασμός, είπα!» Η αρχηγός των φρουρών την κοπάνησε στο πλάι του κεφαλιού με το γαντοφορεμένο χέρι της. «Και προχώρα.»
Η Χιρκόμο παραλίγο να πέσει. Οι φρουροί την έσπρωξαν μπροστά.
Ο Καζίτο’ναρ θα έρθει για μένα. Θα έρθει για μένα. Τον διάλεξε η Βιβεϊρλώταθ. Δεν είναι κοινός θνητός. Θα έρθει για μένα. Θα τους κάνει να πληρώσουν γι’αυτό!
Την κατέβασαν από μια στριφτή σκάλα. Βρέθηκε σ’ένα υπόγειο, σκοτεινό και υγρό. Οι φύλακες εκεί την ατένιζαν ψυχρά. Τη θεωρούσαν βάρβαρη – ήταν σίγουρη γι’αυτό – όπως οι Ταρσάζιοι. Τη μισούσαν, χωρίς να τους έχει κάνει τίποτα.
Ο Καζίτο’ναρ θα έρθει για μένα.
Και ο Αλίρκωπ πρέπει νάναι ζωντανός. Πρέπει νάναι ζωντανός!
Άνοιξαν μια πόρτα και την έσπρωξαν μέσα σ’ένα δωμάτιο, κάνοντάς τη να χάσει την ισορροπία της και να πέσει στα γόνατα.
Κάποιος από τους φρουρούς έφερε μια αναμμένη λάμπα, και η Χιρκόμο είδε ότι το δωμάτιο ήταν στρογγυλό, και αλυσίδες κρέμονταν απ’το ταβάνι. Τι χρειάζονταν οι αλυσίδες; Ένα τρέμουλο τη διαπέρασε.
«Τελειώνετε μαζί της,» πρόσταξε η αρχηγός.
Ένας φρουρός άρπαξε τη Χιρκόμο απ’τα μαλλιά και τη σήκωσε όρθια· ένας άλλος έπιασε τα χέρια της, τα ύψωσε πάνω απ’το κεφάλι της, και πέρασε τους καρπούς της μέσα σε σιδερένιους κρίκους.
Η Χιρκόμο τούς καταράστηκε στη Γλώσσα των Ταργκάφλι: τους καταράστηκε να πεθάνουν μαρτυρικά, χωρίς μάτια και χωρίς γλώσσες. Αλλά ήξερε ότι οι κατάρες της δεν θα έπιαναν γιατί κανένα πνεύμα δεν ήταν εδώ για να την ακούσει. Ήταν μόνη. Τελείως μόνη.
Η αρχηγός των φρουρών κατέβασε έναν μοχλό που ήταν μισοκρυμμένος στις σκιές του τοίχου, και η Χιρκόμο αισθάνθηκε τις αλυσίδες που κρατούσαν τα χέρια της ψηλά να την τραβάνε επάνω. Τα πόδια της έφυγαν από το έδαφος. Ούρλιαξε.
«Είναι ομιλητική, όμως…» γέλασε ένας απ’τους φρουρούς.
Δύο άλλοι έσκισαν τα ρούχα της και πήραν τις μπότες της. Μια ιδρωμένη χούφτα ζούληξε το αριστερό της στήθος. Τραχιά δάχτυλα χώθηκαν μέσα στη γυναικεία φύση της– Η Χιρκόμο, ουρλιάζοντας, κλώτσησε έναν φρουρό στο κεφάλι κάνοντάς τον να παραπατήσει. Τους έβριζε στη Γλώσσα των Ταργκάφλι, ονομάζοντάς τους πτωματοφάγα ό’τρατ ζιν, κουτσά άλογα.
«Αφήστε την, ρε λιμασμένοι λεχρίτες!» μούγκρισε η αρχηγός τους. «Δε μας είπε κανένας να την πειράξουμε. Φιμώστε την και φεύγουμε.»
Ένας φρουρός έχωσε ένα φίμωτρο στο στόμα της Χιρκόμο και το έδεσε πίσω απ’το κεφάλι της. Ύστερα, εκείνος κι οι υπόλοιποι βγήκαν απ’το δωμάτιο, περνώντας από τη στενή πόρτα ο ένας κατόπιν του άλλου. Η αρχηγός έφυγε τελευταία, κλείνοντας πίσω της.
Κι αφήνοντας τη Χιρκόμο να αιωρείται στο σκοτάδι.
*
Δεν ήταν εύκολο να δραπετεύσει από τον Οίκο της Γνώσης. Παρά τον χαλασμό στην Αρένα, είχε δυσκολευτεί να ξεμπλέξει από τους πολύπλοκους διαδρόμους και τις σκάλες του οικοδομήματος. Και οι φύλακες δεν φάνηκαν να τα έχουν χαμένα. Άλλοι ήταν οι φρουροί που φυλούσαν την Αρένα, άλλοι αυτοί που φυλούσαν το εσωτερικό του Οίκου, και κανένας δεν άφηνε τα καθήκοντά του απ’το ένα μέρος για να πάει στο άλλο.
Σε κάποια στιγμή βρέθηκε αντίκρυ στην Κίδλη, τη μελανόδερμη Ιεράρχη με τα ανομοιόχρωμα μάτια, η οποία τώρα κρατούσε πιστόλι και, υψώνοντάς το, έκανε να πυροβολήσει την Ανταρλίδα στα πόδια. Εκείνη πήδησε και η σφαίρα αστόχησε· κλότσησε την Ιεράρχη στο διάφραγμα κι άρπαξε το όπλο της, καθώς φρουροί μαζεύονταν γύρω της σαν μεταλλικά έντομα. Φυλώντας τις σφαίρες γι’άλλη φορά, τους χτύπησε με τα πλατυλέπιδα ξιφίδιά της, με τους αγκώνες, το κεφάλι, τα γόνατα, και τα πόδια της, μέχρι που ξέμπλεξε απ’αυτούς, δημιούργησε μια δίοδο ανάμεσά τους κι έφυγε.
«Πιάστε την! Μην την αφήσετε να σας φύγει! Πιάστε την!» άκουσε το ουρλιαχτό της Κίδλης πίσω της.
Και το λυσσαλέο κυνηγητό συνεχίστηκε μέσα στον Οίκο της Γνώσης. Η Ανταρλίδα συνάντησε αμπαρωμένες πόρτες, πέρασε από στενούς και φαρδείς διαδρόμους, κατέβηκε κι ανέβηκε σκάλες, μπήκε σε δωμάτια επιπλωμένα και σε δωμάτια παράξενα άδεια, σε μια βιβλιοθήκη-αναγνωστήριο, σ’έναν κοιτώνα, σε μια τραπεζαρία–
Είδε έναν εξώστη με επάλξεις κάτω από ένα παράθυρο. Πήδησε πάνω στο περβάζι του παραθύρου, πήδησε έξω. Το ένα της ξιφίδιο έσχισε τον λαιμό ενός φρουρού στον εξώστη, το δεξί της πόδι έσπασε το σαγόνι του διπλανού φρουρού. Πήδησε σ’έναν άλλο εξώστη καθώς πυροβολισμοί αντηχούσαν πίσω της.
Πήδησε στην ψηλή στέγη ενός σπιτιού.
Είχε καταφέρει να βγει από τον Οίκο της Γνώσης. Αλλά όχι και από τη Βέλρικ. Κι όπως σύντομα διαπίστωσε, να καταφέρεις αυτό το τελευταίο ήταν εξαιρετικά δύσκολο, ακόμα και για μια Μαύρη Δράκαινα. Πράγμα που έλεγε κάτι σημαντικό για τη Μεγάλη Πόλη της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας: Δεν ήταν μόνο απόρθητη σαν οχυρό· όχι, ήταν και υψίστης ασφαλείας, σαν φυλακή της ίδιας της Συμπαντικής Παντοκράτειρας.
Η Ανταρλίδα βρήκε τη Βόρεια Πύλη γεμάτη φρουρούς, παρότι έτρεξε να φτάσει εκεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μετά, σκέφτηκε ότι αυτό ήταν λογικό από τη στιγμή που οι Ιεράρχες μπορούσαν, σύμφωνα με τα λεγόμενα, να επικοινωνούν στιγμιαία ο ένας με τον άλλο.
Αναγκάστηκε να κρυφτεί στους δρόμους της πόλης και να παίξει ένα παιχνίδι σκιών και αίματος με τους φρουρούς. Την πανοπλία και το κράνος της Αρένας τα έβγαλε: δεν της χρειάζονταν πλέον· απλά τη δυσχέραιναν. Μονάχα τα ξιφίδια κράτησε, που δεν ήταν και τόσο άσχημα όπλα, αν και γενικά προτιμούσε τις πιο ντελικάτες λεπίδες. Από την αγορά της Βέλρικ έκλεψε τρεις διαφορετικές κάπες, για νάχει ν’αλλάζει την αμφίεσή της. Φαγητό και ποτό, επίσης, έκλεψε κάμποσες φορές από αποθήκες και κελάρια, γιατί δεν υπήρχε πανδοχείο που μπορούσε να πάει: το κατάλευκο δέρμα της θα την πρόδιδε αμέσως.
Τα τείχη της πόλης ήταν αδύνατον να τα σκαρφαλώσει. Παρότι έκλεψε σχοινί και γάντζο γι’αυτή τη δουλειά, διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τους φρουρούς, ούτε μπορούσε να τα βάλει με όλους τους. Ήταν πάρα πολλοί, και επάνω και κάτω από τα τείχη. Οι Ιεράρχες δεν έπαιρναν κανένα ρίσκο· ήταν έτοιμοι για εκείνη σαν να ήταν δαίμονας του Μασμόρου, του Άρχοντα των Νυχτερινών Τρόμων, που έλεγαν σε τούτη τη διάσταση.
Πρόσφατα, επιχείρησε να φύγει από τη νότια πύλη, που ήταν η μικρότερη και έβγαζε στα βουνά – γι’αυτό κιόλας την ονόμαζαν Πόρτα των Βουνών. Αλλά κι εκεί συνάντησε σθεναρή αντίσταση. Παραλίγο να δραπετεύσει, μα δεν τα κατάφερε· και μια σφαίρα την πήρε ξυστά στα αριστερά πλευρά. Δεν μπήχτηκε μέσα της, της έσχισε όμως το πανωφόρι και της προκάλεσε ένα ελαφρύ τραύμα.
Απόψε, κρύφτηκε κάτω από μια πέτρινη σκάλα για να κοιμηθεί – να κοιμηθεί όπως είχε εκπαιδευτεί να κοιμάται όταν την κυνηγούσαν: μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, πάντα έτοιμη να τιναχτεί επάνω και να σκοτώσει. Μαζί της, για παρέα, ήταν ένας αδέσποτος καφετής σκύλος με κομμένο αφτί. Το ζώο ήταν κουλουριασμένο τώρα, κι έμοιαζε ικανοποιημένο από το μισό μπιφτέκι που του είχε ρίξει η Ανταρλίδα. Δεν πρέπει, γενικά, να έτρωγε και πολύ· ήταν κοκαλιάρικο: τα πλευρά του φαίνονταν κάτω απ’τη σάρκα του.
Η Ανταρλίδα πίστευε ότι η αποψινή νύχτα θα περνούσε ήσυχα. Το ήλπιζε… γιατί της χρειαζόταν ύπνος. Ούτε οι Μαύρες Δράκαινες δεν μπορούσαν νάναι συνεχώς άυπνες. Αφού, όμως, τύλιξε τη ζεστή κάπα γύρω της και μάζεψε τα πόδια της κοντά της, άκουσε φωνές από τους δρόμους της πόλης: κι ορισμένες απ’αυτές έμοιαζαν να έρχονται από ανθρώπους πολύ αναστατωμένους, τρομοκρατημένους.
Τι συμβαίνει;
Ο κουτσάφτης σκύλος ύψωσε το κεφάλι του. Αφουγκραζόταν.
Η Ανταρλίδα σηκώθηκε, αργά, κάτω από τη σκιά της πέτρινης σκάλας. Αφουγκράστηκε κι εκείνη. Οι φωνές δεν της φαινόταν να έχουν καμια συγκεκριμένη μεριά προέλευσης. Ήταν σαν ολόκληρη η Βέλρικ να φώναζε.
Βγήκε απ’την κρυψώνα της και βάδισε, προσεχτικά, μέσα στους δρόμους.
Δεν άργησε να καταλάβει τι ήταν εκείνο που είχε ανησυχήσει τους κατοίκους. Μια πελώρια σκιά έπεφτε μια στον έναν δρόμο μια στον άλλο. Μια πελώρια φτερωτή μορφή έκρυβε τα φεγγάρια όποτε περνούσε από μπροστά τους.
Το πουλί.
Το πουλί με το γκρίζο τρίχωμα και το πορφυρό λοφίο, το οποίο είχε έρθει απ’τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο, όπως εκείνη κι ο Τάμπριελ.
Η Ανταρλίδα το είδε να περνά από πάνω της, φτερουγίζοντας χαμηλά και κάνοντας αέρα να σηκώνεται. Στην κοιλιά του, παρατήρησε, υπήρχε κάτι που δεν ήταν εκεί τις άλλες φορές. Κάποιος τού είχε φορέσει ένα λευκό πανί, κι επάνω στο πανί είχε ζωγραφίσει μεγάλα, κόκκινα γράμματα, στη Συμπαντική Γλώσσα.
ΓΝΕΨΕ ΜΟΥ ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΤΕΓΗ
ΘΑ ΣΕ ΒΓΑΛΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Μονάχα εκείνη κι ο Τάμπριελ ήξεραν τη Συμπαντική σ’αυτή τη διάσταση…
Τα κέρατα του Κάρτωλακ! Είναι εδώ· ήρθε για μένα.
Η Ανταρλίδα χαμογέλασε άθελά της. Κι έτρεξε να σκαρφαλώσει σε μια οροφή.
*
Αφού φόρεσε στο γιγάντιο πουλί το ύφασμα που είχε ετοιμάσει, και αφού το πουλί άρχισε να πετά πάνω απ’την πόλη της Βέλρικ, ο Τάμπριελ έβγαλε από τον λαιμό του το αργυρό περιδέραιο.
«Τώρα, Γκαλένραμωθ, θα ελευθερωθείς,» μουρμούρισε. «Θυμάσαι τη συμφωνία μας, έτσι; Δεν την έχεις… ξεχάσει.» Υπήρχε ένας απειλητικός τόνος στη φωνή του.
Ο δαιμονικός θεός τον διαβεβαίωσε πως δεν είχε ξεχάσει τίποτα.
Ο Τάμπριελ τράβηξε το ξιφίδιο από τη ζώνη του και έμπηξε την αιχμή της λεπίδας στη χαραμάδα ανάμεσα στον ημιδιαφανή, πολυεδρικό λίθο και στον αργυρό δίσκο όπου αυτός ήταν προσαρτημένος. Χρειάστηκε να πιέσει αρκετά, αλλά τελικά το πετράδι ξεκόλλησε από το περιδέραιο, και ο Τάμπριελ το κράτησε ανάμεσα στον δείκτη και στον αντίχειρα του γαντοφορεμένου χεριού του. Ο Γκαλένραμωθ περιφερόταν ανήσυχα εντός του· ο Δεσμοφύλακας μπορούσε να τον δει σαν μαύρη ομίχλη με πορφυρά, φωτεινά σημάδια.
Αφού θηκάρωσε το ξιφίδιο και έκρυψε το περιδέραιο μέσα σε μια τσέπη του παντελονιού του, ο Τάμπριελ άρθρωσε τα λόγια για ένα Ξόρκι Τηλεκινήσεως και το εστίασε πάνω στο πετράδι που κρατούσε.
Το Φρουραρχείο της Βέλρικ φαινόταν πίσω από τα υπόλοιπα οικοδομήματα, και δεν ήταν και πολύ μακριά από τον Σκυφτό Βράχο. Ο Τάμπριελ, χρησιμοποιώντας την επίδραση του Ξορκιού Τηλεκινήσεως, έστειλε τον ημιδιαφανή λίθο προς τα εκεί. Με μεγάλη ταχύτητα και δύναμη. Τον έκανε να κοπανήσει πάνω σ’έναν απ’τους τοίχους του Φρουραρχείου, και να θρυμματιστεί. Ελευθερώνοντας τον Γκαλένραμωθ.
Ένα απάνθρωπο ουρλιαχτό αντήχησε στους δρόμους της πόλης, όπου ήδη κι άλλες φωνές αντηχούσαν από όσους έβλεπαν, τρομαγμένοι, το γιγάντιο πουλί να πετά από πάνω τους. Μια μαύρη θολούρα τύλιξε προς στιγμή το Φρουραρχείο, σαν γίγαντας που ξεδιπλώνεται για να ξεμουδιάσει ύστερα από αιώνες φυλάκισης σε κάποιο άβολο, στενό μέρος.
Ένας πολύ, πολύ θυμωμένος γίγαντας.
Ο Τάμπριελ είδε ένα απύθμενο δαιμονικό στόμα ν’ανοίγει ΟΥΡΛΙΑΖΟΝΤΑΣ, και δεκάδες πορφυρά μάτια να γυαλίζουν σαν διάπυρα φεγγάρια, ενώ δύο πελώρια, μυώδη χέρια απλώνονταν στους ουρανούς.
Μετά, η φασματική μορφή διαλύθηκε σα να μην ήταν παρά μια ψευδαίσθηση, και οι κραυγές στην πόλη εντάθηκαν. Ο Γκαλένραμωθ ήταν αμολητός ανάμεσα στους ανθρώπους της Βέλρικ. Το κανιβαλικό του όργιο θα κρατούσε για ώρες πολλές.
Για αρκετές ώρες, σίγουρα, ώστε ο Τάμπριελ να ολοκληρώσει το σχέδιό του.
Χρησιμοποιώντας πάλι την εξωτερική σκάλα του Σκυφτού Βράχου, κατέβηκε στον δρόμο πλάι στο πανδοχείο και, αμέσως, πήγε στο στενορύμι από πίσω. Όπου βρήκε τους συντρόφους του να τον περιμένουν, έχοντας ήδη βγει από την κουζίνα του Σκυφτού Βράχου για ν’αποφύγουν τα μάτια πιθανών κατασκόπων έξω απ’την εξώπορτα του πανδοχείου.
Ήταν όλοι τους έτοιμοι, ακόμα κι ο Αλίρκωπ. Η όψη του ήταν άγρια και οργισμένη για την απαγωγή της Χιρκόμο και τον άσκοπο θάνατο του Θυμού, ο οποίος ήταν από χρόνια πιστός του φίλος.
Κρατούσαν σπαθιά και πιστόλια στα χέρια τους. Τουφέκια δεν είχαν πάρει μαζί τους ερχόμενοι στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας, για να μπορούν να περάσουν απαρατήρητοι ευκολότερα.
Η Αθνάβια έδωσε το ραβδί με την πορφυρή σφαίρα στον Τάμπριελ, κι εκείνος είπε, τραβώντας το πιστόλι από το εσωτερικό της κάπας του: «Ξεκινάμε.»
*
Καθώς η Ανταρλίδα σκαρφάλωνε σε μια οροφή, άκουσε να αντηχεί στην πόλη μια θηριώδη κραυγή που δεν μπορεί να βγήκε από κανένα ανθρώπινο στόμα. Ούτε καν από το στόμα θηρίου, ακόμα και σκράχαμπ.
Τι είχε κάνει έτσι;
Όταν βρέθηκε πάνω στα κεραμίδια της στέγης, είδε από κάτω της ανθρώπους να αλληλοσκοτώνονται, ορμώντας ο ένας στον άλλο σαν να ήταν ζώα της ζούγκλας. Δαγκώνονταν, μα τους θεούς! Έμπηγαν τα δόντια τους στους λαιμούς τους! Και παντού οι φωνές είχαν δυναμώσει. Τι σκατά συμβαίνει, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ; Οι πάντες ξαφνικά τρελάθηκαν;
Η Ανταρλίδα στάθηκε ευθυτενής επάνω στην οροφή και κοίταξε τον ουρανό. Το γιγάντιο πτηνό ακόμα περιφερόταν πάνω από την πόλη, φτερουγίζοντας χαμηλά για να φαίνεται αυτό που ήταν γραμμένο στο στήθος του: αυτό που μονάχα εκείνη κι ο Τάμπριελ μπορούσαν να διαβάσουν.
Η Ανταρλίδα έβγαλε την κουκούλα της κάπας της, αφήνοντας τα ξανθά μαλλιά της να κυματίσουν στον άνεμο, και κούνησε τα χέρια της πάνω απ’το κεφάλι της, ελπίζοντας ότι αυτό θα ήταν αρκετό για να αντιληφτεί το πουλί την παρουσία της.
Το γιγάντιο πτηνό την πρόσεξε. Στράφηκε προς το μέρος της, και ζύγωσε γρήγορα. Τα πελώρια πόδια του γατζώθηκαν στην οροφή του σπιτιού, σπάζοντας κεραμίδια και κάνοντάς τα να πέσουν σαν βροχή στους δρόμους τριγύρω. Οι πελώριες φτερούγες του έμοιαζαν να έχουν δημιουργήσει καινούργια στέγη. Άνοιξε το ράμφος του και έκρωξε, θριαμβευτικά, σχεδόν κουφαίνοντας την Ανταρλίδα.
Η Μαύρη Δράκαινα πιάστηκε από το γκρίζο τρίχωμα του πουλιού και σκαρφάλωσε στη ράχη του, λίγο πιο κάτω απ’το κεφάλι. Σαν μυρμήγκι είμαι πάνω σ’αυτό το πράγμα!
Το πτηνό χτύπησε δυνατά τις φτερούγες του και υψώθηκε στον αέρα, διαλύοντας κι άλλα κεραμίδια. Η Ανταρλίδα δεν ήθελε ούτε καν να φανταστεί τι θα γινόταν μέσα στο σπίτι, κάτω από την οροφή. Σίγουρα, χώματα και πέτρες θα έπεφταν· ίσως, ακόμα και δοκάρια.
Το πουλί την ανέβασε στον νυχτερινό ουρανό. Ψηλά, ψηλά, ψηλά, ακόμα πιο ψηλά. Η Ανταρλίδα κρατιόταν με δύναμη επάνω του για να μην την πάρει ο αέρας, που αισθανόταν να τραβά βίαια τα μαλλιά και την κάπα της.
«Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε τον πιλότο της, αλλά εκείνος απάντηση δεν έδωσε.
Η πόλη φαινόταν πλέον μικρή από κάτω της, λες και ήταν ζωγραφιά. Το ίδιο και ο στρατιωτικός καταυλισμός βόρειά της. Το ίδιο και τα ψηλά, απότομα βουνά στα νότια.
Το πουλί υψωνόταν και υψωνόταν και υψωνόταν. Χανόταν μέσα στη σκοτεινή απεραντοσύνη του νυχτερινού ουρανού, και κάπου-κάπου έκρωζε δυνατά μοιάζοντας να το διασκεδάζει.
Η Ανταρλίδα είδε το κόκκινο άστρο να έρχεται ολοένα και πιο κοντά. Το κόκκινο άστρο που είχε εμφανιστεί στους ουρανούς αυτής της διάστασης εξαιτίας του υπερδιαστασιακού στροβίλου.
Είναι δυνατόν;
Η Ανταρλίδα κρατιόταν γερά από το γκρίζο τρίχωμα του πουλιού, ενώ αισθανόταν τον αέρα παγωμένο γύρω της, να διαπερνά τα ρούχα της και το ίδιο της το κατάλευκο πετσί, να τη μουδιάζει. Με δυσκολία κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά. Και προτιμούσε να τα έχει μισόκλειστα για να μην την πονάνε από τον άνεμο.
Πού στα κέρατα του Κάρτωλακ με πας;
Το κατακόκκινο άστρο με τις μεγάλες αχτίνες ερχόταν ολοένα και πιο κοντά. Ώσπου γέμισε ολόκληρο τον ουρανό αντίκρυ της. Το φως του την έλουσε. Και μετά, δεν υπήρχε τίποτα παρά το άστρο…
Είδε γη από κάτω της. Κόκκινη γη. Κι ένα δάσος, πράσινο όπως και τ’άλλα δάση. Και μια λίμνη, που γυάλιζε στο φως των φεγγαριών.
Κατεβαίνουμε… συνειδητοποίησε. Κατεβαίνουμε πάνω στο κόκκινο άστρο.
Η Ανταρλίδα είδε ποντίκια – μεγάλα σαν σκυλιά, και τριχωτά – να τρέχουν για να φύγουν από τις όχθες της λίμνης και να κρυφτούν στο δάσος. Τα πόδια τους έμοιαζαν δυνατά και γρήγορα· οι ουρές τους θύμιζαν μαστίγια· τα αφτιά τους ήταν μυτερά και πεταχτά.
Το πουλί προσγειώθηκε κρώζοντας και σηκώνοντας σύννεφα κόκκινου χώματος γύρω του.
Η Ανταρλίδα, νιώθοντας ακόμα μουδιασμένη από το βίαιο χάδι του ανέμου, κατέβηκε απ’τη ράχη του πτηνού και στάθηκε στις όχθες της λίμνης. Στον ουρανό μπορούσε να δει τα δύο φεγγάρια, τον Πράσινο και τον Ιώδη. Καθώς επίσης και μια άλλη, πελώρια σφαίρα, γαλανή και γκρίζα. Ο κόσμος απ’όπου με πήρε το πουλί. Ο κόσμος του Βασιλείου Τάρσαζ και των Ιεραρχών και της Γης των Ταργκάφλι…
Το πτηνό άρχισε να φτερουγίζει, και απογειώθηκε.
«Ε, περίμενε!» του φώναξε η Ανταρλίδα. «Γιατί μ’έφερες εδώ; Δε θέλω να μείνω εδώ – πήγαινέ με πίσω!»
Το πουλί την αγνόησε. Με δυνατά χτυπήματα των φτερών του, πέταξε στον νυχτερινό ουρανό, πηγαίνοντας προς την πελώρια γαλανόγκριζη σφαίρα που γέμιζε το μεγαλύτερο μέρος του.
Η Ανταρλίδα χτύπησε τα χέρια της στους μηρούς της. «Σκατά…!» μουρμούρισε. «Τώρα ξεμείναμε σ’ένα γαμημένο έρημο άστρο…»
*
«Κατά πάσα πιθανότητα, πιστεύουν ότι θα χρησιμοποιήσω τον Γκαλένραμωθ εναντίον τους, όπως έκανα στη Σότραθ,» είχε πει ο Τάμπριελ στους συντρόφους του. «Γι’αυτό δεν ήρθαν να μας συλλάβουν όλους απευθείας αλλά προτίμησαν να με τραβήξουν στον Οίκο της Γνώσης. Ευελπιστούν ότι θα προλάβουν να με σκοτώσουν προτού προλάβω εγώ να στρέψω τον Γκαλένραμωθ εναντίον τους. Επομένως, θα έχουν ακροβολισμένους τυφεκιοφόρους στις επάλξεις του Οίκου, έτοιμους να μας πυροβολήσουν μόλις μας δουν.»
Αποκλείεται, όμως, να περίμεναν ότι ξαφνικά όλοι στην πόλη τους θα μετατρέπονταν σε ανθρωποφάγους, σκέφτηκε τώρα ο Τάμπριελ, καθώς ζύγωναν τον Οίκο της Γνώσης, περνώντας από στενούς δρόμους και σκοτώνοντας κάπου-κάπου κανέναν αφηνιασμένο κανίβαλο που ερχόταν καταπάνω τους. Κι αποκλείεται να περίμεναν ότι θα είμαστε τόσο τρελοί ώστε να έρθουμε από την κεντρική είσοδο του οχυρού τους.
Μπροστά από τον Οίκο της Γνώσης, χάος επικρατούσε καθώς πλήθη δαιμονισμένων ανθρώπων πάλευαν, χτυπώντας αδιάκριτα, σκίζοντας σάρκες, σπάζοντας κόκαλα, βγάζοντας μάτια, πίνοντας αίμα, μασώντας κομμένα δάχτυλα και κομμένα χέρια, μπήγοντας δόντια σε μαλακούς λαιμούς. Ουρλιαχτά και κραυγές αντηχούσαν παντού.
Στις επάλξεις του Οίκου κάποιοι πυροβολούσαν με τουφέκια, κάποιοι τόξευαν με βαλλίστρες.
«Προσοχή τώρα,» είπε ο Τάμπριελ στους συντρόφους του, κάνοντάς τους νόημα να σταματήσουν, κρυμμένοι στη στροφή ενός δρόμου που ίσα που τους χωρούσε.
Υψώνοντας ένα κοντό τηλεσκόπιο στο δεξί του μάτι, ατένισε την είσοδο του Οίκου της Γνώσης. Ήταν ψηλή, διπλή, και καμωμένη από φερίλιο. Και, όπως του είχε πει ο Βάλλεριμ (που την είχε παρατηρήσει και πριν), δεν είχε κλειδαριά. Επομένως πρέπει να έκλεινε με αμπάρα, από πίσω.
Ο Τάμπριελ άρθρωσε τα λόγια για ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως, ενώ συγχρόνως έκανε τις απαραίτητες χειρονομίες με το δεξί του χέρι, αγγίζοντας το τηλεσκόπιο και προσφέροντας στον φακό του δυνάμεις που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν είχε.
Μπορούσε τώρα να δει μέσα στη χαραμάδα ανάμεσα στα δύο φύλλα της μεγάλης πόρτας, ώστε να διαπιστώσει ένα πράγμα: πού ακριβώς βρισκόταν η αμπάρα.
Ναι, εκεί, μία αμπάρα… Και λίγο πιο κάτω… άλλη μία αμπάρα. Πραγματικό οχυρό, όντως.
Ο Τάμπριελ τέντωσε το δεξί χέρι του προς τον Οίκο της Γνώσης, ενώ με το αριστερό εξακολουθούσε να κρατά εμπρός του το οπτικά ενισχυμένο τηλεσκόπιο. Από τα χείλη του κύλησαν τα λόγια για το Ξόρκι Τηλεκινήσεως, και ο Τάμπριελ το φόρτισε με όση περισσότερη από την πνευματική του δύναμη μπορούσε. Ήταν πολύ σημαντικό να τα καταφέρει χωρίς να χρειαστεί δεύτερη προσπάθεια…
Το ξόρκι παγίδεψε και τις δύο αμπάρες μέσα στο δίχτυ επίδρασής του – ένα δίχτυ που τώρα ο Τάμπριελ μπορούσε να νιώσει σχεδόν σαν να ήταν φυσικό αντικείμενο και όχι πνευματική έννοια. Έστειλε κι άλλη δύναμη στο ξόρκι… έλκοντας προς τα επάνω. Σηκώνοντας και τις δύο αμπάρες συγχρόνως και πετώντας τες πίσω από τη φερίλια διπλή πόρτα.
Κατεβάζοντας το τηλεσκόπιο από εμπρός του, το πέρασε αμέσως στη ζώνη του, πήρε το ραβδί του από τον τοίχο όπου το είχε ακουμπήσει, και είπε στους συντρόφους του: «Τώρα!» ενώ τραβούσε το πιστόλι του.
Έτρεξαν προς τα ψηλά σκαλοπάτια του Οίκου της Γνώσης, τα ανέβηκαν με μεγάλα πηδήματα προτού κανένας απ’τους υπερασπιστές προλάβει να αντιδράσει (ή, αν πρόλαβε κάποιος να τους πυροβολήσει ή να τους τοξέψει, αστόχησε), και έπεσαν με φόρα πάνω στη διπλή πύλη, ανοίγοντάς την παταγωδώς.
Φρουροί φάνηκαν συγκεντρωμένοι αντίκρυ τους.
Ο Τάμπριελ κι οι σύντροφοί του τους πυροβόλησαν, γεμίζοντάς τους σφαίρες. Πέρασαν πάνω από τα πτώματα προχωρώντας μέσα στους πέτρινους διαδρόμους του Οίκου της Γνώσης.
Το απόρθητο οχυρό των Ιεραρχών είχε μόλις πορθηθεί.
*
Η Ανταρλίδα αναστέναξε και κάθισε πάνω σε μια γκρίζα πέτρα. Δεν ήταν τα πάντα κόκκινα στο αστέρι, παρατήρησε· μονάχα το χώμα του ήταν κόκκινο.
Γιατί ο Τάμπριελ μ’έστειλε εδώ πάνω; Ή, μήπως, δεν ήταν ο Τάμπριελ που έστησε τούτη την ιστορία; Ποιος άλλος, όμως, μπορεί να ήταν; Οι Ιεράρχες; Αποκλείεται. Κατά πρώτον, γιατί να τη στείλουν στο κόκκινο άστρο; Και κατά δεύτερον, δεν ήξεραν τη Συμπαντική Γλώσσα· δε θα μπορούσαν να γράψουν εκείνο το μήνυμα.
Ο Τάμπριελ την είχε στείλει εδώ· αποκλείεται να ήταν κανένας άλλος. Μάλλον θα ερχόταν κι αυτός, σύντομα…
Εν τω μεταξύ, η λίμνη μπροστά της γυάλιζε δελεαστικά στο φως των φεγγαριών… Η Ανταρλίδα σηκώθηκε από τον βράχο και γονάτισε, στο ένα γόνατο, δίπλα στη λίμνη. Έβαλε το χέρι της στο νερό, ανακινώντας το. Δεν έμοιαζε βρόμικο. Πήρε λίγο στις χούφτες της, για να το δοκιμάσει. Η γεύση του δεν ήταν άσχημη. Ήπιε κι άλλο.
Για να ζουν αυτά τα μεγάλα ποντίκια εδώ πέρα, κάτι πρέπει να πίνουν. Δε μπορεί η λίμνη νάναι δηλητηριώδης.
Κι ύστερα από τόση ταλαιπωρία στη Βέλρικ, της χρειαζόταν ένα μπάνιο. Είχε μέρες να πλυθεί, και δεν τριγύριζε και στα πιο καθαρά μέρη της πόλης. Σηκώθηκε όρθια και κοίταξε ολόγυρα. Κανένας δε φαινόταν να είναι εδώ κοντά. Ούτε καν τα ποντίκια.
«Είναι κανείς εδώ;» φώναξε.
Καμία απάντηση.
«Μ’ακούει κανένας;»
Τίποτα.
Μιλούσε στην Οικουμενική, και τότε σκέφτηκε ότι, αν όντως κάποιος βρισκόταν εδώ, ίσως να μην ήξερε την Οικουμενική. Εξάλλου, το κόκκινο άστρο είχε έρθει μέσα από τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο.
Η Ανταρλίδα φώναξε ξανά, αυτή τη φορά στη Συμπαντική. Πάλι, όμως, δεν πήρε καμια απάντηση.
Κανένας δεν είναι εδώ, κατέληξε.
Έβγαλε τις μπότες και τα ρούχα της και βούτηξε στη λίμνη. Άνοιξε τα μάτια της κάτω απ’το νερό για να δει αν υπήρχε ζωή. Μερικά ψάρια κολυμπούσαν, μοιάζοντας ακίνδυνα και, μάλλον, τρομαγμένα από την παρουσία της.
Η Ανταρλίδα έβγαλε το κεφάλι της στην επιφάνεια για ν’αναπνεύσει. Ήταν ωραία εδώ. Και δεν έκανε κρύο· το κλίμα στο άστρο ήταν, αν μη τι άλλο, γλυκό, όπως στο τέλος της άνοιξης.
Η Ανταρλίδα κολύμπησε για λίγο· και μετά σταμάτησε, κοιτάζοντας στον ουρανό τη γιγάντια γαλανόγκριζη σφαίρα που ήταν ο κόσμος απ’τον οποίο την είχε φέρει το πουλί. Υπήρχε κάτι το περίεργο επάνω της, παρατήρησε τώρα. Ή, μάλλον, ίσως «επάνω της» να μην ήταν η σωστή έκφραση. Σε κάποιο σημείο η σφαίρα έμοιαζε να βουλιάζει με τρόπο παράξενο, να… αλλοιώνεται.
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε, σκεπτική. Ο στρόβιλος, συνειδητοποίησε. Ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος. Αυτός πρέπει να είναι. Ναι, σίγουρα…
Το ακανόνιστο κοίλωμα φαινόταν να περιστρέφεται προς διάφορες κατευθύνσεις συγχρόνως και να… διαχέεται έξω απ’τη σφαίρα, απλώνοντας νήματα ή κλαδιά στον ουρανό: πράγματα που έμοιαζαν με φλέβες κάτω από διαφανή σάρκα.
Το θέαμα ήταν, ομολογουμένως, μαγευτικό. Η Ανταρλίδα σκέφτηκε ότι θα ήταν ωραία να μπορούσε να το φωτογραφίσει, αλλά δεν είχε μαζί της φωτογραφική μηχανή.
Τότε ήταν που, με τις άκριες των ματιών της, είδε κάτι μορφές να τρέχουν στις όχθες. Στράφηκε και κοίταξε τα ποντίκια. Το τρίχωμά τους ήταν καφέ και, παρότι είχαν μέγεθος σκύλου, έμοιαζαν να κινούνται γρήγορα σαν λαγοί. Τα παρακολούθησε με περιέργεια, και τα είδε να πηγαίνουν στα ρούχα της… Τι κάνουν εκεί; Άρχισε να κολυμπά προς την όχθη.
Τα ποντίκια άρπαξαν τα ρούχα της στα δόντια τους και έτρεξαν.
Η Ανταρλίδα βγήκε στην όχθη. «ΕΕ!» τους φώναξε κυνηγώντας τα. «Τι νομίζετε ότι κάνετε;»
Τα ποντίκια μπήκαν στο δάσος, και η Ανταρλίδα τα ακολούθησε.
*
Πολεμιστές των Ιεραρχών έρχονταν από τους διαδρόμους και τα δωμάτια, άλλοι με πυροβόλα όπλα άλλοι χωρίς. Οι σύντροφοι του Τάμπριελ δεν ήταν εκπαιδευμένοι στη χρήση των πιστολιών, αλλά δεν άργησαν να τα μάθουν. Σε τελική ανάλυση, χρειαζόταν μονάχα να σημαδεύουν και να πατούν τη σκανδάλη· εδώ μέσα οι αντίπαλοι ήταν συνήθως κοντά. Το μόνο πράγμα για το οποίο ο Τάμπριελ τούς προειδοποίησε ήταν ότι στους κλειστούς χώρους οι σφαίρες συχνά εξοστρακίζονταν, με απρόβλεπτα αποτελέσματα· γι’αυτό όφειλαν να είναι προσεχτικοί και να πυροβολούν εχθρούς, όχι τοίχους.
«Στα υπόγεια πρέπει να τους έχουν,» είπε ο Έσλερον, αναφερόμενος προφανώς στον Χάλρεοκ και στη Χιρκόμο. «Εκεί είναι συνήθως οι κρατούμενοι.»
Ο Τάμπριελ ένευσε.
Όταν όμως έφτασαν κοντά σε μια πέτρινη σκάλα, τη βρήκαν τόσο καλά προστατευμένοι από φρουρούς, που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μέσα στους διαδρόμους.
«Πώς θα τους ξεκολλήσουμε από κει τώρα;» μούγκρισε ο Έσλερον, που έμοιαζε να του αρέσει η χρήση του πιστολιού που κρατούσε στο αριστερό του χέρι. Στο δεξί, κομμένο χέρι του είχε προσαρμόσει μια επικίνδυνη μυτερή λεπίδα, αλλά μέχρι στιγμής δεν την είχε βάψει με αίμα.
«Χρειαζόμαστε έναν αντιπερισπασμό,» είπε ο Βάλλεριμ· και τότε, ακούγοντας κάποιους να έρχονται από έναν πλευρικό, κάθετο διάδρομο, στράφηκε. Απέκρουσε ένα σπαθί με το σπαθί του κι έσπρωξε τον επιτιθέμενο πίσω. Η Αθνάβια τινάχτηκε και τον κάρφωσε στα πλευρά.
«Ο Φλογοφάγος θα το αναλάβει αυτό,» είπε ο Αλίρκωπ στον Τάμπριελ.
Εκείνος ένευσε, θεωρώντας το καλή ιδέα.
Ο Ζάνταρικ και ο Λάρνατιμ πυροβόλησαν μέσα στους ερχόμενους φρουρούς του πλευρικού περάσματος, πάνω απ’τους ώμους της Αθνάβια και του Βάλλεριμ. Οι φρουροί – όσοι ήταν ακόμα ζωντανοί – υποχώρησαν.
«Τώρα,» είπε ο Τάμπριελ στον Αλίρκωπ, και ο Ταργκάφλι μάγος ύψωσε το δαχτυλίδι του επικαλούμενος τη δύναμη του Φλογοφάγου.
Οι δαυλοί παντού στους τριγυρινούς διαδρόμους έσβησαν, απρόσμενα. Εκτός από αυτούς που βρίσκονταν κοντά στους φρουρούς της σκάλας.
«Εσύ το έκανες αυτό;» ρώτησε ο Βάλλεριμ τον Τάμπριελ.
«Ο Αλίρκωπ,» απάντησε εκείνος· προσθέτοντας: «Τώρα, έχεις τον αντιπερισπασμό σου· ή, μάλλον, μια πολύ καλή κάλυψη.»
Κινούμενοι μέσα στο σκοτάδι, επιτέθηκαν στους φρουρούς της σκάλας, πυροβολώντας τους ενώ εκείνοι δεν ήξεραν πού να σημαδέψουν. Αυτό, ωστόσο, δεν τους εμπόδισε απ’το να ρίξουν στην τύχη. Το κροτάλισμα των πυροβόλων αντήχησε μέσα στον Οίκο της Γνώσης.
Ο Έσλερον γρύλισε και σωριάστηκε. Είχε χτυπηθεί.
Οι φρουροί, όμως, είχαν τώρα μειωθεί σε αριθμό· ένα σωρό είχαν πέσει νεκροί. Και ο Βάλλεριμ κι οι κατάσκοποί του χίμησαν στους ακόμα ζωντανούς, κραδαίνοντας ξίφη. Ο Τάμπριελ κι ο Αλίρκωπ τούς ακολούθησαν. Η Αθνάβια είχε γονατίσει πλάι στον Έσλερον.
Ο Ζάνταρικ δέχτηκε μια σπαθιά στον ώμο, αλλά ευτυχώς ήταν ξώφαρση· και μετά από λίγο, όλοι οι φρουροί της σκάλας βρίσκονταν πεσμένοι στο πέτρινο δάπεδο, νεκροί. Προς το τέλος, που ορισμένοι φάνηκαν να θέλουν να υποχωρήσουν, δεν μπορούσαν πλέον να ξεφύγουν απ’τον κλοιό των εχθρών τους. Ο Αλίρκωπ κοπάνησε τον τελευταίο στο πρόσωπο με το ρόπαλό του.
Ο Τάμπριελ στράφηκε στην Αθνάβια, που βοηθούσε τον Έσλερον να σηκωθεί όρθιος. Η σφαίρα τον είχε βρει στον δεξή μηρό.
«Πώς είσαι;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Έχω δει και χειρότερες μέρες,» αποκρίθηκε εκείνος, απτόητος. «Προχωράμε κανονικά.»
Στα μάτια της Αθνάβια, όμως, ανησυχία καθρεπτιζόταν για τον παλιό φίλο της.
Άρχισαν να κατεβαίνουν τη σκάλα· και, πλησιάζοντας στο τέλος της, πυροβόλησαν φρουρούς των υπογείων.
*
Η Ανταρλίδα έτρεχε κυνηγώντας τα καταραμένα ποντίκια, που σκορπίστηκαν μέσα στη βλάστηση του δάσους, και η Μαύρη Δράκαινα κατέληξε να κυνηγά ένα και μόνο ένα, το οποίο τραβούσε πίσω του το πανωφόρι της. Πηδώντας μ’όλη της τη δύναμη, πετάχτηκε κοντά του και, πέφτοντας στο χώμα, του άρπαξε την ουρά. Το τρωκτικό τσύριξε, και στράφηκε εναντίον της προσπαθώντας να τη δαγκώσει με τα μεγάλα μπροστινά δόντια του. Η Ανταρλίδα το γράπωσε απ’το λαιμό και το κόλλησε κάτω, ανάσκελα.
«Ήρεμα, ρε παλαβιάρη,» του είπε, ξέπνοα. «Τα ρούχα μου θέλω μόνο.» Και τίναξε τον ποντικό παραδίπλα (ήταν πολύ πιο ελαφρύς από σκύλο παρότι είχε περίπου το ίδιο μέγεθος), όπου εκείνος ορθώθηκε στα τέσσερα πόδια του, την ατένισε με μια παιχνιδιάρικη γυαλάδα στα μάτια, κι εξαφανίστηκε μέσα στη βλάστηση.
Η Ανταρλίδα πήρε το πανωφόρι της από κάτω και το φόρεσε. Ευτυχώς δεν είχε βγάλει και τα εσώρουχά της προτού βουτήξει στη λίμνη, έτσι τώρα είχε να βρει ακόμα το παντελόνι και την κάπα της.
Καταράστηκε, κοιτάζοντας το σκοτεινό δάσος γύρω της. Έπρεπε να είχα πάρει τα όπλα μου από κάτω, σκέφτηκε. Δεν τα είχαν αρπάξει τα τρωκτικά, όπως δεν είχαν αρπάξει και τις μπότες της. Η Ανταρλίδα, όμως, δεν ήθελε τότε να καθυστερήσει. Αλλά τώρα φοβόταν ότι ίσως – ίσως – τίποτα επικίνδυνο να κρυβόταν σε τούτο το δάσος πέρα από τα μάλλον ακίνδυνα μεγάλα ποντίκια.
Τέλος πάντων…
Έκοψε ένα κλαδί και το καθάρισε από φύλλα, για να το χρησιμοποιήσει ως ρόπαλο αν χρειαζόταν.
«Πού είστε τώρα, καταραμένα;» μουρμούρισε βαδίζοντας. «Πού έχετε πάει τα ρούχα μου;» Η βλάστηση τσιμπούσε τα γυμνά της πόδια, αλλά στην εκπαίδευσή της ως Μαύρη Δράκαινα είχε βαδίσει ξυπόλυτη και σε πιο επικίνδυνα και άβολα μέρη.
*
Άνοιγαν τις πόρτες κελιών, αναζητώντας τον Χάλρεοκ και τη Χιρκόμο. Ο Αλίρκωπ φώναξε παραπάνω από μία φορά το όνομά της· μετά, όμως, ο Βάλλεριμ τον προειδοποίησε ότι καλύτερα να μην πρόδιδαν έτσι τη θέση τους. «Τα μπουντρούμια δεν μπορεί νάναι πολύ μεγάλα· θα τη βρούμε αν είναι εδώ,» του είπε.
Ο Λάρνατιμ έσπρωξε μια βαριά, ξύλινη πόρτα και πετάχτηκε στο πλάι, σε περίπτωση που υπήρχαν μέσα φρουροί με πυροβόλα ή βαλλίστρες. Οι υπόλοιποι βρίσκονταν ήδη δεξιά ή αριστερά του ανοίγματος, με τα πιστόλια τους σε ετοιμότητα.
Στο εσωτερικό είδαν έναν θάλαμο με όργανα βασανιστηρίων· και στον τοίχο αντίκρυ τους ήταν ο Χάλρεοκ, καθισμένος στο πάτωμα και με τα χέρια του ανοιχτά και περασμένα σε κρίκους έτσι ώστε να μη μπορεί να σηκωθεί. Το μελανόχρωμο σώμα του ήταν γυμνό, ενώ στον δεξή του πήχη ήταν τυλιγμένος ένας επίδεσμος, ποτισμένος με αίμα.
Πλάι του στεκόταν μια γυναίκα, μελανόδερμη κι εκείνη, με καστανά μαλλιά που είχε δεμένα σε τρεις μακριές κοτσίδες. Τα μάτια της ήταν ανομοιόχρωμα: το ένα γυάλιζε κατάμαυρο στο φως των λαμπών, το άλλο πράσινο. Στο δεξί χέρι κρατούσε ένα λιγνό σπαθί, και η κόψη του ήταν στον λαιμό του Χάλρεοκ. Στο αριστερό της χέρι είχε ένα πιστόλι.
«Παραδώσου, Προφήτη,» φώναξε, «αλλιώς ο Ταρσάζιος θα πεθάνει!»
Ο Τάμπριελ εξακολουθούσε να έχει το πρόσωπό του βαμμένο με κάρβουνο και να φορά την κουκούλα της κάπας του, έτσι ο Βάλλεριμ είπε στη γυναίκα: «Ο Προφήτης δεν είναι εδώ. Απομακρύνσου, αλλιώς εσύ θα πεθάνεις.»
«Λες ψέματα. Ο Προφήτης είναι εδώ. Κι αν δεν παραδοθείτε τώρα, θα σκοτώσω τον Ταρσάζιο!»
Ο Τάμπριελ εστίασε το βλέμμα του στο σπαθί της γυναίκας και χρησιμοποίησε το Ξόρκι Τηλεκινήσεως. Εκείνη κατάλαβε αμέσως ότι κάποια δύναμη τραβούσε το όπλο της, και αντιστάθηκε. Το χέρι της σφίχτηκε, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ζάρωσαν.
«Χτυπήστε την, τώρα!» είπε ο Τάμπριελ.
Ο Βάλλεριμ, ο Έσλερον, κι ο Λάρνατιμ πυροβόλησαν. Τρεις ριπές τράνταξαν τη μελανόδερμη γυναίκα, βρίσκοντάς την στο στήθος, κι εκείνη σωριάστηκε στο πάτωμα, μένοντας ακίνητη.
Μπήκαν στον θάλαμο βασανιστηρίων, πλησιάζοντας τον Χάλρεοκ–
–και μια πόρτα άνοιξε ξαφνικά, μια πόρτα που πριν δεν φαινόταν εύκολα, κρυμμένη στις σκιές καθώς ήταν.
Πολεμιστές των Ιεραρχών όρμησαν μέσα.
Ο Έσλερον κραύγασε, πυροβολώντας τους.
Ο Λάρνατιμ μούγκρισε από πόνο καθώς μια εχθρική ριπή τον πέτυχε, και έπεσε στο δάπεδο.
Ο Βάλλεριμ όρμησε ανάμεσα στους εχθρούς, σπαθίζοντας.
Ο Τάμπριελ ζύγωσε τον Χάλρεοκ, χτυπώντας με το σπαθί του τα δεσμά στα χέρια του Υπασπιστή. Οι κρίκοι έσπασαν, κι εκείνος ελευθερώθηκε και σηκώθηκε όρθιος.
«Δεν έπρεπε…» είπε. «Δεν έπρεπε να είχες έρθει.»
«Μην είσαι ανόητος. Λες να σ’άφηνα εδώ; Κι επιπλέον, δεν έχουν μόνο εσένα, έχουν και τη Χιρκόμο.»
«Πώς μπήκατε;»
«Στην πόλη, έχει πιάσει τους πάντες κανιβαλισμός.»
Τα μάτια του Χάλρεοκ γούρλωσαν. «Ο Γκαλένραμωθ…»
«Τον ελευθέρωσα,» είπε ο Τάμπριελ, και στράφηκε στους συντρόφους του, που μάχονταν με τους πολεμιστές των Ιεραρχών.
Ο Χάλρεοκ άρπαξε το σπαθί και το πιστόλι της νεκρής γυναίκας με τα ανομοιόχρωμα μάτια.
*
Η Ανταρλίδα είδε ένα από τα ποντίκια μες στο σκοτάδι και στη βλάστηση· το ακολούθησε, τρέχοντας. Και έφτασε σ’ένα μέρος όπου ήταν συγκεντρωμένα κι άλλα ποντίκια, τα οποία, μόλις την αντίκρισαν, σκόρπισαν, σχηματίζοντας ένα μεγάλο δαχτυλίδι γύρω της. Τα ρούχα της – η κάπα και το παντελόνι – ήταν κρεμασμένα σ’ένα χαμόδεντρο.
«Δεν το πιστεύω…» μούγκρισε η Ανταρλίδα και βάδισε προσεχτικά προς τα εκεί.
Τα ποντίκια άρχισαν να τσυρίζουν και να κουνάνε τις ουρές τους ρυθμικά. Οι τσυρίδες τους έμοιαζαν επίσης να έχουν κάποιο ρυθμό, παρατήρησε η Ανταρλίδα. Έμοιαζαν με τραγούδι. Γιατί τραγουδάνε; Με συμπάθησαν και θέλουν να παίξουν μαζί μου;
Άπλωσε το χέρι της για να πιάσει το παντελόνι πάνω στο χαμόδεντρο· αλλά τότε ένας άλλος ήχος ήρθε από πίσω της. Ένα γρύλισμα που αποκλείεται να προερχόταν από τα στόματα των μεγάλων ποντικιών.
Αφήνοντας το παντελόνι, η Αντραλίδα στράφηκε, και είδε ένα θηρίο αντίκρυ της. Αιλουροειδές, με κόκκινο δέρμα και πράσινες και μαύρες κηλίδες. Είχε στενά μάτια, μεγάλα μουστάκια, και μεγάλο στόμα.
Το τραγούδι των ποντικιών δυνάμωσε. Το λατρεύουν, συνειδητοποίησε η Ανταρλίδα. Το έχουν για θεό τους.
Κι εγώ είμαι η θυσία τους…
Η Ανταρλίδα κράτησε το κλαδί της με τα δύο χέρια.
Το θηρίο έτρεξε καταπάνω της, βρυχούμενο κι ανοίγοντας τα σαγόνια του, τα οποία δεν ήταν τόσο μεγάλα όσο του Θραύστη αλλά ήταν αρκετά μεγάλα για να μη θες να βρεθεί το χέρι σου – ή το κεφάλι σου – μέσα τους.
Κυνόδοντες και αιχμηρά δόντια γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο.
Το κλαδί της Ανταρλίδας χώθηκε στο στόμα του θηρίου, παγιδεύοντάς το, κρατώντας το ανοιχτό.
Το αιλουροειδές έκανε πίσω, ξαφνιασμένο. Κι η Ανταρλίδα πήδησε από πάνω του κι έτρεξε μες στο δάσος, προς τα εκεί όπου θυμόταν πως πρέπει να ήταν η λίμνη. Τα πόδια της πιο πολύ βρίσκονταν στον αέρα παρά στο έδαφος.
Και μετά από λίγο, άκουσε το θηρίο να την καταδιώκει γρυλίζοντας θυμωμένα. Ήταν τυχερή που είχε προβάδισμα, γιατί αλλιώς, Μαύρη Δράκαινα ή μη, σίγουρα θα την είχε φτάσει· και, χωρίς όπλα, η Ανταρλίδα δεν ήταν καθόλου βέβαιη ότι θα το νικούσε. Μάλλον θα γινόταν θυσία του, όπως τα καταραμένα τρωκτικά είχαν αρχικά σχεδιάσει. Τα ελεεινά κωλοπόντικα, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ!
Η Ανταρλίδα πετάχτηκε έξω από τις παρυφές του δάσους κι έτρεξε στις όχθες της λίμνης, πηγαίνοντας προς τα όπλα της.
Κοιτάζοντας πάνω απ’τον ώμο της, είδε το αιλουροειδές να την καταδιώκει σηκώνοντας κόκκινη σκόνη πίσω του.
Και την έφτανε!
Η Ανταρλίδα προσπάθησε να τρέξει πιο γρήγορα.
Τινάχτηκε, πέφτοντας μπρούμυτα αλλά κοντά στη ζώνη με τα ξιφίδια, στις μπότες της, και στο πιστόλι. Άρπαξε το τελευταίο και γύρισε ανάσκελα–
–την ώρα που το θηρίο πηδούσε καταπάνω της–
–το πυροβόλησε το πυροβόλησε το πυροβόλησε–
Το βαρύ κεφάλι του πλάκωσε το στήθος της και το υπόλοιπο σώμα του την κοιλιά και τα πόδια της. Η Ανταρλίδα αισθάνθηκε την αναπνοή της να κόβεται. Αλλά το θηρίο ήταν νεκρό· το αίμα του κυλούσε επάνω της.
Καταφέρνοντας μετά από λίγο να ξαναβρεί την αναπνοή της, πάλεψε να βγει κάτω απ’το θηρίο, πιέζοντάς το με τα χέρια της και τα γόνατά της. Όταν ήταν πάλι όρθια, φόρεσε τις μπότες της και έδεσε τη ζώνη της με τα ξιφίδια γύρω απ’τη μέση της. Το πιστόλι το πέρασε μέσα στη δεξιά της μπότα (αν και διαπίστωσε ότι οι σφαίρες του του είχαν πλέον τελειώσει).
«Εντάξει,» μονολόγησε η Ανταρλίδα, «αυτά τα τρωκτικά μ’έχουν τώρα πραγματικά τσαντίσει…» Και βάδισε αποφασιστικά προς το δάσος.
*
Ο Λάρνατιμ ήταν σχεδόν νεκρός όταν η συμπλοκή τελείωσε· πρόλαβε μόνο να ψιθυρίσει μερικές κουβέντες στον Βάλλεριμ – τις οποίες ο Τάμπριελ δεν άκουσε – και μετά το κεφάλι του έγειρε στο πλάι. Ο κίρμο-Χάρθον φαινόταν πραγματικά στεναχωρημένος για τον θάνατο του κατασκόπου του· δεν πρέπει να τον θεωρούσε μόνο έναν απλό υπήκοο, αλλά και φίλο.
Ο ίδιος είχε δεχτεί ένα τραύμα στ’αριστερά πλευρά, μα μπορούσε να στέκεται. Η Αθνάβια είχε επίσης χτυπηθεί, στον δεξή βραχίονα, αλλά πολύ πιο ελαφριά· απλά, τα ρούχα της είχαν σκιστεί και ένα κόψιμο είχε γίνει στο δέρμα της.
«Πού είναι η Χιρκόμο;» ρώτησε ο Αλίρκωπ τον Χάλρεοκ.
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνος, με το σπαθί του αιματοβαμμένο. Αφήνοντας τα όπλα του πάνω σ’έναν πάγκο, πήρε το παντελόνι ενός νεκρού και το φόρεσε, γιατί ήταν τελείως γυμνός. Μετά, πήρε και μια τουνίκα και την πέρασε πάνω απ’το κεφάλι του.
Εν τω μεταξύ, ο Αλίρκωπ είπε στον Τάμπριελ: «Πρέπει να βρούμε τη Χιρκόμο!»
«Θα τη βρούμε, φίλε μου· μην ανησυχείς,» αποκρίθηκε εκείνος.
Και βγήκαν απ’τον θάλαμο βασανιστηρίων, αφήνοντας τον Λάρνατιμ με τους υπόλοιπους νεκρούς, αφού ήταν αδύνατον να τον κουβαλήσουν μαζί τους.
«Χιρκόμο!» φώναξε ο Αλίρκωπ καθώς βάδιζαν μέσα στα υπόγεια. «Χιρκόμο!»
«Ησυχία!» γρύλισε ο Βάλλεριμ. «Θες να τους φέρεις όλους επάνω μας;»
Ανοίγοντας πόρτες, άνοιξαν τελικά και την πόρτα ενός μικρού, στρογγυλού κελιού όπου μια γυναίκα ήταν κρεμασμένη από το ταβάνι, γυμνή και με φίμωτρο στο στόμα.
«Χιρκόμο!» Ο Αλίρκωπ όρμησε μέσα στο δωμάτιο, απλώνοντας τα χέρια του, προσπαθώντας να φτάσει τις αλυσίδες που την κρατούσαν στον αέρα. Δεν μπορούσε να τις αγγίξει, όμως· ήταν πολύ ψηλά.
Ο Τάμπριελ, κοιτάζοντας γύρω, είδε έναν μοχλό στον τοίχο. Τον μετακίνησε, και κατέβασε τη Χιρκόμο στο έδαφος. Με μερικές σπαθιές, ο Ζάνταρικ έσπασε τα δεσμά της, ενώ ο Αλίρκωπ έβγαζε το φίμωτρο από το στόμα της. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της, αλλά χαμογελούσε που τους έβλεπε. Αγκάλιασε σφιχτά τον Αλίρκωπ, και μετά, αφήνοντάς τον, λύγισε το αριστερό γόνατο μπροστά στον Τάμπριελ κι ακούμπησε τη γροθιά της στο δάπεδο.
«Καζίτο’ναρ…»
«Σήκω πάνω,» της είπε ο Τάμπριελ· «δεν έχουμε χρόνο για χαιρετισμούς.»
Ο Αλίρκωπ έβγαλε την κάπα του και την έριξε στους ώμους της καθώς η Χιρκόμο ορθωνόταν.
«Πού πηγαίνουμε τώρα, Τάμπριελ;» ρώτησε ο Βάλλεριμ.
«Επάνω,» αποκρίθηκε εκείνος, «όπως έχουμε σχεδιάσει.»
*
Η Ανταρλίδα είδε ποντίκια να τρέχουν μπροστά της καθώς βάδιζε ξανά μέσα στο δάσος· κι όταν έφτασε στο μέρος όπου τα ρούχα της ήταν κρεμασμένα στο χαμόδεντρο, διαπίστωσε ότι τα τρωκτικά εξακολουθούσαν να είναι συγκεντρωμένα εκεί, σχηματίζοντας κύκλο. Αντικρίζοντάς την, άρχισαν να τραγουδάνε και να κουνάνε τις ουρές τους.
Η Ανταρλίδα κοίταξε γύρω της, τραβώντας τα πλατυλέπιδα ξιφίδια από τη ζώνη της. Δεν μπορεί νάναι κι άλλο θηρίο!…
Δεν υπήρχε κανένα θηρίο. Σύντομα κατάλαβε ότι το τραγούδι των τρωκτικών ήταν για εκείνη. Τώρα, τη θεωρούσαν θεά μάλλον.
Θεά των ποντικών, σκέφτηκε η Ανταρλίδα καθώς θηκάρωνε τα όπλα της. Δεν ήξερε αν ήταν κολακευτικός τίτλος. Πήρε τα ρούχα της απ’το χαμόδεντρο και βάδισε προς τη λίμνη, προτού τίποτε άλλο, χειρότερο ερχόταν μέσα από τούτο το καταραμένο δάσος.
Τα μεγάλα ποντίκια την ακολούθησαν.
*
Ο Χάλρεοκ πέταξε το πιστόλι του και τράβηξε ένα άλλο που είχε πάρει απ’τους νεκρούς. «Θα μας τελειώσουν οι σφαίρες έτσι όπως πάμε,» είπε στον Τάμπριελ.
Βρίσκονταν στα μέσα μιας σκάλας που οδηγούσε στον δεύτερο όροφο του Οίκου της Γνώσης. Φρουροί ήταν από πάνω τους, πυροβολώντας τους και ρίχνοντάς τους βέλη, ενώ οι ίδιοι προστατεύονταν με ασπίδες.
«Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για ν’ανεβούμε;» μούγκρισε ο Βάλλεριμ, που όσο η ώρα περνούσε τόσο περισσότερο φαινόταν να τον ενοχλεί το τραύμα στα πλευρά του.
«Δεν ξέρω,» είπε ο Τάμπριελ.
«Τι σκατά προφήτης είσαι, τότε;»
Ο Τάμπριελ δεν το θεώρησε απαραίτητο ν’απαντήσει σ’αυτό.
Ο Χάλρεοκ κατέβηκε τη σκάλα, κάνοντάς τους νόημα να περιμένουν. Όταν επέστρεψε είχε μαζί του δύο μεγάλες ασπίδες.
«Πού τις βρήκες;» τον ρώτησε ο Αλίρκωπ.
«Σε μια μικρή αποθήκη όπλων που προσπεράσαμε καθώς ερχόμασταν.»
«Έχει και πιστόλια εκεί;»
«Όχι.» Ο Χάλρεοκ άφησε τη μία ασπίδα παραδίπλα και κράτησε την άλλη με το αριστερό χέρι ενώ στο δεξί βαστούσε το σπαθί του. Το τραύμα στον πήχη του δεν έμοιαζε να τον εμποδίζει να χειρίζεται το όπλο, αλλά ο Τάμπριελ είχε παρατηρήσει ότι το κινούσε πιο αργά απ’ό,τι συνήθως. Ήταν καλός και γενναίος πολεμιστής: απ’τους ανθρώπους που σίγουρα ήθελες να έχεις στο πλευρό σου σε οποιαδήποτε μάχη.
Ο Χάλρεοκ άρχισε ν’ανεβαίνει τη σκάλα, με τη μεγάλη ασπίδα του υψωμένη εμπρός του. «Ακολουθήστε με!» φώναξε. «Ακολουθήστε με!»
Η Αθνάβια τον ακολούθησε πρώτη, και μετά ο Ζάνταρικ, κι οι δυο τους κρατώντας πιστόλια. Οι φρουροί τούς χτυπούσαν από πάνω αλλά οι βολές τους έβρισκαν εμπόδιο στην ασπίδα – κι έπειτα, ο Χάλρεοκ ορμούσε καταπάνω τους, κραυγάζοντας «Τάαααρσαααζ!» Το σπαθί του έκοψε το χέρι ενός που κρατούσε πιστόλι. «Για τον Μεγάλο Τίγρη! ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΤΙΓΡΗ!» Το σπαθί του έσχισε το πρόσωπο ενός άλλου. Η Αθνάβια κι ο Ζάνταρικ πυροβολούσαν πίσω του, τινάζοντας τα μυαλά ενός πολεμιστή στον αέρα, τρυπώντας τον θώρακα ενός άλλου.
Η αντίσταση στη σκάλα διαλύθηκε, και ο Τάμπριελ κι οι σύντροφοί του βρέθηκαν στον δεύτερο όροφο του Οίκου της Γνώσης, σε μια αίθουσα συγκεντρώσεων. Οι πολεμιστές των Ιεραρχών που βρίσκονταν εδώ τρέπονταν τώρα σε φυγή.
«Δεν το πιστεύω ότι το σχέδιό σου έπιασε, αλλά έπιασε,» είπε ο Βάλλεριμ στον Χάλρεοκ.
«Μην υποχωρείτε σα δαρμένα σκυλιά, ηλίθιοι!» αντήχησε μια φωνή από έναν διάδρομο. «Επάνω τους! Επάνω τους! Εδώ είναι ο Οίκος της Γνώσης! Δε θα φύγουν ζωντανοί από δω! Δε μπορούν να σας νικήσουν!»
Τα λόγια του έκαναν αυτούς που υποχωρούσαν να στραφούν πάλι εναντίον των εισβολέων· κι επιπλέον, είχαν έρθει κι άλλοι φρουροί. Ο άντρας που φώναζε (Ιεράρχης;) ήταν μαζί τους, ψηλός και με φαρδείς ώμους. Είχε λευκό δέρμα, μαύρα μαλλιά, και μαύρο μούσι· τα μάτια του ήταν γαλανά και γυάλιζαν δαιμονισμένα. Στα χέρια του κρατούσε έναν μεγάλο πέλεκυ.
«Θάνατος στα κοπρόσκυλα των Ιεραρχών!» ούρλιαξε ο Έσλερον πυροβολώντας. «Θάνατος!»
Ο Τάμπριελ απέκρουσε ένα ξίφος με το ραβδί του και κοπάνησε τον επιτιθέμενο καταπρόσωπο, σωριάζοντάς τον. Παραδίπλα, ο Αλίρκωπ σταμάτησε το σπαθί ενός άλλου με τα κέρατα επάνω στο ρόπαλό του, ενώ η Χιρκόμο ζύγωσε τον πολεμιστή από δίπλα και τον κάρφωσε μ’ένα ξίφος. Ο κίρμο-Χάρθον Βάλλεριμ σπάθιζε ολόγυρα, μοιάζοντας να χορεύει ανάμεσα στους εχθρούς του παρά το τραύμα στα πλευρά του. Ο Ζάνταρικ δεν φαινόταν να πηγαίνει και πολύ πίσω. Και η Αθνάβια έμοιαζε να έχει αφηνιάσει, μαχόμενη με σπαθί και ξιφίδιο. «Για το Κάστρο του Ψηλού Βράχου!» φώναζε κάπου-κάπου. «Για το Κάστρο του Ψηλού Βράχου! Του Ψηλού Βράχου!»
Ο Τάμπριελ τράβηξε το σπαθί του. Έπρεπε να είχαμε τώρα την Ανταρλίδα μαζί μας, σκέφτηκε. Αλλά είχε πει στο γκριζόφτερο πουλί να τη βγάλει από την πόλη, θεωρώντας το ασφαλέστερο.
Απέφυγε το όπλο μιας πολεμίστριας και την κάρφωσε στο στήθος. Την κλότσησε για να ξεκολλήσει το σπαθί του από μέσα της.
Στράφηκε. Χαλασμός γινόταν παντού. Τα λιγοστά έπιπλα που υπήρχαν στην αίθουσα είχαν διαλυθεί και ποδοπατηθεί, με μερικές εξαιρέσεις μόνο. Η Αθνάβια είχε πηδήσει πάνω σ’ένα τραπέζι που ακόμα στεκόταν, κλοτσώντας τους πολεμιστές που την πλησίαζαν και σπαθίζοντάς τους. Ένας τους έσπασε ένα πόδι του τραπεζιού με το μεγάλο δίστομο τσεκούρι του – ο αρχηγός τους, τον αναγνώρισε ο Τάμπριελ, ο άντρας με τα μαύρα μούσια και τα γαλανά μάτια.
Η Αθνάβια έχασε την ισορροπία της κι έπεσε. Ένας πολεμιστής ύψωσε το σπαθί του για να τη χτυπήσει. Αλλά τινάχτηκε πίσω καθώς μια σφαίρα τον βρήκε στο στήθος.
Ο Τάμπριελ – έχοντας ήδη θηκαρώσει το ξίφος του – έστρεψε το πιστόλι του σ’έναν άλλο και ξαναπυροβόλησε.
Η Αθνάβια σηκώθηκε, σπαθίζοντάς τους πάλι. Ο Τάμπριελ έπαψε να πυροβολεί για να μην τη χτυπήσει.
Ο άντρας με το μεγάλο τσεκούρι είχε φύγει, φοβούμενος μάλλον μην τον πάρει καμια σφαίρα. Πού είχε πάει; Ο Τάμπριελ τον αναζήτησε με το βλέμμα, και τον βρήκε να ζυγώνει τον Έσλερον, καθώς εκείνος πετούσε το άδειο πιστόλι του κι έκανε να τραβήξει ένα άλλο απ’τη ζώνη του. Με μια κραυγή, ο πελεκυφόρος ήρθε καταπάνω του, υψώνοντας το βαρύ όπλο του και κατεβάζοντάς το. Ο Έσλερον σωριάστηκε από το χτύπημα ενώ το αίμα του τιναζόταν στον αέρα.
Ο Τάμπριελ, μη μπορώντας να σημαδέψει καλά, προσπάθησε να πλησιάσει περνώντας ανάμεσα απ’τους μαχόμενους. Ένας πολεμιστής πετάχτηκε εμπρός του, σπαθίζοντας. Ο Τάμπριελ τον πυροβόλησε καταπρόσωπο. Ένας άλλος ήρθε απ’τα δεξιά· ο Τάμπριελ τον πυροβόλησε στο στήθος. Ένας άλλος ήρθε από τ’αριστερά· κλικ κλικ, οι σφαίρες στο πιστόλι του Τάμπριελ είχαν τελειώσει. Και το εχθρικό σπαθί ερχόταν σφυρίζοντας στον αέρα. Ο Τάμπριελ ύψωσε το ραβδί του και το σταμάτησε.
Μια πολεμίστρια ζύγωσε απ’τα δεξιά. «Σκοτώστε τον! Σκοτώστε τον! –Αααργκ!» Το ρόπαλο του Αλίρκωπ την κοπάνησε πίσω απ’το κεφάλι, εκτοξεύοντας το κράνος της παραδίπλα και ρίχνοντάς την αιμόφυρτη στο αιματοβαμμένο δάπεδο.
Η Χιρκόμο πήγε πίσω απ’τον πολεμιστή που αντιμετώπιζε ο Τάμπριελ και τον κάρφωσε, επανειλημμένα, στην πλάτη με το σπαθί της.
Ο Τάμπριελ έτρεξε προς τον Έσλερον, τραβώντας το ξίφος του. Ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο τον ακολούθησαν, απομακρύνοντας όποιον επιχειρούσε να τον πλησιάσει.
Ο πελεκυφόρος άντρας στράφηκε. Ο Τάμπριελ συνάντησε τα καταγάλανα μάτια του, και είδε καθρέφτες μέσα σε καθρέφτες μέσα σε καθρέφτες.
«Εσύ…» γρύλισε ο Ιεράρχης. «Προφήτη…» Τα μούσια του ήταν πιτσιλισμένα με αίμα, και τα δόντια του το ίδιο· έμοιαζε σχεδόν με τους ανθρωποφάγους του Γκαλένραμωθ. Στα πόδια του κειτόταν ο Έσλερον, ακίνητος.
Ο Ιεράρχης ύψωσε τον πέλεκύ του, ορμώντας καταπάνω στον Τάμπριελ. Εκείνος απέκρουσε το χτύπημα διασταυρώνοντας το σπαθί και το ραβδί του.
«Τελείωσαν τα παιχνίδια μαζί σου, Προφήτη!» ούρλιαξε ο Ιεράρχης. «Τώρα ξεμπερδεύουμε μ’εσένα!» Και τον έσπρωξε, απότομα, ρίχνοντάς τον κάτω, ανάσκελα.
Η Χιρκόμο κι ο Αλίρκωπ πετάχτηκε μπροστά του για να τον προστατέψουν.
«Ρααααρρρρ!» Ο Ιεράρχης ανέμισε τον μεγάλο πέλεκύ του ημικυκλικά προς το μέρος τους, αναγκάζοντάς τους να κάνουν πίσω. Το σπαθί της Χιρκόμο έσπασε καθώς επιχείρησε να συναντήσει το βαρύ όπλο. Η μάγισσα ούρλιαξε και παραλίγο να χάσει την ισορροπία της.
Ο Τάμπριελ ανασηκώθηκε.
Αλλά ο Ιεράρχης βρισκόταν πολύ κοντά, αφρίζοντας.
Ξαφνικά, κάτι τον χτύπησε πίσω απ’το αριστερό γόνατο, κι εκείνος κραύγαζε παραπατώντας. Το τσεκούρι του κατέβηκε, άστοχα όμως, και ο Τάμπριελ κατάφερε εύκολα να το αποφύγει. Ο γιγαντόσωμος άντρας είχε σκύψει, και ο Τάμπριελ, υψώνοντας γρήγορα το σπαθί του, τον κάρφωσε κάτω απ’το σαγόνι.
Οι καθρέφτες μέσα στα μάτια του θρυμματίστηκαν. Ο Ιεράρχης έπεσε νεκρός.
Ο Χάλρεοκ, που βρισκόταν πίσω του, πλησίασε και βοήθησε τον Τάμπριελ να σηκωθεί.
«Καλά;»
«Εντάξει.»
Ο Ταρσάζιος είχε αποκτήσει κι άλλο τραύμα, παρατήρησε ο Τάμπριελ: στον δεξή μηρό, από σπαθιά μάλλον.
Μετά στράφηκε στον Έσλερον και γονάτισε πλάι του. Έπιασε τον σφυγμό του. «Νεκρός…» μουρμούρισε. Και ορθώθηκε πάλι, κοιτάζοντας γύρω του.
Δεν είχαν μείνει πολλοί από τους φρουρούς, και υποχωρούσαν. Η Αθνάβια ήταν γεμάτη μικρά τραύματα, τα ρούχα της κουρελιασμένα. Ο Βάλλεριμ βρισκόταν κοντά της, γονατισμένος. Αιμορραγούσε από μια πληγή στην ωμοπλάτη· κάποιος τον είχε χτυπήσει πισώπλατα. Κρατούσε, όμως, ακόμα το σπαθί του, καθώς και το πιστόλι του.
Ο Ζάνταρικ εκτόξευσε ένα ξιφίδιο προς έναν πολεμιστή που υποχωρούσε. Κι αστόχησε.
«Αθνάβια,» είπε ο Τάμπριελ, καθώς οι κραυγές στην αίθουσα είχαν πάψει και η ξαφνική σιωπή έκανε την οποιαδήποτε φωνή να μοιάζει πολύ δυνατή.
Η Αθνάβια στράφηκε, κι εκείνος τής έδειξε τον Έσλερον.
Η Αθνάβια έτρεξε κοντά του. «Ω όχι…» έκανε γονατίζοντας. «Όχι… Έσλερον!… Έσλερον;…» Το βλέμμα της υψώθηκε στον Τάμπριελ. «Είναι νεκρός;»
Εκείνος ένευσε αργά.
Δάκρυα κύλησαν στα αιματοβαμμένα μάγουλα της.
Ο Τάμπριελ απομακρύνθηκε, ενώ την άκουγε να ουρλιάζει πίσω του, να καταριέται θεούς και δαίμονες. Πλησίασε τον Βάλλεριμ.
Ο κίρμο-Χάρθον χρησιμοποίησε το σπαθί του σαν υποστήριγμα για να ορθωθεί. «Δε θα φτάσουμε επάνω,» είπε με φωνή κουρασμένη, ταλαιπωρημένη, εξοντωμένη. «Αποκλείεται να φτάσουμε αν αυτό συνεχιστεί…»
Ο Τάμπριελ τού έδωσε τον ώμο του για να πιαστεί. «Θα φτάσουμε,» του είπε. «Δε νομίζω να έχουν πολλούς ακόμα φρουρούς εδώ μέσα. Κι επιπλέον…» Κοίταξε ολόγυρα, την αίθουσα, που ήταν γεμάτη πτώματα, αίμα, σπασμένα όπλα, και σπασμένα έπιπλα. Το έχω «δει» αυτό… και νομίζω ότι μετά… Μια άλλη εικόνα: Μια κλειστή διπλή σιδερένια πόρτα. Ένα ραβδί στο χέρι του. Ένα ραβδί με πορφυρή σφαίρα…
…αυτό που κρατούσε και τώρα.
«Τι είναι;» ρώτησε ο Βάλλεριμ.
«Θ’ανακαλύψουμε σύντομα. Μπορείς να βαδίσεις μόνος σου;»
Ο κίρμο-Χάρθον το δοκίμασε. «Μετά βίας,» είπε.
Ο Τάμπριελ έκανε νόημα στον Ζάνταρικ να έρθει για να βοηθά τον Βάλλεριμ.
«Πρέπει να προχωρήσουμε,» είπε στους άλλους. «Αθνάβια. Δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο.»
Εκείνη σκούπισε τα δάκρυά της με το αιματοβαμμένο της μανίκι, που κρεμόταν σκισμένο και κουρελιασμένο από το χέρι της. Έγνεψε και σηκώθηκε όρθια.
Ο Χάλρεοκ είχε ήδη πλησιάσει τον διάδρομο απ’τον οποίο είχαν έρθει οι εχθροί. «Καθαρό το πεδίο,» είπε. «Κανένας.»
«Πάρτε ό,τι πιστόλια υπάρχουν,» πρότεινε ο Τάμπριελ, και οι σύντροφοί του υπάκουσαν. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχαν και πολλά πυροβόλα που να έχουν ακόμα σφαίρες. Δεν είχαν τελειώσει μόνο σ’εκείνους τα πυρομαχικά, φαίνεται, αλλά και στους εχθρούς τους.
Βάδισαν κατά μήκος του διαδρόμου, προετοιμασμένοι για ενέδρα. Αλλά ενέδρα δεν βρήκαν. Σ’ένα σημείο, όμως, υπήρχε ένα άνοιγμα στ’αριστερά, και μετά το άνοιγμα ήταν μια αίθουσα με χαλιά, έπιπλα, και ταπετσαρίες. Στο πέρας της βρισκόταν μια διπλή, σιδερένια πόρτα.
Η πόρτα που έχω «δει».
Ο Τάμπριελ έστριψε εκεί, πλησιάζοντάς την.
«Πού πηγαίνεις;» απαίτησε ο Χάλρεοκ ακολουθώντας τον.
«Αφού ήρθαμε μέχρι εδώ, να μην επισκεφτούμε τον Μεγάλο Ιεράρχη;»
«Είναι ο Μέγας πίσω απ’αυτή την πόρτα;» είπε η Αθνάβια.
«Το υποπτεύομαι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
«Το έχεις ‘δει’;» ρώτησε ο Χάλρεοκ.
«Έχω ‘δει’ την πόρτα.»
«Κλειδαριά δε φαίνεται να έχει,» είπε ο Βάλλεριμ, ξέπνοα. «Πρέπει νάναι αμπαρωμένη από μέσα.»
«Αυτό,» είπε ο Τάμπριελ, «δεν θα με σταματήσει.»
Η Αθνάβια ρώτησε: «Αν σκοτώσουμε τον Μεγάλο, θα πεθάνουν κι οι άλλοι Ιεράρχες;» Δε φαινόταν ακόμα καταβεβλημένη από τα πολλά μικρά τραύματα επάνω της· η ένταση της μάχης την κρατούσε όρθια· αργότερα ήταν που, σίγουρα, θα κατέρρεε.
«Δεν ξέρω,» είπε ο Τάμπριελ. «Ίσως.» Και πλησίασε την πόρτα, κοιτάζοντας τη χαραμάδα ανάμεσα στα δύο φύλλα, για να δει πού ήταν η αμπάρα.
Εκεί… Μία αμπάρα, αυτή τη φορά.
Έδειξε την πόρτα με το ραβδί του και άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Τηλεκινήσεως. Στο άλλο του χέρι βαστούσε ένα πιστόλι.
Η αμπάρα σηκώθηκε και έπεσε. Η δίφυλλη πόρτα σπρώχτηκε απότομα, και άνοιξε.
Πίσω της, ένα μεγάλο δωμάτιο. Ένας ξύλινος θρόνος, και μια καμπουριαστή φιγούρα καθισμένη επάνω, φορώντας μαύρο μανδύα και μαύρη κουκούλα που έκρυβε το πρόσωπό της. Δεξιά του θρόνου, ένας ψηλός, ξερακιανός, μακροπρόσωπος άντρας· και μπροστά απ’αυτόν, μια πάνοπλη μορφή, ντυμένη με φερίλιο από πάνω ώς κάτω, κι έχοντας στο ένα χέρι κεφαλοθραύστη ενώ στο άλλο ξίφος. Αριστερά του θρόνου, ένας μυώδης άντρας, κοντύτερος από τον προηγούμενο και ντυμένος με φολιδωτό θώρακα· στα χέρια του κρατούσε μια οπλισμένη βαλλίστρα, και μπροστά του στεκόταν μια πάνοπλη μορφή, σκεπασμένη με φερίλια αρματωσιά από το κεφάλι ώς τα πόδια, κεφαλοθραύστης στο ένα γαντοφορεμένο χέρι, ξίφος στο άλλο.
«Ο Προφήτης…» έκρωξε ο κουκουλοφόρος άντρας στον θρόνο· η φωνή του ακουγόταν γέρικη, σπασμένη. «Τόσο καιρό που σε καλούσα, δεν με είχες τιμήσει,» είπε, και γέλασε ξερά. «Τώρα, λοιπόν, βλέπεις τον Μεγάλο Ιεράρχη. Αλλά όποιος βλέπει τον Μεγάλο Ιεράρχη,» συνέχισε η σπασμένη, γέρικη φωνή, «πρέπει να πεθάνει!»
Και οι δύο πάνοπλοι πολεμιστές βάδισαν προς τον Τάμπριελ και τους συντρόφους του. Ο ήχος που έκαναν οι πανοπλίες τους ακουγόταν… κενός, σαν να μην υπήρχε άνθρωπος εντός τους. Ήταν δυνατόν;
Ο Τάμπριελ τούς πυροβόλησε, και ο Χάλρεοκ επίσης. Οι σφαίρες που τρύπησαν τις αρματωσιές δεν φάνηκαν να παρακωλύουν στο ελάχιστο τους παράξενους πολεμιστές. Και η υποψία του Τάμπριελ επιβεβαιώθηκε: κανένας δεν ήταν μέσα στις πανοπλίες.
Πνεύματα; Καθοδηγούνται από πνευματικές οντότητες;
Ο Μέγας γελούσε πίσω τους. Το ξερό γέλιο του αντηχούσε στα δωμάτια σαν το γέλιο αρρώστου.
Ο Τάμπριελ απέφυγε τον κεφαλοθραύστη που ήρθε προς το μέρος του, και ο Αλίρκωπ κι η Χιρκόμο αμέσως επιτέθηκαν στην αυτοκινούμενη πανοπλία από δεξιά κι αριστερά.
Ο Χάλρεοκ απέκρουσε το ξίφος της άλλης αρματωσιάς, και η δύναμή της τον πέταξε πίσω.
Ένα βέλος εκτοξεύτηκε και καρφώθηκε στα πλευρά του Ταρσάζιου Υπασπιστή, ρίχνοντάς τον στο έδαφος, ανήμπορο να σηκωθεί. Ο άντρας με τη βαλλίστρα τον είχε τοξέψει.
Ο Βάλλεριμ κραύγασε οργισμένα και, υψώνοντας το πιστόλι του, πυροβόλησε ανάμεσα από τις δύο αυτοκινούμενες πανοπλίες, προσπαθώντας να πετύχει τον Μεγάλο και τους άλλους δύο άντρες που πρέπει σίγουρα να ήταν Ιεράρχες – κανείς άλλος δεν επιτρεπόταν να βρίσκεται κοντά του. Οι ριπές του κίρμο-Χάρθον, όμως, αστόχησαν· κάποιες χτύπησαν τους τοίχους, κάποιες τις αυτοκινούμενες πανοπλίες.
Η Αθνάβια και ο Ζάνταρικ όρμησαν στην πανοπλία που είχε σωριάσει τον Χάλρεοκ. Τα σπαθιά τους δεν έμοιαζαν να τις προκαλούν πόνο, ούτε να μπορούν να τη σταματήσουν με κανέναν τρόπο. Ο κεφαλοθραύστης της κατέβηκε πάνω στον τραυματισμένο αριστερό ώμο του Ζάνταρικ, κι ο Ωσράνιος κατάσκοπος έπεσε ουρλιάζοντας.
Ο Τάμπριελ είχε ήδη αρχίσει να υφαίνει ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως, και τώρα έστρεψε τις ψυχικές του αισθήσεις στις αυτοκινούμενες πανοπλίες, για να διαπιστώσει, όπως το περίμενε, ότι κάποια άυλη ισχύς τις κινούσε. Μια ισχύς που τις περιτύλιγε όπως μια αόρατη ενεργειακή ανθρώπινη μορφή. Μια ισχύς που προερχόταν από πίσω τους…
Και, ακολουθώντας το νήμα, δεν ήταν δύσκολο ο Τάμπριελ να φτάσει στην καμπουριασμένη φιγούρα στον θρόνο. Ο Μέγας ήταν, λοιπόν, πνευματική οντότητα, παρότι ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο δεν μπορούσαν να τον διαισθανθούν. Ή, τουλάχιστον, μέσα σ’αυτό το γέρικο σώμα κρυβόταν κάποια πνευματική οντότητα – και, μάλλον, δεν ήθελε να δηλώνει την παρουσία της, γι’αυτό κιόλας δεν είχε γίνει αντιληπτή από τους δύο Ταργκάφλι.
Και ο Τάμπριελ, τότε, κατάλαβε ξαφνικά γιατί ήταν εδώ. Κατάλαβε γιατί το μονοπάτι του τον είχε οδηγήσει στον Μεγάλο Ιεράρχη. Κατάλαβε γιατί είχε αγοράσει το ραβδί με την πορφυρή σφαίρα.
Έπρεπε, όμως, να βιαστεί· οι σύντροφοί του δεν θα μπορούσαν να κρατούν μακριά τις αυτοκινούμενες πανοπλίες για πολύ ακόμα.
Υψώνοντας το ραβδί του, επικαλέστηκε όλη του την τέχνη ως Δεσμοφύλακας. Ακολούθησε την πνευματική ενέργεια μέχρι την πηγή της, μέσα στο γέρικο σώμα, και το μυαλό του γέμισε με μια εχθρική παρουσία, κοφτερή σαν ατσάλινο όπλο.
«Τι κάνεις;» αντήχησε το ουρλιαχτό του Μεγάλου Ιεράρχη.
Είσαι δικός μου! είπε ο Τάμπριελ χωρίς να κινήσει τα χείλη του.
Άκουσε τον Μεγάλο να κραυγάζει, τον είδε να διπλώνεται μπροστά στον θρόνο, κρατώντας το κεφάλι του.
Οι Ιεράρχες δεξιά κι αριστερά του τράβηξαν σπαθιά κι έτρεξαν προς τον Τάμπριελ…
…ο οποίος έβλεπε ένα ποτάμι ενέργειας να κυλά από το σώμα του Μεγάλου Ιεράρχη και να έρχεται στην πορφυρή σφαίρα στην κορυφή του ραβδιού του, διαγράφοντας καμπύλη. Ο Μέγας είχε ξοδέψει πολλή δύναμη για να κάνει τις πανοπλίες να κινούνται· δεν του απέμενε παρά ελάχιστη για να πολεμήσει τον Δεσμοφύλακα. Κι επιπλέον, δεν έμοιαζε να είναι φτιαγμένος για κάτι τέτοιο. Δεν ήταν θεός όπως ο Γκαλένραμωθ και η Βιβεϊρλώταθ· έστω και θεός κατασκευασμένος απ’τους Αρχαίους. Ήταν κάτι… άλλο. Σαν αρρώστια, σαν μόλυνση, σαν ιός…
Το γέρικο σώμα έβγαλε μια τελευταία, σπαρακτική κραυγή, και μετά σώπασε.
Οι αυτοκινούμενες πανοπλίες έγιναν, ξαφνικά, σωροί από μεταλλικά κομμάτια.
Οι δύο Ιεράρχες που είχαν μόλις περάσει το κατώφλι της πόρτας άρχισαν να χτυπιούνται και να ουρλιάζουν.
Ο Τάμπριελ ήρθε σε επαφή με την οντότητα που είχε μόλις φυλακίσει – κι αισθάνθηκε ολόκληρο το σύμπαν να ανατρέπεται. Έτριξε τα δόντια του. Παραπάτησε, κι έπεσε στα γόνατα.
«Καζίτο’ναρ!» Η φωνή της Χιρκόμο.
«Τάμπριελ…!» Ο Αλίρκωπ. Ήταν κι οι δυο τους κοντά του τώρα, αν και δεν είχε καταλάβει πότε πλησίασαν.
Επίσης, δεν μπορούσε να καταλάβει τι του συνέβαινε. Είχε ξαφνικά, είχε… Πού βρισκόταν; Ήταν ο Τάμπριελ; Γιατί, τότε…; Θεοί! Έβλεπε μέσα από τόσα πολλά μάτια! Άκουγε μέσα από τόσα πολλά αφτιά! Γνώριζε τόσες πολλές σκέψεις! Το μυαλό του ήταν μέσα στο μυαλό κάθε ζωντανού Ιεράρχη σε τούτη τη διάσταση.
Προσπάθησε να οργανώσει τον εαυτό του, όπως είχε διδαχτεί από την εκπαίδευσή του ως Δεσμοφύλακας· και δυσκολεύτηκε. Ο Μέγας Ιεράρχης δεν ήταν σαν τις οντότητες που είχαν μάθει οι Δεσμοφύλακες να ελέγχουν. Ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Κάτι ξένο.
Εγώ είμαι ο Μέγας Ιεράρχης, τώρα. Εγώ.
Με κόπο, με πόνο, απαγκίστρωσε τη συνείδησή του από την οντότητα μέσα στην πορφυρή σφαίρα. Το μυαλό του ξεθόλωσε κάπως. Στηριζόμενος στο ραβδί του, σηκώθηκε όρθιος.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε ο Αλίρκωπ.
«…Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος, νιώθοντας τον λαιμό του ξερό.
«Τι έγινε;» είπε η Χιρκόμο.
«Ο Μέγας…» κατάφερε να αρθρώσει ο Τάμπριελ. «Είναι εδώ… μαζί μου.»
Και τότε, είδε τα μάτια των δύο Ιεραρχών – που δεν χτυπιόνταν πλέον, ούτε ούρλιαζαν – να στρέφονται προς το μέρος του. Και νόμιζε ότι ο εαυτός του ατένιζε τον εαυτό του, ατέρμονα. Καθρέφτες μέσα σε καθρέφτες.
«Καζίτο’ναρ;…» έκανε η Χιρκόμο.
«Δεν καταλαβαίνουμε…» είπε ο ξερακιανός, ψηλός άντρας στον Τάμπριελ. «Δεν είσαι Εκείνος· κι όμως….»
«Εκείνος είναι δικός μου,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, και κάτι φάνηκε να ανασαλεύει μέσα στην πορφυρή σφαίρα: μια μαύρη ομίχλη. «Άρα, κι εσείς δικοί μου είστε.»
«Ναι,» ψέλλισε ο Ιεράρχης, «έτσι… έτσι είναι, όντως…»
«Δεν σε Γνωρίζουμε, όμως,» είπε ο άλλος Ιεράρχης. «Γνωρίζουμε μόνο Εκείνον.»
Δεν έχουν πρόσβαση στο μυαλό μου, συνειδητοποίησε ο Τάμπριελ, παρά μονάχα όταν έρχομαι σε άμεση επαφή με τον Μεγάλο. «Αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα.»
Οι Ιεράρχες αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι είχε δίκιο.
Από καιρό, είχα ακούσει πολλούς να εκφράζουν την εξής σκέψη: Αν οι Ιεράρχες είναι όντως συνδεδεμένοι με κάποιον μυστηριώδη νοητικό τρόπο, τότε ίσως σκοτώνοντας τον Μεγάλο Ιεράρχη να πεθάνουν όλοι. Αυτός πιθανώς να είναι κι ο λόγος που εκείνος παραμένει κρυμμένος μέσα στη Βέλρικ. Είναι η καρδιά τους, ο νους τους.
Και μπορεί αυτή η υπόθεση να ήταν σωστή – πού να ξέρω εγώ; Όμως ο Μεγάλος Προφήτης βρήκε έναν καλύτερο τρόπο, όχι για να καταστρέψουμε τους Ιεράρχες, αλλά για να τους εξουσιάσουμε. Κάτι που πριν ήταν αδιανόητο. Τελείως αδιανόητο.
*
* * *
*
Η Αθνάβια είχε γονατίσει δίπλα στον Χάλρεοκ μόλις οι αυτοκινούμενες πανοπλίες μετατράπηκαν σε σωρούς από μέταλλο· και τώρα ο Τάμπριελ την πλησίασε βιαστικά, ρωτώντας: «Είναι ζωντανός;»
«Ζωντανός είμαι ακόμα,» μούγκρισε ο ίδιος, και το χέρι του κινήθηκε για ν’αγγίξει το βέλος που ήταν καρφωμένο στα πλευρά του.
Η Αθνάβια απομάκρυνε το χέρι του Χάλρεοκ. «Μην το πιάνεις αυτό,» του είπε. Και προς τον Τάμπριελ: «Χρειαζόμαστε έναν θεραπευτή. Ο Έσλερον ήξερε πώς να βγάζει βέλος… αλλά… αλλά ο Έσλερον είναι… νεκρός.»
«Θα βοηθήσω εγώ.»
Ο Τάμπριελ στράφηκε για να δει να πλησιάζει ο ένας από τους δύο Ιεράρχες: αυτός που είχε τοξέψει τον Χάλρεοκ: ένας άντρας μετρίου αναστήματος με μαύρα, σγουρά μαλλιά και λευκό δέρμα, ντυμένος με μελανό, δερμάτινο παντελόνι και φολιδωτό θώρακα.
«Έλα κοντά,» γρύλισε ο Χάλρεοκ, «και θα μπήξω τα δόντια μου στο λαιμό σου, σκύλε!»
«Ηρέμησε,» του είπε ο Τάμπριελ· «είναι μαζί μας τώρα.»
«Μαζί μας;»
«Ο Μέγας Ιεράρχης είναι εδώ μέσα.» Ο Τάμπριελ άγγιξε την πορφυρή σφαίρα στην κορυφή του ραβδιού του. Εντός της κάτι μαύρο φαινόταν να κινείται. «Είναι δικός μου. Άρα, και οι Ιεράρχες είναι δικοί μου.»
Ο Χάλρεοκ συνοφρυώθηκε. «Τους εμπιστεύεσαι;»
«Τους Γνωρίζω,» του είπε ο Τάμπριελ. Κι έκανε νόημα στον Ιεράρχη με τα σγουρά μαλλιά να συνεχίσει. Εκείνος πλησίασε τον Χάλρεοκ και γονάτισε πλάι του, για να περιποιηθεί το τραύμα.
Ο Τάμπριελ στράφηκε στον Ζάνταρικ, που ήταν κι αυτός πεσμένος στο πάτωμα και διπλωμένος, κρατώντας τον ώμο του.
«Θα ζήσω,» του είπε ο Ωσράνιος κατάσκοπος μέσα από σφιγμένα δόντια. «Ο ώμος μου έχει σπάσει.»
Ο Τάμπριελ κοίταξε τον ψηλό, ξερακιανό Ιεράρχη.
«Δεν μπορώ να τον περιποιηθώ εγώ, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αλχημιστής είμαι, όχι θεραπευτής.»
Ο Τάμπριελ σκέφτηκε: Δεν ξέρω ούτε τα ονόματά τους. Καιρός να τα μάθω… Και έφερε το μυαλό του σε επαφή με την οντότητα μέσα στην πορφυρή σφαίρα– Εντυπώσεις, εικόνες, μνήμες, ήχοι πλημμύρισαν ξαφνικά το κεφάλι του, και χρειάστηκε να ασκήσει τρομερή αυτοκυριαρχία για να μη χαθεί σ’αυτό το χαώδες πέλαγος. Αναζήτησε αυτούς που βρίσκονταν εδώ, μέσα σε τούτο το δωμάτιο, και δεν δυσκολεύτηκε να τους βρει…
Σκίζω, με το ξιφίδιό μου, την πανοπλία που φορά ο Χάλρεοκ για να μπορέσω να βγάλω το βέλος από μέσα του…
Στέκομαι κοντά στο κέντρο του δωματίου και κοιτάζω, μια τον έναν μια τον άλλο, τους συντρόφους του καινούργιου Μεγάλου Πατέρα, και τον ίδιο τον Μεγάλο Πατέρα, με το ραβδί που έχει την πορφυρή σφαίρα…
Ο Τάμπριελ είχε μάθει ποιοι ήταν. Ο ξερακιανός άντρας ονομαζόταν Ναρτέλλο, και ήταν αλχημιστής, όπως είχε πει. Ο άλλος Ιεράρχης, που περιποιόταν το τραύμα του Χάλρεοκ, ονομαζόταν Κάτνεραλ, και ήταν πολεμιστής, μισθοφόρος. Στον Οίκο της Γνώσης κατείχε τον τίτλο του Ύψιστου Φύλακα: πράγμα που σήμαινε ότι ήταν αρχηγός των φρουρών εδώ πέρα και κάτι σαν στρατιωτικός σύμβουλος του Μεγάλου Ιεράρχη.
Ο Τάμπριελ αναζήτησε τα μυαλά άλλων Ιεραρχών, και ήρθε σε επαφή με κάτι… τρελό. Ζητούσε αίμα, και ορμούσε πάνω σε μια γυναίκα, μπήγοντας τα δόντια του στον αυχένα της, στο μάγουλό της, ενώ εκείνη ούρλιαζε και προσπαθούσε να ξεφύγει.
Μια Ιεράρχης μέσα στη Βέλρικ, που δρούσε ως κατάσκοπος, τώρα επηρεασμένη από τον Γκαλένραμωθ.
Ο Τάμπριελ πήρε τη συνείδησή του από αυτήν, και διέκοψε την επαφή με την πορφυρή σφαίρα, νιώθοντας ζαλισμένος, αποπροσανατολισμένος, στα πρόθυρα τού να ξεχάσει ποιος ήταν. Θα χρειαστεί να περάσει κάποιος καιρός προτού το συνηθίσει αυτό…
Άκουσε τον Χάλρεοκ να φωνάζει καθώς ο Κάτνεραλ έσπρωχνε το βέλος για να βγει η αιχμή από την πλάτη του Ταρσάζιου Υπασπιστή, ώστε να μπορέσει μετά ο Ιεράρχης να τη σπάσει και να τραβήξει έξω το στέλεχος χωρίς δυσκολία.
Ο Τάμπριελ βάδισε, περνώντας το κατώφλι της διπλής πόρτας και μπαίνοντας στο δωμάτιο που έμοιαζε με μικρή αίθουσα θρόνου. Το σώμα μέσα στο οποίο μέχρι στιγμής βρισκόταν ο Μέγας Ιεράρχης κειτόταν μπροστά στο ξύλινο κάθισμα, κουλουριασμένο και τυλιγμένο στον μαύρο μανδύα του. Ο Τάμπριελ το γύρισε ανάσκελα με το πόδι του, και, καθώς η κουκούλα έπεσε, το πρόσωπό του αποκαλύφθηκε.
Ένας γέρος με λευκό δέρμα και ελάχιστα μαλλιά. Έμοιαζε πανάρχαιος, σαν να είχε ζήσει εκατοντάδες χρόνια…
Ο Τάμπριελ διαισθάνθηκε τον Ναρτέλλο να έρχεται πίσω του. Δεν ήταν σε άμεση επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη, αλλά μπορούσε να νιώσει την παρουσία των Ιεραρχών, καθώς και ορισμένα άλλα πράγματα γι’αυτούς – ειδικά για όσους βρίσκονταν κοντά του. Νόμιζε ότι μπορούσε σχεδόν να δει τον εαυτό του μέσα από τα μάτια του Ναρτέλλο – νόμιζε ότι μπορούσε να δει την πλάτη του Προφήτη.
«Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Δεν ξέρεις;» απόρησε ο Ναρτέλλο.
Η αλήθεια ήταν πως ο Τάμπριελ μπορούσε να έρθει σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη και να μάθει, αλλά δεν ήθελε ακόμα να βυθιστεί τόσο πολύ μέσα σ’εκείνο το χαώδες πέλαγος σκέψεων, εικόνων, και αισθήσεων. Όχι από τόσο νωρίς, τουλάχιστον. Έπρεπε πρώτα να το συνηθίσει.
«Πες μου,» πρόσταξε.
«Ο Νόρναλ,» αποκρίθηκε ο Ναρτέλλο. «Ο Άρχοντας της Βέλρικ.»
«Νόμιζα ότι ήταν νεκρός…»
«Έτσι νόμιζαν οι περισσότεροι.»
Ο Τάμπριελ στράφηκε για να κοιτάξει τον Ναρτέλλο – έχοντας τη φευγαλέα, αλλά έντονη, εντύπωση ότι κοίταζε τον καθρέφτη. «Πώς έγινε Μεγάλος Πατέρας;»
Ο Ναρτέλλο συνοφρυώθηκε. «Εμένα ρωτάς;»
«Δεν γνωρίζεις;»
«Φυσικά και όχι. Αν όμως εσύ είσαι τώρα ο Μεγάλος Πατέρας, θα έπρεπε κανονικά να ξέρεις!»
Ο Τάμπριελ τον κοίταξε σταθερά. «Η οντότητα που αποκαλείς ‘Μεγάλος Πατέρας’ δεν είναι μέσα μου. Είναι εδώ.» Έδειξε με το βλέμμα του την πορφυρή σφαίρα. «Και δεν βρίσκομαι σε συνεχή επαφή μαζί της.»
«Ποιος είναι, λοιπόν, τώρα ο Μέγας; Όποιος κρατά αυτό το καταραμένο ραβδί;» Ο Ναρτέλλο έμοιαζε οργισμένος· το μακρύ πρόσωπό του θύμιζε το πρόσωπο δαίμονα.
«Δεν μπορεί ο καθένας να έρθει σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη,» εξήγησε ο Τάμπριελ. «Μόνο εγώ.»
Τα μάτια του Ναρτέλλο στένεψαν, καχύποπτα.
Ο Τάμπριελ ήξερε – το γνώριζε – ότι ο αλχημιστής δεν τον πίστευε. Κι έτσι του έδωσε το ραβδί. «Πάρτο. Δες αν λέω ψέματα.»
Ο Ναρτέλλο το κράτησε στο χέρι του.
Ο Τάμπριελ ρώτησε: «Τι λες, λοιπόν;»
Ο Ναρτέλλο ύψωσε ξαφνικά το ραβδί πάνω απ’το κεφάλι του, κρατώντας το τώρα με τα δύο χέρια. «Τι θα γίνει αν σπάσω αυτή την καταραμένη σφαίρα στο πάτωμα;»
Ο Τάμπριελ τον ατένιζε ήρεμα, ψυχρά. «Δεν ξέρω.»
«Λες ψέματα! Ο Μεγάλος Πατέρας θα ελευθερωθεί.»
«Και πού θα πάει το πνεύμα του; Δε νομίζω ότι μπορεί να βρει κάποιο άλλο σώμα. Ίσως να πεθάνει. Και ίσως να πεθάνετε όλοι σας μαζί του.»
Ο Ναρτέλλο τον κοίταξε με δισταγμό.
Ο Τάμπριελ πήρε το ραβδί από τα χέρια του, κι εκείνος δεν έφερε αντίσταση. «Πώς κατάλαβες ότι είσαι Ιεράρχης; Ήρθε κάποιο πνεύμα σ’εσένα;»
«Τι πνεύμα;» μούγκρισε ο Ναρτέλλο. «Δεν ήρθε κανένα καταραμένο πνεύμα! Έβλεπα… όνειρα. Ονειρευόμουν από παλιά ότι ήμουν άλλοι άνθρωποι. Νόμιζα ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αυτό… Όνειρα… Αλλά μετά… μετά, ξύπνησα μια μέρα και το όνειρο συνεχιζόταν. Γνώριζα τους ομοούσιους, κι εκείνοι Γνώριζαν εμένα.»
«Και οι υπόλοιποι Ιεράρχες με τον ίδιο τρόπο κατάλαβαν τι είναι;»
«Όχι σε όλες τις περιπτώσεις. Ορισμένοι το συνειδητοποίησαν απρόσμενα, ύστερα από κάποια πολύ έντονη ψυχική εμπειρία. Ο Κάτνεραλ, για παράδειγμα, βρισκόταν στα όρια του θανάτου όταν Γνώρισε τους ομοούσιους.»
«Επομένως,» κατέληξε ο Τάμπριελ, «είναι σαν να αφυπνίστηκε μέσα σας κάτι που προϋπήρχε…»
Ο Ναρτέλλο ένευσε.
Αναρωτιέμαι αν και στον Νόρναλ συνέβη το ίδιο ή κάτι τελείως διαφορετικό. «Και πώς γνωρίζατε ότι ο Νόρναλ ήταν ο Μεγάλος Πατέρας;»
«Το γνωρίζαμε επειδή κανένας μας δεν θυμόταν να υπάρχει ομοούσιος πριν από αυτόν. Ήταν ο πρώτος.»
«Βρισκόσασταν μέσα στο μυαλό του;»
«Φυσικά.»
«Τότε, πώς είναι δυνατόν να μην ξέρετε πώς έγινε Μέγας Ιεράρχης;»
«Τον Μεγάλο τον κάλυπτε ένα μυστήριο. Πριν την αφύπνισή του ήταν σαν να μην υπήρχε. Σαν ούτε ο ίδιος να μη θυμόταν τον εαυτό του.»
Ο Τάμπριελ είπε: «Σαν κάτι να ήρθε και να έσβησε τις προηγούμενες μνήμες του, αντικαθιστώντας πλήρως την προσωπικότητά του…»
«Κάπως έτσι, ίσως. Επειδή εκείνος Γνώρισε τον εαυτό του, τον Γνώρισαν και όλοι οι ομοούσιοι.»
Τι είσαι, Μεγάλε Ιεράρχη; αναρωτήθηκε ο Τάμπριελ κοιτάζοντας την πορφυρή σφαίρα στην κορυφή του ραβδιού του. Τι είσαι;
Αλλά δεν είχε τώρα χρόνο για ν’απαντήσει σ’αυτό το ερώτημα. Βγήκε από τη μικρή αίθουσα επιστρέφοντας στο προηγούμενο δωμάτιο. Ο Χάλρεοκ στεκόταν όρθιος, είδε, και τα πλευρά του ήταν δεμένα με επίδεσμο. Ο Ζάνταρικ ήταν επίσης όρθιος· ο Κάτνεραλ είχε περιποιηθεί τον ώμο του, και τώρα φρόντιζε και τα τραύματα του Βάλλεριμ.
Ο κίρμο-Χάρθον ρώτησε τον Τάμπριελ: «Τι θα κάνουμε; Θα συνεχίσουμε για επάνω;»
«Ο ιπτάμενος φίλος μας μας περιμένει,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Κι αυτοί;» είπε ο Βάλλεριμ, κοιτάζοντας μια τον Κάτνεραλ μια τον Ναρτέλλο. «Θα τους πάρεις κι αυτούς μαζί σου;»
«Ναι. Δεν ξέρω τι θα κάνει ο Γκαλένραμωθ σε τούτη την πόλη.»
«Υποθέτω, θα μας εξηγήσεις μια άλλη φορά πώς κατέληξαν οι εχθροί μας να είναι σύμμαχοι…»
«Ο Μέγας Ιεράρχης είναι δικός μου,» είπε ο Τάμπριελ, «όπως ήταν η Βιβεϊρλώταθ και, μετά, ο Γκαλένραμωθ. Δεν υπάρχει τίποτ’άλλο να εξηγήσω, Βάλλεριμ.»
*
Ανέβηκαν στην οροφή του Οίκου της Γνώσης, όπου μερικοί στρατιώτες ήταν ακροβολισμένοι. Δύο κρατούσαν τουφέκια· οι άλλοι, βαλλίστρες. Κι αμέσως, στράφηκαν σημαδεύοντας τον Τάμπριελ και τους συντρόφους του.
Ο Κάτνεραλ τούς έκανε νόημα να κατεβάσουν τα όπλα τους, κι εκείνοι υπάκουσαν.
Μετά ρώτησε τον Τάμπριελ: «Τι θα γίνει με τους στρατιώτες μας, Μεγαλειότατε;»
Εκείνος κοίταξε κάτω, την πόλη, την καταστροφή που γινόταν, το κανιβαλικό οργή που προκαλούσε η ακόρεστη πείνα του Γκαλένραμωθ. Η επιρροή του δαιμονικού θεού είχε εξαπλωθεί ακόμα και πέρα από τα τείχη της Βέλρικ: οι μισθοφόροι που ήταν στρατοπεδευμένοι έξω απ’την απόρθητη πόλη αλληλοσκοτώνονταν. Ουρλιαχτά και κραυγές αντηχούσαν στον νυχτερινό άνεμο.
«Δεν μπορώ να τους σώσω, Κάτνεραλ. Τους διακατέχει ένας πανίσχυρος δαίμονας τώρα.»
«Αναφερόμουν στους στρατιώτες μέσα στον Οίκο, Μεγαλειότατε.» Ο Κάτνεραλ έμοιαζε παραξενεμένος που έπρεπε να το διευκρινίσει, σαν ο Τάμπριελ να όφειλε ήδη να το ξέρει.
«Να φρουρήσουν το μέρος όσο καλύτερα μπορούν. Δεν γίνεται τίποτ’άλλο αυτή τη στιγμή. Είναι αδύνατο να τους πάρουμε όλους μαζί μας.»
Και στάθηκε πάνω στις επάλξεις, υψώνοντας το ραβδί του με το ένα χέρι κι αφήνοντας τις αχτίνες των φεγγαριών να κάνουν την πορφυρή σφαίρα να γυαλίσει έντονα. Ανοίγοντας το στόμα του, έβγαλε μια κραυγή που θύμιζε κραυγή πουλιού.
Και τότε, το πελώριο γκριζόφτερο πτηνό ξεπρόβαλε από τα σύννεφα και ήρθε προς το μέρος του.
«Μεγαλειότατε!» φώναξε ο Κάτνεραλ τραβώντας το σπαθί του.
«Μην ανησυχείς,» του είπε ο Τάμπριελ κατεβαίνοντας από τις επάλξεις. «Είναι σύμμαχός μου.» Και προς τους ακροβολισμένους στρατιώτες: «Κατεβάστε τα όπλα σας!»
Το πουλί προσγειώθηκε στην οροφή του Οίκου της Γνώσης, και ο Τάμπριελ κι οι σύντροφοί του άρχισαν ν’ανεβαίνουν στη ράχη του. Τον Βάλλεριμ, τον Χάλρεοκ, και τον Ζάνταρικ τούς έδεσαν με σχοινιά και λουριά για να μην πέσουν όσο το πτηνό θα πετούσε· επειδή ήταν τραυματισμένοι και δεν ήταν βέβαιο ότι θα είχαν τη δύναμη να κρατηθούν.
«Πού θα μας πάει;» ρώτησε η Αθνάβια τον Τάμπριελ.
«Εκεί που πήγε και την Ανταρλίδα.»
«Δηλαδή, πού;»
«Έξω απ’την πόλη, σ’ένα ασφαλές μέρος. Δεν ξέρω πού ακριβώς. Του ζήτησα να την αφήσει όπου νόμιζε.»
Το γιγάντιο πουλί χτύπησε δυνατά τις φτερούγες του, όταν όλοι τους είχαν πιαστεί επάνω του, και υψώθηκε στον αέρα. Η πτήση του έμοιαζε δύσκολη – το βάρος δεν πρέπει να ήταν λίγο – αλλά τα κατάφερνε. Ανεβαίνοντας ολοένα και πιο ψηλά στον ουρανό. Ολοένα και πιο ψηλά…
Πέρασαν πάνω από τα σύννεφα, και ο αέρας έγινε πολύ πιο ψυχρός από πριν.
Πού την έχει πάει την Ανταρλίδα; απόρησε ο Τάμπριελ.
Το πουλί συνέχισε να υψώνεται στον ουρανό. Ο άνεμος δυνάμωσε, μην αφήνοντάς τους να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά.
«Τάμπριελ!» φώναξε ο Χάλρεοκ. «Πού πηγαίνουμε;»
Την ίδια απορία έχουμε… Πού μας πηγαίνει;
Ολοένα και πιο ψηλά… Ολοένα και πιο ψηλά…
Και το κόκκινο άστρο που είχε έρθει από τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο φαινόταν να πλησιάζει.
Τι κάνει; Τι κάνει; γρύλισε εντός του ο Τάμπριελ, και θα ερχόταν σε επικοινωνία με το πουλί αν μπορούσε. Αλλά δεν μπορούσε. Ο Μέγας Ιεράρχης δεν ήταν όπως η Βιβεϊρλώταθ και ο Γκαλένραμωθ· δεν γινόταν να τον προστάξει να μιλήσει στο γιγάντιο πτηνό. Ή, αν γινόταν, ο Τάμπριελ δεν ήξερε πώς.
Το κόκκινο άστρο γέμισε τον ουρανό – τόσο κοντά του είχαν φτάσει.
«Τάμπριελ!» ούρλιαξε η Αθνάβια. «Θα μας σκοτώσει!»
Εκείνος παρέμεινε σιωπηλός. Του είπα να πάει την Ανταρλίδα σ’ένα ασφαλές μέρος. Είναι δυνατόν να θεώρησε «ασφαλές μέρος» το κόκκινο άστρο;
Και μετά, θυμήθηκε… Είχε «δει» το πουλί να βγαίνει μέσα από το κόκκινο άστρο. Θεωρεί το κόκκινο άστρο σπίτι του;
Ο Τάμπριελ είχε κλείσει τα μάτια του, για να τα προστατέψει απ’τον δυνατό άνεμο, και τώρα τα μισάνοιξε για να κοιτάξει πάλι. Από κάτω του είδε γη. Κόκκινη γη, καθώς και μια λίμνη κι ένα δάσος. Και… τι ήταν αυτό κοντά στη λίμνη; Κάποιου είδους αγέλη;
Ένας άνθρωπος καθόταν σ’έναν βράχο ανάμεσα στην αγέλη.
Το πουλί άρχισε να κατεβαίνει, και περισσότερες λεπτομέρειες φάνηκαν. Ο άνθρωπος είχε μακριά, ξανθά μαλλιά και κατάλευκο δέρμα – η Ανταρλίδα. Και η αγέλη απαρτιζόταν από τριχωτά πλάσματα με μακριές, γυμνές ουρές. Πλάσματα που θύμιζαν ποντίκια, πολύ μεγάλα όμως, σχεδόν σαν σκυλιά.
Το πουλί προσγειώθηκε.
Ο Τάμπριελ άφησε το γκρίζο τρίχωμα που κρατούσε σφιχτά, νιώθοντας τα δάχτυλα των χεριών του μουδιασμένα, πιασμένα, κοκαλωμένα. Κατέβηκε από τη ράχη του πτηνού και, τραβώντας ένα ξιφίδιο, έκοψε τα σχοινιά και τα λουριά που κρατούσαν δεμένους τον Βάλλεριμ, τον Χάλρεοκ, και τον Ζάνταρικ. Η Αθνάβια, ο Αλίρκωπ, η Χιρκόμο, ο Ναρτέλλο, και ο Κάτνεραλ είχαν κατεβεί επίσης, και κοίταζαν ολόγυρα, παραξενεμένοι.
«Βρισκόμαστε πάνω στο άστρο;» απόρησε ο Αλίρκωπ. «Πάνω στο κόκκινο άστρο;»
«Έτσι φαίνεται,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
Και είδε την Ανταρλίδα να τους ζυγώνει, ακολουθούμενη από τα μεγάλα ποντίκια.
Ο Τάμπριελ βάδισε προς το μέρος της ενώ οι άλλοι έμειναν εκεί όπου ήταν. «Βλέπω, έκανες καινούργιους φίλους,» της είπε.
Η Ανταρλίδα μειδίασε. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. «Τα καθίκια παραλίγο να με σκοτώσουν, στην αρχή,» του είπε. Τα μεγάλα ποντίκια τσύριζαν και χοροπηδούσαν γύρω τους· έμοιαζαν να τραγουδάνε.
«Δε μου φαίνονται και τόσο επικίνδυνα για μια Μαύρη Δράκαινα…»
«Έτσι νομίζεις. Θα σου εξηγήσω μετά. Γιατί, όμως, το πουλί μ’έφερε εδώ πάνω; Δεν μπορούσες να του πεις να μ’αφήσει κάπου έξω απ’τη Βέλρικ;»
«Αυτό τού είπα: να σε πάει έξω απ’τη Βέλρικ, σ’ένα ασφαλές μέρος. Δεν ήξερα ότι θα σε μετέφερε τόσο μακριά έξω απ’την πόλη. Και δεν ήξερα ότι το άστρο είναι τόσο κοντά ώστε να μπορεί να το φτάσει πετώντας.»
«Στη Σεργήλη, κάποτε, κάποιοι προσπάθησαν να φτάσουν στο φεγγάρι, το ξέρεις;»
«Όχι. Τι τους συνέβη;»
«Έφτασαν, αλλά βρήκαν το μέρος λιγάκι… μη-κατοικήσιμο ας πούμε. Τέλος πάντων· θα σ’το διηγηθώ κι αυτό μετά. Ποιοι είναι όλοι αυτοί;» Κοίταξε τους συντρόφους του. Μονάχα τον Χάλρεοκ, τη Χιρκόμο, και τον Αλίρκωπ ήξερε· οι άλλοι τής ήταν άγνωστοι.
Ο Τάμπριελ έκανε σ’όλους νόημα να καθίσουν, και κάθισαν στις όχθες της λίμνης, με τα ποντίκια γύρω τους, χωρίς τώρα να τσυρίζουν ή να χοροπηδούν αλλά παρατηρώντας τους με γυαλιστερά μάτια. Το γκριζόφτερο πουλί δεν έφυγε· έμεινε κι αυτό κοντά τους για την ώρα.
Ο Τάμπριελ διηγήθηκε, εν συντομία, στην Ανταρλίδα όσα τού είχαν συμβεί από τότε που αναχώρησε από το Βασίλειο Τάρσαζ και έπλευσε για τη Γη της Φέδλωχ. Και μετά, η Ανταρλίδα τού διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί σ’εκείνη στο ίδιο χρονικό διάστημα.
«Επειδή έχω αρχίσει να πεινάω,» είπε ο Κάτνεραλ, «υπάρχει τίποτα για φαγητό πάνω σ’ετούτο το άστρο;»
«Το θηρίο που σκότωσα πρέπει να τρώγεται,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα, δείχνοντάς το πτώμα με τον αντίχειρά της.
«Θα το φέρω πιο κοντά, να το γδάρω,» είπε ο Κάτνεραλ και σηκώθηκε από τη θέση του, πλησιάζοντας το σκοτωμένο αιλουροειδές.
Ο Χάλρεοκ, ο Ζάνταρικ, ο Βάλλεριμ, και η Αθνάβια είχαν αποκοιμηθεί όσο ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα μιλούσαν· έτσι τώρα μονάχα ο Αλίρκωπ, η Χιρκόμο, και ο Ναρτέλλο ήταν ξύπνιοι κοντά τους.
Η Ανταρλίδα στράφηκε να κοιτάξει τον Ιεράρχη. «Είστε, λοιπόν, σύμμαχοί μας τώρα;»
«Υπηρετούμε τον Μεγάλο, όπως και πριν,» αποκρίθηκε εκείνος.
Και ο Τάμπριελ πραγματικά σάς εμπιστεύεται; σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Μέχρι πού φτάνει ο έλεγχός του επάνω σας; Πώς μπορεί να σας… τιμωρήσει αν τον παρακούσετε; Η εκπαίδευσή της ως Μαύρη Δράκαινα τής έλεγε πάντοτε να περιμένει προδοσία από ανθρώπους που εύκολα άλλαζαν παρατάξεις.
Ο Κάτνεραλ έφερε κοντά το πτώμα του μεγάλου αιλουροειδούς και, αφού του έβγαλε τα έντερα, άρχισε να το γδέρνει. «Φαίνεται πως θα φάμε καλά απόψε,» είπε.
Τα ποντίκια έμοιαζαν να τον παρατηρούν με δέος.
«Το νερό πίνεται;» ρώτησε ο Τάμπριελ την Ανταρλίδα, ρίχνοντας μια ματιά στη λίμνη.
«Το ήπια κι ακόμα εδώ είμαι.»
Ο Τάμπριελ γονάτισε στην άκρη της όχθης, άφησε το ραβδί του δίπλα του, και παίρνοντας νερό μέσα στις ενωμένες χούφτες του ήπιε. Είχε διψάσει πολύ από τη μάχη στον Οίκο της Γνώσης και από την αφήγησή του, μετά. Όταν ξεδίψασε και ύψωσε πάλι το βλέμμα του, παρατήρησε ότι το πελώριο πουλί είχε κουρνιάσει παραδίπλα και έμοιαζε να κοιμάται. Ελπίζω, σκέφτηκε, το πρωί να μας επιστρέψει στον κόσμο μας. Ελπίζω να μπορέσω να συνεννοηθώ μαζί του, και να μην ξεμείνουμε εδώ πέρα.
«Τι έγινε στο φεγγάρι της Σεργήλης;» ρώτησε την Ανταρλίδα, καθίζοντας πάλι κοντά της.
«Κάποιοι εξερευνητές, με τη βοήθεια ανθρώπων της Παντοκράτειρας, έφτιαξαν ένα μεγάλο αεροπλάνο, το εφοδίασαν με καύσιμα, και πέταξαν,» είπε εκείνη μιλώντας στη Συμπαντική, γιατί ήθελε να χρησιμοποιήσει λέξεις που δεν υπήρχαν σωστές αντίστοιχές τους στην Οικουμενική. «Το ταξίδι ήταν μακρινό αλλά, τελικά, έφτασαν στο φεγγάρι και προσγειώθηκαν εκεί. Δεν βρήκαν τίποτα εκτός από ξερούς βράχους και έναν οργισμένο δαίμονα που προσπάθησε να τους σκοτώσει.»
«Δαίμονα;»
«Έτσι έγραψαν οι εφημερίδες. Δημοσίευσαν και κάποιες φωτογραφίες του, αλλά θυμάμαι πως ήταν κάπως θολές και δεν φαινόταν καλά. Το φεγγάρι της Σεργήλης καλύπτεται από πυκνές ομίχλες, είπαν. Ήμουν μικρή τότε, βέβαια· δε θυμάμαι και λεπτομέρειες.»
Ο Αλίρκωπ χασμουρήθηκε. «Ωραία τα λέτε, αλλά εμείς δεν καταλαβαίνουμε τίποτα.»
Η Ανταρλίδα μειδίασε. «Ούτως ή άλλως δεν θα καταλάβαινες αυτή την ιστορία. Από εκεί όπου ερχόμαστε υπάρχουν μηχανές όπου μπορείς ν’ανεβείς και να πετάξεις.»
«Κι εδώ υπάρχουν τέτοιες μηχανές τώρα,» την πληροφόρησε ο μάγος.
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε.
«Δε σ’το ανέφερα,» της είπε ο Τάμπριελ, «αλλά στις ακτές του Ώσρανοκ έπεσε ένα αεροπλάνο.»
«Τι πράγμα;»
«Ήρθε μέσα από το Ρήγμα, όπως καταλαβαίνεις. Μίλησα με τους επιζώντες, και τους έχω τώρα στείλει στο Τάρσαζ μαζί με τον Καλέφραζ. Θα τους συναντήσουμε εκεί.»
Ο Κάτνεραλ, μετά από λίγο, τελείωσε με το γδάρσιμο του αιλουροειδούς και σηκώθηκε. «Πάω να μαζέψω ξύλα από το δάσος. Θάρθει κανένας να βοηθήσει;»
Η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ πήγαν μαζί του, κάνοντας νόημα στον Αλίρκωπ και στη Χιρκόμο να μείνουν εκεί όπου ήταν. Όταν επέστρεψαν, είχαν αρκετά ξύλα για ν’ανάψουν φωτιά και ν’αρχίσουν να ψήνουν από πάνω της το γδαρμένο θηρίο.
Το γιγάντιο πουλί ξύπνησε από τη μυρωδιά και πλησίασε, προσεχτικά.
«Σου ανοίξαμε την όρεξη, αδελφέ;» του είπε ο Κάτνεραλ, υπομειδιώντας.
Ο προδότης, ο Καπετάνιος Ρολάνταζ λαρ Κόρσιοκ, του Ανεμοφάγου, επέστρεψε στη Φέντινκεχ χωρίς τον Μεγάλο Προφήτη, τον Χάλρεοκ, και τους υπόλοιπους, παρά το γεγονός ότι οι δύο πολεμιστές που είχε στείλει ο Χάλρεοκ σ’αυτόν διαμαρτυρήθηκαν ισχυριζόμενοι πως όφειλε να παραμείνει κι άλλο στο λιμάνι της Ναριάνημ.
Ο προδότης ζήτησε ακρόαση από τη Βασίλισσά μας, κι εκείνη τον δέχτηκε στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου και τον άκουσε να της λέει ότι είχε περιμένει ημέρες πολλές τον Μεγάλο Προφήτη και την ομάδα του αλλά εκείνοι δεν παρουσιάζονταν. Είχε πλέον αρχίσει να τους θεωρεί νεκρούς – άλλωστε, δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν χάσει τη ζωή τους στις επικίνδυνες ζούγκλες της Φέδλωχ – έτσι είχε αποπλεύσει από το λιμάνι της Ναριάνημ και είχε επιστρέψει στο Τάρσαζ. Βεβαίως ήταν έτοιμος να ξαναπάει στη Γη της Φέδλωχ, αν η Βασίλισσα το επιθυμούσε…
Η Βασίλισσά μας, όμως, δεν το επιθυμούσε. Και τον ρώτησε: Έχεις τίποτ’ άλλο να προσθέσεις, Καπετάνιε Ρολάνταζ; Τίποτα που, ίσως, παρέλειψες;
Ο Ρολάνταζ αποκρίθηκε ότι της είχε πει όλα όσα γνώριζε. Και η Βασίλισσα Παμράνεχ, τότε, πρόσταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στα μπουντρούμια του παλατιού. Διότι, ναι, είχα τελικά αποφασίσει να της μιλήσω για την προδοσία του, παρά τον πόλεμο που γινόταν στα δυτικά με την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας. Θα ήταν αποτρόπαιο να γλιτώσει αυτός ο ελεεινός άνθρωπος, που είχε προσπαθήσει να μας σκοτώσει όλους. Ο Χάλρεοκ είχε δίκιο.
Ο Ρολάνταζ, ασφαλώς, διαμαρτυρήθηκε απαιτώντας να μάθει γιατί, γιατί τον συλλάμβαναν. Αν η Μεγαλειότητά Σας επιθυμεί να επιστρέψω στη Γη της Φέδλωχ, θα επιστρέψω! φώναξε.
Η Βασίλισσά μας διέταξε τους φρουρούς να τον πάρουν από μπροστά της, κι εκείνοι, αναμενόμενα, υπάκουσαν.
Όταν ο Ρολάνταζ είχε φύγει από την αίθουσα, η Βασίλισσά μας κατέβηκε από τον Αργυρόντυτο Θρόνο και με πλησίασε, εκεί όπου καθόμουν σε μια σκιερή γωνία.
Πιστεύεις ότι ο Πρωθιερέας βρισκόταν σε συνεννόηση μαζί του, Καλέφραζ; με ρώτησε.
Ναι, Μεγαλειοτάτη, αποκρίθηκα καθώς σηκωνόμουν όρθιος ενώπιον της. Αλλά δεν έχω καμία απόδειξη. Αν ο Ρολάνταζ δεν ομολογήσει, δε νομίζω ότι θα ήταν σωστό να κινηθείτε εναντίον του… αν, ασφαλώς, επιθυμείτε την ταπεινή μου γνώμη.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ συνοφρυώθηκε, σκεπτική. Ένευσε – και δεν ήμουν βέβαιος τι μπορεί να σήμαινε αυτό το νεύμα – στράφηκε απ’την άλλη, και απομακρύνθηκε από εμένα, βγαίνοντας από την αίθουσα.
*
* * *
*
Πέρασαν τη νύχτα επάνω στο κόκκινο άστρο, και το πρωί πλύθηκαν στα νερά της λίμνης για να διώξουν απ’το σώμα τους τον ιδρώτα και το αίμα της χτεσινής μάχης.
Ο Τάμπριελ, φορώντας πάλι τα ρούχα του, πλησίασε το πελώριο, γκριζόφτερο πουλί που τους περίμενε χωρίς να έχει φύγει. Αφού είναι ακόμα εδώ, σκέφτηκε, αυτό μάλλον είναι καλό σημάδι. Περιμένει για να μας επιστρέψει στον κόσμο απ’τον οποίο ήρθαμε. Κοιτάζοντας στον ουρανό, μπορούσε να δει τη γαλανόγκριζη σφαίρα που γέμιζε το μεγαλύτερο μέρος του.
Πήγε κοντά στο πουλί και άγγιξε το πλάι του κεφαλιού του. Του έδειξε τη γιγάντια σφαίρα, κι έκανε με τα ενωμένα δάχτυλα του χεριού του μια κίνηση σαν φτερούγα που ανεβοκατεβαίνει. Το πτηνό ένευσε με τα βλέφαρά του: ένα νεύμα που έμοιαζε να σημαίνει Ναι, είμαι έτοιμος να σας πετάξω απέναντι.
Ο Τάμπριελ ζύγωσε τους συντρόφους του και τους είπε ότι μπορούσαν τώρα να φύγουν.
«Θα επιστρέψουμε στη Βέλρικ;» ρώτησε ο Ναρτέλλο.
«Ποια είναι η κατάσταση εκεί; Είναι κανένας ομοούσιος ζωντανός;»
«Μέσα στον Οίκο, μία μόνο. Στους δρόμους της πόλης, δύο. Δυστυχώς, πολλοί σκοτώθηκαν χτες.» Και η όψη του Ναρτέλλο έλεγε ότι δεν είχε ξεχάσει ποιος ευθυνόταν γι’αυτό. Μισούσε και, συγχρόνως, λάτρευε τον Τάμπριελ, όπως κάποιος μισεί και συγχρόνως λατρεύει έναν παράξενο, χαοτικό θεό.
«Η οργή του Γκαλένραμωθ έχει περάσει, να υποθέσω; Δεν αλληλοσκοτώνονται πια μέσα στην πόλη;»
Ο Ναρτέλλο και ο Κάτνεραλ κατένευσαν.
Ο Τάμπριελ ήρθε σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη για να επιβεβαιώσει τα λόγια τους. Στην αρχή, ο νους του βρέθηκε σ’εκείνο το χαώδες πέλαγος από εικόνες, σκέψεις, φωνές, αισθήσεις, γνώσεις· κατάφερε, όμως, να φέρει την κατάσταση υπό τον έλεγχό του πιο εύκολα από πριν. Εστίασε τη συνείδησή του στη Βέλρικ, στους ομοούσιους εκεί…
Δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου απόψε. Η αλλαγή μ’έχει ταράξει πολύ. Ο Προφήτης είναι ο Μεγάλος Πατέρας τώρα. Τι παράξενο!… Αλλά είναι αλήθεια· το Γνωρίζω. Για λίγο μονάχα με πήρε ο ύπνος και μετά ένας στρατιώτης με ξύπνησε για να μου πει να έρθω στις επάλξεις του Οίκου. Τώρα, καθισμένη εκεί, κοιτάζω την πόλη να έχει ηρεμήσει. Ο αλλόκοτος πόλεμος που είχε προκαλέσει αυτός ο δαίμονας έχει πάψει… και ο Μεγάλος Πατέρας, όπου νάναι, θα έρθει από τους ουρανούς μ’εκείνο το πουλί για να προσγειωθεί στην οροφή του Οίκου. Πρέπει να ετοιμαστούμε γι’αυτόν. Φωνάζω στους στρατιώτες–
Δεν το πιστεύω ότι είμαι ζωντανός. Ήμουν τυχερός που κατάφερα να κρυφτώ εδώ, σε τούτη σοφίτα. Όλοι μέσα στο σπίτι, από κάτω μου, είναι νεκροί. Ο ένας έφαγε τον άλλο… Και ο Μεγάλος Πατέρας είναι άλλος τώρα, σε άλλο σώμα. Τι νύχτα κι αυτή!–
Ακόμα θρηνώ, καθισμένος μέσα σ’ετούτο το έρημο σιδηρουργείο. Ένας σωρός από νεκρούς μπλοκάρει την είσοδο· οι πέτρες του πατώματος είναι ποτισμένες από το αίμα. Ακόμα θρηνώ, χτυπώντας τις γροθιές μου στα γόνατά μου· γιατί δεν μπορούσα να τη σώσω από τα χέρια τους. Σαν θάλασσα από σάρκα ήρθαν επάνω της και την έκαναν κομμάτια, τραβώντας την από δω κι από κει, δαγκώνοντάς την. Θηρία! Θηρία!…
Ο Τάμπριελ αποτραβήχτηκε από τον νου του Μεγάλου Ιεράρχη.
Στράφηκε στον Βάλλεριμ. «Θέλεις να σας πάω στο Ώσρανοκ;»
«Ο Καπετάνιος του Γοργού Ιχθύος θα έρθει να μας βρει στη Γούβα,» αποκρίθηκε ο κίρμο-Χάρθον. «Επομένως, καλύτερα να μας πας εκεί για να τον συναντήσουμε όπως έχουμε συμφωνήσει.»
«Καλώς,» είπε ο Τάμπριελ. Και προς την Ανταρλίδα και τον Χάλρεοκ: «Και μετά θα πάμε στο Τάρσαζ.»
Ανέβηκαν πάλι στη ράχη του γιγάντιου πουλιού (τους τραυματίες τούς έδεσαν για να μη γλιστρήσουν και πέσουν) κι εκείνο χτύπησε τις φτερούγες του δυνατά, σηκώνοντας κόκκινο χώμα γύρω του. Τα μεγάλα ποντίκια, που είχαν ακολουθήσει την Ανταρλίδα ώς εδώ, απομακρύνθηκαν τσυρίζοντας και χοροπηδώντας. Δεν έμοιαζαν να είναι ευχαριστημένα που θα έφευγε η θεά τους· το τραγούδι τους ακουγόταν λυπημένο.
Το πουλί πέταξε στον ουρανό, και βγήκε από το κόκκινο άστρο. Δυνατοί αέρηδες χτύπησαν τους αναβάτες του, προσπαθώντας να τους αποτινάξουν από τη ράχη του και να τους παρασύρουν· αλλά εκείνοι κρατιόνταν γερά από το γκρίζο τρίχωμά του, ενώ είχαν τα μάτια τους μισόκλειστα. Η πελώρια γαλανόγκριζη σφαίρα μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο καθώς την πλησίαζαν, και μετά βρίσκονταν πάνω από τα σύννεφά της. Το πουλί βούτηξε, ομαλά. Πέρασαν μέσα από τα σύννεφα και, από κάτω τους, είδαν γη. Βουνά και δάση. Μια πόλη και, κάμποση απόσταση απ’αυτήν, ένας ποταμός. Μερικά χωριά. Όλα σαν μικρογραφία, σαν ανάγλυφος χάρτης.
Κατέβηκαν κι άλλο, πλησιάζοντας την πόλη, την οποία τώρα αναγνώριζαν. Ήταν η Βέλρικ, ασφαλώς· το πουλί τούς γύριζε στο μέρος απ’το οποίο τους είχε πάρει. Δεν χρειαζόταν ο Τάμπριελ να του δώσει καμία οδηγία.
Προσγειώθηκαν στην οροφή του Οίκου της Γνώσης, και βρήκαν εκεί μερικούς στρατιώτες να τους περιμένουν μαζί με την Ιεράρχη που ονομαζόταν Διάττα (ο Τάμπριελ είχε Γνωρίσει το όνομά της όταν ήρθε σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη): μια γυναίκα μετρίου αναστήματος με λευκό δέρμα και κοντά, ξανθά, σγουρά μαλλιά.
Ο Κάτνεραλ και ο Ναρτέλλο κατέβηκαν από τη ράχη του γιγάντιου πτηνού. «Ο δαίμονας που ονομάζεις Γκαλένραμωθ εξακολουθεί να είναι στην πόλη μας;» ρώτησε ο δεύτερος τον Τάμπριελ.
Και ο Αλίρκωπ ψιθύρισε στ’αφτί του Τάμπριελ: «Εδώ είναι· αισθάνομαι την παρουσία του. Αλλά μοιάζει κορεσμένος τώρα.»
«Εδώ είναι,» είπε ο Τάμπριελ στον Ναρτέλλο. «Και καλύτερα να εγκαταλείψετε την πόλη όσο έχετε καιρό. Πάρτε μαζί σας όσους πολεμιστές σάς έχουν απομείνει, καθώς και όσους από τους πολίτες μπορείτε, και φύγετε. Το μέρος, μάλλον, θα είναι επικίνδυνο από εδώ και στο εξής.»
«Κι ο Οίκος της Γνώσης;» απόρησε η Διάττα.
«Ο Οίκος της Γνώσης δεν μας χρειάζεται πλέον. Και ο πόλεμος με το Ώσρανοκ επιθυμώ να σταματήσει.»
Τα λόγια του φάνηκαν να ξαφνιάζουν τους Ιεράρχες – δεν περίμεναν ότι ο Μέγας θα άλλαζε απόψεις επειδή είχε… μεταφερθεί σε άλλο σώμα κατά κάποιον τρόπο – αλλά δεν έφεραν αντίρρηση, φυσικά. Υπήρχε κάτι που τους έδενε στη βούληση του Μεγάλου Ιεράρχη, κάτι βιολογικό. Η δική του γνώμη ήταν και δική τους γνώμη – όσο κι αν απορούσαν για το πώς μπορεί να είχαν αλλάξει γνώμη τόσο ξαφνικά.
Ο Τάμπριελ χτύπησε το πλάι του κεφαλιού του γιγάντιου πουλιού, αρκετά δυνατά για να τον αντιληφτεί το πτηνό, και μετά έδειξε ψηλά, στον ουρανό. Το πουλί φτερούγισε κι έφυγε από την οροφή του Οίκου της Γνώσης. Ο Τάμπριελ τού έδειξε πάλι, ετούτη τη φορά προς τα νοτιοδυτικά, και το πουλί πέταξε προς αυτή την κατεύθυνση.
Με τον παγερό αέρα να τους μαστιγώνει, πέρασαν πάνω από βουνά και δάση και βρέθηκαν στην Επαρχία της Κάλβαχ, που έμοιαζε με μικρογραφία από κάτω τους, όπως πριν από λίγο έμοιαζε και η Επαρχία της Βέλρικ.
Ο Τάμπριελ έδειξε δυτικά στο πουλί, κι εκείνο ακολούθησε την οδηγία του, μέχρι που έφτασαν στις ακτές της Στενής Θάλασσας. Εκεί, ο Τάμπριελ τού έδειξε νότια, και του έκανε νόημα, με το ένα χέρι (το άλλο έπρεπε να το χρησιμοποιεί για να κρατιέται από το γκρίζο τρίχωμα), να χάσει λίγο ύψος. Το πουλί κατάλαβε και υπάκουσε, και τώρα ο Τάμπριελ κοίταζε προσεχτικά τις ακτές από κάτω τους, ώσπου εντόπισε το μέρος που αποκαλούσαν «Γούβα». Όταν το είδε, το έδειξε στο πουλί, κάνοντάς του νόημα να προσγειωθεί. Κι εκείνο προσγειώθηκε ανατολικά του περιστοιχισμένου από ψηλούς βράχους κολπίσκου.
Ο κίρμο-Χάρθον Βάλλεριμ, ο Ζάνταρικ, και η Αθνάβια κατέβηκαν.
«Δεν έχει έρθει κανένα πλοίο ακόμα,» παρατήρησε η τελευταία.
«Δε θ’αργήσει,» της είπε ο Βάλλεριμ. «Θα είναι εδώ μετά από δέκα μέρες, όπως συμφωνήσαμε με τον Καπετάνιο.»
Ο Τάμπριελ τούς είπε: «Θα έρθει κάποιος να σας φέρει προμήθειες και να φροντίσει ότι θα είστε ασφαλείς.»
«Ποιος;» ρώτησε η Αθνάβια.
«Ένας από τους ανθρώπους μου,» αποκρίθηκε εκείνος, και δεν χρειάστηκε να διευκρινίσει ότι αναφερόταν στους Ιεράρχες. Στον Βάλλεριμ είπε: «Μεταβίβασε τους χαιρετισμούς μου στη Δούκισσα κέρκα-Χάρθον όταν τη δεις.»
Εκείνος ένευσε. «Θα τους μεταβιβάσω. Καλό ταξίδι, Τάμπριελ.»
«Καλό ταξίδι και σ’εσάς.»
Ο Τάμπριελ έγνεψε στο πουλί να απογειωθεί, κι εκείνο, παρότι έμοιαζε κουρασμένο, χτύπησε τις φτερούγες του και πέταξε πάνω από τη Γούβα.
«Ανατολικά!» είπε ο Τάμπριελ δείχνοντας.
Και άφησαν την ακτή πετώντας πάνω από την ενδοχώρα. Πάνω από πεδιάδες, χωριά, μικρές πόλεις, οικισμούς, και καταυλισμούς. Πάνω από δάση και λόφους. Αγέλες άγριων ζώων έτρεχαν από κάτω τους, φοβισμένες από την τρομερή πελώρια σκιά. Βοσκοί κοίταζαν τον ουρανό χάσκοντας, και ορισμένοι προσπαθούσαν γρήγορα να μαζέψουν τα ζώα τους στη στάνη.
Η ταχύτητα του γιγάντιου πουλιού, όμως, είχε μειωθεί, παρατήρησε ο Τάμπριελ. Το πτηνό είχε αρχίσει να κουράζεται φανερά. Και το μεσημέρι δεν ήταν πλέον πολύ μακριά. Μάλλον, όπου νάναι, θα κάνουμε στάση, σκέφτηκε· και αποδείχτηκε σωστός. Όταν έφτασαν στα βουνά, το πουλί προσγειώθηκε κι εκείνοι κατέβηκαν από τη ράχη του.
«Θα μας αφήσει εδώ;» είπε η Χιρκόμο. «Μες στην ερημιά;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Θέλει μόνο να ξεκουραστεί λίγο.» Το πουλί χτύπησε τις φτερούγες του και πέταξε. «Και να φάει, υποθέτω…»
Άναψαν φωτιά και κάθισαν γύρω της. Φαγητό, δυστυχώς, δεν είχαν· η Ανταρλίδα, όμως, προθυμοποιήθηκε να κυνηγήσει, και κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Μετά από κάποια ώρα, η Μαύρη Δράκαινα επέστρεψε με δύο σκοτωμένους λαγούς. Τους έγδαραν και τους έψησαν πάνω από τη φωτιά. Νερό ήπιαν από μια κοντινή πηγή, την οποία βρήκε ο Αλίρκωπ ακούγοντας, όπως είπε, το τραγούδι του φύλακά της.
Ο Τάμπριελ, αφού χόρτασε και ξεδίψασε, βυθίστηκε πάλι στον νου του Μεγάλου Ιεράρχη, προσπαθώντας να συνηθίσει την επαφή μαζί του αλλά και, ταυτόχρονα, θέλοντας να μεταφέρει τις επιθυμίες του στους Ιεράρχες: ότι, δηλαδή, ο πόλεμος με το Ώσρανοκ έπρεπε να τερματιστεί. Αμέσως.
Καθώς ταξίδευε μέσα στο χαώδες πέλαγος του συλλογικού νου των Ιεραρχών, συγκέντρωσε πολλές γνώσεις και πληροφορίες· η σημαντικότερη απ’αυτές, όμως, ήταν πως γινόταν μάχη στην Ύλκωχ, ανατολικά από εδώ. Ο στρατός των Ιεραρχών είχε καταφέρει να παγιδέψει το στράτευμα των Ταρσάζιων μέσα στην πόλη, και τους χτυπούσε από παντού. Οι πολεμιστές του Τάρσαζ πρόβαλλαν σθεναρή αντίσταση αλλά ήταν αποκλεισμένοι· δεν μπορούσαν να φύγουν από την Ύλκωχ και να συνεχίσουν την εκστρατεία τους. Είχαν παγιδευτεί μέσα σε μια πόλη που οι ίδιοι είχαν διαλύσει τις πύλες της με Μεγάλα Όπλα – κανόνια. Αυτό ήταν και το σχέδιο του Μεγάλου Ιεράρχη από την αρχή, και φαινόταν να δουλεύει καλά μέχρι στιγμής.
Αλλά ο Μέγας τώρα βρισκόταν υπό την κυριαρχία του Τάμπριελ, φυλακισμένος στην πορφυρή σφαίρα του ραβδιού του. Επομένως, το σχέδιο άλλαξε. Οι Ιεράρχες έπρεπε να πάψουν τις επιθέσεις τους στην Ύλκωχ, χωρίς ακόμα να λύσουν την πολιορκία. Έπρεπε να περιμένουν τον Τάμπριελ να έρθει – κι εκείνος δεν θα καθυστερούσε.
Διακόπτοντας την επαφή του με τον συλλογικό νου των Ιεραρχών, άνοιξε τα μάτια του και είπε στους συντρόφους του τι συνέβαινε στην Ύλκωχ.
Ο Χάλρεοκ έτριξε τα δόντια. «Μεγάλε Τίγρη…!»
«Μην ανησυχείς,» του είπε ο Τάμπριελ. «Τώρα έληξε. Και το απόγευμα θα πετάξουμε στην Ύλκωχ και θα μιλήσουμε με τον Ναρχάεζ, που είναι αρχηγός του Ταρσάζιου στρατεύματος.»
Ο Χάλρεοκ ένευσε, και είπε: «Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που έκανες… Διέλυσες τους Ιεράρχες – ολόκληρη την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας – με μία κίνηση!» Δεν χαμογελούσε· υπήρχε μια άγρια γυαλάδα στα μάτια του. «Κατάφερες αυτό που πολλοί ήθελαν να καταφέρουν εδώ και χρόνια αλλά δεν ήξεραν πώς.»
«Δεν τους ‘διέλυσα’ τους Ιεράρχες, Χάλρεοκ. Τους ελέγχω. Τους Γνωρίζω.»
«Το ίδιο είναι για εμάς, σε τελική ανάλυση… Άλλαξες τον κόσμο μας από τότε που ήρθες.»
Η Ανταρλίδα, όμως, ήταν σκεπτική σχετικά μ’όλη τούτη την ιστορία. Ο Τάμπριελ, όπως είχε ο ίδιος πει, έλεγχε τώρα τους Ιεράρχες. Έβλεπε ό,τι έβλεπαν, γνώριζε ό,τι γνώριζαν. Και ήταν ο πνευματικός αρχηγός τους. Πράγμα που σήμαινε ότι είχε το καλύτερο κατασκοπευτικό δίκτυο σ’αυτό τον κόσμο. Ποιες θα είναι, λοιπόν, οι αντιδράσεις των αρχόντων αυτού του κόσμου; δεν μπορούσε παρά να αναρωτιέται η Ανταρλίδα. Από τότε που ήρθαμε εδώ, όλο και κάποιος προσπαθεί να μας σκοτώσει. Όλοι ενδιαφέρονται για τον… Προφήτη. Και τώρα, ο Προφήτης είναι, συγχρόνως, και Μέγας Ιεράρχης. Τι θα γίνει στο άμεσο μέλλον;… Η Ανταρλίδα ήταν βέβαιη ότι, κατά πρώτον, η Κελνίχηβ, το Αριστερό Χέρι του Θρόνου του Τάρσαζ, δεν θα εμπιστευόταν πλέον καθόλου τον Τάμπριελ. Ή, μάλλον, θα τον υποπτευόταν ακόμα περισσότερο απ’ό,τι τον υποπτευόταν ήδη. Και θα φοβόταν, δε θα φοβόταν; Ποιος ξέρει τι μπορεί τώρα να έβαζε ο Τάμπριελ τους Ιεράρχες να κάνουν; Όσοι τον θεωρούσαν επικίνδυνο θα άρχιζαν να τον θεωρούν πολύ επικινδυνότερο…
*
Το απόγευμα, το πουλί επέστρεψε. Ανέβηκαν στη ράχη του και πέταξαν ανατολικά, περνώντας από την Επαρχία της Σάβηνεμ – που ήταν, κατά κύριο λόγο, ορεινή, γεμάτη κρημνούς και χαράδρες – και φτάνοντας στην Επαρχία της Ύλκωχ και στην πόλη της Ύλκωχ. Τα τείχη της ήταν χτυπημένα άσχημα, παρατήρησαν, και οι πύλες της διαλυμένες. Ο στρατός των Ιεραρχών είχε εισβάλει, και οδοφράγματα είχαν φτιαχτεί στους δρόμους. Το λιμάνι ήταν γεμάτο πολεμικά πλοία. Γύρω από την πόλη ένας μεγάλο καταυλισμός ήταν στημένος.
Ο Τάμπριελ έδειξε στο πουλί πού να προσγειωθεί, κι εκείνο προσγειώθηκε, αφήνοντας τους αναβάτες του να κατεβούν.
Βρίσκονταν στη βόρεια άκρη του καταυλισμού, κοντά σε μια μεγάλη σκηνή, μπροστά από την οποία ένας άντρας τούς περίμενε. Ήταν μαυρόδερμος, με γαλανά μούσια και γαλανά, κοντοκουρεμένα μαλλιά. Φορούσε αλυσιδωτή αρματωσιά, κι ένα μεγάλο ξίφος κρεμόταν από την πλάτη του. Τα χέρια του ήταν σταυρωμένα στο στήθος του. Ονομαζόταν Άρνταλον, και ήταν Καθοδηγητής του Έπαρχου της Ύλκωχ, ο οποίος τώρα στεκόταν παραδίπλα. Ένας κοκαλιάρης άντρας με λευκό δέρμα και μαύρα μαλλιά. Το πρόσωπό του ήταν φρεσκοξυρισμένο. Η πανοπλία του έμοιαζε αριστοτεχνικά καμωμένη, κι ένα ξίφος με λαξευτή λαβή κρεμόταν από τη ζώνη του. Στο πέρας της λαβής γυάλιζε ένας μαύρος λίθος, μάλλον πολύτιμος.
«Μεγαλειότατε,» είπε ο Άρνταλον αντικρίζοντας τον Τάμπριελ.
«Μεγαλειότατε…» είπε κι ο Άρχοντας Νίμμερον, της Ύλκωχ, αν και με κάποια επιφύλαξη στη φωνή του. Αν μη τι άλλο, πρέπει να ήταν πολύ παραξενεμένος από τούτη την τροπή του πολέμου με το Τάρσαζ.
«Γνωρίζετε γιατί βρίσκομαι εδώ, Άρχοντά μου;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Ο Άρνταλον μού εξήγησε ότι έγιναν κάποιες… αλλαγές, και ότι πρέπει να λύσουμε την πολιορκία.» Δεν ακουγόταν ευχαριστημένος, καθόλου ευχαριστημένος.
«Ο πόλεμος με το Τάρσαζ σύντομα θα τελειώσει,» τον πληροφόρησε ο Τάμπριελ. «Γι’αυτό ήρθα. Το Ταρσάζιο στράτευμα θα υποχωρήσει.»
Ο Έπαρχος τον κοίταζε με έκδηλη δυσπιστία. «Ο αρχηγός του στρατεύματος είναι το ίδιο το Δεξί Χέρι του Θρόνου του Τάρσαζ, Μεγαλειότατε…» είπε.
«Το γνωρίζω. Όπως γνωρίζω και το ίδιο το Χέρι, προσωπικά.» Και προς τον Άρνταλον: «Χρειάζομαι ένα άλογο.»
«Ασφαλώς, Μεγαλειότατε.» Ο Καθοδηγητής του Έπαρχου έκανε νόημα σ’έναν στρατιώτη να πάει να φέρει άλογο για τον Μεγάλο Ιεράρχη, κι εκείνος έτρεξε.
*
Ο Ναρχάεζ βρισκόταν μια στους δρόμους, για να αγωνίζεται μαζί με τους πολεμιστές του, μια στο κάστρο, για να κοιτάζει από ψηλά τη μάχη και να εκπονεί σχέδια. Οι Ιεράρχες είχαν κατορθώσει να τους παγιδέψουν μέσα στην Ύλκωχ αλλά δεν θα κατόρθωναν και να τους νικήσουν! Το Ταρσάζιο στράτευμα θα συνέχιζε την πορεία του θριαμβευτικά στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας!
Το χειρότερο ήταν ότι οι Ιεράρχες είχαν επιτεθεί την ώρα που οι πολεμιστές του Ναρχάεζ φιλονικούσαν για τα λιγοστά λάφυρα που είχαν βρει στην πόλη – τα οποία, ο Στρατάρχης ήταν βέβαιος, επίτηδες είχαν αφεθεί εκεί, ακριβώς γι’αυτό το λόγο. Μέχρι που οι Ταρσάζιοι να καταλάβουν τι γινόταν και να οργανωθούν, το φουσάτο των Ιεραρχών είχε ορμήσει από τα βόρεια και είχε περάσει από τις κατεστραμμένες πύλες της πόλης, ενώ συγχρόνως τα πολεμικά πλοία είχαν έρθει στο λιμάνι αποβιβάζοντας περισσότερο στρατό. Οι εχθροί, όμως, δεν είχαν κατορθώσει να προχωρήσουν και πολύ πέρα από αυτό το σημείο. Ο Ναρχάεζ είχε, γρήγορα, οργανώσει και πάλι το αποδιοργανωμένο του στράτευμα και είχε αμυνθεί μέσα στους δρόμους της Ύλκωχ. Οι Ιεράρχες δεν είχαν ακόμα πλησιάσει το κάστρο, ούτε και θα το πλησίαζαν. Το Δεξί Χέρι σκόπευε να τους διώξει από την πόλη, σπρώχνοντάς τους από τον έναν δρόμο στον άλλο, ώσπου να βρίσκονταν κατασκηνωμένοι μόνο γύρω από τα τείχη της. Κι επίσης, πολύ σημαντικό ήταν να απομακρύνει τα πλοία τους, ώστε να μπορούν από το λιμάνι να έρχονται εφόδια και ενισχύσεις από το Τάρσαζ.
Ο Ναρχάεζ βρισκόταν στις επάλξεις του κάστρου της Ύλκωχ όταν είδε, μέσα στο λυκόφως, το γιγάντιο πουλί να έρχεται και να προσγειώνεται στη βόρεια μεριά του στρατοπέδου των Ιεραρχών, έξω από την πόλη.
Τι σημαίνει αυτό; απόρησε. Τι σχέση έχει το πουλί μαζί τους;
Υψώνοντας το κιάλι του, κοίταξε προς εκείνη τη μεριά. Και οι άνθρωποι που είδε να κατεβαίνουν από τη ράχη του πουλιού κάτι τού θύμιζαν… Δεν ήταν άγνωστοι. Πώς ήταν, όμως, δυνατόν; Ο Τάμπριελ; Η Ανταρλίδα; Δεν μπορούσες εύκολα να μπερδέψεις το κόκκινο δέρμα του και τα άσπρα μαλλιά του, ούτε το δικό της κατάλευκο δέρμα…
«Με τους Ιεράρχες…;» μουρμούρισε ο Ναρχάεζ. Τι κάνουν με τους Ιεράρχες;
Συνέχισε να κοιτάζει με το κιάλι του. Και είδε τον Τάμπριελ να ανεβαίνει σ’ένα άλογο μαζί με την Ανταρλίδα, και να έρχονται προς την Ύλκωχ. Πέρασαν την κατεστραμμένη βόρεια πύλη και μπήκαν στους δρόμους της πόλης. Κοντά σ’ένα παλιό οικοδόμημα σταμάτησαν και αφίππευσαν, κι ο Τάμπριελ μίλησε μ’έναν πολεμιστή των Ιεραρχών.
Ο Ναρχάεζ είδε, μετά, έναν άλλο πολεμιστή να φωνάζει κάτι στους Ταρσάζιους πολεμιστές στην αντικρινή μεριά του δρόμου… κι ύστερα από λίγο, ένας μαντατοφόρος ήρθε στο κάστρο και του είπε: «Εξοχότατε, ο Μεγάλος Προφήτης είναι εδώ. Ο Προφήτης που η Βασίλισσα–»
«Το ξέρω. Τον είδα. Είναι με τον εχθρό τώρα;»
«Ζητά να έρθει στο κάστρο για να μιλήσετε, Εξοχότατε. Λέει πως πολλά έχουν αλλάξει στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας, και πως βρίσκεται σε συνεννόηση με τους Ιεράρχες ώστε ο πόλεμος να λήξει. Ο πόλεμος και με το Ώσρανοκ και με το Τάρσαζ.»
Περίεργο… σκέφτηκε ο Ναρχάεζ. Πολύ περίεργο…
«Ειδοποιήστε τον Πρίγκιπα Μάρνεζ ότι θέλω να τον δω,» είπε, φεύγοντας από τις επάλξεις και μπαίνοντας στο εσωτερικό του κάστρου της Ύλκωχ.
Ο μαντατοφόρος τον ακολούθησε. «Τι ν’απαντήσουμε στον Προφήτη, Εξοχότατε;»
«Να περιμένετε μέχρι να σας πω.»
Η κατάσταση στη Βέλρικ, όπως μου είπε ο Μεγάλος Προφήτης, εξελίχτηκε ως εξής: Μετά την αναχώρησή του, οι Ιεράρχες συγκέντρωσαν όσους μισθοφόρους και πολίτες μπορούσαν και τους οδήγησαν μακριά από την πόλη. Πολλοί, όμως, ήταν αυτοί που αρνήθηκαν να τους ακολουθήσουν, γιατί, απρόσμενα, μια καινούργια θρησκεία – ή, ίσως, αίρεση, θα έπρεπε να την πει κανείς – είχε εμφανιστεί. Καθώς κι ένας καινούργιος Προφήτης. Ένας Προφήτης του Γκαλένραμωθ. Ο δαιμονικός θεός καθοδηγούσε αυτόν τον άνθρωπο, και πολλοί άλλοι είχαν μαζευτεί γύρω του σαν αγέλη, διεκδικώντας τη Βέλρικ για τον εαυτό τους. Ανθρωποφάγοι. Παράφρονες. Ακόμα κι οι Ιεράρχες έμοιαζαν «φυσιολογικοί» μπροστά τους!
Ρώτησα τον Μεγάλο Προφήτη αν θα παρουσιαζόταν κίνδυνος εξαιτίας αυτής της αίρεσης του Γκαλένραμωθ, αλλά εκείνος μού αποκρίθηκε πως δεν χρειαζόταν να ανησυχούμε ακόμα. Η κατάσταση δεν είχε εξαπλωθεί πέραν της Βέλρικ. Αν εξαπλωνόταν θα το μάθαινε, αμέσως· διότι τώρα έβλεπε μέσα από τόσα πολλά μάτια και άκουγε μέσα από τόσα πολλά αφτιά…
Αναρωτιόμουν, ορισμένες φορές, πώς ήταν δυνατόν να μην έχει τρελαθεί.
*
* * *
*
«Δε μ’αρέσει αυτό,» είπε καχύποπτα ο Πρίγκιπας Μάρνεζ. «Μου μοιάζει με κόλπο.»
«Ο Τάμπριελ, όμως, είναι εδώ,» είπε ο Ναρχάεζ· «τον είδα ο ίδιος, με το τηλεσκόπιό μου. Και μαζί του είναι η Ανταρλίδα.»
Η όψη του Μάρνεζ ήταν σκεπτική. «Ίσως να είναι κάποιοι άλλοι, μεταμφιεσμένοι…»
Οι δύο άντρες στέκονταν μέσα στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου της Ύλκωχ. Κι δυο τους αισθάνονταν τα νεύρα τους πολύ τεντωμένα για να καθίσουν. Κι οι δυο τους ήταν ντυμένοι με πανοπλία, και από τη ζώνη τους κρεμόταν ξίφος και πιστόλι.
Ο Ναρχάεζ κούνησε το κεφάλι. «Δεν το νομίζω. Ήρθαν καβαλώντας το γιγάντιο πουλί, το οποίο τώρα έχει προσγειωθεί στη βόρεια μεριά του στρατοπέδου των Ιεραρχών.»
«Το ίδιο πουλί που βγήκε από το Ρήγμα;»
«Ναι.»
Ο Μάρνεζ μόρφασε. «Λες ο Προφήτης να μας πρόδωσε; Λες οι Ιεράρχες να τον στέλνουν να μπει στο κάστρο για να μας σκοτώσει;»
«Μόνος του;»
«Το ξέρεις ότι έχει αυτή τη θεά των Ταργκάφλι μαζί του, και το ξέρεις ότι είναι επικίνδυνη!» τόνισε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ.
«Ναι,» είπε ο Ναρχάεζ δύσπιστα, «αλλά, αν μας σκοτώσει, πώς θα βγει μετά από εδώ μέσα ζωντανός;»
«Είναι μάγος.»
«Δε νομίζω, όμως, ότι μπορεί να εξαφανιστεί, Υψηλότατε.»
«Προτείνεις, λοιπόν, να τον συναντήσουμε;» Η ερώτηση του Πρίγκιπα ήταν κάπως απότομη.
«Με μεγάλη επιφύλαξη, ναι, προτείνω εγώ να τον συναντήσω. Καλύτερα εσείς, για λόγους ασφάλειας, να μην είστε παρών.»
Τα μάτια του Μάρνεζ στένεψαν. «Αποκλείεται. Αν έρθει στο κάστρο, θα τον συναντήσω κι εγώ, μαζί σου.»
*
Η Ανταρλίδα ακουμπούσε την πλάτη της στον τοίχο του οικοδομήματος που πρέπει κάποτε να ήταν μανάβικο αλλά οι πολεμιστές της Κοινωνίας το χρησιμοποιούσαν για κάλυψη τώρα. Τα χέρια της ήταν σταυρωμένα εμπρός της.
«Δε μ’αρέσει αυτό,» είπε (σχεδόν την ίδια στιγμή που ο Πρίγκιπας Μάρνεζ έλεγε ακριβώς το ίδιο πράγμα – χωρίς, ασφαλώς, κανένας απ’τους δυο τους να το γνωρίζει).
«Τι δε σ’αρέσει;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ, που στεκόταν παραδίπλα κρατώντας το μακρύ ραβδί του με την πορφυρή σφαίρα, και κοιτάζοντας στην αντικρινή μεριά της μεγάλης λεωφόρου, όπου βρίσκονταν οι δυνάμεις του Βασιλείου Τάρσαζ. Καθώς είχε πλέον νυχτώσει, οι περισσότεροι πολεμιστές ήταν κρυμμένοι στο σκοτάδι, ενώ φωτιές είχαν ανάψει σε διάφορα σημεία – δαυλοί και μαγκάλια, κυρίως.
«Το γεγονός ότι ο Ναρχάεζ αργεί τόσο να μας δεχτεί,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Πρέπει να μας υποπτεύεται.» Μιλούσαν κι οι δυο τους στη Συμπαντική για να μην τους καταλαβαίνουν οι στρατιώτες των Ιεραρχών που βρίσκονταν κοντά τους.
«Ναι, είναι πιθανό,» παραδέχτηκε ο Τάμπριελ. «Δε νομίζω, όμως, το Δεξί Χέρι να αποδειχτεί τόσο ανόητο ώστε να μη μ’αφήσει να περάσω. Και, μόλις συζητήσουμε, σίγουρα θα καταλάβει ότι δεν έχω προδώσει το Τάρσαζ.»
Η Ανταρλίδα έμεινε σιωπηλή. Εξακολουθούσε ν’ανησυχεί για το πώς θα αντιδρούσαν οι άρχοντες αυτής της διάστασης προς τον Τάμπριελ, τώρα που εκείνος είχε αποκτήσει τη δύναμη του Μεγάλου Ιεράρχη.
Μετά από λίγο, ένας καβαλάρης ήρθε από την αντικρινή μεριά της λεωφόρου, φωνάζοντας ότι ήταν αγγελιαφόρος. Οι πολεμιστές της Κοινωνίας τον άφησαν να περάσει και να πλησιάσει τον Τάμπριελ.
«Ο Στρατάρχης θα σας δεχτεί τώρα, Προφήτη,» είπε χωρίς να αφιππεύσει. «Εσάς και μόνο εσάς.»
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Θα πάω μαζί του,» δήλωσε.
«Δυστυχώς, αυτό δεν επιτρέπεται.»
Η Ανταρλίδα έκανε να διαφωνήσει, αλλά ο Τάμπριελ την πρόλαβε: «Δεν υπάρχει πρόβλημα,» της είπε. «Δε νομίζω ότι θα κινδυνέψω.» Και ανέβηκε στο άλογό του.
Η Μαύρη Δράκαινα ρώτησε τον αγγελιαφόρο: «Γιατί ο Στρατάρχης δεν θέλει να με δεχτεί;»
«Δεν γνωρίζω. Θέλει να μιλήσει μόνο στον Προφήτη.»
Δεν μας εμπιστεύεται, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Επειδή ερχόμαστε από το στρατόπεδο των Ιεραρχών, δεν μας εμπιστεύεται.
Ο Τάμπριελ έκανε νόημα στον αγγελιαφόρο ότι μπορούσαν να φύγουν, και, χτυπώντας τα άλογά τους στα πλευρά με τα τακούνια των μποτών τους, ξεκίνησαν.
Ίσως θα ήταν καλύτερα αν είχαμε προσγειωθεί επάνω στο κάστρο της Ύλκωχ, συλλογιζόταν η Ανταρλίδα καθώς τους έβλεπε να απομακρύνονται.
*
Η διπλή πόρτα της μεγάλης αίθουσας του κάστρου άνοιξε, και ο Τάμπριελ μπήκε αντικρίζοντας τον Στρατάρχη Ναρχάεζ και τον Πρίγκιπα Μάρνεζ να στέκονται πίσω από ένα στρογγυλό, ξύλινο τραπέζι. Τριγύρω, το δωμάτιο ήταν γεμάτο φρουρούς. Φοβούνται, λοιπόν, παρατήρησε ο Τάμπριελ. Φοβούνται ότι ίσως να τους επιτεθώ. Τι νομίζουν ότι μπορεί να έχω να κερδίσω από κάτι τέτοιο; Νομίζουν ότι μ’ενδιαφέρει να πάρω το μέρος της μιας παράταξης ή της άλλης σ’ετούτη την απομονωμένη διάσταση; –Δεν είναι αυτή η αποστολή μου.
«Υψηλότατε,» είπε. «Εξοχότατε. Σας χαιρετώ.»
«Η άφιξή σου είναι απρόσμενη, Τάμπριελ,» παρατήρησε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ. «Και από… απρόσμενη μεριά.»
«Δεν έχω συμμαχήσει με τους Ιεράρχες προκειμένου να σας βλάψω, Πρίγκιπά μου· σας διαβεβαιώνω. Ζήτησα, μάλιστα, από τους πολεμιστές σας να σας πουν ότι βρίσκομαι εδώ ώστε ο πόλεμος να λήξει.»
«Για ποιο λόγο να θέλουμε να λήξει ο πόλεμος; Είμαστε ισχυρότεροι από την Κοινωνία, τώρα που έχουμε τα Μεγάλα Όπλα. Μπορούμε να την υποτάξουμε, μια για πάντα!»
«Δεν υπάρχει λόγος να την υποτάξετε. Ο Μέγας Ιεράρχης δεν είναι πλέον στη Βέλρικ.»
«Και πού βρίσκεται;»
«Μπροστά σας, Πρίγκιπά μου.»
Ο Μάρνεζ και ο Ναρχάεζ τον ατένιζαν για λίγο σιωπηλοί, αποσβολωμένοι. Μετά, το Δεξί Χέρι ρώτησε: «Τι… τι θες να πεις, Τάμπριελ; Ότι εσύ είσαι ο Μέγας;»
«Για την ακρίβεια, ο Μέγας βρίσκεται εδώ.» Ο Τάμπριελ άγγιξε την πορφυρή σφαίρα στην κορυφή του ψηλού ραβδιού του. «Και η Βιβεϊρλώταθ δεν είναι πια μαζί μου, σε περίπτωση που αναρωτιέστε. Δυστυχώς, σκοτώθηκε.»
Ο Μάρνεζ συνοφρυώθηκε έντονα. «Πώς είναι δυνατόν ο Μέγας να είναι εκεί μέσα; Και αν… αν είναι αλήθεια αυτό, τότε εσύ τώρα είσαι αρχηγός των Ιεραρχών;»
«Ακριβώς, Υψηλότατε. Γνωρίζω ό,τι γνωρίζουν. Κι εκείνοι υπακούουν στη θέλησή μου. Επομένως, δεν χρειάζεται να έχετε πλέον πόλεμο μαζί τους. Όπως και το Ώσρανοκ δεν χρειάζεται να έχει πόλεμο μαζί τους.»
«Σταμάτησες τον πόλεμο με το Ώσρανοκ;» έκανε ο Ναρχάεζ.
«Ασφαλώς. Και ο στρατός που σας πολιορκεί τώρα θα σας αφήσει να φύγετε από την πόλη. Οι Ιεράρχες δεν είναι πια εχθροί σας.»
«Επειδή τους προστάζεις εσύ…» είπε, επίπεδα, ο Πρίγκιπας Μάρνεζ· και δεν ακουγόταν ευχαριστημένος.
«Επειδή τους προστάζω εγώ,» συμφώνησε ο Τάμπριελ. «Με θεωρείτε εχθρό σας, Υψηλότατε;»
«Δεν ξέρω τι ακριβώς θα έπρεπε να σε θεωρήσω. Η Κοινωνία θα γινόταν δική μας! Και τώρα… τι γίνεται τώρα; Μας προτείνεις να διακόψουμε τον πόλεμο; Να υποχωρήσουμε;»
«Μην είστε τόσο βέβαιος ότι η Κοινωνία θα γινόταν δική σας. Όπως βλέπω την κατάσταση εγώ, οι Ιεράρχες σάς έχουν παγιδέψει στην Ύλκωχ.»
«Όχι για πολύ!» είπε ο Πρίγκιπας σφίγγοντας τη γροθιά του. «Όχι για πολύ.»
«Ίσως,» αποκρίθηκε, διπλωματικά, ο Τάμπριελ. «Η κατάσταση, όμως, στην οποία βρίσκεστε είναι άσχημη· δεν οφείλετε αυτό να το ομολογήσετε, Υψηλότατε;»
Ο Μάρνεζ δεν απάντησε, ατενίζοντάς τον εχθρικά.
Ο Ναρχάεζ είπε: «Η κατάσταση είναι όντως άσχημη, Τάμπριελ. Αλλά δεν ξέρω αν η Βασίλισσα θα συμφωνήσει να σταματήσει ο πόλεμος, τώρα που έχει αρχίσει και που έχουμε όπλα ισχυρότερα από τους Ιεράρχες.»
«Οι Ιεράρχες είναι δικοί μου,» επανέλαβε σταθερά ο Τάμπριελ. «Αν θέλετε να συνεχίσετε τον πόλεμό σας εδώ, τότε να ξέρετε πως δεν πολεμάτε αυτούς αλλά τους ανθρώπους που κατοικούν στα εδάφη τα οποία ακόμα ονομάζετε ‘Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας’.»
«Θες να πεις ότι η Κοινωνία θα πάψει να υφίσταται;» ρώτησε ο Ναρχάεζ, χάσκοντας.
«Δεν ήρθα στον κόσμο σας για να εξουσιάσω. Δεν μου χρειάζεται να φτιάξω καμια αυτοκρατορία. Επομένως, ναι, η Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας θα πάψει να υφίσταται στο τέλος. Αλλά αυτό δεν θα γίνει απότομα, διότι πιστεύω ότι έτσι πολιτικό χάος θα επικρατήσει.»
Ο Ναρχάεζ στράφηκε στον Πρίγκιπα Μάρνεζ. «Νομίζω, Υψηλότατε, πως οφείλουμε να ενημερώσουμε τη Βασίλισσα προτού κάνουμε οτιδήποτε.»
Ο Μάρνεζ είπε στον Τάμπριελ: «Ο στρατός σου θα αποχωρήσει από την Ύλκωχ, όμως! Και τα πολεμικά πλοία θα ελευθερώσουν το λιμάνι.»
«Δεν είμαι σίγουρος αν ο Έπαρχος Νίμμερον θα συμφωνήσει μ’αυτό, Υψηλότατε. Εξάλλου, η πόλη είναι δική του, όχι δική μου.»
«Εσύ, όμως, τον προστάζεις! Εσύ είσαι ο Μέγας Ιεράρχης τώρα!»
«Δεν σκοπεύω να πάρω το ρόλο αυτοκράτορα σ’ετούτους τους τόπους,» δήλωσε ο Τάμπριελ. «Επομένως, δεν μπορώ να προστάξω τον Έπαρχο να εγκαταλείψει την πόλη του, αν επιθυμεί να πολεμήσει γι’αυτήν. Ωστόσο,» τόνισε, «είμαι βέβαιος πως θα σας αφήσει να υποχωρήσετε χωρίς να σας επιτεθεί.»
«Δεν μπορούμε να υποχωρήσουμε χωρίς να ενημερωθεί πρώτα η Βασίλισσα,» είπε ο Ναρχάεζ. «Έχει αλλάξει η πολιτική κατάσταση στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας.»
«Καλώς,» συμφώνησε ο Τάμπριελ. «Ας ενημερώσουμε τη Βασίλισσα, λοιπόν.»
«Θα πάω προσωπικά,» είπε ο Μάρνεζ στον Ναρχάεζ, κι εκείνος κατένευσε συμφωνώντας. Ο Πρίγκιπας κοίταξε τον Τάμπριελ. «Θ’αφήσουν ένα πλοίο μας να βγει από το λιμάνι, υποθέτω…»
«Θ’αφήσουν να βγουν από το λιμάνι όσα πλοία σας επιθυμείτε, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε εκείνος. «Και, φυσικά, θα πάψουν να σας πολιορκούν. Έχουν ήδη πάψει. Αν δεν τους επιτεθείτε, δεν θα σας επιτεθούν.»
«Εντάξει,» είπε ο Μάρνεζ.
«Θα έρθω κι εγώ μαζί σας στο Τάρσαζ,» δήλωσε ο Τάμπριελ. «Όπως επίσης κι οι σύντροφοί μου. Ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Χάλρεοκ, ο Πρώτος Υπασπιστής σου, Ναρχάεζ· και είναι τραυματισμένος.»
«Βαριά;» ρώτησε το Δεξί Χέρι.
«Μπορεί και στέκεται, αλλά με φανερή δυσκολία.»
*
Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, ο Χάλρεοκ, ο Αλίρκωπ, και η Χιρκόμο πέρασαν τη νύχτα στο στρατόπεδο των Ιεραρχών· και το πρωί έφυγαν από το λιμάνι της Ύλκωχ επάνω στο Ταρσάζιο σκάφος Τίγρης των Ακτών, μαζί με τον Πρίγκιπα Μάρνεζ και κάμποσους άλλους πολεμιστές. Το γκριζόφτερο πουλί πέταξε μακριά, μετά από προτροπή του Τάμπριελ. Παρότι εκείνος ήξερε πως θα μπορούσε να του είχε ζητήσει να τον ταξιδέψει ώς την Φέντινκεχ, δεν το έκανε, προτιμώντας να συνοδέψει τον Πρίγκιπα Μάρνεζ μέχρι εκεί. Αναμφίβολα, αυτό θα φαινόταν καλύτερο στη Βασίλισσα Παμράνεχ, παρά αν ο Προφήτης ερχόταν, κυριολεκτικά, ουρανοκατέβατος στο παλάτι της.
Ο Τίγρης των Ακτών έπλευσε από την Ύλκωχ στη Νίλβακ και, μετά, στην Ίνρασακ, αγκυροβολώντας στο λιμάνι της ενώ ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ πρόσταξε να ειδοποιήσουν τον Άρχοντα Κάφαλροκ για την άφιξή τους, και ο Άρχοντας της Ίνρασακ, αγουροξυπνημένος, τους υποδέχτηκε στο παλάτι του στο κέντρο της πόλης. Την ιστορία τους σχετικά με τον Τάμπριελ και τους Ιεράρχες την άκουσε κατάπληκτος, μοιάζοντας στην αρχή να νομίζει ότι κάποιος προσπαθούσε να τον κοροϊδέψει. Αφού η σύντομη κουβέντα τους τελείωσε, παλατιανοί υπηρέτες οδήγησαν τον Πρίγκιπα Μάρνεζ, τον Τάμπριελ, και τους υπόλοιπους στους ξενώνες για να περάσουν τη νύχτα.
Η Ανταρλίδα είπε στον Τάμπριελ, όταν είχαν ξαπλώσει στο μεγάλο κρεβάτι: «Ο Πρωθιερέας θα προσπαθήσει να σε σκοτώσει μόλις μάθει τι συμβαίνει.»
«Ο Πρωθιερέας το έχει ήδη προσπαθήσει αυτό, παραπάνω από μία φορά,» της θύμισε εκείνος.
«Εννοώ ότι τώρα θα προσπαθήσει περισσότερο.»
«Ας το κάνει. Γιατί έχω εσένα μαζί μου;» Ο Τάμπριελ φίλησε τον γυμνό της ώμο.
«Αφού χαμογελάς τόσο σπάνια,» είπε η Ανταρλίδα με σοβαρό ύφος, «είναι πραγματικά δύσκολο να καταλάβω πότε κάνεις πλάκα και πότε όχι.»
«Δεν κάνω πλάκα τώρα.»
Τότε είσαι ανόητος, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, γιατί εγώ δεν μπορώ να σε προστατεύω από τα πάντα. Ύστερα, όμως, συλλογίστηκε ότι τώρα ο Τάμπριελ είχε υπό τον έλεγχό του το καλύτερο κατασκοπευτικό δίκτυο σε τούτη τη διάσταση. Χρειαζόταν πραγματικά την προστασία της πλέον;
Ναι, κατέληξε μετά από λίγο. Οι Ιεράρχες δεν ήταν Μαύρες Δράκαινες.
*
Έφυγαν από την Ίνρασακ επάνω σε άλογα, ταξιδεύοντας ανατολικά, περνώντας μέσα από τα Βρεγμένα Δάση, και φτάνοντας σε τρεις ημέρες στις όχθες του ποταμού Νύραλοκ. Εκεί, επιβιβάστηκαν σ’ένα ποταμόπλοιο και, το ίδιο πρωί, αγκυροβόλησαν στο λιμάνι της Φέντινκεχ, πρωτεύουσας του Βασιλείου Τάρσαζ.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ τούς υποδέχτηκε στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου· και ήταν κι ο Καλέφραζ παρών, χαμογελώντας που τους ξανάβλεπε και χαιρετώντας θερμά τον Τάμπριελ, την Ανταρλίδα, και τον Χάλρεοκ – κι ακόμα και τη Χιρκόμο και τον Αλίρκωπ.
«Πού είν’ο σκύλος σου;» ρώτησε τον τελευταίο. «Πού είναι ο Θυμός;»
«Τον σκότωσαν, φίλε μου,» αποκρίθηκε θλιμμένα ο μάγος.
«Λυπάμαι.»
«Κι εγώ. Μου ήταν πολύ αγαπητός. Χρόνια σύντροφός μου… Περάσαμε, όμως, από τόσα που θα έπρεπε κανονικά να χαίρομαι που είμαστε ζωντανοί.»
Ο Καλέφραζ κοίταξε ξανά τον Χάλρεοκ, που ήταν φανερά τραυματισμένος και στηριζόταν σ’ένα ραβδί για να στέκεται.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ, αφού τους χαιρέτησε κι εκείνη, ζήτησε από τον Τάμπριελ να της πει γιατί είχε πάρει την πρωτοβουλία να συμμαχήσει με τη Δούκισσα κέρκα-Χάρθον της Νίρμαχ.
«Δυστυχώς, δεν γινόταν διαφορετικά, Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Μητέρα,» τους διέκοψε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ. «Δεν είναι συμπτωματικό που βρίσκομαι εδώ, μαζί με τον Τάμπριελ. Δεν ήρθα απλά και μόνο για να ταξιδέψω. Έχουμε πολλές… εξελίξεις στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας.»
«Τι εξελίξεις;» ρώτησε η Παμράνεχ.
Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ τής είπε για την επίθεση των Ιεραρχών στην Ύλκωχ καθώς και για την απρόσμενη εμφάνιση του Τάμπριελ, ο οποίος τώρα υποστήριζε ότι είχε τον Μεγάλο Ιεράρχη υπό τον έλεγχό του.
Η Παμράνεχ ατένισε τον Τάμπριελ συνοφρυωμένη. «Αληθεύει αυτό;»
«Αληθεύει,» απάντησε εκείνος. Αλλά της εξήγησε ότι δεν σκόπευε να πάρει και την πολιτική θέση του Μεγάλου Ιεράρχη. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να έχει τους Ιεράρχες υπό τον έλεγχό του. Αυτό σήμαινε ότι δεν θα έπρεπε πλέον να ανησυχούν για την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας.
«Γιατί να μην την κατακτήσουμε, τότε;» ρώτησε η Παμράνεχ.
«Αυτό,» είπε ο Τάμπριελ, «είναι δικό σας ζήτημα. Οι Ιεράρχες μου δεν θα εμπλακούν σ’ένα τέτοιο παιχνίδι.»
«Και σε τι παιχνίδι θα εμπλακούν;» απαίτησε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ.
«Θα είναι… βοηθοί μου,» του απάντησε ο Τάμπριελ. Και κοίταξε πάλι την Παμράνεχ. «Θα πρότεινα, όμως, Βασίλισσά μου, να υποχωρήσετε από την Ύλκωχ, γιατί δεν πρόκειται, σε διαφορετική περίπτωση, να δώσω διαταγή στον Έπαρχο της περιοχής να πάψει την επίθεση. Αν το κάνω, αν τον αναγκάσω να σας παραδώσει τα εδάφη του, θα είναι σαν να έχω την ίδια πολιτική θέση που είχε ο προηγούμενος Μέγας Ιεράρχης. Θα είναι σαν να είμαι αυτοκράτορας της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας – κι αυτό δεν το επιθυμώ.»
«Μας εκβιάζεις, δηλαδή;» έκανε απότομα ο Μάρνεζ.
«Δεν σας εκβιάζω, Υψηλότατε. Σας εξηγώ ότι δεν πρόκειται να δίνω διαταγές στους Έπαρχους της Κοινωνίας. Και σύντομα, μάλιστα, θα αποσύρω και τους Καθοδηγητές από το πλευρό τους, ώστε να άρχουν μόνοι τους όπως οι ίδιοι πιστεύουν.»
«Γιατί να μην τους αποσύρεις αμέσως;» ρώτησε η Παμράνεχ.
«Για να αποφύγω το πολιτικό χάος που θα προκύψει σε μια τέτοια περίπτωση.»
Η Παμράνεχ κάθισε σε μια πολυθρόνα της αίθουσας και πρότεινε και στους υπόλοιπους – που μέχρι στιγμής στέκονταν – να κάνουν το ίδιο. «Αφού υποχωρήσει το στράτευμά μου από την Ύλκωχ, ποια θα είναι η στάση σου προς το Τάρσαζ, Τάμπριελ;» ρώτησε.
«Αυτή που ήταν πάντα, Βασίλισσά μου.»
«Δεν είναι δυνατόν,» είπε ήρεμα η Παμράνεχ. «Τώρα δεν είσαι ο ίδιος. Οι Ιεράρχες σε υπακούουν.»
«Το μόνο που με ενδιαφέρει,» τόνισε ο Τάμπριελ, «είναι να λύσω το αίνιγμα αυτού του κόσμου. Και να κλείσω το Ρήγμα. Και νομίζω ότι οι Ιεράρχες θα με βοηθήσουν στον σκοπό μου.»
«Αυτό, δηλαδή, είναι το μόνο που θα κάνεις…» είπε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, με έκδηλη δυσπιστία στο ύφος του και στον τόνο της φωνής του.
«Ναι, Πρίγκιπά μου, αυτό είναι το μόνο που θα κάνω.»
Η Παμράνεχ είπε, προσεχτικά: «Πρέπει να σκεφτώ λίγο προτού πάρω την οποιαδήποτε απόφαση, Τάμπριελ…»
«Το καταλαβαίνω, Μεγαλειοτάτη.»
Η Βασίλισσα σηκώθηκε όρθια, κι οι υπόλοιποι σηκώθηκαν συγχρόνως.
«Θα μπορούσα να μιλήσω τώρα με τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, δυστυχώς, δεν είναι πλέον εδώ,» τον πληροφόρησε η Παμράνεχ – κι αυτό το δυστυχώς έμοιαζε να είναι από την καρδιά της, όχι άλλη μια τυπική λέξη. «Οι Ταργκάφλι έπρεπε να φύγουν για τα μέρη τους.»
*
«Θα πάω να τους βρω,» είπε η Χιρκόμο στον Τάμπριελ μετά τη συνάντησή τους με τη Βασίλισσα. «Θα πάω στη Βινέρνι. Πρέπει να μάθουν για τη Βιβεϊρλώταθ. Για ό,τι συνέβη.»
«Το ξέρω,» ένευσε ο Τάμπριελ, «πρέπει να μάθουν. Και θα έρθω μαζί σου, φυσικά. Θα φύγουμε μόλις τελειώσουμε τις δουλειές μας στο Τάρσαζ.»
Η Χιρκόμο συμφώνησε και πήγε στο δωμάτιό της στον ξενώνα του παλατιού, ενώ ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα πήγαν στα διαμερίσματα που ακόμα ήταν άδεια γι’αυτούς, περιμένοντάς τους. Ήταν πλέον μεσημέρι, και οι υπηρέτες τούς είχαν φέρει φαγητό: βρισκόταν επάνω στο τραπέζι, σκεπασμένο.
Αφού πλύθηκαν, η Ανταρλίδα ρώτησε τον Τάμπριελ: «Τι σχεδιάζεις να κάνεις από δω και πέρα;» Είχε μόλις καθίσει στον καναπέ, τυλιγμένη σε μια μαύρη ρόμπα που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το κατάλευκο δέρμα της. Τα μαλλιά της ήταν ακόμα νωπά από το μπάνιο.
«Αυτό που σχεδίαζα εξαρχής,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, καθισμένος σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού και καπνίζοντας την πίπα του. Τα φαγητά εξακολουθούν να είναι σκεπασμένα μπροστά του, και ανέγγιχτα. «Θα βρω το τρίτο Φράγμα αυτής της διάστασης. Και νομίζω ότι τώρα έχω λύσει το πρόβλημα για το οποίο μου είχε πει η Βιβεϊρλώταθ…»
«Ποιο πρόβλημα;»
«Για να κατορθώσω να ξαναφέρω τη διάσταση σε επαφή με το υπόλοιπο σύμπαν πρέπει, μου είχε πει η Βιβεϊρλώταθ, να σπάσω όλες τις όψεις του Φράγματος συγχρόνως. Πράγμα αδύνατο. Μέχρι στιγμής.»
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Επειδή ελέγχεις τους Ιεράρχες…»
«Ακριβώς. Βρίσκομαι σε περισσότερα από ένα μέρη την ίδια στιγμή.»
«Και πώς… πώς είναι αυτό;» απόρησε η Ανταρλίδα. «Πώς αισθάνεσαι;»
«Με αποπροσανατολίζει,» παραδέχτηκε ο Τάμπριελ. «Γι’αυτό κιόλας δε βρίσκομαι συνεχώς σε πλήρη επαφή με τους Ιεράρχες.»
«Εκείνοι πώς το αντέχουν;»
«Γεννήθηκαν μ’αυτή την ικανότητα, Ανταρλίδα. Ή, τουλάχιστον, όποιος δεν άντεξε την ξαφνική αλλαγή πρέπει να πέθανε… Για να είμαι ειλικρινής, ακόμα δεν ξέρω πολλά για τον Μεγάλο Ιεράρχη και πώς ξεκίνησε όλη αυτή η υπόθεση. Δεν έχω καταδυθεί βαθιά μέσα στον νου του. Δεν γνωρίζω ποιος πραγματικά είναι. Τι πραγματικά είναι… Πάντως, δεν είναι σαν άλλα πνεύματα που έχω παγιδέψει.»
«Σκοπεύεις να το κάνεις;»
«Ποιο πράγμα;»
«Να καταδυθείς μέσα στο νου του.»
«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ. «Γιατί, αν είναι κι αυτός δημιούργημα των Αρχαίων, τότε ίσως αποκτήσω χρήσιμες πληροφορίες για τούτη τη διάσταση.»
*
«Καλέφραζ.»
Ο Γραμματικός πήρε το βλέμμα του από το βιβλίο που βρισκόταν στο αναλόγιο εμπρός του και κοίταξε τον Χάλρεοκ. Ο Υπασπιστής είχε μόλις μπει στο αναγνωστήριο και βάδιζε προς το μέρος του. Κρατούσε ένα ραβδί αλλά δεν στηριζόταν επάνω του· πρέπει να το είχε μόνο για την περίπτωση που τα τραύματά του τον κούραζαν.
«Χάλρεοκ…»
Ο Χάλρεοκ κοίταξε τριγύρω. Μονάχα άλλοι δύο βρίσκονταν μέσα στο αναγνωστήριο, αλλά δεν ήταν κοντά τους. «Μίλησες στη Βασίλισσα για τον Καπετάνιο;» ρώτησε τον Καλέφραζ.
Εκείνος ένευσε. «Ο Καπετάνιος είναι εδώ.»
«Εδώ;»
«Κλειδωμένος στα μπουντρούμια του παλατιού.»
«Ομολόγησε ποιος τον έβαλε να μας σκοτώσει;»
«Όχι ακόμα. Αρνείται τις κατηγορίες. Ισχυρίζεται ότι είπα ψέματα στη Βασίλισσα για προσωπικούς λόγους.»
«Θα τον τεμαχίσω!» γρύλισε ο Χάλρεοκ. «Αν η Βασίλισσα έχει οποιαδήποτε αμφιβολία, μπορώ να τη διαβεβαιώσω–»
«Η Βασίλισσα δεν αμφιβάλλει. Τον έχει υποβάλλει σε κάποια βασανιστήρια, και πιστεύει ότι σύντομα θα μιλήσει. Μη ρωτάς σε τι κατάσταση βρίσκεται, ή τι είδους βασανιστήρια τού έχουν κάνει· δεν έχω πάει να τον δω, φυσικά. Είμαι… ευαίσθητος άνθρωπος,» είπε ο Καλέφραζ μορφάζοντας.
«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ. «Χαίρομαι που αυτό το καθίκι είναι κλειδωμένο εκεί που πρέπει· κι ελπίζω να ομολογήσει – για το δικό του καλό.»
«Μια ερώτηση άσχετη με το θέμα,» είπε ο Καλέφραζ. «Ο Ναρχάεζ πώς πήρε την πρόταση του Τάμπριελ για υποχώρηση από την Ύλκωχ;»
«Δεν ξέρω· δεν ήμουν εκεί όταν μίλησαν. Ο Πρίγκιπας, πάντως, δε μοιάζει και τόσο ευχαριστημένος, όπως θα έχεις καταλάβει. Προφανώς είχε κατακτητικά σχέδια στο μυαλό του.»
«Οι στρατιώτες μας, όμως, είχαν παγιδευτεί μέσα στην Ύλκωχ, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Αλλά δε νομίζω ότι ο Πρίγκιπας τουλάχιστον θέλει να σταματήσει την εκστρατεία.»
«Ποια είναι η δική σου γνώμη;» τον ρώτησε ο Καλέφραζ.
«Δεν είμαι σε θέση να έχω γνώμη, Καλέφραζ. Λείπω πολύ καιρό από το Βασίλειο. Και είμαι πολύ καιρό μαζί με τον Προφήτη.»
Και μ’ετούτα τα λόγια, ο Χάλρεοκ αποχώρησε από το αναγνωστήριο, γλιστρώντας μέσα στις σκιές του απογεύματος.
*
Οι επιζώντες της πτώσης του αεροσκάφους είχαν βρει το περιβάλλον τελείως ξένο. Όχι εχθρικό, απλά ξένο. Και περιοριστικό. Δεν ήξεραν τη γλώσσα, κι επομένως δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν εύκολα με τους ανθρώπους ετούτης της διάστασης. Ο άντρας που ονομαζόταν Καλέφραζ, και που ήταν Βασιλικός Γραμματικός, προσπαθούσε να τους μάθει την Οικουμενική, μα ακόμα δεν τη γνώριζαν αρκετά καλά για να έχουν ευχέρεια στην επικοινωνία, και δεν μπορούσαν να βγουν από το Βασιλικό Παλάτι. Επιπλέον, εμμέσως πλην σαφώς, ο Καλέφραζ τούς είχε πει ότι οι φρουροί δεν θα τους άφηναν να βγουν.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ δεν μας εμπιστεύεται, είχε καταλήξει η Βερόνικα. Είμαστε εδώ χάρη στον Τάμπριελ, και μόνο χάρη σ’εκείνον. Κι όσο ο Τάμπριελ λείπει, μας έχουν στην… αποθήκη, όπως θα είχαν τα ρούχα του ή τα προσωπικά του αντικείμενα. Δεν της άρεσε καθόλου αυτό – και μπορούσε να δει ότι, επίσης, δεν άρεσε και στους περισσότερους από τους άλλους επιζώντες – αλλά δεν είχε τη δύναμη να κάνει τίποτα για να το αλλάξει. Βρισκόμαστε στο έλεός τους. Εκτός από τον Τάμπριελ, δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος από το Γνωστό Σύμπαν στον οποίο να μπορούμε να αποταθούμε.
Η Βασίλισσα του Τάρσαζ, πάντως, τους είχε φερθεί φιλόξενα· αυτό όφειλαν όλοι να το παραδεχτούν. Τους είχε παραχωρήσει άνετα δίκλινα δωμάτια στον ξενώνα του παλατιού της· τους είχε δώσει πρόσβαση σε λουτρά· και οι υπηρέτες τούς έφερναν φαγητό πρωί, μεσημέρι, βράδυ, καθώς και όποια άλλη ώρα το επιθυμούσαν – αν κατάφερναν να συνεννοηθούν μαζί τους: πράγμα το οποίο γινόταν ολοένα και ευκολότερο όσο οι επιζώντες μάθαιναν την Οικουμενική. Επίσης, η Βασίλισσα τούς είχε δώσει παραπάνω από αρκετά ρούχα, που στους περισσότερους φαίνονταν περίεργα αλλά σ’αυτή τη διάσταση ήταν της μόδας.
Η Βερόνικα ήταν πιο τυχερή από τους άλλους. Δεν χρειαζόταν να μοιράζεται το δωμάτιό της με κανέναν. Στο σύνολό τους ήταν δεκατρείς, και η Βασίλισσα τούς είχε παραχωρήσει εφτά δίκλινα δωμάτια. Αυτό σήμαινε ότι στα έξι έμεναν από δύο άνθρωποι, και στο έβδομο ένας. Επειδή η Βερόνικα ήταν πιλότος του αεροσκάφους, κι επειδή είχε πάρει αρχηγικό ρόλο από τότε που έπεσαν, το είχαν όλοι θεωρήσει λογικό να μένει στο «προνομιακό» δωμάτιο.
Ο Πολ – που η Βερόνικα δεν ήξερε πολλά γι’αυτόν πέρα από το ότι ήταν άλλος ένας επιβάτης της πτήσης και ότι εργαζόταν ως πωλητής οχημάτων στη Ρελκάμνια – είχε πει, επανειλημμένα, στους υπόλοιπους ότι δεν εμπιστευόταν τον Τάμπριελ. «Ο άνθρωπος μπορεί να είναι τρελός. Κανείς δε γνωρίζει γιατί εξαφανίστηκε από το Γνωστό Σύμπαν, και τώρα τον βρίσκουμε εδώ… να παριστάνει τον Προφήτη! Κι όλοι φαίνεται να τον σέβονται. Πραγματικά, πιστεύετε ότι δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο στο μυαλό του;»
«Εγώ νομίζω ότι είναι κι εκείνος χαμένος σαν εμάς,» είχε πει η Κόρι: μια χρυσόδερμη, μαυρομάλλα γυναίκα που είχε δηλώσει χημικός στο επάγγελμα. «Αν αυτή η διάσταση είναι όντως απομονωμένη, όπως και φαίνεται να είναι, γιατί να ήρθε εσκεμμένα εδώ;»
«Αν είναι δυνατόν!» μούγκρισε ο Πολ. «Πραγματικά το πιστεύεις αυτό; Πιστεύεις ότι βρέθηκε εδώ τυχαία και παριστάνει τον Προφήτη;»
«Μας είπε ότι βλέπει οράματα,» του θύμισε η Βερόνικα. «Μας είπε ότι μας ‘είδε’, γι’αυτό ήρθε κιόλας να μας πάρει από τα συντρίμμια.»
Ο Πολ, όμως, δεν είχε δείξει να πείθεται από τούτο. Είχε διαφωνήσει λέγοντας πως αυτή ίσως να ήταν μια δικαιολογία που είχε ο Τάμπριελ χρησιμοποιήσει για να τους φέρει με το μέρος του.
Η Βερόνικα δεν ήξερε αν ο Πολ είχε δίκιο ή όχι. Δεν ήταν βέβαιη για τίποτα… παρά μονάχα για ένα πράγμα: Σ’ετούτη τη διάσταση, μόνο με τον Τάμπριελ μπορούσαν να συνεννοηθούν. Τον χρειαζόμαστε. Και όσο γρηγορότερα επιστρέψει εδώ, στη Φέντινκεχ, τόσο το καλύτερο.
Ο Καλέφραζ, χρησιμοποιώντας έναν μεγάλο χάρτη, τους είχε δείξει πού βρίσκονταν εκείνοι και πού βρισκόταν τώρα ο Τάμπριελ προσπαθώντας να σώσει την Ανταρλίδα.
«Μια Μαύρη Δράκαινα μαζί του…!» είχε πει ο Πολ, αργότερα την ίδια ημέρα. «Τι κάνει με μια Μαύρη Δράκαινα; Ξέρετε τι είναι οι Μαύρες Δράκαινες; Αν ο Τάμπριελ δεν έχει συμμαχήσει με την Επανάσταση, τότε πού συνάντησε αυτή την Ανταρλίδα;»
Η Βερόνικα δεν είχε να δώσει απαντήσεις, φυσικά. Ούτε υποθέσεις μπορούσε να κάνει. Εγώ είμαι μόνο η πιλότος. Την πλήρωναν για να οδηγεί επιβατηγά αεροπλάνα. Και ήταν καλή στη δουλειά της. Αρκετά καλή για να διασχίζει τον Αιθέρα ανάμεσα στις διαστάσεις και να παίρνει τον ανάλογο μισθό από τις αερογραμμές Μανδύας.
Το δωμάτιό της είχε παράθυρο που έβλεπε σ’ένα πολυσύχναστο σημείο του κήπου του παλατιού· έτσι τώρα ο θόρυβος που ερχόταν από εκεί – κάποιοι φρουροί ή αυλικοί που μιλούσαν – την ξύπνησε από τον μεσημεριανό της ύπνο, και, καθώς ανασηκωνόταν πάνω στο κρεβάτι, είδε ότι ήταν απόγευμα. Σηκώθηκε, ντύθηκε μ’ένα απ’τα φορέματα της μόδας του Τάρσαζ, και βγήκε στο σαλονάκι ανάμεσα στα δωμάτια που τους είχε παραχωρήσει η Βασίλισσα.
Ο Άνθιμος’νιρ ήταν ήδη καθισμένος εκεί, όπως και η Κόρι κι ο Νάλκρεφ. Ο τελευταίος ήταν μαυρόδερμος και έμπορος υφασμάτων, όπως είχε πει. Καταγόταν από τη Σάρντλι, αλλά έμενε στη Ρελκάμνια. Μαζί με τη σύζυγό του είχαν αποφασίσει να πάνε διακοπές στην Αλβέρια, και είχαν κλείσει εισιτήρια με την πτήση που πιλόταρε η Βερόνικα. Η σύζυγός του ήταν, δυστυχώς, νεκρή τώρα, και ο Νάλκρεφ πολύ θλιμμένος, παρότι ο ίδιος είχε καταφέρει μόλις και μετά βίας να γλιτώσει ζωντανός. Όταν τον τράβηξαν μέσα από τα συντρίμμια, ήταν γεμάτος τραύματα, και τρία πλευρά του ήταν σπασμένα. Αν δεν είχαν τον Άνθιμο μαζί τους, η Βερόνικα αμφέβαλλε ότι ο Σάρντλιος έμπορος θα είχε επιβιώσει.
«Καλησπέρα,» είπε τώρα η Βερόνικα και κάθισε κοντά στο τζάκι, δίπλα στον Βιοσκόπο.
Οι υπόλοιποι τη χαιρέτησαν με κάποια βαριεστιμάρα στον τόνο της φωνής τους. Η διαμονή στο παλάτι είχε αρχίσει να τους κουράζει όλους. Δεν έκαναν τίποτα και, συνεχώς, σκέφτονταν. Και το να σκέφτεσαι συνέχεια δεν ήταν καλό. Η Βερόνικα το είχε διαπιστώσει προσωπικά. Κάθε τρεις και λίγο, ερχόταν στο μυαλό της ο πρώην σύζυγός της. Αναρωτιόταν πώς θα μπορούσαν τα πράγματα να είχαν εξελιχτεί διαφορετικά ανάμεσά τους, ή αν ήταν αναπόφευκτο να καταλήξουν όπως είχαν καταλήξει. Θέλω να πετάξω! είχε σκεφτεί πολλές φορές, αναστενάζοντας. Να φύγω από δω και να πετάξω! Η οδήγηση των αεροπλάνων πάντοτε της έκανε καλό, είχε συμπεράνει εδώ και χρόνια.
Στο κέντρο του μικρού τραπεζιού υπήρχε μια τσαγιέρα και γύρω της φλιτζάνια. Η Βερόνικα γέμισε ένα με αρωματικό τσάι και ήπιε. Δεν έμοιαζε με κανένα άλλο που είχε δοκιμάσει, αλλά είχε μάθει να της αρέσει. Για την ακρίβεια, από την αρχή τής άρεσε το τσάι που είχαν στο Τάρσαζ· ήταν ένα από τα καλά πράγματα της απομονωμένης διάστασης.
Μια πόρτα ακούστηκε ν’ανοίγει και κάποιος να έρχεται. Ο Καλέφραζ, ίσως, υπέθεσαν όλοι· ή κανένας υπηρέτης. Άλλωστε, δεν τους επισκεπτόταν και κανείς άλλος.
Ο άνθρωπος, όμως, που παρουσιάστηκε στην είσοδο του μικρού σαλονιού τούς ξάφνιασε. Ήταν ο Τάμπριελ. Ο Προφήτης. Ντυμένος σύμφωνα με την τοπική μόδα και κρατώντας ένα ψηλό, μαύρο ραβδί με αργυρά, λαξευτά δαχτυλίδια. Στην κορυφή του γυάλιζε μια πορφυρή σφαίρα που εντός της κάτι έμοιαζε να αναδεύεται – παιχνιδίσματα του φωτός, ίσως;
«Τάμπριελ…» είπε ο Άνθιμος’νιρ, έκπληκτος.
«Καλησπέρα σας,» αποκρίθηκε εκείνος, κάνοντάς τους νόημα να μη σηκωθούν από τις θέσεις τους.
«Πότε επέστρεψες;» τον ρώτησε η Βερόνικα.
Ο Τάμπριελ κάθισε σε μια καρέκλα. «Σήμερα το πρωί.»
«Κατάφερες αυτό που ήθελες στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας;»
«Ναι, η Ανταρλίδα είναι μαζί μου. Και όχι μόνο.»
Η Βερόνικα συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»
«Σας έχει πει ο Καλέφραζ για τους Ιεράρχες;»
«Λίγα πράγματα,» είπε ο Άνθιμος. «Δεν ξέρουμε ακόμα καλά την Οικουμενική.»
Ο Τάμπριελ τούς εξήγησε τι ήταν οι Ιεράρχες, και τους είπε ότι τώρα ο Μέγας βρισκόταν μέσα στην πορφυρή σφαίρα του ραβδιού του, δεμένος όπως μόνο ένας Δεσμοφύλακας μπορεί να δέσει έναν δαίμονα.
«Μα τους θεούς…!» έκανε ο Άνθιμος. «Ελέγχεις, δηλαδή, όλους αυτούς τους Ιεράρχες;»
«Ακριβώς.»
«Το είχες σχεδιάσει από την αρχή;» τον ρώτησε η Κόρι – και η Βερόνικα νόμισε πως άκουσε την επιρροή του Πολ στην ερώτησή της.
«Όχι,» απάντησε ο Τάμπριελ. «Όπως σας έχω πει, με τράβηξε ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος σε τούτη τη διάσταση, όπως κι εσάς. Όμως δεν είναι τυχαίο που βρίσκομαι εδώ· είμαι βέβαιος.»
«Περίεργα μάς τα λες.»
Άπαντες στράφηκαν για να δουν ποιος είχε μιλήσει.
Ο Πολ στεκόταν στο κατώφλι του μικρού σαλονιού, και συνέχισε λέγοντας: «Αν δεν είσαι τυχαία εδώ, τότε ήξερες εξαρχής γι’αυτή τη διάσταση.»
«Δεν γνώριζα τίποτα,» του είπε ο Τάμπριελ, ήρεμα. «Αλλά υπάρχει κάτι που με καθοδηγεί, μέσα από εικόνες που βλέπω στο μυαλό μου. Και, μέχρι στιγμής, δεν έχω κάνει πολλά λάθη.»
«Ναι…» είπε ο Πολ βηματίζοντας μέσα στο δωμάτιο. «Αλλά πότε σκοπεύεις να επιστρέψουμε στο Γνωστό Σύμπαν;»
«Αυτό δεν είναι τόσο εύκολο, όπως θα έχεις καταλάβει. Είναι, όμως, ο τελικός μου σκοπός.»
«Και μέχρι τότε;»
«Μέχρι τότε, καλό θα ήταν να βοηθάμε ο ένας τον άλλο σ’αυτή τη διάσταση όπου έχουμε βρεθεί.»
«Θα μπορούσαμε να σε βοηθήσουμε,» είπε ο Πολ, «αν ξέραμε τι ακριβώς θέλεις να κάνεις. Κι αν καταλαβαίναμε τι λένε εδώ.»
«Ο Καλέφραζ, σύντομα, θα σας μάθει την Οικουμενική. Μη μου πείτε ότι δεν έχετε κάνει καμία πρόοδο…»
Η Βερόνικα παραδέχτηκε ότι γνώριζαν αρκετές λέξεις και ότι μπορούσαν να σχηματίσουν, και να κατανοήσουν, απλές φράσεις.
«Ωραία, τότε,» είπε ο Τάμπριελ. «Δεν θ’αργήσουμε να πάμε ταξίδι.»
«Ταξίδι;» ρώτησε ο Πολ. «Πού;»
«Γνωρίζεις τη Γη των Ταργκάφλι;»
«Δεν έχω δει κανένα ντοκιμαντέρ που να αναφέρεται σ’αυτήν…»
Η Βασίλισσά μας συμφώνησε το στράτευμα να υποχωρήσει από την Επαρχία της Ύλκωχ και να επιστρέψει στα δυτικά σύνορα του Βασιλείου. Κανένας από τους άρχοντες της Κοινωνίας δεν του επιτέθηκε κατά την επιστροφή του, ακριβώς όπως είχε υποσχεθεί ο Μεγάλος Προφήτης. Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, όμως, μπορούσα να δω ότι δεν ήταν ευχαριστημένος από αυτή την τροπή των γεγονότων. Ήθελε μια εκστρατεία. Ήθελε κατακτήσεις. Και νομίζω πως κι η Βασίλισσά μας το ίδιο επιθυμούσε. Γι’αυτό κιόλας δεν διέλυσαν το στράτευμά τους· το απέσυραν μονάχα, και το άφησαν, προς το παρόν, στα δυτικά σύνορα. Σχεδίαζαν να συνεχίσουν την εκστρατεία αργά ή γρήγορα. Περίμεναν μόνο να δουν πώς θα εξελισσόταν η πολιτική κατάσταση στα εδάφη της Κοινωνίας, και πώς θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την κατάσταση αυτή…
Εν τω μεταξύ, πληροφορηθήκαμε ότι ο πόλεμος στο Βασίλειο Ώσρανοκ είχε πάψει. Ο στρατός των Ιεραρχών είχε υποχωρήσει από τα βόρειά του, φεύγοντας χωρίς καμια φανερή αιτία και χωρίς καμια φανερή εξήγηση. Ο Νάριντρικ, ο καινούργιος Βασιληάς του Ώσρανοκ, αμέσως έστειλε τις δικές του στρατιωτικές δυνάμεις να ανακτήσουν τα εδάφη που βρίσκονταν μέχρι πρότινος υπό την κατοχή της Κοινωνίας.
Οι Ωσράνιοι δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει τόσο ξαφνικά…
*
* * *
*
Ο Καλέφραζ απόθεσε τις περγαμηνές επάνω στο γραφείο. «Αυτοί είναι όλοι,» είπε. «Δε νομίζω ότι υπάρχουν άλλοι που είναι πολύ διαφορετικοί ή περιέχουν περισσότερες πληροφορίες.»
Ο Τάμπριελ, καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου, άνοιξε μία από τις περγαμηνές, ξεδιπλώνοντας έναν χάρτη από εξερευνήσεις στις Παγωμένες Εκτάσεις.
Η Ανταρλίδα βρισκόταν παραδίπλα, βηματίζοντας αργά μπροστά από τις ατελείωτες σειρές ραφιών της Μεγάλης Βιβλιοθήκης της Φέντινκεχ. Πού και πού, τραβούσε κανένα βιβλίο από τη θέση του για να το κοιτάξει.
Ο Τάμπριελ ξεδίπλωσε άλλον έναν χάρτη, κι άλλον έναν, κι άλλον έναν. Όλοι έδειχναν τις Παγωμένες Εκτάσεις. Αλλά δεν ήταν όλοι ίδιοι. Ο κάθε εξερευνητής είχε σημειώσει και διαφορετικά πράγματα επάνω: οι χάρτες ήταν γεμάτοι Χ, κύκλους, γραμμές, περίεργα σύμβολα, και σημειώσεις με ψιλά γράμματα.
Ο Τάμπριελ ρώτησε τον Καλέφραζ: «Υπάρχει γραπτή ανάλυση αυτών των χαρτών; Για ορισμένα πράγματα εδώ φαίνεται ότι χρειάζονται εξηγήσεις.»
Ο Γραμματικός ένευσε. «Σε μερικές περιπτώσεις υπάρχει γραπτή ανάλυση. Θα το ψάξω,» είπε, και απομακρύνθηκε κοιτάζοντας στα ράφια.
Η Ανταρλίδα πλησίασε τον Τάμπριελ και στάθηκε πλάι του για να δει κι εκείνη τους χάρτες. «Σαν από παραμύθια είναι,» παρατήρησε, με τα χέρια της στη μέση.
«Από παραμύθια;»
«Κανένας δε μου μοιάζει αξιόπιστος.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ναι, καταλαβαίνω τι εννοείς. Έχουν, σίγουρα, πολλές ανακρίβειες. Δες εδώ, για παράδειγμα.» Τις έδειξε ένα συγκεκριμένο μέρος σε δύο χάρτες. Στον έναν, ο εξερευνητής έγραφε στην Οικουμενική: επικίνδυνα θηρία. Στον άλλο: πλούσια κοιτάσματα.
«Δεν μπορείς να ξέρεις αν είναι συμφέρον ή ασύμφορο να επισκεφτείς την περιοχή,» είπε η Ανταρλίδα. «Ούτε μας λέει κανένας για τι είδους θηρία ή κοιτάσματα πρόκειται.»
«Επιπλέον,» πρόσθεσε ο Τάμπριελ, «δε μας λέει αν αυτά είναι εικασίες ή διαπιστωμένα πράγματα.»
«Τι ακριβώς ψάχνεις εσύ;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα. «Το Φράγμα;»
«Ναι, και όχι μόνο. Θέλω να ξέρω πώς είναι οι περιοχές που θα επισκεφτούμε.»
«Δε νομίζω πως θα μπορέσεις να σχηματίσεις καμια πολύ χρήσιμη εικόνα.»
«Πολύ φοβάμαι ότι έχεις δίκιο.»
«Μην ανησυχείς,» του είπε η Ανταρλίδα. «Έχω εκπαιδευτεί να επιβιώνω σε παγωμένα μέρη, καθώς και να τα διασχίζω.»
«Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο,» αποκρίθηκε σοβαρά ο Τάμπριελ.
Η Ανταρλίδα μειδίασε. Και μετά είπε: «Το ερώτημα είναι αν έχουν εδώ, στο Τάρσαζ, τους εξοπλισμούς που θα χρειαστούμε.»
«Αν δεν τους έχουν, θα τους φτιάξουμε.»
Μετά από λίγο, ο Καλέφραζ επέστρεψε έχοντας μαζί του τρία λεπτά βιβλία. «Δε βρήκα άλλα,» είπε. «Πολλοί απ’αυτούς τους χάρτες είναι αντίγραφα των πραγματικών χαρτών που είχαν κάνει οι εξερευνητές· δεν είναι χάρτες που οι ίδιοι οι εξερευνητές δώρισαν στη Βιβλιοθήκη, επομένως δε συνοδεύονται από αναλύσεις.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ νεύοντας. Πήρε το ένα από τα λεπτά βιβλία και το άνοιξε. Κοιτάζοντας τις σελίδες του, μόρφασε. Τι γράμματα είν’αυτά; συλλογίστηκε ενοχλημένα. Μετά δυσκολίας μπορούσε να καταλάβει μερικές λέξεις.
Έδωσε το βιβλίο στον Καλέφραζ. «Βλέπεις εσύ τι γράφει;»
«Χμμμ… Τολμώ να πω ότι θα δυσκολευτούμε λίγο.»
*
Οι χάρτες – και οι γραπτές αναλύσεις των εξερευνητών – δεν έδωσαν στον Τάμπριελ και στην Ανταρλίδα παρά μια γενική εικόνα για το τι μπορεί να συναντούσαν στις Παγωμένες Εκτάσεις. Όπως είχε πει η Μαύρη Δράκαινα, όλα τούτα έμοιαζαν περισσότερο με παραμύθια. Ήταν εικασίες και υποθέσεις αναμιγμένες με φήμες και ελλιπείς αναφορές. Και πουθενά δεν υπήρχε τίποτα για την κολόνα από παγοκρύσταλλο που η Βιβεϊρλώταθ είχε δείξει στον Τάμπριελ. Πράγμα που πρέπει να σήμαινε πως είτε η κολόνα δεν είχε κάτι το αξιοσημείωτο, και οι εξερευνητές την είχαν προσπεράσει, είτε κανένας τους δεν είχε φτάσει εκεί. Τι από τα δύο ήταν, κανείς δεν μπορούσε να ξέρει.
Ο Τάμπριελ υπολόγισε, επάνω σ’έναν παγκόσμιο χάρτη, την απόσταση από το δέντρο του Γκαλένραμωθ μέχρι τη Βινέρνι, και μετά υπολόγισε την ίδια απόσταση από τη Βινέρνι προς τα βορειοανατολικά και τις Παγωμένες Εκτάσεις. Το αποτέλεσμα έβγαινε έξω από τον χάρτη. Έξω από κάθε χάρτη που είχαν στη διάθεσή τους στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Φέντινκεχ.
«Κι επιπλέον,» του είπε η Ανταρλίδα, «δεν το ξέρεις ότι όσο απέχει το δέντρο από τη Βινέρνι απέχει και ο παγοκρύσταλλος από αυτήν. Είναι απλά μια αυθαίρετη υπόθεση που κάνεις.»
Ο Τάμπριελ όφειλε να παραδεχτεί ότι η Μαύρη Δράκαινα είχε δίκιο.
«Για να μην πούμε,» πρόσθεσε η Ανταρλίδα, «ότι και το γεγονός πως ο παγοκρύσταλλος βρίσκεται στις Παγωμένες Εκτάσεις είναι επίσης μια αυθαίρετη δική σου υπόθεση.»
«Η υπόθεσή μου για τη Γη της Φέδλωχ και το δέντρο, όμως, αποδείχτηκε σωστή,» της είπε ο Τάμπριελ, καθισμένος πίσω από το γεμάτο χάρτες γραφείο.
«Μία φορά ήσουν τυχερός…»
Ο Τάμπριελ κούνησε το κεφάλι. «Το πιθανότερο είναι ο παγοκρύσταλλος να βρίσκεται στις Παγωμένες Εκτάσεις. Έχεις εσύ υπόψη σου κανένα άλλο μέρος για να ερευνήσουμε;»
Η Ανταρλίδα δεν είχε να δώσει απάντηση σ’αυτό, έτσι δεν είπε τίποτα.
Ο Τάμπριελ στράφηκε στον Καλέφραζ. «Εσύ μπορείς να κάνεις καμια άλλη υπόθεση; Πού άλλου θα μπορούσε να βρίσκεται ο παγοκρύσταλλος;»
«Δεν ξέρω, Τάμπριελ. Πραγματικά, δεν έχω ιδέα,» αποκρίθηκε ο Γραμματικός.
Έφυγαν από τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη για μεσημέρι, και το απόγευμα επέστρεψαν πάλι. Τώρα, όμως, δεν συνέχισαν την έρευνά τους των Παγωμένων Εκτάσεων· ο Τάμπριελ ζήτησε από τον Καλέφραζ να τους δώσει πληροφορίες για το Βασίλειο Άρκλιφ, που βρισκόταν βόρεια του Τάρσαζ. «Γιατί,» είπε, «θα χρειαστεί να περάσουμε από εκεί προτού φτάσουμε στις Παγωμένες Εκτάσεις.»
«Πολύ δύσκολο,» αποκρίθηκε ο Γραμματικός. «Σε λίγο καιρό θα έχουμε χειμώνα, και τον χειμώνα τα περάσματα προς το Άρκλιφ είναι κλειστά από χιόνια και πάγους. Κανείς δεν έρχεται από εκεί, ούτε πηγαίνει προς τα εκεί, αυτή την εποχή του χρόνου, εκτός αν είναι πραγματικά απελπισμένος.»
«Προτείνεις, δηλαδή, να περιμένουμε την άνοιξη;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Σίγουρα.»
«Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τις Παγωμένες Εκτάσεις παρά μόνο μέσα από το Άρκλιφ;»
«Σχεδιάζατε να ταξιδέψετε στις Παγωμένες Εκτάσεις μες στο χειμώνα;» έκανε ο Καλέφραζ. «Ακόμα κι εσείς δεν μπορεί να βγείτε ζωντανοί από κάτι τέτοιο!»
Ο Τάμπριελ είπε, καπνίζοντας την πίπα του: «Θα περιμένουμε, τότε, τον ερχομό της άνοιξης. Τώρα πες μας για το Άρκλιφ. Δε μας έχεις πει και πολλά γι’αυτό μέχρι σήμερα.»
«Επειδή δεν έχουμε και τίποτα σπουδαίες σχέσεις μαζί του.» Ο Καλέφραζ τούς έφερε έναν χάρτη και τον ξεδίπλωσε ανάμεσά τους. «Όπως βλέπετε, μας χωρίζουν τα βουνά που ονομάζουμε Οροσειρά των Πάγων. Τα περάσματα είναι λιγοστά και επικίνδυνα – και το χειμώνα και τις άλλες εποχές του χρόνου. Απλά, το χειμώνα δεν είναι μόνο επικίνδυνα: είναι τελείως αδιαπέραστα. Πρέπει να είσαι τρελός για να πας εκεί.
»Δεν είναι, όμως, αυτός ο μοναδικός λόγος που δεν έχουμε πολλές επαφές με το Άρκλιφ – πέρα από το εμπόριο, ασφαλώς· έμποροι πάνε και έμποροι έρχονται, αν και όχι τόσοι πολλοί όσοι θα μπορούσαν. Τέλος πάντων… Οι κάτοικοι του Άρκλιφ δεν είναι και πολύ φιλικοί με τους άλλους λαούς απ’όσο γνωρίζω. Προτιμούν να μένουν κλεισμένοι στα όρια της πατρίδας τους και να μη λένε πολλά για τον εαυτό τους. Δεν ξέρω γιατί είναι έτσι. Ίσως να φταίει το κρύο, ίσως κάτι άλλο.»
«Σε τι θεούς πιστεύουν;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Σε δύο θεούς. Τη Ναράληθ, τη Δέσποινα του Πρωινού· και τον Λόρανωμ, τον Αφέντη της Σκοτεινιάς. Υπάρχουν ίσως και κάποιες μικρότερες θεότητες, αλλά αυτές είναι οι κυριότερες.»
«Μάλιστα,» είπε ο Τάμπριελ, και δείχνοντας επάνω στον χάρτη: «Η πρωτεύουσα του Βασιλείου τους είναι εδώ;»
«Ναι, η Κιλκόβη, στις όχθες της μεγάλης λίμνης Γκάριεφ. Που είναι, παρεμπιπτόντως, η μεγαλύτερη λίμνη στον κόσμο μας. Οι κάτοικοι του Άρκλιφ την αποκαλούν ‘η Μικρή Θάλασσα’.»
«Τι γλώσσα μιλούν στο Άρκλιφ; Την Οικουμενική;»
«Τη μιλάνε την Οικουμενική, αλλά έχουν και τη δική τους γλώσσα. Κι αυτή είναι που προτιμούν. Έχω ακούσει ιστορίες ταξιδευτών που έχουν πάει στο Άρκλιφ οι οποίες λένε ότι ορισμένοι εκεί αρνιόταν να τους μιλήσουν στην Οικουμενική, ακόμα κι αν την ήξεραν.»
«Πώς ονομάζεται η γλώσσα τους;»
«Άρκλιφ. Σημαίνει ‘Λόγος του Ανέμου’.»
«Και το Βασίλειό τους;» παρενέβη η Ανταρλίδα. «Σημαίνει κι αυτό ‘Λόγος του Ανέμου’;»
Ο Καλέφραζ ένευσε. «Ναι.»
«Την ξέρεις τη γλώσσα τους;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ. «Μπορείς να μας τη μάθεις;»
«Την ξέρω,» παραδέχτηκε ο Καλέφραζ, «αλλά όχι καλά. Θα σας διδάξω ό,τι μπορώ.»
*
Γινόταν γλέντι στη Νάρσοχ, για την ανάκτηση των βόρειων εδαφών του Βασιλείου Ώσρανοκ ύστερα από την απρόσμενη υποχώρηση του στρατού των Ιεραρχών. Η πόλη, που είχε βρεθεί υπό πολιορκία για αρκετό καιρό κατά τη διάρκεια του πολέμου, τώρα ξεφάντωνε. Οι στρατιώτες που την είχαν υπερασπιστεί πιστά, που είχαν ριψοκινδυνέψει τις ζωές τους για την ασφάλεια του Βασιλείου, πέταξαν τις πανοπλίες και τα κράνη τους και έστησαν χορούς μέσα και έξω από τα τείχη. Μελωδίες αντηχούσαν από τα περίχωρα της Νάρσοχ και από το εσωτερικό της. Κρασί, μπίρα, και άλλα ποτά έρρεαν άφθονα από τα βαρέλια μέσα σε έτοιμες κούπες και ψηλά ποτήρια. Αρωματικοί καπνοί και γαργαλιστικές μυρωδιές από ψητό κρέας και ψάρι πλημμύριζαν τις τραπεζαρίες πανδοχείων, ταβερνών, και εστιατορίων, καθώς και τους οίκους ευπόρων, γαιοκτημόνων, και αριστοκρατών. Γέλια, φωνές, και τραγούδια ακούγονταν. Μια πρόχειρη αρένα είχε στηθεί έξω απ’την πόλη και γίνονταν ξιφομαχίες και πυγμαχίες. Αρκετές δεκάδες μέτρα παραπέρα, ιππείς αντιμάχονταν σε αγώνες κονταρομαχίας. Οι οίκοι της τύχης – ή «οίκοι της Σούλνητ», όπως πολλοί τους ονόμαζαν, αναφερόμενοι στη θεά των τζογαδόρων και των τυχοδιωκτών – ήταν γεμάτοι κόσμο πρόθυμο να ρισκάρει τα χρήματά του στα ζάρια, στα χαρτιά, και σε άλλα τυχερά ή ημι-τυχερά παιχνίδια. Παρά το φθινοπωρινό ψύχος, άντρες και γυναίκες βουτούσαν, ημίγυμνοι, στις ακτές της Στενής Θάλασσας και στις όχθες του ποταμού Αύσλην. Ένας ιερέας του Λιρμάντου, στεκόμενος πάνω σε μια βάρκα στη μέση του ποταμού, πέταξε ένα ιερό ξίφος του θεού – όπως το αποκάλεσε – στο νερό και προκάλεσε τον καλύτερο κολυμβητή να το βρει και να το φέρει στην επιφάνεια, για να αποκτήσει την εύνοια και τη δύναμη του Μεγάλου Λιρμάντου.
Ο καινούργιος Βασιληάς, κίρμο-Χάρθον Νάριντρικ, βρισκόταν αυτοπροσώπως στο ξεφάντωμα της Νάρσοχ, όπως επίσης και η Δούκισσα κέρκα-Χάρθον Ασσάρδια, έχοντας εγκαταλείψει προσωρινά το παλάτι της στη Νίρμαχ. Τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια της, όμως, απουσίαζαν θέλοντας να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους για τη φυλάκιση του Κάζιριμ και τον σφετερισμό του Σμαραγδένιου Θρόνου. Ο λαός, και πολλοί από τους ευγενείς, είχαν αρχίσει να ψιθυρίζουν ότι εξαιτίας του νέου Βασιληά είχαν υποχωρήσει οι Ιεράρχες από το Ώσρανοκ· αλλά όσοι παρατηρούσαν τον πόλεμο και τα πολιτικά δρώμενα του Βασιλείου γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν επρόκειτο παρά για σύμπτωση. Κανείς δεν ήξερε τον λόγο που οι Ιεράρχες είχαν αποσύρει τα στρατεύματά τους.
Ή, τουλάχιστον, πολύ λίγοι ήξεραν τον λόγο. Ανάμεσα στους οποίους ήταν, ασφαλώς, ο Νάριντρικ και η Ασσάρδια. Ο Βάλλεριμ και η Αθνάβια, επιστρέφοντας από την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας, τους είχαν διηγηθεί τα απίθανα γεγονότα εκεί, και τους είχαν πει ότι τώρα ο Τάμπριελ ήταν Μέγας Ιεράρχης. Ο Τάμπριελ έλεγχε τους Ιεράρχες παντού. Τα νέα τούτα ήταν συγκλονιστικά· αλλά η Ασσάρδια και ο Νάριντρικ είχαν προτιμήσει να μην ανακοινώσουν τίποτα, σε κανέναν. Και είχαν προτρέψει και τον Βάλλεριμ και την Αθνάβια να κάνουν το ίδιο. Ο πρώτος είχε υποσχεθεί να κρατήσει το μυστικό, και τους είχε διαβεβαιώσει πως κι ο Ζάνταρικ θα το κρατούσε. Στην Αθνάβια, η Ασσάρδια πρόσφερε μεγαλύτερη ανταμοιβή για τις υπηρεσίες της για να κρατήσει κι εκείνη το στόμα της κλειστό. Παρότι η Δούκισσα την εμπιστευόταν αρκετά, δεν την εμπιστευόταν και τόσο πολύ. Έτσι, η Αθνάβια Λίμγκαρ απέκτησε μερικά στρέμματα γης νότια της Νίρμαχ, καθώς και μια μικρή έπαυλη με δούλους, υπηρετικό προσωπικό, και φρουρούς. Το μόνο που αισθανόταν να της λείπει τώρα ήταν ο Έσλερον…
«Ο Προφήτης θα ζητήσει ανταλλάγματα,» είχε πει ο Νάριντρικ στην Ασσάρδια, όταν έμαθαν τα νέα για τον Τάμπριελ και τους Ιεράρχες. «Αλλιώς γιατί να σταματήσει τον πόλεμο;»
«Δεν αποκλείεται να έχεις δίκιο,» είχε συμφωνήσει εκείνη. «Αλλά ό,τι αντάλλαγμα κι αν ζητήσει, σίγουρα δεν θα είναι τόσο σπουδαίο μπροστά σ’αυτά που μας έχει προσφέρει.»
Ο Νάριντρικ, ωστόσο, ήταν καχύποπτος. Πάντοτε ήταν καχύποπτος. Και η Ασσάρδια δεν τον αδικούσε· είχε περάσει από πολλά στη ζωή του. Είχε γνωρίσει συγκρούσεις κάθε είδους, και είχε ταλαιπωρηθεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο αριστοκράτη ήξερε η Δούκισσα – και κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ήξερε λίγους. Γι’αυτό κιόλας η Ασσάρδια θεωρούσε πως ο Νάριντρικ ήταν ο καταλληλότερος άνθρωπος για να καθίσει στον Σμαραγδένιο Θρόνο. Αναμφίβολα πιο κατάλληλος από τον αδελφό της, τον Κάζιριμ, ο οποίος βρισκόταν τώρα στην Ίργκεληχ, υπό περιορισμό. Δεν ήταν σε κανένα μπουντρούμι, φυσικά· είχε ό,τι ανέσεις επιθυμούσε· αλλά δεν μπορούσε να ασκήσει καμία εξουσία. Σε διαφορετική περίπτωση, εμφύλιος πόλεμος θα ξεσπούσε.
Το γλέντι στη Νάρσοχ κράτησε για ημέρες. Ο φοβισμένος και ταλαιπωρημένος από τον πόλεμο λαός του Ώσρανοκ ήθελε να ξεδώσει και να ξεχάσει, να επουλώσει τις πληγές του. Ο Βασιληάς Νάριντρικ ήρθε από την πρώτη κιόλας ημέρα του γλεντιού, μαζί με τη Βασιλική Φρουρά κι αρκετούς ευγενείς της Αυλής του. Εκείνος, ουσιαστικά, ξεκίνησε τη γιορτή, έχοντας ανεβεί στις επάλξεις των τειχών και φωνάζοντας στα συγκεντρωμένα πλήθη από κάτω: «Και τώρα, Ώσρανοκ, μπορείς να γιορτάσεις τη νίκη σου!» Οι μουσικές άρχισαν αμέσως να παίζουν.
Η Ασσάρδια ήρθε τη δεύτερη ημέρα της γιορτής, μαζί με τη δική της φρουρά και ευγενείς από την Αυλή της Νίρμαχ. Συνάντησε τον ξάδελφό της στο παλάτι της Νάρσοχ και δεν άργησε να μπει στο εορταστικό κλίμα – πράγμα καθόλου δύσκολο για εκείνη, άλλωστε. Μέχρι το βράδυ, είχε γνωρίσει έναν νεαρό αξιωματικό ο οποίος έγινε, σύντομα, εραστής της. Ήταν ξετρελαμένος με τις κνήμες της. Η Καλβίρνα (η σύζυγος του Νάριντρικ, που έμενε μόνη για πολύ καιρό όσο εκείνος κρυβόταν, κυνηγημένος από τον Κάζιριμ, και τώρα ήταν κατενθουσιασμένη με την επανεμφάνισή του) είπε στην Ασσάρδια, την επόμενη ημέρα, ότι δεν έπρεπε να δίνει λαβές για να την κακολογούν. Όφειλε να είναι προσεχτικότερη και να παντρευτεί για να δώσει τέλος στις… «δυσάρεστες φήμες». Η Ασσάρδια τής απάντησε: «Αυτή ίσως να είναι σωστή τακτική για μια βασίλισσα, όπως είσαι τώρα εσύ, καλή μου· αλλά εγώ δεν είμαι βασίλισσα.»
«Είσαι, όμως, ξαδέλφη του συζύγου μου και Βασιληά μας!»
«Δικό του πρόβλημα αυτό!» γέλασε η Ασσάρδια, που ήταν λιγάκι πιωμένη παρότι πρωί.
Το απόγευμα, καθώς νύχτωνε, ο Νάριντρικ βγήκε στο λαξευτό μπαλκόνι του παλατιού όπου στεκόταν η ξαδέλφη του, μόνη, για να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Ένα πλεκτό σάλι ήταν ριγμένο στους ώμους της για να την προστατεύει από το ψύχος.
«Κάποιος θέλει να μας δει. Τους δυο μας.»
Η Ασσάρδια στράφηκε να κοιτάξει τον Νάριντρικ. «Ποιος;»
«Ένας άντρας, άγνωστος σε μένα· αλλά λέει ότι είναι απεσταλμένος του Μεγάλου Προφήτη.»
Η Ασσάρδια συνοφρυώθηκε, κι έκανε νόημα στον ξάδελφό της να έρθει πιο κοντά. Εκείνος πλησίασε, και η Δούκισσα τού ψιθύρισε: «Μην τον πιστεύεις αμέσως. Ίσως να λέει ψέματα. Ίσως νάναι κάποια απάτη, στημένη από τ’αδέλφια μου.»
«Το ξέρω. Δεν του έχω πει τίποτα μέχρι στιγμής. Θα έρθεις;»
Η Ασσάρδια ένευσε, κι έφυγαν από το μπαλκόνι, για να συναντήσουν τον άγνωστο σε μια αίθουσα με ψηλές, αναμμένες λάμπες. Ήταν λευκόδερμος και είχε μακριά, μαύρα μαλλιά δεμένα κοτσίδα, καθώς και μουστάκι. Τα ρούχα του φανέρωναν ταξιδευτή, αλλά όχι φτωχό.
«Καλησπέρα σας, Δούκισσά μου,» είπε. «Με συγχωρείτε για την ενόχληση.»
«Ποιος είστε, κύριε;» ρώτησε η Ασσάρδια, βγάζοντας το σάλι της, γιατί εδώ μέσα έκανε ζέστη εξαιτίας του μικρού τζακιού στη γωνία.
«Ονομάζομαι Όρνιφιμ,» αποκρίθηκε ο άντρας, «και είμαι άνθρωπος του Μεγάλου Προφήτη.»
«Μπορείς να το αποδείξεις;» απαίτησε ο Νάριντρικ, έχοντας το δεξί του χέρι ακουμπισμένο στη λαβή του ξιφιδίου που κρεμόταν από τη ζώνη του. Το βλέμμα του ήταν σκληρό.
Ο Όρνιφιμ τούς περιέγραψε, με μεγάλη λεπτομέρεια, τη συμφωνία που είχαν κάνει με τον Τάμπριελ. Κι επίσης, τους είπε: «Στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας στείλατε μαζί του την Αθνάβια Λίμγκαρ, τον Έσλερον, και τον κίρμο-Χάρθον Βάλλεριμ μαζί με δύο κατασκόπους του, τον Ζάνταρικ και τον Λάρνατιμ. Ο Λάρνατιμ δεν επέστρεψε, ούτε ο Έσλερον· σκοτώθηκαν μέσα στον Οίκο της Γνώσης.» Ο Όρνιφιμ σταμάτησε να μιλά.
«Πώς τα γνωρίζεις αυτά;» τον ρώτησε ο Νάριντρικ.
«Γνωρίζω ό,τι γνωρίζει και ο Μεγάλος Προφήτης, Μεγαλειότατε.»
Τα μάτια του Νάριντρικ στένεψαν. «Είσαι Ιεράρχης, δηλαδή…»
«Ναι.»
«Τι θέλει ο Προφήτης από εμάς;» ρώτησε η Ασσάρδια.
«Να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί σας.»
«Αυτό,» είπε ο Νάριντρικ, «εννοείται πως έχει την άδεια να το κάνει όποτε το επιθυμήσει.»
«Χωρίς να βρίσκεται ο ίδιος εδώ, με το σώμα του,» εξήγησε ο Όρνιφιμ.
«Θέλεις να πεις, να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μας μέσω ανθρώπων όπως εσύ…» είπε η Ασσάρδια.
«Ακριβώς, Υψηλοτάτη.»
Σιγή βασίλεψε για μερικές στιγμής· έπειτα, ο Νάριντρικ είπε: «Αν θέλει, ασφαλώς και μπορεί. Θα πρέπει, όμως, να έχετε τη δυνατότητα να αποδείξετε ότι όντως είστε αυτό που λέτε.»
«Αυτός είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ, Μεγαλειότατε. Ο Μεγάλος Προφήτης επιθυμεί να… καθιερώσουμε ένα σύνθημα ανάμεσά μας. Πείτε το σε μένα και, αυτομάτως, όλοι θα το γνωρίζουμε.»
Ο Νάριντρικ και η Ασσάρδια αλληλοκοιτάχτηκαν, κι ο ένας είδε στα μάτια του άλλου ότι συμφωνούσε.
«Εντάξει,» είπε ο Βασιληάς του Ώσρανοκ στον Ιεράρχη. «Ας καθιερώσουμε ένα σύνθημα.»
*
Η Κελνίχηβ, κρατώντας το κεφάλι του κοντά στα ξαναμμένα στήθη της, έχοντας τα δάχτυλά της περασμένα μέσα στα μαλλιά του, ξεφώνισε κλείνοντας τα μάτια. Κι ύστερα χαλάρωσε, βαριανασαίνοντας, νιώθοντας τον να φιλά μαλακά τον λαιμό και τα μάγουλά της. Αφήνοντάς τον από την αγκαλιά της, κατέβηκε από πάνω του και ξάπλωσε δίπλα, ανάσκελα. Τεντώθηκε, μουγκρίζοντας και πιέζοντας με τα γυμνά της πέλματα τα κάγκελα του μεγάλου κρεβατιού.
Ο Έλνεφριζ γύρισε να την κοιτάξει μέσα στο μισοσκόταδο. «Κουρασμένη απ’τα ταξίδια σου;» τη ρώτησε.
Η Κελνίχηβ μειδίασε λεπτά. «Σου έλειψα;»
Ο Έλνεφριζ φίλησε τα μικρά χείλη της. «Όπως λείπει στο άλογο η σέλα του.»
Η Κελνίχηβ γέλασε. Τον χαστούκισε παιχνιδιάρικα. «Σίγουρα δεν μιλάς σαν ιερωμένος!»
Ο Πρωθιερέας του Μαράνχαλωμ μόρφασε. «Γιατί, πώς μιλάνε οι ιερωμένοι;»
Η Κελνίχηβ ανακάθισε πάνω στο κρεβάτι, με την πλάτη ακουμπισμένη στα κάγκελα. «Δεν ξέρω. Αλλά όχι έτσι. Εσύ θα έπρεπε να ξέρεις· δε θα έπρεπε;»
Ο Έλνεφριζ ύψωσε τον έναν ώμο, αδιάφορα.
Η Κελνίχηβ μειδίασε· τεντώθηκε και τον φίλησε κρατώντας το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες της.
«Θέλεις κρασί;» τη ρώτησε ο Έλνεφριζ όταν εκείνη ξάπλωσε πάλι.
«Ναι.»
Ο Πρωθιερέας σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και βάδισε. Μέσα στις πυκνές σκιές του δωματίου, κλότσησε μια από τις μπότες της Κελνίχηβ αλλά δεν παραπάτησε. Καθώς γέμιζε δύο κύπελλα, είπε: «Θα έμαθες τι έγινε με τον Μεγάλο Ιεράρχη…»
«Μπορούσα να μην το μάθω; Τα πάντα στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας άλλαξαν. Δε νομίζω ότι θα υπάρχει Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας μετά από κάποιο καιρό.» Στηρίχτηκε στον αγκώνα της για να τον ατενίσει μέσα στο μισοσκόταδο. «Και ο Προφήτης παραέχει γίνει επικίνδυνος…»
Ο Έλνεφριζ επέστρεψε στο κρεβάτι μαζί με τα δύο κύπελλα, και της έδωσε το ένα. «Προφανώς. Δεν έχει πια λόγο να βασίζεται στην εξουσία της Βασίλισσάς μας· έχει δική του εξουσία. Μια μυστική, και πολύ ισχυρή, εξουσία.
»Τώρα, όμως, υπάρχει ένα πιο άμεσο πρόβλημα, Κελνίχηβ…»
Το Αριστερό Χέρι έπινε μια γουλιά κρασί εκείνη τη στιγμή, και συνοφρυώθηκε. «Τι πρόβλημα;» ρώτησε.
«Ο Ρολάνταζ. Είναι στα μπουντρούμια του Βασιλικού Παλατιού.»
Η Κελνίχηβ αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει για μια στιγμή. «Ο Ρολάνταζ λαρ Κόρσιοκ; Ο Καπετάνιος;»
«Ναι.»
«Γιατί;»
«Εσύ γιατί λες; Ο Τάμπριελ, κάπως, ανακάλυψε ότι σχεδίαζε να τον σκοτώσει. Και ο Καλέφραζ, σαν καλό σκυλάκι του Προφήτη, όταν επέστρεψε εδώ, είπε τα πάντα στη Βασίλισσα. Επομένως, μόλις ο Ρολάνταζ ήρθε στη Φέντινκεχ, η Βασίλισσά μας έβαλε τους φρουρούς της να τον συλλάβουν.»
«Δεν έχει, όμως, ομολογήσει…» είπε η Κελνίχηβ.
«Κι εγώ έτσι πιστεύω. Επειδή, αν είχε ομολογήσει, κάποιοι φρουροί θα είχαν έρθει και για μένα.»
«Δε θα τ’αφήσω αυτό να συμβεί,» τον διαβεβαίωσε η Κελνίχηβ.
«Δε θα μπορείς να κάνεις τίποτα όταν–»
«Μπορώ να κάνω κάτι τώρα.»
Ο Έλνεφριζ έμεινε για λίγο σιωπηλός καθώς αλληλοκοιτάζονταν, και μετά είπε: «Είμαι βέβαιος ότι σκεφτόμαστε το ίδιο πράγμα…»
«Δεν υπάρχει άλλη λύση.»
Η Κελνίχηβ άφησε το κύπελλό της στο κομοδίνο, σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, κι άρχισε να ντύνεται.
Ο Έλνεφριζ συνοφρυώθηκε. «Πού πηγαίνεις;»
«Στα μπουντρούμια του παλατιού.»
«Τώρα;»
«Δεν υπάρχει λόγος να καθυστερούμε. Κανονικά, έπρεπε να μου το είχες πει μόλις ήρθα. Είσαι ανόητος ορισμένες φορές.»
«Η οικογένεια του Ρολάνταζ είναι από παλιά πιστή στο Ναό. Το ήξερα πως δε θα με πρόδιδε. Τουλάχιστον–»
«–όχι αμέσως. Αλλά η Παμράνεχ έχει επαγγελματίες βασανιστές στα μπουντρούμια της. Μπορούν να κάνουν τον οποιονδήποτε να μιλήσει, Έλνεφριζ. Και στο τέλος ο Ρολάνταζ θα μιλήσει, όσο πιστός κι αν είναι σε σένα ή στον Ναό.»
*
Το Αριστερό Χέρι του Θρόνου είχε ελεύθερη πρόσβαση σε κάθε δωμάτιο του παλατιού εκτός από τα βασιλικά διαμερίσματα· έτσι η Κελνίχηβ δεν χρειάστηκε καν να προσπαθήσει για να κατεβεί στα μπουντρούμια, να μάθει πού κρατείτο ο Ρολάνταζ, και να βαδίσει προς το κελί του.
Καθώς όμως πήγαινε εκεί, μια γυναίκα την κοιτούσε, με μάτια σαν καθρέφτες μέσα σε καθρέφτες μέσα σε καθρέφτες. Ήταν φρουρός της πόλης, και ο Τάμπριελ είχε πάρει άδεια από τη Βασίλισσα για να τη βάλει να φρουρεί στα μπουντρούμια του παλατιού· διότι γνώριζε πως, σύντομα, κάποιος θα προσπαθούσε να σκοτώσει τον Ρολάνταζ. Το είχε «δει». Είχε δει μια σκιερή γυναικεία φιγούρα να στέκεται πάνω από τον δεμένο Καπετάνιο, βαστώντας ένα ξιφίδιο που η λεπίδα του γυάλιζε στο φως του δαυλού.
Η Ιεράρχης εστίασε τη θέλησή της έτσι ώστε να μεταφέρει τα νέα στον καινούργιο Μεγάλο Ιεράρχη, που, σε αντίθεση με τον παλιό, δεν είχε άμεση γνώση των πάντων κάθε στιγμή παρά μόνο όταν το επιθυμούσε… ή όταν κάποιος τον καλούσε. Έτσι, οι Ιεράρχες είχαν ανακαλύψει μια νέα ικανότητά τους την οποία αγνοούσαν μέχρι στιγμής. Το Κάλεσμα, την είχαν ονομάσει.
Τα βλέφαρα του Τάμπριελ άνοιξαν καθώς αισθάνθηκε κάτι να κεντρίζει τη νόησή του. Ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι και έστρεψε το βλέμμα του στο ραβδί του, που ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο, παραδίπλα. Η πορφυρή σφαίρα στην κορυφή του γυάλιζε, και η ομίχλη στο εσωτερικό της σφαίρας, ο νους του Μεγάλου Ιεράρχη, κινιόταν πιο γρήγορα απ’ό,τι συνήθως, σαν κάτι να τον είχε χτυπήσει με ξαφνική ενέργεια.
Ο Τάμπριελ είχε ακούσει το Κάλεσμα, και γνώριζε ότι κάτι συνέβαινε. Έπιασε το ραβδί και ήρθε σε επαφή με τον Μεγάλο για να μάθει λεπτομέρειες. Μέσα από τα μάτια της φρουρού, είδε την Κελνίχηβ να βαδίζει στους διαδρόμους των μπουντρουμιών.
Αυτό είναι. Πηγαίνει να τον σκοτώσει.
Στράφηκε στην Ανταρλίδα, και διαπίστωσε ότι η Μαύρη Δράκαινα είχε ξυπνήσει και τον κοίταζε μέσα στο σκοτάδι του δωματίου.
«Τα πάντα τα καταλαβαίνεις;» τη ρώτησε.
«Τι συμβαίνει;»
«Το Αριστερό Χέρι είναι στα μπουντρούμια.»
Η Ανταρλίδα πετάχτηκε πάνω.
Η Κελνίχηβ, εν τω μεταξύ, είχε φτάσει στο κελί όπου κρατείτο ο Καπετάνιος Ρολάνταζ λαρ Κόρσιοκ, και τον κοίταζε από το καγκελωτό παραθυράκι της σιδερένιας πόρτας. Δεν είναι αυτή συμπεριφορά προς έναν μεγάλο άνθρωπο, σκέφτηκε ειρωνικά, βλέποντάς τον ημίγυμνο και δεμένο πάνω σε μια ξύλινη τάβλα. Το ροχαλητό του αντηχούσε δυνατά μέσα στο δωμάτιο. Το κεφάλι του έκανε πέρα-δώθε· μάλλον, δεν έβλεπε ευχάριστα όνειρα.
Η Κελνίχηβ τράβηξε την αμπάρα, ανοίγοντας την πόρτα του κελιού και μπαίνοντας.
Ο Ρολάνταζ ξύπνησε. «…Ποιος… ποιος είσαι;…» έκανε ξαφνιασμένα.
Η Κελνίχηβ τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη μπότα της. Ένα ξιφίδιο που είχε ποτίσει με θανατηφόρο δηλητήριο δύσκολο να εντοπιστεί. Μονάχα μια αμυχή χρειαζόταν. Ο Ρολάνταζ θα αισθανόταν την αναπνοή του να κόβεται για μερικές στιγμές – δεν θα μπορούσε να φωνάξει – και μετά τα πάντα θα σκοτείνιαζαν: θα πέθαινε σε λιγότερο από ένα λεπτό.
«Ρολάνταζ…» είπε η Κελνίχηβ πλησιάζοντάς τον. «Με γνωρίζεις εμένα;»
«Όχι. Ποια είσαι; Λύσε με. Αφήστε με να κοιμηθώ σαν άνθρωπος! Ο πληροφοριοδότης της Βασίλισσας τής είπε ψέματα – δεν έχω κάνει τίποτα!»
«Το ξέρω, Ρολάνταζ. Είσαι πολύ πιστός. Ήρθα να σ’ελευθερώσω.» Η Κελνίχηβ χαμογέλασε φιλικά. Το αριστερό της χέρι άγγιξε το μάγουλό του. Το ξιφίδιό της το κρατούσε με το δεξί, κατεβασμένο, κρυμμένο στη σκιά.
«…Ποια είσαι; Η… η Βασίλισσα σ’έστειλε;»
«Ποιος άλλος;» Η Κελνίχηβ έγδαρε τον πήχη του με την αιχμή της δηλητηριασμένης λεπίδας.
Ο Ρολάνταζ βλεφάρισε έντονα. «….Τι…;» έκρωξε· και μετά, δεν μπορούσε άλλο να μιλήσει. Ούτε να αναπνεύσει. Τα μάτια του γούρλωσαν–
«Κελνίχηβ!»
Το Αριστερό Χέρι στράφηκε, ξαφνιασμένο, για να δει μια γνώριμη μορφή να στέκεται στην πόρτα του κελιού. Κατάλευκο δέρμα. Ξανθά μαλλιά, που έπεφταν λυτά και ανακατεμένα στους ώμους της.
«Θηκάρωσε το όπλο σου, Κελνίχηβ!»
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα, Ανταρλίδα;»
«Θηκάρωσε το όπλο σου. Ξέρω γιατί είσαι εδώ. Και δεν πρόκειται να σ’αφήσω να τον σκοτώσεις.»
Η Κελνίχηβ γέλασε. «Τι; Νομίζεις ότι ήρθα για να σκοτώσω τον κρατούμενο; Αντιθέτως–»
Η Ανταρλίδα πρόσεξε την έκφραση στο πρόσωπο του ηλικιωμένου ναυτικού. Δε μπορεί ν’αναπνεύσει! παρατήρησε. Τον ζύγωσε με δυο μεγάλες δρασκελιές. «Είσαι καλά;» του είπε πιάνοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια της. «Τι έχεις;»
Τα μάτια του είχαν αναποδογυρίσει μέσα στις κόγχες του κρανίου του.
Η Ανταρλίδα στράφηκε στην Κελνίχηβ. «Τον δηλητηρίασες!»
«Πριν από λίγο νόμιζες ότι ήρθα να τον μαχαιρώσω. Αποφάσισε.»
«Αυτός ο άνθρωπος πεθαίνει!»
Η Κελνίχηβ ανασήκωσε τους ώμους. «Εγώ μόλις μπήκα– Ααα!»
Η Ανταρλίδα τη γρονθοκόπησε καταπρόσωπο, σωριάζοντάς την στο πέτρινο πάτωμα.
«Βοήθεια!» φώναξε η Μαύρη Δράκαινα πηγαίνοντας στην πόρτα του κελιού. «Φέρτε βοήθεια! Ένας άνθρωπος έχει δηλητηριαστεί!»
Και, εκτός από τους φρουρούς των μπουντρουμιών, ο Τάμπριελ άκουσε την κραυγή της μέσω της Ιεράρχη που βρισκόταν εδώ.
Η Κελνίχηβ τον δηλητηρίασε, σκέφτηκε. Κι αμέσως, το μυαλό του πήγε στον Βιοσκόπο. Σηκώθηκε κι έτρεξε προς τον ξενώνα, προς το δωμάτιο του Άνθιμου’νιρ.
Το Αριστερό Χέρι ανασηκώθηκε πάνω στο πάτωμα του κελιού, σκουπίζοντας το αίμα από τα χείλη της. Η όψη της είχε αγριέψει: τα δόντια της έτριζαν, τα μάτια της γυάλιζαν, μια τούφα μαύρα μαλλιά είχε ξεφύγει από τον σφιχτό κότσο της κι έπεφτε μπροστά στο πρόσωπό της. Βλέποντας την Ανταρλίδα να στέκεται στην πόρτα του κελιού και να της έχει γυρισμένη την πλάτη, πετάχτηκε όρθια για να την καρφώσει με το δηλητηριασμένο ξιφίδιό της – να ξεμπερδέψει μ’αυτή τη σκύλα μια και καλή!
Η Μαύρη Δράκαινα την αντιλήφτηκε να έρχεται· στράφηκε απότομα, κλοτσώντας το χέρι της Κελνίχηβ και κάνοντας το ξιφίδιο να πεταχτεί στην άλλη άκρη του δωματίου, κουδουνίζοντας πάνω στον τοίχο. Η Κελνίχηβ ούρλιαξε και της χίμησε, προσπαθώντας να την αρπάξει απ’τα μαλλιά και να τη χτυπήσει με το γόνατό της στο διάφραγμα. Η Ανταρλίδα την άφησε να πιάσει τα μαλλιά της και να την αναγκάσει να σκύψει, αλλά το γόνατό της το σταμάτησε με το αριστερό της χέρι, και με το δεξί κοπάνησε την αντίπαλό της στο λαιμό.
Η Κελνίχηβ πετάχτηκε πίσω, διπλωμένη, προσπαθώντας ν’ανασάνει και μη μπορώντας. Έπεσε στο πάτωμα σπαρταρώντας σαν το ψάρι έξω απ’το νερό, βγάζοντας πνιχτούς ήχους.
Η Ανταρλίδα, όμως, ήξερε ότι δεν θα πέθαινε· δεν την είχε χτυπήσει αρκετά δυνατά για να της σπάσει το λάρυγγα. Και ο μόνος λόγος που δεν το είχε κάνει ήταν επειδή δεν ήθελε να μπλέξουν με τη Βασίλισσα Παμράνεχ. Γιατί, για να έχει έρθει η Κελνίχηβ εδώ, σήμαινε ότι αυτή ήταν που είχε βάλει τον Ρολάνταζ να σκοτώσει τον Τάμπριελ και τους υπόλοιπους. Αυτή ή ο Πρωθιερέας. Οι δυο τους τα είχαν καλά, εξάλλου.
Φρουροί συγκεντρώθηκαν στο κελί, και η Ανταρλίδα τούς έδειξε τον Ρολάνταζ. Εκείνοι αμέσως τον έλυσαν από την τάβλα, και ένας είπε: «Δε μοιάζει ζωντανός, Εξοχότατη.»
Η Κελνίχηβ ήταν ακόμα κάτω, προσπαθώντας ν’αναπνεύσει, κλοτσώντας το πάτωμα.
Ένας φρουρός είχε γονατίσει πλάι της. «Τι συνέβη;» ρώτησε κοιτάζοντας την Ανταρλίδα.
«Τον σκότωσε,» είπε εκείνη.
«Γνωρίζεις ποια είναι αυτή η γυναίκα;… Εξοχότατη.» Η όψη του φρουρού δεν ήταν φιλική.
«Φυσικά και γνωρίζω ποια είναι,» αποκρίθηκε ψυχρά η Ανταρλίδα.
Η Κελνίχηβ είχε μόλις αρχίσει να αναπνέει κανονικά όταν ο Τάμπριελ και ο Άνθιμος’νιρ μπήκαν στο κελί.
«Ποιος είναι ο δηλητηριασμένος;» ρώτησε ο Βιοσκόπος, στη Συμπαντική.
Η Ανταρλίδα έδειξε τον Ρολάνταζ. «Είναι νεκρός τώρα. Δεν τον προλάβατε.»
Ο Άνθιμος τον πλησίασε, έχοντας ήδη αρχίσει να αρθρώνει τα λόγια για ένα ξόρκι. «Είναι νεκρός,» επιβεβαίωσε αφού κράτησε τα χέρια του για μια στιγμή υψωμένα πάνω από τον Ρολάνταζ.
«Τον σκότωσε,» είπε η Ανταρλίδα ατενίζοντας την Κελνίχηβ και μιλώντας τώρα στην Οικουμενική.
Το Αριστερό Χέρι σηκώθηκε από το πάτωμα. «Δεν τον σκότωσα εγώ!» φώναξε. «Εσύ παραλίγο να σκοτώσεις εμένα! Κι αυτό δε θα περάσει έτσι, Ανταρλίδα!»
«Δεν είχα σκοπό να σε σκοτώσω–»
«Θα μου έσπαγες το λαιμό!»
«Δεν θα σου έσπαγα το λαιμό. Εσύ μου επιτέθηκες πρώτη.»
«Εγώ; Με χτύπησες!»
Ο Τάμπριελ τις διέκοψε, ρωτώντας τον Άνθιμο’νιρ στη Συμπαντική: «Τι σκότωσε αυτόν τον άνθρωπο;»
Ο Βιοσκόπος ύφανε άλλο ένα ξόρκι. «Ήταν, πράγματι, δηλητήριο,» είπε. «Δεν το αναγνωρίζω. Όμως νομίζω ότι εισέβαλε στο σώμα του από αυτό το τραύμα.» Έδειξε το κόψιμο στον πήχη του Ρολάνταζ.
«Τι λέει;» γρύλισε η Κελνίχηβ.
Ο Τάμπριελ κι η Ανταρλίδα την αγνόησαν. Η δεύτερη πήγε στην άλλη μεριά του δωματίου και σήκωσε το ξιφίδιο από κάτω. Το κοίταξε στο φως του δαυλού. Κάτι γυάλιζε επάνω στη λεπίδα. Βασικά, δύο πράγματα γυάλιζαν: αίμα, και μια ημιδιαφανή ουσία.
«Φέρτο εδώ αυτό!» πρόσταξε η Κελνίχηβ, πλησιάζοντας για να πάρει πίσω το όπλο της.
«Κάνε άλλο ένα βήμα και θα σου σπάσω τη μύτη,» της είπε η Ανταρλίδα, και δεν έμοιαζε να αστειεύεται.
«Φρουροί,» γρύλισε η Κελνίχηβ, «πάρτε το ξιφίδιό μου απ’αυτή την τρελή!»
«Μισό λεπτό!» τους είπε ο Τάμπριελ. «Το ξιφίδιο ίσως να έχει επάνω του δηλητήριο παρόμοιο με αυτό που σκότωσε τον Ρολάνταζ. Ο Άνθιμος,» έδειξε τον Βιοσκόπο, «μπορεί να το διαπιστώσει.»
«Τι είναι – μάντης κι αυτός;» σύριξε η Κελνίχηβ, με τα μάτια της να γυαλίζουν σαν να είχε λυσσάξει.
«Αν δεν υπάρχει δηλητήριο επάνω στη λεπίδα, Κελνίχηβ,» τη ρώτησε ο Τάμπριελ, «τι φοβάσαι;»
«Δεν φοβάμαι κανέναν. Πόσω μάλλον εσένα.»
«Τότε, το πρόβλημά μας λύθηκε…» Ο Τάμπριελ στράφηκε στον Άνθιμο’νιρ, λέγοντάς του στη Συμπαντική: «Μπορείς να δεις αν επάνω στη λεπίδα υπάρχει το ίδιο δηλητήριο που σκότωσε τον Ρολάνταζ;»
«Θα πρέπει πρώτα να κάνετε ένα τραύμα στο σώμα του νεκρού,» αποκρίθηκε εκείνος. «Δεν μπορώ να το αναλύσω πάνω στη λεπίδα.»
Η Ανταρλίδα πλησίασε τον Ρολάνταζ και χάραξε τον μηρό του.
«Τι κάνει εκεί;» σύριξε η Κελνίχηβ.
Ο Άνθιμος χρησιμοποίησε πάλι ένα ξόρκι, και είπε: «Το ίδιο δηλητήριο είναι.»
«Μπορείτε να σταματήσετε τώρα αυτές τις αηδίες;» είπε η Κελνίχηβ, που δεν είχε καταλάβει τα λόγια του, αφού δεν γνώριζε τη Συμπαντική Γλώσσα.
«Το δηλητήριο είναι ίδιο,» την πληροφόρησε ο Τάμπριελ.
«Σοβαρά, ε; Μη μου πεις ότι το ‘είδες’ κι αυτό;»
«Το βρήκε ο Άνθιμος. Είναι…» Δεν υπήρχε αντίστοιχη λέξη για να πεις Βιοσκόπος στην Οικουμενική. «Είναι ειδικός σ’αυτά τα θέματα.»
«Ειδικός… Ναι, εντάξει. Κούνησε λίγο τα χέρια του πάνω απ’το πτώμα κι αμέσως ξέρει τι έγινε!» Έκανε να πάρει το ξιφίδιο της από το χέρι της Ανταρλίδας, αλλά εκείνη τής έπιασε τον καρπό.
Η Κελνίχηβ την κάρφωσε μ’ένα δολοφονικό βλέμμα. «Θα σε πείραζε τώρα να μου δώσεις το όπλο μου;»
«Αυτό το όπλο αποδεικνύει ότι εσύ σκότωσες τον Ρολάνταζ.»
«Σκατά αποδεικνύει! Φρουροί, πάρτε–»
Ο Τάμπριελ παρενέβη: «Ανταρλίδα, δώσε της το ξιφίδιο.» Γιατί είχε την αίσθηση ότι οι φρουροί θα υπάκουγαν το Αριστερό Χέρι του Θρόνου – και δεν χρειάζεται κι άλλο αίμα να χυθεί εδώ απόψε.
Η Ανταρλίδα δίστασε για μια στιγμή, αλλά ύστερα άφησε τον καρπό της Κελνίχηβ και της έδωσε το ξιφίδιο. Εκείνη το θηκάρωσε στη μπότα της και έφυγε απ’το κελί.
«Τον σκότωσε, η γαμημένη σκύλα,» είπε η Ανταρλίδα, μιλώντας στη Συμπαντική.
«Θα το αναφέρουμε στη Βασίλισσα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ· «τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; Σκοτώνοντας την Κελνίχηβ, το μόνο που θα καταφέρουμε θα είναι να εξοργίσουμε την Παμράνεχ εναντίον μας.»
«Είσαι σοβαρός; Πίστεψες ότι προσπάθησα να τη σκοτώσω;»
«Απλά, λέω…»
Μετά από αυτό το περιστατικό, εννοείται, έγινε Ακρόαση μόλις ξημέρωσε. Η Βασίλισσά μας τους συγκέντρωσε όλους στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου και τους άκουσε. Πρώτη μίλησε η Κελνίχηβ, το Αριστερό Χέρι του Θρόνου, και είπε ότι πήγε να δει τον κρατούμενο, Ρολάνταζ λαρ Κόρσιοκ, στο κελί του μέσα στη νύχτα επειδή τότε έμαθε γι’αυτόν. Μόλις είχε μπει στο κελί, όμως, η Συνοδός του Μεγάλου Προφήτη, η Ανταρλίδα, πετάχτηκε πίσω της – πράγμα που, αναμφίβολα, σήμαινε ότι την παρακολουθούσε. Το Αριστερό Χέρι ξαφνιάστηκε και τράβηξε το ξιφίδιο από τη μπότα της. Η Ανταρλίδα αμέσως την κατηγόρησε ότι ήθελε να σκοτώσει τον Ρολάνταζ και της επιτέθηκε. Τη γρονθοκόπησε και την έριξε στο πάτωμα, και, καθώς έπεσε, η Κελνίχηβ τραυματίστηκε στον πήχη με το ίδιο της το ξιφίδιο. Υψώνοντας το μανίκι της, έδειξε το πρόσφατο τραύμα στη Βασίλισσά μας. Μετά συνέχισε την εξιστόρησή της, λέγοντας πως η Ανταρλίδα φώναξε ότι κάποιος είχε δηλητηριάσει τον Ρολάνταζ, και, καθώς η Κελνίχηβ προσπάθησε να σηκωθεί από το πάτωμα, τη χτύπησε στον λαιμό και παραλίγο να την σκοτώσει. Φρουροί συγκεντρώθηκαν στο κελί, καθώς επίσης και ο Τάμπριελ μαζί με έναν από τους καινούργιους εξώκοσμους ο οποίος ονομαζόταν Άνθιμος. Ο Τάμπριελ την κατηγόρησε – εσφαλμένα, προφανώς – ότι εκείνη δολοφόνησε τον Ρολάνταζ με το ξιφίδιό της που ήταν ποτισμένο με δηλητήριο.
Αν όμως ίσχυε αυτό, Βασίλισσά μου, είπε η Κελνίχηβ, θα είχα κι εγώ η ίδια πεθάνει αφού τραυματίστηκα με το ξιφίδιό μου όταν αυτή – αγριοκοίταξε την Ανταρλίδα – προσπάθησε να με σκοτώσει!
Η Βασίλισσα Παμράνεχ ζήτησε, μετά, από τη Συνοδό του Μεγάλου Προφήτη να εξιστορήσει τα γεγονότα. Κι εκείνη το πρώτο πράγμα που είπε ήταν: Το Αριστερό Χέρι λέει ψέματα, Βασίλισσά μου.
Πώς τολμάς! φώναξε η Κελνίχηβ.
Η Βασίλισσά μας της έκανε νόημα να σωπάσει, και είπε στην Ανταρλίδα: Δεν ζήτησα την άποψή σου για την αναφορά του Αριστερού Χεριού. Ζήτησα να μου πεις τι συνέβη.
Και η Ανταρλίδα τής είπε. Όπως η Βασίλισσα γνώριζε, ο Τάμπριελ είχε βάλει μια καινούργια φρουρό στα μπουντρούμια, με την άδειά της. (Η Παμράνεχ έγνεψε καταφατικά, γιατί ήταν αλήθεια.) Αυτή η φρουρός ήταν ομοούσια, δηλαδή Ιεράρχης. (Μουρμουρητά ακούστηκαν ολόγυρα στην αίθουσα.) Έτσι, όταν είδε την Κελνίχηβ στα μπουντρούμια μες στην άγρια νύχτα, ειδοποίησε με το μυαλό της τον Τάμπριελ, και ο Τάμπριελ ειδοποίησε την Ανταρλίδα, η οποία αμέσως έτρεξε. Φτάνοντας κάτω και πηγαίνοντας στο κελί του Ρολάνταζ – γιατί το υποψιαζόταν ότι εκεί κατευθυνόταν το Αριστερό Χέρι – βρήκε την Κελνίχηβ να στέκεται πάνω από τον Καπετάνιο κρατώντας ένα ξιφίδιο. Ο κρατούμενος φαινόταν να μη μπορεί να αναπνεύσει. Ήταν προφανές ότι κάποιος τον είχε πρόσφατα δηλητηριάσει. Η Ανταρλίδα αντάλλαξε μερικές κουβέντες με την Κελνίχηβ και ύστερα πήγε στην πόρτα του κελιού για να–
Με χτύπησε, Βασίλισσά μου! διέκοψε η Κελνίχηβ. Με χτύπησε!
Εντάξει, είπε η Ανταρλίδα, τη χτύπησα, γιατί ήταν φανερό ότι εκείνη είχε δηλητηριάσει τον κρατούμενο.
Η Βασίλισσα είπε στο Αριστερό Χέρι να μη διακόπτει και στη Συνοδό του Μεγάλου Προφήτη να συνεχίσει την εξιστόρηση των γεγονότων.
Η Ανταρλίδα είπε ότι πήγε στην πόρτα του κελιού για να φωνάξει βοήθεια, και τότε η Κελνίχηβ τής επιτέθηκε πισώπλατα, οπότε εκείνη της χτύπησε το χέρι και της πέταξε το ξιφίδιο μακριά. Αμέσως μετά τη χτύπησε – ελαφρά – στον λαιμό, απλά και μόνο για να την αδρανοποιήσει, όχι για να τη σκοτώσει. Οι φρουροί ήρθαν αλλά δεν πρόλαβαν να σώσουν τον Ρολάνταζ· πέθανε πολύ γρήγορα από το δηλητήριο. Μετά ήρθε και ο Τάμπριελ μαζί με τον Άνθιμο, και ο δεύτερος, που ήταν μάγος ειδικός σε θέματα της ζωής13, είπε ότι, ναι, σίγουρα είχαν δηλητηριάσει τον Ρολάνταζ, και το δηλητήριο πρέπει να είχε εισβάλει στο σώμα του από την αμυχή στον πήχη του. Στη συνέχεια, η Ανταρλίδα σήκωσε το ξιφίδιο της Κελνίχηβ από κάτω, έκανε άλλη μια αμυχή στο πτώμα, και ο Άνθιμος μπόρεσε να καταλάβει ότι το δηλητήριο πάνω στη λεπίδα ήταν ίδιο με το δηλητήριο που βρισκόταν ήδη στο σώμα του νεκρού.
Αν το ξιφίδιό μου ήταν δηλητηριασμένο, φώναξε η Κελνίχηβ καθώς η Ανταρλίδα τελείωσε να μιλά, τότε πώς δεν πέθανα κι εγώ όταν αυτοτραυματίστηκα εξαιτίας σου;
Δεν πέθανες επειδή δεν αυτοτραυματίστηκες μέσα στο κελί. Το έκανες μετά για να μπορείς να πεις τώρα ότι αυτοτραυματίστηκες, αποκρίθηκε η Ανταρλίδα.
Με κατηγορείς ότι ψεύδομαι;
Φυσικά και ψεύδεσαι.
Είμαι βέβαιη πως η Βασίλισσά μας ξέρει ότι ποτέ δεν θα της έλεγα ψέματα, είπε η Κελνίχηβ.
Η Παμράνεχ ζήτησε από τον Μεγάλο Προφήτη να της εξιστορήσει τι συνέβη, κι εκείνος είπε ότι συμφωνούσε με όσα είχε αναφέρει μέχρι στιγμής η Ανταρλίδα.
Η Βασίλισσά μας ζήτησε, τότε, από τους φρουρούς να έρθουν και να πουν τι είχαν δει. Κανένας δεν πρόσθεσε τίποτα το ιδιαίτερο, κι έμοιαζαν όλοι τους μπερδεμένοι. Το μόνο που συμπλήρωσαν ήταν ότι, σίγουρα, η Ανταρλίδα είχε απειλήσει την Κελνίχηβ πως θα της έσπαγε τη μύτη αν εκείνη προσπαθούσε να της πάρει το ξιφίδιο.
Να κάνω μια ερώτηση στους φρουρούς; παρακάλεσε η Ανταρλίδα τη Βασίλισσά μας. Η Παμράνεχ τής το επέτρεψε, έτσι η Ανταρλίδα τούς ρώτησε: Είδε κανένας σας αίμα επάνω στον πήχη του Αριστερού Χεριού;
Οι φρουροί έδωσαν αρνητική απάντηση.
Το τραύμα ήταν μικρό, γι’αυτό δεν είδαν τίποτα, υποστήριξε αμέσως η Κελνίχηβ.
Βασίλισσά μου, διαμαρτυρήθηκε η Ανταρλίδα, είναι βέβαιο πλέον ότι το Αριστερό Χέρι ψεύδεται.
Και γιατί να βασιστεί η Βασίλισσα στο λόγο σου ότι της λέω ψέματα; φώναξε η Κελνίχηβ.
Ο Άνθιμος βρήκε ότι το ίδιο δηλητήριο που σκότωσε τον Ρολάνταζ ήταν επάνω στο ξιφίδιό σου! είπε η Ανταρλίδα.
Και ποιος είναι ο Άνθιμος; Ένας μάγος! Θα βασιστούμε στον λόγο ενός μάγου τώρα; Δεν μπορεί καλά-καλά να μιλήσει την Οικουμενική, Βασίλισσά μου! Μιλά μόνο με τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα· και είναι βέβαιο ότι λέει ψέματα γι’αυτούς!
Η καημένη η Βασίλισσά μας έμοιαζε διχασμένη ακούγοντάς τα όλα αυτά· και την καταλαβαίνω, διότι σίγουρα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το Αριστερό Χέρι του Θρόνου τής έλεγε ψέματα, αλλά, συγχρόνως, μάλλον δυσκολευόταν και να πιστέψει ότι ο Μεγάλος Προφήτης τής έλεγε ψέματα. Πρέπει να προσπαθούσε να βάλει τα γεγονότα σε μια τάξη μέσα στο κεφάλι της για να βρει τι πραγματικά είχε συμβεί. Μεγάλε Τίγρη! πώς μπορούσε να αποφασίσει σωστά;
Η Βασίλισσα Παμράνεχ είπε ότι χρειαζόταν να σκεφτεί προτού πάρει απόφαση, και η Ακρόαση έληξε.
*
* * *
*
«Κοροϊδία ήταν η όλη υπόθεση!» μούγκρισε ο Χάλρεοκ μετά την Ακρόαση, ενώ εκείνος, ο Καλέφραζ, ο Τάμπριελ, και η Ανταρλίδα βρίσκονταν σ’ένα καθιστικό του παλατιού. «Δεν υπήρχε περίπτωση η Βασίλισσα να αποφανθεί κατά της Κελνίχηβ, ειδικά αφού αυτή ήταν τραυματισμένη.»
«Δεν τραυματίστηκε μέσα στο κελί,» του είπε η Ανταρλίδα. «Μόνη της τραυματίστηκε, μετά, για να μπορεί να πει ψέματα.»
«Το ξέρω. Αλλά δεν μπορείς να το αποδείξεις. Εκείνη σού λέει ότι τραυματίστηκε πέφτοντας–»
«Οι φρουροί, όμως, παραδέχτηκαν ότι δεν την είδαν τραυματισμένη.»
«Το τραύμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αμυχή· θα μπορούσαν να μην το έχουν προσέξει μες στο σκοτάδι του κελιού.»
«Κουράδες.»
«Με βρίσκεις σύμφωνο, αλλά καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω… Και το χειρότερο είναι ότι τώρα αυτό το καθίκι ο Ρολάνταζ είναι νεκρός, και δεν θα μας αποκαλύψει ποιος τον έστειλε να μας σκοτώσει.»
«Δεν είναι προφανές πλέον;» είπε η Ανταρλίδα. «Η Κελνίχηβ. Κι αν όχι αυτή, ο Πρωθιερέας.»
Ο Καλέφραζ είπε: «Πρέπει να το πιστέψει η Βασίλισσα, αλλιώς δε γίνεται τίποτα.»
«Το πιο εξοργιστικό είναι ότι κανένας δεν παίρνει σοβαρά τον Άνθιμο!»
«Είπες ότι είναι μάγος· τι περίμενες;»
«Τι να έλεγα, δηλαδή; Ότι είναι προφήτης κι αυτός; Η δουλειά του είναι να μπορεί ν’ανακαλύπτει τέτοια πράγματα!»
«Στο Γνωστό Σύμπαν απ’όπου έρχεστε, ίσως να είναι έτσι,» τόνισε ο Καλέφραζ, «αλλά όχι εδώ. Εδώ, κανένας δεν εμπιστεύεται τους μάγους, Ανταρλίδα. Αν ο Άνθιμος δεν ήταν μαζί μ’εσένα και τον Τάμπριελ, θα τον διώχναμε, ή τίποτα χειρότερο.»
«Ο Καλέφραζ έχει δίκιο,» είπε ο Τάμπριελ. «Η Βασίλισσα δεν πρόκειται να αποφανθεί κατά της Κελνίχηβ. Τέλος.»
«Το έχεις ‘δει’;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Δε χρειάζεται. Είδα την έκφραση στο πρόσωπο της Παμράνεχ.»
*
«Ιεράρχης!» είπε η Κελνίχηβ στον Έλνεφριζ όταν πήγε στα δωμάτιά του, στον Ναό του Μαράνχαλωμ. «Είχαν μια φρουρό που ήταν Ιεράρχης μέσα στα μπουντρούμια! Έτσι έμαθαν ότι είχα πάει εκεί.»
Ο Πρωθιερέας ήταν καθισμένος στο γραφείο του, ακούγοντάς τη με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός του. «Είναι, πράγματι, πολύ επικίνδυνος τώρα ο Τάμπριελ…» είπε. «Μεγάλε Τίγρη! Μπορεί ακόμα και ιερείς του Ναού να είναι Ιεράρχες και, άρα, υπό τον έλεγχό του.»
«Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;» Η Κελνίχηβ στεκόταν αντίκρυ του.
Ο Έλνεφριζ ανασήκωσε τους ώμους. «Γιατί να μην είναι; Ξέρεις εσύ πώς εμφανίζονται οι Ιεράρχες;»
Η Κελνίχηβ κλότσησε ένα πόδι του γραφείου, οργισμένη.
«Το έπιπλο δε φταίει σε τίποτα,» παρατήρησε ο Έλνεφριζ, «και το ξύλο του είναι ακριβό.»
«Δεν μπορεί να μας παρακολουθούν αυτοί οι Ιεράρχες!» σύριξε η Κελνίχηβ.
Πάντοτε θεωρούσε ότι είχε ολόκληρο το Βασίλειο υπό τον έλεγχό της, σκέφτηκε ο Έλνεφριζ, κι αυτό που συμβαίνει τώρα δεν της αρέσει καθόλου. Την καταλάβαινε. Ήταν, όντως, ανησυχητικό. Πολύ ανησυχητικό. «Δεν είναι, όμως, κάτι πρωτόφαντο…» μουρμούρισε ο Πρωθιερέας σα να μιλούσε στον εαυτό του.
«Τι;» Η Κελνίχηβ δεν τον είχε ακούσει καλά.
«Οι Ιεράρχες δεν παρουσιάστηκαν τώρα, Κελνίχηβ. Ανέκαθεν ήταν εδώ· εμείς δεν το γνωρίζαμε. Το μόνο που άλλαξε είναι ότι ελέγχονται από τον Τάμπριελ αντί από τον Μεγάλο Ιεράρχη στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας.»
«Και είναι καλό αυτό, νομίζεις;»
«Δεν ξέρω. Αν τα έχεις καλά με τον Τάμπριελ, είναι, υποθέτω.»
«Μη μου λες χαζομάρες,» μούγκρισε η Κελνίχηβ βηματίζοντας μέσα στο δωμάτιο. «Είναι απαράδεκτο αυτό που συμβαίνει!»
«Είσαι εκνευρισμένη,» παρατήρησε ο Έλνεφριζ. «Δεν είσαι ο εαυτός σου.»
Η Κελνίχηβ, που είχε πάρει το βλέμμα της από πάνω του, στράφηκε ξανά να τον ατενίσει. Αναστέναξε. Έχει δίκιο, σκέφτηκε. Έχει δίκιο… Το περιστατικό στα μπουντρούμια του παλατιού την είχε εκνευρίσει. Την είχε τρομάξει και λίγο, όφειλε να παραδεχτεί. Για μια στιγμή, είχε νομίσει ότι μπορεί η Ανταρλίδα όντως να τη σκότωνε. Και μετά, είχε ανησυχήσει ότι μπορεί να κατόρθωναν να στρέψουν τη Βασίλισσα εναντίον της. Κι αν γινόταν αυτό, η Κελνίχηβ δεν θα παρέμενε Αριστερό Χέρι του Θρόνου για πολύ.
Αναστέναξε πάλι, και κάθισε σε μια καρέκλα σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο.
Ο Έλνεφριζ γέμισε ένα κύπελλο με νερωμένο κρασί και της το έδωσε.
Η Κελνίχηβ ήπιε.
«Έχω ακούσει ότι ο Τάμπριελ θα ταξιδέψει σύντομα για τη Γη των Ταργκάφλι,» είπε ο Πρωθιερέας καθίζοντας πάλι πίσω απ’το γραφείο του. «Και εκεί πολλά μπορούν να συμβούν…»
«Την προηγούμενη φορά, ο άνθρωπός μας απέτυχε.»
Αναπάντεχα, το δωμάτιο τραντάχτηκε. Μαζί με ολόκληρο τον Ναό, κι ολόκληρη την πόλη. Δύο βιβλία έπεσαν από ένα ράφι.
Ο Έλνεφριζ έστρεψε το βλέμμα του στο ανοιχτό παράθυρο, κοιτάζοντας το Ρήγμα να πάλλεται στον βορειοανατολικό ορίζοντα.
Η Κελνίχηβ, υποπτευόμενη τι περνούσε απ’το μυαλό του, είπε: «Ναι, αυτό είναι ένα πρόβλημα… Πιστεύεις ότι ο Τάμπριελ μπορεί όντως να κάνει τους σεισμούς να πάψουν και το Ρήγμα να εξαφανιστεί;»
Ο Πρωθιερέας κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Απ’την άλλη, όμως, έχει κάνει πολλά πράγματα που δεν τα φανταζόμουν…»
«Είναι λιγότερο από ένας χρόνος που έχει δημιουργηθεί το Ρήγμα,» είπε η Κελνίχηβ, «και από τότε ώς τώρα, δες τι έχει έρθει από εκεί: Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα· ένα καινούργιο κόκκινο άστρο· ένα πελώριο πουλί· ένα αλλόκοτο μηχάνημα που βγάζει ήχους· και ένα μηχάνημα που το ονομάζουν ‘αεροπλάνο’ μαζί με επιβάτες… Επιπλέον, κάθε τόσο η γη τραντάζεται από σεισμούς. Τι άλλο μπορεί να συμβεί εξαιτίας αυτού του Ρήγματος, έχεις αναρωτηθεί;»
«Πού θες να καταλήξεις;»
«Ίσως να μη μας συμφέρει να σκοτώσουμε τον Τάμπριελ. Αν μπορεί να εξαφανίσει το Ρήγμα, τότε ίσως να μη μας συμφέρει να τον σκοτώσουμε…»
Ο Έλνεφριζ την παρατήρησε. Ναι, σκέφτηκε, είναι ξανά ο κανονικός εαυτό της. Ψύχραιμη και υπολογιστική. «Και τι προτείνεις;» Ήταν βέβαιος ότι είχε κάτι συγκεκριμένο να προτείνει· το έλεγε η έκφρασή της.
«Οι Ιεράρχες είναι που μας ενοχλούν, ουσιαστικά· και, όπως έχει πει ο ίδιος ο Τάμπριελ, τους εξουσιάζει επειδή έχει παγιδευμένο το πνεύμα του Μεγάλου Ιεράρχη μέσα στην πορφυρή σφαίρα του ραβδιού του. Επομένως, ίσως το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να σπάσουμε αυτή τη σφαίρα. Μπορεί ακόμα κι όλοι οι Ιεράρχες να πεθάνουν μετά απ’αυτό.»
«Δεν αποκλείεται,» συμφώνησε ο Πρωθιερέας του Μαράνχαλωμ. «Πώς, όμως, σκοπεύεις να το κατορθώσεις;»
«Θα βρω έναν τρόπο.»
*
«Δεν είναι δυνατόν να μη μπορούμε να κάνουμε κάτι για ν’αποδείξουμε την αλήθεια στη Βασίλισσα,» είπε η Ανταρλίδα, το μεσημέρι, όταν είχαν επιστρέψει στα διαμερίσματά τους από τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη. «Έπρεπε να είχαμε κρατήσει το ξιφίδιο, Τάμπριελ! Έπρεπε να το είχαμε κρατήσει!» Βημάτιζε γύρω από το τραπέζι που ήταν γεμάτο φαγητά. «Κακώς μού είπες να της το δώσω πίσω. Αν το είχαμε, ο Βόρχαμ, που είναι αλχημιστής, ίσως να μπορούσε να αναλύσει το δηλητήριο επάνω στη λεπίδα και να το συγκρίνει με το δηλητήριο στο αίμα του Ρολάνταζ, ώστε να φανεί ότι, όντως, αυτή η σκύλα ήταν που τον σκότωσε.»
Ο Τάμπριελ καθόταν στο τραπέζι και την κοίταζε.
«Τι με κοιτάς;» είπε η Ανταρλίδα σταματώντας να βηματίζει.
«Περιμένω να καθίσεις.»
Η Ανταρλίδα κάθισε. «Δεν έπρεπε να της είχαμε δώσει το ξιφίδιο.»
«Θα είχε προστάξει τους φρουρούς να σ’το πάρουν. Και τι θα έκανες, τότε; Θα τους χτυπούσες; Ξέχασέ το, Ανταρλίδα, δεν είμαστε εδώ για να τα βάλουμε με την Κελνίχηβ, ή με οποιονδήποτε άλλο–»
«Προσπάθησε να σας σκοτώσει στη Γη της Φέδλωχ!»
«Και όχι μόνο εκεί.»
«Τι πάει να πει αυτό;»
Ο Τάμπριελ άρχισε σιγά-σιγά να τρώει. «Πάει να πει ότι, αν καταφέρναμε να την αδρανοποιήσουμε, δεν θα μας έβλαπτε· αλλά δεν τα καταφέραμε. Και εκεί τελειώνει το θέμα.»
«Δε μπορείς να βάλεις τους Ιεράρχες να τη δολοφονήσουν;»
«Δεν πρόκειται να το κάνω αυτό.»
«Γιατί;»
«Επειδή, κατά πρώτον, οι Ιεράρχες δεν είναι τόσοι πολλοί όσοι ίσως να πιστεύεις· και κατά δεύτερον, δεν είναι όλοι εκπαιδευμένοι φονιάδες. Είναι κανονικοί άνθρωποι μέσα από τον κόσμο.
»Και υπάρχει κι ένας τρίτος λόγος,» πρόσθεσε, κόβοντας ένα κομμάτι κρέας. «Δεν θέλω οι Ιεράρχες να είναι προσωπικοί δολοφόνοι μου. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε πολύ άσχημες εντυπώσεις, ξέρεις.»
Η Ανταρλίδα τον ατένισε ανέκφραστα. «Καταλαβαίνω, ενδιαφέρεσαι για τη δημοσιότητα…»
Ο Τάμπριελ, αφού έφαγε το κρέας που είχε κόψει, σκούπισε τα χείλη του κι ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα. «Νομίζεις ότι δε θα μαθευτεί; Ή μάλλον, καλύτερα, νομίζεις ότι δεν θα το υποψιαστεί κανένας; Αυτό φτάνει, Ανταρλίδα – να το υποψιαστούν. Αν αρχίσουν οι άρχοντες αυτής της διάστασης να πιστεύουν ότι είμαι ο αρχηγός μιας σκιερής οργάνωσης δολοφόνων, θα μπλέξουμε πολύ άσχημα. Είναι προτιμότερο να τα έχουμε καλά με όλους παρά να μην τα έχουμε καλά με κανέναν.»
«Δεν τα έχουμε, όμως, καλά με όλους. Η Κελνίχηβ σε θέλει πεθαμένο· το ίδιο κι ο Πρωθιερέας.»
«Εξαιρέσεις πάντοτε υπάρχουν.» Ο Τάμπριελ έκοψε άλλο ένα κομμάτι από το κρέας του. «Γιατί δεν τρως;»
«Θα μπορούσα εγώ να τη σκοτώσω,» είπε η Ανταρλίδα.
«Αυτό,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, «να το βγάλεις απ’το μυαλό σου. Επιπλέον, σκέψου: Αν μπορούσαμε να κάνουμε την Κελνίχηβ σύμμαχό μας, δεν θα ήταν καλύτερο;»
Η Ανταρλίδα γέλασε. «Σύμμαχό μας;» Γέμισε το κύπελλό της με κρασί. «Γιατί να θέλει να γίνει σύμμαχός μας;»
«Γιατί να μην θέλει; Τι έχει να χάσει; Ο λόγος που είναι εναντίον μας, και εκείνη και ο Πρωθιερέας, είναι ένας: Μας φοβούνται. Νομίζουν ότι, κάπως, μπορούμε να υπονομεύσουμε την εξουσία τους ή την εξουσία της Βασίλισσας Παμράνεχ.»
«Εσύ είπες στον Αρχιερέα του Μαράνχαλωμ ότι θα καθαιρέσει τον Πρωθιερέα,» του θύμισε η Ανταρλίδα. «Και ήταν τελείως λάθος που το έκανες επειδή, εκτός των άλλων, δε βλέπω να γίνεται πραγματικότητα.»
«Μέχρι στιγμής, όμως, δεν έχουμε κάνει κάτι που να είναι φανερά εναντίον της Βασίλισσας, του Αριστερού Χεριού, ή του Πρωθιερέα. Έτσι δεν είναι;»
«Το πρωί, κατηγόρησα την Κελνίχηβ για φόνο,» του είπε η Ανταρλίδα.
«Αυτό δε μετράει, έτσι όπως ήταν η κατάσταση. Αν όμως συνεχίσεις να κυνηγάς την Κελνίχηβ, θα μετρήσει. Τέλος πάντων. Το θέμα είναι ότι δεν έχουμε κάνει κάτι ουσιαστικό εναντίον τους, παρότι εκείνοι δείχνουν να μας φοβούνται εξαιτίας των εικόνων που βλέπω, εξαιτίας των Ταργκάφλι, εξαιτίας των Ιεραρχών, εξαιτίας των γνώσεών μας από το Γνωστό Σύμπαν, και τα λοιπά και τα λοιπά. Επομένως, εκείνο που χρειάζεται είναι να κάνουμε κάτι που θα τους εντυπωσιάσει αρκετά ώστε να τους φέρει με το μέρος μας.»
«Και τι μπορεί να είναι αυτό; Δεν έχουμε κάνει ήδη τόσα και τόσα; Το Τάρσαζ δεν θα είχε πυροβόλα όπλα αν δεν ήμασταν εμείς.»
«Χρειάζεται κάτι άλλο γι’αυτούς τους δύο. Κάτι που να πιστέψουν ότι τους ωφελεί προσωπικά.»
«Τι έχεις στο μυαλό σου;»
«Τίποτα. Ακόμα. Αλλά έχουμε έναν ολόκληρο χειμώνα μπροστά μας, μέχρι να ξεκινήσουμε για το Βασίλειο Άρκλιφ.»
Καθώς βρισκόμασταν στις τελευταίες ημέρες του φθινοπώρου και ο χειμώνας ήταν κοντά, φέρνοντας το ψύχος του σαν ανάμνηση από το μέλλον, ο Μεγάλος Προφήτης αποφάσισε να ταξιδέψει στη Γη των Ταργκάφλι προτού προλάβω να διδάξω σ’εκείνον και τη Συνοδό του όλα όσα γνώριζα για την Άρκλιφ14. Έτσι, ζήτησα από τη Βασίλισσά μας να με αφήσει να πάω μαζί του προκειμένου να συνεχίσω τη διδασκαλία μου αλλά και την καταγραφή της ιστορίας του στον κόσμο μας· και η Βασίλισσα μού το επέτρεψε χωρίς δεύτερη σκέψη. Επίσης, θα μας συνόδευαν ο Χάλρεοκ και δώδεκα πολεμιστές της Βασιλικής Φρουράς. Ακόμα και τώρα που ο Μεγάλος Προφήτης εξουσίαζε τους Ιεράρχες, η Βασίλισσά μας φαινόταν να τον υποστηρίζει. Ή ίσως να ήθελε να έχει ανθρώπους της κοντά του, για να τον ελέγχει: για να είναι βέβαιη πως ο Μεγάλος Προφήτης ποτέ δεν θα στρεφόταν εναντίον της και εναντίον του Βασιλείου Τάρσαζ.
Έτσι, αποχαιρέτησα για ακόμα μία φορά την Κάνταφάχ μου, η οποία ήταν δυσαρεστημένη που θα έφευγα ξανά από κοντά της για να ταξιδέψω σ’έναν επικίνδυνο τόπο. Της είπα, όμως, να μην ανησυχεί, διότι η Γη των Ταργκάφλι δεν ήταν πλέον και τόσο επικίνδυνη όταν είχε κανείς τον Μεγάλο Προφήτη κοντά του.
*
* * *
*
Αυτή τη φορά, δεν θα πήγαιναν στη Γη των Ταργκάφλι με πλοίο, γιατί δεν τους ενδιέφερε να επισκεφτούν την Καρκούμ. Θα πήγαιναν από ξηράς, επάνω σε άλογα. Από τη Ναλκέμ και μετά, τουλάχιστον· διότι ώς εκεί θα τους μετέφερε ένα ποταμόπλοιο της Βασίλισσας Παμράνεχ.
Η Χιρκόμο και ο Αλίρκωπ έμοιαζαν ευχαριστημένοι που θα επέστρεφαν ξανά στην πατρίδα τους – και, μάλιστα, με τόσες πολλές εμπειρίες! Κάθε λίγο κόμπαζαν για τις ιστορίες που θα είχαν να αφηγούνται στους υπόλοιπους Ταργκάφλι, καθαρόαιμους και μη. Είχαν ταξιδέψει στη μακρινή Γη της Φέδλωχ, όπου είχαν διασχίσει τις ζούγκλες της, αντιμετωπίσει ανθρώπους που έτρωγαν ανθρώπους, και γνωρίσει τη μυστηριώδη μαγεία του Ματιού της Ζούγκλας· είχαν μάθει για τον θάνατο της Βιβεϊρλώταθ από τη δαιμονική δύναμη του αδελφού της, Γκαλένραμωθ· είχαν κυνηγηθεί, μαζί με τον Καζίτο’ναρ, από τους πολεμιστές της Κοινωνίας, επάνω σ’ένα καράβι που έπλεε στην ανοιχτή θάλασσα· είχαν γνωρίσει εξώκοσμους ανθρώπους που είχαν πέσει από τον ουρανό, μέσα σε μια ιπτάμενη μηχανή που είχε γίνει κομμάτια· είχαν βαδίσει στους δρόμους του Βασιλείου Ώσρανοκ και μπει στο παλάτι της Δούκισσας της Νίρμαχ· είχαν πάει στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας και αντιμετωπίσει τους Ιεράρχες μέσα στον ίδιο τον Οίκο της Γνώσης· είχαν πετάξει καβάλα στη ράχη του πελώριου, γκριζόφτερου πουλιού που αλώνιζε τους ουρανούς, και είχαν κοιμηθεί επάνω στο κόκκινο άστρο. Μα όλους τους θεούς που υπήρχαν, τι θαύματα είχαν ζήσει!
Ο Χάλρεοκ δεν είχε ακόμα θεραπευτεί πλήρως από τα τραύματά του, αλλά είχε επιμείνει να ταξιδέψει μαζί με τον Τάμπριελ όταν η Βασίλισσα είπε ότι θα έστελνε πολεμιστές της για να τον συνοδέψουν. Μπορούσε να ιππεύσει άνετα· και να πολεμήσει αν χρειαζόταν, υποπτευόταν ο Τάμπριελ.
Η Βερόνικα, ο Άνθιμος’νιρ, και οι υπόλοιποι επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου θα έρχονταν επίσης στο ταξίδι, καθώς δεν είχαν πού αλλού να πάνε και δεν ήθελαν να μείνουν πάλι μόνοι τους στο Βασιλικό Παλάτι της Φέντινκεχ. Μερικοί απ’αυτούς, ωστόσο, ρώτησαν αν θα συναντούσαν κινδύνους εκεί όπου θα πήγαιναν. Ο Τάμπριελ τούς αποκρίθηκε ότι είχε πολλούς φίλους στη Γη των Ταργκάφλι· κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα κινδύνευαν.
Ο Καλέφραζ, φυσικά, θα ερχόταν, γιατί, εκτός των άλλων, έπρεπε να συνεχίσει να διδάσκει στον Τάμπριελ και στην Ανταρλίδα την Άρκλιφ, και στους εξώκοσμους συντρόφους της Βερόνικα την Οικουμενική.
Συνολικά ήταν τριάντα-ένας άνθρωποι που θα ταξίδευαν στη Γη των Ταργκάφλι. Όχι και μικρός αριθμός. Η Βασίλισσα Παμράνεχ δεν τους έδωσε τριάντα-ένα άλογα. Τους έδωσε δύο άμαξες (με δύο άλογα η καθεμία) και δέκα άλογα, καθώς επίσης προμήθειες και εξοπλισμούς. (Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ μούγκριζε ότι τα έξοδα ήταν υπερβολικά.) Σε κάθε άμαξα χωρούσαν οκτώ άτομα· αυτό σήμαινε ότι στα δέκα άλογα θα έπρεπε να καθίσουν δεκαπέντε άνθρωποι, πέντε μόνοι τους και οι υπόλοιποι δύο-δύο στις σέλες. Τα ζώα θα κουράζονταν, αλλά έμοιαζαν καλής ράτσας και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα μπορούσαν να το αντέξουν.
Με την αυγή, επιβιβάστηκαν όλοι στο ποταμόπλοιο της Βασίλισσας, και το επόμενο πρωί βρίσκονταν στη Ναλκέμ, όπου αποβιβάστηκαν και έφυγαν αμέσως από την πόλη, κατευθυνόμενοι προς τα ανατολικά σύνορα του Βασιλείου Τάρσαζ και τη Φάλαρεχ. Η Αρχόντισσα της εν λόγω πόλης, Ισίλνεμ, είχε ειδοποιηθεί για τον ερχομό τους κι έτσι, όταν έφτασαν στη Φάλαρεχ, ο Φρούραρχος Κελντίναζ τούς χαιρέτησε και τους συνόδεψε, έφιππος, ώς την ανατολική πύλη. Οι φρουροί είχαν φροντίσει οι δρόμοι να είναι ανοιχτοί για τη συνοδεία του Μεγάλου Προφήτη, απομακρύνοντας τους περαστικούς. Το ξύλινο τμήμα της γέφυρας του ποταμού Σάρηακ ήταν κατεβασμένο: οι δύο άμαξες και οι καβαλάρηδες πέρασαν από εκεί και, αφήνοντας το Βασίλειο Τάρσαζ πίσω τους, μπήκαν στη Γη των Ταργκάφλι.
*
Μέχρι να νυχτώσει είχαν δει δύο φορές ιππείς να τους ατενίζουν από απόσταση και μετά να φεύγουν καλπάζοντας. «Ληστές,» είπε η Χιρκόμο στον Τάμπριελ, καθώς εκείνη καθόταν στη μπροστινή θέση της μίας άμαξας κι εκείνος ίππευε το άλογό του. «Όχι καθαρόαιμοι Ταργκάφλι, Καζίτο’ναρ.»
«Μπορεί να μας επιτεθούν;»
«Είμαστε πολλοί· δεν το νομίζω.»
Γύρω τους απλωνόταν μια πεδιάδα με ψηλό χόρτο, καταπονημένο από το φθινόπωρο αλλά όχι πεθαμένο. Πιο πέρα, η γη ανέβαινε και λοφίσκοι σχηματίζονταν. Όταν η νύχτα έπεσε, τους είχαν φτάσει και καταυλίστηκαν στα ριζά τους. Μια ρηχή ρεματιά κυλούσε εκεί κοντά, και τα άλογα ήπιαν νερό αχόρταγα. Τα δύο φεγγάρια είχαν υψωθεί στον ουρανό. Το κόκκινο άστρο με τις μακριές αχτίνες φώτιζε έντονα. Ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο το κοίταζαν και αστειεύονταν, λέγοντας ότι ίσως να είχαν ονειρευτεί πως κάποτε βρίσκονταν εκεί πάνω.
Ο Καλέφραζ καθόταν κοντά σε μια φωτιά, και είχε μαζέψει όλους τους επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου γύρω του για να τους αφηγηθεί ένα παραμύθι στην Οικουμενική, ώστε εκείνοι ν’αρχίσουν να κατανοούν καλύτερα πώς μιλιόταν η γλώσσα. Εξαρχής τους προέτρεψε να τον ρωτάνε ό,τι δεν μπορούσαν να καταλάβουν. «Επιστρέψαμε στο σχολείο…» άκουσε η Ανταρλίδα τον Πολ να μουρμουρίζει στη Συμπαντική.
Έπειτα, το βλέμμα της πήγε στον Τάμπριελ, ο οποίος στεκόταν στην άκρη του καταυλισμού τους βαστώντας το μακρύ ραβδί του, με την πορφυρή σφαίρα να γυαλίζει ελαφρά στο φως από τις φωτιές.
Η Ανταρλίδα ήταν έτοιμη να τον πλησιάσει, όταν τον είδε να φεύγει, να βγαίνει απ’τον καταυλισμό και ν’απομακρύνεται μες στο σκοτάδι.
Τι νομίζει ότι κάνει;
Τον ακολούθησε, χωρίς πρόθεση να του κρυφτεί αλλά με γρήγορες δρασκελιές. Το ψηλό χορτάρι ακουγόταν να τρίβεται πάνω στις μπότες και στο δερμάτινο παντελόνι της.
Ο Τάμπριελ δεν άργησε να σταματήσει καθώς εκείνη τον πλησίαζε. «Τι θέλεις, Ανταρλίδα;» τη ρώτησε χωρίς να στραφεί για να την κοιτάξει.
Η Ανταρλίδα ήρθε να σταθεί δίπλα του. «Δεν είναι συνετό να φεύγεις απ’τον καταυλισμό μες στη νύχτα,» είπε σαν να δήλωνε το προφανές.
«Δε σκέφτηκες ότι ίσως να πηγαίνω να κατουρήσω;» ρώτησε ο Τάμπριελ ατενίζοντάς την.
Η Ανταρλίδα μειδίασε. «Έχουμε στήσει έναν χώρο ειδικά γι’αυτή τη δουλειά πίσω από τις άμαξες· επομένως, όχι, δεν σκέφτηκα ότι πας να κατουρήσεις. Τι πας να κάνεις εδώ πέρα;»
Ο Τάμπριελ κοίταξε το σκοτάδι για λίγο· μετά, το βλέμμα του πήγε στην πορφυρή σφαίρα στην κορυφή του ραβδιού του. «Το έχω αναβάλλει για πολύ…»
«Ποιο πράγμα;»
«Πρέπει να καταδυθώ μέσα στο νου του Μεγάλου Ιεράρχη. Να μάθω πώς δημιουργήθηκε. Είναι κι αυτός ένα κατασκεύασμα των Αρχαίων, όπως η Βιβεϊρλώταθ κι ο Γκαλένραμωθ, ή κάτι άλλο;»
«Και γιατί ν’απομακρυνθείς απ’τον καταυλισμό για να το κάνεις αυτό;» απόρησε η Ανταρλίδα.
«Ήθελα να είμαι μόνος· αυτό είν’όλο,» είπε ο Τάμπριελ, και βάδισε.
Η Ανταρλίδα τον ακολούθησε.
«Μάλλον, όμως, δεν σκοπεύεις να μ’αφήσεις μόνο.»
«Είναι επικίνδυνα εδώ πέρα. Και ίσως νάναι επικίνδυνο κι αυτό που σχεδιάζεις να κάνεις,» είπε η Ανταρλίδα. Και, μετά από μια στιγμή: «Πιστεύεις ότι θα είναι;… Θα είναι επικίνδυνο;»
«Ίσως.»
Ο Τάμπριελ ανέβηκε στη ράχη ενός λοφίσκου και κάθισε.
Η Ανταρλίδα γονάτισε, στο ένα γόνατο, πλάι του.
«Να είσαι σιωπηλή,» της είπε ο Τάμπριελ, κρατώντας το ραβδί ανάμεσα στα πόδια του και μπηγμένο στο χώμα.
«Με ξέρεις να μιλάω πολύ;»
Ο Τάμπριελ έκλεισε τα μάτια και άφησε το μυαλό του να έρθει σε επαφή με την οντότητα που είχε φυλακισμένη στην πορφυρή σφαίρα: την οντότητα που ήταν τόσο διαφορετική από αυτές που συνήθιζαν να φυλακίζουν οι Δεσμοφύλακες.
Η συνείδησή του πλημμύρισε αμέσως από εικόνες, γνώσεις, ήχους, οσμές, αναμνήσεις, και γεγονότα που συνέβαιναν τώρα, στο παρόν. Ο Τάμπριελ προσπάθησε να φέρει τη χαώδη παλίρροια υπό τον έλεγχό του, και τα κατάφερε χωρίς μεγάλη δυσκολία. Είχε συνηθίσει πλέον, αν και δεν θα μπορούσε να πει ότι του είχε γίνει ακόμα σαν φυσική αντίδραση. Χρειαζόταν να περάσει κι άλλος καιρός προτού συμβεί αυτό – αν συνέβαινε ποτέ.
Τώρα, μπορούσε να εστιαστεί σε οποιονδήποτε Ιεράρχη, αν το επιθυμούσε· ή μπορούσε απλά να αντλήσει γνώσεις από τον συλλογικό νου των Ιεραρχών. Τον Γνώριζαν και τους Γνώριζε. Αλλά ετούτη τη στιγμή δεν τον ενδιέφερε αυτό. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν ο Μέγας. Η οντότητα που είχε υπό τον έλεγχό του. Επικέντρωσε το μυαλό του επάνω της, αγνοώντας τους υπόλοιπους· και το βρήκε δύσκολο, επειδή ο Μέγας Ιεράρχης ήταν συγχρόνως κι όλοι οι υπόλοιποι Ιεράρχες μαζί.
Ποιος είσαι; Δείξε μου ποιος είσαι!
Ο Νόρναλ… Ήταν ο Νόρναλ, ο Άρχοντας της Βέλρικ… Οι αναμνήσεις του γέμισαν τη συνείδηση του Τάμπριελ: αναμνήσεις από το εσωτερικό του Οίκου της Γνώσης, αναμνήσεις από συζητήσεις με τους άλλους Ιεράρχες, αναμνήσεις από αναμνήσεις άλλων Ιεραρχών, αναμνήσεις από τις ζωές άλλων Ιεραρχών… Ο Νόρναλ δεν ζούσε. Έμοιαζε να μην έχει καθόλου δική του ζωή· έμοιαζε να ζει μέσα από τις ζωές των άλλων.
Ο Τάμπριελ έψαξε και έψαξε, όμως δεν συνάντησε ούτε μία ανάμνηση από την προηγούμενη ζωή του Νόρναλ: από τη ζωή πριν από την αφύπνισή του ως Μέγας Ιεράρχης. Αυτή η ζωή ήταν σαν να είχε διαγραφεί. Σαν κάποιος να είχε υφάνει μια απίστευτα ισχυρή Μαγγανεία Μνημονικής Διαγραφής επάνω στο μυαλό του.
Αλλά τον Τάμπριελ δεν τον απασχολούσε η παλιά ζωή του Νόρναλ. Τον απασχολούσε η οντότητα που ήταν γνωστή ως Μέγας Ιεράρχης. Πώς ο Μέγας Ιεράρχης είχε ξεκινήσει; Πού άρχιζαν οι καινούργιες μνήμες του Νόρναλ;
Ο Τάμπριελ πήγε πίσω… πίσω… πίσω… νιώθοντας πως καταδυόταν μέσα σ’ένα πηγάδι, στροβιλιζόμενος. Και βρέθηκε στον πυθμένα του: στην πρώτη ανάμνηση.
Στέκομαι μέσα στην αίθουσα που ξέθαψαν οι δούλοι στο ορυχείο. Είναι παλιά, τόσο παλιά. Κίονες από άγνωστα μέταλλα την κρατούν όρθια, κι επάνω τους τρεμοπαίζουν αναπαραστάσεις σαν φασματικές μορφές. Κοιτάζω το πρόσωπό μου, το πρόσωπο του Νόρναλ· και ο Νόρναλ ξεψυχά. Τα σώμα του, που ήταν γονατιστό, ξαπλώνει· πέφτει.
Βγαίνω από την αίθουσα.
«Άρχοντά μου…» λέει ο Επόπτης του ορυχείου. «Είστε καλά;… Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος εκεί μέσα;»
«Ποιοι άνοιξαν τούτη την αίθουσα;»
Ο Επόπτης δείχνει τους τέσσερις δούλους που βρίσκονται κοντά μας.
«Κανένας άλλος δεν την έχει δει;»
«Κανένας, Άρχοντά μου. Εκτός από εμένα, φυσικά.»
«Σκότωσέ τους.»
«Άρχοντά μου;»
«Σκότωσέ τους,» επαναλαμβάνω, λες κι ο άνθρωπος να είναι χαζός.
Ο Επόπτης τραβά το σπαθί του και ορμά στους δούλους. Εκείνοι προσπαθούν να ξεφύγουν αλλά δεν τα καταφέρνουν.
Ο Επόπτης σκουπίζει το λεπίδι του και το θηκαρώνει, πλησιάζοντάς με. «Άρχοντά μου…»
Έχω ήδη τραβήξει το ξιφίδιο από τη ζώνη μου, και ξαφνικά, το καρφώνω κάτω από το σαγόνι του. Ο Επόπτης πεθαίνει με μια όψη έκπληκτης φρίκης στο πρόσωπό του.
Τι είχε γίνει, όμως, πιο πριν; αναρωτήθηκε ο Τάμπριελ. Πώς είναι δυνατόν ο Νόρναλ να είχε συναντήσει τον εαυτό του εκεί μέσα, σ’αυτή την αίθουσα;
Βρισκόταν στον πυθμένα του πηγαδιού, και δεν είχε απαντήσεις για τα ερωτηματικά του. Υπήρχε ένα εμπόδιο μπροστά του, ένα φράγμα. Αν δεν το έσπαγε, δεν πρόκειται να μάθαινε τίποτα περισσότερο. Έπρεπε να αφήσει τη ζωή του Νόρναλ και να πάει πιο πίσω, σε άλλες, παλιότερες αναμνήσεις του Μεγάλου Ιεράρχη.
Πώς θα το έκανε, όμως;
Υπήρχε κι άλλο πηγάδι κάτω από τούτο το πηγάδι; Κι αν ναι, πώς θα το έφτανε;
Ο Τάμπριελ προσπάθησε, με τη δύναμη της θέλησής του, να διαπεράσει τον πυθμένα, να τον τρυπήσει σαν να ήταν μεμβράνη. Και απέτυχε. Γιατί δεν ήταν μεμβράνη· ήταν, απλά, το τέλος. Ένα τέλος.
Ψάχνω στο λάθος μέρος, συνειδητοποίησε. Ψάχνω μέσα στον Νόρναλ, και γνωρίζω ό,τι γνώριζε μετά την αλλαγή του.
Ποιος είναι πραγματικά ο Μέγας Ιεράρχης;
Ποια ήταν η τελευταία ανάμνηση του Νόρναλ; Ο Τάμπριελ πήγε εκεί, κι αισθάνθηκε τον Νόρναλ να πεθαίνει: να πεθαίνει καθώς εκείνος, ο Τάμπριελ, τραβούσε τη δύναμη του Μεγάλου Ιεράρχη από μέσα του. Η συνείδηση του Άρχοντα της Βέλρικ έσβηνε επειδή δεν είχε πλέον άλλη ζωή· το γέρικο σώμα έπρεπε προ πολλού να είχε πεθάνει.
Τι ήταν, τότε, αυτό που τώρα ο Τάμπριελ έπαιρνε από εκεί και φυλάκιζε, με την τέχνη του Δεσμοφύλακα, μέσα στην πορφυρή σφαίρα του ραβδιού του;
–ο χρόνος παγώνει–
Η στιγμή της φυλάκισης γίνεται παντοτινή.
Αιώνια.
Η άυλη οντότητα είναι και μέσα και έξω από τη φυλακή της.
Υφίσταται ως κοσμική σταθερά.
—Ποιος είσαι;
Δεν μπορεί να απαντήσει, ούτε να μεταφέρει αναμνήσεις· μόνο να προσφέρει άμεση γνώση.
Ένας από τους Αρχαίους – το όνομά του, πολύ παράξενο για να το συλλάβει ο νους του Τάμπριελ.
Πρέπει να αποτρέψουν τη μεγάλη καταστροφή, να κρατήσουν την επικράτειά τους ανέγγιχτη, να την απομονώσουν. Δεν υπάρχει χρόνος για συγκέντρωση της απαιτούμενης ενέργειας· αντλούν ενέργεια από την ίδια την επικράτεια. Ένα τμήμα της πεθαίνει: μαυρίζει, γεμίζει μελανές ομίχλες, στοιχειώνει από μολυσμένες υπάρξεις. Η ενέργεια φορτίζει τις πολυσύνθετες μηχανές· η επικράτεια αναδιπλώνεται. Δημιουργείται το Φράγμα που κλείνει σε τρία σημεία.
Αλλά, μετά, δεν μπορούν να ζήσουν. Αποκομμένοι, αργοπεθαίνουν.
Εκείνος καταφέρνει να διατηρηθεί, γνωρίζοντας, έχοντας υπολογίσει, πως θα συναντήσει την ακριβή αντανάκλασή του όταν ο καιρός έρθει, και τότε ο εαυτός του ολόκληρος θα αναγεννηθεί, αν και σε τμήματα–
Η συνείδηση του Τάμπριελ τινάχτηκε πίσω καθώς ο χρόνος άρχισε πάλι να κυλά μέσα στις αναμνήσεις του Νόρναλ.
Ένας Αρχαίος, λοιπόν.
Αν και σε τμήματα…
Όλοι οι Ιεράρχες είναι αυτός.
Η Βιβεϊρλώταθ μού το είχε πει: οι Δημιουργοί μπορούσαν να βρίσκονται σε πολλά μέρη συγχρόνως.
Τι ήταν; Δεν μπορεί να ήταν άνθρωποι.
Αλλά πρέπει να επιστρέψω…
Ο Τάμπριελ πάλεψε για να γλιστρήσει έξω από τις αναμνήσεις του Νόρναλ. Δυσκολεύτηκε να αποκολληθεί, γιατί, προς στιγμή, το μυαλό του είχε πιστέψει πως ήταν ο Νόρναλ· κι αφού ήταν ο Νόρναλ, πώς μπορούσε να φύγει από τον ίδιο του τον εαυτό και να πάει… πού; Όχι σε κάποιον ομοούσιο; Πού;
–είμαι ο Τάμπριελ’λι!
–του τάγματος των Δεσμοφυλάκων
–κάποτε σύζυγος της Συμπαντικής Παντοκράτειρας
–Πρίγκιπας Τάμπριελ
–Προφήτης σε τούτη την απομονωμένη διάσταση
Τα μάτια του άνοιξαν, και ο νυχτερινός αέρας που ρουφούσαν τα ρουθούνια του και γέμιζε τα πνευμόνια του του φάνηκε γλυκός, τόσο γλυκός…
Ξεροκατάπιε.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα· και ο Τάμπριελ είδε ότι τώρα ήταν καθισμένη οκλαδόν αντίκρυ του.
«Πόση ώρα…;» τη ρώτησε νιώθοντας το στόμα του ξερό, τον λαιμό του κολλημένο.
«Περασμένα μεσάνυχτα είναι. Είχα αρχίσει ν’ανησυχώ. Καθόσουν εκεί σαν άγαλμα.»
Ο Τάμπριελ άφησε το ραβδί του κάτω. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. «Μπορείς να μου φέρεις νερό;»
Η Ανταρλίδα ένευσε. Σηκώθηκε κι έτρεξε μέχρι τον καταυλισμό. Επιστρέφοντας είχε ένα φλασκί μαζί της, το οποίο έδωσε στον Τάμπριελ κι εκείνος ήπιε διψασμένα.
«Τι έγινε;» τον ρώτησε. «Έμαθες αυτά που ήθελες;»
Ο Τάμπριελ σηκώθηκε από την πέτρα και κάθισε στο έδαφος, ανάμεσα στα χόρτα. «Ναι, αν και όχι εύκολα, Ανταρλίδα… Ο Μέγας Ιεράρχης είναι ένας από τους Αρχαίους που ήθελε να ζήσει αφότου απομόνωσαν ετούτη τη διάσταση.»
Η Ανταρλίδα κάθισε πλάι του. «Μα, δεν την απομόνωσαν για να επιβιώσουν;»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ναι… και… και γι’αυτό… Τώρα καταλαβαίνω…»
«Τι πράγμα;»
«Ο Νίρναλωμ ο Μαυρομάτης. Ο Άρχοντας της Καρκούμ. Τον θυμάσαι;»
«Φυσικά.»
«Μου είπε ότι νότια υπάρχει μια γη κατεστραμμένη, κατάμαυρη, γεμάτη ομίχλες και δαιμονικές οντότητες. Και τώρα κατάλαβα γιατί έγινε έτσι αυτό το μέρος. Οι Αρχαίοι χρειάζονταν ενέργεια για να κλείσουν τη διάσταση, και την άντλησαν από την ίδια τη διάσταση, καταστρέφοντας ένα μέρος της.»
«Το μέρος που επισκέφτηκε ο Νίρναλωμ;»
«Ναι.»
«Εντάξει,» είπε η Ανταρλίδα, «αλλά δεν θα έπρεπε μετά να είναι ικανοποιημένοι;»
«Υποθέτω πως θα ήταν. Δεν μπορούσαν, όμως, να ζήσουν… ή, τουλάχιστον, όχι για πάντα. Νομίζω ότι πριν ήταν αθάνατοι, αλλά, κλείνοντας τη διάσταση, έγιναν θνητοί επειδή δεν μπορούσαν πια να έρθουν σε επαφή με τις δυνάμεις του ευρύτερου σύμπαντος.»
«Γιατί δεν άνοιξαν ξανά τη διάσταση;»
«Δεν ξέρω. Μάλλον πίστευαν ότι έξω υπήρχε μόνο χάος που θα εισέβαλε και θα τους κατέστρεφε. Ο Αρχαίος που βρίσκεται εδώ μέσα» – κοίταξε την πορφυρή σφαίρα στο ραβδί του – «ο Μέγας Ιεράρχης, όπως τώρα ονομάζεται, προσπάθησε να επιβιώσει και να… συναντήσει τον εαυτό του.»
Η Ανταρλίδα μόρφασε. «Τον εαυτό του;»
«Ναι, έτσι το είχε υπολογίσει. Μετά από αιώνες θα συναντούσε τον εαυτό του. Και οι υπολογισμοί του δεν ήταν λανθασμένοι. Συνάντησε τον Νόρναλ. Ο Νόρναλ είδε τον εαυτό του μέσα σ’εκείνη την αίθουσα στα ορυχεία…»
«Μέχρι στιγμής, έβγαζες κάποιο νόημα,» του είπε η Ανταρλίδα. «Τώρα, δεν βγάζεις κανένα νόημα.»
Ο Τάμπριελ τής εξήγησε τι είχε μάθει μέσα από τις αναμνήσεις του Νόρναλ· και μετά είπε: «Ο Αρχαίος είναι όλοι οι Ιεράρχες. Τμήματα της συνείδησής του, του νου του, βρίσκονται σε όλους τους.»
«Δεν τον θυμούνται, όμως…»
Ο Τάμπριελ κούνησε το κεφάλι. «Όχι, κανένας τους δεν τον θυμάται. Ούτε ο Νόρναλ δεν τον θυμόταν. Νομίζω πως, αν τον Γνώριζαν όπως Γνωρίζουν ο ένας τον άλλο, θα είχαν τρελαθεί.»
«Εσύ δεν τρελάθηκες.»
«Δεν τον Γνώρισα, Ανταρλίδα. Ούτε το όνομά του δεν ξέρω. Μερικές πληροφορίες μού μετέφερε μόνο, επειδή του το ζήτησα.»
«Τον συνάντησες, δηλαδή… Πώς;»
«Μη ρωτάς· δεν έχει σημασία.»
Η Ανταρλίδα δεν ρώτησε.
Και κάθισαν εκεί, στη χορταριασμένη ράχη του λοφίσκου, για αρκετή ώρα, ατενίζοντας τον νυχτερινό ουρανό. Σε κάποια στιγμή, είδαν το γιγάντιο πουλί να περνά μπροστά από το κόκκινο άστρο.
Στο θρηνητικό σφύριγμα του ανέμου ανάμεσα στους ψηλούς, παράξενους πύργους, στα θλιμμένα πρόσωπα των Ταργκάφλι, στις φωνές τους προτού πέσουν σε βαθιά σιωπή, αισθάνθηκα σαν μαχαίρι μέσα στην ψυχή μου την απώλειά τους. Και δεν νομίζω ότι θα το ξεχάσω ποτέ αυτό.
*
* * *
*
Όταν έφτασαν στη Βινέρνι, τα νέα για τον ερχομό τους είχαν ήδη φτάσει πριν από εκείνους. Και, μάλλον, γι’αυτό έφταιγε η συνάντησή τους με τους Ταργκάφλι της Νιρέκι. Τους είχαν συναντήσει ενώ διέσχιζαν μια πεδιάδα νότια της περιοχής που οι Ταργκάφλι ονόμαζαν Βόρεια Δάση. Είχαν έρθει επάνω σε άλογα, έναν ελέφαντα, και δύο ό’τρατ ζιν. Τους είχαν ζυγώσει και είχαν απαιτήσει να μάθουν ποιοι ήταν. (Ο Χάλρεοκ και οι πολεμιστές του είχαν ήδη πιάσει τα τουφέκια τους.) «Ποιους ζητάτε;» φώναξε ο Τάμπριελ έχοντας την κουκούλα της κάπας του στο κεφάλι (όχι από πρόθεση να κρύψει το πρόσωπό του αλλά επειδή ο άνεμος που φυσούσε ήταν ψυχρός) και μιλώντας στη Γλώσσα των Ταργκάφλι.
«Τον Καζίτο’ναρ!» αποκρίθηκε η γυναίκα που ήταν καθισμένη στη ράχη του ελέφαντα. «Τον άνθρωπο που σε άλλους τόπους ονομάζουν Μεγάλο Προφήτη.»
«Τον βρήκατε,» τους πληροφόρησε ο Τάμπριελ και κατέβασε την κουκούλα του.
Οι Ταργκάφλι κατέβηκαν από τα υποζύγιά τους και τον χαιρέτησαν λυγίζοντας το αριστερό γόνατο κι ακουμπώντας τη δεξιά γροθιά στο χώμα ανάμεσα στα ψηλά, ξερά χόρτα του φθινοπώρου.
«Γνωρίζατε ότι θα ερχόμουν;» τους ρώτησε ο Τάμπριελ καθώς εκείνοι σηκώνονταν πάλι.
«Σε ονειρευτήκαμε, Καζίτο’ναρ,» αποκρίθηκε η γυναίκα που πριν ήταν πάνω στον ελέφαντα, κοκαλιάρα και κορακομάλλα, με μακριά, σγουρή χαίτη την οποία ο άνεμος έκανε να κυματίζει πάνω απ’τους ώμους της. «Εγώ και οι άλλοι μάγοι της Νιρέκι. Ξέραμε ότι θα ερχόσουν. Χρειάζεσαι τη βοήθειά μας;»
«Πηγαίνω στη Βινέρνι,» τους είπε ο Τάμπριελ· «και μέχρι στιγμής το ταξίδι μου είναι ασφαλές. Υπάρχει κάποιος κίνδυνος παραπέρα τον οποίο αγνοώ;»
«Μονάχα οι συνηθισμένοι κίνδυνοι της γης μας, Καζίτο’ναρ.»
«Τότε, εδώ πρέπει να σας αποχαιρετήσω.»
Οι Ταργκάφλι της Νιρέκι είχαν λυγίσει πάλι το αριστερό γόνατο και ακουμπήσει τη δεξιά γροθιά στο χώμα, και ο Τάμπριελ κι η συνοδεία του είχαν αποχωρήσει επάνω στις δύο άμαξες και στα άλογά τους.
Τώρα, καθώς έμπαιναν στους δρόμους της Βινέρνι, με τις ψηλές, πανάρχαιες πολυκατοικίες να ορθώνονται γύρω τους, διαπίστωσαν ότι οι κάτοικοι τούς περίμεναν και είχαν ετοιμάσει υποδοχή γι’αυτούς. Τύμπανα αντηχούσαν ρυθμικά· πολεμιστές χτυπούσαν τα όπλα τους επάνω στις ασπίδες τους· τραγούδια ακούγονταν από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί ολόγυρα, ακολουθώντας τους. Η Χιρκόμο χαιρετούσε τους συμπατριώτες της με το ένα χέρι υψωμένο και χαμογελώντας. Ορισμένοι φώναζαν το όνομά της.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τούς συνάντησε στο πέρας ενός μεγάλου δρόμου, στεκόμενος μπροστά από μερικούς πολεμιστές του και βαστώντας με επισημότητα το ψηλό ραβδί του, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν ένας πράσινος λίθος με κορδόνια δεμένα γύρω του, που ανέμιζαν στον φθινοπωρινό αέρα που σφύριζε μέσα στους δρόμους της αρχαίας πόλης.
«Καζίτο’ναρ!» είπε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, χαιρετώντας τον με τη δεξιά γροθιά ακουμπισμένη στο αριστερό στήθος.
«Ο’Μάλζεκ Χάλρικ,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, κατεβαίνοντας από το άλογό του και χαιρετώντας κι εκείνος με παρόμοιο τρόπο.
«Η χαρά μας είναι μεγάλη που σε ξαναβλέπουμε ανάμεσά μας,» δήλωσε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.
«Με συγχωρείς για ό,τι συνέβη στη Φέντινκεχ, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ. Ήμουν μακριά και δεν μπορούσα να το αποτρέψω.»
«Το καταλαβαίνω. Κανείς από τον λαό των Ταργκάφλι δεν επιρρίπτει την ευθύνη σ’εσένα. Ήταν οι συνθήκες τέτοιες που δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο στο Τάρσαζ. Η Παμράνεχ μού εξήγησε γιατί. Και δεν είχε άδικο· ήθελε να αποφύγει ταραχές μέσα στον δικό της λαό.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ναι.» Και ρώτησε: «Οι τέσσερις πολεμιστές που με είχαν συνοδέψει στη Γη της Φέδλωχ επέστρεψαν ασφαλείς στη Βινέρνι;»
«Ναι· είναι εδώ, μαζί μας. Μας είπαν ότι κατόρθωσες τον σκοπό σου. Βρήκες το δεύτερο Φράγμα του κόσμου μας και αντιμετώπισες εκεί έναν πανίσχυρο θεό, αντάξιο της Βιβεϊρλώταθ.»
«Έτσι είναι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Δεν σας είπαν, όμως, τα πάντα, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ: σας έκρυψαν κάτι επειδή τους το ζήτησα εγώ. Επειδή ήθελα προσωπικά να σας το μεταφέρω. Πρόκειται για κάτι που αφορά άμεσα εσάς και εμένα.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ συνοφρυώθηκε, κάπως ανήσυχα. «Τι είναι, Καζίτο’ναρ;»
«Καλύτερα να μιλήσουμε κάπου χωρίς τόσο κόσμο.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ δεν διαφώνησε· οδήγησε τον Τάμπριελ, την Ανταρλίδα, τον Καλέφραζ, και τον Χάλρεοκ στο εσωτερικό της πολυκατοικίας όπου έμενε και στην αίθουσα όπου είχαν συζητήσει και παλιότερα, η οποία ήταν στολισμένη με καλοφτιαγμένα έπιπλα και με ξύλινα αγάλματα και γλυπτά. Από το τζάμι του μεγάλου, μακρόστενου παράθυρου έμπαινε άπλετο το πρωινό φως, καθώς πλησίαζε μεσημέρι. Στο πάτωμα, μαλακά χαλιά ήταν στρωμένα, κεντημένα έτσι ώστε να δημιουργούν την ψευδαίσθηση πως ήταν καμωμένα από πλεγμένα άνθη.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τούς ζήτησε να καθίσουν ενώ εκείνος καθόταν στην ψηλή πολυθρόνα του. Υπηρέτες τούς πρόσφεραν γλυκά και κύπελλα με χυμό καφάρδιου.
Ο Τάμπριελ, αφού ήπιε μια γουλιά καφάρδιο για να υγράνει το στόμα του, είπε: «Στη Γη της Φέδλωχ συνέβη κάτι… άσχημο, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ. Πλησιάζαμε το δέντρο που θέλαμε να βρούμε, έχοντας ήδη αντιμετωπίσει αρκετούς ανθρωποφάγους. Μπορούσαμε να αισθανθούμε την παρουσία του φύλακα του Φράγματος, του Γκαλένραμωθ, του αδελφού της Βιβεϊρλώταθ· και γνώριζα ότι μονάχα εγώ και η θεά είχαμε τη δύναμη να τον αντιμετωπίσουμε. Οι άλλοι, αν πλησίαζαν, θα γίνονταν κομμάτια. Δεν είχαν καμία προστασία από την τρελή οργή του Γκαλένραμωθ. Έτσι, αφήνοντάς τους πίσω, πήγα να τον πολεμήσω μόνος. Και η Βιβεϊρλώταθ συγκρούστηκε με τον αδελφό της. Τον χτύπησε με όλη της τη δύναμη ενώ, συγχρόνως, προσπαθούσε να προστατέψει εμένα. Ο Γκαλένραμωθ, όμως, ήταν πιο δυνατός από εκείνη, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ. Τη σκότωσε…» Ο Τάμπριελ είδε το πρόσωπο του Ο’Μάλζεκ Χάλρικ να χλομιάζει ξαφνικά. «Τη σκότωσε. Δεν του έφτανε να την παραμερίσει μονάχα και να διαλύσει εμένα. Καταδύθηκε βαθιά μέσα της για να την αποτελειώσει… κι έτσι ήταν που, καθώς σκότωνε τη Βιβεϊρλώταθ, κατόρθωσα να τον υποτάξω και να τον κάνω υπηρέτη μου.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ έγλειψε τα χείλη του, νευρικά. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφάρδιο. «Θες… θες να πεις, Καζίτο’ναρ, ότι η Βιβεϊρλώταθ δεν υπάρχει πλέον;»
«Είναι νεκρή. Λυπάμαι, Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ έμεινε για λίγο σιωπηλός. «Και τι θα γίνουμε τώρα;…» μουρμούρισε τελικά.
«Η αποστολή της Βιβεϊρλώταθ ήταν να φρουρεί το Άγκιστρο του Κόσμου, στη Βινέρνι. Νομίζω, λοιπόν, πως οφείλετε να συνεχίσετε την αποστολή της,» είπε ο Τάμπριελ. «Να γίνετε εσείς Φύλακες του Άγκιστρου, μέχρι να έρθει ο καιρός να ανοίξουμε αυτόν τον κόσμο και να ταξιδέψουμε στο Ατέρμονο Σύμπαν που τον περιβάλλει.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ ένευσε αργά. «Ναι, Καζίτο’ναρ, έχεις δίκιο. Αυτό θα επιθυμούσε η Βιβεϊρλώταθ. Αυτό, σίγουρα, θα επιθυμούσε… Πώς, όμως, θα μεταφέρω τέτοια μαντάτα στον λαό μου;»
«Θα τους πω εγώ για τον θάνατό της,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Θα καταλάβουν.»
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ αναστέναξε. Ένευσε, και ήπιε μια γουλιά καφάρδιο, σαν να προτιμούσε να παραμείνει σιωπηλός, να μην ήξερε τι να πει, ή να μην εμπιστευόταν τη φωνή του.
«Ο Γκαλένραμωθ δεν είναι πια μαζί μου,» του είπε ο Τάμπριελ, για να πάρει το μυαλό του Ο’Μάλζεκ Χάλρικ από το δυσάρεστο γεγονός του θανάτου της Βιβεϊρλώταθ. «Είναι σε μια πόλη που ονομάζεται Βέλρικ, μακριά από εδώ…» Και του μίλησε για όσα είχαν συμβεί από τότε που εγκατέλειψε τη Γη της Φέδλωχ.
*
Καθώς το φως του απογεύματος έλουζε τη Βινέρνι, ο Τάμπριελ, ο Καζίτο’ναρ των Ταργκάφλι, στάθηκε στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας του Ο’Μάλζεκ Χάλρικ και ατένισε από κάτω του το πλήθος των κατοίκων της πόλης. Τους είχε ζητήσει να συγκεντρωθούν όλοι εδώ για να τους μιλήσει, να τους ανακοινώσει κάτι πολύ σημαντικό, κάτι που θα άλλαζε τη ζωή τους όπως ώς τώρα την ήξεραν. Και εκείνοι είχαν έρθει με περιέργεια, ανυπομονησία, και ευλάβεια.
«Αυτό που θα σας πω δεν είναι ευχάριστο,» τους προϊδέασε ο Τάμπριελ, στεκόμενος από πάνω τους και μπροστά τους, κρατώντας το ραβδί του με το δεξί χέρι, ενώ τα λευκά του μαλλιά ανέμιζαν πάνω από τον αριστερό του ώμο. «Πρόκειται για τον θάνατο κάποιας που ξέρω πως όλοι αγαπάτε από μικρά παιδιά, πως όλοι σας λατρεύετε.
»Όταν ήμουν μακριά από εδώ, στις σκοτεινές ζούγκλες της Γης της Φέδλωχ, αναζητώντας το δεύτερο Φράγμα των Αρχαίων, αναγκάστηκα να έρθω σε σύγκρουση μ’έναν αδελφό της Βιβεϊρλώταθ. Τον Γκαλένραμωθ, ο οποίος μονάχα στη δύναμη έμοιαζε με τη θεά σας και σε τίποτε άλλο. Ήταν μια μοχθηρή ύπαρξη, και τον λάτρευε ένας λαός ανθρώπων που τρώνε ανθρώπους. Δεν είχα, όμως, άλλη επιλογή απ’το να αντιμετωπίσω τον Γκαλένραμωθ γιατί, διαφορετικά, δεν ήταν πρόθυμος να με αφήσει να πλησιάσω το Φράγμα – το οποίο ήταν ένα δέντρο μέσα στις ζούγκλες, που απ’τα κλαδιά του ανθρώπινα κρανία κρέμονταν και οι ρίζες του τρέφονταν με νεκρά ανθρώπινα σώματα. Οι σύντροφοί μου είχαν πολεμήσει γενναία στο πλευρό μου μέχρι εκεί, αλλά τώρα ήξερα ότι μόνο εγώ μπορούσα να πολεμήσω τον Γκαλένραμωθ. Εγώ και η Βιβεϊρλώταθ. Κι έτσι, ενώ εκείνοι έμειναν με δισταγμό πίσω, βάδισα μόνος προς το καταραμένο εκείνο δέντρο, περνώντας δίπλα από το χωριό των ανθρωποφάγων. Δεν χρειαζόταν, όμως, να φοβάμαι κανέναν τους γιατί είχα τη Βιβεϊρλώταθ μαζί μου, και κανείς δεν τολμούσε να με ζυγώσει ή να επιχειρήσει να μου κάνει κακό.
»Κανείς, εκτός από τον ίδιο τον Γκαλένραμωθ. Μόλις πλησίασα το Φράγμα, μου επιτέθηκε, και η Βιβεϊρλώταθ πολέμησε στο πλευρό μου. Και θα ήμουν, σίγουρα, νεκρός αν δεν ήταν εκείνη. Ο Γκαλένραμωθ θα είχε κομματιάσει το σώμα και τον νου μου· τίποτα από εμένα δεν θα είχε απομείνει. Ακόμα, όμως, και η Βιβεϊρλώταθ δεν μπορούσε να υπερνικήσει τη μάνητα του αδελφού της. Τον πολέμησε, τον χτύπησε, τον τραυμάτισε, αλλά στο τέλος η ίδια τραυματίστηκε πιο άσχημα από εκείνον… και ο Γκαλένραμωθ χίμησε στα βάθη της ύπαρξής της για να την αποτελειώσει: στο μέρος όπου βρισκόταν ο δεσμός μου μαζί της. Κι έτσι, η Βιβεϊρλώταθ σκοτώθηκε· αλλά, καθώς πέθαινε, μου έδωσε την ευκαιρία να εκδικηθώ για τον θάνατό της.» Φωνές είχαν ήδη αρχίσει ν’ακούγονται από το πλήθος. Μουρμουρητά. Φασαρία. Ο Τάμπριελ είδε πολλούς να κλαίνε, κάποιους να κρύβουν το πρόσωπό τους, κάποιους να κοιτάζουν με μάτια γουρλωμένα, κάποιους να πέφτουν στη γη και να τη χτυπάνε με τις γροθιές τους. «Κατάφερα να φυλακίσω τον Γκαλένραμωθ,» είπε ο Τάμπριελ δυναμώνοντας τη φωνή του. «Κατάφερα να τον φυλακίσω και να τον πάρω μαζί μου, αν και ήξερα ότι ήταν τρελός και δεν θα μπορούσα να τον κρατήσω για πολύ κοντά μου. Τώρα πλέον, δεν είναι μαζί μου· είναι αλλού, μακριά από εδώ, στην πόλη της Βέλρικ, στα μέρη που ονομάζονται Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας.»
Οι Ταργκάφλι από κάτω του θρηνούσαν και χτυπιόνταν.
Βιβεϊρλώταθ…!
ακούγονταν οι φωνές τους, σαν θρηνωδία του ίδιου του ανέμου.
Βιβεϊρλώταθ…!
«Η Βιβεϊρλώταθ ήταν Προστάτιδα του Άγκιστρου του Κόσμου!» φώναξε ο Τάμπριελ. «Αυτή ήταν η αποστολή της. Και η τελευταία της επιθυμία για εσάς, ξέρετε ποια ήταν; Η επιθυμία της προτού καταστραφεί από τα θανατηφόρα νύχια του Γκαλένραμωθ, ξέρετε ποια ήταν;»
Το πλήθος σώπασε λίγο. Τον άκουγαν πάλι πιο προσεχτικά.
«Η Βιβεϊρλώταθ ήθελε ο λαός της να είναι Φύλακας του Άγκιστρου του Κόσμου, όπως ήταν εκείνη. Αυτή ήταν η επιθυμία της. Να φρουρούν οι Ταργκάφλι της Βινέρνι το Άγκιστρο, μέχρι να έρθει ο καιρός ο κόσμος να ανοίξει και να ταξιδέψουν στους ατελείωτους δρόμους του Ατέρμονου Σύμπαντος!»
Στα λόγια του φάνηκε να βρίσκουν κάποια παρηγοριά για το χαμό της θεάς τους. Στα λόγια του φάνηκε να βρίσκουν κάποια καινούργια δύναμη.
Βιβεϊρλώταθ…!
αντηχούσε η φωνή τους.
Βιβεϊρλώταθ…!
Αλλά τώρα το όνομα ακουγόταν περισσότερο σαν ύμνος παρά σαν θρήνος.
*
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ ευχαρίστησε τον Τάμπριελ όταν εκείνος μπήκε πάλι στο εσωτερικό της πολυκατοικίας. Τον ευχαρίστησε επειδή ο ίδιος δεν θα ήξερε πώς να μεταφέρει αυτά τα δυσάρεστα μαντάτα στον λαό του, δεν θα ήξερε πώς να τους μιλήσει για τούτη τη μεγάλη απώλεια. Μονάχα ένας Καζίτο’ναρ θα μπορούσε να το κάνει αυτό.
Ύστερα, η Βινέρνι έπεσε σε Σιγηλό Θρήνο: ένα έθιμο που οι Ταργκάφλι είχαν μόνο για περιπτώσεις μεγάλης λύπης. Επί μία ολόκληρη ημέρα όλοι στην πόλη όφειλαν να είναι σιωπηλοί και κλεισμένοι στα σπίτια τους. Μονάχα ο άνεμος έπρεπε ν’ακούγεται στην πόλη· ο άνεμος και ο χτύπος από τα μικρά καμπανάκια που κρεμούσαν οι μάγοι στις γωνίες των δρόμων και στις εισόδους κάθε κατοικημένης πολυκατοικίας. Οι περιττές κουβέντες απαγορεύονταν, κι αν κάποιοι έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσουν για να συνεννοηθούν, όφειλαν να το κάνουν ψιθυριστά, ώστε οι φωνές τους να μην ακούγονται παραδίπλα και να μη μπορεί να της αρπάξει ο άνεμος. Κι αν κάποιοι έπρεπε να βγουν οπωσδήποτε απ’τα σπίτια τους, όφειλαν να το κάνουν γρήγορα, πηγαίνοντας στη δουλειά τους κι επιστρέφοντας αμέσως.
Ο Σιγηλός Θρήνος για τη Βιβεϊρλώταθ ήταν ξεχωριστή περίσταση. Οι Ταργκάφλι της Βινέρνι θα έμεναν σιωπηλοί για ολόκληρη ετούτη την ημέρα, για την επόμενη, και για τη μεθεπόμενη. Τον θάνατο της θεάς τους όφειλαν να τον θρηνήσουν όπως δεν είχαν θρηνήσει ποτέ τίποτε άλλο.
*
Ο Καζίτο’ναρ και οι σύντροφοί του δεν αποτελούσαν εξαίρεση στον Σιγηλό Θρήνο· έπρεπε κι εκείνοι να παραμείνουν κλεισμένοι στην πολυκατοικία που τους παραχωρήθηκε και να μην κάνουν την παραμικρή φασαρία. Οι Ταργκάφλι είπαν στους Ταρσάζιους ότι, αν δεν ήταν πρόθυμοι να συμμορφωθούν μ’αυτό, έπρεπε να φύγουν από την πόλη τους αμέσως. Εκείνοι, όμως, δεν έφεραν αντίρρηση, αν και οι ίδιοι δεν είχαν τίποτα ουσιαστικό να θρηνήσουν.
Ο Καλέφραζ, κλεισμένος στο δωμάτιό του, έγραφε για τη Γη των Ταργκάφλι, για τη Βινέρνι, και για τον Σιγηλό Θρήνο. Επίσης, έγραψε ένα ερωτικό ποίημα για την Κάνταφαχ, το οποίο έκρυψε ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου του για να της το δείξει όταν θα την ξανάβλεπε.
Ο Χάλρεοκ και οι πολεμιστές του έπαιζαν τυχερά παιχνίδια με ζάρια και κάρτες, προσέχοντας όμως να μη φωνάζουν.
Η Βερόνικα και οι άλλοι εξώκοσμοι της πτώσης του αεροπλάνου ατένιζαν την αρχαία πόλη από τα παράθυρα της πολυκατοικίας, και δεν μπορούσαν παρά να παρατηρήσουν πόσο τους θύμιζε παρόμοιες πόλεις του Γνωστού Σύμπαντος (αν και είχε, ομολογουμένως, πολύ διαφορετική τεχνοτροπία). Δεν έμοιαζε καθόλου με τις πόλεις του Ώσρανοκ ή του Τάρσαζ. Ήταν σαν να είχε βγει από άλλη διάσταση.
Η Ανταρλίδα είπε στον Τάμπριελ, την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν στη Βινέρνι: «Δεν το ήξερα ότι τα καταφέρνεις τόσο καλά όταν μιλάς σε πλήθη.» Είχε μόλις βγει από το λουτρό (το υδραγωγείο της πόλης εξακολουθούσε να λειτουργεί άψογα, όπως και πριν) και σκούπιζε τα μαλλιά της με μια πετσέτα.
Ο Τάμπριελ καθόταν οκλαδόν επάνω στο στρώμα του κρεβατιού, πλυμένος και ντυμένος με μια ρόμπα. Το ραβδί του με την πορφυρή σφαίρα βρισκόταν παραδίπλα, ακουμπισμένο στον τοίχο, όρθιο. Μοιάζοντας σκεπτικός, δεν αποκρίθηκε στην Ανταρλίδα.
«Δε μιλάω πολύ δυνατά, έτσι;» ρώτησε εκείνη. Οι Ταργκάφλι, πριν από λίγο, τους είχαν ανακοινώσει ότι η πόλη θα έπεφτε σε Σιγηλό Θρήνο – και ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τούς είχε εξηγήσει τι ήταν αυτό.
Ο Τάμπριελ κοίταξε την Ανταρλίδα με περιέργεια.
Εκείνη κρέμασε την πετσέτα σε μια κρεμάστρα και ήρθε να καθίσει δίπλα του. «Γιατί είσαι σιωπηλός, τότε;» ψιθύρισε. Φορούσε ένα μαύρο, κοντό χιτώνιο, και δίπλωσε τα γυμνά της πόδια από κάτω της.
«Δεν έχω κάτι να πω.»
«Αισθάνεσαι υπεύθυνος για τον θάνατο της θεάς τους;»
«Εν μέρει, ναι. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να τον αποτρέψω. Και τα είχα σκεφτεί αυτά πολύ προτού επιστρέψω εδώ, στη Βινέρνι. Πολύ προτού επιστρέψω στη Φέντινκεχ, βασικά· γιατί εκεί, αρχικά, πίστευα ότι θα συναντούσα τους Ταργκάφλι.»
«Φοβόσουν ότι ίσως να στρέφονταν εναντίον σου;»
Ο Τάμπριελ κούνησε το κεφάλι. «Δεν έχω ‘δει’ κάτι τέτοιο.»
«Δεν έχεις δει, όμως, και το αντίθετο…»
«Για την ακρίβεια, το έχω δει.»
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»
«Οι Ταργκάφλι θα είναι στο πλευρό μου. Πολλές φορές τούς έχω ‘δει’ στο πλευρό μου, Ανταρλίδα. Δεν μπορεί νάναι τυχαίο.»
«Μ’εσένα τίποτα δεν είναι τυχαίο· σ’το έχω ξαναπεί. Αλλά, στο τέλος, όλα είναι τυχαία. Γιατί όσα ‘βλέπεις’ δεν πραγματοποιούνται πάντα.»
«Αυτό,» είπε ο Τάμπριελ, «δεν σημαίνει ότι είναι τυχαία.»
«Τέλος πάντων.» Η Ανταρλίδα ξάπλωσε ανάσκελα πίσω του. «Είμαι πτώμα.»
Ο Τάμπριελ στράφηκε να την κοιτάξει, κι έσκυψε φέρνοντας το πρόσωπό του κοντά στο δικό της. Τα μακριά, λευκά μαλλιά του έπεφταν γύρω από τα κεφάλια τους. «Πόσο πτώμα;»
Τα μάτια του, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, είναι τόσο γκρίζα και ψυχρά. Γιατί, τότε, με εξάπτουν έτσι; Είναι το μυστήριο που μοιάζει να κρύβουν; Η περιπέτεια που υπόσχονται;
Ύψωσε το ένα της φρύδι, υπομειδιώντας. «Με έχεις ‘δει’… εν δράσει;»
«Πολλές φορές· σε έχω ‘δει’ και σε έχω δει.»
Αυτός ο άνθρωπος είναι τόσο παράξενος… Η Ανταρλίδα έπιασε το μικρό γένι στο σαγόνι του και έφερε το πρόσωπό του πιο κοντά στο δικό της, για να φιλήσει αργά τα χείλη του. «Κάνε με να μη μπορώ να πω όχι,» τον προκάλεσε, νιώθοντας την καυτή του ανάσα στο πρόσωπό της.
Ο Τάμπριελ δεν μίλησε. Το στόμα του κατέβηκε στον λαιμό της, και παρακάτω· τα χέρια του τραβούσαν το μαύρο της χιτώνιο, ελευθερώνοντας το κατάλευκο σαν μάρμαρο σώμα της που δεν φορούσε το παραμικρό ρούχο από κάτω.
Η Ανταρλίδα όφειλε, γι’ακόμα μια φορά, να παρατηρήσει ότι δεν ήταν ψέμα αυτό που έλεγαν για τους Φεηνάρκιους εραστές. Ατίθασοι σαν θηρία. Άγριοι. Δαγκώνουν κιόλας – αν και ο Τάμπριελ δεν δάγκωνε συνήθως.
Το κατακόκκινο σώμα του κινιόταν σαν φλόγα, και η Ανταρλίδα τον κράτησε κάτω, ανάσκελα, διατρέχοντας τα χέρια της πάνω στους ώμους και στο στήθος του, και καβαλώντας τον ρυθμικά ώσπου κι οι δυο τους ήταν κορεσμένοι και εξαντλημένοι.
Ξάπλωσε πλάι του, μετά, με το ένα της πόδι ν’αγκαλιάζει την κοιλιά του· και αναρωτήθηκε… Τι είναι μ’αυτό τον άνθρωπο;… Τι συμβαίνει;
Η Ανταρλίδα είχε, κατά καιρούς, εραστές – όχι και τόσους πολλούς, όφειλε να παραδεχτεί – αλλά ποτέ δεν είχε αισθανθεί δεμένη με κανέναν τους. Με τον Τάμπριελ είχε μείνει περισσότερο απ’ό,τι με οποιονδήποτε άλλο άντρα. Τους υπόλοιπους τούς κρατούσε κοντά της δυο, τρεις, άντε τέσσερις μήνες το πολύ. Μετά, ήταν μόνη πάλι. Αυτή ήταν η φύση της· δεν την ενοχλούσε. Τώρα, όμως, με τον Τάμπριελ, τα πράγματα ήταν διαφορετικά… Γιατί; Επειδή ήταν μόνοι τους σε μια άγνωστη, απομονωμένη διάσταση; Ναι, στην αρχή ήταν πράγματι αυτό. Βρίσκονταν κλεισμένοι τόσο καιρό μέσα στην Ακρόπολη της Φέντινκεχ, μέσα σ’ένα δωμάτιο της Ακρόπολης, σαν φυλακισμένοι σχεδόν, με ξένους παντού γύρω τους. Η πλήξη, η αποξένωση από τον έξω κόσμο, και η συνεχή επαφή ήταν που τους είχαν φέρει κοντά. Κι επιπλέον, η Ανταρλίδα είχε μπει στον πειρασμό να δει πώς θα ήταν ένας από τους συζύγους της Παντοκράτειρας – έστω και πρώην σύζυγος. Θα ήταν ίδιος με τους άλλους άντρες; Καλύτερος, για κάποιο λόγο;
Ναι, τα πράγματα από εκεί είχαν ξεκινήσει… αλλά δεν είχαν μείνει εκεί. Η Ανταρλίδα δεν αισθανόταν πλέον ότι κοιμόταν μαζί του επειδή ήταν μόνοι σε μια απομονωμένη διάσταση, σαν ναυαγοί σ’ένα παράξενο νησί. Ένιωθε κάτι περισσότερο γι’αυτόν. Τον θεωρούσε δικό της. Άντρα της. Νόμιζε ότι τον αγαπούσε.
Αισθάνεται, άραγε, κι εκείνος το ίδιο για μένα; αναρωτήθηκε.
Και μια φωνή μέσα στο μυαλό της της απάντησε: Ήρθε για σένα στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας, δεν ήρθε; Ήρθε στη Βέλρικ. Ήρθε για σένα. Γιατί να ερχόταν αν δεν αισθάνεται τίποτα;
Η Ανταρλίδα ανασηκώθηκε πάνω στο στρώμα, στηριζόμενη στον αγκώνα της. «Τάμπριελ…» ψιθύρισε.
Το κεφάλι του γύρισε για να κοιτάξει το πρόσωπό της. «Τι είναι;»
«Τα μάτια σου,» είπε η Ανταρλίδα κοιτάζοντας αυτές τις δύο γκρίζες, μυστηριώδεις δίνες. «Μ’αρέσουν τα μάτια σου.» Τον φίλησε, και συνέχισε να τον φιλά, ενώ τα χέρια της διέτρεχαν το κόκκινο σώμα του· και σε λίγο οι δυο τους στριφογύριζαν πάλι επάνω στο κρεβάτι, ανακατεύοντας τα σεντόνια του και κάνοντας τα ξύλα του να τρίζουν.
Όσο βρισκόμασταν με τους Ταργκάφλι της Βινέρνι, και ενώ ο Σιγηλός Θρήνος τους είχε τελειώσει, ο Μεγάλος Προφήτης ρώτησε τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τι γνώριζε για το Βασίλειο Άρκλιφ, πέρα από την Οροσειρά των Πάγων. Εκείνος αποκρίθηκε ότι δεν γνώριζε πολλά· σπάνια άνθρωποι του Άρκλιφ κατέβαιναν τόσο νότια στη Γη των Ταργκάφλι, κι ακόμα σπανιότερα Ταργκάφλι ανέβαιναν στο Βασίλειο Άρκλιφ. Ωστόσο, ο λαός της Καρέσλι ίσως να γνώριζε περισσότερα, καθώς βρισκόταν στη βορειότερη μεριά της Γης των Ταργκάφλι και ήταν γνωστό ότι ερχόταν σε επαφή με τους κατοίκους του Άρκλιφ πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλο λαό.
Έτσι, φύγαμε για την Καρέσλι, με τη Χιρκόμο κι άλλους τέσσερις πολεμιστές των Ταργκάφλι της Βινέρνι μαζί μας ώστε να μας καθοδηγούν· διότι σε τούτους τους τόπους δεν είναι να ταξιδεύει κανείς δίχως οδηγό, όπως όλοι γνωρίζουν. Διασχίσαμε τα εδάφη στα βόρεια, περνώντας από πεδιάδες, ξεροτόπια, και βαλτονέρια και βλέποντας τα Βόρεια Δάση στα δυτικά μας, μέχρι που φτάσαμε στις όχθες του ποταμού Κις-χαρ Ιχ και ατενίσαμε ψάρια να πηδάνε πάνω απ’τα νερά του και να ξαναβουτούν μέσα. Οι οδηγοί μας μας πήγαν σε μια στενή γέφυρα καμωμένη από σχοινί και ξύλο, απ’όπου ήταν αδύνατο να περάσουν οι άμαξές μας, αλλά και τα άλογα έμοιαζε επικίνδυνο να επιχειρήσουμε να τα περάσουμε. Οι Ταργκάφλι μάς είπαν να μην ανησυχούμε για τα ζώα· θα τους έκλειναν τα μάτια και θα τα οδηγούσαν ένα-ένα απέναντι· η Χιρκόμο δήλωσε πως, επιπλέον, θα τα ηρεμούσε με τη μαγεία της. Τις άμαξες, όμως, έπρεπε να τις αφήσουμε· δεν γινόταν αλλιώς. Αν τις κρύψουμε σωστά μέσα στη βλάστηση, κανείς δεν θα τις πάρει, μας είπε ένας Ταργκάφλι, καθώς η όχθη στην οποία βρισκόμασταν ήταν γεμάτη δέντρα και ψηλό χορτάρι, που δεν έμοιαζαν να επηρεάζονται από το ψύχος των τελευταίων ημερών του φθινοπώρου.
Δεν υπήρχε εναλλακτική λύση, επομένως συμφωνήσαμε με το σχέδιο των Ταργκάφλι και σύντομα ήμασταν στην αντικρινή όχθη του Κις-χαρ Ιχ. Για κάποια ώρα ταξιδέψαμε κατά μήκος του ποταμού, μερικοί επάνω σε άλογα μερικοί πεζοί, και είδαμε ψαράδες να ψαρεύουν στο φως του απογεύματος, καθισμένοι σε μικρές βάρκες. Από την Καρέσλι είναι αυτοί, μας είπε η Χιρκόμο· και τους χαιρέτησε, φωνάζοντάς τους στη Γλώσσα των Ταργκάφλι ότι ήμασταν από τη Βινέρνι, ότι ο Καζίτο’ναρ ήταν μαζί μας. Οι ψαράδες αντιχαιρέτησαν, και φώναξαν κάτι που μπορώ να μεταφράσω μόνο ως «δόξα στον Καζίτο’ναρ!» Τότε, στρίψαμε προς τα βορειοανατολικά και απομακρυνθήκαμε από τις όχθες του Κις-χαρ Ιχ. Καθώς είχε πλέον βραδιάσει και τα φεγγάρια βρίσκονταν στους ουρανούς μαζί με το Νέο Άστρο, φτάσαμε στην Καρέσλι, που ήταν σαν τις άλλες πόλεις των Ταργκάφλι, πανάρχαια και γεμάτη από εκείνους τους παράξενους πύργους που ο Μεγάλος Προφήτης μού είχε πει ότι ονομάζονταν πολλές-κατοικίες-μαζί15.
Οι Ταργκάφλι της Καρέσλι μάς υποδέχτηκαν με τιμές, και μας παραχώρησαν μια ολόκληρη πολυκατοικία για όσο θα μέναμε μαζί τους. Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τους – ένας σκληροτράχηλος, πανύψηλος άντρας (πιο ψηλός κι από τον Μεγάλο Προφήτη, ο οποίος είναι ψηλότερος από τους περισσότερους άντρες που έχω δει) – χαιρέτησε με επισημότητα τον Καζίτο’ναρ και δήλωσε πως του έκανε μεγάλη τιμή με την παρουσία του. Υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος για την επίσκεψή του σε τούτη την απόμακρη πόλη; ρώτησε. Ο Τάμπριελ τού απάντησε ότι θα το συζητούσαν αυτό το πρωί. Κι έτσι περάσαμε εκείνη τη νύχτα μέσα στην πολυκατοικία που μας είχαν παραχωρήσει, ενώ μπορούσαμε στα βόρεια να δούμε την Οροσειρά των Πάγων. Οι σκεπασμένες με χιόνι κορυφές των βουνών της γυάλιζαν μαγευτικά στο φως των φεγγαριών. Το κρύο σε τούτα τα μέρη δεν ήταν λίγο· τυλίχτηκα γερά στην κουβέρτα μου και ξάπλωσα κοντά στο αναμμένο τζάκι.
Όταν ξημέρωσε, οι Ταργκάφλι της Καρέσλι μάς έφεραν φαγητά και ποτά, και ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τους ήρθε να μας επισκεφτεί και να μιλήσει με τον Καζίτο’ναρ. Ο Τάμπριελ τον ρώτησε για το Βασίλειο Άρκλιφ, λέγοντάς του πως σκόπευε σύντομα να ταξιδέψει εκεί. Εκείνος αποκρίθηκε πως τώρα, μες στο χειμώνα, δεν ήταν κανείς να πηγαίνει στα βόρεια, διότι κατά πρώτον δεν θα μπορούσε να διασχίσει τα περάσματα των βουνών – πράγμα που ήδη γνωρίζαμε, ασφαλώς. Και οι υπόλοιπες πληροφορίες που μας έδωσε δεν ήταν και τόσο χρήσιμες, οφείλω να ομολογήσω. Τα ίδια είχα πει κι εγώ στον Τάμπριελ και στην Ανταρλίδα όσο ήμασταν στη Φέντινκεχ. Οι Ταργκάφλι της Καρέσλι είχαν – όπως κι εμείς – κυρίως εμπορική επαφή με τους κατοίκους του Άρκλιφ. Οι βόρειοι περνούσαν από τα βουνά όταν τα περάσματα ήταν ανοιχτά και τους πουλούσαν δέρματα, όπλα, και αστραφτερούς λίθους, ενώ οι Ταργκάφλι που πήγαιναν στο Βασίλειο Άρκλιφ πουλούσαν συνήθως καρπούς, διάφορες ουσίες από ζώα ή φυτά, μπαχαρικά, και μικρά ζώα που χωρούσαν σε κλουβιά και που στους βόρειους φάνταζαν εξωτικά.
Την επομένη, φύγαμε από την Καρέσλι και αρχίσαμε να ταξιδεύουμε πάλι προς τη Βινέρνι. Οι Ταργκάφλι είχαν δίκιο: κανείς δεν είχε πάρει τις άμαξές μας στη νότια όχθη του Κις-χαρ Ιχ. Όταν φτάσαμε στη Βινέρνι, ήταν πλέον χειμώνας· το φθινόπωρο είχε παρέλθει· και ο Μεγάλος Προφήτης μού ανακοίνωσε κάτι που με σόκαρε, οφείλω να ομολογήσω.
Δεν θα επιστρέψω στο Τάρσαζ, Καλέφραζ, μου είπε. Όχι ακόμα, τουλάχιστον.
Εγώ τα έχασα προς στιγμή. Μα, τι θα γίνει με τη διδασκαλία της Άρκλιφ; ρώτησα.
Θα έρθει κάποιος και θα σε βρει, μου είπε ο Μεγάλος Προφήτης, και θα σου πει «Το Κόκκινο Άστρο φέγγει πάνω από πολλούς κόσμους», κι εσύ τότε θα ξέρεις ότι είναι δικός μου άνθρωπος – Ιεράρχης. Θα κανονίσεις μια ώρα της ημέρας για να του διδάσκεις την Άρκλιφ, και μαζί μ’αυτόν θα τη μαθαίνω κι εγώ.
Η Βασίλισσά μας θα παραξενευτεί με τούτο… αποκρίθηκα, αλλά δεν διαφώνησα. Δεν μπορούσα, άλλωστε, και να διαφωνήσω. Κάτι άλλο, όμως, πέρασε από το μυαλό μου, και ρώτησα τον Τάμπριελ: Δεν υπάρχουν Ιεράρχες στο Άρκλιφ;
Γιατί ρωτάς;
Γιατί, αν υπάρχουν, τότε με παραξενεύει το γεγονός ότι δεν μαθαίνεις τη γλώσσα τους μέσω αυτών. Καθώς επίσης και άλλα πράγματα για το Βασίλειό τους.
Τη γλώσσα τους δεν θα μπορούσα να τη μάθω έτσι. Οι Ιεράρχες, όταν έρχομαι σε επαφή μαζί τους, μου μεταφέρουν μια εντύπωση μόνο της γλώσσας τους· τους Γνωρίζω απευθείας, δεν πιάνουμε κουβέντα. Και δεν αποκτώ κατευθείαν τις ικανότητές τους. Αν κάποιος απ’αυτούς είναι άριστος ακροβάτης, δεν μπορώ κι εγώ αυτομάτως να γίνω άριστος ακροβάτης. Αν κάποιος είναι άριστος ιστιοπλόος, δεν μπορώ κι εγώ να γίνω αυτομάτως άριστος ιστιοπλόος. Έχεις δίκιο όμως σε κάτι, Καλέφραζ: δεν υπάρχουν Ιεράρχες στο Βασίλειο Άρκλιφ.
Με παραξένεψε αυτό – πολύ. Του είπα: Μου είχες πει ότι υπάρχουν Ιεράρχες παντού.
Έτσι νόμιζα, επειδή δεν είχα ακόμα συνηθίσει την επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη. Καθώς όμως συνεχίζω να έρχομαι σε επαφή μαζί του, μαθαίνω ολοένα και περισσότερα. Γνωρίζω πράγματα με περισσότερη ακρίβεια. Οι πιο πολλοί Ιεράρχες είναι, για κάποιο λόγο, στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας, Καλέφραζ. Δεν ξέρω γιατί· ίσως, πάντως, να οφείλεται στο γεγονός ότι ο Μέγας βρισκόταν εκεί. Μετά, το Τάρσαζ και το Ώσρανοκ έχουν τους πιο πολλούς Ιεράρχες – περίπου τον ίδιο αριθμό το κάθε βασίλειο. Στη Γη της Φέδλωχ υπάρχουν πραγματικά ελάχιστοι. Για την ακρίβεια, τέσσερις – και οι δύο απ’αυτούς πήγαν εκεί από το Ώσρανοκ. Στη Γη των Ταργκάφλι υπάρχουν δύο – ένας στην Καρκούμ, σταλμένος από την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας, και ένας ανάμεσα σε κάτι ληστές, ο οποίος παραδόξως γεννήθηκε εκεί. Στο μέρος που ονομάζετε Γη των Λύκων, υπάρχουν οκτώ, αλλά οι τρεις από αυτούς είναι σταλμένοι από την Κοινωνία. Στο Βασίλειο Άρκλιφ δεν υπάρχει κανένας· και ο Μέγας δεν το είχε θεωρήσει σκόπιμο να στείλει κάποιους.
Η Βασίλισσα, πάντως, θα δυσαρεστηθεί που δεν θα επιστρέψεις μαζί μου στο Τάρσαζ, είπα στον Μεγάλο Προφήτη.
Διαβεβαίωσέ την ότι δεν έχω κάτι εναντίον της. Η θέση μου, όμως, για την ώρα είναι εδώ, στη Βινέρνι. Θα έρθω στο Τάρσαζ μετά τον χειμώνα.
Οι εξώκοσμοι που το αεροπλάνο τους είχε πέσει στον κόσμο μας έμειναν μαζί με τον Μεγάλο Προφήτη, όπως φυσικά και η Ανταρλίδα. Αλλά ο Χάλρεοκ και οι πολεμιστές του, αφού χαιρέτησαν τον Τάμπριελ, έφυγαν μαζί μου. Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι μάς έδωσε μερικούς από τους μαχητές του για να μας προστατέψουν μέχρι να φτάσουμε στο Βασίλειο Τάρσαζ και, κυρίως, για να μας οδηγήσουν μέχρι εκεί.
Δεν συναντήσαμε κανέναν κίνδυνο ή δυσκολία στο ταξίδι της επιστροφής· και όταν ήμουν στη Φέντινκεχ, είπα στη Βασίλισσά μας για την απόφαση του Μεγάλου Προφήτη, και, όπως ήταν αναμενόμενο, τα νέα δεν την ευχαρίστησαν. Μου είπε ότι ο Τάμπριελ είχε αρχίσει να φέρεται με τρόπους περίεργους και απρόβλεπτους. Δεν ήξερε αν έπρεπε πλέον να τον εμπιστευόμαστε. Ειδικά από τη στιγμή που είχε τους Ιεράρχες υπό τον έλεγχό του. Οι σκέψεις αυτές της Βασίλισσά μας δεν μου άρεσαν καθόλου, αλλά δεν της το είπα ασφαλώς. Δεν ήταν αυτή η θέση μου.
Και, καθώς ο χειμώνας είχε έρθει, άρχισαν να συμβαίνουν ολοένα και περισσότερα πράγματα που δεν μου άρεσαν αλλά που, φυσικά, δεν θα διστάσω να καταγράψω.
Το στράτευμα του Βασιλείου μας, που ήταν συγκεντρωμένο ακόμα στα δυτικά σύνορα, ξεκίνησε πόλεμο με την Ύλκωχ, η οποία δεν ήταν πια επαρχία της Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας διότι Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας δεν υπήρχε· ο Μεγάλος Προφήτης είχε αποσύρει τους Καθοδηγητές από το πλευρό των Έπαρχων και αυτές οι περιοχές είχαν χωριστεί ξανά σε κρατίδια. Επομένως, δεν είχαμε τώρα πόλεμο με την Επαρχία της Ύλκωχ αλλά με το Πριγκιπάτο της Ύλκωχ, όπως είχε ονομάσει τα εδάφη του ο Άρχοντας Νίμμερον – ή, μάλλον, Πρίγκιπας Νίμμερον τώρα. Συγχρόνως, κάναμε επιθέσεις και στο Κράτος της Σάρανματ, βόρεια της Ύλκωχ. Τα πράγματα δεν άργησαν να αγριέψουν – πολύ. Διότι οι άρχοντες της Σάρανματ και της Ύλκωχ μπορεί να μην είχαν στη διάθεσή τους κανόνια (όπως είχαμε ονομάσει τα Μεγάλα Όπλα μετά από σκέψη με τον Μεγάλο Προφήτη) αλλά εξακολουθούσαν να έχουν τουφέκια και πιστόλια· και, μάλιστα, σε μεγάλες ποσότητες, όπως σύντομα διαπιστώσαμε. Δεν είχαν καθίσει με σταυρωμένα χέρια όσο βρισκόμασταν πίσω από τα σύνορά μας· προετοιμάζονταν για πόλεμο· το υποψιάζονταν ότι θα τους επιτιθόμασταν – και είχαν δίκιο.
Εν τω μεταξύ, πειρατές από τη Γη της Φέδλωχ επωφελήθηκαν από τη χαοτική κατάσταση του πολέμου για να κάνουν επιδρομές σε στρατιωτικούς καταυλισμούς μας. Σκοπός τους, όπως δεν δυσκολευτήκαμε να καταλάβουμε, ήταν η αρπαγή πυροβόλων όπλων, καθώς παρόμοιες επιδρομές έγιναν και σε καταυλισμούς της Ύλκωχ, και πάντοτε οι πειρατές έπαιρναν κάθε πυροβόλο που έβρισκαν. Ανάμεσα στους πειρατές πληροφορήθηκα πως ήταν κι ο τρομερός Σράνκιθ ο Γελαστός, με τον οποίο θυμόμουν πολύ καλά ότι είχε μιλήσει ο Μεγάλος Προφήτης όταν ήμασταν στη Σότραθ. Ο Τάμπριελ τού είχε προσφέρει κάποια από τα πυροβόλα μας προκειμένου εκείνος να μας δώσει οδηγίες – και έναν χάρτη – για να φτάσουμε στο δέντρο των ανθρωποφάγων.
Όμως δεν ήταν μόνο οι πειρατές που εποφθαλμιούσαν τα πυροβόλα όπλα μας, αλλά και ο καινούργιος Βασιληάς του Ώσρανοκ και οι ευγενείς του. Στέλνοντας τη Δούκισσα κέρκα-Χάρθον Ασσάρδια ως πρέσβειρα στη Φέντινκεχ, ζήτησαν από τη Βασίλισσά μας να τους δώσει το μυστικό των όπλων.
Και τι θα μου προσφέρετε ως αντάλλαγμα; ρώτησε η Παμράνεχ τη Δούκισσα κέρκα-Χάρθον.
Ο Σμαραγδένιος Θρόνος και ο Αργυρόντυτος Θρόνος μπορούν να είναι σύμμαχοι, Μεγαλειοτάτη. Ο Βασιληάς μας είναι σύμφωνος.
Μα, δεν είμαστε εχθροί. Οι σχέσεις μας είναι αγαθές, και θέλω να πιστεύω ότι θα παραμείνουν τέτοιες.
Η Δούκισσα κέρκα-Χάρθον είπε: Ο Βασιληάς μας καταλαβαίνει ότι βρίσκεστε σε πλεονεκτική θέση όσο έχετε τα όπλα στη διάθεσή σας, Μεγαλειοτάτη· όμως αυτό δεν αποκλείει το γεγονός να χρειαστείτε τη βοήθειά μας στον πόλεμό σας με τα κρατίδια που μέχρι πρότινος ήταν η Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας… Και δεν θα προσφέρουμε καμία βοήθεια αν δεν έχουμε το μυστικό των καινούργιων όπλων.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ αποκρίθηκε ότι ήθελε να σκεφτεί το θέμα, και η συζήτησή τους έληξε προς το παρόν, ώστε να μπορέσει να μιλήσει με το Αριστερό Χέρι και τους άλλους συμβούλους της. Την επόμενη ημέρα δήλωσε στη Δούκισσα κέρκα-Χάρθον Ασσάρδια ότι το Τάρσαζ δεν θα έδινε το μυστικό των όπλων στο Ώσρανοκ. Η Δούκισσα αποχώρησε, μάλλον δυσαρεστημένη.
Κι εγώ πολύ φοβόμουν ότι οι σχέσεις μας με το Ώσρανοκ δεν θα ήταν από δω και πέρα τόσο καλές όσο παλιά. Διότι, αναμφίβολα, οι Ωσράνιοι θα σκέφτονταν (και δεν θα είχαν άδικο) ότι θέλαμε να είμαστε το ισχυρότερο έθνος στον κόσμο εξαιτίας των όπλων. Σήμερα κάναμε πόλεμο στο Πριγκιπάτο της Ύλκωχ και στο Κράτος της Σάρανματ· αύριο, μήπως θα κάναμε πόλεμο στο Βασίλειο Ώσρανοκ; δεν μπορεί παρά να αναρωτιόνταν.
Κι έτσι, ενώ οι δυνάμεις μας πολιορκούσαν την ίδια την πόλη της Ύλκωχ και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα την έπαιρναν, ο Βασιληάς Νάριντρικ του Ώσρανοκ έδρασε. Ή, μάλλον, του δόθηκε η ευκαιρία να δράσει, σύμφωνα με ό,τι έμαθα. Η Επαρχία της Σάβηνεμ ονομαζόταν τώρα Βασίλειο της Σάβηνεμ16· και ο Βασιληάς της, ο Κάρντελον, φοβούμενος ότι οι Ταρσάζιοι μετά από την Ύλκωχ θα εισέβαλαν στις περιοχές του, ήρθε σε συνεννόηση με τον Βασιληά Νάριντρικ. Του είπε ότι είχε στο κάστρο του μια αλχημίστρια η οποία γνώριζε πώς να φτιάχνει πυροβόλα όπλα, και ήταν πρόθυμος να μοιραστεί το μυστικό μαζί του αν εκείνος του πρόσφερε βοήθεια κατά των Ταρσάζιων. Ο Βασιληάς Νάριντρικ συμφώνησε, και ο στρατός του Ώσρανοκ πέρασε, επάνω σε φρεγάτες, τη Στενή Θάλασσα και αποβιβάστηκε στη Σάβηνεμ. Ο Βασιληάς Κάρντελον κράτησε τον λόγο του και οι Ωσράνιοι έμαθαν το μυστικό των όπλων, κι άρχισαν να ανοίγουν ορυχεία και να φτιάχνουν εργαστήρια, όπου τα όπλα θα παράγονταν μαζικά.
Ο Μεγάλος Προφήτης είχε δίκιο, τελικά: δεν μπορείς να κρατήσεις τέτοια μυστικά για πολύ καιρό.
Το Πριγκιπάτο της Ύλκωχ κατακτήθηκε· με το Κράτος της Σάρανματ γινόταν ακόμα πόλεμος· και τότε ήταν που μάθαμε για τα στρατεύματα του Ώσρανοκ στα εδάφη του Βασιλείου της Σάβηνεμ. Η Βασίλισσά μας έστειλε έναν πρέσβη της στην Κανμάραχ για να ρωτήσει τον Βασιληά Νάριντρικ τι ακριβώς συνέβαινε, κι εκείνος δήλωσε στον πρέσβη ότι το Ώσρανοκ και η Σάβηνεμ ήταν σύμμαχοι τώρα· αν οι Ταρσάζιοι επιτίθονταν στη Σάβηνεμ, οι Ωσράνιοι θα τους χτυπούσαν. Η Βασίλισσά μας εξοργίστηκε, το ίδιο κι ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, αλλά πρόσταξαν τα στρατεύματά τους να μην προχωρήσουν δυτικά της Ύλκωχ, όχι τουλάχιστον μέχρι να είχαν πρώτα κατακτήσει και το Κράτος της Σάρανματ.
Καθώς όμως ο Ταρσάζιος στρατός βρισκόταν στο Πριγκιπάτο της Ύλκωχ, δέχτηκε επίθεση από τα βόρεια, από τη Χώρα της Ντάρλεχ, που ήταν γεμάτη δάση και απόκρημνα μέρη, κι αρκετές περιοχές της, αυτή την εποχή του χρόνου, ήταν σκεπασμένες από χιόνι. Οι συγκρούσεις που έγιναν ήταν πολλές, και οι έφοδοι αιφνίδιες· και όποτε καταδιώκαμε τους πολεμιστές της Ντάρλεχ στα εδάφη τους, τους χάναμε, επειδή εκείνοι γνώριζαν κρυψώνες και μονοπάτια άγνωστα σε μας και μας πυροβολούσαν από μέρη που δεν μπορούσαμε να φτάσουμε. Αυτά, τουλάχιστον, ήταν που μας έλεγε ο Ναρχάεζ, το Δεξί Χέρι του Θρόνου, στέλνοντας αναφορές στη Φέντινκεχ.
Το Κράτος της Σάρανματ, εν τω μεταξύ, κατακτήθηκε από τις δυνάμεις μας, και στην πόλη της Σάρανματ κάθισε ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, οργανώνοντας τον στρατό του και την ευρύτερη περιοχή. Ανιχνευτές στάλθηκαν στα βορειοδυτικά για να μάθουμε τι γινόταν στην Επαρχία της Βέλρικ, απ’όπου δεν έρχονταν πλέον πολλές φήμες και οι έμποροι απέφευγαν αυτά τα μέρη. Τα πράγματα που οι ανιχνευτές ανακάλυψαν ήταν μάλλον ανησυχητικά: Στη Βέλρικ εξακολουθούσε να βασιλεύει ένας Προφήτης του Γκαλένραμωθ, και όλοι οι κάτοικοί της λεγόταν πως ήταν ανθρωποφάγοι (οι ανιχνευτές δεν μπήκαν στην ίδια την πόλη για να το διαπιστώσουν, επειδή φοβόνταν). Στις γύρω πόλεις οι άνθρωποι είχαν αγριέψει· ο καθένας ήταν για τον εαυτό του και μόνο, ή για τη μικρή ομάδα στην οποία ανήκε. Και όλοι έτρεμαν τους τρομερούς ιερείς του Γκαλένραμωθ που περιφέρονταν στη χώρα μαζί με λυσσασμένους ανθρωποφάγους οι οποίοι έμοιαζαν με ανθρώπους-σκύλους, έτοιμοι να καταβροχθίσουν σάρκα, να πιουν αίμα, και να μασήσουν κόκαλα. Εκτός απ’αυτούς, ληστές περιφέρονταν σ’εκείνα τα μέρη, πολεμώντας περισσότερο για να επιβιώσουν παρά για τα λάφυρα.
Η Επικράτεια της Κάλβαχ και το Κράτος της Κίρποντ, που είχαν και τα δύο ακτές στη Στενή Θάλασσα και γειτνίαζαν με την Επαρχία της Βέλρικ, μάθαμε πως ήρθαν σε επαφή με τον Βασιληά του Ώσρανοκ, ζητώντας του αρωγή, επειδή από τη μια φοβόταν την κατακτητική μανία των Ταρσάζιων κι από την άλλη τον δαιμονικό άντρα που ονόμαζε τον εαυτό του Προφήτη του Γκαλένραμωθ. Τι λόγο, όμως, μπορεί να είχε ο Βασιληάς Νάριντρικ για να τους βοηθήσει; Μονάχα έναν. Απαίτησε να γίνουν επαρχίες του Βασιλείου Ώσρανοκ· και η Αρχόντισσα της Κάλβαχ κι ο Πολέμαρχος της Κίρποντ δέχτηκαν. Ωσράνια στρατεύματα διέσχισαν τη Στενή Θάλασσα και τα βορειοανατολικά σύνορα του Ώσρανοκ και τοποθετήθηκαν σε στρατηγικές θέσεις στα εδάφη της Κίρποντ και της Κάλβαχ.
Έτσι όπως ήταν τώρα τα πράγματα, λοιπόν, η παλιά Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας ανήκε κατά το ήμισυ σ’εμάς και κατά το ήμισυ στους Ωσράνιους17, με την Επαρχία της Βέλρικ και τη Χώρα της Ντάρλεχ να βρίσκονται ανάμεσά μας.
Οι πειρατές της Γης της Φέδλωχ συνέχιζαν τις επιδρομές τους στις ακτές, αλλά είχαν τώρα πολύ λιγότερες επιτυχίες. Και ένας απ’αυτούς είχε το θράσος να επισκεφτεί τη Φέντινκεχ και να ζητήσει ακρόαση από τη Βασίλισσά μας. Το όνομά του ήταν Χάλαμπομ, και τον γνώριζα γιατί, όταν είχα πάει στη Ναριάνημ μαζί με τον Μεγάλο Προφήτη, τον είχαμε συναντήσει. Ο Ταρνάτλο μάς τον είχε συστήσει, και τώρα ο Ταρνάτλο ήταν εδώ, στο πλευρό του, και είπε με μεγάλη έπαρση ότι ήταν κάποτε σύντροφος του Μεγάλου Προφήτη και μάλιστα του είχε προσφέρει πολύ σημαντικές υπηρεσίες – θέλοντας να υπονοήσει ότι οφείλαμε να τον πάρουμε σοβαρά, τον αξιοθρήνητο κακοποιό! Η Βασίλισσα τούς άφησε να παρουσιαστούν μπροστά της (μεγάλη παραχώρηση για τέτοιους παλιανθρώπους!) και άκουσε τι είχαν να της πουν. Ο Χάλαμπομ ζήτησε να εμπορευτεί όπλα μαζί της – πυροβόλα όπλα. Η Βασίλισσά μας τον ρώτησε τι θα πρόσφερε ως αντάλλαγμα.
Με το Βασίλειο Ώσρανοκ το ξέρω ότι δεν τα πάτε καλά τελευταία, αποκρίθηκε εκείνος. Μπορώ να βοηθήσω εγώ και το τσούρμο μου· και μπορούμε να σου φέρουμε κι άλλους, Μεγάλη Βασίλισσα. Μπορούμε όλοι μας μαζί να κάνουμε προβλήματα στους Ωσράνιους. (Χαμογέλασε αποκρουστικά.) Περισσότερα προβλήματα απ’ό,τι το συνηθίζουμε, δηλαδής.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ είπε ότι θα το σκεφτόταν, και συζήτησε μόνη της με το Αριστερό Χέρι. Την επόμενη ημέρα δήλωσε στον Χάλαμπομ ότι συμφωνούσε μαζί του. (Εγώ, όμως, δεν τους εμπιστευόμουν τους πειρατές· φοβόμουν ότι θα μας πουλούσαν με την πρώτη ευκαιρία.)
Σεισμοί, εν τω μεταξύ, εξακολουθούσαν να γίνονται εξαιτίας του Ρήγματος, και μάλιστα αρκετά δυνατοί. Μια νύχτα, η Κάνταφάχ μου τρομοκρατήθηκε καθώς πιάτα και ποτήρια έπεφταν από τα ράφια για να σπάσουν στο πάτωμα, κι απ’ολόκληρο το Βασιλικό Παλάτι παρόμοιοι θόρυβοι αντηχούσαν, καθώς και φωνές. Επίσης, όπως έμαθα, κάμποσα σπίτια είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές από τους σεισμούς, και στις αγροικίες μερικές καλύβες και στάνες είχαν γκρεμιστεί.
Δεν μπορούσε, αναρωτιόμουν, να κάνει κάτι ο Μεγάλος Προφήτης για να τα σταματήσει όλα τούτα; Και δεν αναφέρομαι στους σεισμούς· αναφέρομαι στους πολέμους και τις αιματηρές συγκρούσεις. Γιατί είχε εξαφανιστεί, μένοντας στη Βινέρνι, στη Γη των Ταργκάφλι;
Αλλά τότε ήταν που συνέβη κάτι ακόμα χειρότερο. Καθώς συμπλοκές είχαν αρχίσει να διεξάγονται ανάμεσα στους πολεμιστές της Σάβηνεμ και στο στράτευμά μας στην Ύλκωχ, και καθώς παρόμοιες συγκρούσεις γίνονταν στα σύνορα της Σάρανματ με την Επαρχία της Βέλρικ, κάτι ήρθε μέσα από το Ρήγμα. Κάτι που ήταν αδύνατο να κατονομάσουμε και αδύνατο στην αρχή να το αντιληφτούμε.
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου άνθρωπο με ιδιαίτερες δυνάμεις ή προικισμένο από τον Μαράνχαλωμ, όμως νομίζω πως το βράδυ του ερχομού αυτού του δαίμονα ήταν που είδα εκείνο το όνειρο… Ένα όνειρο που παρόμοιό του δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Η ίδια η παρουσία του Ρήγματος, βέβαια, είχε παρατηρηθεί ότι προκαλούσε περίεργα όνειρα σε πολλούς ανθρώπους, και σε μερικούς ακόμα και φευγαλέα οράματα, μα τίποτα το εξαιρετικό, και τίποτα σαν αυτό που είδα τότε.
Βρισκόμουν στο δωμάτιό μου, μέσα στο όνειρο, και, ακούγοντας μια πανίσχυρη βροντή που τράνταξε τους ουρανούς, ξύπνησα και διαπίστωσα ότι τελικά δεν ήταν βροντή αυτό που με είχε ξυπνήσει αλλά ένας τρομερός σεισμός. Παραδόξως, η Κάνταφαχ, που κοιμόταν πλάι μου, δεν είχε ξυπνήσει. Και σύντομα κατάλαβα ότι μέσα στο δωμάτιο υπήρχε ένα άγαλμα που δεν θυμόμουν. Η μορφή του ήταν σκοτεινή, και σηκώθηκα από το κρεβάτι, άναψα ένα κερί, και το πλησίασα ενώ θυμάμαι πως ένιωθα το χέρι μου να τρέμει· η φλόγα τρεμόπαιζε ρίχνοντας παράξενες, ακανόνιστες σκιές γύρω μου. Το πέπλο του σκοταδιού παραμερίστηκε από το άγαλμα σαν να ήταν μαύρο σεντόνι, και είδα τη Βασίλισσά μας. Η Παμράνεχ έστεκε εμπρός μου, αγαλματωμένη! Λαξεμένη πάνω στην πέτρα! Μεγάλε Τίγρη! αναφώνησα. Και τότε κάτι ακόμα πιο αλλόκοτο συνέβη: Το άγαλμα άνοιξε τα βλέφαρά του και με κοίταξε με μάτια κατάλευκα και δαιμονικά. Πετάχτηκα πίσω, ουρλιάζοντας περίτρομος· το κερί έφυγε απ’το χέρι μου, έπεσε κάτω, και το χαλί άρπαξε αμέσως φωτιά με τρόπο αφύσικο και εξωπραγματικό.
Κάνταφαχ! φώναξα. Κάνταφαχ! Και στράφηκα στην Κάνταφάχ μου, πηγαίνοντας προς το κρεβάτι για να την προειδοποιήσω για τον κίνδυνο. Πλησιάζοντας, όμως, είδα ότι μια μορφή στεκόταν πάνω από την κοιμισμένη σύζυγό μου. Ένα αρρωστιάρικο φως έμπαινε από μια τρύπα στον τοίχο18 φωτίζοντας τη μορφή κι αποκαλύπτοντας ένα άγαλμα. Ένα άγαλμα με τη δική μου όψη! Τα κατάλευκα μάτια του στράφηκαν και με κοίταξαν, και τα χείλη του κινήθηκαν αρθρώνοντας Καλέφραζ… Καλέφραζ… Ούρλιαξα το όνομα της Κάνταφαχ, φωνάζοντάς της συγχρόνως να ξυπνήσει, να ξυπνήσει αμέσως! Και τότε τρομερός σεισμός έπιασε· οι πέτρες στους τοίχους, στο πάτωμα, και στο ταβάνι έτριζαν, γρύλιζαν σαν να είχαν ζωντανέψει· και είδα το άγαλμα που είχε τη μορφή μου να ραγίζει και να διαλύεται, να βουλιάζει μέσα στο πάτωμα και να εξαφανίζεται τελείως.
Έτσι έληξε το όνειρό μου, και ξύπνησα φωνάζοντας, ενώ σεισμός γινόταν. Η Κάνταφαχ ξύπνησε επίσης αλλά όχι ουρλιάζοντας όπως εγώ, παρότι φοβόταν πολύ τους σεισμούς. Από το παράθυρό μας μπορούσαμε να δούμε το Ρήγμα να πάλλεται, έντονα, κι ένα ρίγος με διαπέρασε. Ήξερα – κάπως – ότι κάτι πολύ κακό θα συνέβαινε. Η Κάνταφαχ, όταν της μίλησα για το όνειρό μου, δεν θέλησε να δώσει καμία βάση σ’αυτό, αν και μπορούσα να δω ότι την είχε τρομάξει.
Μετά από κανένα δεκαήμερο, ένας πολύ παράξενος θάνατος συνέβη στα περίχωρα της Φέντινκεχ. Ένας χωρικός βρέθηκε νεκρός και απολιθωμένος, σαν κάτι να είχε κάνει τη σάρκα του και όλα τα όργανα του σώματός του να εξαφανιστούν. Ο Ερβάδαζ και ο Χάλρεοκ, οι Υπασπιστές του Δεξιού Χεριού του Θρόνου, δεν είχαν ιδέα τι μπορεί να είχε σκοτώσει αυτόν τον άνθρωπο. Ούτε και το Αριστερό Χέρι μπορούσε να κάνει καμία υπόθεση.
Την επομένη, ακόμα ένας άνθρωπος βρέθηκε νεκρός – τίποτα περισσότερο από ένας απολιθωμένος σκελετός. Αυτή τη φορά, όμως, μέσα στην πόλη. Ένας νυχτοφύλακας. Και σύντομα, μας ήρθαν νέα ότι παρόμοιοι θάνατοι είχαν συμβεί και σ’άλλες πόλεις του Βασιλείου: δύο νεκροί στη Ναλκέμ, ένας στην Άλρεχ, καθώς και αλλού. Βόρεια της Φέντινκεχ πάντα. Κι επίσης, μάθαμε ότι ένας από τους παρατηρητές του Ρήγματος είχε πεθάνει με τον ίδιο τρόπο. Συμπεράναμε, λοιπόν, ότι κάτι είχε έρθει από το Ρήγμα. Κάτι επικίνδυνο.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ πρόσταξε τον Χάλρεοκ και τον Ερβάδαζ να διπλασιάσουν τις φρουρές παντού στην πρωτεύουσα, και το Αριστερό Χέρι να εντοπίσει αυτόν τον παράξενο δολοφόνο, ό,τι κι αν ήταν.
Τα μέτρα που πήρε, όμως, δεν εμπόδισαν τον αποτρόπαιο δαίμονα να ξανασκοτώσει και να ξανασκοτώσει και να ξανασκοτώσει μέσα σε πέντε ημέρες. Τρεις φορές. Σε τελείως απίθανα σημεία. Ήταν σαν να εμφανιζόταν και να εξαφανιζόταν χωρίς ν’αφήνει ίχνη πίσω του.
Και την τέταρτη φορά… την τέταρτη φορά…
Βρισκόμουν στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη κάνοντας κάποιες προσθήκες σ’ένα σύγχρονο βιβλίο περί γεωγραφίας, όταν άκουσα ουρλιαχτά πίσω από τα ράφια. Τα ουρλιαχτά κάποιας που βρίσκεται εκτός εαυτού από τον τρόμο. Αμέσως έτρεξα, διότι ήταν ακριβώς δίπλα μου. Έστριψα πίσω από τα ράφια που δημιουργούσαν ολόκληρο τοίχο από τόμους και κυλίνδρους ανάμεσα σ’εμένα και στην τρομοκρατημένη γυναίκα… και βρέθηκα μπροστά σε κάτι που δεν ξέρω πώς ακριβώς να περιγράψω. Ήταν σαν το ίδιο το πάτωμα να είχε ανασηκωθεί όπως το νερό του ποταμού ή της θάλασσας, κι από μέσα του είχε βγει μια μορφή λιθική, που έμοιαζε με άνθρωπο αλλά αντί για χέρια είχε πελώρια φτερά, και τα πόδια της ήταν μια ουρά που ενωνόταν με τη γη. Μπροστά σ’αυτό το τέρας ήταν μια νεαρή βιβλιοθηκονόμος που γνώριζα, πεσμένη κάτω, ανάσκελα, κατάχλωμη, τρέμοντας. Δεν πρόλαβα ούτε καν να φωνάξω καθώς τρόμος με παρέλυσε· είδα τον δαίμονα να πέφτει πάνω στην κοπέλα και να την τυλίγει με τις λίθινες φτερούγες του. Τα ουρλιαχτά της έπαψαν σαν κάτι να την έπνιγε, και άκουσα έναν ήχο που είναι δύσκολο να περιγράψω αλλά μου θύμισε κάτι που τρέφεται, κάτι που ρουφάει. Ο δαίμονας άνοιξε μετά από λίγο τις φτερούγες του και ένας σκελετός έπεσε στο πάτωμα: ένα απολιθωμένο σκέλεθρο, τυλιγμένο με κουρελιασμένα ρούχα.
Ενώ εγώ στεκόμουν και κοίταζα, κοκαλωμένος, παραλυμένος.
Ο δαίμονας στράφηκε, τότε, σε μένα, και μέσα απ’το πρόσωπό του, που ήταν βαθουλό σαν πιάτο, είδα δύο κατάλευκες φλόγες να με ατενίζουν. Και ήμουν βέβαιος ότι θα πέθαινα. Αλλά ο δαίμονας, ξαφνικά, βούτηξε στο πάτωμα κι εξαφανίστηκε, μην αφήνοντας κανένα σημάδι πίσω του.
Όταν οι φρουροί ήρθαν με σήκωσαν μισολιπόθυμο από κάτω και, στην αρχή, δεν ήθελαν να πιστέψουν τα λόγια μου. Μου έλεγαν να ηρεμήσω και να τους πω τι ακριβώς είχα δει, οι ανόητοι! Για να είμαι ειλικρινής, βέβαια, εκείνη τη στιγμή δεν θυμάμαι τι έλεγα, και ίσως – ίσως – να έλεγα χαζομάρες από την ταραχή μου. Αργότερα, όταν μίλησα με τη Βασίλισσα, το Αριστερό Χέρι, τον Χάλρεοκ, και τον Ερβάδαζ, αυτοί δεν φάνηκαν το ίδιο δύσπιστοι όπως οι φρουροί.
Η Κελνίχηβ μού είπε: Η μαρτυρία σου εξηγεί γιατί οι νεκροί είναι απολιθωμένοι σκελετοί, και γιατί ο δολοφόνος δεν αφήνει κανένα ίχνος πίσω του.
Μεγάλε Τίγρη…! έκανε ο Ερβάδαζ. Δεν μπορούμε ν’αντιμετωπίσουμε κάτι τέτοιο! Είναι δαίμονας!
Το Αριστερό Χέρι είπε ότι θα ειδοποιούσε τον Ναό του Μαράνχαλωμ. Ίσως οι ιερείς να ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν.
Δυστυχώς, όμως, ούτε ο Αρχιερέας ούτε ο Πρωθιερέας είχαν ποτέ δει κάτι σαν αυτό που είχα δει εγώ. Και, ακόμα χειρότερα, δεν είχαν ούτε καν ακούσει για τίποτα που να τους φέρνει στο μυαλό έναν τέτοιο δαίμονα.
Αν ήρθε από το Ρήγμα, φυσικό είναι να μην τον γνωρίζει κανένας στον κόσμο μας, είπε ο Χάλρεοκ. Μόνο ο Τάμπριελ μπορεί να μας βοηθήσει τώρα. Είναι Προφήτης· ίσως να προβλέψει πού θα εμφανιστεί αυτό το τέρας για να του στήσουμε ενέδρα και να το σκοτώσουμε.
Μα, είπα εγώ, είναι από πέτρα, Χάλρεοκ!
Αφού έχει ανάγκη από τροφή, πρέπει να μπορεί και να πεθάνει, αντιγύρισε εκείνος, αν και ακουγόταν αβέβαιος, οφείλω να ομολογήσω – πολύ αβέβαιος.
Η Βασίλισσα, όμως, είπε ότι δεν θα τρέχαμε να ζητήσουμε τη βοήθεια του Προφήτη σαν να μην υπάρχει καμία φύλαξη στο Βασίλειο. Θα βρίσκαμε αυτό το τέρας και θα το σκοτώναμε μόνοι μας. Θα βάζαμε παντού φρουρές! Θα το παγιδεύαμε!
Βασίλισσά μου, της είπα, ο Τάμπριελ μάλλον το γνωρίζει ήδη…
Τι εννοείς, Καλέφραζ;
Οι Ιεράρχες, Βασίλισσά μου. Θα το έχει πληροφορηθεί μέσω των Ιεραρχών. Μην ξεχνάτε ότι διδάσκω σε μία απ’αυτούς την Άρκλιφ προκειμένου να τη μαθαίνει ο Τάμπριελ.
Αν το ξέρει, λοιπόν, ας μας βοηθήσει από μόνος του. Δεν θα τον παρακαλέσουμε. Εκείνος μάς χρωστά, όχι εμείς.
Και η Κελνίχηβ κατένευσε, λέγοντας: Ακριβώς, Βασίλισσά μου.
Στο επόμενό μου μάθημα με την Ιεράρχη19, τη ρώτησα αν ο Τάμπριελ γνώριζε για τον δαίμονα. Εκείνη, αναμενόμενα, μου απάντησε: Ό,τι γνωρίζουμε το γνωρίζει. Οπότε θέλησα να μάθω αν ο Προφήτης είχε να μας δώσει καμια συμβουλή για το πώς να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό. Η Ιεράρχης αποκρίθηκε ότι δεν είχε καμία συμβουλή να μας δώσει· και ήλπιζα να μου είπε αλήθεια. (Μπορούσαν, άραγε, οι Ιεράρχες να πουν ψέματα για κάτι που αφορούσε τον Μεγάλο Ιεράρχη;)
Οι δρόμοι της Φέντινκεχ γέμισαν φρουρούς και κατασκόπους, καθώς περιμέναμε την επόμενη επίθεση του χθόνιου δαίμονα. Καμία απόπειρα δολοφονίας, όμως, δεν έγινε, αλλά ένα άλλο νέο ήρθε στο παλάτι: ένα νέο από τους παρατηρητές του Ρήγματος. Κάποιο άγνωστο πλάσμα είχε βγει μέσα από το Ρήγμα, μας είπε ο αγγελιαφόρος. Μεγαλόσωμο και ερπετοειδές, σαν σαύρα. Είχε γκρίζες φολίδες και ένα μακρύ, επικίνδυνο κέρατο πάνω απ’τη μουσούδα του. Η Βασίλισσά μας ρώτησε αν το σκότωσαν, αλλά ο αγγελιαφόρος έδωσε αρνητική απάντηση. Είπε ότι δεν πρόλαβαν, και τώρα κανείς δεν ήξερε πού ακριβώς ήταν το θηρίο. Η Βασίλισσα πρόσταξε να το βρουν και να το σκοτώσουν.
Οι ημέρες περνούσαν, όμως, και κανείς δεν ανέφερε ότι το σκότωσε. Επίσης, ούτε ο χθόνιος δαίμονας παρουσιάστηκε στη Φέντινκεχ. Είχε, άραγε, καταλάβει ότι τον περιμέναμε και είχε πάει αλλού για να τραφεί;
Δυτικά του Βασιλείου μας, οι συγκρούσεις στα σύνορα της Επαρχίας της Ύλκωχ20 και του Βασιλείου της Σάβηνεμ εντάθηκαν, και ο Βασιληάς Κάρντελον είχε τη στρατιωτική αρωγή των Ωσράνιων – ορισμένοι απ’τους οποίους παρατηρήθηκε ότι χειρίζονταν πυροβόλα όπλα. Ο Στρατάρχης Ναρχάεζ, το Δεξί Χέρι του Θρόνου, ανέφερε ότι το στράτευμα δυσκολευόταν να διεισδύσει στα εδάφη της Σάβηνεμ επειδή ήταν ορεινά και απότομα, γεμάτα χαράδρες και κρημνούς, κι ετούτη την εποχή του χρόνου πολλά μέρη ήταν χιονισμένα.
Στη Σάρανματ, ο Πρίγκιπας Μάρνεζ αντιμετώπιζε προβλήματα με τις επιδρομές ανθρωποφάγων από την Επαρχία της Βέλρικ. Δεν φαινόταν να έχουν τακτικό στρατό, αλλά ορμούσαν μες στη νύχτα σαν δαιμονισμένοι και κατασπάραζαν τους στρατιώτες του με πρωτόφαντη δύναμη και αγριότητα.
Οι πειρατές της Φέδλωχ είχαν αρχίσει να επιτίθενται στις ακτές του Ώσρανοκ χρησιμοποιώντας τα πυροβόλα όπλα με τα οποία τους είχε προμηθεύσει η Βασίλισσά μας. Ακόμα και τρία κανόνια τούς είχε δώσει. Οι Ωσράνιοι, ασφαλώς, δεν άργησαν να καταλάβουν ότι οι κουρσάροι είχαν κάνει κάποια συμφωνία με το Τάρσαζ, κι αυτό σίγουρα θα τους εξόργισε, γιατί, εκτός των άλλων, προκαλούσε προβλήματα και στα πλοία τους που ήθελαν να διασχίσουν τη Στενή ή την Ενδότερη Θάλασσα.
*
* * *
*
«Ίσως θα έπρεπε να πάμε να βοηθήσουμε,» είπε η Ανταρλίδα.
«Με τι τρόπο;»
«Είναι φανερό ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτό το πλάσμα.»
«Ούτε εμείς μπορούμε,» είπε ο Τάμπριελ. «Ή έχεις κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σου;»
Οι δυο τους ίππευαν ό’τρατ ζιν, χωρίς να τρέχουν, πηγαίνοντας προς τα ανατολικά. Μια συνοδεία από δώδεκα Ταργκάφλι πολεμιστές τούς ακολουθούσε, για λόγους ασφάλειας· δεν θα άφηναν τον Καζίτο’ναρ αφύλαχτο.
Η Ανταρλίδα κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Πώς να έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου από τη στιγμή που δεν έχω ξανασυναντήσει ένα τέτοιο πλάσμα, έτσι όπως το περιγράφεις;»
«Όπως το περιγράφει ο Καλέφραζ, θες να πεις. Κανένας από τους Ιεράρχες δεν το έχει αντικρίσει ο ίδιος – επομένως ούτε κι εγώ. Κι αυτό έχει επιτεθεί σε πολύ περισσότερες περιοχές απ’ό,τι φαίνεται να ξέρουν στο παλάτι της Φέντινκεχ.»
«Πού;»
«Η ταχύτητά του, μάλιστα, με εκπλήσσει…»
Ίππευαν ανατολικά, έχοντας αφήσει πίσω τους τη Νάρτλαμ, την τελευταία πόλη των Ταργκάφλι σε τούτα τα μέρη. Νότιά τους απλωνόταν το Πυκνόκλαδο Δάσος, στις παρυφές του οποίου φύτρωνε το φρούτο που ονομαζόταν καφάρδιο και που απ’τους καρπούς του έφτιαχναν το ομώνυμο ποτό. Αντίκρυ τους εκτεινόταν μια μεγάλη πεδιάδα που, προς το τέλος της, φαινόταν να είναι τελείως άδεντρη και χωρίς χορτάρι. Οι Ερημιές του Τέλους του Κόσμου, όπως έλεγαν αυτές τις περιοχές στο Τάρσαζ και δυτικά του· ή, η Μεγάλη Ερημιά, όπως τις αποκαλούσαν στη Γη των Ταργκάφλι.
«Πού, Τάμπριελ;» επανέλαβε η Ανταρλίδα.
«Στα βόρεια του Τάρσαζ, στα νότια, στα ανατολικά, στα δυτικά. Παντού μέσα στο Βασίλειο,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Έχει φάει χωρικούς, μισθοφόρους, ταξιδιώτες, εμπόρους… Και δεν εμφανίζεται μόνο εκεί, αλλά και στο Ώσρανοκ, και στις περιοχές που ήταν παλιά η Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας.»
«Νομίζεις ότι μπορεί να θέλει κάτι συγκεκριμένο;»
«Ναι. Φαγητό.»
«Τότε, είναι σίγουρα πολύ πεινασμένο…»
«Δε νομίζω. Αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να τρώει λιγότερο από μία φορά στις δύο ημέρες κατά μέσο όρο.»
«Τρώει, όμως, έναν άνθρωπο κάθε φορά.»
«Ο καθένας με τις προτιμήσεις του.»
Η Ανταρλίδα μειδίασε αχνά. «Δεν είναι αστείο,» παρατήρησε. «Και ίσως θα ήταν καλύτερα να πάμε δυτικά για να μάθουμε περισσότερα γι’αυτό, αντί εδώ που έχουμε έρθει, σε τούτους τους έρημους τόπους…»
Ένας παγερός, ξερός άνεμος ερχόταν από τις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου, φέρνοντας μαζί του μικρά κομμάτια άμμου καθώς και μια χθόνια κακοσμία, σαν από κάτι σάπιο. Οι κάπες του Τάμπριελ και της Ανταρλίδας, που ήταν δεμένες σφιχτά, προσπαθούσαν ν’ανεμίσουν, να σηκωθούν πάνω από τους ώμους τους. Τα ό’τρατ ζιν σύριζαν, πού και πού, από κάτω τους, κι ανοιγόκλειναν νευρικά τις δαγκάνες τους κάνοντας κλικ-κλακ. Στην αρχή ο Τάμπριελ δεν μπορούσε να καβαλήσει τα γιγάντια έντομα· γλιστρούσε στο κέλυφός τους, που δεν έμοιαζε καθόλου με τη ράχη αλόγου. Τελικά, όμως, είχε μάθει να τα ιππεύει. —Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι για έναν Φεηνάρκιο; του είχε πει η Ανταρλίδα, η οποία είχε εξαρχής καβαλήσει άνετα τα ό’τρατ ζιν. —Σίγουρα πιο δύσκολο απ’ό,τι για μια Μαύρη Δράκαινα, της είχε απαντήσει εκείνος.
«Δε μπορούμε να κάνουμε κάτι, Ανταρλίδα. Δεν έχουμε ιδέα πού εμφανίζεται αυτό το πλάσμα κάθε φορά. Ούτε εγώ δεν μπορώ να το προβλέψω.»
«Κι εδώ,» η Μαύρη Δράκαινα έδειξε την ερημιά αντίκρυ τους με μια κοφτή χειρονομία, «τι πάμε να κάνουμε; Δεν υπάρχει τίποτα!»
«Μια ματιά θα ρίξουμε.»
«Έχεις ‘δει’ κάτι;»
«Σίγουρα, έχω δει εικόνες από ερημιές. Αλλά δεν μπορώ να ξέρω αν είναι από αυτές τις συγκεκριμένες ερημιές· όχι μέχρι να βρεθώ εκεί ο ίδιος. Γι’αυτό ήρθαμε, Ανταρλίδα.»
Η πεδιάδα γύρω τους γινόταν σταδιακά ολοένα και πιο ξερή καθώς ταξίδευαν ανατολικά, ώσπου, σύντομα πλέον, δεν υπήρχαν καθόλου δέντρα, ούτε ψηλά ούτε χαμηλά, και καθόλου χορτάρι. Μονάχα άμμο αντίκριζαν, και βράχους εδώ κι εκεί· και το ουρλιαχτό του ανέμου ακουγόταν πιο δυνατό, κι έδινε την εντύπωση ότι ερχόταν από τα βάθη κάποιας υπερκόσμιας αβύσσου. Μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά τους έβλεπαν ξερούς τόπους, γκρίζους και καφέ, χωρίς την παραμικρή βλάστηση.
Οι Ερημιές του Τέλους του Κόσμου.
Μετά από εδώ, αν κάποιος κατόρθωνε να διασχίσει τούτα τα θανατερά μέρη, ο κόσμος έφτανε στο τέλος του. Έτσι έλεγαν οι θρύλοι αυτής της διάστασης.
Ο Τάμπριελ κράτησε τα γκέμια του ό’τρατ ζιν σφιχτά μέσα στα γαντοφορεμένα χέρια του και ατένισε βόρεια, βορειοανατολικά, ανατολικά, νοτιοανατολικά…
«Λοιπόν;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα. «Σου θυμίζει κάτι;»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Αυτό σημαίνει πως δεν θα προχωρήσουμε άλλο;»
«Είναι μεσημέρι,» είπε ο Τάμπριελ. «Ας καθίσουμε να ξεκουραστούμε.»
«Ωραίο μέρος διάλεξες,» σχολίασε η Ανταρλίδα λοξοκοιτάζοντάς τον.
Κατασκήνωσαν στην αρχή της Ερημιάς, και οι Ταργκάφλι φυλούσαν σκοπιές.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι τούς είχε πει ότι κανείς δεν είχε ποτέ επιστρέψει από ταξίδι βαθιά μέσα στη Μεγάλη Ερημιά, και τους είχε προειδοποιήσει να μην προχωρήσουν πολύ πέρα από τις παρυφές της. Ο Τάμπριελ τού είχε αποκριθεί να μην ανησυχεί· μια ματιά ήθελε μόνο να ρίξει, να δει πώς ήταν αυτό το μέρος.
Η Ανταρλίδα, όμως, ήξερε ότι, αν ο Τάμπριελ έβλεπε κάτι που του έλεγε να συνεχίσει να ταξιδεύει σε τούτους τους ξερούς τόπους, θα το έκανε. Κι ελπίζω να μη δει τίποτα τέτοιο…
Μετά το φαγητό, ο Τάμπριελ έπιασε το ραβδί του και ήρθε σε επαφή με τους Ιεράρχες για να μάθει τι γινόταν στον κόσμο.
«Ξαναεμφανίστηκε το πέτρινο πλάσμα;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Σύμφωνα με τις γνώσεις μου, όχι. Αλλά ένα άλλο θηρίο ήρθε από το Ρήγμα.»
«Τι θηρίο;»
«Κάτι σαυροειδές με γκρίζες φολίδες.»
Η Ανταρλίδα κούνησε το κεφάλι της, καθώς οι δυο τους ήταν καθισμένοι δίπλα στη φωτιά μπροστά από τη σκηνή τους. «Δεν το ήξερα αυτό για τους υπερδιαστασιακούς στροβίλους…»
«Ποιο πράγμα;»
«Ότι συνεχώς φέρνουν διάφορα από μέσα τους.»
«Εξαρτάται από τη διάσταση, υποθέτω, κι από τη φύση του στροβίλου. Επιπλέον, μην ξεχνάς ότι αυτός ο στρόβιλος δεν είναι… φυσικός. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος τον δημιούργησε στην Απολλώνια.»
«Με την ίδια λογική, κι οι άλλοι στρόβιλοι δεν ξέρουμε αν είναι ‘φυσικοί’. Μπορεί κάποιος, σε κάποια γωνιά του σύμπαντος, να τους δημιουργεί.»
«Πολλοί από εκείνους τους στροβίλους, όμως, εμφανίζονται και μετά εξαφανίζονται. Και δεν είναι συνήθως τόσο μεγάλοι. Ένας Ερευνητής μού είχε πει κάποτε ότι είχε δει έναν υπερδιαστασιακό στρόβιλο μέσα σε μια ντουλάπα! Δεν αποκλείεται, πάντως, να ισχύει κι αυτό που λες: ίσως κάποιος, σε κάποια γωνιά του σύμπαντος, να τους δημιουργεί χωρίς να το γνωρίζουμε…»
Το απόγευμα, διέλυσαν τον μικρό καταυλισμό τους και έφυγαν από τις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου. Ο Τάμπριελ δεν είχε προσέξει εδώ τίποτα που να τον ενδιαφέρει. Καβαλώντας τα ό’τρατ ζιν και τα άλογά τους κατευθύνθηκαν προς τα δυτικά, προς τη Νάρτλαμ, όπου ήξεραν ότι δεν θα κατόρθωναν να φτάσουν απόψε.
Καθώς νύχτωνε και βρίσκονταν κοντά στις παρυφές του Πυκνόκλαδου Δάσους, είδαν τρία άλογα να περιφέρονται εκεί κοντά, χρεμετίζοντας και μοιάζοντας φοβισμένα. Ήταν όλα τους σελωμένα και χαλινωμένα.
«Κάτι συνέβη,» είπε η Ανταρλίδα, και έβγαλε το τουφέκι της από τον ώμο.
«Ληστές ίσως, Καζίτο’ναρ,» υπέθεσε ένας απ’τους Ταργκάφλι.
Ληστές… σκέφτηκε ο Τάμπριελ καθώς αναμνήσεις από εικόνες περνούσαν απ’το μυαλό του. Ή όχι… Ωθώντας το ό’τρατ ζιν του, κατευθύνθηκε προς τις παρυφές του Πυκνόκλαδου Δάσους.
«Καζίτο’ναρ!» έκανε ο Ταργκάφλι, ακολουθώντας τον.
Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν επίσης.
«Τι είναι;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα. «Βλέπεις κάτι που δεν βλέπω;»
«Θα το ανακαλύψουμε λίγο παρακάτω.»
Τα σελωμένα άλογα που δεν είχαν αναβάτες έκαναν κύκλους γύρω τους, χωρίς όμως να ζυγώνουν.
«Συλλέκτες πρέπει να ήταν,» είπε ο Ταργκάφλι που είχε μιλήσει και πριν, ο οποίος ονομαζόταν Νάβριχ και ήταν εγγονός του Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι. «Άνθρωποι που ήρθαν να μαζέψουν καφάρδιο.»
«Ταργκάφλι;» ρώτησε ο Τάμπριελ, χωρίς να διευκρινίσει αν αναφερόταν στους καθαρόαιμους Ταργκάφλι ή όχι, επειδή ήταν προφανές ότι αναφερόταν σ’αυτούς. Σε τούτους τους τόπους, ή καθαρόαιμους ή μη-καθαρόαιμους Ταργκάφλι μπορούσες μόνο να βρεις· οι άλλοι άνθρωποι δεν πλησίαζαν. Με την εξαίρεση ίσως ορισμένων ανόητων εξερευνητών που, αν δεν είχαν πολύ καλούς οδηγούς, χάνονταν και τους έτρωγαν τα θηρία ή τους σκότωναν οι ληστές – που ποτέ δεν ήταν καθαρόαιμοι Ταργκάφλι, σύμφωνα με τους κατοίκους των αρχαίων πόλεων.
«Δεν ξέρω, Καζίτο’ναρ…» αποκρίθηκε ο Νάβριχ.
Πλησίασαν τις παρυφές του Πυκνόκλαδου Δάσους μπαίνοντας κάτω από τις σκιές των δέντρων του, και λίγο παρακάτω είδαν κάτι… παράξενο στο έδαφος. Αρχικά, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς ήταν· η μορφή του τους μπέρδευε, αν και όλοι τους έβλεπαν ότι δεν ταίριαζε στο φυσικό τοπίο. Μετά, όμως, ζύγωσαν κι άλλο, και πρώτη η Ανταρλίδα κατάλαβε πως ήταν ένας νεκρός.
«Ανάψτε δαυλούς,» πρόσταξε ο Τάμπριελ, και οι Ταργκάφλι υπάκουσαν.
Στο κοκκινωπό φως, ένα σκέλεθρο αποκαλύφθηκε. Ένα απολιθωμένο σκέλεθρο. Με κουρελιασμένα ρούχα που έμοιαζαν καινούργια. Ήταν σαν, ξαφνικά, αιώνες να είχαν περάσει για το σώμα μέσα τους αφήνοντάς τα ανέγγιχτα.
«Ο δαίμονας του Καλέφραζ…» μουρμούρισε ο Τάμπριελ.
Η Ανταρλίδα τον άκουσε. «Το ήξερες ότι θα το βρίσκαμε αυτό εδώ;»
Εκείνος ένευσε.
Η Ανταρλίδα κατέβηκε απ’το ό’τρατ ζιν της και, περνώντας το τουφέκι της στον ώμο, γονάτισε στο ένα γόνατο πλάι στο απολιθωμένο σκέλεθρο για να το εξετάσει. Μετά, σηκώθηκε όρθια και είπε: «Είναι σαν κάτι να ρούφηξε καθετί το υγρό από αυτό το σώμα. Επομένως, ο φίλος μας διψάει πιο πολύ απ’ό,τι πεινάει…»
*
«Υψηλότατε, μια γυναίκα ζητά να σας μιλήσει.»
Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ σηκώθηκε από τον θρόνο του στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου της Σάρανματ. «Ποια είναι, και τι θέλει;»
«Λέει πως είναι μαντατοφόρος του Μεγάλου Προφήτη, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε η δωδέκαρχος αντίκρυ του.
Του Μεγάλου Προφήτη… Αποφάσισε να μας στείλει χαιρετισμούς από τη Γη των Ταργκάφλι όπου έχει φωλιάσει; «Ας περάσει.»
Η δωδέκαρχος υποκλίθηκε και βγήκε από την αίθουσα.
Ο Μάρνεζ κάθισε στον θρόνο του, περιμένοντας. Πλάι στο κάθισμα ήταν θηκαρωμένο και όρθιο το σπαθί του, κι ακούμπησε το δεξί του χέρι στο μαργαριτάρι της μακριάς λαβής του όπλου. Πάνω από τον θρόνο ήταν κρεμασμένη μια σημαία με το σύμβολο του Βασιλείου Τάρσαζ: το κεφάλι μιας βρυχούμενης τίγρης, με δύο διασταυρωμένα ξίφη από κάτω του.
Το ένα φύλλο της διπλής πόρτας της αίθουσας άνοιξε, και μια γυναίκα μπήκε υπό τα αετίσια βλέμματα των φρουρών. Ήταν ξανθιά και μετρίου αναστήματος, με μακριά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους και στην πλάτη της. Το δέρμα της ήταν λευκό, και φορούσε μαύρο φόρεμα και γκρίζα κάπα.
Γονάτισε στο ένα γόνατο μπροστά στον Πρίγκιπα Μάρνεζ.
«Σήκω,» της είπε εκείνος, κάπως βαριεστημένα, αγγίζοντας ανάλαφρα με την ανάστροφη του αριστερού του χεριού τα κοντά γαλανά γένια του, ενώ το δεξί του χέρι εξακολουθούσε να είναι ακουμπισμένο στο μανίκι του σπαθιού του.
Η γυναίκα ορθώθηκε. «Έρχομαι εκ μέρους του Μεγάλου Προφήτη, Υψηλότατε.»
Και πού ξέρω ότι λες αλήθεια; «Για ποιο λόγο;»
«Για να σας προειδοποιήσω.»
Ο Μάρνεζ δεν κινήθηκε. «Προειδοποίησέ με, λοιπόν,» είπε ατενίζοντάς την αυστηρά.
«Ο Μεγάλος Προφήτης σάς προτρέπει, Υψηλότατε, να μην επιτεθείτε στην Επαρχία της Βέλρικ.»
Γνωρίζει, λοιπόν, τα σχέδιά μου… Δεν είχε, βέβαια, κάνει και τίποτα για να τα κρατήσει κρυφά, όφειλε να παραδεχτεί. «Γιατί; Συμβαίνει κάτι που αγνοώ;»
«Ο Γκαλένραμωθ, λέει ο Μεγάλος Προφήτης, είναι ένας πολύ επικίνδυνος δαίμονας,» αποκρίθηκε η γυναίκα. «Θα φτάσετε εύκολα στην πόλη της Βέλρικ, αλλά όταν είστε εκεί, Πρίγκιπά μου, ο στρατός σας θα πάψει να είναι δικός σας· θα αρχίσουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο, να τρώνε ο ένας τον άλλο.»
«Θα μετατρέψει τους πολεμιστές μου σε ανθρωποφάγους;»
«Ναι. Όπως το ίδιο έκανε και στους περισσότερους ανθρώπους που βρίσκονταν μέσα στη Βέλρικ, όταν ο Μεγάλος Προφήτης τον έδιωξε από κοντά του.»
Αυτό είναι αλήθεια, σκέφτηκε ο Μάρνεζ. Έτσι ξέρουμε τουλάχιστον. Έγιναν όλοι τους ανθρωποφάγοι, σαν αυτούς που βρίσκεις στη Γη της Φέδλωχ. «Υπάρχει κάτι άλλο που θέλει να μου πει ο Μεγάλος Προφήτης;»
«Όχι, Υψηλότατε.»
«Μπορείς να πηγαίνεις, τότε.»
Η γυναίκα δίστασε λίγο. «…Υψηλότατε. Μπορώ να ικετέψω για μια χάρη;»
Ο Μάρνεζ συνοφρυώθηκε. «Τι χάρη;» Νομίζεις ότι θα σε ανταμείψω για τις υπηρεσίες σου, ξεπαρμένη;
«Ο άντρας μου, Πρίγκιπά μου. Ήταν στον πόλεμο. Μισθοφόρος. Υπηρετούσε πολύ καιρό τον Έπαρχο Νολμάκνο, επειδή πλήρωνε αρκετά καλά για τις υπηρεσίες. Τον λένε Κασμίλλο. Τον αιχμαλωτίσατε, έχω ακούσει. Έχουμε τέσσερα παιδιά, Πρίγκιπά μου. Και τον αγαπώ. Μένουμε σε μια αγροικία, βορειοδυτικά της πόλης. Κάτω απ’το Λόφο του Σπουργίτη, που λένε. –Σας ικετεύω να ελευθερώσετε τον Κασμίλλο, Πρίγκιπά μου! Δεν έχει κανένα λόγο να πολεμήσει εναντίον σας – δούλευε για τον Έπαρχο επειδή εκείνος πλήρωνε, και έχουμε τέσσερα παιδιά και η γη μας δεν βγάζει αρκετά…»
«Θα το σκεφτώ,» αποκρίθηκε ο Μάρνεζ. «Ποιο είναι το όνομά σου;»
«Νεσκάλβη, Πρίγκιπά μου. Με ξέρουν κοντά στο Λόφο του Σπουργίτη.»
Ξέρουν, όμως, και τι είσαι; Ο άντρας σου το ξέρει; «Εντάξει, θα το σκεφτώ. Μπορείς να πηγαίνεις.»
Η γυναίκα υποκλίθηκε και έφυγε από την αίθουσα. Το φύλλο της διπλής πόρτας που είχε ανοίξει έκλεισε πίσω της.
Το απόγευμα, ο Πρίγκιπας Μάρνεζ είπε να αναζητήσουν ανάμεσα στους αιχμαλώτους έναν άντρα που ονομαζόταν Κασμίλλο και ήταν σύζυγος της Νεσκάλβης που έμενε κάτω από τον Λόφο του Σπουργίτη. Όταν είχε αρχίσει να βραδιάζει, τον βρήκαν, και ο Πρίγκιπας του Τάρσαζ τον ελευθέρωσε.
*
Ο Ναρχάεζ βγήκε απ’τη σκηνή του μέσα στο λυκόφως του δειλινού. Ο άνεμος που φυσούσε στο στρατόπεδο ήταν παγερός, φέρνοντας νιφάδες χιονιού· και τα αλυχτήματα λύκων αντηχούσαν από τα δάση στα βόρεια, από τη Χώρα της Ντάρλεχ. Το στράτευμα ήταν καταυλισμένο σ’ένα κομβικό, στρατηγικό σημείο κοντά στη Ντάρλεχ και στο Βασίλειο της Σάβηνεμ, μέσα στα εδάφη της Επαρχίας της Ύλκωχ.
«Ελάτε, Εξοχότατε,» είπε ο εκατόνταρχος. «Θα σας οδηγήσουμε.» Και εκείνος κι οι πολεμιστές του ανέβηκαν στα άλογά τους.
Ο Ναρχάεζ έκανε νόημα να του φέρουν το δικό του άλογο, και καβαλίκεψε κι εκείνος, νιώθοντας τον ψυχρό αγέρα να κάνει τα μακριά, καστανά μαλλιά του ν’ανεμίζουν πάνω απ’τους ώμους του.
«Είναι μακριά;» ρώτησε τον εκατόνταρχο.
«Όχι πολύ μακριά.»
«Πού είναι τώρα οι ανιχνευτές που είδαν αυτό το πράγμα;»
«Εδώ είναι, στο στρατόπεδο. Θέλετε να τους φωνάξω προτού ξεκινήσουμε;»
«Όχι, άστους να ξεκουραστούν. Πάμε πρώτα να δούμε τον νεκρό,» είπε ο Ναρχάεζ, και κάλπασαν βορειοδυτικά, προς κάτι απόκρημνα υψώματα. Οι πεταλωμένες οπλές των αλόγων τους έκαναν το λεπτό στρώμα του χιονιού στο έδαφος να τινάζεται.
Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, ο Ναρχάεζ δεν είδε κανένα πτωματοφάγο ζώο ή πουλί να έχει έρθει πριν από αυτούς. Άρα, σκέφτηκε, ίσως όσα είπαν οι ανιχνευτές να μην ήταν μονάχα παραληρήματα ή παιχνίδια του λυκόφωτος. Κατέβηκε απ’το άλογό του και οι υπόλοιποι πολεμιστές ξεκαβαλίκεψαν γύρω του. Μερικοί άναψαν λάμπες.
«Εκεί είναι, Εξοχότατε,» είπε ο εκατόνταρχος, δείχνοντας.
«Το βλέπω.»
Μια μαυρίλα μες στις σκιές. Ένα πτώμα. Ο Ναρχάεζ βάδισε προς το μέρος του, και ένας απ’τους στρατιώτες με τις λάμπες τον ακολούθησε, όπως επίσης κι ο εκατόνταρχος.
Το φως αποκάλυψε ένα σκέλεθρο, ντυμένο με την ελαφριά πανοπλία ανιχνευτή. Απολιθωμένο.
«Πώς είναι δυνατόν αυτό το πράγμα;…» μουρμούρισε ο Ναρχάεζ κάτω απ’την ανάσα του, και γονάτισε για ν’αγγίξει το κουφάρι, να το περιεργαστεί. Δεν είχε ποτέ του δει τίποτα παρόμοιο.
Ορθώθηκε ξανά. «Και είπαν ότι είδαν έναν ‘δαίμονα’ να πετάγεται απ’τη γη, Εκατόνταρχε;»
«Μάλιστα, Εξοχότατε. Ένα τέρας σαν δέντρο με κλαδιά, που τα κλαδιά του άρπαξαν τον δύστυχο που βλέπετε εδώ και του ρούφηξαν τη ζωή. Ένας απ’τους ανιχνευτές το χτύπησε με το τόξο του, αλλά εκείνο δεν πρέπει να αισθάνθηκε τίποτα.»
«Και μετά πού πήγε;»
«Χάθηκε πάλι μες στη γη.»
«Δε βλέπω καμια τρύπα εδώ κοντά.» Ο Ναρχάεζ βημάτισε γύρω από το απολιθωμένο σκέλεθρο, κοιτάζοντας στο χιονισμένο έδαφος.
«Ναι, Εξοχότατε… πράγματι δεν υπάρχει καμια τρύπα…»
«Δε σε παραξενεύει αυτό, Εκατόνταρχε;» Ο Ναρχάεζ έσκυψε και σήκωσε ένα πεσμένο βέλος. Παραδίπλα, το χιόνι ήταν… παραμερισμένο, αποκαλύπτοντας τη γη από κάτω του. Συμπαγές έδαφος, χωρίς κανένα άνοιγμα.
«Είναι, ομολογουμένως, κάπως… παράξενο, Εξοχότατε.»
Ο Ναρχάεζ ύψωσε το βέλος. «Οι ανιχνευτές μας, πάντως, κάτι τόξεψαν εδώ, αν και είναι φανερό πως δεν το τραυμάτισαν.»
Ο εκατόνταρχος καθάρισε το λαιμό του. «Λένε, Εξοχότατε, πως οι Ιεράρχες είχαν σε τούτα τα μέρη δαιμονικούς μάγους στη δούλεψή τους. Ίσως αυτοί να κάλεσαν κάποιο… τέρας για να μας κατασπαράξει έναν προς έναν.»
«Οι Ιεράρχες δεν έχουν πια εξουσία εδώ,» του είπε ο Ναρχάεζ.
«Οι μάγοι τους, όμως….»
«Μην ακούσω άλλες τέτοιες βλακείες για μάγους μέσα στο στράτευμά μου, Εκατόνταρχε! Κατανοητό;»
«Μάλιστα, Εξοχότατε. Όπως επιθυμείτε.»
Το λιγότερο που χρειάζομαι τώρα είναι να δημιουργηθεί πανικός από προκαταλήψεις. Ο Ναρχάεζ βάδισε προς το άλογό του. «Πάρτε τον νεκρό μαζί σας και φεύγουμε,» πρόσταξε.
*
Ο Χάλαμπομ ο πειρατής καθόταν στο κατάστρωμα του αγκυροβολημένου πλοίου του πίνοντας ρούμι και καπνίζοντας τη μεγάλη πίπα του. Κάτι παλικάρια απ’το πλήρωμά του του είχαν μόλις πει ότι άκουσαν πως μια τυχοδιώκτρια φαγώθηκε από έναν δαίμονα που πετάχτηκε από τη γη. Το μόνο που είχε μείνει από δαύτην ήταν ένας σκελετός ξερός σαν πέτρα.
«Από τη γη, ε;» μούγκρισε ο Χάλαμπομ. «Εμ γι’αυτό εμείς, ρε κόπανοι, είμαστε πάνω στο κύμα! Χα-χα-χα-χα…!»
Ο Πρίγκιπας Μάρνεζ, ακούγοντας, όπως είπε, μια προειδοποίηση του Μεγάλου Προφήτη, δεν προχώρησε στα εδάφη της Επαρχίας της Βέλρικ. Παρέμεινε στη Σάρανματ όλο τον χειμώνα, οργανώνοντας την Επαρχία και προφυλάσσοντάς την από τις επιθέσεις των ανθρωποφάγων αλλά και των επιδρομέων που κατέβαιναν από τα βόρεια, από τη Γη των Λύκων.
Στην Ύλκωχ, η κατάσταση ήταν παρόμοια. Ο Στρατάρχης Ναρχάεζ δεν επιτέθηκε ούτε στο Βασίλειο της Σάβηνεμ ούτε στη Χώρα της Ντάρλεχ, επειδή και οι δύο περιοχές είχαν μέρη απόκρημνα και επικίνδυνα, κι επιπλέον η Ντάρλεχ ήταν γεμάτη δάση, και μέσα στα χιόνια του χειμώνα δεν ήταν κανείς να επιτίθεται σε τέτοιους τόπους· οι συνθήκες ευνοούσαν τους αμυνόμενους. Ο Βασιληάς της Σάβηνεμ, όμως, επιτέθηκε στον Ναρχάεζ με τη βοήθεια των Ωσράνιων. Τον χτύπησαν από ξηρά και θάλασσα, προσπαθώντας να καταλάβουν φρούρια και να προκαλέσουν καταστροφές στα στρατόπεδα και χάος στις ακτές. Είμαι βέβαιος πως τούτα συνέβησαν επειδή η Βασίλισσά μας είχε δώσει πυροβόλα όπλα στους πειρατές της Φέδλωχ· ο Βασιληάς του Ώσρανοκ είχε εξοργιστεί από αυτό, αλλιώς ίσως να μη φαινόταν τόσο επιθετικός. Ο Ναρχάεζ, πάντως, κατόρθωσε να αποκρούσει τις επιθέσεις του – με επιπρόσθετη στρατιωτική βοήθεια που ήρθε από τα ενδότερα του Βασιλείου μας – και να κρατήσει τα εδάφη που είχαμε κατακτήσει. Η Επαρχία της Ύλκωχ δεν έπεσε στα χέρια των εχθρών μας, καθώς περιμέναμε την άνοιξη να έρθει και τα χιόνια να λιώσουν για να συνεχίσουμε την εκστρατεία μας.
Εν τω μεταξύ, ο δαίμονας που είχε βγει από το Ρήγμα – ο «Χθόνιος Θάνατος», όπως τον αποκαλούσαν πλέον οι περισσότεροι – αλώνιζε από τη μια άκρη του κόσμου μας ώς την άλλη. Το Δεξί Χέρι έστειλε αναφορές στη Φέντινκεχ για «παράξενους θανάτους» ανάμεσα στους στρατιώτες του: είχε βρει απολιθωμένους σκελετούς, σαν κάτι να είχε καταβροχθίσει τη σάρκα και τα εσωτερικά όργανα των θυμάτων. Ακόμα κι ο εγκέφαλός τους έλειπε και κάθε σταγόνα αίματος. Ήταν λες και αιώνες να είχαν περάσει ξαφνικά από πάνω τους.
Τα ίδια συνέβαιναν και στην Επαρχία της Σάρανματ, σύμφωνα με τις αναφορές του Πρίγκιπα Μάρνεζ στη μητέρα του, τη Βασίλισσά μας. Και, φυσικά, ο δαίμονας δεν παρέλειψε να χτυπήσει και στο εσωτερικό του Βασιλείου μας. Στη Φέντινκεχ, όμως, ήρθε ελάχιστες φορές – και πάλι δεν προλάβαμε να κάνουμε πολλά εναντίον του, παρά τις αυξημένες φρουρές και τους κατασκόπους του Αριστερού Χεριού. Το μόνο που καταφέραμε ήταν να ξαναδούμε την όψη του. Όμως αυτοί που τον είδαν –όχι μόνο στη Φέντινκεχ αλλά παντού – δεν περιέγραφαν τη μορφή του όπως την είχα δει εγώ, και δεν την περιέγραφαν ίδια αναμεταξύ τους. Ωστόσο, σε δύο πράγματα συμφωνούσαμε όλοι: ήταν κάτι που έβγαινε από τη γη, κάτι πέτρινο· και τα μάτια του ήταν κατάλευκα και σαν φλόγες. Σε ορισμένους θύμιζε δέντρο που άρπαζε τα θύματα στα κλαδιά του και τα ξεζούμιζε· σε ορισμένους θύμιζε χταπόδι· σε ορισμένους, άνθρωπο με πελώρια χέρια, δύο ή τέσσερα· σε ορισμένους, σκουλήκι με γιγάντιο στόμα που ρουφούσε τη σάρκα και το αίμα. Και για κάποιους ήταν κάτι το τελείως άμορφο. Λίγοι είχαν την ψυχραιμία και το θάρρος να το χτυπήσουν όταν εμφανίστηκε μπροστά τους, αλλά κανείς δεν ανέφερε ότι κατόρθωσε να το τραυματίσει. Ήταν σαν να χτυπάς βράχο.
Τη μεγάλη σαύρα με τις γκρίζες φολίδες που είχε βγει από το Ρήγμα οι άνθρωποι της Βασίλισσάς μας δεν μπορούσαν να τη βρουν. Ένας χωρικός, όμως, που κατοικούσε κοντά στις ανατολικές παρυφές των Βρεγμένων Δασών ανέφερε στον άρχοντα της περιοχής του κάτι το αξιοσημείωτο και παράξενο. Καθώς επέστρεφε από κυνήγι μαζί με την κόρη του, ο Χθόνιος Θάνατος παρουσιάστηκε εμπρός τους βγαίνοντας μέσα από τη γη, και είχαν κι οι δύο παραλύσει από τον τρόμο τους και προσεύχονταν στον Μαράνχαλωμ να τους βοηθήσει. Τότε, ένα θηρίο που δεν είχαν ποτέ τους ξαναδεί πετάχτηκε από τη βλάστηση, τρέχοντας καταπάνω στο δαίμονα, ο οποίος χώθηκε πάλι στη γη κι εξαφανίστηκε. Το θηρίο έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στον χωρικό και στην κόρη του και μετά έφυγε κι αυτό, βαδίζοντας πιο αργά τώρα. Ο χωρικός το περιέγραψε ως μια σαύρα μεγάλη σαν μουλάρι, με κέρατο στο κεφάλι, και λέπια όπως των ψαριών, που γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Επίσης, νόμιζε ότι υπήρχε μια αφύσικη γαλανή φωτεινότητα στα μάτια του.
*
* * *
*
Ήρθαν με την άνοιξη, επάνω σε άμαξες και άλογα, συνοδεία πολεμιστών από τη Γη των Ταργκάφλι. Πέρασαν από τη Φάλαρεχ και διέσχισαν τα εδάφη του Τάρσαζ προς τα νοτιοδυτικά, περνώντας κοντά από τις ανατολικές όχθες της λίμνης Σάρφεχ και του ποταμού Νύραλοκ, και φτάνοντας τελικά στη Φέντινκεχ, όπου η Βασίλισσα Παμράνεχ τούς υποδέχτηκε στο Βασιλικό Παλάτι της, καλωσορίζοντάς τους.
Ο Κόκκινος Προφήτης είχε επιστρέψει από τη Γη των Ταργκάφλι. Το νέο μεταφερόταν σαν τον άνεμο από τη μια γωνιά του Βασιλείου στην άλλη.
*
«Καλέφραζ,» είπε ο Τάμπριελ, καθώς ο Γραμματικός μπήκε στην αίθουσα όπου κάθονταν ο Προφήτης, η Ανταρλίδα, η Βερόνικα, ο Άνθιμος, ο Αλίρκωπ, και η Χιρκόμο μαζί με τη Βασίλισσα Παμράνεχ, τον Χάλρεοκ, τον Ερβάδαζ, και την Κελνίχηβ. «Έλα, κάθισε. Πώς είσαι;»
Ο Καλέφραζ είδε όλων τα βλέμματα να στρέφονται στο μέρος του και, κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση προς τη μεριά της Βασίλισσας, πλησίασε και κάθισε αντίκρυ στον Τάμπριελ. «Καλύτερα από τότε που είδα τον Χθόνιο Θάνατο κι εκείνος είδε εμένα. Σου μετέφερε η Ράιλμεχ το περιστατικό, έτσι;» Αυτό ήταν το όνομα της φρουρού στην οποία δίδασκε ο Καλέφραζ την Άρκλιφ, και η οποία ήταν Ιεράρχης.
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ασφαλώς. Δεν θα μπορούσε να μην μου το μεταφέρει αφού της το είπες. Και όπως έλεγα τώρα στη Βασίλισσα, ο Χθόνιος Θάνατος δεν έχει καταβροχθίσει ανθρώπους μόνο στο Τάρσαζ αλλά σ’ολόκληρο τον κόσμο. Όπου υπάρχει γη, πηγαίνει.»
«Και πώς θα τον σταματήσουμε;» ρώτησε ο Ερβάδαζ.
«Δε φαίνεται να μπορούμε,» είπε ο Τάμπριελ.
«Και το περιστατικό με τον χωρικό, στα Βρεγμένα Δάση;» έθεσε το ερώτημα η Κελνίχηβ.
«Το περιστατικό αυτό είναι, ομολογουμένως, παράξενο,» παραδέχτηκε ο Τάμπριελ. «Αλλά δεν ξέρω τι μπορεί να είναι εκείνο το σαυροειδές πλάσμα. Ο ίδιος δεν το έχω δει. Ούτε κανένας Ιεράρχης το έχει δει.»
«Σίγουρα, πάντως, ο Χθόνιος Θάνατος δεν το συμπαθεί,» είπε ο Χάλρεοκ. «Ίσως θα μπορούσαμε κάπως να το χρησιμοποιήσουμε για να τον νικήσουμε.»
«Θα πρέπει να το πιάσετε πρώτα.»
«Έχεις να μας προτείνεις κανέναν τρόπο;»
«Δυστυχώς όχι,» είπε ο Τάμπριελ και ήπιε μια γουλιά κρασί από την κούπα του.
Η Κελνίχηβ τον ρώτησε: «Γιατί είσαι εδώ, τότε;»
«Για να σας επισκεφτώ,» αποκρίθηκε εκείνος, «και γιατί ήρθε ο καιρός να ταξιδέψω στο Βασίλειο Άρκλιφ. Τα περάσματα, υποθέτω, είναι ανοιχτά τώρα…»
Ο Καλέφραζ ένευσε. «Είναι. Έμποροι έχω ακούσει ότι περνάνε.»
«Θα πας, λοιπόν, να βρεις το τρίτο Φράγμα των Αρχαίων…» είπε η Παμράνεχ, που ήταν καθισμένη σε μια φαρδιά πολυθρόνα, με τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο και μ’ένα κρυστάλλινο ποτήρι στα χέρια.
«Ναι, Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
«Και μετά; Θα μπορέσεις να διαλύσεις το Ρήγμα;»
«Ελπίζω.»
«Και θα φέρεις τον κόσμο μας σε επαφή με αυτό το Ατέρμονο Σύμπαν για το οποίο μιλάς;»
Ο Τάμπριελ δεν απάντησε ευθέως· είπε: «Υποπτεύομαι ότι ίσως αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διαλυθεί το Ρήγμα. Οι Αρχαίοι, όταν απομόνωσαν τον κόσμο σας, νομίζω πως είναι σαν να τον δίπλωσαν. Σαν ο κόσμος σας να ήταν ένα κομμάτι χαρτί που δίπλωσαν τις άκριές του έτσι ώστε να μην έχει πλέον άκριες αλλά να είναι μια μάζα. Αν σπάσουμε τα Φράγματα ταυτόχρονα – και μόνο ταυτόχρονα – ο κόσμος θα ξεδιπλωθεί πάλι με ομαλό τρόπο. Αυτό, αν το σκεφτείτε από μια άποψη, σημαίνει ότι το σχήμα του θα μεταβληθεί, κι αφού το σχήμα του θα μεταβληθεί, το Ρήγμα ίσως πλέον να μην περνά από εδώ. Φανταστείτε το σαν μια δέσμη φωτός.» Ο Τάμπριελ κράτησε την κλειστή γροθιά του μπροστά στο απογευματινό φως που έμπαινε από το παράθυρο δίπλα του. «Τώρα, το φως χτυπά το χέρι μου μ’έναν συγκεκριμένο τρόπο.» Άνοιξε τη γροθιά του. «Τώρα, το χτυπά μ’έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Ορισμένες αχτίνες του δεν συναντούν καθόλου το χέρι μου.»
«Αυτά όλα είναι υποθέσεις, όμως, έτσι δεν είναι;» είπε η Κελνίχηβ. «Δεν είσαι σίγουρος ότι, ανοίγοντας τον κόσμο μας, θα διαλυθεί το Ρήγμα…»
«Η αλήθεια είναι πως, όχι, δεν είμαι σίγουρος.»
«Γιατί να το ριψοκινδυνέψουμε, λοιπόν;»
«Επειδή, για κάποιο λόγο, ο κόσμος σας αποτελεί μαγνήτη για πολλά πράγματα που πέφτουν μέσα στο Ρήγμα και δεν αποσυντίθενται. Και επειδή αρκετά από αυτά τα πράγματα είναι επικίνδυνα όπως ο Χθόνιος Θάνατος.»
«Επιπλέον,» είπε η Παμράνεχ, «είναι κι οι σεισμοί… Νομίζω πως τελευταία έχουν δυναμώσει λίγο, Τάμπριελ.»
«Το έχουμε ξαναπαρατηρήσει αυτό και παλιότερα, Βασίλισσά μου,» της θύμισε η Κελνίχηβ. «Ίσως να είναι τυχαίο.»
«Ίσως,» είπε ο Τάμπριελ και ήπιε ακόμα μια γουλιά από το κρασί του.
«Όταν βρεις το τρίτο Φράγμα,» του είπε η Παμράνεχ, «μη δράσεις αμέσως. Να έρθεις εδώ να το συζητήσουμε προτού βάλεις τους Ιεράρχες να επιχειρήσουν οτιδήποτε.»
«Μην ανησυχείτε, Βασίλισσά μου· δεν σκόπευα να κινηθώ βιαστικά. Για την ακρίβεια, πριν ανοίξει ο κόσμος σας θα πρέπει να γίνουν κάποιες προετοιμασίες.»
Η Παμράνεχ συνοφρυώθηκε. «Τι προετοιμασίες;»
«Κατά πρώτον, καλό θα ήταν να μάθετε όλοι τη Συμπαντική Γλώσσα, για να μπορείτε να συνεννοηθείτε με κατοίκους άλλων κόσμων. Και κατά δεύτερον, αν δε θέλετε να σας καταβροχθίσει αμέσως η Συμπαντική Παντοκρατορία, πρέπει να ενωθείτε.»
«Να ενωθούμε;»
«Θα διαπιστώσετε ότι δεν ωφελεί να βρίσκεστε σε σύγκρουση αναμεταξύ σας. Καλύτερα θα ήταν να έχετε μια ενιαία αρχή, όπως στην Απολλώνια και αλλού.»
Της Παμράνεχ δε φάνηκε να της αρέσει και πολύ τούτη η ιδέα. «Και ποιος θα είναι ο… κοσμοκράτορας;»
«Δε χρειάζεται κάποιος να είναι ‘κοσμοκράτορας’. Αλλά, τέλος πάντων, νομίζω ότι αυτό θα ήταν καλύτερα να το συζητήσουμε αφού βρω το τρίτο Φράγμα.»
*
Η Βερόνικα ακολούθησε τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα ώς τα διαμερίσματά τους μέσα στο παλάτι. Γνωρίζοντας πλέον την Οικουμενική, είχε καταλάβει την κουβέντα που είχε κάνει πριν από λίγο ο Τάμπριελ με τη Βασίλισσα Παμράνεχ, και τώρα τον ρώτησε στη Συμπαντική: «Σκοπεύεις να φέρεις αυτή τη διάσταση με το μέρος της Επανάστασης;»
Η Ανταρλίδα έκλεισε την εξώπορτα των διαμερισμάτων πίσω της.
Ο Τάμπριελ αποκρίθηκε στη Βερόνικα: «Δεν ανέφερα τίποτα για την Επανάσταση.»
«Ναι αλλά, αφού τους λες να είναι ενωμένοι για να μην τους ‘καταβροχθίσει’ η Παντοκρατορία, το ίδιο δεν κάνει;»
«Όχι,» είπε ο Τάμπριελ.
«Σχεδιάζεις, δηλαδή, να παραδώσεις αυτή τη διάσταση στην Παντοκράτειρα όταν την ανοίξεις;»
«Όχι.»
Η Βερόνικα έμοιαζε ενοχλημένη από τον αδιάφορο τρόπο με τον οποίο τής απαντούσε. «Τι σχεδιάζεις να κάνεις, λοιπόν;»
«Το τι πρέπει να γίνει θα αποκαλυφθεί από μόνο του, Βερόνικα,» είπε ο Τάμπριελ καθίζοντας σε μια πολυθρόνα. «Πήγαινε τώρα να ξεκουραστείς. Τόσες μέρες ταξιδεύουμε.»
«Δε μπορεί να μην έχεις κανένα απολύτως σχέδιο!»
«Δεν έχω κανένα σχέδιο,» τη διαβεβαίωσε ο Τάμπριελ.
Η Βερόνικα τον παρατήρησε προσεχτικά. «Και τι θα γίνει αν κάποιοι από εμάς δεν θέλουν να σε ακολουθήσουν;»
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι ίσως ορισμένοι από εμάς να θέλουν να επιστρέψουν στη Ρελκάμνια όταν αυτή η διάσταση έχει έρθει σε επαφή με το υπόλοιπο σύμπαν. Θα τους αφήσεις;»
«Φυσικά και θα τους αφήσω. Δεν είμαι εδώ για να δεσμεύσω κανέναν. Σου έχω δώσει τέτοια εντύπωση, Βερόνικα;»
Η Βερόνικα έσμιξε τα χείλη για μια στιγμή, ατενίζοντάς τον διστακτικά. Προσπάθησε, μέσα της, να βρει κάποιον λόγο για να απαντήσει Ναι, εννοείται πως μου έχεις δώσει τέτοια εντύπωση, αλλά δεν μπορούσε να βρει κανέναν λόγο. Μέχρι τώρα, ο Τάμπριελ τούς είχε μονάχα βοηθήσει, εκείνη και τους υπόλοιπους επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου της. Ήταν, όμως, φανερό ότι ασκούσε κάποια εξουσία σε τούτη τη διάσταση, δεν ήταν; Μιλούσε με άρχοντες και βασιληάδες από τη μια άκρη στην άλλη, και όλοι έμοιαζαν να τον θεωρούν κάτι το ιδιαίτερο. Δεν μπορεί να μη σκόπευε, κάπως, να χρησιμοποιήσει την επιρροή του.
Από την άλλη, βέβαια, δεν είχε κάνει το παραμικρό για να ασκήσει πολιτική εξουσία, ή ακόμα και θρησκευτική. Οι Ταργκάφλι έμοιαζαν να τον ακολουθούν επειδή το επιθυμούσαν, όχι επειδή τους πρόσταζε να το κάνουν.
Ίσως οι άσχημες υποθέσεις του Πολ να έχουν αρχίσει να βάζουν παρανοϊκές ιδέες στο μυαλό μου, σκέφτηκε η Βερόνικα. Και αποκρίθηκε στον Τάμπριελ: «Όχι, δεν μου έχεις δώσει τέτοια εντύπωση…»
«Ωστόσο, δεν μπορείς να το πιστέψεις ότι δεν προσπαθώ να πάρω ετούτη τη διάσταση υπό τον έλεγχό μου και να τη χρησιμοποιήσω κάπως.»
Η Βερόνικα έμεινε σιωπηλή, αλλά η σιωπή της έλεγε καταφανώς Ναι.
«Επομένως,» συνέχισε ο Τάμπριελ, «ό,τι και να σου πω, θα συνεχίσεις να έχεις τις αμφιβολίες σου.»
«Δεν έχω αμφιβολίες… Δεν είναι ακριβώς αυτό… Εντάξει, ας το αφήσουμε. Απλώς όλα τούτα ας πούμε ότι μου φαίνονται πολύ παράδοξα.»
«Αυτό είναι κατανοητό.»
«Καλύτερα να πηγαίνω τώρα,» είπε και βάδισε προς την εξώπορτα.
«Καλό βράδυ, Βερόνικα.»
Η Βερόνικα έφυγε, και η Ανταρλίδα, βηματίζοντας μέσα στο δωμάτιο, είπε: «Δεν είναι η μόνη που θα σκέφτεται έτσι.»
Ο Τάμπριελ ύψωσε τα λευκά φρύδια του ερωτηματικά.
Η Ανταρλίδα κάθισε στον καναπέ. «Όταν ανοίξουμε τη διάσταση και βρεθούμε στο Γνωστό Σύμπαν,» εξήγησε βγάζοντας τις μπότες της, «ακόμα κι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος θα έχει αμφιβολίες για τα κίνητρά σου, όχι μόνο οι Παντοκρατορικοί.»
«Κι εσύ, Ανταρλίδα; Εσύ έχεις αμφιβολίες για τα κίνητρά μου;»
«Όχι. Αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχω δει από κοντά όλες τις ανοησίες που έχεις κάνει σε τούτη τη διάσταση, και ξέρω ότι είσαι αρκετά τρελός για να μην έχεις ξεκάθαρα κίνητρα.»
*
Μπαίνοντας στο δωμάτιό της στους ξενώνες του παλατιού, βρήκε τον Πολ να την περιμένει στεκόμενος μπροστά στο παράθυρο. Τα ξανθά του μαλλιά γυάλιζαν στο τελευταίο φως της ημέρας, μοιάζοντας φρεσκολουσμένα.
«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε η Βερόνικα, ξαφνιασμένη.
«Δεν ήταν κλειδωμένα…»
«Κι επειδή δεν ήταν κλειδωμένα έπρεπε να μπεις στο δωμάτιό μου;»
Ο Πολ ύψωσε τα χέρια του χαμογελώντας. «Δεν πείραξα τίποτα.»
«Τι κάνεις εδώ;» επανέλαβε η Βερόνικα.
Ο Πολ αναστέναξε. «Εσένα περιμένω, δεν είναι προφανές;»
Η Βερόνικα πλησίασε το τραπεζάκι, άνοιξε το μπουκάλι που βρισκόταν εκεί, και γέμισε ένα ποτήρι νερό για τον εαυτό της.
«Ευχαριστώ αλλά δε θέλω,» είπε ο Πολ, αν και εκείνη δεν του είχε προσφέρει τίποτα.
Δεν της άρεσε που είχε μπει έτσι στο δωμάτιό της. Ποιος νόμιζε ότι ήταν! Και τώρα θα της έκανε και σχόλιο επειδή δεν τον κερνούσε; «Θέλεις να μου πεις κάτι;» τον ρώτησε.
«Είσαι τσαντισμένη,» παρατήρησε ο Πολ. «Ίσως θα έπρεπε να περάσω άλλη φορά.»
«Άλλη φορά θα κλειδώνω την πόρτα μου.»
Ο Πολ γέλασε. «Για κλέφτης δεν είμαι καλός.» Πλησίασε το τραπεζάκι, πήρε το μπουκάλι, το άνοιξε, και ήπιε.
«Υπάρχουν και ποτήρια…» μούγκρισε η Βερόνικα.
«Τι είπε, λοιπόν, ο… ‘Μεγάλος Προφήτης’ με τη Βασίλισσα του Τάρσαζ;» θέλησε να μάθει ο Πολ.
Μάλιστα. Γι’αυτό είσαι εδώ… «Με παραξενεύει που δε ρώτησες ήδη τον Άνθιμο.»
«Ίσως να έχω προτιμήσεις,» αποκρίθηκε ο Πολ, και την κοίταξε μ’έναν τρόπο που, αν η Βερόνικα δεν έβρισκε τον χαρακτήρα του τόσο ενοχλητικό ώρες-ώρες (όπως τώρα), θα την κολάκευε. Εξάλλου, δεν ήταν άσχημος. Το αντίθετο, μάλλον. Συμπαθητικός. Παραπάνω από συμπαθητικός, ίσως–
Διώχνοντάς το αυτό απ’το μυαλό της, είπε γρήγορα, προσπαθώντας να μη μπερδέψει τα λόγια της: «Ε… ναι, εντάξει… Ή ίσως να έρχεσαι να εξακριβώσεις αυτά που ήδη έμαθες.» Βερόνικα, μάλωσε τον εαυτό της, έχεις πολύ καιρό να πας με άντρα και κάνεις σα χαζή!
«Δεν του έχω μιλήσει,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Πήγαινε ρώτησέ τον άμα θες.»
«Δε χρειάζεται. Για να το λες έτσι, μάλλον δε λες ψέματα.»
Ο Πολ μειδίασε. «Η καλή σου εντύπωση για μένα με κολακεύει,» είπε, και ήπιε κι άλλο νερό από το μπουκάλι.
«Δεν έχω κακή εντύπωση για σένα,» του είπε η Βερόνικα.
Ο Πολ άφησε το μπουκάλι, σχεδόν άδειο πλέον, στο τραπεζάκι ανάμεσά τους. «Σοβαρά; Ορισμένες φορές μ’έχεις ξεγελάσει.»
«Ίσως να φταίει το ότι σε βρίσκω μέσα στο δωμάτιό μου χωρίς νάχεις πρώτα ρωτήσει,» αποκρίθηκε η Βερόνικα· και μετά, για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε ακριβώς να εξηγήσει μέσα της, γέλασε. Ίσως να ήταν η έκφραση στο πρόσωπό του, ή η όλη κατάσταση.
Ο Πολ γέλασε επίσης, και είπε: «Θα μου αποκαλύψεις τα μυστικά του συμβουλίου των μεγάλων;»
«Δεν ειπώθηκαν τίποτα μυστικά.» Η Βερόνικα ανασήκωσε τον έναν ώμο. «Μερικά απλά πράγματα μόνο.» Και του είπε.
Και της έκανε εντύπωση που παρατήρησε κι εκείνος αυτό που την είχε απασχολήσει: το ότι ο Τάμπριελ είχε προτείνει στους κατοίκους ετούτης της διάστασης να ενωθούν για να μην τους «καταβροχθίσει» η Συμπαντική Παντοκρατορία. Ίσως να φταίει ο τρόπος που το τόνισα. Είναι, εξάλλου, αρκετά σημαντικό, δεν είναι;
«Θα μας βάλει σε μπελάδες ο τύπος, να μου το θυμηθείς,» είπε ο Πολ, καθώς ακόμα στέκονταν όρθιοι πλάι στο τραπεζάκι.
Η Βερόνικα κούνησε το κεφάλι. «Δεν… δεν το νομίζω.» Αλλά μπορούσε κι η ίδια ν’ακούσει στον τόνο της φωνής της ότι δεν έλεγε αλήθεια. Όχι απόλυτα, τουλάχιστον.
«Σοβαρολογείς; Έτσι όπως τ’ακούω το πράγμα εγώ, μου φαίνεται ότι θα φέρει αυτή τη διάσταση με το μέρος της Επανάστασης.»
«Τον ρώτησα, και μου είπε πως, όχι, δεν το σχεδιάζει αυτό.»
«Και τον πίστεψες…» Δε ρωτούσε, αλλά ο τόνος της φωνής του φανέρωνε απίστευτη έκπληξη.
Η Βερόνικα μόρφασε. «Δεν ξέρω αν πρέπει να τον πιστέψω. Όμως μας έχει βοηθήσει, Πολ…»
Ο Πολ ρουθούνισε. «Επειδή τον συμφέρει.»
«Μην το λες αυτό.»
«Γιατί να μην τον συμφέρει; Εμείς κι αυτός είμαστε οι μόνοι εδώ πέρα που μιλάνε τη Συμπαντική. Εμείς, αυτός, κι η Ανταρλίδα. Που είναι Μαύρη Δράκαινα… Και πώς μπορεί να βρέθηκε μια Μαύρη Δράκαινα μαζί του, αν ο ‘Μεγάλο Προφήτης’ δεν είναι με την Επανάσταση;»
«Ναι, έτσι όπως το λες….»
«Βερόνικα,» είπε ο Πολ, «αν η Παντοκράτειρα θεωρήσει ότι είμαστε συνεργάτες του, τι θα συμβεί σ’εμάς επιστρέφοντας στο Γνωστό Σύμπαν; Με τι μάτι θα μας δει; Θ’αναγκαστούμε κι εμείς να γίνουμε αποστάτες; Σκόπευες στη ζωή σου να γίνεις αποστάτρια;»
Η Βερόνικα αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει. Η αλήθεια ήταν αυτή που έλεγε ο Πολ. Όσο βρίσκονταν σε τούτη την απομονωμένη διάσταση, κανείς δεν θα τους έκρινε. Αλλά, όταν επέστρεφαν στο Γνωστό Σύμπαν, δεν μπορούσαν να βρίσκονται στο πλευρό ενός άνθρωπου που παλιότερα ήταν σύζυγος της Παντοκράτειρας και μετά είχε εξαφανιστεί, για να εμφανιστεί τώρα μαζί με μια Μαύρη Δράκαινα, ισχυριζόμενος ότι ήταν «Προφήτης».
«…Ναι,» είπε η Βερόνικα, αβέβαια. «Ναι…» Το βλέμμα της πήγαινε μια στο πάτωμα, μια στο τραπεζάκι, μια στο πρόσωπο του Πολ.
«Τι ναι; Σκόπευες να γίνεις αποστάτρια;»
«Φυσικά και όχι!»
«Ούτε κι εγώ σκόπευα να γίνω αποστάτης,» δήλωσε ο Πολ, αγγίζοντας τον ώμο της. «Και δε νομίζω ότι κανένας λογικός άνθρωπος θα το έκανε, ούτως ή άλλως. Εσύ ήσουν πιλότος, εγώ ήμουν πωλητής οχημάτων. Θέλουμε κι οι δύο να επιστρέψουμε στη ζωή μας. Και δεν έχεις κάποιον που να σε περιμένει σπίτι, Βερόνικα;»
Η Βερόνικα κούνησε το κεφάλι. «Είμαι χωρισμένη,» είπε. «Αλλά αυτό δεν…»
«Όπως κι εγώ,» μειδίασε ο Πολ. «Δε φαίνεται να ταιριάζουμε με κανέναν, ε;»
Η Βερόνικα ένιωσε αμήχανα. Ένιωσε το χρώμα στα γαλανά μάγουλά της να σκουραίνει. «Δεν έγινε ακριβώς έτσι… Και δεν είμαι εσύ,» του είπε, και τράβηξε ελαφρά τον γιακά του, πλησιάζοντας τον ενώ, συγχρόνως, σκεφτόταν: Γιατί το κάνω αυτό; Μπορούσε να αισθανθεί τα στήθη της να ακουμπάνε πάνω στο πλατύ, επίπεδο στέρνο του, και η αίσθηση την ενθουσίαζε.
«Ευτυχώς που δεν είσαι εγώ,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Έχω πολλές διαφορές με τον εαυτό μου.» Το χέρι του άγγιξε αργά την πίσω μεριά του αριστερού αφτιού της, κι απ’αυτό το απλό άγγιγμα η Βερόνικα ένιωσε σαν το σώμα της να ξύπνησε ξαφνικά από έναν ύπνο που είχε αρχίσει από τότε που χώρισε με τον άντρα της.
Τα χείλη της αναζήτησαν τα δικά του, και δε δυσκολεύτηκαν να τα βρουν. Η Βερόνικα πίεσε την κοιλιά της πάνω στη σκληρή στύση του…
*
Ο Πολ ανασηκώθηκε κάτω απ’το σεντόνι. «Πού έκρυβες τέτοια καρδιά τόσο καιρό;» είπε κοιτάζοντας τη Βερόνικα, που ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα πλάι του.
Εκείνη γέλασε. «Πού είδες την καρδιά μου; Δε βρίσκεται σε φανερό σημείο.»
«Είναι ακριβώς… εδώ.» Ο Πολ πίεσε το δάχτυλό του πάνω στο αριστερό στήθος της, και μετά τσίμπησε τη ρόγα της κι έσκυψε για να τη γλείψει.
Η Βερόνικα ακόμα γελούσε. «Εντάξει, σταμάτα,» είπε.
«Τι; Να πάω στο δωμάτιό μου τώρα;»
«Όχι, μείνε,» είπε η Βερόνικα χαμογελώντας και πλέκοντας τα δάχτυλά του δεξιού της χεριού με τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού. «Μείνε.»
«Όλη νύχτα;»
«Όλη νύχτα. Εκτός,» πρόσθεσε, «αν ροχαλίζεις.»
«Αν ροχαλίζω, μπορείς να με κλοτσήσεις για ν’αλλάξω πλευρό.»
Η Βερόνικα τον φίλησε γι’ακόμα μία φορά. Και μετά είπε, ψιθυριστά σα να φοβόταν ότι μπορεί κάποιος να την άκουγε: «Τι θα κάνουμε όταν ο Τάμπριελ φέρει αυτή τη διάσταση σε επαφή με το Γνωστό Σύμπαν;»
«Θα φροντίσουμε να έχουμε διαχωριστεί από το… στρατόπεδό του,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Δεν υπάρχει άλλη λύση. Αν δεν το κάνουμε και μετά πάμε στη Ρελκάμνια, κανένας δε θα πιστέψει ότι δεν είμαστε κατάσκοποί του.» Και, ενώ ακόμα τα δάχτυλά τους ήταν πλεγμένα, έφερε την ανάστροφη του χεριού της στα χείλη του και τη φίλησε.
*
«Να σε ρωτήσω κάτι;» είπε η Ανταρλίδα, καθώς οι δυο τους στέκονταν σ’ένα μπαλκόνι του Βασιλικού Παλατιού και κοίταζαν από κάτω τη νυχτερινή πρωτεύουσα του Τάρσαζ: πολλά, πολλά φώτα που τρυπούσαν το πέπλο του σκοταδιού και αντανακλούσαν στα νερά του ποταμού Νύραλοκ.
«Νομίζω πως αυτή είναι η πρώτη φορά που με ρωτάς αν θέλω να με ρωτήσεις κάτι.»
«Ξεχάστηκα…» είπε η Ανταρλίδα· και ρώτησε: «Όταν ανοίξεις τη διάσταση, είσαι σίγουρος ότι θα τη φέρεις σε επαφή με το Γνωστό Σύμπαν;»
«Την ίδια απορία έχουμε, φαίνεται.»
Η Ανταρλίδα στράφηκε να κοιτάξει το πλάι του προσώπου του. «Θες να πεις ότι δεν ξέρεις;»
«Ακριβώς,» απάντησε ο Τάμπριελ εξακολουθώντας να κοιτάζει την πόλη από κάτω. «Ίσως ανοίγοντας τη διάσταση να τη φέρω σε επαφή με μέρη του σύμπαντος άγνωστα σε μας.»
«Και τι θα κάνουμε, τότε;»
«Θα δείξει. Άλλωστε, δεν είναι βέβαιο ότι θα συμβεί αυτό.»
«Τίποτα δεν είναι βέβαιο και, συγχρόνως, τίποτα δεν είναι τυχαίο, ε;»
«Ναι, έτσι…»
«Να κάνω ακόμα μια ερώτηση;»
«Όλο εκπλήξεις είσαι απόψε,» παρατήρησε ο Τάμπριελ.
«Οι διαστάσεις που ξέρουμε έχουν κάποιες διαστασιακές διόδους – δρόμους για να μπορείς να πας από τη μία στην άλλη. Δεν ξέρω αν τις έχουμε ανακαλύψει όλες τις διόδους ή όχι, αλλά έχουμε ανακαλύψει αρκετές για να μετακινούμαστε. Όταν ανοίξεις αυτή εδώ τη διάσταση, υποθέτω πως, όπως και παντού αλλού, θα δημιουργηθούν διάφορες δίοδοι, σωστά;»
«Δεν ξέρω.»
Η Ανταρλίδα συνέχισε σαν να της είχε απαντήσει θετικά: «Όμως πώς θα γνωρίζουμε πού είναι αυτές οι δίοδοι; Θα πρέπει να ψάξουμε να τις βρούμε;»
«Δεν ξέρω, Ανταρλίδα. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα συμβεί. Εκείνο, όμως, που με παραξενεύει είναι το ότι δεν έχω ακόμα δει την Πύλη του Μαράνχαλωμ να ανοίγει.»
«Μπορεί εκείνη η εικόνα να ήταν από το παρελθόν. Εσύ ο ίδιος λες ότι βλέπεις εικόνες κι από το παρελθόν – και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιες είναι από εκεί και ποιες από το μέλλον.»
«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ, «ίσως να ήταν από το παρελθόν… από πολύ, πολύ παλιά.» Δεν ακουγόταν καθόλου βέβαιος, όμως.
Η Κάνταφαχ εξαγριώθηκε όταν της είπα ότι θα πήγαινα στις Παγωμένες Εκτάσεις μαζί με την ομάδα του Μεγάλου Προφήτη. Μου φώναζε ότι είχα τρελαθεί τελείως. Με ρώτησε αν με πρόσταξε η Βασίλισσα να ακολουθήσω τον Προφήτη. Της είπα όχι, δεν με έχει προστάξει η Βασίλισσα. Πρέπει να είσαι τρελός, τότε! μου είπε η Κάνταφαχ. Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι αυτό που συνέβαινε ήταν κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το εξαιρετικό· κι έπρεπε να είμαι κοντά στον Προφήτη για να το καταγράψω, για να βιώσω τα γεγονότα από πρώτο χέρι. Η Κάνταφαχ με απείλησε ότι θα αυτοκτονούσε. Και δυστυχώς, όταν έφυγα από τη Φέντινκεχ, ήμασταν ακόμα τσακωμένοι, αν και με χαιρέτησε όσο πιο θερμά μπορούσε, κι εγώ από τη μεριά μου έκανα το ίδιο.
*
* * *
*
Το πέρασμα για το Βασίλειο Άρκλιφ απείχε από την Άλρεχ μισής ημέρας δρόμο με τα άλογα. Δεν ήταν και τόσο μακριά από το Ρήγμα, το οποίο φαινόταν στα ανατολικά. Αλλά, βέβαια, το Ρήγμα δεν χρειαζόταν να είσαι κοντά του για να μπορείς να το ατενίσεις· το έβλεπες όπου κι αν βρισκόσουν. Το έβλεπες να διαστρεβλώνει τον ουρανό με τρόπο που κανείς δεν μπορούσε ακριβώς να περιγράψει, να τον τεντώνει προς μια διάσταση που δεν ήταν ούτε πλάτος, ούτε μήκος, ούτε ύψος: μια διάσταση που οι ανθρώπινες αισθήσεις αδυνατούσαν να αντιληφθούν πλήρως.
Το πέρασμα ανοιγόταν ανάμεσα στα ψηλά, απότομα βουνά της Οροσειράς των Πάγων και, με τον ερχομό της άνοιξης, δεν ήταν πλέον κλεισμένο από τα χιόνια. Οι πλαγιές γύρω του ήταν κατάφυτες, γεμάτες βλάστηση: αγριολούλουδα των βουνών και δέντρα που έμοιαζαν με φρουρούς του φυσικού τοπίου.
Οι σκιές πλήθαιναν καθώς η ομάδα ίππευε μέσα στο πέρασμα, κι ένας ψυχρός αέρας ερχόταν από τις ακόμα χιονισμένες κορυφές των βουνών.
Ο Καλέφραζ τύλιξε την κάπα σφιχτά γύρω του, εξακολουθώντας να είναι στενοχωρημένος από τον τρόπο που είχε χωρίσει με την Κάνταφαχ. Τι θα γίνει αν δεν ξαναγυρίσω; αναρωτιόταν. Θα με θυμάται πάντα έτσι; Και τα δύο παιδιά του, όταν μεγάλωναν, τι γνώμη θα σχημάτιζαν για εκείνον; Τι θα τους έλεγε η Κάνταφαχ; Ότι ο πατέρας τους τους είχε αφήσει και είχε φύγει, για να πάει στις Παγωμένες Εκτάσεις, μακριά στο βορρά, πέρα από το Βασίλειο Άρκλιφ; Τρελός ήταν ο μπαμπάς μας; θα ρωτούσαν, τότε, τα παιδιά του· ο Καλέφραζ ήταν βέβαιος.
Και μελαγχολούσε.
Αλλά μια άλλη φωνή τού έλεγε μέσα του ότι δεν έπρεπε να τα σκέφτεται αυτά, γιατί σίγουρα θα επέστρεφε στη Φέντινκεχ, και όλα θα ήταν πάλι εντάξει με την Κάνταφαχ. Ο Μεγάλος Προφήτης δεν θα τον άφηνε να πεθάνει στις Παγωμένες Εκτάσεις. Εξάλλου, συλλογίστηκε, αν ήταν να πεθάνω εκεί, θα μου το έλεγε, δε θα μου το έλεγε; Θα το είχε προδεί.
Λοξοκοίταξε τον Τάμπριελ ο οποίος ίππευε στα δεξιά του, και μετά έστρεψε τις σκέψεις του άλλου. Στα θαυμαστά πράγματα που είχε δει μέσα στον τελευταίο χρόνο, και στα θαυμαστά πράγματα που θα έβλεπε ακόμα – πράγματα που συνέβαιναν μία και μόνο φορά στην ιστορία του κόσμου!
Ο Τάμπριελ κατάλαβε ότι ο Βασιλικός Γραμματικός τον κοίταξε μ’έναν περίεργο τρόπο, αλλά εκείνος δεν στράφηκε να τον κοιτάξει. Κάτι τον προβληματίζει τον Καλέφραζ από τότε που ξεκινήσαμε ετούτο το ταξίδι, σκέφτηκε. Είναι πολύ πιο μελαγχολικός από άλλες φορές. Σίγουρα, όμως, ήθελε να έρθει· ο Τάμπριελ δεν του το είχε ζητήσει, ούτε η Βασίλισσα τον είχε προστάξει. Ήταν αποκλειστικά και μόνο δική του επιθυμία. Το θέμα πρέπει να έχει να κάνει με τη σύζυγό του. Η Κάνταφαχ – που ο Καλέφραζ την αγαπούσε πολύ, απ’ό,τι είχε καταλάβει ο Τάμπριελ – μάλλον δεν ήθελε να τον αφήσει να έρθει σε τούτη την αποστολή. Φοβόταν. Και δικαιολογημένα: το ταξίδι ήταν, ομολογουμένως, επικίνδυνο. Πιο επικίνδυνο, όμως, από το ταξίδι στη Γη της Φέδλωχ; Ο Τάμπριελ δεν ήταν βέβαιος γι’αυτό. Καθόλου βέβαιος.
Συνοφρυώθηκε καθώς θυμόταν μια εικόνα απ’αυτές που έρχονταν απροειδοποίητα στο μυαλό του: Ο Καλέφραζ σ’ένα καθιστικό, μαζί με την Κάνταφαχ. Κι οι δυο τους όρθιοι, και η Κάνταφαχ φαίνεται να φωνάζει, θυμωμένη.
Ο Τάμπριελ σκέφτηκε: Ναι, πρέπει να έχω δίκιο. Και μετά: Πρέπει να κάνω κάτι για να τον ησυχάσω. Καλύτερα να μην κουβαλούσε ο Γραμματικός τέτοιο βάρος μέσα του όσο θα ταξίδευαν σε άγνωστα, παγωμένα μέρη.
Ο Τάμπριελ σκέφτηκε, και νόμιζε ότι βρήκε μια λύση…
Παραδίπλα, στα δεξιά του Τάμπριελ, ίππευε η Ανταρλίδα, ντυμένη με τη μελανή στολή της Μαύρης Δράκαινας και φορώντας μια ζεστή κάπα. Η Βερόνικα την είχε πλησιάσει πριν από λίγο και προσπαθούσε να πιάσει συζήτηση μαζί της, με τρόπο που η Ανταρλίδα έβρισκε ενοχλητικό, γιατί ήταν προφανές ότι η γαλανόδερμη πιλότος ήθελε να την ψαρέψει. Είχε αρχίσει λέγοντας «Κρύο έχει ακόμα, ε;» στο οποίο η Ανταρλίδα είχε απαντήσει, λακωνικά, «Ναι, έχει»· και η Βερόνικα είχε ρωτήσει: «Από πού είσαι; Από κρύα μέρη ή όχι; Στο Γνωστό Σύμπαν, εννοώ.» Το κατάλαβα, είχε σκεφτεί η Ανταρλίδα, και της είχε πει ότι ήταν από τη Σεργήλη.
«Ο Τάμπριελ είπε ότι ήρθατε από την Απολλώνια…»
«Από κει ήρθαμε.»
«Θες να πεις, δηλαδή, ότι η Σεργήλη είναι η πατρίδα σου;»
Προφανώς.
«Έχω περάσει κάμποσες φορές από τη Σεργήλη, πηγαίνοντας κόσμο εκεί, με το αεροπλάνο. Δεν είναι άσχημο μέρος.»
Και είχε συνεχίσει να λέει στην Ανταρλίδα διάφορα παρόμοια, προσπαθώντας – όπως είχε αντιληφτεί πλέον η Μαύρη Δράκαινα – να μάθει αν ο Τάμπριελ ήταν με την Επανάσταση. Είχε κάνει ακόμα και κάτι ανόητες ερωτήσεις όπως «Σας πληρώνει ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος; Τις Μαύρες Δράκαινες, εννοώ.»
Δε χρειάζεται να μας πληρώνει, χαζοβιόλα. Μας φτάνει που μας έσωσε από την κινητή φυλακή που είχε η Παντοκράτειρα φτιάξει για εμάς, είχε σκεφτεί η Ανταρλίδα, αλλά δεν είχε πει τίποτα πέρα από: «Καλύτερα απ’την Παντοκράτειρα…»
Και τώρα αναρωτιόταν αν θα χρειαζόταν στο τέλος να γρονθοκοπήσει τη Βερόνικα στη μύτη για να την κάνει να σωπάσει. Η γυναίκα μιλούσε σα να μην καταλάβαινε ότι η Ανταρλίδα δεν είχε όρεξη να κάνει αυτού του είδους την κουβέντα μαζί της, χαμογελώντας λες και ήταν παλιές γνωστές.
Δε μ’αρέσει κανένας απ’αυτούς… μούγκρισε εσωτερικά η Μαύρη Δράκαινα, έχοντας στο μυαλό της τους επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου. Εξαίρεση αποτελούσε, ίσως, ο Άνθιμος’νιρ. Οι άλλοι ήταν όλοι από εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα πρόδιδαν εύκολα την Παντοκράτειρα – όχι όσο ένιωθαν ασφαλείς μέσα στη Ρελκάμνια.
Η Ανταρλίδα αναρωτιόταν γιατί ο Τάμπριελ είχε συμφωνήσει να έρθουν μαζί τους η Βερόνικα, ο Πολ, ο Άνθιμος’νιρ, και ο Ιάσων (ένας άντρας με κατάλευκο δέρμα όπως της Ανταρλίδας και μαύρα μαλλιά, ο οποίος είχε δηλώσει πως ήταν αρχιτέκτονας στο επάγγελμα αλλά, συγχρόνως, ασχολιόταν με την ορειβασία και το κυνήγι). Οι υπόλοιποι επιζώντες – ευτυχώς – φαινόταν να φοβούνται να ταξιδέψουν στις Παγωμένες Εκτάσεις.
Η Ανταρλίδα νόμιζε ότι, κανονικά, ο Τάμπριελ μόνο στον Άνθιμο’νιρ θα έπρεπε να είχε επιτρέψει να έρθει· γιατί μπορεί να χρειάζονταν έναν γιατρό που ήταν και Βιοσκόπος.
Πίσω από την Ανταρλίδα και τον Τάμπριελ, ίππευαν ο Χάλρεοκ και οι τέσσερις πολεμιστές του. Η Βασίλισσα Παμράνεχ τούς είχε προστάξει να συνοδέψουν τον Μεγάλο Προφήτη, αλλιώς ο Χάλρεοκ, πραγματικά, δεν είχε καμία όρεξη για ταξίδι στις Παγωμένες Εκτάσεις. Σκεφτόταν ότι μόνο ο Καλέφραζ μπορεί να ήταν τόσο τρελός ώστε να θέλει να πάει εκεί μαζί με τον Τάμπριελ. Ο Γραμματικός είχε, τον τελευταίο καιρό, γίνει πολύ πιο παράτολμος απ’ό,τι ο Χάλρεοκ τον θεωρούσε ικανό.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ είχε πει στον Χάλρεοκ προτού τον στείλει σε τούτη την αποστολή: «Πρέπει να έχω μερικούς δικούς μου ανθρώπους κοντά στον Τάμπριελ. Πρέπει να γνωρίζω τι γίνεται εκεί που πηγαίνει.»
Και το Αριστερό Χέρι, που βρισκόταν κοντά, είχε προσθέσει: «Να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, Χάλρεοκ. Να τους παρατηρείς, γιατί ο Τάμπριελ είναι μια ακόμα εξουσία στον κόσμο μας, τώρα που ελέγχει τους Ιεράρχες.»
Ο Χάλρεοκ είχε σκεφτεί: Να έχω τα μάτια μου ανοιχτά; Γιατί; Μήπως πάλι βάλεις κανέναν να προσπαθήσει να μας σκοτώσει όλους; Ήταν ακόμα οργισμένος με την Κελνίχηβ, φυσικά· κι αν δεν ήταν Αριστερό Χέρι του Θρόνου, θα την είχε πνίξει με το δικό του αριστερό χέρι!
Μετά τον Χάλρεοκ και τους πολεμιστές της Βασιλικής Φρουράς του Τάρσαζ, ίππευαν οι δώδεκα Ταργκάφλι πολεμιστές που είχαν έρθει μαζί με τον Τάμπριελ από τη Βινέρνι, καθώς και ο Αλίρκωπ κι η Χιρκόμο. Οι δύο μάγοι δεν είχαν διστάσει ούτε για μια στιγμή να ακολουθήσουν τον Καζίτο’ναρ στο μακρινό του ταξίδι στις Παγωμένες Εκτάσεις. Ο Τάμπριελ ήταν γι’αυτούς κάτι το εξαιρετικό. Πέρα από τα όσα είχαν αντικρίσει μαζί του μέχρι τώρα, όλο το χειμώνα που βρισκόταν στη Βινέρνι είχε διδάξει σ’εκείνους και σε άλλους Ταργκάφλι μάγους ένα σωρό καινούργια πράγματα για τη μαγεία που χρησιμοποιούσαν στο Γνωστό Σύμπαν, αλλά και πώς να παγιδεύουν πνευματικές οντότητες με τις τεχνικές του τάγματος των Δεσμοφυλάκων. Η Χιρκόμο είχε τώρα ένα πνεύμα φυλακισμένο μέσα στα λαξεύματα του ξύλινου περιλαίμιού της: το ονόμαζε Υδατοκόρη, και το είχε βρει στις όχθες του Κις-χαρ Ιχ.
*
Το βράδυ καταυλίστηκαν μέσα στο πέρασμα των βουνών, και ο Τάμπριελ προέτρεψε τον Αλίρκωπ να υφάνει μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω από τον καταυλισμό τους, ώστε να τους προειδοποιήσει αν κάποιος πλησίαζε. Ο Αλίρκωπ είπε ότι δεν ήταν σίγουρος πως θα τα κατάφερνε, και δεν ήθελε την ευθύνη· ο Τάμπριελ όμως επέμεινε, έτσι εκείνος ύφανε τελικά τη μαγγανεία.
Φυσικά, οι Ταργκάφλι πολεμιστές και οι πολεμιστές του Χάλρεοκ φύλαξαν και σκοπιές μέχρι την αυγή· δεν βασίστηκαν μόνο στα μάγια του Αλίρκωπ.
Τίποτα το απρόοπτο δεν συνέβη και, το πρωί, συνέχισαν το δρόμο τους προς τα βόρεια. Δεν άργησαν να φτάσουν στο τέλος του περάσματος και να βρεθούν αντίκρυ στο φρούριο που ήταν χτισμένο σε μια από τις πλαγιές εκεί, και αντίκρυ στους Αρκλίφιους πολεμιστές που φυλούσαν τα σύνορα του Βασιλείου τους.
Καβαλάρηδες με γούνες, μεταλλικές πανοπλίες, ασπίδες, κράνη, και δόρατα. Πεζοί με μεγάλα τσεκούρια και στρογγυλές ασπίδες. Τοξότες επάνω σε ψηλούς βράχους, με τα βέλη τους περασμένα στις χορδές των τόξων τους, έτοιμοι να εξαπολύσουν γρήγορο θάνατο.
Ο αρχηγός της φρουράς – ένας μεγαλόσωμος άντρας με λευκό δέρμα και ξανθά μαλλιά – φώναξε στην ομάδα του Τάμπριελ να σταματήσει και ζήτησε να μάθει τη δουλειά τους εδώ, μιλώντας στην Οικουμενική. Ήταν έμποροι;
«Δεν είμαστε έμποροι,» του είπε ο Τάμπριελ στην Άρκλιφ, πλησιάζοντάς τον ώστε εκείνος να μπορεί να δει το πρόσωπό του.
«Το δέρμα σου είναι κόκκινο!» παρατήρησε ο Αρκλίφιος. «Και μόνο για έναν άνθρωπο με κόκκινο δέρμα έχω ακούσει.»
«Αυτός είμαι,» τον διαβεβαίωσε ο Τάμπριελ. «Ο Κόκκινος Προφήτης, που ήρθε από το Ρήγμα.» Ύψωσε το ραβδί του δείχνοντας προς τα νοτιοανατολικά, πίσω απ’τα βουνά, όπου ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος έκανε την πραγματικότητα της απομονωμένης διάστασης να πάλλεται.
«Ερχόμαστε,» είπε ο Χάλρεοκ προτού απαντήσει ο Αρκλίφιος, «εκ μέρους της Βασίλισσας Παμράνεχ του Τάρσαζ. Ερχόμαστε φιλικά.» Μιλούσε στην Οικουμενική. Καταλάβαινε κάποια βασικά πράγματα από την Άρκλιφ (ο Καλέφραζ τού τα είχε διδάξει προτού εγκαταλείψουν τη Φέντινκεχ και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους ώς εδώ) αλλά δεν μπορούσε να τη μιλήσει κιόλας.
Ο αρχηγός της φρουράς τον αγνόησε. Ρώτησε τον Τάμπριελ: «Τι επιθυμείς στα μέρη μας, Κόκκινε Προφήτη;»
«Να περάσω,» απάντησε εκείνος. «Τίποτε περισσότερο.»
«Φέρνεις όπλα μαζί σου;»
«Τι όπλα;»
«Τα όπλα που λένε πως πετάνε φωτιά.»
Ο Τάμπριελ τράβηξε το πιστόλι απ’τη ζώνη του. «Σαν αυτό, υποθέτω πως λες…»
Ο Αρκλίφιος το κοίταξε με τα μεγάλα φρύδια του σμιγμένα. «Τι κάνει τούτο το πραγματάκι;»
«Σκοτώνει,» απάντησε ο Τάμπριελ, «όπως όλα τα όπλα.» Και το θηκάρωσε πάλι. «Δε χρειάζεται, όμως, να ανησυχείτε. Όπως είπε ο Χάλρεοκ, ερχόμαστε φιλικά. Και πηγαίνουμε προς τις Παγωμένες Εκτάσεις.»
«Στις Παγωμένες Εκτάσεις;»
«Θέλουμε να εξερευνήσουμε. Να περάσουμε τώρα, ή πρέπει να πληρώσουμε κάποιον φόρο;»
Ο Αρκλίφιος φάνηκε σκεπτικός για μια στιγμή. Έπειτα, όμως, τους είπε να περάσουν, κι έκανε νόημα στους πολεμιστές του να μην τους εμποδίσουν.
Ο Καλέφραζ είπε στον Τάμπριελ, καθώς απομακρύνονταν από τους συνοριακούς φύλακες: «Ήσουν άψογος.»
Εκείνος κατάλαβε ότι προφανώς αναφερόταν στη χρήση της γλώσσας, και του απάντησε στην Άρκλιφ: «Είχα καλό δάσκαλο.»
Ο Καλέφραζ μειδίασε.
Ο Τάμπριελ είπε, τώρα στην Οικουμενική: «Η πρώτη φορά που χαμογελάς από τότε που φύγαμε απ’τη Φέντινκεχ.»
«Σκεφτόμουν κάποια πράγματα…» μουρμούρισε ο Καλέφραζ.
«Είναι κάτι συγκεκριμένο που σ’απασχολεί;»
Κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, τίποτα.»
«Σίγουρα;»
Ο Καλέφραζ αναστέναξε. «Το ξέρεις, ε;»
«Υποθέτω μόνο. Δεν είμαι παντογνώστης, Καλέφραζ, κι έτσι δεν είμαι βέβαιος. Για τίποτα δεν είμαι βέβαιος…»
Ο Καλέφραζ δίστασε αρχικά, αλλά μετά είπε: «Η Κάνταφαχ… Αυτήν σκέφτομαι.» Κοίταξε τριγύρω, να δει αν κανένας μπορούσε να τους κρυφακούσει, αλλά οι υπόλοιποι δεν ήταν κοντά· εκείνος κι ο Τάμπριελ προπορεύονταν επάνω στα άλογά τους.
«Δεν ήθελε να έρθεις μαζί μας.»
«Βλέπεις; Το ξέρεις;»
«Δεν είναι και τόσο δύσκολο να το καταλάβω. Είναι επικίνδυνα στις Παγωμένες Εκτάσεις· λογικό είναι να φοβάται για σένα, Καλέφραζ. Σ’αγαπάει, γι’αυτό.»
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνος. «Το ξέρω. Δεν είπα ότι το κάνει για κακό.»
«Μπορείς να της μιλάς αν θέλεις. Όχι απευθείας, αλλά μπορείς,» του είπε ο Τάμπριελ.
Ο Καλέφραζ βλεφάρισε παραξενεμένος. «Τι εννοείς;»
«Έχουμε τους Ιεράρχες. Αν θέλεις, μπορούν να της μεταφέρουν κάποιο μήνυμα, ή να της πουν, τουλάχιστον, ότι είσαι καλά.»
Ο Καλέφραζ κόμπιασε: «Δεν… δε θα… Μεγάλε Τίγρη, εγώ δεν είμαι…! Θέλω να πω, το θεωρώ κάπως… εξωφρενικό, ίσως. Να βάλω εσένα να πεις στους Ιεράρχες να πουν στην Κάνταφαχ…» Κούνησε το κεφάλι του. «Όχι.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, Καλέφραζ,» του είπε ο Τάμπριελ. «Δεν είναι δύσκολο. Δεν είναι καν κόπος. Η Ράιλμεχ είναι φρουρός στο παλάτι, εξάλλου· μπορεί εύκολα να συναντήσει την Κάνταφαχ. Σκέψου το και, όποτε θέλεις, πες μου.»
«Σ’ευχαριστώ, Τάμπριελ.»
«Πες το αυτό άλλη μια φορά και θα σου ανοίξω το κεφάλι με τούτο το ραβδί.»
Ο Καλέφραζ μειδίασε.
*
Πριν από το μεσημέρι έφτασαν σε μια πόλη του Άρκλιφ που βρισκόταν βόρεια του περάσματος. Ονομαζόταν Έρσεκ και, αναμενόμενα, συγκέντρωνε πολλούς εμπόρους και ταξιδιώτες. Δεν είχε τείχη, αλλά οπλισμένοι καβαλάρηδες περιφέρονταν γύρω της, και στον λόφο δίπλα της δέσποζε ένα κάστρο που τα δικά του τείχη φαίνονταν πολύ παλιά και πολύ ανθεκτικά.
Η ομάδα του Τάμπριελ μπήκε στην Έρσεκ ύστερα από μερικές σύντομες κουβέντες με τους φρουρούς, και πήγαν σ’ένα μεγάλο πανδοχείο που η πινακίδα του έγραφε Ο ΦΙΛΟΞΕΝΟΣ ΑΝΕΜΟΣ, και που είχε αρκετό κόσμο – φανερά ταξιδευτές οι περισσότεροι. Οι πελάτες στην τραπεζαρία κοίταζαν τους νεόφερτους με περιέργεια, αναμφίβολα εξαιτίας των εξώκοσμων ανάμεσά τους, που είχαν ασυνήθιστο χρώμα δέρματος, αλλά κυρίως εξαιτίας του Τάμπριελ. Ακόμα και ώς εδώ είχε προφανώς φτάσει η φήμη του Κόκκινου Προφήτη. Ο πανδοχέας τούς εξυπηρέτησε και με το παραπάνω, κερνώντας τους δύο καράφες κρασί.
Ο Τάμπριελ τον ρώτησε πού θα μπορούσε να βρει έναν χάρτη του Βασιλείου, κι εκείνος τού απάντησε ότι στην αγορά θα έβρισκε πολλούς χάρτες. Του πρότεινε, όμως, αυτούς που πουλούσε ένας ξάδελφός του. Ο Τάμπριελ τον ευχαρίστησε και του έδωσε ένα Ταρσάζιο νύχι. «Και κάτι ακόμα,» ζήτησε. «Πού μπορούμε ν’αλλάξουμε τα νομίσματά μας – να τα κάνουμε ίππους;» (Έτσι ονομαζόταν το κύριο νόμισμα του Άρκλιφ, ίππος, όπως είχε εξηγήσει ο Καλέφραζ στον Τάμπριελ. Ο ίππος διαιρείτο σε δεκατέσσερις λύκους. Και τέσσερις ίπποι έκαναν έναν γέρακα – το «βαρύ» νόμισμα του Άρκλιφ.)
Ο πανδοχέας τού είπε. «Αλλά πρόσεξε να μη σας κλέψουν,» πρόσθεσε, «γιατί μερικοί είναι πονηροί.»
«Είμαστε προσεχτικοί άνθρωποι.»
Ο πανδοχέας χαμογέλασε κι απομακρύνθηκε απ’το τραπέζι τους.
Ο Καλέφραζ είπε στον Τάμπριελ: «Έχουμε χάρτη του Άρκλιφ.»
«Είμαι σίγουρος, όμως, ότι εδώ έχουν καλύτερους, και πιο πρόσφατους.»
Αφού τελείωσαν το φαγητό τους στην τραπεζαρία του πανδοχείου, ανέβηκαν στα δωμάτια που είχαν κλείσει για το μεσημέρι.
Η Ανταρλίδα, παρατηρώντας ότι το δωμάτιο που μοιραζόταν με τον Τάμπριελ δεν είχε ούτε λουτρό ούτε τίποτα που να μοιάζει με βρύση, είπε: «Τι ωραία που ήταν στη Βινέρνι…»
«Δε νομίζω ότι το πανδοχείο είναι κακό, για τα δεδομένα της περιοχής, Ανταρλίδα.»
«Το ξέρω.» Έβγαλε τις μπότες της και ξάπλωσε μπρούμυτα στο ένα απ’τα δύο κρεβάτια.
Ο Τάμπριελ ήταν καθισμένος στο άλλο, καπνίζοντας την πίπα του.
Η Ανταρλίδα γύρισε στο πλάι για να τον κοιτάξει. «Θα τη δείρω αν το συνεχίσει αυτό,» του είπε.
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε.
«Για τη Βερόνικα μιλάω.»
«Τι σου έκανε;»
«Δεν την άκουγες χτες; Όλο κάτι βλακώδεις ερωτήσεις μού έκανε, σα να προσπαθούσε να με ψαρέψει.»
«Και να μάθει τι;»
«Νομίζω ότι θέλει να μάθει αν είσαι με την Επανάσταση.»
Ο Τάμπριελ ρουθούνισε. «Θα διαπιστώσει σύντομα ότι δεν είμαι με κανέναν.»
«Όσο λες ότι δεν είσαι με κανέναν, οι Παντοκρατορικοί θα πιστεύουν ότι είσαι με την Επανάσταση. Και, μη νομίζεις, ορισμένοι επαναστάτες επίσης θα πιστεύουν ότι είσαι πράκτορας της Παντοκράτειρας.»
«Θα το ξεπεράσουν. Και δε χρειάζεται ν’ανησυχείς για τη Βερόνικα.»
«Έχεις ‘δει’ κάτι γι’αυτήν; Κάτι που σε κάνει να την εμπιστεύεσαι;»
«Όχι. Αλλά εδώ όπου είμαστε, ό,τι κι αν πιστεύει για εμένα, δεν πρόκειται να στραφεί εναντίον μου. Ούτε αυτή ούτε κανένας απ’τους υπόλοιπους που έπεσαν μαζί της. Για τον πολύ απλό λόγο ότι θέλουν να φύγουν από την απομονωμένη διάσταση – κι εγώ είμαι ο μοναδικός δρόμος προς αυτή την κατεύθυνση.»
Διασχίσαμε το Βασίλειο Άρκλιφ ταξιδεύοντας από τη μία πόλη στην άλλη, χωρίς να βιαζόμαστε· διότι, καθώς ταξιδεύαμε, προσπαθούσαμε να μάθουμε γι’αυτό που αναζητούσαμε στις Παγωμένες Εκτάσεις: για τον παγοκρύσταλλο που ο Μεγάλος Προφήτης είχε οραματιστεί. Θέλαμε να πληροφορηθούμε αν τον είχε δει κανένας εξερευνητής από το Άρκλιφ, ή αν υπήρχαν φήμες σχετικά με το πού μπορεί να βρισκόταν. Διότι η αλήθεια ήταν ότι είχαμε ξεκινήσει ένα ολόκληρο ταξίδι χωρίς να ξέρουμε πού ακριβώς ήταν ο προορισμός μας.
Οι κάτοικοι του Άρκλιφ, όμως, δεν φαινόταν να γνωρίζουν για τον παγοκρύσταλλο περισσότερα από εμάς. Οι ίδιοι, όπως μας είπαν, σπανίως πήγαιναν στις Παγωμένες Εκτάσεις για εξερευνήσεις. Αυτά τα έκαναν οι άνθρωποι που κατοικούσαν στα νότια ή στα δυτικά του Βασιλείου τους. Οι Αρκλίφιοι ήξεραν καλά τους κινδύνους των Παγωμένων Εκτάσεων κι έτσι δεν τις πλησίαζαν. Ελάχιστοι ανάμεσά τους είχαν οργανώσει εξερευνητικές αποστολές γι’αυτά τα μέρη, κι ακόμα λιγότεροι είχαν επιστρέψει. Ο Μεγάλος Προφήτης έψαξε γι’αυτούς: και ταξιδέψαμε έτσι γύρω-γύρω στις όχθες της μεγάλης λίμνης Γκάριεφ – της Μικρής Θάλασσας, όπως την ονομάζουν – για να τους βρούμε και να τους μιλήσουμε. Ένας τους μάθαμε ότι ήταν νεκρός όταν φτάσαμε στο χωριό του· είχε πεθάνει εδώ και τρία χρόνια, και στις Παγωμένες Εκτάσεις είχε πάει πριν από τριάντα-έξι χρόνια. Ένας ανιψιός του, όμως, μας αφηγήθηκε τις περιπέτειές του σ’αυτά τα επικίνδυνα μέρη· και είμαι βέβαιος πως τα περισσότερα που μας είπε δεν ήταν τίποτα παραπάνω από παραμύθια. Τον παγοκρύσταλλο που αναζητούσαμε δεν τον ανέφερε, πάντως.
Αλλά ούτε και οι άλλοι, οι ακόμα ζωντανοί εξερευνητές, τον ανέφεραν. Κανένας τους δεν τον είχε δει, ή, αν τον είχε δει, δεν μπορούσε να μας πει πού ήταν. Υπάρχουν πολλές τέτοιες στήλες από παγοκρύσταλλο στις Παγωμένες Εκτάσεις, μας έλεγαν· αποκλείεται ποτέ να βρείτε μία συγκεκριμένη ανάμεσά τους. Και μετά, μας ρωτούσαν γιατί την αναζητούσαμε· ο Προφήτης, όμως, ποτέ δεν τους έδινε απάντηση.
Εκτός από τα λίγα που μάθαμε για τις Παγωμένες Εκτάσεις – πολύ λιγότερα απ’ό,τι περιμέναμε, αν σκεφτεί κανείς ότι το Άρκλιφ συνορεύει μ’αυτές – ακούσαμε και φήμες για τον Χθόνιο Θάνατο. Ακόμα κι εδώ φαίνεται πως είχε φτάσει. Απολιθωμένοι σκελετοί είχαν βρεθεί. Άνθρωποι είχαν πεθάνει με τελείως ανεξήγητο τρόπο. Ορισμένοι έλεγαν ότι τους σκότωνε ένας δαίμονας σταλμένος από τον Λόρανωμ. Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι πέθαιναν από μια καινούργια ασθένεια η οποία είχε έρθει από το Ρήγμα, και η οποία δεν παρουσίαζε συμπτώματα αλλά εκδηλωνόταν αμέσως. (Αυτό ήταν, από μια άποψη, σωστό. Ο Χθόνιος Θάνατος θα μπορούσε κανείς να πει ότι, όντως, ήταν σαν ασθένεια.)
Η περιπλάνησή μας μέσα στο Βασίλειο Άρκλιφ μάς οδήγησε ακόμα και στο Παλάτι του Ουρανού, την οικία του Βασιληά Νόρμακοφ, στην Κιλκόβη, την πρωτεύουσα του Βασιλείου. Το παλάτι είχε αποκτήσει το όνομά του επειδή ήταν χτισμένο στην κορυφή ενός βουνού, γύρω απ’το οποίο ήταν οικοδομημένη η Κιλκόβη: η οποία ήταν, πρέπει να ομολογήσω, πολύ μεγαλύτερη πόλη απ’ό,τι τη φανταζόμουν όταν είχα διαβάσει γι’αυτήν. Ο Βασιληάς Νόρμακοφ ζήτησε να δει τον Μεγάλο Προφήτη, έτσι παρουσιαστήκαμε μπροστά του και μπροστά στη Βασίλισσά του και μιλήσαμε μαζί τους, μέσα σε μια αίθουσα που είχε την πιο πανοραμική θέα που έχω δει. Ήταν, πράγματι, σαν να βρισκόμασταν ανάμεσα στους θεούς, μακριά από τις μικροπρέπειες των ανθρώπων.
Ο Βασιληάς Νόρμακοφ ήθελε να γνωρίσει τον Μεγάλο Προφήτη, να μάθει αν όλα όσα λέγονταν γι’αυτόν αλήθευαν. Ο Τάμπριελ τού εξήγησε ποια ήταν μονάχα φήμες και ποια αλήθειες. Ο Βασιληάς ρώτησε γιατί πηγαίναμε στις Παγωμένες Εκτάσεις, και τι σημασία είχε αυτός ο παγοκρύσταλλος για εμάς. Ο Τάμπριελ απάντησε ότι ο παγοκρύσταλλος αποτελούσε το κλειδί για να κάνουμε το Ρήγμα να εξαφανιστεί, και του μίλησε επίσης για το «άνοιγμα» του κόσμου μας στο Ατέρμονο Σύμπαν. Ο Βασιληάς και η Βασίλισσα του Άρκλιφ τα άκουγαν όλα τούτα σκεπτικοί, το ίδιο και κάποιοι αυλικοί που βρίσκονταν κοντά μας· μετά, όμως, ο Τάμπριελ τούς είπε ότι το πλάσμα που ευθυνόταν για τους παράξενους θανάτους στο Βασίλειό τους είχε έρθει από το Ρήγμα, κι αυτό φάνηκε να διασκεδάζει τον σκεπτικισμό τους. Επίσης, τους εξήγησε πως για τους σεισμούς που συνέβαιναν συχνά τελευταία, πάλι το Ρήγμα ευθυνόταν. Και θα συνέχιζαν να γίνονται τέτοια, και χειρότερα, πράγματα μέχρι το Ρήγμα να διαλυόταν.
Ο Βασιληάς Νόρμακοφ ρώτησε τους αυλικούς του αν είχε κανένας ακούσει γι’αυτή την κολόνα από παγοκρύσταλλο που αναζητούσαμε, αλλά κανείς τους δεν ήξερε τίποτα. Και η αλήθεια ήταν πως δεν περίμενα να ξέρει.
Για να είμαι ειλικρινής, όσο ταξιδεύαμε μέσα στο Άρκλιφ τόσο περισσότερο απογοητευόμουν. Η αναζήτησή μας έμοιαζε πραγματικά απέλπιδη. Πώς ήταν ποτέ δυνατόν να καταφέρουμε να βρούμε μια συγκεκριμένη στήλη από παγοκρύσταλλο μέσα στις αχανείς Παγωμένες Εκτάσεις;
Φτάσαμε, τελικά, στην Κίρφεβ: την πόλη που έδειχνε ο χάρτης μας ότι ήταν η τελευταία του Βασιλείου Άρκλιφ στα ανατολικά. Η τελευταία πόλη πριν από τις Παγωμένες Εκτάσεις. Αν στεκόσουν σε κάποιο ύψωμα έξω από την Κίρφεβ, μπορούσες να τις δεις μετά από έναν λοφότοπο, να απλώνονται γυαλίζοντας στο φως του ήλιου ή των φεγγαριών. Ατελείωτες, και πάντοτε χιονισμένες. Ο άνεμος που έφερναν προς την Κίρφεβ μάς πάγωνε ώς το κόκαλο. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που χιόνιζε ακόμα κι εδώ, παρότι ήταν άνοιξη. Όταν φτάσαμε είχε χιονίσει πριν από τρεις ημέρες, και τα χιόνια δεν είχαν λιώσει· μπορούσαμε να τα δούμε πάνω στα δέντρα, στο χορτάρι, στα κεραμίδια των σπιτιών, και στις πλευρές των δρόμων. Οι κάτοικοι της Κίρφεβ μάς είπαν ότι στην πόλη τους χιόνιζε μέχρι και το καλοκαίρι, τουλάχιστον τρεις φορές.
*
* * *
*
Κοιμήθηκαν σ’ένα πανδοχείο που ονομαζόταν «Ο Ακριανός» και δεν είχε συνήθως πολλούς επισκέπτες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε μόνο εκείνους και κανέναν άλλο. Ελάχιστοι ήταν οι ταξιδιώτες που έρχονταν σε τούτα τα παγερά μέρη του Βασιλείου.
Το ξημέρωμα, σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους – όπου είχαν κοιμηθεί τυλιγμένοι σε κουβέρτες, χωρίς να βγάλουν και πολλά από τα ρούχα τους – και ντύθηκαν φορώντας περισσότερα ρούχα πάνω από αυτά που ήδη φορούσαν: μάλλινα κυρίως, διπλά, και ζεστές κάπες με γούνα στη μέσα μεριά και γύρω απ’το λαιμό. Οι μπότες τους είχαν επίσης γούνα, το ίδιο και τα γάντια τους.
Με τους ντόπιους δεν αντάλλαξαν καμία κουβέντα καθώς έφευγαν από την Κίρφεβ· οι άνθρωποι που έμεναν στην ανατολική άκρη του Άρκλιφ δεν ήταν και πολύ ομιλητικοί. Έκαναν τις δουλείες τους σιωπηλά το πρωί, ευλογώντας τη Ναράληθ, τη Δέσποινα του Πρωινού, και κοιμόνταν νωρίς το βράδυ, αφήνοντας έξω απ’τις πόρτες τους δωροδοκίες (όπως τις έλεγαν) για τον Λόρανωμ, τον Αφέντη της Σκοτεινιάς, και τους δαίμονές του. Δεν τους άρεσαν και πολύ οι λιγοστοί ταξιδιώτες που περνούσαν από τα μέρη τους, αλλά δεν έδειχναν να έχουν και τίποτα εναντίον τους. Τους πρόσφεραν ό,τι είχαν να τους προσφέρουν και δεν τους μιλούσαν περισσότερο απ’όσο έπρεπε.
Ο Τάμπριελ είχε ρωτήσει, χτες βράδυ, τον πανδοχέα και τη γυναίκα του μήπως ήξεραν τίποτα για τον παγοκρύσταλλο που αναζητούσε, ή μήπως ήξεραν κανέναν άλλο που μπορεί να ήξερε για τον παγοκρύσταλλο. Εκείνοι είχαν απλώς κουνήσει τα κεφάλια τους, λέγοντας πως πρώτη φορά άκουγαν γι’αυτό το πράγμα. Μονάχα ο Γάσκρωβ μπορεί να ξέρει, είχε πει ο πανδοχέας. Και ο Τάμπριελ τον είχε ρωτήσει ποιος ήταν αυτός ο Γάσκρωβ. Ένα πνεύμα των Παγωμένων Εκτάσεων, είχε απαντήσει ο πανδοχέας, που παλιά ήταν άνθρωπος. Και δεν είχε δώσει καμια άλλη εξήγηση.
Κατά πάσα πιθανότητα, κάποιος μύθος της περιοχής θα είναι, είχε πει ο Καλέφραζ. Δεν ακούσαμε τίποτα γι’αυτόν πουθενά αλλού στο Βασίλειο.
Τώρα, άφηναν την Κίρφεβ πίσω τους και έμπαιναν στους λοφότοπους, έφιπποι, αλλά όχι επάνω στα άλογα με τα οποία είχαν έρθει στο Βασίλειο Άρκλιφ. Σε μια πόλη που ονομαζόταν Νάρνηβ, πριν από την Κίρφεβ, τα είχαν πουλήσει και είχαν αγοράσει τριχόκερους: πλάσματα λίγο ψηλότερα από τα άλογα, που είχαν δύο πολύ δυνατά πισινά πόδια και δύο μπροστινά που ήταν μικρά και τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για να κρατάνε την τροφή τους καθώς τη μασούσαν. Τα σώματά τους ήταν μυώδη και δυνατά, και ντυμένα με πλούσια γούνα που το ψύχος δεν τη διαπερνούσε. Τα κεφάλια τους ήταν μακρόστενα και είχαν δύο στριφτά κέρατα που έκαναν σπείρες σαν του κριαριού. Τα αρσενικά είχαν, επίσης, μακριά γένια στο σαγόνι, τα οποία ορισμένες φορές σέρνονταν στο έδαφος. Όσο πιο μεγάλος σε ηλικία ήταν ο τριχόκερως τόσο μακρύτερα γένια είχε. Τα θηλυκά είχαν τέσσερις μαστούς, μισοκρυμμένους μέσα στη γούνα τους.
Οι κάτοικοι του Άρκλιφ είχαν πει στην ομάδα του Τάμπριελ ότι αποκλείεται να μπορούσαν να ταξιδέψουν στις Παγωμένες Εκτάσεις επάνω σε άλογα· τα ζώα δεν θα άντεχαν περισσότερο από δύο ημέρες εκεί. Εκτός των άλλων, ήταν πολύ επικίνδυνο να γλιστρήσουν, να πέσουν, και να σπάσουν τα πόδια τους. Χρειαζόταν τριχόκερους για να ταξιδέψει κανείς σ’αυτά τα μέρη.
Οι τριχόκεροι ήταν, παραδόξως, βολικοί να τους καβαλάς, όπως διαπίστωσαν ο Τάμπριελ και η ομάδα του όταν πούλησαν τα άλογά τους κι αγόρασαν τέτοιους. Ειδικές σέλες δένονταν στην ελαφρώς καμπουριαστή ράχη τους και χαλινάρια γύρω από το κεφάλι τους. Καθόσουν εκεί και κρατιόσουν, χωρίς δυσκολία, καθώς το θηρίο βάδιζε επάνω στα δύο μεγάλα, ισχυρά πόδια του.
Η Ανταρλίδα τούς είχε συμπαθήσει πολύ. «Είναι πιο ήσυχοι και βολικοί από άλογα,» είχε πει στον Τάμπριελ καθώς χτένιζε τα μακριά μούσια του τριχόκερού της. Ο Μούσιας – όπως τον είχε ονομάσει – την ατένιζε βλεφαρίζοντας ήρεμα.
Τώρα, η Ανταρλίδα, καθισμένη πάνω στον Μούσια, προπορευόταν των υπολοίπων για να κατοπτεύει την περιοχή. Μαζί της ήταν ο Ιάσων, επάνω στον δικό του τριχόκερω. Κι εκείνος έμοιαζε να συμπαθεί πολύ τα τριχωτά, κερασφόρα πλάσματα.
«Ποιο είναι, λοιπόν, το σχέδιο, αρχηγέ;» ρώτησε ο Πολ τον Τάμπριελ. «Πώς θα βρούμε τον παγοκρύσταλλο;»
«Εξερευνώντας,» απάντησε εκείνος.
«Θα ταξιδεύουμε τυχαία, δηλαδή, ελπίζοντας ότι θα πέσουμε πάνω του;»
«Θ’ακολουθήσουμε τα βήματα άλλων εξερευνητών. Ο Καλέφραζ έχει μαζί του πολλούς χάρτες από παλιές εξερευνήσεις· και το ξέρεις πως έχουμε αγοράσει και μερικούς από εδώ.»
«Δε μου φάνηκαν, όμως, και πολύ αξιόπιστοι,» σχολίασε ο Πολ.
«Αυτοί είναι· δεν έχουμε καλύτερους.»
Μέχρι το μεσημέρι είχαν διασχίσει τους λοφότοπους και είχαν φτάσει στις παρυφές των Παγωμένων Εκτάσεων. Αυτό που είχαν δει χτες από υψώματα μονάχα, τώρα το έβλεπαν από κοντά, να ξεδιπλώνεται εμπρός τους, ατέρμονα, γυαλίζοντας στις μεσημεριανές ακτίνες του ήλιου. Χιλιόμετρα και χιλιόμετρα και χιλιόμετρα παγωμένων εδαφών. Μια μυστηριακή σιγαλιά απλωνόταν στο τοπίο· και όταν κανένα απόμακρο κρώξιμο πουλιού αντηχούσε, ακουγόταν πολύ δυνατά.
Οι Παγωμένες Εκτάσεις έκαναν τα μάτια τους να πονάνε.
«Τα γυαλιά μας,» είπε ο Τάμπριελ στη Βερόνικα· κι εκείνη, έχοντας κατεβεί από τον τριχόκερώ της, άνοιξε τον σάκο της και έβγαλε από μέσα σκούρα γυαλιά, τα οποία ανήκαν σε επιβάτες του διαλυμένου αεροπλάνου της, ζωντανούς και νεκρούς. Τα έδωσε, ένα-ένα, στους συντρόφους της.
Ο Καλέφραζ τα φόρεσε, και μειδίασε. «Μ’αρέσουν.»
«Παράξενο είναι να βλέπεις μ’αυτά τα πράγματα μπροστά στα μάτια σου,» παρατήρησε ο Χάλρεοκ. «Βολεύει όμως εδώ.»
Η Χιρκόμο γέλασε κοιτάζοντας τον Αλίρκωπ να φορά τα μαύρα γυαλιά. «Φαίνεσαι πιο περίεργος απ’ό,τι συνήθως.»
«Κι εσύ,» αποκρίθηκε εκείνος χαμογελώντας.
Κατασκήνωσαν για να φάνε και να ξεκουραστούν από το πρωινό ταξίδι. Τους τριχόκερους τούς έδεσαν λίγο παραπέρα, σε κάτι δέντρα μισοσκεπασμένα από πάγο, που παρόμοιά τους η Ανταρλίδα κι ο Τάμπριελ δεν είχαν ξαναδεί πουθενά σε τούτη τη διάσταση. Ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο πήγαν τροφή στα ζώα. Οι τριχόκεροι δεν έτρωγαν σανό όπως τα άλογα, αλλά ένα μίγμα από κρέας ψαριού και χόρτα, ειδικά φτιαγμένο γι’αυτούς. Όταν βρίσκονταν ελεύθεροι, ψάρευαν στις όχθες ποταμών, σπάζοντας πολλές φορές τον πάγο για να πιάσουν τα ψάρια από κάτω. Επίσης, μάζευαν διάφορα χόρτα και καρπούς. Με σάρκες άλλων θηλαστικών τρέφονταν μόνο αν δεν μπορούσαν να βρουν τίποτε άλλο για να φάνε. Έτσι είχε πει, τουλάχιστον, ο έμπορος από τον οποίο η ομάδα του Τάμπριελ είχε αγοράσει τους τριχόκερους.
*
Το απόγευμα, οι Παγωμένες Εκτάσεις αντανακλούσαν το κοκκινωπό φως του ήλιου, δίνοντας την εντύπωση ότι οι ταξιδιώτες ταξίδευαν επάνω σε μια θάλασσα φωτός. Ο αέρας που φυσούσε δεν ήταν δυνατός, και δεν έφερνε χιόνι. Ήταν όμως πολύ, πολύ ψυχρός, κλέβοντάς τους κάθε διάθεση για κουβέντα.
Η Ανταρλίδα και ο Ιάσων κοίταζαν τους χάρτες των εξερευνητών και οδηγούσαν τους υπόλοιπους, προσπαθώντας να προσανατολιστούν βάσει ορόσημων, τα οποία ήταν πραγματικά ελάχιστα στις Παγωμένες Εκτάσεις. Το τοπίο έμοιαζε άδειο· τουλάχιστον, με την πρώτη ματιά· γιατί, αν κοίταζες πιο προσεκτικά, μπορούσες να διακρίνεις την ιδιότυπη γεωγραφία του: τα ανεβάσματα και τα κατεβάσματα του παγωμένου εδάφους, τους λόφους και τους κρημνούς, τα μέρη όπου ο πάγος αργοκυλούσε και τα μέρη όπου ο πάγος ήταν σταθερός από κάτω σου. Υπήρχαν ύπουλοι κίνδυνοι στις Παγωμένες Εκτάσεις, και οι τριχόκεροι φαινόταν να μπορούν εκ φύσεως να τους αποφεύγουν.
Η Ανταρλίδα προσπαθούσε να οδηγήσει τον Μούσια προς ένα σημείο που εκείνος αρνιόταν πεισματικά να πάει. Ήταν η πρώτη φορά που το θηρίο τής έδειχνε τέτοιο πείσμα, έτσι η Μαύρη Δράκαινα σκέφτηκε ότι, μάλλον, θα είχε κάποιον πολύ καλό λόγο γι’αυτό. Κάνοντας νόημα στους συντρόφους της, που ακολουθούσαν εκείνη και τον Ιάσωνα, να σταματήσουν, κατέβηκε απ’τον Μούσια και ζύγωσε, επιφυλακτικά, το μέρος όπου εκείνος αρνιόταν να βαδίσει. Χτύπησε δυνατά τον πάγο με το τακούνι της μπότας της, κι αυτός έσπασε αποκαλύπτοντας νερό από κάτω. Νερό που αν έπεφτες μέσα θα σε σκότωνε. Θανατηφόρο σαν αντίστροφη λάβα.
Η Ανταρλίδα στράφηκε στους υπόλοιπους, που είχαν πλέον πλησιάσει εκείνη και τον Ιάσωνα. «Πρέπει να πάμε από αλλού,» τους είπε.
*
Οι νύχτες ήταν το χειρότερο απ’όλα. Έστηναν τις σκηνές τους, τυλίγονταν στις κουβέρτες τους (χωρίς, φυσικά, να βγάζουν το παραμικρό ρούχο), και πάλι ξεπάγιαζαν. Ένας από τους πολεμιστές της Βασίλισσας Παμράνεχ είπε: «Μπορεί κανένα πρωί να ξυπνήσουμε παγοκολόνες.» Ο Ιάσων πρότεινε τα πρωινά να βράζουν νερό και να το πίνουν ζεστό· και το έκαναν. Αλλά αυτό δεν έδιωξε τον εφιάλτη που περνούσαν κάθε βράδυ.
Ο Καλέφραζ ζήτησε από τον Τάμπριελ να μην πουν οι Ιεράρχες στην Κάνταφαχ ότι έκανε τόσο κρύο εδώ και ότι κινδύνευαν όλοι τους να κοκαλώσουν. Να της έλεγαν, καλύτερα, ότι το ταξίδι τους συνεχιζόταν ομαλά.
Ο Πολ καταριόταν κι αναρωτιόταν φωναχτά τι ήθελαν και ήρθαν μαζί με τον «καταραμένο Προφήτη».
Ο Άνθιμος’νιρ, χρησιμοποιώντας τη μαγεία του ως Βιοσκόπος, τους έλεγχε όλους κάθε μέρα για να δει σε τι κατάσταση βρίσκονταν βιολογικά. «Μας δουλεύεις, ρε γιατρέ;» του είπε μια φορά ο Πολ. «Αφού περπατάμε ακόμα, καλά είμαστε. Πρώτα θα πεθάνουμε από την απόγνωση σε τούτο το γαμημένο μέρος και μετά από κρυοπαγήματα.»
Η Χιρκόμο και ο Αλίρκωπ έλεγαν ότι πολλά πνεύματα περιφέρονταν εδώ πέρα, όλα τους ατίθασα και άγρια· τα περισσότερα από αυτά, όμως, επιδείκνυαν αδιαφορία προς τους ταξιδιώτες. Ο Τάμπριελ τούς είπε να έχουν το νου τους, μήπως μπορέσουν να μάθουν, μέσω των πνευμάτων, πού βρισκόταν η στήλη από παγοκρύσταλλο που αναζητούσαν.
Οι δώδεκα Ταργκάφλι πολεμιστές ήταν, κατά κύριο λόγο, σιωπηλοί. Θεωρούσαν ιερή την αποστολή τους στο πλευρό του Καζίτο’ναρ, και δεν παραπονιόνταν.
Ο Χάλρεοκ είπε στον Άνθιμο, ένα βράδυ, ότι αισθανόταν τα παλιά του τραύματα – τα τραύματα που είχε αποκτήσει στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας – να τον πονάνε ξανά παρότι είχαν πλέον επουλωθεί. Ο Βιοσκόπος, αφού τον έλεγξε με τη μαγεία του, του είπε να μην ανησυχεί· εξαιτίας του κρύου ήταν.
*
Στο φως ενός πρωινού, είδαν κάτι ψηλές, κυρτές στήλες να γυαλίζουν, και ο Καλέφραζ ρώτησε αμέσως τον Τάμπριελ: «Εδώ είμαστε; Φτάσαμε;» Εκείνος, όμως, κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Κι όταν πλησίασαν περισσότερο, διαπίστωσαν ότι οι στήλες δεν ήταν «στήλες» ακριβώς. Ήταν πελώρια οστά που ξεπρόβαλλαν από το παγωμένο έδαφος σκεπασμένα από παγοκρυστάλλους. Επάνω τους κάτι περίεργα έντομα αναρριχιόνταν: πλάσματα με σκληρό κέλυφος, πολλά μικρά ποδαράκια, και μακριές, αρθρωτές ουρές.
«Τι είν’αυτά;» απόρησε ο Καλέφραζ. «Πώς ζούνε εδώ, Τάμπριελ;»
Ο Τάμπριελ ρώτησε τον Αλίρκωπ και τη Χιρκόμο: «Υπάρχει κανένα πνεύμα σε τούτο το μέρος;»
Εκείνοι έγνεψαν αρνητικά.
Τα έντομα επάνω στα πελώρια κόκαλα δεν ήταν τα πρώτα ζωντανά πλάσματα που είχαν δει στις Παγωμένες Εκτάσεις: σε ένα σπήλαιο, είχαν αντικρίσει και κάτι άλλα έντομα· στον ουρανό είχαν, σποραδικά, ατενίσει πουλιά· και από απόσταση, επάνω σε κάτι βουνά, είχαν βιγλίσει δύο γιγαντιαία, αργοκίνητα, τριχοφόρα όντα, τα οποία δεν είχαν πλησιάσει. Πουθενά αλλού, όμως, δεν είχαν δει τόσα πολλά πλάσματα μαζεμένα όπως εδώ.
Ο Τάμπριελ χρησιμοποίησε ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, και είπε: «Υπάρχει ενέργεια εδώ, μέσα σ’αυτά τα κόκαλα. Τα έντομα ίσως να τρέφονται απ’αυτήν.»
«Επικίνδυνη ενέργεια;» ρώτησε η Βερόνικα.
«Δεν το νομίζω.»
«Μπορούμε να την αντλήσουμε κάπως;» ρώτησε ο Πολ. «Για να ζεσταινόμαστε τα βράδια;»
«Μάλλον όχι,» είπε ο Τάμπριελ. «Κι επιπλέον, δεν ξέρω τι είδους ενέργεια είναι. Προφανώς προέρχεται από το νεκρό πλάσμα που είναι θαμμένο εδώ. –Καλύτερα να πηγαίνουμε, τώρα.»
*
Μπήκαν σε πολλές σπηλιές, και σε κάποιες απ’αυτές συνάντησαν σκελετούς ανθρώπων – παλιοί εξερευνητές, κατά πάσα πιθανότητα. Βρήκαν φλέβες και κοιτάσματα ορυκτών. Ατένισαν στήλες από παγοκρύσταλλο: ολόκληρα δάση από τέτοιες· καμία, όμως, δεν ήταν αυτή που είχε «δει» ο Τάμπριελ. («Η στήλη που είδα εγώ έστεκε μόνη της, και μια παγωμένη πεδιάδα απλωνόταν γύρω της.») Αντίκρισαν κρυστάλλους οι οποίοι φώτιζαν το εσωτερικό σπηλαίων και σηράγγων που καταδύονταν βαθιά μέσα στη γη. Απέφυγαν επικίνδυνους ποταμούς κινούμενου πάγου, και ταξίδεψαν δίπλα σε φαράγγια και κρημνούς. Αντιμετώπισαν ένα γιγαντιαίο τριχωτό πλάσμα που πριν είχαν ατενίσει μονάχα από απόσταση. Τα πόδια του δεν ξεχώριζαν εύκολα μέσα από τη γούνα του, αλλά πρέπει σίγουρα να ήταν παραπάνω από τέσσερα. Τα μάτια του γυάλιζαν κατάμαυρα, και είχε μεγάλο στόμα με επικίνδυνα δόντια, και κυρτά κέρατα κάτω απ’το σαγόνι του. Τους καταδίωξε, καθώς εκείνοι έτρεχαν να απομακρυνθούν πάνω στους τριχόκερούς τους, πυροβολώντας το με τουφέκια και πιστόλια. Οι σφαίρες δεν έμοιαζαν να το ενοχλούν στην αρχή, αλλά τελικά γύρισε και έφυγε, με τη γούνα του μουλιασμένη απ’το αίμα.
Η αναζήτησή τους δεν έμοιαζε να τους οδηγεί πουθενά. Έκαναν κύκλους κι άλλους κύκλους, και σπείρες και καμπύλες, αλλά δεν έφταναν στον προορισμό τους. Ο Τάμπριελ δεν συναντούσε την κρυστάλλινη στήλη που είχε «δει». Και τα τρόφιμά τους τελείωναν, ενώ κάπου-κάπου ξαφνικές θύελλες τούς χτυπούσαν, φέρνοντας χιόνι και κομμάτια πάγου. Ένα απ’αυτά τραυμάτισε έναν Ταργκάφλι στο κεφάλι· ένα άλλο χτύπησε τον Πολ πίσω απ’το γόνατο, κάνοντάς τον να σωριαστεί και παραλίγο σπάζοντάς του το πόδι· κι ένα άλλο έπεσε, με φόρα, πάνω στο πρόσωπο του Καλέφραζ, θρυμματίζοντας τα γυαλιά του και κάνοντάς του μια μεγάλη μελανιά στο αριστερό μάτι και στο αριστερό μάγουλο – τυχερός ήταν που δεν τυφλώθηκε. Ο Άνθιμος’νιρ αμέσως τον περιποιήθηκε με φαρμακευτικές αλοιφές. Ευτυχώς, τα σπασμένα γυαλιά δεν τον είχαν τραυματίσει.
Μια άλλη φορά, βρέθηκαν στο διάβα μιας αγέλης παράξενων ζώων που θύμιζαν λύκους αλλά με πολύ ψηλά πόδια. Ήταν επίσης πολύ πιο γρήγορα από λύκους, και πιο χοντρά. Και έρχονταν καταπάνω στην ομάδα του Τάμπριελ. Δεν μπορούσαν να τρέξουν για να τα αποφύγουν· έπρεπε να τα πυροβολήσουν ελπίζοντας να τα τρομάξουν: και αυτό έκαναν. Τα ζώα χωρίστηκαν γύρω τους, σαν η ομάδα να ήταν βράχος κι εκείνα ένας ξαφνικός χείμαρρος. Δύο απ’αυτά μόνο μπλέχτηκαν σε μάχη με τους τριχόκερους που καβαλούσαν δύο Ταργκάφλι· και ο ένας τριχόκερως σκοτώθηκε καθώς το εχθρικό θηρίο τον δάγκωσε στο λαιμό. Η Ανταρλίδα σκότωσε το λυκόμορφο πλάσμα με μια καλοσημαδεμένη σφαίρα στο κεφάλι. Το άλλο υποχώρησε αφού δέχτηκε μια πιστολιά στα οπίσθια από τον Χάλρεοκ.
Ο Καλέφραζ είπε, όταν είχαν απομακρυνθεί από εκείνο το μέρος: «Αυτά τα πλάσματα πρέπει να ήταν οι Μακρύποδοι που έγραφαν οι εξερευνητές.»
Μετά από όλες τούτες τις δυσκολίες, όμως, οι περισσότεροι της ομάδας δεν είχαν διάθεση να κάνουν συγκρίσεις ανάμεσα στο τι είχαν ανακαλύψει εκείνοι και τι είχαν ανακαλύψει οι άλλοι εξερευνητές που είχαν έρθει εδώ πριν απ’αυτούς.
Και δεν άργησαν να αρχίσουν να χάνουν το θάρρος τους, ειδικά τώρα που τα τρόφιμα τούς τελείωναν. Φοβόνταν ότι θα κατέληγαν κι εκείνοι νεκροί, όπως τους άλλους ανθρώπους που είχαν βρει σε τούτα τα παγερά μέρη. Ακόμα κι οι Ταργκάφλι είχαν τις αμφιβολίες τους· ο Τάμπριελ μπορούσε να το δει στα μάτια τους. Θα ακολουθούσαν τον Καζίτο’ναρ μέχρι τέλους αφού αυτό είχαν έρθει να κάνουν, αλλά φοβόνταν ότι το τέλος δεν θα ήταν μακριά.
«Δεν πρόκειται να βρούμε κανέναν παγοκρύσταλλο,» μούγκρισε ο Πολ, μια βραδιά. «Καλύτερα να φύγουμε. Αν μη τι άλλο για να ανεφοδιαστούμε. Οι μόνοι που φαίνεται να περνάνε καλά εδώ πέρα είναι οι τριχόκεροι.»
Οι περισσότεροι έμοιαζαν να συμφωνούν μαζί του.
Αλλά, παραδόξως, εκείνη τη βραδιά ήταν που ο Αλίρκωπ είπε ότι ένα πνεύμα τού είχε ψιθυρίσει για μια στήλη μεγάλης δύναμης, μια στήλη που τη φυλούσε ένας δαίμονας, πολύ τρομαχτικός· και γύρω απ’αυτή τη στήλη… κάποια όντα (ο Αλίρκωπ αδυνατούσε να μετατρέψει σε λέξεις την έννοια που είχε μεταφέρει το πνεύμα στο μυαλό του)… ήταν συγκεντρωμένα.
«Πόσο μακριά είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Δεν ξέρω ακριβώς πόσο μακριά είναι. Ούτε μπορώ να μάθω. Αλλά είναι προς τα εκεί.» Και έδειξε βορειοανατολικά.
Η ομάδα βρισκόταν στα όρια των χαρτών που είχε μαζί της. Η μεριά που έδειχνε ο Αλίρκωπ ήταν τελείως αχαρτογράφητη. Σύμφωνα μ’ό,τι ήξεραν, ποτέ κανένας εξερευνητής δεν είχε ταξιδέψει εκεί.
Ο Τάμπριελ αποφάσισε, λοιπόν.
«Θα επιστρέψουμε στο Άρκλιφ,» είπε, «θα εφοδιαστούμε, και θα ξανάρθουμε στις Παγωμένες Εκτάσεις.»
Με την αυγή, άρχισαν το ταξίδι της επιστροφής.
Το ταξίδι στις Παγωμένες Εκτάσεις ήταν μία από τις πιο δυσάρεστες εμπειρίες της ζωής μου. Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν άξιζε να ταξιδέψω εκεί μαζί με τον Μεγάλο Προφήτη, αλλά, δίχως αμφιβολία, ταλαιπωρηθήκαμε όλοι μας πολύ από τις κλιματολογικές συνθήκες. Και ορισμένες φορές σκέφτηκα ότι ίσως θα ήταν καλύτερα αν τελικά είχα ακούσει την Κάνταφαχ και είχα μείνει πίσω, στη Φέντινκεχ. Μέχρι και ένα κομμάτι πάγου έπεσε πάνω στο πρόσωπό μου, μέσα σε μια χιονοθύελλα, και με μελάνιασε άσχημα. Φοβήθηκα, μάλιστα, ότι μπορεί να είχα τυφλωθεί.
Και δεν έφτανε το ένα μας ταξίδι στις Παγωμένες Εκτάσεις· έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, έπρεπε να φύγουμε και να επιστρέψουμε ξανά αφού είχαμε ανεφοδιαστεί…
*
* * *
*
Όταν έφτασαν στην Κίρφεβ δεν τους είχαν μείνει παρά ελάχιστα τρόφιμα. Ευτυχώς, υπήρχαν αποθήκες στην πόλη απ’όπου μπορούσαν να αγοράσουν ό,τι τους χρειαζόταν. Άλλωστε, από εδώ περνούσαν κατά καιρούς εξερευνητές που πήγαιναν στις Παγωμένες Εκτάσεις, κι αυτό οι ντόπιοι, δικαιολογημένα, το εκμεταλλεύονταν για να βγάζουν κάποια χρήματα.
Στον Ακριανό, ο πανδοχέας τούς καλωσόρισε ξανά, χωρίς να τους κάνει ερωτήσεις για το πώς είχε πάει η αποστολή τους. Ούτε και κανένας άλλος τούς ρώτησε τίποτα. Η πόλη εξακολουθούσε να διατηρεί τον σιωπηλό χαρακτήρα της προς τους ξένους.
«Είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι θέλουμε να επιστρέψουμε στις Παγωμένες Εκτάσεις;» είπε ο Πολ, μιλώντας στην Οικουμενική, την οποία γνώριζαν αρκετά καλά πλέον όλοι οι επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου. «Εγώ, πάντως, αφού ζεστάθηκαν λίγο τα κόκαλά μου εδώ μέσα, δεν έχω καμια επιθυμία να επιστρέψω.» Ήταν καθισμένοι στην τραπεζαρία του Ακριανού, γύρω από πέντε ενωμένα τραπέζια γεμάτα αχνιστά φαγητά και ζεστό κρασί.
«Δεν ζήτησα από κανένα σας να έρθει με το ζόρι μαζί μου,» είπε ο Τάμπριελ στον Πολ. «Μπορείς να γυρίσεις στο Τάρσαζ, αν αυτό θέλεις.»
«Κι οι υπόλοιποι θα πάτε στις Παγωμένες Εκτάσεις;»
«Όσοι επιθυμούν να με ακολουθήσουν…»
Ο Πολ κοίταξε τους συνδαιτυμόνες του. Οι Ταργκάφλι δεν φαινόταν να το σκέφτονται να φύγουν, αλλά ούτε και οι Ταρσάζιοι. Η Βερόνικα και ο Άνθιμος έμοιαζαν διχασμένοι, καθώς αναμφίβολα είχαν ταλαιπωρηθεί στις Παγωμένες Εκτάσεις, κι αυτό ήταν φανερό στις εκφράσεις τους. Ο Ιάσων έδειχνε να είναι σε καλύτερη κατάσταση, ψυχολογικά· είπε, όμως: «Το ταξίδι σίγουρα θα είναι άσχημο. Το μόνο καλό είναι ότι τώρα θα ξέρουμε πού πηγαίνουμε· δε θα κάνουμε κύκλους.»
«Δεν θα ξέρουμε ακριβώς πού πηγαίνουμε,» του θύμισε η Βερόνικα. «Ο μάγος,» έριξε ένα βλέμμα στον Αλίρκωπ, «είπε ότι αυτή είναι η γενική κατεύθυνση όπου βρίσκεται ο παγοκρύσταλλος που αναζητάμε.»
«Αν θέλετε να φύγετε,» τους είπε ο Τάμπριελ, «το καταλαβαίνω. Ο κίνδυνος δεν είναι μικρός. Είστε τέσσερις άνθρωποι και, πιστεύω, μπορείτε άνετα να επιστρέψετε στο Τάρσαζ. Θα σας δώσουμε κι έναν χάρτη για να έχετε μαζί σας· εννοείται.»
«Εσύ, όμως, μας βοήθησες όταν είχαμε ανάγκη,» αποκρίθηκε ο Άνθιμος’νιρ. «Ίσως τώρα να μην ήμασταν ζωντανοί αν δεν ήσουν εσύ. Ίσως να μας είχαν σκοτώσει στο Ώσρανοκ, υποθέτοντας ότι είμαστε κατάσκοποι ή κάτι άλλο, παράξενο και επικίνδυνο. Δεν είναι σωστό να σ’εγκαταλείψουμε. Εγώ προτείνω να πάμε μαζί σου.» Και κοίταξε τη Βερόνικα, τον Πολ, και τον Ιάσονα.
Ο Ιάσων είπε: «Εγώ δεν έχω ιδιαίτερο πρόβλημα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα ότι τα πράγματα θα ήταν εύκολα. Και πάντα απολαμβάνω μια καλή πρόκληση.» Μειδίασε, και ήπιε κρασί από την κούπα του.
Η Βερόνικα ένευσε. «Ναι, πρέπει να πάμε.»
«Εντάξει,» είπε ο Πολ χωρίς να δείχνει απογοητευμένος· «εγώ μια πρόταση έκανα μονάχα…»
Η Ανταρλίδα τον ατένισε σκεπτικά. Αν δεν ήθελες πραγματικά να βάλεις τους συντρόφους σου να φύγουν, γιατί μίλησες; αναρωτήθηκε. Τι ήθελες να δείξεις; Ή, τι ήθελες να δεις; Ποιοι είναι… πιστοί στον Τάμπριελ και ποιοι όχι; Συνοφρυώθηκε. Θα έπρεπε να τη θεωρήσει ύποπτη αυτή την ενέργεια του Πολ;
*
Όταν ήταν μόνη μαζί με τον Τάμπριελ, στο δωμάτιό τους στο πανδοχείο, του μίλησε για την υποψία της – που δεν ήταν συγκεκριμένη, βέβαια, αλλά ήταν μια υποψία.
«Κι εμένα μού φάνηκε λιγάκι περίεργη η συμπεριφορά του,» παραδέχτηκε ο Τάμπριελ. «Λιγάκι σαν… να ήθελε να κρίνει, να συμπεράνει.» Ήταν καθισμένος οκλαδόν επάνω στο κρεβάτι του, καπνίζοντας.
«Τι ξέρουμε για τον Πολ;» ρώτησε η Ανταρλίδα, καθισμένη οκλαδόν στο διπλανό κρεβάτι και καπνίζοντας κι εκείνη. Ο καπνός της πίπας της ήταν διαφορετικός απ’τον καπνό της πίπας του, και οι δύο καπνοί αναμιγνύονταν μέσα στο δωμάτιο παράγοντας μια ασυνήθιστη, αλλά όχι δυσάρεστη, οσμή.
«Εργαζόταν ως πωλητής οχημάτων στη Ρελκάμνια. Αυτό μού έχει πει η Βερόνικα.»
«Για ποια εταιρεία;»
«Δεν ξέρω.»
«Το επώνυμό του το γνωρίζεις;»
«Δεν έχω ρωτήσει,» είπε ο Τάμπριελ. «Αλλά, εδώ όπου βρισκόμαστε, τι σημασία έχει, Ανταρλίδα; Μπορεί να ισχυριστεί οτιδήποτε αν θέλει να πει ψέματα, δεν μπορεί; Ο καθένας τους μπορεί να το κάνει.»
«Σ’αυτό έχεις δίκιο…»
«Μην ανησυχείς τόσο γι’αυτούς. Σου είπα: όσο είμαστε εδώ, σε μια απομονωμένη διάσταση, δεν θα στραφούν εναντίον μου. Δεν τους συμφέρει.»
*
Την επομένη, καβάλησαν τους τριχόκερούς τους και κατευθύνθηκαν πάλι προς τις Παγωμένες Εκτάσεις, διασχίζοντας τους λοφότοπους και φτάνοντας στις παρυφές τους κατά το μεσημέρι. Την πορεία τους την είχαν τώρα αποφασίσει: θα ταξίδευαν ώσπου να βρεθούν στα όρια των χαρτογραφημένων περιοχών και, μετά, θα συνέχιζαν σύμφωνα με την καθοδήγηση του Αλίρκωπ και της Χιρκόμο. Δεν υπήρχε κάτι άλλο που μπορούσαν να κάνουν.
Ένα βράδυ, αφού είχαν προσπεράσει τα πελώρια, μυστηριώδη κόκαλα όπου συγκεντρώνονταν τα έντομα, ο Άνθιμος ρώτησε τον Τάμπριελ καθώς έστηναν τις σκηνές τους: «Πώς μπορούν και διαισθάνονται τα πνεύματα; Δεν έχω ακόμα καταλάβει.»
«Σου είπα και στη Βινέρνι,» του αποκρίθηκε ο Τάμπριελ: «ούτε εκείνοι ξέρουν πώς ακριβώς το κάνουν. Οι μάγοι αυτής της διάστασης λειτουργούν με το ένστικτο. Είναι σαν ορισμένους σαμάνους που υπάρχουν στο Γνωστό Σύμπαν. Δεν έχουν βάλει τη δύναμή τους σε νοητικά κανάλια. Προσπαθώ να τους διδάξω μερικά απλά ξόρκια που χρησιμοποιούμε εμείς και τους είναι πολύ δύσκολο να τα μάθουν. Οι τεχνικές των Δεσμοφυλάκων τούς έρχονται πιο φυσικά, επειδή έχουν να κάνουν περισσότερο με τη διαίσθηση και την πνευματική δύναμη και λιγότερο με τη μηχανιστική λογική.»
«Τους έχεις, δηλαδή, κάνει όλους Δεσμοφύλακες;»
«Μέχρι στιγμής, δεν υπήρχε κανένας μάγος άλλου τάγματος σ’ετούτη τη διάσταση. Αν θέλεις μπορείς να προσπαθήσεις να τους μάθεις την τέχνη των Βιοσκόπων. Δε θα σου πρότεινα, όμως, να το δοκιμάσεις με τους Ταργκάφλι της Βινέρνι, καθώς ήδη έχουν αρχίσει ν’ακολουθούν το μονοπάτι των Δεσμοφυλάκων, και το μόνο που θα κατορθώσεις θάναι να τους μπερδέψεις.»
Ο Άνθιμος ένευσε. «Ναι, το καταλαβαίνω… Τέλος πάντων, ελπίζω να μη μείνουμε τόσο πολύ σ’αυτή τη διάσταση ώστε να έχω χρόνο να διδάξω άλλους μάγους, Τάμπριελ.»
*
Η εμπειρία που είχαν αποκτήσει από το πρώτο ταξίδι τους στις Παγωμένες Εκτάσεις τούς ωφέλησε τώρα. Αντιμετώπιζαν ευκολότερα τους κινδύνους, και προστατεύονταν καλύτερα από τον άνεμο όποτε φυσούσε – που, ευτυχώς, δεν συνέβαινε πολύ συχνά. Μια μέρα, είδαν μια αγέλη από Μακρύποδες να τους ζυγώνει, και ανεβαίνοντας σ’ένα ύψωμα τούς απέφυγαν. Δε χρειάστηκε να τους πυροβολήσουν.
Έφτασαν στα όρια των χαρτογραφημένων εδαφών γρηγορότερα από την προηγούμενη φορά. Στάθηκαν εκεί και ατένισαν τις Παγωμένες Εκτάσεις μπροστά τους, που απλώνονταν άδειες και ατελείωτες όπως πριν· είχαν, όμως, όλοι τους την αίσθηση ότι τώρα πήγαιναν σε πιο επικίνδυνα μέρη, σε άγνωστα μέρη, απλά και μόνο επειδή ήξεραν ότι εδώ τελείωναν οι χάρτες τους. Οι περισσότεροι καταλάβαιναν πως αυτό δεν ήταν παρά ψυχολογική υπόθεση, γιατί, στην πραγματικότητα, από τότε που είχαν πρωτομπεί στις Παγωμένες Εκτάσεις βρίσκονταν σε επικίνδυνα και άγνωστα μέρη.
Ο Τάμπριελ ρώτησε τον Αλίρκωπ και τη Χιρκόμο τι τους έλεγαν τα πνεύματα της περιοχής, κι αυτοί απάντησαν ότι ετούτη τη στιγμή δεν μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με κανένα πνεύμα πρόθυμο να τους μιλήσει για εκείνη την ισχυρή παρουσία. Τα λόγια τους δεν βελτίωσαν την ψυχολογία της ομάδας. Το ταξίδι, όμως, συνεχίστηκε προς την κατεύθυνση που είχε δείξει ο Αλίρκωπ την τελευταία φορά.
Οι νύχτες εξακολουθούσαν να είναι μαρτύριο. Ήταν το δυσκολότερο να συνηθίσουν μέσα στο αφόρητο ψύχος των Παγωμένων Εκτάσεων· το γεγονός ότι είχαν έρθει, είχαν φύγει, και είχαν επιστρέψει δεν είχε βελτιώσει τα πράγματα. Η προηγούμενη εμπειρία ετούτου του παγερού τόπου δεν είχε αυξήσει τόσο τις αντοχές τους. Η μόνη που δεν έμοιαζε να ενοχλείται από τις παγερές νύχτες ήταν η Ανταρλίδα, που, ως Μαύρη Δράκαινα, είχε εκπαιδευτεί να μπορεί να επιβιώνει σε κάθε περιβάλλον. Ο Ιάσων, επίσης, δεν παραπονιόταν πολύ. Ούτε και ο Τάμπριελ, αν και ήταν φανερό ότι τα πρωινά είχε κακή διάθεση, και το σώμα του ήταν πιασμένο, σχεδόν κοκαλωμένο, από το ψύχος.
Ταξίδευαν τώρα χωρίς ν’ακολουθούν κανέναν χάρτη, έχοντας μόνο τ’αστέρια, τον ήλιο, και τα φεγγάρια για να προσανατολίζονται. Και, αρχικά, κανένα πνεύμα δεν φαινόταν νάναι πρόθυμο να μιλήσει στους μάγους για να τους βοηθήσει στο ταξίδι τους. Ωστόσο, ο Τάμπριελ είχε την πεποίθηση ότι θα έφταναν στον προορισμό τους, έτσι δεν έχανε το κουράγιο του. Και η Ανταρλίδα είχε την πεποίθηση – έπρεπε να την έχει σ’αυτή την απομονωμένη διάσταση – ότι ο Τάμπριελ ήξερε τι έκανε, έτσι ούτε εκείνη έχανε το κουράγιο της. Πολλοί από τους υπόλοιπους, όμως – ακόμα κι αρκετοί από τους Ταργκάφλι – έμοιαζαν να έχουν αρχίσει να φοβούνται…
Ο Ιάσων, ένα απόγευμα, κοιτάζοντας μ’ένα ζευγάρι κιάλια (τα οποία είχε πάρει από τα συντρίμμια του αεροπλάνου), είπε ότι είδε κάτι καινούργια πλάσματα που δεν είχαν ξανασυναντήσει.
«Πού;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα, κι εκείνος την πήρε μαζί του, λίγο παραπέρα, για να της δείξει. Όταν όμως η Μαύρη Δράκαινα κοίταξε, δεν είδε τίποτα· τα πλάσματα είχαν εξαφανιστεί.
Ο Ιάσων τα περιέγραψε ως ανθρωποειδή με μαύρο δέρμα ή τρίχωμα. Δεν ήταν σίγουρος για τίποτα περισσότερο, διότι βρίσκονταν πολύ μακριά, ακόμα και με τα κιάλια.
«Ανθρωποειδή;» μούγκρισε ο Πολ. «Σαν πίθηκοι, ας πούμε; Πίθηκοι σε τούτα τα παγωμένα εδάφη;»
Ο Ιάσων ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Έτσι μου φάνηκαν.»
Ο Πολ, στρεφόμενος στον Τάμπριελ, είπε: «Τον άκουσες; Αν οι μάγοι σου δε μιλήσουν σύντομα, Μεγάλε Προφήτη, πίθηκοι θα μας φάνε.»
«Ορισμένοι από μας σίγουρα θα τους καθίσουν στο στομάχι,» του είπε η Ανταρλίδα.
Ο Πολ τής έριξε ένα άγριο λοξό βλέμμα, αλλά δεν αποκρίθηκε.
*
Ο Τάμπριελ και ο Καλέφραζ χαρτογραφούσαν τα μέρη καθώς ταξίδευαν, ώστε να μπορούν να ξαναβρούν τον παγοκρύσταλλο όταν ήθελαν. Διότι αυτό ήταν το όλο νόημα τούτης της αποστολής: να εντοπίσουν τη θέση του τρίτου Φράγματος για να μπορούν αργότερα να το σπάσουν – συγχρόνως με τα υπόλοιπα – και να ανοίξουν την απομονωμένη διάσταση.
Ο Τάμπριελ ήξερε, βέβαια, ότι αυτό το τελευταίο θα ήταν δύσκολο, καθώς το Φράγμα θα το φρουρούσε πάλι κάποιος θεός, κάποιο κατασκεύασμα των Αρχαίων, όπως η Βιβεϊρλώταθ και ο Γκαλένραμωθ. Και τούτη τη φορά ο Τάμπριελ δεν νόμιζε ότι θα μπορούσε μόνος του να πολεμήσει τον φύλακα. Είχε φυλακίσει τη Βιβεϊρλώταθ επειδή εκείνη τον είχε δοκιμάσει και τον είχε βρει άξιο, κι επειδή, επίσης, ήθελε βαθιά μέσα της να πάψει να είναι δεμένη στο Άγκιστρο του Κόσμου. Τον Γκαλένραμωθ ο Τάμπριελ τον είχε νικήσει με τη βοήθεια της Βιβεϊρλώταθ· αν δεν την είχε μαζί του, δε θα τα κατάφερνε· ο θεός των ανθρωποφάγων θα τον είχε διαλύσει προτού καν προλάβει να πλησιάσει το δέντρο. Τώρα, ο Τάμπριελ δεν είχε μαζί του κανέναν φυλακισμένο θεό για να αντιμετωπίσει τον φύλακα του παγοκρυστάλλου. Ο Μέγας Ιεράρχης μέσα στην πορφυρή σφαίρα του ραβδιού του ήταν άχρηστος για μια τέτοια δουλειά· μόνο κάποιες τηλεκινητικές δυνάμεις είχε (με τις οποίες είχε στρέψει κι εκείνες τις πανοπλίες εναντίον του Τάμπριελ και των συντρόφων του, τότε, στον Οίκο της Γνώσης). Δεν μπορούσε να επιτεθεί σε μια οντότητα σαν τη Βιβεϊρλώταθ ή τον Γκαλένραμωθ. Και ο Τάμπριελ φοβόταν ότι ο φύλακας του παγοκρυστάλλου πιθανώς να ήταν χειρότερος από αυτούς τους δύο, όπως και ο Γκαλένραμωθ ήταν χειρότερος από τη Βιβεϊρλώταθ, έχοντας «αγριέψει» μέσα στις ζούγκλες. Ο δαίμονας που φρουρούσε το τρίτο Φράγμα βρισκόταν σε μια παγωμένη ερημιά, με μοναδική παρέα τα θηρία και τον άνεμο. Αναμφίβολα, λοιπόν, θα ήταν κι ο ίδιος σαν τα θηρία και τον άνεμο…
*
Η Χιρκόμο ήταν που κατάφερε, τελικά, να μιλήσει με κάποιο πνεύμα· ή μάλλον, να έρθει σε αρκετή επαφή μαζί του ώστε να αισθανθεί τον φόβο του για την πανίσχυρη οντότητα που συγκέντρωνε γύρω της άλλες οντότητες.
«Προς τα πού είναι;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
Η Χιρκόμο έδειξε νοτιοδυτικά.
«Από κει ήρθαμε!» μούγκρισε ο Χάλρεοκ.
«Από κει είναι, όμως,» είπε η μάγισσα.
Ο Χάλρεοκ στράφηκε στον Τάμπριελ. «Είναι δυνατόν να μην το προσέξαμε;»
«Τίποτα δεν αποκλείεται,» απάντησε εκείνος. «Υποθέτω, όμως, πως μάλλον δεν στρίψαμε σε κάποιο σημείο που έπρεπε αλλά συνεχίσαμε ευθεία.»
Η Ανταρλίδα ένευσε. «Κι εγώ το ίδιο νομίζω.»
Κι έστρεψαν τους τριχόκερους προς τα πίσω.
«Θα μπορείς να έρθεις πάλι σε επαφή μ’αυτό το πνεύμα;» ρώτησε ο Τάμπριελ τη Χιρκόμο καθώς ταξίδευαν.
Η μάγισσα κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Έφυγε. Αλλά θα έχω το νου μου, όπως και πριν.»
Ο Ιάσων είπε: «Αν δε βρούμε πού πρέπει να στρίψουμε, θα καταλήξουμε να κάνουμε συνεχώς πέρα-δώθε…»
Το βράδυ, είδαν δύο από τα πελώρια, τριχοφόρα πλάσματα να παλεύουν αρκετά χιλιόμετρα απόσταση από εκεί όπου είχαν κατασκηνώσει. Οι κραυγές τους αντηχούσαν στις Παγωμένες Εκτάσεις, και η γη έτριζε από τα ποδοβολητά τους. Για ώρες κράτησε η πάλη τους, και κανένας από την ομάδα του Τάμπριελ δεν μπορούσε να κοιμηθεί· μπορούσαν μονάχα να κάθονται και να κοιτάζουν με κιάλια και τηλεσκόπια. Και μετά, ο ένας απ’τους δύο γίγαντες αποχώρησε, καταματωμένος, αφήνοντας πίσω του ένα κουφάρι ακόμα πιο ματωμένο από αυτόν.
«Λες να τρώγεται;» είπε ο Πολ. «Δε νομίζω να χρειάζεται να σας επισημάνω ότι πάλι μας τελειώνουν τα τρόφιμα.»
«Δε μας τελειώνουν ακόμα,» είπε η Ανταρλίδα.
«Έχουμε, όμως, καταναλώσει τα μισά.»
«Θα πρέπει, λοιπόν, να τρώμε λιγότερο.»
Το πρωί, πλησίασαν το νεκρό πλάσμα και ο Ιάσων, που ήταν κυνηγός, έβγαλε ένα κοφτερό μαχαίρι για να δει αν είχε νόημα να πάρουν κάποιο κομμάτι από το κρέας του. Δυστυχώς, το μαχαίρι μετά δυσκολίας μπορούσε να χαράξει το πετσί του γίγαντα κάτω από την πυκνή του γούνα. «Αδύνατον να φαγωθεί αυτό το πράγμα,» είπε ο Ιάσων, καθαρίζοντας και θηκαρώνοντας το μαχαίρι του. «Άδικος κόπος θα ήταν να το βράσουμε.»
«Τα πάντα τρώγονται με λίγη προσπάθεια,» είπε ο Πολ.
«Θα πρέπει να το βράζεις για μέρες! Για να μην αναφέρω πόσες ώρες θα μας πάρει να το τεμαχίσουμε. –Πάμε να φύγουμε…»
*
«Τα πνεύματα σ’ετούτα τα μέρη είναι πολύ ανήσυχα,» είπε ο Αλίρκωπ. «Ίσως αυτό να σημαίνει ότι βρισκόμαστε κοντά στον παγοκρύσταλλο και στον φύλακά του.»
Η Χιρκόμο έγνεψε καταφατικά.
«Δεν μπορούμε, όμως, να είμαστε σίγουροι,» είπε ο Τάμπριελ, κοιτάζοντας ολόγυρα και μη βλέποντας πουθενά τίποτα που να του θυμίζει κάτι από αυτά που είχε «δει». Ωστόσο ρώτησε: «Έχεις να προτείνεις κάποια κατεύθυνση, Αλίρκωπ;»
«Δυστυχώς όχι.»
Το κρύο ήταν δυνατό καθώς συνέχισαν να ταξιδεύουν εκείνη την ημέρα, κι ένας άνεμος είχε σηκωθεί – ευτυχώς όχι πολύ ισχυρός – φέρνοντας χιόνι και μικρά κομμάτια πάγου. Το απόγευμα, η Ανταρλίδα τούς είπε να είναι προσεχτικοί γιατί βρίσκονταν κοντά σ’ένα απ’τα ποτάμια πάγου, όπου αν πατούσαν θα βούλιαζαν. «Να πηγαίνετε εκεί που πηγαίνουμε εγώ κι ο Ιάσων!» τους φώναξε μέσα στον άνεμο. «Και να μην απλώνεστε!»
Οι υπόλοιποι υπάκουσαν, τυλιγμένοι στις βαριές κάπες τους για να προστατεύονται από τον άνεμο και το χιόνι. Οι τριχόκεροι που καβαλούσαν βάδιζαν ακάθεκτοι, εκεί όπου τα περισσότερα ζώα θα είχαν προ πολλού πέσει και ψοφήσει.
Η Χιρκόμο είπε, ξαφνικά, στον Τάμπριελ: «Καζίτο’ναρ! Η Υδατοκόρη βρήκε κάποιες υπάρξεις κάτω απ’τον πάγο. Εκεί!» Έδειξε με το γαντοφορεμένο χέρι της.
Ο Τάμπριελ στράφηκε για να κοιτάξει. «Εκεί είναι το ποτάμι που θέλουμε να αποφύγουμε. Αλλά γιατί νομίζεις ότι αυτές οι υπάρξεις είναι σημαντικές, Χιρκόμο;»
«Λένε στην Υδατοκόρη ότι μπορούν να μας οδηγήσουν στον Βρυχούμενο Άνεμο – την πανίσχυρη οντότητα που αισθάνονται όλα τα πνεύματα εδώ πέρα.»
«Και τι ζητάνε;» Ο Τάμπριελ καταλάβαινε, από τον τρόπο της Χιρκόμο, ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα στην όλη επικοινωνία, αλλιώς η μάγισσα θα του έλεγε αμέσως προς τα πού έπρεπε να κατευθυνθούν.
«Μια θυσία, Καζίτο’ναρ.»
*
«Τι θυσία;» ρώτησε ο Τάμπριελ, αφού είχε κάνει νόημα στους υπόλοιπους να σταματήσουν και να συγκεντρωθούν γύρω του.
«Μια ζωντανή οντότητα,» αποκρίθηκε η Χιρκόμο. «Θέλουν να τους προσφέρουμε μια ζωντανή οντότητα. Να τη ρίξουμε μέσα στο παγωμένο νερό.»
«Και μετά,» ρώτησε ο Άνθιμος, «πώς το ξέρουμε ότι θα κρατήσουν το λόγο τους;»
«Δεν το ξέρουμε,» του είπε η Χιρκόμο. «Αλλά γιατί να μην τον κρατήσουν;»
«Τι οντότητα να θυσιάσουμε;» είπε ο Χάλρεοκ. «Θέλουν να πεθάνει ένας από εμάς;»
«Δεν διευκρίνισαν.»
«Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να θυσιάσουμε έναν τριχόκερω;»
«Τους τριχόκερους τούς χρειαζόμαστε,» είπε ο Τάμπριελ, «και ήδη έχουμε χάσει έναν από τα δόντια ενός Μακρύποδου.» Ύστερα από εκείνη τη σύγκρουση, ένας τριχόκερως κουβαλούσε δύο Ταργκάφλι· δεν υπήρχε άλλη λύση· και το ζώο έμοιαζε να κουράζεται πιο γρήγορα από τα υπόλοιπα.
«Προτείνεις ένας από εμάς να θυσιαστεί;» μούγκρισε ο Χάλρεοκ.
«Καζίτο’ναρ,» είπε ένας Ταργκάφλι, «αν πρέπει κάποιος να θυσιαστεί για να συνεχιστεί ο δρόμος μας, τότε προσφέρω τον εαυτό μου.»
«Δεν πρόκειται να θυσιαστεί ούτε ένας από εμάς, Κάσναλωπ,» του απάντησε ο Τάμπριελ, γνωρίζοντας τα ονόματα και των δώδεκα Ταργκάφλι πολεμιστών. «Σας χρειάζομαι όλους ζωντανούς. Θα βρούμε άλλο τρόπο να φτάσουμε στον παγοκρύσταλλο.»
Η Ανταρλίδα ρώτησε τη Χιρκόμο: «Τι βάθος υπάρχει εκεί κάτω;» δείχνοντας τον παγωμένο ποταμό.
Η μάγισσα ατένισε το ποτάμι, και τα μάτια της διαστάλθηκαν κι έμοιαζαν να κοιτάζουν κάπου αλλού, σαν να ονειρευόταν ξύπνια. Μετά, βλεφάρισε και είπε: «Σύμφωνα με ό,τι μου λέει η Υδατοκόρη, υπολογίζω πως το βάθος πρέπει να είναι τέσσερις φορές το μπόι μου.» Και η Χιρκόμο ήταν μικρόσωμη γυναίκα.
«Όχι και τόσο βαθύ, λοιπόν,» μουρμούρισε η Ανταρλίδα· «αλλά θα πρέπει ν’αποδειχτεί αρκετό…»
Ο Τάμπριελ τη ρώτησε: «Τι ακριβώς προσπαθείς να καταλάβεις;»
«Έχω ένα σχέδιο,» εξήγησε εκείνη. «Θα χρειαστεί, όμως, να περιμένουμε πρώτα ο άνεμος να κοπάσει, για να έχουμε καλύτερη ορατότητα.»
*
Η Ανταρλίδα τράβηξε τα ηνία του Μούσια, σταματώντας τον επάνω σ’ένα ύψωμα. Στράφηκε πίσω της και, σηκώνοντας το ένα χέρι, έγνεψε στον Ιάσων, που βρισκόταν κάπου τριακόσια μέτρα απόσταση από εκείνη μέσα στο τελευταίο φως της ημέρας.
Το νεύμα της ήταν θετικό. Το βρήκα.
Ο Ιάσων έστρεψε τον τριχόκερώ του, βάζοντάς τον να τρέξει προς τους υπόλοιπους.
Η Ανταρλίδα κοίταξε από την άλλη μεριά ξανά, για να δει το γιγαντιαίο πλάσμα με τη γούνα και τα κυρτά κέρατα κάτω απ’το σαγόνι. Έβγαλε το τουφέκι της από τον ώμο και πυροβόλησε στον αέρα για να του τραβήξει την προσοχή. Τα μαύρα μάτια του γίγαντα είχαν ήδη στραφεί στη μεριά της, και τώρα το μεγαθήριο άρχισε να έρχεται καταπάνω της· τα πελώρια πόδια του, κρυμμένα κάτω από την πυκνή γούνα, βροντούσαν στο παγωμένο έδαφος.
Η Ανταρλίδα το πυροβόλησε, μία, δύο φορές, μην καταφέρνοντας τίποτα περισσότερο απ’το να το εξοργίσει. Αλλά αυτό ακριβώς ήταν που ήθελε.
«Πάμε τώρα!» είπε στον Μούσια και, γυρίζοντάς τον, τον έβαλε να τρέξει.
Ο γίγαντας τούς καταδίωξε, κι έμοιαζε σαν ολόκληρος σεισμός να τους ακολουθούσε. Η Ανταρλίδα τον άκουσε ν’ανοίγει το πελώριο στόμα του και να μουγκρίζει, κι ήταν λες και βράχοι να έτριζαν.
Οδήγησε τον Μούσια προς τον ποταμό του πάγου, ενώ ο γίγαντας ερχόταν ολοένα και πιο κοντά τρέχοντας μανιασμένα. Μπορούσε να δει τους συντρόφους της απλωμένους στο τοπίο ολόγυρα, με τα τουφέκια τους έτοιμα στα χέρια.
Κατευθύνθηκε προς τον ποταμό του πάγου. Προς το ασταθές έδαφος που ήταν τόσο εύκολο να σπάσει κάτω απ’τα πόδια σου και να πέσεις σε θανατηφόρο νερό.
«Μη μου δειλιάσεις τώρα,» είπε στον Μούσια. «Μη μου δειλιάσεις,» ενώ κρατιόταν γερά επάνω του.
Ο ποταμός του πάγου ήταν κοντά…
Πιο κοντά…
Ο γίγαντας πλησίαζε επίσης.
Η Ανταρλίδα αισθανόταν τον Μούσια ν’αναπνέει σπασμωδικά από κάτω της. Ήταν, αναμφίβολα, τρομαγμένος.
Αλλά τώρα βρίσκονταν στις όχθες του ποταμού–
–και μια εξωτερική δύναμη σήκωσε τα δυνατά πόδια του τριχόκερου από το έδαφος. Ο Μούσιας γρύλισε ανήσυχα, αλλά η Ανταρλίδα τον χάιδεψε στο κεφάλι και κάτω απ’το λαιμό. «Ήσυχα, ήσυχα. Είμαστε ’ντάξει.»
Η αόρατη δύναμη τούς πέρασε ομαλά πάνω απ’τον ποταμό, χωρίς να τους υψώσει πολύ από την παγωμένη επιφάνεια.
Ο γίγαντας, μέσα στη μανία του, τους ακολούθησε· πάτησε στους πάγους με τα βαριά πόδια του, κι αυτοί θρυμματίστηκαν ρίχνοντάς τον στο παγερό νερό. Οι κραυγές του αντήχησαν στους παγωμένους τόπους, και τα μπροστινά πόδια του τεντώθηκαν προσπαθώντας να πιαστούν στις όχθες.
Η αόρατη δύναμη που είχε μεταφέρει τον Μούσια τον είχε τώρα αφήσει, και η Ανταρλίδα είχε τραβήξει τα ηνία του τριχόκερου για να τον σταματήσει. Οι σύντροφοί της είχαν, συγχρόνως, αρχίσει να πυροβολούν τον γίγαντα μέσα στον ποταμό, γιατί το νερό από μόνο του αμφέβαλλαν ότι θα ήταν αρκετό για να τον σκοτώσει. Η Ανταρλίδα ύψωσε το τουφέκι της και πυροβόλησε κι εκείνη.
Οι κραυγές του γίγαντα δυνάμωσαν· ήταν σαν να έπεφταν κεραυνοί. Και οι τριχόκεροι φώναζαν επίσης, φοβισμένοι από τον θόρυβο. Ο πάγος και το νερό κοκκίνισαν από το αίμα καθώς το πελώριο πλάσμα τραυματιζόταν. Και η Ανταρλίδα κι οι σύντροφοί της συνέχισαν να το πυροβολούν, μέχρι που έπαψε να κινείται και βούλιαξε. Η μορφή του δεν εξαφανίστηκε τελείως μέσα στο νερό και στους πάγους· όπως είχε υποθέσει η Μαύρη Δράκαινα, εκείνο το σημείο του ποταμού δεν ήταν και τόσο βαθύ.
Βάζοντας το τουφέκι της πάλι στον ώμο, οδήγησε τον Μούσια προς τα εκεί όπου συγκεντρώνονταν οι σύντροφοί της.
Το σχέδιό τους είχε λειτουργήσει κατά το αναμενόμενο. Ακόμα και το Ξόρκι Τηλεκινήσεως του Τάμπριελ είχε δουλέψει χωρίς πρόβλημα, παρά τις αμφιβολίες του ίδιου σχετικά με το βάρος του Μούσια και της Ανταρλίδας μαζί.
«Είναι ικανοποιημένοι τώρα;» ρώτησε η Ανταρλίδα τη Χιρκόμο.
Η μάγισσα ένευσε. «Ναι. Είπαν στην Υδατοκόρη προς τα πού να πάμε για να βρούμε τον Βρυχούμενο Άνεμο. Αλλά την προειδοποίησαν ότι δεν είναι φιλικός.»
«Δεν περιμέναμε να ήταν,» είπε ο Τάμπριελ.
*
Όπως είχαν υποψιαστεί, έπρεπε να στρίψουν σε κάποιο σημείο που πριν είχαν προσπεράσει: ένα μονοπάτι ανάμεσα σε απότομους, ψηλούς λόφους από πάγο, το οποίο διέσχισαν όταν ξημέρωσε κι έφτασαν σ’ένα δάσος από παγοκρύσταλλο, που έκανε μαγευτικές ανταύγειες στο φως του ήλιου. Κατασκήνωσαν εκεί το μεσημέρι, και σε κάποια στιγμή η Ανταρλίδα είδε, ανάμεσα στους κρυστάλλους, μερικές μορφές να κινούνται. Παίρνοντας το τουφέκι της στα χέρια, πήγε για να ερευνήσει, κάνοντας νόημα στους υπόλοιπους να μείνουν πίσω. Δεν κατόρθωσε, όμως, να αντικρίσει κανένα από τα πλάσματα ευθέως. Μονάχα μια αντανάκλαση πάνω στους κρυστάλλους μπόρεσε να δει, κι όταν επέστρεψε στους συντρόφους της, τους είπε ότι νόμιζε πως ήταν κάτι μαύρο με σχετικά ανθρώπινη μορφή.
«Οι καταραμένοι πίθηκοι, πάλι;» είπε ο Πολ.
Ο Ιάσων φάνηκε σκεπτικός. «Σ’αυτά τα μέρη πρέπει να βρισκόμασταν και τη φορά που τους είδα εγώ. Δηλαδή, όχι ακριβώς εδώ αλλά σ’ετούτη τη γενικότερη περιοχή.»
«Αφού δε μας πλησιάζουν, ας κάνουν ό,τι θέλουν,» είπε ο Χάλρεοκ.
Το απόγευμα, καθώς είχαν αφήσει το δάσος των κρυστάλλων πίσω τους και ταξίδευαν πάνω σε μια παγωμένη πεδιάδα, ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο είπαν ότι μπορούσαν να αισθανθούν μια πολύ ισχυρή παρουσία.
«Ο Βρυχούμενος Άνεμος, Καζίτο’ναρ, δίχως αμφιβολία,» τόνισε η μάγισσα. «Δεν είμαστε μακριά πλέον. Μπορεί να έχουμε φτάσει ώς το βράδυ.»
Ο Τάμπριελ ύψωσε το τηλεσκόπιό του για να κοιτάξει στον ορίζοντα. Δεν έβλεπε τίποτα το ιδιαίτερο. Τίποτα που να του θυμίζει κάτι που είχε «δει». Σε κάποιο σημείο, όμως, πρόσεξε δύο μαύρες ανθρωποειδείς μορφές να τρέχουν και να βουτάνε πίσω από ένα κοίλωμα του παγωμένου εδάφους.
Κατεβάζοντας το τηλεσκόπιο από μπροστά του, το είπε στους συντρόφους του.
«Αυτά τα πλάσματα,» υπέθεσε η Χιρκόμο, «ίσως να είναι οι οντότητες που έχουν συγκεντρωθεί γύρω από τον Βρυχούμενο Άνεμο. Οι υπηρέτες του. Οι ιερείς του.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Πολύ πιθανό.»
Και συνέχισαν το δρόμο τους, μέχρι που έφτασαν σ’ένα σημείο όπου το παγωμένο έδαφος έπαιρνε καθοδική κλίση κι εκείνοι βρίσκονταν μπροστά σε μια πλαγιά. Από κάτω τους, σ’αρκετή απόσταση, ο Τάμπριελ ατένισε επιτέλους αυτό που είχε «δει». Την ψηλή στήλη από παγοκρύσταλλο, η οποία ορθωνόταν ολομόναχη μέσα σε μια παγωμένη πεδιάδα. Τώρα, όμως, δεν ήταν ακριβώς μόνη της· τριγύρω ήταν μαζεμένες καμια πενηνταριά μαύρες, ανθρωποειδείς μορφές. Ορισμένες χοροπηδούσαν και φώναζαν – ο απόηχος των ουρλιαχτών τους έφτανε ώς τ’αφτιά του Τάμπριελ, διαλύοντας τη σιγαλιά του παγερού τοπίου.
«Μπορούμε να επιστρέψουμε τώρα,» είπε στους συντρόφους του.
«Φτάσαμε εδώ που φτάσαμε,» απόρησε ο Πολ, «και θα γυρίσουμε έτσι ξαφνικά και θα φύγουμε;»
«Ναι,» απάντησε ο Τάμπριελ. «Το μόνο που θέλαμε ήταν να μάθουμε τη θέση του τρίτου Φράγματος. Δεν μπορούμε να πλησιάσουμε περισσότερο. Αν το επιχειρήσουμε, ο φύλακας – ο Βρυχούμενος Άνεμος – θα μας κομματιάσει.»
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις όταν θέλεις να σπάσεις το Φράγμα;»
«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα· αλλά η λύση, είμαι βέβαιος, θα παρουσιαστεί από μόνη της.»
Και, ύστερα απ’αυτό που είχαν δει, έστρεψαν τους τριχόκερούς τους και απομακρύνθηκαν από την ψηλή παγοκρυσταλλική στήλη και τις ανθρωποειδείς μαύρες μορφές.
Ενώ ταξίδευα στο Βασίλειο Άρκλιφ και στις Παγωμένες Εκτάσεις μαζί με τον Μεγάλο Προφήτη, ο πόλεμος στα εδάφη της πρώην Ηνωμένης Γης της Κοινωνίας είχε πάλι φουντώσει με τον ερχομό της άνοιξης. Τα χιόνια είχαν λιώσει, και τα στρατεύματά μας στην Επαρχία της Ύλκωχ μπορούσαν να επιτεθούν ανεμπόδιστα στη Χώρα της Ντάρλεχ και στο Βασίλειο της Σάβηνεμ. Το Ώσρανοκ, όμως, βοηθούσε στρατιωτικά τώρα και τις δύο αυτές περιοχές, έτσι τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για εμάς, ακόμα και με τη σχετική υπεροπλία που είχαμε εξαιτίας των κανονιών, τα οποία ήταν τα μόνα πυροβόλα όπλα που οι Ωσράνιοι δεν ήξεραν πώς να κατασκευάσουν.
Από την Επαρχία της Βέλρικ ανθρωποφάγοι επιτίθονταν σε διάφορα σημεία των συνόρων της Επαρχίας της Σάρανματ, αλλά ο Πρίγκιπας Μάρνεζ το μόνο που έκανε ήταν να τους απωθεί· δεν πρόσταζε τα δικά του στρατεύματα να επιτεθούν κατά της Βέλρικ, διότι εξακολουθούσε να έχει στο νου του την προειδοποίηση του Μεγάλου Προφήτη σχετικά με τη δύναμη του Γκαλένραμωθ.
Οι κάτοικοι της Γης των Λύκων, που αρχικά είχαν μείνει ουδέτεροι στον πόλεμο, τώρα έκαναν ολοένα και περισσότερες επιδρομές στην Επαρχία της Σάρανματ· και ο Πρίγκιπας Μάρνεζ ανέφερε στη μητέρα του, τη Βασίλισσά μας, ότι φοβόταν πως ίσως να προετοίμαζαν μαζική εισβολή.
Οι ανθρωποφάγοι της Βέλρικ δεν χτυπούσαν μόνο εμάς: έκαναν συνεχόμενες επιθέσεις και στις Επαρχίες Κίρποντ και Κάλβαχ, που ανήκαν πλήρως στους Ωσράνιους πλέον· έτσι το Ώσρανοκ έστειλε ένα στράτευμα στα εδάφη της Βέλρικ για να διαλύσει τους ανθρωποφάγους μια και καλή. Μονάχα πέντε άνθρωποι λένε οι φήμες ότι επέστρεψαν από εκείνο το στράτευμα, οι τρεις από τους οποίους μισότρελοι, κι όλοι τους τραυματισμένοι περισσότερο ή λιγότερο. Οι ιστορίες τους ήταν ιστορίες φρίκης και ανθρώπων δαιμονισμένων από την παρουσία του Γκαλένραμωθ.
Στη Στενή και στην Ενδότερη Θάλασσα, οι πειρατές της Φέδλωχ αλώνιζαν λεηλατώντας πλοία και ακτές του Ώσρανοκ. Μαθεύτηκε, όμως, ότι είχαν επιτεθεί μερικές φορές και στις Νήσους Σαρριάνουν, που ανήκαν σε εμάς, καθώς και σε άλλα, μικρότερα νησιά, για ν’αρπάξουν λάφυρα και γυναίκες. Επίσης, δεν έκαναν διάκριση στα εμπορικά καράβια που κούρσευαν· δεν τους ενδιέφερε αν ήταν Ωσράνια ή Ταρσάζια. Η Βασίλισσά μας είχε αρχίσει να μετανιώνει που τους έδωσε πυροβόλα όπλα· αλλά τι μπορούσε να κάνει τώρα; Κι επιπλέον, θεωρούσε ότι τους χρειαζόταν εναντίον του Ώσρανοκ…
*
* * *
*
Ο Τάμπριελ έδειξε επάνω στον χάρτη που ήταν απλωμένος στο τραπέζι ανάμεσά τους. «Εδώ, Μεγαλειοτάτη, βρίσκεται το τρίτο Φράγμα.»
Είχαν επιστρέψει στο Τάρσαζ, και, αφού είχαν πλυθεί και ετοιμαστεί, είχαν συγκεντρωθεί στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου για να μιλήσουν με τη Βασίλισσα Παμράνεχ και το Αριστερό Χέρι.
«Κανένας άλλος δεν έχει ποτέ ταξιδέψει σ’αυτά τα εδάφη, Βασίλισσά μου,» είπε ο Καλέφραζ με κάποια περηφάνια. «Δεν υπάρχει χάρτης εξερευνητή που να τα περιλαμβάνει.»
«Πώς καταφέρατε, τότε, να βρείτε το Φράγμα;» ρώτησε η Κελνίχηβ. «Ψάχνατε τυχαία;»
«Το Φράγμα,» εξήγησε ο Τάμπριελ, «φυλάσσεται από μια πανίσχυρη οντότητα, όπως φυλάσσονταν και τα άλλα δύο. Η Χιρκόμο και ο Αλίρκωπ» – έριξε ένα βλέμμα στους δύο Ταργκάφλι που στέκονταν λίγο πιο πίσω – «είναι που κατόρθωσαν να μας οδηγήσουν εκεί, διαισθανόμενοι την παρουσία της οντότητας.»
Η Βασίλισσα και το Αριστερό Χέρι κοίταξαν τους δύο μάγους με καχυποψία, παρά την υπηρεσία που είχε μόλις πει ο Τάμπριελ ότι είχαν προσφέρει.
Η Παμράνεχ τον ρώτησε: «Μπορείς, δηλαδή, να σπάσεις τώρα το Φράγμα όποτε θέλεις;»
«Όχι ακόμα. Πρέπει να βρω τρόπο να νικήσω τον φύλακα.»
«Τους άλλους δύο τούς νίκησες εύκολα…»
«Δεν τους νίκησα εύκολα, Μεγαλειοτάτη. Και αυτή η περίπτωση είναι διαφορετική. Δεν έχω κανένα όπλο για να χρησιμοποιήσω εναντίον του φύλακα,» εξήγησε ο Τάμπριελ. «Στην περίπτωση του Άγκιστρου του Κόσμου, η Βιβεϊρλώταθ με δοκίμασε, και η ίδια προσφέρθηκε ουσιαστικά να έρθει μαζί μου. Στην περίπτωση του δέντρου στις ζούγκλες, η Βιβεϊρλώταθ με βοήθησε να πολεμήσω τον αδελφό της, τον Γκαλένραμωθ. Τώρα, δεν έχω κανέναν να με βοηθήσει για να πολεμήσω τον φύλακα του τρίτου Φράγματος.»
Η Παμράνεχ συνοφρυώθηκε. «Και τι θα κάνεις; Δε θ’ανοίξεις τον κόσμο μας, όπως υποσχέθηκες;»
«Θα τον ανοίξω. Θα βρω μια λύση.»
*
Ο Τάμπριελ σκεφτόταν για μέρες μέσα στο Βασιλικό Παλάτι της Φέντινκεχ. Αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να νικήσει τον φύλακα του παγοκρυστάλλου. Έψαχνε μέσα στο μυαλό του για εικόνες που είχε «δει»· εικόνες που ίσως να τον βοηθούσαν. Και περίμενε μήπως έρθουν καινούργιες εικόνες που θα του πρόσφεραν κάποιο στοιχείο που δεν είχε.
Τίποτα, όμως. Έμοιαζε να έχει φτάσει σε αδιέξοδο.
Η Βασίλισσα τον κάλεσε μια μέρα στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου και τον ρώτησε τι μπορούσαν να κάνουν με τον Γκαλένραμωθ, που οι ανθρωποφάγοι του επιτίθονταν συνεχώς στη Σάρανματ.
«Είπα στον Πρίγκιπα Μάρνεζ να μην εκστρατεύσει κατά της Βέλρικ, Μεγαλειοτάτη.»
«Δεν έχει εκστρατεύσει,» τον διαβεβαίωσε η Παμράνεχ. (Και ο Τάμπριελ σκέφτηκε: Αν είχε εκστρατεύσει θα το είχα μάθει. Μέσω των Ιεραρχών, φυσικά.) «Αλλά, εκτός απ’αυτό, δεν έχεις τίποτε άλλο να προτείνεις;»
«Δε μπορώ να κάνω κάτι για να καταστρέψω τον Γκαλένραμωθ. Και ούτε εσείς μπορείτε. Το καλύτερο είναι να απωθείτε τους ανθρωποφάγους του.»
Η Κελνίχηβ τότε ρώτησε, αλλάζοντας θέμα: «Και με τον Χθόνιο Θάνατο τι θα γίνει; Ούτε για την αντιμετώπιση αυτού έχεις να προτείνεις τίποτα; Εξακολουθούμε να βρίσκουμε απολιθωμένους σκελετούς σ’όλο το Βασίλειο.»
«Όχι μόνο μέσα στο Βασίλειό σας,» της είπε ο Τάμπριελ. «Παντού στον κόσμο σας.»
«Και δεν έχεις να προτείνεις τίποτα για την αντιμετώπιση αυτού του τέρατος;» επέμεινε η Κελνίχηβ.
«Τι περιμένεις να κάνω; Εμφανίζεται μέσα από τη γη και, μετά, χάνεται πάλι μέσα στη γη. Δεν μπορώ να προβλέψω πού θα παρουσιαστεί, κι ακόμα κι αν μπορούσα, τα όπλα σας δεν φαίνεται να το τραυματίζουν.»
«Τα κανόνια που έχουμε,» ρώτησε η Παμράνεχ, «δεν θα μπορούσαν να το διαλύσουν. Διαλύουν ολόκληρα τείχη!»
Ο Τάμπριελ μόρφασε. «Ίσως,» είπε. «Ίσως και να το σκότωναν. Αλλά πώς σχεδιάζετε, Μεγαλειοτάτη, να φέρετε το πλάσμα σε τέτοια θέση ώστε να μπορεί ένα από τα κανόνια σας να το σημαδέψει;»
*
Ο Καλέφραζ είπε στον Τάμπριελ, μια άλλη μέρα: «Με τους πολέμους που γίνονται, νομίζεις ότι θα καταφέρεις να τους ενώσεις όλους προτού ανοίξεις τον κόσμο μας;»
Βρίσκονταν στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη οι δυο τους, μαζί με την Ανταρλίδα, ψάχνοντας για βιβλία που μιλούσαν για μύθους και θρύλους, καθώς και για βιβλία που έγραφαν για παρατηρήσεις διαφόρων ερευνητών σχετικά με δαίμονες και πνευματικές οντότητες. Ο Τάμπριελ ήλπιζε ότι ίσως να έβρισκε εκεί κάτι που μπορεί να τον βοηθούσε να αντιμετωπίσει τον φύλακα του παγοκρυστάλλου.
«Αν δεν είναι τελείως ανόητοι,» απάντησε στον Καλέφραζ, «θα το καταλάβουν από μόνοι τους ότι πρέπει να ενωθούν. Αλλιώς, θα δυσκολευτούν πολύ να επιβιώσουν στο ευρύτερο σύμπαν.»
Ο Καλέφραζ έμοιαζε, όμως, να έχει τους ενδοιασμούς του. Τα πράγματα είχαν αγριέψει πολύ στην πρώην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας, και οι κάποτε καλές σχέσεις του Τάρσαζ με το Ώσρανοκ είχαν τώρα χαλάσει, ίσως ανεπανόρθωτα.
*
Ο Τάμπριελ κάθισε σε μια πολυθρόνα, ενώ ο νυχτερινός ουρανός φαινόταν έξω απ’το παράθυρο δίπλα του. Τα γυμνά του πόδια είχαν κουραστεί να κάνουν πέρα-δώθε μέσα στο καθιστικό των διαμερισμάτων του στο Βασιλικό Παλάτι. Περίπλοκες σκέψεις περιστρέφονταν σαν σπείρες στα βάθη του μυαλού του, ενώ τα δόντια του δάγκωναν επίμονα κάπου-κάπου την άκρη της αναμμένης πίπας του.
Τα βιβλία στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Φέντινκεχ ήταν άχρηστα, είχε καταλήξει. Δεν μπορούσαν να του δώσουν καμια χρήσιμη πληροφορία για το πώς να αντιμετωπίσει κάτι σαν τον Γκαλένραμωθ ή τη Βιβεϊρλώταθ. Μονάχα για παραμύθια μιλούσαν. Δεν είχαν πρακτικές λύσεις να προσφέρουν. Και πώς θα μπορούσαν να έχουν; Ο φύλακας του παγοκρυστάλλου ήταν ένα κατασκεύασμα των Αρχαίων, και κανείς δεν είχε πλέον τις γνώσεις των Αρχαίων σε τούτη τη διάσταση.
Αν ήμουν αλλού, αναρωτήθηκε ο Τάμπριελ, τι θα έκανα για να νικήσω τον φύλακα; Το πρώτο που ήρθε στο μυαλό του ήταν ένα Ξόρκι Προσωρινής Πνευματικής Καταπαύσεως· θα αδρανοποιούσε την πνευματική οντότητα μ’αυτό και θα έσπαγε το Φράγμα. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι δεν μπορούσε να την αδρανοποιήσει μ’ένα τέτοιο ξόρκι· ήταν πολύ ισχυρή. Μονάχα κάτι παρόμοιας ισχύος θα μπορούσε να το κατορθώσει. Ο Τάμπριελ ήταν, αναμφίβολα, ένας αρκετά δυνατός μάγος, αλλά δεν ήταν φορτισμένος με τόση ενέργεια όση αυτές οι οντότητες που είχαν φτιάξει οι Αρχαίοι.
Χρειάζεται να δώσω στο Ξόρκι Προσωρινής Πνευματικής Καταπαύσεως περισσότερη δύναμη… Αν το πετύχαινε αυτό, τότε ίσως και να πετύχαινε να κατατροπώσει τον φύλακα. Τουλάχιστον θα υπήρχε μια πιθανότητα – μια καλή πιθανότητα. Πού, όμως, θα έβρισκε την επιπλέον δύναμη; Μπορούσε να διδάξει το Ξόρκι Προσωρινής Πνευματικής Καταπαύσεως στους μάγους των Ταργκάφλι και να τους ζητήσει να το χρησιμοποιήσουν συγχρονισμένα μ’εκείνον ώστε να κοιμίσουν τον φύλακα. Αλλά θα ήταν η συντονισμένη προσπάθειά τους αρκετή; Ή ο φύλακας θα αποδεικνυόταν πιο ισχυρός από τη συλλογική τους δύναμη; Ο Τάμπριελ πολύ το φοβόταν, επειδή οι Ταργκάφλι δεν ήταν και τόσο ικανοί στο να εστιάζουν τη δύναμή τους όπως έπρεπε μέσω των ξορκιών· χρειάζονταν ακόμα πολύ εξάσκηση για να το καταφέρουν.
Θα πρέπει, επομένως, να τους εκπαιδεύσω… πράγμα που θα πάρει καιρό.
Εκτός αν έβρισκε από κάπου αλλού να αντλήσει δύναμη. Από πού, όμως;
Δεν παρουσιαζόταν καμια απάντηση στο μυαλό του. Κι αποφάσισε να πάψει για λίγο να σκέφτεται το ζήτημα. Άδειασε την πίπα του – το χόρτο είχε, εξάλλου, καεί τελείως πια – και βάδισε ώς εκεί όπου είχε αφήσει το ραβδί του, ακουμπισμένο στον τοίχο. Το έπιασε και ήρθε σε επαφή με τον συλλογικό νου των Ιεραρχών για να μάθει τι γινόταν σε κάθε γωνιά της διάστασης· ή, τουλάχιστον, σε κάθε μέρος όπου υπήρχε Ιεράρχης.
Και τότε, ενώ έβλεπε μέσα από τα μάτια άλλων και άκουγε μέσα από τα αφτιά άλλων και σκεφτόταν τις σκέψεις άλλων και θυμόταν τις αναμνήσεις άλλων, η λύση ήρθε στο μυαλό του.
Διέκοψε την επαφή του με την πορφυρή σφαίρα στην κορυφή του ραβδιού.
Φυσικά! Πώς δεν το είχα σκεφτεί; Θα αντλούσε δύναμη από τον συλλογικό νου των Ιεραρχών. Θα φόρτιζε το Ξόρκι Προσωρινής Πνευματικής Καταπαύσεως με τη βουλητική δύναμή τους. Αυτό θα ήταν αρκετό, ίσως, για να κατατροπώσει τον φύλακα και να τον ρίξει σε προσωρινό ύπνο. Αλλά ο Τάμπριελ δεν θα το άφηνε στην τύχη· θα έβαζε, συγχρόνως, και τους Ταργκάφλι μάγους να τον βοηθήσουν, αφού είχε διδάξει σε όλους τους τη χρήση του ξορκιού.
«Ναι,» μονολόγησε, «έχω τη λύση… Έχω τη λύση.»
«Ποια λύση;»
Στράφηκε για να δει την Ανταρλίδα να μπαίνει στο καθιστικό. «Βρήκα τρόπο να νικήσω τον φύλακα του παγοκρυστάλλου,» της είπε.
Η Ανταρλίδα μειδίασε. «Πρέπει να το γιορτάσουμε, τότε.» Το μειδίαμα έσβησε. «Αλλά, απ’την άλλη, ίσως και όχι… Γιατί, γνωρίζοντας τα σχέδιά σου, ίσως να έχεις σκεφτεί κάτι από τρελό έως τελείως αυτοκτονικό.»
«Μια Μαύρη Δράκαινα δε θα έπρεπε να μιλά για τέτοια πράγματα,» είπε ο Τάμπριελ πλησιάζοντάς την.
Η Ανταρλίδα ύψωσε ένα ξανθό φρύδι. «Σοβαρά;»
«Σοβαρά.» Ο Τάμπριελ έσκυψε για να φιλήσει τα χείλη της.
*
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα έφυγαν την άλλη μέρα για τη Γη των Ταργκάφλι, μαζί με τη Χιρκόμο, τον Αλίρκωπ, τους δώδεκα Ταργκάφλι πολεμιστές, και τον Χάλρεοκ και τέσσερις δικούς του πολεμιστές. Ο Καλέφραζ έμεινε στη Φέντινκεχ, επειδή δεν ήθελε να φύγει ξανά, τόσο νωρίς, μακριά από τη σύζυγο και τα παιδιά του – κι επιπλέον, ο Προφήτης είχε πει ότι δεν θα έμενε για πολύ καιρό στη Γη των Ταργκάφλι. Σύντομα θα επέστρεφε στο Τάρσαζ. Πήγαινε εκεί για να εκπαιδεύσει κάποιους μάγους, ώστε να μπορούν να τον βοηθήσουν να νικήσει τον φύλακα του τρίτου Φράγματος. Έτσι είχε πει στη Βασίλισσα Παμράνεχ και στους υπόλοιπους μέσα στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου.
«Να με περιμένετε μετά από κανένα μήνα. Στο μεταξύ, θα γνωρίζω τι γίνεται εδώ μέσω των Ιεραρχών, κι αν χρειαστεί θα επικοινωνήσω μαζί σας.»
Καθώς έφευγε από τη Φέντινκεχ, ένας ισχυρός σεισμός τράνταξε την πρωτεύουσα του Τάρσαζ και τα περίχωρά της, σαν το Ρήγμα να ήθελε γι’ακόμα μια φορά να υποδηλώσει την παρουσία του, και την απειλή του.
Το στράτευμά μας κατόρθωσε να κατακτήσει τη Χώρα της Ντάρλεχ (η οποία θα ονομαζόταν πλέον Επαρχία), αλλά, σε μια από τις μάχες μέσα στα πυκνά δάση, ο Ναρχάεζ, το Δεξί Χέρι του Θρόνου και Στρατάρχης της εκστρατείας, τραυματίστηκε άσχημα στα πλευρά από Ωσράνιο βέλος. Κανείς δεν ξέρει αν ήταν τυχαίο το τόξεμα ή αν οι Ωσράνιοι είχαν βάλει κάποιον να τον τοξέψει εσκεμμένα και να τον σκοτώσει. Οι πολεμιστές του Ναρχάεζ τον προστάτεψαν με τις ασπίδες τους και τον πήραν από το πεδίο της μάχης, για να τον πάνε στην πόλη της Ύλκωχ και κατόπιν, με πλοίο, στην Ίνρασακ.
Η Βασίλισσά μας θα το θεωρούσε μεγάλο πλήγμα για το Τάρσαζ αν το Δεξί Χέρι πέθαινε από εκείνο το τραύμα21, αλλά, με τη μέριμνα των θεραπευτών, ο Ναρχάεζ επιβίωσε. Δεν θα επέστρεφε όμως στο πεδίο της μάχης αμέσως. Θα έμενε προς το παρόν στην Ίνρασακ, ενώ ο στρατός μας συγκρουόταν με τους Ωσράνιους στα σύνορα του Βασιλείου της Σάβηνεμ…
*
* * *
*
Η Κελνίχηβ παρατηρούσε τον νεκρό νυκτοφύλακα της αποθήκης. Ή, μάλλον, ό,τι είχε απομείνει απ’αυτόν: ένα απολιθωμένο σκέλεθρο ντυμένο με κουρελιασμένα ρούχα. Στο χέρι του κρατούσε ένα πιστόλι· και η Κελνίχηβ αναρωτήθηκε πώς είχε καταφέρει να το αποκτήσει. Παρότι η Βασίλισσα μόνο τον στρατό της εφοδίαζε επισήμως με πυροβόλα όπλα, τελευταίως ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι φαινόταν πως είχαν στην κατοχή τους κάποιο πιστόλι ή τουφέκι. Αλλά, σκέφτηκε η Κελνίχηβ, γιατί να μας εκπλήσσει τούτο, από τη στιγμή που δώσαμε πυροβόλα στους πειρατές της Φέδλωχ; Δεν ήταν απόλυτα σύμφωνη μ’αυτή την απόφαση της Βασίλισσας, αν και θεωρούσε ότι οι πειρατές είχαν, ώς ένα σημείο, φανεί χρήσιμοι κατά των Ωσράνιων. Το ήξερε, όμως, ότι μελλοντικά θα προκαλούσαν προβλήματα – όπως και ήδη είχαν προκαλέσει, δηλαδή. Είχαν επιτεθεί σ’ένα σωρό εμπορικά πλοία που ήταν του Τάρσαζ, όχι του Ώσρανοκ, και είχαν κάνει επιδρομές σε πολλά νησιά που, επίσης, ανήκαν επισήμως στο Βασίλειο Τάρσαζ.
Η Κελνίχηβ κλότσησε, ελαφρά, το απολιθωμένο σκέλεθρο με τη μπότα της, κι αυτό έσπασε κάτω από τα κουρελιασμένα του ρούχα.
«Βρήκατε τίποτα;» ρώτησε τους κατασκόπους της, που είχαν απλωθεί γύρω-γύρω, μέσα στην αποθήκη.
«Δε φαίνεται να υπάρχει κάτι για να βρούμε, Εξοχότατη. Εξάλλου, προφανώς τον σκότωσε ο Χθόνιος Θάνατος.»
Η Κελνίχηβ κοίταξε το πάτωμα γύρω από το απολιθωμένο σκέλεθρο. Δεν υπήρχε το παραμικρό σημάδι ότι κάτι είχε βγει από εκεί. Οι πλάκες δεν ήταν σπασμένες· δεν ήταν ούτε καν ραγισμένες. Θα νόμιζες ότι ο Χθόνιος Θάνατος είχε ξεπροβάλει σαν φάσμα από τη γη, σαν κάτι το άυλο. Δεν ήταν, όμως, άυλος, σύμφωνα μ’όλες τις μαρτυρίες που είχαν. Λιώνει μέσα στις πέτρες και στο χώμα, σκέφτηκε η Κελνίχηβ. Αυτή είναι η μόνη κάπως λογική εξήγηση. Αν και, βέβαια, το πώς ήταν δυνατόν κάτι να λιώνει μέσα στη γη δεν μπορούσε να το διανοηθεί.
Και δεν έχουμε κανέναν τρόπο να το πολεμήσουμε. Κανέναν.
«Να ειδοποιηθεί ο έμπορος,» είπε η Κελνίχηβ στους κατασκόπους της, «ότι μπορεί να έρθει να μαζέψει τον νεκρό νυκτοφύλακα.» Έσκυψε και πήρε το πιστόλι από τα απολιθωμένα δάχτυλα του σκέλεθρου. Το πέρασε στη ζώνη της. «Εμείς ήρθε η ώρα να φύγουμε.»
Βγήκαν από την αποθήκη, που βρισκόταν στο λιμάνι της Φέντινκεχ, και στους δρόμους της πρωτεύουσας οι περισσότεροι κατάσκοποι σκόρπισαν. Μονάχα δύο έμειναν μαζί με το Αριστερό Χέρι, πηγαίνοντας προς το Βασιλικό Παλάτι.
Στο εσωτερικό του παλατιού, η Κελνίχηβ βάδισε προς τα διαμερίσματά της. Μπήκε και κάθισε στο γραφείο της, τραβώντας το πιστόλι του νυκτοφύλακα από τη ζώνη της κι αφήνοντάς το παραδίπλα. Άνοιξε ένα βιβλίο με ξύλινα εξώφυλλα στο σημείο όπου βρισκόταν ο πάνινος σελιδοδείκτης· πήρε την πένα της από το μελανοδοχείο και σημείωσε επάνω στην άδεια σελίδα τις λεπτομέρειες σχετικά με τον νεκρό νυκτοφύλακα. Ημέρα, ώρα, τόπος, και άλλες μικρές παρατηρήσεις που είχε κάνει. Σημείωνε όλους τους φόνους του Χθόνιου Θανάτου, ελπίζοντας ότι έτσι ίσως κατόρθωνε να κατανοήσει τη λογική αυτού του δαίμονα, ή να ανακαλύψει κάποια αδυναμία του. Με παρόμοιες μεθόδους είχε πιάσει κι άλλους δολοφόνους και τους είχε εκτελέσει δημοσίως. Ακόμα και τον περιώνυμο Χασάπη της Πρωτεύουσας – που ήταν ο φόβος κι ο τρόμος της Φέντινκεχ για πολλά χρόνια – εκείνη τον είχε πιάσει, λίγους μήνες αφότου ο Βασιληάς Αρκάεμ, ο μακαρίτης σύζυγος της Βασίλισσας Παμράνεχ, την είχε διορίσει Αριστερό Χέρι του Θρόνου.
Το πρόβλημα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, βέβαια, ήταν πως ο Χθόνιος Θάνατος, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους δολοφόνους, δεν ήταν άνθρωπος· ήταν μια παράξενη, λιθική οντότητα που είχε βγει από το Ρήγμα. Και η Κελνίχηβ φοβόταν ότι οι μέθοδοί της, αυτή τη φορά, δεν θα λειτουργούσαν και τόσο καλά…
Έπρεπε, όμως, να προσπαθήσει. Ίσως να ανακάλυπτε κάτι που δεν το περίμενε.
Το καμπανάκι της εξώπορτας των διαμερισμάτων της, απρόσμενα, χτύπησε. Κάποιος επισκέπτης. Η Κελνίχηβ, έχοντας ήδη τελειώσει με την καταγραφή του φόνου του νυκτοφύλακα (εξάλλου δεν είχε και τόσα πολλά να καταγράψει), σηκώθηκε απ’το γραφείο της, πήγε στην εξώπορτα, και κοίταξε από το ματάκι, που ήταν ειδικά κατασκευασμένο ώστε να μη φαίνεται απ’την άλλη μεριά.
Ο άντρας που στεκόταν απέξω ήταν ένας από τους εξώκοσμους που είχαν πέσει με το αεροπλάνο. Το όνομά του (η Κελνίχηβ γνώριζε όλων τα ονόματα, ασφαλώς) ήταν Πολ. Παράξενο κι αλλόκοτο, όπως και των υπόλοιπων.
Να του άνοιγε; Τι μπορεί να ζητούσε εδώ; Η εμφάνισή του ήταν, αναμφίβολα, κάτι το απρόσμενο. Η Κελνίχηβ αισθανόταν την περιέργειά της κεντρισμένη. –Μια τροπή που δεν είχε προβλέψει στο ελάχιστο! Ανέκαθεν την προσέλκυαν οι ίντριγκες.
«Ποιος είναι;» ρώτησε.
«Το όνομά μου είναι Πολ. Ίσως να μη με ξέρεις αλλά είμαι ένας από τους… εξώκοσμους, όπως μας λέτε. Μπορώ να περάσω;»
Η Κελνίχηβ άνοιξε την πόρτα. «Σε ξέρω,» του είπε.
Εκείνος έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Τιμή μου να έχω τραβήξει την προσοχή του Αριστερού Χεριού.»
«Μη με ειρωνεύεσαι,» τον προειδοποίησε η Κελνίχηβ.
«Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου,» τη διαβεβαίωσε ο Πολ. «Απλά δεν θεωρώ τον εαυτό μου τόσο σημαντικό.»
«Μάλλον τον θεωρείς τόσο σημαντικό για να έρχεσαι να μου μιλήσεις.» Η Κελνίχηβ παραμέρισε από την είσοδο. «Μπορείς να περάσεις.»
Ο Πολ μπήκε. «Ευχαριστώ.»
«Με παραξενεύει, μάλιστα, που με γνωρίζεις,» είπε η Κελνίχηβ, κλείνοντας την πόρτα και κάνοντάς του νόημα να την ακολουθήσει καθώς βάδιζε. «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς μοιάζει το Αριστερό Χέρι του Θρόνου.»
Ο Πολ την ακολούθησε. «Είμαι παρατηρητικός τύπος.»
Σταμάτησαν σ’ένα καθιστικό με ξύλινο πάτωμα που έτριζε κάτω από τα πόδια τους. Το παράθυρο που υπήρχε εδώ κοίταζε δυτικά, προς τη Μεγάλη Αγορά της Φέντινκεχ και τον ποταμό Νύραλοκ.
«Προφανώς και είσαι,» αποκρίθηκε η Κελνίχηβ γυρίζοντας για να τον αντικρίσει. «Κάθισε όπου θέλεις.»
Ο Πολ κάθισε σε μια καρέκλα, και η Κελνίχηβ γέμισε δύο κούπες με αρωματικό τσάι και του έδωσε τη μία. Η ίδια κάθισε σε μια πολυθρόνα, σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο. Ήπιε μια γουλιά τσάι παρατηρώντας τον και περιμένοντάς τον να της πει γιατί βρισκόταν εδώ.
«Έχω ακούσει ότι δεν υπάρχει και πολύ συμπάθεια ανάμεσα σ’εσένα και τον… Μεγάλο Προφήτη,» είπε ο Πολ, και ήπιε κι εκείνος μια γουλιά τσάι.
Θέλει να δει πώς θα αντιδράσω στα λόγια του, σκέφτηκε η Κελνίχηβ. Ύψωσε το ένα φρύδι της. «Πού το έχεις ακούσει;»
Ο Πολ χαμογέλασε λοξά μέσα από τα ξανθά μούσια του. «Αστειεύεσαι; Δεν είναι τίποτα το κρυφό. Κατ’αρχήν, η Ανταρλίδα δε λέει και πολλά καλά πράγματα για σένα. Κατά δεύτερον, όπως θα μπορείς να δεις κι η ίδια, γνωρίζω πλέον καλά την Οικουμενική, επομένως ακούω αυτά που μουρμουρίζουν οι αυλικοί, οι υπηρέτες, οι δούλοι, και οι φρουροί του παλατιού. Το επεισόδιο στα μπουντρούμια, όταν ο Καπετάνιος Ρολάνταζ δηλητηριάστηκε, δεν έχει ξεχαστεί.»
Αναρωτιέμαι τι μπορεί να σ’ενδιαφέρουν εσένα όλα αυτά. «Και λοιπόν;»
«Είναι αλήθεια ότι θα ήθελες ο Τάμπριελ να μην ήταν εδώ;»
«Θα ήθελα, επίσης, και το Ρήγμα να μην ήταν εδώ,» είπε η Κελνίχηβ. «Αλλά είναι. Και ο μόνος που φαίνεται να μπορεί να κάνει κάτι για να το διαλύσει είναι ο Τάμπριελ.» Και τον ρώτησε ευθέως: «Να υποθέσω ότι είσαι εδώ για να με… ψαρέψεις;»
«Αντιθέτως,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Είμαι εδώ για να σου πω πως, αν υποπτεύεσαι ότι ο Τάμπριελ είναι επικίνδυνος, έχεις δίκιο. Είναι επικίνδυνος – πολύ.»
«Και πώς εσύ το ξέρεις αυτό;»
«Το ξέρω. Μην ξεχνάς ότι έρχομαι από εκεί όπου έρχεται κι εκείνος. Αλλά το ερώτημα είναι: θα ήθελες πραγματικά να τον ξεφορτωθείς;»
Η Κελνίχηβ ήπιε μια γουλιά απ’το τσάι της. Τι παιχνίδι παίζει αυτός ο άνθρωπος; Τι έχει εναντίον του Τάμπριελ; «Σου είπα: είναι ο μόνος που φαίνεται να μπορεί να διαλύσει το Ρήγμα. Επομένως, όχι.»
«Όχι;» είπε ο Πολ. «Ή, όχι ακόμα;»
«Εσύ θέλεις το κακό του; Γιατί; Ο Τάμπριελ είναι, επίσης, ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να οδηγήσει εσένα και τους υπόλοιπους που είναι μαζί σου στον κόσμο σας.»
«Ναι,» παραδέχτηκε ο Πολ. «Αλλά εξακολουθεί να είναι πολύ επικίνδυνος. Δεν θα ήθελα, φυσικά, να του συμβεί κάτι όσο είμαστε όλοι εδώ. Αν όμως τα πράγματα εξελιχτούν όπως σχεδιάζει ο Τάμπριελ, αυτός ο κόσμος σύντομα δεν θα είναι απομονωμένος από το υπόλοιπο σύμπαν…»
«Και τότε θα ανακαλύψουμε πόσο επικίνδυνος πραγματικά είναι;»
«Ακριβώς.»
«Υποθέτω, λοιπόν, πως στο Γνωστό Σύμπαν οι δυο σας είστε εχθροί,» είπε η Κελνίχηβ. «Υπηρετείς τη γυναίκα που ο Τάμπριελ αποκαλεί Συμπαντική Παντοκράτειρα;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Όχι άμεσα, τουλάχιστον. Ο Άρχοντάς μου είναι κάποιος άλλος.»
«Ποιος;»
«Δεν μπορώ να σου αποκαλύψω την ταυτότητά του ακόμα. Ίσως, όμως, κάποτε να τη μάθεις.»
«Και ο Άρχοντάς σου είναι εναντίον του Τάμπριελ;»
«Πιστεύει ότι ο Τάμπριελ είναι επικίνδυνος,» εξήγησε ο Πολ. «Και τα όσα έχει κάνει εδώ το αποδεικνύουν αυτό, δε νομίζεις; Πιστεύεις ότι ήρθε τυχαία στον κόσμο σας; Κι ο ίδιος θα σου πει πως δεν ήρθε τυχαία, αλλά θα προσθέσει κι εκείνες τις ανοησίες, ότι δεν ξέρει τι είναι αυτό που τον καθοδηγεί. Η αλήθεια, όμως, είναι πως θέλει να εξαρτάστε από εκείνον, ειδικά όταν θα έχετε επικοινωνία με το υπόλοιπο σύμπαν. Θέλει να γίνει ο Κοσμοκράτοράς σας. Γι’αυτό μιλά για ενωμένες εξουσίες και τα σχετικά. Θα σας κάνει να νομίσετε ότι τον έχετε ανάγκη, ότι μονάχα εκείνος μπορεί να σας οδηγήσει.»
Η Κελνίχηβ τα άκουγε όλα τούτα με κάποια επιφύλαξη, αλλά όφειλε να παραδεχτεί πως έμοιαζαν αληθινά. Ο Τάμπριελ ήδη ήταν μια φιγούρα που όλοι σέβονταν: από το Ώσρανοκ ώς τη Γη των Ταργκάφλι. Κι επιπλέον, είχε υπό τον έλεγχό του τους Ιεράρχες, οι οποίοι βρίσκονταν παντού. Ήταν τα μάτια και τ’αφτιά του σ’ολόκληρο τον κόσμο. Η δύναμή του ήταν, όντως, μεγάλη… κι έδειχνε να μεγαλώνει με την πάροδο του χρόνου.
«Πιστεύεις ότι σου λέω ψέματα;» τη ρώτησε ο Πολ βλέποντάς την σκεπτική.
«Τι έχεις να προτείνεις, αν όλα αυτά αληθεύουν;»
«Μια συμμαχία μεταξύ μας. Θα με βοηθήσεις και θα σε βοηθήσω να ξεφορτωθούμε τον Τάμπριελ, αφού εκείνος έχει φέρει τον κόσμο σου σε επαφή με το Γνωστό Σύμπαν.»
«Ακόμα δεν καταλαβαίνω τι κερδίζεις εσύ από αυτή την ιστορία,» είπε η Κελνίχηβ.
«Σου εξήγησα ότι ο Άρχοντάς μου θεωρεί τον Τάμπριελ επικίνδυνο.»
«Επικίνδυνο για το Γνωστό Σύμπαν;»
«Ναι.»
«Δεν θα έπρεπε, λοιπόν, η Βασίλισσά μας να μάθει γι’αυτό;» έθεσε το ερώτημα η Κελνίχηβ. «Δεν θα έπρεπε να είχες μιλήσει πρώτα σ’εκείνη αντί σ’εμένα;»
«Η Βασίλισσά σας φαίνεται να τον συμπαθεί. Επιπλέον, νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να κινηθούμε… αθόρυβα· κι εσύ, αν δεν κάνω λάθος, είσαι το κατάλληλο άτομο για κάτι τέτοιο. Πρέπει να περιμένουμε και να τον χτυπήσουμε όταν έχουμε την ευκαιρία.»
Ακόμα, όμως, δεν ξέρω τίποτα για σένα, σκέφτηκε η Κελνίχηβ, αν και όλα όσα τής έλεγε τής φαίνονταν σωστά. «Εντάξει,» του είπε. «Θα βρισκόμαστε σε επαφή.»
«Ελπίζω να μη σχεδιάζεις να με προδώσεις. Θα ήταν μεγάλο λάθος.»
Η Κελνίχηβ σηκώθηκε από την πολυθρόνα της. «Δεν θα σε προδώσω. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κάνω, αν όντως φανείς χρήσιμος.»
Ο Πολ σηκώθηκε επίσης από την καρέκλα του. «Χαίρομαι που μπορούμε να συνεννοηθούμε,» είπε. «Και δε νομίζω ότι χρειάζεται να προσθέσω πως καλύτερα θα ήταν να μη μιλήσεις σε κανέναν άλλο για τη σύντομη κουβέντα μας… Εξάλλου, δεν ξέρεις ποιος μπορεί να είναι Ιεράρχης.»
Η Κελνίχηβ ένευσε. «Έχεις δίκιο, δεν ξέρω.»
Και τον ξεπροβόδισε ώς την εξώθυρα των διαμερισμάτων της.
*
Ο Μεγάλος Προφήτης άργησε περισσότερο από έναν μήνα να επιστρέψει στο Τάρσαζ, αλλά τελικά επέστρεψε. Μαζί με διακόσιους Ταργκάφλι. Έναν μικρό στρατό.
Στη Φέντινκεχ, είχαν ειδοποιηθεί για τον ερχομό του από τότε που πέρασε τη Φάλαρεχ και τα ανατολικά σύνορα του Βασιλείου· και τον περίμεναν.
Η Κελνίχηβ στεκόταν τώρα μπροστά σ’ένα παράθυρο του Ναού του Μαράνχαλωμ, κοιτάζοντας πέρα από τα τείχη της πρωτεύουσας και βλέποντας τους Ταργκάφλι του Τάμπριελ να πλησιάζουν, ιππεύοντας πάνω στη λιθόστρωτη δημοσιά, ανάμεσα από τους αγρούς, που τώρα, την άνοιξη, ήταν καταπράσινοι.
«Ο μόνος άνθρωπος που τίποτα δεν φαίνεται να τον περιορίζει σε τούτο τον κόσμο…» είπε ο Πρωθιερέας Έλνεφριζ, ο οποίος στεκόταν πίσω της, κοιτάζοντας κι εκείνος τους ερχόμενους Ταργκάφλι πάνω απ’τον ώμο της. «Ακόμα δεν έχεις αποφασίσει να επιχειρήσεις εκείνο που σκεφτόσουν, Κελνίχηβ…»
«Να διαλύσω την πορφυρή σφαίρα στο ραβδί του;»
«Ναι. Να του στερήσεις την εξουσία που έχει πάνω στους Ιεράρχες.»
«Αν το κάνω δεν θα μπορεί να σπάσει τα τρία Φράγματα συγχρόνως· κι έχει πει ότι αυτό είναι απαραίτητο για να ανοίξει τον κόσμο μας και να εξαφανίσει το Ρήγμα.»
«Ναι, έτσι έχει πει…»
«Δεν τον πιστεύεις;»
«Απλώς αναρωτιέμαι…» είπε ο Έλνεφριζ. «Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να τον πιστέψω.»
«Ο Πολ τον πιστεύει. Πιστεύει ότι είναι ο μόνος που μπορεί, όντως, να ανοίξει τον κόσμο μας και να διαλύσει το Ρήγμα. Αλλιώς, θα μου πρότεινε από τώρα να τον ξεφορτωθούμε.»
«Ούτε και τον Πολ τον εμπιστεύομαι, Κελνίχηβ,» δήλωσε ο Έλνεφριζ. «Δεν σου έχει αποκαλύψει τίποτα για το ποιος είναι και ποιον υπηρετεί. Μπορεί αυτός ο Άρχοντάς του να είναι κάποιος πιο επικίνδυνος από τον Τάμπριελ.»
«Δεν είναι στον κόσμο μας, όποιος κι αν είναι.»
«Σύντομα, όμως, εμείς θα είμαστε στον κόσμο του.»
Η Κελνίχηβ έστρεψε την πλάτη της στο παράθυρο. «Θα πάω να τους συναντήσω,» είπε. «Θα έρθεις;»
Ο Πρωθιερέας ένευσε. «Θα έρθω.»
*
«Είναι εδώ, Βασίλισσά μου, κοντά στην Πύλη του Βορινού Ανέμου,» ανέφερε η δούλα που ήταν ντυμένη με τη στολή των υπηρετριών του παλατιού. «Ο Μεγάλος Προφήτης και οι Ταργκάφλι.»
Η Παμράνεχ ήταν μισοξαπλωμένη σ’έναν καναπέ των διαμερισμάτων της, χαλαρώνοντας ύστερα από το χτεσινοβραδινό γλέντι στο παλάτι, το οποίο είχε γίνει για να γιορτάσουν τη νίκη των Ταρσάζιων στρατευμάτων στη Χώρα της Ντάρλεχ. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γιόρταζαν αυτή τη νίκη· το γεγονός απλά αποτελούσε δικαιολογία για ακόμα ένα γλέντι ανάμεσα στους αυλικούς, που την άνοιξη ήθελαν να χορέψουν, να πιουν, και να ερωτοτροπήσουν περισσότερο από τις άλλες εποχές του χρόνου.
Η Παμράνεχ σηκώθηκε από τον καναπέ, φωνάζοντας στις υπηρέτριές της να έρθουν για να τη βοηθήσουν να ντυθεί. Πήγε σ’ένα δωμάτιο γεμάτο ρούχα, φορέματα, και υποδήματα και στάθηκε μπροστά σ’έναν μεγάλο καθρέφτη ενώ οι υπηρέτριες συγκεντρώνονταν γύρω της.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε, ο Τάμπριελ έφερνε μαζί του διακόσιους Ταργκάφλι. Η Αρχόντισσα Ισίλνεμ, της Φάλαρεχ, τους είχε σταματήσει και είχε στείλει αγγελιαφόρο στη Φέντινκεχ για να ρωτήσει αν μπορούσε να τους αφήσει να περάσουν. Η Παμράνεχ, ασφαλώς, είχε δώσει την άδειά της. Και αναρωτιόταν τώρα αν ανάμεσα στους διακόσιους αυτούς Ταργκάφλι ήταν κι ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι, την παρέα του οποίου είχε βρει πολύ ευχάριστη παρότι αρχικά πίστευε ότι θα ήταν βάρβαρος. Πολλοί από τους υπηκόους της νόμιζαν ότι η σχέση της μαζί του ήταν ερωτική, οι ανόητοι κουτσομπόληδες, αλλά η αλήθεια ήταν ότι οι δυο τους μιλούσαν μονάχα.
«Ήρεμα!» είπε η Παμράνεχ σε μια από τις υπηρέτριες που την έντυναν. «Πώς τραβάς έτσι, παιδάκι μου; Σε στάβλο μεγάλωσες;»
«Με συγχωρείτε, Μεγαλειοτάτη,» είπε η κοπέλα κοκκινίζοντας. Ανήκε σε μια μικρή αριστοκρατική οικογένεια, και δεν ήταν πολύς ο καιρός που είχε μπει στις υπηρεσίες της Βασίλισσας.
Η Παμράνεχ την έσπρωξε παραμερίζοντάς την. «Φύγε από δω. Πήγαινε να φτιάξεις τα λουλούδια στα βάζα.» Τα οποία δεν ήταν λίγα: η Βασίλισσα είχε δεκαοκτώ βάζα στα διαμερίσματά της.
«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη.»
Οι υπόλοιπες υπηρέτριες έντυσαν και έβαψαν την Παμράνεχ και, μετά, εκείνη κατέβηκε στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου, όπου αρκετοί από τους αυλικούς της – καθώς επίσης και ο Πρωθιερέας του Μαράνχαλωμ, παρατήρησε – ήταν συγκεντρωμένοι και την περίμεναν, μαζί με τον Τάμπριελ, την Ανταρλίδα, τον Χάλρεοκ (που είχε συνοδέψει τον Προφήτη), και μερικούς Ταργκάφλι. Κανένας από τους τελευταίους δεν ήταν ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, διαπίστωσε η Παμράνεχ με κάποια απογοήτευση.
Η Βασίλισσα του Τάρσαζ στάθηκε μπροστά στον θρόνο της και καλωσόρισε τον Μεγάλο Προφήτη και τους συνοδούς του στη Φέντινκεχ και στο παλάτι της.
*
«Συνεχώς διαδρομές κάνουμε που δεν μας οδηγούν πουθενά,» είπε η Ανταρλίδα μετά το δείπνο μαζί με τη Βασίλισσα Παμράνεχ, την Κελνίχηβ, τον Ερβάδαζ και τη σύζυγό του, Γιλράνιχ, τον Χάλρεοκ, τον Καλέφραζ και τη δική του σύζυγο, Κάνταφαχ, και τον Πρωθιερέα του Μαράνχαλωμ. «Πηγαίνουμε κάπου, ύστερα επιστρέφουμε στη Φέντινκεχ, και μετά πάμε πάλι κάπου αλλού, για να επιστρέψουμε στη Φέντινκεχ και να ξαναπάμε κάπου αλλού…» Η Μαύρη Δράκαινα βημάτιζε μέσα στο υπνοδωμάτιο με μια κούπα κρασί στο δεξί χέρι. Ήταν ξυπόλυτη και ντυμένη μ’ένα ελαφρύ νυχτικό που στροβιλιζόταν γύρω από τα γόνατά της καθώς έκανε πέρα-δώθε. «Και πραγματικά μου τη δίνει που όλοι αυτοί περιμένουν από εμάς να τους σώσουμε και κάθονται και μας κοιτάνε μ’αυτό το ελαφρώς, ή βαρέως, καχύποπτο ύφος λες και μπορεί να έχουμε δεν-ξέρω-κι-εγώ-τι διαβολικά και υποχθόνια σχέδια στο μυαλό μας! Ειδικά αυτός ο Πρωθιερέας και το Αριστερό Χέρι…» Ήπιε μια γουλιά κρασί. «Είναι απαράδεκτοι κι οι δυο τους. Τις προάλλες έλεγες ότι θα βρεις έναν τρόπο να τους φέρεις με το μέρος μας, αλλά μάλλον δεν το είχες ‘δει’ και δε βλέπω ούτε κι εγώ να το βλέπω. Συνέχεια τα ίδια θ’ακούμε απ’αυτούς.»
«Μου φαίνεται ότι έχεις αρχίσει να βαριέσαι, Ανταρλίδα,» παρατήρησε ο Τάμπριελ, καθισμένος οκλαδόν πάνω στο κρεβάτι και καπνίζοντας την πίπα του.
Η Ανταρλίδα σταμάτησε να βαδίζει. «Να βαριέμαι;»
«Είναι προφανές.»
Η Ανταρλίδα αναστέναξε. «Ναι, τους έχω βαρεθεί όλους αυτούς. Κανονικά, θα έπρεπε να είναι πολύ πιο ευγνώμονες για όσα τούς έχουμε προσφέρει. Θυμάσαι τότε που καθόμουν μαζί με τον Βόρχαμ, τον Βασιλικό Αλχημιστή, και προσπαθούσα να φτιάξω όπλα και κανόνια γι’αυτούς; Και μετά που εκπαίδευα τους πολεμιστές τους; Ναι, εσύ τα θυμάσαι, αλλά αυτοί δεν είμαι σίγουρη ότι τα θυμούνται! Όχι πως και τότε ήταν πολύ ευγνώμονες, δηλαδή.»
Ο Τάμπριελ καθόταν και την κοίταζε, ήρεμα.
Η Ανταρλίδα αναστέναξε πάλι και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, γέρνοντας στο πλάι και στηριζόμενη στο δεξί της χέρι. «Είμαι τσαντισμένη,» είπε.
«Είναι κι αυτό φανερό. Αλλά δε θα χρειαστεί να περιμένουμε για πολύ ακόμα, Ανταρλίδα.» Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι για να αδειάσει την πίπα του έξω απ’το παράθυρο, στον ανοιξιάτικο άνεμο που φυσούσε πάνω από την πρωτεύουσα του Τάρσαζ. «Σύντομα θα σπάσουμε τα Φράγματα και θα ανοίξουμε αυτή τη διάσταση.»
«Είσαι βέβαιος ότι οι μάγοι των Ταργκάφλι είναι έτοιμοι;»
«Δεν μπορεί να γίνουν πιο έτοιμοι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Κι επιπλέον, το ξέρεις ότι δεν βασίζομαι μόνο σ’αυτούς. Οι Ιεράρχες είναι πάλι το κλειδί. Οι Ιεράρχες φαίνεται πως γενικώς είναι το κλειδί ετούτης της διάστασης, και το Φράγμα – που έχει τρεις όψεις – η κλειδαρότρυπα.
»Το μόνο που απομένει τώρα είναι να βάλουμε τους κατοίκους αυτού του κόσμου να ενωθούν, για το δικό τους καλό, προτού τους φέρω σε επαφή με το ευρύτερο σύμπαν.»
«Νομίζεις ότι θα το δεχτούν να δημιουργηθεί μια ενωμένη εξουσία;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Δεν έχουμε παρά να το διαπιστώσουμε.»
«Το Τάρσαζ και το Ώσρανοκ βρίσκονται στα όπλα. Αν δεν σταματήσουν τον πόλεμο, δε νομίζω ότι θα γίνει τίποτα. Είναι τα πιο σημαντικά έθνη εδώ πέρα.»
«Το ξέρω. Έχω, όμως, διασυνδέσεις και στο Τάρσαζ και στο Ώσρανοκ. Θα προσπαθήσω.»
«Γιατί σ’ενδιαφέρει γι’αυτούς;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα μετά από μια στιγμή σιγής. «Μπορείς ν’ανοίξεις τη διάσταση και να τους αφήσεις να κάνουν ό,τι νομίζουν.»
«Ναι… μπορώ, αν θέλω.» Ο Τάμπριελ την ατένισε μ’ένα βλέμμα μάλλον απλανές.
«Αλλά δεν θέλεις. Γιατί;»
«Διότι δεν ξέρω τι ακριβώς θα γίνει όταν ανοίξει η διάσταση. Και είναι καλύτερα όλοι να είναι ενωμένοι για να αντιμετωπίσουμε κάποιον πιθανό κίνδυνο. Δεν μπορώ να είμαι βέβαιος ότι θα βρεθούμε κατευθείαν στο Γνωστό Σύμπαν. Ίσως να έρθουμε σε επαφή με κάποια άλλη, άγνωστη γωνιά του σύμπαντος. Σ’το έχω ξαναπεί.»
«Κι επίσης, μου έχεις ξαναπεί ότι δεν είσαι βέβαιος πως, με το άνοιγμα της διάστασης, θα διαλυθεί ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος.»
Ο Τάμπριελ ένευσε.
«Τι θα τους πεις, Τάμπριελ, αν δεν διαλυθεί;»
Ανασήκωσε τους ώμους του. «Προσπάθησα.»
Έτσι, ο Μεγάλος Προφήτης συγκάλεσε το μεγαλύτερο συμβούλιο που είχε ώς τότε συμβεί στον κόσμο μας. Άρχοντες και αρχόντισσες από κάθε γωνιά παρευρέθηκαν για να πάρουν αποφάσεις που στο μέλλον θα μας επηρέαζαν όλους…
*
* * *
*
Ο ιπποκόμος άνοιξε την πόρτα της άμαξας, και η Δούκισσα κέρκα-Χάρθον Ασσάρδια κατέβηκε, ζαρώνοντας τα μάτια της εξαιτίας του δυνατού ήλιου. Βρισκόταν στο κέντρο του Μεγαλοπρεπούς Κήπου, όχι μακριά από την είσοδο του Βασιλικού Παλατιού. Γύρω της, οι φρουροί της συνοδείας της αφίππευαν.
Η Ασσάρδια έστρωσε το ελαφρύ, ημιδιάφανο σάλι που είχε ριγμένο στους ώμους της. Ήταν ντυμένη με μια φαρδιά, έξωμη μπλούζα όπου εναλλάσσονταν το μαύρο, το κόκκινο, το πορτοκαλί, και το κίτρινο κάνοντας νερά· μια μελανή δαντελωτή φούστα που έφτανε ώς τα γόνατα· και αργυρά σανδάλια με τακούνι που δένονταν με λουριά στις κνήμες της. Μια κοκάλινη χτένα συγκρατούσε πίσω τα μακριά, μαύρα μαλλιά της.
Ένας παλατιανός υπηρέτης πλησίασε, υποκλινόμενος εμπρός της. «Υψηλοτάτη. Ο Βασιληάς σάς περιμένει. Παρακαλώ, ακολουθήστε με αν επιθυμείτε.»
Η Ασσάρδια ένευσε. «Οδήγησέ με,» είπε, και βάδισε πίσω από τον υπηρέτη, μπαίνοντας στις ψηλές γαλαρίες και στις μεγάλες αίθουσες του Βασιλικού Παλατιού της Κανμάραχ.
Ο Νάριντρικ την είχε καλέσει άρον-άρον στην πρωτεύουσα για να συζητήσουν, χωρίς να διευκρινίσει τι ακριβώς είχαν να πουν. Η Ασσάρδια, όμως, ήταν βέβαιη πως επρόκειτο για κάτι σημαντικό. Και απορούσε που δεν το είχε ήδη ακούσει. Εξάλλου, δεν της διέφευγαν και πολλά δρώμενα μέσα στο Βασίλειο αλλά και έξω απ’αυτό.
Τα τακούνια της αντηχούσαν στο πέτρινο πάτωμα καθώς ο υπηρέτης την οδηγούσε όχι προς την Αίθουσα του Σμαραγδένιου Θρόνου αλλά προς μια άλλη μεριά του παλατιού. Ο ξάδελφός μου, λοιπόν, θέλει να συζητήσουμε ιδιαιτέρως. Αυτό σημαίνει ότι ίσως τα πράγματα να ήταν άσχημα. Τι μπορεί να συνέβαινε; Είχε, μήπως, ο αδελφός της, ο πρώην Βασιληάς Κάζιριμ, δραπετεύσει κάπως από την Ίργκεληχ χωρίς να μαθευτεί σ’όλο το Βασίλειο; Ή ο Νάριντρικ είχε ανακαλύψει κάποια συνωμοσία εναντίον του και ήθελε τη συμβουλή της;
Ο υπηρέτης άνοιξε μια ξύλινη πόρτα και, παραμερίζοντας, υποκλίθηκε και της είπε ότι μπορούσε να περάσει.
Η Ασσάρδια μπήκε σε μια μικρή αίθουσα όπου ο Νάριντρικ την περίμενε καθισμένος σε μια πολυθρόνα, σε μια σκοτεινή γωνία. Οι σκιές εκεί έμοιαζαν σχεδόν να είναι προέκταση του κατάμαυρου δέρματός του. Το δεξί του πόδι, που ήταν ψεύτικο, ήταν τεντωμένο εμπρός του· το αριστερό ήταν μαζεμένο.
«Ασσάρδια, κάθισε,» είπε ο Νάριντρικ καθώς ο υπηρέτης έκλεινε την πόρτα πίσω της.
Η Δούκισσα της Νίρμαχ πλησίασε τον ξάδελφό της και πήρε θέση κοντά του, σε μια άλλη πολυθρόνα. «Τι συμβαίνει, Νάριντρικ; Μου φαίνεσαι προβληματισμένος.» Και δεν το έλεγε έτσι· πράγματι, το βλέμμα του της φαινόταν προβληματισμένο.
«Ο Τάμπριελ έστειλε έναν απ’τους Ιεράρχες του να μου μιλήσει,» της είπε ο Νάριντρικ.
«Για ποιο λόγο;»
«Υποστηρίζει ότι μπορεί να… ανοίξει τον κόσμο μας, να τον φέρει σε επαφή μ’αυτό το ευρύτερο σύμπαν. Και θα το κάνει, αν μη τι άλλο για να διαλύσει το Ρήγμα, όπως ισχυρίζεται. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: Προτού ανοίξει ο κόσμος μας, ο Τάμπριελ πιστεύει ότι πρέπει να υφίσταται μια ενιαία εξουσία εδώ.»
Η Ασσάρδια συνοφρυώθηκε. «Μια ενιαία εξουσία σ’ολόκληρο τον κόσμο;»
«Ναι. Σε διαφορετική περίπτωση, λέει, θα είμαστε ευάλωτοι στις δυνάμεις που θα συναντήσουμε στο Ατέρμονο Σύμπαν.»
«Ποιος του έδωσε το δικαίωμα να το κάνει αυτό στον κόσμο μας;»
«Το Ρήγμα πρέπει να διαλυθεί, Ασσάρδια. Το πλάσμα που έχουν ονομάσει Χθόνιο Θάνατο από εκεί ήρθε· και ποιος ξέρει τι άλλο θα έρθει; Θυμάσαι τι έγινε τις προάλλες, στο κυνήγι, έτσι;»
Η Ασσάρδια θυμόταν. Εκείνη, ο Νάριντρικ, και μερικοί άλλοι ευγενείς είχαν πάει για κυνήγι στα δάση νότια της Νίρμαχ, και το απόγευμα, καθώς είχαν κατασκηνώσει για να ξεκουραστούν, η ίδια η γη φάνηκε να σηκώνεται. Η Ασσάρδια ποτέ δεν θα το ξεχνούσε αυτό· το είχε ήδη δει μία φορά στους εφιάλτες της. Μια μορφή από πέτρα και χώμα ξεπρόβαλε ανάμεσα στην ομάδα των κυνηγών, πανύψηλη και διχαλωτή σαν παλιό δέντρο· και πάνω σε καθένα από τα τμήματα της διχάλας της υπήρχε ένα μεγάλο κεφάλι που έμοιαζε με πελώριο κεφάλι κυνηγόσκυλου. Τα δύο κεφάλια κατέβηκαν γρήγορα, καθώς όλοι τους είχαν παραλύσει απ’τον φόβο, και άρπαξαν στα δόντια τους τον κίρμο-Τίρμπολ Κόρθριμ, που ήταν δίπλα στην Ασσάρδια. Η Δούκισσα είχε πέσει κάτω, ουρλιάζοντας έντρομη, καθώς έβλεπε τη σάρκα του ηλικιωμένου ευγενή να ζαρώνει και να απορροφάται από τις μουσούδες των δύο κεφαλιών του δαίμονα, μέχρι που δεν έμεινε τίποτα παρά τα ρούχα του και ο σκελετός του, απολιθωμένος, ξερός σαν πέτρα, λες κι είχαν περάσει αιώνες από το θάνατό του. Και μετά, ο πέτρινος δαίμονας είχε βυθιστεί στο έδαφος και είχε εξαφανιστεί, μην αφήνοντας ούτε μια τρύπα πίσω του.
Η Ασσάρδια βλεφάρισε προσπαθώντας να διώξει απ’το νου της τη δυσάρεστη ανάμνηση. Καθάρισε το λαιμό της. «Πώς να το ξεχάσω;» είπε χαμηλόφωνα.
«Το Ρήγμα πρέπει να διαλυθεί,» επανέλαβε ο Νάριντρικ.
Η Ασσάρδια ένευσε αμίλητα.
«Ο Τάμπριελ μάς καλεί στην Ίνρασακ για ν’αποφασίσουμε σχετικά με την ενιαία εξουσία του κόσμου μας,» είπε ο Νάριντρικ.
«Στην Ίνρασακ; Στο Τάρσαζ;» απόρησε η Ασσάρδια. «Μα… είμαστε σε πόλεμο!»
«Προτείνει να σταματήσουμε τον πόλεμο.»
«Η Παμράνεχ δε μας άφησε και πολλές επιλογές με τις ενέργειές της,» είπε η Ασσάρδια, ενθυμούμενη την επίσκεψή της στο Τάρσαζ ως Πρέσβειρα του Ώσρανοκ. Η Βασίλισσα είχε αρνηθεί κατηγορηματικά να μοιραστεί το μυστικό των πυροβόλων όπλων με τους Ωσράνιους· και μετά είχε δώσει στους πειρατές της Φέδλωχ – μα το νου της Σούλνητ! – ένα σωρό όπλα για να χτυπήσουν το Ώσρανοκ, η τρελή σκύλα! Μέχρι κι αυτά τα κανόνια τούς είχε δώσει, που οι Ωσράνιοι δεν ήξεραν ακόμα πώς να τα φτιάξουν.
«Ναι,» είπε ο Νάριντρικ, «αλλά το ζήτημα του ανοίγματος του κόσμου μας είναι σημαντικό.»
«Είσαι πρόθυμος, λοιπόν, να σταματήσεις τον πόλεμο;»
«Χωρίς να κάνω, ασφαλώς, καμία παραχώρηση. Τα εδάφη που είναι τώρα δικά μας στην κάποτε Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας θα εξακολουθήσουν να είναι δικά μας· και θα απαιτήσω να πάψουν κι οι επιθέσεις των κουρσάρων.»
Η Ασσάρδια γέλασε κοφτά. «Νομίζεις ότι η Παμράνεχ μπορεί να ελέγξει τους πειρατές της Φέδλωχ; Δεν μπορεί. Την έκανε τη βλακεία της, και όλοι θα το μετανιώσουμε στο τέλος.»
«Ο Τάμπριελ θα το φροντίσει, ελπίζω,» είπε ο Νάριντρικ.
«Θα το δούμε…» αποκρίθηκε δύσπιστα η Ασσάρδια. Και ρώτησε: «Ποιος άλλος ξέρει ότι σου μίλησε ο Ιεράρχης;»
«Κανείς εκτός από σένα ώς τώρα. Πες μου, λοιπόν – τι νομίζεις για το θέμα;»
«Ποιοι άλλοι θα είναι στην Ίνρασακ;»
«Άρχοντες από όλα τα μέρη της οικουμένης· έτσι είπε ο Ιεράρχης.»
«Και τι είδους ενιαία εξουσία θα διαμορφωθεί;»
Ο Νάριντρικ ανασήκωσε τους ώμους. «Συμβούλιο με αντιπροσώπους, υποθέτω· γιατί κανείς δεν θα δεχτεί κάποιος άλλος να είναι απόλυτος άρχοντας: γι’αυτό είμαι βέβαιος.»
«Δεν πιστεύω ο Τάμπριελ να προτείνει το Τάρσαζ να έχει την εξουσία…»
«Το ξέρει ότι δεν θα το δεχτούμε.»
«Είναι, όμως, περισσότερο με το Τάρσαζ παρά μ’εμάς.»
«Για πρακτικούς λόγους, απ’ό,τι έχω καταλάβει,» είπε ο Νάριντρικ, «όχι εκ πεποιθήσεως.»
Η Ασσάρδια, που ήταν τσιτωμένη ώς τώρα, ακούμπησε την πλάτη της στην πολυθρόνα χαλαρώνοντας κάπως. «Έτσι, λοιπόν, όπως μου τα περιγράφεις, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παρευρεθούμε στο συμβούλιο που θα γίνει. Αλλά θα προτιμούσα να μην ήταν στην Ίνρασακ. Γιατί να γίνει στο Τάρσαζ και όχι εδώ, στο Ώσρανοκ;»
«Οι Ταρσάζιοι δεν θα το δεχτούν.»
«Γιατί, τότε, να δεχτούμε εμείς να γίνει στο Τάρσαζ; Το δίκαιο είναι να βρεθεί ένα ουδέτερο έδαφος.»
«Όπως η Σάβηνεμ;» είπε ο Νάριντρικ.
«Το ήξερες ότι θα το πρότεινα…»
«Μην ξεχνάς ότι η Σάβηνεμ δεν είναι ακριβώς ‘ουδέτερο έδαφος’, Ασσάρδια. Ο Βασιληάς της είναι σε συμμαχία μαζί μας.»
«Ναι, αλλά δεν είναι υπήκοός μας,» είπε η Ασσάρδια διπλωματικά.
«Ουσιαστικά είναι, απλά δεν το ξέρει.»
«Και δε χρειάζεται να του το πούμε και να του χαλάσουμε την ψευδαίσθηση.»
Ο Νάριντρικ μειδίασε. «Έχουν, όμως, κι οι Ταρσάζιοι την ίδια ψευδαίσθηση;»
«Την έχουν δεν την έχουν, τι μπορούν να αντιπροβάλουν; Η Ίνρασακ είναι έδαφός τους. Η Σάβηνεμ δεν είναι, επισήμως, έδαφος του Ώσρανοκ· είναι – αντικειμενικά – πιο ουδέτερη απ’ό,τι η Ίνρασακ.»
«Θεωρείς, λοιπόν, ότι θα έπρεπε να θέσουμε αυτό τον όρο; Να γίνει το συμβούλιο στη Σάβηνεμ;»
«Ασφαλώς,» είπε η Ασσάρδια, που, εκτός των άλλων, ήθελε να εκδικηθεί την Παμράνεχ για τη συμπεριφορά της όταν είχε πάει ως Πρέσβειρα στη Φέντινκεχ.
*
Κραυγές ακούστηκαν πίσω από τη βλάστηση.
Ο Σράνκιθ ο Γελαστός στράφηκε τραβώντας τα δύο πιστόλια από τη ζώνη του και υψώνοντάς τα. Οι σύντροφοί του επίσης τράβηξαν τα όπλα τους, αφήνοντας τα φτυάρια και παύοντας να σκάβουν για να θάψουν τα λάφυρά τους.
Ολόγυρα απλώνονταν οι ζούγκλες μέσα στο απογευματινό φως της άνοιξης, κι από ένα άνοιγμα στη βλάστηση, προς τα βόρεια, φαίνονταν η ακτή και η θάλασσα.
Οι κραυγές που είχαν ακουστεί ήταν από τους ανθρώπους του Σράνκιθ που φυλούσαν τσίλιες. Κάποιος τούς την είχε πέσει.
Παραμερίζοντας τις φυλλωσιές και βγαίνοντας πίσω από έναν κορμό, μια γυναίκα φανερώθηκε, ντυμένη σαν μπαγαπόντισσα, με θώρακα από μαύρο πετσί, γκρίζο παντελόνι, και ψηλές μπότες. Ήταν ψηλή και μελαχρινή, με λευκό δέρμα και μαλλιά κομμένα στους ώμους. Στο δεξί χέρι κρατούσε σπαθί.
«Καρίλνη,» είπε ο Σράνκιθ χωρίς να κατεβάσει τα πιστόλια του. «Τι στα κωλομέρια της Σούλνητ κάνεις εσύ εδώ;»
«Ο Μεγάλος Προφήτης μ’έστειλε. Κατεβάστε τα σιδερικά σας.» Η γυναίκα θηκάρωσε το σπαθί της στη ζώνη της. «Δεν ήρθα να παίξουμε κλοτσιές. Αλλά οι φρουροί σου μου την έπεσαν προτού προλάβω να τους μιλήσω.»
«Θάβουμε πράμα εδώ, δε βλέπεις;» είπε ο Σράνκιθ κατεβάζοντας τα πιστόλια του και γνέφοντας και στους συντρόφους του να κάνουν το ίδιο. «Φυσικά και θα σου την έπεφταν μόλις ζύγωνες· τι περίμενες εσύ; Και πώς ήξερες ότι είμαστε εδώ, για νάχουμε καλό ερώτημα;» μούγκρισε καχύποπτα.
«Ο Μεγάλος Προφήτης το είχε ‘δει’.»
Ο Σράνκιθ πέρασε τα πιστόλια του στη ζώνη, συνοφρυωμένος. «Καλά, και τι θέλει τώρα;»
«Μια μεγάλη συγκέντρωση θα γίνει. Θάρθουν άρχοντες απ’όλα τα μέρη του κόσμου μας, για να δημιουργηθεί μια ενιαία εξουσία.»
Το συνοφρύωμα του Σράνκιθ βάθυνε. «Τι ενιαία εξουσία; Ο Γελαστός δε δέχεται ενιαίες εξουσίες και τέτοιες ιστορίες!»
«Θα δεις ότι δε σε συμφέρει να μην το δεχτείς–»
«Μη μου λες τι με συμφέρει και τι όχι, γυναίκα,» μούγκρισε ο Σράνκιθ.
«Ο Μεγάλος Προφήτης, σύντομα, θα ανοίξει τον κόσμο μας. Θα τον φέρει σε επαφή με το Ατέρμονο Σύμπαν, ώστε συγχρόνως να διαλύσει το Ρήγμα που μας απειλεί. Και όταν ο κόσμος μας έχει ανοίξει, θα είμαστε ευάλωτοι αν δεν έχουμε ενιαία εξουσία. Κατάλαβες;»
«Δεν πρόκειται να γίνουμε σκυλάκια κανενός μονάρχη!» δήλωσε ο Σράνκιθ.
«Η ενιαία εξουσία δεν θα ανήκει σ’έναν και μόνο μονάρχη. Κι αν δεν είσαι τώρα στο συμβούλιο, μετά δε θα έχεις κανέναν λόγο και καμια θέση εκεί.»
«Πού θα γίνει αυτό το συμβούλιο;»
*
Ο Νίρναλωμ ο Μαυρομάτης μπήκε στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου του, για ν’αντικρίσει, όπως του είχαν ήδη πει οι άνθρωποί του, τον Ιεράρχη: τον άντρα που είχε αντικαταστήσει τον προηγούμενο Ιεράρχη (τον οποίο είχαν σκοτώσει οι σύμμαχοι του Τάμπριελ)· τον άντρα που, στην αρχή, ισχυριζόταν ότι υπηρετούσε τον Μεγάλο Ιεράρχη στη Βέλρικ, και τώρα ισχυριζόταν ότι υπηρετούσε τον Τάμπριελ (!) και τον ονόμαζε Μεγάλο Προφήτη.
Το παράδοξο ήταν ότι ο Τάμπριελ δεν αποζητούσε εκδίκηση από εκείνον, τον Νίρναλωμ, όπως του είχε πει ο Ιεράρχης. Ήθελε μονάχα συνεργασία, όπως και παλιά.
Ο Μαυρομάτης βάδισε μέσα στην αίθουσα και κάθισε στον ξύλινο θρόνο του, ατενίζοντας τον Ιεράρχη αντίκρυ του: έναν κοντό άντρα με καστανά, μακριά μαλλιά και πράσινα, πονηρά μάτια. Στη ζώνη του ήταν θηκαρωμένα δύο ξιφίδια κι ένα πιστόλι.
Γύρω-γύρω στην αίθουσα υπήρχαν φρουροί, και ο Ζαλρώατ, ο Καστελάνος του Νίρναλωμ και παλιός του σύντροφος, στεκόταν σε μια σκιερή γωνία, παρατηρητικός, με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος. Στην πλάτη του ήταν θηκαρωμένο το σπαθί του, κι από τη ζώνη του κρέμονταν δύο πιστόλια – ο Μαυρομάτης είχε αγοράσει πυροβόλα όπλα, και πυρομαχικά, από κάτι παράνομους αλχημιστές που δούλευαν κάπου στις ακτές του Βασιλείου της Σάβηνεμ.
«Με ζήτησες,» είπε ο Νίρναλωμ στον Ιεράρχη αντίκρυ του, ο οποίος ονομαζόταν Κάσνολ.
Ο Κάσνολ έκανε μια σύντομη υπόκλιση. «Άρχοντά μου. Με στέλνει ο Μεγάλος Προφήτης να σου μιλήσω για ένα πλέον σημαντικό ζήτημα.»
Ο Νίρναλωμ έπλεξε τα σκληρά δάχτυλα των χεριών του μπροστά στα σγουρά, μαύρα μούσια του ενώ οι αγκώνες του ήταν ακουμπισμένοι στους βραχίονες του θρόνου του. «Μίλα, τότε,» προέτρεψε τον Ιεράρχη. Αισθανόταν πάλι εκείνο το έντονο ξύσιμο κάτω απ’το δέρμα του, σα να φορούσε ένα ρούχο που, εξαιτίας της ζέστης, δεν μπορούσε να ανεχθεί.
«Ο Μεγάλος Προφήτης είναι έτοιμος να ανοίξει τον κόσμο μας, φέρνοντάς τον σε επαφή με το Ατέρμονο Σύμπαν. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξουν κίνδυνοι. Κίνδυνοι από έξω. Επομένως θα χρειαστεί να αφήσουμε τις παλιές μας διαφορές κατά μέρος και να θεσπίσουμε μια ενιαία εξουσία. Ο Μεγάλος Προφήτης σάς προσκαλεί, Άρχοντά μου, στο συμβούλιο που θα γίνει προκειμένου να παρθούν αποφάσεις σχετικά με την εξουσία αυτή.»
«Ενιαία εξουσία;» έκανε ο Νίρναλωμ, παραξενεμένος. «Το Ώσρανοκ και το Τάρσαζ βρίσκονται σε πόλεμο, αν δεν ακούω χαζομάρες τόσο καιρό. Η παλιά Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας έχει γεμίσει στρατούς, μισθοφόρους, και πτώματα.»
«Το Ώσρανοκ και το Τάρσαζ θα σταματήσουν τον πόλεμό τους, Άρχοντά μου.»
Το ξύσιμο άρχιζε να γίνεται αφόρητο! «Σοβαρολογείς;»
«Ο Μεγάλος Προφήτης πάντοτε σοβαρολογεί, Άρχοντά μου,» είπε ο Κάσνολ.
«Πού θα γίνει το συμβούλιο;»
«Στη Σάβηνεμ.»
«Στη Σάβηνεμ;»
«Ναι,» είπε ο Ιεράρχης. «Τη θεωρούν όλοι το πιο ουδέτερο έδαφος.»
Ο Νίρναλωμ ρουθούνισε. «Καλά…» Το καταραμένο ξύσιμο φούντωνε! Ο Μαυρομάτης έτριξε τα δόντια του μοιάζοντας οργισμένος για κάποιον άγνωστο λόγο.
«Θα παρευρεθείτε, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο Κάσνολ, απτόητος από την άγρια έκφραση του Άρχοντα της Καρκούμ.
«Θα το σκεφτώ!»
«Αν δεν παρευρεθείτε στο συμβούλιο, δεν θα έχετε αργότερα λόγο–»
«Αρκετά άκουσα!» γρύλισε ο Νίρναλωμ καθώς σηκωνόταν απ’τον ξύλινο θρόνο του. «Θα έρθω στο καταραμένο συμβούλιο! Μπορείς να πηγαίνεις τώρα.» Τα κατάμαυρα μάτια του γυάλισαν δαιμονικά μέσα στην αίθουσα.
«Καλό σας απόγευμα, Άρχοντά μου,» είπε ο Κάσνολ και, ύστερα από ακόμα μια σύντομη υπόκλιση, έφυγε.
Ο Νίρναλωμ πήγε στα δωμάτιά του μέσα στο Κάστρο της Καρκούμ προτού ο Ζαλρώατ προλάβει να τον πλησιάσει για να του μιλήσει. Είχε έρθει πάλι η ώρα να βγάλει το καταραμένο πετσί του.
Τη νύχτα, ο ερειπιώνας γύρω από την Καρκούμ θα γνώριζε γι’ακόμα μια φορά τη μανία ενός μυστηριώδη δαίμονα που διψούσε για ανθρώπινο αίμα και που βίαζε γυναίκες και μετά τις άφηνε να πεθάνουν από ασταμάτητη αιμορραγία εξαιτίας της κοκάλινης απόφυσης στον καυλό του.
*
Αρχικά, η Παμράνεχ εξοργίστηκε ακούγοντας την απαίτηση των Ωσράνιων να γίνει η συγκέντρωση στη Σάβηνεμ αντί στην Ίνρασακ, αλλά τελικά συμφώνησε, γιατί ο Τάμπριελ είπε ότι ήταν πολύ σημαντικό να πάψει ο πόλεμος με το Βασίλειο Ώσρανοκ. Δεν ήταν κάποια μικρή χώρα στην πρώην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας την οποία μπορούσαν να αγνοήσουν· είχε μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη.
«Η Σάβηνεμ είναι, ουσιαστικά, Ωσράνιο έδαφος,» τόνισε η Κελνίχηβ, «παρότι ο Βασιληάς Νάριντρικ λέει πως έχει ‘συμμαχία’ με τον Βασιληά Κάρντελον.»
«Είναι, όμως, το πιο ουδέτερο έδαφος που μπορεί να βρεθεί εδώ κοντά,» είπε ο Τάμπριελ. «Αλλιώς, πού θα γίνει το συμβούλιο; Στην Καρκούμ, στην άλλη άκρη του κόσμου; Ή σε κάποια από τις πόλεις της Γης της Φέδλωχ; Οι Ωσράνιοι δεν πρόκειται να συμφωνήσουν να σας συναντήσουν σε Ταρσάζιο έδαφος, κι εσείς δεν πρόκειται να συμφωνήσετε να τους συναντήσετε σε Ωσράνιο έδαφος.»
«Φοβάμαι ότι στη Σάβηνεμ μπορεί να σχεδιάζουν κάποια δόλια ενέργεια. Κάποια απαγωγή ή δολοφονία.»
«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι γι’αυτό. Οι Ιεράρχες έχουν ήδη αρχίσει να συγκεντρώνονται στα εδάφη του Βασιληά Κάρντελον,» την πληροφόρησε ο Τάμπριελ. «Αν είναι να συμβεί κάτι τέτοιο, θα με προειδοποιήσουν.»
«Έστω. Αλλά η Βασίλισσά μας δεν θα πάει μόνη,» δήλωσε η Κελνίχηβ. «Θα πάω μαζί της.»
Ο Τάμπριελ δεν διαφώνησε. Κι έτσι, τώρα είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους προς την Ίνρασακ, ώστε να πάρουν πλοίο από εκεί και να πλεύσουν στη Σάβηνεμ. Στη μεγάλη συνοδεία βρίσκονταν πολεμιστές της Βασιλικής Φρουράς· οι Υπασπιστές Χάλρεοκ και Ερβάδαζ· ο Καλέφραζ και τρεις άλλοι Γραμματικοί· η Βασίλισσα Παμράνεχ και το Αριστερό Χέρι του Θρόνου· ο Πρώτος Αρχιερέας του Μαράνχαλωμ (που, παρότι απέφευγε να ταξιδεύει στην ηλικία του, αυτό ήταν πολύ σημαντικό ταξίδι για να το προσπεράσει), ο Πρωθιερέας, και κάμποσοι ναΐτες πολεμιστές· η Βερόνικα, ο Άνθιμος’νιρ, ο Πολ, και οι υπόλοιποι εξώκοσμοι της πτώσης του αεροπλάνου· η Χιρκόμο, ο Αλίρκωπ, και μερικοί άλλοι Ταργκάφλι μάγοι και πολεμιστές· και, φυσικά, ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα. Δύο μεγάλες σημαίες του Βασιλείου Τάρσαζ κυμάτιζαν στην αρχή της συνοδείας, καθώς τις κρατούσαν καβαλάρηδες, στηρίζοντάς τες στο πλάι της σέλας τους.
Δύο ποταμόπλοια τούς είχαν αποβιβάσει στη δυτική όχθη του Νύραλοκ, και τώρα ταξίδευαν προς τα Βρεγμένα Δάση περνώντας δίπλα από τα καταπράσινα ανοιξιάτικα λιβάδια της υπαίθρου του Τάρσαζ. Όταν ήταν κοντά σε πόλεις και χωριά, οι ντόπιοι στέκονταν και τους κοίταζαν, κι ορισμένοι τούς χαιρετούσαν. Ο καιρός ήταν καλός, οι μέρες ηλιόλουστες.
Όταν μπήκαν στη δημοσιά που διέσχιζε τα Βρεγμένα Δάση και κατασκήνωσαν για το βράδυ, μια κραυγή αντήχησε από τη δυτική μεριά του καταυλισμού τους.
Η Ανταρλίδα καθόταν κοντά σε μια αναμμένη φωτιά μαζί με τον Τάμπριελ, τη Χιρκόμο, τον Αλίρκωπ, τον Χάλρεοκ, τον Καλέφραζ, και τον Άνθιμο’νιρ. Έπιναν και συζητούσαν, γελώντας (εκτός από τον Τάμπριελ, που σπάνια γελούσε) και γενικώς περνώντας καλά.
Η Ανταρλίδα πετάχτηκε όρθια καθώς η κραυγή αντηχούσε, και τα εκπαιδευμένα αφτιά της της είπαν αμέσως από πού είχε έρθει. Δεν ήταν μακριά από εδώ. Η Μαύρη Δράκαινα έτρεξε τραβώντας το πιστόλι της κι ένα ξιφίδιο. Πέρασε ανάμεσα από σκηνές και βρέθηκε στην άκρη του καταυλισμού, για να δει μια ψηλή, λιθική μορφή, που της θύμιζε γερτό κούτσουρο, να έχει τυλίξει έναν φρουρό. Η σάρκα του άντρα εξαφανιζόταν σαν κάτι να τη ρουφούσε.
Η Ανταρλίδα σημάδεψε τον Χθόνιο Θάνατο και πυροβόλησε. Μία ριπή. Δεύτερη ριπή. Οι σφαίρες της εξοστρακίζονταν χωρίς να βλάπτουν το παράξενο πλάσμα.
Ο φρουρός έπεσε στο χορτάρι, έχοντας μετατραπεί σ’ένα απολιθωμένο σκέλεθρο με πανοπλία. Και ο Χθόνιος Θάνατος στράφηκε στη Μαύρη Δράκαινα, όλο πλοκάμια και κέρατα, ανάμεσα στα οποία βρίσκονταν δύο σχιστά μάτια που φώτιζαν κατάλευκα.
Ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο προήλθε από τον δαίμονα, που ίσως θα μπορούσε να ήταν κάποια μορφή ομιλίας.
Η Ανταρλίδα τον πυροβόλησε πάλι, σημαδεύοντας ένα από τα μάτια του. Ένα πλοκάμι κινήθηκε αστραπιαία – πιο γρήγορα απ’ό,τι η Μαύρη Δράκαινα φανταζόταν ότι θα μπορούσε να κινηθεί – κι απέκρουσε τη σφαίρα!
Επομένως, έχει ευάλωτα σημεία…
Ο Χθόνιος Θάνατος κινήθηκε, τότε, προς το μέρος της, μοιάζοντας να σέρνεται πάνω στη γη αλλά χωρίς ν’αφήνει ίχνη στο χώμα. Η Ανταρλίδα ήταν έτοιμη να στραφεί και να τρέξει, όταν ένα γρύλισμα ήρθε από τη βλάστηση πίσω από τον λιθικό δαίμονα, και η Μαύρη Δράκαινα είδε δύο γυαλιστερά, γαλανά μάτια και, μετά, ένα σώμα με τέσσερα πόδια να ξεπροβάλλει από το σκοτάδι της νύχτας. Ένα σώμα σαυροειδές, καλυμμένο με γκρίζες φολίδες. Επάνω στη μουσούδα του επιμήκους κεφαλιού του υπήρχε ένα μεγάλο κέρατο.
Και η Ανταρλίδα, αν και αρχικά σαστισμένη, αναγνώρισε το πλάσμα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε ένα του είδους του. Σερπετό! Σερπετά, κανονικά, υπήρχαν μόνο στην Απολλώνια. Από εκεί πρέπει να είχε καταλήξει εδώ, πέφτοντας μέσα στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο.
Ο Χθόνιος Θάνατος, καταλαβαίνοντας την παρουσία του Σερπετού, στράφηκε να το αντικρίσει ενώ, συγχρόνως, πολεμιστές της Βασίλισσας έρχονταν πίσω από την Ανταρλίδα και πυροβολισμοί αντηχούσαν· οι σφαίρες εξοστρακίζονταν πάνω στο ογκώδες, ανυπέρβλητο σώμα του λιθικού δαίμονα.
Το Σερπετό στάθηκε αντίκρυ του, χωρίς τώρα να γρυλίζει, κατεβάζοντας το κέρατο του, έτοιμο να επιτεθεί σαν ταύρος.
Ο Χθόνιος Θάνατος βούλιαξε στη γη και εξαφανίστηκε, δίχως ν’αφήσει πίσω του κανένα σημάδι.
Η Ανταρλίδα αισθάνθηκε κάποιον να στέκεται δίπλα της και, με τις άκριες των ματιών της, είδε ότι ήταν ο Τάμπριελ. «Το βλέπεις αυτό;» του είπε. «Ένα Σερπετό.»
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος, «το αναγνωρίζω, αν και δεν έχω δει πολλά.» Και φώναξε στους στρατιώτες που σημάδευαν το πλάσμα: «Μην πυροβολήσετε! Δεν είναι εχθρός μας!»
«Το ξέρεις αυτό το θηρίο;» ακούστηκε η φωνή της Κελνίχηβ, και το Αριστερό Χέρι φάνηκε να ξεπροβάλλει ανάμεσα από τους πολεμιστές της Βασίλισσας.
«Ναι,» απάντησε ο Τάμπριελ. «Τώρα που το βλέπω το αναγνωρίζω. Ονομάζεται Σερπετό. Είναι από την Απολλώνια. Δεν είναι εχθρικό, εκτός αν του επιτεθείς, οπότε έχω ακούσει ότι μπορεί να αποδειχτεί πολύ άγριο.»
Οι στρατιώτες είχαν κατεβάσει τα όπλα τους.
Ο Τάμπριελ πλησίασε το Σερπετό, κι εκείνο τον ατένισε καταπρόσωπο. Με αναγνωρίζει, παρατήρησε ο Τάμπριελ. Καταλαβαίνει ότι κι εγώ δεν ανήκω σε τούτη την απομονωμένη διάσταση, όπως το καταλάβαινε και το γιγάντιο πουλί. Και θυμήθηκε ότι είχε «δει» αυτό το Σερπετό, έτσι, να στέκεται εδώ, μέσα στα δάση· αλλά νόμιζε ότι, λογικά, θα ήταν στην Απολλώνια. Είχε κάνει λάθος.
Το Σερπετό γύρισε και έφυγε· εξαφανίστηκε στα σκοτάδια των Βρεγμένων Δασών.
Ορισμένοι από τους στρατιώτες συγκεντρώθηκαν γύρω από το απολιθωμένο σκέλεθρο του φρουρού. Η Κελνίχηβ είχε ήδη φύγει. Ο Ερβάδαζ ήταν, όμως, τώρα εδώ και έδινε διαταγές για το τι όφειλε να γίνει.
Η Ανταρλίδα, ο Τάμπριελ, και οι υπόλοιποι που τους είχαν ακολουθήσει επέστρεψαν στη φωτιά τους. Και η Μαύρη Δράκαινα είπε ότι άκουσε τον Χθόνιο Θάνατο να βγάζει κάποια παράξενη φωνή. «Εσύ, Καλέφραζ, τον είχες ακούσει να μιλά όταν τον είδες;» ρώτησε.
Ο Γραμματικός κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δε νομίζω… Αν και ήμουν ταραγμένος, βέβαια…»
«Κατάλαβε ότι δεν είσαι από αυτό τον κόσμο,» είπε ο Τάμπριελ στην Ανταρλίδα, «και προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί σου. Το διαισθάνεται, όπως και το γιγάντιο πουλί.»
«Αυτά που έλεγε, πάντως, δεν έβγαζαν κανένα νόημα.»
«Ίσως να μην ήταν τίποτα περισσότερο από γρυλίσματα. Δεν ξέρουμε αν ο Χθόνιος Θάνατος έχει νοημοσύνη ή αν μπορεί να μιλήσει οποιαδήποτε ανθρώπινη γλώσσα.»
*
Από τα Βρεγμένα Δάση δεν άργησαν πολύ να φτάσουν στην Ίνρασακ, και εκεί τους περίμεναν ο Άρχοντας Κάφαλροκ και ο Ναρχάεζ, το Δεξί Χέρι του Θρόνου, ο οποίος δεν είχε ακόμα αναρρώσει πλήρως από τον τραυματισμό του στη Χώρα της Ντάρλεχ. Την επόμενη ημέρα, επιβιβάστηκαν στο μεγάλο πλοίο που είχε ετοιμαστεί γι’αυτούς και απέπλευσαν από το λιμάνι της παράκτιας πόλης, για να περάσουν από την Ενδότερη Θάλασσα και να αράξουν, το άλλο πρωί, στις αποβάθρες της Σάβηνεμ.
*
Μια επίσημη συνοδεία τούς πήρε από το λιμάνι της Σάβηνεμ και τους οδήγησε – μέσα από καλά φρουρούμενους δρόμους, άδειους από περαστικούς, ζώα, και άμαξες – στο κάστρο του Βασιληά Κάρντελον, επάνω στον λόφο στη βόρεια άκρη της πόλης. Η πύλη τούς περίμενε ανοιχτή. Τα άλογά τους τα πήραν ιπποκόμοι για να τα πάνε στους στάβλους. Τους πολεμιστές και τους υπηρέτες της Βασίλισσας, τους ναΐτες μαχητές, και τους Ταργκάφλι τούς οδήγησαν σε δωμάτια που είχαν προετοιμαστεί γι’αυτούς έξω από το κάστρο. Ελάχιστους φρουρούς και υπηρέτες κράτησε η Παμράνεχ μαζί της.
Οι υπηρέτες του κάστρου οδήγησαν εκείνη και τους υπόλοιπους σε μια μεγάλη αίθουσα που στο πέρας της βρισκόταν ένας ψηλός θρόνος, επίχρυσος στις άκριες και σκεπασμένος με φανταχτερά υφάσματα. Μπροστά του στεκόταν ένας άντρας που πρέπει να ήταν λίγο πιο νέος από τον Πρώτο Αρχιερέα του Μαράνχαλωμ – δεν είχε πατήσει ακόμα τα εξήντα. Στεκόταν ευθυτενής και αγέρωχος, με τα μακριά γκρίζα μούσια και μαλλιά του καλοχτενισμένα και περιποιημένα. Η ενδυμασία του γυάλιζε από το χρυσάφι και το ασήμι, και στο κεφάλι του ήταν ένα στέμμα καμωμένο από φερίλιο – που δεν ήταν σπάνιο μέταλλο αλλά ο Βασιληάς Κάρντελον το είχε επιλέξει για να δείξει πόσο ισχυρό και ετοιμοπόλεμο ήταν το μικρό του Βασίλειο, αφού το φερίλιο το χρησιμοποιούσαν συνήθως για να φτιάχνουν όπλα και πανοπλίες. Στη ζώνη του ήταν θηκαρωμένα δύο πιστόλια – ακόμα μια επίδειξη δύναμης: ήθελε να δηλώνει πως είχε άφθονα πυροβόλα όπλα. Το βλέμμα του ήταν γαλανό και περήφανο, και το δέρμα του λευκό. Γύρω απ’τα μάτια του υπήρχαν βαθιές ρυτίδες.
Παραδίπλα, στεκόταν μια γυναίκα μικρότερη από εκείνον, με μαύρο δέρμα και γαλανά μαλλιά. Φορούσε πορφυρό φόρεμα με βαθύ ντεκολτέ, και τουλάχιστον τρία περιδέραια μπλέκονταν πάνω στο στήθος της, γυαλίζοντας, γεμάτα πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους. Η σύζυγος του Κάρντελον, η Βασίλισσα Ταρκάβη.
Στην περιφέρεια της μεγάλης αίθουσας υπήρχαν φρουροί, φορώντας πανοπλίες επίσημα στολισμένες.
«Βασίλισσα Παμράνεχ, Μεγάλε Προφήτη,» είπε ο Κάρντελον, «Σας καλωσορίζω στο κάστρο μου.»
«Σας ευχαριστούμε για τη φιλοξενία σας, Βασιληά Κάρντελον,» αποκρίθηκε η Παμράνεχ.
Ο Κάρντελον κατέβηκε από τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον θρόνο του και πλησίασε για ν’ανταλλάξει μια χειραψία μαζί της. «Ελπίζω να βρείτε τα πάντα σύμφωνα με τις επιθυμίες σας.»
«Μέχρι στιγμής, δε βλέπω τίποτα που να με κάνει να μετανιώνω που ήρθα,» δήλωσε η Παμράνεχ χαμογελώντας ευγενικά.
Ο Κάρντελον στράφηκε στον Τάμπριελ, και έκλινε το κεφάλι προς το μέρος του. «Μεγάλε Προφήτη.»
«Βασιληά Κάρντελον,» είπε ο Τάμπριελ. «Χαίρομαι που δεν διαφωνήσατε να γίνει αυτή η συνάντηση στην πόλη σας. Καταλαβαίνω ότι, αναμφίβολα, θα σας επιβαρύνουν τόσοι άρχοντες που θα συγκεντρωθούν εδώ.»
«Καθόλου. Είναι χαρά μου που η Σάβηνεμ αποτελεί επίκεντρο για ετούτο το ιστορικό γεγονός.»
«Απ’ό,τι γνωρίζω,» είπε ο Τάμπριελ, «ο Βασιληάς Νάριντρικ είναι ήδη φιλοξενούμενός σας.» Οι Ιεράρχες το είχαν αμέσως πληροφορηθεί, ασφαλώς.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Κάρντελον. «Ήταν ο πρώτος που ήρθε. Και σύντομα περιμένω τους αντιπροσώπους από τη Γη της Φέδλωχ. Φαίνεται να μην έχουν αποφασίσει ακόμα ποιους θα στείλουν.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Το ξέρω. Δεν έχουν καμία κεντρική εξουσία κι αυτό… τους καθυστερεί.»
*
Η Ασσάρδια τού έσφιξε το χέρι με τα δύο δικά της. «Τάμπριελ,» είπε. «Δεν καταφέραμε ακόμα να σε ευχαριστήσουμε προσωπικά για τον τερματισμό του πολέμου μας με την Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας.»
«Δε χρειάζεται να με ευχαριστήσετε, Δούκισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος. «Εγώ πρέπει να σε ευχαριστήσω για τη βοήθεια που μου πρόσφερες ώστε να πάω στη Βέλρικ και να σώσω την Ανταρλίδα.»
«Παρ’όλη τη μετριοφροσύνη,» είπε ο Βασιληάς Νάριντρικ, πλησιάζοντας για ν’ανταλλάξει κι εκείνος μια χειραψία με τον Τάμπριελ, «είσαι τώρα ο ισχυρότερος άνθρωπος σ’αυτό τον κόσμο.»
«Κανείς δεν είναι ο ισχυρότερος άνθρωπος σ’αυτό τον κόσμο.»
«Σίγουρα, πάντως, το να έχεις τους Ιεράρχες υπό τις διαταγές σου δεν είναι μικρό πράγμα…»
Οι τρεις τους βρίσκονταν σ’ένα καθιστικό στην πτέρυγα του κάστρου που ο Κάρντελον είχε παραχωρήσει στον κίρμο-Χάρθον Νάριντρικ και στους άλλους Ωσράνιους ευγενείς.
«Δυστυχώς, όμως, δεν αποδείχτηκε αρκετό για να αποτρέψω ακόμα έναν πόλεμο,» είπε ο Τάμπριελ καθώς πήγαιναν να καθίσουν, εκείνος σε μια πολυθρόνα και ο Νάριντρικ κι η Ασσάρδια σ’έναν καναπέ με μεγάλα, γκρίζα κροσσωτά μαξιλάρια.
«Αναφέρεσαι στον πόλεμό μας με το Τάρσαζ;» είπε η Δούκισσα.
«Προφανώς.»
«Οι Ταρσάζιοι ξεκίνησαν τον πόλεμο,» του θύμισε ο Νάριντρικ, «επιτιθέμενοι στα εδάφη που παλιά ανήκαν στην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας. Εμείς προσφέραμε μόνο κάποια βοήθεια σε ορισμένες από τις επαρχίες, και κυρίως εδώ, στο Βασίλειο της Σάβηνεμ.»
Οι Επαρχίες της Κάλβαχ και της Κίρποντ ανήκουν τώρα στο Ώσρανοκ, άρα δεν προσφέρατε «μόνο κάποια βοήθεια», σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Επωφεληθήκατε από την αποσταθεροποίηση, Βασιληά μου. Αλλά αυτό, φυσικά, δε θα ήταν διπλωματικό να το αναφέρει.
«Η Παμράνεχ όπλισε τους κουρσάρους της Φέδλωχ και τους έστρεψε εναντίον μας,» είπε έντονα η Ασσάρδια. «Είχα πάει ως Πρέσβειρα στο Τάρσαζ για να της μιλήσω, ενώ εσύ έλειπες στη Γη των Ταργκάφλι, απ’ό,τι έμαθα. Της ζήτησα να μας αποκαλύψει το μυστικό των όπλων ως χειρονομία καλής θέλησης ανάμεσα στα Βασίλειά μας, κι εκείνη αρνήθηκε. Και μετά απ’αυτό, έδωσε πυροβόλα όπλα στους πειρατές. Ακόμα και κανόνια!»
«Συμφωνώ ότι αυτή ίσως να ήταν μια κάπως… βιαστική ενέργεια,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
«Βιαστική; Ήταν μια τελείως εχθρική ενέργεια.»
«Αν δεν κάνω λάθος, όμως, είχατε ήδη στείλει στρατεύματά σας στο Βασίλειο της Σάβηνεμ…»
«Μερικούς μισθοφόρους μόνο,» είπε ο Νάριντρικ, «για την προστασία της περιοχής, ύστερα από αίτημα του Βασιληά Κάρντελον. Δεν επιτεθήκαμε στο Τάρσαζ προτού μας επιτεθεί.»
Στείλατε στρατό στη Σάβηνεμ επειδή ο Κάρντελον σάς έδωσε το μυστικό κατασκευής των όπλων…
«Και μετά,» είπε η Ασσάρδια, «ξεκίνησαν οι ανελέητες επιδρομές στις ακτές μας. Από τους κουρσάρους. Οπλισμένους από την Παμράνεχ.»
«Οι επιθέσεις αυτές σύντομα θα πάψουν,» τους διαβεβαίωσε ο Τάμπριελ. «Κι ελπίζω κι εσείς να κάνετε το ίδιο.»
«Δεν είχαμε ποτέ καμία πρόθεση να κηρύξουμε πόλεμο στο Τάρσαζ,» του είπε ο Νάριντρικ.
«Χαίρομαι που το ακούω, γιατί θεωρώ πως στο άμεσο μέλλον θα είναι πολύ σημαντικό να μπορείτε όλοι να παραμερίσετε τις διαφορές σας.»
«Ναι,» είπε ο Νάριντρικ, «το καταλαβαίνω. Σχετικά με την ενιαία εξουσία… τι έχεις στο μυαλό σου; Οι Ιεράρχες δεν μας ανέφεραν τίποτα συγκεκριμένο.»
«Επειδή δεν έχω τίποτα συγκεκριμένο στο μυαλό μου. Είναι κάτι που εσείς θα πρέπει να αποφασίσετε. Αυτός ο κόσμος είναι δικός σας, όχι δικός μου.»
*
«Μέχρι στιγμής,» είπε η Κελνίχηβ στον Πολ όταν συναντήθηκαν, δήθεν τυχαία, στις επάλξεις του κάστρου της Σάβηνεμ, «δεν έχω ακούσει τον Τάμπριελ να προτείνει ούτε μία φορά πως εκείνος πρέπει να μας καθοδηγήσει.» Από κάτω τους φαίνονταν τα φώτα της πόλης μέσα στη νύχτα, ενώ προς τα βόρεια μπορούσαν να δουν απόκρημνα βουνά, φωτισμένα από το έντονο φεγγαρόφωτο – μαβιές και πράσινες αντανακλάσεις.
«Επειδή δεν είναι ακόμα καιρός,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Αν σας το έλεγε τώρα αυτό, θα σας έστρεφε εναντίον του, γιατί θα φανερωνόταν ότι επιθυμεί να σας εξουσιάσει. Είναι έξυπνος και διπλωματικός· μην τον υποτιμάς. Περιμένει να αποπροσανατολιστείτε από το ευρύτερο σύμπαν, κι εσείς οι ίδιοι να ζητήσετε την καθοδήγησή του.»
«Και ο Άρχοντάς σου επιθυμεί το καλό μας; Χωρίς καν να μας γνωρίζει;» έθεσε το ερώτημα η Κελνίχηβ, λοξοκοιτάζοντάς τον καθώς βάδιζαν πλάι στις οδοντωτές επάλξεις.
«Δεν είπα ποτέ ότι ο Άρχοντάς μου επιθυμεί το καλό σας. Όπως κι η ίδια παρατηρείς, δεν σας γνωρίζει καν. Όμως ο Άρχοντάς μου δεν έχει και τίποτα εναντίον σας. Και ξέρει πόσο επικίνδυνος είναι ο Τάμπριελ. Αποζητά να αποκτήσει δύναμη στο Γνωστό Σύμπαν, γι’αυτό βρίσκεται εδώ· σ’το έχω ήδη πει–»
Ένας δυνατός σεισμός τράνταξε το κάστρο, κάνοντας τις πέτρες του να τρίξουν. Η Κελνίχηβ παραπάτησε και πιάστηκε από ένα απ’τα δόντια των επάλξεων για να μην πέσει. Το Ρήγμα φαινόταν να πάλλεται στον ανατολικό ορίζοντα, τόσο κοντά, σα να μη βρισκόταν εκατοντάδες χιλιόμετρα απόσταση από εδώ αλλά μόλις πίσω από την άλλη μεριά του κόλπου.
«Τέλος πάντων,» είπε η Κελνίχηβ στον Πολ. «Θα ξανασυζητήσουμε.»
«Καλύτερα όχι.»
«Γιατί όχι;»
«Έχει μαζέψει όλους τους Ιεράρχες του εδώ. Ίσως να μας δουν και να υποψιαστεί κάτι. Κι επιπλέον, δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε εναντίον του μέχρι που να ανοίξει αυτόν τον κόσμο.»
Η Κελνίχηβ ένευσε. Πράγματι, δεν υπήρχε λόγος να συζητούν άλλο. Δε νόμιζε ότι μπορούσε να καταφέρει να μάθει κάτι περισσότερο από τον Πολ: κάτι που εκείνος δεν ήθελε να της αποκαλύψει. Ήταν πολύ προσεχτικός στο τι έλεγε και στο τι κρατούσε κρυφό.
Αλλά δεν ήταν παράξενο που είχε βρεθεί εδώ όπου είχε βρεθεί κι ο εχθρός του, ο Τάμπριελ; αναρωτήθηκε η Κελνίχηβ καθώς χώριζαν επάνω στις επάλξεις ακολουθώντας ο καθένας διαφορετικό δρόμο προς το εσωτερικό του κάστρου. Είναι σαν ο Πολ να τον κυνήγησε ώς εδώ. Αλλά αυτό δεν μπορεί λογικά να ισχύει, γιατί, αν αληθεύουν όσα μάς έχει πει ο Τάμπριελ για το Ρήγμα, οι πιθανότητες να επιβιώσει κάποιος από την πτώση μέσα του είναι ελάχιστες. Πόσω μάλλον να καταλήξει στον ίδιο κόσμο με κάποιον άλλο. Επομένως, τι συνέβαινε; Σύμπτωση; Ή ο Τάμπριελ είχε πει ψέματα; Εξάλλου, τόσα πλάσματα – και πράγματα – είχαν έρθει από το Ρήγμα… Από την άλλη, βέβαια, αν περνά από πολλούς κόσμους, ίσως να μην είναι παράλογο αυτό.
Η Κελνίχηβ νόμιζε ότι είχε αρχίσει να ζαλίζεται από τούτες τις σκέψεις που, παλιότερα, θα θεωρούσε τρελές. Άλλοι κόσμοι; Παράξενα «Ρήγματα» στον ουρανό; Μεγάλε Τίγρη! θα έλεγε, αυτά δεν υπάρχουν… Υπήρχαν, όμως. Και πόσο πιο μπερδεμένα θα ήταν τα πράγματα στο Γνωστό Σύμπαν; Ίσως ο Πολ να είχε δίκιο που έλεγε ότι δεν θα είχαν άλλη επιλογή απ’το να ζητήσουν την καθοδήγηση του Τάμπριελ…
Καθώς βάδιζε μέσα στο κάστρο, στην πτέρυγα που ο Βασιληάς Κάρντελον είχε παραχωρήσει στους Ταρσάζιους, ένας κατάσκοπός της της ψιθύρισε ότι ο Πρωθιερέας την περίμενε στο δωμάτιό της. Έτσι, όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε εκεί, δεν εξεπλάγη που είδε μια σκιά πίσω από το παραβάν που χώριζε το κρεβάτι από το υπόλοιπο δωμάτιο.
«Το ξέρω πως είσαι εδώ,» είπε υπομειδιώντας, γιατί ορισμένες φορές ο Έλνεφριζ είχε την ψευδαίσθηση ότι μπορούσε να την αιφνιδιάσει.
«Το ξέρω πως το ξέρεις,» ακούστηκε η φωνή του.
Η Κελνίχηβ πλησίασε, περνώντας δίπλα από τη μισοτραβηγμένη κουρτίνα και βλέποντάς τον να κάθεται μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Το κατάμαυρο δέρμα του έμοιαζε ν’απορροφά τη ρόδινη ακτινοβολία της φωτιάς.
«Πρώτη μέρα στη Σάβηνεμ,» της είπε. «Πώς βλέπει τα πράγματα το Αριστερό Χέρι του Θρόνου;»
Η Κελνίχηβ έβγαλε την κάπα της και την κρέμασε στην κρεμάστρα. «Ήσυχα. Η Βασίλισσά μας δεν έχει συναντηθεί με τον Βασιληά του Ώσρανοκ ακόμα.»
Ο Έλνεφριζ ύψωσε ένα καστανό φρύδι. «Περιμένεις ότι θα γίνει κάτι τότε;»
«Κάποια ένταση, ίσως,» είπε η Κελνίχηβ, πηγαίνοντας κοντά στο τζάκι για να ζεσταθεί. Επάνω στις επάλξεις είχε αρκετή ψύχρα, μέσα στο βράδυ. «Αλλά τίποτα περισσότερο απ’αυτό.»
«Δε νομίζεις πλέον ότι οι Ωσράνιοι θα επιχειρήσουν κάτι δόλιο;»
«Οι κατάσκοποί μου είναι προετοιμασμένοι για τα πάντα, αλλά… ο Τάμπριελ έχει δίκιο: δεν θα κάνουν τίποτα. Από σεβασμό προς εκείνον. Και επειδή, αν κάνουν κάτι, θα διαλυθεί το συμβούλιο.»
«Μπορεί να θέλουν να το διαλύσουν, αν σκεφτεί κανείς τις επεκτατικές τους διαθέσεις τελευταία.»
«Τι εννοείς;»
«Έχουν ήδη πάρει τις Επαρχίες Κάλβαχ και Κίρποντ υπό τον πλήρη έλεγχό τους. Ίσως να σχεδιάζουν η καινούργια εξουσία του κόσμου μας να επικεντρώνεται στο Ώσρανοκ.»
Η Κελνίχηβ κούνησε το κεφάλι. «Δεν θα τους αφήσει ο Τάμπριελ να το κάνουν αυτό.»
«Πώς θα τους σταματήσει; Μπορεί ο Νάριντρικ να είναι συνεννοημένος με τον Κάρντελον ώστε οι δυο τους να μας αιχμαλωτίσουν όλους.»
«Και οι Ιεράρχες;»
«Ακόμα κι οι Ιεράρχες δεν είναι πανίσχυροι, Κελνίχηβ. Αν ήταν, ο Μέγας Ιεράρχης θα είχε ήδη κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο. Θα τον είχε κάνει όλο Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας.»
Η Κελνίχηβ κάθισε στο χαλί, δίπλα στο τζάκι. «Δεν πιστεύω ότι οι Ωσράνιοι θα επιχειρήσουν κάτι τέτοιο. Και δεν έχω και καμια πληροφορία ότι θα το κάνουν.»
Ο Έλνεφριζ την ατένισε παρατηρητικά, αμίλητος.
Εκείνη ύψωσε τα φρύδια της. Τι προσπαθεί να δει; Πιστεύει ότι του κρύβω κάτι; Αν ήθελα να του κρύψω κάτι, δεν θα είχε πιθανότητα να το διακρίνει! «Τι είναι;» τον ρώτησε.
«Νομίζω ότι, τελευταία, έχεις αρχίσει να… κλίνεις προς τον Μεγάλο Προφήτη, Κελνίχηβ.»
Η Κελνίχηβ συνοφρυώθηκε. «Τι;»
«Συμφωνείς μαζί του περισσότερο απ’ό,τι παλιά.»
«Εξαιτίας των περιστάσεων, και για κανέναν άλλο λόγο,» τον διαβεβαίωσε η Κελνίχηβ. «Τι περιμένεις να κάνω; Να προσπαθήσω να τον σκοτώσω, τώρα που ετοιμάζεται να διαλύσει το Ρήγμα;»
Ο Έλνεφριζ φάνηκε σκεπτικός, κοιτάζοντας τις φλόγες στο τζάκι.
«Τι σε προβληματίζει;» τον ρώτησε η Κελνίχηβ. «Το ότι κάποτε είπε ότι ο Πρώτος Αρχιερέας θα σε καθαιρέσει;»
Τα μάτια του στένεψαν.
«Φοβάσαι,» συμπέρανε η Κελνίχηβ.
«Δεν φοβάμαι!» αντιγύρισε ο Έλνεφριζ, κάπως απότομα. «Γιατί όμως να πει στον Πρώτο ότι θα με καθαιρέσει αν αυτός δεν ήταν ο σκοπός του εξαρχής;»
«Γιατί να είναι αυτός ο σκοπός του; Δεν σε ήξερε καν, τότε.»
«Μπορεί να είχε ‘δει’ κάτι· και μπορεί αυτό που είχε δει να τον έκανε να πιστέψει ότι είμαι εχθρός του.»
«Και είσαι εχθρός του,» παρατήρησε η Κελνίχηβ. «Επειδή τον άκουσες να λέει πως θα σε καθαιρέσει ο Πρώτος. Σαν κύκλος δεν είναι;»
«Ναι, είναι όντως παράξενο. Αλλά, ακόμα κι αν δεν το είχε πει αυτό, πάλι θα ήμουν πολύ καχύποπτος μαζί του.»
«Μέχρι στιγμής, πάντως, ο Πρώτος δεν σε έχει καθαιρέσει. Και γιατί να το κάνει; Έχεις ποτέ αναρωτηθεί; Δεν έχω ακούσει να τον έχεις δυσαρεστήσει με κανέναν τρόπο.»
«Αν μάθαινε ότι ζήτησα από τον Ρολάνταζ να σκοτώσει τον Τάμπριελ και τους συντρόφους του….»
«Δεν το ξέρει, όμως. Και ο Ρολάνταζ είναι νεκρός. Το θέμα έχει ξεχαστεί· κανείς δεν θα καθίσει τώρα να το ερευνήσει περισσότερο. Έχουν σημαντικότερα πράγματα στο μυαλό τους.
»Έλα τώρα εδώ, να καθίσεις κοντά μου δίπλα στη φωτιά.»
Ο Έλνεφριζ δε σηκώθηκε από τη θέση του, εξακολουθώντας να μοιάζει προβληματισμένος. Το κατάμαυρο πρόσωπό του θύμιζε σκιά προσώπου.
«Έλα,» επέμεινε η Κελνίχηβ τείνοντας το χέρι της προς το μέρος του· «και θα ξεχάσεις όλες αυτές τις ανοησίες.»
*
Μετά από τους Ταρσάζιους και τον Μεγάλο Προφήτη, ήρθαν στη Σάβηνεμ οι φύλαρχοι από τη Γη των Λύκων μαζί με αρκετούς από τους πολεμιστές τους. Ήταν όλοι τους ψηλοί, λευκόδερμοι, και γεροδεμένοι, και αρκετοί είχαν λύκους μαζί τους λες και ήταν σκυλιά. Ο Βασιληάς Κάρντελον δεν τους φιλοξένησε μέσα στο κάστρο του, λέγοντας ότι δεν είχε αρκετά δωμάτια· κι εκείνοι κατασκήνωσαν, χωρίς να παραπονεθούν, έξω από την πόλη, κάτω από κάτι λόφους στα ανατολικά.
Ύστερα, ήρθε ο Νίρναλωμ ο Μαυρομάτης, ο Άρχοντας της Καρκούμ, επάνω στο παλιό του πλοίο, τον Διψασμένο Ξιφία, μαζί με ένα τσούρμο σκληροτράχηλους πολεμιστές, που όλοι θύμιζαν περισσότερο πειρατές παρά μισθοφόρους. Ο Βασιληάς Κάρντελον τον φιλοξένησε σε μερικά από τα δωμάτια του κάστρου του, κοντά στην πτέρυγα των Ταρσάζιων.
Στο κατόπι του Νίρναλωμ έφτασαν οι Ταργκάφλι: οι Ο’Μάλζεκ Χάλρικ όλων των πανάρχαιων πόλεων, μαζί με πολεμιστές τους. Μερικοί καβαλούσαν ό’τρατ ζιν, τα οποία τρόμαζαν τους ανθρώπους σε τούτα τα μέρη, που δεν τα είχαν ξαναδεί· και μερικοί καβαλούσαν ελέφαντες, που ούτε κι αυτοί ήταν γνωστοί στη Σάβηνεμ, αφού δεν υπήρχαν ντόπιοι. Ο Κάρντελον επέμεινε τα «περίεργα θηρία» να μείνουν έξω απ’την πόλη του, σε κάποιο καταυλισμό. Όπως και έγινε. Τους Ο’Μάλζεκ Χάλρικ τούς φιλοξένησε στο κάστρο του, κοντά στην πτέρυγα των Ταρσάζιων. Και ο Τάμπριελ κι η Ανταρλίδα παρατήρησαν ότι η Βασίλισσα Παμράνεχ χάρηκε πολύ που είδε τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι. Τον αγκάλιασε και φίλησε τα μάγουλά του ενώ κι οι δυο τους χαμογελούσαν. Η Κελνίχηβ, που παρατηρούσε από απόσταση, με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός της, θεώρησε τη συμπεριφορά της Βασίλισσας μάλλον ανάρμοστη και σκανδαλώδη. Θ’άρχιζαν πάλι να λέγονται εκείνες οι ανοησίες, ότι η Παμράνεχ και ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ ήταν εραστές!
Μετά από τους Ταργκάφλι ήρθαν άνθρωποι από τη Γη της Φέδλωχ, έχοντας επιτέλους αποφασίσει ποιοι θα ήταν οι αντιπρόσωποί τους στο συμβούλιο. Ο Κάρντελον τούς φιλοξένησε κοντά στην πτέρυγα των Ωσράνιων, και η Δούκισσα κέρκα-Χάρθον Ασσάρδια τού έκανε παράπονα. Θα προτιμούσε αυτοί οι κακοποιοί να μην ήταν κοντά της! του είπε. Αλλά ο Βασιληάς Κάρντελον αποκρίθηκε ότι δεν υπήρχε άλλος χώρος: ήδη είχε στριμώξει πολλούς κοντά στην πτέρυγα των Ταρσάζιων· και το είχε κάνει αυτό, της τόνισε, για να αποφύγει να ενοχλήσει τον Βασιληά Νάριντρικ και τους ευγενείς του.
Τελευταίος ήρθε ο Βασιληάς Νόρμακοφ του Άρκλιφ, μαζί με τη Βασίλισσά του, ευγενείς του Βασιλείου του, πολεμιστές, και κάποιους ιερείς και ιέρειες της Ναράληθ και του Λόρανωμ. Ο Κάρντελον τούς φιλοξένησε κι αυτούς (όσους χωρούσαν· οι υπόλοιποι έμειναν έξω απ’την πόλη, σ’έναν καταυλισμό) κοντά στην πτέρυγα των Ωσράνιων· και το κάστρο του έμοιαζε πλέον να μην έχει χώρο ούτε για να αναπνεύσει κανείς.
Αντιπρόσωποι από κάθε σημαντική χώρα βρίσκονταν τώρα στη Σάβηνεμ. Μια μικρογραφία ολόκληρου του κόσμου.
Το συμβούλιο μπορούσε να ξεκινήσει.
*
Η Ανταρλίδα δεν το θεωρούσε πολύ πιθανό να γίνει κάποια απόπειρα δολοφονίας κατά του Τάμπριελ, αλλά δεν μπορούσε και να το αποκλείσει· έτσι, όπως πάντα, θα ήταν παρατηρητική και έτοιμη.
Οι τελευταίοι καλεσμένοι – ο Βασιληάς Νόρμακοφ και η συνοδεία του – είχαν έρθει χθες, και σήμερα το συμβούλιο θα ξεκινούσε από το πρωί. Ο Τάμπριελ είχε σηκωθεί με την αυγή και είχε έρθει σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη· η Ανταρλίδα τον έβλεπε να κάθεται στην πολυθρόνα με το ραβδί του στα χέρια, ενώ κάτι φαινόταν να ανασαλεύει μέσα στην πορφυρή σφαίρα στο πέρας του ραβδιού, σαν μαύρη ομίχλη. Μάλλον ο Τάμπριελ ήθελε, μέσω των Ιεραρχών, να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν εντάξει.
Η Ανταρλίδα, εν τω μεταξύ, ντυνόταν με τη μαύρη στολή της και λάδωνε τα όπλα της. Ποιος θα μπορούσε να θέλει τώρα τον Τάμπριελ νεκρό; αναρωτιόταν. Κάποιος που δεν ήθελε αυτή η διάσταση να έρθει σε επαφή με το ευρύτερο σύμπαν. Η Ανταρλίδα προσπάθησε να σκεφτεί ποιος μπορεί να μην ήθελε η διάσταση να ανοίξει, και δεν ερχόταν κανείς στο μυαλό της, γιατί όλοι οι γηγενείς είχαν συνδέσει το άνοιγμα της διάστασης με τη διάλυση του Ρήγματος: και κανένας δεν ήθελε το Ρήγμα να συνεχίσει να υφίσταται. Προκαλούσε σε όλους προβλήματα. Δεν πρόκειται να επιχειρήσουν δολοφονία, είπε στον εαυτό της η Ανταρλίδα. Καλύτερα να ησυχάσεις.
Αλλά, βέβαια, μια Μαύρη Δράκαινα δεν μπορούσε ποτέ να ησυχάσει. Όχι απόλυτα. Ήταν μέρος της εκπαίδευσής της.
Ο Τάμπριελ σηκώθηκε από την πολυθρόνα και στράφηκε να κοιτάξει την Ανταρλίδα, που, έχοντας λαδώσει τα όπλα της, έβαζε τώρα τις μπότες της.
«Είσαι έτοιμη, βλέπω,» της είπε, και ντύθηκε κι εκείνος ενώ η Μαύρη Δράκαινα τον περίμενε. Η ενδυμασία του ήταν επίσημη: λευκό πουκάμισο με δαντέλα, μαύρο υφασμάτινο παντελόνι, μαύρο πανωφόρι με ουρά (της τελευταίας μόδας του Ώσρανοκ), και ψηλές, καλογυαλισμένες μπότες. Στην πλάτη του έπεφτε ένας πορφυρός μανδύας που ήταν πιασμένος στους ώμους του πανωφοριού του με χρυσές αγκράφες. Τα λευκά, μακριά μαλλιά του τα έδεσε αλογοουρά. Στην αργυρή ζώνη του θηκάρωσε ένα ξίφος σε διακοσμημένο θηκάρι.
«Δε θα ήταν συνετό να πάρεις κι ένα πιστόλι μαζί σου;» του είπε η Ανταρλίδα.
«Δε θα χρειαστεί,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, πιάνοντας το ραβδί του από εκεί όπου το είχε αφήσει προσωρινά, ακουμπισμένο στον τοίχο, πλάι στον καθρέφτη.
Βγήκαν από τα δωμάτια που τους είχε παραχωρήσει ο Βασιληάς Κάρντελον και βάδισαν προς την αίθουσα όπου θα γινόταν το συμβούλιο, ενώ Ιεράρχες συγκεντρώνονταν γύρω τους, συνοδεύοντάς τους. Η Ανταρλίδα αναγνώρισε τον Ζίρτελον (ο οποίος τη χαιρέτησε μ’ένα νεύμα κι ένα κλείσιμο του ματιού), που κάποτε την είχε φυλακισμένη στο καραβάνι του με τους δούλους, τον Κάτνεραλ, που παλιότερα ήταν Ύψιστος Φύλακας στον Οίκο της Γνώσης, και τη Διάττα, που επίσης ήταν στον Οίκο της Γνώσης.
Κατέβηκαν μια πέτρινη σκάλα, προχώρησαν λίγο ακόμα, και έφτασαν στην κυκλική αίθουσα που στο κέντρο της βρισκόταν ένα μεγάλο, ξύλινο τραπέζι γεμάτο κόσμο. Είδαν τη Βασίλισσα Παμράνεχ μαζί με την Κελνίχηβ και τον Πρώτο Αρχιερέα του Μαράνχαλωμ· τον Βασιληά Νάριντρικ μαζί με τη Δούκισσα κέρκα-Χάρθον Ασσάρδια κι άλλον έναν ευγενή που η Ανταρλίδα δεν αναγνώριζε· τον Νίρναλωμ, τον Άρχοντα της Καρκούμ με τα εφιαλτικά κατάμαυρα μάτια, που είχε μαζί του δύο ανθρώπους του· τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι, σιωπηλό και παρατηρητικό, τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Καρέσλι, πανύψηλο και ευρύστερνο, και τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Ρισίμκλα, μικροσκοπικό και κατάμαυρο στο δέρμα – κάτι που δεν ήταν και τόσο συνηθισμένο ανάμεσα στους Ταργκάφλι. Ο ένας στους τριάντα πρέπει να είχε μαύρο δέρμα, όπως το υπολόγιζε η Ανταρλίδα.
Ο Βασιληάς Κάρντελον βρισκόταν επίσης εδώ, και μάλλον ήταν ο πρώτος που είχε έρθει, για να δει αν όλα ήταν έτοιμα στην αίθουσα του συμβουλίου.
Βλέποντας τον Τάμπριελ να μπαίνει, άπαντες σηκώθηκαν και τον χαιρέτησαν. Εκείνος τούς αντιχαιρέτησε και τους είπε να καθίσουν πάλι, καθώς κι αυτός καθόταν στη θέση που του είχαν ετοιμάσει. Η Ανταρλίδα προτίμησε να μείνει όρθια, ακουμπώντας την πλάτη της σ’έναν τοίχο της αίθουσας και παρατηρώντας.
Σε λίγο ήρθαν οι αντιπρόσωποι της Φέδλωχ, και ανάμεσά τους ήταν ο Σράνκιθ ο Γελαστός. Ο Βασιληάς Νόρμακοφ τούς ακολούθησε μαζί με τη Βασίλισσά του, έναν ιερέα, και μία ιέρεια. Και τέλος, ήρθαν οι τέσσερις φύλαρχοι της Γης των Λύκων.
Κανείς δεν έλειπε· οι θέσεις στο τραπέζι ήταν γεμάτες, και η Ανταρλίδα έβλεπε ότι υπήρχαν κι αρκετοί που στέκονταν όρθιοι γύρω-γύρω, φρουροί, αλλά όχι μόνο: ήταν επίσης και ευγενείς, υπηρέτες, ιερείς, μισθοφόροι, πολεμιστές από τη Γη των Λύκων και τη Γη των Ταργκάφλι, και σκιεροί τύποι που πρέπει να ήταν από τη Γη της Φέδλωχ ή από την Καρκούμ. Η Ανταρλίδα είδε και τον Πολ μαζί με τη Βερόνικα· τον Καλέφραζ και τον Χάλρεοκ· τον Πρωθιερέα του Μαράνχαλωμ· τη Χιρκόμο και τον Αλίρκωπ· τον Ταρνάτλο μαζί με μια άγνωστη γυναίκα. Οι υπηρέτες ήταν, κυρίως, του Κάστρου της Σάβηνεμ, και έφερναν στους παρευρισκόμενους ποτά και φαγητά από μια μικρή κάβα σε μια άκρη του δωματίου.
Όταν η βαβούρα καταλάγιασε, ο Τάμπριελ σηκώθηκε όρθιος και είπε, ενώ τα βλέμματα των άλλων στρέφονταν επάνω του: «Τον λόγο που είμαστε σήμερα συγκεντρωμένοι εδώ όλοι τον γνωρίζετε. Ο δικός μου ρόλος σε αυτό το συμβούλιο είναι, ουσιαστικά, μικρός και, κυρίως, τυπικός. Ο σκοπός μου – να συγκεντρωθείτε όλοι εδώ – έχει επιτευχθεί, και τώρα δεν μένει παρά να ορίσετε αναμεταξύ σας πώς επιθυμείτε να διοικηθεί αυτός ο κόσμος: ποια θα είναι η ενιαία εξουσία που θα έχετε όταν έρθετε σε επαφή με το Ατέρμονο Σύμπαν που μας περιβάλλει. Επομένως, θα είμαι σιωπηλός από εδώ και στο εξής, εκτός αν για κάποιο λόγο επιθυμείτε να με ρωτήσετε κάτι.» Και κάθισε ξανά.
Η Ανταρλίδα είδε τον Πολ να ψιθυρίζει στ’αφτί της Βερόνικας, κι εκείνη να γνέφει με το κεφάλι.
Ο Βασιληάς Κάρντελον – που, υποχρεωτικά, είχε αναλάβει το ρόλο συντονιστή του συμβουλίου – καθάρισε το λαιμό του και είπε: «Θα δίνω στον καθένα τον λόγο κατά σειρά, ώστε να μπορέσουν όλοι να αναπτύξουν τη γνώμη τους.» Κανένας δεν έφερε αντίρρηση, έτσι ο Κάρντελον συνέχισε, στρεφόμενος στον Νάριντρικ του Ώσρανοκ: «Βασιληά μου, μπορείτε να έχετε τον λόγο.»
Η Ανταρλίδα είδε την Παμράνεχ και την Κελνίχηβ να ψιθυρίζουν κάτι αναμεταξύ τους, μάλλον δυσαρεστημένες που οι Ωσράνιοι θα μιλούσαν πρώτοι.
Ο Νάριντρικ σηκώθηκε από τη θέση του. «Κατ’αρχήν, θέλω να δηλώσω ανοιχτά σε όλους σας ότι, δεδομένων των περιστάσεων, η πρόταση του Μεγάλου Προφήτη για μια ενιαία εξουσία στον κόσμο μας με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο· και σας διαβεβαιώνω πως το Ώσρανοκ θα δείξει και με το παραπάνω την πρόθυμη συνεργασία του για την επίτευξη του σκοπού μας. Ελπίζω αυτό να ισχύει και για τα υπόλοιπα έθνη.
»Το βασικό ζητούμενο είναι, πιστεύω, η ενιαία αρχή του κόσμου μας να μην έχει ευνοούμενους και δυσαρεστημένους. Να έχει ο καθένας το μερίδιο που του αντιστοιχεί. Να παραμείνει, εν ολίγοις, η πολιτική κατάσταση ως έχει, ώστε οι ισορροπίες να μην ανατραπούν με δόλιες μεθόδους από δόλιους ανθρώπους.
»Πιστεύω πως όλοι γύρω από τούτο το τραπέζι – κι αν όχι όλοι, τότε αναμφίβολα οι περισσότεροι – είναι υπέρ της θέσπισης ενός συλλογικού οργάνου για τη διοίκηση του κόσμου μας. Ενός συμβουλίου με αντιπροσώπους από το κάθε έθνος. Λαμβάνοντας υπόψη, λοιπόν, τα όσα προείπα, προτείνω – το Ώσρανοκ προτείνει – οι θέσεις που θα έχει το κάθε έθνος στο συμβούλιο να αντιστοιχούν στην έκταση που αυτό καταλαμβάνει καθώς και στην πολιτική και εμπορική του επιρροή.»
Οι αντιπρόσωποι της Φέδλωχ άρχισαν να μουρμουρίζουν έντονα.
«Ησυχία, παρακαλώ!» φώναξε ο Κάρντελον. Και ρώτησε τον Νάριντρικ που είχε καθίσει πάλι: «Ολοκληρώσατε, Βασιληά μου;»
«Ναι.»
Ο Κάρντελον στράφηκε στην Παμράνεχ. «Βασίλισσά μου, έχετε τον λόγο.»
«Ε!» φώναξε ο Σράνκιθ ο Γελαστός. «‘Κατά σειρά,’ δεν είπες, ρε μάστορα; Εμείς είμαστε μετά απ’το Βασιληά του Ώσρανοκ!»
Η όψη του Κάρντελον φάνηκε να αγριεύει. Ωστόσο διατήρησε την ψυχραιμία του. «Όταν είπα ‘κατά σειρά’, δεν εννοούσα στο έτσι.» Έδειξε με το χέρι του. «Εννοούσα στο έτσι.» Έδειξε πάλι. «Καλώς;»
«Τι λέει ο ά’θρωπος;» μούγκρισε ένας απ’τους αντιπροσώπους της Φέδλωχ.
«Κατανόησα, λοιπόν,» είπε ο Σράνκιθ. «Ό,τι σου καπνίσει κανείς.»
«Θα έρθει και η σειρά σας,» του είπε ο Κάρντελον επίμονα. «Εδώ θα είμαστε όλη την ημέρα. Δεν υπάρχει λόγος βίας.» Και στράφηκε πάλι στους Ταρσάζιους. «Βασίλισσά μου, έχετε τον λόγο.»
Η Παμράνεχ σηκώθηκε από τη θέση της. «Σας ευχαριστώ, Βασιληά Κάρντελον,» είπε, και σίγουρα δεν ήταν τυχαία η ειρωνική χροιά στη φωνή της· πρέπει να εξακολουθούσε να είναι ενοχλημένη που ο συντονιστής τους είχε δώσει πρώτα τον λόγο στους Ωσράνιους. Η Παμράνεχ έριξε ένα βλέμμα σε όλους τους παρευρισκόμενους και είπε: «Ο Βασιληάς Νάριντρικ, αν και δεν έκανε πολλές διευκρινίσεις, φαίνεται να έχει κατά νου περίπου την ίδια μορφή διοίκησης που προτείνουμε κι εμείς. Δηλαδή, ένα παγκόσμιο συμβούλιο με αντιπροσώπους από το κάθε έθνος, ανάλογους σε αριθμό με την εδαφική έκταση και την επιρροή, πολιτική και οικονομική, του έθνους αυτού. Δεν θα πρέπει, όμως, να λησμονήσουμε και κάποια άλλα, μάλλον σημαντικά πράγματα: Το Ρήγμα βρίσκεται σε έδαφος του Τάρσαζ. Ο Μεγάλος Προφήτης στο Τάρσαζ πρωτοπαρουσιάστηκε, και εμείς ήμασταν που τον βοηθήσαμε να επιβιώσει σ’έναν άγνωστο γι’αυτόν κόσμο, ενώ κάποιοι, μάλιστα – άνθρωποι του Μεγάλου Ιεράρχη, πιστεύουμε – προσπάθησαν να τον σκοτώσουν όσο ακόμα βρισκόταν στη Φέντινκεχ μαθαίνοντας τη γλώσσα μας. Επίσης, μέχρι στιγμής προσφέρουμε ό,τι μπορούμε στον Μεγάλο Προφήτη για να εκπληρώσει τον σκοπό του: εφόδια, τρόφιμα, χρήματα, μεταφορικά μέσα, όπλα… Έχω, επομένως, την πεποίθηση ότι το Τάρσαζ οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να καταλαμβάνει δύο θέσεις παραπάνω στο παγκόσμιο συμβούλιο.»
Καθάρισε τον λαιμό της. «Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε τις πολύτιμες υπηρεσίες που πρόσφεραν οι Ταργκάφλι της Βινέρνι στον Μεγάλο Προφήτη. Και αν ζητήσουν κι εκείνοι μία θέση παραπάνω στο συμβούλιο, είμαι πρόθυμη να υποστηρίξω το αίτημά τους.»
Η Ανταρλίδα είδε την Κελνίχηβ να στραβώνει τα χείλη πλάι στην Παμράνεχ. Αναμφίβολα, αυτό ήταν κάτι που η Βασίλισσα δεν είχε συζητήσει με το Αριστερό Χέρι, και το Αριστερό Χέρι μάλλον δεν συμφωνούσε να ειπωθεί.
Η Παμράνεχ, έχοντας τελειώσει, κάθισε πάλι στη θέση της και είπε: «Μπορούμε ν’ακούσουμε τον επόμενο, Βασιληά Κάρντελον.»
«Με συγχωρείτε,» πετάχτηκε ο Σράνκιθ βγάζοντας την πίπα του απ’τα δόντια, «αλλά εμένα μού φαίνεται ότι προσπαθείτε να μοιράσετε τον κόσμο αναμεταξύ σας κι εμάς γραμμένους μάς έχετε.»
«Ησυχία!» μούγκρισε ο Κάρντελον. «Θα έρθει και η σειρά σας να μιλήσετε.»
«Μπορούμε να μιλήσουμε τώρα, δηλαδή;»
«Όχι ακόμα.» Και στράφηκε στον Βασιληά Νόρμακοφ. Αλλά προτού προλάβει να πει τίποτα–
«Για βάστα, ρε κάπελα!» φώναξε ο Σράνκιθ. «Τι σειρά είν’αυτή που έχεις, να πούμε; Λοξά πάει;»
Μερικοί ακούστηκαν να γελάνε, κυρίως από τους αντιπροσώπους της Φέδλωχ, τους συντρόφους του Νίρναλωμ, και τους φύλαρχους της Γης των Λύκων. Και φυσικά, πολλοί γέλασαν κι απ’αυτούς που στέκονταν γύρω απ’το τραπέζι. Η Ανταρλίδα, επίσης, δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει αχνά.
Ο Κάρντελον στράφηκε, εξαγριωμένος, στον Σράνκιθ.
Ο Βασιληάς Νόρμακοφ είπε, όμως, προτού πάλι ο Βασιληάς της Σάβηνεμ προλάβει να μιλήσει: «Ας πάρουν το λόγο οι αντιπρόσωποι της Φέδλωχ, αν το επιθυμούν. Δεν υπάρχει πρόβλημα, Βασιληά Κάρντελον.»
Ο Κάρντελον τον ρώτησε: «Είστε βέβαιος;»
«Ασφαλώς.»
Ο Κάρντελον στράφηκε στον Σράνκιθ. «Έχετε τον λόγο, αγαπητέ.»
«Να έχεις υγεία κι εσύ,» αποκρίθηκε ο Γελαστός, κι αμέσως μετά οι αντιπρόσωποι της Φέδλωχ άρχισαν να μιλάνε αναμεταξύ τους – μια βαβούρα που δεν έβγαζε κανένα νόημα.
«Θα μιλήσει κάποιος από εσάς;» τους ρώτησε ο Κάρντελον τελικά, με δυνατή φωνή για να ακουστεί.
Ο Σράνκιθ κοπάνησε τη γροθιά του στο τραπέζι. «Τέλος!» γρύλισε στους συμπατριώτες του. Και σηκώθηκε όρθιος αφήνοντας την πίπα του στο πλάι. Ήπιε μια γουλιά από μια κούπα με νερωμένο κρασί, και είπε προς όλους: «Εμείς δεν έχουμε αντίρρηση για τα περί συμβουλίου και τα λοιπά. Νομίζουμε ότι σίγουρα πρέπει να γίνει συμβούλιο και τα λοιπά. Αλλά δε μπορεί να μας λένε ότι οι θέσεις θα αντιστοιχούν στο πόσα εδάφη έχει ο καθένας. Εμείς στη Φέδλωχ οργώνουμε τις θάλασσες: από τη Στενή, στην Ενδότερη, στο Δυτικό Πέλαγο και στο Ανατολικό Πέλαγο, κι ακόμα παραπέρα. Θα μετρήσουμε και τη θάλασσα μέσα στα εδάφη που έχει ο καθένας; Αν είναι έτσι, συμφωνούμε.»
«Οι θάλασσες όπου ταξιδεύετε δεν είναι δικές σας,» του είπε η Δούκισσα Ασσάρδια. «Πηγαίνετε για να ληστέψετε.»
«Ορίστε τι γίνεται τώρα!» διαμαρτυρήθηκε ο Σράνκιθ στον Κάρντελον. «Μιλάμε και μας τη λένε, να πούμε. Επιτρέπεται; Δεν επιτρέπεται.»
«Ολοκλήρωσε,» του είπε ο Κάρντελον. «Δε θα σε διακόψει κανείς άλλος.»
«Ας το πιστέψουμε… Όπως έλεγα, είναι παραλογισμός να λέμε ότι θα έχουμε θέσεις στο συμβούλιο σύμφωνα με εδαφικές εκτάσεις και τέτοια, έτσι; Γιατί εμείς οργώνουμε τις θάλασσες, και το νερό πώς το μετράτε; Επίσης, έχουμε ένα σωρό ανθρώπους στη Φέδλωχ, και κάνουμε πολύ εμπόριο. Τα πλοία σας αράζουν στα λιμάνια μας. Για σκεφτείτε το, λοιπόν.» Και, καθίζοντας, είπε στον Κάρντελον: «Αυτά είχαμε να πούμε.»
Ο Κάρντελον στράφηκε στον Νόρμακοφ του Άρκλιφ. «Βασιληά μου, έχετε τον λόγο.»
Ο Νόρμακοφ σηκώθηκε από τη θέση του. «Η πρόταση του Βασιληά Νάριντρικ με βρίσκει σύμφωνο,» δήλωσε. «Αν μη τι άλλο, είναι η δικαιότερη που άκουσα ώς τώρα. Δεν συμφωνώ ότι το Τάρσαζ θα πρέπει να έχει παραπάνω θέσεις στο συμβούλιο που θα διαμορφωθεί, διότι δεν ήταν παρά τυχαίο γεγονός ότι ο Μεγάλος Προφήτης βρέθηκε στα δικά τους εδάφη· θα μπορούσε να είχε βρεθεί οπουδήποτε αλλού στον κόσμο.» Και κάθισε, κάνοντας νόημα στον Βασιληά της Σάβηνεμ να δώσει τον λόγο στον επόμενο.
Ο Κάρντελον στράφηκε στους φύλαρχους της Γης των Λύκων. «Σας ακούμε, Άρχοντές μου.»
Ένας απ’αυτούς – ένας ψηλός, ξανθός άντρας γύρω στα πενήντα, αν δεν έκανε λάθος η Ανταρλίδα – σηκώθηκε όρθιος. Το όνομά του ήταν Ζάρκνιφ. «Δεν έχουμε πολλά να πούμε,» είπε. «Και η αλήθεια είναι ότι μας εξέπληξε που ο Μεγάλος Προφήτης έστειλε έναν από τους ανθρώπους του να μας καλέσει εδώ. Ποτέ δεν είχαμε πολιτικές αντιπαραθέσεις με άλλους λαούς – εκτός από αυτές τις πολιτικές αντιπαραθέσεις που λύνονται με το ξίφος και τον πέλεκυ. Νομίζουμε ότι το απλούστερο είναι και το καλύτερο. Ένας αντιπρόσωπος από κάθε έθνος για το συμβούλιο, και τίποτα περισσότερο.»
Αρκετοί ακούστηκαν να μουρμουρίζουν. Η Ανταρλίδα ήταν βέβαιη ότι ελάχιστοι θα συμφωνούσαν μ’αυτή την άποψη.
Ο Φύλαρχος Ζάρκνιφ κάθισε πάλι, και ο Κάρντελον έδωσε τον λόγο στους Ταργκάφλι.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι σηκώθηκε και είπε: «Για εμάς, ο Μεγάλος Προφήτης είναι πρόσωπο ιερό. Είναι ο άνθρωπος που ήρθε από άλλους κόσμους για να μας φέρει σε επαφή με το παρελθόν μας: με πράγματα που πρωτύτερα γνωρίζαμε μονάχα από θρύλους. Επίσης, η Βιβεϊρλώταθ, η θεά μας και προστάτιδα του Άγκιστρου του Κόσμου, τον επέλεξε, πράγμα που από μόνο του είναι για εμάς κάτι το εξαιρετικό. Νομίζουμε ότι τούτο αρκεί για να έχουν οι Ταργκάφλι μία θέση παραπάνω στο συμβούλιο. Εξάλλου, μην ξεχνάτε ότι το Άγκιστρο του Κόσμου, ένα από τα τρία Φράγματα, είναι στα εδάφη μας–»
«Και στη Φέδλωχ δεν είναι άλλο ένα Φράγμα, αν το πάρεις έτσι;» παρενέβη ο Σράνκιθ.
«Δεν διαφωνώ,» του είπε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.
«Θα πρέπει κι εμείς να έχουμε παραπάνω θέση, λοιπόν! Γιατί όχι;»
Ο Κάρντελον τούς διέκοψε: «Σας παρακαλώ! Θα μιλά ο καθένας με τη σειρά του–»
«Ποια σειρά, τώρα; Μας δουλεύεις;» έκανε ο Σράνκιθ.
Ο Κάρντελον τον κοίταξε με βλέμμα που πετούσε δηλητηριασμένα μαχαίρια.
Ο Σράνκιθ δάγκωσε την πίπα του χωρίς να μιλήσει.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι συνέχισε: «Κατά τα άλλα, συμφωνούμε πλήρως με τη θέσπιση ενός συμβουλίου όπως το πρότεινε η Βασίλισσα Παμράνεχ του Τάρσαζ.»
«Με συγχωρείτε, μπορώ να παρέμβω;» ρώτησε ο Βασιληάς Νάριντρικ.
«Ασφαλώς, Μεγαλειότατε,» είπε ο Κάρντελον.
Ο Σράνκιθ μούγκρισε: «Και μετά μου λες για σειρές κι άλλα τέτοια μπαρμπούτσαλα…»
«Ησυχία πλέον!» φώναξε ο Κάρντελον χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι.
«Τι ωρύεσαι, να πούμε, ρε κάπελα; Πας να μας τρομάξεις;»
«Θα αναγκαστώ να σας απομακρύνω από την αίθουσα αν δεν συμμορφωθείτε!» απείλησε ο Κάρντελον δείχνοντάς τον με το δεξί χέρι.
«Κόπιασε άμα θες…» μουρμούρισε ο Σράνκιθ, αλλά δεν είπε τίποτ’άλλο.
Ο Βασιληάς Νάριντρικ έσπασε την ησυχία που ακολούθησε, μιλώντας στον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι: «Μια ερώτηση θέλω να κάνω.»
«Παρακαλώ, Μεγαλειότατε.»
«Συμφωνείτε και με το αίτημα της Βασίλισσας Παμράνεχ να έχει το Τάρσαζ δύο θέσεις παραπάνω στο συμβούλιο;»
«Μάλιστα.»
«Εντάξει,» είπε ο Νάριντρικ. «Αυτό ήθελα να ξέρω.»
Η Ασσάρδια λύγισε και του ψιθύρισε κάτι στ’αφτί. Από την όψη της, δεν φαινόταν ευχαριστημένη με την τροπή των πραγμάτων.
Θα έχουμε φασαρίες προτού παρθούν αποφάσεις σε τούτο το συμβούλιο, προέβλεψε η Ανταρλίδα.
Ο Κάρντελον έδωσε τον λόγο στον Νίρναλωμ τον Μαυρομάτη.
Ο Άρχοντας της Καρκούμ σηκώθηκε λέγοντας στον οικοδεσπότη τους: «Εγώ δεν θα σου κάνω φασαρία που μ’άφησες να μιλήσω τελευταίος. Είναι, εξάλλου, πλεονέκτημα το να έχεις ακούσει τους άλλους προτού μιλήσεις ο ίδιος.» Και προς όλους: «Είναι φανερό, νομίζω, ότι το Τάρσαζ και το Ώσρανοκ προσπαθούν να πάρουν ολόκληρο τον κόσμο για τον εαυτό τους. Είναι, άλλωστε, τα δύο μεγαλύτερη έθνη, δεν είναι; Και ο Βασιληάς Νόρμακοφ του Άρκλιφ – που, ώς τώρα, δεν τον είχα ακούσει παρά μόνο σε παραμύθια – δε μου φαίνεται να ενδιαφέρεται και πολύ για το ζήτημα ούτως ή άλλως. Η Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας δεν υπάρχει πλέον, και άρα δεν υπάρχει επίσης τίποτα για να εξισορροπήσει τα πράγματα ανάμεσα στο Τάρσαζ και το Ώσρανοκ. Εγώ, όπως ξέρετε, είμαι Άρχοντας στην Καρκούμ– Όπου έγινα Άρχοντας, παρεμπιπτόντως, με το σπαθί μου, όχι επειδή ο θείος μου ήταν στο θρόνο. Τέλος πάντων, δεν έχει άμεση σχέση αυτό. Εκείνο που έχει άμεση σχέση είναι το ότι δεν είναι δίκαιο να υπολογιστούν οι εδαφικές εκτάσεις ως βασικός παράγοντας για τις θέσεις στο συμβούλιο. Η Καρκούμ είναι μια πόλη. Δεν έχω άλλα εδάφη πέραν αυτής. Κι αν προσπαθούσα να τα αποκτήσω, θα με έπαιρναν στο κυνήγι οι λήσταρχοι που περιφέρονται στη Γη των Ταργκάφλι καθώς κι εκείνοι οι Ταργκάφλι που, όπως τους Ο’Μάλζεκ Χάλρικ από δω, θεωρούν τους εαυτούς τους ‘καθαρόαιμους’, ό,τι κι αν πα να πει αυτό. Η Καρκούμ, καθότι μονάχα μια πόλη, δεν θα πρέπει να έχει καν θέση στο συμβούλιο έτσι όπως τα λένε το Ώσρανοκ και το Τάρσαζ. Στην Καρκούμ, όμως, συγκεντρώνονται άνθρωποι από παντού στον κόσμο για χίλιους-δύο λόγους: για εμπόριο, για να αναζητήσουν την τύχη τους, για να βρουν καταφύγιο, για να ξεκινήσουν εξερευνητικές αποστολές στα βάθη της Γης των Ταργκάφλι. Όλα αυτά πρέπει να ληφθούν υπόψη. Η Καρκούμ μπορεί να είναι μια πόλη λίγο πριν από τις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου, αλλά ποια άλλη πόλη είναι εκεί; Ποιο άλλο πολιτισμένο μέρος είναι εκεί; Μετά από την Καρκούμ, βασιλεύει μόνο το χάος. Και δεν θα ανεχτώ να μην έχουμε μια καλή θέση στο συμβούλιο.
»Αυτά είχα να πω,» δήλωσε ο Νίρναλωμ, και κάθισε πιάνοντας το κύπελλό του και πίνοντας μια μεγάλη γουλιά.
«Θέλει κάποιος να προσθέσει κάτι στα όσα έχουν ειπωθεί;» ρώτησε ο Κάρντελον.
«Ναι, εγώ,» είπε ο Σράνκιθ ο Γελαστός βγάζοντας την πίπα του από τα δόντια.
«Δε με εκπλήσσει…»
«Μπράβο σου. Μπορώ να μιλήσω τώρα;»
«Δεν μπορώ να σε εμποδίσω.»
Ο Σράνκιθ σηκώθηκε. «Νομίζω,» είπε, «ότι κι εμείς πρέπει να έχουμε μια θέση παραπάνω στο συμβούλιο επειδή ένα από τα Φράγματα είναι στη Γη της Φέδλωχ. Υπάρχει κάποιος που διαφωνεί μ’αυτό;»
«Ναι!» είπε η Βασίλισσα Παμράνεχ.
«Ασφαλώς,» είπε ο Βασιληάς Νάριντρικ.
«Εννοείται!» μούγκρισε ο Νίρναλωμ.
«Για σταθείτε, ρε!» διαμαρτυρήθηκε ο Σράνκιθ. «Διαφωνείτε τότε και με το να έχουν οι Ταργκάφλι μία θέση παραπάνω;»
«Φυσικά και διαφωνούμε,» είπε ο Νάριντρικ.
«Δεν είναι το ίδιο πράγμα!» φώναξε η Παμράνεχ.
«Διαφωνούμε βέβαια,» δήλωσε ο Νίρναλωμ. «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να έχετε παραπάνω θέσεις επειδή αυτά τα Φράγματα είναι στα μέρη σας! Προτού σας πει ο Προφήτης για την ύπαρξή τους, ούτε που τάχατε ξανακούσει. Μην τρελαθούμε λοιπόν! Τέρμα αυτές οι ανοησίες με τα Φράγματα και τα Ρήγματα!»
«Και ποιος θα αποφασίσει γι’αυτό;» είπε η Παμράνεχ. «Εσύ;»
«Δε νομίζω κανένας εκτός από σας να λέει ναι.»
«Αν δεν ήταν το ένα Φράγμα στη Γη της Φέδλωχ,» φώναξε μία απ’τους αντιπροσώπους της Φέδλωχ, «πώς θα εκπλήρωνε τότε το σκοπό του ο Μεγάλος Προφήτης;»
«Καλά, θεωρείς ότι είμαστε καθυστερημένοι τώρα;» μούγκρισε ο Νίρναλωμ. «Άμα δεν ήταν το Φράγμα στις ζούγκλες σας, θα ήταν κάπου άλλου. Μην τρελαθούμε! Κόψτε τις αηδίες, να μπορέσουμε να μιλήσουμε σαν άνθρωποι!»
«Οι άνθρωποι που ξέρεις έχουν τέτοια μαύρα μάτια, Άρχοντά μου;» είπε η Παμράνεχ.
Ο Νίρναλωμ έπιασε το πιστόλι του. «Για έλα πιο κοντά να το ψιθυρίσεις αυτό–»
«Απειλείς τη Βασίλισσα τώρα!;» φώναξε ο Χάλρεοκ μισοτραβώντας το σπαθί του.
«Αφήστε τα όπλα σας!» φώναξε ο Κάρντελον. «Αφήστε τα όπλα σας! Τώρα!»
Ο Νίρναλωμ πήρε το χέρι του από τη λαβή του πιστολιού του, κι ο Χάλρεοκ άφησε το σπαθί του να ξαναγλιστρήσει μέσα στο θηκάρι του.
«Αν δεν υπάρχει κάτι άλλο να ειπωθεί αυτή τη στιγμή,» είπε ο Κάρντελον, «τότε καλύτερα θα ήταν το συμβούλιο να συνεχιστεί αύριο.» Φαινόταν πονοκεφαλιασμένος.
«Συμφωνώ,» είπε ο Βασιληάς Νάριντρικ.
Η Παμράνεχ ένευσε. «Ναι, καλύτερα να συνεχίσουμε αύριο.»
Ο Νίρναλωμ ρουθούνισε. «Κι αύριο τα ίδια παλαβά θ’ακούσουμε πάλι…»
Βαβούρα γέμισε την αίθουσα καθώς το συμβούλιο διαλυόταν.
Στο τέλος, έμειναν στο μεγάλο δωμάτιο μόνο ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα. Τα μποτοφορεμένα πόδια της Μαύρης Δράκαινας ακούστηκαν έντονα μέσα στην ξαφνική σιωπή, καθώς βάδιζε.
«Τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά, νομίζω,» είπε.
«Αντιθέτως,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ ενώ σηκωνόταν από την καρέκλα του· «πήγαν καλύτερα απ’ό,τι περίμενα.»
«Σοβαρολογείς;»
«Ναι.» Έδωσε τον αγκώνα του στην Ανταρλίδα. «Πάμε;»
Εκείνη τον έπιασε αγκαζέ, και βγήκαν από την αίθουσα.
*
Η Κελνίχηβ στάθηκε μπροστά στην πόρτα και χτύπησε με τις φάλαγγες του δεξιού χεριού.
«Ποιος είσαι;» ακούστηκε η χαρακτηριστική φωνή του Σράνκιθ του Γελαστού από μέσα.
«Κάποια που θέλει να σου μιλήσει.»
«Το έχουν πει αυτό κι όταν θέλουν να με καθαρίσουν.»
«Άνοιξε να μάθεις.»
Βήματα ακούστηκαν από μέσα: ένα κανονικό πόδι κι ένα ξύλινο. Και η πόρτα άνοιξε.
Ο Σράνκιθ κρατούσε το πιστόλι του στο δεξί χέρι και τη σημάδευε.
Η Κελνίχηβ άγγιξε την κάννη, χαμογελώντας τυπικά και κατεβάζοντας το όπλο. «Χωρίς αυτό, αν έχεις την καλοσύνη.»
Τα μάτια του Σράνκιθ στένεψαν. «Εσύ… Εσύ ήσουν πλάι στην Παμράνεχ, δεν ήσουν;»
«Ναι. Να μπω;»
«Εκτός αν σ’έστειλε να με καθαρίσεις, μπες.»
Η Κελνίχηβ μπήκε σ’ένα μεγάλο δωμάτιο που ήταν άνω-κάτω. Στο τραπέζι υπήρχαν μισοτελειωμένα φαγητά και ποτά, και επάνω στο φαρδύ κρεβάτι ήταν μισοξαπλωμένες δύο πόρνες. Δεν μπορεί να ήταν τίποτ’άλλο, αν έκρινε από την αμφίεσή τους· ή, μάλλον, την έλλειψη αμφίεσης. Η μία ήταν μαυρόδερμη και κοκκινομάλλα, και φορούσε μόνο μια περισκελίδα και κοσμήματα. Η άλλη ήταν λευκόδερμη και ξανθιά, και φορούσε στηθόδεσμο και περισκελίδα με χάντρες και κρόσσια. Βλέποντας την Κελνίχηβ, της έγνεψε, κάπως αστεία. Εκείνη την αγνόησε.
«Θα ήταν καλύτερα αν συζητούσαμε μόνοι,» είπε το Αριστερό Χέρι στον Σράνκιθ.
Ο πειρατής βάδισε ώς το τραπέζι και κάθισε σε μια καρέκλα. «Τα κορίτσια είναι της οικογένειας. Εσένα πώς σε λένε; Έχεις όνομα;»
«Κελνίχηβ με είπε η μαμά μου,» αποκρίθηκε η Κελνίχηβ, παραμερίζοντας ένα φόρεμα από μια καρέκλα και καθίζοντας αντίκρυ στον πειρατή.
«Και τι ρόλο βαράς;» Ο Σράνκιθ έπιασε την κούπα του και ήπιε.
«Βοηθώ τη Βασίλισσα σε διάφορα διπλωματικά θέματα.»
«Χμμμ… Και ήρθες τώρα εδώ για να κάνεις… τι;»
«Αν δε λαθεύω, απ’αυτά που είπες στο συμβούλιο, δεν συμφωνείς με την πρόταση της Βασίλισσάς μου. Ή μήπως δεν κατάλαβα καλά;»
«Καλά τα κατάλαβες όλα.»
«Μετά, όμως,» είπε η Κελνίχηβ, «πρότεινες κάτι παρόμοιο μ’αυτό που προτείνουμε κι εμείς.»
Ο Σράνκιθ συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή;»
«Θέλεις να έχετε μία θέση παραπάνω στο συμβούλιο λόγω του Φράγματος. Αυτό λέμε κι εμείς.»
«Η Βασίλισσά σου διαφώνησε μαζί μου, μορφονιά.»
«Διαφώνησε επειδή την είχες εξοργίσει,» εξήγησε η Κελνίχηβ, «και για κανέναν άλλο λόγο. Επιπλέον, το Τάρσαζ δεν μπορεί να σας υποστηρίξει αν κι εσείς δεν υποστηρίξετε το Τάρσαζ. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»
«Σε καταλαβαίνω και πάλι. Ζητάς να πω ότι είναι το πράμα εντάξει να πάρετε τις δύο παραπάνω θέσεις, και τότε θα πείτε κι εσείς ότι είναι εντάξει να πάρουμε κι εμείς τη μία παραπάνω θέση.»
«Ναι,» είπε η Κελνίχηβ. «Εξάλλου, μην ξεχνάς ότι η Βασίλισσά μας ήταν που σας έδωσε πυροβόλα όπλα όταν δεν είχατε παρά ελάχιστα στην κατοχή σας.»
«Και κάναμε επιθέσεις στο Ώσρανοκ για κείνη.»
«Επιθέσεις που, έτσι κι αλλιώς, θέλατε να κάνετε.»
«Σε συμφέρει να το λες έτσι, ε;» είπε ο Σράνκιθ.
«Δεν είναι η αλήθεια;» ρώτησε ήπια η Κελνίχηβ. «Πώς ζουν οι πειρατές της Φέδλωχ; Χωρίς λεηλασία;»
«Έχω ακούσει, όμως, να λέγεται ότι ο πόλεμος θα πάψει, τώρα με την ενιαία εξουσία και τα ρέστα. Άρα, θα βγούμε χαμένοι από μια μεριά.»
«Μέχρι στιγμής, όμως, είχατε μια πολύ καλή συνεργασία με το Τάρσαζ… ή όχι;»
Ο Σράνκιθ αναγκάστηκε να μουγκρίσει καταφατικά.
«Αν το Τάρσαζ δεν υποστηρίξει το αίτημά σας, δεν πρόκειται να πάρετε την επιπλέον θέση στο συμβούλιο,» του είπε η Κελνίχηβ. «Κι αυτό σημαίνει ότι θα περάσετε πολύ δύσκολα με τη λήξη του πολέμου και την επιθυμία όλων για ειρήνη. Νομίζεις ότι θα έχετε πυροβόλα όπλα για πολύ ακόμα;»
«Εσύ νομίζεις ότι θα καταφέρεις να μας τα πάρεις;»
«Θα ήθελες να στραφούν και το Ώσρανοκ και το Τάρσαζ εναντίον σας; Τώρα πλέον δεν υπάρχει η Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας για να… μετριάζει τα πράγματα, όπως πολύ σωστά παρατήρησε ο Νίρναλωμ.»
Το βλέμμα του Σράνκιθ σκοτείνιασε. Ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’την κούπα του.
«Θα πρέπει να υποστηρίξουμε και τους βαρβάρους;» ρώτησε, εννοώντας προφανώς τους Ταργκάφλι.
Τι ήθελε και το είπε αυτό η Παμράνεχ; «Αφού η Βασίλισσά μας τους υποστηρίζει, ναι, θα πρέπει να τους υποστηρίξετε.»
«Βρομάει το πράμα,» είπε ο Σράνκιθ. «Εσείς θα βγείτε πιο κερδισμένοι από τούτη την ιστορία.»
«Και η Γη της Φέδλωχ, όμως, δεν θα χάσει. Ενώ, σε διαφορετική περίπτωση, δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα…»
«Θα μιλήσω με τους… ημέτερους, να πούμε, και θα δούμε τι θα κάνουμε.»
«Εσύ είσαι σύμφωνος;»
Ο Σράνκιθ ένευσε. «Ναι.»
Η Κελνίχηβ σηκώθηκε. «Εντάξει. Η Βασίλισσα θα μείνει ευχαριστημένη. Γενικώς. Όχι μόνο σε ό,τι αφορά ετούτο το συμβούλιο.»
Και έφυγε απ’το δωμάτιο του πειρατή.
*
Το επόμενο πρωί, το συμβούλιο συνεχίστηκε.
Ο Βασιληάς Κάρντελον είχε ένα αργυρό κύπελλο κι ένα μπουκάλι κρασί κοντά του, μοιάζοντας προετοιμασμένος ψυχολογικά για μάχη.
Ο Βασιληάς Νάριντρικ πήρε τον λόγο πρώτος χωρίς να διαφωνήσει κανείς, και είπε: «Νομίζω πως καλύτερα θα ήταν να ξεκινήσουμε από τα σημεία στα οποία όλοι συμφωνούμε για την ενιαία αρχή του κόσμου μας.» Δεν είχε σηκωθεί όρθιος· μιλούσε καθιστός. «Διαφωνεί κανένας μ’αυτό;»
Κανένας δεν διαφωνούσε όπως φάνηκε.
«Μάλιστα,» είπε ο Νάριντρικ, και κοίταξε τα χαρτιά εμπρός του. Η Ασσάρδια τού ψιθύρισε κάτι στ’αφτί κι εκείνος ένευσε. Μετά, απευθύνθηκε σε όλους: «Άρχοντες και Αρχόντισσές μου, νομίζω ότι άπαντες είμαστε σύμφωνοι στο να θεσπιστεί συμβούλιο που θα αποτελέσει την ενιαία αρχή, με αντιπροσώπους από κάθε έθνος.» Τους ατένισε έναν προς έναν. Κανείς δεν είπε τίποτα, έτσι ο Νάριντρικ συνέχισε: «Το συμβούλιο θα έχει έναν ορισμένο αριθμό θέσεων ανάλογο με τον αριθμό των αντιπροσώπων του κάθε έθνους σε αυτό. Κάθε θέση θα αντιστοιχεί και σε μία ψήφο σε ό,τι θέμα προκύπτει. Καλώς, μέχρι στιγμής;»
«Στο πρελούδιο είσαι ακόμα, Μεγαλειότατε,» του είπε ο Σράνκιθ. «Λες κανένας να διαφωνεί μ’αυτά; Πάμε στο τραγούδι· εκεί να δούμε τι θα γίνει.»
«Είναι σημαντικό να συμφωνούμε στη βάση του πράγματος,» αποκρίθηκε ο Νάριντρικ. «Και τώρα, ας πάμε στο πόσες θέσεις θα αντιστοιχούν στο κάθε έθνος. Θα θέλατε να σας πω τη δική μου πρόταση πρώτα;» Τους κοίταξε πάλι έναν προς έναν.
Η Παμράνεχ ένευσε. «Ευχαρίστως σάς ακούμε, Βασιληά μου.»
Ο Νάριντρικ διάβασε από το χαρτί εμπρός του: «Τρεις θέσεις στο Ώσρανοκ. Τρεις θέσεις στο Τάρσαζ. Δύο θέσεις στο Άρκλιφ. Δύο θέσεις στους Ταργκάφλι. Μία στη Γη της Φέδλωχ. Μία στη Γη των Λύκων. Και μία στην πόλη της Καρκούμ.»
«Τι σας έλεγα;» φώναξε ο Νίρναλωμ. «Συμφωνημένα τάχουνε!»
«Το Τάρσαζ δεν μπορεί να δεχτεί να έχει τις ίδιες θέσεις με το Ώσρανοκ!» είπε, συγχρόνως, η Βασίλισσα Παμράνεχ.
«Τρελός μού φαίνεται πως είσαι!» είπε, επίσης συγχρόνως, ο Σράνκιθ στον Νάριντρικ. «Έτσι όπως μας τα λες, να μας δώσεις και μισό παπάρι και να είμαστε ευχ–!»
«Ησυχία!» γκάριξε ο Βασιληάς Κάρντελον κοπανώντας τη γροθιά του στο τραπέζι. «Ησυχία!»
Η φασαρία που είχε αρχίσει καταλάγιασε κάπως.
«Δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε την πρότασή σας, Βασιληά Νάριντρικ,» δήλωσε η Παμράνεχ.
«Περιμένω, τότε, να ακούσω την αντιπρότασή σας, Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε ο Νάριντρικ. «Έχετε αντιπρόταση;»
«Ασφαλώς και έχουμε. Αλλά πρέπει να γίνει λίγη ησυχία πρώτα.»
«Ησυχία!» φώναξε ο Κάρντελον, κυρίως προς τους αντιπροσώπους της Φέδλωχ που μιλούσαν αναμεταξύ τους και φώναζαν. «Ησυχία!»
«Μου φαίνεται, μας έχεις βάλει στόχο, ε;» του είπε ο Άρχοντας Καντμέλο της Σότραθ.
«Δεν έχω βάλει κανέναν στόχο!» διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Αλλά κάνετε σαματά – δε μπορούμε να συνεννοηθούμε, δεν το βλέπετε;»
«Λες και συνεννοούμαστε αλλιώς…» μούγκρισε ο Σράνκιθ, ανάβοντας την πίπα του.
Ο θόρυβος έπαψε. Η Παμράνεχ ήπιε μια γουλιά απ’τον χυμό πορτοκαλιού που είχε πλάι της, και διάβασε από το χαρτί μπροστά της: «Η πρότασή μας για τις θέσεις στο συμβούλιο είναι η εξής: «Τρεις στο Ώσρανοκ· πέντε στο Τάρσαζ· τρεις στο Άρκλιφ· τρεις στη Γη των Ταργκάφλι· δύο στη Γη της Φέδλωχ–»
«Δύο;» φώναξε ο Σράνκιθ ο Γελαστός.
«Επειδή έχετε το Φράγμα στις περιοχές σας,» του είπε ήρεμα η Παμράνεχ – η ηρεμία πριν από την καταιγίδα.
«Τρεις, τουλάχιστον! Εμείς αλωνίζουμε τις θάλασσες απ’τη μια άκρη ώς την άλλη! Δύο πάνε γι’αυτό και μόνο – και μία ακόμα για το καταραμένο Φράγμα.»
«Δεν το νομίζω,» είπε η Παμράνεχ· και συνέχισε να διαβάζει, πιο δυνατά για ν’ακουστεί πάνω από τη μουρμούρα που είχε ξεκινήσει: «Μία θέση στη Γη των Λύκων, και μία θέση στην πόλη της Καρκούμ.»
«Προτείνεις η Καρκούμ να έχει μία θέση;» φώναξε ο Νίρναλωμ. «Και οι Ταργκάφλι να έχουν τρεις! Μιλάμε σοβαρά; Τι έχουν να επιδείξουν οι Ταργκάφλι; Κάτι ερείπια; Στην Καρκούμ μαζεύεται όλος ο κόσμος! Για να μη μιλήσουμε για το Άρκλιφ, που εγώ νόμιζα ότι ήταν παραμύθι μέχρι που είδα τον Βασιληά από δω– Με το συμπάθιο κιόλας, Μεγαλειότατε.» (Ο Βασιληάς Νόρμακοφ έμεινε σιωπηλός, παρατηρώντας τους.) «Είναι θεότρελο να πάρει το Άρκλιφ τρεις θέσεις και η Καρκούμ μία!»
Ο Κάρντελον είπε: «Ποιοι συμφωνούν με την πρόταση της Βασίλισσας Παμράνεχ;»
Κανείς δεν συμφωνούσε εκτός από τους Ταργκάφλι.
Η Κελνίχηβ αγριοκοίταξε τον Σράνκιθ, κι εκείνος τής επέστρεψε το άγριο βλέμμα. Οι αντιπρόσωποι της Φέδλωχ δε θα συμφωνούσαν με το να έχουν δύο μόνο θέσεις.
«Υπάρχουν αντιπροτάσεις;» ρώτησε ο Κάρντελον.
«Αν υπάρχουν λέει!» μούγκρισε ο Σράνκιθ.
«Σε ακούμε, τότε, αγαπητέ.»
«Το λοιπόν.» Ο Σράνκιθ έβγαλε την πίπα του απ’τα δόντια. «Τρεις στη Γη της Φέδλωχ – και μας ρίχνω πολύ, θεωρώ. Τρεις στο Ώσρανοκ. Τέσσερις στο Τάρσαζ, επειδή έχουν το Ρήγμα και τα λοιπά, για να μη φωνάζουν. Δύο στους Ταργκάφλι, για το Άγκιστρό τους. Δύο στο Άρκλιφ – εκεί πάνω που είστε, ποιος σας ξέρει, Βασιληά Νόρμακοφ; – με συγχωρείτε κιόλας… Δύο στην Καρκούμ. Και μένει κανένας άλλος;»
«Εμείς,» μούγκρισε ο Φύλαρχος Ζάρκνιφ.
«Σωστός. Και μία θέση στη Γη των Λύκων. Ποιος διαφωνεί τώρα μ’αυτό;»
«Και ποιος δεν διαφωνεί,» του είπε ο Βασιληάς Νάριντρικ. «Τι είναι η Γη της Φέδλωχ για να έχει τόσες θέσεις όσες το Ώσρανοκ; Ένα άντρο πειρατών και παρανόμων· ένα λημέρι ανθρωποφάγων και κροκοδείλων.»
«Ε μη λέμε χαζομάρες τώρα!» φώναξε ο Σράνκιθ.
Ο Κάρντελον κοπάνησε τη γροθιά του στο τραπέζι. «Ησυχία!» Και ρώτησε: «Υπάρχει άλλη πρόταση;»
«Η δική μου,» είπε ο Νίρναλωμ.
«Παρακαλώ, Άρχοντά μου.»
Ο Μαυρομάτης έβγαλε ένα χαρτί και διάβασε: «Έχουμε και λέμε. Τρεις στο Ώσρανοκ· τρεις στο Τάρσαζ· τρεις στην Καρκούμ· μία στο Άρκλιφ· μία στη Γη των Ταργκάφλι· μία στη Γη των Λύκων· και δύο στη Γη της Φέδλωχ.»
«Ποιος συμφωνεί με αυτή την πρόταση;» ρώτησε ο Κάρντελον.
Κανείς δεν είπε ότι συμφωνούσε.
«Δεν πρόκειται ποτέ κανένας να συμφωνήσει με την πρόταση κάποιου άλλου,» είπε ο Νάριντρικ, «επειδή, όπως δείχνει, κανένας δεν κρίνει αντικειμενικά. Η μόνη αντικειμενική πρόταση, μέχρι στιγμής, είναι η δική μας. Δίνουμε ίσες θέσεις στο Ώσρανοκ και στο Τάρσαζ, αφού είναι περίπου ισοδύναμα έθνη, και στους υπόλοιπους ό,τι λογικά αναλογεί. Μόνο όσον αφορά την Καρκούμ ίσως να έχουμε κάνει λάθος εκτίμηση. Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε για δύο θέσεις εκεί.»
«Και νομίζεις τώρα ότι θα μας τουμπάρεις μ’αυτά, Μεγαλειότατε;» έκανε ο Σράνκιθ.
«Δεν είναι ο σκοπός μου να ‘τουμπάρω’ κανέναν,» αποκρίθηκε ο Νάριντρικ. «Αλλά δεν νομίζω ότι η δική σας πρόταση είναι λογική σε καμία περίπτωση. Συμφωνείτε, Βασίλισσα Παμράνεχ, με την πρόταση των αντιπροσώπων της Φέδλωχ;»
«Θα συμφωνούσα αν δεν είχαν πάρει τα μυαλά τους αέρα,» δήλωσε εκείνη. «Αν, δηλαδή, έδιναν δύο θέσεις στη Γη της Φέδλωχ, όχι τρεις.»
«Και θα έχουν οι Ταργκάφλι τρεις θέσεις;» φώναξε ο Σράνκιθ. «Τρεις δεν έδωσες στους Ταργκάφλι;»
«Ναι, τρεις δώσαμε,» του είπε η Παμράνεχ.
«Είσαι καλά ή έχεις αρρωστ–;»
«Πρόσεχε τα λόγια σου μπροστά στη Βασίλισσα, βρωμόσκυλο!» φώναξε ο Ερβάδαζ.
«Γιατί, θάρθεις εδώ να με δείρεις;»
Τα χέρια των αντιπροσώπων της Φέδλωχ είχαν ήδη πάει στα όπλα τους.
«Αφήστε τα όπλα!» φώναξε ο Κάρντελον καθώς σηκωνόταν όρθιος. «Και είναι η τελευταία φορά που φέρνετε όπλα εδώ μέσα!»
«Τα χρειαζόμαστε για την προστασία μας από αυτούς τους κακοποιούς, Βασιληά μου,» είπε η Ασσάρδια δείχνοντας με το σαγόνι της τους αντιπροσώπους της Φέδλωχ.
«Μας βρίζουν τώρα κιόλας…!» είπε ένας απ’αυτούς.
«Ας πάρουμε τα πράγματα ένα-ένα,» πρότεινε ο Νάριντρικ. «Συμφωνούμε το Ώσρανοκ να έχει τρεις θέσεις στο συμβούλιο;»
«Οι θέσεις πάνε ανάλογα και το ξέρετε, Βασιληά μου,» του είπε η Παμράνεχ. «Συμφωνούμε, επομένως, αν δοθούν και οι ανάλογες θέσεις στα άλλα έθνη. Αν το Ώσρανοκ πάρει τρεις θέσεις, το Τάρσαζ πρέπει να πάρει πέντε. Το έχουμε ήδη πει αυτό. Το Τάρσαζ θα πάρει δύο θέσεις παραπάνω για όσα έχει προσφέρει στον Μεγάλο Προφήτη καθώς και για το γεγονός ότι το Ρήγμα είναι εντός των συνόρων μας.»
«Το είπατε, Βασίλισσά μου, αλλά κανείς δεν συμφώνησε.» Και ο Νάριντρικ ρώτησε τους υπόλοιπους: «Ποιος συμφωνεί;»
«Εμείς,» είπε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι.
Η Ασσάρδια ψιθύρισε κάτι στ’αφτί του Νάριντρικ, κι εκείνος ένευσε μορφάζοντας.
«Εμείς,» δήλωσε ο Σράνκιθ ο Γελαστός, «συμφωνούμε το Τάρσαζ να πάρει τέσσερις θέσεις, αν και το Τάρσαζ συμφωνήσει να πάρουμε τρεις.»
Ο Νάριντρικ γέλασε. «Νομίζετε ότι είμαστε στο παζάρι, κύριε;»
Ο Σράνκιθ τον αγνόησε, κοιτάζοντας την Παμράνεχ.
«Δεν συμφωνούμε η Γη της Φέδλωχ να έχει τρεις θέσεις,» δήλωσε η Βασίλισσα. «Συμφωνούμε, όμως, να έχει δύο.»
Η Κελνίχηβ κοίταξε πάλι έντονα τον Σράνκιθ.
Εκείνος έφτυσε μέσα στην κούπα του, και είπε: «Δεν έχουμε συμφωνία έτσι.»
«Οι μόνοι που φαίνεται να πιστεύουν ότι στο Τάρσαζ αξίζουν πέντε θέσεις είναι οι Ταργκάφλι,» παρατήρησε ο Νάριντρικ. «Δε νομίζω, λοιπόν, ότι θα ισχύσει…»
Η Παμράνεχ έμοιαζε έτοιμη να ενσαρκώσει τον Μαράνχαλωμ και να δαγκώσει κάποιον – και τα πιο κοντινά της άτομα ήταν η Κελνίχηβ κι ο Πρώτος Αρχιερέας.
«Ποιος συμφωνεί το Τάρσαζ να πάρει τέσσερις θέσεις στο συμβούλιο;» ρώτησε το Αριστερό Χέρι.
«Εμείς,» δήλωσε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ.
(Εσύ δε μετράς, σκέφτηκε η Κελνίχηβ.)
«Εγώ θα συμφωνούσα αν δίνατε τρεις θέσεις σ’εμάς,» είπε ο Σράνκιθ. «Αλλά έτσι όπως τα λέτε δε γίνεται δουλειά…»
(Να πας να πνιγείς! σκέφτηκε η Κελνίχηβ.)
«Εμείς,» είπε ο Βασιληάς Νόρμακοφ, ξαφνιάζοντάς τους όλους.
«Γιατί;» έκανε ο Σράνκιθ ατενίζοντάς τον.
«Δεν καταλαβαίνω…»
«Τι συμφέρον έχεις εσύ να υποστηρίζεις το Τάρσαζ;»
«Κανένα ιδιαίτερο συμφέρον,» είπε ο Νόρμακοφ. «Απλά μου φαίνεται δίκαιο να έχει μια θέση παραπάνω λόγω του Ρήγματος και του Μεγάλου Προφήτη.»
(Χτες, άλλα μάς έλεγε, παρατήρησε η Κελνίχηβ. Αναρωτιέμαι αν τον επηρέασε το γεγονός ότι η Βασίλισσά μας έδωσε τρεις θέσεις στο Άρκλιφ ενώ ο Βασιληάς Νάριντρικ έδωσε δύο μόνο.)
«Επομένως,» συμπέρανε ο Νάριντρικ, «έχουμε τρία υπέρ – συμπεριλαμβάνοντας και την ψήφο του ίδιου του Τάρσαζ – και τέσσερα κατά. Σωστά; Αυτό σημαίνει, Βασίλισσα Παμράνεχ, ότι δεν παίρνετε τέσσερις θέσεις.»
«Είναι εξωφρενικό,» φώναξε η Παμράνεχ, «να μην πάρουμε τουλάχιστον τέσσερις θέσεις!» Και στράφηκε στον Τάμπριελ. «Πρέπει να μας υποστηρίξεις!»
Εκείνος είπε: «Το δήλωσα εξαρχής ότι δεν θα παρέμβω–»
«Το θεωρείς λογικό να ρίξουν έτσι το Βασίλειο που από την αρχή σε υποστήριξε;»
«Βασίλισσά μου, είπα ότι δεν θα παρέμβω.»
«Βασίλισσα Παμράνεχ,» είπε ο Νάριντρικ, «μπορούμε να φερθούμε όλοι σωστά, νομίζω. Δεν χρειάζεται να–»
«Μα, δεν φέρεστε σωστά!»
«Γιατί να έχει το Τάρσαζ μία παραπάνω θέση;»
«Τους λόγους τούς ξέρετε!»
«Δεν συμφωνούμε, όμως. Τέσσερα κατά, τρία υπέρ.»
Η Κελνίχηβ ατένισε ξανά τον Σράνκιθ. Συμφώνησε μαζί μας, χοντροκέφαλε θαλασσοφονιά! Νομίζεις ότι οι άλλοι θα δεχτούν να πάρετε τρεις θέσεις, πανηλίθιε;
Εκείνος την αγνόησε, κι έφτυσε πάλι μες στην κούπα του – επίτηδες αναμφίβολα.
Θα το σκοτώσω το καθίκι!
Ο Νάριντρικ είπε: «Πηγαίνουμε, λοιπόν, στις τρεις θέσεις για το Τάρσαζ – με τις οποίες και συμφωνούμε. Ποιος διαφωνεί;»
«Εμείς!» είπε ο Σράνκιθ.
«Κανείς άλλος;»
«Κι εγώ,» είπε ο Νίρναλωμ. «Επιπλέον, διαφωνώ και με τις τρεις θέσεις του Ώσρανοκ, τέτοιες προτάσεις που έχετε κάνει όλοι σας για την πόλη μου!»
Ο Νάριντρικ δεν του έδωσε σημασία. «Δύο κατά, πέντε υπέρ. Το Τάρσαζ έχει τρεις θέσεις.»
«Κι εμείς κατά είμαστε!» του είπε η Παμράνεχ.
Ο Νάριντρικ γέλασε. «Θέλετε το Βασίλειό σας να έχει λιγότερες θέσεις, Βασίλισσα Παμράνεχ;»
«Θέλουμε να έχει περισσότερες. Και δεν συζητάμε άλλο μέχρι να το καταλάβετε αυτό.» Η Παμράνεχ σηκώθηκε απ’τη θέση της, κάνοντας νόημα στους ανθρώπους της να φύγουν μαζί της.
«Περιμένετε!» είπε ο Νάριντρικ. «Περιμένετε, Βασίλισσα Παμράνεχ. Γιατί δεν θέλετε να αποφασιστούν οι θέσεις με τον πιο δίκαιο τρόπο;»
«Γιατί ο τρόπος σας δεν είναι δίκαιος, Βασιληά Νάριντρικ!»
«Και πώς προτείνετε να παρθεί η απόφαση; Να ρίξουμε ζαριά;» Ορισμένοι Ωσράνιοι γέλασαν μ’αυτό.
Η όψη της Παμράνεχ αγρίεψε περισσότερο. «Δε θα με περιγελάς εμένα!» σύριξε.
«Προσπαθώ να καταλάβω τι μπορεί να θέλετε. Έχετε να προτείνετε διαφορετικό τρόπο διεξαγωγής αυτής της διαδικασίας; Έχει κανένας άλλος να προτείνει διαφορετικό τρόπο;»
«Έτσι όπως είναι η κατάσταση,» είπε ο Νίρναλωμ, «τα ζάρια δεν είναι κακή επιλογή…»
«Προτείνω το εξής,» είπε ο Βασιληάς Νόρμακοφ: «να αφήσουμε τις θέσεις του Τάρσαζ για μετά, και να αποφασίσουμε τώρα για τις θέσεις των υπόλοιπων εθνών.»
Συμφώνησαν, και η Παμράνεχ κάθισε πάλι.
«Η Γη της Φέδλωχ δε νομίζω ότι πρέπει να πάρει παραπάνω από μία θέση,» είπε ο Νάριντρικ. «Ποιος διαφωνεί;»
«Εμείς προφανώς,» δήλωσε ο Σράνκιθ.
«Κανείς άλλος;»
«Κι εγώ,» είπε ο Νίρναλωμ.
«Πέντε υπέρ, δύο κατά,» παρατήρησε ο Νάριντρικ. «Η Γη της Φέδλωχ θα έχει μία θέση.»
«Κάνε όνειρα…!» μούγκρισε ο Σράνκιθ.
«Θα αποφασίσουμε, τέλος πάντων, δια της ψήφου, ή να βγάλω τα ζάρια μου και να το λύσουμε έτσι το ζήτημα;» είπε ο Νάριντρικ.
«Να βγάλεις το σπαθί σου και να το λύσουμε έτσι το ζήτημα!»
«Βγάλε τα ζάρια…» είπε ο Νίρναλωμ, που τα κατάμαυρα μάτια του τους ατένιζαν χωρίς να βλεφαρίζουν.
«Είμαστε εδώ,» τόνισε ο Νάριντρικ στον Σράνκιθ, «για να μην βγάλουμε τα σπαθιά μας. Αλλά, αν το επιθυμείς, στην περίπτωσή σου μπορούμε να κάνουμε μια εξαίρεση.»
«Καλύτερα να μη γίνονται τέτοιου είδους προκλήσεις μέσα στην αίθουσα του συμβουλίου, σας παρακαλώ, Μεγαλειότατε,» είπε ο Βασιληάς Κάρντελον.
«Σκάσε εσύ, τσιράκι των Ωσράνιων!» φώναξε ο Σράνκιθ.
Ο Κάρντελον πετάχτηκε όρθιος, τραβώντας το πιστόλι του και σημαδεύοντάς τον. «Σου είπα ήδη ότι θα σε βγάλω από την αίθουσα, και θα το κάνω!»
Οι αντιπρόσωποι της Φέδλωχ τράβηξαν τα δικά τους πιστόλια, καθώς κι αρκετοί άλλοι ολόγυρα στην αίθουσα.
«Τι ανοησίες είναι αυτές;» φώναξε ο Πρώτος Αρχιερέας του Μαράνχαλωμ. «Συμπεριφέρεστε σαν μικρά παιδιά! Κακομαθημένα μικρά παιδιά!»
Η σεβάσμια μορφή του τους έκανε να σταματήσουν και να στραφούν να τον κοιτάξουν.
«Κατεβάστε τα όπλα σας,» είπε ο Πρώτος. «Κι εσείς, Βασιληά Κάρντελον. Είστε ο οικοδεσπότης μας και συντονιστής αυτής της κουβέντας. Θα έπρεπε να έχετε βγάλει πρώτος το όπλο σας;»
Ο Κάρντελον φάνηκε να σκέφτεται για λίγο. Μετά, θηκάρωσε το πιστόλι του. «Έχετε δίκιο, Πανιερότατε. Με συγχωρείτε.»
Ο ένας κατόπιν του άλλου, κατέβασαν όλοι τα όπλα τους και κάθισαν.
Ο Νάριντρικ είπε να προχωρήσουν στη Γη των Λύκων, και οι αντιπρόσωποι της Φέδλωχ δεν έφεραν αντίρρηση. «Μία θέση προτείνουμε για τη Γη των Λύκων,» δήλωσε ο Βασιληάς του Ώσρανοκ. «Διαφωνίες;»
Κανείς δεν διαφώνησε. Ούτε καν οι φύλαρχοι της Γης των Λύκων. Το ήξεραν ότι, και να διαφωνούσαν, δεν θα κέρδιζαν τίποτα.
«Για το Άρκλιφ προτείνουμε δύο θέσεις,» είπε ο Νάριντρικ. «Ποιοι συμφωνούν;»
Κανείς δε συμφώνησε.
«Τι προτείνετε;»
«Τρεις,» είπε ο Βασιληάς Νόρμακοφ.
«Συμφωνώ,» δήλωσε η Παμράνεχ.
«Κι εμείς,» είπε ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι.
«Τρεις υπέρ, τέσσερις κατά, λοιπόν,» συμπέρανε ο Νάριντρικ.
«Τι προτείνετε εσείς, Άρχοντές μου;» ρώτησε ο Νόρμακοφ τους φύλαρχους της Γης των Λύκων. «Το Άρκλιφ να πάρει μία θέση;»
«Δεν μας ενδιαφέρει πόσες θέσεις θα πάρει, Βασιληά Νόρμακοφ,» δήλωσε ο Φύλαρχος Ζάρκνιφ.
«Υποστηρίξτε, όμως, μία από τις δύο απόψεις, παρακαλώ. Δύο ή τρεις θέσεις για το Άρκλιφ;»
Οι φύλαρχοι μίλησαν για λίγο χαμηλόφωνα αναμεταξύ τους· και μετά, ο Ζάρκνιφ είπε: «Τρεις.»
«Επομένως,» είπε η Παμράνεχ στον Νάριντρικ, «τέσσερις υπέρ, τρεις κατά. Το Άρκλιφ έχει τρεις θέσεις.» Έμοιαζε να ευχαριστιέται αυτή τη νίκη κατά των Ωσράνιων παρότι δεν αφορούσε το Βασίλειό της.
«Καλώς,» είπε ο Νάριντρικ. «Η Γη των Ταργκάφλι προτείνουμε να έχει δύο θέσεις. Ποιοι συμφωνούν;»
Ο Βασιληάς Νόρμακοφ συμφώνησε. Και κανένας άλλος.
«Δύο υπέρ, πέντε κατά,» είπε ο Νάριντρικ. «Μία θέση;»
Οι αντιπρόσωποι της Φέδλωχ συμφώνησαν, καθώς και ο Νίρναλωμ.
«Πάλι, δύο υπέρ, πέντε κατά. Τρεις θέσεις;»
Η Παμράνεχ και ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ συμφώνησαν. Οι φύλαρχοι της Γης των Λύκων εξακολουθούσαν να είναι σιωπηλοί.
«Τα ίδια,» παρατήρησε ο Νάριντρικ.
«Γιατί δεν συμφωνείτε;» πρότεινε η Παμράνεχ στους φύλαρχους. «Τι έχετε να χάσετε;»
Ο Νάριντρικ μόρφασε, και ψιθύρισε κάτι με την Ασσάρδια.
Οι φύλαρχοι επίσης μουρμούριζαν αναμεταξύ τους, αλλά δεν συμφώνησαν τελικά να υποστηρίξουν τις τρεις θέσεις για τους Ταργκάφλι.
«Πρέπει να πάρετε μια απόφαση,» τους είπε ο Νάριντρικ. «Δεν έχουμε περιθώριο για αποχή από τις ψήφους.»
Οι φύλαρχοι συμφώνησα στη μία θέση για τους Ταργκάφλι. «Κι εμείς μία θέση έχουμε,» είπε ο Ζάρκνιφ. «Δε βλέπουμε τον λόγο να έχουν περισσότερες.»
Ο Νάριντρικ είπε: «Υποστηρίζουμε κι εμείς τη μία θέση για τους Ταργκάφλι. Άρα, αφού ήδη συμφωνούν μ’αυτό οι αντιπρόσωποι της Φέδλωχ και ο Άρχοντας Νίρναλωμ, έχουμε τέσσερα υπέρ και τρία κατά. Οι Ταργκάφλι θα έχουν μία θέση.»
«Ακόμα μια απαράδεκτη απόφαση!» είπε η Παμράνεχ.
«Απαράδεκτη για εσάς, Βασίλισσά μου, όχι για τους περισσότερους στην αίθουσα.
»Και μας μένει η πόλη της Καρκούμ. Προτείνουμε δύο θέσεις, επειδή ο Άρχοντας Νίρναλωμ έχει κάποιο δίκιο σε όσα ανέφερε για την πόλη του. Ποιοι το υποστηρίζουν;»
«Εμείς,» είπε ο Σράνκιθ.
«Εμείς,» δήλωσε ο Νόρμακοφ.
«Τρία υπέρ, τέσσερα κατά,» παρατήρησε ο Νάριντρικ. «Άρχοντα Νίρναλωμ, δεν θα υποστηρίξετε την πόλη σας;»
«Απαιτώ περισσότερες από δύο θέσεις,» είπε απλά ο Μαυρομάτης.
«Τρεις θέσεις έχει το Ώσρανοκ και το Άρκλιφ. Δεν είναι δυνατόν μία μοναχική πόλη να πάρει τρεις θέσεις, Άρχοντά μου. Θα έλεγα πως οι δύο θέσεις είναι, μάλλον, κάτι το γενναιόδωρο…»
Ο Νίρναλωμ φάνηκε να το σκέφτεται· και τελικά κατένευσε. «Καλώς. Συμφωνώ.»
«Τέσσερα υπέρ, τρία κατά,» είπε ο Νάριντρικ. «Η Καρκούμ θα έχει δύο θέσεις στο συμβούλιο.
»Να συζητήσουμε τώρα για το Τάρσαζ;»
«Θα πρότεινα, Μεγαλειότατε, να συζητήσουμε για το Τάρσαζ αύριο,» είπε ο Κάρντελον.
Ο Νάριντρικ συνοφρυώθηκε προς στιγμή. Μετά είπε: «Έχετε δίκιο, Βασιληά Κάρντελον. Καλύτερα να ηρεμήσουν λίγο τα πνεύματα.»
Και το συμβούλιο λύθηκε.
*
«Μας πρόδωσες και το πλήρωσες!» είπε η Κελνίχηβ στον Σράνκιθ, όταν τον συνάντησε αργότερα στο δωμάτιό του. Αυτή τη φορά ήταν μόνοι τους, χωρίς τις δύο πόρνες του να κοιτάζουν. «Έδωσαν στη Φέδλωχ μία μόνο θέση.»
«Δεν ξεμπερδέψανε ακόμα με τον Σράνκιθ τον Γελαστό!» φώναξε ο πειρατής.
«Ευελπιστείς πραγματικά ότι θα πάρετε τρεις θέσεις; Το ξέρεις ότι αυτό δεν θα συμβεί. Επομένως, καλά θα κάνεις να υποστηρίξεις το Τάρσαζ αύριο· και το Τάρσαζ θα υποστηρίξει εσάς – για δύο θέσεις. Αλλιώς, θα πέσετε στη μία και δεν θα μπορείτε να κάνετε τίποτα: πράγμα που ήδη το βλέπεις να γίνεται πραγματικότητα.»
«Αν δε ζητήσετε τρεις θέσεις για τη Φέδλωχ, δε θα ζητήσω πέντε θέσεις για το Τάρσαζ.»
«Δύο για τη Φέδλωχ, τέσσερις για το Τάρσαζ.»
Ο Σράνκιθ δάγκωσε την πίπα του καθώς ήταν καθισμένος πίσω απ’το τραπέζι, διστάζοντας ν’απαντήσει. «’Ντάξει,» είπε ύστερα από λίγο. «Θα το καταπιούμε. Δύο για τη Φέδλωχ, τέσσερις για το Τάρσαζ.»
«Είμαστε σύμφωνοι, λοιπόν,» είπε η Κελνίχηβ. Και σκέφτηκε: Τέσσερις υπέρ, τρεις κατά, τώρα. Νικήσαμε. Αν και η Παμράνεχ δε θάναι ευχαριστημένη που δεν πήραμε πέντε θέσεις. «Ελπίζω να μην το ξεχάσεις ώς αύριο.»
«Ο Σράνκιθ ο Γελαστός δεν ξεχνά τίποτα.»
«Επίσης, θα ήθελα να υποστηρίξεις τους Ταργκάφλι,» είπε η Κελνίχηβ καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα της.
«Νόμιζα ότι οι θέσεις των βαρβάρων έχουν αποφασιστεί.»
«Μπορούμε να ζητήσουμε να ξαναγίνει ψηφοφορία. Θα τους υποστηρίξεις;»
«Τι έχω να κερδίσω;»
«Το Τάρσαζ ήδη σας έχει βοηθήσει πολύ. Τόσα όπλα σάς έχει δώσει.»
«Άστο αυτό το παραμύθι τώρα,» της είπε ο Σράνκιθ· «δεν πιάνει. Έχεις κάτι καινούργιο να μας δώσεις;»
«Η Βασίλισσα σάς έχει ήδη δώσει πολλά,» επανέλαβε η Κελνίχηβ.
«Τότε, κι εμείς έχουμε ήδη δώσει πολλά στη Βασίλισσα.»
Αυτό δε θ’αρέσει στην Παμράνεχ. Τον συμπαθεί τον Ο’Μάλζεκ Χάλρικ, η ανόητη. «Όπως επιθυμείς,» του είπε η Κελνίχηβ. «Καλό σου απόγευμα.» Και έφυγε από το δωμάτιο του Σράνκιθ του Γελαστού.
*
Στην αυριανή συνάθροιση, ο πειρατής κράτησε την υπόσχεσή του. Το πρώτο θέμα που συζήτησαν ήταν αυτό του Τάρσαζ, και ψήφισε υπέρ των τεσσάρων θέσεων για το Βασίλειο. Το ίδιο ψήφισε η Παμράνεχ, ο Νόρμακοφ, και ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ. Τέσσερα υπέρ, τρία κατά, όπως είχε προβλέψει η Κελνίχηβ.
Ο Βασιληάς Νάριντρικ και η Δούκισσα κέρκα-Χάρθον Ασσάρδια δεν φάνηκαν καθόλου ευχαριστημένοι, αλλά δεν μπορούσαν τώρα να διαφωνήσουν αφού είχαν, την προηγούμενη φορά, επιμείνει πως ό,τι έβγαινε από την ψηφοφορία έπρεπε όλοι να το δέχονταν.
Έπειτα, προέκυψε το θέμα της Γης της Φέδλωχ.
«Προτείνουμε δύο θέσεις,» είπε η Παμράνεχ. «Ποιοι συμφωνούν;»
Ο Σράνκιθ συμφώνησε.
Ο Νίρναλωμ συμφώνησε.
Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της Βινέρνι συμφώνησε.
«Τέσσερα υπέρ,» είπε η Παμράνεχ. «Η Φέδλωχ έχει δύο θέσεις.»
«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Νάριντρικ.
«Και θα ήθελα να ξαναψηφίσουμε για τη Γη των Ταργκάφλι.»
«Για ποιο λόγο, Βασίλισσα Παμράνεχ;»
«Για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Οι Ταργκάφλι έχουν το Άγκιστρο του Κόσμου στα μέρη τους.»
«Μάλιστα· το Άγκιστρο του Κόσμου. Ας ψηφίσουμε, λοιπόν… Προτείνουμε μία θέση για τους Ταργκάφλι.»
Η Παμράνεχ συνοφρυώθηκε. «Τι παράξενο. Νόμιζα ότι αρχικά, στην πρώτη, πρώτη πρόταση που κάνατε, είχατε ζητήσει δύο θέσεις για τους Ταργκάφλι, Βασιληά Νάριντρικ.»
«Αλλάξαμε γνώμη, Βασίλισσά μου.»
«Δεν πιστεύω να το κάνατε για να ενοχλήσετε εμένα, Βασιληά Νάριντρικ.»
«Για όνομα των θεών, θεωρείτε ότι είμαστε τέτοιοι άνθρωποι;»
«Ελπίζω πως όχι,» αποκρίθηκε η Παμράνεχ. Και είπε: «Προτείνουμε δύο θέσεις για τους Ταργκάφλι.»
«Νόμιζα πως εσείς, Βασίλισσα Παμράνεχ, είχατε αρχικά προτείνει τρεις θέσεις για τους Ταργκάφλι.»
«Αλλάξαμε γνώμη, Βασιληά Νάριντρικ,» αντιγύρισε η Παμράνεχ, που, προφανώς, έβλεπε ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να πετύχει τις τρεις θέσεις για τους Ταργκάφλι. Προς όλους, ρώτησε: «Ποιοι συμφωνούν με τις δύο θέσεις για τους Ταργκάφλι;»
Οι Ταργκάφλι, φυσικά.
Και ο Βασιληάς Νόρμακοφ του Άρκλιφ.
Τρία υπέρ, τέσσερα κατά.
«Μία θέση για τους Ταργκάφλι,» συμπέρανε ο Νάριντρικ.
Η Παμράνεχ χτύπησε ειρωνικά παλαμάκια.
«Παραφέρεστε, Βασίλισσά μου,» της είπε ο Νάριντρικ.
«Είναι το συνήθειό της, φαίνεται,» σχολίασε η Ασσάρδια.
«Είστε μνησίκακοι και άδικοι,» τους είπε η Παμράνεχ. «Το ξέρετε ότι στους Ταργκάφλι αξίζουν δύο θέσεις για ό,τι έχουν προσφέρει στον Μεγάλο Προφήτη.»
«Δεν βλέπω κανέναν τέτοιο λόγο,» είπε ο Νάριντρικ. «Και νομίζω πως τώρα πρέπει να συζητήσουμε κάποια άλλα θέματα για την καινούργια αρχή. Όπως πού θα συγκαλείται το Παγκόσμιο Συμβούλιο και κάθε πότε θα συγκαλείται.»
*
«Για μια στιγμή νόμιζα ότι θα πιάνονταν στα χέρια,» είπε η Ανταρλίδα, το απόγευμα, όταν καθόταν μαζί με τον Τάμπριελ στα δωμάτιά τους.
«Τα πάντα, όμως, εξελίχτηκαν υπέροχα, έτσι;»
«Και τώρα;»
«Τώρα, αρχίζει η πραγματική δουλειά, Ανταρλίδα.»
Με τη λήξη του συμβουλίου στη Σάβηνεμ22, έφυγαν όλοι οι αντιπρόσωποι των εθνών από εκεί για να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Έτσι κι εμείς επιστρέψαμε στο Τάρσαζ και στη Φέντινκεχ. Αλλά για τον Μεγάλο Προφήτη τα ταξίδια δεν είχαν τελειώσει. Ήταν τώρα ο καιρός να πάει πάλι στις Παγωμένες Εκτάσεις, για να πολεμήσει τον φύλακα του τρίτου Φράγματος και να «ανοίξει» επιτέλους τον κόσμο μας, να τον φέρει σε επαφή με το Ατέρμονο Σύμπαν, και να διαλύσει το Ρήγμα ώστε να πάψουν οι σεισμοί και ο κίνδυνος της εμφάνισης αλλόκοτων εξώκοσμων οντοτήτων.
Εγώ, δυστυχώς, δεν θα πήγαινα μαζί με τον Μεγάλο Προφήτη στις Παγωμένες Εκτάσεις. Εκτός του ότι η Κάνταφαχ δεν ήθελε να πάω, μου είπε κι ο ίδιος ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ επικίνδυνα. Ο φύλακας δεν θα παραδινόταν εύκολα· θα πολεμούσε· και ο Τάμπριελ προτιμούσε να έχει κοντά του μόνο ανθρώπους που μπορούσαν να του προσφέρουν βοήθεια στα όπλα. Μου υποσχέθηκε όμως πως, όταν επέστρεφε, θα μου εξιστορούσε ακριβώς τι συνέβη.
*
* * *
*
Τα γαλανά της πόδια ήταν στους ώμους του. Τα χεριά της έσφιγγαν τους γλουτούς του καθώς εκείνος πιεζόταν επάνω της, μέσα στης, μουγκρίζοντας. Τα μακριά ξανθά μαλλιά του έπεφταν στο πρόσωπο και στο λαιμό της, και η Βερόνικα, φτάνοντας στην κορύφωσή της, δάγκωσε μια τούφα. Τη δάγκωσε τόσο δυνατά που μερικές τρίχες κόπηκαν και μπλέχτηκαν γύρω από τη γλώσσα της. Και μετά, αφού το γλυκό κύμα είχε εγκαταλείψει το σώμα της, ο Πολ συνέχισε να πάλλεται επάνω της, φιλώντας τα χείλη της και τα μάγουλά της και τους ώμους της. Η Βερόνικα χτύπησε τους γλουτούς του με τις παλάμες της, κι έπειτα έφερε το ένα χέρι στο πρόσωπό της, προσπαθώντας να βγάλει ξανθές τρίχες από το στόμα της.
Μετά από λίγο, ο Πολ, μ’ένα μακρόσυρτο Μμμμμμμχχχ, τραντάχτηκε, τελειώνοντας· και παραλίγο η Βερόνικα να φτάσει σε δεύτερη κορύφωση. Παραλίγο. Αλλά κρίμα.
Ο Πολ ανασηκώθηκε και ξάπλωσε στο πλάι, ανάσκελα, βαριανασαίνοντας. Το σώμα του γυάλιζε από τον ιδρώτα· και της άρεσε να κοιτάζει το σώμα του να γυαλίζει έτσι. Ήταν καλογυμνασμένος. —Είναι όλοι οι πωλητές οχημάτων σαν εσένα; τον είχε ρωτήσει κάποτε, παιχνιδιάρικα, καθώς τον έγδυνε. —Έχω δώσει δύο ολόκληρες περιουσίες στα γυμναστήρια, καρδιά μου, της είχε απαντήσει γελώντας. Μ’έχουν… γδύσει.
«Σε κουράζω;» του είπε η Βερόνικα υπομειδιώντας.
Ο Πολ γύρισε στο πλάι για να την κοιτάξει. «Είσαι ατελείωτη γυναίκα. Τελείως εξαντλητική.»
Το μειδίαμά της πλάτυνε. «Τότε, θα μοιραστώ μαζί σου κάτι τελευταίο που έχω. Τελευταίο-τελευταίο…» Και τεντώθηκε προς το κομοδίνο. Άνοιξε το κάτω συρτάρι και πήρε από μέσα ένα τσιγάρο κι έναν αναπτήρα.
«Τσιγάρο;» έκανε ο Πολ. «Έχεις ακόμα τσιγάρα;»
«Το τελευταίο μου, σου είπα. Και δε νομίζω να έχει κανένας άλλος απ’αυτούς που ήρθαν μαζί μας.»
«Κανένας δεν έχει. Εκτός αν τα κρύβουν σαν εσένα.»
«Αναγκάστηκα να κρύψω μερικά,» είπε η Βερόνικα ανασηκώνοντας τον έναν ώμο. «Αλλιώς, θα μου τα είχατε βουτήξει όλα.»
Ο Πολ γέλασε.
Η Βερόνικα έβαλε το τσιγάρο στο στόμα της και το άναψε. Πήρε μια γερή τζούρα και μετά το έδωσε στον Πολ, ο οποίος, ξαπλωμένος ανάσκελα, πήρε επίσης μια γερή τζούρα και φύσηξε τον καπνό προς το ταβάνι.
Όταν το τσιγάρο είχε αρχίσει να τελειώνει, η Βερόνικα είπε: «Μεθαύριο φεύγει για τις Παγωμένες Εκτάσεις πάλι… Και μετά, θα επιστρέψουμε στο Γνωστό Σύμπαν. Μου φαίνεται σαν ψέμα…»
«Δε θα πάει μόνος του,» τόνισε ο Πολ, παίρνοντας την τελευταία τζούρα απ’το τσιγάρο. Τη στάχτη την έριχναν σ’ένα πιατάκι ανάμεσά τους (δεν υπήρχαν τασάκια εδώ, φυσικά), και τώρα άφησε το τελευταίο κομματάκι του τσιγάρου να πέσει εκεί.
«Τι εννοείς; Θα πας μαζί του;» απόρησε η Βερόνικα.
«Ναι.»
«Έχεις όρεξη να τρέχεις πάλι μέσα στους πάγους;»
«Θέλω να δω τι θα γίνει.»
«Μην είσαι ανόητος,» είπε η Βερόνικα. «Τι μας νοιάζει εμάς; Μας αρκεί που θα φύγουμε.»
Ο Πολ στράφηκε να την κοιτάξει. «Δε μας αρκεί που θα φύγουμε, Βερόνικα. Δεν έχουμε πει ότι δεν πρέπει να μπλέξουμε μαζί του; Δεν είμαστε δικοί του άνθρωποι.»
«Ναι, αλλά…» Μόρφασε. «Ωραία, αλλά τι νόημα έχει τώρα να πας εκεί πάνω;»
«Σου είπα: θέλω να δω ακριβώς τι θα γίνει. Και είμαι βέβαιος πως κι ο Ιάσων θα έρθει. Την προηγούμενη φορά φάνηκε να του άρεσε.»
«Ο άνθρωπος δεν πάει καλά…» μούγκρισε η Βερόνικα, και κάθισε πάνω στο κρεβάτι, μαζεύοντας τα πόδια της κάτω απ’το σεντόνι κι αγκαλιάζοντας τα γόνατά της.
«Μου μοιάζεις συλλογισμένη,» παρατήρησε ο Πολ. «Σκέφτεσαι νάρθεις κι εσύ;»
Η Βερόνικα τον κοίταξε σαν να ήταν τρελός. «Φυσικά και όχι!»
Το βράδυ της επόμενης ημέρας, είχε ετοιμάσει έναν μεγάλο σάκο γεμάτο ζεστά ρούχα, και ήταν έτοιμη για αναχώρηση το πρωί. Το ίδιο κι ο Πολ, ο Ιάσων, και ο Άνθιμος’νιρ.
*
Ο Τάμπριελ έφυγε από τη Φέντινκεχ μαζί με διακόσιους Ταργκάφλι πολεμιστές, καθώς επίσης και αρκετούς Ταργκάφλι μάγους τους οποίους είχε εκπαιδεύσει ειδικά στο Ξόρκι Προσωρινής Πνευματικής Καταπαύσεως. Ανάμεσά τους ήταν ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο. Εκτός απ’αυτούς, τον συνόδευαν ο Χάλρεοκ, δέκα πολεμιστές της Βασιλικής Φρουράς, και από τους επιβάτες του πεσμένου αεροπλάνου αυτοί που είχαν έρθει και την προηγούμενη φορά. Η Ανταρλίδα εννοείται πως ήταν μαζί του.
Ο Τάμπριελ πίστευε ότι όλοι τους θα του χρειάζονταν, γιατί υποπτευόταν πως δεν θα έπρεπε μόνο να νικήσει τον θεό που προστάτευε τον παγοκρύσταλλο αλλά και τα ανθρωποειδή, μαυρότριχα πλάσματα που έμοιαζαν να τον λατρεύουν. Είχε «δει» μια μεγάλη μάχη να διεξάγεται: Ταργκάφλι να αγωνίζονται ενάντια σε μια ορδή (ή, τουλάχιστον, έτσι του είχε φανεί – ορδή – στην εικόνα στο μυαλό του) από αυτά τα πλάσματα.
Μαζί με τον μικρό στρατό του, ο Τάμπριελ διέσχισε τα εδάφη του Τάρσαζ προς τα βόρεια, πέρασε δίπλα από τις όχθες της λίμνης Σάρφεχ, και έφτασε στη Ναλκέμ και, έπειτα, στην Άλρεχ. Από εκεί, οδήγησε τους Ταργκάφλι στο πέρασμα της Οροσειράς των Πάγων, και στο πέρας του οι πολεμιστές του Άρκλιφ τούς σταμάτησαν.
«Δε με αναγνωρίζεις;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον αρχηγό τους, καθώς καθόταν επάνω στο άλογό του με την κουκούλα του ριγμένη στους ώμους.
Ο αρχηγός των Αρκλίφιων πολεμιστών – ο ίδιος μεγαλόσωμος, ξανθομάλλης άντρας που είχαν συναντήσει και την προηγούμενη φορά – αποκρίθηκε: «Σ’αναγνωρίζω, Μεγάλε Προφήτη. Αλλά δεν μπορώ ν’αφήσω έναν στρατό να περάσει στα εδάφη μας. Όχι προτού ενημερώσω τον Βασιληά μας και ζητήσω την άδειά του.»
«Καλώς,» ένευσε ο Τάμπριελ. «Θα μπορούσαμε, τουλάχιστον, να καταυλιστούμε εδώ μέχρι που ο αγγελιαφόρος σου να πάει στην Κιλκόβη και να επιστρέψει;»
«Ασφαλώς. Αλλά φροντίστε κανένας σας να μην απομακρυνθεί. Τυπικά, βρίσκεστε υπό περιορισμό στα εδάφη μας. Κατανοητό;»
«Απόλυτα,» είπε ο Τάμπριελ. «Θα μπορούσα, επίσης, να ζητήσω και κάτι άλλο, τώρα που θα στείλεις αγγελιαφόρο στην Κιλκόβη;»
«Ναι, να το ακούσω.»
«Πρέπει να αλλάξουμε τα άλογά μας με τριχόκερους για να ταξιδέψουμε στις Παγωμένες Εκτάσεις. Θα μπορούσε ο Βασιληάς Νόρμακοφ να μας εφοδιάσει;»
«Θα του δώσετε τα άλογα;»
«Ασφαλώς.»
«Νομίζω πως καλύτερα θα ήταν να γράψεις μια επιστολή και να του τη μεταφέρει ο αγγελιαφόρος.»
Ο Τάμπριελ συμφώνησε.
Κι έτσι, καταυλίστηκαν στο βόρειο πέρας του περάσματος των βουνών και περίμεναν για κάποιες ημέρες, ώσπου να τους δοθεί η άδεια και να γίνει η ανταλλαγή των αλόγων με τριχόκερους. Ο Βασιληάς Νόρμακοφ δεν τους αρνήθηκε ούτε το ένα ούτε το άλλο, γιατί γνώριζε ποια ήταν η αποστολή του Μεγάλου Προφήτη στις Παγωμένες Εκτάσεις. Γνώριζε ότι πήγαινε εκεί για να «ανοίξει» τον κόσμο τους.
Ο μικρός στρατός του Τάμπριελ έφυγε από το πέρασμα της Οροσειράς των Πάγων – που στις κορυφές των βουνών της χιόνια φαίνονταν, ακόμα και τώρα, στο τέλος της άνοιξης – και προέλασε μέσα στο Βασίλειο Άρκλιφ, κατευθυνόμενος βορειοανατολικά. Πέρασαν δίπλα από πόλεις και χωριά, και κοντά από τη Γκάριεφ, τη Μικρή Θάλασσα, και έφτασαν τελικά στη μοναχική Κίρφεβ, που οι κάτοικοί της δεν έμοιαζαν καθόλου χαρούμενοι που θα είχαν τόσους ξένους κατασκηνωμένους γύρω από τη μικρή πόλη τους, έστω και για μια νύχτα μόνο.
Το επόμενο πρωί έφυγαν καβάλα στους τριχόκερούς τους, και, περνώντας από τους λοφότοπους ανατολικά της Κίρφεβ, μπήκαν στις Παγωμένες Εκτάσεις. Το γεγονός ότι πλησίαζε καλοκαίρι δεν έμοιαζε να έχει αγγίξει και πολύ ετούτους τους τόπους. Η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ δεν παρατηρούσαν κάποια ουσιαστική διαφορά· ούτε καν κάποια τυπική, ασήμαντη διαφορά. Το ψύχος ήταν βαρύ, οι νύχτες εφιαλτικές, και οι άνεμοι που κάπου-κάπου σηκώνονταν επικίνδυνοι με το χιόνι και τα κομμάτια πάγου που έφερναν. Τα άγρια πλάσματα ετούτων των τόπων, ευτυχώς, δεν τους επιτέθηκαν, παρατηρώντας μάλλον ότι ήταν πολλοί και, άρα, όχι εύκολη λεία.
Ακολουθώντας τον χάρτη τον οποίο είχαν φτιάξει ο Τάμπριελ και ο Καλέφραζ, άφησαν πίσω τους τις περιοχές που είχαν χαρτογραφήσει οι άλλοι εξερευνητές και πέρασαν σε εδάφη όπου, απ’όσο γνώριζαν, μονάχα εκείνοι είχαν ποτέ πατήσει. Καθώς ταξίδευαν εκεί, οι ανιχνευτές των Ταργκάφλι, ο Ιάσων, και η Ανταρλίδα ανέφεραν ότι είδαν πάλι τα μαύρα, ανθρωποειδή πλάσματα να τους παρακολουθούν και να κατευθύνονται όλα προς μια συγκεκριμένη μεριά – «προς τα εκεί όπου κατευθυνόμαστε κι εμείς,» είπε η Ανταρλίδα.
«Δε με εκπλήσσει,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Ο Βρυχούμενος Άνεμος πρέπει να έχει διαισθανθεί τον κίνδυνο. Σίγουρα, ποτέ άλλοτε δεν θα είχε νιώσει τόσους πολλούς ανθρώπους να βαδίζουν σε τούτα τα μέρη.»
Και πρόσταξε τους Ταργκάφλι να έχουν τα όπλα τους έτοιμα για παν ενδεχόμενο, αν και δεν πίστευε ότι οι υπηρέτες του Ανέμου θα τους επιτίθονταν προτού πλησιάσουν το Φράγμα.
Και είχε δίκιο: τα μαύρα πλάσματα δεν χτύπησαν τον μικρό στρατό του καθώς προέλαυνε μέσα στις Παγωμένες Εκτάσεις. Το απόγευμα, όμως, που ο Τάμπριελ και οι σύντροφοί του έφτασαν σ’ένα σημείο απ’όπου μπορούσαν να ατενίσουν τον παγοκρύσταλλο, είδαν ένα πλήθος από τους υπηρέτες του Βρυχούμενου Ανέμου να είναι συγκεντρωμένο γύρω από το Φράγμα. Ο Τάμπριελ δεν μπορούσε να υπολογίσει σωστά τον αριθμό τους έτσι μαύροι όπως ήταν και όπως βρίσκονταν ο ένας κοντά στον άλλο. Αλλά νόμιζε ότι πρέπει να ήταν περισσότεροι από τους Ταργκάφλι του.
Η Ανταρλίδα, σαν να ήξερε τι σκεφτόταν, του είπε: «Καμια πεντακοσαριά πρέπει νάναι… Δεν ήταν τόσοι την προηγούμενη φορά.»
«Τα όπλα μας είναι καλύτερα από τα νύχια και τα δόντια τους!» φώναξε ο Τάμπριελ στους μαχητές του, που ήταν άπαντες οπλισμένοι με πυροβόλα, φυσικά. «Μπορεί να μοιάζουν πολλοί αλλά, στην πραγματικότητα, εμείς είμαστε περισσότεροι!»
Οι Ταργκάφλι έβγαλαν πολεμικές κραυγές, υψώνοντας τα όπλα τους στον παγερό άνεμο. «Καζίτο’ναρ! Καζίτο’ναρ! ΚΑΖΙΤΟ’ΝΑΡ!»
Ο Τάμπριελ φώναξε οι μάγοι να συγκεντρωθούν γύρω του, και όλοι οι υπόλοιποι γύρω από εκείνον και τους μάγους. «Αν δεν κατατροπώσουμε πρώτα τον φύλακα, είμαστε όλοι χαμένοι!» τους είχε πει προτού ξεκινήσουν από τη Φέντινκεχ και δύο φορές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους ώς τις Παγωμένες Εκτάσεις. «Επομένως, πρέπει πάση θυσία να προστατέψετε εμένα και τους άλλους μάγους όσο θα πολεμάμε τον δαίμονα.»
Παίρνοντας τον σχηματισμό μάχης που είχαν συμφωνήσει, άρχισαν να κατεβαίνουν από το ύψωμα και να ζυγώνουν τον παγοκρύσταλλο και το πλήθος των μαυρότριχων ανθρωποειδών.
Και η σύγκρουση ξεκίνησε άγρια, σαν ξαφνική καταιγίδα σε μια παγωμένη θάλασσα.
*
Ο Τάμπριελ είχε αρχίσει να φωνάζει τα λόγια για το Ξόρκι Προσωρινής Πνευματικής Καταπαύσεως, και ο Αλίρκωπ, η Χιρκόμο, κι οι υπόλοιποι Ταργκάφλι μάγοι φώναζαν τα ίδια λόγια μαζί του. Ο άνεμος έπαιρνε τη φωνή τους και την έκανε να ηχεί στις παγωμένες εκτάσεις σαν ένα κύμα καθαρής δύναμης. Μια ιεροτελεστία πολέμου. Τα λόγια που είναι το σπαθί και η ασπίδα, το κανόνι και το τοίχωμα.
Η φωνή τους αντήχησε πάνω από το ξαφνικό ουρλιαχτό του Βρυχούμενου Ανέμου, τον οποίο ο Τάμπριελ διαισθανόταν σαν πελώριο φίδι που ξετυλιγόταν γύρω από τον παγοκρύσταλλο και ορμούσε καταπάνω τους απλώνοντας εκατοντάδες διχαλωτές γλώσσες για να τους δηλητηριάσει όλους με ανείπωτο ψύχος, να παγώσει τις καρδιές τους και να τους σκοτώσει.
Το συλλογικό ξόρκι των μάγων στάθηκε εμπόδιο στην ορμή του κατασκευασμένου δαίμονα των Αρχαίων, και μετά τον χτύπησε όπως ένα ρόπαλο. Την ίδια στιγμή, ο Τάμπριελ βρισκόταν σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη μέσα στην πορφυρή σφαίρα του ραβδιού του, και άντλησε ψυχική δύναμη από τους Ιεράρχες, προσθέτοντάς τη στη δική του και σ’αυτή των Ταργκάφλι μάγων.
Οι πάγοι έτριξαν από τα ουρλιαχτά του Βρυχούμενου Ανέμου.
*
Τα μαύρα ανθρωποειδή είχαν αρχίσει να ορμούν καταπάνω τους από τη στιγμή που εκείνοι είχαν κατεβεί από το ύψωμα και ζύγωναν τον παγοκρύσταλλο μέσα στο ανοιχτό παγωμένο πεδίο.
Η Ανταρλίδα, καβάλα στον τριχόκερώ της, κρατούσε το τουφέκι της στο επίπεδο του ώμου, σημαδεύοντας· και τώρα πίεσε τη σκανδάλη και πυροβόλησε.
Συγχρόνως, οι Ταργκάφλι, ο Χάλρεοκ, και οι πολεμιστές της Βασίλισσας Παμράνεχ πυροβόλησαν με τα δικά τους όπλα. Το κροτάλισμα αντήχησε παντού, μαζί με δαιμονικά ουρλιαχτά που δεν ήταν ξεκάθαρο από πού έρχονταν – θα μπορούσαν να μην ήταν παρά η φωνή του ανέμου.
Πολλά από τα μαύρα πλάσματα χτυπήθηκαν από τα πυρά και έπεσαν στο παγωμένο έδαφος, γεμίζοντάς το αίμα που ήταν το ίδιο κόκκινο με των ανθρώπων. Τα υπόλοιπα, όμως, δεν τρομοκρατήθηκαν, δεν πανικοβλήθηκαν· συνέχισαν την έφοδό τους σαν να μην είχαν καταλάβει τίποτα, σαν να τα διακατείχε μια εξωτερική δύναμη και να τα καθοδηγούσε.
Ο φύλακας του Φράγματος. Ο Βρυχούμενος Άνεμος βρισκόταν τόσο μέσα τους όσο και έξω τους. Και χίμησαν πάνω στους τριχόκερους του στρατού του Τάμπριελ, δαγκώνοντάς τους στους λαιμούς και τρυπώντας τα σώματά τους με τα μυτερά νύχια τους. Τα κερασφόρα θηρία κραύγαζαν και προσπαθούσαν να χτυπήσουν τους εχθρούς τους, να τους αποτινάξουν. Αλλά αρκετά απ’αυτά σωριάζονταν, ρίχνοντάς μαζί και τους καβαλάρηδές τους.
Οι Ταργκάφλι έβγαλαν αγχέμαχα όπλα – δόρατα και ξίφη και τσεκούρια – και πιστόλια για να χτυπήσουν τα μαύρα ανθρωποειδή από κοντά. Κραυγές και οιμωγές αντηχούσαν. Πτώματα και κομμένα μέλη έπεφταν στην παγωμένη γη.
Η Ανταρλίδα, ακόμα καβάλα στον τριχόκερώ της, ξεθηκάρωσε το σπαθί από την πλάτη της, τράβηξε το πιστόλι απ’τον γοφό της, κι έπεσε στη μάχη. Κατέβασε τη λεπίδα της πάνω στο κεφάλι ενός μαύρου πλάσματος σπάζοντάς το κρανίο του· και έκρινε, από τον θόρυβο και την αντίσταση, ότι το κόκαλο ήταν πιο σκληρό από του ανθρώπου. Έστρεψε το πιστόλι της και πυροβόλησε ένα άλλο πλάσμα, που είχε ρίξει έναν πολεμιστή της Βασίλισσας από τον τριχόκερώ του και τον είχε καβαλήσει. Ο άντρας έγνεψε ευχαριστώ στην Ανταρλίδα καθώς σηκωνόταν όρθιος.
Η Μαύρη Δράκαινα οδήγησε τον τριχόκερώ της καταπάνω σε ένα μικρό πλήθος από ανθρωποειδή που μάχονταν με μερικούς Ταργκάφλι, και σπάθισε ένα στο χέρι, τραυματίζοντάς το άσχημα, κι ένα άλλο στην πλάτη, βγάζοντας τη λεπίδα του ξίφους της από το στήθος του και σκοτώνοντάς τον. Μετά, όμως, ένα από τα πλάσματα χίμησε στα πισινά του τριχόκερού της, καρφώνοντας τα νύχια του πάνω στο θηρίο και δαγκώνοντάς το άγρια. Ο τριχόκερως αναπηδούσε τώρα, φωνάζοντας ξέφρενα· η Ανταρλίδα δυσκολευόταν να κρατιέται στη ράχη του. Προσπάθησε να στραφεί και να πυροβολήσει το πλάσμα πίσω της, αλλά αστόχησε. Κι ένα άλλο όρμησε στο πλάι του τριχόκερού της, ρίχνοντάς τον στην παγωμένη γη, με την Ανταρλίδα μαζί του.
Το πόδι της πλακώθηκε από το βαρύ, τριχωτό πλάσμα, ενώ μαύροι εχθροί μαζεύονταν γύρω της, ουρλιάζοντας φρενιασμένα. Τα μάτια τους γυάλιζαν δαιμονιακά. Τα δόντια και τα νύχια πολλών έσταζαν αίμα.
Η Ανταρλίδα πυροβόλησε, και οι σφαίρες της σύντομα τελείωσαν…
*
Ο Πολ πυροβόλησε ένα από τα πλάσματα που πλησίαζε τον Άνθιμο’νιρ από πίσω.
Ο Βιοσκόπος στράφηκε.
«Πρόσεχε, γιατρέ!» του είπε ο Πολ. «Δεν ήρθαμε για να πολεμήσουμε. Μείνε μακριά τους!»
«Αφού είμαστε εδώ, καλύτερα να βοηθήσουμε,» διαφώνησε ο Ιάσων, πυροβολώντας τα πλάσματα με το τουφέκι του.
«Είμαστε πολίτες, ανόητε, όχι στρατιώτες!»
«Αν είναι έτσι, τότε να μην ερχόσουν καθόλου. Εγώ θα βοηθήσω. Αν δε νικήσουμε, θα μας φάνε όλους!» Και ο Ιάσων ώθησε τον τριχόκερώ του μπροστά, περνώντας το τουφέκι του στον ώμο (δεν είχε νόημα πλέον, τόσο κοντά που ήταν οι εχθροί) και τραβώντας ένα πιστόλι.
«Έχει δίκιο,» είπε η Βερόνικα τραβώντας κι εκείνη το πιστόλι της.
«Κι εσύ τα ίδια;» μούγκρισε ο Πολ.
«Εσύ ήθελες να έρθουμε! Τώρα πρέπει και να ξεμπλέξουμε από δω!» Απομακρύνθηκε επάνω στον τριχόκερώ της, πυροβολώντας με το πιστόλι της.
Και ο Άνθιμος’νιρ, λίγο παραδίπλα, τη μιμείτο.
Ο Πολ δεν έβλεπε άλλη λύση. Τράβηξε ένα σπαθί κι ένα πιστόλι και, οδηγώντας τον τριχόκερω με τα πόδια του, έφυγε από το κέντρο του σχηματισμού όπου βρίσκονταν οι μάγοι και όρμησε στη μάχη. Δε θ’άφηνε αυτούς τους ηλίθιους να σκοτωθούν μόνοι τους!
*
Ο Χάλρεοκ, κραυγάζοντας θηριωδώς, κατέβασε το σπαθί του δύο φορές, απανωτά, πάνω στο κεφάλι του μαύρου ανθρωποειδούς που είχε γαντζωθεί στον τριχόκερώ του. Το πλάσμα κατέρρευσε, με το μελανό τρίχωμά του ποτισμένο από το αίμα.
Ο Χάλρεοκ πυροβόλησε ένα άλλο το οποίο πλησίαζε.
Και μετά, το μάτι του πήρε την Ανταρλίδα να πέφτει από τον τριχόκερώ της και ανθρωποειδή να την περικυκλώνουν γρήγορα. Η κάννη του πιστολιού της άστραψε, και κάποια απ’αυτά φάνηκαν να σωριάζονται. Ο Χάλρεοκ σκέφτηκε: Μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της· δε χρειάζεται βοήθεια. Έπειτα, όμως, οι πυροβολισμοί έπαψαν, και η Ανταρλίδα δεν σηκωνόταν, ενώ τα μαύρα ανθρωποειδή την είχαν κρύψει από τα μάτια του…
*
Η αντίσταση του φύλακα ήταν τρομερή. Το ξόρκι του Τάμπριελ και των Ταργκάφλι μάγων δεν μπορούσε εύκολα να τον κοιμίσει, παρά τη δύναμη των Ιεραρχών που το φόρτιζε. Το μόνο καλό ήταν πως ο δαίμονας δεν είχε τη δυνατότητα να αμύνεται και συγχρόνως να επιτίθεται· γιατί, αν μπορούσε να το κάνει αυτό, θα ήταν όλοι τους νεκροί τώρα. Ο Τάμπριελ ένιωθε την άγρια θέλησή του να προσπαθεί να βρει χώρο για να ορμήσει και να τσακίσει τα μυαλά και τα σώματά τους, να τους θάψει για πάντα κάτω από τους πάγους.
Εστιάστηκε περισσότερο στο ξόρκι του. Έσβησε κάθε άλλη αίσθηση και σκέψη από το νου του. Έστρεψε όλη του τη δύναμη κατά του δαίμονα, τραβώντας μαζί του επίσης όλη τη δύναμη των Ιεραρχών.
Και ένιωσε τον Βρυχούμενο Άνεμο να υποχωρεί, την τρομακτική παρουσία του να μαζεύεται…
*
Ο τριχόκερώς της ήταν νεκρός – είχαν σκίσει τον λαιμό του, είχαν ανοίξει την κοιλιά του – κι εκείνη δεν μπορούσε να τραβήξει το πόδι της κάτω από το βάρος του. Το ένιωθε μουδιασμένο, παραλυμένο, παγωμένο, και φοβόταν ότι ίσως να είχε σπάσει και κανένα κόκαλο. Θα έπρεπε, όμως, ν’ανησυχήσει γι’αυτό αργότερα.
Πετώντας στο πλάι το πιστόλι της, σπάθισε έναν εχθρό κι έσπασε το γόνατό του. Ένας άλλος, ερχόμενος από πίσω της, έμπηξε τα νύχια του στους ώμους της, τρυπώντας τα ρούχα της και κρατώντας την κάτω.
«…Όχι!...» γρύλισε η Ανταρλίδα. «Όχι!» Και σπάθισε ένα ανθρωποειδές στην κοιλιά. Τα εντόσθιά του πετάχτηκαν έξω, επάνω της· η αποφορά τους πλημμύρισε τα ρουθούνια της.
Ένα νυχάτο πόδι πάτησε στο στήθος της. Η Ανταρλίδα ούρλιαξε· ύψωσε το σπαθί της και το κάρφωσε στη λεκάνη του μαύρου ανθρωποειδούς. Το όπλο κόλλησε μέσα του καθώς το πλάσμα τιναζόταν πίσω κραυγάζοντας και πεθαίνοντας.
Ένα άλλο πήρε τη θέση του σχεδόν αμέσως, καβαλώντας τη Μαύρη Δράκαινα. Τα σαγόνια του άνοιξαν μπροστά στο πρόσωπό της· τα δόντια του ήταν γεμάτα αίμα. Η Ανταρλίδα, έχοντας ήδη καταφέρει να τραβήξει ένα ξιφίδιό της, το έμπηξε στο λαιμό του. Κλότσησε, με το ελεύθερο πόδι της, έναν άλλο εχθρό που ερχόταν απ’το πλάι, αλλά αυτός δεν φάνηκε να αισθάνθηκε και πολύ πόνο απ’την κλοτσιά της· τα νυχάτα χέρια του άρπαξαν την κνήμη της και το γόνατό της, σχίζοντας το γούνινο παντελόνι της και τραβώντας, προσπαθώντας να εξαρθρώσουν τις κλειδώσεις της.
Η Ανταρλίδα ούρλιαζε, καρφώνοντας μανιασμένα το πλάσμα που την καβαλούσε, παλεύοντας να το αποτινάξει. Το είχε ήδη σκοτώσει αλλά αυτό εξακολουθούσε να βρίσκεται πάνω της.
Ένας πυροβολισμός ακούστηκε – ένα ανθρωποειδές έπεσε, αιματοβαμμένο.
Άλλος ένας πυροβολισμός – ακόμα ένα πλάσμα έπεσε: αυτό που τραβούσε το πόδι της και το είχε γεμίσει πληγές με τα νύχια του.
Άλλος ένας πυροβολισμός – το ανθρωποειδές που κρατούσε τους ώμους της την ελευθέρωσε.
Και τα υπόλοιπα απομακρύνθηκαν καθώς ένας καβαλάρης τριχόκερου βρισκόταν τώρα ανάμεσά τους, σπαθίζοντας και κραυγάζοντας: «Για τον Μεγάλο Τίγρη! Για τον Μεγάλο Τίγρη και το Βασίλειο!»
Ο Χάλρεοκ.
Ο Υπασπιστής στράφηκε ξαφνικά και της πέταξε ένα πιστόλι. Η Ανταρλίδα, παρά την καταπόνησή της, το έπιασε στον αέρα. Κατέβασε την ασφάλειά του και πυροβόλησε.
*
Ο Άνθιμος στράφηκε ξαφνιασμένος, και είδε το ανθρωποειδές να σωριάζεται νεκρό ύστερα από έναν πυροβολισμό.
«Πόσες φορές θα χρειαστεί να σώσω το ομολογουμένως χρήσιμο για άλλα πράγματα τομάρι σου, μάγε;» του είπε ο Πολ. «Πήγαινε στο κέντρο!» Έδειξε με το σπαθί του εκεί όπου ήταν μαζεμένοι ο Τάμπριελ και οι υπόλοιποι μάγοι. «Θα σκοτωθείς εδώ πέρα, γαμώ τα Μυαλά του Σκοτοδαίμονος!»
Ο Βιοσκόπος δεν διαφώνησε αυτή τη φορά. Γνέφοντας με το κουκουλωμένο κεφάλι του, απομακρύνθηκε από τη μάχη.
Ο Πολ είδε ένα ανθρωποειδές να τον ζυγώνει, και το σπάθισε καταπρόσωπο καθώς αυτό προσπαθούσε να πέσει πάνω στον τριχόκερώ του. Το πλάσμα τινάχτηκε πίσω γρυλίζοντας, αλλά όχι νεκρό. Ήταν δύσκολο να πεθάνουν· δυσκολότερο από έναν άνθρωπο.
Η Βερόνικα πλησίασε και πυροβόλησε το ανθρωποειδές στην πλάτη.
«Αυτό δε χρειαζόταν,» της είπε ο Πολ.
«Δε δείχνεις ευγνωμοσύνη–»
«Χρειαζόμαστε τις σφαίρες· δε βλέπεις τι γίνεται γύρω σου; Δεν ψοφάνε εύκολα τα γαμημένα, ούτε τρομάζουν με τίποτα.»
Η Βερόνικα συνοφρυώθηκε πίσω από τα μαύρα γυαλιά της. «Σαν πολλά δεν ξέρεις εσύ για το πώς να πολεμάς;»
Τρία μαύρα ανθρωποειδή, που είχαν ήδη σωριάσει και διαμελίσει έναν Ταργκάφλι, έτρεξαν τότε καταπάνω τους, με το τρίχωμά τους ποτισμένο απ’το αίμα του θύματός τους.
«Η τύχη του πρωτάρη, πιλότε της καρδιάς μου.» Ο Πολ πυροβόλησε, πετυχαίνοντας το ένα πλάσμα στο δεξί μάτι και σκοτώνοντάς το.
Στο δεξί μάτι! εξεπλάγη η Βερόνικα. Και λέει «η τύχη του πρωτάρη»; Τι σημάδι είναι αυτό που έχει ο άνθρωπος!
Αλλά, μετά, τα άλλα δύο τέρατα βρίσκονταν μπροστά τους, ορμώντας, και η Βερόνικα δεν είχε χρόνο για περιττές σκέψεις. Πυροβόλησε αυτό που πηδούσε καταπάνω της, και η σφαίρα της το πήρε στο στέρνο και το έριξε νεκρό.
Το άλλο ο Πολ το είχε σπαθίσει και σωριάσει στη γη. «Μην το πυροβολήσεις κι αυτό!» της φώναξε· και, καθώς το πλάσμα σηκωνόταν, του άνοιξε το κεφάλι στα δύο με το σπαθί του.
Η Βερόνικα μόρφασε βλέποντας μυαλά, αίματα, και μικρά κομμάτια κοκάλου να τινάζονται. Έγειρε στο πλάι και ξέρασε.
*
Ο Βρυχούμενος Άνεμος δεν βρυχιόταν πια· είχε μαζευτεί γύρω από τον παγοκρύσταλλο και πάλευε να αντισταθεί στην επιρροή του Ξορκιού Προσωρινής Πνευματικής Καταπαύσεως. Η δύναμη του Τάμπριελ, των Ιεραρχών, και των Ταργκάφλι μάγων τον είχε περιτυλίξει σαν κουκούλι, προσπαθώντας να θολώσει τις αισθήσεις του, να σβήσει τη νοητική του λειτουργία…
…και, σε μια σχεδόν απίστευτη και απρόσμενη στιγμή, τα κατάφερε.
Ο φύλακας κοιμόταν.
Αλλά ο Τάμπριελ και οι Ταργκάφλι συνέχιζαν το ξόρκι, γιατί αλλιώς μάλλον θα ξυπνούσε με τόσες παρουσίες κοντά στο Φράγμα.
«Χάλρεοκ!» κατάφερε να φωνάξει ο Τάμπριελ ενώ, συγχρόνως, διατηρούσε το ξόρκι. «Σπάστε τον κρύσταλλο, Χάλρεοκ! Σπάστε τον κρύσταλλο!»
Και την ίδια στιγμή, Γνώριζε ότι οι Ιεράρχες που βρίσκονταν τώρα κοντά στο Άγκιστρο του Κόσμου και στο δέντρο στις ζούγκλες της Γης της Φέδλωχ ετοιμάζονταν να κάνουν το ίδιο.
Να σπάσουν τα Φράγματα.
Τα πάντα έπρεπε να γίνουν ταυτόχρονα. Διαφορετικά μεγάλο κακό θα έβρισκε την απομονωμένη διάσταση.
*
Ο Χάλρεοκ δεν άκουσε τη φωνή του Τάμπριελ, αλλά ένας άλλος πολεμιστής της Βασίλισσας την άκουσε και φώναξε στους συμπατριώτες του και στους Ταργκάφλι να πάνε στον παγοκρύσταλλο και να τον σπάσουν. Ήταν ώρα! Ήταν ώρα! Γρήγορα!
Τα μαύρα ανθρωποειδή εξακολουθούσαν να μάχονται μανιασμένα, αλλά τώρα ήταν, αναμφίβολα, λιγότερα απ’ό,τι στην αρχή, και αρκετοί πολεμιστές μπόρεσαν να απεμπλακούν εύκολα από τη μάχη και να περιτριγυρίσουν τον παγοκρύσταλλο.
Κατέβηκαν από τους τριχόκερούς τους και πήραν μεγάλα, μακρυμάνικα τσεκούρια στα χέρια τους.
Τα ύψωσαν και ξεκίνησαν να χτυπούν.
*
Ο Χάλρεοκ αγνόησε το κάλεσμα να πάει στον παγοκρύσταλλο· ήξερε ότι οι άλλοι ήταν υπεραρκετοί για ν’αναλάβουν αυτή τη δουλειά. Έχοντας ξεπαστρέψει τα ανθρωποειδή γύρω από εκείνον και την Ανταρλίδα, πήδησε από τον τριχόκερώ του και ζύγωσε τη Μαύρη Δράκαινα.
«…Το πόδι μου,» είπε εκείνη, ξέπνοα. «Το έχει πλακώσει…»
«Το βλέπω,» αποκρίθηκε ο Χάλρεοκ. «Μην κουνιέσαι.» Και φώναξε βοήθεια από τους Ταργκάφλι.
Γρήγορα, τρεις από αυτούς συγκεντρώθηκαν κοντά του και έπιασαν όλοι μαζί τον νεκρό τριχόκερω, ανασηκώνοντάς τον. Η Ανταρλίδα σύρθηκε προς τα πίσω, ελευθερώνοντας το πόδι της. Προσπάθησε να σηκωθεί και έπεσε πάλι, γρυλίζοντας από τον πόνο.
«Τα κέρατα του Κάρτωλακ!…» βλαστήμησε. «Είναι σπασμένο.»
*
Οι Ιεράρχες που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από το Άγκιστρο του Κόσμου είχαν αρχίσει να το χτυπούν με τα τσεκούρια τους, Γνωρίζοντας ότι το ίδιο είχαν αρχίσει να κάνουν οι πολεμιστές γύρω από τον παγοκρύσταλλο και οι Ιεράρχες γύρω από το δέντρο στις ζούγκλες, οι οποίοι Γνώριζαν ότι το ίδιο είχαν αρχίσει να κάνουν οι πολεμιστές γύρω από τον παγοκρύσταλλο και οι Ιεράρχες γύρω από το Άγκιστρο του Κόσμου.
Η μία τσεκουριά μετά την άλλη.
Με απόλυτο χρονικό συντονισμό.
Οι Ιεράρχες, μέσω του Μεγάλου Προφήτη, συγχρονίζονταν με τα χτυπήματα των πολεμιστών γύρω από τον παγοκρύσταλλο· και μεταξύ τους ήταν πανεύκολο να συγχρονιστούν.
Το τριπλό Φράγμα των Αρχαίων τρανταζόταν, και ο συμπαντικός παλμός ήταν ομοιόμορφος.
*
Ο Τάμπριελ αισθανόταν τον Βρυχούμενο Άνεμο να είναι στα πρόθυρα να ξυπνήσει. Χρειαζόταν όλη του τη δύναμη – και τη δύναμη των Ταργκάφλι και τη δύναμη των Ιεραρχών – για να τον κρατά κοιμισμένο, όσο η όψη του Φράγματος που φρουρούσε δεχόταν επίθεση· γιατί ήταν φτιαγμένος, κατασκευασμένος, για να την προστατεύει. Αυτός ήταν ο σκοπός της ύπαρξής του· και τώρα, μέσα στον ύπνο του, γνώριζε ότι κάτι κακό συνέβαινε, και ανασάλευε.
Ο Τάμπριελ αισθανόταν το νου του να βρίσκεται στα όρια της παραφροσύνης καθώς έπρεπε να κρατά τον δαίμονα υπνωτισμένο την ίδια στιγμή που ήταν ανοιχτός στους Ιεράρχες, αντλούσε δύναμη από αυτούς, και κοίταζε την καταστροφική πρόοδο των πελεκυφόρων γύρω από τον παγοκρύσταλλο.
Δεν ήξερε πόσο θα μπορούσε να αντέξει έτσι. Σίγουρα, όχι πολύ.
Καλύτερα, λοιπόν, το Φράγμα να έσπαγε γρήγορα.
*
Ένας Ταργκάφλι βοήθησε την Ανταρλίδα να σηκωθεί, κι εκείνη αμέσως κοίταξε ολόγυρα για να δει τι γινόταν, πώς πήγαινε η μάχη.
Είδε ότι αρκετοί πολεμιστές είχαν μαζευτεί γύρω από τον παγοκρύσταλλο και τον χτυπούσαν.
Και ο Τάμπριελ; Ήταν στο κέντρο του σχηματισμού, μαζί με τους άλλους μάγους· κρατούσαν τον φύλακα υπό την επιρροή τους.
Τα μαύρα ανθρωποειδή είχαν, φανερά, μειωθεί σε αριθμό· τα κουφάρια τους είχαν γεμίσει το παγωμένο πεδίο. Αλλά αυτά που ήταν ακόμα ζωντανά δεν είχαν παραδοθεί. Ήταν σεληνιασμένα, δαιμονισμένα. Δεν καταλάβαιναν τίποτα πέρα απ’το ότι ήθελαν να εξολοθρεύσουν τους εχθρούς του θεού τους.
*
Τα τσεκούρια χτυπούσαν συγχρονισμένα τις τρεις όψεις του Φράγματος.
Ο κορμός του δέντρου κοβόταν.
Ο λίθος που οι Ταργκάφλι ονόμαζαν Άγκιστρο του Κόσμου έσπαγε.
Ο παγοκρύσταλλος θρυμματιζόταν, τινάζοντας θραύσματα γύρω του.
Οι Ιεράρχες πρόσεχαν. Συγχρόνιζαν τα χτυπήματα. Όλες οι όψεις του Φράγματος έπρεπε να διαλυθούν μαζί.
Οι πολεμιστές γύρω από τον παγοκρύσταλλο έδιναν τον ρυθμό.
Ο παγοκρύσταλλος τώρα κουνιόταν. Έγερνε.
Οι Ιεράρχες επέσπευσαν τα χτυπήματά τους.
Το δέντρο στα βάθη της ζούγκλας έγειρε.
Το Άγκιστρο επίσης.
Ένα τελευταίο χτύπημα των τσεκουριών.
Το Φράγμα έσπασε.
Η απομονωμένη διάσταση άνοιξε.
Ο Τάμπριελ αισθάνθηκε τον Βρυχούμενο Άνεμο να ξυπνά απρόσμενα – για να πεθάνει μαζί με το Φράγμα στο οποίο ήταν προσκολλημένος. Καταβροχθίστηκε σαν μια άβυσσος να άνοιξε ξαφνικά από κάτω του. Βούλιαξε σαν να ήταν ένα απλό ιστιοφόρο σκάφος που βρέθηκε μέσα σε μια ρουφήχτρα, σε επικίνδυνες θάλασσες.
Η ύπαρξή του έσβησε.
Τα μαύρα ανθρωποειδή σκόρπισαν, τρέχοντας περίτρομα μέσα στα παγωμένα εδάφη.
Ο Τάμπριελ έστρεψε τη ματιά του νοτιοδυτικά, για ν’ατενίσει το Ρήγμα, που φαινόταν ακόμα κι εδώ, στις Παγωμένες Εκτάσεις. Και είδε τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο να πάλλεται έντονα, πιο έντονα από οποιαδήποτε άλλη φορά· και το έδαφος σείστηκε κάτω από τα πόδια του τριχόκερου που καβαλούσε, σείστηκε και βρυχήθηκε· και ο στρόβιλος φάνηκε να απλώνεται στον ουρανό, σαν νερό που μέχρι στιγμής ένα πώμα το συγκρατούσε μέσα σ’ένα μπουκάλι αλλά τώρα το πώμα έλειπε και το νερό μπορούσε ελεύθερα να χυθεί.
Η συμπαντική διαταραχή του υπερδιαστασιακού στροβίλου χύθηκε πάνω στους ουρανούς του απομονωμένου κόσμου. Σκεπάζοντάς τους. Μετατρέποντάς τους σε κάτι σαν μεμβράνη. Σαν κρυσταλλικό πλέγμα.
Και μετά, το επουράνιο κρυσταλλικό πλέγμα, μοιάζοντας να μη μπορεί ν’ανεχτεί το ίδιο του το βάρος, έσπασε.
Και μια βροχή από τα θραύσματά του έπεσε στον κόσμο.
Εκείνο το απόγευμα συνέβη το πιο παράξενο πράγμα που έχει ποτέ συμβεί στη διάστασή23 μας. Πιο παράξενο ακόμα κι από την εμφάνιση του Ρήγματος.
Θα μπορούσα να πω ότι έβρεξε φωτιά, μιλώντας μεταφορικά. Αλλά δεν ήταν φωτιά. Θα μπορούσε να πω ότι ο ουρανός θρυμματίστηκε και τα κομμάτια του έπεσαν στη γη, προσπαθώντας να εξηγήσω τι είδα. Αλλά ούτε αυτό ήταν ακριβώς. Ο ουρανός έμεινε όπως ήταν· τίποτα δεν έπαθε. Και τα κομμάτια που έπεσαν ήταν, συγχρόνως, ορατά και αόρατα, αν μπορεί ποτέ τέτοιο πράγμα να γίνει. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι δεν μπορεί ποτέ να περιγραφεί με λέξεις.
Η καλύτερη περιγραφή που δύναμαι να δώσω είναι ότι έβρεξε κομμάτια πραγματικότητας. Και θαύματα συνέβησαν.
*
* * *
*
Ο ουρανός φάνηκε να σκεπάζεται από κάποιο ημιορατό, κρυσταλοειδές στρώμα.
Το οποίο έσπασε.
Και τα θραύσματά του έπεσαν παντού στον κόσμο.
Στις Παγωμένες Εκτάσεις, ένα από αυτά μετατράπηκε σε πύρινη λόγχη και κατέληξε στην πλάτη ενός γιγάντιου τριχωτού πλάσματος, κάνοντάς το να ουρλιάξει και να πεθάνει. Πολλά άλλα κομμάτια έπεσαν στο παγωμένο έδαφος, βουλιάζοντας σιωπηλά ή με διαπεραστικά συρίγματα, αναδίδοντας πυκνό καπνό.
Στη Γκάριεφ, τη Μικρή Θάλασσα του Βασιλείου Άρκλιφ, ένα πελώριο ψάρι έπεσε από τον ουρανό ανατρέποντας τις βάρκες των ψαράδων και στέλνοντας τόσο νερό στην όχθη που ένα χωριό πλημμύρισε. Κατόπιν, το ψάρι – που δεν ήταν ακριβώς ψάρι, όπως σύντομα διαπίστωσαν οι ντόπιοι, γιατί είχε τέσσερα μικρά πόδια – σύρθηκε στην ξηρά, πλάι στο χωριό, και πέθανε.
Στην Κιλκόβη, την πρωτεύουσα του Άρκλιφ, ένα ουράνιο θραύσμα έπεσε μπροστά σ’έναν έφιππο ευγενή, πήρε τη μορφή ημιορατού αλόγου, άνοιξε ένα πελώριο στόμα, και τον κατάπιε, εξαφανίζοντάς τον τελείως. Μετά, έγινε ένα με το άλογό του, και το άλογο έτρεξε ξέφρενα μέσα στους δρόμους της πόλης και, κλοτσώντας έναν φρουρό (του έσπασε τα πλευρά αλλά δεν τον σκότωσε), βγήκε από την Κιλκόβη.
Στις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου κερασφόρα φάσματα παρουσιάστηκαν κι έστησαν χορό γύρω από πανύψηλες γαλάζιες φωτιές. Το ξεφάντωμά τους κράτησε ώς την αυγή, οπότε και εξαφανίστηκαν μαζί με τις φωτιές τους.
Στο Πυκνόκλαδο Δάσος, μερικά δέντρα ζωντάνεψαν, άρπαξαν έναν πίθηκο, και τον έφαγαν. Με τα κόκαλά του έφτιαξαν ένα παράξενο καλλιτέχνημα.
Τα ό’τρατ ζιν βγήκαν, τρέχοντας μανιασμένα, από το Σκεβρό Χάσμα σαν κάτι να τα κυνηγούσε. Όμως κανένας από τους Ταργκάφλι που τα είδε δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό.
Στη Βινέρνι δύο γυναίκες – που η μία ήταν αδελφή του Ο’Μάλζεκ Χάλρικ – άρχισαν να γελάνε και να γελάνε και να γελάνε. Κάποια στιγμή το επόμενο μεσημέρι, σταμάτησαν.
Στην Καρκούμ ένας φτωχός, που έμενε σ’έναν από τους πανάρχαιους πύργους και καιγόταν από τον πυρετό, ετοιμοθάνατος, είδε κάτι σαν πυκνό αέρα να γλιστρά από το παράθυρό του και να τον τυλίγει· ονειρεύτηκε, τότε, αλλόκοτα όνειρα με φλογερά πλάσματα που χοροπηδούσαν στους ουρανούς, ελέφαντες που έτρωγαν ψητά φίδια μέσα από πέτρινες πιατέλες, και γυναίκες με φτερά στους αστραγάλους. Το πρωί ο πυρετός τού είχε περάσει. Ήταν καλά, και ευχαρίστησε τους θεούς.
Στον ερειπιώνα έξω από την Καρκούμ, οι ντόπιοι είδαν δικτυωτούς κεραυνούς να κατέρχονται από τον ουρανό και να τυλίγουν έναν από τους αλλοτινούς πύργους. Ο πύργος σείστηκε και διαλύθηκε σε μικρά κομμάτια πέτρας. Τρεις γέροι που κρύβονταν στο υπόγειό του θάφτηκαν.
Από τα Δάση των Απόηχων μια αγέλη δορκάδες βγήκε, τρέχοντας και ακολουθώντας τη μεγάλη λιθόστρωτη δημοσιά, φτάνοντας μέχρι τη Ναλκέμ και βουτώντας στα νερά της λίμνης Σάρφεχ.
Μια διάπυρη σφαίρα έκαψε τη σκηνή ενός εμπόρου στη Μεγάλη Αγορά της Φέντινκεχ.
Η Βασίλισσα Παμράνεχ είδε τα άνθη σ’ένα μπαλκόνι των διαμερισμάτων της να γυαλίζουν ξαφνικά, σα να είχε πέσει επάνω τους χρυσόσκονη. Ενώ, σ’ένα σημείο του κήπου του Βασιλικού Παλατιού, μια δούλα μπλέχτηκε μέσα στα λουλούδια που περιποιόταν και που είχαν απρόσμενα γιγαντωθεί.
Σε μια μικρή πόλη του Τάρσαζ, κοντά στις νότιες παρυφές των Βρεγμένων Δασών, ένας άντρας άρχισε να νομίζει ότι ήταν συγχρόνως κι άλλοι άνθρωποι. Είχε μετατραπεί σε Ιεράρχη, και κόντεψε να τρελαθεί. Μετά από μερικούς μήνες, το συνήθισε.
Κάποιοι προσκυνητές βρίσκονταν κοντά στην Πύλη του Μαράνχαλωμ. Ανάμεσά τους ήταν ένας πολεμιστής και μια πολεμίστρια που είχαν αγωνιστεί στους πολέμους στην πρώην Ηνωμένη Γη της Κοινωνίας και είχαν παραλίγο χάσει τη ζωή τους. Τώρα ήταν παντρεμένοι, και ήθελαν να ευχαριστήσουν τον Μεγάλο Τίγρη που είχαν καταφέρει να επιβιώσουν. Καθώς ήταν οι προσκυνητές κατασκηνωμένοι μπροστά στην Πύλη, παράξενα θραύσματα άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό. Ορισμένα εξαφανίζονταν, ορισμένα βούλιαζαν στη γη κάνοντάς τη να αναπηδά με τρόπο αλλόκοτο, ορισμένα θύμιζαν διάφορες μορφές· και ένα απ’αυτά έπεσε σαν σφύρα πάνω στην Πύλη. Ένας βροντερός ήχος ακούστηκε, μια λάμψη πετάχτηκε, τόσο δυνατή που οι προσκυνητές έκλεισαν τα μάτια τους για να μην τυφλωθούν. Και όταν ξανακοίταξαν, είδαν ότι η Πύλη του Μαράνχαλωμ είχε ανοίξει! Γονάτισαν κι ακούμπησαν τα κεφάλια τους στη γη, μουρμουρίζοντας ευλαβικά το όνομα του Μεγάλου Τίγρη.
Στη Σάβηνεμ, ένας μισθοφόρος έγινε ένα με την πανοπλία του. Δεν μπορούσε πλέον να τη βγάλει· ήταν μέρος του σώματός του. Όπως σύντομα διαπίστωσε, πονούσε όταν κάποιος τη χτυπούσε δυνατά, αλλά θεραπευόταν κιόλας όταν είχε σκιστεί.
Ένα σκράχαμπ φάνηκε να παραφρονεί. Σήκωσε ξαφνικά τον πελώριο όγκο του από τη βουνοπλαγιά όπου ξεκουραζόταν και, τρέχοντας, κατέβηκε από εκεί, διέσχισε λιβάδια, και έφτασε σε μια παράκτια πόλη της Επαρχίας Κάλβαχ. Σπάζοντας την πύλη, ενώ πολίτες και φρουροί έτρεχαν αλλόφρονες, έψαξε για έναν συγκεκριμένο άντρα. Τον βρήκε και τον έλιωσε κάτω από ένα απ’τα γιγάντια πόδια του, σαν να είχαν προηγούμενες διαφορές. Κατόπιν, βούτηξε στη θάλασσα και δεν ξαναβγήκε.
Στη Γη των Λύκων, δύο εραστές έκαναν έρωτα κρυμμένοι μέσα στο δάσος, για να μην τους βρει ο φύλαρχος που ήταν πατέρας του και η μάγισσα του άλλου χωριού που ήταν μητέρα της. Δεν κατάλαβαν ότι ο ουρανός έσπασε· και μετά από καμια ώρα διαπίστωσαν, έντρομοι, ότι η κοιλιά της κοπέλας είχε φουσκώσει και ήταν έτοιμη να γεννήσει.
Ο Χθόνιος Θάνατος καταβρόχθιζε έναν ταξιδιώτη στους δρόμους του Βασιλείου Ώσρανοκ όταν ο ουρανός θρυμματίστηκε. Αμέσως χώθηκε στη γη, τρομαγμένος, αφήνοντας το γεύμα του μισοτελειωμένο αλλά αναμφισβήτητα νεκρό.
Η Δούκισσα κέρκα-Χάρθον Ασσάρδια είδε μια φλεγόμενη σαύρα να πέφτει από ψηλά, κι ο κήπος του παλατιού της άρπαξε φωτιά. Ουρλιάζοντας, πρόσταξε τους υπηρέτες και τους φρουρούς της να τη σβήσουν. Σε διάφορα σημεία της πόλης της Νίρμαχ, παρόμοιες φωτιές είχαν ανάψει.
Ο Βασιληάς Νάριντρικ καθόταν σ’ένα μπαλκόνι του Βασιλικού Παλατιού, στην Κανμάραχ, μαζί με μερικούς ευγενείς και τη σύζυγό του, όταν ένα από τα ουράνια κομμάτια έπεσε πάνω τους και τους τύλιξε όλους. Οι περισσότεροι είδαν παράξενα οράματα, εκτός από τη Βασίλισσα που έχασε τις αισθήσεις της και είδε μόνο σκοτάδι. Ο Νάριντρικ οραματίστηκε ότι το δεξί του πόδι δεν ήταν πια κομμένο· και όταν οι ψευδαισθήσεις τελείωσαν, το πόδι του εξακολουθούσε να μην είναι κομμένο! Το παλιό ξύλινο τμήμα του ποδιού του είχε, περιέργως, εξαφανιστεί – θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι είχε μετατραπεί σε σάρκα. Θαύμα! σύντομα αναφωνούσαν οι πάντες στο παλάτι. Θαύμα!
Σε μια πόλη του Ώσρανοκ, στις βόρειες όχθες του ποταμού Κάλαυμηλ, ένας νεαρός ευγενής που αυνανιζόταν είδε το σπέρμα του να μεταμορφώνεται σε νυχτερίδα και να φεύγει φτεροκοπώντας.
Στη Γη της Φέδλωχ, πέντε Βαμμένοι της φυλής των Φλογόφθαλμων Μυρμηγκοφάγων μεταλλάχτηκαν σε μυρμηγκοφάγους (αν και χωρίς διάπυρα μάτια) για πέντε ημέρες· μετά, έγιναν πάλι άνθρωποι, μισότρελοι όμως.
Μια πόρνη στο λιμάνι της Ρινάλβηλ απέκτησε ξαφνικά το κεφάλι ψαριού, και, μη μπορώντας ν’αναπνεύσει πια στην ξηρά, βούτηξε στη θάλασσα και δεν την ξαναείδαν σε κείνα τα μέρη.
Ο Σράνκιθ ο Γελαστός και οι πειρατές του, που είχαν αράξει σε μια ακτή, βρήκαν τους εαυτούς τους κυνηγημένους από μια ορδή μαϊμούδων που διψούσαν για το αίμα τους. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν αντικρίσει κάτι πιο τρομερό στη ζωή τους.
Ο Χάλαμπομ ο πειρατής καθόταν στο συνηθισμένο του στέκι, την ταβέρνα «Το Χέρι του Κουλού» στη Ναριάνημ, όταν ο χώρος γέμισε από μια γλυκιά μουσική κι έναν βαθυκόκκινο φωτισμό. Κανένα από τα δύο δεν ήταν φανερό από πού προερχόταν, αλλά ο Χάλαμπομ βρήκε το περιβάλλον ευχάριστο και, σύντομα, τον πήρε ο ύπνος. Όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι μέσα στην ταβέρνα είχαν επίσης αποκοιμηθεί. Μόνο ένας σκύλος ήταν ξύπνιος, και επωφελήθηκε από την ευκαιρία για να φάει το φαγητό από τα πιάτα τους. Ακόμα και κρασί ήπιε, ανατρέποντας μπουκάλια και κούπες. Σε λίγο, ήταν μεθυσμένος και βγήκε στους δρόμους της Ναριάνημ γαβγίζοντας ξέφρενα. Δάγκωσε μια γυναίκα στον μηρό, κι έτσι κατέληξε να τον κυνηγάνε με ρόπαλα και μπαλτάδες, μέχρι που βγήκε από την πόλη και κρύφτηκε στη ζούγκλα, κοντά στον Ναό του Θασμούλ-Τα, όπου είχε την εντύπωση ότι τα κρεμασμένα από τις ξύλινες στήλες ανθρώπινα κρανία τού χαμογελούσαν.
Ένας Ιεράρχης – απ’αυτούς που είχαν πάει στο δέντρο στα βάθη της ζούγκλας για να το κόψουν – έχασε την επαφή του με τους υπόλοιπους Ιεράρχες, κι αισθάνθηκε ολόκληρο το σύμπαν να στενεύει. Μη μπορώντας να το αντέξει, κοπάνησε το κεφάλι του τόσο άγρια πάνω στον κορμό ενός δέντρου, που σκότωσε τον εαυτό του.
Ένα πλοίο που ταξίδευε στη Στενή Θάλασσα διαλύθηκε σαν, ξαφνικά, όλα του τα ξύλα να είχαν λυθεί. Έγινε κομμάτια, και το πλήρωμά του βρέθηκε στα κύματα. Ευτυχώς, πλησίαζε καλοκαίρι, και η θάλασσα δεν ήταν ούτε άγρια ούτε πολύ παγωμένη. Ορισμένοι πνίγηκαν, μα οι περισσότεροι κατάφεραν να βγουν σ’ένα νησί, όπου συνάντησαν ένα χωριό χωρίς καθόλου ανθρώπους αλλά γεμάτο καναρίνια. Το πρωί, οι άνθρωποι του χωριού, που είχαν κρυφτεί σ’ένα κοντινό σπήλαιο, πλησίασαν τους ναυαγούς και τους είπαν ότι χτες τους είχαν επιτεθεί άγρια πτηνά.
*
«Τι σκατά συμβαίνει;» ούρλιαξε η Βερόνικα, βλέποντας τη βροχή των ημιαόρατων θραυσμάτων που έπεφτε απ’τον ουρανό.
Ο Τάμπριελ ήταν εξαντλημένος από τη μάχη του με τον Βρυχούμενο Άνεμο, αλλά κατόρθωσε να φωνάξει: «Πρέπει να φύγουμε! Μακριά από δω!»
Κανένας, φυσικά, δεν διαφώνησε. Ο Χάλρεοκ βοήθησε την Ανταρλίδα να ανεβεί στον τριχόκερώ του, και όσοι άλλοι είχαν κατεβεί από τους τριχόκερούς τους τους καβάλησαν πάλι. Αυτοί που είχαν σκοτωθεί οι τριχόκεροί τους και δεν έβρισκαν άλλους για να καβαλήσουν ανέβηκαν πίσω από τους συμπολεμιστές τους.
Ο μικρός στρατός του Τάμπριελ, που είχε μικρύνει ακόμα περισσότερο ύστερα από τη σύγκρουση με τα μαύρα ανθρωποειδή, κατευθύνθηκε προς τα εκεί απ’όπου είχε έρθει. Αλλά, σύντομα, διαπίστωσαν πως όσο μακριά κι αν πήγαιναν παράξενα θραύσματα εξακολουθούσαν να κατέρχονται απ’τον ουρανό.
«Πρέπει να πέφτουν παντού στον κόσμο…!» μούγκρισε η Ανταρλίδα, νιώθοντας το σπασμένο πόδι της να τη λογχίζει με έντονο πόνο και τα άλλα τραύματά της να την καίνε.
Ένας ξαφνικός ανεμοστρόβιλος ήρθε, τότε, από τα βόρεια. Ένα φαινόμενο που δεν είχαν ξαναδεί εδώ, στις Παγωμένες Εκτάσεις.
«Προσέξτε!» φώναξε ο Πολ. «Προσέξτε!»
Αλλά δεν ήταν αρκετά γρήγοροι για να αποφύγουν τον ανεμοστρόβιλο, ούτε υπήρχε κάποιος έξυπνος ελιγμός που μπορούσαν να κάνουν για να μη χτυπηθούν. Ο ισχυρός άνεμος έπεσε πάνω τους, ρίχνοντάς τους από τους τριχόκερούς τους και κάνοντας τα θηρία να σκορπιστούν κατατρομαγμένα. Οι καβαλάρηδες κυλίστηκαν από δω κι από κει, μη μπορώντας ν’αντισταθούν στην ορμή του ανεμοστρόβιλου.
Μέχρι που αυτός έφυγε, αφήνοντάς τους διάσπαρτους.
Η Ανταρλίδα μούγκριζε κρατώντας το σπασμένο πόδι της. Και πολλοί άλλοι πολεμιστές οι οποίοι είχαν τραυματιστεί στη μάχη βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση.
Ο Τάμπριελ, που είχε καταφέρει να κρατήσει το ραβδί του, το χρησιμοποίησε τώρα για να σηκωθεί όρθιος, και φώναξε να κατασκηνώσουν.
Η Βασίλισσά μας φοβήθηκε ότι κάποιο λάθος έγινε στην προσπάθεια του Μεγάλου Προφήτη να σπάσει το Φράγμα και να ανοίξει τη διάστασή μας. Φοβήθηκε ότι το τέλος του κόσμου ίσως να είχε έρθει.
Η βροχή των παράξενων θραυσμάτων, όμως, δεν κράτησε περισσότερο από μερικές ώρες, και μετά όλα – όλα όσα δεν είχαν αλλάξει δραματικά, τουλάχιστον – ήταν όπως πριν. Επιπλέον, το Ρήγμα είχε εξαφανιστεί· δεν μπορούσαμε πλέον να το δούμε στον βορειοανατολικό ορίζοντα. Και οι παρατηρητές μας σ’εκείνη την περιοχή των βουνών ανέφεραν πως το Ρήγμα διαλύθηκε όταν η παράξενη βροχή άρχισε. Το Ρήγμα, είπαν, τους φάνηκε πως απλώθηκε στους ουρανούς, καλύπτοντάς τους με ένα μεμβρανώδες παραπέτασμα το οποίο «έσπασε» και η βροχή ξεκίνησε.
Παρ’όλ’αυτά δεν μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο Μεγάλος Προφήτης είχε ανοίξει τη διάστασή μας, γιατί δεν παρατηρούσαμε καμια σπουδαία αλλαγή. Είχαμε έρθει σε επαφή με το Ατέρμονο Σύμπαν ή δεν είχαμε έρθει; Πώς θα το καταλαβαίναμε;
Το μόνο που μας απέμενε, για την ώρα, ήταν να περιμένουμε την επιστροφή του Μεγάλου Προφήτη στη Φέντινκεχ. Και καθώς περιμέναμε, μάθαμε ότι η Πύλη του Μαράνχαλωμ είχε ανοίξει κατά τη διάρκεια της παράξενης βροχής, και ακόμα ήταν ανοιχτή. Κάποιοι προσκυνητές την είχαν δει να ανοίγει και το είχαν θεωρήσει θαύμα, ειδικά προορισμένο γι’αυτούς. Δύο ανάμεσά τους – ένας πολεμιστής και μια πολεμίστρια, που είχαν αγωνιστεί στους πολέμους μας στις Επαρχίες της Σάρανματ και της Ύλκωχ, και τώρα ήταν νεόνυμφοι – είχαν περάσει την Πύλη και είχαν εξαφανιστεί· οι άλλοι είχαν έρθει εδώ, στη Φέντινκεχ και στο Ναό του Μαράνχαλωμ, για να πουν στον Πρώτο Αρχιερέα αυτό που είχαν δει.
Η Βασίλισσά μας πρότεινε να περιμένουμε την επιστροφή του Μεγάλου Προφήτη προτού πλησιάσουμε την Πύλη, αλλά οι ιερείς του Μαράνχαλωμ, και ιδιαιτέρως ο Πρωθιερέας, δεν ήθελαν ούτε να το ακούσουν. Τι δουλειά είχε αυτός ο εξώκοσμος με κάτι τόσο ιερό όσο η Πύλη του Μαράνχαλωμ; έλεγαν. Αυτό που είχε συμβεί ήταν ένα θαύμα!
Έτσι, συγκεντρώνοντας πιστούς, ναΐτες φρουρούς, και ιερωμένους, ξεκίνησαν για την Πύλη· και ακόμα κι ο Πρώτος Αρχιερέας (που δεν ταξίδευε πολύ πλέον, στην προχωρημένη ηλικία του) πήγε μαζί τους, καθώς το άνοιγμα της Πύλης ήταν ένα «Ιερό Συμβάν», όπως είπε ο ίδιος.
*
* * *
*
Ο Τάμπριελ οδηγούσε το άλογό του προς την Πύλη του Βορινού Ανέμου. Η Ανταρλίδα ίππευε δεξιά του και ο Χάλρεοκ αριστερά του. Οι υπόλοιποι ακολουθούσαν. Από τους διακόσιους Ταργκάφλι πολεμιστές που είχε πάρει μαζί του στις Παγωμένες Εκτάσεις, οι εκατόν-τριάντα-τέσσερις είχαν επιστρέψει. Εξήντα-έξι είχαν χάσει τη ζωή τους στη μάχη με τα μαύρα ανθρωποειδή που υπηρετούσαν τον Βρυχούμενο Άνεμο· και άλλοι τόσοι περίπου ήταν ελαφρύτερα ή βαρύτερα τραυματισμένοι.
Οι Ταργκάφλι σταμάτησαν έξω από τα τείχη της πόλης, όχι πολύ μακριά από την Πύλη του Βορινού Ανέμου, για να κατασκηνώσουν. Ο Τάμπριελ, η Ανταρλίδα, ο Αλίρκωπ, ο Χάλρεοκ, οι οκτώ πολεμιστές της Βασίλισσας που είχαν απομείνει, η Βερόνικα, ο Πολ, ο Άνθιμος’νιρ, και ο Ιάσων πέρασαν την πύλη, μπήκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας του Τάρσαζ, και πήγαν στο Βασιλικό Παλάτι, όπου πρώτα οι υπηρέτες τούς υποδέχτηκαν και μετά η ίδια η Βασίλισσα μέσα στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου.
Μαζί με την Παμράνεχ ήταν η Κελνίχηβ, ο Καλέφραζ, ο Ερβάδαζ, ο Ναρχάεζ (έχοντας προφανώς επιστρέψει από τα δυτικά σύνορα), και κάποιοι βασιλικοί σύμβουλοι. Όλοι τους έμοιαζαν να περιμένουν εναγωνίως τα νέα που έφερνε ο Τάμπριελ, καθώς καλωσόριζαν εκείνον και τους συντρόφους του στη Φέντινκεχ.
«Το Φράγμα των Αρχαίων έχει σπάσει,» τους πληροφόρησε ο Τάμπριελ. «Η αποστολή μας ήταν επιτυχής.»
«Γιατί τότε έπεσε αυτή η… βροχή;» ρώτησε η Κελνίχηβ.
«Νομίζω πως συνέβη εξαιτίας της διάλυσης του Ρήγματος. Όσο ο κόσμος σας ήταν κλειστός, είχε μια συγκεκριμένη μορφή, ας πούμε· και το Ρήγμα – που μπορούμε να το φανταστούμε σαν μια αχτίνα φωτός που περνά μέσα από αμέτρητους κόσμους – κάπου συναντούσε αυτή τη μορφή. Με το άνοιγμα του κόσμου σας, η μορφή του άλλαξε, και η ‘αχτίνα’ έπαψε να τον χτυπά. Καθώς όμως γινόταν η αλλαγή, κάποια… αντανάκλαση της ‘ακτίνας’ πρέπει να προκάλεσε τη βροχή που είδατε.
»Αυτά, βέβαια,» διευκρίνισε ο Τάμπριελ, «δεν ξέρω αν είναι όλα ακριβώς έτσι· είναι μονάχα μια προσπάθειά μου να εξηγήσω το φαινόμενο. Και είμαι σίγουρος πως ένας μάγος του τάγματος των Ερευνητών θα μπορούσε να το κάνει αυτό πολύ καλύτερα.»
«Δεν έχει σημασία τι ακριβώς συνέβη,» είπε η Παμράνεχ. «Σημασία έχει ότι το Ρήγμα έχει εξαφανιστεί, κι επομένως όλοι μας σου χρωστάμε μια πολύ μεγάλη χάρη, Τάμπριελ.
»Αναρωτιέμαι, όμως, πώς είναι δυνατόν να άλλαξε το σχήμα του κόσμου μας αφού τα πάντα μου φαίνονται ίδια. Κι επίσης, πώς ήρθαμε σε επαφή με το Ατέρμονο Σύμπαν; Δεν έχουμε συναντήσει κανέναν άλλο… εξώκοσμο, σαν εσένα ή τη Βερόνικα ή τον Άνθιμο, τόσες ημέρες.»
«Η αλλαγή της μορφής του κόσμου σας δεν συνέβη τόσο σε υλικό επίπεδο όσο σε ενεργειακό, Βασίλισσά μου,» είπε ο Τάμπριελ, «γι’αυτό δεν παρατηρείτε καμια αλλαγή. Και η επαφή σας με το υπόλοιπο σύμπαν θα γίνεται, υποπτεύομαι, όπως και σε άλλους κόσμους. Δηλαδή, μέσα από… ειδικά περάσματα.» Δεν υπήρχε ακόμα τρόπος για να πει διαστασιακές διόδους στην Οικουμενική, αλλά ήξερε ότι εκείνος και ο Καλέφραζ θα έπρεπε σύντομα να βρουν έναν.
«Και πού είναι αυτά τα περάσματα;» ρώτησε η Κελνίχηβ.
«Δεν ξέρω,» απάντησε ο Τάμπριελ. «Θα χρειαστεί να ψάξουμε να τα βρούμε.»
Η Παμράνεχ συνοφρυώθηκε. «Θα είναι δύσκολο;»
«Ίσως. Αλλά καλύτερα να τα βρούμε εμείς προτού τα βρει κάποιος άλλος από κάποια άλλη μεριά του σύμπαντος.»
Η Παμράνεχ πρότεινε, τότε, να καθίσουν, γιατί μέχρι στιγμής στέκονταν στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας, όλοι τους πολύ ανυπόμονοι να ακούσουν όσα είχε να τους πει ο Τάμπριελ. Τώρα, μετά την προτροπή της Βασίλισσας, πήραν θέσεις σ’ένα ξύλινο τραπέζι που στις καρέκλες του υπήρχαν φουσκωτά, μαλακά μαξιλάρια. Υπηρέτες πλησίασαν γρήγορα για να τους φέρουν ποτά και γλυκίσματα.
«Για την Πύλη του Μαράνχαλωμ μάθατε;» ρώτησε η Παμράνεχ.
Την Πύλη του Μαράνχαλωμ; σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Άνοιξε η Πύλη του Μαράνχαλωμ; Αν ήταν έτσι, τότε αυτό εξηγούσε την απουσία του Πρωθιερέα από τούτη τη συγκέντρωση. Εξαρχής, του είχε φανεί παράξενο που ο Έλνεφριζ έλειπε· λογικά θα ήθελε να είναι εδώ, όταν επέστρεφαν από τις Παγωμένες Εκτάσεις.
«Όχι, Βασίλισσά μου. Δεν καθυστερήσαμε καθόλου· ήρθαμε κατευθείαν στη Φέντινκεχ αφού διασχίσαμε το πέρασμα των βουνών.» Κι επιπλέον, δεν είχε έρθει καθόλου σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη καθ’όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του από τις Παγωμένες Εκτάσεις ώς το Τάρσαζ, επειδή ήθελε να ξεκουράσει το μυαλό του ύστερα από τη σύγκρουση με τον Βρυχούμενο Άνεμο.
«Η Πύλη του Μαράνχαλωμ άνοιξε με τη βροχή,» εξήγησε η Παμράνεχ μοιάζοντας ενθουσιασμένη· υπήρχε ένα μειδίαμα στα μενεξεδιά βαμμένα χείλη της, και τα πράσινα μάτια της γυάλιζαν. «Την είδαν κάτι προσκυνητές που βρίσκονταν κοντά εκείνη την ώρα. Και δύο απ’αυτούς μπήκαν μέσα, και κανένας δεν τους έχει ξαναδεί από τότε. Οι ιερείς του Ναού και άλλος κόσμος έχουν πάει τώρα εκεί για να γίνουν μάρτυρες του Ιερού Συμβάντος.»
«Ο Πρώτος Αρχιερέας είναι μαζί τους;»
Η Παμράνεχ ένευσε. «Ναι, και ο Πρωθιερέας.»
«Εσείς, Βασίλισσά μου, δεν πήγατε να δείτε την Πύλη;»
«Περίμενα την επιστροφή σου, Τάμπριελ. Και είπα και σ’αυτούς να περιμένουν την επιστροφή σου, αλλά δεν με άκουσαν, και στα θρησκευτικά θέματα δεν μπορώ να επιβάλλω τη θέλησή μου.»
«Σκοπεύετε, δηλαδή, τώρα να ταξιδέψετε στην Πύλη;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Ασφαλώς! Και, υποθέτω, θα έρθεις μαζί μου.»
*
«Αυτή η διάσταση έχει ανοίξει. Τι θα κάνουμε τώρα, λοιπόν;» ρώτησε η Βερόνικα, καθίζοντας σε μια καρέκλα στο δωμάτιό της.
«Η Βασίλισσα Παμράνεχ έχει δίκιο,» της είπε ο Πολ, που ήταν καθισμένος σε μια άλλη καρέκλα, παραδίπλα: «δεν έχουμε ακόμα κανένα σημάδι ότι όντως η διάσταση έχει ανοίξει.»
«Θες να πεις ότι… ότι μπορεί, τελικά, το Φράγμα να μην έσπασε;»
«Δεν ξέρω αν ο Τάμπριελ είχε υπολογίσει τα πράγματα σωστά. Μπορεί η θραύση αυτού του… τριπλού Φράγματος να μην είναι αρκετή για να ανοίξει η διάσταση–»
«Μα, αν–»
«Αν η διάσταση έχει ανοίξει, αυτό θα το καταλάβουμε από τις διαστασιακές διόδους που θα έχουν δημιουργηθεί. Αν δεν έχουν δημιουργηθεί διαστασιακές δίοδοι, τότε προφανώς η διάσταση δεν έχει ανοίξει.
»Προτού κάνουμε οτιδήποτε, λοιπόν, θα πρέπει πρώτα να έχει βρεθεί τουλάχιστον μία διαστασιακή δίοδος και, δεύτερον, θα πρέπει να βρισκόμαστε σε κάποια γνωστή διάσταση: σε κάποιο μέρος όπου μπορούμε να πάμε φεύγοντας κοντά από τον ‘Μεγάλο Προφήτη’ και τους ακόλουθούς του. Γιατί τώρα, έτσι όπως έχει η κατάσταση, εξακολουθούμε να είμαστε παγιδευμένοι. Δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα.»
Η Βερόνικα τον παρατηρούσε καθώς μιλούσε. Μιλά σαν… σαν να είναι κάτι περισσότερο απ’ό,τι θα έπρεπε, δεν μπόρεσε παρά να σκεφτεί. Και θυμήθηκε πως στις Παγωμένες Εκτάσεις ο Πολ, επίσης, πολεμούσε σαν κάτι περισσότερο απ’ό,τι θα έπρεπε κανονικά να πολεμά. Δε μου έχει πει την αλήθεια για τον εαυτό του. Δε μπορεί να ήταν μόνο ένας πωλητής οχημάτων στη Ρελκάμνια…
Ο Πολ συνοφρυώθηκε. «Τι είναι;»
Η Βερόνικα βλεφάρισε. «Τι θα έπρεπε να είναι;»
«Με κοιτάς μ’έναν τρόπο…» ύψωσε ένα φρύδι, «ερωτηματικό;»
Η Βερόνικα κούνησε το κεφάλι. «Τίποτα. Απλά είμαι κουρασμένη.»
«Σε απασχολεί κάτι;»
Η Βερόνικα σηκώθηκε απ’την καρέκλα. «Αναρωτιέμαι πότε θα φύγουμε επιτέλους,» εξήγησε· και είπε: «Κοίτα… εμ, θέλω να ξεκουραστώ λίγο. Είμαι ζαλισμένη.»
«Υποθέτω πως αυτό σημαίνει να φύγω…»
«Δεν είναι ότι σε διώχνω, απλά θέλω να ξαπλώσω λίγο, μόνη μου.»
«Εντάξει,» είπε ο Πολ καθώς σηκωνόταν· το βλέμμα του, όμως, ήταν παραξενεμένο. «Πηγαίνω, και τα ξαναλέμε το βράδυ.»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Βερόνικα προσπαθώντας να κάνει τον εαυτό της να χαμογελάσει.
Ο Πολ έφυγε.
Ο Βερόνικα ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι, προβληματισμένη. Ποιος είσαι; αναρωτήθηκε. Ποιος είσαι πραγματικά; Αν ήταν ένας απλός πωλητής οχημάτων, δεν μπορεί να ενδιαφερόταν τόσο πολύ για τον Τάμπριελ. Θα τον ενδιέφερε, βέβαια, να φύγει από τούτη την απομονωμένη διάσταση· όλους τους τους ενδιέφερε αυτό. Όμως ο Πολ ασχολιόταν λίγο περισσότερο από όλους. Ασχολιόταν λες και υπήρχε κάτι το προσωπικό για εκείνον σ’ετούτη την ιστορία…
Πράκτορας της Παντοκράτειρας… Μπορεί να είναι πράκτορας της Παντοκράτειρας;
Αν ήταν τέτοιος, θα ήθελε, φυσικά, να κρατήσει την ταυτότητά του κρυφή, και θα είχε λόγο να κυνηγά τον Τάμπριελ, ο οποίος κάποτε ήταν σύζυγος της Παντοκράτειρας και μετά την είχε προδώσει και είχε περιέργως – όπως έλεγαν οι φήμες – εξαφανιστεί.
Γιατί, όμως, να μην πει σ’εμένα ότι είναι πράκτορας; Δεν είναι δυνατόν να πιστεύει ότι θα τον προδώσω! Δε βλέπει ότι είμαι πιστή στην Παντοκρατορία; Επιπλέον, αν ήταν όντως πράκτορας της Παντοκράτειρας, τότε, κατά πάσα πιθανότητα, θα ήξερε ήδη πολλά γι’αυτήν προτού μπει στο αεροπλάνο που πιλόταρε, έτσι δεν ήταν; Αποκλείεται να τη νόμιζε για αποστάτρια, ή για πράκτορα των αποστατών.
Εξάλλου, αν τη θεωρούσε αποστάτρια, ποτέ δεν θα της είχε μιλήσει για τις αμφιβολίες και τους φόβους του. Ο Πολ ανησυχούσε ότι ίσως να τους περνούσαν όλους για συνεργούς του Τάμπ–
Αμφιβολίες; Φόβους; Αν είναι πράκτορας της Παντοκράτειρας, απλά με δοκίμαζε.
Και δεν έχει ακόμα βεβαιωθεί;
Κρόνε! Ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι. Έχω αρχίσει να τρελαίνομαι. Έπρεπε να το βγάλει απ’το μυαλό της.
Ή έπρεπε – κάπως – να μάθει την αλήθεια.
*
Παραφυλούσε.
Γονατισμένη μπροστά στην πόρτα της. Κοιτάζοντας από την κλειδαρότρυπα. Περιμένοντάς τον να βγει απ’το δωμάτιό του. Ελπίζοντας ότι δεν θα το κλείδωνε.
Ο Άνθιμος βγήκε σε κάποια στιγμή από το δικό του δωμάτιο, και αργότερα επέστρεψε. Η χρυσόδερμη, μαυρομάλλα Κόρι βγήκε επίσης. Όπως και ο Ζιρρίντος: ένας παχουλός άντρας με λευκό-ροζ δέρμα, λογιστής στο επάγγελμα, όπως είχε δηλώσει. Ο Ιάσων, που δεν πρέπει να ήταν στο δωμάτιό του πιο πριν, επέστρεψε όταν σκοτείνιασε. Η Κόρι επέστρεψε λίγα λεπτά μετά απ’αυτόν.
Ο Πολ ακόμα δεν είχε βγει.
Η Βερόνικα είχε αρχίσει να βαριέται, και να αναρωτιέται μήπως τελικά έκανε ανοησίες.
Τότε, όμως, τον είδε να βγαίνει και να βαδίζει μέσα στον διάδρομο, ώσπου έστριψε και χάθηκε απ’το μάτι της που κοίταζε από την κλειδαρότρυπα.
Δεν της έμοιαζε να έχει κλειδώσει το δωμάτιό του.
Αυτή είναι η ευκαιρία μου.
Άνοιξε την πόρτα της και, αφού πρώτα αφουγκράστηκε και κοίταξε φευγαλέα δεξιά κι αριστερά, πήγε στην πόρτα του Πολ. Τα γυμνά πόδια της δεν έκαναν θόρυβο στο πέτρινο πάτωμα του διαδρόμου. Αλλά ακόμα κι αν κάποιος την έβλεπε, μάλλον δεν θα παραξενευόταν· ήταν πλέον γνωστό ανάμεσα στους υπόλοιπους επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου ότι είχε ερωτική σχέση με τον Πολ. Θα νομίσει ότι πάω να του κάνω έκπληξη.
Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιό του, κλείνοντας πίσω της.
Ο χώρος ήταν σκοτεινός. Η Βερόνικα, όμως, ήξερε πού ήταν η λάμπα· δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε έρθει εδώ. Πλησίασε και την άναψε.
Εντάξει, σκέφτηκε νιώθοντας λίγο από το άγχος της να φεύγει. Εντάξει… Και έριξε μια ματιά γύρω. Πού δεν έχω κοιτάξει παλιότερα; Τη ντουλάπα την είχε ανοίξει κάποτε για να πάρει ένα πουκάμισό του και να το φορέσει. Τα συρτάρια του κομοδίνου επίσης τα είχε ανοίξει.
Μέσα στη ντουλάπα, όμως, ήταν μια τσάντα, δεν ήταν; Μια τσάντα που ο Πολ είχε από τότε που βρέθηκαν σ’ετούτη τη διάσταση.
Η Βερόνικα άνοιξε τη ντουλάπα και κοίταξε μέσα. Ναι, ακόμα εδώ ήταν η τσάντα. Την έβγαλε και τράβηξε τα φερμουάρ. Έψαξε στο εσωτερικό της και στις τσέπες της. Βρήκε κάποια χρήματα, ένα πιστόλι, όχι κατασκευής αυτής της διάστασης– Πιστόλι; Πώς έχει πιστόλι; Μετά, όμως, θυμήθηκε ότι είχαν όλοι τους πάρει πιστόλια από το αεροπλάνο – από τους νεκρούς αεροσυνοδούς (που ήταν, επίσης, φρουροί για τυχόν αεροπειρατείες) και από μια θυρίδα εκτάκτου ανάγκης. Η Βερόνικα κοίταξε προσεχτικά το όπλο. Ναι, πρέπει να ήταν ένα από αυτά.
Συνέχισε να ψάχνει την τσάντα. Βρήκε κάποια ρούχα και πετσέτες, και μια ταυτότητα. Ταυτότητα. Τη διάβασε. Το όνομά του ήταν Πολ Ντέρνηχ. Γεννημένος στη Ρελκάμνια. Παρόν επάγγελμα: πωλητής οχημάτων στην εταιρεία Αυριανοί Τροχοί. Προηγούμενα επαγγέλματα: γραμματέας, εισπράκτορας τρένου – χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες.
Τα πάντα φαίνονταν πραγματικά.
Τίποτ’άλλο ενδιαφέρον δεν υπήρχε στην τσάντα. Η Βερόνικα την έβαλε στη θέση της. Έψαξε λίγο ακόμα τη ντουλάπα – χωρίς, φυσικά, να βρει τίποτα – και την έκλεισε πάλι.
Κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο. Άνοιξε τα συρτάρια του κομοδίνου – τίποτα το ενδιαφέρον. Σήκωσε τα μαξιλάρια του κρεβατιού (λες και δεν τα έχω ξανασηκώσει τόσες φορές) και σήκωσε και το στρώμα. Δεν υπήρχε τίποτα από κάτω.
Δεν κρύβει κάτι, Βερόνικα, είπε στον εαυτό της. Άστο. Μην κάθεσαι άλλο εδώ. Μπορεί να γυρίσει και να σε βρει.
Αλλά μια άλλη φωνή μέσα της είπε: Δεν κρύβει κάτι; Και οι πολεμικές του ικανότητες; Η γενικότερη συμπεριφορά του;
Ό,τι κι αν έκρυβε, όμως, δεν ήταν εδώ. Ήταν μέσα στο κεφάλι του, και αυτό–
Η πόρτα άνοιξε.
Η Βερόνικα στράφηκε, νιώθοντας την καρδιά της να χτυπά δυνατά.
«Τι κάνεις εδώ;» απόρησε ο Πολ, μπαίνοντας και κλείνοντας πίσω του. «Όχι πως δεν είσαι ευχάριστη έκπληξη…» μειδίασε.
Η Βερόνικα τού επέστρεψε το χαμόγελο. «Με πρόλαβες.» Η καρδιά της εξακολουθούσε να χτυποβροντά.
«Τι ετοίμαζες; Να φυτέψεις καμια βόμβα εδώ μέσα και να μας τινάξεις όλους στον αέρα;»
Η Βερόνικα γέλασε, όχι βεβιασμένα. Δεν έχει καταλάβει τίποτα! «Όχι βόμβα. Κάτι σαν αυτό,» του είπε, βγάζοντας τη μπλούζα της – δε φορούσε τίποτα από μέσα – και το παντελόνι της – φορούσε μόνο μια στενή περισκελίδα – και ξαπλώνοντας στο κρεβάτι.
Ο Πολ πλησίασε και έπιασε τα πόδια της από τους αστραγάλους. «Θα πρέπει να σε δέσω για να είσαι φρόνιμη,» είπε, και μετά σκαρφάλωσε πάνω στο κρεβάτι για να φιλήσει τα στήθη της.
*
Αργότερα, ενώ εκείνη κοιμόταν μέσα στην αγκαλιά του και το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, ο Πολ σκέφτηκε: Δεν έτρεξε να πάει στον «Μεγάλο Προφήτη» για να του πει τις υποψίες της· άρα μπορώ να συνεχίσω να την εμπιστεύομαι.
Φίλησε δυνατά το μάγουλό της, και τα μάτια της άνοιξαν. «Ακόμα κοιμάσαι, τεμπέλα;» τη ρώτησε.
Η Βερόνικα χαμογέλασε. «Είναι νύχτα, δεν είναι; Ή έχεις κλειστά το πατζούρι;»
Αν το πατζούρι ήταν κλειστό, πώς θα σε κοίταζα από τον κήπο όσο βρισκόσουν εδώ μέσα; «Νύχτα είναι, αλλά δεν έχουμε φάει τίποτα. Δεν πεινάς;»
«Τώρα που το λες…»
Οι μύθοι λένε ότι ο Μαράνχαλωμ, ο Μεγάλος Τίγρης, ήρθε από την Πύλη η οποία οδηγεί στο βασίλειό του. Μετά, όμως, από αυτά που βρέθηκαν με το άνοιγμα της Πύλης, δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι αν αυτή η ιστορία είναι αληθινή…
*
* * *
*
Το τοπίο ήταν ντυμένο τα χρώματα του δειλινού.
Τα τείχη με τα λαξεύματα τίγρεων ορθώνονταν πανύψηλα στους πρόποδες των βουνών, και μπροστά τους ήταν στημένη μια αρκετά μεγάλη κατασκήνωση: πιστοί του Μαράνχαλωμ, ιερείς, και ναΐτες πολεμιστές.
Κοιτάζοντας ανάμεσα από τις σκηνές και τις σημαίες που κυμάτιζαν στον γλυκό καλοκαιρινό αγέρα, ο Τάμπριελ μπορούσε να ατενίσει την Πύλη. Ορθάνοικτη. Και μέσα της, κάτι φαινόταν να περιστρέφεται, κάτι που γυάλιζε με πράσινα και χρυσαφιά χρώματα: αποχρώσεις αρίφνητες, αδύνατον να τους δοθούν ονόματα σε οποιαδήποτε γλώσσα του σύμπαντος.
Ενδοδιάσταση… σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Πρέπει να είναι ενδοδιάσταση.
Βρισκόταν πλάι στη Βασίλισσα Παμράνεχ, έφιππος όπως κι εκείνη, και γύρω τους ήταν η βασιλική συνοδεία της, υπό τις διαταγές του Ναρχάεζ, του Ερβάδαζ, και του Χάλρεοκ. Οι Ταργκάφλι πολεμιστές και μάγοι βρίσκονταν επίσης μαζί τους, όπως και η Ανταρλίδα, ο Καλέφραζ, η Βερόνικα, ο Άνθιμος’νιρ, και οι υπόλοιποι επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου. Και ούτε η Κελνίχηβ έλειπε· το Αριστερό Χέρι δεν μπορούσε να μείνει άλλο μακριά από ένα τέτοιο Ιερό Συμβάν.
Η εικόνα που είχα «δει», συλλογιζόταν ο Τάμπριελ καθώς ζύγωναν τον καταυλισμό μπροστά από την Πύλη, δεν ήταν ακριβώς έτσι. Πρέπει να είδα τους ιερείς και τους ναΐτες όταν είχαν μόλις έρθει εδώ.
…Άνθρωποι, πεζοί και έφιπποι…
Ναι, δεν είχε ξεχάσει την εικόνα που είχε έρθει στο μυαλό του.
Η δίνη μέσα στην Πύλη, όμως… Υπήρχε αυτή η δίνη στην εικόνα που είχε «δει»; Δεν ήταν βέβαιος. Νόμιζε πως κοίταζε ελαφρώς από το πλάι, μη μπορώντας να διακρίνει τι ακριβώς βρισκόταν μέσα στην Πύλη.
Ή ίσως να μη θυμόταν. Δε θυμόταν πάντοτε όλες τις λεπτομέρειες των εικόνων που περνούσαν απ’το μυαλό του. Πολλά πράγματα τού διέφευγαν.
Οι φρουροί του καταυλισμού είχαν παρατηρήσει εδώ και ώρα τη συνοδεία της Βασίλισσας να πλησιάζει, και τώρα αρκετοί άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί για να υποδεχτούν τον Τάμπριελ και τους υπόλοιπους καθώς ξεπέζευαν. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Πρώτος Αρχιερέας του Μαράνχαλωμ, που η στάση του έμοιαζε να ταιριάζει σε άντρα νεότερης ηλικίας. Η όψη του πρόδιδε κάποια ανησυχία, όχι ιερή έκσταση που η Πύλη είχε ανοίξει.
«Βασίλισσά μου,» είπε. «Προφήτη. Καλωσορίσατε… αν και φοβάμαι ότι η κατάσταση ίσως να είναι… δύσκολη.»
«Τι συμβαίνει, Πανιερότατε;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Οι προσκυνητές οι οποίοι εισήλθαν στην Πύλη δεν έχουν ακόμα επιστρέψει,» εξήγησε ο Πρώτος Αρχιερέας. «Τους περιμέναμε για κάποιες ημέρες· κι ύστερα, όταν δεν φάνηκαν, σκέφτηκα ότι ίσως θα ήταν σωστό και φρόνιμο να περάσω ο ίδιος, προσωπικά, την Πύλη, προκειμένου να ερευνήσω. Άλλωστε, είμαι ο Πρώτος Αρχιερέας του Μαράνχαλωμ… Ο Πρωθιερέας Έλνεφριζ, ωστόσο, διαφώνησε. Είπε ότι πιθανώς να υφίστατο κίνδυνος, και προθυμοποιήθηκε εκείνος να εισέλθει πρώτος στην Πύλη. Μου ζήτησε να αναμένω την επιστροφή του.»
«Αλλά δεν έχει επιστρέψει ακόμα,» είπε ο Τάμπριελ. Δεν ήταν ερώτηση.
«Δυστυχώς, όχι, δεν έχει επιστρέψει,» αποκρίθηκε ο Πρώτος. «Και τέσσερις ναΐτες τον είχαν συνοδέψει. Ούτε εκείνοι έχουν επιστρέψει.»
Ο Τάμπριελ έμεινε σιωπηλός.
Η Παμράνεχ είπε: «Αυτή είναι η Πύλη απ’την οποία ήρθε ο Κύριός μας, ο Μεγάλος Τίγρης, ο Μαράνχαλωμ, έτσι δεν είναι;»
«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε ο Πρώτος.
«Δε μπορεί, λοιπόν, να κάνει κακό στους ιερείς του!»
«Το ίδιο πιστεύω κι εγώ.»
«Τότε,» είπε η Βασίλισσα, «το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να περιμένουμε, σωστά;»
Ο Πρώτος δίστασε να απαντήσει. «Κανείς δεν έχει επιστρέψει ακόμα, Μεγαλειοτάτη. Ούτε καν οι προσκυνητές που εισήλθαν πρώτοι…»
Ο Τάμπριελ στράφηκε και είπε στην Ανταρλίδα, μιλώντας στη Συμπαντική: «Αυτή η δίνη πρέπει να οδηγεί σε κάποια ενδοδιάσταση–»
Προτού προλάβει η Μαύρη Δράκαινα να απαντήσει, η Παμράνεχ είπε: «Ποιος δίνη;» χρησιμοποιώντας κι εκείνη τη Συμπαντική. Είχε αρχίσει να μαθαίνει μερικές βασικές λέξεις, από τότε που ο Τάμπριελ είχε επιστρέψει, την πρώτη φορά, από τις Παγωμένες Εκτάσεις.
Ο Τάμπριελ τής έδειξε τώρα την Πύλη. «Μέσα στην Πύλη, Μεγαλειοτάτη. Είναι μια δίνη. Δεν βλέπετε;» Μίλησε καθαρά για να μπορεί να τον καταλάβει, και αγνόησε το γραμματικό λάθος της – ποιος δίνη.
Η Παμράνεχ ένευσε.
«Ίσως να είναι ενδοδιάσταση,» εξήγησε ο Τάμπριελ.
Η Παμράνεχ συνοφρυώθηκε. Προφανώς, δεν ήξερε τι θα πει η λέξη ενδοδιάσταση.
Ο Τάμπριελ μίλησε στην Οικουμενική: «Η Πύλη υποθέτω πως οδηγεί σε έναν… εσωτερικό κόσμο. Έναν κόσμο κρυμμένο μέσα στον κόσμο σας. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στο Ατέρμονο Σύμπαν. Και σ’έναν τέτοιο εσωτερικό κόσμο δεν είναι ανάγκη να έχουν πάθει κακό αυτοί που δεν έχουν ακόμα επιστρέψει. Ο χρόνος μπορεί απλώς να κυλά διαφορετικά εκεί. Μπορεί γι’αυτούς να έχουν περάσει μόνο μερικές ώρες ενώ για εμάς ημέρες ολόκληρες.»
«Το εύχομαι να είναι έτσι, Προφήτη,» είπε ο Πρώτος Αρχιερέας.
«Θα πάω να κοιτάξω,» δήλωσε ο Τάμπριελ.
«Όχι!» είπε η Παμράνεχ. «Θα στείλω μερικούς ανιχνευτές.»
«Οι ανιχνευτές που θα στείλετε δεν μπορούν να δουν τα πράγματα που θα δω εγώ.»
«Μα, αν χαθείς….»
«Δεν θα χαθώ, Βασίλισσά μου. Θα επιστρέψω.»
«Το έχεις ‘δει’;»
«Κατά μία έννοια.»
«Αποφεύγεις να μου απαντήσεις, Τάμπριελ!»
«Δε χρειάζεται να ανησυχείτε,» της είπε εκείνος.
«Αν χαθείς τώρα που έχεις ανοίξει τον κόσμο μας, θα έχουμε προβλήματα.»
«Δεν θα χαθώ,» επανέλαβε ο Τάμπριελ. Και στρεφόμενος στην Ανταρλίδα: «Θα έρθεις;» τη ρώτησε στη Συμπαντική.
«Γιατί κάνεις ανόητες ερωτήσεις;» είπε η Μαύρη Δράκαινα, επίσης στη Συμπαντική.
«Επειδή το πόδι σου είναι σπασμένο.»
Η Ανταρλίδα στηριζόταν σε ένα δεκανίκι για να στέκεται (και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους από τη Φέντινκεχ ώς εδώ, ήταν επάνω σε άμαξα, δεν καβαλούσε άλογο). «Το πόδι μου είναι σπασμένο αλλά εξακολουθώ να έχω δύο χέρια, τουφέκι, σπαθί, δύο πιστόλια, και δύο ξιφίδια.»
Ο Τάμπριελ ήταν βέβαιος πως δεν υπήρχε περίπτωση να της αλλάξει γνώμη.
Κοίταξε τη Βερόνικα και τους άλλους επιζώντες που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από τη γαλανόδερμη πιλότο. «Θα πάω μέσα στην Πύλη,» τους είπε. «Θέλει κάποιος από εσάς να έρθει;»
«Εγώ,» δήλωσε ο Πολ, ζυγώνοντάς τον.
Η Βερόνικα το φοβόταν ότι θα το έκανε αυτό, γιατί, παρότι δεν είχε βρει τίποτα ύποπτο στο δωμάτιό του, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ήταν κάτι περισσότερο από ένας πωλητής οχημάτων. Θέλει να έχει τον Τάμπριελ από κοντά. Σκέφτεται ότι ίσως από εκεί μέσα να μπορέσουμε να βγούμε στο Γνωστό Σύμπαν.
«Κι εγώ,» είπε ο Άνθιμος, ξεπροβάλλοντας κι αυτός μέσα από τους συντρόφους του και πλησιάζοντας. «Ίσως να χρειαστείτε έναν γιατρό και Βιοσκόπο.»
«Η βοήθειά σου είναι πάντοτε πολύτιμη, Άνθιμε,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, ενθυμούμενος πόσο τούς είχε βοηθήσει ο Βιοσκόπος στις Παγωμένες Εκτάσεις μετά τη μάχη με τα μαύρα ανθρωποειδή του Βρυχούμενου Ανέμου. Πολλοί Ταργκάφλι θα είχαν πεθάνει απ’την αιμορραγία αν δεν ήταν ο Άνθιμος’νιρ.
«Αφού ήρθα στους πάγους μαζί σας, γιατί όχι κι εδώ;» είπε ο Ιάσων, και πλησίασε. «Εξάλλου, κάποτε θα πρέπει να βγούμε από τούτη τη διάσταση, και κάποιο ρίσκο θα το πάρουμε θέλοντας και μη, έτσι;»
«Σίγουρα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
Η Βερόνικα αισθάνθηκε ξαφνικά σαν δειλή. Κι επιπλέον, την έτρωγε η περιέργεια να μάθει τι είχε στο μυαλό του ο Πολ· καθώς και τι ήταν ο Πολ.
«Κι εγώ θα έρθω,» δήλωσε.
Ο Τάμπριελ ένευσε, σα να το περίμενε ότι θα προθυμοποιείτο. Ίσως να το είχε «δει», σκέφτηκε η Βερόνικα.
Οι υπόλοιποι επιζώντες έμειναν σιωπηλοί.
«Καλώς,» είπε ο Τάμπριελ. «Μπορούμε να ξεκινήσουμε αν είστε έτοιμοι–»
«Όχι ακόμα.»
Στράφηκε και είδε την Κελνίχηβ να ζυγώνει, μ’ένα τουφέκι περασμένο στον ώμο.
«Θα έρθω μαζί σας,» δήλωσε το Αριστερό Χέρι.
«Τι;» έκανε η Παμράνεχ. «Για ποιο λόγο, Κελνίχηβ;»
«Νομίζω, Βασίλισσά μου, πως είναι συνετό να συνοδέψει τον Τάμπριελ και κάποιος από εμάς,» είπε το Αριστερό Χέρι με σταθερή φωνή.
Η Ανταρλίδα, όμως, καθώς την παρατηρούσε, έκρινε ότι αυτή η κίνηση ήταν πολύ βιαστική για την Κελνίχηβ. Συνήθως δεν ενεργούσε έτσι. Δε λέει αλήθεια στην Παμράνεχ.
«Μα, είσαι το Αριστερό Χέρι του Θρόνου!» είπε η Βασίλισσα του Τάρσαζ. «Δε μπορείς να πας εκεί μέσα! Ο Ναρχάεζ, που είναι το Δεξί Χέρι–»
«Είναι ακόμα τραυματισμένος,» τη διέκοψε η Κελνίχηβ.
«Θα μπορούσα όμως να πάω,» τόνισε ο Ναρχάεζ, που δεν ήταν μακριά. «Ή ο Χάλρεοκ, ή ο Ερβάδαζ.»
«Προτιμώ να πάω η ίδια,» επέμεινε η Κελνίχηβ. «Κι αν ο Ερβάδαζ επιθυμεί, ας έρθει…» Ήταν γνωστό ότι τον συμπαθούσε περισσότερο από τον Χάλρεοκ.
Αλλά δεν ήταν αυτό που σκεφτόταν η Ανταρλίδα τώρα. Νόμιζε ότι, ξαφνικά, είχε καταλάβει γιατί η Κελνίχηβ φερόταν τόσο… αχαρακτήριστα. Πηγαίνει για τον Πρωθιερέα. Θέλει να τον βρει. Και δεν εμπιστεύεται τον Τάμπριελ.
«Θα πάω, Βασίλισσά μου, με την άδειά σας,» δήλωσε ο Ερβάδαζ.
Η Παμράνεχ δεν του έδωσε σημασία. «Κελνίχηβ, δεν μπορώ να σου επιτρέψω να περάσεις την Πύλη!»
«Βασίλισσά μου,» είπε το Αριστερό Χέρι, επίμονα, «σας παρακαλώ. Το θεωρώ συνετότερο να συνοδέψω η ίδια τον Τάμπριελ. Αν εκείνος επιστρέψει, τότε θα επιστρέψω κι εγώ – και πιστεύω πως θα επιστρέψει. Εσείς δεν το πιστεύετε;»
Η Παμράνεχ φάνηκε διχασμένη για λίγο. Μετά είπε: «Ερβάδαζ, θα πας μαζί της.»
Ο Υπασπιστής έκλινε το κεφάλι. «Μάλιστα, Βασίλισσά μου.»
Ορισμένοι Ταργκάφλι – ανάμεσα στους οποίους η Χιρκόμο και ο Αλίρκωπ – προθυμοποιήθηκαν να συνοδέψουν κι αυτοί τον Καζίτο’ναρ, αλλά ο Τάμπριελ τούς είπε: «Όχι. Όχι άλλοι.»
«Μα, Καζίτο’ναρ, ίσως να υπάρχει κίνδυνος πίσω από την Πύλη! Κι εμείς είμαστε εδώ για να σε προστατεύουμε!»
«Όχι αυτή τη φορά.»
«Τουλάχιστον, κάποιοι από εμάς,» είπε ένας άλλος Ταργκάφλι. «Τρεις, τέσσερις μόνο.»
Ο Τάμπριελ τούς κοίταξε διστακτικά, και κατένευσε. «Εντάξει.»
Αμέσως, πολλοί προθυμοποιήθηκαν.
Ο Τάμπριελ φώναξε τέσσερις με τα ονόματά τους, και είπε στους υπόλοιπους να περιμένουν εδώ την επιστροφή του.
*
Στάθηκε μπροστά στην ανοιχτή Πύλη: μπροστά στη δίνη που στροβιλιζόταν με μυριάδες πράσινες και χρυσαφιές αποχρώσεις, κι όταν την κοιτούσες για κάμποσο, κινδύνευες να σε υπνωτίσει, κινδύνευες να χάσεις την αίσθηση του βάθους, και την αίσθηση του χρόνου, και να νομίσεις πως μια παντελή ακινησία βασίλευε ολόγυρά σου.
Ο Τάμπριελ είπε: «Θα περάσω πρώτος.»
Και πέρασε. Διάβηκε το κατώφλι της Πύλης και βούλιαξε μέσα στη δίνη.
Ο ίδιος νόμισε πως απλά πέρασε μέσα από μια μαλακή μεμβράνη, ή μέσα από μια κουρτίνα η οποία διαλύθηκε, μεταξωτή, στο διάβα του.
Η Ανταρλίδα, όμως, τον είδε να χάνεται μέσα στη δίνη με απίστευτο τρόπο, μικραίνοντας και μικραίνοντας και μικραίνοντας, καθώς διέγραφε κύκλους, σπείρες, πηγαίνοντας προς το κέντρο. Μέχρι που, στο τέλος, έγινε μια μαύρη κουκίδα· και μετά… τίποτα.
Η σειρά μου, σκέφτηκε η Ανταρλίδα, και πέρασε το κατώφλι της Πύλης του Μαράνχαλωμ.
Ο Τάμπριελ, εν τω μεταξύ, αφού είχε διαπεράσει τη μεμβράνη, είχε βγει σ’ένα μέρος γεμάτο βλάστηση. Πανύψηλα δέντρα ορθώνονταν γύρω του, μοιάζοντας να φτάνουν ώς τους ουρανούς, καθώς και άνθη με ψηλούς μίσχους και μεγάλες κεφάλες και πέταλα. Πουλιά φτερούγισαν αιφνιδιασμένα, φεύγοντας. Μέσα στη σιγή που ακολούθησε, το ζουζούνισμα ενός φτερωτού εντόμου ακουγόταν έντονο.
Ο Τάμπριελ κοίταξε πίσω του ψάχνοντας για την Πύλη, και μη βρίσκοντάς τη πουθενά. Είδε, όμως, την Ανταρλίδα να έρχεται σαν από απόσταση, ημιδιαφανής και άυλη, ενώ δεν ήταν παρά μερικά βήματα παραδίπλα. Η μορφή της γινόταν ολοένα και πιο υλική καθώς, φαινομενικά, πλησίαζε.
Ο Τάμπριελ έβγαλε από την τσέπη του ένα μηχανικό ρολόι που είχε ανοίξει καθώς έμπαινε στην ενδοδιάσταση. Συγχρόνως σκεφτόταν: Τώρα καταλαβαίνω γιατί οι άλλοι δεν επέστρεψαν. Μπήκαν και δεν ήξεραν από πού να βγουν. Η δίοδος είναι μονόδρομη. Δεν το είχα υπολογίσει αυτό.
Η Ανταρλίδα στάθηκε μπροστά του, πλήρως υλική τώρα, και βλεφάρισε σαν εκείνος να είχε εμφανιστεί αναπάντεχα εμπρός της.
«Τάμπριελ…» είπε, κι ύστερα κοίταξε ολόγυρα. «Ζούγκλα;»
«Έκανες έξι, εφτά δευτερόλεπτα να έρθεις,» παρατήρησε ο Τάμπριελ βάζοντας πάλι το ρολόι στην τσέπη του.
«Μπήκα στην Πύλη αμέσως αφότου μπήκες κι εσύ. Αφότου εξαφανίστηκες, τουλάχιστον· γιατί δεν εξαφανίστηκες στιγμιαία. Υπολόγισε δέκα, δώδεκα δευτερόλεπτα μετά από εσένα ότι μπήκα.»
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε σκεπτικός. «Χμμμ… Αυτό σημαίνει ότι περίπου δύο ώρες περνάνε στη διάσταση απ’την οποία ήρθαμε για κάθε μία ώρα που περνά εδώ.»
«Ναι, αλλά δεν είναι βέβαιο. Ίσως η μετάβαση να αλλοιώνει τα πράγματα. Μόνο όταν επιστρέψουμε θα ξέρουμε σίγουρα. Και…» Κοίταξε πίσω της. «Αλήθεια, πώς…;»
Τότε, είδαν κι οι δυο τους την Κελνίχηβ να έρχεται, σαν μακρινή αντανάκλαση που πλησίαζε. Και μετά, το Αριστερό Χέρι ήταν κοντά τους.
«Τι μέρος είναι αυτό;» είπε κοιτάζοντας την ψηλή, πυκνή βλάστηση. «Είναι το Βασίλειο του Μαράνχαλωμ;»
Η Ανταρλίδα ρώτησε τον Τάμπριελ: «Πώς θα επιστρέψουμε; Δε φαίνεται να υπάρχει τρόπος.»
«Το ξέρω.»
Η Κελνίχηβ κοίταξε γύρω-γύρω. «Η Πύλη…» είπε. «Η Πύλη δεν υπάρχει εδώ! Γι’αυτό δεν μπορούσαν να γυρίσουν, ο Έλνεφριζ και οι άλλοι…» Στράφηκε στον Τάμπριελ. «Πώς θα φύγουμε;»
«Μόλις είπα στην Ανταρλίδα ότι δεν ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνος. «Περίμενε τώρα να έρθουν κι οι άλλοι, και θα ψάξουμε.»
Ο Ερβάδαζ παρουσιάστηκε μετά, και στη συνέχεια, ο Πολ, ο Άνθιμος, ένας Ταργκάφλι, άλλος ένας Ταργκάφλι, ο Ιάσων, ο τρίτος Ταργκάφλι, ο τέταρτος Ταργκάφλι, και τελευταία, η Βερόνικα.
«Σαν κήπος είναι…» παρατήρησε ο Ερβάδαζ κοιτάζοντας τα φυτά. «Σαν κήπος ενός θεού…»
«Δεν υπάρχει τρόπος επιστροφής;» έκανε, ανήσυχα, η Βερόνικα. «Χαθήκαμε;»
«Χαμένοι είμαστε,» της είπε ο Πολ.
«Τουλάχιστον εκεί υπήρχαν άνθρωποι! Εδώ είναι ζούγκλα!»
«Θα βρούμε τρόπο να επιστρέψουμε,» είπε ο Τάμπριελ. «Φτάνει να ψάξουμε.»
«Και πρέπει να βρούμε και τον Πρωθιερέα και τους υπόλοιπους,» τόνισε η Κελνίχηβ. «Δε μπορούμε να τους αφήσουμε εδώ.»
«Υποθέτω, δε θα έχουν πάει μακριά,» είπε ο Τάμπριελ.
Αλλά δεν πρέπει να είχε δίκιο, γιατί, όταν φώναξαν τα ονόματά τους, κανένας δεν απάντησε.
«Έτσι όπως το βλέπω το μέρος,» παρατήρησε ο Πολ, «μάλλον θα κυκλοφορούν διάφορα πεινασμένα θηρία…»
«Νομίζεις, λοιπόν, ότι τους έφαγαν;» ρώτησε η Κελνίχηβ στραβώνοντας τα χείλη.
Ο Πολ ανασήκωσε τον έναν ώμο. «Δεν αποκλείεται.»
Ο Ιάσων πήρε το τουφέκι του στα χέρια. «Καλύτερα να βεβαιωθούμε ότι δε θα φάνε κι εμάς.»
Ο Τάμπριελ επικαλέστηκε τη δύναμη του Μεγάλου Ιεράρχη, γιατί αναρωτιόταν αν εδώ μέσα μπορούσε να έρθει σε επαφή με τους Ιεράρχες. Διαπίστωσε πως η επαφή ήταν εφικτή αλλά απόμακρη σαν όνειρο. Οι σκέψεις τους δεν έμοιαζε πλέον νάναι και δικές του σκέψεις· αυτά που άκουγαν, αυτά που έβλεπαν, κι αυτά που αισθάνονταν τού θύμιζαν μισοξεχασμένες αναμνήσεις, όχι κάτι το άμεσο.
Διέκοψε την επαφή του.
«Υπάρχουν ίχνη εδώ,» είπε η Ανταρλίδα, τραβώντας την προσοχή όλων τους καθώς έδειχνε στο έδαφος. «Ανθρώπινα ίχνη. Δύο άνθρωποι πήγαν προς τούτη τη μεριά. Κι από την άλλη πήγαν τουλάχιστον τέσσερις. Πέντε, μάλλον.»
«Ο Έλνεφριζ,» είπε η Κελνίχηβ, βλέποντας κι εκείνη τα ίχνη. «Ελάτε!»
«Θα μπορούσαμε να χωριστούμε…» πρότεινε ο Ιάσων.
«Τι λες, ρε επιστήμονα;» μούγκρισε ο Πολ. «Δεν έχουμε ιδέα τι σκατά μπορεί να ζει εδώ πέρα.»
«Μια κουβέντα είπα μόνο…»
Άρχισαν ν’ακολουθούν τα ίχνη, και είδαν κάποια μεγάλα φύλλα και φυτά να είναι κομμένα: ο Πρωθιερέας και οι ναΐτες μάλλον τα είχαν κόψει για να ανοίξουν δρόμο. Η γη κάτω απ’τα πόδια τους ήταν μαλακή και γεμάτη χόρτα· η Ανταρλίδα δεν είχε δυσκολία ν’ακολουθεί τα χνάρια. Και δεν της έμοιαζαν και πολύ παλιά.
«Λογικό είναι,» της αποκρίθηκε ο Τάμπριελ όταν το είπε, «αφού ο χρόνος εδώ μέσα περνά πιο αργά απ’ό,τι απέξω.»
«Πώς το ξέρεις;» τον ρώτησε η Κελνίχηβ.
«Χρονομέτρησα την Ανταρλίδα μέχρι που να εμφανιστεί πλάι μου.»
Ο Πολ είπε: «Δεν υπολόγισες, όμως, τη χρονική αλλοίωση που μπορεί να προκάλεσε η μετάβαση.»
«Το σκέφτηκα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Αλλά, προφανώς, αυτό είναι αδύνατο να το υπολογίσω. Για κάθε μια ώρα που περνά εδώ πρέπει να περνούν περίπου δύο απέξω, αν δεν κάνω λάθος.»
Ο Πολ ένευσε, σαν να είχε κι εκείνος μετρήσει τον χρόνο. Και ίσως να τον είχε μετρήσει· η Ανταρλίδα νόμιζε πως τον είχε δει να κοιτά το ρολόι του καθώς εμφανίζονταν οι άλλοι μετά απ’αυτόν.
Λίγο παρακάτω, η Μαύρη Δράκαινα τούς έκανε νόημα να σταματήσουν.
«Τι είναι;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Εκεί.» Η Ανταρλίδα έδειξε. «Κάτι είναι καλυμμένο πίσω από τα μούσκλια, τα κλαδιά, και τα αναρριχώμενα φυτά· δε βλέπεις;»
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε. «Ναι, ίσως…»
Ο Ιάσων τράβηξε το σπαθί του. «Να καθαρίσω τη βλάστηση;»
«Με προσοχή,» είπε ο Τάμπριελ.
«Θα το κάνω εγώ,» προθυμοποιήθηκε η Ανταρλίδα.
Ο Τάμπριελ έπιασε το μπράτσο της. «Όχι,» είπε. «Αν κρύβεται κάτι επικίνδυνο εκεί, δε θα προλάβεις να απομακρυνθείς με το σπασμένο πόδι σου.»
Η Μαύρη Δράκαινα δεν έφερε αντίρρηση – πράγμα που, ο Τάμπριελ όφειλε να παραδεχτεί, τον παραξένεψε λίγο.
Ο Ιάσων πλησίασε αυτό που ήταν κρυμμένο πίσω από τη βλάστηση, ενώ η Κελνίχηβ και ο Πολ τον κάλυπταν με τα τουφέκια τους. Οι άλλοι είχαν επίσης τα όπλα τους έτοιμα, αλλά όχι υψωμένα.
Ο Ιάσων άρχισε να χτυπά τα φυτά με το σπαθί του, μέχρι που τα καθάρισε κι από πίσω τους αποκαλύφθηκε μια ψηλή μεταλλική πλάκα. Επάνω της υπήρχαν χαράγματα σε κάποια άγνωστη γλώσσα.
«Μπορείτε να τα διαβάσετε;» ρώτησε η Κελνίχηβ τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα.
«Όχι,» απάντησε ο πρώτος.
«Μάλλον είναι κάποια γλώσσα των θεών,» είπε ο Ερβάδαζ.
Ο Πολ ρουθούνισε. «Τι να την κάνουν τη γλώσσα οι θεοί;»
Ο Ερβάδαζ στράφηκε να τον αντικρίσει. «Από την Πύλη ήρθε ο Μαράνχαλωμ, ο Μεγάλος Τίγρης!»
«Ναι, το ξέρω το παραμύθι που πιστεύετε. Μου το έχει πει ο Καλέφραζ. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αλήθεια κιόλας.»
«Ας συνεχίσουμε,» πρότεινε η Κελνίχηβ.
«Μπορούμε να φωτογραφήσουμε την πλάκα,» είπε η Βερόνικα, στη Συμπαντική.
«Έχεις φωτογραφική μηχανή μαζί σου;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ.
Εκείνη ένευσε.
«Φωτογράφησέ την, τότε. Ίσως να μας χρειαστεί.»
Η Βερόνικα τη φωτογράφησε. «Η μπαταρία μού τελειώνει, πάντως,» είπε μετά, καθώς κοίταζε τη φωτογραφία της μεταλλικής πλάκας μέσα στην οθόνη της μηχανής της.
«Πώς το κάνετε αυτό;» απόρησε η Κελνίχηβ, βλέποντας κι εκείνη τη φωτογραφία.
«Δεν είναι τόσο εύκολο να σου εξηγήσουμε πώς γίνεται,» της είπε ο Ιάσων. «Δεν θεωρείται, όμως, τίποτα σπουδαίο στους περισσότερους κόσμους του Γνωστού Σύμπαντος.»
Συνέχισαν ν’ακολουθούν τα ίχνη, και σύντομα διαπίστωσαν ότι κάποια ζώα τούς παρακολουθούσαν μέσα από την πυκνή βλάστηση.
Ο Ιάσων το είπε πρώτος.
«Τα έχω δει,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Και πρέπει νάναι μεγάλα. Οι φυλλωσιές κουνιούνται πολύ όταν μετακινούνται.»
«Δεν πρέπει, όμως, νάναι εχθρικά,» είπε η Βερόνικα. «Αλλιώς θα μας είχαν επιτεθεί, έτσι;»
Κανείς δεν της έδωσε απάντηση, κι αυτό δεν την καθησύχασε.
Τα δέντρα εξακολουθούσαν να είναι πανύψηλα γύρω τους. Ήταν τόσο ψηλά που, όταν κοίταζες ευθεία επάνω, έμοιαζαν να συγκλίνουν στον ουρανό σχηματίζοντας πυραμίδες. Και στα κλωνάρια τους πουλιά φτερούγιζαν, και πλάσματα με μακριά, ευλύγιστα σώματα και τέσσερα, ή περισσότερα, μέλη πηδούσαν από δω κι από κει.
Τα ίχνη τούς οδήγησαν σ’ένα σημείο όπου το τοπίο άνοιγε εμπρός τους. Οι φυλλωσιές αραίωναν, αλλά το μέρος ήταν γεμάτο χαράδρες, χάσματα, και αβύσσους, πάνω από τις οποίες περνούσαν τμήματα βλάστησης ή πέτρας καλυμμένης με πρασινάδα, καθώς και χοντροί κορμοί ή εξίσου χοντρά κλωνάρια από φυτά απίστευτου μεγέθους. Δημιουργούσαν φυσικές γέφυρες που έκαναν ασυνήθιστες κυρτώσεις, ανηφορικές, καθοδικές, προς το πλάι, ή ακόμα και σπειροειδείς. Ένας λαβύρινθος βλάστησης. Κι ανάμεσα από τη βλάστηση, μέσα στα χάσματα και στις αβύσσους, νερά έτρεχαν, ή έπεφταν από ψηλούς βράχους δημιουργώντας καταρράκτες. Πουλιά διαφόρων μεγεθών φτερούγιζαν, κρώζοντας δυνατά, και προσγειώνονταν για να πιουν από τις λίμνες και τα ρυάκια που σχηματίζονταν. Υδρόβια πλάσματα πλατσούριζαν μέσα στα νερά.
«Σαν από παραμύθι είναι…» σχολίασε η Βερόνικα, στη Συμπαντική. «Σαν από ταινία που κάποιοι βρίσκουν μια κατάφυτη, πρωτόγονη χώρα κάτω από τα χιονισμένα βουνά.»
Ο Ιάσων ένευσε. «Ναι, κι εγώ αυτό σκέφτηκα.»
Η Ανταρλίδα, αφού έριξε μια ματιά στον πράσινο λαβύρινθο, κοίταξε πάλι κάτω, τα ίχνη που ακολουθούσαν. Πήγαιναν προς μια από τις φυσικές γέφυρες: μια λίθινη προεξοχή καλυμμένη με βρύα και μούσκλια και κλωνάρια. Από την κάτω μεριά της, θάμνοι φύτρωναν.
Η Ανταρλίδα έκανε στους συντρόφους της νόημα να έρθουν μαζί της, και προχώρησε στηριζόμενη από τη μια μεριά στο δεκανίκι της, το οποίο χειριζόταν τόσο καλά που έμοιαζε να είναι μέλος του σώματός της. Αν υπήρχε ανάγκη μπορούσε ακόμα και να πολεμήσει μ’αυτό· η εκπαίδευσή της περιλάμβανε τέτοιες περιπτώσεις.
–Ένας βρυχηθμός!
Σταμάτησαν και κοίταξαν ολόγυρα, υψώνοντας τα όπλα τους.
Αντίκρυ τους – σε απόσταση κάπου εκατό-πενήντα μέτρων, έκρινε η Ανταρλίδα – βρισκόταν ένα ογκώδες αιλουροειδές, με κίτρινο τρίχωμα και γεμάτο μύες. Είχε τέσσερα μάτια, και γύρω απ’το κεφάλι του φύτρωνε ένα πυκνό στεφάνι από τρίχες λίγο πιο σκούρες σε χρώμα απ’ό,τι το υπόλοιπο σώμα του: τρίχες που πλησίαζαν να είναι καφέ.
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτό είχε βρυχηθεί.
«Μας βλέπει σαν φαγητό;» είπε η Βερόνικα, με τη φωνή της να τρέμει λίγο. Αισθανόταν ότι, ξαφνικά, δεν μπορούσε να κρατήσει και πολύ σταθερά το τουφέκι στα χέρια της.
«Αν πλησιάσει, θα το πυροβολήσουμε,» είπε ο Ερβάδαζ. «Είναι μακριά ακόμα.»
Το αιλουροειδές στράφηκε και πήδησε πάνω σε μια φυτική γέφυρα, προτού εξαφανιστεί πίσω από τη βλάστηση.
«Καλύτερα να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά,» είπε ο Ιάσων καθώς κατέβαζαν τα όπλα τους. «Ίσως να έχει πιάσει τη μυρωδιά μας.»
Ακολούθησαν την Ανταρλίδα που ακολουθούσε τα ίχνη, και έφτασαν στην πέτρινη, καλυμμένη με βλάστηση γέφυρα. Εδώ, η Μαύρη Δράκαινα παραλίγο να χάσει τα χνάρια, αλλά δεν τα έχασε γιατί η πρασινάδα ήταν φανερά τσακισμένη από πόδια, και γιατί δεν υπήρχε και πού αλλού να πάει κανείς εκτός από ευθεία.
Περνώντας τη γέφυρα, βρέθηκαν σε μια κατάφυτη νησίδα, μ’ένα βαθύ χάσμα πλάι τους, όπου νερά κυλούσαν και ένα μακρύ, ερπετοειδές πλάσμα πλατσούριζε, σφυρίζοντας και τινάζοντας νερό προς τα πάνω μέσα από το στόμα του.
Από μπροστά τους, πίσω από τη βλάστηση, γρυλίσματα αντήχησαν, χωρίς όμως να φαίνεται κανένα θηρίο να τους πλησιάζει. Η Ανταρλίδα έκανε νόημα να προχωρήσουν προσεχτικά, και πήγε πρώτη, μαζί με τον Ιάσονα, τον Ερβάδαζ, κι έναν Ταργκάφλι. Όλοι τους είχαν τα τουφέκια τους υψωμένα. Η Μαύρη Δράκαινα δεν δυσκολευόταν να βαστά το δικό της με το ένα χέρι και με το άλλο να στηρίζεται στο δεκανίκι της.
Παραμερίζοντας τις φυλλωσιές, βρέθηκαν μπροστά σ’ένα ύψωμα τυλιγμένο με κλωνάρια που θύμιζαν φίδια και σκεπασμένο με πυκνά μούσκλια. Σε κάποια σημεία ποικιλόχρωμα άνθη φύτρωναν, που η οσμή τους ήταν γλυκιά και πολύ έντονη, πλημμυρίζοντας τον αέρα. Τουλάχιστον, η Ανταρλίδα υπέθετε ότι η οσμή προερχόταν από τα άνθη.
Σε μια πλευρά του υψώματος είδαν μια μεγάλη σκιά να κινείται, κι από κει ήταν που ακούγονταν τα γρυλίσματα.
Κοιτάζοντας στο έδαφος, η Ανταρλίδα διαπίστωσε ότι επίσης προς τα εκεί πήγαιναν τα ίχνη.
Έκανε νόημα στους συντρόφους της να είναι όλοι σιωπηλοί, και προχώρησε, με το δάχτυλό της στη σκανδάλη και την κάννη του τουφεκιού της να σημαδεύει μπροστά.
Η σκιά φάνηκε να κινείται έντονα τώρα, κι ένα θηρίο παρουσιάστηκε στρεφόμενο προς το μέρος τους. Ήταν ψηλό όσο δύο Ανταρλίδες, ερπετοειδές, και στεκόταν σε δύο χοντρά πόδια. Δύο άλλα πόδια, που ουσιαστικά έμοιαζαν περισσότερο με χέρια, υπήρχαν στα πλευρά του· είχαν τρία μακριά δάχτυλα με μεγάλα νύχια. Στην κορυφή του φιδίσιου κεφαλιού του ορθωνόταν ένα μεγάλο, κοκάλινο λοφίο που ξεπρόβαλλε μέσα από το πράσινο, φολιδωτό δέρμα του. Από τη ράχη του φύτρωναν δύο χοντροί πλόκαμοι που έρχονταν μπροστά, έτοιμοι να τυλίξουν. Το θηρίο γρύλισε πάλι μέσα από τα γεμάτα δόντια σαγόνια του, απ’τα οποία παχύρρευστο σάλιο έτρεχε πιτσιλώντας το κατάφυτο έδαφος εμπρός του. Τα μάτια του γυάλιζαν, στενεμένα.
Ο Ιάσων έκανε αμέσως να πυροβολήσει, και: «Σκατά!» μούγκρισε.
«Τ’όπλο μου!» έκανε ο Ερβάδαζ.
Από το τουφέκι του Ταργκάφλι πλάι στην Ανταρλίδα ένα κλικ-κλικ-κλικ ακούστηκε καθώς εκείνος πατούσε επανειλημμένα τη σκανδάλη χωρίς να πυροβολεί.
Η Μαύρη Δράκαινα κατάλαβε. Πάτησε κι εκείνη τη σκανδάλη, και το όπλο της δεν πυροβόλησε. «Γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ…!» μουρμούρισε κάτω απ’την ανάσα της, και πετώντας το τουφέκι τράβηξε το σπαθί απ’την πλάτη της. «Δε λειτουργούν τα πυροβόλα εδώ!» φώναξε προειδοποιώντας τους συντρόφους της.
Και τότε το θηρίο αντίκρυ τους όρμησε.
*
Η Ανταρλίδα τινάχτηκε χρησιμοποιώντας το δεκανίκι της σαν να ήταν κοντάρι για άλμα.
Τα πλοκάμια του θηρίου που ερχόταν καταπάνω της τύλιξαν μονάχα αέρα.
Και η Μαύρη Δράκαινα προσγειώθηκε λίγο παραδίπλα, στο καλό της πόδι και με το δεκανίκι για υποστήριξη, ενώ το σπασμένο πόδι της ήταν τεντωμένο προς τα πίσω για να μη χτυπηθεί.
Ο Ερβάδαζ και ο Ταργκάφλι δεν ήταν το ίδιο γρήγοροι με την Ανταρλίδα· καθώς πετούσαν τα τουφέκια τους και, τραβώντας ο πρώτος σπαθί κι ο δεύτερος τσεκούρι, προσπαθούσαν να απομακρυνθούν, το ένα πλοκάμι χτύπησε τον Ταργκάφλι στην πλάτη, τινάζοντάς τον πέρα, και το άλλο πλοκάμι τυλίχτηκε γύρω απ’την κνήμη του Υπασπιστή σωριάζοντάς τον μπρούμυτα κι αρχίζοντας να τον τραβά προς τα σαγόνια του θηρίου.
«Τι σκατά είν’αυτό;» ούρλιαξε η Βερόνικα.
Ο Ιάσων σπάθισε το πλοκάμι που είχε αρπάξει τον Ερβάδαζ, αλλά δεν κατόρθωσε να το κόψει, καθώς το μακρύ μέλος προστατευόταν από σκληρές φολίδες. Η λεπίδα του κουδούνισε επάνω τους, και το άλλο πλοκάμι του θηρίου ήρθε και τυλίχτηκε γύρω από τη μέση του, σηκώνοντάς τον από το έδαφος.
Η Κελνίχηβ τράβηξε ένα ξιφίδιο απ’τη μπότα της και το εκτόξευσε προς το κεφάλι του πλάσματος, στοχεύοντας ένα απ’τα μάτια του· αλλά αστόχησε, και η λεπίδα χτύπησε το κοκάλινο λοφίο του, εξοστρακίστηκε, και χάθηκε μέσα στη βλάστηση.
Ο Πολ τράβηξε τον Άνθιμο και τη Βερόνικα παραδίπλα, καθώς οι τρεις Ταργκάφλι που ήταν ακόμα όρθιοι ορμούσαν, κραδαίνοντας τσεκούρια. Το θηρίο στράφηκε να τους ατενίσει, γρυλίζοντας, ενώ ο Ιάσων, ακόμα πάνω απ’το έδαφος, κραύγαζε και χτυπούσε με το σπαθί του το πλοκάμι που τον κρατούσε. Ο Ερβάδαζ είχε γυρίσει ανάσκελα και χτυπούσε κι αυτός το πλοκάμι που ήταν τυλιγμένο γύρω από την κνήμη του. Οι Ταργκάφλι, βγάζοντας πολεμικές κραυγές, έπεσαν πάνω στο θηρίο με τα τσεκούρια τους, και ο ένας κατόρθωσε να το τραυματίσει στον αριστερό μηρό – όχι πολύ, αλλά πετάχτηκε κάποιο αίμα. Το πλάσμα κατέβασε το κεφάλι του και χτύπησε έναν Ταργκάφλι στο στήθος με το κοκάλινο λοφίο του. Ο άντρας τινάχτηκε πίσω, γεμάτος αίματα, βρόντησε πάνω σ’έναν κορμό, και δεν ξανασηκώθηκε.
«Απομακρυνθείτε!» φώναξε ο Τάμπριελ, μην ξέροντας τι να κάνει. «Απομακρυνθείτε!» Στο ένα χέρι ήταν το ξίφος του, στο άλλο το ραβδί του.
Το θηρίο τίναξε πέρα τον Ιάσονα, ελευθερώνοντάς τον· και η Ανταρλίδα ίσα που πρόλαβε να σκύψει και να τον αποφύγει. Είχε έρθει σαν πέτρα από καταπέλτη καταπάνω της: θα της είχε τσακίσει κι άλλα κόκαλα αν την πετύχαινε.
Η Ανταρλίδα στράφηκε να δει πού είχε καταλήξει ο Ιάσων. Δεν τον βρήκε· ήταν χαμένος κάπου μέσα στη βλάστηση. Και δεν υπήρχε χρόνος τώρα για να τον ψάξει.
Το ελεύθερο πλοκάμι του πλάσματος τύλιξε τα πόδια ενός πελεκυφόρου Ταργκάφλι και τον σήκωσε από τη γη, φέρνοντάς τον προς τα σαγόνια του.
Εν τω μεταξύ, ο Ερβάδαζ, κραυγάζοντας σαν θηρίο, σπάθιζε το πλοκάμι που του κρατούσε την κνήμη, και ο άλλος Ταργκάφλι ήρθε να τον βοηθήσει. Φολίδες έσπασαν, και αίμα τινάχτηκε. Με μια πονεμένη φωνή, το πλάσμα απέσυρε το πλοκάμι του· και πέταξε πάνω στον Ερβάδαζ τον Ταργκάφλι που κρατούσε στον αέρα. Τα ανοιχτά σαγόνια του ήρθαν προς τον Ταργκάφλι που ήταν ακόμα όρθιος. Αλλά τότε ο Τάμπριελ το σπάθισε απ’το πλάι, πάνω στο κεφάλι, κάνοντάς το να στραφεί στο μέρος του.
«Καζίτο’ναρ, φύγε!» του φώναξε ο Ταργκάφλι, απεγνωσμένα. Και, υψώνοντας το τσεκούρι του με τα δύο χέρια, το κατέβασε στον κορμό του ερπετοειδούς. Η λεπίδα γλίστρησε στις σκληρές φολίδες, γρατσουνίζοντάς τις μόνο.
Η Ανταρλίδα ήρθε πλάι στον Τάμπριελ, με το σπαθί της προτεταμένο προς το στόμα του θηρίου.
Το πλάσμα επιχείρησε να την καταβροχθίσει, κι εκείνη το σπάθισε στη γλώσσα, κάνοντάς το να οπισθοχωρήσει απότομα, ουρλιάζοντας. Τα πλοκάμια του χτύπησαν δεξιά κι αριστερά, τυχαία. Ένα απ’αυτά βρήκε τον Ερβάδαζ στο κεφάλι καθώς εκείνος προσπαθούσε να σηκωθεί. Ο Υπασπιστής σωριάστηκε κάτω και έμεινε εκεί, ακίνητος.
Η Ανταρλίδα κι ο Τάμπριελ απομακρύνθηκαν, γρήγορα.
«Δε μπορούμε να το σκοτώσουμε!» φώναξε ο Πολ. «Πρέπει να φύγουμε!»
Το θηρίο είχε συνέλθει κιόλας από το χτύπημα της Ανταρλίδας. Η μουσούδα του στράφηκε προς τη μεριά τους· σάλια κυλούσαν απ’τα δόντια του, αναμιγμένα με αίμα.
Η Κελνίχηβ εκτόξευσε άλλο ένα ξιφίδιο, κι αυτή τη φορά πέτυχε τον στόχο της.
Η λεπίδα καρφώθηκε στην άκρη του δεξιού ματιού του θηρίου, κι αυτό βρυχήθηκε εξαγριωμένα κι έτρεξε καταπάνω τους· οι δύο Ταργκάφλι εμπρός του προσπάθησαν να φύγουν απ’το διάβα του· ο ένας γλίστρησε και κουτρουβάλησε. Τα πόδια του πλάσματος ποδοπάτησαν τον λιποθυμισμένο Ερβάδαζ, κι εκείνος κραύγασε ξαφνικά καθώς ο πόνος τον έκανε να συνέλθει.
Ο Ταργκάφλι που το θηρίο είχε, πιο πριν, χτυπήσει στην πλάτη τώρα ήταν πάλι όρθιος, και, ουρλιάζοντας, εκτόξευσε το τσεκούρι του με τα δύο χέρια. Το όπλο στροβιλίστηκε και βυθίστηκε στον αριστερό ώμο του πλάσματος, μένοντας εκεί. Αλλά αυτό δεν σταμάτησε τη μανιασμένη έφοδο του θηρίου· και η Κελνίχηβ, που βρισκόταν στο διάβα του, πανικοβλήθηκε: γύρισε και έτρεξε για να μην ποδοπατηθεί ή να μην την καταβροχθίσουν αυτά τα πελώρια σαγόνια. Πήδησε και πιάστηκε από ένα χοντρό κλαδί, σκαρφάλωσε επάνω.
Ένα πλοκάμι τυλίχτηκε γύρω απ’τον μηρό της, τραβώντας την. Η Κελνίχηβ ούρλιαξε και κρατήθηκε γερά, με το άλλο της πόδι και τα δύο χέρια.
Πηχτό αίμα κυλούσε από το δεξί μάτι του θηρίου, και ο πόνος έμοιαζε να το έχει τρελάνει.
Ο Ιάσων ήρθε, απρόσμενα, μέσα από τη βλάστηση, πηδώντας και σπαθίζοντας το πλοκάμι που είχε τυλιχτεί γύρω από το πόδι της Κελνίχηβ – το πλοκάμι που, πριν από λίγο, κρατούσε εκείνον. Η λεπίδα του το τραυμάτισε αλλά δεν το έκοψε. Και καθώς ο Ιάσων προσγειωνόταν στο έδαφος, το θηρίο κατέβασε το κεφάλι του, και τα δόντια του τον δάγκωσαν στον δεξή ώμο. Ή, μάλλον, από τον ώμο μέχρι το στήθος, παίρνοντας μέσα και ολόκληρο το χέρι του. Ο Ιάσων κόπηκε σχεδόν στα δύο· το αίμα του τινάχτηκε παντού γύρω.
Η Κελνίχηβ, πιασμένη πάνω στο κλαδί, ούρλιαζε.
Ο Πολ κι ένας Ταργκάφλι άρχισαν να χτυπούν το θηρίο από πίσω, με τις λεπίδες τους, τραυματίζοντας το φολιδωτό σώμα του.
Εκείνο, παίρνοντας το πλοκάμι του από την Κελνίχηβ, στράφηκε να τους αντικρίσει.
Και η Ανταρλίδα πήδησε, αφήνοντας το δεκανίκι της, και πιάστηκε στη ράχη του, χτυπώντας το με το σπαθί της. Δεν ήταν εύκολο να διαπεράσει τις φολίδες του αλλά, τελικά, αίμα πετάχτηκε πάνω της. Το θηρίο βρυχιόταν· δεν ήξερε τι να κάνει για να την αποτινάξει.
Ένα πλοκάμι του χτύπησε τον Πολ και τον τίναξε πέρα. Η Βερόνικα έτρεξε κοντά του, όμως εκείνος είχε ήδη ανασηκωθεί. «Καλά είμαι,» της είπε.
Και τότε, φωνές αντήχησαν–
«Μαράνχαλωμ!»
«ΜΑΡΑΝΧΑΛΩΜ!»
«Μαράνχαλωμ!»
Ο Πρωθιερέας Έλνεφριζ όρμησε στη μάχη, ντυμένος με μισοκουρελιασμένα, αιματοβαμμένα άμφια και κρατώντας σπαθί και ασπίδα. Τρεις ναΐτες τον ακολουθούσαν, με τα ξίφη τους υψωμένα.
Επιτέθηκαν συγχρονισμένα στο θηρίο, χτυπώντας το με μανία. Οι λεπίδες τους μια γλιστρούσαν πάνω στις φολίδες του μια κατόρθωναν να τις τρυπήσουν.
Και η Ανταρλίδα εξακολουθούσε νάναι πιασμένη στη ράχη του και να το καρφώνει με το σπαθί της.
Τα πλοκάμια άρπαξαν έναν ναΐτη, τον έφεραν στο στόμα του θηρίου, και τα δόντια του έκλεισαν γύρω απ’το κεφάλι του άντρα, καρατομώντας τον. Ένας δυνατός πίδακας αίματος ξεκίνησε από τον λαιμό του.
Οι τρεις ακόμα ζωντανοί Ταργκάφλι όρμησαν να βοηθήσουν τον Πρωθιερέα και τους ναΐτες.
Το θηρίο ήταν περικυκλωμένο.
Η Κελνίχηβ πήδησε από το κλαδί όπου είχε πιαστεί. Άρπαξε το τσεκούρι του νεκρού Ταργκάφλι (που το στέρνο του είχε διαλυθεί από το κοκάλινο λοφίο του θηρίου) και πλησίασε τον εχθρό από πίσω. Προσπάθησε να τον χτυπήσει στην κλείδωση του ήδη τραυματισμένου του ποδιού. Και τα κατάφερε· η λεπίδα καρφώθηκε, και μετά έφυγε. Το πλάσμα βρυχήθηκε και παραπάτησε. Ένα πλοκάμι του κοπάνησε την Κελνίχηβ στην αριστερή μεριά και την πέταξε κάτω, μ’έναν έντονο πόνο στον ώμο της. Το Αριστερό Χέρι του Θρόνου διπλώθηκε, ουρλιάζοντας.
Η Ανταρλίδα, ακόμα πιασμένη στη ράχη του τέρατος, μπορούσε να το νιώσει να αγκομαχεί από κάτω της. Κουρασμένο. Εξαντλημένο από τα τραύματά του.
Το σπαθί ενός ναΐτη κατόρθωσε να το χτυπήσει στον λαιμό, καταστρέφοντας φολίδες και τινάζοντας αίμα. Αλλά δεν πρέπει να έκοψε κάποια βασική αρτηρία, γιατί δεν ξεκίνησε δυνατός πίδακας.
Το θηρίο τύλιξε τον ναΐτη με το ένα πλοκάμι του και τον σήκωσε στον αέρα, ενώ με το άλλο πλοκάμι τύλιξε τον Πρωθιερέα, παγιδεύοντας και τα δύο χέρια του, και σηκώνοντάς τον κι αυτόν. Ο Έλνεφριζ κραύγαζε σαν παγιδευμένο αγρίμι.
Και ο Τάμπριελ έτρεξε προς τη μεριά του, προτού το πλοκάμι τον σηκώσει τόσο πολύ ώστε να μη μπορεί να τον φτάσει. Άφησε το ραβδί του να πέσει (παρότι ήξερε ότι ήταν πολύτιμο όσο τίποτα στη διάσταση απ’την οποία είχαν έρθει) και, πιάνοντας το σπαθί του με τα δύο χέρια, πήδησε.
Κατέβασε τη λεπίδα πάνω στο σημείο που το πλοκάμι ήταν πληγωμένο απ’τα χτυπήματα του Ερβάδαζ και του Ταργκάφλι που, πιο πριν, τον βοηθούσε να ελευθερωθεί.
Αίμα τινάχτηκε.
Το μακρύ, πράσινο μέλος σχεδόν κόπηκε.
Ο Έλνεφριζ έπεσε, βαριά, στο έδαφος.
Οι Ταργκάφλι χτυπούσαν το θηρίο με τα τσεκούρια τους. Και εκείνο πέταξε τον ναΐτη που κρατούσε πάνω σ’έναν απ’αυτούς – κι οι δύο έχασαν τις αισθήσεις τους.
Τα συνεχόμενα χτυπήματα, όμως, είχαν καταβάλει το άγριο ερπετοειδές, και τώρα αυτό, επιτέλους, έπεσε στη γη, αιμορραγώντας από δεκάδες τραύματα.
Η Ανταρλίδα δεν έπαψε να το χτυπά, ανεβοκατεβάζοντας το στομωμένο πλέον σπαθί της ξανά και ξανά και ξανά, και τινάζοντας αίμα. Το κατάλευκο δέρμα της είχε γίνει σχεδόν τόσο κόκκινο όσο του Τάμπριελ, και τα ξανθά της μαλλιά είχαν μουλιάσει. Οι μύες ολόκληρου του σώματός της πονούσαν. Καίγονταν.
Ο Πολ ζύγωσε το θηρίο και, καθώς ήταν πεσμένο, το κάρφωσε στο τραύμα που ήδη υπήρχε στο λαιμό του, μπήγοντας βαθιά το σπαθί του και στρίβοντάς το.
Κάποια αρτηρία κόπηκε. Ένας πίδακας αίματος ξεκίνησε, ενώ το πλάσμα δεν κουνιόταν πλέον παρά μόνο για να ανοιγοκλείσει λίγο τα σαγόνια του ή να κάνει τα πλοκάμια του να σαλέψουν ανάμεσα στα αιματοβαμμένα χόρτα, σαν πελώρια φίδια.
«Εύγε!…» είπε ο Πρωθιερέας στον Πολ, λαχανιασμένα. «Έγινες γαμημένος ήρωας. Κυνηγός ολόκληρος!» Η ειρωνεία ήταν παραπάνω από έκδηλη στη φωνή του.
«Δε χρειάζεται να μ’ευχαριστείς με τόσο όμορφο τρόπο, μαυρομούτσουνε,» είπε ο Πολ, σκουπίζοντας τη λεπίδα του σπαθιού του.
Ο Άνθιμος, που είχε απομακρυνθεί, τώρα ζύγωσε κοιτάζοντας ολόγυρα. «Πρέπει να περιποιηθούμε τους τραυματίες,» είπε με ταραγμένη φωνή.
Και να μαζέψουμε τους νεκρούς… σκέφτηκε ο Τάμπριελ, νιώθοντας εντός του μια έντονη πικρία που δεν είχε μπορέσει να αποτρέψει τους θανάτους.
Η Ανταρλίδα ήταν τώρα ξαπλωμένη ανάσκελα στη ράχη του νεκρού θηρίου, αφήνοντας τους μύες της να χαλαρώσουν και παίρνοντας βαθιές ανάσες. Το αίμα γύρω της και πάνω στο δέρμα και στα ρούχα της βρομούσε· αλλά ήταν μια μυρωδιά που είχε συνηθίσει… Αναμνήσεις από την Αρένα της Βέλρικ πέρασαν από το μυαλό της, κάνοντάς την να μορφώσει.
*
Ένας ναΐτης ήταν νεκρός. Ο άλλος ήταν απλά λιπόθυμος, και σύντομα συνήλθε. Ένας Ταργκάφλι ήταν επίσης νεκρός, κι άλλος ένας λιπόθυμος.
Ο Ιάσων δεν υπήρχε αμφιβολία ότι είχε σκοτωθεί ύστερα από εκείνο το δάγκωμα του θηρίου. Ο Ερβάδαζ, αν και ποδοπατημένος, ήταν ακόμα ζωντανός, αλλά έφτυνε αίμα καθώς μιλούσε στον Τάμπριελ· και ο Άνθιμος, αφότου τον έλεγξε μ’ένα ξόρκι του, ψιθύρισε στον Τάμπριελ ότι οι πνεύμονες του Υπασπιστή είχαν καταστραφεί και δεν θα άντεχε για πολύ: σύντομα, θα πνιγόταν από το ίδιο του το αίμα.
Ο Ερβάδαζ ζήτησε από τον Τάμπριελ να πει στη Βασίλισσα Παμράνεχ να φροντίσει τη Γιλράνιχ, τη γυναίκα του. «Και πες της ότι την αγαπώ, Τάμπριελ. Σε παρακαλώ…»
«Θα της το πω,» αποκρίθηκε εκείνος. «Θα της το πω.» Και έμεινε κοντά του μέχρι που ο Ερβάδαζ ξεψύχησε.
Ο αριστερός ώμος της Κελνίχηβ ήταν εξαρθρωμένος. Ο Άνθιμος τον έβαλε πάλι στη θέση του ενώ ο Έλνεφριζ την κρατούσε από τη μέση. Το ουρλιαχτό της αντήχησε μέσα στην παράξενη ζούγκλα, αναμφίβολα τρομάζοντας πολλά θηρία.
«Πού ήσασταν;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον Πρωθιερέα, όταν είχαν περιποιηθεί όλους τους τραυματίες και τυλίξει τους νεκρούς με κληματίδες γεμάτες πλατιά φύλλα.
«Λίγο πιο πέρα,» απάντησε ο Έλνεφριζ. «Σ’ένα ύψωμα. Ανεβήκαμε όταν αυτό το τέρας,» έδειξε το νεκρό ερπετοειδές, «άρχισε να μας κυνηγά. Δε μπορούσε να σκαρφαλώσει εκεί πάνω, αλλά δεν έλεγε και να φύγει. Καθόταν από κάτω και μας περίμενε, το τρισκατάρατο, γρυλίζοντας και χτυπώντας τα πλοκάμια του. Ένας απ’τους ναΐτες μου προσπάθησε να κόψει ένα πλοκάμι, και το πλοκάμι τον άρπαξε και το τέρας τον καταβρόχθισε!» Η όψη του Πρωθιερέα είχε αγριέψει πάλι, όπως μέσα στη μάχη. «Κι επιπλέον, σαν ο Μαράνχαλωμ να μας είχε καταραστεί, όλα τα πυροβόλα μας είχαν ξαφνικά χαλάσει!»
«Ο Μαράνχαλωμ δεν σας είχε καταραστεί,» του είπε ο Τάμπριελ. «Τα πυροβόλα δεν λειτουργούν εδώ.»
«Γιατί;» ρώτησε η Κελνίχηβ, που καθόταν παραδίπλα, σε μια πέτρα. «Γιατί δε λειτουργούν;»
«Για τον ίδιο λόγο που δεν μπορείς να πετάξεις. Έτσι είναι οι νόμοι αυτού του εσωτερικού κόσμου. Δεν ισχύουν οι ίδιοι νόμοι σε κάθε γωνιά του σύμπαντος· και εδώ η εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιούμε στα πυροβόλα όπλα μας δεν εκρήγνυται.»
«Αυτό δεν είναι καλό,» είπε ο Έλνεφριζ. «Το μέρος είναι γεμάτο επικίνδυνα θηρία. Και δεν υπάρχει Πύλη για να επιστρέψουμε.»
«Δε μπορεί να μην υπάρχει,» διαφώνησε ο Τάμπριελ. «Εσείς δε λέτε ότι ο Μαράνχαλωμ ήρθε από εδώ;»
«Ναι, αλλά αυτός είναι ένας… μύθος. Ένας παλιός, παλιός μύθος. Κανένας μας δεν έχει, ουσιαστικά, δει τίποτα.»
«Όλοι οι μύθοι βασίζονται σε κάποια αλήθεια. Επομένως, κάποτε κάτι ήρθε μέσα από την Πύλη. Που σημαίνει ότι υπάρχει έξοδος από εδώ. Φτάνει να τη βρούμε.»
«Μα, αν υπήρχε έξοδος, δε θα ήταν στο μέρος όπου παρουσιαστήκαμε αφού περάσαμε την Πύλη;» έθεσε το ερώτημα ο Έλνεφριζ.
Ο Τάμπριελ κούνησε το κεφάλι. «Όχι απαραίτητα.»
Ο Πρωθιερέας τον ατένισε μ’ένα βλέμμα που έμοιαζε να ρωτά: Προσπαθείς να με κοροϊδέψεις;
«Συμβαίνουν και πιο παράξενα πράγματα στο Ατέρμονο Σύμπαν, Ιερότατε. Μην εκπλήσσεσαι τόσο εύκολα.
»Τώρα πες μου: Το ύψωμα όπου είχατε ανεβεί είναι καλό σημείο για να ξεκουραστούμε λίγο προτού συνεχίσουμε;»
Ο Έλνεφριζ ένευσε. «Είναι.»
*
Σκαρφάλωσαν δύο απότομους βράχους, ντυμένους με μούσκλια και ρίζες, και έφτασαν στο μέρος όπου ο Πρωθιερέας και οι ναΐτες του είχαν ανεβεί για να προστατευτούν. Την Ανταρλίδα έπρεπε να τη βοηθήσουν για να αναρριχηθεί γιατί, παρότι Μαύρη Δράκαινα, με το σπασμένο πόδι της δεν μπορούσε. Χρησιμοποίησαν κληματίδες σαν σχοινιά για να την τραβήξουν επάνω. Με τον ίδιο τρόπο ανέβασαν και τους νεκρούς, καθώς δεν ήθελαν να τους εγκαταλείψουν στα θηρία της ζούγκλας.
Γύρω από το ύψωμα ανοιγόταν μια βαθιά και πλατιά άβυσσος, που νερά κυλούσαν στα βάθη της, σχηματίζοντας τουλάχιστον τρία μικρά ποτάμια που μπορούσαν να δουν. Ο μοναδικός δρόμος για να φτάσει κανείς στο ύψωμα ήταν από εκεί όπου είχαν μόλις σκαρφαλώσει. Ήταν, πράγματι, μια καλή αμυντική θέση.
«Τι μέρος είναι αυτό;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον Έλνεφριζ, καθώς είχαν καθίσει στη μαλακή βλάστηση κάτω από ένα πανύψηλο δέντρο που φύτρωνε στην κορυφή του υψώματος και δημιουργούσε μια φυτική στέγη από πάνω τους. «Τι λένε οι μύθοι σας;»
Ο Πρωθιερέας ανασήκωσε τους ώμους του. «Το Βασίλειο του Μαράνχαλωμ.»
Ο Τάμπριελ ατένισε την πρωτόγονη, πυκνή ζούγκλα πέρα και γύρω από την άβυσσο. «Ναι,» μουρμούρισε, «ένας Μεγάλος Τίγρης θα μπορούσε να έρθει από εδώ…»
«Ο Μαράνχαλωμ είναι πνεύμα,» του είπε ο Έλνεφριζ, «όχι ένα απ’αυτά τα θηρία!»
«Δεν το αμφιβάλλω.»
Η Ανταρλίδα ρώτησε τον Πρωθιερέα: «Τους προσκυνητές τούς βρήκατε;»
«Όχι. Δυστυχώς. Και δε νομίζω νάχουν επιβιώσει εδώ πέρα.»
«Τα ίχνη τους ήταν στην είσοδο.»
Ο Έλνεφριζ συνοφρυώθηκε.
«Εκεί όπου βγαίνεις μόλις περάσεις την Πύλη του Μαράνχαλωμ,» εξήγησε η Ανταρλίδα. «Τα ίχνη τους πήγαιναν από τη μια και τα ίχνη σας από την άλλη. Ακολουθήσαμε τα δικά σας και σας βρήκαμε. Μπορούμε να επιστρέψουμε, ν’ακολουθήσουμε τα δικά τους, και να βρούμε κι αυτούς, αν είναι ακόμα ζωντανοί.»
«Ήμασταν ανόητοι!» μούγκρισε ο Έλνεφριζ. «Οφείλαμε να είχαμε κοιτάξει πιο προσεχτικά. Ναι, πρέπει να επιστρέψουμε και να τους αναζητήσουμε,» συμφώνησε.
Μετά από κάποια ώρα, αφού είχαν φάει λίγο και ξεκουραστεί, ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής, ακολουθώντας τα ίχνη τους αντίστροφα. Για τους νεκρούς έφτιαξαν πρόχειρα φορεία με τις κληματίδες και τους τραβούσαν πίσω τους. Ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, και οι σκιές ήταν πολύ πυκνές.
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα βάδιζαν πρώτοι, μαζί με έναν Ταργκάφλι πολεμιστή και τον Πολ. Η Βερόνικα, ο Άνθιμος, κι οι άλλοι δύο Ταργκάφλι ακολουθούσαν. Οι δύο ναΐτες φυλούσαν τα νώτα, και μπροστά απ’αυτούς πήγαιναν ο Έλνεφριζ και η Κελνίχηβ, που ο ώμος της εξακολουθούσε να την πονά, αν και δεν είχε πρόβλημα να τον κινεί· ο Άνθιμος τον είχε βάλει καλά στη θέση του, και τα κόκαλα δεν ήταν σπασμένα.
«Τι κάνεις εδώ;» τη ρώτησε ο Έλνεφριζ, με χαμηλωμένη φωνή. «Δεν έπρεπε να είχες έρθει. Είσαι το Αριστερό Χέρι του Θρόνου!»
«Εσύ τι λες να κάνω εδώ; Έψαχνα να σε βρω.»
«Θες να πιστέψω ότι ήρθες μόνο για μένα;»
«Είσαι ανόητος!» είπε η Κελνίχηβ, θυμωμένα.
Ο Έλνεφριζ μειδίασε. «Δεν είναι αυτός τρόπος να μιλάς σ’έναν ιερωμένο.»
«Τσαρλατάνος είσαι.»
«Τώρα αμφισβητείς το λειτούργημά μου;»
«Αμφισβητώ την ικανότητά σου να σκέφτεσαι,» είπε η Κελνίχηβ. «Κατά πρώτον, εσύ δεν θα έπρεπε να είχες έρθει εδώ! Δε σκέφτηκες ότι θα ήταν επικίνδυνα;»
«Θα ερχόταν ο Πρώτος αν δεν ερχόμουν εγώ, και το θεώρησα πιο ασφαλές να μείνει εκείνος πίσω για αρχή. Επιπλέον, αυτή ήταν η Πύλη του Μαράνχαλωμ που άνοιξε, Κελνίχηβ! Ένα θαύμα! Πώς να μη θέλω να μάθω τι κρυβόταν πίσω της;»
«Όπως είπα, αμφισβητώ την ικανότητά σου να σκέφτεσαι.»
«Και παρ’όλ’αυτά έκανες το ίδιο που έκανα κι εγώ – πέρασες την Πύλη.»
«Δεν είναι το ίδιο! Δεν την πέρασα για τον ίδιο λόγο: επειδή είναι ‘θαύμα’…»
«Ναι; Και γιατί την πέρασες;»
«Για να βρω εσένα! Είσαι χαζός;»
«Ήρθες, δηλαδή, εδώ πέρα για να βρεις εμένα…»
Η Κελνίχηβ αναποδογύρισε τα μάτια. «Μεγάλε Τίγρη! Το μυαλό προφανώς δεν είναι το πιο δυνατό όργανο στο σώμα σου.»
Ο Έλνεφριζ γέλασε σιγανά. Πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της και, τραβώντας την κοντά του, τη φίλησε στην άκρη του στόματος. «Σ’αγαπώ,» της ψιθύρισε.
Σκόνταψαν σε μια ρίζα που ξεπρόβαλλε μέσα από τη βλάστηση και παραλίγο να πέσουν.
*
«Εδώ είναι τα ίχνη,» είπε η Ανταρλίδα δείχνοντας, όταν έφτασαν στο μέρος όπου είχαν αρχικά εμφανιστεί περνώντας την Πύλη. «Αλλά το φως της ημέρας ελαττώνεται…»
«Ο Ιάσων είχε μαζί του δύο φακούς,» τους πληροφόρησε ο Πολ, βγάζοντάς τους από τον σάκο του. «Έψαξα τα πράγματά του.»
«Έχουν αρκετή ενέργεια, όμως;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Μονάχα ένας τρόπος υπάρχει για να το ανακαλύψουμε.» Ο Πολ πάτησε τον διακόπτη του ενός φακού και μια δέσμη τεχνητού φωτός πετάχτηκε από τη μουσούδα του. «Όπως βλέπεις, για την ώρα έχει αρκετή ενέργεια.»
«Εντάξει,» είπε η Ανταρλίδα. «Δε θα τους ανάψουμε και τους δύο τώρα.»
«Μπορούμε ν’ανάψουμε και δαυλούς,» προθυμοποιήθηκε ένας Ταργκάφλι.
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Κάντε το.»
Μετά από λίγο, συνέχισαν να ακολουθούν τα ίχνη των δύο προσκυνητών, ενώ δύο Ταργκάφλι και ένας ναΐτης κρατούσαν δαυλούς. Η Ανταρλίδα είχε στο ένα χέρι τον φακό και στο άλλο το δεκανίκι της. Οι υπόλοιποι κρατούσαν σπαθιά, τσεκούρια, ή ξιφίδια, καθώς από τα βάθη της ζούγκλας απειλητικοί ήχοι έρχονταν, οι περισσότεροι απόμακροι ευτυχώς.
Τα ίχνη τούς οδήγησαν σ’ένα μονοπάτι δίπλα σ’έναν κρημνό, όπου νυχτοπούλια με γυαλιστερά μάτια φτεροκοπούσαν μέσα στο αυξανόμενο σκοτάδι του δειλινού. Και από κάπου κοντά ένα διαπεραστικό κρρρρρρρρρρρλλλ! κρρρρρρρρρρλλλ! αντηχούσε κάθε τόσο. Τα μάτια τους (όλων εκτός από της Ανταρλίδας η οποία κοίταζε τα χνάρια) έψαχναν να βρουν το ζώο που έκανε αυτόν τον ήχο, μα δεν μπορούσαν να το εντοπίσουν.
Βγαίνοντας απ’το μονοπάτι προχώρησαν σ’ένα μέρος όπου έπρεπε να σπαθίζουν κλωνάρια για να περνούν, και μετά ακολούθησαν κατηφορικό έδαφος ενώ ήταν βέβαιοι ότι πλάσματα τούς κατασκόπευαν μέσα από την πυκνή βλάστηση. Μάτια γυάλιζαν σχίζοντας τις σκιές, και μαλακές πατημασιές ακούγονταν σαν τον ψίθυρο του αέρα.
Το κατηφορικό έδαφος έκανε στροφή, και τα ίχνη συνέχιζαν μπροστά στην Ανταρλίδα, οπότε εκείνη τα ακολούθησε πάλι. Της φαινόταν, όμως, πως τώρα ο ένας από τους δύο προσκυνητές πρέπει να παραπατούσε για κάποιον λόγο. Ίσως να είχε τραυματιστεί…
Το έδαφος έκανε άλλη μια στροφή: και συνειδητοποίησαν ότι, ουσιαστικά, κατέβαιναν ένα σπειροειδές μονοπάτι, πηγαίνοντας προς τα βάθη μιας σκοτεινής αβύσσου.
Από πάνω τους ένα μεγάλο πουλί φτερούγισε ξαφνικά, με τα νύχια του απλωμένα για ν’αρπάξουν τον φακό απ’το χέρι της Ανταρλίδας· το φως πρέπει να είχε τραβήξει την προσοχή του. Η Μαύρη Δράκαινα στηρίχτηκε στο καλό της πόδι και κοπάνησε το πτηνό με το δεκανίκι της. Εκείνο έβγαλε μια πονεμένη κραυγή και έφυγε.
«Απέκτησες θαυμαστές,» της είπε ο Πολ.
Η Ανταρλίδα τον αγνόησε.
Το μονοπάτι τούς οδήγησε σ’έναν από τους πολλούς, απ’ό,τι φαινόταν, πυθμένες της αβύσσου. Κοντά τους ένας καταρράκτης ξεπηδούσε μέσα από τους βράχους, και νυχτερίδες κρέμονταν ανάποδα από τα κλαδιά ενός δέντρου. Τα μάτια τους έμοιαζαν να ατενίζουν τους «παρείσακτους» με περιέργεια, ή σαν να προσπαθούσαν να υπολογίσουν τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους.
«Είναι κάποιος εκεί;» ακούστηκε απρόσμενα μια αντρική φωνή.
Η Ανταρλίδα στράφηκε φωτίζοντας με τον φακό της.
Είδε μια σπηλιά, και στην άκρη της, μια ανθρώπινη φιγούρα.
«Ποιοι είστε;» είπε ο άντρας.
Ο Έλνεφριζ ρώτησε, δυνατά: «Το όνομά σου είναι Άλρεζ;»
«Ναι!»
«Και πέρασες την Πύλη, σωστά; Μαζί με τη σύζυγό σου, την Ταρνάληβ.»
«Ναι!» είπε ο άντρας. «Ήρθατε να μας βρείτε;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Έλνεφριζ. «Είμαι ο Πρωθιερέας του Ναού του Μαράνχαλωμ στη Φέντινκεχ.»
«Ο Μεγάλος Τίγρης μάς έσωσε!»
Ο Άλρεζ και η Ταρνάληβ βγήκαν απ’τη σπηλιά, πλησιάζοντάς τους. Ήταν κι οι δυο τους λευκόδερμοι· εκείνος είχε μαύρα σγουρά μαλλιά, εκείνη καστανά και λεία. Ήταν φανερά ταλαιπωρημένοι και τρομαγμένοι.
Κανένας τους, όμως, δεν είναι τραυματισμένος, παρατήρησε η Ανταρλίδα. Είχε κάνει λάθος, λοιπόν, στην υπόθεσή της; «Σας επιτέθηκε τίποτα όσο ήσασταν εδώ;» τους ρώτησε.
Εκείνοι φάνηκε να την αναγνωρίζουν από το κατάλευκο δέρμα της. Και ποιος δεν είχε ακούσει πλέον για τη Συνοδό του Μεγάλου Προφήτη; «Ένα φίδι,» είπε ο Άλρεζ. «Δάγκωσε την Ταρνάληβ.»
«Δηλητηριώδες;»
«Μάλλον…»
Η Ανταρλίδα κοίταξε τη γυναίκα που ονομαζόταν Ταρνάληβ, και είδε ότι έντονοι μαύροι κύκλοι υπήρχαν γύρω απ’τα μάτια της, τα οποία ήταν κοκκινισμένα σαν πυρετός να την έκαιγε. Το δέρμα της, επίσης, είχε μια πιο κόκκινη χροιά από του συζύγου της.
«Άνθιμε,» είπε ο Τάμπριελ, «μπορείς να κάνεις κάτι;»
«Με το δηλητήριο ήδη μέσα στον οργανισμό της… δε νομίζω ότι μπορώ να κάνω τίποτα. Εκτός από μια» – και μίλησε στη Συμπαντική τώρα – «Μαγγανεία Οργανικής Επιβραδύνσεως, ίσως.»
«Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια;» ρώτησε ο Τάμπριελ, στην Οικουμενική.
Ο Άνθιμος τού απάντησε στην ίδια γλώσσα: «Ο οργανισμός της θα λειτουργεί πιο αργά κι επομένως θα κινείται πιο αργά και το δηλητήριο μέσα της. Η ίδια θα βρίσκεται σε ύπνο, βέβαια· δε θα είναι ξύπνια.»
Ο Τάμπριελ ρώτησε τον Άλρεζ και την Ταρνάληβ: «Συμφωνείτε;»
«Δεν… δεν καταλάβαμε,» παραδέχτηκε ο πρώτος.
«Ο Άνθιμος από δω θα κοιμίσει τη γυναίκα σου για να επιβραδύνει το δηλητήριο μέσα στον οργανισμό της. Συμφωνείτε;»
Ο Άλρεζ κοίταξε την Ταρνάληβ ερωτηματικά. Εκείνη κατένευσε. «Ναι,» είπε στον Τάμπριελ, «ας το κάνει.» Η φωνή της ήταν βραχνή, κι ακουγόταν ν’αναπνέει με κάποια δυσκολία, σαν να είχε ελαφρύ άσθμα.
«Ξάπλωσε,» της ζήτησε ο Άνθιμος.
Η γυναίκα υπάκουσε, ξαπλώνοντας στη μαλακή βλάστηση. Ο Βιοσκόπος γονάτισε πίσω της και κράτησε το κεφάλι της ανάμεσα στις παλάμες του. «Θα αισθανθείς κάτι να προσπαθεί να σε κοιμίσει,» της είπε. «Μην του αντισταθείς. Αν του αντισταθείς, η δουλειά μου θα αποτύχει.»
«Εντάξει,» έκρωξε εκείνη.
Ο Άνθιμος έκλεισε τα μάτια και, για κάποια ώρα, υποτονθόρυζε σειρές από περίπλοκες φράσεις και άγνωστες λέξεις. Τα βλέφαρα της Ταρνάληβ τελικά έκλεισαν, και η αναπνοή της φάνηκε να γίνεται πιο ομαλή από πριν.
Ο Βιοσκόπος σηκώθηκε όρθιος. «Αυτό ήταν. Τώρα, πρέπει να τη μεταφέρετε με προσοχή. Ένα δυνατό τράνταγμα θα την ξυπνήσει, και θα χαλάσει τη μαγγανεία μου.»
*
Αφού έφτιαξαν ένα φορείο για την Ταρνάληβ, η Ανταρλίδα είπε: «Καλύτερα να μη συνεχίσουμε τώρα. Καλύτερα όταν ξημερώσει. Η σπηλιά είναι ασφαλές μέρος, Άλρεζ;»
«Το πιο ασφαλές που έχουμε βρει.»
«Θα μείνουμε στη σπηλιά, τότε.»
Κανένας δε διαφώνησε. Μπήκαν στη σπηλιά και άναψαν μια φωτιά. Υπήρχε αρκετός χώρος για να καθίσουν όλοι. Τους τυλιγμένους με κληματίδες νεκρούς τούς άφησαν έξω από το στόμιο της σπηλιάς.
«Πόσες μέρες είστε εδώ;» ρώτησε ο Τάμπριελ τον Άλρεζ.
«Δύο μέρες ολόκληρες, κι αυτήν.»
«Και περάσατε την Πύλη μόλις άνοιξε, έτσι;» είπε ο Πολ.
«Ναι,» απάντησε ο Άλρεζ.
Ο Πολ στράφηκε στον Τάμπριελ. «Κάπου πριν από έναν μήνα, λοιπόν. Έχουμε πέσει έξω στην εκτίμησή μας για το πώς κυλά ο χρόνος εδώ. Πρέπει να είναι περίπου ένα προς δέκα, όχι ένα προς δύο.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Η χρονική αλλοίωση λόγω της μετάβασης.»
«Ακριβώς.»
Ο Άλρεζ τούς κοίταζε σαν να μιλούσαν στη Συμπαντική παρότι στην Οικουμενική μιλούσαν.
«Ο χρόνος εδώ πέρα,» του εξήγησε ο Τάμπριελ, «δεν κυλά όπως έξω. Για κάθε μία ώρα που περνάς εδώ, κάπου δέκα, έντεκα ώρες περνάνε στον έξω κόσμο.»
Ο Άλρεζ συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή, λείπουμε….»
«Ναι, λείπετε πολύ καιρό.»
«Πώς θα επιστρέψουμε, Μεγάλε Προφήτη;»
«Ψάχνοντας για την έξοδο. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.»
*
Ο Τάμπριελ ύφανε μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως και μια Μαγγανεία Πνευματικής Διαισθήσεως γύρω από τη σπηλιά προτού πέσει να κοιμηθεί. Αν κάποια υλική ή πνευματική οντότητα ζύγωνε, θα το καταλάβαινε αμέσως και θα ξυπνούσε.
Φυσικά, έβαλαν και φρουρούς: Ταργκάφλι και ναΐτες, εναλλάξ.
Το πρωί, βγήκαν από τη σπηλιά και ταξίδεψαν πάλι μέσα στις ζούγκλες, αναζητώντας τον δρόμο που θα τους επέστρεφε στη διάσταση απ’την οποία είχαν έρθει.
«Πόσο μεγάλος μπορεί να είναι αυτός ο κόσμος;» ρώτησε η Κελνίχηβ τον Τάμπριελ. «Μπορεί να είναι τόσο μεγάλος όσο ο δικός μας;»
«Δεν το νομίζω. Είναι, μάλλον, μια ενδοδιάσταση,» είπε εκείνος στη Συμπαντική, γιατί το Αριστερό Χέρι γνώριζε πλέον τα βασικά αυτής της γλώσσας. «Και οι ενδοδιαστάσεις είναι, κατά κανόνα, μικρότερες από τις διαστάσεις μέσα στις οποίες βρίσκονται.»
Η Κελνίχηβ φάνηκε να μην έχει πρόβλημα να τον καταλάβει.
«Υπάρχουν ενδοδιαστάσεις,» συνέχισε ο Τάμπριελ, «που δεν είναι μεγαλύτερες από ένα δωμάτιο. Μπορεί, επομένως, τούτη εδώ να μην είναι μεγαλύτερη από την πόλη της Φέντινκεχ.»
Το βασικό πρόβλημα, όμως, δεν ήταν η έκταση της διάστασης αλλά η μορφολογία της. Ήταν δύσκολο να οδοιπορείς μέσα στη βλάστηση και πάνω στις στενές γέφυρες και στα μονοπάτια, δίπλα από επικίνδυνα χάσματα, ενώ αιμοβόρα θηρία παραφυλούσαν παντού.
Σε κάποια στιγμή, ένα αιλουροειδές με τέσσερα μάτια τούς χίμησε, αλλά, αφού η Ανταρλίδα και ένας Ταργκάφλι το τραυμάτισαν από μία φορά ο καθένας, υποχώρησε μες στη βλάστηση.
Λίγο παρακάτω, καθαρίζοντας μούσκλια και αναρριχητικά φυτά, βρήκαν μια μεταλλική πλάκα σαν αυτή που είχαν συναντήσει και πριν. Χαράγματα σε μια άγνωστη γλώσσα υπήρχαν επάνω της.
«Θα μπορούσαν να είναι κατευθύνσεις;» είπε η Βερόνικα.
«Αν είναι κατευθύνσεις, δεν μπορούμε να τις καταλάβουμε,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα.
Μετά από αρκετή απόσταση, κοντά σ’έναν καταρράκτη, βρήκαν ακόμα μία παρόμοια μεταλλική πλάκα αφού καθάρισαν τη βλάστηση από πάνω της.
«Κάποιοι έφτιαξαν αυτό το μέρος,» υπέθεσε ο Πολ. «Αυτή τη ζούγκλα. Έτσι νομίζω.»
«Οι Αρχαίοι πιθανώς,» είπε ο Τάμπριελ.
«Οι πλάκες πρέπει νάναι οδοδείκτες.»
«Ίσως. Αλλά, όπως είπε πριν η Ανταρλίδα, δεν μπορούμε να τους καταλάβουμε.»
Καθώς το μεσημέρι πλησίαζε, ο Πολ ήρθε πάλι κοντά στον Τάμπριελ και του είπε χαμηλόφωνα: «Οι νεκροί μάς καθυστερούν. Καλύτερα να τους αφήσουμε.»
«Όχι. Θα τους επιστρέψω στη διάστασή τους, για να κηδευτούν σύμφωνα με τα έθιμά τους.»
«Το πρόβλημα, όμως, είναι, αρχηγέ, ότι δεν θα επιστρέψουμε εμείς στη διάστασή τους αν δεν είμαστε αρκετά γρήγοροι!»
«Θα το δούμε.»
Λίγη ώρα μετά από αυτή την κουβέντα έφτασαν σ’ένα μικρό ξέφωτο που στο κέντρο του υπήρχε μια λίμνη. Το νερό της, όμως, δεν ήταν όπως τα άλλα νερά που είχαν δει στην ενδοδιάσταση. Ήταν ημιδιαφανές και γυάλιζε παράξενα, σχεδόν σαν μέταλλο. Γύρω από τη λίμνη ξεπρόβαλλαν τέσσερις ψηλές, κυρτές, μεταλλικές στήλες με λαξεύματα επάνω, τα οποία θύμιζαν τα λαξεύματα στις άλλες πλάκες που είχαν δει ώς τώρα. Οι κυρτώσεις των στηλών ήταν προς τη λίμνη, τα λαξεύματα από την άλλη μεριά.
«Τι έχουμε εδώ;…» μουρμούρισε ο Πολ.
«Δε νομίζω νάναι πόσιμο,» είπε η Ανταρλίδα.
«Σώπα.»
«Δεν είναι νερό μέσα στη λίμνη,» είπε ο Τάμπριελ. Και ύφανε ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως. «Ναι, όπως το περίμενα. Είναι ενέργεια, σε υγρή μορφή. Ενέργεια παρόμοια μ’αυτή στα μάτια της λαξευτής κεφαλής επάνω στη φερίλια πόρτα της Πύλης του Μαράνχαλωμ.»
«Μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε για να ενεργοποιήσουμε μηχανήματα;» ρώτησε ο Πολ.
«Δεν ξέρω. Δεν είναι σαν τις ενεργειακές μορφές που χρησιμοποιούμε στο Γνωστό Σύμπαν.»
«…Γιατί κάποιος νάχει αφήσει μια λίμνη ενέργειας μέσα στη ζούγκλα;» μουρμούρισε ο Πολ σαν να αναρωτιόταν φωναχτά, μοιάζοντας να μιλά περισσότερο στον εαυτό του παρά στους υπόλοιπους.
Η Ανταρλίδα έκοψε ένα φύλλο και το πέταξε στη λίμνη. Το φύλλο διαλύθηκε μέσα σε καπνό και αφρούς. «Δεν είναι ακίνδυνη, λοιπόν…»
Ο Τάμπριελ είπε στον Πολ: «Μπορεί να ήθελαν να διατηρήσουν κρυφά κάποια αποθέματα.»
«Οι Αρχαίοι;»
«Δε μου έρχεται κανένας άλλος στο μυαλό. Και έχω την αίσθηση ότι η πύλη για την επιστροφή δεν θα είναι μακριά από εδώ. Ψάξτε γύρω-γύρω,» είπε στους συντρόφους του.
Και αποδείχτηκε σωστός. Μετά την αντικρινή όχθη της λίμνης, πίσω από τη βλάστηση, υπήρχε μια πόρτα σαν αυτή της Πύλης του Μαράνχαλωμ, αν και λίγο πιο μικρή. Ήταν καμωμένη από φερίλιο και είχε επάνω της λαξεμένο το κεφάλι ενός τίγρη. Στα μάτια του υπήρχε η ίδια μορφή ενέργειας – όχι σε ρευστή μορφή, φυσικά.
Οι Ταργκάφλι και οι ναΐτες έκοψαν τις φυλλωσιές, τα κλωνάρια, και τα αναρριχόμενα φυτά που σκέπαζαν την πόρτα.
«Πώς θα την ανοίξουμε;» είπε ο Έλνεφριζ. «Η Πύλη του Μαράνχαλωμ στον κόσμο μας άνοιξε εξαιτίας της παράξενης καταιγίδας…»
«Τα πράγματα εδώ ίσως να μην είναι τόσο δύσκολα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Εξάλλου, μου φαίνεται ότι κάποιος ήθελε να κρατήσει τους άλλους έξω από αυτό το μέρος, όχι να φυλακίσει κάτι εδώ.»
Αυτή τη φορά, όμως, δεν είχε δίκιο. Δεν μπορούσαν ν’ανοίξουν τη δίφυλλη πόρτα, είτε την έσπρωχναν είτε την τραβούσαν.
Κι όταν πήγαν να την κοιτάξουν από πίσω, είδαν ότι ήταν ίδια όπως και από μπροστά, ακριβώς σαν την Πύλη του Μαράνχαλωμ.
«Κάτι συμβαίνει με την ενέργεια στα μάτια της κεφαλής,» υπέθεσε ο Πολ. «Αυτή είναι που πρέπει να την κρατά κλειστή.»
Ναι, σκέφτηκε ο Τάμπριελ καθίζοντας σ’έναν πεσμένο κορμό, ίσως νάχεις δίκιο. Μάλλον έχεις δίκιο. Τι μπορούμε να κάνουμε, λοιπόν;
Χρειαζόμαστε έναν Ερευνητή τώρα, μα τις Λάμιες!
Ερευνητή, όμως, δεν είχαν· έπρεπε να λύσουν αυτό το αίνιγμα μόνοι τους.
Ο Τάμπριελ έψαξε στη μνήμη του για εικόνες που είχε «δει»… Υπήρχε αυτή η ζούγκλα ανάμεσά τους;… Ναι, νόμιζε ότι υπήρχε: Πυκνή βλάστηση, πανύψηλα δέντρα, άβυσσοι… Αλλά όχι κι η πύλη.
Έμπηξε το ραβδί του στο μαλακό χώμα. Αν όλα τούτα τα έφτιαξαν οι Αρχαίοι, τότε μόνο ένας απ’αυτούς θα μπορούσε να μας πει πώς ν’ανοίξουμε! σκέφτηκε οργισμένα.
Και το βλέμμα του έπεσε στην πορφυρή σφαίρα στην κορυφή του ραβδιού, και στη σκιά που φαινόταν να αργοκινείται εντός της. Ο Μέγας Ιεράρχης… Ένας απ’τους Αρχαίους… Αλλά δεν μπορώ να επικοινωνήσω άμεσα μαζί του, όχι όπως με άλλους φυλακισμένους θεούς και δαίμονες. Εκείνος, όμως, πρέπει να ήξερε πώς να ανοίξει την πύλη. Μπορεί, μάλιστα, με κάποιο τρόπο, οι Αρχαίοι να έλεγχαν άμεσα αυτή την ενέργεια, όπως οι μάγοι του Γνωστού Σύμπαντος έκαναν ξόρκια.
Οι παλιές συνήθειες… Τα παλιά ένστικτα… Πεθαίνουν; Συνήθως όχι.
Ο Τάμπριελ σηκώθηκε από τον κορμό όπου είχε καθίσει και βάδισε προς την πύλη.
Τα μάτια όλων – που οι περισσότεροι είχαν επίσης καθίσει – στράφηκαν επάνω του.
«Τι πας να κάνεις;» ρώτησε ο Πολ.
Ο Τάμπριελ δεν του απάντησε. Στάθηκε μπροστά στην κλειστή πύλη. Μπορεί να καταστρέψω κάτι αφάνταστα πολύτιμο, τώρα… Ήταν αναποφάσιστος. Πώς αλλιώς, όμως, θα φύγουμε από εδώ;
Πρέπει να το επιχειρήσω.
Έκανε ένα βήμα όπισθεν. Έφερε το ραβδί του μπροστά. Και έβαλε την πορφυρή σφαίρα μέσα στο αριστερό μάτι της λαξευτής τιγροκεφαλής.
Ένα ξαφνικό φφφφζζζζζζζζζ αντήχησε· ενεργειακές σπίθες πετάχτηκαν· και ο Τάμπριελ αισθάνθηκε μια δύναμη να διατρέχει το ραβδί και να τον χτυπά.
Κραυγάζοντας τινάχτηκε πίσω, και σωριάστηκε.
«Τάμπριελ!» Η φωνή της Ανταρλίδας.
Ο Τάμπριελ ένιωθε μουδιασμένος. Το ραβδί είχε φύγει απ’το χέρι του, και μέσα από τα θολωμένα του μάτια είδε ότι έμοιαζε να αιωρείται. Η πορφυρή σφαίρα βρισκόταν μέσα στο μάτι του τίγρη, και το στέλεχος του ραβδιού ήταν στον αέρα.
Ο Άνθιμος’νιρ βοήθησε τον Τάμπριελ να σηκωθεί. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε.
«Έτσι… έτσι νομίζω.»
Η πύλη άνοιξε, και το ραβδί έπεσε στη γη.
Μέσα της, μια δίνη φαινόταν. Αμέτρητα πράσινα και χρυσαφιά χρώματα, που έμοιαζαν στον Τάμπριελ να περιστρέφονται αντίθετα απ’ό,τι στην Πύλη του Μαράνχαλωμ.
Ο δρόμος της επιστροφής.
Προσπάθησε να βαδίσει για να πάει να πιάσει το ραβδί του, αλλά παραπάτησε.
Ο Άνθιμος τον συγκράτησε, και άρθρωσε κάποιο ξόρκι.
«Τι είναι;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Εντάξει,» αποκρίθηκε εκείνος. «Δε φαίνεται να έχεις πάθει τίποτα. Απλά ζαλισμένος είσαι.»
Ένας Ταργκάφλι έπιασε το ραβδί του Τάμπριελ από κάτω και του το έδωσε.
«Μπορούμε να επιστρέψουμε τώρα;» ρώτησε η Κελνίχηβ.
«Μάλλον,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
Ο ένας μετά τον άλλο άρχισαν να μπαίνουν στη δίνη.
Και ο ένας μετά τον άλλο βγήκαν από την Πύλη του Μαράνχαλωμ, για να ανακαλύψουν ότι, ύστερα από μέρες που έλειπαν, ακόμα τους περίμεναν. Ο Πρώτος Αρχιερέας του Μαράνχαλωμ ήταν εδώ· το ίδιο και ο Ναρχάεζ, το Δεξί Χέρι του Θρόνου, και ο Καλέφραζ, και οι Ταργκάφλι φυσικά. Η Βασίλισσα Παμράνεχ, όμως, είχε φύγει πριν από τρεις ημέρες, μαζί με τον Χάλρεοκ, γιατί είχε θεωρήσει ότι δεν μπορούσε να λείπει τόσο καιρό από τη Φέντινκεχ.
Στον καταυλισμό έξω από την Πύλη του Μαράνχαλωμ, η διάθεση γρήγορα έγινε εορταστική.
Αφού ο Μεγάλος Προφήτης μάς διηγήθηκε τα όσα συνέβησαν πέρα από την Πύλη του Μαράνχαλωμ και μας εξήγησε τι υπάρχει πίσω από αυτήν, λύσαμε τον καταυλισμό μας και ταξιδέψαμε προς τη Φέντινκεχ. Και, καθώς ταξιδεύαμε, σκεφτόμουν πόσο θα λυπόταν η Γιλράνιχ για τον θάνατο του Ερβάδαζ. Η απώλειά του ήταν, πραγματικά, μεγάλο πλήγμα, όχι μόνο για τη σύζυγό του αλλά και για ολόκληρο το Τάρσαζ, νομίζω.
Όταν φτάσαμε στη Φέντινκεχ, η Βασίλισσά μας καταχάρηκε που ξαναείδε τον Μεγάλο Προφήτη, τον Πρωθιερέα, και τους υπόλοιπους, ομολογώντας πως πολλές φορές είχε σκεφτεί ότι ίσως είχαν χαθεί για πάντα. Επίσης, έδειξε κι εκείνη να λυπάται πολύ για τον θάνατο του Ερβάδαζ. Ευχαρίστησε τον Τάμπριελ που είχε φέρει μαζί του το πτώμα του Δεύτερου Υπασπιστή και δεν το είχε αφήσει στις ζούγκλες πέρα από την Πύλη.
Η κηδεία του Ερβάδαζ λαρ Έλνεφριζ έγινε με όλες τις τιμές που του αναλογούσαν.
Και τώρα, όφειλε να ξεκινήσει η αναζήτηση για τις διαστασιακές διόδους που ο Μεγάλος Προφήτης πίστευε ότι θα είχαν δημιουργηθεί με το άνοιγμα της διάστασής μας. Η Βασίλισσά μας τον ρώτησε για τι ακριβώς έπρεπε να ψάξουμε, αλλά εκείνος αποκρίθηκε ότι οι Ιεράρχες είχαν ήδη αρχίσει να ψάχνουν, και όταν το έβρισκαν θα το καταλάβαιναν. Δεν ήταν κάτι σαν την Πύλη του Μαράνχαλωμ αυτό που αναζητούσαμε, μας εξήγησε ο Τάμπριελ· συνήθως, όταν περνούσες μια διαστασιακή δίοδο, έβλεπες την πραγματικότητα να αλλοιώνεται γύρω σου και, μετά, βρισκόσουν σε άλλη διάσταση.
Και μόνο οι Ιεράρχες μπορούν να το δουν αυτό; τον ρώτησε η Βασίλισσά μας.
Ασφαλώς και όχι, αποκρίθηκε εκείνος. Οι Ιεράρχες, όμως, είναι σε συνεχή επαφή ο ένας με τον άλλο, και σε συνεχή επαφή με εμένα· επομένως μπορούμε να συγχρονίζουμε καλύτερα τις κινήσεις μας. Αν θέλετε να στείλετε και κάποιους δικούς σας ανθρώπους να αναζητήσουν τις διόδους, μπορείτε βέβαια να το κάνετε, αλλά δεν νομίζω να έχει μεγάλη επιτυχία η αναζήτησή τους. Το ίδιο είπα και στον Βασιληά Νάριντρικ όταν με ρώτησε.
Η Βασίλισσά μας τον ατένισε συνοφρυωμένη. Μα δεν πήγες στο Ώσρανοκ! είπε.
Του μίλησα μέσω των Ιεραρχών, της εξήγησε ο Μεγάλος Προφήτης.
Τελικά, όμως, δεν ήταν οι Ιεράρχες που βρήκαν την πρώτη διαστασιακή δίοδο του κόσμου μας…
*
* * *
*
Το πελώριο γκρίζο πουλί φτερούγιζε πάνω από το Βασιλικό Παλάτι της Φέντινκεχ, μέσα στο απογευματινό φως του φθινοπώρου. Οι φρουροί στις επάλξεις ύψωσαν τα τουφέκια τους, σημαδεύοντάς το, περιμένοντας να δουν ποιες ήταν οι διαθέσεις του. Θα επιτιθόταν;
Ορισμένοι έτρεξαν να ειδοποιήσουν τη Βασίλισσα και το Δεξί Χέρι του Θρόνου.
Και δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν δει το γιγάντιο πουλί από το εσωτερικό του παλατιού, κοιτάζοντας από παράθυρα ή πόρτες που έβγαζαν σε εξώστες.
«Μην πυροβολήσετε!» αντήχησε μια φωνή. Και οι φρουροί στις επάλξεις στράφηκαν και είδαν τον Προφήτη να στέκεται στην οροφή ενός πύργου του παλατιού, με τον άνεμο να κάνει τα κατάλευκα μαλλιά του να κυματίζουν. Στο δεξί του χέρι ήταν, ως συνήθως, το μακρύ ραβδί του με την πορφυρή σφαίρα στην κορυφή.
Το πελώριο πουλί έκρωξε και γύρισε απότομα το κεφάλι του, κάνοντας το μεγάλο, κόκκινο λοφίο του να τρανταχτεί. Ατένισε τον Τάμπριελ και πέταξε προς το μέρος του.
Προσγειώθηκε πάνω στον πύργο όπου εκείνος στεκόταν, και μάζεψε τις γιγάντιες φτερούγες του.
«Για μένα ήρθες, λοιπόν,» είπε ο Τάμπριελ, «όπως το φαντάστηκα.» Είχε δει το πτηνό από ένα παράθυρο των διαμερισμάτων του και είχε αμέσως αρχίσει ν’ανεβαίνει προς την οροφή ενός από τους πύργους του παλατιού· γιατί ποτέ άλλοτε το πουλί δεν πλησίαζε τόσο τις πόλεις: προτιμούσε να πετά πάνω από την ύπαιθρο, πάνω από τα βουνά, τα δάση, και τους κάμπους. Ο ερχομός του εδώ δεν μπορεί να ήταν τυχαίος.
Το πουλί έκρωξε και κατέβασε το κεφάλι του.
Θέλει να ανεβώ στη ράχη του, συμπέρανε ο Τάμπριελ, και βάδισε προς το μέρος του.
«Τι συμβαίνει;» Η φωνή της Ανταρλίδας. Από πίσω του.
Ο Τάμπριελ κοντοστάθηκε, και στράφηκε να την ατενίσει.
Η Ανταρλίδα είχε μόλις φτάσει στην κορυφή του πύργου, ντυμένη μ’ένα γαλάζιο φόρεμα με εφαρμοστά μανίκια και ψηλό γιακά. Τα ξανθά της μαλλιά ανέμιζαν εδώ πάνω, συγκρατημένα μόνο από μια μαύρη, κοκάλινη χτένα. Το σπασμένο πόδι της είχε πλέον δέσει, και δεν είχε πρόβλημα να το κινεί όπως παλιά. Δεν βρισκόταν στα διαμερίσματά τους όταν ο Τάμπριελ είχε ατενίσει το πουλί και είχε αρχίσει ν’ανεβαίνει στον πύργο· πρέπει, όμως, να είχε μάθει πού πήγε ο Προφήτης από τους φρουρούς που τον είχαν δει στους διαδρόμους και στις σκάλες του παλατιού. Και είχε, φυσικά, τρέξει αμέσως να τον προλάβει.
«Νομίζω,» είπε ο Τάμπριελ, «ότι ο φίλος μας έχει κάτι να μας δείξει. Θα έρθεις;»
Η Ανταρλίδα πλησίασε καθώς εκείνος ανέβαινε στη ράχη του γιγάντιου πουλιού, και ανέβηκε πίσω του σηκώνοντας τη φούστα του γαλανού φορέματός της.
Το πτηνό άνοιξε τις πελώριες γκρίζες φτερούγες του, τις χτύπησε, και υψώθηκε στους ουρανούς, πάνω από τη Φέντινκεχ, πετώντας προς τα βορειοανατολικά.
Πέρασαν από μικρές πόλεις και χωριά της υπαίθρου του Τάρσαζ, από τις ανατολικές όχθες της λίμνης Σάρφεχ, από χωράφια και λοφότοπους και από περισσότερα χωριά και μικρές πόλεις· πέρασαν από τα Δάση των Απόηχων και προσγειώθηκαν στην ανατολική όχθη του ποταμού Σάρηακ, έξω από τα σύνορα του Τάρσαζ και στις παρυφές των Βόρειων Δασών.
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα κατέβηκαν από τη ράχη του πουλιού, νιώθοντας μουδιασμένοι και ξεπαγιασμένοι από τον φθινοπωρινό άνεμο, γιατί, όπως το υπολόγιζαν, πρέπει να είχαν περάσει κάπου δύο ώρες πτήσης.
«Τι είναι εδώ πέρα;» είπε η Ανταρλίδα κοιτάζοντας ολόγυρα. Το φως της ημέρας τελείωνε· το λυκόφως χρωμάτιζε τα πάντα κοκκινωπά.
Το πουλί έκρωξε και έσκυψε για να πιει νερό από τον Σάρηακ.
«Δε νομίζω ότι είμαστε ακόμα στον προορισμό μας,» είπε ο Τάμπριελ. «Μάλλον σταμάτησε εδώ για να ξεκουραστεί – και αυτό και εμείς.»
Η Ανταρλίδα έτριψε τους βραχίονές της. «Καλύτερα να είχαμε πάρει, τουλάχιστον, καμια κάπα μαζί μας προτού ξεκινήσουμε.»
Ο Τάμπριελ ένευσε, και είπε: «Πολύ αργά τώρα.»
Η Ανταρλίδα τού έκανε νόημα να την ακολουθήσει, και πήγαν να καθίσουν κάτω από ένα απ’τα ψηλά δέντρα των Βόρειων Δασών το οποίο έκοβε λιγάκι τον άνεμο.
«Πού νομίζεις ότι μας οδηγεί;» ρώτησε η Ανταρλίδα, καθώς είχαν αγκαλιαστεί για ζεστασιά.
Ο Τάμπριελ κοίταζε το γιγάντιο πουλί, που βάδιζε στις όχθες του ποταμού, προς τα νότια, μοιάζοντας ν’αναζητά κάτι – θήραμα, μάλλον. «Εξαρχής ήθελε να φύγει από δω. Ίσως να μας πηγαίνει σε κάποια διαστασιακή δίοδο.»
Η Ανταρλίδα γέλασε. «Δεν την έχουν βρει οι Ιεράρχες τόσο καιρό, και θα τη βρει αυτό το πτηνό;»
«Γιατί όχι; Ίσως να μπορεί να τη διαισθανθεί κάπως.»
«Ίσως.»
«Δε μπορώ να σκεφτώ κανέναν άλλο λόγο γιατί να μας θέλει μαζί του. Μπορείς να σκεφτείς εσύ;»
«Όχι. Εκτός αν θέλει παρέα εκεί πάνω, στο κόκκινο άστρο.»
Μετά από λίγο, το αγκάλιασμα τούς είχε οδηγήσει σε φιλιά, και τα χέρια του Τάμπριελ ήταν κάτω από τη φούστα της Ανταρλίδας, κατεβάζοντας τις ψηλές κάλτσες της και χαϊδεύοντας τα γόνατα και τους μηρούς της.
Το κρώξιμο του γκριζόφτερου πουλιού τούς έκανε και τους δύο να στραφούν προς τον ποταμό Σάρηακ. Επάνω στο ράμφος του υπήρχαν αίματα, καθώς κι επάνω στο πρόσωπό του· πρέπει να είχε φάει. Και είχε, αναμφίβολα, αποφασίσει πως ήταν ώρα να συνεχίσουν την πτήση τους.
Σηκώθηκαν από εκεί όπου είχαν καθίσει, και η Ανταρλίδα τράβηξε πάνω τις κάλτσες της και τις έδεσε. Πλησίασαν το γιγάντιο πτηνό και σκαρφάλωσαν στη ζεστή ράχη του. Εκείνο χτύπησε τις φτερούγες του και υψώθηκαν πάλι στον ουρανό.
«Εκτός από κάπες, έπρεπε να είχαμε πάρει και όπλα μαζί μας,» είπε η Ανταρλίδα. «Ίσως εκεί όπου θα μας πάει να υπάρχει κίνδυνος.»
Ο Τάμπριελ έμεινε σιωπηλός.
Το πουλί τούς πέταξε πάνω από τα Βόρεια Δάση, με βορειοανατολική κατεύθυνση ξανά, και πέρασαν από τον ποταμό Κις-χαρ Ιχ και την Καρέσλι, τη βορειότερη πόλη των Ταργκάφλι, που οι πανάρχαιες πολυκατοικίες της θύμιζαν σκελετώδη φαντάσματα μέσα στη νύχτα. Συνέχισαν να πετάνε και έφτασαν κοντά στα ψηλά βουνά της Οροσειράς των Πάγων, όπου ο άνεμος ήταν πιο παγερός από πριν και τους κοκάλωσε και τους δύο.
Καταραμένο πουλί! σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Δε θα έπρεπε, κάπως, να μας είχε προειδοποιήσει ότι θα μας πήγαινε σε τόσο κρύα μέρη;
Η πτήση τους κοντά στα βουνά κράτησε καμια ώρα και, μετά, το πουλί πέρασε ανάμεσα από δύο βουνοπλαγιές και προσγειώθηκε σ’ένα οροπέδιο όπου ο άνεμος έκοβε λίγο.
Η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ κατέβηκαν απ’τη ράχη του. Το τοπίο φωτιζόταν μόνο από τα δύο φεγγάρια, τον Πράσινο και τον Ιώδη, και οι λεπτομέρειές του ήταν κρυμμένες στα σκοτάδια.
Το πουλί έκρωξε, και βάδισε γρήγορα προς μια συγκεκριμένη μεριά. Εκείνοι το ακολούθησαν κι έφτασαν μπροστά σ’ένα πέρασμα των βουνών που ήταν κατηφορικό με κάπως απότομο τρόπο και καλυπτόταν από ομίχλες που μονάχα ως παράξενες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, αφού δεν υπήρχαν παρόμοιες πουθενά τριγύρω.
Το πουλί έκρωξε πάλι, όπως ένας εξερευνητής που έχει, περήφανα, ανακαλύψει κάτι σημαντικό.
«Διαστασιακή δίοδος,» είπε ο Τάμπριελ με τρεμάμενη, από το κρύο, φωνή.
«Είσαι σίγουρος;»
«Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να μάθουμε… Επιπλέον, το έχω ‘δει’.»
«Έχεις δει ότι είναι δίοδος;»
«Έχω δει αυτό το μέρος, Ανταρλίδα. Το κατηφορικό πέρασμα με τις ομίχλες.
»Πάμε,» είπε ξεκινώντας να βαδίζει πρώτος.
Η Μαύρη Δράκαινα τον ακολούθησε, μισώντας το γεγονός ότι αισθανόταν το σώμα της τόσο κοκαλωμένο. Προτιμούσε να είναι γρήγορη και ευλύγιστη.
Οι ομίχλες, σύντομα, τους τύλιξαν, κρύβοντας καθετί άλλο γύρω τους. Θα μπορούσαν να βάδιζαν οπουδήποτε τώρα: σ’ένα βουνίσιο πέρασμα, σε μια υπόγεια σήραγγα, σε μια πεδιάδα, στην κορφή ενός λόφου. Και συγχρόνως, ένας θόρυβος σαν από άνεμο άρχισε να γεμίζει τ’αφτιά τους, ολοένα και ισχυρότερος· άνεμος, όμως, δεν φυσούσε εδώ: πλήρης άπνοια επικρατούσε. Ο Τάμπριελ κι η Ανταρλίδα ένωσαν τα χέρια τους, πλέκοντας τα δάχτυλά τους, από φόβο μη χαθούν. Οι ομίχλες ολόγυρά τους φωτίστηκαν από ένα φως που δεν το δικαιολογούσε η ακτινοβολία του Πράσινου ή του Ιώδη· ήταν ένα φως αχνό, γκρίζο, ονειρικό. Και η καταχνιά κινιόταν τώρα με αλλόκοτους τρόπους, σχηματίζοντας οφιοειδείς μορφές και γραμμές οι οποίες έμοιαζαν να έχουν βγει από τον χάρτη κάποιου παράφρονα χαρτογράφου. Ο θόρυβος που ήταν σαν άνεμος είχε δυναμώσει. Είχε πλημμυρίσει το κεφάλι τους.
Και μετά, η ομίχλη πήρε πιο στέρεα μορφή… και πιο στέρεα… και πιο στέρεα… ώσπου μετατράπηκε στα τοιχώματα μιας σπηλιάς, επάνω στα οποία υπήρχαν παράξενα χαράγματα που φαίνονταν φυσικά. Επίσης, το μέρος φωτιζόταν από μια αχνή, γκρίζα ακτινοβολία χωρίς φανερή πηγή προέλευσης.
«Φτάσαμε…» μουρμούρισε ο Τάμπριελ. Και κοίταξε πίσω, για να δει μήπως κι αυτή η δίοδος ήταν μονόδρομη, όπως στην Πύλη του Μαράνχαλωμ. Δεν πρέπει όμως να ήταν, γιατί αντίκρισε ένα κατηφορικό πέρασμα το οποίο τελείωνε σε απόλυτο σκοτάδι, που το γκρίζο φως αδυνατούσε να διαλύσει στο ελάχιστο.
Η Ανταρλίδα έριξε επίσης μια μάτια στο πέρασμα πίσω τους, κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα της μπροστά, σ’ένα άλλο πέρασμα της σπηλιάς, μισοκρυμμένο από σταλαγμίτες και σταλακτίτες. Δεν έμοιαζε να υπήρχε άλλη έξοδος, έτσι βάδισε προς τα εκεί· και ο Τάμπριελ την ακολούθησε.
Πέρασαν ανάμεσα από τους σταλαγμίτες και τους σταλακτίτες και μπήκαν στο πέρασμα, όπου δεν υπήρχε παράξενο γκρίζο φως άγνωστης προέλευσης. Μπορούσαν, όμως, ακόμα να βλέπουν από την ακτινοβολία στον προηγούμενο χώρο. Προχώρησαν προσεκτικά κατά μήκος του περάσματος, που δεν ήταν και τόσο μεγάλο, και γρήγορα έφτασαν στο σημείο που έστριβε. Από εκεί ξεκινούσε ένα άλλο πέρασμα, που στο πέρας του φαινόταν φως ημέρας. Συνέχισαν να προχωρούν, και δεν άργησαν να φτάσουν σε μια ακρογιαλιά γεμάτη πέτρες και βότσαλα που έτριζαν εύηχα κάτω από τα πόδια τους καθώς τα πατούσαν. Μέσα από το νερό της θάλασσας πελώριοι κοραλλιογενείς σχηματισμοί ξεπρόβαλλαν. Ορισμένα από τα κοράλλια έστρεψαν τους πλόκαμούς τους προς την Ανταρλίδα και τον Τάμπριελ, σαν να είχαν αντιληφτεί την παρουσία τους. Στον ουρανό, ένας δυνατός ήλιος φώτιζε· και εδώ δεν έκανε κρύο όπως στη διάσταση από την οποία είχαν έρθει. Ίσως να ήταν καλοκαίρι, ή άνοιξη.
«Αναγνωρίζεις σε ποια διάσταση είμαστε;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Όχι. Την αναγνωρίζεις εσύ;»
«Τσου.»
«Ίσως να μην είμαστε στο Γνωστό Σύμπαν, Ανταρλίδα. Ας ρίξουμε μια ματιά τριγύρω προτού επιστρέψουμε.»
Βάδισαν για κάποια ώρα, σαν να έκαναν έναν απλό περίπατο στην ακρογιαλιά. Μέχρι εκεί όπου μπορούσαν να δουν, ακτές απλώνονταν, γεμάτες βότσαλα, πέτρες, και κοράλλια. Σε πολλά σημεία η στεριά ενωνόταν με τη θάλασσα εξαιτίας μεγάλων κοραλλιογενών σχηματισμών. Μερικά θαλασσοπούλια πετούσαν, κρώζοντας κάπου-κάπου.
Άνθρωπος δεν φαινόταν.
Η Ανταρλίδα ανέβηκε πάνω σ’έναν ψηλό βράχο για να βιγλίσει μήπως υπήρχε καμια πόλη ή χωριό εδώ κοντά. Τίποτα, όμως. Το μέρος ήταν έρημο. Επίσης, κοιτάζοντας προς τη μεριά αντίθετα από την ακτή, είδε κι άλλη ακτή. Υπήρχε θάλασσα και από εκεί.
Υπήρχε θάλασσα προς κάθε κατεύθυνση.
Κατέβηκε από τον βράχο και το είπε στον Τάμπριελ.
«Να ψάξουμε κι άλλο,» τον ρώτησε, «ή να επιστρέψουμε;»
«Ας ψάξουμε λίγο ακόμα.»
«Κρίμα που το πουλί δεν είναι μαζί μας,» είπε η Ανταρλίδα καθώς βάδιζαν, απομακρυνόμενοι από τη θάλασσα. «Θα πετούσαμε και θα βλέπαμε τι γίνεται εδώ.»
«Δε νομίζω να μπορεί να βγει από τη σπηλιά μετά τη δίοδο, αλλιώς θα είχε ήδη έρθει.»
Η Ανταρλίδα ένευσε. «Γι’αυτό ειδοποίησε εμάς – επειδή μπορούμε να περάσουμε.»
Μετά από κάμποσο βάδισμα, συναντούσαν συνεχώς ακτές κι άλλες ακτές, όλο βότσαλα και κοράλλια. Εκτός από θαλασσοπούλια, είδαν μονάχα καβούρια και κάτι άλλα, παρόμοια μαλακόστρακα.
«Πεινάω,» είπε ο Τάμπριελ. «Να ψαρέψουμε;»
«Καθόλου άσχημη ιδέα. Θα πιάσω καβούρια. Θ’ανάψεις φωτιά;»
«Με ό,τι ξύλα καταφέρω να βρω.» Υπήρχαν κάποια μικρά θαλασσόδεντρα, αλλά δεν ήταν πολλά. «Είσαι σίγουρη ότι ξέρεις να πιάνεις καβούρια με τα χέρια σου και μόνο;»
«Μην ανησυχείς.»
«Όπως νομίζεις…»
Η Ανταρλίδα έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες της και πλησίασε το νερό.
Όταν ο Τάμπριελ είχε ανάψει φωτιά, επέστρεψε με έξι νεκρά καβούρια στη φούστα της.
«Οι πέτρες είναι αποτελεσματικά όπλα, αν ξέρεις πώς να τις χρησιμοποιήσεις,» είπε.
«Δε σε δάγκωσαν τα καβούρια;»
«Το γεγονός ότι σπάνια χαμογελάς με κάνει να μην καταλαβαίνω πότε αστειεύεσαι.»
Ο Τάμπριελ μειδίασε, θεατρικά.
«Έτσι είναι καλύτερα,» παρατήρησε η Ανταρλίδα.
Έψησαν τα καβούρια και έφαγαν, καθισμένοι στα βότσαλα. Κι οι δύο διψούσαν αλλά δεν υπήρχε νερό για να πιουν· το νερό της θάλασσας ήταν αλμυρό και απλά θα τους έκανε να διψάσουν περισσότερο.
Τελειώνοντας το φαγητό τους, ο Τάμπριελ ύφανε μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω τους και ξάπλωσαν να κοιμηθούν, γιατί ήταν πολύ κουρασμένοι από το ταξίδι τους πάνω στο γιγάντιο πουλί.
Όταν ξύπνησαν ήταν απόγευμα, και είδαν ένα μεγάλο καβούρι να τους ατενίζει από απόσταση. Λίγο πιο κοντά αν είχε έρθει, θα είχε ενεργοποιήσει τη μαγγανεία του Τάμπριελ, την οποία εκείνος τώρα διέλυσε με μια απλή βουλητική προσταγή.
«Μπορείς να επικοινωνήσεις με τους Ιεράρχες εδώ;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα, από περιέργεια.
Ο Τάμπριελ το επιχείρησε, και είπε: «Όχι. Είναι σα να μην υπάρχουν.»
«Θα επιστρέψουμε, τώρα;»
«Δε βλέπω τι άλλο μένει να κάνουμε. Θα αφυδατωθούμε εδώ πέρα, αν μείνουμε περισσότερο.»
Η Ανταρλίδα ένευσε. «Κι ας ελπίσουμε ότι το πουλί θα μας περιμένει στην άλλη μεριά της διόδου.»
Επέστρεψαν στη σπηλιά απ’όπου είχαν έρθει και βάδισαν προς το κατασκότεινο πέρασμα. Το σκοτάδι γρήγορα μετατράπηκε σε ομίχλη που έκανε παράξενους σχηματισμούς εντός της· και εκείνος ο θόρυβος σαν από άνεμο ακούστηκε ξανά, ολοένα και δυνατότερος. Οι σχηματισμοί της ομίχλης σταδιακά διαλύθηκαν, κάνοντάς τη να μοιάζει πιο συνηθισμένη, και ο ήχος ελαττώθηκε ώσπου έπαψε τελείως. Το πέρασμα των βουνών άρχισε να διακρίνεται γύρω τους, ανηφορικό· και όταν βγήκαν από αυτό, βρέθηκαν πάλι στο οροπέδιο.
Το πουλί δεν ήταν εδώ.
«Τα κέρατα του Κάρτωλακ!» καταράστηκε η Ανταρλίδα. «Έφυγε, το άθλιο!»
Και το κρύο εξακολουθούσε να είναι δυνατό. Επίσης, ήταν ακόμα νύχτα. Αυτό σήμαινε πως είτε είχε περάσει εδώ πολύ λίγος χρόνος όσο βρίσκονταν στην άλλη διάσταση, ή είχε περάσει τόσο πολύς χρόνος που είχε έρθει η επόμενη νύχτα – ή, ακόμα χειρότερα, η μεθεπόμενη.
«Ας το περιμένουμε,» είπε ο Τάμπριελ.
«Να το περιμένουμε;» μούγκρισε η Ανταρλίδα.
«Τι καλύτερο έχεις να προτ–;»
Φτερουγίσματα ακούστηκαν, τότε.
Ύψωσαν κι οι δύο το βλέμμα τους και είδαν το γιγάντιο πουλί να έρχεται για να προσγειωθεί κοντά τους.
«Δε μας ξέχασε τελικά,» είπε ο Τάμπριελ στην Ανταρλίδα.
Και, απρόσμενα, κάτι φάνηκε να ξεπροβάλλει μέσα από το έδαφος των βουνών. Κάτι σαν μικρός λόφος, που έγινε αμέσως μακρύ όπως ένα φίδι. Τα μάτια του φώτιζαν κατάλευκα. Το στόμα που άνοιξε ήταν πελώριο και φανερά δυσανάλογο του κεφαλιού του – τερατομορφικό.
Ο Χθόνιος Θάνατος.
«Η δίοδος τράβηξε κι άλλους, λοιπόν,» είπε ο Τάμπριελ, ανεβαίνοντας γρήγορα στη ράχη του πουλιού μαζί με την Ανταρλίδα.
Το γιγάντιο πτηνό – βγάζοντας μια δυνατή κραυγή, σαν να ήθελε να τρομάξει τον Χθόνιο Θάνατο – χτύπησε τις φτερούγες του και υψώθηκε στον αέρα. Έκανε έναν κύκλο πάνω απ’το οροπέδιο, πέρασε πάλι ανάμεσα από τις δύο βουνοπλαγιές, και έφυγε.
Οργανώθηκαν αποστολές για την εξερεύνηση της διάστασης που βρήκε ο Μεγάλος Προφήτης, την οποία ονομάσαμε Κοράλλη, διότι ήταν γεμάτη κοράλλια και κοραλλιογενείς σχηματισμούς. Η αρχική δυσκολία που αντιμετωπίσαμε ήταν να φτάσουμε στο οροπέδιο όπου βρισκόταν η διαστασιακή δίοδος. Δεν αργήσαμε, όμως, να βρούμε ένα πέρασμα που οδηγούσε εκεί και να μπούμε στην Κοράλλη. Στην πρώτη αποστολή, η Βασίλισσα Παμράνεχ πήγε μαζί με τους υπόλοιπους, όπως κι εγώ ο ίδιος, διότι επιθυμούσα να δω με τα μάτια μου την καινούργια διάσταση, να δω πώς θα ήταν. Ανακάλυψα ότι δεν ήταν και τόσο τραγικά διαφορετική από τη δική μας διάσταση. Ο αέρας της, ο ουρανός της, ο ήλιος της έμοιαζαν πολύ με τους αντίστοιχους δικούς μας· η γεωγραφία της, φυσικά, δεν είχε καμία σχέση. Και ούτε και το μέγεθός της, όπως ανακαλύψαμε. Ήταν, ουσιαστικά, ένα πολύ μεγάλο νησί, περιστοιχισμένο από άγριες, ατελείωτες θάλασσες. Τριγύρω υπήρχαν μόνο μερικά άλλα, μικρότερα νησιά, τα οποία βρήκαμε αφού καταφέραμε να φέρουμε, μέσα από τη δίοδο, υλικά για την κατασκευή βαρκών.
Η Κοράλλη, σε αντίθεση με τη διάστασή μας, έχει τρία φεγγάρια, και είναι όλα τους γαλανά. Και ο χρόνος εκεί κυλά πιο γρήγορα: για κάθε μία ώρα που περνά στη διάστασή μας, στην Κοράλλη περνάνε περίπου δύο ώρες και είκοσι λεπτά.
Στην αρχή, δεν μπορούσαμε να βρούμε καμία διαστασιακή δίοδο στην Κοράλλη. Η διάσταση έμοιαζε να είναι, συγχρόνως, πολύ μικρή (ένα κομμάτι γης μονάχα) και ατέρμονη (οι θάλασσες έφταναν ώς εκεί όπου έβλεπε το μάτι μας). Και είχαμε λιγάκι απογοητευτεί. Είναι και η Κοράλλη «απομονωμένη» όπως η δική μας διάσταση; ρώτησα τον Μεγάλο Προφήτη. Αλλά εκείνος μού απάντησε ότι, μάλλον, δεν είχαμε ακόμα βρει τη δίοδο, αυτό ήταν όλο.
Μετά, ο Πολ24 πρότεινε να βουτήξουμε κάτω απ’το νερό της Κοράλλης, μήπως εκεί υπήρχε κάποια δίοδος. Ο Τάμπριελ συμφώνησε, έτσι οργανώθηκαν αποστολές κατάδυσης, στις οποίες συμμετείχαν η Ανταρλίδα, ο Πολ, η Ζίθρα25, και άνθρωποι από τη διάστασή μας που ήταν έμπειροι βουτηχτές. Η Ανταρλίδα μάς έδειξε πώς να φτιάχνουμε αναπνευστήρες και φιάλες αέρος, για να μπορούμε ν’αντέξουμε πιο πολλή ώρα κάτω απ’το νερό.
Η εξερεύνηση των βυθών της Κοράλλης οδήγησε, τελικά, στην εύρεση ενός σκάφους που ονομάζεται υποβρύχιο26. Ήταν καμωμένο από μέταλλο, και στο εσωτερικό του βρίσκονταν μονάχα σκελετοί ανθρώπων· κανένας ζωντανός. Το υποβρύχιο είχε πλημμυρίσει και το πλήρωμά του είχε πνιγεί. Είχε, κάπως, δημιουργηθεί ένα σχίσμα στα τοιχώματά του· η Ανταρλίδα δεν ήταν βέβαιη για την αιτία, ούτε και κανένας άλλος.
Σκεφτήκαμε, τότε, ότι το υποβρύχιο θα ήταν χρήσιμο για την εξερεύνηση της Κοράλλης, αν μπορούσαμε να το κάνουμε πάλι να λειτουργήσει. Επιπλέον, για να υπάρχει υποβρύχιο εδώ, σήμαινε ότι από κάπου είχε έρθει· σήμαινε πως, σίγουρα, υπήρχε διαστασιακή δίοδος. Πώς μπορούσαμε, όμως, να κάνουμε το υποβρύχιο να λειτουργήσει για εμάς; Πέρα από το βασικό πρόβλημα να το βγάλουμε από τον πυθμένα της θάλασσας και να το επισκευάσουμε, έπρεπε και να βρούμε μια πηγή ενέργειας για να το κινήσει.
Ο Πολ πρότεινε τη ρευστή ενέργεια που είχαμε βρει στην ενδοδιάσταση27 πίσω από την Πύλη του Μαράνχαλωμ. Δεν έχει και τόσες διαφορές, είπε, από την ενέργεια που βάζουμε στις ενεργειακές φιάλες, στο Γνωστό Σύμπαν.
Στην εμφάνιση μόνο! διαφώνησε ο Μεγάλος Προφήτης. Δε γνωρίζουμε τις ιδιότητές της.
Γνωρίζουμε μία από τις ιδιότητές της, τόνισε η Ανταρλίδα. Όταν πέταξα ένα φύλλο μέσα σ’εκείνη τη λίμνη, το φύλλο εξαϋλώθηκε. Αυτό δεν συμβαίνει με τις μορφές ενέργειας που χρησιμοποιούμε στο Γνωστό Σύμπαν.
Ακόμα κι έτσι, επέμεινε ο Πολ, συμφέρει να κάνουμε μια προσπάθεια!
Ο Μεγάλος Προφήτης το σκέφτηκε και κατέληξε ότι ο Πολ ίσως να είχε κάποιο δίκιο. Μια προσπάθεια δεν έβλαπτε. Θα έπρεπε, όμως, πρώτα να δούμε αν μπορούμε να εμφιαλώσουμε την ενέργεια στη λίμνη. Οι υαλουργοί της Βασίλισσας Παμράνεχ έπιασαν δουλειά, φτιάχνοντας φιάλες σύμφωνα με τις οδηγίες του Τάμπριελ. Όταν η κατασκευή τους είχε ολοκληρωθεί, οργανώθηκε μια αποστολή στην ενδοδιάσταση, με μέλη, εκτός των άλλων, τον ίδιο τον Μεγάλο Προφήτη και τη Συνοδό του, τον Πολ, και τον Ναρχάεζ, το Δεξί Χέρι του Θρόνου. Διασχίζοντας τη ζούγκλα, πήγαν στη λίμνη, γέμισαν τις φιάλες με ρευστή ενέργεια, και επέστρεψαν. Η Ανταρλίδα αρχικά φοβόταν ότι μπορεί η ενέργεια να ήταν ασταθής και να εκρήγνειτο, αλλά αυτό δεν συνέβη.
Τώρα, λοιπόν, έπρεπε να βγάλουμε το υποβρύχιο από τον πυθμένα της Κοράλλης· και ήρθε η ώρα για τους μεταλλουργούς της Βασίλισσάς μας να εργαστούν. Χρησιμοποιώντας το ισχυρότερο φερίλιο που διέθεταν, έφτιαξαν ένα πελώριο βαρούλκο σύμφωνα με τις οδηγίες του Τάμπριελ και της Ανταρλίδας. Ένα μηχάνημα γεμάτο μοχλούς, γρανάζια, και αλυσίδες με μεγάλους γάντζους στο πέρας. Ένα μηχάνημα έτσι καμωμένο ώστε να μπορούμε να το διαλύσουμε και να το επανασυναρμολογήσουμε, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να το περάσουμε από τη σπηλιά μετά τη διαστασιακή δίοδο. Για να τραβάνε κάποιες από τις αλυσίδες του, φέραμε άλογα και δύο βόδια (τα οποία με το ζόρι πέρασαν από τη σπηλιά).
Οι δύτες μας βούτηξαν στη θάλασσα της Κοράλλης παίρνοντας μαζί τους τους μεγάλους γάντζους και τραβώντας πίσω τους τις μακριές φερίλιες αλυσίδες. Έφτασαν στο βυθισμένο υποβρύχιο και έπιασαν τους γάντζους επάνω του. Επέστρεψαν στην ξηρά και έδωσαν το σύνθημα για να ξεκινήσουν οι άλλοι να τραβάνε το σκάφος. Το μεγάλο βαρούλκο μπήκε σε κίνηση, και μετά από αρκετή προσπάθεια, το υποβρύχιο βγήκε στις ακτές, σκεπασμένο με φύκια και κοράλλια.
Επάνω του υπήρχε ένα σύμβολο που σχεδιάζω κάτωθι όσο καλύτερα δύναμαι.
Όταν το υποβρύχιο βγήκε από τη θάλασσα, ήμουν εκεί για να δω ο ίδιος πώς ήταν, κι έτσι είδα και το συγκεκριμένο σύμβολο· και ρώτησα τον Μεγάλο Προφήτη τι σήμαινε. Εκείνος μού απάντησε ότι αυτό ήταν το σύμβολο της Παντοκράτειρας. Το υποβρύχιο ήταν δικό της.
Και είναι κακό αυτό; ρώτησα αμέσως. Θέλω να πω, δε θα την ενοχλήσει, δηλαδή, το γεγονός ότι θα χρησιμοποιήσουμε το υποβρύχιό της;
Έχει πολλά, μου απάντησε ο Μεγάλος Προφήτης. Δεν θα της λείψει.
Το επόμενο βήμα τώρα ήταν το υποβρύχιο να επισκευαστεί, προτού δοκιμάσουμε να το ενεργοποιήσουμε.
Αλλά, καθώς γίνονταν οι επισκευές, ακόμα μία διαστασιακή δίοδος ανακαλύφθηκε στον κόσμο μας…
*
* * *
*
Σταμάτησαν τα άλογά τους στη Νάρτλαμ, και αφίππευσαν καθώς οι Ταργκάφλι συγκεντρώνονταν για να τους χαιρετήσουν. Ο Ο’Μάλζεκ Χάλρικ της πόλης συνάντησε προσωπικά τον Καζίτο’ναρ και τον καλωσόρισε, γι’ακόμα μια φορά, στη Νάρτλαμ. Κατόπιν, τους οδήγησαν στην αρχαία πολυκατοικία που είχαν ετοιμάσει γι’αυτούς· και εκεί, τους περίμεναν οι δύο Ιεράρχες και οι έξι Ταργκάφλι που είχαν ταξιδέψει στις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου για να ερευνήσουν για διαστασιακές διόδους. Δεν χρειαζόταν να διηγηθούν στον Τάμπριελ την αναζήτησή τους· γνώριζε ήδη κάθε λεπτομέρειά της σαν να την είχε βιώσει ο ίδιος.
Οι δύο Ιεράρχες – ο Κάσνολ (που σύχναζε στην Καρκούμ) και ο Άρνταλον (που παλιότερα ήταν Καθοδηγητής του Έπαρχου Νίμμερον της Ύλκωχ) – και οι έξι Ταργκάφλι είχαν περάσει μέρες διασχίζοντας τις άγονες ερημιές, όπου η βλάστηση ήταν ελάχιστη και χαμηλή και ο ξερός άνεμος φυσούσε ουρλιάζοντας. Πέτρα και άμμο έβλεπαν περισσότερο από καθετί άλλο, και πολλές φορές είχαν κοντέψει να λιγοψυχήσουν, να γυρίσουν και να φύγουν, εγκαταλείποντας την αναζήτησή τους, θεωρώντας την άσκοπη. Δεν το είχαν κάνει, όμως· είχαν συνεχίσει, και είχαν φτάσει σ’ένα μέρος που δεν είχαν δει ούτε στα όνειρά τους. Βρίσκονταν πραγματικά στο Τέλος του Κόσμου. Ή μάλλον, σε ένα τέλος αυτής της διάστασης.
Εμπρός τους είδαν τον αέρα και τη γη να κινούνται όπως όταν κοιτάζεις κάτι πίσω και πάνω από μια φωτιά, όπως όταν κοιτάζεις κάτι που η όψη του αλλοιώνεται από τον καπνό. Κι αυτό που ατένιζαν έμοιαζε να τους ατενίζει επίσης· γιατί, εκτός από το τοπίο, μπορούσαν να δουν και τους εαυτούς τους (!), λες και βρίσκονταν αντίκρυ σε καθρέφτη που διαστρέβλωνε την εμφάνισή τους. Και όταν ο Άρνταλον επιχείρησε να προχωρήσει πέρα από αυτή την παράξενη χωρική αλλοίωση, είδε να πλησιάζει τον εαυτό του, να έρχεται κοντά, κοντά, κοντά σ’αυτόν, και να γίνεται ένα μαζί του. Αλλά, αμέσως μετά, έβλεπε πάλι το είδωλό του και τους υπόλοιπους και, με μερικά βήματα, βρέθηκε πλάι τους, τελείως παραξενεμένος και αποπροσανατολισμένος.
Ο Κάσνολ, που τον κοίταζε, τον είδε να πηγαίνει προς το είδωλό του, να λιώνει μέσα του, να γίνονται ένα, και μετά να χωρίζουν πάλι για να έρθει ο Άρνταλον κοντά τους – ή, μήπως, ήταν το είδωλο που ήρθε κοντά τους;
«Μα τα παπάρια του Τέζελ Ντόραλ!» αναφώνησε ο Κάσνολ. «Τι ακριβώς έγινε, ρε; Εσύ μάς είδες να εμφανιζόμαστε και εγώ να μπαίνεις και να βγαίνεις, και….» Σταμάτησε, μπερδεμένος. Οι δύο Ιεράρχες είχαν, φυσικά, βιώσει το ίδιο πράγμα από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες. (Ομοίως, εννοείται, κι όλοι οι υπόλοιποι Ιεράρχες. Και είχαν άπαντες συγχυστεί από την αλλόκοτη εμπειρία.)
Ένας απ’τους Ταργκάφλι έδειξε στη γη. «Υπάρχει ένα μονοπάτι…»
Οι Ιεράρχες στράφηκαν. Πράγματι, υπήρχε ένα μονοπάτι στο έδαφος. Ξεκινούσε λίγο πριν από την παράξενη αλλοίωση και τους κατοπτρισμούς, και δεν ήταν τίποτα περισσότερο από δύο γραμμές που κάποιος έμοιαζε να έχει χαράξει κάτω: δύο γραμμές που δεν έμεναν σταθερές αλλά κινούνταν σαν το σώμα φιδιού και οδηγούσαν μέσα στην αλλοίωση, ώσπου χάνονταν εκεί όπου, λόγω προοπτικής, φαινόταν να συναντιούνται.
«Νομίζεις ότι μπορούμε να το ακολουθήσουμε;» είπε ο Κάσνολ στον Άρνταλον. Οι περισσότεροι από τους άλλους ομοούσιους σκέφτονταν ότι έπρεπε να προσπαθήσουν. Ο Μέγας ήταν στην Κοράλλη κι επομένως εκτός επαφής προς το παρόν.
«Ας δούμε αν μπορούμε,» αποκρίθηκε ο Άρνταλον, και βαδίζοντας πάνω στο μονοπάτι προχώρησε προς το είδωλό του. Έγινε ένα μ’αυτό και συνέχισε να προχωρά, χωρίς να βλέπει πια τα είδωλα του Κάσνολ και των Ταργκάφλι. Την ίδια στιγμή, ήξερε ότι ο Κάσνολ έβλεπε την πλάτη του.
«Τα κατάφερες!» φώναξε ο Κάσνολ, και τον ακολούθησε, όπως και οι Ταργκάφλι.
Τα είδωλά τους εξαφανίστηκαν καθώς βάδιζαν πάνω στο μονοπάτι. Γύρω τους, η ερημιά φαινόταν να πάλλεται σαν πίσω από καπνό. Δεν τόλμησαν ν’αφήσουν καθόλου το μονοπάτι, γιατί υποπτεύονταν ότι, αν το έκαναν, θα χάνονταν για πάντα. Οι αλλοιώσεις γίνονταν ολοένα και πιο έντονες καθώς προχωρούσαν, μέχρι που στο τέλος έβλεπαν μονάχα κυματισμούς διάφορων χρωμάτων.
«Αν δεν αντικρίζαμε το ίδιο πράμα,» είπε ο Κάσνολ στον Άρνταλον, «θα νόμιζα ότι είχα παραισθήσεις, αδελφέ.»
Ο Άρνταλον μειδίασε.
Οι κυματισμοί γύρω τους άρχισαν να παίρνουν πιο ευδιάκριτες μορφές, ώσπου μετατράπηκαν σε μια έρημο. Προς κάθε κατεύθυνση άμμος απλωνόταν, σχηματίζοντας πεδιάδες και θίνες, ψηλότερες και χαμηλότερες. Πίσω τους, η πραγματικότητα πάλι αλλοιωνόταν όπως πριν, και έβλεπαν τα είδωλά τους.
Επίσης, οι δύο Ιεράρχες είχαν χάσει κάθε επαφή με τους ομοούσιούς τους.
«Είμαστε σε άλλη διάσταση,» συμπέρανε ο Άρνταλον.
Ο Κάσνολ ένευσε μουγκρίζοντας.
Στον ουρανό υπήρχε ένας πελώριος, καυτός ήλιος, και στο κατόπι του βρισκόταν ένα άλλο ουράνιο σώμα, κατάμαυρο και απειλητικό, σχεδόν τόσο μεγάλο όσο αυτός. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Οι Ιεράρχες και οι Ταργκάφλι άρχισαν αμέσως να ιδρώνουν κάτω από τα βαριά χειμωνιάτικα ρούχα τους.
«Καλύτερα να επιστρέψουμε και να ενημερώσουμε τον Μεγάλο Πατέρα για ό,τι βρήκαμε,» είπε ο Άρνταλον.
Ο Κάσνολ ένευσε μουγκρίζοντας ξανά.
Στράφηκαν και ακολουθήσουν το μονοπάτι μέσα στην αλλοίωση.
Όταν βγήκαν πάλι στη διάστασή τους, ήρθαν σε επαφή με τους ομοούσιους, οι οποίοι Γνώρισαν αμέσως την καινούργια διάσταση.
Ο Κάσνολ, ο Άρνταλον, και οι Ταργκάφλι πήραν τα άλογά τους από εκεί όπου τα είχαν αφήσει, δεμένα σε κάτι βράχους, και ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής, ξεμακραίνοντας από το τέλος του κόσμου.
Ο Τάμπριελ τα είχε Γνωρίσει όλα τούτα μόλις βγήκε από την Κοράλλη και άκουσε το Κάλεσμα των Ιεραρχών. Τα είχε, συνοπτικά, πει στην Ανταρλίδα και στους υπόλοιπους που βρίσκονταν μαζί του, κι έτσι τώρα όλοι τους είχαν έρθει στη Νάρτλαμ, την πόλη των Ταργκάφλι που ήταν πιο κοντά στις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου.
Σκόπευε να ταξιδέψει στη διαστασιακή δίοδο στο τέλος της Μεγάλης Ερημιάς, και, εκτός από την Ανταρλίδα ασφαλώς, θα τον συντρόφευαν ο Πολ, η Βερόνικα, ο Ναρχάεζ και τέσσερις πολεμιστές του, η Χιρκόμο, ο Αλίρκωπ, και τέσσερις Ταργκάφλι μαχητές. Οι κάτοικοι της Νάρτλαμ είχαν ήδη ετοιμάσει προμήθειες για το ταξίδι τους, αφού ο Κάσνολ και ο Άρνταλον τούς είχαν ενημερώσει ότι ο Μεγάλος Προφήτης θα ερχόταν εδώ και μετά θα έφευγε για την Ερημιά.
Θα ξεκινούσαν αύριο, με την αυγή.
Το απόγευμα, ο Κάσνολ και ο Άρνταλον συνάντησαν τον Τάμπριελ στα δωμάτιά του, στον τρίτο (και τελευταίο) όροφο της πολυκατοικίας, για να του πουν ότι ήθελαν κι αυτοί να τον συνοδέψουν στο ταξίδι του. Εκείνος δεν τους το αρνήθηκε. «Είστε ευπρόσδεκτοι,» αποκρίθηκε, και οι δύο Ιεράρχες έφυγαν μοιάζοντας ευχαριστημένοι.
Καθώς ο Τάμπριελ έκλεινε την πόρτα, η Ανταρλίδα, που καθόταν σε μια μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα με μαλακά μαξιλάρια, είπε: «Όλες οι διαστάσεις όπου φτάνουμε φαίνεται να είναι έρημες. Η Κοράλλη είναι, δίχως αμφιβολία, άδεια από ανθρώπους, και αυτή που βρήκαν τώρα οι Ιεράρχες σου…» Ανασήκωσε τον έναν ώμο. «Είπες ότι παντού απλώνεται μια αμμώδης έρημος.»
«Δε σας είπα τα πάντα γι’αυτή τη διάσταση, Ανταρλίδα,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, βαδίζοντας ξυπόλυτος επάνω στο ζεστό χαλί των Ταργκάφλι και πηγαίνοντας να καθίσει κοντά στο τζάκι.
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»
«Ήταν ο Πολ παρών. Και εσύ η ίδια μού έχεις πει, παραπάνω από μία φορά, ότι δεν τον εμπιστεύεσαι.»
«Δεν τον εμπιστεύομαι, όντως. Νομίζεις, λοιπόν, ότι ξέρεις σε ποια διάσταση έφτασαν οι Ιεράρχες;»
«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ. «Κοιτάζοντας τον ουρανό, είδαν έναν μεγάλο ήλιο, και στο κατόπι αυτού του ήλιου είδαν ένα άλλο ουράνιο σώμα, κατάμαυρο και σχεδόν το ίδιο μεγάλο. Σου θυμίζει κάτι;»
Η Ανταρλίδα μόρφασε.
«Μονάχα σε μία διάσταση του Γνωστού Σύμπαντος υπάρχουν δύο τέτοιοι ήλιοι. Στην Αρβήντλια.»
«Στην Αρβήντλια;» Η Ανταρλίδα δεν είχε πάει ποτέ της εκεί.
«Ναι. Τους λένε ο Φωτεινός Ήλιος και ο Σκοτεινός Ήλιος.»
«Το έχω ακούσει. Έχω δει και φωτογραφίες. Στην Αρβήντλια ζουν μόνο άνθρωποι με κατάλευκο δέρμα και άνθρωποι με κατάμαυρο δέρμα, σωστά; Οι μεν ονομάζονται Λευκοί και οι δε Μελανοί.»
«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ, «και δεν τα έχουν καθόλου καλά μεταξύ τους.»
«Πιστεύεις, λοιπόν, ότι αυτή εδώ η διάσταση συνδέεται με την Αρβήντλια…»
«Είναι το πιθανότερο. Εκτός αν έχει τύχει να υπάρχουν δύο παρόμοιοι ήλιοι και σε κάποια άλλη διάσταση.»
«Θα πρέπει να είμαστε προσεχτικοί,» είπε η Ανταρλίδα. «Η Παντοκράτειρα έχει στρατό της εκεί.»
«Ναι, αλλά η Αρβήντλια δεν είναι κι από τις πιο στενά ελεγχόμενες διαστάσεις, και το ξέρεις.»
«Μια απέραντη έρημος δύσκολα ελέγχεται. Επίσης,» πρόσθεσε η Ανταρλίδα, «αν δεν κάνω λάθος, τα πυροβόλα δεν λειτουργούν εκεί.»
«Είσαι σίγουρη;»
«Έτσι μου έχουν πει. Εσύ δεν έχεις πάει στην Αρβήντλια;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ.
«Έτσι όπως μιλούσες πριν, νόμιζα ότι είχες ξαναπάει…»
«Έχω δει φωτογραφίες κι εγώ, Ανταρλίδα, και έχω διαβάσει για την εν λόγω διάσταση. Όταν ήμουν σύζυγος της Παντοκράτειρας, προσπαθούσα να… μορφώνομαι όσο το δυνατόν περισσότερο.
»Τέλος πάντων. Πες μου: γνωρίζεις τα κέντρα της Επανάστασης στην Αρβήντλια;»
«Δυστυχώς, ελάχιστα πράγματα. Εκείνο που ξέρω είναι ότι έχει διόδους προς Σάρντλι και Διάσταση του Φωτός. Βασικά, δεν είναι και η πιο δημοφιλής διάσταση στο Γνωστό Σύμπαν.»
Ο Τάμπριελ ένευσε.
*
Εφοδιασμένοι με προμήθειες για το ταξίδι, ξεκίνησαν από τη Νάρτλαμ και σύντομα μπήκαν στις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου, με τον χειμωνιάτικο αέρα να τους χτυπά. Πυροβόλα όπλα πήραν μαζί τους παρότι ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα ήξεραν ότι στην Αρβήντλια δεν λειτουργούσαν. Ο λόγος ήταν απλός: δεν ήθελαν να ξέρει ο Πολ που πήγαιναν· γιατί η συμπεριφορά του είχε κάτι που κανένας απ’τους δυο τους δεν εμπιστευόταν. Έδειχνε να ενδιαφέρεται πολύ για όλα τούτα: πολύ περισσότερο, έκρινε η Ανταρλίδα, απ’ό,τι όφειλε να ενδιαφέρεται ένας απλός επιβάτης αεροπορικής πτήσης. Και δεν ήταν μόνο αυτό: η Ανταρλίδα νόμιζε ότι, ορισμένες φορές, ο Πολ παρατηρούσε τον Τάμπριελ μ’ένα βλέμμα που μόνο φιλικό δεν ήταν.
Καμία απόδειξη, βέβαια, δεν είχαν ότι ο Πολ μπορεί να ήταν εχθρός – όπως, για παράδειγμα, πράκτορας της Παντοκράτειρας. Το αντίθετο, μάλιστα· είχε βοηθήσει σε πολλές περιπτώσεις. Αλλά σ’όλες αυτές τις περιπτώσεις, βοηθούσε συγχρόνως και τον εαυτό του, έτσι δεν ήταν;
Καλύτερα, λοιπόν, να τον κρατούσαν απροετοίμαστο για τη φύση της διάστασης όπου κατευθύνονταν.
Μετά από το ταξίδι κάποιων ημερών μέσα στις ερημιές – όπου συναντούσαν μονάχα ξεραΐλα, άμμο, πέτρες, και ελάχιστα σημεία με χαμηλή βλάστηση – έφτασαν εκεί όπου η πραγματικότητα αλλοιωνόταν και τα είδωλά τους φαίνονταν να τους κοιτάζουν από την άλλη μεριά.
Το μονοπάτι ήταν στο σημείο όπου το θυμόταν ο Τάμπριελ μέσα από τις αναμνήσεις των Ιεραρχών. Κατέβηκε από το άλογό του και προσπάθησε να σκαλίσει με το ραβδί του μία από τις δύο γραμμές· δεν τα κατάφερε, όμως, γιατί του δόθηκε η εντύπωση ότι είχε κάνει λάθος περίπου ένα εκατοστό στο πού βρισκόταν η γραμμή. Ξαναπροσπάθησε, και το ίδιο ακριβώς συνέβη, σα να ήταν μέσα σε όνειρο.
«Τι κάνεις εκεί;» τον ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Δοκίμαζα κάτι,» αποκρίθηκε εκείνος, καβαλικεύοντας πάλι. «Τα άλογα θα τα πάρουμε μαζί μας,» είπε προς όλους, κοιτάζοντάς τους πάνω απ’τον ώμο του. «Ίσως να τα χρειαστούμε.»
Και ακολούθησε πρώτος το μονοπάτι.
Οι υπόλοιποι ήρθαν πίσω του, εκτός από την Ανταρλίδα που ίππευσε πλάι του. Υπήρχε αρκετός χώρος ανάμεσα στις δύο παλλόμενες γραμμές στο έδαφος· το μονοπάτι δεν ήταν στενό.
Η πραγματικότητα αλλοιώθηκε περισσότερο γύρω τους, ακριβώς όπως θυμόταν ο Τάμπριελ από την προηγούμενη φορά. Ακανόνιστοι κυματισμοί από χρώματα τούς περιστοίχισαν. Και μετά από ένα ακαθόριστο διάστημα χρόνου, διαλύθηκαν παίρνοντας σταθερές μορφές, μέχρι που μετατράπηκαν σε αμμώδεις ερήμους.
Όταν είχαν μπει στη διαστασιακή δίοδο, ήταν απόγευμα στη Μεγάλη Ερημιά, αλλά εδώ, στην Αρβήντλια, πλησίαζε μεσημέρι, και ο Φωτεινός Ήλιος έκαιγε.
«Μεγάλε Τίγρη!» αναφώνησε ο Ναρχάεζ. «Τι ζέστη!»
Η Ανταρλίδα παρατήρησε τον Πολ, για να δει την αντίδρασή του. Εκείνος, όμως, στένεψε μονάχα τα μάτια σαν για να τα προστατέψει από το δυνατό φως που αντανακλούσε πάνω στην άμμο.
«Αποκλείεται να ζει κανένας εδώ, Καζίτο’ναρ,» είπε η Χιρκόμο.
«Μην είσαι τόσο σίγουρη,» της αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. Και προς όλους: «Να κατοπτεύσουμε την περιοχή, να δούμε τι υπάρχει γύρω μας.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Ναρχάεζ.
Η Ανταρλίδα έκανε νόημα σ’έναν απ’τους Ταργκάφλι πολεμιστές να έρθει μαζί της, κι εκείνος την πλησίασε πάνω στο άλογό του. Όπως επίσης και ο Πολ. «Ελπίζω να μην έχεις πρόβλημα να σου κάνω κι εγώ παρέα,» της είπε.
Η Ανταρλίδα δεν αποκρίθηκε· απλά ένευσε.
Ο Ναρχάεζ, δύο πολεμιστές του, και ο Άρνταλον κάλπασαν προς τα νότια· η Μαύρη Δράκαινα, ο Ταργκάφλι, ο Πολ, και ο Κάσνολ προς τα βόρεια. Ο Τάμπριελ και οι υπόλοιποι περίμεναν κοντά στη διαστασιακή δίοδο.
Η Ανταρλίδα έβλεπε παντού αμμώδεις ερήμους να απλώνονται προς κάθε κατεύθυνση. Μετά, όμως, είδε κάτι βουνά στα βόρεια – αν έκρινε σωστά τα σημεία του ορίζοντα από τις θέσεις των ήλιων. Και πριν από τα βουνά, ένα ψηλό οικοδόμημα που της θύμιζε κάστρο.
«Θα πάμε εκεί,» είπε στους συντρόφους της, δείχνοντας, «να ρίξουμε μια ματιά.»
«Θα προλάβουμε προτού μας σκοτώσει η ζέστη;» μούγκρισε ο Πολ σκουπίζοντας ιδρώτα απ’το μέτωπό του. Είχαν βγάλει τα πιο βαριά ρούχα τους αλλά τις κάπες τους τις φορούσαν, με τις κουκούλες σηκωμένες στο κεφάλι, για να προστατεύονται από το ανελέητο σφυροκόπημα του ήλιου.
«Δε σ’ανάγκασε κανένας να έρθεις,» του είπε η Ανταρλίδα.
«Δεν καταλαβαίνεις από αστεία, ε;»
Η Ανταρλίδα άρχισε να καλπάζει, κι οι άλλοι την ακολούθησαν.
«Ο μαύρος ήλιος στον ουρανό τι είναι, Ανταρλίδα;» ρώτησε ο Ταργκάφλι.
«Ένα ουράνιο σώμα. Τίποτα το ιδιαίτερο.»
«Μη μου πεις ότι δεν ξέρεις πού είμαστε,» της είπε ο Πολ.
«Τι εννοείς;»
«Δε βλέπεις ντοκιμαντέρ; Δε διαβάζεις περιοδικά;» Τώρα, μιλούσε στη Συμπαντική. «Στην Αρβήντλια είμαστε. Και απορώ που ο Τάμπριελ δεν το πρόσεξε πριν.»
«Οι Ιεράρχες, μάλλον, δε θα ύψωσαν τα μάτια τους να κοιτάξουν τον ουρανό.»
«Ναι, μάλλον…»
Το έχει καταλάβει ότι επίτηδες του το κρύψαμε, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Αλλά δεν την ενδιέφερε. Και που το είχε καταλάβει, τι θα γινόταν δηλαδή; Αν ήταν εχθρός τους, ήταν ούτως ή άλλως.
Όταν έφτασαν στο οικοδόμημα, διαπίστωσαν ότι ήταν τεραστίων διαστάσεων, σα να μην το είχαν φτιάξει για ανθρώπους. Επίσης, ήταν μισογκρεμισμένο. Ερειπωμένο. Ελάχιστα τείχη έστεκαν όρθια. Το μισό πέτρινο πλαίσιο της πύλης είχε πέσει.
Ένα κρώξιμο αντήχησε από ψηλά. Η Ανταρλίδα ύψωσε το βλέμμα της και είδε ένα γεράκι επάνω στα απομεινάρια ενός γιγαντιαίου πύργου.
Και μετά, άλλος ένας ήχος. Ένα γρύλισμα. Που το ακολούθησαν περισσότερα γρυλίσματα.
Ανάμεσα στις πανάρχαιες, πελώριες πέτρες, τετράποδες μορφές φάνηκαν να κινούνται. Τσακάλια. Τα δόντια τους έτριζαν. Τα μάτια τους έμοιαζαν κατάμαυρα στο δυνατό φως, σαν απύθμενοι λάκκοι.
Ο Ταργκάφλι ύψωσε το τουφέκι του.
Όμως ο Πολ, παρατήρησε η Ανταρλίδα με τις άκριες των ματιών της, δεν έπιασε κανένα πυροβόλο αλλά το μανίκι του σπαθιού στη ζώνη του. Ξέρει για τις ιδιότητες της Αρβήντλια. Παράξενο. Όπως η Ανταρλίδα είχε, πριν από μέρες, πει στον Τάμπριελ, η Αρβήντλια δεν ήταν και η πιο δημοφιλής διάσταση στο Γνωστό Σύμπαν.
Ο Κάσνολ, επίσης, δεν είχε πιάσει το τουφέκι του· είχε βγάλει ένα ξίφος, γιατί γνώριζε ό,τι γνώριζε κι ο Τάμπριελ.
«Μη ρίξεις,» είπε η Ανταρλίδα στον Ταργκάφλι. «Δε θα μπορέσεις, εξάλλου, αν είμαστε όντως εκεί όπου νομίζουμε.»
«Γιατί;»
«Τα πυροβόλα δεν λειτουργούν εδώ.»
Έστρεψαν τα άλογά τους και απομακρύνθηκαν από το γιγαντιαίο ερείπιο.
Κοιτάζοντας προς τα ανατολικά, η Ανταρλίδα είδε κάτι να ξεχωρίζει μέσα στις ατελείωτες άμμους. Δέντρα; Όαση; Σπίτια;
«Περιμένετε!» είπε τραβώντας τα ηνία του αλόγου της, που αγκομαχούσε από τη ζέστη και βρομούσε απ’τον ιδρώτα. Η ξαφνική αλλαγή, από χειμερινό ψύχος σε αφόρητο καύσωνα, έδειχνε να το έχει ενοχλήσει, όπως και τα υπόλοιπα άλογα.
«Τι είναι;» ρώτησε ο Πολ.
Η Ανταρλίδα ύψωσε το χέρι της, δείχνοντας.
Ο Πολ ένευσε. «Μάλιστα… Και τι προτείνεις; Να πάμε να δούμε; Απ’ό,τι έχω ακούσει, οι γηγενείς της Αρβήντλια δεν είναι και πολύ φιλικοί. Επιπλέον… αν τύχει να συναντήσουμε Μελανούς, εσύ μην ξεχνάς πως είσαι κατάλευκη.»
Έχει δίκιο. «Τι λέει ο Τάμπριελ;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Κάσνολ. «Είστε σε επαφή;»
Ο Ιεράρχης αποκρίθηκε: «Ο Μεγάλος Προφήτης προτείνει να επιστρέψουμε.»
Επέστρεψαν στον Τάμπριελ και τους υπόλοιπους όταν είχε αρχίσει να απογευματιάζει. Ο Ναρχάεζ και οι πολεμιστές του ήταν ήδη εκεί, μην έχοντας βρει τίποτα απολύτως στα νότια.
Η Ανταρλίδα είπε αυτά που είχε βρει εκείνη, ενώ όλοι τους ήταν καθισμένοι κάτω από μια μεγάλη σκηνή που είχαν στήσει για να προστατεύονται από τον ήλιο.
Ο Τάμπριελ δεν χρειαζόταν η Ανταρλίδα να τον ενημερώσει για τις ανακαλύψεις της· τα Γνώριζε όλα μέσω του Κάσνολ. «Μάλλον, βρισκόμαστε στην Αρβήντλια,» είπε στους συντρόφους του.
«Επομένως, έχουμε φτάσει στο Γνωστό Σύμπαν,» συμπέρανε ο Πολ, «και μπορούμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας.»
«Μη βιάζεσαι. Δεν είναι εύκολο να διασχίσει κανείς την Αρβήντλια.»
«Τι προτείνεις λοιπόν, Μεγάλε Προφήτη;» Ο ειρωνικός τόνος στη φωνή του δεν ήταν ούτε τόσο έκδηλος ούτε όμως και τόσο συγκαλυμμένος.
«Θα πάμε στην όαση που είδε η Ανταρλίδα. Κάποιοι γηγενείς πρέπει να έχουν το χωριό τους εκεί.»
«Και είσαι σίγουρος ότι θα μιλούν τη Συμπαντική;»
«Αν περνάνε έμποροι από εδώ, τότε, ναι, μάλλον θα τη μιλούν.»
«Κι αν δεν περνάνε έμποροι από εδώ;» έθεσε το ερώτημα ο Πολ.
«Ατυχήσαμε. Εκτός αν εσύ ξέρεις τη γλώσσα που μιλιέται στην Αρβήντλια.»
Ο Πολ παραδέχτηκε ότι δεν την ήξερε.
*
Είχε πέσει η νύχτα, και δύο πράσινα φεγγάρια βρίσκονταν στον ουρανό, όταν έφτασαν κοντά στην όαση που είχε βιγλίσει η Ανταρλίδα. Διαπίστωσαν ότι ένα χωριό ήταν οικοδομημένο εδώ. Τα σπίτια του, καμωμένα από πέτρα. Οι φρουροί τούς είχαν ήδη δει και είχαν ειδοποιήσει τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι είχαν βγει με όπλα στα χέρια. Τόξα, δόρατα, και ξίφη.
Μαυρόδερμοι όλοι τους.
Μελανοί.
«Δεν είμαστε εχθροί!» φώναξε ο Τάμπριελ, καθώς εκείνος κι οι σύντροφοί του τραβούσαν τα ηνία των αλόγων τους για να σταματήσουν σε απόσταση ασφαλείας από τους γηγενείς. «Δεν είμαστε εχθροί!» Μιλούσε στη Συμπαντική, ελπίζοντας ότι κάποιος θα τον καταλάβαινε.
Και κάποιος, όντως, τον κατάλαβε.
Ένας μεγαλόσωμος άντρας ξεπρόβαλε από το πλήθος και στάθηκε μπροστά από τους συμπατριώτες του. Είχε κατάμαυρο δέρμα, φυσικά, και τα μαλλιά του ήταν πράσινα και μακριά. Φορούσε καφετί χιτώνα, και βαστούσε το ξίφος του κατεβασμένο. Η λεπίδα γυάλιζε στο φως των φεγγαριών, μοιάζοντας καλοφτιαγμένη.
«Γιατί είστε εδώ;» ρώτησε, μιλώντας τη Συμπαντική αρκετά καλά.
«Έχουμε χαθεί,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Πού βρισκόμαστε;»
«Στη φυλή των Άκ’σοκ. Ονομάζομαι Ίρντανιμ, και μ’αποκαλούν ο Ταξιδεμένος.»
Γι’αυτό μιλάς τη Συμπαντική, λοιπόν, σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Πηγαίνεις κι έρχεσαι, φέρνοντας νέα και εμπορεύματα, ίσως. «Πού είναι η φυλή των Άκ’σοκ, φίλε μου;»
Ο Ίρντανιμ γέλασε. «Μα τα Φτερά του Σάρκλιφ! έχετε χαθεί τόσο πολύ; Στον Γιγάντων Τόπο είστε.»
«Και πού είναι ο Γιγάντων Τόπος; Στην Αρβήντλια;»
«Ασφαλώς! Πού άλλου; Πώς είναι δυνατόν να μην το γνωρίζεις αυτό και να είσαι εδώ;» Υπήρχε καχυποψία στη φωνή του.
«Συγχώρεσέ μας,» είπε ο Τάμπριελ, «αλλά ερχόμαστε από άλλη διάσταση.»
«Αυτό είναι προφανές. Δεν υπάρχει, όμως, καμια δίοδος σ’ετούτα τα μέρη! Η μόνη δίοδος που ξέρω να βγάζει στην Αρβήντλια είναι αυτή από τη Σάρντλι, πολλές μέρες ταξίδι βόρεια από δω.»
«Στην περιοχή σας έχει δημιουργηθεί μια καινούργια δίοδος,» εξήγησε ο Τάμπριελ, πλησιάζοντας τώρα τον Ίρντανιμ καβάλα στο άλογό του και αφιππεύοντας.
«Καινούργια δίοδος;» απόρησε ο Ίρντανιμ. «Ο Μόρμαμ σού έχει βάλει ψέματα στο στόμα, νομίζω!»
«Δε σου λέω ψέματα· μπορείς νάρθεις να δεις και μόνος σου.»
Τότε, ένας άλλος άντρας πλησίασε, μεγαλύτερος σε ηλικία από τον Ίρντανιμ, και μίλησε στον Ταξιδεμένο σε μια γλώσσα που ο Τάμπριελ δεν ήξερε.
Ο Ίρντανιμ είπε, μετά, στον Τάμπριελ: «Ο φύλαρχός μας έχει ανησυχήσει. Του απάντησα πως φαίνεται να είστε φιλικοί. Ελπίζω να μη με βγάλετε σύντροφο του Μόρμαμ.»
«Μη φοβάσαι· σε λίγο θα φύγουμε. Θα ήθελα μόνο να ζητήσω έναν χάρτη, αν υπάρχει. Θα πληρώσω με ό,τι μπορώ.»
«Υπάρχει χάρτης,» είπε ο Ίρντανιμ. «Περίμενε εδώ.» Και απομακρύνθηκε, πηγαίνοντας μέσα στο χωριό και επιστρέφοντας γρήγορα. Στο δεξί του χέρι κρατούσε τώρα δύο τυλιγμένους χάρτες από περγαμηνή, τους οποίους ξετύλιξε για να τους κοιτάξει ο Τάμπριελ. «Ετούτος δείχνει όλη τη δυτική Αρβήντλια, και το μέρος όπου είμαστε τώρα – να, εδώ. Βλέπεις που γράψει Άκ’σοκ;
»Και τούτος ο χάρτης δείχνει ολόκληρη την Αρβήντλια. Μας έχει κι εμάς, βέβαια. Αλλά, όπως θα παρατηρείς, περιλαμβάνει λιγότερες λεπτομέρειες.»
«Και είναι γραμμένοι κι οι δύο στη Συμπαντική…»
Ο Ίρντανιμ ένευσε. «Τους έχω για να τους δίνω σε τίποτα χαμένους ταξιδιώτες που μπορεί να συναντήσω.» Μειδίασε.
«Τους θέλω και τους δύο, αν τους πουλάς.»
«Εξαρτάται απ’το τι έχεις να δώσεις.»
Ο Τάμπριελ ακούμπησε το χέρι του στη χαίτη του αλόγου του. «Αυτό εδώ;»
«Κι άλλο ένα και είμαστε ’ντάξει.»
«Δύο άλογα για δύο χάρτες;»
«Φίλε μου, τι να τα κάνεις τα άλογα αν δεν έχεις χάρτη, ε; Πώς θα ξέρεις πού να πας;» Ο Ίρντανιμ μειδίασε πάλι.
Ήταν κλεψιά, αλλά ο Τάμπριελ δεν είχε διάθεση να διαφωνήσει. «Καλώς· δύο άλογα.» Έκανε νόημα σ’έναν Ταργκάφλι να πλησιάσει, κι εκείνος ήρθε. Ο Τάμπριελ τού είπε ότι χρειαζόταν το άλογό του, και ο άντρας δεν έφερε αντίρρηση. Πήρε τα πράγματά του από πάνω και απομακρύνθηκε.
«Αλήθεια, πού βγάζει αυτή η καινούργια δίοδος;» ρώτησε ο Ίρντανιμ καθώς έδινε τους χάρτες στον Τάμπριελ και έπαιρνε τα άλογα από τα χαλινάρια. «Σε ποια διάσταση;»
«Δεν έχει όνομα ακόμα. Ήταν απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν μέχρι στιγμής.»
Ο Ίρντανιμ γέλασε. Προφανώς δεν τον πίστευε. «Εντάξει. Καλό ταξίδι όπου κι αν πηγαίνεις!»
«Να είσαι καλά,» του είπε ο Τάμπριελ, και επέστρεψε κοντά στους συντρόφους του.
«Γιατί δεν τους ζήτησες να μείνουμε στην όασή τους για το βράδυ;» ρώτησε η Βερόνικα.
«Καλύτερα να απομακρυνθούμε από δω,» της είπε ο Τάμπριελ. «Δε νομίζω ότι μας θέλουν. Τους φαινόμαστε παράξενοι, άρα απειλητικοί.»
Ο Πολ έδειξε με το σαγόνι του τις περγαμηνές που κρατούσε ο Τάμπριελ. «Τι σου έδωσε εκεί; Χάρτες;»
«Ναι. Είμαστε όντως στην Αρβήντλια.» Ξεδίπλωσε τον χάρτη ολόκληρης της διάστασης και έδειξε. «Εδώ.»
Η Βερόνικα έβγαλε έναν παραπονιάρικο ήχο απόγνωσης. «Η δίοδος προς Σάρντλι είναι στην άλλη άκρη!»
«Και δε νομίζω να επιβιώσουμε στις ερήμους,» πρόσθεσε ο Πολ. «Όχι χωρίς κάποιο ενεργοβόρο όχημα.»
«Στον Γιγάντων Τόπο δεν φαίνεται να υπάρχουν μεγάλες πόλεις,» παρατήρησε η Ανταρλίδα. «Μόνο χωριά.»
«Ναι…» είπε ο Πολ μορφάζοντας.
Κι έπειτα, άρχισαν να επιστρέφουν προς τη διαστασιακή δίοδο.
Μετά την ανακάλυψη της διαστασιακής διόδου στις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου, αρχίσαμε να επισκευάζουμε το υποβρύχιο στην Κοράλλη, διότι ο Μεγάλος Προφήτης είπε καλύτερα να βρούμε όλες τις διόδους που υπήρχαν στη διάστασή μας προτού αποφασίσουμε με ποιους λαούς να έρθουμε σε επαφή.
Οι επισκευές του υποβρυχίου έγιναν υπό την καθοδήγηση του Τάμπριελ και της Ανταρλίδας, καθώς για εμάς ένα τέτοιο σκάφος ήταν τελείως άγνωστο. Ο Πολ, επίσης, φάνηκε να μπορεί να βοηθήσει, ενώ οι υπόλοιποι εξωδιαστασιακοί έμοιαζαν να γνωρίζουν περίπου όσα κι εμείς για τα υποβρύχια· ακόμα και η Ζίθρα, που ήταν δύτρια.
Τα υλικά παίρνονταν από το Τάρσαζ και μεταφέρονταν στη διαστασιακή δίοδο στην Οροσειρά των Πάγων, και από εκεί στην Κοράλλη, όπου γίνονταν οι επισκευές σε μία από τις πολλές ακρογιαλιές της. Όταν ο Μεγάλος Προφήτης και η Συνοδός του έκριναν ότι το υποβρύχιο ήταν έτοιμο, το σπρώξαμε στο νερό της θάλασσας και αυτό επέπλευσε – καλό σημάδι, όπως είπε η Ανταρλίδα. Στο σκάφος μπήκαν εκείνη και ο Πολ, για να δοκιμάσουν τις φιάλες που είχαμε γεμίσει με ενέργεια από τη λίμνη στην ενδοδιάσταση της Πύλης του Μαράνχαλωμ. Η Ανταρλίδα ακόμα δεν ήταν βέβαιη ότι η ενέργεια αυτή θα λειτουργούσε όπως η ενέργεια στο Γνωστό Σύμπαν· φοβόταν ότι μπορεί να προκαλούσε δυσλειτουργίες – ίσως ακόμα και ζημιές. Το υποβρύχιο, όμως, ενεργοποιήθηκε χωρίς να ανατιναχτεί. Και το είδα να κινείται. Ήταν ένα υπέροχο θέαμα!
Βγαίνοντας από το εσωτερικό του σκάφους, η Ανταρλίδα είπε ότι η ενέργεια λειτουργούσε κανονικά. Έμοιαζε, μάλιστα, να είναι καλύτερη από τις μορφές που ήξεραν στο Γνωστό Σύμπαν· μάλλον θα μπορούσε να κινεί το υποβρύχιο για περισσότερη ώρα.
Έτσι, ξεκίνησε η αναζήτηση για διαστασιακές διόδους στα βάθη της θάλασσας της Κοράλλης.
*
* * *
*
Το υποβρύχιο ξεπρόβαλε στην επιφάνεια της θάλασσας, με το νερό να κυλά επάνω στα μεταλλικά του τοιχώματα σχηματίζοντας εκατοντάδες ποτάμια.
Ήταν απόγευμα στην Κοράλλη, και ο Τάμπριελ καθόταν πλάι σε μια φωτιά μαζί με τον Καλέφραζ, τη Βερόνικα, τον Αλίρκωπ, και τη Χιρκόμο. Πίσω τους σκηνές ήταν στημένες, για τους ίδιους, τους Ταργκάφλι πολεμιστές, και τους μαχητές της Βασίλισσας Παμράνεχ.
Η καταπακτή του υποβρυχίου άνοιξε και ο Πολ βγήκε, κάνοντας νόημα με το ύψωμα του χεριού. Ένας Ταργκάφλι έσπρωξε μια βάρκα στο νερό, έπιασε τα κουπιά, και κωπηλάτησε μέχρι το μεταλλικό σκάφος. Σταμάτησε δίπλα του, και ο Πολ, η Ανταρλίδα, ο Ναρχάεζ, και δύο πολεμιστές της Βασίλισσας του Τάρσαζ κατέβηκαν μπαίνοντας στη βάρκα. Χωρούσαν ίσα-ίσα.
Σύντομα βρίσκονταν στη γεμάτη βότσαλα ακρογιάλια, κοντά στον Τάμπριελ και τους υπόλοιπους.
«Βρήκαμε κάτι που δεν μπορεί παρά να είναι διαστασιακή δίοδος,» δήλωσε η Ανταρλίδα. «Ένα μέρος στον πυθμένα της θάλασσας που το σκοτάδι του δεν διαλύεται από το φως του υποβρυχίου, και μοιάζει να στροβιλίζεται με περίεργο τρόπο, σαν να υπάρχουν διάφορες αποχρώσεις σκοταδιού.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ναι, διαστασιακή δίοδος μάλλον. Αυτή από την οποία ήρθε αρχικά το υποβρύχιο.»
«Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα, καθίζοντας κι εκείνη πλάι στη φωτιά. Οι άλλοι είχαν ήδη καθίσει.
«Να κάνω μια ερώτηση;» ρώτησε ο Καλέφραζ.
«Σε ακούμε,» του είπε ο Τάμπριελ.
«Τι μπορεί να ήταν εκείνο που βύθισε το υποβρύχιο; Έχουμε καμια ιδέα, τελικά; Το λέω επειδή ίσως να υπάρχει κάτι σ’αυτή τη δίοδο που προκάλεσε τη βύθισή του.»
Ο Τάμπριελ φάνηκε σκεπτικός. Δεν μίλησε.
«Δεν αποκλείεται, Καλέφραζ,» είπε η Ανταρλίδα. «Υπάρχει μια πιθανότητα η δίοδος να προκάλεσε τέτοιους κραδασμούς στο υποβρύχιο που τρύπησαν τα τοιχώματά του…»
Ο Πολ μόρφασε. «Δεν το νομίζω.»
«Δεν έχουμε καμια άλλη, καλύτερη εξήγηση,» του είπε η Ανταρλίδα. «Δε φαίνεται να υπάρχει κανένα επικίνδυνο πλάσμα στους βυθούς της Κοράλλης. Ή, τουλάχιστον, κανένα επικίνδυνο πλάσμα τόσο μεγάλο και δυνατό ώστε να μπορεί να τρυπήσει τα τοιχώματα ενός υποβρυχίου.»
«Η ζημιά ίσως να προκλήθηκε λίγο προτού έρθουν στην Κοράλλη.»
Ο Καλέφραζ ρώτησε: «Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα μεγάλο, δυνατό, και επικίνδυνο τέρας στην άλλη μεριά της διόδου;»
«Μπορεί,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Ή μπορεί να τους κυνήγησε ώς εκεί και μετά να έφυγε. Ή μπορεί να είχαν δεχτεί εχθρικά πυρά και να κατέληξαν εδώ κυνηγημένοι. Ή μπορεί να ήταν δολιοφθορά.»
«Υποθέσεις που δεν έχουν νόημα αυτή τη στιγμή,» είπε ο Τάμπριελ.
«Θα περάσουμε, λοιπόν, τη δίοδο για να μάθουμε τι βρίσκεται στην άλλη μεριά;» ρώτησε η Ανταρλίδα.
«Ασφαλώς.» Ο Τάμπριελ σηκώθηκε όρθιος κρατώντας το ραβδί του.
«Αμέσως;» έκανε ο Καλέφραζ. «Τώρα;»
«Δεν υπάρχει λόγος να καθυστερούμε.»
Η Ανταρλίδα είχε επίσης σηκωθεί όρθια μόλις είχε σηκωθεί κι ο Τάμπριελ.
«Θα έρθεις, Ναρχάεζ;» ρώτησε ο τελευταίος.
«Ναι,» είπε το Δεξί Χέρι του Θρόνου του Τάρσαζ.
«Κι εγώ θα έρθω,» δήλωσε η Βερόνικα.
«Κι εγώ,» είπε ο Καλέφραζ. «Θέλω να μπω τουλάχιστον μία φορά σ’αυτό το υποβρύχιο, να δω πώς είναι από μέσα.»
«Εντάξει,» είπε η Ανταρλίδα. «Δε θα χρειαστούμε επιπλέον πλήρωμα, λοιπόν.
»Πολ, θα έρθεις κι εσύ, υποθέτω…»
«Τι ερωτήσεις είν’αυτές;»
«Να έρθουμε κι εμείς;» ρώτησε ο Αλίρκωπ καθώς σηκωνόταν όρθιος μαζί με τη Χιρκόμο.
«Χωράτε,» τους είπε ο Τάμπριελ. «Επομένως ελάτε.»
Στο υποβρύχιο χωρούσαν αλλά όχι και σε μία βάρκα. Αναγκάστηκαν να πάρουν δύο για να φτάσουν στο μεταλλικό σκάφος.
Όταν βρίσκονταν στο εσωτερικό του, ο Καλέφραζ είπε: «Μεγάλε Τίγρη! Το μέρος είναι τόσο στενό!…»
«Υποβρύχιο είναι, επιστήμονα, τι περίμενες;» του αποκρίθηκε ο Πολ. «Και δεν είναι κι απ’τα μεγαλύτερα υποβρύχια που υπάρχουν.»
«Υπάρχουν και μεγαλύτερα απ’αυτό;» έκανε ο Καλέφραζ.
«Εννοείται.»
Η Ανταρλίδα κάθισε στη θέση του πιλότου. Ως Μαύρη Δράκαινα, ήταν εκπαιδευμένη να ξέρει να οδηγεί κάθε σκάφος και όχημα στο Γνωστό Σύμπαν. Ο Πολ πήρε θέση δίπλα της χωρίς να ρωτήσει κανέναν, αφού εκεί καθόταν και πριν. Και η Ανταρλίδα είχε παρατηρήσει πως δεν ήταν άσχετος στο πιλοτάρισμα υποβρυχίου, παρότι προσπαθούσε να προσποιηθεί ότι δεν ήξερε και τόσα πολλά. Μάλλον, είχε σκεφτεί η Μαύρη Δράκαινα, θα μπορούσε να το οδηγήσει και μόνος του, δίχως εμένα.
Ο Τάμπριελ κάθισε πίσω τους. Το ίδιο και ο Καλέφραζ, γιατί ήθελε να βλέπει από το μπροστινό τζάμι του σκάφους.
«Είμαστε όλοι εντάξει;» φώναξε η Ανταρλίδα. «Η καταπακτή είναι ασφαλισμένη;»
«Μάλιστα, Καπετάνισσα!» αποκρίθηκε η φωνή του Ναρχάεζ.
Η Ανταρλίδα μειδίασε. Και ενεργοποίησε τις μηχανές του υποβρυχίου· το βουητό τους αντήχησε μέσα στο σκάφος.
Βυθίστηκαν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και κινήθηκαν στον βυθό. Από το παράθυρο εμπρός τους μπορούσαν να δουν τους προβολείς του σκάφους να φωτίζουν πελώρια κοράλλια, ψάρια, και μαλάκια. Ο Καλέφραζ κοίταζε χάσκοντας. Και η Χιρκόμο κι ο Αλίρκωπ είχαν επίσης έρθει κοντά στο πρόσθιο μέρος του σκάφους για να βλέπουν κι εκείνοι από το μεγάλο παράθυρο· τα φινιστρίνια στις πλευρές ήταν πολύ μικρά και δεν πρόσφεραν καλή θέα.
Δεν άργησαν να φτάσουν στο μέρος όπου το σκοτάδι δεν διαλυόταν από το φως του υποβρυχίου παρά στροβιλιζόταν σαν δίνη από αντιφώς η οποία έκανε ακατονόμαστες αποχρώσεις.
«Αυτή πρέπει νάναι η δίοδος,» είπε η Ανταρλίδα.
«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Ας περάσουμε.»
Η Μαύρη Δράκαινα οδήγησε το υποβρύχιο μέσα στη σκοτεινή δίνη, και για κάποια ώρα τα πάντα έγιναν μαύρα. Τα φώτα στο εσωτερικό του υποβρυχίου φάνηκαν να σβήνουν σαν κάτι να ρουφούσε την ίδια την ακτινοβολία που εξέπεμπαν. Κάτι πεινασμένο και διαβολικό.
Οι μηχανές, όμως, συνέχιζαν ν’ακούγονται να λειτουργούν. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το υποβρύχιο προχωρούσε, παρότι οι επιβάτες του είχαν την ψευδαίσθηση ότι έμεναν ακίνητοι.
Και μετά, το σκοτάδι διαλύθηκε. Απότομα.
Οι προβολείς του υποβρυχίου φώτισαν έναν βυθό πολύ διαφορετικό από αυτόν της Κοράλλης. Κατά πρώτον, δεν υπήρχαν καθόλου κοράλλια εδώ.
«Ας ανεβούμε,» πρότεινε ο Τάμπριελ. «Αλλά προσεχτικά. Και να έχεις τους ανιχνευτές μας ενεργούς.»
«Τους έχω,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Δεν εντοπίζουν τίποτα ιδιαίτερο.»
Το σκάφος ανέβηκε–
–και σταμάτησε προτού χτυπήσει σε πέτρα.
«Δεν υπάρχει επιφάνεια εδώ,» είπε η Ανταρλίδα, και κίνησε το υποβρύχιο κάτω και ευθεία, φωτίζοντας με τους προβολείς και βρίσκοντας τοιχώματα από πέτρα.
«Σα να είμαστε σε κάποια σπηλιά…» μουρμούρισε ο Καλέφραζ· και το μουρμουρητό του ακούστηκε δυνατό μέσα στη σιγή των υπολοίπων.
«Στο Σύμπλεγμα,» είπε ο Τάμπριελ.
«Στο ποιο;»
Ο Τάμπριελ αγνόησε την ερώτηση του Γραμματικού. «Ανταρλίδα, υπάρχουν χάρτες μέσα στο σύστημα του σκάφους;»
«Οι μνήμες του έχουν όλες σβηστεί. Δε λειτουργούν.» Η Μαύρη Δράκαινα πάτησε μερικά πλήκτρα κάτω από μια οθόνη στην κονσόλα εμπρός της. Η οθόνη έδειξε μόνο μαυρίλα. «Βλέπεις;»
«Στο Σύμπλεγμα πρέπει να είμαστε,» είπε ο Πολ. «Δεν εξηγείται αλλιώς αυτό το πράγμα.»
«Στο Σύμπλεγμα, όμως, δεν πηγαίνεις με υποβρύχιο,» είπε ο Τάμπριελ. «Πηγαίνεις με μεταβαλλόμενο σκάφος που είναι υποβρύχιο και κάτι άλλο συγχρόνως. Κι ετούτο εδώ δεν είναι μεταβαλλόμενο σκάφος.»
«Το ξέρω. Αλλά ίσως να έρχονταν από κάποιο μέρος που δεν χρειάζεται να διασχίσεις έδαφος ή νερό χαμηλής στάθμης.»
«Τι είναι το Σύμπλεγμα;» ρώτησε ο Καλέφραζ παρεμβαίνοντας.
«Το Σύμπλεγμα,» του είπε ο Τάμπριελ, «είναι μια από τις διαστάσεις που ονομάζουμε ‘ενδιάμεσες’ επειδή κανένας δεν κατοικεί σ’αυτές και, για εμάς, αποτελούν γέφυρες που συνδέουν άλλες διαστάσεις. Το Σύμπλεγμα είναι ένα ατελείωτο – δε γνωρίζουμε πού αρχίζει και πού τελειώνει, δηλαδή – σύμπλεγμα σπηλαίων γεμάτων νερό–»
«–και επικίνδυνα πλάσματα που μπορεί να προκάλεσαν τη ζημιά στο υποβρύχιο,» πρόσθεσε ο Πολ.
«Ακριβώς,» συμφώνησε ο Τάμπριελ. Και συνέχισε: «Επίσης, η στάθμη του νερού δεν είναι σταθερή. Το Σύμπλεγμα περιλαμβάνει σπήλαια πλημμυρισμένα με νερό· σπήλαια όπου υπάρχει μεν πολύ νερό αλλά μπορείς να βγεις και στην επιφάνεια· σπήλαια με χαμηλή στάθμη νερού, όπου είναι αδύνατο να πλεύσει μεγάλο σκάφος· και σπήλαια χωρίς καθόλου νερό, ή μονάχα με μερικές λίμνες και ποτάμια. Όπως καταλαβαίνεις, λοιπόν, Καλέφραζ, δεν μπορείς να διασχίσεις το Σύμπλεγμα με υποβρύχιο μόνο. Χρειάζεσαι μεταβαλλόμενο σκάφος. Το μεταβαλλόμενο σκάφος είναι ένα σκάφος που παίρνει τουλάχιστον δύο μορφές. Μεταλλάσσεται από υποβρύχιο σε κάτι με πόδια συνήθως, για να διασχίζει τα σπήλαια με λίγο νερό. Και ένα μεταβαλλόμενο σκάφος χρειάζεται πάντα τη βοήθεια ενός μάγου για να ελέγχει την ενεργειακή του ροή.»
Ο Καλέφραζ έμοιαζε μπερδεμένος από όλα τούτα.
«Δε χρειάζεται να τα γράψεις αυτά ακόμα,» του είπε ο Τάμπριελ.
«Τι να τα κάνει να τα γράψει;» είπε ο Πολ. «Είναι κοινή γνώση σε όλους στο Γνωστό Σύμπαν.»
Ο Τάμπριελ άλλαξε θέμα: «Το γεγονός, πάντως, ότι αυτό το υποβρύχιο δεν είναι μεταβαλλόμενο με κάνει να πιστεύω πως ίσως να μην βρισκόμαστε στο Σύμπλεγμα.»
«Και πού βρισκόμαστε; Εσύ, που είσαι ο Προφήτης, πες μας.»
«Δεν ξέρω. Θα δούμε.»
Βρήκαν ένα άνοιγμα στα τοιχώματα της πελώριας σπηλιάς και το ακολούθησαν, καταλήγοντας σε μια άλλη σπηλιά.
«Τι κάνεις εκεί;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Πολ, που πατούσε πλήκτρα.
«Περνάω στη μνήμη του σκάφους τη διαδρομή μας. Θέλουμε να μπορούμε να επιστρέψουμε, έτσι;»
Η Ανταρλίδα, μέχρι στιγμής, θυμόταν τη διαδρομή τους – δεν είχαν πάει και τόσο μακριά, εξάλλου – αλλά δεν είπε τίποτα. Προσπάθησε να φέρει το σκάφος στην επιφάνεια του νερού… αν υπήρχε επιφάνεια.
Και, ναι, υπήρχε.
Από το μπροστινό παράθυρο του υποβρυχίου είδαν ένα σπήλαιο να απλώνεται γύρω τους, φωτισμένο από τους προβολείς τους.
«Στο Σύμπλεγμα είμαστε,» είπε ο Πολ. «Δε μπορεί να είμαστε πουθενά αλλού.»
«Αν ήρθαν, λοιπόν, από εδώ με το υποβρύχιο, αυτό σημαίνει ότι ακολούθησαν τις σπηλιές που είναι γεμάτες νερό,» συμπέρανε ο Τάμπριελ. «Θα πρέπει να προσέχουμε μη βρεθούμε σε μέρος με λίγο νερό, γιατί θα ξεμείνουμε. Και μετά δε νομίζω νάναι εύκολο να επιστρέψουμε κολυμπώντας.»
Η Ανταρλίδα είχε μειώσει την ταχύτητα του υποβρυχίου, καθώς το κινούσε στην επιφάνεια του πελώριου σπηλαίου ψάχνοντας για εξόδους. Συγχρόνως, είχε ενεργοποιημένους τους ανιχνευτές του σκάφους, αναζητώντας οτιδήποτε ενδιαφέρον ή επικίνδυνο και μετρώντας τη στάθμη του νερού από κάτω τους και όσο πιο μπροστά μπορούσε.
Βρήκε ένα πέρασμα αλλά δεν το ακολούθησε, γιατί οι μετρήσεις σε μια από τις οθόνες της της έλεγαν ότι η στάθμη του νερού έπεφτε απότομα εκεί. Το απέφυγε και έψαξε για άλλο. Θα υπάρχει κάποιο, δε μπορεί, σκέφτηκε. Ο Τάμπριελ έχει δίκιο: Για να ήρθαν με υποβρύχιο, πρέπει και να υπάρχει δρόμος για να κινηθεί ένα υποβρύχιο. Εκτός αν, τελικά, δεν είχαν έρθει από εδώ. Ίσως να υπήρχε κι άλλη διαστασιακή δίοδος στην Κοράλλη…
Βάζοντας το υποβρύχιο να βυθιστεί ξανά, η Ανταρλίδα έψαξε για περάσματα στα τοιχώματα κάτω απ’το νερό· και, μετά από λίγο, βρήκε ένα. Εδώ κρυβόσουν, λοιπόν. Οδήγησε το σκάφος μέσα στον πελώριο λίθινο κύλινδρο και, σύντομα, βγήκε σ’ένα άλλο πλημμυρισμένο σπήλαιο. Για να δούμε, υπάρχει επιφάνεια; Ανέβηκε, και–
Μια ένδειξη στην οθόνη των ανιχνευτών.
«Κάτι υπάρχει εδώ,» παρατήρησε ο Πολ.
Η Ανταρλίδα συνέχισε να οδηγεί το σκάφος επάνω, και βγήκαν στην επιφάνεια του νερού. Οι προβολείς φώτισαν ευθεία μπροστά, προς αυτό που είχαν εντοπίσει οι ανιχνευτές.
Ένα οικοδόμημα αποκαλύφθηκε. Στις πλευρές του είχε μεγάλα κανόνια.
«Προσοχή,» είπε ο Τάμπριελ. «Προσοχή.»
«Βρήκαμε ανθρώπους, επιτέλους,» είπε ο Πολ. «Τι να προσέξουμε;»
«Σ’ένα άγνωστο οικοδόμημα μέσα στο Σύμπλεγμα; Δεν έχουμε ιδέα ποιοι μπορεί να έφτιαξαν αυτό το μέρος και ποιες μπορεί να είναι οι διαθέσεις τους!»
Ο Πολ δεν αποκρίθηκε.
Δε μ’αρέσει η σιωπή του, σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Αν είναι πράκτορας της Παντοκράτειρας, θα θέλει να έρθει σε επαφή με τους δικούς του ανθρώπους – και θα το επιχειρήσει με την πρώτη ευκαιρία.
Πρέπει να τον προσέχω.
Ξαφνικά έσβησε τους προβολείς του υποβρυχίου, και τα πάντα μπροστά τους μαύρισαν.
«Τι ήταν αυτό, Καπετάνισσα;» μούγκρισε ο Πολ. «Διακοπή για τεχνικούς λόγους;»
«Στο οικοδόμημα αντίκρυ μας δεν υπάρχει το παραμικρό φως, αγαπητέ Υποπλοίαρχε. Δεν είναι αυτό περίεργο;»
Τα λόγια της τους έκαναν όλους να σωπάσουν.
«…Το μέρος είναι εγκαταλειμμένο,» είπε τελικά ο Τάμπριελ.
«Προφήτης αληθινός…» σχολίασε ο Πολ.
Η Ανταρλίδα άναψε πάλι τους προβολείς. Δυνάμωσε το φως τους, παρατηρώντας. Κανένας άνθρωπος δεν φαινόταν. Ούτε τα κανόνια έμοιαζαν να έχουν κινηθεί.
«Να πλησιάσουμε;» ρώτησε.
«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ.
Το υποβρύχιο προσέγγισε κάτι αποβάθρες στην πρόσοψη του οικοδομήματος, το οποίο πρέπει να ήταν φρούριο ή κάποιου είδους βάση. Άλλο ένα υποβρύχιο ήταν αραγμένο εδώ, θυμίζοντας πολύ το δικό τους.
«Για φαντάσου…» είπε ο Πολ κοιτάζοντάς το.
Μια βάση της Παντοκράτειρας, λοιπόν, σκέφτηκε η Ανταρλίδα.
Σταμάτησε τις μηχανές του υποβρύχιού τους, και άνοιξαν την καταπακτή, βγαίνοντας ο ένας κατόπιν του άλλου στις αποβάθρες του οικοδομήματος. Στα χέρια τους είχαν όπλα – πιστόλια και τουφέκια – και φακούς.
Η Βερόνικα τράβηξε μια φωτογραφία της πρόσοψης του κτιρίου.
Αντίκρυ τους υπήρχε μια είσοδος. Μια ψηλή, διπλή, φαρδιά πόρτα. Μισάνοιχτη. Επάνω της ήταν ξεθωριασμένο το έμβλημα της Παντοκράτειρας.
Η Ανταρλίδα είπε: «Βερόνικα, Ναρχάεζ, Καλέφραζ. Θα μείνετε με το υποβρύχιο. Οι υπόλοιποι θα πάμε μέσα, να ρίξουμε μια ματιά.» Κανένας δεν διαφώνησε.
Η Μαύρη Δράκαινα, με το τουφέκι της στα χέρια, πλησίασε πρώτη τη μεγάλη πόρτα και έσπρωξε το ένα φύλλο της, με το πόδι. Ο Πολ ερχόταν πίσω της, φωτίζοντας.
Στο εσωτερικό, αποκαλύφθηκε ένας πλατύς διάδρομος. Με ανθρώπινα σκέλεθρα στο πάτωμα. Ντυμένα με τις λευκές στολές του Στρατού της Παντοκράτειρας, κουρελιασμένες και βαμμένες κόκκινες σε πολλά σημεία.
«Σκατά του Σκοτοδαίμονος…» μούγκρισε ο Πολ.
«Νεκροί είναι αυτοί εκεί μέσα;» ακούστηκε η φωνή της Βερόνικας, από πίσω.
«Δε μου μοιάζουν και πολύ ζωηροί,» είπε ο Πολ.
«Και το ερώτημα είναι τι τους σκότωσε,» τόνισε ο Τάμπριελ.
Η Ανταρλίδα πέρασε την είσοδο, πλησιάζοντας το σκέλεθρο μιας γυναίκας. «Παλιά ιστορία,» παρατήρησε. «Έχει περάσει καιρός από τότε που σκοτώθηκαν. Ό,τι κι αν τους σκότωσε, μάλλον θάχει φύγει.»
«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε ο Πολ. «Προφητικές ικανότητες κι εσύ;»
«Αν οι εχθροί τους ήθελαν να μείνουν στη βάση, η βάση δε θα ήταν τόσο σκοτεινή.»
«Οι εχθροί τους; Είσαι σοβαρή, Καπετάνισσα; Μπορεί αυτό που τους σκότωσε να μην ήταν άνθρωπος! Μπορεί να ήταν κάποιο τέρας του Συμπλέγματος.»
«Σ’αυτή την περίπτωση, ή έφαγε, χόρτασε, και έφυγε, ή είναι μέσα και μας περιμένει,» είπε η Ανταρλίδα, και βάδισε στον διάδρομο αποφεύγοντας τα κουφάρια. «Ελάτε.»
Ο Πολ, ο Τάμπριελ, ο Αλίρκωπ, και η Χιρκόμο την ακολούθησαν, με όπλα στα χέρια και υψωμένα. Κοιτάζοντας ολόγυρα, τις σκιές που μπορεί να έκρυβαν κινδύνους.
Στα δεξιά, είδαν ένα μεγάλο άνοιγμα που οδηγούσε σε μια αίθουσα. Ο Πολ έστρεψε τον φακό του προς τα εκεί, και διαπίστωσαν ότι το μέρος ήταν χώρος στάθμευσης για οχήματα. Δύο τρίκυκλα ήταν εδώ, καθώς και ένα πράγμα με τέσσερα πόδια, τόσο μεγάλο όσο και το υποβρύχιό τους.
«Ορίστε ένα σκάφος που μπορεί να διασχίσει το Σύμπλεγμα,» είπε ο Τάμπριελ. «Ελπίζω να υπάρχουν και ενεργειακές φιάλες κάπου εδώ.»
«Καζίτο’ναρ!» είπε ξαφνικά η Χιρκόμο κατεβάζοντας το πιστόλι της. «Κάτι είναι κοντά μας.»
«Γαμώ τις μαντείες σας…» μουρμούρισε ο Πολ.
Ο Αλίρκωπ είπε: «Κι εγώ το αισθάνομαι, Τάμπριελ.» Ήταν ο μόνος καθαρόαιμος Ταργκάφλι που ποτέ δεν τον έλεγε Καζίτο’ναρ: μάλλον επειδή τον είχε γνωρίσει από τότε που εκείνος είχε έρθει ως εξερευνητής στην Καρκούμ.
«Κάποιο πνεύμα;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Κάποιου είδους οντότητα,» είπε ο Αλίρκωπ.
«Εχθρική,» πρόσθεσε η Χιρκόμο. «Και μας έχει καταλάβει.»
Ο Τάμπριελ ύφανε ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως, και διαπίστωσε ότι είχαν δίκιο. Πράγματι, μια οντότητα βρισκόταν εδώ, και δεν έμοιαζε καθόλου χαρούμενη που είχαν εισβάλει στα μέρη της. Ερχόταν προς το μέρος τους, από το βάθος του διαδρόμου.
«Μας πλησιάζει!» είπε ο Τάμπριελ. «Αλίρκωπ, Χιρκόμο. Θυμάστε το Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως που σας έχω μάθει;»
«Ναι, Καζίτο’ναρ,» αποκρίθηκε η μάγισσα. «Αλλά αυτή η οντότητα…»
«Ναι, το ξέρω, μοιάζει δυνατή.»
Ένας ήχος σαν ξερός άνεμος ήρθε από το βάθος του διαδρόμου. Έστρεψαν τους φακούς τους προς τα εκεί και είδαν κάτι να παρουσιάζεται μέσα από τον ίδιο τον αέρα, που είχε πάρει ένα χρώμα μαυροκόκκινο, σαν μελάνι να είχε χυθεί επάνω του και να τον είχε ποτίσει. Ένα ρύγχος υλοποιήθηκε, και ένα μεγάλο στόμα. Δύο κόκκινα μάτια από πάνω του. Ένα κεφάλι στο σύνολό του. Και μετά, άλλο ένα κεφάλι παραδίπλα. Κι άλλο ένα. Και πόδια, ή χέρια, με γαμψά νύχια ξεπρόβαλαν από δω κι από κει.
«Στο Σπίτι του Σκοτοδαίμονος!» μούγκρισε ο Πολ, πυροβολώντας με το τουφέκι του την παράξενη οντότητα.
Το πλάσμα γρύλισε μοιάζοντας να πονά. Οι σφαίρες το χτυπούσαν· δεν ήταν άυλο.
Η Ανταρλίδα το πυροβόλησε επίσης.
Αλλά το γεγονός ότι η οντότητα δεν ήταν άτρωτη στα πυρά τους δεν σήμαινε κιόλας πως ήταν ευάλωτη σ’αυτά. Χίμησε προς το μέρος τους, βρυχούμενη.
Ο Τάμπριελ είχε ήδη ξεκινήσει το Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως, και ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο μαζί του. Έτσι, καθώς η οντότητα ζύγωνε, δέχτηκε τη συντονισμένη τους βουλητική δύναμη και ούρλιαξε, κάνοντας πίσω.
Η Ανταρλίδα και ο Πολ συνέχιζαν να πυροβολούν.
Το πλάσμα φάνηκε να βουλιάζει μέσα στο σκοτάδι και να εξαφανίζεται.
Ο Πολ και η Ανταρλίδα άλλαξαν αμέσως γεμιστήρες στα όπλα τους.
«Είναι νεκρό ή ζει;» ρώτησε ο πρώτος.
«Ζει,» απάντησε ο Τάμπριελ. «Απλά υποχώρησε. Κι όταν ξανάρθει, δεν θα μας υποτιμήσει όπως τώρα.»
«Τώρα, δηλαδή, μας υποτίμησε;»
«Έτσι νομίζω.»
«Σκατά…» έφτυσε ο Πολ.
Ο Ναρχάεζ είχε μπει στον διάδρομο μαζί με τη Βερόνικα και τον Καλέφραζ. «Τι γίνεται εδώ;»
«Πηγαίνετε πίσω στο σκάφος,» τους είπε η Ανταρλίδα.
«Τι πυροβολούσατε;»
«Ένα πλάσμα που φαίνεται να κατοικεί εδώ πέρα,» απάντησε ο Τάμπριελ.
«Το πλάσμα που τους σκότωσε;» ρώτησε η Βερόνικα, κοιτάζοντας τους νεκρούς στο πάτωμα.
«Μάλλον.»
«Το σκοτώσατε;» ρώτησε ο Ναρχάεζ.
«Αν το είχαμε σκοτώσει, θα έβλεπες άλλο ένα κουφάρι,» του είπε ο Πολ.
«Θα χρειαστείτε τη βοήθειά μας,» είπε ο Ναρχάεζ. «Θα έρθουμε μαζί σας.»
«Και το υποβρύχιο;» έθεσε το ερώτημα η Βερόνικα. «Θα το αφήσουμε μόνο του εκεί έξω;»
«Λες να μας το κλέψει το τέρας της βάσης, πιλότε μου;» της είπε ο Πολ, κι εκείνη φάνηκε να ενοχλείται απ’το σχόλιό του.
«Εντάξει,» είπε η Ανταρλίδα. «Ελάτε. Και να είστε έτοιμοι. Δε θ’αργήσουμε να το ξανασυναντήσουμε.»
«Πρέπει να πρόκειται για κάποια διττή οντότητα,» τους πληροφόρησε ο Τάμπριελ καθώς βάδιζαν μέσα στον διάδρομο. «Άυλη και υλική συγχρόνως. Οι σφαίρες την τραυματίζουν όταν παρουσιάζεται, αλλά και το Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως την επηρεάζει.»
Εξερευνώντας τη βάση, βρήκαν κοιτώνες (όπου υπήρχαν κι άλλοι νεκροί), ένα εργαστήριο για πειράματα (όπου επίσης υπήρχαν κι άλλοι νεκροί, και τα μηχανήματα κι οι εξοπλισμοί ήταν άνω-κάτω), μια αποθήκη όπλων (τουφέκια, πιστόλια, βαλλίστρες, βέλη και γεμιστήρες), μια αποθήκη τροφίμων (όλα τα τρόφιμα χαλασμένα πλέον· η βρόμα, το κάτι άλλο), μια αποθήκη ενέργειας (κάμποσες ενεργειακές φιάλες διαφόρων μεγεθών), δύο θαλάμους πίσω από τα μεγάλα κανόνια (ο ένας, άδειος· στον άλλο, το σκέλεθρο ενός πολεμιστή της Παντοκράτειρας), και, ανεβαίνοντας μια σκάλα, ένα μέρος που δεν μπορεί παρά να ήταν το κέντρο ελέγχου της βάσης. Τέσσερις νεκροί βρίσκονταν εδώ, δύο άντρες και δύο γυναίκες: σκέλεθρα με λευκές, αιματοβαμμένες στολές. Τριγύρω υπήρχαν οθόνες και κονσόλες. Μερικά μηχανήματα ήταν σπασμένα, αλλά τα περισσότερα ήταν άθικτα. Τίποτα, όμως, δεν λειτουργούσε· η ενέργειά τους είχε εξαντληθεί προ πολλού.
«Χρειαζόμαστε ενεργειακές φιάλες,» είπε ο Πολ, αφού άνοιξε μια καταπακτή και βρήκε μέσα τέσσερις τελειωμένες φιάλες. «Μάλλον, όταν το τέρας τούς σκότωσε όλους, δεν έκανε τον κόπο να σβήσει τα φώτα.»
«Εντάξει,» είπε η Ανταρλίδα. «Θα πάμε να πάρουμε φιάλες από την αποθήκη. Όλοι μαζί. Δε χωριζόμαστε εδώ μέσα.»
Έφυγαν από το κέντρο ελέγχου, κατέβηκαν στην αποθήκη, πήραν τέσσερις φιάλες του είδους που ήθελαν, και ανέβηκαν πάλι.
Για να δουν τον δαίμονα να τους περιμένει.
Τα έξι κόκκινα μάτια του γυάλιζαν. Τα νύχια και τα δόντια του όρμησαν να τους κομματιάσουν.
Ο Πολ κραύγασε καθώς η σάρκα του σχιζόταν και το αίμα του τιναζόταν. Η ενεργειακή φιάλη που κρατούσε έφυγε απ’το χέρι του και κύλησε στο πάτωμα.
Η Ανταρλίδα πυροβόλησε το στόμα που ερχόταν καταπάνω της, προτού τη δαγκώσει, κι εκείνο αποτραβήχτηκε.
Ο Τάμπριελ πυροβολούσε επίσης, με το πιστόλι του. Και οι υπόλοιποι το ίδιο.
«Νναααργκ!» γρύλισε ο Ναρχάεζ, πέφτοντας χτυπημένος, αλλά συνεχίζοντας να πατά τη σκανδάλη του τουφεκιού του και να πυροβολεί τον εχθρό.
«Αλίρκωπ! Χιρκόμο!» φώναξε ο Τάμπριελ, κι άρχισε να αρθρώνει τα λόγια για το Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως. Οι δύο Ταργκάφλι ακολούθησαν το παράδειγμά του.
Ο Καλέφραζ είχε ζαρώσει πίσω τους, πυροβολώντας με το πιστόλι του όποτε έβρισκε ευκαιρία.
Η Βερόνικα κρατούσε δύο πιστόλια, πυροβολώντας και προσπαθώντας να πλησιάσει τον Πολ, που ήταν πεσμένος, αιμόφυρτος και ακίνητος. Τα νύχια ενός ποδιού τη χτύπησαν, σωριάζοντάς την κι εκείνη. Η Βερόνικα ούρλιαξε. Το ένα όπλο είχε φύγει απ’το χέρι της.
«Απομακρύνσου!» της φώναξε ο Ναρχάεζ, που είχε σηκωθεί στο ένα γόνατο, πυροβολώντας με το τουφέκι του. «Απομακρύνσου!»
Το ξόρκι του Τάμπριελ, του Αλίρκωπ, και της Χιρκόμο άρχισε να επηρεάζει τον δαίμονα, σπρώχνοντάς τον όπισθεν, μακριά από τους συντρόφους τους. Εκείνος γρύλιζε και χτυπιόταν. Τα νύχια και τα δόντια του προσπαθούσαν να κατακρεουργήσουν την Ανταρλίδα, η οποία τα απέφευγε με ευέλικτους ελιγμούς και συνέχιζε να πυροβολεί. Όταν οι σφαίρες στο τουφέκι της τελείωσαν, το πέταξε και τράβηξε δύο πιστόλια απ’τη ζώνη της.
Ο δαίμονας τώρα ήταν φανερά τραυματισμένος, καταπονημένος. Βυθιζόταν πίσω στο μαυροπόρφυρο σκοτάδι που τον είχε γεννήσει.
«Μην το διώχνετε!» φώναξε η Ανταρλίδα στον Τάμπριελ και τους Ταργκάφλι. «Πρέπει να το σκοτώσουμε!»
«Δεν το διώχνουμε,» της είπε ο Τάμπριελ· «φεύγει από μόνο του.»
Τα κεφάλια και τα πόδια του δαίμονα χάθηκαν μέσα στο μαυροπόρφυρο σκοτάδι, το οποίο βούλιαξε στο πάτωμα.
«Τα κέρατα του Κάρτωλακ!» καταράστηκε η Ανταρλίδα τρίζοντας τα δόντια.
Ο Τάμπριελ πλησίασε το Δεξί Χέρι του Θρόνου. «Ναρχάεζ, είσαι καλά;»
«Ναι. Το πόδι μού χτύπησε μόνο. Πρόλαβα να το πυροβολήσω προτού μου δαγκώσει και το κεφάλι. Δες τον Πολ.»
Ο Πολ ήταν αναίσθητος στο πάτωμα αλλά, όπως σύντομα διαπίστωσαν, όχι νεκρός. Είχε τραυματιστεί στον δεξή ώμο και στο στήθος. Η Βερόνικα ήταν χτυπημένη στα δεξιά πλευρά.
Ο Αλίρκωπ, ο Τάμπριελ, και η Ανταρλίδα περιποιήθηκαν τους τραυματίες· και ο Πολ συνήλθε.
«Πού είναι;» ρώτησε μορφάζοντας από τον πόνο. «Το σκοτώσατε, το Γέννημα του Σκοτοδαίμονος;»
«Δυστυχώς έφυγε,» είπε η Ανταρλίδα.
«Δόξα στον Κρόνο, όμως, είμαστε όλοι ζωντανοί,» παρατήρησε η Βερόνικα.
«Δε νομίζω να επιστρέψει σύντομα,» είπε ο Τάμπριελ.
«Είναι τρομαγμένο, Καζίτο’ναρ,» είπε η Χιρκόμο. «Έχει κρυφτεί. Το αισθάνομαι.»
«Καλό αυτό.»
Ο Τάμπριελ έβγαλε, μία-μία, τις τέσσερις τελειωμένες φιάλες από την καταπακτή στο πάτωμα και τις αντικατέστησε με τις τέσσερις καινούργιες που είχαν πάρει από την αποθήκη. Πάτησε το χοντρό κουμπί πλάι τους και η ενέργεια κύλησε μέσα στα παλιά καλώδια.
Φωτάκια άναψαν ολόγυρα, πάνω στις κονσόλες. Ορισμένες οθόνες άνοιξαν δείχνοντας μέρη της βάσης όπου υπήρχαν τηλεοπτικοί πομποί. Η εικόνα τρεμόπαιζε και αναβόσβηνε. Τα μηχανήματα δεν ήταν και σε τόσο καλή κατάσταση πλέον.
«Για να δούμε,» είπε ο Τάμπριελ πλησιάζοντας τα πλήκτρα μιας κονσόλας, «θα μπορέσουμε να μάθουμε πού είμαστε.» Πληκτρολόγησε, και μια οθόνη άναψε εμπρός του, παρουσιάζοντας έναν χάρτη. Από πάνω έγραφε: ΧΑΡΤΗΣ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΟΣ.
Ο Τάμπριελ πάτησε μερικά πλήκτρα ακόμα, και κάτω από τον χάρτη παρουσιάστηκαν οι λέξεις ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑΣ.
Μια κόκκινη κουκίδα αναβόσβησε πάνω στον χάρτη.
Ο Τάμπριελ πληκτρολόγησε.
Το ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑΣ αντικαταστάθηκε από ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΙΑΚΕΣ ΔΙΟΔΟΙ.
Δύο σημεία φωτίστηκαν, έχοντας πλάι τους τους αριθμούς 1 και 2.
Ο Τάμπριελ πάτησε ένα πλήκτρο, και η οθόνη έγραψε:
1 – ΠΡΟΣ/ΑΠΟ ΔΙΑΣΤΑΣΗ: ΑΓΝΩΣΤΗ.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ;
ΝΑΙ - ΟΧΙ
«Από εδώ πρέπει να ήρθαμε,» είπε ο Τάμπριελ.
«Ναι,» συμφώνησε η Ανταρλίδα.
Ο Τάμπριελ πάτησε ένα πλήκτρο, και το ΝΑΙ φωτίστηκε προς στιγμή, προτού η οθόνη γράψει:
ΜΙΚΡΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ. ΥΠΟ ΕΡΕΥΝΑ.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ;
ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΕΙΣΑΓΕΤΕ ΚΩΔΙΚΑ
Ο Τάμπριελ πάτησε ένα πλήκτρο που έσβησε τα γράμματα. Και μετά, ζήτησε πληροφορίες για τη δεύτερη κοντινότερη δίοδο, που, σύμφωνα με τον χάρτη, βρισκόταν πιο μακριά από την πρώτη.
Η οθόνη απάντησε–
2 – ΠΡΟΣ/ΑΠΟ ΔΙΑΣΤΑΣΗ: ΥΠΕΡΥΔΑΤΙΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ;
ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΕΙΣΑΓΕΤΕ ΚΩΔΙΚΑ
–και τρεμόπαιξε, ανησυχητικά.
«Εννοεί περισσότερες πληροφορίες για την Υπερυδάτια ή για τη διαστασιακή δίοδο;» είπε η Ανταρλίδα.
«Για τη δίοδο, μάλλον. Για την Υπερυδάτια όλοι ξέρουν.»
Η Ανταρλίδα ένευσε. «Πρέπει, τότε, να λέει πού ακριβώς στην Υπερυδάτια βγάζει η δίοδος.»
«Το ίδιο υποθέτω κι εγώ.»
«Να δούμε αν το μεταβαλλόμενο σκάφος λειτουργεί;» πρότεινε η Ανταρλίδα.
«Ναι. Αλλά δε νομίζω ότι είναι ακόμα ώρα να πάμε στην Υπερυδάτια.»
«Συμφωνώ.»
*
Το μεταβαλλόμενο σκάφος λειτουργούσε. Όταν του έβαλαν ενεργειακές φιάλες, τα συστήματά του άναψαν παρότι είχαν καιρό να ενεργοποιηθούν. Ο Τάμπριελ κάθισε στην ειδική θέση του ενεργειακού κέντρου του σκάφους και ύφανε μια Μαγγανεία Κινήσεως, φέρνοντας υπό τον έλεγχό του την ενεργειακή ροή. Η Ανταρλίδα ήταν ήδη καθισμένη στο πιλοτήριο, και, πιάνοντας τους μοχλούς εμπρός της, έβαλε το σκάφος να κινήσει τα μεγάλα πόδια του. Δυνατοί τριγμοί αντήχησαν μέσα στην εγκαταλειμμένη βάση, αλλά το μηχάνημα κινήθηκε, βγαίνοντας από την είσοδο στο πέρας του διαδρόμου.
«Θα το ρίξω στο νερό,» είπε η Ανταρλίδα στον Τάμπριελ μέσω του μικροφώνου στην κονσόλα της. «Θα το μεταμορφώσεις;»
«Ναι. Κι ας ελπίσουμε ότι δεν είναι χαλασμένο το σύστημα μεταμόρφωσής του.»
Η Ανταρλίδα οδήγησε το σκάφος στο νερό, και βούτηξε.
Ο Τάμπριελ είχε ήδη ξεκινήσει ένα Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, και τώρα το ολοκλήρωσε, απαιτώντας από τα συστήματα του σκάφους να ανταποκριθούν… και νιώθοντας τα να διαμαρτύρονται έντονα, σαν, ύστερα από τόσο καιρό ακινησίας, να βαριόνταν να κουνηθούν. Το σκάφος, για μια στιγμή, φάνηκε να μη θέλει ν’αλλάξει μορφή. Μετά, ξεκίνησε να μεταβάλλεται. Και παραλίγο να μπλοκάρει στη μέση της αλλαγής – πράγμα που μπορεί να αποδεικνυόταν πολύ επικίνδυνο. Η μεταβολή, όμως, συνεχίστηκε. Τα πόδια εξαφανίστηκαν μέσα στις πλευρές του σκάφους, η μορφή του άλλαξε. Και τώρα, ήταν υποβρύχιο.
«Οι Παντοκρατορικοί πάντοτε φτιάχνουν τα μηχανήματά τους γερά,» είπε ο Τάμπριελ στην Ανταρλίδα μέσω του μικρόφωνου δίπλα απ’το κεφάλι του.
Η Μαύρη Δράκαινα γέλασε. «Λίγο έλειψε,» είπε.
Σηκώθηκε από τη θέση της στο πιλοτήριο, και ο Τάμπριελ από τη δική του θέση στο ενεργειακό κέντρο. Άνοιξαν την καταπακτή του υποβρυχίου και βγήκαν, για να δουν τους υπόλοιπους να τους ατενίζουν από την είσοδο της βάσης.
«Πολ,» φώναξε η Ανταρλίδα, «μπορείς να οδηγήσεις το άλλο υποβρύχιο;»
«Θα προσπαθήσω,» αποκρίθηκε εκείνος, που η Χιρκόμο τον βοηθούσε να στέκεται, έχοντας το αριστερό του χέρι στους ώμους της. «Τόσο καιρό που σ’έβλεπα, κάτι έχω μάθει.»
Ναι, ’ντάξει… σκέφτηκε ειρωνικά η Ανταρλίδα. «Ωραία λοιπόν. Θα πάρουμε δύο υποβρύχια μαζί μας, επιστρέφοντας.»
Μα τον Μαράνχαλωμ! Ποτέ άλλοτε ο Μεγάλος Προφήτης δεν μας είχε εγκαταλείψει για τόσο πολύ. Δεν ξέραμε αν ήταν ζωντανός ή νεκρός. Το μόνο που ξέραμε ήταν ότι αυτός κι η Συνοδός του είχαν χαθεί. Θα επέστρεφαν ποτέ; αναρωτιόμασταν καθώς ο καιρός περνούσε.
Και ακούγονταν προτάσεις που, για κάποιο λόγο, δεν μου άρεσαν καθόλου μα καθόλου…
*
* * *
*
Βγήκαν από τη διαστασιακή δίοδο και βρέθηκαν στο οροπέδιο, στην Οροσειρά των Πάγων, όπου το κρύο ήταν δυνατό και χιόνιζε. Ο Τάμπριελ ήρθε σε επαφή με τους Ιεράρχες για να μάθει όλα όσα γνώριζαν: και ιδιαίτερα, για να μάθει τι πρόοδο είχαν κάνει στην αναζήτησή τους για άλλες διαστασιακές διόδους.
Οι γνώσεις που γέμισαν το νου του ήταν απογοητευτικές. Δεν είχε γίνει, ουσιαστικά, καμία πρόοδος. Πράγμα που, όφειλε να ομολογήσει, δεν τον εξέπληττε τόσο· δεν ήταν εύκολο να εντοπίζεις διόδους που οδηγούσαν σε άλλες διαστάσεις.
Διέκοψε την επαφή του με τους Ιεράρχες και έστρεψε το βλέμμα του στον καταυλισμό που ήταν στημένος πάνω στο οροπέδιο. Μια σημαία του Τάρσαζ κυμάτιζε ανάμεσα στις σκηνές, ευδιάκριτη πίσω από την αραιή χιονόπτωση. Ο Ναρχάεζ και οι πολεμιστές του είχαν ήδη αρχίσει να πηγαίνουν προς τα εκεί, όπως και ο Καλέφραζ, και ο Πολ και η Βερόνικα – που τους υποβάσταζαν δύο Ταργκάφλι, καθότι ήταν κι οι δύο τραυματισμένοι. Ο Αλίρκωπ, η Χιρκόμο, και οι υπόλοιποι Ταργκάφλι είχαν μείνει στην Κοράλλη, για να μην αφήσουν τα υποβρύχια μόνα τους. Παρότι ήξεραν ότι η διάσταση ήταν έρημη από ανθρώπους, δεν ήθελαν να το ριψοκινδυνέψουν. Εξάλλου, όπως είχαν τώρα διαπιστώσει, υπήρχε δίοδος προς και από το Σύμπλεγμα.
«Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Τάμπριελ, τυλιγμένη στην κάπα της.
«Τίποτα ιδιαίτερο,» είπε εκείνος. «Πάμε–»
Μια δυνατή κραυγή αντήχησε στο οροπέδιο.
Έστρεψαν το βλέμμα τους και είδαν ένα μεγάλο πουλί να έρχεται από μια βουνοπλαγιά, φτερουγίζοντας. Το γνωστό μεγάλο πουλί, που είχε βγει από το Ρήγμα όπως κι εκείνοι.
Προσγειώθηκε κοντά τους, εμπρός τους, ενώ αυτοί που βρίσκονταν στην κατασκήνωση είχαν βγει από τις σκηνές τους και το κοίταζαν.
Το πουλί κατέβασε τον λαιμό του προς τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα. Ήταν προφανές ότι ήθελε να το καβαλήσουν για να τους οδηγήσει πάλι κάπου – σε κάποια άλλη διαστασιακή δίοδο, πιθανώς.
«Αυτή τη φορά δε θα ταξιδέψουμε ξεβράκωτοι,» είπε η Ανταρλίδα. «Πάμε να πάρουμε μερικά πράγματα μαζί μας.»
Ο Τάμπριελ κατένευσε, και είπε στο πουλί: «Περίμενε.»
Εκείνο έβγαλε ένα χαμηλόφωνο (για τα δεδομένα του μεγέθους του) κρώξιμο.
Η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ πήγαν στον καταυλισμό, και είπαν στον Ναρχάεζ και στον Καλέφραζ ότι θα έφευγαν για λίγο μαζί με το γιγάντιο πουλί. Έπειτα ετοιμάστηκαν, παίρνοντας όπλα, πυρομαχικά, και κάποια τρόφιμα. Επέστρεψαν εκεί όπου το γκριζόφτερο πτηνό τούς περίμενε και σκαρφάλωσαν στη μεγάλη ράχη του. Εκείνο ορθώθηκε, τινάζοντας το κόκκινο λοφίο του, και φτερούγισε πάνω απ’το οροπέδιο. Πέρασε ανάμεσα από δύο βουνοπλαγιές και πήγε νότια, στη Γη των Ταργκάφλι. Δεν πετούσε τόσο ψηλά όσο την προηγούμενη φορά γιατί πρέπει να καταλάβαινε ότι τα ανώτερα στρώματα του ουρανού ήταν τώρα πολύ παγωμένα και, αναμφίβολα, δυσάρεστα για τους αναβάτες του.
Πέρασαν πάνω από το Πυκνόκλαδο Δάσος, πάνω από τον ποταμό Κις-χαρ Ιχ, πάνω από το Σκεβρό Χάσμα· και εδώ ο αέρας ήταν πιο ζεστός, αλλά ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα δεν θα ήθελαν να μη φορούσαν τις κάπες τους – θα είχαν παγώσει ζωντανοί.
Ταξίδεψαν για ώρες, κάνοντας στάσεις κάθε τόσο για να ξεκουράζονται και αυτοί και το πουλί. Το βράδυ σταμάτησαν στην ύπαιθρο του Τάρσαζ· κατασκήνωσαν εκεί και το πρωί συνέχισαν. Πέταξαν πάνω από τον ποταμό Νύραλοκ, πάνω από τα Βρεγμένα Δάση, πάνω από την Ενδότερη Θάλασσα, πάνω από το Βασίλειο της Σάβηνεμ, πάνω από τη Στενή Θάλασσα. Μπήκαν στο Ώσρανοκ και συνέχισαν να πετάνε ενώ το απόγευμα ερχόταν. Και, καθώς οι σκιές πλήθαιναν, το πουλί προσγειώθηκε μέσα στα νότια δάση του Ώσρανοκ.
Η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ κατέβηκαν από τη ράχη του, και ένα σημείο αμέσως τράβηξε τη ματιά τους. Τα δέντρα του δάσους έμοιαζαν εκεί να σχηματίζουν ένα μονοπάτι. Υπήρχε, όμως, κάτι το ασυνήθιστο σ’αυτό το μονοπάτι. Στην αρχή, δεν μπορούσαν να καθορίσουν τι ακριβώς ήταν εκείνο που τους παραξένευε, αλλά μετά κατάλαβαν.
Οι σκιές.
Ήταν ανάποδες.
Εκεί όπου έπρεπε να υπάρχει φως υπήρχε σκιά, κι εκεί όπου έπρεπε να υπάρχει σκιά υπήρχε φως. Ήταν σαν κάποιος να είχε πάρει αυτό το σημείο των δασών και να το είχε αναποδογυρίσει, με μυστηριώδη και ανεξήγητο τρόπο, ως προς τον φωτισμό.
«Ακόμα μία δίοδος,» είπε ο Τάμπριελ, και βημάτισαν προς τα εκεί.
Το πουλί έβγαλε ένα δυνατό κρώξιμο πίσω τους, το οποίο τους έκανε να στραφούν αιφνιδιασμένοι. Κοίταξαν γύρω, μήπως υπήρχε κανένας κίνδυνος, μα δεν είδαν τίποτα.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Τάμπριελ το πουλί, δυσανασχετώντας που δεν μπορούσε πια να επικοινωνήσει άμεσα μαζί του, όπως τότε που είχε τη Βιβεϊρλώταθ (ή τον Γκαλένραμωθ) υπό τον έλεγχό του.
Το πτηνό έκρωξε πάλι.
«Νομίζω ότι προσπαθεί να μας προειδοποιήσει για κάτι,» είπε η Ανταρλίδα. «Αλλά δε μπορώ να καταλάβω για τι.»
«Ούτε κι εγώ,» παραδέχτηκε ο Τάμπριελ.
Και στράφηκαν ξανά στη δίοδο, βαδίζοντας προσεχτικά και σταματώντας εκεί όπου ο φωτισμός και οι σκιές ξεκινούσαν να είναι ανάποδα.
Το πουλί ακούστηκε να έρχεται πίσω τους· κι έκρωξε πάλι, πιο σιγανά τώρα, αλλά με τον ίδιο προειδοποιητικό τρόπο.
Ο Τάμπριελ τέντωσε το αριστερό του χέρι, βάζοντάς το μέσα στη δίοδο· και είδε τις σκιές και το φως επάνω στο μανίκι του να αναποδογυρίζουν. Τίποτε άλλο, όμως, δεν συνέβη.
Έτσι, προχώρησε.
Και η Ανταρλίδα προχώρησε δίπλα του.
Και το πουλί τούς ακολούθησε. Αν και ο Τάμπριελ, κοιτάζοντάς το πάνω απ’τον ώμο του, νόμιζε ότι διέκρινε κάποιο δισταγμό στον βηματισμό του. Τι φοβάται; Δε φαίνεται να υπάρχει κάτι το επικίνδυνο εδώ.
Συνέχισαν να βαδίζουν μέσα στο μονοπάτι, με τις σκιές και το φως να εξακολουθούν να είναι ανάποδα γύρω τους. Μέχρι που το ανάποδα έγινε πια κανονικά μέσα στο μυαλό τους. (Τίποτα δεν είναι ανάποδο αν δεν το συγκρίνεις με κάτι άλλο που είναι κανονικό.) Προχωρούσαν σ’ένα δάσος όπου το φως έπεφτε μ’έναν συγκεκριμένο τρόπο. Και προχωρούσαν…
«Τίποτα δε φαίνεται να συμβαίνει…» παρατήρησε η Ανταρλίδα.
Το πουλί έκρωξε.
«Επειδή έχει ήδη συμβεί,» είπε ο Τάμπριελ, νομίζοντας ότι είχε επιτέλους καταλάβει. «Έχουμε αλλάξει διάσταση.»
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. Κοίταξε τριγύρω, το δάσος. Παντού, οι σκιές και το φως έπεφταν με τον ίδιο τρόπο.
Το πουλί έκρωξε γι’ακόμα μια φορά.
Η Ανταρλίδα εστίασε το βλέμμα της προς τη μεριά απ’την οποία είχαν έρθει. «Πού είναι η δίοδος;»
«Η δίοδος,» είπε ο Τάμπριελ, «ήταν μονόδρομη.»
Η Ανταρλίδα έκανε να μιλήσει. Έκλεισε το στόμα της. Μετά: «…Τα κέρατα του Κάρτωλακ!…» μουρμούρισε. Και: «Γι’αυτό φώναζε το πουλί.»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Ναι, γι’αυτό.»
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Και πώς το κατάλαβε;»
«Πρέπει να το διαισθάνθηκε κάπως.» Ο Τάμπριελ ατένισε το γιγάντιο πουλί, που τους κοίταζε μ’ένα βλέμμα που έμοιαζε να λέει: Σας προειδοποίησα, ανόητοι…
«Δε μπορεί,» είπε η Ανταρλίδα, «θα βρούμε κάποια δίοδο που να οδηγεί πίσω στη διάσταση απ’την οποία ήρθαμε.»
«Ας το ελπίσουμε.»
*
Άρχισαν να εξερευνούν τη διάσταση στην οποία είχαν βρεθεί.
Το πουλί ήταν πολύ κουρασμένο σήμερα για να τους πάρει πάλι στην πλάτη του, έτσι οδοιπόρησαν μέσα στο δάσος, παρατηρώντας ότι εδώ πρέπει να ήταν περίπου ίδια ώρα όπως και στη διάσταση απ’την οποία είχαν έρθει.
«Είναι ομόχρονες,» είπε ο Τάμπριελ. «Δεν έχουν διαφορά χρόνου. Σπάνιο φαινόμενο.»
Όταν είχε νυχτώσει, βγήκαν απ’το δάσος και κατασκήνωσαν στις παρυφές του. Δεν ήταν χειμώνας εδώ, και δεν έκανε πολύ κρύο. Πρέπει να ήταν άνοιξη, αν έκριναν από τον ανθισμένο κάμπο που απλωνόταν μπροστά τους.
Η Ανταρλίδα ύψωσε ένα ζευγάρι κιάλια στα μάτια της, ψάχνοντας να βρει κανένα χωριό ή πόλη. Αλλά δεν βρήκε τίποτα.
Κι αυτό συνεχίστηκε και αύριο, και τις επόμενες ημέρες, ενώ πετούσαν πάνω στη ράχη του γιγάντιου πουλιού. Δεν υπήρχαν πουθενά άνθρωποι. Η διάσταση έμοιαζε το ίδιο έρημη με την Κοράλλη, αν και εδώ ζούσαν πολύ περισσότερα ζώα και πουλιά. Στα λιβάδια από κάτω τους, αντιλόπες έτρεχαν, και δορκάδες στις πλαγιές των βουνών· και τις νύχτες ακούγονταν τα αλυχτήματα λύκων. Μεγάλα και μικρά ποτάμια κυλούσαν, και αρκετά σχημάτιζαν βαλτονέρια στις ακτές.
Το γιγάντιο πουλί έβρισκε άφθονα θηράματα για να τρώει· και η Ανταρλίδα κυνηγούσε για να τρώνε εκείνη κι ο Τάμπριελ.
Κάτω από ένα βουνό βρήκαν ένα άγαλμα ψηλό σαν τις αρχαίες πολυκατοικίες των πόλεων των Ταργκάφλι. Απεικόνιζε έναν άντρα χωρίς καθόλου μαλλιά ή μούσια, ο οποίος στεκόταν περήφανα, με τα χέρια του στη μέση. Φορούσε μόνο μια περισκελίδα, κι από τη ζώνη του κρεμόταν ένα ξίφος.
«Κάποτε, λοιπόν, πρέπει να κατοικούσαν άνθρωποι εδώ,» παρατήρησε ο Τάμπριελ. Αλλά αυτό δεν τους βοηθούσε και πολύ. Γιατί τώρα, σίγουρα, δεν υπήρχε κανένας. Το πουλί τούς πέταξε από το βορρά μέχρι τον νότο, κι από την ανατολή μέχρι τη δύση, χωρίς να βιγλίσουν καμία πόλη, κανένα χωριό· ούτε καν κάποιον καταυλισμό, ή σημάδια από καταυλισμό.
Το βόρειο άκρο της διάστασης ενωνόταν με το νότιο άκρο της. Όταν έφτανες στον ατελείωτο κάμπο του βορρά και συνέχιζες να πετάς προς τα βόρεια, κατέληγες στα πλατύφυλλα δάση του νότου, όπου ήταν και η μονόδρομη δίοδος που τους είχε φέρει από τη διάσταση του Καλέφραζ.
Το ανατολικό άκρο της διάστασης τελείωνε σε μια αιχμή. Μια μυστηριώδης δύναμη έμοιαζε να ρουφά τον ουρανό και τη γη προς εκείνο το σημείο· κι όταν πλησίαζες, κινδύνευες να ρουφήξει κι εσένα. Το γιγάντιο πουλί μετά δυσκολίας απομακρύνθηκε έγκαιρα.
«Υπερδιαστασιακός στρόβιλος;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Τάμπριελ.
«Ίσως.»
Στο δυτικό άκρο της διάστασης, μετά από τη θάλασσα, ήταν μια πεδιάδα γεμάτη ηφαίστεια και ποτάμια λάβας. Καπνοί συνεχώς σκέπαζαν τον ουρανό, κρύβοντας τον ήλιο. Και η πεδιάδα τελείωνε εκεί όπου η λάβα υψωνόταν, ως παραδοξότητα, προς τον ουρανό και διαλυόταν στα ανώτερα στρώματά του, καπνίζοντας και εκτοξεύοντας επικίνδυνα μαύρα κομμάτια. Δεν ήταν δυνατόν να περάσει κανείς από αυτό το εμπόδιο, ούτε ήταν δυνατόν η Ανταρλίδα κι ο Τάμπριελ να φανταστούν τι μπορεί να υπήρχε πίσω του – αν υπήρχε κάτι πέρα από την απόλυτη ανυπαρξία.
Στον ουρανό, μπορούσαν να δουν τρία φεγγάρια: ένα γαλανό και δύο ασημόχρωμα. Μια βραδιά, ο Τάμπριελ έδειξε στο πουλί το γαλανό φεγγάρι, κι εκείνο κατάλαβε την επιθυμία του. Τους πήρε στη ράχη του και πέταξε προς τα πάνω. Όταν όμως έφτασαν στο γαλανό φεγγάρι, αναγκάστηκαν γρήγορα να φύγουν, γιατί συνάντησαν μια φυλή αλλόκοτων πρασινόδερμων πλασμάτων. Από τη μέση κι επάνω έμοιαζαν ανθρώπινα, αν εξαιρούσες το γεγονός ότι τα πρόσωπά τους ήταν από κάποια ελαστική ύλη που θύμιζε μάσκα, τα μάτια τους δεν είχαν κόρες, και ο κορμός τους σκεπαζόταν από φολίδες. Από τη μέση και κάτω είχαν τέσσερα αραχνοειδή πόδια. Και αμέσως κυνήγησαν την Ανταρλίδα και τον Τάμπριελ με τρίαινες και τσεκούρια. Εκείνοι, συγκινημένοι από τη φιλοξενία των παράξενων πλασμάτων, ανέβηκαν στο γιγάντιο πουλί και έφυγαν από το γαλανό φεγγάρι χωρίς να κάνουν σχέδια για επιστροφή.
Τα δύο ασημόχρωμα φεγγάρια ήταν έρημα, και δεν είχαν τίποτα το ενδιαφέρον εκτός από ερημιές με γκρίζα άμμο.
Επιστρέφοντας στα μέρη απ’τα οποία είχαν έρθει, άρχισαν να ερευνούν πιο διεξοδικά για να βρουν διαστασιακή δίοδο. Και κυρίως ήλπιζαν ότι το γιγάντιο πουλί θα διαισθανόταν κάποια· γιατί αλλιώς μπορούσε να τους πάρει χρόνια μέχρι εκείνοι να την εντοπίσουν.
Ευτυχώς, υπήρχαν άφθονα θηράματα, κι έτσι δεν προβλεπόταν να πεινάσουν.
Μια βροχερή βραδιά, που κάθονταν κάτω από τη σκηνή που είχε φτιάξει ο Τάμπριελ από δέρματα ζώων, ήρθε το γιγάντιο πουλί, φτερουγίζοντας και κρώζοντας, και προσγειώθηκε μπροστά τους. Κοιτάζοντάς το, κι οι δυο τους έκριναν ότι ήθελε να το καβαλήσουν. Κάτι είχε βρει.
Παρά τη βροχή, βγήκαν απ’τη σκηνή τους, τυλιγμένοι και κουκουλωμένοι στις κάπες τους, και σκαρφάλωσαν στη γκρίζα ράχη του πτηνού. Πέταξαν γι’ακόμα μια φορά πάνω από τα εδάφη της διάστασης που είχαν αρχίσει να αποκαλούν Μικρό Παράδεισο, και έφτασαν στην πλαγιά ενός βουνού. Εκεί, μια άβυσσος ανοιγόταν και μέσα στην άβυσσο η βροχή στροβιλιζόταν με ασυνήθιστο τρόπο, όπως θα στροβιλιζόταν το νερό σε μια θαλάσσια ρουφήχτρα. Δρόμος για να κατεβείς σ’εκείνα τα σκοτεινά βάθη δεν υπήρχε, και ήταν τυχεροί που είχαν το πουλί μαζί τους. Ο Τάμπριελ τού έδειξε τη διαστασιακή δίοδο, κι εκείνο έκρωξε και βούτηξε στην άβυσσο.
Αισθάνθηκαν τη ρουφήχτρα να τους αρπάζει και να τους στροβιλίζει – να τους στροβιλίζει – να τους στροβιλίζει – ασταμάτητα. Κρατιόνταν δυνατά πάνω στο τρίχωμα του πουλιού, ενώ ένιωθαν τα κεφάλια τους έτοιμα να εκραγούν. Η βουή που ακουγόταν παντού ήταν το κάτι άλλο. Και ο ίλιγγος έμοιαζε θανατηφόρος.
Ξαφνικά – νερό.
Ο Τάμπριελ αισθάνθηκε τα πνευμόνια του να πλημμυρίζουν, και προσπάθησε να φτύσει, φυσώντας προς τα έξω και κάνοντας φυσαλίδες να δημιουργηθούν γύρω του.
Στους ώμους του ένιωθε να είναι πιασμένα τα χέρια της Ανταρλίδας. Παραδίπλα έβλεπε μια μεγάλη σκοτεινή μάζα, κινούμενη – το πουλί.
Ο Τάμπριελ άρχισε να κολυμπά προς τα πάνω, αφήνοντας την άνωση του νερού να τον καθοδηγήσει. Η Ανταρλίδα είχε ακριβώς την ίδια ιδέα. Και μετά από λίγο βγήκαν στην επιφάνεια, ξέπνοοι, φτύνοντας νερό και παίρνοντας βαθιές ανάσες, γεμίζοντας λαίμαργα τα πνευμόνια τους.
Γύρω τους, απλωνόταν ένας βαλτότοπος μέσα στο λυκόφως. Βρίσκονταν στη μέση ενός ποταμού. Χωρίς να βγάλουν τις κάπες τους (γιατί μάλλον θα τις χρειάζονταν) κολύμπησαν προς μια όχθη και, καταφέρνοντας να φτάσουν εκεί, έπεσαν μισολιπόθυμοι πάνω στο μαλακό χώμα και στα ξερά, λιγνά φυτά.
Το πουλί δεν άργησε επίσης να βγει στην επιφάνεια του ποταμού, χτυπώντας ξέφρενα τις φτερούγες του και κρώζοντας δαιμονισμένα. Με το ζόρι κατόρθωσε να βγει στην ίδια όχθη που είχαν βγει κι εκείνοι. Και τίναξε το σώμα του, βίαια, πιτσιλίζοντάς τους με νερό και λάσπες.
Τη νύχτα την πέρασαν εκεί, στους βάλτους, ανάβοντας μια μεγάλη φωτιά και προσπαθώντας να στεγνώσουν τα ρούχα τους και τα πράγματά τους από πάνω της. Ο Τάμπριελ ύφανε μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως και μια Μαγγανεία Πνευματικής Διαισθήσεως προτού κοιμηθούν, και μες στα άγρια μεσάνυχτα ξύπνησε από την προειδοποίηση της πρώτης, σηκώνοντας επίσης και την Ανταρλίδα.
Τρία κυνοειδή πλάσματα – που θύμιζαν τσακάλια – τους ζύγωναν μέσα από την αραιά ομίχλη των βάλτων. Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα τα πυροβόλησαν, σκοτώνοντας το ένα και κάνοντας τ’άλλα να τραπούν σε φυγή.
Το πρωί, είχαν κι οι δύο τα χάλια τους. Φταρνίζονταν και έβηχαν· και ούτε το γιγάντιο πουλί έμοιαζε να είναι σε καλύτερη κατάσταση. Ντύθηκαν, μάζεψαν τα πράγματά τους, και ο Τάμπριελ έκανε νόημα στον φτερωτό τους σύντροφο να τους πάρει στην πλάτη του και να τους πετάξει· γιατί ούτε εκείνος ούτε η Ανταρλίδα είχαν όρεξη να διασχίσουν οδοιπορώντας τους βάλτους.
Το πουλί κατέβασε κουρασμένα το κεφάλι του, προσκαλώντας τους ν’ανεβούν.
Προτού όμως το καβαλήσουν η Ανταρλίδα κοίταξε τον ποταμό, και είπε: «Κι αυτή η δίοδος μονόδρομη ήταν;»
Ο Τάμπριελ πλησίασε την όχθη. «Όχι. Δες εκεί.» Έδειξε ένα σημείο που τα νερά του ποταμού δημιουργούσαν δίνη, τελείως απρόσμενα και ανεξήγητα, προτού συνεχίσουν να κυλάνε κανονικά.
«Και πού βγάζει; Στην άβυσσο απ’την οποία ήρθαμε;»
«Ποιος ξέρει; Ίσως εκεί, ίσως σ’άλλο σημείο. Πάμε τώρα. Μπορεί να έχουμε επιστρέψει στη διάσταση του Καλέφραζ.»
Καβάλησαν το γιγάντιο πουλί και πέταξαν. Για να διαπιστώσουν, πολύ σύντομα, ότι δεν βρίσκονταν στη διάσταση του Καλέφραζ αλλά σε κάποια άλλη, καινούργια πάλι διάσταση.
«Έχουμε μπλέξει,» είπε η Ανταρλίδα, βήχοντας πάνω στην πλάτη του Τάμπριελ. «Έχουμε μπλέξει άσχημα, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ, γαμώ…»
Και αναρωτιέμαι τι να συμβαίνει στο Τάρσαζ όσο λείπουμε… σκέφτηκε ο Τάμπριελ. Φοβόταν ότι ίσως ο Πολ να πρότεινε στους άλλους να πάρουν το μεταβαλλόμενο σκάφος και να πάνε στην Υπερυδάτια. Χρειάζονται μάγο, όμως, για να ελέγχει την ενεργειακή ροή, και έχουν μόνο τον Άνθιμο’νιρ μαζί τους. Γνωρίζει ο Άνθιμος τη Μαγγανεία Κινήσεως και το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος;
Βέβαια, αν ο Άνθιμος δεν τα ήξερε, μπορεί ο Πολ να έπειθε τους υπόλοιπους να φύγουν διασχίζοντας την Αρβήντλια. Κι αν γινόταν αυτό, ίσως σύντομα η διάσταση του Καλέφραζ να βρισκόταν απειλημένη από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας…
Δύο ήλιοι φώτιζαν την καινούργια διάσταση όπου είχαν φτάσει: ένας κόκκινος κι ένας κίτρινος, κι οι δυο τους περίπου του ίδιου μεγέθους. Παραδόξως, όμως, το φως της ημέρας ήταν πιο ασθενικό από το φως στη διάσταση του Καλέφραζ. Οι δύο ήλιοι ήταν αδύναμοι, σχεδόν ετοιμοθάνατοι.
Αφήνοντας τους βάλτους πίσω τους, πέταξαν πάνω από μια πεδιάδα και, μετά από κάποια ώρα, είδαν μια ακτή και μια πελώρια πόλη. Μια πραγματικά πελώρια πόλη. Εκτός από τη Ρελκάμνια, που ολόκληρη η διάσταση ήταν μια πόλη, δεν είχαν δει ποτέ τους καμία πιο μεγάλη.
Το πουλί την πλησίασε, και παρατήρησαν ότι η τεχνοτροπία της δεν έμοιαζε με καμία που ήξεραν. Τα κτίριά της ήταν ψηλά αλλά όχι πολύ ψηλά. Ήταν πολυκατοικίες που, αντί να εκτείνονται προς τα πάνω, εκτείνονταν προς τα δεξιά και προς τ’αριστερά, σαν λαβύρινθος. Υπήρχαν δρομάκια επάνω τους, και γέφυρες.
Η πόλη φάνταζε αρχαία, και θα μπορούσε να είναι ερειπωμένη. Όμως δεν ήταν. Ή, τουλάχιστον, δεν ήταν παντού. Υπήρχαν ολόκληρες συνοικίες που δεν φαινόταν άνθρωπος, και τα οικοδομήματα έμοιαζαν εγκαταλειμμένα· αλλά υπήρχαν και συνοικίες που ήταν γεμάτες κατοίκους, οι οποίοι κοίταζαν το γιγάντιο πουλί που περνούσε από πάνω τους και το έδειχναν, φωνάζοντας. Σε κάποιους δρόμους, οχήματα κινούνταν. Ενεργοβόρα οχήματα. Μεταλλικά, με τροχούς. Επίσης, δεν έλειπαν οι άμαξες, που τις τραβούσαν κάτι μακρόστενα πλάσματα με μυώδη, γκρίζα σώματα. Είχαν δύο μπροστινά πόδια με παχείς βραχίονες και μεγάλα νύχια, και από τη μέση και κάτω είχαν μόνο πλατιές ουρές. Τα κεφάλια τους διέθεταν μαύρη χαίτη, και η όψη τους θύμιζε όψη ψαριού.
Οι άνθρωποι που ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα έβλεπαν στις κατοικημένες συνοικίες ήταν γαλανόδερμοι και πορφυρόδερμοι. Τα ρούχα που φορούσαν δεν ήταν ρούχα βαρβάρων· φαινόταν να ακολουθούν κάποια τοπική μόδα.
Η πόλη εκτεινόταν για δεκάδες και δεκάδες χιλιόμετρα. Σ’ένα σημείο, περιστοίχιζε ένα δάσος που είχε μεγαλώσει μέσα από τα οικοδομήματά της. Σ’ένα άλλο σημείο, περιστοίχιζε έναν βάλτο που τα οικοδομήματά της φαίνονταν μισοβουλιαγμένα στο εσωτερικό του.
Δύο ποταμοί διέσχιζαν την πόλη.
Και από ένα χτίσμα που θύμιζε οχυρό – και που ήταν από τα ψηλότερα εδώ πέρα, με πολλούς εξώστες, οροφές, και επάλξεις – βγήκαν ιπτάμενα πλάσματα με ανθρώπινους αναβάτες. Τα πλάσματα αυτά ήταν κατάμαυρα και τα φτερά τους μεμβρανώδη· τα σώματά τους ήταν μικρά σε σχέση με τα φτερά τους, και ίσα που μπορούσε να καθίσει ένας άνθρωπος επάνω τους.
Οι αναβάτες κρατούσαν πυροβόλα, στερεωμένα στις σέλες τους, και ζύγωναν το γιγάντιο πουλί του Τάμπριελ και της Ανταρλίδας. Ήταν έξι στο σύνολό τους.
Η Μαύρη Δράκαινα έβγαλε το τουφέκι της.
«Περίμενε,» της είπε ο Τάμπριελ. «Μη ρίξεις πρώτη.»
«Όποιοι κι αν είστε,» φώναξε ένας από τους καβαλάρηδες, «πρέπει να έρθετε μαζί μας! Αν αρνηθείτε, θα σας πυροβολήσουμε χωρίς δισταγμό!»
Μιλούσε στη Συμπαντική.
*
Η πόλη ονομαζόταν Ιββάτρα, και οι κάτοικοί της δεν ήταν γηγενείς αυτής της διάστασης, όπως έλεγε η Ιστορία τους. Ήταν από μια διάσταση που λεγόταν Κιρσνώρη. Αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή από το να την εγκαταλείψουν, γιατί είχε αρχίσει να καταστρέφεται. Ο δρόμος που οδηγούσε προς την Κιρσνώρη – η διαστασιακή δίοδος – ήταν προς τα βορειοανατολικά, μα κανείς δεν πήγαινε πλέον εκεί, καθώς δεν μπορεί παρά να σήμαινε τον θάνατό του.
Η διάσταση όπου τώρα βρίσκονταν ονομαζόταν Δάβρια. Και ελάχιστοι είχαν καταφέρει να φτάσουν εδώ από την καταστροφή της Κιρσνώρης. Οι επιζώντες είχαν βρει την πελώρια πόλη, Ιββάτρα, εγκαταλειμμένη και είχαν κατοικήσει ανάμεσα στα ερείπια, ανοικοδομώντας πολλά μέρη. Αλλά ακόμα πάρα πολλές περιοχές της πόλης ήταν ακατοίκητες.
Τα Παιδιά της Κιρσνώρης – όπως αποκαλούσε τον εαυτό του αυτός ο λαός – είχαν διαιρεθεί όταν ήρθαν στη Δάβρια: έτσι οι πολίτες της Ιββάτρα δεν ήταν ενωμένοι· ήταν χωρισμένοι σε περιοχές και συνοικίες, πόλεις μέσα στη μεγάλη υπερπόλη. Και πολλές φορές πόλεμοι ξεσπούσαν.
Ο Εκκλησιάρχης δεν το θεωρούσε καλό αυτό. Πίστευε ότι έπρεπε να είναι ενωμένοι για να προοδεύσουν. Ενωμένοι υπό μία «ορθή αρχή», όπως είπε χαρακτηριστικά, εννοώντας δίχως αμφιβολία τον εαυτό του.
Ο Εκκλησιάρχης ήταν ο άρχοντας του οχυρού απ’όπου είχαν βγει οι αναβάτες των ιπτάμενων πλασμάτων τα οποία ονομάζονταν λεπτόπτεροι. Η περιοχή του μέσα στην Ιββάτρα λεγόταν Εκκλησία, που, όπως ο ίδιος είπε, σήμαινε «συγκέντρωση του λαού. Και εννοώ όλο τον λαό. Όλα τα Παιδιά της Κιρσνώρης. Δεν κάνω διακρίσεις. Δυστυχώς, όμως, οι υπόλοιποι φαίνεται να έχουν χάσει το δρόμο τους…»
Ήταν ηλικιωμένος. Κοκκινόδερμος και γκριζομάλλης. Φορούσε μια ενδυμασία που τον αναγνώριζε ως Εκκλησιάρχη, και καθόταν σ’έναν πέτρινο θρόνο. Δεν ήταν, όμως, τόσο μεγάλος που να θυμάται την εποχή που ο λαός του ήταν στην Κιρσνώρη. «Κανένας δεν είναι τόσο μεγάλος. Έχουν περάσει χρόνια και χρόνια, και χρόνια, από τότε…»
Μιλούσε κι αυτός στη Συμπαντική, κι ο Τάμπριελ τον ρώτησε πώς γνώριζε τη συγκεκριμένη γλώσσα. Ο Εκκλησιάρχης απάντησε ότι αυτή τη γλώσσα μιλούσαν ανέκαθεν τα Παιδιά της Κιρσνώρης· και ο Τάμπριελ συμπέρανε ότι, για να συμβαίνει αυτό, πρέπει κάπου στην Κιρσνώρη να υπήρχε διαστασιακή δίοδος που οδηγούσε στο Γνωστό Σύμπαν. Αλλά, σύμφωνα με ό,τι έλεγε ο Εκκλησιάρχης, δεν μπορούσαν να πάνε τώρα στην Κιρσνώρη· μονάχα καταστροφή και θάνατος υπήρχε εκεί.
Ο Τάμπριελ τού εξήγησε από πού είχαν έρθει εκείνος κι η Ανταρλίδα, και τον ρώτησε αν ήξερε για τη διαστασιακή δίοδο μέσα στον ποταμό, στους βάλτους δυτικά από εδώ. Ο Εκκλησιάρχης απάντησε ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα. «Αλλά,» πρόσθεσε, «τι να την κάνουμε αυτή τη… διαστασιακή δίοδο όταν τα Παιδιά της Κιρσνώρης δεν είναι ενωμένα; Μονάχα καταστροφή θα επέλθει πάλι, μ’αυτή τη διχόνοια που επικρατεί.» Ο άνθρωπος είχε εμμονή με το ζήτημα, συμπέραναν ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα. Τον ευχαρίστησαν, όμως, για τη φιλοξενία του στον Οίκο της Εκκλησίας και για το φαγητό που τους είχε προσφέρει. «Είμαι φιλόξενος εγώ, και μου φαινόσασταν ταξιδεμένοι και ταλαιπωρημένοι,» τους είπε ο Εκκλησιάρχης, χαμογελώντας μέσα από τα γκρίζα μούσια του και τρίβοντας τα κοκαλιάρικα χέρια του.
Ο Τάμπριελ τον ρώτησε αν γνώριζε για καμια άλλη διαστασιακή δίοδο, πέρα από αυτή που οδηγούσε στην Κιρσνώρη, φυσικά. Ο Εκκλησιάρχης απάντησε ότι δεν ήξερε καμία.
«Πώς θα επιστρέψουμε στη διάσταση του Καλέφραζ;» ρώτησε η Ανταρλίδα τον Τάμπριελ, αργότερα, ενώ κάθονταν μέσα στο δωμάτιο που τους είχε παραχωρήσει ο Εκκλησιάρχης. Απέξω ήταν νύχτα, και ένα μεγάλο, χρυσαφί φεγγάρι φαινόταν στον ουρανό, το οποίο έμοιαζε δυνατότερο (για φεγγάρι, πάντα) από τους ετοιμοθάνατους ήλιους ετούτης της διάστασης. Καβαλάρηδες λεπτόπτερων φτερούγιζαν κάπου-κάπου, περιπολώντας τα εδάφη της Εκκλησίας.
Ο Τάμπριελ καθόταν στη μια άκρη του κρεβατιού και η Ανταρλίδα στην άλλη. Είχε την πλάτη του ακουμπισμένη στον τοίχο, και κάπνιζε την πίπα του. «Κάτι πρέπει να έχουμε παραβλέψει,» απάντησε. «Ίσως στον Μικρό Παράδεισο να υπάρχει κι άλλη δίοδος, η οποία οδηγεί πίσω στη διάσταση του Καλέφραζ.»
Η Ανταρλίδα αναστέναξε. «Κι αν έχουμε χαθεί;… Αν έχουμε τελείως, τελείως χαθεί;»
«Δεν έχουμε χαθεί,» είπε ο Τάμπριελ. «Και νόμιζα πως οι Μαύρες Δράκαινες δεν έφταναν τόσο εύκολα σε απόγνωση…»
«Εύκολα;» έκανε η Ανταρλίδα. «Περιπλανιόμαστε τόσο καιρό σ’ετούτα τα άγνωστα μέρη! Και δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα πώς να επιστρέψουμε!» Κοπάνησε τη γροθιά της στον τοίχο. Και μετά πήγε κοντά στον Τάμπριελ και τον αγκάλιασε, αναστενάζοντας πάλι.
Εκείνος πέρασε το ένα του χέρι γύρω απ’τους ώμους της, ενώ με το άλλο εξακολουθούσε να κρατά την πίπα του. «Θα επιστρέψουμε,» είπε, χαϊδεύοντας τα ξανθά μαλλιά που χύνονταν στην κατάλευκη πλάτη της. Αλλά ούτε ο ίδιος δεν ήταν και τόσο σίγουρος γι’αυτό. Και οι εικόνες που είχε «δει» δεν τον βοηθούσαν στο ελάχιστο να βρει το δρόμο του εδώ· απλά τον μπέρδευαν, τίποτα περισσότερο.
Την επόμενη ημέρα, ευχαρίστησαν ακόμα μια φορά τον Εκκλησιάρχη για τη φιλοξενία του και του είπαν ότι έπρεπε να φύγουν. Ανέβηκαν σε μια από τις οροφές του Οίκου της Εκκλησίας όπου τους περίμενε το γιγάντιο πουλί, το καβάλησαν, και πέταξαν πάνω από την Ιββάτρα.
«Να δούμε τι υπάρχει σ’αυτή τη δίοδο που οδηγεί στην Κιρσνώρη;» ρώτησε ο Τάμπριελ την Ανταρλίδα.
«Όχι. Για να λένε ότι είναι επικίνδυνη, θα είναι. Και πρέπει να επιστρέψουμε, όχι να απομακρυνθούμε κι άλλο!»
«Μπορεί ο δρόμος της επιστροφής να είναι από κει.»
«Το πιθανότερο, όμως, είναι να μην είναι.»
«Να πάμε πάλι στον Μικρό Παράδεισο, λοιπόν; Ή να ερευνήσουμε τη Δάβρια;»
«Εγώ λέω να ρωτήσουμε κι άλλους κατοίκους της Ιββάτρα,» πρότεινε η Ανταρλίδα. «Μπορεί ο Εκκλησιάρχης να μην ξέρει για διαστασιακές διόδους αλλά κάποιος άλλος να ξέρει.»
Ο Τάμπριελ έδειξε κάτω στο γιγάντιο πουλί, κι εκείνο τούς κατέβασε σ’έναν δρόμο που φαινόταν έρημος.
Περιπλανήθηκαν στην πόλη για κάποιες ημέρες, ενώ το γκριζόφτερο πτηνό πετούσε πάντοτε κοντά τους, μην αφήνοντάς τους ποτέ μακριά του για πολύ. Ορισμένοι από τους ανθρώπους που συνάντησαν ήταν φιλικοί, ορισμένοι εχθρικοί αλλά όχι επιθετικοί, αλλά υπήρχαν και κάποιοι που ήταν επιθετικοί: συμμορίες που, μόλις έμπαινες στην περιοχή τους, ορμούσαν για να σε ληστέψουν, ή να σε ληστέψουν και να σε σκοτώσουν. Η Ανταρλίδα έσπασε στο ξύλο έναν αρχηγό τους και, για να μην του σκίσει το λαιμό με το ξιφίδιό της, ζήτησε να της δώσουν ένα από τα μικρά, τετράκυκλα ενεργοβόρα οχήματα που είχαν. Εκείνοι δεν διαφώνησαν. Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα ανέβηκαν στο όχημα και έφυγαν.
Δεν ήταν και πολύ διαφορετικό από αυτά που είχαν στο Γνωστό Σύμπαν. Λειτουργούσε με ενεργειακές φιάλες, που, όπως σύντομα έμαθαν, τις προμήθευαν στην πόλη οι Γαιομύστες, οι οποίοι κατοικούσαν στο βορειοανατολικό άκρο της, κοντά στα βουνά.
«Η μορφή ενέργειας πρέπει να είναι ίδια με μία από αυτές που χρησιμοποιούμε κι εμείς,» είπε ο Τάμπριελ στην Ανταρλίδα, όταν ξεκουράζονταν σ’ένα πανδοχείο όπου οι ντόπιοι δεν είχαν προσπαθήσει να τους σκοτώσουν. «Τη βρίσκουν στα ορυχεία και οι μάγοι τους την επεξεργάζονται. Εμείς τους λέμε Γαιοδίφες, εδώ τους λένε Γαιομύστες.»
Για διαστασιακές διόδους δεν μπόρεσαν να μάθουν. Οι κάτοικοι της Ιββάτρα έμοιαζαν, μάλιστα, να παραξενεύονται από την ορολογία διαστασιακή δίοδος. Η Δάβρια ήταν σχεδόν σαν απομονωμένη διάσταση, αν εξαιρούσες το γεγονός ότι οι πάντες ήξεραν για τον «δρόμο προς την Κιρσνώρη» (παρότι κανείς δεν πήγαινε εκεί) και το γεγονός ότι είχαν όλοι ακούσει, από τις ιστορίες και τους μύθους τους, πως υπήρχαν άλλες διαστάσεις. Ποιος, όμως, νοιαζόταν γι’αυτές όταν προσπαθούσε να επιβιώσει σε τούτη τη διάσταση;
Η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ πούλησαν, τελικά, το όχημά τους (αγοράζοντας σφαίρες και τρόφιμα), ανέβηκαν στη ράχη του γιγάντιου πουλιού, και πέταξαν μακριά από την αχανή Ιββάτρα, πηγαίνοντας στους βαλτότοπους στα δυτικά και φτάνοντας στην όχθη του ποταμού απ’όπου μπορούσαν να δουν την αφύσικη δίνη.
«Πρέπει να βραχούμε πάλι για να επιστρέψουμε,» είπε ο Τάμπριελ μπαίνοντας στο νερό. Στράφηκε για να κοιτάξει την Ανταρλίδα, που ήταν ακόμα στην όχθη. «Τι είναι;»
Η Μαύρη Δράκαινα κοίταζε το πουλί. «Αυτό θα έρθει μαζί μας;»
«Υποθέτω. Εκτός αν θέλει να μείνει εδώ.»
«Μόνοι μας ποτέ δε θα καταφέρουμε να βρούμε καμία δίοδο,» τον προειδοποίησε η Ανταρλίδα. «Αν δεν έρθει μαζί μας….»
Ο Τάμπριελ έδειξε στο πουλί τη δίνη. Εκείνο έκρωξε. Κανείς δεν μπορούσε να πει αν αυτό σήμαινε ναι ή όχι. Και η Ανταρλίδα ακόμα έμοιαζε διχασμένη.
«Δεν έχει νόημα να μείνουμε εδώ,» της είπε ο Τάμπριελ. «Η μόνη γνωστή δίοδος είναι αυτός ο δρόμος προς την Κιρσνώρη. Θέλεις να πάμε εκεί;»
Η Ανταρλίδα μόρφασε. «Η λογική σου είναι ενοχλητική ορισμένες φορές, το ξέρεις;»
Ο Τάμπριελ χαμογέλασε – μια σπάνια περίσταση. «Έλα,» είπε, και βάδισε προς τη δίνη. Το νερό που ποταμού ανέβηκε ώς τη μέση του… ώς το στήθος του… ώς τους ώμους του–
Η Ανταρλίδα μπήκε στον ποταμό και τον ακολούθησε.
Ο Τάμπριελ κολυμπούσε, τώρα, τα τελευταία μέτρα προς τη δίνη· και η Ανταρλίδα είδε τη δίνη να τον ρουφά ξαφνικά και να τον εξαφανίζει.
Κολύμπησε κι εκείνη. Γρήγορα.
Η δίνη την παρέσυρε – στροβιλίζοντάς την – στροβιλίζοντάς την – στροβιλίζοντάς την. Κρατούσε την αναπνοή της για να μην πνιγεί–
–και μετά, αισθάνθηκε να πέφτει στο έδαφος και να χτυπά πάνω στον σάκο στην πλάτη της.
Βλεφάρισε, τινάζοντας νερό απ’τις βλεφαρίδες της, και είδε από πάνω της ουρανό, καθώς και μια μικρή δίνη αέρα. Σηκώθηκε, πατώντας σε χορτάρι.
Παραδίπλα στεκόταν ο Τάμπριελ, βρεγμένος όπως κι εκείνη.
Βρίσκονταν στον Μικρό Παράδεισο, σε μια πεδιάδα που αναγνώριζαν, όχι πολύ μακριά από τη βουνοπλαγιά όπου ήταν η άβυσσος που οδηγούσε στη Δάβρια.
Η δίνη αέρα που αποτελούσε έξοδο της διόδου ίσα που φαινόταν. Μια σχεδόν αόρατη διαταραχή, περίπου τρία μέτρα πάνω από το χορτάρι. Θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε.
«Το μπάνιο δεν ήταν άσχημο, τελικά,» είπε η Ανταρλίδα πλησιάζοντας τον Τάμπριελ.
Και περίμεναν να δουν αν θα ερχόταν και το πουλί.
Για λίγο, τους φάνηκε ότι δεν θα ερχόταν, ότι θα έμενε στη Δάβρια, μη θέλοντας να βρέξει τα γκρίζα φτερά του. Μετά, όμως, η δίνη στροβιλίστηκε πιο έντονα· έγινε πιο ορατή· και το πελώριο πτηνό έπεσε κρώζοντας. Σηκώθηκε όρθιο συνεχίζοντας να κρώζει και τινάζοντας δυνατά τις φτερούγες του – ξαναβρέχοντάς τους από πάνω ώς κάτω.
Η Ανταρλίδα μειδίασε. «Δε σου αρέσει και τόσο να πλένεσαι, ε;» του είπε.
Το πουλί έβγαλε ένα διαπεραστικό κρώξιμο, αγριοκοιτάζοντάς την.
*
Άρχισαν πάλι να εξερευνούν τον Μικρό Παράδεισο από τη μια άκρη ώς την άλλη, κυνηγώντας για να τρώνε και κόβοντας καρπούς από τα δέντρα. Ένα βράδυ, καθώς έκαναν έρωτα μέσα στη σκηνή τους δίπλα από μια μεγάλη φωτιά, η Ανταρλίδα παραδέχτηκε ότι θα μπορούσε να μείνει εδώ για πάντα. Της άρεσε. Το μόνο που αντιπαθούσε ήταν εκείνοι οι τρελοί επάνω στο γαλανό φεγγάρι, αλλά δεν χρειαζόταν να τους συναντήσεις ποτέ αυτούς αν δεν πετούσες τόσο ψηλά. Ο Τάμπριελ τής είπε ότι μιλούσε σα να ήταν μεθυσμένη. Και δεν ήταν ψέματα: κι οι δυο τους ήταν λιγάκι μεθυσμένοι. Είχαν βρει έναν καρπό που, όταν τον έστυβες και τον ανακάτευες μ’έναν άλλο, έφτιαχνε ένα πολύ δυνατό ποτό που χτυπούσε στο κεφάλι – και είχαν πιει αρκετό απ’αυτό εκείνη τη βραδιά.
Μετά από κάποιο καιρό, εξερευνώντας ένα πυκνό δάσος, βρήκαν ένα μέρος που δεν μπορούσε παρά να τους θυμίζει κάτι. Στο μονοπάτι ανάμεσα στα δέντρα, το φως και οι σκιές έμοιαζαν να είναι ανάποδα, σαν κάποιος να είχε αναποδογυρίσει τον κόσμο εκεί και μόνο εκεί.
«Αυτό είναι!» είπε η Ανταρλίδα, κατεβάζοντας το σπαθί της που χρησιμοποιούσε για να κόβει κλαδιά και να ανοίγει δρόμο. «Τη βρήκαμε!»
Ο Τάμπριελ ένευσε. «Σίγουρα, μοιάζει πολύ με την άλλη δίοδο, στη διάσταση του Καλέφραζ.»
Και σκαρφάλωσε σ’ένα δέντρο, κάνοντας νόημα στο γιγάντιο πουλί να κατεβεί. Εκείνο προσγειώθηκε, σπάζοντας κλαδιά και τινάζοντας φύλλα εδώ κι εκεί. Μετά δυσκολίας χωρούσε μέσα στην πυκνή βλάστηση.
Βλέποντας τη δίοδο, έκρωξε δυνατά. Νικητήρια.
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα βάδισαν προς το μονοπάτι όπου το φως και οι σκιές ήταν ανάποδα. Και το γκριζόφτερο πτηνό τούς ακολούθησε.
Μετά από λίγο, το ανάποδα έχασε το νόημα του, όπως και την προηγούμενη φορά. Η ώρα της ημέρας δεν είχε αλλάξει, αλλά ο καιρός ήταν διαφορετικός. Στον Μικρό Παράδεισο ήταν καλοκαίρι, εδώ πρέπει να ήταν άνοιξη.
Επίσης, η βλάστηση γύρω τους δεν ήταν τόσο πυκνή όσο πριν.
Ο Τάμπριελ έκανε νόημα στο πουλί ότι ήθελαν να ανεβούν στη ράχη του, κι εκείνο κατέβασε το κεφάλι του αφήνοντάς τους να σκαρφαλώσουν επάνω του και να πιαστούν στο γκρίζο τρίχωμά του. Χτύπησε τις φτερούγες του και τους ύψωσε στον ουρανό.
Και αμέσως κατάλαβαν ότι βρίσκονταν στα νοτιοδυτικά του Βασιλείου Τάρσαζ, στην περιοχή που οι ντόπιοι ονόμαζαν Βρεγμένα Δάση.
«Επιστρέψαμε!» είπε η Ανταρλίδα, μη μπορώντας παρά να χαμογελάσει. Αισθανόταν σαν να είχε γυρίσει στο σπίτι της.
Ο Μεγάλος Προφήτης έλειπε και, στην αρχή, όλοι ήμασταν σε αμηχανία. Τι θα γινόταν τώρα; Ποιος θα μας έδειχνε τον δρόμο προς το Ατέρμονο Σύμπαν; Η διάστασή μας είχε ανοίξει και δεν είχαμε κανέναν να μας καθοδηγήσει στον καινούργιο κόσμο όπου είχαμε βρεθεί.
Όταν άρχισαν ν’ακούγονται άσχημα λόγια, ότι ο Προφήτης και η Συνοδός του δεν θα επέστρεφαν από όπου κι αν είχαν πάει, ο Πολ πλησίασε τη Βασίλισσά μας και της έκανε μια πρόταση. Της ζήτησε να εφοδιάσει εκείνον και τους άλλους εξωδιαστασιακούς με ζώα, όπλα, και προμήθειες ώστε να περάσουν τη δίοδο που οδηγούσε στην Αρβήντλια και να φύγουν.
Και θα μιλήσουμε για εσάς, Μεγαλειοτάτη, είπε. Θα μιλήσουμε γι’αυτή τη διάσταση, και θα έρθουν άνθρωποι να σας βοηθήσουν και να σας καθοδηγήσουν στο Γνωστό Σύμπαν. Το υπόσχομαι.
Η Βασίλισσά μας όμως ήταν, δικαιολογημένα, σκεπτική. Διότι θυμόταν πως ο Μεγάλος Προφήτης μάς είχε προειδοποιήσει για την Παντοκράτειρα: μας είχε πει ότι η Παντοκράτειρα θα προσπαθούσε να μας υποτάξει και να μας κάνει μέρος της Παντοκρατορίας της· γι’αυτό οφείλαμε να είμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι προτού μάθει το Γνωστό Σύμπαν για εμάς. Ο Πολ δεν πρότεινε κανέναν συγκεκριμένο τρόπο για να προετοιμαστούμε, και η Βασίλισσά μας δεν του έδωσε αυτά που ζητούσε. Επίσης, πρόσθεσε ότι δεν θα επέτρεπε ούτε σ’εκείνον ούτε σε κανέναν άλλο να φύγει από τη διάστασή μας μέχρι που να επιστρέψει ο Μεγάλος Προφήτης. Ο Πολ διαμαρτυρήθηκε ότι ο Τάμπριελ, μάλλον, ποτέ δεν θα επέστρεφε· πρέπει να είχε μπει σε κάποια επικίνδυνη δίοδο και να είχε σκοτωθεί μαζί με την Ανταρλίδα, είπε. Αλλά η Βασίλισσά μας δεν ήθελε να το πιστέψει αυτό. Δήλωσε ότι θα περίμενε την επιστροφή του· και πρόσταξε να φρουρούνται οι διαστασιακές δίοδοι που γνωρίζαμε.
Της ίδιας γνώμης ήταν και το Παγκόσμιο Συμβούλιο.
Έτσι, οι μήνες περνούσαν. Ο χειμώνας έφυγε, και η άνοιξη ήρθε· και μαζί της, ήρθε κι ο Μεγάλος Προφήτης.
*
* * *
*
«Η Βασίλισσά σου κάνει μεγάλο λάθος που θέλει να περιμένει,» είπε ο Πολ. «Ο Τάμπριελ δεν θα επιστρέψει. Δεν είναι η πρώτη φορά που άνθρωποι εξαφανίζονται μπαίνοντας σε κάποια άγνωστη διαστασιακή δίοδο.»
Στεκόταν μπροστά από το γραφείο της, και η Κελνίχηβ τον κοίταζε καθισμένη στη μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα πίσω από το γραφείο. «Αν ο Τάμπριελ είναι νεκρός,» του είπε, «τότε όλα σου τα προβλήματα έχουν τελειώσει· και ο Άρχοντάς σου – όποιος κι αν είναι – θα πρέπει να είναι τώρα ευχαριστημένος. Σωστά;»
«Βρίσκομαι ακόμα σε μια διάσταση άγνωστη για μένα. Το ίδιο κι οι υπόλοιποι που είναι μαζί μου. Αν ήσουν εσύ στη θέση μας, δε θα ήθελες να επιστρέψεις σπίτι σου, Κελνίχηβ;»
«Θα πρέπει να κάνετε λίγη υπομονή ακόμα…»
Ο Πολ την ατένισε έντονα. «Το ξέρω πως μπορείς να επηρεάσεις τη Βασίλισσα Παμράνεχ αν θέλεις.»
«Γιατί να θέλω, όμως; Ίσως να θεωρώ σωστή την επιλογή της να περιμένει την επιστροφή του Τάμπριελ.»
«Κι αν ο Τάμπριελ δεν επιστρέψει ποτέ;»
«Τότε, θ’αλλάξουν τα σχέδιά μας,» είπε η Κελνίχηβ.
«Τώρα, όμως, φοβάστε να μάθει το Γνωστό Σύμπαν για εσάς; Γιατί; Νομίζεις ότι αυτά που σας έχει πει ο Τάμπριελ είναι αληθινά;»
Η Κελνίχηβ ύψωσε ένα φρύδι της. «Δεν είναι;»
«Σου έχω ξανατονίσει ότι ο Τάμπριελ είναι ένα πολύ επικίνδυνο πρόσωπο. Φυσικά και σας έχει πει ψέματα, προκειμένου να σας καταστήσει υποχείριά του.»
«Τόσο άσχημα, ε;»
«Νομίζεις ότι αστειεύομαι;» έκανε απότομα ο Πολ. «Δε θα γελάς αργότερα, όταν θα προσπαθείς να αποτινάξεις την επιρροή του από ετούτη τη διάσταση και δεν θα μπορείς!»
«Αν είναι νεκρός, τότε – όπως είπα – όλα μας τα προβλήματα έχουν λυθεί. Το μόνο που μένει είναι να περιμένουμε λίγο καιρό ώστε να διαπιστώσουμε ότι, όντως, δεν θα επιστρέψει. Μετά, θ’ακούσουμε τι έχεις να μας προτείνεις εσύ: πού πρέπει να πάμε στο Γνωστό Σύμπαν και με ποιον να μιλήσουμε.»
«Μ’έχεις παρεξηγήσει,» είπε ο Πολ. «Εγώ δεν ήμουν παρά ένας άτυχος επιβάτης του αεροπλάνου που οδηγούσε η Βερόνικα. Δεν έχω να σας προτείνω τίποτα. Το μόνο που θέλω είναι να επιστρέψω στο σπίτι μου, όπως και οι συνεπιβάτες μου. Αυτά που έχω πει σ’εσένα τα ξέρεις μόνο εσύ κι εγώ – και σ’τα είπα για το δικό σας καλό. Καταλαβαινόμαστε;»
Προτού η Κελνίχηβ απαντήσει, χτύπησε το καμπανάκι στην εξώπορτα των διαμερισμάτων της. «Έχουμε επισκέπτη,» είπε καθώς σηκωνόταν απ’τη θέση της.
«Δεν πρέπει να με δει εδώ, όποιος κι αν είναι,» τόνισε ο Πολ.
Η Κελνίχηβ ένευσε, και άνοιξε μια πλευρική πόρτα του γραφείου της. «Μπες εδώ, και περίμενε.»
Ο Πολ υπάκουσε, κι εκείνη πήγε στην εξώπορτα για να κοιτάξει από το ματάκι. Μία από τους κατασκόπους της ήταν.
Άνοιξε και την άφησε να μπει.
«Καλημέρα, Εξοχότατη,» είπε εκείνη. «Φέρνω σημαντικά νέα.»
Η Κελνίχηβ, κλείνοντας την πόρτα, την περίμενε να συνεχίσει.
«Ο Μεγάλος Προφήτης μόλις μπήκε στη Φέντινκεχ.»
*
«Τάμπριελ!» είπε η Παμράνεχ, χαμογελώντας πλατιά. «Το ήξερα ότι θα επέστρεφες!»
Στεκόταν μπροστά του μέσα στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου, σφίγγοντας το χέρι του με τα δύο δικά της.
«Χαίρομαι που δεν με είχατε για νεκρό, Βασίλισσά μου. Πολύ φοβόμουν ότι θα επέστρεφα και… άσχημα πράγματα θα είχαν συμβεί.»
«Τίποτα σημαντικό δεν συνέβη,» του είπε η Παμράνεχ. «Καθόμασταν και βαριόμασταν, κυρίως.» Και στράφηκε στην Ανταρλίδα, για να τη χαιρετήσει κι εκείνη με μια θερμή χειραψία και να την καλωσορίσει.
Ο Καλέφραζ μπήκε, τότε, στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου και βάδισε προς το μέρος τους. «Τάμπριελ!» είπε. «Μα τον Μεγάλο Τίγρη, φοβόμουν ότι ήσουν νεκρός!»
«Δεν είμαι νεκρός, Καλέφραζ, αν και ορισμένες στιγμές πλησίασα εκεί.»
Ο Γραμματικός έκανε μια σύντομη υπόκλιση προς τη μεριά της Βασίλισσας, καθώς, πλησιάζοντας, το είχε αμελήσει.
«Πρέπει να το γιορτάσουμε!» είπε η Παμράνεχ, αγνοώντας τον Καλέφραζ. «Φυσικά αφού ξεκουραστείτε πρώτα, γιατί φαίνεστε σαν να κατεβήκατε από τα βουνά.» Και χτύπησε τα χέρια της, για να πλησιάσουν παλατιανοί υπηρέτες, δούλοι και μη. «Φροντίστε ο Μεγάλος Προφήτης και η Συνοδός του να οδηγηθούν στα διαμερίσματά τους και να έχουν ό,τι επιθυμήσουν,» πρόσταξε.
Εκείνοι υποκλίθηκαν, λέγοντας ορισμένοι απ’αυτούς: «Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη.»
«Πού ήσασταν τόσο καιρό;» ρώτησε ο Καλέφραζ τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα προτού ακολουθήσουν τους υπηρέτες.
Η Παμράνεχ παρενέβη: «Θα τα πούμε μετά αυτά, Καλέφραζ! Θα είναι, σίγουρα, κουρασμένοι, δε νομίζεις;»
«Σε δύο άλλες διαστάσεις βρισκόμασταν,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ στον Καλέφραζ. «Θα σας τα διηγηθούμε όλα μετά, όπως είπε η Βασίλισσά μας.»
*
«Για δες ποιος είναι εδώ…» είπε ο Πολ, καθώς εκείνος κι η Βερόνικα κοίταζαν τους παλατιανούς υπηρέτες να οδηγούν τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα προς τα διαμερίσματά τους.
«Νόμιζες πραγματικά ότι ήταν νεκρός;» ρώτησε η Βερόνικα. Οι δυο τους στέκονταν στην κορυφή μιας σκάλας, ενώ αυτοί που ατένιζαν ήταν απέναντι, και τώρα χάνονταν μέσα σ’έναν διάδρομο: μονάχα οι μακριές σκιές τους φαίνονταν αχνά πίσω τους, καθώς το πρωινό φως έπεφτε άπλετο από τα κρυστάλλινα παράθυρα.
«Το ήλπιζα,» αποκρίθηκε ο Πολ. «Για το καλό μας.»
«Ο Άνθιμος δεν έχει άδικο, ξέρεις… Χρωστάμε πολλά στον Τάμπριελ.»
«Ο Τάμπριελ θα μας μπλέξει. Θέλεις να μας περάσουν για αποστάτες χωρίς να είμαστε;»
Η Βερόνικα δάγκωσε το χείλος της, γιατί αυτός ήταν ένας φόβος που, όντως, δεν μπορούσε να φύγει απ’το μυαλό της. «Όχι. Εννοείται πως όχι.»
«Αν είχε πεθάνει, αυτό θα έλυνε το πρόβλημά μας. Η Βασίλισσα θ’αναγκαζόταν στο τέλος να μας εφοδιάσει και να μας αφήσει να διασχίσουμε την Αρβήντλια.» Δεν μπορούσαν να πάρουν το μεταβαλλόμενο υποβρύχιο και να φύγουν μέσω του Συμπλέγματος επειδή ο Άνθιμος’νιρ ήταν ο μοναδικός μάγος που είχαν, και δεν γνώριζε ούτε τη Μαγγανεία Κινήσεως ούτε το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος. Γιατρός είμαι, είχε πει στη Βερόνικα και στον Πολ όταν τον είχαν ρωτήσει. Τι να τα κάνω αυτά; Δεν ασχολούμαι με οχήματα και σκάφη αλλά με ανθρώπους.
«Θα πάω να τους μιλήσω,» δήλωσε η Βερόνικα.
«Γιατί;»
Στράφηκε να τον κοιτάξει, απορημένη. «Δε θες να μάθεις πού βρισκόταν τόσο καιρό;»
Ο Πολ ένευσε. «Έχεις δίκιο.»
«Θα έρθεις;»
Ο Πολ ένευσε ξανά.
Και βάδισαν προς τα διαμερίσματα του Μεγάλου Προφήτη. Φτάνοντας εκεί, είδαν δύο υπηρέτες να βγαίνουν από την εξώπορτα κλείνοντάς την πίσω τους. Προσπέρασαν τον Πολ και τη Βερόνικα χωρίς να τους δώσουν πολλή σημασία.
Η Βερόνικα πλησίασε την πόρτα και χτύπησε με τις φάλαγγες της δεξιάς της γροθιάς. Δύο φορές.
«Ποιος είναι;» Η φωνή της Ανταρλίδας.
«Η Βερόνικα.»
Η Μαύρη Δράκαινα άνοιξε. Ήταν ακόμα ντυμένη με ταξιδιωτικά ρούχα, αν και είχε βγάλει την κάπα και τις μπότες της· και δε φαινόταν να κουβαλά όπλα επάνω της.
Η Βερόνικα χαμογέλασε. «Μόλις μάθαμε ότι επιστρέψατε!»
«Είχαμε όλοι ανησυχήσει,» είπε ο Πολ.
Η Ανταρλίδα τούς παρατήρησε και τους δύο ανέκφραστα. Το χαμόγελο της Βερόνικας τής έμοιαζε βεβιασμένο, και ο Πολ δεν χαμογελούσε καθόλου. «Ανησυχήσει»; σκέφτηκε. Αναρωτιέμαι για τι ακριβώς είχατε ανησυχήσει. «Δικαιολογημένα ανησυχήσατε,» τους είπε. «Παραλίγο να μη μπορέσουμε να γυρίσουμε.»
«Βρήκατε άλλη δίοδο;» ρώτησε ο Πολ.
«Ναι.»
«Πού βγάζει;»
«Θα τα πούμε όλα αργότερα,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Δε χρειάζεται να τα λέμε μια φορά σ’εσάς και μια στη Βασίλισσα.»
«Φυσικά,» είπε ο Πολ. «Πρέπει να είστε κουρασμένοι. Αλλά θα καταλαβαίνεις ότι κι εμάς μας… επείγει κάπως να επιστρέψουμε στα σπίτια μας.»
«Οι διαστάσεις όπου φτάσαμε είναι άγνωστες. Ή, τουλάχιστον, εμείς δεν τις ξέρουμε. Και ούτε εσείς νομίζω ότι τις ξέρετε. Θα συζητήσουμε, λοιπόν, αργότερα.»
«Όπως θέλεις. Δεν είναι ανάγκη να είσαι τόσο φιλική μαζί μας…»
«Μόλις μπήκαμε,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα, «και είμαι πραγματικά κουρασμένη.» Γιατί αισθανόταν ότι έπρεπε να δικαιολογηθεί σ’αυτόν τον άνθρωπο; αναρωτήθηκε. Δεν του χρωστούσε τίποτα. Μάλλον, το αντίθετο ίσχυε: εκείνος χρωστούσε στην Ανταρλίδα και στον Τάμπριελ. Κι επιπλέον, ήταν βέβαιο ότι κάτι τούς έκρυβε.
«Εντάξει,» είπε ο Πολ. «Θα τα ξαναπούμε.»
«Συγνώμη αν φανήκαμε ενοχλητικοί,» πρόσθεσε η Βερόνικα.
«Δεν πειράζει,» είπε η Ανταρλίδα. «Αργά ή γρήγορα θα ερχόμασταν εμείς να σας συναντήσουμε.»
Ο Πολ και η Βερόνικα έφυγαν.
Η Ανταρλίδα έκλεισε, και βάδισε μέσα στα διαμερίσματα, πηγαίνοντας προς το λουτρό της, το οποίο οι παλατιανοί υπηρέτες είχαν ετοιμάσει πριν από λίγο. Είχε, πραγματικά, πολύ καιρό να κάνει ένα κανονικό μπάνιο. Στον Μικρό Παράδεισο πλένονταν σε λίμνες και σε όχθες ποταμών, αλλά αυτό δεν ήταν το ίδιο με μια πέτρινη λεκάνη γεμάτη νερό, αρωματικά έλαια, και σαπούνι.
Ο Τάμπριελ βρισκόταν ήδη στο δικό του λουτρό, γι’αυτό η Ανταρλίδα είχε πάει ν’ανοίξει την πόρτα· εκείνος αμφίβολο ήταν αν είχε ακούσει τον χτύπο.
Έβγαλε τα ρούχα της, μπήκε στο δροσερό νερό, και άρχισε να πλένεται με το πάσο της.
Αν ο Πολ είναι πράκτορας της Παντοκράτειρας, σκέφτηκε καθώς τριβόταν μ’ένα σφουγγάρι, δεν πρέπει ν’αργήσει να κάνει την κίνησή του. Μέχρι στιγμής, ήμασταν σύμμαχοι εξ ανάγκης, αλλά, μπαίνοντας στο Γνωστό Σύμπαν, η κατάσταση θ’αλλάξει.
Εκτός αν δεν ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας. Σ’αυτή την περίπτωση, όμως, η Ανταρλίδα δεν μπορούσε να φανταστεί πώς ήξερε αυτά που ήξερε, ούτε γιατί έκρυβε πράγματα για τον εαυτό του, ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας απλός πωλητής οχημάτων στη Ρελκάμνια.
Πράκτορας των επαναστατών δεν μπορεί να είναι. Αν ήταν, δε θα κρυβόταν από εμένα· όλοι ξέρουν πως οι Μαύρες Δράκαινες τώρα είναι με την Επανάσταση.
Η Ανταρλίδα σκέφτηκε, καθώς βουτούσε το κεφάλι της κάτω απ’το νερό και το έβγαζε πάλι επάνω: Αν είναι Παντοκρατορικός, σίγουρα θα δράσει όταν ο Τάμπριελ βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο που μου έχει πει πως έχει στο μυαλό του.
*
Στην Αίθουσα του Αργυρόντυτου Θρόνου ήταν συγκεντρωμένοι η Βασίλισσα Παμράνεχ, ο Ναρχάεζ, η Κελνίχηβ, ο Καλέφραζ, και ένα σωρό άλλοι αυλικοί, εκτός από τον Πολ, τη Βερόνικα, και τους υπόλοιπους εξωδιαστασιακούς. Επίσης, εδώ βρίσκονταν και αρκετοί Ταργκάφλι, ανάμεσα στους οποίους ο Αλίρκωπ και η Χιρκόμο. Είχαν έρθει στη Φέντινκεχ περιμένοντας την επιστροφή του Καζίτο’ναρ.
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα μίλησαν σε όλους για τις διαστάσεις που είχαν ανακαλύψει: τον Μικρό Παράδεισο (όπως τον είχαν οι ίδιοι ονομάσει), που ήταν πλούσιος σε χλωρίδα και πανίδα αλλά άδειος από ανθρώπους· και τη Δάβρια, όπου βρισκόταν η απέραντη πόλη της Ιββάτρα, κατοικημένη από τα Παιδιά της Κιρσνώρης.
«Θα μπορούσαμε να έρθουμε σε επαφή μαζί τους;» ρώτησε η Παμράνεχ, καθισμένη στον Αργυρόντυτο Θρόνο.
«Θα μπορούσατε. Δεν μου φάνηκαν τόσο εχθρικοί που δεν θα δέχονταν να εμπορευτούν,» απάντησε ο Τάμπριελ. «Το μόνο πρόβλημα είναι η δίοδος που οδηγεί εκεί. Ό,τι κι αν μεταφέρετε το βέβαιο είναι πως θα βραχεί καθώς θα φτάνετε στη Δάβρια.»
«Με το Γνωστό Σύμπαν πότε θα έρθουμε σε επαφή;» ρώτησε ο Ναρχάεζ. «Η δίοδος που οδηγεί στην Αρβήντλια είναι, σίγουρα, εύκολα προσβάσιμη.»
«Ναι,» είπε ο Τάμπριελ, «αλλά η Αρβήντλια είναι γεμάτη ερήμους και αντιμαχόμενες φυλές. Επιπλέον, δε νομίζω ότι θα θέλατε να πάτε στο Γνωστό Σύμπαν απροετοίμαστοι.»
«Τι άλλες προετοιμασίες χρειάζονται;» ρώτησε η Παμράνεχ. «Όπλα έχουμε. Μπορούμε να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας αν χρειαστεί.»
«Όχι από τις δυνάμεις της Παντοκρατορίας, Βασίλισσά μου.» Καθάρισε τον λαιμό του. «Κατ’αρχήν, να ξέρετε πως δεν θα ήθελα να σας επηρεάσω με κανέναν τρόπο. Αν είναι η επιθυμία σας να συμμαχήσετε με την Παντοκράτειρα, δεν θα προσπαθήσω να σας αποτρέψω. Θα ήθελα, όμως, να σας δώσω τη δυνατότητα να μπορείτε να επιλέξετε τι θα κάνετε. Κι αυτό σημαίνει να μην αναγκαστείτε να υποταχθείτε στις δυνάμεις της Παντοκράτειρας.
»Όπως είπατε, Βασίλισσά μου, όπλα έχετε στη διάθεσή σας. Δεν έχετε, όμως, οχήματα, σκάφη, αυτοματοποιημένα συστήματα, και μάγους. Βρίσκεστε, δηλαδή, σε μειονεκτική θέση σε σχέση με άλλες διαστάσεις.»
«Και θα μπορούσαμε να λύσουμε αυτό το πρόβλημα, Τάμπριελ;» ρώτησε η Παμράνεχ.
«Θα πρέπει να επικοινωνήσουμε με τους κατάλληλους ανθρώπους για να σας προμηθεύσουν. Και οι μόνοι που θα φανούν πρόθυμοι να το κάνουν αυτό είναι οι επαναστάτες, νομίζω. Με όποιους άλλους κι αν συναναστραφείτε, θα έρθετε σε επαφή με πράκτορες της Παντοκράτειρας – και η Παντοκράτειρα θα θελήσει να προσθέσει τη διάστασή σας στη Συμπαντική Παντοκρατορία: επομένως, δεν θα έχετε πλέον τη δυνατότητα να επιλέξετε. Θα βρεθείτε σε πόλεμο, αν της αντισταθείτε.»
Η Βερόνικα, που τον παρατηρούσε καθισμένη πλάι στον Πολ, σκέφτηκε: Είναι με τους αποστάτες, παρότι ισχυρίζεται πως δεν είναι! Ο Πολ έχει δίκιο – θα μας μπλέξει όλους. Μα τα Γένια του Κρόνου, γιατί το κάνει αυτό;
«Μου έχεις μιλήσει για τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο της Απολλώνιας,» είπε η Παμράνεχ στον Τάμπριελ. «Μ’αυτόν θα πρέπει να συνεννοηθούμε;»
«Μ’αυτόν ή με κάποιον από τους Πρόμαχους της Επανάστασης. Η Ανταρλίδα γνωρίζει καλύτερα από εμένα πού μπορείτε να πάτε για να τους βρείτε. Εγώ δεν είμαι με τους επαναστάτες, Μεγαλειοτάτη, όπως δεν είμαι και με την Παντοκράτειρα. Βρίσκομαι εδώ επειδή αυτό όφειλα να κάνω – να φέρω τη διάστασή σας σε επαφή με το Γνωστό Σύμπαν.»
Πραγματικά, περιμένει κανείς να πιστέψει αυτά τα ψέματα; σκέφτηκε, οργισμένα, η Βερόνικα. «Πρέπει να κάνουμε κάτι!» ψιθύρισε στον Πολ.
«Σσσς,» της αποκρίθηκε εκείνος, σφίγγοντας το χέρι της.
«Θα μας πει η Ανταρλίδα, λοιπόν, με ποιους πρέπει να συνεννοηθούμε;» Η Παμράνεχ έστρεψε το βλέμμα της στη Μαύρη Δράκαινα, που καθόταν δίπλα στον Τάμπριελ, σιωπηλή μέχρι στιγμής.
Η Ανταρλίδα σκέφτηκε: Εδώ μέσα δεν είναι το καλύτερο μέρος για να πούμε λεπτομέρειες· γιατί έβλεπε ότι ο Πολ τούς παρατηρούσε· και όχι μόνο ο Πολ, αλλά και η Βερόνικα κι οι υπόλοιποι επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου. Κανέναν απ’αυτούς δεν εμπιστευόταν η Ανταρλίδα. Κανέναν. Είχαν όλοι τους έρθει απ’τη Ρελκάμνια, άλλωστε, την έδρα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας.
«Στην Αρβήντλια δεν γνωρίζω πολλούς, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Θα πρέπει να πάμε στην Υπερυδάτια μέσω του Συμπλέγματος, όπου έχω περισσότερες διασυνδέσεις.»
«Εντάξει,» είπε η Παμράνεχ. «Ανυπομονώ να ξεκινήσουμε!» Έμοιαζε ενθουσιασμένη, όπως τότε που της είχαν πρωτοδείξει τα πυροβόλα όπλα.
«Θα πρέπει να κινηθούμε προσεχτικά, Βασίλισσά μου,» την προειδοποίησε ο Τάμπριελ. «Διότι, αν οι Παντοκρατορικοί αντιληφτούν τι συμβαίνει, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα επιχειρήσουν να μας σταματήσουν.
»Επίσης,» πρόσθεσε, «υφίσταται ένα πρακτικό πρόβλημα στο πώς θα έρθουν τα οχήματα εδώ. Η δίοδος στην Κοράλλη δεν είναι αρκετά μεγάλη. Κανένα όχημα μεγαλύτερο από δίκυκλο δεν μπορεί να περάσει από εκεί μέσα. Στον Μικρό Παράδεισο υπάρχουν δίοδοι που είναι αρκετά μεγάλες, αλλά ο Μικρός Παράδεισος δεν συνδέεται με το Γνωστό Σύμπαν. Και από τη Δάβρια– Έχω μια πρόταση σχετικά με τη Δάβρια, αλλά, προς το παρόν, ας μιλήσουμε μόνο για το Γνωστό Σύμπαν.
»Η μοναδική δίοδος απ’όπου μπορούν άνετα να έρθουν οχήματα είναι αυτή στις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου, η οποία βγάζει στην Αρβήντλια. Η Αρβήντλια, όμως, δεν είναι μια πολυσύχναστη διάσταση. Κι αυτό από τη μία είναι καλό, γιατί μπορούμε να αποφύγουμε ευκολότερα τους Παντοκρατορικούς, αλλά από την άλλη είναι κακό, γιατί νομίζω πως οι επαναστάτες θα δυσκολευτούν να στείλουν οχήματα εκεί ώστε να φτάσουν, τελικά, εδώ.
»Βλέπω πως σας έχω μπερδέψει, Βασίλισσά μου, και είναι δικαιολογημένο, παρότι προσπαθώ να απλοποιήσω το θέμα.»
«Είπες ότι έχεις να προτείνεις και κάτι σχετικά με τη Δάβρια, Τάμπριελ.»
«Ναι· θα ερχόμουν και σ’αυτό. Στην Ιββάτρα, όπως σας είπα, έχουν ενεργοβόρα οχήματα παρόμοια με του Γνωστού Σύμπαντος. Αν καταφέρνατε να διαπραγματευτείτε με τα Παιδιά της Κιρσνώρης, θα μπορούσαν να σας πουλήσουν κάποια, πιστεύω. Ωστόσο, ίσως να προκληθούν βλάβες στις μηχανές τους όταν τα ρίξετε στη δίνη του ποταμού για να περάσουν τη δίοδο.»
«Ναι, καταλαβαίνω,» είπε η Παμράνεχ, αν κι έμοιαζε να δυσκολεύεται να παρακολουθήσει όλα αυτά τα καινούργια πράγματα. «Προτείνω να κάνουμε και τα δύο. Δηλαδή, θα στείλω ανθρώπους μου να διαπραγματευτούν με τους κατοίκους της Ιββάτρα, ενώ εσύ κι η Ανταρλίδα θα πάτε στην Υπερυδάτια για να επικοινωνήσετε με τους επαναστάτες.»
«Πριν γίνει οτιδήποτε, Βασίλισσά μου, δεν θα έπρεπε να ενημερώσουμε και το Παγκόσμιο Συμβούλιο;»
«Γιατί; Θα προτείνει κανένας άλλος τίποτα καλύτερο; Μόνο εσύ ξέρεις το Γνωστό Σύμπαν, Τάμπριελ.»
«Θα τους ειδοποιήσω, τότε, μέσω των Ιεραρχών,» είπε εκείνος. «Μην ξεχνάτε ότι η είσοδος του Μικρού Παράδεισου βρίσκεται στα εδάφη του Ώσρανοκ.»
«Η έξοδος, όμως, βρίσκεται στο Τάρσαζ!»
«Ακριβώς. Βλέπετε, λοιπόν, γιατί πρέπει να είστε όλοι ενωμένοι, Βασίλισσά μου;»
Προτού ο Μεγάλος Προφήτης φύγει για το Γνωστό Σύμπαν, μου είπε ότι έπρεπε επιτέλους να βρούμε ένα όνομα για τη διάστασή μας: έναν τρόπο για να την αποκαλούμε και να την ξεχωρίζουμε από τις υπόλοιπες. Και με ρώτησε πώς ονομαζόταν ο κόσμος μας στις μυθολογίες που είχαμε. Του αποκρίθηκα ότι δεν ήμουν βέβαιος αν στις μυθολογίες είχε κάποιο ιδιαίτερο όνομα· ανέκαθεν ως «ο κόσμος» τον ήξερα. Τα λόγια του Τάμπριελ, όμως, με έκαναν ν’αρχίσω να ψάχνω σε παλιά βιβλία και κυλίνδρους, ώσπου βρήκα (ή, μάλλον, για πρώτη φορά έδωσα σημασία σε τούτο το γεγονός) ότι σε πολλά απ’αυτά ο κόσμος μας αναφέρεται ως Νόρχακβαθ, που σε μια αρχαία διάλεκτο σημαίνει «η γη που μας γέννησε». Επομένως, πρότεινα στον Μεγάλο Προφήτη να χρησιμοποιήσουμε το όνομα Νόρχακ για τη διάστασή μας, που μοιάζει πιο σύγχρονο και το οποίο, στην τότε διάλεκτο, πρέπει να σήμαινε «η δική μας γη». Ο Μεγάλος Προφήτης συμφώνησε με το όνομα· αλλά, για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι με οποιοδήποτε θα συμφωνούσε. Το θεωρούσε προσωπικό μας θέμα πώς θα αποφασίσουμε να λέμε τη διάστασή μας.
Το όνομα Νόρχακ, στη συνέχεια, προτάθηκε στο Παγκόσμιο Συμβούλιο, και έγινε ψηφοφορία. Δεν υπήρξαν και πολλά κατά. Έτσι, από εδώ και πέρα, η διάστασή μας θα ονομαζόταν Νόρχακ.
Μετά απ’αυτό, συζητήθηκε ένα άλλο θέμα: ποιοι θα στέλνονταν στην Ιββάτρα για να διαπραγματευτούν με τους κατοίκους της. Αποφασίστηκε τελικά να σταλούν ο Ναρχάεζ, το Δεξί Χέρι του Θρόνου του Τάρσαζ, μαζί με μερικούς πολεμιστές του, και ένας ευγενής του Ώσρανοκ, ο κίρμο-Χάρθον Βάλλεριμ, μαζί με μερικούς δικούς του ανθρώπους.
Ο Μεγάλος Προφήτης, εν τω μεταξύ, ετοιμαζόταν για να ταξιδέψει στην Υπερυδάτια, κι απ’ό,τι έμαθα είχε κάποιες διαφωνίες με τους εξωδιαστασιακούς που είχαν επιζήσει της πτώσης του αεροπλάνου. Ζητούσαν να τους πάρει μαζί του, κι εκείνος αρνιόταν λέγοντας πως θα τους μετέφερε στο Γνωστό Σύμπαν όταν θεωρούσε ότι είχε σταθεροποιηθεί η κατάσταση. Ούτε τον Πολ δεν πήρε μαζί του, ο οποίος είχε βοηθήσει στην επισκευή του υποβρυχίου και φαινόταν να είναι γνώστης διάφορων πραγμάτων. Είχα αρχίσει να νομίζω πως ο Μεγάλος Προφήτης δεν τον εμπιστευόταν – και, όπως αργότερα αποδείχτηκε, είχε δίκιο. Θα έπρεπε να το είχα καταλάβει κι εγώ ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί του, από αυτά που έλεγε στη Βασίλισσά μας όταν ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα ήταν χαμένοι στις διαστάσεις Μικρός Παράδεισος και Δάβρια.
Ο Μεγάλος Προφήτης και η Συνοδός του πήραν μαζί τους, τελικά, δύο Ταργκάφλι μάγους – τον Αλίρκωπ και τη Χιρκόμο – και δύο Ιεράρχες, και έφυγαν για την Υπερυδάτια.
Ο Ναρχάεζ, ο κίρμο-Χάρθον Βάλλεριμ, και οι άνθρωποί τους πέρασαν τη διαστασιακή δίοδο στο Ώσρανοκ και βγήκαν στον Μικρό Παράδεισο. Ακολουθώντας τον χάρτη που είχε φτιάξει ο Μεγάλος Προφήτης, έφτασαν στην άβυσσο που μέσα της ο αέρας στροβιλιζόταν, αποτελώντας δίοδο για τη Δάβρια. Βουτώντας εκεί28, βγήκαν στον ποταμό στους βαλτότοπους της Δάβρια, όπως μας είχε πει ο Τάμπριελ. Και από αυτό το μέρος οδοιπόρησαν ώς την αχανή πόλη Ιββάτρα. Άλογα δεν είχαν πάρει μαζί τους γιατί ποτέ δεν θα κατόρθωναν να τα κάνουν να πέσουν στην άβυσσο.
Ο Ναρχάεζ είχε πλέον μάθει να μιλά τη Συμπαντική Γλώσσα, το ίδιο κι ο κίρμο-Χάρθον Βάλλεριμ, επομένως δεν δυσκολεύτηκαν να συνεννοηθούν με τα Παιδιά της Κιρσνώρης. Τους εξήγησαν από πού είχαν έρθει, και τους είπαν ότι γνώριζαν τον Τάμπριελ, τον άντρα που είχε περάσει παλιότερα από εδώ, επάνω σ’ένα μεγάλο πουλί, μαζί με μια κατάλευκη γυναίκα, την Ανταρλίδα. Όπως αποδείχτηκε, δεν τον είχαν δει όλοι τους αλλά όλοι ήξεραν για το μεγάλο πουλί. Ο Ναρχάεζ και ο Βάλλεριμ τούς είπαν ότι θέλαμε να συνάψουμε εμπορικές σχέσεις μαζί τους, και τους πρόσφεραν πολύτιμους λίθους και χρυσάφι προκειμένου να μας δώσουν ένα από τα οχήματα τους που κινούνταν με ενέργεια, για να δούμε αν μπορούσαμε να το περάσουμε από τη διαστασιακή δίοδο χωρίς να καταστραφεί.
Τα Παιδιά της Κιρσνώρης μίλησαν στον Ναρχάεζ και τον Βάλλεριμ για τους κατασκευαστές των οχημάτων. Υπήρχαν δύο τέτοιοι στην πόλη τους, είπαν: αυτοί της Πλατύπολης κι αυτοί της Χορωδίας. Οι δεύτεροι, ισχυρίστηκαν, ήταν καλύτεροι για να διαπραγματευτούν, για δύο λόγους: ήταν πιο κοντά από εδώ, και ήταν πιο συνεργάσιμοι γενικώς, πιο φιλικοί.29 Επομένως, οι απεσταλμένοι μας πήγαν και συνάντησαν τους κατασκευαστές της Χορωδίας στη βιομηχανία τους, και μίλησαν με τον υπεύθυνο του μέρους, ο οποίος δέχτηκε να τους δώσει ένα όχημα για τους πολύτιμους λίθους και το χρυσάφι που του πρόσφεραν. Τους έδειξε επίσης πώς να το οδηγούν και πώς να αλλάζουν τις ενεργειακές φιάλες, και συμπέραναν ότι δεν ήταν και πολύ δύσκολο. Πήραν το όχημα και έφυγαν από την Ιββάτρα, πλησιάζοντας τους βαλτότοπους στα δυτικά της Δάβρια. Εκεί, δυσκολεύτηκαν να περάσουν το όχημα. Χρειάστηκε να κόψουν κλαδιά και δέντρα, για να φτιάξουν έναν δρόμο όπου οι τροχοί του μπορούσαν να κυλήσουν χωρίς κίνδυνο. Κατάφεραν, τελικά, να το φτάσουν ώς τον ποταμό και, βγαίνοντας από μέσα του, το έσπρωξαν προς τη δίνη, η οποία το ρούφηξε εξαφανίζοντάς το. Ο Ναρχάεζ και ο Βάλλεριμ το ακολούθησαν μέσα στη διαστασιακή δίοδο, και βγήκαν στον Μικρό Παράδεισο, στον κάμπο που μας είχε πει ο Μεγάλος Προφήτης, πέφτοντας, ο ένας κατόπιν του άλλου, πάνω στην οροφή του οχήματος. Προτού πέσουν κι οι σύντροφοί τους, προσπάθησαν να το ενεργοποιήσουν και να το πάρουν κάτω από την έξοδο της διόδου. Το όχημα ενεργοποιήθηκε κανονικά και προχώρησε. Το πέρασμα από τη μια διάσταση στην άλλη δεν το είχε καταστρέψει, παρότι οι μηχανές του είχαν βραχεί.
*
* * *
*
Ο Τάμπριελ ολοκλήρωσε το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος.
Τέσσερα πόδια ξεδιπλώθηκαν από τις πλευρές του υποβρυχίου ενώ, συγχρόνως, το σχήμα του άλλαζε.
Η Ανταρλίδα το οδήγησε μέσα στο ρηχό νερό του αχανούς σπηλαίου και, έπειτα, πάνω στη μικρή πλαγιά, ανεβαίνοντας, με τους προβολείς του να φωτίζουν τον δρόμο.
«Σταμάτα να το κινείς,» της είπε ο Τάμπριελ μέσω του επικοινωνιακού διαύλου, και έπαψε να χρησιμοποιεί τη Μαγγανεία Κινήσεως. Σηκώθηκε απ’τη θέση του στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους και, περνώντας μέσα από τον στενό διάδρομο, έφτασε στη μπροστινή μεριά, όπου, εκτός από την Ανταρλίδα, ήταν συγκεντρωμένοι κι όλοι οι υπόλοιποι: ο Αλίρκωπ, η Χιρκόμο, ο Άρνταλον, και ο Κάτνεραλ. Ο μικρός θάλαμος ήταν συνωστισμένος.
«Τι είναι;» ρώτησε η Μαύρη Δράκαινα.
Ο Τάμπριελ κοίταξε έξω απ’το μπροστινό παράθυρο του σκάφους. «Ναι…» είπε, «το ξέρω αυτό το μέρος. Ξέρω αυτή την έξοδο, Ανταρλίδα. Έχω ξανάρθει, παλιότερα.»
«Φρουρείται;»
«Ναι. Κι όταν σου ζητήσουν το αναγνωριστικό, θα δώσεις αυτό.» Πάτησε μερικά πλήκτρα στην κονσόλα εμπρός της.
Η Ανταρλίδα ένευσε, και ρώτησε: «Αν έχει αλλάξει;»
«Τότε, θα πρέπει να τους πολεμήσουμε. Εκτός αν εσύ γνωρίζεις κάποια άλλη έξοδο από το Σύμπλεγμα που να βγάζει στην Υπερυδάτια.»
«Δεν υπάρχει καμία άλλη στο χάρτη που είναι αποθηκευμένος στο σύστημά μας, και δε θα ήθελα να περιπλανηθούμε μέσα στο Σύμπλεγμα ψάχνοντας.»
«Ούτε κι εγώ,» είπε ο Τάμπριελ, και επέστρεψε στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους για να ξαναχρησιμοποιήσει τη Μαγγανεία Κινήσεως.
Η Ανταρλίδα έβαλε τα τέσσερα μηχανικά πόδια να σκαρφαλώσουν τη μικρή πλαγιά εμπρός τους, που ήταν γεμάτη βρύα, μύκητες, και μανιτάρια. Φτάνοντας στο στόμιο στο τέλος της πλαγιάς, είδε μια σπηλιά να ανοίγεται. Και μέσα της στέκονταν Παντοκρατορικοί στρατιώτες, ντυμένοι με τις λευκές τους στολές. Επίσης, υπήρχε ένα πυροβόλο εδώ, που η κάννη του σημάδευε την έξοδο από την οποία τώρα έβγαινε το σκάφος της Ανταρλίδας.
Ένα μήνυμα ήρθε στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της κονσόλας της. Η Ανταρλίδα πάτησε ΑΠΟΔΟΧΗ και μια γυναικεία φωνή είπε: «Παρακαλούμε δώστε το αναγνωριστικό.»
Βλέπουν ότι το σκάφος μας έχει επάνω του το σύμβολο της Παντοκράτειρας, άρα δεν μπορεί να είμαστε έμποροι, υποθέτουν, ούτε ιδιώτες που έρχονται για λόγους αναψυχής.
Η Ανταρλίδα έδωσε τον αναγνωριστικό κώδικα που ο Τάμπριελ είχε αποθηκεύσει στη μνήμη του συστήματος.
«Μπορείτε να περάσετε,» είπε η γυναικεία φωνή μέσα από τον τηλεπικοινωνιακό πομπό.
Η Ανταρλίδα οδήγησε το σκάφος τους έξω απ’τη σπηλιά, σ’ένα ορεινό τοπίο και σ’έναν καταυλισμό των Παντοκρατορικών. Τα βλέμματα φρουρών στρέφονταν στο μέρος τους αλλά δεν έμεναν για πολύ εκεί· δεν τους έκανε εντύπωση το μηχάνημα που οδηγούσε η Ανταρλίδα. Αναμφίβολα, έβλεπαν πολλά να μπαινοβγαίνουν στο Σύμπλεγμα.
«Προς τα πού πηγαίνουμε τώρα;» ρώτησε τον Τάμπριελ μέσω του διαύλου.
«Ανατολικά. Δεν έχει χάρτη της περιοχής στο σύστημα;» ήρθε η απάντησή του από το μεγάφωνο.
Η Ανταρλίδα έστριψε το σκάφος και προχώρησε, απομακρυνόμενη μέσα στο ορεινό τοπίο από τον Παντοκρατορικό καταυλισμό. Τα μηχανικά πόδια δεν μπορούσαν να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα· κινούνταν, στην καλύτερη περίπτωση, λίγο πιο γρήγορα απ’ό,τι βάδιζε ένας άνθρωπος. Κάποιος που έτρεχε μπορούσε άνετα να ξεπεράσει το σκάφος, και ούτε συζήτηση για ένα άλογο ή ένα τροχοφόρο όχημα. Το μόνο καλό που είχαν τα μηχανικά πόδια ήταν ότι ήταν φτιαγμένα έτσι ώστε να είναι πολύ σταθερά, πράγμα που βόλευε εδώ, στα βουνά.
Πατώντας ένα πλήκτρο, η Ανταρλίδα είδε ότι διάφοροι χάρτες ήταν αποθηκευμένοι στο σύστημα. «Πού είμαστε;» ρώτησε τον Τάμπριελ. «Στην Κεντρυδάτια, στην Ιχθυδάτια, ή στη Μικρυδάτια;» Αυτές ήταν οι τρεις πλωτές ηπειρόνησοι της Υπερυδάτιας· δεν υπήρχαν άλλα μέρη, ούτε καν νησιά. Η Ανταρλίδα το γνώριζε καλά αυτό, επειδή είχε περάσει κάποιο καιρό σε τούτη τη διάσταση υπηρετώντας την Επανάσταση, αλλά και παλιότερα, υπηρετώντας την Παντοκράτειρα.
«Στην Κεντρυδάτια.»
Η Ανταρλίδα πάτησε το πλήκτρο που άνοιγε, στη μικρή οθόνη εμπρός της, τον χάρτη της Κεντρυδάτιας. «Η δίοδος απ’την οποία ήρθαμε είναι αυτή που φαίνεται στο κέντρο της ηπείρου, στα Ρινέα Όρη, έτσι;»
«Ναι.»
«Η βάση των επαναστατών δεν είναι πολύ μακριά από εδώ. Είχες έρθει, δεν το θυμάσαι;»
«Το θυμάμαι.»
«Θα προχωρήσω ώς την ακτή, θα ρίξω το σκάφος μας στη θάλασσα, και θα πάμε εκεί με τη μορφή υποβρυχίου.»
«Εντάξει.»
*
Όταν πέρασαν τη δίοδο και έφτασαν στην Υπερυδάτια, ήταν απόγευμα, και η Ανταρλίδα οδήγησε προς τα βορειοανατολικά μέχρι να πέσει η νύχτα. Δεν την απασχολούσε τόσο να αποφεύγει κεντρικούς δρόμους, επειδή το σκάφος τους είχε επάνω του το σύμβολο της Παντοκράτειρας κι έτσι δεν κινδύνευαν να τους κυνηγήσουν οι Παντοκρατορικοί. Ωστόσο, κινήθηκε κυρίως στην ύπαιθρο. Τα μηχανικά πόδια, αν και αργά, δεν είχαν δυσκολία να διασχίζουν τραχιά εδάφη.
Το βράδυ σταμάτησαν για να φάνε και να ξεκουραστούν, κατασκηνωμένοι κάτω από τη σκιά του μεταλλικού σκάφους.
Ο Τάμπριελ, παρότι κουρασμένος από τη συνεχή χρήση της Μαγγανείας Κινήσεως, ύφανε μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω τους προτού πέσουν να κοιμηθούν. Οι Ταργκάφλι και οι Ιεράρχες φυλούσαν επίσης σκοπιές, εκ περιτροπής.
Το επόμενο σούρουπο έφτασαν, χωρίς επεισόδια, σε μια ακτή νότια της πόλης της Ριλιάδας, που ελεγχόταν από τους Παντοκρατορικούς και η Ανταρλίδα ήθελε να την αποφύγει· εξάλλου, δεν είχαν και κανέναν ιδιαίτερο λόγο να μπουν εκεί. Ήταν επαρκώς εφοδιασμένοι, και με τρόφιμα και με ενεργειακές φιάλες.
Κατασκήνωσαν στην ακτή και, μετά από κάποια ώρα, είδαν ένα όχημα να έρχεται προς το μέρος τους ακολουθούμενο από ένα άλλο. Το πρώτο ήταν τετράτροχο και σκεπαστό, με τους δύο οπίσθιους τροχούς μεγαλύτερους από τους δύο μπροστινούς. Το άλλο ήταν σαφώς μικρότερο και τρίκυκλο. Είχε δύο αναβάτες που φορούσαν λευκές στρατιωτικές στολές και κράνη.
Τα οχήματα σταμάτησαν κοντά στο σταθμευμένο μεταβαλλόμενο σκάφος. Ο ένας από τους δύο στρατιώτες κατέβηκε από το τρίκυκλο, και τρεις άλλοι – δύο γυναίκες και ένας άντρας – βγήκαν από το τετράτροχο όχημα.
Μια Παντοκρατορική περίπολος.
Ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα βρίσκονταν ήδη κρυμμένοι μέσα στο σκάφος, γιατί μπορεί και τους δύο οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας να τους αναγνώριζαν. Οι Ιεράρχες Κάτνεραλ και Άρνταλον σηκώθηκαν δίπλα από τη φωτιά και πλησίασαν τους στρατιώτες για να τους μιλήσουν. Ο Τάμπριελ βρισκόταν σε επαφή με τον Μεγάλο Ιεράρχη τώρα, έτσι ήταν σαν εκείνος να ήταν αυτοί και αυτοί εκείνος.
«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε μια γαλανόδερμη Παντοκρατορική, με τα χέρια της στη μέση, απ’όπου κρεμόταν το πιστόλι της.
«Τι θα έπρεπε να συμβαίνει;» αποκρίθηκε ο Κάτνεραλ. Παλιότερα, ήταν Ύψιστος Φύλακας στον Οίκο της Γνώσης, κι έτσι είχε έναν προστακτικό αέρα. Έμοιαζε άνθρωπος που έδινε, όχι που δεχόταν, διαταγές.
«Το μηχάνημα αυτό είναι δικό σας;» τον ρώτησε η γαλανόδερμη πολεμίστρια, που η στολή της έδειχνε ότι ήταν επιλοχίας.
«Προφανώς.»
«Αν δεν κάνω λάθος, επάνω του είναι το σύμβολο της Παντοκράτειρας.»
«Πού θες να καταλήξεις, Επιλοχία;» της είπε, αυστηρά, ο Κάτνεραλ. «Νομίζεις ότι είμαστε παράνομοι;»
«Μπορείτε να αποδείξετε πως δεν είστε;»
Ο Άρνταλον είπε: «Οι φρουροί στη διαστασιακή δίοδο δεν φάνηκε να μας πέρασαν για παράνομους.»
«Μπορείτε να αποδείξετε πως δεν είστε;» ξαναρώτησε η επιλοχίας.
«Στο όχημά σου έχεις τηλεπικοινωνιακό πομπό;»
«Φυσικά.»
«Μπες μέσα, τότε, και δες.» Ο Άρνταλον στράφηκε, πήγε στο σκάφος με τα μηχανικά πόδια, και ανέβηκε.
Η επιλοχίας πήγε στο όχημά της.
Ο Τάμπριελ έστειλε ένα συνθηματικό μέσω του πομπού του σκάφους.
Ο Άρνταλον βγήκε πάλι, λέγοντας: «Είμαστε εντάξει τώρα;»
Η επιλοχίας, που είχε επίσης επιστρέψει, ρώτησε: «Τι είστε; Πράκτορες σε μυστική αποστολή;»
«Αν είμαστε σε μυστική αποστολή, σίγουρα δε θα σ’το πούμε,» μούγκρισε ο Κάτνεραλ. «Θες κάτι άλλο, ή θα καθίσετε να πιούμε καφέ δίπλα στη φωτιά;»
«Το όχημα είναι, προφανώς, μεταβαλλόμενο. Ποιος είναι ο μάγος σας;»
Ο Κάτνεραλ την αγριοκοίταξε, και μετά έδειξε τη Χιρκόμο. «Αυτή είναι η μάγισσά μας. Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα.» Δεν ήταν ερώτηση· υπήρχε κάτι το απειλητικό στη φωνή του.
«Πολύ καλά,» είπε η επιλοχίας. «Τα ονόματά σας;»
«Δεν χρειάζεται να σου πούμε τα ονόματά μας εκτός αν πιστεύεις ότι έχουμε διαπράξει κάποιο αδίκημα. Επομένως, μάζεψε τους στρατιώτες σου και φύγετε προτού αρχίσεις να με τσαντίζεις,» αποκρίθηκε ο Κάτνεραλ.
Και είδε μια αναποφάσιστη έκφραση στο πρόσωπό της. Ο Τάμπριελ ήξερε τι, μάλλον, θα σκεφτόταν η γυναίκα: Ήταν μήπως ο άντρας μπροστά της κάποιο σημαντικό πρόσωπο; Θα έμπλεκε αν τον πίεζε περισσότερο;
Το ύφος του Κάτνεραλ φάνηκε να την έπεισε ότι ήταν καλύτερα να μη συνεχίσει την έρευνά της. Η επιλοχίας έκανε νόημα στους στρατιώτες της να φύγουν, και μετά από λίγο τα δύο οχήματα έτρεχαν προς τα βόρεια.
«Από τη Ριλιάδα ήταν αυτοί,» είπε η Ανταρλίδα, όταν εκείνη κι ο Τάμπριελ βγήκαν από το σκάφος. «Περιπολούν όλα τα τριγυρινά εδάφη. Αλλά δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας· δε θα μείνουμε για πολύ εδώ.»
*
Το υποβρύχιό τους δεν ταξίδεψε μόνο κάτω από τη θάλασσα, αλλά και κάτω από την ίδια την ήπειρο της Κεντρυδάτιας, η οποία ήταν πλωτή, όπως κι οι άλλες δύο. Μετακινούνταν επάνω στον ατέρμονο ωκεανό της Υπερυδάτιας· οι θέσεις τους συνεχώς άλλαζαν, αν και έμεναν, περίπου, αναλογικά ίδιες.
Η Ανταρλίδα οδήγησε το υποβρύχιο δυτικά και βόρεια, παρακολουθώντας τον χάρτη στην οθόνη της για να καταλαβαίνει πού βρίσκονταν. Γύρω τους, θαλάσσια πλάσματα περνούσαν, ορισμένα από αυτά μεγάλα και, ίσως, επικίνδυνα. Η Ανταρλίδα απέφυγε ένα προτού αρπάξει την ουρά του σκάφους τους με τα σαγόνια του.
Και μετά, ο χάρτης της της έδειχνε ότι βρίσκονταν κάτω από τους Βαλτότοπους των Όφεων. Η βάση ήταν τώρα πολύ κοντά. Οδήγησε το υποβρύχιο προς τα πάνω, προς την κάτω μεριά της Κεντρυδάτιας, και φώτισε ψηλά, αποκαλύπτοντας ρίζες, κοράλλια, φύκια, και διάφορα άλλα θαλάσσια φυτά της Υπερυδάτιας.
«Θα πρέπει να ψάξουμε λίγο,» είπε στους συντρόφους της, για να μην παραξενευτούν που είχε μειώσει την ταχύτητα του σκάφους. «Ο χάρτης μας δεν έχει, φυσικά, σημειωμένη την είσοδο της επαναστατικής βάσης.»
Μετά από κάποια ώρα, νόμιζε πως βρήκε το σημείο. Ήταν κρυμμένο από ρίζες και φύκια – επίτηδες κρυμμένο, για λόγους ασφάλειας – αλλά, αν το φώτιζες από κοντά και ήξερες τι αναζητούσες, μπορούσες να διακρίνεις την ατσάλινη θύρα να γυαλίζει.
Θα μας έχουν ήδη δει, σκέφτηκε η Ανταρλίδα γνωρίζοντας ότι υπήρχε ένας τηλεοπτικός πομπός εδώ.
Έστειλε σήμα με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της, ότι ζητούσε να μιλήσει.
«Ποιος είναι;» ακούστηκε, μετά από λίγο, μια φωνή από το μεγάφωνο. Η φωνή της Ελένης, Προμάχου της Επανάστασης και αρχηγού της βάσης. Η Ανταρλίδα τη γνώριζε.
«Μια παλιά φίλη,» είπε.
«Ποια είσαι;»
«Η Ανταρλίδα.»
Ένας δυνατός προβολέας άναψε πάνω από την ατσάλινη είσοδο για να φωτίσει το υποβρύχιο.
«Το σκάφος σου έχει επάνω του το σύμβολο της Παντοκράτειρας.»
«Και σε παραξενεύει αυτό;»
«Το λευκό παλάτι ήταν κάποτε ο τόπος μου.»
Ένα συνθηματικό της Επανάστασης· η Ελένη ήθελε να τη δοκιμάσει.
«Αλλά οι αίθουσές του δεν είναι πια δικές μου,» απάντησε η Ανταρλίδα.
«Ακούγεσαι σαν την Ανταρλίδα και απαντάς σωστά. Πέρνα, και καλωσόρισες αν είσαι αυτή που ισχυρίζεσαι πως είσαι.»
Η ατσάλινη θύρα άνοιξε, και το υποβρύχιο πέρασε μέσα από το άνοιγμα για να αναδυθεί και να βγει σε μια λίμνη στο εσωτερικό της βάσης. Στον Υποβρύχιο Θάλαμο, όπως τον ονόμαζαν. Η Ανταρλίδα είδε, μέσα από το μπροστινό παράθυρο του σκάφους, την Ελένη να την περιμένει στην αντικρινή μεριά του δωματίου, μαζί με τον Γεώργιο, τον Επιστάτη του Υποβρύχιου Θαλάμου, και κάμποσους άλλους επαναστάτες. Όλοι τους βαστούσαν όπλα και σημάδευαν το υποβρύχιο.
Η Ανταρλίδα σηκώθηκε από τη θέση του πιλότου.
«Δε μου φαίνονται και πολύ φιλικοί…» σχολίασε ο Αλίρκωπ.
«Μην ανησυχείς. Είναι απλά επιφυλακτικοί,» του είπε η Ανταρλίδα.
Πήγε στην καταπακτή του υποβρυχίου και την άνοιξε, βγαίνοντας. Οι υπόλοιποι την ακολούθησαν ο ένας κατόπιν του άλλου.
Η Ελένη, κατεβάζοντας το πιστόλι της, πέρασε μπροστά από τους υπόλοιπους επαναστάτες και πλησίασε την Ανταρλίδα. Η Πρόμαχος ήταν μια γαλανόδερμη γυναίκα μετρίου αναστήματος, με κοντά πράσινα μαλλιά. Ήταν ντυμένη με μια ριχτή, σκούρα-μπλε μπλούζα με μανίκια που έφταναν ώς τον αγκώνα, και με μια φαρδιά, χακί βράκα. Ως συνήθως όταν βρισκόταν μέσα στη βάση, βάδιζε ξυπόλυτη.
Η Ανταρλίδα αντάλλαξε μια δυνατή χειραψία μαζί της, ενώ παρατηρούσε πως οι άλλοι επαναστάτες δεν είχαν ακόμα κατεβάσει τα όπλα τους. Ένας απ’αυτούς – μάγος, Βιοσκόπος – μουρμούριζε και χειρονομούσε, κάνοντας αναμφίβολα κάποιο ξόρκι. Πρέπει να προσπαθούσε να διαπιστώσει αν η Ανταρλίδα και οι σύντροφοί της ήταν πραγματικά άνθρωποι. Μάλλον φοβούνται ότι ίσως να είμαστε Δημιουργήματα της Παντοκράτειρας.
«Ανταρλίδα,» είπε η Ελένη. «Ακούσαμε ότι είχες σκοτωθεί. Και εσύ και… αυτός.» Κοίταξε τον Τάμπριελ, πίσω της.
«Δεν σκοτωθήκαμε,» αποκρίθηκε η Μαύρη Δράκαινα. «Μεταφερθήκαμε, μέσω του υπερδιαστασιακού στροβίλου, σε μια απομονωμένη διάσταση.»
Εκείνη τη στιγμή, ο Βιοσκόπος – που ονομαζόταν Νηρέας’νιρ, όπως γνώριζε η Ανταρλίδα – είπε: «Κανονικοί είναι, Πρόμαχε.»
Το μέχρι στιγμής προσποιητό χαμόγελο της Ελένης έγινε τώρα πραγματικό. «Καλωσήρθες, Ανταρλίδα,» είπε.
*
Οι επαναστάτες άκουσαν τη διήγηση του Τάμπριελ και της Ανταρλίδας καθισμένοι στον θάλαμο συγκέντρωσης της βάσης μαζί με τους επισκέπτες τους. Ο μάγειρας είχε φέρει φαγητά και ποτά, και το τραπέζι ανάμεσά τους ήταν γεμάτο. Οι επαναστάτες χαίρονταν που ξανάβλεπαν την Ανταρλίδα· με τον Τάμπριελ, όμως, ήταν αρχικά επιφυλακτικοί, παρότι ήξεραν ότι, τώρα πλέον, δεν ήταν με την Παντοκράτειρα.
Η Ελένη καθόταν στην κορυφή του τραπεζιού, με τα γαλανά της πόδια επάνω και σταυρωμένα στον αστράγαλο· στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού γυάλιζε ένα αργυρό δαχτυλίδι, και στο μεσαίο του αριστερού ένα μπρούτζινο. Πλάι της ήταν ένα μπουκάλι μπίρα, το οποίο έφερνε στο στόμα της κάθε τόσο, πίνοντας με το κεφάλι ριγμένο πίσω.
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος θα χαρεί αν αυτοί οι Νορχάκιοι έρθουν με το μέρος της Επανάστασης. Όλοι μας θα χαρούμε. Εκτός από την Απολλώνια, θα είναι η μόνη διάσταση στο Γνωστό Σύμπαν που δεν βρίσκεται υπό τον ζυγό της Παντοκράτειρας,» είπε η Ελένη.
«Θα αποφασίσουν οι ίδιοι αν θα συμμαχήσουν με την Επανάσταση ή όχι,» της τόνισε ο Τάμπριελ.
«Δεν έχω καταλάβει ακόμα,» είπε η Ελένη κατεβάζοντας τα πόδια της απ’το τραπέζι κι ακουμπώντας τους αγκώνες της εκεί. «Τι συμβαίνει μ’εσένα; Μέχρι πρότινος, ήσουν Πρίγκιπας Τάμπριελ, ένας από τους συζύγους της Παντοκράτειρας. Τώρα, με ποιους είσαι; Πρέπει ν’αποφασίσεις, ξέρεις. Ή αλλιώς είσαι εχθρός όλων.»
«Ή εχθρός κανενός.»
«Έτσι νομίζεις.»
«Το θέμα τώρα δεν είμαι εγώ,» είπε ο Τάμπριελ, «αλλά η καινούργια διάσταση.»
«Στην οποία σε θεωρούν ‘Μεγάλο Προφήτη’, όπως μας είπατε εσύ κι η Ανταρλίδα. Που σημαίνει ότι, σίγουρα, μπορείς να τους φέρεις με το μέρος της Επανάστασης αν θέλεις.»
Η Ανταρλίδα παρενέβη: «Δε νομίζω ότι θα δεχτούν την κυριαρχία της Παντοκράτειρας, Ελένη.»
«Τα έχουν πει κι άλλοι αυτά και, μετά, έχουν καταλάβει ότι τους… συμφέρει καλύτερα να υποταχθούν παρά να καταστραφούν.»
«Δεν θα έχουν λόγο να υποταχθούν,» είπε η Ανταρλίδα, «αν διαθέτουν τον κατάλληλο εξοπλισμό για να αντισταθούν. Όπως ήδη σου είπα, διαθέτουν πυροβόλα όπλα. Χρειάζονται, όμως, και οχήματα, και μηχανικά συστήματα, και εκπαιδευμένους μάγους.
»Αλλά, εκτός αυτών, αμφιβάλλω ότι η Παντοκράτειρα θ’ανοίξει άλλο ένα μέτωπο στη Νόρχακ. Στην Απολλώνια έχει ήδη πάρα πολύ στρατό της. Και, δε μου λες, τι έγινε αφότου δημιουργήσαμε τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο εκεί;»
«Οι Παντοκρατορικοί μαζεύτηκαν, αυτό έχω ακούσει,» είπε η Ελένη.
«Και ο στρόβιλος; Ήταν σταθερός;»
«Τώρα που το λες, έχω επίσης ακούσει να λένε ότι η Απολλώνια κινδυνεύει από τον στρόβιλο. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος έχει βάλει ανθρώπους του να βρουν τρόπο να τον διαλύσουν.»
Η Ανταρλίδα έριξε ένα βλέμμα στον Τάμπριελ, γιατί εκείνος ήταν που είχε ενεργοποιήσει τη συσκευή που θα δημιουργούσε τον στρόβιλο παρότι η κατάσταση δεν ήταν πλέον ιδανική για τη δημιουργία του. Κανονικά, θα έπρεπε να τα είχε παρατήσει.
Επί του παρόντος, ο Τάμπριελ δεν μίλησε για τον στρόβιλο. Είπε στην Ελένη: «Πρέπει να προμηθεύσετε τους Νορχάκιους με οχήματα, μηχανικά συστήματα, και μάγους.»
«Εμείς;» έκανε η Πρόμαχος. «Εμείς δεν έχουμε να τους δώσουμε τίποτα. Εκτός, εντάξει, από κανένα μηχανικό σύστημα ίσως. Οχήματα δεν μπορούμε να διαθέσουμε από τούτη τη βάση. Ούτε μάγους. Θα πρέπει να επικοινωνήσουμε με άλλα κέντρα της Επανάστασης, να δούμε τι μπορεί να γίνει.»
«Ας ξεκινήσουμε το συντομότερο δυνατό, λοιπόν,» είπε ο Τάμπριελ.
Ο Μεγάλος Προφήτης μάς άφησε πάλι μόνους για αρκετό καιρό· αυτή τη φορά, όμως, γνωρίζαμε τουλάχιστον πού είχε πάει και ήμασταν βέβαιοι ότι θα επέστρεφε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, επομένως δεν ανησυχήσαμε. Και ο Πολ δεν έκανε ύποπτες προτάσεις στη Βασίλισσά μας.
Οι εμπορικές μας σχέσεις με τους κατοίκους της Ιββάτρα πήγαιναν καλά. Αποκτήσαμε πέντε ενεργοβόρα οχήματα από αυτούς, τα οποία μοιράσαμε ανάμεσα σ’εμάς και τους Ωσράνιους, δίνοντας ένα και στους Ταργκάφλι. Η ταχύτητά τους μας εξέπληξε, τόσο ανίδεοι από τέτοια μηχανήματα που ήμασταν!
Αξιοσημείωτο το θεωρώ εδώ να αναφέρω ότι, από την προηγούμενη φορά που είχε φύγει ο Μεγάλος Προφήτης έως και τώρα, δεν εντοπίσαμε κανένα απολιθωμένο σκέλεθρο: κανέναν νεκρό για τον οποίο θα μπορούσε να ευθύνεται ο Χθόνιος Θάνατος. Και αναρωτιόμουν αν αυτός ο δαίμονας είχε, επιτέλους, εγκαταλείψει τη διάστασή μας. Ευχόμουν να είχε περάσει από κάποια δίοδο, να είχε χάσει το δρόμο της επιστροφής, και να μην τον ξαναβλέπαμε ποτέ!
Ακόμα ένα αξιοσημείωτο γεγονός είναι το ότι κάποιοι άγνωστοι ήρθαν στη Νόρχακ από τη δίοδο στις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου. Οι πολεμιστές της Βασίλισσάς μας, βέβαια, και οι Ταργκάφλι φρουρούσαν αυτή τη δίοδο, κι έτσι σταμάτησαν αμέσως τους παρείσακτους προτού προχωρήσουν περισσότερο. Ήταν όλοι τους μαυρόδερμοι30 και έμοιαζαν χαμένοι. Κουβαλούσαν μαζί τους όπλα όπως αυτά που είχαμε κι εμείς προτού ανακαλύψουμε τα πυροβόλα. Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μαζί τους γιατί δεν μιλούσαν τη Συμπαντική, έτσι αναγκαστήκαμε να τους ωθήσουμε προς τη διαστασιακή δίοδο μέχρι που αυτοί κατάλαβαν τι έπρεπε να κάνουν και έφυγαν, επιστρέφοντας στη διάστασή τους.
Η εμφάνισή τους, όμως, σήμαινε ότι τώρα θα άρχιζαν να μας μαθαίνουν στο Γνωστό Σύμπαν. Φήμες θα κυκλοφορούσαν…
*
* * *
*
Στα βουνά της Αρβήντλια, που την ημέρα είναι ξερά και καυτά από τη θερμότητα του Φωτεινού Ήλιου, μια δυνατή λάμψη δημιουργήθηκε, σαν ξαφνικά το ηλιακό φως να είχε συναντήσει μεγάλο καθρέφτη. Κανένας καθρέφτης, όμως, δεν υπήρχε σ’εκείνο το σημείο των βουνών παρά μονάχα ένα κακοτράχαλο μονοπάτι γεμάτο πέτρες.
Η απρόσμενη φωτεινότητα έμοιαζε να μην ανήκει σε τούτη την πραγματικότητα· έμοιαζε να έρχεται από κάπου αλλού.
Μερικά τσακάλια, που βρίσκονταν εκεί κοντά, έτρεξαν να φύγουν, τρομαγμένα.
Και μέσα από την εξώκοσμη ακτινοβολία, ένα μεταλλικό όχημα βγήκε. Ψηλό, με τέσσερις μεγάλους, οδοντωτούς τροχούς ειδικούς για να διασχίζουν δύσβατα εδάφη. Και ανάμεσα σ’αυτούς τους τέσσερις τροχούς υπήρχε κι ένας πέμπτος, σηκωμένος τώρα και κρυμμένος, αλλά μπορώντας να κατεβεί και να ενεργοποιηθεί αν παρουσιαζόταν ανάγκη, αν το όχημα έβρισκε κάπου δυσκολία, κολλούσε, και χρειαζόταν λίγη βοήθεια. Τα τζάμια του ήταν σκούρα, ώστε να μη μπορεί κανείς να δει στο εσωτερικό του, αλλά και για να φιλτράρουν το δυνατό φως.
Και δεν ήταν μόνο αυτές οι ιδιότητες του οχήματος. Η λάμψη από την οποία είχε μόλις βγει – και η οποία τώρα έσβηνε πίσω του, ξαφνικά όπως είχε δημιουργηθεί – ήταν η έξοδος μιας διαστασιακής διόδου από τη Διάσταση του Φωτός: μια διάσταση που μόνο ειδικά κατασκευασμένα οχήματα διέσχιζαν, έχοντας μόνωση που εμπόδιζε τη διείσδυση της ακτινοβολίας της στο εσωτερικό τους. Γιατί η ακτινοβολία της ήταν θανατηφόρα για τα περισσότερα πλάσματα των άλλων διαστάσεων.
Η Διάσταση του Φωτός ήταν μία από τις λεγόμενες «ενδιάμεσες διαστάσεις». Κανείς δεν κατοικούσε εκεί. Κανείς δεν μπορούσε να κατοικήσει.
Το ψηλό όχημα άφησε πίσω του τη διαστασιακή δίοδο και ακολούθησε τα μονοπάτια των βουνών που ήταν σημειωμένα στον χάρτη του συστήματός του.
Διέσχισε τα ορεινά μέρη προς τα ανατολικά, με μία στάση το βράδυ, και μετά, αναπτύσσοντας περισσότερη ταχύτητα, έτρεξε πάνω στις ερήμους που ονομάζονταν Κοράκου Τόπος και όπου Μελανοί κατοικούσαν. Οι επιβάτες του, σε ορισμένα σημεία, είδαν κουκουλοφόρους καβαλάρηδες να τους ατενίζουν, αλλά, κατά τα άλλα, κανέναν άνθρωπο δεν συνάντησαν. Και όταν έπεσε η νύχτα είχαν φτάσει στη βόρεια άκρη του πελώριου Φαραγγιού του Πεπρωμένου, το οποίο ανοιγόταν σχεδόν σαν είσοδος σε άλλο κόσμο.
Το πρωί, το όχημα συνέχισε την πορεία του προς τα ανατολικά, αφήνοντας πίσω του το Φαράγγι του Πεπρωμένου και φτάνοντας κοντά στις ακτές της μοναδικής θάλασσας της Αρβήντλια, που ονομαζόταν Υδάτων Τόπος και τα νερά της ήταν αλμυρά και ρηχά. Τα εδάφη νότια και ανατολικά αυτής της θάλασσας άκουγαν στο όνομα Θυέλλης Τόπος και κατοικούνταν από Λευκούς, οι οποίοι είχαν προαιώνιο πόλεμο με τους Μελανούς του Κοράκου Τόπου στα δυτικά.
Το όχημα διέσχισε τρέχοντας πετρώδεις και αμμώδεις ερήμους στις νότιες ακτές του Υδάτων Τόπου, και λίγο πριν το μεσημέρι, έφτασε στη μεγάλη πόλη Ελρείσβα, όπου είχε τον θρόνο της η Λευκή Βασίλισσα Θυάλκνα, η οποία πρόσφατα είχε, με τη βοήθεια της Επανάστασης, διώξει τους Παντοκρατορικούς από τα εδάφη της.
Ο Θρόνος της Ελρείσβα ήταν το μοναδικό μέρος στην Αρβήντλια όπου είχε γίνει μια τόσο μεγάλη ανταρσία κατά της Παντοκράτειρας. Ο ίδιος ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, πρώην σύζυγός της (και Αρχιπροδότης κατά τους Παντοκρατορικούς), είχε αναμιχθεί σ’αυτά τα γεγονότα. Και τώρα πλέον, είχε περάσει πάνω από ένας χρόνος που οι Ελρείσβιοι ήταν ελεύθεροι.
Το ψηλό όχημα σταμάτησε μπροστά από τη δυτική πύλη της Ελρείσβα, και από μέσα του βγήκαν, κατά σειρά, ο Άρνταλον, ο Αλίρκωπ, η Χιρκόμο, ο Κάτνεραλ, η Ανταρλίδα, ο Τάμπριελ, και ο Ράθνης. Ο τελευταίος ήταν ένας επαναστάτης που, αν και δεν κατοικούσε πλέον εδώ, καταγόταν από την Αρβήντλια. Το δέρμα του ήταν κατάλευκο – όπως όλων της φυλής των Λευκών – και είχε γκρίζα μαλλιά και γένια, παρότι δεν ήταν ηλικιωμένος. Είχε έρθει μαζί τους γιατί χρειάζονταν κάποιον που να ξέρει τα εδάφη της Αρβήντλια, τα οποία για εκείνους ήταν τελείως άγνωστα.
«Είμαστε εδώ για να μιλήσουμε στη Βασίλισσα Θυάλκνα,» είπε ο Ράθνης στους Λευκούς φρουρούς της πύλης. «Μας έχει στείλει ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, της Απολλώνιας.»
*
Η Βασίλισσα Θυάλκνα ήταν μια γυναίκα με κατάλευκο δέρμα και καστανόξανθα μαλλιά, δεμένα σε μια μακριά αλογοουρά που έφτανε ώς τη μέση της. Φορούσε ένα μακρύ, στιλπνό, γαλανό φόρεμα, αλλά το μοναδικό κόσμημα επάνω της ήταν το διάδημα στο κεφάλι της. Στα πόδια της δένονταν σανδάλια. Και, καθώς άκουγε τον Τάμπριελ και την Ανταρλίδα, καθόταν σ’έναν θρόνο από γυαλιστερό ξύλο – πράγμα που φανέρωνε πλούτο στην Αρβήντλια, καθώς εδώ το ξύλο ήταν σπάνιο και ακριβό υλικό. Στο πλάι του καθίσματος της Βασίλισσας στηριζόταν ένα μακρύ, θηκαρωμένο ξίφος. Γύρω από το υπερυψωμένο σημείο όπου βρισκόταν ο θρόνος, υπήρχαν πέτρινα καθίσματα, που τώρα σε αρκετά από αυτά κάθονταν διάφοροι βασιλικοί σύμβουλοι.
«Η διήγησή σας είναι, ομολογουμένως, κάτι το θαυμαστό,» είπε η Θυάλκνα, όταν ο Τάμπριελ τελείωσε και της εξήγησε τι επιθυμούσε από εκείνη. Η Βασίλισσα έμοιαζε να βρίσκεται σε μια κάποια αμηχανία.
«Καταλαβαίνω ότι είναι λογικό να αμφισβητείτε τα λόγια μας, Μεγαλειοτάτη,» είπε ο Τάμπριελ. «Γι’αυτό κιόλας ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος μάς έδωσε αυτή την επιστολή για να σας δείξουμε.» Ξεδίπλωσε ένα χαρτί.
Ένας υπηρέτης το πήρε από το χέρι του και το μετέφερε στα χέρια της Θυάλκνα, η οποία το διάβασε και πάτησε, με τον αντίχειρα και τον δείκτη του δεξιού της χεριού, την κάτω δεξιά άκρη του. Τα μάτια της φάνηκαν να θολώνουν για λίγο, σαν να κοιτούσε κάπου αλλού, πέρα από τους τοίχους της Αίθουσας του Θρόνου, σαν να έβλεπε κάποιο όραμα.
Το χαρτί που της είχε δώσει ο Τάμπριελ ήταν ένα «ευαίσθητο χαρτί», ειδικά φτιαγμένο ώστε να προκαλεί επιβεβαιωτικά οράματα όταν πίεζες ένα συγκεκριμένο σημείο επάνω του. Η Βασίλισσα Θυάλκνα πρέπει να είχε μόλις δει κάτι που της επιβεβαίωνε το γεγονός ότι το έγγραφο ήταν αυθεντικό. Το όραμα ήταν πάντοτε προσωπική υπόθεση, και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Τάμπριελ υπέθετε ότι ίσως να επρόκειτο για κάτι που κάποτε της είχε πει ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος και μονάχα οι δυο τους θα μπορούσαν να ξέρουν.
«Μάλιστα…» είπε η Βασίλισσα, κατεβάζοντας το χαρτί από μπροστά της. «Εφόσον είναι η επιθυμία του Πρίγκιπα να σας δώσουμε οχήματα, θα σας τα δώσουμε.»
«Η Επανάσταση θα σας αποζημιώσει, βέβαια, Μεγαλειοτάτη,» είπε ο Τάμπριελ. «Τουλάχιστον, έτσι μου υποσχέθηκαν.»
«Τους Τροχούς της Θύελλας θα πρέπει να αποζημιώσει, όχι εμένα.» Αναφερόταν στη βιομηχανία της Ελρείσβα που έφτιαχνε τα οχήματα. «Εγώ απλά θα επικοινωνήσω μαζί τους, ζητώντας τους να σας προμηθεύσουν.»
«Πόσα οχήματα νομίζετε ότι θα μπορέσουν να μας δώσουν;» ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Εξαρτάται από την τελευταία παραγωγή τους,» αποκρίθηκε η Θυάλκνα. «Αλλά, εφόσον η δίοδος για αυτή την καινούργια διάσταση βρίσκεται στην Αρβήντλια, δεν θα είναι δύσκολο να προμηθευτείτε οχήματα και αργότερα. Αν φυσικά έχετε χρήματα για να πληρώσετε. Μην ξεχνάτε ότι οι Τροχοί της Θύελλας χρειάζονται πρώτες ύλες, ενέργεια, και εργάτες για την κατασκευή τους.»
«Το αντιλαμβάνομαι, Μεγαλειοτάτη,» είπε ο Τάμπριελ, «και σας ευχαριστώ.»
«Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Χωρίς τη βοήθεια της Επανάστασης, θα ήμασταν ακόμα υπό τον ζυγό των Παντοκρατορικών.»
*
Η Βασίλισσα Θυάλκνα τούς φιλοξένησε μέσα στο Μέγαρο της Ελρείσβα, σε δωμάτια που ήταν όλο πέτρα. Τα πατώματα ήταν στρωμένα με χαλιά ή δέρματα. Το δωμάτιο της Ανταρλίδας και του Τάμπριελ είχε ξύλινο κρεβάτι, αποτελώντας εξαίρεση – η Βασίλισσα, μάλλον, ήθελε να τους τιμήσει. Υπηρέτες τούς έφεραν φαγητά και ποτά. Ανάμεσα στα τελευταία ήταν και ένα που ονομαζόταν ίνφετ, το οποίο ήταν λιγάκι καυτερό στη γλώσσα αλλά έπειτα πρόσφερε μια έντονη αίσθηση δροσιάς και ευφορίας.
Από το παράθυρό τους, ο Τάμπριελ και η Ανταρλίδα μπορούσαν να δουν το λιμάνι της Ελρείσβα και τα νερά του Υδάτων Τόπου. Η ζέστη ήταν δυνατή, και τους έκανε να νιώθουν πως ήθελαν να πέσουν για ύπνο. Στον ουρανό ο Σκοτεινός Ήλιος πλησίαζε τον Φωτεινό· αύριο θα είχαν την πρώτη από τις πέντε Σκιερές Ημέρες στην Αρβήντλια, οι οποίες επαναλαμβάνονταν ύστερα από τον κύκλο είκοσι φωτεινών ημερών.
Η Ανταρλίδα ήπιε μια ακόμα γουλιά ίνφετ, ξαπλωμένη στο μεγάλο κρεβάτι, ντυμένη με τα εσώρουχά της. Άναψε ένα τσιγάρο, ρούφηξε τον καπνό, και τον φύσηξε προς το ταβάνι. «Μέχρι στιγμής, όλα καλά, έτσι;» είπε στον Τάμπριελ, που ήταν ξαπλωμένος παραδίπλα και ανάποδα, ώστε να την αντικρίζει. Η πλάτη του ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο.
«Έτσι φαίνεται.»
«Θα συνεχιστεί;»
Θέλει να μάθει αν έχω «δει» κάτι, σκέφτηκε ο Τάμπριελ. «Το μόνο που έχει συμβεί ώς τώρα, Ανταρλίδα, είναι μερικές εσωτερικές συνεννοήσεις ανάμεσα στους επαναστάτες. Δεν είναι εύκολο για τους πράκτορες της Παντοκράτειρας να παρέμβουν. Όταν όμως αρχίσουμε να κινούμαστε… Όταν, για παράδειγμα, πάρουμε τα οχήματα από εδώ και πάμε προς την άλλη άκρη της Αρβήντλια, δε νομίζεις ότι θα τραβήξουμε την προσοχή τους, όσο κι αν θέλουμε να το αποφύγουμε;»
«Ναι,» είπε η Ανταρλίδα· «αλλά, όταν ρωτάω εσένα κάτι τέτοιο, εννοώ αν το ξέρεις ότι θα δεχτούμε κάποια επίθεση.»
Ο Τάμπριελ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν είμαι βέβαιος. Δεν το έχω ‘δει’. Κι ακόμα κι αν το είχα δει, πάλι δε θα ήμουν βέβαιος.»
«Καλό θα ήταν, όμως, σ’αυτή την περίπτωση να πάρουμε περισσότερα μέτρα ασφαλείας.»
*
Το επόμενο πρωί έμοιαζε με βράδυ. Ο Σκοτεινός Ήλιος βρισκόταν μπροστά στον Φωτεινό, κρύβοντάς τον ολόκληρο εκτός από μια λεπτή λαμπερή περιφέρεια.
Οι Τροχοί της Θύελλας είχαν ήδη βγάλει από την πόλη οκτώ οχήματα, τα οποία, φρουρούμενα από πολεμιστές της Βασίλισσας Θυάλκνα, περίμεναν μέσα στην έρημο. Ο Τάμπριελ και οι σύντροφοί του ήταν εφτά, και μαζί με το δικό τους όχημα έπρεπε να οδηγήσουν εννιά οχήματα – πρακτικά αδύνατο. Τα έδεσαν, λοιπόν, με αλυσίδες το ένα πίσω απ’το άλλο, σε τρεις ομάδες. Τη μία ομάδα θα οδηγούσε ο Τάμπριελ, τη δεύτερη η Ανταρλίδα, και την τρίτη ο Ράθνης.
Ενεργειακές φιάλες είχαν αρκετές στους αποθηκευτικούς χώρους των οχημάτων για να μην παρουσιαστεί πρόβλημα καυσίμων· επειδή εδώ, στην Αρβήντλια, ήταν γνωστό πως η ενέργεια εξαντλείτο ταχύτερα από ό,τι σε άλλες διαστάσεις.
Έβαλαν μπροστά τις μηχανές και έφυγαν από την Ελρείσβα, ξεκινώντας το μακρινό ταξίδι προς τη διαστασιακή δίοδο που οδηγούσε στη Νόρχακ. Διέσχισαν τον Θυέλλης Τόπο, ακολουθώντας συνεχώς τις ακτές του Υδάτων Τόπου, και πέρασαν από τον Κοράκου Τόπο χωρίς επεισόδια (ο Ράθνης είχε πει ότι φοβόταν, ίσως, κάποια επίθεση Μελανών) για να φτάσουν στα βουνά και στη Διχάλα: το μεγάλο τριπλό πέρασμα που εκεί όπου συναντιόνταν τα τρία παρακλάδια του ήταν το χωριό Τάσλαμ Τε’έμ. Μελανοί κατοικούσαν στο Τάσλαμ Τε’έμ, αλλά είχαν συνηθίσει το πέρασμα εμπόρων και ταξιδιωτών· άρα (είπε ο Ράθνης) δεν ήταν επικίνδυνοι να τους επιτεθούν.
Βγαίνοντας από τη Διχάλα, ταξίδεψαν προς τα νοτιοδυτικά μέσα στις ερήμους του Κρυστάλλου Τόπου, και εξ αποστάσεως ατένισαν ένα καραβάνι με ενεργοβόρα οχήματα, το οποίο δεν επιδίωξαν να συναντήσουν. Ο Ράθνης είπε: «Μάλλον κι εμάς για καραβάνι θα μας πέρασαν. Καλύτερα να διατηρήσουμε αυτή την εντύπωση.»
Έφτασαν στις παρυφές των μοναδικών δασών της Αρβήντλια, που ονομάζονταν Λεοντόσαυρων Τόπος. Τα δέντρα εδώ ήταν απίστευτα ψηλά και πολλά, για τα δεδομένα ετούτης της διάστασης που ήταν γεμάτη ερήμους και ξερά βουνά.
Σε κάποια στιγμή, ενώ απομακρύνονταν από τον Λεοντόσαυρων Τόπο, είδαν, μέσα στο ημίφως των Σκιερών Ημερών, ένα ελικόπτερο να πετά όχι πολύ μακριά τους. Και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, των Παντοκρατορικών: οι γηγενείς της Αρβήντλια δεν χρησιμοποιούσαν ελικόπτερα.
Ο Ράθνης πρότεινε να το αγνοήσουν. Εξάλλου, δεν μπορούσαν να κάνουν και τίποτε άλλο.
Στρίβοντας νότια, μπήκαν στις ερήμους του Γιγάντων Τόπου, όπου κατοικούσαν φυλές Μελανών και όπου υπήρχαν ψηλά, ερειπωμένα οικοδομήματα άγνωστης προέλευσης. Μια νύχτα, όταν είχαν κατασκηνώσει, ληστές ήρθαν καταπάνω τους καβαλώντας άλογα. Ο Ράθνης και ο Αλίρκωπ, που φυλούσαν σκοπιά, είδαν έγκαιρα τους εχθρούς και ξύπνησαν τους υπόλοιπους. Επιβιβάστηκαν γρήγορα στα οχήματά τους και τα ενεργοποίησαν· οι καβαλάρηδες τούς καταδίωξαν για λίγο, αλλά σύντομα χάθηκαν πίσω τους, μέσα στη σκόνη της ερήμου.
Μετά απ’αυτό, ακολουθώντας τον χάρτη τους προς το χωριό Άκ’σοκ, έφτασαν τελικά στη διαστασιακή δίοδο που οδηγούσε στη Νόρχακ.
Τα πράγματα σπάνια είναι όπως φαίνονται. Γνωστό από τότε που υπάρχουν άνθρωποι. Αλλά, όπως ανακάλυψα, αυτό ισχύει στο Ατέρμονο Σύμπαν πολύ περισσότερο από ό,τι σε οποιαδήποτε διάσταση από μόνη της.
*
* * *
*
Ο Τάμπριελ θεωρούσε ότι η δουλειά του εδώ είχε ολοκληρωθεί. Τα πρώτα ενεργοβόρα οχήματα και μηχανικά συστήματα είχαν έρθει στη Νόρχακ, και τα πράγματα είχαν αρχίσει να κινούνται με τον δικό τους ρυθμό, από μόνα τους, χωρίς να χρειάζονται παρεμβάσεις από εκείνον. Οι Νορχάκιοι έβρισκαν σιγά-σιγά τη θέση τους στο σύμπαν.
Για ποιο λόγο ήταν όλα τούτα σημαντικά – γιατί το άνοιγμα της Νόρχακ ήταν σημαντικό – δεν μπορούσε να είναι βέβαιος, αλλά, βαθιά μέσα του, το ήξερε πως ήταν. Οι εικόνες που έβλεπε τον είχαν οδηγήσει εδώ, κι αυτό δεν μπορεί να ήταν τυχαίο. Ακολουθούσε κάποιο σχέδιο που κι ο ίδιος αδυνατούσε να δει στην πληρότητά του. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα της κατανόησης.
Θα μπορούσε το σχέδιο να ήταν η διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας; Διότι η Νόρχακ μάλλον προς την Επανάσταση φαινόταν να κλίνει παρά προς την Παντοκράτειρα. Ακόμα μια ελεύθερη διάσταση στο Γνωστό Σύμπαν. Αυτό θα άλλαζε πολύ την πολιτική κατάσταση. Θα ανέτρεπε την ισορροπία δυνάμεων που ίσχυε μέχρι στιγμής.
Θα μπορούσε το σχέδιο να ήταν η διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας;
Ο Τάμπριελ ήταν αβέβαιος. Δεν αισθανόταν ότι ανήκε στην τάξη των επαναστατών, όπως δεν αισθανόταν κι ότι ανήκε στην τάξη των Παντοκρατορικών. Τι είμαι; Ο μπαλαντέρ μέσα στην τράπουλα; Το πιόνι που κινείται επάνω στον πίνακα χωρίς να ακολουθεί τους κανόνες που ακολουθούν τα υπόλοιπα πιόνια;
Θα μπορούσε και η Νόρχακ, άραγε, να ήταν μια διάσταση-μπαλαντέρ; Πολύ νωρίς για να το κρίνει κανείς αυτό – ακόμα κι εγώ.
Ο Τάμπριελ, πλυμένος, ντυμένος, και στολισμένος, βγήκε από τα διαμερίσματά του στο Βασιλικό Παλάτι της Φέντινκεχ και, μέσα στο φως του πρωινού, κατέβηκε στην πόλη. Δε νόμιζε ότι χρειαζόταν πλέον να ανησυχεί για δολοφόνους· δεν είχε εχθρούς στη Νόρχακ. Ακόμα και ο Πρωθιερέας του Μαράνχαλωμ έδειχνε να είναι φιλικά προδιατεθειμμένος προς το μέρος του, ειδικά από τότε που πολέμησαν μαζί μέσα στην ενδοδιάσταση της Πύλης του Μαράνχαλωμ. Και το ίδιο ίσχυε για το Αριστερό Χέρι του Θρόνου, πίστευε ο Τάμπριελ. Παρ’όλ’αυτά, οι Ιεράρχες τον προστάτευαν, φυσικά, όπως κανένας άλλος δεν μπορούσε να τον προστατέψει.
Και καθώς βάδιζε στους δρόμους της Φέντινκεχ, ο Τάμπριελ βρισκόταν σε επαφή μαζί τους, χαμένος στον συλλογικό τους νου. Είδε τον εαυτό του τρεις φορές από τα δικά τους μάτια: Ο Μεγάλος Προφήτης, να προχωρά σε μια οδό με λίγη κίνηση, κρατώντας το ραβδί του με την πορφυρή σφαίρα, έχοντας την κουκούλα της ελαφριάς κάπας στο κεφάλι του για να μην τραβά αμέσως την προσοχή των τυχαίων περαστικών.
Ο Τάμπριελ, αφού πήρε ό,τι πληροφορίες ήθελε, απομόνωσε το μυαλό του από τους Ιεράρχες και έστρεψε τις σκέψεις του στο τελευταίο πράγμα που όφειλε να κάνει στη Νόρχακ: να φροντίσει ότι η Βερόνικα, ο Πολ, ο Άνθιμος’νιρ, και οι υπόλοιποι θα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Είχαν προ πολλού αρχίσει να διαμαρτύρονται οι περισσότεροι απ’αυτούς, από τότε που η διάσταση είχε ανοίξει. Και δεν ήταν τόσο παράλογες οι διαμαρτυρίες τους. Δεν είχαν λόγο να βρίσκονται εδώ. Κι επιπλέον, ο Τάμπριελ δεν τους ήθελε εδώ. Θεωρούσε ότι η Ανταρλίδα είχε δίκιο που δεν εμπιστευόταν κανέναν τους. Καλύτερα να πήγαιναν πίσω στη Ρελκάμνια. Δεν μπορούσε, όμως, να τους διώξει ακόμα, γιατί όσο περισσότερο έμενε η Νόρχακ κρυμμένη από τα μάτια της Παντοκράτειρας τόσο το καλύτερο.
Αλλά θα έρθει η ώρα. Σύντομα…
Ο Τάμπριελ έφτασε στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Φέντινκεχ. Βγάζοντας την κουκούλα του, μπήκε, και οι δύο φρουροί στην είσοδο έκλιναν τα κεφάλια τους αναγνωρίζοντάς τον. Προχώρησε ώς την αμφιθεατρική αίθουσα όπου ήξερε ότι ο Καλέφραζ τώρα πρέπει να δίδασκε· και, όπως το περίμενε, τη βρήκε γεμάτη. Ορισμένοι από τους παρευρισκόμενους τον είδαν και ήταν έτοιμοι να σηκωθούν και να ειδοποιήσουν και τους άλλους για τον ερχομό του· ο Τάμπριελ, όμως, τους έκανε νόημα να μείνουν σιωπηλοί και καθισμένοι.
Ο Καλέφραζ δίδασκε τη Συμπαντική Γλώσσα, όχι σε απλούς πολίτες της Φέντινκεχ αλλά σε δασκάλους και γραμματιζούμενους, οι οποίοι με τη σειρά τους θα τη δίδασκαν μετά σε απλούς πολίτες: εμπόρους, εργάτες, γεωργούς, ξυλοκόπους, βοσκούς, ναυτικούς, μισθοφόρους, και άλλους.
Ο Τάμπριελ στάθηκε πίσω από τις θέσεις του αμφιθεάτρου παρακολουθώντας το μάθημα, σιωπηλά. Βρισκόταν εδώ μήπως ο Καλέφραζ χρειαζόταν τη βοήθειά του σε κάποιο γλωσσικό θέμα, αλλά στην πραγματικότητα ήξερε ότι απλά έκανε βόλτα. Ο Βασιλικός Γραμματικός ήταν πια πολύ καλός στη Συμπαντική· τη χρησιμοποιούσε σχεδόν σαν τη μητρική του.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και μια βιβλιοθηκάριος μπήκε, σιγανά, στην αίθουσα και πλησίασε τον Τάμπριελ. «Μεγάλε Προφήτη,» του ψιθύρισε, «με συγχωρείτε που ενοχλώ, αλλά ένας κύριος έχει έρθει και σας ζητά. Λέει πως είναι επείγον, και είπε να σας πω το όνομα ‘Πρίγκιπας Ανδρόνικος’. Ισχυρίστηκε ότι θα το αναγνωρίσετε αμέσως.»
Ο Τάμπριελ συνοφρυώθηκε. Ένας επαναστάτης εδώ; Πώς ήρθε χωρίς να το μάθουμε;
Βγήκε από την αμφιθεατρική αίθουσα όπου δίδασκε ο Καλέφραζ, και η βιβλιοθηκάριος τον ακολούθησε.
«Πού είναι;» τη ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Στη δυτική πτέρυγα της Βιβλιοθήκης είπε ότι θα σας περιμένει.»
«Σ’ευχαριστώ.»
Η βιβλιοθηκάριος έκανε μια μικρή υπόκλιση μπροστά του, και ο Τάμπριελ έφυγε βαδίζοντας προς τη δυτική πτέρυγα. Γνώριζε καλά τους μπλεγμένους δρόμους που σχημάτιζαν τα ράφια της Βιβλιοθήκης· δεν χρειαζόταν οδηγό.
Τα βήματά του, σύντομα, ακούγονταν έντονα κάνοντας ηχώ. Γύρω του δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος. Κάτι, όμως, ενοχλούσε το μυαλό του. Τι είχε παραβλέψει;
Βλέποντας κάποιον με την άκρια του ματιού του, έστριψε και μπήκε σ’ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία, μ’ένα μικρό παράθυρο ψηλά στον αντικρινό τοίχο.
Ένας άντρας στεκόταν στη γωνία του δωματίου, ντυμένος με ταξιδιωτική κάπα και με την κουκούλα του στο κεφάλι.
–Ο Τάμπριελ θυμήθηκε μια από τις εικόνες που έρχονταν στο μυαλό του. Το είχε «δει» αυτό!
«Πολ,» είπε. «Σε περίμενα.»
Ο κουκουλοφόρος στράφηκε στο μέρος του, υψώνοντας ένα πιστόλι.
*
Η Ανταρλίδα δεν είχε και πολλά να κάνει τώρα, έτσι περνούσε τον καιρό της νωχελικά. Και δεν είχε παράπονο. Της χρειαζόταν λίγη ξεκούραση. Εκείνη κι ο Τάμπριελ είχαν περάσει από ένα σωρό περιπέτειες τελευταία: είχαν διασχίσει τόσες διαστάσεις, άγνωστες και μη. Ακόμα και μια Μαύρη Δράκαινα επιθυμούσε, ορισμένες φορές, λίγη απλή σπιτική ζωή.
Ο Τάμπριελ είχε φύγει πριν από λίγο για τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη, πηγαίνοντας να δει τον Καλέφραζ να διδάσκει τους μαθητές του τη Συμπαντική Γλώσσα. Η Ανταρλίδα τα βαριόταν αυτά τα μαθήματα, και δεν τον συνόδευε εκεί. Έτσι, σηκώθηκε από το κρεβάτι μετά τον Τάμπριελ και, αφού έκανε μερικές πρωινές ασκήσεις για να ξεμουδιάσει, πλύθηκε, πήρε πρωινό, και άνοιξε τη ντουλάπα της για να διαλέξει ρούχα.
Ποτέ της δεν ήταν από εκείνες τις γυναίκες που τις ενδιαφέρει πολύ η εμφάνισή τους, αλλά εδώ, στη Νόρχακ, νόμιζε πως είχε, μέχρι ενός σημείου, αλλάξει. Κάπου-κάπου την προβλημάτιζε τι ρούχα να βάλει – όταν, βέβαια, δεν είχε τίποτε άλλο σημαντικότερο να κάνει.
Τώρα, λοιπόν, κοίταζε τα φορέματα, τα πουκάμισα, τις φούστες, τα παντελόνια, τις μπότες, τα παπούτσια, και τα σανδάλια μέσα στη μεγάλη ντουλάπα και αναρωτιόταν τι μπορεί να ταίριαζε με τι, μια όμορφη, ηλιόλουστη καλοκαιρινή μέρα σαν ετούτη. Τελικά, αποφάσισε να φορέσει ένα ελαφρύ, πράσινο φόρεμα με βαθύ ντεκολτέ και χωρίς μανίκια, το οποίο έπεφτε ώς τα γόνατά της. Στα πόδια της έδεσε ένα ζευγάρι σανδάλια με μέτριο τακούνι. Στη μέση της, μια φαρδιά ζώνη, όπου κρέμασε ένα θηκαρωμένο πιστόλι. Ειρηνική περίοδος ή όχι, ήταν Μαύρη Δράκαινα, και δεν μπορούσε να μην είναι προετοιμασμένη για οτιδήποτε.
Προτού τελειώσει με την αμφίεσή της, πήρε κι ένα ξιφίδιο, το οποίο έδεσε στον μηρό της, κρυμμένο κάτω από το φόρεμα. Η προσοχή ποτέ δε βλάπτει. Αυτοί που κατηγορούσαν τις Μαύρες Δράκαινες για παρανοϊκές δεν ήξεραν τι τους γινόταν – γι’αυτό κιόλας κατέληγαν νεκροί πολύ πιο συχνά από τις Μαύρες Δράκαινες.
Τα ξανθά της μαλλιά είχαν μακρύνει περισσότερο απ’ό,τι συνήθως, και η Ανταρλίδα δεν τα είχε κόψει· της άρεσαν έτσι τώρα. Στεκόμενη μπροστά σ’έναν καθρέφτη, χτενίστηκε διεξοδικά και μετά έδεσε την κόμη της αλογοουρά με μια μαύρη, μεταξωτή κορδέλα.
Βγήκε απ’τα διαμερίσματα που μοιραζόταν με τον Τάμπριελ και κατέβηκε νωχελικά στον κήπο του Βασιλικού Παλατιού για να κάνει τη βόλτα της. Δεν πήγαινε από τα πολυσύχναστα σημεία του κήπου· προτιμούσε, όπως πάντα, τα πιο μοναχικά μέρη.
Τα πουλιά τιτίβιζαν στα κλαδιά των δέντρων, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν σαν μεθυσμένα. Το ξερό, καλοκαιρινό χώμα έτριζε κάτω από τα σανδάλια της. Το μέρος ήταν ήσυχο, και η Ανταρλίδα νόμιζε πως ήταν μόνη… μέχρι που άκουσε κάποια να φωνάζει το όνομά της.
Στράφηκε και είδε τη Βερόνικα να την πλησιάζει, χαμογελώντας. «Τι γίνεται, Ανταρλίδα; Καλημέρα.»
«Καλημέρα, Βερόνικα.» Η γαλανόδερμη γυναίκα ήταν ασυνήθιστα φιλική μαζί της, σήμερα, δεν ήταν; Τι μπορεί να ήθελε; Να γκρινιάξει πάλι γιατί δεν τους είχαν ακόμα αφήσει να πάνε στη Ρελκάμνια; Να ζητήσει από την Ανταρλίδα να επηρεάσει τον Τάμπριελ ώστε να τους αφήσει να πάνε;
«Ωραίο αυτό το μέρος, ε;» είπε η Βερόνικα. «Ήσυχο.»
«Δε σ’έχω ξαναδεί εδώ,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα συνεχίζοντας να βαδίζει.
«Έρχεσαι συχνά;» Η Βερόνικα βάδισε πλάι της, και άναψε ένα τσιγάρο (από αυτά που είχαν φέρει από το Γνωστό Σύμπαν), προσφέροντας και σ’εκείνη ένα.
«Ναι,» είπε η Ανταρλίδα παίρνοντας το τσιγάρο. «Όταν δεν έχω τι άλλο να κάνω. Και τελευταία» – άναψε το τσιγάρο με τον αναπτήρα της Βερόνικας – «δεν έχω, γενικά, τι άλλο να κάνω.»
«Από πού είναι η καταγωγή σου, Ανταρλίδα;» ρώτησε η Βερόνικα.
Η Ανταρλίδα νόμιζε ότι κάποτε της είχε ξανακάνει αυτή την ερώτηση. «Από τη Σεργήλη είμαι.» Τι ακριβώς θέλεις, Βερόνικα;
«Δεν είναι άσχημη διάσταση. Δε σου λείπει η πατρίδα σου;»
Η Ανταρλίδα νόμιζε πως είδε μια σκιά να κινείται στ’αριστερά της. Παράξενο για ετούτο το μοναχικό μέρος του κήπου.
«Εμένα μου λείπει, πάντως,» συνέχισε η Βερόνικα αμέσως. «Εγώ, βέβαια, δεν είμαι με την Επανάσταση. Η Επανάσταση σίγουρα θα σε στέλνει σε διάφορα μέρη…»
Τι συμβαίνει εδώ;
Ακόμα μια σκιερή κίνηση.
Τα κέρατα του Κάρτωλακ!
Η Ανταρλίδα τινάχτηκε σχεδόν την ίδια στιγμή που αντηχούσε ο πυροβολισμός.
*
«Μη μου πεις ότι είχες προδεί και τον θάνατο σου αλλά, παρ’όλ’αυτά, ήρθες να πεθάνεις,» είπε ο Πολ.
Η κάννη του πιστολιού του ήταν στραμμένη στον Τάμπριελ.
«Δεν ήρθα να πεθάνω, Πολ,» αποκρίθηκε εκείνος, κάνοντας μερικά προσεχτικά βήματα. «Δεν θα με σκοτώσεις.»
Ο Πολ γέλασε. «Τι νομίζεις ότι είμαι; Κάποιος τύπος που είναι τσαντισμένος μαζί σου επειδή άργησες να τον πας σπίτι του;»
«Εδώ και αρκετό καιρό, όχι, δεν το νομίζω αυτό. Είμαι βέβαιος πως είσαι πράκτορας της Παντοκράτειρας.»
«Δεν είμαι πράκτορας της Παντοκράτειρας.»
«Τι φοβάσαι; ότι ένας νεκρός θα μάθει το μυστικό σου;»
«Είσαι ανόητος, Μεγάλε Προφήτη,» είπε ο Πολ. «Δεν είμαι πράκτορας της Παντοκράτειρας.»
«Τι έκανες, τότε, μαζί μ’έναν απ’τους Υπερασπιστές της;» Ο Τάμπριελ, πρόσφατα, τον είχε «δει» να στέκεται μπροστά σε μία από τις τέσσερις μυστηριώδεις οντότητες που πάντοτε συνόδευαν την Παντοκράτειρα και που κανείς δεν ήξερε την προέλευσή τους, παρότι πολλές υποθέσεις γίνονταν, ψιθυριστά πάντα.
«Τελικά είσαι μάντης…» παρατήρησε ο Πολ. «Θα έπρεπε, όμως, να με είχες σκοτώσει από τότε που έκανες αυτή τη μαντεία. Τώρα είναι πολύ αργά.»
«Δε μου απάντησες. Γιατί ήσουν μ’έναν απ’τους Υπερασπιστές αφού δεν είσαι πράκτορας της Παντοκράτειρας;»
«Τι να την κάνεις την απάντησή μου; Χρειάζονται απαντήσεις οι νεκροί; Δεν το νομίζω,» είπε ο Πολ.
Και πάτησε τη σκανδάλη.
*
Η Βερόνικα έπεσε στο χορτάρι του κήπου με μια κραυγή. Η σφαίρα που προοριζόταν για την Ανταρλίδα την είχε βρει στα αριστερά πλευρά.
Η Μαύρη Δράκαινα δεν είχε σταματήσει καθόλου για να κοιτάξει: κάνοντας τούμπα στο έδαφος, βρέθηκε πίσω από ένα δέντρο.
Άλλοι δύο πυροβολισμοί αντήχησαν. Κομμάτια απ’τον κορμό του δέντρου τινάχτηκαν.
Καθίκια!…
Η Ανταρλίδα δεν είχε αμφιβολία ποιοι το έκαναν αυτό. Ο Πολ και οι καταραμένοι υποτακτικοί του!
Τραβώντας το πιστόλι της, κινήθηκε μες στη βλάστηση του κήπου. Και πυροβόλησε μια από τις μορφές που μπορούσε να διακρίνει. Η σφαίρα της εξοστρακίστηκε σ’έναν βράχο.
Ένας άλλος πυροβολισμός ήρθε από τα δεξιά της, αστοχώντας την.
Η Ανταρλίδα έσκυψε κοιτάζοντας δίπλα από έναν θάμνο. Είδε ένα χρυσόδερμο γυναικείο πόδι, και το πυροβόλησε στο γόνατο. Ουρλιαχτά ακούστηκαν.
Και περισσότεροι πυροβολισμοί.
Κάποιοι που κρύβονταν άφησαν τις κρυψώνες τους και τη ζύγωσαν, εσπευσμένα.
Ωραία. Είχαν χάσει την ψυχραιμία τους.
Η Ανταρλίδα τούς αναγνώριζε: η Ζίθρα, που τους είχε βοηθήσει στις καταδύσεις στην Κοράλλη· ο Ζιρρίντος, ένας τύπος που είχε πει ότι ήταν λογιστής στη Ρελκάμνια (λογιστής που τώρα είχε αποφασίσει να το παίξει δολοφόνος, το καθίκι!)· και ο Μάλβεκ, ένας χρυσόδερμος άντρας που έλεγε ότι ήταν μάγειρας, ο δαιμονισμένος! –Θα τον μαγειρέψω ζωντανό!
Η Ανταρλίδα πυροβόλησε, βρίσκοντάς τον στο στήθος και σωριάζοντάς τον αιμόφυρτο.
Η Ζίθρα και ο Ζιρρίντος, όμως, έρχονταν τώρα από δεξιά κι από αριστερά της, αποφεύγοντας το προκάλυμμά της και πυροβολώντας κι εκείνοι.
*
Το πιστόλι, απρόσμενα, μπλόκαρε.
Η σκανδάλη δεν πήγαινε αρκετά μέσα για να πυροβολήσει.
Το ραβδί του Τάμπριελ πάραυτα κινήθηκε. Η κάτω άκρη του χτύπησε το χέρι του Πολ. Το όπλο έφυγε απ’τα δάχτυλά του· πετάχτηκε στην άλλη μεριά του δωματίου.
Και ο Τάμπριελ χίμησε στον Πολ, πέφτοντας με τον ώμο επάνω του και τινάζοντάς τον στα ράφια. Βιβλία έπεσαν σαν βροχή, και εκείνος γρύλισε απ’την ξαφνική – και τελείως απρόσμενη γι’αυτόν – επίθεση που είχε δεχτεί· αλλά δεν άργησε να συνέλθει, προσπαθώντας να γρονθοκοπήσει τον Τάμπριελ καταπρόσωπο. Ο Τάμπριελ απέφυγε τη γροθιά κάνοντας το κεφάλι στο πλάι, και γρονθοκόπησε τον Πολ στα πλευρά. Τον έσπρωξε και τον πέταξε στο πάτωμα. Εκείνος προσπάθησε να κυλήσει προς το πιστόλι του. Ο Τάμπριελ τινάχτηκε και, χρησιμοποιώντας το ραβδί του, έστειλε το όπλο ακόμα παραπέρα.
Ο Πολ άρπαξε το ραβδί του Τάμπριελ με το ένα χέρι και σηκώθηκε όρθιος, επιχειρώντας συγχρόνως να τον χτυπήσει στην κοιλιά με το άλλο χέρι. Βρήκε, όμως, στο δρόμο του τον πήχη του αντιπάλου του· και μετά ο Τάμπριελ ύψωσε, αμέσως, τη γροθιά του χτυπώντας τον Πολ στο σαγόνι του. Εκείνος παραπάτησε προς τα πίσω, με αίμα να κυλά απ’τα χείλη του.
Έφτυσε. «Πώς σκατά το ήξερες;» μούγκρισε.
«Εκτός απ’το να με σημαδεύεις, σε είχα ‘δει’ κι έτσι όπως είσαι τώρα, μέσα σε τούτο το δωμάτιο,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ, ξέπνοα. «Άρα δε μπορεί να ήμουν νεκρός.»
«Έχουμε ακόμα χρόνο…»
«Και μετά τι θα κάνεις; Νομίζεις ότι–;»
Ο Πολ τού επιτέθηκε.
Ο Τάμπριελ χτύπησε με το ραβδί του τη γροθιά που πήγαινε προς το πρόσωπό του. Και ήταν το ίδιο χέρι που είχε ξαναχτυπήσει, για να το κάνει ν’αφήσει το πιστόλι. Ο Πολ διπλώθηκε γρυλίζοντας από τον πόνο. Και ο Τάμπριελ, αυτή τη φορά, τον κοπάνησε κατακέφαλα με το ραβδί του, σωριάζοντάς τον στο δάπεδο, αναίσθητο, με αίματα πάνω στα ξανθά του μαλλιά.
Ξεφύσησε. Έχω αρχίσει να σκουριάζω, σκέφτηκε. Παλιότερα, ήταν καλύτερος στη μάχη σώμα με σώμα. Όπως όλοι οι Φεηνάρκιοι, έτσι κι εκείνος το θεωρούσε πολύ σημαντικό να έχει το κορμί του σε όσο το δυνατόν αρτιότερη και πιο ετοιμοπόλεμη κατάσταση. Γι’αυτό κιόλας πολλοί άνθρωποι άλλων διαστάσεων έλεγαν τους Φεηνάρκιους άγριους.
Ήμουν τυχερός. Αν δεν είχε αιφνιδιάσει τον Πολ μ’εκείνο το πρώτο χτύπημα που του πέταξε το όπλο απ’το χέρι, ίσως να μην τον είχε νικήσει.
Και τώρα, περίμενε μερικές στιγμές, για να βεβαιωθεί ότι ο αντίπαλός του δεν προσποιείτο τον λιπόθυμο περιμένοντας την ευκαιρία να του χιμήσει. Όταν είδε ότι ο Πολ δεν θα σηκωνόταν, ήρθε σε επαφή με τους Ιεράρχες, κι εκείνοι πάραυτα Γνώρισαν τι είχε συμβεί κι έτρεξαν προς τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη.
Καλύτερα να έρχονταν αυτοί παρά οι φρουροί της Βιβλιοθήκης· ο Τάμπριελ δεν ήθελε να γίνει φασαρία.
*
Η Ανταρλίδα κύλησε προς τα πίσω, κι έπεσε μέσα σε κάτι θάμνους, ενώ πυροβολισμοί αντηχούσαν. Αν είχε μείνει στη θέση της, ίσως τώρα να ήταν νεκρή, γιατί ακόμα κι αν σκότωνε τον έναν απ’τους εχθρούς της, ο άλλος, από την άλλη μεριά, θα την πυροβολούσε.
Τα ηλίθια καθίκια! τι νομίζουν ότι θα καταφέρουν σκοτώνοντάς με;
Άκουσε τη Ζίθρα και τον Ζιρρίντο να πλησιάζουν, πυροβολώντας συνεχόμενα. Με φοβούνται. Και καλά κάνουν – δεν είναι σκοπευτές της προκοπής.
Η Ανταρλίδα, έχοντας πάψει να κατρακυλά, βρισκόταν τώρα μέσα σ’ένα κοίλωμα του εδάφους, ανάμεσα σε χορτάρι και λουλούδια. Χωρίς να χάσει καιρό, σύρθηκε προς μια μεριά.
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να τους μπερδέψει για λίγο.
Και δεν ήταν δύσκολο. Οι δυο τους είχαν συνεχίσει να έρχονται ευθεία, πυροβολώντας.
Οι γεμιστήρες τους, αναμενόμενα, τελείωσαν.
Προσπάθησαν – γρήγορα – να βάλουν άλλους στα πιστόλια τους.
Η Ανταρλίδα πυροβόλησε τη Ζίθρα στο κεφάλι, σκοτώνοντάς την ακαριαία· κι έτρεξε καταπάνω στον Ζιρρίντο. Εκείνος πανικοβλήθηκε, πέταξε το πιστόλι του, έκανε να τραβήξει ένα ξιφίδιο απ’τη μπότα του– Το πόδι της Ανταρλίδας τον χτύπησε στο σαγόνι, στέλνοντάς τον πίσω και κάτω, μ’ένα έντονο κρακ. Η Μαύρη Δράκαινα ήξερε, όμως, ότι η κλοτσιά της δεν ήταν αρκετά δυνατή για να του σπάσει το σαγόνι· αλλά ήταν αρκετά δυνατή για να του σπάσει αρκετά δόντια. Επίσης, έσπασαν μερικά λουριά από το σανδάλι της.
Ο Ζιρρίντος, ζαλισμένος και πεσμένος ανάσκελα στο έδαφος, έκανε να ανασηκωθεί.
Η Ανταρλίδα τον πάτησε στο στήθος με το ένα πόδι, και το πιστόλι της τον σημάδεψε. «Αν κάνεις άλλη μια χαζομάρα, θα σε σκοτώσω.»
«…Εντάξει, ’ντάξει…» ψέλλισε ο Ζιρρίντος. «Παραδίνομαι… Μ’ανάγκασαν – σου λέω αλήθεια…»
Η Ανταρλίδα άκουσε, τότε, κάποιον να σέρνεται πίσω της. Και θυμήθηκε το χρυσόδερμο γυναικείο πόδι που είχε πυροβολήσει στο γόνατο. Κάποια μπορούσε ακόμα να κινηθεί.
Η Κόρι πρέπει να ήταν.
Και πρέπει τώρα να τη σημάδευε, αφού βρισκόταν αρκετά κοντά ώστε η Μαύρη Δράκαινα να την ακούσει να σέρνεται στο ξερό καλοκαιρινό χόρτο.
Η Ανταρλίδα τινάχτηκε.
Ένας πυροβολισμός αντήχησε.
Η Ανταρλίδα είδε αίμα πάνω στην πλάτη της Κόρι. Το κεφάλι της ήταν πεσμένο, με το πρόσωπο στο χώμα. Το πιστόλι το κρατούσε ακόμα στο χέρι της, αλλά η κάννη έδειχνε προς μια άλλη, τυχαία κατεύθυνση, όχι προς τη Μαύρη Δράκαινα.
Η Κελνίχηβ στεκόταν μερικά βήματα παραπέρα, με το δικό της πιστόλι υψωμένο.
«Φασαρίες, Ανταρλίδα;»
Η Ανταρλίδα μειδίασε. Ήταν η πρώτη φορά που χαιρόταν που έβλεπε το Αριστερό Χέρι του Θρόνου.
Ο Μεγάλος Προφήτης δεν μου αποκάλυψε τι έμαθε από τις ανακρίσεις των εξωδιαστασιακών. Μονάχα εκείνος, η Ανταρλίδα, η Βασίλισσά μας, το Αριστερό Χέρι, και το Δεξί Χέρι ξέρουν. Και οι Ιεράρχες, ίσως. Κανένας άλλος. Ποιος μπορεί να είναι ο λόγος για τέτοια μυστικότητα, δεν γνωρίζω· αλλά εικάζω ότι πρόκειται για κάτι τρομερό.
*
* * *
*
Τρεις Ιεράρχες – δύο άντρες και μία γυναίκα – μπήκαν στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη και πήγαν κατευθείαν στο δωμάτιο όπου τους περίμενε ο Τάμπριελ· τον δρόμο τον γνώριζαν τόσο καλά όσο εκείνος. Βλέποντας τον Πολ στο πάτωμα, ήξεραν αμέσως τι ήθελε ο Μεγάλος Προφήτης να κάνουν. Έδεσαν τον λιπόθυμο άντρα χειροπόδαρα, τον τύλιξαν σε ένα μαύρο ύφασμα, και τον πήραν στα χέρια.
Καθώς ο Τάμπριελ έβγαινε μαζί τους από τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη, οι φρουροί τούς σταμάτησαν ρωτώντας τι συνέβαινε.
«Κάποιος μού επιτέθηκε,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Τον πηγαίνουμε στο Βασιλικό Παλάτι για ανάκριση.» Και τότε, επειδή βρισκόταν σε επαφή με τους Ιεράρχες, μια καινούργια πληροφορία ήρθε στο μυαλό του από το μυαλό της Ράιλμεχ, της φρουρού μέσα στο παλάτι: Ορισμένοι από τους άλλους επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου είχαν επιτεθεί στην Ανταρλίδα, στον κήπο του παλατιού.
Τα είχαν συγχρονίσει, λοιπόν, σκέφτηκε ο Τάμπριελ καθώς έβγαινε από τη Βιβλιοθήκη μαζί με τους Ιεράρχες που μετέφεραν τον Πολ.
Η Ράιλμεχ έκανε ερωτήσεις σε υπηρέτες και φρουρούς μέσα στο παλάτι, ενώ βαβούρα επικρατούσε, και έμαθε ότι οι άνθρωποι που είχαν επιτεθεί στην Ανταρλίδα ήταν πέντε. Μόνο ένας ήταν σίγουρα ζωντανός. Κάποιος Ζιρρίντος.
Προσπάθησαν να μας σκοτώσουν και τους δύο, συλλογίστηκε ο Τάμπριελ. Αναμφίβολα ο Πολ έβαλε στο κόλπο και τους υπόλοιπους. Αλλά ποιο ήταν το σχέδιό του; Τι σκόπευε να κάνει μετά; Νόμιζε ότι η δολοφονία μας δεν θα είχε συνέπειες γι’αυτόν; Ή, μήπως, πίστευε ότι οι Νορχάκιοι, θέλοντας κάποιον να τους καθοδηγήσει στο Γνωστό Σύμπαν, θα στρέφονταν σ’εκείνον – και στην Παντοκράτειρα;
Αλλά είχε πει ότι δεν ήταν πράκτοράς της…
Μπορεί, ασφαλώς, να έλεγε ψέματα. Γιατί, όμως, όταν πίστευε ότι θα σκότωνε τον Τάμπριελ; Γιατί να του πει ψέματα;
Από την άλλη, αν δεν ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας, πώς ήταν δυνατόν ο Τάμπριελ να τον είχε «δει» μαζί μ’έναν απ’τους Υπερασπιστές της; Και όταν είχε αναφέρει αυτό το γεγονός στον Πολ, εκείνος δεν είχε φανεί παραξενεμένος καθόλου…
Κάτι δε βγάζει νόημα εδώ.
Και πρέπει να ανακαλύψω τι είναι. Ίσως αυτός να είναι, τελικά, ο λόγος που ήρθα σε τούτη τη διάσταση.
Όταν έφτασε στο παλάτι, οι φρουροί τον σταμάτησαν πάλι, ρωτώντας τον τι κουβαλούσαν οι άνθρωποι που τον συνόδευαν. Ο Τάμπριελ τούς αποκρίθηκε: «Κάποιος μού επιτέθηκε. Τον πηγαίνω για ανάκριση.» Κι εκείνοι δεν έφεραν αντίρρηση καθώς τους προσπερνούσε.
Σ’έναν απ’τους διαδρόμους του παλατιού, ο Χάλρεοκ τον πλησίασε. «Οι φίλοι σου απ’το Γνωστό Σύμπαν επιτέθηκαν στην Ανταρλίδα,» του είπε.
«Το ξέρω.»
Ο Χάλρεοκ συνοφρυώθηκε βλέποντας τον τυλιγμένο άντρα που κουβαλούσαν οι τρεις Ιεράρχες. «Ποιος είν’αυτός;»
«Ο Πολ. Δέχτηκα κι εγώ επίθεση. Στη Βιβλιοθήκη.»
«Προσπάθησαν να σας σκοτώσουν και τους δύο, δηλαδή. Γιατί; Είναι με το μέρος αυτής της Παντοκράτειρας που μας έχεις πει;»
«Θα μάθω. Για την ώρα, θα μου βρεις έναν χώρο στα μπουντρούμια για τούτον εδώ;»
«Δε θάναι μόνος του. Έλα μαζί μου.»
Ο Χάλρεοκ τον οδήγησε στα σκοτεινά μπουντρούμια του Βασιλικού Παλατιού, κάνοντας νόημα στους φρουρούς στον προθάλαμο να παραμερίσουν.
Στα υπόγεια περάσματα συνάντησαν την Κελνίχηβ.
«Τι μεταφέρετε εκεί;» ρώτησε το Αριστερό Χέρι.
«Τον Πολ,» απάντησε ο Τάμπριελ. «Προσπάθησε να με σκοτώσει, όπως οι άλλοι προσπάθησαν να σκοτώσουν την Ανταρλίδα.»
«Το ξέρεις, λοιπόν.»
«Πού είναι τώρα;»
«Εδώ,» είπε η Κελνίχηβ. «Ανακρίνει τον Ζιρρίντο. Είναι ο μόνος που έμεινε ζωντανός.»
Οι τρεις Ιεράρχες πήγαν τον Πολ σ’ένα κελί, τον ξετύλιξαν, έλυσαν τα χέρια και τα πόδια του, και τον άφησαν εκεί, κλείνοντας την πόρτα. Ο Μεγάλος Προφήτης ήθελε τώρα να φύγουν από το παλάτι, έτσι έφυγαν.
Η Κελνίχηβ οδήγησε τον Τάμπριελ και τον Χάλρεοκ στον θάλαμο όπου η Ανταρλίδα ανέκρινε τον Ζιρρίντο. Στο πέτρινο δωμάτιο υπήρχαν αρκετά όργανα βασανιστηρίων, αλλά η Μαύρη Δράκαινα δεν χρησιμοποιούσε κανένα από αυτά. Ο Ζιρρίντος ήταν καθισμένος σε μια καρέκλα, με αίματα στο μελανιασμένο πρόσωπό του· τρέμοντας. Η Ανταρλίδα στεκόταν μπροστά του, χωρίς να κρατά κανένα όπλο ή εργαλείο ειδικό για βασανιστήρια. Επάνω στη δεξιά της γροθιά, όμως, ο Τάμπριελ μπορούσε να δει αίμα να γυαλίζει – και ήταν βέβαιος πως δεν ήταν δικό της.
Ακούγοντάς τους να μπαίνουν, η Ανταρλίδα στράφηκε.
«Τάμπριελ.»
«Τι έχουμε εδώ;» είπε εκείνος βαδίζοντας προς τον Ζιρρίντο. «Έναν προδότη;»
«Σ-σε παρακαλώ, Τάμπριελ…» ψέλλισε ο Ζιρρίντος. «Πες της – δε-δε δεν ήξερα τι έκανα… Ήταν λάθος…»
«Και πού να ξέρω εγώ τι ήταν λάθος και τι όχι;» ρώτησε ψυχρά ο Τάμπριελ.
«Πρε-πρέπει να ξέρεις… εσύ πρέπει, πρέπει να ξέρεις…»
«Γιατί της επιτεθήκατε;»
«Ο Πολ μάς έβαλε, και η Βερόνικα. Σου λέω την αλήθεια! Το ίδιο είπα και στην Ανταρλίδα. Μας είπαν ότι θα μας κυνηγήσουν στο Γνωστό Σύμπαν, όπου κι αν πάμε!» Ξεροκατάπιε. «Έπρεπε να κάνουμε κάτι… κάτι… Να… αν βγαίνατε απ’τη μέση, είπε ο Πολ, οι κάτοικοι τούτης της διάστασης, σε μας θα στρέφονταν οι κάτοικοι τούτης της διάστασης. Δε θα πήγαιναν με τους αποστάτες και τον Ανδρόνικο. Γιατί, αν γινόταν αυτό, θα κατηγορούμασταν κι εμείς… Δε θα μπορούσαμε να πάμε σπίτι…» Ο Ζιρρίντος έκλαιγε καθώς μιλούσε· τα δάκρυα χάραζαν ρυάκια πάνω στα αίματα στο πρόσωπό του.
Η Ανταρλίδα στράφηκε στην Κελνίχηβ. «Ακόμα να βρεθεί ο Πολ;»
«Τον βρήκαμε, μην ανησυχείς,» παρενέβη ο Τάμπριελ.
Η Ανταρλίδα, στρεφόμενη να τον κοιτάξει, συνοφρυώθηκε.
Ο Τάμπριελ ρώτησε τον Ζιρρίντο: «Πού είχε πάει ο Πολ; Δε σας είπε;»
«…Μας είπε.»
«Βλέπεις;» είπε ο Τάμπριελ στην Ανταρλίδα. «Ήταν έτοιμος να σ’το πει κι αυτό.»
Η Ανταρλίδα ρώτησε τον Ζιρρίντο: «Πού είναι ο Πολ;»
«Π-π-πήγε να σκοτώσει τον… τον Τάμπριελ,» αποκρίθηκε εκείνος μέσα από σπασμένα χείλη.
Η Ανταρλίδα στράφηκε πάλι στον Τάμπριελ.
«Αληθεύει,» της είπε εκείνος. «Ήρθε να με σκοτώσει, στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη. Και τώρα είναι εδώ. Πάμε να του μιλήσουμε;»
Η Ανταρλίδα δεν τον ρώτησε γιατί δεν της το είχε πει μέχρι στιγμής. Καταλάβαινε ότι είχε μείνει σιωπηλός για να μην ακούσει τίποτα ο Ζιρρίντος. Ο Τάμπριελ ήθελε να δει την αντίδρασή του. Θα έλεγε ψέματα ή αλήθεια;
Η Ανταρλίδα κατένευσε. «Πάμε.»
Και βάδισαν προς την έξοδο του θαλάμου.
«Τι θα γίνει μ’ετούτον;» ρώτησε η Κελνίχηβ δείχνοντας με τον αντίχειρά της τον Ζιρρίντο.
«Κλείδωσέ τον,» της είπε η Ανταρλίδα.
Ο Τάμπριελ την οδήγησε στο κελί που οι Ιεράρχες είχαν πάει τον Πολ· και από το καγκελωτό παράθυρο της βαριάς ξύλινης πόρτας είδαν ότι αυτός είχε μόλις συνέλθει και πρέπει να προσπαθούσε να καταλάβει πού βρισκόταν.
«Δεν είμαι νεκρός, λοιπόν,» είπε βλέποντας το πορφυρόδερμο πρόσωπο του Τάμπριελ να τον κοιτάζει. «Ακόμα ένα λάθος σου, Μεγάλε Προφήτη.»
Η Ανταρλίδα είπε στον Τάμπριελ: «Άνοιξε την πόρτα να μπω μέσα και μετά θα δούμε αν θα συνεχίσει να χαμογελά έτσι.»
Εκείνος την αγνόησε· είπε στον Πολ: «Μπορώ να διορθώσω το λάθος… Έχουμε ακόμα χρόνο…»
Ο Πολ σηκώθηκε όρθιος, γιατί μέχρι στιγμής ήταν καθιστός επάνω στο πέτρινο δάπεδο. Με το δεξί χέρι άγγιξε τον τοίχο για να μην παραπατήσει και πέσει. Το χτύπημα στο κεφάλι πρέπει να τον είχε κάνει να ζαλίζεται.
«Μου είπες ότι δεν είσαι πράκτορας της Παντοκράτειρας. Ποιον υπηρετείς;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Τι θα γίνει αν σου πω; Θα με σκοτώσεις ούτως ή άλλως.»
Η Ανταρλίδα τράβηξε την αμπάρα της πόρτας κι έκανε να παραμερίσει τον Τάμπριελ και να την ανοίξει. Εκείνος δεν την εμπόδισε, και η Μαύρη Δράκαινα μπήκε στο κελί.
«Έρχεσαι για παρέα;» είπε ο Πολ. Και μετά η γροθιά της τον βρήκε στη μύτη, κάνοντάς τον να παραπατήσει και να βρεθεί στη γωνία του κελιού, με την πλάτη.
«Ποιον υπηρετείς, Πολ;» ρώτησε ο Τάμπριελ μπαίνοντας κι εκείνος στο κελί. «Δε χρειάζεται να πεθάνεις, ούτε να υποφέρεις.»
«Την Παντοκράτειρα υπηρετεί,» είπε η Ανταρλίδα. «Προφανώς σου είπε ψέματα.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Πολ σκουπίζοντας, με την ανάστροφη του χεριού του, το αίμα που έτρεχε από τη μύτη του. «Την Παντοκράτειρα.»
«Δεν υπηρετείς την Παντοκράτειρα. Δεν είχες κανένα λόγο τότε να μου πεις ψέματα. Νόμιζες ότι θα με σκότωνες.»
«Η τύχη σου είναι του Σκοτοδαίμονος, Μεγάλε Προφήτη…» μούγκρισε ο Πολ.
«Σε έχω ‘δει’, όμως, μαζί μ’έναν απ’τους Υπερασπιστές της· κι αυτό–»
«Τι;» έκανε η Ανταρλίδα. «Και δε μου το είπες;»
«Δεν είναι πολύς καιρός που τον ‘είδα’, και δεν ήξερα ακόμα τίποτε άλλο.»
Ορισμένες φορές είσαι τελείως ηλίθιος! σκέφτηκε η Ανταρλίδα. Έπρεπε να τον είχαμε ήδη κλειδώσει εδώ μέσα! Παραλίγο να σε σκοτώσει!
«Το παράξενο είναι,» συνέχισε ο Τάμπριελ, «ότι ο Πολ δεν αρνήθηκε πως γνωρίζει τους Υπερασπιστές. Αρνήθηκε, όμως, ότι είναι πράκτορας της Παντοκράτειρας.» Κι έστρεψε το βλέμμα του στον Πολ. «Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Θες να μας διαφωτίσεις;»
«Νόμιζα ότι ο Μεγάλος Προφήτης τα ξέρει όλα– Ογκχ!»
Η Ανταρλίδα τον κλότσησε στα αριστερά πλευρά.
«Θα μας πεις, στο τέλος,» του είπε ο Τάμπριελ. «Δεν έχεις άλλη επιλογή.»
Ο Πολ προσπαθούσε να αναπνεύσει. «Και τι νομίζεις ότι θα… κερδίσεις… απ’αυτό που θα… μάθεις;»
«Είμαι περίεργος. Πες μου.»
«Και μετά; Τι θα γίνει μ’εμένα;»
Η Ανταρλίδα παρενέβη: «Δεν είσαι σε θέση να κάνεις διαπραγματεύσεις. Θα μας πεις ό,τι θέλουμε να μάθουμε και θα προσευχηθείς να μη σε σκοτώσουμε.»
«Δεν ακούγεται και πολύ υποσχόμενο.»
Η Ανταρλίδα τον κλότσησε στα δεξιά πλευρά. Ο Πολ διπλώθηκε, βογκώντας.
«Ποιον υπηρετείς;» τον ξαναρώτησε ο Τάμπριελ. «Και τι σχέση έχει αυτός με την Παντοκράτειρα;»
Ο Πολ γέλασε μέσα από τα βογκητά του. «Τι… τι σχέση έχει… με την Παντοκράτειρα;» Μετά από λίγο, κατάφερε να ορθωθεί στηριζόμενος με το ένα χέρι στον τοίχο. «Δεν πρόκειται να μείνω για πολύ ζωντανός αν σας μιλήσω.»
«Και νομίζεις πως αν δεν μας μιλήσεις θα μείνεις ζωντανός;» του είπε η Ανταρλίδα. «Θα σε κάνουμε να ευχηθείς να ήσουν νεκρός.»
«Το φαντάστηκα ότι θα μου έκανες μια τέτοια όμορφη υπόσχεση…»
«Δεν πρόκειται να φύγεις από εδώ αν δεν μάθουμε ποιον υπηρετείς,» του είπε ο Τάμπριελ. «Εκτός από την Παντοκράτειρα, δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν που να μας θέλει νεκρούς, και η περιέργειά μου είναι μεγάλη.»
«Ακόμα κι αν σας πω, δε θα με αφήσετε να φύγω. Το ξέρω.»
«Δε θα σε τυφλώσουμε, όμως,» του είπε η Ανταρλίδα. «Ούτε θα σπάσουμε τα δάχτυλά σου. Ούτε θα–»
«Ναι, καταλαβαίνω τις ευγενείς προθέσεις σας.»
«Θα φανείς έξυπνος, λοιπόν;»
«Τους Υπερασπιστές υπηρετώ,» δήλωσε ο Πολ.
Η Ανταρλίδα τον άρπαξε απ’τα μαλλιά, τραβώντας το κεφάλι του προς τα κάτω. «Δε θ’αστειεύεσαι μαζί μου!»
«Είσαι κουφή;» γρύλισε ο Πολ. «Σας είπα – τους Υπερασπιστές υπηρετώ!»
«Άφησέ τον,» είπε ο Τάμπριελ στην Ανταρλίδα, κι εκείνη τον ελευθέρωσε. «Τους… Υπερασπιστές υπηρετείς, Πολ; Και οι Υπερασπιστές ποιον υπηρετούν; Την Παντοκράτειρα. Επομένως… δεν είσαι πράκτοράς της;»
«Μεγάλος Προφήτης ή όχι, δεν ξέρεις τίποτα για την πραγματική φύση των ‘Υπερασπιστών’, όπως τους ονομάζετε. Δεν είναι αυτό που νομίζετε.»
«Δε νομίζουμε τίποτα,» είπε ο Τάμπριελ. «Κανένας δεν ξέρει τι ακριβώς είναι οι Υπερασπιστές, ούτε από πού ήρθαν. Γνωρίζουμε, όμως, ότι υπηρετούν την Παντοκράτειρα.»
Ο Πολ γέλασε κοφτά. «Τον εαυτό τους υπηρετούν. Αυτό έχω καταλάβει εγώ. Και δεν είναι τέσσερις· είναι ένας.»
«Ένας;»
«Οι Υπερασπιστές είναι, στην πραγματικότητα, μία οντότητα που μπορεί με κάποιο τρόπο να εμφανίζεται ως τέσσερις. Δεν ξέρω πώς και γιατί. Υποθέτω, όπως κι άλλοι, ότι είναι από τον Ενιαίο Κόσμο.»
Η Ανταρλίδα είπε: «Ακόμα δεν καταλαβαίνω πώς, υπηρετώντας τους Υπερασπιστές, δεν υπηρετείς την Παντοκράτειρα.»
«Οι Υπερασπιστές έχουν δικό τους δίκτυο. Ορισμένοι πράκτορές τους είναι, επισήμως, και πράκτορες της Παντοκράτειρας. Ορισμένοι δεν είναι. Μάντεψε σε ποια κατηγορία ανήκω εγώ…»
«Και τι κάνεις για τους Υπερασπιστές;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Ό,τι μου ζητήσουν. Νομίζεις ότι καταλαβαίνω τι πραγματικά θέλουν;»
«Σου ζήτησαν να σκοτώσεις εμένα;»
«Σε έχουν… επικηρύξει εδώ και καιρό. Έχουν ζητήσει από τους πράκτορές τους να σε εξολοθρεύσουν αν σε συναντήσουν.»
«Γιατί;»
«Σου ξαναλέω – δεν καταλαβαίνω τι πραγματικά θέλουν.»
Η Ανταρλίδα τον κλότσησε – πάλι – στα αριστερά πλευρά.
Ο Πολ διπλώθηκε τρίζοντας τα δόντια. «Τόχεις βάλει σκοπό να μου σπάσεις τα κόκαλα;» γρύλισε.
«Θα μας πεις την αλήθεια,» τόνισε η Ανταρλίδα.
«Την αλήθεια σάς λέω!» φώναξε εκείνος.
«Σας έχουν, δηλαδή, ζητήσει να σκοτώσετε τον Τάμπριελ χωρίς να σας εξηγήσουν γιατί;»
«Τι σας είπα τώρα; Ναι!»
«Και εμένα; Με θέλουν κι εμένα νεκρή;»
«Δεν το έχουν διευκρινίσει.»
«Αλλά φαντάστηκες ότι, αφού είμαι μαζί με τον Τάμπριελ, καλύτερα να βγω κι εγώ απ’τη μέση…»
«Ακριβώς.»
«Το ενδιαφέρον σου είναι συγκινητικό,» είπε η Ανταρλίδα.
«Το ήξερα ότι θα το εκτιμούσες.»
Η Ανταρλίδα τον χτύπησε καταπρόσωπο με την παλάμη του δεξιού χεριού της. Το κεφάλι του Πολ βρόντησε στον τοίχο πίσω του, και μετά έφτυσε ένα δόντι μέσα από ματωμένα χείλη.
Έβηξε. «Μεγάλε Προφήτη, νομίζω ότι πρέπει να έχεις το σκύλο σου καλύτερα δεμένο,» έκρωξε.
«Τι άλλο ξέρεις για τους Υπερασπιστές;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Το όνομά τους είναι Ελκράσ’ναρχ.»
«Μόνο αυτό; Δεν ξέρεις τίποτ’άλλο;»
«Τι άλλο να ξέρω;»
«Λέει ψέματα,» είπε η Ανταρλίδα στον Τάμπριελ.
«Τι άλλο να ξέρω!» φώναξε ο Πολ. «Σας είπα – δε μας λένε τίποτα!»
«Γιατί τους υπηρετείτε, τότε, ε;» αντιγύρισε η Ανταρλίδα. «Σας πληρώνουν;»
«Με κλοτσιές, όπως εσύ,» της είπε ο Πολ.
«Θα έπρεπε, λοιπόν, νάσαι πρόθυμος να έρθεις με την Επανάσταση.»
«Για να πεθάνω με πιο φρικτό τρόπο απ’ό,τι θα πεθάνετε εσείς; Ευχαριστώ αλλά δε χρειάζομαι παρέα.»
«Γιατί υπηρετείς τους Υπερασπιστές, Πολ;» ρώτησε ο Τάμπριελ. «Θες να μας πεις, ή πρέπει η Ανταρλίδα ν’αρχίσει πάλι να σε πληρώνει;»
Ο Πολ αναστέναξε, και κάθισε στο πάτωμα, μορφάζοντας από τον πόνο στα πλευρά του. «Υπάρχει κανένα τσιγάρο;»
Το πόδι της Ανταρλίδας βρέθηκε ξαφνικά στον λαιμό του. «Πρώτα μας μιλάς, μετά τσιγάρο.»
«Αφού το ζητάς με τέτοιο τρόπο…» έκανε πνιχτά ο Πολ.
Η Ανταρλίδα πήρε το πόδι της από πάνω του.
Ο Πολ έβηξε. Έφτυσε αίμα στο πλάι. Καθάρισε το λαιμό του. «Δεν ήμουν πάντα πωλητής οχημάτων. Ούτε ήταν πάντα το όνομά μου Πολ Ντέρνηχ. Δικηγόρος ήμουν, στη Ρελκάμνια. Το όνομά μου, το αληθινό μου όνομα, ήταν Χρίστος Λευκοχαίτης. Αυτός ο άνθρωπος είναι τώρα νεκρός. Μπορείτε να το ψάξετε και θα δείτε ότι θα σας πουν πως είναι νεκρός.» Καθάρισε ξανά το λαιμό του. «Λίγο νερό, τουλάχιστον, θα μου δώσετε;»
Ο Τάμπριελ στράφηκε στην πόρτα του κελιού, και είδε ότι η Κελνίχηβ τούς παρακολουθούσε από τις σκιές του διαδρόμου. «Μπορείς να ζητήσεις να του φέρουν νερό;» της είπε.
Το Αριστερό Χέρι φώναξε σ’έναν φρουρό, και σε λίγο ο Πολ είχε μια πήλινη κούπα στα χέρια του, πίνοντας διψασμένα.
Την άφησε πλάι του, μισοτελειωμένη, και συνέχισε τη διήγησή του. «Είχα μπλέξει σε μια υπόθεση…» Ρουθούνισε. «Την πιο παράξενη που είχα συναντήσει… Είχε έρθει ένας τύπος που είχε επιχείρηση που έφτιαχνε καλώδια για τηλεπικοινωνίες. Δεν έκαναν τίποτ’άλλο: ούτε με διαύλους ασχολούνταν, ούτε με πομπούς, ούτε με κεραίες· μόνο με τα καλώδια. Ήταν εξειδικευμένοι. Ήρθε, λοιπόν, ο ιδιοκτήτης αυτής της επιχείρησης και μου είπε ότι είχε διώξει έναν υπάλληλο από το λογιστήριό του, αυτός τού είχε κάνει μήνυση, και βρίσκονταν τώρα στο δικαστήριο. Μήνυση; τον ρώτησα. Γιατί; Και μου απάντησε ότι είχε διώξει τον υπάλληλο επειδή είχε παρατηρήσει κάτι τελείως παράξενο να συμβαίνει. Έχοντας μια νύχτα μπει στη βάση δεδομένων του λογιστηρίου του, είχε ανακαλύψει ότι κάποιος έπαιρνε μεγάλες ποσότητες χρημάτων και, μετά από μέρες, τις επέστρεφε πάλι. Όσα χρήματα είχε πάρει τα ξαναγύριζε. Και ο μόνος που είχε πρόσβαση να το κάνει αυτό ήταν ο συγκεκριμένος υπάλληλος· γιατί δεν ήταν ο οποιοσδήποτε αλλά ένας απ’τους υπεύθυνους του λογιστηρίου.» Ο Πολ ήπιε και το υπόλοιπο νερό από την κούπα του. «Ο ιδιοκτήτης πάει και τον βρίσκει, λοιπόν, και τον ρωτά τι συνέβαινε. Τι γινόταν με τα χρήματα; Και γιατί δεν τον είχε ενημερώσει; Ο υπάλληλος τού είπε ότι μάλλον κάποιο λάθος θα έκανε. Ο άλλος, φυσικά, δεν το έχαψε· είχε δει στην οθόνη μπροστά του τις μεταφορές των χρημάτων. Και άνοιξε το σύστημα αποθήκευσης δεδομένων για να δείξει στον υπάλληλο ακριβώς τι εννοούσε.
»Αλλά τώρα δεν φαινόταν καμία χρηματική μετακίνηση. Επίσης, δεν φαινόταν να έχουν γίνει διαγραφές δεδομένων από το σύστημα.
»Ο ιδιοκτήτης φοβήθηκε ότι συνέβαινε κάτι το πολύ άσχημο, και απέλυσε τον υπάλληλο, ο οποίος του έκανε μήνυση ζητώντας απ’αυτόν ένα σωρό λεφτά.
»Έτσι, λοιπόν, ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης τηλεπικοινωνιακών καλωδίων ήρθε σε μένα. –Μπορώ να έχω τώρα το γαμημένο τσιγάρο;»
Η Ανταρλίδα έβγαλε τσιγάρο και αναπτήρα και του τα έδωσε. Ο Πολ άναψε το τσιγάρο και της επέστρεψε τον αναπτήρα.
«Μου εξήγησε πώς είχε το πράγμα και με ρώτησε τι μπορούσαμε να κάνουμε. Του είπα ότι έπρεπε να έχει κάποια αποδεικτικά στοιχεία, αλλιώς δε γινόταν δουλειά. Στο δικαστήριο θα φαινόταν ότι έδιωξε έναν έμπειρο υπάλληλο χρόνων χωρίς, ουσιαστικά, καμία αιτία. Υπήρχε κάποιος μάρτυρας, τουλάχιστον; τον ρώτησα. Κανένας, μου απάντησε. Κανένας που να είχε δει τα δεδομένα στην οθόνη. Ήταν νύχτα, εξάλλου. Του είπα ότι αυτού του είδους τα συστήματα κρατούσαν αυτόματο αρχείο· οι διαγραφές, λογικά, θα έπρεπε να φαίνονται. Με πήγε στην εταιρεία του και είδα ο ίδιος ότι οι διαγραφές δεν φαίνονταν. Κάποια κομπίνα είχε παιχτεί, χωρίς αμφιβολία. Αν και, βέβαια, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί κάποιος να βάζει και να βγάζει μεγάλες ποσότητες χρημάτων από το ταμείο μιας επιχείρησης τηλεπικοινωνιακών καλωδίων. Έμοιαζε να είχε κάνει την επιχείρηση προσωπική του τράπεζα. Ίσως να ήταν παράνομος τοκογλύφος, είπα στον πελάτη μου. Αλλά αυτό δεν εξηγούσε γιατί δεν φαίνονταν οι διαγραφές των δεδομένων στο σύστημα. Κανείς δεν είχε σβήσει τα πάντα από κει μέσα, κι ο μόνος τρόπος να διαγράψεις το αρχείο είναι να σβήσεις τα πάντα, απ’όσο ήξερα – χωρίς να είμαι και ειδικός σ’αυτά.
»Έπρεπε, λοιπόν, να βρούμε έναν ειδικό. Το πρόβλημα ήταν ότι το δικαστήριο θα γινόταν αύριο. Παράξενο αυτό – σχεδόν όσο και η εξαφάνιση των δεδομένων – γιατί τα δικαστήρια έχουν γενικά την τάση ν’αργούν παντού, και ακόμα περισσότερο στη Χαρμόσυνη – τη συνοικία της Ρελκάμνια που δούλευα· ίσως να την έχετε ακουστά. Τέλος πάντων. Το μόνο που μου έμενε ήταν να προσπαθήσω να πείσω τον δικαστή να δώσει παράταση. Τα κατάφερα, ισχυριζόμενος ότι ο πελάτης μου δεν ήταν τρελός και υπήρχε λόγος που είχε διώξει τον υπάλληλο· χρειαζόταν μόνο λίγο χρόνο για να συγκεντρώσει τα στοιχεία. Ο υπάλληλος – τον είδα στη δίκη – μου φάνηκε πολύ παραξενεμένος που ο δικαστής δέχτηκε την παράταση – κι εγώ παραξενεύτηκα που παραξενεύτηκε. Ήταν λογικό να τη δώσει, άλλωστε.
»Πήγα και βρήκα έναν γνωστό μου Τεχνομαθή μάγο για να λύσει το πρόβλημά μας με τη βάση δεδομένων του πελάτη μου. Εξήγησα, βέβαια, στον πελάτη ότι θα έπρεπε να τον πληρώσει, αλλά του είπα πως πίστευα ότι, αν υπήρχε κάτι να βρεθεί, ο φίλος μου θα το έβρισκε: είχε αναλάβει και παλιότερα παρόμοιες υποθέσεις. Φέραμε, λοιπόν, τον μάγο στην επιχείρηση, κι εκείνος έκανε αυτά που έκανε, τα οποία δεν καταλαβαίνω, και βρήκε ότι κάποιος είχε καταφέρει να διαγράψει το αυτόματο αρχείο ακριβώς στο σημείο που το ήθελε χωρίς να πειράξει καθόλου το υπόλοιπο σύστημα. Πρακτικά αδύνατο για οποιονδήποτε απλό χειριστή, αλλά πολύ δύσκολο ακόμα και για έναν Τεχνομαθή μάγο, είπε. Αν κάνεις ένα λάθος, μπορεί να διαγράψεις τα πάντα, μας τόνισε. Όποιος κι αν είχε αναλάβει αυτή τη λεπτοδουλειά, ήταν πολύ καλός.
»Ρώτησα τον πελάτη μου αν ο υπάλληλός του είχε πάρε-δώσε με μάγους· εκείνος μού απάντησε ότι δεν ήξερε να είχε. Και κάνοντας μια γρήγορη έρευνα για τον υπάλληλο, δεν ανακαλύψαμε καμία συναναστροφή με μάγους, Τεχνομαθείς ή μη–»
«Μου φαίνεται ότι μας παραμυθιάζεις τόση ώρα,» είπε η Ανταρλίδα κοιτάζοντάς τον με τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της. «Τι σχέση έχουν αυτά με τους Υπερασπιστές;»
«Θα καταλάβεις.» Ο Πολ έσβησε το τελειωμένο πλέον τσιγάρο του επάνω στο πάτωμα. «Ρώτησα τον μάγο μου αν μπορούσε να ανακτήσει τα χαμένα δεδομένα του συστήματος. Εκείνος μού απάντησε ότι αυτό ήταν αδύνατο· αλλά μπορούσε να μάθει πότε είχαν γίνει οι διαγραφές στο αρχείο. Και το έκανε. Οι διαγραφές, όπως φάνηκε, είχαν γίνει την ίδια νύχτα που ο πελάτης μου ανακάλυψε τις παράξενες μεταφορές χρημάτων. Κάποιος είχε καταλάβει πως είχε κοιτάξει τη βάση δεδομένων, και είχε σπεύσει να διορθώσει το πρόβλημα. Ποιος μπορεί να το είχε κάνει αυτό; Μόνο ένας Τεχνομαθής μάγος, μου απάντησε ο μάγος μου, ή κάποιος που συνεχώς παρακολουθούσε το αποθηκευτικό σύστημα με κάποιο άλλο σύστημα. Την τελευταία περίπτωση μπορούσε να την ερευνήσει αμέσως. Έκανε κάποιο ξόρκι και μας είπε ότι το σύστημα, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, κανένας δεν το παρακολουθούσε εξωτερικά. Κι αν ήταν μάγος, επιστήμονα; τον ρώτησα. Αυτό χρειαζόταν περισσότερη δουλειά, μου είπε.
»Τον πληρώσαμε και την έκανε. Κι ανακάλυψε ότι επάνω στο σύστημα υπήρχε μια… πώς την είπε;… Μαγγανεία Μηχανικής Διαισθήσεως Προσδιορισμένου Προσώπου. Αυτό που κάνει είναι να εντοπίζει αν χρησιμοποιεί το σύστημα κάποιος που δεν είναι ‘προσδιορισμένο πρόσωπο’. Και μόλις πιάσει τον ‘παρείσακτο’, ο μάγος που έχει υφάνει τη μαγγανεία το νιώθει. Η μαγγανεία συνδυάζει κάπως την ψυχική ενέργεια του ατόμου με την ενέργεια του συστήματος. Τέλος πάντων, δεν ξέρω ακριβώς, ούτε και θυμάμαι, και δεν έχει και μεγάλη σημασία.
»Ρώτησα τον πελάτη μου αν είχε βάλει ποτέ κανέναν να υφάνει τέτοια μαγγανεία επάνω στο σύστημά του. Εκείνος, δικαιολογημένα, με ρώτησε αν αστειευόμουν. Είπα στον μάγο μου αν μπορούσε να μας βρει πότε ακριβώς έγινε αυτή τη μαγγανεία, αλλά αυτός μού απάντησε ότι ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί. Πάντως, κάποιος πρέπει να την ανανέωνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
»Με αυτά τα στοιχεία, και συνεχίζοντας να ψάχνω, ετοιμαζόμουν να πάω στο δικαστήριο, όταν ο υπάλληλος – αυτός που ο πελάτης μου είχε διώξει – ήρθε και με επισκέφτηκε. Μου πρόσφερε ένα σωρό χρήματα για να παρατήσω την υπόθεση. Του είπα να πάει να γαμηθεί· δεν μπορούσε να με δωροδοκήσει με λεφτά που, μάλλον, είχε βουτήξει από κάποια επιχείρηση.» Ο Πολ μειδίασε δείχνοντας το δόντι που η Ανταρλίδα τού είχε σπάσει πριν από λίγο. «Ο τύπος έφυγε πολύ τσαντισμένος.»
«Θα μας πεις, επιτέλους, τι σχέση έχουν οι Υπερασπιστές μ’αυτές τις σαχλαμάρες;» μούγκρισε η Ανταρλίδα.
«Δώσε μου άλλο ένα τσιγάρο. Τελειώνω.»
«Τελείωσε πρώτα και μετά το τσιγάρο.»
Ο Πολ αναστέναξε. «Με κακομεταχειρίζεστε, ομολογουμένως…» Και συνέχισε: «Πήγαμε στο δικαστήριο ξανά, και ο δικαστής μού φάνηκε να παραξενεύεται που είχα βρει στοιχεία για να υποστηρίξω τον πελάτη μου – για να μην πω ότι παραξενεύτηκε που με ξαναείδε, λες και περίμενε, κάπως, να είχα εξαφανιστεί απ’το Γνωστό Σύμπαν. Στη δίκη δόθηκε, τελικά, κι άλλη παράταση, παρότι με τα στοιχεία που είχα ήταν φανερό ότι κάποια κομπίνα είχε γίνει, ακόμα κι αν δεν φαινόταν άμεσα ότι την είχε κάνει ο υπάλληλος του πελάτη μου. Με μια εξαίρεση, βέβαια: ο υπάλληλος ήταν ο μόνος εκτός από τον πελάτη μου που θα μπορούσε να είχε μεταφέρει τα χρήματα. Κανένας άλλος δεν είχε πρόσβαση.
»Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που μπήκα σε δικαστήριο.
»Την ίδια ημέρα, το απόγευμα, πήγα στο γυμναστήριο και γύρισα στο διαμέρισμά μου περιμένοντας μια φίλη μου να είναι εκεί – της είχα δώσει ένα κλειδί επειδή ήξερα ότι ήταν φρόνιμη κι επειδή, έτσι κι αλλιώς, τα πράγματα της δουλειάς μου που ήθελα να είναι κρυμμένα ήταν κρυμμένα καλά. Μπήκα στο διαμέρισμά μου και φώναξα τ’όνομά της. Εκείνη δεν απάντησε. Πήγα στο υπνοδωμάτιο και τη βρήκα δεμένη και φιμωμένη πάνω στο κρεβάτι, με τρόπο που αποκλείεται να είχε δεθεί από μόνη της. Δίπλα της, επίσης επάνω στο κρεβάτι, είδα τον εαυτό μου, ολόγυμνο και τραυματισμένο στο λαιμό και στο αριστερό στήθος.
»Παρέλυσα, νομίζοντας ότι ονειρευόμουν.
»Κι από τ’αριστερά μου άκουσα κάποιον να λέει: ‘Το εσωτερικό του είναι άδειο, κύριε Λευκοχαίτη – ούτε μυαλό, ούτε εντόσθια, ούτε τίποτα. Αλλά για τους δημοσιογράφους που θα τον φωτογραφίσουν είναι ό,τι πρέπει.’ Γυρίζοντας είδα δύο μαυροντυμένους τύπους να με κοιτάζουν, σημαδεύοντάς με με πιστόλια. Καταφέρνοντας να κρατήσω λίγη ψυχραιμία, απαίτησα να μάθω ποιοι ήταν. Εκείνοι δεν μου απάντησαν, κι αυτός που είχε μιλήσει και πριν είπε: ‘Η φίλη σας, δυστυχώς, σας σκότωσε, κύριε Λευκοχαίτη. Είστε νεκρός τώρα.’ Και με χτύπησε με μια ενεργειακή ριπή από το πιστόλι του, τραντάζοντας αρκετά το νευρικό μου σύστημα για να με αναισθητοποιήσει.
»Όταν συνήλθα, βρισκόμουν σ’ένα άγνωστο μέρος μαζί με άγνωστους ανθρώπους. Μου εξήγησαν ότι είχα ανακατευτεί με κάτι που δεν έπρεπε να είχα ανακατευτεί: και θα ήμουν ένας απ’αυτούς τώρα. Κι εκείνοι για παρόμοιους λόγους ήταν εδώ· κι από εδώ δεν υπήρχε επιστροφή. Επίσης, δεν θα ήμουν πια ο Χρίστος Λευκοχαίτης· θα ήμουν κάποιος άλλος άνθρωπος. Τους είπα ότι ήταν τρελοί. Δεν μπορούσαν να το κάνουν αυτό! Δεν πρόκειται να τους υπηρετούσα!» Ο Πολ γέλασε. «Μετά, συνάντησα τον Ελκράσ’ναρχ. Ένας από τους Υπερασπιστές ήρθε και με βρήκε στο δωμάτιο όπου με κρατούσαν, και μου συστήθηκε. ‘Με λένε, Ελκράσ’ναρχ,’ μου είπε, ‘κι εσένα σε λένε Πολ Ντέρνηχ.’ Και ο ένας χωρίστηκε σε δύο, και οι δύο σε πέντε. Νόμιζα ότι είχα παραισθήσεις.
»‘Εσείς δεν είστε που συνοδεύετε την, Παντοκράτειρα;’ τους ρώτησα. ‘Δεν είστε οι Υπερασπιστές;’ – ‘Είμαστε ο Ελκράσ’ναρχ,’ μου απάντησε η παράξενη οντότητα μέσα από πολλά στόματα. Και ένας τους άνοιξε ένα συρτάρι που δεν ήξερα ότι υπήρχε στο δωμάτιο. Έβγαλε από μέσα κάποιες φωτογραφίες. ‘Ποιος σ’αρέσει καλύτερα;’ με ρώτησε. Ήταν όλοι άντρες. ‘Δεν είμαι ομοφυλόφιλος,’ τους είπα. Και μου είπαν: ‘Ούτε εμείς κάνουμε προξενιά. Ποιος, όμως, απ’αυτούς σ’αρέσει καλύτερα;’ Τους έδειξα το σώμα που βλέπετε τώρα.»
Γέλασε με τις εκφράσεις στα πρόσωπά τους. «Δεν ήμουν πάντα έτσι. Ήμουν πορφυρόδερμος σαν εσένα, Τάμπριελ. Κατάγομαι κι από τη Φεηνάρκια, μάλιστα. Δε γεννήθηκα εκεί· η μάνα μου, όμως, είναι από αυτά τα μέρη. Ο πατέρας μου είναι από τη Ρελκάμνια. Οι τρίχες μου ήταν μαύρες. Τώρα είναι ξανθές.
»Στην αρχή, προσπαθούσα να βγάλω τη μπογιά από πάνω μου. Μετά, προσπαθούσα να δω αν με είχαν εγχειρήσει κάπως. Αλλά τίποτα απ’αυτά δεν ίσχυε. Το σώμα μου, αν και δεν ήταν τελείως διαφορετικό, είχε αλλάξει. Ακόμα και τα μάτια μου. Και τα δαχτυλικά μου αποτυπώματά, όπως με πληροφόρησαν.»
«Και δεν ξέρεις τι σου έκαναν για να γίνεις έτσι;» απόρησε η Ανταρλίδα. «Δε θυμάσαι;»
Ο Πολ ένευσε. «Δε θυμάμαι. Ο Ελκράσ’ναρχ, κάπως, με υπνώτισε, και μετά… ήμουν έτσι όπως βλέπεις. Όταν κατάφερα να ηρεμήσω, θυμήθηκα την Παντοκράτειρα, της οποίας το δέρμα συνεχώς αλλάζει, και το ίδιο και τα μαλλιά της. Στις ειδήσεις και στις επίσημες εμφανίσεις της, μια τη βλέπεις κατάμαυρη, μια κατάλευκη, μια χρυσόδερμη. Μαντέψτε ποιος της κάνει τις αλλαγές. Ο… εργοδότης μας, ο κύριος Ελκράσ’ναρχ!
»Ένα τσιγάρο, τώρα;»
Η Ανταρλίδα τού έδωσε τσιγάρο και φωτιά. «Αν αυτό είναι παραμύθι, είναι σίγουρα το πιο περίεργο που έχω ακούσει.»
«Δεν είμαι παραμυθάς, λευκό μου πρόσωπο,» είπε ο Πολ φυσώντας καπνό.
«Και ο Ελκράσ’ναρχ με θέλει νεκρό…» άρθρωσε ο Τάμπριελ, σκεπτικά.
«Φταίνε μάλλον τα οράματά σου. Ποιος σου είπε να τα βλέπεις;» Συνοφρυώθηκε. «Γιατί τα βλέπεις, αλήθεια;»
«Μου συνέβη κάτι στο Πορφυρό Κενό. Έχεις πάει ποτέ στο Πορφυρό Κενό, Πολ;»
«Δεν είχα την ευτυχία. Πιστεύεις ότι θα αρχίσω κι εγώ να ‘βλέπω’ πράγματα αν πάω;»
«Μάλλον όχι. Ήταν ιδιαίτερη περίπτωση. Πολύ βαθιά μέσα στο Κενό. Και είχα μπλέξει με διάφορες αρχαίες οντότητες.»
«Από τον Ενιαίο Κόσμο, σα να λέμε;»
«Και όχι μόνο.»
«Η ζωή σου είναι ενδιαφέρουσα, Μεγάλε Προφήτη,» σχολίασε ο Πολ.
«Τι προτείνεις να κάνω μ’εσένα;» τον ρώτησε ο Τάμπριελ.
«Σκότωσέ με, τι άλλο να κάνεις;»
«Αν ήθελες να σε σκοτώσουμε, γιατί μας τα είπες όλ’αυτά;» απόρησε η Ανταρλίδα.
«Γιατί να μη σας τα πω; Θα με σκοτώνατε ούτως ή άλλως, και δε χρωστάω τίποτα στον Ελκράσ’ναρχ για να δεχτώ βασανιστήρια για χάρη του. Σκοτώστε με, λοιπόν, προτού με βρει εκείνος και με σκοτώσει.»
«Στο αεροπλάνο που πιλόταρε η Βερόνικα τι έκανες;» ρώτησε ο Τάμπριελ. «Είχες κάποια συγκεκριμένη αποστολή;»
«Παραδόξως, πήγαινα διακοπές στην Αλβέρια. Και είχα την ατυχία να καταλήξω εδώ.» Έσβησε το τσιγάρο του στο πάτωμα. «Ας μη χρονοτριβούμε άλλο με την ιστορία. Ποιος θα τραβήξει τη σκανδάλη; Εσύ ή αυτή;»
«Κανένας απ’τους δυο μας.»
«Θα βάλεις άλλον να το κάνει; Με αηδιάζεις.»
«Γνωρίζεις πολλά για να σε σκοτώσω,» του είπε ο Τάμπριελ. «Θέλω να έχω από κοντά έναν άνθρωπο που ξέρει για τις δουλειές του Ελκράσ’ναρχ. Έχω την αίσθηση ότι θα ξανασυναντήσω πράκτορές του.»
«Και με εμπιστεύεσαι;»
«Όχι. Αλλά ξέρω ότι, όσο είσαι κοντά μου, δεν έχεις τίποτα να χάσεις. Αν σε βρει ο εργοδότης σου, θα σε σκοτώσει. Μη νομίζεις, όμως, ότι θα κυκλοφορείς ελεύθερος.»
«Θα μ’έχεις κλειδωμένο εδώ μέσα;»
«Προς το παρόν, ναι.»
«Ελπίζω, τουλάχιστον, να μου φέρνετε τσιγάρα…»
Η Ανταρλίδα πέταξε ένα πακέτο κι έναν αναπτήρα πλάι του, και ο Τάμπριελ κι εκείνη βγήκαν απ’το κελί, κλείνοντας κι αμπαρώνοντας.
«Ευχαριστώ!» είπε ο Πολ πίσω τους.
*
«Με τους υπόλοιπους τι θα γίνει;» ρώτησε η Ανταρλίδα όταν ήταν στα διαμερίσματά τους μέσα στο παλάτι, αφού είχαν μιλήσει με τη Βασίλισσα Παμράνεχ και τον Ναρχάεζ.
«Θα τους στείλουμε στα σπίτια τους,» είπε ο Τάμπριελ. «Ο Πολ δεν πρέπει να είχε μιλήσει σ’αυτούς, πιστεύοντας ότι δε θα συμφωνούσαν με το σχέδιό του.»
«Ακόμα κι έτσι, όμως, ξέρουν διάφορα…»
«Αυτά που ξέρουν σύντομα θα τα μάθουν όλοι, Ανταρλίδα. Δεν έχει νόημα να τους κρατάμε εδώ. Ούτε αυτούς ούτε τον Ζιρρίντο. Δε μας προσφέρουν τίποτα. Τελείωσε η ιστορία μαζί τους.»
Η Ανταρλίδα φάνηκε σκεπτική, αλλά είπε: «Ναι, υποθέτω έτσι είναι. Αλλά όχι από τώρα. Όταν έχει ήδη μαθευτεί ευρέως η ύπαρξη της Νόρχακ στο Γνωστό Σύμπαν.»
Ο Τάμπριελ κατένευσε, συμφωνώντας.
Είχαμε αρχίσει να μαθαίνουμε το Γνωστό Σύμπαν, και το Γνωστό Σύμπαν είχε αρχίσει να μαθαίνει εμάς. Όπλα, οχήματα, μάγοι, μηχανικά συστήματα έρχονταν στη διάστασή μας σταλμένα από τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, τον αρχηγό των επαναστατών. Τον ίδιο δεν τον είδαμε· ήρθαν, όμως, αντιπρόσωποί του, επαναστάτες οι οποίοι μας είπαν πως το μόνο που ζητούσαν από εμάς, ως αντάλλαγμα για ό,τι μας πρόσφεραν, ήταν να μην υποταχθούμε στην κυριαρχία της Παντοκράτειρας. Κανένα μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου δεν διαφώνησε μ’αυτό· είχαμε παμψηφία να μην παραδοθούμε ποτέ στους Παντοκρατορικούς. Οι επαναστάτες φάνηκαν ευχαριστημένοι από την απόφασή μας· δεν μπορούσα, όμως, παρά να διακρίνω πως υπήρχε και κάποια δυσπιστία στις όψεις τους. Νομίζω πως αναρωτιόνταν αν θα διατηρούσαμε αυτή τη στάση όταν βρισκόμασταν αντιμέτωποι με τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας.
Για τους υπόλοιπους λαούς και άρχοντες της διάστασής μας δεν μπορούσα να πω, αλλά ήμουν βέβαιος πως η Βασίλισσα Παμράνεχ θα διατηρούσε την απόφασή της. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα υποτάσσονταν στην εξουσία κανενός εκτός από του ίδιου της του εαυτού. Και το ίδιο, πίστευα, ίσχυε για το ιερατείο του Μαράνχαλωμ. Δεν μπορούσα να φανταστώ την επιβλητική φιγούρα του Πρώτου Αρχιερέα να παραδίνεται σε κατακτητές· ούτε το γόνατο του Πρωθιερέα της Φέντινκεχ να λυγίζει μπροστά σε ξένο δυνάστη.
Ο Μεγάλος Προφήτης έμεινε μαζί μας εκείνο τον καιρό, καθώς και αργότερα. Όταν εκείνος και η Συνοδός του πρωτοείχαν έρθει στη διάστασή μας, νόμιζα πως αυτό που ήθελαν περισσότερο απ’όλα ήταν να φύγουν: να επιστρέψουν στο Γνωστό Σύμπαν. Τώρα, όμως, που υπήρχαν δρόμοι που οδηγούσαν εκεί, έμοιαζαν διστακτικοί να τους ακολουθήσουν και να μας εγκαταλείψουν. Ίσως να είχαν αρχίσει να μας θεωρούν οικογένειά τους, όπως κι εμείς είχαμε αρχίσει να θεωρούμε αυτούς οικογένειά μας. Ο Μεγάλος Προφήτης ήταν κάτι σαν πνευματικός μας πατέρας: ο οδηγός μας στην ευρύτερη πραγματικότητα του Ατέρμονου Σύμπαντος. Ένας άνθρωπος πέρα από οποιαδήποτε πολιτική και θρησκευτική εξουσία, ο οποίος μας είχε, επανειλημμένα, αποδείξει ότι δεν ενδιαφερόταν να εξουσιάζει κανέναν.
Η ερώτηση, ωστόσο, παρέμενε στο μυαλό μου: Γιατί δεν είχε φύγει ακόμα;
Ίσως να πίστευε πως ο δρόμος του μαζί μας δεν είχε φτάσει στο τέλος του.
Και νομίζω πως η παρουσία του μας έδωσε θάρρος όταν τελικά βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο με τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας.
Από τις Ερημιές του Τέλους του Κόσμου ήρθαν. Από τη δίοδο που οδηγεί στην Αρβήντλια. Τέσσερα μεγάλα οχήματα γεμάτα λευκοντυμένους πολεμιστές, καθώς κι ένα ελικόπτερο. Οι φρουροί μας που βρίσκονταν κοντά στη δίοδο τούς σταμάτησαν, σημαδεύοντάς τους με πυροβόλα. Εκείνοι δεν είχαν, αρχικά, πυροβόλα επάνω τους επειδή αυτά τα όπλα δεν λειτουργούν στην Αρβήντλια· αλλά είχαν κάμποσα αποθηκευμένα στα οχήματά τους, τα οποία και έβγαλαν.
Οι φύλακες της διόδου τούς ζήτησαν να στραφούν και να φύγουν, όμως ο διοικητής τους ρώτησε πού βρίσκονταν και ποιος ήταν ο άρχοντας αυτής της διάστασης. Ο αρχηγός των φυλάκων μας – ένας Ιεράρχης – απάντησε στον Παντοκρατορικό ότι η Νόρχακ διοικείτο από το Παγκόσμιο Συμβούλιο. Ο Παντοκρατορικός, τότε, είπε ότι ένας αντιπρόσωπος της Παντοκράτειρας θα ερχόταν να μιλήσει με το συμβούλιό μας. Θα τον δεχόμασταν; Ο Ιεράρχης μετέφερε αυτό το αίτημα στον Μεγάλο Προφήτη, και ο Μεγάλος Προφήτης το μετέφερε – πάλι μέσω των Ιεραρχών – σε όλα τα μέλη του Παγκόσμιου Συμβουλίου, προτείνοντας να δεχτούμε να μιλήσουμε με τους Παντοκρατορικούς. Τα μέλη συμφώνησαν. Και ο Παντοκρατορικός διοικητής πήρε την απάντησή του. Εκείνος και οι πολεμιστές του στρατοπέδευσαν έξω από τη δίοδο προς Αρβήντλια, ενώ συγχρόνως κι άλλοι δικοί μας πολεμιστές πήγαν εκεί, για λόγους ασφαλείας. Στο ελικόπτερο δεν επιτράπηκε να πετάξει πέραν αυτής της περιοχής, ούτε στα οχήματα να απομακρυνθούν· αν το επιχειρούσαν, ο Ιεράρχης προειδοποίησε τους Παντοκρατορικούς ότι θα δέχονταν τα πυρά μας.
Ένας αντιπρόσωπος της Παντοκράτειρας δεν άργησε να έρθει από τη διαστασιακή δίοδο, και τότε επιτρέψαμε στο ελικόπτερο να χρησιμοποιηθεί για να τον μεταφέρει, με τη συνοδεία ενός Ιεράρχη, στη Σάβηνεμ, όπου είχε ήδη συγκληθεί το Παγκόσμιο Συμβούλιο. Εκεί, ο Παντοκρατορικός μάς εξήγησε πώς είχαν τα πράγματα στο Γνωστό Σύμπαν: μας είπε ότι η Παντοκράτειρα είχε την «εποπτεία» (όπως το έθεσε) όλων των διαστάσεων για το «κοινό καλό»· αλλιώς ήταν αναπόφευκτο, τόνισε, να γίνονται πάρα πολλοί πόλεμοι. Για τη δική μας διάσταση κανείς δεν γνώριζε μέχρι τώρα, και μάλιστα απορούσε πώς τόσο καιρό η διαστασιακή δίοδος στην Αρβήντλια δεν είχε βρεθεί.
Δεν είχε βρεθεί γιατί δεν υπήρχε, του είπε ο Βασιληάς Νάριντρικ. Και τότε ο Μεγάλος Προφήτης μπήκε στο δωμάτιο μαζί με τη Συνοδό του. Η εμφάνισή τους δεν φάνηκε να χαροποίησε καθόλου τον Παντοκρατορικό, ο οποίος πρέπει να τους ήξερε, εξ όψεως τουλάχιστον. Αντάλλαξαν κάποια λόγια που δεν υποδήλωναν φιλία, και μετά ο Παντοκρατορικός αντιπρόσωπος μάς ρώτησε αν ξέραμε πως οι δύο άνθρωποι που κρύβαμε στη διάστασή μας ήταν καταζητούμενοι από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας ως επικίνδυνοι εγκληματίες.
Τα μέλη του Παγκόσμιου Συμβουλίου θα ορκιζόμουν, τότε, ότι ήταν έτοιμα να σηκωθούν, να αρπάξουν τον αντιπρόσωπο στα χέρια, και να τον πετάξουν έξω από την αίθουσα. Ωστόσο συγκρατήθηκαν, και η Βασίλισσά μας του ζήτησε – ουσιαστικά τον απείλησε – να μας πει τι ήθελε από εμάς. Εκείνος αποκρίθηκε πως το μόνο που επιθυμούσε ήταν να μας κάνει να καταλάβουμε πώς είχε η κατάσταση στο Γνωστό Σύμπαν, και ότι οφείλαμε να δεχτούμε την «προστασία» της Παντοκράτειρας όπως όλες οι ευνομούμενες διαστάσεις. Η Βασίλισσά μας και ο Βασιληάς Νάριντρικ τού αποκρίθηκαν ότι δεν χρειαζόμασταν την προστασία κανενός· αν η Παντοκράτειρά του, όμως, ήθελε να εμπορευτεί μαζί μας, τότε πολύ ευχαρίστως να της το επιτρέπαμε. Ο αντιπρόσωπος – λοξοκοιτάζοντας άγρια τον Μεγάλο Προφήτη και τη Συνοδό του – μας ρώτησε αν αυτή ήταν η τελευταία μας κουβέντα. Το συμβούλιο συμφώνησε ομόφωνα ότι, ναι, αυτή ήταν η τελευταία μας κουβέντα.
Ο Παντοκρατορικός είπε, τότε, πως θα έφευγε, αλλά δήλωσε πως ήταν βέβαιος ότι σύντομα θα μετανιώναμε για την απόφασή μας.
Δεν δεχόμαστε απειλές από κανέναν, του είπε η Βασίλισσα Παμράνεχ. Κι αν συνεχίσεις έτσι, δε θα φτάσεις ούτε μέχρι το αεροσκάφος σου.
Προτού ο αντιπρόσωπος της Παντοκράτειρας φύγει, ο Μεγάλος Προφήτης τον σταμάτησε λέγοντάς του πως ήταν κάποιοι που ήθελαν να πάνε μαζί του…
*
* * *
*
Ο Τάμπριελ συγκέντρωσε τους εφτά επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου που είχαν απομείνει, και τους είπε: «Θα έχετε ακούσει, πιστεύω, πως πολεμιστές της Παντοκράτειρας έφτασαν τελικά στην πόρτα μας…»
Εκείνοι έμειναν σιωπηλοί καθώς ήταν καθισμένοι σ’ένα μικρό καθιστικό του Βασιλικού Παλατιού της Φέντινκεχ. Μετά από την απόπειρα δολοφονίας κατά του Τάμπριελ και της Ανταρλίδας, ήταν πολύ ήσυχοι, σαν να φοβόνταν – δικαιολογημένα – ότι θα τους κατηγορούσαν όλους ανεξαιρέτως για ό,τι είχε συμβεί. Δεν είχαν ξαναρωτήσει πότε θα τους επέτρεπαν να πάνε στα σπίτια τους.
Ο Τάμπριελ στεκόταν, επί του παρόντος, όρθιος αντίκρυ τους, κρατώντας το ψηλό ραβδί του με την πορφυρή σφαίρα στην κορυφή. «Θα επιστρέψουν στο Γνωστό Σύμπαν τώρα, κι όσοι θέλετε μπορείτε να πάτε μαζί τους.»
«Στη Ρελκάμνια;» ρώτησε ο μαυρόδερμος Νάλκρεφ.
«Δεν ξέρω πού ακριβώς κατευθύνονται, αλλά είμαι βέβαιος πως θα μπορούν να σας στείλουν στη Ρελκάμνια.»
«Θα πάμε, τότε,» είπε ο Νάλκρεφ, και οι υπόλοιποι συμφώνησαν καθώς σηκώνονταν από τις θέσεις τους.
«Εντάξει. Πηγαίνετε στον ξενώνα να ετοιμαστείτε, και μετά θα σας οδηγήσω στο ελικόπτερο που σας περιμένει.»
Καθώς οι άλλοι έβγαιναν από το δωμάτιο, ο Άνθιμος’νιρ πλησίασε τον Τάμπριελ και του είπε: «Με συγχωρείς για ό,τι συνέβη με τον Πολ και τη Βερόνικα. Είχα καταλάβει πως κάτι είχαν στο μυαλό τους, μα δεν ήξερα τι ακριβώς θα έκαναν…»
«Μου το έχεις ξαναπεί, Άνθιμε,» αποκρίθηκε ο Τάμπριελ. «Δεν κατηγορώ εσένα για την επίθεση. Ούτε κανέναν άλλο από όσους δεν συμμετείχαν στο σχέδιο του Πολ. Ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας· εσείς δεν ήσασταν.»
Ο Άνθιμος ένευσε. «Θα έπρεπε κανονικά να σε ευχαριστήσουμε που μας βοήθησες, όχι να προσπαθήσουμε να σε σκοτώσουμε.» Αναστέναξε. «Τέλος πάντων. Σε χαιρετώ, και εύχομαι κάποια στιγμή να ξανασυναντηθούμε.» Του έδωσε το χέρι του, και ο Τάμπριελ το έσφιξε.
«Καλύτερα όχι, Άνθιμε. Δεν είμαι από τα αγαπημένα πρόσωπα των Παντοκρατορικών, κι αυτό σημαίνει ότι θα σ’έβαζα σε μπελάδες.»
«Ναι…» παραδέχτηκε ο Άνθιμος σμίγοντας τα χείλη. «Σου εύχομαι καλή τύχη, λοιπόν, σ’ό,τι κι αν κάνεις από δω και πέρα.» Και με τούτα τα λόγια ακολούθησε κι εκείνος τους υπόλοιπους, προς τον ξενώνα.
Η Ανταρλίδα, που καθόταν σε μια πολυθρόνα στη γωνία του δωματίου, σηκώθηκε πλησιάζοντας τον Τάμπριελ. «Αλήθεια,» ρώτησε, «τι θα κάνεις από δω και πέρα; Σκέφτεσαι να μείνεις στη Νόρχακ;»
«Προς το παρόν, ναι,» απάντησε εκείνος. «Δεν είμαι σίγουρος ποια κατεύθυνση ν’ακολουθήσω…»
«Δεν έρχονται άλλες εικόνες;»
«Εικόνες έρχονται συνεχώς. Αλλά, ακόμα και να σταματούσαν να έρχονται, έχουν ήδη έρθει πολλές στο μυαλό μου. Πολλές που δεν μπορώ ακόμα να βάλω σε μια σειρά… Η Νόρχακ, όμως, είναι ανοιχτή τώρα, Ανταρλίδα· δεν είναι πια απομονωμένη· κι εσύ είσαι με την Επανάσταση. Αν θέλεις να φύγεις, δε χρειάζεται να το σκέφτεσαι. Θα καταφέρω να επιβιώσω και μόνος μου σ’αυτά τα μέρη.»
Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Είσαι σοβαρός; Νόμιζες ότι σε ρώτησα επειδή θέλω να φύγω;»
«Θα ήταν λογικό, νομίζω.»
«Μετά απ’όλα αυτά, περίμενες ότι θα φύγω;»
«Δεν περιμένω τίποτα. Αλλά ξέρω ότι η ζωή σου δεν είναι εδώ.»
«Τώρα πλέον, είναι,» είπε η Ανταρλίδα. «Η ζωή μου είναι εδώ. Και, για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να σκεφτώ κανένα καλύτερο μέρος για να βρίσκομαι. Στη Νόρχακ, υπηρετώ την Επανάσταση (αφού οι Νορχάκιοι αποφάσισαν να μην υποταχθούν στην Παντοκράτειρα), μένω σε παλάτι, οι πάντες φαίνεται να με θεωρούν Σημαντικό Πρόσωπο, και,» ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους του, «έχω έναν πρώην σύζυγο της Παντοκράτειρας στο κρεβάτι μου. Πες μου, λοιπόν: γιατί να θέλω να φύγω, Τάμπριελ’λι;»
«Δεν έκανα λάθος, όπως φαίνεται…» είπε ο Τάμπριελ, παραμερίζοντας μια ξανθή τούφα από το πλάι του προσώπου της.
«Λάθος; Για ποιο πράγμα;»
«Σε αρκετές εικόνες που νομίζω πως είναι από το μέλλον, είμαστε μαζί, Ανταρλίδα.»
Η Ανταρλίδα φίλησε τα χείλη του. «Έχουν αρχίσει να μ’αρέσουν πολύ οι προφητείες!» γέλασε.
Ο Τάμπριελ, ως συνήθως, δεν χαμογέλασε, αλλά τα μάτια του χαμογελούσαν: κι αυτό ήταν αρκετό για την Ανταρλίδα.
«Τι λες;» τη ρώτησε. «Θα συνοδέψουμε τον Άνθιμο και τους άλλους ώς τη διαστασιακή δίοδο;»
«Ασφαλώς. Και όχι μόνο λόγω ευγένειας. Θα ήθελα να δω ότι οι Παντοκρατορικοί θα φύγουν χωρίς κανένα… περίεργο κόλπο.»
«Ναι. Θα ήταν συνετό να είμαστε εκεί για να τους ξεπροβοδίσουμε.»
Της έδωσε το χέρι του, και βγήκαν πιασμένοι αγκαζέ από το μικρό καθιστικό.
«Ή μάλλον,» είπε η Ανταρλίδα, «για να τους κλοτσήσουμε έξω από τον κόσμο μας.»
1 Κανείς δεν ξέρει από πού ακριβώς, αλλά πολλοί εικάζουν από τις φτωχογειτονιές όπου τριγύριζε κατά το συνήθειό του ώστε να συντρέχει, με χρήματα ή με άλλο τρόπο, όσους είχαν πραγματική ανάγκη.
2 Αλλά έτσι είναι πάντα ο Μεγάλος Προφήτης: παράξενος· και, πολλές φορές, λέει ή κάνει πράγματα που νομίζεις ότι δεν βγάζουν κανένα νόημα.
3 Κανονικά, προσπαθώ να αποφεύγω τα πολλά-πολλά ποτά που προέρχονται από ξένες χώρες, αλλά, για όνομα του Μεγάλου Τίγρη, τώρα βρισκόμουν στη Γη των Ταργκάφλι! Είχα κάνει και χειρότερα πράγματα εδώ. (Όχι πως θέλω να υπονοήσω τίποτα το ιδιαίτερο μ’αυτό – καταλαβαίνετε!)
4 Ακόμα και τώρα, καθώς τα γράφω αυτά, οι τρίχες του χεριού μου ορθώνονται αφύσικα!
5 Για παράδειγμα, οι στρατιωτικοί μιλούσαν πολύ ένθερμα για τα καινούργια όπλα που η Συνοδός του μας βοηθούσε να φτιάξουμε. Πίστευαν ότι θα μετέτρεπαν το Τάρσαζ στο ισχυρότερο έθνος στον κόσμο.
6 Δε χρειάστηκε παραπάνω από μία ημέρα για να ετοιμαστεί γιατί οι τεχνίτες, εγκαταλείποντας όλες τις άλλες δουλειές τους, δούλεψαν πυρετωδώς από το πρωί ώς το βράδυ – πράγμα που δεν θα συνέβαινε για κανέναν άλλο παρά μόνο για ανθρώπους σαν εμάς, που υπηρετούσαμε άμεσα τη Βασίλισσα.
7 Ναυτική ορολογία που σημαίνει κατεύθυνση του πλοίου.
8 Ναι, πραγματικά δήλωνε κλέφτης, και με κάποια περηφάνια! Στη Γη της Φέδλωχ δεν το θεωρούν ντροπή. Ασφαλώς, αν πιάσουν έναν κλέφτη πάνω στην κλεψιά, μπορεί να του κάνουν ανείπωτα πράγματα· αλλά, αν ένας κλέφτης έχει καταφέρει να επιβιώσει από το «επάγγελμά» του, το θεωρεί μεγάλη υπόθεση – και κανένας δεν αντιλέγει.
9 Έπρεπε πρώτα να τη βγάλουμε από το κελί όπου την είχαν κλείσει οι τοπικές αρχές, πράγμα το οποίο καταφέραμε με τις δυνάμεις της Βιβεϊρλώταθ· και πράγμα το οποίο ήταν, επίσης, τελείως ασύνετο να προσπαθήσουμε, κατά τη γνώμη μου, αλλά το κάναμε επειδή αυτή η γυναίκα ήταν γνωστή του Ταρνάτλο.
10 Δεν διαπιστώσαμε ότι αυτό αλήθευε.
11 Το ονομάζω «παλάτι» καταχρηστικά· δεν είχε καμία σχέση με τα παλάτια του Βασιλείου Τάρσαζ.
12 Υποπτεύομαι ότι ο Μεγάλος Προφήτης τού είχε, εκ των προτέρων, πει για την προδοσία.
13 Δεν είχαμε λέξη στην Οικουμενική για να πούμε «Βιοσκόπος» τότε.
14 Τα οποία ήταν, ομολογουμένως, λιγοστά.
15 Πολυκατοικίες, αποφασίσαμε να τις λέμε στην Οικουμενική.
16 Πράγμα αστείο αν σκεφτεί μόνο κανείς πόσο μικρή ήταν η περιοχή που καταλάμβανε. Η ονομασία αυτή, όμως, σίγουρα έλεγε κάτι για τις προθέσεις του Άρχοντά της…
17 Αν και το Βασίλειο της Σάβηνεμ ισχυριζόταν ότι είχε κάνει «συμφωνία» μαζί τους, δεν είχε υποταχθεί.
18 Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στο δωμάτιό μου, παρά μονάχα σ’εκείνο το αποτρόπαιο όνειρο.
19 Μια φρουρός ήταν: εκείνη που βρισκόταν και στα μπουντρούμια του παλατιού τη νύχτα που έγινε το επεισόδιο με το Αριστερό Χέρι.
20 Όπως την ξαναονομάσαμε μετά την κατάκτησή της.
21 Και το ίδιο θα το θεωρούσα κι εγώ, καθώς πιστεύω πως ο Ναρχάεζ είναι πολύ αξιόλογος άνθρωπος.
22 Που πολλοί από εμάς, ανάμεσα στους οποίους και ο γράφων, θεώρησαν ότι ήμασταν τυχεροί που δεν κατέληξε σε αιματοχυσία.
23 Στο τέλος φτιάξαμε, ο Μεγάλος Προφήτης και εγώ, μια λέξη κατάλληλη για να αναφερόμαστε στους ατελείωτους αλληλοσυνδεόμενους κόσμους του Ατέρμονου Σύμπαντος, και από εδώ και στο εξής θα τη χρησιμοποιώ κανονικά σε τούτο το κείμενο, όπως έκανα και για λίγο στην αρχή.
24 Ένας από τους εξωδιαστασιακούς που είχαν έρθει με την πτώση του αεροπλάνου τους μέσα από το Ρήγμα.
25 Άλλη μία από τους επιζώντες της πτώσης του αεροπλάνου, η οποία ισχυριζόταν ότι γνώριζε από καταδύσεις.
26 Σημαίνει «κάτι που κινείται κάτω απ’το νερό».
27 Χρησιμοποιώ νέες, ασυνήθιστες ορολογίες, όπως θα παρατηρεί ο αναγνώστης. Αλλά, αφού φτιάξαμε καινούργιες λέξεις, πρέπει να τις χρησιμοποιούμε κιόλας για να αρχίσουμε να τις συνηθίζουμε, νομίζω, και να μη μας φαίνονται ξένες.
28 Αν και ο Ναρχάεζ μού είπε ότι λίγο έλειψε να δειλιάσουν.
29 Ο Ναρχάεζ μού είπε πως πίστευε ότι απλά οι άνθρωποι της περιοχής όπου είχαν βρεθεί εκείνος κι ο Βάλλεριμ συμπαθούσαν πιο πολύ τους κατασκευαστές της Χορωδίας παρά αυτούς της Πλατύπολης· ήταν περισσότερο θέμα πολιτικής. Ως άγνωστος στην Ιββάτρα, όμως, δεν έφερε αντίρρηση ασφαλώς.
30 Όπως έμαθα, αυτοί οι άνθρωποι στην Αρβήντλια ονομάζονται «Μελανοί».