ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ
Η Απειλή από τον
Νεκρό Κόσμο
Μια Ιστορία από το Θρυμματισμένο Σύμπαν
© Κώστας Βουλαζέρης
http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris
Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commons: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι καταστάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.
Διαβάστε περισσότερες ιστορίες από το
Θρυμματισμένο Σύμπαν
Ένα Τρένο με Πολύχρωμες Γυναίκες
Ο Διαιρεμένος Θεός
Γάμος του Ήλιου και του Ανέμου
Οι Υπέρμαχοι του Γαλανού Φωτός
Ο Θάνατος του Ξενιστή
Ο Πόλεμος των Ξένων
Οι Φύλακες των Πάγων
Ο Θίασος των Θαυμαστών Θηρίων
Η Πόλη των Αγαλμάτων
Ο Απομονωμένος Κόσμος
Ο Βασιληάς, οι Νύφες, και η Μαύρη Δράκαινα
Το Τραγούδι της Ψυχής
Κρασί της Σεργήλης
Δωρεάν στο
www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris/thrymmatismeno_sympan
«Δεν αισθάνομαι σαν να ανήκω πραγματικά εδώ, Οδυσσέα,» είπε ο Γεράρδος.
«Ανοησίες. Είσαι παραπάνω από ευπρόσδεκτος στο βασιλικό παλάτι της Απολλώνιας. Κι αν δεν πιστεύεις εμένα, μπορείς να ρωτήσεις τον Πρίγκιπά μας. Το ίδιο θα σου πει.»
«Ναι, το ξέρω αυτό. Το ξέρω…» Ο Γεράρδος έφερε την πίπα του στο στόμα, ρούφηξε καπνό, και τον φύσηξε προς τα κάτω. Καθόταν σ’ένα ξύλινο παγκάκι του κήπου του παλατιού, με τα πόδια του τεντωμένα εμπρός του και σταυρωμένα στον αστράγαλο. Ο Οδυσσέας καθόταν αντίκρυ του, σ’ένα άλλο παγκάκι, έχοντας στο χέρι του μια κούπα με Σεργήλιο οίνο. «Δεν είναι αυτό, Οδυσσέα. Δεν αμφισβητώ τη φιλοξενία του Πρίγκιπα. Απλώς…» ύψωσε τους ώμους, «όπου κι αν είμαι, δεν είναι η πατρίδα μου.»
«Από τη Χάρνταβελ δεν είσαι;»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Ναι, εκεί γεννήθηκα. Αλλά ξέρεις από πότε λείπω; Έχω φύγει εδώ και πολλά χρόνια, Οδυσσέα· και… δεν είναι δυνατόν να επιστρέψω…»
«Απ’ό,τι ξέρω, ήσουν κάποτε ιερέας εκεί.»
Ο Γεράρδος ένευσε πάλι, σιωπηλά.
«Αλλά εγκατέλειψες τους ιερείς. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί, βέβαια… Με παραξενεύει, για να είμαι ειλικρινής.»
Δε χρειάζεται να ξέρεις, Οδυσσέα. Καλύτερα έτσι, σκέφτηκε ο Γεράρδος.
Ο Οδυσσέας συνοφρυώθηκε παρατηρώντας τον. «Οι ιερείς είναι εναντίον της Παντοκράτειρας. Είναι, ουσιαστικά, μαζί μας, με την Επανάσταση.»
«Επειδή τους βολεύει. Δεν ανέχονται κανέναν έλεγχο επάνω στη διάσταση της Χάρνταβελ – εκτός από τον δικό τους.»
«Δεν ακούγεσαι να τους συμπαθείς,» παρατήρησε ο Οδυσσέας.
Ο Γεράρδος ρούφηξε καπνό. Τον φύσηξε. «Αν τους συμπαθούσα, θα έφευγα;»
Ο Οδυσσέας μειδίασε. «Σωστά. Ήταν, λοιπόν, το θέμα ιδεολογικό; Συγκρούστηκες ιδεολογικά μαζί τους;»
«Όχι ακριβώς.» Ο Γεράρδος δεν είχε διάθεση να γρατσουνίσει παλιές πληγές: πληγές που ποτέ δεν θα επουλώνονταν πλήρως γιατί τέτοια ήταν η φύση τους.
Ο Οδυσσέας τον ατένιζε παρατηρητικά. «Φεύγοντας, όμως, από κοντά τους, συνέχισες να υπηρετείς την Επανάσταση, Γεράρδε…»
«Πράγματι. Το ένα, πίστεψέ με, δεν έχει σχέση με το άλλο.»
«Ουσιαστικά, είσαι πιο παλιός επαναστάτης ακόμα κι από τον Πρίγκιπά μας, που ξεκίνησε την Επανάσταση–»
«Μόνο επειδή οι ιερείς της Χάρνταβελ δεν ήθελαν το χέρι της Παντοκράτειρας από πάνω τους, και από την αρχή τής έπαιζαν διπλό παιχνίδι. Για να είμαι ειλικρινής, Οδυσσέα, άρχισα να θεωρώ τον εαυτό μου περισσότερο επαναστάτη όταν έφυγα από τη Χάρνταβελ. Και ειδικά όταν κατέληξα στη Σεργήλη και στις ακτές του Πορφυρού Κενού.
»Αλλά δε βλέπω τη Σεργήλη σαν πατρίδα μου. Ούτε, φυσικά, το Πορφυρό Κενό. Δεν αισθάνομαι ότι πουθενά έχω κάποια πατρίδα, Οδυσσέα. Δεν αγωνίζομαι για να διώξω τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας από τα μέρη μου, όπως οι άλλοι επαναστάτες. Αγωνίζομαι επειδή… έτσι έχω πια συνηθίσει.
»Και τώρα, ναι, θα μπορούσες να πεις ότι το κάνω για ιδεολογικούς λόγους. Ή ίσως… επειδή δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω…» Χρησιμοποιώντας τον ενεργειακό του αναπτήρα, άναψε πάλι την πίπα του, γιατί είχε σβήσει όσο μιλούσε.
«Δεν είσαι ο μόνος που αισθάνεται πως δεν έχει πατρίδα.»
Δεν ήταν ο Οδυσσέας που είχε μιλήσει. Η φωνή που ακούστηκε ήταν γυναικεία, και είχε έρθει από δίπλα τους. Οι δύο άντρες στράφηκαν, και από τις απογευματινές σκιές του κήπου είδαν να ξεπροβάλλει μια ξανθιά, πολύ όμορφη γυναίκα με δέρμα λευκό-ροζ, ντυμένη με την τελευταία μόδα των αριστοκρατών της Απολλώνιας – παρότι η ίδια δεν ήταν Απολλώνια. Καταγόταν από τη Σεργήλη. Ο Γεράρδος την είχε συναντήσει και παλιότερα: Ονομαζόταν Βατράνια Κινκάρδη. Ήταν πράκτορας της Επανάστασης, αρκετά σημαντική στη Σεργήλη, μέχρι που οι πράκτορες της Παντοκράτειρας την είχαν ανακαλύψει και την είχαν κυνηγήσει. Τελικά, είχε αποφασίσει να έρθει στην Απολλώνια, όπου κανένας επαναστάτης δεν κινδύνευε: ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είχε από καιρό αποτινάξει τον ζυγό της Παντοκράτειρας από τη διάστασή του.
«Κρυφάκουγες πολλή ώρα;» ρώτησε ο Οδυσσέας, όχι με τρόπο κακεντρεχή αλλά μοιάζοντας να θέλει να την πειράξει.
Η Βατράνια μειδίασε. «Έτυχε να περνάω…»
«Κάθισε,» της είπε ο Γεράρδος. «Δε λέμε τίποτα μυστικά.» Τα μυστικά μου δεν τα λέω σε κανέναν. Ελάχιστοι τα ήξεραν – και ο Γεράρδος απορούσε, ορισμένες φορές, που τους είχε μιλήσει. Όχι πως δεν τους εμπιστευόταν· απλώς απορούσε. Με τον εαυτό του κυρίως. Τι τον είχε κάνει να τους αποκαλύψει τόσο αποτρόπαια και άσχημα πράγματα…
Η Βατράνια πλησίασε τον Οδυσσέα, έσκυψε, τον φίλησε στα χείλη, και μετά κάθισε πλάι του, σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο. Ήταν εραστές οι δυο τους, από τότε που η Βατράνια είχε έρθει στην Απολλώνια· ίσως κι από παλιότερα, ποιος ξέρει; Αλλά αυτό δεν εξέπληττε τον Γεράρδο: απ’ό,τι είχε καταλάβει, ο Πρόμαχος Οδυσσέας ήταν εραστής πολλών γυναικών, και η Βατράνια Κινκάρδη, επίσης, δεν φαινόταν για γυναίκα συγκρατημένη με τους άντρες.
«Τι λέτε, λοιπόν;» ρώτησε η Βατράνια καθώς άναβε τσιγάρο.
«Δεν τ’άκουσες όλα;» είπε ο Οδυσσέας.
«Όχι όλα. Μόνο το τέλος.»
«Βασικά,» είπε ο Γεράρδος, «ζάλιζα τον Οδυσσέα με κάτι χαζομάρες.»
«Πάντως, δεν είσαι ο μόνος που δεν έχει πατρίδα,» επανέλαβε η Βατράνια. «Ούτε εγώ μπορώ να επιστρέψω στη Σεργήλη. Τι να κάνω εκεί; Παντού με κυνηγάνε· δεν έχω μέρος να κρυφτώ. Αν μείνω στη Σεργήλη, θα πρέπει συνεχώς να κινούμαι υπόγεια, και δεν έχω συνηθίσει να ενεργώ έτσι. Το ξέρεις.»
Ο Γεράρδος ένευσε. Η Βατράνια ήταν παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών όταν ήταν στις καλές της μέρες, και συναναστρεφόταν πολύ κόσμο. Είχε πάρα πολλές διασυνδέσεις σ’ένα σωρό κοινωνικούς κύκλους. Γι’αυτό κιόλας ήταν καλή πράκτορας για την Επανάσταση… μέχρι που την ανακάλυψαν.
«Γιατί, αλήθεια, έφυγες από την Άκρη;» τον ρώτησε η Βατράνια. «Βαρέθηκες να είσαι πια καπετάνιος στο Πορφυρό Κενό;»
«Όχι ακριβώς,» είπε ο Γεράρδος. «Το πλήρωμά μου αποδεκατίστηκε σε μια αποστολή. Μια αποστολή για την Επανάσταση. Η Ιωάννα η Μαύρη Δράκαινα– την ξέρεις;» Η Βατράνια κατένευσε. «Ήταν μαζί μου. Όπως επίσης κι ο Σέλιρ’χοκ. Είχαμε πάει να βρούμε μια αιωρούμενη νήσο μέσα στο Πορφυρό Κενό, προτού φτάσουν εκεί οι πράκτορες της Παντοκράτειρας. Τέλος πάντων· μεγάλη ιστορία. Το θέμα είναι ότι το πλήρωμά μου αποδεκατίστηκε, και υπήρχε και κίνδυνος οι Παντοκρατορικοί να με μαγκώσουν αν επέστρεφαν πάλι στην Άκρη. Έτσι έφυγα από τη Σεργήλη.»
«Στην ίδια κατάσταση βρισκόμαστε, δηλαδή,» συμπέρανε η Βατράνια, ρίχνοντας του ένα βλέμμα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και προκλητικό. Αλλά, όταν η Βατράνια έριχνε ένα τέτοιο βλέμμα σε κάποιον, μάλλον ήταν κάτι το συνηθισμένο. Τουλάχιστον, έτσι υπέθετε ο Γεράρδος.
«Περίπου, ναι,» αποκρίθηκε.
«Τα πράγματα, πάντως, είναι απίστευτα ήσυχα εδώ πέρα, στην Απολλώνια, έτσι δεν είναι;» είπε η Βατράνια. «Ακόμα δεν έχω συνηθίσει να μην πρέπει να προσέχω παντού για πράκτορες της Παντοκράτειρας. Όταν συζητιέται το όνομά της σε τούτη τη διάσταση, όλοι λένε είτε για το Βόρειο Μέτωπο είτε γι’αυτόν τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο που νομίζουν ότι θα διχοτομήσει την Απολλώνια–»
«Δεν το νομίζουμε,» της είπε ο Οδυσσέας. «Ο κίνδυνος είναι πράγματι μεγάλος – κι ακόμα δεν έχει βρεθεί μια λύση.»
Βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν και, από το λιθόστρωτο μονοπάτι, ο Γεράρδος είδε τον Φαρνέλιο να έρχεται: έναν χρυσόδερμο γέρο με λευκή γενειάδα και λευκά, μακριά μαλλιά δεμένα αλογοουρά. Ήταν γιατρός, και γνώριζε από παλιά τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο και την οικογένειά του. Φυσικά, ήταν επίσης μέλος της Επανάστασης.
«Καλώς τον,» είπε ο Οδυσσέας. «Σε βλέπω να βαδίζεις πιο αργά, τους τελευταίους μήνες, ή είναι η ιδέα μου;»
«Ανοησίες κι ανοησίες κι ανοησίες, συνεχώς!» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος, υπομειδιώντας μέσα από τα γένια του. «Όταν έχεις πεθάνει εσύ, Πρόμαχε της Επανάστασης, εγώ ακόμα θα βαδίζω έτσι αργά όπως με βλέπεις – αλλά θα βαδίζω.»
Ο Οδυσσέας γελούσε, και ο Φαρνέλιος τώρα γελούσε επίσης, καθώς πήγε και κάθισε δίπλα στον Γεράρδο.
«Για να είμαι ειλικρινής, δε θα μπορούσα να μαντέψω την ηλικία σας, κύριε Φαρνέλιε,» του είπε η Βατράνια, εσκεμμένα κολακευτικά. «Πρέπει να δείχνετε τα μισά χρόνια απ’ό,τι έχετε ζήσει – τουλάχιστον.»
Ο Φαρνέλιος είχε βγάλει την πίπα του, αρχίζοντας να τη γεμίζει με χόρτο. «Ορίστε: η όμορφη κυρία βλέπει την πραγματικότητα όπως όντως είναι!»
Ο Οδυσσέας έριξε στη Βατράνια ένα επιτηδευμένα σοκαρισμένο βλέμμα, με τα μάτια διασταλμένα. «Γλυκοκοιτάζεις τον παππού; Με αηδιάζεις!»
Η Βατράνια γελούσε καθώς έσβηνε το τσιγάρο της κάτω από το δεξί της τακούνι.
«Μπορεί να έχεις πολλά να μάθεις από τον παππού σου,» είπε ο Φαρνέλιος στον Οδυσσέα, ανάβοντας την πίπα του.
Ο Γεράρδος γελούσε άθελά του, όπως κι οι υπόλοιποι. Κατά λάθος ρούφηξε απότομα καπνό από την πίπα του κι άρχισε να βήχει.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε ο Φαρνέλιος, όταν ο βήχας τού πέρασε.
«Έχω γιατρό δίπλα μου· δεν ανησυχώ. Τι χόρτο είναι αυτό που καπνίζεις, παρεμπιπτόντως;»
«Σ’αρέσει;»
«Μυρίζει ωραία.»
«Από τη Φεηνάρκια μού το φέρνουν. Θα σου δώσω άμα θέλεις. Ζαλίζει, όμως· πρέπει να το προσέξεις στην αρχή. Είναι άγριος ο καπνός του. Δοντόχορτο, το λένε οι Φεηνάρκιοι.»
Ο Οδυσσέας είπε: «Θα το πίστευες ότι ο γιατρός καπνίζει έτσι όπως καπνίζει;» Κούνησε το κεφάλι του.
«Γιατρός είμαι,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος, «όχι αντικαπνιστής.»
Κανένας δεν μιλούσε για λίγο, ενώ το σκοτάδι στον βασιλικό κήπο πύκνωνε και οι φωνές μερικών νυχτοπουλιών αντηχούσαν.
Τελικά, η Βατράνια είπε: «Ήρθα εδώ, στην Απολλώνια, ελπίζοντας ότι θα μπορούσα έτσι να υπηρετήσω καλύτερα την Επανάσταση, αλλά, μέχρι στιγμής, ο Πρίγκιπάς μας μ’έχει απλώς να περιφέρομαι μέσα στη διάσταση για κάτι μικροδουλειές…»
«Και παραπονιέσαι, δηλαδή;» είπε ο Οδυσσέας.
«Από τη Σεργήλη έφυγα επειδή νόμιζα ότι εκεί ήμουν άχρηστη πλέον· αλλά κι εδώ το ίδιο άχρηστη φαίνεται να είμαι.»
«Δεν είσαι ακόμα πολύ καιρό μαζί μας. Αργά ή γρήγορα θα μπλέξεις τόσο άσχημα που θα τραβάς τα μαλλιά σου.»
«Ευχαριστώ…»
Ο Φαρνέλιος – που ακόμα κάπνιζε ενώ ο Γεράρδος είχε πια σβήσει την πίπα του – είπε: «Ο Πρίγκιπάς μας – που πρέπει να θυμάστε ότι είναι Βασιληάς της Απολλώνιας πλέον–»
«Για τους επαναστάτες, πάντα ‘Πρίγκιπάς μας’ θα είναι,» του είπε η Βατράνια. «Όλοι έτσι τον λένε. Εγώ δεν ήξερα καν ότι είχε γίνει Βασιληάς μέχρι που ήρθα στην Απολλώνια.»
«Τέλος πάντων,» είπε ο Φαρνέλιος. «Ο Ανδρόνικος νομίζω ότι σχεδιάζει κάτι.»
«Για μένα;» ρώτησε η Βατράνια.
«Δεν ξέρω αν είναι για σένα, όμως υποπτεύομαι ότι κάποιους θα στείλει. Εκείνα τα νέα που ήρθαν από τη Χάρνταβελ μού φάνηκε ότι τον ανησύχησαν.»
Ο Γεράρδος συνοφρυώθηκε. «Από τη Χάρνταβελ;»
«Ναι,» είπε ο Φαρνέλιος.
«Τι νέα;»
«Δεν είμαι βέβαιος. Πάντως δεν σχετίζονται άμεσα με τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας. Έχουν να κάνουν, νομίζω, με κάτι παράξενο που συμβαίνει στην ίδια τη διάσταση.»
Το συνοφρύωμα του Γεράρδου βάθυνε. Στην ίδια τη διάσταση; «Σαν τι;»
Ο Φαρνέλιος τον κοίταξε παρατηρητικά. «Δείχνεις μεγάλο ενδιαφέρον…»
«Η Χάρνταβελ είναι η γενέτειρά μου, Φαρνέλιε. Από εκεί κατάγομαι.»
«Δεν το ήξερα.»
«Έχω φύγει εδώ και πολλά χρόνια,» είπε ο Γεράρδος. «Τι συμβαίνει, λοιπόν; Τι νέα ήρθαν στον Πρίγκιπα;»
«Όπως είπα, δεν είμαι βέβαιος. Κάτι συμβαίνει στην ίδια τη διάσταση. Ο Βασιληάς μας το θεώρησε σκόπιμο να συμβουλευτεί τους μάγους του τάγματος των Ερευνητών.»
Παράξενο, σκέφτηκε ο Γεράρδος. Τι μπορεί να γίνεται στη Χάρνταβελ; Και ποια θα είναι η γνώμη των ιερέων γι’αυτό; Αναμφίβολα, ό,τι κι αν ήταν, θα το απέδιδαν στον Θεό.
Και ο Γεράρδος, τότε, θυμήθηκε κάτι που του είχε πει ο Σέλιρ’χοκ – ένας μάγος της Επανάστασης τον οποίο εκτιμούσε πολύ, ύστερα από όσα είχαν περάσει μαζί. Του είχε πει πως, την τελευταία φορά που είχε τύχει να βρεθεί στη Χάρνταβελ, είχε δει να κάνουν ανθρωποθυσίες. Κρεμούσαν τους ανθρώπους ανάποδα και άφηναν το αίμα να πάει στο κεφάλι τους. Ένα παλιό έθιμο, που ο Γεράρδος ήξερε ότι πλέον δεν χρησιμοποιείτο. Είχε προ πολλού σταματήσει. Ακόμα κι οι ιερείς, κάπου-κάπου, μπορούσαν να φανούν λογικοί.
Ο Γεράρδος είχε αναρωτηθεί τι μπορεί να έδωσε πάλι ζωή στις αποτρόπαιες ανθρωποθυσίες, αλλά δεν είχε ασχοληθεί περισσότερο με το θέμα. Η Χάρνταβελ δεν ήταν πια παρά ένα όνομα γι’αυτόν· τίποτα περισσότερο. Είχε αφήσει για πάντα πίσω του τη γενέτειρά του.
Τώρα, όμως, ύστερα από τα λόγια του Φαρνέλιου, δεν μπορούσε παρά να αναρωτιέται για κάτι άλλο, επίσης: Αν οι ανθρωποθυσίες είχαν σχέση μ’αυτό το παράξενο που συνέβαινε στη Χάρνταβελ – ό,τι κι αν ήταν.
Ο Φαρνέλιος συνέχιζε να μιλά, μα ο Γεράρδος τώρα δεν τον άκουγε.
«Τι σκέφτεσαι, Γεράρδε;» ρώτησε η Βατράνια, διακόπτοντας τους συλλογισμούς του.
Ο Γεράρδος βλεφάρισε. «Διάφορα,» μουρμούρισε.
Η Βατράνια πήρε το βλέμμα της από εκείνον και το έστρεψε στον Φαρνέλιο. «Να πείτε στον Πρίγκιπα να στείλει κι εμένα, αν όντως το κάνει αυτό.»
«Δεν είμαι, εμμ, ο καλύτερος διαμεσολαβητής ακριβώς για κάτι τέτοιο,» αποκρίθηκε ο Φαρνέλιος.
«Τον γνωρίζετε από παλιά τον Πρίγκιπα· θα σας ακούσει, είμαι σίγουρη.»
«Για τι πράγμα μιλάτε;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Πρέπει πραγματικά να κοιμόσουν όρθιος,» του είπε η Βατράνια. «Ο κύριος Φαρνέλιος λέει ότι ο Πρίγκιπάς μας θα στείλει κάποιους ανθρώπους στη Χάρνταβελ για να ερευνήσουν–»
«Δεν είπα ότι θα το κάνει,» τόνισε ο Φαρνέλιος. «Είπα ότι ίσως να το κάνει. Ας μη βιαζόμαστε.»
«Επιπλέον,» της είπε ο Οδυσσέας, «τι θέλεις να πας στη Χάρνταβελ εσύ; Τα πράγματα εκεί δεν είναι όπως τα έχεις συνηθίσει.»
«Και πώς τα έχω συνηθίσει;» Η Βατράνια φάνηκε λιγάκι προσβεβλημένη.
«Οι πόλεις της Χάρνταβελ είναι πολύ διαφορετικές από της Απολλώνιας ή της Σεργήλης. Και… θα μπορούσες να πεις ότι η Χάρνταβελ είναι μια άγρια διάσταση, αν και όχι όπως η Φεηνάρκια ή η Σάρντλι, βέβαια.»
«Από μια άποψη, η Χάρνταβελ είναι χειρότερη,» παρενέβη ο Γεράρδος.
«Ορίστε,» είπε ο Οδυσσέας στη Βατράνια, «το λέει κι ο άνθρωπος που ζούσε παλιά εκεί.»
«Κυκλοφορούν θηρία, δηλαδή;» ρώτησε εκείνη.
«Τα χειρότερα θηρία είναι οι άνθρωποι,» είπε ο Γεράρδος, καθώς στο μυαλό του είχαν έρθει παλιές – και δυσάρεστες – αναμνήσεις.
Η Βατράνια συνοφρυώθηκε, ατενίζοντάς τον ερωτηματικά: ένα βλέμμα που του ζητούσε να εξηγήσει περισσότερο.
Ο Γεράρδος, όμως, δεν ήταν πρόθυμος να το κάνει αυτό. Σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Θα πάω προς το δωμάτιό μου. Είμαι λιγάκι κουρασμένος.»
«Όπως θέλεις,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, κλίνοντας το κεφάλι προς τη μεριά του. «Να θυμάσαι, όμως, ότι πάντα θα είσαι ευπρόσδεκτος εδώ. Αν δεν έχεις άλλη πατρίδα, τότε η Απολλώνια είναι πατρίδα σου. Επειδή είσαι επαναστάτης όπως εμείς.»
Ο Γεράρδος μειδίασε αχνά. «Σ’ευχαριστώ, Πρόμαχε.»
«Καληνύχτα, Γεράρδε,» είπε ο Φαρνέλιος.
«Καληνύχτα, γιατρέ.»
Η Βατράνια σηκώθηκε από το παγκάκι, όπου καθόταν πλάι στον Οδυσσέα, και είπε στον Γεράρδο: «Θα σε συνοδέψω ώς το δωμάτιό σου.»
«Μετά από τόσο καιρό στο παλάτι του Πρίγκιπά μας, αν δεν ήξερα ακόμα τον δρόμο προς το–»
«Επιμένω.»
«Εντάξει· όπως θέλεις.»
Ο Γεράρδος βάδισε πάνω στο λιθόστρωτο μονοπάτι, και η Βατράνια βάδισε πλάι του.
«Τι μπορείς, λοιπόν, να μου πεις για τη Χάρνταβελ;» τον ρώτησε.
«Αν ο Πρίγκιπας αποφασίσει να σε στείλει εκεί, είμαι βέβαιος ότι θα σου πει ό,τι χρειάζεται να ξέρεις…»
«Γιατί ανέφερες, τότε, ότι τα χειρότερα θηρία είναι οι άνθρωποι;»
«Δεν είναι αυτό αλήθεια, γενικά;»
«Δε νομίζω πως μιλούσες γενικά, όμως,» είπε η Βατράνια· και, καθώς εκείνος έκανε να στρίψει σ’ένα σημείο του μονοπατιού, τον έπιασε από το μανίκι του πουκαμίσου του και τον τράβηξε προς μια άλλη στροφή.
«Δεν είναι από δω ο σωστός δρόμος, Βατράνια…»
«Σωστός είναι· απλώς είναι άλλος απ’αυτόν που ξέρεις. Εσύ πηγαίνεις από την κεντρική είσοδο του παλατιού· εγώ θα σε βγάλω από την πίσω μεριά. Είναι πιο ήσυχα από εδώ.»
Ο Γεράρδος τη λοξοκοίταξε.
Η Βατράνια μειδίασε. «Απορείς που σε τόσο λίγο καιρό έχω μάθει τόσο καλά το παλάτι της Απαστράπτουσας;»
«Δεν θα έπρεπε ν’απορώ, μάλλον…»
«Θα μου μιλήσεις για τη Χάρνταβελ, ή όχι;» τον ρώτησε η Βατράνια, καθώς βάδιζαν σε ημιφωτισμένα μέρη. Είχε έρθει το βράδυ, και κάποιες λάμπες, που τροφοδοτούνταν με ενέργεια από το εσωτερικό του παλατιού, είχαν ανάψει ανάμεσα στις φυλλωσιές του κήπου.
«Δεν έχω να σου πω τίποτα, Βατράνια. Λείπω πάρα πολλά χρόνια από τη Χάρνταβελ. Πιο καλά ξέρω πια τη Σεργήλη παρά τη Χάρνταβελ.»
«Ήσουν, όμως, ιερέας εκεί, δεν ήσουν;»
«Πώς το έμαθες αυτό; Ο Οδυσσέας σ’το είπε;»
«Τι σημασία έχει; Είναι μυστικό;»
«Αφού το γνωρίζετε δεν είναι μυστικό, προφανώς… Αλλά επειδή ήμουν ιερέας αυτό δεν σημαίνει τίποτα, Βατράνια–»
«Είναι δυνατόν; Έχω ακούσει ότι οι ιερείς έχουν ιδιαίτερη δύναμη στη Χάρνταβελ· ακόμα κι η Παντοκράτειρα τούς φοβάται. Δε νομίζω ότι εκεί θα μπορούσε να είχε κάνει αυτό που έκανε στη Σεργήλη, με τις ιέρειες της Αρτάλης. Δε νομίζω ότι θα μπορούσε να καταδιώξει τους ιερείς σας, να καταστρέψει τη θρησκεία σας.»
«Στη Χάρνταβελ υπάρχει μόνο ένας Θεός. Στη Σεργήλη υπάρχουν πολλοί. Είναι διαφορετικές περιπτώσεις, από όποια μεριά και να το κοιτάξεις. Τελείως διαφορετικές περιπτώσεις. Άλλοι κόσμοι. Αν η Παντοκράτειρα προσπαθούσε να διαλύσει τους ιερείς της Χάρνταβελ, απλά θα καταστρεφόταν ολόκληρη η διάσταση.»
«Γνωρίζεις, λοιπόν, πράγματα για τη Χάρνταβελ. Πες μου κι άλλα!»
Ο Γεράρδος γέλασε. «Τι σε νοιάζει; Αφού κατά πάσα πιθανότητα δεν θα πας εκεί.»
«Θα πάω,» είπε επίμονα η Βατράνια. «Αν ο Πρίγκιπας στείλει ανθρώπους στη Χάρνταβελ, θα είμαι κι εγώ ανάμεσά τους.»
Ο Γεράρδος δεν μίλησε, καθώς είχε ένα πολύ άσχημο προαίσθημα που τον ενοχλούσε. Αν ο Πρίγκιπάς μας θέλει να κάνει κάποια έρευνα στη Χάρνταβελ, μήπως σκέφτεται να στείλει κι εμένα μαζί; αναρωτιόταν. Ο Γεράρδος είχε ορκιστεί να μην ξαναπάει εκεί. Ίσως μέσα του και να φοβόταν να επιστρέψει. Ή ίσως να–
«Δε θα μου πεις τίποτα;»
«Θα δούμε. Αν όντως ο Πρίγκιπας σε στείλει εκεί, έλα να με βρεις και θα το ξανασυζητήσουμε.»
«Θα το θυμάμαι αυτό,» είπε η Βατράνια.
«Δε θα ήθελα να το ξεχάσεις.»
Πλησίασαν μια πόρτα του παλατιού, και η Βατράνια την άνοιξε. «Από εδώ πας στο δωμάτιό σου. Ανεβαίνεις τη σκάλα στο βάθος και στρίβεις αριστερά.»
«Είσαι γεννημένη κατάσκοπος.»
Η Βατράνια γέλασε.
Ο Γεράρδος την καληνύχτισε και πήγε προς το δωμάτιό του.
*
Η Μάρθα είχε περάσει το απόγευμα στο γυμναστήριο του παλατιού, γιατί δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει και βαριόταν να κάθεται. Επιπλέον, ήταν καλό να κρατιέται σε φόρμα, δεν ήταν;
Στο γυμναστήριο είχε συναντήσει την Άνμα’ταρ, μια μάγισσα του τάγματος των Δρακαινών και επαναστάτρια, η οποία βρισκόταν εκεί για τους ίδιους λόγους όπως η Μάρθα, ντυμένη με μαύρη αμάνικη μπλούζα και μαύρο εφαρμοστό παντελόνι. Η Μάρθα δεν την ήξερε και πολύ καλά, αλλά την ήξερε αρκετά καλά για να μπορεί ν’ανταλλάξει μερικές κουβέντες μαζί της. Η μάγισσα τής φαινόταν εντάξει τύπισσα, και οι ασκήσεις που μπορούσε να κάνει στο γυμναστήριο – με την ευκολία που μπορούσε να τις κάνει – ήταν τουλάχιστον εντυπωσιακές. Η Μάρθα τής το είπε. Η Άνμα γέλασε, και αποκρίθηκε: «Αυτά δεν είναι τίποτα. Πρέπει να δεις τι κάνουν οι Μαύρες Δράκαινες.»
«Όπως η Ιωάννα, ε;»
«Ναι. Εμείς, ως μάγισσες, είχαμε το ρόλο απλά να τις υποβοηθάμε στις αποστολές τους. Αλλά δεν μπορούσαμε να είμαστε και μαλθακές, βέβαια…»
«Με βρίζεις τώρα;»
Η Άνμα γέλασε, καθώς συνέχιζε να πιάνεται από κάτι κρίκους ψηλά στο ταβάνι· τα πόδια της, πολύ πάνω από το δάπεδο, έμοιαζαν με ουρά, ενωμένα όπως τα κρατούσε. «Καθόλου. Εμείς είμαστε ειδική περίπτωση, μην το ψάχνεις.»
Παλιότερα υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα και, μετά, ο Ανδρόνικος τις είχε πάρει με το μέρος του· η Μάρθα είχε ακούσει πολλές φορές αυτή την ιστορία.
Αργότερα, ήρθε στο γυμναστήριο και η Πριγκίπισσα Βασιλική, η αδελφή του Πρίγκιπα Ανδρόνικου, και τις χαιρέτησε και τις δύο. Η Μάρθα ανταπέδωσε, φυσικά, τον χαιρετισμό αποκαλώντας την Υψηλοτάτη, όπως της είχε πει ο Γεράρδος ότι έπρεπε ν’αποκαλεί μια πριγκίπισσα. Η Βασιλική γέλασε και της είπε: «Μην είσαι ντροπαλή!» προτού γδυθεί – μένοντας μόνο με τα εσώρουχά της – κι αρχίσει να τρέχει πάνω σ’ένα κινούμενο κεκλιμένο επίπεδο όπου εμφανίζονταν ολογράμματα εμποδίων (τα οποία και να μην απέφευγες, απλά περνούσαν από μέσα σου σαν φαντάσματα – αν και η Πριγκίπισσα έκανε φιλότιμες προσπάθειες να τα αποφεύγει, χωρίς να είναι πάντοτε επιτυχημένες).
Ντροπαλή! σκέφτηκε η Μάρθα, απορημένη. Εγώ; Ντροπαλή; Πρώτη φορά άκουγε κάποιον να της το λέει αυτό. Πολλές φορές τής είχαν πει ότι ήταν αλήτισσα, αυθάδης, αναιδής, αθυρόστομη· αλλά ποτέ, ποτέ, ντροπαλή. Η Πριγκίπισσα, όμως, ήταν λιγάκι βλαμμένη, νόμιζε η Μάρθα. Δεν την ήξερε καλά, βέβαια· την ήξερε λιγότερο από την Άνμα’ταρ· αλλά είχε καταλάβει ότι η Βασιλική πρέπει να ήταν τελείως παλαβή. Την είχε ακούσει να λέει κάτι απίστευτες μαλακίες μέσα στο παλάτι. Η Μάρθα απορούσε πώς μπορούσε αυτή να είναι αδελφή του Ανδρόνικου· ο αδελφός της ήταν εντελώς διαφορετικός.
Επιπλέον, η Μάρθα αισθανόταν πάντα λιγάκι αμήχανα κοντά της, για κάποιον λόγο που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Μάλλον έφταιγαν αυτά που της είχε πει ο Γεράρδος: ότι έπρεπε να φέρεται ευγενικά στους αριστοκράτες της Απολλώνιες κι άλλες τέτοιες μαλακίες. Ή ίσως να έφταιγε απλά το γεγονός ότι η Βασιλική ήταν αδελφή του Ανδρόνικου: και κοντά στον Πρίγκιπα της Επανάστασης το ίδιο αμήχανα ένιωθε η Μάρθα.
Η Βασιλική έκανε γυμναστική για λίγο, μετά φόρεσε πάλι τα ρούχα της και βάδισε προς την έξοδο του γυμναστηρίου λέγοντας «Γεια σας, κοριτσάκια!»
«Γεια σου, Πριγκίπισσα,» της αποκρίθηκε η Άνμα’ταρ.
Η Μάρθα δεν είπε τίποτα, γιατί η τύπισσα, Πριγκίπισσα της Απολλώνιας ή όχι, ήταν φανερά πυροβολημένη και κανονικά έπρεπε να φάει ο κώλος της μερικές κλοτσιές για να έρθει στα ίσια της.
Η Μάρθα τελείωσε με τη γυμναστική της όταν τελείωσε και η Άνμα. Πήγαν στο ντους και έριξαν νερό επάνω τους, για να διώξουν τον ιδρώτα.
Μετά, καθώς ντύνονταν, η Μάρθα ρώτησε τη μάγισσα: «Η Πριγκίπισσα είναι γενικώς έτσι;»
«Τι εννοείς;»
«Τίποτα, βασικά…» Άστο καλύτερα, μη μπλέξουμε σε καμια κωλοκατάσταση.
Η Άνμα, για κάποιο λόγο, μειδίασε. «Είναι απλώς λιγάκι παράξενη. Έχει μεγαλώσει σε παλάτι, μην ξεχνάς.»
Η Μάρθα φόρεσε το δεύτερο ζευγάρι ρούχα που είχε πάρει μαζί της και, χαιρετώντας τη μάγισσα, έφυγε από το γυμναστήριο για να επιστρέψει στο δωμάτιό της.
Καθώς βάδιζε προς τα εκεί, οι σκέψεις της πήγαιναν στον Γεράρδο. Νόμιζε ότι ήταν αρκετά φτιαγμένη για να τον πάρει στο κρεβάτι και να τον ξεσκίσει μέχρι τα ξημερώματα. Βέβαια, αυτό δεν ήταν παράξενο. Σχεδόν όλα τα βράδια που περνούσε μαζί του ήταν έτσι φτιαγμένη. Ο Γεράρδος ήταν απλά ο τύπος ανθρώπου που αυτομάτως την καύλωνε. Αλλά αν έπρεπε να περιγράψει αυτόν τον τύπο ανθρώπου, πραγματικά δεν θα ήξερε πώς. Ήταν αυτό που ήταν. Και όσο πιο πολύ ήταν μαζί του, τόσο πιο πολύ ήταν αυτό που ήταν – έτσι είχε διαπιστώσει. Παλιότερα, αν της το έλεγαν δεν θα το πίστευε. Ο άντρας είναι σαν το άγριο το άλογο, θα έλεγε· αφού το δαμάσεις, μετά το ενδιαφέρον του αρχίζει να πέφτει με μαθηματική ακρίβεια.
Η Μάρθα μπήκε στο δωμάτιο (τόσο μεγάλο όσο ορισμένα σπίτια όπου είχε μείνει, και πολύ ωραία επιπλωμένο), έβγαλε τα ρούχα της, φόρεσε κάτι προκλητικά εσώρουχα που είχε αγοράσει από τα καταστήματα της Απαστράπτουσας, και, ανάβοντας ένα τσιγάρο, κάθισε στο περβάζι του παράθυρου που κοίταζε τον κήπο.
Είχε νυχτώσει, και ο Γεράρδος, όπου κι αν βρισκόταν, δεν θ’αργούσε να έρθει. Δεν ήταν σαν κάτι λεχρίτες που πάνε και τα πίνουν κι αργούν να γυρίσουν στο σπίτι τους, παρότι κάποτε ήταν καπετάνιος στο Πορφυρό Κενό, όπως της είχε πει. Μια φορά, πρόσφατα, η Μάρθα είχε γίνει λιώμα με τα Απολλώνια ποτά του παλατιού – είχε μπει στον πειρασμό να δοκιμάσει σχεδόν όλη την κάβα – και ο Γεράρδος είχε εξαγριωθεί μαζί της. Να πας να κοιμηθείς στον κήπο! της είχε πει. Να πας να γαμηθείς! του είχε πει η Μάρθα, και ο Γεράρδος είχε φύγει εκείνη τη νύχτα – πράγμα που, κανονικά, θα την είχε τσαντίσει πολύ, αν δεν ήταν τελείως λιάδα.
Καθώς τώρα η Μάρθα είχε καθίσει στο περβάζι του παραθύρου και κοίταζε κάτω καπνίζοντας, είδε τον Γεράρδο να βαδίζει στον κήπο. Και δεν ήταν μόνος. Μαζί του ήταν αυτή η Βατράνια Κινκάρδη – η οποία, απ’ό,τι ήξερε η Μάρθα, ήταν μια πράκτορας της Επανάστασης που είχε έρθει κυνηγημένη από τη Σεργήλη.
Καλύτερα, όμως, να έμενε εκεί! Της Μάρθας δεν της άρεσε καθόλου. Ειδικά έτσι όπως, συνεχώς, έμοιαζε να κοιτάζει τον Γεράρδο, όλο υπονοούμενα. Το ίδιο βέβαια έκανε και με όλους τους υπόλοιπους άντρες, αλλά ο Γεράρδος ενδιέφερε τη Μάρθα.
Τι θέλει μαζί του τώρα;
Η Μάρθα τούς έβλεπε καλά-καλά καθώς βάδιζαν μιλώντας. Ευτυχώς, η μαλακισμένη δεν είχε απλώσει τα χέρια της επάνω του. Αν απλώσει τα χέρια της επάνω του, θα της τα κόψω!
Η Μάρθα ήταν τσαντισμένη και μόνο που τους έβλεπε έτσι, τον έναν κοντά στον άλλο. Γιατί περπατάνε εκεί, μες στο μισοσκόταδο του κήπου; Τι πάνε να κάνουν;
Μετά, ο Γεράρδος και η Βατράνια έστριψαν κι έφυγαν από τα μάτια της Μάρθας.
Εκείνη, για μερικές στιγμές, περίμενε. Και διαπίστωσε ότι δεν ανέπνεε. Άρχισε πάλι να αναπνέει.
Τη γαμημένη!
Πετώντας το τσιγάρο της κάτω, τσαντισμένα, βάδισε προς την έξοδο του δωματίου. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον διάδρομο, χωρίς να φορέσει τίποτα πάνω από τα εσώρουχά της – χωρίς ούτε καν να το σκεφτεί. Δεν ήξερε τόσο καλά το παλάτι της Απαστράπτουσας αλλά θα τους έβρισκε· θα τα γύριζε όλα ανάποδα μέχρι να τους βρει!
«Πού πας έτσι;»
Η Μάρθα στράφηκε, ξαφνιασμένη· και είδε τον Γεράρδο.
«Είσαι εδώ;» του είπε, σχεδόν γρυλίζοντας.
«Ναι, μάλλον εδώ είμαι,» αποκρίθηκε εκείνος βαδίζοντας προς το μέρος της.
«Από πού ήρθες;»
Ο Γεράρδος έδειξε με τον αντίχειρά του, φανερά παραξενεμένος. «Δεν καταλαβαίνω. Τι–;»
«Τι έκανες μ’αυτή τη μαλακισμένη εκεί έξω τέτοια ώρα;» φώναξε η Μάρθα.
«Τι φωνάζεις;» είπε ο Γεράρδος. «Για τη Βατράνια μιλάς;»
«Ναι, για ποια άλλη; Σας είδα από το παράθυρο!»
«Πάμε μέσα, για όνομα όλων των θεών…» Ο Γεράρδος βάδισε προς το δωμάτιό τους, γελώντας. Δε μπορούσε να συγκρατηθεί· η κατάσταση τού φαινόταν αστεία. Είναι δυνατόν να νομίζει ότι εγώ και η Βατράνια είμαστε εραστές;
Η Μάρθα τον ακολούθησε, κι έκλεισε την πόρτα πίσω τους, κοπανώντας την.
«Γελάς;» φώναξε.
«Μη μου πεις ότι νόμιζες πως τρέχει τίποτα μ’εμένα και τη Βατράνια…» Ο Γεράρδος το έβρισκε αδύνατο να μη χαμογελά τουλάχιστον. «Είναι αστείο!»
Η Μάρθα κοκκίνισε από το λαιμό ώς τις ρίζες των καστανών μαλλιών της. Τους είδα μαζί, σκέφτηκε – πιο λογικά τώρα. Αλλά απλά τους είδα να βαδίζουν μαζί και να μιλάνε: τίποτα περισσότερο. Αισθάνθηκε σαν τελείως μαλακισμένη.
«Με ρωτούσε για τη Χάρνταβελ,» της είπε ο Γεράρδος.
Η Μάρθα αναστέναξε. «Τι σε ρωτούσε;»
«Ήθελε να μάθει για τη διάσταση.»
«Την έχω δει πώς σε κοιτάζει, όμως! Κι έχω ακούσει τι σου λέει, κάπου-κάπου!»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι. Μόνο σε μένα, ή σε όλους; «Αυτός είναι ο τύπος της, Μάρθα. Δεν το κάνει για χάρη μου.»
«Τι γαμιόλα…» γρύλισε η Μάρθα. Βάδισε ώς το παράθυρο και, σταυρώνοντας τα χέρια της εμπρός της, κοίταξε κάτω, τον σκοτεινιασμένο κήπο του παλατιού. Κανένας δεν φαινόταν τώρα εκεί· μόνο σκιές.
Ο Γεράρδος γέλασε ξανά.
«Μη γελάς. Με κάνεις να νιώθω σαν τελείως μαλακισμένη.»
Ο Γεράρδος ήρθε πίσω της και τύλιξε τα χέρια του γύρω της. «Όχι τελείως…» είπε φιλώντας το πλάι του λαιμού της.
Η Μάρθα γέλασε. «Με κολακεύεις, καθίκι!»
«Αν σε κολάκευα πιο πολύ, απλά θα νόμιζες ότι προσποιούμαι.»
«Μ’έχεις μάθει. Αλλά κι εγώ σ’έχω μάθει.»
«Κι αυτά που ξέρεις για μένα τι σου λένε; Είναι η Βατράνια ο τύπος μου;»
«Είναι πολύ όμορφη γυναίκα,» είπε η Μάρθα, «δεν είναι;»
«Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.»
«Δηλαδή, θα σε χάλαγε ένα πήδημα μαζί της;»
«Μπορείς να πηδηχτείς με τον οποιονδήποτε, Μάρθα – αυτό δεν πάει να πει τίποτα.»
«Μου τη βαράει όταν το γυρίζεις στη φιλοσοφία!»
Ο Γεράρδος γέλασε.
Η Μάρθα στράφηκε για να τον κοιτάξει καταπρόσωπο. «Και τι είπες ότι σε ρωτούσε;»
«Για τη Χάρνταβελ.»
«Να, είδες – πρόσχημα για να σε καβαλήσει! Τι τη νοιάζει αυτή για τη Χάρνταβελ;»
«Τη νοιάζει επειδή νομίζει ότι ίσως ο Πρίγκιπας να τη στείλει εκεί.»
Η Μάρθα συνοφρυώθηκε.
Ο Γεράρδος τής εξήγησε γιατί η Βατράνια νόμιζε αυτό που νόμιζε.
«Χμμμ…» έκανε η Μάρθα. «Καλά, ίσως το καβαλίκεμα να μην ήταν ο μοναδικός της σκοπός.»
Ο Γεράρδος μειδίασε. «Πάντα μου φτιάχνεις τη διάθεση.»
Η Μάρθα γούρλωσε τα μάτια. «Σου γκρινιάζω, ρε καθυστερημένε!»
«Δεν έχει σημασία,» είπε ο Γεράρδος· «πάλι μου φτιάχνεις τη διάθεση. Υπάρχουν πολύ πιο άσχημα πράγματα σ’αυτό το σύμπαν από τη δική σου γκρίνια, Μάρθα…»
Η Μάρθα κάθισε στο περβάζι, συνεχίζοντας να τον ατενίζει καταπρόσωπο. «Μου λες κάτι τέτοια παράξενα κατά καιρούς… και το ξέρω ότι μου κρύβεις πράγματα… από παλιά, πολύ παλιά, στη ζωή σου.»
«Αναρωτιέμαι μήπως ο Πρίγκιπας μού ζητήσει να κάνω κάτι που δεν θέλω,» είπε ο Γεράρδος.
«Ο Πρίγκιπας δεν θα σε αναγκάσει να κάνεις κάτι που δεν θέλεις – κανέναν δεν αναγκάζει. Συνήθως. Για τι ακριβώς μιλάς, όμως…;» Τα φρύδια της έσμιξαν. «Νομίζεις ότι ίσως σου ζητήσει να πας στη Χάρνταβελ;»
Ο Γεράρδος ένευσε.
«Και τι έγινε;» ρώτησε η Μάρθα.
Ο Γεράρδος δεν μίλησε.
«Σε κυνηγάνε οι ιερείς, για να σε σκοτώσουν;»
«Δεν είναι ακριβώς έτσι,» είπε ο Γεράρδος. «Κανονικά, δεν θα έπρεπε να μπορώ να φύγω. Δεν υπάρχει κανένας νόμος για το τι συμβαίνει σ’έναν ιερέα που επιστρέφει, γιατί οι ιερείς δεν φεύγουν ποτέ απ’τη διάσταση.»
«Τι πάει να πει αυτό; Κι εσύ πώς έφυγες; Προσπάθησαν να σε μαγκώσουν και τους ξεγλίστρησες;»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι. Στράφηκε απ’την άλλη, γυρίζοντάς της την πλάτη. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις, Μάρθα. Δεν είναι καθόλου αυτό που νομίζεις…»
Και το υπόλοιπο βράδυ δεν ήθελε πια να συζητήσει ούτε για τους ιερείς της Χάρνταβελ ούτε γι’αυτή τη διάσταση.
Πλησίαζαν.
Επάνω σε ψηλά, μαύρα άλογα.
Μέσα στη σκοτεινή νύχτα.
Ο Αργυρός Θείος Οφθαλμός ξεπρόβαλλε ανάμεσα από τα σκούρα σύννεφα, βάλλοντας τη γη με τις φεγγαραχτίδες του, κάνοντας το μικρό χωριό των δασών ν’ασημίζει.
Ο Κακός Οφθαλμός ήταν σχεδόν κρυμμένος· ίσα που φαινόταν το πορφυρό του χρώμα, μικρότερος καθώς ήταν από το άλλο φεγγάρι και σκεπασμένος από τα σύννεφα.
Οι κάτοικοι του χωριού είχαν ακούσει τα ποδοβολητά των αλόγων. Είχαν βγει από τα σπίτια τους. Ο τρόμος και η ελπίδα ήταν ανάμικτα μέσα τους. Φοβόνταν, αλλά ήξεραν ποιοι μπορούσαν να τους σώσουν. Μόνο αυτοί, και κανένας άλλος…
Οι καβαλάρηδες μπήκαν στο χωριό, τραβώντας τα γκέμια των αλόγων τους, σταματώντας τα. Ήταν μια ντουζίνα στο σύνολό τους, όλοι τους ντυμένοι με τις πέτσινες πανοπλίες των Ιερών Φρουρών, τις σκούρες πράσινες κάπες, και τα κλειστά σιδερένια κράνη που έκρυβαν τα πρόσωπά τους. Καραμπίνες κρέμονταν από τις σέλες των αλόγων τους, μεγάλα σπαθιά από τις πλάτες τους.
Μονάχα ένας ανάμεσά τους διέφερε. Ο άντρας που προπορευόταν. Φορούσε τα άμφια ιερέα, και δεν είχε κράνος στο κεφάλι. Το δέρμα του ήταν πορφυρό, τα μαλλιά του γαλανά, όπως επίσης και τα μούσια του. Αλλά στην όψη του υπήρχε κάτι το μη ανθρώπινο, κάτι το άγριο όπως άγρια είναι η φύση, όπως άγρια είναι τα θηρία που περιφέρονται στα βάθη των σκοτεινών δασών και στα απόμακρα μέρη. Τα μάτια του άντρα γυάλιζαν σαν των αιλουροειδών, σαν του λύκου. Κι όποιος από τους χωρικούς τύχαινε να τ’ατενίσει ευθέως αισθανόταν την αναπνοή του να κόβεται και τα γόνατά του να λύνονται, κι έπεφτε κάτω, στη γη.
Δεν ήταν συνετό ν’ατενίζεις στα μάτια έναν ιερέα όταν αυτός ήταν φανερά ένα με τον Θεό: γιατί ήταν προέκτασή Του· ήταν το χέρι Του, το όπλο Του· το μυαλό και η οργή Του.
Ο πορφυρόδερμος ιερέας κρατούσε σφιχτά τα χαλινάρια του αλόγου του μέσα στα γαντοφορεμένα χέρια του. Κοίταξε τους συγκεντρωμένους χωρικούς για μια στιγμή χωρίς να μιλά. Κι ούτε εκείνοι μίλησαν. Η σιγαλιά του νυχτερινού δάσους είχε κυριέψει το μικρό χωριό· μονάχα τ’άλογα ακούγονταν να χρεμετίζουν κάπου-κάπου.
«Φέρτε τον ενώπιόν μου!» πρόσταξε, τελικά, ο ιερέας, και η φωνή του ήταν σαν κάτι που κανείς δεν έχει τη δύναμη να αρνηθεί. Μια θέληση που λυγίζει κάθε άλλη θέληση. Και οι χωρικοί δεν είχαν κατά νου να κάνουν καμία προσπάθεια αντίστασης, φυσικά. Άλλωστε, εκείνοι είχαν καλέσει τον ιερέα εδώ, ύστερα από τα δαιμονικά πράγματα που εμφανίστηκαν στα δάση κοντά στο χωριό τους.
Υπακούγοντας τώρα στην εντολή του, πήγαν να φέρουν τον άνθρωπο που θα θυσιαζόταν.
Από ένα σπίτι τον έβγαλαν, δεμένο χειροπόδαρα και σηκώνοντάς τον. Το στόμα του ήταν βουλωμένο με πανιά και δέρμα. Τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα. Ξερό αίμα υπήρχε επάνω τους κι επάνω στο λευκό δέρμα του.
Τον έριξαν στη γη, μπροστά στα πόδια του αλόγου του ιερέα, κι εκείνος τον κοίταξε με γυαλιστερά μάτια.
«Αυτός είναι ο χειρότερος άνθρωπος του χωριού σας;» ρώτησε.
«Μάλιστα, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε ένας γηραιός άντρας με καραφλό κεφάλι, ο οποίος ήταν ο Δικαστής του χωριού.
«Μάλιστα, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε, σχεδόν συγχρόνως, και μια γυναίκα, μικρότερη από τον Δικαστή αλλά όχι νέα, η οποία ήταν η Λειτουργός του χωριού.
«Γιατί;» ρώτησε ο ιερέας πάνω στο άλογο, ατενίζοντάς τους επίμονα.
Εκείνοι, κι οι δυο τους, κατέβασαν τα βλέμματά τους στο έδαφος, για να μην τον κοιτάξουν κατάματα.
«Είναι κακός άνθρωπος, Μεγάλε Πατέρα,» είπε ο Δικαστής, στηριζόμενος στο ραβδί του που φανέρωνε το αξίωμά του ανάμεσα στους υπόλοιπους του χωριού. «Έχει πολλές φορές κλέψει τα θηράματα κυνηγών, έχει κλέψει κότες από κοτέτσια, έχει πει ψέματα, έχει απατήσει τη γυναίκα του–»
«Όχι! Ψέματα! Λέει ΨΕΜΑΤΑ, Μεγάλε Πατέρα! Ο άντρας μου είναι καλός άνθρωπος!»
Ο ιερέας έστρεψε το βλέμμα του προς τη μεριά απ’την οποία ακούστηκε η σπαραχτική γυναικεία φωνή, και είδε μια γυναίκα με μακριά ξανθά μαλλιά, λευκό δέρμα, και μια μεγάλη μελανιά στο αριστερό μάτι. Τα ρούχα της δεν ήταν κουρελιασμένα, αλλά ήταν φανερά τραβηγμένα και ποτισμένα από ιδρώτα.
«Σας παρακαλώ, Μεγάλε Πατέρα, όχι τον άντρα μου! Είναι καλός άνθρωπος! Λένε ψέματα επειδή ο Δικαστής–!»
Μια άλλη γυναίκα την άρπαξε από πίσω, κλείνοντάς της το στόμα· ένας άντρας τη γρονθοκόπησε στην κοιλιά.
«Πώς την αφήσατε να βγει έξω;» φώναξε ο Δικαστής, μοιάζοντας εξαγριωμένος, τρέμοντας ολόκορμος.
«Μας ξεγλίστρησε…» είπε ο άντρας που είχε γρονθοκοπήσει τη γυναίκα στην κοιλιά. «Συγνώμη, συγνώμη…»
Ο Δικαστής στράφηκε, ύστερα, αμέσως στον έφιππο ιερέα και (χωρίς, ασφαλώς, να τον κοιτάζει κατάματα) είπε: «Η γυναίκα του δεν είναι και πολύ καλύτερη απ’αυτόν, Μεγάλε Πατέρα, αλλά αυτός είναι χειρότερος. Ήταν δύσκολο ν’αποφασίσουμε ποιον να προσφέρουμε στον Θεό, για να τον πάρει μακριά από εμάς, αλλά εκείνος είναι, νομίζω, ο πιο ελεεινός από τους δυο τους. Ναι, Μεγάλε Πατέρα.»
«Δοκιμάζεις την υπομονή μου, Δικαστή,» είπε ο ιερέας, και το άλογό του, απρόσμενα, χρεμέτισε δυνατά, ανασηκώθηκε στα πισινά του πόδια, και, περνώντας πάνω από το δεμένο εξιλαστήριο θύμα, βρόντησε τις μπροστινές του οπλές στο έδαφος κοντά στον γέρο-Δικαστή.
Εκείνος, περισσότερο από τον τρόμο του παρά από οτιδήποτε άλλο, σωριάστηκε, βογκώντας και βαριανασαίνοντας. Το ραβδί έφυγε από το χέρι του.
Η Λειτουργός γονάτισε πλάι του. «Μεγάλε Πατέρα, σας ικετεύω!» φώναξε. «Συγχωρέστε μας. Αν αυτή η θυσία δεν ευχαριστεί τον Θεό, πάρτε όποιον άλλο άνθρωπο του χωριού μας επιθυμείτε!»
Ο ιερέας κοίταξε τον δεμένο άντρα κάτω από το άλογό του. Ήταν τρομοκρατημένος· τα μάτια του ήταν, καταφανώς, τα μάτια ενός τρελού. Ο ιερέας έβαλε το άλογό του να κάνει μερικά βήματα χωρίς να τον ποδοπατήσει, και πρόσταξε τους Ιερούς Φρουρούς: «Πάρτε τον! Προσφέρετέ τον στον Θεό.
»Κι επίσης,» ο ιερέας ύψωσε το χέρι του δείχνοντας, «αυτόν τον γέρο.»
Δύο Ιεροί Φρουροί πήδησαν από τις σέλες των αλόγων τους και, παίρνοντας τις καραμπίνες τους μαζί τους, πλησίασαν τον πεσμένο Δικαστή. Τα φώτα του χωριού, δαυλοί και λάμπες λαδιού, αντανακλούσαν επάνω στα κλειστά σιδερένια κράνη τους.
«Όχι!» ούρλιαξε ο Δικαστής. «Όχι εμένα! Είμαι ο Δικαστής! Είμαι ο Δικαστής του χωριού! Είμαι–!»
«Όλοι!» τον διέκοψε η φωνή του ιερέα σαν αστροπελέκι. «Όλοι! είμαστε ίσοι υπό το Βλέμμα του Θεού, γέρο! Όλοι!»
«Είμαι ο Δικαστής είμαι ο Δικαστής είμαι ο Δικαστής–» κλαψούριζε ο γέρος καθώς προσπαθούσε αδύναμα να αντισταθεί στους Ιερούς Φρουρούς που τον άρπαζαν από τα ρούχα του και τον τραβούσαν. Η Λειτουργός δεν έκανε καμία κίνηση για να τον βοηθήσει, ούτε και κανένας άλλος συγχωριανός του. Σε ορισμένων, μάλιστα, τα μάτια ευχαρίστηση φάνηκε να γυαλίζει.
«Μην κάνετε κακές σκέψεις για τον Δικαστής σας,» είπε ο ιερέας: και η φωνή του έμοιαζε ν’αντηχεί, σχεδόν εξωπραγματικά, σ’ολόκληρο το χωριό. «Γιατί δεν είναι πάρα κάποιος που ανήκει στον Θεό – και Εκείνος ήταν που θέλησε να του δώσει τέλος. Και όλοι σας επίσης ανήκετε στον Θεό – όπως κι εγώ ο ίδιος!» φώναξε ο ιερέας. Ύψωσε το χέρι του για να κάνει μια ημικυκλική χειρονομία. «Ολόκληρος τούτος ο κόσμος είναι δικός Του! Εμείς δεν είμαστε παρά υπηρέτες, πολεμιστές, και λειτουργοί του. Γονατίστε! ΓΟΝΑΤΙΣΤΕ!»
Και οι χωρικοί έπεσαν στα γόνατα, κατεβάζοντας τα κεφάλια τους στη γη.
Τα άλογα χλιμίντρισαν, χτυπώντας τα πόδια τους.
Ένας από τους Ιερούς Φρουρούς κοπάνησε τον γέρο-Δικαστή στο κεφάλι, με την πίσω μεριά της καραμπίνας του, καθώς εκείνος ακόμα προσπαθούσε ν’αντισταθεί κλαίγοντας και φωνάζοντας.
«Με το μαλακό, ανόητοι!» είπε ο ιερέας, θυμωμένα. «Δεν είναι για σας να τον θανατώσετε, αλλά για τον Θεό!»
«Μας συγχωρείτε, Μεγάλε Πατέρα,» μουρμούρισαν οι δύο Φρουροί που τραβούσαν τον Δικαστή.
Συγχρόνως, άλλοι δύο Φρουροί έπαιρναν από το έδαφος τον δεμένο άντρα, σηκώνοντας τον με ευκολία στα χέρια. Ήταν όλοι τους γεροδεμένοι, και φάνταζαν σκληροτράχηλοι και εφιαλτικοί με τα σιδερένια τους κράνη, τις κάπες, τις πέτσινες πανοπλίες, και τα μεγάλα σπαθιά στις πλάτες τους.
Ο γέρο-Δικαστής και ο νεότερος άντρας μεταφέρθηκαν έξω από το χωριό, μερικές δεκάδες μέτρα μέσα στο δάσος· και ο ιερέας επέβλεπε καθώς οι Ιεροί Φρουροί κάρφωναν πασσάλους στο χώμα, τους στερέωναν καλά, και έδεναν επάνω τους τους δύο θυσιαζόμενους, ανάποδα, με το κεφάλι προς τη γη και τα πόδια προς τον ουρανό. Έπειτα τους έγδυσαν, σκίζοντας τα ρούχα τους με ξιφίδια και με απότομα τραβήγματα. Τους άφησαν ολόγυμνους.
Όταν τους έβγαλαν και τα φίμωτρά τους, εκείνοι άρχισαν αμέσως να φωνάζουν και να εκλιπαρούν.
«Ο Θεός δεν επιθυμεί ν’ακούσει τα λόγια τους,» είπε ο ιερέας, καθώς τους παρατηρούσε από κάποια απόσταση, καθισμένος στο άλογό του.
Οι Ιεροί Φρουροί δεν δίστασαν καθόλου: άνοιξαν με τη βία τα στόματα των δύο δεμένων αντρών και τους έκοψαν τις γλώσσες ενώ εκείνοι έσκουζαν. Το αίμα τους έτρεξε στη γη, για να ποτίσει το χώμα.
Δεν θ’αργούσαν να πεθάνουν έτσι ανάποδα όπως κρέμονταν. Και τα σώματά τους θα έμεναν εκεί για μέρες, ώσπου να τα κατασπαράξουν τα ζώα του δάσους και τα πουλιά, στέλνοντας τις σάρκες πίσω στη διάσταση που τις είχε γεννήσει.
Οι χωρικοί, μακριά από το σημείο της θυσίας, κλεισμένοι στα σπίτια τους, προσεύχονταν τα δαιμονικά πράγματα να μην ξαναπαρουσιάζονταν κοντά στο χωριό τους.
Δυστυχώς, οι προσευχές τους δεν θα εισακούγονταν. Ο Θεός πρέπει να ήταν πολύ θυμωμένος μαζί τους…
*
Ήταν απόγευμα όταν έφτασε στο δάσος στα νοτιοανατολικά, και αισθανόταν κουρασμένη από τη Μαγγανεία Κινήσεως.
Καθώς οι πόρτες του οχήματος άνοιγαν, βγήκε από το μικρό ενεργειακό κέντρο του, στάθηκε πάνω στο χόρτο, και ίσιωσε τη μέση της για να ξεπιαστεί.
Το μοναδικό δάσος στη Χάρνταβελ δεν ήταν το μεγάλο δάσος στην καρδιά της διάστασης – το Κεντροδάσος, όπως το έλεγαν οι γηγενείς – το οποίο τυλιγόταν, σαν φίδι που τρώει την ουρά του, γύρω από μια ερημιά όπου δεν φύτρωνε τίποτα και όπου έβρισκε κανείς μονάχα πέτρες και ξερή άμμο. Υπήρχαν κι άλλα δάση στη Χάρνταβελ, από δω κι από κει, σε διάφορα σημεία της διάστασης, αλλά πολύ μικρότερα από το Κεντροδάσος. Σπάνια εκτείνονταν πάνω από εκατό χιλιόμετρα.
Η Αρίνη’σαρ αντίκριζε τώρα ένα απ’αυτά. Ένα από τα μεγαλύτερα, για την ακρίβεια. Το όχημά της είχε σταματήσει στις παρυφές του, εκεί όπου η χορταριασμένη πεδιάδα τελείωνε και η πυκνή βλάστηση ξεκινούσε.
Οι στρατιώτες που ήταν μαζί με την Αρίνη έκλεισαν τις πόρτες του οχήματος κι έκαναν να τις κλειδώσουν. Αλλά εκείνη τούς σταμάτησε μ’ένα ύψωμα του χεριού.
«Αφήστε το,» είπε. «Ποιος θα το πάρει εδώ πέρα;» Εκτός του ότι δεν φαινόταν πουθενά γύρω να υπάρχει ψυχή, οι περισσότεροι γηγενείς της Χάρνταβελ δεν ήξεραν πώς να οδηγούν ενεργειακά οχήματα. Αλλά, ακόμα κι αν ήξεραν, πάλι ήθελαν μάγο για να κινήσουν το συγκεκριμένο. Ήταν μεταβαλλόμενο: μπορούσε να πάρει δύο μορφές – εξάτροχο όχημα ξηράς και πλοιάριο για τους ποταμούς. Και τέτοια οχήματα/σκάφη ήταν τόσο περίπλοκα που απαιτούσαν τη χρήση της Μαγγανείας Κινήσεως για να λειτουργήσουν σωστά και να μην κάψουν τον εαυτό τους.
Οι στρατιώτες υπάκουσαν την Αρίνη χωρίς δισταγμό. Ήταν μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών· ήταν η αρχηγός ετούτης της ερευνητικής αποστολής· και ήταν σύζυγος του ταγματάρχη τους, Τέρι Κάρμεθ.
Η Αρίνη’σαρ έστρεψε πάλι το βλέμμα της στο δάσος, και υψώνοντας τα χέρια της άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, ενώ τα δάχτυλά της διέγραφαν σχήματα στον αέρα. Όλ’αυτά ήταν διαταγές: η Αρίνη πρόσταζε το σύμπαν να φέρει στο μυαλό της τις πληροφορίες που ήθελε, να διευρύνει τις αισθήσεις της με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να δει τις ενέργειες που πιθανώς να περιφέρονταν σε τούτο το μέρος.
Δεν εντόπισε, όμως, τίποτα το ασυνήθιστο.
Διέκοψε το ξόρκι, απογοητευμένη γι’ακόμα μια φορά. Συνεχώς μάθαινε για παράξενες εμφανίσεις σε διάφορα μέρη της Χάρνταβελ, αντικατοπτρισμούς, εικόνες χωρίς ύλη· αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, και πώς, συνέβαινε αυτό. Νόμιζε ότι επρόκειτο για κάποια αραίωση στα τοιχώματα της διάστασης, μα δεν κατόρθωνε να το εξηγήσει ούτε να το επιβεβαιώσει. Είχε ταξιδέψει ακόμα και στη Ρελκάμνια, τη διάσταση-έδρα της Παντοκρατορίας, και είχε επισκεφτεί τη Συγκεντρωτική Ακαδημία Μαγικών Τεχνών (όπου, παλιά, είχε διδαχθεί την τέχνη της ως μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών), μήπως εκεί μπορούσε να βρει κάποια απάντηση στα ερωτηματικά της. Τίποτα, όμως, δεν είχε καταφέρει να ανακαλύψει. Τίποτα που να τη βοηθά άμεσα.
Όπως και εδώ, τώρα.
Από τη μελέτη της στη Σ.Α.Μ.Τ., είχε καταλήξει εκεί όπου είχε καταλήξει και πριν, ούτως ή άλλως. Υπήρχε κάποια ανεξήγητη αραίωση στα διαστασιακά τοιχώματα της Χάρνταβελ. Συνήθως, βέβαια, όταν συνέβαινε αυτό – σπάνιο, εξαιρετικά σπάνιο, καθώς ήταν – οι «αντικατοπτρισμοί» παρουσιάζονταν σε συγκεκριμένα μέρη πάντα, και δεν εξαφανίζονταν: έμεναν εκεί, σαν φασματικά ολογράμματα. Ή, εξαφανίζονταν μετά από καιρό: μετά από χρόνια· μετά από αιώνες ολόκληρους, ή χιλιετίες, πολλές φορές. Ουσιαστικά, από τη μια διάσταση έβλεπες μέσα σε κάποια άλλη που συνόρευε μ’αυτήν. Ήταν σαν να έχεις δύο γυάλες δίπλα-δίπλα. Και των δύο τα τοιχώματα ήταν καπνισμένα, σκούρα· σε κάποιο σημείο, όμως, το τζάμι είχε καθαρίσει ελαφρώς, και αυτοί που ήταν μέσα στη μία γυάλα μπορούσαν να δουν τι γινόταν στην άλλη γυάλα. Βέβαια, τούτο δεν ήταν παρά ένα απλοϊκό παράδειγμα για τις αραιώσεις των διαστασιακών τοιχωμάτων· γιατί, συνήθως, οι κάτοικοι της μίας διάστασης μπορούσαν να δουν μέσα στην άλλη διάσταση αλλά το αντίστροφο δεν συνέβαινε.
Η συγκεκριμένη περίπτωση με την οποία είχε καταπιαστεί η Αρίνη, όμως, ήταν διαφορετική από αυτές τις περιπτώσεις. Εδώ, στη Χάρνταβελ, οι αντικατοπτρισμοί παρουσιάζονταν και χάνονταν πολύ γρήγορα. Τους έβλεπε ένας κυνηγός μέσα στα δάση, έτρεχε να το πει στους συγχωριανούς του, και μετά δεν υπήρχε πια καμία φασματική εικόνα.
Οι ιερείς της Χάρνταβελ, αναμενόμενα, έδιναν τη δική τους εξήγηση. Ο Θεός ήταν οργισμένος, έλεγαν, και απαιτούσε θυσίες. Ανθρωποθυσίες. Είχαν έρθει ακόμα και για να απαιτήσουν θυσίες από τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας. Το θράσος τους!… Απίστευτο…
Θανατώνοντας ανθρώπους – κρεμώντας τους ανάποδα κι αφήνοντας το αίμα να πάει στο κεφάλι τους για να τους σκοτώσει – νόμιζαν ότι εξευμένιζαν τον Θεό της διάστασης: κι επομένως, ότι αυτό βοηθούσε τα σπαρτά τους, τη γονιμότητα… και ότι έδιωχνε τους δαίμονες.
Τρελοί ήταν, όλοι τους!
Η Αρίνη’σαρ είπε στους στρατιώτες της: «Ελάτε,» και μπήκε πρώτη στο δάσος, ενώ εκείνοι απλώνονταν γύρω της σαν προστατευτική ασπίδα, με τα όπλα τους στα χέρια: τουφέκια και πιστόλια.
Η Αρίνη κοίταζε τη βλάστηση ολόγυρα καθώς βάδιζαν, και υποτονθόρυζε τα λόγια του Ξορκιού Ενεργειακής Ανιχνεύσεως για να διατηρεί τις αισθήσεις της μαγικά διευρυμένες και να εντοπίσει αν κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε εδώ: κάτι που είχε να κάνει με τις ενέργειες ετούτου του τόπου.
Κανονικά, δε θα έπρεπε να χρησιμοποιεί ξόρκια τώρα, ύστερα από τόσες ώρες που χρησιμοποιούσε τη Μαγγανεία Κινήσεως για να φέρει το μεταβαλλόμενο όχημά της εδώ. Κανονικά, θα έπρεπε να ξεκουραστεί και να μπει το πρωί στο δάσος για να ερευνήσει. Καθότι Ερευνήτρια, όμως, ήταν πανεύκολο για εκείνη να κάνει ξόρκια όπως το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως. Ήταν σχεδόν σαν να περπατά, σχεδόν σαν να διαβάζει. Δεύτερη φύση. Αν ωστόσο εντόπιζε κάτι σημαντικό κι έπρεπε να το ερευνήσει πιο διεξοδικά, τότε σίγουρα θα χρειαζόταν ξεκούραση πρώτα.
Οι σκιές πύκνωναν μέσα στο δάσος, καθώς η μάγισσα και οι στρατιώτες της το διέσχιζαν αργά. Το σκοτάδι της νύχτας πλησίαζε. Και η Αρίνη δεν έβρισκε τίποτα, γι’ακόμα μια φορά. Δεν ήξερε πού ακριβώς σε τούτο το μέρος είχε παρουσιαστεί ο αντικατοπτρισμός – οι κατάσκοποι του άντρα της απλώς είχαν πει ότι ένας κυνηγός που είχε έρθει εδώ, στη δυτική μεριά αυτού του δάσους, είχε δει ένα μεγάλο χάσμα να παρουσιάζεται ξαφνικά εμπρός του και πάνω απ’το χάσμα να κρέμεται κάτι φωτεινό, σαν μικρός ήλιος, αστέρι, ή φεγγάρι: μια σφαίρα φωτός – η Αρίνη, επομένως, όφειλε να ερευνήσει ολόκληρη την περιοχή με την ελπίδα ότι ίσως να εντόπιζε κάτι. Οτιδήποτε.
Και δεν ήταν μόνο από επιστημονική περιέργεια που ερχόταν και έψαχνε (αν και, ως Ερευνήτρια, όφειλε να ομολογήσει ότι της είχε δημιουργηθεί πολύ έντονη περιέργεια για το όλο θέμα)· ήταν για λόγους σταθερότητας της διάστασης. Ο Τέρι τής είχε πει ότι φοβόταν πως θα έχαναν τον έλεγχο της Χάρνταβελ αν οι εντάσεις με τους ιερείς συνέχιζαν να κλιμακώνονται. Η συγκομιδή ήταν άσχημη, τελευταία. Υπήρχε υπογονιμότητα – όχι μόνο στα ζώα αλλά και στους ανθρώπους, έλεγαν. Και τώρα, παρουσιάζονταν κι αυτοί οι μυστηριώδεις αντικατοπτρισμοί παντού στη διάσταση. Οι ιερείς είχαν βαλθεί να λύσουν το πρόβλημα επαναφέροντας το παλιό έθιμο της ανθρωποθυσίας. Και οι γηγενείς δεν έδειχναν να διαφωνούν μ’αυτές τις παράλογες μεθόδους. Οι άνθρωποι της Χάρνταβελ θα έπρεπε, λογικά, να φιλάνε τα πόδια μας, που ήρθαμε στη διάστασή τους για να τους σώσουμε από τους ιερείς τους, έλεγε ο Τέρι· αλλά δεν είναι λογικοί. Δεν ξέρουν τι θα πει λογική. Πλησιάζουν να είναι τρελοί!
Πραγματικά νόμιζαν ότι ο Θεός τους θα διόρθωνε το πρόβλημα στη Χάρνταβελ; Η Αρίνη απορούσε.
Όπως και να ήταν, πάντως, οι εξάρσεις με τους ιερείς είχαν αρχίσει επειδή, καταφανώς, κάτι δεν πήγαινε καλά στη διάσταση – κάτι ανεξήγητο. Αν λοιπόν η Αρίνη κατόρθωνε να φτάσει στην καρδιά του προβλήματος και να βρει τρόπο για να το λύσει, τότε και οι εξάρσεις θα έπαυαν. Αν δεν παρουσιάζονταν μυστηριώδεις αντικατοπτρισμοί κι αν δεν υπήρχε χαμηλή συγκομιδή και υπογονιμότητα, οι ιερείς δεν θα είχαν πια λόγο να κάνουν ανθρωποθυσίες.
Ήταν, όμως, αυτά τα τρία πράγματα – αντικατοπτρισμοί, χαμηλή συγκομιδή, υπογονιμότητα – συνδεδεμένα κάπως; Η Αρίνη πίστευε πως ναι. Πίστευε πως ήταν οι όψεις ενός και μόνο προβλήματος.
Το ξόρκι της δεν τη βοηθούσε. Δεν έβρισκε καμία ασυνήθιστη ενεργειακή μορφή. Τίποτα που να της τραβά την προσοχή. Και η νύχτα είχε πια έρθει· το δάσος είχε σκοτεινιάσει, ορισμένοι στρατιώτες είχαν ανάψει ενεργειακές λάμπες για να βλέπουν. Απόμακρα, ακούγονταν τα φτεροκοπήματα κάποιων πουλιών.
Η Αρίνη’σαρ, κουρασμένη, διέκοψε το ξόρκι της. Κι αισθάνθηκε σαν μουδιασμένη καθώς οι αισθήσεις της έπαψαν να είναι μαγικά διευρυμένες, σαν ο κόσμος όλος να είχε ξαφνικά γίνει βαρετός και γκρίζος.
«Φεύγουμε,» είπε στους στρατιώτες της, απογοητευμένα. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ.»
Και βάδισαν προς τα εκεί όπου είχαν αφήσει το μεταβαλλόμενο όχημά τους, στις δυτικές παρυφές του δάσους.
Δεν μπορώ να κάνω το παραμικρό, σκεφτόταν η Αρίνη, θυμωμένα. Τι γίνεται σ’ετούτη την καταραμένη διάσταση; Είναι σαν να πλησιάζει κάποια άλλη διάσταση, να απομακρύνεται απ’αυτήν, να την ξαναπλησιάζει, να απομακρύνεται και πάλι… Και όχι πάντοτε από την ίδια μεριά… Λες και πρόκειται για εκκρεμές. Μια κλωστή με μια σφαίρα δεμένη στο πέρας της. Η σφαίρα χτυπά σ’έναν τοίχο – όχι πάντα από την ίδια μεριά – και μετά απομακρύνεται, για να ξαναχτυπήσει στον τοίχο ύστερα από λίγο.
Ή ίσως, σκέφτηκε η Αρίνη, να συμβαίνει κάτι διαφορετικό αντικειμενικά αλλά ίδιο υποκειμενικά, για εμάς που το βλέπουμε από το εσωτερικό της Χάρνταβελ… Ίσως πολλές άλλες διαστάσεις να χτυπούν πάνω σε διάφορα σημεία των τοιχωμάτων της ενώ εκείνη παραμένει ακίνητη. Αν πάντως τα πράγματα ήταν έτσι, τότε μπορεί αυτές οι διαστάσεις να μην ήταν διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος, γιατί οι περιγραφές όσων είχαν δει τους αντικατοπτρισμούς δεν θύμιζαν τίποτα συγκεκριμένο στην Αρίνη.
Περίπλοκο… Πολύ περίπλοκο, ό,τι κι αν συμβαίνει εδώ…
Ή ίσως να είναι απλό, αλλά η οπτική γωνία μας να το κάνει δύσκολο–
«Προσοχή!» Η φωνή ενός στρατιώτη έσχισε τη σιγαλιά του δάσους.
Η Αρίνη στράφηκε ξαφνιασμένη, και είδε τους πολεμιστές γύρω της να υψώνουν τα όπλα τους προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Και από εκείνη τη μεριά, μέσα από τα σκοτάδια του δάσους, φωτισμένο από τις ενεργειακές λάμπες, ξεπρόβαλε κάτι που η μάγισσα δεν είχε ξαναδεί εδώ, στη Χάρνταβελ, ή πουθενά αλλού.
Ένα πλάσμα σαν μακρύ σκουλήκι, αλλά μεγαλύτερο από άνθρωπο. Στη μπροστινή του μεριά είχε τέσσερα γυαλιστερά μάτια και ένα ζευγάρι μεγάλες δαγκάνες. Το σώμα του σκεπαζόταν από λευκό τρίχωμα, μυτερό, που έφερνε στο νου πολλές όρθιες βελόνες. Τα πόδια του ήταν πολλά (η Αρίνη δεν μπορούσε τώρα, μέσα στα σκοτάδια, να τα μετρήσει), άτριχα, και κοκαλιάρικα. Βασικά, θύμιζαν σκέτα κόκαλα.
Και το πλάσμα δεν φαινόταν φιλικό. Αντικρίζοντάς τους, όρμησε κατευθείαν προς τον πρώτο Παντοκρατορικό πολεμιστή, ανοίγοντας τις μεγάλες δαγκάνες του και βγάζοντας ένα σύριγμα που ακούστηκε σαν τον δυνατό άνεμο που περνά από μια στενή, πολύ στενή οπή.
Ο στρατιώτης – ένας απ’αυτούς που κρατούσαν λάμπες – ύψωσε το πιστόλι του και πυροβόλησε – αλλά μετά οι δαγκάνες είχαν κλείσει γύρω από το στήθος του, παγιδεύοντάς τον. Αίμα τινάχτηκε, βάφοντας τη λευκή στολή του, και ο άντρας κόπηκε στα δύο σαν από την επίθεση πελώριου ψαλιδιού.
Οι άλλοι είχαν ήδη αρχίσει να πυροβολούν, με τουφέκια και πιστόλια. Το κροτάλισμά τους γέμισε τη νύχτα.
Η Αρίνη τράβηξε το δικό της πιστόλι από τη ζώνη της και, κρατώντας το με τα δύο χέρια, πυροβόλησε κι εκείνη.
Ένα από τα μάτια του πελώριου σκουληκιού διαλύθηκε. Υγρά τινάζονταν απ’όλο του το σώμα, παχύρρευστα και ημιδιαφανή. Συρίζοντας δαιμονισμένα, χίμησε πάλι καταπάνω στους στρατιώτες, αλλά εκείνοι τώρα περίμεναν την επίθεσή του κι έτρεξαν να το αποφύγουν. Παρ’όλ’αυτά, ένας τους σκόνταψε σε κάποια ρίζα, σωριάστηκε, και οι δαγκάνες του τέρατος έκλεισαν πάνω στα πόδια του και τα έκοψαν στο ύψος του μηρού. Τα ουρλιαχτά του άντρα ήταν το κάτι άλλο, καθώς αίματα πηδούσαν στον αέρα από τις κατεστραμμένες αρτηρίες.
Η Αρίνη αισθανόταν έτοιμη να ξεράσει· πήρε το βλέμμα της από τον χτυπημένο στρατιώτη, συνεχίζοντας να πυροβολεί το τέρας.
Το πελώριο σκουλήκι πέρασε πάνω από τον άντρα με τα κομμένα πόδια, πατώντας τον, προσπαθώντας να φτάσει τους υπόλοιπους, ενώ σφαίρες το έλουζαν και το λευκό τρίχωμά του είχε γεμίσει από τα ζωτικά του υγρά, τα μάτια του ήταν μισοτυφλωμένα, οι δαγκάνες του ανοιγόκλειναν σπασμωδικά.
Η Αρίνη και οι πολεμιστές της απομακρύνθηκαν κι άλλο από το τέρας, και μετά εκείνο έπαψε να κινείται.
Ήταν νεκρό.
Για μια στιγμή, απόλυτη σιγή βασίλεψε.
Ύστερα, η Αρίνη ρώτησε με τρεμάμενη φωνή: «Το… το έχετε ξαναδεί αυτό;»
«Όχι, κυρία,» αποκρίθηκε ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος – ένας γαλανόδερμος, ψηλός άντρα που υπηρετούσε υπό τις διαταγές του συζύγου της Αρίνης από παλιά. «Ποτέ δεν έχω ακούσει να παρουσιάζεται κάτι τέτοιο στα δάση της Χάρνταβελ.»
Η Αρίνη ένευσε. «Ούτε κι εγώ.»
Θηκάρωσε το πιστόλι της και βάδισε, προσεχτικά, προς το νεκρό τέρας. Οι στρατιώτες την ακολούθησαν, με τα δικά τους όπλα ακόμα υψωμένα. Ορισμένοι άλλαξαν γεμιστήρα.
«Τα Γένια του Κρόνου…» μουρμούρισε η Αρίνη’σαρ, σταματώντας μπροστά στο νεκρό ανέγνωρο πλάσμα και ατενίζοντάς το. Πουθενά δεν το είχε ξαναδεί, όχι μόνο στη Χάρνταβελ. Ακόμα και στη Φεηνάρκια, όπου μπορούσες να βρεις ένα σωρό επικίνδυνα θηρία, η Αρίνη δεν νόμιζε ότι υπήρχε ένα σκουλήκι σαν αυτό.
«Θα το πάρουμε μαζί μας,» είπε στους στρατιώτες. «Έχετε αλυσίδες, ώστε να το τραβήξετε;»
«Εδώ όχι, κυρία,» αποκρίθηκε ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος. «Αλλά στο όχημα υπάρχουν. Ελπίζω να είναι αρκετές.»
«Αν δεν είναι αρκετές, θα πάμε να πάρουμε αλυσίδες ή σχοινιά – ό,τι έχουν – από κάποιο κοντινό χωριό. Το θέλω μαζί μας αυτό το πλάσμα, Ανθυπολοχαγέ. Πρέπει να το μεταφέρουμε στην Ερρίθια. Γιατί απορώ πώς είναι δυνατόν να βρέθηκε εδώ.»
«Από εδώ, κύριε. Παρακαλώ,» είπε ο υπηρέτης, καθώς οδηγούσε τον Γεράρδο μέσα στα προσωπικά διαμερίσματα του Βασιληά. Στάθηκε πλάι σε μια μισάνοιχτη πόρτα και την έσπρωξε ελαφρώς.
Ο Γεράρδος, περνώντας δίπλα από τον υπηρέτη, μπήκε σ’ένα δωμάτιο σχετικά μικρό για τα δεδομένα του βασιλικού παλατιού της Απαστράπτουσας. Και βρέθηκε ν’αντικρίζει τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο– Βασιληά Ανδρόνικο και τη Βασίλισσά του, Αντίκλεια’χοκ. Εκείνος καθόταν πίσω από ένα μεγάλο ξύλινο γραφείο, ντυμένος με λευκό πουκάμισο με ψηλούς γιακάδες· τα μακριά, ξανθά του μαλλιά έπεφταν στους ώμους του, γυαλίζοντας στο πρωινό φως που έμπαινε από το παράθυρο· τα μούσια του ήταν προσεχτικά κομμένα και καλοχτενισμένα. Η Αντίκλεια στεκόταν όρθια, μερικά βήματα πλάι στο γραφείο, χρυσόδερμη, καστανομάλλα, ντυμένη μ’ένα μακρύ γαλανό φόρεμα. Φαινόταν να μιλά στον σύζυγό της λίγο προτού μπει ο Γεράρδος, και καθώς εκείνος μπήκε, στράφηκε στο μέρος του και τον χαιρέτησε.
Ο Γεράρδος έκανε μια σύντομη υπόκλιση. «Καλημέρα, Μεγαλειοτάτη.» Και προς τον Ανδρόνικο: «Μεγαλειότατε.»
«Δεν υπάρχει λόγος για τυπικότητες εδώ, Γεράρδε,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Μεταξύ μας είμαστε. Κάθισε» – έδειξε μια καρέκλα αντίκρυ του – «πρέπει να σου μιλήσω.» Και προς τη Βασίλισσα: «Αντίκλεια, μας αφήνεις;»
Το βλέμμα της ήταν δυσαρεστημένο, παρατήρησε ο Γεράρδος, σαν η Βασίλισσα να πίστευε ότι ο Ανδρόνικος την απέκλειε από κάτι που κανονικά θα έπρεπε να μοιράζεται μαζί της. Χωρίς να μιλήσει, έφυγε από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Ο Γεράρδος κάθισε στην καρέκλα αντίκρυ στον Πρίγκιπα της Επανάστασης.
«Για τη Χάρνταβελ θέλω να σου μιλήσω,» του είπε ο Ανδρόνικος· κι αν έκρινε κανείς από το συνοφρύωμά του, πρέπει να ήταν κάτι που τον απασχολούσε αρκετά.
Δε μ’αρέσει αυτό… «Ελπίζω να μπορώ να βοηθήσω, Πρίγκιπά μου. Όπως γνωρίζετε, έχω φύγει εδώ και χρόνια από αυτή τη διάσταση.»
«Γεννήθηκες, όμως, εκεί. Σίγουρα, κάτι πρέπει να ξέρεις παραπάνω από εμένα…»
«Θα το μάθουμε αυτό σύντομα,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα και σταυρώνοντας τα χέρια του εμπρός του. Ο Πρίγκιπας, λοιπόν, θέλει μόνο τη συμβουλή μου; Δεν ήθελε να τον στείλει στη Χάρνταβελ για ερευνητικούς σκοπούς, όπως φοβόταν ο Γεράρδος; Δεν θα έστελνε εκεί κάποια ομάδα, όπως υποψιαζόταν ο Φαρνέλιος; Η Βατράνια θ’απογοητευτεί, ίσως…
«Το δίκτυό μου στη Χάρνταβελ δεν είναι τόσο καλό όσο σε άλλες διαστάσεις,» είπε ο Ανδρόνικος. «Υπάρχουν αρκετοί επαναστάτες εκεί, αλλά δεν αναφέρουν όλοι σε μένα. Κάποιες πληροφορίες έρχονται, κάποιες όχι. Οι ιερείς της Χάρνταβελ είναι που ελέγχουν τους περισσότερους επαναστάτες, και, παρότι οι ιερείς είναι εναντίον της Παντοκράτειρας, δεν μου αποκαλύπτουν πολλά για τις κινήσεις τους, ούτε ζητάνε συχνά βοήθεια. Προτιμούν ό,τι κάνουν να το κάνουν μόνοι τους, και απλά να δέχονται κάποια εφόδια που τους στέλνω. Προσωπικά, δεν έχω κανένα πρόβλημα μ’αυτό· η Χάρνταβελ είναι η διάστασή τους. Όπως έχω ξαναπεί σε διάφορα άτομα, δεν είναι ο σκοπός μου να αντικαταστήσω την Παντοκράτειρα αλλά να βοηθήσω τους ανθρώπους της κάθε διάστασης να ελευθερωθούν από τον ζυγό της ώστε να μπορούν να κυβερνήσουν τον εαυτό τους όπως νομίζουν.
»Παρά τη σχετική… έλλειψη συνεργασίας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, όμως, κάποιες πληροφορίες φτάνουν σε μένα, κυρίως από ανθρώπους που πηγαινοέρχονται ανάμεσα στην Απολλώνια και στη Χάρνταβελ. Όπως θα ξέρεις, υπάρχει διαστασιακή δίοδος από εδώ για εκεί και αντιστρόφως…»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Το γνωρίζω, Πρίγκιπά μου. Στον Μαύρο Ποταμό, ο οποίος είναι, θα μπορούσε κανείς να πει, συνέχεια του Μεγάλου Ποταμού της Χάρνταβελ, αν οι ποταμοί διασχίζουν τις διαστάσεις.»
«Ακριβώς,» είπε ο Ανδρόνικος. «Και ευτυχώς τα προβλήματα που συναντά κανείς για να πάει από την Απολλώνια στη Χάρνταβελ είναι λίγα. Οι Παντοκρατορικοί δεν σταματούν τα πλοία, κατά κανόνα. Δεν θεωρούν τη Χάρνταβελ και τόσο σημαντική. Παρότι η ισχύς των ιερέων εκεί τούς ενοχλεί γιατί δεν μπορούν να διαλύσουν το ιερατείο, βλέπουν ότι είναι μικρή διάσταση και όχι πολύ εξελιγμένη, όπως αυτοί θεωρούν την εξέλιξη.»
«Από τη Χάρνταβελ, όμως, θα μπορούσαν να επιτεθούν στην Απολλώνια στέλνοντας στρατεύματα μέσω της διαστασιακής διόδου στον Μαύρο Ποταμό, δεν θα μπορούσαν, Πρίγκιπά μου;»
«Δεν τους συμφέρει,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «γιατί αυτή τη διαστασιακή δίοδο εύκολα την προστατεύουμε αν θέλουμε, και γιατί η Χάρνταβελ δεν συνδέεται με τον Αιθέρα. Δεν έχουν τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν γρήγορα τους στρατούς τους εκεί, καθώς πρέπει να τους φέρουν είτε μέσω της Φεηνάρκια είτε μέσω της Διάστασης του Φωτός – κι αυτοί οι δρόμοι δεν είναι και οι καλύτεροι. Επομένως, προτιμούν να μας χτυπούν από το Βόρειο Μέτωπο. Ένα μέρος της Απολλώνιας είναι ακόμα δικό τους, Γεράρδε, μην το ξεχνάς· δεν τους έχω αποτινάξει τελείως από εδώ – αν και, όντως, τα περισσότερα εδάφη της διάστασης είναι ελεύθερα από αυτούς.
»Αλλά δεν σε έφερα εδώ για να μιλήσουμε για την Απολλώνια… Από τη Χάρνταβελ μού ήρθε μια πληροφορία πρόσφατα: ότι κάποιες… οπτασίας, ή αντικατοπτρισμοί, παρουσιάζονται σε διάφορα μέρη της διάστασης. Το έχεις ξανακούσει;»
Ο Γεράρδος συνοφρυώθηκε. Οπτασίες; Αντικατοπτρισμοί; «Όχι. Τι ακριβώς βλέπουν;»
«Εικόνες,» είπε ο Ανδρόνικος. «Σαν ολογράμματα, απ’ό,τι κατάλαβα. Αντανακλάσεις από τόπους που δεν ανήκουν στη Χάρνταβελ. Και συγχρόνως, λέγεται πως έχουν υπογονιμότητα στη διάσταση, καθώς και κακή συγκομιδή. Οι ιερείς πιστεύουν ότι όλα αυτά μπορούν να τα λύσουν κάνοντας ανθρωποθυσίες. Πιστεύουν ότι ο Θεός της Χάρνταβελ είναι δυσαρεστημένος.»
Ο Θεός είναι δυσαρεστημένος… Θα έχουν δει σημάδια…
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
—Υπάρχουν άσχημα σημάδια εδώ, Άρχοντά μου,
λέει ο ιερέας, αφού βάδισε το χωράφι από τη μια άκρη ώς την άλλη και κοίταξε τον ουρανό και τη γη.
Η όψη του γηραιού Άρχοντα φανερώνει κάτι ανάμεσα σε φόβο και θυμό.
—Τι άσχημα σημάδια, Μεγάλε Πατέρα;
—Αυτό αφορά μόνο τον Θεό και εμένα, Άρχοντα Ερρίκε. Η γλώσσα που μιλάω μαζί του δεν είναι για εσένα.
—Ασφαλώς, Μεγάλε Πατέρα. Με συγχωρείτε.
—Δεν θα σπείρεις ξανά τούτο τον τόπο παρά μόνο αφού έχουν περάσει τρία χρόνια. Αλλιώς, τα σπαρτά σου συνεχώς θα πεθαίνουν, και τίποτα δεν θα μπορεί να γίνει. Ούτε εγώ θα μπορώ να σε βοηθήσω.
Ο ιερέας, τότε, βλέπει πίσω από τον Άρχοντα Ερρίκο μια κοπέλα να έρχεται, να βαδίζει στο ξερό χωράφι. Το φόρεμά της, φαρδύ και κόκκινο, αναδεύεται γύρω από το όμορφο σώμα της. Τα μαλλιά της, ξανθά, μακριά, σγουρά, αστράφτουν στον ήλιο. Και ο ιερέας νομίζει ότι είναι το πιο ωραίο θέαμα που έχει αντικρίσει.
—Ποια είναι αυτή η κοπέλα;
Ο Άρχοντας ξαφνιάζεται από την ερώτηση. Μετά καταλαβαίνει ότι ο ιερέας κοιτάζει πάνω από τον ώμο του. Στρέφει το βλέμμα του και ατενίζει κι εκείνος προς την ίδια κατεύθυνση.
—Η μικρή μου κόρη, Μεγάλε Πατέρα. Η Μελισσάνθη,
απαντά, μ’ένα χαμόγελο.
—Μελισσάνθη,
προφέρει αργά ο ιερέας,
—Όμορφο όνομα, Άρχοντα Ερρίκε.
Η κοπέλα πλησιάζει τον πατέρα της και τους συνοδούς του – τέσσερις μισθοφόρους – αλλά δεν έρχεται και πολύ κοντά. Διατηρεί την απόστασή της. Είναι περίεργη: θέλει ν’ατενίσει τον ιερέα.
Ο ιερέας το ξέρει. Οι αισθήσεις του αντιλαμβάνονται την περιέργειά της.
Εντός του, το Εσώτερο Θηρίο ανασαλεύει· κι εκείνος, με τις τεχνικές που ξέρει, το καθυποτάσσει όπως πάντα.
Η κοπέλα είναι σαν οπτασία.
Μελισσάνθη…
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
«Τι νομίζεις εσύ; Μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο; Μπορεί, όντως, να συμβαίνουν αυτά επειδή ο Θεός τους είναι δυσαρεστημένος; Ήσουν, κάποτε, κι εσύ ιερέας, Γεράρδε,» είπε ο Ανδρόνικος.
«Τα πάντα είναι πιθανά, Πρίγκιπά μου. Δεν είναι δυνατόν να είμαι βέβαιος.»
«Πιστεύεις, δηλαδή, ότι ίσως το θέμα να μπορεί να λυθεί με… ανθρωποθυσίες;» Η αποστροφή ήταν καταφανής στην όψη του Ανδρόνικου αλλά και στη χροιά της φωνής του.
«Δε μπορώ να γνωρίζω από εδώ, από την Απολλώνια…»
«Αδυνατώ να καταλάβω πώς οι ανθρωποθυσίες είναι ποτέ δυνατόν να βοηθήσουν σε οτιδήποτε, Γεράρδε!»
«Σκοπεύετε, λοιπόν, να επέμβετε στον τρόπο που οι ιερείς διαχειρίζονται τα πράγματα στη διάστασή τους, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε ο Γεράρδος, χωρίς ίχνος ειρωνείας στη φωνή του.
Παρότι ο Ανδρόνικος ήταν φανερά εναντίον των ανθρωποθυσιών, είπε: «Φυσικά και όχι. Δεν είναι αυτή η θέση μου.»
«Το έθιμο της ανθρωποθυσίας είναι πολύ παλιό στη Χάρνταβελ,» του είπε ο Γεράρδος. «Δεν γίνονταν ανθρωποθυσίες πλέον, απ’όσο θυμάμαι. Είχαν σταματήσει εδώ και,» μόρφασε, «αιώνες. Θα πρέπει οι ιερείς να θεωρούν την κατάσταση τραγική για να επαναφέρουν ένα τέτοιο, τόσο αρχαίο έθιμο.»
Ο Ανδρόνικος τον άκουγε σκεπτικός. «Δεν γίνονταν, δηλαδή, ανθρωποθυσίες όσο ήσουν εσύ ιερέας εκεί.»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Πρώτη φορά από τον Σέλιρ’χοκ το άκουσα. Μου είπε ότι είχε δει κάτι ανθρώπους κρεμασμένους ανάποδα καθώς περνούσε από τη Χάρνταβελ.»
Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Κι εμένα μου το είπε. Αλλά τότε δε νομίζω ότι παρουσιάζονταν ακόμα αυτοί οι μυστηριώδεις αντικατοπτρισμοί…»
«Πρέπει, όμως, κάποιο πρόβλημα ήδη να υπήρχε, αλλιώς οι ιερείς αποκλείεται να είχαν επιστρέψει σ’ένα τόσο παλιό έθιμο. Είμαι βέβαιος γι’αυτό.»
Ο Ανδρόνικος έτριψε για μια στιγμή τα ξανθά του μούσια, συλλογισμένα. Μετά είπε: «Οι Παντοκρατορικοί έχουν επίσης ενδιαφερθεί για το θέμα…»
Ο Γεράρδος ύψωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά.
«Προσπαθούν να καταλάβουν τι συμβαίνει με τους αντικατοπτρισμούς. Δεν ξέρω αν έχουν φτάσει σε κανένα συμπέρασμα, πάντως οι πληροφορίες μου μου λένε ότι στέλνουν ερευνητικές ομάδες στα μέρη όπου παρουσιάζονται οι οπτασίες.»
Ο Γεράρδος έμεινε σιωπηλός.
Ο Ανδρόνικος συνέχισε: «Χτες, ρώτησα κάποιους μάγους του τάγματος των Ερευνητών, και μου είπαν ότι ίσως να πρόκειται για αραίωση στα διαστασιακά τοιχώματα της Χάρνταβελ. Δηλαδή, σε ορισμένα σημεία μπορείς να δεις άλλες διαστάσεις, γειτονικές.»
«Γειτονικές;»
«Σύμφωνα με τους Ερευνητές, οι διαστάσεις γειτνιάζουν αναμεταξύ τους, αν και όχι όπως όταν βάζεις… το ένα βιβλίο δίπλα στο άλλο,» είπε ο Ανδρόνικος αγγίζοντας κάτι βιβλία επάνω στο γραφείο του. «Είναι πιο περίπλοκη η τοποθέτησή τους μέσα στο σύμπαν.
»Αλλά δεν είναι αυτό που με απασχολεί τώρα, Γεράρδε. Το θέμα είναι μάλλον φιλοσοφικό, κι εγώ ασχολούμαι συνήθως με πράγματα πιο πρακτικά. Αναρωτιέμαι τι έχουν στο μυαλό τους οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας για τους παράξενους αντικατοπτρισμούς. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαν οι αντικατοπτρισμοί να ωφελήσουν εμάς κάπως. Και αναρωτιέμαι αν οι γηγενείς της Χάρνταβελ χρειάζονται κάποια βοήθεια αλλά διστάζουν να τη ζητήσουν.
»Γενικώς, θέλω να μάθω τι συμβαίνει εκεί· γιατί έχω την αίσθηση ότι είναι κάτι μεγάλο και σημαντικό. Και μην ξεχνάς ότι η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με την Απολλώνια.»
«Σκέφτεστε να στείλετε κάποια ερευνητική ομάδα, Πρίγκιπά μου;»
«Ναι,» είπε ο Ανδρόνικος, «και θα ήθελα να είσαι κι εσύ ένα από τα μέλη της, Γεράρδε. Είσαι ο μόνος άνθρωπος που έχω διαθέσιμο ο οποίος γνωρίζει τόσο καλά τη Χάρνταβελ.»
«Όταν έφυγα από εκεί, δεν ήταν η πρόθεσή μου να επιστρέψω. Ποτέ. Όταν ένας ιερέας εγκαταλείπει τη Χάρνταβελ, δεν ξαναγυρίζει, Πρίγκιπά μου.»
«Είσαι επικηρυγμένος, δηλαδή;»
Ο Γεράρδος γέλασε κοφτά. «Όχι ακριβώς.» Η Ιωάννα δεν του έχει πει τίποτα, παρατήρησε. Ο Γεράρδος κάποτε, όταν ταξίδευε στο Πορφυρό Κενό μαζί της και όλοι τους κινδύνευαν να μην επιστρέψουν ποτέ από εκείνο το μακρινό ταξίδι, της είχε αποκαλύψει τι ακριβώς συνέβαινε με τους ιερείς της Χάρνταβελ, και τι είχε συμβεί σ’εκείνον, συγκεκριμένα. Και γνώριζε ότι ο Ανδρόνικος και η Μαύρη Δράκαινα ήταν εραστές, τουλάχιστον τον καιρό που εκείνος δεν ήταν ακόμα Βασιληάς της Απολλώνιας· επομένως, ο Γεράρδος είχε υποθέσει ότι ίσως η Ιωάννα να είχε μιλήσει στον Πρίγκιπα της Επανάστασης για την ιστορία του. Όπως φαινόταν, όμως, εκείνη είχε αποδειχτεί εχέμυθη· δεν είχε πει το παραμικρό.
«Δεν είμαι επικηρυγμένος,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος τώρα. «Αλλά, κανονικά, όταν ένας ιερέας φεύγει από τη Χάρνταβελ, πεθαίνει. Δεν τον σκοτώνουν: πεθαίνει.»
«Για ποιο λόγο;»
«Ας πούμε ότι οι ιερείς της Χάρνταβελ μοιάζουν με πλάσματα που αν τα βγάλεις από το φυσικό περιβάλλον τους δεν μπορούν να ζήσουν.»
«Γιατί, τότε, εσύ έφυγες; Δεν το ήξερες;»
«Φυσικά και το ήξερα. Μου ήταν, όμως, απαραίτητο να φύγω. Πιο απαραίτητο απ’το να μείνω ζωντανός.»
«Επομένως, έφυγες εν γνώσει σου ότι θα πέθαινες… αλλά δεν πέθανες.»
«Ναι.»
«Δεν είναι αλήθεια, λοιπόν, αυτό που λένε για τους ιερείς της Χάρνταβελ; Το λέει το ιερατείο τους απλά και μόνο για να τους κρατά μέσα στη διάσταση;»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι. «Όχι, αλήθεια είναι. Εγώ κατόρθωσα, όμως, να νικήσω τον θάνατό μου και να ελευθερωθώ από αυτόν.»
Ο Ανδρόνικος έμοιαζε μπερδεμένος, αλλά δεν ζήτησε από τον Γεράρδο να διευκρινίσει. Τον ρώτησε μόνο: «Αν ξαναπάς στη Χάρνταβελ, δεν θα μπορείς να φύγεις από εκεί; Θα πρέπει πάλι να αντιμετωπίσεις τον… θάνατό σου;»
Ο Γεράρδος μόρφασε συλλογισμένα. Θα πρέπει; Τελικά είπε: «Δεν γνωρίζω, Πρίγκιπά μου. Δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο, απ’όσο ξέρω.»
Ο Ανδρόνικος ακούμπησε την πλάτη του στην πολυθρόνα. Άναψε ένα τσιγάρο. «Αυτό σημαίνει ότι δεν θέλεις να πας στη Χάρνταβελ…»
«Δεν είμαι σίγουρος,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Πρέπει να το σκεφτώ. Η αποστολή πότε θα ξεκινήσει από την Απολλώνια;»
«Το συντομότερο δυνατό. Είσαι ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο μίλησα γι’αυτό, Γεράρδε.»
«Και περιμένατε κάτι περισσότερο από εμένα, υποθέτω…»
Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Δεν περιμένω τίποτα συγκεκριμένο από κανέναν. Δέχομαι μόνο ό,τι είναι πρόθυμος ο καθένας να προσφέρει από μόνος του.»
Παρ’όλ’αυτά, ο Γεράρδος μπορούσε να διακρίνει ότι υπήρχε μια κάποια απογοήτευση στην όψη του Πρίγκιπα της Επανάστασης.
«Είσαι, ουσιαστικά, πιο παλιός επαναστάτης από εμένα, Γεράρδε. Δεν θα μπορούσα ποτέ να απαιτήσω τίποτα από εσένα.»
«Μπορεί να είμαι παλιότερος επαναστάτης, Πρίγκιπά μου, αλλά η επανάστασή μου δεν θα ήταν παρά ένα ελαφρύ χτύπημα στα πισινά ενός πελώριου θηρίου, αν δεν είχατε εσείς στραφεί εναντίον της Παντοκράτειρας ελευθερώνοντας την Απολλώνια από την επιρροή της.»
«Πιθανώς,» είπε ο Ανδρόνικος. «Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει τίποτα.»
«Ποιους σκέφτεστε να στείλετε στη Χάρνταβελ;» τον ρώτησε ο Γεράρδος.
«Τον Σέλιρ’χοκ, κατά πρώτον· και είμαι βέβαιος πως θα συμφωνείς μ’αυτή την επιλογή.»
Ο Γεράρδος ένευσε· είχε μεγάλη εκτίμηση για τον μάγο. «Δεν τον είδα καθόλου στο παλάτι, τελευταία.»
«Θα είναι εδώ σε καμια-δυο μέρες,» είπε ο Ανδρόνικος. Και συνέχισε: «Την Άνμα’ταρ θα στείλω, επίσης. Τον Σθένελο’σαρ, τον οποίο είμαι βέβαιος πως δεν ξέρεις καθόλου, αλλά είναι μάγος Ερευνητής αρκετά καλός, και πιθανώς οι ικανότητές του να φανούν χρήσιμες. Και θα έστελνα κι εσένα και τη Μάρθα – όμως τώρα μου λες ότι δεν θέλεις να πας.»
«Δεν είμαι βέβαιος ακόμα, Πρίγκιπά μου. Θέλω λίγο να το σκεφτώ, πρώτα.»
«Κανένα πρόβλημα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Αλλά πρέπει σύντομα να μου δώσεις μια οριστική απάντηση. Γιατί, αν δεν πας εσύ, υποπτεύομαι πως ούτε η Μάρθα θα θέλει να έρθει, κι επομένως θα πρέπει να βρω άλλους για να σας αντικαταστήσουν. Στην περίπτωση της Μάρθας, θα είναι σχετικά εύκολο, ελπίζω – το μόνο που χρειάζεται είναι να βρω κάποιον σκληραγωγημένο και με εμπειρία στην κατασκοπία και στα όπλα: ιδιότητες όχι σπάνιες ανάμεσα στους επαναστάτες. Εσένα, όμως, δεν θα είναι καθόλου εύκολο να σε αντικαταστήσω, Γεράρδε: δεν έχω κανέναν άλλο κοντά μου που να γνωρίζει τη Χάρνταβελ όπως εσύ.»
*
Η απέχθεια είναι που με κρατά μακριά;
Ο διαφορετικός τρόπος που έχω συνηθίσει να ζω;
Οι δυσάρεστες αναμνήσεις;
Ή, ο φόβος;
Φοβάμαι ότι εκείνος θα επιστρέψει; Φοβάμαι ότι θα τον ξανασυναντήσω πηγαίνοντας στη Χάρνταβελ;
Αποκλείεται. Είναι νεκρός. Οι νεκροί, ακόμα και οι νεκροί σαν αυτόν, δεν επιστρέφουν παρά μόνο στη μνήμη, στο μυαλό.
Αλλά, εξαρχής, στο μυαλό δεν ήταν; Αυτό δεν ήταν το πραγματικό του σπίτι;
Μήπως κοιμάται μονάχα; Μήπως κοιμάται και περιμένει να αφυπνιστεί; Να έρθει η κατάλληλη ώρα για να ξυπνήσει;
Αν ήταν όμως έτσι, τότε δε θα ήμουν ζωντανός. Φεύγοντας από τη Χάρνταβελ, θα είχα πεθάνει. Ή εγώ ή αυτός.
Ο φόβος είναι που με κρατά μακριά;
«Μα τι σκέφτεσαι, τέλος πάντων, τόση ώρα;» του είπε η Μάρθα, που τον έβλεπε να κάθεται σιωπηλός πλάι στο τζάκι, με το σαγόνι του ακουμπισμένο στη γροθιά του, ενώ εκείνη έκανε πέρα-δώθε μέσα στο δωμάτιό τους και αναρωτιόταν πού να πάνε να φάνε για μεσημέρι. «Τι σου είπε ο Πρίγκιπας; Ήταν τόσο σημαντικό;»
«Αρκετά σημαντικό,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. Ο φόβος είναι που με κρατά; «Πρέπει να πάρω μια απόφαση, Μάρθα. Πολύ σοβαρή απόφαση για μένα…» Αν με κρατά ο φόβος τώρα, θα με κρατά για πάντα.
Δε θα πάω ποτέ στη Χάρνταβελ; Ποτέ ξανά στη ζωή μου;
Γιατί, όμως, να πάω; Το σύμπαν είναι τόσο μεγάλο, και η Χάρνταβελ είναι μια τόσο μικρή διάσταση.
Αλλά δεν είναι αυτή λύση. Είμαι δέσμιος έτσι–
«Τι απόφαση;» ρώτησε η Μάρθα, πηγαίνοντας να καθίσει στην άκρη του αναμένου τζακιού, κοντά στα πόδια του Γεράρδου, ο οποίος καθόταν σε μια ξύλινη πολυθρόνα. «Γιατί είναι τόσο σημαντική;»
Θέλω να είμαι δέσμιος;
Μπορώ, όμως, να το ρισκάρω; Αν δεν είναι νεκρός… αν κοιμάται και αφυπνιστεί όταν πάω στη Χάρνταβελ, τότε δεν θα κινδυνέψω μόνο εγώ αλλά και όσοι είναι μαζί μου.
Από την άλλη, όμως, ήταν σίγουρος πως τον είχε σκοτώσει. Ήταν σίγουρος. Αλλιώς, το ήξερε πως δεν θα ήταν ο ίδιος ζωντανός.
Αν μείνω πίσω, ποτέ δεν θα μάθω. Ποτέ δεν θα μάθω τι πραγματικά συμβαίνει. Τι είναι νεκρό και τι όχι.
«Γιατί δεν μου μιλάς;» φώναξε η Μάρθα, γρονθοκοπώντας τον στην κνήμη.
Ο Γεράρδος στράφηκε να την κοιτάξει, και η Μάρθα είδε στα μάτια του κάτι που δεν νόμιζε ότι είχε ποτέ ξαναδεί. Και δεν μπορούσε εύκολα να το κατονομάσει. Ήταν τόσο πολύ γαμημένα… περίπλοκο. Τι είχε πιάσει τον Γεράρδο; Ήταν δυνατόν η συζήτηση με τον Πρίγκιπα να τον είχε επηρεάσει τόσο πολύ; Τι του είχε πει ο Ανδρόνικος;
«Σκέφτομαι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος.
«Τι σου είπε ο Ανδρόνικος; Σου ζήτησε να πας στη Χάρνταβελ, όπως έλεγες ότι ίσως να σου ζητούσε;»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Ναι.» Η φωνή του ήταν ξερή. «Ναι…»
«Και δεν είσαι σίγουρος αν θες να πας;»
Ο Γεράρδος δεν μίλησε αλλά η έκφρασή του απαντούσε, και πάλι, Ναι.
«Γιατί, όμως;» ρώτησε η Μάρθα. «Τι σκατά συμβαίνει, τέλος πάντων, μ’αυτούς τους ιερείς εκεί πέρα;»
«Κανονικά δεν θα έπρεπε να έχω φύγει, και δεν ξέρω τι θα γίνει όταν επιστρέψω…»
«Ναι, μου το έχεις ξαναπεί αυτό. Αλλά δεν καταλαβαίνω. Θα με τρελάνεις! Ποιο είναι το πρόβλημα; Μου είπες ήδη ότι δεν σε κυνηγάνε για να σε σκοτώσουν!»
«Ναι, δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Είναι κάτι πολύ χειρότερο…»
Η Μάρθα κούνησε το κεφάλι. «Είσαι παράξενος,» είπε, και σηκώθηκε όρθια.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
—Γιατί είστε τόσο παράξενοι; Τι το διαφορετικό έχετε;
ρωτά η Μελισσάνθη.
Μια πολύ ευθεία και θαρρετή ερώτηση, ακόμα και για την κόρη ενός άρχοντα. Αλλά ο ιερέας εσκεμμένα τής έχει δώσει το θάρρος. Επισκέπτεται τις περιοχές του Άρχοντα Ερρίκου συχνά-πυκνά: το πρόσχημα είναι το άκαρπο χωράφι· ο πραγματικός λόγος, η Μελισσάνθη.
—Είμαστε γεννημένοι να Τον υπηρετούμε,
της αποκρίνεται.
—Και είναι αλήθεια πως δεν γνωρίζετε τους γονείς σας;
—Ναι.
Βαδίζουν στις παρυφές του μικρού δάσους, σ’αρκετή απόσταση από το άκαρπο χωράφι, ακούγοντας τον άνεμο να φυσά. Το άλογο του ιερέα τούς ακολουθεί πιστά· εκείνος δεν χρειάζεται να το τραβά από τα γκέμια: ο Θεός το φέρνει πίσω του, η δύναμη του ιερέα το μαγνητίζει. Μπορεί να βρει τον αφέντη του όπου κι αν είναι μέσα στη Χάρνταβελ. Κι οι δυο τους είναι γεννήματα της διάστασης, εξάλλου: πλάσματα του Θεού.
Ο ιερέας βλέπει τον αέρα να παίζει με τα ξανθά, όμορφα, σγουρά μαλλιά της Μελισσάνθης· βλέπει το πρόσωπό της να παρουσιάζεται και να κρύβεται από τη χρυσαφιά κουρτίνα τους, να παρουσιάζεται και να κρύβεται. Τα πράσινα μάτια της γυαλίζουν όταν τον αντικρίζει.
—Είναι αλήθεια πως ορισμένοι από εσάς δεν έχετε καθόλου γονείς; Πως εμφανίζεστε μέσα από τη νύχτα, ή από το δάσος;
Ο ιερέας γελά, και λέει,
—Όχι, δεν είναι αλήθεια. Μας παίρνουν από μικρούς, όμως. Δεν γνωρίζουμε τους γονείς μας.
—Θα ήθελες να γνωρίσεις τους γονείς σου, Γεράρδε;
Τον αποκαλεί με το όνομά του. Εκείνος τής το έχει ζητήσει: Μη με λες «Μεγάλε Πατέρα». Να με λες «Γεράρδε». Αυτό είναι το όνομά μου. Μην κάνεις όμως το ίδιο λάθος και με κάποιον άλλο ιερέα. Η Μελισσάνθη γέλασε. Δεν μπορώ, αποκρίθηκε. Δεν μπορώ να κάνω το ίδιο λάθος…
—Δεν ξέρω… Δεν ξέρω αν θα ήθελα. Τι νόημα θα είχε; Ουσιαστικά, εγώ είμαι γονιός τους τώρα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία στη φωνή του· το ξέρει ότι λέει μονάχα την αλήθεια.
—Θέλω, όμως, να γνωρίσω εσένα,
συνεχίζει,
—Όσο τίποτε άλλο,
καθώς οι δύο τους έχουν σταματήσει πλάι στον χωματόδρομο και ο άνεμος ουρλιάζει γύρω τους.
Τα μάτια της διαστέλλονται προς στιγμή
(…τόσο όμορφα μάτια…)
και μετά, χαμογελά. Ντροπαλά, σα να μην περίμενε ν’ακούσει κάτι τέτοιο, παρότι το ξέρει ότι ο ιερέας για εκείνη έρχεται κάθε τόσο στα κτήματα του πατέρα της. Δεν μπορεί να υπάρχει άλλος λόγος. Και η Μελισσάνθη δεν είναι ανόητη κοπέλα.
Εκείνος νιώθει μέσα του μια δύναμη να φουντώνει: μια δύναμη που κρύβεται πίσω και κάτω και πέρα από τη σάρκα, και αγγίζει τον νου. Μια δύναμη που σχετίζεται με το Θηρίο που μονάχα ο Θεός μπορεί να τιθασεύσει και να στρέψει προς όφελός του ιερέα.
Η δύναμη φαίνεται να μαγνητίζει τη Μελισσάνθη, σχεδόν όπως μαγνητίζει και το άλογο, που περιμένει υπομονετικά μερικά μέτρα παραδίπλα.
Ο ιερέας αγγίζει το μάγουλό της κάτω από τα χρυσαφένια της μαλλιά. Αγγίζει τα χείλη της με τα χείλη του, και τα σώματά τους γίνονται σαν φωτιά για μια στιγμή.
Ο ιερέας κι εκείνη ξεχνούν για λίγο τα πάντα – τα ονόματά τους, τη θέση τους μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων. Γίνονται όπως όλα τα θηρία που αναπνέουν και κινούνται μέσα στη Χάρνταβελ, όλα τα πλάσματα που έχουν εντός τους την πνοή Του και που δεν διαφέρουν το ένα από το άλλο παρά μόνο σε επίπεδο πρωταρχικής δύναμης.
Ο ιερέας, όμως, ξέρει ότι δεν πρέπει να παρασυρθούν εδώ. Και μπορεί να ελέγξει αυτό που ξεκίνησε.
—Θα ξανάρθω,
της λέει, καθώς εκείνη τον κοιτάζει με μάτια που μοιάζουν να έχουν πάρει κάτι από την πρωταρχική φύση του, κάτι από τη βαθιά πρωτόγονη γνώση που ανήκει μονάχα σε όσους έχει επιλέξει ο Θεός, σε όσους κρύβουν εντός τους το Εσώτερο Θηρίο από τη γέννησή τους.
Η Μελισσάνθη γελά. Τον φιλά και πάλι.
—Θα περιμένω. Αλλά μην αργήσεις!
Το άλογό του, σαν ο ιερέας να το φώναξε, πλησιάζει. Γνωρίζει τις επιθυμίες του λες και είναι προέκταση του νου του.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
«Τι θα γίνει; Θα κάθεσαι πολλή ώρα εκεί ακόμα, γαμώ τον κώλο της Έχιδνας, γαμώ;»
Ο Γεράρδος γύρισε να κοιτάξει τη Μάρθα, καθώς εκείνη είχε μόλις βγει από το μπάνιο και στέγνωνε τα καστανά της μαλλιά με μια πετσέτα.
«Δεν πας να πλυθείς κι εσύ, μήπως και το σκεφτείς αλλιώς, ό,τι κι αν είναι αυτό που σκέφτεσαι;» του πρότεινε.
Μπορείς πάντα να ζεις με τον φόβο της επιστροφής;
Μπορείς πάντα να ζεις με την αμφιβολία αν είναι πραγματικά νεκρός ή αν ακόμα ζει κάπου βαθιά μέσα σου;
Ο Γεράρδος σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. «Αποφάσισα,» είπε. «Αλλά μου χρειάζεται ένα μπάνιο, ούτως ή άλλως.
»Παρεμπιπτόντως, ο Πρίγκιπάς μας θέλει κι εσύ να έρθεις στη Χάρνταβελ.»
Η Μάρθα βλεφάρισε αποπροσανατολισμένα. «Αυτό πάει να πει πως θα πας τελικά στη Χάρνταβελ;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος βγάζοντας το πουκάμισό του, «θα πάω–»
«Θα μου εξηγήσεις, λοιπόν, τι ήταν αυτό που σου γαμούσε το μυαλό τόση ώρα;»
«Θα σου πω τι πρέπει να κάνεις σε περίπτωση κινδύνου.» Ο Γεράρδος έβγαλε και τα υπόλοιπα ρούχα του και βάδισε προς το λουτρό.
«Περίπτωση κινδύνου;…» έκανε η Μάρθα πίσω του, απορημένα. «Τι σκατά πάει να πει ‘περίπτωση κινδύνου’;» μόρφασε, μιλώντας στον αέρα.
Το θέαμα δεν ήταν απλά ασυνήθιστο. Ήταν τελείως, μα τελείως, παράξενο για τους κατοίκους της Ερρίθιας. Αυτοί που δούλευαν στο λιμάνι είχαν σταματήσει τις δουλειές τους και κοίταζαν, χάσκοντας. Συγχρόνως, κι άλλος κόσμος συγκεντρωνόταν κοντά στις αποβάθρες, καθώς το νέο μεταφερόταν σαν τον άνεμο μέσα στους δρόμους της μεγάλης πόλης.
Ελάτε! Ελάτε να δείτε ένα τέρας!
Το πλοιάριο που είχε έρθει από τα νότια ήταν μηχανοκίνητο, κι επάνω στο κατάστρωμά του ήταν ριγμένο ένα πλάσμα που κανένας ντόπιος δεν είχε ξαναδεί. Ένα νεκρό γιγάντιο σκουλήκι, με λευκές τρίχες που στέκονταν όρθιες σαν βελόνες, εκτός από εκεί όπου ήταν φανερά ποτισμένες από βλεννώδη υγρά, τα οποία έμοιαζαν να έχουν βγει από πληγές επάνω στο σώμα του τέρατος. Στη μπροστινή του μεριά είχε μεγάλες δαγκάνες, και τέσσερα μάτια, δύο απ’τα οποία κατεστραμμένα. Από το μακρύ, αποκρουστικό σώμα του, ψηλά, κοκαλιάρικα πόδια ξεπρόβαλλαν, και κάποια απ’αυτά κρέμονταν απ’τα πλάγια του πλοιαρίου. Γύρω του τυλίγονταν αλυσίδες και σχοινιά.
Το πλοιάριο άραξε σε μια από τις αποβάθρες του λιμανιού της Ερρίθιας, ενώ μερικοί στρατιώτες της Παντοκράτειρας απομάκρυναν τον κόσμο από εκείνο το σημείο.
Στο εσωτερικό του μικρού σκάφους, στο ενεργειακό κέντρο, η Αρίνη’σαρ σταμάτησε τη Μαγγανεία Κινήσεως νιώθοντας εξαντλημένη. Τη χρησιμοποιούσε για πάνω από δέκα ώρες, ρυθμίζοντας τη ροή της ενέργειας του πλοιαρίου, και δεν είχε πια δυνάμεις για καμια άλλη χρήση της μαγείας της. Γι’αυτό κιόλας είχε πει στον Ανθυπολοχαγό Τάρθλος, που οδηγούσε το μεταβαλλόμενο σκάφος, να το αράξει εδώ, κι όχι να το οδηγήσει στη ράμπα παραδίπλα. Η Αρίνη δεν ήθελε – δεν είχε την αντοχή, αυτή τη στιγμή – να κάνει το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος για να μετατρέψει το πλοιάριο σε όχημα ξηράς. Θα έπρεπε να βαδίσουν ώς τα Ανάκτορα, ή να ιππεύσουν άλογα, ή να έρθει κάποια άμαξα ή κάποιο ενεργειακό όχημα για να τους πάρει.
Η Αρίνη σηκώθηκε από την ειδική θέση του ενεργειακού κέντρου και τεντώθηκε όσο καλύτερα μπορούσε μέσα στον στενό χώρο του σκάφους, μορφάζοντας καθώς ένιωθε την πλάτη της πιασμένη. Τελευταία, είχε παρατηρήσει, αισθανόταν πιο συχνά εξαντλημένη απ’ό,τι παλιά. Κάνω κάτι που δεν έκανα; Ή έχω αρχίσει να μεγαλώνω; Δεν το θεωρούσε και πολύ λογικό αυτό, στα τριάντα της χρόνια.
Πήρε τις μπότες της από τη γωνία όπου τις είχε αφήσει, τις φόρεσε, και βγήκε από το ενεργειακό κέντρο.
«Θα πρέπει να καλέσουμε βοήθεια, κυρία,» της είπε ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος, συναντώντας την. «Δε μπορούμε μόνοι μας να σύρουμε το πλάσμα ώς τα Ανάκτορα. Εκτός αν σκέφτεστε να το αφήσουμε εδώ…»
«Όχι,» αποκρίθηκε η Αρίνη, «σίγουρα δεν πρόκειται να το αφήσουμε εδώ.» Οι τρελοί ιερείς της Χάρνταβελ μπορεί ακόμα και να επιχειρούσαν να το κάψουν – ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις μ’αυτούς. Από τότε που η Αρίνη είχε έρθει σε τούτη τη διάσταση δεν τους είχε δει να κάνουν ούτε ένα λογικό πράγμα, αλλά εκατοντάδες παράλογα.
Ακολουθώντας τους στρατιώτες, βγήκε από το πλοιάριο και στάθηκε στην αποβάθρα, όπου ήταν συγκεντρωμένοι και κάποιοι άλλοι πολεμιστές της Παντοκράτειρας προσπαθώντας να κρατήσουν το περίεργο πλήθος μακριά.
Δεν έχουν τίποτ’άλλο να κάνουν όλοι αυτοί; σκέφτηκε η Αρίνη, κοιτάζοντας τον κόσμο που ήταν στο λιμάνι και ατένιζε το νεκρό πλάσμα επάνω στο σκάφος της, δείχνοντας και μιλώντας.
«Να πάμε να φέρουμε κάποιο όχημα, κυρία;» ρώτησε ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος.
«Όχι,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Περίμενε.» Και τράβηξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από τη ζώνη της. Τον ενεργοποίησε στη συχνότητα που ήθελε και τον έφερε στο αφτί της.
Η φωνή του άντρα της δεν άργησε ν’ακουστεί.
«Αρίνη; Είσαι εδώ;»
«Μόλις μπήκα στο λιμάνι, κι έχω ένα πρόβλημα. Έχω φέρει κάτι μαζί μου – κάτι σκοτωμένο· μεγάλο – και θέλω να το μεταφέρω στα Ανάκτορα. Χρειάζομαι ένα φορτηγό ή ένα κάρο.»
«Τι είν’αυτό που έχεις φέρει;»
«Δεν ξέρω ακριβώς. Πρέπει να το δεις. Δεν είναι τίποτα το γνωστό. Και δεν μπορώ τώρα να φύγω απ’το λιμάνι: έχει μαζευτεί κόσμος εδώ, και κοιτάζουν σα να πρόκειται για δεν-ξέρω-κι-εγώ-τι.»
«Θα το φροντίσω. Μείνε εκεί.»
Ο Τέρι έκλεισε τον πομπό του, και η Αρίνη έβαλε τον δικό της πομπό πάλι στη ζώνη της.
«Θα περιμένουμε λίγο,» είπε στον Ανθυπολοχαγό Τάρθλος.
Εκείνος ένευσε σιωπηλά.
Η Αρίνη έστρεψε πάλι το βλέμμα της στο πλήθος. Οι άνθρωποι της Χάρνταβελ – ορισμένοι κοκκινόδερμοι, και ορισμένοι λευκοί-ροζ όπως εκείνη – κοίταζαν μα δεν έκαναν καμια προσπάθεια να παραμερίσουν τους στρατιώτες της Παντοκράτειρας και να πλησιάσουν. Δεν ήταν, γενικά, πολύ αντιδραστικοί, είχε συμπεράνει η Αρίνη από τον καιρό που βρισκόταν στη διάστασή τους. Είχαν μάθει να είναι πάντοτε κάτω από την εξουσία κάποιου. Οι ιερείς ήταν αδιαμφισβήτητοι αφέντες τους, ανέκαθεν. Ακόμα και ο Υπεράρχης της Χάρνταβελ, που έμενε στα Ανάκτορα της Ερρίθιας, δεν θεωρείτο πάνω από τους ιερείς. Και οι απλοί άνθρωποι της διάστασης ήταν κάτω από τους ιερείς, κάτω από τον Υπεράρχη, και κάτω από τους τοπικούς άρχοντες – και ποτέ δεν αμφισβητούσαν τη θέση τους. Αν μη τι άλλο, η κοινωνία της Χάρνταβελ ήταν οργανωμένη, όφειλε να παραδεχτεί η Αρίνη. Αυτή η οργάνωση, βέβαια, βασιζόταν στην καταπίεση· αλλά, αν ήθελε κανείς να είναι ειλικρινής, ποια κοινωνία ουσιαστικά δεν βασίζεται σε κάποια μορφή καταπίεσης;
Σε μια μικρή διάσταση σαν τη Χάρνταβελ ήταν εφικτό να διατηρείται μια τέτοια κοινωνία, όπου ο καθένας ήξερε τη θέση του και δεν την αμφισβητούσε. Σε μεγαλύτερες διαστάσεις, ήταν αδύνατο· θα δημιουργούνταν πάρα πολλές αναταραχές. Ακόμα κι αν σε κάποιες περιοχές τους αυτό το κοινωνικό σύστημα κρατούσε, στις υπόλοιπες θα διαλυόταν για να δώσει τη θέση του σε άλλες μορφές οργάνωσης.
Η Αρίνη είδε το πλήθος να παραμερίζει σ’ένα σημείο: να ανοίγει για να δημιουργήσει έναν δρόμο, όπως το νερό που ξαφνικά χωρίζεται. Προτού τον ατενίσει να έρχεται, η Αρίνη ήξερε τι θα έβλεπε. Ένας ιερέας, ντυμένος με τα άμφιά του, συνοδευόμενος από τρεις Ιερούς Φρουρούς, με τα κλειστά σιδερένια κράνη τους. Ο ιερέας ήταν ψηλός και είχε δέρμα λευκό-ροζ και μακριά ξανθά μαλλιά. Στα μάτια του υπήρχε εκείνη η παράξενη – και αρκετά τρομαχτική, ζωώδης – γυαλάδα που η Αρίνη είχε παρατηρήσει στα μάτια όλων των ιερέων. Δεν της φαινόταν περίεργο που οι γηγενείς τούς φοβόνταν βλέποντας αυτή τη γυαλάδα, και ύστερα από τόση κατήχηση σχετικά μ’αυτούς.
Η αλήθεια, πάντως, ήταν ότι όλα όσα λέγονταν για τους ιερείς της Χάρνταβελ δεν ήταν μύθοι. Είχαν, πράγματι, ανεξήγητες δυνάμεις. Δυνάμεις που είχαν να κάνουν και με τον νου και με το σώμα. Δυνάμεις που η Αρίνη υπέθετε ότι προέρχονταν από τις ενέργειες της ίδιας της διάστασης. Οι ιερείς της Χάρνταβελ ήταν άτομα ανοιχτά στις ενέργειες που σχημάτιζαν τη διάστασή τους.
Παραδόξως, η Αρίνη δεν είχε ακούσει ποτέ για ιέρειες της Χάρνταβελ· κι αυτό, πραγματικά, δεν μπορούσε να το εξηγήσει.
Ο ιερέας που είχε έρθει στο λιμάνι πλησίασε τους στρατιώτες που φρουρούσαν την αποβάθρα όπου είχε αράξει το πλοιάριο της Αρίνης, και πρόσταξε να τον αφήσουν να περάσει. Η μάγισσα είδε τους πολεμιστές να μοιάζουν ανήσυχοι, ταραγμένοι. Οι ιερείς είχαν κάτι που επηρέαζε τους άλλους ανθρώπους, ακόμα κι όταν δεν ήταν κατηχημένοι γηγενείς της Χάρνταβελ.
Οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας, όμως, δεν έμοιαζαν πρόθυμοι να υποκύψουν στον εκφοβισμό του συγκεκριμένου ιερέα· όχι, τουλάχιστον, χωρίς διαταγή από ανώτερό τους.
Αλλά ούτε κι ο ιερέας έμοιαζε πρόθυμος να κάνει πίσω· και η Αρίνη ήξερε ότι, δυστυχώς, αν αυτός ο άνθρωπος πρόσταζε το συγκεντρωμένο πλήθος των ντόπιων να επιτεθεί στους στρατιώτες για να τους παραμερίσει, τότε το πλήθος θα υπάκουγε. Ποτέ, ποτέ, δεν αμφισβητούσαν τις προσταγές των ιερέων. Σαν πρόβατα είναι. Πρόβατα που περιμένουν τον λύκο να τους οδηγήσει. Μια δυστυχής περίπτωση…
Η Αρίνη’σαρ βάδισε προς τους στρατιώτες που φρουρούσαν την αποβάθρα, και ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος αμέσως την ακολούθησε, κάνοντας νόημα και στους πολεμιστές του να έρθουν μαζί. Με τις άκριες των ματιών της, η Αρίνη παρατήρησε ότι είχαν τραβήξει τα πιστόλια τους.
«Μεγάλε Πατέρα,» ρώτησε η Αρίνη, φτάνοντας αντίκρυ στον ιερέα και κοιτάζοντάς τον πίσω από τους φρουρούς, «τι συμβαίνει εδώ;»
Τα μάτια του στράφηκαν επάνω της, κι εκείνη είχε για μια στιγμή την αίσθηση ότι κάποιο άγριο ζώο των δασών την ατένιζε. «Φέρατε ένα δαιμονικό κατασκεύασμα μέσα στην Ερρίθια! Πρέπει να το κοιτάξω.»
«Δεν είναι ζωντανό, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Και δεν ξέρω πώς βρέθηκε στη Χάρνταβελ. Το συναντήσαμε μέσα σ’ένα δάσος, στα νοτιοανατολικά.»
«Γιατί φέρατε το κουφάρι του στην Ερρίθια;» απαίτησε ο ιερέας.
«Για έρευνα, ασφαλώς. Θέλω να μάθω τι είναι. Είμαι του τάγματος των Ερευνητών–»
«Γνωρίζω ποια είσαι.»
Φυσικά. Ήταν αναμενόμενο. Ο σύζυγός της ήταν γνωστός ανάμεσα στους ιερείς, και το ίδιο κι εκείνη. «Τότε, υποθέτω, δεν θα έχετε πρόβλημα μ’αυτό που φέρνω.»
«Αντιθέτως. Δεν μπορώ να επιτρέψω να μπει στη Μεγάλη Πόλη χωρίς να ξέρω ποιες είναι οι προθέσεις του Θεού γι’αυτό.»
«Δε νομίζω ότι ο Θεός σας έχει καμία σχέση μ’αυτό το πλάσμα–»
«Ακόμα και από εξωδιαστασιακούς η βλασφημία δεν είναι υποφερτή!» την προειδοποίησε ο ιερέας, και η Αρίνη αισθάνθηκε εντός της ένα αλλόκοτο λόγχισμα. Κάτι σαν τύψεις. Πράγμα που ήταν, καταφανώς, ανόητο. Δεν πίστευε καν στον Θεό τους! Ήταν, πάλι, η παράξενη επιρροή που ασκούσαν οι ιερείς της Χάρνταβελ στους άλλους ανθρώπους.
«Το πλάσμα δεν είναι από τη Χάρνταβελ!» αποκρίθηκε απότομα η Αρίνη. «Δεν ξέρω πώς βρέθηκε εδώ. Αλλά σκοπεύω να μάθω. Αν θέλετε να το κοιτάξετε απλώς, μπορείτε. Όμως δεν υπάρχει περίπτωση να σας αφήσω να το πάρετε, ή να καταστρέψετε το πτώμα του.»
Εκείνη τη στιγμή, προτού ο ιερέας απαντήσει, το πλήθος παραμέρισε γι’ακόμα μια φορά, και τώρα στρατιώτες της Παντοκράτειρας φάνηκαν να έρχονται, μαζί μ’ένα ενεργειακά κινούμενο φορτηγό με τέσσερις φαρδείς, ψηλούς τροχούς που έκαναν το πλακόστρωτο να τρίζει από κάτω τους.
Ο ιερέας στράφηκε, καθώς το φορτηγό σταματούσε, μια πόρτα του άνοιγε, και ο Ταγματάρχης Τέρι Κάρμεθ κατέβαινε ντυμένος με την λευκή στολή του, η οποία έμοιαζε να προσπαθεί να γίνει ένα με το κατάλευκο δέρμα του.
«Μεγάλε Πατέρα Εδουάρδε,» είπε ο Τέρι, πλησιάζοντας τον ιερέα, τον οποίο προφανώς ήξερε ονομαστικά, σε αντίθεση με την Αρίνη που δεν ήταν σίγουρη αν τον είχε ξαναδεί.
«Ταγματάρχη,» αποκρίθηκε ο ιερέας.
«Υπάρχει λόγος για την παρουσία σας εδώ;»
«Το… πλάσμα που φέρατε στην πόλη δεν αποτελεί αρκετά καλό λόγο, Ταγματάρχη;»
«Πιστεύω πως η σύζυγός μου δεν το έφερε τυχαία εδώ, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε ο Τέρι.
«Πρέπει να το κοιτάξω από κοντά,» δήλωσε ο ιερέας.
Ο Τέρι έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στην Αρίνη. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Ας έρθει.
«Πηγαίνετε, τότε,» αποκρίθηκε ο Τέρι στον ιερέα.
Οι στρατιώτες παραμέρισαν αρκετά ώστε εκείνος να περάσει, μαζί με τους τρεις Ιερούς Φρουρούς του. Ο ταγματάρχης τον ακολούθησε και, πλησιάζοντας την Αρίνη, τη ρώτησε με χαμηλωμένη φωνή: «Όλα εντάξει;»
Εκείνη ένευσε. «Ναι. Κουρασμένη μόνο.»
«Πού το βρήκες αυτό το έκτρωμα;» ρώτησε ο Τέρι, ρίχνοντας μια ματιά στο λευκότριχο σκουλήκι πάνω στο σκάφος.
«Θα σου πω μετά,» αποκρίθηκε η Αρίνη, και βάδισε προς τον ιερέα, ο οποίος ανέβαινε τώρα τη ράμπα του πλοιαρίου για να πλησιάσει το νεκρό πλάσμα.
Ο Τέρι την ακολούθησε, και σύντομα βρέθηκαν επάνω στο κατάστρωμα, πλάι στον ιερέα, τους Ιερούς Φρουρούς, και το σκουλήκι που ήταν τυλιγμένο με αλυσίδες και σχοινιά.
Ο Εδουάρδος κοίταξε το μακρύ κουφάρι για λίγο· απλά το κοίταξε, τίποτα περισσότερο – η Αρίνη δεν τον είδε ούτε να υποτονθορύζει τα λόγια για κάποιο ξόρκι, ούτε να κάνει κινήσεις με τα χέρια του ή τα δάχτυλά του, ούτε καν να κλείνει τα βλέφαρα – και μετά, είπε: «Δεν είναι πλάσμα του Θεού αυτό.»
Σώπα… σκέφτηκε η Αρίνη, αλλά έμεινε σιωπηλή.
Ο ιερέας στράφηκε να την κοιτάξει. «Δεν το βρήκες στη Χάρνταβελ. Από αλλού το έφερες.»
«Στη Χάρνταβελ το βρήκα,» είπε η Αρίνη. «Αλλά κι εγώ συμφωνώ ότι πρέπει να ήρθε από αλλού. Από πού, όμως, δεν ξέρω. Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο.»
«Πού ακριβώς το βρήκες;» θέλησε να μάθει ο Εδουάρδος, και η Αρίνη τού απάντησε. Δεν χρειαζόταν, άλλωστε, να το κρύψει. Του είπε την ακριβή τοποθεσία.
Και πρόσθεσε: «Σ’εκείνο το μέρος είχαν παρουσιαστεί οι… οπτασίες.»
Η όψη του ιερέα αμέσως αγρίεψε. «Γιατί δεν μου το ανέφερες αυτό πριν;»
«Δεν είχαμε χρόνο–»
«Αυτό το δαιμονικό κατασκεύασμα,» ο ιερέας έδειξε απότομα το νεκρό σκουλήκι, «πρέπει να καεί!»
«Αποκλείεται!» είπε αυθόρμητα η Αρίνη, προτού προλάβει να το σκεφτεί.
«Δεν ανήκει στη διάσταση του Θεού! Η φύση του είναι ίδια με το κακό που προσπαθούμε να σταματήσουμε! Είναι δική μας υπόθεση!»
Ο Τέρι παρενέβη: «Η Χάρνταβελ είναι μέρος της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Δεν είναι, επομένως, μόνο δική σας υπόθεση ό,τι κι αν συμβαίνει εδώ.»
«Το πτώμα θα το πάρουμε μαζί μας για να το μελετήσουμε,» δήλωσε η Αρίνη.
Ο Εδουάρδος δεν έμοιαζε καθόλου ευχαριστημένος από την απάντησή τους. «Αυτό το σώμα πρέπει να καταστραφεί, αλλιώς κι άλλα δεινά θα βρουν τη διάστασή μας!» είπε, δείχνοντας το κουφάρι του σκουληκιού. «Εσείς οι Παντοκρατορικοί νομίζετε ότι είστε θεοί, αλλά δεν είστε παρά άνθρωποι και οφείλετε, όπως όλα τα όντα στη Χάρνταβελ, να υπακούτε στη θέλησή Του!»
«Δε θέλουμε να δείξουμε έλλειψη σεβασμού προς τον Θεό σας, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε ο Τέρι, προσπαθώντας να παραμείνει ψύχραιμος, αν και η Αρίνη μπορούσε να δει από τη στάση του σώματός του ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται από την επιμονή του Εδουάρδου, όπως συνέβαινε συχνά όταν είχε να κάνει με τους ιερείς. «Όμως το πτώμα αυτού του πλάσματος θα έρθει μαζί μας. Δεν θα βρίσκεται σε κοινή θέα· γι’αυτό να είστε βέβαιος. Το χρειαζόμαστε μόνο για μελέτη.»
Για κανέναν δεν ήταν εύκολο να κάνει πίσω: ούτε για τον ταγματάρχη ούτε για τον ιερέα. Ο πρώτος αντιπροσώπευε την εξουσία της Παντοκράτειρας επί της Χάρνταβελ· ο δεύτερος την εξουσία του Θεού της ίδιας της διάστασης. Κι οι δυο τους το ήξεραν. Αλλά ο Τέρι Κάρμεθ είχε τώρα τόσους οπλισμένους πολεμιστές κοντά του: πολύ περισσότερους από τους τρεις Ιερούς Φρουρούς του ιερέα. Έτσι, ο Εδουάρδος έπρεπε να υποχωρήσει. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς· εκτός αν ήθελε να προκαλέσει αιματοχυσία μέσα στο ίδιο το λιμάνι της Ερρίθιας – κάτι που, μάλλον, δεν θα απέβαινε προς όφελος των γηγενών της Χάρνταβελ.
«Ο Θεός δεν ξεχνά το θράσος σας,» είπε ο Εδουάρδος στον Τέρι Κάρμεθ, και, στρεφόμενος απότομα, έφυγε μαζί με τους Ιερούς Φρουρούς του· κατέβηκε από το κατάστρωμα του πλοιαρίου και διέσχισε την αποβάθρα.
«Πάμε στα Ανάκτορα,» είπε ο Τέρι στην Αρίνη, «προτού τίποτα χειρότερο συμβεί.» Παρότι είχε περάσει κάμποσα χρόνια στη Χάρνταβελ, ακόμα οι νοοτροπίες των γηγενών τον ενοχλούσαν.
Η Αρίνη τον καταλάβαινε απόλυτα.
*
Οι στρατιώτες φόρτωσαν το νεκρό πλάσμα στο φορτηγό και το μετέφεραν στα Ανάκτορα του Υπεράρχη, στο κέντρο της πόλης, όπου έμεναν όλοι οι ανώτεροι Παντοκρατορικοί αξιωματούχοι. Εκεί, το ξεφόρτωσαν και το κατέβασαν σ’ένα από τα υπόγεια που χρησιμοποιείτο μόνο από τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας· κανένας άλλος δεν πήγαινε εκεί – ούτε καν οι ιερείς της Χάρνταβελ.
Η Αρίνη’σαρ δεν κατέβηκε στο υπόγειο με τους στρατιώτες: θα μελετούσε το πλάσμα αργότερα, με την ησυχία της. Μαζί με τον Τέρι πήγαν προς τα δωμάτιά τους, ενώ απογευματινό φως γλιστρούσε από τα οβάλ, οφθαλμόσχημα παράθυρα των Ανακτόρων. Καθώς ανέβαιναν μια στριφτή πέτρινη σκάλα που ήταν στρωμένη με χαλί, η Αρίνη αισθάνθηκε ναυτία· παραπάτησε, κι έκανε ν’αγγίξει τον τοίχο για να μην πέσει. Ο Τέρι τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της για να τη συγκρατήσει.
«Είσαι ’ντάξει;»
Εκείνη ένευσε. Έτριψε το μέτωπό της. «Ναι. Δεν ξέρω τι μ’έπιασε. Πολλές ώρες στο ενεργειακό κέντρο του μεταβαλλόμενου σκάφους, υποθέτω…»
«Πάμε πάνω, να ξεκουραστείς,» είπε ο Τέρι.
Παλιότερα, δε θυμάμαι να ζαλίζομαι ποτέ μετά τη χρήση της Μαγγανείας Κινήσεως, σκέφτηκε η Αρίνη καθώς συνέχιζαν ν’ανεβαίνουν, με πιο αργό ρυθμό τώρα. Αυτή τη φορά, βέβαια, τη χρησιμοποιούσα πολλές ώρες…
Ανέβηκαν στα δωμάτιά τους και η Αρίνη κάθισε στον καναπέ του καθιστικού, το οποίο ήταν στολισμένο με παλιά όπλα από διάφορες διαστάσεις. Ο Τέρι έκανε συλλογή.
«Τίποτα συνταρακτικό όσο έλειπα;» ρώτησε η μάγισσα.
«Βαρετά πράγματα μόνο. Για τα δεδομένα της Χάρνταβελ, πάντα. Πληροφορήθηκα ότι ακόμα μια ανθρωποθυσία έγινε σ’ένα χωριό μέσα στο Κεντροδάσος. Διπλή ανθρωποθυσία, για την ακρίβεια.»
«Σκότωσαν δύο ανθρώπους, οι θεότρελοι ιερείς;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Τέρι, σκύβοντας για να βγάλει τις μπότες της.
«Δε χρειάζεται,» είπε η Αρίνη, αλλά εκείνος συνέχισε. Όπως επίσης συνέχισε και να μιλά: «Και πράγματι, όπως το είπες: τρελοί από θεό.»
Η Αρίνη μειδίασε.
Ο Τέρι άφησε τις μπότες παραδίπλα. «Θες κάτι να πιεις;»
«Μην κάνεις σα να έγινα ξαφνικά ανάπηρη!» γέλασε η Αρίνη καθώς σηκωνόταν όρθια. «Μια ζαλάδα ήταν μόνο, για όνομα του Κρόνου!» Και πλησιάζοντάς τον τον φίλησε, γρήγορα, στα χείλη. Ύστερα, γλιστρώντας από το χέρι του που είχε τυλιχτεί γύρω της, πλησίασε την κάβα για να βάλει ένα ποτήρι νερωμένο κρασί από τ’αμπέλια του Υπεράρχη.
Ο Τέρι πήγε πάλι κοντά της και, καθώς εκείνη έπινε μια γουλιά από το ποτό της, την έσφιξε επάνω του. «Θέλω να προσέχεις,» της είπε, φιλώντας το πλάι του λαιμού της. «Ίσως νάναι επικίνδυνα αυτά τα παράξενα φαινόμενα στη διάσταση.»
«Θες να μάθεις τι ακριβώς συνέβη με το σκουλήκι που έφερα μαζί μου;» τον ρώτησε η Αρίνη ύστερα από ακόμα μια γουλιά νερωμένο κρασί, το οποίο διαπίστωσε ότι έκανε καλό στα νεύρα της έπειτα από μια τόσο κουραστική ημέρα.
«Ναι,» ένευσε ο Τέρι. «Πολύ.»
Κάθισαν στον καναπέ, και η Αρίνη τού μίλησε.
«Αν δεν είναι από τη Χάρνταβελ, τότε πώς εμφανίστηκε εκεί που εμφανίστηκε;» τη ρώτησε ο Τέρι. «Δεν υπάρχει διαστασιακή δίοδος σ’εκείνη την περιοχή, σωστά;»
«Από την αραίωση των τοιχωμάτων, ίσως.»
Ο Τέρι έσμιξε τα καστανά φρύδια του επάνω στο κατάλευκο μέτωπό του. «Γλίστρησε εδώ από κάποια άλλη, άγνωστη διάσταση;»
«Κάποια διάσταση που εφάπτεται της Χάρνταβελ,» είπε η Αρίνη, τελειώνοντας το κρασί της.
«Μα… μέχρι στιγμής, οι αντικατοπτρισμοί που βλέπουν είναι… μόνο αντικατοπτρισμοί. Εικόνες. Δεν έχει παρουσιαστεί κάτι που να έρχεται από κάπου αλλού.»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Αρίνη, «το ξέρω.» Άφησε το άδειο ποτήρι της στο τραπεζάκι παραδίπλα.
«Είσαι σίγουρη ότι το σκουλήκι ήρθε έτσι;» τη ρώτησε ο Τέρι. «Ίσως να υπάρχει κι άλλη εξήγηση.»
«Φυσικά και δεν είμαι σίγουρη,» είπε εκείνη. «Γι’αυτό θέλω να το ερευνήσω. Πραγματικά, όμως, Τέρι, δεν μπορώ να σκεφτώ καμια άλλη εξήγηση.» Σηκώθηκε από τον καναπέ και βάδισε προς το λουτρό. Σκόπευε να κάνει ένα μπάνιο και μετά να κοιμηθεί – για ώρες και ώρες και ώρες…
Η μελέτη αυτού του παράξενου πλάσματος που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της μπορούσε να περιμένει.
*
Ενώ η Αρίνη κοιμόταν, και είχε πλέον νυχτώσει, ο Τέρι, που στεκόταν κοντά στο οφθαλμόσχημο παράθυρο του καθιστικού και κάπνιζε, άκουσε τον επικοινωνιακό δίαυλο να κουδουνίζει. Πλησίασε και τον άνοιξε.
«Μάλιστα;»
«Ταγματάρχη. Μπορείς να έρθεις στο γραφείο μου να μιλήσουμε;» Ήταν η φωνή του Παντοκρατορικού Επόπτη της Χάρνταβελ, Νιρμόδου Νάρλεφ.
«Ασφαλώς, Υψηλότατε. Συνέβη κάτι;»
«Αν δεν κάνω λάθος, η Αρίνη’σαρ έφερε κάποιο νεκρό πλάσμα στην Ερρίθια. Κάτι σαν γιγάντιο σκουλήκι, μου είπαν.»
«Μάλιστα… Γι’αυτό θέλετε να μου μιλήσετε;»
«Ναι.»
«Θα είμαι εκεί σε λίγο.»
«Θα σε περιμένω, Ταγματάρχη.»
Ο Τέρι έκλεισε τον δίαυλο.
Δεν αισθανόταν άνετα να παίρνει διαταγές από έναν άνθρωπο που ήταν τόσα χρόνια μικρότερός του, αλλά αυτός ήταν τώρα ο Επόπτης. Η προηγούμενη Επόπτρια είχε ζητήσει μετάθεση από τη Χάρνταβελ, και είχε φύγει· και ο Τέρι καταλάβαινε τους λόγους της για να μη θέλει να είναι εδώ. Συνεχώς έπρεπε να έχει να κάνει με τον παραλογισμό των ιερέων, ενώ, κατά τα άλλα, τίποτα ενδιαφέρον δεν συνέβαινε. Στη Χάρνταβελ τα πράγματα ήταν, γενικά, ήσυχα, με την εξαίρεση κάποιων μικροεπιθέσεων που έκαναν τοπικοί επαναστάτες – τους οποίους ο Τέρι ήξερε πως οι ιερείς δεν αποθάρρυναν, παρότι δεν τους υποστήριζαν και ανοιχτά.
Οι ιερείς της Χάρνταβελ είναι επικίνδυνοι, και εναντίον μας, σκεφτόταν καθώς φορούσε τη στολή του για να επισκεφτεί τον Επόπτη. Υπό άλλες συνθήκες το ιερατείο τους θα έπρεπε να έχει διαλυθεί, όπως έχει γίνει και με τα ιερατεία σε άλλες διαστάσεις. Η ιδιαίτερη φύση της Χάρνταβελ είναι το μόνο πράγμα που ακόμα κρατά ζωντανή τη θρησκεία τους, καθώς και το γεγονός ότι η Παντοκράτειρα δεν τους θεωρεί τόσο επικίνδυνους ώστε να πρέπει οπωσδήποτε να τους εξολοθρεύσει.
Ο Τέρι δεν θέλησε να ξυπνήσει την Αρίνη για να της πει πού θα πήγαινε. Εξάλλου, δεν πίστευε ότι θα καθυστερούσε. Ο Επόπτης, μάλλον, ήθελε να τον ρωτήσει τι ακριβώς ήταν αυτό το πλάσμα που είχε φέρει η σύζυγός του στην πόλη – και ο Τέρι, φυσικά, θ’απαντούσε λέγοντας την αλήθεια: ότι, ουσιαστικά, δεν ήξερε τίποτα.
Έχοντας ετοιμαστεί, βγήκε από τα δωμάτιά του και βάδισε μέσα στα Ανάκτορα του Υπεράρχη, με τα μποτοφορεμένα πόδια του ν’αντηχούν επάνω στο πέτρινο πάτωμα εκεί όπου αυτό δεν ήταν στρωμένο με χαλί. Οι κοινόχρηστοι διάδρομοι και αίθουσες των Ανακτόρων δεν είχαν θέρμανση, και η ψύχρα της νύχτας ήταν έντονη. Ορισμένα από τα οφθαλμόσχημα παράθυρα ήταν ανοιχτά, και ο άνεμος έμπαινε σφυρίζοντας. Ο Τέρι αισθάνθηκε, σε μια στροφή, τις τρίχες του να ορθώνονται καθώς ο παγερός αέρας γλιστρούσε μέσα στη στρατιωτική στολή του.
Οι φρουροί στις γωνίες – όλοι τους Παντοκρατορικοί πολεμιστές – τον χαιρετούσαν στρατιωτικά όποτε τον έβλεπαν να περνά από μπροστά τους. Ολόκληρη αυτή η μεριά των Ανακτόρων ανήκε στους Παντοκρατορικούς, φυσικά· δεν υπήρχαν φρουροί του Υπεράρχη εδώ. Κατάσκοποί του, όμως – καθώς και κατάσκοποι των ιερέων – υπήρχαν, υποπτευόταν ο Τέρι: ειδικά ανάμεσα στο υπηρετικό προσωπικό.
Διέσχισε μια αυλή, έφτασε μπροστά στην πόρτα του γραφείου του Επόπτη, και χτύπησε δύο φορές, γρήγορα, απανωτά.
«Ποιος είναι;» ήρθε η φωνή του Νιρμόδου Νάρλεφ από μέσα.
«Ο ταγματάρχη, Υψηλότατε.»
«Πέρνα.»
Ο Τέρι μπήκε σ’ένα δωμάτιο λιτά διακοσμημένο, μ’ένα γραφείο στον αντικρινό τοίχο, πλάι στο παράθυρο. Ο Επόπτης, γαλανόδερμος, με κοντά κόκκινα μαλλιά, καθόταν πίσω από το γραφείο. Δεν φορούσε τη στολή του, και στο χέρι του είχε μια κούπα μπίρα.
«Κάθισε, Ταγματάρχη,» είπε, δείχνοντας την καρέκλα αντίκρυ του.
Ο Τέρι κάθισε.
«Συγνώμη που σ’ενοχλώ τέτοια ώρα,» είπε ο Νιρμόδος, μάλλον διαδικαστικά. «Αν και δε νομίζω ότι είναι και τόσο αργά.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, Υψηλότατε. Δεν κοιμόμουν.»
«Το φαντάστηκα,» ένευσε ο Νιρμόδος, κι ακούμπησε την πλάτη του στην πολυθρόνα. Ατένισε τον Τέρι σκεπτικά για μερικές στιγμές, προτού πει: «Οι ιερείς διαμαρτυρήθηκαν στον Υπεράρχη επειδή δεν τους άφησες να κάψουν ένα νεκρό πλάσμα που η σύζυγός σου έφερε στο λιμάνι της Ερρίθιας· και ο Υπεράρχης μίλησε σ’εμένα, ζητώντας μου να σου ζητήσω να παραδοθεί το πτώμα στους ιερείς αν είναι εφικτό.
»Για τι πλάσμα πρόκειται ακριβώς, Ταγματάρχη; Το μόνο που ξέρω είναι ότι μοιάζει με γιγάντιο σκουλήκι.»
«Κι εγώ μόνο αυτό ξέρω,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Η Αρίνη το βρήκε σ’ένα από τα μέρη όπου παρουσιάζονται οι αντικατοπτρισμοί. Είχε πάει εκεί για να ερευνήσει – χωρίς να ανακαλύψει τίποτα το αξιοσημείωτο – και το τέρας επιτέθηκε σ’εκείνη και τους στρατιώτες μου, οι οποίοι το πυροβόλησαν και το σκότωσαν. Η Αρίνη θεώρησε ότι έπρεπε να το φέρει μαζί της, επειδή δεν έχει ξαναδεί κάτι παρόμοιο στη Χάρνταβελ – και ούτε πουθενά αλλού στο Γνωστό Σύμπαν, απ’ό,τι μου είπε. Θέλει να το μελετήσει. Πιστεύει ότι ίσως να γλίστρησε μέσα στη Χάρνταβελ από κάποια γειτονική διάσταση, εξαιτίας της αραίωσης των διαστασιακών τοιχωμάτων.»
Ο Νιρμόδος συνοφρυώθηκε. «Γειτονική διάσταση; Από τη Φεηνάρκια, ας πούμε; Από τη Διάσταση του Φωτός;»
Ο Τέρι κούνησε το κεφάλι. «Η Αρίνη δεν ανέφερε τίποτα συγκεκριμένο. Επιπλέον, οι αντικατοπτρισμοί δεν είναι εικόνες που θυμίζουν κάποια γνωστή διάσταση. Τουλάχιστον, έτσι νομίζει η Αρίνη – και δεν έχει ισχυριστεί ποτέ κανένας το αντίθετο.»
Ο Επόπτης φάνηκε σκεπτικός. «Ίσως θα έπρεπε να ζητήσουμε να μας στείλουν κι άλλους του τάγματος των Ερευνητών, Ταγματάρχη. Το πράγμα μπορεί να έχει αρχίσει να γίνεται πιο επικίνδυνο από πριν…»
«Δεν ξέρω, Υψηλότατε.»
«Γιατί η Αρίνη δεν ήρθε μαζί σου τώρα;»
«Δεν τη ζητήσατε,» αποκρίθηκε ο Τέρι.
«Πράγματι, αλλά ίσως να μπορούσε να με πληροφορήσει καλύτερα για την όλη κατάσταση. Δεν ήρθα για να παρακολουθώ απλώς, Ταγματάρχη. Αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα στη Χάρνταβελ, σκοπεύω να το λύσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.»
Νομίζει ότι τα ξέρει όλα επειδή τον έχουν ονομάσει ήρωα στη Βίηλ… «Τα πράγματα εδώ δεν είναι όπως στη Βίηλ, Υψηλότατε. Δεν υπάρχει πόλεμος. Χρειάζονται λεπτοί χειρισμοί.»
Το βλέμμα του Επόπτη αγρίεψε. «Δεν υποστήριξα το αντίθετο, Ταγματάρχη! Η διάσταση, όμως, μου φαίνεται ότι βρίσκεται, αν όχι στα πρόθυρα της διάλυσης, σε πολύ άσχημη κατάσταση. Παράξενοι ‘αντικατοπτρισμοί’ παρουσιάζονται. Ανθρωποθυσίες γίνονται, για λόγους που μοιάζουν ανόητοι. Και τώρα ένα αλλόκοτο τέρας ήρθε από… κάπου που κανένας δεν ξέρει. Η Αρίνη έπρεπε να ήταν εδώ για να συζητήσουμε.»
«Αν μου το είχατε ζητήσει, θα την είχα ξυπνήσει για να έρθει,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Ήταν κουρασμένη από τη Μαγγανεία Κινήσεως και ήθελε να κοιμηθεί. Πάνω από δέκα ώρες ήταν στο ενεργειακό κέντρο του μεταβαλλόμενου σκάφους.»
«Μάλιστα,» αποκρίθηκε ο Επόπτης, μοιάζοντας να καταλαβαίνει. «Σ’αυτή την περίπτωση, δε θα είχε νόημα μια συζήτηση μαζί της τώρα. Θα ήθελα να είναι ξεκούραστη όταν θα μιλήσουμε.»
«Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε από εμένα;» ρώτησε ο Τέρι.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος. «Μπορείς να πηγαίνεις.»
«Προτού φύγω,» είπε ο Τέρι, «να κάνω μια ερώτηση;»
Ο Νιρμόδος μόρφασε, ανοίγοντας τα χέρια του εμπρός του, επάνω στην επιφάνεια του γραφείου. «Εννοείται, Ταγματάρχη.»
«Τι θα γίνει με τους ιερείς;»
«Τι να γίνει;»
«Αν συνεχίσουν να ζητούν το νεκρό πλάσμα, εννοώ.»
«Δε νομίζω ότι υπάρχει κανένας λόγος οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας να εξηγήσουν σ’αυτούς γιατί αποφάσισαν να κρατήσουν ένα πτώμα για μελέτη,» είπε ο Νιρμόδος. «Δεν είναι δική τους υπόθεση. Αφορά εμάς και μόνο εμάς.»
«Οι ίδιοι, βέβαια, θα υποστηρίξουν το αντίθετο.»
«Μπορούν να υποστηρίξουν ό,τι θέλουν. Απ’ό,τι έχω καταλάβει από τότε που ήρθα στη Χάρνταβελ, οι ιερείς υποστηρίζουν πως τα πάντα τούς αφορούν. Καιρός να μάθουν ότι δεν είναι έτσι. Η διάσταση τους δεν αποτελεί παρά ένα μικρό τμήμα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας – εμείς έχουμε τον τελικό λόγο εδώ. Για το οτιδήποτε.»
Δε χρειαζόμαστε κι άλλες εντάσεις, όμως. Αλλά χρειαζόμαστε έναν Επόπτη που να μπορεί να αντιμετωπίσει τους ιερείς πιο διπλωματικά. Αν και η αλήθεια ήταν ότι ακόμα κι ο Τέρι, που βρισκόταν τόσο καιρό στη Χάρνταβελ, δυσκολευόταν να αντιμετωπίσει διπλωματικά τους ιερείς της. Δεν έμοιαζαν ν’ακούνε σε καμία λογική.
«Μάλιστα, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε στον Επόπτη. Παρότι θα προτιμούσε να του δώσει κάποιες συμβουλές για τη συναναστροφή με τους ιερείς, δεν το έκανε επειδή τώρα δεν νόμιζε ότι ήταν η ώρα για κάτι τέτοιο· κι επιπλέον, δεν ήταν η θέση του αυτή. Ο Επόπτης, κανονικά, θα έπρεπε να είναι πιο έμπειρος σ’αυτά τα θέματα από τον Τέρι. Κι όμως, δεν ήταν… Μας έστειλαν έναν βετεράνο για να κάνει διαπραγματεύσεις. Κανένας δεν δίνει σημασία για το τι γίνεται εδώ, στη Χάρνταβελ…
«Μπορείς να πηγαίνεις, Ταγματάρχη.»
Ο Τέρι σηκώθηκε από την καρέκλα του και, χωρίς άλλες κουβέντες, έφυγε από το γραφείο του Επόπτη, νιώθοντας ότι κάτι δραστικό έπρεπε να γίνει, αλλά μην ξέροντας τι.
Τέτοια, όμως, δεν ήταν η κατάσταση από τότε που πρωτοήρθαμε στη Χάρνταβελ;
Κι ο εαυτός του του απάντησε: Όχι· εκείνο τον καιρό δεν γίνονταν ανθρωποθυσίες. Από τότε που άρχισαν οι ανθρωποθυσίες, το ένα κακό διαδέχεται το άλλο.
Παρά τα πιστεύω των τρελών ιερέων της Χάρνταβελ, ο Θεός τους δεν φαινόταν να εξευμενίζεται. Το αντίθετο, μάλλον.
Πριν από μια εξαετία ο Σθένελος είχε αποφοιτήσει από τη Σχολή Μαγικών Τεχνών· ήταν πλέον, επισήμως, μάγος του τάγματος των Ερευνητών, όχι μαθητευόμενος, ούτε κάποιος που είχε το ταλέντο αλλά όχι τις απαραίτητες γνώσεις· και εκείνο που ήθελε να κάνει δεν ήταν να επιδοθεί στις μελέτες που συνήθως επιδίδονταν οι Ερευνητές, οι οποίες του έμοιαζαν, τις περισσότερες φορές, θεωρητικές ή ακόμα και άσκοπες. Ο Σθένελος ήθελε, σαν αυτούς, να ερευνήσει το σύμπαν, όμως με πιο άμεσο τρόπο. Εκεί όπου συνέβαινε ό,τι ήταν άξιο μελέτης, εκεί ήθελε να βρίσκεται.
Τούτο, ασφαλώς, δεν ήταν κάτι που ίσχυε μόνο για εκείνον. Πολλοί Ερευνητές είχαν την ίδια νοοτροπία. Υπήρχαν όμως κι αυτοί που προτιμούσαν τη μελέτη μέσα στη Σχολή Μαγικών Τεχνών, σε συνδυασμό με κάποιες ελεγχόμενες εξορμήσεις. Ο Σθένελος, προφανώς, δεν ήταν από τους τελευταίους: γι’αυτό κιόλας είχε γρήγορα καταλήξει να βοηθά τον Στρατό της Απολλώνιας, είτε στο Βόρειο Μέτωπο, εναντίον των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, είτε στο Νότιο Μέτωπο, εναντίον των αλλόκοτων τεράτων που, τον τελευταίο καιρό, έρχονταν σε ορδές από την Απολεσθείσα Γη.
Έτσι, παρότι ήταν ακόμα μικρός – μόλις είκοσι-έξι χρονών – είχε βρεθεί αντιμέτωπος με παραπάνω από αρκετές επικίνδυνες και ενδιαφέρουσες (για έναν Ερευνητή) καταστάσεις, με αποτέλεσμα να έχει αποκτήσει εμπειρία μεγαλύτερη απ’ό,τι, ίσως, δικαιολογούσε η ηλικία του.
Γρήγορα γνωρίστηκε με επαναστάτες: ανθρώπους που δούλευαν απευθείας για τον Βασιληά Ανδρόνικο, ταξιδεύοντας πολλοί από αυτούς και σε διαστάσεις πέρα από την Απολλώνια. Γνώρισε ακόμα και τον Οδυσσέα, ο οποίος ήταν ένας από τους Προμάχους της Επανάστασης και δεξί χέρι του Βασιληά, όπως έλεγαν οι φήμες γι’αυτόν. Ο Σθένελος είχε ζητήσει να τον βάλουν κι εκείνον στην Επανάσταση, αν θεωρούσαν ότι μπορούσε να τους φανεί χρήσιμος. «Μα,» του είχε πει ο Οδυσσέας, «είσαι ήδη στην Επανάσταση. Πολεμάς για την Απολλώνια.» Ο Σθένελος, όμως, δεν εννοούσε αυτό – εννοούσε όλα εκείνα τα ιδιαίτερα πράγματα που έκαναν οι επαναστάτες – και το είπε στον Πρόμαχο. Οπότε, ο Οδυσσέας τού απάντησε: «Θα δούμε. Θα σ’έχω υπόψη μου, σίγουρα, τώρα που ξέρω ότι είσαι πρόθυμος.» Και είχε χαμογελάσει: πράγμα που είχε φανεί στον Σθένελο καλό σημάδι.
Επομένως, περίμενε την ημέρα που ο Πρόμαχος θα τον καλούσε. Την ημέρα που θα μπορούσε να κάνει κάτι σημαντικότερο για την Επανάσταση – και για την Απολλώνια – από ό,τι ένας συνηθισμένος μάγος του Στρατού. Επιπλέον, ήταν βέβαιος πως ό,τι ανακαλύψεις κι αν έκανε μαζί με τους επαναστάτες θα ήταν σίγουρα πολύ πιο ενδιαφέρουσες.
Η ημέρα αυτή είχε έρθει.
Ο Σθένελος’σαρ ήταν μαζί με την Κλεονίκη όταν ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του κουδούνισε. Είχε κοιμηθεί μαζί της το βράδυ και, έχοντας ξυπνήσει με την αυγή, έκαναν έρωτα ακόμα μία φορά προτού η Κλεονίκη φύγει για να πάει σ’ένα από τα οχυρά στις παρυφές του Κρημνίσματος – του ορίου που χώριζε τη διάσταση της Απολλώνιας από τη διαρκώς μεταβαλλόμενη, άκρως επικίνδυνη διάσταση της Απολεσθείσας Γης.
«Κατάρες!» είπε η Κλεονίκη, μουγκρίζοντας δυσαρεστημένα. «Τι θέλουν τώρα; Δε μπορεί νάχω αργήσει – είναι ακόμα πρωί!»
«Δεν είναι ο δικός σου πομπός· ο δικός μου είναι. Πρέπει να πρόκειται για κάτι σημαντικό. Έλα, σήκω.»
«Όοοχι,» αποκρίθηκε η Κλεονίκη πεισματάρικα, χαμογελώντας, και παραμένοντας επάνω στον Σθένελο.
Ο πομπός συνέχιζε να κουδουνίζει.
Ο Σθένελος χτύπησε τους μηρούς της ερωμένης του, επανειλημμένα. «Έλα, σήκω! Σήκω!»
Η Κλεονίκη, γελώντας, σηκώθηκε και κύλησε στο πλάι, πάνω στα ανακατεμένα στρωσίδια.
Ο Σθένελος πήγε αμέσως στο γραφείο του, έπιασε τον τηλεπικοινωνιακό του πομπό, και τον άνοιξε.
«Μάλιστα;»
«Ο κύριος Σθένελος’σαρ;» Η φωνή ήταν αντρική. Ο Σθένελος δεν την αναγνώριζε.
«Ο ίδιος. Ποιος είστε;»
«Ο πιλότος σας.»
«Ο ποιος;» Μαλακισμένος φαρσέρ μες στα ξημερώματα;
«Ο κύριος Οδυσσέας Επίμετρος με έστειλε. Σας χρειάζεται για μια δουλειά της Επανάστασης. Μου είπε ότι θα καταλάβετε.»
Είναι δυνατόν; Έμοιαζε τόσο καλό, και ήταν τόσο απρόσμενο, που έφερνε στο μυαλό απάτη, ή παγίδα – αν και, βέβαια, αυτό ήταν παράλογο· οι Παντοκρατορικοί δεν είχαν πράκτορές τους στην Απολλώνια. Από την άλλη, όμως, τίποτα δεν έπρεπε να αποκλείει κανείς.
«Δεν υπάρχει αεροδρόμιο στη Σαρντάνη…»
Ο άντρας που είχε συστηθεί ως πιλότος ακούστηκε να γελά μέσα από τον πομπό. «Μην ανησυχείτε, κύριε. Έχω προσγειωθεί έξω από την πόλη, πέντε χιλιόμετρα προς τα βόρεια. Θα σας περιμένω.»
Παράξενο, αλλά πρέπει να ήταν αληθινό. Ποιος θα τολμούσε να στήσει τέτοια απάτη μέσα στην ίδια την Απολλώνια, και γιατί; «Εεμ, εντάξει. Θα είμαι εκεί σε… καμια ωρίτσα;»
«Κανένα πρόβλημα.»
Ο Σθένελος έκλεισε τον πομπό. Στράφηκε στην Κλεονίκη, η οποία στεκόταν στα γόνατα επάνω στο κρεβάτι, με το καφετί δέρμα της να μοιάζει σχεδόν τόσο μαύρο όσο και τα μαλλιά της στο λιγοστό φως που έμπαινε από τις γρίλιες του παντζουριού. Τα στήθη της ήταν ακόμα ορθωμένα· ο Σθένελος μπορούσε να τα διακρίνει.
«Πού θα πας σε μια ώρα;» τον ρώτησε η Κλεονίκη.
Ο Σθένελος τής είπε, καθώς πλησίαζε το κρεβάτι για να σταθεί στην άκρη του.
Το χέρι της πήγε κάτω από τις τρίχες της κοιλιάς του, πιάνοντας τα μαλακά. «Προλαβαίνουμε, λοιπόν. Την ίδια ώρα θα φύγουμε κι οι δύο,» του είπε, και φίλησε τα χείλη του.
Ο Σθένελος είχε χάσει τη διάθεσή του ύστερα από τη συζήτηση στον πομπό, αλλά δεν έφερε αντίρρηση. Εξάλλου, μπορεί να μην ξανάβλεπε την Κλεονίκη αν ο Πρόμαχος τού ζητούσε να πάει κάπου μακριά για λογαριασμό της Επανάστασης. Κι όπως αποδείχτηκε, δεν άργησε να ξαναβρεί τη διάθεσή του. Η μαγεία ήταν μαγεία, και η Επανάσταση ήταν η Επανάσταση, αλλά οι γυναίκες ήταν ανέκαθεν το αδύνατο σημείο του. Δεν μπορούσε να τους πει εύκολα όχι, και του άρεσαν διάφορες γυναίκες για διαφορετικούς λόγους.
Τώρα, όμως, μετά την κλήση του πιλότου (αν ήταν αυτός που έλεγε πως ήταν – που, μάλλον, πρέπει να ήταν), ο Σθένελος αισθανόταν ανήσυχος και βιαστικός, και τελείωσε γρήγορα με την Κλεονίκη.
«Μπορείς και καλύτερα,» του είπε εκείνη, ύστερα, καθώς είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και έβαζε τα εσώρουχά της. «Το ξέρω πως μπορείς και καλύτερα.»
«Δε φταίω εγώ· με αποπροσανατόλισαν,» αποκρίθηκε ο Σθένελος μειδιώντας, ακόμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι, γυμνός.
Η Κλεονίκη γέλασε. «Την επόμενη φορά θα μου χρωστάς, λοιπόν.» Ξαφνικά, συνοφρυώθηκε. «Αλήθεια, που θα πας;»
«Εκεί είναι το θέμα· δεν ξέρω.» Ο Σθένελος σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται. «Είχα πει από παλιά στον Πρόμαχο Οδυσσέα ότι μ’ενδιαφέρει να εργαστώ περισσότερο με την Επανάσταση, και φαίνεται πως τώρα αποφάσισε ότι του είμαι χρήσιμος.»
«Πρέπει να είσαι ενθουσιασμένος…»
«Είμαι. Σχετικά.»
«Θα με θυμάσαι καθόλου, τώρα που θ’αρχίσεις να συναναστρέφεσαι σημαντικά πρόσωπα;» ρώτησε η Κλεονίκη σουφρώνοντας τα χείλη.
Ο Σθένελος μειδίασε πλατιά καθώς ντυνόταν. «Είναι αδύνατον να σε ξεχάσω, σοκολατάκι μου.» Εσένα και άλλες, επίσης… – αλλά αυτό, σίγουρα, δεν θα ήταν συνετό να το πει· ούτε ταιριαστό ήταν με την περίσταση.
«Θέλεις να σε πάω μέχρι αυτό το αεροσκάφος προτού φύγω για το Κρήμνισμα;» ρώτησε η Κλεονίκη.
«Δε χρειάζεται· καλύτερα να μην αργήσεις στο οχυρό.» Η Κλεονίκη ήταν λοχίας του Απολλώνιου Στρατού, και ο Σθένελος δεν ήθελε να φάει καμια ποινή για χάρη του. Είχε ήδη αργήσει λιγάκι να ξεκινήσει, και το Κρήμνισμα δεν ήταν κοντά στη Σαρντάνη. Το οχυρό όπου έπρεπε να πάει απείχε πάνω από τριακόσια-πενήντα χιλιόμετρα. Ευτυχώς, δεν είχε πρωινή βάρδια, φυσικά, αλλιώς δεν θα είχε την παραμικρή πιθανότητα να φτάσει εγκαίρως. Η βάρδια της ήταν το μεσημέρι.
«Καλά,» είπε η Κλεονίκη. «Να με θυμάσαι, όμως.» Τον πλησίασε και τον φίλησε.
Μετά, έχοντας ντυθεί με τη στρατιωτική στολή της, έφυγε από το ξενοδοχείο όπου έμενε ο Σθένελος.
*
Ο Σθένελος’σαρ δεν είχε ενεργειακό όχημα στην ιδιοκτησία του. Είχε ένα άλογο, το οποίο προτιμούσε γιατί ήθελε λιγότερη συντήρηση, κι επειδή όταν του χρειαζόταν να διανύσει μεγάλες αποστάσεις πάντοτε κάποιος άλλος τον μετέφερε: συνήθως άνθρωποι του Απολλώνιου Στρατού.
Αφού τώρα πήρε το άλογό του από το γκαράζ, πήγε – με κάποια επιφύλαξη, πάντα, και έχοντας το πιστόλι του οπλισμένο και έτοιμο μέσα στην τσέπη του πανωφοριού του – προς τη βόρεια έξοδο της Σαρντάνης και, μέσα στο ηλιόλουστο πρωινό, τρόχασε πέντε χιλιόμετρα, ώσπου είδε αντίκρυ του, επάνω στον κάμπο, ένα προσγειωμένο αεροπλάνο.
Μπροστά στο σκάφος στεκόταν ένας άντρας ο οποίος, βλέποντάς τον από μακριά, ύψωσε το χέρι του και του έκανε νόημα να πλησιάσει.
Με αναγνώρισε, σκέφτηκε ο Σθένελος, σφίγγοντας τη λαβή του πιστολιού μέσα στην τσέπη του. Τώρα, ή κάτι συναρπαστικό θα συμβεί, ή θα με καθαρίσουν…
*
«Τι ήταν αυτό που μου είπε η Άνμα’ταρ!»
Ο Οδυσσέας πήρε το βλέμμα του από κάτι χάρτες επάνω στο γραφείο του και στράφηκε να κοιτάξει τη Βατράνια, η οποία στεκόταν στο κατώφλι, με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός της και με θυμωμένη όψη στο πρόσωπό της. Ήταν, ως συνήθως, ντυμένη σαν φιγουρίνι.
«Η Άνμα’ταρ; Τι σου είπε; Κάτι που δεν έπρεπε;»
«Αντιθέτως,» αποκρίθηκε η Βατράνια, βηματίζοντας μέσα στο δωμάτιο, πηγαίνοντας προς το μέρος του. «Μου είπε κάτι που έπρεπε ήδη να μου είχες πει εσύ!»
«Θα γίνεις πιο συγκεκριμένη;»
«Θα γίνω, αν και το ξέρεις πως, στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται. Η Άνμα μού είπε ότι ο Πρίγκιπας θα στείλει εκείνη, τον Σέλιρ’χοκ, τη Μάρθα, τον Γεράρδο, κι έναν μάγο που λέγεται Σθένελος’σαρ στη Χάρνταβελ!»
«Και λοιπόν;»
«Το ήξερες;»
«Ναι–»
«Και δεν μου είπες τίποτα!»
«Τι να σου έλεγα;»
«Δε σου είχα ζητήσει να μιλήσεις στον Πρίγκιπα για μένα; Να του πεις ότι θέλω κι εγώ να πάω στη Χάρνταβελ;»
Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι. «Βατράνια, δε νομίζω ότι αυτή είναι καλή ιδέα–»
«Για εμένα, είναι καλή ιδέα!» φώναξε η Βατράνια. «Μέχρι στιγμής δεν κάνω τίποτα εδώ, στην Απολλώνια! Μόνο κάτι μικροδουλειές! Μηνύματα μεταφέρω – και δεν είμαι μαντατοφόρος, Οδυσσέα!»
«Καλά, μη φωνάζεις έτσι,» της είπε ο Οδυσσέας, βλέποντας ότι το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει. «Θα μιλήσω στον Πρίγκιπα.»
«Τώρα;»
«Τώρα,» είπε ο Οδυσσέας, ρίχνοντάς της ένα άγριο βλέμμα· κι έφυγε από το δωμάτιο.
Η Βατράνια κάθισε σε μια πολυθρόνα και περίμενε· ανάβοντας τσιγάρο μετά από λίγο.
Ο Οδυσσέας άργησε κάμποσο να επιστρέψει, και η Βατράνια αναρωτήθηκε αν το έκανε επίτηδες. Ποιο ήταν το πρόβλημά του και δεν ήθελε να την αφήσει να πάει στη Χάρνταβελ; Εξάλλου, θα έχουμε μαζί μας τον Γεράρδο, που ξέρει καλά αυτή τη διάσταση. Σίγουρα δεν πρόκειται να χαθούμε!
Ο Οδυσσέας μπήκε τελικά στο δωμάτιο και στάθηκε αντίκρυ της, ατενίζοντάς την, καθώς κι εκείνη σηκωνόταν αμέσως όρθια.
«Μου είπε αν θέλεις να πας, αλλά πρώτα να μιλήσεις με τον Γεράρδο.»
Η Βατράνια γέλασε. «Βλέπεις; Ο Πρίγκιπάς μας ξέρει τι κάνει!»
«Ο Πρίγκιπάς μας,» είπε ο Οδυσσέας καθίζοντας πίσω από το γραφείο του, «είναι ανόητα ιδεαλιστής ορισμένες φορές. Πολλές φορές, ίσως. Τυχαίνει να πιστεύει ότι ο καθένας πρέπει – και μπορεί – να αποφασίζει μόνος του τι θα κάνει.»
«Κι εσύ δεν το πιστεύεις αυτό;» απόρησε η Βατράνια.
«Για ορισμένους ανθρώπους, ναι, το πιστεύω.»
«Αλλά όχι για εμένα;» Η Βατράνια πήρε μια προσποιητά σοκαρισμένη έκφραση. «Με τραυματίζεις στην ψυχή!»
«Θα το ξεπεράσεις, είμαι σίγουρος,» χαμογέλασε ο Οδυσσέας.
Η Βατράνια γέλασε. «Ίσως,» είπε, και κάθισε στην άκρη του γραφείου του.
«Σου πρότεινα να μην πας,» της εξήγησε ο Οδυσσέας, «επειδή δεν νομίζω πως έχεις κάτι να προσφέρεις εκεί, και επειδή δεν νομίζω, επίσης, ότι το κλίμα σού ταιριάζει. Τέλος πάντων. Αν θέλεις, πήγαινε· εννοείται. Δεν θα τσακωθώ γι’αυτό το θέμα.»
Η Βατράνια δεν είπε τίποτα. Τον συμπαθούσε τον Οδυσσέα, και το ήξερε πως δεν είχε κακό στο νου του.
Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του στους χάρτες επάνω στο γραφείο του.
«Τι κοιτάς εκεί;» τον ρώτησε η Βατράνια.
«Την εξάπλωση του υπερδιαστασιακού στροβίλου. Είναι σαν γιγάντιο παραπέτασμα, Βατράνια, απ’τον ουρανό ώς τη γη. Και, με την πάροδο του χρόνου, επεκτείνεται. Δες πού ήταν πριν από τέσσερις μήνες» – της έδειξε μια γραμμή πάνω σ’έναν χάρτη – «και δες πού είναι τώρα.» Της έδειξε έναν άλλο χάρτη. «Θα διχοτομήσει την Απολλώνια στο τέλος, αν αυτός ο μάγος δεν βρει μια λύση.»
«Ποιος μάγος;»
«Δαίδαλο τον λένε. Πολύ περίεργος άνθρωπος. Εκείνος δημιούργησε τον στρόβιλο εξαρχής, για να αντιμετωπίσουμε τους Παντοκρατορικούς στην Ταλκασία. Μας φάνηκε καλή ιδέα τότε. Αλλά έγινε ένα λάθος. Για το οποίο δεν φταίει ο Δαίδαλος.»
«Γι’αυτό ο στρόβιλος εξαπλώνεται και η Απολλώνια κινδυνεύει;»
Ο Οδυσσέας κατένευσε.
«Και γιατί κοιτάς εσύ τους χάρτες τώρα; Για πληροφοριακούς λόγους;»
«Προσπαθώ να καταλάβω αν ο στρόβιλος έχει κάποιον σταθερό ρυθμό εξάπλωσης. Ίσως να μας βοηθήσει σε κάτι, αν ο μάγος δεν εμφανιστεί και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε…» Αλλά δεν έμοιαζε και τόσο σίγουρος· η όψη του πρόδιδε αβεβαιότητα, και φόβο για τη διάστασή του.
Μετά είπε, αλλάζοντας θέμα κάπως ξαφνικά: «Ο Πρίγκιπάς μας πρότεινε να πας να μιλήσεις στον Γεράρδο…»
«Κατάλαβα,» είπε η Βατράνια υπομειδιώντας καθώς σηκωνόταν από την άκρη του γραφείου, «θέλεις να με ξεφορτωθείς. Θάρθει η Πριγκίπισσα Βασιλική, μήπως;»
«Μη λες ανοησίες, Βατράνια.»
«Ανοησίες;» Η Βατράνια γέλασε. «Έχω ακούσει τι είν’αυτά που σου λέει, κάπου-κάπου!»
«Η φαντασία σου είναι.»
«Ναι, σίιιιιγουρα,» αποκρίθηκε η Βατράνια καθώς, ακόμα γελώντας, έφευγε από το γραφείο του Οδυσσέα.
*
Ο Γεράρδος και η Μάρθα είχαν φάει μεσημεριανό σ’ένα εστιατόριο της Απαστράπτουσας, είχαν επιστρέψει στο βασιλικό παλάτι, και τώρα, καθισμένοι σε μια μικρή, ήσυχη αίθουσα, έπαιζαν Απολλώνια Σύγκρουση ενώ ο Αλεξίλυπος καθόταν και τους κοίταζε σιωπηλά – καθότι, γενικά, σιωπηλό αγόρι.
Ο Αλεξίλυπος ήταν γύρω στα πέντε, αν δεν έκανε λάθος ο Γεράρδος, και ήταν γιος του Πρίγκιπα Λούσιου, του αδελφού του Ανδρόνικου, ο οποίος ήταν νεκρός και για τον οποίο ο Ανδρόνικος προτιμούσε να μη μιλά. Όπως ο Γεράρδος ήξερε, ο Λούσιος είχε προσπαθήσει να σφετεριστεί τον Κυανό Θρόνο του Βασιλείου της Απολλώνιας, και ο Ανδρόνικος είχε αναγκαστεί να τον σκοτώσει.
Η Μάρθα πάτησε μερικά πλήκτρα, και ένα άρμα μάχης ανέβηκε στην κορυφή ενός λοφίσκου, πυροβόλησε με το μοναδικό του κανόνι, και χτύπησε μια μονάδα τριάντα στρατιωτών του Γεράρδου. Έξι από αυτούς εξαφανίστηκαν.
Η Απολλώνια Σύγκρουση παιζόταν επάνω σ’έναν ειδικό πίνακα όπου κινούνταν ολογράμματα μαχητών και αρμάτων μάχης, και όπου παρουσιάζονταν – επίσης σαν ολογράμματα – ό,τι σκηνικά επιθυμούσαν οι παίκτες στην αρχή του παιχνιδιού: λόφοι, τείχη, ποτάμια, δρόμοι, δάση, οικοδομήματα… Μπροστά σε κάθε παίκτη υπήρχε ένα μικρό πληκτρολόγιο, ώστε να ορίζει τις κινήσεις των κομματιών του.
«Βιαστική είσαι,» παρατήρησε ο Γεράρδος, και έκανε τη χτυπημένη μονάδα να φύγει από τη θέση της και να τρέξει να κρυφτεί μέσα στην κάλυψη ενός κοντινού δάσους.
Βήματα ακούστηκαν να έρχονται από τον διάδρομο έξω από τη μικρή αίθουσα. Παπούτσια, ή μπότες, με τακούνι.
Η Βατράνια μπήκε, ντυμένη όμορφα, σαν να είχε βγει από τα Απολλώνια περιοδικά μόδας που κυκλοφορούσαν στα περίπτερα της Απαστράπτουσας.
«Γεια,» είπε χαμογελώντας.
«Γεια,» μούγκρισε η Μάρθα, μη μοιάζοντας και τόσο χαρούμενη που την έβλεπε.
«Τι κάνεις, Βατράνια;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Μου είπαν ότι θα πάμε στη Χάρνταβελ.» Η Βατράνια ήρθε και κάθισε σε μια καρέκλα ανάμεσα στον Γεράρδο και στη Μάρθα, χωρίς να δώσει καμία σημασία στα ολογράμματα επάνω στον πίνακα της Απολλώνιας Σύγκρουσης.
Θα «πάμε»; απόρησε ο Γεράρδος, γιατί, έτσι όπως το έλεγε, η Βατράνια έμοιαζε να συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό της.
Την κοίταξε κάπως παραξενεμένος.
«Δεν θα πάμε στη Χάρνταβελ;» είπε εκείνη.
«Απλώς δεν ήξερα ότι θα ερχόσουν κι εσύ. Ο Πρίγκιπας δεν μου είπε τίποτα.»
«Θα το ξέχασε, ίσως. Γιατί σ’εμένα είπε να έρθω να σου μιλήσω – ή, μάλλον, εσύ να μου μιλήσεις – για τη Χάρνταβελ.»
«Δεν καταλαβαίνω…»
«Αυτό μού ζήτησε ο Πρίγκιπας. Είπε αν θέλω μπορώ να πάω μαζί σας, αλλά να μιλήσω με τον Γεράρδο πρώτα.»
«Δηλαδή,» παρενέβη η Μάρθα, «δε σκόπευε εξαρχής να σε στείλει μαζί μας…»
«Τι σημασία έχει αυτό;» έκανε, λιγάκι απότομα, η Βατράνια.
Η Μάρθα έμοιαζε έτοιμη ν’αποκριθεί με κάτι άσχημο, αλλά ο Γεράρδος τη σκούντησε κάτω από το τραπέζι με το πόδι του, και είπε στη Βατράνια: «Δεν είναι και πολλά αυτά που πρέπει να ξέρεις για τη Χάρνταβελ. Πρόκειται για μια μικρή διάσταση που κυβερνάται από τοπικούς άρχοντες. Κληρονομικούς. Τη μεγαλύτερη πολιτική εξουσία έχει ο Υπεράρχης, ο οποίος μένει στην Ερρίθια – ανέκαθεν εκεί έμενε – και το αξίωμά του είναι επίσης κληρονομικό.
»Ακόμα μεγαλύτερη εξουσία απ’όλους, όμως, έχουν οι ιερείς της Χάρνταβελ, που ό,τι πουν είναι νόμος, καθώς θεωρούνται η Φωνή του Θεού. Ο ισχυρότερος από τους ιερείς είναι ο Ύπατος, ο οποίος κατοικεί στον Υπεραιώνιο, βόρεια της Ερρίθιας, μέσα στο Κεντροδάσος.»
«Στον… Υπεραιώνιο;»
«Ναός είναι. Ο Υπεραιώνιος Ναός: έτσι τον ονομάζουν,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. Και συνέχισε, ενώ η Μάρθα πατούσε μερικά πλήκτρα για να κινήσει τα κομμάτια της επάνω στον πίνακα της Απολλώνιας Σύγκρουσης: «Οι ιερείς επιλέγονται από βρέφη. Οι άλλοι ιερείς τούς αναγνωρίζουν κι έρχονται και τους παίρνουν απ’τους γονείς τους. Τους μεγαλώνουν στον Ναό, έτσι ποτέ δεν μαθαίνουν τις πραγματικές τους οικογένειες. Ανήκουν στον Θεό.»
«Το ίδιο ισχύει και για σένα;» ρώτησε η Βατράνια. «Δεν ξέρεις τους γονείς σου;»
«Φυσικά.
»Με τους ιερείς οφείλεις να προσέχεις ιδιαίτερα, γιατί, πίστεψέ με, δεν θέλεις να μπλέξεις μαζί τους. Δεν έχουν απλώς απόλυτη εξουσία στη Χάρνταβελ, διαθέτουν και δυνάμεις που θα μπορούσες να τις αποκαλέσεις υπεράνθρωπες.»
Η Βατράνια συνοφρυώθηκε. «Κι εσύ το ίδιο; Έχει τέτοιες δυνάμεις, Γεράρδε;»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, πατώντας μερικά πλήκτρα για να κινήσει τα κομμάτια του επάνω στον πίνακα του παιχνιδιού. Ένας στρατιώτης του πυροβόλησε, χτυπώντας έναν αντίπαλο στρατιώτη που κρυβόταν πίσω από ένα χαμηλό τείχος.
«Κωλόφαρδε…!» έκανε η Μάρθα.
«Γιατί όχι;» ρώτησε η Βατράνια.
«Μεγάλη ιστορία. Αλλά εγώ δεν είμαι ιερέας πια, Βατράνια.»
«Επειδή αποφάσισες να φύγεις, έτσι απλά έχασες και τις δυνάμεις σου;»
Τι θέλει και σκαλίζει τέτοια πράγματα, τώρα; Ο Γεράρδος αναστέναξε. «Δεν υπάρχει τίποτα το απλό σ’όλα αυτά. Πάντως, εγώ δεν είμαι πια ιερέας,» τόνισε ξανά. Το ελπίζω…
«Και δεν μας αφήνεις τώρα να παίξουμε με την ησυχία μας;» ρώτησε η Μάρθα τη Βατράνια.
Εκείνη τής έριξε ένα βλέμμα καταφανούς ενόχλησης. «Ο Πρίγκιπας μού είπε να έρθω να μιλήσω με τον Γεράρδο!»
«Εντάξει, του μιλήσεις· τώρα μπορείς να στρίβεις.»
«Δεν υπάρχει, έτσι κι αλλιώς, κάτι άλλο να σου πω, Βατράνια,» παρενέβη ο Γεράρδος όσο πιο ευγενικά μπορούσε, για να μην καταλήξουν να βριστούν με τη Βατράνια. Αφού θα ερχόταν μαζί τους στη Χάρνταβελ, καλύτερα να μην ήταν τσακωμένοι. Ποτέ δεν ωφελεί.
«Εντάξει,» είπε η Βατράνια, δείχνοντας πικαρισμένη, καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα της. «Μπορούμε να τα πούμε κι άλλη στιγμή, αν θέλεις.» Και έφυγε από το δωμάτιο.
«Γιατί ήταν ανάγκη να την έχουμε κι αυτήν μαζί μας;» είπε η Μάρθα.
«Μπορεί ο Πρίγκιπας να νομίζει ότι θα μας φανεί χρήσιμη.»
«Ναι, καλά! Απλά πήγε και του τα έπρηξε του ανθρώπου μέχρι που να της πει εντάξει. Είμαι σίγουρη.»
«Η Βατράνια, πάντως, ήταν μια από τις καλύτερες πράκτορες της Επανάστασης στη Σεργήλη, απ’ό,τι έχω ακούσει,» είπε ο Γεράρδος.
«Θα δούμε…» έκανε η Μάρθα, και μετακίνησε τα κομμάτια της επάνω στον πίνακα του παιχνιδιού, προσπαθώντας να περικυκλώσει ένα ψηλό όχημα του Γεράρδου το οποίο μετέφερε στρατιώτες.
*
Ήταν απόγευμα, και είχαν συγκεντρωθεί σ’ένα από τα σαλόνια του παλατιού ύστερα από πρόσκληση του Οδυσσέα: ο Γεράρδος, η Μάρθα, η Άνμα’ταρ, και η Βατράνια. Μόνο ο ίδιος ο Πρόμαχος έλειπε, καθώς κι αυτός που τους είχε πει ότι ήθελε να τους γνωρίσει.
«Ποιο είναι, λοιπόν, αυτό το μυστηριώδες άτομο, ξέρει κανένας;» ρώτησε η Βατράνια, καθισμένη στην άκρη ενός καναπέ και πίνοντας μια γουλιά Γλυκό Πορφυρόχρυσο – ένα Απολλώνιο ποτό με κρασί, μέλι, και βατόμουρο. Είχε αλλάξει εμφάνιση από πριν που την είχαν δει ο Γεράρδος και η Μάρθα, αλλά εξακολουθούσε να είναι ντυμένη σαν να είχε βγει από περιοδικό μόδας.
«Ο Σθένελος’σαρ πρέπει να είναι, υποθέτω,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος.
Η Άνμα ένευσε. «Ναι, μάλλον. Αν και εγώ, προσωπικά, τον ξέρω. Όχι καλά, δηλαδή, αλλά τον έχω ξαναδεί.»
«Θα είναι μαζί μας στην αποστολή;» ρώτησε η Βατράνια.
«Δεν ξέρεις ούτε ποιοι θα είναι μαζί μας;» είπε η Μάρθα.
Η Βατράνια μόρφασε. «Δε μου το ανέφερε κανένας.» Ήπιε μια γουλιά από το ποτό της.
Μια πόρτα άνοιξε, και ο Οδυσσέας μπήκε, ακολουθούμενος από έναν χρυσόδερμο άντρα που δεν πρέπει να ήταν πολύ πάνω από τα εικοσιπέντε. Φορούσε κοστούμι και είχε στο πέτο του σακακιού του μια καρφίτσα που τον αναγνώριζε ως μάγο του τάγματος των Ερευνητών. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και μακριά, δεμένα αλογοουρά. Φαινόταν να βρίσκεται σε σχετική αμηχανία, αν και τα μάτια του γυάλιζαν με έκδηλο ενθουσιασμό.
«Να σας γνωρίσω,» είπε ο Οδυσσέας, «τον Σθένελο’σαρ.»
Οι επαναστάτες σηκώθηκαν από τις θέσεις τους, και ο Οδυσσέας σύστησε κι αυτούς στον Σθένελο, λέγοντας λίγα λόγια για τον καθένα. «Η Βατράνια, πράκτοράς μας από τη Σεργήλη. Ο Γεράρδος, παλιός κάτοικος της Χάρνταβελ και, αργότερα, καπετάνιος στο Πορφυρό Κενό. Η Μάρθα, δύτρια και κατάσκοπός μας από την Υπερυδάτια. Η Άνμα’ταρ, του τάγματος των Δρακαινών – την οποία νομίζω πως έχεις, φευγαλέα, ξανασυναντήσει.»
«Τιμή μου που σας γνωρίζω όλους,» είπε ο Σθένελος.
«Μην είσαι τόσο… επίσημος,» του είπε η Βατράνια, χαμογελώντας. «Έλα, κάθισε μαζί μας.»
Οι επαναστάτες κάθισαν πάλι στις θέσεις τους. Ο Σθένελος’σαρ κάθισε δίπλα στη Βατράνια, στον καναπέ· ο Οδυσσέας σε μια καρέκλα κοντά στο αναμμένο τζάκι.
«Ο Σέλιρ’χοκ δεν είναι ακόμα εδώ;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Πρόμαχος. «Αλλά αύριο, υποθέτω, θα έρθει. Εν τω μεταξύ» – άναψε τσιγάρο – «είναι τίποτα που θέλεις να πεις στους συντρόφους σου, Γεράρδε; Σχετικά με τη Χάρνταβελ, εννοείται.»
«Στη Βατράνια μίλησα πριν. Η Άνμα ξέρει, απ’ό,τι έχω καταλάβει. Επομένως…» Έστρεψε το βλέμμα του στον Σθένελο. «Τι γνωρίζεις για τη Χάρνταβελ;»
«Εμμ… βασικά, τίποτα,» παραδέχτηκε εκείνος. «Πολύ λίγα πράγματα. Γνωρίζω ότι είναι… ιεροκρατούμενη διάσταση. Πιστεύουν σε έναν Θεό και μόνο, και οι ιερείς του έχουν μεγάλη εξουσία. Η διάσταση είναι μικρή. Υπάρχει μια δίοδος στην Απολλώνια που οδηγεί στη Χάρνταβελ, η οποία είναι στο πέρας του Μαύρου Ποταμού. Αυτά ξέρω, βασικά. Δεν έχω πάει ποτέ ο ίδιος.»
«Ας πούμε, λοιπόν, μερικά πράγματα…» Ο Γεράρδος ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι του, το οποίο δεν περιείχε τίποτα πιο μεθυστικό από νερό.
Η Βατράνια πρόσφερε τσιγάρο στον Σθένελο. Εκείνος το πήρε, λέγοντας Ευχαριστώ και χαμογελώντας, και εκείνη τού το άναψε με τον ενεργειακό αναπτήρα της που ήταν λαξεμένος σαν άνθος.
«Κατ’αρχήν,» είπε ο Γεράρδος στον Σθένελο, «μάθε πως παλιότερα ήμουν ιερέας στη Χάρνταβελ· οπότε, όπως καταλαβαίνεις, δεν μιλάω τυχαία.» Αν και δεν του άρεσε να λέει στον καθένα ότι κάποτε ήταν ιερέας, ήξερε πως ο Σθένελος αργά ή γρήγορα θα το πληροφορείτο – από τη Βατράνια, αν μη τι άλλο – επομένως δεν είχε νόημα να του το κρύψει. «Η Χάρνταβελ είναι μια μικρή διάσταση, όπως είπες κι εσύ, και οι ιερείς της έχουν μεγάλη εξουσία….»
Του είπε ό,τι είχε πει και στη Βατράνια περίπου, εμπλουτίζοντάς τα με λίγο περισσότερες λεπτομέρειες. Δεν ανέφερε, όμως, τίποτα συγκεκριμένο για τις δυνάμεις των ιερέων, παρότι η Βατράνια τον πίεσε (με πλάγιο τρόπο, όχι επίμονα). Ούτε είπε αυτά που είχε πει στη Μάρθα σχετικά με τον εαυτό του: σχετικά με το τι θα έπρεπε εκείνη να κάνει αν επέστρεφε ο Εχθρός του μαζί με τη δική του επιστροφή στη Χάρνταβελ.
Καταλάβαινε ότι ίσως κανονικά όφειλε να το είχε πει αυτό σε όλους, για να είναι προετοιμασμένοι – άλλωστε, ολόκληρη η ομάδα μπορούσε να κινδυνέψει από κάτι τέτοιο – όμως, συγχρόνως, το θεωρούσε ένα θέμα πολύ, πολύ προσωπικό: κάτι που δεν του ήταν εύκολο να συζητήσει με τον καθένα.
Κι επιπλέον, πραγματικά ήλπιζε – και πίστευε – ότι ο Εχθρός του ήταν νεκρός.
Σε όποια διάσταση κι αν βρισκόταν.
«Το βράδυ, ενώ κοιμόσουν, ο Επόπτης με κάλεσε για να μου μιλήσει,» είπε ο Τέρι στην Αρίνη, καθώς έπαιρναν πρωινό.
«Σχετικά με το πλάσμα;»
«Ναι. Οι ιερείς παραπονέθηκαν στον Υπεράρχη, και ο Υπεράρχης παραπονέθηκε στον Επόπτη.»
«Ζητάνε να τους το δώσουμε για να το κάψουν;»
«Ναι.»
Η Αρίνη μόρφασε. Δεν είναι με τα καλά τους, οι γαμημένοι. Ποτέ δεν ήταν. «Και τι είπε ο Επόπτης; Δε μπορεί να συμφωνεί!»
«Πράγματι, δεν συμφωνεί,» είπε ο Τέρι. «Ήθελε, όμως, να μιλήσει και σ’εσένα γι’αυτό το πλάσμα, αν και δεν σε κάλεσε.»
Η Αρίνη συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»
«Δε σε ζήτησε, όταν μου μίλησε μέσω διαύλου, αλλά μετά μου είπε ότι απορούσε που δεν είχες έρθει κι εσύ. Του είπα ότι κοιμόσουν, ότι ήσουν κουρασμένη.»
«Και θέλει τώρα να πάω εκεί;»
«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Του εξήγησα ό,τι ήταν να του εξηγήσω. Αν θέλεις, βέβαια, πήγαινε να του μιλήσεις…» Ανασήκωσε τους ώμους. Ήπιε μια γουλιά απ’την πορτοκαλάδα του.
«Θα δω τι πληροφορίες μπορώ, πρώτα, να συγκεντρώσω από το νεκρό πλάσμα, κι ύστερα θα του μιλήσω.»
Τελείωσαν το πρωινό τους, και μετά η Αρίνη μάζεψε μέσα σ’ένα σάκο κάποια πράγματα που ήξερε ότι θα της φαίνονταν χρήσιμα. Πήρε τον σάκο στον ώμο και είπε στον Τέρι πως θα πήγαινε στο υπόγειο.
«Στάσου να ειδοποιήσω να είναι κάποιος εκεί,» είπε εκείνος. «Μάλλον θα έχουν κλειδωμένη την πόρτα.» Και άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο, πατώντας ένα πλήκτρο.
Η Αρίνη περίμενε μια στιγμή – και, απρόσμενα, αισθάνθηκε μια ναυτία να την καταλαμβάνει, χωρίς καμία φανερή αιτία απολύτως.
«Τα Γένια του Κρόνου…» μόρφασε· κι αφήνοντας τον σάκο της στο πάτωμα, πήγε, παραπατώντας, στην τουαλέτα, όπου διπλώθηκε και άδειασε το πρωινό από την κοιλιά της.
«Είσαι καλά;» άκουσε πίσω της.
Σκατά… Τι μου συμβαίνει; σκέφτηκε η Αρίνη καθώς σκούπιζε το πρόσωπό της μ’ένα μαντήλι. «Ναι,» είπε. «Δεν ξέρω… Δεν ξέρω τι μ’έπιασε.»
«Αν δεν αισθάνεσαι καλά, μην πας στο υπόγειο…»
«Μη λες ανοησίες. Δεν είναι τίποτα.» Άνοιξε τη βρύση και, αφήνοντας το νερό να τρέξει, το πήρε μέσα στις χούφτες της και έπλυνε το πρόσωπό της. «Ειδοποίησες να έχουν την πόρτα ανοιχτή όταν θα είμαι εκεί;»
«Ναι, δεν υπάρχει πρόβλημα.»
«Ωραία.» Η Αρίνη πέρασε από δίπλα του, αγγίζοντας τον ώμο του και φιλώντας την άκρη του στόματός του.
«Να προσέχεις,» της είπε ο Τέρι.
Η Αρίνη γέλασε. «Ο ταγματάρχης μου ήταν πιο αυστηρός μαζί μου προτού παντρευτούμε,» είπε, παίρνοντας τον σάκο της από το πάτωμα και ρίχνοντάς τον πάλι στον ώμο.
«Έτσι νομίζεις, ε;» αποκρίθηκε ο Τέρι χαμογελώντας.
Η Αρίνη έφυγε από τα δωμάτια που μοιραζόταν με τον σύζυγό της και βάδισε μέσα στους διαδρόμους των Ανακτόρων του Υπεράρχη. Οι φρουροί στις γωνίες και στις εισόδους τη χαιρετούσαν στρατιωτικά όταν την αντίκριζαν, καθώς όλοι γνώριζαν ποια ήταν.
Λίγο προτού βγει στην αυλή όπου βρισκόταν η είσοδος του υπογείου, συνάντησε την Ταγματάρχη Νέλθα-Ριθ: κατάμαυρη στο δέρμα, με κοντοκουρεμένα μοβ μαλλιά, ντυμένη με τη στρατιωτική στολή της. Πρέπει να έκανε μια βόλτα μέσα στα Ανάκτορα για να δει ότι οι φρουροί ήταν στις θέσεις τους. Ή ίσως η βόλτα της να ήταν απλά μια βόλτα, χωρίς τίποτα το επιτήδειο.
«Καλημέρα, Αρίνη,» χαιρέτησε.
«Καλημέρα, Νέλθα.»
«Πηγαίνεις κάπου;»
«…Ουσιαστικά, ναι. Αλλά αν θέλεις κάτι….» Μόρφασε, για να δείξει ότι η ταγματάρχης μπορούσε να της μιλήσει.
«Άκουσα ότι χτες έφερες ένα νεκρό πλάσμα στα Ανάκτορα. Κάτι σαν πελώριο σκουλήκι. Κάτι που δεν υπάρχει στη Χάρνταβελ αλλά – κάπως – βρέθηκε εδώ.»
Η Αρίνη ένευσε. «Αλήθεια είναι. Αυτό πάω να κοιτάξω τώρα.»
«Λένε ότι οι ιερείς είναι θυμωμένοι μαζί σου.»
«Ας είναι όσο θυμωμένοι θέλουν. Μου ζητούσαν να πάρουν το πτώμα και να το κάψουν. Τους το αρνήθηκα, και δεν πρόκειται ν’αλλάξω γνώμη.»
«Ακόμα κι αν ο Επόπτης σε προστάξει;»
«Ο Επόπτης συμφωνεί μαζί μου, νομίζω. Εσύ δεν συμφωνείς;»
«Δεν είμαι η κατάλληλη για να παίρνω τέτοιες αποφάσεις. Εσύ είσαι του τάγματος των Ερευνητών. Τέλος πάντων· να μη σε καθυστερώ άλλο.»
Η Αρίνη τη χαιρέτησε μ’ένα νεύμα, και η Νέλθα-Ριθ έφυγε περνώντας από δίπλα της.
Η μάγισσα συνέχισε να βαδίζει, βγαίνοντας στην αυλή και πλησιάζοντας τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο υπόγειο όπου οι στρατιώτες είχαν βάλει το πτώμα του γιγάντιου σκωληκοειδούς πλάσματος.
Εκεί κοντά την περίμενε ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος μαζί με δύο στρατιώτες.
«Κυρία,» τη χαιρέτησε κλίνοντας το κεφάλι.
«Είναι ανοιχτά;» ρώτησε η Αρίνη, δείχνοντας με το σαγόνι προς την είσοδο.
«Θα ανοίξουμε τώρα.»
Ο Ανθυπολοχαγός έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά από την τσέπη του και κατέβηκε τα σκαλοπάτια, ακολουθούμενος από την Αρίνη και τους δύο στρατιώτες. Χρησιμοποιώντας ένα από τα κλειδιά, ξεκλείδωσε τη βαριά ξύλινη πόρτα, και μπήκαν όλοι τους στο σκοτεινό υπόγειο.
Η οσμή που χτύπησε τα ρουθούνια τους ήταν αποκρουστική. Η Αρίνη άκουσε τους στρατιώτες να μουγκρίζουν από απέχθεια, και είδε το πρόσωπο του Τάρθλος να στραβώνει.
«Αν θέλετε, πηγαίνετε έξω.»
«Αν μας χρειάζεστε, κυρία, θα μείνουμε.»
«Δεν υπάρχει λόγος. Μπορείτε να περιμένετε επάνω.» Η Αρίνη, που ήταν προετοιμασμένη για την κακοσμία, είχε πάρει μαζί της μια μάσκα, και τώρα την έβγαλε από τον σάκο της και τη φόρεσε. «Ανεβείτε.»
Ο Ανθυπολοχαγός ένευσε, μοιάζοντας ευχαριστημένος, και, κάνοντας νόημα στους στρατιώτες του, ανέβηκαν κι οι τρεις τους την πέτρινη σκάλα και βγήκαν στον καθαρό αέρα.
Η Αρίνη, πατώντας τον διακόπτη στον τοίχο, άναψε το φως, και το μεγάλο κουφάρι του σκουληκιού αποκαλύφθηκε στο κέντρο του υπογείου. Κιβώτια και βαρέλια το πλαισίωναν. Η αποθήκη, βέβαια, δεν ήταν αποθήκη τροφίμων· δεν θα το ριψοκινδύνευαν να φέρουν ένα νεκρό πλάσμα κοντά σε τρόφιμα ή ποτά· πολεμοφόδια φυλάσσονταν εδώ.
Η Αρίνη πλησίασε το μεγάλο σκουλήκι και άφησε τον σάκο της στο πάτωμα εμπρός του. Έβγαλε μια φωτογραφική μηχανή και φωτογράφησε το πτώμα από διάφορες μεριές, βαδίζοντας αργά γύρω του. Μετά, πήρε μια ποσότητα από τα ζωτικά υγρά του, χρησιμοποιώντας μια μεγάλη σύριγγα ενωμένη, μέσω σωλήνα, με μια φιάλη. Επίσης, πήρε δείγματα από το δέρμα του και από τις τρίχες του, με τη χρήση ενός κοφτερού εγχειρίδιου και ενώ φορούσε ελαστικά γάντια, ασφαλώς. Στο τέλος, προσπάθησε να δει αν οι δαγκάνες του πλάσματος έβγαζαν δηλητήριο, και συμπέρανε ότι δεν πρέπει να έβγαζαν.
Η Αρίνη πήρε σημειωματάριο και στιλογράφο από τον σάκο της και, καθίζοντας επάνω σ’ένα κιβώτιο, κράτησε μερικές σημειώσεις.
Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Πλησίαζε μεσημέρι, είδε κοιτάζοντας το ρολόι στον καρπό της.
Καθώς μάζευε τα πράγματά της στον σάκο της και τον έβαζε πάλι στον ώμο, σκέφτηκε: Αυτό το πτώμα δεν μπορεί να μείνει εδώ· βρομάει απίστευτα. Κάτι πρέπει να γίνει. Αναρωτήθηκε αν θα ήταν, τελικά, συνετό να το δώσουν στους ιερείς για να το κάψουν. Αυτό θα τους ηρεμούσε κιόλας, εκτός των άλλων· και καλύτερα οι ιερείς να ήταν εξευμενισμένοι – μια γενική αλήθεια στη Χάρνταβελ. Εκείνοι προσπαθούσαν να εξευμενίζουν τον Θεό τους, και όλοι οι υπόλοιποι στη διάσταση προσπαθούσαν να εξευμενίζουν εκείνους.
Η Αρίνη ανέβηκε τα σκαλοπάτια βγαίνοντας από το υπόγειο.
Ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος και οι στρατιώτες του την περίμεναν επάνω.
«Μπορείς να κλειδώσεις, Ανθυπολοχαγέ. Αν και, σύντομα, μάλλον θα σου ζητήσω να μεταφέρεις το πτώμα κάπου αλλού.» Η Αρίνη έβγαλε τη μάσκα της· εδώ ο αέρας ήταν καθαρός.
«Πού, κυρία;»
«Θα σου πω όταν είναι ώρα,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Καλό μεσημέρι, για τώρα.»
«Καλό μεσημέρι.»
Η Αρίνη’σαρ έφυγε από την αυλή και μπήκε στους διαδρόμους και στις αίθουσες των Ανακτόρων… όπου είχε την αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν. Σταμάτησε απότομα και κοίταξε πίσω της. Είδε μια σκιά να στρίβει. Την ακολούθησε χωρίς να χάσει χρόνο, και αντίκρισε μια υπηρέτρια ν’απομακρύνεται. Πορφυρόδερμη· γηγενής, κατά πάσα πιθανότητα. Κατάσκοπος των ιερέων; Η Αρίνη δεν θα το απέκλειε. Σίγουρα, αναρωτιούνται τι θέλω το πτώμα του σκουληκιού.
Δεν υπήρχε λόγος να κάνει τίποτα συγκεκριμένο. Αγνοώντας την υπηρέτρια, συνέχισε τον δρόμο της.
Μήπως να πάω να μιλήσω στον Επόπτη προτού επιστρέψω στα δωμάτιά μας; σκέφτηκε καθοδόν. Ναι, μάλλον θα ήταν καλή ιδέα.
Έστριψε, αλλάζοντας κατεύθυνση. Πέρασε από μια μικρή αίθουσα όπου το πρωινό φως έμπαινε από οφθαλμόσχημα παράθυρα, βγήκε πάλι στους διαδρόμους, και τελικά έφτασε σε μια αυλή. Τη διέσχισε και χτύπησε την πόρτα του γραφείου του Παντοκρατορικού Επόπτη.
«Ποιος είναι;» Η φωνή που ακούστηκε από μέσα δεν ήταν του Νιρμόδου αλλά της συζύγου του, Θελρίτ. Ο Επόπτης την είχε παντρευτεί στη Βίηλ, όταν δεν ήταν ακόμα Επόπτης. Είχε διακριθεί σ’έναν πόλεμο εκεί, έτσι είχε αποκτήσει τη θέση του. Τον είχαν ανακηρύξει ήρωα. Αλλά δεν μπορούσαν να τον κάνουν Επόπτη σε καμία από τις περιοχές της Βίηλ, καθώς ήδη υπήρχαν άλλοι εκεί· επομένως, ο Νιρμόδος έπρεπε να επιλέξει: ή να μείνει στη διάσταση διατηρώντας μια κατώτερη θέση ή να πάει σε κάποια άλλη διάσταση. Προφανώς, είχε επιλέξει το δεύτερο.
«Η Αρίνη’σαρ,» αποκρίθηκε η μάγισσα.
«Πέρασε.»
Η Αρίνη άνοιξε την πόρτα και μπήκε, για να δει τη Θελρίτ καθισμένη πίσω από το γραφείο του συζύγου της. Καταγόταν από τη Βίηλ, και είχε γαλανό δέρμα και μακριά, σγουρά ξανθά μαλλιά, που γυάλιζαν με αξιοζήλευτο τρόπο. Ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, απ’ό,τι ήξερε η Αρίνη, και ο Οίκος της είχε από πολύ νωρίς συστρατευθεί με την Παντοκράτειρα.
«Δεν είναι εδώ ο Επόπτης;» ρώτησε η μάγισσα.
«Είναι απασχολημένος. Αλλά μπορείς να πεις σ’εμένα ό,τι θέλεις και θα του το μεταφέρω.»
Η Αρίνη δεν την πολυσυμπαθούσε τη Θελρίτ, ούτε την εμπιστευόταν. Ίσως να έφταιγε το ύφος της, ή ο τρόπος της· ή, απλά, ίσως να της έμοιαζε περίεργη. «Δε χρειάζεται· θα ξαναπεράσω.»
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» ρώτησε η Θελρίτ, συνοφρυωμένη.
«Κανένα πρόβλημα· απλώς θέλω να μιλήσω με τον ίδιο.»
«Σχετικά με το νεκρό πλάσμα που έχεις φέρει στα Ανάκτορα;»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Αρίνη, παρότι αισθανόταν ότι η Θελρίτ την καθυστερούσε άσκοπα.
«Αν έχει παρουσιαστεί κάποιος κίνδυνος, καλύτερα να μου το πεις…»
«Δεν υπάρχει κίνδυνος· μην ανησυχείς. Πού είναι, αλήθεια, ο Επόπτης;»
«Σου είπα, είναι απασχολημένος. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν θέλεις να μιλήσεις σ’εμένα!» Η Θελρίτ έμοιαζε πειραγμένη.
«Δεν είναι αυτό. Για ένα διαδικαστικό θέμα πρόκειται.» Η Αρίνη στράφηκε στην πόρτα. «Όταν επιστρέψει, πες του ότι ήρθα να του μιλήσω.»
Η Θελρίτ δεν αποκρίθηκε, και η μάγισσα έφυγε από το γραφείο του Επόπτη, για να επιστρέψει στα δωμάτιά της.
Καθώς βάδισε, ήρθαν στο μυαλό της οι ναυτίες της. Εντάξει, χτες ήταν κουρασμένη με τη Μαγγανεία Κινήσεως κι όλες αυτές τις ιστορίες. Σήμερα, όμως, που είχε κοιμηθεί και είχε ξεκουραστεί, ποιο μπορεί να ήταν το πρόβλημα;
Η Αρίνη’σαρ άρχισε να έχει μια υποψία, και αποφάσισε να διαπιστώσει αν ήταν όντως αυτό που νόμιζε…
*
«Ο Επόπτης έλειπε,» είπε στον Τέρι, καθώς έπαιρναν το μεσημεριανό τους, εκείνη καθισμένη οκλαδόν επάνω στον καναπέ, εκείνος καθισμένος αντίκρυ της σε μια πολυθρόνα, κι ένα τραπεζάκι γεμάτο φαγητά και ποτά ανάμεσά τους. «Ξέρεις πού ήταν;»
«Με τον Υπεράρχη μιλούσε.»
«Εξαιτίας των ιερέων;»
«Ναι, απ’ό,τι κατάλαβα,» είπε ο Τέρι. «Φαίνεται να θέλουν πολύ το όμορφο πτώμα που έχεις φέρει.»
«Μπορεί και να τους το δώσω…»
Ο Τέρι συνοφρυώθηκε, ατενίζοντάς την ερωτηματικά.
Η Αρίνη σήκωσε τους ώμους. «Κοίτα…» είπε τρώγοντας και καταπίνοντας τη μπουκιά της. «Αυτά που ήθελα τα πήρα. Και βρομάει απίστευτα. Δε χρειάζεται να το κρατήσουμε για πολύ ακόμα. Θ’αναγκαστούμε να το ξεφορτωθούμε αργά ή γρήγορα. Επομένως, γιατί να μην το δώσουμε στους ιερείς, ώστε να ξεφορτωθούμε κι αυτούς μαζί με το πτώμα;»
«Δεν έχεις άδικο,» παραδέχτηκε ο Τέρι. «Θα έπρεπε να είχες πολιτική θέση, τελικά.»
Η Αρίνη μειδίασε. «Θυμάσαι τι μου είχες πει όταν με είχαν πρωτοστείλει στο τάγμα σου, εδώ στη Χάρνταβελ;»
«Σαχλαμάρες…» είπε ο Τέρι αποφεύγοντας το βλέμμα της και πίνοντας μια γουλιά νερό.
«‘Μάγισσα Ερευνήτρια;’ Έτσι είχες πει. ‘Τι να σε κάνω εδώ, στη Χάρνταβελ; Κάποιον Βιοσκόπο έπρεπε, καλύτερα, να μου είχαν στείλει. Ή Τεχνομαθή, τουλάχιστον! Σήκω και φύγε από το τάγμα μου!’»
«Δεν σου είπα να σηκωθείς να φύγεις!» διαμαρτυρήθηκε ο Τέρι, μειδιώντας. «Και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αναφέρεις αυτό το περιστατικό, τόσο καιρό που είμαστε παντρεμένοι. Πρέπει να με μισείς.»
«Μ’έχεις καταλάβει!»
Ο Τέρι γέλασε. Ήπιε ακόμα μια γουλιά νερό απ’το ποτήρι του. «Τι πληροφορίες πήρες, λοιπόν, από το πλάσμα;» τη ρώτησε, αλλάζοντας θέμα.
«Τίποτα ακόμα,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Πρέπει να μελετήσω λιγάκι αυτά που μάζεψα – ζωτικά υγρά και τα λοιπά.»
«Θα τα δώσεις και στον Ράβνομ’νιρ;»
Ο Ράβνομ’νιρ ήταν ένας Βιοσκόπος προσαρτημένος στο τάγμα της Νέλθα-Ριθ.
«Δεν είναι άσχημη ιδέα,» παραδέχτηκε η Αρίνη. «Αν και οι Βιοσκόποι που δεν είναι ειδικευμένοι στη μελέτη παράξενων πλασμάτων δεν ξέρουν και πολλά γι’αυτά τα πράγματα. Οι Ερευνητές τα ξέρουν καλύτερα, επειδή ασχολούνται συνεχώς με τα πάντα. Θα του μιλήσω, όμως, να δούμε τι έχει να πει. Δε χάνουμε τίποτα.»
*
Το απόγευμα, η Αρίνη άρχισε να μελετά τα δείγματα που είχε πάρει από το σκωληκοειδές πτώμα, χρησιμοποιώντας κάποια απλά μηχανήματα, χημικές ουσίες, και ξόρκια. (Δεν είχε σωστά εξοπλισμένο εργαστήριο εδώ, δυστυχώς· το μαγικό τάγμα των Ερευνητών αρνείτο να στείλει κάτι τέτοιο σε μια διάσταση σαν τη Χάρνταβελ.) Τα αποτελέσματα δεν τη διαφώτισαν και πολύ. Δεν μπορούσε να καταλάβει από ποια διάσταση πιθανώς να είχε έρθει το πλάσμα. Ή, μάλλον, πιο συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα τής έδειχναν ότι το πλάσμα δεν είχε έρθει από καμία γνωστή διάσταση. Από μνήμης, η Αρίνη δεν μπορούσε να κάνει κανέναν παραλληλισμό, και ούτε τα βιβλία που είχε τη βοηθούσαν.
Επομένως, το πλάσμα ήταν πιθανό να είχε έρθει από κάποια άγνωστη διάσταση με την οποία γειτνίαζε η Χάρνταβελ: κάποια από τις διαστάσεις που φαίνονταν μέσα από τις αραιώσεις των διαστασιακών τοιχωμάτων. Αυτή τής φαινόταν να είναι η λογικότερη εξήγηση για την παρουσία του γιγάντιου σκουληκιού. Είχε γλιστρήσει μέσα από τα αραιωμένα τοιχώματα.
Η Αρίνη, καθώς δούλευε, περίμενε να την καλέσει ο Επόπτης για να της μιλήσει. Όμως εκείνος δεν την κάλεσε, και το βράδυ ήρθε. Η μάγισσα αναρωτήθηκε μήπως η Θελρίτ δεν του είχε πει τίποτα για την επίσκεψή της παρότι εκείνη τής το είχε ζητήσει. Μπορεί να ήταν τόσο στριμμένη; Δυστυχώς, μπορεί, κατέληξε η Αρίνη. Αλλά δεν πειράζει· ό,τι κι αν έχει συμβεί, θα του μιλήσουμε αύριο. Δεν χάθηκε ο κόσμος.
Εκτός από την έρευνα σχετικά με το παράξενο σκουλήκι, η Αρίνη έκανε εκείνο το απόγευμα και μια άλλη έρευνα, πολύ πιο προσωπική· και όταν νύχτωσε είδε ότι το αποτέλεσμα ήταν αυτό που είχε υποψιαστεί πως θα ήταν…
*
Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, έκανε έρωτα με τον άντρα της επάνω στο μεγάλο κρεβάτι στο υπνοδωμάτιό τους, ενώ το πορφυρό φεγγαρόφωτο του Κακού Οφθαλμού (όπως ονόμαζαν το μικρό τους φεγγάρι οι γηγενείς της Χάρνταβελ) έμπαινε από το οφθαλμόσχημο παράθυρο, δίνοντας στο κατάλευκο δέρμα του Τέρι μια κόκκινη απόχρωση.
Σε λατρεύω, του ψιθύρισε η Αρίνη, σκύβοντας για να τον φιλήσει μια τελευταία φορά· και μετά, σηκώθηκε από πάνω του και ξάπλωσε δίπλα, ανάσκελα, ανάμεσα στα ανακατεμένα σεντόνια, με το γυμνό της σώμα να κολλά από τον ιδρώτα.
Ο Τέρι γύρισε για να φιλήσει τον ώμο της. «Κι εγώ,» είπε. «Κι εγώ. Πολύ.»
Η Αρίνη τον ατένισε καταπρόσωπο. «Πρέπει να σου πω κάτι…» Δίστασε για λίγο. «Είμαι έγκυος.»
Τα μάτια του γούρλωσαν προς στιγμή.
Η Αρίνη, γυρίζοντας στο πλάι, στήριξε το κεφάλι της στο ένα χέρι. «Μπορούμε να το συζητήσουμε. Είναι νωρίς ακόμα, έτσι κι αλλιώς. Δεν είμαι σίγουρη ότι θέλω να το κρατήσω…»
Ο Τέρι ήταν σκεπτικός. Χάιδεψε το μπράτσο της, τα πλευρά της. «Δεν ξέρω αν θα ήθελα να μεγαλώσω ένα παιδί εδώ, στη Χάρνταβελ,» είπε.
Η Αρίνη ένευσε. «Ναι, κι εγώ αυτό σκέφτηκα…»
«Αλλά, αφού είσαι έγκυος… ίσως να μην πρέπει, γι’ακόμα μια φορά, να….»
Η Αρίνη είχε μείνει και παλιότερα έγκυος, πολύ νωρίς αφότου είχαν παντρευτεί, και είχε κάνει αποβολή παίρνοντας κάποια φάρμακα. Τώρα, χαμογέλασε. «Μην είσαι χαζός. Δεν είναι επικίνδυνο.»
Ο Τέρι τεντώθηκε για να φιλήσει τα χείλη της. «Θα μπορούσες, όμως, και να το κρατήσεις, δε θα μπορούσες;»
«Ναι, ίσως…» Συνοφρυώθηκε. «Εσύ θα το ήθελες;»
«Μπορεί…» Της έμοιαζε διστακτικός.
«Θα το ήθελες ή δεν θα το ήθελες;» επέμεινε η Αρίνη.
«Δεν ξέρω, Αρίνη,» παραδέχτηκε ο Τέρι, γυρίζοντας ανάσκελα. «Δεν ξαναήμουν πατέρας ποτέ. Και η Χάρνταβελ δεν μου αρέσει. Αλλά, από την άλλη, πότε θα φύγουμε από εδώ; Θα φύγουμε σύντομα; Μετά από πόσο καιρό; Δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα. Κι αυτό είναι το δεύτερο παιδί, κι αν το… διώξεις όπως το προηγούμενο…»
«Φοβάσαι ότι δε θα κάνουμε άλλο; Φυσικά και θα κάνουμε κι άλλο, άμα θέλουμε,» του είπε η Αρίνη, κι έγειρε για να τον φιλήσει. «Θα κάνουμε πολλά άλλα. Όσα μάς κατέβει.» Γέλασε.
Κι ο Τέρι γέλασε. Αλλά μετά είπε: «Σκέψου το, όμως. Ίσως θα έπρεπε να το κρατήσεις.»
Το ξίφος του Γεράρδου απέκρουε εύκολα τα χτυπήματα της Βατράνιας και του Σθένελου. Οι λεπίδες συναντιόνταν και ξανασυναντιόνταν, κουδουνίζοντας και γυαλίζοντας στον πρωινό ήλιο.
«Πώς είναι δυνατόν να είσαι τόσο καλός ξιφομάχος;» είπε η Βατράνια, σταματώντας για μια στιγμή ώστε ν’ανασάνει.
«Βασικά,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, αποκρούοντας το σπαθί του Σθένελου και σπρώχνοντάς τον όπισθεν, για να παραπατήσει και ν’απλώσει το χέρι του ώστε να πιαστεί απ’τον κορμό ενός δέντρου του κήπου του παλατιού, «δεν είμαι καλός ξιφομάχος. Απλώς, εσείς οι δύο είστε τελείως άσχετοι.»
«Ευχαριστούμε,» είπε ο Σθένελος, λαχανιασμένα. «Αν και, κανονικά, εγώ, ως Απολλώνιος, θα έπρεπε να είμαι καλύτερος από εσένα.»
«Δεν είσαι αριστοκράτης, όμως. Έτσι δεν είναι;» Ο Γεράρδος κατέβασε το ξίφος του βλέποντας ότι κανένας απ’τους δύο αντιπάλους του δεν ήταν έτοιμος να του ορμήσει.
«Πράγματι,» παραδέχτηκε ο Σθένελος, «δεν είμαι αριστοκράτης.»
«Αν ήσουν, θα με είχες τσακίσει· είμαι σίγουρος. Αν ο Προαιρέσιος ήταν εδώ– τον ξέρεις τον Προαιρέσιο; Τον πιλότο;»
Ο Σθένελος ένευσε. «Τον έχω δει μερικές φορές.»
«Ο Προαιρέσιος θα γελούσε μαζί μου τώρα. Και η Άνμα είμαι σίγουρος ότι επίσης θα έπρεπε να γελά.» Ο Γεράρδος τής έριξε ένα βλέμμα, εκεί όπου στεκόταν κοιτάζοντάς τους. Δίπλα της ήταν η Μάρθα, καθισμένη σ’ένα πεζούλι και καπνίζοντας.
«Η Άνμα δεν μετράει,» είπε η Βατράνια· «είναι Δράκαινα: κι αυτές ξέρουν να χειρίζονται ό,τι όπλο μπορείς να φανταστείς σαν να γεννήθηκαν μ’αυτό στο χέρι τους.»
Η Άνμα έσκυψε και ψιθύρισε κάτι στ’αφτί της Μάρθας, η οποία γέλασε.
«Τέλος πάντων,» είπε ο Γεράρδος. «Το θέμα είναι πως δεν είμαι καλός ξιφομάχος. Απλώς θυμάμαι κάποια πράγματα από τον καιρό που ζούσα στη Χάρνταβελ, και προσπαθώ να μάθω κάτι και σ’εσάς γιατί ίσως να σας χρειαστεί. Στη Χάρνταβελ τα σπαθιά χρησιμοποιούνται αρκετά.»
«Και λένε ότι εμείς, οι Απολλώνιοι, έχουμε μανία με τις λεπίδες,» είπε ο Σθένελος.
«Στη Χάρνταβελ δεν έχουν ‘μανία’. Απλά δεν έχουν και πολλά καλύτερα όπλα. Δεν είναι όπως εδώ, που τα πυροβόλα βρίσκονται εύκολα· εκεί ο κόσμος ζει σε μια τελείως διαφορετική κατάσταση.»
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τα πυροβόλα όπλα;» ρώτησε ο Σθένελος. «Δεν έχω ακούσει–»
«Εννοείς, όπως στη Βίηλ, όπου υπάρχει κίνδυνος να εκραγούν στο χέρι σου, ή όπως στην Αρβήντλια, όπου δεν λειτουργούν καθόλου;»
Ο Σθένελος ένευσε.
Ο Γεράρδος είπε: «Όχι, δεν έχουν τέτοια προβλήματα. Αλλά, σου λέω, η ζωή εκεί είναι διαφορετική. Οι γηγενείς ζουν απλά. Υπάρχει ένας θρύλος στη Χάρνταβελ. Στο κέντρο της διάστασης είναι ένα μεγάλος δάσος, και στο κέντρο του δάσους είναι μια ερημιά, όλο βράχους και χώμα. Στα παλιά χρόνια, λένε ότι η ερημιά δεν ήταν ερημιά, αλλά σ’εκείνη την περιοχή κάποιοι είχαν χτίσει μια μεγάλη πόλη, με ψηλά χτίρια σαν αυτά που βλέπεις εδώ στην Απολλώνια· και οι άνθρωποι αυτής της πόλης προσπάθησαν να υποτάξουν όλους τους υπόλοιπους της διάστασης. Οι πράξεις τους προσέβαλαν τον Θεό, και ο Θεός έριξε φωτιά από τους ουρανούς και κατέστρεψε την πόλη τους και τη γύρω περιοχή, δημιουργώντας εκεί την ερημιά που υπάρχει σήμερα. Γι’αυτό δεν είναι να σε εκπλήσσει που οι γηγενείς της Χάρνταβελ ζουν σε μικρές πόλεις. Η μεγαλύτερη είναι η Ερρίθια, όπου μένει ο Υπεράρχης, και όπου είναι συγκεντρωμένες και οι περισσότερες δυνάμεις της Παντοκράτειρας, όπως σας έχω ήδη πει.»
«Και είναι αλήθεια ότι ο Θεός σας έριξε φωτιά;» απόρησε η Βατράνια, σκουπίζοντας ιδρώτα από το μέτωπό της με το μανίκι της.
Ο Γεράρδος ύψωσε τα χέρια. «Δεν ξέρω–»
«Παρότι ήσουν κάποτε ιερέας;»
«Δεν ήμουν εκεί όταν ο Θεός έριξε τη φωτιά.»
Ο Σθένελος γέλασε.
Η Βατράνια αγριοκοίταξε τον Γεράρδο.
Εκείνος είπε, υψώνοντας το σπαθί του: «Θα συνεχίσουμε, λοιπόν;»
Η Βατράνια και ο Σθένελος’σαρ τού επιτέθηκαν. Οι λεπίδες τους άρχισαν πάλι ν’αντηχούν, και ο Γεράρδος έδινε συμβουλές στους αντιπάλους του καθώς ξιφομαχούσαν.
Μετά από λίγο, μέσα από ένα μονοπάτι του κήπου, ήρθε τρέχοντας ένα αγόρι με ξανθά μαλλιά και δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ. Ο Νικόλαος. Παλιά βοηθούσε τη Μάρθα, όταν εκείνη έμενε στην Υπερυδάτια· τώρα έκανε δουλειές για τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, μεταφέροντας μηνύματα, κυρίως μέσα στην Απαστράπτουσα.
«Ο Σέλιρ’χοκ είναι εδώ!» ανακοίνωσε ο Νικόλαος.
Ο Γεράρδος τράβηξε πίσω το ξίφος του, καθώς αυτό ήταν διασταυρωμένο με το ξίφος του Σθένελου. «Ο μάγος επιτέλους ήρθε. Πάμε να τον συναντήσουμε.»
«Πού είναι, Νικόλαε;» ρώτησε η Μάρθα, έχοντας σηκωθεί όρθια. «Στο παλάτι;»
«Ναι. Ελάτε μαζί μου.»
Ο Γεράρδος θηκάρωσε το ξίφος του και φόρεσε το πανωφόρι του, ενώ η Βατράνια και ο Σθένελος’σαρ θηκάρωναν τα δικά τους όπλα.
Ακολουθώντας όλοι τους τον Νικόλαο, έφτασαν σε μια αίθουσα του παλατιού όπου στέκονταν ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος και ο Σέλιρ’χοκ. Ο δεύτερος είχε δέρμα κατάμαυρο σαν τη νύχτα και μαλλιά πράσινα, κομμένα λίγο πιο πάνω απ’τον ώμο. Στο χέρι του κρατούσε ένα μακρύ ραβδί, το μήκος του οποίου ήταν κατά το ένα τρίτο καλυμμένο από κρυστάλλους, καλώδια, και μικροσκοπικά κάτοπτρα.
«Εδώ είναι. Ήρθαν,» είπε ο Ανδρόνικος στον μάγο, βλέποντάς τους να μπαίνουν στην αίθουσα. «Ο μικρός είναι βολίδα, δεν σου είπα;»
Ο Σέλιρ’χοκ μειδίασε, και στράφηκε να τους χαιρετήσει.
«Τι γίνεσαι, Καπετάνιε;» ρώτησε καθώς αντάλλασσε μια χειραψία με τον Γεράρδο.
«Δεν είμαι Καπετάνιος πια, μάγε,» αποκρίθηκε εκείνος χαμογελώντας.
«Σύντομα όμως θα είσαι και πάλι, απ’ό,τι ακούω. Θα πλεύσουμε πάνω στον Μαύρο Ποταμό, και θα μας οδηγήσεις μέσα στη Χάρνταβελ.»
Ελπίζω να μη σας οδηγήσω όλους στον θάνατό σας, σκέφτηκε ο Γεράρδος.
Ο Σέλιρ’χοκ χαιρέτησε τη Μάρθα μ’ακόμα μια χειραψία. Η Άνμα’ταρ ήρθε κοντά του και τον φίλησε στα χείλη, υπομειδιώντας καθώς τον καλωσόριζε. Η Βατράνια είπε γεια, προσπαθώντας να φανεί ευγενική αλλά μην πλησιάζοντας πολύ, μάλλον επειδή νόμιζε ότι πρέπει να μύριζε από τον ιδρώτα, ύστερα από την ξιφομαχία στον κήπο. Δεν τον ήξερε τον Σέλιρ’χοκ και τόσο καλά.
Ο Σθένελος’σαρ συστήθηκε και έδωσε το χέρι του στον Σέλιρ’χοκ. «Οι άλλοι φαίνεται να έχουν μεγάλη εκτίμηση για σένα.»
«Πού ήσουν τόσο καιρό;» ρώτησε η Μάρθα.
«Στην πατρίδα μου, τη Μοργκιάνη,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Για μια δουλειά.» Έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στον Ανδρόνικο, ο οποίος δεν θέλησε να προσθέσει τίποτα.
Τους είπε: «Τώρα που είστε όλοι συγκεντρωμένοι, να φροντίσετε να ξεκινήσετε το συντομότερο δυνατό. Αφού φυσικά ο Σέλιρ έχει ξεκουραστεί ύστερα από το ταξίδι του.»
«Μερικές ώρες, μόνο, να καθίσω μου χρειάζεται,» δήλωσε ο Σέλιρ’χοκ. «Μπορούμε να φύγουμε το απόγευμα, αν κι οι άλλοι συμφωνούν.» Τους κοίταξε, και κανένας δεν διαφώνησε. «Καλώς. Αλλά θέλω να μου πεις, Πρίγκιπά μου, τι ακριβώς συμβαίνει στη Χάρνταβελ.»
«Αυτό,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «είναι το πρόβλημα. Δεν ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει. Μερικές αναφορές έχω μόνο. Θα σε ενημερώσω, όμως, όσο καλύτερα μπορώ.»
*
Αυτά που της είχε πει ο Γεράρδος, εκείνη την ημέρα που αποφάσισε να δεχτεί να πάει στη Χάρνταβελ, την είχαν βάλει σε σκέψεις. Και τώρα, μέσα στο μεσημέρι, λίγες ώρες ουσιαστικά προτού ξεκινήσουν το ταξίδι τους, η Μάρθα ήταν προβληματισμένη καθώς καθόταν στο περβάζι του ανοιχτού παραθύρου.
«Το να είσαι ιερέας,» της είχε πει ο Γεράρδος, «είναι περισσότερο κατάρα παρά ευλογία, Μάρθα. Οι ιερείς της Χάρνταβελ έχουν, όντως, δυνάμεις που δεν έχουν οι άλλοι άνθρωποι, αλλά… αυτές οι δυνάμεις μπορούν να φανούν καταστροφικές ορισμένες φορές. Υπάρχει… κάτι… μέσα τους που πρέπει διαρκώς να υποτάσσουν. Αυτό το κάτι είναι που δεν τους αφήνει και να εγκαταλείψουν τη διάσταση. Αυτό το κάτι είναι που τους σκοτώνει όταν φύγουν.»
«Κι εσύ τι έκανες;» τον ρώτησε η Μάρθα. «Πώς έφυγες;»
«Το σκότωσα.»
«Το κάτι που ήταν μέσα σου;»
«Ναι.»
«Πώς;»
«Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος,» είπε ο Γεράρδος. «Πολέμησα μαζί του σε μια ερημιά. Σε μια ατελείωτη ερημιά… Αλλά αυτή η ερημιά δεν υπάρχει. Ήταν στο… μυαλό μου, θα μπορούσες να πεις. Κι όμως ήταν σαν να βρισκόμουν εκεί. Σαν να βάδιζα εκεί: κανονικά, όπως βαδίζω εδώ στην Απολλώνια. Τόσο πραγματική. Τόσο απελπιστικά πραγματική.
»Για δύο μήνες αντιμετώπιζα το Θηρίο–»
«Ποιο Θηρίο;»
Αλλά ο Γεράρδος απλά συνέχισε: «Στην αρχή δεν ήθελα να το νικήσω. Είχα φύγει από τη Χάρνταβελ ξέροντας ότι θα πέθαινα–»
«Μα, γιατί να φύγεις αφού ήξερες ότι θα πέθαινες;»
«–δεν μπορούσα, όμως, να πεθάνω. Εκτός από το Θηρίο υπήρχε μέσα μου και κάτι άλλο, κι αυτό το κάτι άλλο δεν ήθελε να μ’αφήσει να πεθάνω. Πολέμησα με το Θηρίο μέσα στην ερημιά, και, στο τέλος, το σκότωσα. Δεν υπάρχει πια. Έχει εξαφανιστεί. Αλλά αναρωτιέμαι, Μάρθα… αναρωτιέμαι αν θα επιστρέψει όταν ξαναβρεθώ στη Χάρνταβελ.»
Η Μάρθα συνοφρυώθηκε. «Κι αν επιστρέψει;»
«Αν επιστρέψει, πρέπει να κάνεις αυτά που θα σου πω…»
Τα λόγια του την είχαν τρομάξει. Δεν μπορούσε να καταλάβει για τι πράγματα ακριβώς μιλούσε ο Γεράρδος, και φοβόταν πως ίσως, σε μια στιγμή ανάγκης, να τον απογοήτευε. Ωστόσο ήταν πρόθυμη να προσπαθήσει. «Πες μου. Σ’ακούω.»
«Θα το καταλάβεις, κατ’αρχήν, από τα μάτια μου. Θ’αλλάξουν.»
«Θ’αλλάξουν χρώμα, εννοείς;»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δε θ’αλλάξουν χρώμα. Αλλά θ’αλλάξουν. Θα το καταλάβεις αμέσως, όταν το δεις. Θα σου φανούν, ίσως, πιο απειλητικά. Θα σου φανεί σαν κάτι το αλλόκοτο να κρύβεται πίσω τους. Θα σου φανεί ότι δεν με ήξερες ποτέ.»
«Προσπαθείς να με κάνεις να κατουρηθώ επάνω μου, Γεράρδε;» Δεν αστειευόταν.
Αλλά ο Γεράρδος μειδίασε, μάλλον άθελά του. «Μην κάνεις πλάκα· σου μιλάω σοβαρά.»
«Κι εγώ σοβαρά σού μιλάω! Είναι δυνατόν να μου λες ότι θα συμβούν τέτοιες μαλακίες;»
«Δεν είμαι βέβαιος ότι θα συμβούν, αλλά υπάρχει μια πιθανότητα ίσως. Το πρώτο πράγμα, λοιπόν, που θα δεις είναι ότι τα μάτια μου θ’αλλάξουν. Να το θυμάσαι αυτό. Δεν θα είναι, όμως, το μόνο· θα παρατηρήσεις κι άλλα πράγματα. Η φωνή μου μπορεί να γίνει έτσι που οι άλλοι άνθρωποι δυσκολεύονται να μου αρνηθούν, σαν να επηρεάζω το μυαλό τους με κάποιον τρόπο. Και το σώμα μου… Θα δεις ότι μπορώ να κάνω πράγματα εξωφρενικά αν χρειαστεί. Με ταχύτητα και δύναμη που δεν είναι δυνατόν να έχει ένας άνθρωπος.»
«Εννοείς ότι θα μπορείς, ξέρω γω, να σπάσεις τοίχους;»
«Τοίχους, μάλλον, όχι. Αλλά θα μπορούσα, για παράδειγμα, μ’ένα γρονθοκόπημα στο κεφάλι εύκολα να σε σκοτώσω.»
Η Μάρθα μόρφασε. «Έχεις αρχίσει να με φρικάρεις σοβαρά, τώρα…»
«Μην ανησυχείς· θέλω να πιστεύω ότι αυτά δεν θα συμβούν–»
«Κι αν συμβούν;»
«Αν συμβούν. Αν παρατηρήσεις ότι αρχίζουν να συμβαίνουν, θα με χτυπήσεις μ’ένα δηλητηριασμένο βέλος το οποίο θα με ναρκώσει–»
«Τι βέλος;»
«Μικρής βαλλίστρας χειρός. Το δηλητήριο θα σου το δώσω εγώ.»
«Το έχεις μαζί σου;»
«Όχι, αλλά πιστεύω ότι θα το βρω στην αγορά της Απαστράπτουσας. Υπάρχει, όμως, ένα πρόβλημα. Μπορεί το δηλητήριο, τελικά, να μη με ναρκώσει. Οι ιερείς έχουν απίστευτες αντοχές, ανάμεσα σε άλλα. Μπορεί να μην καταλάβω τίποτα. Σ’αυτή την περίπτωση, θα με σκοτώσεις–»
«ΤΙ!» φώναξε η Μάρθα. «Έχεις σαλτάρει τελείως;»
«Αν δεν με σκοτώσεις, θα είμαι επικίνδυνος για όλους σας. Ελπίζω όμως ότι το δηλητήριο θα με πιάσει και θα χάσω τις αισθήσεις μου, οπότε και θα με δέσεις με αλυσίδες. Όχι με σχοινιά. Με αλυσίδες. Με καταλαβαίνεις;»
«Ναι. Αλλά αφού φοβάσαι ότι θα συμβούν τέτοιες μαλακίες, τότε γιατί δεν το είπες στον Πρίγκιπα;»
«Γιατί είναι προσωπικό θέμα, Μάρθα,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Αφορά εμένα και μόνο. Επιπλέον, δε νομίζω να επιστρέψει το Θηρίο μέσα μου. Νομίζω ότι είναι νεκρό.»
«Είσαι σίγουρος γι’αυτό;»
«Όσο σίγουρος μπορώ να είμαι. Χρόνια έχω να αισθανθώ την παρουσία του. Από τότε που το σκότωσα, δεν υπάρχει.»
«Γεράρδε...» είπε η Μάρθα, δυσανασχετώντας, «ίσως τελικά να μην είναι καλή ιδέα να πάμε στη Χάρνταβελ…» Αισθανόταν φοβισμένη. Είχε πάρα πολύ καιρό να αισθανθεί έτσι. Και δεν φοβόταν για τον εαυτό της.
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι, και την ατένισε κατάματα. «Πρέπει να μάθω. Δεν μπορώ να το αποφεύγω, Μάρθα. Ήρθε ο καιρός να μάθω αν ο Εχθρός μου είναι πραγματικά νεκρός.»
Τότε η Μάρθα δεν του είχε πει τίποτα, δεν είχε διαφωνήσει άλλο μαζί του. Τώρα, όμως, καθώς καθόταν στο περβάζι του παραθύρου, αισθανόταν να φοβάται ξανά – για εκείνον, και για όλους τους υπόλοιπους της ομάδας τους, επίσης – και ήξερε ότι έπρεπε να μιλήσουν γι’ακόμα μια φορά για το θέμα του παράξενου Θηρίου που ήταν, συγχρόνως, και ο Εχθρός του Γεράρδου.
Σηκώθηκε από το περβάζι και βάδισε ώς το μεγάλο κρεβάτι, όπου, πίσω απ’την κατεβασμένη κουρτίνα, φαινόταν η μορφή του Γεράρδου να κοιμάται μπρούμυτα. Η Μάρθα παραμέρισε την κουρτίνα και τον ατένισε. Της έμοιαζε γαλήνιος τώρα, αλλά χτες βράδυ είχε ξυπνήσει ταραγμένος· και προτού ξυπνήσει, μουρμούριζε ένα όνομα: Μελισσάνθη… Μελισσάνθη… Μελισσάνθη! Η Μάρθα θυμόταν πολύ καθαρά τη φωνή του, καθώς άνοιγε τα βλέφαρά της μέσα στο ημιφωτισμένο δωμάτιο. Ποια είναι αυτή η Μελισσάνθη; είχε αναρωτηθεί. Αλλά, όταν ο Γεράρδος ξύπνησε, δεν τον ρώτησε. Είσαι καλά; του είπε, κάνοντας ότι κι εκείνη είχε ξυπνήσει μαζί του. Ναι, της αποκρίθηκε, και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Επέστρεψε πάλι μετά από ώρα, όταν η Μάρθα είχε μισοκοιμηθεί.
«Γεράρδε;» είπε τώρα η Μάρθα. «Γεράρδε;»
Τα βλέφαρά του άνοιξαν. Την κοίταξε. «Τι είναι;»
«Πρέπει να μιλήσουμε.» Η Μάρθα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
Ο Γεράρδος ανασηκώθηκε, στηριζόμενος στον αγκώνα του, περιμένοντάς τη να συνεχίσει.
«Σχετικά μ’αυτά που μου είπες… για το Θηρίο… Δε νομίζω ότι είναι σωστό που τα είπες μόνο σε μένα.»
«Δε μπορώ να τα πω σε κανέναν άλλο, Μάρθα,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, παίρνοντας καθιστή θέση επάνω στο κρεβάτι. «Φοβάμαι ότι ίσως να τους ανησυχήσω άδικα. Είμαι ο μοναδικός οδηγός που έχουν για τη Χάρνταβελ, και δεν θέλω να τους τρομάξω, να τους κάνω να νομίσουν ότι δεν μπορούν να μ’εμπιστευτούν.»
Η Μάρθα ένευσε, καταλαβαίνοντάς το αυτό. Είχε οδηγήσει κάμποσες αποστολές στην παγωμένη διάσταση της Ταρασμάλθης, και ήξερε ότι οι άλλοι έπρεπε πάντα να εμπιστεύονται τον οδηγό τους και να πιστεύουν σ’αυτόν και στις ικανότητές του. Αν τον θεωρούσαν αναξιόπιστο ή επικίνδυνο, έχαναν την αντοχή και την αποφασιστικότητά τους. Πάντοτε έτσι συνέβαινε.
«Ναι,» είπε, «έχεις δίκιο. Αλλά…» Αναστέναξε. «Γεράρδε, φοβάμαι.»
«Εσύ;» Ο Γεράρδος άγγιξε το χέρι της που ακουμπούσε στο στρώμα. «Δεν το πιστεύω.»
«Μη μου λες μαλαγανιές. Φοβάμαι ότι θα κάνω κάποιο λάθος. Κι επιπλέον, δεν θέλω να σε σκοτώσω. Ακόμα κι αν αποδειχτεί απολύτως απαραίτητο, δεν ξέρω αν θα μπορέσω…»
«Κοίτα,» της είπε ο Γεράρδος. «Μάλλον δεν θα χρειαστεί να με σκοτώσεις. Εκείνο το δηλητήριο που σου έδωσα–»
«Ναι, το ξέρω το γαμημένο! Αίμα λεοντόσαυρου. Από την Αρβήντλια. Πολύ ισχυρό ναρκωτικό και, σε μεγάλες ποσότητες, θανατηφόρο.»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Ακόμα και κάποιος με τις αντοχές ενός ιερέα της Χάρνταβελ αμφιβάλλω αν μπορεί να το αντέξει.»
«Ναι,» είπε η Μάρθα, «αλλά και πάλι… Γεράρδε, η ευθύνη αυτή είναι πολύ μεγάλη για μένα!» τόνισε, στραβώνοντας νευρικά τα χείλη. «Είναι τόσοι άλλοι άνθρωποι στην αποστολή… Τουλάχιστον, πες το και στον Σέλιρ’χοκ. Αν του ζητήσεις να το κρατήσει κρυφό, αποκλείεται να το φανερώσει σε κανέναν άλλο. Τον ξέρεις πώς είναι. Ακόμα και την Άνμα δεν θα σου έλεγα να την εμπιστευτείς, αλλά για τον Σέλιρ’χοκ δεν έχω αμφιβολία.»
Ο Γεράρδος φάνηκε να το σκέφτεται.
«Σε παρακαλώ, Γεράρδε,» είπε η Μάρθα. «Αν γίνει καμια στραβή, θα χρειαστώ βοήθεια. Ίσως να μην τα καταφέρω μόνη μου.»
Ο Γεράρδος αναστέναξε, και σηκώθηκε απ’το κρεβάτι. «Έχεις δίκιο,» είπε. «Δεν έπρεπε να σε φορτώσω μ’αυτή την ιστορία.» Άρχισε να ντύνεται.
Η Μάρθα τον πλησίασε. «Δεν είναι ότι δεν ήθελα να ξέρω,» είπε. «Και θα κάνω ό,τι μπορώ. Αλλά τουλάχιστον ακόμα ένας άνθρωπος πρέπει να το μάθει. Για την περίπτωση που γίνει καμια στραβή.»
Ο Γεράρδος κατένευσε.
Η Μάρθα τον αγκάλιασε – σφιχτά.
«Αρκετά,» είπε ο Γεράρδος, μετά από λίγο, χαμογελώντας πάνω στον ώμο της. «Τίποτα κακό δε θα συμβεί, έτσι κι αλλιώς. Αυτά είναι, απλά, μέτρα ασφαλείας, για να είμαστε καλυμμένοι.»
*
Το απόγευμα, ο Ανδρόνικος τούς οδήγησε στο γκαράζ του παλατιού, όπου τους περίμενε ένα μεγάλο όχημα με έξι τροχούς, ψηλό και μακρύ.
«Να σας γνωρίσω τον καινούργιο σας φίλο,» είπε. «Τον Κροκόδειλο.»
«Κροκόδειλο;» έκανε η Άνμα’ταρ.
Ο Ανδρόνικος μειδίασε. «Έτσι τον ονόμασε ο κατασκευαστής του. Είναι ένα μεταβαλλόμενο όχημα. Η μία του μορφή είναι αυτή που βλέπετε· μπορεί, όμως, να μεταμορφωθεί και σε ποταμόπλοιο με δύο ιστία και ενεργειακή μηχανή. Επίσης, όταν είναι όχημα ξηράς, μπορεί να πάρει τα χρώματα του περιβάλλοντος. Με τη χρήση Ξορκιού Μηχανικής Μεταβλητότητος, βέβαια,» πρόσθεσε ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Σέλιρ’χοκ και στην Άνμα’ταρ, οι οποίοι ένευσαν, καταλαβαίνοντας. «Δεν είναι ακριβώς τρίτη μορφή αυτή, αλλά δεν είναι και αυτόματη λειτουργία. Όταν θέλετε να πάρει τα χρώματα κάποιου συγκεκριμένου περιβάλλοντος πρέπει πάντα να χρησιμοποιείτε το ξόρκι. Το ίδιο ισχύει και όταν δεν θέλετε πια να έχει τα χρώματα του περιβάλλοντος – όπως τώρα, που είναι απλά ένα όχημα μεταλλικού γκρίζου χρώματος.
»Στο εσωτερικό του υπάρχουν προμήθειες, όπλα, κι ό,τι άλλο ίσως να χρειαστείτε. Ρίξτε μια ματιά και πείτε μου αν λείπει κάτι.»
Οι επαναστάτες άνοιξαν τις πόρτες του οχήματος και μπήκαν. Στη μπροστινή του μεριά είχε θέση για οδηγό και συνοδηγό· μετά, ήταν το ενεργειακό κέντρο όπου θα καθόταν ο μάγος που θα χρησιμοποιούσε τη Μαγγανεία Κινήσεως· και τέλος, ήταν το οπίσθιο τμήμα του οχήματος: καρότσα και αρκετός χώρος για να μπορούν να ξεκουραστούν οι επιβάτες. Εκεί βρίσκονταν και οι εξοπλισμοί τους οποίους είχε αναφέρει ο Πρίγκιπας. Οι επαναστάτες τούς κοίταξαν και κατέληξαν ότι τίποτα δεν έλειπε.
«Είμαστε έτοιμοι να φύγουμε, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Γεράρδος, βγαίνοντας από την πίσω πόρτα του οχήματος για να σταθεί μπροστά στον Ανδρόνικο.
«Καλό ταξίδι, τότε.» Ο Ανδρόνικος έδωσε στον Γεράρδο το χέρι του, κι εκείνος το έσφιξε από τον καρπό. «Όταν μάθετε τι ακριβώς συμβαίνει στη Χάρνταβελ, μην προσπαθήσετε να κάνετε τίποτα από μόνοι σας, αν το θεωρήσετε παρακινδυνευμένο. Επιστρέψτε εδώ, για να το συζητήσουμε. Πληροφορίες είναι εκείνο που βασικά χρειάζομαι.»
Ο Γεράρδος κατένευσε. Είχε αναλάβει το ρόλο του αρχηγού σε τούτη την αποστολή, και δεν σκόπευε, ούτως ή άλλως, να βάλει τις ζωές των υπόλοιπων σε κίνδυνο αν μπορούσε να το αποφύγει. Ελπίζω μόνο να μην είμαι εγώ, τελικά, η αιτία που θα κινδυνέψουν, σκέφτηκε – αλλά έδιωξε αμέσως τη σκέψη απ’το μυαλό του. Κι ο Σέλιρ’χοκ, όταν είχαν συζητήσει πριν από λίγο, είχε συμφωνήσει ότι οι πιθανότητες να επιστρέψει ο Εχθρός του ήταν μηδαμινές. Τέτοιες νοητικές οντότητες, του είχε πει, οι οποίες ζουν παρασιτικά μέσα σου, χρειάζονται συνήθως κάτι περισσότερο από το πέρασμα μιας διαστασιακής διόδου για να ξαναζωντανέψουν αφότου τις έχεις σκοτώσει. Ωστόσο, είχε προσθέσει, θα είμαι προσεχτικός – και εγώ και η Μάρθα. Και καλά έκανες που μου το είπες. Δεν πρόκειται να πω σε κανέναν τίποτα – ούτε καν στην Άνμα – αλλά θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά.
Ο μάγος είχε, πράγματι, κάτι που σ’έκανε να τον εμπιστεύεσαι.
«Ώρα να πηγαίνουμε, λοιπόν, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Γεράρδος, κι επέστρεψε στο εσωτερικό του οχήματος.
Ο Ανδρόνικος ύψωσε το χέρι του, για μια στιγμή, για να χαιρετήσει τον Σέλιρ’χοκ, ο οποίος στεκόταν στο κατώφλι της πίσω πόρτας του οχήματος· και ο Σέλιρ’χοκ αντιχαιρέτησε τον Πρίγκιπα, σιωπηλά.
Μετά, η Μάρθα και η Άνμα’ταρ έκλεισαν την πίσω πόρτα, η οποία ήταν δίφυλλη.
«Ποιος θα οδηγήσει και ποιος θα καθίσει στο ενεργειακό κέντρο;» ρώτησε η Βατράνια. «Μπορώ να οδηγήσω εγώ, αν θέλετε.»
«Καλώς,» είπε ο Γεράρδος. «Οδηγείς, λοιπόν.»
«Κι εγώ θα καθίσω στο ενεργειακό κέντρο,» δήλωσε η Άνμα’ταρ. Πέρασε ανάμεσά τους και κάθισε στην ειδική θέση πίσω από τις θέσεις του οδηγού και του συνοδηγού. Έκλεισε τα μάτια και υποτονθόρυσε τα λόγια για τη Μαγγανεία Κινήσεως.
Η Βατράνια κάθισε στο τιμόνι, και ενεργοποίησε τα συστήματα του οχήματος. Φωτάκια άναψαν από δω κι από κει, καθώς και μια οθόνη στην κονσόλα μπροστά στη Βατράνια, δείχνοντας τον χάρτη της Απολλώνιας.
«Κανένας δε θα έρθει δίπλα μου;» ρώτησε η Βατράνια καθώς πατούσε το πετάλι, γύριζε το τιμόνι, και το όχημα άρχιζε να κινείται. «Δε μπορεί να είμαι τόσο τρομαχτική!»
«Πας στοίχημα;» είπε η Μάρθα, από πίσω.
Η Βατράνια γέλασε. «Δε μιλάω σ’εσένα!»
Ο Σθένελος κοίταξε τον Γεράρδο, μοιάζοντας να ρωτά αν εκείνος θα καθόταν στη θέση του συνοδηγού· αλλά ο Γεράρδος τού έκανε νόημα που, ξεκάθαρα, έλεγε Κάθισε εσύ αν θέλεις.
Η Μάρθα, όμως, πρόλαβε τον Σθένελο: προτού εκείνος κινηθεί, πήγαινε ήδη προς τη μπροστινή μεριά του οχήματος, και τώρα κάθισε δίπλα στη Βατράνια.
«Ήρθες, λοιπόν, τελικά,» της είπε εκείνη, καθώς έβγαζε το όχημά τους από το βασιλικό παλάτι και το οδηγούσε μέσα στις λεωφόρους της Απαστράπτουσας, ανάμεσα σε ψηλές πολυκατοικίες.
«Σκέφτεσαι ότι ίσως να σε γουστάρω;»
«Δεν αμφέβαλλα ποτέ γι’αυτό,» γέλασε η Βατράνια, και άναψε τσιγάρο. «Αλλά έχεις αφήσει πίσω όλους τους άντρες μόνους.»
«Και φοβάσαι ότι ίσως αυτοί να γουστάρουν ο ένας τον άλλο;»
Η Βατράνια γέλασε πάλι, και παραλίγο να πνιγεί με τον καπνό της. «Μα τ’αφτιά της Λόρκης! δε νομίζω ότι θα βαρεθούμε καθόλου σ’ετούτο το ταξίδι.»
«Τ’αφτιά της ποιας;»
«Μια θεά της Σεργήλης,» εξήγησε η Βατράνια.
*
Δεν έπαψαν καθόλου να κινούν το όχημά τους. Όταν ο ένας κουραζόταν να οδηγεί, καθόταν στο τιμόνι ο άλλος. Αυτοί που ήθελαν να κοιμηθούν κοιμόνταν στην πίσω μεριά. Ο Σέλιρ’χοκ, ο Σθένελος’σαρ, και η Άνμα’ταρ (που κι οι τρεις τους ήξεραν τη Μαγγανεία Κινήσεως) έκαναν τετράωρες βάρδιες στο ενεργειακό κέντρο, εναλλάξ.
Δεν ακολούθησαν την παραλιακή δημοσιά φεύγοντας από την Απαστράπτουσα· στρίβοντας δυτικά, πήγαν προς τη Λακράνη και, μετά, κατευθύνθηκαν νότια. Πέρασαν κοντά από διάφορες πόλεις χωρίς να σταματήσουν. Μονάχα μία στάση έκαναν, το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, για να καθίσουν σ’ένα πανδοχείο στο πλάι του δρόμου και να γευματίσουν. Από το ίδιο μέρος αγόρασαν και δύο ενεργειακές φιάλες του τύπου που χρησιμοποιούσε το όχημά τους.
Το απόγευμα, έφτασαν στις όχθες του Μαύρου Ποταμού.
Η Μάρθα ήταν στο τιμόνι, και ο Σέλιρ’χοκ στο ενεργειακό κέντρο. Ο Γεράρδος, που καθόταν στη θέση του συνοδηγού, είπε: «Θ’αλλάξουμε μορφή τώρα, μάγε.»
«Ό,τι πεις εσύ, Καπετάνιε.»
«Το βάζω στο νερό, δηλαδή;» ρώτησε η Μάρθα.
Ο Γεράρδος κατένευσε, κι εκείνη οδήγησε το όχημα προς τον μεγάλο ποταμό, ενώ ο Σέλιρ’χοκ άρθρωνε τα λόγια για το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος.
Καθώς έπεφταν στο νερό, αισθάνθηκαν το όχημα να μεταβάλλεται σαν να ήταν ημίρρευστο· και ο χώρος γύρω τους άλλαξε με τρόπο που θύμιζε όνειρο. Ο Γεράρδος και η Μάρθα ένιωσαν να πηγαίνουν προς τα πίσω, κυλώντας πάνω σε κάτι γλιστερό· και κοιτάζοντας πάνω απ’τον ώμο τους, είδαν τη Βατράνια, τον Σθένελο’σαρ, και την Άνμα’ταρ να χάνονται, να βουλιάζουν, καθώς το οπίσθιο τμήμα του οχήματος εξαφανιζόταν.
Εμπρός τους αντίκρισαν να σχηματίζεται ένα κατάστρωμα, απ’όπου ξεπρόβαλαν, φυτρώνοντας σαν δέντρα, δύο κατάρτια, ένα ψηλότερο κι ένα χαμηλότερο, με τυλιγμένα πανιά.
Το εξάτροχο όχημα είχε γίνει ποταμόπλοιο.
«Πού πήγαν η Βατράνια κι οι άλλοι;» είπε η Μάρθα, ενώ συγχρόνως διαπίστωνε ότι και η κονσόλα μπροστά της είχε αλλάξει αρκετά. Είχε γίνει ειδική για την πλοήγηση σκάφους.
«Κάπου εδώ θα είναι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος· «αποκλείεται να τους κατάπιε το πλοίο.» Σηκώθηκε από τη θέση του και, ανοίγοντας μια πλευρική πόρτα, βγήκε στη γέφυρα του σκάφους, πάνω από το κατάστρωμα.
«Βατράνια!» φώναξε. «Άνμα! Σθένελε!»
Μια καταπακτή σηκώθηκε, και η Άνμα’ταρ βγήκε, ακολουθούμενη από τους άλλους δύο.
«Για μια στιγμή,» φώναξε η Βατράνια στον Γεράρδο, «νόμισα ότι ήμασταν τελειωμένοι!»
Εκείνος γέλασε. «Τόση λίγη εμπιστοσύνη έχεις στον Πρίγκιπά μας, Βατράνια;» Και ρώτησε: «Ποιος από σας ξέρει να οδηγεί πλοίο;»
Η Άνμα ύψωσε το χέρι της. «Νομίζω ότι έχω τα προσόντα, Καπετάνιε.»
Ο Γεράρδος κατέβηκε από τη γέφυρα. «Δεν θα οδηγήσεις εσύ, όμως. Σε χρειαζόμαστε ξεκούραστη για τη Μαγγανεία Κινήσεως.» Κοίταξε τη Βατράνια.
«Δεν έχω οδηγήσει ποτέ στη ζωή μου πλοίο,» δήλωσε εκείνη. «Η Μάρθα, όμως, δε φαίνεται να τα πηγαίνει άσχημα.»
Το ποταμόπλοιό τους έπλεε πάνω στον Μαύρο Ποταμό, με δυτική κατεύθυνση.
«Δε θάπρεπε να σε εκπλήσσει· η Μάρθα μεγάλωσε στην Υπερυδάτια.»
«Εσύ δεν ξέρεις να πλοηγείς; Ήσουν καπετάνιος στο Πορφυρό Κενό.»
«Τα πλοία του Κενού είναι πολύ διαφορετικά από τα κανονικά πλοία, Βατράνια,» εξήγησε ο Γεράρδος. Και κοίταξε τον Σθένελο.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Υπέροχα,» είπε ο Γεράρδος. «Θα πρέπει, λοιπόν, η Μάρθα να με μάθει μερικά βασικά πράγματα, όπως φαίνεται…» Κι επέστρεψε στη γέφυρα, ανεβαίνοντας τη μικρή σκάλα. «Εν τω μεταξύ, εσείς κατεβάστε τα πανιά,» φώναξε στους άλλους.
«Χρειάζεται να σου πω ότι δεν έχω ποτέ στη ζωή μου κατεβάσει πανιά;» ρώτησε η Βατράνια.
«Όχι. Αλλά τώρα θα προσπαθήσεις.»
Ο Γεράρδος επέστρεψε πλάι στη Μάρθα και κάθισε.
«Τι μπορείς να μου πεις για την οδήγηση αυτού του πλεούμενου;» τη ρώτησε.
«Δεν είναι πολύ δύσκολο,» αποκρίθηκε εκείνη. «Κι η γιαγιά μου θα μπορούσε να το οδηγήσει.»
«Κρίμα, λοιπόν, που δεν έχουμε τη γιαγιά σου εδώ, γιατί το πλήρωμά μου δε φαίνεται να ξέρει τίποτα από ναυσιπλοΐα.»
*
Ακολούθησαν τον Μαύρο Ποταμό προς τα δυτικά, αλλάζοντας πάλι βάρδιες στο ενεργειακό κέντρο και στο τιμόνι του σκάφους. Μετά από τη Μάρθα οδήγησε ο Γεράρδος, και μετά από τον Γεράρδο οδήγησε η Βατράνια, αφού ο Καπετάνιος τής είπε μερικά βασικά πράγματα κι εκείνη αποκρίθηκε ότι θα μπορούσε να τα καταφέρει. Δεν χρειαζόταν, άλλωστε, και τίποτα το σπουδαίο. (Προσευχήσου να μη μας ρίξει σε κάνα βράχο και δούμε την Έχιδνα νύφη! είπε η Μάρθα στον Γεράρδο, κι εκείνος γέλασε, καταλαβαίνοντας ότι η Μάρθα αστειευόταν – μάλλον.)
Στις δέκα η ώρα το πρωί, την επόμενη ημέρα, είχαν ήδη μπει στα πυκνά, σκοτεινά δάση της δυτικής Απολλώνιας, όπου ο ήλιος μετά δυσκολίας περνούσε και η μέρα έμοιαζε, αν όχι νύχτα, απόγευμα τουλάχιστον. Τώρα, όμως, μπροστά στο πλοίο των επαναστατών απλωνόταν ένα σκοτάδι πολύ πιο πυκνό απ’ό,τι θα μπορούσαν ποτέ να δημιουργήσουν οι φυλλωσιές οποιουδήποτε δάσους, πολύ πιο πυκνό απ’ό,τι θα μπορούσε ποτέ να επικαλεστεί η πιο βαθιά και άγρια νύχτα της Απολλώνιας.
Μπροστά τους απλωνόταν ένα σκοτάδι που φαινόταν καθαρά ότι χαλούσε την πραγματικότητα ετούτης της διάστασης, σαν τρύπα, σαν πληγή. Κι απ’αυτό το καταμέλανο μέρος ήταν που εκπήγαζε ο Μαύρος Ποταμός, κυλώντας ανατολικά, προς την Άπατη Θάλασσα στο κέντρο της Απολλώνιας.
«Νομίζω πως φτάσαμε, Καπετάνιε,» είπε η Βατράνια, που ήταν στο τιμόνι ενώ ο Γεράρδος καθόταν δίπλα της. Πίσω τους, στο ενεργειακό κέντρο, ήταν ο Σθένελος’σαρ, με τα μάτια μισόκλειστα, επικεντρωμένος στη Μαγγανεία Κινήσεως.
Ναι, φτάσαμε, σκέφτηκε ο Γεράρδος. Τώρα θα πάμε στη Χάρνταβελ. Τώρα θα μάθω τι πραγματικά έχει συμβεί στον Εχθρό μου… Είναι ζωντανός ή κρύβεται και περιμένει;
«Να μπούμε;» ρώτησε η Βατράνια, γυρίζοντας για να τον κοιτάξει και βλέποντάς τον διστακτικό.
Ο Γεράρδος άνοιξε τον δίαυλο μπροστά του, για να μιλήσει σ’αυτούς που ήταν στο αμπάρι του σκάφους, κάτω από το κατάστρωμα. «Ετοιμαζόμαστε να περάσουμε στη Χάρνταβελ. Επαναλαμβάνω: ετοιμαζόμαστε να περάσουμε στη Χάρνταβελ.»
Η καταπακτή άνοιξε, και η Άνμα’ταρ, ο Σέλιρ’χοκ, και η Μάρθα βγήκαν, κι έστρεψαν τα μάτια τους προς το πυκνό σκοτάδι, που ο δυνατός προβολέας του ποταμόπλοιου δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να διαλύσει.
«Εντάξει, Καπετάνιε,» φώναξε ο Σέλιρ’χοκ. «Είμαστε έτοιμοι.»
«Πάμε,» είπε ο Γεράρδος στη Βατράνια, κι εκείνη έβαλε πάλι τις μηχανές του σκάφους σε κίνηση, οδηγώντας το προς το αδιαπέραστο σκοτάδι.
Ο Τέρι Κάρμεθ δεν έβλεπε λόγο να καθυστερήσει. Αφού ο Επόπτης τον κάλεσε και του εξήγησε το πρόβλημα που είχε παρουσιαστεί, εκείνος έφυγε με την αυγή. Εξάλλου, ήταν φανερό πως όσο καθυστερούσαν να κάνουν κάτι τόσο τα πράγματα θα χειροτέρευαν. Πάντοτε έτσι γινόταν σε τέτοιες περιπτώσεις.
Μαζί του πήρε αρκετούς στρατιώτες, γιατί πίστευε ότι, ακόμα κι αν δεν του χρειάζονταν για να πολεμήσει, θα του χρειάζονταν, σίγουρα, για να δείξει ότι είχε τη δύναμη της Παντοκράτειρας στο πλευρό του και ότι δεν μπορούσαν να τον αγνοήσουν.
Οι πολεμιστές του έπρεπε να ιππεύουν όσο εκείνος πήγαινε μπροστά μέσα σ’ένα τετράκυκλο άρμα που έφερε κανόνι με κοντή κάννη μεγάλου διαμετρήματος· τα βλήματά του μπορούσαν εύκολα να τρυπήσουν τα τείχη κάστρου. Δυστυχώς, ο Τέρι δεν είχε στη διάθεσή του αρκετά οχήματα για να επιβιβαστούν όλοι οι στρατιώτες του και να πάνε γρήγορα στον προορισμό τους (η Παντοκράτειρα δεν τους έστελνε όσα ήθελαν εδώ, στη Χάρνταβελ – δεν θεωρούσε τη διάσταση σημαντική – κι έτσι ταλαιπωρούνταν), επομένως θα έπρεπε να ταξιδέψουν με τον ρυθμό των καβαλάρηδων.
Τουλάχιστον έχουμε άλογα, σκέφτηκε ο Τέρι, κοιτάζοντας τους έφιππους πολεμιστές πίσω από το άρμα του, καθώς έβγαιναν από την ανατολική πύλη της Ερρίθιας και κινούνταν στην έκταση γης ανάμεσα στις όχθες του Παραπόταμου και στις παρυφές του απέραντου Κεντροδάσους.
Ο Τέρι πήρε το βλέμμα του από τους καβαλάρηδες. Πελώρια σμήνη πουλιών, σαν ιπτάμενα σεντόνια ή χαλιά, φαίνονταν να πετούν πάνω από τις κορυφές των δέντρων μέσα στο πρωινό φως της αυγής. Το θέαμα θα ήταν μαγευτικό, ίσως, αν ο Τέρι δεν το είχε δει τόσες πολλές φορές στη ζωή του, όσο βρισκόταν στη Χάρνταβελ. Έχω αρχίσει πλέον να τη βαριέμαι αυτή την καταραμένη διάσταση, συλλογίστηκε καθώς κατέβαινε, έκλεινε την καταπακτή από πάνω του, και κάθιζε πάλι στη θέση του, κοιτάζοντας μπροστά μέσα από το παράθυρο του άρματος.
Ή, μήπως, τώρα σκεφτόταν έτσι εξαιτίας των όσων τού είχε πει η Αρίνη; Είναι έγκυος… Δε θα ήταν καλύτερα να βρισκόμασταν σε μια άλλη διάσταση; Σε μια πιο πολιτισμένη διάσταση – όπως τη Ρελκάμνια, ή τη Σεργήλη – για να μεγαλώσουμε το παιδί μας; Μπορεί, όμως, τελικά η Αρίνη ν’αποφάσιζε να το αποβάλει κι αυτό, όπως το προηγούμενο· και ο Τέρι δεν ήξερε αν θα διαφωνούσε με μια τέτοια απόφαση. Η Χάρνταβελ δεν είναι μέρος για να κάνεις οικογένεια. Είναι μέρος για τρελούς και βάρβαρους.
Παρ’όλ’αυτά, παλιότερα, είχε ο ίδιος προθυμοποιηθεί να έρθει εδώ. Αλλά ήμουν πιο νέος τότε, και ήθελα να δω ακόμα και τις πιο βρόμικες γωνιές του σύμπαντος. Ήθελα να εντυπωσιάσω τον εαυτό μου, ίσως.
Ανοησίες… Όλο ανοησίες…
Και τώρα είχε καταλήξει να είναι ο πιο παλιός αξιωματικός σε τούτη τη διάσταση των τρελών. Πιο παλιός από την Ταγματάρχη Νέλθα-Ριθ, η οποία είχε έρθει μετά από αυτόν, και σίγουρα πιο παλιός από το ξεπεταρούδι τον Επόπτη Νιρμόδο Νάρλεφ, που νόμιζε πως επειδή τον είχαν κράξει ήρωα στη Βίηλ τα ήξερα όλα ακόμα κι εδώ, στη Χάρνταβελ. Θα έπρεπε να είχε αρνηθεί τη θέση του Επόπτη. Καλύτερα γι’αυτόν να έμενε στη Βίηλ. Θα το καταλάβει· σίγουρα, αργά ή γρήγορα, θα το καταλάβει. Αλλά, μέχρι τότε, θάναι αργά… και γι’αυτόν και για εμάς, ίσως.
*
Επί τέσσερις ημέρες ο μικρός στρατός του Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ πορευόταν ανατολικά, κοντά στις όχθες του Παραπόταμου, του πλατύ ποταμού που γεννιόταν μέσα από τα ορμητικά νερά του Μεγάλου Ποταμού, ο οποίος διέσχιζε τη Χάρνταβελ απ’τον βορρά ώς τον νότο, και η νότιά του άκρη έφευγε από τούτη τη διάσταση και πήγαινε στην Απολλώνια, το άντρο του Αρχιπροδότη, Πρίγκιπα Ανδρόνικου, και των επαναστατών του.
Η σημαία της Παντοκράτειρας κυμάτιζε περήφανα πάνω από το άρμα του Τέρι Κάρμεθ, καθώς επίσης και στο χέρι ενός από τους έφιππους πολεμιστές, που ήταν όλοι τους ντυμένοι με τις λευκές στολές του Παντοκρατορικού Στρατού και έφεραν όπλα που τους καθιστούσαν σαφώς ανώτερους από οποιοδήποτε φουσάτο παρόμοιου μεγέθους γηγενών της Χάρνταβελ.
Στο δρόμο του ο Τέρι συνάντησε πόλεις και χωριά, αφού πολλά ήταν οικοδομημένα στις όχθες του Παραπόταμου και στις εύφορες εκτάσεις που σχηματίζονταν εκεί. Κανένας τοπικός άρχοντας δεν τόλμησε να σταματήσει το πέρασμα του ταγματάρχη ή να του ζητήσει τον λόγο. Όσοι υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα ήταν κυρίαρχοι ετούτης της διάστασης· ακόμα κι οι πιο απλοί χωρικοί το γνώριζαν αυτό, και δεν προκαλούσαν προβλήματα. Το μόνο καλό εδώ. Ο καθένας ξέρει τη θέση του, και οι επαναστάτες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι λίγοι. Τα πιο πολλά προβλήματα τα προκαλούσαν οι καταραμένοι ιερείς.
Στις εκτάσεις από τις οποίες πέρασε, ο Τέρι είδε ορισμένες φορές και ανθρωποθυσίες. Ανθρώπους δεμένους σε πασσάλους, ανάποδα. Οι περισσότεροι ήταν νεκροί, καθώς το αίμα είχε πάει στο κεφάλι τους, και πτωματοφάγοι – πουλιά κι αγρίμια – είχαν μαζευτεί γύρω τους για να φάνε. Μερικοί, όμως, ήταν ακόμα ζωντανοί και σάλευαν αδύναμα, μουγκρίζοντας θρηνητικά, ενώ τα κοράκια συγκεντρώνονταν σε γειτονικά κλαδιά, περιμένοντας την τροφή να πάψει να κινείται.
Τρελοί…! σκέφτηκε ο Τέρι, αναφερόμενος στους ιερείς. Πώς είναι δυνατόν να νομίζουν ότι μ’αυτές τις ανοησίες η γη θα γίνει πάλι εύφορη;
Διότι, βέβαια, το πρόβλημα δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Στις περιοχές που ο Τέρι διέσχισε είδε αρκετές εκτάσεις άγονες. Νεκρές, χωρίς καμία φανερή αιτιολογία. Βρίσκονταν κοντά σε νερό, σε καλό σημείο, κι όμως τίποτα πέρα από αγριόχορτα δεν φαινόταν να μπορεί να φυτρώσει εκεί· ή μερικές φορές έβλεπες μονάχα χώμα και πέτρα.
Σα νάχει πέσει κάποια επιδημία… Αλλά δεν ήταν επιδημία, τουλάχιστον σύμφωνα μ’ό,τι του έλεγαν οι ειδικοί. Ήταν κάτι το ανεξήγητο.
Και μονάχα οι ιερείς πίστευαν ότι μπορούσαν να το λύσουν… με τις ανθρωποθυσίες τους. Εξευμενισμός του Θεού, που είχε οργιστεί με τους πιστούς του, κι άλλες τέτοιες παρανοϊκές μαλακίες.
Δεν είναι ο Θεός τους που προκαλεί το πρόβλημα. Η Αρίνη πρέπει να έχει δίκιο: οι παράξενοι αντικατοπτρισμοί, κάπως, σχετίζονται με την άγονη γη και τη μειωμένη γονιμότητα στα ζώα και στους ανθρώπους. Η λύση του ενός προβλήματος θα λύσει και το άλλο πρόβλημα.
Το μεσημέρι της πέμπτης ημέρας, ο στρατός του Τέρι έφτασε σ’έναν μικρό ποταμό που έβγαινε μέσα από τον Παραπόταμο και πήγαινε βόρεια. Εκεί, κατασκήνωσαν, με σκοπό το απόγευμα ν’ακολουθήσουν αυτόν τον ποταμό. Ο χάρτης του ταγματάρχη τού έλεγε ότι βρίσκονταν στο σωστό μέρος. Αλλά η αλήθεια ήταν πως ο Τέρι δεν χρειαζόταν χάρτη: είχε ξαναπεράσει από εδώ· θυμόταν την περιοχή, σε γενικές γραμμές.
Μια σύντομη καταιγίδα έπιασε μες στο μεσημέρι, αναγκάζοντάς τους όλους να κρυφτούν στις σκηνές τους και κάνοντας τ’άλογα να χρεμετίζουν νευρικά και να χτυπούν τα πόδια τους, εκεί όπου ήταν μαντρωμένα.
Αυτή ήταν η δεύτερη καταιγίδα από τότε που είχαν φύγει από την Ερρίθια.
Και να πεις ότι δεν βρέχει εδώ… σκέφτηκε ο Τέρι, καθώς στο μυαλό του είχε πάλι έρθει το πρόβλημα της άγονης γης, που, παρά τις προσπάθειες των ιερέων, συνεχώς επιδεινωνόταν – ολοένα και περισσότερα χωράφια γίνονταν άκαρπα, χωρίς φανερή αιτία. Μ’αυτές τις βροχές που ρίχνει δεν θα έπρεπε να έχουν τέτοια προβλήματα οι γηγενείς. Κι όμως, έχουν… Παράξενο. Πολύ παράξενο. Ήταν σαν κάποιος επίτηδες να προκαλούσε αυτή την κατάσταση, με τη χρήση δηλητηριωδών ουσιών, ίσως. Αλλά η περίπτωση δεν ήταν τέτοια. Ο Τέρι είχε βάλει ανθρώπους να ερευνήσουν, και κανένας δεν είχε βρει σημάδια δηλητηρίασης στα χωράφια.
Το απόγευμα, ευτυχώς, η καταιγίδα είχε πάψει, αφήνοντας πίσω της λίμνες νερού και λάσπης. Οι πολεμιστές του Τέρι διέλυσαν τον πρόχειρο καταυλισμό και ανέβηκαν στα άλογά τους, ενώ εκείνος έμπαινε στο άρμα του. Ακολούθησαν το παρακλάδι του Παραπόταμου προς τα βόρεια και, το βράδυ, κατασκήνωσαν πάλι.
Το επόμενο πρωί μπήκαν στις περιοχές της Υλιριλίδιας, όπου υπήρχε το πρόβλημα εξαιτίας του οποίου είχε φύγει ο Τέρι από την Ερρίθια. Στην αρχή, εκείνος κι οι στρατιώτες του δεν είδαν τίποτα το ασυνήθιστο, τίποτα που δεν έβλεπες παντού στη Χάρνταβελ – αγρούς, μικρά δάση, νεκρά χωράφια, ανθρωποθυσίες δεμένες σε πασσάλους, χωριά και αγροκτήματα – μετά, όμως, κατά το βράδυ, όταν είχαν μπει σε εδάφη του Αρχοντάτου της Ναραλμάδιας, παρατήρησαν πολλές φωτεινές κουκίδες να σχίζουν το πέπλο του σκοταδιού…
Φωτιές. Ο Τέρι άνοιξε την καταπακτή του άρματός του και στάθηκε όρθιος, με το μισό του σώμα έξω απ’το όχημα. Φωτιές καταυλισμού. Και μεγάλου, μάλιστα, απ’ό,τι φαίνεται. Υψώνοντας τα κιάλια του στα μάτια, κοίταξε και είδε σκηνές στημένες μέσα στη νύχτα, καθώς και μια σημαία να κυματίζει.
Μια σημαία με το έμβλημα της Αρχόντισσας της Ναραλμάδιας.
Όπως οι χάρτες του Τέρι τού έλεγαν, εκείνος και οι μαχητές του βρίσκονταν στα σύνορα των δύο αρχοντάτων. Αν δεν ήταν άνθρωποι της Παντοκράτειρας, αναμφίβολα θα είχαν δεχτεί επίθεση, είτε από τους πολεμιστές της Υλιριλίδιας είτε από τους πολεμιστές της Ναραλμάδιας. Οι στρατιώτες του Τέρι τού είχαν αναφέρει πως, όσο προέλαυναν, είχαν βιγλίσει καβαλάρηδες από απόσταση. Ανιχνευτές, κατά πάσα πιθανότητα, ή κατασκόπους. Μας παρακολουθούν, κύριε Ταγματάρχη, του είχε πει η Λοχαγός Ελπίδα Λάρνω. Δε μας πειράζει αυτό, της είχε αποκριθεί ο Τέρι. Ας μας βλέπουν· η παρουσία μας, εξάλλου, θέλουμε να μετρήσει. Αν κάνουν όμως πως μας επιτίθενται, χτυπήστε τους αλύπητα, να μάθουν πως ο Στρατός της Παντοκράτειρας δεν ανέχεται ανοησίες.
Τώρα, ο Τέρι εξακολουθούσε να έχει τα κιάλια του στα μάτια και ν’ατενίζει το στρατόπεδο αντίκρυ του. Η Αρχόντισσα Μοργκάνα, λοιπόν, είναι έτοιμη για πόλεμο, κανονικότατα…
Οι αναφορές που είχαν φέρει οι Παντοκρατορικοί κατάσκοποι στον Επόπτη της Ερρίθιας ήταν ότι ο Άρχοντας Ροβέρτος της Υλιριλίδιας και η Αρχόντισσα Μοργκάνα της Ναραλμάδιας είχαν ξεκινήσει εχθροπραξίες, καθώς, εξαιτίας της ακαρπίας της γης, προσπαθούσαν ο ένας ν’αρπάξει γόνιμα χωράφια από τον άλλο. Οι Υλιριλίδιοι έλεγαν ότι οι Ναραλμάδιοι το είχαν ξεκινήσει, και οι Ναραλμάδιοι έλεγαν ότι οι Υλιριλίδιοι το είχαν ξεκινήσει.
Οι Παντοκρατορικοί, πάντως, δεν ήθελαν αιματοχυσίες· έτσι ο Τέρι είχε έρθει εδώ για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση, ελπίζοντας πως η παρουσία του και μόνο θα επαρκούσε, πως δεν θα χρειαζόταν να ασκήσει βία.
Οι δαιμονισμένοι ιερείς, ως συνήθως, δεν ήταν πρόθυμοι να κάνουν τίποτα. Σπανίως παρενέβαιναν σε τέτοιες περιπτώσεις· πράγμα που ενοχλούσε τον Τέρι, γιατί το θεωρούσε αδιανόητο και παράλογο. Έκαναν τόσες και τόσες ανοησίες για να εξευμενίζουν τον Θεό τους, αλλά όταν πόλεμος αρχινούσε δεν σήκωναν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι για να φέρουν την ειρήνη. Ο Θεός θα κρίνει ποιος έχει το δίκιο με το μέρος του· ή: Ο Θεός θα κρίνει ποιος είναι ο ισχυρότερος. Έτσι τούς είχε ακούσει να λένε.
Ωραίος τρόπος για να λύνεις τις διαφορές σου! Οι γαμημένοι…
Ο Τέρι κατέβασε τα κιάλια του κι έκανε νόημα στη Λοχαγό Λάρνω να πλησιάσει.
Εκείνη πλησίασε επάνω στο άλογό της, χαιρετώντας στρατιωτικά. Και ο Τέρι τής είπε: «Υπάρχει ένα στρατόπεδο αντίκρυ μας, με σημαίες της Ναραλμάδιας. Θέλω να μάθω αν υπάρχει και κάποιο άλλο στρατόπεδο εδώ κοντά, με σημαίες της Υλιριλίδιας. Προς τ’ανατολικά.» Έδειξε.
«Προς τα εκεί είναι ο ποταμός, κύριε Ταγματάρχη…»
Δεν βρίσκονταν πια στις όχθες· είχαν απομακρυνθεί κάμποσο, από το μεσημέρι και ύστερα, διασχίζοντας πεδιάδες κοντά σε αγρούς, εύφορους ακόμα ή ξερούς.
«Και τα σύνορα της Υλιριλίδιας, επίσης,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Στείλε ανιχνευτές να κοιτάξουν.»
«Μάλιστα, κύριε Ταγματάρχη!» είπε η λοχαγός, κι απομακρύνθηκε.
Ο Τέρι κατέβηκε από το άρμα του, και σε λίγο είδε τρεις καβαλάρηδες να φεύγουν, καλπάζοντας προς τ’ανατολικά, για να χαθούν σύντομα πίσω από κάτι χαμηλούς λοφίσκους.
Οι ανιχνευτές δεν είχαν ακόμα επιστρέψει όταν η Λοχαγός Λάρνω, πεζή τώρα, τον ζύγωσε και του είπε: «Κύριε Ταγματάρχη, μας πλησιάζουν. Από το στρατόπεδο. Καμια ντουζίνα ιππείς. Πρέπει κι αυτοί να μας είδαν.»
Ο Τέρι σκαρφάλωσε αμέσως επάνω στο άρμα του και έφερε τα κιάλια του στα μάτια. Η λοχαγός είχε δίκιο. Ιππείς έρχονταν από το στρατόπεδο της Αρχόντισσας, χωρίς να έχουν όπλα στα χέρια.
Κατέβηκε από το άρμα. «Ας τους υποδεχτούμε, Λοχαγέ. Αλλά να είστε έτοιμοι να πολεμήσετε αν χρειαστεί.»
Η Ελπίδα Λάρνω ένευσε και απομακρύνθηκε από τον Τέρι για να δώσει διαταγές στους πολεμιστές τους. Το γαλανό δέρμα του προσώπου της έμοιαζε πολύ σκούρο μέσα στη νύχτα. Το μεγάλο φεγγάρι της Χάρνταβελ ήταν μισοκρυμμένο πίσω από τα σύννεφα.
Οι καβαλάρηδες ήρθαν κοντά και τράβηξαν τα γκέμια των αλόγων τους, κάνοντας τα ζώα να χρεμετίσουν. Ήταν ντυμένοι με σιδερένιους θώρακες, μανδύες, και κράνη. Από τις σέλες των αλόγων τους ασπίδες κρέμονταν, και καραμπίνες. Από τις ζώνες τους, ξίφη.
Από τη ζώνη του αρχηγού τους κρεμόταν κι ένα πιστόλι, παρατήρησε ο Τέρι, καθώς τον έβλεπε να πηδά στο έδαφος και να κάνει μερικά βήματα πρώτος, βγάζοντας το κράνος του και φανερώνοντας πράσινα μαλλιά και πορφυρόδερμο πρόσωπο.
Ο Τέρι έκανε νόημα στους πολεμιστές του να μείνουν πίσω, και ζύγωσε τον άντρα. «Ερχόμαστε εν ονόματι της Συμπαντικής Παντοκράτειρας,» του είπε.
Εκείνος ένευσε. «Είδαμε τις σημαίες σας. Ποια είναι η δουλειά σας εδώ;»
«Πληροφορηθήκαμε ότι έχετε κάποιο πρόβλημα με τους γείτονές σας στο Αρχοντάτο της Υλιριλίδιας. Ευελπιστούμε να βρεθεί μια ειρηνική λύση.»
«Δεν υπάρχει ειρηνική λύση για να βρεθεί. Προσπαθούν να πάρουν τη γη μας – κι αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο πόλεμο!»
«Ποιο είναι το όνομά σου;» τον ρώτησε ο Τέρι.
«Στρατηγός Λεοπόλδος, και Άρχοντας της Ναραλμάδιας.»
«Είσαι, λοιπόν, ο σύζυγος της Αρχόντισσας Μοργκάνας…»
«Και ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε ο Λεοπόλδος.
Ο Τέρι συστήθηκε, και: «Έρχομαι από την Ερρίθια,» είπε. «Κατόπιν διαταγής του Παντοκρατορικού Επόπτη.»
«Να του πεις ότι χρειαζόμαστε απελπισμένα τη βοήθειά του, Ταγματάρχη, για να βάλουμε τον Άρχοντα Ροβέρτο στη θέση του – και να φροντίσουμε να μείνει εκεί!»
«Δεν είμαι πρόθυμος να συμμετάσχω σε εχθροπραξίες, Στρατηγέ,» του είπε ο Τέρι. «Σκοπεύω να βοηθήσω στην εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης.»
Ο Λεοπόλδος γέλασε. «Αδύνατον! Δεν γίνεται να βρεθεί ‘ειρηνική λύση’, Ταγματάρχη. Χάνεις το χρόνο σου.»
«Αν δεν μπορεί να βρεθεί ειρηνική λύση, Άρχοντά μου, τότε θα πρέπει να επιβάλω την ειρήνη.»
Τα μάτια του Λεοπόλδου στένεψαν, άγρια. «Τι πάει να πει αυτό;»
«Προτού φτάσουμε όμως σε συμπεράσματα,» πρόσθεσε ο Τέρι, χωρίς να του απαντήσει, «θα ήθελα να μάθω πώς ακριβώς έχει η κατάσταση – και εδώ και στην Υλιριλίδια. Είμαστε, εγώ κι οι πολεμιστές μου, φιλοξενούμενοι στο στρατόπεδό σου;»
«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε ο Λεοπόλδος, διπλωματικά. «Ασφαλώς και είστε. Εμείς πάντοτε ήμασταν πιστοί στην Παντοκράτειρα· και, στο τέλος, θα δεις, Ταγματάρχη, πως η βοήθειά της μας αξίζει.»
Ο Τέρι προτίμησε να μην πει τίποτα σχετικά μ’αυτό. Αποκρίθηκε: «Καλώς, Άρχοντά μου. Θα πλησιάσουμε, λοιπόν, και θα κατασκηνώσουμε πλάι σας.»
Ο Λεοπόλδος ένευσε. Φόρεσε πάλι το κράνος του και καβάλησε το άλογό του. «Θα σε ξαναδώ σε λίγο, Ταγματάρχη,» δήλωσε, κι έκανε νόημα στους καβαλάρηδές του να επιστρέψουν στον καταυλισμό τους. Το ποδοβολητό των αλόγων τους αντήχησε μέσα στη νύχτα.
Ο Τέρι πήγε κοντά στους στρατιώτες του και πρόσταξε να προσεγγίσουν το στρατόπεδο των Ναραλμάδιων και να στρατοπεδεύσουν δίπλα του.
*
Καθώς προέλαυναν προς τον μεγάλο στρατιωτικό καταυλισμό του Άρχοντα Στρατηγού Λεοπόλδου, οι ανιχνευτές τους επέστρεψαν από τα ανατολικά, και ο Τέρι τούς έκανε νόημα να έρθουν κοντά του και να του αναφέρουν αμέσως.
«Τι είδατε;»
«Στις όχθες του ποταμού, κοντά στη γέφυρα και στην κεντρική δημοσιά, ένα ολόκληρο φουσάτο είναι στρατοπεδευμένο, κύριε Ταγματάρχη. Από τις σημαίες τους φαίνεται ότι είναι πολεμιστές του Άρχοντα της Υλιριλίδιας.»
«Στις όχθες του ποταμού;» είπε ο Τέρι. «Από ετούτη τη μεριά; Δυτικά;»
«Μάλιστα, κύριε Ταγματάρχη.»
Επάνω στα εδάφη των Ναραλμάδιων, δηλαδή. Αν δεν έκανε λάθος, αυτές οι περιοχές ανήκαν στην Αρχόντισσα Μοργκάνα. Επομένως, οι Υλιριλίδιοι είχαν όντως περάσει τα σύνορά της. Αυτό από μόνο του, όμως, δεν σήμαινε ότι είχαν, επίσης, ξεκινήσει και τον πόλεμο… Ο Τέρι έπρεπε να μάθει περισσότερα· και δεν σκόπευε να το καταφέρει αυτό καθίζοντας μόνο μαζί με τον Λεοπόλδο και τους μαχητές του. Το πρωί θα έφευγε από εδώ.
Για την ώρα, όμως, οι πολεμιστές του στρατοπέδευσαν δίπλα στο στρατόπεδο του Λεοπόλδου, και ο ίδιος ο Λεοπόλδος ήρθε να τον ρωτήσει αν θα ήθελε να του φέρουν κάτι.
«Σ’ευχαριστώ, Στρατηγέ,» αποκρίθηκε ο Τέρι, καθώς οι δυο τους στέκονταν έξω απ’τη σκηνή του, «αλλά ό,τι χρειάζομαι αυτή τη στιγμή το έχω.»
«Θα επιθυμούσες, τότε, να συζητήσουμε για τον πόλεμο;»
Ο σκοπός είναι να μη γίνει πόλεμος, γαμώ τα Γένια του Κρόνου! «Απόψε, όχι. Αύριο.»
Ο Λεοπόλδος ένευσε, μοιάζοντας να καταλαβαίνει ότι ο Τέρι πρέπει να ήταν κουρασμένος από το ταξίδι του. Τον καληνύχτισε και έφυγε, πηγαίνοντας στο στρατόπεδό του.
Η Λοχαγός Λάρνω πλησίασε τον Τέρι. «Θα βάλουμε σκοπιές κανονικά, κύριε Ταγματάρχη;»
«Φυσικά,» αποκρίθηκε εκείνος. «Δεν εμπιστεύομαι κανέναν από αυτούς που κατοικούν σε τούτα τα εδάφη όσο βρίσκονται σε πόλεμο αναμεταξύ τους.»
*
Η Αρίνη’σαρ, όταν ο Τέρι εγκατέλειψε την Ερρίθια, ασχολήθηκε λίγο ακόμα με το πτώμα του γιγάντιου σκουληκιού χωρίς να φτάσει σε κανένα συμπέρασμα, πέρα από το ότι επρόκειτο για κάτι που δεν είχε ποτέ ξαναδεί. Προτού κλείσει το θέμα και αποθηκεύσει όσες πληροφορίες είχε κατορθώσει να συλλέξει, αποφάσισε να ρωτήσει και τη γνώμη του Ράβνομ’νιρ, του Βιοσκόπου που ήταν προσαρτημένος στο τάγμα της Νέλθα-Ριθ.
Ο μάγος φάνηκε πρόθυμος να συζητήσει μαζί της (ανέκαθεν η Αρίνη είχε καλή σχέση μαζί του), αλλά δυστυχώς ούτε εκείνος είχε ξαναδεί κάτι σαν το γιγάντιο σκουλήκι. Εξάλλου, τον είχαν στείλει εδώ κυρίως επειδή ήταν ειδικευμένος σε θέματα που αφορούσαν τους ανθρώπους (τραυματισμοί, ασθένειες, δηλητηριάσεις, και τα λοιπά), όχι μυστηριώδη πλάσματα. Η Αρίνη τον ευχαρίστησε για τον χρόνο του, κι εκείνος τής είπε ότι δεν υπήρχε πρόβλημα: έτσι κι αλλιώς, καθόταν εδώ και βαριόταν, τον τελευταίο καιρό.
Ένας στρατιώτης πλησίασε την Αρίνη, καθώς εκείνη έφευγε από το δωμάτιο του Ράβνομ, και της είπε ότι ο Επόπτης ζητούσε να τη δει επειγόντως στο γραφείο του.
«Θα είμαι εκεί σε λίγο,» αποκρίθηκε η μάγισσα, και ο στρατιώτης απομακρύνθηκε γλιστρώντας μέσα στους διαδρόμους των Ανακτόρων.
Συνέβη κάτι καινούργιο; αναρωτήθηκε η Αρίνη βαδίζοντας προς το γραφείο του Νιρμόδου. Ο Επόπτης δεν είχε ξαναζητήσει να τη δει ύστερα από εκείνη τη συνάντησή της με τη σύζυγό του. Η Αρίνη είχε, στην αρχή, υποψιαστεί ότι ίσως η Θελρίτ να μην του είχε πει τίποτα· μετά, όμως, είχε καταλήξει ότι μάλλον ο Επόπτης είχε αποφασίσει πως δεν υπήρχε, τελικά, λόγος να συζητήσουν.
Τώρα, λοιπόν, ή είχε αλλάξει γνώμη ή είχε συμβεί κάτι καινούργιο. Κάποιος άλλος περίεργος αντικατοπτρισμός, πιθανώς. Αλλά, και να με στείλει να ερευνήσω, τι θα μάθω; Δε φαίνεται να μπορώ να βρω ποιο είναι το πρόβλημα σ’ετούτη τη διάσταση! Κι αισθανόταν στεναχωρημένη γι’αυτό· ήταν Ερευνήτρια και, όταν συναντούσε εμπόδιο μπροστά σε κάτι που ήθελε να ανακαλύψει, υπήρχαν φορές που εκνευριζόταν ή ερχόταν σε απόγνωση.
Ο Επόπτης την περίμενε καθισμένος πίσω από το γραφείο του. Το γκρίζο βλέμμα του φανέρωνε ενόχληση. «Καιρός ήταν να εμφανιστείς,» είπε.
«Δεν το ήξερα πως με ζητούσατε,» αποκρίθηκε η Αρίνη, ξαφνιασμένη από τον τρόπο του. Παρότι λιγάκι υπεροπτικός γενικά, δεν ήταν συνήθως έτσι ο Νιρμόδος Νάρλεφ.
«Δεν το ήξερες; Δεν σου είπε ο σύζυγός σου τίποτα;»
Η Αρίνη, που ακόμα στεκόταν αντίκρυ του, μην έχοντας καθίσει, αποκρίθηκε: «Μου το είπε, και ήρθα να σας μιλήσω, φυσικά, το επόμενο πρωί. Αλλά δεν ήσασταν εδώ· ήταν η Θελρίτ. Της ζήτησα να σας πει ότι είχα έρθει…»
Ο Επόπτης συνοφρυώθηκε.
Δεν του το είπε! συνειδητοποίησε η Αρίνη. Είναι ελεεινή, τελικά. Επειδή αρνήθηκα να μιλήσω σ’εκείνη, δεν του το είπε.
«Δε μου ανέφερε κάτι η Θελρίτ,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος, μοιάζοντας καχύποπτος: μοιάζοντας να υποπτεύεται ότι εκείνη, η Αρίνη, ήταν που του έλεγε ψέματα. Τα Γένια του Κρόνου, γαμώ!
«Θα το… παρέβλεψε, ίσως.»
«Ναι, ίσως. Κάθισε.» Έδειξε την καρέκλα αντίκρυ του.
Η Αρίνη κάθισε. «Αν θέλετε να σας μιλήσω για το πλάσμα που βρήκα, δυστυχώς πρέπει να σας πω ότι δεν έχω και πολλές πληροφορίες γι’αυτό,» τον προϊδέασε.
Ο Νιρμόδος συνοφρυώθηκε πάλι. «Παρ’όλ’αυτά, θα ήθελα να μάθω. Είμαι ο Επόπτης εδώ, μάγισσα. Πρέπει να ξέρω όλα όσα συμβαίνουν. Αυτό είναι το καθήκον μου.»
Ο άνθρωπος ήταν, πολύ απλά, ενοχλητικός ορισμένες φορές. Εγώ είμαι πιο πολλά χρόνια στη Χάρνταβελ απ’ό,τι εσύ! ήθελε να του πει η Αρίνη· αλλά δεν μιλάς έτσι στον Παντοκρατορικό Επόπτη, ακόμα κι αν είναι μικρότερός σου.
«Θα σας είχα ενημερώσει νωρίτερα, αν η Θελρίτ δεν το είχε ξεχάσει…» του αποκρίθηκε· και μετά, του είπε όσα ήξερε για το γιγάντιο σκουλήκι – τίποτα, δηλαδή, σε γενικές γραμμές.
Ο Νιρμόδος την παρατηρούσε σκεπτικά. Τελικά, ρώτησε: «Πιστεύεις ότι υπάρχει κίνδυνος να παρουσιαστούν στη Χάρνταβελ κι άλλα πλάσματα παρόμοια μ’αυτό;»
«Δεν αποκλείεται. Αν το συγκεκριμένο γλίστρησε μέσα από κάποια αραίωση των διαστασιακών τοιχωμάτων, γιατί να μην έρθουν κι άλλα;»
«Πού ακριβώς είναι αυτή η αραίωση; Μπορείς να ανακαλύψεις;»
«Εκεί είναι το πρόβλημα,» εξήγησε η Αρίνη. «Η αραίωση δεν είναι σ’ένα συγκεκριμένο μέρος. Αραιώσεις στα τοιχώματα της Χάρνταβελ παρουσιάζονται κι εξαφανίζονται συνεχώς, τελευταία. Κάθε φορά που κάποιος βλέπει έναν ‘αντικατοπτρισμό’, μιλάμε για αραίωση ουσιαστικά. Από οποιαδήποτε απ’αυτές τις αραιώσεις μπορεί να ήρθε το σκουλήκι.»
Ο Νιρμόδος ακούμπησε την πλάτη του στην πολυθρόνα του. «Ανησυχητικό…» είπε, και άναψε τσιγάρο. «Πιστεύεις ότι βρίσκεσαι κοντά στη λύση;»
«Μάλλον όχι. Δυστυχώς,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Ωστόσο θα φτάσω εκεί,» πρόσθεσε αποφασιστικά. Μια Ερευνήτρια δεν παρατούσε εύκολα ένα τέτοιο θέμα.
«Οι ιερείς ενοχλούν τον Υπεράρχη, κι ο Υπεράρχης ενοχλεί εμένα, Αρίνη,» είπε ο Επόπτης. «Ζητάνε το πτώμα του τέρατος.»
«Μπορείτε να τους το δώσετε,» αποκρίθηκε η μάγισσα. «Δεν το χρειάζομαι πια, και μυρίζει απαίσια. Δεν μπορούμε να το έχουμε κλεισμένο σ’εκείνο το υπόγειο για πολύ.»
«Υπέροχα νέα,» είπε ο Νιρμόδος, με το γαλανό του πρόσωπο επίπεδο. «Αυτό θα τους ηρεμήσει, είμαι βέβαιος. Να κανονίσω να τους παραδοθεί το πτώμα τώρα;»
«Βεβαίως,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Εγώ δεν το χρειάζομαι άλλο, όπως είπα. Ό,τι συμπεράσματα ήταν να βγάλω τα έβγαλα.»
*
«Κύριε Ταγματάρχη!»
Ο Τέρι άνοιξε τα μάτια κι ανασηκώθηκε επάνω στο στρώμα του, για να δει το γαλανό πρόσωπο της Λοχαγού Λάρνω μέσα από το άνοιγμα της σκηνής. Η φωνή της ήταν αρκετά δυνατή για να τον ξυπνήσει αλλά όχι αρκετά δυνατή για ν’ακουστεί από μακριά.
«Τι είναι;»
«Μερικοί ιππείς τους έφυγαν από το στρατόπεδο. Πάνω από εικοσιπέντε, σίγουρα· μάλλον, καμια σαρανταριά. Πηγαίνουν προς τ’ανατολικά.»
«Στ’ανατολικά; Σα να λέμε προς το στρατόπεδο των Υλιριλίδιων;»
Η λοχαγός κατένευσε κοφτά.
Ο Τέρι καταράστηκε και σηκώθηκε από το στρώμα του παραμερίζοντας την κουβέρτα. Δεν είχε βγάλει όλα του τα ρούχα προτού πέσει για ύπνο, πάντοτε έτοιμος για απρόοπτα περιστατικά υπό τέτοιες συνθήκες. Είχε μόνο αφαιρέσει το πάνω μέρος της στολής του, για να μην τσαλακωθεί. Τώρα, το πήρε από εκεί όπου το είχε αφήσει, λίγο παραδίπλα, και βγήκε απ’τη σκηνή του, που δεν ήταν και πολύ πιο μεγάλη απ’αυτές που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες του· όταν ήταν σε πορεία δεν του χρειάζονταν πολυτέλειες.
«Πού είναι;» ρώτησε ο Τέρι, φορώντας τη στολή του και κουμπώνοντάς την. «Φαίνονται από εδώ;»
Η Ελπίδα κούνησε το κεφάλι. «Απομακρύνθηκαν γρήγορα.»
«Θα τους ακολουθήσω.» Ο Τέρι φόρεσε βιαστικά τις μπότες του, οι οποίες ήταν αφημένες έξω απ’τη σκηνή του. «Τρεις ανιχνευτές θα έρθουν μαζί μου. Ειδοποίησέ τους, και φρόντισε να σελωθούν αμέσως τέσσερα άλογα.»
Η Ελπίδα έφυγε τρέχοντας.
Ο Τέρι κοίταξε ολόγυρα, το στρατόπεδό του. Τα πάντα έμοιαζαν ήσυχα. Το ίδιο και στο στρατόπεδο του Στρατηγού Λεοπόλδου. Παρ’όλ’αυτά, είχε μια πολύ καλή ιδέα γιατί ο σύζυγος της Αρχόντισσας Μοργκάνας είχε στείλει τους καβαλάρηδές του προς τ’ανατολικά. Θέλει να προβοκάρει τους εχθρούς του, ώστε να τους κάνει και δικούς μου εχθρούς, σκέφτηκε ο Τέρι καθώς πήγαινε γρήγορα προς τον στάβλο.
Εκεί, τον συνάντησαν οι τρεις ανιχνευτές που είχε ζητήσει: δύο άντρες και μία γυναίκα, όλοι τους ντυμένοι με τις στολές τους κι έχοντας τουφέκια στην πλάτη. Οι στρατιώτες που φυλούσαν τον στάβλο είχαν ήδη ετοιμάσει τ’άλογά τους, και ο Τέρι κι οι ανιχνευτές τα καβάλησαν.
Προτού φύγουν, η Λοχαγός Ελπίδα Λάρνω τον πλησίασε και ρώτησε: «Μέχρι πότε να σας περιμένω, κύριε Ταγματάρχη;»
Εκείνο που πραγματικά ρωτούσε, βέβαια, ήταν: Μέχρι πότε να περιμένω πριν αρχίσω ν’ανησυχώ ότι κάτι σάς συνέβη; «Η όχθη του ποταμού δεν είναι μακριά· και νομίζω ότι εκεί πηγαίνουν οι καβαλάρηδες του Λεοπόλδου. Επομένως, λογικά, δεν πρέπει ν’αργήσω. Τώρα – ας μη χάνουμε άλλο χρόνο!» είπε, χτυπώντας το άλογό του στα πλευρά με τα τακούνια των μποτών του.
Οι τρεις ανιχνευτές τον ακολούθησαν, κι εκείνος τούς έβγαλε από το στρατόπεδο με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δύσκολο να τους δουν οι φρουροί του Λεοπόλδου. Βγήκαν από τη μεριά που ήταν πιο μακριά από τον καταυλισμό των Ναραλμάδιων: έτσι, δεκάδες σκηνές βρίσκονταν ανάμεσα σ’αυτούς και τους φρουρούς του Λεοπόλδου, κρύβοντάς τους εύκολα μες στη νύχτα.
Ο Τέρι διέγραψε ημικύκλιο και πήρε, τελικά, ανατολική κατεύθυνση. Κοιτάζοντας πάνω απ’τον ώμο του, δε νόμιζε ότι κανένας τον παρακολουθούσε. Δε νομίζει ότι, γενικά, τον είχαν δει καθόλου να φεύγει. Κατά πάσα πιθανότητα, το κόλπο του είχε πιάσει.
Μαζί με τους τρεις ανιχνευτές συνέχισε ανατολικά για μερικά χιλιόμετρα, ώσπου, από απόσταση, είδε φωτιές και άκουσε φασαρία.
«Κύριε Ταγματάρχη,» είπε ένας από τους ανιχνευτές, «από εδώ καλύτερα.»
Ο Τέρι τον γνώριζε· ήταν παλιός πολεμιστής: έμπειρος. Έγνεψε καταφατικά, και του έκανε νόημα να προπορευτεί. Ανέβηκαν σ’ένα ύψωμα μ’αρκετή βλάστηση, κι από κάτω τους και αντίκρυ είδαν, μέσα στη νύχτα, την όχθη του ποταμού, τη γέφυρα, και το στρατόπεδο των Υλιριλίδιων.
Οι καβαλάρηδες του Λεοπόλδου είχαν, φυσικά, φτάσει εδώ πρώτοι. Περιφέρονταν γύρω απ’τον μεγάλο καταυλισμό, εκτοξεύοντας φλεγόμενα βέλη και πυροβολώντας με καραμπίνες και τουφέκια. Οι Υλιριλίδιοι ανταπέδιδαν τα πυρά, κι έτσι οι καβαλάρηδες του Λεοπόλδου αναγκάζονταν να υποχωρούν, σταδιακά, ολοένα και περισσότερο. Ήταν, ασφαλώς, αδύνατον μόνοι τους να τα βάλουν μ’ολόκληρο το στρατόπεδο· το μοναδικό τους πλεονέκτημα ήταν πως είχαν έρθει νύχτα και δεν ήταν ακόμα όλοι οι εχθροί τους όρθιοι. Σύντομα, όμως, θα έπρεπε να φύγουν αν δεν ήθελαν να σκοτωθούν ή να αιχμαλωτιστούν. Ήταν αναπόφευκτο.
Ναι, σκέφτηκε ο Τέρι, όπως το είχα φανταστεί. Προσπαθούν να προβοκάρουν τους Υλιριλίδιους: να τους κάνουν να εξαπολύσουν νυχτερινή επίθεση κατά του στρατοπέδου του Λεοπόλδου. Και κατά του δικού μου στρατοπέδου. Επομένως, μετά, ο Λεοπόλδος θα έρθει σε μένα και θα ισχυριστεί πως οι μαχητές του Άρχοντα Ροβέρτου επιτέθηκαν εσκεμμένα στις δυνάμεις της Παντοκράτειρας, και άρα οφείλω να χτυπήσω τον Ροβέρτο, υποστηρίζοντας την Αρχόντισσα Μοργκάνα.
Αρκετά πανούργο, δεν μπορώ να πω… Η Μοργκάνα, μάλλον, δεν διάλεξε τυχαία τον σύζυγό της.
Ο Τέρι, βέβαια, δεν σκόπευε ν’αφήσει τα πράγματα να φτάσουν σε σύγκρουση. Αν έβλεπε τους Υλιριλίδιους να σηκώνονται για να κινηθούν εναντίον των εχθρών τους, θα πήγαινε να μιλήσει στον αρχηγό του στρατοπέδου τους επιτόπου, όποιος κι αν τύχαινε να είναι αυτός.
Η κατάσταση, όμως, δεν εξελίχτηκε όπως φαινόταν να ήλπιζε ο Λεοπόλδος. Μια βροχή από βέλη και σφαίρες ήρθε σύντομα προς τους καβαλάρηδές του, αλλά όταν αυτοί υποχώρησαν οι εχθροί τους δεν τους ακολούθησαν. Έμειναν στην περιοχή γύρω από το στρατόπεδο, ρίχνοντας μόνο μερικές προειδοποιητικές ριπές σε περίπτωση που κανένας σκεφτόταν πάλι να πλησιάσει. Και ο Τέρι – επάνω στο δενδρώδες ύψωμα μαζί με τους ανιχνευτές του – είδε πως, όταν κάποιοι Υλιριλίδιοι πολεμιστές έκαναν να φύγουν απ’τον καταυλισμό και να καταδιώξουν τους καβαλάρηδες, ένας αξιωματικός τούς σταμάτησε δίνοντάς τους αμέσως διαταγές να επιστρέψουν.
Το κατάλαβαν ότι πρόκειται για παγίδα. Δεν είναι ανόητοι. Εξάλλου, για ποιο άλλο λόγο θα μπορούσε ο Λεοπόλδος να στείλει τους ιππείς του μες στη νύχτα; Απλά και μόνο για να κάνει μια μικρή παρενόχληση στους εχθρούς του;
Ο Τέρι περίμενε στη θέση του, μέχρι που η κατάσταση στις όχθες του ποταμού ηρέμησε. Οι καβαλάρηδες του Λεοπόλδου είχαν, τώρα, προ πολλού εξαφανιστεί, και οι Υλιριλίδιοι πολεμιστές είχαν επιστρέψει στις σκηνές τους· μονάχα οι φρουροί ήταν έξω.
«Νομίζω ότι κι εμείς είναι ώρα να γυρίσουμε στο στρατόπεδό μας,» είπε ο Τέρι στους ανιχνευτές του. Και καλά θα κάνω από δω και στο εξής να προσέχω πώς κινούμαι κοντά στον Στρατηγό Λεοπόλδο… Ήταν προφανές ότι ήταν ύπουλος και προσπαθούσε ν’αρπάξει ό,τι ευκαιρία τού παρουσιαζόταν.
*
Οι ιερείς έκαψαν το πτώμα του γιγάντιου σκουληκιού (το οποίο βρομούσε απαίσια καθώς είχε αρχίσει να αποσυντίθεται) το ίδιο βράδυ που ο Παντοκρατορικός Επόπτης Νιρμόδος Νάρλεφ τούς το παρέδωσε.
Η Αρίνη’σαρ στεκόταν στο μπαλκόνι των δωματίων της και κοίταζε τη μεγάλη φωτιά στην Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας, η οποία φαινόταν πεντακάθαρα από τα Ανάκτορα του Υπεράρχη (εκτός αν ήσουν στο ισόγειο, οπότε θα έβλεπες μόνο τον καπνό να υψώνεται πάνω από τα χτίρια, καθώς και την πορφυρή ανταύγεια μέσα στη νύχτα). Στο χέρι της κρατούσε ένα ποτήρι Γλυκό Κρόνο και έπινε αργά, αν και ήξερε ότι δεν ήταν καλό να πίνει ποτά στην κατάστασή της. Από την άλλη, βέβαια, δεν ήταν ακόμα σίγουρη ότι θα το κρατούσε το παιδί…
Η φωτιά φάνταζε πελώρια, σχίζοντας τη νύχτα, και το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί γύρω της ήταν μεγάλο, μπορούσε άνετα να διακρίνει η Αρίνη. Είχαν έρθει άνθρωποι από όλη την πόλη και τα περίχωρά της για να δουν το νεκρό τέρας να καίγεται. Η Αρίνη αναρωτιόταν τι θα τους έλεγαν οι ιερείς. Αναμφίβολα, κάτι από τα συνηθισμένα: ότι το θυσίαζαν στον Θεό για να τον εξευμενίσουν, ή ότι ο Θεός είχε οργιστεί με τους πιστούς του και γι’αυτό τέτοια τέρατα παρουσιάζονταν στη διάσταση.
Δεν ευθύνεται, όμως, ο Θεός τους γι’αυτά που συμβαίνουν. Δεν μπορεί. Δεν είναι δυνατόν. Εκτός αν… Η Αρίνη είχε μια θεωρία (ως Ερευνήτρια, είχε πάντοτε πολλές θεωρίες, βασικά, για διάφορα πράγματα) μα δεν ήξερε αν ήταν σωστή. Σκεφτόταν ότι ο Θεός της Χάρνταβελ μπορεί να ήταν η προσωποποίηση της διάστασης. Μπορεί ο Θεός να ήταν η ίδια η διάσταση. Κι όλα αυτά τα άσχημα που συνέβαιναν τώρα, μπορεί να συνέβαιναν επειδή ο Θεός πέθαινε και, ως εκ τούτου, η Χάρνταβελ πέθαινε.
Αλλά ένα πράγμα η Αρίνη αδυνατούσε να το απαντήσει: Γιατί;
Γιατί να πέθαινε; Τι είχε αλλάξει; Οι ιερείς, αν μη τι άλλο, φρόντιζαν με μεγάλο ζήλο για τη θρησκεία του· επομένως, αποκλείεται να εξασθενούσε από έλλειψη πιστών. Επιπλέον, η Αρίνη δεν είχε ακούσει ποτέ τους ιερείς να λένε ότι ο Θεός ήταν αδύναμος. Μονάχα οργισμένο τον έβλεπαν κάθε τρεις και λίγο–
Εκτός αν το έκρυβαν, επειδή φοβόνταν ότι θα έχαναν την εξουσία τους. Ποιος θα άκουγε τους ιερείς ενός ετοιμοθάνατου θεού;
Θεωρίες… Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη.
Πώς θα μάθω την αλήθεια;
Ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’τον Γλυκό Κρόνο στο ποτήρι της.
Ο καιρός είχε αρχίσει να γίνεται πιο ψυχρός από πριν, κι η Αρίνη αισθανόταν να κρυώνει μέσα στο φαρδύ φόρεμά της που ήταν ραμμένο σύμφωνα με τη μόδα της Χάρνταβελ, με πολλά κρόσσια και κεντήματα. Στρέφοντας την πλάτη στην Ανατολική Αγορά και στη μεγάλη φωτιά εκεί, μπήκε πάλι στα δωμάτιά της και έκλεισε την πόρτα του μπαλκονιού.
Κάθισε στον καναπέ και, αφήνοντας το ποτήρι της επάνω στο τραπεζάκι, αναρωτήθηκε αν ήθελε να κρατήσει το παιδί ή όχι. Το ήξερε ότι έπρεπε ν’αποφασίσει σύντομα, γιατί μετά θα ήταν αργά· δεν θα μπορούσε πια να κάνει τίποτα.
Σε κάποια στιγμή, ο ύπνος την πήρε χωρίς να το καταλάβει, και ονειρεύτηκε ότι κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μωρό με γυαλιστερά γαλανά μάτια και δέρμα λευκό όπως το δικό της. Το μωρό έπιασε, με τα δύο μικρά χέρια του, το αριστερό στήθος της και άρχισε να βυζαίνει λαίμαργα, μοιάζοντας ικανοποιημένο. Και η Αρίνη αισθάνθηκε επίσης ικανοποιημένη. Αισθάνθηκε μια γλυκιά ζεστασιά να την περιτυλίγει, ενώ τα μαλακά ούλα του μωρού και τα δαχτυλάκια του γαργαλούσαν το στήθος της.
Μετά, ξύπνησε.
Και νόμιζε ότι ακόμα μπορούσε να νιώσει το μωρό επάνω της. Άγγιξε το αριστερό της στήθος, βρίσκοντάς το λιγάκι πρησμένο.
Καθώς την είχε πάρει ο ύπνος, είχε ξαπλώσει στο πλάι επάνω στον καναπέ, και τώρα κάθισε όρθια πάλι, περνώντας το χέρι της μέσα από τα κοντά, ξανθά της μαλλιά, προσπαθώντας να συνέλθει από το παράξενο όνειρο.
Εκείνη η γλυκιά, όμορφη αίσθηση…
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η Αρίνη αισθανόταν ότι κάτι τής έλειπε. Ότι ήθελε ξανά να νιώσει έτσι όπως στο όνειρό της.
Σηκώθηκε από τον καναπέ, ήπιε μια γουλιά Γλυκό Κρόνο, και πήγε να πλύνει το πρόσωπό της.
…Σκοτάδι.
Σαν μαύρο μελάνι χυμένο επάνω σε κάθε σπιθαμή της πραγματικότητας.
Η όραση είχε πάψει να έχει νόημα.
Αλλά, παραδόξως, το ίδιο κι οι υπόλοιπες αισθήσεις.
Το σκοτάδι τούς είχε καταπιεί. Δεν άκουγαν· δεν ένιωθαν· δεν μύριζαν.
Μονάχα συνείδηση. Ψυχή και μνήμη…
*
Το Εσώτερο Θηρίο χαίρεται το ίδιο μ’εκείνον κάθε φορά που τη βλέπει, κάθε φορά που την αγγίζει. Αλλά η χαρά του είναι άγρια, τα ένστικτά του βίαια, θανατηφόρα. Ο ιερέας το χρησιμοποιεί για να μαγέψει τη Μελισσάνθη, αλλά, συγχρόνως, το κρατά σφιχτά από τα λουριά του, γιατί ξέρει την καταστροφή που μπορεί να προκαλέσει αν του ξεφύγει.
Θυσιάζει τακτικά στον Θεό για να τον εξευμενίζει και να γαληνεύει το Θηρίο. Κυνηγά στα δάση: σκοτώνει άγρια θηράματα και τα προσφέρει, μέσα σε φωτιές· πλένεται με το αίμα τους. Και το Θηρίο είναι ξανά ικανοποιημένο· δεν έχει τώρα λόγο να την βλάψει.
Ο ιερέας επισκέπτεται τη Μελισσάνθη ξανά και ξανά. Βλέπει ότι ο πατέρας της, ο Άρχοντας Ερρίκος, τον ατενίζει με δισταγμό, με φόβο· διότι ξέρει ότι είναι επικίνδυνο η κόρη του να συναναστρέφεται έναν ιερέα με τέτοιο τρόπο. Ο Άρχοντας Ερρίκος έχει δίκιο που φοβάται, μα δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να δώσει τέλος σ’εκείνο που τον τρομάζει, καθώς υπάρχει εντός του ένας μεγαλύτερος φόβος: ότι θα εξοργίσει τον Θεό.
Η Μελισσάνθη είναι ερωτευμένη με τον ιερέα· για εκείνη, φόβος δεν υπάρχει. Έχει ξεχάσει τι σημαίνει αυτή η έννοια. Γεύεται την άγρια, πρωταρχική δύναμη του εραστή της, και μεθά. Γελά, και δεν τον χορταίνει.
Φαίνεται να ταιριάζουν τόσο πολύ οι δυο τους.
Ο ιερέας την ακούει να λέει στον πατέρα της,
—Δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθείς! Έχουμε την ευλογία του Θεού τώρα. Θα δεις που όλα θα πάνε καλύτερα στα μέρη μας!
Εκείνος φιλά το μέτωπό της.
—Ό,τι σε κάνει ευτυχισμένη,
λέει. Αλλά ο ιερέας αισθάνεται τον φόβο και τον δισταγμό του όπως τον αισθάνονται τα άγρια θηρία. Τον μυρίζει στον αέρα.
Θα μπορούσε να εκφοβίσει τον Ερρίκο χρησιμοποιώντας λόγια που μονάχα ένας ιερέας μπορεί να χρησιμοποιήσει· μα δεν το κάνει. Δεν είναι αυτή η πρόθεσή του. Θέλει μόνο τη Μελισσάνθη.
Και το Εσώτερο Θηρίο τη θέλει, επίσης.
*
Η μετάβαση ήταν ξαφνική.
Σκοτάδι–
Και μετά – φως.
Οι αισθήσεις τους επέστρεψαν απότομα, κάνοντας τον κάθε ήχο να τους φανεί δυνατότερος, την κάθε σωματική επαφή να τους φανεί πιο έντονη (μπορούσαν να νιώσουν, ξαφνικά, όλα τα ρούχα που φορούσαν, το πάτωμα που πατούσαν, τις καρέκλες όπου κάθονταν), την κάθε οσμή να τους φανεί πως είχε πλημμυρίσει τον κόσμο… και τα αντικείμενα που έβλεπαν: όλα τους έμοιαζαν, για μια φευγαλέα στιγμή, να λάμπουν, σαν να εξέπεμπαν από τα βάθη της ύπαρξής τους κάποιο αλλόκοτο μυστηριακό φως.
Ύστερα, τα πάντα έγιναν συνηθισμένα, κοινότοπα, καθημερινά. Τα σώματά τους είχαν προσαρμοστεί στην καινούργια πραγματικότητα.
Το πλοίο τους έπλεε πάνω σ’έναν πλατύ ποταμό που έμοιαζε πολύ με τον Μαύρο Ποταμό της Απολλώνιας, και ήταν, ουσιαστικά, η συνέχειά του, μόνο που εδώ, στη Χάρνταβελ, ονομαζόταν ο Μεγάλος Ποταμός. Κοιτάζοντας πίσω τους, οι επαναστάτες μπορούσαν να δουν μια απέραντη μαυρίλα να καταπίνει γη και ουρανό και, φυσικά, τον Μεγάλο Ποταμό. Η διαστασιακή δίοδος που οδηγούσε στην Απολλώνια, και αντιστρόφως.
«Καπετάνιε,» είπε η Βατράνια υπομειδιώντας, «νομίζω πως μας έφερα ζωντανούς.»
Ο Σθένελος’σαρ, που καθόταν στο ενεργειακό κέντρο, πίσω από τον Γεράρδο και τη Βατράνια, και είχε τα μάτια του μισόκλειστα, τώρα τα άνοιξε για να κοιτάξει έξω απ’τα παράθυρα του σκάφους. «Αυτή είναι η Χάρνταβελ, λοιπόν… Δε μοιάζει και τόσο διαφορετική απ’την Απολλώνια, εκ πρώτης όψης.» Η φωνή του ακουγόταν ξερή, λιγάκι κουρασμένη.
«Δεν είδες τίποτα ακόμα πέρα από έναν ποταμό κι έναν ουρανό,» του είπε ο Γεράρδος.
«Βάρκες έρχονται!» φώναξε ξαφνικά η Μάρθα από το κατάστρωμα, και ο Γεράρδος την είδε να δείχνει προς τα βορειοανατολικά.
«Μη μου πεις…» μούγκρισε κάτω απ’την ανάσα του.
«Παντοκρατορικοί;» έκανε η Βατράνια, στραβώνοντας τα χείλη. «Νόμιζα ότι ο Οδυσσέας μού είπε πως δεν φυλάνε και τόσο στενά αυτή τη δίοδο: έμποροι πηγαίνουν και έρχονται από και προς την Απολλώνια.»
«Μπορεί ν’άλλαξαν γνώμη,» είπε ο Γεράρδος, κι έφυγε από τη γέφυρα, κατεβαίνοντας βιαστικά στο κατάστρωμα, όπου στέκονταν η Μάρθα, ο Σέλιρ’χοκ, και η Άνμα’ταρ.
«Εκεί!» Η Μάρθα συνέχιζε να δείχνει.
Ο Γεράρδος έκανε να υψώσει τα κιάλια του, αλλά η Άνμα τον σταμάτησε. «Στάσου,» είπε. «Αυτό θα σε βοηθήσει»· και, αγγίζοντας τα κιάλια, άρθρωσε τα λόγια για ένα ξόρκι.
«Τι έκανες;»
«Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως. Δε βλάπτει.»
Ο Γεράρδος έφερε τα κιάλια στα μάτια του και είδε τις βάρκες, που πριν δεν φαίνονταν σαν τίποτα παραπάνω από δύο κουκίδες στον ορίζοντα, να έρχονται ξαφνικά μπροστά του, τόσο κοντά που είχε την ψευδαίσθηση ότι, αν άπλωνε λιγάκι το χέρι του, θα τις άγγιζε. Επάνω τους ήταν πολεμιστές με τουφέκια και λευκές στολές, και από την πρύμνη τους κυμάτιζε η σημαία της Παντοκράτειρας. Ήταν μηχανοκίνητες, και σήκωναν αφρό πίσω τους.
«Παντοκρατορικοί,» είπε ο Γεράρδος, κατεβάζοντας τα κιάλια. «Δύο βάρκες, με πέντε πολεμιστές μέσα στην καθεμία, απ’ό,τι μπόρεσα να δω.»
«Συνήθως δεν σταματούν τους εμπόρους που έρχονται από την Απολλώνια στη Χάρνταβελ· επειδή δεν είναι και πολλοί, εξάλλου,» είπε η Άνμα’ταρ, μοιάζοντας παραξενεμένη.
«Μπορεί τώρα να πήραν πιο αυστηρά μέτρα,» υπέθεσε ο Σέλιρ’χοκ.
«Για ποιο λόγο;»
«Εξαιτίας των παράξενων συμβάντων.»
«Τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά με την Απολλώνια, Σέλιρ;»
«Καμία πιθανώς, στην πραγματικότητα. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως οι Παντοκρατορικοί δεν μπορεί να έχουν γίνει πιο παρανοϊκοί απ’ό,τι συνήθως.»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Ο Σέλιρ έχει δίκιο. Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας είναι, δίχως αμφιβολία, ικανοί να φτάσουν στα άκρα μόλις δουν κάτι παράξενο να συμβαίνει. Ίσως ακόμα και να νομίζουν ότι η Επανάσταση ευθύνεται για τα παράδοξα στη Χάρνταβελ.»
«Η αλήθεια είναι πως είναι τελείως μαλάκες,» συμφώνησε η Μάρθα, και πήρε ένα τουφέκι στα χέρια, οπλίζοντάς το.
«Βιάζεσαι να ρίξεις σφαίρες, ε;» της είπε ο Γεράρδος.
«Εσύ σκέφτεσαι να τους αφήσεις να πλησιάσουν;»
«Καλό θα ήταν να τους αποφύγουμε, ει δυνατόν…» είπε ο Γεράρδος, σκεπτικά.
«Τι γίνεται;» φώναξε η Βατράνια από τη γέφυρα. «Τι βλέπετε; Γιατί βγάζετε όπλα;»
«Παντοκρατορικοί είναι,» της φώναξε ο Γεράρδος. Και είπε στη Μάρθα: «Πήγαινε εσύ στο τιμόνι, και πες της να έρθει κάτω.»
«Γιατί;» Έμοιαζε έτοιμη να τον βρίσει.
«Επειδή εσύ ξέρεις να οδηγείς πλοίο, και ίσως καταφέρεις να τους αποφύγεις.»
Η Μάρθα δεν έφερε αντίρρηση· ανέβηκε στη γέφυρα και, μετά από λίγο, εκείνη οδηγούσε το σκάφος και η Βατράνια ήταν στο κατάστρωμα μ’ένα τουφέκι στα χέρια. Οι υπόλοιποι κρατούσαν επίσης τουφέκια.
Οι βάρκες ζύγωναν…
Οι επαναστάτες πήραν θέσεις μάχης: ο Γεράρδος πίσω από το μεγάλο κατάρτι· η Βατράνια πίσω από το μικρό κατάρτι· ο Σέλιρ’χοκ μισοκρυμμένος στην καταπακτή· η Άνμα’ταρ γονατισμένη πίσω από την κουπαστή.
Ήταν αυγή, παρατήρησε ο Γεράρδος· ο ήλιος της Χάρνταβελ μόλις που είχε ξεπροβάλει από την ανατολή.
Οι βάρκες πλησίασαν κι άλλο. Τώρα, οι σημαίες τους φαίνονταν καθαρά, ακόμα και χωρίς κιάλια. Το έμβλημα της Παντοκράτειρας.
«Μάρθα!» φώναξε ο Γεράρδος. «Πήγαινέ μας προς τη δυτική όχθη!»
Εκείνη υπάκουσε, στρίβοντας το σκάφος δυτικά.
Οι βάρκες φάνηκαν να επιταχύνουν. Δυνατοί πίδακες – νερό και αφρός – πετάγονταν πίσω τους.
Ο Γεράρδος ύψωσε το τουφέκι του στο επίπεδο του ώμου, σημαδεύοντας. Είδε πως και πολλοί από τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας έκαναν το ίδιο.
Οι βάρκες πλησίαζαν…
…μαζί με το ρεύμα του ποταμού (ενώ το πλοίο των επαναστατών έπλεε αντίθετα στο ρεύμα)…
…εντός εμβέλειας, τώρα–
«Πυρ!» φώναξε ο Γεράρδος, αρχίζοντας να ρίχνει.
Οι άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά του.
Οι Παντοκρατορικοί ανταπέδωσαν αμέσως. Σφαίρες χτυπούσαν πάνω στα σκάφη και στο νερό, δημιουργώντας μικρούς πίδακες. Ένας λευκοντυμένος στρατιώτης χτυπήθηκε και, ουρλιάζοντας, έπεσε στον ποταμό.
Η Άνμα’ταρ φώναξε τα λόγια για κάποιο ξόρκι και, καθώς οι βάρκες ζύγωναν, κάτι απρόοπτο συνέβη πάνω στη μία: εκτυφλωτική λάμψη – καπνός – ουρλιαχτά.
Ο Γεράρδος είχε ξαναδεί τις μάγισσες του τάγματος των Δρακαινών να το κάνουν αυτό. Διέλυαν μια σφαίρα που είχε μόλις εκτοξευτεί, με αποτέλεσμα να θρυμματιστεί σε πολλά μικρά κομμάτια χτυπώντας όσους ήταν γύρω της, ενώ συγχρόνως δυνατό φως πεταγόταν καθώς και καπνός που προκαλούσε βήχα. Ένα πολύ επικίνδυνο πολεμικό ξόρκι· και ο Γεράρδος δεν είχε δει ποτέ κανέναν άλλο μάγο να το χρησιμοποιεί εκτός από τις Δράκαινες. Πρέπει να ήταν εφεύρεση του τάγματός τους, που πλέον, επισήμως, δεν υπήρχε. Αφότου είχαν συμμαχήσει με τον Ανδρόνικο, δεν εκπαιδεύονταν πια άλλες Δράκαινες.
Οι πολεμιστές της χτυπημένης από το ξόρκι βάρκας βρίσκονταν προς το παρόν – και ίσως μόνιμα – εκτός μάχης. Οι πολεμιστές της άλλης βάρκας, όμως, εξακολουθούσαν να πυροβολούν.
Ο Γεράρδος, αλλάζοντας γεμιστήρα στο τουφέκι του, επικέντρωσε τα πυρά του εκεί· το ίδιο κι οι σύντροφοί του. Οι Παντοκρατορικοί δεν είχαν και πολύ χώρο για να καλυφτούν· η βάρκα δεν ήταν μεγάλη: το μέγεθός της ήταν, περίπου, όσο το ένα τρίτο του ποταμόπλοιου των επαναστατών. Ο ένας μετά τον άλλο, οι λευκοντυμένοι στρατιώτες χτυπιόνταν· οι άσπρες τους στολές βάφονταν κόκκινες, ενώ τα όπλα, κι από τις δύο πλευρές, συνέχιζαν να κροταλίζουν.
Η βάρκα στράφηκε, διαγράφοντας ημικύκλιο πάνω στο νερό, και έφυγε.
Η άλλη βάρκα, που ακόμα τη σκέπαζε λίγος καπνός από το ξόρκι της Άνμα’ταρ, είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί.
Οι επαναστάτες έπαψαν να ρίχνουν. Άλλαξαν γεμιστήρες στα όπλα τους.
«Να τους κυνηγήσουμε!» είπε η Βατράνια. «Θα αναφέρουν ότι αποστάτες ήρθαν από την Απολλώνια!»
«Κι αν τους σκοτώσουμε, οι άλλοι Παντοκρατορικοί δε θα καταλάβουν ότι κάτι τούς συνέβη;» είπε ο Γεράρδος. «Δε θα υποθέσουν ότι–;»
«Θα υποθέσουν,» τον διέκοψε η Βατράνια, «αλλά δεν θα ξέρουν! Μπορεί να σκεφτούν ότι έπαθαν κάτι… οτιδήποτε, τώρα με όσα γίνονται στη Χάρνταβελ.»
Μπορεί και νάχει δίκιο, παρατήρησε ο Γεράρδος. Η Βατράνια ήταν καλή στην κατασκοπία, στη Σεργήλη, απ’ό,τι είχε ακούσει. Στρεφόμενος στη γέφυρα, φώναξε στη Μάρθα: «Πίσω τους! Κυνήγησέ τους!»
Εκείνη γύρισε το τιμόνι του σκάφους. «Μια δυτικά, μια ανατολικά!» του φώναξε, πειραχτικά. «Αποφάσισε, Καπ’τάνιε!»
Ο Κροκόδειλος ήταν γρήγορο σκάφος. Όχι πως και οι βάρκες των Παντοκρατορικών ήταν αργές, αλλά, όταν το ποταμόπλοιο των επαναστατών είχε και τις μηχανές του ενεργές και τα ιστία του ανοιχτά, δεν είχαν πιθανότητα να του ξεφύγουν – ειδικά τώρα που κι αυτές έπλεαν αντίθετα στο ρεύμα.
Φτάνοντας εύκολα σε απόσταση βολής, ο Γεράρδος κι οι σύντροφοί του άρχισαν αμέσως να πυροβολούν.
Η Άνμα’ταρ έκανε ξανά εκείνο το ξόρκι, και γέμισε και την άλλη βάρκα με καπνό.
«Χτυπήστε τις μηχανές!» φώναξε ο Γεράρδος. «Τις μηχανές τους!»
Οι οποίες δεν ήταν δύσκολος στόχος, έτσι όπως έβλεπαν τις βάρκες πρύμνηθεν. Οι προπέλες διαλύθηκαν· τα κομμάτια τους φάνηκαν να τινάζονται στον αέρα και να πέφτουν στο νερό. Τα πλεούμενα έχασαν ταχύτητα· σύντομα, δεν είχαν καθόλου δύναμη να κινούνται: έγιναν έρμαια του ρεύματος του ποταμού.
Ο Γεράρδος έπιασε ένα σχοινί με γάντζο, το στριφογύρισε πάνω απ’το κεφάλι του, και το πέταξε προς τη μία βάρκα· ενώ η Άνμα’ταρ εκτόξευε ταυτόχρονα ένα άλλο σχοινί με γάντζο προς τη δεύτερη βάρκα. Οι γάντζοι πιάστηκαν, και οι επαναστάτες έδεσαν τα σχοινιά στο μεγάλο κατάρτι του Κροκόδειλου.
Οι βάρκες ήρθαν κοντά.
Ήταν γεμάτες πτώματα.
Ο Γεράρδος έκανε να πηδήσει μέσα στη μια απ’αυτές, αλλά η Άνμα’ταρ τον σταμάτησε βάζοντας το χέρι της το στήθος του. «Μπορεί να παριστάνουν τους νεκρούς,» τον προειδοποίησε.
«Θα το μάθουμε αμέσως,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, και έκανε ένα ξόρκι. Μετά από μια στιγμή, είπε: «Σ’αυτή τη βάρκα, ένας είναι ζωντανός και περιμένει. Σ’αυτήν, δύο είναι ζωντανοί αλλά αναίσθητοι.»
«Πώς το ξέρεις;» ρώτησε η Βατράνια. «Νόμιζα ότι οι Βιοσκόποι ήταν ειδικοί σ’αυτά.»
«Και οι Διαλογιστές κάτι γνωρίζουμε,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ. «Εντόπισα απλώς νοητική δραστηριότητα. Ο ένας σκέφτεται πολύ έντονα για να είναι αναίσθητος, και οι άλλοι δύο σκέφτονται πολύ λίγο για να είναι ξύπνιοι. Οι υπόλοιποι δεν έχουν καθόλου νοητική δραστηριότητα, άρα είναι νεκροί, ή απίστευτα καλοί στον διαλογισμό – που δεν το νομίζω.»
«Ποιος είναι αυτός που καιροφυλαχτεί;»
Ο Σέλιρ’χοκ τον έδειξε.
Η Βατράνια ύψωσε το τουφέκι της και τον πυροβόλησε. Ο άντρας κραύγασε και πέθανε.
«Κι οι άλλοι δύο;»
Ο Σέλιρ’χοκ τούς έδειξε κι αυτούς.
Η Βατράνια τούς πυροβόλησε, σκοτώνοντάς τους.
«Δεν μ’αρέσει να σκοτώνω εν ψυχρώ…» είπε ο Γεράρδος.
«Δεν τους σκότωσες εσύ, Καπετάνιε. Κι επιπλέον, τι θα τους κάναμε;»
Ο Γεράρδος δεν αποκρίθηκε γιατί ήξερε ότι, πρακτικά, η Βατράνια είχε και πάλι δίκιο.
«Πάμε να δούμε μήπως βρούμε τίποτα,» είπε μετά η Βατράνια, και πήδησε μέσα σε μία από τις βάρκες.
Οι άλλοι επαναστάτες ακολούθησαν το παράδειγμά της. Έψαξαν και τις δύο βάρκες, πήραν από εκεί ό,τι νόμιζαν πως θα τους φαινόταν χρήσιμο, κι έπειτα τις βύθισαν ανοίγοντάς τους τρύπες.
*
Η Μάρθα οδήγησε το ποταμόπλοιο προς τη δυτική όχθη και σύντομα έφτασαν εκεί, σ’ένα μέρος όπου τα βράχια δεν έμοιαζαν και τόσο επικίνδυνα.
Ο Γεράρδος είχε τώρα ανεβεί στη γέφυρα, και είπε: «Βγες στα ρηχά.»
«Θα το μεταμορφώσουμε σε όχημα;»
«Ναι.»
«Τι βρήκατε στις βάρκες;» ρώτησε η Μάρθα, καθώς κοίταζε την όχθη, προσπαθώντας ν’αποφασίσει ποιο ήταν το καλύτερο – και, κυρίως, το ασφαλέστερο – σημείο για να πλησιάσει την ξηρά. Δεν ήθελε να χτυπήσει το πλεούμενό τους σε κανέναν βράχο που κρυβόταν, ύπουλα, κάτω από την επιφάνεια.
«Τίποτα το σπουδαίο,» της απάντησε ο Γεράρδος. «Μερικά όπλα και ενεργειακές φιάλες. Οι τελευταίες, όμως, δεν είναι του τύπου που χρησιμοποιεί το σκάφος μας.»
Η Μάρθα οδήγησε το ποταμόπλοιο σ’ένα ρηχό μέρος, όπου τα νερά του ποταμού έγλειφαν το χώμα ανάμεσα στους βράχους. Κάτι αγριόχηνες που πλατσούριζαν εκεί απομακρύνθηκαν, τρομαγμένες από την παρουσία του σκάφους.
Ο Γεράρδος φώναξε στην Άνμα’ταρ, τον Σέλιρ’χοκ, και τη Βατράνια, στο κατάστρωμα: «Θα το μεταμορφώσουμε! Πηγαίνετε κάτω, γιατί δεν ξέρω τι θα γίνει αν είστε έξω κατά την αλλαγή.»
Εκείνοι κατέβηκαν μέσα στην καταπακτή του πλοίου, και ο Γεράρδος είπε στον Σθένελο: «Μάγε, δώσε μας ρόδες.»
Ο Σθένελος’σαρ άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, και, γι’ακόμα μια φορά, ο Γεράρδος και η Μάρθα αισθάνθηκαν τον Κροκόδειλο να μεταβάλλεται γύρω τους σαν να μην ήταν καμωμένος από μέταλλο αλλά από κάποια πλαστική ημίρρευστη ουσία.
Μετά από λίγο, βρίσκονταν καθισμένοι στις δύο μπροστινές θέσεις του εξάτροχου οχήματος. Πίσω τους ήταν ο Σθένελος, στο ενεργειακό κέντρο· κι ακόμα πιο πίσω, οι υπόλοιποι.
«Με ζαλίζει όποτε γίνεται αυτό,» ακούστηκε να λέει η Βατράνια. «Σαν το λούνα παρκ είναι.»
Η Άνμα’ταρ γέλασε.
Η Μάρθα έβγαλε το όχημα από τα ρηχά του ποταμού, ενώ πουλιά και μικρά ζώα σκορπίζονταν στο πέρασμά του.
«Δε φαίνεται να υπάρχει κανένας δρόμος εδώ πέρα, Γεράρδε,» παρατήρησε. «Πού πάμε;»
Ο Γεράρδος, πατώντας δύο πλήκτρα στην κονσόλα εμπρός τους, έκανε τον χάρτη της Χάρνταβελ να παρουσιαστεί στη μικρή οθόνη. Μια κόκκινη κουκίδα φανέρωνε τη θέση τους – και, μάλλον, ο χάρτης δεν είχε χάσει τον προσανατολισμό του εξαιτίας της διαστασιακής μετάβασης: το σημείο που έδειχνε πρέπει, όντως, να ήταν αυτό στο οποίο βρίσκονταν.
«Ο Πρίγκιπας είπε να πάμε να μιλήσουμε στον σύνδεσμό μας πρώτα, οπότε αυτό λογικά θα κάνουμε. Αλλά νομίζω πως και λίγη ξεκούραση δεν θα μας βλάψει. Συνέχισε να οδηγείς, για να απομακρυνθούμε από τον ποταμό, και μετά σταματάμε.» Γυρίζοντας να κοιτάξει τον Σθένελο, είπε: «Δώσε στο όχημά μας τα χρώματα του περιβάλλοντος.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε εκείνος, και έκανε πάλι το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος.
Ο Γεράρδος και η Μάρθα, αυτή τη φορά, δεν αισθάνθηκαν καμία ιδιαίτερη αλλαγή γύρω τους· έτσι η πρώτη, καθώς οδηγούσε μέσα στην ύπαιθρο, ρώτησε τον μάγο: «Είσαι σίγουρος ότι το έκανες σωστά;»
«Νομίζω. Θα πρέπει να πάτε έξω για να το διαπιστώσετε.»
Η Μάρθα πάτησε το φρένο. Άνοιξε την πόρτα πλάι της και πήδησε στη γη. Στράφηκε και κοίταξε το ψηλό όχημά τους, και είδε ότι, όπως τους είχε πει ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, είχε πάρει τα χρώματα του περιβάλλοντος. Δεν ήταν αόρατο, αλλά από μακριά θα δυσκολευόσουν να το διακρίνεις, εκτός αν χρησιμοποιούσες κανένα ξόρκι σαν αυτό της Άνμα’ταρ, ή αν κοίταζες με πολύ, πολύ προσοχή.
Μπήκε ξανά στο όχημα και έκλεισε την πόρτα. «Εντάξει,» αποκρίθηκε στο ερωτηματικό βλέμμα του Γεράρδου. «Έγινε.» Πατώντας το πετάλι, έβαλε πάλι τους τροχούς σε κίνηση.
Γύρω τους απλωνόταν μια μικρή πεδιάδα, πλαισιωμένη από λόφους και πυκνές συστάδες δέντρων. Κανένα χωριό δεν φαινόταν, ούτε καμια πόλη. Ούτε, ευτυχώς, κανένα Παντοκρατορικό οχυρό.
«Πώς αισθάνεσαι;» ρώτησε η Μάρθα τον Γεράρδο.
«Καλά.»
«Τίποτα το… ασυνήθιστο, έτσι;» είπε, με χαμηλωμένη φωνή, γιατί δεν ήθελε να την ακούσει ο Σθένελος πίσω τους.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, που, πράγματι, δεν είχε νιώσει την παρουσία του Εσώτερου Θηρίου να ξαναζωντανεύει εντός του. Δεν είχε νιώσει εκείνη την πρωταρχική, ζωώδη δύναμη που ένιωθε ως ιερέας, πριν από τόσο καιρό. Ο Εχθρός του πρέπει, τελικά, να είχε όντως σκοτωθεί όταν έφυγε από τη Χάρνταβελ.
Αλλά, από την άλλη, μπορούσε να είναι σίγουρος από τώρα; Ήταν λιγάκι νωρίς…
Η Μάρθα, εξακολουθώντας να οδηγεί, πήρε για λίγο το βλέμμα της από μπροστά (εξάλλου, δεν υπήρχαν και τίποτα σπουδαία εμπόδια εδώ για να κουτουλήσουν) και κοίταξε τον Γεράρδο. Παρατήρησε το προφίλ του προσώπου του, το αριστερό του μάτι που ήταν ορατό· πρόσεξε να δει μήπως μπορούσε να διακρίνει κάτι το ασυνήθιστο εκεί. Κάτι το τρομαχτικό. Κάτι που θα της φώναζε ότι ο Γεράρδος είχε, κάπως, μυστηριωδώς, αλλάξει.
Δεν διέκρινε το παραμικρό, όμως.
Ο Γεράρδος γύρισε για να την αντικρίσει. Τώρα, η Μάρθα είδε και τα δύο μάτια του – και, πάλι, δεν υπήρχε τίποτα το ασυνήθιστο εκεί.
«Τι;» τη ρώτησε εκείνος.
«Απλώς… έβλεπα.»
«Πρόσεχε!»
Η Μάρθα στράφηκε μπροστά. Ένα κούτσουρο έμοιαζε να είχε ξεφυτρώσει μέσα από το γαμημένο χορτάρι της πεδιάδας! Έστριψε το τιμόνι, απότομα. «Γαμώ τον κώλο της Έχιδνας, γαμώ!»
Το κούτσουρο ακούστηκε να σπάει–
!ΚΡΑΚ, κρακ, κρακ, ΚΡΑΚ!
–κάτω από τις βαριές αριστερές ρόδες του οχήματος, χωρίς να το εμποδίσει ιδιαίτερα στην πορεία του.
«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε η Βατράνια, καθώς ερχόταν μπροστά, στριμώχνοντας τον εαυτό της πλάι από το ειδικό κάθισμα του ενεργειακού κέντρου.
«Τίποτα,» είπε η Μάρθα. «Ένα ξύλο.»
«Πρέπει να ήταν ολόκληρο δέντρο! Δε βλέπεις πού πηγαίνεις;»
(Ο Σθένελος είχε ανοίξει τα μάτια του καθώς ο ήχος θραύσης ακούστηκε· και μετά, η Βατράνια είχε αμέσως περάσει από δίπλα του και είχε βρεθεί μπροστά του· ή, πιο συγκεκριμένα, τα πισινά της είχαν βρεθεί μπροστά του, καθώς διαγράφονταν μέσα από το στενό παντελόνι της. Και η Βατράνια είχε καταπληκτικά πόδια· κανένας δεν θα μπορούσε να το αμφισβητήσει αυτό, ήταν βέβαιος ο Σθένελος – κι έχασε τον ειρμό της σκέψης του καθώς η Μαγγανεία Κινήσεως γλιστρούσε από την άκρη του μυαλού του.)
Φωτάκια αναβόσβησαν ξαφνικά στην κονσόλα του οχήματος.
«Γαμήσου!» έκανε, ξαφνιασμένη, η Μάρθα. «Τι σκατά…;»
Οι λέξεις ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΡΟΗΣ!! παρουσιάστηκαν κάτω από την ένδειξη ποσότητας ενέργειας.
«Μάγε!» είπε ο Γεράρδος, γυρίζοντας για να κοιτάξει πάνω απ’τον ώμο του. «Τι συμβαίνει;»
Η Βατράνια στράφηκε επίσης.
Τα φωτάκια έπαψαν ν’αναβοσβήνουν, και το ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΡΟΗΣ!! εξαφανίστηκε.
«Εντάξει,» είπε ο Σθένελος καθαρίζοντας τον λαιμό. «Απλά πρέπει νάμαι λιγάκι κουρασμένος…»
«Θα σταματήσουμε όπου νάναι,» του είπε ο Γεράρδος.
Η Βατράνια, όμως, χαμογέλασε λεπτά στον Σθένελο σαν να είχε καταλάβει τι τον είχε πραγματικά αποσπάσει από τη δουλειά του. Εκείνος έκανε πως δεν το πρόσεξε.
Η Βατράνια στράφηκε πάλι μπροστά, λέγοντας: «Να οδηγήσω εγώ, για να μην πέσουμε ξανά πάνω σε κάνα δέντρο;»
«Πήγαινε πίσω στη θέση σου κι άσε τις μαλακίες!» μούγκρισε η Μάρθα. «Δε βλέπεις ότι δεν έχει χώρο εδώ; Μπορεί να πάτησες κάνα καλώδιο πριν, στο ενεργειακό κέντρο, και γι’αυτό να πάθαμε λόξιγκα!»
«Ναι, μάλλον πάτησα κανένα… καλώδιο,» γέλασε η Βατράνια. «Πιο δύσκολο να το προσέξεις από ένα δέντρο, πάντως…»
Ο Γεράρδος είδε την όψη της Μάρθας να αγριεύει, και είπε αμέσως, θέλοντας να προλάβει τον τσακωμό που φαινόταν πως θα επακολουθούσε: «Πήγαινε πίσω, Βατράνια. Σε λίγο θα σταματήσουμε, είπα.»
«Απλώς προθυμοποιήθηκα να βοηθήσω…» αποκρίθηκε η Βατράνια, κι απομακρύνθηκε χωρίς άλλη κουβέντα.
(Καθώς έφευγε, πάτησε την άκρη του δεξιού ποδιού του Σθένελου, ο οποίος είχε βγάλει τις μπότες του προτού καθίσει στο ενεργειακό κέντρο. Το μικρό του δάχτυλο πόνεσε αρκετά. Η Βατράνια δεν έδειξε να πρόσεξε ότι τον είχε πατήσει, αλλά εκείνος ήταν βέβαιος πως το είχε κάνει επίτηδες.
Ναι, μάλλον πάτησα κανένα… καλώδιο.
Είχε υπέροχο κώλο όμως, σκέφτηκε ο Σθένελος προσπαθώντας να μην μπουρδουκλώσει τη Μαγγανεία Κινήσεως αυτή τη φορά παρά την κούρασή του.)
*
Η Μάρθα σταμάτησε το όχημά τους πίσω από κάτι λοφίσκους, για να έχουν κάλυψη. Ο Σθένελος’σαρ έπαψε να χρησιμοποιεί τη Μαγγανεία Κινήσεως, και κάθισαν όλοι να ξεκουραστούν. Ο Σέλιρ’χοκ ύφανε μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω τους, η οποία, είπε, θα τον ειδοποιούσε αν κάποιος τούς πλησίαζε· μετά, ξάπλωσε στην πίσω μεριά του οχήματος για να κοιμηθεί. Οι άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά του, καθώς ήταν ανεξαιρέτως κουρασμένοι ύστερα από το πέρασμα στην καινούργια διάσταση (και τον σχετικό χωροχρονικό αποπροσανατολισμό που επέφερε αυτό: ήταν δέκα η ώρα το πρωί όταν έφυγαν από την Απολλώνια, κι όταν ήρθαν στη Χάρνταβελ ήταν αυγή) και τη μάχη τους με τους Παντοκρατορικούς. Μόνο η Άνμα’ταρ έμεινε ξύπνια, για να φρουρεί· και βημάτιζε γύρω από το όχημα που έμοιαζε να προσπαθεί να λιώσει μέσα στο περιβάλλον. Η μαγγανεία του Σέλιρ θα τον ειδοποιούσε αν κάποιος τούς ζύγωνε, μα η Άνμα θα έβλεπε από μακριά αν κάποιος ερχόταν, ή αν κάποιος ανιχνευτής τούς βίγλιζε και, μετά, γύριζε να φύγει για ν’αναφέρει, παραδείγματος χάρη, στους πράκτορες της Παντοκράτειρας.
Η μάγισσα, καθώς έκανε κύκλους γύρω από το σταματημένο όχημα, ήταν ντυμένη με μια μαύρη δερμάτινη στολή, ψηλές μπότες, καφετί πέτσινο πανωφόρι, και πράσινη βαριά κάπα· γιατί εδώ, στη Χάρνταβελ, έκανε περισσότερο κρύο απ’ό,τι στην Απολλώνια. Πρέπει να ήταν μέσα φθινοπώρου. Στον γοφό της Άνμα κρεμόταν ένα πιστόλι, το οποίο ήταν έτοιμη να τραβήξει σε περίπτωση ανάγκης, κι από τις μπότες της προεξείχαν οι λαβές ξιφιδίων. Το τουφέκι της δεν το κρατούσε επειδή ήξερε ότι εύκολα μπορούσε κάποιος να το προσέξει από μακριά, κι αυτό θα τον ειδοποιούσε αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ: αν ήταν κατάσκοπος της Παντοκράτειρας, πιθανώς να καταλάβαινε ότι είχε μόλις δει επαναστάτες.
Ο άνεμος που φυσούσε δεν ήταν πολύ δυνατός, αλλά ήταν παγερός, κι έκανε τα κοντά, σγουρά, μαύρα μαλλιά της Άνμα να αναδεύονται γύρω από το χρυσόδερμο πρόσωπό της. Στον ορίζοντα, δεν φαινόταν καμία πόλη ούτε κανένα χωριό. Μετά, όμως, η Άνμα χρησιμοποίησε ένα ζευγάρι κιάλια για να κοιτάξει, και είδε καπνό από καμινάδες. Έκανε ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω στα κιάλια, και το χωριό ήρθε κοντά στα μάτια της. Μικρά οικοδομήματα. Χωράφια γύρω τους. Χωρικοί. Ζώα. Ένα κάρο. Πουθενά λευκοντυμένοι στρατιώτες της Παντοκράτειρας· ούτε μεταλλικά οχήματα.
Η Άνμα’ταρ κατέβασε τα κιάλια από τα μάτια της.
(Στο εσωτερικό του σταματημένου οχήματος των επαναστατών, ο Γεράρδος ονειρευόταν…
—ένα οικοδόμημα γύρω του, καμωμένο από κάθε λογής υλικά: ξύλα, πέτρες, λουλούδια, φυλλωσιές, κομμάτια ανθρώπων και ζώων και πουλιών, χέρια, πόδια, μάτια, φτερούγες… κι όμως, δεν υπήρχε τίποτα το αποτρόπαιο σ’αυτό: μονάχα κάτι το απόλυτα φυσικό·
—το οικοδόμημα τραντάζεται, οι τοίχοι του τρίζουν, και σ’ορισμένα σημεία διαλύονται δημιουργώντας τρύπες που από πίσω τους φαίνεται ένας άλλος χώρος, μπερδεμένη γεωγραφία, ένας δυνατός άνεμος, η μυρωδιά καμένου χόρτου, πέτρες κατρακυλούν·
—ανεβαίνει σε μια σκάλα, για ν’απομακρυνθεί από την καταστροφή· ακούει ένα μωρό να κλαίει· βαδίζει σε μπερδεμένους διαδρόμους· τρύπες, ανοίγματα, υπάρχουν από δω κι από κει, ορισμένα κλείνουν και μετά ξανανοίγουν αλλού, με ανεξήγητο τρόπο· κοιτάζει δίπλα του και βλέπει έναν καθρέφτη, πετάγεται μακριά του, φεύγει τρέχοντας· κι άλλα ανοίγματα–)
Κατά το μεσημέρι, μπήκε στο όχημα για να ξυπνήσει τους υπόλοιπους, και είδε τον Γεράρδο να ανασηκώνεται αμέσως μόλις τα μποτοφορεμένα πόδια της έκαναν μερικά βήματα επάνω στο μεταλλικό πάτωμα.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε, καθώς εκείνος την ατένιζε με σαστισμένο βλέμμα, καθισμένος στο στρώμα του.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Τι ώρα είναι;»
«Πάει μεσημέρι,» είπε η Άνμα’ταρ.
«Δηλαδή, ώρα να φεύγουμε.»
Η μάγισσα ένευσε.
Η Μάρθα ξύπνησε δίπλα στον Γεράρδο, ακούγοντάς τους να μιλάνε.
Η Άνμα’ταρ σήκωσε και τους υπόλοιπους, κι έβγαλαν κάτι να φάνε προτού ξεκινήσουν.
«Είδες τίποτα αξιοσημείωτο όσο μάς φρουρούσες;» ρώτησε η Βατράνια την Άνμα.
«Μόνο ένα χωριό, με τα κιάλια μου, προς τα βόρεια. Κανένας δε μας πλησίασε.»
Καθώς τελείωναν το φαγητό τους, ο Γεράρδος ξεδίπλωσε έναν χάρτη ανάμεσά τους και ήπιε μια γουλιά καφέ από την κούπα του, παρατηρώντας τον.
«Εδώ,» είπε, δείχνοντας, «είναι ο σύνδεσμός μας. Την ξέρω αυτή την πόλη. Τη θυμάμαι από παλιά.»
«Πώς είναι;» ρώτησε η Βατράνια.
«Εμπορική. Κατά τα άλλα, συνηθισμένη για τα δεδομένα της Χάρνταβελ. Όχι μικρή, όμως. Λίγο μικρότερη από την Ερρίθια. Για τα δεδομένα άλλης διάστασης, βέβαια, όπως η Απολλώνια, είναι μικρή.»
«Τον σύνδεσμό μας τον ξέρεις από παλιά;»
«Όχι. Πάει πολύς καιρός από τότε που ήμουν ιερέας εδώ, Βατράνια· σας το έχω ήδη πει. Αλλά δε νομίζω να έχουμε πρόβλημα νάρθουμε σ’επαφή μαζί του.»
Αφού τελείωσαν το φαγητό τους, ο Γεράρδος κάθισε στο τιμόνι του οχήματος, η Μάρθα κάθισε δίπλα του, και ο Σέλιρ’χοκ κάθισε στο ενεργειακό κέντρο. Ο Γεράρδος κοίταξε τον χάρτη στην οθόνη της κονσόλας εμπρός του και εύκολα προσανατολίστηκε. Είχαν μπόλικο δρόμο να κάνουν, σκέφτηκε καθώς πατούσε το πετάλι βάζοντας το όχημα σε κίνηση.
*
Πέρασαν από περιοχές άγριες, που αν το όχημά τους δεν ήταν ειδικό για δύσβατα εδάφη δεν θα μπορούσαν να τις διασχίσουν. Δεν πλησίασαν χωριά ή πόλεις, γιατί δεν ήθελαν να τραβήξουν την προσοχή κανενός· και η Άνμα’ταρ κοίταζε με τα κιάλια της για περιπολίες Παντοκρατορικών. Δεν είδαν, όμως, στρατιώτες της Παντοκράτειρας. Τα μέρη ήταν, ουσιαστικά, αφρούρητα παρότι η Χάρνταβελ αποτελούσε τμήμα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Κανένας δεν έδινε και πολλή σημασία, απ’ό,τι φαινόταν. Θεωρούσαν τη διάσταση μια από τις αδιάφορες γωνιές του σύμπαντος, παρόμοια με μια δευτέρας, ή και τρίτης, κατηγορίας γειτονιά σε μια μεγαλούπολη.
Εκείνο που αμέσως πρόσεξαν όλοι οι επαναστάτες – όχι μόνο η Άνμα’ταρ με τα κιάλια – ήταν τα πολλά ξεραμένα χωράφια, καθώς και οι ανθρωποθυσίες. Άνθρωποι δεμένοι ανάποδα επάνω σε πασσάλους καρφωμένους στο χώμα: πρόσφατοι νεκροί, με κοράκια γαντζωμένα στα σώματά τους, να τσιμπολογούν σάρκες, εντόσθια, και μάτια· ή πολυκαιρισμένα κουφάρια, σκέλεθρα ουσιαστικά, που σκουλήκια σέρνονταν επάνω τους και έντομα είχαν κάνει φωλιές στο εσωτερικό τους.
«Αυτά τα κάνουν οι γαμημένοι οι ιερείς σας;» ρώτησε η Μάρθα τον Γεράρδο.
«Πιστεύουν ότι εξευμενίζουν τον Θεό,» αποκρίθηκε εκείνος, καθώς περνούσαν δίπλα από τρεις ανθρωποθυσίες: ο ένας άνθρωπος πλάι στον άλλο, μπροστά από κάτι χωράφια τελείως ξερά.
«Ο Θεός σας γουστάρει τέτοιες μαλακίες;» Η Μάρθα στράβωσε τα χείλη από αποστροφή.
«Δεν είναι δικός μου Θεός πια. Και δεν ξέρω αν φταίει ακριβώς ο Θεός ή οι ίδιοι οι ιερείς. Επιπλέον, βλέπεις να έχουν αποτέλεσμα αυτές οι τακτικές;» Ο Γεράρδος έδειξε τα ξερά χωράφια.
Η Μάρθα τα κοίταξε σιωπηλά καθώς τα προσπερνούσαν.
«Υποθέτω ότι τους θυσίασαν για να γίνει η γη και πάλι εύφορη,» είπε ο Γεράρδος. «Δε φαίνεται να έπιασε…
»Παλιότερα δεν συνέβαιναν αυτά. Αν ένα χωράφι ήταν άκαρπο, πήγαινε ένας ιερέας, έβλεπε τα σημάδια, κι έλεγε στον γαιοκτήμονα πότε να το σπείρει και πάλι, ή τι όφειλε να κάνει για ν’αποκτήσει ξανά την εύνοια του Θεού. Αλλά ανθρωποθυσίες δεν γίνονταν, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αιώνες.»
«Τι σημάδια έβλεπε;» ρώτησε η Μάρθα.
«Σημάδια. Ο Θεός μιλά στους ιερείς του, Μάρθα, μέσω της ίδιας της διάστασης.»
«Εσύ βλέπεις τώρα τίποτα σημάδια;»
Ο Γεράρδος ρίγησε προς στιγμή, καθώς θυμήθηκε το παράξενο όνειρό του. Τι ήταν αυτό; Έμοιαζε να σήμαινε κάτι, μα δεν ήξερε τι. Κι επιπλέον… «Εγώ δεν είμαι πια ιερέας,» είπε – περισσότερο στον εαυτό του παρά στη Μάρθα. Αν ήμουν ιερέας, θα αισθανόμουν και το Εσώτερο Θηρίο μέσα μου· κι αυτό, ευτυχώς, δεν έχει επιστρέψει.
Ο ουρανός γέμισε, μετά από λίγο, από ένα σμήνος κοράκων, το οποίο πέρασε από πάνω τους πετώντας γρήγορα προς τα δυτικά.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Μάρθα.
«Μύρισαν αίμα, μου φαίνεται.»
*
Ήταν απόγευμα όταν έφτασαν στον προορισμό τους, και ο ήλιος έδυε, πλημμυρίζοντας τον τόπο με πυκνές σκιές και πορτοκαλιές ανταύγειες.
Η Οκρίνθια ήταν χτισμένη στη μέση ενός κάμπου απ’όπου περνούσαν παρακλάδια του Μεγάλου Ποταμού της Χάρνταβελ: πολύ εύφορο μέρος. Δημοσιές κατέληγαν στην πόλη από τα βόρεια, τα νότια, τα ανατολικά, και τα δυτικά. Η Οκρίνθια ήταν, αναμφίβολα, εμπορική· συγκέντρωνε εμπόρους από διάφορες περιοχές της Χάρνταβελ. Δεν ήταν περιτειχισμένη· από παλιά, ο Γεράρδος ατείχιστη τη θυμόταν, κι ακόμα ατείχιστη ήταν. Η Αρχόντισσα της περιοχής, όμως, είχε πολύ καλούς πολεμιστές για να την προστατεύουν, φημισμένους για την τεχνική τους. Κι επίσης, οι ιερείς υποστήριζαν την Οκρίνθια ως εμπορικό κέντρο: υπήρχε ένας Ναός εδώ, καθώς και αρκετοί Ιεροί Φρουροί για να φροντίζουν για την ειρηνική διεξαγωγή του εμπορίου.
Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας δεν έλειπαν. Ένα οχυρό τους ήταν οικοδομημένο στην ανατολική άκρη της πόλης, και ο Γεράρδος μπορούσε να δει τα τεχνητά φώτα του μέσα στο μειούμενο φως του απογεύματος. Κοντά του γυάλιζε ένα άρμα με κανόνι. Λευκοντυμένοι στρατιώτες φαίνονταν να περιπολούν, φέροντας τουφέκια και σπαθιά.
Ο Γεράρδος κατέβασε τα μαγικά ενισχυμένα κιάλια του, καθώς εκείνος κι οι σύντροφοί του στέκονταν επάνω σ’έναν λόφο, σε κάμποση απόσταση από την Οκρίνθια. Το όχημά τους ήταν σταθμευμένο πίσω από τον λόφο. Δεν σκόπευαν να πλησιάσουν την πόλη μ’αυτό, γιατί κάτι τέτοιο σίγουρα θα τραβούσε την προσοχή των Παντοκρατορικών – δεν υπήρχαν πολλοί με ενεργειακά οχήματα στη Χάρνταβελ – και θα τους σταματούσαν για να τους κάνουν έλεγχο: πράγμα που δεν ήθελαν, καθώς έφεραν όπλα και άλλο εξοπλισμό που οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας αναμφίβολα θεωρούσαν παράνομο.
«Πάμε,» είπε ο Γεράρδος.
Κατέβηκαν από τον λόφο και, τυλιγμένοι στις κάπες τους, με κουκούλες στο κεφάλι και σάκους στον ώμο, οδοιπόρησαν τα λίγα χιλιόμετρα κάμπου που τους χώριζαν από την Οκρίνθια, ενώ το φως της ημέρας ολοένα και λιγόστευε.
Στο δρόμο τους συνάντησαν μια ανθρωποθυσία: μια γυμνή γυναίκα δεμένη ανάποδα σ’έναν πάσσαλο. Κοράκια τσιμπούσαν όσες σάρκες είχαν απομείνει επάνω της. Παραδίπλα ήταν ένα ξερό χωράφι.
Ξερά χωράφια στην Οκρίνθια… σκέφτηκε ο Γεράρδος, παραξενεμένος. Δεν υπήρχαν ποτέ ξερά χωράφια στην Οκρίνθια… Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά στη Χάρνταβελ· αυτό ήταν βέβαιο. Όπως επίσης βέβαιο έμοιαζε να είναι πως οι ιερείς δεν μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημα. Και σίγουρα θα αισθάνονται απεγνωσμένοι, και εξοργισμένοι. Τι θα σκεφτεί ο απλός λαός, όσο ο καιρός θα περνά και, παρά τις ανθρωποθυσίες, δεν θα βελτιώνεται η καρποφορία των χωραφιών; Ο Γεράρδος αναρωτήθηκε αν ήταν ποτέ δυνατόν στη Χάρνταβελ να συμβεί επανάσταση κατά των ιερέων.
Θα είναι πρωτόφαντο. Και, αν ο κόσμος στραφεί εναντίον των ιερέων, αυτό οι πράκτορες της Παντοκράτειρας θα το εκμεταλλευτούν. Ανέκαθεν μισούσαν τους ιερείς της Χάρνταβελ γιατί δεν μπορούσαν να διαλύσουν την εξουσία τους, όπως έχουν διαλύσει άλλες θρησκείες σε άλλες διαστάσεις. Οι Παντοκρατορικοί, μάλλον, θα βοηθούσαν τον λαό να επαναστατήσει κατά των ιερέων, αν ποτέ ερχόταν τέτοια ώρα που ο λαός το ήθελε. Και τότε, παρότι κατακτητές και καταπιεστές, θα παρίσταναν τους σωτήρες…
Ο Γεράρδος και οι σύντροφοί του διέσχισαν τους κάμπους – που, ευτυχώς, οι περισσότεροι τουλάχιστον εξακολουθούσαν να μοιάζουν εύφοροι – και μπήκαν στους δρόμους της Οκρίνθιας, καθώς βράδιαζε.
Δεν υπήρχε λόγος να αναφέρει τίποτα στον Λεοπόλδο για τις νυχτερινές του ανακαλύψεις. Θα τον άφηνε να δει τι θα του έλεγε εκείνος ενώ ήταν ανεπηρέαστος. Μ’αυτό τον τρόπο ο Τέρι θα είχε το πλεονέκτημα.
Αφού επέστρεψε από την ανιχνευτική επιχείρηση, κοιμήθηκε στη σκηνή του σα να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Το πρωί, σηκώθηκε, βγήκε, και πήρε στο χέρι του την κούπα με τον καφέ που του έφερε ένας στρατιώτης. Ο καιρός ήταν ψυχρός, και ο Τέρι κρύωνε μέσα στη μισοκουμπωμένη στολή του. Ήπιε μια γουλιά καφέ και κοίταξε προς τη μεριά του στρατοπέδου των Ναραλμάδιων.
Τώρα… Αργά ή γρήγορα…
Ο Στρατηγός Λεοπόλδος, μετά από λίγο, παρουσιάστηκε ανάμεσα από τις σκηνές των πολεμιστών του και ζύγωσε τον καταυλισμό των Παντοκρατορικών, όπου ο Τέρι τον είδε να μιλά στους φρουρούς. Ένας απ’αυτούς έφυγε από τη θέση του και πλησίασε τον ταγματάρχη, για να του πει, αναμενόμενα, ότι ο Στρατηγός των Ναραλμάδιων επιθυμούσε να του μιλήσει.
Ο Τέρι κούμπωσε τα κουμπιά της στολής του μέχρι επάνω. «Ας έρθει,» αποκρίθηκε.
Ο φρουρός έφυγε, και ο Λεοπόλδος, μόλις άκουσε το ναι, πλησίασε τον ταγματάρχη, βαδίζοντας σταθερά, χωρίς να δείχνει ότι βιαζόταν.
«Καλημέρα, Ταγματάρχη,» χαιρέτησε.
«Καλημέρα, Άρχοντά μου.»
«Θα ήταν αυτή μια καλή στιγμή για να μιλήσουμε;»
«Ασφαλώς. Αν δεν ερχόσουν εσύ να με βρεις, θα ερχόμουν εγώ να βρω εσένα.»
«Θα προτιμούσα να συζητήσουμε, όμως, στη σκηνή μου,» είπε ο Λεοπόλδος, «καθώς πρέπει να σου δείξω κάποια πράγματα επάνω στον χάρτη μου.»
Ο Τέρι, πίνοντας μια γουλιά απ’τον καφέ του, ένευσε. «Οδήγησέ με.»
Και ο Λεοπόλδος τον οδήγησε προς το στρατόπεδό του.
Η Λοχαγός Ελπίδα Λάρνω κοίταξε ερωτηματικά τον Τέρι, βλέποντάς τον να φεύγει, αλλά εκείνος τής έκανε νόημα ότι όλα ήταν καλά και να μείνει στη θέση της.
Ο Λεοπόλδος τον πήγε στον καταυλισμό των Ναραλμάδιων και στη σκηνή του, η οποία ήταν σαφώς μεγαλύτερη από του Τέρι και χωριζόταν σε δύο εσωτερικούς χώρους, διαιρεμένους με μια κουρτίνα. Στον έναν υπήρχε ένα λυόμενο τραπέζι· τον άλλο ο Λεοπόλδος πρέπει να τον χρησιμοποιούσε για να κοιμάται, και τώρα η κουρτίνα ήταν τραβηγμένη και τίποτα δεν φαινόταν.
Επάνω στο τραπέζι ένας χάρτης ήταν απλωμένος, απεικονίζοντας τη Ναραλμάδια, την Υλιριλίδια, και τις τριγυρινές περιοχές.
«Όπως σου είπα, Ταγματάρχη, χρειαζόμαστε απελπισμένα τη βοήθεια της Παντοκράτειρας· και θα σου εξηγήσω γιατί.» Ο Λεοπόλδος έδειξε ένα σημείο επάνω στον χάρτη, βόρεια της τωρινής τους θέσης και ανατολικά, στην άλλη μεριά του ποταμού. «Εδώ έγινε η πρώτη επίθεση του Άρχοντα Ροβέρτου. Οι μαχητές του ήρθαν και κατέλαβαν την περιοχή επειδή τα χωράφια της είναι ακόμα εύφορα – επειδή ο Θεός δείχνει ν’αγαπά εμάς περισσότερο από εκείνον.»
Ο Τέρι συνοφρυώθηκε. «Αυτά τα εδάφη, στην ανατολική μεριά του ποταμού, είναι δικά σας;» Η Υλιριλίδια βρισκόταν ανατολικά του ποταμού και η Ναραλμάδια δυτικά…
«Φυσικά και είναι! Δεν τους ανήκουν όλα τα μέρη ανατολικά του ποταμού, Ταγματάρχη. Η απάτη, όμως, πιάνει, όπως βλέπεις, έτσι; Επειδή ο Υπεράρχης και εσείς δεν ξέρετε καλά τα εδάφη μας, οι Υλιριλίδιοι προσπαθούν να σας ξεγελάσουν, ώστε να μην αποδοθεί δικαιοσύνη.»
«Θέλεις να πεις, δηλαδή, ότι ο Άρχοντας Ροβέρτος επίτηδες επιτέθηκε σ’εκείνη την περιοχή επειδή υπάρχει πιθανότητα να πιστέψουμε ότι εξαρχής του ανήκε;»
«Ακριβώς! Ακριβώς αυτό λέω, Ταγματάρχη. Και δεν επιτέθηκε μονάχα εδώ, αλλά κι εδώ» – έδειξε ακόμα ένα μέρος, λίγο πιο νότια, όμως κι αυτό στ’ανατολικά του ποταμού – «κι εδώ!» Έδειξε άλλο ένα μέρος, κοντά στα προηγούμενα. «Και μετά, Ταγματάρχη,» είπε κάπως μελοδραματικά, «έγινε πιο θρασύς ακόμα. Επιτέθηκε εδώ.» Τώρα, έδειξε ένα σημείο δυτικά του ποταμού: μια περιοχή απ’την οποία ο Τέρι πρέπει να είχε περάσει καθώς ερχόταν προς τα εδώ.
«Κι αυτά τα εδάφη δικά σας είναι;»
«Βεβαίως! Τα σύνορα της Υλιριλίδιας τελειώνουν εδώ.» Ο Λεοπόλδος έδειξε, πολύ προσεχτικά, με το δάχτυλό του, μια γραμμή λίγο πιο δυτικά του ποταμού. «Από κει και πέρα, τα εδάφη είναι δικά μας.»
«Μάλιστα,» είπε ο Τέρι.
«Και τώρα, ο Ροβέρτος έχει ξεπεράσει τον εαυτό του, ο ελεεινός, άθεος μπάσταρδος: πέρασε τη γέφυρα!» Ο Λεοπόλδος έδειξε επάνω στον χάρτη τη γέφυρα που ήταν κοντά τους: τη γέφυρα που ο Τέρι είχε ατενίσει με τα ίδια του τα μάτια χτες βράδυ. «Η οποία γέφυρα, Ταγματάρχη, θεωρείται ουδέτερο έδαφος. Αλλά εκείνος την πέρασε και στρατοπέδευσε από τη δική μας μεριά. Εδώ.»
«Μάλιστα…» Ο Τέρι είχε σταυρώσει τα χέρια του εμπρός του καθώς κοίταζε τον χάρτη. Αυτός ο Άρχοντας Ροβέρτος φαίνεται νάναι ο πιο κακός άνθρωπος στη Χάρνταβελ. Από τη σκοπιά του Λεοπόλδου, τουλάχιστον. Αλλά ο Τέρι, φυσικά, ήξερε ότι ο Λεοπόλδος δεν του έλεγε όλη την αλήθεια. Στον πόλεμο, πάντοτε, όλοι δαιμονοποιούν τον εχθρό. Εκτός των άλλων, αυτός είναι κι ένας καλός τρόπος ψυχικής άμυνας: δε χρειάζεται να λυπάσαι για τους «κακούς» που σκοτώνεις. Οι πάντες το κάνουν, σ’όλες τις διαστάσεις.
«Δε νομίζω, λοιπόν, ότι υπάρχει αμφιβολία πως χρειαζόμαστε τη βοήθεια της Παντοκράτειρας, Ταγματάρχη…»
Ο Τέρι ύψωσε το βλέμμα του για να τον κοιτάξει καταπρόσωπο. «Εσείς δεν έχετε επιτεθεί καθόλου στον Άρχοντα Ροβέρτο;»
«Έχουμε προσπαθήσει να υπερασπιστούμε τα εδάφη μας, φυσικά!»
«Εννοώ, εκτός από την άμυνα που έχετε κάνει. Πού έχετε επιτεθεί στους Υλιριλίδιους;»
«Για λόγους άμυνας έγιναν και οι επιθέσεις μας, Ταγματάρχη. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, όπως θα ξέρεις. Χτυπώντας τους δεν τους αφήνουμε να προχωρήσουν περισσότερο μέσα στα δικά μας εδάφη.»
«Πού τους χτυπήσατε, Στρατηγέ;»
Ο Λεοπόλδος πρέπει να είδε ότι δεν μπορούσε ν’αποφύγει να δώσει απάντηση, έτσι έδειξε πάνω στον χάρτη. «Εδώ» – ένα σημείο νότια, στα δυτικά του ποταμού – «και εδώ.» Ένα σημείο όχι και πολύ μακριά από την τωρινή τους θέση, αλλά στην ανατολική μεριά του ποταμού.
«Πώς καταφέρατε να φτάσετε εκεί; Με βάρκες;» Δεν πρέπει να είχαν πάει από τη γέφυρα.
«Υπάρχει ένα πέρασμα, για όσους ξέρουν. Οι μαχητές του Ροβέρτου έπαθαν την πλάκα τους.» Μειδίασε, δείχνοντας, άγρια, τα δόντια του.
«Και έχετε ακόμα στρατιώτες εκεί, σ’αυτή τη θέση;»
«Ναι. Είναι μέτρο ασφαλείας, Ταγματάρχη. Για να κρατάμε τους καταραμένους Υλιριλίδιους υπό έλεγχο.»
Για να τους κρατάτε υπό έλεγχο; Εκεί είστε μέσα στα σύνορά τους! Πώς θα τους κατάφερνε να κάνουν ειρήνη, έτσι όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση; «Καλώς, Στρατηγέ. Θα έχω υπόψη μου όσα μού είπες. Πρέπει να πηγαίνω τώρα.»
Ο Λεοπόλδος συνοφρυώθηκε. «Να πηγαίνεις; Πού; Χρειαζόμαστε τη βοήθεια της Παντοκράτειρας, Ταγματάρχη!»
«Δεν ξέρω αν η Παντοκράτειρα είναι πρόθυμη να σας την προσφέρει ακόμα–»
«Ανέκαθεν ήμασταν πιστοί υπήκοοι της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Δεν θα βρεις ψεγάδι σ’εμάς. Αντιθέτως, οι Υλιριλίδιοι–»
«Στρατηγέ, δεν είναι εκεί το θέμα. Μ’έστειλαν εδώ για να επιβάλω την ειρήνη, αν χρειαστεί. Δεν θα εμπλακώ σε εχθροπραξίες. Και θα ήθελα να μιλήσω και στις δύο παρατάξεις προτού βγάλω συμπέρασμα.» Δεν υπήρχε λόγος να του το κρύψει· θα το μάθαινε ούτως ή άλλως.
Το βλέμμα του Λεοπόλδου φανέρωνε ότι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Αλλά ο Τέρι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’αυτό. «Θα τα ξαναπούμε,» υποσχέθηκε, κι έφυγε από τη σκηνή του Στρατηγού και συζύγου της Αρχόντισσας Μοργκάνας της Ναραλμάδιας.
*
Το όνομα Υλιριλίδια ήταν κάπως τραγουδιστό στην προφορά του, κι αυτό δεν πρέπει να ήταν τυχαίο. Ο Τέρι ήξερε πως οι Υλιριλίδιοι ήταν φημισμένοι για τα τραγούδια, την ποίηση, και τους ραψωδούς τους. Αυτό, όμως, δεν φαινόταν να τους κάνει πιο ειρηνόφιλους από τους Ναραλμάδιους· έμοιαζαν το ίδιο καλά μαθημένοι στον πόλεμο όσο κι οι γείτονές τους.
Αυτά περνούσαν από το μυαλό του Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, καθώς το μικρό του στράτευμα πλησίαζε το στρατόπεδο των Υλιριλίδιων, κοντά στις όχθες του ποταμού και μπροστά από τη γέφυρα. Με την ειρωνεία προσπαθούσε να κρατήσει τη σκέψη του καθαρή. Ορισμένες φορές, είχε μάθει στη ζωή του, ήταν καλό να βλέπεις την αστεία όψη των πραγμάτων – ειδικά όταν η κατάσταση έμοιαζε σκατά.
Η καταπακτή του άρματός του ήταν ανοιχτή, και ο Τέρι ήταν μισός έξω μισός μέσα στο μεταλλικό θηρίο. Οι καβαλάρηδές του τον ακολουθούσαν.
Οι Υλιριλίδιοι πολεμιστές βγήκαν από το στρατόπεδό τους, οπλισμένοι, καθώς έβλεπαν τους Παντοκρατορικούς να ζυγώνουν. Ο Τέρι πρόσταξε τη Λοχαγό Λάρνω να τους κάνει νόημα ότι δεν έρχονταν εχθρικά, και η λοχαγός υπάκουσε.
Ο Τέρι πρόσταξε, μετά, τους μαχητές του να σταματήσουν, κι αφού σταμάτησαν, κάμποσες δεκάδες μέτρα απόσταση από το στρατόπεδο των Υλιριλίδιων, πήδησε έξω από το άρμα του.
«Θέλω να μιλήσω με τον αρχηγό σας!» φώναξε. «Έρχομαι εκ μέρους του Παντοκρατορικού Επόπτη της Ερρίθιας!»
Ύστερα από λίγο, ένας άντρας βάδισε προς το μέρος του, πλαισιωμένος από στρατιώτες που έφεραν καραμπίνες και σπαθιά, και φορούσαν κράνη και θώρακες. Ο άντρας είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ και ήταν πάνω από πενήντα χρονών. Τα μούσια του ήταν πυκνά και μαύρα, με μερικές γκρίζες τρίχες ανάμεσά τους. Στο κεφάλι φορούσε επίχρυσο κράνος. Ένας κόκκινος μανδύας κρεμόταν από τους ώμους του. Επάνω στον θώρακά του ήταν λαξεμένος ένας αυλός κι ένα ξίφος, διασταυρωμένα – το έμβλημα της Υλιριλίδιας.
Ο Άρχοντας Ροβέρτος. Αυτός πρέπει να είναι.
Ο Τέρι στάθηκε αντίκρυ του.
«Το όνομά σου;» ρώτησε ο άντρας με το επίχρυσο κράνος.
«Ονομάζομαι Ταγματάρχης Τέρι Κάρμεθ. Είστε ο αρχηγός αυτού του στρατοπέδου;»
«Είμαι ο Άρχοντας Ροβέρτος της Υλιριλίδιας. Για να είσαι εδώ, σίγουρα θα έχεις ακούσει για εμένα.»
«Πράγματι, έχω ακούσει για εσάς, Άρχοντα μου,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Ο Παντοκρατορικός Επόπτης της Ερρίθιας με έστειλε, προκειμένου να βρεθεί μια ειρηνική λύση ανάμεσα σ’εσάς και την Αρχόντισσα Μοργκάνα.»
«Θα δυσκολευτεί ο Επόπτης, να του πεις.»
Το έχω καταλάβει αυτό… «Θα μπορούσαμε, τουλάχιστον, να μιλήσουμε, Άρχοντά μου; Γιατί οι διαταγές μου είναι να επιβάλω την ειρήνη ακόμα και με τη βία αν χρειαστεί – που εύχομαι να μην χρειαστεί.»
«Ας μιλήσουμε,» είπε ο Ροβέρτος.
«Μπορούν οι μαχητές μου να στρατοπεδεύσουν κοντά στους δικούς σας;»
«Μπορούν. Αλλά δεν επιτρέπω να μπουν μέσα στο στρατόπεδό μου.»
«Ασφαλώς, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Τέρι.
Ο Άρχοντας Ροβέρτος και οι συνοδοί του επέστρεψαν στον καταυλισμό τους, και ο Τέρι πρόσταξε τους μαχητές του να στρατοπεδεύσουν εκεί κοντά, και να φανούν διακριτικοί σε όλα.
Μετά, ζήτησε από τους φρουρούς των Υλιριλίδιων να τον αφήσουν να περάσει για να μιλήσει με τον Άρχοντα Ροβέρτο. Σε λίγο τού επιτράπηκε η είσοδος, και, ακολουθώντας μια μονόφθαλμη πολεμίστρια, έφτασε στη μεγάλη σκηνή του Άρχοντα της Υλιριλίδιας, που το εσωτερικό της δεν διέφερε και τόσο από της σκηνής του Στρατηγού Λεοπόλδου.
Ο Ροβέρτος καθόταν μπροστά σ’ένα ξύλινο γραφείο. Είχε τώρα βγάλει το κράνος του, φανερώνοντας ένα τελείως καραφλό κεφάλι. Παραδίπλα, σ’ένα σκαμνί, καθόταν μια γυναίκα με πορφυρό δέρμα και κοντά μαύρα μαλλιά. Στα χέρια της κρατούσε ένα ξιφίδιο, και το ακόνιζε με μια πέτρα. Ήταν ντυμένη σαν πολεμίστρια.
«Ταγματάρχη,» είπε ο Ροβέρτος αντικρίζοντάς τον. «Κάθισε, παρακαλώ. Κάθισε.»
Ο Τέρι πήρε θέση απέναντί του, σε μια καρέκλα.
«Θέλεις κάτι να πιεις;»
«Ευχαριστώ, Άρχοντά μου, όχι.»
«Όπως επιθυμείς,» είπε ο Ροβέρτος, και σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του, παρατηρώντας τον με βλέμμα που δεν φαινόταν και τόσο συνεργάσιμο. Ο Λεοπόλδος ήθελε, αναμφίβολα, να χρησιμοποιήσει τον Τέρι προς όφελός του· ο Ροβέρτος έμοιαζε να μη θέλει να τον έχει καθόλου εδώ: μάλλον θα προτιμούσε αν εξαφανιζόταν, αν επέστρεφε στην Ερρίθια. Δεν πρέπει να εμπιστευόταν τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας. «Τι θα συζητήσουμε, λοιπόν, Ταγματάρχη;»
«Θα ήθελα, κατ’αρχήν, να μάθω πώς έχει η κατάσταση εδώ. Έχω ήδη μιλήσει με τον Στρατηγό Λεοπόλδο–»
«Γνώρισες τους καλύτερους ανθρώπους!» τον διέκοψε, καυστικά, ο Ροβέρτος. Και ο Τέρι είδε, με την άκρια του ματιού του, την πορφυρόδερμη γυναίκα να χαμογελά λοξά, και κάπως άγρια.
«Ο Στρατηγός Λεοπόλδος μού είπε ότι επιτεθήκατε στη Ναραλμάδια επειδή τα χωράφια σας έχουν ξεραθεί…»
«Χωράφια ξεραίνονται παντού στη Χάρνταβελ, Ταγματάρχη,» είπε ο Ροβέρτος. «Και εδώ, και στη Ναραλμάδια, και, είμαι σίγουρος, στην Ερρίθια.»
«Σ’αυτό, ασφαλώς, έχετε δίκιο. Επιτεθήκατε, όμως, στη Ναραλμάδια ή όχι;»
«Εκείνοι επιτέθηκαν πρώτοι σ’εμάς, Ταγματάρχη.»
«Ο Στρατηγός Λεοπόλδος μού έδειξε έναν χάρτη με τις περιοχές–»
«Θα σου δείξω κι εγώ έναν χάρτη!» Ο Ροβέρτος, καθώς σηκωνόταν όρθιος, ξετύλιξε μια μεγάλη περγαμηνή και την άπλωσε πάνω στο γραφείο του.
Ο Τέρι σηκώθηκε επίσης και πλησίασε για να κοιτάξει.
«Οι Ναραλμάδιοι πήγαν ν’αρπάξουν κάποιες περιοχές μας – εδώ.» Ο Ροβέρτος έδειξε ένα μέρος βόρεια, στα ανατολικά του ποταμού, όχι πολύ μακριά από τα μέρη που είχε δείξει ο Λεοπόλδος. «Εισέβαλαν και έφεραν ανθρώπους τους για να κάνουν κατάληψη και να σπείρουν. Τους είδαμε και τους διώξαμε, με τη βία. Μας επιτέθηκαν, τότε. Αντεπιτεθήκαμε, και συνεχίσαμε να τους σπρώχνουμε προς τα πίσω, μέσα στις περιοχές τους.»
«Και καταλάβατε κάποιες απ’αυτές…» είπε ο Τέρι. Δεν ήταν ερώτηση.
«Θα μας κατηγορήσεις για κάτι τέτοιο, Ταγματάρχη; Δικαίωμά μας ήταν! Εμείς δεν πήγαμε να τους κλέψουμε τίποτα· εκείνοι ήρθαν, και δέχτηκαν τις συνέπειες, όπως έπρεπε. Και τώρα δεν τους αρέσει. Αλλά τώρα πλέον είμαστε σε πόλεμο!
»Τόλμησαν ακόμα και να έρθουν εδώ,» ο Ροβέρτος έδειξε το σημείο που είχε δείξει κι ο Λεοπόλδος, «τόσο κοντά στη γέφυρα. Τόσο κοντά στην ίδια την πόλη της Υλιριλίδιας! Βρήκαν κάποιο πέρασμα στον ποταμό, οι τρισκατάρατοι, έδιωξαν τους πολεμιστές μου από την περιοχή, και τώρα έχουν οχυρωθεί και δεν έχω καταφέρει ακόμα να τους αποτινάξω. Και είναι σχεδόν μέσα στην καρδιά του αρχοντάτου μου, Ταγματάρχη! Υποθέτω, ο Λεοπόλδος, το αισχρό γουρούνι, παρέλειψε να σου το αναφέρει αυτό!»
«Για την ακρίβεια, Άρχοντά μου, μου το ανέφερε.»
«Και τολμά να λέει, ο χοίρος, ότι εμείς τούς επιτεθήκαμε!» γρύλισε ο Ροβέρτος, και τα μάτια του γυάλισαν.
«Για ποιο λόγο οι Ναραλμάδιοι προσπάθησαν να καθαρπάξουν τις περιοχές σας, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο Τέρι. «Και μιλάω γι’αυτά τα μέρη εδώ.» Έδειξε, επάνω στον χάρτη, την περιοχή που είχε δείξει στην αρχή ο Ροβέρτος.
«Επειδή τα χωράφια τους έχουν ξεραθεί, Ταγματάρχη. Τι άλλος λόγος θα μπορούσε να υπάρχει; Ο Θεός τούς μισεί, έτσι άθλιοι όπως είναι, κι έχει κάνει πιο πολλές από τις περιοχές τους να ξεραθούν· και το θεώρησαν καλό νάρθουν σ’εμάς και να μας χτυπήσουν, χίλιες κατάρες στην ελεεινή ψυχή τους!»
Η κατάσταση είναι χειρότερη απ’ό,τι φανταζόμουν, παρατήρησε ο Τέρι. Πώς θα το λύσω αυτό το πρόβλημα χωρίς βία;
Ένας ξαφνικός ήχος πίσω του.
Η κουρτίνα της εισόδου της σκηνής είχε παραμεριστεί.
Ο Τέρι στράφηκε και είδε έναν άντρα να μπαίνει, ψηλός και μ’έναν αέρα που αμέσως φανέρωνε ότι ήταν ιερέας, ακόμα κι αν αυτό δεν φαινόταν από τα ιερατικά του άμφια. Οι ιερείς της Χάρνταβελ είχαν κάτι το ακαθόριστο και, συγχρόνως, ιδιαίτερο επάνω τους· η παρουσία τους έμοιαζε να φορτίζει τον χώρο στον οποίο βρίσκονταν.
Ο συγκεκριμένος ιερέας – άγνωστος στον Τέρι – είχε δέρμα πορφυρό και μαλλιά γαλανά και μακριά. Το βλέμμα του ήταν διαπεραστικό· νόμιζες ότι ατένιζε κατευθείαν μέσα στα βάθη της ψυχής σου.
«Μεγάλε Πατέρα,» είπε ο Ροβέρτος, κλίνοντας το κεφάλι, ενώ η γυναίκα που πριν καθόταν στο σκαμνί τώρα σηκωνόταν όρθια.
«Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο ιερέας. «Έμαθα ότι έχετε επισκέψεις…» Κοίταξε τον Τέρι.
«Από την Ερρίθια έρχομαι, Μεγάλε Πατέρα, σταλμένος από τον Παντοκρατορικό Επόπτη για να φέρω την ειρήνη σε τούτες τις περιοχές.» Και συστήθηκε.
Ο ιερέας δεν συστήθηκε. «Ο Θεός ξέρει πότε είναι καιρός για ειρήνη και πότε για πόλεμο,» είπε αινιγματικά.
«Και τώρα είναι καιρός για πόλεμο;» αντιγύρισε ο Τέρι, κάπως απότομα άθελά του. «Τώρα που υπάρχουν τόσα άλλα προβλήματα στη Χάρνταβελ;»
«Ισχυρίζεσαι ότι γνωρίζεις τη σκέψη του Θεού, Ταγματάρχη;»
Ο Τέρι αισθάνθηκε ένα ψυχικό κύμα τρομερής κατάκρισης να τον βάλλει. Αλλά ήξερε τα κόλπα των ιερέων, και δεν το άφησε να αιχμαλωτίσει το μυαλό του. «Ασφαλώς και όχι, Μεγάλε Πατέρα,» είπε, μη θέλοντας να μπλέξει μαζί του. «Μια υπόθεση έκανα μόνο. Θεωρώ ότι, με τόσα άλλα προβλήματα στη διάσταση, δεν είναι τώρα καιρός για πόλεμο.»
«Οι Ναραλμάδιοι δεν μας έχουν δώσει άλλη επιλογή, Ταγματάρχη,» είπε ο Ροβέρτος. «Δεν μπορούμε να υποχωρήσουμε.»
«Θα μπορούσατε, τουλάχιστον, να περάσετε πάλι τη γέφυρα, Άρχοντά μου, επιστρέφοντας τούτο το στράτευμα στα εδάφη σας. Να κάνετε τον πόλεμο αμυντικό αντί για επιθετικό.»
«Νομίζεις ότι και η Μοργκάνα θα κάνει το ίδιο;» γρύλισε ο Ροβέρτος. «Νομίζεις ότι κι εκείνη θα προστάξει το στράτευμά της να περάσει τον ποταμό και να επιστρέψει στη δική της μεριά;» Κι έδειξε το σημείο που είχαν καταλάβει οι Ναραλμάδιοι, το οποίο δεν απείχε και πολύ από εδώ, ούτε από την πόλη της Υλιριλίδιας.
«Αν το κάνει, Άρχοντά μου, θα συμφωνήσετε να πάρετε τον στρατό σας από τη γέφυρα;»
«Δεν πρόκειται να το κάνει.»
«Παρ’όλ’αυτά, απαντήστε μου, παρακαλώ: Αν το κάνει, θα πάρετε τον στρατό σας από τη γέφυρα;»
«Ναι,» δήλωσε ο Ροβέρτος.
«Πολύ καλά, τότε. Θα ξαναμιλήσουμε. Εκτός αν θέλετε κάτι άλλο να πούμε, θα πηγαίνω τώρα.»
«Μπορείς να πηγαίνεις, Ταγματάρχη. Αλλά, σε προειδοποιώ, δεν θα δεχτώ να υποχωρήσουμε μπροστά τους Ναραλμάδιους, ό,τι διαταγές κι αν έχεις από την Ερρίθια! Εκείνοι ξεκίνησαν τις εχθροπραξίες, και θα το μετανιώσουν. Θα φροντίσω γι’αυτό.»
Ο Τέρι, θεωρώντας το συνετότερο να μην πει τίποτα, έκλινε το κεφάλι προς τη μεριά του Άρχοντα της Υλιριλίδιας και στράφηκε προς την έξοδο της σκηνής.
Ο ιερέας, απρόσμενα, του είπε: «Τα όσα συμβαίνουν οφείλονται στη δυσαρέσκεια του Θεού, Ταγματάρχη. Υπάρχει κάτι εδώ που ο Θεός δεν το εγκρίνει. Ίσως θα έπρεπε ν’αρχίσουμε όλοι να θυσιάζουμε, προτού τα πράγματα χειροτερέψουν.»
Ο Τέρι, σταματώντας μπροστά στην κουρτίνα της εισόδου, στράφηκε να τον αντικρίσει.
«Έχω ακούσει για σένα, Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ,» είπε ο ιερέας. «Γνωρίζω πως αρνείσαι να προσφέρεις ανθρώπους σου στον Θεό. Έχεις ποτέ αναλογιστεί ότι γι’αυτό τον πόλεμο, αλλά και για άλλα δεινά που όλους μας πλήττουν, πιθανώς εσύ να ευθύνεσαι;»
Ο Τέρι ένιωσε τύψεις, σαν κάτι να είχε αρπάξει την ψυχή του και να την τραβούσε από τα μαλλιά. Γαμημένο κάθαρμα του Σκοτοδαίμονος! γρύλισε εσωτερικά – επικαλούμενος το όνομα ενός δαιμονικού θεού της Ρελκάμνια, της διάστασης-έδρας της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. «Αδυνατώ να καταλάβω σε τι θα ωφελούσε ο θάνατος ανθρώπων που έχει η ίδια η Παντοκράτειρα στείλει εδώ, Μεγάλε Πατέρα.»
«Αυτά που οι άνθρωποι δεν κατανοούν τα κατανοεί ο Θεός, Ταγματάρχη.»
«Ο Θεός σας εμένα δεν μου μίλησε,» του είπε ο Τέρι, αγριοκοιτάζοντάς τον και μιλώντας πιο σιγανά από πριν, ελπίζοντας πως ο Ροβέρτος και η πορφυρόδερμη γυναίκα, που στέκονταν πιο μέσα στη σκηνή, δεν θα τον άκουγαν. «Και μ’αυτές τις μεθόδους σας δεν πρόκειται να καταφέρετε να με κάνετε να βάλω καλούς στρατιώτες να πεθάνουν αναποδογυρισμένοι επάνω σε παλούκια!»
Προτού ο ιερέας προλάβει ν’απαντήσει, ο Τέρι έφυγε από τη σκηνή γυρίζοντάς του την πλάτη.
*
«Κύριε Ταγματάρχη, είστε καλά;»
«Ναι, γιατί ρωτάς;» είπε ο Τέρι, βαδίζοντας μέσα στον καταυλισμό των μαχητών του.
Η Λοχαγός Λάρνω τον ακολούθησε. «Μου φαίνεστε τσαντισμένος.»
«Δεν τους αντέχω αυτούς του κωλοϊερείς τους,» είπε ο Τέρι, «αλλά δυστυχώς πρέπει κάθε τρεις και λίγο να τους συναναστρέφομαι.»
«Λένε, όμως, ότι είστε ο καλύτερος για να μιλά μαζί τους, κύριε Ταγματάρχη.»
«Επειδή είμαι τόσο καιρό εδώ και τους έχω μάθει· εσύ γιατί νομίζεις;» Φτάνοντας δίπλα στο άρμα του, ο Τέρι σταμάτησε να βαδίζει. «Διαλύουμε το στρατόπεδο και φεύγουμε, Λοχαγέ.»
«Μα, μόλις κατασκηνώσαμε…»
«Δεν έχουμε τίποτ’άλλο να κάνουμε εδώ,» είπε ο Τέρι. «Ό,τι ήταν να μάθω το έμαθα από τον Άρχοντα Ροβέρτο. Για την ώρα, η συζήτησή μου μαζί του έληξε. Πηγαίνουμε τώρα στην πόλη της Ναραλμάδιας, για να δω την Αρχόντισσα Μοργκάνα.»
Το πανδοχείο βρισκόταν στη Αγορά της Οκρίνθιας. Ήταν διώροφο, και χτισμένο με πλίνθους. Καπνός έβγαινε από τις καμινάδες του, σκαρφαλώνοντας φιδογυριστά προς τον νυχτερινό ουρανό. Το φως από τα παράθυρά του γλιστρούσε στον δρόμο απέξω. Η πινακίδα πάνω από την κεντρική του είσοδο έγραφε Ισάδελφος.
«Εδώ είμαστε,» είπε ο Γεράρδος, κι έσπρωξε την πόρτα, μπαίνοντας στην τραπεζαρία του πανδοχείου ακολουθούμενος από τους συντρόφους του.
Κανένας δεν έδωσε σημασία στην είσοδό τους, καθώς έμοιαζαν με απλοί ταξιδιώτες και το μέρος ήταν γεμάτο κόσμο. Οι περισσότεροι πελάτες είχαν δέρμα κόκκινο ή λευκό με απόχρωση του ροζ, αφού αυτοί οι δύο δερματικοί χρωματισμοί ήταν οι πιο συνηθισμένοι στη Χάρνταβελ. Αν κάποιος είχε άλλο χρώμα, αυτό σήμαινε ότι κατά πάσα πιθανότητα ήταν εξωδιαστασιακός. Για παράδειγμα, οι λευκοντυμένοι στρατιώτες της Παντοκράτειρας που κάθονταν σε δύο από τα τραπέζια του πανδοχείου ήταν φανερά εξωδιαστασιακοί.
Ο Γεράρδος έψαξε για τον σύνδεσμο της Επανάστασης: τον ιδιοκτήτη του Ισάδελφου, ο οποίος, σύμφωνα με τις πληροφορίες του, είχε δέρμα πορφυρό, μαύρα μαλλιά, μούσια, και του έλειπε το δεξί χέρι. Ονομαζόταν Ρογήρος. Και τώρα δεν φαινόταν πουθενά.
Πίσω από τον πάγκο του μπαρ στεκόταν μια γυναίκα, γύρω στα σαράντα, πορφυρόδερμη, μελαχρινή, με μακριά μαλλιά δεμένα χαλαρά πίσω της.
«Θα καθίσουμε;» είπε η Μάρθα, που οι μυρωδιές των φαγητών και των ποτών τής είχαν σπάσει τη μύτη. Το πανδοχείο δεν της έμοιαζε να είναι κανένα ελεεινό· πρέπει, λογικά, να είχε καλή φήμη στην πόλη. Και, εντάξει, είχαν έρθει εδώ για να μιλήσουν με τον σύνδεσμό τους, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν μπορούσαν κιόλας να απολαύσουν τη φιλοξενία…
Ο Γεράρδος στράφηκε να την κοιτάξει. Κατένευσε. «Ναι, ας καθίσουμε.»
«Σε κάποιο μέρος που να μη μας βλέπουν αυτοί,» τόνισε η Βατράνια, λοξοκοιτάζοντας τους λευκοντυμένους στρατιώτες.
«Εννοείται.»
Πήγαν σ’ένα τραπέζι στην ανατολική μεριά της τραπεζαρίας, και κάθισαν. Τους χωρούσε ίσα-ίσα, έξι καθώς ήταν στο σύνολό τους. Πήραν και μια άδεια καρέκλα από ένα διπλανό τραπέζι όπου κάθονταν δύο άντρες, αφού πρώτα τούς ρώτησαν.
Μια σερβιτόρα πλησίασε, ανάβοντας δύο κεριά επάνω στο τραπέζι τους με τον ενεργειακό αναπτήρα της.
Ενεργειακός αναπτήρας; σκέφτηκε ο Γεράρδος. Στα χέρια σερβιτόρας; Για ν’ανάβει τα κεριά στα τραπέζια; Στη Χάρνταβελ; Το πανδοχείο πρέπει να πηγαίνει πολύ καλά.
«Τι θα πάρετε;» ρώτησε η κοπέλα, χαμογελώντας. Ψηλή, ξανθιά, σγουρομάλλα, στρογγυλοπρόσωπη, όμορφη. Ντυμένη με φαρδύ φόρεμα, στενό στη μέση και στο στήθος.
«Τι έχετε;» ρώτησε ο Γεράρδος, μιλώντας στη Γλώσσα της Χάρνταβελ παρότι η κοπέλα είχε μιλήσει στη Συμπαντική. Ήθελε να της δείξει ότι ήταν γηγενής· αυτό θα διέλυε τις υποψίες που μπορεί εκείνη να είχε για τους συντρόφους του: ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν δύο χρυσόδερμοι (ο Σθένελος και η Άνμα) κι ένας μαυρόδερμος (ο Σέλιρ).
Η σερβιτόρα χαμογέλασε, και του είπε το μενού – στη Γλώσσα της Χάρνταβελ. Ο Γεράρδος παράγγειλε δύο καράφες με μπίρα, ψητό γουρούνι, δύο πιατέλες με τοπική σαλάτα, ψωμί, και κατσικίσιο τυρί.
Η κοπέλα έφυγε.
«Τι κρίμα που δεν καταλάβαμε τίποτα…» είπε η Βατράνια στον Γεράρδο.
«Θες να πεις ότι δεν ξέρεις τη γλώσσα της πατρίδας μου;» ρώτησε εκείνος, ειρωνικά.
«Πολύ αστείο…»
«Παράγγειλε μπίρα, ψητό γουρούνι, δύο πιατέλες με τοπική σαλάτα, ψωμί, και κατσικίσιο τυρί.»
Ο Σέλιρ’χοκ ήταν που είχε μιλήσει, και όλοι στράφηκαν να τον ατενίσουν, ξαφνιασμένοι.
«Τι με κοιτάτε;» είπε εκείνος, ανάβοντας την πίπα του.
«Δεν το ήξερα ότι ξέρεις τη Γλώσσα της Χάρνταβελ, μάγε,» παραδέχτηκε ο Γεράρδος.
«Ούτε κι εγώ,» είπε η Άνμα’ταρ, συνοφρυωμένη.
«Όταν ξέρεις τα πάντα, χάνεις όλες τις εκπλήξεις,» της αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ, υπομειδιώντας.
«Θα έπρεπε, όμως, να μας είχες ρωτήσει κι εμάς τι θέλουμε να φάμε,» είπε η Μάρθα στον Γεράρδο.
«Ήταν σημαντικότερο, νομίζω, να πείσω τη σερβιτόρα ότι είμαστε ντόπιοι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας πιθανώς να έχουν πληροφοριοδότες τους εδώ.»
Η Βατράνια ένευσε, υποψιασμένα. «Πράγματι.»
Ο Σθένελος’σαρ είπε: «Αυτό, όμως, υποτίθεται ότι είναι μέρος της Επανάστασης, σωστά;»
Η Βατράνια τον κλότσησε κάτω απ’το τραπέζι.
«Α! Τι;» Ο Σθένελος την κοίταξε θυμωμένα.
Η Βατράνια έδειξε με το σαγόνι τους λευκοντυμένους στρατιώτες, σ’ένα από τα αντικρινά τραπέζια. «Όπως βλέπεις, κυκλοφορεί διάφορος κόσμος. Και καλύτερα να μη λέμε ονόματα εδώ, παρότι δεν φαίνεται κανένας να κρυφακούει.»
Ο Σθένελος δεν αποκρίθηκε· ήταν, όμως, φανερά δυσαρεστημένος από τον τρόπο της Βατράνιας, αν όχι από τη λογική της.
«Τέλος πάντων,» είπε η Μάρθα, ακουμπώντας την πλάτη της στην καρέκλα και σταυρώνοντας τα χέρια της εμπρός της. «Ελπίζω το φαγητό να είναι καλό.» Αισθανόταν την κοιλιά της να γουργουρίζει.
Μετά από λίγο, προτού το φαγητό τους έρθει, η Άνμα’ταρ είπε: «Δείτε εκεί.»
Το βλέμμα της ήταν στραμμένο σ’έναν πορφυρόδερμο άντρα ο οποίος ανέβαινε από τη σκάλα που πρέπει να οδηγούσε στο κελάρι του πανδοχείου.
Ένας μονόχειρας άντρας.
«Αυτός είναι,» είπε ο Γεράρδος. Και τον παρατήρησε. Πρέπει να ήταν πάνω από τα σαράντα-πέντε, υπολόγιζε. Το πρόσωπό του ήταν σπασμένο· και τα μάτια του… Τα μάτια του ήταν μάτια ανθρώπου που είχε δει πολλά και άγρια πράγματα στη ζωή του. Θανάτους. Πόλεμο. Ο Γεράρδος ήταν βέβαιος ότι κοίταζε έναν παλαίμαχο. Μάλλον, σε κάποια μάχη θα έχασε το χέρι του. Αναρωτιέμαι, όμως, για ποιον πολεμούσε· και εναντίον ποιου. Δεν μπορεί να είχε αγωνιστεί ανοιχτά κατά των Παντοκρατορικών και τώρα να τον άφηναν να έχει πανδοχείο μέσα στην Οκρίνθια…
«Πηγαίνω να του μιλήσω,» δήλωσε η Βατράνια.
Ο Γεράρδος τής έπιασε το χέρι, κολλώντας το πάνω στο τραπέζι, μην αφήνοντάς την να σηκωθεί. «Εγώ θα του μιλήσω.»
«Γιατί; Επειδή είσαι αρχηγός αυτής της αποστολής, δεν σημαίνει και ότι–»
«Δεν έχει να κάνει με το ποιος είναι αρχηγός αυτής της αποστολής, αλλά έχει να κάνει με το ποιος είναι από τη Χάρνταβελ. Εσύ δεν ξέρεις καν τη γλώσσα μας–»
«Πιστεύεις ότι δε μιλά τη Συμπαντική;»
«Θα τη μιλά, υποθέτω. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.» Ο Γεράρδος σηκώθηκε απ’το τραπέζι τους.
Η Βατράνια δεν είπε τίποτ’άλλο.
Βαδίζοντας προς τον πάγκο του μπαρ, όπου είχε τώρα πάει ο Ρογήρος, ο Γεράρδος έριξε δύο λοξές ματιές στα τραπέζια όπου κάθονταν οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας. Κανένας τους δεν του έδινε σημασία, παρατήρησε: μιλούσαν αναμεταξύ τους, πίνοντας.
Πλησίασε τον ξύλινο πάγκο κι ακούμπησε εκεί τους αγκώνες του.
«Θα πάρεις κάτι;» τον ρώτησε η πορφυρόδερμη γυναίκα.
«Μια κούπα μπίρα.»
Η γυναίκα στράφηκε, για να του γεμίσει μια μεταλλική κούπα από τη βρύση του μεγάλου βαρελιού πίσω της.
Ο Γεράρδος έκανε νόημα στον Ρογήρο. «Μπορώ να σου πω κάτι, φίλε;» είπε μιλώντας στη Γλώσσα της Χάρνταβελ.
Τα μάτια εκείνου αμέσως στένεψαν· τα φρύδια του έσμιξαν. «Τι είναι;» ρώτησε ζυγώνοντας.
«Το πρώτο φως της αυγής ακολουθούμε…» είπε ο Γεράρδος, χαμηλόφωνα.
«…ώς τη νυχτιά μαζί μας να το πάρουμε…» συνέχισε το συνθηματικό ο πορφυρόδερμος άντρας με το ένα χέρι.
«…με τη βοήθειά Του,» τελείωσε ο Γεράρδος (αναφερόμενος, φυσικά, στον Θεό).
Ο άντρας ένευσε. «Καλωσήρθες, πατριώτη. Για μια στιγμή σε πέρασα για ξένο.»
Η γυναίκα ακούμπησε την κούπα πλάι στον Γεράρδο. «Ευχαριστώ,» της είπε εκείνος, και ήπιε μια γουλιά.
«Στην υγειά σου,» αποκρίθηκε η γυναίκα, κι απομακρύνθηκε λίγο.
«Είσαι ο Ρογήρος, σωστά;» ρώτησε ο Γεράρδος τον άντρα.
«Ναι.»
«Γεράρδος.»
Αντάλλαξαν μια σύντομη χειραψία.
«Τι σε φέρνει εδώ, Γεράρδε;»
«Δουλειές και φαινόμενα. Πότε μπορούμε να μιλήσουμε ήσυχα;»
«Μετά τα μεσάνυχτα, όταν το μαγαζί θάχει ησυχάσει. Θα μείνεις εδώ;»
«Ναι. Έχω και παρέα – δικούς μας ανθρώπους. Θα τους δεις, τώρα που θα επιστρέψω στο τραπέζι μου.»
Ο Ρογήρος ένευσε. «Αν με ρωτήσει κανένας για σένα, θα του πω ότι είσαι έμπορος.»
«Από την Υλιριλίδια,» είπε ο Γεράρδος, καθώς ήξερε ότι η Υλιριλίδια ήταν μακριά από εδώ και δεν υπήρχε πιθανότητα οι ντόπιοι να ξέρουν όλους τους εμπόρους από εκείνα τα μέρη.
Ο Ρογήρος ένευσε ξανά, μειδιώντας μέσα από τα μούσια του. «Είσαι πράγματι, λοιπόν, γηγενής. Πώς και δε σ’έχω ξαναδεί;»
«Μεγάλη ιστορία. Για μετά, ίσως.»
Ο Γεράρδος έκανε να βγάλει ένα νόμισμα για να πληρώσει για τη μπίρα του, αλλά ο Ρογήρος είπε: «Κερασμένο.»
«Ο Θεός μαζί σου.»
Ο Γεράρδος επέστρεψε στο τραπέζι του, όπου είδε ότι το γεύμα είχε έρθει και οι σύντροφοί του έτρωγαν του καλού καιρού.
«Το φαγητό είναι γαμάτο, τελικά,» είπε η Μάρθα, σκουπίζοντας με μια πετσέτα το σαγόνι και τα μάγουλά της από το λίπος του ψητού χοίρου.
«Τι έγινε με τον Ρογήρο;» ρώτησε ο Σθένελος, καθώς ο Γεράρδος καθόταν.
«Θα μιλήσουμε μετά μαζί του. Τώρα έχει κόσμο.»
Δεν είχαν ακόμα τελειώσει το φαγητό τους όταν ένας άντρας μπήκε στο πανδοχείο, και αρκετοί πελάτες, σε κάμποσα τραπέζια, τον χαιρέτησαν κλίνοντας το κεφάλι. Ορισμένοι, μάλιστα, σηκώθηκαν κιόλας.
Μεγάλε Πατέρα… ακούστηκε η φωνή τους, σαν γενικευμένη μουρμούρα μέσα στην αίθουσα. Μεγάλε Πατέρα… Μεγάλε Πατέρα…
Ο άντρας ήταν μετρίου αναστήματος, λευκόδερμος, με πεταχτά ξανθά μαλλιά, και μάτια που έμοιαζαν να μαγνητίζουν όπως τα μάτια των θηρίων. Η ίδια του η παρουσία απαιτούσε να τον σέβονται· έκλεβε την ελεύθερη βούληση.
Φορούσε τα άμφια ιερέα.
Ο Γεράρδος τον αναγνώρισε. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
—Θυσίες: πρέπει όλοι μας να κάνουμε θυσίες στον Θεό,
τονίζει ο Σεβερίνος, καθώς οι δυο τους στέκονται στα ψηλά σκαλοπάτια του Ναού.
—Ορισμένα πράγματα δεν μπορείς να τα θυσιάσεις…
Ο ιερέας γυρίζει για να κοιτάξει την έφιππη φιγούρα που απομακρύνεται, τροχάζοντας επάνω στον δρόμο, έτοιμη να στρίψει πίσω από ένα πυκνό σύδεντρο. Τα ξανθά της μαλλιά κυματίζουν. Μοιάζει να εκπέμπει φως. Ζωή.
—Τα θυσιάζεις, όμως, Γεράρδε,
λέει ο Σεβερίνος, σχεδόν κατακριτικά,
—στον εαυτό σου. Αλλά κι ο Θεός ζητά θυσίες: κι εκείνος είναι σημαντικότερος από εσένα.
Ο ιερέας στρέφεται να τον ατενίσει κατάματα, και νιώθει σαν κάποια απότομη μάχη να έχει ξεκινήσει ανάμεσά τους καθώς τα βλέμματά τους διασταυρώνονται όπως οι λεπίδες σπαθιών.
—Με κατηγορείς για κάποιο παράπτωμα, Αδελφέ;
—Σου είπα: διαισθάνομαι ότι ο Θεός την επιθυμεί–
—Κάνεις λάθος.
—Ίσως… Αλλά σκέψου: Αν δεν είσαι πρόθυμος να κάνεις θυσίες για τον Θεό, τότε δεν θα έπρεπε να κάνεις θυσίες ούτε για τον εαυτό σου.
Ο Σεβερίνος στρέφεται, κι ανεβαίνει τα σκαλοπάτια. Σταθερά, χωρίς βιάση.
Ο ιερέας στέκεται στη θέση του, ακούγοντας το Εσώτερο Θηρίο να γρυλίζει. Ατενίζει την πλάτη του Σεβερίνου με οργή. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
«Ποιος είν’αυτός ο τύπος;» Η φωνή της Βατράνιας. «Κάποιος άρχοντας;»
Η ερώτησή της τρύπησε σαν σφαίρα τις αναμνήσεις του. «Όχι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, «δεν είναι άρχοντας. Δεν ακούς; Μεγάλε Πατέρα, τον αποκαλούν.»
«Ιερέας,» άρθρωσε ο Σθένελος. «Μας είπες ότι Μεγάλε Πατέρα προσφωνούν τους ιερείς.»
Ο Γεράρδος ένευσε, και σήκωσε την κουκούλα της κάπας του. «Ναι.» Ήπιε μια γουλιά μπίρα.
Η Βατράνια συνοφρυώθηκε, γιατί η αντίδρασή του της φάνηκε ύποπτη. «Τον γνωρίζεις;»
«Όχι,» είπε ψέματα ο Γεράρδος. «Αλλά ίσως αυτός, παρ’ελπίδα, να αναγνωρίσει εμένα.» Αν και δεν το νόμιζε. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Έχουμε κι οι δυο αλλάξει πολύ. Ειδικά εγώ. Και, σίγουρα, δεν θα αισθάνεται πλέον το Εσώτερο Θηρίο εντός μου, αφού ούτε εγώ το αισθάνομαι.
Ο ιερέας πήγε στο μπαρ και, αφού ο Ρογήρος τον χαιρέτησε με σεβασμό, του έβαλε ένα ποτό.
Οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας κοίταξαν τον ιερέα με τρόπο που έδειχνε ότι, συγχρόνως, τον αντιπαθούσαν και τον φοβόνταν.
Η Μάρθα, ατενίζοντας κι εκείνη τον ιερέα, κατάλαβε. Κατάλαβε όλα όσα τής είχε πει ο Γεράρδος – ή περίπου, τουλάχιστον. Κατάλαβε τι εννοούσε λέγοντας ότι, αν άλλαζε, θα υπήρχε κάτι το παραφυσικά επιβλητικό στο βλέμμα του και στην όλη του παρουσία.
Η Μάρθα πήρε – με κάποια δυσκολία, όφειλε να ομολογήσει, λες κι ήταν μαγεμένη – τα μάτια της από τον ξανθομάλλη ιερέα και τα έστρεψε στον Γεράρδο. Το φαγητό της το είχε ξεχάσει.
«Κατάλαβα…» του ψιθύρισε.
Εκείνος ένευσε, σιωπηλά· κι έβαλε το δάχτυλό του μπροστά στα χείλη του.
Η ατμόσφαιρα στην τραπεζαρία επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση. Οι πελάτες δεν κοίταζαν πλέον τον ιερέα: συνέχιζαν να τρώνε, να πίνουν, και να συζητούν. Ο ιερέας καθόταν στο μπαρ, μιλώντας μόνο στον Ρογήρο και πίνοντας κι εκείνος το ποτό του, αργά.
Ο Ρογήρος, λοιπόν, γνωρίζει τον παλιό μου φίλο τον Σεβερίνο, σκέφτηκε ο Γεράρδος. Ενδιαφέρον. Ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα, άναψε την πίπα του. Είχε χορτάσει από το φαγητό.
«Δικός μας είναι ο ιερέας;» ρώτησε η Βατράνια τον Γεράρδο, μετά από λίγο.
«Σίγουρα δεν είναι με τους λευκοντυμένους, πάντως. Αλλά, όπως σας είπα, να μην εμπιστεύεστε τους ιερείς – όσο κι αν αισθάνεστε ότι η παρουσία τους σας μαγνητίζει. Είναι επικίνδυνοι. Το ξέρω – πιο καλά απ’ό,τι μπορείτε να φανταστείτε.»
Ύστερα από κανένα μισάωρο, ένας τροβαδούρος μπήκε στο πανδοχείο, μαζί με δύο χορεύτριες. Μίλησε με τον Ρογήρο – κι από τον τρόπο τους φάνηκε ότι γνωρίζονταν από παλιά – χαιρέτησε σεβάσμια τον ιερέα, και μετά έπιασε ένα μικρό τραπέζι και ξεκίνησε να παίζει μουσική μ’ένα λαγούτο. Συγχρόνως, έλεγε την ιστορία Ο Άρχοντας με του Γερακιού το Μάτι· κι όταν σταματούσε εκείνος να αφηγείται, έπαιρνε τη θέση του η μία από τις δύο χορεύτριες. Οι οποίες, βέβαια, χόρευαν κιόλας καθώς το τραγούδι και το παραμύθι προχωρούσαν. Φορούσαν μακριά φορέματα γεμάτα κρόσσια και κεντήματα, τα οποία ανέμιζαν γύρω τους κάνοντάς τες να μοιάζουν με αέρινες οντότητες που τα σώματά τους ήταν κάπου χαμένα μέσα στη γενικότερή τους μορφή. Κι οι δύο ήταν λευκόδερμες, η μία ξανθιά κι η άλλη μελαχρινή. Ο τροβαδούρος ήταν πορφυρόδερμος και είχε σκούρα μπλε μαλλιά, μουστάκι, και μια παλιά ουλή στο μέτωπο. Μπορεί κι αυτός να ήταν κάποτε πολεμιστής, παρατήρησε ο Γεράρδος· μπορεί από τον πόλεμο να τον ήξερε ο Ρογήρος.
Η παράστασή του, πάντως, ήταν αξιοζήλευτη δίχως αμφιβολία· και συνεχίστηκε μέχρι τα μεσάνυχτα.
*
Ο Γεράρδος μίλησε ξανά με τον Ρογήρο για να κλείσει δωμάτια για τον εαυτό του και τους συντρόφους του: κι αυτή τη φορά οι δυο τους δεν είπαν τίποτα περισσότερο από τα απαραίτητα, τίποτα περισσότερο απ’όσα θα έλεγε ένας οποιοσδήποτε πελάτης στον πανδοχέα. Επίσης, ο Ρογήρος δεν προθυμοποιήθηκε να τους δώσει δωρεάν τα δωμάτια, όπως είχε κάνει με τη μπίρα του Γεράρδου προηγουμένως.
Ο Γεράρδος, καθώς μιλούσε μαζί του, είχε την πλάτη του στραμμένη στον Σεβερίνο, ο οποίος καθόταν λίγο παραδίπλα στο μπαρ. Δεν ήθελε ο ιερέας να τον αναγνωρίσει. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Διότι, μετά, αυτό ίσως να αποδεικνυόταν αναπόφευκτο.
Ο Γεράρδος ήταν έτοιμος να συναντήσει τους ιερείς της Χάρνταβελ, αν χρειαζόταν. Σύμφωνα με ό,τι έλεγαν τα Ιερά Βιβλία, δεν νόμιζε ότι μπορούσαν να έχουν κάποια έχθρα εναντίον του επειδή εγκατέλειψε τη διάσταση· κανονικά, θα έπρεπε να ήταν νεκρός: το Εσώτερο Θηρίο του θα έπρεπε να είχε φροντίσει γι’αυτό. Δεν ήταν δουλειά των ιερέων να τον σκοτώσουν. Επιπλέον, ο Γεράρδος τώρα υπηρετούσε τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο άμεσα, κι ακόμα κι οι ιερείς της Χάρνταβελ δεν νόμιζε ότι ήθελαν να κάνουν τον Πρίγκιπα της Επανάστασης εχθρό τους· είχαν πολλά να κερδίσουν έχοντάς τον σύμμαχο και τίποτα έχοντάς τον εχθρό.
Ο Γεράρδος επέστρεψε στο τραπέζι των συντρόφων του, και τους έδωσε τα κλειδιά των δωματίων που είχε κλείσει. Τρία δίκλινα, στον δεύτερο όροφο του πανδοχείου· ο Ρογήρος τα είχε προτείνει όλα.
Καμια ώρα πριν από τα μεσάνυχτα, ενώ ο τροβαδούρος τραγουδούσε ακόμα, αφηγούμενος Το Ελάφι της Γουινιφρείδας (ένα παραμύθι που θυμόταν ο Γεράρδος από παλιά), οι επαναστάτες ανέβηκαν στα δωμάτιά τους, για να περιμένουν τον Ρογήρο να τους ειδοποιήσει όταν ήταν να μιλήσει μαζί τους. Εν τω μεταξύ να κοιμηθείτε, είχε πει ο Γεράρδος προτού σηκωθούν από το τραπέζι τους. Δεν υπάρχει λόγος να μην ξεκουραστείτε λίγο, πριν από την κουβέντα μας μαζί του. Κανένας, φυσικά, δεν είχε διαφωνήσει.
Η Μάρθα έκλεισε την πόρτα του δωματίου, καθώς εκείνη κι ο Γεράρδος μπήκαν και άφησαν τους σάκους τους στο πάτωμα.
«Δεν είναι κι άσχημο,» παρατήρησε, κοιτάζοντας το μεγάλο κρεβάτι, το τζάκι στη γωνία, το χαλί στο πάτωμα, και την ξύλινη επένδυση των τοίχων, αφού είχε ανάψει το ενεργειακό φως πατώντας τον διακόπτη στον τοίχο.
«Και μόνο το γεγονός ότι έχει τέτοια πράγματα σημαίνει ότι είναι ένα από τα καλά πανδοχεία της διάστασης,» είπε ο Γεράρδος, δείχνοντας τις ενεργειακές λάμπες στο ταβάνι.
Η Μάρθα κοίταξε μέσα στο μπάνιο. «Έχει και ντους. Ελπίζω να έχει και ζεστό νερό. Να πάω πρώτη;» Τον ατένισε πάνω απ’τον ώμο της.
Ο Γεράρδος τής έκανε νόημα να πάει, και βάλθηκε ν’ανάψει το τζάκι. Εκείνη έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε στο μπάνιο.
«Γαμήσου!» ακούστηκε η φωνή της αμέσως μετά.
Ο Γεράρδος πήγε έξω απ’την πόρτα. «Τι είναι;»
«Δεν ήταν ζεστό, τελικά! Αλλά έχω βουτήξει και σε πιο κρύο νερό στη ζωή μου…» είπε η φωνή της Μάρθας.
Ο Γεράρδος δεν το αμφέβαλλε. Στην Υπερυδάτια, άλλωστε, εργαζόταν ως δύτρια – εκτός απ’το γεγονός ότι κάποτε ήταν κλεισμένη στις φυλακές της Αταρδίας, προτού η Ιωάννα, η Μαύρη Δράκαινα, την πάρει από εκεί και την κάνει μέλος της Επανάστασης. Κι απ’ό,τι του είχε πει η Μάρθα γι’αυτές τις φυλακές, μάλλον ούτε εκεί είχε ζεστό νερό στο μπάνιο…
Ο Γεράρδος έκανε τη φωτιά να φουντώσει στο τζάκι και, μετά, κάθισε δίπλα κι έβγαλε τις μπότες του. Η Μάρθα δεν άργησε να βγει από το μπάνιο, γυμνή, καθώς είχε ξεχάσει να πάρει πετσέτα μαζί της. Στάζοντας επάνω στο χαλί, πήγε στον σάκο της, τον άνοιξε, και πήρε μια πετσέτα. Σκουπίστηκε, φόρεσε μερικά πρόχειρα ρούχα, και ήρθε να καθίσει κι εκείνη κοντά στο τζάκι.
«Αυτός ο ιερέας, κάτω, φαινόταν να ξέρει τον Ρογήρο,» είπε.
Ο Γεράρδος ένευσε. «Δε με εκπλήσσει. Είναι παλιός ιερέας ο Σεβερίνος, σαν εμένα· και οι ιερείς ανέκαθεν είχαν επαφές με τους επαναστάτες.»
«Τον γνωρίζεις;» έκανε η Μάρθα, έκπληκτη. «Είπες ότι δεν τον ήξερες!»
«Ψέματα.»
«Γιατί;»
«Δεν υπήρχε λόγος να ξέρουν ακόμα. Μπορεί να φοβόνταν ότι ίσως να μπλέξουμε.»
«Δεν είναι αυτό, όντως, πιθανό;»
«Δεν το νομίζω.» Ο Γεράρδος σηκώθηκε όρθιος. «Πηγαίνω να πλυθώ.»
Η Μάρθα δεν μίλησε. Άναψε ένα τσιγάρο, σκεπτική, καθώς εκείνος γδυνόταν κι έμπαινε στο μπάνιο.
Το νερό ερχόταν από έναν σωλήνα που προεξείχε από τον τοίχο. Ο Γεράρδος κατέβασε τον διακόπτη και το άφησε να τρέξει επάνω του. Ήταν, πράγματι, κρύο, αλλά όχι ανυπόφορα.
Καθώς πλενόταν αναρωτήθηκε αν ο Ρογήρος είχε πει στον Σεβερίνο ότι κάποιοι επαναστάτες είχαν μόλις έρθει στο πανδοχείο του. Ο Γεράρδος δεν θα το θεωρούσε παράξενο αν ο πανδοχέας το είχε κάνει αυτό, επειδή, όπως είχε πει στη Μάρθα, οι επαναστάτες τα πήγαιναν καλά με τους ιερείς στη Χάρνταβελ. Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση ιερέας να προδώσει επαναστάτη, γιατί οτιδήποτε προκαλούσε προβλήματα στους Παντοκρατορικούς οι ιερείς το ήθελαν. Δεν τους άρεσε που είχαν την Παντοκράτειρα πάνω απ’το κεφάλι τους, και ήλπιζαν, κάποια στιγμή σύντομα, να την αποτινάξουν από τη Χάρνταβελ.
Προτού βγει από το μπάνιο, ο Γεράρδος συνειδητοποίησε πως ούτε εκείνος είχε πάρει πετσέτα μαζί του. Το χαλί βράχηκε γι’ακόμα μια φορά, καθώς το διέσχιζε για να πάει στον σάκο του, να πάρει πετσέτα, και να σκουπιστεί.
Είδε ότι η Μάρθα είχε ξαπλώσει μπρούμυτα στο κρεβάτι κι έμοιαζε να κοιμάται. Τουλάχιστον, τα μάτια της ήταν κλειστά, και δεν κουνιόταν. Φορούσε μια φαρδιά μπλούζα, και η κουβέρτα ήταν σηκωμένη ώς τους μηρούς της.
Για μια στιγμή, καθώς το τζάκι φώτιζε το κεφάλι της, ο Γεράρδος είχε την έντονη εντύπωση ότι τα καστανά της μαλλιά είχαν γίνει ξανθά: ότι αυτή δεν ήταν η Μάρθα που έβριζε σαν μεθυσμένος ναύτης, αλλά μια άλλη γυναίκα…
…Μελισσάνθη…
Βλεφάρισε.
Η Μάρθα ήταν, και πάλι, ξαπλωμένη στο κρεβάτι.
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι, θυμωμένος με τον εαυτό του. Αυτή η διάσταση θα του έφερνε πολλές αναμνήσεις στο μυαλό· το ήξερε. Αλλά τουλάχιστον – ευτυχώς – δεν είχε κάνει και τον Εχθρό του να επιστρέψει. Πρέπει, τελικά, να ήταν νεκρός. Ο Σέλιρ’χοκ είχε δίκιο.
Ο Γεράρδος φόρεσε ένα εσώρουχο και μια τουνίκα και ξάπλωσε στο μεγάλο κρεβάτι, δίπλα στη Μάρθα. Εκείνη, παρότι δεν άνοιξε τα μάτια, πρέπει να αισθάνθηκε την παρουσία του γιατί άπλωσε το χέρι της για να τον αγγίξει. Ο Γεράρδος πήρε το χέρι της μέσα στα δικά του.
Στην αρχή, δε σκόπευε να κοιμηθεί. Σκόπευε να μείνει ξάγρυπνος μέχρι ο Ρογήρος να τους ειδοποιήσει. Κάπως, όμως, ο ύπνος τον πήρε. Ίσως να ήταν πιο κουρασμένος απ’ό,τι νόμιζε. Και
στα όνειρά του
αισθάνθηκε κάπου να
στρίβει
να πέφτει
να γυρίζει και να κοιτάζει
ότι βρίσκεται τώρα σ’ένα μεγάλο, απέραντο σπίτι, όλο διαδρόμους, δωμάτια, και σκάλες. Οι τοίχοι του είναι καμωμένοι από πέτρα, σάρκα, μάτια, μαλλιά, ξύλα, χέρια, πόδια, φως, και σκοτάδι. Αλλά, κάπου-κάπου, μπορεί να δει τρύπες επάνω τους, οι οποίες τον τρομάζουν. Ένας παγερός αγέρας έρχεται από εκεί: απειλητικός, τόσο απειλητικός, και βρόμικος…
Γυρίζοντας βλέπει σε μια γωνία έναν ψηλό καθρέφτη, οβάλ, με το κρύσταλλό του θαμπωμένο από τον χρόνο. Περίεργος, τον πλησιάζει. Αντικρίζει έναν άντρα που τον τρομάζει. Ο άντρας σηκώνει τις γροθιές του και χτυπά τον καθρέφτη, σα να προσπαθεί να τον σπάσει και να βγει.
Ο Γεράρδος γυρίζει πάλι και τρέχει. Ο Εχθρός του δεν μπορεί να επιστρέψει από εκεί. Δεν μπορεί να επιστρέψει από την άλλη πλευρά του καθρέφτη. Δεν είναι εδώ.
Ο Γεράρδος σταματά να τρέχει. Ακουμπά την πλάτη του σ’έναν τοίχο… κι αισθάνεται μια δόνηση να έρχεται από εκεί: ένα ελαφρύ τράνταγμα που τον διαπερνά ώς το κόκαλο, και είναι σα να του μιλά… σα να ζητά βοήθεια.
Παράξενο.
Ο Γεράρδος παίρνει την πλάτη του από τον τοίχο, κάνει μερικά βήματα, κι ακούει μουσική και χορό από μια σκάλα. Την κατεβαίνει, ενώ τα ξύλα της τρίζουν από κάτω του· δεν είναι, όμως, φτιαγμένη μόνο από ξύλο: ο Γεράρδος βλέπει χέρια ν’αγγίζουν τις κνήμες του, γλώσσες να γλείφουν τις πατούσες του, αποφεύγει να πατήσει πάνω στα μάτια που τον ατενίζουν με περιέργεια, αποφεύγει να πατήσει κι ένα κέρατο που μοιάζει επικίνδυνο…
Φτάνοντας κάτω, αντικρίζει έναν άντρα με λαγούτο, καθισμένο σε μια καρέκλα. Έναν άντρα με πορφυρό δέρμα και μια ουλή στο μέτωπο. Γύρω του χορεύουν δύο όμορφες γυναίκες με φαρδιά φορέματα.
Βλέπεις; του λέει ο άντρας. Ήρθα. Είμαι εδώ. Και γελά–––
Ο Γεράρδος ξύπνησε απότομα. Ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι.
«…Τι;» Η Μάρθα τον κοίταξε τρίβοντας το ένα μάτι. «Χτυπάνε την πόρτα;»
Προτού ο Γεράρδος προλάβει να πει όχι, κάποιος ακούστηκε να χτυπά την πόρτα του δωματίου.
«Ναι. Χτυπάνε.»
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και, παίρνοντας ένα πιστόλι στο χέρι, ζύγωσε την πόρτα. «Ποιος είναι;»
«Ο Ρογήρος είμαι. Μπορώ να μπω;»
«Φυσικά.»
«Καλώς. Έρχομαι σε λίγο.»
Ο Γεράρδος συνοφρυώθηκε. Κάπως παράξενο δεν ήταν αυτό; Ρώτησε αν μπορούσε να μπει και, αμέσως μετά, είπε ότι θα επιστρέψει σε λίγο…
Στράφηκε στη Μάρθα, η οποία ήταν ακόμα πάνω στο κρεβάτι, και η οποία φαινόταν επίσης παραξενεμένη. «Μας πούλησε;» είπε, ψιθυριστά· η φωνή της μόλις που ακούστηκε: περισσότερο τα χείλη της διάβασε ο Γεράρδος.
«Δεν… δε μου φαίνεται πιθανό,» της αποκρίθηκε, μη θέλοντας να πιστέψει κάτι τέτοιο. Πλησίασε τα ρούχα του κι έβαλε το παντελόνι και τις μπότες του.
Η Μάρθα ντύθηκε επίσης–
–και, καθώς έδενε τη δεύτερη μπότα της, ένας τοίχος – ένας τοίχος – παραμερίστηκε. Η ξύλινη επένδυση άνοιξε σαν πόρτα.
Ο Γεράρδος στράφηκε πάραυτα, σημαδεύοντας με το πιστόλι του.
Η Μάρθα άφησε τα λουριά της μπότας της, τράβηξε κι εκείνη ένα πιστόλι με το ένα χέρι κι ένα ξιφίδιο με το άλλο.
«Δεν υπάρχει κίνδυνος,» είπε ο Ρογήρος, που στεκόταν στο κατώφλι της κρυφής πόρτας υψώνοντας το μοναδικό του χέρι.
«Μας έβαλες σε δωμάτιο όπου μπορούν να μπουν και να μας σφάξουν σα γουρούνια, γαμιόλη του Λοκράθου!» γρύλισε η Μάρθα.
Ο Ρογήρος γέλασε, μοιάζοντας καλοπροαίρετος. «Δεν ξέρω ποιος είναι ο Λοκράθος,» αποκρίθηκε, «αλλά αυτό το πέρασμα» – έδειξε πίσω του, με τον αντίχειρα – «να είσαι σίγουρη πως κανένας εχθρός της Επανάστασης δεν το γνωρίζει.
»Θα έρθετε μαζί μου, τώρα, για να μιλήσουμε;»
Ο Γεράρδος και η Μάρθα αλληλοκοιτάχτηκαν. Ύστερα, τον ακολούθησαν μέσα στην κρυφή πόρτα κι επάνω σε μια σκάλα που κατέβαινε στριφογυριστά. «Προσοχή,» είπε ο Ρογήρος, πηγαίνοντας πρώτος και κρατώντας μια ενεργειακή λάμπα με το μοναδικό του χέρι· «τα σκαλοπάτια είναι στενά.»
«Ναι, το βλέπουμε,» αποκρίθηκε η Μάρθα.
Καθώς κατέβαιναν, ο Γεράρδος σκέφτηκε ότι αυτή η εσωτερική σκάλα πρέπει να βρισκόταν, μάλλον, στο κέντρο του πανδοχείου και γύρω της να ήταν οικοδομημένα τα δωμάτια.
«Σαν πηγάδι είναι εδώ πέρα,» μουρμούρισε η Μάρθα σα να μονολογούσε, κι ο Γεράρδος όφειλε να παρατηρήσει ότι η περιγραφή της ήταν επιτυχημένη.
Όταν έφτασαν κάτω, είδαν ότι είχαν βρεθεί σ’ένα υπόγειο δωμάτιο που φωτιζόταν από ενεργειακά φώτα, και όπου υπήρχαν κιβώτια, μια βιβλιοθήκη, ένα τραπέζι (επάνω του, χαρτιά, στιλογράφοι, ένα πιστόλι, ένα ξιφίδιο, ένα βιβλίο, μια μισοτυλιγμένη περγαμηνή), πέντε καρέκλες, κι ένα μηχανικό σύστημα στη γωνία, με κονσόλα και οθόνη – κάτι που σπάνια έβλεπες στη Χάρνταβελ, και μόνο στα σπίτια αρχόντων ή στα οχυρά των Παντοκρατορικών.
«Καθίστε,» είπε ο Ρογήρος. «Θα φέρω και τους συντρόφους σας.»
Ο Γεράρδος και η Μάρθα κάθισαν στις καρέκλες, και περίμεναν.
Μετά από λίγο, ο Ρογήρος επέστρεψε, πρώτα οδηγώντας τη Βατράνια και τον Σθένελο’σαρ, και μετά τον Σέλιρ’χοκ και την Άνμα’ταρ.
«Νομίζω ότι τώρα είμαστε όλοι εδώ, φίλοι μου,» είπε ο Ρογήρος. «Δεν είστε, όμως, οι μόνοι επαναστάτες στο πανδοχείο μου απόψε.»
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Ο τροβαδούρος που είδατε, είναι κι αυτός στην Επανάσταση. Ακούει στο όνομα Εδμόνδος ο Βοριάς. Οι κυρίες μαζί του είναι επίσης δικές μας. Θέλετε να τους ειδοποιήσω;»
Τον είδα αυτόν τον άνθρωπο στο όνειρό μου, σκέφτηκε ο Γεράρδος. Τον είδα να μου λέει Βλέπεις; Ήρθα. Είμαι εδώ… Μα δεν τον ξέρω. Μου είναι τελείως άγνωστος…
Οι άλλοι περίμεναν τον Γεράρδο ν’απαντήσει στον Ρογήρο, κι εκείνος έμοιαζε ν’αργεί.
Η Βατράνια ρώτησε: «Είναι έμπιστος, έτσι;»
«Ο Βοριάς θα πέθαινε προτού μας προδώσει,» είπε ο Ρογήρος. «Ξέρω πώς αγωνίζεται.»
«Είναι πλανόδιος;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Ναι.»
«Φέρτον, τότε. Ίσως να έχει πράγματα να μας πει.»
Ο Ρογήρος ένευσε, κι ανέβηκε τη σκάλα.
«Τον έχει κανένας σας ακουστά, αυτόν τον Εδμόνδο τον Βοριά;» ρώτησε η Βατράνια.
Κανείς δεν απάντησε.
«Ούτε εσύ, Γεράρδε;»
«Πάλι τα ίδια θα λέμε; Λείπω πολλά χρόνια από εδώ.»
Γιατί, τότε, τον είδα στον ύπνο μου;
(Βλέπεις; Ήρθα. Είμαι εδώ.)
Μου θυμίζει κάποιον;…
Όταν ο Ρογήρος επέστρεψε, είχε μαζί του αυτή τη φορά τον τροβαδούρο και τις δύο χορεύτριες.
«Να σας συστήσω,» είπε. «Από εδώ, ο Εδμόνδος ο Βοριάς, εξαίρετος τροβαδούρος, τραγουδοποιός, και παραμυθάς· ικανότατος πολεμιστής, κατάσκοπος, και, κυρίως, πολύ καλός μου φίλος.
»Η κυρία,» έδειξε τη λευκόδερμη μαυρομάλλα χορεύτρια, «ονομάζεται Ιζαμπώ. Και η άλλη κυρία,» έδειξε τη λευκόδερμη χορεύτρια με τα ξανθά μαλλιά, «ονομάζεται Ισαβέλλα.»
«Δεν έχει κομπλιμέντα για εμάς, Ρογήρε;» είπε η Ιζαμπώ, υπομειδιώντας.
«Οι άντρες κάνουν μόνο κομπλιμέντα ο ένας στον άλλο, εκτός αν έχουν απώτερο σκοπό,» της είπε η Ισαβέλλα, διαστέλλοντας τα μάτια θεατρικά.
Ο Ρογήρος χαμογέλασε. «Θα έχουμε κι άλλη παράσταση, λοιπόν, απόψε;»
Οι χορεύτριες γέλασαν.
Ο Εδμόνδος ατένισε επίμονα τον Γεράρδο, ο οποίος επίσης τον ατένιζε. «Σε ξέρω από κάπου;» ρώτησε ο τροβαδούρος.
«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος.
«Παράξενο,» είπε ο Εδμόνδος. «Πώς σε λένε;»
«Γεράρδο. Κι από εδώ, η Μάρθα. Ο Σέλιρ’χοκ. Η Άνμα’ταρ. Η Βατράνια. Ο Σθένελος’σαρ. Ερχόμαστε από την Απολλώνια, σταλμένοι από τον Πρίγκιπα.»
«Μάλιστα…» είπε ο Εδμόνδος παρατηρώντας τους. «Δεν σκόπευα να έρθω εδώ, στον Ισάδελφο, ξέρεις. Δεν σκόπευα, γενικά, να έρθω στην Οκρίνθια. Μετά, όμως, μου συνέβη κάτι… ασυνήθιστο το λιγότερο. Σε είδα στον ύπνο μου, και μου είπες να έρθω εδώ για να μιλήσουμε, επειδή έχεις αναλάβει μια πολύ σημαντική αποστολή που αφορά τον Πρίγκιπα και τον Θεό. Θα συναντηθούμε στον Ισάδελφο· έτσι μου είπες· αλλά βιάσου, μην τύχει και δε με βρεις εκεί όταν έχεις φτάσει.»
«Αν σου τα είπα όλ’αυτά, σίγουρα δεν τα θυμάμαι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, παραξενεμένος. Κοίταξε τον Σέλιρ’χοκ, ο οποίος δεν μίλησε.
«Ήρθα όμως. Είμαι εδώ. Κι εσύ με περίμενες, όπως μου υποσχέθηκες,» είπε ο Εδμόνδος, που κι εκείνος έμοιαζε παραξενεμένος.
«Έτσι όπως τα λέει ο Εδμόνδος,» είπε η Ιζαμπώ, «θα νόμιζε κανείς ότι πάει για ιερέας!»
Η Ισαβέλλα γέλασε.
Ο Γεράρδος είπε: «Η αλήθεια είναι πως, πριν από λίγο, προτού ο Ρογήρος έρθει και με ξυπνήσει, έβλεπα κι εγώ ένα παράξενο όνειρο. Και μέσα στο όνειρο ήσουν εσύ, Εδμόνδε, και μου έλεγες: Βλέπεις; Ήρθα. Είμαι εδώ. Ήταν, πράγματι, σα να σε είχα καλέσει. Αλλά δε θυμάμαι ποτέ να σε καλώ, με κανέναν τρόπο.»
«Τέλος πάντων. Τώρα έχω έρθει. Επιθυμείς να μιλήσουμε;»
«Ασφαλώς,» είπε ο Γεράρδος. «Πιθανώς, μάλιστα, να μου φανείς χρήσιμος. Είμαστε εδώ προκειμένου να μάθουμε τι ακριβώς συμβαίνει στη διάσταση της Χάρνταβελ. Ο Πρίγκιπας έχει ακούσει ότι κάποιοι… αντικατοπτρισμοί παρουσιάζονται, κι έχει ανησυχήσει.»
«Δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα, Γεράρδε,» είπε ο Ρογήρος, καθώς ορισμένοι κάθονταν κι ορισμένοι έμεναν όρθιοι· δεν υπήρχαν αρκετές καρέκλες για όλους. «Τα χωράφια παντού στη διάσταση, για ανεξήγητο λόγο, φαίνεται να χάνουν τη γονιμότητά τους. Ξεραίνονται. Και το ίδιο συμβαίνει και με τα ζώα· οι γέννες έχουν μειωθεί. Ακόμα και οι άνθρωποι έχουν υπογεννητικότητα, λένε κάποιοι. Και οι ιερείς, παρότι θυσιάζουν στον Θεό, δεν έχουν καταφέρει να αντιστρέψουν την κατάσταση.»
«Είδα ανθρωποθυσίες καθώς ερχόμουν,» είπε ο Γεράρδος· «και στη Χάρνταβελ γίνονταν ανθρωποθυσίες μόνο πριν από πολλά, πολλά χρόνια.»
«Από την Απολλώνια είπες ότι έρχεσαι αλλά δεν ξέρεις και λίγα για τη διάστασή μας.»
«Σου είπα, είμαι γηγενής· κάποτε έμενα στη Χάρνταβελ. Γι’αυτό μ’έστειλε ο Πρίγκιπας.»
«Νομίζει ότι μπορεί να μας βοηθήσει;»
«Δεν ξέρει ακόμα,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Πρέπει πρώτα να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Οι αντικατοπτρισμοί τι είναι ακριβώς; Γνωρίζει κανείς σας;»
«Έχω ακούσει πολλές ιστορίες, αλλά….» Κούνησε το κεφάλι.
«Πριν από μερικές μέρες,» είπε ο Εδμόνδος, «οι Παντοκρατορικοί έφεραν στην Ερρίθια ένα νεκρό τέρας. Ένα πελώριο σκουλήκι, που λένε ότι εμφανίστηκε περιέργως στη Χάρνταβελ, ότι ήρθε μέσα από τους αντικατοπτρισμούς. Είδα τους ιερείς να το καίνε στην Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας.»
«Έχουν συμβεί κι άλλα τέτοια;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ. «Έχουν παρουσιαστεί πλάσματα που φαίνεται πως δεν είναι από τη Χάρνταβελ;»
«Απ’όσο ξέρω, όχι.»
Ο Σέλιρ’χοκ κοίταξε τον Σθένελο’σαρ. Ο Ερευνητής είπε: «Αν αραιώνουν τα διαστασιακά τοιχώματα της Χάρνταβελ, τότε ίσως… ίσως να μπορούν κάποια πλάσματα να γλιστρήσουν μέσα. Οι αντικατοπτρισμοί, όμως, δεν είναι σε σταθερά σημεία, έτσι;» ρώτησε τον Εδμόνδο.
«Εννοείς, αν εμφανίζονται πάντα σ’ένα μέρος;»
Ο Σθένελος ένευσε.
«Όχι,» είπε ο Εδμόνδος. «Παρουσιάζονται μια εδώ μια εκεί. Είδαμε κι εμείς – εγώ, η Ιζαμπώ, κι η Ισαβέλλα – έναν αντικατοπτρισμό τελευταία. Βρισκόμασταν κοντά στον Μεγάλο Ποταμό, βόρεια του Κεντροδάσους. Είχαμε σταματήσει το όχημά μας στις όχθες και κατασκηνώναμε για το βράδυ. Η Ισαβέλλα είχε πάει να μαζέψει νερό, όταν ακούσαμε το ουρλιαχτό της και γυρίσαμε να κοιτάξουμε τι συνέβαινε–»
«Δεν ούρλιαξα,» τον διέκοψε η ξανθομάλλα χορεύτρια. «Απλώς φώναξα, για να σας προειδοποιήσω.»
«Ο ποταμός ήταν σα νάχε χωριστεί στα δύο!» είπε ο Εδμόνδος, μελοδραματικά. «Τα νερά του είχαν ανοίξει, κι από μέσα φαινόταν ένας ξερός τόπος. Εκεί υπήρχε μια τρύπα στο έδαφος, κι από την τρύπα είχε μόλις βγει ένας άντρας με πράσινο δέρμα. Ερχόταν προς εμάς μοιάζοντας να μας κουνά το χέρι· κι επίσης, πρέπει να φώναζε, αλλά η φωνή του ακουγόταν πολύ αδύναμα. Και μετά, μια κραυγή σαν το ουρλιαχτό του ανέμου τη σκέπασε, και δυνατό φως έπεσε πάνω στον άντρα, και ο αντικατοπτρισμός εξαφανίστηκε. Ο Μεγάλος Ποταμός κυλούσε και πάλι λες και τα νερά του να μην είχαν ποτέ σχιστεί στα δύο.»
«Ο ποταμός μπορεί, όντως, να μη σχίστηκε στα δύο,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Μπορεί απλά να σας φάνηκε έτσι.»
Ο Σθένελος κατένευσε, δείχνοντας να συμφωνεί. «Αν κάτι είχε διακόψει τη ροή του ποταμού, τα νερά θα είχαν φουσκώσει, θα είχαν πλημμυρίσει την όχθη. Συνέβη κάτι τέτοιο;»
«Όχι,» παραδέχτηκε ο Εδμόνδος.
«Θες να πεις,» ρώτησε η Ισαβέλλα τον Σθένελο, «ότι ήταν όλα στο μυαλό μας;»
«Δεν ήταν παραίσθηση, αν αυτό εννοείς. Νομίζω ότι η Χάρνταβελ έρχεται, σε ορισμένα σημεία, σ’επαφή με κάποια άλλη διάσταση. Τα τοιχώματά τους ακουμπάνε και, καθώς υφίσταται προφανώς αραίωση, φαίνονται εικόνες.»
Η Ισαβέλλα τον κοίταξε σα να της μιλούσε σε κάποια ξεχασμένη διάλεκτο της Συμπαντικής.
«Τέλος πάντων,» είπε ο Σθένελος. «Δεν είμαι σίγουρος, έτσι κι αλλιώς.»
«Οι Παντοκρατορικοί τι έχουν κάνει για όλ’αυτά;» ρώτησε ο Γεράρδος τον Εδμόνδο.
«Απ’ό,τι ξέρω, στέλνουν ανθρώπους τους στα μέρη που παρουσιάζονται οι αντικατοπτρισμοί. Μια μάγισσα, κυρίως, το ερευνά το θέμα. Αρίνη’σαρ, τη λένε. Ερευνήτρια, σαν εσένα, φίλε μου,» είπε στον Σθένελο. Και στράφηκε πάλι στον Γεράρδο. «Είναι από παλιά εδώ, αυτή η Αρίνη’σαρ. Είναι σύζυγος του Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ.»
Τέρι Κάρμεθ;… Ο Γεράρδος νόμιζε ότι τον είχε ξανακούσει. Όταν εγώ έφευγα από τη Χάρνταβελ, τότε πρέπει αυτός να είχε πρωτοέρθει. «Είναι γνωστός εδώ;» ρώτησε τον Εδμόνδο, γιατί τέτοια εντύπωση τού είχε δώσει ο τροβαδούρος έτσι όπως είχε μιλήσει για τον ταγματάρχη.
«Ναι. Είναι ο παλιότερος αξιωματικός της Παντοκράτειρας στη Χάρνταβελ, νομίζω.»
«Κι ο Παντοκρατορικός Επόπτης;» ρώτησε η Βατράνια.
«Αυτός είναι καινούργιος. Τελευταία έχει έρθει. Λένε ότι παλιά ήταν στη Βίηλ· τον έχουν για ήρωα εκεί, έχω ακούσει.»
«Τι συμπέρασμα έχουν βγάλει οι Παντοκρατορικοί για τους αντικατοπτρισμούς και τ’άλλα που συμβαίνουν στη διάσταση;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ. «Ξέρεις;»
«Δεν έχω ιδέα, φίλε μου. Πάντως, νομίζω ότι πρέπει κι αυτοί νάναι μπερδεμένοι.»
«Θα μας πεις κι άλλες περιπτώσεις αντικατοπτρισμών;» ζήτησε ο Σθένελος. «Θα ήθελα να μάθω τι ακριβώς παρουσιάζεται.»
Ο Σέλιρ’χοκ ένευσε. «Κι εγώ.»
«Φυσικά και θα σας πω ό,τι έχω ακούσει,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος. «Και είμαι βέβαιος πως κι ο φίλος μου ο Ρογήρος ξέρει διάφορες ιστορίες.»
Ο πανδοχέας κατένευσε. «Ναι. Άμα αρχίσω να σας λέω για όλ’αυτά, θα ζαλιστούν τ’αφτιά σας.»
«Ζάλισέ μας, λοιπόν,» είπε ο Γεράρδος. «Ώς το πρωί, δεν έχουμε τίποτ’άλλο να κάνουμε.»
Η Ναραλμάδια ήταν οικοδομημένη επάνω σ’έναν μεγάλο λόφο, με ψηλά, γκρίζα τείχη να την περιτριγυρίζουν. Ο δρόμος που οδηγούσε προς την πύλη της περνούσε ανάμεσα από χωράφια. Τα φώτα αγροικιών διακρίνονταν μέσα στη νύχτα.
Ο Τέρι είχε σηκώσει την καταπακτή του άρματός του και ήταν κατά το ήμισυ έξω, καθώς ο οδηγός το κατεύθυνε προς τη Ναραλμάδια. Οι καβαλάρηδες του ταγματάρχη ακολουθούσαν.
Η πύλη της πόλης ήταν κατεβασμένη – την έκλειναν μετά τη δύση του ήλιου – και οι φρουροί στις επάλξεις φώναξαν στους Παντοκρατορικούς να σταματήσουν και να δηλώσουν ποιοι ήταν και τι ήθελαν.
«Ονομάζομαι Ταγματάρχης Τέρι Κάρμεθ!» φώναξε ο Τέρι. «Έρχομαι κατόπιν εντολής του Παντοκρατορικού Επόπτη της Ερρίθιας, για να μιλήσω με την Αρχόντισσα Μοργκάνα.»
«Η Αρχόντισσα θα ειδοποιηθεί για τον ερχομό σας, Ταγματάρχη. Στο μεταξύ πρέπει να περιμένετε.» Ο στρατιώτης που μιλούσε δεν φαινόταν σαν τίποτα περισσότερο από μια σκιά πάνω στις επάλξεις.
«Θα περιμένω,» αποκρίθηκε ο Τέρι. Και περίμενε.
Κατέβηκε από το άρμα του και άναψε τσιγάρο. Έριξε μια ματιά γύρω, στα χωράφια, προσπαθώντας να διακρίνει ποια ήταν καλά και ποια είχαν ξεραθεί. Αυτό, όμως, ήταν αδύνατον, διαπίστωσε, μέσα στη νύχτα.
Ο στρατιώτης φώναξε από τις επάλξεις, όταν ο Τέρι είχε σχεδόν τελειώσει το τσιγάρο του: «Η Αρχόντισσα σάς ζητά να περάσετε, Ταγματάρχη – εσείς και μερικοί έμπιστοί σας. Οι άλλοι πολεμιστές σας πρέπει να κατασκηνώσουν έξω από τα τείχη.»
«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Τέρι, που περίμενε ότι αυτή θα ήταν η απάντηση της Αρχόντισσας.
Είδε την πύλη της πόλης να σηκώνεται ώς ένα σημείο.
Στη Λοχαγό Λάρνω είπε: «Κατασκηνώστε εδώ, παραπλεύρως του δρόμου.»
«Μάλιστα, κύριε Ταγματάρχη.»
Ο Τέρι ανέβηκε σ’ένα άλογο, πήρε μαζί του τέσσερις παλιούς πολεμιστές, έφιππους επίσης, και πήγε προς τη μισάνοιχτη πύλη της Ναραλμάδιας. Δε νόμιζε ότι πραγματικά χρειαζόταν προστασία, αλλά ήταν και θέμα κύρους. Δεν μπορούσε να πάει τελείως μόνος.
Καθώς περνούσε την πύλη, σκέφτηκε: Ελπίζω η Αρχόντισσα Μοργκάνα να είναι πιο συνεννοήσιμη από τον σύζυγό της. Γιατί, αν ήταν κι αυτή σαν τον Λεοπόλδο, ο Τέρι αποκλείεται να την κατάφερνε να αποτραβήξει τους μαχητές της από την ανατολική μεριά του ποταμού, ώστε και ο Άρχοντας Ροβέρτος να πάρει τους δικούς του μαχητές από τη γέφυρα· κι αυτή ήταν η μοναδική αρχή που μπορούσε ο Τέρι να κάνει προκειμένου να σταματήσει τον πόλεμο σε τούτες τις περιοχές.
Πίσω από την πύλη, τον περίμεναν έξι καβαλάρηδες ντυμένοι με κυανούς μανδύες και κράνη. Από τις ζώνες τους κρέμονταν ξίφη και πιστόλια.
«Ταγματάρχη,» είπε ο ένας. «Θα σας οδηγήσουμε στο κάστρο.»
Ο Τέρι απλώς ένευσε, και τους ακολούθησε μέσα στους λιθόστρωτους δρόμους της Ναραλμάδιας, οι οποίοι ήταν σχετικά στενοί στο μεγαλύτερό τους μέρος. Η πόλη ήταν, καταφανώς, φτιαγμένη για άμυνα, ώστε να μπορεί ν’αντέξει σε πολιορκία, και οι υπερασπιστές της να μπορούν να απωθήσουν εύκολα τους εχθρούς. Τα σπίτια της ήταν πέτρινα, κυρίως, και όχι ψηλά, ειδικά αυτά που βρίσκονταν κοντά στα τείχη. Το κάστρο της Αρχόντισσας ήταν στη βορειοδυτική άκρη, και η μεγάλη σιδερένια πύλη του ήταν κλειστή όταν έφτασαν μπροστά της.
Ο αρχηγός των έξι καβαλάρηδων (οι οποίοι πρέπει να ήταν προσωπικοί φρουροί της Μοργκάνας, απ’ό,τι καταλάβαινε ο Τέρι, όχι απλοί φρουροί της πόλης) αφίππευσε και χτύπησε την πύλη με το πέρας της λαβής του ξίφους του.
«Φέρνω τον ταγματάρχη!» φώναξε.
Το ένα από τα δύο φύλλα της πύλης άνοιξε, μ’έναν δυνατό τριγμό μετάλλων.
Ο Τέρι και οι στρατιώτες του μπήκαν στο κάστρο ακολουθώντας τους καβαλάρηδες της Αρχόντισσας. Μια υπηρέτρια συνάντησε τον ταγματάρχη και του είπε ότι, εκτός αν είχε επείγον μήνυμα να μεταφέρει, θα έπρεπε να μιλήσει στην Αρχόντισσα το πρωί. Εν τω μεταξύ, όμως, εκείνος και οι πολεμιστές του θα φιλοξενούνταν στο κάστρο. Ο Τέρι αποκρίθηκε ότι δεν υπήρχε πρόβλημα: κι εκείνος θα προτιμούσε να μιλήσει το πρωί μαζί της.
Σταβλίτες πήραν τα άλογά τους, για να τα περιποιηθούν, και η υπηρέτρια (μια παχουλή γυναίκα με μαύρα μαλλιά, δεμένα κότσο, και λευκό δέρμα), αφού τους ρώτησε αν είχαν φάει κι εκείνοι έδωσαν αρνητική απάντηση, τους οδήγησε στην τραπεζαρία του κάστρου για να τους φιλέψουν. Η αίθουσα ήταν μεγάλη και είχε δύο ξύλινα στενόμακρα τραπέζια. Ο Τέρι κάθισε στην κορυφή του ενός από αυτά, και οι πολεμιστές του κάθισαν δεξιά κι αριστερά του, δύο από τη μια μεριά και δύο από την άλλη. Το τραπέζι ήταν στρωμένο μ’ένα λευκό τραπεζομάντηλο που είχε ελάφια κεντημένα επάνω. Στους τοίχους της αίθουσας υπήρχαν πίνακες οι οποίοι πρέπει να απεικόνιζαν προγόνους της Αρχόντισσας Μοργκάνας, υπέθετε ο Τέρι. Στο ταβάνι ήταν λάμπες που τροφοδοτούνταν με ενέργεια μέσω καλωδίων που σκαρφάλωναν πάνω στις πέτρες και κρύβονταν πίσω από ταπετσαρίες. Οι ενεργειακές φιάλες, μάλλον, βρίσκονταν κάπου στα υπόγεια του κάστρου.
Σε μια γωνία της αίθουσας υπήρχε ένα αρκετά μεγάλο ηχοσύστημα, και η υπηρέτρια ρώτησε: «Θα επιθυμούσατε μουσική, κύριε Ταγματάρχη;»
«Γιατί όχι;»
«Κάποια ιδιαίτερη προτίμηση; Η Αρχόντισσα έχει μουσική από διάφορες διαστάσεις.»
«Κάτι ελαφρύ, καλύτερα. Ντόπιο.»
Η υπηρέτρια πάτησε μερικά πλήκτρα πάνω στο ηχοσύστημα, και η αίθουσα γέμισε με μελωδίες από αυλούς και κύμβαλα.
Κοίταξε τον Τέρι ερωτηματικά. Εκείνος ένευσε, για να δείξει ότι ενέκρινε τη μουσική. Τουλάχιστον, έχουν διαταγές να προσπαθήσουν να μας κάνουν να αισθανθούμε άνετα, σκέφτηκε. Μετά, όμως, θυμήθηκε ότι και ο Λεοπόλδος είχε επιχειρήσει με διάφορους τρόπους να τον φέρει με το μέρος του και να τον στρέψει εναντίον του Ροβέρτου. Μπορεί και η Αρχόντισσα Μοργκάνα να προσπαθούσε ακριβώς το ίδιο πράγμα αλλά με διαφορετική μέθοδο.
Η υπηρέτρια έφυγε από την αίθουσα και, σε λίγο, ένας άλλος υπηρέτης ήρθε, φέρνοντας δύο καράφες – μία με κρασί και μία με μπίρα – και κούπες.
«Φαγητό πότε θα έχει;» τον ρώτησε ένας από τους στρατιώτες του Τέρι, καθώς ο υπηρέτης γέμιζε την κούπα του με κρασί.
«Αμέσως, κύριε. Το ετοιμάζουν.»
Ο υπηρέτης έφυγε όταν είχε γεμίσει όλων τις κούπες με το ποτό που ήθελαν.
Ο Τέρι κοίταξε τον Ρίμναλ – τον στρατιώτη που είχε μιλήσει. «Πεινάς ή προσπαθείς να τους τρομάξεις;»
«Πεινάω, κύριε Ταγματάρχη. Ειλικρινώς,» αποκρίθηκε εκείνος, πίνοντας μια μεγάλη γουλιά κρασί. Βρισκόταν πολλά χρόνια στη Χάρνταβελ: τόσα χρόνια όσα και ο Τέρι. Ήταν μαζί του από την αρχή, και δεν είχε πάρει μετάθεση. Είχε δέρμα γαλανό και κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά· το βλέμμα του ήταν άγριο: όλοι το έλεγαν.
«Θ’αρχίσει να νομίζει ο ταγματάρχης ότι δε μας ταΐζει καλά,» του είπε η Βίλνα, υπομειδιώντας. Κι αυτή ήταν από παλιά μαζί με τον Τέρι. Καταγόταν από τη Χάρνταβελ. Ήταν μεγαλόσωμη, και είχε δέρμα πορφυρό και σκούρα πράσινα μαλλιά, που τώρα οι δύο μπροστινές τούφες τους ήταν δεμένες πίσω απ’το κεφάλι της.
Ο Ρίμναλ, αντί ν’απαντήσει, ήπιε κι άλλο απ’το κρασί του και ξαναγέμισε την κούπα του.
Ο Καλιόστρο άναψε τσιγάρο και, ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα, φύσηξε καπνό προς το ταβάνι. Ο Νόρις είπε: «Κύριε Ταγματάρχη, θα έπρεπε να της είχες ζητήσει να βάλει τίποτα καλύτερο ν’ακούσουμε. Τίποτα Ελάσσονες Ανεμοβούβαλους, από τη Σεργήλη· δεν μπορεί να μην τους έχει, αν έχει μουσικές από διάφορες διαστάσεις.»
«Καλή είναι αυτή η μουσική,» του είπε ο Τέρι. «Για να μένουμε στο κλίμα της περιοχής.»
«Τρυπάνε τ’αφτιά μου τα γαμημένα σουραύλια τους…» μούγκρισε ο Νόρις, και ήπιε μπίρα.
Ο Καλιόστρο τού έριξε ένα λοξό βλέμμα, χαμογελώντας. Ο Ρίμναλ γέλασε.
Ο Νόρις και ο Καλιόστρο ήταν επίσης παλιοί στη Χάρνταβελ, γι’αυτό είχαν και το θάρρος να συζητούν έτσι με τον ταγματάρχη τους. Ο Τέρι τούς ήξερε από τότε που είχε πρωτοέρθει σε τούτη την παρακμιακή γωνιά του σύμπαντος.
Ένας υπηρέτης – ο προηγούμενος που είχε εμφανιστεί – και μία υπηρέτρια – όχι αυτή που τους είχε οδηγήσει εδώ, αλλά μια πολύ νεότερη και ομορφότερη πορφυρόδερμη κοπέλα – μπήκαν στην αίθουσα κι άρχισαν ν’αφήνουν πιάτα επάνω στο τραπέζι: ψητά κρέατα, ζυμαρικά, βραστές πατάτες με σάλτσα, φρούτα της εποχής.
«Φχαριστούμε, όμορφο ζαρκάδι,» είπε ο Ρίμναλ στην υπηρέτρια, χτυπώντας τον δεξή της μηρό με την παλάμη του και κλείνοντάς της το μάτι. Εκείνη έκανε πως δεν πρόσεξε και απομακρύνθηκε.
«Είσαι γουρούνι,» του είπε η Βίλνα. «Και η γυναίκα σου σε περιμένει στην Ερρίθια.»
«Και τι μ’αυτό; Τόσο δρόμο δεν έχουμε κάνει; Τόσες μέρες ταλαιπωρίες…»
«Ηρεμία,» τους είπε ο Τέρι. «Δε θέλουμε η Αρχόντισσα Μοργκάνα να σχηματίσει άσχημη γνώμη για εμάς. Τουλάχιστον, όχι μέχρι να κάνω τη δουλειά μου μαζί της.»
Όταν τελείωσαν το φαγητό τους, οι υπηρέτες του κάστρου τούς οδήγησαν στον ξενώνα: τους στρατιώτες σε δίκλινα δωμάτια και τον ταγματάρχη σε μονόκλινο. Ο Τέρι είδε ότι στο μπάνιο υπήρχε μια ολόκληρη πέτρινη λεκάνη γεμάτη νερό και σαπούνι, για να πλυθεί αν ήθελε. Και ήθελε. Ύστερα από τόσες ημέρες στον δρόμο τού χρειαζόταν.
*
Το κάστρο της Ναραλμάδιας ήταν ήσυχο τη νύχτα. Μονάχα κανένα απόμακρο τρίξιμο ή βήματα ακούγονταν, καθώς και ο άνεμος που σφύριζε έξω απ’τα παράθυρα.
Ο Τέρι κοιμήθηκε ήσυχα παρότι ήξερε ότι το πρωί θα είχε να κάνει διαπραγματεύσεις. Εξάλλου, δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε τέτοιες καταστάσεις στη Χάρνταβελ, αν και όφειλε να παραδεχτεί ότι η συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον θα αποδεικνυόταν δύσκολη.
Όταν ξύπνησε είχε την αίσθηση ότι έπρεπε να βρισκόταν στο σπίτι του, στα Ανάκτορα του Υπεράρχη, και ότι η Αρίνη έπρεπε να ήταν ξαπλωμένη δίπλα του. Καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι και ετοιμαζόταν, αναρωτήθηκε αν η Αρίνη είχε πάρει την απόφασή της όσο εκείνος έλειπε. Θα κρατούσε το παιδί ή όχι; Ο ίδιος ο Τέρι δεν ήταν σίγουρος για το τι όφειλε να κάνει. Φοβόταν ότι ίσως, αν δεν το κρατούσε, να μην έκαναν άλλο. Αλλά μάλλον αυτός ο φόβος του ήταν ανόητος, και το ήξερε.
Βγαίνοντας απ’το δωμάτιό του συνάντησε τους πολεμιστές του, οι οποίοι τον περίμεναν στο καθιστικό του ξενώνα, όπου οι υπηρέτες τούς είχαν φέρει πρωινό. Αφού καλημερίστηκαν με τον ταγματάρχη, άρχισαν όλοι να τρώνε – αν και η αλήθεια ήταν ότι ο Ρίμναλ έμοιαζε να είχε ήδη αρχίσει.
Προτού τελειώσουν το πρωινό, η παχουλή υπηρέτρια που τους είχε οδηγήσει στην τραπεζαρία ήρθε και είπε ότι η Αρχόντισσα περίμενε τον ταγματάρχη για να μιλήσουν· μόλις ο ταγματάρχη ήταν έτοιμος, δεν είχε παρά να ζητήσει από τον φρουρό έξω από τον ξενώνα να τον πάει σ’εκείνη. Ο Τέρι ευχαρίστησε την υπηρέτρια, κι αυτή, κάνοντας μια υπόκλιση, έφυγε.
«Να έρθουμε μαζί σας, κύριε Ταγματάρχη;» ρώτησε ο Καλιόστρο, βλέποντας ότι ο Τέρι σκούπιζε τα χείλη του και σηκωνόταν.
«Δε χρειάζεται. Καθίστε.»
Ο Τέρι βγήκε από τον ξενώνα, συνάντησε τον φρουρό απέξω, κι εκείνος τον οδήγησε στην αίθουσα όπου τον περίμενε η Αρχόντισσα Μοργκάνα.
Ήταν καθισμένη επάνω σ’έναν ξύλινο θρόνο σκεπασμένο με κεντητά υφάσματα και με μαξιλάρια στο κάθισμα και στην πλάτη. Φορούσε ένα μακρύ πράσινο φόρεμα γεμάτο περίτεχνα κεντήματα με χοντρή λευκή κλωστή, που ανάμεσά τους ήταν ραμμένοι γυαλιστεροί λίθοι. Το δέρμα της ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ, τα μαλλιά της μακριά και καστανά, καλοχτενισμένα και φτιαγμένα πλεξίδα. Τα μάτια και τα χείλη της ήταν έντονα βαμμένα. Μια μεγάλη, χρυσή καρφίτσα γυάλιζε επάνω στο αριστερό της στήθος.
«Καλημέρα, Ταγματάρχη,» χαιρέτησε χωρίς να σηκωθεί από τον θρόνο της.
«Καλημέρα, Αρχόντισσά μου.» Ο Τέρι τής έκανε μια υπόκλιση, όπως άρμοζε στην κοινωνική θέση της.
Η Μοργκάνα τον παρατήρησε, με το σαγόνι της ακουμπισμένο στα μακριά δάχτυλα του δεξιού της χεριού. Τα νύχια της ήταν επίσης μακριά και βαμμένα μαύρα. Οι κινήσεις της είχαν κάτι το νωχελικό, αδύνατο να μην το προσέξεις. «Οι φρουροί μου μου είπαν ότι ήρθατε μες στη νύχτα. Αν επρόκειτο για κάτι επείγον θα σας συναντούσα αμέσως, ασφαλώς…»
«Καλύτερα τώρα, Αρχόντισσά μου, που έχουμε και οι δύο καθαρό μυαλό.»
«Παρακαλώ, Ταγματάρχη, καθίστε αν θέλετε,» είπε η Μοργκάνα, δείχνοντας τις θέσεις στο τραπέζι αντίκρυ της. Η ίδια, όμως, δεν έκανε καμία κίνηση να σηκωθεί από τον θρόνο της.
Και ο Τέρι προτιμούσε να είναι κοντά της όσο θα μιλούσαν, όχι να απομακρυνθεί κι άλλο. «Ευχαριστώ αλλά δεν χρειάζεται.»
«Όπως επιθυμείτε,» αποκρίθηκε η Μοργκάνα μορφάζοντας αδιάφορα. «Ποιος ο λόγος της επίσκεψής σας;»
«Ο Παντοκρατορικός Επόπτης της Ερρίθιας με έστειλε, Αρχόντισσά μου, εξαιτίας του πολέμου σας με τον Άρχοντα Ροβέρτο της Υλιριλίδιας.»
Η Μοργκάνα τον ατένιζε χωρίς να μιλά, περιμένοντάς τον να συνεχίσει.
«Οι εντολές μου είναι να σταματήσω τον πόλεμο,» δήλωσε ο Τέρι. «Να επιβάλω την ειρήνη, αν χρειαστεί. Αλλά εύχομαι να μην αποδειχτεί απαραίτητη η χρήση βίας.»
«Στον Άρχοντα Ροβέρτο έχετε μιλήσει, Ταγματάρχη;»
«Μάλιστα.»
«Γνωρίζετε, λοιπόν, ότι εκείνος ξεκίνησε τον πόλεμο και ότι το στράτευμά του έχει καταυλιστεί δυτικά της γέφυρας, μέσα σε δικά μας εδάφη;»
«Γνωρίζω για την κατάσταση στη γέφυρα, Αρχόντισσά μου. Από εκεί έρχομαι. Εκτός από τον Άρχοντα Ροβέρτο, μίλησα και με τον σύζυγό σας, τον Στρατηγό Λεοπόλδο. Σύμφωνα όμως με τα λεγόμενα του Άρχοντα Ροβέρτου, εσείς ξεκινήσατε τον πόλεμο, όταν σφετεριστήκατε εδάφη που ανήκουν στο Αρχοντάτο της Υλιριλίδιας.»
«Εκείνος ξεκίνησε τις εχθροπραξίες, Ταγματάρχη!» είπε έντονα η Μοργκάνα. «Μας επιτέθηκε με τους μισθοφόρους του.»
«Δεν βρισκόσασταν, δηλαδή, μέσα στα εδάφη του; Δεν είχατε βάλει ανθρώπους σας να τα σπείρουν;»
Η Μοργκάνα γέλασε επιτηδευμένα. «Του κάναμε χάρη, Ταγματάρχη! Εκείνα τα εδάφη κανένας δεν τα εκμεταλλευόταν. Τα χωράφια σύντομα θα ξεραίνονταν, όπως τόσα και τόσα έχουν ξεραθεί. Κι επιπλέον, πριν από μια γενεά, η συγκεκριμένη περιοχή ήταν δική μας: ανήκε στο Αρχοντάτο της Ναραλμάδιας. Βρίσκεται στα σύνορα, βλέπετε.
»Ο Άρχοντας Ροβέρτος δεν επιχείρησε καν να μας μιλήσει, Ταγματάρχη· αμέσως μόλις του είπαν ότι είδαν ανθρώπους μας στα εδάφη του, έστειλε τους φονιάδες του να τους πετσοκόψουν! Και μετά, συνέχισε. Προχώρησε μέσα στις περιοχές μας, σαν ξαφνικά να είχε το δικαίωμα να τις θέσει υπό την κατοχή του!
»Αν θέλετε να σταματήσετε τον πόλεμο, Ταγματάρχη, ο καλύτερος τρόπος είναι σταματώντας τον Άρχοντα Ροβέρτο. Για όνομα του Θεού, ελάχιστους πιο αιμοχαρείς ανθρώπους από αυτόν έχω δει στη ζωή μου! Κανέναν, ίσως.»
«Μιλώντας μαζί του, Αρχόντισσά μου, μου φάνηκε πως αντέδρασε έτσι επειδή αισθάνθηκε αδικημένος–»
«Αδικημένος αισθάνεται κάποιος αφότου έχει επιχειρήσει να μιλήσει πρώτα!»
«Καθαρπάξατε, όμως, εδάφη που του ανήκαν…»
«Ταγματάρχη, σας διαβεβαιώνω ότι δεν κάναμε κανένα κακό απολύτως. Τα χωράφια αυτά είχαν εγκαταλειφθεί και κινδύνευαν. Ακόμα κι ο Θεός ήταν με το μέρος μας!»
Του Τέρι δεν του άρεσε καθόλου αυτό, έτσι όπως το είχε πει η Μοργκάνα. «Τι εννοείτε, Αρχόντισσά μου; Σας το είπαν οι ιερείς;»
«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε εκείνη. «Μου μίλησε ο Μεγάλος Πατέρας Τζοσελίνος, λέγοντάς μου ότι όλα τα σημάδια ήταν ευνοϊκά. Η γη επιθυμούσε τη μέριμνά μας.»
«Αυτό σημαίνει ότι ο Άρχοντας Ροβέρτος, υπερασπιζόμενος τα εδάφη του, έδρασε εναντίον της θέλησης του Θεού;»
«Ο Άρχοντας Ροβέρτος δεν υπερασπίζεται πλέον τα εδάφη του! Είναι φανερό ότι δεν ήθελε παρά μονάχα μία αφορμή για να μας επιτεθεί. Οι πολεμιστές του βρίσκονται σε πολλά μέρη μέσα στο αρχοντάτο μου. Μπορώ να σας τα δείξω κι επάνω στον χάρτη, αν επιθυμείτε.»
«Μου τα έχει δείξει ο σύζυγός σας,» αποκρίθηκε ο Τέρι.
«Πώς μπορείτε, τότε, να αμφισβητείτε τις φανερά εχθρικές διαθέσεις του Άρχοντα Ροβέρτου;»
«Δεν βρίσκομαι εδώ για να κάνω πόλεμο, Αρχόντισσά μου, αλλά για να φέρω την ειρήνη. Ο ίδιος ο Άρχοντας Ροβέρτος μού είπε, αφού συζήτησα μαζί του, ότι είναι πρόθυμος να αποτραβήξει τον στρατό του από τη γέφυρα αν κι εσείς δεχτείτε να αποτραβήξετε τους μαχητές σας που διέσχισαν τον ποταμό και βρέθηκαν στ’ανατολικά του, όχι και πολύ μακριά από την πόλη της Υλιριλίδιας.»
«Πραγματικά, Ταγματάρχη, τον πιστέψατε;» Η Μοργκάνα γέλασε, και σάλεψε πάνω στον θρόνο της. «Είναι προφανές ότι σας είπε ψέματα. Ακόμα κι αν αποτραβήξουμε τους πολεμιστές μας, εκείνος δεν πρόκειται να κάνει το ίδιο. Δεν σας το είπε ο Λεοπόλδος αυτό;»
«Δεν του μίλησα για το θέμα. Προτίμησα να έρθω απευθείας σ’εσάς. Διότι δεν νομίζω ότι ο Άρχοντας Ροβέρτος μού είπε ψέματα. Λέγοντας ψέματα σ’εμένα, θα ήταν σαν να ψεύδεται στον ίδιο τον Παντοκρατορικό Επόπτη, αφού είμαι απεσταλμένος του.»
«Ο Άρχοντας της Υλιριλίδιας είναι πανούργος, Ταγματάρχη. Μη βγάζετε γρήγορα συμπεράσματα.»
«Αυτό σημαίνει ότι δεν είστε πρόθυμη να συνεργαστείτε μαζί μου για την επίτευξη της ειρήνης;» ρώτησε ευθέως ο Τέρι.
«Φυσικά και είμαι. Εγώ πάντοτε υποστήριζα την Παντοκράτειρα. Είμαι πρόθυμη να συνεργαστούμε για να διώξουμε τους Υλιριλίδιους από τα εδάφη μου, και να τους στείλουμε εκεί όπου ανήκουν. Κι ελπίζω κάποια ποινή να τους επιβληθεί για τις ενέργειές τους…»
Σίγουρα, δεν ήταν χαζή. Απλώς έκανε πως δεν καταλάβαινε τι ακριβώς ζητούσε ο Τέρι. «Αρχόντισσά μου, σας επαναλαμβάνω: βρίσκομαι εδώ για να επιβάλω την ειρήνη. Δεν πρόκειται να σας βοηθήσω να πολεμήσετε τον Άρχοντα Ροβέρτο. Δεν θα πάρω το μέρος της μίας παράταξης ή της άλλης. Ζητώ, όμως, να υποχωρήσετε προκειμένου να υποχωρήσει και ο Άρχοντας Ροβέρτος. Το ξέρω ότι αυτό από μόνο του δεν θα λύσει το πρόβλημα· είναι, ωστόσο, ένα βήμα προς τη λύση.»
«Δεν μπορώ να κάνω ό,τι μου ζητάτε, Ταγματάρχη, διότι, γνωρίζοντας τον Άρχοντα Ροβέρτο καλύτερα από εσάς, είμαι βέβαιη πως θα εκμεταλλευτεί την υποχώρησή μας προς όφελός του· και δεν πρόκειται να του δώσω αυτό το πλεονέκτημα. Θα ήταν σαν να προδίδω τους προγόνους μου, τον Θεό, και τον λαό του αρχοντάτου μου.
»Ωστόσο,» πρόσθεσε διπλωματικά, «θα σκεφτώ την πρότασή σας. Θα τη συζητήσω και με τον σύζυγό μου, για να δω αν όντως μπορεί να γίνει κάτι προς αυτή την κατεύθυνση. Εν τω μεταξύ, ασφαλώς, θα σας φιλοξενήσω στο κάστρο μου για όσο επιθυμείτε.»
Προσπαθεί να με τραβήξει προς το μέρος της ξανά, παρατήρησε ο Τέρι, αν και με πιο πλάγιο τρόπο. Μένοντας στο κάστρο της θα ήταν σαν να λέει, εμμέσως πλην σαφώς, στον Άρχοντα Ροβέρτο ότι η Παντοκράτειρα υποστήριζε τους Ναραλμάδιους σε τούτο τον πόλεμο.
«Ευχαριστώ για τη φιλοξενία σας, Αρχόντισσά μου, αλλά θα προτιμούσα να επιστρέψω στα σύνορα, για να βρίσκομαι πιο κοντά στην πηγή του προβλήματος.»
Η όψη της Μοργκάνας φανέρωσε δυσαρέσκεια. «Αν αυτή είναι η επιθυμία σας….» Και ρώτησε: «Πότε σκοπεύετε να αναχωρήσετε;»
«Το συντομότερο δυνατό. Εκτός αν νομίζετε ότι έχουμε κάτι άλλο να πούμε.»
«Θα σας συνοδέψω,» δήλωσε η Μοργκάνα, «διότι, όπως σας είπα, θέλω να μιλήσω με τον σύζυγό μου.»
«Θα περιμένω να ετοιμαστείτε, τότε,» αποκρίθηκε ο Τέρι, «ώστε να φύγουμε μαζί.»
Η Μοργκάνα χαμογέλασε, λεπτά.
*
Ο Τέρι βγήκε από το κάστρο της Αρχόντισσας της Ναραλμάδιας και από την πόλη, για να συναντήσει, έξω από τα τείχη, τους καταυλισμένους στρατιώτες του και να πει στη Λοχαγό Λάρνω ότι θα ξεκινούσαν σύντομα για τη γέφυρα· θα ερχόταν, όμως, και η Αρχόντισσα Μοργκάνα μαζί τους, έτσι έπρεπε να την περιμένουν.
Ο Τέρι έμεινε για λίγο στο στρατόπεδο και, όταν είδε ότι πλησίαζε μεσημέρι και η Μοργκάνα δεν είχε ακόμα βγει, πέρασε πάλι την πύλη της πόλης επάνω στο άλογό του και πήγε στο κάστρο της Αρχόντισσας, όπου τον άφησαν να μπει χωρίς καμία διαδικασία. Κανένας από τους φρουρούς ή τους υπηρέτες δεν τον πλησίασε για να του πει το παραμικρό, κι έτσι ο Τέρι, αφού έδωσε το άλογό του στον σταβλίτη, βάδισε προς τον ξενώνα, όπου βρίσκονταν οι τέσσερις παλιοί στρατιώτες που τον είχαν ακολουθήσει ώς εδώ – ο Ρίμναλ, η Βίλνα, ο Καλιόστρο, και ο Νόρις, οι οποίοι είχαν μείνει στο κάστρο όσο εκείνος πήγε στο στρατόπεδο.
Ο Τέρι τούς βρήκε να παίζουν Οργή του Θεού: ένα παιχνίδι με ξύλινες κάρτες, τοπικό της Χάρνταβελ. Ο Καλιόστρο έμοιαζε να νικά, αν έκρινε κανείς από τα χρήματα που ήταν συγκεντρωμένα δίπλα του. Χαμογελούσε κάτω απ’το μεγάλο, μαύρο μουστάκι του.
«Σας είπε τίποτα η Αρχόντισσα;» τους ρώτησε ο Τέρι.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Νόρις. «Θα έπρεπε να μας είχε πει κάτι;»
Ο Τέρι κάθισε σε μια καρέκλα. «Απλώς αναρωτιέμαι πότε σκοπεύει να φύγουμε.»
Κανένας από τους άλλους δεν μίλησε, και ο Τέρι σκέφτηκε ότι ίσως η Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας να προσπαθούσε να τον καθυστερήσει. Αλλά γιατί; Δεν έμοιαζε λογικό. Είχε κάποιο σχέδιο κατά νου, με το οποίο σκόπευε να τον φέρει προς τη δική της μεριά και να τον στρέψει εναντίον του Άρχοντα Ροβέρτου; Ό,τι κι αν ήταν – αν όντως ήταν κάτι τέτοιο – δεν θα έπιανε. Ο Τέρι δεν υπήρχε περίπτωση να πάρει ούτε το μέρος της Ναραλμάδιας ούτε το μέρος της Υλιριλίδιας σ’ετούτη τη σύγκρουση. Είχε έρθει για να επιβάλει την ειρήνη, κι αν χρειαζόταν θα ζητούσε ενισχύσεις από τον Παντοκρατορικό Επόπτη της Ερρίθιας.
Ένας υπηρέτης και μια υπηρέτρια – οι ίδιοι που τους είχαν φέρει φαγητά και την προηγούμενη φορά – ήρθαν το μεσημέρι για να τους σερβίρουν το μεσημεριανό τους. Ο Τέρι τούς ρώτησε τι ώρα σκόπευε η Αρχόντισσα να ξεκινήσει, αλλά εκείνοι αποκρίθηκαν πως δεν ήξεραν τίποτα. Ο Τέρι σκέφτηκε πως, αν δεν αποφάσιζε η Μοργκάνα να φύγει ώς το απόγευμα, θα ζητούσε να τη δει και θα της δήλωνε ότι θα έφευγε χωρίς εκείνη. Παρότι το ήξερε πως δεν υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος να βιάζεται, δεν του άρεσε να τον καθυστερούν.
Όμως…
Οι σκέψεις του πήραν μια διαφορετική κατεύθυνση. Ακόμα κι αν πήγαινε πάλι στη γέφυρα, τι θα μπορούσε να κάνει εκεί; Μονάχα να αποτρέψει μια σύγκρουση, αν τα κατάφερνε. Δεν θα σταματούσε τον πόλεμο ανάμεσα στα δύο αρχοντάτα. Ο μόνος τρόπος για να το πετύχει αυτό ήταν να βάλει την Αρχόντισσα Μοργκάνα και τον Άρχοντα Ροβέρτο να έρθουν σε κάποιον συμβιβασμό. Κι αν βρισκόταν κοντά στη Μοργκάνα, ίσως κατόρθωνε, κάπως, να την πείσει να κάνει εκείνο που ήθελε – να αποτραβήξει τις δυνάμεις της από τα ανατολικά του ποταμού – ή κάτι άλλο, παρόμοιο, που θα ανάγκαζε και τον Ροβέρτο να αποτραβηχτεί, με αποτέλεσμα ο πόλεμος να λήξει.
Υπομονή, λοιπόν. Δε χρειάζονταν βιαστικές κινήσεις.
Το μεσημέρι, μετά το φαγητό, ο Τέρι ξεκουράστηκε στο δωμάτιό του και, το απόγευμα, ενώ σηκωνόταν, κάποιος χτύπησε την πόρτα του.
«Ποιος είναι;» ρώτησε, έχοντας μόλις βγει από το μπάνιο, με το πρόσωπό του πλυμένο.
«Η Αρχόντισσα είναι έτοιμη να ξεκινήσετε, κύριε Ταγματάρχη,» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. «Θα σας συναντήσει έξω από την πόλη.»
«Μάλιστα,» αποκρίθηκε ο Τέρι, ανοίγοντας την πόρτα για να δει την παχουλή υπηρέτρια που είχε υποδεχτεί εκείνον και τους πολεμιστές του το βράδυ. «Πες στην Αρχόντισσα ότι σε λίγο θα είμαι έξω.»
Η υπηρέτρια τον χαιρέτησε και έφυγε.
Ο Τέρι άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και κάλεσε τη Λοχαγό Λάρνω, στον καταυλισμό έξω από την πόλη. Της είπε ότι σύντομα θα ξεκινούσαν, επομένως έπρεπε ν’αρχίσουν να ετοιμάζονται. «Μάλιστα, κύριε Ταγματάρχη,» αποκρίθηκε εκείνη.
Ο Τέρι ντύθηκε με τη στολή του και βγήκε από το δωμάτιό του για να ειδοποιήσει τους πολεμιστές του. Ο Νόρις και η Βίλνα είχαν ήδη σηκωθεί και ήταν στο καθιστικό του ξενώνα, έτσι χρειάστηκε να χτυπήσει μόνο τις πόρτες του Ρίμναλ και του Καλιόστρο. Ετοιμάστηκαν όλοι – μια διαδικασία που δεν χρειάστηκε πάνω από μερικά λεπτά – πήγαν στον στάβλο του κάστρου, πήραν τα άλογά τους, και βγήκαν. Τροχάζοντας μέσα στους στενούς δρόμους της Ναραλμάδιας, που είχαν γεμίσει απογευματινές σκιές, πέρασαν την πύλη της πόλης και πλησίασαν τους στρατιώτες που διέλυαν τον καταυλισμό τους.
Η Αρχόντισσα Μοργκάνα, παρατήρησε ο Τέρι, ήταν ήδη εκεί κοντά, καθισμένη στο άλογό της και φορώντας μια βαθυγάλαζη κάπα. Στο κεφάλι της ήταν ένα αργυρό, λαξευτό διάδημα που συγκρατούσε τα καστανά μαλλιά της. Τα χείλη και τα μάτια της ήταν έντονα βαμμένα, όπως και την προηγούμενη φορά, διέκρινε ο Τέρι πλησιάζοντάς την.
Γύρω της ήταν συγκεντρωμένοι καμια εικοσάδα από τους προσωπικούς της φρουρούς, έφιπποι όλοι, με κυανούς μανδύες, κράνη, και μεταλλικούς θώρακες. Ο αρχηγός τους – αυτός που είχε ο Τέρι συναντήσει χτες – ήταν επίσης μαζί τους.
«Αρχόντισσά μου,» χαιρέτησε ο Τέρι.
«Ταγματάρχη,» αποκρίθηκε εκείνη, κλίνοντας ελαφρώς το κεφάλι. Τα μάτια της τον ατένιζαν παρατηρητικά και, συγχρόνως, νωχελικά. Η Μοργκάνα είχε, γενικώς, κάτι το νωχελικό επάνω της. Το ανεξήγητα νωχελικό, ίσως.
«Μπορούμε να ξεκινήσουμε τώρα, υποθέτω…;»
«Ασφαλώς. Μόλις οι στρατιώτες σας είναι έτοιμοι.» Έριξε μια ματιά στους πολεμιστές που είχαν σχεδόν τελειώσει με τη διάλυση του στρατοπέδου τους.
Απρόσμενα – καλπασμός ακούστηκε από τ’αριστερά του Τέρι, κι εκείνος στράφηκε για να δει καβαλάρηδες να έρχονται. Καμια ντουζίνα στο σύνολό τους.
«Ποιοι είναι αυτοί, Αρχόντισσά μου;»
«Πρέπει να είναι ο ιερέας…» είπε η Μοργκάνα, παρατηρώντας τους κι εκείνη. Μάλλον, δεν είχε ειδοποιηθεί για τον ερχομό τους.
Οι καβαλάρηδες σταμάτησαν μπροστά της και μπροστά στον Τέρι. Ήταν όλοι τους Ιεροί Φρουροί, με κλειστά σιδερένια κράνη, εκτός από έναν ο οποίος ήταν, καταφανώς, ιερέας, ντυμένος με άμφια. Είχε δέρμα πορφυρό και μακριά μαύρα μαλλιά και μούσια.
«Ο Μεγάλος Πατέρας Τζοσελίνος,» είπε η Μοργκάνα στον Τέρι. Και προς τον ιερέα, κλίνοντας το κεφάλι: «Μεγάλε Πατέρα.»
«Πληροφορήθηκα ότι σκοπεύετε να αναχωρήσετε, Αρχόντισσά μου,» είπε ο Τζοσελίνος, «και ότι έχουμε…» κοίταξε τον Τέρι, «επισκέπτες στους τόπους μας.»
«Ο Ταγματάρχης Τέρι Κάρμεθ,» είπε η Μοργκάνα, «ήρθε από την Ερρίθια με σκοπό να σταματήσει τον πόλεμο. Πράγμα το οποίο, ασφαλώς, με βρίσκει σύμφωνη· και ελπίζω κι εσάς, Μεγάλε Πατέρα.»
«Θα γίνει το θέλημα του Θεού,» αποκρίθηκε ο Τζοσελίνος. «Δεν είμαστε παρά πιόνια του όλοι μας.»
Να μιλάς για τον εαυτό σου, σκέφτηκε ο Τέρι. «Θα έρθετε μαζί μας, Μεγάλε Πατέρα;»
«Ναι, Ταγματάρχη, θα έρθω.»
«Για ποιο λόγο, αν επιτρέπεται;»
«Πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, Ταγματάρχη; Είμαι το Χέρι του Θεού.» Το είπε με τόσο απλό και, συγχρόνως, απόλυτο τρόπο, που ήταν αδύνατον να το αμφισβητήσεις, και που η ίδια η ψυχή του Τέρι έμοιαζε να θέλει να συμφωνήσει πλήρως με τα λόγια του ιερέα.
«Όπως επιθυμείτε, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε ο ταγματάρχης, όχι επειδή δεν ήξερε τα ψυχολογικά κόλπα των ιερέων της Χάρνταβελ αλλά επειδή δεν το έβρισκε σκόπιμο να διαφωνήσει. Ήταν πιο διπλωματικό να τον δεχτεί· εξάλλου, τι κακό μπορεί να έκανε;
Όταν οι στρατιώτες διέλυσαν τον καταυλισμό τους, ξεκίνησαν να ταξιδεύουν ανατολικά. Ο Τέρι δεν ανέβηκε στο άρμα· προτίμησε να παραμείνει έφιππος, για να είναι κοντά στην Αρχόντισσα και στον Ιερέα Τζοσελίνο. Η Λοχαγός Λάρνω μπήκε στο άρμα. Ο Ρίμναλ, η Βίλνα, ο Καλιόστρο, και ο Νόρις έμειναν γύρω από τον ταγματάρχη τους, σαν προσωπικοί φρουροί του.
Καθώς ταξίδευαν, ο Τζοσελίνος ρώτησε τον Τέρι: «Πώς σκοπεύεις να σταματήσεις τον πόλεμο, Ταγματάρχη;»
«Οι διαταγές μου είναι να επιβάλω την ειρήνη, αν χρειαστεί. Αλλά θα προτιμούσα ο Άρχοντας Ροβέρτος και η Αρχόντισσα Μοργκάνα να έρθουν σε συμβιβασμό που να θεωρούν και οι δύο αποδεκτό. Θα μπορούσατε να με βοηθήσετε, Μεγάλε Πατέρα, αν το επιθυμείτε…»
«Ο Θεός θα μας πει τι πρέπει να γίνει, Ταγματάρχη, κι αυτό θα γίνει…»
Υπέροχη απάντηση… «Ο Θεός θέλει πόλεμο ανάμεσα στα αρχοντάτα; Θέλει οι άνθρωποι της διάστασής σας να σκοτώνονται;»
«Μπορεί να μην είναι παρά θυσίες,» αποκρίθηκε ο Τζοσελίνος. «Μπορεί οι δικοί τους θάνατοι να προσπαθούν να γεμίσουν ένα κενό.»
Ο Τέρι συνοφρυώθηκε. Δεν του άρεσε η κατεύθυνση που είχε πάρει η κουβέντα. «Τι κενό;»
«Εσείς, οι υπηρέτες της Παντοκράτειρας, παρότι είστε εξωδιαστασιακοί, πρέπει να κατανοήσετε ότι όσο βρίσκεστε εδώ είστε μέρος του σχεδίου Του. Κι όμως, όταν όλοι θυσιάζουν, εσείς δεν θυσιάζετε. Αυτό ο Θεός δεν το παραβλέπει…»
Μου λέει τα ίδια που μου έλεγε κι ο άλλος ιερέας, στο στρατόπεδο του Ροβέρτου. Συνεννοημένοι ήταν; Μάλλον όχι. Αλλά είχαν τους ίδιους σκοπούς, και τα ίδια πιστεύω – που ο Τέρι δεν θα μπορούσε ποτέ να τα καταλάβει, όσα χρόνια κι αν έμενε στη Χάρνταβελ.
«Δεν μπορώ εσκεμμένα να θανατώσω ανθρώπους, Μεγάλε Πατέρα.» Ούτε και κανένας άλλος που δεν είναι τρελός, νομίζω.
«Επειδή υστερείς στην πίστη σου, Ταγματάρχη. Τα φαινόμενα που παρουσιάζονται ίσως να προκαλούνται από τη δυσαρέσκεια του Θεού για την παρουσία εξωδιαστασιακών στη Χάρνταβελ. Εξωδιαστασιακών που δεν θυσιάζουν όπως οφείλουν.»
«Δεν είχαν παρατηρηθεί αυτά τα φαινόμενα, όμως, από τότε που ήρθαμε. Τελευταία παρατηρούνται–»
«Οι τρόποι και ο νους Του είναι μυστηριώδεις για εμάς, που μονάχα χαμηλά μπορούμε να δούμε, Ταγματάρχη.»
Αρχίσαμε την κατήχηση πάλι… «Άνθρωποί μας ερευνούν τα φαινόμενα στα οποία αναφέρεστε, Μεγάλε Πατέρα. Σύντομα θα ανακαλύψουν την πραγματική τους αιτία.»
Τα μάτια του Τζοσελίνου γυάλισαν απειλητικά μέσα στο σούρουπο. «Πραγματική αιτία είναι η οργή του Θεού!»
«Όπως νομίζετε, Μεγάλε Πατέρα. Αλλά εγώ τουλάχιστον δεν πρόκειται να θυσιάσω τους στρατιώτες μου.»
«Κι έτσι ο πόλεμος θα συνεχιστεί…»
Τα λόγια του ιερέα, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, τον έκαναν να αισθανθεί άσχημα, σαν μέσα του αληθινά να πίστευε αυτές τις σαχλαμάρες.
«Ο πόλεμος δεν είναι δικό μου φταίξιμο!» είπε ο Τέρι, πιο απότομα απ’ό,τι σκόπευε. «Η Αρχόντισσα Μοργκάνα» – τη λοξοκοίταξε εκεί όπου εκείνη ίππευε, παραδίπλα – «μου είπε ότι εσείς της προτείνατε να εισβάλει στα εδάφη του Άρχοντα Ροβέρτου.»
«Η Αρχόντισσα με ρώτησε αν τα σημάδια ήταν ευνοϊκά για να στείλει τους ανθρώπους της σ’εκείνα τα εδάφη, και της είπα αυτό που μου έδειξε ο Θεός: ότι, ναι, τα σημάδια ήταν όντως ευνοϊκά· η γη ζητούσε ανθρώπους να την καλλιεργήσουν.»
«Ανθρώπους της Ναραλμάδιας; Αυτά ήταν εδάφη του Άρχοντα Ροβέρτου, Μεγάλε Πατέρα!»
«Ενώπιον του Θεού όλοι ίδιοι είμαστε.»
Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε! Αλλ’αυτό είναι συνηθισμένο… Ο ιερέας δίπλα του ίσως να ήταν ο άνθρωπος που πραγματικά έφταιγε για τον πόλεμο ανάμεσα στη Ναραλμάδια και στην Υλιριλίδια, κι όμως δεν έμοιαζε ούτε να το αντιλαμβάνεται ούτε, φυσικά, να θέλει να το παραδεχτεί.
Ο Τέρι δεν αποκρίθηκε – δε νόμιζε ότι θα είχε κανένα νόημα – και η κουβέντα τους σταμάτησε. Ευτυχώς. Γιατί δεν ήξερε τι απαντήσεις ίσως θα έδινε στον Τζοσελίνο, μ’αυτές τις ανοησίες που του έλεγε.
*
Στη γέφυρα θα έφταναν το μεσημέρι της επόμενης ημέρας. Προτού φτάσουν εκεί όμως, οι ανιχνευτές του Στρατηγού Λεοπόλδου τούς είδαν να έρχονται και πήγαν αμέσως να του το αναφέρουν. «Η σύζυγός σας πλησιάζει μαζί με τους Παντοκρατορικούς, Άρχοντά μου.» Ωραία, σκέφτηκε εκείνος. Μπορούμε, λοιπόν, να ξεκινήσουμε.
Και, μέσω ενός τηλεπικοινωνιακού πομπού, έδωσε διαταγή στους πολεμιστές του που βρίσκονταν στα βορειοανατολικά του στρατοπέδου του και πάνω από το στρατόπεδο του Άρχοντα Ροβέρτου, κρυμμένοι μέσα σ’ένα μικρό δάσος ανάμεσα σε δύο λοφίσκους.
«Επιτεθείτε,» τους είπε. «Επιτεθείτε. Τώρα.»
Κι εκείνοι, βγαίνοντας από την κρυψώνα τους, επιτέθηκαν στη βόρεια μεριά των καταυλισμένων Υλιριλίδιων, καλπάζοντας επάνω σε πολεμικά άτια, πυροβολώντας και εκτοξεύοντας βέλη. Αυτή τη φορά ήταν πολλοί περισσότεροι από την προηγούμενη.
Και δεν ήταν μόνοι τους.
Ο Λεοπόλδος, χρησιμοποιώντας πάλι τον πομπό του, έδωσε διαταγή επίθεσης στους πολεμιστές του που ήταν κρυμμένοι νότια του στρατοπέδου του Άρχοντα Ροβέρτου· και βγήκαν κι αυτοί από την κρυψώνα τους χτυπώντας τους Υλιριλίδιους με τόξα και τουφέκια.
Τώρα αποκλείεται ο Ροβέρτος να μην έπεφτε στην παγίδα. Θα έκανε έφοδο στον καταυλισμό των Ναραλμάδιων, κι όταν ήταν εδώ δεν θα συναντούσε μόνο αυτούς, αλλά και τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας. Μέσα στην αναταραχή, οι Υλιριλίδιοι θα επιτίθονταν σε όλους, και ο Ταγματάρχης Τέρι Κάρμεθ θα υποχρεωνόταν να πάρει το μέρος των Ναραλμάδιων.
Η Μοργκάνα επίτηδες τον είχε καθυστερήσει στη Ναραλμάδια, προκειμένου να στείλει, με γρήγορο μαντατοφόρο, μήνυμα στον σύζυγό της ώστε εκείνος να προετοιμάσει το έδαφος – και να φροντίσει για τη συνεργασία των Παντοκρατορικών.
Ταίριαζαν οι δυο τους, η Μοργκάνα και ο Λεοπόλδος. Σκέφτονταν με τον ίδιο τρόπο.
*
Ο Τέρι, και σήμερα έφιππος όπως χτες βράδυ, ίππευε στην αρχή του μικρού του στρατεύματος, μαζί με την Αρχόντισσα Μοργκάνα, τον Τζοσελίνο, μερικούς φρουρούς της Αρχόντισσας, μερικούς Ιερούς Φρουρούς, και τους τέσσερις παλιούς στρατιώτες με τους οποίους είχε φιλοξενηθεί στο κάστρο της. Το άρμα με το κανόνι ακολουθούσε ακριβώς πίσω τους, με χαμηλή ταχύτητα, και με τη Λοχαγό Ελπίδα Λάρνω να ξεπροβάλλει από την καταπακτή, από τη μέση κι επάνω.
Πλησίαζε μεσημέρι, και η ζέστη δεν ήταν δυσάρεστη γιατί σήμερα έκανε ψύχρα από το πρωί. Δεν βρίσκονταν πια μακριά από το στρατόπεδο του Λεοπόλδου. Ο Τέρι, φέρνοντας τα κιάλια του στα μάτια, μπορούσε να το δει· οι σημαίες του κυμάτιζαν.
Ήταν αδύνατον, όμως, να δει και το στρατόπεδο του Ροβέρτου εκεί όπου βρισκόταν· η φυσική γεωγραφία της περιοχής τού το έκρυβε.
Κι αυτό που ο ταγματάρχης δεν έβλεπε ήταν, χωρίς να το ξέρει, κάτι πολύ σημαντικό.
Μπορούσε, ωστόσο, να ακούσει. Απόμακρα, κρότοι. Ο ήχος πυροβόλων όπλων. Αποκλείεται να ήταν κάτι άλλο.
Τι συμβαίνει; αναρωτήθηκε. Κάποια σύγκρουση εδώ κοντά; Και μια υποψία μπήκε στο μυαλό του. Μήπως ο Στρατηγός Λεοπόλδος είχε πάλι αρχίσει τις ίδιες τακτικές με πριν; Μήπως επιχειρούσε να προκαλέσει τον Άρχοντα Ροβέρτο σε σύγκρουση;
Γαμώ το Μυαλό του Σκοτοδαίμονος, γαμώ! Ο Τέρι έσφιξε τα ηνία του αλόγου του μέσα στις γροθιές του. Προσπαθούν ξανά να με εξαναγκάσουν να πάρω το μέρος τους!
Κοίταξε τη Μοργκάνα, αλλά εκείνη δε στράφηκε για να τον κοιτάξει. Ατένιζε μπροστά σαν να μην είχε ακούσει τίποτα – που αποκλείεται, εκτός αν ήταν κουφή ή, τουλάχιστον, βαρήκοη.
Παραδόξως, ο Τζοσελίνος είπε: «Κάτι δεν πάει καλά, Ταγματάρχη…»
«Ναι. Κάποια σύγκρουση. Αυτό που ακούγεται, Μεγάλε Πατέρα, είναι πυροβολισμοί.»
«Δε μιλάω για τους πυροβολισμούς.»
Ο Τέρι τον ατένισε καταπρόσωπο και, για μια στιγμή, είχε την εντύπωση πως το πρόσωπο του Τζοσελίνου ήταν το πρόσωπο κάποιου άγριου ζώου της ερημιάς – λύκος, ίσως, ή τσακάλι – που μυρίζει ξαφνικό κίνδυνο στον αέρα.
«Για τι μιλάτε, τότε;»
Ο Τζοσελίνος δεν αποκρίθηκε, σαν κι εκείνος να μην ήξερε για τι ακριβώς μιλούσε.
Ο Τέρι αισθάνθηκε τις τρίχες του να ορθώνονται· γιατί, παρότι ούτε συμπαθούσε ούτε εμπιστευόταν τους ιερείς της Χάρνταβελ, ήξερε πως όντως είχαν κάποιες παράξενες δυνάμεις.
Κι επιπλέον, οι πυροβολισμοί, η σύγκρουση, όπου κι αν γινόταν, σίγουρα δεν προμήνυε τίποτα το καλό.
*
Οι ιππείς του Λεοπόλδου αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στη μαζική επίθεση ολόκληρου του φουσάτου των Υλιριλίδιων. Δεν είχαν άλλη επιλογή, και οι διαταγές τους δεν ήταν να μείνουν – κάτι τέτοιο θα ήταν αυτοκτονικό.
Ο Ροβέρτος, βλέποντάς τους να υποχωρούν, πρόσταξε γκαρίζοντας: «Κυνηγήστε τους! Κυνηγήστε τους! Αρκετά μ’αυτά τα νούμερά τους!»
Η κόρη του, η Αβελαΐδα, που έμοιαζε τόσο στη νεκρή μητέρα της και ήταν καλή στην τέχνη του πολέμου, του είπε, περνώντας ανάμεσα από σκηνές και τρέχοντας κοντά του: «Περίμενε, πατέρα! Στάσου! Ίσως νάναι παγίδα, όπως και τ’άλλο βράδυ.»
«Ναι, μπορεί να είναι παγίδα,» αποκρίθηκε ο Ροβέρτος. «Αλλά δε θα τους αφήσω να έρχονται κάθε τόσο, να μας χτυπάνε, και να φεύγουν! Θα μας κάψουν όλους, λίγο-λίγο!» Κοίταξε προς κάτι σκηνές που φλέγονταν. Μερικοί στρατιώτες τούς πετούσαν νερό από κουβάδες.
«Με προσοχή, όμως,» είπε η Αβελαΐδα. «Αν πράγματι είναι παγίδα, δε χρειάζεται να πέσουμε μέσα.» Κι έτρεξε να δώσει διαταγές στους πολεμιστές του πατέρα της, να κινηθούν προς τα δυτικά, όχι όμως καταδιώκοντας αλλά με σταθερό ρυθμό.
«Πίσω!» φώναξε σε κάποιους που ανέβαιναν στα άλογά τους κι έκαναν ν’ακολουθήσουν τους Ναραλμάδιους. «ΠΙΣΩ!»
Κι όταν είδε πως ήταν αργά για να την ακούσουν ορισμένοι από αυτούς, έστειλε άλλους καβαλάρηδες να τους φέρουν πίσω – αμέσως.
Ο Λεοπόλδος ήταν ύπουλος – το ήξερε η Αβελαΐδα – αλλά δεν θα κατάφερνε να τους προβοκάρει ώστε να δράσουν απερίσκεπτα. Οι ενέργειές του θα γύριζαν για να χτυπήσουν τον ίδιο. Το φουσάτο των Υλιριλίδιων θα του επιτιθόταν οργανωμένα και με τακτική.
*
Όταν είχαν πια φτάσει αρκετά κοντά στο στρατόπεδο των Ναραλμάδιων, καβαλάρηδες φάνηκαν να έρχονται από τα ανατολικά, ολοταχώς και σηκώνοντας σκόνη πίσω τους.
«Μα τον Θεό!» έκανε η Μοργκάνα. «Τι συμβαίνει, Ταγματάρχη;»
«Θα το ανακαλύψουμε σύντομα, Αρχόντισσά μου.»
«Ο Ροβέρτος πρέπει να μας επιτίθεται. Πρέπει να χτύπησε τους ανιχνευτές μας! Αυτοί πρέπει νάναι ανιχνευτές μας που έρχονται! Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας, Ταγματάρχη – σας το είπα ήδη, δεν σας το είπα;»
«Ηρεμήστε, Αρχόντισσά μου. Ας δούμε, πρώτα…» Ο Τέρι είχε την αίσθηση ότι η αντίδρασή της ήταν υπερβολική για τον χαρακτήρα της: δεν του έμοιαζε για γυναίκα που εύκολα ταράζεται. Δίνει παράσταση. Είναι προφανές.
Έφτασαν στο στρατόπεδο των Ναραλμάδιων όταν και οι καλπάζοντες καβαλάρηδες είχαν φτάσει και μια σχετική αναστάτωση είχε ξεκινήσει. Πολεμιστές έβγαιναν από τις σκηνές τους με τα όπλα τους στα χέρια· ιππείς ανέβαιναν στα άλογά τους.
«Ταγματάρχη!» Ο Λεοπόλδος ξεπρόβαλε μέσα από τον καταυλισμό, μ’ένα τουφέκι στο δεξί χέρι, κατεβασμένο. «Έφτασες επάνω στην ώρα–» Σταμάτησε απότομα να μιλά. Κοίταξε τη σύζυγό του. «Μοργκάνα; Τι κάνεις εδώ;»
«Ο ταγματάρχης επέμενε να έρθω, για να διαπραγματευτούμε με τον Άρχοντα Ροβέρτο.»
Εγώ επέμενα; σκέφτηκε ο Τέρι. Αυτοί οι δυο είναι ικανοί να σε τρελάνουν!
«Μας επιτίθενται,» της είπε ο Λεοπόλδος. «Είναι επικίνδυνα εδώ. Πήγαινε στη σκηνή μου να εξοπλιστείς – γρήγορα!»
Η Μοργκάνα ένευσε και κατέβηκε απ’το άλογό της.
«Ταγματάρχη,» είπε ο Λεοπόλδος στον Τέρι, «χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου. Οι Υλιριλίδιοι προελαύνουν εναντίον μας. Οι ανιχνευτές μου τους είδαν, και δέχτηκαν πυρά από αυτούς!»
«Σου εξήγησα και την προηγούμενη φορά, Στρατηγέ: είμαι εδώ για να φέρω την ειρήνη–»
«Την ειρήνη;» φώναξε ο Λεοπόλδος, καθώς η Μοργκάνα έτρεχε στο εσωτερικό του στρατοπέδου κι ένας πολεμιστής την οδηγούσε προς τη σκηνή του συζύγου της. «Ποια ειρήνη; Δε βλέπεις ότι αυτοί οι φονιάδες προσπαθούν να μας εξολοθρεύσουν όλους;»
«Δεν πρόκειται να βάλω τους στρατιώτες μου να επιτεθούν σε κανέναν–»
«Οι Υλιριλίδιοι, όμως, θα επιτεθούν σ’εσένα, Ταγματάρχη· να είσαι βέβαιος γι’αυτό! Δε σε θέλουν στα εδάφη τους – δε θέλουν ειρήνη. Θέλουν μόνο να κατακτήσουν τα πάντα γύρω τους!»
«Στρατηγέ!» φώναξε, τότε, ένας από τους Ναραλμάδιους πολεμιστές, και έδειξε προς τα ανατολικά.
Ο Τέρι κοίταξε και είδε ένα μεγάλο φουσάτο να έρχεται, με σημαίες να κυματίζουν και όπλα και πανοπλίες να γυαλίζουν στον μεσημεριανό ήλιο, μέσα από τη σκόνη που σήκωναν τα μποτοφορεμένα πόδια στρατιωτών και οι οπλές αλόγων.
Οι Υλιριλίδιοι πλησίαζαν. Με φανερή πρόθεση να επιτεθούν.
*
Καθώς προέλαυναν προς τους Ναραλμάδιους – προσέχοντας, συγχρόνως, για κάποια πιθανή παγίδα από γύρω – ο Οσβάλδος ζύγωσε τον Ροβέρτο και είπε:
«Κάτι συμβαίνει, Άρχοντά μου… Κάτι δεν πάει καλά…»
Ο Ροβέρτος συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείτε, Μεγάλε Πατέρα; Παγίδα; Πού ακριβώς;»
Ο Οσβάλδος κούνησε το κεφάλι μοιάζοντας προβληματισμένος. «Δεν έχει να κάνει με τους Ναραλμάδιους… Τα σημάδια μού λένε ότι… Κάποια ασθένεια…»
Το τελευταίο δεν ήταν παρά ένας ψίθυρος· ο Ροβέρτος με το ζόρι το άκουσε μέσα από το ποδοβολητό ανθρώπων και αλόγων. «Τι ασθένεια;»
Ο Οσβάλδος, όμως, έμεινε σιωπηλός· κι έμοιαζε με γιγάντιο αρπακτικό που κατοπτεύει το έδαφος, προσπαθώντας να διακρίνει πού ακριβώς καιροφυλαχτεί ο κίνδυνος που διαισθάνεται.
Ο Ροβέρτος φώναξε στην κόρη του, που ήταν στη νότια μεριά του φουσάτου. Εκείνη ήρθε καλπάζοντας, και τράβηξε τα ηνία του αλόγου της κοντά στο άλογο του πατέρα της.
«Τι είναι;»
«Ο Μεγάλος Πατέρας διαισθάνεται ότι κάτι συμβαίνει. Φρόντισε να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά.»
«Μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να μας έχουν στήσει παγίδα, πατέρα. Και τώρα, είναι πια αργά. Δες πόσο κοντά τους είμαστε!»
Το στρατόπεδο των Ναραλμάδιων φαινόταν πλέον καθαρά αντίκρυ τους, και ο Ροβέρτος μπορούσε να δει ότι οι πολεμιστές της Μοργκάνας ετοιμάζονταν για μάχη. Έβγαιναν απ’τις σκηνές τους και παρατάσσονταν στην ανατολική μεριά.
«Ναι, αλλά και πάλι…» μουρμούρισε ο Άρχοντας της Υλιριλίδιας, προβληματισμένος.
Η Αβελαΐδα κοίταξε τον ιερέα, ο οποίος δεν θέλησε να μιλήσει για να προσθέσει κάτι σ’αυτά που της είχε πει ο πατέρας της. Η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού.
*
Το φουσάτο των Υλιριλίδιων ζύγωνε.
«Αρκετά μ’αυτές τις ανοησίες!» γρύλισε ο Τέρι αφιππεύοντας. «Λοχαγέ, κάτω!» πρόσταξε την Ελπίδα Λάρνω, κι εκείνη κατέβηκε αμέσως από το άρμα.
Ο Τέρι ανέβηκε στο τετράκυκλο θωρακισμένο όχημα και πρόσταξε όλους τους στρατιώτες του να τον ακολουθήσουν.
«Τι πας να κάνεις, Ταγματάρχη;» του φώναξε ο Τζοσελίνος.
«Τη δουλειά μου, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Που είναι να δώσω τέλος σ’αυτό τον πόλεμο.» Και πρόσταξε τον οδηγό του άρματος να ξεκινήσει – για να πάει ανάμεσα στους στρατούς των Ναραλμάδιων και των Υλιριλίδιων.
Το άρμα κινήθηκε, και οι καβαλάρηδες του Τέρι το ακολούθησαν.
Η Μοργκάνα, που είχε μπει στη σκηνή του άντρα της για να εξοπλιστεί, και τώρα είχε μόλις βγει ντυμένη με ελαφριά πανοπλία, ζωσμένη ένα σπαθί, και κρατώντας πιστόλι στο χέρι, είδε τον μικρό στρατό του Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ να κάνει κύκλο γύρω από τη νότια πλευρά του στρατοπέδου των Ναραλμάδιων για να φτάσει στα ανατολικά, πολύ πιο μπροστά από το σημείο όπου παρατάσσονταν οι πολεμιστές της.
«Τι κάνει;» φώναξε η Μοργκάνα. «Τι κάνει;»
Ο Λεοπόλδος, ακούγοντας τη φωνή της, την πλησίασε. «Φοβάμαι ότι ο Παντοκρατορικός είναι ξεροκέφαλος.»
«Μα αυτό που κάνει είναι ηλίθιο! Γιατί πάει μπροστά;»
«Γιατί πιστεύει ότι ο Ροβέρτος δεν θα του επιτεθεί αν τον δει εκεί, κι έτσι η σύγκρουση θα αποφευχθεί.»
Η Μοργκάνα συνοφρυώθηκε. «Ο Ροβέρτος δεν θα σταματήσει!… Δεν μπορεί… Θα σταματήσει;»
Ο Λεοπόλδος έμοιαζε να δυσανασχετεί. «Είναι πιθανό. Γιατί κοίταξε πώς έρχεται το φουσάτο του. Κινούνται προσεχτικά, ενώ εγώ είχα υπολογίσει ότι θα έρχονταν κάνοντας έφοδο. Τότε δεν θα προλάβαιναν να σταματήσουν· αίμα θα χυνόταν ανάμεσα σ’αυτούς και τους Παντοκρατορικούς· αλλά τώρα… τώρα, δεν είναι καθόλου βέβαιο.»
Η Μοργκάνα καταράστηκε σιγανά πίσω από τα δόντια της.
*
Ο Τέρι πρόσταξε τον οδηγό να σταματήσει το άρμα εδώ ακριβώς όπου τώρα βρίσκονταν, ανάμεσα στους δύο στρατούς.
«Κύριε Ταγματάρχη, είμαστε σε πολύ επικίνδυνη θέση!» είπε η Λοχαγός Λάρνω, καθισμένη στο άλογό της.
«Σχετικά,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Δεν θα τολμήσουν να μας επιτεθούν. Βλέπουν ποιοι είμαστε.
»Μην πανικοβληθείτε!» φώναξε στους στρατιώτες του. «Μείνετε στις θέσεις σας, ό,τι κι αν συμβεί! Δεν θα τολμήσουν να μας επιτεθούν!» Και προς τη Λοχαγό, πάλι: «Ύψωσε τη σημαία μας, Ελπίδα.»
Εκείνη υπάκουσε, παίρνοντας την τυλιγμένη σημαία με το έμβλημα της Παντοκράτειρας από έναν άλλο ιππέα, ξετυλίγοντάς την, και σηκώνοντάς την πάνω απ’το κεφάλι της με το ένα χέρι. Το ύφασμα κυμάτισε περήφανα στον λιγοστό άνεμο του μεσημεριού.
Οι Υλιριλίδιοι πλησίαζαν, με τα όπλα τους έτοιμα.
«Φύγετε από μπροστά!» φώναζαν ορισμένοι Ναραλμάδιοι, πίσω από τον Τέρι. «Φύγετε από μπροστά!»
«Μη δίνετε σημασία!» πρόσταξε ο Τέρι τους στρατιώτες του. «Μη δίνετε καμία σημασία! Και σε καμία περίπτωση μην ανοίξετε πυρ!»
Οι Υλιριλίδιοι ήταν τώρα σε απόσταση βολής, και το στράτευμά τους σταμάτησε. Τουφέκια και τόξα υψώθηκαν.
«Ταγματάρχη!» αντήχησε η φωνή του Άρχοντα Ροβέρτου. «Δε θα σταθείς στο δρόμο μας! Ο πόλεμός μας δεν είναι μαζί σου!»
«Είμαι εδώ για να σταματήσω τον πόλεμο, Άρχοντά μου!» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Αυτή η σύγκρουση δεν θα πραγματοποιηθεί!»
«Θα έπρεπε να το είχες πει αυτό στους φίλους σου τους Ναραλμάδιους, προτού εκείνοι επιτεθούν στο στρατόπεδό μας!»
*
«Τώρα!» πρόσταξε ο Λεοπόλδος τους πολεμιστές του. «Επιτεθείτε, τώρα! Πηγαίνετε γύρω από τους Παντοκρατορικούς και κοντά τους – και χτυπήστε τους Υλιριλίδιους!»
Η διαταγή του εκτελέστηκε αμέσως: οι Ναραλμάδιοι προχώρησαν, αφήνοντας τις αρχικές τους θέσεις, και, βρισκόμενοι πλάι στους στρατιώτες του Τέρι Κάρμεθ, άνοιξαν πυρ κατά των Υλιριλίδιων.
«ΟΧΙ!» φώναξε ο ταγματάρχης. «Παύσατε πυρ! Παύσατε πυρ!»
Αλλά οι Ναραλμάδιοι δεν έπαιρναν διαταγές από εκείνον· είχαν ήδη πάρει τις διαταγές τους από τον Στρατηγό Λεοπόλδο, τον σύζυγο της Αρχόντισσάς τους.
Και οι Υλιριλίδιων αμέσως ανταπέδωσαν.
«Κύριε Ταγματάρχη!» φώναξε η Λοχαγός Λάρνω, καθώς η σημαία που κρατούσε δεχόταν σφαίρες κι έσχιζε.
«Οι καταραμένοι μπάσταρδοι…!» γρύλισε ο Τέρι κάτω απ’την ανάσα του. Έπιασε έναν τηλεβόα από το εσωτερικό του άρματος· τον έφερε στο στόμα του και μίλησε:
«ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑΣ, ΣΑΣ ΠΡΟΣΤΑΖΩ ΟΛΟΥΣ ΝΑ ΠΑΥΣΕΤΕ ΠΥΡ! ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ, ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΘΑ ΥΠΑΡΞΟΥΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΑΤΟ ΤΗΣ ΝΑΡΑΛΜΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΑΤΟ ΤΗΣ Υ–»
Το έδαφος, ξαφνικά, τραντάχτηκε.
Ή μάλλον, όχι· όχι μόνο το έδαφος.
Τα δέντρα, οι λόφοι αντίκρυ, ο ίδιος ο αέρας–
Τι γίνεται; απόρησε ο Τέρι, νιώθοντας να ζαλίζεται. Άπλωσε το χέρι του για να πιαστεί από την άκρη του άρματος και να μη γλιστρήσει και πέσει μέσα στην καταπακτή.
«Κύριε Ταγματάρχη!» ούρλιαξε η Λοχαγός Λάρνω· γυρίζοντας το βλέμμα του, ο Τέρι την είδε να έχει πέσει από το άλογό της. Και πού ήταν το άλογο;
Κραυγές αντηχούσαν από παντού. Πολεμιστές σωριάζονταν στη γη. Όπλα σκορπίζονταν.
Ο Τέρι αισθάνθηκε μια πίεση ασύλληπτης δύναμης, σαν ένα πελώριο χέρι να τον είχε σπρώξει – εκείνον και το άρμα του μαζί.
Έβλεπε τα πάντα να παίρνουν μια τελείως αφύσικη κλίση, λες κι η ίδια η διάσταση να είχε μετατραπεί σε κεκλιμένο επίπεδο–
–και ο Τέρι μπορούσε τώρα να δει μια ερημιά (βράχοι, άμμος, ένας καυτός ήλιος που φλόγες χόρευαν γύρω του) μπλεγμένη με την πεδιάδα και τους λόφους.
Πώς είναι δυνατόν;
Μια από τις μυστηριώδεις αντανακλάσεις;
Έπεφτε. Αισθανόταν να πέφτει ενώ έμενε ακίνητος – μια τελείως ανέγνωρη αίσθηση.
Η Χάρνταβελ ήταν ένα χαλί, και κάποια δύναμη το είχε αναπάντεχα τραβήξει κάτω από το άρμα του.
Ο αποπροσανατολισμός άρχισε να υποχωρεί, και ο Τέρι συνειδητοποίησε ότι ήταν πεσμένος μπρούμυτα πάνω στην οροφή του άρματος, με το μισό του σώμα έξω από την καταπακτή και το μισό μέσα.
Η ζαλάδα περνούσε.
Ο Τέρι ανασηκώθηκε, μουγκρίζοντας.
Γύρω του ήταν εκείνη η ερημιά, και στο βάθος τελείωνε και άρχιζαν οι πεδιάδες και οι λόφοι.
Βλεφάρισε.
Ήταν σαν εφιάλτης.
Η ερημιά είχε χωθεί όπως μια λεπίδα μέσα στη σάρκα της Χάρνταβελ…
Ο Εδμόνδος ο Βοριάς και ο Ρογήρος τούς μίλησαν για περιπτώσεις αντικατοπτρισμών που είχαν ακούσει. Σε καμία απ’αυτές δεν φαινόταν να έχει συμβεί τίποτα το πραγματικά κακό, πέρα από το ότι μερικοί χωρικοί, κυνηγοί, ή ταξιδιώτες είχαν δει κάτι παράξενο – εικόνες από κάποια άλλη διάσταση – και είχαν τρομάξει. Το χειρότερο ήταν αυτό που έκαναν μετά οι ιερείς της Χάρνταβελ: Θεωρώντας πως υπήρχε κάποιο πρόβλημα, κάποια δαιμονική επιρροή, στις περιοχές όπου παρουσιάζονταν οι αντικατοπτρισμοί, έβαζαν τους ντόπιους να προσφέρουν θυσίες στον Θεό.
Ανθρωποθυσίες.
Τα ίδια, δηλαδή, που έκαναν και για τα περιέργως ξεραμένα χωράφια και την υπογονιμότητα.
Τα αποτελέσματα ήταν, επίσης, ίδια: καμία βελτίωση δεν φαινόταν να επιτυγχάνεται.
Ο Σέλιρ’χοκ και ο Σθένελος’σαρ, ακούγοντας τις ιστορίες του Εδμόνδου και του Ρογήρου, δεν μπορούσαν να βγάλουν κανένα συμπέρασμα για τη φύση του προβλήματος της Χάρνταβελ. «Φαίνεται σαν αραίωση των τοιχωμάτων της, όπως είπα και πριν,» ήταν η μόνη γνώμη που πρόσφερε ο Ερευνητής στους υπόλοιπους επαναστάτες· και ο Σέλιρ’χοκ δεν διαφώνησε: η όψη του, όμως, ήταν συλλογισμένη.
Τελικά, είπε: «Το μόνο σταθερό πράγμα – εκείνο, τουλάχιστον, που παρουσιάζεται ξανά και ξανά στις αναφορές σας – είναι ότι οι μάρτυρες του φαινομένου βλέπουν κάποια ερημιά.»
«Όχι πάντα,» τόνισε ο Ρογήρος.
«Είναι, όμως, συχνό, δεν είναι; Τέσσερις στις πέντε περιπτώσεις, το υπολογίζω.»
Ο Ρογήρος συνοφρυώθηκε. «Πρέπει νάχεις δίκιο. Και τι μπορεί να σημαίνει, νομίζεις;»
«Ότι στη διάσταση που έρχεται σ’επαφή με τη Χάρνταβελ υπάρχει κάποια μεγάλη έρημος, ίσως…» υπέθεσε ο Σέλιρ’χοκ. Και κοίταξε τον Σθένελο, ο οποίος κατένευσε.
«Είναι πιθανό,» είπε. «Μπορεί, βέβαια, η Χάρνταβελ να έρχεται σε επαφή και με περισσότερες από μία διαστάσεις…»
«Περισσότερες από μία διαστάσεις που όλες έχουν μεγάλες ερήμους;» απόρησε η Άνμα’ταρ.
«Περισσότερες από μία διαστάσεις γενικά. Μία απ’αυτές, λογικά, πρέπει να είναι που έχει τη μεγάλη έρημο.»
«Και μ’αυτήν έρχεται πιο συχνά σε επαφή η Χάρνταβελ;» ρώτησε ο Γεράρδος, προσπαθώντας να παρακολουθήσει τη συζήτηση των μάγων.
«Πιθανώς,» αποκρίθηκε ο Σθένελος.
Όταν ο Ρογήρος και ο Εδμόνδος τελείωσαν να τους λένε ιστορίες που είχαν ακούσει, ήταν μερικές ώρες πριν από την αυγή και οι επαναστάτες αποφάσισαν να πάνε να ξεκουραστούν, γιατί αύριο μάλλον θα έφευγαν από την Οκρίνθια.
«Και πού θα πάμε;» έθεσε το ερώτημα η Βατράνια. «Δεν έχουμε κανένα στοιχείο για ν’ακολουθήσουμε. Από δω κι από κει παρουσιάζονται αυτοί οι αντικατοπτρισμοί.»
«Θα πρέπει να πάμε από δω κι από κει, λοιπόν,» της είπε η Μάρθα.
Η Βατράνια τη λοξοκοίταξε. «Έκανα μια σοβαρή ερώτηση, νομίζω.»
«Η Μάρθα έχει δίκιο,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Αφού δεν έχουμε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο για ν’ακολουθήσουμε, θα πρέπει να περιπλανηθούμε ελπίζοντας να συναντήσουμε οι ίδιοι κάποιον αντικατοπτρισμό, ή, ακούγοντας για την παρουσία ενός αντικατοπτρισμού, να πάμε στον τόπο της εμφάνισής του.»
(Η Μάρθα έβγαλε τη γλώσσα στη Βατράνια καθώς ο Σέλιρ’χοκ μιλούσε. Η Βατράνια την αγνόησε επιδεικτικά.)
«Λογικό ακούγεται,» είπε ο Γεράρδος. Και προς τον Εδμόνδο: «Θα έρθεις μαζί μας; Θα μας χρειαστεί, ίσως, κάποιος που είναι πολυταξιδεμένος.»
«Πώς ταξιδεύετε;» ρώτησε ο Βοριάς.
Ο Γεράρδος τού είπε για το μεταβαλλόμενο όχημα που είχαν. «Χωράτε, πιστεύω, εσύ, η Ιζαμπώ, κι η Ισαβέλλα.»
«Δε μπορούμε, όμως, ν’αφήσουμε το δικό μας όχημα,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος.
Ο Γεράρδος, λιγάκι ξαφνιασμένος, ύψωσε ένα φρύδι ερωτηματικά.
Ο Εδμόνδος είπε: «Έχουμε κι εμείς ενεργειακό όχημα. Όχι μεταβαλλόμενο, βέβαια, ούτε πολύ γρήγορο, αλλά είναι ό,τι χρειαζόμαστε για να κινούμαστε άνετα. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν τέτοια οχήματα στη Χάρνταβελ, όπως θα ξέρεις, αφού κάποτε έμενες εδώ.»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Πώς το δικαιολογείς στους ανθρώπους της Παντοκράτειρας;»
«Τι να δικαιολογήσω, φίλε μου; Τροβαδούρος είμαι. Πλανόδιος. Μου χρειάζεται στη δουλειά μου, και έχω αρκετά χρήματα για να μπορώ να το συντηρώ – μόλις και μετά βίας, αλλά τα καταφέρνω.»
Η Άνμα’ταρ είπε: «Θα τραβήξουμε σίγουρα την προσοχή των πρακτόρων της Παντοκράτειρας αν αρχίσουμε να ταξιδεύουμε γύρω-γύρω στη Χάρνταβελ μέσα σε δύο ενεργειακά οχήματα.»
«Αυτό είναι αλήθεια,» συμφώνησε ο Γεράρδος. «Τι προτείνεις εσύ, Εδμόνδε;»
«Αφού με κάλεσες, υποθέτω θα έχεις καλό λόγο,» μειδίασε ο τροβαδούρος, αναφερόμενος προφανώς στο όνειρο που είχε δει. «Επομένως, δεν κάνει τώρα να φύγω απ’την παρέα σου. Επιπλέον, έχε υπόψη σου ότι σ’όλη τη Χάρνταβελ είμαι ο μοναδικός περιπλανώμενος επαναστάτης.»
«Δεν είναι δυνατόν…» είπε η Βατράνια.
«Κι όμως, αγαπητή μου,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος. «Κανένας άλλος αρωγός της Επανάστασης δεν τριγυρίζει σε τακτική βάση. Όχι πως αυτό σημαίνει, ασφαλώς, ότι δεν είναι πιστοί στον σκοπό μας.»
«Πάντως,» τόνισε η Άνμα’ταρ ξανά, «δύο περιφερόμενα ενεργειακά οχήματα θα τραβήξουν την προσοχή των Παντοκρατορικών. Εκτός αν είμαστε υπερβολικά προσεχτικοί. Δε νομίζω πως ωφελεί να το ρισκάρουμε.»
«Ήμουν έτοιμος να προτείνω μια λύση,» της είπε ο Εδμόνδος.
«Σ’ακούμε.»
«Μπορούμε να χωριστούμε. Ορισμένοι θα έρθετε στο δικό μου όχημα, ορισμένοι θα πάτε με το δικό σας.»
Ο Γεράρδος συνοφρυώθηκε σκεπτικός. «Τι λέτε;» ρώτησε τους συντρόφους του.
«Αν είναι να πάει κάποιος με τον Εδμόνδο, θα πρέπει οπωσδήποτε να είναι ο Σθένελος ή εγώ,» γνωμοδότησε ο Σέλιρ’χοκ. «Είμαστε οι μόνοι μάγοι που μπορούμε να ερευνήσουμε τους αντικατοπτρισμούς. Η Άνμα – παρότι δεν αμφισβητώ τις ικανότητές της και το ξέρει – δεν έχει εκπαιδευτεί για τέτοιες δουλειές.» Κοίταξε τη Δράκαινα, η οποία δεν έφερε αντίρρηση· γνώριζε τα όριά της.
«Θα πάω εγώ με τον Εδμόνδο,» είπε ο Σθένελος αμέσως μόλις ο Σέλιρ τελείωσε τα λόγια του· και είδε την Ιζαμπώ να του κλείνει το μάτι υπομειδιώντας, γιατί σίγουρα είχε προσέξει ότι την παρατηρούσε, μάλλον κολακευτικά, όσο ο Ρογήρος και ο Εδμόνδος διηγούνταν τις ιστορίες τους. Η αλήθεια ήταν – ο Σθένελος έπρεπε, τουλάχιστον, να την παραδεχτεί στον εαυτό του – ότι είχε αμέσως προθυμοποιηθεί να πάει με τον τροβαδούρο επειδή οι χορεύτριες τού άρεσαν – η Ιζαμπώ κυρίως, αλλά και η Ισαβέλλα.
Η Βατράνια έριξε στον Σθένελο ένα βλέμμα που, ίσως, φανέρωνε ενόχληση. Σκατά… σκέφτηκε ο μάγος. Το πρόσεξε κι εκείνη; Ορισμένες φορές είχε την εντύπωση πως οι γυναίκες διέθεταν κάποια παράξενη διαίσθηση που ο ίδιος δεν είχε.
«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε ο Γεράρδος.
«Τι;…» έκανε ο Σθένελος, αποπροσανατολισμένος από το κλείσιμο του ματιού της Ιζαμπώς και το βλέμμα της Βατράνιας.
«Είσαι σίγουρος ότι θες να πας με τον Εδμόνδο;» διευκρίνισε ο Γεράρδος, αναρωτούμενος αν ο μάγος είχε ξαφνικά κοιμηθεί.
«Ναι, βέβαια,» αποκρίθηκε ο Σθένελος, νιώθοντας ότι τώρα θα ήταν ανόητο να κάνει πίσω εξαιτίας της Βατράνιας. Εξάλλου, η Βατράνια ήταν λιγάκι περίεργη, δεν ήταν; Και δεν είχε συμβεί και τίποτα ανάμεσά τους…
«Πρέπει, όμως, να έρθει και κάποιος άλλος μαζί σου,» του είπε ο Γεράρδος. «Δε θα πας μόνος.»
«Δε θα τον κακοποιήσουμε,» δήλωσε η Ιζαμπώ, και η Ισαβέλλα γέλασε σιγανά.
«Κυρίες,» είπε ο Εδμόνδος αγριοκοιτάζοντάς τες, «λίγη αυτοσυγκράτηση στα χωρατά σας.»
«Σώωωπα…» αποκρίθηκε η Ισαβέλλα, μειδιώντας και κάνοντας μια χαριτωμένη πιρουέτα.
«Θα πάω εγώ μαζί του,» είπε η Βατράνια στον Γεράρδο.
Υπέροχα… σκέφτηκε ο Σθένελος, απογοητευμένα.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος στη Βατράνια.
«Τι! Γιατί;»
Η Μάρθα τής είπε: «Μπορεί να θέλει κάποιον σοβαρό άνθρωπο να συνοδέψει τον μάγο μας.»
Η Βατράνια τής πέταξε σφαίρες με τα μάτια. «Ελπίζω, τότε, να μη στείλει εσένα!»
«Για έλα πιο κοντά να το πεις αυτό.» Η Μάρθα έκανε ένα βήμα προς τη Βατράνια.
Ο Γεράρδος τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της και την τράβηξε πλάι του. «Έχουμε πρόβλημα,» είπε. «Ο Σέλιρ’χοκ και η Άνμα’ταρ πρέπει να μείνουν με το όχημά μας, για να ρυθμίζουν την ενεργειακή του ροή. Εγώ είμαι ο μόνος που ξέρει τη Χάρνταβελ, έτσι δεν μπορώ να πάω με τον Εδμόνδο. Επομένως–»
«Ή εμένα θα στείλεις ή αυτή την τρελή,» είπε η Βατράνια.
Ο Γεράρδος έσφιξε τη ζώνη της Μάρθας μέσα στη γροθιά του για να μη γίνει κανένα κακό προηγούμενο. «Πράγματι,» παραδέχτηκε.
«Βλέπεις;» είπε η Βατράνια. «Οι επιλογές σου είναι λίγες. Και δε νομίζω ότι η Μάρθα θέλει να πάει.»
«Ποιος είπε ότι δεν θέλω να πάω;»
Ο Γεράρδος στράφηκε να την κοιτάξει. «Θέλεις;»
Εκείνη συνοφρυώθηκε, καθώς θυμήθηκε όσα τής είχε πει ο Γεράρδος για την περίπτωση που ο Εχθρός του επέστρεφε. «Μόνο αν πρέπει…» κόμπιασε.
«Είδες, Γεράρδε;» είπε η Βατράνια, υπομειδιώντας αυτάρεσκα. «Εγώ μόνο μπορώ να πάω.»
Ο Γεράρδος πήρε το βλέμμα του από τη Μάρθα και το έστρεψε στη Βατράνια. Η προθυμία σου, όμως, με παραξενεύει, σκέφτηκε. Και ο Σθένελος ήταν περίεργα σιωπηλός, από τότε που είχε μιλήσει η Βατράνια. Επιπλέον, εκείνο το σχόλιο της Ιζαμπώς… Και, όσο ταξίδευαν μέσα στην Απολλώνια για να φτάσουν στη διαστασιακή δίοδο προς Χάρνταβελ, ο Σθένελος έμοιαζε να είχε δείξει μια κάποια συμπάθεια στη Βατράνια – όχι πως κι η ίδια, βέβαια, ήταν συγκρατημένη μαζί του· αλλά αυτός ήταν ο χαρακτήρας της γενικά.
Είναι δυνατόν να συμβαίνει εκείνο που μοιάζει να συμβαίνει;
Ο Γεράρδος απόρησε με τον νεαρό μάγο. Πότε είχε προλάβει να δώσει ερωτικές υποσχέσεις στην Ιζαμπώ (και στην Ισαβέλλα, ίσως); Και πώς είχε καταφέρει να κάνει τη Βατράνια να το προσέξει αυτό και να το δει ως πρόκληση; Δεν έμοιαζε για γυναίκα που κυνηγούσε τους άντρες· ήταν, αναμφίβολα, από τις γυναίκες που τους προσέλκυαν και μόνο με την παρουσία τους.
Η περίπτωση φαινόταν φορτισμένη, κι επομένως ο Γεράρδος θα προτιμούσε να μην στείλει τη Βατράνια μαζί με τον Σθένελο. Αλλά, όπως αποδεικνυόταν εύκολα κατόπιν λίγης σκέψης, δεν είχε καλύτερη επιλογή.
«Εντάξει,» της είπε. «Θα πας μαζί. Όμως,» τόνισε, κοιτάζοντας μια τον Σθένελο μια εκείνη, «να θυμάστε κι οι δύο τη δουλειά για την οποία ήρθαμε εδώ.»
«Έτσι όπως μας μιλάς,» είπε, σοβαρά, η Βατράνια, «θα νόμιζε κανείς ότι δεν μας εμπιστεύεσαι.»
«Θα προτιμούσα να ήμουν κι εγώ μαζί σας, ή ίσως η Άνμα’ταρ, αλλά δυστυχώς δεν γίνεται.»
«Μην ανησυχείς, Γεράρδε,» είπε ο Σθένελος. «Ξέρουμε γιατί είμαστε στη Χάρνταβελ, παρότι δεν έχουμε ξαναέρθει εδώ και παρότι… αυτή είναι, ουσιαστικά, η πρώτη φορά που υπηρετώ την Επανάσταση σε κάποια τέτοια αποστολή.» Ήταν λιγάκι αμήχανος.
«Δεν θέλω να πω ότι δεν σου έχω εμπιστοσύνη,» τον διαβεβαίωσε ο Γεράρδος. «Αφού ο Οδυσσέας σ’εμπιστεύεται, το ίδιο σ’εμπιστεύομαι κι εγώ.
»Τη Βατράνια, βέβαια, κανένας δεν την εμπιστεύεται,» πρόσθεσε αστειευόμενος.
«Θα το πληρώσεις αυτό, καθίκι!» αποκρίθηκε η Βατράνια, χαμογελώντας και μη μοιάζοντας να έχει πραγματικά θυμώσει.
«Νομίζω,» είπε η Άνμα’ταρ, «ότι καλό θα ήταν να εκμεταλλευτούμε τις λίγες ώρες που μας έχουν μείνει ώς το πρωί για να κοιμηθούμε.»
Οι άλλοι συμφώνησαν, και ο Ρογήρος πρόσθεσε: «Δεν είστε οι μόνοι που έχετε δουλειές το πρωί, ξέρετε. Τούτο το πανδοχείο σού βγάζει το λάδι, απ’τα ξημερώματα ώς τα μεσάνυχτα.»
«Θα μας οδηγήσεις στα δωμάτιά μας;» τον ρώτησε ο Γεράρδος.
«Εννοείται.»
Έπιασε μια ενεργειακή λάμπα και βάδισε πρώτος, ανεβαίνοντας τη στενή στριφογυριστή σκάλα που βρισκόταν στο κέντρο του Ισάδελφου σαν σπονδυλική στήλη χωρίς να έχει κανένα παράθυρο. Είχε, όμως, πολλές κρυφές πόρτες που άνοιγαν σε διάφορα δωμάτια. Ο Ρογήρος, ασφαλώς, ήξερε όλες πού ακριβώς έβγαζαν, και πήγε τους επαναστάτες, τον έναν κατόπιν του άλλου, στα δωμάτιά τους. Μετά, κατευθύνθηκε προς τη μικρή πόρτα που οδηγούσε στο δικό του δωμάτιο, στο ισόγειο· μπήκε και βρήκε μέσα τη γυναίκα του, τη Μπενεντέτα, να κοιμάται γαλήνια. Η εννιάχρονη κόρη του, η Ιβέτα, κοιμόταν στη γωνία, σ’ένα παιδικό κρεβάτι.
Θεέ Μεγάλε και Πανίσχυρε, σκέφτηκε ο Ρογήρος. Πράκτορες του Πρίγκιπα ή μη, τι θα κάνουν για να μας βοηθήσουν; Δεν φαίνεται να έχουν ιδέα… Και δεν ζήτησαν να μιλήσουν σε κανέναν ιερέα. Ένας ιερέας ίσως να μπορούσε να τους δώσει κάποιες πληροφορίες. Από την άλλη, όμως, δε μοιάζει να πιστεύουν ότι οι μέθοδοι των ιερέων θα μας βοηθήσουν. Και ούτε κι εγώ το νομίζω. Όχι πια. Μετά από τόσες ανθρωποθυσίες, τίποτα δεν έχει γίνει. Είναι, άραγε, η Οργή του Θεού που φέρνει όλα τούτα τα κακά στη διάστασή μας; Ή είναι κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό; Ο Γεράρδος κι οι σύντροφοί του πρέπει να πίστευαν το τελευταίο, σκεφτόταν ο Ρογήρος καθώς έβγαζε τα ρούχα του (είχε συνηθίσει πια να κάνει άνετα τις δουλειές του με το ένα χέρι) και ξάπλωνε πλάι στη Μπενεντέτα.
Εν τω μεταξύ, στον δεύτερο όροφο του πανδοχείου, ο Σθένελος παρατήρησε πως η Βατράνια δεν είχε τίποτα να του πει, σαν να μην είχε προσέξει το σύντομο κορτάρισμά του με την Ιζαμπώ, ενώ ήταν καταφανές πως το είχε προσέξει και γι’αυτό, μάλιστα, είχε προθυμοποιηθεί να έρθει μαζί του χωρίς δεύτερη σκέψη. Πρέπει να με γουστάρει, τελικά. Δεν εξηγείται αλλιώς, σκέφτηκε ο Σθένελος, βγάζοντας τα λιγοστά ρούχα που είχε φορέσει όταν ο Ρογήρος τούς ειδοποίησε μες στη νύχτα και ξαπλώνοντας στο ένα από τα κρεβάτια του δίκλινου δωματίου που μοιραζόταν με τη Βατράνια.
Η Βατράνια δεν φάνηκε να βιάζεται να ξαπλώσει. Έβγαλε τις μπότες της και βάδισε πάνω στο χαλί του δωματίου, πηγαίνοντας στο μπάνιο. Ήθελε, μήπως, να του μιλήσει και σκεφτόταν πώς ν’αρχίσει; Δεν είναι τώρα ώρα να σκέφτεσαι τέτοια, μάλωσε τον εαυτό του ο Σθένελος, και γύρισε στο πλάι, κοιτάζοντας τον τοίχο προτού κλείσει τα μάτια.
Από δίπλα, από το μπάνιο, νερό ακούστηκε να τρέχει για λίγο από τη βρύση. Μετά, η πόρτα άνοιξε: η Βατράνια είχε βγει. Το τεχνητό φως στο ταβάνι του δωματίου έσβησε· ο Σθένελος το κατάλαβε ακούγοντας τον διακόπτη και βλέποντας, μέσα από κλειστά βλέφαρα, τον χώρο να σκοτεινιάζει.
Μήπως θα του μιλούσε τώρα;
Την άκουσε να πλησιάζει το κρεβάτι της. Άκουσε ρούχα να σέρνονται πάνω σε άλλα ρούχα και σε δέρμα. Δεν μπορούσε να κρατηθεί – και ήταν σκοτεινά, εξάλλου – άνοιξε τα μάτια του και κρυφοκοίταξε.
Τελικά, δεν ήταν τόσο σκοτεινά όσο νόμιζε. Έμπαινε άπλετο φεγγαρόφωτο από το παράθυρο, και η Βατράνια στεκόταν μέσα στο ασημοπόρφυρο φως σαν ηθοποιός επάνω στη σκηνή. Καθώς έβγαζε τα ρούχα της. Το ένα μετά το άλλο. Χωρίς βιασύνη. Η τουνίκα της είχε ήδη πέσει στο πάτωμα· το παντελόνι της την ακολούθησε. Αφαίρεσε τις ψηλές κάλτσες της αργά, διπλώνοντάς τες σιγά-σιγά ώσπου να φτάσουν στα δάχτυλα του ποδιού. Και ο Σθένελος θα ορκιζόταν ότι δεν είχε ξαναδεί τόσο καταπληκτικά πόδια ποτέ στη ζωή του. Αισθανόταν το στόμα του, ξαφνικά, ξερό, και τον ανδρισμό του ορθωμένο και σκληρό. Η Βατράνια συνέχισε, βγάζοντας τον στηθόδεσμό της νωχελικά και, τέλος, την περισκελίδα της με μια ερωτική κίνηση των μηρών – ενώ ο Σθένελος δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της: και σκεφτόταν ότι ευτυχώς το φως του δωματίου δεν ήταν αναμμένο ώστε εκείνη να έχει καταλάβει την αντίδρασή του.
Η Βατράνια πήρε από τον σάκο της ένα κοντό φόρεμα, το πέρασε πάνω απ’το κεφάλι της, και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Σκεπάστηκε με την κουβέρτα, αλλά το ένα της πόδι το άφησε έξω, λουσμένο στο ασημοπόρφυρο φεγγαρόφωτο, μακρύ και καλλίγραμμο.
Πρέπει, όμως, να κοιμηθούμε κιόλας κάποια στιγμή! θύμισε ο Σθένελος στον εαυτό του, προσπαθώντας να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της. Τελικά, τα κατάφερε και κοίταξε πάλι τον τοίχο – τον οποίο έπρεπε να κοίταζα από την αρχή! Αναστέναξε – κι αμέσως ευχήθηκε η Βατράνια να μην το είχε ακούσει αυτό.
Σκατά…
Πότε θα βάλω μυαλό;
Μετά, καθώς δυσκολευόταν να κοιμηθεί, αναρωτήθηκε αν ήταν πραγματικά απαραίτητο για τη Βατράνια να γδυθεί τελείως προτού φορέσει εκείνο το κοντό φόρεμα και πέσει στο κρεβάτι της…
Το έκανε επίτηδες; Το ήξερε ότι την κοίταζα; Δεν είναι δυνατόν! Είναι σκοτεινά από τη μεριά μου. Δεν μπορεί να το ήξερε. Λογικά, εγώ θα κοιμόμουν. Σωστά;
Σωστά;
…Σκατά.
Είχε την αίσθηση ότι τον είχαν εξαπατήσει.
Αναστέναξε πάλι – σιγανά.
Είναι μεγαλύτερη από μένα – άρα και πιο πονηρή σ’αυτά τα θέματα. Γιατί, όμως, αυτό δεν του φαινόταν καλή δικαιολογία για την ανοησία του;
Προτού τελικά καταφέρει να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ξανακοίταξε δύο φορές το μακρύ πόδι της Βατράνιας που ξεπρόβαλλε μέσα από την κουβέρτα.
Η ίδια φαινόταν να κοιμάται βαθιά.
*
Το πρωί, συναντήθηκαν στην τραπεζαρία του Ισάδελφου και ο Ρογήρος τούς πρόσφερε πρωινό, για το οποίο δεν αρνήθηκε να πληρωθεί. Ο Γεράρδος και οι σύντροφοί του κάθισαν στο τραπέζι που είχαν καθίσει και χτες βράδυ, ενώ ο Εδμόνδος και οι δύο χορεύτριες κάθισαν σ’ένα διπλανό τραπέζι. Το πρωινό περιλάμβανε παξιμάδια, γιαούρτι, τσάι, και βραστά αβγά.
Δεν ήταν πολλοί άλλοι στην τραπεζαρία αυτή την ώρα· είχαν όλοι κοιμηθεί αργά και, επομένως, θα σηκώνονταν και αργά, ή όσοι είχαν πρωινές δουλειές είχαν ήδη φύγει από το πανδοχείο. Ένα κοριτσάκι τριγύριζε ανάμεσα στα τραπέζια, πορφυρόδερμο και μαυρομάλλικο, με χαμογελαστό πρόσωπο και μεγάλα μάτια. Ο Γεράρδος δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει ότι έμοιαζε στη γυναίκα που σκούπιζε το μπαρ. Πρέπει να ήταν κόρη της· κι εκείνη πρέπει να ήταν σύζυγος του Ρογήρου, κατά πάσα πιθανότητα. Ο Γεράρδος τον είχε ακούσει να την αποκαλεί Μπενεντέτα.
«Γεια σας,» είπε το κοριτσάκι, πλησιάζοντας τον Εδμόνδο και τις δύο χορεύτριες.
«Γεια σου, Ιβέτα. Τι κάμνεις;» αποκρίθηκε η Ισαβέλλα μειδιώντας.
«Καλά.» Το κοριτσάκι χοροπήδησε πάνω-κάτω, έκανε μια πιρουέτα και παραλίγο να σκοντάψει – προσπαθώντας μάλλον να μιμηθεί τις κινήσεις των δύο χορευτριών, όχι και τόσο επιτυχημένα. «Θα μείνετε πολλές μέρες;»
«Θα φύγουμε μετά από λίγο,» της είπε η Ισαβέλλα.
Η Ιβέτα μούτρωσε. «Γιατί;»
«Δουλειές συνεχώς μας κυνηγάνε, χρυσό μου,» είπε η Ιζαμπώ.
Η Ιβέτα πήγε δίπλα της και έπιασε το ξύλινο βραχιόλι στον καρπό της, το οποίο ήταν λαξευτό και βαμμένο κόκκινο.
«Σ’αρέσει;» τη ρώτησε η Ιζαμπώ.
Η Ιβέτα ένευσε.
«Το θέλεις;»
«Δεν της κάνει,» είπε η Ισαβέλλα προτού η Ιβέτα αποκριθεί. «Της είναι μεγάλο.»
Η Ιζαμπώ, αγνοώντας την, έβγαλε το βραχιόλι και το κράτησε μπροστά στην Ιβέτα. Εκείνη το πήρε, το έβαλε στο χέρι της, κι αυτό έπεσε. Το κοριτσάκι γέλασε, και το σήκωσε από κάτω. «Θα το φοράς όταν μεγαλώσεις,» της είπε η Ιζαμπώ.
«Ευχαριστώ, Ιζαμπώ!» αποκρίθηκε η Ιβέτα. Και μετά έπιασε την άκρη της τουνίκας του Εδμόνδου. «Εδμόνδε, θα μου πεις μια ιστορία;»
Ο τροβαδούρος μειδίασε. «Κάθισε εδώ,» της είπε χτυπώντας το γόνατο του, «και θα σου πω.»
Η Ιβέτα κάθισε στο γόνατό του, κι ο Εδμόνδος άρχισε να μιλά, όχι πολύ δυνατά γιατί δεν ήθελε να τον ακούει όλη η τραπεζαρία τώρα, μόνο το κοριτσάκι της Μπενεντέτας και του Ρογήρου.
Ο Γεράρδος πήρε το βλέμμα του από τον τροβαδούρο, και αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν να τον είχε δει στο όνειρό του… και πώς είναι δυνατόν εκείνος να είδε εμένα. Ορισμένες φορές ο Θεός μιλούσε στους ιερείς της Χάρνταβελ μέσα από τα όνειρά τους – αν και συνήθως τους μιλούσε μέσα από αισθήσεις και σημάδια. Αλλά ο Γεράρδος δεν ήταν πια ιερέας. Κι επιπλέον, πώς θα μπορούσε να είχε καλέσει τον Εδμόνδο χωρίς να το ξέρει; Αναμφίβολα, κάτι πολύ περίεργο είχε συμβεί, και δεν μπορούσε, για την ώρα, με κανέναν τρόπο να το εξηγήσει.
Αποκλείεται το Εσώτερο Θηρίο μου να έχει επιστρέψει. Δεν είναι αυτό. Είναι κάτι άλλο, διαφορετικό… Του έμοιαζε πολύ παράξενο, όμως.
Μπορεί να μην ήταν και τίποτα παραπάνω από μια σύμπτωση, κατέληξε.
Αλλά, αν ήταν σύμπτωση, ήταν τελείως εξωφρενική.
«Εδμόνδε,» είπε ο Γεράρδος, στρέφοντας πάλι το βλέμμα του στον Βοριά.
Ο τροβαδούρος σταμάτησε την ιστορία που έλεγε στην Ιβέτα. «Τι είναι, Γεράρδε;»
«Προς τα πού θα κατευθυνθείς;»
«Για βόρεια και ανατολικά, λέω.»
«Προς Ερρίθια;»
Ο Εδμόνδος ένευσε.
«Και προς τα πού προτείνεις εμείς να πάμε;»
«Βόρεια. Και μπορείτε, μετά, να κάνετε τον κύκλο του Κεντροδάσους.»
«Πού θα ξανασυναντηθούμε;»
«Εδώ, σε δέκα μέρες. Τι λες;»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Σύμφωνοι.»
Ο Εδμόνδος συνέχισε να λέει το παραμύθι του στην Ιβέτα ενώ, συγχρόνως, έτρωγε το πρωινό του.
*
Το όχημα του Εδμόνδου ήταν τετράκυκλο με ψηλούς τροχούς, για να διασχίζει ακόμα και περιοχές όπου δεν υπήρχε δρόμος. Είχε ένα μεγάλο παράθυρο στη μπροστινή μεριά το οποίο σχημάτιζε καμπύλη, πιάνοντας και τα πλάγια. Στην πίσω μεριά είχε καρότσα, όπου ο τροβαδούρος και οι δύο χορεύτριες έβαζαν πράγματα που τους χρειάζονταν στα ταξίδια τους. Το μέταλλο του οχήματος ήταν από έξω βαμμένο καφέ, και στα πλάγια υπήρχαν ζωγραφισμένα άνθη και μουσικά όργανα. Το εσωτερικό ήταν επενδυμένο με ξύλο. Τα καθίσματα του οδηγού και του συνοδηγού ήταν δερμάτινα. Πίσω, δεν είχε άλλα καθίσματα.
«Είμαστε λιγάκι άνω-κάτω, αλλά δε νομίζω να σας πειράζει,» χαμογέλασε η Ιζαμπώ, ανοίγοντας την πίσω πόρτα του οχήματος και πηδώντας μέσα. Το είχαν σταματημένο σ’έναν δρόμο κοντά στον Ισάδελφο.
«Έχουμε δει και χειρότερα,» της είπε η Βατράνια.
«Καλό αυτό!» παρατήρησε η Ισαβέλλα, πιέζοντας το μπράτσο της Βατράνιας με το δάχτυλό της. «Δε θ’απογοητεύεστε εύκολα, ε;» γέλασε.
Η Βατράνια συνοφρυώθηκε κοιτάζοντας την Ισαβέλλα. Οι δύο χορεύτριες ήταν λιγάκι ενοχλητικές, δεν ήταν; Όλο σαχλαμάρες έλεγαν. Δεν πιστεύω να το μετανιώσω που προθυμοποιήθηκα να πάω μαζί τους, σκέφτηκε.
«Λοιπόν,» είπε ο Γεράρδος. «Κάπου εδώ πρέπει να σας αφήσουμε, νομίζω. Θα τα ξαναπούμε σε δέκα μέρες.» Και έδωσε το χέρι του στον Σθένελο.
Εκείνος το έσφιξε. «Σε δέκα μέρες, Καπετάνιε.»
«Να έχεις το νου σου,» του είπε ο Γεράρδος, «και να μην κάνεις τίποτα ριψοκίνδυνο με τους αντικατοπτρισμούς αν τύχει να δεις κάποιον από αυτούς. Ο Πρίγκιπας ζήτησε απλώς να μάθουμε τι συμβαίνει· τίποτα περισσότερο για την ώρα.»
Ο Σθένελος ένευσε.
«Να τον προσέχεις εσύ,» είπε ο Γεράρδος στη Βατράνια, ενώ ο Σέλιρ’χοκ και η Άνμα’ταρ χαιρετούσαν τον Εδμόνδο. «Είναι ο μοναδικός μάγος Ερευνητής που έχουμε μαζί μας, και είναι καινούργιος στην Επανάσταση.» Δεν μιλούσε δυνατά και δεν φοβόταν ότι ίσως κάποιος εχθρός να τον άκουγε, γιατί οι σύντροφοί του ήταν όλοι συγκεντρωμένοι πίσω του σαν ασπίδα.
Η Βατράνια είπε: «Μάλιστα, Καπετάνιε,» και χαιρέτησε όπως χαιρετούσαν κάτι ναυτικοί στις ταινίες που χρηματοδοτούσε όταν έμενε στη Σεργήλη και είχε ακόμα αρκετά λεφτά για να μπορεί να τα πετάει όπου και όπως της κατέβαινε. Μετά, στράφηκε στη Μάρθα, λέγοντας: «Καλό ταξίδι,» και δίνοντάς της το χέρι.
Η Μάρθα, κάπως διστακτικά και με όχι και τόσο φιλική όψη, έπιασε τον καρπό της Βατράνιας κι αντάλλαξε μια σύντομη χειραψία μαζί της. «Καλό ταξίδι.»
Η Βατράνια στράφηκε πάλι στον Γεράρδο, τον αγκάλιασε ξαφνικά, και φίλησε το μάγουλό του. «Αντίο για τώρα,» είπε, χαμογελώντας, κι ανέβηκε στην πίσω μεριά του οχήματος ενώ η Μάρθα την αγριοκοίταζε, μοιάζοντας έτοιμη να χιμήσει πάνω στην πλάτη της.
Εννοείται πως η Βατράνια το είχε κάνει επίτηδες.
*
Ο Γεράρδος, η Μάρθα, ο Σέλιρ’χοκ, και η Άνμα’ταρ βγήκαν από την Οκρίνθια και διασχίζοντας τους αγρούς έφτασαν τελικά πίσω από τον λόφο όπου είχαν αφήσει το μεταβαλλόμενο όχημά τους. Στην αρχή, δυσκολεύτηκαν να το διακρίνουν, έτσι όπως είχε πάρει τα χρώματα του περιβάλλοντος, και ο Γεράρδος σκέφτηκε πως, πράγματι, αυτή η ιδιότητά του ήταν χρήσιμη. Αποκλείεται να το έβρισκαν οι Παντοκρατορικοί εκτός αν έρχονταν πολύ κοντά.
«Θα καθίσω εγώ στο ενεργειακό κέντρο,» προθυμοποιήθηκε η Άνμα’ταρ, και πήγε στην ειδική θέση του οχήματος, όπου και ύφανε τη Μαγγανεία Κινήσεως. Ο Σέλιρ’χοκ κάθισε πίσω, οκλαδόν, κι έκλεισε τα μάτια μοιάζοντας να διαλογίζεται. Ο Γεράρδος κάθισε στο τιμόνι και ενεργοποίησε τα συστήματα του οχήματος. Η Μάρθα κάθισε δίπλα του, και είπε:
«Αρχίσαμε, επιτέλους, να ξεπρηζόμαστε.»
Ο Γεράρδος πάτησε το πετάλι, ξεκινώντας το όχημα. Μειδίασε. «Για τη Βατράνια μιλάς;»
«Εσύ τι λες;»
«Δεν είναι κακή,» είπε ο Γεράρδος, «απλά λίγο παράξενη. Κι ας το παραδεχτούμε: όλοι μας είμαστε λίγο παράξενοι, αν το καλοσκεφτείς.»
«Λες μαλακίες,» διαφώνησε η Μάρθα. «Είναι τελείως καριόλα. Δεν το κατάλαβες ότι ήθελε να πάει μαζί με τον μικρό επειδή γουστάρει να τον καβαλήσει;»
«Παρ’όλ’αυτά, δεν θα μπορούσα να στείλω κανέναν άλλο μαζί του. Και ο Σθένελος δεν είναι τόσο μικρός.»
«Είναι ο πιο μικρός απ’όλους μας.»
«Αυτό δεν πάει να πει τίποτα.»
«Σοβαρέψου, γαμώ την ανωμαλία μου! Η τύπισσα είναι απαράδεκτη. Του κουνιέται κι αυτός χοροπηδάει από πίσω.»
«Νομίζω πως και των δύο έτσι είναι ο χαρακτήρας τους. Δεν είδες ότι, ξαφνικά, ο Σθένελος απέκτησε και κάποια συμπάθεια με τις χορεύτριες του Εδμόνδου, χωρίς καν να τους έχει μιλήσει και πολύ;»
«Τα παραλές.»
«Τα παραλέω; Δε νομίζω.»
«Ναι, ’ντάξει,» είπε η Μάρθα, ανάβοντας τσιγάρο. «Προσπαθείς να τη δικαιολογήσεις για να είμαστε όλοι ενωμένοι και χαρούμενοι επαναστάτες και τα λοιπά, επειδή σου είπε ο Πρίγκιπας ότι πρέπει να είσαι αρχηγός της αποστολής. Αλλά το ξέρεις ότι η Βατράνια είναι για κλοτσιές.»
Ο Γεράρδος γέλασε. «Καλά, σταμάτα!
»Αλλά,» πρόσθεσε σοβαρά, «όταν την ξανασυναντήσουμε, απλά μην της δίνεις σημασία άμα δεν τη συμπαθείς. Γιατί, ναι, θέλω όλοι να είμαστε ενωμένοι και χαρούμενοι. Θα μας χρειαστεί.»
Μια ερημιά απλωνόταν προς κάθε κατεύθυνση. Βράχοι και ξερή άμμος.
Και στον ουρανό κρεμόταν ένας κόκκινος ήλιος περιτριγυρισμένος από χορεύουσες φλόγες.
Αντίκρυ στον Τέρι υπήρχε ένα άνοιγμα που έσχιζε την πραγματικότητα της ερημιάς σαν να ήταν χαρτί: διέλυε το έδαφος και τον ουρανό, φανερώνοντας από πίσω την πεδιάδα όπου πριν από λίγο βρισκόταν ο Τέρι, ανάμεσα στους στρατούς των Ναραλμάδιων και των Υλιριλίδιων. Πολεμιστές φαινόταν να τρέχουν από εδώ κι από κει, πανικόβλητοι.
Είμαι σε άλλη διάσταση… Ήταν η μόνη εξήγηση. Είχε, κάπως, γλιστρήσει σε άλλη διάσταση, και κοίταζε τη Χάρνταβελ σαν μέσα από παράθυρο ή οθόνη.
Ένας απ’τους «αντικατοπτρισμούς»;…
Γύρω από το άρμα του ήταν πεσμένοι στρατιώτες και άλογα. Δικοί του στρατιώτες, αλλά και μερικοί Ναραλμάδιοι. Προσπαθούσαν όλοι να σηκωθούν επάνω στην άμμο της ερημιάς, αποπροσανατολισμένοι, ζαλισμένοι, φοβισμένοι.
«Κύριε Ταγματάρχη, πού είμαστε;» φώναξε ο Ρίμναλ, πιάνοντας γρήγορα το άλογό του από τα χαλινάρια και προσπαθώντας να το συγκρατήσει για να μη φύγει τρέχοντας μέσα στην ερημιά όπως κάμποσα άλλα.
Ο Τέρι δεν είχε απάντηση να δώσει. Στεκόμενος επάνω στο άρμα του, μισός μέσα στην καταπακτή μισός έξω, κοίταζε ολόγυρα.
«Πρέπει να φύγουμε!» φώναξε η Λοχαγός Λάρνω. «Από κει!» δείχνοντας τον αντικατοπτρισμό της πεδιάδας στη Χάρνταβελ. «Σηκωθείτε! Πιάστε τ’άλογά σας!» πρόσταξε τους στρατιώτες.
Ο Τέρι ατένισε, τότε, κάτι να έρχεται. Κάτι που πετούσε πάνω από την ερημιά. Μια μορφή που φτερούγιζε κάτω από τον φλεγόμενο κόκκινο ήλιο, αλλά ήταν ακαθόριστη. Ήταν σαν φλόγα κι η ίδια: παλλόταν λαμπυρίζοντας, θολή. «Τι πράγμα είν’αυτό;…» μουρμούρισε ο Τέρι κάτω απ’την ανάσα του. Η μορφή δεν ήταν εύκολο να καθορίσεις πού άρχιζε και πού τελείωνε· έδινε την εντύπωση ότι ήταν φτιαγμένη από μυριάδες αλληλοπλεκόμενα νήματα, που πολλά απ’αυτά κρέμονταν από τις άκριές της και τα τραβούσε πίσω της, στον αέρα, ή τα έσερνε από κάτω της, στη γη. Νήματα παλλόμενου, στροβιλιζόμενου φωτός.
Κι όσο το πετούμενο πλησίαζε, τόσο περισσότερα νήματα παρουσιάζονταν γύρω του. Ένα ολόκληρο δίκτυ σχηματιζόταν.
Ο Τέρι δεν ήταν, φυσικά, ο μόνος που είχε δει την παράξενη οντότητα. Οι πολεμιστές γύρω του, ο ένας μετά τον άλλο, άρχισαν να τη δείχνουν, φωνάζοντας.
Ο Τέρι δεν ήξερε ακριβώς γιατί αλλά είχε την αίσθηση ότι το πετούμενο ήταν εχθρικό, και πολύ, πολύ επικίνδυνο. «Στο άνοιγμα!» πρόσταξε δείχνοντας τον αντικατοπτρισμό της Χάρνταβελ. «Στο άνοιγμα! Γρήγορα!» Ο οδηγός του άρματός του έβαλε τους τροχούς σε κίνηση, οι οποίοι, παρότι μεγάλοι, βούλιαζαν μες στην άμμο της ερήμου και το έκαναν να κινείται πιο αργά απ’ό,τι συνήθως. Ο Καλιόστρο πήδησε πάνω στο άρμα κι ανέβηκε· το ίδιο και η Βίλνα. Πρέπει να είχαν χάσει τα άλογά τους. Οι άλλοι πολεμιστές προσπαθούσαν ν’ακολουθήσουν, ορισμένοι έφιπποι, ορισμένοι τραβώντας πίσω τους τα άλογά τους, ορισμένοι τρέχοντας πεζοί.
Η ιπτάμενη οντότητα, ξαφνικά, πέταξε πιο γρήγορα. Τα φωτεινά νήματα γύρω της πλήθυναν. Η μορφή της δεν έγινε πιο ευδιάκριτη, παρατήρησε ο Τέρι, παρότι τώρα δεν ήταν και τόσο μακριά. Θύμιζε τεράστιο πουλί λουσμένο σε ακτινοβολία.
Μια κραυγή ήρθε από τη μεριά της. Ένας ήχος σαν το ουρλιαχτό του ανέμου.
Τα νήματά της απλώθηκαν γύρω της και στη γη, παγίδεψαν μέσα τους μερικούς από τους πολεμιστές του Τέρι και τα άλογά τους. Αυτοί ούρλιαξαν, τα ζώα χλιμίντρισαν ξέφρενα. Άλογα και άνθρωποι έκαναν σπασμωδικές κινήσεις καθώς τα σώματά τους τυλίγονταν από μια ακτινοβολία παρόμοια με της ιπτάμενης οντότητας.
«Θεοί!…» άκουσε ο Τέρι τη Βίλνα να λέει τρομαγμένα, πιασμένη επάνω στο άρμα του.
Οι πολεμιστές που είχαν παγιδευτεί μέσα στα φωτεινά νήματα, Παντοκρατορικοί αλλά και Ναραλμάδιοι, εξαφανίστηκαν. Τα σώματά τους διαλύθηκαν τελείως· ούτε κόκαλα δεν έμειναν πίσω. Το ίδιο και τα σώματα των αλόγων τους.
Και το δαιμονικό πετούμενο συνέχιζε να έρχεται.
«ΤΡΕΞΤΕ!» φώναξε ο Τέρι. «ΣΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ! ΣΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ!»
Οι στρατιώτες του, όμως, δεν ήταν πιο γρήγοροι από την ιπτάμενη οντότητα: φωτεινά νήματα τούς τύλιγαν και τους εξαφάνιζαν· τα ουρλιαχτά τους και τα χλιμιντρίσματα των αλόγων τους αντηχούσαν στην ερημιά.
Ο Τέρι είδε ανθρώπους συγκεντρωμένους στην πεδιάδα της Χάρνταβελ, να κοιτάζουν μέσα από το άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο πραγματικότητες αλλά κανείς να μην τολμά να ζυγώσει. Για μια στιγμή, τρομοκρατημένος, ο Τέρι αναρωτήθηκε αν ο φωτεινός ιπτάμενος δαίμονας θα μπορούσε να εισβάλει στη Χάρνταβελ. Αν πήγαινε εκεί, η καταστροφή θα ήταν… Πιθανώς να σκότωνε τους πάντες!
–Αλλά δεν ήταν τώρα ώρα για τέτοιες σκέψεις.
Κραυγάζοντας, ο Ρίμναλ πήδησε πάνω στο άρμα του Τέρι, έχοντας αφήσει το άλογό του, το οποίο πρέπει να είχε φύγει αφηνιασμένο.
Πολεμιστές ούρλιαζαν, τυλιγμένοι σε φωτεινά νήματα· τα σώματά τους εξαφανίζονταν μέσα στο φως.
Το πετούμενο κραύγασε: η φωνή του ανέμου της ερημιάς, χωρίς να υπάρχει άνεμος. Ένας ήχος που έγδερνε τ’αφτιά και τρυπούσε το μυαλό.
Ο Τέρι είδε την Ελπίδα Λάρνω να πέφτει από το αφηνιασμένο άλογό της, να προσπαθεί να σηκωθεί, το ένα της πόδι να μπλέκεται στον αναβατήρα της σέλας, τα φωτεινά νήματα να έρχονται και να την τυλίγουν, εκείνη και άλλους στρατιώτες μαζί. ΑΑΑΑαααααα! ούρλιαξε η Ελπίδα· το σώμα της γέμισε ακτινοβολία, έγινε φως, και το φως διαλύθηκε σαν μικρή έκρηξη.
Ο ιπτάμενος δαίμονας έκρωξε και πέταξε προς τον αντικατοπτρισμό της πεδιάδας της Χάρνταβελ.
«Προσπαθεί να μας κλείσει τον δρόμο…!» γρύλισε ο Τέρι σφίγγοντας τη γροθιά του.
Η ερημιά γέμισε φωτεινά νήματα που έμοιαζαν να επιχειρούν, μάταια, να ρουφήξουν τη ζωή από το ξερό, ήδη νεκρό έδαφος.
Ο δαίμονας κραύγασε.
«Στρίψε, οδηγέ! Στρίψε!» πρόσταξε ο Τέρι.
«Προς τα πού;»
«Όπου θέλεις! Αλλά όχι προς αυτό το τέρας!»
Το άρμα έστριψε, αφήνοντας πίσω του το άνοιγμα προς Χάρνταβελ και το πλέγμα από θανατηφόρα φωτεινά νήματα.
Ο φλεγόμενος κόκκινος ήλιος έμοιαζε να μουγκρίζει από πάνω τους.
«Ταγματάρχη! Ταγματάααρχηηη!» αντήχησε ένα ουρλιαχτό, και ο Τέρι, γυρίζοντας, είδε τον Νόρις να προσπαθεί να φτάσει στο άρμα, τρέχοντας, ενώ κι άλλοι πολεμιστές τον ακολουθούσαν.
Η ιπτάμενη οντότητα ήρθε καταπάνω τους. Τα νήματά της τους παγίδευσαν όλους στην αγκαλιά τους. Τα σώματά τους σπαρτάρισαν πέφτοντας στην άμμο, διαλύθηκαν όπως και τα σώματα τόσων πριν από αυτούς.
Ο Τέρι είδε ότι ο οδηγός του άρματος πήγαινε προς ένα μέρος γεμάτο βράχους. Μάλλον ήλπιζε να κρυφτούν εκεί μέσα. Ο ταγματάρχης, όμως, πολύ φοβόταν πως το πετούμενο δε θα δυσκολευόταν να τους βρει.
Κατέβηκε στο εσωτερικό του άρματος και κάθισε στη θέση του πυροβολητή. Γυρίζοντας έναν μοχλό, έστρεψε το κανόνι προς τα πίσω: προς την ιπτάμενη οντότητα. Ενεργοποίησε τη μικρή οθόνη με το στόχαστρο. Οι ανιχνευτές του άρματος έβλεπαν τον δαίμονα σαν μια ακαθόριστη θολούρα (μάλλον ενεργειακής φύσης). Ο Τέρι πάτησε το ΠΥΡ, και το κανόνι πυροβόλησε, εκτοξεύοντας τη μεγάλη οβίδα του που ήταν φτιαγμένη για να τρυπά τείχη.
Μέσα από το στενό παράθυρο του άρματος, ο ταγματάρχης είδε την οντότητα να δέχεται το χτύπημα και να κάνει λιγάκι πίσω· και μετά, είδε την οβίδα να περνά μέσα από τον δαίμονα και να καταλήγει στην άμμο της ερήμου, ενώ εκείνος ακόμα ζούσε – και πετούσε προς το άρμα.
Τα όπλα μας δεν μπορούν να τον βλάψουν.
Θα πεθάνουμε όλοι…
«Κύριε Ταγματάρχη,» είπε ο οδηγός. «Η ενέργεια. Δεν έχουμε πολλή ακόμα. Δεν είχαμε αλλάξει ενεργειακή φιάλη, και δεν ξέρω τούτη δω για πόσο ακόμα θα κρατήσει. Είκοσι-εννέα τοις εκατό έχει απομείνει – είκοσι-οκτώ τώρα!»
Ο Τέρι σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε κοντά στον οδηγό· κοίταξε μέσα από το μπροστινό παράθυρο του άρματος και είδε ότι έφταναν στο βραχώδες μέρος, και–
Ένας άνθρωπος!
Επάνω σ’έναν από τους βράχους ήταν σκαρφαλωμένος ένας άνθρωπος, με τα γόνατα λυγισμένα. Παρατηρώντας. Φορούσε κουκούλα και φαρδιά ρούχα. Στην πλάτη του ήταν ένα σπαθί.
«Υπάρχουν άνθρωποι εδώ…!» έκανε ο Τέρι, ξαφνιασμένος.
Το άρμα έφτασε στο βραχώδες μέρος – και ο άγνωστος πήδησε από τον βράχο όπου ήταν ανεβασμένος και χάθηκε.
«Βγες!» είπε ο Τέρι στον οδηγό. «Πρέπει να υπάρχει κάποια κρυψώνα εδώ – κάτι!»
Το άρμα είχε πάρει πλαγιαστή θέση καθώς οι δύο δεξιοί τροχοί του είχαν καβαλήσει έναν από τους τραχείς βράχους. Ο οδηγός το σταμάτησε, κι ακολούθησε τον Τέρι ο οποίος άνοιγε την καταπακτή και έβγαινε.
«Τι κάνεις;» φώναξε στον ταγματάρχη του ο Ρίμναλ, που ήταν γαντζωμένος επάνω στο άρμα μαζί με τη Βίλνα και τον Καλιόστρο. «Αυτός ο καριόλης έρχεται!» Έδειχνε τον ιπτάμενο δαίμονα, και το δίκτυ από φωτεινά νήματα που εκείνος άπλωνε παντού από κάτω του.
Ο επουράνιος ψαράς πλησίαζε τα θηράματά του.
«Υπάρχει μέρος να κρυφτούμε εδώ – ελάτε!» είπε ο Τέρι, πηδώντας από το άρμα και τρέχοντας ανάμεσα στους μεγάλους βράχους. Ασφαλώς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος γι’αυτό που έλεγε, αλλά τι ελπίδες είχαν έτσι κι αλλιώς να γλιτώσουν από τον ιπτάμενο δαίμονα;
Οι στρατιώτες του τον ακολούθησαν. «Πώς το ξέρει;» άκουσε τη Βίλνα να λέει πίσω του.
«Ένας άνθρωπος ήταν εδώ πριν από λίγο· δεν τον είδατε;» Ο Καλιόστρο, λαχανιασμένα.
Ο ιπτάμενος δαίμονας κραύγασε: η φωνή του αντήχησε ξερά ανάμεσα στους βράχους. Άμμος σηκώθηκε, τσιμπώντας τα μάτια τους και τ’αφτιά τους.
«Βοήθεια!» φώναξε ο Τέρι ελπίζοντας ότι ο άγνωστος θα ανταποκρινόταν – ελπίζοντας ότι θα καταλάβαινε τη Συμπαντική Γλώσσα. «Βοηθήστε μας!»
Ο κουκουλοφόρος παρουσιάστηκε πάλι, ανάμεσα από δύο ψηλούς βράχους, και τους έκανε νόημα. Τον ακολούθησαν δίχως δισταγμό, και τον είδαν να πήγαινε σε μια τρύπα κάτω από έναν βράχο, να σκύβει, και να χώνεται μέσα, να χάνεται στο σκοτάδι.
Τον μιμήθηκαν, και το σκοτάδι τούς τύλιξε.
Η οργισμένη κραυγή του δαίμονα ήχησε από πάνω τους.
*
Οι παρατηρητές από τη Χάρνταβελ κοίταζαν με δέος την ερημιά και τα γεγονότα που διαδραματίζονταν εκεί. Είδαν τους Παντοκρατορικούς και τους Ναραλμάδιους στρατιώτες να σκοτώνονται, να διαλύονται μέσα στα φωτεινά νήματα της ιπτάμενης οντότητας· είδαν το άρμα να πλησιάζει πρώτα τη Χάρνταβελ και μετά να απομακρύνεται, καθώς το πετούμενο είχε βρεθεί μπροστά του, με τα μυριάδες φωτεινά νήματά του ν’απλώνονται σαν δίχτυ ή κιγκλίδωμα· και τώρα, οι παρατηρητές από τη Χάρνταβελ έβλεπαν τον ιπτάμενο δαίμονα να έρχεται προς το μέρος τους, έχοντας πάψει να καταδιώκει το άρμα του Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ (αφού, μάλλον, είχε σκοτώσει όλους όσους ήταν μέσα του).
Πανικοβλήθηκαν. Έτρεξαν να φύγουν· γιατί είχαν δει πόσο εύκολα μπορούσε να προκαλέσει τον θάνατο αυτό το ακτινοβόλο πουλί.
Απομακρύνθηκαν από το αλλόκοτο άνοιγμα που έδινε πρόσβαση σε κάποια άλλη, άγνωστη διάσταση σκορπίζοντας κομμάτια από πέτρες και ξερή άμμο στην χορταριασμένη πεδιάδα της Χάρνταβελ, σαν το ένα τοπίο να είχε, τελείως αφύσικα, εισχωρήσει μέσα στο άλλο.
Η Μοργκάνα δεν μπόρεσε παρά να κοιτάξει πίσω, πάνω απ’τον ώμο της. Και είδε το ιπτάμενο πλάσμα να έρχεται μπροστά στο άνοιγμα, να κάνει ν’απλώσει τα φωτεινά του νήματα μέσα, κι αμέσως να τα τραβά πίσω. Σαν κάτι να το είχε απωθήσει.
Η Μοργκάνα σταμάτησε να τρέχει. Στάθηκε. Ατενίζοντας. Βαριανασαίνοντας μέσα στην πανοπλία της, που τη βάραινε καθώς δεν ήταν συνηθισμένη σ’αυτήν.
Μια κραυγή βγήκε από τον ακτινοβόλο δαίμονα: μια κραυγή που της έφερε στο μυαλό συριστικό άνεμο που περνά πάνω από ξερές πέτρες.
Το φωτεινό πλάσμα δεν μπορούσε να έρθει.
«Ο Θεός το εμποδίζει.»
Η Μοργκάνα στράφηκε για να δει τον Μεγάλο Πατέρα Τζοσελίνο πλάι της. Μέχρι στιγμής δεν τον είχε αντιληφτεί. Τα μάτια του άστραφταν με μια θηριώδη γυαλάδα.
«Τι πλάσμα είναι, Μεγάλε Πατέρα;» ρώτησε η Μοργκάνα, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πόσο λαχανιασμένη ήταν.
«Θεός κάποιας άλλης διάστασης, μάλλον,» αποκρίθηκε ο Τζοσελίνος στωικά.
Ο Λεοπόλδος τούς πλησίασε, κοιτάζοντας κι εκείνος τη φωτεινή οντότητα να φτερουγίζει μπροστά στο άνοιγμα χωρίς να περνά. «Δε φαίνεται πρόθυμο νάρθει εδώ, ό,τι κι αν είναι…»
Ο ιπτάμενος δαίμονας στράφηκε και έφυγε, πετώντας πάνω από την ατελείωτη έρημο που φαινόταν μέσα από το άνοιγμα το οποίο έσχιζε ουρανό και γη.
«Γιατί συνέβη αυτό, Μεγάλε Πατέρα;» ρώτησε η Μοργκάνα. «Πώς… πώς συνέβη;»
«Αυτό δεν είναι παρά η συνέχεια των όσων έχουμε ήδη γίνει μάρτυρες. Ο Θεός είναι δυσαρεστημένος μαζί μας, και τώρα έδιωξε από τους τόπους Του τους εξωδιαστασιακούς που αρνούνται χλευαστικά να θυσιάσουν σ’Εκείνον.»
Προτού τελειώσει τα λόγια του ο Τζοσελίνος, ένας άλλος ιερέας είχε πλησιάσει. Ερχόμενος από τη μεριά των Υλιριλίδιων. Πορφυρόδερμος, με μακριά γαλανά μαλλιά.
«Αδελφέ Οσβάλδε,» χαιρέτησε ο Τζοσελίνος.
«Το διαισθάνθηκα προτού συμβεί,» είπε ο Οσβάλδος δείχνοντας με το βλέμμα του το άνοιγμα.
«Κι εγώ.»
«Νομίζω πως ο Ύψιστος Πατέρας πρέπει να ενημερωθεί.»
«Συμφωνώ,» είπε ο Τζοσελίνος. «Και ο πόλεμος εδώ πρέπει να πάψει. Ο Θεός μάς μίλησε· μας φανέρωσε τη θέλησή Του! Εκείνο που επιθυμεί είναι ο διωγμός των υπηρετών της Παντοκράτειρας από τη Χάρνταβελ· γι’αυτό κιόλας τους έστειλε αλλού αλλά δεν άφησε τον φωτεινό δαίμονα να έρθει εδώ και να μας βλάψει.»
«Ακριβώς, Αδελφέ,» ένευσε ο Οσβάλδος. «Ο Θεός μιλά με σημάδια.»
«Μα…» έκανε η Μοργκάνα, «εννοείτε να…;» Κοίταζε τον Τζοσελίνο. «Ο Άρχοντας Ροβέρτος μάς έχει αδικήσει, Μεγάλε Πατέρα! Έχει καταπατήσει τα εδάφη μας!»
«Οι άνθρωποι κάνουν πίσω μπροστά στη θέληση του Θεού, Αρχόντισσα Μοργκάνα!» είπε σταθερά ο Τζοσελίνος, κι εκείνη κατέβασε το βλέμμα, μην μπορώντας να τον ατενίζει κατάματα, νιώθοντας να τρέμει.
«Βεβαίως, Μεγάλε Πατέρα… Βεβαίως…»
«Ο πόλεμος,» δήλωσε ο Οσβάλδος, «δεν ήταν παρά η σελίδα επάνω στην οποία ο Θεός μάς έγραψε το μήνυμά Του. Τώρα όμως που έχουμε το μήνυμα, η περγαμηνή πλέον δεν χρειάζεται.»
Η Μοργκάνα κι ο Λεοπόλδος δεν μπορούσαν ν’αρθρώσουν λέξη· αισθάνονταν κι οι δύο τη γλώσσα τους δεμένη μέσα στο στόμα τους, και ήξεραν ότι όφειλαν να ακολουθήσουν το θέλημα των ιερέων, που ήταν φυσικά το θέλημα του Θεού.
«Θα μιλήσω με τον Άρχοντα Ροβέρτο, Αδελφέ,» είπε ο Οσβάλδος στον Τζοσελίνο, «και μετά ο Ύψιστος Πατέρας οφείλει να ενημερωθεί για το θαυμαστό τούτο συμβάν.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Τζοσελίνος. «Η ώρα ήρθε τα πράγματα ν’αλλάξουν στη Χάρνταβελ.»
Ο Οσβάλδος στράφηκε και βάδισε, γρήγορα, αποφασιστικά, προς τους Υλιριλίδιους πολεμιστές του Άρχοντα Ροβέρτου, που ήταν συγκεντρωμένοι αντίκρυ των Ναραλμάδιων.
Κανένας, από καμία παράταξη, δεν έμοιαζε να έχει διάθεση για εχθροπραξίες τώρα.
«Τις θυμάσαι αυτές τις περιοχές;» ρώτησε η Μάρθα τον Γεράρδο.
«Αρκετά καλά,» αποκρίθηκε εκείνος, έχοντας στα χέρια του το τιμόνι του Κροκόδειλου. «Κι επιπλέον, έχουμε πάντα τον χάρτη μας»· έριξε μια ματιά στη μικρή οθόνη της κονσόλας.
«Δεν εννοώ αυτό: δεν εννοώ ότι φοβάμαι πως θα χαθούμε,» διευκρίνισε η Μάρθα.
Είχαν αφήσει την Οκρίνθια πίσω τους εδώ και τρεις ώρες, ταξιδεύοντας σε περιοχές άγριες αλλά και σε μέρη όπου μπορούσαν ν’ατενίσουν αγρούς, ξεραμένους και μη. Επάνω σ’έναν λόφο είχαν δει δύο ανθρώπους κρεμασμένους ανάποδα, ακίνητους, με κοράκια μαζεμένα γύρω τους και γαντζωμένα στα νεκρά σώματά τους.
«Τι σε απασχολεί, τότε;»
«Δε σου μοιάζει εσένα πως τριγυρίζουμε σα μαλάκες; Περιμένουμε ότι απλά θα τύχει να πέσουμε πάνω σε κάποιον από αυτούς τους αντικατοπτρισμούς; Τι πιθανότητες υπάρχουν να γίνει κάτι τέτοιο, Γεράρδε;»
«Δεν ξέρω. Αλλά αν το φαινόμενο είναι γενικευμένο, όπως λένε, τότε μάλλον οι πιθανότητες είναι καλές.»
«Κι αυτό είναι το μοναδικό μας σχέδιο;»
«Ναι, αυτό – και ν’ακούσουμε πού έγιναν πρόσφατα ανθρωποθυσίες. Δε θυμάσαι τι είπε ο Εδμόνδος; Οι ιερείς τις κάνουν κοντά στα μέρη όπου παρουσιάζονται αντικατοπτρισμοί.»
«Και εκεί που τα χωράφια έχουν ξεραθεί, επίσης.»
«Ναι,» ένευσε ο Γεράρδος, «αλλά εμάς μας ενδιαφέρει η πρώτη περίπτωση.»
«Γιατί, τότε, δε σταμάτησες κοντά σ’εκείνον τον λόφο που περάσαμε;»
«Τα κουφάρια ήταν παλιά – σχεδόν σκελετοί. Καλύτερα να σταματήσουμε κοντά σε κάποια πιο πρόσφατη θυσία. Νομίζω πως κι ο Σέλιρ θα συμφωνούσε μ’αυτό.» Ο Γεράρδος έριξε μια ματιά πάνω απ’τον ώμο του και δίπλα από την Άνμα’ταρ, η οποία καθόταν στο ενεργειακό κέντρο του οχήματος. Ο Σέλιρ’χοκ ήταν πίσω, κι ακόμα έμοιαζε να διαλογίζεται. Το μακρύ του ραβδί, με τα μικροσκοπικά κάτοπτρα, τους κρυστάλλους, και τα κυκλώματα, ήταν ακουμπισμένο στα γόνατά του. Ο μαυρόδερμος μάγος θύμιζε εβένινο άγαλμα, έτσι ακίνητος όπως καθόταν.
«Μια πόλη,» είπε η Μάρθα καθώς ο Γεράρδος έστρεφε πάλι το βλέμμα του μπροστά.
Τα σπίτια μόλις που φαίνονταν, όχι λόγω της απόστασης αλλά λόγω της κλίσης του εδάφους. Περισσότερο τον καπνό από τις καμινάδες τους μπορούσες να δεις παρά αυτά.
«Ναι…» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, «η Υρκάλια.»
«Την ξέρεις;»
«Έχω ξαναπεράσει.» Οδήγησε το όχημά τους επάνω στην πλαγιά ενός λόφου, ανάμεσα σε δέντρα· κλαδιά και χόρτα ακούγονταν, έντονα, να σπάνε κάτω από τους τροχούς του. Ο Γεράρδος πάτησε το φρένο. Από εδώ είχαν καλύτερη θέα της Υρκάλιας, η οποία ήταν οικοδομημένη στη δυτική όχθη του Μεγάλου Ποταμού, και ήταν σαφώς μικρότερη από την Οκρίνθια αλλά περιτειχισμένη. Κανένα οχυρό των Παντοκρατορικών δεν φαινόταν εδώ κοντά. Αυτό, βέβαια, δεν σήμαινε ότι αποκλείεται να υπήρχαν και κατάσκοποί τους στην περιοχή.
«Γιατί σταματήσαμε;» ακούστηκε η φωνή της Άνμα’ταρ, από πίσω.
«Για να δούμε μια πόλη,» απάντησε ο Γεράρδος.
«Θα μπούμε;» ρώτησε η Μάρθα.
Ο Γεράρδος γύρισε να κοιτάξει την Άνμα’ταρ, η οποία είχε τώρα ανοιχτά τα μάτια. «Θα ενισχύσεις τα κιάλια μου μ’εκείνο το ξόρκι σου, Άνμα;»
«Ναι.» Η μάγισσα σηκώθηκε από τη θέση του ενεργειακού κέντρου του Κροκόδειλου και τεντώθηκε. «Μ’ευχαρίστηση. Έχω μουδιάσει.»
Ο Σέλιρ’χοκ, στην πίσω μεριά του οχήματος, φάνηκε να σηκώνεται όρθιος και να κοιτάζει από ένα απ’τα πλαϊνά παράθυρα.
Ο Γεράρδος έτεινε τα κιάλια του προς την Άνμα’ταρ· η μάγισσα τα άγγιξε με το ένα χέρι και, συγχρόνως, άρθρωσε τα λόγια για το ξόρκι της· «Είσαι έτοιμος,» του είπε, μετά από μερικές στιγμές.
Ο Γεράρδος έφερε τα κιάλια στα μάτια του και κοίταξε τις περιοχές γύρω από την Υρκάλια. «Ναι,» είπε τελικά, «μια ανθρωποθυσία… εκεί, κοντά σ’αυτό το μικρό δάσος.»
«Δε βλέπω τίποτα,» δήλωσε η Μάρθα.
Ο Γεράρδος κατέβασε τα κιάλια. «Ούτε κι εγώ τώρα. Μοιάζει, πάντως, πρόσφατη· το πτώμα δεν είναι σκελετωμένο. Μια πορφυρόδερμη γυναίκα, δεμένη ανάποδα πάνω σ’έναν πάσσαλο.»
«Πάμε να κοιτάξουμε;» είπε η Μάρθα.
Ο Γεράρδος ένευσε αλλά, καθώς η Άνμα’ταρ καθόταν πάλι στο ενεργειακό κέντρο και ύφαινε τη Μαγγανεία Κινήσεως, δεν έβαλε αμέσως μπροστά τη μηχανή· κοίταξε πίσω και ρώτησε τον Σέλιρ’χοκ: «Σέλιρ. Νομίζεις ότι θα μπορείς να εντοπίσεις κάτι αν πάμε κοντά σ’ένα από τα μέρη όπου παρουσιάστηκε αντικατοπτρισμός;»
«Πρέπει να το διαπιστώσω στην πράξη,» αποκρίθηκε ο μάγος.
«Ετοιμάσου λοιπόν.»
Ο Γεράρδος πάτησε το πετάλι, και οι έξι τροχοί του Κροκόδειλου μπήκαν σε κίνηση, διαλύοντας πάλι πεσμένα κλαδιά και χόρτα από κάτω τους. Το όχημα κατέβηκε από την πλαγιά του λόφου.
Γύρω από την Υρκάλια υπήρχαν διάφοροι οικισμοί, και ο Γεράρδος απέφυγε να τους πλησιάσει. Κάποιοι χωρικοί φαινόταν να τελειώνουν τη σπορά της ημέρας. Δεν πρέπει να πρόσεξαν καθόλου το όχημα καθώς περνούσε· η ιδιότητά του να παίρνει τα χρώματα του περιβάλλοντος ήταν πραγματικά καλή.
Ο Γεράρδος οδήγησε προς τη μεριά όπου είχε δει τη θυσία, και εκεί κοντά πρόσεξε τώρα ότι υπήρχαν και κάποια ξερά χωράφια: τμήματα γης που κάτι μυστηριώδες έμοιαζε να είχε ρουφήξει τη ζωτικότητά τους. Ήταν γεμάτα πέτρες και άγρια ξερόχορτα: βλάστηση που η ίδια η παρουσία της φάνταζε εχθρική.
Ο Γεράρδος, ανεξήγητα, αισθάνθηκε έναν πόνο βαθιά εντός του καθώς περνούσε από εκεί κοντά, σαν κάποιος να είχε στρίψει ένα αγκάθι μέσα στο στήθος του.
Παράξενο…
Σίγουρα, δεν τον ευχαριστούσε να βλέπει τη γη της Χάρνταβελ ξεραμένη, αλλά όχι κι έτσι…
Πλησίασε το μέρος όπου ήταν κρεμασμένη η ανθρωποθυσία και σταμάτησε τον Κροκόδειλο πίσω από κάτι δέντρα.
«Για τα ξερά χωράφια θα τη σκότωσαν,» είπε η Μάρθα, «όχι για τίποτα περίεργο που εμφανίστηκε.»
«Μπορεί.»
«Δεν τα είδες πριν, που κοίταξες με τα κιάλια;»
«Η αλήθεια είναι πως δεν τα πρόσεξα· μα και να τα είχα προσέξει, πάλι δε θα ερχόμασταν;» Άνοιξε την πόρτα πλάι του και βγήκε.
Η Μάρθα άνοιξε τη δική της πόρτα και βγήκε από την άλλη μεριά. Η Άνμα’ταρ ακολούθησε τον Γεράρδο· ο Σέλιρ’χοκ βγήκε από την πίσω πόρτα του οχήματος.
«Κάποιος να φυλάει τσίλιες,» είπε η Μάρθα. «Μη μας μπανίσει κανένας, ότι κάνουμε κάτι περίεργο, και πλακώσουν εδώ άνθρωποι της Παντοκράτειρας.»
«Σωστά.» Ο Γεράρδος τής έδωσε τα κιάλια του, που, υπέθετε, το ξόρκι της Άνμα’ταρ ήταν ακόμα ενεργό επάνω τους.
«Μην είσαι τόσο καλός μαζί μου, αγάπη μου,» μειδίασε η Μάρθα, παίρνοντας τα κιάλια χωρίς να διαφωνήσει.
Ο Σέλιρ’χοκ έκανε μερικά βήματα κι ύστερα στάθηκε, με το πέρας του ραβδιού του πιεσμένο σταθερά στο έδαφος. «Γεράρδε,» ρώτησε, «οι ιερείς θα έκαναν την ανθρωποθυσία ακριβώς στο ίδιο σημείο που παρουσιάστηκε ο αντικατοπτρισμός;»
«Μπορεί, αλλά μπορεί και όχι.»
Ο Σέλιρ’χοκ ένευσε, σα να το είχε ήδη υποθέσει. Βάδισε προς τη θυσιασμένη πορφυρόδερμη γυναίκα. Ο Γεράρδος τον ακολούθησε· το ίδιο κι η Άνμα’ταρ. Η Μάρθα έμεινε πίσω, κατοπτεύοντας την περιοχή με τα μαγικά ενισχυμένα κιάλια της.
Η νεκρή γυναίκα ήταν γυμνή και δεμένη ανάποδα με σχοινιά που είχαν πληγιάσει και μελανιάσει το δέρμα της. Τα μαύρα μαλλιά της έπεφταν στο χώμα. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά, και οι κόρες τους γυρισμένες με αφύσικο τρόπο.
Δεν πρέπει να ήταν πολλές ώρες που είχε πεθάνει. Την αυγή πρέπει να τη θυσίασαν, σκέφτηκε ο Γεράρδος, αηδιασμένος. Πώς έφτασαν ώς εδώ; Πιστεύουν πράγματι ότι όλα τούτα χρειάζονται για τον εξευμενισμό του Θεού; ή γίνονται μονάχα για τον κορεσμό του Εσώτερου Θηρίου τους;
Ο Σέλιρ’χοκ άρθρωσε λόγια στη γλώσσα της μαγείας, κι έκανε μερικές μυστηριακές χειρονομίες με το ελεύθερο χέρι του. Με το άλλο κρατούσε το ραβδί του, επάνω στο οποίο οι κρύσταλλοι σύντομα άρχισαν να γυαλίζουν. Ο μάγος έμοιαζε πλήρως προσηλωμένος στη δουλειά του.
Ο Γεράρδος κοίταξε ολόγυρα, και το βλέμμα του εστιάστηκε πάλι στα ξερά χωράφια…
(Γεράρδε;)
…Άγρια χόρτα, και χώμα που ήταν σαν να είχε έρθει από την ερημιά στο κέντρο της Χάρνταβελ…
(Γεράρδε;)
Ένα βάρος είχε πλακώσει το στήθος του. Καταστροφή. Απώλεια ζωής… Του φαινόταν τόσο τρομερό.
Γιατί; Δεν είχε δει κι άλλα χέρσα χωράφια προτού φτάσει εδώ;
(Γεράρδε!)
Γονατίζοντας στο ένα γόνατο, έπιασε μια χούφτα από το κακό χώμα. Και μόρφασε. Νιώθοντας να έχει αγγίξει κάτι το νεκρό, το τελείως νεκρό: ένα κέλυφος από το οποίο είχαν ρουφήξει κάθε ίχνος ζωής.
(Γεράρδε!)
Το πέταξε από το χέρι του, μουγκρίζοντας, καθώς τιναζόταν όρθιος πάλι–
«Γεράρδε! Τι κάνεις εδώ; Είσαι εντάξει;» Ένα χέρι στον ώμο του.
Στράφηκε, για να δει μια χρυσόδερμη, μαυρομάλλα γυναίκα.
«Είσαι εντάξει; Σου μιλούσα και ήταν σα να μη μ’άκουγες καθόλου,» είπε η Άνμα’ταρ.
Ο Γεράρδος βλεφάρισε. «Αυτό το χωράφι…» μουρμούρισε. Το ίδιο ήταν και πριν – και στ’άλλα – απλά εγώ τώρα το κατάλαβα… Γιατί τώρα; Κάτι ξυπνούσε μέσα του. Κάτι που ήταν… όχι, δεν ήταν ο Εχθρός του, δεν ήταν το Εσώτερο Θηρίο. Του θύμιζε, όμως, τις δυνάμεις που είχε ως ιερέας… Πώς είναι δυνατόν;
Η Άνμα’ταρ κούνησε το χέρι της μπροστά στο πρόσωπό του. «Μου κάνεις πλάκα; Ή κάτι έχεις πάθει;»
«Καλά είμαι,» της είπε ο Γεράρδος. «Σκεφτόμουν.» Και κοίταξε πίσω της, για να δει πού ήταν ο Σέλιρ’χοκ: Τον είδε ακόμα απασχολημένο με τη μαγεία του. Είδε, επίσης, τη Μάρθα να έρχεται τρέχοντας, με τα κιάλια της κατεβασμένα.
«Γεράρδε! Τι συμβαίνει;» Σταμάτησε κοντά του.
«Τίποτα,» της αποκρίθηκε.
Η Μάρθα τον κοίταξε παρατηρητικά – στα μάτια.
Ο Γεράρδος, καταλαβαίνοντας ότι έψαχνε για τα σημάδια που της είχε πει, χαμογέλασε. «Καλά είμαι. Δεν ξέρω τι σας έπιασε και τις δύο.»
«Φερόσουν περίεργα,» του είπε η Άνμα.
«Απλά ήθελα να δω από κοντά το ξερό χωράφι.» Κοίταξε το χώμα. «Είναι νεκρό, μάγισσα. Τελείως νεκρό…»
«Τι θα πει ‘τελείως νεκρό’;»
«Πιάσε το χώμα.»
Η Άνμα έσκυψε και, προσέχοντας μην την τρυπήσουν τα αγκάθια των αγριόχορτων, έπιασε μια χούφτα. Η Μάρθα τη μιμήθηκε.
«Δεν είμαι γεωργός,» είπε τελικά η μάγισσα αφού πασπάτεψε λίγο το χώμα μέσα στο χέρι της. Το πέταξε ξανά στη γη. «Δεν ξέρω, Γεράρδε.»
«Δεν είναι καλό, πάντως,» είπε η Μάρθα, κρατώντας ακόμα το χώμα στη χούφτα της. «Αυτό είναι σίγουρο. Μοιάζει να… του λείπει κάτι. Δεν είναι στην αφή όπως το κανονικό χώμα θα έπρεπε να είναι, νομίζω.»
Ο Γεράρδος κατένευσε, αμίλητα.
Η Άνμα κοίταξε τη Μάρθα. «Ξέρεις από γεωργικά θέματα;»
«Όχι ακριβώς. Αλλά δεν είμαι και τελείως άσχετη. Έχω πάει σε χωράφια στην Υπερυδάτια.»
«Εγώ είμαι τελείως άσχετη,» παραδέχτηκε η Άνμα’ταρ.
«Από πού είσαι;» Η Μάρθα πέταξε το χώμα κάτω.
«Από τη Ρελκάμνια.»
«Μια απέραντη πόλη, απ’όσο ξέρω, σ’ολόκληρη τη διάσταση. Δε μ’εκπλήσσει, λοιπόν, που είσαι άσχετη από γεωργία.»
«Βλέπεις;» είπε η Άνμα μορφάζοντας.
«Υπάρχει κάτι ενδιαφέρον εδώ;» Η φωνή του Σέλιρ’χοκ τούς έκανε να στραφούν. Ο μάγος τούς πλησίαζε· οι κρύσταλλοι επάνω στο ραβδί του δεν φώτιζαν πλέον.
«Τίποτα,» είπε ο Γεράρδος, «πέρα από νεκρό χώμα. Εσύ βρήκες κάτι;»
Ο Σέλιρ κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Αν παρουσιάστηκε κάποιος από τους αντικατοπτρισμούς εδώ κοντά, δεν άφησε πίσω του κανένα… υπόλειμμα, ας πούμε.»
«Επέκτεινες την εμβέλεια των ξορκιών;» τον ρώτησε η Άνμα.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ ανασηκώνοντας το ραβδί του. Οι κρύσταλλοι των ραβδιών των Διαλογιστών περιείχαν ενέργεια την οποία οι μάγοι μπορούσαν να χρησιμοποιούν για να ενδυναμώνουν τη μαγεία τους, και η οποία αναπληρωνόταν σαν οι κρύσταλλοι να ήταν βιολογικοί οργανισμοί που κουράζονταν και ξεκουράζονταν. Τουλάχιστον έτσι ήξερε ο Γεράρδος· για να γνωρίζεις περισσότερα έπρεπε να είσαι μάγος (του τάγματος των Διαλογιστών και μόνο, πιθανώς).
«Δε θα παρουσιάστηκε αντικατοπτρισμός εδώ,» είπε η Μάρθα. «Σας το είπα: μάλλον για τα ξερά χωράφια σκότωσαν αυτή την κακομοίρα.»
«Ίσως,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ. «Δεν μπορούμε, όμως, να είμαστε βέβαιοι ότι οι αντικατοπτρισμοί αφήνουν κάτι εντοπίσιμο πίσω τους. Πιθανώς να εμφανίζονται, να εξαφανίζονται, και να μη μένει κανένα σημάδι.»
«Αν είναι έτσι όπως τα λες, μάγε, τη γαμήσαμε,» μούγκρισε η Μάρθα. «Πώς θα βγάλουμε άκρη;»
«Δεν βγάζεις πάντα άκρη,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Κάποιες φορές, αναπόφευκτα, την έχεις… γαμήσει.»
Η Άνμα’ταρ μειδίασε με τη σοβαρότητα που πρόφερε το γαμήσει ο Σέλιρ, και πρότεινε: «Πάμε σε κάποιο πιο ασφαλές μέρος για να περάσουμε το μεσημέρι;»
«Ναι,» ένευσε ο Γεράρδος, «πάμε.» Και ξεκίνησε για τον Κροκόδειλο, ακόμα προβληματισμένος με τα πράγματα που αισθανόταν και ονειρευόταν, τώρα που είχε ξανάρθει στη Χάρνταβελ χωρίς το Εσώτερο Θηρίο εντός του.
*
Το απόγευμα, αφού είχαν φάει και είχαν ξεκουραστεί μερικές ώρες, ο Σέλιρ’χοκ κάθισε στο ενεργειακό κέντρο του οχήματος και η Μάρθα στο τιμόνι. Ο Γεράρδος ήταν δίπλα της για να δίνει οδηγίες. Της είπε να κατευθυνθεί βόρεια και δυτικά, κι εκείνη προς τα εκεί οδήγησε το όχημά τους, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν από τις όχθες του Μεγάλου Ποταμού αλλά να φτάσουν κοντά σε μια περιοχή με πολύ βλάστηση η οποία ήταν, συγχρόνως, βαλτώδης.
«Τι σκατά είν’εδώ;» ρώτησε η Μάρθα, κοιτάζοντας μέσα στις σκιές του απογεύματος, που ολοένα και βάθαιναν.
«Βελονέρι, το λένε,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Είναι ίσως ο πιο επικίνδυνος βάλτος στη Χάρνταβελ. Ακόμα και ουγκράβοι τριγυρίζουν εδώ μέσα.»
«Τι πράγμα;»
«Ουγκράβοι,» είπε ο Γεράρδος. «Τα Παιδιά του Κακού Οφθαλμού. Τα Πορφυρά Κτήνη. Λένε πως έχουν μέσα τους τη μάνητα του Θεού.»
«Υπάρχουν όντως; Τους έχεις δει;»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Ναι.»
«Τι είναι; Ζώα;»
«Ναι. Ζώα, διαφόρων ειδών, που τα κοίταξε ο Κακός Οφθαλμός κατά τη γέννησή τους – το κόκκινο φεγγάρι της Χάρνταβελ. Νομίζω πως έχουν κι αυτά κάποιο… Εσώτερο Θηρίο μέσα τους, Μάρθα.»
Η Μάρθα συνοφρυώθηκε· πήρε προς στιγμή το βλέμμα της από μπροστά και στράφηκε να τον ατενίσει. «Όπως οι ιερείς;»
«Ναι. Διαθέτουν τρομερή δύναμη· προκαλούν ανείπωτο τρόμο στα θηράματά τους· και είναι ικανά για αποτρόπαια βίαιες πράξεις, όχι μόνο για να τραφούν… Δείχνουν να απολαμβάνουν τους σκοτωμούς: να προσπαθούν να γαληνέψουν κάτι εντός τους μέσω των θανάτων. Τα Παιδιά του Κακού Οφθαλμού θυσιάζουν, Μάρθα, όπως εμείς…» Ο Γεράρδος δεν την κοίταζε καθώς της μιλούσε· κοίταζε έξω, προς τον γεμάτο βλάστηση βάλτο, σα να έψαχνε για κάποιο από τα δαιμονισμένα θηρία που περιέγραφε.
Η Μάρθα αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει. Τι μαλακίες είν’αυτές; σκέφτηκε, αλλά δεν είπε τίποτα, εκτός από: «Ελπίζω να τριγυρίζουν μόνο σ’ετούτα τα βαλτοτόπια…»
«Δυστυχώς τους συναντάς κι αλλού. Σε απομονωμένες περιοχές κυρίως, και στο Κεντροδάσος. Η βλάστηση που βλέπεις εδώ» – ο Γεράρδος έδειξε το Βελονέρι – «είναι, ουσιαστικά, προέκταση του Κεντροδάσους. Το Κεντροδάσος δρασκελίζει τον Μεγάλο Ποταμό σ’ετούτο το σημείο.»
«Κατοικούν άνθρωποι εδώ κοντά;»
«Στα βόρεια είναι μια μικρή πόλη που τη λένε Ταρκάβια.»
Η Μάρθα άναψε τους προβολείς γιατί το σκοτάδι είχε πυκνώσει αρκετά και δεν έβλεπε.
Το δυνατό φως αποκάλυψε, σε κάμποση απόσταση, κάτι μακρόστενο, κάτι που πρέπει να ήταν…
«Ανθρωποθυσία;» άρθρωσε η Μάρθα.
Η σκιερή φιγούρα βρισκόταν στις παρυφές των βάλτων.
«Πήγαινε πιο κοντά,» είπε ο Γεράρδος.
Η Μάρθα έστριψε, και, καθώς πλησίαζαν, είδαν ένα σκέλεθρο να κρέμεται ανάποδα από έναν πάσσαλο. Το κεφάλι του έλειπε, και δεν ήταν πουθενά γύρω.
«Γαμήσου…» μούγκρισε η Μάρθα στραβώνοντας τα χείλη. «Δεν πιστεύω να θες να μείνουμε εδώ;»
«Δε βλέπω ξερά χωράφια εδώ γύρω, όμως.»
«Σωστά.» Η Μάρθα πάτησε το φρένο.
Ο Γεράρδος στράφηκε πίσω, στον Σέλιρ’χοκ. «Μάγε, αντέχεις γι’ακόμα μια έρευνα;»
«Έτσι νομίζω.»
Οι επαναστάτες βγήκαν από το όχημα και στάθηκαν κοντά στο ακέφαλο σκέλεθρο. Ψυχή δεν φαινόταν γύρω· το μέρος ήταν έρημο, και είχε κάτι το εφιαλτικό στην όψη του. Οι φυλλωσιές του βάλτου μουρμούριζαν στον απογευματινό αέρα. Μικρά πλατσουρίσματα ακούγονταν. Τα στάσιμα νερά βρομούσαν.
Η Μάρθα κρατούσε ένα τουφέκι για παν ενδεχόμενο. «Τι μπορεί να του πήρε το κεφάλι;»
«Οτιδήποτε πεινασμένο, εδώ πέρα,» είπε ο Γεράρδος. «Θες να ψάξεις να το βρεις;»
«Πολύ αστείο, εξυπνάκια…»
Ο Σέλιρ’χοκ έκανε πάλι τα μαγικά του· οι κρύσταλλοι στο ραβδί του έδιναν τώρα την εντύπωση ότι φώτιζαν δυνατότερα μέσα στο σούρουπο.
Η Άνμα’ταρ έδειχνε να είναι ήρεμη, αλλά, αν κανείς την παρατηρούσε με έμπειρο μάτι, μπορούσε αμέσως να διακρίνει ότι η ηρεμία της ήταν η ψυχρή ηρεμία του ετοιμοπόλεμου μαχητή.
Ο Γεράρδος αισθανόταν ένα απόμακρο μίσος να έρχεται από τα βάθη των βάλτων. Μια δυνατή, ανεξέλεγκτη οργή. Η οποία δεν του ήταν άγνωστη. Του θύμιζε την οργή του Εσώτερου Θηρίου. Ποτέ ξανά, όμως, δεν την είχε νιώσει να εκπέμπεται έτσι από κάποια εξωτερική πηγή. Όταν είναι μέσα σου, σε πλημμυρίζει τόσο που δεν μπορείς να το αισθανθείς από έξω, συλλογίστηκε, ακούσια, σαν τα λόγια να είχαν έρθει αυθόρμητα στο μυαλό του.
Ο Γεράρδος δεν ήθελε να μείνει για πολύ εδώ· ο τόπος τον ενοχλούσε. Ήλπιζε ο μάγος να μην αργούσε να τελειώσει τη δουλειά του.
Ο Σέλιρ’χοκ, που είχε κλείσει τα μάτια, μετά από λίγο τα άνοιξε πάλι, και οι κρύσταλλοι επάνω στο ραβδί του έσβησαν. Αναστέναξε. «Δεν υπάρχει τίποτα, Καπετάνιε. Δυστυχώς.»
«Καλώς. Πάμε.»
Η Μάρθα συνοφρυώθηκε. «Βιάζεσαι ξαφνικά;»
«Απλώς δε μ’αρέσει τούτο το μέρος.»
«Δεν έχει και τίποτα για να σ’αρέσει,» μόρφασε η Μάρθα.
Όταν επέστρεψαν στον Κροκόδειλο, ρώτησε τον Γεράρδο: «Προς τα πού, τώρα;»
«Δυτικά, για λίγο. Θέλω να δω τι γίνεται στη Σιρνέλια.»
«Πού είν’αυτό;»
Ο Γεράρδος πάτησε ένα κουμπί επάνω στην κονσόλα τους, κάνοντας τον χάρτη στην οθόνη να κυλήσει προς τα δυτικά και να δείξει μια πόλη.
«Μάλιστα,» είπε η Μάρθα ξεκινώντας το όχημα. «Κανένα αξιοθέατο εκεί, αφεντικό; Εκτός από παράγκες, βοσκούς, και μουλάρια.»
«Υπάρχει ένα παλιό άγαλμα, αφού θες να μάθεις.»
«Άγαλμα;»
«Ναι. Ενός ήρωα.»
«Όμορφος, τουλάχιστον;»
«Αν σ’αρέσουν αυτοί που φυτά σκαρφαλώνουν επάνω τους.»
Η Μάρθα γέλασε. «Έχω δει και χειρότερους στις φυλακές της Αταρδίας… Τέλος πάντων. Τι ήρωας είναι αυτός;»
«Πριν από πολλά χρόνια, ένας τύραννος ήταν άρχοντας σ’αυτούς τους τόπους. Ένας άλλος άρχοντας ήρθε, τον σκότωσε, και έγινε ήρωας στα μάτια του λαού.»
«Τόσο ενδιαφέροντα πράγματα;»
«Για τη Χάρνταβελ αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Υπάρχει, μάλιστα, και η Μπαλάντα του Αργυρού Καβαλάρη. Είναι το τραγούδι που λέει γι’αυτόν τον ήρωα. Είμαι βέβαιος πως ο Εδμόνδος το ξέρει καλά. Σου παίρνει μια ολόκληρη βραδιά να το τραγουδήσεις όλο. Έχει μάχες με θηρία και με ανθρώπους, σημάδια από τον Θεό, συμμαχίες, συνωμοσίες, ιστορίες αγάπης… Όλ’αυτά είναι πολύ συναρπαστικά για τους γηγενείς.
»Και νομίζω, μάλιστα, πως η γιορτή δεν είναι μακριά…» Συνοφρυώθηκε σκεπτικά.
«Ποια γιορτή;»
«Η Γιορτή του Αργυρού Καβαλάρη. Γίνεται κάθε χρόνο, αυτή την εποχή, το φθινόπωρο. Οι ιερείς λένε πότε ακριβώς θα γίνει· φαίνεται από τη θέση του Αργυρού Θείου Οφθαλμού.»
«Το μεγάλο φεγγάρι της Χάρνταβελ;»
«Ναι. Σχετίζουν τον Αργυρό Καβαλάρη άμεσα μ’αυτό. Υποτίθεται πως έπαιρνε κάποιες δυνάμεις από τον Θεό.»
«Μύθος;»
«Μπορεί. Βασικά, ίσως να μην υπήρξε ποτέ Αργυρός Καβαλάρης. Αλλά δεν έχει μεγάλη σημασία πλέον.»
Η Μάρθα άναψε τσιγάρο. «Γάμησέ τα…»
*
Η Σιρνέλια ήταν μια κυκλική, περιτειχισμένη πόλη, η μισή πάνω σ’έναν λόφο και η μισή από κάτω. Τα φώτα της φαίνονταν έντονα μέσα στη βραδιά, τα περισσότερα από λάμπες λαδιού αλλά και κάποια που δεν μπορεί παρά να προέρχονταν από ενεργειακές λάμπες – το φως τους ήταν λευκό και καθαρό.
Οι πύλες ήταν ακόμα ανοιχτές, παρατήρησε ο Γεράρδος κοιτάζοντας με τα κιάλια του, ενώ εκείνος κι οι σύντροφοί του βρίσκονταν μέσα στο σταματημένο όχημά τους. Οι προβολείς του Κροκόδειλου ήταν τώρα σβηστοί, και ήταν αδύνατο κάποιος να τον διακρίνει έτσι όπως έμοιαζε να λιώνει μέσα στο σκοτάδι.
«Θα πάμε μέσα, λοιπόν;» ρώτησε η Μάρθα όταν ο Γεράρδος είπε πως οι πύλες ήταν ανοιχτές.
Εκείνος δεν απάντησε αμέσως, δείχνοντας σκεπτικός.
«Τι;» είπε η Μάρθα. «Γιατί ήρθαμε εδώ, αν όχι για να μπούμε μέσα, γαμώ την ανωμαλία;»
«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Μόνο εσύ κι εγώ, όμως.» Στράφηκε στον Σέλιρ’χοκ και στην Άνμα’ταρ, που στέκονταν πίσω τους. «Καλύτερα να μείνετε εδώ. Εσύ είσαι μαυρόδερμος κι εσύ χρυσόδερμη. Στη Χάρνταβελ οι γηγενείς δεν έχουν τέτοιους δερματικούς χρωματισμούς, και η πόλη είναι μικρή και περιτειχισμένη: δε θέλω να τραβήξουμε την προσοχή των πρακτόρων της Παντοκράτειρας.»
«Συμφωνώ,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Θα μείνουμε στο όχημα. Να έχετε όμως τους πομπούς σας μαζί, ώστε να μας καλέσετε αν μας χρειαστείτε.»
Ο Γεράρδος και η Μάρθα ετοιμάστηκαν, πήραν κάποια απαραίτητα πράγματα, και έφυγαν, πηγαίνοντας προς μία από τις δύο ανοιχτές πύλες της πόλης. Εκεί, οι φρουροί ήταν δύο: ένας πολεμιστής του τοπικού Άρχοντα, ντυμένος με πέτσινο θώρακα, κράνος, και μανδύα, και οπλισμένος με δόρυ στο χέρι και πιστόλι να κρέμεται από τη ζώνη του· και μια πολεμίστρια με τη λευκή στολή του Στρατού της Παντοκράτειρας, έχοντας σπαθί και πιστόλι στη μέση και τουφέκι στον ώμο. Παρατηρώντας ότι ο Γεράρδος και η Μάρθα δεν κουβαλούσαν μεγάλα όπλα επάνω τους, δεν τους έδωσαν πολύ σημασία· τους άφησαν να μπουν χωρίς κουβέντα.
Μόλις όμως εκείνοι είχαν διαβεί την πύλη, η φωνή της Παντοκρατορικής πολεμίστριας τούς σταμάτησε, μιλώντας στη Γλώσσα της Χάρνταβελ: «Ε! περιμένετε λίγο!»
«…Η γαμημένη,» μουρμούρισε η Μάρθα κάτω απ’την ανάσα της, και το χέρι της πήγε στη λαβή του πιστολιού της που ήταν κρυμμένο μέσα στη δίπλωση της τουνίκας της. Δεν είχε καταλάβει τι είπε η πολεμίστρια αλλά ήταν βέβαιη πως δεν επρόκειτο για κάτι καλό.
«Τι συμβαίνει, κοπέλα;» ρώτησε ο Γεράρδος, μιλώντας βαριά, με την προφορά των χωρικών της Χάρνταβελ.
«Καθώς ερχόσασταν, είδατε τίποτα ύποπτο;» ρώτησε η φρουρός.
«Τι ύποπτο;»
«Ανθρώπους μέσα στη νύχτα. Οπλισμένους.»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Τι τρέχει; Ληστές;»
«Ναι. Κάποιοι ληστές τριγυρίζουν εδώ, τελευταία. Έχεις δει κάτι;»
«Όχι.»
«Καλά, πήγαινε.»
«Γιατί ρώτησες εμένα;»
«Δε ρώτησα μόνο εσένα, επιστήμονα. Τους ρωτάω όλους που μπαίνουν.»
Ο άλλος φρουρός είπε, πιο ήπια: «Ψάχνουμε για κάτι ληστές. Αν δεις ή ακούσεις τίποτα, πήγαινε και πες το στη διοικήτρια στο Παντοκρατορικό Οχυρό.»
«Μά’ιστα,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Καλό σας βράδυ.»
Και προχώρησε μαζί με τη Μάρθα.
«Τι ήθελαν;» τον ρώτησε εκείνη, που, μην ξέροντας τη Γλώσσα της Χάρνταβελ, δεν είχε καταλάβει λέξη.
Ο Γεράρδος τής εξήγησε.
«Ληστές;» είπε η Μάρθα. «Ή επαναστάτες;»
«Μπορεί. Αλλ’αυτό δε σημαίνει ότι οι συγκεκριμένοι επαναστάτες έχουν απαραιτήτως σχέση μ’εμάς.»
«Γιατί όχι;»
Οι δρόμοι μέσα στους οποίους προχωρούσαν ήταν στενοί και πλακόστρωτοι, και δεν είχαν φασαρία παρά μόνο εκεί όπου βρισκόταν κοντά κάποιο καπηλειό. Στη Σιρνέλια, απ’ό,τι φαινόταν, οι ντόπιοι μαζεύονταν γρήγορα στα σπίτια τους το βράδυ.
«Πολλές φορές εδώ πέρα κάποιοι παίρνουν όπλα, κάνουν αμέσως φασαρία, χτυπώντας τους Παντοκρατορικούς, και μετά οι Παντοκρατορικοί τούς τσακίζουν. Οι ιερείς είναι που τα πυροδοτούν συνήθως αυτά τα επεισόδια, αλλά οι ίδιοι σπάνια συμμετέχουν. Και κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τους ιερείς για τίποτα στη Χάρνταβελ· είναι πάνω κι από τους άρχοντες.
»Το άσχημο αυτής της υπόθεσης είναι ότι σκοτώνεται κόσμος – γηγενείς της Χάρνταβελ – άδικα· γιατί δεν πρόκειται ποτέ να καταφέρουν κάτι σοβαρό με τέτοιες μικροεξεγέρσεις. Είναι σαν ενοχλητικές μύγες για την Παντοκράτειρα.»
«Πού θα πάμε να διανυκτερεύσουμε;» ρώτησε η Μάρθα αλλάζοντας θέμα. «Ξέρεις κανένα καλό μέρος εδώ;»
«Ας βαδίσουμε προς το λόφο και βλέπουμε.»
Ακολούθησαν έναν ανηφορικό δρόμο και ανέβηκαν στον λόφο όπου ήταν γαντζωμένη η μισή πόλη. Από εδώ έβλεπες πανοραμικά την άλλη μισή Σιρνέλια. Όχι και κανένα φαντασμαγορικό θέαμα αν είχες περάσει από διαστάσεις όπως την Απολλώνια, αλλά για τη Χάρνταβελ δεν ήταν κι άσχημο.
Ο Γεράρδος οδήγησε τη Μάρθα σ’ένα πανδοχείο που ονομαζόταν Το Λάβαρο και το Καλέμι. Έκλεισαν ένα δίκλινο δωμάτιο και κάθισαν στην τραπεζαρία για να φάνε. Είχε κάμποσο κόσμο για τα δεδομένα της περιοχής – που καταφανώς δεν ήταν και πολύ εμπορική – αλλά κανένας δεν ακουγόταν να λέει τίποτα που να ενδιαφέρει τους επαναστάτες. Δεν μιλούσαν ούτε για τους παράξενους αντικατοπτρισμούς ούτε για τους ληστές που είχαν αναφέρει οι φρουροί στην πύλη. Μονάχα ένας χωρικός γκρίνιαζε ότι το χωράφι του είχε ξεραθεί τελείως, και «γαμώ την ατυχία μου, ο Θεός μ’έχει καταραστεί, η σοδιά θάναι χάλια φέτος, το ξέρω, το ξέρω! Κι η γυναίκα θα μου λέγει για το’να και τ’άλλο όλη τη χρονιά, το ξέρω…»
Ο Γεράρδος αποφάσισε εκείνος να πει κάτι για τους ληστές. «Ρε παιδιά,» είπε μιλώντας στη Γλώσσα της Χάρνταβελ και με τη βαριά προφορά των χωρικών, «δεν είμαι κι απ’τα μέρη σας, βέβαια, μα, να πούμε, καθώς έμπαινα με σταμάτηξε μια φρουρός με τ’άσπρα της Παντοκράτειρας και με ρώτηξε για κάτι ληστές, λέει, που τους κυνηγάνε, μήπως είχα δει κι εγώ τίποτις, μα τίποτις δεν είχα δει· κι άμα είχα δει, δρόμο θάχα πάρει, εξυπακούγεται, ρε παιδιά.»
«Τους ψάχνουνε, φίλε· μην τρομάζεις,» απάντησε ο οινοχόος. «Κάτι φασαρίες κάνανε στους στρατιώτες της Παντοκράτειρας· τους πέταξαν βόμβες και πέσαν και μερικές τουφεκιές γύρω απ’τ’Οχυρό, και μετά γίνανε λαγοί. Τρέχοντας την κάνανε από την Πάνω Πύλη και, βουρ, μες στο δάσος.»
Ένας άλλος γέλασε. «Ελάφια, οι κερατάδες!»
«Με τουφέκια, όμως – και θα μας βάλουνε όλους να πληρώνουμε,» μούγκρισε ο χωρικός που γκρίνιαζε για το χωράφι του.
«Α, μάλιστα…» είπε ο Γεράρδος, «κι έλεγα κι εγώ τι είναι και ψάχνουνε. Φοβήθηκα μήπως δεν είναι καλά για να φύγω και πρέπει να περάσω δω μέρες, μη με βουτήξουνε στο δρόμο.»
«Όχι,» γέλασε ο οινοχόος, «μη φοβάσαι, φίλε, δε νομίζω νάχεις πρόβλημα.» Και γέμισε μια ξύλινη κούπα με κρασί και του την κέρασε.
«Ο Θεός να σ’έχει καλά, μάστορα!» του είπε ο Γεράρδος, χαμογελώντας και υψώνοντας το κρασί προς τη μεριά του.
«Στην υγειά σου!»
Ο Γεράρδος ήπιε.
Η Μάρθα τού ψιθύρισε: «Μετάφραση;»
«Αυτό που σου είπα ήταν, τελικά.»
«Ποιο;»
«Οι ληστές δεν ήταν ληστές.»
«Κατάλαβα.»
Αργότερα, ανέβηκαν στο δωμάτιο που είχαν κλείσει, το οποίο είχε ένα νούμερο χαραγμένο πρόχειρα πάνω στην πόρτα – 5 – αλλά δεν είχε ούτε κλειδί ούτε κλειδαριά. Όταν ήθελες να κλείσεις (και ήσουν μέσα), απλά τραβούσες τον σύρτη πίσω από την πόρτα.
Η Μάρθα τράβηξε τον σύρτη κι έριξε τον σάκο της στο πάτωμα. Φως – από τ’αστέρια και τα φεγγάρια – έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. Διακόπτης για ενεργειακό φωτισμό, φυσικά, δεν υπήρχε, όπως στον Ισάδελφο στην Οκρίνθια. Μονάχα μια παλιά λάμπα ήταν κρεμασμένη από έναν γάντζο. Ο Γεράρδος την ξεκρέμασε και, χρησιμοποιώντας τον ενεργειακό αναπτήρα του, άναψε το φυτίλι.
«Και γαμώ…» είπε η Μάρθα. «Είμαι βέβαιη πως το μπάνιο τους θα είναι στα ίδια χάλια.» Άνοιξε τη μικρή πόρτα στο πλάι. «Ψέματα: χειρότερο είναι. Δεν έχει ούτε μια γαμημένη βρύση!»
«Θες και βρύση;»
«Μονάχα έναν κουβά με νερό έχει.» Η Μάρθα πήγε εκεί και έπλυνε τα χέρια της και το πρόσωπό της. «Τέλος πάντων· έχω δει και χειρότερες μαλακίες.»
Ο Γεράρδος γέλασε κοφτά.
«Τα λέω ωραία, ε;» Η Μάρθα βγήκε απ’το μπάνιο.
«Όταν κάτι είναι άσχημο, συνήθως λες ότι έχεις δει και χειρότερα.»
«Εγώ φταίω που είμαι ειλικρινής άνθρωπος;»
Όταν έβγαλαν τα περισσότερα ρούχα τους και ξάπλωσαν στο κατά γενική ομολογία ελεεινό κρεβάτι, η Μάρθα διαπίστωσε ότι παρά το επίσης ελεεινό περιβάλλον είχε όρεξη για νυχτερινά παιχνίδια, και ο Γεράρδος, όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν αντίθετος σ’αυτή την ιδέα. Για μια στιγμή, καθώς ερωτοτροπούσαν, νόμισαν ότι το κρεβάτι θα διαλυόταν από κάτω τους αλλά τελικά – παραδόξως, ίσως – άντεξε.
Ο Γεράρδος κοιμήθηκε με τη Μάρθα στην αγκαλιά του και με το ένα του χέρι στον δεξή της μηρό, ανάμεσα στα γόνατά της. Και ονειρεύτηκε
ξανά
εκείνο το σπίτι
με τοίχους από πέτρα, ξύλο, σάρκα, φύλλα, κόκαλα, μάτια, χέρια, νερό, ουρανό, φωτιά, γλώσσες, πόδια
όπου, φανερά, υπάρχει κάποιο πρόβλημα.
Αλλά ο Γεράρδος είναι μπερδεμένος καθώς περιπλανιέται μέσα στους διαδρόμους, στα δωμάτια, και στις σκάλες, παρότι νιώθει ότι βαθιά μέσα του γνωρίζει ακριβώς τι συμβαίνει. Βλέπει ανοίγματα, τρύπες, να δημιουργούνται στους τοίχους και, μετά από λίγο, να κλείνουν. Αισθάνεται έναν πόνο να προέρχεται από γύρω του.
Ακούει ξαφνικά πολλά πόδια να βαδίζουν, και οπλές αλόγων, και τροχούς. Στρατός; Εδώ μέσα; Ο Γεράρδος τρέχει προς τη μεριά του θορύβου–
Τα κλάματα ενός μωρού.
Σταματά απότομα, κοιτάζει πλάι, δε βλέπει κανένα μωρό, τα κλάματα έρχονται από το βάθος ενός διαδρόμου· ο θόρυβος από τον στρατό συνεχίζεται, κι ο Γεράρδος πάει προς τα εκεί. Αλλά, μέσα σ’ένα δωμάτιο στολισμένο με διάφορα όπλα, δεν συναντά κανένα στράτευμα παρά μονάχα έναν άντρα με κατάλευκο δέρμα και λευκή στολή.
Ποιος είσαι εσύ; τον ρωτά ο Λευκός Άντρας.
Εσύ ποιος είσαι; λέει ο Γεράρδος.
Εγώ… πηγαίνω σ’ένα μέρος πολύ επικίνδυνο… κι αφήνω τη γυναίκα μου πίσω. Αν το ήξερα….
Ο Γεράρδος επιμένει: Ποιος είσαι; Σε ξέρω από κάπου;
Δεν έχω χρόνο. Το ακούς; Έρχεται. Έρχεται! Ο Λευκός Άντρας πισωπατά μοιάζοντας τρομαγμένος.
Και ο Γεράρδος ακούει – από πριν το άκουγε, συνειδητοποιεί απρόσμενα – ένα βουητό να έρχεται… πίσω… από τους τοίχους του σπιτιού…
πόνος
δέρμα που σκίζεται
Γρυλίζει πιάνοντας το στήθος του· τρίζει τα δόντια.
Ένας τοίχος διαλύεται: ξύλα πετάγονται, και σάρκες και οστά και μάτια και πέτρες και φύλλα και νερό και αέρας και φως και σκοτάδι και αίμα–
Παραπατά, πέφτει–
Άμμος έρχεται από το άνοιγμα: ξερή άμμος, ζεστή, μαζί με μεγάλες πέτρες. Τον παρασέρνει σαν να είναι το κύμα κάποιας παράξενης ονειρικής θάλασσας.
Ο Γεράρδος ανασηκώνεται. Ψάχνει για τον Λευκό Άντρα.
Αλλά εκείνος έχει χαθεί.
Και η αυγή έχει έρθει–
…Ο Γεράρδος βλεφάρισε, νομίζοντας ότι ξαφνικά ο κόσμος γύρω του είχε, κατά κάποιον τρόπο, αρχίσει να κινείται πιο αργά.
Ήταν καθισμένος πάνω στο κρεβάτι κρατώντας το στήθος του σαν να είχε τραυματιστεί.
Πρωινό φως έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο.
«Τι είναι;» ρώτησε η Μάρθα. «Είσαι καλά;»
Ο Γεράρδος βλεφάρισε ξανά. Στράφηκε να την κοιτάξει. «Δεν ξέρω…» παραδέχτηκε. «Είδα έναν Λευκό Άντρα… κι έναν τοίχο… να διαλύεται… Ο Λευκός Άντρα φοβόταν. Κάπου έχει μπλέξει…»
«Τι λευκός άντρας; Τον ξέρεις;»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Φορούσε, όμως, άσπρη στολή. Μάλλον της Παντοκράτειρας. Και είχε λευκό δέρμα.» Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, βηματίζοντας ξυπόλυτος πάνω στο κρύο πάτωμα. «Κάτι κακό έχει συμβεί στη Χάρνταβελ, Μάρθα. Το ξέρω.» Κοίταξε έξω απ’το παράθυρο, την πόλη που φαινόταν κάτω από τον λόφο. «Πρέπει να φύγουμε.»
«Έλα, κάθισε μαζί μου, μάγε,» είπε ο Εδμόνδος, ο οποίος είχε μόλις καθίσει στη θέση του οδηγού.
«Δε μας θέλεις, λοιπόν, εμάς πια, ε;» τον πείραξε η Ισαβέλλα.
«Πρέπει να είμαστε πρώτα φιλόξενοι, δεν πρέπει;» της αποκρίθηκε ο Εδμόνδος, γυρίζοντας για να την κοιτάξει, εκεί όπου εκείνη κι η Ιζαμπώ τακτοποιούσαν μερικά πράγματα, στην πίσω μεριά του οχήματος.
Ο Σθένελος πήγε μπροστά και κάθισε στη θέση του συνοδηγού, δίπλα στον τροβαδούρο. Η Βατράνια τον ακολούθησε, για να σταθεί τελικά πίσω από τους δύο άντρες.
«Είμαστε έτοιμες, ελπίζω,» είπε δυνατά ο Εδμόνδος, περιμένοντας ν’ακούσει απάντηση από τις δύο χορεύτριες, καθώς ενεργοποιούσε τη μηχανή του οχήματος.
«Πανέτοιμες όπως πάντα!» αποκρίθηκε η φωνή της Ιζαμπώς.
Ο Εδμόνδος έβαλε το τροχοφόρο σε κίνηση, και διασχίζοντας την Αγορά της Οκρίνθιας – που είχε πολύ κόσμο ετούτη την πρωινή ώρα – μπήκαν σ’έναν δρόμο που μόλις και μετά βίας χωρούσε το όχημά τους, και ο οποίος σύντομα μετατράπηκε σε χωματόδρομο καθώς βγήκαν ανάμεσα από τα σπίτια της Οκρίνθιας και βρέθηκαν στους αγρούς ανατολικά της. Νότιά τους, όχι μακριά, μπορούσαν να δουν το Παντοκρατορικό Οχυρό της περιοχής.
«Σας άρεσε η Οκρίνθια;» ρώτησε ο Εδμόνδος, κοιτάζοντας μια τον Σθένελο μια τη Βατράνια προτού στρέψει πάλι το βλέμμα του μπροστά.
«Καλή ήταν,» αποκρίθηκε ο μάγος.
«Το πιο συναρπαστικό πράγμα εκεί νομίζω πως ήσουν εσύ, Εδμόνδε,» είπε η Βατράνια, έχοντας τον ένα της αγκώνα ακουμπισμένο στην πλάτη του καθίσματος του Σθένελου και τον άλλο αγκώνα στην πλάτη του καθίσματος του τροβαδούρου.
Ο Εδμόνδος γέλασε. «Με κολακεύεις χωρίς καλό λόγο!»
Έφτασαν μπροστά σ’έναν μικρό ποταμό και διέσχισαν την πέτρινη γέφυρα που τον δρασκέλιζε, συνεχίζοντας ν’ακολουθούν τον χωματόδρομο καθώς απομακρύνονταν ολοένα και περισσότερο από την Οκρίνθια.
«Τον Ρογήρο τον ξέρεις από παλιά, έτσι;» είπε η Βατράνια στον Εδμόνδο.
«Ω ναι, από πολύ παλιά,» αποκρίθηκε εκείνος. «Πολεμήσαμε μαζί πριν από καμια δεκαριά χρόνια, για την Αρχόντισσα της Οκρίνθιας. Και δεν ξέρω αν θα μπορούσα να γράψω επικό άσμα για εκείνο τον πόλεμο, Βατράνια. Όταν τον έχεις ζήσει, σου είναι δύσκολο να τον δεις με τρόπο ‘επικό’. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Βατράνια, κι ο τόνος της φωνής της μαρτυρούσε ότι δεν απαντούσε έτσι μόνο από ευγένεια.
«Ετούτο το όμορφο σημάδι,» ο Εδμόνδος άγγιξε την ουλή στο μέτωπό του, παίρνοντας το ένα του χέρι για λίγο απ’το τιμόνι, «εκεί το απέκτησα. Τσεκουριά. Δε με σκότωσε, όπως βλέπετε. Μάλλον, το κρανίο μου είναι πιο σκληρό απ’ό,τι νόμιζε ο εχθρός μου. Μετά το χτύπημα, βέβαια, έχασα τις αισθήσεις μου· μη φανταστείτε ότι είμαι κανένας ήρωας από παραμύθι,» μειδίασε πλατιά. «Αλλά σας έλεγα για τον Ρογήρο… Εκεί τον γνώρισα τον Ρογήρο, στον πόλεμο. Εκεί γίναμε καλοί φίλοι· φυλούσαμε ο ένας την πλάτη του άλλου. Ο φουκαράς έχασε το δεξί του χέρι σε μια συμπλοκή, αλλά είναι δυνατός άνθρωπος· δεν άφησε αυτό να τον καταβάλει. Κι επειδή ήμασταν τότε προς το τέλος του πολέμου, η Αρχόντισσα τού έδωσε επιπλέον χρήματα για τον τραυματισμό του γιατί την είχε υπηρετήσει καλά. Το πανδοχείο, όμως, δεν το έκανε μ’αυτά τα χρήματα. Ένας άλλος συμπολεμιστής μας του το χάρισε. Ο Αντέλμος. Καλός φίλος κι αυτός. Τραυματίστηκε θανάσιμα, λίγο προτού ο Ρογήρος χάσει το χέρι του, κι αγαπούσε τον Ρογήρο σαν αδελφό, κι ο Ρογήρος ήταν κοντά του όταν ο Αντέλμος πέθανε: προσπάθησε να τον σώσει, αλλά τι να κάνει; Του είχαν διαλύσει όλο το στήθος από τη δεξιά μεριά, του το είχαν γεμίσει σφαίρες, και με κάθε σπαστή αναπνοή που έπαιρνε γέμιζαν αίμα τα πνευμόνια του. ‘Σ’αγαπώ σαν αδελφό, Ρογήρε,’ του είπε καθώς ξεψυχούσε· και του είπε επίσης ότι εκείνο το οίκημα που είχε στην Οκρίνθια, στην Αγορά, ήταν τώρα του Ρογήρου· του το έδινε για τη φιλία που είχαν κι επειδή ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που έβλεπε όσο ήταν ακόμα ζωντανός. ‘Ο Θεός σ’έστειλε.’ Τον άκουσα να τα λέει όλ’αυτά – και εγώ και κάτι άλλοι που ήμασταν κοντά τους εκείνη την ώρα. Είδα ορισμένους να κλαίνε… Τέλος πάντων…» Η φωνή του ακουγόταν σπασμένη, σαν ένα βάρος να είχε πέσει επάνω του.
Καθάρισε τον λαιμό του και συνέχισε: «Ο Ρογήρος, λοιπόν, όταν ο πόλεμος τελείωσε, πήγε στην Οκρίνθια και, χρησιμοποιώντας τα χρήματα της Αρχόντισσας, έφτιαξε το οίκημα που του είχε δώσει ο Αντέλμος, γιατί ήταν παλιό και δεν βρισκόταν σε πολύ καλή κατάσταση. Το έκανε πανδοχείο. Ισάδελφο, το είπε, για να τιμήσει τον Αντέλμο που τον αγαπούσε σαν αδελφό.
»Ναι, έτσι που λέτε… Αυτή και άλλες ιστορίες έχω να λέω από τον πόλεμο.» Αναστέναξε.
«Εμείς να δείτε πόσες φορές τάχουμε ακούσει αυτά!» είπε η Ισαβέλλα. Εκείνη κι η Ιζαμπώ είχαν στριμωχτεί δεξιά κι αριστερά της Βατράνιας, όσο ο Εδμόνδος μιλούσε.
«Κλείστε το στόμα σας πια!» μούγκρισε ο τροβαδούρος. «Δεν ξέρετε για τι πράγμα μιλάτε. Ήσασταν νιάνιαρα τότε.»
«Η μαμά μου πέθανε στον πόλεμο,» του θύμισε η Ισαβέλλα.
Και μετά, για λίγο, κανένας δεν μιλούσε καθώς το όχημά τους διέσχιζε πεδινά μέρη αφού είχαν περάσει πάλι πάνω από μια γέφυρα. Ετούτες οι περιοχές ήταν γεμάτες παραπόταμους που εκπήγαζαν από τον Μεγάλο Ποταμό της Χάρνταβελ, και ήταν πολύ εύφορες. Τα χωράφια που φαίνονταν να είναι ξερά φάνταζαν πιο περίεργα απ’ό,τι σ’άλλα μέρη. Έδιναν την εντύπωση ότι ήταν τελείως αφύσικα. Σ’ένα σημείο όχι πολύ μακριά από ένα χωριό, οι επαναστάτες είδαν μια ανθρωποθυσία: έναν άντρα κρεμασμένο ανάποδα. Δύο άγρια σκυλιά ήταν κοντά του, δαγκώνοντας το κεφάλι του που δεν απείχε παρά μερικά εκατοστά από τη γη.
Η Βατράνια απέστρεψε το βλέμμα της. Τι θέαμα… Αυτοί οι κάτοικοι της Χάρνταβελ ήταν τρελοί. Ή, τουλάχιστον, οι ιερείς τους. Η Βατράνια απορούσε πώς ήταν δυνατόν ο Γεράρδος να ήταν κάποτε ένας απ’αυτούς· της φαινόταν πολύ εντάξει άνθρωπος.
«Σ’ετούτο το μέρος έχουν παρουσιαστεί αντικατοπτρισμοί;» ρώτησε ο Σθένελος προτού απομακρυνθούν από την ανθρωποθυσία.
«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος. Κι έκανε να γεμίσει την πίπα του με καπνό και να την ανάψει ενώ συγχρόνως οδηγούσε.
«Δώστη σε μένα,» του είπε η Ιζαμπώ και, απλώνοντας τα χέρια της από πάνω του, την πήρε. Την άναψε και του την έδωσε.
«Ευχαριστώ, καλή μου,» είπε ο Εδμόνδος, παίρνοντας την πίπα και φιλώντας το χέρι της. Ρούφηξε καπνό και τον έβγαλε απ’την άκρη του στόματός του.
«Από πού είστε εσείς οι δύο;» ρώτησε τη Βατράνια και τον Σθένελο. «Από την Απολλώνια;»
«Εγώ, ναι, είμαι γεννημένος στην Απολλώνια,» αποκρίθηκε ο μάγος, «κι αυτή είναι η πρώτη φορά που υπηρετώ τον Πρίγκιπα – δηλαδή, σε μια αποστολή σαν αυτή. Εννοείται πως ανέκαθεν βοηθούσα τις Απολλώνιες δυνάμεις εναντίον των Παντοκρατορικών.»
«Εσύ, Βατράνια;»
«Δεν είμαι ακριβώς από την Απολλώνια, αλλά εκεί μένω τώρα. Είμαι από τη Σεργήλη… Αναγκάστηκα να φύγω επειδή οι πράκτορες της Παντοκράτειρας ανακάλυψαν ότι ήμουν με την Επανάσταση και με κυνήγησαν.»
«Τι δουλειά έκανες στη Σεργήλη;» τη ρώτησε η Ισαβέλλα.
«Κινηματογραφικές ταινίες χρηματοδοτούσα, κυρίως.»
«Τι είν’αυτό;»
Η Βατράνια συνοφρυώθηκε γυρίζοντας να την κοιτάξει. «Δεν ξέρεις τι είναι οι κινηματογραφικές ταινίες;»
Ο Εδμόνδος είπε, κοιτάζοντας μπροστά καθώς οδηγούσε αλλά προφανώς απευθυνόμενος στην Ισαβέλλα: «Σαν θέατρο είναι, μόνο που το βλέπεις μέσα σε οθόνη.»
«Γιατί να βλέπεις το θέατρο σε οθόνη;»
Η Βατράνια χαμογέλασε. «Για να μπορείς να το ξαναδείς! Και δεν είναι μόνο αυτό, βέβαια. Μπορείς να φτιάξεις πράγματα που είναι αδύνατον να γίνουν ζωντανά, επάνω στη σκηνή.»
Η Ισαβέλλα φάνηκε σκεπτική, σα να προσπαθούσε να φανταστεί αυτό που της έλεγε η Βατράνια.
«Είναι ωραία στη Σεργήλη;» ρώτησε η Ιζαμπώ. «Έχω ακούσει ότι είναι πολύ, πολύ καταπληκτική διάσταση!»
«Καλή είναι,» αποκρίθηκε η Βατράνια. «Αλλά εδώ είστε πιο ήσυχα· αυτό είναι βέβαιο.»
«Πιο ήσυχα;» είπε η Ιζαμπώ. «Έχουμε τους Παντοκρατορικούς στα μέρη μας· έχουμε αυτούς τους παράξενους αντικατοπτρισμούς που τελευταία εμφανίζονται· έχουμε χωράφια που μυστηριωδώς ξεραίνονται· έχουμε ιερείς που είναι…» ανασήκωσε τους ώμους, «είναι τρομαχτικοί.»
Η Βατράνια γέλασε. «Πίστεψέ με, στη Σεργήλη γίνονται περισσότερα. Και οι αντικατοπτρισμοί είναι κάτι που δεν είχατε παλιά· ούτε τα χωράφια σας ξεραίνονταν.»
«Τα χωράφια, βασικά, ανέκαθεν ξεραίνονταν κάπου-κάπου,» είπε ο Εδμόνδος, «και οι ιερείς έλεγαν στους γαιοκτήμονες τι να κάνουν για να τα συνεφέρουν.»
«Και οι μέθοδοί τους έπιαναν;»
«Ναι. Μέχρι στιγμής. Τώρα, όμως, ό,τι κι αν κάνουν δε φαίνεται να μπορούν ν’αντιστρέψουν το κακό…»
«Η διάστασή σας,» είπε ο Σθένελος σκεπτικά, «ίσως να επηρεάζεται από κάτι εξωτερικό. Κάτι που προκαλεί και την αραίωση των τοιχωμάτων της.»
«Τα μισά που λες είναι τουλάχιστον περίεργα!» παρατήρησε η Ιζαμπώ, κι άγγιξε τα μαλλιά του καθώς στεκόταν πίσω του.
«Δεν το κάνει επίτηδες,» της είπε η Βατράνια προτού ο Σθένελος προλάβει να μιλήσει· «έτσι είναι οι μάγοι.»
«Δηλαδή,» εξήγησε ο Σθένελος βιαστικά, «όταν μιλάμε για τη δουλειά μας. Όχι πάντα.» Γύρισε το λαιμό του για να κοιτάξει την Ιζαμπώ.
Εκείνη μειδίασε.
*
Το μεσημέρι έφτασαν σε μια μικρή πόλη που ήταν χτισμένη στις όχθες ενός αρκετά πλατύ ποταμού ο οποίος ερχόταν απευθείας από τον Μεγάλο Ποταμό της Χάρνταβελ. Η πόλη ονομαζόταν Λαρράθια, και ο Εδμόνδος σταμάτησε το όχημά του απέξω. Ο Σθένελος άνοιξε την πόρτα πλάι του και βγήκε· η Βατράνια και η Ιζαμπώ τον ακολούθησαν· και μετά βγήκαν κι ο Εδμόνδος με την Ισαβέλλα.
«Έχεις κανέναν γνωστό εδώ;» ρώτησε η Βατράνια τον τροβαδούρο.
«Ασφαλώς. Έχω γνωστούς σχεδόν παντού.»
«Τον Εδμόνδο όλοι τον αγαπάνε,» είπε η Ισαβέλλα μεταξύ αστείου και σοβαρού, μειδιώντας και κάνοντας μια γρήγορη πιρουέτα σαν για να ξεπιαστεί από το στενό εσωτερικό του οχήματος.
«Ας μην υπερβάλλουμε, αγαπητή μου,» αποκρίθηκε ο τροβαδούρος, και βάδισε προς τη μικρή πόλη, με τους υπόλοιπους πίσω και γύρω του. Το λαγούτο του το είχε μαζί του, περασμένο στην πλάτη του.
Ο Σθένελος κοιτούσε ολόγυρα καθώς προχωρούσαν.
«Τι ψάχνεις;» τον ρώτησε η Βατράνια.
«Για ανθρωποθυσίες. Αφού εκεί που εμφανίζονται οι αντικατοπτρισμοί οι ιερείς θυσιάζουν, εκεί πρέπει να δω μήπως βρω τίποτα…»
«Μην ανησυχείς,» του είπε η Ιζαμπώ αγγίζοντας το μπράτσο του, «θα μάθουμε σύντομα αν έχει εμφανιστεί κάτι περίεργο σε τούτα τα μέρη. Όλα μάς τα λένε οι ντόπιοι. Μας συμπαθούνε γιατί τους διηγούμαστε ιστορίες και τους κάνουμε να περνάνε καλά.»
«Και μόνο η παρουσία σας είναι αρκετή, υποθέτω,» είπε ο Σθένελος, χαμογελώντας της.
Η Ιζαμπώ γέλασε και έκανε μια πιρουέτα χωρίς να πάψει να βαδίζει μαζί με τους υπόλοιπους. Πώς ακριβώς το κατόρθωσε αυτό, ο Σθένελος δεν μπορούσε να καταλάβει· του έμοιαζε σχεδόν με μαγικό κόλπο. Και η Ιζαμπώ είχε τόσο όμορφο λυγερό σωματάκι κάτω από το φαρδύ φόρεμά της, το οποίο ανέμιζε γύρω της καθώς εκείνη στριφογύριζε επιδέξια…
«Εδμόνδε,» ρώτησε η Βατράνια, ενώ έμπαιναν στους πλακόστρωτους δρόμους της Λαρράθιας, «γιατί σε λένε ‘ο Βοριάς’;»
Ο Εδμόνδος γέλασε. «Δε θα το πιστέψεις! Θα μου πεις ότι προσπαθώ να σε γελάσω.»
«Δοκίμασε – ίσως και να σε πιστέψω, τελικά,» επέμεινε η Βατράνια, ευχάριστα.
«Παρατσούκλι είναι, που μου το κόλλησαν: επειδή, λέει, όποτε έρχομαι πάντοτε ένας βόρειος άνεμος μ’ακολουθεί φυσώντας πίσω απ’την πλάτη μου.»
«Χα-χα-χα, δεν είναι δυνατόν να σοβαρολογείς!»
«Κι όμως! Κι όμως!» είπε ο Εδμόνδος. «Γι’αυτό με λένε ‘ο Βοριάς’. Αλλά ίσως να υπάρχει και μια άλλη εξήγηση, υποπτεύομαι…»
Περνούσαν τώρα από ένα σημείο της πόλης που ήταν πιο πολυσύχναστο από τα άκρα της. Πρέπει να ήταν η αγορά, μάλλον· και κάποιοι έδειχναν τον Εδμόνδο, μιλώντας στη Γλώσσα της Χάρνταβελ, που ο Σθένελος και η Βατράνια δεν καταλάβαιναν.
«Τι άλλη εξήγηση;» ρώτησε η Βατράνια τον τροβαδούρο. «Και τι λένε αυτοί εκεί;»
«Αυτοί λένε ‘Ο Βοριάς. Ο Βοριάς ήρθε.’» Και χαιρέτησε ορισμένους, με το ύψωμα του χεριού, μιλώντας κι εκείνος στη Γλώσσα της Χάρνταβελ. «Η άλλη εξήγηση που υποπτεύομαι είναι ότι… αφού κατάγομαι από τα βόρεια, ίσως γι’αυτό να με λένε ‘ο Βοριάς’.»
«Από τα βόρεια μέρη της Χάρνταβελ;»
«Ναι, από κει είναι η καταγωγή μου: πάνω από το Κεντροδάσος,» είπε ο Εδμόνδος, και πλησίασε ένα οίκημα που η πινακίδα πλάι στην είσοδό του έγραφε Ο ΧΡΥΣΙΚΟΣ. Έσπρωξε την πόρτα και οδήγησε τους συντρόφους του στην τραπεζαρία ενός πανδοχείου, όπου, εκτός απ’αυτούς, ήταν άλλοι πέντε άνθρωποι.
«Ετούτο,» είπε στη Βατράνια και τον Σθένελο, με χαμηλωμένη φωνή, «είναι το μεγαλύτερο πανδοχείο εδώ.»
«Βοριά!» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από το πέρας του δωματίου, και μια γυναίκα φάνηκε να πλησιάζει: παχιά, λευκόδερμη, με ξανθά μαλλιά δεμένα κότσο. Μιλούσε στη Συμπαντική. «Τι κάνεις, Βοριά;»
Ο Εδμόνδος τη χαιρέτησε με μια κομψή υπόκλιση. «Ελπίζω να είμαστε ευπρόσδεκτοι, εγώ κι οι συνοδοιπόροι μου.»
(«Οδοιπόροι τρόπος του λέγειν!» σιγογέλασε η Ιζαμπώ, πλάι στον Σθένελο.)
«Σοβαρολογείς, ρε; Μόλις μου έφτιαξες τη μέρα!» είπε η ξανθιά γυναίκα. «Καθίστε να σας φιλέψω. Θα μείνετε πολύ;»
«Μόνο για το μεσημέρι είμαστε εδώ, δυστυχώς.»
«Μόλις μου χάλασες τη μέρα, Βοριά!»
Ο Εδμόνδος μειδίασε. «Θα φροντίσω να σου μαζέψω μέσα στο μεσημέρι πιο πολύ κόσμο απ’ό,τι θα μαζέψεις μέχρι να ξαναγουρλώσει ο Αργυρός.» (Η Βατράνια υπέθεσε ότι ο τροβαδούρος μιλούσε για το μεγάλο φεγγάρι της Χάρνταβελ, που ο Γεράρδος τούς είχε πει πως ονομαζόταν ο Αργυρός Θείος Οφθαλμός.)
«Το καλό που σου θέλω!» είπε η ξανθιά γυναίκα, και πήγε να τους φέρει φαγητό.
Στην τραπεζαρία δεν υπήρχε έλλειψη από άδειες θέσεις. Ο Εδμόνδος κάθισε σ’ένα τραπέζι, και η Βατράνια κάθισε κοντά του. Ο Σθένελος και οι δύο χορεύτριες κάθισαν σ’ένα άλλο τραπέζι, παραδίπλα.
Ο τροβαδούρος πήρε το λαγούτο του στα χέρια κι άρχισε να παίζει. Η Ιζαμπώ και η Ισαβέλλα, σύντομα, άρχισαν να χορεύουν έναν αργό νωχελικό χορό, ακολουθώντας τη μελωδία. Ένα αγόρι του μαγαζιού έφερε αφριστές μπίρες στα τραπέζια του Εδμόνδου και των συντρόφων του. Οι πέντε πελάτες στην τραπεζαρία γελούσαν και χτυπούσαν τα χέρια τους, ή σφύριζαν. Από τον δρόμο κόσμος συγκεντρωνόταν: κάποιοι κοίταζαν από τα παράθυρα του πανδοχείου, κάποιοι έμπαιναν.
Η ξανθιά γυναίκα (η πανδοχέας μάλλον, υπέθεσε η Βατράνια) έφερε το φαγητό, όπως τους είχε υποσχεθεί: μοσχάρι κοκκινιστό και πράσινη σαλάτα. Ακούμπησε και μια καράφα κρασί σε κάθε τραπέζι. «Στην υγειά σας,» είπε· κι έκανε νόημα στο αγόρι, βιαστικά, με το ένα χέρι. Η Βατράνια είδε τον μικρό να φεύγει σαν πέτρα από σφεντόνα και, μετά, ν’αρχίζει να φέρνει κούπες με μπίρα σ’όσους είχαν μπει στο πανδοχείο για να παρακολουθήσουν τον Εδμόνδο και τις δύο χορεύτριες.
Κάνω παρέα με διάσημους ανθρώπους… σκέφτηκε η Βατράνια υπομειδιώντας, καθώς έκοβε ένα κομμάτι κρέας και το έβαζε στο στόμα της. Λιγάκι αλμυρό, της φάνηκε, αλλά η σάλτσα ήταν ωραία και γλυκιά.
Το μεσημέρι πέρασε με τα τραγούδια του Εδμόνδου και τους χορούς της Ιζαμπώς και της Ισαβέλλας. Το φαγητό τους δεν το πλήρωσαν, αλλά η πανδοχέας σίγουρα μάζεψε αρκετά χρήματα από όλους όσους ήρθαν στο πανδοχείο για να παρακολουθήσουν την παράσταση.
Σε κάποια στιγμή που ο Εδμόνδος, για να ξεκουραστεί λίγο, είχε πάψει να παίζει μουσική και να τραγουδά, ήπιε μερικές γερές γουλιές μπίρα και ρώτησε τους ντόπιους μήπως είχαν δει κανέναν αντικατοπτρισμό να παρουσιάζεται στα μέρη τους.
«Ευτυχώς όχι, Βοριά,» είπε ένας. «Γιατί θάπρεπε, τότε, οι ιερείς να θυσιάσουν για να διώξουνε τη δαιμονική επιρροή, και θάπρεπε κάποιον από μας να διαλέξουμε, κι αυτό είναι πάντα δύσκολο – όλοι το λένε. Φασαρίες έχουν γίνει γι’αυτά τα θέματα· σκοτωμοί.»
«Όπως στα βόρεια,» πρόσθεσε ένας άλλος, «καμιας μέρας ποδαρόδρομος, κοντά στη Βεν’τάδια, στο Σκυφτοχώρι που λένε – τόχεις ακουστά, Βοριά;»
«Ναι,» ένευσε ο Εδμόνδος ανάβοντας την πίπα του, «το ξέρω. Σ’έναν λόγγο δεν είναι;»
«Ναι αμέ, εκεί. Είδανε κάποιοι ένα άλλο δάσος να ξεπροβάλλει ξαφνικά μεσ’από τους θαμνότοπους, και κάτι μαύρα πράματα σα φίδια πετούσανε μες στις φυλλωσιές και τους κορμούς του. Και μετά, και το δάσος και τα μαύρα πράματα χαθήκαν. Ήταν δαιμονική επιρροή, της Οργής του Θεού. Φωνάξανε αμέσως τους ιερείς, κι εκείνοι ζητήσανε θυσία. Ο Λειτουργός του χωριού μίλησε με το Δικαστή και κάτι άλλους παππούδες, και πάρθηκε η απόφαση να δώσουνε στο Θεό έναν κυνηγό που είχε κάνει μπαγαποντιές πολλές και πολλές φορές σ’άλλους μέσα στο Σκυφτοχώρι. Αλλά ο κυνηγός δεν ήταν σύμφωνος· πήγανε να τον τσακώσουν και πετσόκοψε τέσσερις με το τσεκούρι του προτού καταφέρουνε να τον χτυπήσουν άσχημα και να τον ρίξουν χάμω. Και τον θυσίασαν, τελικά, βέβαια…»
«Παρουσιάστηκε ξανά αντικατοπτρισμός στο Σκυφτοχώρι;» ρώτησε η Ισαβέλλα.
Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του. «Μπα, τίποτα. Κι ευτυχώς, ε; Το φονικό ήταν άλλο πράμα· θα το λένε και τα δισέγγονά τους.»
Ο Εδμόνδος, μετά τη σύντομη ξεκούρασή του, συνέχισε να παίζει το λαγούτο του, και η Ιζαμπώ κι η Ισαβέλλα, ξυπόλυτες πλέον, σηκώθηκαν πάλι για να χορέψουν. Τον Άρχοντα με του Γερακιού το Μάτι διηγήθηκε ο Εδμόνδος, και τον Γενναίο Μαύρο Ξυλοκόπο· κι έπειτα, το απόγευμα είχε πια έρθει, κι εκείνος κι οι σύντροφοί του έπρεπε να φύγουν. Ο τροβαδούρος αποχαιρέτησε την πανδοχέα και το κοινό του και, μαζί με τους άλλους, βάδισε ώς το όχημα του, έξω από την πόλη. Πολλοί τον ακολούθησαν μέχρις εκεί, κουνώντας τα χέρια τους και φωνάζοντας.
«Θα οδηγήσω εγώ,» είπε η Βατράνια στον Εδμόνδο, όταν μπήκαν στο τροχοφόρο και έκλεισαν τις πόρτες.
«Με χαροποιείς ιδιαίτερα,» αποκρίθηκε εκείνος, «γιατί το μόνο που σκέφτομαι τώρα, πολύ σοβαρά, είναι ο ύπνος.»
«Κι εμείς το ίδιο,» τόνισε η Ιζαμπώ. «Κι εμείς το ίδιο!»
«Μην ανησυχείτε,» τους είπε η Βατράνια. «Είμαι καλή οδηγός. Θέλω μόνο να μου πείτε προς τα πού να πάω.»
«Στο Σκυφτοχώρι να πάμε,» πετάχτηκε ο Σθένελος. «Είναι ευκαιρία να κοιτάξω μήπως εντοπίσω κάτι εκεί. Ο αντικατοπτρισμός πρέπει νάναι πρόσφατα που παρουσιάστηκε, απ’ό,τι κατάλαβα.»
Η Βατράνια κοίταξε τον Εδμόνδο ερωτηματικά, καθώς κάθιζε στη θέση του οδηγού.
Ο Εδμόνδος τής έδωσε έναν χάρτη. «Άνοιξέ τον.»
Η Βατράνια τον ξεδίπλωσε και τον κράτησε, με τα δύο χέρια, ανοιχτό μπροστά της.
«Εδώ είναι.» Ο Εδμόνδος έδειξε με το δάχτυλό του.
«Δε γράφει τίποτα.»
«Ναι, δεν είναι σημειωμένο στον χάρτη γιατί είναι μικρό, αλλά εκεί είναι.»
«Εντάξει,» είπε η Βατράνια. «Αν θέλω βοήθεια θα σε ξυπνήσω.»
«Βεβαίως και να με ξυπνήσεις,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος, και πήγε στην πίσω μεριά του οχήματος, όπου η Ιζαμπώ και η Ισαβέλλα ήταν ήδη ξαπλωμένες.
Ο Σθένελος είχε καθίσει δίπλα στη Βατράνια και είχε ανάψει ένα τσιγάρο. «Θέλεις;» της είπε, τείνοντας την ταμπακιέρα του προς τη μεριά της.
«Ευχαριστώ.» Η Βατράνια πήρε ένα τσιγάρο, κι ο Σθένελος τής το άναψε με τον ενεργειακό αναπτήρα του. Εκείνη άνοιξε το παράθυρο πλάι της και φύσηξε καπνό έξω. «Έχω σκάσει,» είπε, «και δεν ξαπλώσαμε καθόλου. Ήταν λίγο βαρύ το φαγητό τους, δεν ήταν;»
Ο Σθένελος ένευσε. «Ήταν.» Αλλά μόνο τώρα, που το ανέφερε η Βατράνια, ουσιαστικά το πρόσεξε· πιο πριν, τα όμορφα σώματα των δύο χορευτριών τον είχαν συνεπάρει. Μονάχα σ’εκείνες ήταν το μυαλό του – εκτός από όταν οι ντόπιοι μίλησαν για το κακό στο Σκυφτοχώρι.
Η Βατράνια ενεργοποίησε τη μηχανή και έφυγαν από τη Λαρράθια, περνώντας την πέτρινη γέφυρα του ποταμού και κατευθυνόμενοι βόρεια.
Τα μονοπάτια ήταν χάλια καθώς προσπαθούσε να οδηγήσει το όχημά τους στο μέρος που της είχε δείξει ο Εδμόνδος επάνω στον χάρτη. Στην κονσόλα του οχήματος δεν υπήρχε οθόνη με χάρτη, έτσι η Βατράνια δεν μπορούσε να δει ακριβώς πού βρίσκονταν σε κάθε δεδομένη στιγμή· έπρεπε να το υπολογίζει από τα σημάδια γύρω της και με τη χρήση της πυξίδας.
Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη· κανονικά θα μπορούσαν να την είχαν κάνει σε μισή ώρα· επειδή, όμως, τα μέρη ήταν δύσκολα, έκαναν περίπου μία ώρα προτού φτάσουν εκεί απ’όπου μπορούσαν άνετα να δουν ένα χωριό μέσα σε μια περιοχή γεμάτη χαμόδεντρα.
«Αυτός, μάλλον, είναι ο λόγγος για τον οποίο μίλησε ο Εδμόνδος,» είπε η Βατράνια, έχοντας σταματήσει το όχημά τους.
Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση και οι σκιές είχαν μεγαλώσει, αλλά δεν ήταν ακόμα βράδυ.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Σθένελος, «όμως καλύτερα να τον ρωτήσουμε.» Σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε στην πίσω μεριά του οχήματος.
Έσκυψε και κούνησε τον τροβαδούρο από τον ώμο. «Εδμόνδε.»
Τα μάτια του πορφυρόδερμου άντρα άνοιξαν. Βλεφάρισε. «Τι;»
«Φτάσαμε σ’ένα χωριό. Είναι αυτό που ψάχνουμε;»
Ο Εδμόνδος σηκώθηκε από την κουβέρτα του και βάδισε ξυπόλυτος ώς τη μπροστινή μεριά του οχήματος για να κοιτάξει από το παράθυρο. «Ναι, αυτό είναι,» είπε. «Το Σκυφτοχώρι.»
«Ωραία λοιπόν. Θα πάω να ερευνήσω.» Ο Σθένελος άνοιξε την πόρτα δίπλα από τη θέση του συνοδηγού.
«Ε, μη βιάζεσαι!» του είπε η Βατράνια. «Υποσχέθηκα στον Καπετάνιο να σε προσέχω.»
«Εντάξει· δε σκοπεύω να πάω μόνος.»
Η Βατράνια άνοιξε την άλλη πόρτα και τον ακολούθησε έξω απ’το όχημα.
«Εμάς μάς χρειάζεστε;» ρώτησε ο Εδμόνδος από μέσα.
«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε ο Σθένελος. «Μερικά ξόρκια θα χρησιμοποιήσω μόνο, να δω μήπως μπορώ να εντοπίσω κάτι στην περιοχή.»
Ο Εδμόνδος ένευσε. «Καλώς.»
Η Βατράνια και ο Σθένελος βάδισαν ανάμεσα στα χαμόδεντρα, κάποια από τα οποία ήταν άφυλλα. Ο αέρας που φυσούσε ήταν ψυχρός, έτσι σήκωσαν τις κουκούλες τους. Κανένας από το χωριό δεν φαινόταν να τους έχει προσέξει.
Ο Σθένελος ύψωσε ένα ζευγάρι κιάλια στα μάτια του, κοιτάζοντας γύρω. «Αυτό είναι. Εκεί.» Έδειξε.
Η Βατράνια είδε κάτι όρθιο και παραλληλόγραμμο μέσα στο φως του απογεύματος, κάτω από έναν λοφίσκο.
Ο Σθένελος κατέβασε τα κιάλια. «Η ανθρωποθυσία,» είπε, και προχώρησε προς τα εκεί.
Η Βατράνια τον ακολούθησε, τραβώντας το πιστόλι της από τη θήκη του και κρατώντας το κρυμμένο κάτω από την κάπα της.
Φτάνοντας κοντά στην ανθρωποθυσία, μόρφασε κι έβγαλε ένα μουγκρητό απέχθειας. «Γαμώ τα πόδια της Λόρκης, γαμώ…!» Ο άντρας ήταν δεμένος ανάποδα επάνω σ’έναν πάσσαλο, και οι σάρκες του ήταν ξεσκισμένες. Σ’ορισμένα σημεία κόκαλα φαίνονταν. Κάτι κοράκια και άλλα πουλιά που τσιμπολογούσαν το κουφάρι έφυγαν φτεροκοπώντας μόλις οι δύο επαναστάτες ζύγωσαν.
«Σκατά…» μουρμούρισε ο Σθένελος, κι εκείνος αηδιασμένος. Είχε δει κάμποσα φριχτά θεάματα στο Βόρειο και στο Νότιο Μέτωπο της Απολλώνιας, αλλά αυτό που αντίκριζε τώρα – από τόσο κοντά – ήταν από τα χειρότερα.
«Άντε,» είπε η Βατράνια, «κάνε ό,τι είναι να κάνεις, να φεύγουμε.»
Ο Σθένελος στράφηκε απ’την άλλη, για να μην κοιτάζει τον νεκρό, πήρε μια βαθιά ανάσα, και ύφανε ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, διευρύνοντας τις αισθήσεις του και απλώνοντας τες γύρω, ψάχνοντας για κάτι που θα του τραβούσε την προσοχή…
…χωρίς, τελικά, να βρει τίποτα.
Διέλυσε το ξόρκι. Έκανε μερικά βήματα για ν’απομακρυνθεί από το κουφάρι, που βρομούσε φριχτά και τον ενοχλούσε. Έκλεισε τα μάτια, άρθρωσε τα λόγια για ένα Ξόρκι Εντοπισμού Διαστασιακής Αλλοιώσεως, και για κάποια ώρα κεντούσε με τις αισθήσεις του τα διαστασιακά τοιχώματα της Χάρνταβελ, ερευνώντας να δει μήπως κάπου υπήρχε κάποια ειδική αλλοίωση.
Πάλι, όμως, δεν βρήκε τίποτα· κι ένιωθε λιγάκι κουρασμένος τώρα από τις προσπάθειές του, γιατί, και με το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως και με το Ξόρκι Εντοπισμού Διαστασιακής Αλλοιώσεως, είχε τεντώσει τις διευρυμένες αισθήσεις του όσο περισσότερο τολμούσε, για να καλύψει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση.
«Τι γίνεται;» ρώτησε η Βατράνια. «Υπάρχει κάτι;»
«Περίμενε.»
Ο Σθένελος’σαρ έκανε τώρα ένα Ξόρκι Εντοπισμού Προκαλύψεως, για την απίθανη περίπτωση που κάποιος άλλος μάγος είχε προσπαθήσει να του κρύψει κάτι. Αναμενόμενα, δεν εντόπισε τίποτα.
Και – ένα τελευταίο. Άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως, για να διαπιστώσει μήπως υπήρχε καμια πνευματική οντότητα εδώ κοντά.
Ξανά, τίποτα.
Αναστέναξε, και είπε στη Βατράνια: «Δεν υπάρχει κάτι για να βρω. Πάμε.»
Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Τι σημαίνει αυτό; Ότι όντως δεν υπάρχει τίποτα, ή ότι δεν κατάφερες να το εντοπίσεις;»
«Δεν ξέρω. Αν ήξερα, τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο απλά. Πάντως, δεν υπάρχει καμια διαστασιακή αλλοίωση στο χώρο, ούτε κάτι το παράξενο στο ενεργειακό πεδίο. Εκείνο που…» Φάνηκε σκεπτικός.
«Τι;»
«Ας πάμε να ελέγξω και σ’άλλη μεριά.»
«Δεν έλεγξες ολόκληρη την περιοχή;»
«Φυσικά και όχι. Μέχρι πού νομίζεις ότι φτάνουν οι αισθήσεις μου;»
*
Έκαναν τον γύρω του Σκυφτοχωριού ενώ ο Σθένελος’σαρ χρησιμοποιούσε τα ξόρκια του μήπως εντοπίσει κάτι ασυνήθιστο. Τελικά, όμως, τίποτα δεν βρήκε κι έτσι επέστρεψαν στο όχημα του Εδμόνδου, όπου μονάχα εκείνος ήταν ξύπνιος· οι δύο χορεύτριες ακόμα κοιμόνταν. Ο ήλιος είχε σχεδόν χαθεί πίσω από τη δύση και ο τόπος είχε σκοτεινιάσει. Ο Σθένελος αισθανόταν εξουθενωμένος από τις μαγικές του προσπάθειες.
«Καμια επιτυχία;» ρώτησε ο τροβαδούρος, στεκόμενος έξω από το όχημα.
«Τζίφος,» είπε η Βατράνια, καθώς εκείνη κι ο Σθένελος σταματούσαν μπροστά του.
Ο Εδμόνδος ένευσε σα να το περίμενε. «Αποκλείεται να είναι εύκολο. Οι Παντοκρατορικοί το ξέρω πως ερευνούν την υπόθεση εδώ καιρό, και δεν έχω ακούσει να φτάνουν σε κανένα συμπέρασμα.»
«Πού θα πάμε τώρα;» ρώτησε η Βατράνια.
«Στη Βεν’τάδια, λίγο πιο βόρεια από εδώ. Βρίσκεται στις νότιες όχθες του Μεγάλου Ποταμού. Αρκετά μεγάλη πόλη, και από εκεί ξεκινά μια γέφυρα που περνά πάνω από τον Ποταμό και φτάνει στην αντικρινή όχθη και στην Ερρίθια, όπου είναι ο Παντοκρατορικός Επόπτης της διάστασης και ο Υπεράρχης.»
«Θα πάμε στην Ερρίθια, δηλαδή;» είπε η Βατράνια. «Δε θάναι επικίνδυνο;»
«Καθόλου. Εγώ πηγαίνω συχνά εκεί· οι Παντοκρατορικοί δεν με υποπτεύονται. Ο Σθένελος, μόνο, καλύτερα να μην εμφανιστεί, γιατί, λόγω του χρυσού δέρματός του, φαίνεται ότι δεν είναι γηγενής. Κατά τα άλλα, δε νομίζω πως θα έχουμε κανένα πρόβλημα.» Ανασήκωσε τους ώμους.
«Να ζητήσω μια χάρη;» ρώτησε η Βατράνια.
«Τι χάρη;»
«Μπορείς να μου μάθεις τη Γλώσσα της Χάρνταβελ;»
«Η Συμπαντική μιλιέται αρκετά εδώ,» της είπε ο Εδμόνδος. «Μη νομίζεις ότι είμαστε τελείως απομονωμένοι από το υπόλοιπο σύμπαν.»
«Το ξέρω· απλά θέλω να μπορώ να καταλάβω και τη γλώσσα σας.»
«Εντάξει, τότε,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος. «Θα σου μάθω τα βασικά καθώς θα ταξιδεύουμε. Ας πάμε στη Βεν’τάδια τώρα, να ξεκουραστούμε, και το πρωί περνάμε τον Μεγάλο Ποταμό και μπαίνουμε στην Ερρίθια.»
Η Βατράνια ένευσε.
«Θα οδηγήσεις εσύ;» τη ρώτησε ο Εδμόνδος.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, και μπήκαν στο όχημα.
«Καμια άλλη ενεργειακή φιάλη έχεις;» ρώτησε η Βατράνια, όταν, καθίζοντας στη θέση του οδηγού, είδε στην κονσόλα ότι η ποσότητα ενέργειας ήταν στο 45%.
«Ναι, μη φοβάσαι. Έχω άλλες δύο. Και στην Ερρίθια, εξάλλου, μπορούμε ν’αγοράσουμε άμα θέλουμε.»
«Δε βλέπω να έχει συμβεί τίποτα χειρότερο από τα συνηθισμένα,» παρατήρησε η Μάρθα, καθώς περνούσαν δίπλα από μια ανθρωποθυσία μπροστά από κάτι ξερά κτήματα.
Ο Γεράρδος, που οδηγούσε τον Κροκόδειλο, δεν μίλησε. Το ήξερε ότι κάτι είχε συμβεί, ή θα συνέβαινε. Το όνειρό του δεν ήταν τυχαίο. Και αναρωτιόταν γιατί έβλεπε τέτοια όνειρα, τώρα που είχε ξανάρθει στη Χάρνταβελ.
Το πρωί, φεύγοντας από τη Σιρνέλια μαζί με τη Μάρθα, είχαν επιστρέψει στο όχημά τους και εκεί ο Γεράρδος είχε ζητήσει από τον Σέλιρ’χοκ να συζητήσουν λίγο παραδίπλα για να μην ακούει η Άνμα’ταρ. Του είχε μιλήσει για τα όνειρά του, και κυρίως για το τελευταίο όνειρο που είχε δει. Ο μάγος, όμως, δεν είχε καμια εξήγηση να δώσει. Το μόνο που είπε ήταν: Έχεις σκεφτεί ότι μπορεί ακόμα να είσαι ιερέας της Χάρνταβελ αλλά απλά χωρίς το Εσώτερο Θηρίο μέσα σου; —Δεν είναι δυνατόν αυτό, μάγε. Το Εσώτερο Θηρίο είναι που σε κάνει ιερέα της Χάρνταβελ, είχε διαφωνήσει ο Γεράρδος. —Μπορεί… είχε αποκριθεί μονάχα ο Σέλιρ’χοκ, αινιγματικά, και δεν το είχε συζητήσει άλλο.
«Πού πηγαίνουμε τώρα, λοιπόν;» ρώτησε η Μάρθα, όταν είδε ότι ο Γεράρδος δεν επρόκειτο να μιλούσε για το όνειρό του.
«Στην Ταρκάβια, κοντά στο Βελονέρι,» αποκρίθηκε εκείνος. Το ξέρεις, όμως, πως δεν υπάρχει τίποτα εκεί για να βρείτε, είπε μια φωνή εντός του. Απλώς αποφεύγεις να πας κατευθείαν βόρεια, στη Νιρτάλια…
Πιθανώς, όφειλε να παραδεχτεί ο Γεράρδος· πιθανώς να το απέφευγε. Για την ώρα. Γιατί, μετά από την Ταρκάβια, εκεί θα οδηγούσε τους συντρόφους του – παρότι δεν ήθελε να ξαναδεί εκείνα τα μέρη.
Οι περιοχές αυτές ήταν το Αρχοντάτο του Άρχοντα Ερρίκου.
Και ο Γεράρδος τις γνώριζε καλά. Τις είχε επισκεφτεί ξανά και ξανά, και ξανά. Όχι για δουλειά του Θεού. Αλλά για εκείνη. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Οι επισκέψεις του γίνονται ολοένα και πιο τακτικές. Ο φόβος του πατέρα της δεν τον απασχολεί, ούτε οι προειδοποιήσεις των άλλων ιερέων, ούτε οι κινήσεις του Εσώτερου Θηρίου μέσα στην ψυχή του. Κάνει κάθε φορά τις θυσίες που απαιτούνται, και προσεύχεται στον Θεό· το εξευμενίζει.
Το μόνο που τώρα τον ενδιαφέρει είναι η Μελισσάνθη. Όταν δεν βρίσκεται αλλού, για δουλειές του Θεού, είναι μαζί της. Περιφέρονται στις εκτάσεις του αρχοντάτου της, στους λόφους και στα δάση, σαν άγρια θηρία, σαν φυσικές δυνάμεις, σαν τον άνεμο, το φως, και τη βροχή. Η διάσταση της Χάρνταβελ τούς αγκαλιάζει· βρίσκονται κοντά στον Θεό. Κι οι δυο τους είναι ευτυχισμένοι. Η Μελισσάνθη είναι μεθυσμένη από την πρωταρχική δύναμη που έχει για πρώτη φορά στη ζωή της γνωρίσει, τη δύναμη που οι απλοί άνθρωποι της Χάρνταβελ συνήθως ποτέ δεν γνωρίζουν…
Κάτι, όμως, τους παρακολουθεί. Θηριώδες και πρωταρχικό κι αυτό: ένα φυσικό στοιχείο που περιμένει μονάχα ένα άνοιγμα για να εκδηλωθεί.
Δεν μπορείς να κρατάς την καταιγίδα φυλακισμένη για πάντα.
Το Εσώτερο Θηρίο ζητά αυτό που νομίζει πως του ανήκει.
Και ακόμα κι ένας ιερέας κάνει λάθη.
Μια νύχτα… οι δυο τους μόνοι στο δάσος, εκεί όπου άνθρωπος δεν πλησιάζει, εκεί όπου οι φρουροί του Άρχοντα Ερρίκου δεν περιπολούν… και ο ιερέας νομίζει πως η καταιγίδα είναι εξευμενισμένη, αλλά έχει παραβλέψει τη θυσία που όφειλε να είχε κάνει…
Ένα σκοτεινό μάτι ανοίγει μέσα στην ψυχή του. Κοιτάζει και βλέπει τους δύο εραστές μεθυσμένους από τον έρωτά τους και τη δύναμη παντού γύρω τους. Η πείνα του για αίμα και θάνατο το κυριεύει, τώρα που είναι τόσο κοντά στο αντικείμενο που επιθυμεί.
Χιμά.
Δόντια, γροθιές, νύχια, αίμα παντού σαν κρασί, τόσο γλυκό στο στόμα του. Ουρλιαχτά. Το θήραμά του προσπαθεί να του ξεφύγει, αλλά παλεύει αδύναμα, δεν έχει καμια ελπίδα· και η πάλη του το μόνο που κατορθώνει είναι να δίνει περισσότερη δύναμη και ευχαρίστηση στο Θηρίο.
Όταν το Θηρίο έχει πια κορεστεί, αποτραβιέται, βυθίζεται στα σκοτάδια· και ο ιερέας κοιτάζει και βλέπει, κάτω από το φως των φεγγαριών, τη Μελισσάνθη νεκρή στα χέρια του, με το αίμα της να έχει λούσει τα κατάξανθα μαλλιά της, με το αίμα της να έχει ποτίσει τα κουρελιασμένα ρούχα της, με το αίμα της να έχει βάψει το χορτάρι γύρω της… με το αίμα της επάνω του, επάνω στα χέρια του και στα δικά του ρούχα… Το γεύεται μέσα στο στόμα του. Το μυρίζει παντού.
Συνειδητοποιεί τι έχει γίνει.
Ουρλιάζοντας τινάζεται όρθιος.
Κι αισθάνεται ένα μίσος που ποτέ ξανά δεν έχει αισθανθεί. Δεν υπάρχει πλέον φόβος, ούτε δέος, για το Εσώτερο Θηρίο.
Μίσος. Μονάχα μίσος.
Εκείνη τη στιγμή, καθώς ο ιερέας ουρλιάζει ατενίζοντας τα φεγγάρια, αν μπορούσε θα έχωνε τα χέρια του μες στην ψυχή του και θα τραβούσε έξω το Θηρίο για να το σκοτώσει όπως εκείνο σκότωσε τη Μελισσάνθη.
Καταριέται τον Θεό, που δεν τον βοήθησε, και φεύγει τρέχοντας μέσα στο δάσος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Δυνατός τριγμός τροχών επάνω στη γη.
«Σιγά!» είπε η Μάρθα, πιάνοντας την κονσόλα μπροστά της για να μην κοπανήσει πάνω στο τζάμι.
«Φτάσαμε,» είπε ο Γεράρδος, που είχε πατήσει το φρένο. «Λίγο παρακάτω είναι η Ταρκάβια.» Κι ανοίγοντας την πόρτα πλάι του, βγήκε απ’το όχημα για να πάρει αέρα.
Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν έξω.
«Τι συμβαίνει, Καπετάνιε;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ. «Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο σημείο που πιστεύεις πως πρέπει να ερευνήσω;»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω, μάγε. Δε νομίζω πως χρειάζεται να κάνουμε τίποτα, για να είμαι ειλικρινής.»
«Τι πάει να πει αυτό;»
«Πως, σύντομα, κάτι θα γίνει που θα το δούμε. Που δεν θα μπορούμε να μην το δούμε.»
«Δηλαδή, θεωρείς ότι δεν έχει νόημα να επισκεφτούμε την Ταρκάβια;»
«Μια μικρή πόλη είναι,» είπε ο Γεράρδος. «Το πολύ-πολύ να βρούμε καμια-δυο ανθρωποθυσίες ακόμα. Τι νομίζεις ότι θα είναι διαφορετικό;»
«Αν δεν προσπαθήσουμε, όμως, δεν θα καταφέρουμε τίποτα,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ, ήπια.
Η Άνμα’ταρ είπε: «Έτσι κι αλλιώς πλησιάζει μεσημέρι. Μπορούμε να επισκεφτούμε την Ταρκάβια για φαγητό, και βλέπουμε αν εκεί βρούμε επιπλέον κάτι ενδιαφέρον ή όχι.»
Ο Γεράρδος αναστέναξε. «Εντάξει. Πάμε.»
Πήραν κάποια πράγματα από τον Κροκόδειλο και ξεκίνησαν για τη μικρή πόλη που βρισκόταν πίσω από εκείνον εκεί – ο Γεράρδος έδειξε – τον λοφίσκο. Οδοιπορώντας, ανέβηκαν σε μια από τις πλαγιές του και είδαν αντίκρυ και από κάτω τους την Ταρκάβια και τις παρυφές του Βελονεριού: πυκνή βλάστηση, στάσιμα νερά, και κανένα πτηνό που φτερούγιζε. Η πόλη ήταν, πράγματι, μικρή, όπως είχε πει ο Γεράρδος, και διέθετε μόνο ένα κοντό ξύλινο τείχος για να της προσφέρει κάποια βασική προστασία. Δύο φρουροί με καραμπίνες και πλατύγυρα καπέλα φαίνονταν στην πύλη της.
«Τι έχεις;» ρώτησε η Μάρθα τον Γεράρδο, καθώς κατέβαιναν από τον λοφίσκο και βάδιζαν προς την Ταρκάβια. «Δε μπορεί να είσαι έτσι μόνο εξαιτίας εκείνου του ονείρου.»
«Δεν είναι τίποτα,» αποκρίθηκε εκείνος κουνώντας το κεφάλι. «Κάποιες αναμνήσεις, από παλιά…»
Μετά από λίγο, ενώ δεν ήταν πια μακριά από τη μικρή πόλη, ο Γεράρδος είπε στον Σέλιρ’χοκ και στην Άνμα’ταρ: «Να φοράτε πάντα τις κουκούλες σας. Είστε κι οι δύο φανερά εξωδιαστασιακοί.» Εκείνοι – που φορούσαν ήδη τις κουκούλες τους, φυσικά – κατένευσαν χωρίς να μιλήσουν. Ο Σέλιρ’χοκ είχε, επίσης, τυλίξει υφάσματα γύρω απ’το ραβδί του για να κρύψει τους κρυστάλλους, τα μικροσκοπικά κάτοπτρα, και τα κυκλώματα εκεί, τα οποία θα πρόδιδαν σ’ένα έμπειρο μάτι (έναν πράκτορα της Παντοκράτειρας, για παράδειγμα) ότι ήταν μάγος του τάγματος των Διαλογιστών.
Οι δύο φρουροί στην πύλη της Ταρκάβιας τούς ατένισαν βλοσυρά αλλά δεν τους σταμάτησαν. Τους άφησαν να περάσουν χωρίς να τους μιλήσουν· και, όταν οι επαναστάτες βάδιζαν στον κεντρικό δρόμο της Ταρκάβιας, βλέποντας γύρω τους αρκετά καταστήματα να κλείνουν και κόσμο να πηγαίνει από δω κι από κει μέσα στο μεσημέρι, ο Γεράρδος αισθάνθηκε κάτι, ξαφνικά, να σκίζεται.
Νόμιζε πως άκουσε τον ήχο που κάνει ένα ύφασμα καθώς τραβιέται, απότομα και δυνατά.
Νόμιζε πως το μυαλό του δεν ήταν μόνο συνδεδεμένο με το σώμα του αλλά και με κάτι άλλο: κι αυτό το άλλο πόνεσε φριχτά καθώς η σάρκα του τραυματιζόταν και λεπίδες χώνονταν μέσα της.
Ο Γεράρδος, μουγκρίζοντας, σταμάτησε να βαδίζει κι έπιασε το στέρνο του. Παραξενεμένος.
«Είσαι καλά;» Η φωνή της Μάρθας.
Εικόνες πέρασαν από το μυαλό του–
–ένας γιγαντιαίος βράχος, κατάμαυρος, να εισβάλει στα δάση της Χάρνταβελ σχίζοντας τον ίδιο τον αέρα–
–μια έρημος να τινάζεται μέσα σε μια πεδιάδα όπου στρατοί είναι συγκεντρωμένοι, κι ένα Παντοκρατορικό άρμα να γλιστρά στο εσωτερικό του παραφυσικού ανοίγματος ενώ επάνω του βρίσκεται ένας άντρας με κατάλευκο δέρμα και λευκή στολή (Αυτός! Αυτός είναι!)–
–μια έρημος να διαλύει τον αέρα, και η άμμος κι οι πέτρες της να ξεχύνονται σαν πίδακας στους δρόμους μιας πόλης (Νομίζει πως την αναγνωρίζει: Η Καλδάνια!)–
–ένα δάσος να βγαίνει μέσα από μια όχθη (του Μεγάλου Ποταμού; του Παραπόταμου;) και πολλά από τα δέντρα του να γκρεμίζονται, πέφτοντας στο νερό–
–βράχια να ξεπροβάλλουν μέσα από έναν λόφο, διαλύοντάς τον–
–έρημος να ξεπροβάλλει μέσα από ένα δάσος–
–έρημος να ξεπροβάλλει μέσα από μια άλλη έρημο, η άμμος τους να αναμιγνύεται–
Τόσες πολλές εικόνες. Ο Γεράρδος παραπάτησε. Παραλίγο να πέσει.
Η Μάρθα έπιασε το χέρι του, το έβαλε στους ώμους της. «Τι έχεις; Το είπα πως δεν είσαι καλά. Τι έχεις;»
«Τι είναι, Καπετάνιε;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ.
Ο Γεράρδος πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μάγε… νομίζω… νομίζω πως η διάσταση που βλέπουν οι γηγενείς της Χάρνταβελ να παρουσιάζεται και να εξαφανίζεται – οι αντικατοπτρισμοί… νομίζω πως αυτή η διάσταση μόλις μπήκε, εν μέρει τουλάχιστον, μέσα στη Χάρνταβελ.»
*
«Είναι δυνατόν μια διάσταση να μπει μέσα σε μια άλλη;» είπε η Άνμα’ταρ, όταν είχαν καθίσει στην τραπεζαρία ενός πανδοχείου και ο Γεράρδος είχε παραγγείλει φαγητό, μιλώντας στη Γλώσσα της Χάρνταβελ για να κάνει τους ντόπιους να νομίσουν πως εκείνος κι οι σύντροφοί του ήταν γηγενείς.
«Τίποτα δεν είναι αδύνατο,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ, δοκιμάζοντας πρώτος το φαγητό που τους είχε μόλις φέρει η μοναδική σερβιτόρα του μαγαζιού.
«Ναι,» είπε η Άνμα, «αλλά, αν έχει συμβεί αυτό που ισχυρίζεται ο Γεράρδος, αν υπάρχουν σημεία όπου η μία διάσταση έχει εισχωρήσει μέσα στην άλλη, τότε πρέπει σύντομα ν’αρχίσει να γίνεται μεγάλη φασαρία εδώ.»
«Θ’αρχίσει,» τη διαβεβαίωσε ο Γεράρδος.
«Επίσης,» είπε η Άνμα, «πώς ακριβώς το αντιλήφτηκες;»
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πώς ακριβώς έγινε. Αλλά… από τότε που επέστρεψα στη Χάρνταβελ… είναι σαν η ίδια η διάσταση να μου μιλάει. Όχι όπως όταν ήμουν ιερέας, όχι έτσι ακριβώς, αλλά διαφορετικά. Με τρόπο πιο… άμεσο. Είναι σαν να βρίσκομαι σε άμεση επαφή με τη Χάρνταβελ, ή με τον Θεό της. Ή ίσως αυτά τα δύο να είναι το ίδιο πράγμα, τελικά…»
«Θα μπορούσε ο θάνατος του Εσώτερου Θηρίου σου να ευθύνεται γι’αυτό;» τον ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ.
«Ποιο Εσώτερο Θηρίο;» απόρησε η Άνμα’ταρ.
Ο Γεράρδος είπε: «Δεν ξέρω, μάγε. Ίσως.»
«Αν υποθέσουμε ότι το Εσώτερο Θηρίο είναι μια νοητική οντότητα με την οποία γεννιέστε–»
«Τι είναι το Εσώτερο Θηρίο;» επέμεινε η Άνμα’ταρ.
Ο Γεράρδος τής εξήγησε εν συντομία. Δε νόμιζε ότι υπήρχε πλέον λόγος να της το κρύβει. Και, για να το είχε αναφέρει ο Σέλιρ’χοκ, πρέπει κι εκείνος να ήταν της ίδιας γνώμης, μάλλον.
«Και τώρα μας το λες;» έκανε η Άνμα’ταρ.
«Δεν ήθελα να σας ανησυχήσω όλους,» είπε ο Γεράρδος. «Προτίμησα να το πω μόνο στη Μάρθα και στον Σέλιρ’χοκ, για την περίπτωση που κάτι κακό συνέβαινε.»
«Και πολύ καλά έκανες,» συμφώνησε ο Σέλιρ.
«Τέλος πάντων…» είπε η Άνμα, ακουμπώντας την πλάτη της στην καρέκλα. Δεν έμοιαζε να της αρέσει που την είχαν αφήσει έξω.
«Όπως έλεγα πριν,» συνέχισε ο Σέλιρ από εκεί όπου είχε μείνει, «αν το Εσώτερο Θηρίο είναι μια νοητική οντότητα με την οποία γεννιέστε, τότε ίσως να βρίσκεται ανάμεσα σ’εσάς και την απόλυτη επαφή με τη διάσταση της Χάρνταβελ.»
Ο Γεράρδος συνοφρυώθηκε. «Εννοείς πως το Εσώτερο Θηρίο, ουσιαστικά, αποτρέπει τους ιερείς από το να είναι αυτό που θα μπορούσαν να είναι;»
«Μια υπόθεση κάνω, βασισμένος στα όσα μού είπες. Κοίταξε την περίπτωσή σου, Γεράρδε: Ήσουν ιερέας της Χάρνταβελ, είχες τις δυνάμεις που έχουν όλοι τους, μαζί με το Εσώτερο Θηρίο φυσικά. Αποφάσισες να φύγεις από τη διάσταση – κάτι που είναι απαγορευμένο, γιατί τότε το Θηρίο σε σκοτώνει. Βγήκες από τη Χάρνταβελ και βρέθηκες σε σύγκρουση με το Θηρίο, το οποίο πολέμησες ώσπου τελικά νίκησες. Δεν πήρες, όμως, την απόφαση να ξαναγυρίσεις στη Χάρνταβελ και κατέληξες στη Σεργήλη, στην Άκρη και στο Πορφυρό Κενό, υπηρετώντας την Επανάσταση. Οι δυνάμεις που είχες ως ιερέας είχαν, ασφαλώς, εξαφανιστεί αφού είναι άμεσα σχετιζόμενες μ’ετούτη τη διάσταση. Τώρα, ύστερα από τόσο καιρό, επέστρεψες πάλι στη Χάρνταβελ: το Θηρίο δεν εμφανίστηκε, αλλά έχεις κάποιες δυνάμεις που είναι διαφορετικές από αυτές που έχουν οι κανονικοί ιερείς· ή, μάλλον, μοιάζουν με ορισμένες από τις δυνάμεις τους αλλά είναι, κατά κάποιον τρόπο, διευρυμένες. Τα λέω σωστά;»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Ναι, έτσι νομίζω, μάγε· σωστά πρέπει να τα λες.» Και δάγκωσε ένα κομμάτι από το ψωμί του, μασώντας σκεπτικός.
«Επίσης,» πρόσθεσε μετά από λίγο, ενώ οι άλλοι ήταν σιωπηλοί, «είμαι σχεδόν βέβαιος ότι μπορώ να σας οδηγήσω σ’όλα τα μέρη που η άγνωστη διάσταση έχει εισβάλλει στη Χάρνταβελ.»
«Με τι τρόπο;» ρώτησε η Άνμα’ταρ.
«Τα διαισθάνομαι, μάγισσα. Είναι σαν βαρίδια που κάνουν κάποια αίσθησή μου να γέρνει προς τη μεριά τους. Μπορώ ακόμα και να σου δείξω, αυτή τη στιγμή, προς τα πού περίπου είναι τα ανοίγματα. Σαν πυξίδα.»
«Ενδιαφέρον,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Δεν θα περιφερόμαστε άσκοπα πλέον.» Και ήπιε μια γουλιά από τη μπίρα του.
«Μια βασική σημείωση,» τόνισε η Άνμα’ταρ: «Οι πράκτορες της Παντοκράτειρας σύντομα θα μάθουν επίσης για τα ανοίγματα, αν δεν το έχουν μάθει ήδη· και είμαι βέβαιη πως η Παντοκράτειρα θα στείλει ανθρώπους της για να ερευνήσουν το φαινόμενο.»
«Εμείς, όμως,» είπε η Μάρθα, «ήρθαμε πρώτοι στη Χάρνταβελ.»
Ο Τέρι αισθανόταν τα πόδια του να γλιστράνε πάνω σε χώμα και πέτρες καθώς κατέβαινε μέσα στο σκοτάδι. Στην αρχή είχε αναγκαστεί να σκύψει για να μπει σ’εκείνη την τρύπα κάτω απ’τον μεγάλο βράχο, αλλά μετά είχε διαπιστώσει ότι ο χώρος από πάνω του είχε αυξηθεί· δεν ήταν υποχρεωμένος να πηγαίνει σκυφτός. Πίσω του και μπροστά του, μπορούσε ν’ακούσει τους άλλους να κινούνται· καθώς και τη φωνή του Ρίμναλ: «Τι σκατά είν’εδώ; Πού σκατά πηγαίνουμε εδώ κάτω;»
Το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, που ήταν αρχικά κατηφορικό, δεν άργησε να γίνει επίπεδο, και ο Τέρι είδε ένα φως ν’ανάβει για να διαλύσει το σκοτάδι.
Ο άντρας που τους είχε οδηγήσει εδώ κρατούσε τώρα έναν κρύσταλλο στο αριστερό χέρι, πλαισιωμένο από κάποιου είδους μεταλλική συσκευή: κι αυτός ο κρύσταλλος ήταν που εξέπεμπε το φως – λευκό και έντονο, όπως το φως που έβγαινε από τις ενεργειακές λάμπες.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο Τέρι. «Πού είμαστε;»
Ο άγνωστος κατέβασε την κουκούλα του, και είδαν ότι δεν ήταν άντρας αλλά γυναίκα, γαλανόδερμη, με μαύρα μαλλιά που, σε μήκος, δεν έφταναν πιο κάτω απ’τον λαιμό της. Τα μάτια της ήταν πράσινα και λιγάκι λοξά, και το πρόσωπό της κωνικό, με μυτερό σαγόνι.
Μίλησε σε μια γλώσσα που ο Τέρι δεν ήξερε.
«Δε γνωρίζεις τη Συμπαντική;» τη ρώτησε.
Η γυναίκα μίλησε στην ίδια γλώσσα.
«Δε νομίζω ότι τη γνωρίζει…» είπε ο Καλιόστρο.
«Δεν πρέπει να είμαστε σε κάποια από τις διαστάσεις που ξέρουμε, κύριε Ταγματάρχη,» είπε η Βίλνα.
«Ναι, μάλλον…» μουρμούρισε ο Τέρι.
Η γυναίκα που τους είχε φέρει εδώ τούς έκανε νόημα να την ακολουθήσουν, και βάδισε. Το φως στο χέρι της αποκάλυπτε γύρω τους ένα υπόγειο σπήλαιο, με σταλακτίτες να κρέμονται από το ταβάνι.
«Ελάτε,» είπε ο Τέρι στους στρατιώτες του, και την ακολούθησε. «Δε μπορούμε να πάμε πίσω. Αυτό το ιπτάμενο πράγμα θα μας σκοτώσει.»
«Πώς όμως θα επιστρέψουμε στη Χάρνταβελ;» ρώτησε ο Ρίμναλ καθώς βάδιζαν.
«Για την ώρα εκείνο που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι να μείνουμε ζωντανοί. Μετά, θα δούμε πώς θα επιστρέψουμε.»
Η οδηγός τους τους έβγαλε από τη σπηλιά όπου βρίσκονταν και τους πήγε σε άλλα υπόγεια μέρη: μικρότερες και μεγαλύτερες σπηλιές, και στενές διόδους. Τα πάντα ήταν γεμάτα σταλαγμίτες και σταλακτίτες, αλλά υπήρχε και βλάστηση σε κάποια σημεία. Ο Τέρι είδε πρασινάδες να φυτρώνουν μέσα σε κοιλότητες, καθώς και μανιτάρια τόσο μικρά όσο ο αντίχειράς του και τόσο μεγάλα όσο το κεφάλι του. Ορισμένα απ’τα φυτά εξέπεμπαν μια αχνή ακτινοβολία, και μικροσκοπικά έντομα φτερούγιζαν γύρω τους. Το περιβάλλον ήταν ψυχρό και υγρό, και μύριζε μούχλα, χώμα, και… διάφορες φυτικές οσμές που ο Τέρι δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει… καθώς και διάφορες μεταλλικές οσμές που επίσης του ήταν άγνωστες…
Αποκλείεται να είμαστε σε κάποια από τις διαστάσεις του γνωστού σύμπαντος, σκέφτηκε. Εκτός αν… Είχε ακούσει – δεν είχε πάει ο ίδιος – ότι η Αρβήντλια ήταν μια απέραντη έρημος. Αλλά, επίσης, στην Αρβήντλια είχε ακούσει ότι οι γηγενείς ήταν οι μισοί λευκόδερμοι κι οι άλλοι μισοί μαυρόδερμοι… ενώ η γυναίκα που τους οδηγούσε τώρα ήταν γαλανόδερμη. Άρα, όχι, δεν μπορεί να βρίσκονταν στην Αρβήντλια. Πρέπει να είχαν καταλήξει σε κάποια απομακρυσμένη διάσταση όπου δεν είχε ακόμα εξαπλωθεί η Συμπαντική Παντοκρατορία· κάποια διάσταση που τα τοιχώματά της συγκρούονταν με τα τοιχώματα της Χάρνταβελ, όπως υπέθετε η Αρίνη. Οι κάτοικοι αυτής της διάστασης, άραγε, τι να ξέρουν για το φαινόμενο;
Ο Τέρι ήταν βέβαιος ότι η γυναίκα του θα ήθελε πολύ να βρίσκονταν τώρα εδώ, για να ερευνήσει. Αλλά καλύτερα που δεν είναι μαζί μας… γιατί μπορεί να είχε σκοτωθεί, όπως και τόσοι από τους στρατιώτες του. Για όνομα του Κρόνου… Τώρα μόνο, καθώς βάδιζαν σε τούτο τον παράξενο υπόγειο κόσμο, νόμιζε ο Τέρι ότι είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί το μέγεθος της καταστροφής. Αυτός ο φωτεινός δαίμονας είχε σκοτώσει τόσους πολεμιστές της Παντοκράτειρας σαν να μην ήταν παρά ξύλινα στρατιωτάκια!
Και υπάρχει δρόμος που οδηγεί από εδώ στη Χάρνταβελ! Αν αυτό το τέρας πήγαινε στη Χάρνταβελ, τίποτα εκεί δεν θα μπορούσε να το σταματήσει. Και ο Τέρι δεν εμπιστευόταν τον καινούργιο Παντοκρατορικό Επόπτη για να πάρει τις σωστές αποφάσεις– Στη Βίηλ είναι ήρωας, θύμισε στον εαυτό του. Παρότι άπειρος σε άλλα θέματα, σίγουρα πόλεμο ξέρει να κάνει. Τι πόλεμο, όμως, μπορούσες να κάνεις ενάντια σ’ένα πλάσμα σαν αυτό; Μονάχα με ενεργειακά κανόνια, ίσως… Μονάχα τα ενεργειακά κανόνια μπορεί να είναι ικανά να το βλάψουν. Αλλά στη Χάρνταβελ δεν είχαν τέτοια πανίσχυρα όπλα. Θα έπρεπε να τους τα στείλουν από τη Ρελκάμνια, ή από κάποια άλλη διάσταση. Και ο Τέρι φοβόταν ότι ίσως να μην υπήρχε χρόνος. Αν ο φωτεινός δαίμονας περνούσε στη Χάρνταβελ, τότε…
…ίσως η Χάρνταβελ να καταλήξει σαν ετούτη τη διάσταση.
Μια έρημος.
Μπορεί να ήταν αυτό; Μπορεί ετούτη η διάσταση να είχε ερημώσει εξαιτίας του δαίμονα;
Ηρέμησε! πρόσταξε τον εαυτό του. Δεν το ξέρεις ότι είναι έτσι. Δεν ξέρεις καν αν ολόκληρη η διάσταση είναι έρημος. Και στη Χάρνταβελ υπάρχει μια ερημιά στο κέντρο της· αν τύχαινε να βρεθείς εκεί, θα έπρεπε να νομίσεις ότι κι ολόκληρη η Χάρνταβελ είναι μια ερημιά;
Η οδηγός τους ύψωσε, ξαφνικά, το χέρι της, με την παλάμη όρθια και προς το μέρος τους: φανερό σημάδι για να σταματήσουν.
Ο Τέρι και οι στρατιώτες του σταμάτησαν, κι ο ταγματάρχης κοίταξε ολόγυρα. Βρίσκονταν σ’ακόμα μια σπηλιά, που μια γωνία της ήταν γεμάτη μανιτάρια. Τίποτα το ιδιαίτερο.
Πιάνοντας τον ώμο της γαλανόδερμης γυναίκας, τη ρώτησε: «Τι είναι; Πού μας πηγαίνεις;»
«Νάρνακας!» του είπε εκείνη γυρίζοντας για να τον κοιτάξει. Είχε τώρα δέσει τον φωτεινό κρύσταλλο στον καρπό της, και το ένα της χέρι πήγε στη λαβή του σπαθιού στην πλάτη της, ενώ το άλλο χέρι τραβούσε μέσα από την κάπα της ένα πιστόλι – φτιαγμένο με μια τεχνοτροπία που δεν θύμιζε τίποτα στον Τέρι: τελείως ανέγνωρο όπλο.
Η λέξη που είχε πει η γυναίκα πρέπει να ήταν κάποιο όνομα. Όνομα τοποθεσίας, ίσως; Όνομα ανθρώπου; «Νάρνακας;» ρώτησε ο Τέρι, προφέροντας την άγνωστη λέξη με προσοχή.
Η γυναίκα ένευσε και τράβηξε το σπαθί της, στρέφοντας τώρα το βλέμμα της προς ένα άνοιγμα.
Όνομα τοποθεσίας; Όχι. Ούτε ανθρώπου. Μάλλον… όνομα κάποιου κινδύνου που πλησίαζε.
Ο Τέρι τράβηξε το πιστόλι του και το ξιφίδιό του.
Ο Καλιόστρο ύψωσε το τουφέκι του.
«Τι είναι, Ταγματάρχη;» ρώτησε ο Ρίμναλ. «Έρχεται κάποιος που δε βλέπω;»
Ο Τέρι δεν απάντησε, καθώς είχε το βλέμμα του εστιασμένο στο σκοτεινό άνοιγμα. Αφουγκράστηκε, και νόμισε πως άκουσε κάτι να σέρνεται…
…να σέρνεται πάνω σε πέτρες. Σαν φίδι. Ή σκουλήκι.
Ο Τέρι αισθάνθηκε τις τρίχες του να ορθώνονται κάτω από τη στολή του.
Από το σκοτάδι του ανοίγματος, τέσσερις κουκίδες φάνηκαν να γυαλίζουν. Μάτια, μαύρα και μικρά σαν κουμπιά. Κι από κάτω τους, ένα ζευγάρι μεγάλες δαγκάνες.
Το πλάσμα μπήκε στη σπηλιά, και ο Τέρι είδε ότι ήταν ίδιο μ’αυτό που είχε η Αρίνη φέρει νεκρό στην Ερρίθια. Τρίχωμα άσπρο και βελονοειδές. Πολλά κοκαλιάρικα πόδια.
Κλακ-κλακ-κλακ, ανοιγόκλειναν οι δαγκάνες του, καθώς τους πλησίαζε απειλητικά.
«Νάρνακας;» ρώτησε ο Τέρι.
Η οδηγός τους ύψωσε το πιστόλι της και πυροβόλησε το γιγάντιο σκουλήκι. Ο κρότος από τη βολή της αντήχησε μέσα στα υπόγεια. Διαφανή υγρά πετάχτηκαν από το τέρας.
Ο Τέρι ακολούθησε το παράδειγμά της, πυροβολώντας κι εκείνος – και οι στρατιώτες του έκαναν το ίδιο. Μόνο ο Καλιόστρο και η Βίλνα είχαν τουφέκια, και τα χρησιμοποίησαν· ο Ρίμναλ πυροβόλησε με το πιστόλι του, όπως ο ταγματάρχης.
Το σκουλήκι ακούστηκε να συρίζει, και το σώμα του φάνηκε να συσπάται καθώς ζωτικά υγρά τινάζονταν από πάνω του. Ωστόσο, συνέχισε την επίθεσή του. Οι δαγκάνες του ήρθαν προς την οδηγό τους, κι εκείνη τις απέκρουσε με το ξίφος της, και σπάθισε το σκουλήκι καταπρόσωπο, χτυπώντας ένα από τα μάτια του. Ο Τέρι το κάρφωσε με το ξιφίδιό του· διαφανή υγρά πετάχτηκαν πάνω στο χέρι του, μουσκεύοντας τη στολή του. Οι άλλοι συνέχισαν να πυροβολούν από πίσω. Η ομοβροντία κρατούσε το σκουλήκι υπό έλεγχο, μην αφήνοντάς το εύκολα να προχωρήσει. Και η γαλανόδερμη οδηγός το σπάθιζε, ξανά και ξανά, φωνάζοντας στη γλώσσα που ο Τέρι δεν καταλάβαινε.
«Γαμήσου, γαμώ!» γρύλισε ο Ρίμναλ, κι ο ταγματάρχης τον άκουσε να πετά το πιστόλι του κάτω. Του είχαν τελειώσει οι σφαίρες, και μάλλον δεν είχε επάνω του άλλο γεμιστήρα για ν’αλλάξει.
Ο Καλιόστρο και η Βίλνα σταμάτησαν επίσης να ρίχνουν, λίγο μετά από τον Ρίμναλ: κι εκείνων τα πυρά πρέπει να είχαν τελειώσει στα τουφέκια τους.
Το σκουλήκι, όμως, πέθαινε· ήταν φανερό.
«Μην πυροβολείτε άλλο! Μη χαλάτε άλλες σφαίρες!» φώναξε ο Τέρι, έχοντας αποφύγει παρά τρίχα τις επικίνδυνες δαγκάνες του πλάσματος και καρφώνοντάς το στο πλάι, επανειλημμένα. Η λεπίδα του ξιφιδίου του ήταν βουτηγμένη στα ζωτικά υγρά του τέρατος· ακόμα και η λαβή γλιστρούσε, και ο Τέρι την κρατούσε σφιχτά στο χέρι του για να μην του φύγει.
Οι δαγκάνες του σκουληκιού στράφηκαν στη γαλανόδερμη οδηγό· εκείνη τινάχτηκε πίσω και τις απέκρουσε με το σπαθί της. Η μακριά λεπίδα ακούστηκε να τρίζει καθώς οι δαγκάνες έκλεισαν προς στιγμή επάνω στην άκριά της. Έναν άνθρωπο, αν τον είχαν αρπάξει ανάμεσά τους, σε οποιοδήποτε σημείο του σώματός του, θα τον είχαν κόψει στα δύο, συνειδητοποίησε ο Τέρι.
Η οδηγός σκόνταψε και έπεσε· καθώς όμως έπεφτε, ο Ρίμναλ και ο Καλιόστρο ορμούσαν, έχοντας τραβήξει τα σπαθιά από τις ζώνες τους και χτυπώντας το τέρας σαν να είχαν ξαφνικά κι οι δυο τους λυσσάξει, ουρλιάζοντας: για την Παντοκράτειρα! για την Παντοκράτειρα! με τη δύναμη του Κρόνου! με τη δύναμη του Κρόνου! ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ!
Και μετά, το γιγάντιο σκουλήκι έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να οπισθοχωρήσει, να αποτραβήξει το μακρύ σώμα του μέσα στα σκοτάδια απ’όπου είχε έρθει· αλλά δεν είχε χρόνο: ο θάνατός του το πρόλαβε. Κατέρρευσε πάνω στο πέτρινο έδαφος του σπηλαίου, με το λευκό τρίχωμά του μουλιασμένο από τα ζωτικά του υγρά.
Η γαλανόδερμη οδηγός είχε ήδη σηκωθεί από κάτω, και, πιάνοντας τη λαβή του σπαθιού της με τα δύο χέρια και στρέφοντας τη λεπίδα στη γη, έκανε μια υπόκλιση προς τη μεριά του Τέρι και των πολεμιστών του, λυγίζοντας τα γόνατα και το κεφάλι χωρίς να λυγίσει τη μέση, ενώ συγχρόνως έλεγε κάτι που, φυσικά, εκείνοι δεν κατάλαβαν.
«Πάμε,» της είπε ο Τέρι, κάνοντάς της νόημα με το χέρι. «Ας προχωρήσουμε, προτού έρθει και κανένα άλλο τέρας σαν αυτό.»
Η γυναίκα φάνηκε να καταλαβαίνει, και βάδισε προς ένα από τα ανοίγματα της σπηλιάς, θηκαρώνοντας το σπαθί της στην πλάτη της.
Ο Τέρι και οι πολεμιστές του την ακολούθησαν.
«Κύριε Ταγματάρχη,» ρώτησε ο Καλιόστρο, «αυτό το πλάσμα δεν ήταν σαν εκείνο που η Αρίνη είχε φέρει στην Ερρίθια;»
«Ναι.»
«Επομένως, από εδώ είχε έρθει.»
«Μάλλον.»
Ο Ρίμναλ είπε: «Κι αν έρθει τώρα εκείνος ο γαμημένος ιπτάμενος δαίμονας στη Χάρνταβελ;»
«Μην παίζεις με τους φόβους μου,» μούγκρισε ο Τέρι. «Για την ώρα, θα είστε όλοι επικεντρωμένοι μόνο σε ένα πράγμα: να μείνουμε ζωντανοί. Δεν έχουμε άλλη επιλογή.»
Το πέρασμα όπου τους είχε πάει τώρα η οδηγός τους ήταν στρογγυλό, σχεδόν σαν το εσωτερικό σωλήνα, και υπόγεια βλάστηση υπήρχε στην οροφή του, φωσφορίζοντας.
Η Αρίνη σίγουρα θα ήθελε να βρίσκεται εδώ, σκεφτόταν ο Τέρι καθώς βάδιζαν. Ναι, σίγουρα… Αλλά είχε δίκιο όταν είπε στους στρατιώτες του ότι όφειλαν να επικεντρωθούν σε ένα και μόνο πράγμα – κι έπρεπε κι εκείνος, κάπως, να καταφέρει ν’ακολουθήσει την ίδια του τη συμβουλή· αλλιώς, ίσως, ποτέ δεν θα ξανάβλεπε την Αρίνη ζωντανός…
Από το βάθος του περάσματος – ένα φως, σαν αστέρι.
Κρύσταλλος; Όπως αυτός που έχει η οδηγός μας;
«Λαρκέκα;» ακούστηκε μια αντρική φωνή.
Η γαλανόδερμη γυναίκα αποκρίθηκε, μιλώντας στη γλώσσα της.
Τρεις άντρες φάνηκαν να έρχονται γρήγορα από το βάθος του περάσματος: δύο με δέρμα κατάλευκο σαν του Τέρι, και ένας με δέρμα γαλανό. Ο ένας από τους πρώτους είχε δεμένη στον καρπό του μια συσκευή με φωτεινό κρύσταλλο. Κι οι τρεις κρατούσαν σπαθιά, παρόμοια μ’αυτό της γαλανόδερμης οδηγού.
Τη συνάντησαν και της μίλησαν. Απ’αυτά που τους είπε εκείνη, ο Τέρι μονάχα μία λέξη κατάλαβε: Νάρνακας. Οι τρεις άντρες κοίταξαν τον ταγματάρχη και τους πολεμιστές του ερευνητικά, και τους είπαν μερικές κουβέντες.
«Δε μιλάμε τη γλώσσα σας, παλικάρια,» αποκρίθηκε ο Ρίμναλ δείχνοντας το στόμα του και κουνώντας το δάχτυλό του πέρα-δώθε.
Η γαλανόδερμη οδηγός είπε κάτι στους άλλους τρεις, κι εκείνοι ένευσαν κι έκαναν νόημα στον Τέρι και τους στρατιώτες του να τους ακολουθήσουν.
*
Η υπόγεια πόλη δεν ήταν μακριά· μετά από λίγο, έφτασαν.
Βρισκόταν μέσα σ’ένα μεγάλο σπήλαιο, όπου έτρεχε ένας καταρράκτης καταλήγοντας σε μια λίμνη στο κέντρο της. Τα οικοδομήματά της ήταν καμωμένα από πετρώματα και μεγάλα, έχοντας ένα σωρό πόρτες και παράθυρα, σαν λαγούμια. Γύρω από την πόλη υπήρχαν στήλες από κάποιου είδους φυτική ύλη, κι επάνω στην κορυφή τους ήταν συσκευές με κρυστάλλους που εξέπεμπαν δυνατό φως. Κοντά σ’αυτές τις στήλες περιφέρονταν φρουροί, οπλισμένοι με ξίφη στην πλάτη και με πιστόλια να κρέμονται από τις ζώνες τους. Φορούσαν φαρδιά ρούχα, όπως η γαλανόδερμη γυναίκα και οι τρεις άντρες που ο Τέρι και οι στρατιώτες του είχαν συναντήσει στο πέρασμα.
Στην αρχή, την υπόγεια πόλη την είδαν πανοραμικά, καθώς το πέρασμα τούς είχε οδηγήσει σε μια πλαγιά. Τώρα, κατέβαιναν αυτή την πλαγιά, πηγαίνοντας προς την πόλη και διαπιστώνοντας, συγχρόνως, ότι το έδαφος δεν ήταν επικίνδυνο: έμοιαζε με μονοπάτι όπου πολλά πόδια είχαν πατήσει ξανά και ξανά.
Η οδηγός μίλησε στους φρουρούς που ήρθαν να τους συναντήσουν, και μετά από λίγο ο Τέρι κι οι στρατιώτες του βρίσκονταν στο εσωτερικό της πόλης. Δρόμοι στενοί, και άνθρωποι που κοίταζαν με περιέργεια. Δερματικοί χρωματισμοί: γαλανό, κατάλευκο σαν του Τέρι, πράσινο (που, γενικά, θεωρείτο σπάνιο στο Γνωστό Σύμπαν), και… σε κάποια στιγμή το βλέμμα του ταγματάρχη πήρε έναν άντρα με δέρμα μοβ (!) – έναν δερματικό χρωματισμό που ήταν ανήκουστος. Δεν ήξερε ότι υπήρχαν άνθρωποι με μοβ δέρμα, πουθενά στο σύμπαν.
Πού έχουμε καταλήξει; Αυτοί εδώ δεν πρέπει να έχουν καμία ιδέα για εμάς. Αναρωτιέμαι αν ξέρουν καν ότι υπάρχουν άλλες διαστάσεις πέρα από τη δική τους…
Ο Τέρι είδε ένα αραχνόμορφο πλάσμα να τραβά ένα δίτροχο κάρο φτιαγμένο από κόκαλα και φορτωμένο με κιβώτια – επίσης κοκάλινα – τα οποία φαινόταν να περιέχουν διαφόρων ειδών μανιτάρια. Ο οδηγός του κάρου – ένας πρασινόδερμος άντρας – κρατούσε ένα μακρύ, αγκαθωτό μαστίγιο και, κάπου-κάπου, χτυπούσε μ’αυτό το αραχνόμορφο πλάσμα. Το οποίο διέθετε έξι ψηλά πόδια και μαύρο τρίχωμα με μαβιές ραβδώσεις. Επάνω στο κεφάλι του δεν είχε μάτια· είχε μονάχα δύο μακριές κεραίες με λεπτές τριχίτσες. Ο Τέρι, παρότι δεν είχε πολλές γνώσεις για το ζωικό βασίλειο, δε νόμιζε ότι επρόκειτο για μεγάλη αράχνη, αλλά για κάτι που έμοιαζε με αράχνη.
Το κάρο πέρασε· έστριψε σε μια γωνία και χάθηκε.
Οι πόρτες και τα πατζούρια των σπιτιών, παρατήρησε ο Τέρι, ήταν καμωμένα από κόκαλο. Από το ίδιο κόκαλο, ίσως, που ήταν καμωμένο και το κάρο. Οι κάτοικοι της υπόγειας πόλης δεν φαινόταν να χρησιμοποιούν ξύλο παρά μονάχα ελάχιστα: ή, μάλλον, αυτό το ξύλο που έβλεπες πού και πού δεν ήταν ακριβώς ξύλο αλλά κάποιου είδους φυτική ύλη που θύμιζε κανονικό ξύλο και την οποία πρέπει να έπαιρναν, πιθανώς, από τα μανιτάρια ή από άλλα φυτά του υπόγειου κόσμου.
Μπροστά από κάθε πόρτα υπήρχε και μια συσκευή με φωτεινό κρύσταλλο, για να είναι η πόλη συνεχώς φωτισμένη. Κάποια παράθυρα ήταν στολισμένα με αναρριχώμενη βλάστηση που ο Τέρι δεν είχε ξαναδεί, και που ανέδιδε έναν απαλό φωσφορισμό.
Τα οικοδομήματα δεν ήταν ψηλά: μέχρι δύο ορόφους. Τα περισσότερα, τουλάχιστον· γιατί ο Τέρι θυμόταν πως, καθώς κατέβαιναν την πλαγιά στην αρχή, είχε δει και κάποια ψηλότερα.
Η γαλανόδερμη γυναίκα και οι σύντροφοί της τους πήγαν, τελικά, σ’ένα μέρος που βρισκόταν κοντά στη λίμνη στο κέντρο της πόλης και πρέπει να ήταν στρατώνας. Υπήρχαν πολλοί οπλισμένοι άνθρωποι εδώ, και ο Τέρι κι οι στρατιώτες του οδηγήθηκαν σ’ένα δωμάτιο με τραπέζι και καρέκλες (φτιαγμένα από κόκαλο). Το πάτωμα ήταν πέτρινο και, σύντομα, η γαλανόδερμη γυναίκα κι άλλοι δύο πολεμιστές άπλωσαν εκεί, στις γωνίες του δωματίου, τέσσερα στρώματα καμωμένα από κάποιου είδους πυκνή τρίχα. Μετά, έφεραν φαγητό στον Τέρι και τους στρατιώτες του: βραστά μανιτάρια, ψητό κρέας που θύμιζε ψάρι, κι ένα ποτό που ο ταγματάρχης δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Μυρίζοντάς το, δεν του έφερνε τίποτα στο μυαλό. Πρέπει, πάντως, να έβγαινε από κάποιο από τα παράξενα υπόγεια φυτά ετούτης της διάστασης. Στη Σάρντλι, είχε ακούσει πως είχαν ένα ποτό που ονομαζόταν υπόγειος οίνος· δεν το είχε ποτέ δοκιμάσει, αλλά τώρα αναρωτήθηκε αν ετούτο εδώ ήταν κάτι παρόμοιο.
«Ευχαριστούμε,» είπε στη γαλανόδερμη γυναίκα και στους άλλους, προσπαθώντας να χαμογελάσει για να δείξει την ευγνωμοσύνη του.
Εκείνη έκλινε το κεφάλι και του έκανε μερικά νοήματα με τα χέρια της. Απ’ό,τι κατάλαβε ο Τέρι, του ζητούσε αυτός κι οι μαχητές του να μείνουν εδώ, να μην πάνε πουθενά.
Ο ταγματάρχης κατένευσε. «Μην ανησυχείς. Πού να πάμε;»
Η γαλανόδερμη γυναίκα και οι άλλοι έφυγαν, αφήνοντάς τους μόνους.
Ο Τέρι κι οι στρατιώτες του κάθισαν στις κοκάλινες καρέκλες.
Η Βίλνα κοίταξε τα φαγητά με καχυποψία. «Ελπίζω να μην πάθουμε τίποτα…»
«Μας δουλεύεις;» έκανε ο Ρίμναλ. «Ό,τι ήταν να πάθουμε το πάθαμε!» Και, πιάνοντας ένα πιρούνι, κάρφωσε ένα κομμάτι κρέας και το δάγκωσε, μασώντας το σκεπτικά.
«Πώς είναι, λοιπόν;» ρώτησε ο Καλιόστρο, παρατηρώντας τον.
«Ανάλατο.»
«Τα παράπονά σου στον μάγειρα,» του είπε ο Τέρι, και ήπιε μια γουλιά από τη μεταλλική κούπα του. Το ποτό θύμιζε, στη γεύση… βατόμουρο; φράουλα; ροδάκινο; – μια ανάμιξη αυτών, ίσως; Τέλος πάντων· δεν ήταν άσχημο.
«Τι θα κάνουμε τώρα, κύριε Ταγματάρχη;» ρώτησε η Βίλνα, καθώς έτρωγαν. «Δε μπορούμε καν να συνεννοηθούμε μαζί τους. Δε μιλάνε τη Συμπαντική.»
«Πού σκατά βρίσκεται αυτή η γαμημένη διάσταση;» μούγκρισε ο Ρίμναλ, μασώντας ένα από τα μανιτάρια, προτού ο Τέρι προλάβει ν’απαντήσει στη Βίλνα. «Πώς είναι δυνατόν νάναι τόσο ξεχασμένη που δε μιλάνε καν τη Συμπαντική;»
«Υπάρχουν μέρη που δεν έχει φτάσει η Παντοκρατορία, Ρίμναλ,» του είπε ο Τέρι.
«Ακόμα κι έτσι, Ταγματάρχη. Είναι περίεργο.»
«Μπορεί νάναι απομονωμένη διάσταση,» είπε ο Καλιόστρο. «Έχω ακούσει ότι υπάρχουν. Διαστάσεις που δεν έχουν καμια επαφή με το υπόλοιπο σύμπαν.»
«Είναι θεωρητικές, όμως,» του είπε ο Τέρι, που η Αρίνη τού είχε πει για τις απομονωμένες διαστάσεις κάποτε. «Γιατί, άμα δεν έχεις τρόπο να πας εκεί, πώς ξέρεις ότι υπάρχουν;»
«Καλό ερώτημα, κύριε Ταγματάρχη,» παραδέχτηκε ο Καλιόστρο. «Αλλά τι άλλη εξήγηση έχεις εσύ να δώσεις για τούτους εδώ τους ανθρώπους; Για να μην αναφέρω καν εκείνο τον ιπτάμενο δαίμονα που λίγο έλειψε να μας σκοτώσει κι εμάς όπως τους υπόλοιπους – και, βασικά, θα μας είχε σκοτώσει αν δεν ήμασταν τυχεροί ώστε να συναντήσουμε εκείνη την τύπισσα.»
«Ας μη βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα…» Ο Τέρι, έχοντας φάει κάμποσες μπουκιές από το κρέας και τα μανιτάρια, ήπιε πάλι μια γουλιά από το ποτό του – και νόμιζε ότι είχε αρχίσει λιγάκι να ζαλίζεται. Χτυπούσε στο κεφάλι, ό,τι κι αν ήταν;
«Για τη Νόρχακ δεν έχεις ακούσει;» επέμεινε ο Καλιόστρο. «Πιο πριν ήταν απομονωμένη, μέχρι που ο Πρίγκιπας Τάμπριελ τη βρήκε και την άνοιξε.»
Ο Πρίγκιπας Τάμπριελ ήταν ένας από τους συζύγους της Παντοκράτειρας. Αλλά την είχε προδώσει και είχε εξαφανιστεί. Αρχικά, όλοι πίστευαν ότι είχε συμμαχήσει με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, που κι αυτός ήταν παλιότερα σύζυγό της προτού ξεκινήσει την Επανάσταση εναντίον της. Τελικά, όμως, ο Τάμπριελ δεν πρέπει να ήταν με τους επαναστάτες του Ανδρόνικου. Είχε ξαναπαρουσιαστεί ανοίγοντας αυτή τη Νόρχακ, που παλιά ήταν απομονωμένη. Τον ονόμαζαν Προφήτη εκεί, είχε ακούσει ο Τέρι. Και τώρα που η Νόρχακ ήταν ανοιχτή στο υπόλοιπο σύμπαν, οι κάτοικοί της αρνούνταν να υποταχθούν στη Συμπαντική Παντοκρατορία· έκλιναν περισσότερο προς την Επανάσταση. Επομένως, απ’αυτή την άποψη, θα μπορούσε κανείς να πει ότι κι ο Τάμπριελ ήταν αποστάτης, αφού δεν φαινόταν να έχει κάνει καμια προσπάθεια για να μεταπείσει τους γηγενείς της Νόρχακ.
«Δεν είναι η ίδια περίπτωση, Καλιόστρο. Δεν ξέρουμε πώς ακριβώς ο Τάμπριελ εντόπισε αυτή τη Νόρχακ, ούτε πώς βρέθηκε εκεί. Έχεις ποτέ σκεφτεί ότι ίσως να είναι ψέματα ότι ήταν απομονωμένη; Μπορεί να υπήρχε κάποια μικρή δίοδος που οδηγούσε εκεί, κι αυτή τη δίοδο να χρησιμοποίησε ο Τάμπριελ.»
«Μετά, όμως, άνοιξαν κι άλλες δίοδοι, Ταγματάρχη, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, έτσι έχουμε ακούσει. Τέλος πάντων. Όπως σου είπα, ας μη βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα. Εκείνο που τώρα πρέπει να μας απασχολεί είναι να μείνουμε ζωντανοί – και μετά, να επιστρέψουμε στη Χάρνταβελ.» Χασμουρήθηκε, παραξενεμένος με τον εαυτό του. Τόσο πολύ είχε κουραστεί;
Είδε και τον Ρίμναλ να χασμουριέται, και να τεντώνεται πάνω στην κοκάλινη καρέκλα του.
Η Βίλνα έτριβε τα μάτια της. «Κύριε Ταγματάρχη,» είπε, «κάτι δεν… δεν πάει… καλά…» Κι έπεσε μπρούμυτα πάνω στο τραπέζι, μένοντας ακίνητη.
Ο Καλιόστρο βλεφάρισε, μοιάζοντας κι εκείνος να δυσκολεύεται να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. «Οι λεχρίτες! Μας δηλητηρίασαν!»
«Όχι! Δε μπορεί!» Ο Τέρι έκανε να σηκωθεί όρθιος–
Τα γόνατά του δεν τον κρατούσαν–
Πιάστηκε από την πλάτη της καρέκλας – και πήρε και την καρέκλα μαζί του καθώς έπεφτε στο πάτωμα…
…χάνοντας τις αισθήσεις του.
Πέρασαν τη νύχτα στη Βεν’τάδια, μια πόλη στις νότιες όχθες του Μεγάλου Ποταμού. Ο Εδμόνδος δεν τραγούδησε, ούτε οι χορεύτριες χόρεψαν, γιατί ήταν όλοι τους κουρασμένοι από την παράσταση στη Λαρράθια και δεν ήθελαν να έχουν εδώ μέτρια ή άσχημη απόδοση· «θα χαλάσει τη φήμη μας,» εξήγησε ο τροβαδούρος στη Βατράνια. Επομένως, πλήρωσαν κανονικά για τη διανυκτέρευσή τους σ’ένα πανδοχείο που ονομαζόταν «Η Φωλιά της Νιότης» αλλά, παρά το όνομά του, δεν σύχναζαν περισσότεροι νέοι. Ένα σωρό γέροι και γριές ήταν στην τραπεζαρία, εκτός από ταξιδιώτες, χωρικοί, μισθοφόροι, και έμποροι. Η Βεν’τάδια ήταν πολυσύχναστη πόλη, καθώς βρισκόταν αμέσως νότια της Ερρίθιας.
Στην αίθουσα υπήρχε ένα ηχοσύστημα που έπαιζε παραδοσιακή μουσική της Χάρνταβελ, αλλά που μάλλον δεν ήταν κατασκευασμένο εδώ· και το γεγονός ότι η Φωλιά της Νιότης είχε ηχοσύστημα σήμαινε ότι οι δουλειές του πανδοχείου πήγαιναν καλά.
Η Βατράνια έπιασε κουβέντα με τον Εδμόνδο. Ο Σθένελος έπιασε κουβέντα με την Ιζαμπώ και την Ισαβέλλα, που συνεχώς γελούσαν και τον πείραζαν και του ζητούσαν να τους δείξει τι μπορούσε να κάνει με τα μαγικά του, παρότι εκείνος προσπαθούσε να τους εξηγήσει ότι τα «μαγικά» του δεν ήταν ταχυδακτυλουργίες για εντυπωσιασμό αλλά είχαν πρακτική σημασία και ήταν πολύ σοβαρή υπόθεση.
Ο Εδμόνδος έλεγε, εν τω μεταξύ, στη Βατράνια τα βασικά πράγματα για τη Γλώσσα της Χάρνταβελ, κι εκείνη δεν έβρισκε το μάθημα δύσκολο, αν και σαν γλώσσα τής ήταν τελείως άγνωστη: δεν θύμιζε ούτε τη Συμπαντική ούτε αυτή της Σεργήλης.
Η Ιζαμπώ και η Ισαβέλλα κατάφεραν, τελικά, τον Σθένελο να συμφωνήσει να τους κάνει μια μαγική επίδειξη. «Μετά, όμως,» τους είπε εκείνος, «στο δωμάτιό μου. Όχι τώρα, μες στην τραπεζαρία. Έχει τόσο κόσμο.»
«Πάμε τώρα στο δωμάτιό σου!» πρότεινε η Ιζαμπώ.
«Εξάλλου, μπορούμε να κοιμηθούμε νωρίς. Είμαστε πτώματα,» πρόσθεσε η Ισαβέλλα.
Ο Σθένελος, που σπάνια μπορούσε να πει όχι σε γυναίκες, σηκώθηκε από το τραπέζι μαζί τους.
Ο Εδμόνδος στράφηκε να τους κοιτάξει. «Πού πάτε;»
«Ο Σθένελος θα μας δείξει τα μαγικά του,» είπε η Ισαβέλλα, «και μετά θα πέσουμε για ύπνο.»
«Μου ζήτησαν να τους κάνω κάποιο ξόρκι,» εξήγησε ο μάγος.
«Ελπίζω να μην είναι τίποτα επικίνδυνο,» είπε ο Εδμόνδος.
«Δε θα έκανα κάτι επικίνδυνο, Εδμόνδε,» αποκρίθηκε ο Σθένελος, μοιάζοντας λιγάκι προσβεβλημένος από τα λόγια του τροβαδούρου. Πιστεύει ότι δεν ξέρω τη δουλειά μου; Γιατί τότε με δέχτηκε μαζί του;
«Να είστε φρόνιμοι,» είπε η Βατράνια, με καυστικό τρόπο.
«Το υποσχόμαστε!» αποκρίθηκε η Ιζαμπώ, και της φύσηξε ένα φιλί προτού εκείνη, η Ισαβέλλα, κι ο Σθένελος βαδίσουν προς τη σκάλα του πανδοχείου, περνώντας ανάμεσα από τα τραπέζια που ήταν γεμάτα κόσμο.
«Οι φίλες σου έχουν συμπαθήσει τον Σθένελο,» είπε η Βατράνια στον Εδμόνδο.
«Κι εκείνος, οφείλω να ομολογήσω, τους έχει δείξει μια κάποια συμπάθεια…»
«Εγώ απλά δε θέλω να γίνει καμια παρεξήγηση,» εξήγησε η Βατράνια, με αθώο ύφος.
Ο Εδμόνδος συνοφρυώθηκε. «Τι παρεξήγηση να γίνει;»
Η Βατράνια τον ατένισε παρατηρητικά, και, κάπως διστακτικά, είπε: «Εσείς δεν… Εσύ και η Ισαβέλλα, ή εσύ και η Ιζαμπώ… Δεν έχετε τίποτα μεταξύ σας; Ή και οι τρεις, ίσως· δεν ξέρω…»
Ο Εδμόνδος βλεφάρισε για μια στιγμή, σαν η Βατράνια να του είχε μιλήσει στην Παλιά Σεργήλια. Μετά, γέλασε δυνατά. Ήπιε μια γουλιά από τη μπίρα στην κούπα του καθώς το γέλιο του ελαττωνόταν, και είπε: «Σοβαρολογείς;»
Η Βατράνια αισθάνθηκε, άθελά της, να κοκκινίζει λίγο. «Ναι, ψιλοσοβαρολογώ.»
«Φυσικά και δεν είναι αυτό που νομίζεις,» της είπε ο Εδμόνδος. «Είναι πολύ μικρές, δε βλέπεις; Θα μπορούσαν νάναι κόρες μου.»
«Και αυτό… είναι πρόβλημα; –Για μερικούς δεν θα ήταν, θέλω να πω!» Ήπιε κι εκείνη από τη μπίρα της.
Ο Εδμόνδος κούνησε το κεφάλι. «Η Ισαβέλλα έχασε τη μητέρα της στον πόλεμο, όταν ήταν πολύ μικρή· και έχει ένα σωρό αδέλφια· ο πατέρας της δεν μπορούσε να τους ζει όλους – δεν του έφταναν αυτά που έβγαζε. Επομένως, πήρα την Ισαβέλλα μαζί μου για να με βοηθά στη δουλειά μου.
»Η Ιζαμπώ είναι ορφανή. Κατάγεται από την Υλιριλίδια, μακριά από εδώ, στα βορειοανατολικά. Οι γονείς της χάθηκαν στο δάσος. Ορισμένοι λένε ότι ουγκράβοι τούς έφαγαν, γιατί αργότερα σ’εκείνη την περιοχή βρέθηκαν κάτι κομματιασμένα πτώματα.»
«Ουγκράβοι;»
«Τα Πορφυρά Κτήνη. Τα Παιδιά του Κακού Οφθαλμού. Ζώα που έχουν την Οργή του Θεού μέσα τους.»
Η Βατράνια συνοφρυώθηκε. «Πιστεύεις σε τέτοιες ιστορίες;»
«Ιστορίες; Έχω δει ουγκράβο με τα ίδια μου τα μάτια. Έναν σκύλο που νόμιζες ότι είχε μέσα του εκατό δαίμονες. Τα μάτια του πετούσαν φωτιά, και ήταν τόσο δυνατός όσο πέντε άντρες. Σου χιμούσε και δεν μπορούσες να τον κάνεις καλά. Παραλίγο να με σκοτώσει. Θα με σκότωνε, αν δεν κατάφερνα να τραβήξω το πιστόλι μου και να το αδειάσω πάνω στο στήθος του ενώ με είχε βάλει κάτω. Και το έκτρωμα ζούσε, στο τέλος! Σάλευε. Σηκώθηκα από τη γη, οπότε, ξεθηκάρωσα το ξίφος μου, και το κάρφωσα ξανά και ξανά μέχρι που έπαψε να κινείται. Τα χρειάστηκα. Πίστεψέ με, οι ουγκράβοι υπάρχουν· δεν είναι παραμύθια.» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τη μπίρα του και, μετά, άναψε την πίπα του. «Να συνεχίσουμε, λοιπόν, το μάθημά μας;»
Η Βατράνια μειδίασε. «Εννοείται.» Και άναψε ένα τσιγάρο.
*
Όταν ανέβηκε στο δίκλινο δωμάτιο που ο Εδμόνδος είχε κλείσει για εκείνη και τον Σθένελο, περίμενε να βρει μέσα τον μάγο ξαπλωμένο με τουλάχιστον μία από τις δύο χορεύτριες. Ο Σθένελος, όμως, ήταν μόνος, και καθώς η Βατράνια μπήκε φάνηκε να ξυπνά. Ανασηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια του στο φως της λάμπας – που άναβε με φιτίλι και λάδι· το πανδοχείο δεν είχε ενεργειακό φως σ’όλα τα δωμάτια.
«Τι ώρα;» ρώτησε ο Σθένελος.
«Λίγο πριν τα μεσάνυχτα,» απάντησε η Βατράνια. «Τους έδειξες τα κόλπα σου;»
«Επέμεναν· τι να έκανα;»
«Κακόμοιρε. Όλο υποφέρεις.» Η Βατράνια έβγαλε την κάπα της και την κρέμασε στην κρεμάστρα, πλάι στην κάπα του Σθένελου. «Μάλλον, όμως, δεν θα κατάλαβαν τίποτα, ε;» Στράφηκε να τον κοιτάξει καθώς εκείνος ήταν καθισμένος πάνω στο κρεβάτι του, ντυμένος ελαφριά, για ύπνο.
«Τους έκανα κάτι που φαίνεται.»
Η Βατράνια ύψωσε ένα φρύδι. «Τι τους έκανες που… φαίνεται;» Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της κι άρχισε να βγάζει τις μπότες της.
«Μαγγανεία Μοριακής Συμπιέσεως.»
«Εννοείς ότι μίκρυνες κάποιο αντικείμενο;»
«Ναι. Το σάλι της Ιζαμπώς· το έκανα όσο το νύχι της. Εδώ είναι.» Άπλωσε το χέρι του και πήρε κάτι μικροσκοπικό από μια τσέπη του σάκου του.
Η Βατράνια γέλασε. «Δεν το ήθελε πίσω;» ρώτησε.
«Της είπα ότι απόψε είμαι πολύ κουρασμένος.» Ο Σθένελος έβαλε πάλι το μοριακά πεπιεσμένο σάλι στην τσέπη του σάκου του. «Θα της το μεγαλώσω αύριο, με την πρώτη ευκαιρία.»
Η Βατράνια σηκώθηκε όρθια για να βγάλει την τουνίκα της· ο Σθένελος γύρισε απ’την άλλη. «Εμένα δε θα μου μικρύνεις τίποτα;»
«Δε μου το ζήτησες.»
«Θα έπρεπε να το είχες καταλάβει…» τον πείραξε.
«Μάγος είμαι, όχι μάντης. Αλλά είμαι βέβαια πρόθυμος να σου μικρύνω ό,τι θέλεις…»
Η Βατράνια γέλασε, και, έχοντας βγάλει τα ρούχα της, ξάπλωσε στο κρεβάτι και τράβηξε τα σκεπάσματα επάνω της. Η βραδιά ήταν ψυχρή. Έβγαλε ένα δαχτυλίδι από το δάχτυλό της και σκέφτηκε να το πετάξει στο κρεβάτι του Σθένελου και να του πει να της το μικρύνει. Άλλαξε γνώμη, όμως, και ξαναφόρεσε το δαχτυλίδι.
«Νομίζω πως να μεγαλώνεις πράγματα είναι πιο σημαντικό απ’το να τα μικραίνεις,» είπε καθώς χασμουριόταν.
Ο Σθένελος καθάρισε το λαιμό του. «Δεν υπάρχει κάποια μαγγανεία γι’αυτό το σκοπό· θα ήταν, εμμ…»
«Κρίμα,» είπε η Βατράνια, και γύρισε απ’την άλλη χαμογελώντας. Αρκετά, σκέφτηκε· πρέπει να κοιμηθούμε κιόλας. Δεν είχε νόημα να τον πειράζει, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί· έμπαινε στον πειρασμό. Τον έβλεπε πώς την έβλεπε· η όλη του συμπεριφορά ήταν σαν να την προκαλεί να τον πειράζει.
«Το ήξερες,» άκουσε μετά από λίγο τη φωνή του.
«Ποιο πράγμα;»
«Ότι δεν υπάρχει μαγγανεία που να μεγαλώνει αντικείμενα.»
«Πώς να το ξέρω; Δεν είμαι μάγισσα.»
«Είσαι όμως χρόνια στην Επανάσταση: το ήξερες.»
Η Βατράνια αναστέναξε επιτηδευμένα. «Τέλος πάντων. Μπορείς να κλείσεις το φως;»
Τον άκουσε να σηκώνεται από το κρεβάτι, και μετά η λάμπα του δωματίου έσβησε.
Από την τραπεζαρία, κάτω, ακόμα ερχόταν φασαρία.
*
Το επόμενο πρωί, βγήκαν από τη Φωλιά της Νιότης και πήγαν στο όχημά τους, που ήταν σταματημένο σ’έναν δρόμο παραδίπλα. Αρκετοί από τους δρόμους της Βεν’τάδιας ήταν φαρδείς και χωρούσαν να περνάνε οχήματα.
Ο Εδμόνδος οδήγησε προς τα βόρεια, περνώντας από τις μεγάλες οδούς της πόλης και φτάνοντας στη γέφυρα στην άκρη της. Τη γέφυρα που ξεκινούσε από τη μία όχθη του Μεγάλου Ποταμού της Χάρνταβελ και κατέληγε στην άλλη. Μια μακριά, ψηλή, πέτρινη καμπύλη που σχεδόν χανόταν στον ορίζοντα, καθώς η αντίπερα όχθη μόλις και μετά βίας φαινόταν μέσα στην πρωινή ομίχλη.
«Με την τεχνολογία που έχουν εδώ,» είπε ο Σθένελος παρατηρώντας τη γέφυρα, «είναι ν’απορεί κανείς πώς την έχτισαν.»
«Με τη βοήθεια του Θεού, όσα μοιάζουν αδύνατα γίνονται δυνατά, όπως θα σου έλεγε κάποιος ιερέας,» του αποκρίθηκε ο Εδμόνδος, περιμένοντας ένα κάρο να κατεβεί από τη γέφυρα και, μετά, ανεβάζοντας το όχημά τους εκεί, επάνω στην πέτρινη καμπύλη. Από κάτω τους, ο ποταμός φαινόταν πανοραμικά, να γυαλίζει στις πρωινές αχτίνες του ήλιου. Δύο πλοία περνούσαν, με ανοιχτά πανιά, το ένα πηγαίνοντας στο λιμάνι της Βεν’τάδιας, το άλλο φεύγοντας από εκεί.
«Θες να μου πεις ότι ο Θεός σας έχτισε αυτή τη γέφυρα;» αποκρίθηκε ο Σθένελος, καθώς στεκόταν πίσω από τον Εδμόνδο και τη Βατράνια, με τα χέρια του ακουμπισμένα στις πλάτες των καθισμάτων τους.
«Προφανώς χτίστηκε από ανθρώπους,» είπε ο τροβαδούρος, «οι οποίοι πιθανώς είχαν την εύνοια του Θεού.»
Η απόσταση από τη μια όχθη του Μεγάλου Ποταμού ώς την άλλη δεν ήταν μικρή, και μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους συνάντησαν κι άλλους ανθρώπους που περνούσαν: δύο άμαξες – η μία σκεπαστή, η άλλη ξεσκέπαστη – ένα ενεργειακό δίκυκλο, και κάμποσους διαβάτες.
Όταν τελικά κατέβηκαν από τη γέφυρα, βρίσκονταν δυτικά των τειχών της Ερρίθιας. Ακολούθησαν έναν πλακόστρωτο δρόμο που έστριβε και πλησίασαν μια από τις πύλες της πόλης. Οι φρουροί εκεί – πολεμιστές του Υπεράρχη, με το έμβλημα του ανατέλλοντος ήλιου επάνω τους, και πολεμιστές της Παντοκράτειρας, με λευκές στολές – τους σταμάτησαν, ζητώντας να ελέγξουν το όχημά τους.
«Ποιο είναι το πρόβλημα;» ρώτησε ο Εδμόνδος, από το παράθυρο. «Ο Εδμόνδος ο Βοριάς είμαι. Ο τροβαδούρος. Σίγουρα, με ξέρετε.»
«Ένας τυπικός έλεγχος, μόνο. Διαταγές του Επόπτη.»
Δεν υπήρχε άλλη λύση· ο Εδμόνδος έπρεπε να τους αφήσει να ελέγξουν. Έκανε νόημα στους συντρόφους του να κατεβούν από το όχημα και κατέβηκε κι εκείνος. Ευτυχώς, η ημέρα ήταν κρύα, έτσι δεν θα φαινόταν παράξενο που ο Σθένελος είχε σηκωμένη την κουκούλα του· ο Εδμόνδος τού είχε προτείνει να κρατά το χρυσό δέρμα του κρυμμένο, γιατί φανέρωνε ότι μάλλον δεν ήταν γηγενής αλλά είχε έρθει από άλλη διάσταση.
«Φοβάστε ότι είμαστε επικίνδυνοι;» είπε, χαμογελώντας, η Ιζαμπώ σ’έναν από τους πολεμιστές του Υπεράρχη.
«Για τυπικούς λόγους γίνεται ο έλεγχος,» αποκρίθηκε εκείνος, με έκφραση που μαρτυρούσε ότι κι ο ίδιος βαριόταν να ελέγχει.
«Άντε,» είπε ο Εδμόνδος, «να τελειώνουμε γρήγορα.»
Και δύο φρουροί – ένας Παντοκρατορικός κι ένας του Υπεράρχη – μπήκαν στο όχημα.
«Συνέβη κάτι;» ρώτησε ο Εδμόνδος τους άλλους δύο που έμειναν έξω. «Φοβάται ο Επόπτης για επαναστάτες;»
«Μ’αυτά που γίνονται τελευταία,» του απάντησε ο πολεμιστής του Υπεράρχη, «όλοι είναι πιο προσεχτικοί, Βοριά.»
«Μιλάς για τις οπτασίες;»
Ο φρουρός ένευσε. «Ναι, κι εκείνο το σκουλήκι. Έμαθες για το σκουλήκι;»
«Βεβαίως. Είδα, μάλιστα, να το καίνε στην Ανατολική Αγορά. Είχε μαζέψει πολύ κόσμο.»
«Ναι,» είπε ο φρουρός. «Μ’αυτά που συμβαίνουν, είναι ν’απορείς που όλοι είναι πιο προσεχτικοί;»
«Μάλλον όχι. Με το δίκιο τους,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος.
Οι φρουροί που είχαν μπει στο όχημα βγήκαν μετά από λίγο, και ο Παντοκρατορικός είπε στον τροβαδούρο: «Έχεις τρία πιστόλια εκεί μέσα.»
«Ταξιδεύω απ’τη μια άκρη της Χάρνταβελ ώς την άλλη. Και δεν είναι όλα τα μέρη ακίνδυνα όπως η Ερρίθια.»
«Καλώς,» είπε ο Παντοκρατορικός. «Αλλά εδώ τα όπλα σου θα τάχεις μέσα στο όχημά σου – κι όχι οπλισμένα.»
«Ασφαλώς.»
«Μπορείτε να περάσετε τώρα,» είπε ο φρουρός, κάνοντας μια σχεδόν αδιάφορη χειρονομία προς την πύλη.
Ο Εδμόνδος και οι σύντροφοί του ανέβηκαν στο όχημά τους, πίσω απ’το οποίο είχαν ήδη συγκεντρωθεί κάποιοι άνθρωποι που ήθελαν επίσης να μπουν στην πόλη.
Ο τροβαδούρος πάτησε το πετάλι και πέρασαν, με χαμηλή ταχύτητα, την πύλη.
«Είχες δίκιο, τελικά,» είπε η Βατράνια στον Εδμόνδο.
Εκείνος ένευσε.
Τα όπλα που είχαν βρει οι φρουροί δεν ήταν, φυσικά, τα μόνα όπλα που είχαν οι επαναστάτες μαζί τους. Τα υπόλοιπα, όμως, τα είχαν κρυμμένα σε μια ειδική θυρίδα στο πάτωμα του οχήματος: σε σημείο όπου έπρεπε κανείς να το ξέρει εκ των προτέρων για να κοιτάξει, καθώς ήταν κάτω απ’τα δύο μπροστινά καθίσματα. Στην αρχή, όταν ο Εδμόνδος είχε πει στη Βατράνια και τον Σθένελο να κρύψουν τα μεγάλα όπλα τους εκεί, εκείνη είχε ρωτήσει: Θα ψάξει κανένας το όχημά σου; Δεν είπες ότι σε ξέρουν σ’όλη τη διάσταση; και ο Εδμόνδος είχε απαντήσει: Με ξέρουν, και συνήθως, ναι, δεν με ψάχνουν· αλλά ποτέ δεν πρέπει να υποτιμάς τους Παντοκρατορικούς – ενεργούν απρόβλεπτα πολλές φορές.
Κι όπως φάνηκε, ο τροβαδούρος δεν ήταν χωρίς λόγο προσεχτικός. Η γνώμη της Βατράνιας γι’αυτόν γινόταν ολοένα και καλύτερη. Δρούσε σαν άψογος κατάσκοπος. Κανένας δεν φαινόταν να υποψιάζεται πως ήταν με την Επανάσταση αλλά, συγχρόνως, εκείνος ήταν πάντοτε έτοιμος για το οτιδήποτε – και ήξερε καλά τη δουλειά του.
Η Βατράνια αναρωτήθηκε πώς ο Εδμόνδος είχε μπλέξει με την Επανάσταση εξαρχής, τι τον είχε κάνει να συστρατευθεί με τις δυνάμεις του Πρίγκιπα Ανδρόνικου. Δεν μπορεί να ήταν ο πόλεμος στην Οκρίνθια. Κάτι άλλο πρέπει να είχε συμβεί.
Καθώς απομακρύνονταν από την πύλη, ο Εδμόνδος οδηγούσε το όχημά τους με προσοχή μέσα στον μεγάλο δρόμο όπου περνούσαν πολλοί άνθρωποι και ζώα. Με τον αντίχειρά του έδειξε πίσω, λέγοντας στη Βατράνια: «Η Δυτική Πύλη. Η Ερρίθια έχει ακόμα δύο πύλες: τη Βόρεια Πύλη και την Ανατολική Πύλη. Όχι και τόσο εντυπωσιακά ονόματα, ε;»
«Ομολογουμένως.»
«Επίσης, έχει δύο μεγάλες αγορές, τη Δυτική Αγορά και την Ανατολική Αγορά. Τη Δυτική τώρα την πλησιάζουμε.
»Στο κέντρο της πόλης είναι τα Ανάκτορα του Υπεράρχη, όπου κατοικεί ο Υπεράρχης Ριχάρδος ο Τρίτος και ο Παντοκρατορικός Επόπτης Νιρμόδος Νάρλεφ, ο οποίος ήρθε τελευταία στη Χάρνταβελ και πριν από εδώ ήταν στη Βίηλ. Τον είχαν ονομάσει ήρωα εκεί, απ’όσο ξέρω. Η γυναίκα του είναι επίσης από τη Βίηλ. Ο Νιρμόδος, όμως, είναι νέος σχετικά – μικρότερος από τριάντα χρονών – κι απ’ό,τι έχω ακούσει, οι άλλοι Παντοκρατορικοί αξιωματούχοι δεν τον εμπιστεύονται και τόσο. Θεωρούν ότι δεν έπρεπε να είναι εδώ, ότι δεν έχει αρκετή εμπειρία.
»Να, φτάσαμε στη Δυτική Αγορά τώρα,» είπε ο Εδμόνδος καθώς το όχημά του έμπαινε σ’έναν ανοιχτό χώρο ανάμεσα στα οικοδομήματα της Ερρίθιας, ο οποίος ήταν γεμάτος με σκηνές, πάγκους, κάρα, και ελάχιστα ενεργειακά οχήματα – φορτηγά κυρίως. Η Βατράνια είδε ένα που ήταν φορτωμένο με τυλιγμένα χαλιά.
«Θα μου δώσεις τώρα το σάλι μου;» ρώτησε η Ιζαμπώ τον Σθένελο.
«Ναι,» απάντησε εκείνος. «Δε μου το ζήτησες πιο πριν.» Έβγαλε ένα μικρό αντικείμενο από την τσέπη του, κρατώντας το ανάμεσα στον δείκτη και στον αντίχειρά του.
«Δεν πιστεύω να μου το έχεις χαλάσει!» είπε η Ιζαμπώ.
«Σου είπα: μόνο τα πολύπλοκα αντικείμενα κινδυνεύουν,» αποκρίθηκε ο Σθένελος, κι άρχισε να μιλά στη γλώσσα της μαγείας, επικεντρώνοντας το βλέμμα του στο μικροσκοπικό, μοριακά πεπιεσμένο αντικείμενο ανάμεσα στα δάχτυλά του…
…το οποίο μεγάλωσε και μεγάλωσε.
Και μεγάλωσε.
Καλύπτοντας ολόκληρη τη γροθιά του Σθένελου.
Η Ιζαμπώ πήρε το σάλι της και κοίταξε προσεχτικά τις ραφές. Γέλασε, και το έριξε στους ώμους της. «Καταπληκτικό!» είπε, και ξαφνικά φίλησε τον Σθένελο στο μάγουλο. «Θα μπορούσες να το κάνεις αυτό και για να μας φέρεις κόσμο!»
«Μην ακούω ανοησίες,» είπε ο Εδμόνδος. «Αυτά είναι επικίνδυνα. Δε χρειάζεται κανένας να ξέρει ότι έχουμε μάγο μαζί μας. Κι αν κάποιος τύχει να σας ρωτήσει για τον Σθένελο, θα πείτε ότι είναι μακρινός μου ξάδελφος από άλλη διάσταση, και μόνο αυτό ξέρετε. Εντάξει;»
«Μάλιστα, Εδμόνδε, ό,τι πεις!» αποκρίθηκαν συγχρόνως, σαν χορωδία, η Ιζαμπώ και η Ισαβέλλα.
«Σοβαρολογώ,» είπε ο Εδμόνδος, και σταμάτησε το όχημά του σ’έναν χώρο που ήταν σκεπασμένος μ’ένα μεγάλο ύφασμα στηριγμένο σε ξύλινους πασσάλους. Δύο άλλα ενεργειακά οχήματα ήταν επίσης σταθμευμένα εδώ.
«Βοριά!» Ένας άντρας πλησίασε, πορφυρόδερμος και μαυρομάλλης. Φαινόταν να έχει αμέσως αναγνωρίσει τον Εδμόνδο.
Ο Εδμόνδος άνοιξε την πόρτα πλάι του και βγήκε. «Τι γίνεται, Εδουάρδε; Όλα καλά;» ρώτησε, κι αντάλλαξαν μια χειραψία.
«Ναι. Μέχρι στιγμής επιβιώνουμε. Θες να σου κρατήσω το όχημα;»
Ο Εδμόνδος κατένευσε.
«Για πόσο;» ρώτησε ο Εδουάρδος.
«Καμια-δυο μέρες, ίσως,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος, και του έδωσε ένα νόμισμα.
Ένα αρχοντικό, παρατήρησε η Βατράνια, γνωρίζοντας πως αυτό ήταν ένα από τα ισχυρότερα νομίσματα της Χάρνταβελ, σύμφωνα με όσα είχε πει ο Γεράρδος.
Ο Εδουάρδος χαμογέλασε. «Ο Θεός μαζί σου, Βοριά.»
Ο Εδμόνδος βγήκε από το γκαράζ και οι σύντροφοί του τον ακολούθησαν μέσα στην αγορά.
«Θα έχει νόημα να καθίσουμε μέρες εδώ;» τον ρώτησε ο Σθένελος.
«Η Ερρίθια είναι η καρδιά της Χάρνταβελ. Ό,τι συμβαίνει στη διάσταση, αν είσαι λιγάκι δικτυωμένος, εδώ μπορείς να το μάθεις· και είμαι παραπάνω από λιγάκι δικτυωμένος.»
«Ναι αλλά μένοντας εδώ δεν κάνουμε τίποτα εκτός απ’το να ακούμε – κι ο σκοπός είναι να ερευνήσουμε, από κοντά.»
«Θα πάμε και εκεί που είναι να ερευνήσουμε,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος, «μόλις παρουσιαστεί η ευκαιρία. Φτάνει να έχουμε τ’αφτιά μας ανοιχτά.
»Επιπλέον,» πρόσθεσε, «δεν μπορώ να φύγω από την Ερρίθια χωρίς να δώσω τουλάχιστον μια, δυο παραστάσεις. Θα παραξενευτούν οι πάντες, κι αυτό δεν το θέλω.»
«Μην ανησυχείς,» είπε η Ιζαμπώ στον Σθένελο, πιάνοντας το μπράτσο του, «θα κάνουμε ωραία παρέα!» Και χαμογέλασε.
Η Ισαβέλλα έκανε μια πιρουέτα καθώς βάδιζαν, χωρίς φυσικά να μείνει πίσω, γυρίζοντας σαν σβούρα. «Είναι καλά στην Ερρίθια,» είπε, μετά, στον Σθένελο. «Θα σ’αρέσει.»
Ναι, σκέφτηκε εκείνος, δεν το αμφιβάλλω. Και μόνο τα χέρια της Ιζαμπώς επάνω στο μπράτσο και στον ώμο του του έφτιαχναν τη διάθεση, και το φαρδύ φόρεμα της Ισαβέλλας έμοιαζε να του γαργαλά τα πόδια καθώς εκείνη βάδιζε πλάι του. Όμως έχουμε έρθει εδώ για δουλειά της Επανάστασης. Για να ανακαλύψουμε τι συμβαίνει στη Χάρνταβελ. Και τα παράξενα φαινόμενα είχαν κινήσει την περιέργεια του Σθένελου – ένας Ερευνητής ποτέ δεν μπορούσε ν’αφήσει κάτι ανεξήγητο. Ήθελε να βρεθεί κοντά σ’έναν απ’αυτούς τους αντικατοπτρισμούς και να μάθει τι ήταν, να δει πώς διαμορφωνόταν το ενεργειακό πεδίο γύρω του, τι γινόταν με τα διαστασιακά τοιχώματα της Χάρνταβελ. Ήταν μονάχα μια φευγαλέα εικόνα, σαν οφθαλμαπάτη, ή ένα πρόσκαιρο άνοιγμα σε άλλη διάσταση;
Η εμφάνιση, βέβαια, εκείνου του σκουληκιού που είχε αναφέρει ο Εδμόνδος υπονοούσε το δεύτερο. Γιατί, αν επρόκειτο μονάχα για οφθαλμαπάτη, ένα τέτοιο εξωδιαστασιακό πλάσμα δεν θα μπορούσε να είχε έρθει στη Χάρνταβελ.
Εκτός αν οι λεγόμενοι «αντικατοπτρισμοί» ήταν διπλής φύσης: ορισμένοι απλές οφθαλμαπάτες, ορισμένοι πραγματικά ανοίγματα σε άλλες διαστάσεις…
Πρέπει να μάθω περισσότερα!
Για λίγο, είχε ξεχάσει τελείως ακόμα και την παρουσία της Ισαβέλλας και της Ιζαμπώς δίπλα του.
Και μετά, είδε μια πινακίδα να κρέμεται πάνω από μια πόρτα, γράφοντας με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα: Ο ΣΙΔΕΡΕΝΙΟΣ ΞΕΝΟΣ. Ο Εδμόνδος τούς οδηγούσε προς τα εκεί. Από ένα παράθυρο, μια τραπεζαρία φαινόταν, και κόσμος στο εσωτερικό της.
Ο τροβαδούρος ξαφνικά σταμάτησε και στράφηκε έτσι ώστε να κοιτάζει και τη Βατράνια και τον Σθένελο συγχρόνως. «Αυτό το πανδοχείο το ξεκίνησε ένας εξωδιαστασιακός, από τη Φεηνάρκια, πολύ προτού έρθει ο Στρατός της Παντοκράτειρας στη Χάρνταβελ. Τρεις γενεές πάνε τώρα που υπάρχει ο Σιδερένιος Ξένος.»
Και έσπρωξε την πόρτα, μπαίνοντας στην τραπεζαρία.
Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν.
«Χαμός γίνεται εδώ, πάντα,» είπε η Ιζαμπώ στον Σθένελο.
Η τραπεζαρία ήταν σχεδόν γεμάτη παρότι ήταν ακόμα πρωί. Οι περισσότεροι πελάτες έπιναν τσάι, καφέ (φερμένο από άλλες διαστάσεις – δεν υπήρχε καφές στη Χάρνταβελ), μπίρα, και γάλα, και έτρωγαν ψωμί, τυρί, βούτυρο, αβγά, και μαρμελάδες. Πάνω από το μπαρ στο βάθος, ήταν κρεμασμένη μια μεγάλη, μακριά καραμπίνα, προφανώς για διακοσμητικούς λόγους. Έμοιαζε παλιά – κειμήλιο.
Ένας άντρας σηκώθηκε από ένα τραπέζι και πλησίασε τους επαναστάτες. Ήταν ψηλός, πρασινομάλλης, και είχε δέρμα κατάμαυρο σαν του Σέλιρ’χοκ – φανερό σημάδι ότι δεν πρέπει να καταγόταν από τη Χάρνταβελ. Χαμογελώντας, έτεινε το χέρι του προς τον Εδμόνδο. «Βοριά! Πώς είσαι;»
«Καλά, φίλε μου,» αποκρίθηκε εκείνος, γελώντας, καθώς αντάλλασσαν μια δυνατή χειραψία.
«Θα έχουμε, λοιπόν, παράσταση απόψε;»
«Αν έχεις την καλοσύνη να φιλοξενήσεις στο πανδοχείο σου πέντε κουρασμένους ταξιδιώτες.»
«Ο Σιδερένιος Ξένος είναι πάντα σπίτι σου, ό,τι κι αν γίνει: τα έχουμε πει και τα έχουμε ξαναπεί.» Και κοίταξε τους συντρόφους του τροβαδούρου. «Προσέλαβες καινούργιους χορευτές; Ή είναι τραγουδιστές;»
Η Βατράνια παρατήρησε ότι ο μαυρόδερμος άντρας ήταν ντυμένος με τρόπο που δεν ταίριαζε ακριβώς στη Χάρνταβελ. Τα ρούχα του ήταν διαφορετικής μόδας από των υπόλοιπων που έβλεπες μέσα στην τραπεζαρία. Φεηνάρκια μόδα, ίσως. Πρέπει να το κάνει για να διατηρεί ένα κάποιο ύφος – για τον εαυτό του και για το πανδοχείο του.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος, «ούτε χορευτές ούτε τραγουδιστές είναι. Από εδώ, ο Σθένελος, μακρινός μου ξάδελφος από τη Σεργήλη.»
«Δεν το ήξερα ότι έχεις συγγενείς έξω από τη Χάρνταβελ, Βοριά.»
«Δεν τα ξέρεις όλα για μένα, Νάρθιελ!» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος· κι έδειξε τη Βατράνια, κόσμια: «Από εδώ, η Βατράνια, από τη Σεργήλη επίσης, και σύζυγος του Σθένελου.»
Σύζυγος του Σθένελου!; σκέφτηκε η Βατράνια. Θα μπορούσες, τουλάχιστον, να με είχες πρώτα ρωτήσει, Εδμόνδε!
«Σας καλωσορίζω στον Σιδερένιο Ξένο,» είπε ο Νάρθιελ στη Βατράνια και στον Σθένελο.
«Ευχαριστούμε,» αποκρίθηκε ο μάγος, και η Βατράνια χαμογέλασε ευγενικά.
Ο Νάρθιελ τούς οδήγησε σ’ένα μακρόστενο τραπέζι που τους χωρούσε άνετα, και τους άφησε να καθίσουν. «Θα φέρω απ’όλα για πρωινό, εντάξει;» ρώτησε.
«Με υποχρεώνεις κάθε φορά που έρχομαι, Νάρθιελ,» είπε ο Εδμόνδος.
«Μη λες ανοησίες, Βοριά. Ο Θεός σε φέρνει στο μαγαζί μου, και το ξέρεις,» αποκρίθηκε ο μαυρόδερμος άντρας, και έφυγε.
«Δεν είναι γηγενής αυτός, έτσι;» είπε η Βατράνια.
«Γηγενής είναι,» της αποκρίθηκε ο Εδμόνδος. «Δε σου είπα; Τρίτη γενιά από τότε που πρωτοέφτιαξαν το πανδοχείο. Αλλά η καταγωγή τους είναι από τη Φεηνάρκια, κι έχουν διατηρήσει τα χρώματά τους, όπως βλέπεις. Ο πρώτος που έφτιαξε το πανδοχείο ήταν μαυρόδερμος σαν τον Νάρθιελ. Κι εκείνον Νάρθιελ τον έλεγαν, αλλά τώρα όλοι τον λένε ‘ο Παππούς’, ή ‘ο Σιδερένιος Ξένος’, επειδή αυτό το παρωνύμιο τού έδωσαν οι Χαρνταβέλιοι. Ήταν πολύ δυνατός και ανθεκτικός, λένε, σαν να ήταν από σίδερο. Η καραμπίνα που βλέπεις εκεί, πάνω απ’το μπαρ, ήταν δική του. Την έχουν κρεμασμένη λες κι έχει θρησκευτική σημασία.» Μειδίασε και έστρωσε το μπλε μουστάκι του.
Το πρωινό τους τους το έφεραν, σύντομα, δύο σερβιτόρες που έμοιαζαν ντόπιες.
«Αυτή,» είπε ο Εδμόνδος δείχνοντας τη μια από τις δύο κοπέλες καθώς απομακρύνονταν, «είναι κόρη του Νάρθιελ.»
«Δεν είναι μαύρη,» παρατήρησε η Βατράνια. Το δέρμα της ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ.
«Ναι, επειδή έτσι είναι κι η γυναίκα του Νάρθιελ, η οποία κατάγεται από τη Χάρνταβελ. Έχει, όμως, κι έναν γιο, που αυτός είναι κατάμαυρος σαν μελάνι.» Ο Εδμόνδος ήπιε μια γουλιά από το τσάι του.
«Μουσική πότε θα παίξεις;» τον ρώτησε η Βατράνια, μετά από λίγο, αφού κι εκείνη είχε δοκιμάσει το πρωινό της και είχε διαπιστώσει ότι ήταν καλοφτιαγμένο.
«Το απόγευμα· και θα το ξενυχτίσουμε, φυσικά.»
«Μέχρι τότε, δηλαδή, μπορείς να μου μαθαίνεις τη Γλώσσα της Χάρνταβελ;»
«Αν θέλεις.» Και τη ρώτησε στη Γλώσσα της Χάρνταβελ: «Πώς είναι ο καφές σου;»
«Καλός,» απάντησε η Βατράνια.
Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε, γιατί ο Εδμόνδος τη διόρθωσε κι εκείνη κατάλαβε ότι ουσιαστικά δεν είχε πει καλός αλλά καλό, αν κάποιος έκανε μετάφραση στη Συμπαντική.
«Θα μάθω, πού θα πάει,» είπε η Βατράνια, και ήπιε καφέ.
*
Το μεσημέρι η τραπεζαρία του πανδοχείου είχε, αναμενόμενα, πολλή δουλειά. Οι έμποροι, οι πραματευτάδες, οι μισθοφόροι που φυλούσαν τα καραβάνια, οι φρουροί της πόλης, και άλλοι διάφοροι που είχαν λόγο να βρίσκονται στη Δυτική Αγορά έρχονταν για να γευματίσουν. Η βαβούρα που γινόταν ήταν το κάτι άλλο· η Βατράνια νόμιζε ότι το κεφάλι της βούιζε, και δεν μπορούσε με τίποτα να συγκεντρωθεί σ’αυτά που της έλεγε ο Εδμόνδος για τη Γλώσσα της Χάρνταβελ.
«Εντάξει,» του είπε, «αρκετά. Δεν αντέχω άλλο, μ’όλη τούτη τη φασαρία.»
Εκείνος, καθισμένος αναπαυτικά στην καρέκλα του, δεν έφερε αντίρρηση. «Αναρωτιόμουν πότε θα μου ζητούσες να σταματήσουμε,» είπε.
«Φαινόταν τόσο πολύ ότι δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ;»
«Ούτε εγώ μπορώ να συγκεντρωθώ με τέτοιο σαματά,» παραδέχτηκε ο Εδμόνδος.
Η Βατράνια ένευσε και ήπιε την τελευταία γουλιά μπίρα που είχε απομείνει στην κούπα της. Ο λαιμός της πονούσε λιγάκι. Ενώ το πρωί μιλούσαν κανονικά και άκουγαν ο ένας τον άλλο, μετά, καθώς πλησίαζε το μεσημέρι, έπρεπε να μιλάνε ολοένα και δυνατότερα, μέχρι που τώρα πλέον χρειαζόταν σχεδόν να φωνάζουν. Η Βατράνια είχε καθίσει πιο κοντά στον Εδμόνδο, για να μπορούν να συνεννοούνται.
Ρίχνοντας μια ματιά στο πλάι, είδε ότι ο Σθένελος εξακολουθούσε να χαζολογά με τις δύο χορεύτριες όπως έκανε από το πρωί που είχαν έρθει στον Σιδερένιο Ξένο. Αλλά η Βατράνια είχε συνειδητοποιήσει πως, όσο τον συναναστρεφόταν, τόσο λιγότερο την ενδιέφεραν οι προτιμήσεις του. Ο μάγος έμοιαζε να τρέχει πίσω από όποιο θηλυκό τύχαινε να του γυαλίσει – και τα περισσότερα πρέπει να του γυάλιζαν. Δεν ήταν, επομένως, τίποτα το ιδιαίτερο που και η Βατράνια έδειχνε να του αρέσει: κι αυτό τής μείωνε δραματικά το ενδιαφέρον προς τον Σθένελο.
Δεν ξέρει να ξεχωρίζει τις αληθινές γυναίκες από τα κοριτσάκια. Τι μπερδεμένος άνθρωπος…
Η Βατράνια δεν ήταν πρόθυμη, ασφαλώς, να ανταγωνιστεί την Ιζαμπώ και την Ισαβέλλα για τον Σθένελο. Εκείνος θα έπρεπε να μπορεί να διακρίνει τι ήταν το καλύτερο για τον εαυτό του.
Βγάζοντάς τον από το μυαλό της, αγνοώντας τον παρότι ήταν καθισμένος παραδίπλα (χασκογελώντας μαζί με τις χαζές χορεύτριες), η Βατράνια ρώτησε τον Εδμόνδο: «Πώς μπλέχτηκες με την Επανάσταση, αλήθεια;» Δεν ανησυχούσε μήπως κανείς την άκουγε, με το σαματά που γινόταν – φωνές, χτυπήματα πάνω σε τραπέζια, γέλια, το κλικ-κλακ από πιατικά και κουταλοπίρουνα.
Ο Εδμόνδος είχε μόλις ανάψει την πίπα του και φύσηξε καπνό προς το ταβάνι, όπου ήδη ήταν συγκεντρωμένος πολύς καπνός από τους πελάτες του Σιδερένιου Ξένου, μοιάζοντας με ομίχλη. «Σου είπα ότι είμαι από τον βορρά, έτσι;»
«Ναι.»
«Στην αρχή δεν ήμουν τροβαδούρος. Μου άρεσε, δηλαδή, να παίζω μερικά τραγούδια με το λαγούτο μου, αλλά σπάνια με πλήρωναν γι’αυτό, και δεν το έβλεπα σαν επάγγελμα. Οι γονείς μου δεν είχαν τίποτα σπουδαία χωράφια, επομένως έπρεπε ή να δουλέψω για άλλους γαιοκτήμονες ή να βρω κάποια διαφορετική δουλειά. Επειδή ένας θείος μου ήταν μισθοφόρος, μου έμαθε την τέχνη των όπλων κι έτσι έφυγα από το σπίτι μου αναζητώντας κάποιον να με προσλάβει. Δούλεψα για κάμποσους καθώς ταξίδευα. Μπλέχτηκα και σε μερικές συμπλοκές. Τίποτα το σπουδαίο, όμως· μικροεπεισόδια. Στην Οκρίνθια, τόσο μακριά από τη γενέτειρά μου, ήταν που μπλέχτηκα σ’έναν πραγματικό πόλεμο για πρώτη φορά, κι εκεί, όπως σου είπα, γνώρισα τον Ρογήρο και άλλους και απέκτησα τούτο το έπαθλο.» Έδειξε την ουλή στο μέτωπό του, και συνέχισε: «Ο πόλεμος έγινε επειδή οι άρχοντες της ευρύτερης περιοχής είχαν διαφορές αναμεταξύ τους – ο λόγος για τον οποίο γίνονται οι περισσότεροι πόλεμοι, δηλαδή. Εμείς, βέβαια, οι μισθοφόροι, πήγαμε για τα λεφτά και για τα λάφυρα· δε μας ένοιαζε τίποτ’άλλο.
»Παραλίγο, όμως, να σκοτωθώ στον πόλεμο, και είδα τόσους άλλους να χάνουν τη ζωή τους. Ο Θεός ήταν που μ’έσωσε· εκείνη η τσεκουριά θα μπορούσε να με είχε ξεκάνει… Μετά απ’αυτά, άρχισα να αναθεωρώ διάφορα, Βατράνια.» Ο Εδμόνδος άναψε πάλι την πίπα του γιατί, καθώς μιλούσε, είχε σβήσει. «Και κατέληξα ότι δεν ήθελα πια νάμαι μισθοφόρος. Τι να τις κάνεις τις πληρωμές και τα λάφυρα όταν είσαι νεκρός, ή όταν έχεις δει τόσους να πεθαίνουν γύρω σου; Παράλογο. Τελείως παράλογο… Και θα μου πεις ‘τότε το σκέφτηκες;’ Η αλήθεια είναι πως, ναι, τότε, επειδή πριν, όπως σου είπα, δεν είχα μπλεχτεί σε τίποτα περισσότερο από μερικές συμπλοκές. Απωθούσαμε κανέναν ληστή δουλεύοντας για εμπόρους, φρουρούσαμε κανένα κάστρο που ποτέ δε δεχόταν επίθεση… τέτοια πράγματα.
»Ο πόλεμος ήταν κάτι το τελείως διαφορετικό. Και δεν άργησα να μάθω ότι οι Παντοκρατορικοί θα μπορούσαν να τον είχαν αποτρέψει αλλά δεν το έκαναν. Θα μπορούσαν να είχαν στείλει τις δυνάμεις τους για να σταματήσουν την παράλογη σφαγή και να αναγκάσουν τους άρχοντες να έρθουν σ’έναν συμβιβασμό. Σκέφτηκαν, όμως, ότι τους συνέφερε ο πόλεμος, για να μας κρατάνε διαιρεμένους και ανίσχυρους. Η τότε Παντοκρατορική Επόπτρια έτσι το έβλεπε το πράγμα· δεν ξέρω αυτός εδώ, ο καινούργιος, τι θα έκανε, αλλά δε νομίζω πως ό,τι κι αν έκανε θα ήταν πολύ καλύτερο.
»Εγώ, όπως και νάχε, την είχα πάρει την απόφασή μου, πάντως. Άφησα τα όπλα μου και πήρα το λαγούτο μου στο χέρι για να ζήσω έτσι. Δυο άλλοι, που επίσης ήταν στον πόλεμο, είχαν έρθει τότε μαζί μου, έχοντας κάνει παρόμοιες σκέψεις μ’εμένα – αν και πλέον δεν περιπλανιούνται στο πλευρό μου· έχουν προ πολλού φύγει και εγκατασταθεί.
»Τριγυρίζαμε για λίγο καιρό, τραγουδώντας και λέγοντας ιστορίες, και βγάζαμε το ψωμί μας. Επιπλέον, είχαμε και κάμποσα χρήματα από τον πόλεμο, είναι αλήθεια… Στις περιπλανήσεις μου, έτυχε να συναντήσω έναν ιερέα και να μιλήσω κάμποσο μαζί του μια βραδιά. Του είπα για τον πόλεμο, και του είπα και τη γνώμη μου για τους Παντοκρατορικούς. Κι εκείνος μού είπε πως θα μπορούσα κι εγώ να προσφέρω κάτι για να τους διώξουμε από τη Χάρνταβελ. Δεν είμαι πρόθυμος ν’αρχίσω πάλι σκοτωμούς, του είπα. Δε χρειάζεται, μου είπε· πλανόδιος όπως είσαι, μπορείς να μεταφέρεις μηνύματα.
»Αυτά που σου λέω τώρα έγιναν κανένα χρόνο προτού ο Πρίγκιπας ξεκινήσει την Επανάσταση. Στη Χάρνταβελ, οι ιερείς μας ανέκαθεν ήταν εναντίον της Παντοκράτειρας. Είχαν δεχτεί τις δυνάμεις της εδώ γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, αλλά δεν συμπαθούσαν ποτέ κανέναν Παντοκρατορικό.
»Τώρα, λοιπόν, έμαθες πώς μπλέχτηκα με την Επανάσταση,» είπε ο Εδμόνδος. «Τίποτα το συναρπαστικό, μάλλον.»
«Πιο συναρπαστικό από τη δική μου ιστορία,» αποκρίθηκε η Βατράνια.
Ο Εδμόνδος ύψωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά.
«Δεν τους ήθελα στη Σεργήλη,» εξήγησε η Βατράνια. «Δεν είχαν κάνει κάτι συγκεκριμένο ειδικά σ’εμένα, αλλά έβλεπα σε τι καθεστώς βρισκόταν η διάσταση. Η ανώτερη αρχή ήταν – και είναι – οι πράκτορες της Παντοκράτειρας. Κανένας δεν μπορεί να τους σταματήσει. Ελέγχουν τα μέσα μαζική ενημέρωσης, τις μεγάλες εταιρείες, εξαπλώνουν παντού την προπαγάνδα τους, ενώ συγχρόνως προσπαθούν να πείσουν τους πάντες ότι είναι ελεύθεροι, ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει σε σχέση με παλιά, ότι μάλιστα είναι καλύτερα με τον έλεγχο της Παντοκράτειρας πάνω απ’τα κεφάλια τους.
»Ήμουν πλούσια σ’εκείνη την περίοδο της ζωής μου – από τύχη, κυρίως – χρηματοδοτούσα κινηματογραφικές ταινίες, και είχα γνωρίσει κάμποσους ανθρώπους. Δεν άργησα να έρθω σε επαφή και με επαναστάτες, κι από τότε, παράλληλα με ό,τι άλλο έκανα, δούλευα και γι’αυτούς. Με θεωρούσαν από τις καλύτερες πράκτορές τους στη Σεργήλη, εκείνη την εποχή…» Η Βατράνια αναστέναξε. Έκανε να πιει μπίρα, αλλά ανακάλυψε ότι η κούπα της είχε αδειάσει. «Αναγκάστηκα να φύγω, μετά,» είπε χωρίς να κοιτάζει τον Εδμόνδο. «Οι Παντοκρατορικοί μού κατέσχεσαν όλη μου την περιουσία όταν κατάλαβαν ότι ήμουν με την Επανάσταση· παρά τρίχα γλίτωσα ζωντανή. Οι άλλοι επαναστάτες με έκρυψαν. Και… ξέρεις, μετά απ’αυτά δεν μπορούσα άλλο να είμαι στη Σεργήλη και να μην κάνω ό,τι έκανα παλιά. Πήγα στην Απολλώνια, και τώρα κατέληξα εδώ.»
«Και λες ότι η ιστορία σου δεν είναι αρκετά συναρπαστική;» απόρησε ο Εδμόνδος.
«Εννοώ το πώς έμπλεξα αρχικά με την Επανάσταση. Βασικά, κατάλαβαν οι επαναστάτες ότι δεν προσαρμόζομαι καλά με τη δικτατορία και με στρατολόγησαν.»
Ο Εδμόνδος γέλασε. «Πάντα έτσι δεν γίνεται;»
«Ναι, κάπως έτσι,» παραδέχτηκε η Βατράνια, μειδιώντας και ξεχνώντας για λίγο τα όσα είχε χάσει στη Σεργήλη.
Με την άκρια του ματιού της, είδε τον Σθένελο να σηκώνεται από το τραπέζι μαζί με την Ιζαμπώ και να βαδίζουν προς τη σκάλα του πανδοχείου. Η Ισαβέλλα είχε μείνει μόνη, παρέα με το κρασί της, αλλά δεν έμοιαζε ενοχλημένη.
Η Βατράνια γύρισε και της είπε: «Εξουθενώθηκαν από τα γέλια, ε, και πάνε να κοιμηθούν…»
Η Ισαβέλλα γέλασε. «Δε νομίζω πως έχουν τον ύπνο κατά νου.»
Και μετά από λίγο ήταν που άκουσαν τις φωνές από τους δρόμους της αγοράς, οι οποίες ήταν τόσο δυνατές που διέλυσαν αμέσως τον σαματά μέσα στην τραπεζαρία του πανδοχείου σαν να μην ήταν τίποτα περισσότερο από τα κλαψουρίσματα μωρών.
*
Ο Σθένελος δεν κατάλαβε πώς ακριβώς πάρθηκε η απόφαση. Σε κάποια στιγμή, η Ισαβέλλα είπε Αυτό θα μπορούσαμε να το συζητήσουμε κι επάνω! ενώ ήταν λυγισμένη στο πλευρό του, ακουμπούσε το ένα της χέρι στον ώμο του, και το άλλο της χέρι άγγιζε τα κουμπιά της τουνίκας του. Ο Σθένελος, βέβαια, δεν ήταν δυνατόν να της αρνηθεί. Ναι, γιατί όχι; είχε αποκριθεί. Το λες σοβαρά; Η Ιζαμπώ είχε γελάσει κοντά στ’αφτί του και είχε δαγκώσει τον λοβό του. Πάντα είμαι σοβαρή, δε με βλέπεις;
Η Ισαβέλλα, όταν ο Σθένελος την ατένισε με κάποιο δισταγμό, τους έκανε νόημα να πηγαίνουν, κλείνοντας το μάτι. Πρέπει να έβλεπε την Ιζαμπώ σαν αγαπημένη αδελφή, όχι σαν αντίζηλο. Έτσι, ο Σθένελος είχε σηκωθεί από το τραπέζι μαζί με την Ιζαμπώ, είχαν ανεβεί τις στριφογυριστές σκάλες του πανδοχείου, και τώρα βρίσκονταν μπροστά στην πόρτα του δωματίου του. Η Ιζαμπώ τον τσιμπούσε πάνω από τα ρούχα του και τον φιλούσε στο μάγουλο, χασκογελώντας.
«Καλύτερα, πάμε στο δωμάτιό σου,» της είπε ο Σθένελος, σκεπτόμενος ότι στο δικό του δωμάτιο μπορεί να ερχόταν η Βατράνια – μπορεί, μάλιστα, να το έκανε επίτηδες.
«Γιατί;»
«Γιατί είναι καλύτερα.»
Η Ιζαμπώ γέλασε. «Καλά!» είπε, και κάνοντας μια γρήγορη πιρουέτα κινήθηκε λυγερά προς την πόρτα του δωματίου που θα μοιραζόταν με την Ισαβέλλα. Το φαρδύ της φόρεμα ανέμισε γύρω της σαν σημαία, και τα όμορφα πόδια της φάνηκαν από κάτω, ξανάβοντας τον Σθένελο ακόμα περισσότερο απ’ό,τι ήταν ήδη ξαναμμένος. Άρπαξε την Ιζαμπώ στην αγκαλιά του και τη φίλησε, κολλώντας την πλάτη της στην πόρτα.
«Πού έχεις το κλειδί;» τη ρώτησε, με το στόμα του πάνω στο δικό της και τα χέρια του κάτω από τους γλουτούς της.
«Ψάξε με αν το θες! Ψάξε με!» του έκανε εκείνη. Ο Σθένελος πασπάτεψε το φόρεμά της και, ενώ η Ιζαμπώ γελούσε σαν υστερική, βρήκε το κλειδί μέσα στο μπούστο της.
«Είσαι πονηρή. Πότε πρόλαβες να το κρύψεις εκεί;» τη ρώτησε, φιλώντας τον ώμο της, που είχε αποκαλυφτεί όταν εκείνος είχε ανοίξει τα κουμπιά του φορέματός της για να πάρει το κλειδί από μέσα.
«Δε με προσέχεις, δε με προσέχεις, χιχιχιχιχι…!»
Ο Σθένελος έβαλε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα, το γύρισε· η πόρτα άνοιξε, και οι δυο τους μπήκαν στο δωμάτιο. «Ας μην το ξεχάσουμε έξω αυτό,» είπε ο Σθένελος, και πήρε το κλειδί πίσω, προτού η Ιζαμπώ κλοτσήσει την πόρτα κλείνοντάς τη με γδούπο.
«Είσαι σα χρυσό άγαλμα, σα χρυσό άγαλμα, χιχιχιχιχ!…» του είπε, φιλώντας τα χρυσόδερμα μάγουλά του και τον χρυσόδερμο λαιμό του.
«Ελπίζω αυτό νάναι φιλοφρόνηση.» Ο Σθένελος τράβηξε το φόρεμά της προς τα κάτω, κάνοντας όσα κουμπιά απέμεναν θηλυκωμένα να ξεθηλυκωθούν απότομα, αφήνοντάς την Ιζαμπώ μόνο με το μεσοφόρι της.
Σχεδόν σκοντάφτοντας, έπεσαν στο κρεβάτι–
Και η φασαρία ξεκίνησε. Από έξω. Από τον δρόμο. Πολλές φωνές μαζί. Τρομαγμένες, ίσως.
«Τι γίνεται;» έκανε η Ιζαμπώ.
«Τίποτα, δεν είναι τίποτα,» είπε ο Σθένελος, σκυμμένος από πάνω της και φιλώντας παθιασμένα τα στήθη της, που το ένα είχε βγει μέσα απ’το μεσοφόρι της.
«Κάτι είναι!» Η Ιζαμπώ τον έσπρωξε πίσω. «Κάτι γίνεται! Άκου! Άκου!»
Ο Σθένελος πήρε μερικές βαθιές ανάσες, προσπαθώντας ν’ακούσει τις φωνές πίσω από το ερωτικό βουητό στο κεφάλι του.
…δάσος!
Ένα δάσος στην Ανατολική Αγορά!
Η Οργή Του! Η Οργή Του έπεσε…!
Ένα δάσος!
…Ανατολική Αγορά, σου λέω!
Ο Σθένελος συνοφρυώθηκε. «Δεν καταλαβαίνω… Τι λένε;» Αλλά μετά σκέφτηκε: Μήπως είναι οι αντικατοπτρισμοί;… Ένα δάσος… Ναι, αυτό πρέπει να είναι! «Αντικατοπτρισμός!» Αμέσως πετάχτηκε όρθιος, κουμπώνοντας τα κουμπιά που είχε ξεκουμπώσει η Ιζαμπώ στα ρούχα του.
«Τι αντικατοπτρισμός;»
«Πάμε!» Ο Σθένελος έτρεξε στην πόρτα.
«Εε, περίμενε!» έκανε η Ιζαμπώ, προσπαθώντας γρήγορα να φτιάξει το μεσοφόρι της.
Ο Σθένελος την αγνόησε. Αν ήταν αντικατοπτρισμός, δεν ήθελε να τον χάσει. Έπρεπε οπωσδήποτε – οπωσδήποτε – να είναι εκεί.
Κατέβηκε τις σκάλες σαν να τον κυνηγούσαν μεταλλαγμένα τέρατα από την Απολεσθείσα Γη, και φτάνοντας κάτω, στην τραπεζαρία, είδε ότι γινόταν χαμός. Ο κόσμος έβγαινε, πήγαινε έξω.
«Βατράνια!» φώναξε, βλέποντάς τη να προσπαθεί να περάσει μέσα από το πλήθος. Έτρεξε προς το μέρος της, παραμερίζοντας έναν πορφυρόδερμο άντρα. «Βατράνια!»
«Νόμιζα ότι ήσουν απασχολημένος,» του είπε εκείνη.
«Τι έγινε; Είναι αντικατοπτρισμός; Αντικατοπτρισμός;»
«Ένα δάσος λένε πως εμφανίστηκε.» Ο Εδμόνδος ήταν που μίλησε, και ο Σθένελος τον είδε ξαφνικά δίπλα του ενώ πριν δεν τον είχε προσέξει. «Ένα δάσος μέσα στην Ανατολική Αγορά.»
«Μας δηλητηριάσατε! Μας δηλητηριάσατε!»
Κάποια φώναζε.
Ο Τέρι ξύπνησε από τον λήθαργό του, και διαπίστωσε ότι ήταν πεσμένος στο πέτρινο πάτωμα. Ανασηκώθηκε αμέσως, στηριζόμενος στις παλάμες του, και είδε ότι εκείνος κι οι τρεις στρατιώτες του βρίσκονταν ακόμα στο δωμάτιο όπου τους είχαν προσφέρει φαγητό· δεν τους είχαν μετακινήσει από εδώ.
Ολόγυρα στέκονταν άνθρωποι της υπόγειας πόλης. Κάποιοι κρατούσαν όπλα – σπαθιά – και τα είχαν στραμμένα προς τη Βίλνα, η οποία ήταν όρθια, με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο. Εκείνη ήταν που είχε φωνάξει ότι τους είχαν δηλητηριάσει, συνειδητοποίησε τώρα ο Τέρι.
Ο Καλιόστρο ήταν επίσης ξύπνιος και είχε τα χέρια του υψωμένα, καθώς ένας από τους ντόπιους είχε ένα πιστόλι στραμμένο καταπάνω του. Ο Ρίμναλ ακόμα κοιμόταν, με το κεφάλι του πεσμένο πάνω στο τραπέζι.
Ο Τέρι σηκώθηκε όρθιος, κι αμέσως δύο από τους ανθρώπους της υπόγειας πόλης έστρεψαν σπαθιά προς το μέρος του. Τον έναν τον αναγνώριζε: είχε δέρμα γαλανό, και ήταν ένας απ’τους τρεις άντρες που εκείνος κι οι στρατιώτες του είχαν συναντήσει στο πέρασμα προτού φτάσουν στην πόλη.
«Γιατί;» τους ρώτησε, δυνατά. «Γιατί;»
Τότε, πρόσεξε τη γαλανόδερμη γυναίκα που τους είχε οδηγήσει μέσα στον υπόγειο κόσμο. Τον πλησίασε και του έκανε νοήματα, κουνώντας τα χέρια της. Εκείνος δεν καταλάβαινε. Της έδειξε το πάτωμα, όπου πριν από λίγο ήταν ξαπλωμένος, κι έκανε μια ερωτηματική χειρονομία. Η γυναίκα μόρφασε προσπαθώντας να δείξει άγνοια.
Ο Τέρι συνοφρυώθηκε. Δεν ξέρει γιατί χάσαμε τις αισθήσεις μας; Δεν μας δηλητηρίασαν; Ή αυτή δεν γνωρίζει ότι μας δηλητηρίασαν;
Η γυναίκα τού έκανε νόημα να καθίσει. Του έκανε νόημα να πει και στη Βίλνα να καθίσει.
Ο Τέρι σήκωσε την κοκάλινη καρέκλα του από κάτω – η οποία είχε ανατραπεί όταν έχασε τις αισθήσεις του – και κάθισε.
«Βίλνα,» είπε στην πορφυρόδερμη πολεμίστρια, «δε νομίζω ότι το έκαναν επίτηδες. Κάθισε.»
«Μας δηλητηρίασαν, κύριε Ταγματάρχη!»
«Δε νομίζω ότι έριξαν κάτι στο φαγητό ή στο ποτό μας.»
«Τι έγινε, τότε;» Οι δύο ντόπιοι εξακολουθούσαν να έχουν τα ξίφη τους στραμμένα επάνω της – το ένα στο λαιμό της, το άλλο στην κοιλιά της – καθώς η πλάτη της ήταν κολλημένη στον τοίχο. Κανένα μέτρο εμπρός της ήταν πεσμένο το πιστόλι της, παρατήρησε ο Τέρι· πρέπει να είχε προσπαθήσει να το τραβήξει και να το στρέψει εναντίον τους, καθώς την ξυπνούσαν, ίσως.
«Δεν ξέρω τι έγινε. Μπορεί να μας πείραξε κάτι στο φαγητό τους. Κάτι στο οποίο δεν είμαστε συνηθισμένοι.»
«Κι αν κάνεις λάθος;»
«Τότε, ούτως ή άλλως, αιχμάλωτοί τους είμαστε. Κάθισε.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Βίλνα μετά από μια στιγμή σκέψης, και το σώμα της φάνηκε να χαλαρώνει έχοντας συνειδητοποιήσει ότι δεν υπήρχε λόγος για μάχη – ή πιθανότητα απόδρασης.
Ο Τέρι έκανε νόημα στους ντόπιους να πάρουν τα όπλα τους από πάνω της. Εκείνοι δεν κινήθηκαν, αλλά η γαλανόδερμη γυναίκα μίλησε στους άλλους και, τελικά, φάνηκαν να συμφωνούν. Κατέβασαν όλοι τα όπλα τους. Η Βίλνα απομακρύνθηκε από τον τοίχο και, χωρίς απότομες κινήσεις (δεν επιχείρησε να πάρει από κάτω το πιστόλι της), κάθισε στο τραπέζι.
Ο Τέρι κούνησε τον Ρίμναλ από τον ώμο, δυνατά, καθώς ήταν ο μόνος που ακόμα κοιμόταν. Εκείνος μούγκρισε και σήκωσε το κεφάλι του από το τραπέζι, μουδιασμένα.
«…Ταγματάρχη;»
«Μας πείραξε κάτι στο φαγητό τους. Έτσι νομίζω,» του είπε ο Τέρι.
Ο Ρίμναλ κοίταξε γύρω, τους συγκεντρωμένους ντόπιους. Το βλέμμα του σκλήρυνε, όπως πριν από μια μάχη.
«Υπομονή, για να ξεκαθαρίσουμε τι ακριβώς συνέβη,» του είπε ο Τέρι.
Ο Ρίμναλ δεν μίλησε.
Η γαλανόδερμη γυναίκα ήρθε να σταθεί αντίκρυ στον ταγματάρχη, και έκανε χειρονομίες, δείχνοντας τα φαγητά που τους είχαν φέρει, τα οποία ήταν ακόμα πάνω στο τραπέζι.
Με ρωτά τι μας πείραξε; Ο Τέρι αποκρίθηκε, επίσης με χειρονομίες, ότι δεν ήξερε.
Η γαλανόδερμη γυναίκα μίλησε με τους υπόλοιπους ανθρώπους της υπόγειας πόλης, ενώ ο Τέρι και οι στρατιώτες του περίμεναν, μην καταλαβαίνοντας λέξη απ’όσα λέγονταν.
«Δε μ’αρέσει αυτή η κατάσταση, κύριε Ταγματάρχη,» είπε ο Καλιόστρο. «Δε μπορούμε να συνεννοηθούμε.»
Τότε, κάποιοι άλλοι ακούστηκε να μπαίνουν στο δωμάτιο, και, γυρίζοντας, ο Τέρι τούς κοίταξε. Ήταν όλοι τους οπλισμένοι και ντυμένοι σαν πολεμιστές. Αρχηγός τους φαινόταν να είναι ένας πρασινόδερμος άντρας ο οποίος αμέσως απευθύνθηκε στη γαλανόδερμη γυναίκα. Αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες που ο Τέρι δε νόμιζε ότι ήταν και τόσο φιλικές, και μετά οι πολεμιστές του πρασινόδερμου άντρα πλησίασαν εκείνον και τους στρατιώτες του και τους άρπαξαν από τα ρούχα, τραβώντας τους για να σηκωθούν όρθιοι, ενώ συγχρόνως είχαν όπλα στραμμένα επάνω τους.
«Τι σκατά γίνεται μ’εσάς;» γρύλισε ο Ρίμναλ, κι έσπρωξε αυτόν που έκανε να τον τραβήξει, σωριάζοντάς τον στο δάπεδο.
«Όχι!» φώναξε ο Τέρι.
Μια γυναίκα κλότσησε τον Ρίμναλ πίσω από το γόνατο, κάνοντάς τον να παραπατήσει, κι ένας άλλος τον χτύπησε στο κεφάλι με τη λαβή του σπαθιού του, ρίχνοντάς τον αναίσθητο.
Την ίδια στιγμή, ο Τέρι είδε πως κάποιος γρονθοκοπούσε τη Βίλνα καταπρόσωπο, καθώς κι εκείνη προσπαθούσε ν’αντισταθεί. Αίμα τινάχτηκε από τη μύτη της, και την τράβηξαν βίαια έξω απ’το δωμάτιο.
Η γαλανόδερμη γυναίκα φώναζε, μοιάζοντας εξαγριωμένη. Πρέπει να τους ζητούσε να σταματήσουν, αλλά δεν την άκουγαν. Και ο πρασινόδερμος άντρας τη σημάδεψε ξαφνικά με το πιστόλι του, γκαρίζοντας.
Ο Τέρι δεν είδε περισσότερα, καθώς τον τράβηξαν έξω απ’το δωμάτιο μαζί με τον Καλιόστρο, ο οποίος δεν είχε φέρει αντίσταση.
«Τι έγινε τώρα, Ταγματάρχη;» ρώτησε καθώς τους έσπρωχναν μέσα στους διαδρόμους του στρατώνα. «Δε μπορούν να συμφωνήσουν ποιος να μας κρατήσει;»
Ο Τέρι δεν αποκρίθηκε. Είχε, όμως, την αίσθηση ότι ξαφνικά είχαν μπλέξει ακόμα πιο άσχημα απ’ό,τι ήταν ήδη μπλεγμένοι.
*
Τους έβγαλαν από τον στρατώνα, κι εκείνοι είδαν ότι στην όχθη της λίμνης τούς περίμενε μια κοκάλινη άμαξα φτιαγμένη σαν κλουβί. Δύο αραχνόμορφα πλάσματα την τραβούσαν, όπως αυτό που είχε αντικρίσει ο Τέρι πιο πριν, όταν είχαν πρωτομπεί στην πόλη.
Οι πολεμιστές του πρασινόδερμου άντρα έσπρωξαν τον Τέρι και τους στρατιώτες του προς μια ανοιχτή πόρτα της άμαξας. Τον Ρίμναλ ουσιαστικά τον τραβούσαν, καθώς ήταν αναίσθητος. Η Βίλνα παραπατούσε, ζαλισμένη.
Όταν τους έβαλαν στην άμαξα, έκλεισαν την πόρτα και την κλείδωσαν μ’ένα λουκέτο. Ο πρασινόδερμος άντρας ήρθε και στάθηκε απέξω, παρατηρώντας τους. Τα μαλλιά του ήταν κόκκινα και κοντά· τα μάτια του είχαν, επίσης, ένα κοκκινωπό χρώμα. Τα ρούχα του ήταν φαρδιά όπως και των άλλων στην υπόγεια πόλη, αλλά τους ώμους και την πάνω μεριά του στήθους του κάλυπτε ένα αργυρό τμήμα με λαξεύματα. Περισσότερο με αναγνωριστικό έμοιαζε παρά με μέρος πανοπλίας.
«Δεν είμαστε εχθροί,» του είπε ο Τέρι, υψώνοντας τα χέρια ανοιχτά εμπρός του.
Ο πρασινόδερμος δεν μίλησε. Πήρε τα μάτια του από πάνω τους κι έδωσε, φωναχτά, μια διαταγή. Ο οδηγός της άμαξας χτύπησε τα αραχνόμορφα πλάσματα με το μακρύ του μαστίγιο, και η άμαξα άρχισε να κινείται.
Ο Ρίμναλ μούγκρισε ξυπνώντας, καθώς κυλούσαν μέσα στους στενούς δρόμους της πόλης. «Τι… τι είν’αυτό;» έκρωξε, κοιτάζοντας τα κοκάλινα κάγκελα γύρω του.
«Μάλλον, δεν είναι όλοι το ίδιο φιλικοί σ’ετούτα τα μέρη,» του είπε ο Τέρι. «Κι αυτό σημαίνει – όχι άλλες ανοησίες. Δεν έπρεπε να τους είχες επιτεθεί!»
«Δεν επιτέθηκα σε κανέναν, Ταγματάρχη· απλά τον έσπρωξα επειδή πήγε να με τραβήξει. Αν του είχα επιτεθεί, θα ήταν νεκρός!» γρύλισε ο Ρίμναλ.
Ο Τέρι τον αγριοκοίταξε. «Δεν θα ξανακάνεις εχθρικές κινήσεις εναντίον τους. Με καταλαβαίνεις;» Και κοίταξε τη Βίλνα. «Ούτε εσύ. Είμαστε στο έλεός τους, κι επομένως πρέπει να βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε μαζί τους. Όχι τρόπο για να μας σκοτώσουν πιο γρήγορα απ’ό,τι ίσως να σχεδιάζουν.»
Κανένας από τους στρατιώτες του δεν μίλησε, κι όλοι απέφυγαν το βλέμμα του.
Ο Τέρι στράφηκε απ’την άλλη, αγγίζοντας τα κάγκελα της άμαξας και κοιτάζοντας έξω. Πολεμιστές τούς συνόδευαν, βαδίζοντας γύρω από το τροχοφόρο. Ο πρασινόδερμος άντρας ήταν μαζί τους.
Οι κάτοικοι της πόλης τούς ατένιζαν με περιέργεια από παράθυρα, πόρτες, και παράπλευρα σοκάκια. Στους δρόμους όπου κυλούσε η άμαξα δεν πλησίαζαν, και ο Τέρι δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν εκείνο που φοβόνταν: αυτόν και τους στρατιώτες του, φυλακισμένους σαν άγρια θηρία μέσα σε τούτο το κλουβί, ή τους πολεμιστές του πρασινόδερμου άντρα;
Η άμαξα έφτασε, τελικά, σ’ένα οικοδόμημα στα άκρα της πόλης. Ένα οικοδόμημα με μεταλλικά κάγκελα στα παράθυρά του. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι επρόκειτο για φυλακές.
Οι πολεμιστές του πρασινόδερμου άντρα τούς έβγαλαν απ’το κοκάλινο κλουβί τους, τους πήραν ό,τι όπλα είχαν επάνω τους, και τους οδήγησαν στο εσωτερικό του οικοδομήματος, που οι διάδρομοί του ήταν στενοί σαν λαγούμια. Τον καθένα τον πέταξαν σε διαφορετικό κελί, αλλά τουλάχιστον τα κελιά τους ήταν το ένα κοντά στο άλλο, και οι πόρτες τους έκλειναν με κιγκλιδώματα, οπότε μπορούσαν να κοιτάζονται. Το κελί του Τέρι είχε, επίσης, ένα μικρό καγκελωτό παράθυρο απ’το οποίο μπορούσε να βλέπει την πόλη.
Ο πρασινόδερμος άντρας και οι πολεμιστές του έφυγαν χωρίς να κάνουν καμία προσπάθεια να επικοινωνήσουν μαζί τους.
«Ορίστε!» φώναξε ο Ρίμναλ. «Τώρα είμαστε φυλακισμένοι κανονικά, γαμώ το κεφάλι του Κρόνου, γαμώ!»
«Δε μπορεί να μας κρατήσουν για πολύ εδώ,» είπε ο Τέρι, στεκόμενος πίσω από το κιγκλίδωμα της πόρτας του κελιού του. Δεν μπορούσε να δει τον Ρίμναλ γιατί δεν ήταν αντίκρυ του όπως η Βίλνα και ο Καλιόστρο· βρισκόταν στο κελί στ’αριστερά του.
«Γιατί όχι, Ταγματάρχη; Τι θα τους σταματήσει;»
«Το γεγονός ότι θα πρέπει να μας ταΐζουν, αν σκοπεύουν να μας έχουν ζωντανούς. Επομένως, ή θα προσπαθήσουν να επικοινωνήσουν μαζί μας, ή γρήγορα θα μας σκοτώσουν.»
«Αυτό,» είπε ο Καλιόστρο, «δεν με καθησυχάζει καθόλου, κύριε Ταγματάρχη…»
*
Τρεις ώρες πέρασαν. Ο Τέρι κοίταζε το ρολόι του, κι έτσι μπορούσε να παρακολουθεί τον χρόνο, αλλιώς δεν θα είχε κανέναν τρόπο για να ξέρει τι ώρα ήταν. Εδώ κάτω, σε τούτα τα υπόγεια, δεν υπήρχε ουρανός, δεν υπήρχε μέρα ή νύχτα. Ο χρόνος έμοιαζε στάσιμος.
Ακόμα, όμως, και κοιτάζοντας το ρολόι του, δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι έβλεπε τον σωστό χρόνο. Σ’αυτή η διάσταση, όπως κι αν ονομαζόταν, ο χρόνος πιθανώς να κυλούσε διαφορετικά απ’ό,τι στη Χάρνταβελ· επιπλέον, έστω κι αν ο χρόνος κυλούσε με τον ίδιο τρόπο (πράγμα σπάνιο, δύο διαστάσεις να είναι ομόχρονες, όπως θα έλεγε η Αρίνη), ίσως το ρολόι του να είχε αποσυντονιστεί εξαιτίας της μετάβασης από τη μία διάσταση στην άλλη.
Τίποτα, λοιπόν, δεν ήταν σίγουρο. Αλλά, τουλάχιστον, κοιτάζοντας το ρολόι, είχε ένα σημείο αναφοράς. Κι αυτό δεν ήταν ο χρόνος, σε τελική ανάλυση; Ένα σημείο αναφοράς. Δεν υπήρχε αντικειμενικός χρόνος, όπως του είχε πει πολλές φορές η Αρίνη· σε κάθε διάσταση κυλούσε και λίγο διαφορετικά – εκτός από τις σπάνιες περιπτώσεις που δύο διαστάσεις ήταν ομόχρονες.
Όπως και νάχε, του φαινόταν ότι περίμενε πολλή ώρα καθισμένος μέσα σε τούτο το κελί, όταν τελικά το κιγκλίδωμα της πόρτας άνοιξε και δύο ντόπιοι μπήκαν: ο πρασινόδερμος άντρας, και μια γυναίκα με δέρμα μοβ, η οποία φορούσε μακρύ μπεζ χιτώνα και έμοιαζε παράξενη στον Τέρι, βγαλμένη από όνειρο. Τα μαλλιά της έπεφταν ώς την πλάτη της, και ήταν μαύρα και σγουρά. Οι δύο μπροστινές τούφες ήταν πιασμένες πίσω απ’το κεφάλι της. Επάνω στον χιτώνα της υπήρχε ένα άνοιγμα στον αριστερό ώμο, αποκαλύπτοντας έναν κίτρινο λίθο ο οποίος ήταν, κάπως, προσαρτημένος στο μοβ δέρμα της.
Τι παράξενο… Ήταν κάποιου είδους κόσμημα;
Τα μαύρα μάτια της γυναίκας εστιάστηκαν στον Τέρι. Εκείνος σηκώθηκε όρθιος.
Ο πρασινόδερμος άντρας τράβηξε το πιστόλι του και τον σημάδεψε.
Ο Τέρι ύψωσε τα χέρια. «Δεν είμαι εχθρός σας,» είπε, όσο πιο ήπια μπορούσε.
Η γυναίκα τον πλησίασε, παρατηρώντας τον. Εκείνος πρόσεξε ότι ο κίτρινος λίθος στον ώμο της έβγαζε μια αχνή ακτινοβολία τώρα, σαν ομίχλη γύρω του. Η γυναίκα άπλωσε τα χέρια της και ακούμπησε τις παλάμες πάνω στο στέρνο του Τέρι. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της σφίχτηκαν.
Τι είναι; Μάγισσα;
Ο Τέρι αισθάνθηκε μια ξαφνική παρόρμηση να τη σπρώξει, να την απομακρύνει· γιατί, αν ήταν μάγισσα, σίγουρα δεν είχε καμία σχέση με τα μαγικά τάγματα του Γνωστού Σύμπαντος. Έμεινε ακίνητος, όμως, διώχνοντας την παρόρμηση απ’το μυαλό του. Μη θέλοντας να προκαλέσει τον πρασινόδερμο άντρα, ο οποίος εξακολουθούσε να τον σημαδεύει με το πιστόλι του.
Η γυναίκα πήρε, τελικά, τα χέρια της από τον Τέρι και στράφηκε στον σύντροφό της, μιλώντας του στη γλώσσα τους. Εκείνος άκουγε χωρίς να μιλά, έχοντας τώρα κατεβάσει το όπλο του. Μετά, είπε μερικές λέξεις, και η γυναίκα στράφηκε στον Τέρι. Του έδειξε τον εαυτό της και πρόφερε αργά: «Χονρέπα. Χον ρΕ πα.» Έδειξε τον ταγματάρχη και έκανε μια ερωτηματική χειρονομία.
Το όνομά της, σκέφτηκε εκείνος. Χονρέπα. Ο Τέρι έδειξε τον εαυτό του και είπε: «Τέρι Κάρμεθ.»
Το μάθημα της γλώσσας του υπόγειου λαού δεν τελείωσε εκεί. Για ώρες ολόκληρες – σύμφωνα με το ρολόι του – του μιλούσε η γυναίκα με το μοβ δέρμα που πιθανώς να ήταν μάγισσα. Και από έναν σάκο που κουβαλούσε έβγαλε μερικές κοκάλινες πλάκες με αντικείμενα λαξεμένα επάνω, για να τη βοηθήσουν στο μάθημα. Του τα έδειχνε και του έλεγε τα ονόματά τους.
Στο τέλος, ο Τέρι άρχισε να καταλαβαίνει – πολύ γενικά· αλλά ήταν αρκετό για να του πει η Χονρέπα ότι κανένας δεν τους είχε δηλητηριάσει. Και τον ρώτησε τι να τους έφερναν για φαγητό· αυτό που τους είχαν φέρει ήταν προφανές ότι τους είχε πειράξει για κάποιον λόγο. Ο Τέρι δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τα φαγητά που του είχε δείξει επάνω στις κοκάλινες πλάκες δεν του θύμιζαν τίποτα που ήξερε. Εκτός από το ψωμί (ψωμί πρέπει να ήταν αυτό, σωστά;) – έτσι, το ψωμί τής έδειξε. Και το ποτήρι με το νερό. (Ήταν το μόνο ποτήρι που ήταν λαξεμένο απλά· τα άλλα είχαν κουκίδες μέσα, ή γραμμές, ή σύμβολα, όπως αστεράκια ή κύκλους, για να δείχνουν διάφορα ποτά.)
Η γυναίκα μίλησε στον πρασινόδερμο άντρα, που ονομαζόταν Νάρκλοομ. Εκείνος ένευσε και, βγαίνοντας από το κελί, έδωσε διαταγές σε κάποιους φρουρούς στον διάδρομο.
Το μεσημέρι το πέρασαν στο πανδοχείο, στην Ταρκάβια.
«Κατά τα άλλα είσαι καλά;» ρώτησε η Μάρθα των Γεράρδο, καθώς βρίσκονταν στο μικρό δωμάτιο που είχαν κλείσει, το οποίο είχε μόλις και μετά βίας τα απαραίτητα για να κοιμηθούν δύο άνθρωποι και να κάνουν τις καθημερινές τους ανάγκες – οι οποίες, για τους Ταρκάβιους, μάλλον δεν συμπεριλάμβαναν το πλύσιμο ολόκληρου του σώματος.
«Γιατί να μην είμαι;» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Είμαι απλώς λιγάκι αποπροσανατολισμένος απ’όλ’αυτά… Είναι… παράξενα. Παρότι ήμουν ιερέας εδώ, στη Χάρνταβελ, είναι παράξενα. Τώρα, είναι σαν ξαφνικά να έχω συνειδητοποιήσει ότι είμαι, συγχρόνως, κάτι διαφορετικό αλλά και παραπάνω από τους ιερείς. Δεν έχω τη δύναμη και την οργή του Θηρίου – το ξέρω πως δεν την έχω, ούτε μπορώ με κάποιον τρόπο να την επικαλεστώ – όμως βρίσκομαι σε πολύ πιο άμεση επαφή με τη διάσταση της Χάρνταβελ. Δεν χρειάζεται να αποκωδικοποιήσω σημάδια για να γνωρίσω τη θέληση του Θεού· τη γνωρίζω άμεσα, και πολύ πιο συγκεκριμένα.»
Τα λόγια του είχαν κάτι το υπνωτικό καθώς μιλούσε καθισμένος επάνω στο κρεβάτι του, παρατήρησε η Μάρθα, η οποία ήταν μισοξαπλωμένη στο δικό της κρεβάτι, παραδίπλα. Της έδιναν την εντύπωση πως ακούγονταν με τον πιο φυσικό τρόπο που ήταν δυνατόν να ακουστούν, πως αν η ίδια η Φύση είχε αποφασίσει να μιλήσει δεν θα μπορούσε να το είχε κάνει καλύτερα.
Βλεφάρισε, παραξενεμένη. Και αναρωτήθηκε: Μήπως αυτό είναι ένα από τα πράγματα για τα οποία με προειδοποίησε ο Γεράρδος προτού φύγουμε από την Απολλώνια; Μήπως είναι ένα κακό σημάδι;
«Γιατί με κοιτάς έτσι;» τη ρώτησε.
«Επειδή δεν ξέρω αν θα έπρεπε να τρομάξω ή όχι.»
Ο Γεράρδος συνοφρυώθηκε.
Η Μάρθα, όπως πάντοτε ειλικρινής μαζί του, του εξήγησε τι είχε περάσει απ’το μυαλό της.
Το βλέμμα του έγινε προβληματισμένο. «Δεν αισθάνομαι το Θηρίο μέσα μου,» είπε μετά από μερικές στιγμές σιγής. «Αλλά, για καλό και για κακό,» πρόσθεσε, «να με προσέχεις όπως σου είχα ζητήσει. Δε βλάπτει.»
Δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του, μ’αυτά τα καινούργια πράγματα που είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται. Δε νόμιζε ότι μπορεί να ήταν επικίνδυνος, όπως όταν είχε το Θηρίο εντός του, αλλά και πάλι… Ίσως να τους βάλω σε κίνδυνο άθελά μου.
Όταν κοιμήθηκε, αυτή τη φορά δεν είδε όνειρα. Ούτε διαισθάνθηκε ότι κάτι άλλο άσχημο είχε συμβεί στη διάσταση.
Προτού βγουν από το δωμάτιό τους, το απόγευμα, η Μάρθα τον ρώτησε: «Από τότε που κατάλαβες ότι αυτή η άλλη διάσταση μπήκε μέσα στη Χάρνταβελ σε ορισμένα σημεία, ξανασυνέβη αυτό;»
Ο Γεράρδος βλεφάρισε, προς στιγμή μπερδεμένος.
«Εννοώ,» διευκρίνισε η Μάρθα, «αν η άλλη διάσταση μπήκε σε ακόμα περισσότερα σημεία της Χάρνταβελ όσο κοιμόμασταν.»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι. «Μάλλον όχι. Αν είχε γίνει θα το ήξερα.»
Συνάντησαν τον Σέλιρ’χοκ και την Άνμα’ταρ στην τραπεζαρία του πανδοχείου και, χωρίς καθυστέρηση, έφυγαν από την πόλη της Ταρκάβιας. Καθώς οδοιπορούσαν προς τα εκεί όπου είχαν αφήσει το όχημά τους, ο Σέλιρ έκανε στον Γεράρδο την ίδια ερώτηση που του είχε κάνει η Μάρθα, και έλαβε, φυσικά, την ίδια απάντηση.
«Προς τα πού θα κατευθυνθούμε;» ρώτησε η Άνμα’ταρ, όταν είχαν φτάσει στον Κροκόδειλο κι εκείνη είχε καθίσει στην ειδική θέση του ενεργειακού κέντρου χωρίς νάχει ακόμα υφάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως.
«Νοτιοδυτικά,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Είναι η κοντινότερη εισβολή που μπορώ να αισθανθώ, νομίζω.» Ένιωθε τα ανοίγματα που είχαν γίνει στη Χάρνταβελ σαν μαγνήτες που προσπαθούσαν να τραβήξουν την ψυχή του προς διάφορες κατευθύνσεις συγχρόνως.
«Πόσο κοντά;» θέλησε να μάθει η Μάρθα, που καθόταν στο τιμόνι, δίπλα του.
«Δε μπορώ να σου απαντήσω με συμβατικές μονάδες μέτρησης. Είναι, πάντως, πιο κοντά από άλλες.»
Η Άνμα’ταρ χρησιμοποίησε τη Μαγγανεία Κινήσεως, ελέγχοντας την ενεργειακή ροή του περίπλοκου μεταβαλλόμενου οχήματος, και η Μάρθα έβαλε μπροστά τη μηχανή του και, στρίβοντας το τιμόνι, ξεκίνησε για τα νοτιοδυτικά.
Καθώς οδηγούσε, ο Γεράρδος τής έδινε οδηγίες: Όχι από εδώ· από εκεί, από αυτό τον χωματόδρομο. — Βγες από τον δρόμο, πέρνα μέσα από το δάσος, ανάμεσα από τούτα τα κτήματα. — Ανέβα στον λόφο· μην πας από πλάι του, έχει στάσιμα νερά.
«Συνέχεια από κάτι σκατοπεριοχές μάς πηγαίνεις!» μούγκρισε η Μάρθα σε κάποια στιγμή, όταν ο ήλιος πλησίαζε στη δύση.
«Φτάνουμε,» είπε ο Γεράρδος. «Δεν είμαστε μακριά.»
Η Μάρθα αναστέναξε. «Δεν υπάρχει ούτε ένας δρόμος της προκοπής εδώ… Όχι πως γενικά υπάρχουν δρόμοι της προκοπής σε τούτη την κωλοδιάσταση!»
Ο Κροκόδειλος, πάντως, φαινόταν ν’αντέχει τις κακοτοπιές. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά, όπως πάντα, γινόταν ένα μ’αυτές: ο Γεράρδος είδε δυο φορές βοσκούς να μην τους δίνουν καμία απολύτως σημασία. Βρίσκονταν, βέβαια, σε μια κάποια απόσταση, μα όχι τόσο μεγάλη ώστε να δικαιολογεί να μην προσέξουν ένα όχημα σαν τον Κροκόδειλο… αν αυτό, φυσικά, δεν είχε την ιδιότητα να παίρνει τα χρώματα του περιβάλλοντος.
Όταν πια είχε σκοτεινιάσει, έφτασαν κοντά σ’έναν λόφο, και καθώς οι προβολείς τους τον φώτιζαν είδαν ότι ήταν σπασμένος με τρόπο που θα μπορούσε κάνεις μόνο να χαρακτηρίσει περίεργο, και μέσα από το σπάσιμό του έβγαιναν πελώριοι ξεροί βράχοι, χωρίς την παραμικρή βλάστηση επάνω τους.
«Εδώ είμαστε,» είπε ο Γεράρδος.
«Φαίνεται,» είπε η Μάρθα, που είχε ήδη σταματήσει το όχημά τους. «Δε μοιάζει, όμως, με άνοιγμα προς άλλη διάσταση· δεν μπορείς να περάσεις από εδώ για να πας πουθενά.»
«Κι όμως, άνοιγμα είναι,» είπε ο Σέλιρ’χοκ πίσω τους. «Η άλλη διάσταση έχει μπει μέσα σε τούτη. Μπορεί το συγκεκριμένο σημείο σύνδεσης απλώς να είναι υπόγειο στην άλλη διάσταση, ή στο εσωτερικό κάποιου βουνού.»
«Γι’αυτό βλέπουμε μόνο πέτρες…» μουρμούρισε η Μάρθα σαν να μονολογούσε.
«Ναι,» είπε ο Σέλιρ’χοκ.
Ο Γεράρδος άνοιξε την πόρτα πλάι του και βγήκε, βαδίζοντας προς τους πελώριους βράχους που είχαν εισβάλει στη Χάρνταβελ. Τους αισθανόταν σαν ξένα τμήματα που είχαν μπει μέσα σε οικεία σάρκα: ένα ξένο σώμα που είχε εισχωρήσει μέσα σ’ένα σώμα πολύ, πολύ γνώριμό του – προέκταση του δικού του σώματος.
Πηγαίνοντας κοντά, άπλωσε το χέρι του και άγγιξε τους βράχους, άφησε την παλάμη του και τα δάχτυλά του να τριφτούν επάνω στη σκληρή, τραχιά επιφάνειά τους… και ένιωσε πως ήταν νεκροί. Νεκροί όπως το χώμα εκείνου του χωραφιού. Σαν κάτι να είχε ρουφήξει τελείως κάθε ίχνος ζωής από μέσα τους.
Κλότσησε έναν, δύο φορές, με το μποτοφορεμένο πόδι του, και πέτρινα θραύσματα πετάχτηκαν. Πολύ εύκολα. Κανονικά, ένας τόσο μεγάλος βράχος δεν θα έπρεπε να μπορεί να σπάσει τόσο εύκολα…
Νεκρός. Τελείως νεκρός.
Στράφηκε πίσω του, και είδε ότι οι σύντροφοί του στέκονταν εκεί. Ο Σέλιρ’χοκ μουρμούριζε κάποιο ξόρκι, με τα μάτια μισόκλειστα. Η Άνμα’ταρ και η Μάρθα κρατούσαν φακούς και φώτιζαν· τους προβολείς του οχήματός τους τους είχαν σβήσει, μάλλον για λόγους ασφάλειας.
«Ένας φυσιολογικός βράχος δεν θα είχε σπάσει έτσι,» τους είπε ο Γεράρδος, δείχνοντας το σημείο που είχε κλοτσήσει. «Είναι νεκρός, όπως τα άγονα χωράφια. Το ίδιο πράγμα ακριβώς τον έχει επηρεάσει, νομίζω: το ίδιο πράγμα που έχει επηρεάσει κι εκείνα.»
«Πολύ τολμηρή διαπίστωση αυτή…»
Κανένας από τους συντρόφους του Γεράρδου δεν είχε μιλήσει. Η φωνή είχε έρθει από δίπλα – και ήταν, για κάποιον λόγο, γνώριμη.
Ο Γεράρδος στράφηκε και είδε πως από το πλάι του λόφου, από εκεί όπου εκείνος και η ομάδα του δεν μπορούσαν να κοιτάξουν, είχαν έρθει έξι σκιερές μορφές. Οι δύο κρατούσαν δαυλούς που το φως τους αντανακλούσε επάνω σε πέντε κλειστά σιδερένια κράνη.
Ιεροί Φρουροί.
Και ανάμεσά τους, αναμενόμενα, ένας ιερέας. Ο άντρας που είχε μιλήσει. Πορφυρόδερμος. Μαύρα μαλλιά, σγουρά, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν σε σημεία. Μούσια.
Ο Γεράρδος τον αναγνώριζε.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
—Δεν θα κρίνεις εσύ τον Θεό!
φωνάζει ο Έδουος, δείχνοντάς τον. Πίσω από τον Έδουο στέκονται τέσσερις Ιεροί Φρουροί, δύο με καραμπίνες υψωμένες, δύο με τα ξίφη τους γυμνά στα χέρια τους, ν’αντανακλούν το κόκκινο φως του Κακού Οφθαλμού, ο οποίος, παραδόξως (αλλά αναμενόμενα, ίσως, μια τέτοια νύχτα), φαίνεται πιο καθαρά από τον Αργυρό Θείο Οφθαλμό, που είναι μισοκρυμμένος από πυκνά νυχτερινά σύννεφα.
—Δεν θα κρίνεις εσύ τον Θεό, Γεράρδε!
—Αν ήταν μαζί μου, δεν θα με είχε αφήσει να το κάνω αυτό!
φωνάζει ο ιερέας που έχει αποφασίσει να φύγει, να εγκαταλείψει τη διάσταση, ακόμα κι αν ένα τέτοιο ταξίδι θα φέρει τον θάνατό του. Από μια μεριά, θέλει να πεθάνει· πιστεύει ότι του αξίζει. Πιστεύει ότι αυτό είναι το σωστό: να πάει να συναντήσει εκείνη, όπου κι αν βρίσκεται.
—Η θυσία ήταν απαραίτητη, ανόητε! Το Θηρίο σου τη ζητούσε, δεν τη ζητούσε; Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Τώρα σταμάτα να τρέχεις κι επίστρεψε εκεί όπου ανήκεις! Μην ξεχνάς τη θέση σου, Γεράρδε! Η θέση σου είναι μαζί μας· είναι με τον Θεό· είναι στη Χάρνταβελ! Αλλού, θα πεθάνεις· το ξέρεις αυτό.
—Ας είναι, τότε! Ας πεθάνω! Τελείωσα μαζί σας – και τελείωσα με τον Θεό.
Ο ιερέας τούς γυρίζει την πλάτη και βαδίζει μέσα στη νύχτα, καθώς βρίσκονται σε μια μικρή πεδιάδα πλαισιωμένη από δάση και λόφους, όχι πολύ μακριά από τη διαστασιακή δίοδο προς Φεηνάρκια.
—Δεν μπορώ να σ’αφήσω να φύγεις!
φωνάζει ο Έδουος πίσω από τον ιερέα,
—Αυτή είναι η προσταγή του Ύπατου, κι αυτό είναι το θέλημα του Θεού!
Ο ιερέας αισθάνεται το Θηρίο να ξυπνά εντός του – και, σαν απάντηση, διαισθάνεται πίσω του και το Θηρίο του Έδουου να ξυπνά.
—Σταματήστε με, τότε,
λέει ο ιερέας. Μια γαλήνη έχει απλωθεί μέσα του, πιο επικίνδυνη από την πιο δυνατή οργή.
Οι καραμπίνες πυροβολούν.
Ο ιερέας τινάζεται ενώ ένας βρυχηθμός βγαίνει από το στήθος του. Αποφεύγει την ξαφνική λάμψη μιας μακριάς λεπίδας, σωριάζει κάτω τον χειριστή της, τον πατά στην κοιλιά, συνθλίβοντας τα εντόσθιά του, κάνοντας μαύρο αίμα να πεταχτεί σαν πίδακας από το στόμα και τη μύτη του.
Τραβά το δικό του ξίφος και το πιστόλι του.
Μακελειό αρχινά κάτω από το βλέμμα του Κακού Οφθαλμού. Απόμακρα, τα ουρλιαχτά ουγκράβων αντηχούν. Τα πάντα φαντάζουν κόκκινα…
…όπως θα είναι, κάποτε, και στο Πορφυρό Κενό. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
«Ποιοι είστε, και ποια η δουλειά σας εδώ;»
Ο Έδουος δεν πρέπει να είχε αναγνωρίσει τον Γεράρδο μέσα στη νύχτα· το φως από τους φακούς της Μάρθας και της Άνμα’ταρ δεν τον φώτιζε.
Κανένας δεν προθυμοποιήθηκε να δώσει απάντηση στον ιερέα. Περιμένουν εμένα να του μιλήσω, συνειδητοποίησε ο Γεράρδος. Και είπε: «Ταξιδιώτες είμαστε. Είδαμε αυτό,» έδειξε τους μεγάλους βράχους πλάι του, «και ήρθαμε.»
Ο Έδουος πλησίασε, μαζί με τους πέντε Ιερούς Φρουρούς του. «Είστε της Παντοκράτειρας;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, «δεν είμαστε της Παντοκράτειρας.»
Ο Έδουος συνοφρυώθηκε, σαν τώρα να αναγνώριζε κάτι επάνω στον συνομιλητή του. «Δεν μπορεί…» είπε. Και πρόσταξε: «Έλα πιο κοντά μου!»
Η φωνή του ήταν η φωνή των ιερέων, η Φωνή του Θεού· ένας οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος θα αισθανόταν μια ακατανίκητη παρόρμηση να πλησιάσει τον Έδουο. Αλλά ο Γεράρδος δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος. Κάποτε ήταν ιερέας, και τώρα ήταν κάτι περισσότερο. Δεν αισθάνθηκε καμία παρόρμηση να πλησιάσει τον Έδουο· το μόνο που ένιωσε ήταν ένα ψυχικό κύμα να περνά από γύρω του σαν ξαφνικός άνεμος και να φεύγει, αφήνοντάς τον πλήρως ανεπηρέαστο.
Χωρίς να κινηθεί από τη θέση του, είπε: «Νομίζεις ότι με αναγνωρίζεις, Έδουε;»
Τα μάτια του Έδουου στραφτάλισαν με τρόπο που αποκάλυπτε αμέσως στον Γεράρδο ότι το Εσώτερο Θηρίο είχε ξυπνήσει μέσα στον ιερέα.
«Ποιος είσαι; Δε μπορεί να είσαι αυτός που φαίνεσαι! Ο Γεράρδος είναι νεκρός.»
«Δεν είμαι νεκρός.» Δεν δίστασε να φανερώσει την ταυτότητά του γιατί γνώριζε πως, αργά ή γρήγορα, θα αναγκαζόταν να το κάνει. Δε μπορούσε για πάντα να κρύβεται από τους ιερείς. Εξάλλου, ήταν κι αυτοί μέρος της Επανάστασης, παρότι δεν δέχονταν να έχουν πολλές επαφές με τον Πρίγκιπα.
«Αδύνατον!» φώναξε ο Έδουος. «Αυτός που ισχυρίζεσαι πως είσαι ήταν ιερέας που εγκατέλειψε τη Χάρνταβελ – άρα είναι νεκρός.»
«Δε σου μοιάζω με τον Γεράρδο; Η όψη μου δεν είναι σαν την όψη του Γεράρδου; Η φωνή μου δεν είναι σαν τη φωνή του Γερ–;»
«Ο Γεράρδος είναι νεκρός!»
«Τότε μιλάς σ’έναν νεκρό,» είπε σταθερά, επίμονα, ο Γεράρδος.
Ο Έδουος τον έδειξε με το χέρι του, όπως τον είχε δείξει πριν από τόσο καιρό. «Το ψέμα σου θα φανερωθεί, ψεύτη! Όλα τα ψέματα φανερώνονται ενώπιόν Του!
»Πες μου: τι σου συνέβη όταν έφυγες από τη Χάρνταβελ;» Η πρόκληση ήταν έκδηλη στη φωνή του· δεν πίστευε πραγματικά ότι ο «ψεύτης» θα μπορούσε να του δώσει απάντηση. Δεν πίστευε ότι θα γνώριζε για το Εσώτερο Θηρίο.
Ο Γεράρδος είπε: «Το Εσώτερο Θηρίο προσπάθησε να με σκοτώσει, αλλά το αντιμετώπισα και το σκότωσα εγώ· και τώρα είμαι ελεύθερος από αυτό–»
«ΨΕΜΑΤΑ!» ούρλιαξε ο Έδουος. Και προς τους Ιερούς Φρουρούς: «Συλλάβετέ τους και τους τέσσερις!»
Δύο από τους Φρουρούς έκαναν να υψώσουν τις καραμπίνες που κρέμονταν από τις ζώνες τους· οι άλλοι τρεις τράβηξαν τα μεγάλα σπαθιά από την πλάτη τους.
*
Η Άνμα’ταρ είχε ήδη τραβήξει το πιστόλι της και πυροβόλησε την καραμπίνα του ενός Φρουρού, τινάζοντάς την από τα χέρια του.
Η Μάρθα πυροβόλησε επίσης με το πιστόλι της, αλλά δεν είχε τόσο καλό σημάδι όσο η Δράκαινα· χτύπησε τον άλλο Φρουρό με την καραμπίνα στον ώμο, σωριάζοντάς τον καθώς μια κραυγή ανάμικτης οργής και πόνου έβγαινε από το κλειστό σιδερένιο κράνος του.
Οι υπόλοιποι Ιεροί Φρουροί ήρθαν γρήγορα κοντά στους τέσσερις επαναστάτες, με τα ξίφη τους υψωμένα.
«Περιμένετε, ανόητοι!» φώναξε ο Γεράρδος. «Δεν είμαστε εχθροί σας!» Απέφυγε μια λεπίδα που ερχόταν προς το κεφάλι του, και τραβώντας το δικό του σπαθί από τη ζώνη του, σπάθισε τον αντίμαχό του στα πόδια και τον έριξε στη γη. «Είμαστε με την Επανάσταση! Είμαστε εδώ για να σας βοηθήσουμε!»
«Τα λόγια ενός ψεύτη!» γρύλισε ο Έδουος, και χίμησε σαν άγριο θηρίο, με ταχύτητα απίστευτη για άνθρωπο…
…ενώ ο Σέλιρ’χοκ απέκρουε το ξίφος ενός Φρουρού με το μακρύ ραβδί του, και η Άνμα’ταρ πυροβολούσε τον Φρουρό στον μηρό, κάνοντάς τον να πέσει γρυλίζοντας.
Ο τελευταίος σπαθοφόρος Φρουρός ήρθε καταπάνω στη Μάρθα, προτού εκείνη προλάβει να στρέψει το πιστόλι της προς το μέρος του. Η λεπίδα του τη βρήκε στον βραχίονα του χεριού που κρατούσε το πυροβόλο όπλο, σπρώχνοντάς την με μεγάλη δύναμη, καθώς τα ρούχα και η σάρκα της σκίζονταν. Αίμα πιτσίλησε το πρόσωπό της, ενώ έχανε την ισορροπία της, και το πιστόλι έφευγε από τη γροθιά της.
Ο Έδουος είχε, μ’ένα και μόνο υπεράνθρωπο άλμα, φτάσει τον Γεράρδο. Τα χέρια του έρχονταν σαν θανατηφόρα όπλα: και ο Γεράρδος γνώριζε πως τέτοια ήταν, τώρα που το Θηρίο είχε ξυπνήσει μέσα στον ιερέα.
Σε μια απελπισμένη προσπάθεια ν’απομακρίνει τον Έδουο, έτεινε τη λεπίδα του ξίφους του. Κανονικά, ο ιερέας έπρεπε, από τη φόρα και μόνο, να πέσει πάνω στην αιχμή και να καρφωθεί από μόνος του· αλλά εκείνος απλώς αναγκάστηκε να κάνει στο πλάι, με αποτέλεσμα να χάσει μεγάλο μέρος της ορμής του και το σημάδι του να χαλάσει. Η γροθιά του βρήκε στον Γεράρδο στο μέτωπο. Εκείνος, νιώθοντας σαν κοτρόνα να τον είχε χτυπήσει, παραπάτησε προς τα πίσω. Άφησε το σπαθί του να πέσει και τράβηξε το πιστόλι του–
Ο Έδουος τον χτύπησε πάλι, στο στήθος τώρα, και ο Γεράρδος σωριάστηκε, ενώ το χέρι του έσφιγγε γερά τη λαβή του πιστολιού του.
Η Μάρθα, αντιθέτως, είχε χάσει το πιστόλι της, κι αισθανόταν ολόκληρο το δεξί χέρι της μουδιασμένο από τη δυνατή σπαθιά. Ο Ιερός Φρουρός ήταν τώρα από πάνω της, και δεν έμοιαζε πρόθυμος ούτε να της δείξει έλεος ούτε να της ζητήσει να παραδοθεί. Μετά από την αντίσταση που είχε φέρει η ομάδα του Γεράρδου, οι Ιεροί Φρουροί και ο ιερέας πρέπει να είχαν, συλλογικά και σιωπηλά, αποφασίσει να μην τους συλλάβουν αλλά να τους σκοτώσουν, σαν να ήταν κάτι το αυτονόητο.
Το σπαθί του Φρουρού γυάλισε κόκκινο και ασημί στο φως των φεγγαριών της Χάρνταβελ, καθώς ο χειριστής του το ύψωνε πάνω από την πεσμένη Μάρθα, πατώντας με το ένα πόδι, επώδυνα, στον γοφό της.
Η Μάρθα σήκωσε το γόνατό της, προσπαθώντας απεγνωσμένα να φτάσει εγκαίρως το ξιφίδιο στη μπότα της.
Η άκρη του ραβδιού του Σέλιρ’χοκ χτύπησε, απρόσμενα, καταπρόσωπο τον Ιερό Φρουρό, επάνω στο κλειστό κράνος του. Ένα δυνατό ντοοονγκ! ακούστηκε, και μια φωνή, καθώς ο Φρουρός παραπατούσε. Η Μάρθα, ελεύθερη από το πόδι του τώρα, σηκώθηκε αμέσως όρθια, γρυλίζοντας «Γαμημένε πούστη!» πιάνοντας το πιστόλι της από κάτω, και πυροβολώντας τον Φρουρό τρεις φορές στο στήθος.
Ο Γεράρδος, καθώς βρισκόταν κάτω, με την αναπνοή του κομμένη από το χτύπημα στο στήθος, έστρεψε το δικό του πιστόλι προς τον Έδουο. Ο ιερέας τού πάτησε το χέρι, κολλώντας το στη γη· το όπλο πυροβόλησε πετυχαίνοντας μόνο τον αέρα· ο Γεράρδος αισθάνθηκε τα κόκαλά του να τρίζουν. Τα μάτια του Έδουου ήταν καρφωμένα επάνω του, και μέσα τους φαινόταν η ατέρμονη δαιμονική οργή του Εσώτερου Θηρίου.
Πυροβολισμοί, ο ένας κατόπιν του άλλου.
Ο ιερέας παραπάτησε, χτυπημένος, ελευθερώνοντας το χέρι του Γεράρδου. Δεν έπεσε, όμως· η αντοχή του ήταν υπεράνθρωπη.
Η Άνμα’ταρ τον είχε πυροβολήσει, και πλησίαζε με το πιστόλι της υψωμένο.
«Άνμα, πίσω σου!» φώναξε ο Γεράρδος.
Η μάγισσα στράφηκε ενώ συγχρόνως – ειδικά εκπαιδευμένη για μάχη και εξωφρενικούς κινδύνους – έβαζε το σώμα της σε ενστικτώδη κίνηση.
Ο Ιερός Φρουρός που του είχε πυροβολήσει την καραμπίνα, πετώντας την από τα χέρια του, κρατούσε μια καραμπίνα και πάλι (τη δική του ή ίσως κάποιου πεσμένου συμπολεμιστή του) και σημάδευε την Άνμα’ταρ.
Πυροβόλησε–
–και αστόχησε, εξαιτίας της ξαφνικής κίνησης της μάγισσας.
Η οποία έστρεψε το πιστόλι της καταπάνω του και πάτησε τη σκανδάλη. Ο Ιερός Φρουρός σωριάστηκε, κραυγάζοντας.
Ο Έδουος είχε πάρει κάποια απόσταση, τραυματισμένος αλλά ακόμα όρθιος. Ο Γεράρδος ήξερε ότι το Θηρίο του ιερέα δεν θα τον άφηνε εύκολα να πέσει, προσφέροντάς του απίστευτη δύναμη.
«Έδουε!» φώναξε ο Γεράρδος καθώς προσπαθούσε να ορθωθεί και είχε καταφέρει να σηκωθεί στο ένα γόνατο. «Έδουε!…» Η φωνή του έβγαινε με δυσκολία ύστερα από εκείνο το χτύπημα στο στήθος. «Δεν – είμαστε εχθροί…»
«Δεν είσαι ο Γεράρδος!» γρύλισε ο Έδουος και, στρεφόμενος, έτρεξε μέσα στη νύχτα, με ταχύτητα υπερφυσική για έναν κανονικό άνθρωπο: πόσω μάλλον για έναν τραυματισμένο κανονικό άνθρωπο.
Ο Γεράρδος άκουσε πυροβολισμούς, και είδε τη Μάρθα να σκοτώνει με το πιστόλι της έναν από τους πεσμένους Ιερούς Φρουρούς.
«Όχι!» της φώναξε.
«Άι γαμήσου!» αποκρίθηκε εκείνη, και πυροβόλησε τον Φρουρό που ο Γεράρδος είχε σπαθίσει στα πόδια και που τώρα έκανε να σηκωθεί. Οι σφαίρες της τον βρήκαν στο κεφάλι (αντηχώντας πάνω στο κράνος του) και στο στήθος, και ο γεμιστήρας του πιστολιού της τελείωσε – κλικ κλικ κλικ, ακούστηκε καθώς εκείνη συνέχιζε να πατά τη σκανδάλη. Στράφηκε και πήγε προς το σταματημένο όχημά τους, για να πάρει καινούργιο γεμιστήρα.
Η Άνμα’ταρ κοίταξε τους πεσμένους πολεμιστές ολόγυρα. Κανένας δεν φαινόταν να σαλεύει, και μονάχα ένας είχε πιθανότητες να είναι ακόμα ζωντανός: αυτός που η Μάρθα είχε, στην αρχή, πυροβολήσει στον ώμο. Η Άνμα, όμως, δεν τον έβλεπε να κινείται, έτσι υπέθεσε ότι πρέπει να είχε χάσει τις αισθήσεις του.
Ο Γεράρδος κοίταζε προς τη μεριά όπου είχε τρέξει ο Έδουος και είχε χαθεί μες στο σκοτάδι. Ο Σέλιρ’χοκ πλησιάζοντάς τον είπε: «Καλύτερα να φεύγουμε από δω, Καπετάνιε.»
Ο Γεράρδος τον ατένισε παραξενεμένος. «Δε θες να εξετάσεις αυτό;» Έδειξε τους εξωδιαστασιακούς βράχους που είχαν εισβάλει στην πραγματικότητα της Χάρνταβελ.
«Δεν έχει τίποτα να εξετάσω. Είναι αυτό που–»
«Πάμε να πιάσουμε αυτόν τον γαμιόλη! Πάμε ξοπίσω του!» Η Μάρθα είχε βγει από τον Κροκόδειλο με το τουφέκι της στα χέρια και το πιστόλι της στη μέση.
«Ηρέμησε!» της είπε ο Γεράρδος, θυμωμένος μαζί της. «Και μην κάνεις ό,τι μαλακία σού κατέβει! Αυτοί δεν είναι εχθροί μας–»
«Αν δεν είναι εχθροί μας, τότε προσπαθούν πραγματικά να μας μπερδέψουν! –Πάμε! Με τ’όχημα θα τον προλάβουμε τον πούστη! Παραλίγο να σε σκοτώσει!»
«Δεν ήρθαμε εδώ για να σκοτώσουμε ιερείς!» Ο Γεράρδος άρπαξε το τουφέκι της κι έκανε να το τραβήξει απ’τα χέρια της· εκείνη αντιστάθηκε, μην αφήνοντάς τον. «Ο Έδουος ταράχτηκε που με είδε–»
«Ελπίζω να μην έχουν όλοι τους την ίδια αντίδραση· γιατί, αν την έχουν, τότε–»
«Καλό θα ήταν να τον προλάβουμε,» είπε, απροειδοποίητα, ο Σέλιρ’χοκ, «αν μη τι άλλο για να τον λογικέψεις, Καπετάνιε. Θέλεις να στρέψει όλους τους ιερείς εναντίον μας;»
Ο Γεράρδος καταράστηκε κάτω από τη λαχανιασμένη ανάσα του, και άφησε το τουφέκι της Μάρθας. Ο Σέλιρ μιλούσε λογικά – όπως συνήθως. Γνέφοντας, είπε: «Πάμε»· κι έτρεξε προς τον Κροκόδειλο, που μετά βίας διακρινόταν μες στη νύχτα.
Οι άλλοι τον ακολούθησαν.
Ο Γεράρδος, καθίζοντας στη θέση του οδηγού, είπε στη Μάρθα: «Και μην τυχόν τον πυροβολήσεις.» Εκείνη δεν αποκρίθηκε αλλά η έκφρασή της έλεγε: ’ντάξει, σταμάτα τώρα να μου πρήζεις τις ρώγες!
Ο Σέλιρ’χοκ είχε καθίσει στο ενεργειακό κέντρο, και ο Γεράρδος, βλέποντας ότι όλα τα συστήματα ήταν έτοιμα, πάτησε το πετάλι.
Το όχημά τους έτρεξε προς την κατεύθυνση που είχε τρέξει και ο Έδουος.
Στην Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας, η κίνηση δεν σταματούσε το μεσημέρι, και το γεγονός ότι λιγάκι ελαττωνόταν (καθώς κάμποσοι έμποροι και μαγαζάτορες πήγαιναν να φάνε ή να ξεκουραστούν ή και τα δύο) περνούσε κατά κύριο λόγο απαρατήρητο, αφού ακόμα κυκλοφορούσε αρκετός κόσμος για να θεωρείται πολύς σύμφωνα με τα δεδομένα της Χάρνταβελ.
Έτσι, πανικός επικράτησε όταν στο κέντρο της Ανατολικής Αγοράς δέντρα παρουσιάστηκαν ξαφνικά μέσα από τον αέρα, και χώμα και χορτάρι πετάχτηκαν επάνω στο πλακόστρωτο. Ορισμένα από τα δέντρα έμειναν όρθια και ψηλά· άλλα έπεσαν, διαλύοντας σκηνές και πάγκους, σπάζοντας πόρτες, παράθυρα, κι αμάξια, πλακώνοντας ανθρώπους και ζώα από κάτω τους.
Ουρλιαχτά και φωνές αντηχούσαν, και ο κόσμος έτρεχε από δω κι από κει για να γλιτώσει, φωνάζοντας ότι ήταν Οργή Θεού. Μερικοί, όμως, από τους γηγενείς της Χάρνταβελ είχαν νιώσει το έδαφος να φεύγει κάτω απ’τα πόδια τους, σαν να ήταν νερό ή χαλί, και είχαν βρεθεί μέσα σ’ένα δάσος που δεν αναγνώριζαν. Ανάμεσα από τους κορμούς και τις φυλλωσιές, όχι πολύ μακριά, μπορούσαν να δουν την Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας, και, κατατρομαγμένοι, έτρεξαν προς τα εκεί, ζητώντας τη βοήθεια του Θεού. Χωρίς δυσάρεστο επεισόδιο, βγήκαν στην αγορά και είδαν ότι το δάσος είχε εισβάλει και εκεί.
Ένας ιερέας – ο Λεοπόλδος – που τύχαινε να βρίσκεται στην Ανατολική Αγορά όταν το κακό συνέβη έτρεξε στον Ναό της πόλης, λίγο πιο βόρεια. Μερικές στιγμές προτού εμφανιστεί το αλλόκοτο δάσος είχε την αίσθηση ότι μια μεγάλη και επικίνδυνη αρρώστια βρισκόταν κοντά, και τώρα έβλεπε ότι, βέβαια, αυτή η αίσθησή του είχε δικαιολογηθεί. Ο Θεός πρέπει να ήταν αληθινά οργισμένος για να επιτρέψει κάτι τέτοιο να συμβεί μέσα στην ίδια την Ερρίθια!
Το νέο για την εμφάνιση του παράξενου δάσους μεταφέρθηκε σ’ολόκληρη τη Μεγάλη Πόλη σαν τον μανιασμένο άνεμο. Οι φρουροί του Υπεράρχη έτρεξαν προς τα Ανάκτορα, στο κέντρο της Ερρίθιας, για να αναφέρουν τι είχε συμβεί. Και το ίδιο έκαναν και οι Παντοκρατορικοί κατάσκοποι και στρατιώτες – ο Επόπτης όφειλε να μάθει αμέσως για το συμβάν! Ο κόσμος έτρεχε προς κάθε κατεύθυνση μέσα στην Ερρίθια, καθώς όλοι ήθελαν να πουν σε συγγενείς, φίλους, και γνωστούς για το δάσος· να τους προειδοποιήσουν για να περιμένουν, ίσως, και χειρότερα.
Τα νέα έφτασαν γρήγορα μέχρι και στη Δυτική Αγορά, όπου μεγάλη αναστάτωση ξεκίνησε. Ορισμένοι πλανόδιοι έμποροι, μάλιστα, άρχισαν να μαζεύουν τις σκηνές και τους πάγκους τους, φοβούμενοι ότι ίσως κι εδώ να γινόταν κάτι παρόμοιο και να τους κατέστρεφε την πραμάτεια.
Στο πανδοχείο «Ο Σιδερένιος Ξένος», το οποίο βρισκόταν στη νοτιοανατολική μεριά της Δυτικής Αγοράς, οι πελάτες, ακούγοντας τα νέα, είχαν σηκωθεί όλοι μαζί και προσπαθούσαν να βγουν, προκαλώντας ανακατωσούρα και ανατρέποντας καρέκλες και μερικά τραπέζια, με αποτέλεσμα ποτά και φαγητά να χυθούν στο πάτωμα.
«Αντικατοπτρισμός, εννοούν,» είπε ο Σθένελος’σαρ. «Δε μπορεί ένα κανονικό δάσος να εμφανίστηκε! Πάμε να δούμε! Πάμε να δούμε!» Περνώντας ανάμεσα από τη Βατράνια και τον Εδμόνδο, προσπάθησε να σπρώξει το πλήθος για να περάσει και να βγει από το πανδοχείο. «Κάντε πέρα! Κάντε πέρα, ρε παιδιά! Όχι όλοι μαζί, έχετε χρόνο!»
«Περίμενε!» του φώναξε η Βατράνια ακολουθώντας τον. «Περίμενε να έρθουμε! Δεν ξέρεις καν πού είναι η Ανατολική Αγορά· πώς θα τη βρεις μόνος σου;»
Ανατολικά είναι, προφανώς! σκέφτηκε ο Σθένελος, ανυπόμονα. Σπρώχνοντας κατόρθωσε να βγει από τον Σιδερένιο Ξένο και να βρεθεί στο χάος που είχε μετατραπεί η Δυτική Αγορά. Άνθρωποι έτρεχαν και φώναζαν από δω κι από κει. Άλογα χλιμίντριζαν και κλοτσούσαν. Οι μηχανές ενεργειακών οχημάτων μούγκριζαν, και οι οδηγοί γκάριζαν στους άλλους να κάνουν πέρα.
Ο Σθένελος κοίταξε ολόγυρα. Πού είναι, τώρα, τα ανατολικά;
Ένα χέρι τον έπιασε από τον ώμο. «Περίμενε, ομορφόπαιδο. Δε θα πας να σκοτωθείς μόνος σου.» Η Βατράνια.
Πίσω της ήταν ο Εδμόνδος, και η Ισαβέλλα ακολουθούσε, παλεύοντας να γλιστρήσει ανάμεσα από δύο σωματώδεις τύπους που έμοιαζαν για χωρικοί.
«Πού είναι η Ιζαμπώ;» ρώτησε ο τροβαδούρος τον Σθένελο.
«Θα έρθει,» αποκρίθηκε βιαστικά εκείνος. «Έρχεται. Πάμε τώρα! Πάμε!»
«Θα την περιμένουμε–»
«Ο αντικατοπτρισμός θα χαθεί, Εδμόνδε! Κι άμα χαθεί–»
«Αν είναι να χαθεί, ούτως ή άλλως δεν τον προλαβαίνουμε. Η Ανατολική Αγορά απέχει κάπου δυο χιλιόμετρα από δω, και δεν το συζητάω να πάρουμε το όχημά μας με τέτοιο χαλασμό – πιο πολύ θα μας καθυστερήσει παρά θα μας βοηθήσει.» Ο Εδμόνδος έπρεπε να φωνάζει για ν’ακούγεται. «Θα περιμένουμε την Ιζαμπώ.» Έστρεψε το βλέμμα του στην είσοδο του Σιδερένιου Ξένου. «Είμαι βέβαιος πως δε θ’αργήσει.»
*
Η Αρίνη’σαρ είχε πριν από λίγο πάρει το μεσημεριανό της, και τώρα ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ του καθιστικού, κοιτάζοντας τα όπλα διαφόρων διαστάσεων που είχε ο Τέρι κρεμασμένα στους τοίχους. Ακόμα δεν είχε πάρει απόφαση αν θα κρατούσε το παιδί ή όχι, κι αυτό ήταν το θέμα που, τις τελευταίες ημέρες, στριφογύριζε περισσότερο στο μυαλό της, μην έχοντας κάτι άλλο να κάνει. Πάντως, προς την πρώτη επιλογή έπιανε τον εαυτό της να γέρνει. Κάπου μέσα της είχε διαπιστώσει πως ήθελε να το κρατήσει αυτό το παιδί, σαν ήδη να το είχε γνωρίσει και να ήξερε πώς θα ήταν. Επιπλέον, κι ο Τέρι φαινόταν τώρα να θέλει ένα παιδί παρότι βρίσκονταν στη Χάρνταβελ… αν και η Αρίνη υποπτευόταν ότι το ήθελε περισσότερο επειδή φοβόταν πως δεν θα έκαναν άλλο, σε περίπτωση που εκείνη αποφάσιζε να αποβάλει αυτό. Ανοησίες, ασφαλώς!
Καθώς ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στον καναπέ, με τα πόδια της σταυρωμένα στον αστράγαλο, το ένα χέρι κάτω απ’το κεφάλι της, και καπνίζοντας ένα τσιγάρο, αισθάνθηκε κάτι να σαλεύει βαθιά μέσα στην κοιλιά της. Μόρφασε παραξενεμένη, και σκέφτηκε: Αδύνατον! Πόσες μέρες είναι που έχω συλλάβει; Γέλασε, και πήρε άλλη μια τζούρα απ’το τσιγάρο της.
Ο καπνός ήταν ντόπιος, της Χάρνταβελ· ανήκε σ’ένα είδος που οι γηγενείς ονόμαζαν αλαφρόχορτο. Συνήθως, οι Χαρνταβέλιοι κάπνιζαν το αλαφρόχορτο με πίπα, αλλά οι Παντοκρατορικοί το επεξεργάζονταν σε μια βιομηχανία τους στην Ερρίθια και το έκαναν τσιγάρα. Αλαφρό, έγραφαν επάνω τα πακέτα, με καλλιγραφικά γράμματα. Έκαναν εξαγωγή και σ’άλλες διαστάσεις. Ο καπνός του αλαφρόχορτου σού έδινε μια ευχάριστη αίσθηση αιώρησης ύστερα από δυο, τρεις τζούρες, και δεν είχε παράπλευρα δυσάρεστα αποτελέσματα· δεν ήταν καν εθιστικός, αν ήσουν λογικός στη χρήση του.
Η Αρίνη αισθάνθηκε ακόμα μια κίνηση βαθιά μέσα στην κοιλιά της, και προς στιγμή, παρότι ήξερε πως ήταν παράλογο, αναρωτήθηκε μήπως, τελικά, το αλαφρόχορτο είχε και παράπλευρα αποτελέσματα – παραισθησιογόνου φύσης, ίσως.
Όχι, αποκλείεται. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, κάποιοι θα το είχαν, σίγουρα, ανακαλύψει πριν από εκείνη.
Παράξενο αυτό που είχε αισθανθεί, όμως… Η Αρίνη πήρε το χέρι της κάτω απ’το κεφάλι της και έτριψε την κοιλιά της. Μπορεί να έφαγα τίποτα που με πείραξε… Ορισμένες φορές, η κουζίνα του μάγειρα των Ανακτόρων ήταν βαριά.
Σήμερα, όμως, δε νομίζω πως ήταν βαριά.
Η Αρίνη συνοφρυώθηκε καθώς έπαιρνε ακόμα μια τζούρα από το τσιγάρο της και αισθανόταν να αιωρείται πάνω από τον καναπέ όπου ήταν ξαπλωμένη.
Το έβγαλε από το μυαλό της. Δεν πίστευε ότι η παράξενη αίσθηση μέσα της είχε να κάνει με το κοριτσάκι της.
Κοριτσάκι; Πώς ήξερε ότι θα ήταν κορίτσι; Δεν είχε κάνει καμια προσπάθεια για να μάθει το φύλο του· ήταν πολύ νωρίς, εξάλλου. Γνώριζε, όμως, ότι ήταν κορίτσι. Είχε αυτή την… αίσθηση.
Κορίτσι. Η κόρη της.
Η κόρη μας, σκέφτηκε χαμογελώντας καθώς θυμόταν τον Τέρι. Πήρε την τελευταία τζούρα από το τσιγάρο της και το έσβησε στο τασάκι στο πάτωμα, δίπλα από τον καναπέ.
Θα ήθελε τώρα ο Τέρι να ήταν εδώ, να φιληθούν λιγάκι, να περάσει ευχάριστα η ώρα. Βαριόταν. Η Χάρνταβελ ήταν, γενικώς, βαρετή διάσταση: εκτός μόνο για τους γηγενείς και για όσους ήθελαν την ησυχία τους – αν, βέβαια, ήταν πρόθυμοι να θυσιάζουν και να κάνουν τις ανοησίες που τους ζητούσαν οι ιερείς…
Οι αντικατοπτρισμοί, τουλάχιστον, είχαν κάποιο ενδιαφέρον. Το πρόβλημα ήταν ότι η Αρίνη δεν μπορούσε να φτάσει σε κανένα χρήσιμο συμπέρασμα· μονάχα παρακολουθούσε και κατέγραφε περιστατικά όπως τα μάθαινε. Η ίδια δεν είχε ποτέ τύχει να βρεθεί μπροστά σε αντικατοπτρισμό. Εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν γρήγορα.
Η πόρτα των δωματίων της χτύπησε, δυνατά.
«Μάγισσα; Είσαι μέσα;»
Η Αρίνη παραξενεύτηκε. Ήταν η φωνή του Νιρμόδου Νάρλεφ, του Επόπτη: κι αυτός σπάνια ερχόταν να σε βρει αυτοπροσώπως. Συνήθως σε καλούσε. Πρέπει να είναι κάτι σημαντικό!
«Μισό λεπτό!» φώναξε η Αρίνη καθώς σηκωνόταν από τον καναπέ, φτιάχνοντας βιαστικά το μακρύ Χαρνταβέλιο φόρεμά της. Έβαλε τις γούνινες παντόφλες της και βάδισε προς την εξώθυρα των δωματίων. «Έρχομαι, Υψηλότατε!»
Έπιασε το πόμολο, άνοιξε την πόρτα, και είδε τον γαλανόδερμο, κοκκινομάλλη Νιρμόδο στο κατώφλι.
«Ευτυχώς είσαι εδώ, Αρίνη,» είπε ο Επόπτης. «Οι άνθρωποί μας και οι άνθρωποι του Υπεράρχη λένε πως ένα δάσος παρουσιάστηκε μες στη μέση της Ανατολικής Αγοράς.»
Η Αρίνη βλεφάρισε. «Αντικατοπτρισμός;»
«Δε μίλησαν για αντικατοπτρισμό. Ένα κανονικό δάσος, είπαν. Μερικά δέντρα, μάλιστα, έπεσαν πάνω σε ανθρώπους και σε οικήματα.»
Μεγάλε Κρόνε! Συνέβη! Τελικά συνέβη! Τα διαστασιακά τοιχώματα αραίωσαν τόσο που σχισμές δημιουργήθηκαν και πράγματα περνάνε από τη μια διάσταση στην άλλη! Παρότι η Αρίνη γνώριζε πως αυτό που γινόταν ίσως να ήταν καταστροφικό για τη Χάρνταβελ, δεν μπορούσε παρά να αισθάνεται ενθουσιασμό. Δεν είχε ποτέ ξανά δει τέτοιο φαινόμενο. Είχε μονάχα διαβάσει θεωρητικά για τέτοια πράγματα. Αν δεν ήταν ο Παντοκρατορικός Επόπτης εμπρός της αλλά ο Τέρι, κυριολεκτικά θα χοροπηδούσε από τον ενθουσιασμό της.
«Ετοιμάζομαι αμέσως, Υψηλότατε!» είπε, και γυρίζοντάς του την πλάτη – τα κρόσσια του φαρδύ φορέματός της ανέμισαν – βάδισε μέσα στο καθιστικό των δωματίων της.
«Περίμενε!» είπε ο Νιρμόδος. «Τι προτείνεις να κάνουμε;»
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε η Αρίνη κοιτάζοντάς τον πάνω απ’τον ώμο της· «πρέπει να το δω από κοντά, πρώτα.» Και μπήκε στο υπνοδωμάτιο.
*
Η Ιζαμπώ ήταν τσαντισμένη. Όχι μόνο δεν μιλούσε στον Σθένελο, καθώς πήγαιναν προς την Ανατολική Αγορά, μα ούτε γύριζε να τον κοιτάξει. Έκανε πως ο μάγος δεν υπήρχε.
Την παράτησε στη μέση μόλις άκουσε ότι κάτι γινόταν έξω, συμπέρανε η Βατράνια, χαμογελώντας αχνά και από μέσα της γελώντας. Αισθανόταν δικαιωμένη, αν και ήξερε πως ήταν παιδαριώδες να αισθάνεται έτσι. Δεν την ενδιέφερε ο Σθένελος. Πραγματικά, δεν την ενδιέφερε.
Διασχίζοντας τους δρόμους της Ερρίθιας τώρα ήταν σαν να διασχίζεις φουρτουνιασμένη θάλασσα, με τον κόσμο που έτρεχε από δω κι από κει να είναι τα κύματα και τα ακανόνιστα θαλάσσια ρεύματα. Οι Χαρνταβέλιοι, βέβαια, δεν είχαν θάλασσα στη διάστασή τους για να κάνουν τη σύγκριση, σκέφτηκε η Βατράνια, που είχε δει τον γενικό χάρτη της Χάρνταβελ· είχαν, όμως, τον Μεγάλο Ποταμό και τον Παραπόταμο, οι οποίοι ήταν τα μεγαλύτερα ποτάμια που είχε αντικρίσει ποτέ της.
Ο Εδμόνδος, ευτυχώς, γνώριζε καλά τους δρόμους της Ερρίθιας, και οδήγησε τους συντρόφους του από εκεί όπου ήλπιζε πως θα είχε λιγότερη κίνηση. Οι εκτιμήσεις του δεν αποδείχτηκαν λανθασμένες· πράγματι, απέφυγαν πολλές κακοτοπιές. Πέρασαν νότια από τα Ανάκτορα του Υπεράρχη – τα οποία περιλάμβαναν τα ψηλότερα οικοδομήματα της πόλης – μπήκαν σε κάτι σοκάκια που βρομούσαν κάτουρα και σάπιο ξύλο, και κατέληξαν στην Ανατολική Αγορά, η οποία ήταν τόσο μεγάλη όσο και η Δυτική. Στο κέντρο της, όμως, τώρα κανείς δεν πλησίαζε· ολόκληρα πλήθη στέκονταν γύρω από το δάσος που είχε εισβάλει στη Χάρνταβελ και κοιτούσαν, μα ούτε ένας άνθρωπος δεν έβρισκε το θάρρος να βαδίσει ανάμεσα στα ψηλά δέντρα.
Ο κόσμος, όμως, δεν έκρυβε όλο το άνοιγμα των διαστασιακών τοιχωμάτων: πάνω από τα κεφάλια τους, ο Σθένελος μπορούσε να δει τα δέντρα να υψώνονται και τον αέρα της Χάρνταβελ να σκίζεται μέχρι κάπου είκοσι μέτρα πάνω από τη γη. Ένας άλλος ουρανός φαινόταν από κει μέσα: ο ουρανός μιας άλλης διάστασης.
Θεοί! σκέφτηκε ο Σθένελος. Τι θέαμα! Τι απίστευτο θέαμα! Δεν ήταν σαν τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο στην Απολλώνια· ήταν ένα ξεκάθαρο άνοιγμα στα τοιχώματα της Χάρνταβελ, μια πόρτα που οδηγούσε αλλού. Σχεδόν σαν παραμύθι. Οι διαστασιακές δίοδοι ποτέ δεν ήταν έτσι· εκεί πάντοτε η πραγματικότητα αλλοιωνόταν μ’έναν περίεργο, διαφορετικό από περίπτωση σε περίπτωση τρόπο προτού περάσεις από τη μια διάσταση στην άλλη.
Το θέαμα εδώ ήταν μοναδικό!
«Πρέπει ν’ανεβώ σ’ένα χτίριο,» είπε ο Σθένελος στον Εδμόνδο.
Ο τροβαδούρος φάνηκε να διστάζει για μια στιγμή, αλλά μετά αποκρίθηκε: «Έλα.»
Ο Σθένελος τον ακολούθησε, όπως επίσης και η Βατράνια, η Ιζαμπώ, κι η Ισαβέλλα. Ο Εδμόνδος σταμάτησε στο πλάι ενός οικήματος όπου υπήρχε πέτρινη σκάλα.
«Πώς το βλέπεις αυτό;» ρώτησε τον Σθένελο.
«Πανέμορφο,» είπε ο μάγος, κι ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα, φτάνοντας σ’ένα στενό πέτρινο μπαλκόνι με μια κλειστή πόρτα. Από εδώ, η θέα του ανοίγματος ήταν πολύ καλύτερη. Κοίτα να δεις… η άλλη διάσταση έχει, ουσιαστικά, μπει μέσα στη Χάρνταβελ. Μπορούσε να το διακρίνει αυτό επειδή έβλεπε πως το πλακόστρωτο της αγοράς είχε διαλυθεί και τη θέση του είχε πάρει το χώμα του δάσους, με τα χόρτα και τους θάμνους του. Κάποια δέντρα είχαν αποδειχτεί αρκετά ανθεκτικά ώστε να παραμείνουν όρθια κατά τη μετάβαση· κάμποσα άλλα είχαν σωριαστεί, με καταστροφικές συνέπειες για την αγορά.
Ο Σθένελος έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή του μέσα από την κάπα του και τράβηξε μια φωτογραφία. Σκόπευε, όμως, να τραβήξει κι άλλες, καλύτερες κι από διαφορετικές μεριές. Το τάγμα των Ερευνητών, σίγουρα, θα ήθελε να τις καταχωρήσει στο αρχείο του. Κι έτσι κι αλλιώς, ο Σθένελος ήθελε να τις καταχωρήσει στο δικό του αρχείο.
Στράφηκε πίσω του, στη Βατράνια και στον Εδμόνδο. «Βοηθήστε με ν’ανεβώ επάνω.»
«Να είσαι προσεχτικός,» του είπε ο τροβαδούρος· «έχει κεραμίδια.»
Ο Σθένελος ένευσε, απορώντας γιατί τον καθυστερούσε· εννοείται πως θα ήταν προσεχτικός!
Ο Εδμόνδος ένωσε τα χέρια του, κάνοντας σκαλοπάτι. Ο Σθένελος πάτησε εκεί και τινάχτηκε επάνω, αρπάζοντας την άκρη της οροφής κι ανεβαίνοντας στα κεραμίδια (τα οποία ήταν, πράγματι, γλιστερά και επικίνδυνα, διαπίστωσε). Γαντζωμένος γερά και γονατιστός, έβγαλε πάλι τη φωτογραφική μηχανή του και τράβηξε ακόμα μια φωτογραφία της εισβολής του δάσους.
Μετά, άκουσε κάποιον ν’ανεβαίνει πίσω του. Στράφηκε και είδε τη Βατράνια.
«Τι θες εδώ;»
«Δε χαίρεσαι που με βλέπεις;»
«Δεν εννοώ ότι… Εννοώ γιατί να…;»
«Πάλι τα ίδια θα λέμε; Είπα στον Γεράρδο ότι θα σε προσέχω. Κι επιπλέον, θέλω κι εγώ να δω καλύτερα αυτό το φαινόμενο.» Και τον ρώτησε: «Εκτός από φωτογραφίες, θα κάνεις και κάνα ξόρκι που μπορεί να μας δώσει πληροφορίες; Φωτογραφίες τραβάω κι εγώ άμα θέλεις.»
«Θα τραβήξω ακόμα μία από την άλλη μεριά,» είπε ο Σθένελος, δείχνοντας την αντικρινή πλευρά της οροφής, που ήταν γεμάτη κεραμίδια και κάθε άλλο παρά ομαλή – έβλεπε ότι θα έπρεπε να είναι προσεχτικός· ο Εδμόνδος, τελικά, δεν υπερέβαλλε.
«Θα πάω εγώ να σου τραβήξω φωτογραφίες,» προθυμοποιήθηκε η Βατράνια, κι έτεινε το χέρι της προς τη μηχανή του.
Ο Σθένελος δίστασε.
«Δε χρειάζεται νάσαι μάγος για να τραβήξεις φωτογραφίες, σωστά;» είπε η Βατράνια. «Κάνε αυτό που δεν μπορώ να κάνω, για να τελειώνουμε πιο γρήγορα.»
Ο Σθένελος τής έδωσε τη φωτογραφική μηχανή του και την είδε να πηγαίνει προς την άλλη μεριά της επικίνδυνης κεραμιδοσκεπής. Κινιόταν με σχετική άνεση, παρατήρησε: πολύ ευέλικτη. Και μετά πρόσεξε ότι η Βατράνια ήταν ξυπόλυτη· είχε βγάλει τις μπότες και τις κάλτσες της προτού ανεβεί. Έξυπνη κίνηση, αναμφίβολα· τα υποδήματα δυσκόλευαν εδώ πάνω.
Για μια στιγμή, ο Σθένελος κοίταζε σαν υπνωτισμένος τα πόδια της Βατράνιας: τα νυχάκια της που ήταν βαμμένα πράσινα… και είχε καταπληκτική φτέρνα… και η κύρτωση του πέλματός της ήταν σαν από ζωγραφική–
Έχεις δουλειά να κάνεις! θύμισε στον εαυτό του, παίρνοντας τα μάτια του από τα πόδια της και στρέφοντάς τα στην εισβολή. Χωρίς να χάσει καιρό, άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως.
Στην άλλη μεριά της κεραμιδένιας σκεπής, η Βατράνια σταμάτησε και τράβηξε μια φωτογραφία το δάσος που είχε παρουσιαστεί μέσα στην Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας. Σίγουρα, σκέφτηκε, πρέπει τώρα να μαζευτούν όπου νάναι και τα σκυλιά της Παντοκράτειρας. Απορώ που δεν είναι ήδη εδώ… Μάλλον, η κοσμοπλημμύρα τούς είχε καθυστερήσει. Ή ίσως να προετοιμάζονταν.
Σηκώθηκε από τη θέση της, πήγε λίγο παραδίπλα, και τράβηξε ακόμα μία φωτογραφία από διαφορετική γωνία. Αναρωτήθηκε πώς θα φαινόταν το άνοιγμα από την ακριβώς αντίθετη μεριά: δηλαδή, αν ανέβαινες σε μια στέγη αντίκρυ σε τούτη όπου ήταν τώρα σκαρφαλωμένοι η Βατράνια και ο Σθένελος. Θα έβλεπες πάλι το δάσος από την ίδια οπτική γωνία, ή η προοπτική θα άλλαζε; Για κάποιον λόγο, η σκέψη αυτή τη ζάλιζε. Δύο διαστάσεις… μπλεγμένες αναμεταξύ τους σ’ένα σημείο… Πολύ παράξενο. Και δεν είχε ποτέ ξανά ακούσει να συμβαίνει. Ακόμα κι οι υπερδιαστασιακοί στρόβιλοι δεν ήταν έτσι.
Τι γίνεται, τέλος πάντων, στη Χάρνταβελ; Μήπως είναι όντως η οργή του Θεού τους που τα κάνει όλα τούτα;
Έστρεψε το βλέμμα της στον Σθένελο για να δει τι έκανε ο μάγος, και τον είδε να έχει τα μάτια μισόκλειστα, με μια φανερά συγκεντρωμένη έκφραση στο πρόσωπό του. Λες να καταφέρει να μάθει τίποτα χρήσιμο αυτή η φορά;
Ύστερα, η Βατράνια είδε τους Παντοκρατορικούς να έρχονται…
*
Ο κόσμος παραμέριζε καθώς οι Παντοκρατορικοί στρατιώτες και οι στρατιώτες του Υπεράρχη φώναζαν και έσπρωχναν, και το μεγάλο όχημα περνούσε ανενόχλητο από τους δρόμους της Ερρίθιας, πλησιάζοντας την Ανατολική Αγορά. Διέθετε ερπύστριες, και ήταν αρκετά φαρδύ για να πιάνει πέρα για πέρα τις περισσότερες οδούς, και μακρύ όσο τρία μέτρια κάρα των Χαρνταβέλιων. Στη μπροστινή μεριά, που ήταν καλυμμένη με σκέπαστρο από ανθεκτικό, αλεξίσφαιρο γυαλί, κάθονταν ο οδηγός του οχήματος και ο συνοδηγός – κι οι δυο τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας, κατάλληλα οπλισμένοι. Στην πίσω μεριά υπήρχε επίσης σκέπαστρο, αλλά τώρα ήταν κατεβασμένο, έτσι ώστε το μακρύ όχημα εκεί να είναι τελείως ξεσκέπαστο. Στα ψηλά δερμάτινα καθίσματα κάθονταν τα σημαντικότερα πολιτικά πρόσωπα της Ερρίθιας και όλης της Χάρνταβελ: ο Υπεράρχης Ριχάρδος ο Τρίτος, ψηλός και γεροδεμένος παρότι πλησίαζε τα εξήντα χρόνια· ο πρώτος του γιος, Ρανούλφος, ψηλός και γεροδεμένος σαν εκείνον, με δέρμα λευκό-ροζ, αλλά με μαλλιά ξανθά όπως της μητέρας του· η μεγάλη κόρη του Υπεράρχη, Γερτρούδη, όμορφη, με μακριά, αστραφτερά μαύρα μαλλιά, αλλά γεννημένη χωρίς τα δύο μικρότερα δάχτυλα του δεξιού της χεριού· ο Παντοκρατορικός Επόπτης Νιρμόδος Νάρλεφ, ντυμένος με την επίσημη λευκή στολή του, επάνω στην οποία άστραφταν τα διακριτικά και τα παράσημά του· και η σύζυγος του Επόπτη, Θελρίτ, ντυμένη με τρόπο που έδειχνε ότι αδιαφορούσε τελείως για τη μόδα της Χάρνταβελ. Επίσης, στην πίσω μεριά του μακρύ οχήματος βρισκόταν η μάγισσα Αρίνη’σαρ, καθώς και ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος και κάμποσοι φρουροί που στέκονταν γύρω από τους καθισμένους άρχοντες για να τους προστατέψουν σε περίπτωση κινδύνου.
Η Αρίνη νόμιζε ότι το όχημα πήγαινε αργά, καθώς βιαζόταν να φτάσει στην Ανατολική Αγορά, εκεί όπου είχε παρουσιαστεί το εξωδιαστασιακό δάσος. Νόμιζε ότι οι στρατιώτες στους δρόμους αργούσαν να διαλύσουν τα συγκεντρωμένα πλήθη. Διώξτε τους, ανίκανοι! Μην κάθεστε! Διώξτε τους! Η Αρίνη στεκόταν όρθια με τις γροθιές σφιγμένες, έχοντας προ πολλού σηκωθεί από τη δερμάτινη θέση της πίσω από τον Επόπτη και τη Θελρίτ. Φοβόταν ότι ίσως το δάσος να εξαφανιζόταν πάλι… αν και το λογικό μέρος του μυαλού της δεν το θεωρούσε αυτό και πολύ πιθανό. Αφού δεν επρόκειτο για αντικατοπτρισμό, αφού ήταν ένα πραγματικό, κανονικό δάσος, δεν μπορεί να εξαφανιζόταν έτσι απλά. Είχε διαπεράσει τα διαστασιακά τοιχώματα της Χάρνταβελ και είχε εισβάλει.
Οι στρατιώτες, όμως, της φαινόταν ότι αργούσαν να διώξουν τα τρομαγμένα πλήθη, και οι ερπύστριες του οχήματος τής φαινόταν ότι κινούνταν αργά, τόσο αργά, επάνω στις πλακόστρωτες οδούς.
Η Αρίνη ήθελε, αρχικά, να φύγει αμέσως μόλις ο Νιρμόδος τής είπε για το δάσος, αλλά εκείνος επέμενε να πάρουν και τον Υπεράρχη μαζί τους, και τη Θελρίτ, και τούτο το καταραμένο όχημα. Πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να γίνουν κάποιες προετοιμασίες, και ότι η Αρίνη έπρεπε να περιμένει.
«Μπορώ να πάω εγώ πρώτη και να σας συναντήσω εκεί,» του είχε πει η Αρίνη.
«Αποκλείεται!» είχε αποκριθεί ο Νιρμόδος. «Είσαι η μοναδική μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών που έχω εδώ, το μοναδικό άτομο που μπορεί ίσως να μου πει τι συμβαίνει· δε θέλω να γίνει κανένα παράξενο επεισόδιο και να σε χάσω.»
Το όχημα τώρα είχε μπει στην Ανατολική Αγορά. Τα πλήθη εδώ ήταν περισσότερα, και οι στρατιώτες τα διέλυαν πιο δύσκολα· αλλά η Αρίνη μπορούσε να δει, πάνω από τα κεφάλια της κοσμοπλημμύρας, την εισβολή. Μπορούσε να διακρίνει το μέρος, στο κέντρο της αγοράς, όπου είχε εισβάλει το εξωδιαστασιακό δάσος, και πάνω από τα δέντρα έβλεπε έναν ουρανό που, σίγουρα, δεν ήταν της Χάρνταβελ.
Μεγάλε Κρόνε! Μεγάλε Κρόνε, τα Γένια σου!
Ήταν εκπληκτικό! Απίστευτο! Ένα σημείο όπου η μία διάσταση είχε μπει μέσα στην άλλη! Μονάχα θεωρητικά είχε η Αρίνη ακούσει για τέτοια πράγματα – και τώρα, εδώ, το έβλεπε στην πραγματικότητα!
Οι στρατιώτες κατάφεραν να διαλύσουν το πλήθος, να το διώξουν γύρω από το σημείο της εισβολής, και το μακρύ όχημα πλησίασε, ενώ ο Ριχάρδος ο Τρίτος ακουγόταν να μουρμουρίζει ξανά και ξανά: «Για όνομα του Θεού… Για όνομα του Θεού…»
Ο δρόμος προς το εξωδιαστασιακό δάσος ήταν τώρα ανοιχτός· κανένας δεν ήταν εκεί κοντά… εκτός από καμια εικοσάδα άνθρωποι που ήταν, καταφανώς, ιερείς και Ιεροί Φρουροί. Αυτοί δεν είχαν απομακρυνθεί όταν οι στρατιώτες έδιωξαν τους υπόλοιπους· και οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γι’αυτό: οι ιερείς ήταν η ανώτατη εξουσία στη Χάρνταβελ.
Αλλά δεν θα με σταματήσουν απ’το να ερευνήσω αυτό το εκπληκτικό φαινόμενο! σκέφτηκε η Αρίνη, συνοφρυωμένη.
*
Η Βατράνια πλησίασε γρήγορα τον μάγο, καθώς έβλεπε το πλήθος από κάτω τους να διαλύεται και ένα μεγάλο ενεργειακό όχημα να έρχεται.
«Σθένελε! Οι Παντοκρατορικοί. Πάμε κάτω. Πάμε κάτω,» του είπε.
Εκείνος βλεφάρισε, καθώς πριν από μια στιγμή ήταν πλήρως απορροφημένος από το ξόρκι του. Κατάλαβε τα λόγια της Βατράνιας, είπε: «Εδώ πάνω δε θα μας δουν–»
«Είσαι σοβαρός; Τι νομίζεις ότι είναι; Πάμε! Κουνήσου!»
Ο Σθένελος κουνήθηκε, κατεβαίνοντας από την κεραμιδοσκεπή, και η Βατράνια τον ακολούθησε.
*
Τέσσερις ιερείς στάθηκαν στο δρόμο του οχήματος, πλαισιωμένοι από τους Ιερούς Φρουρούς τους.
Ο οδηγός το σταμάτησε.
«Ύψιστε Άρχοντα,» φώναξε ένας ιερέας, απευθυνόμενος στον Υπεράρχη, «το μέρος αυτό είναι καταραμένο. Καλύτερα να μείνετε μακριά, ώσπου ο Θεός να μας μιλήσει και να μας πει τι πρέπει να κάνουμε.» Η Αρίνη αναγνώριζε τον ιερέα: ονομαζόταν Μαλαχίας. Ήταν χρόνια εδώ, στον Ναό της Ερρίθιας.
Ο Νιρμόδος σηκώθηκε όρθιος από τη θέση του, καθώς κι οι υπόλοιποι σηκώνονταν. «Παραμερίστε, παρακαλώ, Μεγάλοι Πατέρες. Πρέπει να γίνει έρευνα.»
«Δεν με ακούσατε, Υψηλότατε; Το μέρος είναι καταραμένο!» επέμεινε ο Μαλαχίας. «Δεν βλέπετε τι έχει συμβεί;» Με μια απότομη χειρονομία, έδειξε την εισβολή. «Ένα δάσος, ξαφνικά, μέσα στην Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας! Η Οργή του Θεού έπεσε επάνω μας! Επάνω στη Μεγάλη Πόλη! Και ίσως χειρότερα ν’ακολουθήσουν!»
«Επαναλαμβάνω,» είπε ο Νιρμόδος μοιάζοντας να χάνει την υπομονή του, «πρέπει να γίνει έρευνα. Τώρα, παραμερίστε.»
Για μερικές στιγμές κανένας δεν μίλησε, και η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Ούτε οι ιερείς φαίνονταν πρόθυμοι να κάνουν πίσω ούτε ο Επόπτης.
Ο Υπεράρχης, τότε, είπε διπλωματικά στους ιερείς: «Μεγάλοι Πατέρες, νομίζω πως θα έπρεπε να αφήσουμε τον Υψηλότατο να ικανοποιήσει την περιέργειά του, αν αυτό είναι το θέλημα του Θεού.»
«Καταστροφές πλήττουν τη διάστασή μας, Ύψιστε Άρχοντα, η μία κατόπιν της άλλης,» είπε ο Εδουάρδος – ο ιερέας που είχε συναντήσει την Αρίνη στις αποβάθρες της Ερρίθιας, όταν εκείνη είχε φέρει εκεί το νεκρό γιγάντιο σκουλήκι. «Τα χωράφια μας ξεραίνονται χωρίς φανερή αιτία, υπογονιμότητα έχει παρατηρηθεί σε ζώα και σε ανθρώπους, φασματικά οράματα δαιμονικής φύσης παρουσιάζονται μπροστά στα μάτια Θεοφοβούμενων ανθρώπων· και παρά τις προσπάθειές μας να αντιστρέψουμε την κατάσταση, ελάχιστα έχουμε κατορθώσει. Όλα τούτα είναι σημάδια ότι ο Θεός είναι πολύ δυσαρεστημένος για κάποιον λόγο. Και τώρα – αυτό!» Ο Εδουάρδος έδειξε το δάσος. «Υπάρχει ο φόβος ότι μπορεί, γι’ακόμα μια φορά, να συμβεί ό,τι συνέβη στη Νεκρή Γη!»
Η φωνή του ιερέα είχε, για κάποιον λόγο, γεμίσει την ψυχή της Αρίνης με τρόμο. Γνώριζε ότι η Νεκρή Γη ήταν η ερημιά στο κέντρο της Χάρνταβελ: το μέρος όπου έλεγαν πως ο Θεός είχε ρίξει φωτιά κάποτε, πριν από αιώνες. Η Αρίνη προσπάθησε να διώξει τον ανόητο φόβο από μέσα της, κι ανακάλυψε ότι ήταν δύσκολο, λες και είχε γαντζωθεί με νύχια και με δόντια εκεί.
Ο Εδουάρδος συνέχιζε να μιλά: «Γιατί θα μπορούσε ο Θεός να είναι δυσαρεστημένος μαζί μας; έχουμε αναρωτηθεί πολλάκις, Ύψιστε Άρχοντα. Και μονάχα σε μία απάντηση καταλήγουμε κάθε φορά: Οι εξωδιαστασιακοί δεν ανήκουν πραγματικά εδώ!» είπε δείχνοντας τον Παντοκρατορικό Επόπτη. «Και δεν προσπαθούν να ταιριάξουν! Δεν σέβονται τον Θεό! Δεν θυσιάζουν όπως τους έχουμε ζητήσει! Αγνοούν τον Θεό, και Εκείνος έχει οργιστεί μαζί τους!»
«Αν ήμουν στη θέση σου, ιερέα,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος, «θα πρόσεχα τα λόγια μου! Έχετε ακόμα εξουσία σε τούτη τη διάσταση επειδή η Παντοκράτειρα έχει αποφασίσει να υποφέρει τη θρησκεία σας! Τώρα, υπακούστε στη διαταγή μου και κάντε πέρα! Εγώ δεν βρίσκομαι υπό την εξουσία σας!»
Η Αρίνη είδε τους Παντοκρατορικούς πολεμιστές παντού γύρω να ετοιμάζουν τα όπλα τους. Ο Νιρμόδος, δυστυχώς, ποτέ δεν ήταν και πολύ διπλωματικός με τους ιερείς, από τότε που ήρθε εδώ· πάντοτε παρορμητικός και απότομος. Γι’αυτό και ο Τέρι δεν τον εμπιστευόταν· φοβόταν ότι μπορεί να προκαλούσε αχρείαστες συγκρούσεις.
«Η βλασφημία σου δεν γνωρίζει όρια, Παντοκρατορικέ!» φώναξε ο Μαλαχίας, ενώ εκείνος κι οι άλλοι τρεις ιερείς έμοιαζαν να έχουν ξαφνικά μεταμορφωθεί σε κάτι άγριο: σαν να είχαν πάρει τα χαρακτηριστικά θηρίων.
Ο Ριχάρδος ανοιγόκλεισε το στόμα του χωρίς να βγει ήχος· η Αρίνη νόμιζε ότι ο Υπεράρχης ήταν τρομοκρατημένος, μην ξέροντας ποιον να υποστηρίξει.
Ο γιος του ο Ρανούλφος είπε, ξαφνιάζοντάς τους όλους: «Μεγάλοι Πατέρες, ζητώ προσωπικά συγνώμη για τον Επόπτη. Είναι, αναμφίβολα, ταραγμένος από το… συμβάν.» Έδειξε το δάσος. «Και ζητώ, επίσης, να του επιτρέψετε να πλησιάσει – υπό την επίβλεψή σας, ασφαλώς – για να κοιτάξει από πιο κοντά. Πράγμα το οποίο και εγώ και ο πατέρας μου, ο Υπεράρχης, θα επιθυμούσαμε να κάνουμε ούτως ή άλλως.»
Ο Ριχάρδος ένευσε, κι άγγιξε τον ώμο του μεγάλου γιου του, μοιάζοντας ευγνώμων για την παρέμβαση. «Ακριβώς,» είπε. «Θα επιθυμούσα κι εγώ ο ίδιος να δω από κοντά αυτό το… δάσος, αν είναι το θέλημα του Θεού.»
Ο ιερείς αλληλοκοιτάχτηκαν για μια στιγμή – τέσσερα αγρίμια που δεν χρειάζονταν λόγια για να επικοινωνήσουν αναμεταξύ τους – και τελικά ο Μαλαχίας είπε: «Πλησιάστε. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο Θεός είναι οργισμένος από τη συμπεριφορά των εξωδιαστασιακών κι έχει αποφασίσει να μας φανερώσει επιτέλους το μέγεθος της οργής Του.»
Οι ιερείς και οι Ιεροί Φρουροί έφυγαν μπροστά από το μακρύ όχημα των Παντοκρατορικών, και ο οδηγός το πήγε κοντά στο δάσος και το σταμάτησε. Οι επιβάτες του κατέβηκαν, και η Αρίνη άκουσε τον Νιρμόδο να λέει στον Υπεράρχη: «Οι ιερείς σας, Άρχοντά μου, ξεχνάνε συνεχώς τη θέση τους.»
«Υψηλότατε, στη Χάρνταβελ η θέση των ιερέων είναι πάνω από κάθε άλλον άρχοντα. Πάντοτε έτσι ήταν.» Το βλέμμα του Ριχάρδου ήταν θυμωμένο, γιατί ο Επόπτης λίγο είχε λείψει να προκαλέσει, με τα λόγια του, αιματοχυσία μέσα στην Ανατολική Αγορά.
«Αυτό,» είπε ο Νιρμόδος, απόλυτα, «θ’αλλάξει.»
«Η προηγούμενη Επόπτρια, Υψηλότατε, είχε καταλάβει ότι–»
«Δε μ’ενδιαφέρει τι έκανε η προηγούμενη Επόπτρια, Άρχοντά μου! Τώρα είμαι εγώ εδώ, και εγώ δεν παίζω τα παιχνίδια κανενός θρησκευτικού ηγέτη. Θα βάλω μια σωστή τάξη σε τούτη τη διάσταση.»
Η Αρίνη δεν κάθισε ν’ακούσει περισσότερα· βηματίζοντας είχε φτάσει στο σημείο όπου οι διαστάσεις έμπαιναν η μία μέσα στην άλλη. Οι μπότες της πατούσαν στο χώμα του δάσους που είχε παραμερίσει τις πλάκες της αγοράς, συνθλίβοντάς τες και δημιουργώντας σωρούς από πέτρες γύρω.
Εκπληκτικό! Είναι εκπληκτικό…
Η Αρίνη έκανε ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως. Και δεν εντόπισε απολύτως τίποτα, όσο κι αν προσπάθησε. Δεν είχε απελευθερωθεί κανενός είδους ενέργεια με την εισβολή. Οι δύο διαστάσεις είχαν απλώς συγχωνευτεί. Τα διαστασιακά τοιχώματα που τις χώριζαν πρέπει να είχαν αραιώσει τόσο, σε τούτο το σημείο, που είχαν διαλυθεί.
Τι είναι, όμως, αυτό που προκάλεσε την αραίωση;
«Τι βλέπεις, μάγισσα;» Η φωνή του Νιρμόδου, πίσω της. «Τι συμβαίνει εδώ;»
Η Αρίνη τού είπε το συμπέρασμά της, και πρόσθεσε: «Πρέπει να πάμε μέσα, για να ερευνήσουμε. Να μάθουμε, κατ’αρχήν, ποια διάσταση είναι αυτή. Είναι γνωστή ή είναι κάποια καινούργια, άγνωστη διάσταση;»
Ο Νιρμόδος ένευσε. «Ναι,» είπε. «Θα οργανώσεις εσύ μια ομάδα έρευνας;»
«Φυσικά,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Θα πρέπει, βέβαια, να επιστρέψουμε πρώτα στα Ανάκτορα, για να μαζέψω κάποια πράγματα. Εν τω μεταξύ, κανένας άλλος δεν πρέπει να μπει εδώ· δεν έχουμε ιδέα τι μέρος ίσως να είναι αυτή η διάσταση.»
«Συμφωνώ,» είπε ο Νιρμόδος. «Θα περιτριγυρίσουμε την περιοχή με φρουρούς.»
«Και θα εξοργίσετε τον Θεό ακόμα περισσότερο;» είπε ο Εδουάρδος, που προφανώς είχε ακούσει τον Επόπτη από εκεί όπου στεκόταν, όχι πολύ μακριά από εκείνον και την Αρίνη.
Ο Νιρμόδος ήταν έτοιμος να απαντήσει – με κάτι απότομο και άκομψο, αναμφίβολα – αλλά η μάγισσα τον πρόλαβε. «Αυτό το άνοιγμα οδηγεί σε μια άλλη διάσταση, Μεγάλε Πατέρα,» είπε στον Εδουάρδο, απαντώντας όπως φανταζόταν πως κι ο Τέρι θα απαντούσε. «Μια άγνωστη διάσταση που πολύ πιθανόν να είναι επικίνδυνη. Είναι το θέλημα του Θεού να πάει εκεί κάποιος πιστός κατά λάθος;»
«Θα φροντίσουμε εμείς γι’αυτό,» είπε ο Εδουάρδος.
«Οι Ιεροί Φρουροί μπορούν να συνεργαστούν με τους στρατιώτες μας, τότε, αφού κι οι δύο επιθυμούμε το ίδιο. Έτσι, θα μοιράσουμε τη δουλειά και θα απασχολήσουμε λιγότερους από τους πολεμιστές μας – και εσείς και εμείς.»
Οι ιερείς δεν μπορούσαν να διαφωνήσουν μ’αυτό· η Αρίνη τούς είχε στριμώξει και το ήξερε – αλλά δεν άφησε καμία ικανοποίηση να φανεί στο πρόσωπό της, μην τυχόν και την παρεξηγήσουν.
«Καλώς,» είπε ο Μαλαχίας. «Εφόσον δέχεστε επιτέλους να κάνετε το έργο του Θεού, συμφωνούμε.»
Και οι ιερείς απομακρύνθηκαν.
«Τα πας καλά με τους ιερείς, μάγισσα,» παρατήρησε ο Νιρμόδος.
«Είμαι καιρό εδώ, Υψηλότατε, και είχα καλό δάσκαλο.»
*
Οι Παντοκρατορικοί έφυγαν από το σημείο της εισβολής, αλλά έβαλαν φρουρούς τους σ’όλη τη γύρω περιοχή, οι οποίοι φυλούσαν το μέρος μαζί με Ιερούς Φρουρούς σταλμένους από τον Ναό.
Δύο λευκοντυμένοι πολεμιστές της Παντοκράτειρας ζύγωσαν τους πέντε επαναστάτες και τους είπαν Δρόμο! Μακριά από δω· το μέρος είναι επικίνδυνο. Κανένας δεν το πλησιάζει – διαταγή του Επόπτη. Οι επαναστάτες, φυσικά, μη θέλοντας να τραβήξουν την προσοχή των εχθρών τους, δεν έφεραν αντίρρηση· χωρίς καθυστέρηση, απομακρύνθηκαν από το σοκάκι όπου είχαν παρακολουθήσει τον Παντοκρατορικό Επόπτη να λογοφέρνει με τους ιερείς.
Κι έτσι, τώρα βρίσκονταν σ’ένα άλλο σοκάκι, κοντά σ’ένα καπηλειό όπου πολύς κόσμος είχε μαζευτεί, πίνοντας και μιλώντας για την «Οργή του Θεού», τη λογομαχία του Επόπτη με τους ιερείς, το παράξενο δάσος, και τους αντικατοπτρισμούς. Επίσης, φαίνεται πως τώρα ήταν η ώρα ν’αρχίσουν όλοι να λένε πως είχαν έναν γνωστό ή συγγενή που είχε έναν γνωστό ή συγγενή που είχε δει το τάδε παράξενο. Κάτι πολύ κακό συνέβαινε στη Χάρνταβελ, κάτι πάρα πολύ κακό! Και ίσως οι ιερείς να είχαν δίκιο, ίσως οι Παντοκρατορικοί να το είχαν προκαλέσει με τα καμώματά τους! Δεν έκαναν θυσίες, και τι τρόπος ήταν αυτός με τον οποίο μιλούσε ο Επόπτης στους ιερείς! Απαράδεκτος. Τελείως απαράδεκτος.
«Πρέπει να πάμε μέσα,» είπε ο Σθένελος στους συντρόφους του.
«Στην άλλη διάσταση;» ρώτησε η Βατράνια.
Ο Σθένελος ένευσε.
«Δε θα μας αφήσουν να πλησιάσουμε,» είπε ο Εδμόνδος.
«Τα ξόρκια σου τι σου αποκάλυψαν;» ρώτησε η Βατράνια τον μάγο. «Τι συμβαίνει; Πώς εμφανίστηκε αυτό το δάσος;»
«Δεν υπάρχει τίποτα για να εντοπίσω. Τίποτα το ασυνήθιστο–»
«Τίποτα το ασυνήθιστο;»
«Εννοώ, σε ενεργειακό επίπεδο. Επιπλέον, αυτή δεν είναι κάποια διαστασιακή αλλοίωση. Απλά φαίνεται ότι τα διαστασιακά τοιχώματα έχουν διαλυθεί σ’εκείνο το σημείο, έτσι η μία διάσταση έχει περάσει μέσα στην άλλη.»
«Γιατί, όμως, να διαλυθούν αυτά τα διαστασιακά τοιχώματα, φίλε μου;» ρώτησε ο Εδμόνδος. «Τόσους αιώνες, μια χαρά άντεχαν.»
«Δεν ξέρω ακόμα τι μπορεί να προκάλεσε τη διάλυσή τους – γι’αυτό θέλω κιόλας να μπω στην άλλη διάσταση. Ίσως το πρόβλημα να μην είναι εδώ, στη Χάρνταβελ, αλλά εκεί.»
«Τι θα γίνει αν τα διαστασιακά τοιχώματα διαλυθούν παντού, σε κάθε μέρος της διάστασής μας;» θέλησε να μάθει ο Εδμόνδος.
«Πολύ πιθανόν και οι δύο διαστάσεις να καταστραφούν. Δε νομίζω ότι η μία είναι δυνατόν ν’αντέξει την παρουσία της άλλης – μιλάμε για ασύμβατα πράγματα. Αλλά, για την ώρα, πρέπει να βρούμε τρόπο να περάσουμε μέσα από το άνοιγμα,» τόνισε, έχοντας την αίσθηση ότι συνεχώς τον αγνοούσαν.
«Με τόσους φρουρούς γύρω του;» είπε ο Εδμόνδος. «Αδύνατον!»
«Πρέπει να βρούμε τρόπο!» επέμεινε ο Σθένελος. «Αλλιώς, τι κάνουμε εδώ; Πώς θα μάθουμε τι συμβαίνει;»
Η Βατράνια είπε: «Τη νύχτα, ίσως.»
«Ακόμα είναι μεσημέρι!» παρατήρησε ο Σθένελος.
«Λατρεύω τους άντρες που είναι έξυπνοι,» είπε η Βατράνια σταυρώνοντας τα χέρια της εμπρός της, «και έχουν υπομονή.»
Η Αρίνη δεν ήξερε τι ακριβώς θα είχε να αντιμετωπίσει περνώντας μέσα από το άνοιγμα των διαστασιακών τοιχωμάτων, επομένως σκέφτηκε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να εξοπλιστεί με διάφορα πιθανώς χρήσιμα εργαλεία αλλά όχι με τίποτα το πολύ συγκεκριμένο ή δύσκολο στη μεταφορά. Επίσης, πήρε μαζί της ένα πιστόλι και μερικούς γεμιστήρες, για παν ενδεχόμενο. Αν και δε σκόπευε να πολεμήσει. Γι’αυτό, άλλωστε, θα τη συντρόφευαν ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος και έξι από τους μαχητές του. Αν χρειαζόταν, εκείνοι θα πολεμούσαν.
Καθώς έβαζε τους γεμιστήρες στον σάκο της και θηκάρωνε το πιστόλι στη ζώνη της, η Αρίνη σκέφτηκε πως δεν ήξερε καν αν σ’αυτή την άλλη διάσταση τα πυροβόλα όπλα λειτουργούσαν κανονικά. Διότι υπήρχαν διαστάσεις όπου δεν λειτουργούσαν καθόλου, ή υπολειτουργούσαν, ή ήταν πολύ επικίνδυνα να εκραγούν στα χέρια του χειριστή.
Η Αρίνη πήρε ένα θηκαρωμένο μακρύ ξιφίδιο του Τέρι και το έδεσε στον μηρό της, πάνω από το γκρίζο παντελόνι της. Θα πω στον Τάρθλος να φροντίσει και οι στρατιώτες του να πάρουν κάμποσα αγχέμαχα όπλα μαζί τους, καθώς και κανένα τόξο ή βαλλίστρα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις…
Μετά, η Αρίνη πήγε να μιλήσει στον Ράβνομ’νιρ, τον Βιοσκόπο που ήταν προσαρτημένος στο τάγμα της Ταγματάρχη Νέλθα-Ριθ. Ήλπιζε ότι θα τη συνόδευε στο ταξίδι της. Η βοήθειά του ίσως αποδεικνυόταν πολύτιμη – ειδικά αν συναντούσαν παράξενες μορφές ζωής στην άλλη διάσταση.
Ο Ράβνομ’νιρ ήταν σε μια αίθουσα αναψυχής των Ανακτόρων μαζί με μερικούς στρατιώτες του τάγματος της Νέλθα-Ριθ. Φάνηκε να χαίρεται όταν είδε την Αρίνη, καθώς είχε ακούσει, φυσικά, για το δάσος στην Ανατολική Αγορά και ήθελε να μάθει περισσότερα. Με τους στρατιώτες, τώρα, γι’αυτό συζητούσαν. «Θα συμφωνήσεις, τότε, υποθέτω, να έρθεις μαζί μου για μια βόλτα στη γειτονική μας διάσταση,» του είπε η Αρίνη’σαρ. Ο Βιοσκόπος δεν δίστασε καθόλου να πει ναι· όπως όλοι τους στη Χάρνταβελ, έτσι κι εκείνος υπέφερε από βαρεμάρα. «Εξοπλίσου καλά, όμως,» τον προειδοποίησε η Ερευνήτρια· «δεν ξέρω τι μπορεί να συναντήσουμε. Το γιγάντιο σκουλήκι – που, σίγουρα, θα το θυμάσαι – απ’αυτά τα μέρη πρέπει να ήρθε.»
*
Βράδιαζε όταν τελικά η Αρίνη’σαρ και η ομάδα της πλησίασαν το άνοιγμα στα διαστασιακά τοιχώματα, και η μάγισσα παρατήρησε πως και στην άλλη διάσταση η ίδια ώρα πρέπει να ήταν. Πυκνές σκιές γέμιζαν το δάσος, και ο άγνωστος ουρανός ήταν σκοτεινιασμένος.
Ομόχρονες, λοιπόν. Είναι ομόχρονες μεταξύ τους. Ή, τουλάχιστον, οι χρόνοι τους ήταν πολύ κοντινοί· μπορεί να υπήρχε μια μικρή, αδιόρατη απόκλιση, αλλά αυτό δεν μετρούσε. Πρακτικά, ήταν ομόχρονες. Δε θάπρεπε να με παραξενεύει, όμως. Εξάλλου, αν δεν ήταν ομόχρονες, υποθέτω πως οι πιθανότητες τα διαστασιακά τοιχώματά τους να συνορεύουν θα ήταν λιγότερες.
«Ανάψτε τις λάμπες σας,» πρόσταξε η Αρίνη, και δύο στρατιώτες άναψαν ενεργειακές λάμπες με δυνατό λευκό φως.
Η μάγισσα και ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος πέρασαν πρώτοι το άνοιγμα των διαστασιακών τοιχωμάτων, και οι υπόλοιποι τούς ακολούθησαν, για να βρεθούν στην άγνωστη διάσταση και μέσα σ’ένα δάσος γεμάτο σκιές.
Που κάποιες κινούνταν.
Η Αρίνη έστρεψε το βλέμμα της και είδε ένα αιωρούμενο μακρύ φίδι να πετά, περιστρεφόμενο ανάμεσα και γύρω από τους μεγάλους κορμούς. «Εκεί!» είπε.
«Το έχω δει,» αποκρίθηκε ο Τάρθλος, έχοντας ήδη τραβήξει το πιστόλι του.
Η Αρίνη παρατήρησε το αιωρούμενο φίδι. Ήταν μαύρο, κατάμαυρο, κι έμοιαζε με οπτασία. «Ας το πλησιάσουμε. Θέλω να το φωτίσετε. Κι εσύ, Ράβνομ, έλεγξέ το με τη μαγεία σου.»
Η Αρίνη άκουσε τον Βιοσκόπο να μουρμουρίζει κάποιο ξόρκι, καθώς όλοι τους βάδιζαν προς το αιωρούμενο φίδι. Οι στρατιώτες είχαν τα όπλα τους έτοιμα, για την περίπτωση που μπορεί να δέχονταν επίθεση από το παράξενο πλάσμα· εκείνο, όμως, δεν τους επιτέθηκε: συνέχισε να περιστρέφεται (παιχνιδιάρικα, θα μπορούσε να πει κανείς) ανάμεσα και γύρω από τους κορμούς των δέντρων. Και, παρότι το δυνατό φως των ενεργειακών λαμπών το φώτιζε, η μορφή του εξακολουθούσε να φαίνεται σκοτεινή. Σαν σκιά είναι, παρατήρησε η Αρίνη. Σαν σκιά.
Ήταν έτοιμη να μιλήσει στον Ράβνομ’νιρ, αλλά ο μάγος την πρόλαβε. «Δεν είναι οργανικό πλάσμα, Αρίνη,» είπε. «Είναι τελείως αόρατο στα βιοσκοπικά ξόρκια μου. Κάποια ενεργειακή ή πνευματική οντότητα, πιθανώς.»
«Το φαντάστηκα…» μουρμούρισε η Αρίνη’σαρ· και υψώνοντας το χέρι της, έκανε ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως – κάτι πολύ απλό και γρήγορο για μια μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών.
Το αιωρούμενο φίδι είχε τώρα απομακρυνθεί λίγο, αλλά δεν ήταν πέρα από τις μαγικές αισθήσεις της Αρίνης, και, όπως εκείνη το περίμενε, εντόπισε ενέργεια από τη μεριά του. Μια μορφή πρωταρχικής δύναμης που το αιωρούμενο φίδι δεν ήταν παρά η σκιά της, η προβολή της, ο τρόπος που η ανθρώπινη όραση μπορούσε να την αντιληφτεί.
Και υπήρχαν κι άλλες τέτοιες ενεργειακές οντότητες. Ολόγυρα.
Η Αρίνη, ξαφνιασμένη, κοίταξε γύρω. «Δεν είμαστε μόνοι μ’αυτό το φίδι,» είπε, κι έδειξε μέσα στις φυλλωσιές των δέντρων – εκεί, κι εκεί, κι εκεί.
Κι άλλα σκιερά φίδια αιωρούνταν.
«Είναι επικίνδυνα, κυρία;» ρώτησε ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος.
«Δεν ξέρω,» είπε η Αρίνη. «Πάντως, δε μοιάζουν εχθρικά· αλλιώς, λογικά, θα μας είχαν ώς τώρα επιτεθεί.»
Ο Τάρθλος ένευσε. «Ναι, μάλλον…» Η όψη του φανέρωνε, όμως, πως ήταν έτοιμος για κάποια πιθανώς ύπουλη επίθεση από τα αιωρούμενα φίδια.
Η Αρίνη έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή από τον σάκο της και φωτογράφισε ένα από αυτά. Κοιτάζοντας όμως μετά τη μικρή οθόνη της μηχανής, είδε ότι το φίδι δεν υπήρχε στη φωτογραφία, παρά μόνο το δάσος. Το φαντάστηκα. Δεν φωτογραφίζονται.
«Προχωράμε,» είπε η Αρίνη. «Με προσοχή.»
Και βάδισαν μέσα στο δάσος, που δεν φαινόταν να έχει κάποια μεγάλη διαφορά από τα δάση της Χάρνταβελ. Τα φυτά του, μόνο, πρέπει να ήταν από διαφορετικά είδη, υπέθετε η Αρίνη. Ακόμα και τα φυτά που έμοιαζαν από διάσταση σε διάσταση είχαν ουσιαστικά μερικές διαφορές στη βιολογική δομή τους, όπως γνώριζε.
Καθώς προχωρούσαν, τα αιωρούμενα φίδια πλήθαιναν δεξιά κι αριστερά τους, περιστρεφόμενα γύρω από τους κορμούς των δέντρων κι ακολουθώντας τους.
«Δε μ’αρέσει αυτό, κυρία,» είπε ο Τάρθλος. «Μας κατασκοπεύουν.»
«Αν μας κατασκόπευαν, δεν θα ήθελαν να παραμείνουν κρυμμένα;» αποκρίθηκε η Αρίνη, και κούνησε το κεφάλι. «Όχι· περισσότερο με ιθαγενείς μού μοιάζουν οι οποίοι βλέπουν ξένους στα μέρη τους και έχουν παραξενευτεί.»
«Ίσως…» Ο Τάρθλος δεν κρατούσε πια το πιστόλι του· είχε βγάλει το τουφέκι του από τον ώμο.
«Τα πυροβόλα όπλα, πάντως, δεν νομίζω ότι θα μπορούν να βλάψουν αυτές τις οντότητες, Ανθυπολοχαγέ,» είπε η Αρίνη. «Όχι αν είναι καμωμένες αποκλειστικά από ενέργεια, όπως φαίνεται να είναι. Τι λες κι εσύ, Ράβνομ;»
«Συμφωνώ,» απάντησε ο Βιοσκόπος.
Δεν άργησαν να φτάσουν στις παρυφές του δάσους και να βρεθούν μπροστά σε μια ατέρμονη έρημο που απλωνόταν προς κάθε μεριά που μπορούσαν να κοιτάξουν, όλο ξερή άμμο και βράχους.
«Πολύ απότομη αλλαγή τοπίου…» παρατήρησε ο Ράβνομ’νιρ. Ακουγόταν παραξενεμένος.
Η Αρίνη στράφηκε να τον κοιτάξει, κι εκείνος είπε: «Το δάσος τελειώνει πολύ κοφτά, κι αμέσως ξεκινά ετούτη η έρημος. Δε μοιάζει φυσιολογικό – για οποιαδήποτε διάσταση.»
Η Αρίνη κοίταξε τον ουρανό. Ο ήλιος είχε πλέον δύσει και τρία φεγγάρια φαίνονταν εκεί, καταπράσινα, το ένα μεγαλύτερο και τα δύο μικρότερα, περίπου του ίδιου μεγέθους. Ούτε αυτά ούτε οι αστερισμοί θύμιζαν κάτι στην Ερευνήτρια. Δεν είναι κάποια διάσταση του Γνωστού Σύμπαντος, σκέφτηκε· και μετά, το είπε, κοιτάζοντας τον Ράβνομ’νιρ.
«Μια διάσταση που δεν έχουμε ακόμα ανακαλύψει;» ρώτησε εκείνος.
«Ναι, ίσως… Ή, ίσως, κάποια απομονωμένη διάσταση.» Όπως αυτή η Νόρχακ, την οποία είχε πρόσφατα ανακαλύψει ο προδότης σύζυγος της Παντοκράτειρας, ο Πρίγκιπας Τάμπριελ, και την οποία είχε φέρει με το μέρος της Επανάστασης. Τώρα, σκέφτηκε η Αρίνη, ανακάλυψα κι εγώ μια απομονωμένη διάσταση! Η Παντοκράτειρα, σίγουρα, θα με ανταμείψει. Εγώ κι ο Τέρι θα γίνουμε πολύ, πολύ σημαντικά πρόσωπα, σε κάποιο μέρος μακριά από τη Χάρνταβελ! Ή, ίσως, θα γίνουμε άρχοντες ετούτης της καινούργιας διάστασης!
Μετά, όμως, κοίταξε πάλι την έρημο, και το ξανασκέφτηκε. Θέλουμε πραγματικά να γίνουμε άρχοντες εδώ;…
«Θα προχωρήσουμε, κυρία;» ρώτησε ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος.
«Λίγο μόνο,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Δε νομίζω πως θα ήταν συνετό να προσπαθήσουμε να διασχίσουμε αυτή την έρημο με τα πόδια.»
Ο Τάρθλος δεν μίλησε αλλά η έκφραση στο πρόσωπό του έλεγε ότι συμφωνούσε απόλυτα.
Η άμμος έτριζε κάτω από τις μπότες της Αρίνης, καθώς ξεκίνησαν να βαδίζουν μέσα στην έρημο. Κριτς κρατς κρατς, έκανε με κάθε βήμα της μάγισσας και των υπολοίπων, λες και ήταν τελείως, τελείως ξερή. Τόσο ξερή που ο κάθε κόκκος της διαλυόταν σε μικρότερους κόκκους όταν την πατούσες.
Η Αρίνη θέλησε να διαπιστώσει αν αυτό ήταν αλήθεια ή μονάχα η εντύπωσή της. Πρόσταξε να σταματήσουν, και, στο φως των ενεργειακών λαμπών, πάτησε την άμμο, παρατηρώντας τη προσεχτικά. Ναι, μοιάζει να διαλύεται… σκέφτηκε. Αυτό το μέρος πρέπει να είναι πολύ παλιό. Πάρα, πάρα πολύ παλιό.
Σαν σκέλεθρο που αιώνες έχουν περάσει από πάνω του, και που αν το κλοτσήσεις κομματιάζεται.
Η Αρίνη έκανε πάλι νόημα στην ομάδα της να προχωρήσουν.
Μετά από λίγο, έφτασαν σ’ένα βραχώδες μέρος, και η μάγισσα σκαρφάλωσε πάνω σ’έναν από τους ψηλούς βράχους και, χρησιμοποιώντας τα κιάλια της, ατένισε ολόγυρα.
Παντού έρημος, κάτω από το πράσινο φως των τριών φεγγαριών. Το δάσος απ’το οποίο είχαν έρθει εκείνη κι οι σύντροφοί της φαινόταν να είναι το μοναδικό σημείο με βλάστηση εδώ.
Σαν κάποια καταστροφή να έπεσε πάνω σ’ετούτους τους τόπους… Σαν τα πάντα, ξαφνικά, να πέθαναν…
Φως. Από την άκρη του πεδίου όρασής της.
Αμέσως έστρεψε τα κιάλια της, ενώ από κάτω μπορούσε ν’ακούσει τους στρατιώτες να μιλάνε: «Τι είν’αυτό;» – «Τι φωτίζει έτσι;»
«Γαμώτο!…» Η Αρίνη κατέβασε τα κιάλια. Η ακτινοβολία ήταν πολύ δυνατή μέσα στη νύχτα. Η μάγισσα βλεφάρισε, για να ξεθολώσει την όρασή της, και στον ορίζοντα είδε κάτι φωτεινό να διακρίνεται. Να έρχεται πετώντας. Χτυπώντας πελώριες φτερούγες από φως. Γύρω του πλοκάμια απλώνονταν, ή νήματα, πράγματα που θύμιζαν κρόσσια ή ξέφτια υφάσματος, αλλά ήταν κι αυτά από φως.
Ακόμα μια ενεργειακή οντότητα;
Και έρχεται προς το μέρος μας. Πρέπει, κάπως, να ξέρει ότι είμαστε εδώ.
«Κυρία!» φώναξε ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος. «Μου φαίνεται επικίνδυνο. Καλύτερα να φύγουμε.»
Η Αρίνη συνοφρυώθηκε ατενίζοντας το φωτεινό πλάσμα. Είναι μακριά, πολύ μακριά, συμπέρανε, γνωρίζοντας ότι η έρημος μπορούσε να σε παραπλανήσει σχετικά με τις αποστάσεις. Αλλά δες με τι ταχύτητα έρχεται! Τη μια στιγμή ήταν μικρό, και μετά είχε, απότομα, μεγαλώσει κάμποσο. Έμοιαζε με πουλί, αλλά η Αρίνη ήταν αδύνατον να διακρίνει την ακριβή μορφή του.
Πήδησε από τον ψηλό βράχο.
«Πάμε,» είπε στον Τάρθλος, γιατί φοβόταν να συναντήσει αυτή την οντότητα, ό,τι κι αν ήταν. Ο Ανθυπολοχαγός, μάλλον, είχε δίκιο: πρέπει να ήταν επικίνδυνη.
Στράφηκαν προς το δάσος κι άρχισαν να βαδίζουν, εσπευσμένα, σαν να αισθάνονταν μια άμεση απειλή πίσω τους. Τα πόδια τους κλοτσούσαν την ξερή άμμο κι αυτή τιναζόταν ομιχλοειδώς μπροστά τους και διαλυόταν. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν κάτι το φτιαχτό, κάτι το ψεύτικο.
Η Αρίνη έριξε μια ματιά πάνω απ’τον ώμο της, όταν άκουσε έναν στρατιώτη να λέει: «Έρχεται πιο γρήγορα!»
Η φωτεινή οντότητα, πράγματι, πρέπει να ερχόταν πιο γρήγορα τώρα. Φαινόταν πολύ πιο μεγάλη από πριν, παρότι εκείνοι απομακρύνονταν, και τα λαμπερά νήματα γύρω της είχαν πολλαπλασιαστεί σχηματίζοντας δίχτυ. Μας κυνηγά.
«Τρέξτε,» είπε η Αρίνη’σαρ στην ομάδα της. «Τρέξτε!»
Και έτρεξαν, σηκώνοντας μικρά σύννεφα άμμου γύρω τους.
Το δάσος ήταν ολοένα και πιο κοντά.
Το ίδιο, όμως, και η φωτεινή οντότητα, παρατήρησε η Αρίνη κοιτάζοντας πάλι πάνω απ’τον ώμο της. Το πετούμενο είχε πλησιάσει με τρομαχτική ταχύτητα, λες και όλα τούτα ήταν μέσα σε όνειρο. Η μορφή του, ωστόσο, δεν ήταν ευδιάκριτη· έμοιαζε να είναι ολόκληρο καμωμένο από νήματα παλλόμενου φωτός, νήματα που ξέφευγαν από τα άκρα και κυμάτιζαν στον αέρα, φτάνοντας πολλά απ’αυτά ώς κάτω, στην ξερή γη, δημιουργώντας ένα δίχτυ που έδινε στη μάγισσα την εντύπωση πως δεν μπορεί παρά να ήταν θανατηφόρο.
«Τρέξτε!» είπε η Αρίνη, λαχανιασμένα. «Τρέξτε!» ενώ σκεφτόταν: Μεγάλε Κρόνε, θα μπορέσει να περάσει κι αυτή η οντότητα στη Χάρνταβελ, μέσα από το άνοιγμα; Η σκέψη τη γέμιζε τρόμο.
Τα φωτεινά νήματα είχαν έρθει πιο κοντά· απλώνονταν, προσπαθώντας να τους φτάσουν, σαν να ήταν τα δάχτυλα μιας εξωπραγματικά πελώριας παλάμης.
Το πετούμενο φτεροκοπούσε, και η φωνή ενός δυνατού ανέμου ήρθε στ’αφτιά της Αρίνης χωρίς να φυσά άνεμος – η φωνή της φωτεινής οντότητας.
Ευτυχώς είχαν φτάσει στις παρυφές του δάσους, κι έτρεξαν ανάμεσα στους κορμούς και πίσω από τη βλάστηση, ελπίζοντας ότι ο κυνηγός τους θα έπαυε εδώ να τους καταδιώκει. Κοιτάζοντας πάνω απ’τον ώμο της, χωρίς να σταματήσει να τρέχει, η Αρίνη είδε τα λαμπερά (αναμφίβολα ενεργειακής φύσης) νήματα του πετούμενου να απλώνονται για να τους προφτάσουν – και να βρίσκουν, ξαφνικά, αντίσταση μέσα από το ίδιο το δάσος. Απομακρύνονταν σαν πλοκάμια που είχαν μόλις αγγίξει κάτι αφόρητα καυτό.
Η Αρίνη είδε τα σκοτεινά αιωρούμενα φίδια να διαγράφουν γρήγορες σπείρες και κύκλους γύρω κι ανάμεσα από τα δέντρα του δάσους. Ένας αλλόκοτος χορός που θύμιζε γλώσσα, μορφή επικοινωνίας. Ένα ξόρκι που κρατούσε την καταστροφική ιπτάμενη οντότητα μακριά.
«ΑΑααα!»
Η Αρίνη αισθάνθηκε το πόδι της να πιάνεται κάπου· σκόνταψε και έπεσε, χτυπώντας τα γόνατα και τους αγκώνες της στη γη, και το πλάι του κεφαλιού της επάνω στον κορμό ενός δέντρου. Χρώματα χόρεψαν μπροστά της.
«Κυρία!» Η φωνή του Ανθυπολοχαγού Τάρθλος. Το χέρι του έπιασε τον βραχίονά της προσπαθώντας να τη βοηθήσει να σηκωθεί.
«…Εντάξει,» είπε η Αρίνη καθώς πιανόταν επάνω στη λευκή στολή του και σηκωνόταν όρθια. «Είμαι ’ντάξει. Γι’αυτό πρέπει να κοιτάς μπροστά σου όταν τρέχεις,» πρόσθεσε προσπαθώντας να χαμογελάσει.
«Το τέρας δεν πλησιάζει εδώ,» είπε ένας στρατιώτης. «Δεν έρχεται, Ανθυπολοχαγέ, δεν έρχεται!»
«Τα αιωρούμενα φίδια,» εξήγησε η Αρίνη, τινάζοντας τα ρούχα της από το χώμα, «αυτά το κρατάνε μακριά.» Ο ένας της αγκώνας πρέπει να αιμορραγούσε, σίγουρα· το ίδιο και το ένα γόνατό της· αλλά θα τα φρόντιζε αυτά όταν ήταν στα Ανάκτορα του Υπεράρχη. Φτηνά την είχε γλιτώσει, έτσι απρόσεχτα όπως έτρεχε, κοιτάζοντας πίσω.
Τώρα, καθώς όλα τα μέλη της ομάδας της στέκονταν, έστρεψε πάλι το βλέμμα της προς την άκρη του δάσους, και είδε εκεί τα νήματα να προσπαθούσαν να περάσουν από διάφορα σημεία αλλά συνεχώς ν’αποτραβιούνται, ενώ τα σκιερά φίδια εξακολουθούσαν τον χορό τους. Η Αρίνη νόμιζε ότι μπορούσε σχεδόν να διακρίνει μέρος του επικοινωνιακού κώδικα που χρησιμοποιούσαν: σύμβολα, που διαγράφονταν στον αέρα από επαναλαμβανόμενες κινήσεις· λογικές αλληλουχίες· τμήματα που αποτελούσαν ψηφίδες μιας ευρύτερης εικόνας. Τα αιωρούμενα φίδια ήταν συναρπαστικά για το μυαλό της Ερευνήτριας. Σχεδόν εθιστικά.
Η φωτεινή οντότητα τώρα φτερούγιζε πάνω από τις παρυφές του δάσους, και μερικές φυλλωσιές ζάρωσαν εκεί όπου τις είχαν αγγίξει τα ενεργειακά νήματα: ζάρωσαν, μαύρισαν, έγιναν στάχτη, εξαφανίστηκαν. Αλλά μετά τα νήματα αποτραβήχτηκαν ξανά, απότομα, λες κι είχαν χτυπηθεί.
Αυτή η οντότητα… σκέφτηκε η Αρίνη, νομίζοντας ότι είχε φτάσει σ’ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα. Αυτή η ιπτάμενη οντότητα καταστρέφει ό,τι αγγίζει. Το διαλύει· το απορροφά, ίσως. Μπορεί να ευθύνεται για την ερήμωση ολόκληρου ετούτου του τόπου!
Τι είναι, όμως, τα σκιερά φίδια που προφυλάσσουν το δάσος; Οι φυσικοί εχθροί της;
Η Αρίνη’σαρ άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, κι αισθάνθηκε να ζαλίζεται μόλις οι μαγικά διευρυμένες αισθήσεις της ήρθαν σε επαφή με την αχαλίνωτη ενεργειακή μορφή που ήταν η ιπτάμενη οντότητα.
Ήταν πανίσχυρη. Παλλόταν από ενέργεια που μετά βίας μπορούσε να συγκρατήσει.
Η Αρίνη έβγαλε, ακούσια, μια κραυγή και διέλυσε το ξόρκι.
«Πάμε,» είπε στον Τάρθλος που είχε στραφεί να την κοιτάξει. «Πάμε πίσω στη Χάρνταβελ.»
Ο Ανθυπολοχαγός δεν έφερε αντίρρηση, ούτε και κανένας άλλος.
Καθώς όμως βάδιζαν προς το άνοιγμα των διαστασιακών τοιχωμάτων, ο Ράβνομ’νιρ τη ρώτησε: «Τι είδες; Τι αισθάνθηκες;»
«Κάτι το καταστροφικό,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Η φωτεινή οντότητα είναι που πρέπει να έχει ερημώσει αυτές τις περιοχές.»
«Και τα φίδια;»
«Δεν ξέρω τι είναι. Το μόνο που έχω καταλάβει είναι ότι προφυλάσσουν ετούτο το δάσος. Η φωτεινή οντότητα ίσως να μην είναι από αυτή τη διάσταση, Ράβνομ: ίσως, κάπως, να ήρθε εδώ και να προσπαθεί να την καταστρέψει όλη, να την απορροφήσει. Είδες πώς ορισμένες φυλλωσιές διαλύθηκαν εκεί όπου τις άγγιξαν τα φωτεινά νήματα;»
Ο Βιοσκόπος ένευσε. «Ναι. Νομίζω πως απορροφά ζωτική ενέργεια, Αρίνη. Απορροφά τη ζωή από αυτή τη διάσταση, όποια κι αν είναι. Κι αν έρθει και στη Χάρνταβελ….»
Η Αρίνη ρίγησε άθελά της. Τι θα κάνουμε τότε; αναρωτήθηκε. Πώς θα σταματήσουμε μια τέτοια οντότητα; Δεν έχουμε τα κατάλληλα όπλα.
Φτάνοντας στο άνοιγμα των διαστασιακών τοιχωμάτων, πέρασαν δίχως καθυστέρηση στην Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας. Και, καθώς έβγαινε από την άγνωστη διάσταση, η Αρίνη αισθάνθηκε κάτι που την παραξένεψε πολύ και την προβλημάτισε: Ένιωσε μέσα της – μέσα στην κοιλιά της, νόμιζε – ένα απότομο τράβηγμα, έναν πόνο, σαν ένα μέρος του εαυτού της να μην ήθελε να φύγει από την άγνωστη διάσταση αλλά να μείνει εκεί. Επειδή ανήκε εκεί.
Παράδοξο. Τελείως παράδοξο.
Και το ακόμα πιο παράδοξο ήταν πως η Αρίνη νόμιζε ότι αυτό είχε κάποια σχέση με το παιδί που μεγάλωνε στην κοιλιά της. Ωστόσο δεν μπορούσε να το εξηγήσει με κανέναν τρόπο· και έμεινε σιωπηλή, δαγκώνοντας τα χείλη της, καθώς ο πόνος τη διαπερνούσε και μετά διαλυόταν.
Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η διάσταση με το παιδί μου; αναρωτιόταν, ζαλισμένη, ενώ εκείνη κι η ομάδα της ανέβαιναν στα άλογα που είχαν αφήσει στην Ανατολική Αγορά υπό την επίβλεψη των φρουρών.
«Στα Ανάκτορα!» είπε η Αρίνη, και κάλπασαν.
Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η διάσταση με το παιδί μου;
Οι επαναστάτες παρακολουθούσαν από απόσταση και, καθώς σουρούπωνε, είδαν να πλησιάζει το άνοιγμα μια έφιππη ομάδα Παντοκρατορικών. Οι περισσότεροι ήταν λευκοντυμένοι στρατιώτες, αλλά ανάμεσά τους είχαν και δύο μάγους που επάνω τους έφεραν αναγνωριστικά τα οποία τους διέκριναν. Ο ένας ήταν του τάγματος των Βιοσκόπων· η άλλη, που έμοιαζε για αρχηγός της αποστολής, του τάγματος των Ερευνητών.
«Αρίνη’σαρ τη λένε,» είπε ο Εδμόνδος. «Είναι από παλιά εδώ. Γυναίκα του Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ.»
Οι Παντοκρατορικοί αφίππευσαν, πέρασαν μέσα από το άνοιγμα, και χάθηκαν στις σκιές του δάσους της άλλης διάστασης. Οι επαναστάτες έμειναν στο σοκάκι όπου ήταν κρυμμένοι και περίμεναν. Μετά από κάποια ώρα, οι Παντοκρατορικοί επέστρεψαν, πήραν τα άλογά τους, και έφυγαν καλπάζοντας.
«Αυτή είναι η ευκαιρία μας!» είπε ο Σθένελος.
Η Ισαβέλλα μόρφασε. «Δε βλέπω καμια ευκαιρία…»
Η Ιζαμπώ δεν είπε τίποτα, γιατί δεν του μιλούσε ύστερα από εκείνο το επεισόδιο στον Σιδερένιο Ξένο.
Ο Σθένελος κοίταξε τη Βατράνια, η οποία είχε την πλάτη της ακουμπισμένη στον τοίχο, λοξοκοιτάζοντας το δάσος που είχε εισβάλει στην Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας. «Έχει βραδιάσει, δεν έχει βραδιάσει; Μπορούμε να βάλουμε το σχέδιό σου σ’εφαρμογή.»
«Δεν είναι βέβαιο ότι θα πιάσει,» του είπε η Βατράνια.
Ο Σθένελος μειδίασε. «Τι είναι βέβαιο σ’αυτή τη ζωή;»
«Θες πολύ να πας εκεί μέσα, ε;»
«Φαίνεται τόσο;»
«Δε θα μπορούσε ποτέ κανείς να πει ότι δεν είσαι εκδηλωτικός άντρας.»
Ο Σθένελος τής έριξε ένα ενοχλημένο βλέμμα.
Η Βατράνια γέλασε σιγανά, και στράφηκε στον Εδμόνδο. «Είσαι έτοιμος, Εδμόνδε;»
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος, «αλλά θα προτιμούσα να μην το επιχειρήσετε. Κατ’αρχήν, αν ο πομπός σας δεν μεταφέρει σήμα μέσα από το άνοιγμα, ίσως να μη μπορείτε να επιστρέψετε.»
Ο Σθένελος κούνησε το κεφάλι. «Δε νομίζω, σου είπα· το σήμα πρέπει να μεταφέρεται, ειδικά άμα είσαι κοντά στο άνοιγμα.»
«Επιπλέον,» πρόσθεσε η Βατράνια, «μπορούμε να βγούμε κρυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα που έχουν εισβάλλει στην αγορά, τώρα που είναι νύχτα. Κι από εκεί δεν θα έχουμε πρόβλημα να σε καλέσουμε για να κάνεις τον δεύτερο αντιπερισπασμό.»
Ο Εδμόνδος εξακολουθούσε να δείχνει διστακτικός. «Τέλος πάντων. Αλλά να προσέχετε.»
Η Βατράνια ένευσε. «Εννοείται.» Και έτριψε τον βραχίονά του, προτού του δώσει ένα φιλί στο μάγουλο.
Ύστερα, χωρίστηκαν. Ο Εδμόνδος και οι δύο χορεύτριες πήγαν από τη μια, ο Σθένελος’σαρ και η Βατράνια πήγαν από την άλλη.
Ο τροβαδούρος, φτάνοντας σ’έναν δρόμο της Ανατολικής Αγοράς που κανονικά ήταν εμπορικός αλλά τώρα, λόγω της εισβολής, έρημος, έβγαλε ένα ισχυρό πυροτέχνημα από τον σάκο του και ρώτησε την Ιζαμπώ και την Ισαβέλλα: «Έτοιμες, ομορφιές μου;»
Εκείνες, φορώντας κάπες και κουκούλες όπως ο Εδμόνδος (για να μην τύχει κανείς να τους αναγνωρίσει), έβγαλαν τις σφεντόνες τους. «Θα τα σπάσουμε όλα!» είπε η Ιζαμπώ, και η Ισαβέλλα γέλασε κι έκανε μια πιρουέτα.
Ο Εδμόνδος άναψε το πυροτέχνημα και το πέταξε μες στη μέση του πλακόστρωτου δρόμου. Δυνατό φως και σπίθες πετάχτηκαν, θυμίζοντας φωτιά. Η Ιζαμπώ κι η Ισαβέλλα εκτόξευσαν, αμέσως, πέτρες από τις σφεντόνες τους, διαλύοντας μερικά τζάμια, ενώ συγχρόνως ούρλιαζαν: Βοήθεια! Βοήθειααααα! Φωτιάαααα!
Οι πολεμιστές που ήταν τοποθετημένοι γύρω από το παράξενο δάσος – Ιεροί Φρουροί και Παντοκρατορικοί στρατιώτες – άκουσαν τις φωνές και τους ήχους θραύσης και είδαν τις λάμψεις που θύμιζαν φωτιά. Φοβούμενοι ότι κάτι είχε συμβεί, κάμποσοι απ’αυτούς άφησαν τις θέσεις τους και έτρεξαν.
Η Βατράνια και ο Σθένελος περίμεναν κρυμμένοι μέσα στο σκοτάδι, και μόλις είδαν τους φρουρούς να αραιώνουν εξαιτίας του αντιπερισπασμού του Εδμόνδου, έφυγαν από την κρυψώνα τους κι έτρεξαν προς τη βλάστηση που είχε εισβάλει στην Ανατολική Αγορά. Πέρασαν πίσω από την πλάτη μερικών φρουρών, χωρίς αυτοί να τους προσέξουν ή να τους ακούσουν μέσα στον σαματά, και χώθηκαν στο εξωδιαστασιακό δάσος. Από εκεί το άνοιγμα των διαστασιακών τοιχωμάτων δεν ήταν μακριά, και ήταν αφρούρητο.
Ο Σθένελος και η Βατράνια μπήκαν στην άλλη διάσταση και βρέθηκαν, αναμενόμενα, μέσα σ’ένα δάσος.
«Τι βλέπεις, λοιπόν, επιστήμονα;» ρώτησε εκείνη.
«Μόλις ήρθαμε! Τι να δω;»
Ο Σθένελος βάδισε, και η Βατράνια τον ακολούθησε ανάβοντας έναν φακό, για να βλέπουν κι οι δυο τους πού πατούσαν. «Μπορεί αυτή να είναι κάποια γνωστή διάσταση;» ρώτησε.
«Δεν ξέρω. Ίσως. Ή ίσως και όχι: ίσως να είναι τελείως άγνωστη.»
Η Βατράνια σταμάτησε απότομα, τραβώντας το πιστόλι της. Γύρω απ’τον κορμό ενός δέντρου είχε δει να περιστρέφεται ένα μακρύ, μαύρο φίδι, αιωρούμενο. «Το βλέπεις αυτό;»
«Δεν είμαι τυφλός,» αποκρίθηκε ο Σθένελος. Και συνοφρυώθηκε. «Δε σου θυμίζει αυτό που έλεγαν σ’εκείνο το χωριό – το Σκυφτοχώρι;»
«Τι έλεγαν;»
«Ότι είδαν έναν αντικατοπτρισμό: ένα δάσος, και μέσα στο δάσος μαύρα φίδια που αιωρούνταν.»
«Τώρα που το λες, ναι, αυτό μάς είπαν…»
«Ετούτο εδώ το δάσος πρέπει να ήταν.»
«Μα, τότε, γιατί εμφανίστηκε στην Ερρίθια και όχι στο χωριό τους;» απόρησε η Βατράνια.
«Για διάφορους λόγους μπορεί να έγινε αυτό. Κατ’αρχήν, οι διαστάσεις δεν είναι σαν πλάκες που βάζεις τη μία πλάι στην άλλη και έρχονται σε επαφή σε συγκεκριμένα σημεία· δεν είναι καν σαν κύβοι ή σφαίρες.»
«Και πώς σκατά είναι;»
«Δεν έχουν σχήμα που μπορεί να εκφραστεί με τη συμβατική γεωμετρία.»
«Αυτά λες όταν θέλεις να εντυπωσιάσεις τις γυναίκες;»
«Μιλάω σοβαρά!»
Η Βατράνια μειδίασε, αλλά από την έκφρασή του έκρινε ότι ο μάγος είχε τσαντιστεί. «Ηρέμησε,» του είπε. «Αστειεύομαι.»
Ο Σθένελος στράφηκε στο αιωρούμενο φίδι, και βάδισε προς τη μεριά του. Η Βατράνια τον ακολούθησε, με το πιστόλι της έτοιμο. Το αιωρούμενο φίδι απομακρύνθηκε, πετώντας. Μερικά ακόμα παρόμοια φίδια παρουσιάστηκαν, χορεύοντας ανάμεσα στα δέντρα.
«Δε μοιάζουν εχθρικά,» παρατήρησε η Βατράνια.
Ο Σθένελος έκανε ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως.
«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε η Βατράνια, όταν είδε το βλέμμα του να παύει να είναι απλανές σαν να κοιτούσε σε κάποιο μέρος που μονάχα εκείνος μπορούσε να δει.
«Τα φίδια δεν είναι φίδια. Είναι ενεργειακές οντότητες. Αυτή είναι απλά η προβολή τους: ο τρόπος που εμείς τα αντιλαμβανόμαστε.»
«Με τη μαγεία σου το ανακάλυψες αυτό;»
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.»
Ο Σθένελος έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή του και τράβηξε δύο φωτογραφίες τα φίδια. «Το φαντάστηκα,» είπε, όταν είδε μετά ότι στην οθόνη της μηχανής οι ενεργειακές οντότητες δεν φαίνονταν. «Δε φωτογραφίζονται.
»Θα ήταν, πάντως, ενδιαφέρον να πιάσουμε ένα,» πρόσθεσε. «Για μελέτη.»
«Και πώς σκοπεύεις να το κάνουμε αυτό;» απόρησε η Βατράνια, που δεν της φαινόταν καθόλου εύκολο να πιάσουν ένα από τούτα τα ιπτάμενα πλάσματα που στριφογύριζαν τόσο ευέλικτα και γρήγορα γύρω από τα δέντρα.
«Δεν είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρω,» αποκρίθηκε ο Σθένελος, «αλλά μπορώ να προσπαθήσω.»
«Άστο, καλύτερα,» είπε η Βατράνια. «Ίσως νάναι επικίνδυνο. Ίσως να τα θυμώσεις.»
Ο Σθένελος δίστασε για μια στιγμή, έπειτα είπε: «Δε νομίζω. Ή θα πιάσει ή δε θα πιάσει.»
Η Βατράνια ήθελε να διαφωνήσει, αλλά μετά σκέφτηκε ότι ο Σθένελος ήταν μάγος και, δεν μπορεί, σίγουρα θα ήξερε κάτι περισσότερο από εκείνη για ένα τέτοιο θέμα.
Ο Σθένελος έβγαλε ένα γυάλινο δοχείο από τον σάκο του και τράβηξε το πώμα.
«Μη μου πεις ότι σκοπεύεις να κλείσεις το φίδι εκεί μέσα,» είπε η Βατράνια.
«Ακριβώς αυτό σκοπεύω να κάνω. Δεν είναι κανονικό δοχείο ετούτο.» Το γύρισε ανάποδα, ώστε να φανεί η κάτω μεριά του. «Έχει μπαταρία.» Ξεβίδωσε το καπάκι της βάσης, και μέσα φάνηκε μια μπαταρία και καλώδια. «Στο εσωτερικό του γυαλιού,» εξήγησε ο Σθένελος, βιδώνοντας πάλι το καπάκι και πατώντας ένα κουμπί στην κάτω μεριά του δοχείου, «υπάρχουν κι άλλα καλώδια, πολύ μικρά για να τα δεις με γυμνό μάτι. Φορτίζουν το δοχείο με ενέργεια έτσι ώστε να μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματική φυλακή για… ασυνήθιστα πράγματα.»
«Έχεις κι άλλα τέτοια μπιχλιμπίδια μαζί σου;»
«Είναι κάτι συγκεκριμένο που σ’ενδιαφέρει;»
Η Βατράνια δεν ήξερε αν είχε προσπαθήσει να την ειρωνευτεί, κι έτσι δεν απάντησε αμέσως. Ο Σθένελος στράφηκε απ’την άλλη και ύφανε ένα Ξόρκι Ενεργειακού Ελέγχου, αρθρώνοντας τα κατάλληλα λόγια και κάνοντας περίπλοκες χειρονομίες. Απλώνοντας τις αισθήσεις του προς ένα από τα αιωρούμενα φίδια το οποίο στροβιλιζόταν γύρω από κάτι φυλλωσιές, προσπάθησε να στρέψει την ενεργειακή ροή που το σχημάτιζε προς τη μεριά του, και προς το δοχείο που κρατούσε έτοιμο εμπρός του. Ήταν σαν να πιάνει, με αόρατα δάχτυλα, την άκρη ενός σύρματος και να την τραβά ελαφρά, προσεχτικά, πολύ προσεχτικά, ώστε το σύρμα να στραφεί προς τα εκεί όπου εκείνος ήθελε, χωρίς η επιρροή του να γίνει και πολύ φανερή.
Το αιωρούμενο φίδι έφυγε από τις φυλλωσιές και, κινούμενο σπειροειδώς μέσα στον αέρα, σαν να ακολουθούσε τις οδηγίες κάποιου συγκεκριμένου χορού, ζύγωσε τον Σθένελο, ζύγωσε το ανοιχτό δοχείο… ενώ η Βατράνια κοίταζε χωρίς να μιλά και χωρίς καθόλου να κουνιέται, φοβούμενη ότι μπορεί να χαλούσε το ξόρκι του μάγου.
Το αιωρούμενο φίδι μπήκε στο δοχείο. Ο Σθένελος έπαψε τη χρήση του Ξορκιού Ενεργειακού Ελέγχου και έκλεισε το πώμα. Το φίδι περιστράφηκε στο εσωτερικό του δοχείου, σχηματίζοντας κύκλο, μοιάζοντας να δαγκώνει την ουρά του.
Μετά, πέρασε μέσα από το γυαλί και έφυγε, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
«Τι!» έκανε ο Σθένελος, ξαφνιασμένος.
Η Βατράνια γέλασε.
«Αυτό,» είπε ο Σθένελος, «δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί!»
«Τότε, πώς συνέβη;»
Ο μάγος κούνησε το κεφάλι. «Μάλλον, είναι πιο ισχυρά απ’ό,τι φαίνονται.»
«Δε φαίνονται ισχυρά,» είπε η Βατράνια· «σα σκιές είναι.»
«Εννοώ, από ενεργειακής άποψης. Τέλος πάντων, δεν πειράζει…» Αναστέναξε, βάζοντας πάλι το δοχείο στον σάκο του. «Πάμε να δούμε τι άλλο υπάρχει εδώ.»
Βάδισαν μέσα στο δάσος, βλέποντας τα αιωρούμενα σκιερά φίδια να περιστρέφονται εδώ κι εκεί, χωρίς να φαίνεται να τους έχουν κρατήσει κακία για ό,τι είχε επιχειρήσει ο Σθένελος.
«Πρέπει να είναι κάποιου είδους στοιχειακές οντότητες,» είπε ο μάγος σαν να μιλούσε περισσότερο στον εαυτό του. «Δε μοιάζουν να έχουν νοημοσύνη ή κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Απλά περιφέρονται εδώ πέρα… Ναι, στοιχειακές οντότητες, γηγενείς της συγκεκριμένης διάστασης…»
«Και ποια είναι αυτή η διάσταση; Έχεις, μήπως, τώρα καμια ιδέα;» ρώτησε η Βατράνια.
«Δε νομίζω να είναι γνωστή. Ίσως, μάλιστα, να ήταν απομονωμένη μέχρι στιγμής· ποιος ξέρει; Θα το ανακαλύψουμε.»
«Πρέπει να επιστρέψουμε σύντομα, όμως· μην το ξεχνάς. Δεν ήρθαμε εδώ για να διανυκτερεύσουμε.»
«Δεν το ξεχνάω,» είπε ο Σθένελος, ενοχλημένα. «Αλλά, ακόμα κι αν το ξεχνούσα, είμαι βέβαιος ότι εσύ θα μου το θύμιζες.»
Κάποιος απ’τους δυο μας πρέπει να ξέρει τι του γίνεται, σκέφτηκε η Βατράνια.
Προχώρησαν μέσα στο δάσος ώσπου βρέθηκαν στις παρυφές του, οι οποίες δεν ήταν και τόσο μακριά. Και εμπρός τους αντίκρισαν ν’απλώνεται μια έρημος ώς εκεί όπου έφτανε η ματιά τους, κάτω από το φως τριών πράσινων φεγγαριών.
«Τι γίνεται εδώ;» είπε η Βατράνια, σβήνοντας τον φακό της για να μη χαλάει ενέργεια. «Τελειώνει ο κόσμος;»
«Δεν ξέρω για τον κόσμο, πάντως το δάσος τελειώνει μάλλον αφύσικα.»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Τελειώνει απότομα, και ξαφνικά αρχίζει η έρημος.» Ο Σθένελος γονάτισε στο ένα γόνατο κι έπιασε την άμμο, την έκλεισε μέσα στη γροθιά του, και στο πράσινο φως των φεγγαριών την είδε να θρυμματίζεται. Ξερή, τελείως ξερή. «Χμμμ…»
«Τι;»
Ακόμα γονατισμένος, είπε: «Κάτι συνέβη εδώ, Βατράνια. Κάτι κατέστρεψε τούτα τα μέρη, αφήνοντας, για κάποιο λόγο, το δάσος ανέπαφο. Αυτή εδώ η άμμος δεν είναι όπως σε άλλες ερήμους. Πιο πολύ σαν στάχτη είναι. Άγγιξέ την.»
Η Βατράνια άναψε πάλι τον φακό της, γονάτισε κι εκείνη, και πήρε λίγη άμμο στη χούφτα της. Την έτριψε ανάμεσα στα δάχτυλά της. «Πράγματι,» συμφώνησε, και πέταξε πάλι την άμμο κάτω.
«Αναρωτιέμαι τι να υπάρχει μετά απ’αυτή την έρημο…» είπε ο Σθένελος κοιτάζοντας τον ορίζοντα.
«Ό,τι κι αν είναι, δεν θα το ανακαλύψουμε τώρα. Πάμε πίσω, καλύτερα.» Η Βατράνια σηκώθηκε όρθια.
Ο Σθένελος σηκώθηκε επίσης. Έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή του και τράβηξε μια φωτογραφία την έρημο. «Πάμε,» είπε, κάπως δυσαρεστημένα.
«Μην κάνεις σα να σου πήραν το γλειφιτζούρι,» του είπε η Βατράνια, καθώς διέσχιζαν το δάσος ξανά, με τα αιωρούμενα σκιερά φίδια να περιφέρονται γύρω τους.
«Είπα κάτι;»
«Απλώς λέω… Δεν υπάρχει τίποτ’άλλο εδώ για να δούμε. Υπάρχει;»
«Είναι μια καινούργια διάσταση, Βατράνια: σίγουρα υπάρχουν διάφορα πράγματα να ερευνήσουμε. Αν μόνο δεν ήταν οι καταραμένοι Παντοκρατορικοί!…»
«Δυστυχώς, όμως, είναι.»
Πλησίασαν το άνοιγμα στα διαστασιακά τοιχώματα και σταμάτησαν να κινούνται, καθώς μπορούσαν να δουν την Ανατολική Αγορά από εδώ. Γονάτισαν πίσω από έναν θάμνο, για κάλυψη, και ο Σθένελος έβγαλε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και κάλεσε τον Εδμόνδο.
«Σθένελε;» ήρθε η φωνή του τροβαδούρου από το μεγάφωνο, έτσι που μπορούσαν να την ακούσουν και ο μάγος και η Βατράνια. Τελικά, το σήμα περνούσε μέσα από το άνοιγμα, κανονικά.
«Ναι, εγώ είμαι. Είμαστε έτοιμοι να έρθουμε.»
«Καλώς.»
Η επικοινωνία τερματίστηκε.
Ο Σθένελος και η Βατράνια σηκώθηκαν και πέρασαν μέσα από το άνοιγμα, για να κρυφτούν αμέσως στη βλάστηση που είχε εισβάλει στην Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας. Οι φρουροί δεν ήταν μακριά. Αν ο τροβαδούρος δεν κατόρθωνε να τους παραπλανήσει, η Βατράνια και ο Σθένελος θα ήταν αδύνατον να φύγουν απαρατήρητοι.
*
Οι φρουροί είχαν, τελικά, δει ότι η όλη υπόθεση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα πυροτέχνημα και μερικά σπασμένα παράθυρα. Ο Εδμόνδος και οι δύο χορεύτριες, φυσικά, είχαν απομακρυνθεί όταν οι στρατιώτες έφτασαν εκεί· έτσι, ο τροβαδούρος μπορούσε μόνο να κάνει υποθέσεις: και υπέθετε ότι οι φρουροί πρέπει να είχαν νομίσει πως τη φασαρία προκάλεσαν κάποιοι ντόπιοι επαναστάτες απλά και μόνο για να τους παρενοχλήσουν. Λογικά δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Και ο Εδμόνδος δεν πίστευε ότι οι φρουροί θα σκέφτονταν πως το πυροτέχνημα ήταν αντιπερισπασμός προκειμένου κάποιος να γλιστρήσει μέσα στο παράξενο δάσος. Εξάλλου, μετά, δεν είχε δει ούτε τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας ούτε τους Ιερούς Φρουρούς να πηγαίνουν προς τα εκεί με πρόθεση να καταδιώξουν.
Όπως και νάχε, ο Εδμόνδος ήξερε πως αυτή τη φορά θα χρειαζόταν να κάνει κάτι πιο σοβαρό για να τους ανησυχήσει· ένα πυροτέχνημα και μερικές πέτρες στα τζάμια καταστημάτων δεν θα αρκούσαν.
«Δεν το συνηθίζεις να κάνεις καταστροφές στα μαγαζιά αθώων ανθρώπων, Εδμόνδε,» του είπε η Ισαβέλλα.
«Μπλέξαμε με κακές παρέες τώρα,» αποκρίθηκε εκείνος· και, έχοντας χώσει ένα μαντήλι μέσα σ’ένα μπουκάλι κρασί, άναψε την άκρη του με τον ενεργειακό του αναπτήρα. Σήκωσε το μπουκάλι και το πέταξε πάνω σ’ένα κλειστό παράθυρο.
Το μπουκάλι θρυμματίστηκε, και το ξύλινο πατζούρι άρπαξε φωτιά.
Η Ιζαμπώ και η Ισαβέλλα εκτόξευσαν πέτρες με τις σφεντόνες τους επάνω σε τζαμιά, ουρλιάζοντας συγχρόνως: Φωτιά! Φωτιά! Φωτιάααα!
Ο Εδμόνδος άναψε ακόμα ένα μπουκάλι που είχε ετοιμάσει και το πέταξε κι αυτό.
Ύστερα, εκείνος κι οι δύο χορεύτριες έγιναν καπνός. Εξαφανίστηκαν μέσα στα σκοτεινά στενορύμια της Ερρίθιας.
Και δύο στρατιώτες ήρθαν τρέχοντας – ένας της Παντοκράτειρας κι ένας Ιερός Φρουρός – νομίζοντας ότι, πάλι, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από πυροτεχνήματα. Βλέποντας όμως πως επρόκειτο για κανονική φωτιά, πήγαν αμέσως να ειδοποιήσουν κι άλλους, φωνάζοντας.
*
«Ο αντιπερισπασμός ξεκίνησε,» παρατήρησε η Βατράνια, ακούγοντας τις φωνές και βλέποντες σκιές να τρέχουν, καθώς και το αντιφέγγισμα της φωτιάς πάνω κι ανάμεσα από τα οικοδομήματα της Ερρίθιας.
«Αυτοί, όμως, δε λένε να φύγουν,» είπε ο Σθένελος, αναφερόμενος στους φρουρούς πιο κοντά στο εξωδιαστασιακό δάσος.
«Ούτε και την άλλη φορά είχαν φύγει όλοι. Φτάνει που είναι απασχολημένοι,» αποκρίθηκε η Βατράνια, και βγήκε απ’την κρυψώνα τους, πηγαίνοντας γρήγορα από πυκνή σκιά σε πυκνή σκιά, σκυφτή.
Ο Σθένελος, αν και ένιωθε κάπως αβέβαιος (δεν είχε ξαναμπλέξει σε παρόμοια κατάσταση, όσο βοηθούσε την Επανάσταση στην Απολλώνια), την ακολούθησε μιμούμενος τις κινήσεις της.
«Εσείς! Σταματήστε!»
Κάποιος τούς είδε καθώς έβγαιναν από το δάσος.
«Τρέξε!» είπε η Βατράνια στον Σθένελο, δείχνοντας προς μια μεριά.
Εκείνος έτρεξε, κι η Βατράνια ήρθε αμέσως δίπλα του, επίσης τρέχοντας.
Ο στρατιώτης που τους είχε προσέξει – ένας Παντοκρατορικός, είχε δει η Βατράνια – πυροβόλησε με το τουφέκι του. Η ριπή δεν χτύπησε κανέναν τους, αλλά η Βατράνια ήταν σίγουρη πως ήταν προειδοποιητική.
«Σταματήστε!» φώναξε πάλι ο στρατιώτης· κι αμέσως μετά: «Σταματήστε τους! Δεν τους βλέπετε; – εκεί, εκεί!» Και πυροβόλησε ξανά – αυτή τη φορά όχι προειδοποιητικά, νόμιζε η Βατράνια – αλλά και πάλι αστόχησε, καθώς εκείνη κι ο Σθένελος είχαν πια απομακρυνθεί.
Ο φρουρός, όμως, δεν ήταν μόνος του: παρά τον αντιπερισπασμό του Εδμόνδου, ένα σωρό ήταν γύρω και προσπάθησαν να κυκλώσουν τους δύο επαναστάτες.
Η Βατράνια πυροβόλησε μια Παντοκρατορική πολεμίστρια και την είδε να πέφτει ουρλιάζοντας.
«Φύγε,» είπε στον Σθένελο, «φύγε!» καθώς στρεφόταν για να ξαναπυροβολήσει, προσπαθώντας να τους κρατήσει μακριά.
«Τι; Όχι, δε σ’αφήν–!»
«Φύγε, ηλίθιε! Φύγε! Θα έρθω μετά.»
Και τον άκουσε να τρέχει πίσω της, καθώς εκείνη καλυπτόταν δίπλα σ’ένα σταματημένο κάρο και ξαναπυροβολούσε. Εχθρικές σφαίρες χτύπησαν πάνω στο κάρο, κάνοντας μικρά κομμάτια ξύλου να τιναχτούν.
Μια μορφή δίπλα της!
Η Βατράνια έκανε να στρέψει το πιστόλι της– Ένα σπαθί το χτύπησε, πετώντας το απ’το χέρι της. Ένας Ιερός Φρουρός ήταν εμπρός της, με το πρόσωπό του κρυμμένο μέσα στο ψυχρό σιδερένιο κράνος του.
Η Βατράνια πετάχτηκε πίσω, τράβηξε το ξιφίδιο από τη μπότα της.
Σκιές έρχονταν από παντού γύρω. «Πέτα το όπλο σου!» φώναξε κάποιος.
Πανικός την έπιασε, αλλά πάλεψε να τον κάνει να μη θολώσει το μυαλό της· προσπάθησε να φύγει από τη μεριά που της φαινόταν πιο ανοιχτή. Αν κατόρθωνε να χαθεί μες στα σοκάκια–
Το ξίφος του Ιερού Φρουρού βρέθηκε εμπρός της. Η Βατράνια το παραμέρισε με το ξιφίδιό της· πέρασε, σκύβοντας, κάτω από τη μεγάλη λεπίδα κι έτρεξε. Ένας Παντοκρατορικός ήρθε από το πλάι, γρήγορα· η πίσω μεριά του τουφεκιού του τη χτύπησε στα πλευρά, κάνοντάς τη να παραπατήσει.
Όχι!
Η Βατράνια πιάστηκε από έναν τοίχο.
Μια πολεμίστρια της Παντοκράτειρας τη ζύγωσε, προσπαθώντας να την αρπάξει και να την ακινητοποιήσει. Η Βατράνια τη σπάθισε ημικυκλικά στην κοιλιά, χωρίς να καταφέρει να της κάνει βαθύ τραύμα αλλά απωθώντας την και σχίζοντας τη λευκή στολή της, η οποία κοκκίνισε. Κάποιος χτύπησε τη Βατράνια στο πόδι, από πίσω, κάνοντάς τη να τρίξει τα δόντια και να παραπατήσει ξανά. Η τραυματισμένη πολεμίστρια τής έπιασε το χέρι που κρατούσε το ξιφίδιο, της έστριψε τον καρπό· η Βατράνια ούρλιαξε καθώς το όπλο έφευγε απ’τη γροθιά της. Κάποιος ήταν πίσω της, τύλιξε τα χέρια του γύρω της. Ο αγκώνας της τον κοπάνησε στο σαγόνι, αποτινάζοντάς τον. Η Βατράνια επιχείρησε να κλοτσήσει την πολεμίστρια εμπρός της· εκείνη τής έπιασε το πόδι (Σκατά!), το τράβηξε βίαια, η Βατράνια έχασε την ισορροπία της, η μπότα της έφυγε μένοντας στα χέρια της Παντοκρατορικής–
–και η Βατράνια κατέληξε στο πλακόστρωτο του δρόμου, πέφτοντας πάνω στον ώμο του χεριού που είχε στρίψει η αντίμαχός της. Ο πόνος την παρέλυσε προς στιγμή.
Ένα βαρύ, μποτοφορεμένο πόδι πάτησε πάνω στο δεξί της στήθος, κόβοντάς της την αναπνοή, και η αιχμή ενός ξίφους βρέθηκε μπροστά στο πρόσωπό της.
Ένας Ιερός Φρουρός (ο ίδιος με πριν;). Το κλειστό κράνος του αντανακλούσε το φως των φεγγαριών της Χάρνταβελ, κόκκινο και ασημί.
Η Βατράνια ζαλιζόταν· βρισκόταν στα πρόθυρα της λιποθυμίας, το ήξερε.
«Ποια είσαι;» απαίτησε ο Ιερός Φρουρός.
Η Βατράνια δεν μπορούσε ν’απαντήσει· σκέφτηκε μόνο, μισολιπόθυμη: Σταμάτα να πατάς επάνω μου, γαμώ το κεφάλι σου, βλάκα!
«Κατάσκοπος είναι!» ακούστηκε η φωνή κάποιου.
Μια γυναίκα είπε: «Μπορεί νάναι από την άλλη διάσταση.»
«Κατάσκοπος είναι. Ειδοποιήστε τον Επόπτη!»
«Οι ιερείς είναι που πρέπει πρώτα να ειδοποιηθούν.» Η φωνή αυτή είχε σίγουρα βγει μέσα από ένα απ’τα κλειστά σιδερένια κράνη των Ιερών Φρουρών.
Η Βατράνια λιποθύμησε.
*
Ο Σθένελος δεν ήθελε να την αφήσει πίσω, αλλά αφού εκείνη τού είπε να φύγει, ο μάγος υπέθεσε ότι ήξερε τι έκανε. Εξάλλου, ήταν και πιο μεγάλη από αυτόν και πιο πολύ καιρό στην Επανάσταση και πιο έμπειρη στην κατασκοπία. Σίγουρα, θα τον συναντούσε λίγο παρακάτω.
Αν καταφέρει να με βρει εδώ πέρα…
Ο Σθένελος έτρεχε μέσα στα μπερδεμένα σοκάκια της Ερρίθιας που του έμοιαζαν με λαβύρινθο. Πίσω του μπορούσε ν’ακούσει πόδια να έρχονται, από κάποια αξιοσημείωτη απόσταση. Αποκλείεται αυτή νάναι η Βατράνια· οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας είναι. Και πρέπει να τους ξεφύγω.
Αλλά, λογικά, κι εκείνοι θα μ’ακούνε όπως εγώ τους ακούω, συνειδητοποίησε ξαφνικά. Και, στρίβοντας σε μια γωνία, έκοψε ταχύτητα. Πρέπει να είμαι αθόρυβος και προσεχτικός κι ευέλικτος σαν γάτα – όπως η Βατράνια.
Σκατά. Έχω πανικοβληθεί. Πρέπει πρώτα να ηρεμήσω.
Βάδιζε πιο αργά τώρα, για να μην κάνει θόρυβο, ενώ συγχρόνως αφουγκραζόταν για να καταλαβαίνει από πού έρχονταν οι εχθροί του. Θα τους ξέφευγε παραπλανώντας τους–
Κάτι μπλέχτηκε ανάμεσα στα πόδια του – ένα άλλο πόδι!
Προτού προλάβει να βγάλει κιχ, χέρια τον τράβηξαν σ’ένα πλαϊνό στενορύμι, κι ένα άλλο χέρι βούλωσε το στόμα του.
Η μυρωδιά αυτού του δέρματος δεν του ήταν άγνωστη…
«Σσς,» άκουσε κοντά στ’αφτί του. «Περίμενε.» Η Ιζαμπώ, μέσα από το σκοτάδι.
Ο Σθένελος δεν κινήθηκε· και μετά από λίγο, είδε τρεις Παντοκρατορικούς κι έναν Ιερό Φρουρό να περνάνε από τον διπλανό δρόμο και να φεύγουν μακριά, τρέχοντας.
«Έλα μαζί μας.» Η φωνή της Ισαβέλλας.
Ένα χέρι έπιασε το χέρι του (της Ιζαμπώς πρέπει να ήταν), και ο Σθένελος ακολούθησε τις δύο χορεύτριες μέσα στο σκοτεινό στενορύμι και, μετά, σ’έναν ανοιχτό, αλλά όχι και μεγάλο, χώρο ανάμεσα στα οικήματα της Ερρίθιας.
Εκεί, μια κουκουλοφόρος μορφή περίμενε. Ο Εδμόνδος, σίγουρα.
«Πού είν’η Βατράνια;» τον ρώτησε η Ισαβέλλα.
«Την έπιασαν,» αποκρίθηκε, μουντά, ο τροβαδούρος.
«Τι!» έκανε ο Σθένελος. «Το ήξερα ότι έπρεπε να είχα μείνει–»
«Μη λες ανοησίες! Ήταν πολλοί. Αδύνατον να τους απωθούσες. Θα σε είχαν πιάσει κι εσένα.»
«Πρέπει να τη βοηθήσουμε!»
«Μόνοι μας; Το θεωρώ δύσκολο. Χρειαζόμαστε τον Γεράρδο και τους συντρόφους του.»
«Μα έχουμε πει ότι θα συναντηθούμε μαζί τους στην Οκρίνθια μετά από δέκα μέρες!»
«Το θυμάμαι.»
«Τι θα κάνουμε, λοιπόν;» Υπήρχε απόγνωση στη φωνή του Σθένελου. Δεν έπρεπε να την είχα αφήσει, μα τις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! Δεν έπρεπε να την είχα αφήσει!
«Δεν ξέρω,» είπε ο Εδμόνδος, και τους έγνεψε να τον ακολουθήσουν καθώς τους έστρεφε την πλάτη.
Μόλις έστριψε το όχημα δίπλα από τον λόφο, ο Γεράρδος είδε άλογα. Τα άλογα των Ιερών Φρουρών και του Έδουου, δίχως αμφιβολία. Πρέπει να τα είχαν αφήσει εδώ και να είχαν πλησιάσει τον λόφο με τα πόδια επειδή είδαν τους προβολείς του οχήματος των επαναστατών και ήθελαν να έρθουν χωρίς εκείνοι να τους προσέξουν και να είναι έτοιμοι γι’αυτούς. Ο Κροκόδειλος μπορούσε να πάρει τα χρώματα του περιβάλλοντος αλλά, δυστυχώς, τα φώτα του φαίνονταν μες στη νύχτα.
Τα άλογα έτρεχαν τώρα από δω κι από κει, αφηνιασμένα, σαν κάτι να τα είχε τρομάξει. Ο Έδουος. Χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις των ιερέων, είχε τρομάξει τα άλογα για να ξεκινήσουν να τρέχουν ολόγυρα και να μπερδέψουν τους επαναστάτες, ενώ ο ίδιος είχε καβαλήσει ένα από αυτά και έφευγε – ο Γεράρδος ήταν βέβαιος, σχεδόν σαν να είχε δει το γεγονός να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια του.
Η Μάρθα, καθισμένη πλάι του, είπε: «Πού πήγε ο γαμημένος; Κάποιο απ’τα άλογα πρέπει νάχει καβαλήσει.» Ήταν τραυματισμένη στον δεξή βραχίονα, και αίμα είχε μουσκέψει το μανίκι της, αλλά δεν φαινόταν να του δίνει σημασία. Κρατούσε το τουφέκι της έτοιμο στην αγκαλιά της.
«Όταν τον δούμε μην τον πυροβολήσεις,» της είπε ο Γεράρδος. «Θέλω να του μιλήσω.»
«Το ξαναείπες – δεν είμαι κουφή!»
Ούτε εγώ, όμως, είμαι σίγουρος ότι το κατάλαβες, σκέφτηκε ο Γεράρδος, στρίβοντας προς μια κατεύθυνση και επιταχύνοντας.
«Γιατί πας προς τα κει;»
«Γιατί προς τα κει είναι ο Έδουος.»
«Πώς το ξέρεις;»
Ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε πώς το ήξερε. Διαισθανόταν το Εσώτερο Θηρίο του Έδουου: το διαισθανόταν σαν κάτι το παρείσακτο στη Χάρνταβελ. Πράγμα παράξενο, γιατί οι ιερείς ανέκαθεν είχαν το Εσώτερο Θηρίο και το θεωρούσαν κάτι το φυσικό.
«Νάτος…» είπε ο Γεράρδος, καθώς οι προβολείς του οχήματός τους φώτιζαν έναν άντρα επάνω σε άλογο που κάλπαζε σαν δαιμονισμένο.
Η Άνμα’ταρ είπε, από πίσω: «Έχει τρεις σφαίρες στην πλάτη – πώς είναι δυνατόν να ιππεύει έτσι;»
«Σας το εξήγησα προτού έρθουμε, Άνμα: οι ιερείς έχουν δυνάμεις που μοιάζουν υπερφυσικές,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, χωρίς φυσικά να γυρίσει για να κοιτάξει τη μάγισσα.
Πλεύρισε τον Έδουο – που τα μάτια του στραφτάλιζαν δαιμονικά μες στη νύχτα, το πορφυρό του δέρμα φαινόταν νάχει αρπάξει φωτιά, και τα μαύρα, σγουρά μαλλιά του τινάζονταν σαν τη χαίτη του αλόγου που καβαλούσε – και, ανοίγοντας το τζάμι του παραθύρου, του φώναξε: «Έδουε! Σταμάτα! Πρέπει να μιλήσουμε!»
Ο ιερέας έβγαλε μέσα από τα άμφιά του ένα πιστόλι. Ο Γεράρδος έσκυψε πάνω στο τιμόνι και έστριψε, απότομα. Η ριπή πέρασε πάνω απ’το κεφάλι του, χτύπησε το μπροστινό τζάμι του Κροκόδειλου κάνοντας ρωγμή.
«Θα τον γαζώσω τον γαμημένο!» γρύλισε η Μάρθα.
«Όχι!» της είπε ο Γεράρδος· και, προσπερνώντας εύκολα το άλογο του Έδουου, πάτησε το φρένο. Οι τροχοί του Κροκόδειλου γρύλισαν, χώμα τινάχτηκε. Το άλογο χρεμέτισε ξέφρενα, σηκώθηκε στα πίσω πόδια, ενώ ο ιερέας τραβούσε τα γκέμια του για να το κάνει να στρίψει.
«Έδουε! Άκουσέ με! Είμαι ο Γεράρδος – είμαι ζωντανός! Αν ήμουν εχθρός σου, θα σε είχα σκοτώσει, αλλά δεν είμαι εχθρός σου. Είμαι εδώ για να βοηθήσω. Είμαι με την Επανάσταση.»
Ο Έδουος, που είχε πάλι υψώσει το πιστόλι του, το κατέβασε. «Δε μπορεί να είσαι ο Γεράρδος,» είπε λαχανιασμένα· οι σφαίρες στην πλάτη του πρέπει να τον ταλαιπωρούσαν παρά την υπερφυσική αντοχή του. «Ο Γεράρδος έφυγε από τη διάσταση: είναι νεκρός· το Θηρίο του τον σκότωσε.»
«Σου είπα, δεν με σκότωσε. Το νίκησα. Μπορεί να γίνει, Έδουε. Μπορεί να γίνει. Τώρα, κατέβα από το άλογό σου και θα περιποιηθούμε τα τραύματά σου. Το ξέρεις ότι, αν συνεχίσεις έτσι, πιθανώς να πεθάνεις.»
«Θα τον περιθάλψουμε κιόλας, τον πούστη;» μουρμούρισε η Μάρθα.
Ο Έδουος αφίππευσε, με κάποια φανερή δυσκολία.
Ο Γεράρδος άνοιξε την πόρτα πλάι του και βγήκε από το όχημα· οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν.
Ο Έδουος τον ατένισε παρατηρητικά κάτω από το φως των φεγγαριών. «Η όψη σου,» είπε κουρασμένα, «μοιάζει όντως με του Γεράρδου…»
«Έλα μέσα,» του είπε ο Γεράρδος. «Η Άνμα θα φροντίσει να φύγουν αυτές οι σφαίρες από την πλάτη σου.»
Ο ιερέας δεν έφερε αντίρρηση. Ανέβηκε στην πίσω μεριά του οχήματος, έβγαλε τα άμφιά του (με τη βοήθεια του Γεράρδου) τα οποία ήταν μουσκεμένα από το αίμα και τον ιδρώτα, και ξάπλωσε μπρούμυτα σ’ένα σεντόνι. Η Άνμα’ταρ, σκύβοντας από πάνω του, τον ρώτησε αν ήθελε κάτι για τον πόνο. Εκείνος αποκρίθηκε πως, όχι, δεν χρειαζόταν· έτσι η μάγισσα άρχισε να αφαιρεί μία-μία τις σφαίρες από το σώμα του, παρατηρώντας, συγχρόνως, δύο πράγματα που την εξέπληξαν: πρώτον, ο Έδουος δεν έβγαλε παρά μερικά ζωώδη γρυλίσματα από τον λαιμό του, ενώ κανονικά θα έπρεπε να ουρλιάζει σαν τρελός από τον πόνο· δεύτερον, εκεί όπου τον είχαν πετύχει οι ριπές του πιστολιού της θα έπρεπε να τον είχαν σωριάσει στο έδαφος, παράλυτο, αλλά το σώμα του έμοιαζε να κινείται από κάποια δύναμη που δεν είχε άμεση σχέση με τους μύες και τα νεύρα του. Επίσης, έδειχνε να θεραπεύεται πολύ γρήγορα, ακόμα και καθώς η Άνμα έβγαζε, με προσοχή, τις σφαίρες από μέσα του.
Δεν είναι φυσιολογικός άνθρωπος, κατέληξε η μάγισσα. Αποκλείεται να είναι φυσιολογικός άνθρωπος.
Του έβαλε αντισηπτικό στα τραύματα – αν και αμφέβαλε ότι στην περίπτωσή του ήταν απαραίτητο – και τα έδεσε με επιδέσμους, προτού σηκωθεί όρθια και του ζητήσει να σηκωθεί κι εκείνος.
«Πώς αισθάνεσαι;» τον ρώτησε, πλένοντας τα χέρια της από το αίμα μέσα σε μια λεκάνη με νερό.
«Καλύτερα,» αποκρίθηκε ο Έδουος. «Να είναι ο Θεός μαζί σου.» Η παράξενη άγρια γυαλάδα είχε φύγει από τα μάτια του, καθώς και η θηριώδη όψη από το πρόσωπό του.
Να είναι ο Θεός μαζί μου; Ο Θεός της Χάρνταβελ; σκέφτηκε η Άνμα’ταρ. Δεν ξέρω αν αυτό είναι ευχή ή κατάρα.
Ο Έδουος, χωρίς ακόμα να έχει ξαναφορέσει τα άμφιά του, στράφηκε να κοιτάξει τον Γεράρδο, ο οποίος είχε μόλις τελειώσει να επιδένει το όχι και πολύ βαρύ, όπως αποδείχτηκε, τραύμα στον βραχίονα της Μάρθας. Όσο η Άνμα’ταρ περιποιούταν τον ιερέα δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν: και το σίγουρο ήταν ότι δεν μπορούσαν να αγνοήσουν την πληγή η οποία αιμορραγούσε.
«Είσαι, λοιπόν, πράγματι εσύ…» είπε ο Έδουος.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Κι αν δεν είχες βιαστεί να μας επιτεθείς, τώρα οι Ιεροί Φρουροί δεν θα ήταν νεκροί. Δεν είχαμε κανένα σκοπό να σας χτυπήσουμε.»
«Αυτή είναι η αποστολή τους,» είπε ο Έδουος: «να πεθαίνουν για τον Θεό.»
«Ο Θεός δεν ήθελε τον θάνατό τους τώρα. Ήταν λάθος.»
Ο Έδουος συνοφρυώθηκε. «Είσαι ακόμα ένας από εμάς, Γεράρδε;» ρώτησε. «Πώς νίκησες το Θηρίο;»
«Το νίκησα. Όταν έφυγα από τη Χάρνταβελ, προσπάθησε να με σκοτώσει όπως λένε τα Ιερά Βιβλία: προσπάθησε να καταβροχθίσει τη σάρκα μου και τον νου μου. Προσπάθησε να με κάνει να αυτοκαταστραφώ. Αλλά το συνάντησα σε μια ερημιά… στο μυαλό μου, όμως το μέρος έμοιαζε παράξενα αληθινό… πολέμησα εκεί με το Εσώτερο Θηρίο – που ήταν μια αντανάκλαση του εαυτού μου – και το νίκησα. Το σκότωσα. Δεν το αισθάνομαι πλέον. Χρόνια δίσταζα να έρθω στη Χάρνταβελ, φοβούμενος ότι το Θηρίο θα επέστρεφε μέσα μου· αλλά δεν έχει επιστρέψει. Και… αισθάνομαι τα πράγματα εδώ πολύ διαφορετικά από πριν…»
«Τι εννοείς;»
«Κατά πρώτον, διαισθάνομαι τις εισβολές.»
«Τις εισβολές;»
«Τα σημεία όπου κάποια άλλη, άγνωστη διάσταση έχει εισβάλλει μέσα στην πραγματικότητα της Χάρνταβελ – όπως εκεί, στον λόφο όπου συναντηθήκαμε.»
«Οι χωρικοί είπαν ότι ο λόφος… έσπασε κι από μέσα του πετάχτηκαν παράξενα βράχια, και ότι δεν ήταν κάποιος από τους ‘αντικατοπτρισμούς’, όπως έχει συνηθιστεί να τους λένε.»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Μια άλλη διάσταση, για κάποιον λόγο, πλησιάζει τη Χάρνταβελ. Γι’αυτό παρουσιάζονται οι αντικατοπτρισμοί, και γι’αυτό τώρα γίνονται οι εισβολές. Η άλλη διάσταση έχει τρυπήσει τη Χάρνταβελ σε κάμποσα σημεία, Έδουε. Το αισθάνομαι…» Ο Γεράρδος μόρφασε. «Το αισθάνομαι σαν το ίδιο μου το δέρμα να έχει τρυπηθεί.»
«Παράξενο,» είπε ο Έδουος. «Εγώ δεν αισθάνομαι κάτι τέτοιο.»
«Το ξέρω. Με την ήττα του Θηρίου, νιώθω τη Χάρνταβελ πιο κοντά μου, πιο άμεσα. Η αντίληψή μου έχει αλλάξει.»
Ο Έδουος τον ατένισε καχύποπτα, σαν ακόμα να υποψιαζόταν ότι ίσως να του έλεγε ψέματα. «Αυτά που συμβαίνουν είναι η Οργή του Θεού,» είπε, «για την παρουσία των ανθρώπων της Παντοκράτειρας. Είπες ότι ήρθατε για να μας βοηθήσετε. Εννοείς, να μας βοηθήσετε να τους διώξουμε;»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι. «Όχι ακριβώς. Ο τελικός σκοπός της Επανάστασης, βέβαια, είναι να διώξει τους Παντοκρατορικούς από παντού· αλλά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Πρίγκιπας μάς έστειλε εδώ για να μάθουμε τι συμβαίνει και να του το αναφέρουμε.»
Ο Έδουος συνοφρυώθηκε. «Να μάθετε τι συμβαίνει;»
«Ναι. Σχετικά με τους αντικατοπτρισμούς.»
«Είναι δείγματα της Οργής του Θεού, Γεράρδε!»
«Δεν είμαι τόσο σίγουρος γι’αυτό–»
«Τα χωράφια μας ξεραίνονται χωρίς λόγο! Υπογονιμότητα έχει πλήξει ζώα και ανθρώπους! Και ό,τι κι αν κάνουμε, όσο κι αν θυσιάζουμε, τίποτα δεν γίνεται. Και μου λες ότι δεν είναι η Οργή Του;»
«Δεν ξέρω,» είπε ο Γεράρδος, «δεν αισθάνομαι καμια οργή. Αισθάνομαι μόνο έναν δυνατό πόνο, Έδουε. Η διάστασή μας υποφέρει· και, μάλλον, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η άλλη διάσταση την πλησιάζει.»
«Το ίδιο πιστεύω κι εγώ,» συμφώνησε ο Σέλιρ’χοκ.
«Ποιος είσαι εσύ;» Ο Έδουος τον αγριοκοίταξε. «Είσαι ιερέας;»
«Δεν είμαι ιερέας–»
«Τότε, δεν ξέρεις τίποτα.»
«Ο Σέλιρ’χοκ,» είπε ο Γεράρδος, «είναι μάγος του τάγματος των Διαλογιστών, κι έχει πολλές φορές αποδειχτεί πολύτιμος για την Επανάσταση.»
«Δεν είσαι αυτός που ήσουν, Γεράρδε,» παρατήρησε ο Έδουος. «Δεν ξέρω αν πρέπει πια να σε εμπιστευόμαστε. Από τότε που έφυγες έδειξες ότι δεν πρέπει να σε εμπιστευόμαστε.»
«Μπορώ, όμως, να σας βοηθήσω να εντοπίσετε γρήγορα όλα τα σημεία της εισβολής. Δεν σας ενδιαφέρει αυτό;»
«Δεν έχω το δικαίωμα να μιλήσω για ολόκληρο το ιερατείο. Κανονικά, οφείλεις να συζητήσεις με τον Ύπατο γι’αυτά που τώρα μου λες, καθώς επίσης και να του εξηγήσεις πώς νίκησες το Εσώτερο Θηρίο.»
«Ο Γουλιέλμος εξακολουθεί να είναι Ύπατος;»
«Ναι· και δεν νομίζω να δείξει τόση κατανόηση όση έδειξα εγώ,» είπε ο Έδουος. «Το γεγονός ότι μας εγκατέλειψες δεν του άρεσε τότε, και ούτε τώρα πιστεύω πως θα του αρέσει η επιστροφή σου και όσα λες για την ήττα του Εσώτερου Θηρίου σου.»
«Παρ’όλ’αυτά, θα τον επισκεφτώ και θα του μιλήσω, όταν φτάσουμε κοντά στον Υπεραιώνιο. Εξάλλου, είναι στο δρόμο μας. Αισθάνομαι πως υπάρχουν εισβολές προς τ’ανατολικά.»
Τα μάτια του Έδουου στένεψαν, παρατηρώντας τον. «Πραγματικά, μπορείς να τις διαισθάνεσαι από τόσο μακριά;»
«Ναι. Και θα το διαπιστώσεις και μόνος σου αν λέω ψέματα. Σε προτρέπω να έρθεις μαζί μας, αν δεν έχεις άλλα καθήκοντα σε τούτες τις περιοχές.»
«Η περίπτωσή σου προέχει, Γεράρδε, όπως επίσης και η περίπτωση των… εισβολών. Μετά χαράς θα σας συνοδεύσω,» δήλωσε ο Έδουος.
Και γαμώ, σκέφτηκε η Μάρθα. Τώρα θα τραβάμε κι αυτόν τον καριόλη μαζί μας.
Κάποιος τη σκούντησε στα πλευρά.
«Ξύπνα.»
Εκείνη, για μια στιγμή, δεν ήξερε ούτε ποια ήταν. Βρισκόταν χαμένη σ’έναν σκοτεινό ουρανό.
«Ξύπνα! Δεν ακούς;» Την ξανασκούντησαν στα πλευρά.
Τα μάτια της Βατράνιας άνοιξαν. Είδε έναν άντρα να στέκεται από πάνω της ο οποίος φορούσε κλειστό σιδερένιο κράνος. Ιερός Φρουρός. Βρίσκονταν σ’ένα μικρό πέτρινο δωμάτιο, φωτισμένο από λάμπα λαδιού. Η Βατράνια ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα. Ανασηκώθηκε στους αγκώνες της, παρατήρησε ότι μόνο στο ένα πόδι φορούσε μπότα. Δεν είχαν, τουλάχιστον, μπει στον κόπο οι βλαμμένοι να φέρουν και την άλλη της μπότα εδώ;
«Μεγάλε Πατέρα, ξύπνησε,» είπε ο Ιερός Φρουρός σε κάποιον πίσω του, και παραμέρισε.
Η Βατράνια αντίκρισε έναν άντρα με άμφια τον οποίο νόμιζε πως είχε ξαναδεί. Πορφυρό δέρμα· μπλε μαλλιά, μούσια· γύρω στα πενήντα, αν έκρινε σωστά την ηλικία του. Πού τον έχω ξαναδεί; Και μετά, καθώς ο άντρας ερχόταν πιο κοντά, η Βατράνια θυμήθηκε: Ήταν ένας από τους ιερείς με τους οποίους είχε μιλήσει ο Παντοκρατορικός Επόπτης έξω από το εξωδιαστασιακό δάσος.
«Ποια είσαι;» τη ρώτησε.
Η Βατράνια, μην ξέροντας αν ήταν συνετό να αποκαλύψει το όνομά της, έμεινε σιωπηλή.
«Δε με καταλαβαίνεις τι λέω; Δε μιλάς τη Συμπαντική;» είπε ο ιερέας.
«Καταλαβαίνω,» αποκρίθηκε η Βατράνια προτού προλάβει να σταματήσει το στόμα της. Ήταν σαν κάτι να είχε σπρώξει το μυαλό της, να την είχε εξαναγκάσει εμμέσως να απαντήσει. Και θυμήθηκε τις προειδοποιήσεις του Γεράρδου για τους ιερείς της Χάρνταβελ. Μπορούν να επηρεάσουν το μυαλό των άλλων ανθρώπων…
«Πες μου, τότε, ποια είσαι και τι έκανες εκεί, σ’αυτό το δαιμονικό δάσος,» απαίτησε ο ιερέας.
Και η Βατράνια αισθάνθηκε πάλι την παρόρμηση ν’απαντήσει και να του πει την αλήθεια. Αλλά, γνωρίζοντας ότι επρόκειτο για κάποιου είδους ψυχολογικό κόλπο, κατάφερε να την καταπολεμήσει. Τη συνέφερε να πει στον ιερέα την αλήθεια; Το ιερατείο της Χάρνταβελ υποτίθεται πως ήταν κρυφά με την Επανάσταση, αλλά, συγχρόνως, δεν ήθελε να έχει και πολλές επαφές με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Η Βατράνια δεν νόμιζε ότι μπορούσε να τους εμπιστευτεί.
Επιπλέον, γιατί δε με αιχμαλώτισαν οι Παντοκρατορικοί αλλά οι ιερείς; Αποκλείεται ο Επόπτης να μην ήθελε να την ανακρίνει.
«Σε ρώτησα κάτι!» Η φωνή του ιερέα έγινε πιο έντονη, κι η Βατράνια αισθάνθηκε σα να την είχαν χαστουκίσει, αισθάνθηκε ενοχές που δεν είχε απαντήσει. Είναι ιερέας, δεν κάνει να τον αγνοώ–
Τι μαλακίες σκεφτόταν;
Έγλειψε τα χείλη της. «Είμαι… Είμαι…» Έπρεπε να σκαρφιστεί ένα παραμύθι, γρήγορα! Δεν μπορούσε να του πει την αλήθεια – ότι ήταν με την Επανάσταση – όχι ακόμα, τουλάχιστον· όχι μέχρι να μπορεί να τον εμπιστευτεί, να ξέρει ότι θα την κρύψει από τους Παντοκρατορικούς αντί να την παραδώσει στον Επόπτη για να τα έχει καλά μαζί του.
Η Βατράνια δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για τη Χάρνταβελ, ώστε να πει ένα πειστικό ψέμα για το ποια ήταν κι από πού ήταν. Όμως κάποτε, στη Σεργήλη, χρηματοδοτούσε κινηματογραφικές ταινίες και είχε γνωρίσει πολλούς σεναριογράφους και συγγραφείς μ’ένα σωρό παλαβές ιδέες. Επομένως, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη φαντασία της, βασίζοντας την απάτη της σε κάτι που ούτε εκείνη ήξερε ούτε κανένας άλλος.
Ενώ ο ιερέας ήταν έτοιμος να μιλήσει, με τα μάτια του να γυαλίζουν θυμωμένα (και τρομαχτικά, σαν άγριου λύκου), η Βατράνια είπε: «Δεν είμαι από εδώ. Δεν ξέρω τι είναι εδώ.»
Ο θυμός έφυγε από το πρόσωπο του ιερέα· ένα συνοφρύωμα περιέργειας τον αντικατέστησε. «Από πού είσαι;»
«Από τα μέρη μου. Το δάσος μας… έγινε κάτι παράξενο εκεί. Εμφανίστηκε, μέσα από το δάσος μας, μια πόλη. Πέρασα και ήρθα εδώ.»
«Είσαι, δηλαδή, από το δάσος; Από την άλλη διάσταση;» έκανε, ξαφνιασμένος, ο ιερέας· και η Βατράνια είδε και κάποιες άλλες μορφές – δύο άντρες ακόμα, νόμιζε – να έρχονται πίσω του.
«Διάσταση;»
«Δεν ξέρεις για τι πράγμα μιλάω;»
«Όχι…»
Ο ένας από εκείνους που ήταν πίσω του (ιερέας κι αυτός, μάλλον) ρώτησε: «Πώς ξέρει, τότε, τη Συμπαντική, Μαλαχία;»
Ο πορφυρόδερμος ιερέας που της μιλούσε τόση ώρα είπε: «Καλή ερώτηση. Πώς ξέρεις τη Συμπαντική αν δεν ξέρεις ότι είσαι από άλλη διάσταση;»
«Τι είναι η Συμπαντική;»
«Η γλώσσα που μιλάμε, φυσικά! Σε ρώτησα πριν αν καταλαβαίνεις τη Συμπαντική και μου είπες ναι!» Την ατένισε με καχυποψία, και η Βατράνια αισθάνθηκε έναν δυνατό τρόμο να την κυριεύει – έναν τρόμο ανάμεικτο με ενοχές.
Ο Γεράρδος έχει δίκιο: αυτοί οι ιερείς είναι τέρατα! «Με, με ρώτησες αν σε καταλαβαίνω, και είπα ότι, ναι, σε καταλαβαίνω. Δεν ξέρω για καμια Συμπαντική· πάντα έτσι μιλούσαμε από εκεί που έρχομαι.»
«Ίσως να λέει ψέματα,» είπε ένας από τους από πίσω – μάλλον, ο ίδιος με πριν.
«Δε λέω ψέματα!»
«Υπομονή, Εδουάρδε,» είπε ο Μαλαχίας, στρεφόμενος για να κοιτάξει τον άλλο ιερέα. «Υπομονή. Ο Θεός θα μας οδηγήσει στην αλήθεια.» Και προς τη Βατράνια: «Πώς σε λένε;»
Έπρεπε να χρησιμοποιήσει κάποιο παράξενο, πρωτόγνωρο όνομα· έτσι απάντησε με ό,τι της ήρθε πρώτο στο μυαλό: «Ντίλντιλ.»
«Το όνομά σου είναι Ντίλντιλ;» είπε ο ιερέας που λεγόταν Εδουάρδος, και ήταν φανερό πως δυσπιστούσε.
«Ναι,» αποκρίθηκε αδύναμα η Βατράνια. Και συνέχισε: «Σας παρακαλώ… γιατί με κρατάτε εδώ; Είμαι αιχμάλωτη; Μόλις μπήκα στην πόλη σας κάποιοι μού επιτέθηκαν χωρίς να τους κάνω τίποτα.»
«Δεν ήταν μόνη της,» είπε ο Ιερός Φρουρός. «Ήταν μαζί της και κάποιος άλλος που ξέφυγε.»
«Ποιος ήταν αυτός;» τη ρώτησε ο Μαλαχίας.
«Ο αδελφός μου, ο Νίρινορ. Πείτε μου ότι δεν τον πειράξατε!»
«Αν τον είχαμε πιάσει θα ήταν εδώ, μαζί σου.»
«Δεν την πιστεύω,» δήλωσε ο Εδουάρδος. «Δε μπορεί να λέει την αλήθεια.»
«Σκέψου, όμως, Αδελφέ,» είπε ο τρίτος ιερέας, που η Βατράνια δεν ήξερε το όνομά του. «Αποκλείεται να είναι από αυτή την άλλη διάσταση; Μπορεί ο Θεός να την έστειλε σ’εμάς!»
«Αν ήταν έτσι, θα είχαμε δει κάποιο σημάδι για τον ερχομό της! Είδες εσύ κανένα σημάδι;»
«Μεγάλοι Πατέρες. Με συγχωρείτε.» Η φωνή ήρθε πίσω από τους ιερείς – και πίσω από κλειστό σιδερένιο κράνος, νόμιζε η Βατράνια.
«Τι είναι;» ρώτησε ο Εδουάρδος.
«Ο Επόπτης είναι στην είσοδο του Ναού και κάνει φασαρία. Απαιτεί να του παραδοθεί η αιχμάλωτη.»
Οι ιερείς, χωρίς καμία κουβέντα, έφυγαν από το μικρό πέτρινο δωμάτιο, αφήνοντας τη Βατράνια μόνη μαζί με τον Ιερό Φρουρό που είχε δει πρώτο όταν συνήλθε.
«Να σηκωθώ;» τον ρώτησε.
Εκείνος έγνεψε καταφατικά με το κρανοφόρο κεφάλι του.
Η Βατράνια σηκώθηκε, διαπιστώνοντας ότι το πόδι της την πονούσε από εκείνο το χτύπημα – κλοτσιά, μάλλον – που της είχε ρίξει κάποιος από πίσω, λίγο πιο κάτω από το γόνατο. «Ευχαριστώ,» είπε στον Φρουρό, χαμογελώντας χαριτωμένα. Και ρώτησε: «Τι συμβαίνει εκεί έξω; Γιατί έφυγαν;»
«Έχουν δουλειά.»
«Τι δουλειά;»
«Θα σου πουν οι ίδιοι αν το επιθυμούν, όταν επιστρέψουν.»
«Γιατί φοράς αυτό το πράγμα στο κεφάλι σου; Δε σε στεναχωρεί; Μπορείς να το βγάλεις αν θέλεις…»
«Σιωπή!» μούγκρισε ο Φρουρός. «Δεν είσαι εδώ για να κάνεις ερωτήσεις! Κάτσε εκεί.» Έδειξε ένα στενό κρεβάτι, στη γωνία.
Η Βατράνια κάθισε στην άκριά του. «Να κάνω άλλη μία ερώτηση μόνο;» ρώτησε, αθώα.
Ο Ιερός Φρουρός αναστέναξε. «Ρώτα.»
«Μήπως έχετε την άλλη μπότα μου; Δε θέλω να φοράω μόνο μία μπότα.»
«Δεν την έχουμε.»
Η Βατράνια σούφρωσε τα χείλη. «Κρίμα…» Και ρώτησε: «Πώς σε λένε;»
«Σιωπή, είπα!»
«Εντάξει… Μπορείς να μου φέρεις, τουλάχιστον, λίγο νερό;»
*
«Το θράσος σας έχει αρχίσει να γίνεται επικίνδυνο για εσάς!» φώναξε ο Νιρμόδος Νάρλεφ, βρισκόμενος μπροστά στην είσοδο του Ναού της Ερρίθιας, όπου Ιεροί Φρουροί στέκονταν, απαγορεύοντας την πρόσβαση σ’εκείνον και τους πολεμιστές του. «Βγάλτε έξω την κατάσκοπο τώρα, διαφορετικά, μα τον Κρόνο, θα ισοπεδώσω αυτό το καταραμένο οικοδόμημα που φρουρείτε!»
«Τα λόγια σου θα κατορθώσουν μόνο να εξοργίσουν περισσότερο τον Θεό,» είπε ο Μαλαχίας, ξεπροβάλλοντας πίσω από τους Ιερούς Φρουρούς μαζί με τον Εδουάρδο και τον Λεοπόλδο.
«Η συμπεριφορά των πολεμιστών σας θα εξοργίσει εμένα,» αντιγύρισε ο Νιρμόδος – «και δεν θέλεις να με δεις θυμωμένο, Ιερέα! Πήραν μια κατάσκοπο που είχε μόλις συλληφθεί, αρνούμενοι να την παραδώσουν στους στρατιώτες μου όπως όφειλαν!»
«Δεν γνωρίζουμε αν είναι κατάσκοπος, και το γεγονός ότι ήρθε από το δάσος σημαίνει πως η παρουσία της μας αφορά άμεσα,» αποκρίθηκε ο Μαλαχίας.
«Δεν καταλαβαίνω πώς ακριβώς ‘σας αφορά άμεσα’!» φώναξε ο Νιρμόδος. «Ούτε καταλαβαίνω πώς συμπεραίνετε ότι ήρθε από το δάσος. Οι άνθρωποί μου που πήγαν στην άλλη διάσταση για να ερευνήσουν βρήκαν μόνο μια απέραντη ερημιά μετά το δάσος και μια επικίνδυνη ενεργειακή οντότητα. Δεν υπάρχουν άνθρωποι εκεί.»
«Παράξενο,» είπε ο Μαλαχίας. «Η ίδια ισχυρίζεται πως είναι από την άλλη διάσταση.»
«Ψεύδεται, κατά πάσα πιθανότητα,» είπε ο Εδουάρδος.
«Φυσικά και ψεύδεται!» φώναξε ο Νιρμόδος. «Είναι κατάσκοπος! Ήθελε, μάλλον, να ερευνήσει κι εκείνη – γι’αυτό άναψαν οι φωτιές στην αγορά: για αντιπερισπασμό, ώστε να περάσει από τους φρουρούς μας. Αλλά δεν τα κατάφερε.»
«Οι δικοί μας Φρουροί ανέφεραν ότι η γυναίκα έβγαινε από το δάσος, δεν προσπαθούσε να μπει,» είπε ο Μαλαχίας.
«Θα μάθω ποια είναι η αλήθεια,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος. «Φέρτε την εδώ. Πρέπει να την πάρουμε για ανάκριση.»
Οι ιερείς έμειναν σιωπηλοί· αλληλοκοιτάχτηκαν, σαν να μιλούσαν με τα μάτια.
Το θράσος τους! Ο Νιρμόδος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Καθόταν εδώ και παρακαλούσε αυτούς τους παλιάτσους να του παραδώσουν μια κατάσκοπο που, μάλλον, υπηρετούσε την Επανάσταση! Οποιαδήποτε στιγμή ήθελε, μπορούσε να γκρεμίσει τον γαμημένο Ναό τους, κι εκείνοι στέκονταν τώρα αντίκρυ του και του παρίσταναν τους βασιληάδες! Αυτό το ιερατείο θα έπρεπε να είχε από καιρό εξαφανιστεί από τη Χάρνταβελ. Ο Νιρμόδος απορούσε γιατί η Παντοκράτειρα ανεχόταν τους ιερείς. Πίστευε πραγματικά ότι η διάσταση θα διαλυόταν αν τους εξολόθρευε; Αυτοί οι καταραμένοι μπορεί ακόμα και να δολοπλοκούσαν εναντίον της. Ήταν καταφανές ότι δεν δέχονταν παρά με το ζόρι την εξουσία της εδώ.
«Το ζήτημα είναι στρατιωτικό!» τόνισε ο Νιρμόδος. «Αυτή η γυναίκα είναι κατάσκοπος! Αν δεν μου την παραδώσετε, θα μπω στον Ναό σας και θα την πάρω με τα όπλα – δεν μου δίνετε άλλη επιλογή. Δεν μπορώ να σας την αφήσω εδώ – είναι εκτός συζήτησης. Και κακώς εξαρχής οι πολεμιστές σας την απήγαγαν.»
Οι ιερείς πήραν την απόφασή τους.
*
Η πόρτα του μικρού δωματίου άνοιξε και δύο Ιεροί Φρουροί μπήκαν. Πλησίασαν αμέσως τη Βατράνια και την άρπαξαν από τα μπράτσα, ο ένας από δεξιά κι ο άλλος από αριστερά. Εκείνη κρατούσε μια ξύλινη κούπα μισογεμάτη με νερό.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε καθώς τη σήκωναν όρθια και την τραβούσαν προς την πόρτα. «Πού με πάτε;» Η κούπα έφυγε απ’το χέρι της. «Πες τους να μ’αφήσουν!» είπε κοιτάζοντας τον Φρουρό που ήταν ώς τώρα μαζί της. Εκείνος δεν μίλησε, μένοντας στη θέση του. «Δε μπορώ, τουλάχιστον, να πάρω τη μπότα μου;» ρώτησε η Βατράνια τους δύο Φρουρούς, καθώς την τραβούσαν μέσα σ’έναν διάδρομο. Είχε βγάλει τη μοναδική της μπότα όσο καθόταν στο στενό κρεβάτι και έπινε το νερό που της είχε φέρει ο κρανοφόρος φύλακάς της. «Ό,τι κι αν σας είπαν είναι παρεξήγηση· θέλουν να σας δουλέψουν. Το ξέρετε, έτσι; Δεν είστε και πολύ ομιλητικοί, γενικά, ε;»
Την πήγαν σε μια μεγάλη αίθουσα που είχε κολόνες και που στο ένα πέρας της υπήρχε ένας μεγάλος βωμός. Επάνω του ήταν λαξευμένες και χρωματισμένες εικόνες από κάποια έρημο – μέρη με πέτρες και άμμο – και γύρω του, στο πάτωμα, ήταν επίσης λαξευμένες και ζωγραφισμένες εικόνες παρόμοιων τοπίων. Κάποια μέτρα απόσταση από τον βωμό, στο κέντρο της αίθουσας, ήταν ένας μεγάλος λάκκος όπου φωτιά χόρευε, μουγκρίζοντας και αναδίδοντας θερμότητα και φωτισμό. Τριγύρω, στους τοίχους, ήταν ζωγραφισμένες εικόνες διάφορων τοπίων, όχι ερημιές όπως στον βωμό, αλλά δάση, λόγγοι, πεδιάδες, αγροί, βάλτοι, ποταμοί…
«Μη μου πείτε ότι με πάτε για τη φωτιά!» έκανε η Βατράνια. «Σας είπα, με λένε Ντίλντιλ, και δεν ξέρω τι έθιμα έχετε εδώ αλλά από εκεί που έρχομαι εγώ δεν πετάμε ανθρώπους στη φωτά, ποτέ!»
Οι Ιεροί Φρουροί δεν της αποκρίθηκαν. Τραβώντας την, την πέρασαν δίπλα από τον φλεγόμενο λάκκο και ζύγωσαν μια μεγάλη, διπλή πόρτα που ήταν ανοιχτή και που μπροστά της ήταν συγκεντρωμένοι ακόμα περισσότεροι Φρουροί, καθώς επίσης και οι ιερείς που είχαν πριν επισκεφτεί τη Βατράνια στο κελί της.
Δε μ’αρέσει αυτό. Με πάνε στον Επόπτη· δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Με πάνε στον Επόπτη. Και το ήξερε πως θα ήταν πιο δύσκολο να κοροϊδέψει τους Παντοκρατορικούς, γιατί είχαν κι αυτοί στείλει ανθρώπους τους στην άλλη διάσταση, και η Βατράνια δεν είχε ιδέα τι ανακαλύψεις μπορεί να είχαν κάνει εκεί.
Έλα τώρα, Βατράνια. Θα τα καταφέρεις. Μπορείς να τα καταφέρεις. Να τους μπερδέψεις κάμποσο ώσπου να σου δοθεί η ευκαιρία να δραπετεύσεις, ή ώσπου ο Σθένελος κι ο Εδμόνδος να έρθουν να σε–
Οι Ιεροί Φρουροί την έβγαλαν από τον Ναό, και η Βατράνια είδε τους στρατιώτες της Παντοκράτειρας να την περιμένουν απέξω. Αισθάνθηκε ξαφνικά να παραλύει. Σύνελθε! Δεν είναι η πρώτη δύσκολη κατάσταση που έχεις βρεθεί.
«Αυτή είναι, λοιπόν…» είπε ο Επόπτης παρατηρώντας την. «Φέρτε την εδώ!» πρόσταξε.
Οι Ιεροί Φρουροί παρέδωσαν τη Βατράνια στους στρατιώτες της Παντοκράτειρας, κι εκείνοι αμέσως έφεραν τα χέρια της πίσω από την πλάτη της και της πέρασαν χειροπέδες. (Το δεξί χέρι, το οποίο της είχε στρίψει εκείνη η πολεμίστρια για να της πετάξει το ξιφίδιο, της έριξε μια δυνατή σουβλιά πόνου.) «Γιατί το κάνετε αυτό;» είπε η Βατράνια. «Γιατί με δένετε; Τι σας έκανα;»
«Ψάξτε την,» πρόσταξε ο Επόπτης, που ο Εδμόνδος είχε πει ότι ονομαζόταν Νιρμόδος Νάρλεφ.
Μια πολεμίστρια έψαξε τη Βατράνια από πάνω ώς κάτω και ανέφερε: «Δεν έχει τίποτα επάνω της, Υψηλότατε.»
Ο Επόπτης στράφηκε στους ιερείς. «Δεν είχε τίποτα επάνω της όταν τη φέρατε στο Ναό σας;»
Ο Μαλαχίας έκανε νόημα στους Ιερούς Φρουρούς και, σε λίγο, ένας από αυτούς έφερε έναν μικρό δερμάτινο σάκο στους Παντοκρατορικούς.
«Κανονικά,» είπε ο Νιρμόδος στους ιερείς, «δεν θα έπρεπε να είχα αναγκαστεί να το ζητήσω αυτό. Θα έπρεπε να μου το είχατε δώσει κατευθείαν.»
Οι ιερείς δεν απάντησαν.
Ο Επόπτης τούς ατένισε με βλέμμα που μπορούσε μονάχα να χαρακτηριστεί εχθρικό και, μετά, στράφηκε στη Βατράνια. «Το όνομά σου;»
«Ντίλντιλ. Και δεν καταλαβαίνω γιατί με έχετε δέσει!»
«Ντίλντιλ…» πρόφερε ο Νιρμόδος, ατενίζοντάς την δύσπιστα με τα γκρίζα μάτια του. «Παράξενο όνομα· δεν τόχω ξανακούσει. Από πού είσαι, Ντίλντιλ;»
«Από ένα μέρος που εδώ μού είπαν ότι το λέτε ‘άλλη διάσταση’. Ήρθα να δω τι συμβαίνει, γιατί μέσα από το δάσος φαινόταν ξαφνικά μια πόλη. Μόλις όμως έφτασα στην πόλη, μου επιτέθηκαν χωρίς λόγο και–»
«Μιλάς τη Συμπαντική Γλώσσα, Ντίλντιλ: πώς είναι δυνατόν, όταν δεν ξέρεις για άλλες διαστάσεις;»
Η Βατράνια σήκωσε τους ώμους και χαμογέλασε. «Πάντα αυτή τη γλώσσα μιλούσαμε· δεν ξέρουμε ότι εδώ τη λέτε Συμπαντική. Εσένα ποιο είναι το όνομά σου; Και γιατί όλοι φοράτε άσπρα; Έτσι είναι η μόδα σας; Μόνο άσπρα;»
«Δεν περιμένεις, φυσικά, να πιστέψω αυτές τις μαλακίες, έτσι – Ντίλντιλ;»
Η Βατράνια ύψωσε τα φρύδια. «Μα – λα – κίες; Δεν ξέρω αυτή λέξη.»
Ο Νιρμόδος τη χαστούκισε, δυνατά.
Ένας στρατιώτης την έπιασε από το μπράτσο καθώς εκείνη παραπατούσε· κι όταν η Βατράνια έστρεψε πάλι το βλέμμα της στον Νιρμόδο, είδε ότι της είχε γυρίσει την πλάτη και βάδιζε, λέγοντας στους πολεμιστές του: «Επιστρέφουμε στα Ανάκτορα. Κουνηθείτε!»
Ήταν, καταφανώς, τσαντισμένος.
*
«…Και λέει ότι τη λένε Ντίλντιλ. Το πιστεύεις; Ντίλντιλ!»
Η Αρίνη’σαρ, καθισμένη αντίκρυ στον Νιρμόδο, δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει. «Είναι, σίγουρα, παράξενο όνομα, Υψηλότατε.»
«Νομίζεις, δηλαδή, ότι μπορεί να είναι αληθινό;» απόρησε ο Επόπτης.
«Μάλλον όχι. Επιπλέον, η άλλη διάσταση μού φάνηκε ακατοίκητη. Δε νομίζω άνθρωποι να μένουν στο δάσος· πόσω μάλλον στην έρημο. Για να μην αναφέρω καν την ενεργειακή οντότητα. Πώς είναι δυνατόν να έχουν επιβιώσει από κάτι τέτοιο;»
Ο Νιρμόδος ένευσε. «Ακριβώς. Και θέλω εσύ να ανακρίνεις αυτή τη Ντίλντιλ, για προφανείς λόγους. Αφού έχεις πάει στη διάσταση, θα καταλάβεις πιο εύκολα τα ψέματα της.»
«Μπορεί, όμως, κι εκείνη να έχει πάει στην άλλη διάσταση, Υψηλότατε. Είπατε ότι έγιναν δύο επεισόδια μέσα στην Ανατολική Αγορά: ένα πολύ προτού συλληφθεί η κατάσκοπος, κι ένα την ίδια ώρα με τη σύλληψή της. Μπορεί το πρώτο να ήταν αντιπερισπασμός για να μπει η Ντίλντιλ στο δάσος, και το δεύτερο αντιπερισπασμός για να βγει.»
«Το έχω σκεφτεί,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος. «Επίσης, δεν ήταν μόνη της. Ήταν και κάποιος άλλος μαζί της, ο οποίος κατόρθωσε να ξεφύγει· και η περιγραφή που έχω γι’αυτόν είναι ‘μια σκιερή φιγούρα με κάπα και κουκούλα’. Εν ολίγοις, δεν ξέρω τίποτα και δεν έχω πιθανότητες να τον εντοπίσω μέσα στην πόλη.
»Τέλος πάντων,» είπε καθώς σηκωνόταν πίσω απ’το γραφείο του. «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι είσαι το καλύτερο πρόσωπό για να την ανακρίνει. Και, φυσικά, θα είμαι κι εγώ μαζί σου.»
«Όπως επιθυμείτε, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε η Αρίνη, και σηκώθηκε κι εκείνη από την καρέκλα της. «Τα πράγματά της τα έχετε εδώ;»
Ο Νιρμόδος ένευσε, και άδειασε τα περιεχόμενα ενός μικρού δερμάτινου σάκου επάνω στο γραφείο του: ένα πιστόλι (φανερά χτυπημένο από κάποιο άλλο όπλο – σπαθί, μάλλον), ένα ξιφίδιο, ένας φακός, κι ένας τηλεπικοινωνιακός πομπός.
«Σε τι συχνότητες εκπέμπει;» ρώτησε η Αρίνη, κοιτάζοντας τον τελευταίο.
«Δεν είναι ρυθμισμένος σε καμία συχνότητα. Εσκεμμένα, μάλλον, για την περίπτωση που πέσει σε εχθρικά χέρια. Κάτι που θα έκαναν οι αποστάτες.»
Η Αρίνη ένευσε.
«Αποστάτρια είναι, κατά πάσα πιθανότητα,» είπε ο Νιρμόδος, «που δουλεύει για τον Αρχιπροδότη.»
«Το ίδιο πιστεύω κι εγώ, Υψηλότατε.»
«Πάμε να την ανακρίνουμε;»
«Ναι.»
*
Συνάντησαν τη Βατράνια στο δωμάτιο των Ανακτόρων όπου ήταν κλεισμένη, δεμένη σε μια καρέκλα με τα χέρια της πίσω από την πλάτη. Η διακόσμηση γύρω της δεν ήταν άσχημη· το μέρος δεν ήταν κελί, αλλά τώρα καθήκοντα κελιού εκτελούσε.
Η Βατράνια αναγνώρισε αμέσως τη γυναίκα που ήρθε μαζί με τον Επόπτη. Ήταν η Αρίνη’σαρ, η σύζυγος του Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, όπως είχε πει ο Εδμόνδος. Την έχουμε άσχημα, γαμώ τη γκαντεμιά μου. Μια Ερευνήτρια θα ήξερε, αναμφίβολα, περισσότερα από εκείνη για την άλλη διάσταση.
«Γεια σου – Ντίλντιλ,» είπε ο Νιρμόδος. «Έφερα μια φίλη που έχει επισκεφτεί το σπίτι σου.»
«Το σπίτι μου;» έκανε η Βατράνια. «Δεν το νομίζω. Είναι πέρα από την έρημο.»
Γνωρίζει για την έρημο, λοιπόν, σκέφτηκε η Αρίνη. Έχει περάσει το άνοιγμα. Για να δούμε και τι άλλα ξέρει… «Πέρα από την έρημο; Νόμιζα ότι τίποτα δεν κατοικούσε εκεί, ότι ήταν όλα νεκρά.»
Η Βατράνια γούρλωσε τα μάτια θεατρικά. «Καμία σχέση! Υπάρχει μεγάλος πολιτισμός. Έχουμε ψηλά χτίρια που τα λέμε νάμ’καπ και πιο χαμηλά που τα λέμε νίμ’καπ.»
«Φτιάχνεις ωραία ονόματα, πάντως,» σχολίασε ο Νιρμόδος, ανάβοντας τσιγάρο καθώς βημάτιζε μες στο δωμάτιο. «Τι είσαι; Συγγραφέας;»
«Τι; Εννοείς αν λέω παραμύθια; Όχι, δεν λέω παραμύθια.» Του χαμογέλασε.
«Κρίμα,» είπε ο Νιρμόδος, «χαραμίζεσαι.»
Η Αρίνη ρώτησε τη Βατράνια: «Εκείνη η φωτεινή οντότητα δεν σας έχει επιτεθεί;»
Με δουλεύει; Για να δει αν τους παραμυθιάζω; «Φωτεινή οντότητα;»
«Δεν έχεις δει τη φωτεινή οντότητα που πετά στον ουρανό και που από γύρω της βγαίνουν ενεργειακά νήματα;»
Η Βατράνια ξεροκατάπιε. Μου λέει χαζομάρες για να δει αν θα τσιμπήσω. Δεν υπήρχε καμια τέτοια οντότητα στην άλλη διάσταση. «Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς,» είπε σταθερά.
«Δεν ξέρεις;»
«Φυσικά και όχι! Τώρα λύστε με κι αφήστε αυτές τις σαχλαμάρες! Ο λαός μου θα θυμώσει πολύ όταν μάθει τι μου έχετε κάνει! Και μη νομίζετε πως δεν έχουμε όπλα!»
Η Αρίνη κοίταξε τον Νιρμόδο, υπομειδιώντας, ενώ συγχρόνως σκεφτόταν: Έχει πάει στην άλλη διάσταση αλλά δεν έτυχε – για κάποιο λόγο – να συναντήσει τη φωτεινή οντότητα.
Ο Νιρμόδος γέλασε. «Σ’το είπα, δε σ’το είπα, μάγισσα;»
«Θα σταματήσετε να με κοροϊδεύετε;» φώναξε η Βατράνια, και τραντάχτηκε πάνω στην καρέκλα της, προσπαθώντας μάταια να λυθεί.
Ο Νιρμόδος τη χαστούκισε στο ίδιο μάγουλο που την είχε χαστουκίσει και πριν. Η Βατράνια αισθάνθηκε, άθελά της, δάκρυα να γεμίζουν τα μάτια της.
«Μας λες ψέματα, από την αρχή!» φώναξε ο Επόπτης. «Δεν είσαι από την άλλη διάσταση και σίγουρα δεν σε λένε Ντίλντιλ!»
«Ντίλντιλ με λένε, γαμημένε μαλακά!» ούρλιαξε η Βατράνια, τρομοκρατημένη και εξαγριωμένη ταυτόχρονα, «και είμαι από την άλλη διάσταση!»
Ο Νιρμόδος την ξαναχαστούκισε· η Βατράνια γεύτηκε αίμα, κι έφτυσε στο πλάι. «Είπες ότι δεν ξέρεις τι θα πει ‘μαλάκας’.»
Η Βατράνια στράφηκε να τον αντικρίσει, παρά τα δάκρυα στα μάτια της. «Είπα ότι δεν ξέρω τι θα πει ‘μαλακίες’.»
Η Αρίνη γέλασε. «Η κατάσταση έχει αρχίσει να γίνεται αστεία, Υψηλότατε. Το γεγονός ότι δεν είναι από την άλλη διάσταση αποκαλύφτηκε, επομένως τώρα–»
«Από την άλλη διάσταση είμαι, σας λέω! Γιατί μου φέρεστε έτσι; Ήρθα με ειρηνικούς σκοπούς, για να επικοινωνήσουμε.»
«Παράξενο, τότε, που μόλις συνάντησες τους στρατιώτες μας τους πυροβόλησες,» παρατήρησε ο Νιρμόδος, ειρωνικά.
«Εκείνοι με πυροβόλησαν πρώτοι!»
«Εμένα μού είπαν ότι σου ζήτησαν να σταματήσεις–»
«Δεν το άκουσα! Τώρα, θα με λύ–;»
«Υψηλότατε,» παρενέβη η Αρίνη, «δεν έχει νόημα πια. Μάθαμε αυτό που θέλαμε.»
«Μα, σας λέω, είμαι από–!»
«Αν ήσουν από την άλλη διάσταση,» είπε η Αρίνη, αρπάζοντας, απότομα, το σαγόνι της Βατράνιας με το ένα χέρι, «θα ήξερες για τη φωτεινή οντότητα. Όχι μόνο θα την είχες δει – γιατί δεν μπορείς να μην τη δεις – αλλά θα γνώριζες και το όνομά της, και πιθανώς κι άλλα πράγματα γι’αυτήν.»
Σκατά! σκέφτηκε η Βατράνια. Τα σκάτωσα. Δεν με δούλευε, η καριόλα. Υπάρχει όντως αυτή η φωτεινή οντότητα. «Α, τώρα κατάλαβα· μιλάς για το κίκιουκ! Φωτεινή οντότητα – έπρεπε να το είχα καταλάβει ότι θα το βλέπατε έτσι εσείς!»
Η Αρίνη τής άφησε το σαγόνι, ρουθουνίζοντας. «Τέρμα οι σαχλαμάρες. Κατ’αρχήν, αποκλείεται ποτέ να περνούσες από το δάσος: οι ακτίνες των μαύρων φιδιών θα σε είχαν παραλύσει!»
«Μόνο αν δεν είσαι από τη διάστασή μας! Σ’εμάς οι ακτίνες δεν πιάνουν,» είπε η Βατράνια προτού το σκεφτεί – το μυαλό της ήταν μπερδεμένο, και πανικός την είχε καταλάβει.
«Τα μαύρα φίδια δεν πετάνε αχτίνες,» είπε επίπεδα η Αρίνη.
Γαμώ τη γκαντεμιά της Λόρκης, γαμ–! Η σκέψη της Βατράνιας διακόπηκε από το ξαφνικό ράπισμα του Επόπτη. Τώρα έκαιγαν και τα δυο της μάγουλα.
Ο Νιρμόδος άνοιξε την πόρτα του δωματίου και δύο φρουροί μπήκαν. «Πηγαίνετέ την στα μπουντρούμια,» πρόσταξε. «Και να την προσέχετε. Είναι αποστάτρια.»
«Μάλιστα, Υψηλότατε.»
Οι φρουροί τής έλυσαν τα χέρια για να τη σηκώσουν από την καρέκλα. «Δεν είμαι αποστάτρια!» διαμαρτυρήθηκε η Βατράνια. «Με λένε Ντίλντιλ! Είμαι από την άλλη διάσταση με το δάσος και την έρημο!» Μετά, καθώς οι στρατιώτες την τραβούσαν έξω απ’το δωμάτιο, συνειδητοποίησε ότι ακουγόταν σαν να είχε χάσει τα λογικά της, κι έπαψε να μιλά.
Πρέπει να σκαρφιστώ ένα σχέδιο – ένα σοβαρό σχέδιο – για να φύγω από εδώ, σκέφτηκε. Ο ισχυρισμός ότι ήταν γηγενής της άλλης διάστασης αποκλείεται να έπιανε με τους Παντοκρατορικούς.
Για καμια ώρα ταξίδεψαν προς τ’ανατολικά, μέσα στη νύχτα. Ο Γεράρδος ήταν στο τιμόνι, και ο Έδουος καθόταν δίπλα του, έχοντας τώρα φορέσει τα τρυπημένα από τις σφαίρες ιερατικά άμφιά του. Οι κινήσεις του ήταν, γενικά, σαν να μην είχε ποτέ τραυματιστεί· ωστόσο δεν είχε βγάλει τους επιδέσμους του.
Στο ενεργειακό κέντρο του Κροκόδειλου, πίσω από τον Γεράρδο και τον Έδουο, καθόταν ο Σέλιρ’χοκ έχοντας υφάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως. Ακόμα πιο πίσω, στο οπίσθιο τμήμα του οχήματος, κάθονταν η Μάρθα και η Άνμα’ταρ, στο δάπεδο, επάνω στις κουβέρτες τους.
«Δεν τον εμπιστεύομαι,» είπε η πρώτη στη δεύτερη, και ήπιε μια γουλιά κρασί από το μπουκάλι στο χέρι της.
Η Άνμα ύψωσε ένα φρύδι, καθώς μασουλούσε ένα μπισκότο Απολλώνιας παραγωγής. «Τον Έδουο;»
Η Μάρθα κατένευσε. «Παραλίγο να μας σκοτώσει όλους στην αρχή, όταν είχε τους λακέδες του μαζί του. Και τώρα, ίσως απλά να το παίζει πως είναι με το μέρος μας, για να μην τον καθαρίσουμε όπως του αξίζει.»
«Ο Γεράρδος, πάντως, φαίνεται να τον εμπιστεύεται…»
«Ο Γεράρδος μπορεί νάναι επηρεασμένος. Ήταν παλιά ιερέας, μην ξεχνάς, και μάλλον τον ήξερε αυτόν τον τύπο, από τον τρόπο που του μιλάει.»
Η Άνμα τελείωσε το μπισκότο της, έβγαλε ένα καινούργιο από το κουτάκι, και το ύψωσε προς τη Μάρθα. Θέλεις; έλεγε η χειρονομία της.
«Φέρε,» είπε η Μάρθα, και η μάγισσα τής πέταξε το μπισκότο. Εκείνη το έπιασε με το ένα χέρι και το δάγκωσε.
«Δεν τον εμπιστεύεσαι, λοιπόν,» είπε η Άνμα. «Και τι θέλεις να κάνουμε γι’αυτό; Ο Γεράρδος δε νομίζω να συμφωνήσει να τον σκοτώσουμε.»
Η Μάρθα ένευσε. «Ναι. Αλλά εμείς πρέπει να τον προσέχουμε.»
«Τον Γεράρδο ή τον Έδουο;»
«Και τους δύο, για διαφορετικούς λόγους.»
Η Άνμα δάγκωσε ένα καινούργιο μπισκότο και τίναξε μερικά ψίχουλα από πάνω της. «Οι ιερείς της Χάρνταβελ είναι, βέβαια, με την Επανάσταση, Μάρθα…»
«Να μου, τι δηλώνουν πως είναι,» αποκρίθηκε η Μάρθα δείχνοντας το σκιερό μέρος ανάμεσα στους μηρούς της. «Δε μου φαίνονται αξιόπιστοι. Και άκουσες, εξάλλου, τι είπε ο ίδιος ο Έδουος στον Γεράρδο σχετικά μ’αυτόν τον Ύπατο, που είναι τ’αφεντικό των ιερέων.»
«Ναι,» συμφώνησε η Άνμα, «αυτό ήταν, πράγματι, ανησυχητικό. Αν αποφασίσουν ότι ο Γεράρδος είναι… ξέρω γω… κάτι το μιαρό για τη θρησκεία τους, θα έχουμε ιστορίες.»
Η Μάρθα συνοφρυώθηκε. «Τι πράγμα να είναι;»
«Μιαρό. Ανόσιο. Κακό.»
Η Μάρθα ρουθούνισε. «Χειρότερο απ’αυτούς;»
«Εκείνο που δεν ξέρεις σε τρομάζει, Μάρθα,» είπε η Άνμα’ταρ. «Ισχύει για τους πάντες. Παντού. Ακόμα και για τους ιερείς της Χάρνταβελ, είμαι σίγουρη. Και ο Γεράρδος έχει εδώ, σ’αυτή τη διάσταση, αποκτήσει ξαφνικά δυνάμεις άγνωστες για όλους.»
Η Μάρθα, έχοντας τελειώσει το μπισκότο της, σκέφτηκε τα λόγια της μάγισσα ενώ έπινε μια γουλιά κρασί. «Ακριβώς,» είπε τελικά, συμφωνώντας. «Γι’αυτό πρέπει να τους προσέχουμε και τους δύο.» Άναψε τσιγάρο.
«Δεν διαφώνησα,» αποκρίθηκε η Άνμα’ταρ.
Μετά από λίγο, η Μάρθα είπε: «Αν προσπαθήσουν να σκοτώσουν τον Γεράρδο, θα τους καθαρίσω εγώ πρώτη – και δε με νοιάζει τι γνώμη έχει ο Γεράρδος γ’αυτό. Ούτε αν οι ιερείς της Χάρνταβελ είναι με την Επανάσταση ή όχι.»
«Κι εγώ το ίδιο θα κάνω,» δήλωσε η Άνμα. «Αλλά ας ελπίσουμε ότι δεν θα φτάσουμε εκεί. Άλλωστε, μπορεί να συμβεί και το εντελώς αντίθετο, ξέρεις. Ορισμένες φορές, εκείνο που δεν γνωρίζουμε, κι επομένως μας τρομάζει, δεν προσπαθούμε να το καταστρέψουμε. Το λατρεύουμε.»
Η Μάρθα συνοφρυώθηκε. «Τι πάει να πει τούτο;»
«Όλες οι θρησκείες – ή τουλάχιστον οι περισσότερες – σ’αυτή την αρχή είναι βασισμένες,» είπε η Άνμα. «Οι άνθρωποι λατρεύουν κάτι που φοβούνται επειδή δεν ξέρουν τι ακριβώς είναι.»
«Νομίζεις, δηλαδή, ότι οι ιερείς θ’αρχίσουν να λατρεύουν τον Γεράρδο σαν θεό;»
«Σαν θεό, μάλλον όχι. Αλλά μπορεί να δημιουργήσουν μια ιδιαίτερη θέση γι’αυτόν μέσα στο ιερατείο τους.»
«Μου φαίνεται πολύ καλό για να βγει αληθινό. Στην πραγματικότητα, όλο μαλακίες συμβαίνουν,» είπε η Μάρθα.
Όταν καμια ώρα είχε περάσει, ο Γεράρδος σταμάτησε το όχημά τους μέσα στην ύπαιθρο, για να ξεκουραστούν.
«Φρόντισε να είμαστε καλά καλυμμένοι, μάγε,» είπε στον Σέλιρ’χοκ καθώς έσβηνε τα φώτα του Κροκόδειλου.
«Ασφαλώς, Καπετάνιε,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ και, ακόμα καθισμένος στο ενεργειακό κέντρο, χρησιμοποίησε το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος προκειμένου να κάνει τον Κροκόδειλο να πάρει όσο το δυνατόν καλύτερα τα χρώματα του περιβάλλοντος.
«Γιατί σε είπε καπετάνιο;» ρώτησε ο Έδουος τον Γεράρδο, καθώς οι δυο τους πήγαιναν στην πίσω μεριά του οχήματος, όπου ήταν καθισμένες η Μάρθα και η Άνμα’ταρ.
«Μεγάλη ιστορία,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Πέρασα από πολλά μέχρι να ξανάρθω στη Χάρνταβελ. Και τώρα είναι ώρα για ύπνο, όχι για διηγήσεις.»
Ο Έδουος δεν έφερε αντίρρηση, και ο Γεράρδος τού έδωσε μια κουβέρτα για να ξαπλώσει και να κοιμηθεί.
«Θα φυλάξω την πρώτη σκοπιά,» δήλωσε η Άνμα’ταρ, «και θα κάνω και τη Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως.»
Ο Γεράρδος ένευσε καθώς έβγαζε τις μπότες του και ξάπλωνε κοντά στη Μάρθα. «Εντάξει.»
Η Άνμα’ταρ φόρεσε τις δικές της μπότες και την κάπα της, άνοιξε την πίσω πόρτα του οχήματος, και βγήκε.
Ο Σέλιρ’χοκ ήρθε και ξάπλωσε σε μια κουβέρτα κοντά σ’αυτή της Δράκαινας, μοιάζοντας κουρασμένος από τη χρήση της μαγείας του.
Ο Γεράρδος ήταν επίσης κουρασμένος, από την οδήγηση και από όλα όσα είχαν συμβεί απόψε, έτσι δεν άργησε να τον πάρει ο ύπνος.
Η Μάρθα, όμως, δεν κοιμήθηκε. Ξαπλωμένη στο πλάι, και έχοντας το πιστόλι της κρυμμένο κάτω απ’την κουβέρτα της, παρατηρούσε τον Έδουο. Ο ιερέας δεν φαινόταν να κάνει τίποτα το ύποπτο. Είχε βγάλει τις μπότες του και τα άμφιά του και είχε ξαπλώσει στην κουβέρτα που του είχε δώσει ο Γεράρδος. Η Μάρθα πρόσεξε γι’ακόμα μια φορά ότι το κορμί του ήταν γεροδεμένο, λιγνό και μυώδες, σαν αγριμιού που είχε μεγαλώσει μέσα στις ερημιές. Έμοιαζε να εκπέμπει κάποια εσωτερική, πρωτόγονη δύναμη, που η Μάρθα σύντομα διαπίστωσε ότι την ερέθιζε ερωτικά. Το σώμα της αντιδρούσε σαν το σώμα θηλυκού θηρίου που βρίσκεται κοντά στο ιδανικό αρσενικό του είδους του. Ήθελε να τον λατρέψει.
Η Μάρθα πήρε μια βαθιά ανάσα. Μαλακίες. Δεν μου αρέσει αυτός ο σαλταρισμένος τύπος! Γύρισε ανάσκελα και ήπιε μια γουλιά από το κρασί της.
Δίπλα της, ο Γεράρδος, κοιμισμένος βαθιά πλέον, ονειρευόταν. Βρισκόταν ξανά σ’εκείνο το παράξενο σπίτι με τους ατελείωτους διαδρόμους, τα δωμάτια, και τις σκάλες.
Το σπίτι με τους τοίχους από πέτρα, σάρκα, ξύλο, οστά, μάτια, χέρια, πόδια, χρυσάφι, φυλλωσιές, νύχτα, νερό, αργυρό φεγγαρόφωτο…
Το σπίτι που ποτέ δεν μπορείς να βρεις όλα του τα δωμάτια
γιατί αλλάζουν
όπως τα μέρη ενός ζωντανού οργανισμού
πεθαίνουν και γεννιούνται
μικραίνουν και μεγαλώνουν.
Και ο Γεράρδος τώρα κατεβαίνει μια σκάλα από πέτρα και οστά, για να καταλήξει σ’έναν διάδρομο με πολλές πόρτες δεξιά κι αριστερά. Δεν ξέρει ακριβώς γιατί βρίσκεται εδώ, μα νομίζει πως υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος. Προχωρά, κι αφουγκράζεται. Από κάπου ακούει το κλάμα ενός μωρού. Ανοίγει μια πόρτα αναζητώντας το βρέφος, αλλά δεν το βλέπει πουθενά. Διασχίζει το δωμάτιο κι ανοίγει μια άλλη πόρτα, όμως το βρέφος, και πάλι, δεν είναι εδώ. Και το κλάμα του τώρα ξεμακραίνει.
Ο Γεράρδος περνά μέσα από ένα άνοιγμα όπου είναι αναγκασμένος να σκύψει γιατί το ταβάνι είναι χαμηλό. Μετά, καταλήγει σε μια μεγάλη αίθουσα όπου το ταβάνι είναι ψηλό κι έχει πελώρια δοκάρια, το καθένα κι από άλλο υλικό – ξύλο, πέτρα, κόκαλο, κόκκινο φως, ομίχλη… Στο πέρας του δωματίου υπάρχει ένα σπάσιμο στον τοίχο, κι ένα δάσος με ψηλά δέντρα βγαίνει από εκεί εισβάλλοντας στο δωμάτιο. Ο Γεράρδος αισθάνεται τον πόνο του σπιτιού. Το δάσος αυτό δεν ανήκει εδώ.
Γεράρδε! ακούγεται μια φωνή απ’τα δεξιά του. Γεράρδε!
Την ξέρει αυτή τη φωνή. Μελισσάνθη; λέει, ξαφνιασμένος. Μελισσάνθη! Και πηγαίνει προς τα δεξιά, περνά κάτω από τα δέντρα, κι αντικρίζει έναν στενό, σκοτεινό διάδρομο.
Γεράρδε! δε μ’ακούς; Βοήθησέ με!
Έρχομαι, Μελισσάνθη, έρχομαι! Ο Γεράρδος μπαίνει στο σκοτεινό πέρασμα, βιαστικά. Ατενίζει φως στο πέρας του· βαδίζει προς τα εκεί, προσπαθώντας ν’αποφύγει τα χέρια που πάνε ν’αρπάξουν τους αστραγάλους του και τα δόντια που θέλουν να δαγκώσουν τα δάχτυλα των ποδιών του.
Δεν είμαι η Μελισσάνθη. Ποια είναι η Μελισσάνθη; Βοήθησέ με, Γεράρδε! Βοήθησέ με!
Δεν είναι η Μελισσάνθη; Μα, η φωνή της…
Ο Γεράρδος, τρέχοντας και πηδώντας πάνω από τις ζωντανές παγίδες, βγαίνει από το πέρασμα και φτάνει σ’ένα δωμάτιο φωτισμένο από λευκό φως που του μοιάζει αφύσικο. Αντίκρυ του βλέπει κάγκελα, και πίσω από τα κάγκελα, μια όμορφη ξανθιά γυναίκα.
Μα, Μελισσάνθη…
Δε με βλέπεις; Δεν είμαι αυτή η Μελισσάνθη! Βοήθησέ με – γρήγορα! Θα με βασανίσουν, φοβάμαι ότι θα με βασανίσουν, φοβάμαι…
Η μορφή της αλλάζει.
«Βατράνια;…
»Βατράνια;
»Βατράνια!»
Ο Γεράρδος, ξυπνώντας ταραγμένος, ανασηκώθηκε πάνω στην κουβέρτα του.
Η Μάρθα, που δεν είχε ακόμα κοιμηθεί, γύρισε και τον κοίταξε. «‘Βατράνια’;» είπε. «Τι πρέπει να πω τώρα εγώ, δηλαδή;»
Ο Γεράρδος πήρε το μπουκάλι που είχε δίπλα της και ήπιε μια γουλιά κρασί, για να υγράνει τον ξεραμένο λαιμό του. «Κινδυνεύει,» είπε. «Πρέπει να την έχουν αιχμαλωτίσει.»
Η Μάρθα πήρε καθιστή θέση πλάι του. «Τη Βατράνια;»
«Ναι.»
«Το ονειρεύτηκες;»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Ήταν κλεισμένη σε κάποια φυλακή. Ζητούσε τη βοήθειά μου.»
«Είσαι σίγουρος ότι δεν ήταν απλά το γεγονός ότι τη γουστάρεις.»
«Ναι,» είπε ο Γεράρδος. «Επειδή δεν τη γουστάρω.»
«Και οι υπόλοιποι; Ο Σθένελος; Ο Εδμόνδος;»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω. Ίσως να κινδυνεύουν κι αυτοί, ίσως όχι. Μάλλον κινδυνεύουν, όμως· εκτός αν έχουν χωριστεί από τη Βατράνια. Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ γιατί να το έκαναν ποτέ αυτό.»
Η Μάρθα κοίταξε τους άλλους μέσα στην καρότσα του οχήματος. Ο Έδουος και ο Σέλιρ’χοκ έδειχναν να κοιμούνται· κανένας τους δεν είχε σαλέψει από τη θέση του. Δεν είχαν ακούσει εκείνη και τον Γεράρδο να μιλάνε; ή προσποιούνταν πως δεν τους είχαν ακούσει και τώρα κρυφάκουγαν; Τέλος πάντων, δεν είχε σημασία.
«Πάμε έξω λίγο;» ρώτησε η Μάρθα.
«Γιατί;»
«Πάμε;» επέμεινε εκείνη.
Ο Γεράρδος δεν μπορούσε να φανταστεί τι νόημα είχε αυτό, αλλά αποκρίθηκε: «Πάμε.»
Φόρεσαν τις μπότες και τις κάπες τους και βγήκαν από το όχημα. Η Άνμα’ταρ, που τριγύριζε απέξω, στράφηκε να τους κοιτάξει. Ο Γεράρδος τής έγνεψε ότι δεν συνέβαινε τίποτα, και μαζί με τη Μάρθα πήγαν λίγο παραπέρα.
«Τι είναι;» τη ρώτησε.
«Προτού πεις το όνομα της Βατράνιας, έλεγες ένα άλλο όνομα. Μελισσάνθη.»
«Ναι,» είπε ο Γεράρδος, «ίσως…» Δεν του άρεσε αυτό που νόμιζε πως ήθελε να ρωτήσει η Μάρθα.
«Ποια είναι η Μελισσάνθη; Σ’έχω ξανακούσει να λες τ’όνομά της στον ύπνο σου.»
«Η Μελισσάνθη… είναι μια γυναίκα που κάποτε ήξερα…» Κοίταξε πέρα, τον ορίζοντα, τον ουρανό. «Είναι νεκρή τώρα.»
«Την αγαπούσες;»
Ο Γεράρδος στράφηκε για ν’ατενίσει τη Μάρθα καταπρόσωπο. «Μπορούμε να το συζητήσουμε κάποια άλλη στιγμή;» ρώτησε, ήπια.
Η Μάρθα δίστασε, αλλά μετά είπε: «Εντάξει.» Κι αμέσως ρώτησε: «Είναι όντως νεκρή;»
«Ναι,» ο Γεράρδος ένευσε θλιμμένα, «είναι όντως νεκρή.»
*
«Δεν πρόκειται να την αφήσω στα χέρια τους,» δήλωσε ο Σθένελος, «γιατί φταίω, εν μέρει, κι εγώ που την έπιασαν.»
«Σου ξαναείπα,» τόνισε ο Εδμόνδος: «μην λες σαχλαμάρες. Δεν φταις εσύ. Αν έμενες πίσω, θα ήσουν τώρα αιχμάλωτός τους, σαν εκείνη.»
«Όπως και νάχει, πρέπει να τη βοηθήσω! Ξέρεις πού μπορεί να την έχουν;»
«Στα Ανάκτορα, υποθέτω.»
«Τότε, εκεί θα πάω.»
«Είσαι εκπαιδευμένος για να κάνεις τέτοιες δουλειές;»
«…Όχι ακριβώς, αλλά–»
«–αποφάσισες ότι είναι καλή βραδιά για ν’αυτοκτονήσεις;» Ο Εδμόνδος τον αγριοκοίταξε.
Οι δυο τους ήταν σ’ένα απ’τα δωμάτια που είχαν κλείσει στον Σιδερένιο Ξένο, στη Δυτική Αγορά. Στέκονταν όρθιοι, ο ένας αντίκρυ στον άλλο, καθώς μιλούσαν, πολύ εκνευρισμένοι για να καθίσουν. Η Ιζαμπώ και η Ισαβέλλα, αντιθέτως, κάθονταν επάνω σ’ένα κρεβάτι η καθεμία και τους παρατηρούσαν χωρίς να βγάζουν άχνα. Τα μάτια τους πήγαιναν μια στον έναν μια στον άλλο.
Ο Σθένελος αναστέναξε αγανακτισμένος. «Και τι θες να κάνω;» φώναξε. Ύστερα, αμέσως, χαμήλωσε τη φωνή του: «Θα τη βασανίσουν για να τους μιλήσει για εμάς. Θα την αναγκάσουν να μας προδώσει όλους!»
«Τη θεωρείς τόσο αναξιόπιστη;»
«Είσαι σοβαρός; Δεν ξέρεις τους Παντοκρατορικούς; Έχουν επαγγελματίες βασανιστές στη δούλεψή τους! Θα μάθουν για σένα, Εδμόνδε, και γι’αυτές τις δύο,» έδειξε βιαστικά την Ιζαμπώ και την Ισαβέλλα με μια ημικυκλική χειρονομία, «και μετά δεν θα υπάρχει μέρος στη Χάρνταβελ που να μη σας κυνηγάνε–»
«Περίμενε λίγο!» τον διέκοψε ο Εδμόνδος. «Περίμενε λίγο, γιατί βιάζεσαι. Δεν είπα ότι η Βατράνια μπορεί ν’αντέξει για πάντα σε βασανιστήρια – και ούτε θέλω να τους αφήσω να τη βασανίσουν, εννοείται. Όμως πιστεύω ότι δεν θα μας προδώσει αμέσως, και ότι είναι αρκετά έξυπνη ώστε να τους παραπλανήσει για λίγο. Εσύ τι νομίζεις: τα λέω σωστά;»
«Δεν την ξέρω τόσο καλά,» αποκρίθηκε ο Σθένελος, «αλλά, ναι,» αναστέναξε, «μάλλον σωστά τα λες. Περιμένοντας, όμως, τι θα κερδίσουμε; Θα καλυτερεύσει η κατάσταση;»
«Θα μιλήσω σε κάποιους ανθρώπους στην πόλη,» είπε ο Εδμόνδος, «και θα δούμε τι μπορεί να γίνει.»
«Έμπιστους ανθρώπους;»
«Εξυπακούεται.»
«Επαναστάτες;»
«Είναι με την Επανάσταση, ναι.»
«Θάρθω μαζί σου, τότε,» δήλωσε ο Σθένελος.
«Όχι. Καλύτερα όχι, για αρχή.»
«Τι πάει να πει αυτό;»
«Θέλω πρώτα να βεβαιωθώ ότι μπορούν να μας δεχτούν απόψε,» εξήγησε ο Εδμόνδος.
«Ποιοι είναι αυτοί;» θέλησε να μάθει ο Σθένελος.
«Οι ιερείς του Ναού της Ερρίθιας.»
«Οι ιερείς; Και είσαι σίγουρος ότι μπορούμε να τους εμπιστευτούμε;»
«Πολύ περισσότερο από τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας.»
Ο Σθένελος κούνησε το κεφάλι. Έτριψε το μέτωπό του. «Δε μ’αρέσει τούτη η ιστορία, μα τις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ…»
«Πηγαίνω,» είπε ο Εδμόνδος. «Δε θ’αργήσω να επιστρέψω. Να μείνετε εδώ, ό,τι κι αν γίνει.» Και προς τις δύο χορεύτριες: «Να τον προσέχετε.»
«Μη φοβάσαι, Εδμόνδε,» αποκρίθηκε η Ιζαμπώ.
«Ξέρεις τι προσεχτικές κοπέλες είμαστε,» πρόσθεσε η Ισαβέλλα.
Ο Εδμόνδος έφυγε, φορώντας την κουκούλα της κάπας του και κλείνοντας την πόρτα σιγανά πίσω του.
Ο Σθένελος κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της Ιζαμπώς, αναστενάζοντας.
«Ποιος είναι αυτός ο Μαύρος Νάρζουλ;» ρώτησε εκείνη.
*
Ο Εδμόνδος ήξερε μια γυναίκα που καθάριζε στον Ναό της Ερρίθιας και που ο άντρας της ήταν Ιερός Φρουρός ο οποίος μπορούσε να ειδοποιήσει τον Ιερέα Μαλαχία ότι κάποιος γνωστός ήθελε να του μιλήσει.
Ο τροβαδούρος περίμενε τώρα καθισμένος σε μια πέτρινη πεζούλα, κοντά στο σπίτι της συνδέσμου του. Την είχε ειδοποιήσει μέσα στη νύχτα (ευτυχώς, εκείνη δεν είχε κοιμηθεί ακόμα) και της είχε ζητήσει συγνώμη γι’αυτό, αλλά, της είχε πει, ήταν πολύ σημαντικό να μιλήσει στον Μεγάλο Πατέρα Μαλαχία. Πολύ σημαντικό. Η γυναίκα, που είχε κι άλλες φορές εξυπηρετήσει τον Εδμόνδο (επειδή παλιότερα κι εκείνος την είχε βοηθήσει σε μια δύσκολη στιγμή), είχε αποκριθεί ότι δεν υπήρχε πρόβλημα. Ο άντρας της, ο Οσβάλδος, είχε απόψε βάρδια· θα τον έβρισκε, κι εκείνος θα έλεγε στον Μεγάλο Πατέρα ότι ο Εδμόνδος ο Βοριάς τον αναζητούσε.
Ο τροβαδούρος άκουσε βήματα να πλησιάζουν και στράφηκε για να δει την Ελισάνθη να έρχεται μέσα στη νύχτα, τυλιγμένη στην κάπα της. Σηκώθηκε από την πέτρινη πεζούλα και τη συνάντησε.
«Εντάξει,» του είπε εκείνη. «Ο Μεγάλος Πατέρας είπε πως θα σε δεχτεί. Μπορείς να πας τώρα, αμέσως, αν θέλεις. Ο άντρας μου σε περιμένει έξω από τη μικρή πόρτα στα δυτικά του Ναού.»
«Σ’ευχαριστώ και πάλι, Ελισάνθη,» είπε ο Εδμόνδος σφίγγοντας το χέρι της μέσα στα χέρια του, «και συγνώμη που σε σήκωσα τέτοια ώρα.»
«Δεν πειράζει· είσαι καλός μου φίλος. Ο Θεός να είναι μαζί σου, Βοριά.» Και με τούτα τα λόγια, γύρισε κι έφυγε, πηγαίνοντας προς το σπίτι της που δεν ήταν μακριά από εδώ. Τα δρομάκια της Ερρίθιας κατάπιαν γρήγορα τα ελαφριά βήματα των δερμάτινων παπουτσιών της.
Ο Εδμόνδος βάδισε νότια και ανατολικά, για να βγει από την περιοχή της Ερρίθιας που όλοι αποκαλούσαν Λαγούμι και να βρεθεί στην Ανακτορική Λεωφόρο – τον φαρδύ δρόμο που ξεκινούσε από τη Βόρεια Πύλη, περνούσε μέσα από τα Ανάκτορα του Υπεράρχη, και κατέληγε στο λιμάνι. Ο τροβαδούρος διέσχισε τη λεωφόρο κάθετα και μπήκε πάλι σε μικρότερους δρόμους, στην ανατολική μεριά της πόλης τώρα, βαδίζοντας ώσπου να φτάσει στον Ναό, ο οποίος βρισκόταν βόρεια της Ανατολικής Αγοράς. Πλησίασε τη δυτική πλευρά του Ναού περνώντας από σκοτάδια, μέρη όπου ούτε μία λάμπα δεν ήταν αναμμένη και όπου το φεγγαρόφωτο με δυσκολία έφτανε ανάμεσα στα οικήματα. Μπροστά σε μια μικρή πόρτα, ένας Ιερός Φρουρός τον περίμενε, φορώντας το κλειστό κράνος του όπως πάντα, την πέτσινη πανοπλία, και την κάπα του. Η λαβή του μεγάλου του σπαθιού προεξείχε από τον ώμο του, και από τη ζώνη του κρεμόταν η καραμπίνα του.
Ο Οσβάλδος, σίγουρα, ο σύζυγος της Ελισάνθης, σκέφτηκε ο Εδμόνδος, παρότι ήταν σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσεις τον έναν Ιερό Φρουρό από τον άλλο εκτός αν τους ήξερες πολύ καλά.
Ο τροβαδούρος πλησίασε και είπε: «Είμαι ο Εδμόνδος ο Βοριάς. Ο Μεγάλος Πατέρας Μαλαχίας με περιμένει.»
Ο Ιερός Φρουρός κατένευσε με το κρανοφόρο κεφάλι του. «Πέρασε, Βοριά,» αποκρίθηκε ανοίγοντας την πόρτα, που οι μεντεσέδες της έτριξαν. «Θ’ανεβείς τη σκάλα στ’αριστερά σου, και μετά, μέσα στην πρώτη πόρτα δεξιά θα βρεις τον Μεγάλο Πατέρα να σε περιμένει.»
«Ευχαριστώ,» είπε ο Εδμόνδος μπαίνοντας. «Ο Θεός μαζί σου.»
«Ο Θεός μαζί σου, Βοριά.»
Ο τροβαδούρος, βγάζοντας την κουκούλα της κάπας του, βάδισε μέσα σ’έναν στενό διάδρομο φωτισμένο από μια ενεργειακή λάμπα στον τοίχο. Σύντομα, είδε στ’αριστερά του πέτρινα σκαλοπάτια. Τα ανέβηκε και βρέθηκε σ’έναν διάδρομο λίγο πλατύτερο. Αριστερά υπήρχε ένα παράθυρο απ’όπου έμπαινε φεγγαρόφωτο, δεξιά ήταν μια μισάνοιχτη πόρτα – απ’την οποία μια φωνή ακούστηκε να λέει: «Πέρασε, Εδμόνδε. Σε περιμένω.»
Ο Βοριάς έσπρωξε την πόρτα και μπήκε σ’ένα μικρό δωμάτιο γεμάτο ράφια με βιβλία και κυλίνδρους. Στο ταβάνι κρεμόταν μια ενεργειακή λάμπα, λούζοντας τον χώρο με το καθαρό φως της. Ο Μαλαχίας καθόταν πίσω από ένα παλιό, μικρό, ξύλινο γραφείο. Δίπλα απ’το γραφείο ήταν κουλουριασμένος ένας μεγάλος, μαύρος σκύλος που ονομαζόταν Αγύρευτος, όπως ήξερε ο Εδμόνδος.
«Καλησπέρα, Μεγάλε Πατέρα.»
«Κάθισε,» είπε ο ιερέας, δείχνοντας μια καρέκλα αντίκρυ του.
Ο Εδμόνδος – νιώθοντας ευπρόσδεκτος, σαν κάτι στα λόγια και στη στάση του Μαλαχία να τον καλωσόριζε θερμά – κάθισε. «Με συγχωρείτε, Μεγάλε Πατέρα, που σας ενοχλώ αυτή την ώρα, αλλά πρόκειται για θέμα πολύ σημαντικό. Θέμα που αφορά την Επανάσταση.»
Ο Μαλαχίας έμεινε σιωπηλός, περιμένοντάς τον να συνεχίσει. Ο Αγύρευτος, ακόμα κουλουριασμένος, είχε τεντώσει τ’αφτιά του.
«Μια δική μας γυναίκα, σταλμένη από τον Πρίγκιπα, αιχμαλωτίστηκε από τον Επόπτη,» είπε ο Εδμόνδος. «Το όνομά της είναι Βατράνια, Μεγάλε Πατέρα, και τη συνέλαβαν κοντά…» Σκέφτηκε να πει κοντά στην εισβολή, όπως την αποκαλούσε ο Σθένελος, αλλά το άλλαξε. «Κοντά στο παράξενο δάσος που έχει εισβάλλει στην Ανατολική Αγορά. Είχε πάει εκεί για να ερευνήσει.»
«Η γυναίκα αυτή είναι ξανθιά, με δέρμα λευκό;»
Ο Εδμόνδος ένευσε. «Μάλιστα, Μεγάλε Πατέρα.» Την ξέρει;
«Την πήραν οι Ιεροί Φρουροί από τους Παντοκρατορικούς–»
«Είναι, δηλαδή, εδώ τώρα;» βιάστηκε να ρωτήσει ο Εδμόνδος.
Ο Μαλαχίας κούνησε το κεφάλι. «Φοβάμαι πως όχι, Βοριά. Ο Επόπτης ήρθε και απαίτησε να του τη δώσουμε.» Υπήρχε θυμός στο βλέμμα του, αν όχι στη φωνή του. «Αλλά κι εκείνη δεν ήταν ειλικρινής μαζί μας – αν πρόκειται για τη γυναίκα που λες. Μας είπε ότι ονομαζόταν Ντίλντιλ και ότι είχε έρθει από την άλλη διάσταση, πέρα από το δάσος. Αν μας είχε πει ότι ήταν με την Επανάσταση, ίσως να μπορούσαμε να κάνουμε κάτι γι’αυτήν…»
Ανοησία της! σκέφτηκε ο Εδμόνδος. Δεν ξέρει ότι οι ιερείς είναι με το μέρος μας; «Μάλλον, Μεγάλε Πατέρα, φοβόταν να σας εμπιστευτεί. Δεν έχει ξανάρθει στη Χάρνταβελ, και δεν γνωρίζει καλά τη διάστασή μας. Πού βρίσκεται τώρα; Την έχουν πάρει στα Ανάκτορα;»
«Ναι, εκεί πρέπει να την έχουν. Ο Επόπτης ήθελε να την ανακρίνει.»
«Χρειάζομαι τη βοήθειά σας, τότε, προκειμένου να μπω στα Ανάκτορα και να πάρω τη Βατράνια από τα χέρια των Παντοκρατορικών. Είναι πράκτορας σταλμένη από τον ίδιο τον Πρίγκιπα για να μας βοηθήσει· δεν μπορώ να την εγκαταλείψω.»
Ο Μαλαχίας ακούμπησε την πλάτη στην πολυθρόνα του κι άγγιξε τα μπλε μούσια του, σκεπτικός. «Εδμόνδε,» είπε, «αν ο Επόπτης καταλάβει ότι ο Ναός σε βοήθησε να κλέψεις την κατάσκοπο, θα έχουμε μεγάλα προβλήματα. Αυτό σημαίνει πως την περισσότερη δουλειά θα πρέπει να την κάνεις μόνος σου – ή μαζί με άλλους επαναστάτες. Εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε – κι αυτό με επιφύλαξη – είναι να σου δώσουμε πρόσβαση στα Ανάκτορα.»
«Αυτό θέλω κι εγώ, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος: «έναν τρόπο για να μπω χωρίς να με καταλάβουν οι Παντοκρατορικοί.»
Ο Μαλαχίας είπε: «Όπως ξέρεις, έχουμε μέσα στα Ανάκτορα κατασκόπους πιστούς στον Ναό. Υπηρέτες, αλλά και πολεμιστές του Υπεράρχη: ανθρώπους που έχουν, όλοι τους, νιώσει μες στην καρδιά τους το μεγαλείο του Θεού. Εσένα, Βοριά, όμως, σ’ενδιαφέρουν μόνο οι υπηρέτες, γιατί πολεμιστές του Υπεράρχη δεν επιτρέπονται στα μέρη των Ανακτόρων που κατοικούνται από τους Παντοκρατορικούς.»
«Θα με συστήσετε σε κάποιον υπηρέτη, Μεγάλε Πατέρα;»
Ο Μαλαχίας φάνηκε, γι’ακόμα μια φορά, σκεπτικός. Τελικά είπε: «Θα έρθεις στον Ναό αύριο το μεσημέρι, και θα σου πω τότε τι θα γίνει.»
«Δεν είναι δυνατόν να το επισπεύσουμε;» ρώτησε ο Εδμόνδος. «Αν και έχω εμπιστοσύνη στη Βατράνια, το ξέρω πως οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας θα τη βασανίσουν προκειμένου να πάρουν πληροφορίες για εμάς.»
«Θα δω τι μπορώ να κάνω,» αποκρίθηκε ο Μαλαχίας. «Ίσως να καταφέρω να επικοινωνήσω με κάποιον και ώς το πρωί. Πού μπορώ να σε βρω;»
Ο Εδμόνδος έβγαλε έναν πομπό μέσα από την τσέπη της τουνίκας του. «Μπορείτε να μου μιλήσετε τηλεπικοινωνιακά, αν έχετε τα μέσα, Μεγάλε Πατέρα.»
Ο Μαλαχίας, χωρίς να πει τίποτα, σηκώθηκε από το γραφείο του και βγήκε απ’το δωμάτιο. Ο Αγύρευτος τον ακολούθησε. Ο Εδμόνδος περίμενε, υποθέτοντας πως ο ιερέας πήγαινε να φέρει κάποιον τηλεπικοινωνιακό πομπό.
Δεν έκανε λάθος στην εκτίμησή του: όταν ο Μαλαχίας επέστρεψε είχε στο χέρι του έναν πομπό με κοντή κεραία. Κάθισε πίσω από το γραφείο του και είπε: «Ελπίζω να ξέρεις πώς να χειρίζεσαι αυτά τα πράγματα καλύτερα από μένα, Βοριά.» Ο Αγύρευτος είχε πάλι κουλουριαστεί δίπλα στο γραφείο.
«Το μόνο που χρειάζεται είναι να ορίσουμε μια συχνότητα επικοινωνίας, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος, και έδωσε στον Μαλαχία έναν κωδικό. Ο Μαλαχίας πάτησε – προσεχτικά – μερικά πλήκτρα επάνω στον πομπό του, και ο πομπός του τροβαδούρου δονήθηκε μέσα στο χέρι του.
Ο Εδμόνδος ένευσε. «Εντάξει,» είπε. «Μπορούμε να είμαστε σε επαφή όσο θα είμαι στην Ερρίθια. Αν και υπάρχει, βέβαια, ο κίνδυνος υποκλοπής…» πρόσθεσε σκεπτικά. «Καλό θα ήταν, όταν με καλέσετε, να με καλέσετε από κάπου έξω απ’τον Ναό.»
«Γιατί;»
«Επειδή τον Ναό ο Επόπτης πιθανώς να τον παρακολουθεί, και μπορεί να πιάσει το σήμα μας και ν’ακούσει τι θα πούμε. Το ξέρω ότι γίνεται – και οι Παντοκρατορικοί το ξέρουν επίσης. Εφαρμόζουν συχνά τέτοιες μεθόδους σε άλλες διαστάσεις όπου οι τηλεπικοινωνίες χρησιμοποιούνται περισσότερο.»
«Καλώς,» είπε ο Μαλαχίας. «Θα σε καλέσω μακριά από τον Ναό. Αν και θα προτιμούσα απλά να μου έλεγες πού μένεις, ώστε να στείλω έναν μαντατοφόρο να σε φωνάξει όταν σε θέλω.»
«Δεν είναι δύσκολο να μάθετε πού μένει ο Εδμόνδος ο Βοριάς όταν είναι στην πόλη, Μεγάλε Πατέρα. Στον Σιδερένιο Ξένο μένω· σε λίγο, όλη η Ερρίθια θα το ξέρει. Και το γεγονός ότι δεν το ξέρει ακόμα οφείλεται στην εισβολή του δάσους στην Ανατολική Αγορά.»
«Η Βατράνια τι ακριβώς είχε πάει να ερευνήσει εκεί;» ρώτησε ο Μαλαχίας. «Η εμφάνιση του δάσους είναι δείγμα της Οργής του Θεού για την παρουσία του Στρατού της Παντοκράτειρας στη διάστασή μας· νόμιζα ότι αυτό θα ήταν αρκετό για την Επανάσταση!»
Ο Εδμόνδος αισθάνθηκε σαν να είχε συμμετάσχει σε κάποιο παράπτωμα, κάποια κακή πράξη που φανέρωνε έλλειψη πίστης. Καθαρίζοντας τον λαιμό του είπε: «Οι εξωδιαστασιακοί, Μεγάλε Πατέρα, είναι περίεργοι – αυτό είναι όλο. Σκοπεύουν, ωστόσο, να μας βοηθήσουν. Ο Πρίγκιπας θέλει να διώξει τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας από όλες τις υπό κατοχή διαστάσεις· δεν υπάρχει αμφιβολία.»
«Η περιέργεια της Βατράνιας, όμως, είδες πού την οδήγησε,» τόνισε ο Μαλαχίας. «Ελπίζω τούτο να σας γίνει μάθημα για το μέλλον.»
«Ασφαλώς, Μεγάλε Πατέρα.»
«Πήγαινε τώρα,» του είπε ο Μαλαχίας, «και θα σε ειδοποιήσω μόλις έχω τα πράγματα έτοιμα.»
Ο Εδμόνδος τον ευχαρίστησε και έφυγε από τον Ναό. Κατευθύνθηκε, μέσα στη νύχτα, προς τη Δυτική Αγορά και τον Σιδερένιο Ξένο, ακολουθώντας διαφορετικό δρόμο απ’αυτόν που είχε ακολουθήσει για να έρθει.
Ο φλεγόμενος ήλιος είχε μόλις ξεπροβάλει από την ανατολή, όταν δύο ανιχνευτές βγήκαν κάτω από τους μεγάλους βράχους. Σκαρφάλωσαν πάνω σ’έναν απ’αυτούς κι ατένισαν την ερημιά που απλωνόταν παντού γύρω τους, ψάχνοντας να δουν μήπως ο Καταστροφέας ήταν ακόμα κοντά. Μα, όχι, είχε προ πολλού φύγει. Τι άλλο λόγο μπορούσε να έχει για να βρίσκεται εδώ; Τίποτα πλέον δεν ζούσε.
Ο ξερός άνεμος βούιζε καθώς οι δύο ανιχνευτές, τυλιγμένοι στις κάπες τους και κουκουλωμένοι, κατέβαιναν από τον βράχο και πλησίαζαν το σταματημένο όχημα, που το μέταλλό του τώρα ήταν σκουριασμένο σαν χρόνια να είχαν περάσει. Το όχημα αυτό τούς θύμιζε τα οχήματα που οι ιστορίες έλεγαν ότι υπήρχαν στον Παλαιό Κόσμο, πριν από την Κατάβαση.
Δεν είχαν, όμως, έρθει για το όχημα οι δύο ανιχνευτές. Συγκεκριμένα, ο Βασιληάς είχε πει να μην το πειράξουν καθόλου, αφού δεν ήξεραν ακριβώς τι ήταν και πώς λειτουργούσε. Εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν αυτό που έβλεπαν αντίκρυ τους, μέσα στην ερημιά.
Το παράξενο άνοιγμα, που έμοιαζε με σκίσιμο στον ουρανό και στη γη συγχρόνως. Ο δρόμος απ’τον οποίο είχαν έρθει οι ξένοι.
Κανείς δεν ήξερε τι μέρος ήταν. Κανείς. Ούτε οι Λιθοφόροι, ούτε οι ιστορικοί. Ίσως, ούτε και οι Θεογνώστες. Πρώτη φορά έβλεπαν κάτι τέτοιο· και τίποτα παρόμοιο δεν υπήρχε γραμμένο στις Παλαιές Διηγήσεις. Όμως ένα ήταν σίγουρο: ο τόπος απ’όπου είχαν έρθει οι ξένοι δεν ήταν ερειπωμένος από τον Καταστροφέα.
Οι δύο ανιχνευτές, βαδίζοντας βιαστικά μέσα στην έρημο, έφτασαν σε τέτοια απόσταση που να μπορούν να δουν άνετα μέσα στο άνοιγμα· κι από εκεί αντίκρισαν ένα μέρος που στο έδαφος φύτρωνε πράσινο χορτάρι, όπως είχαν δει μονάχα σε παλιές εικόνες. Και δέντρα, επίσης, μπορούσαν να διακρίνουν. Δέντρα! που κι αυτά μονάχα σε παλιές εικόνες είχαν δει: εικόνες πριν από την Κατάβαση, πριν από τον ερχομό του Καταστροφέα.
Ο τόπος, όμως, δεν ήταν άδειος από ανθρώπους. Πολεμιστές περιφέρονταν επάνω στο καταπράσινο χορτάρι, φορώντας κράνη και μανδύες, και έχοντας σπαθιά μαζί τους, αλλά και πυροβόλα όπλα παρόμοια με αυτά των ξένων, κρεμασμένα από τους ώμους τους.
Οι δύο ανιχνευτές είχαν δει αρκετά. Η αποστολή τους δεν ήταν να περάσουν το μυστηριώδες άνοιγμα, ούτε να έρθουν σε επαφή με τους ανθρώπους από την άλλη μεριά. Έπρεπε μόνο να ρίξουν μια προσεχτική ματιά και μετά να επιστρέψουν στον Υπόγειο Κόσμο και στη Νίρμικιτ.
Γυρίζοντας, έτρεξαν προς τους βράχους, προτού τύχει ο Καταστροφέας να τους αντιληφτεί και να τους κυνηγήσει.
*
Στην υπόγεια πόλη Νίρμικιτ, μέσα στη μεγάλη αίθουσα της Βασιλικής Οικίας, ο Βασιληάς Κάλροοθ καθόταν στον θρόνο του περιμένοντας τους ανιχνευτές να επιστρέψουν από τη σύντομη αποστολή τους στον Επάνω Κόσμο. Γύρω του ήταν συγκεντρωμένη η αυλή του: η καινούργια του Βασιλική Σύζυγος Ελκέρτα, οι τρεις γιοι του και οι δύο κόρες του (παιδιά από την προηγούμενη σύζυγό του), η αδελφή του, Νιρντέτα, ο αδελφός του, Νάσκερελ, ο Βασιλικός Υπασπιστής Νάρκλοομ, ο Βασιλικός Οικοκύρης Φάνερπελ, και κάποιοι φρουροί της Βασιλικής Οικίας. Επίσης εδώ ήταν ο Οφθαλμός της Ψυχής Νερκάλοοτ και η Οφθαλμός της Ζωής Χονρέπα.
Η τελευταία, που ο Βασιληάς Κάλροοθ την εμπιστευόταν όσο λίγους ανθρώπους, είχε, χτες βράδυ (σύμφωνα με τις κινήσεις του Φλεγόμενου Ήλιου στον Επάνω Κόσμο), μιλήσει με έναν από τους ξένους για πολλές ώρες. Τον άνθρωπο που έμοιαζε να είναι αρχηγός των υπολοίπων και που ονομαζόταν Τέρι Κάρμεθ – ένα τελείως παράξενο όνομα. Η Χονρέπα είχε αρχίσει να του μαθαίνει τη γλώσσα που μιλούσαν στον Υπόγειο Κόσμο, κι εκείνος είχε αρχίσει να καταλαβαίνει αρκετές λέξεις. Νομίζω ότι μπορώ να τον διδάξω, Βασιληά μου, είχε πει η Λιθοφόρος. Είναι συνεργάσιμος. Μετά από κάποιο καιρό ίσως να έχουμε τη δυνατότητα να συνεννοηθούμε μαζί του, ώστε να μας περιγράψει τι είναι αυτό το μέρος απ’το οποίο έρχεται.
«Τι μέρος μπορεί να είναι;» είχε ρωτήσει ο Κάλροοθ τη Χονρέπα.
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Το μόνο που μπορώ να υποθέσω, Μεγαλειότατε, είναι ότι πρόκειται για κάποιον άλλο κόσμο – έναν κόσμο όπως ήταν, ίσως, ο δικός μας πριν από την Κατάβαση.»
Όπως ήταν ο κόσμος πριν από την Κατάβαση… Ο Κάλροοθ είχε δει μονάχα ζωγραφιστές εικόνες σε παλιά βιβλία, και κάποιες φωτογραφίες, όπως τις αποκαλούσαν: αυτούσια αποτύπωση της πραγματικότητας επάνω σε χαρτί: μια τεχνική που είχε χαθεί πλέον. Οι φωτογραφίες αποτελούσαν αντικείμενα θαυμασμού. Πώς ήταν δυνατόν κάποτε να μπορούσαν οι άνθρωποι να κάνουν κάτι τέτοιο; Κανένας από τους σημερινούς τεχνουργούς δεν είχε κατορθώσει να ξεκλειδώσει αυτό το μυστικό.
Τόσα πολλά είχαν χαθεί, με τον ερχομό του Καταστροφέα και τη βιαστική Κατάβαση που ήταν η μοναδική λύση για την επιβίωση των ανθρώπων…
«Οι Θεογνώστες μπορεί να ξέρουν – ή, μάλλον, ίσως να μπορούν να διαισθανθούν – περισσότερα, Βασιληά μου, με τη βοήθεια των θεών,» είχε πει η Λιθοφόρος – η όμορφη Χονρέπα – στον Κάλροοθ. Αλλά ο Βασιληάς της Νίρμικιτ δεν είχε καλέσει ακόμα κανέναν από αυτούς για να τον συμβουλευτεί. Παρότι καταλάβαινε τη χρησιμότητά τους, δεν τους εμπιστευόταν και τόσο– ή μάλλον, όχι, δεν ήταν θέμα εμπιστοσύνης ακριβώς. Τους φοβόταν. Παρά τα χρόνια του – πλησίαζε τα εξήντα πλέον: τα μαλλιά και τα μούσια του είχαν ασπρίσει και το πράσινο δέρμα του είχε ρυτιδωθεί – ο Βασιληάς Κάλροοθ φοβόταν τους Θεογνώστες, με τα παράξενα βλέμματά τους, τα μυστηριώδη λόγια τους, και την κρυφομανή συμπεριφορά τους. Ήταν όμως οι μοναδικοί άνθρωποι που μπορούσαν να έρθουν σε συνεννόηση με τους θεούς του Υπόγειου Κόσμου, κι επομένως ήταν πολύτιμοι για τη Νίρμικιτ (και για τις άλλες υπόγειες πόλεις, ασφαλώς).
Ο Κάλροοθ, καθισμένος στον κοκάλινο θρόνο του, κοίταζε τους ανθρώπους που ήταν συγκεντρωμένοι μπροστά του κι αναρωτιόταν τι σκέψεις μπορεί να έκανε ο καθένας τους για τον ερχομό των ξένων. Ελπίζουν κι αυτοί ότι θα βρούμε έναν καινούργιο τόπο όπως ήταν ο Παλαιός Κόσμος; Έναν τόπο φωτεινό, με κάμπους και βουνά και ποτάμια; Όμορφα δέντρα και χορτάρι;
Παράξενο που νοσταλγώ πράγματα που δεν έχω ζήσει… Πριν από τέσσερις Γενεές είχε γίνει η Κατάβαση: κανένας ζωντανός άνθρωπος δεν θυμόταν πώς ήταν ο Επάνω Κόσμος πριν από την καταστροφή. Είχαν όλοι τους γνωρίσει μόνο τον Υπόγειο Κόσμο· είχαν μεγαλώσει εδώ. Επάνω… επάνω ήταν μονάχα μια ατελείωτη ερημιά. Με την εξαίρεση ορισμένων τόπων που δεν είχαν ακόμα καταβροχθιστεί από τον Καταστροφέα. Αυτά τα μέρη, για κάποιο λόγο, έμοιαζαν να του αντιστέκονται από μόνα τους. Δεν ήταν, όμως, κατοικήσιμα. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν ν’αφήσουν τις υπόγειες πόλεις τους και να πάνε να μείνουν εκεί.
Ένας φρουρός ανακοίνωσε την άφιξη των ανιχνευτών, διακόπτοντας τους συλλογισμούς του Κάλροοθ.
«Να περάσουν βεβαίως,» είπε ο Βασιληάς.
Η Λαρκέκα και ο Νίρναοκ, δύο αδέλφια που ήταν από τους καλύτερους πολεμιστές που είχε ο Κάλροοθ στη Νίρμικιτ, μπήκαν στη μεγάλη αίθουσα και υποκλίθηκαν μπροστά στον μονάρχη τους.
«Τι νέα μού φέρνετε;»
Η Λαρκέκα είπε: «Το όχημα των ξένων φαίνεται να έχει καταστραφεί, Μεγαλειότατε.»
«Αναμενόμενο,» είπε ο Κάλροοθ, και της έκανε νόημα να συνεχίσει.
«Πλησιάσαμε το μέρος απ’το οποίο ήρθαν οι ξένοι. Είναι… δύσκολο να το περιγράψω καλά, Μεγαλειότατε. Είναι… ένα, ένα άνοιγμα στον ουρανό και στη γη συγχρόνως· κι από μέσα φαίνεται ένας τόπος με χόρτο και κάποια δέντρα.» (Χόρτο, δέντρα – αρχαίες λέξεις, τόσο αρχαίες – και τόσο όμορφες, σκέφτηκε ο Κάλροοθ. Μυθικές.) «Φαίνεται, επίσης, ένας ουρανός που δεν είναι ο δικός μας. Ο ήλιος είναι διαφορετικός. Δεν είναι φλεγόμενος. Είναι όπως στις Παλαιές Διηγήσεις: ένα πολύ λαμπερό, και πολύ μεγάλο, άστρο. Πίσω από το άνοιγμα, όμως, στέκονται πολεμιστές, Μεγαλειότατε, και κρατάνε όπλα παρόμοια μ’αυτά των ξένων που βρίσκονται – κακώς, κατά τη γνώμη μου – στη Φυλακή.» Η Λαρκέκα έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στον Υπασπιστή Νάρκλοομ, ο οποίος την ατένισε σταθερά στα μάτια χωρίς να βλεφαρίσει. Η Λαρκέκα στράφηκε πάλι στον Βασιληά κι έκανε μια σύντομη υπόκλιση, μάλλον για να μην την παρεξηγήσει ότι μιλούσε σ’αυτόν και κοίταζε αλλού.
Ο Κάλροοθ δεν την παρεξηγούσε. Εν μέρει την καταλάβαινε, μάλιστα. Οι ξένοι μπορεί να μην ήταν επικίνδυνοι: μπορεί να μην ήταν δίκαιο που τους είχαν στη Φυλακή. Αλλά ο Κάλροοθ δεν ήθελε να το ριψοκινδυνέψει. Δεν γνώριζε τίποτα γι’αυτούς. Δεν είχε καν τη δυνατότητα να μιλήσει μαζί τους – τουλάχιστον, μέχρι που η Χονρέπα να τους μάθει τη γλώσσα του Υπόγειου Κόσμου.
«Υπάρχει τίποτε άλλο που έχετε να μου αναφέρετε;» ρώτησε ο Βασιληάς τη Λαρκέκα και τον Νίρναοκ.
«Όχι, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η Λαρκέκα, και ο Νίρναοκ κατένευσε.
«Ποιος είναι παρατηρητής τώρα;» ρώτησε ο Κάλροοθ.
«Ο Βάλροομ, Βασιληά μου,» απάντησε ο Νίρναοκ. «Θα παρακολουθούμε, ασφαλώς, το μυστηριώδες άνοιγμα μέρα-νύχτα.»
Ο Κάλροοθ ρώτησε: «Νομίζετε ότι υπάρχει κίνδυνος οι ξένοι να εισβάλουν από εκεί;»
«Ζητάτε την προσωπική μας άποψη, Βασιληά μου;»
«Ναι.»
Ο Νίρναοκ κοίταξε την αδελφή του γιατί εκείνη ήταν παρατηρητής όταν το άνοιγμα πρωτοδημιουργήθηκε και οι ξένοι εμφανίστηκαν. Η Λαρκέκα είπε στον Βασιληά: «Νομίζω πως ο Καταστροφέας τούς τρόμαξε, Μεγαλειότατε. Δε νομίζω ότι θα επιχειρήσουν εύκολα να περάσουν το άνοιγμα. Εξάλλου, ας σκεφτούμε τι βλέπουν: Μια έρημο, χωρίς τίποτα το ενδιαφέρον γι’αυτούς.»
«Τουλάχιστον, έτσι υποθέτεις, Λαρκέκα,» τόνισε ο Νάρκλοομ.
«Αν ο Βασιλικός Υπασπιστής έχει κάποια άλλη γνώμη μπορεί, ασφαλώς, να την εκφράσει,» είπε η Λαρκέκα, χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει αυτή τη φορά.
«Δεν είναι συνετό, πιστεύω, να κάνουμε υποθέσεις για το πώς σκέφτονται οι ξένοι,» είπε ο Νάρκλοομ. «Δεν έχουν καμία σχέση μ’εμάς. Είναι από άλλο κόσμο. Παλιότερα, κάποιοι φιλόσοφοι μόνο θα μιλούσαν για την ύπαρξη άλλων κόσμων· τώρα ξέρουμε ότι τουλάχιστον ένας ακόμα κόσμος υπάρχει. Και οι κάτοικοι αυτού του κόσμου… μπορεί να είναι, ασφαλώς, κάτι τελείως διαφορετικό από εμάς.»
«Παρ’όλ’αυτά,» είπε ο Κάλροοθ, «η Χονρέπα, κοιτάζοντας τους ξένους με τον Οφθαλμό της, έφτασε στο συμπέρασμα ότι σωματικά είναι ίδιοι μ’εμάς.»
«Μία απ’αυτούς, όμως, έχει κόκκινο δέρμα, Βασιληά μου – πράγμα ανήκουστο! Κι ένας άλλος έχει δέρμα λευκό που δεν είναι ακριβώς λευκό, αλλά έχει μια απόχρωση… ροζ. Δεν είναι σαν κι εμάς, λοιπόν· δεν μπορεί να είναι!»
«Το χρώμα τους,» δήλωσε η Χονρέπα, «είναι το μόνο διαφορετικό πράγμα επάνω τους. Το μοναδικό διαφορετικό πράγμα που μπορούμε να δούμε εξωτερικά, με τα μάτια μας. Γιατί ο Οφθαλμός δεν μου δείχνει τίποτα το διαφορετικό σε σχέση μ’εμάς.»
«Ακόμα κι έτσι,» επέμεινε ο Νάρκλοομ, «δεν ξέρουμε ούτε τις νοοτροπίες τους ούτε τα έθιμά τους. Άρα πρέπει να είμαστε προσεχτικοί μαζί τους.»
«Οι ξένοι, όμως, μπορούν να μας οδηγήσουν σ’έναν κόσμο όπως ήταν παλιά ο Επάνω Κόσμος, Νάρκλοομ...» είπε ο Κάλροοθ.
Ο Νάρκλοομ ατένισε τον Βασιληά του με προσοχή, και δεν μπόρεσε παρά να διακρίνει τη νοσταλγία στο γερασμένο του πρόσωπο και στα κουρασμένα γκρίζα μάτια του. Δεν αγάπησε ποτέ του τον Υπόγειο Κόσμο παρότι, όπως όλοι μας, μεγάλωσε εδώ, σκέφτηκε ο Βασιλικός Υπασπιστής. Από παλιά ήθελε να φύγει. Από μικρός. Η κόρη του Κάλροοθ, η Φαλτίκα, που ήταν ερωμένη του Νάρκλοομ, του το είχε επιβεβαιώσει αυτό πολλές φορές. Ο μπαμπάς όλο κοιτάζει παλιές ζωγραφιές και φωτογραφίες. Ονειρεύεται τον Παλαιό Κόσμο, έλεγε η Πριγκίπισσα και γελούσε. Ο Νάρκλοομ δεν το θεωρούσε και τόσο καλό αυτό: πίστευε ότι ο Βασιληάς μιας υπόγειας πόλης έπρεπε να κοιτάζει το παρόν· στο παρελθόν μπορούσε κανείς να βρει μονάχα ερήμωση. Διότι όλη αυτή η ομορφιά από τις ζωγραφιές και τις φωτογραφίες (τι αρχαία και εκκεντρική λέξη!) δεν έπρεπε κανείς να ξεχνά πως είχε καταστραφεί. Ο Καταστροφέας είχε έρθει και είχε ρημάξει τα πάντα. Αυτό οι νοσταλγοί του Παλαιού Κόσμου το παρέβλεπαν, και συνεχώς είχαν χωμένες τις μύτες τους στις Παλαιές Διηγήσεις.
Ακούγοντας τώρα τον Βασιληά του να μιλά έτσι, ο Νάρκλοομ ήξερε ότι ο Κάλροοθ ίσως να τους έβαζε όλους σε κίνδυνο. «Με όλο τον σεβασμό, Μεγαλειότατε, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο κόσμος των ξένων έχει καμία σχέση με τον Παλαιό Κόσμο! Ίσως απλά να μοιάζει σε κάποια πράγματα. Σε πολλά άλλα, αναμφίβολα, θα είναι διαφορετικός!»
«Τα όπλα τους, πάντως, είναι σχεδόν ίδια με τα δικά μας,» είπε ο Κάλροοθ. «Σπαθιά, ξιφίδια… και τα πυροβόλα. Οι τεχνουργοί, αφού τα μελέτησαν, μου είπαν ότι η λειτουργία τους δεν διαφέρει πολύ από των δικών μας πυροβόλων όπλων· η εκρηκτική ύλη μονάχα είναι διαφορετική.»
Ο Νάρκλοομ έμεινε σιωπηλός. Δεν είχε κάτι να προσθέσει. Αν ο Βασιληάς δεν είχε καταλάβει τη συμβουλή του μέχρι στιγμής – Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τους ξένους! – τότε δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο για να τον πείσει. Σκόπευε, όμως, να είναι σε εγρήγορση – για το καλό όλης της Νίρμικιτ.
Η Χονρέπα, σαν να ήθελε να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα, είπε: «Μόλις ο Τέρι Κάρμεθ έχει μάθει να μιλά καλύτερα τη γλώσσα μας, θα μπορέσουμε να συζητήσουμε μαζί του· είμαι βέβαιη. Όπως σας είπα, Μεγαλειότατε, δείχνει να είναι συνεργάσιμος.»
«Στο φαγητό μας τι τους πείραξε;» Η φωνή δεν ήταν του Βασιληά, αλλά του Πρίγκιπα-Διαδόχου Όσραοκ, του μεγαλύτερου παιδιού του Κάλροοθ.
«Δεν είμαι σίγουρη ακόμα, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε η Χονρέπα.
«Ακόμα και με τις δυνάμεις του Οφθαλμού;»
«Ναι. Υποπτεύομαι, όμως, ότι έφταιγαν τα μανιτάρια που τους δώσαμε. Εμείς τα έχουμε συνηθίσει, εκείνοι όχι.»
Ο Κάλροοθ στράφηκε στον άντρα που στέκονταν μερικά βήματα πίσω από τη Χονρέπα, τον Νερκάλοοτ, που ήταν Οφθαλμός της Ψυχής. Το δέρμα του είχε χρώμα μοβ, όπως όλων των Λιθοφόρων, και τα μαλλιά του ήταν πράσινα και κοντά. Είχε μούσι στο σαγόνι και μουστάκι. Τα μάτια του ήταν γκρίζα, μοιάζοντας να κρύβουν κάποιο μυστικό στα βάθη τους. Η μινούρνα, ο λευκογάλανος λίθος του, γυάλιζε κάτω από το δεξί του στήθος, μέσα από ένα ειδικό άνοιγμα του χιτώνα του.
«Νερκάλοοτ,» είπε ο Κάλροοθ.
Ο Οφθαλμός της Ψυχής βάδισε για να σταθεί πλάι στη Χονρέπα. «Μάλιστα, Βασιληά μου.»
«Μπορείς να στείλεις το πνεύμα σου μέσα από το άνοιγμα, για να δει πώς είναι ο κόσμος των ξένων;»
«Οι δυνάμεις μου είναι περιορισμένες έξω από τον Υπόγειο Κόσμο, Μεγαλειότατε, όπως γνωρίζετε. Πέρα από αυτό το άνοιγμα… δεν ξέρω.» Η φωνή του, ως συνήθως, ήταν μαλακή και χαμηλή χωρίς να είναι ψιθυριστή. «Για να είμαι ειλικρινής, φοβάμαι να το επιχειρήσω. Αν όμως αυτή είναι η προσταγή σας, ασφαλώς και δεν θα διστάσω,» είπε ο Νερκάλοοτ κάνοντας μια υπόκλιση.
«Θέλω να μάθω γι’αυτό τον κόσμο…» είπε ο Κάλροοθ, σχεδόν σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Θέλω να μάθω γι’αυτό τον κόσμο…»
«Θα μπορούσαμε να στείλουμε ανιχνευτές πέρα από το άνοιγμα, Βασιληά μου,» πρότεινε η Βασιλική Σύζυγος Ελκέρτα, που ήταν καθισμένη σ’ένα ψηλό σκαμνί κοντά στον Θρόνο της Νίρμικιτ. Φορούσε ένα σκούρο μπλε φόρεμα το οποίο τόνιζε το κατάλευκο δέρμα της, και είχε τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο. Τα ξανθά μαλλιά της γυάλιζαν κάτω από την ακτινοβολία των κρυστάλλων που φώτιζαν την αίθουσα, πιασμένα περίτεχνα πάνω από το κεφάλι της ώστε να μοιάζουν με στέμμα. Ήταν είκοσι-πέντε χρόνια νεότερη από τον Κάλροοθ.
«Θα μπορούσαμε, πράγματι…» συμφώνησε ο Βασιληάς, σκεπτικά, ρίχνοντας μια ματιά στη σύζυγό του. «Πρέπει οπωσδήποτε να πάρουμε κι άλλες πληροφορίες γι’αυτό τον κόσμο. Οπωσδήποτε.» Τα μάτια του είχαν μείνει επάνω της καθώς μιλούσε. Δεν χόρταινε να την κοιτάζει. Ποτέ δεν χόρταινε να την κοιτάζει, από τότε που την είχε παντρευτεί πριν από πέντε χρόνια, για να αναπληρώσει την απώλεια της πρώτης του συζύγου.
«Υπάρχουν πολεμιστές πίσω από το άνοιγμα, Μεγαλειότατε,» θύμισε ο Νίρναοκ. Εκείνος και η Λαρκέκα ακόμα στέκονταν στο κέντρο της αίθουσας, αντίκρυ στον θρόνο, αφού ο Βασιληάς δεν τους είχε διώξει.
Ο Κάλροοθ έστρεψε το βλέμμα του στον Νίρναοκ και την αδελφή του. «Και οι πολεμιστές μου φοβούνται τους πολεμιστές κάποιου άλλου κόσμου;»
«Δεν είναι αυτό, Μεγαλειότατε!» απάντησε αμέσως ο Νίρναοκ. «Απλώς προειδοποιώ πως, αν περάσουμε το άνοιγμα, πιθανώς να βρεθούμε σε σύγκρουση μαζί τους.»
«Μπορεί μια σύγκρουση να είναι απαραίτητη,» είπε η Ελκέρτα.
Ο Νάρκλοομ, που δεν τη συμπαθούσε, την ατένισε με σκληρό βλέμμα. «Δεν είναι ώρα για κατακτήσεις.»
Το βλέμμα που του έριξε η Ελκέρτα ήταν παρόμοιο – εχθρικό. «Δεν είναι; Τότε, πότε είναι;» Η Βασιλική Σύζυγος σηκώθηκε από το κάθισμά της. Δεν ήταν ψηλή, αλλά η παρουσία της ήταν επιβλητική. Παρότι κανείς δεν θα την έλεγε άσχημη, όλοι παραδέχονταν ότι είχε κάτι το άγριο επάνω της. Πράγμα που δεν τους παραξένευε. Άλλωστε, προτού πλαγιάσει με τον Βασιληά της Νίρμικιτ ήταν λήσταρχος στα λαβυρινθώδη βάθη του Υπόγειου Κόσμου. Εκείνη και η συμμορία της παραμόνευαν καραβάνια για να τα λεηλατήσουν. Ο Βασιληάς Κάλροοθ είχε διαλύσει τους ληστές της και είχε σκοτώσει τους περισσότερους από αυτούς: είχε κρατήσει ζωντανούς μόνο όσους θεωρούσε ότι μπορούσαν να γίνουν πολεμιστές του. Την Ελκέρτα, πρώτα, την είχε βάλει στη Φυλακή· μετά, την είχε φέρει στη Βασιλική Οικία.
Μια μάλλον ασύνετη κίνηση, νόμιζε ο Νάρκλοομ. Αλλά δεν είχε καταφέρει να μεταπείσει τον Βασιληά του απ’το να πάρει αυτή τη γυναίκα για σύζυγο.
Η Ελκέρτα συνέχισε να μιλά: «Μπορεί να είμαστε οι πρώτοι που είδαμε το άνοιγμα αλλά πολύ σύντομα θα το δουν κι οι άνθρωποι άλλων πόλεων–»
«Κανείς δεν τολμά να πλησιάσει το παρατηρητήριό μας που κοιτάζει το άνοιγμα!» είπε ο Νάρκλοομ.
«Μη με διακόπτεις, Υπασπιστή!» φώναξε η Ελκέρτα.
«Με συγχωρείτε, Υψηλοτάτη,» απολογήθηκε ο Νάρκλοομ, αλλά η φωνή του έμοιαζε με γρύλισμα και το βλέμμα του δε ζητούσε συγνώμη.
Η Ελκέρτα είπε: «Αν εμείς δεν εισβάλουμε σ’αυτόν τον καινούργιο κόσμο που θυμίζει τόσο τον Παλαιό Κόσμο, θα το κάνουν κάποιοι άλλοι! Γιατί να μην είμαστε εμείς οι πρώτοι; Εξάλλου, εμείς τον είδαμε πρώτοι, έτσι δεν είναι;» Κοίταξε όλους όσους βρίσκονταν μέσα στη μεγάλη αίθουσα, όλους όσους ήταν αντίκρυ της.
Τα μουρμουρητά πολλών έδειχναν ότι συμφωνούσαν μαζί της· κανείς, όμως, δεν τολμούσε να υψώσει τη φωνή του.
Εκτός από τον Νάρκλοομ, ο οποίος είπε στον Βασιληά: «Μεγαλειότατε, δεν μπορεί να σκέφτεστε να δράσουμε τόσο βιαστικά! Ίσως οι ξένοι να έχουν στη διάθεσή τους όπλα που δεν τα έχουμε φανταστεί!»
«Ή ίσως,» είπε η Ελκέρτα, «η συμπεριφορά σου, Υπασπιστή, να φανερώνει μόνο τη δειλία σου.»
Η όψη του Νάρκλοομ αγρίεψε. «Τολμάς;» γρύλισε. «Η πόλη αυτή στηρίζεται σ’εμένα εδώ και χρόνια! Πολύ περισσότερο καιρό απ’ό,τι εσύ είσαι Βασιλική Σύζυγος! Όταν εγώ υπερασπιζόμουν τη Νίρμικιτ, εσύ και η συμμορία σου ληστεύατε τα καραβάνια μας!»
Φωνές ξέσπασαν μέσα στην αίθουσα.
Το χέρι της Ελκέρτα πήγε προς τη ζώνη της, όπου κρεμόταν ένα περίτεχνα στολισμένο ξιφίδιο. Μια ακούσια κίνηση; Ή μήπως σκεφτόταν πραγματικά να τραβήξει το όπλο και να το εκτοξεύσει προς τον Υπασπιστή; αναρωτήθηκαν αρκετοί από τους παρευρισκόμενους στη μεγάλη αίθουσα.
«Τι λόγια είναι αυτά;» φώναξε ο Κάλροοθ, εξοργισμένος, καθώς πεταγόταν όρθιος από τον κοκάλινο θρόνο του. «Τι λόγια είναι αυτά; Κι από τους δυο σας!» Κοίταξε μια τη Βασιλική Σύζυγο, μια τον Υπασπιστή. «Γνωρίζω πολύ καλά ότι ο Νάρκλοομ δεν είναι δειλός – και τον εμπιστεύομαι όσο και τα παιδιά μου!» είπε στην Ελκέρτα. «Αλλά,» είπε στον Νάρκλοομ, «δεν σου επιτρέπω να μιλάς έτσι στη σύζυγό μου, όσο κι αν αναγνωρίζω την πίστη σου σ’εμένα και στη Νίρμικιτ. Έγινα κατανοητός;»
«Απολύτως, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο Νάρκλοομ κλίνοντας το κεφάλι.
«Η συζήτηση αυτή τελειώνει εδώ,» είπε ο Κάλροοθ προς όλους. Και προς τη Λαρκέκα και τον Νίρναοκ: «Μπορείτε να πηγαίνετε. Σας ευχαριστώ για τις υπηρεσίες σας.»
«Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκαν τα δύο αδέλφια, συγχρόνως, καθώς υποκλίνονταν και έφευγαν από τη μεγάλη αίθουσα.
Ο Κάλροοθ κάθισε ξανά στον θρόνο του. «Θα ήθελα να μιλήσω με τους Θεογνώστες μας τώρα. Ας πάει κάποιος να τους ειδοποιήσει. Οι υπόλοιποι μπορείτε να φύγετε αν θέλετε.»
Κανείς όμως δεν έφυγε, καθώς ο Νάρκλοομ έδινε διαταγή σ’έναν φρουρό να φροντίσει να ειδοποιηθούν αμέσως οι Θεογνώστες.
*
Οι δύο Θεογνώστες της Νίρμικιτ ήρθαν στη Βασιλική Οικία και στάθηκαν μέσα στη μεγάλη αίθουσα, αντίκρυ στον Βασιληά τους. Ο Κάλροοθ τούς είπε, εν συντομία, τι είχε συμβεί και τους ρώτησε ποια ήταν η γνώμη τους για όλα αυτά. Τι έλεγαν οι θεοί τους;
Ο Θεογνώστης Κέρφαοκ ήταν γέρος και από χρόνια τυφλός. Το δέρμα του ήταν γαλανό και η μορφή του καμπουριαστή. Κρατούσε ένα μακρύ ραβδί που φαινόταν να τον βοηθά να στέκεται και, ταυτόχρονα, να βρίσκει τον δρόμο του· δεν χρειαζόταν τη βοήθεια κανενός για να κυκλοφορεί μέσα στην πόλη ή έξω απ’αυτήν. Φορούσε παλιά ρούχα που σέρνονταν πίσω του, και βάδιζε ξυπόλυτος. Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα, όπως και τα μούσια του, και γύρω απ’το κεφάλι του ήταν τυλιγμένο ένα μαύρο πανί που έκρυβε τα τυφλά μάτια του.
Είχε γνωρίσει τον Καρμόνκον, την Καταιγίδα των Βαθών, έναν επικίνδυνο θεό του Υπόγειου Κόσμου, ο οποίος περιφερόταν κοντά στη Νίρμικιτ και οι κάτοικοι της πόλης όφειλαν να έχουν την εύνοιά του αν δεν ήθελαν να πέφτουν κάθε τόσο θύματα της οργής του.
«Η Καταιγίδα των Βαθών γνωρίζει ότι κάποια αναταραχή υφίσταται, Βασιληά Κάλροοθ,» είπε ο Θεογνώστης Κέρφαοκ. «Σ’ολόκληρο τον Υπόγειο και τον Επάνω Κόσμο. Από διάφορα μέρη. Ο Καρμόνκον έχει ακούσει τείχη να τρίζουν και τείχη να σωριάζονται.»
«Τι εννοείς, ‘από διάφορα μέρη’, Θεογνώστη;» ρώτησε ο Κάλροοθ.
«Αυτό μού αποκαλύπτει η Καταιγίδα, αυτό σού αποκαλύπτω, Βασιληά,» αποκρίθηκε ο Κέρφαοκ. Οι Θεογνώστες ποτέ δεν μιλούσαν στον Βασιληά τους στον πληθυντικό, ούτε συνήθως τον αποκαλούσαν Μεγαλειότατο ή Βασιληά μου. Και τι μπορούσες να τους πεις; Ήταν Θεογνώστες· όπως ήθελαν μιλούσαν – στον οποιονδήποτε. «Από διάφορα μέρη έρχεται η αναταραχή. Του Υπόγειου Κόσμου, αλλά και του Επάνω Κόσμου. Από γύρω. Έρχεται σαν κύματα στον Καρμόνκον, και – είναι παράξενο μα συμβαίνει – τον έχει τρομάξει, Βασιληά!»
Ο Κάλροοθ συνοφρυώθηκε, σκεπτικός. «Έτσι όπως μου τα λες, μοιάζει να υπονοείς πως υπάρχουν κι άλλα ανοίγματα σαν αυτό που έχουμε δει…»
Ο Κέρφαοκ δεν μίλησε.
Ο Κάλροοθ ατένισε τη Χονρέπα, σαν να ζητούσε κάποια απάντηση από εκείνη. Η Οφθαλμός της Ζωής – που δεν μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, όπως τους Θεογνώστες, αλλά έπρεπε τουλάχιστον να μιλήσει στον Βασιληά της – είπε: «Είναι πιθανό, Μεγαλειότατε. Αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα γενικά στον κόσμο μας… τότε, ναι, είναι πιθανό να έχουν δημιουργηθεί κι άλλα από αυτά τα ανοίγματα, νομίζω.»
Ο Νερκάλοοτ κατένευσε. «Κι εγώ της ίδιας γνώμης είμαι, Βασιληά μου.»
«Αν λοιπόν υπάρχουν κι άλλα ανοίγματα,» είπε η Βασιλική Σύζυγος Ελκέρτα, «τότε είναι ακόμα πιο σημαντικό να εισβάλουμε πρώτοι στον κόσμο των ξένων· γιατί, αν δεν το κάνουμε εμείς, κάποιοι άλλοι, από τις άλλες υπόγειες πόλεις, θα το κάνουν.»
Ο Κάλροοθ, μη θέλοντας να επιστρέψουν πάλι στην προηγούμενη συζήτηση τόσο σύντομα, είπε στη Θεογνώστρια που στεκόταν λίγο πιο πίσω από τον Κέρφαοκ: «Ποια η δική σου γνώμη, Νιτκέτκα;»
Η γυναίκα βάδισε για να σταθεί πλάι στον τυφλό Θεογνώστη. Το δέρμα της ήταν πράσινο, τα μαλλιά της μαύρα, μακριά ώς τη μέση, και μάλλον αχτένιστα για μήνες· παραδόξως, δεν έμοιαζαν και άλουστα για μήνες. Η Νιτκέτκα δεν ήταν τόσο μεγάλη σε ηλικία όσο ο Κέρφαοκ, όμως είχε την ίδια όψη μ’εκείνον: την όψη του ανθρώπου που έχει γνωρίσει πράγματα τα οποία κανείς δεν οφείλει να γνωρίζει και έχει μετά επιστρέψει στην κοινωνία, ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν τα ξέρουν. Τα μάτια της έδιναν στον Κάλροοθ την εντύπωση πως βρίσκονταν πολύ βαθιά μέσα στις κόγχες του κρανίου της, και ήταν πάντοτε κρυμμένα πίσω από μυστηριακές σκιές. Φορούσε ένα χοντρό φόρεμα που έφτανε ώς τα γόνατά της, και στους ώμους της έπεφτε μια μαύρη κάπα. Παλιές μπότες από δέρμα καντράμου έντυναν τα πόδια της, σκονισμένες και φθαρμένες.
Η θεά με την οποία είχε έρθει σε επαφή η Νιτκέτκα ήταν η Τορθόλμεθ, η Πολύποδη Κυρά του Σκοταδιού, και αυτής τον λόγο θα μετέφερε τώρα.
«Αυτά που είπε ο Κέρφαοκ, αυτά ξέρω κι εγώ, Βασιληά Κάλροοθ,» δήλωσε η Θεογνώστρια· η φωνή της ήταν λαρυγγώδης, λες κι ο λαιμός της να είχε κάποιο πρόβλημα – αλλά από τότε που ο Κάλροοθ τη θυμόταν έτσι μιλούσε. «Η Πολύποδη Κυρά έχει καταλάβει δυνατά τραντάγματα που έρχονται από παντού στον κόσμο μας· και υπάρχουν μέρη που ξέρει ότι τείχη έχουν καταρρεύσει. Σημεία σαν το άνοιγμα που ανέφερες πρέπει να είναι.»
«Και τι νομίζουν οι θεοί σας;» ρώτησε ο Βασιληάς και τους δύο Θεογνώστες. «Κινδυνεύουμε από όσα συμβαίνουν;»
«Ναι, Βασιληά Κάλροοθ,» απάντησε η Νιτκέτκα, «η Κυρά φοβάται. Λέει ότι ο κόσμος πλησιάζει στο τέλος του.»
«Το ίδιο νιώθει και ο Καρμόνκον, Βασιληά,» δήλωσε ο Κέρφαοκ. «Ο κόσμος βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο.»
«Από τι; Από τους ξένους;»
«Η Καταιγίδα των Βαθών δεν μου έχει μιλήσει για τους ξένους. Εκείνο που φοβάται είναι οι αναταραχές που έρχονται από παντού.»
Η Νιτκέτκα κούνησε το κεφάλι, σείοντας τα μακριά μαύρα μαλλιά της που τούφες τους έπεφταν στο πρόσωπό της. «Ναι, Βασιληά, έτσι είναι. Η Τορθόλμεθ το λέει: οι αναταραχές φταίνε, βαθιά στον κόσμο μας. Αυτές είναι επικίνδυνες.»
Η Ελκέρτα είπε: «Ακόμα ένας λόγος για να κινηθούμε γρήγορα, λοιπόν.»
Ο Κάλροοθ δεν της μίλησε· ρώτησε τη Νιτκέτκα: «Εννοείς ότι είναι κάτι σαν… σεισμός; Υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης σπηλαίων; Κίνδυνος κατάρρευσης ακόμα και του σπηλαίου όπου είναι οικοδομημένη η Νίρμικιτ;»
«Δεν είναι σεισμός αυτός, Βασιληά,» αποκρίθηκε η Θεογνώστρια.
«Δεν είναι σεισμός, δεν είναι,» επανέλαβε σαν ηχώ ο Κέρφαοκ. «Είναι κάτι χειρότερο!»
«Δηλαδή, τι;» σχεδόν φώναξε ο Κάλροοθ. «Πείτε μου! Τι πρέπει να κάνω για να προστατέψω τον λαό μου!»
«Δεν μπορώ να σ’το πω αυτό, Βασιληά,» αποκρίθηκε ο Κέρφαοκ. «Πρέπει να μιλήσω με τον Καρμόνκον, ελπίζοντας να μου δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση – πράγμα που δεν κάνει πάντοτε.»
Η Νιτκέτκα είπε: «Ναι, Βασιληά, ναι…» Μάλλον – υπέθεσε ο Κάλροοθ – εννοούσε ότι το ίδιο ίσχυε και για τη δική της θεά.
Ο Βασιληάς της Νίρμικιτ ακούμπησε την πλάτη του στον κοκάλινο θρόνο του και άγγιξε τα μούσια του, συλλογισμένος και βαθιά προβληματισμένος. «Μπορείτε να πηγαίνετε,» είπε στους Θεογνώστες, σαν εκείνοι να είχαν ήδη εξαφανιστεί από μπροστά του.
Οι Θεογνώστες αποχώρησαν, χωρίς να υποκλιθούν ή να χαιρετήσουν.
«Είναι προφανές, νομίζω, ύστερα από όλ’αυτά, ότι πρέπει να κινηθούμε γρήγορα,» είπε η Ελκέρτα.
«Τουλάχιστον,» διαφώνησε ο Νάρκλοομ, «οφείλουμε να δώσουμε χρόνο στη Χονρέπα να μιλήσει με τον ξένο στη Φυλακή.»
«Μέχρι τότε μπορεί να είναι πολύ αργά!»
Ο Κάλροοθ τούς διέκοψε: «Η συγκέντρωση αυτή λύεται!» δήλωσε. «Πρέπει να σκεφτώ.» Και σηκώθηκε από τον θρόνο του. «Μπορείτε να πηγαίνετε όλοι στις δουλειές σας.»
«Βασιληά μου,» είπε ο Νάρκλοομ, «δεν έχουμε ακόμα φτάσει σε κανένα συμπέρασμα.»
«Θα φτάσουμε την επόμενη φορά που θα συζητήσουμε, Υπασπιστή,» αποκρίθηκε ο Κάλροοθ, θυμωμένα.
«Όπως επιθυμείτε, Βασιληά μου,» είπε ο Νάρκλοομ κλίνοντας το κεφάλι. Αλλά δεν του άρεσε καθόλου που ο Κάλροοθ είχε αποφασίσει να τελειώσει εδώ τη συζήτηση, επειδή ήξερε ότι, για την Ελκέρτα, δεν θα τελείωνε πράγματι εδώ. Εκείνη, βρισκόμενη κοντά στον Βασιληά, θα συνέχιζε να του μιλά για το σχέδιό της. Και ο Κάλροοθ ήταν ήδη θετικά προδιατεθειμένος σχετικά με την εισβολή στον άλλο κόσμο επειδή του θύμιζε τον Παλαιό Κόσμο – τις ζωγραφιές και τις φωτογραφίες που όλο κοιτούσε.
Δε μ’αρέσει καθόλου, έτσι όπως εξελίσσεται το πράγμα, σκεφτόταν ο Νάρκλοομ καθώς έφευγε από τη μεγάλη αίθουσα της Βασιλικής Οικίας μαζί με τους υπόλοιπους.
«Θα επισκεφτώ πάλι τον Τέρι Κάρμεθ,» του είπε η Χονρέπα σ’έναν από τους διαδρόμους. «Θέλεις να είσαι κι εσύ εκεί;»
«Νομίζεις ότι η παρουσία μου είναι απαραίτητη;»
«Απαραίτητη, όχι. Όμως σκέφτηκα ότι ίσως να ήθελες να έρθεις. Κι επιπλέον, παρότι δεν νομίζω πως ο ξένος είναι επικίνδυνος, δεν σκοπεύω να τον επισκεφτώ μόνη μου.»
«Μπορείς να πάρεις μαζί σου όσους απ’τους πολεμιστές μου επιθυμείς,» της είπε ο Νάρκλοομ. «Εγώ ίσως να έρθω στη Φυλακή αργότερα.»
«Εντάξει,» ένευσε η Χονρέπα, κι απομακρύνθηκε. Η θρισίρτα στον αριστερό της ώμο γυάλισε κίτρινη κάτω από το φως του κρυστάλλου στο ταβάνι.
Ο Νάρκλοομ βάδισε προς τα δωμάτιά του μέσα στη Βασιλική Οικία, αναρωτούμενος τι μπορούσε να κάνει για να αποτρέψει αυτά που είχε στο μυαλό της η Ελκέρτα. Ήταν λήσταρχος, η τρισκατάρατη! Ο Κάλροοθ δεν έπρεπε ποτέ να την είχε πάρει για σύζυγό του! Δεν μπορούσε να φέρει τίποτα καλό στη Νίρμικιτ. Έχει γεράσει τόσο πολύ ο Βασιληάς μας που δεν ξέρει πια τι του γίνεται; Αυτή η γυναίκα είναι επικίνδυνη. Δεν είναι για να διοικεί μια υπόγεια πόλη· έχει μάθει να διοικεί συμμορίες ληστών που περιφέρονται μες στα λαβυρινθώδη σπήλαια του Υπόγειου Κόσμου σαν λυσσασμένοι καντράμοι!
Ο Νάρκλοομ πλησίαζε τα δωμάτια του όταν είδε τη Φαλτίκα να έρχεται από δίπλα του. Είχε φτάσει εδώ πιο γρήγορα από εκείνον· πρέπει να είχε υποθέσει πού θα πήγαινε ο εραστής της.
«Δε φαίνεσαι και πολύ χαρούμενος,» του είπε, περνώντας το ένα της χέρι πίσω από την πλάτη του και πλησιάζοντάς τον για να φιλήσει το ξυρισμένο μάγουλό του· ο Νάρκλοομ αισθάνθηκε το αριστερό της στήθος να πιέζεται πάνω στο στέρνο του.
Σ’αντίθεση με τον πατέρα της, η Πριγκίπισσα δεν είχε δέρμα πράσινο αλλά γαλανό, όπως η μητέρα της που ήταν νεκρή. Τα μαλλιά της ήταν σγουρά, μακριά, καταπράσινα, και γυαλιστερά· και τώρα δεμένα σε δύο κοτσίδες, που η μία έπεφτε μπροστά στο στήθος της κι η άλλη στην πλάτη της.
«Εσύ είσαι χαρούμενη;» τη ρώτησε ο Νάρκλοομ. «Η μητριά σου έχει… κατακτήσεις στο μυαλό της ξανά. Παλιά, λήστευε καραβάνια μέσα στον Υπόγειο Κόσμο· μετά, λήστεψε τη θέση της Βασιλικής Συζύγου· τώρα, τι σχεδιάζει; Να ληστέψει έναν ολόκληρο κόσμο;»
Η όψη της Φαλτίκα σοβάρεψε. Ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο παιδί του Κάλροοθ, και δεν συμπαθούσε την Ελκέρτα· είχε πολλές φορές πει στον Νάρκλοομ ότι αισθανόταν σαν αυτή η γυναίκα να είχε κλέψει τη θέση της μητέρας της, παρότι η μητέρα της ήταν νεκρή. «Δε νομίζω πως ούτε αυτή μπορεί να έχει τέτοιο θράσος,» είπε.
«Δεν το νομίζεις;» αποκρίθηκε ο Νάρκλοομ καθώς βάδιζαν προς την εξώθυρα των διαμερισμάτων του, που ήταν καμωμένη από βαριά κόκαλα Ντόρταγκας, δράκου του Υπόγειου Κόσμου. «Είχε αρκετό θράσος για να πείσει τον πατέρα σου να τη βγάλει από το κελί της και να τη βάλει στο κρεβάτι του.» Ο Νάρκλοομ πήρε ένα κλειδί από την τσέπη του και ξεκλείδωσε την κλειδαριά της πόρτας, για να μπει στα δωμάτιά του μαζί με την Πριγκίπισσα.
«Οι ξένοι δεν είναι τόσο απροστάτευτοι, όμως,» είπε η Φαλτίκα. «Οι ανιχνευτές μας ανέφεραν ότι είναι καλά οπλισμένοι. Ο μπαμπάς δεν θα κάνει τίποτα που θα μας βάλει όλους σε κίνδυνο.»
Θα το δούμε αυτό, σκέφτηκε ο Νάρκλοομ. Και το ερώτημα είναι: αν ο Βασιληάς αποδειχτεί απερίσκεπτος, τι πρέπει να κάνουμε οι υπόλοιποι;
*
«Δεν μπορούμε να το αφήσουμε έτσι αυτό,» είπε Ελκέρτα καθώς έκανε μαλάξεις στους ώμους του Κάλροοθ, ο οποίος είχε πιαστεί ύστερα από τόση ώρα καθισμένος στον θρόνο του. Αυτό το κοκάλινο κάθισμα ήταν πολύ άβολο· ίσως θα έπρεπε να προστάξει να του φτιάξουν ένα καινούργιο. Το παράξενο ήταν ότι παλιότερα δεν το έβρισκε καθόλου άβολο. Είναι δυνατόν να έχω γεράσει τόσο; Ή μήπως το κόκαλο έχει σκληρύνει με τα χρόνια;
Ο Βασιληάς ήταν, επί του παρόντος, ξαπλωμένος μπρούμυτα σ’ένα μαλακό κρεβάτι των διαμερισμάτων του, γυμνός εκτός από μια περισκελίδα. Η Ελκέρτα στεκόταν γονατισμένη από πάνω του, πιέζοντας με τα δυνατά της δάχτυλα τους ώμους και την πλάτη του για να τον χαλαρώσει, ενώ συγχρόνως κοίταζε μια μακριά ουλή που είχε ο σύζυγός της στη ράχη. Ξεκινούσε περίπου από τον δεξή ώμο και τελείωνε περίπου στα αριστερά πλευρά. Ένας προδότης, κάποτε, τον είχε χτυπήσει πισώπλατα, της είχε πει: ένας ξάδελφός του, τον οποίο είχε έπειτα σκοτώσει, μην πεθαίνοντας από το ύπουλο χτύπημά του. Η Ελκέρτα ήταν σίγουρη πως ο Βασιληάς της παλιά ήταν πολύ πιο σκληρός από τώρα· τα χρόνια φαινόταν πια να τον έχουν καταβάλλει. Ακόμα κι όταν κατατρόπωσε τη συμμορία μου ήταν πολύ πιο σκληρός. Η Ελκέρτα είχε ερωτευτεί τον άντρα που είχε διαλύσει τους ληστές της και την είχε κλείσει μέσα σ’ένα κοκάλινο κλουβί για να τη μεταφέρει στη Νίρμικιτ σαν να ήταν κάποιο άγριο θηρίο του Υπόγειου Κόσμου.
Το δωμάτιο φωτιζόταν απαλά, αδύναμα, από το φως κρυστάλλων, καθώς ο φωτορυθμιστής ήταν ρυθμισμένος σε χαμηλή ένταση. Μαγκάλια έκαιγαν και στις τέσσερις γωνιές, γεμίζοντας τον χώρο με άπλετη θερμότητα και διώχνοντας την αέναη ψύχρα του Υπόγειου Κόσμου. Η Ελκέρτα φορούσε μονάχα μια ελαφριά ρόμπα· δεν μπορούσε να υποφέρει τίποτ’άλλο εδώ μέσα, κι αυτό δεν τη δυσαρεστούσε καθόλου.
«Μ’ακούς, πράσινο μανιτάρι μου;» ρώτησε τον Κάλροοθ, σκύβοντας για να δαγκώσει παιχνιδιάρικα το πλάι του πράσινου λαιμού του. «Πρέπει να κάνουμε κάτι. Δεν μπορούμε να το αφήσουμε έτσι.»
«Μμμμ…» έκανε ο Βασιληάς της Νίρμικιτ, που στο μυαλό του στριφογύριζαν όλα όσα είχαν ειπωθεί στη μεγάλη αίθουσα της Βασιλικής Οικίας. «Το ξέρω. Κάτι, όντως, πρέπει να γίνει.» Άπλωσε το χέρι του στο πλάι, για να πιάσει την καπνοσύριγγα και να ρουφήξει καπνό από το δοχείο. Τράβηξε την Ψυχρή Καταχνιά μέσα στα πνευμόνια του και την έβγαλε, μετά, από το στόμα και τα ρουθούνια.
«Αν όμως δεν γίνει γρήγορα,» είπε η Ελκέρτα, «οι άλλοι θα επωφεληθούν από την ευκαιρία. Η Βασίλισσα Σερτένθα της Βόλνιμιτ το ξέρεις πως ποτέ δεν χάνει ευκαιρία να επεκτείνει τις περιοχές της, και ο Βασιληάς Ράσβοομ της Νάμανεθ όλο ραδιουργίες είναι με τους κατασκόπους και τους εμπόρους του. Ίσως, μάλιστα, να έχει μάθει για τα ανοίγματα πριν από εμάς. Και από παλιά ήταν αντίπαλος της οικογένειάς σου. Ήθελε τη Νίρμικιτ για τον εαυτό του. Ήθελε να έχει δύο υπόγειες πόλεις!»
«Πάντα ήταν παράλογα φιλόδοξος,» είπε ο Κάλροοθ.
«Γι’αυτό πρέπει να τον προλάβεις.» Τα δάχτυλα της Ελκέρτα συνέχιζαν να μαλάσσουν τους ώμους του, χαλαρώνοντας τους μύες. Ήδη ο Βασιληάς αισθανόταν πιο άνετα.
«Αν όμως είναι επικίνδυνο να περάσουμε το άνοιγμα, τότε ίσως θα ήταν φρόνιμο ν’αφήσουμε τον Ράσβοομ να περάσει πρώτος…»
«Δεν το ξέρεις ότι θα περάσει από αυτό το άνοιγμα. Οι Θεογνώστες είπαν ότι υπάρχουν κι άλλα.»
«Όχι ακριβώς. Από τα όσα είπαν, εμείς συμπεράναμε ότι υπάρχουν κι άλλα.»
«Πιστεύεις ότι δεν υπάρχουν;»
«Το αντίθετο.»
«Βλέπεις, λοιπόν;» Η Ελκέρτα πήρε την καπνοσύριγγα από το χέρι του, κι έσκυψε πάνω από την πλάτη του για να ρουφήξει κι εκείνη Ψυχρή Καταχνιά. «Μμμμμ,» έκανε νιώθοντας το δροσερό άγγιγμα του καπνού στο λαιμό και στα πνευμόνια της. Ύψωσε το κεφάλι της και φύσηξε προς το ταβάνι. Είδε τους φωτοδότες κρυστάλλους να θολώνουν λιγάκι, προτού η ελαφριά ομίχλη διαλυθεί. Η Ψυχρή Καταχνιά ήταν πανάκριβος καπνός· όταν η Ελκέρτα ήταν λήσταρχος, η συμμορία της κατενθουσιαζόταν όποτε κατόρθωναν ν’αρπάξουν Ψυχρή Καταχνιά από εμπόρους. Αλλά αυτές οι περασμένες ημέρες τής έμοιαζαν, τώρα πια, σαν όνειρο.
«Πρέπει να το σκεφτούμε λιγάκι, πρώτα,» είπε ο Κάλροοθ. «Ο Νάρκλοομ έχει δίκιο: δεν μπορούμε να δράσουμε βιαστικά. Ας δούμε τι έχει ν’αποκαλύψει αυτός ο Τέρι Κάρμεθ· ας προσπαθήσουμε να στείλουμε ανιχνευτές πέρα από το άνοιγμα· ας βάλουμε τον Νερκάλοοτ να επιχειρήσει να στείλει το πνεύμα του στον άλλο κόσμο…»
«Κι αν είναι αργά ώς τότε;» ρώτησε, δυσαρεστημένα, η Ελκέρτα.
«Υπομονή,» είπε ο Κάλροοθ. «Σ’έκλεισα σε κλουβί επειδή μου επιτέθηκες πιο νωρίς απ’ό,τι θα μπορούσες να μου είχες επιτεθεί.»
Η Ελκέρτα συνοφρυώθηκε, παύοντας να μαλάσσει τους ώμους και την πλάτη του. «Δε μου το είχες πει ποτέ αυτό!»
Ο Κάλροοθ γύρισε ανάσκελα από κάτω της. «Σ’το λέω τώρα.»
«Λες ψέματα.» Η Ελκέρτα ακούμπησε τα χέρια της στο μαλακό στρώμα, λίγο πιο πάνω από τους ώμους του.
«Μετά από τόσα χρόνια; Γιατί να πω ψέματα;»
«Γιατί, τότε, δεν μου το είπες νωρίτερα;»
«Νόμιζα ότι θα θύμωνες,» αποκρίθηκε απλά ο Κάλροοθ.
Η Ελκέρτα λύγισε από πάνω του, φέρνοντας το σώμα της κοντά στο δικό του. Η γλώσσα της ξεπρόβαλε ανάμεσα από τα δόντια της και έγλειψε τα χείλη του Βασιληά, αργά. Κάτω από τη ρόμπα της μπορούσε να αισθανθεί τον καυλό του να γαργαλά το γυμνό της αιδοίο, παγιδευμένος μέσα στην φαρδιά περισκελίδα του.
«Έχω θυμώσει,» του είπε μειδιώντας, ξέροντας ότι ο Κάλροοθ θα καταλάβαινε πως χωράτευε.
Ο Βασιληάς της Νίρμικιτ έπιασε το σαγόνι της με τον δείκτη και τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού. «Θα πάω σ’αυτό τον καινούργιο κόσμο,» της είπε. «Δεν υπάρχει αμφιβολία. Θα βγάλω τον λαό μου από τούτο το ανήλιαγο, ψυχρό μέρος και θα τον οδηγήσω σε μια γη με λαμπερό ήλιο και όμορφο, καταπράσινο χορτάρι, και δέντρα, λόφους, ποτάμια. Θα είναι όπως στις Παλαιές Διηγήσεις, Ελκέρτα, και θα ζήσουμε έτσι, ευτυχισμένοι, για πολλές Γενεές. Εν ανάγκη, θα διώξω τους ξένους από εκεί για να κατοικίσουμε εμείς. Πρέπει πρώτα, όμως, να είμαστε σίγουροι για ό,τι θα κάνουμε. Δεν θέλω να γίνουν λάθη. Γιατί δεν νομίζω ότι θα μας ξαναδοθεί τέτοια ευκαιρία για να φύγουμε από την καταραμένη φυλακή του Υπόγειου Κόσμου. Ακόμα κι ο Νάρκλοομ το ξέρω πως κατά βάθος συμφωνεί μ’αυτό. Οι πάντες συμφωνούν. Κανείς δεν θέλει να μείνει εδώ. Απλώς οι περισσότεροι φοβούνται να έχουν ελπίδες. Έχουν συμβιβαστεί και νομίζουν πως μονάχα ο Υπόγειος Κόσμος είναι γι’αυτούς και τίποτ’άλλο. Θα τους δείξω, όμως, ότι δεν είναι έτσι.»
Η Ελκέρτα μειδίασε πάλι, πιο πλατιά από πριν, και τον φίλησε δυνατά.
Οι δύο Παντοκρατορικοί στρατιώτες τραβούσαν τη Βατράνια μέσα στους διαδρόμους των Ανακτόρων του Υπεράρχη, μετά από τη σύντομη ανάκρισή της από τον Επόπτη και τη μάγισσα Αρίνη’σαρ. Εκείνη μονάχα για λίγο έφερε αντίσταση· έπειτα, απλά βάδιζε μαζί τους καθώς αυτοί κρατούσαν τους βραχίονές της και πήγαιναν ο ένας δεξιά κι ο άλλος αριστερά της. Το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς, προσπαθώντας να επινοήσει ένα σχέδιο απόδρασης, γιατί ήξερε ότι έπρεπε να φύγει από εδώ και να συναντήσει τον Εδμόνδο και τον Σθένελο μέσα στην Ερρίθια, προτού κάνουν κάτι ανόητο επιχειρώντας να τη σώσουν. Δε θα την άφηναν στα χέρια των Παντοκρατορικών, πράγμα που μπορεί να τους έβαζε όλους σε μπελάδες. Εκτός του ότι πιθανώς να χαλούσε ολόκληρη την αποστολή του Πρίγκιπα. Κι αν γινόταν αυτό, τότε ο Οδυσσέας θα της έλεγε Ορίστε, σε στείλαμε μαζί τους όπως επέμενες, και τα έκανες θάλασσα (δεδομένου, βέβαια, ότι θα κατόρθωνε να επιστρέψει ζωντανή στην Απολλώνια). Δεν μπορούσε, επομένως, η Βατράνια να μείνει άπραγη: έπρεπε να κάνει κάτι. Γρήγορα.
Καθώς όμως οι στρατιώτες την κατέβαζαν σε μια πέτρινη σκάλα, συνειδητοποίησε ότι ήταν απίστευτα δύσκολο να σκαρφιστείς σχέδιο απόδρασης όταν δεν ξέρεις τίποτα περισσότερο από τα βασικά για τη διάσταση στην οποία βρίσκεσαι. Και σε λίγο θα μ’έχουν κλειδωμένη σ’ένα κελί. Πώς θα βγω από εκεί;
Καλύτερα να κάνω κάτι προτού καταλήξω σε κελί.
Καθώς την οδηγούσαν επάνω στην πέτρινη σκάλα, η Βατράνια παρίστανε την εξαντλημένη. Το κεφάλι της κρεμάστηκε εμπρός της, με το σαγόνι ν’ακουμπά στο στέρνο της· τα πόδια της σέρνονταν στα σκαλοπάτια, μην πατώντας καλά· τα χέρια της κρέμονταν παράλυτα.
«Κουνήσου!» μούγκρισε ο φρουρός δεξιά της. «Μην παραπατάς!» Και την ταρακούνησε.
Η Βατράνια συνέχισε να δείχνει εξαντλημένη.
«Δεν ξέρει τι της γίνεται,» είπε ο φρουρός αριστερά της. «Έλα, προχώρα. Θα την πάμε κάτω σέρνοντας, άμα χρειαστεί.»
Και, κρατώντας την όρθια από τις μασκάλες, συνέχισαν να την κατεβάζουν στα σκαλοπάτια, ενώ τα γυμνά της πόδια σέρνονταν πάνω στις πέτρες και τα νύχια της τρίβονταν ενοχλητικά και, κάπου-κάπου, επώδυνα. Τα μάτια της τα είχε μισόκλειστα και, κοιτάζοντας κάτω, είδε τι υπήρχε στις ζώνες των φρουρών. Ένα πιστόλι, ένα ξιφίδιο. Τα χέρια της Βατράνιας κρέμονταν παράλυτα πλάι της, και το αριστερό δεν ήταν μακριά από το ξιφίδιο του ενός φρουρού, ενώ το δεξί δεν ήταν μακριά από το πιστόλι του άλλου.
Αν τα σκατώσω, τη γάμησα.
Αν όμως δεν κάνω τίποτα, πάλι τη γάμησα.
Αλλά, ακόμα κι αν κατορθώσω να ξεφύγω από τούτους τους δύο, πού θα πάω; Πώς θα βγω από δω μέσα;
Θα έπρεπε να αυτοσχεδιάσει. Δε γινόταν αλλιώς.
Όταν η σκάλα τελείωσε η Βατράνια δεν είχε ακόμα κάνει τίποτα, και τώρα βρισκόταν σ’ένα σκοτεινό, υγρό υπόγειο πέρασμα.
«Άναψε κάνα φως, ρε,» είπε ο αριστερός φρουρός.
«Για έλα προς τα δω. Από δω πρέπει νάναι ο διακόπτης,» αποκρίθηκε ο δεξής.
Τα πόδια της Βατράνιας σύρθηκαν επάνω σε κρύο πέτρινο πάτωμα. Ζαλιζόταν έτσι όπως κρεμόταν το κεφάλι της και κοίταζε κάτω, μα έπρεπε να συνεχίσει να παριστάνει τη μισολιπόθυμη για να τους κάνει απρόσεχτους.
Ο δεξής πάτησε κάποιον διακόπτη στον τοίχο και τεχνητό φως γέμισε το υπόγειο πέρασμα. Η Βατράνια διέκρινε κελιά, με τις άκριες των ματιών της. Δεν πρέπει, όμως, να ήταν κανένας άλλος εδώ. Κανένας φρουρός, κανένας κρατούμενος. Είμαστε μόνοι.
Τη συνέφερε αυτό.
Οι δύο στρατιώτες είχαν μόλις αρχίσει πάλι να την τραβάνε – όταν η Βατράνια έδρασε. Το παράλυτό της σώμα έπαψε να είναι παράλυτο. Τα πόδια της πάτησαν γερά στο πάτωμα· το αριστερό της χέρι τράβηξε το ξιφίδιο από τη ζώνη του αριστερού φρουρού και έμπηξε τη λεπίδα στα πλευρά του, αφήνοντάς την εκεί. «Γκααγκχχχ…!» έκανε πνιχτά εκείνος και, ακούσια, ελευθέρωσε το ένα χέρι της Βατράνιας–
–η οποία, την ίδια στιγμή, στρεφόταν στον άλλο φρουρό και, καθώς εκείνος ήταν ξαφνιασμένος, έπεφτε πάνω του και τον χτυπούσε με το κεφάλι της στο σαγόνι. Ο άντρας τινάχτηκε πίσω, με αίματα στο πρόσωπό του, κοπανώντας την πλάτη του στον τοίχο.
Η Βατράνια πήρε το ξιφίδιο από τη ζώνη του, τον κάρφωσε μ’αυτό στο στήθος, και το τράβηξε πάλι πίσω, αιματοβαμμένο. Χωρίς καθυστέρηση στράφηκε στον πρώτο φρουρό, στα πλευρά του οποίου είχε αφήσει μπηγμένο το πρώτο ξιφίδιο. Ο άντρας είχε πιάσει τη λαβή του όπλου και, γρυλίζοντας, το έβγαζε τώρα από μέσα του. Αλλά δεν μπορούσε συγχρόνως και να φυλάγεται από επίθεση: η Βατράνια τινάχτηκε και τον κάρφωσε στην κοιλιά. Κι άλλο αίμα τινάχτηκε. Ο φρουρός παραπάτησε και έπεσε.
Η Βατράνια στράφηκε στον άλλο, για να δει αν ήταν ακόμα ζωντανός, και διαπίστωσε ότι δεν ήταν. Τον αντίκρισε καθισμένο στο πάτωμα, με την πλάτη στον τοίχο και το στήθος της λευκής του στολής ποτισμένο με αίμα.
Ωραία, σκέφτηκε η Βατράνια, βαριανασαίνοντας. Και τι κάνουμε τώρα;
Κοίταξε τον εαυτό της και είδε ότι υπήρχαν αίματα επάνω στα ρούχα της. Σκατά! Αυτό θα τραβούσε αμέσως την προσοχή του οποιουδήποτε. Έπρεπε, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ν’αλλάξει αμφίεση. Και τις στολές των φρουρών δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να τις χρησιμοποιήσει· ήταν πολύ πιο ποτισμένες με αίμα από τα ρούχα της.
Πήρε τα ξιφίδιά τους και τα πιστόλια τους και τα έκρυψε επάνω της. Τα πρώτα πιθανώς να της φαίνονταν χρήσιμα· τα δεύτερα το αμφέβαλλε, γιατί δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει τίποτα που θα έκανε θόρυβο και θα τραβούσε πολεμιστές της Παντοκράτειρας επάνω της.
Η Βατράνια έριξε μια ματιά σ’όλα τα κελιά, για να δει μήπως, παρ’ελπίδα, κάποιο ήταν γεμάτο. Όλα, όμως, ήταν άδεια, και δεν είχαν μέσα τίποτα που μπορεί να της χρειαζόταν.
Υπάρχει καμια άλλη έξοδος από τούτο το μέρος; Δεν ήθελε ν’ανεβεί από τη σκάλα που την είχαν κατεβάσει οι δύο στρατιώτες, γιατί επάνω είχε δει φρουρούς στις διασταυρώσεις των διαδρόμων, και δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να τους προσπεράσει.
Βάδισε, προσεχτικά, μέσα στα υπόγεια περάσματα, τα οποία σχημάτιζαν σταυρό, μέχρι που σ’ένα τέρμα συνάντησε μια παλιά ξύλινη πόρτα. Η μοναδική άλλη έξοδος που φαινόταν να υπάρχει. Η Βατράνια έκανε να την ανοίξει και διαπίστωσε ότι ήταν αμπαρωμένη από την άλλη.
Σκατά, γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης! σκέφτηκε, θυμωμένα, και κλότσησε την πόρτα. Τινάχτηκε πίσω, μ’ένα σύριγμα πόνου, κι έτριψε τα δάχτυλα του ποδιού της. Το ξύλο της πόρτας ήταν σκληρό και άγριο.
Αναστέναξε.
Από πού θα έφευγε;
Είναι μπουντρούμι, Βατράνια. Υποτίθεται πως δεν μπορείς να φύγεις εύκολα από εδώ. Δεν είναι κινηματογράφος.
Τι θα έκανε η ηρωίδα σε μια ταινία; Μάλλον θα έβρισκε κάποια αφύλαχτη πόρτα κάπου εδώ κοντά, ή κάποιο άνοιγμα στον τοίχο που κανένας δεν είχε προσέξει. Δυστυχώς, η Βατράνια δεν μπορούσε να δει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Ετούτη η αμπαρωμένη πόρτα ήταν η μοναδική εναλλακτική έξοδος, και η Βατράνια δεν νόμιζε ότι ήταν δυνατόν, με κανέναν τρόπο, να σπάσει την αμπάρα από την άλλη μεριά.
Από τη σκάλα, λοιπόν. Δε μπορώ να μείνω εδώ.
*
Ο φρουρός στεκόταν στη γωνία του διαδρόμου, κοντά σ’ένα από τα οφθαλμόσχημα παράθυρα των Ανακτόρων. Ήταν νύχτα, και βαριόταν. Πάντα τη βαριόταν αυτή τη σκοπιά. Ελάχιστοι περνούσαν από εδώ, είτε το πρωί είτε το βράδυ. Λίγο πιο κάτω βρισκόταν η σκάλα που οδηγούσε στα μπουντρούμια τα οποία ήταν άδεια από τότε που τον είχαν μεταθέσει στη Χάρνταβελ. Τώρα μονάχα είχε δει να φέρνουν κάποιον αιχμάλωτο δύο συνάδελφοί του. Τον κρατούσαν ανάμεσά τους, όταν τους είχε μπανίσει να περνάνε από το πέρας του διαδρόμου, και δεν τον είχε δει καλά. Υπέθετε ότι κανένας αποστάτης θα ήταν, από τον οποίο ο Επόπτης ήθελε να πάρει πληροφορίες. Γιατί, αν δεν τον ήθελε για πληροφορίες, θα τον είχε ήδη καθαρίσει. Ο Νιρμόδος Νάρλεφ δεν ήταν διστακτικός σε τέτοια θέματα.
Ο φρουρός είδε, απρόσμενα, κάποιον να έρχεται προς το μέρος του, παραπατώντας. Μια γυναίκα! Ξανθιά, με λευκό-ροζ δέρμα. Τα ρούχα της έμοιαζαν κουρελιασμένα, κι ο φρουρός νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει και αίμα επάνω τους. Από τη μέση και κάτω φορούσε μονάχα μια περισκελίδα. Το κεφάλι της ήταν κατεβασμένο καθώς παραπατούσε ακουμπώντας απ’τον έναν τοίχο στον άλλο, κι ακουγόταν να κλαψουρίζει.
Τι σκατά είχε γίνει; Την είχαν βιάσει; Είχε ακούσει ότι συνέβαιναν μερικές φορές κάτι τέτοια επεισόδια ανάμεσα στους υπηρέτες. Κι αυτή η γυναίκα ήταν, σίγουρα, όμορφη. Τα πόδια της ήταν εκπληκτικά.
«Είσαι καλά;» Ο φρουρός την πλησίασε και την έπιασε από τους ώμους, για να την κάνει να σταθεί χωρίς να πέσει. «Τι έγ–;»
Ένα πιστόλι πιεζόταν ξαφνικά στην κοιλιά του.
«Μην κάνεις φασαρία,» του είπε η Βατράνια. «Έλα μαζί μου.»
«…Τι…» ψέλλισε ο φρουρός. «Ποια…;»
«Προχώρα!» σύριξε η Βατράνια.
Ο φρουρός προχώρησε και, μαζί, κατέβηκαν τη σκάλα που οδηγούσε στα υπόγεια: εκείνος προπορευόμενος, η επαναστάτρια ένα βήμα πίσω του, με το πιστόλι της να πιέζεται απειλητικά ανάμεσα στους ώμους του.
Αν πυροβολούσε, η φασαρία θα έφερνε κι άλλους φρουρούς, και τότε η Βατράνια θα την είχε άσχημα· αλλά αυτό ο άντρας εμπρός της σίγουρα δεν θα το σκεφτόταν όσο απειλείτο η ζωή του.
Φτάνοντας κάτω, στα μπουντρούμια, ο στρατιώτης είδε τους δύο νεκρούς συναδέλφους του και έκρωξε φοβισμένα: «Εσύ… Εσένα έφερναν…»
«Το βρήκες,» είπε η Βατράνια, και του πήρε τα όπλα – το τουφέκι απ’τον ώμο του και το πιστόλι και το ξιφίδιο από τη ζώνη του. «Προχώρα!»
Τον οδήγησε στο βάθος των άδειων μπουντρουμιών, όχι μακριά από την αμπαρωμένη πόρτα. «Αν πας από κει, πού βγαίνεις;» τον ρώτησε.
«Δε, δεν ξέρ– Ααχχχχ!» Η Βατράνια τον κλότσησε στην κλείδωση του ποδιού, πίσω απ’το γόνατο, κι εκείνος έπεσε στο πάτωμα.
«Πού βγάζει η πόρτα;» ρώτησε η Βατράνια, στεκόμενη από πάνω του και σημαδεύοντάς τον.
«…Δεν… ξέρω…» γρύλισε ο φρουρός μέσα από σφιγμένα δόντια, κρατώντας το γόνατό του με τα δύο χέρια.
«Εντάξει,» είπε η Βατράνια, που δεν το θεωρούσε απίθανο να της έλεγε αλήθεια, «μια άλλη ερώτηση τότε, αν θες να κρατήσεις τη ζωή σου. Ή μάλλον, δύο. Πρώτη ερώτηση: Πώς μπορώ να βρω μια γυναικεία στρατιωτική στολή;»
«Δεν ξέ–»
«Μη με βάζεις σε πειρασμό!» Η Βατράνια τον κλότσησε στα πλευρά. «Απάντησέ μου!»
Ο άντρας πήρε μια βαθιά ανάσα. «Στους κοιτώνες. Αλλά δε θάναι εύκολο να φτάσεις εκεί.»
«Πες μου πώς μπορώ να πάω.»
«Τα Ανάκτορα είναι μπερδεμέν–»
«Δε μ’άκουσες καλά;»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε εκείνος, «εντάξει,» και της έδωσε κάποιες κατευθύνσεις οι οποίες δεν ήταν, τελικά, και τόσο δύσκολες. Η Βατράνια, όμως, δεν ήταν βέβαιη ότι της έλεγε αλήθεια κιόλας· μπορεί να προσπαθούσε να την παραπλανήσει, να την ρίξει σε καμια παγίδα – πράγμα όχι και τόσο σπουδαίο, δεδομένου ότι εκείνη δεν ήξερε τίποτα για τούτο το μέρος.
«Ας πούμε ότι σε πιστεύω. Δεύτερη ερώτηση: Πού μπορώ να βρω μια στολή υπηρέτριας;»
«Στους κοιτώνες των υπηρετών.»
«Συνέχισε· μη διστάζεις τώρα,» τον προέτρεψε η Βατράνια, και, για να μην ξεχνούσε ο φρουρός ότι βρισκόταν σε κίνδυνο, πάτησε απότομα το χτυπημένο γόνατό του.
Εκείνος γρύλισε και διπλώθηκε, αλλά μετά φάνηκε συνεργάσιμος, δίνοντάς της κατευθύνσεις.
«Υπάρχουν φρουροί κοντά στους κοιτώνες των υπηρετών;» τον ρώτησε.
«…Μονάχα ένας, συνήθως.» Ο άντρας ακόμα βογκούσε από τον πόνο στο γόνατό του.
«Τώρα, μπες σ’αυτό εκεί το κελί,» πρόσταξε η Βατράνια, δείχνοντας με το σαγόνι. «Κουνήσου!»
Ο στρατιώτης, μετά δυσκολίας, σηκώθηκε και παραπατώντας πήγε στο κελί.
«Στο πάτωμα τώρα. Μπρούμυτα,» πρόσταξε η Βατράνια, σημαδεύοντάς τον με το πιστόλι της. Ο άντρας υπάκουσε, και εκείνη τού έδεσε τα χέρια πίσω από την πλάτη, χρησιμοποιώντας κομμάτια από τις στολές των δύο νεκρών φρουρών, τα οποία είχε κόψει προτού ανεβεί τη σκάλα. Μετά, του έδεσε και τους αστραγάλους, και στο τέλος, τον φίμωσε.
«Γύρνα ανάσκελα,» του είπε, πιέζοντάς τον στον ώμο με το πόδι της για να του δώσει ώθηση.
Ο άντρας κατόρθωσε να γυρίσει, κι αν έκρινε η Βατράνια από την όψη του, το δέσιμο και η κίνηση πρέπει να ήταν επώδυνα για το χτυπημένο γόνατό του. Αφήνοντας το πιστόλι της και πιάνοντας ένα ξιφίδιο, έσκυψε από πάνω του κι έφερε τη λεπίδα κοντά στο πρόσωπό του. «Άκουσέ με καλά,» του είπε. «Αν διαπιστώσω ότι οι οδηγίες που μου έδωσες ήταν ψεύτικες, θα επιστρέψω. Και θα σε κόψω κομμάτια. Με καταλαβαίνεις;»
Ο άντρας, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να μιλήσει, έμεινε ακίνητος, βαριανασαίνοντας.
«Αν θέλεις τώρα να… διορθώσεις κάποιο ψέμα σου, κούνησε το κεφάλι και θα σε ξεφιμώσω.»
Ο άντρας παρέμεινε ακίνητος.
«Πολύ καλά,» είπε η Βατράνια. «Ελπίζω να έχεις πει αλήθεια. Αλλιώς, θα επιστρέψω και θα σκορπίσω τα κομμάτια σου σ’όλα τα κελιά εδώ γύρω.» Σηκώθηκε όρθια και βγήκε από το κελί του. Έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε, με τα κλειδιά που είχε βρει κρεμασμένα από ένα χοντρό καρφί λίγο μετά τη σκάλα.
Έπειτα, φόρεσε το παντελόνι της, τύλιξε την τουνίκα της καλά γύρω της (την οποία είχε η ίδια κουρελιάσει, για να κοροϊδέψει τον φρουρό), και έφυγε από τα μπουντρούμια.
*
Η Βατράνια σκέφτηκε ότι θα ήταν πολύ πιο εύκολο να εισβάλει στους κοιτώνες των υπηρετών απ’ό,τι σ’αυτούς των στρατιωτών, έτσι προς τα εκεί πήγε, ακολουθώντας τις οδηγίες του πολεμιστή που είχε ανακρίνει. Στο δρόμο αναγκάστηκε να αποφύγει δύο φρουρούς (και τη δεύτερη φορά, μόλις και μετά βίας κατόρθωσε να περάσει απαρατήρητη – κι ευχαρίστησε τη Λόρκη παρότι ήξερε ότι η θεά, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είχε καμία δύναμη στη Χάρνταβελ). Ευτυχώς, κατά τα άλλα, οι διάδρομοι και οι αίθουσες των Ανακτόρων ήταν άδεια, καθότι νύχτα, και σκοτεινά επίσης, γεμάτα σκιές. Δεν υπήρχαν παντού λάμπες, κι αυτό εξυπηρετούσε τη Βατράνια.
Όταν έφτασε κοντά στο μέρος που πρέπει να ήταν οι κοιτώνες των υπηρετών, σταμάτησε πίσω από μια γωνία γιατί αντίκρυ της είδε μια Παντοκρατορική φρουρό.
Μία φρουρός. Μου το είπε ότι υπάρχει πάντα κάποιος φρουρός κοντά στους κοιτώνες. Πρέπει να την ξεφορτωθώ.
Η Βατράνια είδε ότι όχι πολύ μακριά από τη φρουρό ήταν ένα από τα παράθυρα των Ανακτόρων που, όπως όλα τους, είχε το σχήμα ματιού. (Τι μόδα κι αυτή… Αλλά όχι και τόσο άσχημη.) Επίσης όπως όλα όσα είχε συναντήσει μέχρι στιγμής, το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Οι κοινόχρηστοι διάδρομοι και αίθουσες των Ανακτόρων ήταν σχεδόν σαν υπαίθριος χώρος. Ο νυχτερινός αέρας σφύριζε μέσα τους όποτε φυσούσε λίγο.
Η Βατράνια νόμιζε ότι είχε δει άλλο ένα παράθυρο λίγο πιο πριν. Έφυγε από τη θέση της και, βαδίζοντας αθόρυβα επάνω στο ψυχρό πέτρινο πάτωμα, το αναζήτηση. Χωρίς δυσκολία, το βρήκε. Ανοιχτό ήταν, φυσικά, κι έβγαζε σε μια αυλή όπου δεν φαινόταν νάναι κανένας. Η Βατράνια πέρασε μέσα από το παράθυρο και βρέθηκε στην αυλή. Έχοντας ένα ξιφίδιο στο χέρι της, και κρυμμένο πίσω από τον καρπό της, βάδισε πλάι στον τοίχο, πηγαίνοντας προς τα εκεί όπου υπολόγιζε ότι θα ήταν λογικά το παράθυρο κοντά στη φρουρό.
Συνάντησε έναν άλλο τοίχο.
Γαμήσου!
Θηκάρωσε το ξιφίδιό της και βάλθηκε να τον σκαρφαλώσει. Ευτυχώς δεν ήταν ψηλός και μερικά αναρριχώμενα φυτά πιάνονταν επάνω του, έτσι γρήγορα η Βατράνια κατόρθωσε να βρεθεί στην κορυφή του και να κοιτάξει από την άλλη μεριά. Είδε μια ακόμα αυλή σαν την προηγούμενη: χορτάρι, χαμηλά και ψηλά δέντρα, πλάκες σε ορισμένα σημεία. Κανένας δεν ήταν μέσα.
Η Βατράνια πήδησε, και το αριστερό της πόδι χτύπησε σε κάποια μικρή, μυτερή πέτρα. Μόρφασε και έτριψε την πατούσα της, προτού προχωρήσει, ελπίζοντας ότι τώρα θα συναντούσε επιτέλους το παράθυρο που ήθελε.
Το βρήκε. Πλησιάζοντάς το προσεχτικά, κοίταξε στο εσωτερικό και είδε έναν διάδρομο, μερικές πόρτες, και τη λευκοντυμένη φρουρό. Μπορούσε να την πυροβολήσει από εδώ, εύκολα· αλλά αυτό θα έκανε θόρυβο. Μπορούσε, επίσης, να της πετάξει ένα από τα ξιφίδιά της· αλλά η Βατράνια δεν ήταν τόσο καλή στο να εκτοξεύει όπλα με θανατηφόρα ακρίβεια: αμφέβαλλε αν θα κατάφερνε να σκοτώσει τη φρουρό. Μάλλον θα την τραυμάτιζε μόνο, κι εκείνη αμέσως θα έβαζε τις φωνές, ή θα τραβούσε το πιστόλι της και θα πυροβολούσε. Φασαρία πάλι, δηλαδή.
Η Βατράνια δεν είχε άλλη λύση: έπρεπε να περάσει το παράθυρο και, νυχοπατώντας, να πλησιάσει τη φρουρό από τα νώτα. Πράγμα όχι εύκολο. Η Βατράνια δεν ήταν άχρηστη στη μάχη και στην κατασκοπία, αλλά δεν ήταν και Μαύρη Δράκαινα, και το ήξερε.
Παρ’όλ’αυτά, έπρεπε να προσπαθήσει.
Τραβώντας ένα ξιφίδιο, πάτησε στο περβάζι του οφθαλμόσχημου παραθύρου και μπήκε στον διάδρομο όταν η φρουρός τής είχε την πλάτη στραμμένη. Τα γυμνά πόδια της Βατράνιας πάτησαν στο πάτωμα. Η φρουρός δεν γύρισε. Η Βατράνια – με την αναπνοή σχεδόν κομμένη – τράβηξε άλλο ένα ξιφίδιο και πήγε καταπάνω στην Παντοκρατορική.
Εκείνη, για κάποιο λόγο (την είχε ακούσει; είχε δει καμια σκιά;), στράφηκε. Τα μάτια της διαστάλθηκαν, αιφνιδιασμένα.
Η Βατράνια κίνησε τα ξιφίδιά της – το ένα προς την κοιλιά της αντιπάλου της, το άλλο προς το στήθος.
Η Παντοκρατορική έπιασε τους καρπούς της επαναστάτριας, σταματώντας τις αιχμηρές λεπίδες μερικά εκατοστά πριν από τη λευκή στολή της. Η Βατράνια ύψωσε το πόδι της και την κλότσησε, δυνατά, ανάμεσα στους μηρούς, μετατρέποντας σε βογκητό την κραυγή που ήταν έτοιμη να βγάλει η λευκοντυμένη πολεμίστρια. Η Παντοκρατορική παραπάτησε, σκυμμένη· έκανε να τραβήξει το πιστόλι από τη ζώνη της– Η Βατράνια την κάρφωσε στον λαιμό και την έσπρωξε κάτω, κρατώντας την εκεί, στο πάτωμα, μέχρι που η γυναίκα πέθανε.
Μετά, σηκώθηκε όρθια, νοτισμένη από τον ιδρώτα και το αίμα και βαριανασαίνοντας. Δεν είχε ποτέ ξανά σκοτώσει μόνη της τόσους πολλούς ανθρώπους μέσα σε μια νύχτα· κι αν κάποτε της το είχαν πει, θα έλεγε ότι δε νόμιζε πως θα μπορούσε να το κάνει. Αλλά τώρα, αν δεν κατόρθωνε να φύγει από εδώ, θα την κλείδωναν σ’ένα κελί και, στη συνέχεια, θα τη βασάνιζαν. Αυτή η σκέψη και μόνο την είχε κάνει ξαφνικά πολύ αποφασιστική και δυνατή.
Εδώ πρέπει νάναι οι κοιτώνες των υπηρετών, σκέφτηκε κοιτάζοντας τις πόρτες γύρω της. Εκτός αν εκείνος ο μαλάκας είπε ψέματα – οπότε και θα επιστρέψω για να τον τεμαχίσω. Από την άλλη, όμως, αυτό ίσως να μην ήταν και τόσο καλή ιδέα. Μπορεί ήδη στρατιώτες να βρίσκονταν στα μπουντρούμια, αν ο Επόπτης είχε αποφασίσει να την επισκεφτεί για να την ανακρίνει πάλι.
Τέλος πάντων. Έπρεπε να κινηθεί γρήγορα.
Κολλώντας τ’αφτί της πάνω σε μια από τις πόρτες, άκουσε μέσα, προσεχτικά.
Ένα ροχαλητό. Αντρικό, μάλλον.
Πήγε σε μια από τις αντικρινές πόρτες και κόλλησε ξανά το αφτί της επάνω. Νόμιζε ότι πάλι μπορούσε ν’ακούσει ένα ροχαλητό, αλλά πολύ πιο αδύναμο, και γυναικείο ίσως. Λογικό, αν είχαν τους υπηρέτες από τη μια μεριά και τις υπηρέτριες από την άλλη.
Η Βατράνια έκανε ν’ανοίξει την πόρτα και τη βρήκε μανταλωμένη.
Γαμώ τα πόδια της Λόρκης!
Χτύπησε με τη γροθιά της, όχι πολύ δυνατά – να μην την ακούσουν αυτοί στ’άλλα δωμάτια.
«Ποιος είναι;» ήρθε μια γυναικεία φωνή από μέσα, βραχνή από τον ύπνο.
Η Βατράνια, κάνοντάς τη φωνή της σταθερή και επιβλητική, αποκρίθηκε: «Άνοιξέ μου. Πρέπει να γίνει έλεγχος. Διαταγές του Επόπτη.»
Άκουσε ένα μάνταλο να τραβιέται από μέσα, και μετά η πόρτα μισάνοιξε και μια κοπέλα φάνηκε, πορφυρόδερμη και μαυρομάλλα. Η Βατράνια έσπρωξε την πόρτα ενώ, συγχρόνως, ύψωνε το πιστόλι της μπροστά στο πρόσωπο της κοπέλας και έλεγε: «Μέσα! Τώρα!»
Εκείνη, ξαφνιασμένη, υπάκουσε, παραπατώντας όπισθεν, μέσα σ’ένα σκοτεινό δωμάτιο.
«Άναψε το φως. Αμέσως,» πρόσταξε η Βατράνια, που νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει κι άλλη μια φιγούρα μες στο σκοτάδι.
Η κοπέλα, με χέρια που έτρεμαν, άναψε μια λάμπα λαδιού, και η Βατράνια είδε ότι βρισκόταν σ’ένα μικρό δωμάτιο με δύο κρεβάτια. Το ένα ήταν άδειο, με τα σκεπάσματα ανακατωμένα. Επάνω στο άλλο ήταν ανασηκωμένη μια υπηρέτρια μεγαλύτερης ηλικίας (μάλλον, πιο μεγάλη κι από τη Βατράνια), με λευκό δέρμα και καστανόξανθα μαλλιά. Στο βάθος υπήρχε ένα οφθαλμόσχημο παράθυρο (πολύ μικρότερο από άλλα που είχε δει η Βατράνια) με το παντζούρι κλειστό.
«Για όνομα του Θεού, τι συμβαίνει;» έκανε φοβισμένα η μεγαλύτερη υπηρέτρια.
Η Βατράνια έκλεισε την πόρτα πίσω της, ενώ τις σημάδευε και τις δύο με το πιστόλι της. «Αν κάνετε ό,τι σας λέω, δε θα πάθετε τίποτα – σας το υπόσχομαι. Αν μου φέρετε αντίσταση, θα σας σκοτώσω. Συνεννοηθήκαμε;»
Οι δύο γυναίκες ένευσαν, τρομαγμένες.
Η Βατράνια είπε στην πορφυρόδερμη κοπέλα: «Πιάσε σχοινί και δέσε τη φίλη σου. Και βούλωσέ της και το στόμα.»
Τα χείλη της υπηρέτριας ανοιγόκλεισαν, μην ξέροντας τι να πει.
«Κάνε ό,τι σου λέει, Μοργκάνα,» είπε πνιχτά η μεγαλύτερη υπηρέτρια. «Κάνε ό,τι σου λέει.»
Η πορφυρόδερμη κοπέλα πήρε σπάγκο και έδεσε χειροπόδαρα τη μεγαλύτερη υπηρέτρια. («Γρήγορα!» της είπε η Βατράνια καθώς εκείνη δούλευε. «Κουνήσου!») Μετά, χρησιμοποιώντας πανί, τη φίμωσε κιόλας.
«Δώσε μου τώρα μια υπηρετική στολή,» πρόσταξε η Βατράνια. «Μια από τις δικές σου.» Η λευκόδερμη υπηρέτρια ήταν πιο παχιά από τη Βατράνια· η πορφυρόδερμη, όμως, πρέπει να ήταν περίπου στο μέγεθός της.
Η κοπέλα άνοιξε ένα μπαούλο και, με τρεμάμενα χέρια, έβγαλε μια στολή. «Αυτή;»
«Υπάρχουν πολλές διαφορετικές στολές;»
«Όχι.»
«Βοήθησέ με να τη φορέσω. Και μην κάνεις τίποτα εξυπνάδες.» Η Βατράνια είχε ήδη αρχίσει να γδύνεται. Η υπηρέτρια την περίμενε, φοβισμένη, και μετά τη βοήθησε να φορέσει την υπηρετική στολή.
«Τι λες;» τη ρώτησε η Βατράνια. «Μοιάζω με μια από εσάς;»
Η κοπέλα ένευσε, δειλά.
«Μη με φοβάσαι τόσο,» της είπε η Βατράνια. «Τους Παντοκρατορικούς θάπρεπε να φοβάσαι, όχι εμένα. Απάντησέ μου: Μοιάζω με μια από εσάς;»
«Ναι,» αποκρίθηκε η κοπέλα ξεροκαταπίνοντας. «Μοιάζεις. Αν δεν κρατάς το όπλο.» Κοίταξε το πιστόλι στο χέρι της Βατράνιας.
«Μην είσαι χαζή· εννοείται πως αυτό θα κρυφτεί. Και τώρα,» πρόσθεσε, «θα πρέπει να σε δέσω.»
Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι. «Δεν…»
«Κοίτα,» της είπε η Βατράνια. «Δε μπορώ να το ριψοκινδυνέψω. Αλλά μην ανησυχείς. Καλύτερα να είσαι δεμένη.» Άρχισε να δένει τους καρπούς της πορφυρόδερμης υπηρέτριας με τον σπάγκο που είχε εκείνη χρησιμοποιήσει για να δέσει την άλλη υπηρέτρια. «Όταν σε βρουν – και σύντομα θα σε βρουν, μη φοβάσαι – θα τους πεις ότι μπήκε μια κακιά γυναίκα εδώ μέσα και, αφού σας απείλησε με το πιστόλι της, σας έδεσε.» Η Βατράνια, τελειώνοντας με το δέσιμο των καρπών της κοπέλας, τη φίμωσε. Ύστερα την έσπρωξε, για να την αναγκάσει να ξαπλώσει στο κρεβάτι, και της έδεσε και τα πόδια.
Ανοίγοντας προσεχτικά την πόρτα του δωματίου κοίταξε έξω, στον διάδρομο, δεξιά κι αριστερά. Κανένας δεν ήταν εδώ εκτός από τη νεκρή φρουρό.
Βγήκε – έχοντας τα όπλα της κρυμμένα στην υπηρετική στολή της – και βάδισε σαν να πήγαινε σε κάποια δουλειά που είχε προκύψει μες στη νύχτα.
Στο δρόμο της δεν άργησε να δει στρατιώτες συγκεντρωμένους σε μια αίθουσα των Ανακτόρων. Πολλοί δεν είναι; Η παρουσία τους την ανησύχησε. Με ψάχνουν. Κατάλαβαν ότι δραπέτευσα. Έκανε να περάσει, χωρίς να μπει στην αίθουσα και χωρίς να δείχνει ότι τους έδινε σημασία. Πηγαίνω σε μια επείγουσα νυχτερινή δουλειά–
«Ε εσύ! Σταμάτα!»
Ήρεμα, είπε η Βατράνια στον εαυτό της. Ήρεμα. «Τι είναι;» ρώτησε, προσπαθώντας να κάνει τη φωνή της ν’ακουστεί λεπτή, κοριτσίστικη.
«Για έλα εδώ,» πρόσταξε ο στρατιώτης. «Έλα να σε δω πιο καλά.»
«Πάω σε δουλειά. Βιάζομαι–»
«Θα περιμένει η δουλειά σου. Έλα εδώ!»
«Δε μπορώ. Ο λοχαγός είπε να κάνω γρήγορα.» Η Βατράνια βάδιζε καθώς μιλούσε, προσπερνώντας τους.
«Έλα εδώ, είπα!» φώναξε ο στρατιώτης, και η Βατράνια άκουσε να την ακολουθούν. Αμέσως τάχυνε το βήμα της. «Σταμάτα! ΤΩΡΑ, σου λέω!»
Ο Επόπτης πρέπει να είχε προστάξει να ψάξουν γι’αυτήν παντού· δεν υπήρχε άλλη εξήγηση για τούτο.
Η Βατράνια έτρεξε.
«Πιάστε την!»
Η Βατράνια έτρεξε πιο γρήγορα.
«Εδώ είναι! ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ!» αντήχησε μια φωνή πίσω της.
Η Βατράνια είδε κι άλλους στρατιώτες να έρχονται. Έστριψε για να τους ξεφύγει. Βρέθηκε σε μια αίθουσα – όπου ήταν τέσσερις ακόμα στρατιώτες. Τράβηξε το πιστόλι της και τους πυροβόλησε – ο ένας σωριάστηκε στο πάτωμα, ουρλιάζοντας. Η Βατράνια συνέχισε να τρέχει, ανοίγοντας μια πόρτα και βγαίνοντας σ’έναν διάδρομο. Πυροβολισμοί ήρθαν από πίσω της, σφαίρες ακούστηκαν να εξοστρακίζονται στους τοίχους. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά κάτω απ’το στήθος της, η αναπνοή της ήταν γρήγορη. Πώς θα έβγαινε τώρα από δω μέσα; Πώς θα έβγαινε;
Στρατιώτες, μετά από μια στροφή. Μποτοφορεμένα πόδια ακούγονταν να έρχονται από παντού. Η Βατράνια έτρεξε· πήδησε από ένα παράθυρο, βγαίνοντας σε μια περιτειχισμένη αυλή. Την ακολούθησαν. Πυροβόλησε έναν. Έτρεξε πίσω από ένα μεγάλο δέντρο, βρήκε μια θύρα στον τοίχο, μπήκε, έτρεξε πάλι μέσα σε διαδρόμους και αίθουσες–
Βρέθηκε περικυκλωμένη.
Παντού, στρατιώτες της Παντοκράτειρας.
Τώρα είναι που κάποια πιο έξυπνη από εμένα θ’αυτοκτονούσε; σκέφτηκε καθώς κρατούσε ένα πιστόλι σε κάθε χέρι κι αισθανόταν κρύο ιδρώτα να τη λούζει από πάνω ώς κάτω.
«Ρίξε τα όπλα σου!» αντήχησε μια γυναικεία φωνή. «Στο πάτωμα! Τώρα!» Η Βατράνια γύρισε και είδε μια γυναίκα να στέκεται ανάμεσα στους στρατιώτες: μαυρόδερμη, με μοβ μαλλιά. Φορούσε στολή με γαλόνια.
Δεν υπήρχε δρόμος διαφυγής.
Η Βατράνια είχε κοκαλώσει· το σώμα της έμοιαζε ξαφνικά να έχει ξεχάσει πώς να κινείται. Κι έπειτα, οι λευκοντυμένοι στρατιώτες βρέθηκαν γύρω της, κοντά της. Τα χέρια τους και τα πόδια τους και τα όπλα τους τη χτύπησαν από δω κι από κει, ενώ της έπαιρναν τα πιστόλια της και τραβούσαν βίαια την υπηρετική της στολή, σχίζοντάς την κι αφήνοντας τη Βατράνια με τα εσώρουχα προτού τη σωριάσουν στο πάτωμα.
Η Βατράνια είδε αίμα στο πλακόστρωτο μπροστά της, και συνειδητοποίησε ότι έτρεχε από τη μύτη της.
«Πάρτε την!» πρόσταξε η φωνή της μαυρόδερμης γυναίκας. «Πηγαίνετέ τη στα μπουντρούμια!»
Η Βατράνια αισθάνθηκε να τη σηκώνουν στα χέρια και, ζαλισμένη καθώς ήταν, δεν κατάλαβε για πότε τη μετέφεραν μέσα στους διαδρόμους, την κατέβασαν από την πέτρινη σκάλα, και την πέταξαν στο κελί. Ο ήχος της καγκελωτής πόρτας που έκλεινε τής φάνηκε να τραντάζει ολόκληρο το σύμπαν.
Η Βατράνια διπλώθηκε επάνω στο πάτωμα. Ποτέ ξανά στη ζωή της δεν είχε αισθανθεί τόσο φοβισμένη. Ούτε και τότε που, στη Σεργήλη, είχε χάσει όλη της την περιουσία και την κυνηγούσαν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας.
Τώρα, ποιος θα βρισκόταν για να τη βοηθήσει;
Απελπισμένα, ζήτησε βοήθεια από όποιον θεό μπορεί να την άκουγε· κι όταν, από την εξάντληση και τις κακουχίες, την πήρε ο ύπνος, νόμιζε πως ονειρεύτηκε ότι φώναζε σε κάποιον ο οποίος βρισκόταν έξω απ’το κελί της και σκόπευε να την ελευθερώσει…
Ο Σθένελος δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Γυρόφερνε μέσα στο δωμάτιό του – το οποίο ήταν δίκλινο – και το οποίο θα έπρεπε, κανονικά, να μοιράζεται με τη Βατράνια. Αλλά οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας την είχαν αρπάξει, κι εκείνος δεν είχε μείνει πίσω για να τη βοηθήσει. Δεν έπρεπε να την είχα ακούσει. Δεν έπρεπε να είχα φύγει. Κι αυτά που λέει ο Εδμόνδος είναι μαλακίες – ίσως αν ήμουν εκεί η Βατράνια τώρα να μην ήταν αιχμάλωτη.
Εξάλλου, ο Εδμόνδος έλεγε και ότι οι ιερείς θα τους βοηθούσαν να σώσουν τη Βατράνια, αλλά ο Σθένελος δεν έβλεπε ακόμα να έχει γίνει τίποτα – και πλησίαζαν ξημερώματα!
«Ο Μαλαχίας μού είπε ότι ίσως να με ειδοποιήσει και πριν από αύριο το μεσημέρι. Πολύ πριν από το μεσημέρι. Μπορεί και μες στη νύχτα ακόμα. Ηρέμησε τώρα.» Έτσι είχε πει ο Εδμόνδος. Αλλά τίποτα. Αυτός ο καταραμένος ιερέας δεν πρέπει να τον είχε ειδοποιήσει, αλλιώς ο τροβαδούρος θα είχε έρθει, με τη σειρά του, να ειδοποιήσει τον Σθένελο.
Ο Σθένελος αναστέναξε και κάθισε στο κρεβάτι του. Θα περίμενε λίγο ακόμα και, μετά, θα σκεφτόταν μήπως μπορούσε να κάνει κάτι μόνος του. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήξερε σχεδόν τίποτα γι’αυτή τη διάσταση. Κι επιπλέον, δεν ήταν η δουλειά του να σχεδιάζει πώς να σώσει κάποιον αιχμάλωτο–
Απόγνωση.
Η Επανάσταση έπρεπε να ήταν καλύτερα οργανωμένη στη Χάρνταβελ!
*
Το πρωί, ο Γεράρδος μίλησε στους άλλους για το όνειρό του και τους είπε πως πίστευε ότι η Βατράνια βρισκόταν σε κίνδυνο.
«Πού είναι, όμως;» ρώτησε η Άνμα’ταρ.
«Αυτό δεν το ξέρω, αλλά έχω την αίσθηση ότι, συνεχίζοντας ν’ακολουθούμε τις εισβολές, θα μάθουμε. Επιπλέον, μόνο ένα μέρος μπορώ να φανταστώ όπου πιθανώς οι Παντοκρατορικοί να την έχουν φυλακισμένη: η Ερρίθια.»
«Στα Ανάκτορα του Υπεράρχη,» είπε ο Έδουος.
Ο Γεράρδος ένευσε.
«Είναι πιθανό,» συμφώνησε ο Έδουος. «Αν όντως τα όνειρά σου σημαίνουν κάτι.»
Μιλούσαν καθώς κάθονταν έξω απ’τον Κροκόδειλο, τρώγοντας ένα πρόχειρο πρωινό. Όταν τελείωσαν, ανέβηκαν πάλι στο όχημα και ο Γεράρδος κάθισε στο τιμόνι ενώ ο Σέλιρ’χοκ στο ενεργειακό κέντρο. Η Μάρθα κάθισε δίπλα στον Γεράρδο, και ο Έδουος κι η Άνμα’ταρ έμειναν πίσω.
Για καμια ώρα ταξίδεψαν ανατολικά, και μετά έφτασαν στις όχθες του Μεγάλου Ποταμού.
«Νότια της Υρκάλιας είμαστε,» είπε ο Γεράρδος, δείχνοντας στη Μάρθα τη θέση τους επάνω στον χάρτη της οθόνης, στην κονσόλα εμπρός τους. Ο ίδιος, βέβαια, δεν χρειαζόταν τον χάρτη για να καταλάβει πού βρίσκονταν· έβλεπε το τοπίο γύρω του. «Θα διασχίσουμε τον Ποταμό και θα βγούμε στην ανατολική όχθη.»
«Από εκεί διαισθάνεσαι τις εισβολές;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος· και κοιτάζοντας τον Σέλιρ’χοκ πάνω απ’τον ώμο του: «Μπαίνω στο νερό, Σέλιρ. Μεταμόρφωσέ μας.»
«Έγινε, Καπετάνιε.»
Ο Γεράρδος, ακούγοντας τον μάγο πίσω του να μουρμουρίζει λόγια στη γλώσσα της μαγείας, οδήγησε τον Κροκόδειλο στην άκρη της όχθης. Το όχημα μπήκε στον Ποταμό ενώ το εσωτερικό και το εξωτερικό του αλλοιώνονταν, μεταβάλλονταν.
«Τι συμβαίνει!;» Η φωνή του Έδουου, από πίσω.
«Μην ανησυχείς,» του φώναξε ο Γεράρδος. «Το όχημά μας γίνεται σκάφος.»
Ο Κροκόδειλος, μετά από μερικές στιγμές, βρέθηκε να πλέει επάνω στα νερά του Μεγάλου Ποταμού της Χάρνταβελ. Τα ιστία του ήταν μαζεμένα, αλλά ο Γεράρδος δεν είπε σε κανέναν να πάει να τα ανοίξει· η μηχανή επαρκούσε για να κινεί άνετα το σκάφος. Εξάλλου, δεν θα πήγαιναν μακριά. Κρατώντας το διάκι σταθερό, ο Γεράρδος οδηγούσε το πλεούμενο προς τ’ανατολικά, όπου μετά βίας διακρινόταν η άλλη όχθη μέσα στην πρωινή ομίχλη. Ο Μεγάλος Ποταμός ήταν πολύ πλατύς σε όλα του τα σημεία. Χιλιόμετρα πλατύς.
Ο Γεράρδος, πατώντας ένα πλήκτρο μπροστά του για να ενεργοποιήσει τον εσωτερικό επικοινωνιακό δίαυλο, ρώτησε τους δύο στο αμπάρι του σκάφους: «Όλα καλά, Έδουε; Άνμα;»
«Κανένα πρόβλημα,» αποκρίθηκε η Δράκαινα.
Και ο ιερέας: «Θα μπορούσες να με είχες προειδοποιήσει γι’αυτό, Γεράρδε!»
Ο Γεράρδος μειδίασε. «Σου είπα ότι το όχημα είναι μεταβαλλόμενο.»
Ο Κροκόδειλος δεν άργησε να διασχίσει τα χιλιόμετρα που χώριζαν τη δυτική όχθη από την ανατολική και να φτάσει κοντά στη δεύτερη. Το μέρος εδώ ήταν δενδρώδες, και η βλάστηση αρκετά πυκνή.
«Το Κεντροδάσος,» είπε ο Γεράρδος στη Μάρθα. «Δε μπορούμε ν’αλλάξουμε μορφή εδώ.» Κι έστριψε το διάκι νότια, αναζητώντας ένα καλύτερο σημείο στην όχθη.
«Από πού διαισθάνεσαι την εισβολή;» ρώτησε η Μάρθα.
«Διαισθάνομαι δύο εισβολές, τώρα που βρισκόμαστε πιο κοντά.»
«Δύο;»
«Ναι. Μία προς τα βορειοανατολικά και μία προς τα νοτιοανατολικά. Υποπτεύομαι ότι η δεύτερη πιθανώς να είναι κάπου κοντά στην Ερρίθια.»
«Και εκεί μάς πηγαίνεις;»
«Ναι.»
«Δεν θα έχουν, όμως, και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας μαζευτεί εκεί;» είπε η Μάρθα.
«Μάλλον.»
«Δε φαίνεται να σ’ανησυχεί αυτό…»
«Θα είχε νόημα να μ’ανησυχήσει; Έτσι κι αλλιώς, πρέπει να βοηθήσουμε τη Βατράνια.»
Τα δέντρα στην όχθη αραίωσαν μετά από κανένα χιλιόμετρο, και ο Γεράρδος είπε στον Σέλιρ’χοκ να μεταμορφώσει το σκάφος σε όχημα, ενώ το πιλόταρε προς την ξηρά. Ο Κροκόδειλος άλλαξε: τα κατάρτια του κρύφτηκαν, το κατάστρωμα μαζεύτηκε, και έξι μεγάλοι τροχοί ξεπρόβαλαν. Νερά κυλούσαν επάνω στο όχημα καθώς έβγαινε από τον Μεγάλο Ποταμό. Ο Σέλιρ’χοκ συνέχισε να χρησιμοποιεί τη μαγεία του, και ο Γεράρδος υπέθεσε ότι το έκανε για να βάλει τον Κροκόδειλο να πάρει τα χρώματα του περιβάλλοντος. Πράγμα που θα μας φανεί πολύ χρήσιμο από δω και πέρα, καθώς θα πλησιάζουμε την Ερρίθια. Γιατί εκεί ήταν που οι Παντοκρατορικοί είχαν μεγαλύτερη επιρροή στη Χάρνταβελ.
Ο Γεράρδος οδήγησε το όχημα προς τα νοτιοανατολικά, ακολουθώντας τις όχθες του Μεγάλου Ποταμού αλλά χωρίς να πηγαίνει δίπλα τους. Προτίμησε να κινείται στις παρυφές του Κεντροδάσους, όπου υπήρχε αρκετή βλάστηση για να κρύβει εκείνον και τους συντρόφους του αλλά όχι τόση πολλή ώστε το όχημα να μη μπορεί να τη διασχίσει.
Καθώς ταξίδευαν είδαν κάποια μικρά χωριά και χωράφια. Σ’ένα μέρος, ένα σκέλεθρο ήταν κρεμασμένο ανάποδα επάνω σε πάσσαλο. Ούτε τα κοράκια δεν το πλησίαζαν πια.
«Το καταλαβαίνεις ότι τώρα έχουμε μαζί μας έναν απ’τους καριόληδες που κάνουν αυτά τα αίσχη;» είπε η Μάρθα στον Γεράρδο, με χαμηλωμένη φωνή.
«Δεν το βλέπουν όπως το βλέπεις εσύ.»
«Δεν βλέπουν ότι κρεμάνε ανθρώπους ανάποδα μέχρι που να ψοφήσουν;»
«Το κάνουν για το καλό των υπολοίπων. Έτσι νομίζουν, τουλάχιστον.»
Η Μάρθα δεν απάντησε.
Ακόμα μια ώρα πέρασε, και ο Γεράρδος έβαλε το όχημά τους μέσα σε πυκνότερη βλάστηση και το σταμάτησε. «Εδώ βγαίνουμε,» είπε, αρκετά δυνατά για να τον ακούσουν και οι πίσω.
«Εδώ είναι η εισβολή;» ρώτησε η Άνμα’ταρ.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, γυρίζοντας για να την κοιτάξει. «Λίγο παρακάτω είναι. Στην Ερρίθια.»
«Στην Ερρίθια;» έκανε ο Έδουος. «Η εισβολή είναι μέσα στην ίδια τη Μεγάλη Πόλη;»
«Έτσι νομίζω,» είπε ο Γεράρδος, κι ανοίγοντας την πόρτα δίπλα του βγήκε από το όχημα.
*
«Είσαι σοβαρός;» φώναξε – σχεδόν ούρλιαξε – ο Σθένελος. «Θα πας να κάνεις παράσταση; Παράσταση ενώ,» χαμήλωσε τη φωνή του, «περιμένουμε αυτούς τους άχρηστους να μας πουν αν τελικά θα–»
«Αρκετά!» γρύλισε οργισμένα ο Εδμόνδος. «Δε μπορώ να κάνω κάτι άλλο τώρα. Ο Νάρθιελ μού ζήτησε να κάνω παράσταση κι αυτό πρέπει να γίνει, όχι μόνο για να πληρώσουμε τη διαμονή μας εδώ ή για να βγάλουμε χρήματα, αλλά και για να–»
«Είναι δυνατόν να σοβαρολογείς, μα τις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ; Έχουμε σημαντικότερα–»
Ο Εδμόνδος τον άρπαξε με το ένα χέρι απ’το πέτο της τουνίκας του και τον κόλλησε στον τοίχο. «Άκουσέ με, μικρέ. Κάνω αυτή τη δουλειά χρόνια. Ξέρω τι πρέπει να γίνει. Και δεν μπορώ τώρα, ξαφνικά, ν’αρχίσω να φέρομαι διαφορετικά απ’ό,τι φερόμουν πάντα. Θα με υποψιαστούν. Θ’αναρωτηθούν τι συμβαίνει, τι έχει ο Βοριάς και δεν τραγουδά. Κι αυτό θα τραβήξει, στο τέλος, την προσοχή των πρακτόρων της Παντοκράτειρας επάνω μου. Δεν μας συμφέρει να καθόμαστε και να κοιτάμε το ταβάνι όσο περιμένουμε απάντηση από τον Μαλαχία. Όταν η απάντηση έρθει, θα έρθει.»
Ο Σθένελος αναστέναξε. «Εντάξει, εντάξει. Καλώς.»
Ο Εδμόνδος άφησε την τουνίκα του μάγου. Οι δυο τους βρίσκονταν στο δωμάτιο του τροβαδούρου, και η Ιζαμπώ κι η Ισαβέλλα κάθονταν στο κρεβάτι και τους κοίταζαν καθώς τσακώνονταν.
«Σου είχε πει, όμως, ότι ίσως να σε ειδοποιούσε πριν από το μεσημέρι,» πρόσθεσε ο Σθένελος.
«Δεν είναι ακόμα μεσημέρι,» αποκρίθηκε ο Βοριάς. Έβγαλε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό από μια τσέπη του και τον έδωσε στον μάγο.
«Τι είν’αυτό;»
«Θα μείνεις επάνω, στο δωμάτιό σου, περιμένοντας την κλήση του Μαλαχία.»
«Μα… δεν τον ξέρω. Ούτε εκείνος με ξέρει. Μπορεί να πιστέψει ότι–»
«Θα χρησιμοποιήσεις το συνθηματικό. ‘Το πρώτο φως της αυγής ακολουθούμε,’ θα του πεις. Κι εκείνος θα σου απαντήσει: ‘Ώς τη νυχτιά μαζί μας να το πάρουμε.’ Κι εσύ, τότε, θα του πεις: ‘Με τη βοήθειά Του.’ Το θυμάσαι;»
Ο Σθένελος κατένευσε.
«Πες το μου.»
Ο Σθένελος το είπε.
«Ωραία. Δεν είσαι τόσο απερίσκεπτος όσο φαίνεσαι, τελικά.»
«Απερίσκεπτος; Επειδή ανησυχώ για μια φίλη μας που την έχουν αιχμαλωτίσει;»
«Επειδή δεν έχεις υπομονή ώστε να βρεθεί μια λύση,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος. Και προς την Ιζαμπώ και την Ισαβέλλα: «Κυρίες, κατεβαίνουμε.»
Οι δύο χορεύτριες σηκώθηκαν από το κρεβάτι – ντυμένες με τα φαρδιά, κροσσωτά φορέματά τους και στολισμένες – και τον ακολούθησαν έξω από το δωμάτιο.
*
Μέταλλο επάνω σε μέταλλο.
Η Βατράνια τινάχτηκε έξω από τα δίχτυα του ύπνου της εξάντλησης. Βλεφάρισε.
Ένα σπαθί χτυπούσε τα κάγκελα του κελιού της. Η λεπίδα έκανε πέρα-δώθε. Ο θόρυβος τρυπούσε το κρανίο της Βατράνιας, κι εκείνη ανασηκώθηκε στηριζόμενη στις παλάμες. Το σώμα της πονούσε από τα χτυπήματα που είχε δεχτεί, κι αισθανόταν παντού μουδιασμένη από το κρύο πάτωμα. Δεν υπήρχε στρώμα εδώ για να ξαπλώσει, και κανένας δεν της είχε φέρει ρούχα για να φορέσει. Φορούσε μόνο τον στηθόδεσμο και την περισκελίδα της, και τα μικρά παπούτσια και τις κάλτσες από τη στολή της υπηρέτριας.
«Καλημέρα, Ντίλντιλ!» αντήχησε η φωνή του Παντοκρατορικού Επόπτη, και η Βατράνια είδε ότι αυτός ήταν που χτυπούσε τα κάγκελα του κελιού της με το σπαθί του. Γαλανόδερμος, με κόκκινα κοντά μαλλιά, και σκληρά γκρίζα μάτια. Ο Νιρμόδος Νάρλεφ. «Μας ανησύχησες χτες βράδυ. Ορισμένοι, δε, ταράχτηκαν πολύ όταν τους πυροβόλησες ή τους μαχαίρωσες – τόσο πολύ που πέθαναν. Είναι αυτό έθιμο της διάστασής σου; Κάτι σχετικό με τη φιλοξενία, ίσως;»
Η Βατράνια είδε πως άλλοι δύο στέκονταν πίσω από τον Επόπτη, μα δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά τους μες στη σκοτεινιά των μπουντρουμιών.
«Δε μιλάς, ε; Ελπίζω να μη σε χτύπησε κανένας πολύ δυνατά στο σαγόνι και δάγκωσες τη γλώσσα σου, γιατί σύντομα θα πρέπει ν’αρχίσεις να μας λες πολλά και διάφορα.»
Ο Επόπτης έκανε νόημα σ’αυτούς πίσω του, κι ο ένας από τους δύο ξεκλείδωσε το κελί της Βατράνιας και μπήκε. Φορούσε τη λευκή στολή του Στρατού της Παντοκράτειρας και ήταν πορφυρόδερμος. Ο Νιρμόδος τον ακολούθησε στο εσωτερικό του κελιού, όπως επίσης και μια μαυρόδερμη γυναίκα με μοβ μαλλιά, την οποία η Βατράνια αναγνώριζε. Ήταν αυτή που την είχε συλλάβει μέσα στους διαδρόμους των Ανακτόρων. Κάποια αξιωματικός, αναμφίβολα.
Η Βατράνια τινάχτηκε όρθια και κόλλησε σε μια γωνία του κελιού.
Ο Νιρμόδος γέλασε. «Δε μπορείς να μας φύγεις τώρα. Εκτός αν σκέφτεσαι να λιώσεις μέσα στον τοίχο.» Έτεινε το σπαθί του, και η αιχμή της λεπίδας πιέστηκε ανάμεσα στα στήθη της Βατράνιας. «Θα λιώσεις μέσα στον τοίχο, ή θα μιλήσουμε;»
Η Βατράνια ξεροκατάπιε.
«Ας αρχίσουμε από τα βασικά,» είπε ο Νιρμόδος κατεβάζοντας τη λεπίδα του. «Δεν σε λένε Ντίλντιλ, προφανώς. Εργάζεσαι για την Επανάσταση. Τα λέω καλά, μέχρι στιγμής;»
Η Βατράνια έμεινε σιωπηλή.
«Όταν ο Επόπτης σε ρωτά κάτι, θα του απαντάς!» φώναξε η μαυρόδερμη αξιωματικός.
Να πας να γαμηθείς, σκρόφα! σκέφτηκε η Βατράνια, αλλά δεν μίλησε.
Ο Νιρμόδος έκανε νόημα στον πορφυρόδερμο άντρα. Εκείνος ζύγωσε τη Βατράνια, την άρπαξε από τα μαλλιά, και την κλότσησε δυνατά στις κνήμες, αναγκάζοντάς την να πέσει στο πάτωμα.
Το σπαθί του Νιρμόδου βρέθηκε μπροστά στον λαιμό της καθώς εκείνη ήταν, τώρα, ανάσκελα. «Μην κάνεις απότομες κινήσεις. Μπορεί να καρφωθείς.»
Η Βατράνια βλεφάρισε, ξανά και ξανά, προσπαθώντας να διώξει τα δάκρια που είχαν μαζευτεί στα μάτια της και θολώσει την όρασή της. «Δεν ξέρω τίποτα που σ’ενδιαφέρει…» είπε λαχανιασμένα, μη μπορώντας να σταματήσει τον εαυτό της απ’το να τρέμει.
Ο πορφυρόδερμος άντρας έπιασε το ένα χέρι της και, τεντώνοντάς το, το τράβηξε πάνω απ’το κεφάλι της και το κόλλησε στο πάτωμα. Πήρε μια χειροπέδη και την πέρασε στον καρπό της Βατράνιας. Συνεχίζοντάς να κρατά το ένα χέρι της κολλημένο στο πάτωμα, έπιασε το άλλο με τον ίδιο τρόπο και πέρασε και σ’αυτό μια χειροπέδη. Η Βατράνια, κάνοντας το κεφάλι της πίσω, είδε ότι οι δύο χειροπέδες συνδέονταν με μια μικρή αλυσίδα. Ο πορφυρόδερμος άντρας έβγαλε απ’τον μικρό σάκο στον ώμο του ένα χοντρό καρφί κι ένα σφυρί. Πέρασε το καρφί μέσα από έναν κρίκο της αλυσίδας και κοπάνησε μερικές φορές την κεφάλι του με το σφυρί, μέχρι που αυτό καρφώθηκε γερά στο πάτωμα, ασφαλίζοντας στο ίδιο σημείο τις χειροπέδες της Βατράνιας.
«Τι…» ψέλλισε εκείνη. «Τι θα…; Τι…» Κοίταξε τον Νιρμόδο, που εξακολουθούσε να στέκεται από πάνω της με το ξίφος του στον λαιμό της. «Σε παρακαλώ. Μπορούμε απλά να μιλήσουμε.»
«Έγινε ξαφνικά πιο ομιλητική, τώρα,» παρατήρησε η μαυρόδερμη αξιωματικός.
Ο Επόπτης, όμως, έμεινε σιωπηλός. Τα σκληρά γκρίζα μάτια του ατένιζαν ψυχρά τη Βατράνια, σαν το θέαμα των βασανιστηρίων να του ήταν οικείο. Σαν να είχε δει και χειρότερα – πολύ, πολύ χειρότερα – στη ζωή του.
Ο πορφυρόδερμος άντρας πήγε τώρα στα πόδια της Βατράνιας. «Όχι!» φώναξε εκείνη. «Όχι!» κι έκανε να υψώσει τα γόνατά της, να ξεφύγει από τα χέρια του. Εκείνος, όμως, έπιασε γερά τους αστραγάλους της και τους κόλλησε στο πάτωμα. Τους πέρασε κρίκους ενωμένους με μια κοντή αλυσίδα, και κάρφωσε την αλυσίδα στο πάτωμα, όπως είχε κάνει και με τα χέρια της. Η Βατράνια ούρλιαζε αλλά κανένας δεν έμοιαζε να της δίνει σημασία, σαν να είχαν όλοι τους μετατραπεί σε αγάλματα.
Τελικά, ο Επόπτης είπε: «Είσαι, λοιπόν, με την Επανάσταση;»
Το έχει καταλάβει ούτως ή άλλως. «Ναι,» είπε αδύναμα η Βατράνια.
Ο Νιρμόδος πήρε το σπαθί του από τον λαιμό της. «Και τι έκανες στην Ανατολική Αγορά;»
Η Βατράνια έγλειψε τα ξεραμένα χείλη της. «Είχα πάει να… να ερευνήσω. Μπήκα για λίγο στην άλλη διάσταση και μετά βγήκα.»
«Ποιος άλλος ήταν μαζί σου;»
Δε μπορώ να προδώσω τον Σθένελο!
«Ποιος άλλος ήταν μαζί σου;» Ο Νιρμόδος τη σκούντησε στα πλευρά με το μποτοφορεμένο πόδι του.
«Ένας μάγος. Φαρνέλιος’σαρ λέγεται.»
«Και πού πήγε τώρα;»
«Δεν είμαι σίγουρη. Θα έφυγε. Μακριά.»
«Ή θα προσπαθεί να σε σώσει.»
«Δεν είναι τόσο ανόητος!»
«Εσένα πώς σε λένε;» τη ρώτησε ο Νιρμόδος.
«Κορνηλία Τρίχορδη.»
«Κορνηλία Τρίχορδη… Απολλώνια;»
«Ναι, από την Απολλώνια είμαι.»
«Κι αυτός ο Φαρνέλιος’σαρ το ίδιο;»
«Ναι.»
«Και σας έστειλε εδώ ο Αρχιπροδότης;»
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, ναι.»
«Γιατί;»
«Για να ερευνήσουμε.»
«Να ερευνήσετε τι; Ξέρατε ότι θα συμβεί αυτό που συνέβη στην Ανατολική Αγορά;»
«Ξέραμε ότι…» Η Βατράνια έβηξε· ο λαιμός της και το στόμα της ήταν τόσο ξερά. «Ξέραμε για τα χωράφια που πεθαίνουν. Για τις ανθρωποθυσίες. Για… Γενικά, ότι κάτι γινόταν–
»…Λίγο νερό; Θα μου δώσεις λίγο νερό;»
«Να την κατουρήσω εγώ, Υψηλότατε;» ρώτησε η μαυρόδερμη αξιωματικός.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος, ανέκφραστα. «Φέρε μου ένα φλασκί με νερό, Ταγματάρχη.»
«Μάλιστα, Υψηλότατε.» Η μαυρόδερμη γυναίκα έφυγε.
Ο Νιρμόδος χτύπησε τον δεξή μηρό της Βατράνιας με το πλατύ μέρος της λεπίδας του σπαθιού του. «Εν τω μεταξύ, ας μην πηγαίνει ο χρόνος μας χαμένος. Επικίνδυνοι αποστάτες φαίνεται πως κυκλοφορούν στην πόλη μου. Πού νομίζεις ότι μπορεί να πήγε αυτός ο μάγος, ο Φαρνέλιος’σαρ;»
«Δεν είμαι σίγουρη–»
«Πού μένατε όσο ήσασταν στην πόλη;»
«Δεν…» Η Βατράνια κόμπιασε. Δεν ήξερε το όνομα κανένας πανδοχείου εκτός από του Σιδερένιου Ξένου!
«Περιμένω!» Το πλατύ μέρος του σπαθιού του την ξαναχτύπησε στον μηρό, δυνατότερα, κοκκινίζοντας το δέρμα της.
«Δε νομίζω νάχει γυρίσει εκεί. Θα το ξέρει ότι–»
«Πού μένατε, σε ρώτησα!» φώναξε ο Νιρμόδος, κι έσχισε, επιφανειακά, τον μηρό της με την αιχμή του ξίφους του. Αίμα κύλησε πάνω στο λευκό δέρμα της.
«Στον Σιδερένιο Ξένο, αλλά σου είπα αποκλείεται να είναι πια εκεί ο Φαρνέλ–»
«Πώς είναι η όψη του Φαρνέλιου;»
Η Βατράνια έβηξε, παριστάνοντας ότι δεν μπορούσε πια να μιλήσει. «…Νερό,» έκρωξε.
«Κάνε μια προσπάθεια. Μη με παρατάς τώρα.» Το πλατύ μέρος της λεπίδας του Νιρμόδου τη χαστούκισε στο αριστερό μάγουλο. Αίμα τινάχτηκε στο πρόσωπό της. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Ο πόνος ήταν πολύ έντονος και ξαφνικός.
«Γαλανό δέρμα έχει,» είπε η Βατράνια. «Ξανθά μαλλιά. Κοντά.»
«Γαλανό δέρμα…» είπε ο Νιρμόδος. «Δε θάναι δύσκολο να εντοπιστεί στη Χάρνταβελ.» Έβγαλε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό από μια τσέπη του και βγήκε απ’το κελί.
Δεν θα βρεις τίποτα, όμως, γαμημένε μαλάκα, σκέφτηκε η Βατράνια. Τίποτα! Μπορεί να είχε προδώσει το μέρος όπου έμεναν οι σύντροφοί της αλλά δεν είχε προδώσει ούτε τα ονόματά τους ούτε την εμφάνισή τους.
Κι όταν ο Επόπτης ανακαλύψει ότι κανένας γαλανόδερμος Φαρνέλιος’σαρ δεν είναι στον Σιδερένιο Ξένο, τι θα κάνεις; τη ρώτησε μια ενοχλητική φωνή μέσα της. Τι θα του πεις;
Έφυγε! Θα του πω «Σε είχα προειδοποιήσει ότι ο Φαρνέλιος θα έφευγε για να μην τον εντοπίσουν!»
Η μαυρόδερμη ταγματάρχης επέστρεψε καθώς ο Νιρμόδος έκλεινε τον πομπό του. Μαζί της ήταν η Αρίνη’σαρ. «Επέμενε να έρθει, Υψηλότατε,» είπε η ταγματάρχης.
«Θέλω να τη ρωτήσω κάποια πράγματα για την άλλη διάσταση,» δήλωσε η μάγισσα.
Ο Επόπτης ένευσε. «Καλώς.» Πήρε το φλασκί από το χέρι της ταγματάρχη και μπήκε στο κελί πάλι.
«Διψάς;» ρώτησε τη Βατράνια.
«…Ναι.»
Ο Νιρμόδος ξετάπωσε το φλασκί καθώς στεκόταν από πάνω της. «Άνοιξε το στόμα σου.»
«Τι;»
«Άνοιξε το στόμα σου.»
Η Βατράνια το άνοιξε, και ο Νιρμόδος, χωρίς να σκύψει ή να γονατίσει, της έριξε νερό από ψηλά. Αλλά δεν πήγε όλο στο στόμα της: τα μάτια της πιτσιλίστηκαν, η μύτη της, το ματωμένο μάγουλό της. Και το νερό που πέρασε ανάμεσα από τα χείλη της έπεσε ξαφνικά και γρήγορα στον λαιμό της, μ’αποτέλεσμα να την κάνει να βήξει και να γυρίσει στο πλάι, φτύνοντας για να μην πνιγεί.
Ο Νιρμόδος έκλεισε πάλι το φλασκί. «Τελικά δεν ήσουν και τόσο διψασμένη…»
«…Καθίκι!…» έβρισε η Βατράνια, βήχοντας. «Καθίκι!…»
Κάποιος – η μαυρόδερμη ταγματάρχης, νόμιζε – την κλότσησε στα πλευρά, κάνοντάς τη να βογκήσει.
Ο Νιρμόδος λύγισε τα γόνατά του κι ακούμπησε τους πήχεις του επάνω τους. Το σπαθί του το είχε θηκαρώσει στη μέση του, όταν είχε βγάλει τον πομπό του για να μιλήσει. «Θα σου πω ένα μυστικό, Κορνηλία. Πιστεύω ότι μου λες ψέματα. Δε νομίζω ότι το όνομά σου είναι Κορνηλία Τρίχορδη, και δε νομίζω ότι ο σύντροφός σου που ξέφυγε λέγεται Φαρνέλιος’σαρ. Επίσης, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι μένατε στον Σιδερένιο Ξένο.»
Η Βατράνια αισθάνθηκε ένα παγερό χέρι να έχει αρπάξει τη ράχη της – και δεν ήξερε αν γι’αυτό έφταιγαν οι κρύες πέτρες του πατώματος. «Αλήθεια σού είπα. Αυτή είναι η αλήθεια.»
Ο Νιρμόδος αναστέναξε. «Είναι λίγο απίθανο να είπες τώρα την αλήθεια, τόσο εύκολα. Ειδικά ύστερα από εκείνο το παραμύθι με τη Ντίλντιλ. Εσύ θα πίστευες τον εαυτό σου;»
«Σου λέω αλήθεια,» επέμεινε η Βατράνια. «Αλήθεια…»
Ο Επόπτης σηκώθηκε όρθιος πάλι. «Μάγισσα,» είπε, «μπορείς να τη ρωτήσεις ό,τι θέλεις.»
Η Αρίνη’σαρ πλησίασε. «Τι είδες στην άλλη διάσταση;»
«Ένα δάσος και κάτι μαύρα ιπτάμενα φίδια σαν σκιές. Και μετά απ’το δάσος, μια έρημος. Ατελείωτη. Μέχρι εκεί πήγαμε· ύστερα γυρίσαμε και φύγαμε.»
«Δεν είδατε μια φωτεινή οντότητα στον ουρανό; Μια φτερωτή φωτεινή οντότητα απ’την οποία ξεκινούν ενεργειακά νήματα;»
«Όχι.»
«Μάλιστα,» είπε η Αρίνη’σαρ, με τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της. Και προς τον Επόπτη: «Δεν έχω κάτι άλλο να τη ρωτήσω, Υψηλότατε.»
Ο Νιρμόδος είπε στη Βατράνια: «Δεν ήσουν μόνη με τον Φαρνέλιο’σαρ, έτσι δεν είναι; Κάποιοι έκαναν αντιπερισπασμό στην Ανατολική Αγορά, για να μπείτε και να βγείτε από την άλλη διάσταση…»
Η Βατράνια ήξερε ότι θα ήταν ανόητο να το αρνιόταν. «Ναι. Ήταν και κάποιοι άλλοι…»
«Ποιοι;»
Η Βατράνια τού είπε δύο ψεύτικα Απολλώνια ονόματα και το όνομα του Οδυσσέα.
«Ο Πρόμαχος; Ο Πρόμαχος Οδυσσέας είναι εδώ, στην Ερρίθια;»
Έκανα βλακεία που το είπα; «Ναι.»
«Θ’ανακαλύψουμε σύντομα αν λες αλήθεια. Οι πάντες ξέρουν την όψη του. Αν είναι στον Σιδερένιο Ξένο, θα βρεθεί.»
«Σου είπα: δεν θα έμειναν εκεί, μάλλον.»
«Μου το αλλάζεις τώρα;» Η φωνή του ήταν ήπια αλλά απειλητική.
«Δεν το αλλάζω! Το ίδιο είπα και πριν! Σου είπα ότι δεν θα κάθισαν εκεί, τώρα που αιχμαλωτίστηκα!»
«Καλά,» είπε ο Νιρμόδος. «Θα δούμε.» Και προς τους άλλους: «Πάμε, για την ώρα.»
Βγήκαν απ’το κελί της, και ο πορφυρόδερμος άντρας κλείδωσε την καγκελωτή πόρτα.
«Περίμενε!» φώναξε η Βατράνια στον Επόπτη. «Μη μ’αφήνεις έτσι δεμένη!»
«Γιατί όχι;» είπε ο Νιρμόδος. «Τα ποντίκια του μπουντρουμιού, σίγουρα, χρειάζονται παρέα, κι εσύ είσαι αρκετά ευπαρουσίαστη… Κορνηλία.»
Ποντίκια; Ποντίκια! «Περίμενε!» ούρλιαξε η Βατράνια, τραβώντας μάταια τα δεσμά της. «Περίμενε!»
Τα βήματα των Παντοκρατορικών, όμως, απομακρύνονταν, και μετά έσβησε και το ενεργειακό φως που ερχόταν από τον διάδρομο. Τα πάντα τυλίχτηκαν στο σκοτάδι.
«Νόμιζα ότι δε θα ξανάβλεπα τη Μεγάλη Πόλη,» είπε ο Γεράρδος, αντικρίζοντας τη Βόρεια Πύλη της Ερρίθιας, καθώς εκείνος κι οι σύντροφοί του την πλησίαζαν βαδίζοντας πάνω στη δημοσιά. «Δεν είναι τόσο εντυπωσιακή όσο άλλες πόλεις στο Γνωστό Σύμπαν, σίγουρα, αλλά είναι η μεγαλύτερη και η εντυπωσιακότερη πόλη της πατρίδας μου.»
«Να τη χαίρεσαι,» αποκρίθηκε η Μάρθα, που ήταν η μόνη που τον άκουγε, καθώς η Άνμα’ταρ και ο Σέλιρ’χοκ βάδιζαν πίσω τους και ο Έδουος βάδιζε μπροστά, επειδή ήξεραν πως τα ιερατικά του άμφια θα τους άνοιγαν αμέσως τον δρόμο, όποιος κι αν προσπαθούσε να τους τον κλείσει.
Ο Γεράρδος μειδίασε. «Δε βλέπω να έχεις γοητευθεί από τη διάσταση όπου γεννήθηκα.»
«Δε με συγκινούν και τόσο τα κρεμασμένα πτώματα,» μόρφασε η Μάρθα.
«Η Χάρνταβελ δεν είναι μόνο κρεμασμένα πτώματα. Κρεμασμένα πτώματα, άλλωστε, μπορείς να βρεις σε διάφορα μέρη του Γνωστού Σύμπαντος, νομίζω· δε χρειάζεται να έρθεις εδώ. Η Χάρνταβελ είναι κατά βάθος γαλήνια διάσταση. Δεν έχει φασαρίες και τρέξιμο, όπως αλλού.»
«Από τότε που ήρθαμε τρέχουμε, Γεράρδε.»
«Επειδή είναι ταραγμένη περίοδος, και επειδή είμαστε εδώ για δουλειά, όχι για διακοπές. Αν όμως ζήσεις στη Χάρνταβελ, θα διαπιστώσεις ότι τα πράγματα είναι ήσυχα. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να τα έχεις καλά με το Θεό, κι αυτό δεν είναι τόσο δύσκολο. Κατά τα άλλα, απλά καλλιεργείς το χωράφι σου, βόσκεις τα ζώα σου, ή πουλάς την πραμάτεια σου, και το βράδυ καπνίζεις την πίπα σου και πίνεις το κρασί σου προτού πλαγιάσεις για να κοιμηθείς. Μονάχα η ζωή των αρχόντων είναι πιο μπερδεμένη.»
Με την κουβέντα έφτασαν στην πύλη της Ερρίθιας και πέρασαν χωρίς οι φρουροί εκεί να τους σταματήσουν. Η ομάδα του Γεράρδου δεν φαινόταν να κουβαλά κανένα μεγάλο όπλο, και τους οδηγούσε ένας ιερέας – αυτά τα δύο, στη Χάρνταβελ, ήταν αρκετά για να μπουν ανενόχλητοι σε οποιαδήποτε πόλη.
Ορισμένοι απ’τους φρουρούς, παρατήρησε η Μάρθα, ήταν Παντοκρατορικοί, με τις συνηθισμένες λευκές στολές· άλλοι, όμως, ήταν ντυμένοι διαφορετικά, σαν ντόπιοι, κι επάνω στο χιτώνιό τους ήταν κεντημένος ένας ήλιος που ανέτελλε – ή έδυε, ίσως. Πάντως, φαινόταν κατά το ήμισυ.
«Τι είν’αυτοί;» ρώτησε η Μάρθα τον Γεράρδο, δείχνοντας έναν άντρα με τον ήλιο επάνω του. «Πολεμιστές του Υπεράρχη;»
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ο Ανατέλλων Ήλιος είναι το έμβλημά του. Ο δρόμος όπου τώρα βαδίζουμε ονομάζεται Ανακτορική Λεωφόρος. Οδηγεί στα Ανάκτορα του Υπεράρχη. Εκεί.» Ύψωσε το χέρι του για να δείξει. «Σίγουρα, τα βλέπεις.»
Η Μάρθα, πράγματι, τα έβλεπε. Ήταν τα ψηλότερα οικοδομήματα της πόλης, μάλλον. Ψηλοί πύργοι και οικήματα. Επάλξεις όπου φρουροί στέκονταν. Σημαίες κυμάτιζαν στον αέρα που, αναμφίβολα, ήταν περισσότερος εκεί πάνω από ό,τι εδώ κάτω, μέσα στους δρόμους της πόλης. Εξώστες φαίνονταν να είναι γεμάτοι άνθη και φυτά. Τζάμια και κρύσταλλα γυάλιζαν στον ήλιο.
«Θα πάμε να κάτσουμε πουθενά;» ρώτησε η Μάρθα. «Σε καμια ώρα θάναι μεσημέρι.»
«Πεινάς πάλι;» της είπε ο Γεράρδος, εσκεμμένα πειραχτικά.
Προτού η Μάρθα προφτάσει ν’απαντήσει, ο Έδουος στράφηκε και ρώτησε τον Γεράρδο: «Πού είναι αυτή η… εισβολή; Δε βλέπω τίποτα εδώ.» Υπήρχε, γι’ακόμα μια φορά, καχυποψία στο βλέμμα του· και τα λόγια του έκαναν, για κάποιον λόγο, τη Μάρθα να αισθανθεί ένοχη. Ένοχη για την περίπτωση που του είχαν πει ψέματα, που τον είχαν παραπλανήσει.
Τελείωσε – έχω σαλτάρει! Ήταν δυνατόν να την ενδιέφερε η γνώμη αυτού του λεχρίτη που κρεμούσε ανθρώπους ανάποδα;
Ο Γεράρδος είπε στον Έδουο: «Εδώ είναι. Από κει.» Έδειξε αριστερά. «Στην Ανατολική Αγορά, νομίζω.»
Ο ιερέας συνοφρυώθηκε. «Θες να πεις ότι κάτι έχει παρουσιαστεί μες στη μέση της Ανατολικής Αγοράς της Μεγάλης Πόλης;»
«Είναι πιθανό, ναι.»
«Θα ήθελα πολύ να το δω αυτό, Γεράρδε! Πάμε.»
«Έτσι κι αλλιώς, εκεί θα πηγαίναμε,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος ήρεμα, κι έστριψαν σε μια πάροδο της Ανακτορικής Λεωφόρου, μπαίνοντας σε μικρότερους δρόμους.
«Αυτή η περιοχή λέγεται ‘Τα Ιερά’,» είπε ο Γεράρδος στη Μάρθα, όταν είχαν βαδίσει κάμποσο. «Εδώ βρίσκεται και ο Ναός της Ερρίθιας.»
«Μόνο ένας ναός υπάρχει στην Ερρίθια;»
Ο Έδουος την άκουσε. «Τι εννοείς; Πόσοι Ναοί να υπάρχουν; Ένας είναι ο Θεός!»
Η Μάρθα ανασήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας. «’Ντάξει. Εσείς ξέρετε καλύτερα, σίγουρα… Απλώς η πόλη μού φάνηκε μεγάλη, γι’αυτό το είπα.»
«Ποτέ δεν οικοδομείται παραπάνω από ένας Ναός στην ίδια πόλη,» εξήγησε ο Γεράρδος. «Έτσι γράφουν τα Ιερά Βιβλία.»
Ο Έδουος ένευσε. «Δεν τα έχεις ξεχάσει όλα, λοιπόν, Γεράρδε.»
«Δεν έχω ξεχάσει τίποτα, Έδουε…»
Βαδίζοντας, πέρασαν από έναν δρόμο όπου ο Ναός φαινόταν ανάμεσα και πάνω από τα υπόλοιπα οικήματα, τα οποία ήταν, κυρίως, χαμηλά – ισόγεια ή μονώροφα. Τα διώροφα έμοιαζαν να αποτελούν εξαίρεση. Και πολυκατοικίες, ασφαλώς, δεν υπήρχαν, παρατήρησε η Μάρθα, όπως και πουθενά αλλού στη Χάρνταβελ. Αν η μεγαλύτερη πόλη αυτής της διάστασης είναι έτσι, τότε δεν πρέπει να με εκπλήσσει που οι υπόλοιπες πόλεις είναι όπως είναι.
Από την άλλη, ο Γεράρδος ίσως να έχει δίκιο: πρέπει νάναι ήσυχα εδώ. Όταν, τουλάχιστον, δεν κρεμάνε ανθρώπους ανάποδα.
Γάμησέ τα…
Μετά από λίγο, η Μάρθα σκέφτηκε: Πρέπει πια νάχουμε βαδίσει παραπάνω από ένα χιλιόμετρο, από τότε που περάσαμε την πύλη. Ακόμα να φτάσουμε σ’αυτή τη γαμημένη Ανατολική Αγορά; Κοίταξε τον Γεράρδο. «Είμαστε μακριά ακόμα;»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, δείχνοντας να σκέφτεται κάτι άλλο.
«Τι έχεις;»
«Είμαστε κοντά… πολύ κοντά, Μάρθα. Αισθάνομαι την άλλη διάσταση να έχει μπει μέσα σε τούτη – και η αίσθηση δεν είναι ευχάριστη.»
Η Ανατολική Αγορά, όταν έφτασαν εκεί, είδαν ότι μόνο αγορά δεν θύμιζε αυτή τη στιγμή. Τα περισσότερα καταστήματά της ήταν κλειστά, στρατιώτες (Παντοκρατορικοί και Ιεροί Φρουροί) περιφέρονταν ή στέκονταν σε συγκεκριμένα σημεία, και ένα δάσος (!) βρισκόταν εκεί όπου, αναμφίβολα, δεν θα έπρεπε να βρίσκεται. Ξεπρόβαλλε μέσα από ένα άνοιγμα που φαινόταν να σκίζει την ίδια την πραγματικότητα της Χάρνταβελ.
«Για όνομα του Θεού!» έκανε ο Έδουος. «Είναι αλήθεια, λοιπόν…»
«Ναι,» είπε μονάχα ο Γεράρδος.
Ο Έδουος στράφηκε να τον αντικρίσει. «Τερατούργημα!» είπε. «Ανήκουστο!» Η όψη του είχε αγριέψει.
Η όψη του Γεράρδου παρέμεινε ήρεμη, καθώς κοίταζε, πίσω από τον ιερέα, το δάσος που είχε εισβάλει στην Ανατολική Αγορά. «Αναρωτιέμαι αν θα μας αφήσουν να περάσουμε…» είπε.
«Δε νομίζω, Καπετάνιε,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ, πίσω του. Ο μάγος ήταν κουκουλωμένος – για να κρύβει το κατάμαυρο δέρμα του – και είχε το ραβδί του τυλιγμένο με υφάσματα, για να μη φαίνονται τα μπιχλιμπίδια επάνω του. «Οι Παντοκρατορικοί θα θέλουν να ερευνήσουν αυτή τη διάσταση πριν από οποιονδήποτε άλλο.»
«Πάμε στον Ναό,» πρότεινε ο Έδουος. «Θέλω να μάθω τι πιστεύουν οι άλλοι ιερείς για τούτο.»
Η Μάρθα κοίταξε τον Γεράρδο. Μη μου πεις ότι θα συμφωνήσει!
Εκείνος, όμως, συμφώνησε. Γνέφοντας είπε: «Πάμε.»
Δεν καταλαβαίνει ότι ίσως νάναι επικίνδυνο; Την προηγούμενη φορά, παραλίγο να μας σκοτώσουν μόλις τον είδαν!
*
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός δονήθηκε μέσα στην τσέπη του Σθένελου. Ο μάγος τον έβγαλε αμέσως και τον άνοιξε, φέρνοντάς τον στ’αφτί του.
«Μάλιστα;» είπε.
«Εδμόνδε;»
Ο Σθένελος καθάρισε τον λαιμό του. «Δεν είμαι ο Εδμόνδος, αλλά τον ξέρω.»
«Τι εννοείς;»
«Είμαι φίλος του. Είμαι… σύντροφός του. Το πρώτο φως της αυγής ακολουθούμε…»
«…ώς τη νυχτιά μαζί μας να το πάρουμε…»
«…με τη βοήθειά Του.»
«Πώς ονομάζεσαι;»
«Σθένελος. Κι εσύ πρέπει να είσαι ο Μαλαχίας, σωστά;»
«Μεγάλος Πατέρας Μαλαχίας.»
Ο Σθένελος αισθάνθηκε άσχημα που δεν είχε προσφωνήσει τον ιερέα όπως έπρεπε. «Με συγχωρείτε, Μεγάλε Πατέρα.»
«Δεν πειράζει, παιδί μου. Ο Θεός να είναι μαζί σου.»
«Ο Εδμόνδος είπε ότι μπορείτε να μας βοηθήσετε…»
«Συνέβη κάτι μέσα στη νύχτα. Πριν από λίγο το πληροφορήθηκα, από άνθρωπό μας που είναι… στα ενδότερα. Η αιχμάλωτη δραπέτευσε, αλλά μόνο για λίγο. Την αιχμαλώτισαν ξανά, αφότου είχε σκοτώσει μερικούς φρουρούς, και τώρα την έχουν στα μπουντρούμια.»
Σκατά! σκέφτηκε ο Σθένελος. Σκατά! «Πώς μπορούμε να τη βοηθήσουμε;»
«Ο Εδμόνδος πού είναι, Σθένελε;»
«Στην τραπεζαρία, κάτω. Κάνει παράσταση. Είμαστε στον–»
«Γνωρίζω πού είστε. Να του πεις να έρθει να με βρει το απόγευμα, για να συζητήσουμε.»
«Το απόγευμα; Μα, ώς τότε–»
«Είναι ό,τι καλύτερο μπορώ να κάνω. Αν έρθει νωρίτερα, ο άνθρωπός μας δεν θα είναι εδώ.»
Ποιος άνθρωπός μας; Ο κατάσκοπος από το εσωτερικό των Ανακτόρων; «Εντάξει, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε ο Σθένελος, αν και δεν του άρεσε και τόσο αυτό.
«Ο Θεός μαζί σου, παιδί μου,» είπε ο Μαλαχίας, και η επικοινωνία τερματίστηκε.
Ο Σθένελος σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πάμε να μιλήσουμε στον Εδμόνδο, σκέφτηκε παρότι από κάτω άκουγε μουσική και φωνές, πράγμα που σήμαινε ότι ο τροβαδούρος ήταν απασχολημένος.
*
Ο Εδμόνδος έπαιζε Το Ελάφι της Γουινιφρείδας με το λαγούτο του, ενώ η Ισαβέλλα διηγιόταν την ιστορία με δυνατή, μελωδική φωνή, κάνοντας χειρονομίες, και η Ιζαμπώ στεκόταν παραδίπλα αλλάζοντας μάσκες και παίρνοντας παραστατικές πόζες. Ο κόσμος στην τραπεζαρία του Σιδερένιου Ξένου φαινόταν να διασκεδάζει, και το μεγάλο κύπελλο στο τραπέζι του Βοριά είχε ξεχειλίσει από τα νομίσματα: τα καινούργια που έριχναν γλιστρούσαν και έπεφταν έξω, κουδουνίζοντας. Ο Νάρθιελ, ο μαυρόδερμος, πρασινομάλλης πανδοχέας, στεκόταν κοντά σε μια γωνία μαζί με μερικούς άλλους, δείχνοντας ευχαριστημένος και πίνοντας κρασί από μια κούπα στο χέρι του. Το μεσημέρι πλησίαζε, και το πανδοχείο του ήταν γεμάτο πελάτες.
Η εύθυμη διάθεση ξαφνικά διαλύθηκε, όταν η εξώπορτα άνοιξε με πάταγο και στρατιώτες της Παντοκράτειρας μπήκαν, σπρώχνοντας τον κόσμο κι αναγκάζοντάς τον να παραμερίσει. Καρέκλες ανατράπηκαν, ποτά έπεσαν στο δάπεδο. Ένας οργισμένος πελάτης έκανε να γρονθοκοπήσει έναν Παντοκρατορικό, και το πρόσωπό του γνώρισε το πέρας ενός τουφεκιού. Σωριάστηκε, μουγκρίζοντας και κρατώντας τη σπασμένη μύτη του.
Ο Εδμόνδος σταμάτησε να παίζει μουσική, και ήταν σαν απρόσμενα ένας κρύσταλλος να είχε σπάσει.
«Τι συμβαίνει;» απαίτησε ο Νάρθιελ, φανερά θυμωμένος, καθώς ζύγωνε τον αρχηγό των στρατιωτών: έναν γαλανόδερμο άντρα τον οποίο ο Εδμόνδος αναγνώριζε. Ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος, που είναι στο τάγμα του Τέρι Κάρμεθ.
Ο τροβαδούρος είχε ανησυχήσει. Τι μπορεί να ήθελαν εδώ τόσοι πολεμιστές της Παντοκράτειρας; Μονάχα ένας λόγος ήταν πιθανό να τους έχει φέρει: έρχονταν για να συλλάβουν επαναστάτες.
Η Βατράνια μάς πρόδωσε; Ο Εδμόνδος δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Ελάτε κοντά μου,» είπε, χαμηλόφωνα, στην Ιζαμπώ και στην Ισαβέλλα, κι εκείνες στάθηκαν πλάι του, η πρώτη αριστερά κι η δεύτερη δεξιά του. «Να είστε έτοιμες να κάνετε ό,τι σας πω.» Έβαλε το χέρι του μέσα στο ανοιχτό πανωφόρι του, όπου έκρυβε ένα πιστόλι.
Ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος είπε στον Νάρθιελ: «Ψάχνουμε για τέσσερις ανθρώπους που ξέρουμε ότι μένουν στο πανδοχείο σου. Εξωδιαστασιακοί όλοι τους, και επικίνδυνοι αποστάτες.»
«Δεν κρύβω αποστάτες στο παν–»
«Δεν είπα ότι κρύβεις κανέναν, Πανδοχέα,» τον διέκοψε ο Τάρθλος. «Είπα ότι είναι εδώ.» Και έδωσε μερικές περιγραφές και ονόματα.
Ο Εδμόνδος παρατήρησε ότι ούτε τα ονόματα ούτε οι περιγραφές τού έλεγαν τίποτα. Η Βατράνια, σκέφτηκε, δε μας πρόδωσε. Προσπαθεί να τους παραπλανήσει. Ανέπνευσε πιο χαλαρά τώρα. «Μην ανησυχείτε,» ψιθύρισε στην Ιζαμπώ και στην Ισαβέλλα. «Δε θα βρουν τίποτα.»
Και τότε ήταν που ο Σθένελος κατέβηκε τη σκάλα του Σιδερένιου Ξένου κι αντίκρισε τους στρατιώτες της Παντοκράτειρας συγκεντρωμένους.
Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! σκέφτηκε, και κόλλησε την πλάτη του στο πλάι της σκάλας, τρομαγμένος. Πώς μας βρήκαν; Η Βατράνια; Το είπα του Εδμόνδου – έπρεπε να είχαμε κάνει κάτι! Γυρίζοντας, άρχισε ν’ανεβαίνει πάλι τα σκαλοπάτια, χωρίς να τρέχει, για να μην τραβήξει την προσοχή των Παντοκρατορικών.
Ο Εδμόνδος δεν είδε καθόλου τον Σθένελο· είχε το βλέμμα του στραμμένο στον Νάρθιελ καθώς ο πανδοχέας αποκρινόταν στον Ανθυπολοχαγό Τάρθλος ότι δεν είχε πελάτες σαν αυτούς που του περιέγραφε.
«Αν μου λες ψέματα,» απείλησε ο Παντοκρατορικός, «θα φυλακιστείς και το πανδοχείο σου θα καεί.»
«Αν θέλεις ψάξε!» αποκρίθηκε ο Νάρθιελ, και η κατάμαυρη όψη του έμοιαζε τώρα να έχει – κάπως – μαυρίσει ακόμα περισσότερο. «Ψάξε! Κι άμα τους βρεις, έλα να μου το πεις κι εμένα, γιατί, ειλικρινά σου λέω, δεν τους έχω δει!»
Ο Τάρθλος έκανε νόημα στους στρατιώτες του (καμια εικοσαριά, τους υπολόγιζε ο Εδμόνδος) να ερευνήσουν το μέρος, ενώ συγχρόνως, δυναμώνοντας τη φωνή του, έλεγε στον κόσμο στην τραπεζαρία: «Κανένας δεν φεύγει τώρα! Θα μείνετε όλοι εκεί που είστε! Αναζητούμε μερικούς αποστάτες επικίνδυνους για την Ερρίθια. Όσο πιο συνεργάσιμοι φανείτε τόσο πιο γρήγορα θα τελειώσουμε με την έρευνα.»
Κανένας δεν έφερε αντίρρηση, κι ο Εδμόνδος είπε στις δύο χορεύτριες να καθίσουν κοντά του.
«Ο Σθένελος;» ψιθύρισε η Ιζαμπώ στον τροβαδούρο.
«Μην ανησυχείς για τον μάγο· ξέρει τι πρέπει να κάνει,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος, παρότι κατά βάθος δεν ήταν και τόσο σίγουρος για τον Σθένελο’σαρ. Αλλά δεν μπορεί νάναι τόσο ηλίθιος ώστε να τους φέρει αντίσταση! Δεν μπορεί, για όνομα του Θεού!
Ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος ζύγωσε το τραπέζι του Εδμόνδου. «Βοριά,» χαιρέτησε. «Πλησιάζοντας το πανδοχείο, το κατάλαβα αμέσως ότι εσύ πρέπει να ήσουν εδώ!»
«Η είσοδός σου ήταν πιο εντυπωσιακή από τη δική μου,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος χωρίς να χαμογελά. «Μου χάλασε την παράσταση.»
«Η παράστασή σου δεν είναι τόσο εύκολο να χαλάσει, απ’ό,τι θυμάμαι, Βοριά.» Ο Τάρθλος τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε αντίκρυ του. «Ο κόσμος σ’αγαπά. Και στα ταξίδια σου συναντάς πολλούς, όπως όλοι ξέρουν. Ίσως θα μπορούσες να με βοηθήσεις…» Κι άφησε ένα τέλειο επάνω στο τραπέζι, σπρώχνοντάς το προς τη μεριά του τροβαδούρου.
Τα μάτια της Ισαβέλλας γούρλωσαν κοιτάζοντας το ισχυρότερο νόμισμα της Χάρνταβελ. Δεν ήταν κάτι που έβλεπε κάθε μέρα.
Ο Εδμόνδος ο Βοριάς δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται από την επίδειξη πλούτου του Παντοκρατορικού. Έσπρωξε το οκτάγωνο νόμισμα πίσω, στον ανθυπολοχαγό. «Δεν πληρώνομαι για πληροφοριοδότης, μόνο για τροβαδούρος. Ρώτησέ με, κι αν ξέρω θα λάβεις την απάντησή σου.»
«Πολύ καλά,» είπε ο Τάρθλος, παίρνοντας το τέλειο και κρύβοντάς το μέσα στη λευκή στολή του. «Φαίνεται να είσαι θυμωμένος που σε διέκοψα, οπότε δεν θα σε καθυστερήσω άλλο. Αναζητώ κάποιους ανθρώπους, όπως θα άκουσες.» Και ανέφερε στον Βοριά τα ονόματά τους και τις περιγραφές τους.
Ο Εδμόνδος, εν τω μεταξύ, άναβε την πίπα του. Ρούφηξε καπνό, σκεπτικά, και τον έβγαλε από τα ρουθούνια. «Δε νομίζω να τους έχω δει πουθενά,» είπε, στο τέλος.
«Είσαι σίγουρος;» Ο Τάρθλος έσπρωξε πάλι ένα τέλειο προς το μέρος του. «Υπάρχουν κι άλλα τέτοια αν οι απαντήσεις σου είναι καλές. Ο Επόπτης θέλει τάξη και ασφάλεια στη διάστασή του.»
Ο Εδμόνδος έσπρωξε το οκτάγωνο νόμισμα πίσω στον ανθυπολοχαγό. «Δεν τους έχω δει, αγαπητέ. Θα προτιμούσες να σου πει ψέματα ο Εδμόνδος ο Βοριάς; Μια από τις ιστορίες του, ίσως;»
«Μονάχα για διασκέδαση: και τώρα δεν είμαι γι’αυτό τον λόγο εδώ.» Ο Τάρθλος πήρε πίσω το τέλειο και σηκώθηκε όρθιος. «Σ’ευχαριστώ για τη συνεργασία σου, Βοριά,» είπε, αν και το βλέμμα του ήταν δυσαρεστημένο. Ύστερα, απομακρύνθηκε από τον Εδμόνδο και τις δύο χορεύτριες.
«Έπρεπε να το είχες κρατήσει,» είπε η Ισαβέλλα, μουτρωμένη.
«Δε θέλουμε λεφτά από αυτούς,» αποκρίθηκε ο Εδμόνδος, κι ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα, δαγκώνοντας την άκρη του τσιμπουκιού του.
*
Ο Σθένελος μπήκε στο δωμάτιό του κι έκλεισε την πόρτα πίσω του, κατεβάζοντας το μάνταλο.
«Σκατά!» γρύλισε κάτω απ’την ανάσα του, συνειδητοποιώντας ότι ήταν λαχανιασμένος. «Πού πάμε τώρα;» Είχαν ήδη συλλάβει τη Βατράνια, και σύντομα θα συλλάμβαναν και τον Εδμόνδο, την Ιζαμπώ, και την Ισαβέλλα. Κι εγώ δεν ξέρω τίποτα για τη Χάρνταβελ: δεν μπορώ να τους σώσω μόνος μου· δεν μπορώ καν να βρω τον δρόμο μου εδώ χωρίς βοήθεια.
Κολλώντας τ’αφτί του στην πόρτα, αφουγκράστηκε περιμένοντας ν’ακούσει φασαρία. Ο Εδμόνδος δεν θα παραδινόταν δίχως να δώσει μάχη, σωστά; Κι αν ήταν να δώσει μάχη–
Αν είναι να δώσει μάχη, δε θάπρεπε να είμαι κάτω για να τον βοηθήσω; Θα έκανε πάλι το ίδιο λάθος που είχε κάνει και με τη Βατράνια;
Ο Σθένελος πήρε ένα πιστόλι, το όπλισε, και άνοιξε την πόρτα του δωματίου του, βαδίζοντας προς τη σκάλα του Σιδερένιου Ξένου. Άκουσε, όμως, βήματα να έρχονται από εκεί – μπότες, δίχως αμφιβολία· κάμποσα ζευγάρια: οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας! – και σταμάτησε. Σκατά! Δε μπορώ να τα βάλω με τόσους! Επέστρεψε, γρήγορα, στο δωμάτιό του. Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει τώρα ήταν να τους ξεφύγει. Πήρε την κάπα του και την έδεσε γύρω απ’το λαιμό του. Σήκωσε την κουκούλα στο κεφάλι του.
Πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε κάτω. Στρατιώτες της Παντοκράτειρας! Τρεις. Αδύνατον, επομένως, να κατέβαινε από εδώ. Θα φαινόταν αμέσως ότι προσπαθούσε να ξεφύγει και θα τον συλλάμβαναν.
Τι άλλο μπορούσε να κάνει; Τι άλλο; Τι άλλο;
Τα μποτοφορεμένα πόδια έρχονταν. Βάδιζαν πάνω στον διάδρομο.
Θα το έπαιζε βιαστικός, ελπίζοντας ότι κι εκείνοι βιάζονταν και θα τον προσπερνούσαν. Ανοίγοντας την πόρτα του, βγήκε και προχώρησε κατά μήκος του διαδρόμου, χωρίς να τρέχει αλλά χωρίς να πηγαίνει και αργά. Είδε τους στρατιώτες της Παντοκράτειρας αντίκρυ του, λευκοντυμένους και οπλισμένους.
Πρώτη φορά που βοηθάμε την Επανάσταση έξω από την Απολλώνια κι αμέσως μπλέξαμε, γαμώτο! Προσπάθησε, όμως, να διώξει τέτοιες σκέψεις απ’το μυαλό του.
«Στάσου!»
Οι Παντοκρατορικοί τού έκλεισαν τον δρόμο καθώς έκανε να περάσει από δίπλα τους. Ένας απ’αυτούς τράβηξε την κουκούλα του, κατεβάζοντάς την. Το χέρι του Σθένελου πήγε στο πιστόλι του, μέσα στα ρούχα του.
«Δεν είναι απ’αυτούς,» είπε μια Παντοκρατορική πολεμίστρια.
Δεν είμαι; Ποιους ψάχνουν;
«Πώς σε λένε;» τον ρώτησε ένας άλλος πολεμιστής.
Ο Σθένελος είπε ένα Σεργήλιο όνομα που είχε ακούσει: «Νιρμόδος.»
«Δεν είναι απ’αυτούς· τελειώνετε!» μούγκρισε η πολεμίστρια, και προσπέρασαν τον Σθένελο χωρίς να του δώσουν άλλη σημασία.
Θα τρελαθούμε…
Ο μάγος τούς είδε ν’ανοίγουν τις πόρτες δεξιά κι αριστερά, κλοτσώντας τες όταν ήταν κλειδωμένες.
Ποιους ψάχνουν;
*
Ο Έδουος τούς έβαλε στην κεντρική αίθουσα του Ναού χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Οι Ιεροί Φρουροί απέξω το μόνο που έκαναν, βλέποντας τον, ήταν να κλίνουν τα κεφάλια τους ευλαβικά και να πουν «Καλωσορίσατε, Μεγάλε Πατέρα».
Στο εσωτερικό της αίθουσας, ένας άλλος Ιερός Φρουρός ζύγωσε τον Έδουο ρωτώντας πώς θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει. «Θα ήθελα να μιλήσω με τους ιερείς του Ναού σας,» αποκρίθηκε εκείνος. «Επειγόντως.»
«Ακολουθήστε με, Μεγάλε Πατέρα.»
Ο Έδουος στράφηκε προς στιγμή στον Γεράρδο. «Περιμένετέ με εδώ.»
Ο Γεράρδος – που φορούσε την κουκούλα της κάπας του, για να κρύβει προς το παρόν την όψη του – κατένευσε με το κεφάλι.
Ο Έδουος και ο Φρουρός αποχώρησαν, αφήνοντάς τους μόνους στη μεγάλη αίθουσα του Ναού. Η Μάρθα κοίταξε ολόγυρα, τις εικόνες στους τοίχους. Ήταν ολόκληροι ζωγραφισμένοι με τοπία – δάση, λόφοι, ποτάμια…
«Δείχνουν την πλάση της Χάρνταβελ. Τα δώρα του Θεού,» εξήγησε ο Γεράρδος, ακολουθώντας την καθώς βημάτιζε μέσα στην αίθουσα. Ο Σέλιρ’χοκ και η Άνμα’ταρ είχαν μείνει πίσω, μιλώντας σιγανά αναμεταξύ τους. «Δείχνουν ότι η πλάση μάς περιβάλλει όλους. Η φωτιά» – έδειξε τον μεγάλο λάκκο στο κέντρο της αίθουσας, όπου φλόγες χόρευαν επάνω σε ξύλα – «συμβολίζει τη δύναμη του Θεού. Τη δύναμη που βρίσκεται στο κέντρο της πλάσης.»
«Κι αυτό;» Η Μάρθα έδειξε τον πέτρινο βωμό στο πέρας του δωματίου, καθώς τον πλησίαζαν.
«Αν προσέξεις θα δεις ότι επάνω στον βωμό, αλλά και γύρω του, στο πάτωμα, είναι λαξεμένη και ζωγραφισμένη μια ερημιά. Αυτό συμβολίζει τη Νεκρή Γη – την έρημο στην καρδιά του Κεντροδάσους, όπου κάποτε έπεσε η Οργή του Θεού. Μας θυμίζει γιατί οφείλουμε να θυσιάζουμε στον Θεό, γιατί οφείλουμε να τον εξευμενίζουμε.»
«Μαλακίες,» άρθρωσε η Μάρθα, σιγανά, για να μην την ακούσει κανένας απ’αυτούς τους παλαβούς εδώ πέρα και μπλέξουν.
«Δεν ξέρω,» είπε ο Γεράρδος, σκεπτικά. «Αν παλιότερα σ’άκουγα να το λες αυτό, θα σου έλεγα ότι εσύ λες μαλακίες· γιατί τότε ήξερα ότι οι θυσίες έχουν νόημα, ότι πράγματι εξευμενίζουν τον Θεό. Τώρα, όμως, εκείνο που έχω καταλάβει είναι ότι εξευμενίζουν… κάτι. Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτό το κάτι είναι ο Θεός, η πλάση γύρω μας» – κοίταξε τους ζωγραφιστούς τοίχους της αίθουσας, ολόγυρα – «η διάσταση της Χάρνταβελ…»
«Τι είναι, τότε;»
«Το Εσώτερο Θηρίο, νομίζω. Και τώρα το αντιλαμβάνομαι σαν κάτι το εχθρικό, όχι σαν μέρος όλων όσων μάς περιβάλλουν.»
Η Μάρθα συνοφρυώθηκε. «Δεν καταλαβαίνω… Είναι παράξενη υπόθεση, ούτως ή άλλως,» πρόσθεσε.
«Κάνουν λάθος, Μάρθα,» είπε ο Γεράρδος. «Αλλά πώς μπορείς να τους εξηγήσεις το λάθος τους;»
«Ποιοι κάνουν λάθος;»
«Οι ιερείς.»
Βήματα ακούστηκαν να έρχονται, και ο Γεράρδος στράφηκε για να δει τον Έδουο να επιστρέφει μαζί με τρεις ανθρώπους που αναγνώριζε, καθώς και έναν που δεν είχε ξαναδεί. Ο Μαλαχίας, ο Εδουάρδος, ο Ριχάρδος. Ιερείς κι οι τρεις. Αλλά κι ο τέταρτος, αναμφίβολα, ιερέας ήταν· ο Γεράρδος μπορούσε να νιώσει το Εσώτερο Θηρίο βαθιά μέσα του: δεν χρειαζόταν καν να δει τα άμφιά του.
«Αυτός είναι, Αδελφοί μου,» είπε ο Έδουος δείχνοντας τον Γεράρδο. «Αυτός.»
«Φανερώσου!» πρόσταξε ο Μαλαχίας. «Μονάχα τα δικά μας μάτια είναι εδώ, και κανενός ανεπιθύμητου.»
Ο Γεράρδος άκουσε την Άνμα’ταρ και τον Σέλιρ’χοκ να πλησιάζουν εκείνον και τη Μάρθα, ερχόμενοι από πίσω, κι αναμφίβολα έτοιμοι για την περίπτωση που χρειαζόταν να πολεμήσουν.
Χωρίς να φέρει αντίρρηση στον Μαλαχία, ο Γεράρδος κατέβασε αργά την κουκούλα του.
«Μα τον Θεό! είναι αλήθεια, Έδουε!» αναφώνησε ο Μαλαχίας.
«Γεράρδε…» είπε ο Εδουάρδος, ξαφνιασμένος.
«Επέστρεψες,» είπε ο Ριχάρδος. «Αδύνατον!»
Ο τέταρτος ιερέας έμεινε σιωπηλός, προφανώς μην αναγνωρίζοντας τον Γεράρδο. Ο Γεράρδος, όμως, ήταν βέβαιος ότι θα τον είχε ακούσει. Δεν μπορεί· όλοι ήξεραν πως είχε εγκαταλείψει τη Χάρνταβελ, πηγαίνοντας να συναντήσει τον θάνατό του.
«Έπρεπε να ήσουν νεκρός…» είπε ο Εδουάρδος.
«Το ίδιο έλεγε κι ο Έδουος, μέχρι που πείστηκε ότι, όντως, είμαι εγώ,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος.
«Πώς είναι δυνατόν;» απόρησε ο Μαλαχίας. «Ο Έδουος λέει ότι νίκησες το Εσώτερο Θηρίο, ότι το σκότωσες.»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Το σκότωσα. Αν και η αλήθεια είναι ότι παραλίγο να με σκοτώσει εκείνο. Δεν ήταν εύκολη μάχη, Μαλαχία.»
«Αδιανόητο!» είπε ο Ριχάρδος.
«Είσαι, λοιπόν, ιερέας τώρα, ή δεν είσαι;» έθεσε το ερώτημα ο Εδουάρδος.
Ο ιερέας που ήταν άγνωστος στον Γεράρδο είπε: «Μάλλον, μόνο ο Ύπατος μπορεί να μας το απαντήσει αυτό, Αδελφέ.»
«Ο Γεράρδος,» είπε ο Έδουος, «διαισθάνεται τις… εισβολές, όπως τις ονομάζει. Τα μέρη όπου μια άλλη διάσταση έχει μπει μέσα στη Χάρνταβελ. Τα μέρη όπως αυτό στην Ανατολική Αγορά.»
Ο Μαλαχίας στράφηκε, απότομα, να τον κοιτάξει. «Τα μέρη; Εννοείς ότι υπάρχουν κι άλλα; Πολλά;»
«Αρκετά,» του είπε ο Γεράρδος απαντώντας εκείνος αντί για τον Έδουο, «και μπορώ να σας οδηγήσω σε όλα.»
Οι ιερείς του Ναού της Ερρίθιας τον ατένισαν με σαστισμένες εκφράσεις.
«Πρέπει να συζητήσουμε εκτενώς, Γεράρδε,» είπε τελικά ο Μαλαχίας.
Οι ιερείς τούς οδήγησαν στα ενδότερα του Ναού της Ερρίθιας, που δεν ήταν τόσο εντυπωσιακά όσο η μεγάλη αίθουσα με τις τοιχογραφίες, τον φλεγόμενο λάκκο, και τον βωμό. Σκάλες και διάδρομοι, μονάχα, με ελάχιστη διακόσμηση. Σύντομα μπήκαν σ’ένα δωμάτιο που αναμφίβολα ήταν καθιστικό, αν και μόλις και μετά βίας τούς χωρούσε όλους. Προφανώς δεν ήταν φτιαγμένο για τόσους πολλούς επισκέπτες. Στον τοίχο είχε έναν πίνακα (ένα νυχτερινό λιβάδι όπου δορκάδες τρέχουν), και κάτω από τον πίνακα ήταν ένας καναπές. Παραδίπλα, δύο πολυθρόνες. Στο βάθος, ένα παράθυρο.
Ο Μαλαχίας κάθισε σε μία από τις πολυθρόνες· ο Εδουάρδος έμεινε όρθιος πλάι του· ο Ριχάρδος στάθηκε κοντά στο παράθυρο· ο ιερέας που ο Γεράρδος δεν ήξερε αλλά οι άλλοι είχαν συστήσει ως Λεοπόλδο μπήκε τελευταίος, για να κλείσει την πόρτα και να μείνει όρθιος δίπλα της, σαν φρουρός. Ο Γεράρδος κάθισε στον καναπέ, με τη Μάρθα αριστερά του και τον Σέλιρ’χοκ αριστερά της Μάρθας. Η Άνμα’ταρ έμεινε όρθια κοντά στον καναπέ, με τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της. Ο Έδουος κάθισε στην πολυθρόνα αντίκρυ στον Μαλαχία.
Ο χώρος ήταν συνωστισμένος, αλλά κανένας δεν φαινόταν πρόθυμος να φύγει.
«Κατ’αρχήν,» είπε ο Γεράρδος στον Μαλαχία, «πρέπει να μάθεις ότι δεν σκόπευα να επιστρέψω ποτέ στη Χάρνταβελ. Ο Πρίγκιπας μού ζήτησε να έρθω, κι έτσι το αποφάσισα.»
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος;»
«Ναι. Έχει ακούσει για όσα συμβαίνουν εδώ και ήθελε να μάθει τι τα προκαλεί.»
«Δεν είστε οι μόνοι που έστειλε, όμως…»
Ο Γεράρδος συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»
«Έχει στείλει και μια γυναίκα που ονομάζεται Βατράνια.»
Ο Γεράρδος ξαφνιάστηκε. «Τι ξέρεις για τη Βατράνια;»
«Είναι αιχμάλωτη του Επόπτη. Ο Εδμόνδος ο Βοριάς – ένας πολύ γνωστός τροβαδούρος–»
«Τον γνωρίζω.»
«Ο Εδμόνδος ήρθε και μου μίλησε για τη Βατράνια. Την είχα, όμως, δει κι ο ίδιος. Οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας και οι Ιεροί Φρουροί τη συνέλαβαν καθώς έβγαινε από το δάσος στην Ανατολική Αγορά, μέσα στη νύχτα, χτες. Οι Ιεροί Φρουροί κατόρθωσαν να την πάρουν από τους Παντοκρατορικούς και να τη φέρουν εδώ, σ’εμάς, λιπόθυμη. Όταν ξύπνησε, μας είπε ότι ήταν από την άλλη διάσταση – αυτή από την οποία βγήκε το δάσος – και ότι ονομαζόταν Ντίλντιλ. Ψέματα δηλαδή. Δεν μας εμπιστεύτηκε – ο Πρίγκιπας δεν πρέπει να την είχε πληροφορήσει καλά για εμάς, και ούτε ο Εδμόνδος!» Ο Μαλαχίας έδειχνε δυσαρεστημένος.
Εγώ φταίω, ίσως, σκέφτηκε ο Γεράρδος. Είχα πει σε όλους να είναι επιφυλακτικοί με τους ιερείς. Αλλά δεν διέκοψε τον Μαλαχία, καθώς εκείνος συνέχιζε: «Ο Επόπτης ήρθε έξω απ’τον Ναό μαζί με στρατιώτες του, ενώ ακόμα ανακρίναμε τη Βατράνια–»
«Και ήμασταν ξαφνιασμένοι,» είπε ο Εδουάρδος, «που, παρότι ισχυριζόταν πως ήταν από άλλη διάσταση χωρίς επαφή με το Γνωστό Σύμπαν, μιλούσε τη Συμπαντική Γλώσσα.»
«Πράγματι,» συμφώνησε ο Μαλαχίας· «ήταν περίεργο. Όπως έλεγα, όμως, ο Επόπτης ήρθε έξω από τον Ναό μαζί με πολεμιστές του και απαίτησε να του παραδώσουμε τη γυναίκα που κρύβαμε γιατί, είπε, ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, κατάσκοπος. Εμείς τού απαντήσαμε αρχικά ότι, αν όντως η άγνωστη γυναίκα είχε έρθει από το δάσος, επρόκειτο για θέμα άμεσα σχετιζόμενο με την Οργή του Θεού. Δεν θέλησε να μας ακούσει· απείλησε ότι θα ισοπέδωνε τον Ναό αν δεν του παραδίδαμε την κατάσκοπο. Δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να του την παραδώσουμε, επομένως. Αν γνωρίζαμε ότι ήταν με την Επανάσταση, ότι ο Πρίγκιπας την είχε στείλει εδώ, ίσως – ίσως – μπορούσαμε κάπως να την είχαμε βοηθήσει, αλλά εκείνη προτίμησε να μας πει ψέματα…»
«Δεν έχετε κανέναν φόβο Θεού, εσείς που έρχεστε από άλλες διαστάσεις,» είπε ο Ριχάρδος, ατενίζοντας επικριτικά τους συντρόφους του Γεράρδου, που όλοι τους φαινόταν ξεκάθαρα ότι ήταν εξωδιαστασιακοί. Με την εξαίρεση της Μάρθας, ίσως. Αλλά, αν κι αυτή κανείς την παρατηρούσε, θα έβλεπε ότι δεν φερόταν σαν Χαρνταβέλια γυναίκα μέσα στον Ναό. Έλειπε το δέος από την έκφρασή της, ενώ οποιοσδήποτε γηγενής της Χάρνταβελ βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο με τέσσερις – πέντε, μαζί με τον Έδουο – ιερείς θα έτρεμε ολόκορμος.
«Και τι έχει γίνει τώρα;» ρώτησε ο Γεράρδος.
Ο Μαλαχίας απάντησε: «Η Βατράνια είναι στα Ανάκτορα του Υπεράρχη. Προσπάθησε να δραπετεύσει μέσα στη νύχτα, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, αλλά τη συνέλαβαν και την έχουν στα μπουντρούμια. Πιο πριν, όμως, ο Εδμόνδος ήρθε και με βρήκε εδώ, στον Ναό. Μου εξήγησε ποια είναι η Βατράνια και, ξέροντας ότι έχουμε πιστούς ανθρώπους μέσα στα Ανάκτορα, ζήτησε τη βοήθειά μου.»
«Θα μας βοηθήσετε να τη σώσουμε, δηλαδή;» ρώτησε η Μάρθα.
«Το εύχομαι,» της είπε ο Μαλαχίας. «Επικοινώνησα με τον Εδμόνδο πριν από λίγο, μέσω πομπού. Ή, μάλλον, όχι με τον ίδιο τον Εδμόνδο αλλά μ’έναν άλλο επαναστάτη που κι αυτός πρέπει νάναι σταλμένος από τον Πρίγκιπα. Σθένελος λέγεται.»
«Ο Σθένελος, ναι,» ένευσε ο Γεράρδος. «Ήταν κι αυτός μαζί μας.»
«Είχατε έρθει όλοι μαζί, επομένως…»
«Θα μας πεις, Γεράρδε, ακριβώς τι έχει συμβεί,» ζήτησε ο Εδουάρδος, «ή θα πρέπει να αναρωτιόμαστε για πολύ ακόμα;»
«Θα σας πω,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Αν ο Μαλαχίας δεν είχε αρχίσει να μου λέει για τη Βατράνια, θα σας είχα πει ήδη.» Και τους διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί από τότε που εκείνος κι η ομάδα του πέρασαν τη διαστασιακή δίοδο και ήρθαν στη Χάρνταβελ.
«Δεν καταλαβαίνω αυτές τις καινούργιες δυνάμεις που περιγράφεις,» είπε ο Εδουάρδος. «Είναι κάτι προερχόμενο από τον Θεό;»
«Νομίζω ότι τώρα βρίσκομαι σε περισσότερη επαφή με τον Θεό από ποτέ άλλοτε.»
«Αυτό που λες, Γεράρδε, μας υπονομεύει όλους,» τόνισε ο Ριχάρδος.
«Δεν καταλαβαίνω πώς–»
«Τολμάς να υπονοείς ότι είσαι σε θέση ανώτερη από οποιονδήποτε άλλο ιερέα!» Ο Ριχάρδος τον κατηγορούσε για βλασφημία, δεν υπήρχε αμφιβολία γι’αυτό· κι ο Γεράρδος ήταν βέβαιος πως, αν κι εκείνος δεν ήταν ιερέας, θα αισθανόταν την κατάκριση πολύ έντονη στην ψυχή του.
Η Μάρθα, που καθόταν δίπλα του, αλλά και ο Σέλιρ’χοκ και η Άνμα’ταρ, ένιωσαν το ψυχικό κύμα να βάλλει το μυαλό τους, να προσπαθεί να τους κάνει να αισθανθούν αποστροφή που συντρόφευαν έναν άνθρωπο ο οποίος διέπραττε κάτι το μιαρό. Ασφαλώς, δεν ξεγελάστηκαν από αυτή την αίσθηση· η Μάρθα και η Άνμα’ταρ θυμήθηκαν τις προειδοποιήσεις του Γεράρδου, και ο Σέλιρ’χοκ, εκπαιδευμένος στις τεχνικές του τάγματος των Διαλογιστών, αμέσως κατάλαβε ότι επρόκειτο για κάτι το αφύσικο και παρεμβατικό.
«Δεν υπονοώ κάτι τέτοιο,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος στον Ριχάρδο. «Οποιοσδήποτε από εσάς αν είχε νικήσει το Εσώτερο Θηρίο πιστεύω πως θα αντιλαμβανόταν τον Θεό όπως τον αντιλαμβάνομαι.»
«Να νικήσει το Εσώτερο Θηρίο;» έκανε ο Εδουάρδος. «Αυτό που λες είναι εξωφρενικό! Το γνωρίζεις πως είναι εξωφρενικό. Τα Ιερά Βιβλία μάς προειδοποιούν πως οι ιερείς δεν πρέπει να φεύγουν από τη Χάρνταβελ. Αυτό που σου συνέβη στις άλλες διαστάσεις δεν είναι κάτι το φυσιολογικό, Γεράρδε! Είναι…» η όψη του συσπάστηκε, τα μάτια του γυάλισαν δαιμονικά, «τερατώδες!»
Τερατώδες είναι το Εσώτερο Θηρίο, σκέφτηκε ο Γεράρδος, αλλά δεν το είπε, γιατί ήξερε πως αν το έλεγε αυτή η συζήτηση θα εξελισσόταν πολύ, πολύ άσχημα. «Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις,» είπε στον Εδουάρδο. «Κι εγώ, προτού επιστρέψω στη Χάρνταβελ, ποτέ δεν θα φανταζόμουν–»
«Τα λόγια σου είναι προσβολή για τον Θεό!» φώναξε ο Εδουάρδος διακόπτοντάς τον, και η στάση κι η όψη του αγρίεψαν. Το Εσώτερο Θηρίο είχε ξυπνήσει εντός του· ο Γεράρδος μπορούσε να το αισθανθεί: μια βίαιη παρουσία μέσα στην ψυχή του. «Δεν θα έπρεπε καν να βρίσκεσαι σε τούτο το ιερό έδαφος!»
Ο Γεράρδος σηκώθηκε όρθιος, κι όλοι οι υπόλοιποι καθισμένοι σηκώθηκαν ταυτόχρονα μαζί του: η Μάρθα και ο Σέλιρ’χοκ επειδή φοβήθηκαν ότι ίσως ο Γεράρδος να δεχόταν επίθεση από τους ιερείς, και ο Μαλαχίας και ο Έδουος επειδή φοβήθηκαν ότι ο Γεράρδος μπορεί να ετοιμαζόταν να χτυπήσει τον Εδουάρδο.
Ο Γεράρδος, όμως, είπε μόνο: «Αν θέλετε να φύγω από τον Ναό, θα φύγω.»
Και περίμενε την απάντησή τους.
Η δαιμονική λάμψη συνέχιζε να υφίσταται στα γαλανά μάτια του Εδουάρδου σαν ψυχρή φωτιά. Τα δόντια του έφερναν στο μυαλό δόντια αγριμιού, παρότι ούτε είχαν μακρύνει, ούτε γίνει πιο μυτερά, ούτε αλλάξει με κανέναν άλλο, ορατό τρόπο.
Ο Μαλαχίας, μετά από μερικές στιγμές σιγής, είπε: «Όχι. Δεν θα σου ζητήσω να φύγεις από τον Ναό – αν μη τι άλλο, επειδή έρχεσαι εδώ σταλμένος από τον Πρίγκιπα, που ο σκοπός του είναι να μας βοηθήσει να αποτινάξουμε τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας. Αν ήσουν μόνος σου, όμως, Γεράρδε, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά, να το ξέρεις!»
Ο Γεράρδος έκλινε το κεφάλι. «Καταλαβαίνω.»
Ο Μαλαχίας ατένισε τους υπόλοιπους ιερείς του Ναού της Ερρίθιας, τον έναν κατόπιν του άλλου· γιατί δεν ήταν άρχοντας εδώ, δεν έπαιρνε μόνος τις αποφάσεις. Παρότι συνήθως εκείνος μιλούσε για τον Ναό, αυτό δεν συνέβαινε επειδή είχε κάποια ανώτερη θέση. Όλοι οι ιερείς ήταν ίσοι ενώπιον του Θεού, με την εξαίρεση του Ύπατου – ο οποίος, και πάλι, επέβαλλε τη θέλησή του μόνο σε ακραίες περιπτώσεις.
Ο Ριχάρδος ένευσε, και το νεύμα του έλεγε ότι εμπιστευόταν την κρίση του Μαλαχία. Ο Λεοπόλδος ένευσε επίσης. Ο Εδουάρδος δεν κινήθηκε, ούτε μίλησε, αλλά το Εσώτερο Θηρίο του είχε καταλαγιάσει για την ώρα.
«Είμαστε σύμφωνοι, λοιπόν,» παρατήρησε ο Μαλαχίας. Και προς τον Γεράρδο: «Το απόγευμα περιμένω τον Εδμόνδο τον Βοριά να με επισκεφτεί. Ελπίζω, θα είσαι κι εσύ εδώ.»
«Ασφαλώς. Ένας απ’τους λόγους που ήρθα στην Ερρίθια είναι για να πάρω τη Βατράνια από τα χέρια των Παντοκρατορικών.»
«Και ποιοι είναι οι άλλοι λόγοι, Γεράρδε;» ρώτησε ο Ριχάρδος, νηφάλια.
«Ο άλλος λόγος είναι η εισβολή. Το δάσος στην Ανατολική Αγορά. Όπως είπα, ο Πρίγκιπας μάς έστειλε εδώ για να ερευνήσουμε, κι αυτό σκοπεύουμε να κάνουμε.
»Και νομίζω πως τώρα είναι ώρα να σας συστήσω τους συντρόφους μου.»
*
«Κανένας δεν ήταν εκεί, Υψηλότατε,» ανέφερε ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος, στεκόμενος μπροστά από το γραφείο του Παντοκρατορικού Επόπτη.
«Ερευνήσατε προσεχτικά;» ρώτησε ο Νιρμόδος, ήρεμα, καθισμένος στην πολυθρόνα του.
«Μάλιστα, Υψηλότατε. Θα έλεγα ‘γυρίσαμε το πανδοχείο ανάποδα’, αν μου επιτρέπατε. Από επάνω μέχρι κάτω, στο κελάρι. Κοιτάξαμε σ’όλα τα μέρη που θα μπορούσαν άνθρωποι να είναι κρυμμένοι.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος, χωρίς να δείχνει απογοητευμένος – και χωρίς να είναι: το περίμενε ότι τα πράγματα κάπως έτσι θα εξελίσσονταν. «Μπορείς να πηγαίνεις, Ανθυπολοχαγέ.»
Ο Τάρθλος έκανε μια σύντομη υπόκλιση και έφυγε. Ήταν τυπικός όπως πάντα. Υπόδειγμα στρατιώτη. Σ’αντίθεση με τους περισσότερους που μαζεύονταν στη Χάρνταβελ, νόμιζε ο Νιρμόδος. Είχαν την εντύπωση ότι έρχονταν εδώ για να χαζολογήσουν, ότι δεν υπήρχε πραγματική δουλειά να κάνουν. Ο Επόπτης, όμως, έβλεπε το αντίθετο. Η Χάρνταβελ μπορούσε να καλυτερεύσει πολύ, αρκεί κάποιος ν’άρχιζε να παίρνει τα πράγματα πιο σοβαρά.
Η Θελρίτ καθόταν μπροστά στο γραφείο του, σε μια καρέκλα, ντυμένη σύμφωνα με τη μόδα της Βίηλ και με τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο. «Σου είπε ψέματα,» παρατήρησε. «Έπρεπε να την είχες πιέσει περισσότερο.»
«Τα βασανιστήρια δεν αποδίδουν πάντοτε όπως κανείς περιμένει, Θελρίτ,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος, ακουμπώντας την πλάτη στην πολυθρόνα του. «Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, τα αποτελέσματά τους είναι… απρόβλεπτα. Θυμάσαι όταν συλλάβαμε εκείνους τους προδότες που εργάζονταν ως μισθοφόροι για τον Οίκο σου, στη Βίηλ; Το μόνο βέβαιο ήταν πως υπηρετούσαν τους αποστάτες· κατά τα άλλα, ο καθένας έλεγε και διαφορετική ιστορία, κι ο αρχηγός τους μας οδήγησε σε παγίδα. Τι προτείνεις, λοιπόν, να κάνουμε τώρα, αγάπη μου;»
«Πέθαναν, όμως, όλοι στο τέλος όπως τους άξιζε!» είπε η Θελρίτ. «Κανένας δεν προδίδει έτσι τον Οίκο των Κάρινεθ και μένει ζωντανός!»
Ο Νιρμόδος θυμόταν τους θανάτους των μισθοφόρων. Η οικογένεια της συζύγου του είχε επιμείνει να θανατωθούν μ’έναν… εθιμικό τρόπο για τον Οίκο τους. Τους είχαν δέσει όλους επάνω στον δρόμο που οδηγούσε προς το Κάστρο των Κάρινεθ, τον έναν μετά τον άλλο, ανάσκελα, και καβαλάρηδες είχαν περάσει από πάνω τους, ποδοπατώντας τους κάτω από βαριές οπλές. Ξανά και ξανά. Από την πύλη του κάστρου ώς το πέρας της γραμμής των δεμένων, και πίσω πάλι. Ώσπου όλοι να είναι νεκροί. Ο Νιρμόδος θυμόταν τον ήχο που έκαναν τα κόκαλά τους καθώς έσπαγαν, και τα ουρλιαχτά τους που αντηχούσαν παντού, μέσα και γύρω από το κάστρο.
Οι Κάρινεθ ήταν σκληροί. Αλλά δίκαιοι.
Ακριβώς οι άνθρωποι που χρειαζόταν η Παντοκράτειρα για να πολεμήσει τους καταραμένους αποστάτες που είχαν ξεφυτρώσει παντού ύστερα από τον ξεσηκωμό του Αρχιπροδότη.
«Τι προτείνεις να κάνουμε τώρα;» ρώτησε ξανά ο Νιρμόδος τη σύζυγό του.
Η Θελρίτ συνοφρυώθηκε. «Γιατί με ρωτάς; Θέλεις να με δοκιμάσεις για κάποιο λόγο;»
Ο Νιρμόδος γέλασε. «Απλώς θέλω ν’ακούσω μια άποψη.»
«Βασάνισέ την περισσότερο,» είπε η Θελρίτ. «Κάποια στιγμή θα λυγίσει. Θα πει την αλήθεια.»
«Μέχρι τότε, οι συνεργάτες της θα έχουν φύγει.»
Η Θελρίτ ύψωσε ένα ξανθό φρύδι. «Δεν μπορεί ήδη να έχουν φύγει;»
«Πιστεύω πως όχι. Θα ελπίζουν ότι ίσως καταφέρουν να τη σώσουν. Έτσι είναι, συνήθως, οι αποστάτες: ανόητοι.»
«Τότε,» κατέληξε η Θελρίτ, «βρες έναν τρόπο να την κάνεις να σου πει γρήγορα την αλήθεια. Έχουμε δύο επαγγελματίες βασανιστές εδώ, στα Ανάκτορα!»
«Όπως σου είπα, όμως, δεν εμπιστεύομαι τα βασανιστήρια. Εκείνο που χρειάζεται είναι, νομίζω, να εντοπίσουμε τους αποστάτες με διαφορετική μέθοδο.»
«Γιατί έχω την αίσθηση ότι έχεις ήδη πάρει την απόφασή σου;» είπε η Θελρίτ.
«Την έχω πάρει, αλλά δεν είμαι βέβαιος. Μπορεί να έχεις να προτείνεις κάτι καλύτερο.»
«Όταν σου προτείνω δεν με ακούς.»
Ο Νιρμόδος ήξερε ότι αναφερόταν στις διαφωνίες που είχαν τελευταία σχετικά με τον χειρισμό κάποιων πολιτικών θεμάτων της Χάρνταβελ. Η Θελρίτ δεν ήταν της γνώμης ότι έπρεπε να είχαν στείλει τον Τέρι Κάρμεθ για να σταματήσει τον πόλεμο ανάμεσα στην Υλιριλίδια και στη Ναραλμάδια. Άστους να αλληλοσκοτωθούν, είχε προτείνει· και μετά, όταν θα έχουν εξαντλήσει τις δυνάμεις τους, θα τους βάλεις σε τάξη. Ο Νιρμόδος, όμως, δεν ήθελε τέτοια τάξη, που βασιζόταν, ουσιαστικά, σε ραδιουργίες. Ήθελε τάξη που την επιβάλλεις εξαρχής επειδή είναι το δικαίωμά σου να την επιβάλλεις.
Επί του παρόντος, δεν το θεώρησε σκόπιμο να απαντήσει στη γυναίκα του. Τη ρώτησε πάλι: «Έχεις να προτείνεις κάτι, λοιπόν, ή όχι;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Θελρίτ· και ο Νιρμόδος διέκρινε στην όψη της ότι η απάντησή της ήταν εν μέρει αληθινή εν μέρει πείσμα.
«Εντάξει. Τότε, γιατί παραπονιέσαι;»
«Δεν ‘παραπονιέμαι’!» είπε η Θελρίτ, μ’εκείνη την αριστοκρατική έκφραση που έπαιρνε όταν ήθελε να δηλώσει την ανωτερότητα του Οίκου της. «Θα μου πεις τώρα τι έχεις στο μυαλό σου για την αιχμάλωτη;» τον ρώτησε.
«Θα δώσω στους φίλους της εκείνο που θέλουν,» δήλωσε ο Νιρμόδος.
«Εκείνο που θέλουν είναι, μάλλον, να τη βοηθήσουν να δραπετεύσει, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Μια ηρωική διάσωση… που θα τους φέρει ακριβώς εκεί όπου τους θέλω. Τι λες, αγάπη μου;»
Η Θελρίτ μειδίασε λεπτά, καταλαβαίνοντας επιτέλους το σχέδιό του. «Είσαι μέσα στην καρδιά μου, αγάπη μου,» είπε, και σηκώθηκε από την καρέκλα της γελώντας.
*
Ο Εδμόνδος πλησίασε τον Ναό από τα δυτικά, μέσα στις σκιές του απογεύματος. Ο Σθένελος επέμενε να έρθει μαζί του αλλά ο τροβαδούρος τον κατάφερε να μείνει πίσω, κι έβαλε την Ιζαμπώ και την Ισαβέλλα να τον φυλάνε. Ο μάγος είχε, τελικά, αποδειχτεί πιο πολύ πρόβλημα παρά βοήθεια. Ήταν νεαρός και, όπως είχε πει στον Εδμόνδο, ετούτη ήταν η πρώτη φορά που έφευγε από την Απολλώνια για δουλειά της Επανάστασης. Παρ’όλ’αυτά θα μπορούσε να είναι πιο συνετός, νόμιζε ο τροβαδούρος. Όταν οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας ήρθαν στον Σιδερένιο Ξένο, λίγο έλειψε να προδώσει ο ίδιος τον εαυτό του, αν έδρασε όπως μου είπε. Ο Θεός τον βοήθησε.
Ο Εδμόνδος ζύγωσε την πλαϊνή πόρτα του Ναού και είδε έναν Ιερό Φρουρό να τον περιμένει απέξω. «Ο Εδμόνδος ο Βοριάς είμαι,» του είπε, κατεβάζοντας την κουκούλα της κάπας του.
Ο Φρουρός ένευσε με το κρανοφόρο κεφάλι του. «Πέρασε. Σε περιμένουν.» Του άνοιξε την πόρτα. «Θα πας όλο ευθεία. Θα μπεις στην πόρτα στο βάθος.»
Ο Εδμόνδος πέρασε στο εσωτερικό του Ναού και βάδισε κατά μήκος του διαδρόμου, που φωτιζόταν από μια ενεργειακή λάμπα στον τοίχο. Προχώρησε ώσπου είδε μια πόρτα στο τέλος του. Ήταν μισάνοιχτη, και ο τροβαδούρος την έσπρωξε, παρατηρώντας συγχρόνως ότι έβγαζε στη μεγάλη αίθουσα του Ναού, πίσω από τις κολόνες: και πρέπει κάπως να ήταν κρυμμένη στη σκιά τους, γιατί ο Εδμόνδος δεν θυμόταν ποτέ να την είχε προσέξει όταν ερχόταν εδώ.
Βγαίνοντας και κλείνοντας την πόρτα πίσω του, κατάλαβε γιατί ποτέ δεν την είχε ξαναδεί. Εκτός του ότι βρισκόταν πίσω από τις κολόνες, το ξύλο της ήταν ζωγραφισμένο με παραστάσεις από τοπία, ακριβώς όπως και ο τοίχος. Έμοιαζε να γίνεται ένα μ’αυτόν.
Ο Εδμόνδος πήρε το βλέμμα του από την έξυπνα καλυμμένη πόρτα και το έστρεψε στην αίθουσα, η οποία φωτιζόταν μόνο από τη μεγάλη φωτιά στον λάκκο στο κέντρο της. Αντίκρυ του, πέρα από τον λάκκο, διέκρινε κάποιες σκιερές μορφές. Αρκετοί, παρατήρησε. Σίγουρα, περισσότεροι απ’ό,τι περίμενε. Νόμιζε ότι θα συναντούσε μόνο τον Μαλαχία και κάποιον πληροφοριοδότη από τα Ανάκτορα.
Ο Εδμόνδος, κάνοντας τον γύρο του φλεγόμενου λάκκου, πλησίασε τη συγκέντρωση.
Και ξαφνιάστηκε.
«Γεράρδε;»
«Καλησπέρα, Βοριά.»
Ο Εδμόνδος χαμογέλασε, βλέποντας όλους τους επαναστάτες από την Απολλώνια συγκεντρωμένους. «Ο Σθένελος θα χαιρόταν αν ήξερε ότι ήσασταν εδώ,» είπε. «Μου έλεγε ότι έπρεπε κάπως να σας ειδοποιήσουμε· ότι αν ήσασταν μαζί μας θα γνωρίζατε πώς να σώσουμε τη Βατράνια. Το έχετε μάθει ότι η Βατράνια είναι αιχμάλωτη, έτσι;»
«Οι Μεγάλοι Πατέρες μάς το είπαν,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Μαλαχία και τους άλλους ιερείς. Ο ένας απ’αυτούς δεν θα έπρεπε να ήταν, κανονικά, εδώ, στον Ναό της Ερρίθιας, παρατήρησε ο Εδμόνδος.
«Μεγάλε Πατέρα Έδουε;» είπε, κλίνοντας το κεφάλι προς το μέρος του. «Εσείς εδώ;»
«Ήρθα μαζί με τον Γεράρδο, Βοριά,» αποκρίθηκε ο Έδουος. «Συναντηθήκαμε σε μια ‘εισβολή’, όπως τις λέει ο Γεράρδος.»
«Και ο Σθένελος έτσι τις λέει. Υπάρχουν κι άλλα μέρη, λοιπόν, όπου αυτή η άλλη διάσταση έχει εισβάλει;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Πολλά. Και ξέρω όλα πού είναι. Ή, τουλάχιστον, μπορώ να φτάσω εκεί.»
Ο Εδμόνδος συνοφρυώθηκε παραξενεμένος· η ουλή στο μέτωπό του βάθυνε.
«Μη λέμε ξανά τα ίδια,» είπε ο Εδουάρδος. «Είμαστε όλοι εδώ για μια συγκεκριμένη δουλειά – η οποία, μάλιστα, βάζει τον Ναό σε κίνδυνο.»
Ο Μαλαχίας έκανε νόημα σ’έναν νεαρό άντρα να πλησιάσει, κι εκείνος πλησίασε. Ήταν μετρίου αναστήματος, και είχε δέρμα πορφυρό και μαλλιά γαλανά. Η μύτη του ήταν γαμψή. «Ο Ρεημόνδος είναι από τα Ανάκτορα,» είπε ο ιερέας. «Ένα πολύ καλό παιδί που πάντοτε εξυπηρετεί τον Ναό,» πρόσθεσε, πιάνοντας τον ώμο του νεαρού με το ένα χέρι.
Ο Εδμόνδος υπέθεσε ότι ο πορφυρόδερμος άντρας πρέπει να ήταν υπηρέτης. Δεν είχε το παράστημα πολεμιστή του Υπεράρχη, τουλάχιστον. Τον ρώτησε: «Πού έχουν τη Βατράνια;»
«Στα μπουντρούμια, στα μέρη των Παντοκρατορικών.»
«Την έχεις δει;»
Ο Ρεημόνδος κούνησε το κεφάλι. «Όχι, αλλά το ξέρω. Όλοι το λένε. Προσπάθησε να δραπετεύσει τη νύχτα. Έγινε μεγάλος σαματάς. Άνθρωποι σκοτώθηκαν – δόξα τω Θεώ, όχι υπηρέτες, μόνο στρατιώτες της Παντοκράτειρας. Στο τέλος, την έπιασαν πάλι και την κλείδωσαν.»
«Την ανέκριναν;» ρώτησε ο Εδμόνδος.
«Έτσι νομίζω.»
«Γι’αυτό πρέπει να ήρθαν στο πανδοχείο μας…» είπε ο Εδμόνδος, και στράφηκε στον Γεράρδο και τους άλλους επαναστάτες, για να τους αφηγηθεί εν συντομία το περιστατικό στον Σιδερένιο Ξένο.
«Γιατί ν’αναφέρει το πανδοχείο σας αλλά να πει ψεύτικα ονόματα;» απόρησε η Μάρθα. «Δεν μπορούσε να πει κι ένα άλλο πανδοχείο;»
«Μάλλον, δεν ξέρει άλλο πανδοχείο στην πόλη,» υπέθεσε η Άνμα’ταρ.
Ο Εδμόνδος ένευσε. «Ναι, ακριβώς. Είπε το μόνο πράγμα που μπορούσε να πει για να την πιστέψουν.» Και ρώτησε τον Ρεημόνδο: «Τι τρόπος υπάρχει να τη βοηθήσουμε να δραπετεύσει;»
Ο υπηρέτης φάνηκε τρομαγμένος από την ερώτηση· τα μάτια του γούρλωσαν λιγάκι. «Δεν ξέρω εγώ ακριβώς πώς…. Το μόνο που κάνω είναι να δίνω πληροφορίες στο Ναό, και κάποιες μικροδουλειές.»
«Μπορείς, τουλάχιστον, να μας βάλεις στα Ανάκτορα;»
«Με δυσκολία, και όχι όλους.» Κοίταξε τους επαναστάτες γύρω του.
«Τι σχέδιο έχεις;» τον ρώτησε η Άνμα’ταρ.
«Δεν είναι σχέδιο, κυρία,» είπε ο Ρεημόνδος, κοιτάζοντάς την αμήχανα. «Κάθε μερικές μέρες πηγαίνουμε ένα κάρο στη Δυτική Αγορά για να φέρουμε φαγητά. Μπορώ μέσα στο κάρο να κρύψω ένα, δυο α’θρώπους, άμα είναι η σειρά μου να τ’οδηγήσω.»
«Αν είναι να μπουν μέσα δύο, η μία θα είμαι εγώ,» δήλωσε η Άνμα’ταρ στρεφόμενη στον Γεράρδο.
Εκείνος κατένευσε, γνωρίζοντας τις ικανότητές της. Οι μάγισσες του τάγματος των Δρακαινών υποβοηθούσαν τις Μαύρες Δράκαινες στις αποστολές τους, κι έτσι έπρεπε κι οι ίδιες να έχουν άριστη εκπαίδευση. Παρότι δεν ήταν τόσο καλές όσο οι Μαύρες Δράκαινες, ήταν καλύτερες από οποιονδήποτε μέσο μισθοφόρο, κατάσκοπο, ή δολοφόνο.
Ο Εδμόνδος ρώτησε τον Ρεημόνδο: «Πότε θα ξαναοδηγήσεις το κάρο;»
«Δε θάναι την επόμενη φορά, Βοριά,» αποκρίθηκε ο υπηρέτης, τρίβοντας τα γαλανά μαλλιά του. Προφανώς, ήξερε τον τροβαδούρο παρότι ο τροβαδούρος δεν ήξερε αυτόν. «Εεε… ίσως να τα καταφέρω, όμως. Δηλαδή, άμα πω να πάω εγώ, δε θάχουν αντίρρηση μάλλον.»
«Και πότε θα γίνει αυτό;» επέμεινε ο Εδμόνδος.
«Σε τρεις μέρες.»
«Πιο γρήγορα δε γίνεται;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Δεν κανονίζω εγώ πότε φεύγει το κάρο, κύριε.»
«Και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μπούμε στα Ανάκτορα;» είπε η Μάρθα.
Ο Ρεημόνδος έμεινε σιωπηλός.
Η Μάρθα αναστέναξε. «Το ήξερα ότι θα μας έβαζε σε μπελάδες αυτή!» Ο Γεράρδος δεν είχε αμφιβολία ότι αναφερόταν στη Βατράνια· αλλά τούτη τη φορά δεν φταίει εκείνη για ό,τι έχει συμβεί, Μάρθα.
«Αν καταλαβαίνω καλά,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «βρισκόμαστε σε αδιέξοδο.»
«Μπορεί το καλύτερο που έχετε να κάνετε να είναι να φύγετε από την πόλη και να πάτε να συναντήσετε τον Ύπατο, στον Υπεραιώνιο,» πρότεινε ο Εδουάρδος.
«Εκτός συζήτησης,» είπε ο Γεράρδος. «Δεν πρόκειται ν’αφήσω τη Βατράνια στα χέρια του Επόπτη–»
«Ο Ύπατος κι εσύ πρέπει να μιλήσετε–»
«Μετά, όμως!» Ο Γεράρδος φάνηκε, για πρώτη φορά, να οργίζεται με τον Εδουάρδο.
«Θυσίες πρέπει πάντα να γίνονται…»
«Στην Επανάσταση, δεν θυσιάζουμε τους συντρόφους μας.»
«Δεν είσαι ιερέας πλέον, Γεράρδε· αυτό είναι πασιφανές. Αλλά ούτε και κανονικός άνθρωπος είσαι. Μονάχα ο Θεός ξέρει τι είσαι – κι ας προσευχηθούμε να το αποκαλύψει στον Ύψιστο Πατέρα προτού είναι πολύ αργά.»
«Από εμένα δεν κινδυνεύετε,» τον διαβεβαίωσε ο Γεράρδος. «Τους Παντοκρατορικούς να φοβάσαι.»
«Θα συνεχίσουμε για πολύ ακόμα αυτές τις μαλακίες;» γρύλισε η Μάρθα, αγανακτισμένη από τους διαπληκτισμούς του Εδουάρδου με τον Γεράρδο. «Ή θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε;» Αυτοί οι γαμημένοι ιερείς της Χάρνταβελ πιο πολύ μιλούσαν παρά έκαναν τίποτα!
Οι άλλοι – όλοι: ο Εδμόνδος, ο Γεράρδος, η Άνμα’ταρ και ο Σέλιρ’χοκ, οι ιερείς, ο πληροφοριοδότης που άκουγε στο όνομα Ρεημόνδος – στράφηκαν να την ατενίσουν.
«Τι;» είπε η Μάρθα. «Διαφωνείτε;»
Ο Εδμόνδος γέλασε. «Οφείλω να πω ότι συμφωνώ. Με όλο το σεβασμό, Μεγάλοι Πατέρες,» πρόσθεσε κοιτάζοντας τους ιερείς και κλίνοντας το κεφάλι. «Ο χρόνος μας δεν είναι πολύς, αν θέλουμε να βοηθήσουμε τη Βατράνια.»
Η Άνμα’ταρ ρώτησε τον Ρεημόνδο: «Μπορείς να μας φτιάξεις μια κάτοψη των Ανακτόρων;»
Ο υπηρέτης βλεφάρισε αμήχανα, ανοιγόκλεισε το στόμα του χωρίς να βγει ήχος.
«Εννοεί, αν μπορείς να μας φτιάξεις έναν χάρτη,» του είπε ο Εδμόνδος.
«Χάρτη των Ανακτόρων; Δεν ξέρω αν… Μάλλον όχι. Είναι μπερδεμένα. Βρίσκω, βέβαια, το δρόμο μου· δεν έχω πρόβλημα. Μπορώ, αν θέλετε, να σας πω πού είναι οι βασικές είσοδοι.»
«Και δεν μπορείς να μας κάνεις ένα απλό σχέδιο;» απόρησε η Άνμα’ταρ.
«Δεν ξέρω να ζωγραφίζω, κυρία. Δεν το έχω δοκιμάσει ποτέ.»
«Θα το δοκιμάσεις τώρα.»
Ο παρατηρητής έκανε νόημα πως δεν υπήρχε κίνδυνος. Ο Καταστροφέας δεν ήταν κοντά.
Η Λαρκέκα, ο Νίρναοκ, άλλοι τρεις πολεμιστές του Βασιληά Κάλροοθ, και ο Οφθαλμός της Ψυχής Νερκάλοοτ βγήκαν από το άνοιγμα κάτω από τον μεγάλο βράχο και ατένισαν την ερημιά του Επάνω Κόσμου. Πράγματι, κανένας κίνδυνος δεν φαινόταν.
«Πού πάτε;» τους ρώτησε ο παρατηρητής.
«Εκεί.» Ο Νίρναοκ τού έδειξε το άνοιγμα αντίκρυ τους: το μέρος όπου ο κόσμος τους σκιζόταν σαν χαρτί κι από πίσω φαινόταν ένας άλλος κόσμος που δεν είχαν ξαναδεί ούτε ξανακούσει.
«Για έρευνα;»
«Ναι. Μείνε εδώ και παρακολούθα μας με το κιάλι. Αν δεις κάτι να μας συμβαίνει, γύρνα πίσω στη Νίρμικιτ και πες το στον Βασιληά.»
«Εντάξει.»
Η Λαρκέκα έγνεψε να προχωρήσουν, και βάδισαν ανάμεσα στους μεγάλους βράχους, ώς το κατεστραμμένο όχημα των ξένων. Το θανατερό φως του Καταστροφέα δεν φάνηκε στον ορίζοντα· κι αν πλησίαζε, θα ήταν αμέσως ορατό μέσα στη νύχτα.
«Σβήστε τους κρυστάλλους σας,» είπε η Λαρκέκα, καθώς σταματούσε και οι υπόλοιποι σταματούσαν μαζί της. Χωρίς καθυστέρηση, έκαναν όπως τους ζήτησε: έκλεισαν τους φωτορυθμιστές των κρυστάλλων που τους είχαν οδηγήσει μέσα στα σκοτάδια του Υπόγειου Κόσμου. Τώρα, όλοι τους αντιλαμβάνονταν ότι έπρεπε να κινηθούν με μυστικότητα: καλύτερα να μην τους έβλεπαν οι κάτοικοι του άλλου κόσμου που φρουρούσαν το άνοιγμα – τουλάχιστον, όχι αμέσως. Επιπλέον, τα τρία πράσινα φεγγάρια στον ουρανό (οι Παλαιές Διηγήσεις τα ονόμαζαν η Μεγάλη Μητέρα και οι Θυγατέρες) πρόσφεραν αρκετό φωτισμό για να βαδίζει κανείς στην έρημο.
Η Λαρκέκα ρώτησε τον Νερκάλοοτ: «Θα κάνεις κάτι προτού συνεχίσουμε;»
Ο Λιθοφόρος έμοιαζε να διστάζει. «Οι δυνάμεις μου είναι εξασθενημένες εδώ. Δεν υπάρχει… η συνοχή που υπάρχει στον Υπόγειο Κόσμο. Αλλά… αφού αυτή είναι η επιθυμία του Βασιληά μας, θα προσπαθήσω.»
Η Λαρκέκα άγγιξε τον ώμο του. «Μη βάλεις τον εαυτό σου σε αχρείαστο κίνδυνο. Ο Κάλροοθ δεν θα το ήθελε· το ξέρω πως δεν θα το ήθελε.»
Ο Νερκάλοοτ ένευσε, και μετά κάθισε στην ξερή γη, ακούμπησε την πλάτη του σ’έναν ψηλό βράχο, κι έκλεισε τα μάτια. Η μινούρνα, ο γαλανόλευκος λίθος του, γυάλιζε λίγο πιο κάτω από το δεξί του στήθος, ξεπροβάλλοντας από το ειδικό άνοιγμα των ρούχων του. Το πέτρωμα ήταν ένα με τον Λιθοφόρο: μέρος του σώματός του πλέον. Αν κάποιος τού το αφαιρούσε, πολύ πιθανόν ο Νερκάλοοτ να πέθαινε από την αιμορραγία, ή από ψυχικό κλονισμό.
Η Λαρκέκα και οι υπόλοιποι περίμεναν, καθώς ο Οφθαλμός της Ψυχής έστελνε το πνεύμα του στο άνοιγμα. Τα μάτια τους, πάντοτε προσέχοντας για τον Καταστροφέα, ερευνούσαν τον ορίζοντα της ερήμου, προς όλες τις κατευθύνσεις.
Μετά από λίγη ώρα, τα βλέφαρα του Νερκάλοοτ άνοιξαν ενώ μια ακούσια κραυγή έβγαινε απ’το στόμα του. Επάνω στο μοβ δέρμα του προσώπου του ιδρώτας γυάλιζε.
«Τι είναι;» ρώτησε η Λαρκέκα. «Τι είδες; Είσαι καλά;» Και συγχρόνως του έδινε το χέρι της, για να σηκωθεί.
Ο Λιθοφόρος σηκώθηκε από μόνος του. «Δεν μπορώ…» είπε, βαριανασαίνοντας. «Είναι δύσκολο να ελευθερώσω το πνεύμα μου εδώ, στον Επάνω Κόσμο, αλλά… αυτό το κατάφερα. Μετά, όμως… καθώς πλησίαζα το άνοιγμα… κάτι με πέταξε πίσω. Υπάρχει κάτι σ’αυτό τον άλλο κόσμο. Κάποια δύναμη. Μεγάλη δύναμη. Ακόμα κι αν ήμουν στον Υπόγειο Κόσμο, ακόμα και τότε δε νομίζω ότι θα μπορούσα να τη νικήσω. Είναι… Μόνο ένας θεός θα μπορούσε να είναι τόσο ισχυρός. Ένας από τους θεούς του Υπόγειου Κόσμου. Αν ήθελε να με κρατήσει έξω απ’την περιοχή του, δε θα είχα ελπίδες να διαπεράσω την άμυνά του.»
«Υπάρχει, λοιπόν, κάποιος θεός που τους προφυλάσσει,» είπε ο Νίρναοκ.
Η Λαρκέκα στράφηκε στον αδελφό της. «Γι’αυτό ο Καταστροφέας δεν μπαίνει στον άλλο κόσμο για να τον ρημάξει όπως τον δικό μας;»
«Πολύ πιθανόν, αδελφούλα. Πολύ πιθανόν,» αποκρίθηκε ο Νίρναοκ.
«Θα προχωρήσουμε ή θα επιστρέψουμε;» ρώτησε ένας από τους άλλους.
«Θα προχωρήσουμε,» είπε ο Νίρναοκ. «Γι’αυτό ήρθαμε.» Και ρώτησε τον Νερκάλοοτ: «Εκτός αν νομίζεις ότι ο θεός τους θα μας επιτεθεί αν πλησιάσουμε.»
Ο Οφθαλμός της Ψυχής έσμιξε τα χείλη, έτριψε το μούσι και το μουστάκι του. «Δεν ξέρω, Νίρναοκ. Δεν είδα καμια παρουσία. Μονάχα μια δύναμη αισθάνθηκα. Σαν ένα αόρατο τείχος.»
«Άρα, δεν μπορούμε νάμαστε και βέβαιοι ότι όντως είναι θεός…»
«Η δύναμή του, πάντως… μονάχα ένας θεός θάχε τέτοια δύναμη, νομίζω… Τι άλλο;» Ο Νερκάλοοτ ήταν φανερά προβληματισμένος.
«Ας προχωρήσουμε,» είπε η Λαρκέκα. «Με προσοχή.»
Κανένας δεν διαφώνησε, κι έτσι έφυγαν από την κάλυψη των βράχων και κινήθηκαν επάνω στη νυχτερινή έρημο, σκυφτοί, τυλιγμένοι στις κάπες τους, και κουκουλωμένοι. Στα χέρια τους είχαν όλοι τα πιστόλια τους, οπλισμένα και έτοιμα να ρίξουν· αλλά κατεβασμένα, γιατί δεν ήξεραν αν οι φρουροί του ανοίγματος, οι άνθρωποι του άλλου κόσμου, θα αποδεικνύονταν εχθρικοί. Μπορεί απλά να προσπαθούσαν να τους μιλήσουν αν τους έβλεπαν.
Το σχέδιο, βέβαια, των ανιχνευτών ήταν να μην τους δουν.
Η ομάδα ζύγωσε το άνοιγμα, και, όταν ήταν πια αρκετά κοντά και οι ξένοι φαίνονταν καθαρά μέσα στη νύχτα, ο Νερκάλοοτ επιχείρησε να επηρεάσει το μυαλό τους για να προστατέψει τους συντρόφους του. Επιχείρησε να κάνει τους φρουρούς του ανοίγματος να… παραβλέψουν τους ανιχνευτές που πλησίαζαν.
Διαπίστωσε ότι δεν είχε καμία απολύτως δύναμη επάνω τους.
«Προσεχτικά,» είπε στη Λαρκέκα και τους άλλους, οι οποίοι βασίζονταν στη βοήθειά του. «Δεν μπορώ να τους επηρεάσω.»
Ένας από τους φρουρούς έδειξε τότε μέσα στο άνοιγμα, καθώς οι ανιχνευτές ζύγωναν. Έδειξε και φώναξε κάτι στη γλώσσα του. Οι υπόλοιποι γύρω του στράφηκαν. Τα κράνη τους γυάλιζαν στις ακτίνες κάποιου άγνωστου φεγγαριού. Σπαθιά βγήκαν από θηκάρια. Καραμπίνες υψώθηκαν.
Κάποιος φώναξε κάτι που η Λαρκέκα δεν κατάλαβε. Της θύμιζε τη γλώσσα που μιλούσε ο Τέρι Κάρμεθ, αλλά δεν είχε ιδέα τι μπορεί να έλεγε ο φρουρός. «Μη σηκώσετε τα όπλα σας!» είπε στους συντρόφους της.
Ο ξένος φώναξε πάλι, λέγοντας το ίδιο πράγμα μάλλον.
«Δε μου φαίνονται φιλικοί…» μουρμούρισε ο Νίρναοκ, νιώθοντας ηλίθιος που είχε κατεβασμένο το πιστόλι του ενώ τον σημάδευαν με καραμπίνες.
Οι ξένοι πυροβόλησαν.
Οι ανιχνευτές έπεσαν μπρούμυτα στην ξερή άμμο της ερήμου.
Ευτυχώς, μονάχα δύο από τους φρουρούς είχαν πυροβόλα όπλα, και η ομάδα της Λαρκέκα και του Νίρναοκ δεν βρισκόταν τόσο κοντά στο άνοιγμα που να αποτελεί εύκολο στόχο μέσα στη νύχτα. Κανένας τους δεν χτυπήθηκε.
«Ο Βασιληάς είπε να μην τους επιτεθούμε,» είπε η Λαρκέκα. «Υποχωρήστε!»
Και, στρεφόμενοι, έφυγαν. Έτρεξαν προς τους μεγάλους βράχους.
Οι ξένοι δεν τους ακολούθησαν, ούτε συνέχισαν να πυροβολούν. Το μόνο που ήθελαν πρέπει να ήταν να τους κρατήσουν μακριά.
*
Για πρώτη φορά ο Άρχοντας της Υλιριλίδιας και η Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας είχαν συμμαχήσει, αν και προσωρινά, όπως έλεγαν κι οι δύο. Η παράξενη έρημος που είχε παρουσιαστεί στα μέρη τους, αυτό το άνοιγμα που οδηγούσε σε κάποια άγνωστη διάσταση, δεν τους άφηνε άλλη επιλογή. Κι επιπλέον, οι Μεγάλοι Πατέρες το είχαν ζητήσει. Ο Τζοσελίνος και ο Οσβάλδος ήταν σύμφωνοι σ’αυτό. Η παρουσία της ερήμου ήταν σημάδι από τον Θεό: σημάδι που φανέρωνε την Οργή Του κατά των ανθρώπων της Παντοκράτειρας. Αυτό σήμαινε ότι ήταν καιρός ο Άρχοντας Ροβέρτος και η Αρχόντισσα Μοργκάνα να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να ενωθούν. Για την ώρα, οι ιερείς τούς είχαν ζητήσει να φρουρούν το άνοιγμα, να μην αφήσουν κανέναν να πάει στην άλλη διάσταση, αλλά και να εμποδίσουν οτιδήποτε προσπαθούσε να έρθει από εκεί. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, οι ιερείς είπαν ότι δεν το θεωρούσαν πιθανό να συμβεί. Ο Θεός θα μας προστατέψει, όπως μας προστάτεψε κι απ’αυτόν τον φωτεινό δαίμονα ο οποίος, αποδίδοντας τη δικαιοσύνη του Θεού, εξολόθρευσε ολοσχερώς τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας.
Ο Οσβάλδος και ο Τζοσελίνος είχαν τώρα φύγει. Παίρνοντας τα άλογά τους, είχαν δηλώσει πως θα πήγαιναν να μιλήσουν με τον Ύπατο, στον Υπεραιώνιο, βόρεια της Ερρίθιας – ένα ταξίδι που θα διαρκούσε κάποιες ημέρες. Ο Θεός θα είναι μαζί σας όσο λείπουμε. Φτάνει να είστε μονιασμένοι και να κάνετε όπως σας ζητήσαμε.
Η Μοργκάνα δεν είχε εγκαταλείψει το στρατόπεδο των πολεμιστών της, ύστερα από αυτά τα γεγονότα. Είχε μείνει εκεί, μαζί με τον σύζυγό της τον Λεοπόλδο, γιατί, παρότι το μυστηριώδες άνοιγμα την τρόμαζε, της είχε κινήσει την περιέργεια κιόλας. Επιπλέον, ούτε ο Άρχοντας Ροβέρτος είχε φύγει· αν, λοιπόν, έφευγε εκείνη, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί δειλία από τη μεριά της: πράγμα το οποίο η Μοργκάνα δεν θα ανεχόταν.
Τη δεύτερη νύχτα μετά την εμφάνιση της ερήμου και τον χαμό του Τέρι Κάρμεθ και των στρατιωτών του, η Μοργκάνα κοιμόταν μέσα στη σκηνή που μοιραζόταν με τον Λεοπόλδο, όταν ο φρουρός απέξω τούς ειδοποίησε ότι κάτι είχε συμβεί. Κάτι σοβαρό. Στο άνοιγμα.
Η Μοργκάνα και ο Λεοπόλδος σηκώθηκαν από το κρεβάτι τους, φόρεσαν βιαστικά τα ρούχα, τις μπότες, και τις κάπες τους, και βγήκαν μέσα στην ψυχρή νύχτα.
«Τι είναι;» ρώτησε ο Στρατηγός της Ναραλμάδιας τους δύο πολεμιστές που στέκονταν αντίκρυ του, μπροστά στη σκηνή.
«Πλησίασαν κάποιοι από το άνοιγμα, Άρχοντά μου. Δεν τους είδαμε καλά· μονάχα σκιές μέσα στο σκοτάδι της ερήμου–» άρχισε ο ένας.
«Μπορεί να μην ήταν καν α’θρώποι,» τον διέκοψε ο άλλος.
«Μπορεί, αλλά μπορεί και να ήταν. Φαινόντουσαν να στέκουνται όρθιοι–»
«Ήταν, όμως, καμπουριασμένοι! Δεν ήταν κανονικοί α’θρώποι, αν ήταν γενικά α’θρώποι–»
«Και τι έγινε;» φώναξε ο Λεοπόλδος. «Θα μου πει κάποιος από τους δυο σας, προτού βάλω να σας μαστιγώσουν για αναίδεια;»
«Κάποιοι πλησίασαν, Άρχοντά μου, από την έρημο. Δε φαινόντουσαν καλά. Ήταν σκιές μες στη νύχτα. Τους φωνάξαμε να σταματήσουνε και να μας πούνε ποιοι ήταν. Αλλά δε μας δώσαν σημασία· συνεχίσανε νάρχονται. Τους πυροβολήσαμε προειδοποιητικά με τις καραμπίνες, και γυρίσανε και φύγανε, αφού πρώτα πέσανε χάμω για να μη χτυπηθούνε.»
«Τους ακολουθήσατε;» ρώτησε η Μοργκάνα.
«Όχι, Αρχόντισσά μου!» απάντησε αμέσως ο πολεμιστής. «Οι διαταγές μας ήταν να–»
«Ξέρω τις διαταγές σας.»
Ο άντρας έμεινε σιωπηλός.
«Αυτά ήταν;» ρώτησε ο Λεοπόλδος. «Τίποτ’άλλο δεν έχεις να αναφέρεις;»
Ο πολεμιστής υποκλίθηκε. «Αυτά, Άρχοντά μου.»
«Πηγαίνετε,» τους είπε ο Λεοπόλδος, «και συνεχίστε τη σκοπιά σας κανονικά. Αν τους ξαναδείτε να πλησιάζουν, πυροβολήστε τους.» Κοίταξε τη Μοργκάνα, ερωτηματικά. Εκείνη κατένευσε.
Οι δύο μισθοφόροι έφυγαν.
Η Μοργκάνα και ο σύζυγός της επέστρεψαν στο εσωτερικό της σκηνής τους.
«Υπάρχουν, λοιπόν, άνθρωποι σ’αυτή την έρημο,» είπε η Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας, βγάζοντας την κάπα της κι αφήνοντάς την πάνω σε μια καρέκλα.
«Ναι.» Ο Λεοπόλδος γέμισε μια κούπα με κρασί από μια πήλινη καράφα.
«Μα… πώς μπορούν και ζουν εκεί; Αυτός ο φωτεινός δαίμονας… σκότωσε τόσο εύκολα τους στρατιώτες του ταγματάρχη.»
Ο Λεοπόλδος συνοφρυώθηκε. «Είναι πράγματι περίεργο.»
«Ίσως θα έπρεπε να ζητήσουμε βοήθεια. Να στείλουμε κάποιον μαντατοφόρο στην Ερρίθια, για να μας δώσει ο Επόπτης πολεμιστές του.»
«Δε νομίζω αυτό ν’αρέσει στους ιερείς, Μοργκάνα.» Ο Λεοπόλδος ήπιε βαθιά από την κούπα του.
«Οι ιερείς δεν είναι εδώ, τώρα! Κι αν έρθει κανένας στρατός από αυτή την έρημο… Αν…»
«Περίμενε,» είπε ο Λεοπόλδος, συλλογισμένα, στροβιλίζοντας το κρασί μέσα στην κούπα του. «Ας δούμε πρώτα. Μπορεί να μην είναι τίποτα περισσότερο από λίγοι άγριοι που ζουν μες στην έρημο. Ή, όπως είπε εκείνος ο μισθοφόρος, ίσως να μην είναι καν άνθρωποι. Ίσως νάναι τέρατα, δαίμονες.»
Η Μοργκάνα έσμιξε τα χείλη, προβληματισμένη. Κάθισε στην καρέκλα όπου είχε αφήσει την κάπα της.
Ο Λεοπόλδος είπε: «Σ’ετούτο τον τόπο είναι συγκεντρωμένος ο περισσότερος στρατός της Ναραλμάδιας κι ο περισσότερος στρατός της Υλιριλίδιας επίσης. Νομίζεις ότι τόσο εύκολα μπορεί να μας νικήσει κάτι που θα έρθει από μια έρημο;»
«Αν είναι κάτι σαν εκείνο τον φωτεινό δαίμονα…»
«Αν αυτοί που πλησίασαν ήταν τόσο δυνατοί, δεν θα υποχωρούσαν ύστερα από μερικές ριπές των φρουρών μας.»
Η Μοργκάνα έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο Λεοπόλδος είχε δίκιο σ’αυτό. Ήταν καλός στον πόλεμο, καλός στη στρατηγική, από προτού παντρευτούν και του δώσει τη θέση του Στρατηγού της Ναραλμάδιας.
«Αναρωτιέμαι τι θα κάνει ο Ροβέρτος…» μουρμούρισε η Μοργκάνα, κοιτάζοντας τα βαμμένα νύχια της. Οι μισοί φρουροί μπροστά στο άνοιγμα ήταν δικοί του, επομένως κι αυτός θα είχε ενημερωθεί για τη σύντομη σύγκρουση.
«Τίποτα δε θα κάνει,» είπε ο Λεοπόλδος. «Θα περιμένει, τουλάχιστον, ώς το πρωί. Και το πρωί, θα συζητήσουμε μαζί του.» Τελείωσε το κρασί στην κούπα του και την άφησε πάνω στο τραπέζι. Βγάζοντας την κάπα του, πήγε προς το κρεβάτι.
«Μπορείς να κοιμηθείς τώρα;» απόρησε η Μοργκάνα.
«Ναι, γιατί όχι; Τόσες ώρες απομένουν μέχρι την αυγή.»
*
Ο χάρτης που έφτιαξε ο Ρεημόνδος ήταν χάλια. Δεν μπορούσε να τους βοηθήσει να καταστρώσουν κάποιο σχέδιο ώστε να εισβάλουν στα Ανάκτορα του Υπεράρχη. Ήταν πολύ γενικός, και ορισμένα σημεία πρέπει να ήταν, απλά, λάθος, γιατί δεν μπορούσαν να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα σύμφωνα με κανενός είδους αρχιτεκτονική – όχι, τουλάχιστον, για ένα οικοδόμημα που στεκόταν όρθιο και δεν είχε γκρεμιστεί προ πολλού. Επίσης, ο Ρεημόνδος δεν ήταν σίγουρος για πολλά άλλα πράγματα, όπως για παράδειγμα κάθε πότε άλλαζαν βάρδιες οι φρουροί, ή πόσοι φρουροί ακριβώς βρίσκονταν σε κάθε μεριά. Μονάχα πόσοι ήταν στις βασικές εισόδους μπορούσε να πει με βεβαιότητα. Κι αυτό δεν εξυπηρετούσε τους επαναστάτες. Έπρεπε να μάθουν λεπτομέρειες αν ήταν να οργανώσουν σχέδιο διάσωσης για τη Βατράνια.
«Θα πας και θα μάθεις περισσότερα,» του είπε η Άνμα’ταρ. «Δε νομίζω να σου είναι δύσκολο. Απλά πρέπει να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, και να θυμάσαι αυτά που βλέπεις, ώστε να έρθεις μετά και να μας τα μεταφέρεις με ακρίβεια. Διότι χωρίς ακρίβεια δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.»
Ο Ρεημόνδος κατένευσε, αλλά δεν έμοιαζε και τόσο σίγουρος για τον εαυτό του.
«Δε θα κάνεις τίποτα που δεν έκανες πάντα,» του είπε ο Εδμόνδος, προσπαθώντας να τον εμψυχώσει. «Η μόνη διαφορά είναι ότι θ’ακούς και θα βλέπεις πιο προσεχτικά.»
Ο Μαλαχίας ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του νεαρού υπηρέτη. «Ο Θεός είναι μαζί σου, παιδί μου.» Και τα λόγια του ιερέα φάνηκαν να δίνουν πραγματικό θάρρος στον Ρεημόνδο, σαν ο Μαλαχίας να είχε πατήσει κάποιο κρυφό κουμπί μέσα στον ψυχισμό του. Ο Γεράρδος, ασφαλώς, γνώριζε ότι ακριβώς αυτό είχε κάνει – όπως το έκαναν όλοι οι ιερείς, χωρίς κι οι ίδιοι να ξέρουν πώς. Ήταν κάτι συνυφασμένο με τη φύση τους. Ο Γεράρδος αναρωτήθηκε, στιγμιαία, αν κι εκείνος μπορεί να είχε διατηρήσει ακόμα τέτοιες ψυχικές δυνάμεις· αλλά δεν το νόμιζε, γιατί πίστευε ότι σχετίζονταν περισσότερο με το Εσώτερο Θηρίο και λιγότερο με την άμεση επαφή με τον Θεό, με την πλάση της Χάρνταβελ, που τους περιέβαλλε όλους. Είμαι, τώρα, διαφορετικό πλάσμα από αυτούς. Τελείως διαφορετικό.
Ο Ρεημόνδος έφυγε, τελικά, από τον Ναό με αποφασισμένη όψη στο πρόσωπό του. Θα υπηρετούσε τους ιερείς της Χάρνταβελ όσο καλύτερα μπορούσε, όπως έκανε πάντα. Θα είχε τα μάτια του ανοιχτά και το μυαλό του συγκεντρωμένο.
Οι υπόλοιποι έμειναν όρθιοι γύρω από το ξύλινο τραπέζι που είχαν φέρει οι Ιεροί Φρουροί στη μεγάλη αίθουσα του Ναού. Επάνω στην επιφάνειά του ήταν στιλογράφοι και μερικά κομμάτια χαρτί, όπου ο Ρεημόνδος είχε κάνει τα ημιτελή και από αρχιτεκτονικής άποψης λανθασμένα σχέδιά του.
«Λυπάμαι που το λέω,» είπε ο Εδμόνδος, «αλλά δε μου φαίνεται ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο απόψε. Εκτός,» πρόσθεσε, «αν σχεδιάζετε τίποτα το παράτολμο…» Και κοίταξε τους επαναστάτες από την Απολλώνια έναν-έναν· αλλά κυρίως το βλέμμα του εστιάστηκε στον Γεράρδο.
Ο οποίος κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν θα είχε νόημα να φανούμε παράτολμοι. Αυτό μονάχα θα χειροτέρευε τα πράγματα, νομίζω.» Και, με τη σειρά του, ατένισε την Άνμα’ταρ.
«Συμφωνώ,» είπε η Δράκαινα. «Χωρίς περισσότερες πληροφορίες δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Ούτε καν για τη θέση των μπουντρουμιών δεν είμαστε βέβαιοι, έτσι όπως έχει κάνει το σχέδιό του ο πληροφοριοδότης μας.» Με τον δείκτη του δεξιού της χεριού, έστρεψε ένα κομμάτι του χάρτη (ο οποίος έπιανε, συνολικά, πέντε κομμάτια χαρτί) προς το μέρος της για να το ξανακοιτάξει. «Ναι…» μουρμούρισε πίσω απ’τα δόντια της, μοιάζοντας να φτάνει, μέσα στο μυαλό της, στο ίδιο συμπέρασμα για δεύτερη φορά. «Δεν ξέρω αν το σχέδιο στέκει, όπως είναι φτιαγμένο, Γεράρδε,» είπε δυνατότερα.
Η Μάρθα και ο Σέλιρ’χοκ δεν είχαν τίποτα να προσθέσουν. Δεν ήταν ειδήμονες στην αρχιτεκτονική· και, σε σχέση με την Άνμα’ταρ, δεν είχαν ιδέα πώς να εισβάλλουν σε προφυλαγμένα οικήματα. Ο μάγος είπε, όμως: «Το μόνο που θα μπορούσα να κάνω εγώ για να βοηθήσω είναι ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Πράγμα το οποίο, βέβαια, θα είχε περισσότερο νόημα αν ήμασταν μέσα στα Ανάκτορα, ώστε να καθοδηγηθούμε από αυτό.»
Η Άνμα’ταρ ένευσε. «Πράγματι.»
«Δοκίμασέ το, όμως,» τον προέτρεψε ο Γεράρδος. «Απλά για να δούμε. Μπορεί κάτι να έχει αλλάξει απρόσμενα και να έχουν μεταφέρει τη Βατράνια αλλού.»
«Όπως επιθυμείς, Καπετάνιε,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ, και ξετύλιξε τα υφάσματα από το ραβδί του, αποκαλύπτοντας τα κυκλώματα, τα μικροσκοπικά κάτοπτρα, και τους κρυστάλλους, τα οποία γυάλιζαν μυστηριακά στο μοναδικό φως της αίθουσας που προερχόταν από τη φωτιά στον μεγάλο λάκκο.
Ο μάγος έκλεισε τα μάτια και άρθρωσε λόγια στη γλώσσα της μαγείας. Ορισμένοι από τους κρυστάλλους στο ραβδί του γυάλισαν, για λίγο, με δικό τους φως· και μετά, επάνω στα κάτοπτρα παρουσιάστηκε μια κόκκινη κουκίδα, σαν τα πολύπλευρα μάτια ενός εντόμου να έβλεπαν το ίδιο πράγμα.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Ριχάρδος.
«Η Βατράνια,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Το Ξόρκι Ανιχνεύσεως δίνει τη θέση της ως αντανάκλαση επάνω στα κάτοπτρα.»
«Μα, είναι μόνο μια κουκίδα!» είπε ο Εδουάρδος. «Τι μπορείς να καταλάβεις από μια κουκίδα;»
«Αρκετά πράγματα για να φτάσεις κοντά της στον υλικό κόσμο, Μεγάλε Πατέρα. Όπως βλέπετε, η κουκίδα είναι προς τα εκεί. Αυτό σημαίνει ότι η Βατράνια βρίσκεται κάπου στα δυτικά μας. Και δυτικά μας είναι τα Ανάκτορα του Υπεράρχη, αν δεν κάνω λάθος. Δηλαδή, οι Παντοκρατορικοί δεν την έχουν μεταφέρει αλλού.»
Ο Εδουάρδος μόρφασε. «Δεν περιμέναμε ότι θα την είχαν μεταφέρει, έτσι κι αλλιώς!»
«Καλό ήταν, όμως, που βεβαιωθήκαμε,» είπε ο Γεράρδος, ήρεμα, νηφάλια. «Αν ήμασταν στο εσωτερικό των Ανακτόρων, το ξόρκι του Σέλιρ θα μπορούσε να μας προσφέρει σημαντικότερη καθοδήγηση. Αλλά δεν είναι συνετό να εισβάλουμε εκεί ώσπου να έχουμε περισσότερες πληροφορίες.» Έριξε ένα βλέμμα στην Άνμα’ταρ. «Επομένως, το μόνο που μας μένει τώρα, νομίζω, είναι να διανυκτερεύσουμε και να συνεχίσουμε τις προσπάθειές μας το πρωί.» Συγχρόνως, σκεφτόταν πως στον ύπνο του ίσως να έβλεπε κάποιο όνειρο που, κάπως, να τον κατεύθυνε. Εξάλλου, είχε ονειρευτεί την αιχμαλωσία της Βατράνιας πολύ προτού μάθει γι’αυτήν από τους ιερείς της Ερρίθιας.
Στρεφόμενος στον Μαλαχία, ρώτησε: «Θα έχουμε τη φιλοξενία σας γι’απόψε;»
Ο Μαλαχίας φάνηκε προς στιγμή διστακτικός. Κοίταξε τους υπόλοιπους ιερείς. Ο Λεοπόλδος είπε: «Οι εχθροί της Παντοκράτειρας είναι σύμμαχοί μας, Αδελφέ.» Ο Ριχάρδος είπε: «Δε μπορούμε, μες στη νύχτα, να τους βρούμε κανένα άλλο, καλύτερο κατάλυμα.» Ο Εδουάρδος έμεινε σιωπηλός.
«Θα σας φιλοξενήσουμε,» αποκρίθηκε ο Μαλαχίας στον Γεράρδο. «Για απόψε.»
Ο Γεράρδος έκλινε το κεφάλι. «Ευχαριστούμε.»
«Εγώ,» δήλωσε ο Εδμόνδος, «θα επιστρέψω στον Σιδερένιο Ξένο. Ο Σθένελος θα έχει ήδη αρχίσει ν’ανησυχεί· είμαι βέβαιος. Αλλά επίσης βέβαιος είμαι ότι θα χαρεί μόλις ακούσει ότι είστε εδώ.
»Θα επικοινωνήσουμε αύριο. Μην επιχειρήσετε, όμως, να μας καλέσετε μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού γιατί ίσως οι Παντοκρατορικοί να παρακολουθούν και τον Ναό αλλά και το πανδοχείο μας.»
«Σωστά,» συμφώνησε η Άνμα’ταρ· κι αν έκρινε κανείς από την έκφρασή της, δεν περίμενε ο Εδμόνδος – ένας γηγενής της απλής Χάρνταβελ – να ξέρει από τέτοια πράγματα.
«Σας καληνυχτίζω, λοιπόν,» είπε ο τροβαδούρος, κι έφυγε από τον Ναό, χρησιμοποιώντας την έξυπνα καλυμμένη πόρτα στον δυτικό τοίχο.
Ο Εδουάρδος είπε ότι θα πήγαινε τον Έδουο σ’ένα δωμάτιο για να ξεκουραστεί, και οι δυο τους αποχώρησαν από τη μεγάλη αίθουσα· χάθηκαν μέσα στις σκιές που τύλιγαν τις άκριές της, πίσω από τους κίονες.
Ο Ριχάρδος έκανε νόημα στους άλλους επαναστάτες να τον ακολουθήσουν, και, ανεβάζοντάς τους σε μια σκάλα, τους οδήγησε σε δύο δωμάτια: ένα για τον Σέλιρ’χοκ και την Άνμα’ταρ, και ένα για τον Γεράρδο και τη Μάρθα. «Δεν έχουν κρεβάτια,» είπε, «αλλά θα σας φέρουμε στρώματα.»
Τα δύο δωμάτια ήταν μικρά και σχεδόν χωρίς καθόλου έπιπλα. Ούτε παράθυρα δεν είχαν. Στο πρώτο υπήρχε ένα τραπεζάκι κι ένα σκαμνί, κι επάνω στο τραπεζάκι μια παλιά λάμπα λαδιού. Στο δεύτερο, δύο ράφια ήταν στον έναν τοίχο, κι επάνω στο ένα ράφι, ένα καντήλι. Κάτω από το ράφι υπήρχε ένα άδειο μπαούλο.
Ο Γεράρδος και η Μάρθα πήραν το δωμάτιο με τα ράφια και το μπαούλο, και σύντομα ένας Ιερός Φρουρός ήρθε φέρνοντάς τους δύο στρώματα. Τους καληνύχτισε, ευχήθηκε ο Θεός να τους φυλά στον ύπνο τους, και αποχώρησε.
«Με τρομάζουν αυτοί οι τύποι όταν λένε ο Θεός τους να με φυλάει,» είπε η Μάρθα, βγάζοντας τις μπότες της και ξαπλώνοντας στο στρώμα. «Μ’αγριεύουν, όλοι τους. Και καλύτερα να μην πας σ’αυτό τον Ύπατο, ό,τι κι αν σου λένε. Δεν τους βλέπεις πώς σε κοιτάζουν; Σα νάσαι εχθρός τους.»
«Τους παραξενεύει αυτό που μου έχει συμβεί,» είπε ο Γεράρδος, έχοντας κι εκείνος ξαπλώσει, στο στρώμα δίπλα στο δικό της. «Δεν καταλαβαίνουν.»
«Καταλαβαίνουν δεν καταλαβαίνουν, εκείνος ο πούστης ήταν έτοιμος να σου χιμήσει σα σκύλος! Θα σου χιμούσε, νομίζω, αν δεν ήταν κι οι άλλοι γύρω του, κι αν δεν ήμασταν κι εμείς κοντά σου.»
«Ο Εδουάρδος…»
«Αυτός. Αν είναι κι ο Ύπατος έτσι, άστο καλύτερα.»
«Θα δούμε,» είπε μόνο ο Γεράρδος. «Τώρα προέχει να σώσουμε τη Βατράνια.»
Η Μάρθα ήταν πολύ κουρασμένη απ’όλη την ημέρα για να διαφωνήσει άλλο. Γύρισε στο πλάι κι έκλεισε τα μάτια.
Ο Γεράρδος, όταν τελικά κοιμήθηκε – πράγμα που άργησε να συμβεί, με την υπερένταση που διαπίστωσε ότι είχε – ονειρεύτηκε πάλι εκείνο το αλλόκοτο, ατελείωτο σπίτι
σκάλες, διάδρομοι, δωμάτια
τοίχοι οικοδομημένοι από τα υλικά των ονείρων: μάτια, χέρια, πέτρες, σκοτάδι, ξύλα.
Περιπλανιέται, μπερδεμένος. Ακούει απόμακρα γρυλίσματα θηρίων που είναι παλιοί γνωστοί. Φτάνει σε μια αίθουσα γεμάτη σκιές ανθρώπων, και στο κέντρο της βλέπει μια κρεμάλα.
Απ’την κρεμάλα κρέμεται μια πάνινη κούκλα με ξανθά μαλλιά.
…Πέρα-δώθε… Πέρα-δώθε…
Παρά τους φόβους της δεν αισθάνθηκε κανένα ποντίκι να έρχεται για να τη δαγκώσει μέσα στο απόλυτο σκοτάδι των μπουντρουμιών. Μονάχα ορισμένες φορές, όταν την έπαιρνε ο ύπνος, ονειρευόταν τα ποντίκια. Νόμιζε ότι σκαρφάλωναν επάνω της, καθώς ήταν δεμένη στο πάτωμα. Μπορούσε να νιώσει τα μικρά τους πόδια στο σώμα της, το τρίχωμά τους στους μηρούς και στην κοιλιά της. Και τότε ξυπνούσε, τρομαγμένη, τραβώντας τα δεσμά της και ουρλιάζοντας. Αλλά διαπίστωνε ότι δεν υπήρχαν ποντίκια. Δεν υπήρχε τίποτα επάνω της όταν οι αισθήσεις της ήταν ξύπνιες.
Ή, μήπως, τώρα κοιμόταν και πριν ήταν ξύπνια; Έτσι όπως τα πάντα ήταν σκοτεινά, δύσκολα ξεχώριζε τα όνειρα από την πραγματικότητα. Όχι, δεν θα τρελαθούμε εδώ μέσα. Ξέρω πότε κοιμάμαι και πότε όχι. Ξέρω πότε κοιμάμαι.
Μερικές φορές φώναξε να έρθουν για να τη λύσουν, μα κανένας δεν της απάντησε. Αναρωτήθηκε αν υπήρχε καν κάποιος φρουρός ή αν την είχαν αφήσει τελείως μόνη. Εξάλλου, πού θα πήγαινε, έτσι δεμένη ανάσκελα στο πάτωμα όπως ήταν;
Επίσης, κανένας δεν ήρθε για να της φέρει νερό ή φαγητό, και η Βατράνια αισθανόταν το στόμα της να έχει ξεραθεί. Παρ’όλ’αυτά, κάποια στιγμή ένιωσε την ανάγκη να κατουρήσει και, μη μπορώντας να σηκωθεί, κατούρησε όπως ήταν, ξαπλωμένη στο κρύο δάπεδο. Τα ούρα έτρεξαν, ζεστά, κάτω από τους μηρούς της, και μετά από κάποια ώρα, η οσμή τους έγινε πολύ άσχημη μέσα στον κλειστό χώρο.
Ο Επόπτης δεν πίστεψε αυτά που του είπα, και πηγαίνοντας στο πανδοχείο θα είδε ότι δεν υπάρχουν τα πρόσωπα που ανέφερα, δεν είναι εκεί, έτσι ακόμα κι αν σκεφτόταν να έρθει να με λύσει, τώρα πρέπει ν’αποφάσισε να μ’αφήσει εδώ, για να με βασανίσει και να μ’αναγκάσει να του πω την αλήθεια, αλλά αργά ή γρήγορα πρέπει να έρθει, δεν μπορεί να μ’αφήσει εδώ, γιατί ξέρει ότι ξέρω για τους άλλους επαναστάτες, και μόνο εμένα έχει για να πάρει πληροφορίες.
Τι ώρα είναι; Πόση ώρα έχει περάσει;
Κοιμόταν και ξυπνούσε.
Κοιμόταν
και
ξυπνούσε.
Ο ύπνος και ο ξύπνιος μπερδεύονταν.
Φανταστικά (;) ποντίκια έρχονταν επάνω της, τρίβονταν στην κοιλιά και στους μηρούς της, και ξαφνικά εξαφανίζονταν.
Η Βατράνια έκλαιγε. Νόμιζε πως έκλαιγε. Και μετά, δεν έκλαιγε. Το είχε ονειρευτεί;
Τι ώρα ήταν; Πόση ώρα την είχαν εδώ;
Ώρες; Μέρες;
Δεν έχω φάει τίποτα, ούτε πιει τίποτα, άρα δεν μπορεί να μ’έχουν για πολύ εδώ, άντε νάναι καμια μέρα, δεν μπορεί νάναι παραπάνω, αν ήταν πολλές μέρες θα είχα πεθάνει από έλλειψη νερού, τα χείλη μου ήδη είναι ξερά, ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’αντέξει για πολύ χωρίς νερό, δεν είμαι πολύ εδώ, μερικές ώρες μάλλον, ο γαμημένος Επόπτης θα έρθει, θα έρθει για να με ρωτήσει πράγματα πάλι και τώρα θα φέρει νερό, θα με λύσει, αν δε με λύσει και δε μου δώσει να πιω κανονικά δεν θα του πω τίποτα, ας με σκοτώσει!
Ορισμένες φορές, ονειρευόταν ότι τραβούσε τα δεσμά της προσπαθώντας να τα σπάσει, και τα χέρια και τα πόδια της πονούσαν μετά, όταν ξυπνούσε. Ήταν όνειρο;
Φως άναψε ξαφνικά. Δυνατό, ενεργειακό, λευκό φως, γλιστρώντας ανάμεσα από τα κάγκελα της πόρτας του κελιού της. Σκοτεινές φιγούρες στέκονταν απέξω. Κάποιος ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε. Έσκυψε και της έλυσε τα πόδια. Μετά, της έλυσε και τα χέρια.
«Σήκω,» της είπε.
Η Βατράνια σάλεψε αδύναμα πάνω στο πάτωμα. Διαπίστωσε πως έτρεμε.
«Δε μπορεί, ρε βλάκα. Πιάστην απ’τη μια.» Κάποιος έβαλε το χέρι του στη μασκάλη της και την τράβηξε επάνω. Η Βατράνια πάτησε στα πόδια της. Ένας άλλος έπιασε τη δεύτερη μασκάλη της. Την έβγαλαν από το κελί, κι απέξω είδε ακόμα δύο φρουρούς.
«…Ο Επόπτης;…» έκρωξε η Βατράνια.
«Δε θα δεις άλλο τον Επόπτη.»
*
Ο Μαλαχίας ξύπνησε τον Γεράρδο και τους συντρόφους του και, όταν εκείνοι είχαν βγει από τα δωμάτιά τους και στέκονταν μέσα στον στενό διάδρομο, τους είπε: «Ο Επόπτης ανακοίνωσε με την αυγή ότι το μεσημέρι, όταν ο ήλιος έχει μεσουρανήσει, θα εκτελέσει δι’απαγχονισμού μια αποστάτρια, προς παραδειγματισμό και συμμόρφωση των κατοίκων της Ερρίθιας αλλά και όλης της Χάρνταβελ.»
«Αποστάτρια;» έκανε ο Γεράρδος, ξαφνιασμένος. «Πιστεύεις ότι είναι η Βατράνια;»
«Δεν έχουμε πληροφόρηση για άλλους αιχμαλώτους,» αποκρίθηκε ο Μαλαχίας. «Η ανακοίνωση του Επόπτη λέει πως η γυναίκα αυτή σκότωσε πολεμιστές της Παντοκράτειρας και η ποινή που της αναλογεί είναι ο θάνατος.»
«Πού έχει βγει αυτή η ανακοίνωση;» ρώτησε η Μάρθα.
«Τη φωνάζουν κήρυκες μέσα στην πόλη, από τα ξημερώματα,» είπε ο Μαλαχίας. «Μόλις το μάθαμε.»
«Παράξενο,» είπε η Άνμα’ταρ, με τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της. «Τόσο πολύ βιάζεται ο Επόπτης να την εκτελέσει παραδειγματικά;»
«Γιατί το λες αυτό;» τη ρώτησε ο Γεράρδος, που απ’το μυαλό του δεν μπορούσε να φύγει εκείνο το όνειρο με την κρεμασμένη πάνινη κούκλα.
«Επειδή θα ήταν πολύ πιο συνετό να κρατήσει τη Βατράνια για να παίρνει πληροφορίες, όχι να τη σκοτώσει. Δεν κερδίζει τίποτα έτσι. Δε νομίζω ότι υπάρχουν επαναστάτες εδώ πέρα τους οποίους θα καταφέρει να τρομάξει με τον απαγχονισμό της.»
«Δε μπορεί νάναι τελείως μαλάκας,» είπε η Μάρθα. «Κάποιο λόγο θα έχει.»
«Ναι, έτσι νομίζω κι εγώ,» αποκρίθηκε η Άνμα’ταρ. «Θέλει να μας παγιδέψει.»
«Εμάς; Πώς;»
«Το ξέρει ότι υπάρχουν κι άλλοι επαναστάτες κρυμμένοι μέσα στην Ερρίθια, και θα έχει καταλάβει ότι η Βατράνια τού είπε ψέματα σχετικά μ’αυτούς, αφού δεν τους βρήκε στον Σιδερένιο Ξένο. Επομένως, θέλει τώρα να μας τραβήξει σε μια παγίδα–»
«Πιστεύει ότι θα πάμε να σώσουμε τη Βατράνια την ώρα του απαγχονισμού!» είπε ο Γεράρδος.
Η Άνμα’ταρ ένευσε. «Ναι.»
Ο Γεράρδος ρώτησε τον Μαλαχία: «Πού θα γίνει η εκτέλεση;»
«Στη Δυτική Αγορά, σε φανερό σημείο.»
«Βλέπεις;» είπε η Άνμα στον Γεράρδο. «Θέλει να προσπαθήσουμε να τη σώσουμε.»
«Και θα το κάνουμε, δε θα το κάνουμε;»
«Αν είναι όντως παγίδα,» πετάχτηκε η Μάρθα, «δε μπορούμε να πάμε να πέσουμε μέσα!»
«Δε μπορούμε, όμως, και να τον αφήσουμε να κρεμάσει τη Βατράνια,» είπε ο Γεράρδος.
«Θα πάμε, λοιπόν, να κρεμαστούμε μαζί της; Για παρέα;»
«Θα βρούμε τρόπο να–»
«Μα αν είναι παγίδα;»
«Θα πρέπει,» τους διέκοψε η Άνμα’ταρ, «να στήσουμε μια δική μας παγίδα που αδρανοποιεί την παγίδα του Επόπτη.»
«Νομίζω,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «πως καλό θα ήταν τώρα να πάμε να βρούμε τον Εδμόνδο και τον Σθένελο.»
*
«Το σχέδιό σου είναι τέλειο, αγάπη μου, αλλά τι θα γίνει αν οι αποστάτες δεν παρουσιαστούν;» ρώτησε η Θελρίτ, κοιτάζοντας από το παράθυρο την κρεμάλα που έστηναν οι στρατιώτες τους στο κέντρο της Δυτικής Αγοράς.
«Είμαι βέβαιος ότι θα παρουσιαστούν,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος, καθισμένος στον καναπέ του μικρού καθιστικού και καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Ένας από τους εμπόρους της Ερρίθιας είχε αναγκαστεί να παραχωρήσει για σήμερα την οικία του στον Παντοκρατορικό Επόπτη και τους στρατιώτες του. Δεν ήταν ο μόνος άνθρωπος, βέβαια, που το είχε κάνει αυτό: διάφορα οικήματα γύρω από το σημείο όπου θα γινόταν ο απαγχονισμός ήταν γεμάτα στρατιώτες, για να βγουν την κατάλληλη στιγμή και να περικυκλώσουν τους αποστάτες που θα έρχονταν να σώσουν την κατάσκοπο. Ο Επόπτης είχε φροντίσει να χρηματίσει αρκετά τους ιδιοκτήτες των οικημάτων ώστε να μην πουν σε κανέναν ότι είχαν παραχωρήσει τα σπίτια τους· κι αν έλεγαν – τους είχε απειλήσει – θα τους κρεμούσε κι εκείνους, γιατί θα ήταν βέβαιο ότι είχαν συνωμοτήσει κατά της Παντοκράτειρας.
«Τι θα γίνει, όμως, αν δεν παρουσιαστούν;» επέμεινε η Θελρίτ. «Θα σκοτώσουμε τζάμπα και βερεσέ μια γυναίκα που θα μπορούσε να μας δώσει χρήσιμες πληροφορίες;»
«Φυσικά και όχι.» Ο Νιρμόδος σηκώθηκε από τον καναπέ και πλησίασε τη σύζυγό του, μπροστά στο παράθυρο.
«Μα, αφού θα την έχουμε στην κρεμάλα! Θα σταματήσεις τον απαγχονισμό; Θα ξεφτιλιστούμε σ’όλη την Ερρίθια!»
Ο Νιρμόδος γέλασε και τύλιξε το χέρι του γύρω απ’τη λεπτή μέση της. «Όχι,» είπε, «δε θα σταματήσω τον απαγχονισμό.» Πήρε μια τζούρα απ’το τσιγάρο του. Έδειξε την κρεμάλα που έστηναν οι στρατιώτες, αντίκρυ τους. Ο Επόπτης και η σύζυγός του στέκονταν στον όροφο του σπιτιού που είχαν επιτάξει και είχαν καλή θέα του σημείου όπου θα γινόταν ο απαγχονισμός, καθώς κοιτούσαν πάνω από τις οροφές των υπόλοιπων οικημάτων μπροστά τους. «Βλέπεις να στήνουν τίποτα για να σταθεί ψηλά η αιχμάλωτή μας;»
«Τι να έστηναν;» έκανε παραξενεμένη η Θελρίτ.
«Κάποια εξέδρα με καταπακτή, κάποιο μεγάλο σκαμνί, κάποιο κάρο: κάτι που, την ώρα του απαγχονισμού, θα τραβηχτεί απότομα κάτω απ’τα πόδια της Κορνηλίας.»
Η Θελρίτ συνοφρυώθηκε κοιτάζοντας τους στρατιώτες που έστηναν την κρεμάλα. «Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, όχι. Εκτός αν το φέρουν μετά. Γιατί, όμως–;»
«Δεν πρόκειται να φέρουν τίποτα. Αν ο καταδικασμένος στέκεται πάνω σε κάτι ψηλό κι αυτό το κάτι τραβηχτεί απότομα ενώ η αγχόνη είναι γύρω από το λαιμό του, τότε η ράχη του σπάει στις περισσότερες περιπτώσεις. Δεν είναι το σχοινί που τον πνίγει. Ο θάνατος είναι πολύ γρήγορος.» Ο Νιρμόδος φύσηξε καπνό απ’την άκρη του στόματός του, έσβησε το τσιγάρο του στο περβάζι, και πέταξε τη γόπα κάτω, σ’έναν δρόμο όπου μια γριά καθόταν σε κάτι σκαλοπάτια και έπλεκε. «Εμείς δεν θα βάλουμε τίποτα για να σταθεί η Κορνηλία. Θα σηκώσουμε μονάχα την αγχόνη, και τα πόδια της θα φύγουν από το έδαφος. Η θηλιά θα σφίξει τον λαιμό της δυνατά, με αποτέλεσμα να την κάνει να χάσει τις αισθήσεις της μετά από λίγο. Το σώμα, ασφαλώς, θα συνεχίσει να σπαρταρά καθώς δεν θα μπορεί να πάρει αέρα. Θα περάσει κάποια ώρα, όμως, μέχρι να πεθάνει.
»Ώς τότε θα έχουν έρθει οι αποστάτες για να τη σώσουν – και θα πέσουν στην παγίδα μου. Αν όμως παρ’ελπίδα δεν παρουσιαστούν…» Ο Νιρμόδος έφυγε από το πλευρό της Θελρίτ και βάδισε μέσα στο δωμάτιο. Έπιασε μια μακριά δερμάτινη θήκη που ήταν επάνω στον καναπέ και τράβηξε από μέσα ένα τουφέκι. «Αυτό το όμορφο όπλο,» είπε, χαϊδεύοντας το γυαλιστερό μέταλλο, «δεν εκτοξεύει σφαίρες αλλά βελόνες. Μικρές, λεπτές βελόνες.» Από μια άλλη, τετράγωνη θήκη τράβηξε μια βελόνα και την κράτησε ανάμεσα στον δείκτη και στον αντίχειρά του, επιδεικνύοντάς την στη Θελρίτ η οποία τον κοίταζε με ενδιαφέρον και μ’ένα λοξό μειδίαμα στο πρόσωπό της καθώς, μάλλον, άρχιζε να καταλαβαίνει το σχέδιό του. «Τις βελόνες μπορείς να τις καλύψεις με ό,τι δηλητήριο θέλεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουν επάνω τους παραλυτικό δηλητήριο που ακινητοποιεί τελείως το σώμα. Αν, λοιπόν, οι αποστάτες φίλοι της δεν παρουσιαστούν, από εδώ όπου είμαστε θα τη σημαδέψω και θα τη χτυπήσω με μια από αυτές τις βελόνες. Κανένας δεν θα προσέξει τίποτα· αίμα δεν θα πεταχτεί. Και το δηλητήριο θα δράσει αμέσως. Το σώμα της θα φανεί να κρέμεται νεκρό από την αγχόνη, οπότε οι στρατιώτες μας θα την κατεβάσουν και θα τη φέρουν πάλι στα μπουντρούμια των Ανακτόρων.»
Η Θελρίτ χαμογέλασε. «Είσαι ιδιοφυία, αγάπη μου.»
«Οι φιλοφρονήσεις, καλύτερα, μετά την επιτυχία,» είπε ο Νιρμόδος, βάζοντας πάλι το τουφέκι του στη δερμάτινη θήκη.
*
Την πήγαν σ’ένα δωμάτιο στο ισόγειο των Ανακτόρων. Της έδωσαν ένα φόρεμα να φορέσει και, ύστερα, την έβαλαν να καθίσει μπροστά σ’ένα τραπέζι, όπου υπήρχε φαγητό και ποτό. Παρότι τα χέρια της ακόμα έτρεμαν από τόσες ώρες που ήταν δεμένη στο παγερό πέτρινο πάτωμα, η Βατράνια έφαγε και ήπιε χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα.
«Πού,» ρώτησε, «είναι ο Επόπτης;»
Οι στρατιώτες γύρω της – που κανένας δεν είχε καθίσει· όλοι στέκονταν – δεν αποκρίθηκαν.
Η Βατράνια βούτηξε ένα παξιμάδι στο τσάι της και το δάγκωσε. «Δε μπορώ να πιστέψω ότι με φέρατε εδώ ως αγαθοεργία.»
Ένας από τους στρατιώτες γέλασε κοφτά. «Τα κοτόπουλα, έλεγε ο μπάρμπας μου, τα ταΐζουν καλά πριν από τη σφαγή.»
Η Βατράνια στράφηκε να τον κοιτάξει. «Εσύ θα είσαι που θα με σφάξεις;» Προφανώς ήθελε να την τρομοκρατήσει.
«Όχι,» είπε ο στρατιώτης. «Θα τ’αναλάβει άλλος αυτό.»
Η Βατράνια ήπιε μια γουλιά από το τσάι της. «Κρίμα. Ίσως να είχα κι άλλα να πω στον Επόπτη…» Δεν πίστευε, βέβαια, ότι σκόπευαν να τη σκοτώσουν. Τι νόημα θα είχε;
«Κάνει πλάκα, η σκρόφα,» μούγκρισε ένας άλλος στρατιώτης. «Νομίζει ότι τη δουλεύουμε.»
«Δε θα λέει τίποτα όταν το σχοινί θα σφίγγει το λαρύγγι της.»
Η Βατράνια συνοφρυώθηκε καθώς έτρωγε. Τι παράξενο σχόλιο… Τι ήθελε τώρα να πει, ότι θα την κρεμούσαν; Μαλακίες. Ο Επόπτης τής έκανε ψυχολογικό πόλεμο· ήταν προφανές.
Τελείωσε το φαγητό της χωρίς να μιλά άλλο στους στρατιώτες και, μετά, ακούμπησε την πλάτη της στην καρέκλα. Περιμένοντας. Ο Επόπτης δεν θ’αργούσε να παρουσιαστεί, τώρα.
Κανένας, όμως, δεν ήρθε, και η ώρα περνούσε.
«Σας βρίσκεται κανένα τσιγάρο;» ρώτησε η Βατράνια τους στρατιώτες.
«Σκοτώνεις τους συναδέλφους μας και τώρα ζητάς τσιγάρο; Να πας να πηδηχτείς, σκρόφα.»
Ευχαριστώ…
Από το παράθυρο του δωματίου φαινόταν μια από τις αυλές των Ανακτόρων, και ο φωτισμός εκεί έλεγε στη Βατράνια ότι πρέπει πια να πλησίαζε μεσημέρι. Τι ακριβώς σχεδίαζε ο Επόπτης; Να την κάνει να πεθάνει από τη βαρεμάρα; Όχι, βέβαια, πως είχε κανένα παράπονο. Καλύτερα εδώ παρά στα μπουντρούμια. Επιπλέον, ο χρόνος ήταν με το μέρος της. Ο Εδμόνδος κι ο Σθένελος δεν μπορεί να μη σκέφτονταν πώς να τη σώσουν. Θα έρχονταν για να την πάρουν από εδώ.
Το ελπίζω…
Ένας τηλεπικοινωνιακός πομπός κουδούνισε. Ο στρατιώτης τον έβγαλε από τη ζώνη του και τον έφερε στ’αφτί του. «Μάλιστα,» είπε. «Τη φέρνουμε.» Έκλεισε τον πομπό και πρόσταξε τη Βατράνια: «Σήκω πάνω.»
«Θα πάμε βόλτα;» ρώτησε εκείνη καθώς σηκωνόταν.
«Την τελευταία σου,» αποκρίθηκε ένας άλλος, ερχόμενος από πίσω της και περνώντας μια κλειστή κουκούλα στο κεφάλι της.
Τα πάντα, αμέσως, σκοτείνιασαν.
«Ε!» φώναξε η Βατράνια, πιάνοντας τις άκριες της κουκούλας για να την τραβήξει επάνω. «Βγάλτε– Ογκχ!» Κάποιος τη γρονθοκόπησε στην κοιλιά, κάνοντάς τη να διπλωθεί και παραλίγο να ξεράσει ό,τι είχε φάει. Αισθάνθηκε το φαγητό και το τσάι να έρχονται στον λαιμό της και μετά να ξαναπηγαίνουν κάτω.
Οι στρατιώτες τής έδεσαν τα χέρια πίσω από την πλάτη κι άρχισαν να τη σπρώχνουν, αναγκάζοντάς τη να βαδίζει χωρίς να βλέπει τίποτα.
*
Μια κλειστή άμαξα με δύο άλογα μπήκε στη Δυτική Αγορά, χωρίς να έχει κανένα αναγνωριστικό επάνω της. Όταν έφτασε κοντά στο σημείο όπου θα γινόταν ο απαγχονισμός, οι Παντοκρατορικοί στρατιώτες εκεί φώναξαν στο συγκεντρωμένος πλήθος να κάνει πέρα, πέρα! πέρα! Ένας φαρδύς δρόμος δημιουργήθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους· η άμαξα πέρασε και σταμάτησε μερικά μέτρα απόσταση από την αγχόνη, γύρω απ’την οποία στέκονταν τέσσερις πολεμιστές της Παντοκράτειρας. Από το εσωτερικό της άμαξας βγήκαν κι άλλοι πολεμιστές, και μαζί τους είχαν μια γυναίκα με κλειστή κουκούλα στο κεφάλι και τα χέρια δεμένα πίσω απ’την πλάτη. Ένας απ’τους στρατιώτες τής έβγαλε την κουκούλα…
…και ο Σθένελος είδε το πρόσωπο της Βατράνιας, μελανιασμένο και τραυματισμένο. Τα ξανθά της μαλλιά ήταν ανακατεμένα, αχτένιστα, και βρομισμένα.
«Οι γαμημένοι…!» σύριξε ο μάγος, από εκεί όπου κοίταζε, κρυμμένος μέσα σ’ένα στενορύμι της Δυτικής Αγοράς.
«Σσς,» του έκανε ο Γεράρδος, που ήταν δίπλα του, φορώντας κάπα κι έχοντας την κουκούλα στο κεφάλι.
«Σιγά μη μ’άκουσαν από δω.»
«Έχεις κανένα έξυπνο ξόρκι για να μας βοηθήσει;» τον ρώτησε ο Γεράρδος, περισσότερο για να τον κάνει να ηρεμήσει παρά γιατί πίστευε ότι ο μάγος όντως θα μπορούσε να προσφέρει κάποια βοήθεια.
«Τι νομίζεις ότι είμαι; Δράκαινα; Ερευνητής είμαι. Φυσικά και όχι.» Ο Σθένελος τράβηξε το πιστόλι του.
Ο Γεράρδος έβγαλε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και κάλεσε τη Μάρθα. «Είσαι έτοιμη;»
«Ναι. Να ξεκινήσω;»
«Πάτησέ τους.»
*
Ο Νιρμόδος, στεκόμενος μπροστά στο παράθυρο του επιταγμένου σπιτιού μαζί με τη Θελρίτ, παρακολουθούσε τους στρατιώτες του να βγάζουν την αιχμάλωτη από την άμαξα και να την πηγαίνουν προς την κρεμάλα.
«Τώρα…» μουρμούρισε. «Τώρα πρέπει να δράσουν…»
Η Θελρίτ γέλασε. Ήταν ενθουσιασμένη μ’όλη αυτή την παράσταση.
Η αιχμάλωτη φάνηκε, προς στιγμή, να προσπαθεί να ξεφύγει από τους στρατιώτες, αλλά μερικά γρονθοκοπήματα έδωσαν τέλος στην απερίσκεπτη απόδρασή της. Την έφεραν κάτω απ’την κρεμάλα και πέρασαν την αγχόνη γύρω απ’τον λαιμό της, σφίγγοντάς την.
Ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος έβγαλε ένα χαρτί από την τσέπη του και διάβασε δυνατά, κοιτάζοντας το πλήθος: «Αυτή η γυναίκα είναι αποστάτρια εναντίον της Συμπαντικής Παντοκρατορίας και κατάσκοπος σταλμένη στη Χάρνταβελ από τον Αρχιπροδότη Βασιληά Ανδρόνικο της Απολλώνιας. Εισβάλλοντας στα Ανάκτορα του Υπεράρχη, σκότωσε στρα–»
Ένας πυροβολισμός αντήχησε, και το σχοινί που κρεμόταν από το ικρίωμα της κρεμάλας και κατέληγε στη θηλιά γύρω απ’το λαιμό της αιχμάλωτης κόπηκε.
Αποστάτες όρμησαν από γύρω, κουκουλοφόροι, οπλοφορώντας, και πυροβολώντας τους στρατιώτες κοντά στην αγχόνη.
*
Η Ιζαμπώ και Ισαβέλλα όρμησαν από το βόρεια, κρατώντας δύο πιστόλια η καθεμία και χτυπώντας όποιον λευκοντυμένο πολεμιστή έβλεπαν. Ο Γεράρδος και ο Σθένελος ξεπρόβαλαν από τα ανατολικά, ο πρώτος μ’ένα τουφέκι στα χέρια, ο δεύτερος με το πιστόλι του. Ο Εδμόνδος ήρθε από τα νότια, μαζί με τον Έδουο, ο οποίος είχε επιμείνει να βοηθήσει, εκπλήσσοντας τον Γεράρδο (και βάζοντάς τον σε υποψίες ότι, στην πραγματικότητα, ήθελε να παρακολουθεί – πράγμα το οποίο δεν πείραζε καθόλου, έτσι όπως ήταν η κατάσταση). Ο τροβαδούρος βαστούσε σπαθί και πιστόλι, και το ίδιο κι ο ιερέας, που από τις κινήσεις του φαινόταν σ’ένα έμπειρο μάτι ότι το Εσώτερο Θηρίο είχε ξυπνήσει εντός του.
Η Άνμα’ταρ, που, ακροβολισμένη, είχε πυροβολήσει το σχοινί της κρεμάλας, τώρα έστρεφε το στόχαστρό της για να σημαδέψει στρατιώτες.
Ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος, βλέποντας τους αποστάτες να έρχονται και τους πολεμιστές του να πέφτουν ολόγυρά του, πήδησε μέσα στην κλειστή άμαξα για να καλυφτεί.
Το συγκεντρωμένο πλήθος των γηγενών άρχισε να διαλύεται, τρέχοντας, ουρλιάζοντας.
Ο Γεράρδος βρέθηκε ανάμεσα στους πανικόβλητους ανθρώπους αλλά, παραδόξως, αισθάνθηκε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος να ποδοπατηθεί, ούτε να τον καθυστερήσουν απ’το να φτάσει στη Βατράνια. Μπορούσε να δει, να νιώσει, τα στριφτά μονοπάτια που δημιουργούνταν ανάμεσα στο πλήθος και να τ’ακολουθήσει αλάθητα. Σα να βρισκόταν μέσα σε όνειρο.
«Μαζί μου!» φώναξε στον Σθένελο. «Μαζί μου!»
Ο κόσμος περνούσε από γύρω τους λες κι οι δυο τους να ήταν κάτι που οι άλλοι δεν έπρεπε ν’αγγίξουν.
«Τι συμβαίνει;» απόρησε ο μάγος. «Τι…;»
Ο Γεράρδος συνέχισε ν’ακολουθεί τα μονοπάτια ανάμεσα στο πλήθος, τα οποία του φανέρωνε κάποια αίσθηση που δεν ήταν ούτε η όραση ούτε η ακοή. Δεν απάντησε στον Σθένελο, καθώς ζύγωναν τη Βατράνια, η οποία κοίταζε ολόγυρα, σαστισμένη, σα να μην ήξερε προς τα πού να τρέξει.
*
Η Μάρθα και ο Σέλιρ’χοκ είχαν, πριν από ώρες, βγει από την Ερρίθια για να πάρουν τον Κροκόδειλο από εκεί όπου τον είχαν αφήσει. Ο μάγος είχε καθίσει στο ενεργειακό κέντρο και εκείνη στο τιμόνι, και είχαν φέρει το όχημα πιο κοντά στην πόλη, με το περίβλημά του να παίρνει τα χρώματα του περιβάλλοντος και να κρύβεται μέσα στη βλάστηση.
Περίμεναν.
Και μετά, ο Γεράρδος είχε καλέσει τη Μάρθα μέσω πομπού και της είχε πει να ξεκινήσει. Ο Σέλιρ’χοκ είχε ήδη υφάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως αφού πλησίαζε μεσημέρι, κι έτσι έφυγαν αμέσως. Η Μάρθα οδήγησε τον Κροκόδειλο προς τη Δυτική Πύλη της Ερρίθιας, τρέχοντας, με μεγάλη ταχύτητα. Στο δρόμο συνάντησε ένα καρό, το χτύπησε ανατρέποντάς το, και συνέχισε. Η πύλη ήταν ανοιχτή, και φρουροί των Παντοκρατορικών και του Υπεράρχη στέκονταν εκεί. Η Μάρθα δεν ελάττωσε καθόλου την ταχύτητα του οχήματος, έχοντας το πόδι της πιεσμένο στο πετάλι. Οι φρουροί τής έκαναν, προς στιγμή, νοήματα να σταματήσει, αλλά, όταν είδαν πως εκείνη τούς αγνοούσε, έτρεξαν δεξιά κι αριστερά για να μην τους πατήσει. Το ίδιο έκαναν και κάποιοι άλλοι που ήταν συγκεντρωμένοι στην πύλη. Άνθρωποι και ζώα φώναζαν και έτρεχαν.
Η Μάρθα έβαλε τον Κροκόδειλο στους δρόμους της Ερρίθιας, διαλύοντας ό,τι έβρισκε στο πέρασμά της.
*
«Μακριά!» φώναζε ο Έδουος. «Κάντε πέρα!» Και το πλήθος παραμέριζε μπροστά από εκείνον και τον Εδμόνδο, μοιάζοντας να φοβάται τον ιερέα περισσότερο από τους πυροβολισμούς που αντηχούσαν από γύρω. Ο τροβαδούρος δεν αδικούσε τον κόσμο: κι εκείνος ένιωθε έναν δυνατό, παράλογο τρόμο, σαν να ήξερε πως είχε ένα άγριο θηρίο πλάι του το οποίο μπορεί, από στιγμή σε στιγμή, να στρεφόταν και να τον έτρωγε.
Υψώνοντας το πιστόλι του πυροβόλησε έναν Παντοκρατορικό στρατιώτη, και ο Έδουος πυροβόλησε άλλον έναν, καθώς το πλήθος χωριζόταν σαν ποταμός εμπρός τους.
«Θάνατος! Θάνατος στους τυράννους!» φώναζε ο ιερέας: κι η φωνή του γέμιζε με τρόμο όσους την άκουγαν.
Μετά, όμως, μια άλλη φωνή αντήχησε στη Δυτική Αγορά, πάνω από τη φωνή του Έδουου, πάνω από τα ουρλιαχτά του πλήθους, πάνω από τους πυροβολισμούς.
Η φωνή του Παντοκρατορικού Επόπτη, μεγεθυσμένη από τηλεβόα.
«ΕΠΙΘΕΣΗ! ΕΠΙΘΕΣΗ! ΤΩΡΑ!»
Και από τα τριγυρινά οικήματα ένας χείμαρρος από Παντοκρατορικούς στρατιώτες βγήκε, φέροντας τουφέκια, πιστόλια, και σπαθιά.
«Παραδοθείτε!» φώναζαν στους αποστάτες. «Πετάξτε τα όπλα σας κάτω! Παραδοθείτε!»
Ο Γεράρδος και ο Σθένελος είχαν ήδη βρεθεί κοντά στη Βατράνια, και ο μάγος την τράβηξε κοντά του. «Εμείς είμαστε,» της είπε.
Η Βατράνια βλεφάρισε, ξαφνιασμένη. «Σθένελε… Το ήξερα ότι θα ερχόσασταν.»
«Πρέπει να φύγουμε κιόλας,» είπε ο Γεράρδος, πυροβολώντας έναν από τους Παντοκρατορικούς στρατιώτες που πλησίαζαν.
Η Βατράνια δεν μπορούσε να δει καθαρά το πρόσωπό του μέσα από την κουκούλα της κάπας του. «Γεράρδε; Εσύ είσαι; Εσύ!»
Η Ιζαμπώ και η Ισαβέλλα βρίσκονταν επίσης κοντά, τώρα· και ο Εδμόνδος κι ο Έδουος ζύγωναν πυροβολώντας ολόγυρα, τους Παντοκρατορικούς. Ορισμένοι απ’αυτούς ανταπέδωσαν τα πυρά, αν και μάλλον οι διαταγές τους ήταν να αιχμαλωτίσουν, όχι να σκοτώσουν, υπέθεταν οι επαναστάτες από τις κινήσεις τους.
«ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ,» αντήχησε η φωνή του Επόπτη. «ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ. ΑΦΗΣΤΕ ΤΑ ΟΠΛΑ ΣΑΣ ΚΑΤΩ.»
Ουρλιαχτά, ξαφνικά, από τα δυτικά. Και το μούγκρισμα τροχών επάνω στο πλακόστρωτο.
Ένα μεγάλο εξάτροχο όχημα ερχόταν, διαλύοντας πάγκους εμπόρων, χτυπώντας γαϊδούρια και σκυλιά που βρίσκονταν στον δρόμο του, σπάζοντας κάρα.
Ο Κροκόδειλος.
Ήρθε πίσω από τους Παντοκρατορικούς πολεμιστές κι έπεσε επάνω τους, τσακίζοντας κάτω απ’τους τροχούς του όσους δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν.
Η Άνμα’ταρ, που ήταν σκαρφαλωμένη σε μια στέγη, είδε το όχημα να περνά από κάτω της και πήδησε στην οροφή του. Βρέθηκε εκεί γονατισμένη στο ένα γόνατο και πιασμένη γερά με το ένα χέρι· και έμεινε έτσι, υψώνοντας το τουφέκι της με το άλλο χέρι και πυροβολώντας συνεχόμενα.
Οι Παντοκρατορικοί, αιφνιδιασμένοι, τρομαγμένοι, σκορπίζονταν.
«ΜΗ ΦΕΥΓΕΤΕ! ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΧΗΜΑ!» αντήχησε η φωνή του Επόπτη.
«Άντε γαμήσου γαμημένε καριόλη παιδί του Λοκράθου!» φώναξε η Μάρθα από το παράθυρο του Κροκόδειλου, οδηγώντας το όχημά της πάνω στην κλειστή άμαξα που είχε φέρει τη Βατράνια στην κρεμάλα. Η άμαξα τινάχτηκε παραδίπλα, κουτρουβαλώντας, ενώ τα ξύλα της διαλύονταν, οι τροχοί της έφευγαν.
Η Μάρθα σταμάτησε τον Κροκόδειλο μ’έναν δυνατό τρίξιμο τροχών που ράγισε το πλακόστρωτο από κάτω τους. «Ελάτε!» φώναξε στους άλλους επαναστάτες, καθώς η Άνμα’ταρ πηδούσε από την οροφή του οχήματος για να βρεθεί πλάι στον Έδουο. «Γρήγορα! προτού αυτοί οι γαμιόληδες συνέλθουν.»
Ο Γεράρδος άνοιξε την πίσω πόρτα του Κροκόδειλου κι όλοι ανέβηκαν. Ο Εδμόνδος έκλεισε.
«Στο λιμάνι!» φώναξε ο Γεράρδος στη Μάρθα. «Στο λιμάνι!»
«Ναι, τα έχουμε πει,» αποκρίθηκε εκείνη, πατώντας το πετάλι και βάζοντας τους έξι μεγάλους τροχούς σε κίνηση.
«ΚΥΝΗΓΗΣΤΕ ΤΟΥΣ!» αντήχησε η φωνή του Επόπτη. «ΚΥΝΗΓΗΣΤΕ ΤΟΥΣ! ΚΥΝΗΓΗΣΤΕ ΤΟΥΣ!»
Πυροβολισμοί τούς ακολουθούσαν καθώς έφευγαν από τη Δυτική Αγορά, στρίβοντας νότια και διαλύοντας ό,τι βρισκόταν μπροστά τους. Οι δρόμοι της Ερρίθιας ήταν στενοί, όχι φτιαγμένοι για μεγάλα οχήματα – και σίγουρα όχι για καταδιώξεις μέσα σε μεγάλα οχήματα. Η Μάρθα δεν μπορούσε να περάσει από παντού, κι από εκεί όπου μπορούσε να περάσει έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει καταστροφές, θέλοντας και μη.
Ο Γεράρδος ήρθε και κάθισε δίπλα της. «Ωραία οδήγηση.»
«Άντε γαμήσου.»
Ο Γεράρδος μειδίασε.
Το λιμάνι δεν ήταν μακριά, και δεν άργησαν να φτάσουν. Το μέρος ήταν σχεδόν άδειο όταν βρέθηκαν κοντά στις αποβάθρες, καθώς ο κόσμος, ουρλιάζοντας, έτρεχε ν’απομακρυνθεί από το όχημα που πατούσε τα πάντα στο πέρασμά του.
«Θα λέγονται ιστορίες για χρόνια γι’αυτή την υπόθεση,» είπε ο Εδμόνδος, από πίσω.
«Και γαμώ,» είπε η Μάρθα. «Θα μας βρίζουν κάθε νύχτα.»
«Σέλιρ,» είπε ο Γεράρδος, «είσαι έτοιμος;»
«Εννοείται, Καπετάνιε,» απάντησε ο μάγος, κι άρχισε το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, καθισμένος στο ενεργειακό κέντρο του οχήματος.
Η Μάρθα οδήγησε τον Κροκόδειλο προς τις αποβάθρες ενώ η μορφή του είχε ήδη αρχίσει να μεταβάλλεται. Οι τροχοί του πάτησαν επάνω σε ξύλα που έσπασαν από κάτω τους – και μετά, το όχημα βρέθηκε μέσα στο νερό του ποταμού. Αλλά δεν ήταν πια όχημα. Όχι ακριβώς. Επέπλεε. Και η μεταμόρφωσή του σύντομα ολοκληρώθηκε. Έγινε δικάταρτο πλοίο με ενεργειακή μηχανή.
Το τιμόνι είχε αλλάξει στα χέρια της Μάρθας, όπως και η κονσόλα μπροστά της. «Προς τα πού, Καπετάνιε;» ρώτησε.
«Βόρεια. Αν μας ακολουθήσουν, στο Κεντροδάσος θα τους ξεφύγουμε πιο εύκολα.»
Γι’ακόμα μια φορά η μεγάλη αίθουσα της Βασιλικής Οικίας ήταν ανάστατη. Ο Κάλροοθ καθόταν στον κοκάλινο θρόνο του και παρακολουθούσε τους υπηκόους του να διαπληκτίζονται σχετικά με τους ξένους. Οι ανιχνευτές του και ο Νερκάλοοτ είχαν επιστρέψει χτες βράδυ και τα νέα που είχαν φέρει ήταν ανησυχητικά. Οι κάτοικοι του άλλου κόσμου δεν ήταν φιλικοί. Μόλις τους είχαν δει να ζυγώνουν, είχαν πυροβολήσει. Κι επιπλέον, ο Οφθαλμός της Ψυχής είχε δηλώσει πως κάποια άγνωστη παρουσία θεϊκής δύναμης τον εμπόδιζε όχι μόνο να στείλει το πνεύμα του μέσα από το άνοιγμα για να ερευνήσει τον άλλο κόσμο, αλλά και να επηρεάσει το μυαλό των ξένων ώστε να τους κάνει να «παραβλέψουν» τους ανιχνευτές μες στο σκοτάδι της νύχτας.
Τι έπρεπε να γίνει τώρα;
Ο Κάλροοθ, ασφαλώς, δεν ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει το όνειρό του – το όνειρο να οδηγήσει τον λαό του σ’έναν κόσμο καταπράσινο όπως στις Παλαιές Διηγήσεις. Όμως δεν ήθελε να έρθει και σε σύγκρουση με τους ξένους παρά μονάχα αν αυτό αποδεικνυόταν απαραίτητο.
Η Βασιλική Σύζυγός του, η Ελκέρτα, ήταν υπέρ του να επιτεθούν μέσα από το άνοιγμα, αν μη τι άλλο για να κάνουν μια επιδρομή. Θα πάρουμε πολλές πληροφορίες έτσι, είχε πει στον Κάλροοθ, τη νύχτα. Θα δούμε πώς είναι το τοπίο πέρα από το άνοιγμα, κατά πρώτον. Κι επιπλέον, λαφυραγωγώντας θα μάθουμε διάφορα για το πώς ζουν αυτοί οι άνθρωποι και τι εργαλεία χρησιμοποιούν. Ο Κάλροοθ, όμως, δεν ήθελε να κάνει τίποτα βιαστικό. Τα πάντα έπρεπε να γίνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αν ήταν να οδηγήσει τον λαό του σ’έναν καινούργιο κόσμο. Είχε πει στην Ελκέρτα ότι δεν θα έπαιρνε απόφαση τόσο γρήγορα· θα καλούσε και τους υπόλοιπους, το πρωί, για να συζητήσουν.
Και τώρα συζητούσαν. Ή, μάλλον, φώναζαν.
Η Ελκέρτα πρότεινε πάλι μια γρήγορη επιδρομή πέρα από το άνοιγμα. Ο Βασιλικός Υπασπιστής Νάρκλοομ διαφωνούσε, λέγοντας πως δεν ήξεραν ακόμα τι όπλα μπορεί να είχαν οι ξένοι και καλύτερα, επομένως, να μην προκαλούσαν την οργή τους. Ο μεγάλος γιος του Κάλροοθ, ο Πρίγκιπας-Διάδοχος Όσραοκ, έμοιαζε να διαφωνεί με τον Βασιλικό Υπασπιστή αλλά ώς ένα σημείο: πρότεινε να επιτεθούν στους ξένους, μαζικά, μόλις μάθαιναν αρκετά γι’αυτούς ώστε να είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι. Γιατί, εκτός των άλλων, έλεγε, υπήρχε ο κίνδυνος οι ξένοι να επετίθεντο πρώτοι! Η Νιρντέτα, η αδελφή του Κάλροοθ, διαφωνούσε με τον Όσραοκ, ισχυριζόμενη ότι αποκλείεται, όποιοι κι αν ήταν αυτοί οι ξένοι, να έρχονταν να κατακτήσουν μια ερημιά. Η Φαλτίκα, η κόρη του Κάλροοθ, συμφωνούσε με τη θεία της, ένθερμα, και κατηγορούσε την Ελκέρτα ότι προσπαθούσε να βάλει σε κίνδυνο ολόκληρη τη Νίρμικιτ.
«Σταθείτε λίγο!» φώναξε ο Νάσκερελ, ο αδελφός του Κάλροοθ, που ήταν πρασινόδερμος σαν τον Βασιληά και κουτσός από τη δεξιά μεριά· κρατούσε ένα λαξευτό ραβδί για να στηρίζεται, καθώς σηκωνόταν τώρα από τη θέση του. «Σταθείτε λίγο, λέω!» Η φωνή του χανόταν μέσα στη βαβούρα· ο Κάλροοθ αναρωτιόταν αν κανένας εκτός από εκείνον είχε ακούσει τον αδελφό του. «Σταθείτε λίγο, να μιλήσουμε λογικά, μα την Πνοή του Καρμόνκον!»
Αυτή η κραυγή, τελικά, τράβηξε την προσοχή τους. Στράφηκαν να κοιτάξουν τον Βασιλίσκο Νάσκερελ, κι εκείνος βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει χωρίς να φωνάζει: «Σε περίπτωση που το έχετε λησμονήσει, έχουμε τέσσερις αιχμαλώτους. Τέσσερις ανθρώπους από τον άλλο κόσμο. Μπορούμε να τους χρησιμοποιήσουμε για να συνεννοηθούμε, ίσως, με τους φύλακες του ανοίγματος.»
«Ξεχνάς, όμως, θείε, ότι δεν ξέρουμε τη γλώσσα των αιχμαλώτων,» είπε ο Πρίγκιπας-Διάδοχος Όσραοκ. «Τι νόημα θα είχε να τους πάμε μπροστά στους φύλακες του ανοίγματος αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε μαζί τους.»
«Κι αν μπορούσαμε να μιλήσουμε τη γλώσσα τους,» έθεσε το ερώτημα ο Ρέσλοοτ, το τρίτο παιδί του Κάλροοθ, «ποιος ο λόγος να μην επικοινωνήσουμε οι ίδιοι με τους φύλακες του ανοίγματος, αδελφέ;»
«Μην είσαι ανόητος, Ρέσλοοτ! Αλλιώς θα αντιδράσουν οι φύλακες αν δουν κάποιους που γνωρίζουν.»
Ο Ρέσλοοτ ατένισε τον Όσραοκ οργισμένα. Ανέκαθεν οι δυο τους είχαν κόντρες, που ο Κάλροοθ όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να αμβλύνει. Ο Ρέσλοοτ νόμιζε ότι ο μεγάλος του αδελφός τον υποτιμούσε, κι ο Κάλροοθ σκεφτόταν πως, ορισμένες φορές, ίσως όντως έτσι να ήταν. Ο Όσραοκ μιλούσε, κάπου-κάπου, πολύ απερίσκεπτα στον Ρέσλοοτ.
«Σε λίγο καιρό θα μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τους ξένους,» είπε εμφατικά ο Νάρκλοομ· και στράφηκε στη Χονρέπα, η οποία, μέχρι στιγμής, ήταν σιωπηλή. «Έτσι δεν είναι;»
Η Οφθαλμός της Ζωής ένευσε. «Χτες, μιλώντας αρκετές ώρες με τον Τέρι Κάρμεθ, έκανα αξιοσημείωτη πρόοδο, νομίζω.»
«Δεν έχουμε χρόνο για τέτοιες ανοησίες!» φώναξε η Ελκέρτα. «Μέχρι να καταφέρεις να μάθεις τη γλώσσα των ξένων, θα έχουμε χάσει την ευκαιρία μας. Κατ’αρχήν, οι ξένοι θα είναι καλύτερα προετοιμασμένοι για εμάς. Κατά δεύτερον, πρέπει εμείς να πάμε πρώτοι στον καινούργιο κόσμο, όχι ν’αφήσουμε τους κατοίκους άλλων πόλεων να πάνε πριν από εμάς!»
«Δεν ακολουθούμε στρατιωτικές τακτικές ληστών στη Νίρμικιτ, μα όλους του υπόγειους θεούς!» αντιγύρισε ο Νάρκλοομ, εκνευρισμένα, κοπανώντας τη γροθιά του επάνω στο κοκάλινο τραπέζι μπροστά στο οποίο στεκόταν.
Η Ελκέρτα ήταν έτοιμη ν’αποκριθεί με μάλλον άγριο τρόπο, όταν ο Κάλροοθ μίλησε, ξαφνιάζοντάς τους: «Χονρέπα,» ρώτησε, «τι έχεις μάθει από τον Τέρι Κάρμεθ;»
«Πρέπει να είναι αξιωματικός, Μεγαλειότατε, σε κάποιον μεγάλο στρατό. Έχει μια σύζυγο που ονομάζεται Αρίνη. Επιμένει ότι δεν είναι εχθρός μας, και ζητά να ελευθερώσουμε εκείνον και τους άλλους τρεις, οι οποίοι πρέπει να είναι στρατιώτες του.»
«Τι ξέρει για το άνοιγμα;» ρώτησε ο Κάλροοθ.
«Απ’ό,τι κατάλαβα,» απάντησε η Χονρέπα, «δεν ξέρει τίποτα. Πρέπει να είναι το ίδιο παραξενεμένος όπως εμείς.»
«Σου είπε κάτι για τον… θεό που αισθάνθηκε ο Νερκάλοοτ στον άλλο κόσμο; Γι’αυτή τη μεγάλη δύναμη;»
«Όχι, Μεγαλειότατε. Δεν το ανέφερε καθόλου. Την επόμενη φορά θα τον ρωτήσω, όμως.»
«Έμαθες τίποτ’άλλο;»
«Όχι, Βασιληά μου. Αυτά, προς το παρόν.»
«Αυτά,» είπε η Ελκέρτα, κάπως ειρωνικά, «μας είναι, ουσιαστικά, άχρηστα.»
«Προσπαθώ να του διδάξω διάφορες λέξεις, Υψηλοτάτη. Όσο περισσότερες λέξεις ξέρει, τόσο πιο εύκολο θα είναι να επικοινωνήσω μαζί του. Και συγχρόνως, βέβαια, μαθαίνω κι εγώ τη δική του γλώσσα.»
«Να συνεχίσεις έτσι, Χονρέπα,» είπε ο Κάλροοθ. «Έχεις κάνει πολύ καλή δουλειά ώς τώρα.»
«Ευχαριστώ, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η Λιθοφόρος, με μια σύντομη υπόκλιση που έκανε τη θρισίρτα στον ώμο της να γυαλίσει.
Η Ελκέρτα έριξε ένα βλέμμα στη Χονρέπα κι ένα βλέμμα στον Κάλροοθ, και δεν έμοιαζε ευχαριστημένη. Ο Βασιληάς νόμιζε ότι η σύζυγός του ζήλευε τη Λιθοφόρο επειδή εκείνος τής έδειχνε περισσότερο ενδιαφέρον απ’ό,τι σε άλλους αυλικούς. Η αλήθεια ήταν ότι του Κάλροοθ τού άρεσε η Χονρέπα σαν γυναίκα, αλλά ποτέ δεν είχε συμβεί τίποτα μεταξύ τους και, μάλλον, ποτέ δεν θα συνέβαινε. Εκείνη δεν έδειχνε τον ίδιο ενθουσιασμό με τον Βασιληά, κι ο Βασιληάς δεν ήθελε να την πιέσει χρησιμοποιώντας την ανώτερη κοινωνική του θέση. Θα ήταν ανόητο.
«Θα περιμένουμε,» είπε ο Κάλροοθ στους συγκεντρωμένους αυλικούς του, «μέχρι που να μπορούμε να επικοινωνήσουμε καλά με τον Τέρι Κάρμεθ και να τον βάλουμε να μιλήσει με τους φρουρούς του ανοίγματος.»
«Μα, ώς τότε–!» άρχισε η Ελκέρτα.
«Θα έχουμε παρατηρητές στην έρημο, όπως πάντα. Αν δουν κάποιον κίνδυνο, θα μας ειδοποιήσουν.»
«Και οι βασιληάδες των άλλων πόλεων;»
«Αποκλείεται να έχουν από τώρα μάθει για το άνοιγμα.»
«Ίσως, όμως, να έχουν μάθει για άλλα ανοίγματα,» επέμεινε η Ελκέρτα. «Οι Θεογνώστες είπαν ότι, μάλλον, υπάρχουν κι άλλα ανοίγματα.»
«Δεν έχω, όμως, ξαναμιλήσει μαζί τους. Αλλά, όπως και νάχει, δεν θα επιτεθώ σ’αυτούς τους ξένους τόσο γρήγορα. Όχι όταν μπορώ να αποφύγω την αιματοχυσία.» Και στρεφόμενος στη Χονρέπα, ρώτησε: «Σε πόσες ημέρες νομίζεις ότι θα μπορείς να συνεννοηθείς καλά με τον Τέρι Κάρμεθ, Χονρέπα;»
«Σε πέντε ημέρες πρέπει να μπορούμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο, Βασιληά μου.»
«Ορίστε,» είπε ο Κάλροοθ στη Βασιλική Σύζυγό του και στους υπόλοιπους. «Πέντε ημέρες δεν είναι τόσος πολύς καιρός για να περιμένουμε. Μην ξεχνάτε ότι ο κόσμος πέρα από το άνοιγμα είναι όπως ο κόσμος που ξέρουμε από τις Παλαιές Διηγήσεις. Θέλετε να βιαστούμε για να τον αποκτήσουμε; Θέλετε να ριψοκινδυνέψουμε να γίνει κάποιο λάθος; Εγώ λέω όχι! Κανένα λάθος δεν πρέπει να γίνει! Πρέπει, στο τέλος, να κατοικήσουμε σ’αυτό τον κόσμο! Τον δικαιούμαστε, ύστερα από τόσες σκοτεινές μέρες εδώ, κάτω από τη γη!»
Φωνές που συμφωνούσαν μαζί του ακούστηκαν απ’όλη την αίθουσα, όχι μονάχα από την οικογένειά του, τους Λιθοφόρους, και τους αξιωματούχους, αλλά κι από τους παρευρισκόμενους υπηρέτες και φρουρούς.
Ναι, σκέφτηκε ο Κάλροοθ, χαμογελώντας μέσα στα λευκά μούσια του, μοιράζονται κι αυτοί το όραμά μου. Φυσικά.
Θα ξαναζήσουμε στον Παλαιό Κόσμο! Θα είναι σαν όνειρο που είχαμε λησμονήσει.
*
Οι Θεογνώστες ήρθαν όταν η αίθουσα είχε αδειάσει λιγάκι. Πριν, βρίσκονταν εδώ και τα πέντε παιδιά του Κάλροοθ· τώρα, είχαν μείνει μόνο ο Όσραοκ και η Φαλτίκα. Η Χονρέπα είχε φύγει, αλλά ο Νερκάλοοτ ήταν εδώ, όπως επίσης και ο Βασιλικός Υπασπιστής Νάρκλοομ, ο Βασιλίσκος Νάσκερελ, και η Βασιλική Σύζυγος Ελκέρτα.
Ο τυφλός γέρο-Θεογνώστης Κέρφαοκ και η Θεογνώστρια Νιτκέτκα, ως συνήθως, δεν υποκλίθηκα μπροστά στον Βασιληά της Νίρμικιτ. Ούτε καν χαιρέτησαν.
Ο Κάλροοθ τούς μίλησε πρώτος: «Μου είπατε ότι θα ερχόσασταν σε επαφή με τους θεούς σας· ότι θα μου λέγατε περισσότερα για το τι συμβαίνει, και πώς να προστατέψω τον λαό μου.»
«Ο Καρμόνκον. Πολύ φοβισμένος είναι, Βασιληά Κάλροοθ,» είπε ο Κέρφαοκ, στηριζόμενος στο μακρύ ραβδί του. Το κεφάλι του ήταν στραμμένο με τρομαχτική ακρίβεια προς τη μεριά του Κάλροοθ, παρότι ο γέρο-Θεογνώστης ήταν τυφλός και τα μάτια του κρυμμένα πίσω από ένα μαύρο πανί. «Η Καταιγίδα των Βαθών ουρλιάζει και ουρλιάζει. Θυμωμένη. Μεγάλος θυμός. Κάτι ξένο πλησιάζει.»
Ασυναρτησίες όπως πάντα! σκέφτηκε, εκνευρισμένα, ο Κάλροοθ. Ο Θεογνώστης δεν είχε, ουσιαστικά, απαντήσει σε καμία από τις ερωτήσεις του. «Τι είναι τα ανοίγματα; Γιατί δημιουργούνται;»
«Ένας μεγάλος πόνος. Από παντού. Καταστροφή πλησιάζει.»
Κατάρες και σκοτάδια! Τι να καταλάβω από τούτα; Ο Κάλροοθ έστρεψε το βλέμμα του στη Νιτκέτκα. «Τι σου λέει η δική σου θεά;»
«Αρνήθηκε να μιλήσει μαζί μου, Βασιληά,» αποκρίθηκε η Θεογνώστρια με τη λαρυγγώδη φωνή της. «Ήταν μακριά και δε δεχόταν νάρθει κοντύτερα. Και δεν είναι κανείς να παίζει με την Τορθόλμεθ.»
«Ρωτήσατε τι μπορώ να κάνω για να προστατέψω τον λαό μου;»
«Καταστροφή έρχεται, Βασιληά Κάλροοθ,» είπε ο Κέρφαοκ. «Τρώει τον κόσμο μας… Αργά-αργά τον τρώει. Τον ροκανίζει. Τα πάντα στο τέλος τους θέλουν να έρθουν.»
Τα λόγια του Θεογνώστη έκαναν ένα ρίγος να διατρέξει τη ράχη του Κάλροοθ. Δεν μπορώ ν’ακούω άλλες ανοησίες! σκέφτηκε. Δεν είναι δυνατόν! Δεν είναι δυνατόν ο κόσμος μας να καταστρέφεται!
Η Ελκέρτα ρώτησε τον Κέρφαοκ: «Αυτή η καταστροφή που λες, πόσο γρήγορα θα έρθει; Είναι θέμα ημερών; Μηνών; Χρόνων;»
«Δεν γνωρίζω. Αλλά δεν αργεί. Όχι, καθόλου δεν αργεί.»
Η Ελκέρτα στράφηκε στον Κάλροοθ. «Σ’το είπα, και σ’το ξαναλέω: Πρέπει να βιαστούμε.»
Εκείνος ύψωσε το χέρι του. Ανοησίες! Τρέλες! Στους Θεογνώστες είπε: «Μου λέτε, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει τίποτα που μπορώ να κάνω για να προστατέψω τον λαό μου από αυτή την… καταστροφή;»
«Όταν οι θεοί τρομάζουν, Βασιληά,» αποκρίθηκε η Νιτκέτκα, «τι μπορούμε εμείς να κάνουμε;»
Ο Κέρφαοκ δεν μίλησε, αλλά η στάση του και η σιωπή του έλεγαν πως συμφωνούσε.
Δεν είναι να περιμένω τίποτα απ’αυτούς! σκέφτηκε ο Κάλροοθ. Τίποτα παρά ασυναρτησίες και γενικολογίες. Παρ’όλ’αυτά, δεν πίστευε ότι οι Θεογνώστες έλεγαν ψέματα. Πρέπει, όντως, κάτι επικίνδυνο να είχε αρχίσει να συμβαίνει στον κόσμο. Κι αν ήταν έτσι, τότε… τότε είμαστε, τουλάχιστον, τυχεροί που υπάρχει το άνοιγμα. Θα φύγουμε από εδώ και θα πάμε σ’ένα μέρος όπως στις Παλαιές Διηγήσεις.
«Όταν έχετε περισσότερα να μου πείτε, να ξανάρθετε,» είπε ο Κάλροοθ στους Θεογνώστες. «Τώρα, μπορείτε να πηγαίνετε.»
Ο Κέρφαοκ και η Νιτκέτκα αποχώρησαν από τη μεγάλη αίθουσα.
Ο Όσραοκ είπε: «Οι προειδοποιήσεις τους, πατέρα, μου φάνηκαν σοβαρές. Δε νομίζω ότι οφείλουμε να τους πάρουμε αψήφιστα.»
«Εξαρχής έλεγα ότι πρέπει να βιαστούμε!» τόνισε η Ελκέρτα.
«Δεν θα έρθει το τέλος του κόσμου μέσα σε μερικές ημέρες,» είπε ο Κάλροοθ. «Θα περιμένουμε μέχρι η Χονρέπα να μπορεί να συνεννοηθεί με τον Τέρι Κάρμεθ.»
«Κι αν έρθει το τέλος του κόσμου, πατέρα;» έθεσε το ερώτημα ο Όσραοκ.
«Σ’αυτή την περίπτωση, έτσι κι αλλιώς δεν προλαβαίνουμε να φύγουμε. Νομίζεις ότι τόσο εύκολα οι ξένοι θ’αφήσουν ολόκληρο τον λαό μας να περάσει από το άνοιγμα; Ειδικά αν τους επιτεθούμε;»
«Βασιληά μου,» είπε ο Νάρκλοομ, που ήταν ευχαριστημένος γιατί έβλεπε ότι τα πράγματα πήγαιναν όπως τα ήθελε, «η απόφασή σας είναι σοφή και συνετή. Πράγματι, δεν έχουμε τίποτα να κερδίσουμε με μια βιαστική επίθεση κατά των ξένων.» Τελικά, σκέφτηκε, η κρίση του Βασιληά μας δεν είναι θολωμένη από την εμμονή του με τον Παλαιό Κόσμο, ούτε η Ελκέρτα μπορεί να τον επηρεάσει τόσο όσο φοβόμουν. Ευτυχώς. Κι ετούτο σήμαινε ότι ο Νάρκλοομ δεν θα χρειαζόταν να βάλει κανένα ακραίο σχέδιο σε εφαρμογή: κανένα σχέδιο που θα κινδύνευε, ίσως, να τον κάνει να φανεί προδότης στη Νίρμικιτ.
Ο Κάλροοθ κατέβηκε από τον θρόνο του και βάδισε μέσα στην αίθουσα. «Θα επιτεθούμε μονάχα αν είναι απαραίτητο,» είπε: «αν μιλήσουμε μαζί τους και δεν δεχτούν να μας επιτρέψουν να περάσουμε. Γιατί δεν πρόκειται ν’αφήσω τον λαό μου μέσα σ’αυτές τις σπηλιές, όταν υπάρχει λίγο παραπέρα ένας κόσμος όπως μονάχα οι πρόγονοί μας τον ήξεραν!»
Η Ελκέρτα, στεκόμενη δίπλα στον κοκάλινο θρόνο, σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της. Φοβάται πως αν κάνει μια λάθος κίνηση, ο καινούργιος κόσμος θα εξαφανιστεί, σκέφτηκε. Φοβάται πως το όνειρό του για την επιστροφή στον Παλαιό Κόσμο θα γίνει ανέφικτο. Παλιότερα, δεν ήταν έτσι. Παλιότερα, θα έδειχνε πιο πολύ σθένος. Αν είχε περισσότερη υποστήριξη μέσα στη Βασιλική Οικία, η Ελκέρτα θα επιχειρούσε να κάνει κάτι μόνη της: να πάρει μερικούς πολεμιστές και να περάσει το άνοιγμα για να πλιατσικολογήσει. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι η υποστήριξη που είχε εδώ ήταν ελάχιστη. Σχεδόν ανύπαρκτη. Και ο Νάρκλοομ και κάτι άλλα ερπετά, όπως η Φαλτίκα, δεν έβλεπαν την ώρα η Ελκέρτα να κάνει κάποιο λάθος, ώστε να μπορέσουν να πείσουν τον Κάλροοθ να την αποβάλει από Βασιλική Σύζυγο. Θα τους πληρώσω, όμως, όπως τους αξίζει όταν είμαστε όλοι σ’αυτόν τον καινούργιο κόσμο.
Καινούργιος κόσμος, καινούργια έθιμα. Καινούργιοι νόμοι.
Η Ελκέρτα θα φρόντιζε να φτιάξει τα πράγματα έτσι που να τη συμφέρουν.
*
Η παράξενη γυναίκα με τον κίτρινο λίθο στον αριστερό ώμο και το μοβ δέρμα, η οποία ονομαζόταν Χονρέπα και πρέπει να ήταν μάγισσα, μίλησε πάλι για κάποιες ώρες με τον Τέρι προσπαθώντας να του διδάξει τη γλώσσα του υπόγειου λαού ενώ, συγχρόνως, προσπαθούσε κι εκείνη να καταλάβει τη δική του γλώσσα. Είχαν πια αρχίσει να συνεννοούνται κάπως. Πολύ γενικά, ασφαλώς, αλλά ήταν ένα βήμα.
Ένα βήμα προς την ελευθερία μας, σκεφτόταν ο Τέρι· γιατί δεν νόμιζε ότι αλλιώς θα τους άφηναν να βγουν από τούτες τις φυλακές. Δεν μας εμπιστεύονται, κι αυτό δεν είναι παράλογο. Αλλά η δική μας θέση είναι δύσκολη: πρέπει να επιστρέψουμε στη Χάρνταβελ, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα!
Καθώς η Χονρέπα έφευγε, στρατιώτες ήρθαν και έφεραν φαγητό στα κελιά του Τέρι και των στρατιωτών του: έναν χυλό στον καθέναν και μια μεγάλη πήλινη κούπα με νερό. Μετά, έφυγαν κι αυτοί.
«Δε μπορούμε να καθόμαστε έτσι, κύριε Ταγματάρχη,» είπε ο Ρίμναλ, από το κελί στ’αριστερά του Τέρι. «Πρέπει να δραπετεύσουμε. Ίσως αν αιχμαλώτιζες αυτή τη Χονρέπα και την απειλούσες, να μπορούσαμε να βγούμε από τις φυλακές. Μου φαίνεται για σημαντική· δε θα την αφήσουν να πεθάνει.»
«Και μετά;» τον ρώτησε ο Τέρι, απότομα. «Πώς θα βρούμε το δρόμο μας για να φτάσουμε στην επιφάνεια αυτή της διάστασης, μπορείς να μου πεις;»
«Θα τα καταφέρουμε κάπως!» μούγκρισε ο Ρίμναλ, και κλότσησε τα σιδερένια κάγκελα του κελιού του. «Καθόμαστε εδώ και το μόνο που κάνουμε είναι να τρώμε αυτά τα σκατά που μας δίνουν!»
«Τουλάχιστον, το φαγητό δεν μας έχει πειράξει ξανά,» είπε ο Τέρι. «Και νομίζω ότι έχω αρχίσει να συνεννοούμαι με τη Χονρέπα. Όταν μπορώ να της μιλήσω κανονικά, θα της εξηγήσω, και θα μας βγάλουν από εδώ.»
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» τον ρώτησε η Βίλνα, από ένα απ’τα αντικρινά κελιά. «Μπορεί νάχουν άλλα πράγματα στο μυαλό τους. Την έχεις ρωτήσει;»
«Δεν είναι εύκολο να τη ρωτήσω κάτι τέτοιο ακόμα. Σύντομα, όμως.»
«Κι άμα σου πει ότι δεν σκοπεύουν να μας ελευθερώσουν, τότε τι θα κάνουμε;» είπε ο Ρίμναλ.
«Δεν ξέρουμε ακόμα τι θα μας πει–»
«Αν ήθελαν να μας ελευθερώσουν, δε θα μας κρατούσαν κλειδωμένους εδώ μέσα! Εγώ σου προτείνω να την αιχμαλωτίσεις–»
«Δεν μπορείς να αιχμαλωτίσεις κάποιον, Ρίμναλ, όταν εσύ ο ίδιος είσαι μέσα σε κελί!» Ο Τέρι είχε εκνευριστεί μαζί του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγε να τα λέει αυτά.
«Γαμώ τα μούσια του Κρόνου, γαμώ!» φώναξε ο Ρίμναλ. «Όταν της έχεις ένα μαχαίρι στο λαιμό, θα μας ανοίξουν τα κελιά – είναι σίγουρο!»
«Και καθώς βγαίνουμε από τις φυλακές θα μας πυροβολήσουν όλους στην πλάτη! Δεν είναι αυτός ο τρόπος για να ξεφύγουμε από ένα μέρος για το οποίο δεν ξέρουμε τίποτα,» επέμεινε ο Τέρι. «Νομίζεις ότι εγώ δε θέλω να φύγω από δω; Νομίζεις ότι μ’αρέσει εδώ πέρα; Πρέπει, όμως, να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας. Δεν ξέρουμε τίποτα γι’αυτούς τους ανθρώπους. Αν τους θυμώσουμε, το πιο πιθανό είναι να μας σκοτώσουν. Κι εμείς το ίδιο δεν θα κάναμε, στη θέση τους;»
Αυτό τούς σώπασε για λίγο, κι όλοι άρχισαν να τρώνε αργές κουταλιές από τον χυλό τους. Μονάχα ο Ρίμναλ μουρμούριζε από το διπλανό κελί. «Σκατά,» έλεγε. «Αυτά είναι σκατά κάποιας υπόγειας κατσαρίδας.»
Ο Καλιόστρο, που το κελί του ήταν δίπλα σ’αυτό της Βίλνα, είπε τελικά: «Πάντως, κύριε Ταγματάρχη, θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι και για το ενδεχόμενο της απόδρασης. Αν σκοπεύουν να μας κρατήσουν, δεν μπορούμε να τους κάνουμε τη χάρη.»
«Εννοείται,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Αλλά καλύτερα να αποδράσουμε όταν θα ξέρουμε πρώτα μερικά πράγματα γι’αυτούς· ή, ακόμα καλύτερα, όταν θα μας έχουν βγάλει από τούτα τα κελιά και θα μας έχουν μεταφέρει κάπου αλλού στην πόλη τους.»
Μετά από μερικά λεπτά σιωπής, η Βίλνα ρώτησε: «Τι έχεις μάθει, λοιπόν, από τη Χονρέπα;»
«Όχι και πολλά,» παραδέχτηκε ο Τέρι. «Κυρίως εκείνη μού κάνει ερωτήσεις. Μάλλον, όμως, δεν γνωρίζουν τι είναι το άνοιγμα ανάμεσα στις διαστάσεις. Τους έχει παραξενέψει όσο εμάς.»
«Πώς το ξέρεις;» είπε ο Ρίμναλ.
«Το ξέρω επειδή με ρωτούσε γι’αυτό. Είχε κάνει ένα σχέδιο πάνω στις κοκάλινες πλάκες της και μου έδειχνε. Αν ήξερε τι είναι το άνοιγμα, υποθέτω πως δεν θα μου έκανε τέτοιες ερωτήσεις. Επιπλέον, η έκφρασή της μου έλεγε ότι είναι απορημένη σχετικά μ’αυτό.
»Τέλος πάντων. Σήμερα με ρώτησε κάτι που πραγματικά με παραξένεψε. Κάτι για… Δεν ξέρω ακριβώς. Για κάτι πολύ δυνατό που σχετίζεται με τη Χάρνταβελ. Τουλάχιστον, έτσι κατάλαβα. Δεν μπορούσα να της απαντήσω, βέβαια.»
«Τι πολύ δυνατό;» είπε ο Καλιόστρο.
«Μου έδειχνε μερικά σχήματα με ανθρώπους και παράξενες μορφές πάνω από τους ανθρώπους, και μου έλεγε Χάρνταβελ, με ερωτηματικό τρόπο.»
«Γνωρίζει για τη Χάρνταβελ;»
«Την έχω κάνει να καταλάβει ότι ερχόμαστε από ένα μέρος που ονομάζεται Χάρνταβελ. Σ’αυτή την περίπτωση, όμως, δεν μπορούσα να βγάλω νόημα τι ακριβώς ήθελε να της πω. Πρέπει να μάθω τη γλώσσα τους καλύτερα.»
«Μήπως μιλούσε για τον φωτεινό δαίμονα που είδαμε όταν ήρθαμε στην έρημο;» ρώτησε Καλιόστρο.
«Κι εγώ το σκέφτηκα αυτό, αλλά δεν το νομίζω. Δε μπορεί να μην ξέρει για τον δαίμονα και να ήθελε να ρωτήσει εμένα γι’αυτόν.»
«Λογικά έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε ο Καλιόστρο, πίνοντας μια γουλιά από την πήλινη κούπα του.
«Χάνουμε το χρόνο μας, λέω εγώ,» μούγκρισε ο Ρίμναλ· «και στο τέλος, να μου το θυμηθείτε, μπορεί να μπλέξουμε ακόμα περισσότερο.»
Ο Τέρι, πραγματικά, το αμφέβαλλε. Ήταν ήδη αρκετά μπλεγμένοι. Και έπρεπε να κρατά την ψυχραιμία του παρότι μέσα του ανησυχούσε για την Αρίνη. Φοβόταν ότι ίσως αυτή η φωτεινή ιπτάμενη οντότητα να είχε μπει στη Χάρνταβελ και να προκαλούσε εκεί ανείπωτες καταστροφές…
Την πρώτη νύχτα αφότου είχε επιστρέψει από την επίσκεψή της στην άλλη διάσταση, η Αρίνη είχε μια ανεξήγητη ανησυχία καθώς κοιμόταν: και το απέδωσε στο γεγονός ότι δεν μπορούσε να φύγει από το μυαλό της εκείνη η παράξενη αίσθηση που είχε βγαίνοντας από το εξωδιαστασιακό δάσος. Αισθανόταν πως κάτι μέσα της ήθελε να μείνει πίσω, στην άλλη διάσταση, επειδή ανήκε εκεί. Και η Αρίνη νόμιζε – χωρίς καμία λογική αιτία – ότι αυτή η αίσθηση σχετιζόταν, κάπως, με το παιδί που μεγάλωνε μέσα της.
Το ζήτημα την είχε προβληματίσει πολύ. Άνοιξε βιβλία του τάγματος των Ερευνητών και έψαξε για παρόμοιες περιπτώσεις, αναζητώντας να μάθει τι μπορεί να της συνέβαινε. Δυσκολευόταν, όμως, να φτάσει σε κάποιο συμπέρασμα. Τις σκέψεις της και τις έρευνές της σχετικά με το παράδοξο αυτό ζήτημα διέκοψαν μόνο οι σύντομες ανακρίσεις της αποστάτριας που είχε, στην αρχή, δηλώσει ότι την έλεγαν Ντίλντιλ και, μετά, ότι ονομαζόταν Κορνηλία Τρίχορδη και ήταν από την Απολλώνια. Ο Επόπτης δεν πρέπει να είχε πιστέψει κανένα από αυτά τα ονόματα. Αλλά τούτο ήταν τώρα το λιγότερο που απασχολούσε την Αρίνη. Δεν ήταν δική της δουλειά να ξεσκεπάζει κατασκόπους του Αρχιπροδότη και να μαθαίνει τα μυστικά τους.
Την απασχολούσε πολύ περισσότερο η καινούργια διάσταση που είχαν ανακαλύψει. Και πράγματι, πρέπει να ήταν καινούργια. Ψάχνοντας μέσα στα βιβλία της, αλλά και στο μηχανικό σύστημα πληροφοριών που είχε, δεν βρήκε καμία γνωστή διάσταση που να της μοιάζει. Τρία πράσινα φεγγάρια, το ένα μεγαλύτερο, τ’άλλα δύο μικρότερα· μια μεγάλη έρημος· σκιερές ιπτάμενες οφιοειδείς οντότητες ενεργειακής φύσης· μια επίσης ιπτάμενη, φτερωτή ενεργειακή οντότητα που εξέπεμπε δυνατό φως και απ’την οποία ξεκινούσαν ενεργειακά νήματα… Καμία γνωστή διάσταση με τέτοια δεδομένα. Στα βιβλία της Αρίνης δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά, και το μηχανικό σύστημα έβγαζε μόνο «ΚΑΜΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗ» στην οθόνη του.
Η Αρίνη ζήτησε από τον Επόπτη την άδεια να ξαναπάει στην άλλη διάσταση, αλλά εκείνος τής είπε να περιμένει. «Αύριο σκοπεύω να παγιδέψω τους αποστάτες που κρύβονται μέσα στην πόλη μου. Μόλις τους έχουμε στα χέρια μας, τότε μπορείς να πάρεις όσους στρατιώτες χρειάζεσαι και να πας να ερευνήσεις την άλλη διάσταση. Όχι πιο πριν, όμως.»
Τη νύχτα, ο ύπνος της Αρίνης ήταν ακόμα πιο ανήσυχος από την προηγούμενη φορά. Καθώς κοιμόταν, είχε την αίσθηση ότι κάτι σάλευε εντός της, κάτι ήθελε να φύγει, ήθελε να βρίσκεται αλλού… και η Αρίνη ονειρεύτηκε μια ατελείωτη έρημο και μια εκτυφλωτική οντότητα από πάνω της, να την κλείνει μέσα σ’ένα κλουβί από ενέργεια.
Ξύπνησε, καταϊδρωμένη. Και το δεξί της χέρι ήταν στην κοιλιά της.
Δεν αισθανόταν, όμως, τίποτα τώρα. Η παράξενη αίσθηση είχε περάσει, είχε χαθεί.
Τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με το παιδί μου; αναρωτήθηκε η Αρίνη, βέβαιη ότι υπήρχε κάποια σύνδεση, αλλά μην ξέροντας τι είδους σύνδεση, ούτε γιατί υφίστατο η σύνδεση αυτή.
Ξάπλωσε πάλι, προσπαθώντας να κοιμηθεί. Μετά από κάποια ώρα τα κατάφερε. Τίποτα δεν ενόχλησε έντονα τον ύπνο της, αυτή τη φορά, όμως διαρκώς είχε μια ανεξήγητη ανησυχία, σαν τα νεύρα της να ήταν αδικαιολόγητα τσιτωμένα.
*
Τώρα, η Αρίνη’σαρ στεκόταν στον εξώστη των δωματίων της και κοίταζε την Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας και το δάσος που είχε εμφανιστεί εκεί. Το μυστηριώδες άνοιγμα που οδηγούσε στην άλλη διάσταση. Μια τρύπα στο υφαντό της πραγματικότητας της Χάρνταβελ.
Σήμερα, σκεφτόταν, πρέπει να πάω στην άλλη διάσταση. Πρέπει, οπωσδήποτε, να πάω. Κάτι είναι κρυμμένο εκεί… κάτι που – κάπως – σχετίζεται μ’εμένα και το παιδί μου, όσο παράλογο κι αν είναι αυτό.
Αναστέναξε. Μακάρι ο Τέρι να ήταν εδώ. Θα είχε, τουλάχιστον, σε κάποιον να μιλήσει. Αισθανόταν τελείως μόνη. Και φοβόταν να πει στον Επόπτη, ή σε οποιονδήποτε άλλο, γι’αυτό που της συνέβαινε. Δεν ήξερε ποια μπορεί να ήταν η αντίδραση του Νιρμόδου, όταν το μάθαινε. Το μοναδικό πρόσωπο στο οποίο ίσως – ίσως – τελικά να μιλούσε ήταν ο Ράβνομ’νιρ. Καθότι Βιοσκόπος, μπορεί να είχε να της δώσει κάποια εξήγηση… αν και η Αρίνη το αμφέβαλλε.
Κοίταξε το ρολόι στον καρπό της. Ήταν μεσημέρι. Ο Επόπτης πρέπει να έβαζε σε εφαρμογή την παγίδα του. Όσο πιο γρήγορα τελείωνε αυτή η ιστορία με τους κατασκόπους του Αρχιπροδότη, τόσο πιο γρήγορα θα ήταν η Αρίνη ελεύθερη ν’ασχοληθεί με την άλλη διάσταση.
Υψώνοντας ένα ζευγάρι κιάλια μπροστά της, ατένισε το εξωδιαστασιακό δάσος που είχε ξεπροβάλει μέσα στην Ανατολική Αγορά. Κατέβασε πάλι τα κιάλια. Δεν μαθαίνω τίποτα έτσι. Μονάχα κοιτάζω από μακριά. Αναρωτήθηκε, όμως, τι θα μάθαινε ακόμα κι αν πήγαινε ξανά στο εσωτερικό της διάστασης. Πώς μπορούσε να την ερευνήσει διεξοδικά μ’αυτή τη φωτεινή οντότητα που περιφερόταν εκεί;
Η Κορνηλία – ή όποιο κι αν είναι τ’όνομά της – είπε ότι δεν συνάντησε καμία φωτεινή οντότητα. Μπορεί, λοιπόν, να μην παρουσιάζεται πάντα. Ή μπορεί να υπάρχει κάποιος τρόπος να την αποφύγουμε.
Φωνές διέκοψαν τους συλλογισμούς της. Φωνές από τη μεριά των κοιτώνων των στρατιωτών.
Προτού προλάβει ν’αναρωτηθεί τι μπορεί να συνέβαινε, ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της κουδούνισε. Η Αρίνη μπήκε στο εσωτερικό των δωματίων της, τον έπιασε από το τραπέζι, και τον άνοιξε.
«Μάλιστα;»
«Αρίνη.» Η φωνή του Επόπτη. «Πήγαινε αμέσως στο λιμάνι, εκεί όπου έχεις αραγμένο το μεταβαλλόμενο. Στρατιώτες θα σε συναντήσουν όταν φτάσεις.»
«Γιατί; Τι συμβαίνει, Υψηλότατε;»
«Πρέπει να κυνηγήσουμε τους αποστάτες. Μόλις έμαθα ότι έφυγαν μέσω ποταμού – έχουν κι αυτοί ένα μεταβαλλόμενο όχημα που παίρνει τη μορφή σκάφους. Βιάσου!»
«Μάλιστα, Υψηλότατε.»
Ο Νιρμόδος έκλεισε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, τερματίζοντας την επικοινωνία τους.
Η Αρίνη’σαρ έβαλε γρήγορα τις μπότες της, έριξε μια κάπα στους ώμους της, θηκάρωσε ένα πιστόλι κι ένα ξιφίδιο στη ζώνη της, κι έφυγε από τα δωμάτιά της. Το σχέδιο του Επόπτη δεν είχε πάει καλά, κι αυτό μάλλον σήμαινε πως ούτε σήμερα θα την άφηνε να ερευνήσει την άλλη διάσταση.
Οι καταραμένοι αποστάτες πάντα μπλέκονται στα πόδια σου, ό,τι κι αν κάνεις!
Από τον στάβλο των Ανακτόρων, πήρε ένα άλογο και, μαζί με μερικούς έφιππους πολεμιστές της Παντοκράτειρας, τρόχασε επάνω στη μεγάλη Ανακτορική Λεωφόρο κατευθυνόμενη νότια, προς το λιμάνι. Από ψηλά, άκουσε το δυνατό, γρήγορο ΧΡΟΥΚ-ΧΡΟΥΚ-ΧΡΟΥΚ-ΧΡΟΥΚ που κάνουν οι έλικες, και υψώνοντας το βλέμμα της είδε δύο ελικόπτερα να πετάνε πάνω από τα χαμηλά οικήματα της Ερρίθιας. Ο Επόπτης πρέπει να ήταν εξοργισμένος, σκέφτηκε η Αρίνη. Αυτά ήταν τα μοναδικά ελικόπτερα που είχαν στη Χάρνταβελ: ήταν μικρά και τα χρησιμοποιούσαν μόνο για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
*
Η Μάρθα είχε βάλει τις μηχανές του πλοίου στη μέγιστη ταχύτητα, και ο Γεράρδος φώναξε στους άλλους επαναστάτες, που στέκονταν στο κατάστρωμα, να κατεβάσουν τα πανιά. Η Άνμα’ταρ, ο Εδμόνδος, η Ιζαμπώ, και η Ισαβέλλα τα κατέβασαν γρήγορα, κι αυτά φούσκωσαν από τον φθινοπωρινό άνεμο της Χάρνταβελ, ο οποίος όμως δεν ήταν και τόσο δυνατός όσο θα ήθελε ο Γεράρδος.
«Ελικόπτερα!» φώναξε η Βατράνια, μόλις τα ιστία είχαν κατεβεί, έχοντας το χέρι της υψωμένο και δείχνοντας πίσω.
Ο Γεράρδος βγήκε από τη γέφυρα του σκάφους και στράφηκε για να κοιτάξει. Δύο μικρά ελικόπτερα έρχονταν από την Ερρίθια.
«Ελικόπτερα;» ακούστηκε η Μάρθα, από μέσα. «Ελικόπτερα;»
«Δεν είναι μεγάλα,» της είπε ο Γεράρδος γυρίζοντας προς το μέρος της. «Αποκλείεται να μεταφέρουν πολλούς στρατιώτες. Το πολύ τέσσερις το καθένα. Και δε μου φαίνεται νάναι οπλισμένα με πυροβόλα.» Μπήκε πάλι στη γέφυρα, έπιασε ένα ζευγάρι κιάλια, και ξαναβγήκε για να κοιτάξει τα αεροσκάφη. «Ναι,» φώναξε στη Μάρθα, εξακολουθώντας ν’ατενίζει πίσω, «δεν έχουν κανένα φανερό πυροβόλο, ούτε ρουκέτες. Πρέπει να τάχουν στείλει μόνο για να μας παρακολουθούν.»
Παίρνοντας τα κιάλια μαζί του, κατέβηκε στο κατάστρωμα, όπου ήταν οι υπόλοιποι – εκτός από τον Σέλιρ’χοκ ο οποίος καθόταν στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους, στην πίσω μεριά της γέφυρας.
«Πρέπει να τα καταρρίψουμε!» είπε ο Σθένελος.
«Είναι ακόμα πολύ μακριά,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, και η Άνμα’ταρ κατένευσε. «Επιπλέον, δεν κινδυνεύουμε άμεσα απ’αυτά. Δεν έχουν όπλα επάνω τους.»
«Εκτός αν είναι μεταβαλλόμενα,» τόνισε ο Σθένελος.
«Ναι, υπάρχει αυτή η περίπτωση. Αλλά, αν είναι μεταβαλλόμενα, σημαίνει ότι δύο μάγοι είναι εκεί μέσα – ένας στο καθένα – σωστά;»
«Αποκλείεται να έστειλαν τόσο απερίσκεπτα δύο μάγους τους,» είπε η Άνμα. «Κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι μεταβαλλόμενα. Για παρακολούθηση έρχονται πίσω μας – για να ξέρει ο Επόπτης τη θέση μας.»
«Το ίδιο υποθέτω κι εγώ,» είπε ο Γεράρδος.
«Αν όμως τα έχουν στείλει για να μας παρακολουθούν, αυτό σημαίνει πως σύντομα θα έρθουν κι άλλοι στρατιώτες,» συμπέρανε η Βατράνια. «Σε πλοία, πιθανώς.»
Ο Γεράρδος δεν μπορούσε να διαφωνήσει. Ύψωσε πάλι τα κιάλια του και κοίταξε ανατολικά, προς την Ερρίθια, η οποία είχε σχεδόν εξαφανιστεί πίσω από τις όχθες του Μεγάλου Ποταμού.
*
Όπως της είχε πει ο Επόπτης, στρατιώτες ήταν συγκεντρωμένοι στο μεταβαλλόμενο σκάφος και την περίμεναν – πολεμιστές που αναγνώριζε, από το τάγμα του συζύγου της. Δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν το πλοιάριο χωρίς εκείνη αλλά το είχαν, κατά τα άλλα, ετοιμάσει. Είχαν λύσει τα περισσότερα σχοινιά από τις δέστρες, είχαν σηκώσει την άγκυρα, είχαν ανοίξει τα ιστία.
«Κυρία,» είπε ένας, χαιρετώντας στρατιωτικά την Αρίνη, καθώς εκείνη κατέβαινε από το άλογό της και πηδούσε στο κατάστρωμα.
«Πού είναι ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος;» ρώτησε η μάγισσα. Περίμενε να τον δει εδώ· φανταζόταν ότι ο Επόπτης θα τον έστελνε μαζί της, αφού συνήθως εκείνος ήταν που τη συνόδευε σε διάφορες ερευνητικές αποστολές.
«Ο Ανθυπολοχαγός τραυματίστηκε, κυρία–»
«Τραυματίστηκε; Είναι σοβαρό;»
«Βρισκόταν μέσα σε μια άμαξα την οποία χτύπησε το όχημα των αποστατών, ερχόμενο με μεγάλη ταχύτητα.»
«Τα Μυαλά του Σκοτοδαίμονος!…» καταράστηκε η Αρίνη, που συμπαθούσε τον Ανθυπολοχαγό Τάρθλος. «Είστε έτοιμοι για αναχώρηση;»
«Μάλιστα, κυρία.»
Η Αρίνη είδε ότι είχαν λύσει και τους τελευταίους κάβους, και ήταν όλοι τους οπλισμένοι, με τα τουφέκια τους στα χέρια. Επίσης, πρόσεξε ότι παραδίπλα άλλα δύο πλοιάρια έφευγαν, γεμάτα στρατιώτες. Κατευθύνονταν δυτικά. Προς τα εκεί είχαν πάει οι αποστάτες, λοιπόν. Παράξενο: θα νόμιζε κανείς ότι θα πήγαιναν από την άλλη, για να περάσουν, στο τέλος, τη διαστασιακή δίοδο για Απολλώνια. Μάλλον, δε σκέφτονται να μας αφήσουν από τώρα, συμπέρανε η Αρίνη καθώς έμπαινε στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους και καθόταν στο ειδικό κάθισμα. Μάλλον, έχουν κάποιο σχέδιο – το οποίο ίσως και να σχετίζεται με τους αντικατοπτρισμούς και το άνοιγμα.
Η Αρίνη άδειασε το μυαλό της από σκέψεις και ύφανε τη Μαγγανεία Κινήσεως, θέτοντας υπό έλεγχο την ενεργειακή ροή του μεταβαλλόμενου σκάφους. Ο πιλότος του ενεργοποίησε τη μηχανή και έφυγαν από το λιμάνι της Ερρίθιας.
«Αρίνη.» Η φωνή του Επόπτη ήρθε από τον τηλεπικοινωνιακό πομπό που ήταν προσαρτημένος δίπλα στο κάθισμα της μάγισσας. Η Αρίνη δεν χρειαζόταν να σηκωθεί για να απαντήσει, ούτε καν να πατήσει κάποιο κουμπί· το μικρόφωνο δεν ήταν μακριά από το στόμα της.
«Υψηλότατε.»
«Έχεις ξεκινήσει, σωστά;»
«Μάλιστα.»
«Βρίσκομαι μπροστά σου: στο δεξί πλοιάριο, έτσι όπως πρέπει να μας κοιτάζεις.»
Η Αρίνη κοίταξε έξω από το φινιστρίνι. «Ναι,» είπε, «το βλέπω. Το ρισκάρετε, όμως, Υψηλότατε, που έρχεστε μαζί μας.»
«Δε θα μείνω πίσω όσο αυτοί οι τρομοκράτες περιφέρονται στη διάστασή μου, μάγισσα! Είναι η μεγαλύτερη απειλή που έχω δει από τότε που ήρθα στη Χάρνταβελ – και δεν έχω συνηθίσει να υποχωρώ στον πόλεμο.»
«Δεν ήθελα να υπονοήσω αυτό, Υψηλότατε... Απλώς–»
«Το σκάφος σου είναι το μοναδικό μεταβαλλόμενο που έχουμε,» τη διέκοψε ο Νιρμόδος, μοιάζοντας ν’αδιαφορεί για την απάντησή της. «Και οι αποστάτες έχουν επίσης μεταβαλλόμενο σκάφος, περίπου της ίδιας κατασκευής όπως το δικό σου. Αν το βγάλουν από το νερό και το μεταμορφώσουν σε όχημα, μονάχα εσύ και οι στρατιώτες σου θα μπορείτε να τους ακολουθήσετε. Να το έχεις υπόψη σου.»
«Ασφαλώς, Υψηλ–»
«Και τα ελικόπτερα θα είναι συνέχεια στο κατόπι τους. Θα μας αναφέρουν τη θέση τους μέσω πομπών.»
«Μάλιστα.»
«Τους βλέπω με το κιάλι μου, μάγισσα. Δεν είναι τόσο μακριά. Αλλά το καταραμένο πλοίο τους φαίνεται νάναι γρήγορο. Ο Αρχιπροδότης τα έχει οργανώσει όλα καλά!» Το τελευταίο ακούστηκε σαν γρύλισμα μέσα από τον πομπό.
*
Ο Σθένελος κοίταξε το τραύμα στο αριστερό μάγουλο της Βατράνιας, καθώς στέκονταν στο κατάστρωμα του Κροκόδειλου. «Σε βασάνισαν;» τη ρώτησε.
«Μ’έδεσαν χειροπόδαρα μέσα σ’ένα κατασκότεινο κελί, στα μπουντρούμια τους, και μ’άφησαν εκεί για δεν-ξέρω-κι-εγώ-πόσες ώρες. Μετράει αυτό για βασανιστήριο;» αποκρίθηκε εκείνη, που ένιωθε το ηθικό της να έχει αναπτερωθεί ύστερα από την επεισοδιακή διάσωσή της.
Ο Σθένελος μόρφασε. «Με συγχωρείς, Βατράνια,» είπε αγγίζοντας το δεξί της μπράτσο. «Τα σκάτωσα.»
Η Βατράνια συνοφρυώθηκε. «Μπορούσες να με είχες βοηθήσει να δραπετεύσω και πιο νωρίς;»
«Εννοώ ότι δεν έπρεπε να είχα φύγει, τότε που μας κυνηγούσαν μόλις βγήκαμε από το δάσος.»
Η Βατράνια γέλασε. «Μου φαίνεται ότι δεν πας καθόλου καλά, τελικά! Θα είχαν αιχμαλωτίσει κι εσένα, κι οι άλλοι θα έπρεπε να μας σώζουν και τους δύο. Αλήθεια, πώς βρέθηκε ο Γεράρδος στην Ερ–;»
«Έρχονται!» φώναξε ο Γεράρδος, που ήταν γαντζωμένος στα ξάρτια σαν θαλασσόλυκος και κοίταζε πίσω με τα κιάλια του. «Δύο πλοιάρια. Όχι – τρία!»
«Αναμενόμενο ήταν,» είπε ο Εδμόνδος. «Δε θα μας άφηναν να τους φύγουμε τόσο εύκολα. Ίσως να έρχονται κι άλλα από πίσω.»
Τα ελικόπτερα, επίσης, ήταν τώρα πιο κοντά τους. Από πάνω τους.
Ο Γεράρδος πήδησε στο κατάστρωμα. «Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βγούμε από τον ποταμό και να φύγουμε πάνω σε τροχούς.»
«Τα ελικόπτερα θα συνεχίσουν να μας ακολουθούν,» τόνισε η Βατράνια.
Και συγχρόνως, ο Εδμόνδος είπε: «Γεράρδε, υπάρχει κι ένα άλλο πρόβλημα. Για εμένα, τουλάχιστον.»
«Τι πρόβλημα;»
«Πρέπει να επιστρέψω στην Ερρίθια. Έχω κλείσει δωμάτια στον Σιδερένιο Ξένο, και δεν μπορώ να εξαφανιστώ ξαφνικά – θα ήταν ύποπτο. Επιπλέον, έχω αφήσει το όχημά μου στη Δυτική Αγορά, το οποίο δε σκοπεύω, σε καμία περίπτωση, να εγκαταλείψω.»
Ο Γεράρδος ένευσε, καταλαβαίνοντας. «Εντάξει,» είπε. «Θα βγούμε, τότε, στις ανατολικές όχθες του Μεγάλου Ποταμού και θα σε πάμε κοντά στην Ερρίθια–»
«Μα, τα ελικόπτερα, Γεράρδε!» είπε η Βατράνια. «Μας βλέπουν!»
«Ξεχνάς την ιδιότητα του Κροκόδειλου να παίρνει τα χρώματα του περιβάλλοντος. Μέσα στη βλάστηση, σύντομα θα μας χάσουν. Κι όταν μας έχουν χάσει, θα πλησιάσουμε την Ερρίθια – ο Επόπτης αυτό, σίγουρα, δεν θα το περιμένει – και θ’αφήσουμε τον Εδμόνδο και τις κοπελιές.»
«Ας το κάνουμε,» είπε η Άνμα’ταρ. «Μη χάνουμε άλλο χρόνο.»
Ο Γεράρδος έτρεξε στη γέφυρα, για να πει στη Μάρθα να προσεγγίσει την ανατολική όχθη και στον Σέλιρ’χοκ να ετοιμάζεται για Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος.
*
Η Αρίνη μπορούσε να δει το ποταμόπλοιο των αποστατών μακριά, μπροστά από το δικό της σκάφος και τα άλλα δύο σκάφη του Επόπτη. Οι μηχανές του πρέπει να είναι πιο γρήγορες από τις δικές μας, και έχει και προβάδισμα. Αν δεν συμβεί κάτι που να μας δώσει κάποιο πλεονέκτημα, δε θα το προλάβουμε. Από την άλλη, βέβαια, πού σκοπεύουν να πάνε οι επαναστάτες; Αναρωτιέμαι. Δεν της ήταν και τόσο δύσκολο να σκέφτεται όσο συνέχιζε να διατηρεί τη Μαγγανεία Κινήσεως για να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του μεταβαλλόμενου σκάφους της. Από ένα σημείο και μετά, η ρύθμιση της ενέργειας γινόταν μια μηχανική νοητική λειτουργία.
«Προσεγγίζουν την ανατολική όχθη, Υψηλότατε.» Η φωνή που ήρθε από τον πομπό ήταν της πιλότου του ενός ελικοπτέρου· μιλώντας στον Επόπτη, ακουγόταν και στα υπόλοιπα σκάφη, καθώς όλων οι πομποί ήταν συντονισμένοι στην ίδια συχνότητα.
«Αρίνη,» είπε ο Νιρμόδος, «ίσως να προετοιμάζονται ν’αλλάξουν μορφή.»
«Ναι,» αποκρίθηκε η μάγισσα, «κι εγώ το ίδιο σκέφτομαι, Υψηλότατε. Αν και από κει είναι το Κεντροδάσος· η βλάστηση δεν θα τους αφήσει να πάνε μακριά.»
«Δεν ξέρουν, όμως, ότι κι εμείς έχουμε μεταβαλλόμενο σκάφος,» είπε ο Νιρμόδος. «Προς όλους τους πιλότους: Προσεγγίστε την ανατολική όχθη.»
Τα Παντοκρατορικά ποταμόπλοια ακολούθησαν το πλοίο των αποστατών, ενώ τα δύο μικρά ελικόπτερα πετούσαν από πάνω του. Η Αρίνη το είδε να ζυγώνει την ανατολική όχθη, και τότε η μορφή του άλλαξε. Τα κατάρτια του φάνηκαν να λιώνουν μέσα στο κατάστρωμά του· το κατάστρωμα φάνηκε να συρρικνώνεται. Τροχοί – έξι τροχοί, ο ένας κατόπιν του άλλου – ξεπρόβαλαν από τα πλευρά του. Το σχήμα του είχε αλλάξει. Δεν ήταν πια ποταμόπλοιο, αλλά ένα ψηλό όχημα που κινιόταν στα ρηχά του ποταμού χωρίς δυσκολία.
Παρόμοιο με το δικό μου.
«Κυνήγησέ τους, μάγισσα!» πρόσταξε ο Νιρμόδος. «Κυνήγησέ τους!» καθώς το όχημα των επαναστατών χωνόταν μέσα στη βλάστηση του Κεντροδάσους.
Ο πιλότος του σκάφους της Αρίνης οδήγησε το μεταβαλλόμενο ποταμόπλοιό της προς την ανατολική όχθη, εκεί όπου είχαν πάει κι οι αποστάτες.
Η μάγισσα ήταν έτοιμη να κάνει το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, όταν η φωνή του πιλότου του άλλου ελικοπτέρου ήχησε από τον πομπό της: «Υψηλότατε, χάθηκαν!»
«Τι πάει να πει ‘χάθηκαν’;» Ο Επόπτης ακουγόταν τσαντισμένος, αλλά συγχρόνως η φωνή του φανέρωνε πως δεν πίστευε ότι οι επαναστάτες μπορεί πραγματικά να είχαν εξαφανιστεί τόσο γρήγορα.
«Ούτε εγώ τους βλέπω, Υψηλότατε,» είπε η άλλη πιλότος. «Μπήκαν μέσα στη βλάστηση και…»
«Σαν να τους κατάπιε η βλάστηση, Υψηλότατε,» προσπάθησε να εξηγήσει ο πρώτος πιλότος.
«Τι είναι αυτά που λέτε;» φώναξε ο Νιρμόδος. «Είναι δυνατόν να τους ‘κατάπιε η βλάστηση’; Μόλις μπήκαν στο καταραμένο δάσος! Ψάξτε τους! Είστε τελείως ανίκανοι;»
Η Αρίνη έκανε το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, καθώς το σκάφος της έφτανε στην ανατολική όχθη, και η μεταμόρφωση άρχισε.
Ένα εξάτροχο όχημα βγήκε από τα αφρισμένα νερά του Μεγάλου Ποταμού.
*
«Δεν είμαστε οι μόνοι με μεταβαλλόμενο σκάφος,» παρατήρησε η Βατράνια, κοιτάζοντας από ένα πλαϊνό παράθυρο του Κροκόδειλου.
«Έτσι φαίνεται,» συμφώνησε ο Σθένελος, κοιτάζοντας από ένα άλλο πλαϊνό παράθυρο.
Ο Γεράρδος σηκώθηκε από τη θέση του συνοδηγού, πηγαίνοντας στην πίσω μεριά του οχήματος. «Τι; Βγήκαν κι αυτοί από τον ποταμό;»
«Το ένα πλοίο τους, τουλάχιστον,» είπε η Βατράνια. «Κι έρχεται προς τα δω.»
«Γαμήσου!» γρύλισε η Μάρθα, από τη θέση του οδηγού. «Πώς σκατά θα τους ξεφύγω τώρα; Είναι όλο γαμημένα κωλόδεντρα εδώ πέρα!»
«Καπετάνιε,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, που καθόταν στο ενεργειακό κέντρο, «η κάλυψή μας δεν θα πιάσει αν μας πλησιάσουν. Θα μας δουν· εννοείται.»
«Πήγαινε όσο πιο βαθιά μπορείς, Μάρθα,» είπε ο Γεράρδος. «Σέλιρ, μπορείς να κάνεις κάτι για να μπλοκάρεις τις τηλεπικοινωνίες τους; Αν τουλάχιστον το όχημα που μας ακολουθεί δεν μπορεί να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους….»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο μάγος, «αλλά θα πρέπει κάποιος άλλος να συνεχίσει τη Μαγγανεία Κινήσεως.»
«Εγώ,» προθυμοποιήθηκε ο Σθένελος.
Ο Γεράρδος τού έκανε νόημα να πάει, και ο Σθένελος πήγε, αλλάζοντας θέση με τον Σέλιρ’χοκ στο ενεργειακό κέντρο και ξεκινώντας αμέσως τη μαγγανεία για να μη χαθεί ο έλεγχος της ενέργειας.
«Τι σκατά κάνετε;» φώναξε η Μάρθα.
«Τι έγινε;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Ξαφνικά η ενέργεια έπεσε λίγο.»
«Δεν είναι τίποτα ανησυχητικό,» της είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Λόγω της αλλαγής είναι. Συνέχισε κανονικά.»
«Να δεις που στο τέλος θα τη γαμήσουμε τελείως και θα μας τραβά ο Λοκράθος από τις γάμπες,» ακούστηκε να μουγκρίζει η Μάρθα καθώς οδηγούσε με δυσκολία ανάμεσα στους κορμούς του δάσους.
Ο Σέλιρ’χοκ, καθίζοντας οκλαδόν στο πάτωμα της πίσω μεριάς του Κροκόδειλου, έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να υποτονθορύζει τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Το ραβδί του το είχε ακουμπισμένο οριζόντια στα γόνατά του, και οι κρύσταλλοι επάνω του φώτιζαν.
Η Βατράνια άνοιξε το παράθυρο στην οροφή και κοίταξε τον ουρανό. «Τα ελικόπτερα, πάντως, πρέπει να μας έχουν χάσει. Δεν είναι πια από πάνω μας.»
«Η κάλυψή μας έπιασε,» είπε ο Γεράρδος.
«Το όχημα έρχεται, όμως,» τους προειδοποίησε ο Έδουος, κοιτάζοντας πίσω. «Δε νομίζω οι μέθοδοί σας να έχουν κοροϊδέψει τον οδηγό του.»
Η Βατράνια έπιασε ένα τουφέκι και το όπλισε.
Η Ιζαμπώ και η Ισαβέλλα έμοιαζαν να τα έχουν χαμένα. Ο Εδμόνδος είχε μια άγρια όψη στο πρόσωπό του και μια λύπη στα μάτια του. Δεν του άρεσε ο πόλεμος, ακόμα κι όταν ήταν απαραίτητος.
*
«Νομίζω ότι τους βλέπω, Υψηλότατε,» είπε η Αρίνη μέσω του πομπού. «Κι ο οδηγός μού λέει ότι τους βλέπει καλύτερα–»
«Τότε, πώς είναι δυνατόν τα ελικόπτερα να μην τους βλέπουν;»
«Πρέπει να έχουν κάποια ειδική κάλυψη. Παίρνουν το χρώμα του περιβάλλοντος.»
Καμία απάντηση δεν ήρθε.
«Υψηλότατε;»
Πάλι, καμία απάντηση.
«Μ’ακούτε, Υψηλότατε;»
Τίποτα.
«Οδηγέ!» φώναξε η Αρίνη. «Έκανες κάτι στον πομπό μας;»
«Το σήμα είναι… Έχει μπερδευτεί, κυρία. Είναι ακανόνιστο,» απάντησε ο άντρας, από μπροστά.
«Πρέπει να γίνεται επίτηδες,» είπε ένας άλλος στρατιώτης. «Οι αποστάτες πρέπει να το κάνουν.»
«Θέλουν να μας απομονώσουν απ’τους υπόλοιπους,» μουρμούρισε η Αρίνη, βέβαιη ότι οι άλλοι δεν την άκουσαν. Πιο δυνατά, είπε: «Κινηθείτε με προσοχή. Ίσως να μας οδηγούν σε παγίδα.»
*
Η Μάρθα έστριψε. Διάφορα πράγματα ακούστηκαν να τσακίζονται κάτω απ’τους τροχούς του Κροκόδειλου· το πλάι του χτύπησε πάνω σ’έναν κορμό και ο κορμός έσπασε ώστε το όχημα να μπορέσει να συνεχίσει. «Γεράρδε, δεν πάει άλλο! Έχουμε μπλέξει στα γαμημένα μαλλιά της Έχιδνας εδώ πέρα! Δε γίνεται!»
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Το Κεντροδάσος δεν μπορείς να το διασχίσεις μέσα σε όχημα. Ακόμα και με δίτροχο ίσως νάναι αδύνατο.» Και προς τους άλλους: «Θα χτυπήσουμε τους τροχούς τους. Αν δεν μπορούν να κινηθούν, θα μας χάσουν.»
«Οι τροχοί τους φαίνονται ανθεκτικοί όπως οι δικοί μας,» είπε η Βατράνια. «Με τέτοιο σιδερικό δε νομίζω να μπορούμε να τους διαλύσουμε.» Ανασήκωσε το τουφέκι στα χέρια της.
«Μ’αυτά, όμως, μπορούμε.» Ο Γεράρδος άνοιξε ένα κουτί γεμάτο χειροβομβίδες.
«Γεράρδε,» είπε ο Έδουος, «μπορώ εγώ να τους αναλάβω.» Το Εσώτερο Θηρίο έκανε τα μάτια του να μοιάζουν με δύο απειλητικές φωτιές· ακόμα κι η φωνή του είχε αλλοιωθεί: ήταν πιο βραχνή και πιο άγρια, σαν γρύλισμα λύκου.
«Εκεί μέσα πρέπει νάναι τουλάχιστον έξι, οκτώ πολεμιστές της Παντοκράτειρας,» του είπε ο Γεράρδος, «και δεν πρόκειται να σου ανοίξουν τις πόρτες για να μπεις.»
«Θα πηδήσω πάνω στο όχημα–»
«Αποφασίστε!» φώναξε η Μάρθα. «Δεν έχουμε και πολλά περιθώρια εδώ!» Ακόμα ένας κορμός ακούστηκε να σπάει, κι ολόκληρος ο Κροκόδειλος τραντάχτηκε.
«Πάρτε χειροβομβίδες!» είπε ο Γεράρδος. «Όλοι! Ιζαμπώ – άνοιξε την πίσω πόρτα!»
Η χορεύτρια άνοιξε τη δίφυλλη πόρτα ενώ οι υπόλοιποι έπαιρναν χειροβομβίδες – εκτός από τον Έδουο, που εσκεμμένα αγνόησε τις οδηγίες του Γεράρδου.
«Τώρα – στους τροχούς!» φώναξε ο Γεράρδος.
Τράβηξαν την περόνη, εκσφενδόνισαν τις χειροβομβίδες.
Εκρήξεις: λάμψεις, φωτιά, χώμα, θόρυβος.
«Πάρτε κι άλλες! Μην κλείσεις την πόρτα, Ιζαμπώ – αλλά νάσαι έτοιμη!»
Ο Κροκόδειλος προχωρούσε ακόμα μέσα στη βλάστηση, όμως έμοιαζε να ζορίζεται φανερά: οι τροχοί του, παρότι μεγάλοι και δυνατοί, μετά δυσκολίας περνούσαν πάνω από τα εμπόδια, και ο όγκος του έσπαγε κλαδιά, κορμούς, και φυλλωσιές για να περάσει.
Οι επαναστάτες, έχοντας έτοιμες τις χειροβομβίδες στα χέρια τους, περίμεναν να δουν αν το Παντοκρατορικό όχημα θα ερχόταν μέσα από τη θολούρα που είχε σηκωθεί και τις φωτιές που είχαν ανάψει.
*
Η πίσω πόρτα του οχήματος άνοιξε, και οι επιβάτες φάνηκαν να εμφανίζονται μέσα από το ίδιο το δάσος, σαν ένα άνοιγμα να είχε δημιουργηθεί εκεί, παρόμοιο μ’αυτό στην Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας.
«Σταμάτα!» φώναξε ένας στρατιώτης στον οδηγό.
Κι ύστερα, η Αρίνη είδε τους αποστάτες να εκτοξεύουν χειροβομβίδες–
Το όχημα τραντάχτηκε.
Ήχοι θραύσης ακούστηκαν. Θολούρα σηκώθηκε γύρω του. Ένα πλαϊνό τζάμι έσπασε.
Η Αρίνη, τρομαγμένη, έχασε τον έλεγχο της ενεργειακής ροής· έπεσε από την ειδική θέση του ενεργειακού κέντρου, βρέθηκε στο πάτωμα.
Καπνός μπήκε στο εσωτερικό του οχήματος, κάνοντάς τη ν’αρχίσει να βήχει. Σηκώθηκε στα γόνατα, προσπαθώντας να καταπνίξει τον βήχα μέσα της. Πιάστηκε από το κάθισμα και σηκώθηκε, ενώ άκουγε τις φωνές των στρατιωτών.
«Κυρία;» ρώτησε κάποιος, πλησιάζοντάς την. «Είστε καλά;»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Αρίνη, νιώθοντας τον λαιμό της ξερό. «Τι ζημιές έχουμε;»
«Δεν ξέρω.»
«Κάποιος τροχός σίγουρα έσπασε,» είπε ένας άλλος στρατιώτης, πίσω από τον πρώτο. «Γέρνουμε στο πλάι. Παραπάνω από ένας τροχός, ίσως.»
«Περιμένετε η θολούρα να καταλαγιάσει!» φώναξε κάποιος που η Αρίνη δεν τον έβλεπε αλλά νόμιζε ότι αναγνώριζε τη φωνή του. Ήταν λοχίας. «Μη βγείτε τώρα – θα σας καθαρίσουν. Και ετοιμάστε τα όπλα σας!»
Όταν όμως η θολούρα έπεσε, είδαν ότι κανένας εχθρός δεν τους περίμενε απέξω. Οι επαναστάτες είχαν εξαφανιστεί σαν πνεύματα του δάσους. Μονάχα μερικές φωτιές έκαιγαν τριγύρω, από τις εκρήξεις των χειροβομβίδων.
*
«Φτηνά τη γλίτωσε ο κώλος μας, θα τολμούσα να πω,» μούγκρισε η Μάρθα.
«Στρίψε νοτιοανατολικά,» της είπε ο Γεράρδος, καθισμένος πλάι της και δείχνοντας την πυξίδα στην κονσόλα εμπρός τους.
«Εύκολο να το λες, γάμησέ-τα να το κάνεις.» Η Μάρθα γύρισε το τιμόνι και ο Κροκόδειλος, σύντομα, βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο δέντρα που το ένα ήταν πλάι στο άλλο και δεν υπήρχε χώρος για το όχημα ανάμεσά τους. Το χέρι της Μάρθας έβαλε την πιο αργή και δυνατή ταχύτητα, το πόδι της πάτησε τέρμα το πετάλι. Το όχημα βρυχήθηκε αγριεμένα· οι τροχοί του ακούστηκαν να τρώνε το ξύλο των κορμών σαν μηχανικά πριόνια.
«Τι σκατά κάνετε εκεί!» φώναξε η Βατράνια από πίσω.
«Ίσως,» είπε ο Γεράρδος, «θα μπορούσαμε να βρούμε…»
Ένας από τους μπροστινούς προβολείς του Κροκόδειλου έσπασε. Τα δέντρα λύγισαν.
«…άλλο μονοπάτι.»
Η Μάρθα αγνόησε τον Γεράρδο, συνεχίζοντας να έχει πατημένο τέρμα το πετάλι. Ο ένας κορμός κόπηκε και έπεσε στην οροφή του Κροκόδειλου, τραντάζοντάς τον· ο άλλος κορμός λύγισε τόσο που η θέση του τώρα φάνταζε αφύσικη. Το όχημα πέρασε από το δύσκολο σημείο και συνέχισε. Ο κορμός που είχε βρεθεί στην οροφή του γρήγορα κατρακύλησε στη γη.
«Σ’το έχω ξαναπεί, Γεράρδε, μη βάζεις αυτή την τρελή να οδηγεί!» φώναξε η Βατράνια.
«Θα την πλακώσω στο ξύλο – μετά,» είπε η Μάρθα στον Γεράρδο, καθώς πήγαινε το όχημα νοτιοανατολικά, προς την Ερρίθια. «Επίσης, η ενέργειά μας τελειώνει ύστερα απ’όλες αυτές τις μαλακίες. Ίσως θα ήθελες ν’αλλάξεις τη φιάλη. Κι ελπίζω να μας έχουν μείνει κάμποσες φιάλες ακόμα, γιατί όλο σε κωλοϊστορίες μπλέκουμε.»
Οι στρατιώτες βγήκαν από το όχημα και σχημάτισαν έναν δακτύλιο γύρω του, με τα όπλα τους υψωμένα, σε περίπτωση που οι αποστάτες ήταν κρυμμένοι κάπου στη βλάστηση πέρα από τις φωτιές. Κανένας, όμως, δεν τους επιτέθηκε, και η Αρίνη τούς πρόσταξε να σβήσουν τις εστίες προτού οι φλόγες εξαπλωθούν και καούν όλοι τους. Οι στρατιώτες υπάκουσαν, χτυπώντας τις φωτιές με τις κάπες τους ή πετώντας τους νερό.
Ο μόνος τρόπος για να βρουν τώρα τους αποστάτες ήταν ν’ακολουθήσουν, οδοιπορώντας, τα ίχνη που είχε αφήσει το όχημά τους στο δάσος. Διότι το όχημα της Αρίνης είχε αχρηστευτεί: δύο τροχοί από τη δεξιά μεριά είχαν καταστραφεί: ο ένας είχε βγει τελείως από τη θέση του, ο άλλος βρισκόταν στα πρόθυρα. Η μάγισσα, όμως, δεν ήταν πρόθυμη να κυνηγήσει τους επαναστάτες υπό αυτές τις συνθήκες. Κατά πρώτον, δεν ήταν ουσιαστικά αυτή η δουλειά της. Κατά δεύτερον, ακόμα κι αν κάποτε τους έφτανε, δεν ήταν βέβαιη ότι εκείνη κι οι στρατιώτες της θα μπορούσαν να τους αιχμαλωτίσουν ή να τους σκοτώσουν. Πιθανώς το αντίθετο να συνέβαινε. Φαίνονταν καλά εξοπλισμένοι.
Η φωνή του Επόπτη ήχησε ξαφνικά από το εσωτερικό του οχήματος: «Μάγισσα; Μ’ακούς, μάγισσα;»
Η Αρίνη πήγε στη θέση του οδηγού (που ήταν, επί του παρόντος, άδεια) και απάντησε, μιλώντας στο μικρόφωνο: «Μάλιστα, Υψηλότατε.»
«Τι συνέβη πριν; Σταμάτησε να λειτουργεί ο πομπός σου, και οι πιλότοι των ελικοπτέρων μού είπαν ότι είδαν μια έκρηξη να γίνεται και το όχημά σου να χτυπιέται από αυτήν. Την άκουσα κι εγώ, από τον ποταμό.»
«Οι επαναστάτες μάς επιτέθηκαν,» εξήγησε η Αρίνη, «και τώρα δεν μπορούμε να κινηθούμε.»
«Ο πομπός τι είχε πάθει;»
«Δεν ξέρω. Πρέπει, κάπως, να τον μπλόκαραν. Ίσως κάποιος μάγος τους να το έκανε.»
«Μην απομακρυνθείτε,» είπε ο Νιρμόδος. «Θα έρθω εκεί μαζί με τους στρατιώτες μου, και θ’ακολουθήσουμε τα ίχνη τους. Θα τους βρω στο τέλος!»
«Μάλιστα, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε η Αρίνη· ενώ, συγχρόνως, σκεφτόταν: Το φοβόμουν πως θα το έλεγε αυτό.
*
«Εντάξει, εδώ καλά είμαστε,» είπε ο Γεράρδος.
Η Μάρθα σταμάτησε τον Κροκόδειλο, που ήταν ταλαιπωρημένος από τη διαδρομή μέσα στο δάσος. Τώρα βρίσκονταν σε μια περιοχή με πιο ελαφριά βλάστηση αλλά αρκετή για να τους κρύβει από εχθρικά μάτια, δεδομένης της ιδιότητας του οχήματος να παίρνει τα χρώματα του περιβάλλοντος. Δεν ήταν μακριά από την Ερρίθια.
Ο Γεράρδος στράφηκε και είπε στον Εδμόνδο, που ήταν πίσω: «Τώρα μπορείς να βγεις, Βοριά, και να επιστρέψεις στην πόλη.»
Η πισινή πόρτα του οχήματος άνοιξε και ο τροβαδούρος κι οι δύο χορεύτριες βγήκαν, ακολουθούμενοι από όλους τους υπόλοιπους. Ο Γεράρδος, η Μάρθα, και ο Σθένελος βγήκαν επίσης.
«Πού θα ξανασυναντηθούμε;» ρώτησε ο Εδμόνδος.
Ο Γεράρδος, για μια στιγμή, δεν ήταν βέβαιος τι να απαντήσει, έτσι μίλησε ο Έδουος: «Εμείς πρέπει να πάμε στον Υπεραιώνιο.»
Η Μάρθα τού έριξε ένα άγριο βλέμμα. Ποιος νόμιζε ότι ήταν που θα έπαιρνε αποφάσεις γι’αυτούς; αναρωτήθηκε, θυμωμένα. Εξαρχής δεν της άρεσε που είχε έρθει μαζί τους, να τους βοηθήσει στη διάσωση της Βατράνιας. Μπορούσαμε να τα είχαμε καταφέρει μια χαρά και μόνοι μας. Εκείνο που ήθελε, στην πραγματικότητα, ο Έδουος ήταν να τους παρακολουθεί για λογαριασμό των ιερέων. Η Μάρθα το είχε πει αυτό στον Γεράρδο, κι ο Γεράρδος δεν είχε διαφωνήσει. Αλλά ούτε είχε αποκρίθηκε στον Έδουο να μην έρθει.
«Στον Υπεραιώνιο;» έκανε ο Εδμόνδος, ξαφνιασμένος.
«Πρέπει να μιλήσουμε στον Ύπατο,» εξήγησε ο Έδουος.
«Δεν θα μας πεις εσύ πού θα πάμε!» μούγκρισε η Μάρθα.
Ο Έδουος στράφηκε να την ατενίσει, κι εκείνη δεν μπόρεσε να συναντήσει το βλέμμα του. Μόλις τα μάτια της έπεσαν πάνω στα δικά του ένιωσε έναν απερίγραπτο – και τελείως ανεξήγητο – τρόμο να την κυριεύει. Έκανε ένα βήμα όπισθεν, ενώ τα γόνατά της έτρεμαν. Τι σκατά μ’έπιασε;
Ο Γεράρδος, την ίδια στιγμή, διαισθανόταν το Εσώτερο Θηρίο να ξυπνά μέσα στον Έδουο, κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του ιερέα, δυνατά. «Έδουε,» είπε, σταθερά. «Η Μάρθα έχει δίκιο: Εμείς αποφασίζουμε πού θα πάμε.»
Τώρα, ο Έδουος στράφηκε ν’αντικρίσει εκείνον, και παρότι ο Γεράρδος έβλεπε στα μάτια του την οργή του Εσώτερου Θηρίου, δεν αισθανόταν τρομαγμένος από αυτό. Πώς μπορούσε, άλλωστε, όταν συγχρόνως αισθανόταν τόσο κοντά στον Θεό;
«Νόμιζα, Γεράρδε, ότι είχαμε συμφωνήσει να επισκεφτούμε τον Ύπατο.» Η φωνή του Έδουου ήταν εν μέρει απειλητική. «Εσύ ο ίδιος είπες ότι θα τον επισκεπτόσουν!»
«Και θα τον επισκεφτώ,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Αλλά, όπως σου είπα, εμείς παίρνουμε αποφάσεις για τον εαυτό μας. Καταλαβαίνεις τι λέω;»
Ο Έδουος δεν μίλησε, αλλά ούτε και διαφώνησε. Έκανε ένα βήμα πίσω, για να βγάλει το χέρι του Γεράρδου από τον ώμο του, σαν το άγγιγμά του να τον έκανε να αισθάνεται άβολα ή αμήχανα.
Ο Γεράρδος είπε στον Εδμόνδο: «Δυστυχώς, δεν ξέρω πού θα ξανασυναντηθούμε, Βοριά. Δεν μπορώ να σου απαντήσω τώρα. Όπως είπε ο Έδουος, μάλλον θα πάμε πρώτα στον Υπεραιώνιο για να μιλήσω στον Ύπατο. Μετά… δεν είμαι σίγουρος. Εσύ θα είσαι στην Ερρίθια;»
Ο Εδμόνδος κατένευσε. «Για κάποιες ημέρες, ναι. Στον Σιδερένιο Ξένο.»
«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Θα συναντηθούμε εκεί, τότε, αν προλάβουμε. Ή, αλλιώς, σε κάποιο όνειρο.»
Ο Εδμόνδος μειδίασε καθώς αντάλλασσαν μια δυνατή χειραψία. «Αποκλείεται να χαθούμε. Η Χάρνταβελ δεν είναι και τόσο μεγάλη, έτσι;»
Η Ιζαμπώ έδωσε ένα δυνατό φιλί στον Σθένελο. Η Ισαβέλλα τον αγκάλιασε. Έπειτα, κι οι δυο τους χαιρέτησαν τη Βατράνια, με αγκαλιές και χειραψίες και φιλιά στα μελανιασμένα και τραυματισμένα μάγουλά της. Ο Εδμόνδος τούς χαιρέτησε όλους και αγκάλιασε κι εκείνος τη Βατράνια και είπε ότι ευχόταν να την ξανάβλεπε σύντομα. «Να προσέχεις, Εδμόνδε,» αποκρίθηκε η Βατράνια. «Και σ’ευχαριστώ για ό,τι έκανες.»
Μετά, ο τροβαδούρος και οι δύο χορεύτριες έφυγαν, βαδίζοντας γρήγορα μέσα στη βλάστηση και κατευθυνόμενοι προς την Ερρίθια.
Η Άνμα’ταρ είπε: «Αρκετά μείναμε εδώ. Μπορεί οι Παντοκρατορικοί ακόμα και τώρα ν’ακολουθούν τα ίχνη μας και να έρχονται.»
Ο Γεράρδος συνοφρυώθηκε. Δεν το είχε σκεφτεί αυτό.
*
Παραμερίζοντας τη βλάστηση του Κεντροδάσους, ο Νιρμόδος πλησίασε το χτυπημένο όχημα της Αρίνης μαζί με όλους τους πολεμιστές από τα δύο πλοιάρια.
«Υψηλότατε,» χαιρέτησε η μάγισσα. Οι στρατιώτες της είχαν πριν από λίγο σβήσει όλες τις φωτιές· μονάχα καπνός και στάχτες βρίσκονταν γύρω τους τώρα.
«Με τι σας επιτέθηκαν;» ρώτησε ο Νιρμόδος. Κρατούσε στα χέρια του ένα τουφέκι, και ήταν ντυμένος με την επίσημη στολή του Παντοκρατορικού Επόπτη, πάνω από την οποία φορούσε έναν σκληρό πέτσινο θώρακα. Στην πλάτη του έπεφτε μια γκρίζα κάπα. Από τη ζώνη του κρεμόταν το σπαθί του. Στον μηρό του ήταν θηκαρωμένο ένα πιστόλι.
«Με χειροβομβίδες,» απάντησε η Αρίνη. «Μετά εξαφανίστηκαν μέσα στον καπνό και στη βλάστηση.»
Ο Νιρμόδος πλησίασε το πλάι του οχήματος, για να δει τη ζημιά. «Τίποτα που δεν μπορεί να επιδιορθωθεί,» παρατήρησε. «Τα συστήματα και οι μηχανές του είναι εντάξει;»
«Έτσι νομίζω.»
«Καλώς. Μετά θα το πάρουμε από εδώ. Τώρα ακολουθούμε τα ίχνη τους.» Έκανε νόημα σε μερικούς στρατιώτες να προπορευτούν προς την κατεύθυνση όπου είχαν πάει οι αποστάτες.
Εκείνοι υπάκουσαν, και οι υπόλοιποι τούς ακολούθησαν. Μαζί, και η Αρίνη’σαρ, που δεν είχε καμία διάθεση να βρίσκεται εδώ.
*
«Δε βλέπω κανέναν να πλησιάζει,» είπε ο Σθένελος, κοιτάζοντας προς τη μεριά απ’την οποία είχαν έρθει.
«Είναι νωρίς ακόμα,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Όσο αργά κι αν πηγαίνουμε με τον Κροκόδειλο, εμείς τουλάχιστον είμαστε πάνω σε τροχούς. Αν εκείνοι οδοιπορούν, θα πρέπει να κάνουν κανένα μισάωρο, υπολογίζω, μέχρι να φτάσουν εδώ που βρισκόμαστε.»
«Φεύγουμε λοιπόν,» είπε ο Γεράρδος. «Θα βγούμε πάλι στον ποταμό και θα πάμε ανατολικά, αυτή τη φορά.»
«Προς την Ερρίθια;» απόρησε η Βατράνια.
«Θα την προσπεράσουμε και θα μπούμε στον Παραπόταμο. Εκεί, στις νότιες όχθες του, θα βγούμε στην ξηρά. Και πρέπει, λογικά, να χάσουν πια τα ίχνη μας.»
Δεν κάθισαν να το συζητήσουν άλλο – άλλωστε, δεν είχε κανένας να προτείνει τίποτα καλύτερο – μπήκαν στον Κροκόδειλο και ο Γεράρδος κάθισε τώρα στο τιμόνι ενώ η Μάρθα στη θέση του συνοδηγού. Τη Μαγγανεία Κινήσεως έκανε ξανά ο Σθένελος, καθώς και το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος για να ενισχύσει την κάλυψη του οχήματος.
Ο Κροκόδειλος βγήκε από τη βλάστηση και πλησίασε την όχθη του Μεγάλου Ποταμού. Η Μάρθα, φέρνοντας τα κιάλια της στα μάτια, μπορούσε να δει, στα βόρεια, τα δύο πλοιάρια των Παντοκρατορικών. «Έχουν αράξει,» είπε. «Καλά λέει η Άνμα· προσπαθούν ν’ακολουθήσουν τα ίχνη μας.»
«Η Άνμα σπάνια λέει χαζομάρες,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, οδηγώντας τον Κροκόδειλο προς το νερό. «Σθένελε. Αλλάζουμε.»
Ο μάγος έκανε το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος για δεύτερη φορά και, καθώς ο Κροκόδειλος έμπαινε στο νερό, δεν ήταν πια όχημα αλλά σκάφος. Ο Γεράρδος το έστρεψε προς τα ανατολικά, βάζοντας τις μηχανές να λειτουργήσουν στη μέγιστη ταχύτητα.
«Ας ελπίσουμε,» είπε στη Μάρθα, «ότι δεν θα έχουν στήσει μπλόκο έξω από την Ερρίθια.»
«Νομίζεις ότι μπορεί να έχουν σκεφτεί πως θα κάνουμε στροφή προς τα πίσω;»
«Τίποτα δεν αποκλείεται.»
Οι Παντοκρατορικοί, όμως, δεν το είχαν σκεφτεί. Πίστευαν, μάλλον, ότι απλά θα τους κυνηγούσαν και θα τους έπιαναν. Έτσι, τα νερά του Μεγάλου Ποταμού κοντά στην Ερρίθια δεν περιπολούνταν από πλοιάρια γεμάτα στρατιώτες. Ο Γεράρδος εύκολα πέρασε από την περιοχή, πλέοντας κοντά στη νότια όχθη, όχι στη βόρεια όπου ήταν οικοδομημένη η Μεγάλη Πόλη της Χάρνταβελ. Καλύτερα να είμαστε προσεχτικοί. Μπορεί ο Επόπτης να μην τους είχε στήσει μπλόκο εδώ αλλά, αν πλησίαζαν το λιμάνι της Ερρίθιας, ίσως κάποιοι εκεί να αναγνώριζαν το σκάφος τους και να τους πυροβολούσαν με κανένα κρυφό κανόνι που είχαν για τέτοιες περιπτώσεις. Πλέοντας κοντά στη νότια όχθη δεν υπήρχε τέτοιο πρόβλημα· ο Μεγάλος Ποταμός ήταν πολύ φαρδύς. Κανενός συμβατικού όπλου η εμβέλεια δεν έφτανε από τη μια του όχθη ώς την άλλη, ακόμα κι αν οι Παντοκρατορικοί κατάφερναν να τους δουν από τόσο μακριά.
Ο Κροκόδειλος πέρασε κάτω από την ψηλή, εντυπωσιακή γέφυρα που ένωνε τη Βεν’τάδια με την Ερρίθια και συνέχισε ανατολικά. Στο σημείο όπου τα ποτάμια διακλαδίζονταν, ο Γεράρδος ακολούθησε το παρακλάδι που έβγαζε στον Παραπόταμο, ο οποίος δεν ήταν και πολύ πιο στενός από τον Μεγάλο Ποταμό.
«Καμία αντίσταση,» παρατήρησε η Μάρθα.
«Ναι,» ένευσε ο Γεράρδος, «ήμασταν τυχεροί.»
*
Δεν ήταν δύσκολο να ακολουθήσουν το μονοπάτι που είχε ανοίξει το όχημα των αποστατών μέσα στη βλάστηση. Οι βαριές ρόδες του είχαν αφήσει ξεκάθαρα ίχνη στο έδαφος – βαθιά χαντάκια στη γη και τσακισμένο χορτάρι – και ο μεγάλος όγκος του είχε διαλύσει φυλλωσιές, κλαδιά, και κορμούς. Η ομάδα του Παντοκρατορικού Επόπτη Νιρμόδου Νάρλεφ, σύντομα, έφτασε στο τέλος της διαδρομής του οχήματος. Για να διαπιστώσουν ότι αυτό είχε πέσει πάλι στον ποταμό.
«Κατάρες!» γρύλισε ο Νιρμόδος, σφίγγοντας τη γροθιά του. «Έπρεπε να το είχα σκεφτεί!» Τώρα, όμως, ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τους προλάβει. Θα βρίσκονταν ήδη πολύ μακριά.
Τίποτα, εκτός από…
Άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, καλώντας τους πιλότους των ελικοπτέρων. «Κατευθυνθείτε ανατολικά,» τους πρόσταξε, «πάνω από τον Μεγάλο Ποταμό. Οι αποστάτες πρέπει να έχουν πάει προς τα εκεί, με το μεταβαλλόμενο σκάφος τους σε μορφή πλοίου ξανά. Ακολουθήστε τους από ασφαλή απόσταση· μάθετε πού θέλουν να φτάσουν.»
«Μάλιστα, Υψηλότατε.»
*
«Μας ακολουθούν πάλι,» είπε η Άνμα’ταρ, κοιτάζοντας πίσω με τα κιάλια της.
«Πού είναι; Δε φαίνεται κανένα σκάφος!» είπε η Βατράνια. Στέκονταν όλοι (εκτός από τον Γεράρδο, τη Μάρθα, και τον Σθένελο) στο κατάστρωμα του Κροκόδειλου, τυλιγμένοι στις κάπες τους για να προφυλάσσονται από τον ψυχρό αέρα.
«Τα δύο ελικόπτερα βλέπω μόνο,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Αλλά βρίσκονται ακόμα μακριά, και μάλλον εκεί θα μείνουν.»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Επειδή τους συμφέρει καλύτερα να μας παρακολουθούν από μακριά παρά από κοντά.»
Μετά από λίγο, όμως, τα αεροσκάφη πλησίασαν κάμποσο. Δεν έφτασαν, βέβαια, σε κοντινή απόσταση, μα τώρα μπορούσε κανείς να τα δει εύκολα και χωρίς κιάλια. Δύο μαύρες κουκίδες στον ουρανό.
Η Άνμα’ταρ ανέβηκε στη γέφυρα, για να πει στον Γεράρδο τι συνέβαινε.
«Μπορούμε να τα καταρρίψουμε;» ρώτησε η Μάρθα, που καθόταν δίπλα του.
«Όχι.»
«Τότε, πώς θα τους ξεφύγουμε;»
Ο Γεράρδος είπε: «Θα βγούμε στην ξηρά σε λίγο, και το όχημά μας θα πάρει τα χρώματα του περιβάλλοντος. Αυτό, ελπίζω, θα τους αποπροσανατολίσει.»
Η Άνμα ένευσε. «Το ίδιο ελπίζω κι εγώ.»
Ο Γεράρδος πιλόταρε το πλοίο για περίπου δύο ώρες και, μετά, το έβγαλε στις νότιες όχθες του Παραπόταμου, μεταμορφωμένο σε όχημα. Τα ελικόπτερα, φυσικά, εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο κατόπι τους, αλλά εδώ ο Κροκόδειλος πήρε τα χρώματα του περιβάλλοντος καθώς ο Γεράρδος τώρα τον οδηγούσε νοτιοανατολικά μέσα από πεδινές και ελαφρώς λοφώδεις περιοχές. Από απόσταση φαίνονταν χωριά και αγροικίες· και χωράφια, γόνιμα και ξερά. Σ’ένα μέρος, όχι πολύ μακριά από ένα χωριό, ήταν κρεμασμένος ανάποδα ένας άνθρωπος, θυσιασμένος για το καλό της διάστασης.
Το αποτρόπαιο θέαμα, αν και μακρινό, έφερε στο μυαλό της Μάρθας την απέχθειά της για τους ιερείς της Χάρνταβελ, και ξανασκέφτηκε ότι ο Γεράρδος έκανε μεγάλη μαλακία που άφηνε αυτόν τον πούστη τον Έδουο να είναι μαζί τους. Μπορεί να είναι επαναστάτης – μπορεί να θέλει να ελευθερώσει τη διάστασή του από την Παντοκράτειρα – μα δεν είναι σαν εμάς. Μέχρι στιγμής δεν έχω γνωρίσει κανέναν γαμημένο επαναστάτη που θα έκανε ανθρωποθυσίες – για οποιονδήποτε λόγο. Το επόμενο βήμα είναι ο κανιβαλισμός, μα το ελεεινό στόμα του Λοκράθου!
Ο Γεράρδος οδήγησε για δύο ώρες ακόμα, μέσα στην ύπαιθρο της Χάρνταβελ, ενώ τα Παντοκρατορικά ελικόπτερα τούς είχαν προ πολλού χάσει. Δεν μπορούσαν να τους παρακολουθήσουν από τόσο ψηλά, έτσι όπως το όχημά τους έμοιαζε να λιώνει μέσα στη γεωγραφία της διάστασης.
Ήταν απόγευμα, και ο ήλιος έγερνε προς τη δύση, όταν ο Γεράρδος σταμάτησε τον Κροκόδειλο κάτω από έναν δενδρώδη λόφο και πρότεινε να κατεβούν. Οι επαναστάτες βγήκαν από το εσωτερικό του οχήματος και κοίταξαν ολόγυρα, με τα κιάλια τους. Κανένας κίνδυνος δεν φαινόταν, πουθενά.
Ο Γεράρδος διαισθανόταν ότι μία από τις εισβολές βρισκόταν ανατολικά από εδώ. Δεν ήξερε πόσο μακριά, όμως, και δεν μπορούσε με τα κιάλια να εντοπίσει τίποτα το ασυνήθιστο. Αυτό σήμαινε ότι, μάλλον, η εισβολή απείχε δεκάδες χιλιόμετρα. Το είπε στους συντρόφους του, μα δεν πρότεινε να την πλησιάσουν. «Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Χρειαζόμαστε ξεκούραση.»
Ο Έδουος τού υπενθύμισε: «Πρέπει να επισκεφτούμε τον Ύπατο, Γεράρδε – έχεις συμφωνήσει. Δεν μπορούμε να περιφερόμαστε σ’όλη τη Χάρνταβελ ψάχνοντας για τις εισβολές.»
«Γι’αυτή ακριβώς τη δουλειά ήρθαμε, όμως!» του είπε η Μάρθα, τσαντισμένη με τη συμπεριφορά του. Νόμιζε – πολύ λανθασμένα! – ότι ήταν αρχηγός τους, και το κεφάλι του δεν έλεγε να γυρίσει. Εμείς, όμως, δεν είμαστε σαν τους ντόπιους τούτης της διάστασης που τρέμουν τους κωλοϊερείς τους! «Δεν ήρθαμε για να τρέχουμε στον Ύπατό σας. Ο Πρίγκιπας μάς έστειλε εδώ για να μάθουμε τι συμβαίνει σ’αυτή τη γαμημένη διάσταση.»
Το χέρι του Έδουου τινάχτηκε, προτού προλάβει κανείς να κάνει τίποτα, αρπάζοντας τη Μάρθα απ’τον λαιμό και σηκώνοντάς την από το έδαφος. «Κάποιος πρέπει να μάθει σ’αυτή τη σκύλα λίγο σεβασμό προς τα ιερά της Χάρνταβελ!» είπε, και η φωνή του έμοιαζε να έρχεται από απίστευτο βάθος και με απίστευτη δύναμη, χτυπώντας τη Μάρθα σχεδόν σαν να ήταν άνεμος τον οποίο μπορούσε να αισθανθεί επάνω της. Είχε παραλύσει· το σώμα της αρνιόταν να την υπακούσει. Το μυαλό της είχε, απρόσμενα, θολώσει. Έτρεμε ολόκληρη, και δεν μπορούσε να μιλήσει από το σφίξιμο του χεριού του Έδουου γύρω απ’τον λαιμό της. Λίγη ακόμα δύναμη αν έβαζε ο ιερέας, θα τη σκότωνε· ήταν σίγουρη.
«Έδουε!» φώναξε ο Γεράρδος, αρπάζοντάς τον από τον ώμο. «Άφησέ την!»
Το πρόσωπο του Έδουου στράφηκε να τον κοιτάξει. Στα μάτια του έκαιγε το Εσώτερο Θηρίο, και προσπαθούσε – ανεπιτυχώς – να διεισδύσει στην ψυχή του Γεράρδου μέσα από τα δικά του μάτια. «Γιατί; τι θα κάνεις; Δεν είσαι καν ιερέας πλέον, Γεράρδε!»
«Είμαι κάτι περισσότερο από ιερέας,» αποκρίθηκε εκείνος, προτού προλάβει να σταματήσει τον εαυτό του.
«Ακόμα μια βλασφημία! Πόσες πρέπει να υποφέρω από εσένα και τους… υποτακτικούς σου;» Ο Έδουος εξακολουθούσε να κρατά τη Μάρθα από τον λαιμό, με τα πόδια της να κρέμονται πάνω από το έδαφος, έτοιμη να χάσει τις αισθήσεις της και να λιποθυμήσει.
«Δεν είναι υποτακτικοί μου,» του είπε ο Γεράρδος. «Και με συγχωρείς. Μίλησα βιαστικά. Τώρα, άφησέ κάτω τη Μάρθα. Γιατί, αν δεν την αφήσεις… Δες πίσω σου.»
«Το ξέρω πως οι άνθρωποί σου με σημαδεύουν,» αποκρίθηκε ο Έδουος, χωρίς να έχει γυρίσει για να κοιτάξει την Άνμα’ταρ, τη Βατράνια, τον Σθένελο’σαρ, και τον Σέλιρ’χοκ, που είχαν τα πιστόλια τους στραμμένα επάνω του. «Δεν γνωρίζουν σεβασμό.»
«Η Μάρθα δεν είναι από τη Χάρνταβελ, Έδουε. Δεν ξέρει για τον Θεό. Δεν ξέρει για τους ιερείς. Άφησέ την. Δεν μίλησε εσκεμμένα για να προσβάλει. Αν δεν την αφήσεις, δεν πρόκειται να πάω στον Ύπατο,» τον απείλησε. «Κι εσύ θα πεθάνεις. Αυτό σ’το υπόσχομαι.»
Στα μάτια του Έδουου δεν φάνηκε φόβος· αλλά, ύστερα από μια στιγμή σκέψης, το χέρι του πέταξε τη Μάρθα στο έδαφος, όπου εκείνη διπλώθηκε, βήχοντας, σπαρταρώντας ακούσια.
Ο Έδουος είπε: «Πηγαίνω να θυσιάσω. Θα επιστρέψω το βράδυ. Ελπίζω, Γεράρδε, να θυμάσαι ακόμα τι σημαίνει να είσαι ιερέας και να μη φύγεις χωρίς εμένα.»
Ο Γεράρδος δεν μίλησε, και ο ιερέας έβγαλε τα άμφιά του κι έτρεξε μέσα στην ύπαιθρο σαν αγρίμι. Σύντομα, χάθηκε από τα μάτια τους.
«Στα τσακίδια…» είπε η Βατράνια, κατεβάζοντας το πιστόλι της. Ιδρώτας γυάλιζε στο μέτωπό της. Το ίδιο και στο μέτωπο του Σθένελου. Μονάχα ο Σέλιρ’χοκ και η Άνμα’ταρ έμοιαζαν ατάραχοι.
Ο Γεράρδος γονάτισε δίπλα στη Μάρθα. «Είσαι καλά;»
Εκείνη ανασηκώθηκε καθώς έβηχε. «Ο γαμιόλης… παραλίγο… να μου σπάσει… το λαιμό…»
«Παραφέρθηκε,» είπε ήρεμα ο Γεράρδος.
«…Με δουλεύεις γαμώ… την πουτάνα μου;… Είναι τρελός, ο γαμημένος πούστης!»
Ο Σθένελος, ξεροκαταπίνοντας, ρώτησε: «Όταν είπε πως πάει να θυσιάσει, εννοούσε ότι πάει να σκοτώσει ανθρώπους;»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι, καθώς σηκωνόταν όρθιος και βοηθούσε και τη Μάρθα να σηκωθεί. «Όχι. Κάποιο ζώο.» Οι θυσίες γαληνεύουν το Εσώτερο Θηρίο. Κι αναρωτιέμαι πόσες από αυτές που κάνουμε είναι για το Θηρίο και πόσες για τον Θεό. Τα έχουμε μπλέξει… Τα έχουμε μπλέξει αφόρητα… Το έβλεπε τόσο καθαρά, τώρα που το δικό του Εσώτερο Θηρίο δεν υπήρχε πια.
«Πρέπει να τον προσέχουμε,» είπε η Βατράνια. «Πού σκατά τον βρήκατε;»
«Τον συναντήσαμε στα δυτικά,» εξήγησε ο Γεράρδος, «κοντά σε μια εισβολή. Μας επιτέθηκε μόλις με αναγνώρισε, αλλά τελικά κατάφερα να του μιλήσω και να συνεννοηθώ μαζί του. Τον ξέρω από παλιά, Βατράνια.»
«Σου επιτέθηκε μόλις σε αναγνώρισε; Αυτό σημαίνει ότι δεν τα είχατε καλά;»
«Είχαμε μια… σύγκρουση. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Νόμιζε ότι ήμουν νεκρός. Ένας ιερέας που φεύγει από τη Χάρνταβελ, συνήθως, πεθαίνει.»
Η Βατράνια αναστέναξε. «Εγώ, πάντως, αλλιώς τους ήξερα τους ιερείς…»
«Καλωσήρθες στη Χάρνταβελ,» της είπε ο Γεράρδος υπομειδιώντας.
Αφού άναψαν μια φωτιά, κάθισαν γύρω της για να φάνε, και ο Γεράρδος διηγήθηκε στον Σθένελο και στη Βατράνια, με λεπτομέρειες, όλα όσα είχαν συμβεί σ’εκείνον και τους συντρόφους του. Μετά, ο Σθένελος και η Βατράνια διηγήθηκαν αυτά που είχαν συμβεί σ’εκείνους, στον Εδμόνδο, και στις δύο χορεύτριες. Ο Ερευνητής μίλησε διεξοδικά για την άλλη διάσταση πέρα από το άνοιγμα στην Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα εκεί. Η άμμος της ερήμου είναι… είναι περισσότερο σαν στάχτη. Λες και κάτι να έχει καταστρέψει αυτή την περιοχή.»
«Όταν με ανέκριναν,» είπε η Βατράνια, «η Αρίνη’σαρ μίλησε για μια φωτεινή οντότητα που είναι πολύ επικίνδυνη. Με ρώτησε αν την είχαμε συναντήσει στην άλλη διάσταση. Της είπα την αλήθεια – όχι, δηλαδή.»
Ο Σθένελος συνοφρυώθηκε. «Τι είδους φωτεινή οντότητα;»
«Καταστροφική. Αυτό είναι το μόνο που θυμάμαι.»
«Τέλος πάντων,» είπε ο Σθένελος. «Αν, όπως λέει ο Γεράρδος, υπάρχουν πολλές τέτοιες εισβολές στη Χάρνταβελ, τότε μπορούμε να μπούμε από μια οποιαδήποτε για να φτάσουμε στην άλλη διάσταση. Δεν είναι ανάγκη να πάμε από το δάσος που ξεπρόβαλε στην Ερρίθια.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Σέλιρ’χοκ. «Υποθέτοντας πάντα ότι η εισβολή αποτελεί και άνοιγμα. Γιατί εκείνη που βρήκαμε εμείς όταν συναντήσαμε τον Έδουο δεν ήταν παρά ένας πελώριος βράχος.»
«Και ο βράχος έσπαγε πολύ εύκολα,» είπε ο Γεράρδος. «Το θυμάστε; Όταν τον κλοτσούσα, έσπαγε αφύσικα εύκολα. Ήταν νεκρός όπως τα νεκρά χωράφια.»
«Νεκρός όπως την άμμο της ερήμου…» πρόσθεσε ο Σθένελος.
Ο Γεράρδος ένευσε. «Το κακό πιθανώς να ξεκινά από αυτή την άλλη διάσταση.» Και ρώτησε: «Μπορεί να πρόκειται για κάποια γνωστή διάσταση, Σθένελε;»
Ο μάγος το σκέφτηκε για λίγο. Μετά είπε: «Μπα, δε νομίζω. Έχει τρία πράσινα φεγγάρια στον ουρανό: το ένα μεγαλύτερο, τ’άλλα δύο μικρότερα. Δεν έχω ξανακούσει για τέτοιο πράγμα.»
Ο Γεράρδος ατένισε τον Σέλιρ’χοκ ερωτηματικά. «Ούτε εμένα μού θυμίζει κάτι αυτή η διάσταση, Καπετάνιε,» δήλωσε ο μαυρόδερμος Διαλογιστής, που η όψη του έμοιαζε να εξαφανίζεται τελείως μέσα στο σκοτάδι της κουκούλας του· μονάχα τα μάτια του διακρίνονταν. Η νύχτα είχε αρχίσει να απλώνεται στην ύπαιθρο της Χάρνταβελ.
«Πρέπει να την ερευνήσουμε,» είπε ο Σθένελος. «Μονάχα έτσι θα μάθουμε τι συμβαίνει.»
«Τα μαύρα φίδια τι μπορεί να είναι;» ρώτησε ο Γεράρδος.
Ο Σθένελος ανασήκωσε τους ώμους. «Κάποιες ενεργειακές οντότητες είναι, σίγουρα. Από κει και πέρα, δεν ξέρω. Κι εμένα με παραξένεψαν.»
«Είπες ότι αυτό που προσπάθησες να παγιδέψεις ξέφυγε εύκολα από το δοχείο φυλάκισης…» είπε ο Σέλιρ’χοκ.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Σθένελος.
«Πέρασε μέσα από το γυαλί…»
«Ναι, σα να μην υπήρχε, και παρότι το γυαλί ήταν φορτισμένο από την ενέργεια της μπαταρίας του δοχείου.»
«Και μετά, το φίδι δεν σου επιτέθηκε, ούτε προσπάθησε να σου κάνει κάποιο κακό, έτσι;»
«Τίποτα.»
«Χμμμ…» έκανε ο Σέλιρ’χοκ. «Τρία συμπεράσματα, λοιπόν: τα φίδια είναι άυλα ή ημιυλικά, αφού περνάνε μέσα από γυαλί· είναι πολύ ισχυρά ενεργειακά (τουλάχιστον, ισχυρότερα από το δοχείο φυλάκισής σου)· και εκτελούν κάποια συγκεκριμένη λειτουργία, ίσως, αλλιώς αυτό που φυλάκισες μπορεί να σου είχε επιτεθεί.»
«Τι συγκεκριμένη λειτουργία;» είπε ο Σθένελος.
«Δεν μπορώ να ξέρω χωρίς να τα έχω παρατηρήσει. Δεν έχω ξανασυναντήσει κάτι παρόμοιο. Πιθανώς, όμως, να σχετίζονται μ’αυτό που γενικά συμβαίνει στην άλλη διάσταση.»
«Με το γεγονός ότι… έχει νεκρωθεί;»
«Ίσως,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο.
«Υπάρχει μια εισβολή στ’ανατολικά μας,» τους θύμισε ο Γεράρδος μετά από λίγο. «Υποθέτω θα θέλετε να την επισκεφτούμε το πρωί.»
«Σίγουρα,» αποκρίθηκε ο Σθένελος με ενθουσιασμό.
«Κάποιος έρχεται,» είπε η Άνμα’ταρ, τραβώντας αργά το πιστόλι της.
Οι υπόλοιποι στράφηκαν και, μέσα στο σκοτάδι, είδαν μια φιγούρα να πλησιάζει έχοντας στον ώμο κάτι που έμοιαζε με μεγάλο σακί.
«Ο Έδουος,» είπε ο Γεράρδος· και πρόσθεσε: «Δε νομίζω ότι χρειάζεται να σας προειδοποιήσω να είστε προσεχτικοί μαζί του από εδώ και στο εξής.» Κοίταξε περισσότερο τη Μάρθα. Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της στη φωτιά. Ήταν φανερά τσαντισμένη.
Ο Έδουος πλησίασε, και αποκαλύφτηκε ότι αυτό που έμοιαζε με σακί στον ώμο του ήταν, στην πραγματικότητα, ένας σκοτωμένος αγριόχοιρος. Το γυμνό από τη μέση κι επάνω σώμα του ιερέα γυάλιζε στις φλόγες καθώς ήταν πιτσιλισμένο με αίμα. Αίμα, κυρίως, όχι δικό του αλλά του θηράματος.
Ο Έδουος έριξε τον αγριόχοιρο στο έδαφος, κοντά στη φωτιά. «Φάτε και ευχαριστήστε τον Θεό,» είπε.
Η Βατράνια τον ατένισε από πάνω ώς κάτω. «Δεν έχεις όπλα μαζί σου…»
Ο Έδουος στράφηκε να την ατενίσει, εκεί όπου ήταν καθισμένη πίσω από τη φωτιά.
«Με τα χέρια σου το σκότωσες;» έκανε η Βατράνια, απορημένη.
«Με τη βοήθεια του Θεού,» αποκρίθηκε ο ιερέας, και πήγε προς τον σταματημένο Κροκόδειλο, μάλλον για να πλύνει το αίμα από το σώμα του.
Η Βατράνια κοίταξε τον Γεράρδο. «Σοβαρολογεί;»
«Σοβαρολογεί,» τη διαβεβαίωσε εκείνος, με νηφάλια όψη.
Ο Επόπτης είδε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για την ώρα, έτσι πρόσταξε να επιστρέψουν στην Ερρίθια και να περιμένουν την αναφορά των ελικόπτερων. Το όχημα της Αρίνης, έβαλε στρατιώτες να το σύρουν ώς την όχθη, τραβώντας το με αλυσίδες. Το έσπρωξαν στα ρηχά του ποταμού, και ο Νιρμόδος είπε να δοκιμάσουν αν μπορούσε να μεταμορφωθεί σε πλοιάριο για να ταξιδέψει ώς την Ερρίθια. Ο οδηγός του μεταβαλλόμενου οχήματος, μερικοί στρατιώτες, και η Αρίνη’σαρ επιβιβάστηκαν. Η μάγισσα κάθισε στο ενεργειακό κέντρο και ύφανε τη Μαγγανεία Κινήσεως. Η ενέργεια φαινόταν να κυλά φυσιολογικά στα συστήματα του οχήματος· δεν υπήρχε βλάβη εκεί. Η Αρίνη χρησιμοποίησε το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, και το όχημα άλλαξε. Έγινε πλοιάριο, που έμοιαζε να μπορεί να πλεύσει κανονικά επάνω στον ποταμό. Η ζημιά στους τροχούς είχε μεταφερθεί στην πρύμνη, σαν κάτι να το είχε εμβολίσει εκεί.
«Όλα εντάξει,» είπε η Αρίνη στον Νιρμόδο, μέσω του πομπού. Ο Επόπτης επιβιβάστηκε στο δικό του πλοιάριο, και μετά όλοι κατευθύνθηκαν προς την Ερρίθια, η οποία δεν ήταν μακριά. Σύντομα βρίσκονταν στο λιμάνι της, και η Αρίνη άφησε το πλοιάριο στους τεχνικούς για να το επισκευάσουν. Το τελευταίο πράγμα που έκανε ήταν ένα Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, ώστε να το μετατρέψει σε όχημα. Θα τους ήταν ευκολότερο να επιδιορθώσουν τη ζημιά στη μορφή που η ζημιά είχε προκληθεί.
Μετά, η Αρίνη’σαρ πήγε στα δωμάτιά της μέσα στα Ανάκτορα του Υπεράρχη, χωρίς να ρωτήσει τον Νιρμόδο αν μπορούσε τώρα να ερευνήσει την άλλη διάσταση. Ήταν βέβαιη ότι ο Επόπτης θα της το αρνιόταν, τουλάχιστον μέχρι που τα ελικόπτερα να επιστρέψουν και να του αναφέρουν πού είχαν πάει οι αποστάτες. Η Αρίνη αμφέβαλλε ότι θα είχαν τίποτα συγκεκριμένο να αναφέρουν. Αφού το όχημα των αποστατών είχε την ιδιότητα να παίρνει τα χρώματα του περιβάλλοντος, όπως φαινόταν, απλά θα το έχαναν πάλι. Δεν είχαν τρόπο να το εντοπίσουν. Εκτός αν οι αποστάτες αποδεικνύονταν πολύ απρόσεκτοι: πράγμα που η Αρίνη δεν πίστευε ότι θα συνέβαινε.
Ώσπου να επιστρέψουν τα ελικόπτερα, καταπιάστηκε ξανά με τις μελέτες της, αν και έβλεπε ότι ήταν λιγάκι άσκοπες χωρίς περισσότερη έρευνα της άλλης διάστασης. Δεν μπορούσε να φτάσει σε συμπεράσματα. Για τίποτα. Και το πιο μυστηριώδες – και τρομαχτικό – απ’όλα ήταν αυτό που αισθανόταν μέσα της. Αυτό που ήταν σίγουρη πως σχετιζόταν με το αγέννητο παιδί της.
Οι ώρες πέρασαν, το βράδυ ήρθε, και η μάγισσα, καπνίζοντας τώρα ένα τσιγάρο Αλαφρό, αναρωτήθηκε τι είχε γίνει με τα ελικόπτερα. Ακόμα να επιστρέψουν; Δεν ήταν συνηθισμένο η γυναίκα ενός ταγματάρχη να καλεί τον Παντοκρατορικό Επόπτη για να τον ρωτήσει τι είχε γίνει σχετικά με οτιδήποτε, αλλά η Αρίνη δεν ήταν απλώς η γυναίκα ενός ταγματάρχη – ήταν η μία από τους δύο μάγους που είχαν οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας στην Ερρίθια – και ο σύζυγός της δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε ταγματάρχης – ήταν ο Τέρι Κάρμεθ, που βρισκόταν εδώ πολύ περισσότερο καιρό από τον Νιρμόδο Νάρλεφ. Κι εγώ επίσης βρίσκομαι εδώ πολύ περισσότερο καιρό από τον Νιρμόδο Νάρλεφ, σκέφτηκε η Αρίνη, τελειώνοντας το τσιγάρο της και καλώντας τον Επόπτη μέσω του εσωτερικού επικοινωνιακού διαύλου των Ανακτόρων.
Ο Νιρμόδος ήταν στο γραφείο του, προφανώς, και απάντησε. Η Αρίνη είπε καλησπέρα και τον ρώτησε τι είχε γίνει με τα ελικόπτερα· είχαν εντοπιστεί οι αποστάτες; Ο Νιρμόδος τη ρώτησε γιατί ήθελε να μάθει. Η Αρίνη είπε Από ενδιαφέρον. Ο Νιρμόδος απάντησε ότι τα ελικόπτερα τούς είχαν χάσει, τους καταραμένους. Το όχημά τους είχε ξανά εξαφανιστεί, μοιάζοντας να λιώνει μέσα στη γεωγραφία της Χάρνταβελ.
«Έχει την ιδιότητα να παίρνει τα χρώματα του περιβάλλοντος, Υψηλότατε,» είπε η Αρίνη.
«Και πώς μπορούμε να αδρανοποιήσουμε αυτή την ιδιότητα;»
«Το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως, σίγουρα, θα βοηθούσε.»
«Σε κάνει να βλέπεις καλύτερα όταν κοιτάς μέσα από κιάλια ή τηλεσκόπιο, σωστά;»
«Ναι,» είπε η Αρίνη. «Πρέπει να μπορεί να διαπεράσει την κάλυψη του οχήματός τους.»
«Το ξέρεις αυτό το ξόρκι;»
«Ναι.»
«Τότε, θα έπρεπε να είχες πάει μαζί με τα ελικόπτερα, μάγισσα!» Ο τόνος της φωνής του Επόπτη έμοιαζε να προσθέτει Γιατί δεν μου το είπες πιο πριν;
«Δεν το σκέφτηκα, Υψηλότατε.» Δεν τρελαθήκαμε ακόμα! Πραγματικά, δεν ήταν η δουλειά της να κυνηγά αποστάτες!
«Την άλλη φορά να το σκεφτείς,» είπε ο Νιρμόδος.
«Μάλιστα, Υψηλότατε.»
«Δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος για να ακυρώσεις την κάλυψη του οχήματός τους;»
«Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν.»
«Καλώς. Θα ξαναμιλήσουμε.»
Η επικοινωνία τους τερματίστηκε, και η Αρίνη έκλεισε τον επικοινωνιακό δίαυλο των δωματίων της.
Τι ενοχλητικός που ήταν αυτός ο άνθρωπος… Ξάπλωσε στον καναπέ κι άναψε ακόμα ένα Αλαφρό. Γιατί δεν τον ρώτησα αν μπορώ αύριο να πάω στην άλλη διάσταση; Τέλος πάντων· θα τον ρωτήσω το πρωί. Αποκλείεται να μου το αρνηθεί. Θέλει κι εκείνος να μάθει ό,τι είναι να μάθει γι’αυτό που συμβαίνει.
Η Αρίνη αναστέναξε. Μακάρι ο Τέρι να ήταν εδώ, σκέφτηκε φυσώντας καπνό προς το ταβάνι και νιώθοντας σαν κι εκείνη ν’ακολουθούσε τον καπνό, ν’ανέβαινε μαζί του. Τη χειρότερη περίοδο βρήκε να φύγει! Χωρίς να το ξέρει, βέβαια… Επιπλέον, ο Επόπτης έφταιγε. Εκείνος ήταν που τον είχε στείλει στη Ναραλμάδια και στην Υλιριλίδια, ενώ θα μπορούσε να είχε, αντί γι’αυτόν, στείλει την Ταγματάρχη Νέλθα-Ριθ. Προτιμούσε όμως τον Τέρι, ως πιο έμπειρο στα πολιτικά ζητήματα της Χάρνταβελ. Τουλάχιστον, δεν είναι τελείως τυφλός. Αναγνωρίζει κάποια πράγματα.
Όταν έπεσε για ύπνο, η Αρίνη είχε ξανά, στα όνειρά της, αυτή την αίσθηση ότι κάτι μέσα της ήθελε να φύγει και να πάει στην άλλη διάσταση, πέρα από το μυστηριώδες δάσος. Ωστόσο, δεν ξύπνησε, ούτε θυμόταν να είδε κανέναν εφιάλτη. Το πρωί, σηκώθηκε από το κρεβάτι της, πλύθηκε, ήπιε έναν καφέ, και κάλεσε τον Επόπτη για να τον ρωτήσει αν μπορούσε να ξεκινήσει την έρευνά της. Ο Νιρμόδος δεν της το αρνήθηκε· της είπε μόνο να είναι προσεχτική μ’αυτές τις επικίνδυνες οντότητες που περιφέρονταν στην άλλη διάσταση. Δε θέλω να σε χάσω, μάγισσα. Μονάχα εσένα και τον Ράβνομ’νιρ έχω εδώ, ενώ θα έπρεπε κανονικά να μου είχαν δώσει περισσότερους μάγους. Κι αν δεν κάνω λάθος θα πάρεις και τον Βιοσκόπο μαζί σου, σωστά; Σωστά, δεν μπορούσε παρά να απαντήσει η Αρίνη. Τον χρειαζόταν τον Ράβνομ. Ίσως να συναντούσαν κάτι στην άλλη διάσταση που τα ξόρκια του Βιοσκόπου να φαίνονταν χρήσιμα.
Ύστερα από τη συνομιλία της με τον Επόπτη, έψαξε να βρει τον Ράβνομ’νιρ και μερικούς στρατιώτες για να τη συνοδέψουν στην ερευνητική αποστολή της. Θυμήθηκε ότι ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος είχε τραυματιστεί και ρώτησε γι’αυτόν. Της είπαν ότι ήταν στο θεραπευτήριο, και η Αρίνη πήγε να τον επισκεφτεί – όχι, φυσικά, για να του προτείνει να τη συνοδέψει αλλά επειδή ήθελε να δει πώς ήταν. Τόσα χρόνια γνωρίζονταν εδώ, σε τούτη την παρακμιακή διάσταση.
Ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος ήταν ξαπλωμένος σ’ένα κρεβάτι, με επιδέσμους τυλιγμένους γύρω του – έναν στο κεφάλι κι έναν στο σώμα. Επίσης, το δεξί του χέρι ήταν σε νάρθηκα. Χάρηκε που την είδε, και τη ρώτησε τι είχε γίνει, τελικά, χτες. Δεν σου είπαν; απόρησε η Αρίνη. Ο Τάρθλος παραδέχτηκε ότι δεν ήταν και σε πολύ καλή κατάσταση, έτσι του είχαν πει μονάχα μερικά γενικά πράγματα, όπως ότι η κρατούμενη είχε δραπετεύσει με τη βοήθεια άλλων αποστατών. Το σχέδιο του Επόπτη δεν είχε πιάσει. Πράγματι, δεν έπιασε, του είπε η Αρίνη. Οι αποστάτες είχαν ένα όχημα το οποίο ήρθε ξαφνικά στη Δυτική Αγορά και αιφνιδίασε τους πολεμιστές μας. Αυτό το όχημα ήταν που χτύπησε και ανέτρεψε την άμαξα μέσα στην οποία είχες καλυφτεί. Μετά πήγε στο λιμάνι και μετατράπηκε σε ποταμόπλοιο. Η Αρίνη τού διηγήθηκε εν συντομία τι είχε συμβεί και, έπειτα, του είπε ότι έπρεπε να φύγει για να ερευνήσει πάλι την άλλη διάσταση.
«Να προσέχετε, κυρία,» της είπε ο Τάρθλος. «Μακάρι να μπορούσα να σας συνοδέψω.»
«Κι εγώ θα το ήθελα αυτό. Σ’εμπιστεύομαι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, τώρα που λείπει ο Τέρι. Έτσι όμως όπως έχουν έρθει τα πράγματα, το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να καθίσεις εδώ και να φροντίσεις να γίνεις γρήγορα καλά.» Έσφιξε το χέρι του – το αριστερό, που δεν ήταν τραυματισμένο – και έφυγε από το θεραπευτήριο, καθώς είχε ήδη αργήσει πολύ να ξεκινήσει την αποστολή της.
*
Η εισβολή αυτή ήταν, ίσως, η πιο παράξενη που είχαν αντικρίσει μέχρι στιγμής. Η πλαγιά ενός βουνού είχε παρουσιαστεί μες στη μέση ενός κάμπου, παραμερίζοντας το χώμα, τα χόρτα, και τα χαμόδεντρα γύρω της και δημιουργώντας σωρούς από μπλεγμένη γη, βλάστηση, ρίζες, και κλωνάρια. Ήταν σαν κάποιος να είχε φέρει ένα πελώριο πέτρινο κιβώτιο και να το είχε σπρώξει επάνω στην πεδιάδα, καταστρέφοντάς την, για να φτιάξει κάποιου είδους χαντάκι. Τα παράξενα, όμως, δεν τελείωναν εκεί. Δίπλα από τη βουνοπλαγιά – η οποία ήταν όλο ξερές πέτρες και χώμα, χωρίς την παραμικρή βλάστηση – υπήρχε ένα άνοιγμα απ’όπου φαινόταν ένας ουρανός διαφορετικός απ’αυτόν της Χάρνταβελ. Το όλο σκηνικό θύμιζε μια τρύπα που το μεγαλύτερο μέρος της κρυβόταν από έναν γιγάντιο βράχο. Αλλά αυτή η τρύπα δεν ήταν επάνω σε κάποιον τοίχο· ήταν επάνω στην πραγματικότητα της Χάρνταβελ. Και αυτός δεν ήταν γιγάντιος βράχος· ήταν μια ολόκληρη βουνοπλαγιά.
«Γαμώ την τρέλα μου…» μουρμούρισε η Μάρθα, καθώς οι επαναστάτες, έχοντας βγει από τον Κροκόδειλο, ατένιζαν την παραδοξότητα.
«Γι’ακόμα μια φορά, μας οδήγησες στο σωστό μέρος,» είπε ο Έδουος ρίχνοντας μια ματιά στον Γεράρδο, ο οποίος δεν στράφηκε για να τον κοιτάξει.
Το ταξίδι τους μέχρι εδώ είχε πάρει περίπου δύο ώρες, και προτού φτάσουν είχαν προσπεράσει μια μικρή πόλη που δεν βρισκόταν και πολύ μακριά από την εισβολή: καμια δεκαριά χιλιόμετρα. Οι κάτοικοί της πρέπει να είχαν δει το παράξενο φαινόμενο, αλλά οι επαναστάτες δεν είχαν σταματήσει για να τους μιλήσουν. Ούτε καν ο Έδουος δεν είχε προτείνει να το κάνουν. Η Άνμα’ταρ είχε, από το πρωί, προειδοποιήσει να μην πλησιάσουν με το όχημά τους κανένα πολιτισμένο μέρος, γιατί ο Επόπτης σίγουρα θα είχε πράκτορές του σε διάφορες περιοχές της διάστασης, κι αν τύχαινε να δουν τον Κροκόδειλο θα έτρεχαν αμέσως να του το αναφέρουν. «Δεν το ξέρουμε ότι έχει ειδοποιήσει τόσο γρήγορα όλο του το δίκτυο μέσα στη Χάρνταβελ,» είχε πει η Βατράνια. «Πράγματι,» είχε αποκριθεί η Άνμα’ταρ, «αλλά δεν μπορούμε να το διακινδυνεύσουμε.»
Και τώρα, βρίσκονταν μπροστά στην εισβολή που είχε ο Γεράρδος διαισθανθεί από τα ανατολικά. Ο Σέλιρ’χοκ και ο Σθένελος’σαρ πλησίασαν τη βουνοπλαγιά και ξεκίνησαν να κάνουν ξόρκια – μάλλον για να ελέγξουν για μορφές ενέργειες και παρόμοια, σκέφτηκε ο Γεράρδος, ο οποίος δε νόμιζε ότι θα έβρισκαν τίποτα το καινούργιο. Ο ίδιος πλησίασε τους βράχους της βουνοπλαγιάς και τους κλότσησε μερικές φορές. Διαλύθηκαν εύκολα κάτω από τα χτυπήματα του μποτοφορεμένου του ποδιού. Σαν να μην είχαν περιεχόμενο. Σαν οι πέτρες να ήταν κούφιες. Όπως και την προηγούμενη φορά.
Νεκρή. Αυτή η διάσταση είναι νεκρή, σκέφτηκε ο Γεράρδος, που αισθανόταν την εισβολή σαν ψυχρή λεπίδα μέσα στη σάρκα της Χάρνταβελ: κάτι επώδυνο που σύντομα ίσως μπορούσε να γίνει και θανατηφόρο.
Στράφηκε στους μάγους και είδε ότι είχαν τελειώσει με τα ξόρκια τους. «Πάμε μέσα, τώρα;» πρότεινε ο Σθένελος, που δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του. Τα μάτια του γυάλιζαν και το μέτωπό του έμοιαζε τσιτωμένο. Η πλήρης αντίθεση του Σέλιρ’χοκ, που στεκόταν πλάι του στωικός και ήρεμος, κρατώντας το ραβδί των Διαλογιστών στο δεξί του χέρι.
«Πάμε,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. Αλλά, ύστερα, στάθηκε και ατένισε τον Έδουο, καθώς θυμήθηκε ότι οι ιερείς της Χάρνταβελ δεν μπορούσαν να φύγουν από τη διάσταση – όχι χωρίς να ρίξουν την οργή του Εσώτερου Θηρίου επάνω τους.
«Θα σας περιμένω εδώ,» είπε ο Έδουος, δίχως να φαίνεται θυμωμένος: και δίχως ο Γεράρδος να μπορεί να νιώσει το Εσώτερο Θηρίο να έχει φουντώσει μέσα στην ψυχή του.
Η Μάρθα ρώτησε: «Νομίζετε ότι θα μπορούσαμε να πάρουμε και τον Κροκόδειλο; Χωρά να περάσει από κει μέσα;»
«Ας πάμε πρώτα με τα πόδια,» πρότεινε ο Σθένελος, «και μετά βλέπουμε αν θα φέρουμε το όχημα.»
Ο Γεράρδος και οι υπόλοιποι συμφώνησαν με τον Ερευνητή· έτσι, εφοδιάστηκαν με προμήθειες και όπλα και ζύγωσαν την εξωδιαστασιακή βουνοπλαγιά. Για λίγο αναγκάστηκαν να σκαρφαλώσουν επάνω της (τίποτα το σπουδαίο· δεν υπήρχε λόγος να χρησιμοποιήσουν σχοινί ή άλλα εργαλεία) και, μετά, προχώρησαν σε βατό έδαφος, περνώντας μέσα από το άνοιγμα.
Κατέληξαν, αναμενόμενα, στο άλλο μέρος της πλαγιά: αυτό που βρισκόταν στην άγνωστη διάσταση. Αντίκρισαν ξερά βουνά και, πέρα από τα βουνά, μια έρημο. Στον ουρανό υπήρχε ένας ήλιος περιτριγυρισμένος από φλόγες· θύμιζε μάλλινη σφαίρα που έχει αρπάξει φωτιά. Στο άγονο τοπίο από κάτω του δεν φαινόταν η παραμικρή βλάστηση, το παραμικρό χορτάρι. Το περιβάλλον ήταν θερμό, και ο αέρας που φυσούσε, ζεστός επάνω στα πρόσωπά τους.
«Δε βλέπω ούτε μαύρα ούτε κόκκινα φίδια να πετάνε,» είπε η Μάρθα, φορώντας τα σκούρα γυαλιά της γιατί το φως αυτού του φλεγόμενου ήλιου ήταν επώδυνο για τα μάτια.
«Μάλλον δε θα βρίσκονται κοντά σε κάθε εισβολή,» αποκρίθηκε ο Σθένελος.
«Πού πηγαίνουμε, λοιπόν;» ρώτησε η Βατράνια. «Δε φαίνεται να υπάρχει τίποτα το αξιοσημείωτο εδώ. Τίποτα πέρα από μια ξερή απεραντοσύνη.»
Ο Γεράρδος έπιασε λίγο χώμα από κάτω. Το έτριψε μέσα στο χέρι του. «Νεκρό,» μουρμούρισε βλέποντάς το να θρυμματίζεται.
Ο Σθένελος, που τον κοίταζε, ένευσε. «Δε σ’το είπα;»
Ο Γεράρδος άφησε το χώμα να γλιστρήσει ανάμεσα από τα δάχτυλά του. «Το ίδιο με τα άγονα χωράφια της Χάρνταβελ,» παρατήρησε. «Το κακό ξεκινά από εδώ, Σθένελε. Σίγουρα.
»Τι νομίζεις εσύ, Σέλιρ;»
«Μάλλον συμφωνώ, Καπετάνιε.»
«Ο ήλιος αυτός είναι κανονικός,» ρώτησε ο Γεράρδος, φορώντας κι εκείνος τα σκούρα γυαλιά του όπως είχε κάνει η Μάρθα, «ή κάτι τού έχει συμβεί;»
Ο Σθένελος’σαρ και ο Σέλιρ’χοκ έβαλαν μαύρα γυαλιά και κοίταξαν το γιγάντιο φλεγόμενο άστρο. «Τίποτα δεν είναι σίγουρο,» είπε ο Σθένελος. «Θα μπορούσε να είναι ‘κανονικός’ – δηλαδή, να ήταν πάντα έτσι – αλλά θα μπορούσε και να έχει πάθει κάτι – δηλαδή, αυτό που κατέστρεψε ετούτη τη διάσταση να αποσταθεροποίησε, κάπως, και τον ήλιο, εξ ου και οι φλόγες γύρω του.»
«Ναι,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «αυτές οι φλόγες, αναμφίβολα, είναι ασταθείς. Κοιτάξτε πώς κάνουν. Είναι σα να βγαίνουν μέσα από τον ήλιο επειδή ο πυρήνας του έχει πάθει κάποια ζημιά – έχει, με κάποιον τρόπο, αποσταθεροποιηθεί.»
«Ακριβώς,» ένευσε ο Σθένελος, καταλαβαίνοντας τώρα γιατί ο Γεράρδος και οι υπόλοιποι έμοιαζαν να έχουν σε υπόληψη τον Διαλογιστή. «Το είπες σωστά, Σέλιρ’χοκ. Είναι σαν το πρόβλημα να ξεκινά από τον πυρήνα του άστρου.»
«Υπέροχα,» είπε η Μάρθα ειρωνικά. «Και τι ακριβώς μάς λέει αυτή η διαπίστωση;»
«Τίποτα, προς το παρόν,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ, αποστρέφοντας το βλέμμα του από τον φλεγόμενο ήλιο.
«Δεν πάμε, τότε, να πάρουμε τον Κροκόδειλο; Αν είναι να εξερευνήσουμε εδώ πέρα, δεν θα ήθελα να βαδίσουμε με τα πόδια αυτές τις ερήμους που βλέπουμε.»
Ο Γεράρδος στράφηκε για να κοιτάξει το άνοιγμα στο πλάι της βουνοπλαγιάς. «Νομίζω ότι το όχημα θα χωρούσε…» είπε. «Μετά βίας, ίσως, αλλά θα χωρούσε.»
«Ναι,» συμφώνησε η Βατράνια. «Και η Μάρθα για μια φορά έχει δίκιο: δεν μπορούμε να ερευνήσουμε εδώ βαδίζοντας.»
«Για μια φορά έχει η Μάρθα δίκιο;» είπε η Μάρθα, αγριοκοιτάζοντάς την.
Η Βατράνια την αγνόησε, πηγαίνοντας προς το άνοιγμα.
Ο Γεράρδος έκανε νόημα να την ακολουθήσουν, και επέστρεψαν πάλι στη Χάρνταβελ.
«Γυρίσατε τόσο γρήγορα;» είπε ο Έδουος, που ήταν καθισμένος σ’έναν βράχο και κάπνιζε την πίπα που του είχε δώσει ο Γεράρδος προτού φύγουν.
«Θα πάρουμε και το όχημα μαζί μας,» εξήγησε ο Γεράρδος.
«Τι βρήκατε εκεί μέσα;» Ο Έδουος έδειξε προς τη μεριά της βουνοπλαγιάς με την αναμμένη πίπα του.
«Ερημιές, κι έναν ήλιο περιτριγυρισμένο από φλόγες. Τίποτα ζωντανό. Ούτε έναν θάμνο.»
«Η Οργή του Θεού…» μουρμούρισε ο Έδουος, τόσο σιγανά που οι άλλοι ίσα που τον άκουσαν.
«Γιατί δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί μας;» τον ρώτησε η Βατράνια. «Όχι πως επιμένω, δηλαδή…»
Ο Έδουος, παραδόξως, μειδίασε με το σχόλιό της. «Εσείς οι εξωδιαστασιακοί δεν έχετε κανέναν σεβασμό,» είπε. «Κανέναν σεβασμό απολύτως. Και καμία γνώση των ιερών πραγμάτων. Η θέση μου είναι εδώ, κοντά στον Θεό και στη διάστασή του. Δεν έχω δουλειά να πάω εκεί που πηγαίνετε. Εξάλλου, κι εσείς το λέτε – μονάχα ερήμωση έχετε βρει, και θάνατο.»
«Όπως θέλεις…» αποκρίθηκε η Βατράνια, μορφάζοντας αδιάφορα.
Μπήκαν στον Κροκόδειλο και η Άνμα’ταρ κάθισε στο ενεργειακό κέντρο, υφαίνοντας τη Μαγγανεία Κινήσεως. Η Μάρθα κάθισε στο τιμόνι, και δίπλα της ο Σέλιρ’χοκ – ο Γεράρδος επέμενε, γιατί πίστευε ότι ίσως ο μάγος να παρατηρούσε κάτι που ο ίδιος πιθανώς να μην έβλεπε. Ο Σθένελος, παρότι κι εκείνος ενδιαφερόταν πολύ για την άλλη διάσταση, δεν έφερε αντίρρηση. Εξάλλου, μπορούσε άνετα να κοιτάζει και από τα πλαϊνά παράθυρα του οχήματος.
Η Μάρθα έβαλε μπροστά τον Κροκόδειλο και ανέβηκαν τη βουνοπλαγιά ώς το σημείο όπου μπορούσαν να μπουν στο άνοιγμα. Το όχημα πέρασε χωρίς πρόβλημα, αν και, όπως είχαν υπολογίσει, ίσα-ίσα χωρούσε. Για μια στιγμή, αισθάνθηκαν μια παράξενη, αόρατη δύναμη να τους χτυπά, κλυδωνίζοντάς τους.
«Τι σκατά ήταν αυτό;» ρώτησε η Βατράνια.
«Το όχημά μας,» απάντησε ο Σθένελος, «πρέπει να τρίφτηκε πάνω σε κάποια άκρια του ανοίγματος των διαστασιακών τοιχωμάτων. Για λίγο, το σύμπαν δεν ήξερε σε ποια διάσταση είμαστε.»
«Και το τσαντίσαμε το σύμπαν, ε;»
«Λιγάκι, μόνο. Αν το είχαμε τσαντίσει περισσότερο, θα μας είχε στείλει στην ανυπαρξία, κατά πάσα πιθανότητα. Δε θα είχαμε, όμως, καταλάβει τίποτα, μη φοβάσαι· απλά θα είχαμε εξαφανιστεί.»
«Παρηγορητικό…»
Η Μάρθα σταμάτησε τον Κροκόδειλο εκεί όπου είχαν σταματήσει και πριν για ν’ατενίσουν τις ερήμους που απλώνονταν αντίκρυ τους. «Κατεβαίνω, λοιπόν, έτσι;»
«Ναι,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Προσεχτικά. Κι από εκεί, καλύτερα.» Έδειξε ένα σημείο που η πλαγιά κατηφόριζε σχετικά ομαλά.
*
Η Αρίνη’σαρ μπήκε στο παράξενο δάσος περιτριγυρισμένη από τους στρατιώτες της. Πλάι της βάδιζε ο Ράβνομ’νιρ, που κι εκείνος έμοιαζε να δείχνει κάποιον ενθουσιασμό για ετούτη την ερευνητική αποστολή, παρότι ήταν Βιοσκόπος και όχι Ερευνητής. Είτε είσαι του τάγματος των Ερευνητών είτε όχι, πώς είναι δυνατόν να μη σε γοητεύει κάτι τέτοιο; σκέφτηκε η Αρίνη ατενίζοντας τα μαύρα ιπτάμενα φίδια που περιστρέφονταν γύρω από τους ψηλούς κορμούς των δέντρων.
Προχώρησε μέσα στο δάσος, έχοντας το μυαλό της τόσο στο εξωτερικό περιβάλλον όσο και στον εαυτό της, διότι ήθελε να δει αν θα αισθανόταν περίεργα εδώ, σ’αυτή την άγνωστη διάσταση. Στην αρχή δεν ένιωσε τίποτα το ασυνήθιστο· μετά, όμως, νόμιζε ότι εντός της κάτι σκίρτησε. Ήταν η φαντασία της, μήπως; Όχι, κάτι είχε κινηθεί. Μέσα στο σώμα της ή μέσα στην ψυχή της; Δεν μπορούσε να είναι βέβαιη.
Αλλά τότε πρόσεξε και κάτι ακόμα: Τα ιπτάμενα φίδια που βρίσκονταν κοντά της είχαν πλησιάσει, είχαν πάψει να περιστρέφονται, και κρέμονταν στον αέρα κοιτάζοντας – αν υποτεθεί ότι μπορούσαν να κοιτάξουν – προς το μέρος της.
Οι στρατιώτες ύψωσαν τα όπλα τους.
«Όχι,» τους είπε η Αρίνη, κάνοντας νόημα να τα κατεβάσουν. «Δεν είναι εχθροί μας.» Εκείνοι υπάκουσαν, διστακτικά.
Η Αρίνη έκανε μερικά βήματα μπροστά, φεύγοντας από τον προστατευτικό κλοιό των στρατιωτών και γνέφοντάς τους να μείνουν πίσω. Ένα από τα ιπτάμενα φίδια ήρθε ακόμα πιο κοντά της· καθώς αιωρείτο αντίκρυ της και λίγο πιο πάνω από το κεφάλι της, το σώμα του έκανε σιγμοειδείς κινήσεις χωρίς να μετακινείται.
«Καταλαβαίνεις γιατί είμαι εδώ;» το ρώτησε η Αρίνη, αναρωτούμενη αν μπορούσε να μιλήσει.
Το φίδι δεν αποκρίθηκε. Ήρθε καταπάνω της, με ξαφνικά μεγάλη ταχύτητα, κι άρχισε να περιστρέφεται γύρω της.
«Περίμενε! Τι κάνεις;» Η Αρίνη αισθάνθηκε σαν να είχε μια φλόγα εντός της, μια φλόγα που στριφογύριζε μες στα σπλάχνα της δίνοντας ενέργεια σ’ολόκληρο το σώμα της. Εξαπλωνόταν από το κέντρο της ύπαρξής της, πηγαίνοντας προς τα χέρια, τα πόδια, και το κεφάλι. Τα στήθη της είχαν σκληρύνει και ορθωθεί μέσα στον στηθόδεσμό της· η γυναικεία φύση ανάμεσα στα πόδια της παλλόταν έντονα, αναγκάζοντάς τη να έχει τους μηρούς της ελαφρώς μισάνοιχτους. Η Αρίνη ζαλιζόταν, αλλά η ζαλάδα δεν ήταν δυσάρεστη. Ήταν ένα συναίσθημα που δεν μπορούσε ακριβώς να περιγράψει γιατί δεν το είχε ποτέ ξανά βιώσει. Κάνοντας το κεφάλι της πίσω, κραύγασε – μια φωνή που, φανταζόταν, θα ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς αν φανέρωνε πόνο ή ηδονή.
«Πυροβολήστε το!» άκουσε κάποιον να λέει. «Τη σκοτώνει! Πυροβολήστε το!»
Η Αρίνη ήθελε να τους φωνάξει Όχι, ανόητοι! Όχι! Δεν μου κάνει κακό! αν και δεν ήταν κι η ίδια σίγουρη γι’αυτό. Της έκανε κακό ή όχι;
«Δε μπορούμε να το πυροβολήσουμε, έτσι όπως περιστρέφεται γύρω της!» Η φωνή του Ράβνομ. «Θα τη σκοτώσετε, βλάκες!»
Το ιπτάμενο σκιερό φίδι έπαψε, μετά από μερικές στιγμές, να διαγράφει γρήγορες σπείρες γύρω από την Αρίνη, και η μάγισσα, νιώθοντας την εκστατική ενέργεια να την εγκαταλείπει, σωριάστηκε στο έδαφος, αγκομαχώντας. Γελώντας.
Οι άλλοι την κοίταζαν αμήχανα.
*
«Η πυξίδα μας φαίνεται να λειτουργεί κανονικά,» παρατήρησε ο Σέλιρ’χοκ κοιτάζοντας την κονσόλα μπροστά του, όταν είχαν κατεβεί από την πλαγιά και βρίσκονταν στην έρημο.
«Και τι μας λέει αυτό;» ρώτησε η Μάρθα.
«Τίποτα το σπουδαίο· απλώς ότι οι ίδιες συμπαντικές δυνάμεις που λειτουργούν σε άλλες διαστάσεις λειτουργούν κι εδώ – αν, βέβαια, υποθέσουμε ότι η πυξίδα όντως δείχνει σωστά τα σημεία του ορίζοντα για τα δεδομένα αυτής της διάστασης.»
«Θα μπορούσε, δηλαδή, να δείχνει τον νότο εκεί που είναι ο βορράς, ας πούμε;»
«Φυσικά. Αν και, στην πιο συνηθισμένη περίπτωση, απλά θα έχανε τελείως τον προσανατολισμό της και δεν θα έδειχνε παρά ασυναρτησίες.»
Ο Σέλιρ’χοκ έβγαλε από τον σάκο του χαρτί και στιλογράφο, και γυρίζοντας για να κοιτάξει πίσω, είπε δυνατά, για να τον ακούσουν οι άλλοι: «Σθένελε. Θ’αρχίσω να φτιάχνω έναν χάρτη της διάστασης.»
«Καλή σκέψη,» αποκρίθηκε ο Ερευνητής. «Προς τα πού προτείνεις, όμως, να κατευθυνθούμε; Όλες οι κατευθύνσεις μοιάζουν ίδιες.»
Η Άνμα’ταρ παρενέβη, καθώς ήταν καθισμένη στο ενεργειακό κέντρο του οχήματος: «Ας σταματήσουμε για λίγο να κοιτάξουμε με τα κιάλια. Θα τα ενισχύσω.»
Οι άλλοι συμφώνησαν· έτσι, αφού η Μάρθα είχε απομακρύνει κάμποσο το όχημά τους από τη βουνοπλαγιά, το σταμάτησε και βγήκαν. Από εκεί όπου είχαν έρθει, βουνά φαίνονταν, όχι πολύ ψηλά αλλά τελείως ξερά. Επίσης, έμοιαζαν φαγωμένα στις άκριες, λες και κάποιο πελώριο στόμα να τα είχε δαγκώσει.
«Διάβρωση,» είπε ο Σθένελος κοιτάζοντάς τα. «Διαλύονται σιγά-σιγά.»
Προς όλες τις άλλες κατευθύνσεις, μονάχα έρημος υπήρχε, αμμώδης κυρίως, αν και διακρίνονταν και βράχοι κάπου-κάπου. Η Άνμα’ταρ ύφανε το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω στα κιάλια του Σέλιρ’χοκ και του Σθένελου’σαρ, και οι δύο μάγοι κοίταξαν προς βορρά, νότο, ανατολή, και δύση. Δεν είδαν, όμως, τίποτα που δεν είχαν ήδη δει.
«Ερημιά…» είπε ο Σθένελος. «Νεκρή γη.»
«Προς τα πού θα πάμε;» έθεσε το ερώτημα ο Γεράρδος.
«Δεν έχει σημασία όπου κι αν πάμε, έτσι όπως φαίνεται το πράγμα,» αποκρίθηκε ο Σθένελος. «Μπορούμε ν’αποφασίσουμε τυχαία.» Ανασήκωσε τους ώμους.
Ο Σέλιρ’χοκ κατένευσε, συμφωνώντας.
«Πάμε προς τα κει, τότε,» είπε η Μάρθα, δείχνοντας δυτικά. «Όλο ευθεία. Έτσι, τουλάχιστον, δεν πρόκειται να χαθούμε. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε για να επιστρέψουμε στην εισβολή είναι να ακολουθήσουμε την ακριβώς αντίθετη πορεία.»
Ο Γεράρδος αποκρίθηκε πως συμφωνούσε μ’αυτό, και οι άλλοι δεν διαφώνησαν, οπότε μπήκαν στον Κροκόδειλο και συνέχισαν.
Άμμος, παντού γύρω τους. Και βράχια, εδώ κι εκεί, σαν συστάδες δέντρων. Σταμάτησαν σ’ένα από αυτά τα μέρη και έριξαν μια πιο διεξοδική ματιά, αλλά δεν ανακάλυψαν τίποτα.
Και τα κιάλια τους, προς κάθε κατεύθυνση, φανέρωναν μια νεκρή διάσταση.
«Πού είναι το δάσος που εισέβαλε στην Ερρίθια, αναρωτιέμαι,» είπε ο Σθένελος.
«Παράξενο, όντως,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Αυτό είναι το μόνο μέρος με βλάστηση που έχουμε δει σ’ετούτη τη διάσταση.»
Ο Σέλιρ’χοκ είπε, από μπροστά: «Μπορεί η ύπαρξη της βλάστησης να σχετίζεται κάπως μ’εκείνα τα σκιερά φίδια.»
«Δεν παρατήρησα, ενεργειακά, καμία σχέση ανάμεσα σ’αυτά και στα δέντρα,» είπε ο Σθένελος.
«Ίσως, όμως, να υπάρχει κάποια σχέση. Νομίζεις ότι η ύπαρξή τους εκεί είναι τυχαία;»
Ο Σθένελος δεν αποκρίθηκε, γιατί καταλάβαινε ότι ο Σέλιρ δεν περίμενε απάντηση. Ήταν προφανές ότι η ύπαρξη των ιπτάμενων φιδιών δεν ήταν τυχαία. Κάποιος λόγος υπήρχε που βρίσκονταν σ’εκείνο το δάσος. Αλλά τι λόγος μπορεί να είναι αυτός;
Ο Κροκόδειλος συνέχισε να κινείται επάνω στις ερήμους ακολουθώντας δυτική πορεία (σύμφωνα με την πυξίδα τους), ώσπου πάνω από τέσσερις ώρες πέρασαν και η Μάρθα δήλωσε πως είχε κουραστεί να είναι στο τιμόνι και καλύτερα να σταματούσαν.
«Μεσημέρι φαίνεται να είναι,» είπε ο Γεράρδος, καθώς έβγαιναν από το όχημα κι έβλεπε ότι ο φλεγόμενος ήλιος ήταν στο κέντρο του ουρανού.
«Η Χάρνταβελ κι ετούτη η διάσταση είναι ομόχρονες,» είπε ο Σθένελος.
«Τέλος πάντων,» είπε η Βατράνια, που αισθανόταν κουρασμένη από το μονότονο τοπίο. «Καλύτερα να καθίσουμε μέσα στο όχημα για να ξεκουραστούμε παρά εδώ έξω.»
Αυτό ήταν, πράγματι, αλήθεια. Ο ήλιος τούς χτυπούσε πολύ δυνατά· τους ζάλιζε. Μπήκαν στον Κροκόδειλο και κάθισαν να φάνε.
«Τι έχεις σημειώσει εσύ στον χάρτη σου;» ρώτησε η Βατράνια τον Σέλιρ’χοκ.
Εκείνος τής έδειξε ένα φύλλο χαρτί που ήταν άδειο εκτός από ένα σημείο όπου υπήρχαν ζωγραφισμένα μερικά βουνά.
«Δεν έχει και πολλά αξιοθέατα εδώ,» είπε ο Σθένελος.
«Αν απομακρυνθούμε κι άλλο από την εισβολή, υπάρχει κίνδυνος να χαθούμε,» τους προειδοποίησε ο Γεράρδος, μετά από λίγο, σπάζοντας τη σιωπή. «Καλύτερα να επιστρέψουμε εκεί και μετά ν’αλλάξουμε κατεύθυνση.»
«Ναι,» είπε η Μάρθα. «Να κάνουμε μικρές ερευνητικές διαδρομές ξεκινώντας πάντα από την εισβολή. Εξάλλου, μπορεί να μην υπάρχει τίποτα προς τα δυτικά αλλά να υπάρχει κάτι, για παράδειγμα, προς τα νότια ή προς τα βόρεια.»
Μια φωνή ακούστηκε ξαφνικά έξω από το όχημα. Μια φωνή που θύμιζε ανθρώπινη ομιλία.
Οι επαναστάτες, αιφνιδιασμένοι, άφησαν το φαγητό τους και σηκώθηκαν, κοιτάζοντας από τα παράθυρα του οχήματος. Πέντε άνθρωποι τούς πλησίαζαν. Φορούσαν κάπες και κουκούλες, και οι δύο απ’αυτούς βαστούσαν πυροβόλα όπλα με μακριές κάννες – καραμπίνες, ίσως, ή τουφέκια. Οι άλλοι είχαν σπαθιά στα χέρια τους, και ο ένας πρέπει να κρατούσε και πιστόλι.
«Τι πούστηδες είν’αυτοί;» έκανε η Μάρθα. «Από πού ξεφύτρωσαν; Από την άμμο;»
«Δεν αποκλείεται,» είπε η Άνμα’ταρ. «Κανένας μας δεν τους είδε να πλησιάζουν πιο πριν – και δεν υπάρχει τίποτα για να κρυφτεί κάποιος εδώ πέρα.»
Οι άγνωστοι συνέχιζαν να πλησιάζουν, με τα μακρύκαννα όπλα τους υψωμένα, και ένας απ’αυτούς φώναξε κάτι σε μια γλώσσα που οι επαναστάτες δεν ήξεραν.
Ο Γεράρδος, ανοίγοντας ένα παράθυρο του Κροκόδειλου, φώναξε: «Δεν ερχόμαστε εχθρικά! Ποιοι είστε;»
Αυτός που είχε μιλήσει και πριν ξαναμίλησε στην ίδια άγνωστη γλώσσα.
«Δεν ξέρουν τη Συμπαντική,» παρατήρησε η Βατράνια: κι ακουγόταν παραξενεμένη.
«Η διάστασή τους ίσως να ήταν απομονωμένη ώς τώρα,» υπέθεσε ο Σθένελος.
Οι άγνωστοι έπαψαν να βαδίζουν. Στάθηκαν στα περίπου πενήντα βήματα απόσταση από τον Κροκόδειλο και ο αρχηγός τους ξαναφώναξε, μοιάζοντας να απαιτεί μια απάντηση.
«Πώς θα συνεννοηθούμε μαζί τους;» ρώτησε ο Γεράρδος, κοιτάζοντας κυρίως τον Σέλιρ’χοκ.
«Δεν ξέρω, Καπετάνιε. Η γλώσσα τους, όχι μόνο είναι άγνωστη, αλλά δεν μου θυμίζει και τίποτα – καμία άλλη γλώσσα του Γνωστού Σύμπαντος.»
«Τη γαμήσαμε εν ολίγοις…» συμπέρανε η Μάρθα.
«Τι είν’αυτό το φως;» είπε η Βατράνια, δείχνοντας κάπου στα νοτιοανατολικά.
Οι άλλοι κοίταξαν.
«Παράξενο,» παρατήρησε ο Σθένελος. «Σχεδόν σαν δεύτερος ήλιος. Σαν ένα πολύ δυνατό άστρο.»
«Και έρχεται γρήγορα,» είπε η Μάρθα. «Δεν μπορεί νάναι άστρο· μην τρελαθούμε.»
Η Άνμα’ταρ έκανε ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως στα κιάλια της και κοίταξε. «Κάτι ιπτάμενο. Και πολύ φωτεινό. Μοιάζει νάχει φτερούγες.» Κατέβασε τα κιάλια και έτριψε τα μάτια της. «Πολύ φωτεινό,» τόνισε.
Ο αρχηγός των γηγενών της άγνωστης διάστασης φώναζε πάλι. Ένας από αυτούς με τα μακρύκαννα πυροβόλα έριξε μια προειδοποιητική ριπή, η οποία εξοστρακίστηκε στην άκρη του Κροκόδειλου.
«Τι κάνουν, οι γαμιόληδες!» μούγκρισε η Μάρθα.
Το φως είχε έρθει ακόμα πιο κοντά.
«Κάτι δεν πάει καλά…» μουρμούρισε ο Σθένελος.
Και, σαν οι γηγενείς να ήθελαν να επιβεβαιώσουν τα λόγια του, ένας απ’αυτούς έδειξε προς τα νοτιοανατολικά, κι αμέσως όλοι τους φάνηκαν τρομαγμένοι. Στράφηκαν και έτρεξαν.
«Πού πάνε;» είπε η Μάρθα.
«Εκεί απ’όπου ήρθαν, υποθέτω,» της απάντησε η Βατράνια.
Η Άνμα έδειξε τη φωτεινή οντότητα. «Αυτό το πράγμα, ό,τι κι αν είναι, μας πλησιάζει.»
«Και για να τρόμαξε τους ντόπιους,» είπε ο Γεράρδος, «δεν μπορεί νάναι τίποτα το φιλικό.»
Οι γηγενείς τώρα είχαν απομακρυνθεί αρκετά και έμπαιναν σε κάποιο άνοιγμα στη γη.
«Πάμε να φύγουμε,» πρότεινε η Βατράνια. «Ο Γεράρδος έχει δίκιο. Κάτι άσχημο είναι αυτό που έρχεται.»
Ο Σέλιρ’χοκ κάθισε στο ενεργειακό κέντρο και ύφανε τη Μαγγανεία Κινήσεως. Ο Γεράρδος κάθισε στο τιμόνι και ο Σθένελος δίπλα του. Καθώς έβαζαν μπροστά τις μηχανές του Κροκόδειλου, είδαν το φως από τα νοτιοανατολικά να έρχεται με μεγαλύτερη ταχύτητα.
Ο Γεράρδος έστριψε το όχημα προς τα ανατολικά και πάτησε το πετάλι στο τέρμα, βάζοντας τους έξι μεγάλους τροχούς να τρέξουν ολοταχώς προς τη μεριά όπου ήταν η εισβολή.
Από πίσω, η Βατράνια είπε: «Αυτή πρέπει νάναι η φωτεινή οντότητα για την οποία μου μίλησε η Αρίνη’σαρ, όταν με ανέκριναν. Πρέπει νάναι πολύ επικίνδυνη.»
«Συνέχεια κωλοϊστορίες, γαμώ την πουτάνα μου…» σχολίασε η Μάρθα, ανάβοντας ένα τσιγάρο καθώς κοίταζε έξω από το παράθυρο, το δυνατό φως που τους πλησίαζε. «Συνέχεια κωλοϊστορίες.»
*
Ο Ράβνομ’νιρ γονάτισε δίπλα στην Αρίνη και τη ρώτησε αν ήταν καλά. Εκείνη σηκώθηκε όρθια χωρίς τη βοήθειά του. «Δεν μου έκανε κακό,» του αποκρίθηκε, αν και αισθανόταν λιγάκι ζαλισμένη.
«Να βεβαιωθώ γι’αυτό;»
«Αν θέλεις.» Η ίδια, πάντως, δεν ένιωθε άσχημα. Τώρα που μπορούσε πάλι να σκεφτεί με σχετική ηρεμία, νόμιζε πως ήταν σαν το ιπτάμενο σκιερό φίδι να την είχε γαργαλήσει. Ήξερε, όμως, ότι αποκλείεται να ήταν αυτό· αλλιώς, γιατί τα άλλα φίδια να μην είχαν «γαργαλήσει» και τους στρατιώτες της; Ό,τι κι αν είχε συμβεί, είχε κάποια σχέση με το παιδί της. Όταν έφυγα από εδώ, ήθελα να επιστρέψω· και τώρα που επέστρεψα, τούτες οι γηγενείς ενεργειακές οντότητες φαίνεται να αναγνωρίζουν κάτι επάνω μου: ή, μάλλον, μέσα μου.
Καθώς αυτά περνούσαν απ’το μυαλό της, ο Ράβνομ έκανε κάποιο από τα βιοσκοπικά ξόρκια του και, μετά, είπε στην Αρίνη: «Δεν διακρίνω καμια σωματική βλάβη… Αλλά αν θέλεις να επιστρέψουμε…»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Δε χρειάζεται να επιστρέψουμε. Σου είπα, δεν μου έκανε κακό.»
«Τι ακριβώς συνέβη, τότε; Και γιατί συνέβη;»
Να του έλεγε τις υποψίες της; Δεν αισθανόταν έτοιμη ακόμα· κι επιπλέον, τόσοι στρατιώτες τούς άκουγαν. «Δεν ξέρω, Ράβνομ. Ας προχωρήσουμε.»
Ο Βιοσκόπος, αν και έμοιαζε να έχει τις αμφιβολίες του, δεν έφερε αντίρρηση. Βάδισαν μέσα στο δάσος ενώ οι ιπτάμενες ενεργειακές οντότητες περιφέρονταν κοντά τους διαγράφοντας σπείρες γύρω από τα δέντρα. Καμία, όμως, δεν ξαναπλησίασε την Αρίνη ή κανένα άλλο μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Μετά από λίγη ώρα, όπως και την προηγούμενη φορά, βγήκαν στις παρυφές του δάσους και βρέθηκαν μπροστά στην απέραντη έρημο. Η φωτεινή οντότητα δεν φαινόταν πουθενά, ακόμα κι όταν κοίταξαν με τα κιάλια τους. Η Αρίνη πρότεινε να πάνε προς μια άλλη κατεύθυνση, που δεν είχαν εξερευνήσει πριν.
«Όλες οι κατευθύνσεις ίδιες μού μοιάζουν,» της είπε ο Ράβνομ.
Και δεν έχεις άδικο, σκέφτηκε εκείνη, αλλά έμεινε σιωπηλή και συλλογισμένη, με τα κιάλια της κατεβασμένα.
«Πρέπει να φέρουμε κάποιο όχημα εδώ, Αρίνη,» συνέχισε ο Ράβνομ. «Δεν είναι δυνατόν να εξερευνήσουμε ολόκληρη αυτή την έρημο περπατώντας.»
«Ναι…» Η Αρίνη έκανε μερικά μικρά βήματα… νιώθοντας την άμμο να θρυμματίζεται κάτω από τις μπότες της. Έσκυψε και πήρε λίγη στη χούφτα της. Όπως και την προηγούμενη φορά, της φάνηκε παλιά, πολύ παλιά. Τα απομεινάρια κάτι νεκρού, ίσως… Θυμήθηκε πώς εκείνες οι φυλλωσιές είχαν μαυρίσει και διαλυθεί, όταν τις είχαν αγγίξει τα ενεργειακά νήματα της ιπτάμενης φωτεινής οντότητας. Το είχε σκεφτεί και τότε: αυτή η οντότητα ίσως να ευθυνόταν για την ερήμωση της διάστασης. Τώρα, καθώς έτριβε την ξερή άμμο μέσα στη χούφτα της, το σκέφτηκε και πάλι, και ήταν σχεδόν σίγουρη. Εκείνες οι φυλλωσιές έγιναν στάχτη. Έγιναν, ίσως, σαν αυτή την άμμο…
Η Αρίνη τίναξε την άμμο πέρα. «Πώς θα περάσουμε όχημα μέσα από το δάσος; Είναι αδύνατο. Μονάχα ένα δίκυκλο θα μπορούσε να περάσει, και δίκυκλα δεν έχουμε στα Ανάκτορα.»
«Θα πρέπει να πούμε στον Επόπτη να ζητήσει να του φέρουν, τότε. Εκτός των άλλων, σκέψου κι εκείνη τη φωτεινή οντότητα, Αρίνη. Αν τη συναντήσουμε σε κάποιο τυχαίο σημείο της διάστασης, πώς θα της ξεφύγουμε;»
«Έχεις δίκιο. Στο δάσος, όμως, πρέπει να είμαστε ασφαλείς, όπως φάνηκε από την προηγούμενη φορά. Επομένως, ας εξερευνήσουμε αυτό. Ας το χαρτογραφήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε.»
*
«Έρχεται ακόμα πιο γρήγορα!» είπε η Βατράνια. Ακουγόταν – και ήταν – φοβισμένη.
Πίσω τους, στον ουρανό της απέραντης ερήμου, φαινόταν ένα πελώριο πουλί από φως. Από τις άκριες των φτερών και της ουράς του νήματα κρέμονταν, σαν να είχε ξεφτίσει. Κι αυτά τα νήματα γίνονταν ολοένα και περισσότερα. Πολλαπλασιάζονταν· και σύντομα δεν έβγαιναν μόνο από τις φτερούγες και την ουρά του πτηνού, αλλά από κάθε σημείο του σώματός του. Το φως που σχημάτιζε την οντότητα γλιστρούσε γύρω της, φτιάχνοντας κάτι σαν δίχτυ. Ένα δίχτυ που έφτανε ώς κάτω, στην ξερή γη της ερήμου.
Και δεν υπήρχε αμφιβολία πως, ό,τι κι αν ήταν αυτό το πράγμα, κυνηγούσε τον Κροκόδειλο.
«Σέλιρ,» είπε η Μάρθα, «μας έχεις καλύψει; Έχεις κάνει τ’όχημα να πάρει τα χρώματα του περιβάλλοντος;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο μάγος, από το ενεργειακό κέντρο.
«Δε φαίνεται, όμως, αυτό να σταματά τον ιπτάμενο κυνηγό μας,» παρατήρησε ο Σθένελος, που είχε αφήσει τη θέση του συνοδηγού και είχε έρθει πίσω, για να κοιτάζει το πτηνό.
«Γεράρδε, πήγαινε πιο γρήγορα!» φώναξε η Μάρθα.
«Πάω όσο πιο γρήγορα μπορώ,» απάντησε εκείνος. Οι μηχανές του Κροκόδειλου γρύλιζαν, η έρημος περνούσε σαν θολούρα γύρω από τους επαναστάτες, και σύννεφα άμμου σηκώνονταν πίσω από το όχημα.
Η ώρα περνούσε, και η φωτεινή οντότητα συνέχιζε να τους ακολουθεί, ακούραστα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι επαναστάτες που την κοίταζαν είχαν την αίσθηση ότι, λίγο-λίγο, κέρδιζε έδαφος. Ή ίσως έτσι να νόμιζαν επειδή το ενεργειακό δίχτυ της εξαπλωνόταν ολοένα και περισσότερο…
«Τι είναι αυτό το πράμα;» ρώτησε η Μάρθα τον Σθένελο. «Τι είναι αυτό το δίχτυ;»
Ο μάγος μόρφασε, καθώς ατένιζε τη φωτεινή οντότητα συνεπαρμένος. «Κάποιου είδους όπλο, ίσως.»
«Τι όπλο; Εννοείς πως αν μας χτυπήσει θα σκοτωθούμε;»
«Πολύ πιθανόν.»
«Δε μπορούμε να σταματήσουμε και να την καταρρίψουμε αυτή τη μαλακία;»
«Έτσι όπως το βλέπεις, εσύ νομίζεις ότι οι σφαίρες θα το βλάπτουν;» είπε ο Σθένελος. «Πρέπει νάναι καμωμένο από ενέργεια, Μάρθα. Αποκλειστικά και μόνο από ενέργεια. Όπως εκείνα τα σκιερά φίδια στο δάσος… Μόνο που, ίσως…» Συνοφρυώθηκε, συλλογισμένος.
«Τι;»
«Τα φίδια… Είναι σχεδόν σαν η αντίθεσή του. Μαύρα, σκοτεινά. Ενώ αυτή η οντότητα αντίκρυ μας είναι τόσο φωτεινή. Μοιάζει με δεύτερο ήλιο.»
Η Βατράνια, που είχε καθίσει στο δάπεδο, ρώτησε χωρίς να σηκωθεί: «Αν μας προφτάσει, τι θα κάνουμε, Σθένελε;»
«Δεν έχω ιδέα. Πάντως, αφού είναι από ενέργεια, θα πρέπει κάπως να το εκμεταλλευτούμε αυτό… Να χρησιμοποιήσουμε κάτι που μπορεί να διαταράξει ή να διαλύσει συγκεντρωμένη ενέργεια… αλλά… δε νομίζω ότι έχουμε κάτι τέτοιο.» Περισσότερο στον εαυτό του έμοιαζε να μιλά ο Ερευνητής. Σκέψεις, χωρίς ουσιαστικά συμπεράσματα.
Ο Γεράρδος συνέχιζε να οδηγεί τον Κροκόδειλο ολοταχώς, διασχίζοντας την έρημο χωρίς κίνδυνο αφού δεν υπήρχε και τίποτα επάνω στο οποίο μπορούσε να προσκρούσει.
Μετά από μιάμιση ώρα τρελής πορείας, έφτασαν στη βουνοπλαγιά, με τη φωτεινή οντότητα ακόμα στο κατόπι τους κι ακόμα πιο κοντά τους.
«Μα τους θεούς…» είπε η Βατράνια, που τώρα είχε σηκωθεί από κάτω. «Αν μας ακολουθήσει στη Χάρνταβελ;»
Κανένας δεν μίλησε.
Ο Γεράρδος οδήγησε τον Κροκόδειλο πάνω στην πλαγιά, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Οι μεγάλοι, δυνατοί τροχοί του βρυχούνταν, και πέτρες ακούγονταν να σπάνε από κάτω τους: πέτρες που ήταν, ούτως ή άλλως, έτοιμες να διαλυθούν, σαν να ήταν κούφιες. Ο θρυμματισμός τους μείωνε αναγκαστικά την ταχύτητα του οχήματος, και η φωτεινή οντότητα πλησίασε περισσότερο. Τα νήματά της απλώθηκαν σαν πλοκάμια, προσπαθώντας να τους αγγίξουν.
Δεν τα κατάφερναν – για μερικά μέτρα.
Ο Γεράρδος ανέβασε τον Κροκόδειλο στο σχετικά βατό έδαφος αντίκρυ στο άνοιγμα που οδηγούσε στη Χάρνταβελ, και οδήγησε προς τα εκεί.
Πίσω τους, μια κραυγή σαν ξερός άνεμος αντήχησε. Ένα ουρλιαχτό που έκανε τις τρίχες τους να σηκωθούν.
Ενεργειακά νήματα τούς ακολουθούσαν, μανιασμένα, καθώς περνούσαν μέσα από την τρύπα στα διαστασιακά τοιχώματα και έβγαιναν στη Χάρνταβελ. Τα φωτεινά πλοκάμια μπήκαν κι αυτά, για λίγο· μετά, όμως, αμέσως αποτραβήχτηκαν. Ακόμα μια οργισμένη κραυγή ακούστηκε.
Ο Γεράρδος σταμάτησε απότομα τον Κροκόδειλο κοντά στον Έδουο, ο οποίος είχε σηκωθεί όρθιος δίπλα σε μια φωτιά.
«Για όνομα του Θεού!» αναφώνησε ο ιερέας. Στο χέρι του κρατούσε πάλι την πίπα που του είχε δώσει ο Γεράρδος.
Οι επαναστάτες άνοιξαν τις πόρτες του Κροκόδειλου και βγήκαν, κοιτάζοντας προς την εισβολή.
«Δεν μπορεί να έρθει,» είπε ο Σθένελος, με τα μάτια του διασταλμένα από ενθουσιασμό και αγωνία, συγχρόνως. Παρότι καταλάβαινε ότι η ζωή όλων τους κινδύνευε άμεσα από τη φωτεινή οντότητα, δεν μπορούσε παρά να μη νιώθει και μια μεγάλη περιέργεια για τη φύση της. «Κι αναρωτιέμαι τι να φταίει. Είναι πολύ μικρό το άνοιγμα γι’αυτήν; Ή είναι άλλος ο λόγος που την κρατά μακριά;»
«Κάτι απορίες που έχουν οι άνθρωποι…» μουρμούρισε η Βατράνια, κουνώντας το κεφάλι κι αναστενάζοντας.
Ο Έδουος ρώτησε: «Τι ήταν αυτό; Είδα ένα δυνατό φως, για λίγο, πίσω από το άνοιγμα.»
«Θα σου πούμε,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, καθίζοντας δίπλα στη φωτιά του ιερέα. Ήταν εξαντλημένος από τη γρήγορη οδήγηση, περισσότερο ψυχικά και λιγότερο σωματικά, γιατί αντιλαμβανόταν πως οι ζωές όλων τους βασίζονταν σ’εκείνον: στο πόσο γρήγορα θα κατόρθωνε να τους απομακρύνει από αυτό τον φωτεινό ιπτάμενο δαίμονα. «Μπορώ να έχω την πίπα μου;» Άπλωσε το χέρι του.
Ο Έδουος τού επέστρεψε την πίπα, σιωπηλά.
Καθισμένοι γύρω από τη φωτιά του Έδουου, προσπάθησαν να δουν τι είχαν μάθει ώς τώρα για την άλλη διάσταση. Οι πληροφορίες που είχαν συλλέξει δεν ήταν πολλές, αλλά ήταν αρκετές για να βγάλουν κάποια γενικά συμπεράσματα. Κατά πρώτον, χωρίς αμφιβολία, η διάσταση ήταν, στο μεγαλύτερό της μέρος, μια έρημος. Δεν ήταν, όμως, και ακατοίκητη· υπήρχαν άνθρωποι που, μάλλον, έμεναν κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Ένας από τους λόγους που δεν έμεναν στην επιφάνεια πρέπει να ήταν και η ιπτάμενη φωτεινή οντότητα· σ’αυτό συμφωνούσαν απόλυτα και ο Σέλιρ’χοκ και ο Σθένελος’σαρ. Η απέραντη έρημος της διάστασης πρέπει να είχε δημιουργηθεί από το πρόβλημα που υπήρχε εκεί, το οποίο σχετιζόταν με τον φλεγόμενο ήλιο, με τα νεκρά χωράφια στη Χάρνταβελ, ίσως με τις εισβολές και τους αντικατοπτρισμούς, και ίσως με τη φωτεινή οντότητα–
«Πώς ακριβώς;» είπε ο Έδουος, που μάλλον δεν ήταν της ίδιας άποψης.
«Το πρόβλημα που υφίσταται εδώ, στα άγονα χωράφια, υφίσταται και στην άλλη διάσταση,» του απάντησε ο Γεράρδος. «Ολόκληρη η άλλη διάσταση μοιάζει με τα άγονα χωράφια.»
«Αυτό δεν σημαίνει τίποτα, Γεράρδε!»
«Δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι,» παρενέβη ο Σέλιρ’χοκ, «αλλά αυτό που λέει ο Γεράρδος είναι πολύ πιθανό, νομίζω. Το αμφισβητείς;»
«Εγώ, μάγε, βλέπω τα σημάδια που μου δίνει ο Θεός.»
«Και τώρα,» ρώτησε ο Γεράρδος, «τι σημάδια σού δίνει; Γίνεται τίποτα με τις θυσίες; Αλλάζει η κατάσταση;»
«Μπορεί οι Παντοκρατορικοί να φταίνε γι’αυτό! Μπορεί εξαιτίας τους η Οργή Του να έχει πέσει επάνω μας.»
«Πραγματικά πιστεύεις,» τον ρώτησε η Βατράνια, «ότι ο Θεός σας θα ταλαιπωρούσε κι εσάς μαζί με τους Παντοκρατορικούς;»
Τα μάτια του Έδουου άστραψαν και η Βατράνια αισθάνθηκε μια λόγχη ανεξήγητου τρόμου να διαπερνά την ψυχή της. «Τι ξέρεις εσύ για τον Θεό μας; Τίποτα! Είσαι εξωδιαστασιακή! Ξένη. Ο Θεός μιλά μέσα από τα σημάδια – κι αυτά που συμβαίνουν είναι σημάδι ότι έχει δυσαρεστηθεί μαζί μας!»
Η Βατράνια δεν του έφερε αντίρρηση γιατί, εκτός από τον παράξενο τρόμο που είχε αισθανθεί, θυμόταν πολύ καλά τι είχε γίνει την προηγούμενη φορά με τη Μάρθα. Είναι τρελός· μπορεί και να με σκοτώσει αν θεωρήσει ότι έχω «βλασφημήσει». Είναι δυνατόν κάποτε ο Γεράρδος να ήταν σαν αυτούς τους ανθρώπους; Της ήταν αδιανόητο.
«Εγώ,» είπε ο Γεράρδος, «δεν πιστεύω ότι αυτό είναι σημάδι από τον Θεό, Έδουε. Είναι μπλεγμένη μια ολόκληρη άλλη διάσταση στην όλη υπόθεση. Ο Θεός μας είναι στη Χάρνταβελ και μόνο· είναι η ίδια η Χάρνταβελ–»
«Δεν είσαι πια ιερέας. Δεν μπορείς να βγάζεις τέτοια συμπεράσματα.»
«Ξεχνάς, όμως, ότι διαισθάνομαι τις εισβολές. Ξεχνάς ότι–»
«Δεν ξέρω τι είσαι!» τον διέκοψε ο Έδουος. «Γι’αυτό κιόλας σου είπα να επισκεφτούμε τον Ύπατο. Πρέπει να τον επισκεφτούμε. Πότε θα το κάνουμε;»
«Θα ξεκινήσουμε σήμερα κιόλας,» του υποσχέθηκε ο Γεράρδος. «Πρώτα, όμως, θα ολοκληρώσουμε τα συμπεράσματα μας.»
«Όπως επιθυμείς. Συνεχίστε.» Ο Έδουος έδειχνε αηδιασμένος με όλους τους.
«Το μόνο που δεν έχουμε αναφέρει ακόμα είναι το μυστήριο των ιπτάμενων σκιερών φιδιών στο δάσος,» είπε ο Σθένελος’σαρ, όταν είδε πως ο ιερέας δεν θα τους διέκοπτε. «Αλλά δε νομίζω ότι μπορούμε αυτό να το λύσουμε τώρα. Δεν ξέρουμε καν τι υποθέσεις να κάνουμε.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Σέλιρ’χοκ, και δεν πρόσθεσε τίποτ’άλλο.
«Αυτά ήταν, λοιπόν;» ρώτησε η Βατράνια, καθώς σιωπή έπεσε για λίγο ανάμεσά τους. «Θέλετε να πείτε ότι θα μπορούσαμε και να επιστρέψουμε στον Πρίγκιπα, για να του αναφέρουμε ό,τι έχουμε μάθει;»
«Θα μπορούσαμε,» αποκρίθηκε ο Σθένελος. «Αν και νομίζω ότι είναι ημιτελείς οι πληροφορίες μας. Δεν ξέρουμε όλη την αλήθεια.»
«Συμφωνώ,» είπε ο Γεράρδος. «Όμως δεν μπορούμε να περιπλανηθούμε στην άλλη διάσταση ελεύθερα, μ’αυτή την ιπτάμενη οντότητα που περιφέρεται εκεί, έτσι δεν είναι; Δεν ξέρουμε με τι να την πολεμήσουμε.»
«Πράγματι,» παραδέχτηκε ο Σθένελος. «Ένα μεγάλο πρόβλημα.» Κοίταξε τη φωτιά, προβληματισμένος, ακουμπώντας το πιγούνι του στη γροθιά του.
«Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμα που δεν έχουμε σκεφτεί ώς τώρα,» είπε ο Γεράρδος. «Ή, τουλάχιστον, κανένας δεν το έχει αναφέρει. Αφού η άλλη διάσταση κατοικείται, δεν θα μπορούσαν οι γηγενείς της να περάσουν μέσα από τις εισβολές και να έρθουν εδώ, στη Χάρνταβελ;»
Για λίγο, κανένας δεν μίλησε, καθώς αντιλαμβάνονταν ότι ο Γεράρδος αναφερόταν σε κάτι πολύ σημαντικό.
Μετά εκείνος είπε: «Μπορεί ήδη να έχει συμβεί χωρίς να το ξέρουμε. Μπορεί να έχουν μπει κάπου στη Χάρνταβελ, περνώντας από κάποιο άνοιγμα.»
«Ακόμα ένας καλός λόγος για να επισκεφτούμε αμέσως τον Ύπατο,» τόνισε ο Έδουος. «Διότι μιλάμε για εισβολή. Και δεν εννοώ αυτές τις ‘εισβολές’ που λέτε εσείς. Εννοώ μια κανονική εισβολή, από κανονικούς εχθρούς, όπως έγινε με τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας.»
«Μισό λεπτό,» είπε ο Σθένελος. «Δεν το ξέρουμε ότι είναι εχθρικοί.»
«Πράγματι, δεν το ξέρουμε,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ. «Σκέψου, όμως: Αν είχες αναγκαστεί, για κάποιον λόγο, να μένεις κάτω από τη γη, δεν θα ήθελες να ξανανεβείς στην επιφάνεια;»
«Σωστά,» συμφώνησε ο Γεράρδος. «Αν βρίσκονται κάτω από τη γη εξαιτίας της φωτεινής οντότητας και της γενικότερης ερήμωσης, τότε είναι λογικό να θέλουν να έρθουν εδώ.»
«Και η φωτεινή οντότητα δεν θα μπορούσε να έρθει στη Χάρνταβελ;» είπε η Μάρθα.
Ο Γεράρδος φάνηκε σκεπτικός. «Για κάποιον λόγο δεν μας ακολούθησε…»
«Ίσως να μη χωρούσε να περάσει από το άνοιγμα,» υπέθεσε η Βατράνια.
«Ίσως,» είπε ο Σθένελος. «Αλλά έτσι όπως αυτά τα νήματά της αποτραβήχτηκαν…»
«…ήταν σα να μη μπορούσε να μείνει στη Χάρνταβελ, σαν κάτι να την απωθούσε,» ολοκλήρωσε ο Σέλιρ’χοκ όταν ο Ερευνητής κόμπιασε.
Ο Σθένελος ένευσε. «Ναι.»
«Ο Θεός,» είπε ο Έδουος. «Νομίζετε ότι ο Θεός θα μας άφηνε στο έλεος αυτού του λαμπερού δαίμονα που περιγράφετε;»
Οι άλλοι αλληλοκοιτάχτηκαν, όχι επειδή διαφωνούσαν με τον ιερέα ή επειδή θεωρούσαν γελοίο αυτό που ισχυριζόταν, αλλά επειδή κανένας τους δεν μπορούσε να σκεφτεί καμία καλύτερη εξήγηση για ό,τι είχαν δει.
*
Μετά από κάποιες ώρες οδοιπορίας μέσα στο δάσος, με ανατολική κατεύθυνση (οι πυξίδες φαινόταν να λειτουργούν κανονικά εδώ), η Αρίνη’σαρ συμπέρανε ότι αποκλείεται να κατόρθωναν να το χαρτογραφήσουν ολόκληρο σήμερα. Όταν σταμάτησαν για μεσημέρι και κάθισαν σε μερικές πέτρες κάτω από τα ψηλά δέντρα, είπε στον Ράβνομ’νιρ: «Πρέπει να ξανάρθουμε αύριο. Πιο οργανωμένοι.»
«Ναι,» συμφώνησε εκείνος· «δεν είναι μικρό τούτο το δάσος, τελικά. Τουλάχιστον, όχι τόσο μικρό όσο φανταζόμουν.»
«Κι εγώ πολύ πιο μικρό το φανταζόμουν. Η εισβολή πρέπει απλώς να είναι κοντά στις νότιες παρυφές του. Θα επιστρέψουμε αύριο, με περισσότερους στρατιώτες – έφιππους – και θα τους απλώσουμε προς βορρά, ανατολή, και δύση, για να χαρτογραφήσουν. Να βρουν τις άκριες του δάσους. Όταν αυτό έχει γίνει (και ίσως να μη γίνει σε μία ημέρα μόνο) θα συγκεντρωθούν πάλι όλοι στην εισβολή.»
«Κι αν ξαναεμφανιστεί εκείνη η φωτεινή οντότητα;»
«Το αποκλείω να μπει στο δάσος. Οι φίλοι μας» – η Αρίνη κοίταξε τα σκιερά φίδια που περιστρέφονταν, ακούραστα, γύρω από τους κορμούς των δέντρων, πάνω από τα κεφάλια της ομάδας της – «δεν θα το επιτρέψουν.»
«Τώρα έγιναν ‘φίλοι μας’;»
Η Αρίνη μειδίασε. «Μην είσαι τόσο καχύποπτος, Ράβνομ! Αν ήταν εχθρικές αυτές οι οντότητες, θα μας είχαν ήδη βλάψει. Δε νομίζω ότι είναι εχθρικές. Ή μάλλον, είμαι σίγουρη,» είπε με βεβαιότητα την οποία αισθανόταν βαθιά μέσα στα σωθικά της.
Ο Ράβνομ ύψωσε ένα πορφυρό φρύδι επάνω στο μαυρόδερμο πρόσωπό του. «Σίγουρη; Με συγχωρείς που το λέω, Αρίνη, αλλά μου φαίνεται πως είσαι βιαστική. Με κάνεις να υποπτεύομαι ακόμα κι ότι κάπως σε επηρέασαν αυτά τα φίδια…»
Η Αρίνη γέλασε και ήπιε μια γουλιά νερό από το παγούρι της. «Πώς με επηρέασαν; Ελέγχουν το μυαλό μου; Είμαι πιόνι τους;»
«Μην αστειεύεσαι.»
«Εσύ μη λες ανοησίες. Αν είχαν τέτοιες δυνάμεις, θα τις είχαν εξασκήσει επάνω σ’όλους μας, όχι μόνο επάνω σ’εμένα.»
«Γιατί, τότε, εκείνο το φίδι άρχισε να περιστρέφεται γύρω σου; Χωρίς λόγο;»
«Δεν ξέρω τι λόγο μπορεί να είχε. Ίσως να το θεωρεί τρόπο επικοινωνίας. Γενικώς οι κινήσεις τους, Ράβνομ, μου μοιάζουν με κάποια μυστηριώδη γλώσσα. Κοίταξέ τα πώς περιστρέφονται γύρω κι ανάμεσα από τα δέντρα…» Η Αρίνη ύψωσε το βλέμμα της στις σκιερές οφιοειδείς οντότητες, που ποτέ δεν έπαυαν να κινούνται, αθόρυβα, τελείως αθόρυβα, σαν να ήταν παιχνιδίσματα του φωτός, ξωτικά από κάποιο παιδικό παραμύθι… «Δε φαίνεται να διαγράφουν σύμβολα, γράμματα; Δε φαίνεται να προσπαθούν κάπως να επικοινωνήσουν;»
Ο Ράβνομ, αφού κι εκείνος κοίταξε τις παράξενες οντότητες για λίγο, κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω.» Τα ιπτάμενα σκιερά φίδια δεν έμοιαζε να τον ενθουσιάζουν τόσο όσο την Αρίνη. Οι Βιοσκόποι ήταν βαρετοί συνήθως, σκέφτηκε η μάγισσα.
«Είναι υπέροχες οντότητες, Ράβνομ. Και δεν είναι εχθρικές. Εχθρό τους θεωρούν μονάχα εκείνη την άλλη οντότητα που συναντήσαμε: την φωτεινή, ιπτάμενη, καταστροφική οντότητα που μάλλον ευθύνεται για την ερήμωση ετούτης της διάστασης.»
«Τι είναι, όμως, ακριβώς, Αρίνη;» έθεσε το ερώτημα ο Ράβνομ’νιρ. «Τι είναι αυτά τα φίδια;»
«Τι είναι η φωτεινή οντότητα;»
«Εσύ είσαι του τάγματος Ερευνητών· εσύ πρέπει να ξέρεις.»
«Οι Ερευνητές ερευνούμε· δεν είμαστε παντογνώστες. Θα ερευνήσουμε και θα μάθουμε, Ράβνομ. Για σήμερα, όμως, επιστρέφουμε στην Ερρίθια· και αύριο θα ξανάρθουμε εδώ, καλύτερα οργανωμένοι, και με καλύτερο σχέδιο.»
*
Αφού έφαγαν και ξεκουράστηκαν (διότι ήταν εξουθενωμένοι ύστερα από τη συνάντησή τους με τη φωτεινή οντότητα στην άλλη διάσταση), μπήκαν πάλι στον Κροκόδειλο και κατευθύνθηκαν βόρεια μέσα στο φως του απογεύματος. Μετά από καμια ώρα έφτασαν στις νότιες όχθες του Παραπόταμου. Ο Σέλιρ’χοκ μεταμόρφωσε το όχημα σε πλοίο και έπλευσαν στο νερό. Βγήκαν στις βόρειες όχθες του ποταμού και εκεί ο Κροκόδειλος πήρε τη μορφή εξάτροχου οχήματος ξανά. Η Μάρθα άλλαξε ενεργειακή φιάλη, γιατί η προηγούμενη είχε σχεδόν τελειώσει και κανένας δεν ήθελε να τους αφήσει, ίσως, σε κάποια κρίσιμη στιγμή.
Ο Γεράρδος οδηγούσε, και ήταν έτοιμος να στρίψει δυτικά, αλλά δεν έστριψε. «Υπάρχει μια εισβολή βόρεια από εδώ,» δήλωσε.
Ο Έδουος, που καθόταν πίσω, τον άκουσε. «Δεν έχουμε χρόνο για άλλες σαχλαμάρες, Γεράρδε. Είπαμε ότι θα πάμε στον Ύπατο!»
«Μισό λεπτό,» είπε ο Σθένελος. «Εμάς μας ενδιαφέρουν οι εισβολές. Ακόμα και μια γρήγορη ματιά ίσως να είναι σημαντική.»
Ο Γεράρδος, παρότι δεν κοίταζε τον Έδουο, αισθάνθηκε το Εσώτερο Θηρίο να ξυπνά μέσα στον ιερέα. «Θα πάμε στον Ύπατο,» είπε. «Αλλά πρώτα θα πάμε σ’αυτή την εισβολή–»
«Έτσι όπως κάνουμε–!»
«Για μια ματιά μόνο. Έχουμε ενεργειακό όχημα, Έδουε. Γιατί βιάζεσαι; Πόσοι άλλοι έχουν ενεργειακό όχημα στη Χάρνταβελ; Νόμιζα ότι ανέκαθεν η ζωή εδώ ήταν πιο νωχελική απ’ό,τι σε άλλες διαστάσεις.»
«Η παρουσία σου έχει… επιταχύνει τα πράγματα, Γεράρδε.»
«Σε λίγο θα μου πεις κιόλας ότι όλα αυτά συμβαίνουν επειδή ήρθα εγώ στη Χάρνταβελ.»
«Τίποτα δεν αποκλείεται. Είσαι κάτι το αφύσικο, δίχως αμφιβολία.»
Η Μάρθα, που καθόταν πλάι στον Γεράρδο, μουρμούρισε: «Να δούμε μέχρι πότε θα μας βρίζει αυτός ο καριόλης.»
Ο Γεράρδος τής έσφιξε τον πήχη: μια προειδοποίηση. Μην του πεις τίποτα τέτοιο! Πάτησε το πετάλι και έστριψε το τιμόνι προς τα βόρεια. Ο Έδουος έμεινε σιωπηλός, αλλά ο Γεράρδος μπορούσε ακόμα να αισθανθεί την παρουσία του Εσώτερου Θηρίου του σαν μια απειλητική σκιά μέσα στον Κροκόδειλο. Την αγνόησε, ξέροντας πως αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε τώρα να κάνει.
Η νύχτα έπεφτε καθώς το όχημα πήγαινε βόρεια, κρυμμένο στις πυκνές σκιές και στη γεωγραφία του τοπίου. Συνάντησαν κάποιες μικρές πόλεις, χωριά, και αγροικίες, αλλά δεν πλησίασαν, προτιμώντας την κάλυψη της υπαίθρου. Η ώρα περνούσε, όμως, και δεν έβλεπαν πουθενά την εισβολή. Δεν πρέπει να ήταν και πολύ κοντά, συνειδητοποίησε ο Γεράρδος. Παρότι μπορούσε να διαισθανθεί τις εισβολές, δεν μπορούσε και να ξέρει πόσο ακριβώς απείχε από αυτές.
«Τι μέρη είναι τούτα;» τον ρώτησε η Μάρθα.
«Αυτό,» είπε ο Γεράρδος, «είναι το Αρχοντάτο της Ναραλμάδιας. Δεν ερχόμουν και πολύ συχνά απ’αυτές τις περιοχές, παλιά.»
«Το Αρχοντάτο της Ναραλμάδιας βρίσκεται σε πόλεμο, Γεράρδε.» Η φωνή του Έδουου, από πίσω. «Να προσέχεις.»
«Σε πόλεμο; Με ποιον;»
«Με την Υλιριλίδια. Η Αρχόντισσα Μοργκάνα και ο Άρχοντας Ροβέρτος έχουν εδαφικές διαφορές, απ’ό,τι άκουσα. Ούτε εγώ έρχομαι συχνά από εδώ.»
«Ο Ροβέρτος είναι ο Άρχοντας της Υλιριλίδιας, αν θυμάμαι καλά, σωστά; Επομένως, η Μοργκάνα είναι η Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας.»
«Ακριβώς,» είπε ο Έδουος. «Η μνήμη σου είναι καλή.»
«Η Μοργκάνα δε νομίζω ότι ήταν Αρχόντισσα εδώ προτού φύγω…»
«Ναι· ήταν ο πατέρας της τότε. Η εισβολή διαισθάνεσαι ότι είναι στα εδάφη της;»
«Μάλλον,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος.
«Ο Τζοσελίνος, λοιπόν, θα ξέρει γι’αυτήν,» είπε ο Έδουος.
«Αδελφός μας;»
«Ιερέας, ναι.»
Ο Γεράρδος παρατήρησε ότι ο Έδουος ουσιαστικά τον διόρθωσε. Αρνιέται ότι εγώ είμαι, πλέον, Αδελφός τους. Αρνιέται ότι είμαι ιερέας. Ή, τουλάχιστον, δεν είναι βέβαιος.
Δύο ώρες πέρασαν, τελικά, καθώς οδηγούσε μέσα στο Αρχοντάτο της Ναραλμάδιας, και το σκοτάδι είχε πυκνώσει προ πολλού. Αναγκαστικά άναψε τους προβολείς του οχήματος· ή μάλλον, τον έναν προβολέα, γιατί ο άλλος ήταν σπασμένος από την οδήγηση της Μάρθας στο Κεντροδάσος.
«Πρέπει να το αντικαταστήσουμε αυτό το φως,» είπε η Μάρθα. «Τι; Γιατί με κοιτάς έτσι; Θα πεις τώρα ότι εγώ έφταιγα για τη ζημιά; Τι να έκανα – να έσκαβα κάτω απ’τα γαμημένα δέντρα; Τ’όχημά μας δεν γίνεται τυφλοπόντικας!»
Ο Σθένελος πλησίασε πίσω από τον Γεράρδο και τη Μάρθα. «Είμαστε κοντά;» ρώτησε.
«Το εύχομαι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Ή…» συνοφρυώθηκε, «όχι. Το ξέρω. Σίγουρα είμαστε πιο κοντά.»
Σε λιγότερο από μια ώρα βρίσκονταν επάνω σ’έναν δασώδη λόφο και ατένιζαν αντίκρυ τους δύο μεγάλα στρατόπεδα, το ένα απέναντι στο άλλο. Κοιτάζοντας με τα κιάλια τους (η Άνμα’ταρ είχε υφάνει Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω σ’αυτά του Σέλιρ’χοκ, του Σθένελου’σαρ, και του Γεράρδου), είδαν σημαίες με το έμβλημα της Ναραλμάδιας και της Υλιριλίδιας. Εκείνο, όμως, που πραγματικά τους ενδιέφερε ήταν ανάμεσα στα δύο στρατόπεδο. Η εισβολή. Ακόμα ένα μέρος όπου η πραγματικότητα της Χάρνταβελ είχε σκίσει σαν ύφασμα, γεμίζοντας με άμμο τη χορταριασμένη πεδιάδα. Μέσα από το άνοιγμα φαινόταν περισσότερη άμμος – μια μεγάλη έρημος – καθώς και ένας ουρανός που ανήκε σε άλλη διάσταση. Οι επαναστάτες μπορούσαν να διακρίνουν το ένα από τα τρία πράσινα φεγγάρια.
«Μια από τα ίδια, έτσι;» είπε η Μάρθα.
«Έτσι δείχνει,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ.
«Αυτό το άνοιγμα είναι μεγάλο,» παρατήρησε ο Σθένελος’σαρ, «αλλά ούτε από εδώ πρέπει να έχει περάσει η φωτεινή οντότητα. Εκτός αν δεν το έχει βρει ακόμα, βέβαια· αλλά δε νομίζω ότι αυτή είναι η περίπτωσή μας.»
«Σας είπα και πριν,» τόνισε ο Έδουος: «Είναι δυνατόν να πιστεύετε ότι ο Θεός θα άφηνε έναν τέτοιο δαίμονα να μπει στη διάστασή Του; Και μόνο η σκέψη σας είναι βλάσφημη!
»Θα πλησιάσω,» δήλωσε. «Θα έρθετε μαζί μου;»
«Πού θα πλησιάσεις;» έκανε η Μάρθα. «Στα στρατόπεδα;»
«Οι Αδελφοί μου – ο Τζοσελίνος και ο Οσβάλδος – πρέπει να είναι εκεί,» είπε ο Έδουος. «Θέλω να τους μιλήσω.»
«Θα έρθουμε,» είπε ο Γεράρδος. Και κοίταξε τους υπόλοιπους, για να δει αν κανένας διαφωνούσε.
*
Το βράδυ, καθώς περνούσαν μέσα από την εισβολή κι επέστρεφαν στην Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας, η Αρίνη είπε στον Ράβνομ: «Θα δώσω εγώ αναφορά στον Επόπτη. Καλώς;»
Εκείνος την κοίταξε καχύποπτα. «Δεν έχω πρόβλημα, αλλά μήπως θα έπρεπε να υποθέσω ότι δεν θέλεις να του μιλήσω εγώ;»
Η Αρίνη σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να είναι ειλικρινής με τον Βιοσκόπο. «Θα προτιμούσα να μην αναφερθεί το περιστατικό με το ιπτάμενο φίδι.»
«Γιατί όχι;»
«Γιατί, όπως κι εσύ, έτσι κι αυτός ίσως ν’αρχίσει να σκέφτεται πράγματα που δεν ισχύουν.»
«Το ίδιο θα έλεγε και κάποιος που έχει κάτι να κρύψει–»
«Σε παρακαλώ, Ράβνομ! Δεν ήρθα χτες στη Χάρνταβελ. Με ξέρεις τόσο καιρό.»
«Δε λέω ότι έχεις όντως κάτι να κρύψεις. Λέω, όμως, ότι η συμπεριφορά σου είναι ύποπτη.»
«Δε μπορεί να σοβαρολογείς!»
Ο Ράβνομ’νιρ αναστέναξε. «Κοίτα… Εγώ σε πιστεύω. Πιστεύω ότι νομίζεις πως αυτή η οντότητα δεν σε έβλαψε με κανέναν τρόπο. Και, εντάξει, εσύ είσαι αρχηγός αυτής της ερευνητικής αποστολής· αν δεν θέλεις να ειπωθεί τίποτα για το συγκεκριμένο επεισόδιο, τίποτα δεν θα ειπωθεί.»
«Όμως;»
«Όμως – θα προτιμούσα να μην το κρύψεις.»
«Για την ώρα – και μόνο για την ώρα – δεν θα του το αναφέρω,» δήλωσε η Αρίνη. «Απλά για να μην αρχίσει να αναρωτιέμαι μήπως έχω πάθει κάτι. Αργότερα, όταν θα είναι πια καταφανές πως τίποτα δεν μου έχει συμβεί, θα του το πω.»
«Κι αν σε ρωτήσει γιατί του το έκρυψες;»
«Θα αποκριθώ ότι δεν το θεώρησα τόσο σημαντικό ώστε να το αναφέρω.»
«Λες να σε πιστέψει;»
«Ακόμα και να μη με πιστέψει, είμαι η μοναδική μάγισσα Ερευνήτρια που έχει. Θα πρέπει να με ανεχθεί.»
Ο Ράβνομ’νιρ δεν είπε τίποτα καθώς έβγαιναν από το εξωδιαστασιακό δάσος και βάδιζαν μέσα στην Ανατολική Αγορά με τη συνοδία των στρατιωτών τους.
«Επίσης,» του τόνισε η Αρίνη, «δεν θα αναφέρεις το περιστατικό με το φίδι σε κανέναν άλλο.»
«Θα το ζητήσεις αυτό κι απ’όλους τους υπόλοιπους;» Ο Ράβνομ έδειξε, με το βλέμμα του, τους πολεμιστές γύρω τους.
Η Αρίνη έσμιξε τα χείλη. Οι στρατιώτες θα μιλούσαν σε κάποιον· ήταν αναπόφευκτο. Το ήξερε. Αυτό που είχαν δει, σίγουρα, θα τους είχε παραξενέψει.
«Καλύτερα,» πρότεινε ο Ράβνομ, «να μην τους πεις τίποτα. Αν τους ζητήσεις να μη μιλήσουν, αυτό απλά θα τους κάνει να μιλήσουν ευκολότερα γιατί θα τους κινήσει ακόμα περισσότερο την περιέργεια για το περιστατικό.»
Η Αρίνη ένευσε. «Έχεις δίκιο.»
«Εγώ, πάντως, δεν θα πω τίποτα σε κανέναν· σ’το υπόσχομαι. Εκτός αν με διατάξουν,» πρόσθεσε.
Η Αρίνη δεν μπορούσε να του ζητήσει να αγνοήσει μια διαταγή από ανώτερό του, έτσι δεν διαφώνησε.
*
Η Μοργκάνα και ο Λεοπόλδος δεν είχαν ακόμα κοιμηθεί όταν οι φρουροί του στρατοπέδου τούς ειδοποίησαν. Ήταν ξαπλωμένοι μέσα στις κουβέρτες τους και μοιράζονταν μια μεγάλη κούπα κρασί, μια πιατέλα με μελωμένα καρύδια και κομμάτια μήλου, και μια πίπα γεμάτη αλαφρόχορτο. Η Μοργκάνα αισθανόταν σχεδόν σαν να ήταν στο κάστρο της στη Ναραλμάδια, κι ενοχλήθηκε από τη φωνή του φρουρού έξω από τη σκηνή.
«Τι θέλει τώρα; Είδαν ξανά κανέναν να έρχεται από το άνοιγμα;»
Ο Λεοπόλδος σηκώθηκε από τις κουβέρτες ρίχνοντας μια ρόμπα επάνω του. Πλησίασε την είσοδο της σκηνής και ρώτησε: «Τι είναι;»
«Ένας ιερέας έχει έρθει, Άρχοντά μου, και κάποιοι άλλοι ξένοι. Ο Άρχοντας Ροβέρτος μιλά μαζί τους τώρα. Εκεί, δείτε.»
Η Μοργκάνα, ακούγοντάς τα αυτά, πετάχτηκε όρθια. Έπιασε το φόρεμά της και το πέρασε πάνω απ’το μεσοφόρι της, κουμπώνοντας το γρήγορα.
Ο Λεοπόλδος την είδε με την άκρια του ματιού του και, καταλαβαίνοντας τις προθέσεις της, είπε στον φρουρό: «Να ετοιμαστεί η συνοδία μου. Αμέσως.»
«Μάλιστα, Στρατηγέ!»
«Αποκλείεται ο Τζοσελίνος και ο Οσβάλδος να γύρισαν τόσο γρήγορα,» είπε ο Λεοπόλδος καθώς πλησίαζε τη Μοργκάνα και άρχιζε κι εκείνος να ντύνεται.
«Δεν άκουσες τι είπε; Ένας ιερέας και κάποιοι άλλοι μαζί του.»
«Δεν ξέρω κανέναν άλλο ιερέα στα μέρη μας εκτός απ’αυτούς τους δύο, Μοργκάνα.»
«Προφανώς ήρθε από αλλού!» Ώρες-ώρες ο Λεοπόλδος την ξάφνιαζε: ήταν τόσο καλός στρατηγός κι όμως δεν μπορούσε να σκεφτεί απλά πράγματα! «Ο Τζοσελίνος και ο Οσβάλδος θα τον συνάντησαν καθοδόν, θα του είπαν τι έγινε, κι εκείνος θ’αποφάσισε να μας επισκεφτεί. Και καλύτερα ν’ακούσει από εμάς τι συμβαίνει παρά από τον Ροβέρτο!»
Ντύθηκαν γρήγορα αλλά όχι βιαστικά ή ατημέλητα. Δεν μπορούσαν να βγουν όπως-όπως, εκτός αν ήταν μεγάλη ανάγκη· έπρεπε να διατηρούν μια κάποια εμφάνιση αν ήθελαν οι άλλοι να τους σέβονται. Κι επιπλέον, δεν σκόπευαν να συναντήσουν έναν ιερέα μισόγυμνοι.
Βγαίνοντας από τη σκηνή τους, βρήκαν τους πολεμιστές τους να τους περιμένουν, έχοντας έτοιμα και τα άλογά τους. Η Μοργκάνα και ο Λεοπόλδος καβαλίκεψαν, και μαζί με τη συνοδία τους – επίσης έφιππη – πλησίασαν το μέρος όπου ο Ροβέρτος, η κόρη του η Αβελαΐδα (αυτό το αντιπαθητικό αγριοκάτσικο, κατά την άποψη της Μοργκάνας), και μερικοί πολεμιστές της Υλιριλίδιας μιλούσαν με εφτά ξένους που, από την εμφάνισή τους, έμοιαζαν με ταξιδιώτες.
Καθώς η Μοργκάνα και ο σύζυγός της πλησίαζαν, εκείνοι στράφηκαν να τους αντικρίσουν.
«Αρχόντισσα Μοργκάνα,» είπε ο άντρας που στεκόταν μπροστά από τους υπόλοιπους ταξιδιώτες. Φορούσε άμφια ιερέα, και ήταν πορφυρόδερμος, με μούσια και μαύρα σγουρά μαλλιά τα οποία φαινόταν, στο φως μιας ενεργειακής λάμπας, ότι είχαν αρχίσει να γκριζάρουν σε σημεία.
«Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε η Μοργκάνα, αφιππεύοντας μαζί με τον Λεοπόλδο και τους στρατιώτες της.
«Ονομάζομαι Έδουος,» συστήθηκε ο ιερέας. «Δεν είμαι από τα μέρη σας, αλλά αυτό» – έδειξε προς τη μεριά του ανοίγματος απ’όπου είχε έρθει η έρημος – «με έφερε κοντά σας.»
«Η παρουσία σας μας τιμά, Μεγάλε Πατέρα. Συναντήσατε τον Τζοσελίνο και τον Οσβάλδο, υποθέτω…»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Έδουος. «Για την ακρίβεια, ήρθα εδώ αναζητώντας τους. Αλλά ο Άρχοντας Ροβέρτος,» έριξε ένα βλέμμα προς τη μεριά του Άρχοντα της Υλιριλίδιας, «μου είπε ότι δεν βρίσκονται εδώ· κατευθύνονται προς τον Υπεραιώνιο για να μιλήσουν με τον Ύπατο.»
«Μάλιστα, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε η Μοργκάνα. «Σας είπε, επίσης, ο Άρχοντας Ροβέρτος για τους ξένους που προσπάθησαν να εισβάλουν από το… άνοιγμα;»
«Ήμουν έτοιμος να το αναφέρω κι αυτό,» είπε ο Ροβέρτος, προτού ο Έδουος προλάβει ν’απαντήσει.
«Ελάτε μαζί μας, Μεγάλε Πατέρα,» πρότεινε η Μοργκάνα. «Θα σας φιλέψουμε, θα σας φιλοξενήσουμε, και θα σας μιλήσουμε για τα πάντα με λεπτομέρειες.»
«Ακριβώς αυτό έλεγα κι εγώ πριν από λίγο στον Μεγάλο Πατέρα,» είπε ο Ροβέρτος. «Η δική μου πρόσκληση προηγείται, πιστεύω.»
Η Μοργκάνα τού έριξε ένα εχθρικό βλέμμα.
«Σ’αυτή την περίπτωση,» είπε κάποιος που η Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας δεν αναγνώριζε, «θα μπορούσαμε να κατασκηνώσουμε κάπου ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα – κοντά στην εισβολή, ίσως – για να μην προσβάλουμε ούτε την Αρχόντισσα Μοργκάνα ούτε τον Άρχοντα Ροβέρτο.»
Ο Έδουος στράφηκε να τον κοιτάξει. «Αυτή, μάλλον, είναι η καλύτερη λύση, Γεράρδε.»
Αφού κατασκήνωσαν ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα και κοντά στη φρουρούμενη εισβολή, ο Άρχοντας Ροβέρτος και η Αρχόντισσα Μοργκάνα τούς διηγήθηκαν όλα όσα είχαν συμβεί. Τους είπαν πώς δημιουργήθηκε το παράξενο άνοιγμα και πώς γλίστρησε μέσα του ο Ταγματάρχης Τέρι Κάρμεθ μαζί με το άρμα και τους στρατιώτες του. Τους είπαν για την εμφάνιση του λαμπερού ιπτάμενου δαίμονα· για τα συμπεράσματα των ιερέων, οι οποίοι τώρα ταξίδευαν προς τον Υπεραιώνιο· και για τη σύντομη σύγκρουση με τους ξένους από την άλλη μεριά του ανοίγματος.
Ο Έδουος ευχαρίστησε τον Άρχοντα της Υλιριλίδιας και την Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας για τις πληροφορίες τους και τους έδωσε την ευχή του. Τους εξήγησε ότι περνούσε από αυτά τα εδάφη και είχε ακούσει ότι κάτι παράξενο είχε συμβεί. Οι σύντροφοί του ήταν άνθρωποι από άλλες διαστάσεις που, όμως, συνεργάζονταν με τους ιερείς. Δεν είπε ότι ήταν επαναστάτες αλλά το άφησε να εννοηθεί, και η Μοργκάνα κι ο Ροβέρτος φάνηκαν να το καταλαβαίνουν. Ο Γεράρδος δεν διέκρινε στην όψη τους καμία πονηριά σχετικά μ’αυτό το θέμα – δεν πρέπει να σκέφτονταν να τους προδώσουν στους πράκτορες της Παντοκράτειρας· σέβονταν, και φοβόνταν, πολύ τους ιερείς για να το κάνουν – αλλά ίσως κάποιος άλλος να μάθαινε ότι ο Έδουος είχε φέρει επαναστάτες μαζί του, κάποιος που δούλευε απευθείας για τον Επόπτη της Ερρίθιας, κάποιος που ήταν κατάσκοπός του. Θα πρέπει να προσέχουμε καθώς θα φεύγουμε· και όσο θα είμαστε εδώ, επίσης.
Ο Άρχοντας Ροβέρτος και η Αρχόντισσα Μοργκάνα τούς άφησαν, τελικά, μόνους για να ξεκουραστούν, αφού τους καληνύχτισαν και τους είπαν πως μπορούσαν να ζητήσουν ό,τι επιθυμούσαν. Ο ένας φαινόταν να προσπαθεί να ξεπεράσει τον άλλο στη φιλοξενία και στην πληροφόρηση, σαν να είχαν κάτι άμεσο να κερδίσουν από τον Έδουο – γιατί για τους υπόλοιπους δεν έμοιαζε να τους ενδιαφέρει και τόσο. Η Μάρθα απορούσε με τις αντιδράσεις τους. Σ’αυτή τη διάσταση, όλοι είναι τρελοί! Σέβονται έναν άνθρωπο που, χωρίς δεύτερη σκέψη, θα τους σκότωνε αν θεωρούσε ότι προσέβαλαν τον Θεό του· έναν άνθρωπο που, ούτως ή άλλως, σκοτώνει άλλους ανθρώπους κρεμώντας τους ανάποδα, δήθεν για το καλό της διάστασης! Η Μάρθα δεν μπορούσε να τους καταλάβει. Είναι τόσο πολύ τρομοκρατημένοι από αυτούς τους κωλοϊερείς; Πώς σκατά σκέφτεται το μυαλό τους;
Μετά, όμως, έπαψε ν’αναρωτιέται για την Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας και τον Άρχοντα της Υλιριλίδιας, καθώς οι σύντροφοί της άρχισαν να μιλάνε αναμεταξύ τους για όσα είχαν μάθει. Έστρεψε την προσοχή της στη συζήτηση, παρότι η ίδια δε νόμιζε ότι είχε τίποτα να συνεισφέρει.
«Είχαμε δίκιο, λοιπόν, για τους γηγενείς της άλλης διάστασης,» είπε ο Σθένελος. «Θα προσπαθήσουν να εισβάλουν.»
«Δεν επιτέθηκαν, όμως, εκείνοι πρώτοι, σύμφωνα μ’όσα ακούσαμε,» τόνισε η Βατράνια. «Και υποχώρησαν μόλις τους πυροβόλησαν από εδώ.»
«Μπορεί να έρχονταν απλά για να επικοινωνήσουν,» είπε ο Γεράρδος. «Αλλά αυτό θα αποδεικνυόταν αδύνατο έτσι κι αλλιώς, αφού δεν ξέρουν τη Συμπαντική. Επομένως, αργά ή γρήγορα θα έχουμε κι άλλες συγκρούσεις. Αποκλείεται να θέλουν να μείνουν στον έρημο κόσμο τους, κάτω από τη γη.»
«Η φωτεινή οντότητα τούς κυνηγά,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «και, απ’όσα ακούσαμε από τη Μοργκάνα και τον Ροβέρτο, είναι πολύ επικίνδυνη. Διέλυσε τόσους στρατιώτες της Παντοκράτειρας.»
«Δεν μπορούσε, όμως, να έρθει εδώ,» τόνισε ο Έδουος. «Σας το είπα, δεν σας το είπα; Ο Θεός μάς προστατεύει. Αυτές οι εισβολές,» έδειξε την έρημο, «είναι σημάδια της Οργής Του! Ο Τζοσελίνος και ο Οσβάλδος στο ίδιο συμπέρασμα έφτασαν.»
Σε τι άλλο συμπέρασμα θα έφταναν; σκέφτηκε η Μάρθα, έχοντας ανάψει ένα τσιγάρο και καπνίζοντας, καθισμένη κοντά σε μια από τις σκηνές τους. Σαν κι εσένα είναι κι αυτοί!
«Το καλύτερο που έχουμε τώρα να κάνουμε,» συνέχισε ο Έδουος, «είναι να πάμε στον Υπεραιώνιο, και στο δρόμο να πάρουμε και τους δύο Αδελφούς μου.»
Και γαμώ… σκέφτηκε η Μάρθα, που η ιδέα να έχει ακόμα δύο ιερείς της Χάρνταβελ κοντά της δεν της άρεσε καθόλου.
«Δε θα έχουν φτάσει ώς τώρα;» ρώτησε η Βατράνια.
«Ο Υπεραιώνιος είναι μακριά από εδώ,» της απάντησε ο Έδουος. «Λίγο πιο βόρεια από την Ερρίθια. Με άλογα, πέντε μέρες περίπου. Δηλαδή, δε μπορεί να έχουν φτάσει ακόμα, αν ξεκίνησαν όταν η Μοργκάνα κι ο Ροβέρτος μάς είπαν ότι ξεκίνησαν.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Γεράρδος, «αλλά δε θα απέχουν και πολύ.»
«Μπορούμε, λοιπόν, να τους πάρουμε μαζί μας καθώς θα πηγαίνουμε προς τα εκεί,» είπε ο Έδουος.
«Θα τους πάρουμε.»
Είναι ανάγκη; μούγκρισε σιωπηλά η Μάρθα, δαγκώνοντας την άκρη του τσιγάρου της.
«Τι θα γίνει αν αυτοί οι κάτοικοι της άλλης διάστασης αρχίσουν να εισβάλλουν από όλα τα ανοίγματα;» ρώτησε η Βατράνια, αλλάζοντας θέμα στη συζήτησή τους. «Δεν θα πρέπει κάπως να ειδοποιήσουμε τους γηγενείς της Χάρνταβελ, ώστε να περιμένουν επίθεση;»
Ο Έδουος είπε: «Ο Ύπατος, όταν του μιλήσουμε για το πρόβλημα, είμαι σίγουρος πως θα στείλει βοήθεια παντού.»
Η Βατράνια κοίταξε τον Γεράρδο, αλλά εκείνος έμεινε σιωπηλός καθώς κάπνιζε την πίπα του. Το ίδιο και οι υπόλοιποι. Έμοιαζαν πολύ κουρασμένοι από όλη την ημέρα για να μιλήσουν για μια υποθετική στρατηγική σε περίπτωση πολέμου.
Μετά από λίγο, αποφάσισαν να πέσουν για ύπνο. Προτού όμως μπουν στις σκηνές που τους είχαν παραχωρήσει οι Ναραλμάδιοι και οι Υλιριλίδιοι, ο Γεράρδος είπε στον Σέλιρ’χοκ και στην Άνμα’ταρ ότι φοβόταν πως ίσως κάποιος κατάσκοπος του Επόπτη να τους είχε καταλάβει, επομένως καλύτερα να ήταν σε επιφυλακή.
«Θα το φροντίσουμε, Καπετάνιε,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Κοιμήσου ήσυχα.» Και εκείνος κι η Άνμα’ταρ πήγαν στη σκηνή τους.
Όταν ήταν μέσα, η μάγισσα κάθισε οκλαδόν και είπε: «Δεν ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου, αλλά για να γίνει μια σωστή φύλαξη πρέπει να είναι ξύπνιος και κανένας άλλος, ώστε ν’αλλάζουμε βάρδιες.»
«Δύο Μαγγανείες Υλικής Διαισθήσεως,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ, «μια δική σου και μια δική μου, νομίζω ότι θα είναι υπεραρκετές. Πιστεύεις ότι κάποιος Παντοκρατορικός θα μπορέσει να τις διαλύσει και τις δύο, ώστε να έρθει εδώ και να μας επιτεθεί ενώ κοιμόμαστε;»
«Αν είναι μάγος. Και πολύ καλός στη δουλειά του.»
«Είναι αμφίβολο, όμως, ότι θα είναι μάγος.»
«Πράγματι,» αναγκάστηκε να συμφωνήσει η Άνμα, που ήξερε πως οι Παντοκρατορικοί δεν ενδιαφέρονταν τόσο για τη Χάρνταβελ ώστε να έχουν μάγους απλωμένους σε διάφορα σημεία της. Μερικούς στην Ερρίθια πρέπει να είχαν μόνο. «Καλώς. Ας υφάνουμε δύο Μαγγανείες Υλικής Διαισθήσεως,» είπε.
Ο Σέλιρ βγήκε από τη σκηνή και, κοιτάζοντας ολόγυρα, τον μικρό καταυλισμό τους, έκανε την πρώτη μαγγανεία, φορτίζοντάς τη με δύναμη από τους κρυστάλλους στο ραβδί του – των οποίων η ενέργεια ποτέ δεν εξαντλείτο τελείως· επαναφορτίζονταν από μόνοι τους, σαν ζωντανοί οργανισμοί που κουράζονται και ξεκουράζονται. Τελειώνοντας τη μαγγανεία, ο Σέλιρ μπορούσε να την αισθανθεί σαν μια ελαφριά σύνδεση μέσα στο μυαλό του. Αν κάποιος επιχειρούσε να εισβάλει στον καταυλισμό των συντρόφων του, θα το καταλάβαινε αμέσως, όσο βαθιά κι αν κοιμόταν. Θα ήταν λες και μια σειρήνα να είχε ηχήσει μέσα στο κεφάλι του. Ικανοποιημένος με τη δουλειά του, έβγαλε τις μπότες του, τις άφησε απέξω, και μπήκε στη σκηνή που μοιραζόταν με την Άνμα.
«Η σειρά μου, υποθέτω,» είπε εκείνη, βλέποντάς τον να ακουμπά το ραβδί του στο έδαφος. Σηκώθηκε από το στρώμα της, βγήκε από τη σκηνή, και ύφανε τη Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως. Η μέθοδός της διέφερε πολύ από του Σέλιρ αλλά πετύχαινε το ίδιο αποτέλεσμα. Η Άνμα δεν χρησιμοποιούσε κρυστάλλους για να αντλήσει περισσότερη ενέργεια και να κάνει τη μαγγανεία ανθεκτικότερη· τέτοιους κρυστάλλους χρησιμοποιούσαν μόνο οι Διαλογιστές – κανένα άλλο μαγικό τάγμα. Άρθρωσε τα λόγια που επικαλούνταν κρυφές δυνάμεις του σύμπαντος και σχημάτισε αόρατα σύμβολα στον αέρα με τα δάχτυλά της για να σφραγίσει τη μαγγανεία. Ολοκληρώνοντάς την μπορούσε να νιώσει ένα γαργαλητό στην πίσω μεριά του κεφαλιού της. Αν ερχόταν κάποιος εισβολέας μες στη νύχτα, η Άνμα θα το ήξερε και θα ξυπνούσε αμέσως.
Βγάζοντας τις μπότες της και αφήνοντάς τες πλάι στις μπότες του Σέλιρ, επέστρεψε στο εσωτερικό της σκηνής και ξάπλωσε στο στρώμα της, μπρούμυτα, στηριζόμενη στους αγκώνες.
«Τι γνώμη έχεις για την επίσκεψη στον Υπεραιώνιο;» ρώτησε τον Σέλιρ, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα παραδίπλα, με τα μάτια κλειστά.
Τα μάτια του άνοιξαν. Στράφηκαν στο μέρος της. «Αν φοβάσαι ότι ίσως να υπάρχει κίνδυνος, συμφωνώ.»
«Η Μάρθα μού έχει ζητήσει, από τότε που πήραμε μαζί μας τον Έδουο, να τον προσέχουμε – και αυτόν και τον Γεράρδο.»
«Γιατί τον Γεράρδο;»
«Επειδή δεν ξέρουμε ποια μπορεί γενικά να είναι η αντίδραση των ιερέων προς αυτόν,» είπε η Άνμα. «Οι δυνάμεις του είναι, το λιγότερο, ασυνήθιστες. Άγνωστες.»
«Και ό,τι είναι άγνωστο τρομάζει.»
«Ναι.»
«Επομένως, οι ιερείς ίσως να καταλήξουν ότι είναι καλύτερα να τον ξεφορτωθούν. Ειδικά αν τον βλέπουν ως απειλή για την εξουσία τους στη διάσταση,» είπε ο Σέλιρ.
«Ναι,» είπε πάλι η Άνμα, «αν και… δεν το νομίζω. Επειδή διαισθάνεται πού βρίσκονται οι εισβολές.»
«Χμμμ… όντως. Τον χρειάζονται. Προς το παρόν. Παρ’όλ’αυτά, δεν μου φαίνονται άνθρωποι καθοδηγούμενοι από τη λογική. Τουλάχιστον, όχι από μια κοινώς αποδεκτή, απλή λογική. Αν τα σημάδια τους τους δείξουν ότι ο Γεράρδος πρέπει να εξοντωθεί, δε νομίζω να διστάσουν.»
«Το ίδιο φοβάμαι κι εγώ,» είπε η Άνμα. «Και στον Υπεραιώνιο θα είναι στο έλεός τους. Θα πρέπει να παρέμβουμε αν κάτι συμβεί, Σέλιρ.»
«Γιατί δεν προτείνεις να μην πάμε καθόλου στον Υπεραιώνιο;»
«Γιατί δε νομίζω πως ο Γεράρδος θα το δεχτεί. Θέλει κι εκείνος να επισκεφτεί τον Ύπατο.»
Ο Σέλιρ έκλεισε πάλι τα μάτια. Η όψη του ήταν γαλήνια, αλλά η Άνμα ήξερε ότι ο εραστής της, κατά πάσα πιθανότητα, σκεφτόταν. Του γύρισε την πλάτη και συλλογίστηκε: Δεν έχουμε την υποστήριξη που έπρεπε να είχαμε εδώ, στη Χάρνταβελ. Παρότι αυτοί οι ιερείς ήταν με την Επανάσταση, δεν μπορούσες εύκολα να συνεννοηθείς μαζί τους· και όλοι οι άλλοι επαναστάτες της Χάρνταβελ ήταν συνασπισμένοι με τους ιερείς, γιατί αυτοί ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να τους προσφέρουν κάποια προστασία από τους Παντοκρατορικούς. Η Άνμα είχε την αίσθηση ότι είχε αναλάβει μια αποστολή ακαθόριστης φύσης σε μια διάσταση που ήταν, κατά βάση, εχθρική. Της θύμιζε τον καιρό που, ως μάγισσα του τάγματος των Δρακαινών, υποστήριζε τις Μαύρες Δράκαινες στις αποστολές που τις έστελνε η Παντοκράτειρα. Το ίδιο παράξενες ήταν κι εκείνες οι αποστολές, και το ίδιο αντίξοες ήταν οι συνθήκες – ή, πολλές φορές, ακόμα χειρότερες.
Τουλάχιστον τώρα ο σκοπός μας είναι καλός, σκέφτηκε η Άνμα· και μετά αναρωτήθηκε τι μπορεί να σήμαινε πραγματικά «καλός σκοπός». Τα πάντα ήταν θέμα συμφέροντος. Οι άνθρωποι που ήθελαν να είναι ελεύθεροι επιδίωκαν να διώξουν τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας από τις διαστάσεις τους· οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας επιδίωκαν να υποτάξουν όσο το δυνατόν περισσότερες διαστάσεις για να έχουν το Γνωστό Σύμπαν υπό τον έλεγχό τους. Θέματα συμφέροντος. Αν και ο Πρίγκιπάς μας, βέβαια, το βλέπει πιο ιδεαλιστικά.
Η Άνμα, πάντως, ήξερε ένα πράγμα: Αν ποτέ δεν είχε μπει στο νεοσύστατο μαγικό τάγμα των Δρακαινών, ποτέ δεν θα είχε υπηρετήσει μαζί με τις Μαύρες Δράκαινες, ποτέ δεν θα την είχε φυλακίσει η Παντοκράτειρα μαζί μ’αυτές επειδή «είχαν απογοητεύσει» τη Μεγαλειοτάτη, ποτέ δεν θα την είχε σώσει ο Πρίγκιπας μαζί με τις Μαύρες Δράκαινες από τη φυλακή τους, και ποτέ δεν θα είχε καταλήξει να υπηρετεί τώρα την Επανάσταση.
Όχι πως είχε παράπονο, βέβαια – καλύτερα με την Επανάσταση, τελικά, παρά με την Παντοκράτειρα, όπως είχε αποδειχτεί – αλλά δεν μπορούσε και να μην αναρωτιέται… Μάλλον την Παντοκράτειρα θα υπηρετούσα αν τα πράγματα ήταν αλλιώς. Εξάλλου, είχε γεννηθεί στη Ρελκάμνια, τη διάσταση-έδρα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, και είχε το Χάρισμα για να γίνει μάγισσα· σε όποιο άλλο μαγικό τάγμα κι αν έμπαινε, πάλι, είτε έτσι είτε αλλιώς, στις υπηρεσίες της Παντοκράτειρας θα βρισκόταν–
Αισθάνθηκε το χέρι του Σέλιρ επάνω στον ώμο της. Έστρεψε το βλέμμα της για να τον κοιτάξει.
«Δεν κοιμάσαι, ε;» της είπε εκείνος.
«Όχι.»
«Κάποιος συγκεκριμένος λόγος;»
«Τίποτα. Γενικές βλακείες. Υπερένταση.»
Ο Σέλιρ τεντώθηκε και φίλησε τα χείλη της, μαλακά. Η Άνμα μειδίασε. «Ξέρεις,» είπε, «αφότου γύρισες από τη Μοργκιάνη, στοίχημα είναι αν βρήκαμε μια στιγμή ησυχίας οι δυο μας.»
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ.
Η Άνμα γύρισε ανάσκελα, και τα χέρια της γλίστρησαν κάτω από την τουνίκα του, άγγιξαν το μαύρο, σφριγηλό δέρμα του. «Δε μου είπες καν πώς πήγαν οι δουλειές σου στην πατρίδα σου. Θα μου πεις… μετά;»
«‘Οι παλιοί επαναστάτες δεν έχουν μυστικά ο ένας από τον άλλο’, λένε στη Μοργκιάνη,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ, καθώς την έπαιρνε στην αγκαλιά του.
*
Η Μοργκάνα και ο Ροβέρτος προθυμοποιήθηκαν να τους δώσουν άλογα για το ταξίδι τους, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν. «Δεν τα χρειαζόμαστε,» είπε ο Έδουος, παραξενεύοντας την Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας και τον Άρχοντα της Υλιριλίδιας· «έχουμε άλλο τρόπο μεταφοράς. Σας ευχαριστούμε για τη φιλοξενία σας, και ο Θεός μαζί σας. Αν δείτε κανέναν να έρχεται ξανά από το άνοιγμα, φροντίστε να τον κρατήσετε μακριά.»
«Αλλά,» πρόσθεσε ο Γεράρδος, «καλό θα ήταν να αποφύγετε να τον σκοτώσετε.»
Ο Έδουος συμφώνησε, κι ύστερα οι επαναστάτες, έχοντας ήδη ετοιμαστεί, έφυγαν από τα δύο στρατόπεδα μέσα στα ξημερώματα και βάδισαν ώς εκεί όπου είχαν αφήσει το όχημά τους, κρυμμένο στη βλάστηση.
«Πηγαίνουμε στον Ύπατο, τώρα,» τόνισε ο Έδουος, μόλις μπήκαν στον Κροκόδειλο.
«Το είπαμε,» του αποκρίθηκε ο Γεράρδος, που είχε καθίσει μπροστά στο τιμόνι.
Ο Σθένελος’σαρ, καθισμένος στο ενεργειακό κέντρο, ύφανε τη Μαγγανεία Κινήσεως και, στη συνέχεια, το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος για να δώσει στο όχημα τα χρώματα του περιβάλλοντος, καθώς ο Γεράρδος άρχιζε να οδηγεί προς τα νότια.
«Όχι άλλες λοξοδρομήσεις για να επισκεφτούμε εισβολές,» είπε ο Έδουος.
Ο Γεράρδος δεν του απάντησε. Δίπλα του άκουσε τη Μάρθα να μουρμουρίζει κάτι άσχημο μέσα απ’τα δόντια της.
Καθώς ταξίδευαν νότια μέσα στο Αρχοντάτο της Ναραλμάδιας, η Άνμα’ταρ κοίταζε πίσω τους με τα κιάλια της, για να δει μήπως κάποιος τούς παρακολουθούσε. Δεν είδε κανέναν, όμως, και το είπε στον Γεράρδο, για να μην ανησυχεί ότι ίσως οι πράκτορες της Παντοκράτειρας τούς είχαν εντοπίσει.
Όταν έφτασαν κοντά στον Παραπόταμο, πλησίαζε μεσημέρι και ο Γεράρδος έστριψε δυτικά, οδηγώντας τον Κροκόδειλο στις παρυφές του Κεντροδάσους. Ο Έδουος κοίταζε συνεχώς από τα παράθυρα του οχήματος, ψάχνοντας για τον Τζοσελίνο και τον Οσβάλδο. Διάφοροι ταξιδιώτες περιφέρονταν σε τούτες τις περιοχές, αλλά μέχρι που ο ήλιος μεσουράνησε κανένας δεν είδε τους δύο ιερείς και τη συνοδία τους από Ιερούς Φρουρούς.
Ο Γεράρδος σταμάτησε το όχημα σ’ένα σκιερό μέρος των δασών, όπου ο Κροκόδειλος μπορούσε ουσιαστικά να γίνει αόρατος. Οι επαναστάτες βγήκαν για να ξεπιαστούν, και ο Έδουος είπε: «Μπορεί να τους προσπεράσαμε, Γεράρδε. Πήγαινες γρήγορα.»
«Δεν πήγαινα τόσο γρήγορα, και δε νομίζω να τους προσπεράσαμε.»
«Θα μου πεις τώρα ότι τους διαισθάνεσαι κι αυτούς, όπως τις εισβολές;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, «δεν τους διαισθάνομαι. Όμως αυτός είναι, λογικά, ο δρόμος που θ’ακολούθησαν για να πάνε στην Ερρίθια. Πρέπει σύντομα να τους βρούμε μπροστά μας. Αποκλείεται να τους περάσαμε χωρίς να τους δούμε· έχουν τόσους Ιερούς Φρουρούς μαζί τους, αν η Μοργκάνα κι ο Ροβέρτος είπαν αλήθεια.»
Ο Έδουος δεν μπορούσε να διαφωνήσει, όμως έδειχνε συλλογισμένος, σαν να υποψιαζόταν ότι μπορεί ο Γεράρδος να προσπαθούσε να τον ξεγελάσει για κάποιο λόγο. Τι νομίζει ότι είμαι; σκέφτηκε ο Γεράρδος, μελαγχολικά. Κανένας εχθρός, που ήρθα να εκτοπίσω τους ιερείς της Χάρνταβελ; Κάποιο τέρας από άλλη διάσταση; Τον δυσαρεστούσε που οι ιερείς τον έβλεπαν, στην καλύτερη περίπτωση, με καχυποψία και, στη χειρότερη, με απέχθεια ή εχθρότητα. Μπορούσε, όμως, να τους δικαιολογήσει. Αυτό που έκανα κανείς τους δεν το έχει καταφέρει. Κανείς τους δεν θα τολμούσε ποτέ να φύγει από τη Χάρνταβελ γνωρίζοντας ότι το Εσώτερο Θηρίο θα τον κατέστρεφε.
«Τι έχεις;» τον ρώτησε η Μάρθα, καθώς οι δυο τους ήταν καθισμένοι κάτω από ένα μεγάλο δέντρο και έπαιρναν το μεσημεριανό τους – ψητά κομμάτια από τον αγριόχοιρο που είχε κυνηγήσει προχτές ο Έδουος.
«Τίποτα.»
«Αν δεν θέλεις να επισκεφτείς αυτόν τον Ύπατο,» είπε αμέσως η Μάρθα, μοιάζοντας έτοιμη να δράσει αν χρειαζόταν, «μπορούμε να–»
«Δεν είναι αυτό!» τη διέκοψε ο Γεράρδος, κάπως θυμωμένα. Αν και δεν ήταν θυμωμένος μαζί της – με την όλη κατάσταση ήταν θυμωμένος.
Η Μάρθα ανασήκωσε τους ώμους. «Τέλος πάντων. Αν όμως δεν θέλεις να πας, μπορούμε να τον βάλουμε κάτω αυτόν τον πούστη και να τον δέσουμε. Δεν είναι ανάγκη να τον καθαρίσουμε άμα δεν τον θέλεις νεκρό.»
«Μη λες ανοησίες. Δεν έχω πρόθεση να δώσω στους ιερείς έναν καλό λόγο για να πιστέψουν ότι είμαι εναντίον τους. Θα επισκεφτώ τον Ύπατο κανονικά, αφού μου ζητάνε να τον επισκεφτώ. Δεν είναι κανένα τέρας· ένας άνθρωπος είναι. Και, για να είμαι ειλικρινής, ούτως ή άλλως θα τον επισκεπτόμουν. Πρέπει να του μιλήσω για όλα αυτά που έχουμε ανακαλύψει. Είναι η ανώτατη εξουσία στη Χάρνταβελ, Μάρθα. Ούτε ο Υπεράρχης δεν είναι πάνω από αυτόν. Τα λόγια του Ύπατου Ιερέα του Υπεραιώνιου είναι Θεϊκός Νόμος.»
«Αυτό,» είπε η Μάρθα μορφάζοντας καθώς δάγκωνε ένα κομμάτι ψητού αγριόχοιρου, «είναι να σου σηκώνεται η τρίχα του κώλου σου.»
Όταν είχαν ξεκουραστεί, ξεκίνησαν πάλι να ταξιδεύουν, και τώρα η Μάρθα οδηγούσε ενώ ο Σέλιρ’χοκ ήταν στο ενεργειακό κέντρο του οχήματος. Λίγο παραπάνω από μισή ώρα πέρασε και, σ’έναν χωματόδρομο, ατένισαν μια έφιππη συνοδία. Κοιτάζοντας με τα κιάλια τους είδαν ότι στην αρχή της συνοδίας βρίσκονταν δύο πορφυρόδερμοι άντρες με άμφια ιερέων, ενώ όλοι οι υπόλοιποι φορούσαν κλειστά σιδερένια κράνη.
«Τους βρήκαμε,» είπε ο Έδουος. «Ο Τζοσελίνος και ο Οσβάλδος. Πλησιάστε τους.»
Η Μάρθα, διασχίζοντας την ύπαιθρο, οδήγησε τον Κροκόδειλο προς τη συνοδία. Οι δύο ιερείς και οι Ιεροί Φρουροί τους, στην αρχή, δεν πρόσεξαν τίποτα μες στις σκιές του απογεύματος, έτσι όπως το όχημα γινόταν ένα με το περιβάλλον· μετά, όμως, το αντιλήφτηκαν και, φωνάζοντας, ύψωσαν καραμπίνες.
Η Μάρθα πάτησε το φρένο. «Πες στους φίλους σου να μη μας γαζώσουν κιόλας!» φώναξε στον Έδουο.
Εκείνος δεν της μίλησε, αλλά, ανοίγοντας την πίσω πόρτα του οχήματος, βγήκε. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν έξω από τον Κροκόδειλο.
«Τζοσελίνε, Οσβάλδε!» φώναξε ο Έδουος. «Εγώ είμαι, ο Έδουος! Κι αυτοί είναι σύντροφοί μου. Σύμμαχοί μας.»
Οι δύο πορφυρόδερμοι ιερείς έκαναν νόημα στους Ιερούς Φρουρούς να κατεβάσουν τις καραμπίνες τους κι εκείνοι αμέσως υπάκουσαν. Ο Οσβάλδος και ο Τζοσελίνος αφίππευσαν και συνάντησαν τον Έδουο, τον Γεράρδο, και τους υπόλοιπους μερικά βήματα απόσταση από τη συνοδία τους.
«Αδελφέ Έδουε,» είπε ο Τζοσελίνος, «τι ζητάς εδώ; Είσαι μακριά από τα μέρη σου.»
«Ο Θεός μας στέλνει σε απροσδόκητους τόπους, Αδελφέ.»
«Και απροσδόκητα σημάδια μάς δίνει, επίσης,» είπε ο Οσβάλδος. «Άκουσες τι συνέβη στη Ναραλμάδια;»
«Από εκεί έρχομαι, και ξέρω πού πηγαίνετε. Ταξιδεύουμε προς το ίδιο μέρος, Αδελφοί: πηγαίνουμε κι εμείς να μιλήσουμε με τον Ύπατο – γι’αυτό που συνέβη στη Ναραλμάδια και για πολλά ακόμα. Διότι μαζί μου έχω τον Γεράρδο, τον οποίο είμαι βέβαιος ότι δεν γνωρίζετε καλά αλλά σίγουρα θα έχετε ακούσει.» Ο Έδουος στράφηκε να τον κοιτάξει.
Οι δύο ιερείς ατένισαν τον Γεράρδο χωρίς να φαίνεται να καταλαβαίνουν.
«Αυτός,» είπε ο Έδουος, «είναι ο ίδιος Γεράρδος που ήταν Αδελφός μας και μας εγκατέλειψε φεύγοντας από τη Χάρνταβελ.»
Οι δύο ιερείς ξαφνιάστηκαν: τα μάτια του Τζοσελίνου διαστάλθηκαν και μετά στένεψαν· ο Οσβάλδος ανοιγόκλεισε το στόμα του, σαν να ήθελε να πει κάτι αλλά να το μετάνιωσε.
Ο Τζοσελίνος αναφώνησε: «Αν έφυγε δεν μπορεί νάναι ζωντανός!»
«Κι όμως είναι,» αποκρίθηκε ο Έδουος. «Ο Θεός ποτέ δε σταματά να μας δοκιμάζει, Αδελφέ–»
«Μα… είναι…» Ο Τζοσελίνος έριξε μια ματιά στους συντρόφους του Γεράρδου, που δεν τους γνώριζε. «Ξέρεις τι θα του είχε συμβεί φεύγοντας!»
«Υπομονή, Αδελφέ· όλα θα εξηγηθούν στην ώρα τους. Για τώρα, επειδή βιαζόμαστε, πρέπει να σας ρωτήσω: θα έρθετε μαζί μας; Μόνο εσείς οι δύο, όμως· δυστυχώς, δεν υπάρχει χώρος για τους Ιερούς Φρουρούς στο όχημά μας.»
Ο Οσβάλδος και ο Τζοσελίνος αλληλοκοιτάχτηκαν. Μετά, ο πρώτος είπε: «Πηγαίνετε στον Ύπατο, σωστά;»
«Ακριβώς, Αδελφέ. Το είπαμε.»
«Τότε, νομίζω πως όντως θα ήταν συνετό να σας συνοδέψουμε. Κι εμείς βιαζόμαστε να πάμε εκεί.»
Ο Τζοσελίνος συμφώνησε γνέφοντας καταφατικά.
Στράφηκαν στους Ιερούς Φρουρούς της συνοδίας τους και τους πρόσταξαν να συνεχίσουν το δρόμο τους προς τον Υπεραιώνιο, κανονικά. «Όταν φτάσατε θα μας βρείτε εκεί,» τους είπε ο Οσβάλδος. Οι Ιεροί Φρουροί χαιρέτησαν και έφυγαν, τροχάζοντας επάνω στον χωματόδρομο και παίρνοντας και τα άλογα των δύο ιερέων μαζί τους.
«Λοιπόν, Αδελφέ,» είπε ο Τζοσελίνος στον Έδουο, «εύχομαι ο Θεός να φωτίσει τον νου σου ώστε τώρα να μας εξηγήσεις τι συμβαίνει.»
«Ελάτε,» τους προέτρεψε ο Έδουος, «και θα μιλήσουμε καθοδόν.»
Γαμώ την πουτάνα μου, κοίτα πόσους τέτοιους μαζέψαμε τώρα! σκέφτηκε η Μάρθα, καθώς ανέβαιναν όλοι στον Κροκόδειλο κι εκείνη καθόταν πάλι στο τιμόνι, δίπλα στον Γεράρδο.
«Ο ένας χειρότερος από τον άλλο, μου φαίνονται,» του είπε σιγανά.
«Μην τους κρίνεις τόσο βιαστικά.»
«Τι βιαστικά μού λες! Δε θυμάσαι τι έγινε με τον Έδουο όταν τον πρωτοσυναντήσαμε;»
«Η κατάσταση είναι διαφορετική τώρα,» είπε ο Γεράρδος καθώς η Μάρθα ξεκινούσε το όχημα, πηγαίνοντας προς τα δυτικά. «Αφού έστω και ένας ιερέας είναι πρόθυμος να μιλήσει υπέρ μου, οι άλλοι θα τον ακούσουν τουλάχιστον.»
«Είσαι σίγουρος ότι ο Έδουος είναι υπέρ σου;»
«Δεν είναι εναντίον μου. Δεν το νομίζω.»
Ή, μήπως, δε θέλεις να το πιστέψεις; αναρωτήθηκε η Μάρθα.
Το βράδυ κοιμήθηκαν στις παρυφές του Κεντροδάσους, στήνοντας έναν πρόχειρο καταυλισμό έξω από τον σταματημένο Κροκόδειλο. Η Μάρθα έφτιαξε τον κατεστραμμένο προβολέα προτού πέσουν για ύπνο, αλλάζοντας τη λάμπα· δεν μπορούσε, όμως, να επιδιορθώσει και το εξωτερικό κρύσταλλο ή τον προφυλακτήρα του προβολέα γιατί δεν είχαν τα απαραίτητα υλικά μαζί τους. Η παρουσία των τριών ιερέων την ενοχλούσε, αλλά δεν είπε τίποτα στον Γεράρδο, καθώς ήξερε ότι δεν θα του γύριζε το κεφάλι σχετικά με την επίσκεψη στον Ύπατο.
Ο Οσβάλδος και ο Τζοσελίνος ήταν, αναμενόμενα, παραξενεμένοι από όσα τούς είχε πει ο Έδουος και κοίταζαν τον Γεράρδο με περιέργεια και επιφύλαξη. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αναρωτιόνταν κι αυτοί «τι ήταν». Δεν μπορούσαν εύκολα να διανοηθούν ότι κάποιος είχε φύγει από τη Χάρνταβελ και είχε κατορθώσει να νικήσει το Εσώτερο Θηρίο. Το Εσώτερο Θηρίο ήταν γι’αυτούς ένα με την ύπαρξή τους, όπως πολύ καλά ήξερε ο Γεράρδος.
Οι εισβολές, επίσης, τους είχαν παραξενέψει και ανησυχήσει, όπως και οι αναφορές για την άλλη διάσταση. Μέχρι στιγμής, νόμιζαν ότι υπήρχε μονάχα εκείνο το άνοιγμα στο Αρχοντάτο της Ναραλμάδιας.
«Τα πράγματα είναι χειρότερα απ’ό,τι πιστεύαμε…» είπε ο Τζοσελίνος, προτού κατασκηνώσουν, ενώ ακόμα ήταν μέσα στον Κροκόδειλο πηγαίνοντας δυτικά.
«Θα μπορούσε, όμως, να μας εξυπηρετήσει αυτή η κατάσταση, Αδελφέ,» είπε ο Οσβάλδος.
«Να μας εξυπηρετήσει; Πώς;»
«Η Οργή του Θεού έχει γίνει φανερή σε όλους. Ίσως να ήρθε ο καιρός να ξεσηκωθούμε εναντίον των ανθρώπων της Παντοκράτειρας. Κανείς δεν θα δειλιάσει τώρα.»
Ο Τζοσελίνος και ο Έδουος δεν διαφώνησαν με τον Οσβάλδο· αλλά ο Γεράρδος, που τους άκουγε, είχε αναρωτηθεί για τη σύνεση αυτής της σκέψης. Ήταν πράγματι ο καιρός να ξεσηκωθούν εναντίον των Παντοκρατορικών; Ή αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα μονάχα αχρείαστους θανάτους;
*
Ο Υπεραιώνιος ήταν οικοδομημένος βόρεια της Ερρίθιας, μέσα στο Κεντροδάσος. Ένα ψηλό οίκημα από γκρίζα πέτρα, με μυτερή ξύλινη οροφή και έξι πυργίσκους γύρω του οι οποίοι είχαν επίσης μυτερές ξύλινες οροφές. Η είσοδός του ήταν ψηλή, διπλή, και καμωμένη από βαρύ ξύλο. Έξι μεγάλα πέτρινα σκαλοπάτια οδηγούσαν σ’αυτήν, και εκατέρωθεν της στέκονταν δύο Ιεροί Φρουροί, με κλειστά σιδερένια κράνη, πέτσινες αρματωσιές, πράσινες κάπες, μεγάλα σπαθιά στην πλάτη, και καραμπίνες κρεμασμένες από τις ζώνες τους. Σήμερα έβρεχε από το πρωί, και είχαν τις κουκούλες τους σηκωμένες.
Ο Κροκόδειλος σταμάτησε έξω από τον σημαντικότερο Ναό της Χάρνταβελ, θορυβώντας τους Ιερούς Φρουρούς, κάνοντάς τους να νομίσουν ότι άνθρωποι της Παντοκράτειρας είχαν έρθει. Μετά όμως είδαν τους ιερείς που βγήκαν από το όχημα, καθώς και τους υπόλοιπους, οι οποίοι δεν ήταν ντυμένοι με λευκές στρατιωτικές στολές, όπως ντύνονταν συνήθως οι εξωδιαστασιακοί κατακτητές. Παρ’όλ’αυτά, κάποιοι από αυτούς ήταν φανερά από άλλες διαστάσεις – ένας είχε κατάμαυρο δέρμα, ένας άλλος δέρμα χρυσό, όπως επίσης και μια γυναίκα.
«Χαίρετε, Πολεμιστές του Θεού!» είπε ο Έδουος. «Ερχόμαστε ζητώντας πρόσβαση στον Υπεραιώνιο και επικοινωνία με τον Ύψιστο Πατέρα. Ονομάζομαι Έδουος, και μαζί μου είναι οι Μεγάλοι Πατέρες Οσβάλδος και Τζοσελίνος, καθώς επίσης και κάποιοι σύμμαχοι που υπηρετούν τους σκοπούς των ανθρώπων του Θεού.»
«Καλωσορίσατε, Μεγάλοι Πατέρες,» αποκρίθηκε ο ένας Ιερός Φρουρός μέσα από το σιδερένιο κράνος του, που έκανε τη φωνή του να μοιάζει απρόσωπη, σαν να μην ερχόταν από άνθρωπο. Μαζί με τον συνάδελφό του άνοιξαν και τα δύο φύλλα της μεγάλης ξύλινης πόρτας, και ο Έδουος κι οι σύντροφοί του μπήκαν στον Υπεραιώνιο.
Η κεντρική αίθουσα έμοιαζε με την αντίστοιχη του Ναού της Ερρίθιας, με τη διαφορά ότι ήταν πολύ, πολύ μεγαλύτερη. Οι τοίχοι της ήταν ζωγραφισμένοι με φυσικά τοπία – δάση, λόφους, λόγκους, ποτάμια. Στο κέντρο της υπήρχε ένας πελώριος λάκκος, όπου έκαιγε μια δυνατή φωτιά. Πίσω από τον λάκκο, προς το πέρας της αίθουσας, βρισκόταν ένας βωμός, που γύρω του ήταν ζωγραφισμένη η Νεκρή Γη.
Επάνω στον βωμό ήταν σφαγμένος ένας λύκος, και αίμα κυλούσε στο πάτωμα. Δύο ιερείς στέκονταν κοντά στη θυσία, και στράφηκαν να κοιτάξουν τους επισκέπτες τους. Ο ένας ήταν λευκόδερμος, μαυρομάλλης, γενειοφόρος, και ντυμένος με τα συνηθισμένα άμφια. Ο Γεράρδος τον αναγνώριζε: Ο Ουβέρτος.
Ο άλλος ήταν ο Ύπατος. Ο Γουλιέλμος. Ένας ψηλός, ξερακιανός άντρας που εξέπεμπε τρομερή εσωτερική δύναμη παρά τη φανερά μεγάλη ηλικία του. Το δέρμα του ήταν λευκό και βαθιά ρυτιδωμένο, τα μαλλιά του μακριά και κάτασπρα, όπως και τα γένια του που έφταναν ώς την κοιλιά του. Τα μάτια του ήταν γκρίζα και τρομαχτικά να κοιτάζεις για πολύ μέσα τους ακόμα κι αν ήσουν ιερέας.
Τα άμφια του Ύπατου δεν ήταν σαν των άλλων ιερέων, αλλά ούτε ήταν πιο φανταχτερά· απλώς διαφορετικά. Τα συνηθισμένα ιερατικά άμφια ήταν ραμμένα με σκηνές από διάφορα τοπία: οι χρυσές κλωστές σχημάτιζαν δέντρα και λόφους και ποτάμια· και στο κέντρο, στο στήθος, υπήρχε ένας κύκλος με τη Νεκρή Γη, την ερημιά της Χάρνταβελ. Τα άμφια του Ύπατου ήταν επίσης ραμμένα με σκηνές από διάφορα τοπία, αλλά στο στήθος είχαν μια μεγάλη φωτιά αντί για τη Νεκρή Γη. Η Νεκρή Γη ήταν στην πλάτη των άμφιων του Ύπατου, και καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της.
Σε αντίθεση με τους ιερείς άλλων διαστάσεων, κανείς δεν είχε υποστηρίξει ποτέ ότι οι ιερείς της Χάρνταβελ ήταν άπληστοι. Αντιθέτως, τα πλούτη δεν έμοιαζαν να τους ενδιαφέρουν σχεδόν καθόλου.
«Γεράρδε!» Το γκρίζο, τρομαχτικό βλέμμα του Γουλιέλμου εστιάστηκε επάνω στον Γεράρδο.
Απίστευτο! Με αναγνώρισε αμέσως. Σαν να ήξερε εκ των προτέρων ότι θα ερχόμουν – αλλά, μάλλον, αυτό δεν ίσχυε. Δεν μπορεί να είχε τέτοια πληροφόρηση.
«Ύψιστε Πατέρα,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, κλίνοντας το κεφάλι.
«Είσαι ζωντανός…» Τώρα, η φωνή – αλλά ακόμα και το βλέμμα – του Γουλιέλμου φανέρωνε κάποια έκπληξη.
Δεν το ήξερε ότι ερχόμουν· απλώς είναι… ο Ύπατος. Με ξέρει. Μας ξέρει όλους, καλά. «Είμαι, Ύψιστε Πατέρα, και επέστρεψα.»
«Δεν είναι, όμως, σαν εμάς!» είπε, κάπως βιαστικά, ο Οσβάλδος. «Είναι κάτι διαφορετικό.»
«Και ο Γεράρδος δεν είναι ο μόνος λόγος που είμαστε εδώ, Ύψιστε Πατέρα,» πρόσθεσε ο Τζοσελίνος. «Στο Αρχοντάτο της Ναραλμάδιας παρουσιάστηκε ένα… άνοιγμα. Οι ξένοι» – έριξε ένα βλέμμα στους συντρόφους του Γεράρδου – «το αποκαλούν ‘εισβολή’. Είναι παρόμοιο μ’αυτό που έχει εμφανιστεί στην Ερρίθια, στη Δυτική Αγορά, για το οποίο, υποθέτω, θα έχετε μάθει.»
«Ναι,» είπε ο Γουλιέλμος, «και το υποψιαζόμουν ότι θα υπήρχαν κι άλλα τέτοια αφύσικα τερατουργήματα, δείγματα της Οργής Του. Αλλά όλα με τη σειρά τους, Αδελφέ Τζοσελίνε. Πρώτα, θα μάθω πώς ο Γεράρδος επέστρεψε σ’εμάς.» Έκανε νόημα σ’έναν υπηρέτη αφιερωμένο στον Ναό να φέρει καθίσματα, και σε λίγο, όχι πολύ μακριά από τον λάκκο με τη δυνατή φωτιά, υπήρχαν καρέκλες και ένα τραπέζι.
Οι ιερείς και οι επαναστάτες κάθισαν, και ο Γεράρδος κι ο Έδουος μίλησαν στον Ύπατο για όλα όσα είχαν συμβεί. Η διήγησή τους ήταν μεγάλη και το μεσημέρι δεν ήταν μακριά, έτσι οι υπηρέτες σύντομα έφεραν φαγητά και ποτά. Η έκφραση του Γουλιέλμου παρέμενε ουδέτερη καθώς μιλούσαν, ενώ η έκφραση του Ουβέρτου φανέρωσε έκπληξη, απορία, δυσπιστία, οργή, ειδικά όταν ο Γεράρδος προσπαθούσε να εξηγήσει πώς είχε κατατροπώσει το Εσώτερο Θηρίο και πώς τώρα αισθανόταν να βρίσκεται σε άμεση επαφή με τον Θεό που ήταν η ίδια η διάσταση.
Όταν τελείωσαν τη διήγησή τους – έχοντας μιλήσει για τα πάντα – ήταν πλέον απόγευμα: το φαγητό στο τραπέζι είχε τελειώσει, λίγα από τα ποτά απέμεναν, και οι σκιές μέσα στη μεγάλη αίθουσα είχαν πυκνώσει. Μονάχα η φωτιά στον λάκκο υπήρχε για φωτισμό, και ήταν μόλις και μετά βίας αρκετή για να βλέπει κανείς σ’ένα τέτοιο, πελώριο δωμάτιο.
Η Άνμα’ταρ, που είχε στο νου της ότι μπορεί αυτοί οι ιερείς ν’αποδεικνύονταν τελικά εχθρικοί, παρατηρούσε τις άκριες της αίθουσας κι έβλεπε ότι, μέσα στο σκοτάδι, μορφές κινούνταν. Ιεροί Φρουροί. Φρόντισε να έχει το πιστόλι της μισοτραβηγμένο στο θηκάρι στον γοφό της.
Η Μάρθα επίσης ήταν ανήσυχη· γιατί, παρότι ο Ύπατος τής φαινόταν ατάραχος απ’όσα είχε ακούσει, οι άλλοι ιερείς ήταν, αν μη τι άλλο, αναστατωμένοι. Τα μάτια τους γυάλιζαν περίεργα μέσα στο ημίφως, προκαλώντας της φόβο, σαν να βρισκόταν παρέα με αγρίμια του δάσους· και οι όψεις τους έμοιαζαν να έχουν μακρύνει και αγριέψει – μια ψευδαίσθηση που προκαλούσε το φως, αναμφίβολα· αλλά, και πάλι, την έκανε νάναι σχεδόν έτοιμη να κατουρηθεί επάνω της, γαμώ την τρέλα αυτών των παλαβών ιερέων.
Η Βατράνια ήταν ζαλισμένη από τα ποτά. Είχε πιει παραπάνω απ’ό,τι έπρεπε, και το ήξερε· αλλά αυτή ήταν η μοναδική φορά που είχε πραγματικά χαλαρώσει, από τότε που την είχαν οι άλλοι επαναστάτες σώσει από την κρεμάλα του Επόπτη. Ναι, το καταλάβαινε, παράξενο μέρος είχε βρει για να χαλαρώσει· όμως είχε συμβεί. Φευγαλέα, αναρωτήθηκε μήπως οι ιερείς είχαν ρίξει κανένα μυστήριο καρύκευμα στα φαγητά ή στα ποτά τους…
Ο Σθένελος, έχοντας ακούσει τόσες φορές αυτές τις ιστορίες σχετικά με τον Γεράρδο και έχοντας ζήσει ο ίδιος τις επισκέψεις στην άλλη διάσταση, βαριόταν και κοίταζε τις φλόγες στον λάκκο και όσες τοιχογραφίες ήταν φανερές μέσα από τις πυκνές σκιές.
Ο Σέλιρ’χοκ ήταν ήρεμος και παρατηρητικός, όπως συνήθως. Θυμόταν τη συζήτησή του με την Άνμα και ήθελε να είναι έτοιμος.
«Αυτά είχαμε να πούμε, Ύψιστε Πατέρα.» Ο Γεράρδος σήκωσε την πήλινη κούπα του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά νερωμένο κρασί.
Για λίγο, σιγή απλώθηκε στη μεγάλη αίθουσα· μονάχα το τρίξιμο των ξύλων της φωτιάς ακουγόταν· και υπήρχε κάτι το απειλητικό σ’αυτή τη σιωπή, σαν πολλά να εξαρτιόνταν από ό,τι θ’ακολουθούσε.
Τελικά, ο Ύπατος είπε: «Άκουσα πράγματα που ούτε έχω διαβάσει στα Ιερά Βιβλία, ούτε έχω γνωρίσει ο ίδιος, ούτε ο Θεός μού έχει στείλει σημάδια γι’αυτά, ούτε μπορώ εύκολα να μάθω για την αληθινή τους φύση… Είσαι, πράγματι, κάτι διαφορετικό από εμάς, Γεράρδε–»
«Ύψιστε Πατέρα,» είπε ο Γεράρδος, «αν είχατε κατατροπώσει το Εσώτερο Θηρίο, θα ήσασταν ακριβώς όπως εγώ. Έτσι πιστεύω.»
«Δεν το γνωρίζεις, όμως!» αποκρίθηκε ο Γουλιέλμος, και η γυαλάδα στα μάτια του φανέρωνε ότι είχε ενοχληθεί που ο Γεράρδος τον είχε διακόψει. Το Εσώτερο Θηρίο είχε ξυπνήσει εντός του, απειλητικό και άγριο. «Τα Ιερά Βιβλία μάς λένε ότι όποιος ιερέας εγκαταλείπει τη Χάρνταβελ πεθαίνει. Αυτή είναι η αλήθεια που γνωρίζουμε όλοι μας. Και κακώς μαθεύτηκε κι από τούτους τους ξένους!» Ο Γουλιέλμος έδειξε, με μια γρήγορη ημικυκλική χειρονομία, τους συντρόφους του Γεράρδου. «Έχεις ξεχάσει, Γεράρδε, τι σημαίνει να είσαι ιερέας. Η γνώση των Ιερών Βιβλίων δεν είναι γι’αυτούς!»
«Με συγχωρείς, Ύψιστε Πατέρα. Οι συνθήκες, όμως, με ανάγκασαν–»
«Ο Θεός δεν ανέχεται τις άσκοπες δικαιολογίες,» είπε ο Ύπατος. «Ή είσαι τέλειος ακολουθώντας τον δρόμο του, ή δεν είσαι ένας από εμάς!»
«Δεν είναι πια ένας από εμάς,» είπε ο Ουβέρτος· «είναι προφανές. Κι επίσης, είναι επικίνδυνος, Ύψιστε Πατέρα. Κανονικά θα έπρεπε να ήταν νεκρός.»
«Ο Γεράρδος,» τόνισε ο Έδουος, «μπορεί να μας βοηθήσει να εντοπίσουμε τις εισβολές. Και, χωρίς να θέλω να τον υπερασπιστώ, Αδελφοί, πείτε μου: Δεν φανερώνει αυτό την επαφή του με τον Θεό;»
«Δεν ξέρουμε τι φανερώνει, Αδελφέ,» του είπε ο Γουλιέλμος. «Και δεν έχουμε ανάγκη από… κάποια μυστηριώδη βοήθεια για να εντοπίσουμε τα σημεία που αποκαλούν ‘εισβολές’. Μέσα στη Χάρνταβελ είναι – δεν θα δυσκολευτούμε να τα βρούμε μόνοι μας. Αν ο Θεός ήταν μαζί με τον Γεράρδο, θα μας είχε στείλει σημάδια για τον ερχομό του· αλλά εγώ δεν είδα κανένα σημάδι. Ούτε κι εσείς.» Ο Γουλιέλμος σηκώθηκε όρθιος. «Τι μπορεί να σημαίνει αυτό, Αδελφοί μου; Μονάχα ένα πράγμα: ο Θεός δεν έχει αποφασίσει ακόμα αν επιθυμεί την επιστροφή αυτού του παραστρατημένου Αδελφού μας. Επομένως, ούτε εμείς μπορούμε γρήγορα να αποφασίσουμε.»
Οι άλλοι ιερείς δεν μίλησαν, μοιάζοντας αβέβαιοι σχετικά με το πού ήθελε να καταλήξει ο Ύπατος.
Ο Γουλιέλμος έκανε νόημα με το χέρι του. «Ο Γεράρδος θα φυλακιστεί, εδώ στον Υπεραιώνιο, ώσπου ο Θεός να μας φανερώσει τη Θέλησή Του!»
Ιεροί Φρουροί ήρθαν από γύρω. Σπαθιά ακούστηκαν να βγαίνουν από θηκάρια.
Η Άνμα’ταρ, αμέσως, πετάχτηκε όρθια τραβώντας το πιστόλι της, πιάνοντάς το με τα δύο χέρια, και σημαδεύοντας τον Ύπατο αντίκρυ της. Η Μάρθα επίσης σηκώθηκε, με δύο πιστόλια στα χέρια.
Προτού ο Γεράρδος προλάβει να φωνάξει Όχι! οι ιερείς είχαν αντιδράσει αστραπιαία, καθοδηγούμενοι από τα Εσώτερα Θηρία τους: ο Οσβάλδος άρπαξε τον Σθένελο, που καθόταν δίπλα του, κι έβαλε ένα ξιφίδιο στον λαιμό του μάγου ενώ συγχρόνως ακινητοποιούσε τα χέρια του· ο Ουβέρτος πήδησε πάνω στο τραπέζι και πιάνοντας τη Βατράνια από τα μαλλιά κόλλησε το κεφάλι της στο τραπεζομάντηλο, βάζοντας την αιχμή ενός μαχαιριού δίπλα απ’το αφτί της (η Βατράνια ούρλιαξε)· ο Έδουος χίμησε στη Μάρθα, γρυλίζοντας, αλλά εκείνη στράφηκε και τον πυροβόλησε στο στήθος και με τα δύο πιστόλια, στέλνοντάς τον πίσω και κάτω, στο πάτωμα.
«ΟΧΙ!» κραύγασε ο Γεράρδος καθώς τιναζόταν όρθιος.
Ο Σέλιρ’χοκ ήταν έτοιμος για το ξόρκι του και τώρα άφησε τα λόγια να φύγουν από το στόμα του. Ύψωσε το ραβδί του, με τους κρυστάλλους επάνω του να φωτίζουν δυνατά, και ένας λαμπερός ενεργειακός δίσκος παρουσιάστηκε ψηλά, πάνω από το κεφάλι του μάγου.
Οι καραμπίνες των Ιερών Φρουρών πυροβόλησαν, και οι σφαίρες τους, αντί να βρουν τους στόχους τους – τη Μάρθα και την Άνμα’ταρ – εξαφανίστηκαν μέσα στον φωτεινό δίσκο του Σέλιρ’χοκ, σαν ένας πολύ ισχυρός μαγνήτης να της είχε τραβήξει εκεί.
«Παραδίνομαι!» φώναξε ο Γεράρδος, κρατώντας τα χέρια του υψωμένα. «Παραδίνομαι! Άνμα, κατέβασε το όπλο σου. Κι εσύ, Μάρθα. Οσβάλδε, Ουβέρτε – αφήστε τους συντρόφους μου! Δεν σας έκαναν κανένα κακό.»
Ο Έδουος, που ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο πάτωμα, έβηξε φτύνοντας αίμα. Ένας Ιερός Φρουρός γονάτισε πλάι του.
«Τον σκοτώσατε!» γρύλισε ο Ουβέρτος, εξακολουθώντας να κρατά το κεφάλι της Βατράνιας πάνω στο τραπέζι και το μαχαίρι του κοντά στην αρτηρία του λαιμού της. «Σκοτώσατε έναν από τους Μεγάλους Πατέρες!»
«Δεν είναι νεκρός,» είπε ήρεμα ο Γεράρδος. «Θα ζήσει.» Για κάποιον λόγο, αισθανόταν βέβαιος γι’αυτό. Κι επίσης – ακόμα πιο περίεργο – δεν ένιωθε κανέναν φόβο, σαν ήδη να γνώριζε την κατάληξη τούτου του δυστυχούς επεισοδίου, όποια κι αν ήταν αυτή.
«Πώς το ξέρεις;» γρύλισε ο Ουβέρτος, και το βλέμμα του ήταν τρομερό καθώς ατένιζε τον Γεράρδο, ο οποίος έμεινε τελείως ανεπηρέαστος από αυτό. Κανένα Εσώτερο Θηρίο δεν μπορούσε πλέον να τον αγγίξει.
Ο Ιερός Φρουρός που είχε γονατίσει δίπλα στον Έδουο είπε: «Πρέπει να έχει δίκιο, Μεγάλε Πατέρα. Πρέπει να έχει δίκιο.» Ο Έδουος προσπαθούσε να ανασηκωθεί, στηριζόμενος στους αγκώνες του, αλλά δεν έμοιαζε να τα καταφέρνει και πολύ καλά.
«Πηγαίνετέ τον στον Πύργο του Γέρακα,» πρόσταξε ο Ύπατος. «Θα τον περιθάλψω προσωπικά.»
«Μάλιστα, Ύψιστε Πατέρα.»
Δύο Ιεροί Φρουροί σήκωσαν τον Έδουο, ενώ δύο άλλοι έθεταν τα μεγάλα σπαθιά τους δεξιά κι αριστερά του κεφαλιού του Γεράρδου.
«Αφήστε τους συντρόφους μου και θα παραδοθώ,» είπε εκείνος. «Και η Μάρθα κι η Άνμα θα κατεβάσουν τα όπλα τους.» Ατένισε έντονα τη Μάρθα, η οποία έκανε πως τον αγνοούσε.
Η Άνμα έπαψε να σημαδεύει τον Ύπατο· θηκάρωσε το πιστόλι της στον γοφό της. Ο Οσβάλδος ελευθέρωσε τον Σθένελο.
Η Μάρθα αγριοκοίταξε τον Γεράρδο και, μετά, θηκάρωσε κι εκείνη τα πιστόλια της. Ο Ουβέρτος άφησε τα μαλλιά της Βατράνιας και πήρε το μαχαίρι του από τον λαιμό της.
«Και τι είναι τούτος ο δαίμονας;» απαίτησε ο Γουλιέλμος, ρίχνοντας μια ματιά στον φωτεινό δίσκο πάνω από το κεφάλι του Σέλιρ’χοκ.
«Αυτό που δεν μας άφησε όλους να σκοτωθούμε, Ύψιστε Πατέρα,» αποκρίθηκε ο μάγος, και με μια κίνηση του χεριού του έκανε τον δίσκο να εξαφανιστεί. «Ξόρκι Έλξεως Πυρών, ονομάζεται.»
Η Αρίνη έβαλε το σχέδιό της σε εφαρμογή την επόμενη ημέρα κιόλας. Πέρασε την εισβολή και πρόσταξε τους ιππείς που της είχε δώσει ο Επόπτης να ερευνήσουν το δάσος προς κάθε κατεύθυνση για να βρουν τις άκριές του και να το χαρτογραφήσουν. Η ίδια κατασκήνωσε κοντά στην εισβολή, μαζί με τον Ράβνομ’νιρ και μερικούς στρατιώτες. Τα σκιερά φίδια περιφέρονταν ανάμεσα και γύρω από τα δέντρα, σχηματίζοντας με τις κινήσεις τους μια παράξενη γραφή που η Αρίνη έβρισκε συναρπαστική αλλά αδυνατούσε να αποκωδικοποιήσει. Βαθιά μέσα της αισθανόταν, ωστόσο, πολύ κοντά σ’αυτές τις αλλόκοτες ενεργειακές οντότητες. Από τον σάκο της έβγαλε ένα σημειωματάριο κι άρχισε να καταγράφει τις παρατηρήσεις της σχετικά με τα ιπτάμενα φίδια. Επίσης, προσπάθησε να ζωγραφίσει επάνω στο χαρτί τα σύμβολα που τα φίδια έμοιαζαν να διαγράφουν με τις κινήσεις τους.
Η ημέρα πέρασε, έτσι, χωρίς κανένα συνταρακτικό επεισόδιο, και όταν ήρθε το βράδυ καμία από τις ανιχνευτικές ομάδες δεν είχε επιστρέψει. Δεν πρέπει να είχαν βρει τις άκριες του δάσους ακόμα, υπέθετε η Αρίνη· ή, αν τις είχαν βρει, δεν είχαν προλάβει να γυρίσουν στην εισβολή προτού νυχτώσει. Τα άλογά τους σίγουρα θα χρειάζονταν ξεκούραση, όπως κι οι ίδιοι.
Πριν πέσουν για ύπνο, ο Ράβνομ’νιρ είπε στην Αρίνη: «Ίσως δεν θα ήταν συνετό να κοιμηθούμε εδώ.»
«Γιατί; Τι θα μας πειράξει; Μέχρι στιγμής δεν έχουμε συναντήσει κάτι το εχθρικό στο δάσος.»
Ο Ράβνομ κοίταξε ένα από τα ιπτάμενα φίδια, καθώς αυτό περιστρεφόταν γύρω από ένα χοντρό κλαδί και μετά χανόταν μες στο νυχτερινό σκοτάδι.
«Τα φίδια δεν είναι επικίνδυνα,» είπε η Αρίνη, για πολλοστή φορά. «Δεν θα μας πειράξουν. Και η φωτεινή οντότητα που συναντήσαμε στην έρημο δεν μπορεί να έρθει εδώ. Δεν υπάρχει κίνδυνος, Ράβνομ,» διαβεβαίωσε τον Βιοσκόπο, κι ύστερα μπήκε στη σκηνή της.
Καθώς κοιμόταν είχε, μέσα στα όνειρά της, την αίσθηση ότι κάποιου είδους δύναμη την κρατούσε στην αγκαλιά της. Ξύπνησε, χωρίς να ξέρει γιατί, και είδε έξω από τη σκηνή της, μες στη βαθιά νύχτα, δύο σκιερές μορφές να αιωρούνται οι οποίες θύμιζαν παιχνιδίσματα του φωτός. Ανασηκώθηκε κάτω απ’την κουβέρτα της, βλεφαρίζοντας. Δύο από τα παράξενα φίδια ήταν. Βρίσκονταν στο κατώφλι της εισόδου της σκηνής της σαν… φρουροί. Όχι σαν κλέφτες ή σαν κατάσκοποι· ήταν σίγουρη.
Η Αρίνη σηκώθηκε και βάδισε, σκυφτή και ξυπόλυτη, προς το μέρος τους. Τα φίδια περιστράφηκαν μερικές φορές γύρω από τον εαυτό τους, λες και ήθελαν να τη χαιρετήσουν. Η Αρίνη κοίταξε να δει αν οι ανθρώπινοι φρουροί του καταυλισμού της ήταν εκεί όπου έπρεπε να είναι: και, ναι, εκεί ήταν. Τρεις λευκοντυμένες μορφές, φωτισμένες από το φως της ενεργειακής λάμπας στο κέντρο της μικρής κατασκήνωσης. Κοίταζαν προς τα έξω, προς το δάσος· δεν πρέπει να είχαν δει τα φίδια μπροστά στη σκηνή της μάγισσας.
Η Αρίνη έκανε ένα Ξόρκι Εντοπισμού Νοητικής Δραστηριότητος, καθώς βρισκόταν γονατισμένη στο ένα γόνατο αντίκρυ στις δύο σκιερές ενεργειακές οντότητες. Ολοκληρώνοντάς το, διαπίστωσε ότι υπήρχε νοητική δραστηριότητα από τη μεριά των φιδιών, και μάλιστα έντονη. Ήταν ευφυή, αν και όχι όπως οι άνθρωποι. Η Αρίνη δεν διαισθανόταν την ίδια νοητική δραστηριότητα από αυτά και από τους φρουρούς του μικρού καταυλισμού. Σκέφτονται – δεν είναι όπως τα ζώα – αλλά σκέφτονται τελείως διαφορετικά από εμάς.
Τα δύο σκοτεινά φίδια έκαναν τώρα κύκλους και σπείρες, σιωπηλά, καθώς αιωρούνταν εμπρός της, σαν να ήταν ενθουσιασμένα που η μάγισσα είχε εστιάσει την προσοχή της επάνω τους. Έχω θαυμαστές, σκέφτηκε η Αρίνη, υπομειδιώντας. Και μετά, πήγε πάλι να ξαπλώσει. Δεν το θεώρησε σκόπιμο να φωνάξει στους φρουρούς να διώξουν τις ενεργειακές οντότητες. Ήταν σίγουρη πως δεν ήθελαν το κακό της. Κι επιπλέον, αυτός ήταν ο τόπος τους· πώς να τις διώξει κανείς; Τα κανονικά όπλα αποκλείεται να μπορούσαν να τις βλάψουν.
Η Αρίνη ξανακοιμήθηκε, και μέσα της αισθανόταν κάτι να χαίρεται.
Το πρωί, όταν ξύπνησε, το ένα της χέρι πήγε ακούσια στην κοιλιά της… η οποία, διαπίστωσε, είχε λιγάκι φουσκώσει. Αδύνατον! σκέφτηκε. Δεν ήταν και τόσος πολύς καιρός που είχε καταλάβει ότι ήταν έγκυος. Ανασηκώθηκε επάνω στο στρώμα της, σήκωσε τη μπλούζα της, και κοίταξε τον εαυτό της. Η κοιλιά της είχε, πράγματι, φουσκώσει. Η Αρίνη συνοφρυώθηκε. Δεν είναι δυνατόν. Έγινε πολύ γρήγορα. Κατέβασε τη μπλούζα της και κοίταξε στο άνοιγμα της σκηνής της, να δει αν τα φίδια εξακολουθούσαν να είναι εκεί. Αυτά, όμως, είχαν εξαφανιστεί.
Θα μπορούσαν οι ενεργειακές οντότητες να είχαν κάποια σχέση μ’αυτό που τις είχε συμβεί;
Μην είσαι ανόητη! είπε στον εαυτό της. Τι να έκαναν; Να επιτάχυναν την ανάπτυξη του εμβρύου;
Τι παράξενο, όμως… Και από την αρχή είχε την εντύπωση ότι αυτή η άλλη διάσταση σχετιζόταν κάπως με το ακόμα αγέννητο παιδί της… Τι μπορούσε να συμβαίνει; Η Αρίνη προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη λογική της. Αν ο Τέρι κι εγώ είχαμε κάνει αυτό το παιδί μέσα σε τούτη τη διάσταση, τότε ίσως όσα νιώθω να ήταν δικαιολογημένα. Αλλά τώρα είναι τελείως παράλογα. Προσπάθησε να θυμηθεί μήπως είχε συμβεί κάποιο περιστατικό που παλιότερα της είχε φανεί ασήμαντο αλλά τελικά δεν ήταν…
Για την ώρα, τίποτα δεν ερχόταν στο μυαλό της, έτσι ντύθηκε και βγήκε απ’τη σκηνή της για να συναντήσει τον Ράβνομ κοντά στη φωτιά. Μια μισθοφόρος είχε ετοιμάσει τσάι και ψήσει ψωμί, και πρόσφερε στη μάγισσα μια κούπα και δύο μεγάλες φέτες. Η Αρίνη την ευχαρίστησε και κάθισε σ’ένα σκαμνί σιωπηλή.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Ράβνομ, που καθόταν παραδίπλα.
«Ναι. Απλώς σκέφτομαι.» Ευτυχώς, η κοιλιά της δεν είχε φουσκώσει τόσο ώστε να μπορεί κάποιος να την παρατηρήσει όσο η Αρίνη ήταν ντυμένη.
Όταν το μυαλό της καθάρισε κάπως, έβγαλε πάλι το σημειωματάριό της και άρχισε να σημειώνει τις παρατηρήσεις της σχετικά με τις οφιοειδείς ενεργειακές οντότητες, καθώς επίσης και να ζωγραφίζει τα σύμβολα που αυτές σχημάτιζαν στον αέρα – όσα δεν είχε ζωγραφίσει ήδη, γιατί πολλά επαναλαμβάνονταν: ακόμα ένα σημάδι ότι επρόκειτο για κάποια μυστηριώδη μορφή επικοινωνίας.
Η Αρίνη, φυσικά, δεν εγκατέλειψε την προσπάθειά της να θυμηθεί μήπως είχε παλιότερα συμβεί κάποιο παράξενο περιστατικό, κάποιο περιστατικό που να δικαιολογεί τα όσα αισθανόταν γι’αυτή τη διάσταση: που να δικαιολογεί, μάλλον, τη σύνδεση που ένιωθε ανάμεσα σ’αυτή τη διάσταση, στο αγέννητο παιδί της, και στα αιωρούμενα φίδια. Η νύχτα ήρθε, ωστόσο, και απάντηση η μάγισσα δεν είχε ακόμα κατορθώσει να βρει εντός της. Το είχε ξεχάσει τελείως; Ή μήπως τίποτα παράξενο δεν είχε συμβεί;
«Οι ανιχνευτές ούτε απόψε επέστρεψαν,» παρατήρησε ο Ράβνομ’νιρ, κοιτάζοντας μέσα στα σκοτεινά βάθη των δασών. Κι όταν δεν πήρε απάντηση, στράφηκε να κοιτάξει την Αρίνη, η οποία ήταν καθισμένη στο σκαμνί της πλάι στη φωτιά.
«Σε άκουσα,» του είπε εκείνη. «Το δάσος είναι μεγαλύτερο απ’ό,τι νομίζαμε· το έχουμε καταλάβει αυτό.»
Ο Ράβνομ την πλησίασε. «Ανακάλυψες κάτι;»
«Τι εννοείς;»
«Είσαι συνέχεια σκεπτική σήμερα. Το μόνο που το δικαιολογεί είναι ότι ανακάλυψες κάτι.»
Η Αρίνη χαμογέλασε λεπτά. «Όχι,» είπε. «Παρατηρώ μονάχα. Αυτές τις οντότητες.» Έδειξε προς τα δέντρα. «Μ’έχουν συνεπάρει.»
«Αισθάνεσαι καλά, δηλαδή;»
«Μη μου κάνεις τον γιατρό, Ράβνομ,» είπε η Αρίνη ευχάριστα. «Αν αισθανόμουν άσχημα, θα ήσουν ο πρώτος που θα το μάθαινε.»
«Καλώς.» Ο Βιοσκόπος κάθισε στο σκαμνί του. Αν μη τι άλλο, έδειχνε νευρικός. Δεν του άρεσε που βρισκόταν εδώ, σε τούτο το παράξενο δάσος, σε μια άγνωστη διάσταση· αλλά δεν είχε εκφράσει και καμια επιθυμία να φύγει.
Η Αρίνη άναψε ένα τσιγάρο Αλαφρό και το κάπνισε σιωπηλά. Ύστερα, έφαγε το βραδινό της μαζί με τον Ράβνομ και τους στρατιώτες, και πήγαν όλοι για ύπνο. Μονάχα τρεις από τους τελευταίους έμειναν ξύπνιοι για να φρουρούν τον καταυλισμό. Η Αρίνη δεν είπε σε κανέναν για τα φίδια που είχε βρει χτες τη νύχτα έξω από τη σκηνή της. Θα ανησυχούσαν, ίσως, και δεν υπήρχε κανένας λόγος γι’αυτό.
Έβγαλε τις μπότες της και τα πιο βαριά της ρούχα και ξάπλωσε στο στρώμα. Άγγιξε την κοιλιά της και διαπίστωσε ότι ακόμα φουσκωμένη ήταν. Φυσικά και θα ήταν φουσκωμένη! Δεν είναι κάποιο άσχετο πρήξιμο· είναι έτσι επειδή είμαι έγκυος. Αλλά ήταν τελείως παράξενο το γεγονός ότι είχε φουσκώσει δια νυκτός…
Προσπάθησε να κοιμηθεί και, τελικά, μετά από κάποια ώρα, τα κατάφερε. Στα όνειρά της είδε ότι βάδιζε μέσα σ’ένα δάσος, περιτριγυρισμένη από στρατιώτες. Κάτι είχε συμβεί εδώ… Α, ναι, ένας από τους αντικατοπτρισμούς είχε παρουσιαστεί, θυμήθηκε σαν να μην είχε έρθει σ’ετούτο το μέρος ακριβώς γι’αυτόν τον λόγο. Ύψωσε τα χέρια της και άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, μην πιστεύοντας πραγματικά ότι θα έβρισκε κάτι, γιατί και τις άλλες φορές που, σε παρόμοια μέρη, το είχε χρησιμοποιήσει δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Οι αντικατοπτρισμοί δεν άφηναν τίποτα πίσω τους, και ποτέ η Αρίνη δεν είχε καταφέρει να βρεθεί κοντά σ’έναν αντικατοπτρισμό τη στιγμή που αυτός παρουσιαζόταν–
Για στάσου! Υπήρχε κάποια διαφορά τώρα. Ένα ενεργειακό ρεύμα. Ασθενές. Σαν υπόλειμμα. Μια άγνωστη μορφή ενέργειας, που τίποτα δεν της θύμιζε–
Κάτι τής θύμιζε!… Κάτι… Κάποτε θα το ξανασυναντήσω αυτό.
Και τότε, μέσα στο όνειρό της, κατάλαβε ότι ονειρευόταν. Αλλά δεν ξύπνησε· συνέχισε να ονειρεύεται. Διότι δεν ήταν ακριβώς όνειρο αυτό. Ήταν, πολύ περισσότερο, ανάμνηση.
Η Αρίνη είχε προσπαθήσει ν’ακολουθήσει το ασθενές ενεργειακό ρεύμα, να εντοπίσει την πηγή του, και είχε την αίσθηση ότι το ενεργειακό ρεύμα γλίστρησε μέσα της, από τα χέρια της και τα μάτια της και τα πόδια της, στο κέντρο της ύπαρξής της… και μετά, χάθηκε. Δεν υπήρχε πια. Η Αρίνη έψαξε ξανά γι’αυτό, χρησιμοποιώντας εντατικά το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, πιέζοντας τις μαγικά διευρυμένες αισθήσεις της· μα τίποτα δεν βρήκε. Το ασυνήθιστο ενεργειακό ρεύμα είχε εξαφανιστεί. Και η μορφή του δεν της θύμιζε τίποτα.
Τότε δεν της θύμιζε τίποτα.
Τώρα, η Αρίνη ξύπνησε μέσα στη νύχτα και θυμήθηκε. Εκείνο το ενεργειακό ρεύμα… Η ενεργειακή μορφή ήταν σαν την ενεργειακή μορφή των αιωρούμενων φιδιών.
Πήρα εκείνο το ενεργειακό ρεύμα μέσα μου!
Η Αρίνη, ξαφνικά, κατάλαβε. Το παιδί της είχε κάποια σύνδεση μ’αυτά τα σκιερά φίδια επειδή εκείνη είχε τραβήξει το ενεργειακό ρεύμα μέσα της. Στην τοποθεσία που τότε είχε επισκεφτεί, ο αντικατοπτρισμός πρέπει να περιλάμβανε την παρουσία των σκιερών φιδιών, και κάτι από την ενέργειά τους είχε μείνει πίσω.
Η Αρίνη κοίταξε την είσοδο της σκηνής της, κι απέξω είδε δύο από τα φίδια να αιωρούνται. Δύο φρουροί. Με φυλάνε επειδή με θεωρούν δική τους. Επειδή… θα γεννήσω ένα από αυτά; Όχι, δεν μπορεί. Δεν ήταν δυνατόν ένας βιολογικός οργανισμός όπως το σώμα της να γεννήσει μια ενεργειακή οντότητα. Επιπλέον, το παιδί το είχε κάνει με τον Τέρι, όχι μ’αυτά τα φίδια!
Τι συμβαίνει, τότε; Γιατί μεγαλώνει τόσο γρήγορα μέσα μου;
Η Αρίνη άγγιξε πάλι την κοιλιά της. Είχε φουσκώσει τώρα λίγο περισσότερο, ή όχι; Δεν ήταν σίγουρη.
Για μια στιγμή αισθάνθηκε φοβισμένη. Τρομοκρατημένη. Ένιωσε έναν παγερό τρόμο να παραλύει κάθε μόριο του σώματός της. Και τότε, αισθάνθηκε και κάτι άλλο: μια αόρατη παρουσία να έρχεται και να την περιτυλίγει για να την παρηγορήσει· και ο τρόμος της διαλύθηκε.
Τα σκιερά φίδια διέγραφαν παράξενα σύμβολα έξω από τη σκηνή της.
*
Το πρωί, όταν η Αρίνη ξύπνησε διαπίστωσε πως η κοιλιά της είχε μεγαλώσει. Περισσότερο από χτες, χωρίς αμφιβολία. Είχε σχεδόν διπλασιαστεί. Αν κάποιος τώρα την παρατηρούσε, ακόμα και ντυμένη, θα πρόσεχε τη διαφορά. Πώς θα το δικαιολογούσε αυτό, μα τους θεούς; Οι γυναίκες δεν έφταναν ξαφνικά στον τέταρτο μήνα της κύησης μέσα σε μια νύχτα που κοιμόνταν μόνες τους στη σκηνή τους!
Η Αρίνη φόρεσε τα ρούχα της όσο πιο ριχτά μπορούσε, και έβαλε την κάπα της κρατώντας την κλειστή μπροστά της, για να έχει την κοιλιά της κρυμμένη στη σκιά. Βγήκε από τη σκηνή της και καλημέρισε τον Ράβνομ’νιρ και τους στρατιώτες της σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Οι ανιχνευτές δεν είχαν επιστρέψει ακόμα, και όλοι στον καταυλισμό ήταν λιγάκι νευρικοί· μπορούσε να το διακρίνει. Αναρωτιόνταν μήπως κάτι κακό τούς είχε συμβεί;
«Αν δεν επιστρέψουν και αύριο,» είπε η Αρίνη, μετά το πρωινό, «θα πρέπει να ψάξουμε γι’αυτούς.»
«Εμείς; Μόνοι μας;» έκανε ο Ράβνομ.
«Φυσικά και όχι. Θα φέρουμε ανθρώπους από την Ερρίθια.»
Μετά, περίμεναν όπως και τις προηγούμενες ημέρες, κάνοντας γύρω-γύρω στον μικρό καταυλισμό τους και λέγοντας διάφορα άσχετα πράγματα για να διαλύσουν τη νευρικότητα που αισθάνονταν. Η Αρίνη καθόταν έξω απ’τη σκηνή της, τυλιγμένη στην κάπα της, και κρατούσε σημειώσεις για όλα όσα είχε παρατηρήσει· ακόμα και για την παράξενη εγκυμοσύνη της.
Καβαλάρηδες ακούστηκαν να πλησιάζουν κάποια στιγμή, κι αμέσως όλοι στράφηκαν. Αλλά δεν ήταν καμια από τις ομάδες των ανιχνευτών. Αυτοί οι καβαλάρηδες είχαν έρθει από την εισβολή, κι ανάμεσά τους ήταν ο Επόπτης.
Ο Νιρμόδος τράβηξε τα ηνία του αλόγου του πλάι στον μικρό καταυλισμό και αφίππευσε μ’ένα ευέλικτο πήδημα, ενώ οι ιππείς του παρέμειναν καθισμένοι στις σέλες τους.
«Πώς πάνε τα πράγματα, Αρίνη;» ρώτησε.
Η μάγισσα είχε ήδη σηκωθεί από το έδαφος και, εξακολουθώντας να κρατά την κάπα της τυλιγμένη γύρω της, έκανε μερικά βήματα προς τον Επόπτη, χωρίς να τον πλησιάσει πολύ. «Καλά, Υψηλότατε. Οι ανιχνευτές έχουν αργήσει λίγο, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο. Το δάσος, όπως σας είπα, είναι μεγαλύτερο απ’ό,τι αρχικά φαινόταν. Απλώς η εισβολή βρίσκεται κοντά στις νότιες παρυφές του.»
Ο Νιρμόδος ένευσε σαν να βαριόταν τις εξηγήσεις. «Ναι, μου το είπες, το θυμάμαι. Υπάρχει κάτι καινούργιο που θα ήθελες να μου αναφέρεις;»
«Τίποτα για την ώρα, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε η Αρίνη.
Ο Νιρμόδος κοίταξε επάνω για λίγο, στις φυλλωσιές των δέντρων, στους ψηλούς κορμούς τους. «Αυτά είναι τα φίδια που μου είπες, ε;»
«Ναι, αυτά…»
«Πώς έχουν αντιδράσει στο γεγονός ότι είστε καταυλισμένοι εδώ;»
«Δεν είναι εχθρικά. Τα παρατηρώ όσο περιμένουμε την επιστροφή των ανιχνευτών. Νομίζω πως χρησιμοποιούν κάποια ασυνήθιστη μορφή επικοινωνίας. Διαγράφουν σύμβολα με τις κινήσεις τους ανάμεσα και γύρω από τα δέντρα.»
«Έχεις καταφέρει να αποκωδικοποιήσεις κάτι;» ρώτησε ο Νιρμόδος, στρέφοντας πάλι το βλέμμα του επάνω της.
«Είναι ακόμα πολύ νωρίς, Υψηλότατε.»
«Καλώς,» είπε ο Νιρμόδος. «Να με ενημερώσεις αν οι ανιχνευτές αργήσουν πολύ να επιστρέψουν. Θα πρέπει να τους αναζητήσουμε.»
«Της ίδιας γνώμης είμαι κι εγώ, Υψηλότατε.»
Ο Νιρμόδος στράφηκε και ανέβηκε πάλι στο άλογό του. «Χαιρετώ, λοιπόν. Αρίνη. Ράβνομ.» Έκλινε το κεφάλι του πρώτα προς εκείνη και μετά προς τον Βιοσκόπο. Έπειτα, σπιρούνισε το άλογό του κι έφυγε, πηγαίνοντας προς την Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας. Οι ιππείς του τον ακολούθησαν.
Η Αρίνη αναστέναξε. Ευτυχώς, ο Επόπτης δεν είχε θεωρήσει παράξενο το γεγονός ότι είχε την κάπα της τυλιγμένη γύρω της, παρότι το κλίμα στο δάσος δεν ήταν ψυχρό.
Όμως η Αρίνη είχε παρατηρήσει ότι, εδώ και ώρα, ο Ράβνομ τής έριχνε ματιές που υποδήλωναν την περιέργειά του. Θα του μιλήσω, αποφάσισε η μάγισσα. Εξάλλου, είναι Βιοσκόπος. Καλό θα ήταν να ξέρει για την κατάστασή μου. Και, μέχρι στιγμής, έχει αποδειχτεί έμπιστος. Δεν είχε πει τίποτα στον Επόπτη για εκείνο το περιστατικό με το φίδι που είχε στροβιλιστεί γύρω της.
Μετά το μεσημεριανό, όταν οι περισσότεροι στρατιώτες έπεσαν να ξεκουραστούν μέσα στις σκηνές τους, η Αρίνη πήρε τον Ράβνομ’νιρ παράμερα για να του μιλήσει. Απομακρύνθηκαν για λίγο από τον καταυλισμό, βαδίζοντας ανάμεσα στα ψηλά δέντρα, κι ανάμεσα στις σκιερές ενεργειακές οντότητες.
«Τι είναι;» τη ρώτησε ο μάγος.
Η Αρίνη άνοιξε την κάπα της και στάθηκε εμπρός του.
Εκείνος συνοφρυώθηκε, μοιάζοντας σαστισμένος. «Τι…; Έχεις…; Μοιάζεις με» – χαμογέλασε, αμήχανα – «έγκυο, Αρίνη.»
«Είμαι έγκυος,» τον διαβεβαίωσε η μάγισσα.
«Μα, αν η εγκυμοσύνη σου ήταν τόσο προχωρημένη… Πώς…; Θα το είχα προσέξει. Δεν μπορεί να–»
«Άκουσέ με. Προσεχτικά. Πολύ προσεχτικά.»
Και ο Ράβνομ’νιρ την άκουσε καθώς εκείνη τού μιλούσε για τα συμπεράσματά της σχετικά με το αγέννητο παιδί της και τις ενεργειακές οντότητες αυτής της άγνωστης διάστασης.
«Θεοί…» είπε, στο τέλος, ο Ράβνομ, δαγκώνοντας τη γροθιά του συλλογισμένα και κοιτάζοντας το έδαφος. «Τι μπορούμε…;» Ύψωσε το βλέμμα του για να την ατενίσει. «Θέλεις να κάνω κάποιο ξόρκι; Να δω αν υπάρχει κάτι μέσα σου που… δεν θα έπρεπε να υπάρχει;»
«Γι’αρχή, ναι,» ένευσε εκείνη.
«Εντάξει.» Ο Βιοσκόπος πήρε μια βαθιά ανάσα και υποτονθόρυσε λόγια στη γλώσσα της μαγείας. Η Αρίνη περίμενε, ακίνητη, και τελικά εκείνος τής είπε: «Δε φαίνεται να υπάρχει τίποτα το ασυνήθιστο μέσα σου. Βιολογικά, είσαι εντάξει. Κανονική. Ή… Για στάσου λίγο…» Ο μάγος άρθρωσε πάλι τα λόγια για κάποιο ξόρκι κι έκανε σχήματα με τα δάχτυλά του μπροστά στην Αρίνη. Τα πορφυρά φρύδια του έσμιξαν πάνω στο κατάμαυρο πρόσωπό του, καθώς τα βλέφαρά του ήταν κλειστά κι έμοιαζε να έχει όλες του τις νοητικές δυνάμεις εστιασμένες στη δουλειά του.
«Ναι,» είπε μετά, όταν άνοιξε πάλι τα μάτια του. «Ο μεταβολισμός σου έχει αλλάξει. Αναμενόμενο, βέβαια. Το παιδί μεγαλώνει πιο γρήγορα μέσα σου απ’ό,τι είναι φυσιολογικό. Κάτι… κάτι πρέπει να το τροφοδοτεί.» Κούνησε το κεφάλι. «Δεν είμαι σίγουρος. Δε μου λες: έχεις εστιάσει κάποιο Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως επάνω σου;»
«Επάνω μου; Όχι.»
«Μπορώ να το κάνω κι εγώ, αλλά υποθέτω εσύ είσαι πιο κατάλληλη.»
Η Αρίνη έκανε ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως και έστρεψε τις μαγικές της αισθήσεις επάνω στον εαυτό της: κάτι που, παραδόξως, ζάλιζε. Ήταν σαν να γυρίζεις το κεφάλι σου ανάποδα για να κοιτάξεις ανάμεσα στα πόδια σου, τα οπίσθιά σου. Η Αρίνη ατένισε μέσα στον εαυτό της και διαπίστωσε ότι, όντως, υπήρχε μια μορφή ενέργειας εκεί. Μια μορφή ενέργειας όπως αυτή των αιωρούμενων φιδιών. Και προερχόταν από το έμβρυο στην κοιλιά της.
Η Αρίνη διέλυσε το ξόρκι, και είπε στον Ράβνομ τι είχε δει.
«Το περίμενα,» αποκρίθηκε ο μάγος.
Η Αρίνη έσμιξε τα χείλη. «Τι σημαίνει αυτό; Θα γεννήσω ένα απ’τα φίδια; Δε μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, Ράβνομ!»
Ο Ράβνομ κούνησε το κεφάλι. «Όχι, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει,» συμφώνησε. «Επιπλέον, όταν σε έλεγξα με τη μαγεία μου, είδα ότι το παιδί μέσα σου είναι ένας κανονικός βιολογικός οργανισμός. Δεν είναι ενεργειακή οντότητα, Αρίνη. Πώς θα μπορούσε να είναι;»
«Ωστόσο, έχει μέσα του την ενεργειακή μορφή αυτών των φιδιών…»
Ο Ράβνομ δεν μίλησε.
Η Αρίνη τον ρώτησε: «Σε πόσο καιρό υπολογίζεις ότι θα γεννήσω;»
«Αν συνεχιστεί αυτό… σε μέρες.»
Η Αρίνη αναστέναξε. «Άκουσέ με, Ράβνομ. Σε παρακαλώ. Αν είναι να γεννήσω, εσύ πρέπει να με βοηθήσεις.»
Ο μάγος συνοφρυώθηκε, ξαφνιασμένος. Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω, Αρίνη–»
Η Αρίνη έσφιξε τον ώμο της κάπας του με το ένα χέρι. «Εσύ πρέπει να με βοηθήσεις! Σε παρακαλώ.»
«Δεν έχω ξανακάνει τέτοιο πράγμα, Αρίνη! Δεν είμαι μαιευτήρας, για όνομα του Κρόνου! Δεν είμαι καν γιατρός. Έχω απλά μερικές βασικές ιατρικές γνώσεις για περιπτώσεις ανάγκης.»
«Είσαι, όμως, Βιοσκόπος,» επέμεινε εκείνη. «Εσύ πρέπει να το αναλάβεις.»
«Υπάρχουν γιατροί στα Ανάκτορα–»
«Το ξέρω, αλλά δεν είναι το ίδιο. Και…» Δίστασε για λίγο. «Φοβάμαι τι μπορεί να κάνει ο Επόπτης, αν… αν το παιδί μου δεν είναι… αυτό που θα περίμενε κανείς να είναι.»
«Και θέλεις εγώ να αναλάβω αυτή την ευθύνη;»
«Είσαι ο μόνος που μπορώ να εμπιστευτώ σε τούτη την περίπτωση, Ράβνομ. Σε παρακαλώ. Εσύ πρέπει να με βοηθήσεις.»
Ο Ράβνομ αναστέναξε. «Αν είναι να σε βοηθήσω, πρέπει να πάω να διαβάσω μερικά πράγματα. Να είμαι προετοιμασμένος.»
Η Αρίνη ένευσε. «Πήγαινε, τότε. Πήγαινε στα Ανάκτορα. Αλλά, σε παρακαλώ, μην πεις τίποτα στον Επόπτη – ή σε κανέναν άλλο.»
«Ναι, εννοείται,» αποκρίθηκε ο Ράβνομ, προβληματισμένος, δυσανασχετώντας. «Καταλαβαίνεις ότι, αν κάτι πάει στραβά, ο Επόπτης δεν θα με διώξει μόνο από τη Χάρνταβελ αλλά θα τιμωρηθώ κιόλας.»
«Τίποτα δεν θα πάει στραβά,» είπε η Αρίνη, εξακολουθώντας να σφίγγει τον ώμο της κάπας του. «Μην ανησυχείς. Δε χρειάζεται καν να το μάθει ο Επόπτης, αν μπορούμε να το κρατήσουμε μεταξύ μας.»
«Μα, πώς…;»
«Κοίτα, κι εσύ το είπες: είναι θέμα ημερών. Μπορώ να το κρύψω ώς τότε. Κι όταν είναι η ώρα, θα με βοηθήσεις – στα δωμάτιά μου, χωρίς κανένας άλλος να είναι εκεί – και θα τελειώσουμε.»
«Κι ύστερα,» είπε ο Ράβνομ, «ο Επόπτης θα δει ξαφνικά ένα μωρό! Τι θα του πεις;»
«Κάτι θα σκεφτώ. Αν είναι ένα κανονικό μωρό, δεν θα υπάρχει λόγος ανησυχίας ούτως ή άλλως.»
«Τέλος πάντων,» είπε ο Ράβνομ. «Θα φύγω τώρα, όπως είπαμε. Πρέπει να είμαι προετοιμασμένος.»
«Ναι, πήγαινε,» αποκρίθηκε η Αρίνη, αφήνοντας τον ώμο της κάπας του.
*
Τη νύχτα η Αρίνη κοιμήθηκε γαλήνια, χωρίς να δει όνειρα ή εφιάλτες. Το μόνο που αισθανόταν ήταν μια αόρατη ενεργειακή παρουσία να την προστατεύει. Κι όταν ξύπνησε, το πρωί, διαπίστωσε πως η κοιλιά είχε – ξανά – μεγαλώσει λίγο ακόμα. Τυλιγμένη στην κάπα της βγήκε από τη σκηνή της και πήρε το πρωινό που της πρόσφεραν οι στρατιώτες της.
Καθίζοντας για να φάει, τους ρώτησε: «Κανένα σημάδι των ανιχνευτών;»
«Τίποτα, κυρία,» αποκρίθηκε μια πολεμίστρια, που η ανησυχία ήταν καταφανής στα μάτια της.
Φοβούνται ότι ίσως να χάθηκαν, ή ίσως να είναι νεκροί, σκέφτηκε η Αρίνη. Και δεν αποκλείεται, όντως, να είναι.
Αλλά δεν ήταν. Ούτε χαμένοι ούτε νεκροί. Η μία μετά την άλλη, οι ανιχνευτικές ομάδες επέστρεψαν στον μικρό καταυλισμό μέχρι το μεσημέρι, και ο αρχηγός της καθεμίας έδωσε στην Αρίνη ένα χαρτί με την περιοχή του δάσους που είχε χαρτογραφήσει. Συναρμολογώντας τα κομμάτια, η μάγισσα μπορούσε να δει περίπου πώς ήταν το δάσος ολόκληρο: πού άρχιζε και πού τελείωνε. Πρέπει να εκτεινόταν πενήντα χιλιόμετρα από τα βόρεια ώς τα νότια, και εκατό χιλιόμετρα από τα δυτικά ώς τα ανατολικά. Όχι και τόσο μικρή περιοχή.
Από τις παρυφές του, όλες οι ομάδες ανέφεραν ότι είχαν δει μονάχα έρημο να απλώνεται μέχρι εκεί όπου έφτανε η ματιά τους και τα κιάλια τους. Τίποτα ζωντανό δεν φαινόταν. Μόνο η δυτική ομάδα είχε αντικρίσει κάτι άλλο εκτός από μια ατελείωτη έκταση από άμμο και πέτρα.
Είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με την ιπτάμενη φωτεινή οντότητα, η οποία είχε έρθει από τον ορίζοντα, λάμποντας σχεδόν σαν δεύτερος ήλιος, και είχε πλησιάσει με απίστευτα μεγάλη ταχύτητα, ενώ από κάτω της τραβούσε ενεργειακά νήματα. Η Αρίνη είχε, βέβαια, πει σε όλους τι να κάνουν σε περίπτωση που συναντούσαν αυτόν τον εκτυφλωτικό δαίμονα, έτσι ο αρχηγός της ομάδας πρόσταξε αμέσως να υποχωρήσουν μέσα στο δάσος· κι όταν βρίσκονταν εκεί, τα σκοτεινά φίδια τούς προστάτεψαν. Η φωτεινή οντότητα δεν μπορούσε να πλησιάσει· τα νήματά της πήγαιναν κοντά στις φυλλωσιές και στους κορμούς και αποτραβιόνταν, σαν κάτι να τα έδιωχνε.
«Ωραία,» είπε η Αρίνη στους ανιχνευτές της, τυλιγμένη επιμελώς μέσα στην κάπα της. «Κάνατε καλή δουλειά, όλοι σας. Θα αμειφθείτε ανάλογα, σας το υπόσχομαι.»
«Μπορούμε, δηλαδή, τώρα να επιστρέψουμε στη Χάρνταβελ, κύρια;» τη ρώτησε η πολεμίστρια που της είχε μιλήσει και το πρωί.
«Ναι,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Μπορούμε να επιστρέψουμε.»
Η Μάρθα είδε, έκπληκτη, τον Γεράρδο ν’ακολουθεί τους Ιερούς Φρουρούς καθώς εκείνοι τον οδηγούσαν προς το βάθος της μεγάλης αίθουσας, μέσα στο σκοτάδι και μέσα σε κάποια κρυμμένη στις σκιές είσοδο.
Γιατί τους αφήνει να το κάνουν αυτό; Φοβάται για εμάς; Νομίζει ότι δεν μπορούμε ν’αντιμετωπίσουμε αυτούς τους καριόληδες;
«Δε μπορείτε να τον φυλακίσετε!» φώναξε η Μάρθα στον Ύπατο και τους υπόλοιπους ιερείς. «Είναι δικός σας άνθρωπος – από τη Χάρνταβελ! Είναι απεσταλμένος του Πρίγκιπα Ανδρόνικου! Είναι επαναστάτης που πολεμά για εσάς, ανόητοι άχρηστοι καριόληδες!»
Η ματιά που της έριξε ο Γουλιέλμος την πάγωσε. «Παραλίγο να σκοτώσεις έναν Μεγάλο Πατέρα,» της είπε. «Θα έπρεπε να θυσιαστείς για τον εξευμενισμό του Θεού – και εσύ και οι σύντροφοί σου, ίσως.» (Να πας να γαμηθείς! ήθελε να αποκριθεί η Μάρθα, αλλά κάτι – το καταραμένο υπερφυσικό βλέμμα του – είχε κάνει τη γλώσσα της να ζαρώσει.) «Όμως, επειδή είστε με την Επανάσταση και ήρθατε εδώ κατόπιν εντολής του Πρίγκιπα, και επειδή ο Έδουος δεν είναι νεκρός, μπορείτε να φύγετε. Τώρα. Αλλά να ξέρετε πως ποτέ ξανά δεν θα μπείτε σε τούτο τον Ναό.»
«Δεν θα πάμε πουθενά μέχρι να μας δώσεις πίσω τον Γεράρδο!» είπε η Μάρθα, καταφέρνοντας να υπερνικήσει την αλλόκοτη παγωνιά που είχε τυλίξει την ψυχή της. «Δεν έχεις δικαίωμα να τον κρατάς φυλακισμένο!»
«Ο Θεός δεν έχει αποφασίσει τι πρέπει να γίνει μ’αυτόν–»
«Ο Θεός; Δεν ήρθαμε εδώ για να έχουμε παρτίδες με τον Θεό σου!»
Η Άνμα’ταρ, τότε, τράβηξε τη Μάρθα πίσω, προτού γίνει κανένα κακό, και ρώτησε αμέσως: «Πότε θα ελευθερώσετε τον Γεράρδο;»
Οι ιερείς ήταν έτοιμοι να τους χιμήσουν, και οι Ιεροί Φρουροί τούς είχαν περικυκλώσει, ορισμένοι με σπαθιά στα χέρια, ορισμένοι με καραμπίνες. Κανείς, όμως, δεν έκανε να επιτεθεί. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Πρέπει να περίμεναν τη διαταγή του Ύπατου.
Ο Γουλιέλμος είπε: «Ο Γεράρδος θα ελευθερωθεί όταν ο Θεός μάς πει να τον ελευθερώσουμε. Μέχρι τότε δεν μπορούμε να του επιτρέψουμε να περιφέρεται στη Χάρνταβελ, ύστερα από ό,τι του συνέβη όταν έφυγε από εδώ. Τώρα, αποχωρήστε από τον Υπεραιώνιο όσο είστε ακόμα ζωντανοί. Σέβομαι το γεγονός ότι ήρθατε στη διάστασή μας με καλές προθέσεις, αλλά δεν θα μας υποδείξετε πώς να φερθούμε στους δικούς μας ανθρώπους.
»Πηγαίνετε!»
Ο Γεράρδος δεν είναι δικός σας άνθρωπος, γαμημένε κωλόγερε! γρύλισε εσωτερικά η Μάρθα, αλλά δεν μίλησε, νιώθοντας το χέρι της Άνμα’ταρ να σφίγγει έντονα τον αγκώνα της. Τι ήθελε τώρα η Δράκαινα; Φοβόταν αυτούς τους ιερείς; Είχε ξεχάσει όσα τής είχε πει η Μάρθα – ότι έπρεπε να προσέχουν τον Γεράρδο;
Η Μάρθα ήταν θυμωμένη. Με όλους τους.
«Θα φύγουμε,» είπε ο Σέλιρ’χοκ στον Ύπατο, κοφτά, και στράφηκε προς την έξοδο του Υπεραιώνιου αρχίζοντας να βαδίζει σταθερά. Ο Σθένελος’σαρ και η Βατράνια τον ακολούθησαν. Και το ίδιο έκανε και η Μάρθα ύστερα από ένα έντονο τράβηγμα της Άνμα’ταρ, η οποία βάδισε δίπλα της καθώς έφευγαν.
Κατέβηκαν τα πέτρινα σκαλοπάτια του Ναού και βγήκαν στη βροχή, που εξακολουθούσε να είναι δυνατή· δεν είχε σταματήσει καθόλου από το πρωί. Πλησίασαν τον Κροκόδειλο, ο οποίος ήταν ημιαόρατος μέσα στο σκοτεινιασμένο δάσος· μονάχα το πέπλο της βροχής τον φανέρωνε, διαγράφοντας τη μορφή του.
«Τον αφήσατε να τον πάρουν, γαμώ το κεφάλι σας!» κατηγόρησε η Μάρθα τους συντρόφους της, όταν είχαν μπει στην πίσω μεριά του οχήματος.
«Λογικέψου,» της είπε ο Σέλιρ’χοκ· «τι μπορούσαμε να κάνουμε;»
«Ήταν πολύ ριψοκίνδυνο να τους εναντιωθούμε,» πρόσθεσε η Άνμα’ταρ.
Η Βατράνια ρουθούνισε. «Ριψοκίνδυνο; Μάλλον, ‘αυτοκτονικό,’ θες να πεις. Μας σημάδευαν από παντού γύρω!»
«Ο Σέλιρ μπορούσε να κάνει εκείνο το ξόρκι και να τραβήξει αλλού τις σφαίρες τους!» αντιγύρισε η Μάρθα.
«Το Ξόρκι Έλξεως Πυρών προσελκύει όλα τα πυρά μέσα στην εμβέλειά του,» εξήγησε ο Σέλιρ’χοκ. «Αυτό σημαίνει και τα δικά μας πυρά.»
«Έχουμε σπαθιά μαζί μας, δεν έχουμε;»
«Δεν ξέρει τι λέει,» είπε η Βατράνια στους υπόλοιπους, στρέφοντας την πλάτη στη Μάρθα και βαδίζοντας μέσα στο όχημα. «Τα έχει παίξει.»
Η Μάρθα έκανε ν’ακολουθήσει τη Βατράνια, για να την αρπάξει απ’τον ώμο, να τη γυρίσει προς τη μεριά της, και να τη γρονθοκοπήσει· αλλά, γι’ακόμα μια φορά, η Άνμα’ταρ τής έπιασε τον αγκώνα και την τράβηξε πίσω. «Ποιο είναι το πρόβλημά σου εσένα;» γρύλισε η Μάρθα, στρεφόμενη κι αρπάζοντας τη Δράκαινα από το πέτο του χιτωνίου της.
«Ηρέμησε,» της είπε η Άνμα. «Δεν θα καταφέρουμε να βοηθήσουμε τον Γεράρδο έτσι.» Έπιασε τον καρπό της Μάρθας, πιέζοντάς τον, όχι πολύ δυνατά αλλά σαν να ήθελε να της πει Άφησέ με, χωρίς φασαρίες. «Ακόμα κι αν ο Σέλιρ είχε διατηρήσει το Ξόρκι Έλξεως Πυρών σε λειτουργία, οι πιθανότητές μας να νικήσουμε τόσους Ιερούς Φρουρούς και τόσους ιερείς συγχρόνως ήταν ελάχιστες. Θα μας σκότωναν όλους.»
«Πιθανότητες;» είπε η Βατράνια. «Είχαμε και πιθανότητες;»
Η Μάρθα, αν κι ακόμα τσαντισμένη, άφησε το χιτώνιο της Άνμα, και η μάγισσα άφησε τον καρπό της. «Έχετε να προτείνετε κάποιο άλλο σχέδιο;»
«Ας περιμένουμε για την ώρα,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Ίσως ο Θεός τους να τους δώσει κάποιο σημάδι.»
«Κι αν το σημάδι είναι να τον σκοτώσουν;» έθεσε το ερώτημα η Μάρθα.
Ο Σθένελος μίλησε πριν από τον Σέλιρ: «Μπορεί όμως να είναι και να τον ελευθερώσουν.»
«Μη μου λες μαλακίες!»
Ο Σέλιρ’χοκ είπε: «Αν είναι να τον σκοτώσουν, θα πρέπει να επέμβουμε.»
«Σοβαρά, ε; Και πώς θα μάθουμε τι τους είπε ο Θεός τους; Θα τον ρωτήσεις κι εσύ και θα σου απαντήσει;»
«Δεν θα χρειαστεί τέτοια… θεϊκή παρέμβαση,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ. «Καθώς βγαίναμε από τη μεγάλη αίθουσα, έριξα στο πάτωμα δίπλα από την είσοδο έναν κοριό. Ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω, και νομίζω πως βρίσκεται σε σημείο που δεν θα τον δουν αμέσως.»
«Μπορούμε, δηλαδή, ν’ακούσουμε τι γίνεται μέσα στη μεγάλη αίθουσα;»
«Ναι.»
«Κι αν τον σκοτώσουν αλλού;»
«Νομίζω πως θα θέλουν να τον θυσιάσουν, αν ο Θεός τους τους δώσει τέτοιο σημάδι· και μια θυσία, μάλλον, θα την κάνουν στον βωμό τους.»
«‘Μάλλον’,» είπε η Μάρθα ειρωνικά. «Δεν γίνεται τίποτα με το ‘μάλλον’, Σέλιρ.»
«Σου είπα: ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω. Το ξέρω πως δεν είναι και τίποτα το σπουδαίο. Ακόμα κάτι που μπορώ να κάνω,» πρόσθεσε, «είναι να τον εντοπίσω μ’ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Να δούμε πού, περίπου, τον έχουν μέσα στον Ναό τους.»
«Τι περιμένεις, τότε;»
*
Οι Ιεροί Φρουροί τον οδήγησαν σε μια από τις πλευρικές πόρτες της μεγάλης αίθουσας, μπαίνοντας σ’ένα άλλο δωμάτιο, πέτρινο και φωτισμένο από μια λάμπα λαδιού. Ένας απ’αυτούς τον έψαξε από πάνω ώς κάτω και πήρε τα όπλα του, το ένα μετά το άλλο, αφήνοντάς τα επάνω σ’ένα κοντό ξύλινο τραπεζάκι γεμάτο ρόζους και ρωγμές.
Τα πρόσωπα και των τεσσάρων Ιερών Φρουρών ήταν κρυμμένα πίσω από τα ανέκφραστα κλειστά κράνη τους. Ούτε τα μάτια τους δεν φαίνονταν, καθώς ήταν βυθισμένα στις σκιές. Ο Γεράρδος, όμως, μπορούσε να νιώσει φόβο από τους Φρουρούς: τον φόβο που σχετίζεται με το άγνωστο. Άκουσαν την ιστορία μου, και είδαν τις αντιδράσεις των ιερέων. Αναρωτιούνται κι αυτοί τι είμαι. Είμαι επικίνδυνος;
«Προχώρα,» είπε ένας τους – με φωνή τόσο απρόσωπη όσο κι η όψη του.
Ο Γεράρδος βάδισε, ενώ τέσσερις μακριές λεπίδες τον περιστοίχιζαν. Μπήκε σε μια ανοιχτή πόρτα και ακολούθησε έναν στενό διάδρομο. Από δίπλα, από μια άλλη πόρτα, είδε ένα αγόρι να τον κοιτάζει. Πορφυρόδερμο, με μάτια μαύρα και στενά. Μάτια από τα οποία το Εσώτερο Θηρίο ατένιζε τον Γεράρδο – και χαιρόταν. Δεν τον ήθελε εδώ, στη Χάρνταβελ· τον έβλεπε σαν εχθρό του, και τον προτιμούσε φυλακισμένο.
Σκότωσα το Εσώτερο Θηρίο μέσα μου, αλλά αυτό εξακολουθεί να υπάρχει – μέσα στους άλλους που είναι σαν εμένα…
Το αγόρι που τον κοίταζε, βέβαια, δεν μπορεί να ήξερε ποιος ήταν ο Γεράρδος. Επρόκειτο, αναμφίβολα, για έναν εκπαιδευόμενο: ένα παιδί που οι ιερείς είχαν πάρει από την οικογένειά του επειδή είχε το Εσώτερο Θηρίο στην ψυχή του. Ένα παιδί που δεν θα γνώριζε ποτέ τους γονείς του. Όπως ούτε εγώ τούς έχω γνωρίσει. Όπως κανένας από εμάς δεν τους έχει γνωρίσει. Ήταν απαγορευμένο ο ιερέας που σε έβρισκε και σε έκανε εκπαιδευόμενο να σου αποκαλύψει την πραγματική σου οικογένεια· διότι πραγματική σου οικογένεια ήταν πλέον το ιερατείο, και κανείς άλλος. Πατέρας σου και μητέρα σου, συγχρόνως, ήταν μόνο ο Θεός. Και τώρα, έπρεπε να διδαχθείς από τους Αδελφούς σου πώς να καθυποτάσσεις το Εσώτερο Θηρίο, αν δεν ήθελες να τρελαθείς από αυτό και να περιφέρεσαι σαν αγρίμι – σαν ουγκράβος – στις ερημιές της Χάρνταβελ.
Μικρέ, σκέφτηκε ο Γεράρδος καθώς προσπερνούσε το αγόρι και οι μορφές των Ιερών Φρουρών τού το έκρυβαν, έχεις μπλέξει πολύ άσχημα, χωρίς τη θέλησή σου, και χωρίς να φταις στο παραμικρό…
Τον οδήγησαν, τελικά, στον Πύργο της Απομόνωσης, όπως εξαρχής υποψιαζόταν. Άνοιξαν τη βαριά, ξύλινη πόρτα και τον έσπρωξαν μέσα, με τις αιχμές των σπαθιών τους. Τον ώθησαν ν’αρχίσει ν’ανεβαίνει τη στριφτή σκάλα, και ο Γεράρδος δεν αντιστάθηκε. Για κάποιον μυστηριώδη λόγο, δεν φοβόταν. Είχε μέσα του την αίσθηση ότι αυτό ακριβώς έπρεπε να γίνει. Ότι όλα ήταν σωστά.
Η Μάρθα θα διαφωνούσε, σκέφτηκε, κι ένα αχνό μειδίαμα χάραξε το πρόσωπό του. Ελπίζω να μην κάνει καμια ανοησία, όμως… Ή, μάλλον, σίγουρα θα προσπαθήσει να κάνει κάποια ανοησία, αλλά οι άλλοι θα τη συγκρατήσουν. Είχε εμπιστοσύνη στους συντρόφους του: ειδικά στον Σέλιρ’χοκ και στην Άνμα’ταρ. Πρέπει να έχουν καταλάβει ότι δεν παραδόθηκα τυχαία.
Ο Πύργος της Απομόνωσης ήταν ο βορειότερος πυργίσκος του Υπεραιώνιου, και δεν είχε καθόλου παράθυρα. Εδώ έφερναν όσους έπρεπε να τιμωρηθούν για κάποιο λόγο, ή όσους περίμεναν ο Θεός να κρίνει την τύχη τους. Δεν χρησιμοποιείτο πολύ ο Πύργος της Απομόνωσης. Σπάνια οι ιερείς, ή αυτοί που υπηρετούσαν τον Ναό και το ιερατείο, δρούσαν απερίσκεπτα, και σπάνια ο Θεός αργούσε να αποδώσει δικαιοσύνη στους παρανόμους. Συνήθως, η ποινή ήταν απλή: Θάνατος. Θυσία – για τη δόξα του Θεού και τον εξευμενισμό του Εσώτερου Θηρίου.
Οι Ιεροί Φρουροί δεν τον ώθησαν ν’ανεβεί πιο πάνω από το δεύτερο πάτωμα του πυργίσκου. Εκεί άνοιξαν μια πόρτα και τον έσπρωξαν μέσα. Άναψαν μια λάμπα λαδιού και του την έδωσαν. Ο Γεράρδος κοίταξε το μικρό δωμάτιο που δεν είχε ούτε παράθυρο ούτε κρεβάτι. Ήταν τελείως άδειο.
Η πόρτα έκλεισε πίσω του, και μια μεταλλική αμπάρα τραβήχτηκε. Αφουγκραζόμενος, ο Γεράρδος άκουσε δύο από τους Φρουρούς να φεύγουν. Οι άλλοι δύο πρέπει να είχαν μείνει απέξω για να τον φυλάνε.
Ή, μάλλον… όχι «πρέπει». Ήταν σίγουρος πως είχαν μείνει απέξω για τον φυλάνε. Το ήξερε – κάπως, το ήξερε – σχεδόν σαν να μπορούσε να τους δει.
Τουλάχιστον, μου έδωσαν μια λάμπα, σκέφτηκε και κάθισε στο πάτωμα, ακουμπώντας την πλάτη του στον κρύο τοίχο κι αφήνοντας τη λάμπα ανάμεσα στα γόνατά του. Οι σκιές των ποδιών του απλώθηκαν στο πέτρινο πάτωμα, μακριές και λιγνές.
Σιγή.
Μετά από λίγο, ο Γεράρδος νόμιζε πως ακόμα κι οι σκέψεις του είχαν σταματήσει.
*
Επάνω στα μικροσκοπικά κάτοπτρα του ραβδιού του Σέλιρ’χοκ μια κόκκινη κουκίδα φαινόταν. «Μάλλον,» είπε ο μάγος, «τον έχουν στο βορειότερο μέρος του Ναού τους.»
«Σε κάποιο κελί;» Η Μάρθα, κοιτάζοντας τα κάτοπτρα με στενεμένα μάτια, προσπαθούσε να καταλάβει πώς έκανε ο Σέλιρ τις μαντείες του.
«Πιθανώς. Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω.» Η κόκκινη κουκίδα εξαφανίστηκε.
«Πάμε στα βόρεια του Ναού,» πρότεινε η Μάρθα. «Ίσως να υπάρχει κάποιο παράθυρο για να μπούμε και να τον πάρουμε.»
«Θα πάω εγώ και θα κοιτάξω,» προθυμοποιήθηκε η Άνμα’ταρ.
«Θα έρθω μαζί σου,» είπε η Μάρθα.
«Μια ματιά θα ρίξω μόνο.»
«Δεν έχει σημασία. Θα έρθω.»
«Εντάξει, έλα. Αλλά καλύτερα ν’απομακρυνθούμε λίγο, πρώτα.»
Ο Σθένελος’σαρ κάθισε στο ενεργειακό κέντρο του οχήματος, και η Άνμα’ταρ το οδήγησε προς τα πίσω, ακολουθώντας αντίστροφα το μονοπάτι που τους είχε φέρει στον Υπεραιώνιο.
*
Αναρωτήθηκε μήπως είχε πάρει λάθος απόφαση, μήπως δεν ήταν αυτό που έπρεπε να είχε κάνει.
Αλλά η σιγουριά μέσα του εξακολουθούσε να υπάρχει.
Εξάλλου, τι άλλο μπορούσε να είχε κάνει; Αν αντιστεκόταν στη θέληση του Ύπατου, θα έβαζε τους συντρόφους του σε κίνδυνο. Ήταν αδύνατον να νικήσουν τόσους ιερείς και Ιερούς Φρουρούς – και σίγουρα όχι όταν αυτοί τούς είχαν περικυκλωμένους.
Ο Γεράρδος κοίταζε τώρα τη φλόγα της λάμπας, και τις σκιές· κι ένιωθε τη διάσταση της Χάρνταβελ παντού γύρω του: αισθανόταν την πλάση σαν να ήταν επέκταση του εαυτού του, αισθανόταν τις εισβολές σαν κάτι το ξένο και οδυνηρό που βρισκόταν εκεί όπου δεν θα έπρεπε να βρίσκεται. Μία προς τα εδώ… μία προς τα εκεί… μία άλλη προς τα εδώ… μία άλλη προς τα εκεί… Έκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας να τις ξεχωρίσει, να τις μετρήσει, να κάνει έναν χάρτη από αυτές μέσα στο μυαλό του.
*
Η Μάρθα και η Άνμα’ταρ βγήκαν μέσα στη βροχή, κουκουλωμένες στις κάπες τους και γλιστρώντας στα πυκνά σκοτάδια του Κεντροδάσους, πηγαίνοντας προς τον Υπεραιώνιο, αλλά όχι από την κεντρική του είσοδο· από άλλη μεριά, από τα δυτικά. Είχαν επιλέξει την κατεύθυνση τυχαία: θα μπορούσαν να πήγαιναν και από τα ανατολικά· δε νόμιζαν ότι θα είχε καμία σημασία. Οι μόνοι Ιεροί Φρουροί που είχαν δει ήταν αυτοί έξω από την κεντρική είσοδο.
«Θα πρέπει, όμως, να είμαστε προσεχτικές,» είχε πει η Άνμα προτού φύγουν από τον Κροκόδειλο. «Μπορεί να έχουν ανθρώπους τους κι άλλου, για να παρατηρούν για επίδοξους εισβολείς ή δολοφόνους.»
Η Μάρθα το αμφέβαλλε· οι ιερείς τής φαινόταν να έχουν πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση για να φοβούνται κλέφτες ή φονιάδες. Αλλά δεν διαφώνησε με τη μάγισσα.
Προχώρησαν, σκυφτές, μέσα στη βλάστηση ενώ το νερό της βροχής τις έλουζε, περνώντας από στενά ανοίγματα στις κάπες τους και γλιστρώντας κάτω από τα ρούχα τους. Τη Μάρθα δεν την ενοχλούσε αυτό· είχε περάσει κι από χειρότερα. Και ήταν βέβαιη πως το ίδιο ίσχυε και για την Άνμα. Του τάγματος των Δρακαινών είναι, άλλωστε. Μάγισσα ή όχι, κάποτε υπηρετούσε μαζί με τις Μαύρες Δράκαινες, που αναρωτιέμαι αν έχουν πάρει τ’όνομά τους επειδή μπορούν να σε κάνουν μαύρη στο ξύλο προτού πεις «Μαύρες Δράκαινες».
Βρέθηκαν στα δυτικά του Υπεραιώνιου Ναού, και τον είδαν να ορθώνεται σκοτεινός πίσω από το πέπλο της βροχής και τη βλάστηση του Κεντροδάσους. Οι απογευματινές σκιές είχαν πυκνώσει· η νύχτα ήταν κοντά. Κι αυτό μάς βολεύει, σκεφτόταν η Μάρθα. Το σκοτάδι είναι με το μέρος μας.
Μετά βίας είδε το χέρι της Άνμα να της κάνει νόημα, και χωρίς καθυστέρηση ακολούθησε τη μάγισσα. Έκαναν τον γύρο του Ναού και βρέθηκαν στη βόρεια μεριά του. Εκεί σταμάτησαν, κρυμμένες πίσω από τη βλάστηση, για την περίπτωση που κάποιος παρακολουθούσε. Το βορειότερο τμήμα του επιβλητικού οικοδομήματος ήταν ένας από τους πυργίσκους του, όπου ούτε ένα φως δεν φαινόταν.
«Ή δεν έχει καθόλου παράθυρα,» είπε η Μάρθα, «ή είναι όλα σκοτεινά.»
Η Άνμα έβγαλε τα κιάλια της και ψιθύρισε τα λόγια για ένα ξόρκι – μάλλον, αυτό που σε έκανε να βλέπεις καλύτερα. Έφερε τα κιάλια στα μάτια της και κοίταξε τον πυργίσκο, από πάνω ώς κάτω. «Καθόλου παράθυρα,» επιβεβαίωσε. «Ούτε καν πολεμίστρες.»
«Εκεί πρέπει να τον έχουν,» είπε η Μάρθα.
«Μπορεί.» Η Άνμα τώρα κοίταζε άλλου, δεξιά κι αριστερά του πυργίσκου, τους τοίχους του Ναού.
«Τι βλέπεις;»
«Κλειστά παράθυρα.» Κατέβασε, τελικά, τα κιάλια της.
«Ο Σέλιρ είπε ότι τον έχουν στο βορειότερο μέρος του οικοδομήματος – άρα, σ’αυτόν τον πύργο είναι.»
Η Άνμα ύψωσε πάλι τα κιάλια της, ξανακοίταξε τον πυργίσκο από πάνω ώς κάτω. «Δεν υπάρχει τρόπος να μπούμε από έξω. Εκτός αν έχει καμια καταπακτή στην οροφή του.»
«Ας το διαπιστώσουμε,» πρότεινε η Μάρθα.
Η Άνμα κατέβασε τα κιάλια της και στράφηκε να την κοιτάξει μες στις πυκνές σκιές και τη βροχή· τα μάτια της Δράκαινας γυάλιζαν. «Μπορείς να σκαρφαλώσεις ώς εκεί πάνω;»
Η Μάρθα ατένισε τον πυργίσκο με κάποιο δισταγμό. Γαμήσου. Μοιάζει σκατά για σκαρφάλωμα. Αλλά ο Γεράρδος κινδύνευε…
«Το ίδιο νομίζω κι εγώ,» της είπε η Άνμα, έχοντας μάλλον καταλάβει τις σκέψεις της. «Αλλά μην ανησυχείς· έχω ένα ξόρκι ιδανικό για την περίπτωση. Αρκεί να μη σε νοιάζει να βγάλεις τις μπότες σου.»
«Με δουλεύεις;»
*
Σαν πληγές επάνω σ’ένα σώμα…
…που μια αρρώστια είχε αρχίσει να το πολιορκεί.
Οι πληγές ήταν αποτελέσματα της αρρώστιας. Ήταν τα σημεία που η αρρώστια είχε φάει τελείως τη σάρκα.
Ο Γεράρδος τα έβρισκε, το ένα μετά το άλλο. Τα διαχώριζε μέσα στο μυαλό του. Ενώ πριν ήταν συγκεχυμένα, προς διάφορες κατευθύνσεις, τώρα ξεχώριζαν σιγά-σιγά.
Ο χάρτης φτιαχνόταν.
Ένας χάρτης από πληγές: ο οποίος, όμως, ήταν συγχρόνως και χάρτης ολόκληρου του σώματος. Δυσδιάκριτος, αλλά υπαρκτός. Ένα φάντασμα που το αποκάλυπταν μονάχα ορισμένα σημεία, ορισμένες κουκίδες: μια μορφή που άλλες, μικρότερες μορφές υπονοούσαν την παρουσία της…
Ο Γεράρδος είχε την αίσθηση ότι παράδερνε μέσα σ’αυτόν τον νοητικό χάρτη…
Είχε την αίσθηση ότι είχε κοιμηθεί, αλλά η συνείδησή του ήταν ακόμα ξύπνια…
*
Η Μάρθα έβγαλε τις μπότες και τις κάλτσες της, και η Άνμα’ταρ ύφανε επάνω της το Ξόρκι Λιθικής Έλξεως, όπως το είχε αποκαλέσει. «Τα χέρια σου και τα πόδια σου θα έλκονται από τις πέτρες σαν μαγνήτες,» της είχε πει. Ας το ελπίσουμε, σκέφτηκε η Μάρθα, γιατί, αλλιώς, θα πάρουμε τρελές τούμπες από κει πάνω, μες στη βροχή. Ή, μάλλον, ούτε καν θα κατάφερνε να ξεκινήσει να σκαρφαλώνει…
Πλησίασαν τον πυργίσκο, ξυπόλυτες κι οι δυο τους, ενώ η δυνατή βροχή έπεφτε γύρω τους κάνοντας το χώμα λάσπη. Η Μάρθα άπλωσε το χέρι της κι άγγιξε τον τοίχο. Αισθάνθηκε την παλάμη και τα δάχτυλά της να κολλάνε εκεί. «Δουλεύει,» παρατήρησε.
«Εσύ τι νόμιζες;» της είπε η Άνμα, αρχίζοντας να σκαρφαλώνει στον πυργίσκο σαν να ήταν έντομο.
Η Μάρθα την ακολούθησε, βρίσκοντας την αναρρίχηση πανεύκολη. Τα χέρια και τα πόδια της έμοιαζαν να έχουν μετατραπεί σε πανίσχυρες βεντούζες. Της άρεσε η αίσθηση της σκληρής, βρεγμένης πέτρας κάτω από τις παλάμες και τις πατούσες της.
«Για πόσο κρατάει αυτό το πράμα;» ρώτησε τη μάγισσα.
«Μέχρι ν’ανεβούμε θα κρατήσει, μη φοβάσαι.»
Κανένα παράθυρο δεν υπήρχε στα τοιχώματα του πυργίσκου, κανένα άνοιγμα, καμία προεξοχή: τίποτα για να εισβάλει κανείς, ή για να πιαστεί και να σκαρφαλώσει. Χωρίς το ξόρκι της Άνμα’ταρ θα ήταν αδύνατον να ανεβούν εδώ, εκτός αν κατόρθωναν να ρίξουν γάντζο στην οροφή και να τον κάνουν να σκαλώσει. Θα μπορούσε, όμως, να σκαλώσει; Η Μάρθα δεν έβλεπε επάλξεις ή άλλα ανώμαλα σημεία εκεί.
Γι’αυτό πρέπει πάντα νάχεις μια μάγισσα μαζί σου…
Φτάνοντας στην οροφή, διαπίστωσαν ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας πέτρινος κώνος. Δεν υπήρχε κανένα άνοιγμα, καμια καταπακτή, που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να εισβάλουν.
«Γαμήσου…!» έκανε η Μάρθα, σιγανά. «Έχεις τίποτα εκρηκτικά μαζί σου;»
«Πάμε κάτω,» είπε η Άνμα’ταρ, κι άρχισε να κατεβαίνει.
Γαμώ τα βυζιά της Έχιδνας, γαμώ! Η Μάρθα την ακολούθησε.
*
Ο Γεράρδος δεν νόμιζε ότι μπορούσε να ξυπνήσει τώρα, ακόμα κι αν ήθελε, παρότι καταλάβαινε ότι ονειρευόταν.
Ονειρεύομαι; Όχι, δεν ονειρευόταν. Δεν ήταν αυτό όνειρο. Εξακολουθούσε να εντοπίζει τις εισβολές, προς όλες τις κατευθύνσεις, σχηματίζοντας τον νοητικό χάρτη που υπονοούσαν.
Φαντάστηκε (είδε;) ότι γραμμές τις συνέδεαν, φτιάχνοντας ένα πολύπλοκο σχήμα.
Αν ονειρεύομαι, αυτό το όνειρο δεν είναι σαν τα άλλα… Εδώ δεν είχε καμία αίσθηση του εαυτού του. Η έννοια Γεράρδος ως φυσική οντότητα δεν υπήρχε.
Προσπάθησε να ξυπνήσει, ν’ανοίξει τα μάτια του.
Δεν τα κατάφερε.
Ή, μήπως, η λάμπα είχε σβήσει; Είχε τελειώσει το λάδι της;
Έκανε να κινήσει το σώμα του, τα χέρια του, τα πόδια του· και συνειδητοποίησε ότι δεν είχε σώμα.
Ταράχτηκε. Δεν μπορώ να ξυπνήσω!
Ο νοητικός χάρτης διαλύθηκε, κι ο Γεράρδος αισθάνθηκε τη συνείδησή του να πέφτει, να στροβιλίζεται.
Δεν μπορούσε ούτε καν να ουρλιάξει…
*
«Σκατά,» μούγκρισε η Μάρθα, καθώς έβαζε τις μπότες της. Τα πόδια της ήταν γεμάτα λάσπες, κι εδώ δεν μπορούσε να τα καθαρίσει προτού φορέσει τα υποδήματα. «Μαλακιστήκαμε. Ήταν προφανές ότι δεν θα υπήρχε άνοιγμα ούτε επάνω.»
«Άξιζε, όμως, να προσπαθήσουμε,» είπε η Άνμα’ταρ, χωρίς να έχει χάσει την ψυχραιμία της.
«Και τώρα;»
«Πάμε πίσω, στον Κροκόδειλο.»
«Θ’αφήσουμε, δηλαδή, τον Γεράρδο εδώ!;»
«Έχεις κάποιο σχέδιο να προτείνεις;» την προκάλεσε η Άνμα’ταρ.
«Να φέρουμε εκρηκτικά και ν’ανατινάξουμε αυτόν τον γαμημένο τοίχο του πύργου, για να μπούμε, να πάρουμε τον Γεράρδο, και να την κάνουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται.»
«Σου είπα, δεν έχω εκρηκτικά μαζί μου.»
«Πάμε, τότε, πίσω να πάρουμε.»
«Δε νομίζω ότι κανένας θα συμφωνήσει με το σχέδιό σου,» την προειδοποίησε η Άνμα.
«Ώρες-ώρες, είστε όλοι μαλάκες!» γρύλισε η Μάρθα.
«Ο Σέλιρ είπε να περιμένουμε λίγο· και είμαι κι εγώ της ίδιας άποψης.»
«Πόσο ακριβώς είναι το λίγο, μπορείς να μου πεις;»
«Τουλάχιστον γι’απόψε. Αποκλείεται να τον σκοτώσουν απόψε. Αν ήθελαν να τον σκοτώσουν αμέσως, δεν θα τον φυλάκιζαν.»
Αυτό ήταν, όντως, λογικό. Η Μάρθα αναστέναξε. «Καλά. Πάμε στον Κροκόδειλο. Κι ας περιμένουμε. Γι’απόψε.»
Καθώς βάδιζαν μέσα στη βλάστηση, σκυφτές και κουκουλωμένες, η Άνμα’ταρ είπε: «Ο Σέλιρ θα χρησιμοποιήσει και το Ξόρκι Ανιχνεύσεως – μπορεί να το έχει σε λειτουργία όλη νύχτα αν θέλει, νομίζω – κι αν δει ότι ο Γεράρδος μετακινείται από τη θέση του, θα δράσουμε.»
Ο Ύπατος είχε μόλις αφαιρέσει τις δύο σφαίρες από το στήθος του Έδουου, όταν ο Τζοσελίνος και ο Ουβέρτος μπήκαν στο δωμάτιο με το Θηρίο οργισμένο εντός τους.
«Ύψιστε Πατέρα, απέδρασε!»
Ο Γουλιέλμος πήρε το βλέμμα του από τον Έδουο – ο οποίος ήταν ξαπλωμένος επάνω σ’ένα κρεβάτι, αιμόφυρτος, ναρκωμένος από βοτάνια, και ζωντανός μόνο με τη χάρη του Θεού και τη δύναμη του υποταγμένου Θηρίου μέσα του – και στράφηκε ν’ατενίσει τον Αδελφό που είχε μιλήσει: τον Ουβέρτο. «Επιτέθηκε στους Φρουρούς;»
«Όχι, Ύψιστε Πατέρα. Τον πήγαν σ’έναν κελί του Πύργου της Απομόνωσης. Τον έκλεισαν εκεί αφήνοντας μονάχα μια αναμμένη λάμπα μαζί του. Και νόμιζαν ότι ακόμα εκεί ήταν. Όμως, όταν εγώ κι ο Αδελφός Τζοσελίνος πήγαμε να του δώσουμε φαγητό και νερό, δεν τον βρήκαμε. Είχε εξαφανιστεί· μόνο η λάμπα είχε μείνει. Οι δύο Φρουροί έξω απ’το κελί λένε πως ούτε άκουσαν ούτε είδαν τίποτα.»
«Κάποιος ψεύδεται!» φώναξε ο Γουλιέλμος, νιώθοντας την οργή του Θηρίου να τον πλημμυρίζει.
«Δεν το νομίζω, Ύψιστε Πατέρα,» είπε ο Ουβέρτος. «Αποκλείεται να τον άφησαν να δραπετεύσει· κι αποκλείεται ο Γεράρδος να τους επιτέθηκε και να δραπέτευσε από μόνος του. Αυτό θα φαινόταν: θα είχαν τραύματα επάνω τους. Μελανιές, το λιγότερο.»
Ο Γουλιέλμος, προσπαθώντας να καθυποτάξει το Θηρίο εντός του, πρόσταξε: «Βρείτε τον! Όπως κι αν κατάφερε να βγει από το κελί του, δεν μπορεί να έχει πάει μακριά.» Και στράφηκε πάλι στον Έδουο, για να επιδέσει τα τραύματά του. Ο Γεράρδος είχε δίκιο όταν είπε ότι ο ιερέας θα ζούσε: πράγματι, φαινόταν να αναπνέει κανονικά παρά τις πληγές στο στήθος του.
Ο Ουβέρτος και ο Τζοσελίνος έφυγαν από το δωμάτιο, βαδίζοντας βιαστικά.
Ο Ύπατος αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν ο Γεράρδος να είχε ξεφύγει. Στον Πύργο της Απομόνωσης δεν υπήρχαν ανοίγματα που μπορούσε να χρησιμοποιήσει.
*
Η Μάρθα ήταν οργισμένη, όταν εκείνη κι η Άνμα’ταρ επέστρεψαν στον Κροκόδειλο. Έβγαλε την κάπα της, μουσκεμένη καθώς ήταν από τη βροχή, και την πέταξε κάτω, βρίζοντας χυδαία θεούς και δαίμονες.
«Υποθέτω,» είπε η Βατράνια, που καθόταν και κάπνιζε, «ότι η αποστολή σας δεν πήγε καλά…»
Η Μάρθα τής είπε να χώσει το τσιγάρο της εκεί που ήξερε και να σκάσει.
«Δε φαίνεται να υπάρχει κανένα απολύτως άνοιγμα στο μέρος όπου τον κρατάνε φυλακισμένο,» είπε η Άνμα. «Είναι ένας πυργίσκος στο βορειότερο σημείο του Ναού, χτισμένος από συμπαγή πέτρα. Σκαρφαλώσαμε κι ώς την οροφή του, μάλιστα, για να δούμε μήπως υπήρχε εκεί καμια καταπακτή – αλλά τίποτα.»
«Και είσαι σίγουρη ότι τον έχουν εκεί;» ρώτησε ο Σθένελος.
«Είναι το πιο λογικό. Ο πυργίσκος αυτός μοιάζει με φυλακή υψίστης ασφαλείας, και ο Σέλιρ είπε ότι τον εντόπισε στο βορειότερο σημείο του Ναού.» Η Άνμα κοίταξε τον Διαλογιστή, ο οποίος κατένευσε.
Η Μάρθα τού είπε: «Κάνε πάλι το ξόρκι σου. Δες αν είναι ακόμα εκεί. Η Άνμα είπε ότι μπορείς, αν θέλεις, να διατηρείς αυτό το ξόρκι όλη τη νύχτα, για να βλέπουμε πού είναι ο Γεράρδος – ώστε να είμαστε έτοιμοι να δράσουμε αν επιχειρήσουν να τον μεταφέρουν για να τον σκοτώσουν ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο.»
Ο Σέλιρ’χοκ, πιάνοντας το ραβδί του από το τοίχωμα όπου το είχε ακουμπισμένο, το κράτησε εμπρός του και άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Επάνω στα μικροσκοπικά κάτοπτρα φάνηκε μια κουκίδα. «Θα έλεγα ότι είναι στο ίδιο μέρος με πριν.»
«Μπορείς να τον παρακολουθείς όλη τη νύχτα;»
«Αν πρέπει.» Ο Σέλιρ έκλεισε τα μάτια και οι κρύσταλλοι επάνω στο ραβδί του φώτισαν για λίγο, τα λεπτά κυκλώματα κοκκίνισαν ελαφρώς. Ο μάγος άνοιξε πάλι τα μάτια του. Η κόκκινη κουκίδα εξακολουθούσε να υφίσταται επάνω στα κάτοπτρα.
«Δηλαδή, απλώς θα περιμένουμε;» ρώτησε ο Σθένελος.
«Τι άλλο να κάνουμε;» του είπε η Άνμα. «Να επιτεθούμε στον Ναό;»
«Δε θα ήταν άσχημη ιδέα,» μούγκρισε η Μάρθα, καθώς καθόταν κάτω, για να βγάλει τις μπότες της και να καθαρίσει τα πόδια της από τις λάσπες.
Η Άνμα τη μιμήθηκε, γιατί κι εκείνη είχε γίνει χάλια βαδίζοντας ξυπόλυτη στο δάσος. Ο Σέλιρ’χοκ κάθισε στην ειδική θέση του ενεργειακού κέντρου, αναπαυτικά, όχι για να χρησιμοποιήσει τη Μαγγανεία Κινήσεως· το ραβδί του το κράτησε στερεωμένο ανάμεσα στα γόνατά του. Ο Σθένελος πήγε στη μπροστινή μεριά του οχήματος και ξάπλωσε επάνω στη θέση του οδηγού και του συνοδηγού, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Η Βατράνια έμεινε καθισμένη εκεί που ήταν, σβήνοντας το τελειωμένο τσιγάρο της και τεντώνοντας τα πόδια της κάτω απ’την κουβέρτα της.
Μετά από λίγη ώρα, ο Σέλιρ’χοκ είπε: «Παράξενο…»
Η Μάρθα, που είχε ξαπλώσει, ανασηκώθηκε. «Τι είναι;»
«Η κουκίδα εξαφανίστηκε.»
Η Μάρθα συνοφρυώθηκε, νιώθοντας κάτι να σφίγγει τα σωθικά της. «Και τι πάει να πει αυτό;»
Ο Σέλιρ’χοκ φάνηκε να μιλά πολύ προσεχτικά: «Αν είχε απομακρυνθεί, θα έβλεπα την κουκίδα να κινείται. Επομένως, ή κάτι παρεμβάλλεται ή… είναι νεκρός.»
«ΤΙ!» Η Μάρθα πετάχτηκε όρθια.
«Δεν το θεωρώ πιθανό, όμως–»
«Και που δεν το θεωρείς πιθανό, νεκρός μπορεί να είναι!»
«Περίμενε,» της είπε ο Σέλιρ’χοκ, εμφατικά. «Περίμενε.» Και, κλείνοντας τα μάτια, άρθρωσε πάλι λόγια στη γλώσσα της μαγείας. Οι κρύσταλλοι στο ραβδί του φώτισαν σχεδόν σαν ενεργειακές λάμπες· τα κυκλώματα επάνω του κοκκίνισαν, σαν να ήταν έτοιμα να διαλυθούν.
Καμια κουκίδα δεν παρουσιάστηκε στα μικροσκοπικά κάτοπτρα.
Ο Σέλιρ άνοιξε τα μάτια. Ιδρώτας κυλούσε στο κατάμαυρο μέτωπό του. «Δεν είναι εκεί που ήταν, Μάρθα… ούτε κάπου γύρω μας. Αν είναι ζωντανός πρέπει να βρίσκεται πολύ μακριά – ή κάτι μού τον κρύβει.»
«Ή οι γαμιόληδες τον καθάρισαν!» φώναξε η Μάρθα. «Πηγαίνουμε να τους βρούμε – τώρα!» Χωρίς να βάλει τις μπότες της, έτρεξε στη μπροστινή μεριά του οχήματος. «Φύγε από τη μέση!» είπε στον Σθένελο, χτυπώντας τον στο κεφάλι.
«Ε!» διαμαρτυρήθηκε εκείνος καθίζοντας στη θέση του συνοδηγού.
Η Μάρθα κάθισε πίσω από το τιμόνι. «Σέλιρ,» είπε, «κάνε το ξόρκι σου!»
«Πού σκοπεύεις να μας πας;» τη ρώτησε η Άνμα.
«Στο γαμημένο Ναό τους, πού αλλού;»
«Αν όντως τον σκότωσαν,» είπε ο Σθένελος γυρίζοντας για να κοιτάξει όσους ήταν πίσω, «η Μάρθα έχει κάποιο δίκιο…» Ήταν φανερά σαστισμένος, σα να μη μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί.
Ο Σέλιρ’χοκ είπε: «Δε νομίζω να τον σκότωσαν–»
«Είναι τρελοί, Σέλιρ!» γρύλισε η Μάρθα. «Τώρα, κάνε–!»
«Θα το κάνω,» τη διέκοψε εκείνος. «Όπως και νάχει, πρέπει να πάμε να τους βρούμε ύστερα από τούτο.» Και, καθίζοντας σωστά στη θέση του ενεργειακού κέντρου, ξεκίνησε τη Μαγγανεία Κινήσεως.
*
Ο Κροκόδειλος σταμάτησε απότομα μπροστά στην είσοδο του Υπεραιώνιου, με τους έξι τροχούς του να τινάζουν λάσπες και νερά γύρω του, μέσα στη νύχτα και στη βροχή.
Η πόρτα του οδηγού άνοιξε και η Μάρθα πήδησε έξω, κρατώντας δύο πιστόλια και σημαδεύοντας τους Ιερούς Φρουρούς εκατέρωθεν της διπλής πόρτας του Ναού.
«Πείτε στον γαμιόλη τον αρχιερέα σας να βγει έξω, τώρα, αλλιώς θα σας καθαρίσω και τους δύο!»
Εκείνοι δεν έκαναν ούτε μία αβέβαιη κίνηση. Ο ένας τράβηξε το σπαθί του από την πλάτη του, κι ο άλλος έπιασε την καραμπίνα από τη ζώνη του, φωνάζοντας: «Μετά χαράς θα πεθάνουμε για τον Ύψιστο Πατέρα και τον Υπεραιώνιο!»
«Φανατικοί καριόληδες! Πείτε του να βγει έξω, προτού βάλω το όχημά μου μέσα και σας πατήσω όλους!»
Εν τω μεταξύ, οι υπόλοιποι επαναστάτες είχαν βγει από τον Κροκόδειλο – χωρίς να κρατάνε όπλα, αλλά και χωρίς να έχουν τα χέρια τους μακριά από τα πιστόλια τους.
«Η φίλη μας είναι αναστατωμένη,» είπε ο Σέλιρ’χοκ στου Ιερούς Φρουρούς, βαδίζοντας για να σταθεί μπροστά από τη Μάρθα, «γιατί φοβάται ότι ίσως ο Ύψιστος Πατέρας να σκότωσε τον Γεράρδο.»
«Αν ο Ύψιστος Πατέρας σκότωσε τον Γεράρδο, αυτό είναι ένα θέμα που αφορά μονάχα τον Ύψιστο Πατέρα και τον Θεό,» αποκρίθηκε ο Φρουρός με το σπαθί.
«Παρ’όλ’αυτά, θα θέλαμε να μάθουμε αν ο Γεράρδος είναι ακόμα ζωντανός,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Μπορούμε να το μάθουμε αυτό, ή όχι;»
Η διπλή πόρτα του Υπεραιώνιου άνοιξε ξαφνικά, παρουσιάζοντας τον Ουβέρτο, τον Τζοσελίνο, και τον Οσβάλδο. Κι οι τρεις τους θύμιζαν άγρια θηρία, από τη στάση τους (ήταν σαν έτοιμοι να χιμήσουν και να δαγκώσουν) αλλά κι από μια αόρατη, ψυχική δύναμη που εξέπεμπαν. Δεν την έβλεπες, όμως δεν μπορούσες και ν’αμφιβάλεις για την ύπαρξή της.
Τρεις ιερείς στην είσοδο του Υπεραιώνιου, στην κορυφή των έξι μεγάλων πέτρινων σκαλοπατιών. Τρία κυνηγόσκυλα, μανιασμένα, διψασμένα για αίμα, επιθετικά.
«Τι σύμπτωση,» είπε ο Ουβέρτος. «Επάνω που ο Γεράρδος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, παρουσιάστηκαν οι υποτακτικοί του με όπλα στα χέρια.»
«Δεν έχουμε όπλα,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ.
«Αυτή έχει.» Το βλέμμα του Τζοσελίνου ήταν εστιασμένο στη Μάρθα.
Ο Σέλιρ’χοκ δεν μπήκε στον κόπο να της πει να θηκαρώσει τα πιστόλια της, γιατί ήξερε πως δεν θα το έκανε. «Νομίζει ότι σκοτώσατε τον Γεράρδο.»
«Προσπαθείτε να μας καθυστερήσετε!» γρύλισε ο Οσβάλδος.
Στα χέρια τους, οι τρεις ιερείς κρατούσαν σπαθιά και καραμπίνες. Ήταν έτοιμοι για μάχη… ή για κυνήγι.
«Για ποιο λόγο;» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Απλά θέλουμε να μάθουμε αν ο Γεράρδος είναι ζωντανός· και ο Αδελφός σου είπε ότι… εξαφανίστηκε.»
«Εσείς τον κλέψατε!» τους κατηγόρησε ο Οσβάλδος. «Με κάποιο τέχνασμα.»
«Αν τον είχαμε κλέψει εμείς, θα ήμασταν τώρα πολύ μακριά από εδώ. Όχι, δεν τον κλέψαμε. Διαπιστώσαμε, όμως, ότι έχει εξαφανιστεί–»
«Πώς;»
«Με τη μαγεία μου. Μ’ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Το σήμα του Γεράρδου έπαψε να φαίνεται στους καθρέφτες μου.» Ο Σέλιρ’χοκ ανασήκωσε το ραβδί του, σαν να ήθελε να τους δείξει σε ποιους καθρέφτες αναφερόταν. «Τρεις εξηγήσεις μπορεί να υφίστανται γι’αυτό: Ή είναι νεκρός, ή κάτι μπλοκάρει το ξόρκι μου, ή ξαφνικά μεταφέρθηκε πολύ, πολύ μακριά.»
«Δεν είναι νεκρός,» τον διαβεβαίωσε ο Ουβέρτος. «Όχι απ’όσο ξέρουμε, τουλάχιστον. Τον είχαμε σ’ένα κελί – κι εξαφανίστηκε!»
«Τι πάει να πει ‘εξαφανίστηκε’;» φώναξε η Μάρθα.
«Δεν ήταν πια εκεί! Και οι δύο Φρουροί που στέκονταν απέξω δεν τον είδαν να φεύγει. Δεν είδαν την πόρτα ν’ανοίγει. Και δεν υπήρχε καμια άλλη έξοδος από το κελί· ούτε καν ένα στενό παράθυρο.»
«Προσπαθείς να μας δουλέψεις; Προσπαθείς να μας τουμπάρεις, ότι ο Γεράρδος έγινε καπνός;» Η Μάρθα σημάδεψε τον Ουβέρτο και με τα δύο πιστόλια της.
«Εξαφανίστηκε,» είπε ο Τζοσελίνος. «Αυτό συνέβη. Πήγαμε να του δώσουμε φαγητό και τότε αντιληφθήκαμε την απουσία του.»
Ο Σέλιρ’χοκ κοίταξε τη Μάρθα με τις άκριες των ματιών του. «Δε νομίζω ότι λένε ψέματα.»
«Ούτε κι εγώ,» είπε η Άνμα’ταρ, πίσω από τη Μάρθα.
«Πιστεύετε αυτές τις μαλακίες, ότι εξαφανίστηκε;»
«Δε φαίνεται να υπάρχει άλλη εξήγηση,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ.
«Εκτός αν τον καθάρισαν οι πούστηδες!»
Ο Σέλιρ κούνησε το κεφάλι. «Δε θα ήταν τόσο αναστατωμένοι αν τον είχαν καθαρίσει.»
«Θα ήταν, αν ερχόμουν εγώ εδώ πέρα.»
«Δε νομίζω ότι σε φοβούνται, Μάρθα.»
Η Μάρθα, αν και εξοργισμένη με την όλη ιστορία, όφειλε να παραδεχτεί ότι ο μάγος είχε δίκιο. Πράγματι, οι ιερείς δεν φαινόταν να τη φοβούνται. Ούτε και οι Ιεροί Φρουροί. Παρότι οι τελευταίοι φορούσαν κλειστά κράνη που έκρυβαν τα πρόσωπά τους, δεν χρειαζόταν η Μάρθα να δει την όψη τους για να καταλάβει ότι ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν αν χρειαζόταν. Τέτοιοι άνθρωποι δεν κάνουν κόλπα, και δεν λένε ψέματα. Δεν τους ενδιαφέρει.
Τι σκατά έγινε, τότε;
Κατέβασε τα πιστόλια της, αλλά δεν τα θηκάρωσε. Είπε στον Σέλιρ’χοκ: «Κάνε πάλι το ξόρκι σου. Δες μήπως είναι κάπου εδώ κοντά.»
Εκείνος δεν έφερε αντίρρηση· άρχισε να αρθρώνει τα λόγια.
Οι τρεις ιερείς κινήθηκαν. Έφυγαν από την είσοδο του Υπεραιώνιου, κατεβαίνοντας τα έξι ψηλά σκαλοπάτια μ’ένα σάλτο, και έτρεξαν, με μεγάλα πηδήματα, προς τα δυτικά και προς τ’ανατολικά: δύο από εδώ κι ένας από εκεί: ο Τζοσελίνος και ο Οσβάλδος, και ο Ουβέρτος μόνος του.
«Πού πάνε αυτοί οι παλαβοί;» έκανε η Μάρθα, ξαφνιασμένη.
«Να κυνηγήσουν τον Γεράρδο,» είπε η Άνμα, «σε περίπτωση που είναι κάπου κοντά.»
Η Μάρθα μόρφασε αποδοκιμαστικά, και περίμενε τον Σέλιρ να τελειώσει το ξόρκι του.
Μετά από λίγο, εκείνος είπε: «Δεν είναι εδώ, Μάρθα. Ή, αν είναι, κάτι μού τον κρύβει.»
Ένας ξερός άνεμος φυσούσε, σφυρίζοντας.
Φέρνοντας άμμο στο πρόσωπο του άντρα που ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα με τα μάτια κλειστά.
Τα μάτια του άνοιξαν. Στένεψαν, ξαφνιασμένος καθώς ήταν που είδε γαλανό ουρανό από πάνω του.
Ο Γεράρδος ανασηκώθηκε, κοιτάζοντας γύρω του, την ερημιά, με απορία. Πέτρες και άμμος, προς κάθε κατεύθυνση.
Ονειρευόταν; Έβλεπε στον ύπνο του την άλλη διάσταση; Ατενίζοντας όμως τον ουρανό, μπορούσε εύκολα να συμπεράνει ότι δεν ήταν εκεί: ο ήλιος ήταν αυτός της Χάρνταβελ.
Είμαι στη Νεκρή Γη. Στο κέντρο του Κεντροδάσους. Στο κέντρο της Χάρνταβελ. Στον τόπο όπου, κάποτε, ο Θεός είχε ρίξει φωτιά.
Πώς μπορούσε, όμως, να βρίσκεται στη Νεκρή Γη; Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ότι βρισκόταν στον Πύργο της Απομόνωσης, κλεισμένος σ’ένα κελί χωρίς ούτε ένα παράθυρο. Και ο χάρτης είχε δημιουργηθεί μέσα στο μυαλό του… ο χάρτης που υποδήλωναν τα σημεία των εισβολών…
Ονειρεύομαι;
Ο Γεράρδος σηκώθηκε όρθιος, ακούγοντας τον ξερό άνεμο να σφυρίζει γύρω του. Όχι, δεν ονειρευόταν. Όλα τούτα ήταν πολύ αληθινά για να είναι όνειρο. Κάπως, είχε καταλήξει στη Νεκρή Γη, που οι νότιες παρυφές της βρίσκονταν πάνω από εκατό χιλιόμετρα απόσταση από τον Υπεραιώνιο.
Με έφεραν εδώ ενώ κοιμόμουν; Αποκλείεται. Η μόνη λογική εξήγηση – και, συγχρόνως, τελείως παράλογη – ήταν ότι είχε κοιμηθεί μέσα στο κελί του, στον Πύργο της Απομόνωσης, και είχε ξυπνήσει σε τούτο το μέρος.
Ο νοητικός χάρτης… Όλ’αυτά είχαν συμβεί επειδή είχε φέρει εκείνο τον νοητικό χάρτη στο μυαλό του. Ήταν σαν η ψυχή του να είχε ταξιδέψει κάπου αλλού· και το σώμα του… δεν αισθανόταν πια το σώμα του. Ναι, αυτή ήταν η τελευταία του ανάμνηση. Δεν αισθανόταν πια το σώμα του. Είχε τρομοκρατηθεί, και είχε… πέσει. Και μετά, τίποτα.
Μετά, είχε ξυπνήσει και ήταν εδώ, στη Νεκρή Γη.
Ο Γεράρδος κοίταξε και δε δυσκολεύτηκε να βρει την ανατολή. Ο ήλιος φαινόταν να ξεπροβάλλει από εκεί. Δεν μπορούσε, όμως, πουθενά να δει το Κεντροδάσος. Αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν κάπου στις παρυφές της μεγάλης ερημιάς, αλλά στα βάθη της.
Και δεν είχε μαζί του καθόλου τρόφιμα. Ούτε εξοπλισμό.
Για μια στιγμή, έπαψε να σκέφτεται και άφησε τον εαυτό του να διαισθανθεί τις εισβολές. Μία από αυτές βρισκόταν βόρεια από εδώ, πολύ μακριά. Μία άλλη ήταν στα ανατολικά, επίσης πολύ μακριά. Μία τρίτη, η πιο κοντινή, μάλλον μέσα στην ερημιά, βρισκόταν στα νοτιοδυτικά.
Ο Γεράρδος συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να κρίνει, αν και στο περίπου, την απόσταση των εισβολών από τον εαυτό του. Πράγμα που πριν δεν μπορούσε να κάνει. Οι αισθήσεις του δεν ήταν τόσο ξεκάθαρες.
Αυτό, όμως, δεν τον βοηθούσε και πολύ να φύγει τώρα από τη Νεκρή Γη.
Δεν μπορώ να φύγω όπως ήρθα; Αν είχε έρθει εδώ φέρνοντας στο μυαλό του εκείνο τον νοητικό χάρτη, ίσως κατόρθωνε να φύγει με τον ίδιο τρόπο.
Ο Γεράρδος κάθισε στην άμμο, οκλαδόν, και έκλεισε τα μάτια. Διαισθάνθηκε τα σημεία των εισβολών, και σχημάτισε, μέσα στο νου του, τον χάρτη που αυτά υποδήλωναν. Τον χάρτη της Χάρνταβελ. Και τι έπρεπε να κάνει τώρα; Προσπάθησε να δηλώσει στον εαυτό του την επιθυμία του να μεταφερθεί εκεί όπου θεωρούσε πως ήταν η νότια άκρη του Κεντροδάσους, όχι πολύ μακριά από την Ερρίθια.
Δεν αισθάνθηκε καμια αλλαγή.
Άνοιξε τα μάτια του. Εξακολουθούσε να βρίσκεται στη μεγάλη ερημιά.
Πώς το είχε κάνει όσο ήταν στο κελί του, στον Πύργο της Απομόνωσης; Ποια ήταν η διαφορά; Υπήρχε κάποια διαφορά· το καταλάβαινε, μα δεν μπορούσε να την καθορίσει. Κατ’αρχήν, τότε που ήταν στο κελί δεν είχε καμια συγκεκριμένη επιθυμία να μεταφερθεί κάπου. Αυτό που είχε συμβεί είχε απλώς… συμβεί.
Ο Γεράρδος σηκώθηκε όρθιος πάλι. Καλύτερα ν’άρχιζε να βαδίζει. Δεν μπορούσε να μείνει εδώ ελπίζοντας ότι με κάποιο θαύμα θα εμφανιζόταν αλλού. Και, μην έχοντας τίποτα να χάσει, προχώρησε προς τα εκεί όπου διαισθανόταν την εισβολή στα νοτιοδυτικά.
*
Το πρωί, η βροχή είχε σταματήσει.
Η Μάρθα δεν είχε κοιμηθεί πολύ τη νύχτα, αλλά τελικά, φαίνεται, την είχε πάρει ο ύπνος μερικές ώρες πριν από τα ξημερώματα. Τώρα ξύπνησε, ξαπλωμένη επάνω στα δύο μπροστινά καθίσματα του Κροκόδειλου. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε αντίκρυ της την είσοδο του Υπεραιώνιου. Δύο Ιεροί Φρουροί στέκονταν εκατέρωθέν της, όπως και χτες βράδυ. Θα μπορούσαν να ήταν οι ίδιοι, έτσι όπως τα πρόσωπά τους ήταν κρυμμένα μέσα στα κλειστά κράνη τους.
Βρήκαν, άραγε, οι ιερείς τον Γεράρδο; Δεν το θεωρούσε πιθανό. Αφού ο Σέλιρ’χοκ δεν μπορούσε να τον εντοπίσει, αυτό σήμαινε ότι ήταν κάπου μακριά – όσο απίθανο κι αν έμοιαζε. Βασικά, ήταν απίθανο. Ήταν αδύνατο. Κάτι άλλο πρέπει να συνέβαινε. Κάτι πρέπει να έκρυβε τον Γεράρδο από τον μάγο.
Η Μάρθα κοίταξε πίσω και είδε ότι οι άλλοι κοιμόνταν. Εκτός από τη Βατράνια που είχε την τελευταία βάρδια.
«Ξύπνησέ τους,» της είπε η Μάρθα. «Πρέπει να μιλήσουμε.»
Η Βατράνια, μοιάζοντας πολύ κουρασμένη και βαριεστημένη για να διαφωνήσει ή να κάνει ερωτήσεις, ξύπνησε τους υπόλοιπους, τον έναν μετά τον άλλο, και σύντομα όλοι ήταν καθισμένοι στην πίσω μεριά του οχήματος τρώγοντας ένα πρόχειρο πρωινό.
«Προσπάθησε ξανά να τον βρεις, Σέλιρ,» ζήτησε η Μάρθα. Δεν χρειαζόταν να εξηγήσει ποιον εννοούσε.
Ο Σέλιρ’χοκ προσπάθησε αλλά, όπως και τις προηγούμενες φορές, τίποτα δεν παρουσιάστηκε στα κάτοπτρα του ραβδιού του.
«Τι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Σθένελος. «Θα φύγουμε από δω χωρίς τον Γεράρδο; Ο Γεράρδος ήταν ο οδηγός μας στη Χάρνταβελ.»
Κανένας δεν είχε να του δώσει απάντηση αμέσως, και προτού κάποιος μιλήσει είδαν Ιερούς Φρουρούς να συγκεντρώνονται έξω από το όχημά τους· κι ανάμεσά τους ήταν ο Ύπατος.
«Τι σκατά θέλουν;» είπε η Μάρθα.
«Ανοίξτε μας!» φώναξε ο Γουλιέλμος.
«Γιατί;» τον ρώτησε η Άνμα’ταρ από ένα παράθυρο του Κροκόδειλου.
«Για να δούμε ότι είπατε αλήθεια χτες στους Μεγάλους Πατέρες – ότι, πράγματι, δεν κρύβετε τον Γεράρδο.»
«Μας δουλεύει;» μούγκρισε η Μάρθα.
«Ας τους ανοίξουμε,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Θα δουν ότι ο Γεράρδος δεν είναι εδώ.»
Η Βατράνια άνοιξε την πίσω πόρτα του οχήματος, και ο Γουλιέλμος μπήκε μαζί με τρεις από τους Ιερούς Φρουρούς. Τα μάτια τους κοίταξαν τον χώρο ερευνητικά, καθώς βημάτιζαν μέσα στο όχημα.
«Αν ήταν εδώ θα τον βλέπατε,» είπε η Μάρθα. «Λέτε να τον μεταμορφώσαμε σε καρφίτσα;»
Ο Ύπατος στράφηκε να την ατενίσει. «Δεν γνωρίζετε, λοιπόν, πού μπορεί να βρίσκεται;»
Η Μάρθα αισθάνθηκε την παρόρμηση να του πει αμέσως την αλήθεια, και δε δίστασε: «Όχι, δεν ξέρουμε πού είναι. Εδώ εσείς δεν ξέρετε, που τον είχατε κλειδωμένο σ’ένα κελί!»
Ο Γουλιέλμος βγήκε από τον Κροκόδειλο ακολουθούμενος από τους Ιερούς Φρουρούς. Στρεφόμενος στους επαναστάτες, κοιτάζοντάς τους μέσα από την ακόμα ανοιχτή πίσω πόρτα, πρόσταξε: «Βγείτε από το όχημα.»
Η Μάρθα είδε τους Φρουρούς ολόγυρα να βάζουν τα χέρια τους στα όπλα τους.
«Ποιος ο λόγος;» ρώτησε η Άνμα’ταρ.
«Βγείτε από το όχημα,» επανέλαβε ο Γουλιέλμος, και οι επαναστάτες αισθάνθηκαν ότι έπρεπε να τον υπακούσουν, ότι αυτό ήταν το σωστό. Ωστόσο, κανένας τους δεν κινήθηκε, γνωρίζοντας καλά πλέον τα κόλπα των ιερέων της Χάρνταβελ.
Ύστερα, απότομα, γρήγορα, η Άνμα’ταρ έκανε δύο μεγάλες δρασκελιές για να πιάσει τα φύλλα της διπλής πίσω πόρτας του οχήματος και να την κλείσει. «Φεύγουμε – αμέσως!» είπε στους άλλους.
Η Μάρθα είδε τους Ιερούς Φρουρούς έξω απ’τον Κροκόδειλο να πιάνουν τις καραμπίνες τους.
Ο Σέλιρ’χοκ κάθισε στο ενεργειακό κέντρο του οχήματος υφαίνοντας τη Μαγγανεία Κινήσεως. Η Βατράνια πήδησε στη θέση του οδηγού προτού η Μάρθα – πολύ κουρασμένη από την αϋπνία – προλάβει να κινηθεί.
Οι Ιεροί Φρουροί ύψωσαν τις καραμπίνες τους και πυροβόλησαν, καθώς οι επαναστάτες έσκυβαν μέσα στο όχημα. Σφαίρες εξοστρακίστηκαν στο θωρακισμένο περίβλημα του Κροκόδειλου· ένα αλεξίσφαιρο τζάμι ράγισε. Η Βατράνια πάτησε το πετάλι, μόλις η μαγγανεία του Σέλιρ’χοκ είχε ολοκληρωθεί, και οι τροχοί του οχήματος μπήκαν σε κίνηση. Ένας Ιερός Φρουρός – που ήταν πολύ ηλίθιος ή φανατικός για να πεταχτεί στο πλάι – πατήθηκε και πέθανε ουρλιάζοντας.
Η Βατράνια έστριψε το όχημα προς τα νότια. Και επιτάχυνε.
Η Μάρθα είδε πίσω τους τον Ύπατο να τους ατενίζει παγερά καθώς οι Ιεροί Φρουροί γύρω του πυροβολούσαν ανώφελα. «Ήθελε να μας φυλακίσει, ο καριόλης, παρότι είδε ότι δεν έχουμε τον Γεράρδο.»
«Σκεφτόταν, ίσως, ότι ο Γεράρδος μπορεί να ερχόταν για εμάς,» είπε η Άνμα’ταρ. «Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.»
Η Βατράνια έβγαλε το όχημά τους από το μονοπάτι και έστριψε ανατολικά, στις παρυφές του Κεντροδάσους, γιατί, αν συνέχιζαν να πηγαίνουν νότια, θα κατέληγαν στην Ερρίθια, όπου ο Παντοκρατορικός Επόπτης σίγουρα δεν θα τους είχε ξεχάσει.
*
Σταμάτησαν τον Κροκόδειλο σ’ένα σκιερό μέρος των δασών που θεωρούσαν ασφαλές, ώστε να μπορέσουν να μιλήσουν και να πάρουν κάποιες αποφάσεις.
«Ο Γεράρδος πρέπει, κάπως, να δραπέτευσε και να έφυγε,» είπε η Μάρθα. «Να πήγε μακριά.»
«Πολύ μακριά και πολύ γρήγορα, όμως,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Το ξόρκι μου, ενισχυμένο από τους κρυστάλλους, είχε ακτίνα επίδρασης κάποιων χιλιομέτρων.»
«Μπορεί να έτρεξε. Μπορεί να μην τον πρόλαβες για μερικές δεκάδες μέτρα μόνο.»
Η Βατράνια είπε: «Αν όμως δραπέτευσε από τον Ναό, τότε γιατί δεν ήρθε νότια, σ’εμάς;»
«Μπορεί να μην ήξερε ότι είμαστε νότια,» αποκρίθηκε η Μάρθα.
«Και πού θα είχαμε πάει; Βόρεια, μέσα στο δάσος; Αν ο Γεράρδος είχε δραπετεύσει, το λογικό είναι ότι θα είχε έρθει νότια για να μας βρει.»
Η Μάρθα ήξερε πως η Βατράνια είχε δίκιο – αυτό ήταν, όντως, το λογικό – αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. «Κι αν δεν δραπέτευσε, τι συνέβη τότε; Είναι ακόμα μέσα στο Ναό; Θα ερχόταν ο Ύπατος να μας συλλάβει αν είχε τον Γεράρδο φυλακισμένο;»
«Σίγουρα,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «ο Γεράρδος δεν είναι φυλακισμένος. Το ερώτημα είναι πού βρίσκεται.»
«Και πώς δραπέτευσε,» πρόσθεσε ο Σθένελος. «Αν ανακαλύπταμε πώς δραπέτευσε, ίσως ανακαλύπταμε, συγχρόνως, και πού βρίσκεται.»
«Μπορεί να υπήρχε κανένα κρυφό πέρασμα στο κελί του, καμια τρύπα…» είπε η Βατράνια.
«Δε νομίζω ότι αυτό θα το είχαν παραβλέψει οι ιερείς,» διαφώνησε η Άνμα’ταρ. «Μοιάζει ανόητο, και δεν μου φαίνονται ανόητοι.»
Η Μάρθα αναστέναξε. «Δεν έχει νόημα να καθόμαστε και να υποθέτουμε διάφορα. Κάτι πρέπει να κάνουμε για να βρούμε τον Γεράρδο!»
«Εντάξει,» είπε η Βατράνια. «Ας πούμε, λοιπόν, ότι, με κάποιον τρόπο, βγήκε από τη φυλακή του. Πού θα πήγαινε λογικά; – εκτός απ’το να έρθει να βρει εμάς.»
Για λίγο, κανένας δεν μπορούσε ν’απαντήσει.
Μετά, ο Σθένελος είπε: «Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε, νομίζω, είναι να πάμε να βρούμε κάποιον άλλο που ξέρει καλά τη Χάρνταβελ.»
*
Παρότι φθινόπωρο, ο ήλιος ήταν δυνατός πάνω από τη Νεκρή Γη. Ειδικά τώρα, το μεσημέρι. Ο Γεράρδος βάδιζε παραπατώντας. Διψώντας. Δεν είχε βρει πουθενά νερό για να πιει. Μονάχα άμμος και πέτρες απλώνονταν γύρω του. Και το μοναδικό ορόσημο που είχε ήταν η αίσθηση της εισβολής στα νοτιοδυτικά. Την αισθανόταν πιο κοντά, ολοένα και πιο κοντά, αλλά δεν είχε φτάσει ακόμα εκεί. Κι όταν έφτανε δεν ήταν βέβαιος ότι θα έβρισκε νερό.
Είδε έναν μεγάλο βράχο και κάθισε κάτω από τη σκιά του για να ξαποστάσει. Αναρωτήθηκε, γι’ακόμα μια φορά, μήπως όλα τούτα δεν ήταν παρά ένα όνειρο. Αλλά, όχι, δεν μπορεί. Ήταν αληθινά.
Τι θα είχε γίνει, ώς τώρα, στον Υπεραιώνιο; Οι ιερείς σίγουρα θα είχαν αντιληφτεί την απουσία του. Και οι σύντροφοί του; Η Μάρθα; Τι θα έκαναν; Αν έχουν μάθει ότι εξαφανίστηκα, θα με αναζητούν. Και ο Γουλιέλμος ίσως να νομίζει πως αυτοί με πήραν από τον Πύργο της Απομόνωσης. Ίσως να βάλει τους Ιερούς Φρουρούς και τους ιερείς να τους κυνηγήσουν. Μπορεί τα πάντα να είχαν μπλεχτεί πολύ άσχημα, χωρίς τη θέλησή του. Κι εγώ υποτίθεται πως ήμουν ο οδηγός τους στη Χάρνταβελ… Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος μ’έστειλε για να τους οδηγήσω… Γιατί τότε είχε την αίσθηση ότι δεν υπήρχε πρόβλημα που ο Ύπατος θα τον φυλάκιζε; Γιατί είχε πρόθυμα φυλακιστεί; Το ήξερε, βαθιά μέσα του, ότι θα εξαφανιζόταν; Μα, και που είχε εξαφανιστεί, πάλι προβλήματα σίγουρα θα είχαν δημιουργηθεί. Εκτός αν είχα καταφέρει να εξαφανιστώ από το κελί μου και να εμφανιστώ κοντά στη Μάρθα και τους άλλους. Αλλά δεν το είχε καταφέρει αυτό· είχε εμφανιστεί μες στη μέση της Νεκρής Γης, και δεν ήξερε πώς να φύγει από εδώ με τον ίδιο τρόπο.
Ακουμπώντας την πλάτη του στη μεγάλη πέτρα, εξουθενωμένος από την πεζοπορία του μέσα στην ερημιά, κοιμήθηκε. Και ονειρεύτηκε
ένα μεγάλο δωμάτιο
που η οροφή του φτάνει ψηλά
χάνεται στο σκοτάδι
και στο πάτωμά του άμμος απλώνεται.
Οι άκριές του μόλις και μετά βίας είναι ορατές.
Ο Γεράρδος σηκώνεται από κάτω και βαδίζει, πλησιάζοντας μια έξοδο. Μια σκάλα. Οι τοίχοι είναι καμωμένοι από διάφορα υλικά καθώς κατεβαίνει: πέτρα, ξύλο, φως, χέρια, μάτια, χώμα… Και τα σκαλοπάτια, από τα ίδια αλλόκοτα υλικά είναι φτιαγμένα. Ο Γεράρδος φτάνει κάτω, σ’ένα δωμάτιο πολύ μικρότερο από το προηγούμενο αλλά γεμάτο κόσμο. Κανείς δεν τον προσέχει καθώς βαδίζει ανάμεσά τους, σαν να είναι αόρατος. Τα λόγια τους – αποσπάσματα από τις κουβέντες τους – έρχονται απόμακρα στ’αφτιά του παρότι βρίσκεται δίπλα τους. Ομίχλες τυλίγουν τα πρόσωπά τους, οι οποίες διαλύονται μόνο όταν τους κοιτάζει με μεγάλη προσοχή.
Φτάνει σ’ένα κρεβάτι επάνω στο οποίο είναι ξαπλωμένος ένας πορφυρόδερμος άντρας με μουστάκι και σκούρα μπλε μαλλιά. Στο μέτωπό του υπάρχει μια παλιά ουλή.
Εδμόνδε… Ο Γεράρδος αγγίζει τον ώμο του τροβαδούρου, κι εκείνου τα μάτια αμέσως ανοίγουν.
Γεράρδε; Στην αρχή είναι ξαφνιασμένος· μετά χαμογελά. Ελπίζω αυτή τη φορά, όταν ξανασυναντηθούμε, να θυμάσαι ότι ήρθες να με βρεις, φίλε μου.
Ο Γεράρδος τού επιστρέφει το χαμόγελο, αν και βεβιασμένα, γιατί δεν το αισθάνεται. Δεν ξέρω πότε θα συναντηθούμε. Έρχονται όμως κάποιοι να σε αναζητήσουν. Πες τους ότι είμαι καλά. Πες τους να με περιμένουν στην Ερρίθια, μαζί σου.
Ποιοι θα έρθουν, Γεράρδε; Και πού είσαι εσύ;
Αλλά ο Εδμόνδος είναι, ξαφνικά, πολύ μακριά και ο Γεράρδος δεν μπορεί να του απαντήσει.
Ομίχλη
στο πρόσωπό του τροβαδούρου
Το όνειρο
σκορπίζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις
σαν κομμάτια από ξύλο, πέτρα, σάρκα, σκέψη, φως, σκοτάδι
(κάθε ύλη)
άφησε τον Γεράρδο να ξυπνήσει.
Ανοίγοντας τα μάτια του, είδε τη Νεκρή Γη πάλι. Και ήταν βέβαιος πως κάτι είχε ονειρευτεί. Αλλά δεν θυμόταν τι.
*
Ο Εδμόνδος ο Βοριάς είχε επιστρέψει στον Σιδερένιο Ξένο ύστερα από τη διάσωση της Βατράνιας και είχε μείνει εκεί τις επόμενες ημέρες, τραγουδώντας τα τραγούδια του και λέγοντας τις ιστορίες του. Η Ιζαμπώ και η Ισαβέλλα χόρευαν και έκαναν παράσταση για το κοινό.
Ο Νάρθιελ, ο πανδοχέας του Σιδερένιου Ξένου, ήταν ευχαριστημένος. Ο κόσμος που ερχόταν ήταν πολύς, και τα έσοδα ικανοποιητικά. Ειδικά τώρα, που η Ανατολική Αγορά είχε κλείσει εξαιτίας αυτού του παράξενου δάσους, όλοι που ήθελαν να εμπορευτούν μαζεύονταν στη Δυτική Αγορά, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι ταβέρνες και τα πανδοχεία εδώ να έχουν παραπάνω από αρκετή πελατεία.
Στην αρχή, μετά από την επίθεση των επαναστατών για να σώσουν τη Βατράνια, ο Εδμόνδος δεν ήταν απόλυτα βέβαιος ότι οι πράκτορες της Παντοκράτειρας δεν θα τον είχαν υποψιαστεί. Φοβόταν ότι, επιστρέφοντας στο πανδοχείο, ίσως να τους έβρισκε να τον περιμένουν. Είχε, φυσικά, πάρει όλα τα μέτρα για να μην τον καταλάβουν, αλλά τους Παντοκρατορικούς δεν ήταν κανείς να τους υποτιμά, ποτέ. Έτσι, παρά την εμπειρία του ως επαναστάτης της Χάρνταβελ, ο Εδμόνδος είχε κάποια αγωνία· και περισσότερο ανησυχούσε για την Ιζαμπώ και την Ισαβέλλα παρά για τον εαυτό του. Εκείνος είχε ζήσει τη ζωή του όπως ήθελε, είχε περάσει από τόσα· αν ήταν η ώρα του τώρα να πεθάνει, ας ήταν. Αλλά οι δύο κοπέλες ήταν ακόμα πολύ μικρές.
Τελικά, όμως, οι Παντοκρατορικοί δεν τους ενόχλησαν καθόλου, ούτε αυτόν ούτε εκείνες. Δεν πρέπει να είχαν την παραμικρή υποψία ότι ο Εδμόνδος ο Βοριάς είχε βοηθήσει στη διάσωση της Βατράνιας. Και τις ημέρες που ακολούθησαν, στον Σιδερένιο Ξένο λέγονταν ένα σωρό ιστορίες γι’αυτό το επεισόδιο. Τόσες όσες και για την παρουσία του παράξενου δάσους στην Ανατολική Αγορά. Ή, μάλλον, περισσότερες.
—Ήταν κατάσκοπος της Επανάστασης αυτή η γυναίκα, και άνθρωποι του Πρίγκιπα της Απολλώνιας ήρθαν και την πήραν. Δεν είδατε τι όχημα είχαν; Τέτοια πράματα δεν υπάρχουν εδώ!
—Είναι σημάδι ότι πλησιάζει ο καιρός να διώξουμε την Παντοκράτειρα από τη Χάρνταβελ. Πρώτα αυτό το δάσος στην Ανατολική Αγορά – η Οργή του Θεού! – και λίγο μετά, αυτά τα γεγονότα. Οι ιερείς μας το έκαναν! Αυτοί έσωσαν τη γυναίκα!
—Μ’ένα τέτοιο επεισόδιο μονάχα δεν γίνεται ξεσηκωμός· χρειάζεται οργάνωση. Η γυναίκα αυτή που θέλανε να κρεμάσουν πρέπει να προσπαθούσε να οργανώσει κάποιους επαναστάτες μέσα στην Ερρίθια· και για να την έπιασαν σημαίνει ότι έχουν βρει και την εστία των άλλων. Μπορεί να μοιάζει με καλό αυτό που είδαμε, αλλά δεν ήταν!
…Και άλλες ιστορίες και διαφοροποιήσεις αυτών των ιστοριών.
Ο Εδμόνδος απαντούσε σ’όσους τον ρωτούσαν ότι δεν ήξερε τίποτα και ότι δεν ήταν καλό να κάθονται και να κάνουν τόσες πολλές υποθέσεις. Ή, τουλάχιστον, δεν ήταν καλό να τις λένε φωναχτά. Μπορεί να τραβούσαν την προσοχή των πρακτόρων της Παντοκράτειρας επάνω τους, και μπορεί να τους συλλάμβαναν χωρίς λόγο.
Απόψε, ευτυχώς, κανένας δεν έλεγε τίποτα για τη διάσωση της Βατράνιας – ή, μάλλον, της «μυστηριώδους κατασκόπου», όπως την ήξεραν. Παραδίπλα, όμως, ήταν κάποιοι που τσακώνονταν σχετικά με το τι μπορεί να ήταν το παράξενο δάσος που είχε παρουσιαστεί στην Ανατολική Αγορά. Μιλούσαν χαμηλόφωνα για να μην παρεμβαίνουν στο απαλό τραγούδι που έπαιζε ο Βοριάς με το λαγούτο του, αλλά παρ’όλ’αυτά ακούγονταν. Η Ιζαμπώ και Ισαβέλλα τραγουδούσαν εναλλάξ· οι μελωδικές τους φωνές αντηχούσαν στη μεγάλη τραπεζαρία του πανδοχείου. Τα δάχτυλα του Εδμόνδου κινούνταν επιδέξια επάνω στο λαγούτο του, με μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία – είχε παίξει αυτό το τραγούδι εκατοντάδες φορές, χιλιάδες ίσως – αλλά το μυαλό του ήταν αλλού. Σ’ένα όνειρο που είχε δει το μεσημέρι. Ένα παράξενο όνειρο με τον Γεράρδο. Πιο παράξενο από εκείνο την προηγούμενη φορά. Θα μπορούσε να μην ήταν και τίποτα, βέβαια. Θα μπορούσε απλά να ήταν κάτι που είχε βγει από το μυαλό του Εδμόνδου, από την ανησυχία του για τον Γεράρδο, τη Βατράνια (την οποία είχε συμπαθήσει πολύ, όσο είχαν συνταξιδέψει), και τους υπόλοιπους. Ο Γεράρδος είχε ζητήσει από τον Εδμόνδο, στο όνειρό του, να πει σ’αυτούς που θα έρχονταν να τον βρουν ότι ήταν καλά και ότι θα τους συναντούσε στην Ερρίθια.
Μα, ποιοι μπορεί να έρθουν να με βρουν; Και τι μπορεί να ξέρουν για τον Γεράρδο; Ο Εδμόνδος ήταν προβληματισμένος. Αν παρουσιάζονταν κάποιοι άγνωστοι και τον ρωτούσαν, ποια θα ήταν η θέση του; Θα έπρεπε να τους εμπιστευτεί εξαιτίας και μόνο ενός συγκεχυμένου ονείρου; Πιθανώς να ήταν και πράκτορες της Παντοκράτειρας, στο κάτω-κάτω. Θεέ μου, δώσε μου διαύγεια ν’αποφασίσω σωστά.
Καθώς έπαιζε το λαγούτο του μέσα στο βράδυ, παρατηρούσε την εξώπορτα του πανδοχείου, κι έβλεπε ποιοι έμπαιναν και ποιοι έβγαιναν. Μέχρι στιγμής, κανένας δεν τον είχε πλησιάσει για να του μιλήσει. Όποιους κι αν εννοούσε ο Γεράρδος δεν είχαν ακόμα έρθει. Και ίσως ποτέ να μην έρθουν. Από μια άποψη, αυτό θα ήταν το καλύτερο. Ο Εδμόνδος δεν θα είχε να πάρει μια δύσκολη απόφαση· γιατί, και πάλι, φοβόταν για την Ιζαμπώ και την Ισαβέλλα. Αν έρθει εδώ ένας πράκτορας της Παντοκράτειρας και με ρωτήσει για τον Γεράρδο– Μα δεν ήταν, όμως, δυνατόν ένας πράκτορας της Παντοκράτειρας να ήξερε για το όνειρό του ώστε να προσπαθήσει να τον ξεγελάσει βάσει αυτού. Επομένως…
Ο Εδμόνδος έπαψε να το σκέφτεται. Βλέποντας και κάνοντας, είπε στον εαυτό του. Αλλιώς θα τρελαθούμε.
Πλησίαζε στο τέλος του τραγουδιού του όταν η εξώπορτα του Σιδερένιου Ξένου άνοιξε και τέσσερις ταξιδιώτες μπήκαν. Φορούσαν όλοι τους κάπες και κουκούλες, αλλά ο Εδμόνδος τούς ήξερε και μπορούσε να τους αναγνωρίσει. Αυτοί είναι!
Χωρίς να δείξει βιασύνη, τελείωσε το τραγούδι του και υποκλίθηκε μπροστά στο κοινό του που τον χειροκροτούσε και πετούσε νομίσματα στο τραπέζι του. «Ευχαριστώ!» είπε χαμογελώντας. «Σας ευχαριστώ όλους!» Η Ισαβέλλα μάζευε τα νομίσματα – αρπάζοντας γρήγορα όσα πήγαιναν να κατρακυλήσουν στο πάτωμα και να χαθούν ανάμεσα στα πόδια των πελατών.
Όταν ο κόσμος ησύχασε και ο Εδμόνδος κι οι δύο χορεύτριες δέχτηκαν μια καράφα μπίρα κερασμένη από τον Νάρθιελ, ο τροβαδούρος γέμισε μια κούπα, ήπιε βαθιά, και είπε σιγανά στην Ιζαμπώ και στην Ισαβέλλα: «Τους είδατε αυτούς τους τέσσερις που μπήκαν πριν από λίγο και κάθονται τώρα εκεί που κοιτάζω;»
Οι δύο κοπέλες κοίταξαν προς τα εκεί όπου κοίταζε ο Εδμόνδος· ύστερα, έστρεψαν πάλι τα βλέμματά τους επάνω του. «Αυτοί πρέπει να είναι!» είπε η Ιζαμπώ.
«Ναι,» ένευσε ο Εδμόνδος, «αυτοί είναι. Αλλά κανονικά έπρεπε να ήταν έξι. Κάποιοι λείπουν – και ο ένας είναι ο Γεράρδος, νομίζω.»
«Γιατί ο Γεράρδος;» είπε η Ιζαμπώ.
«Ο Γεράρδος δε θα έφευγε!» τόνισε η Ισαβέλλα.
«Μπορεί να μην έφυγε οικειοθελώς, πάντως είναι κάπου αλλού.»
«Πώς το ξέρεις;» Η Ισαβέλλα μπορούσε να διακρίνει ότι ο Εδμόνδος δεν μιλούσε τυχαία.
«Το ξέρω· δεν έχει σημασία πώς.»
«Ποιος άλλος λείπει;» ρώτησε η Ισαβέλλα.
«Έτσι όπως τους βλέπω, η Βατράνια μάλλον. Και είναι λογικό να μην ήθελε να μπει στην πόλη…»
«Πάμε να τους μιλήσουμε!» πρότεινε η Ιζαμπώ, μειδιώντας.
«Όχι,» τη σταμάτησε ο Εδμόνδος. «Εδώ μέσα δεν ξέρεις ποιος μπορεί να κοιτάζει. Άσε να νυχτώσει για τα καλά και να έχουμε πάει όλοι στα δωμάτιά μας, επάνω.»
Οι τέσσερις επαναστάτες φάνηκε να είχαν κάνει την ίδια σκέψη με τον τροβαδούρο, γιατί κανείς τους δεν σηκώθηκε για να πλησιάσει το τραπέζι του και να του μιλήσει. Τη νύχτα όμως, όταν εκείνος πήγε στο δωμάτιό του και η Ιζαμπώ κι η Ισαβέλλα στο δικό τους δωμάτιο, ο Εδμόνδος άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα του.
Δεν είχε ακόμα ξαπλώσει· καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και κούρδιζε το λαγούτο του. Σηκώθηκε και ρώτησε: «Ποιος είναι;»
«Ο Σθένελος είμαι, Εδμόνδε.»
Ο Εδμόνδος άνοιξε την πόρτα του και ο μάγος μπήκε.
«Καλησπέρα, Σθένελε,» είπε κλείνοντας. «Σας είδα όταν ήρθατε.»
Ο μάγος ένευσε – μια κίνηση που έλεγε: Το είχαμε υποψιαστεί ότι θα μας καταλάβαινες. «Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου, Εδμόνδε. Περισσότερο από ποτέ. Ο Γεράρδος εξαφανίστηκε.»
«Τι θα πει ‘εξαφανίστηκε’;»
«Θα πει…» Ο Σθένελος έσμιξε τα χείλη. «Θα σου εξηγήσω προτού πάμε στους άλλους, αν θέλεις.»
«Ναι,» είπε ο Εδμόνδος, «εξήγησέ μου.» Και γέμισε δύο ποτήρια με κρασί από ένα μπουκάλι επάνω στο κομοδίνο του. Έδωσε το ένα στον Σθένελο. «Η Βατράνια είναι μαζί με τον Γεράρδο;»
Ο μάγος ήπιε μια γουλιά. «Η Βατράνια; Όχι, μαζί μας είναι. Το κατάλαβες ότι δεν ήρθε στο πανδοχείο, ε; Την αφήσαμε έξω από την πόλη, για λόγους ασφάλειας.»
Ο Εδμόνδος ήπιε το μισό του ποτήρι. «Και ο Γεράρδος;»
Ο Σθένελος τού είπε, εν συντομία, όσα ήξερε για την εξαφάνιση του Γεράρδου ύστερα από τη φυλάκισή του στον Υπεραιώνιο.
«Μπλέξατε άσχημα, δηλαδή,» παρατήρησε ο Εδμόνδος. «Μπλέξατε με τους ιερείς. Με τον ίδιο τον Ύπατο.»
«Οι ιερείς σας – με συγχωρείς κιόλας – δεν είναι και πολύ καλά στα μυαλά τους, Εδμόνδε. Κατ’αρχήν, γιατί να φυλακίσουν τον Γεράρδο; Τι πραγματικός λόγος υπήρχε;»
Ο Εδμόνδος αναστέναξε. «Δε μπορώ να μιλήσω για τους ιερείς, Σθένελε. Ο Γεράρδος, πάντως, είναι καλά.»
Ο μάγος ξαφνιάστηκε. «Τι;… Ήρθε εδώ; Είναι εδώ;»
«Όχι. Μου μίλησε, όμως. Μέσα σ’ένα όνειρο. Μου ζήτησε να σας πω ότι είναι καλά, και να τον περιμένετε στην Ερρίθια.»
«Σου μίλησε σ’ένα όνειρο; Σοβαρολογείς;»
Ο Εδμόνδος σήκωσε τους ώμους. Τελείωσε το κρασί του. «Την πρώτη φορά που σας συνάντησα, το ίδιο είχε συμβεί: είχα μιλήσει με τον Γεράρδο σ’ένα όνειρο. Πάμε τώρα να δω και τους άλλους;»
*
Κουρασμένος, πεινασμένος, διψασμένος, με τα πόδια του να πονάνε μέσα στις μπότες του, με τα χείλη του σκασμένα και τη γλώσσα του ξεραμένη, ο Γεράρδος, μέσα στη νύχτα, κάτω από το φως των δύο φεγγαριών της Χάρνταβελ, σταμάτησε μπροστά στην εισβολή που είχε διαισθανθεί.
Τι θέαμα κι αυτό…
Μια έρημος να εισβάλλει σε μια άλλη έρημο. Η άμμος τους να αναμιγνύεται. Κι από το άνοιγμα που έσχιζε σαν ύφασμα την πραγματικότητα της Χάρνταβελ φαινόταν ο ουρανός της άλλης διάστασης. Νύχτα ήταν κι εκεί, αλλά τα φεγγάρια ήταν τρία, και πράσινα.
Ο Γεράρδος κατέρρευσε κοντά στην εισβολή. Γονάτισε, κατάκοπος. Ήλπιζε πως, όταν έφτανε στο άνοιγμα για την άλλη διάσταση, θα έβλεπε από μέσα κάποιο δάσος, κάποιο μέρος όπου θα μπορούσε να βρει νερό· αλλά πουθενά δεν υπήρχε νερό τώρα. Μονάχα μια ατελείωτη έρημος.
Ξάπλωσε στην άμμο, ανάσκελα, κοιτάζοντας τον ουρανό της Χάρνταβελ. Πονούσε ολόκληρος. Το σώμα του διαμαρτυρόταν από την κακουχία.
Πόσο μακριά να είμαι από το Κεντροδάσος; Δε μπορεί να είμαι πολύ μακριά. Ακόμα και ακριβώς στο κέντρο της Νεκρής Γης να βρέθηκα, η μεγάλη ερημιά δεν είναι, στην πραγματικότητα, και τόσο μεγάλη. Από τους χάρτες, θυμόταν ότι η Νεκρή Γη ήταν κάπου εκατό-πενήντα χιλιόμετρα απ’το βορρά ώς τον νότο, κι άλλα τόσα περίπου από την ανατολή ώς τη δύση. Επομένως, από το κέντρο της ερημιάς, καμια πενηνταριά χιλιόμετρα ώς το Κεντροδάσος που την περιστοίχιζε.
Δε μπορεί να είμαι μακριά…
Αλλά θα άντεχε μέχρι να φτάσει;
Έπρεπε να αντέξει. Όχι μόνο για την προσωπική του επιβίωση. Οι άλλοι επαναστάτες τον χρειάζονταν. Η Χάρνταβελ τον χρειαζόταν. Ναι, το ένιωθε πως τον χρειαζόταν. Ένιωθε τον πόνο της. Είμαι ο μόνος που νιώθω τον πόνο της…
Αλλά δεν είσαι δικός μας. Μια φωνή που είχε έρθει… από πού;
Σαν τους Ανέμους που ούρλιαζαν στο Πορφυρό Κενό και τρέλαιναν τους ταξιδευτές. Ο Γεράρδος τούς ήξερε καλά τους Ανέμους, ύστερα από τόσα ταξίδια ως καπετάνιος εκεί. Αυτό που είχε ακουστεί, όμως, δεν ήταν Άνεμος του Κενού. Ήταν λες και κάποιος από τους ιερείς της Χάρνταβελ να το είχε πει.
Δεν είσαι δικός μας…
Ο Γεράρδος ζαλιζόταν. Νόμιζε ότι περιστρεφόταν. Για μια στιγμή, δεν ήξερε αν ήταν ακόμα ξαπλωμένος ή αν είχε σηκωθεί όρθιος. Και τότε είδε από πάνω του, στον ουρανό, μια μεγάλη σκοτεινιά να απλώνεται, σκεπάζοντας τον Αργυρό Θείο Οφθαλμό και περιστοιχίζοντας τον Κακό Οφθαλμό, κάνοντας το κόκκινο φεγγάρι να μοιάζει πραγματικά μ’ένα δαιμονικό μάτι που ατένιζε τον Γεράρδο με μίσος.
Μια σκοτεινιά είχε απλωθεί στον ουρανό της Χάρνταβελ, και ο Γεράρδος την είδε να τεντώνει τα πλοκάμια της σαν φίδια καπνού προς διάφορες κατευθύνσεις. Κι ένιωσε μια γνώριμη παρουσία. Την παρουσία της οντότητας που οι ιερείς ονόμαζαν Εσώτερο Θηρίο. Τώρα όμως αυτό που αντίκριζε ο Γεράρδος δεν ήταν κάτι το διαχωρισμένο, κάτι που βρισκόταν στην ψυχή του ενός ή του άλλου ανθρώπου ή ζώου. Αυτό που αντίκριζε ξεκινούσε από μια συγκεκριμένη δαιμονική πηγή και άπλωνε τις αποφύσεις του… φτάνοντας…
Φτάνοντας σε όσους είχαν το Θηρίο εντός τους, συνειδητοποίησε ο Γεράρδος.
Το Μαύρο Σύννεφο τον μισούσε (Δεν είσαι δικός μας!)· και ξαφνικά, ουρλιαχτά αντήχησαν από μακριά. Ζώα. Ουγκράβοι. (Δεν είσαι δικός μας!) Το Μαύρο Σύννεφο ήθελε να τον εξαφανίσει, να σκορπίσει την ψυχή του σ’όλες τις διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος. Σε όλες, εκτός από τη Χάρνταβελ.
Ξέφυγα από τον έλεγχό του. Έγινα εχθρός του.
Ο Γεράρδος γύρισε στο πλάι αρχίζοντας να βήχει, καθώς το Μαύρο Σύννεφο, κατεβάζοντας ένα θεόρατο πλοκάμι από τους ουρανούς, τον τύλιξε σαν μέσα σε βρομερή στάχτη και αποπνιχτικό καπνό, προσπαθώντας να ξανακυριεύσει την ψυχή του, να τη γεμίσει με τη μαυρίλα του. Αλλά δεν μπορούσε να βρει είσοδο· όλες οι πόρτες ήταν κλειστές γι’αυτό. Για πάντα.
Με μια κραυγή, ο Γεράρδος ανακάθισε στην άμμο, τινάζοντας σαν μολυσμένο μανδύα το πλοκάμι του Μαύρου Σύννεφου από πάνω του. Και το Μαύρο Σύννεφο διαλύθηκε. Ο Αργυρός Θείος Οφθαλμός παρουσιάστηκε πάλι στον ουρανό της Χάρνταβελ, λούζοντας τον Γεράρδο με το ασημένιο φως του.
Ένας δυνατός, ψυχρός άνεμος φύσηξε μέσα στη Νεκρή Γη, εκτοξεύοντας βίαια την άμμο. Και τα ουρλιαχτά των ουγκράβων αντηχούσαν από απόσταση.
«Αυτό, υποθέτω,» είπε ο Γεράρδος, με ξερή φωνή και νιώθοντας τον λαιμό του να φλέγεται, «σημαίνει πόλεμος.»
Ο Γεράρδος δεν πίστευε ότι θα σηκωνόταν το πρωί· σηκώθηκε, όμως· και είδε πάλι γύρω του τη Νεκρή Γη, και την έρημο της άλλης διάστασης πίσω από την εισβολή. Το στόμα του ήταν ξερό, και ο λαιμός του επίσης. Πεινούσε και διψούσε, αλλά ήταν ακόμα ζωντανός. Καθώς στεκόταν όρθιος επάνω στην άμμο και στα χαλίκια όπου είχε πλαγιάσει τη νύχτα, κοίταξε προς τον ορίζοντα και, απόμακρα, νόμιζε πως μπορούσε να διακρίνει ένα μεγάλο δάσος. Το Κεντροδάσος, αναμφίβολα, το οποίο περιστοίχιζε τη Νεκρή Γη. Αλλά θα έφτανε εκεί σήμερα; Μπορεί, μπορεί και όχι.
Και το βασικό πρόβλημα ήταν η έλλειψη νερού. Είχε ήδη περάσει μία ολόκληρη ημέρα χωρίς καθόλου νερό, και ήξερε ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’αντέξει παραπάνω από τέσσερις ημέρες το μέγιστο χωρίς να πιει κάτι. Και την τέταρτη ημέρα, εννοείται, δεν είναι σε καθόλου καλή κατάσταση. Στοίχημα είναι αν έχει τη δύναμη να βαδίσει. Ο Γεράρδος είχε δει, στο Πορφυρό Κενό, ανθρώπους στα όρια να πεθάνουν από τη δίψα. Τους είχε συναντήσει σε κάποιες από τις μικρές Αιωρούμενες Νήσους που κρέμονταν σαν πελώρια κομμάτια πέτρας μέσα στην κόκκινη απεραντοσύνη του Κενού. Ήταν ναυαγοί, και μισότρελοι πολλές φορές. Τα πλοία τους ή οι βάρκες τους είχαν καταστραφεί από τους Ανέμους του Κενού, κι εκείνοι τώρα περίμεναν τον θάνατο. Μερικοί ήταν πολύ αδύναμοι για να σωθούν, ακόμα κι όταν ο Γεράρδος τούς έπαιρνε στο δικό του σκάφος και τους έδινε νερό.
Δεν ήταν ευχάριστο να σκέφτεται τώρα ότι κι εκείνος ίσως να πέθαινε σαν αυτούς. Και σε τούτη την ερημιά κανένα πλοίο δεν πρόκειται να περάσει για να με περιμαζέψει.
Ο Γεράρδος κοίταξε γύρω του, τις σκόρπιες πέτρες. Βρήκε δύο που του έμοιαζαν πιο μυτερές από τις υπόλοιπες, τις πήρε από την άμμο, και τις πέρασε στη ζώνη του. Ίσως να του χρειάζονταν, ως όπλα. Διότι η αφυδάτωση δεν ήταν ο μόνος εχθρός που είχε να αντιμετωπίσει. Το όραμα που είχε δει χτες βράδυ (δεν μπορεί να επρόκειτο για τίποτ’άλλο παρά για όραμα) του έλεγε ότι η οντότητα που ονόμαζαν Εσώτερο Θηρίο ήταν συνειδητά εναντίον του. Δεν ήταν κάτι ξεχωριστό με το όποιο γεννιόταν ο κάθε ιερέας· ήταν μια μολυσματική πηγή που άπλωνε τα πλοκάμια της σε κάθε ιερέα. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχαν πολλά Εσώτερα Θηρία, αλλά ένα. Εκείνο το Μαύρο Σύννεφο πάνω από τη Χάρνταβελ, που είχε σκεπάσει τον Αργυρό Θείο Οφθαλμό και είχε κοιτάξει τον Γεράρδο με τον Κακό Οφθαλμό – ένα μοναδικό, κόκκινο μάτι.
Τα ουρλιαχτά των ουγκράβων που είχαν φτάσει στ’αφτιά του Γεράρδου (ή, μήπως, ήταν στο μυαλό του;) δεν πρέπει να ήταν τυχαία. Ίσως ο εχθρός του να είχε εξαπολύσει τα θηρία για να τον κυνηγήσουν, και σ’αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να είναι έτοιμος να τα πολεμήσει. Επομένως, χρειαζόταν ό,τι όπλα μπορούσε να βρει.
Κοίταξε προς την εισβολή, την έρημο στην άλλη διάσταση. Παρατήρησε την άμμο της και είδε ότι επάνω της υπήρχαν κάτι… αντικείμενα – που, μάλλον, δεν ήταν πέτρες. Παραξενεμένος, ο Γεράρδος πλησίασε, μπαίνοντας στην άλλη διάσταση και νιώθοντας τη δυνατή θερμότητα του φλεγόμενου ήλιου της επάνω του. Προς κάθε κατεύθυνση έρημος εκτεινόταν, μοιάζοντας ατελείωτη. Αλλά κάτω, στην άμμο, ήταν σκορπισμένα… βότσαλα. Και όστρακα. Κι άλλα απολιθώματα που δεν μπορεί παρά να είχαν προέλθει από θάλασσα.
Μια νεκρή θάλασσα, συνειδητοποίησε ο Γεράρδος. Εδώ κάποτε υπήρχε νερό.
Πέρασε πάλι μέσα από την εισβολή και βγήκε στη Χάρνταβελ. Καλύτερα να μην έχανε χρόνο, γιατί με κάθε λεπτό που περνούσε οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν· το αισθανόταν. Έπρεπε, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, να βρει νερό. Ξεκίνησε να βαδίζει, σκεπτόμενος ότι ευτυχώς ήταν φθινόπωρο και όχι άνοιξη ή καλοκαίρι, που ο ήλιος πάνω από τη Νεκρή Γη θα ήταν ανυπόφορος σχεδόν τόσο όσο και ο φλεγόμενος ήλιος της άλλης διάστασης.
Καθώς οδοιπορούσε, κλοτσώντας την άμμο με κουρασμένα πόδια, το μυαλό του στην αρχή ήταν γεμάτο μπερδεμένες σκέψεις – ανησυχίες για τον εαυτό του, για τους άλλους επαναστάτες, για τη Μάρθα, γι’αυτό που συνέβαινε στη Χάρνταβελ – μετά, όμως, σταδιακά, οι σκέψεις καταλάγιασαν και έπαψαν τελείως. Το μυαλό του μούδιασε, καθώς το κεφάλι του ήταν κατεβασμένο και η ματιά του εστιασμένη στην άμμο και στα χαλίκια εμπρός του.
Η ερημιά αυτή έμοιαζε τόσο με…
Για λίγο έχασε την αίσθηση του χρόνου. Νόμιζε ότι είχε βρεθεί πάλι σε μια άλλη ερημιά. Εκεί όπου είχε αντιμετωπίσει, μέσα στο νου του, το Εσώτερο Θηρίο για να το σκοτώσει και να απαλλαγεί για πάντα από αυτό. Ήταν σαν ο Γεράρδος να βάδιζε τώρα σ’έναν εφιάλτη που είχε γίνει πραγματικότητα.
Και μετά, η ψευδαίσθηση διαλύθηκε.
Και ήταν μεσημέρι.
(Πώς ο χρόνος είχε κυλήσει τόσο γρήγορα, όταν η σκέψη είχε πάψει;)
Τρομερή η ζέστη μέσα στη Νεκρή Γη. Ο Γεράρδος κατάφερε να βρει, όμως, ένα καταφύγιο που θεωρούσε καλό. Ήταν τυχερός. Δύο μεγάλες πέτρες που η μία έγερνε πάνω στην άλλη, δημιουργώντας μια σπηλιά ανάμεσά τους. Σύρθηκε εκεί και κοιμήθηκε στη σκιά.
Όταν ξύπνησε, ο ήλιος έγερνε προς τη δύση. Ο Γεράρδος βγήκε από το καταφύγιό του και είδε την ερημιά λουσμένη στην κοκκινωπή ακτινοβολία. Το Κεντροδάσος φαινόταν πιο κοντά τώρα. Αλλά και η δίψα του Γεράρδου ήταν, επίσης, μεγαλύτερη, το σώμα του πιο κουρασμένο, οι δυνάμεις του λιγότερες. Μια διαβολική φωνή μέσα του του έλεγε να ξανασυρθεί στη σπηλιά του κι απλά να περιμένει να πεθάνει. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο.
Αλλά ο εύκολος δρόμος σπάνια είναι και ο επιθυμητός. Αν έλεγαν κάτι σωστό – κάτι χρήσιμο – οι ιερείς της Χάρνταβελ ήταν ότι ο Θεός δεν συγχωρεί τις αδυναμίες, και ανταμείβει εκείνους που τις υπερνικούν. Ο Γεράρδος είχε φύγει πολύ καιρό από το ιερατείο, αλλά κάποια πράγματα τού είχαν γίνει βίωμα, δεν τα είχε ξεχάσει, ούτε ποτέ θα τα ξεχνούσε – ό,τι κι αν πίστευαν γι’αυτόν ο Ύπατος και οι άλλοι ιερείς.
Παραμέρισε την κούραση και τον πόνο του και συνέχισε να βαδίζει, έχοντας συγχρόνως το νου του στις μυτερές πέτρες που κρέμονταν από τη ζώνη του. Αν ήταν να συναντήσει ουγκράβους, μάλλον στο Κεντροδάσος θα τον περίμεναν.
Το σκοτάδι αυξανόταν καθώς διέσχιζε τα τελευταία χιλιόμετρα της μεγάλης ερημιάς, το ένα κατόπιν του άλλου, και έβλεπε την ατελείωτη σκοτεινή μάζα του δάσους να έρχεται ολοένα και πιο κοντά, μοιάζοντας με αδιαπέραστο τείχος. Η ορατότητα ήταν πολύ καλή εδώ, στη Νεκρή Γη, που δεν υπήρχε τίποτα για να παρακωλύει την όραση και ακόμα και το έδαφος ήταν αφύσικα, ίσως, επίπεδο. Αυτό, όμως, μπορούσε να αποτελέσει και παγίδα, γιατί σ’έκανε να μπερδεύεις τις αποστάσεις και να νομίζεις ότι βρισκόσουν πιο κοντά σε κάτι απ’ό,τι στην πραγματικότητα.
Ο Γεράρδος πλησίαζε το δάσος, ναι, αλλά ποτέ δεν φαινόταν να το φτάνει. Απελπισία άρχισε να τον γεμίζει. Αν δεν έφτανε απόψε, δεν ήξερε αν θ’άντεχε ακόμα μία ημέρα μέσα στην ερημιά. Δεν ήξερε καν αν θα ξυπνούσε το πρωί· μπορεί ο θάνατος, ύστερα από τόση κούραση, να τον έπαιρνε στον ύπνο του.
Και τότε, τι θα είχε καταφέρει; Ο πόνος της Χάρνταβελ θα συνεχιζόταν. Θα την κατέστρεφε, ίσως. Και η Μάρθα, οι άλλοι επαναστάτες, τι θα νόμιζαν; Θα τον έψαχναν μη μπορώντας ποτέ να τον βρουν; Διότι ποιος βρίσκει αυτούς που πεθαίνουν στη Νεκρή Γη; Η άμμος τούς σκεπάζει, καταπίνει τη σάρκα και τα κόκαλά τους…
Η νύχτα έπεσε. Τα δύο φεγγάρια, το ένα κόκκινο και μικρό, το άλλο ασημένιο και μεγάλο, σκαρφάλωσαν στον ουρανό. Το σκοτεινό τείχος του δάσους είχε ψηλώσει, και απλωνόταν πέρα για πέρα στον ορίζοντα. Αλλά ο Γεράρδος δεν ήταν ακόμα εκεί.
Συνέχισε, παραπατώντας. Σκόνταφτε, έπεφτε, σηκωνόταν. Κλοτσούσε την άμμο βαδίζοντας. Τα πόδια του είχαν φαγωθεί μέσα στις μπότες του, αιμορραγούσαν, μα δεν ένιωθε τον πόνο πια· είχαν μουδιάσει. Η μύτη του, το στόμα του, ο λαιμός του ήταν ξερά. Νόμιζε ότι είχε καταπιεί πέτρες από την έρημο. Η όρασή του ίσως να είχε θολώσει… ή, μήπως, έφταιγε η νύχτα;
Με την επιμονή, το δάσος ήρθε ακόμα πιο κοντά, κι ύστερα ο Γεράρδος ήταν ανάμεσα στους κορμούς του, κάτω από τις φυλλωσιές του, σαν να είχε περάσει από ένα όνειρο σ’ένα άλλο. Το σκοτάδι γύρω του πύκνωσε απρόσμενα. Ο Γεράρδος σκόνταψε κι έμεινε κάτω, γονατισμένος, ακουμπώντας τα χέρια του σ’έναν κορμό. Έφτασα… Τώρα, πρέπει να βρω κάποια πηγή. Ήξερε ότι υπήρχαν πολλές πηγές μέσα στο Κεντροδάσος, και δεν ήταν τόσο δύσκολο να τις βρεις. Στην κατάστασή του, όμως, οι αισθήσεις του ήταν μουδιασμένες, ταλαιπωρημένες. Μετά δυσκολίας κατόρθωνε να κρατιέται όρθιος και ξύπνιος.
Βρήκε ένα σπασμένο κλαδί, το έπιασε γερά, και στηρίχτηκε επάνω του. Πήρε δύναμη από τη γνώση ότι είχε αφήσει τη Νεκρή Γη πίσω του, ότι δεν ήταν μακριά από το νερό.
Προχώρησε, με δυσκολία, μέσα στο δάσος, αφουγκραζόμενος. Ακούγοντας τους ανεπαίσθητους θορύβους της νύχτας. Αναζητώντας το γαργάρισμα του νερού, το οποίο ήξερε καλά. Αμέτρητες φορές είχε κυνηγήσει στο Κεντροδάσος για να ικανοποιήσει το Εσώτερο Θηρίο του: οι γνώσεις από αυτά τα κυνήγια δεν είχαν σβηστεί απ’το νου του· μονάχα η μανία του Θηρίου είχε τώρα εξαφανιστεί, με τον θάνατό του, καθώς και η υπεράνθρωπη δύναμή του.
Μετά από κάποια ώρα (δύσκολο στην κατάστασή του να υπολογίσει τον χρόνο, ακόμα και στο περίπου) τ’αφτιά του έπιασαν τον ήχο που αναζητούσε. Τρεχούμενο νερό. Ο Γεράρδος πήγε προς τα εκεί και, καθώς το φεγγαρόφωτο γλιστρούσε ανάμεσα από τις φυλλωσιές, αντίκρισε μια πηγή να αναβλύζει ανάμεσα από βράχους. Παραπατώντας πλησίασε, γονάτισε, πήρε νερό στις χούφτες του και ήπιε. Συγκρατημένα, όμως· επειδή ήξερε πως μετά από αφυδάτωση δεν ήταν συνετό να γεμίζεις ξαφνικά την κοιλιά σου με νερό. Θα το ξερνούσες, ή μπορεί να σου προκαλούσε εσωτερική αιμορραγία. Ο Γεράρδος ήπιε μερικές γουλιές μονάχα, παρά τη δύναμη της δίψας του. Έριξε νερό στο πρόσωπό του, στο κεφάλι του, πάνω στα ρούχα του, και μετά ξάπλωσε πλάι στην πηγή και κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.
Αν είδε όνειρα δεν τα θυμόταν· κι όταν ξύπνησε ήταν πρωί. Πρωί της επόμενης ημέρας, ήλπιζε, όχι της μεθεπόμενης – γιατί δε θα το θεωρούσε απίθανο, με την κούρασή του, να έπεφτε και να κοιμόταν μέρες ολόκληρες. Ήπιε πάλι λίγο νερό από την πηγή για να αναζωογονήσει τον εαυτό του. Έριξε νερό στο κεφάλι και στο σώμα του, παρά την ψύχρα του φθινοπώρου. Πήρε το ραβδί του από κάτω και πήγε προς αναζήτηση τροφής. Δεν άργησε να βρει μερικές καρυδιές. Άπλωσε το χέρι του για να κόψει καρπούς–
Ένα φτερούγισμα απ’τ’αριστερά του· κι ο ήχος που κάνει κάτι καθώς πέφτει, γρήγορα κι ορμητικά.
Έσκυψε, και το άγριο πουλί έχασε τον στόχο του. Τα επικίνδυνα νύχια του δεν γαντζώθηκαν στο κεφάλι του Γεράρδου αλλά στον ώμο του, σχίζοντας τα ρούχα και τη σάρκα του. Εκείνος κραύγασε από τον πόνο και το ξάφνιασμα. Το πουλί έκρωξε διαπεραστικά μέσα στ’αφτί του, και το ράμφος του χτύπησε το πλάι του κεφαλιού του Γεράρδου, δυνατά, παραλίγο σπάζοντας το κρανίο του.
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι επρόκειτο για έναν ουγκράβο. Ο Γεράρδος μπορούσε να νιώσει το Εσώτερο Θηρίο μέσα στο πουλί. Τράβηξε μία από τις μυτερές πέτρες από τη ζώνη του και το χτύπησε, δύο φορές, επανειλημμένα, στα πλευρά, κραυγάζοντας σαν ζώο κι εκείνος. Το πουλί, από την ορμή και μόνο των χτυπημάτων, αναγκάστηκε να φύγει απ’τον ώμο του Γεράρδου, καταλήγοντας στη γη. Εκείνος, παραπατώντας όπισθεν, ατένισε το σωριασμένο μαύρο γεράκι· τα μάτια του πτηνού έμοιαζαν να φλέγονται από μίσος και παραφροσύνη. Άνοιξε τις φτερούγες του διάπλατα, παρότι αιμορραγούσε, και έκρωξε. Η φωνή του έσχισε το δάσος· και μετά, το μαύρο γεράκι, φτερουγίζοντας, τινάχτηκε στον αέρα – πηγαίνοντας καταπάνω στον Γεράρδο. Εκείνος έκανε να το χτυπήσει με το ραβδί του· το πουλί άρπαξε το μακρύ ξύλο μέσα στα μεγάλα νυχάτα πόδια του, το τράβηξε με εξωφρενική δύναμη, το πήρε από το χέρι του Γεράρδου. Αλλά εκείνος βρήκε, τότε, ευκαιρία και κοπάνησε – με την πέτρα που κρατούσε στο άλλο χέρι – τον εχθρό του στο κεφάλι, σπάζοντας μέρος του ράμφους του, γεμίζοντας τη δαιμονική του όψη με αίμα, σωριάζοντάς τον στα χόρτα του δάσους. Η φωνή που βγήκε από το στόμα του γέρακα, καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί, έμοιαζε να έρχεται από το ίδιο το Μαύρο Σύννεφο που είχε οραματιστεί ο Γεράρδος. Ποτέ ξανά στη ζωή του δεν είχε ακούσει ζώο να κάνει έτσι.
Το μαύρο γεράκι άνοιξε τις φτερούγες του ξανά, τις χτύπησε–
Ο Γεράρδος πέταξε τη μυτερή πέτρα που κρατούσε, πετυχαίνοντας την αριστερή φτερούγα του πουλιά, σχίζοντάς την, σπάζοντάς την. Κι έπειτα, η άλλη πέτρα ήταν στο χέρι του Γεράρδου καθώς βάδιζε προσεχτικά προς το τραυματισμένο γεράκι. Το πουλί έκρωξε, προσπάθησε να πέσει πάνω στο πόδι του αντιπάλου του, να πηδήσει και να χτυπήσει το γόνατό του με το διαλυμένο του ράμφος, να τον μισερώσει, σαν να ήξερε ακριβώς τι έκανε – πράγμα αδύνατο για ένα φυσιολογικό ζώο. Το μαύρο γεράκι αστόχησε καθώς ο Γεράρδος έκανε το πόδι του στο πλάι· το επικίνδυνο ράμφος έσχισε το παντελόνι του λίγο πιο κάτω από το γόνατο, τραυματίζοντάς τον ελαφριά. Και ο Γεράρδος έσκυψε, απότομα, απελπισμένα, κι έφερε την πέτρα που κρατούσε στο κεφάλι του γερακιού. Ένιωσε το κρανίο του ζώου να θρυμματίζεται κάτω από την αιχμή του πρωτόγονου όπλου. Αίματα και μυαλά τινάχτηκαν. Το μαύρο γεράκι έκανε μερικούς σπασμούς, ακόμα ωθούμενο από τη δαιμονική δύναμη του Εσώτερου Θηρίου, κι ύστερα έπαψε να κινείται.
Ο Γεράρδος κάθισε στη γη, βαριανασαίνοντας.
Σκατά… σκέφτηκε. Και νόμιζα ότι στη μεγάλη ερημιά είχα πρόβλημα, με την έλλειψη νερού. Εδώ, μέσα στο δάσος, σε λίγο όλοι οι καταραμένοι ουγκράβοι θα έρχονταν να τον κυνηγήσουν. Νόμιζε ότι μπορούσε σχεδόν ν’ακούσει το Μαύρο Σύννεφο να γελά από πάνω του.
Πρέπει, όμως, να φάμε αν είναι να έχουμε πιθανότητες επιβίωσης.
Μετά δυσκολίας – τα πόδια του, ακούσια, μην υπακούγοντάς τον, έτρεμαν – σηκώθηκε όρθιος. Πήρε το ραβδί του από κάτω και στηρίχτηκε. Πήρε και τις μυτερές πέτρες και τις πέρασε, αιματοβαμμένες, στη ζώνη του – σίγουρα, θα του ξαναχρειάζονταν.
Απλώνοντας το χέρι του έκοψε έναν καρπό από την καρυδιά. Κάθισε από κάτω της και τον καθάρισε, βγάζοντας τα φύλλα. Μετά, έσπασε το καρύδι με τη βοήθεια μιας πέτρας (όχι μια απ’αυτές που είχε χρησιμοποιήσει για να σκοτώσει τον ουγκράβο) και έφαγε το περιεχόμενο, το οποίο βρήκε υπέροχο.
Έκοψε άλλους δύο καρπούς από την καρυδιά και τους έφαγε κι αυτούς. Έπειτα, αφού ξεκουράστηκε λίγο, έσκισε ένα μέρος της τουνίκας του, έφτιαξε έναν μικρό σάκο, κι έβαλε μέσα μερικούς ακόμα καρπούς. Το χειρότερο από τα τραύματά του ήταν αυτό στο κεφάλι του, εκεί όπου τον είχε χτυπήσει το ράμφος του μαύρου γερακιού, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ιδιαίτερο για να το περιποιηθεί εκτός απ’το να επιστρέψει στην πηγή και να το πλύνει με νερό. Έτσι, επέστρεψε και το έπλυνε – και αυτό και τα υπόλοιπα.
Ήπιε λίγο νερό ξανά και, μετά, στάθηκε για μια στιγμή όρθιος, βαστώντας το ραβδί του. Κλείνοντας τα μάτια αναζήτησε τις εισβολές. Αυτή που διαισθανόταν στα νότια πρέπει να ήταν το εξωδιαστασιακό δάσος στην Ερρίθια, σκέφτηκε, κι αποφάσισε να ταξιδέψει προς τα εκεί.
Αν η Μάρθα και οι άλλοι με αναζητούν, μάλλον στην Ερρίθια θα πήγαν. Ίσως, μάλιστα, να σκέφτηκαν να μιλήσουν με τον Εδμόνδο, ο οποίος ακόμα στη Μεγάλη Πόλη πρέπει να είναι: αφού ήθελε να μείνει για να τραγουδήσει, δεν μπορεί να έφυγε τόσο γρήγορα.
Και ξαφνικά, νόμιζε ότι μια ανάμνηση ήρθε στο μυαλό του. Μια θολή, φευγαλέα ανάμνηση. Τι ήταν αυτό;… Είχε την εντύπωση πως θυμόταν να μιλά με τον Εδμόνδο, να του λέει να πει στους άλλους ότι ο Γεράρδος ήταν καλά. Έχω αρχίσει να τρελαίνομαι;
Κουνώντας το κεφάλι του, σαν για να το καθαρίσει, προχώρησε μέσα στο πυκνό δάσος. Και στο δρόμο μάζευε ό,τι νόμιζε πως μπορούσε να του φανεί χρήσιμο ως όπλο.
*
Το σούρουπο ήταν που οι ουγκράβοι μαζεύτηκαν γύρω του.
Ο Γεράρδος δεν είχε ακόμα σταματήσει για να διανυκτερεύσει. Βάδιζε, κρατώντας το ραβδί του και έχοντας τα αυτοσχέδια όπλα του περασμένα στη ζώνη και στις μπότες του. Ευτυχώς, δεν είχε πρόβλημα να βρίσκει φαγητό και νερό μέσα στο δάσος, έτσι αισθανόταν αναζωογονημένος, και μεγάλο μέρος της κούρασής του τον είχε εγκαταλείψει. Το μόνο που τώρα τον ενοχλούσε ήταν το κρύο· ο αέρας ήταν ψυχρός, και δεν είχε τίποτα περισσότερο από την τουνίκα του και το παντελόνι του για να προστατεύεται.
Οι ουγκράβοι ξεπρόβαλαν μέσα από τα σκοτάδια του δάσους, με τα μάτια τους να φωσφορίζουν δαιμονικά. Μια ψηλή, γκριζότριχη λύκαινα. Ένα κατάμαυρο τσακάλι, με μακρύ, λιγνό, μυώδες σώμα. Ένα ελάφι με στριφτά κέρατα που θύμιζαν σπαθιά από εφιάλτη.
«Παράξενη παρέα…» μουρμούρισε ο Γεράρδος, κάνοντας μερικά βήματα όπισθεν καθώς οι ουγκράβοι προσπαθούσαν να τον κυκλώσουν. Έριξε το ραβδί του στο έδαφος και τράβηξε ένα κοντό δόρυ από τη ζώνη του και μια μυτερή πέτρα.
Είχε δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει αυτή την κίνηση και αισθάνθηκε κάτι μέσα του να αντιδρά έντονα στον άμεσο κίνδυνο που τον ζύγωνε. Κάτι ξύπνησε, και ο Γεράρδος νόμιζε πως ξαφνικά διέκρινε, με απόλυτη βεβαιότητα, έναν δρόμο ανάμεσα στους ουγκράβους. Την ίδια ακριβώς αίσθηση είχε και τότε που πήγαν να σώσουν τη Βατράνια: τότε που προσπαθούσε να περάσει μέσα από το πλήθος. Έβλεπε έναν δρόμο, ένα μυστηριώδες άνοιγμα στη ροή.
Οι ουγκράβοι εφόρμησαν, γρυλίζοντας και ουρλιάζοντας. Τα δόντια της λύκαινας έτριζαν. Πηχτά σάλια έτρεχαν από τα σαγόνια του τσακαλιού. Το κεφάλι του ελαφιού ήταν κατεβασμένο και τα κέρατά του προτεταμένα.
Ο Γεράρδος ακολούθησε τον δρόμο–
–και βρέθηκε πίσω από τους ουγκράβους.
Τα θηρία στράφηκαν, αποπροσανατολισμένα.
Ο Γεράρδος ήταν το ίδιο αποπροσανατολισμένος. Τι ακριβώς είχε κάνει;
Οι ουγκράβοι πλησίασαν πάλι, αυτή τη φορά πιο γρήγορα, σαν να βιάζονταν μην τους φύγει το θήραμά τους όπως πριν. Ο Γεράρδος παρατήρησε τη διαδρομή που ακολουθούσε ο καθένας από τους θηριώδεις εχθρούς του… και κατάλαβε. Κατάλαβε ότι εκείνος μπορούσε ν’ακολουθήσει μια διαδρομή που κανείς απ’αυτούς δεν μπορούσε ν’ακολουθήσει.
Κινήθηκε μ’έναν τρόπο που ποτέ του δεν φανταζόταν ότι θα ήταν δυνατόν να κινηθεί – ούτε αυτός ούτε κανένας άλλος. Έστριψε (δεν υπήρχε καμια καλύτερη λέξη για να το ορίσει) και βρέθηκε δίπλα στη λύκαινα. Κατέβασε το δόρυ του (ένα ξύλο το οποίο είχε κάνει αιχμηρό χρησιμοποιώντας μια κοφτερή πέτρα) στον λαιμό της και την κάρφωσε. Το όπλο πέρασε από τη μια μεριά και βγήκε από την άλλη· αίμα τινάχτηκε σαν πίδακας, καθώς βασικές αρτηρίες είχαν κοπεί, και το θηρίο άρχισε να σπαρταρά πάνω στη γη.
Το τσακάλι και το ελάφι γύρισαν ξαφνιασμένα, αλλόκοτοι βρυχηθμοί βγήκαν από τα σαγόνια τους, τα μάτια τους άστραφταν. Το Εσώτερο Θηρίο μαινόταν εντός τους, ζητώντας τον θάνατο του Γεράρδου.
Ο Γεράρδος τράβηξε το δεύτερο (και τελευταίο) κοντό δόρυ από τη ζώνη του, και έστριψε ξανά, όπως πριν. Ακολούθησε μια από εκείνες τις μυστηριώδεις διαδρομές που οι εχθροί του δεν μπορούσαν ν’ακολουθήσουν. Ήταν σαν να υπήρχαν μονοπάτια μέσα στη διάσταση της Χάρνταβελ μόνο για εκείνον, ή που, τουλάχιστον, μόνο εκείνος μπορούσε να διακρίνει.
Χτύπησε το τσακάλι στο κεφάλι, με την πέτρα στο αριστερό του χέρι. Αίμα τινάχτηκε και το ζώο παραπάτησε, έπεσε στη γη, μα δεν ήταν νεκρό, μονάχα ζαλισμένο. Και το ελάφι, έχοντας τώρα αντιδράσει πιο γρήγορα από πριν στην αλλαγή θέσης του Γεράρδου, κατέβασε τα κέρατά του και εφόρμησε. Ο Γεράρδος ίσα που πρόφτασε να πεταχτεί στο πλάι και να κυλήσει στο έδαφος. Τα επικίνδυνα κέρατα πέρασαν από δίπλα του.
Σηκώθηκε, αμέσως, στο ένα γόνατο. Για να δει το ελάφι να ξανάρχεται καταπάνω του, ενώ το τσακάλι στεκόταν πάλι στα τέσσερα πόδια του και το στόμα του άφριζε. Το βλέμμα του ελαφιού καρφώθηκε στον Γεράρδο, κι εκείνος νόμιζε ότι μέσα στα μάτια του ζώου έβλεπε καθρέφτες που αντανακλούσαν ό,τι πιο μοχθηρό υπήρχε στη Χάρνταβελ. Οι οπλές του ελαφιού βροντούσαν πάνω στη γη.
Ο Γεράρδος κύλησε, ακολουθώντας ένα από τα μονοπάτια. Βρέθηκε κάτω από την κοιλιά του θηρίου, σαν να είχε διαγράψει ημικύκλιο πάνω στο έδαφος με απίστευτα μεγάλη ταχύτητα – αν και δεν είχε κάνει κάτι τέτοιο, ήταν σίγουρος. Κάρφωσε το δόρυ του στη σάρκα του ελαφιού και το άφησε εκεί, ενώ συνέχιζε να κυλά για να μην πατηθεί από τις οπλές.
Το ελάφι, κραυγάζοντας, σωριάστηκε, με τα εντόσθιά του να χύνονται από κάτω του.
Ο Γεράρδος βρέθηκε όρθιος ξανά, για ν’αντιμετωπίσει τώρα το τσακάλι, το οποίο δεν έδειχνε φόβο. Το Εσώτερο Θηρίο το έλεγχε πλήρως· δεν έμοιαζε να το ενδιαφέρει για τους θανάτους των συμμάχων του. Ο Γεράρδος δεν ήθελε να το σκοτώσει – δεν ήθελε να είχε σκοτώσει κανένα από τα ζώα – μα δεν είχε άλλη επιλογή. Αν δεν τα σκότωνε, θα τον σκότωναν. Δεν μπορούσε με διαφορετικό τρόπο να σπάσει την επιρροή που είχε το Εσώτερο Θηρίο στην ψυχή τους.
Το τσακάλι όρμησε, τρέχοντας και πηδώντας, προσπαθώντας να πέσει πάνω στον Γεράρδο και να τον ρίξει ανάσκελα. Εκείνος κινήθηκε. Το τσακάλι προσγειώθηκε στο έδαφος. Ο Γεράρδος, που είχε βρεθεί δίπλα του, το χτύπησε πάλι στο κεφάλι με την πέτρα που κρατούσε, ρίχνοντάς το κάτω. Ύστερα έπεσε εκείνος επάνω του, πιέζοντάς το με τα γόνατά του, και συνέχισε να το χτυπά. Αίμα τιναζόταν, και το τσακάλι δεν άργησε να πεθάνει.
Ο Γεράρδος σηκώθηκε όρθιος, αγκομαχώντας, με τα νεύρα του τσιτωμένα, με τα ρούχα του και το πρόσωπό του πιτσιλισμένα από αίμα.
Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε μόλις συμβεί. Όταν είχε δει τους τρεις ουγκράβους να έρχονται, δεν ήταν καθόλου βέβαιος ότι θα κατάφερνε να τους αντιμετωπίσει. Τρία μεγάλα ζώα με το Εσώτερο Θηρίο μέσα τους ήταν αρκετά για να κομματιάσουν τον οποιονδήποτε. Αλλά εκείνος είχε ανακαλύψει αυτή την παράξενη κίνηση…
Συνοφρυώθηκε, κοιτάζοντας το δάσος ολόγυρά του. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Τα πάντα ήταν ίδια. Σαν ανέκαθεν να διέκρινε τα μονοπάτια, σαν να μην ήταν κάτι περισσότερο από ένα ακόμα φυσικό στοιχείο της Χάρνταβελ. Παλιά, όμως, ήταν μπροστά του αλλά δεν τα έβλεπε. Η μεγάλη ανάγκη στην οποία είχε βρεθεί είχε κάνει αυτή την καινούργια όραση να ξυπνήσει.
Όραση και κίνηση μαζί.
Αναρωτήθηκε αν το ίδιο πράγμα ήταν που είχε κάνει και όταν τον είχαν κλείσει στον Πύργο της Απομόνωσης. Ίσως, σκέφτηκε, ακουμπώντας στον κορμό ενός δέντρου και καθίζοντας για να ξαποστάσει. Ίσως να ήταν το ίδιο. Όμως, ακόμα κι αν ήταν, εξακολουθούσε να μην έχει ιδέα πώς να το ξανακάνει. Τα μονοπάτια που έβλεπε ήταν για μικρές αποστάσεις· δεν ήταν για να πάει, ξαφνικά, από εδώ στην Ερρίθια.
Τέλος πάντων· καλύτερα να κατασκήνωνε σε κάποιο ασφαλές μέρος για να περάσει το βράδυ.
Μετά από λίγο, όταν η αναπνοή του είχε γίνει ομαλή και τα νεύρα του είχαν χαλαρώσει, σηκώθηκε όρθιος και βάδισε μέσα στο δάσος, ακολουθώντας τα μονοπάτια τόσο φυσικά όσο και οποιοδήποτε άλλο, συνηθισμένο μονοπάτι. Τα ίδια τα μονοπάτια δεν ήταν αόρατα, συμπέρανε· η διαφορά ήταν, ίσως, στη νοητική κλίση που έπαιρνες για να βρεθείς σ’αυτά. Λες και βασιζόσουν σε κάποια μυστηριώδη γεωμετρία όπου υπήρχαν δεκάδες έννοιες για την ευθεία γραμμή. Ευκολότερο να το βλέπεις ο ίδιος παρά να το εξηγείς σε κάποιον άλλο, σκέφτηκε ο Γεράρδος, βέβαιος πως θα του ήταν αδύνατο να πει στους υπόλοιπους επαναστάτες πώς έκανε ό,τι έκανε.
Όταν είχε νυχτώσει για τα καλά, βρήκε μια σπηλιά, σκεπασμένη με χορτάρι που έμοιαζε να σχηματίζει κουκούλα γύρω της, και στο ύψωμα από πάνω της φύτρωναν δύο παλιά, μεγάλα δέντρα που άπλωναν τις ρίζες τους προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Γεράρδος προσπάθησε να διακρίνει αν κανένα ζώο ήταν μέσα, και σύντομα διαπίστωσε ότι η σπηλιά ήταν άδεια. Μπήκε και άναψε μια φωτιά για να ζεσταθεί.
Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να είχε πάρει μαζί του κάποιο από τα θηρία που είχε σκοτώσει, για να φάει το κρέας του. Και, τόσο πεινασμένος που ήταν, δεν το είχε παραβλέψει: το είχε σκεφτεί και πριν, μετά τη σύγκρουση μαζί τους· αλλά, όπως και τώρα, έτσι και τότε είχε συμπεράνει ότι ήταν καλύτερα να τ’αφήσει εκεί όπου βρίσκονταν. Δεν ήθελε να φάει κάτι μολυσμένο από το Εσώτερο Θηρίο, ακόμα κι αν ήταν να πεθάνει της πείνας.
Προτίμησε τους φθινοπωρινούς καρπούς που είχε μαζέψει από το δάσος καθώς ταξίδευε.
Όταν οι πόρτες έκλειναν και δεν βρισκόταν κανένας άλλος γύρω, η Πριγκίπισσα Φαλτίκα ήταν πολύ πιο τολμηρή απ’ό,τι φαινόταν να είναι στις κοινωνικές συγκεντρώσεις της Βασιλικής Οικίας. Πολύ πιο τολμηρή σε όλες της τις εκδηλώσεις, όπως είχε διαπιστώσει ο Νάρκλοομ, ο Βασιλικός Υπασπιστής της Νίρμικιτ, από τότε που είχε γίνει εραστής της.
Τώρα, ήταν γονατισμένος επάνω στο κρεβάτι της, ολόγυμνος, εκτός από ένα αργυρό περιδέραιο γύρω απ’τον λαιμό του. Τα χέρια του ήταν δεμένα στις στήλες του κρεβατιού, με κορδέλες που τύλιγαν τους καρπούς του. Και η Φαλτίκα, ντυμένη μόνο μ’ένα ημιδιάφανο μεσοφόρι, ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα από κάτω του, ανάμεσα στα γόνατά του. Η γλώσσα της τυλιγόταν και ξετυλιγόταν σαν φίδι γύρω από τον ορθωμένο του καυλό, και τα χείλη της ρουφούσαν τους όρχεις του σαν να ήταν ζουμεροί καρποί. Η Πριγκίπισσα φαινόταν να το απολαμβάνει – γελούσε και τα μάτια της γυάλιζαν. Εξάλλου, εκείνη ήταν που είχε προτείνει αυτή την ερωτική άσκηση. Τα χέρια της ήταν γαντζωμένα στους γλουτούς του Νάρκλοομ, με δύναμη· τα νύχια της μπήγονταν στη σάρκα του, τρυπώντας τον, και ήταν βέβαιο ότι θ’άφηναν ευδιάκριτα σημάδια.
«…Ο πατέρας μου,» είπε, σε κάποια στιγμή, η Φαλτίκα. «Τον άκουσα να μιλά.» Τα χέρια της άφησαν τους γλουτούς του και τρίφτηκαν πιο πάνω, στην πλάτη του. «Να λέει ότι ο ξένος είναι σχεδόν έτοιμος. Η Χονρέπα μπορεί να συνεννοηθεί μαζί του.» Ο Νάρκλοομ απλώς μούγκρισε ως απάντηση· η Πριγκίπισσα, κάπου-κάπου, έβρισκε κάτι τελείως ακατάλληλες στιγμές για να του πει σημαντικά πράγματα. Η Φαλτίκα γέλασε και συνέχισε το ερωτικό της παιχνίδι χωρίς να μιλά· άλλωστε, ήταν αδύνατο να κάνει και τα δύο συγχρόνως. Σε λίγο, ο Νάρκλοομ ήταν έτοιμος να εκραγεί όπως τις καύτρες – τους κωνοειδείς πέτρινους πίδακες που τίναζαν καυτό νερό από τα άγνωστα βάθη του Υπόγειου Κόσμου – και τότε η Φαλτίκα βρήκε τη στιγμή να ξαναμιλήσει. «Αργά ή γρήγορα θα πάμε στο άνοιγμα. Θα βάλει ο πατέρας μου τον ξένο να μιλήσει στους δικούς του εκ μέρους μας. Και η Ελκέρτα θα έχει ενθουσιαστεί, η ελεεινή· αλλά θα βρει αυτό που δε θέλει εκεί – θα το φροντίσω.» Ο Νάρκλοομ δεν απάντησε, αν και είχε την αίσθηση ότι η Πριγκίπισσα προσπαθούσε να καταλήξει κάπου. Η Φαλτίκα έμπηξε δυνατά τα νύχια της στους γλουτούς του και τα χείλη της ρούφηξαν επίμονα το αριστερό του μπαλάκι. Με μια κραυγή ο Νάρκλοομ αισθάνθηκε τον καυλό του να μετατρέπεται σε καύτρα, τινάζοντας το σπέρμα του πέρα απ’το κεφάλι της Πριγκίπισσας και στα πράσινα μαλλιά της.
Η Φαλτίκα γέλασε, ενώ ο Νάρκλοομ βαριανάσαινε από πάνω της· χτύπησε τους γλουτούς του μερικές φορές, παιχνιδιάρικα, με τις παλάμες της. «Η Ελκέρτα,» είπε, γλείφοντας τα χείλη της, «η ελεεινή σκρόφα, είναι καιρός να φύγει απ’το κρεβάτι του πατέρα μου. Να φύγει για πάντα. Αν πάμε σ’αυτό τον νέο κόσμο, τη θέλεις εκεί;»
«Σίγουρα όχι,» αποκρίθηκε ο Νάρκλοομ.
«Τότε πρέπει να κάνουμε κάτι – επιτέλους να κάνουμε κάτι. Τώρα, μέσα στην αναστάτωση· γιατί, δε μπορεί, θα γίνει αναστάτωση, ακόμα κι αν οι ξένοι δε φέρουν καμια αντίσταση. Που δεν το νομίζω· κάποια αντίσταση θα φέρουν, σίγουρα.» Η Φαλτίκα άρχισε να σέρνεται προς τα πίσω, περνώντας ανάμεσα από τα γόνατα του Νάρκλοομ σαν να ξεγεννιόταν μέσα από τον εραστή της: πρώτα, οι ώμοι και τα χέρια της· μετά, τα στήθη της, η κοιλιά της, τα γόνατά της. Μάζεψε τα πόδια της προς τα πάνω, φέρνοντάς τα κοντά στο στήθος της, κι ύστερα τα τέντωσε, ακουμπώντας τα στους ώμους του Νάρκλοομ και σταυρώνοντας τους αστραγάλους της πίσω απ’τον λαιμό του, ωθώντας τον προς τα κάτω, στην υγρασία που εκείνος τώρα μπορούσε να δει ανάμεσα στους γαλανούς μηρούς της, καθώς το ημιδιάφανο μεσοφόρι της είχε σηκωθεί ώς τη μέση της.
Ο Νάρκλοομ έσκυψε πάνω από τη Φαλτίκα, λύγισε το σώμα του ενώ ήταν ακόμα γονατισμένος και τα χέρια του δεμένα στις στήλες του κρεβατιού· τα δεσμά ήταν χαλαρά και οι καρποί του γλίστρησαν προς τα κάτω. Τα πόδια της τυλίχτηκαν πιο δυνατά γύρω του.
«Πρέπει να τη σκοτώσεις,» είπε η Φαλτίκα, καθώς τα χείλη του Νάρκλοομ κολλούσαν πάνω στην αλμυρή χαραμάδα και η γλώσσα του γλιστρούσε μέσα. «Πρέπει να… ααααα… τη σκοτώσεις, τότε… να τελειώνουμε μαζί της… οοοοοο!»
Η Πριγκίπισσα δεν ήταν ποτέ αργή με τους οργασμούς της· σύντομα, το σώμα της τραντάχτηκε και η φωνή της γέμισε το δωμάτιο, τρυπώντας τ’αφτιά του Νάρκλοομ παρότι ήταν σκεπασμένα από τους μηρούς της. Εκείνος, παρατηρώντας ότι η Φαλτίκα ήταν ικανοποιημένη, άφησε το στόμα του να σκαρφαλώσει προς τα πάνω, στην κοιλιά της. Και αισθάνθηκε τα δεσμά στους καρπούς του να χαλαρώνουν, να φεύγουν. Ύψωσε το βλέμμα του και είδε ότι τα χέρια της Πριγκίπισσας έλυναν τους πρόχειρους κόμπους.
Ο Νάρκλοομ ξάπλωσε παραδίπλα, ανάσκελα, νιώθοντας το σώμα του πιασμένο. Η Φαλτίκα γύρισε στο πλάι. «Πρέπει να τη σκοτώσεις,» είπε, ξέπνοα, αγγίζοντας το πλατύ, πράσινο στήθος του.
«Ο ίδιος;»
«Ή να βρεις κάποιον που να πιστεύεις ότι θα τα καταφέρει. Τώρα είναι η ευκαιρία που περιμέναμε. Τόσα πράγματα μπορεί να συμβούν καθώς θα πηγαίνουμε στον καινούργιο κόσμο – είτε συναντήσουμε αντίσταση είτε όχι.»
«Σίγουρα,» συμφώνησε ο Νάρκλοομ, πιάνοντας το χέρι της και πλέκοντας τα δάχτυλά του με τα δικά της – τόσο λεπτά και όμορφα. «Αλλά ο θάνατός της θα δυσαρεστούσε τον πατέρα σου.»
«Ο πατέρας μου δεν έπρεπε ποτέ να την είχε πάρει για Βασιλική Σύζυγο!» είπε απότομα η Φαλτίκα.
«Ναι… αλλά, και πάλι, τώρα, έτσι όπως έχει το πράγμα, ο θάνατός της θα τον δυσαρεστούμε, νομίζω.»
«Καλύτερα όμως να πεθάνει – και γι’αυτόν, είτε το ξέρει είτε όχι, και για όλους μας!»
Ο Νάρκλοομ πήρε το βλέμμα του από το πρόσωπο της Φαλτίκα, που είχε αγριέψει, και το έστρεψε στο ταβάνι για να κοιτάξει τις τοιχογραφίες εκεί – ένας λαβύρινθος από σπήλαια μέσα στα οποία ήταν άνθρωποι, θηρία, και βλάστηση του Υπόγειου Κόσμου. «Κανονικά – παρότι ενδιαφέρομαι για την πόλη μας, το ξέρεις αυτό – δεν θα έκανα κάτι που θα δυσαρεστούσε τον Βασιληά μου…»
«Μην είσαι χαζός, Νάρκλοομ! Στον καινούργιο κόσμο που θα πάμε λες να μην έχει γυναίκες; Θα βρει άλλη ο πατέρας μου. Καλύτερη, σίγουρα. Και θα μας βολέψει κιόλας αυτό. Αν πάρει μια σύζυγο από εκεί, ο δεσμός του θα μας ενώσει περισσότερο με τον καινούργιο κόσμο. Έλα τώρα, αγάπη μου: το ξέρεις ότι ο πατέρας μου την έχει πλάι του απλά και μόνο επειδή του αρέσει να του δαγκώνει το μανιτάρι του. Για όλους εμάς, όμως, η Ελκέρτα είναι πρόβλημα! Θα έπρεπε ο Βασιληάς της Νίρμικιτ να πάρει για Βασιλική Σύζυγο μια λήσταρχο; Τόσες γυναίκες υπάρχουν στη Νίρμικιτ! Αλλά η Ελκέρτα τον παγίδεψε γιατί δεν ήθελε να φυλακιστεί ή να πεθάνει. Και τι είχε να χάσει; Αν δεν πετύχαινε, ό,τι ήταν να χάσει το είχε χάσει έτσι κι αλλιώς. Κι αν πετύχαινε, θα γινόταν Βασιλική Σύζυγος. Και η σκρόφα το πέτυχε, και τώρα κοιμάται εκεί όπου, πριν από μερικά χρόνια, κοιμόταν η μητέρα μου! Και δεν προσφέρει τίποτα στην πόλη! Νομίζει ότι είμαστε η συμμορία της!»
«Εντάξει,» είπε ο Νάρκλοομ, χαϊδεύοντας τα πλευρά και τον μηρό της πάνω από το ημιδιαφανές μεσοφόρι της. «Μην ταράζεσαι έτσι.» Μπορούσε να δει δάκρυα να γυαλίζουν στις άκριες των ματιών της Πριγκίπισσας, ενώ η όψη της εξακολουθούσε να είναι αγριεμένη. «Δε χρειάζεται να με πείσεις ότι η Ελκέρτα είναι επιβλαβής για τη Νίρμικιτ. Το ξέρω ήδη αυτό.»
«Τότε, κάτι πρέπει να κάνεις· δε θα παρουσιαστεί άλλη τόσο καλή ευκαιρία. Και, μη νομίζεις, η Ελκέρτα από τώρα θα έχει αρχίσει να σχεδιάζει πώς να εξαπλώσει την επιρροή της όταν πάμε στον καινούργιο κόσμο…»
*
Ο Τέρι είχε αρχίσει τελικά να καταλαβαίνει τη γλώσσα του υπόγειου λαού, και η Χονρέπα είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τη Συμπαντική. Δεν μπορούσαν, βέβαια, να μιλήσουν ακόμα για πολύπλοκα πράγματα, αλλά τουλάχιστον μπορούσαν να πουν τα βασικά. Μπορούσαν να συνεννοηθούν.
«Γιατί μας κρατάτε φυλακισμένους;» τη ρώτησε.
«Για λόγους ασφάλειας,» του απάντησε. «Δεν σας ξέρουμε.»
«Ποιος είναι… αρχηγός εδώ;»
«Ο Βασιληάς Κάλροοθ. Η πόλη λέγεται Νίρμικιτ.»
«Υπάρχουν άλλες πόλεις;»
«Ναι.»
«Του Βασιληά Κάλροοθ;»
«Ο Κάλροοθ είναι Βασιληάς της Νίρμικιτ και μόνο.»
Ο Τέρι δεν άργησε να καταλάβει ότι σ’αυτό τον υπόγειο κόσμο η κάθε πόλη ήταν και ολόκληρο βασίλειο. Δεν πρέπει να ήταν πολλοί οι άνθρωποι που κατοικούσαν εδώ.
«Πώς… είστε εδώ;» Μιλούσε λιγάκι σπαστά, και πολλές φορές δεν ήξερε ποιες λέξεις να χρησιμοποιήσει, ποιες θα ήταν κατάλληλες.
«Φύγαμε από τον Επάνω Κόσμο όταν έγινε η _______.»
«Τι;»
Η Χονρέπα τού εξήγησε, και ο Τέρι κατέληξε ότι η λέξη σήμαινε Κατάβαση.
«Γιατί φύγατε από τον Επάνω Κόσμο; Τι έγινε;»
«Ήρθε ο Καταστροφέας. Τον _______.»
Ο Τέρι συνοφρυώθηκε. «Αυτό που πετά; Και φωτίζει;»
«Ναι, ο Καταστροφέας. Έφαγε τον Επάνω Κόσμο. Τον έκανε _____.»
Αυτός ο δαίμονας πρέπει να ερήμωσε τα πάντα, συμπέρανε ο Τέρι. Μοιάζει να είναι πανίσχυρος. Θεοί! Αν έχει πάει στη Χάρνταβελ…. «Είναι εδώ; Τώρα;»
Η Χονρέπα φάνηκε παραξενεμένη. «Ναι. Τον είδες όταν ήρθες.»
«Έφυγε από το άνοιγμα;»
«Όχι· είναι ακόμα εδώ.»
Ο Τέρι αισθάνθηκε ανακούφιση. Η Αρίνη δεν κινδύνευε άμεσα, λοιπόν. «Πρέπει να με αφήσετε να πάω.»
«Στον κόσμο σου;»
«Ναι.»
«Θα πάμε μαζί σου, Τέρι Κάρμεθ.»
Προς στιγμή, ο Τέρι νόμιζε ότι δεν είχε καταλάβει καλά. «Μαζί μου; Θα πάτε στον κόσμο μου;» Δεν υπήρχε κατάλληλη λέξη για να πει διάσταση στη γλώσσα του υπόγειου λαού· δε φαινόταν να ξέρουν τίποτα για το Γνωστό Σύμπαν.
«Ναι,» είπε η Χονρέπα. «Θα μας _________. Θα μας πας εσύ,» διόρθωσε, συνειδητοποιώντας μάλλον ότι πριν δεν θα την είχε καταλάβει.
«Εγώ;» Τι ακριβώς θέλουν να κάνω γι’αυτούς; Ο Τέρι ήταν βέβαιος ότι τούτο δεν θ’άρεσε καθόλου στον Παντοκρατορικό Επόπτη. Εκτός αν ο Νιρμόδος Νάρλεφ πίστευε ότι μπορούσε να υποτάξει τον λαό της Χονρέπα… πράγμα που, όμως, κάτι έλεγε στον Τέρι ότι δεν θα ήταν εύκολο.
«Πες μου για τον κόσμο σου, Τέρι Κάρμεθ.»
Ο Τέρι προσπάθησε να της εξηγήσει, όσο καλύτερα μπορούσε, για τις πολλές διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος, για τη Συμπαντική Παντοκρατορία, και για τη Χάρνταβελ. Τα λόγια του φάνηκαν να παραξενεύουν τη Χονρέπα· σε κάποιες στιγμές, του έδωσε την εντύπωση, μάλιστα, ότι ίσως να μην τον πίστευε, ίσως να νόμιζε πως της έλεγε ψέματα.
«Είναι… σωστά,» της τόνισε. «Παρότι… όχι συνηθισμένα.»
«‘Παράξενα’, θες να πεις. Και ‘αλήθεια’.»
Ο Τέρι ένευσε, μαθαίνοντας δύο καινούργιες λέξεις.
«Στη Χάρνταβελ,» είπε η Χονρέπα, «υπάρχει μια… δύναμη;»
«Τι δύναμη;»
«Ένας θεός;»
«Ο Θεός της Χάρνταβελ, ναι. Υπάρχει.»
Η Χονρέπα φάνηκε σκεπτική, καθώς ήταν καθισμένη αντίκρυ του, στο κοκάλινο σκαμνί της. «Πώς είναι αυτός ο θεός;» ρώτησε τελικά.
«Δεν ξέρω. Οι… οι άνθρωποί του έχουν… ομιλία μ’αυτόν.»
Η Χονρέπα συνοφρυώθηκε παρατηρώντας τον· και, όταν ξαναμίλησε, ο Τέρι έμαθε ακόμα μία καινούργια λέξη. Μία λέξη που αποτελείτο από δύο άλλες της υπόγειας γλώσσας: θεός και γνώση.
Θεογνώστες.
Ιερείς; Μάλλον ιερείς σήμαινε αυτό για τον υπόγειο λαό.
Ο Τέρι κατένευσε και είπε: «Ναι, μόνο οι Θεογνώστες του Θεού της Χάρνταβελ ξέρουν τον Θεό. Στη Συμπαντική Γλώσσα τούς λέμε» – μίλησε στη Συμπαντική τώρα – «ιερείς.»
«Ιερείς…» πρόφερε αργά η Χονρέπα, και κράτησε μια σημείωση, χαράζοντας κάτι επάνω σε μια κοκάλινη πλάκα με ένα αιχμηρό μεταλλικό εργαλείο που θύμιζε στιλογράφο.
Μετά, η Χονρέπα τού έδειξε το κίτρινο πετράδι στον ώμο της, το οποίο φαινόταν μέσα από ένα άνοιγμα του φορέματός της και έμοιαζε να είναι ένα με τη σάρκα της. «Αυτό το λέμε θρισίρτα. Το έχω επάνω μου επειδή είμαι» – ακόμα μια καινούργια λέξη – «Λιθοφόρος. Οφθαλμός της Ζωής. Μπορώ και… βλέπω μέσα στα ζωντανά πλάσματα. Ανακαλύπτω πράγματα με τις αισθήσεις μου.»
Βιοσκόπος, σκέφτηκε ο Τέρι. Κάτι σαν Βιοσκόπος. «Καταλαβαίνω.»
«Στον κόσμο σου έχετε Λιθοφόρους;»
«Όχι. Δεν έχουν πέτρες επάνω τους. Τους λέμε» – μίλησε στη Συμπαντική – «μάγους. Είναι περίπου σαν αυτό που λες, κάποιοι από τους μάγους. Αυτό που λες – σχετικά με τη ζωή και τα ζωντανά πλάσματα – κάνουν οι Βιοσκόποι.»
Η Χονρέπα σημείωνε πάλι. «Υπάρχουν κι άλλοι μάγοι;»
«Ναι.»
«Πες μου.»
«Εεμ, είναι διάφορα… ομάδες.» Πώς να πεις «τάγματα», τώρα; «Βιοσκόποι. Διαλογιστές. Ερευνητές. Δεσμοφύλακες. Τεχνομαθείς.»
Η Χονρέπα σημείωνε τις καινούργιες λέξεις.
«Εσείς έχετε άλλους;»
«Ναι. Κάποιοι είναι Οφθαλμοί της–» Μετά από λίγη εξήγηση, ο Τέρι κατάλαβε ότι εννοούσε Οφθαλμοί της Ψυχής. «Κάποιοι είναι Οφθαλμοί της Γης – βλέπουν τα πετρώματα και ό,τι άλλο έχει σχέση με τη γη. Και τέλος, κάποιοι είναι Οφθαλμοί του Θανάτου, που λίγοι τους εμπιστεύονται.»
«Τι κάνουν;»
«Σκοτώνουν. Ορισμένοι, μάλιστα, από μεγάλη απόσταση. Καταστρέφουν τη ζωή. Είναι πολύ επικίνδυνοι, και κυκλοφορούν φήμες ότι παίρνουν τις δυνάμεις τους από τον Καταστροφέα.»
«Από το φωτεινό ιπτάμενο;»
«Ναι.»
«Δεν υπάρχει τίποτα σαν αυτούς στον κόσμο μου, Χονρέπα.» Μάγοι που σκοτώνουν από μεγάλη απόσταση με τη χρήση της μαγείας τους και μόνο; Είμαι σίγουρος ότι η Παντοκράτειρα θα ήθελε πολύ να τους έχει στις υπηρεσίες της – αν ήταν σίγουρη ότι μπορούσε η ίδια να προστατεύεται από αυτούς.
«Τι κάνουν οι μάγοι σας;»
Ο Τέρι το βρήκε πολύ δύσκολο να της απαντήσει, γιατί τα μαγικά τάγματα του Γνωστού Σύμπαντος έκαναν ένα σωρό πράγματα. Μονάχα, ίσως, τους Βιοσκόπους ήταν πιο εύκολο να περιγράψεις: να πεις ότι ασχολούνταν με τους βιολογικούς οργανισμούς. Αλλά τι να έλεγες για τους Διαλογιστές; Ότι ασχολούνταν με το μυαλό; Δεν ήταν απόλυτο, καθόλου απόλυτο, απ’ό,τι ήξερε ο Τέρι γι’αυτούς – και δεν ήξερε και πολλά. Ή, τι να έλεγες για τους Ερευνητές; «Κάποιοι που ερευνούν τον κόσμο»; Πώς θα παρουσίαζε η Αρίνη το τάγμα της, άραγε, στους κατοίκους αυτής της απομονωμένης διάστασης;
Η Χονρέπα δεν φάνηκε ικανοποιημένη από τις περιγραφές του Τέρι. «Δεν ξέρεις πολλά, ή δεν μου λες;» τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω πολλά. Πρέπει να είσαι μάγος για να ξέρεις, Χονρέπα.»
«Εντάξει.» Καθάρισε το λαιμό της και του είπε: «Ο Βασιληάς Κάλροοθ σκοπεύει να πάμε όλοι στον κόσμο σου, Τέρι Κάρμεθ.»
«Όλοι;»
«Οι άνθρωποι της Νίρμικιτ. Έστειλε… ανθρώπους του ο Βασιληάς μας για να πάνε στο άνοιγμα. Αλλά οι δικοί σου τους χτύπησαν με… όπλα σαν πιστόλια. Οι άνθρωποι του Βασιληά μας έφυγαν.»
Ο Τέρι καταλάβαινε ότι η Χονρέπα, φυσικά, επίτηδες χρησιμοποιούσε τόσο απλές λέξεις, για χάρη του.
Η Λιθοφόρος συνέχισε: «Δεν θέλουμε μάχη. Εσύ θα μας πας, λοιπόν, στο άνοιγμα και θα μιλήσεις στους δικούς σου. Για να μας αφήσουν να περάσουμε.»
Τώρα σωθήκαμε… «Είναι… το τι θα πει ο Επόπτης.» Χρησιμοποίησε τη λέξη στη Συμπαντική· της είχε εξηγήσει πριν – στο περίπου – τι ήταν ο Παντοκρατορικός Επόπτης.
«Είναι εκεί ο Επόπτης;»
«Δεν ξέρω αν έχει έρθει. Ίσως.»
«Ο Βασιληάς θέλει __________ να μας πάει στον κόσμο σου. Είναι σαν τον Παλαιό Κόσμο, πριν από την Κατάβαση. Δεν θέλουμε να είμαστε εδώ, στον Υπόγειο Κόσμο, Τέρι Κάρμεθ. Ο Βασιληάς Κάλροοθ είναι _____________ να φύγουμε, ακόμα κι αν αυτό ________ μάχη.»
Εν ολίγοις, αν ο Επόπτης δεν συμφωνήσει να έρθετε στη Χάρνταβελ, θα έχουμε πόλεμο, συμπέρανε ο Τέρι. Και δεν είναι μόνο ο Νιρμόδος Νάρλεφ στη μέση. Είναι κι ο Υπεράρχης· και, κυρίως, οι ιερείς. Θα θέλουν οι ιερείς αυτούς τους εξωδιαστασιακούς μέσα στη Χάρνταβελ; Δεν το νομίζω. –Σκατά! Το ήξερα ότι έπρεπε να είχα από καιρό καταφέρει κάπως να φύγω μαζί με την Αρίνη!
«Με καταλαβαίνεις;» τον ρώτησε η Χονρέπα.
«Ναι,» ένευσε ο Τέρι, «σε καταλαβαίνω.»
*
Ο Νάρκλοομ, χωρίς να φορά τα αναγνωριστικά του αξιώματός του, ανέβηκε την πέτρινη σκάλα στην εξωτερική μεριά του διώροφου οικοδομήματος, έφτασε σ’έναν στενό εξώστη-διάδρομο του δεύτερου ορόφου, και μπήκε σε μια πόρτα που έκλεινε μόνο με μια κουρτίνα. Το εσωτερικό φωτιζόταν από έναν χοντρό κρύσταλλο στην οροφή. Το δωμάτιο ήταν μεγάλο και κοινόχρηστο. Δύο άντρες ήταν καθισμένοι στο δάπεδο, προς τα δεξιά, κι έπαιζαν ζάρια. Μια γυναίκα ήταν στο βάθος, μισοκρυμμένη στις σκιές, καθώς καθόταν οκλαδόν και χρησιμοποιούσε ένα ακόνι για ν’ακονίζει λεπίδες, οι οποίες ήταν στοιβαγμένες σ’έναν σωρό πλάι της. Σίγουρα δεν ήταν όλες δικές της· πρέπει να την πλήρωναν για να κάνει αυτή τη δουλειά. Ο Νάρκλοομ την είχε ξαναδεί εδώ, κάμποσες φορές – αν και δεν ερχόταν συχνά σε τούτα τα δύσφημα μέρη, παρά μόνο όταν αναζητούσε παρανόμους.
Στην περιφέρεια του κοινόχρηστου δωματίου υπήρχαν πόρτες και ανοίγματα. Πάνω από μία από αυτές ήταν καρφωμένη μια κοκάλινη πλάκα που έγραφε ΕΥΘΥΜΙΕΣ ΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΕΣ ΚΥΡΑΔΕΣ. Πανδοχείο της κακιάς ώρας, όπως ήξερε πολύ καλά ο Νάρκλοομ. Όμως εδώ ήταν που μπορούσε να ψάξει για το άτομο που ήθελε να βρει. Πλησίασε την πόρτα και την άνοιξε, μπαίνοντας στην τραπεζαρία, που ήταν σχετικά ήσυχη τώρα, μέσα στη βαθιά νύχτα. Παρότι στον Υπόγειο Κόσμο, φυσικά, δεν υπήρχε ούτε μέρα ούτε νύχτα, όσοι έμεναν σε πόλεις διατηρούσαν έναν φυσιολογικό ρυθμό ζωής, βασισμένο στις κινήσεις του Φλεγόμενου Ήλιου στον Επάνω Κόσμο.
Ο Νάρκλοομ είδε μια παρέα από άντρες και γυναίκες να παίζουν Σκοτεινό Λαβύρινθο, τοποθετώντας κοκάλινα πλακίδια στο τραπέζι τους, το ένα μετά το άλλο· είδε δύο πόρνες να είναι αγκαλιασμένες μ’έναν χοντρό άντρα στη γωνία, ο οποίος έμοιαζε μισοκοιμισμένος καθώς κάπνιζε Ψυχρή Καταχνιά με την καπνοσύριγγά του· είδε έναν τύπο να κάθεται μόνος σ’ένα κεντρικό τραπέζι και να πίνει από μια μεγάλη κούπα· είδε τρεις άλλους να συζητούν λίγο παραπέρα σαν να μιλούσαν για δουλειές (αναμφίβολα σκοτεινές δουλειές, σ’ένα μέρος σαν το Ευθυμίες Γέλια και Καλές Κυράδες)· είδε στον πάγκο του μπαρ – ένα κοκάλινο κατασκεύασμα φτιαγμένο από τις ενωμένες ράχες νεκρών καντράμων, το οποίο στεκόταν σε οκτώ πόδια, παρμένα επίσης από καντράμους – ότι ο οινοχόος ήταν καινούργιος: ένας νεαρός με λευκό δέρμα, καστανά μαλλιά, και μούρη γεμάτη σπυριά.
Ο Νάρκλοομ τον πλησίασε. «Μικρέ,» είπε, «έλα κοντά.»
Ο νεαρός πλησίασε. «Τι θα πάρει ο κύριος;»
«Βάλε μια μπίρα. Και θέλω να σου κάνω μια ερώτηση.»
Ο οινοχόος στράφηκε, γέμισε μια κούπα, και την έδωσε στον Νάρκλοομ.
Ο Βασιλικός Υπασπιστής ήπιε μια μικρή γουλιά από το ποτό που έβγαινε από μια ειδική ποικιλία μανιταριών τα οποία καλλιεργούσαν γι’αυτό και μόνο το σκοπό. Δεν ήταν αποτυχημένη η μπίρα, συμπέρανε ο Νάρκλοομ· γιατί υπήρχαν και φορές που, πραγματικά, δεν πινόταν. Έβγαλε ένα δεκάργυρο από το βαλάντιό του και το έδωσε στον νεαρό – πολύ περισσότερα χρήματα απ’ό,τι κόστιζε η μπίρα. «Δε θέλω ρέστα, μικρέ. Σου είπα ότι θα κάνω και μια ερώτηση.»
Ο οινοχόος πήρε το νόμισμα και το έβαλε μέσα στο παντελόνι του. «Πείτε, κύριος.» Και μετά, τα μάτια του γούρλωσαν σαν τώρα να συνειδητοποίησε κάτι.
Κατάρες και σκοτάδια! με αναγνώρισε. Όχι πως αυτό ήταν απαραίτητα κακό, βέβαια. Αναμφίβολα ο νεαρός θα εξυπηρετούσε αμέσως τον Βασιλικό Υπασπιστή, από φόβο και μόνο. Όμως ο Νάρκλοομ θα προτιμούσε να μην τον είχε αναγνωρίσει.
Τέλος πάντων.
«Ναι, αυτός που νομίζεις είμαι. Αλλά δεν έχει σημασία. Και καλύτερα να το ξεχάσεις πως ήρθα εδώ.»
«Μάλιστα, μάλιστα, κύριος!»
«Ξέρεις πού μπορώ να βρω τον Βάλμοοθ τον Νεκροχέρη;»
Τα μάτια του οινοχόου γούρλωσαν πάλι. «Τ-το… τον Οφθαλμό του Θανάτου;»
«Αυτόν.» Ο Νάρκλοομ ήπιε ακόμα μια γουλιά από τη μπίρα του: μεγαλύτερη ετούτη τη φορά, αφού το ποτό ήταν καλοφτιαγμένο.
Ο νεαρός έγλειψε νευρικά τα σκασμένα χείλη του. «Κύριος… λένε πως μένει τελευταία στον πρώτο όροφο τούτου του οικήματος, στο σπίτι απέναντι στον παπουτσή.»
«Στον παπουτσή…»
«Ναι· ένας παπουτσής είναι στον πρώτο όροφο, κύριος. Αλλά δεν ορκίζομαι ότι θα τον βρείτε κει – τον Νεκροχέρη δηλαδής – κύριος. Μπορεί και νάχει φύγει. Κινείται, έτσι έχω ακούσει.»
Αυτό ήταν αλήθεια. Πράγματι, ο Βάλμοοθ δεν έμενε σ’ένα μέρος για πολύ, λες και είχε καρφιά στον κώλο. «Καλώς,» είπε ο Νάρκλοομ· «θα το κοιτάξω.»
Ο νεαρός ένευσε νευρικά κι απομακρύνθηκε, σαν να προτιμούσε να είναι μακριά από τον Βασιλικό Υπασπιστή, μην τυχόν και μπλέξει.
Ο Νάρκλοομ ήπιε λίγη ακόμα από τη μπίρα του και, μετά, έφυγε από το πανδοχείο. Κανένας δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία, γιατί, εκτός του ότι δεν φορούσε τα αναγνωριστικά του αξιώματός του, είχε και την κουκούλα της κάπας του στο κεφάλι.
Βγήκε στο κοινόχρηστο δωμάτιο, πέρασε από ένα άνοιγμα, και κατέβηκε μια εσωτερική σκάλα, λαξεμένη μέσα στην πέτρα του οικοδομήματος. Έφτασε σ’έναν ημιφωτισμένο διάδρομο του πρώτου ορόφου και, βαδίζοντας κατά μήκος του, κοίταζε τις πόρτες δεξιά κι αριστερά. Δίπλα από μία, η κοκάλινη πινακίδα έγραφε ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ. Ο Νάρκλοομ στράφηκε για να δει την πόρτα αντίκρυ, η οποία δεν ήταν ακριβώς πόρτα αλλά μια κουρτίνα.
«Βάλμοοθ;» είπε, στεκόμενος μπροστά της. «Είσαι μέσα, Βάλμοοθ; Ο Νάρκλοομ είμαι· θέλω να σου μιλήσω.»
Σιγή.
«Βάλμοοθ;»
Κανένας δεν απάντησε.
Ο Νάρκλοομ παραμέρισε την κουρτίνα και κοίταξε στο εσωτερικό. Ο χώρος ήταν σκοτεινός, έτσι ο Βασιλικός Υπασπιστής έβγαλε τον φωτοκρύσταλλό του, τον προσάρμοσε στον καρπό του, και τον άναψε με τη χρήση του φωτορυθμιστή. Το φως έδιωξε το σκοτάδι κι ένα δωμάτιο γεμάτο παλιατσαρίες φανερώθηκε.
Στο πάτωμα ήταν ξαπλωμένοι δύο άντρες που έμοιαζαν νεκροί, αν και πουθενά δεν φαινόταν αίμα. Κανένας τους δεν ήταν ο Βάλμοοθ.
Ο Νάρκλοομ τράβηξε το πιστόλι του και μπήκε, προσεχτικά, κοιτάζοντας προς τη μικρή πόρτα στ’αριστερά. Την πλησίασε κι άφησε το φως του κρυστάλλου του να χυθεί μέσα, φανερώνοντας ένα δωμάτιο μικρότερο απ’το προηγούμενο, το οποίο πρέπει να χρησιμοποιείτο ως αποθήκη – δηλαδή, ήταν γεμάτο με ακόμα πιο άχρηστα πράγματα. Σ’έναν απ’τους τοίχους του υπήρχε μια πόρτα κλεισμένη με κουρτίνα. Ο Νάρκλοομ πήγε προς τα εκεί, λέγοντας: «Βάλμοοθ;»
Καμία απάντηση δεν πήρε, έτσι παραμέρισε την κουρτίνα με το χέρι όπου ήταν δεμένος ο κρύσταλλός του. Είδε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο που είχε χώρο ίσα-ίσα για έναν απόπατο κι έναν νιπτήρα ο οποίος, γεμάτος σκουριά, στοίχημα ήταν αν λειτουργούσε σωστά.
Πουθενά ο Νεκροχέρης, λοιπόν.
Ο Νάρκλοομ πήγε πάλι στο πρώτο δωμάτιο και έπιασε τον σφυγμό των δύο ξαπλωμένων αντρών. Όπως είχε υποθέσει, κανένας τους δεν ήταν ζωντανός, αν και τραύματα δεν υπήρχαν επάνω τους. Ο Βάλμοοθ πρέπει να τους είχε σκοτώσει. Όταν ένας Οφθαλμός του Θανάτου σκότωνε κάποιον δεν άφηνε σημάδια· απλά του απομυζούσε τη ζωή. Αλλά μονάχα ένας άλλος Οφθαλμός του Θανάτου ή ένας Οφθαλμός της Ζωής μπορούσε να πει με βεβαιότητα ότι, όντως, αυτό είχε συμβεί. Η Χονρέπα, αν ήταν μαζί με τον Νάρκλοομ, ίσως να αποδεικνυόταν χρήσιμη εδώ· όμως ο Υπασπιστής δεν ήθελε να τη μπλέξει σ’αυτή την παλιοϊστορία, όχι για χάρη της αλλά για δική του χάρη. Η Χονρέπα δεν κρατούσε και πολλά μυστικά από τον Βασιληά.
Ποιοι ήταν αυτοί οι κακότυχοι; Ο Νάρκλοομ έψαξε τους νεκρούς για τίποτα σημάδια, και δεν άργησε να ανακαλύψει ότι από τον λαιμό και των δυο τους κρεμόταν ένας μικρός λίθος μ’ένα λάξευμα επάνω. Φύλακες του πολυοικήματος!
Ο Νάρκλοομ έφυγε από το σπίτι του Νεκροχέρη, βαδίζοντας γρήγορα και χωρίς να θηκαρώσει το πιστόλι του. Τα φυλάκια των πολυοικημάτων ήταν, συνήθως, στο ισόγειο, έτσι προς τα εκεί πήγε. Κατέβηκε τις πρώτες σκάλες που βρήκε, έφτασε κάτω, και βάδισε, βιαστικά, στους πέτρινους διαδρόμους – παραλίγο πατώντας μια γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα, κοιμισμένη αγκαλιά μ’έναν γιγαντοπόντικα.
Φτάνοντας στο φυλάκιο, βρήκε την κοκάλινη πόρτα μισάνοιχτη. Την έσπρωξε και μπήκε, βλέποντας στο πρώτο δωμάτιο δύο νεκρούς: έναν άντρα και μια γυναίκα. Ξιφίδια είχαν πέσει από τα παράλυτα χέρια τους. Αίμα δεν υπήρχε πουθενά.
Ο Νάρκλοομ κατέβασε την κουκούλα του. Αν συναντούσε τον Νεκροχέρη εδώ, ήθελε ο Οφθαλμός να τον αναγνωρίσει προτού κάνει καμια χαζομάρα και τον σκοτώσει.
Ένας άντρας ξεπρόβαλε από μια πλαϊνή πόρτα – μοβ στο δέρμα, ξερακιανός αλλά φανερά σκληροτράχηλος, μεσήλικας, με γκρίζα μαλλιά και μούσια. Τα μάτια του ήταν κατάμαυρα και είχαν κάτι το τρομαχτικό, το τρελό, στα βάθη τους. Φορούσε έναν μελανό, βαρύ χιτώνα. Επάνω στην ανάστροφη του αριστερού χεριού του ήταν μια ράισκα: ο πράσινος λίθος των Οφθαλμών του Θανάτου.
«Βάλμοοθ.»
Ο Νεκροχέρης γέλασε. «Δεν το πιστεύω! Φώναξαν τώρα εσένα; Πότε προλάβανε; Νόμιζα ότι εγώ τούς είχα προλάβει όλους πρώτος, τους σκατοκάντραμους!»
Ο Νάρκλοομ κατέβασε το πιστόλι του και το θηκάρωσε. «Κανένας δε με κάλεσε. Σε έψαχνα.»
«Με βρήκες, λοιπόν.» Ο Βάλμοοθ κάθισε πάνω σ’ένα κοκάλινο τραπέζι, το οποίο έτριξε. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μπουκάλι κρασί. Το ύψωσε. «Θέλεις; Κερνά ο Αρχιφύλακας.» Ήπιε μια γουλιά. «Και δεν θα ξανακεράσει πια κανέναν.» Γέλασε.
«Τι έκανες εδώ πέρα;» τον ρώτησε ξερά ο Νάρκλοομ.
Ο Βάλμοοθ σκούπισε τα μούσια του με την παλάμη του αριστερού του χεριού. «Θα πεις κι εσύ ότι, αφού είμαι Οφθαλμός του Θανάτου, λογικά εγώ φταίω για όλους τους νεκρούς που συναντάς, ε;»
«Δεν τους σκότωσες εσύ;»
Ο Βάλμοοθ ήπιε κρασί. «Εγώ τούς σκότωσα.»
«Φόνος τόσων φυλάκων πολυοικήματος; Και του Αρχιφύλακα μαζί; Σοβαρό αδίκημα.»
«Θα με συλλάβεις, λοιπόν; Μόνος σου;»
«Πες μου τι συνέβη,» απαίτησε ο Νάρκλοομ. «Την αλήθεια.»
Ο Βάλμοοθ μόρφασε. «Γιατί να σου πω ψέματα; Ο Αρχιφύλακας– Μέσα είναι» – έδειξε πίσω, με τον αντίχειρά του – «αν σ’ενδιαφέρει το κουφάρι του. Ο Αρχιφύλακας μού χρωστούσε κάτι λεφτά. Ήταν καλός να σου ζητά να καθαρίσεις κόσμο, αλλά όχι καλός και να πληρώνει μετά, ο μακαρίτης. Κι έπειτα ψόφησε η κόρη του, και νόμιζε ο βλάκας ότι εγώ την καθάρισα.»
«Γιατί; Πώς πέθανε;»
«Από καρδιά, υποθέτω. Έπινε σαν πουτάνα και γύριζε από δω κι από κει· και μια νύχτα τη βρήκαν χάμω, τελειωμένη. Είπανε, λοιπόν, ποιος θα την καθάρισε; ο Νεκροχέρης θα την καθάρισε – λες κι έπρεπε κάποιος να την είχε καθαρίσει. Μου ζήτησε το λόγο ο Αρχιφύλακας, του είπα την αλήθεια: ότι δεν την είχα σκοτώσει. Προφανώς δε με πίστεψε, αλλά, χέστης γαρ, δεν το είπε. Το βραδάκι μού στέλνει δυο παλικάρια να με τρυπήσουν μες στον ύπνο μου. Κοιμόμουνα, όμως, σα γιγαντοπόντικας – δεν τα πάμε καλά με τον ύπνο, γενικώς – και τους άκουσα να μπαίνουν σα λωποδύτες στο σπίτι μου. Λογικώς δρώντας, τους καθάρισα. Δεν ήταν και τίποτα το δύσκολο.» Ήπιε μια γουλιά κρασί. «Είδα από τα μαραφέτια στο λαιμό τους ποιος τους είχε στείλει, ήρθα εδώ, και καθάρισα και τους υπόλοιπους. Την πόρνη που είχε στο γραφείο του ο Αρχιφύλακας, παρεμπιπτόντως, δεν την καθάρισα· της έδωσα μια στο κεφάλι κι έπεσε κάτω. Είναι η μόνη ακόμα ζωντανή εδώ πέρα, άμα θες να μάθεις.
»Αυτά είναι, λοιπόν, μάστορα Νάρκλοομ. Πώς ήταν η δική σου μέρα;» Ο Βάλμοοθ μειδίασε μέσα από τα γκρίζα μούσια του.
«Σε χρειάζομαι για μια δουλειά,» του είπε ο Νάρκλοομ. «Αν την κάνεις σωστά, μπορούμε να… ξεχάσουμε τούτη την παλιοϊστορία. Τι λες;»
«Γιατί, τι θα γίνει αλλιώς, ρε; Θα μου πεις ότι ήταν σωστός ο μακαρίτης μέσα; Από πότε οι φύλακες των πολυοικημάτων καθαρίζουν τους ενοίκους των πολυοικημάτων που φυλάνε, ε; Το σκίσαμε τελείως το ποντίκι, μου φαίνεται, φίλε μου Νάρκλοομ.» Ο Βάλμοοθ ήπιε ξανά.
«Σταμάτα να πίνεις,» μούγκρισε ο Υπασπιστής· «θέλω να μιλάω με άνθρωπο που δεν είναι μεθυσμένος!»
Ο Νεκροχέρης ακούμπησε το μπουκάλι πάνω στο τραπεζάκι όπου καθόταν. «Όπως γουστάρεις.»
«Και μη νομίζεις πως επειδή έχεις δίκιο αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορούσες να μπλέξεις. Εντάξει, σκότωσες τους δύο δολοφόνους που ήρθαν για σένα· κανείς δεν μπορεί να σε κατηγορήσει γι’αυτό στη Νίρμικιτ. Όμως, μετά, όφειλες να πας και να το αναφέρεις στη Φρουρά, ή ακόμα και κατευθείαν σ’εμένα.»
«Να, βλέπεις; Σας έχει φάει η ιεραρχία εδώ πέρα! – πάντα τόλεγα. Ξέρεις τι κάνει η Βασίλισσα Σερτένθα της Βόλνιμιτ;»
«Δε δίνω μισή κουράδα καντράμου για το τι κάνει η Βασίλισσα Σερτένθα.»
«Καλώς. Μια άποψη εξέφερα,» αποκρίθηκε ο Βάλμοοθ υψώνοντας τα χέρια. Η ράισκα πάνω στην ανάστροφη του αριστερού γυάλισε καταπράσινη στο φως του δωματίου. «Πάντως, άμα θες τις υπηρεσίες μου, είτε είσαι Βασιλικός Υπασπιστής είτε όχι, πρέπει να με πληρώσεις. Δε θα κάνω τίποτα απλώς και μόνο για να ‘ξεχάσουμε’ ένα περιστατικό που είχα δίκιο έτσι κι αλλιώς.»
«Τι θέλεις;» τον ρώτησε ο Νάρκλοομ.
«Εξαρτάται από τη δουλειά. Να την ακούσω;»
«Έλα μαζί μου,» είπε ο Νάρκλοομ. «Δε θέλω κανένας να μπει εδώ και να με βρει ανάμεσα σ’όλ’αυτά τα κουφάρια.»
Τις ημέρες που ακολούθησαν την επίσκεψή της στην άλλη διάσταση, η Αρίνη έμεινε στα δωμάτιά της, με την πρόφαση ότι ήθελε να μελετήσει τον χάρτη του παράξενου δάσους και να κάνει, επίσης, και κάποιες άλλες μελέτες μαγικής φύσης – τις οποίες δεν θα είχε νόημα να εξηγήσει τώρα στον Επόπτη, του αποκρίθηκε όταν εκείνος τη ρώτησε μέσω επικοινωνιακού διαύλου.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ήθελε να κρύψει την κοιλιά της, που κάθε μέρα φούσκωνε και περισσότερο, με αφύσικο ρυθμό. Οι μόνοι που επισκέπτονταν τα δωμάτιά της ήταν καμια υπηρέτρια, για να της φέρει φαγητό ή για να σκουπίσει (οπότε η Αρίνη έμενε κλεισμένη στο γραφείο της, λέγοντας στην υπηρέτρια ότι είχε πολλή δουλειά και να τελειώνει γρήγορα), και ο Ράβνομ’νιρ, για να βλέπει πώς πήγαινε η παράξενη εγκυμοσύνη της μάγισσας. Στον Επόπτη και στην Ταγματάρχη Νέλθα-Ριθ, ο Βιοσκόπος έλεγε ότι βοηθούσε την Αρίνη’σαρ στις μελέτες της γιατί κάπου-κάπου της χρειάζονταν οι γνώσεις του.
Η Αρίνη αναρωτιόταν πότε θα επέστρεφε ο Τέρι από την αποστολή του στη Ναραλμάδια και την Υλιριλίδια. «Δεν έχουμε λάβει κανένα μήνυμά του ακόμα;» ρώτησε τον Ράβνομ, που την είχε επισκεφτεί, ένα απόγευμα.
Ο μάγος φάνηκε να διστάζει να μιλήσει, αλλά τελικά είπε: «Έχουμε…» Έσμιξε τα χείλη. «Όχι εδώ και πολύ καιρό, βέβαια… Το σκεφτόμουν να σ’το πω…»
«Τι είναι;» ρώτησε η Αρίνη, έχοντας ανησυχήσει από τον τρόπο που της μιλούσε. «Του συνέβη κάτι; Έπαθε κάτι ο Τέρι;» Η σκέψη την τρόμαζε. Θα την άφηνε μόνη; Εδώ; Μ’αυτό το παράξενο παιδί μέσα της; Παλιότερα, δεν θα σκεφτόταν έτσι. Τότε είχε έρθει μόνη της στη Χάρνταβελ· δεν ήξερε ότι θα γνώριζε τον Τέρι εδώ, παρά μόνο ως ταγματάρχη της. Δεν θεωρούσε τον εαυτό της εξαρτώμενο από κανέναν άντρα. Αλλά τόσα πολλά είχαν αλλάξει από εκείνο τον καιρό… Φοβόταν τώρα.
Ο Ράβνομ είπε: «Ναι. Κάτι συνέβη, Αρίνη…»
«Τι; Πες μου!» Τα χέρια της έσφιξαν τους βραχίονες της πολυθρόνας όπου καθόταν. Συγχρόνως τεντώθηκε προς το μέρος του Βιοσκόπου, παρά την κοιλιά της που αισθανόταν να την εμποδίζει.
«Κάθισε,» της είπε ο Ράβνομ. «Ηρέμησε.»
«Μη μου λες μαλακίες! Πες μου τι συνέβη στον Τέρι!»
Ο Ράβνομ καθάρισε το λαιμό του, νευρικά. «Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, την ημέρα που παρουσιάστηκε εδώ το παράξενο δάσος, παρουσιάστηκε και στη Ναραλμάδια – στα σύνορα της Ναραλμάδιας με την Υλιριλίδια, για την ακρίβεια – μια άλλη εισβολή. Ένα άνοιγμα στην πραγματικότητα της Χάρνταβελ. Κι από μέσα βγήκε άμμος από μια μεγάλη έρημο–»
«Ακόμα μια εισβολή;» Κι εγώ κάθομαι εδώ; Ενώ θα μπορούσα να πάω να την ερευνήσω; Καταράστηκε το γεγονός ότι ήταν έγκυος, και, για μερικές στιγμές, ο Τέρι έφυγε τελείως απ’το μυαλό της. Μετά, όμως, ξαναήρθε καθώς ο Ράβνομ συνέχισε να μιλά.
«Η εισβολή παρουσιάστηκε, ουσιαστικά, ανάμεσα στους στρατοπεδευμένους στρατούς των Ναραλμάδιων και των Υλιριλίδιων, τη στιγμή που κάποια σύγκρουση ήταν έτοιμη να γίνει. Ο Τέρι προσπάθησε να σταματήσει αυτή τη σύγκρουση πηγαίνοντας τους μαχητές του – και τον εαυτό του μαζί – μπροστά στο φουσάτο των Ναραλμάδιων. Τότε, ακριβώς τότε, η διάσταση της Χάρνταβελ άνοιξε, και μάλιστα στο σημείο όπου βρίσκονταν ο Τέρι και οι στρατιώτες του.»
Τα μάτια της Αρίνης γούρλωσαν. Αδύνατον! Δε μπορεί!… Τέτοια σύμπτωση; Γιατί; Αισθανόταν την αναπνοή της να έχει κοπεί. Μέσα της, το μωρό κινήθηκε. «Και τι έγινε; Σκοτώθηκαν;» Η φωνή της ήταν πνιχτή.
Ο Ράβνομ κούνησε το κεφάλι. «Όχι… Όχι αμ– Άκου. Βρέθηκαν στην άλλη διάσταση, μέσα στην έρημο, και είδαν την ιπτάμενη φωτεινή οντότητα να έρχεται καταπάνω τους. Κάτι, υποθέτω, πρέπει να την είχε τραβήξει εκεί. Ίσως να διαισθάνεται τις εισβολές. Τέλος πάντων. Επιτέθηκε στον Τέρι και σ’όσους άλλους είχαν καταλήξει στην έρημο. Απλώνοντας νήματα ενέργειας, τους έκανε να εξαφανίζονται ο ένας μετά τον άλλο. Αυτοί που βρίσκονταν έξω από το άνοιγμα, κοίταζαν και, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, είδαν το άρμα του Τέρι να τρέχει πάνω στις άμμους ενώ ο φωτεινός δαίμονας το καταδίωκε. Μετά, το άρμα χτύπησε σε κάτι μεγάλους βράχους, και τα ενεργειακά νήματα του πετούμενου το τύλιξαν, αφήνοντας πίσω μονάχα ένα μεταλλικό σκέλεθρο. Κανείς δεν επέστρεψε από την εισβολή, Αρίνη.»
Η Αρίνη αισθάνθηκε δάκρυα να γεμίζουν τα μάτια της.
Ο Τέρι… ήταν νεκρός.
Ο Ράβνομ προσπάθησε να την παρηγορήσει, μα εκείνη δεν έμοιαζε να τον ακούει.
*
Πολλές φορές, όταν κοιμόταν, έβλεπε παράξενα όνειρα. Έβλεπε ότι βρισκόταν στο δάσος της άλλης διάστασης και τα σκιερά φίδια χόρευαν γύρω της σαν ημιάγριοι ιθαγενείς που περιμένουν κάποιο θαύμα να γίνει. Μέσα της, συνεχώς κάτι σάλευε σ’αυτά τα όνειρα· κάτι κινιόταν, πλημμυρίζοντας την με μια ζεστή αίσθηση.
Όταν έμαθε ότι ο Τέρι ήταν νεκρός, δεν ονειρεύτηκε εκείνο το βράδυ. Καταφέρνοντας μετά από ώρες να κοιμηθεί, έπεσε σ’έναν μαύρο, σκοτεινό λήθαργο επάνω στον καναπέ των δωματίων της, αφού είχε πιει πολύ περισσότερο από ό,τι ήταν συνετό για μια εγκυμονούσα.
Ο Ράβνομ, όσο είχε μείνει μαζί της, προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι κανένας δεν είχε δει τον Τέρι να πεθαίνει, ενώ άλλους πολεμιστές τούς είχαν δει να διαλύονται μέσα στα ενεργειακά νήματα της φωτεινής οντότητας, να εξαφανίζονται τελείως. Ο Τέρι και μερικοί στρατιώτες του είχαν απλά χαθεί. Ίσως να είχαν, επομένως, κρυφτεί κάπου ανάμεσα σ’εκείνες τις μεγάλες πέτρες, και ίσως, για κάποιον λόγο, να μη μπορούσαν να επιστρέψουν αμέσως. Κι ο Επόπτης το ήλπιζε αυτό – τόνισε ο Ράβνομ – γιατί είχε μεγάλη εκτίμηση για τον Τέρι· όλοι το παραδέχονταν ότι ήταν ο καλύτερος στρατιωτικός εδώ πέρα.
Η Αρίνη, όμως, δεν έδινε σημασία στον Βιοσκόπο. Οι πιθανότητες ο Τέρι να ήταν ζωντανός και να μην είχε ώς τώρα επιστρέψει ήταν ελάχιστες. Μηδαμινές. Είναι νεκρός… νεκρός… νεκρός… Μόνο αυτό μπορούσε να σκεφτεί καθώς έκλαιγε με λυγμούς. Και τελικά ο Ράβνομ έφυγε από τα δωμάτιά της, αποφασίζοντας μάλλον ότι θα ήταν καλύτερα να την αφήσει μόνη.
Το πρωί, ξυπνώντας, η Αρίνη ένιωθε μουδιασμένη και ζαλισμένη. Αναρωτιόταν αν είχε δει έναν πολύ άσχημο εφιάλτη, αλλά το ήξερε πως δεν ήταν εφιάλτης. Σηκώθηκε από τον καναπέ βρίζοντας και πήγε να πλυθεί.
Η κοιλιά της είχε μεγαλώσει κι άλλο, παρατήρησε. Τουλάχιστον, έχω το παιδί μας, σκέφτηκε. Αλλά αυτό την τρόμαζε περισσότερο, καθώς δεν ήξερε ούτε καν τι ακριβώς θα ήταν το μωρό που θα έβγαινε από την κοιλιά της. Κι επιπλέον, τώρα την καθυστερούσε. Η Αρίνη ήθελε να πάει στη Ναραλμάδια, να μελετήσει την εισβολή· ίσως εκεί να έβρισκε… τον Τέρι; Όχι, δεν μπορούσε να το ελπίζει αυτό. Αλλά ίσως να έβρισκε… κάτι. Κάτι για τον θάνατό του. Ή κάτι σημαντικό, ή… Δεν μπορώ να είμαι κλεισμένη εδώ πέρα και να σκέφτομαι συνέχεια ότι είναι νεκρός! Δεν μπορώ! Αλλά ούτε μπορούσε και να φύγει: η εγκυμοσύνη της ήταν προχωρημένη παρότι μονάχα μερικών ημερών.
Και φοβόταν. Φοβόταν να γεννήσει – πράγμα που, αναμφίβολα, δεν θ’αργούσε. Φοβόταν τι θα ξετρύπωνε από μέσα της. Θα ήταν άνθρωπος; Ή θα ήταν κάτι τελείως, τελείως διαφορετικό;
Αφού μια υπηρέτρια τής έφερε πρωινό και η Αρίνη έφαγε με μεγάλη όρεξη (που δικαιολογούσε μόνο το ότι ήταν έγκυος και το ότι ο μεταβολισμός της είχε αλλάξει δραματικά), κάποιος ήρθε και χτύπησε την εξώπορτα των δωματίων της.
«Ποιος είναι;» ρώτησε η μάγισσα.
«Ο Νιρμόδος είμαι, Αρίνη.»
«Τι θέλετε, Υψηλότατε;» Χαλάρωσε, ενστικτωδώς, την πάνινη ζώνη της ρόμπας της, αφήνοντας το φαρδύ ένδυμα να πέσει ριχτά γύρω της, κρύβοντας – όσο ήταν δυνατό – την κοιλιά της.
«Πρέπει να σου μιλήσω για τον Τέρι.»
Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπάθησε να κάνει τη φωνή της σταθερή. «Το έμαθα, Υψηλότατε. Ο Ράβνομ μού το είπε… Θα προτιμούσα να είμαι μόνη.»
Ο Νιρμόδος άργησε λίγο ν’απαντήσει. «Εντάξει. Όπως επιθυμείς. Αλλά, αν χρειαστείς κάτι, μη διστάσεις να με ειδοποιήσεις.»
«Ευχαριστώ, Υψηλότατε.»
Η Αρίνη άκουσε τα βήματά του ν’απομακρύνονται πίσω από την κλειστή πόρτα.
Ο Ράβνομ ήρθε να την επισκεφτεί λίγο πριν από το μεσημέρι, και η Αρίνη τον άφησε να μπει.
«Με συγχωρείς,» της είπε με χαμηλωμένη φωνή. «Με συγχωρείς.»
«Δε φταις εσύ,» του απάντησε η Αρίνη. «Δεν ήσουν καν εκεί.» Και πρόσθεσε, καθώς ο Ράβνομ καθόταν αντίκρυ της: «Ο Επόπτης ήρθε να μου μιλήσει το πρωί. Για τον Τέρι.»
Ο μάγος ύψωσε ένα του φρύδι, ερωτηματικά.
«Δεν τον άφησα να μπει. Του είπα ότι προτιμώ να είμαι μόνη.»
Ο Ράβνομ ένευσε σαν να το περίμενε. «Δε νομίζω να υποψιάστηκε τίποτα,» είπε. «Είναι λογικό να θέλεις να είσαι μόνη μετά απ’αυτά τα νέα.» Συνοφρυώθηκε τότε. «Είπες ότι εγώ σού τα μετέφερα;»
«Ναι, δεν ήθελες;»
Ο Ράβνομ κούνησε το κεφάλι. «Δεν υπάρχει πρόβλημα.» Καθάρισε το λαιμό του. «Έχω κι άλλα νέα να σου μεταφέρω, αν ενδιαφέρεσαι.»
«Τι νέα;» Ό,τι κι αν ήταν, αποκλείεται να ήταν χειρότερο από τον θάνατο του Τέρι.
«Έχουν παρουσιαστεί εισβολές, όχι μόνο στη Ναραλμάδια και εδώ, αλλά και σ’άλλα μέρη της Χάρνταβελ. Οι κατάσκοποι του Επόπτη φαίνεται να του αναφέρουν μία καινούργια κάθε ημέρα. Και όλες πρέπει να εμφανίστηκαν συγχρόνως μ’εκείνη στην Ανατολική Αγορά· απλά δεν το μάθαμε αμέσως λόγω των αποστάσεων, οι οποίες, ακόμα και με άλογο, δεν είναι μικρές· και οι κατάσκοποι δεν έχουν στη διάθεσή τους ενεργειακά οχήματα, όπως ξέρεις. Τέλος πάντων. Αυτός είναι ο χάρτης με τις ώς τώρα γνωστές εισβολές.» Από μια τσέπη του έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί, το οποίο ξεδίπλωσε και άπλωσε στο τραπεζάκι ανάμεσά τους.
Η Αρίνη, παρά τη λύπη της για τον χαμό του Τέρι, εξακολουθούσε να είναι μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών, έτσι κοίταξε τον χάρτη με ενδιαφέρον. Τόσες πολλές εισβολές… Τόσα μέρη όπου έπρεπε να πάει για να ερευνήσει… Άρχισε να θέλει να φτάσει στο τέλος της εγκυμοσύνης της, απλά και μόνο για να ξεμπερδεύει μαζί της – ό,τι κι αν έβγαινε τελικά από μέσα της.
«Ο Επόπτης,» είπε ο Ράβνομ, «φαίνεται να ανησυχεί ότι ίσως οι εισβολές να παρακινήσουν τους επαναστάτες ή τους ιερείς, ή και τους δύο, σε ακραίες ενέργειες.»
Η Αρίνη πήρε το βλέμμα της από τον χάρτη για να κοιτάξει τον Βιοσκόπο.
«Το ιερατείο θεωρεί ότι οι εισβολές είναι δείγματα της Οργής του Θεού,» εξήγησε ο Ράβνομ· «και ο Θεός με τι μπορεί να είναι εξοργισμένος, αν όχι με την παρουσία των εξωδιαστασιακών κατακτητών που δεν ανήκουν στη Χάρνταβελ;»
«Ο Θεός τους…» είπε η Αρίνη σιγανά, κι ακούμπησε πάλι την πλάτη της στον καναπέ γιατί, με την κοιλιά της φουσκωμένη, δεν μπορούσε να είναι διπλωμένη για πολύ και να κοιτάζει τον χάρτη. «Τι σχέση έχει ο Θεός τους;» είπε πιο δυνατά.
«Είτε έχει είτε δεν έχει,» αποκρίθηκε ο Ράβνομ, «μπορεί να προκληθούν αναταραχές· ο Επόπτης έχει δίκιο σ’αυτό. Να δούμε τώρα πώς είσαι;»
Η Αρίνη βλεφάρισε, μπερδεμένη προς στιγμή. «Α, ναι,» είπε μετά. «Ναι, ας δούμε.» Αναστέναξε και έλυσε τη ρόμπα της, ξαπλώνοντας στον καναπέ.
Ο Ράβνομ’νιρ την πασπάτεψε με τα κατάμαυρα χέρια του και έκανε και κάποια ξόρκια. Τελικά είπε: «Φαίνεται να πηγαίνει καλά. Δε φαίνεται να υπάρχει κανένα πρόβλημα. Είναι σαν μια κανονική εγκυμοσύνη, αλλά πιο… εσπευσμένη. Ο μεταβολισμός σου εξακολουθεί να είναι διαφορετικός. Θα έλεγα πως μία ημέρα ισοδυναμεί περίπου με έναν μήνα εγκυμοσύνης, στην περίπτωσή σου.»
«Δεν μπορεί ν’αργούμε, δηλαδή…»
«Ναι,» παραδέχτηκε ο Ράβνομ, με κάποια ανησυχία στην όψη του, γιατί εκείνος θα έπρεπε να την ξεγεννήσει παρότι δεν ήταν μαιευτήρας, ούτε είχε ποτέ ξανά στη ζωή του κάνει κάτι τέτοιο, «δεν αργούμε…»
*
Την επομένη, ο Νιρμόδος την κάλεσε μέσω του επικοινωνιακού διαύλου των δωματίων της για να τη ρωτήσει πώς ήταν. Εκείνη αποκρίθηκε, κυνικά, ότι ήταν ακόμα ζωντανή.
«Πραγματικά λυπάμαι γι’αυτό που συνέβη, Αρίνη, και εύχομαι ο Τέρι να βρεθεί ζωντανός. Ήταν πολύ καλός στρατιωτικός.»
«Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε η μάγισσα, καθαρίζοντας τον λαιμό της.
«Το λέω αληθινά,» τη διαβεβαίωσε ο Νιρμόδος. «Αν δεν τον θεωρούσα τον καλύτερο εδώ πέρα, δε θα τον έστελνα ποτέ στη Ναραλμάδια.»
Μακάρι, τότε, να μην τον θεωρούσες τον καλύτερο εδώ πέρα, σκέφτηκε η Αρίνη, πικραμένη. Μακάρι να είχες στείλει κάποιον άλλο. Προτιμούσε να είχε τον άντρα της κοντά της παρά ν’ακούει τα ηλίθια και άχρηστα κομπλιμέντα του Επόπτη.
«Καταλαβαίνω ότι αυτές είναι δύσκολες ώρες για σένα,» της είπε ο Νιρμόδος όταν εκείνη δεν μίλησε, «αλλά πρέπει να σε ρωτήσω πώς πηγαίνουν οι έρευνές σου. Έχεις φτάσει σε κάποιο συμπέρασμα; Ο Ράβνομ μού είπε πως σε ενημέρωσε ότι υπάρχουν κι άλλες εισβολές στη Χάρνταβελ.»
«Ναι, Υψηλότατε, με ενημέρωσε. Δεν έχω, όμως, ακόμα φτάσει σε κανένα συμπέρασμα. Σκέφτομαι μόνο ότι ίσως να… υπάρχει κάποια λογική σειρά. Στα σημεία που παρουσιάζονται, εννοώ. Και έχω κάνει και κάποιες παρατηρήσεις όσο ήμασταν στο δάσος, οι οποίες… οι οποίες θέλουν σκέψη ακόμα.»
«Εντάξει. Δε θα σε ενοχλήσω άλλο. Αλλά να θυμάσαι ότι είσαι η μοναδική Ερευνήτρια που έχω, και σύντομα θα σε χρειαστώ.»
«Ασφαλώς, Υψηλότατε.»
Δεν πέρασε πολλή ώρα αφού η Αρίνη έκλεισε τον επικοινωνιακό δίαυλο και άκουσε χτυπήματα στην πόρτα της. Ρώτησε ποιος ήταν και της απάντησε η φωνή του Ανθυπολοχαγού Τάρθλος.
«Λυπάμαι πολύ γι’αυτό που συνέβη, κυρία,» της είπε από την άλλη μεριά της κλειστής πόρτας. «Θα μπορούσα να περάσω;»
«Θα προτιμούσα να μείνω μόνη…»
«Ναι, το καταλαβαίνω. Θα ήθελα, όμως, να σας ρωτήσω κάτι επειδή… είναι πολύ νωρίς και δεν ξέρω πώς θα έπρεπε να απαντήσω.»
«Σε τι αναφέρεσαι;»
«Θα μπορούσα να περάσω;»
Η Αρίνη υπέθεσε ότι επρόκειτο για κάτι σημαντικό· διαφορετικά, ο Τάρθλος δεν θα μιλούσε έτσι. Χαλάρωσε τη ρόμπα της, αλλά είδε ότι αυτό δεν μπορούσε πια να κρύψει τελείως την κοιλιά της.
Καθάρισε τον λαιμό της. «Πέρασε,» είπε και του άνοιξε την πόρτα ενώ, συγχρόνως, του γύριζε την πλάτη και βάδιζε προς μια πολυθρόνα. Από τον καναπέ πήρε μια κουβέρτα που ήταν κουβαριασμένη εκεί και, καθίζοντας στην πολυθρόνα, την έριξε πάνω στην κοιλιά της και στα πόδια της, σαν να κρύωνε. Πράγμα όχι παράξενο· ήταν φθινόπωρο, άλλωστε, και πλησίαζε χειμώνας.
Ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος μπήκε κλείνοντας την εξώπορτα. Το δεξί του χέρι ήταν ακόμα σε νάρθηκα, παρατήρησε η Αρίνη. Τον είδε να βαδίζει αποφασιστικά και να σταματά αντίκρυ της. Έμοιαζε νευρικός. «Κυρία, με συγχωρείτε που σας ενοχλώ…»
«Δεν πειράζει. Υποθέτω, έχεις να μου πεις κάτι σημαντικό. Κάθισε. Βάλε κάτι να πιεις αν θέλεις.»
Ο Τάρθλος κάθισε αντίκρυ της, στην άκρη του καναπέ, χωρίς να βάλει τίποτα να πιει. «Ο Επόπτης μού πρότεινε τη θέση του ταγματάρχη, κυρία.»
Η Αρίνη έμεινε σιωπηλή. Κατά τα άλλα, ο Νιρμόδος Νάρλεφ εύχεται ο Τέρι μου να είναι ζωντανός… συλλογίστηκε, πικρά. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ κανέναν καλύτερο από εσένα, Κάιν,» είπε, αποκαλώντας τον Ανθυπολοχαγό Τάρθλος με το μικρό του.
«Σας ευχαριστώ, κυρία,» αποκρίθηκε εκείνος, πολύ σοβαρά. «Και, αληθινά σάς το λέω, λυπάμαι αφάνταστα για τον θάνατο του ταγματάρχη.»
«Το ξέρω,» είπε η Αρίνη προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Πάντοτε ο Τέρι είχε πολύ καλή γνώμη για σένα.»
«Η καλή του γνώμη με τιμά όσο τίποτε άλλο, κυρία.» Ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος σηκώθηκε από την άκρη του καναπέ και τη χαιρέτησε στρατιωτικά. «Εκτός αν θέλετε κάτι άλλο από εμένα, θα πηγαίνω τώρα.»
«Μπορείς να πηγαίνεις,» αποκρίθηκε η Αρίνη, και έτεινε το χέρι της προς το μέρος του. Καθώς ο Κάιν Τάρθλος το έπιασε και το έσφιξε μέσα στο δικό του, η μάγισσα είπε: «Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο, Ταγματάρχη.»
*
Η Αρίνη καθόταν στην πολυθρόνα της και κάπνιζε ένα τσιγάρο Αλαφρό, παρά τις συμβουλές του Ράβνομ να μην καπνίζει. Το παιδί μου είναι κάτι το ασυνήθιστο έτσι κι αλλιώς· τι άλλο μπορεί να συμβεί; σκεφτόταν όποτε άναβε ένα τσιγάρο και ρουφούσε τον καπνό που τη χαλάρωνε κάνοντάς τη να νομίζει πως αιωρείτο.
Το οφθαλμόσχημο παράθυρο δίπλα της ήταν μισάνοιχτο μέσα στο απόβραδο και μια σχετική ψύχρα έμπαινε παρά τη φωτιά στο τζάκι. Η Αρίνη πήρε ακόμα μια τζούρα από το τσιγάρο της και φύσηξε τον καπνό προς τα πάνω· τον είδε να διαγράφει φίδια στον αέρα και να πηγαίνει προς το μισάνοιχτο παράθυρο.
Φίδια… σαν αυτά που αιωρούνταν στα όνειρά της… σαν αυτά που τριγύριζαν στο παράξενο δάσος της άλλης διάστασης…
Η Αρίνη είχε την αίσθηση ότι τώρα κι εκείνη πετούσε μαζί τους. Το έμβρυο μέσα της κινήθηκε, έστειλε ένα κύμα θερμής ενέργειας σ’όλο της το σώμα, ξεκινώντας από το κέντρο της ύπαρξής της. Η Αρίνη άγγιξε την κοιλιά της, τη χάιδεψε. «Τι θα έλεγε ο μπαμπάς σου για σένα άμα ζούσε, ε; Τι θα έλεγε;…» μουρμούρισε χαμογελώντας. Αν ο Ράβνομ είχε δίκιο, μια, δυο μέρες πρέπει να απέμεναν πια πριν από τον τοκετό. Και δεν φαινόταν να μην έχει δίκιο. Η κοιλιά της Αρίνης τής έμοιαζε έτοιμη να σκάσει.
Ξαφνικά, φασαρία ήρθε στ’αφτιά της από το μισάνοιχτο παράθυρο. Σαν πολλές φωνές ανθρώπων. Συνέβαινε κάτι; Η Αρίνη έσβησε το τσιγάρο της και αφουγκράστηκε. Οι φωνές δεν έπαψαν. Αν μη τι άλλο, δυνάμωσαν.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα της, τυλίχτηκε σε μια βαριά κάπα, και βγήκε ξυπόλυτη στο μπαλκόνι των δωματίων της. Δεν μπορούσε να διακρίνει και πολλά μέσα στη νύχτα, αλλά νόμιζε ότι κάποια φασαρία γινόταν στην Ανατολική Αγορά και γύρω από αυτήν. Άκουσε και μερικούς πυροβολισμούς ν’αντηχούν. Θυμήθηκε όσα τής είχε πει ο Ράβνομ, για τις ανησυχίες του Επόπτη…
Ο επικοινωνιακός δίαυλος κουδούνισε· η Αρίνη έφυγε από το μπαλκόνι και πήγε μέσα, για να τον σηκώσει.
«Μάλιστα;»
«Εγώ είμαι, Αρίνη.» Ο Ράβνομ.
«Τι γίνεται εκεί έξω;»
«Κάποιοι επιτέθηκαν στους φύλακες γύρω από την εισβολή, και οι Ιεροί Φρουροί τούς βοηθούν.»
«Οι Ιεροί Φρουροί που φυλούσαν την εισβολή βοηθούν τους εχθρούς μας;»
«Ναι.»
«Ο Ναός, επομένως–»
«Ναι. Συμβαίνει αυτό που φοβόταν ο Επόπτης. Άκουσέ με, Αρίνη: Μείνε εκεί που είσαι. Μην πας πουθενά–»
«Μα, αν ο Επόπτης με προστάξει να–;»
«Πες του ότι είσαι άρρωστη, μα τα Γένια του Κρόνου! Πες του ότι έχεις δυνατό πονοκέφαλο – οτιδήποτε!»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Αρίνη, «ναι. Δε μπορώ να κάνω κι αλλιώς…» Δεν μπορούσε να τον αφήσει να δει την εγκυμοσύνη της.
«Ακριβώς. Αυτή είναι η μόνη λύση, σε περίπτωση που σου ζητήσει κάτι. Σ’αφήνω τώρα· θα τα πούμε αργότερα.»
Η Αρίνη επέστρεψε στο μπαλκόνι αφού φόρεσε τις παντόφλες της, γιατί οι πέτρες ήταν ψυχρές μέσα στη νύχτα. Οι φασαρίες στην Ανατολική Αγορά δεν είχαν πάψει, διαπίστωσε. Είχαν ενταθεί. Οι πυροβολισμοί είχαν πολλαπλασιαστεί. Λάμψεις έσχιζαν τα σκοτάδια. Στον Παντοκρατορικό Στρατώνα των Ανακτόρων παρατήρησε κίνηση. Στρατιώτες εξοπλίζονταν και έβγαιναν.
Ο Τέρι ίσως μπορούσε τώρα να κάνει τα πνεύματα να ηρεμήσουν, σκέφτηκε η Αρίνη. Αμφιβάλλω αν ο Επόπτης ή η Νέλθα-Ριθ μπορούν να κάνουν το ίδιο. Ο Τέρι ήξερε ακριβώς πώς να συμπεριφερθεί στους κατοίκους της Χάρνταβελ και στους ιερείς τους.
Τουλάχιστον, αν εγώ μπορούσα να βγω και να… Αλλά, όχι, αυτό ήταν αδύνατο. Στην κατάστασή της – την οποία ήθελε κιόλας να κρατήσει κρυφή – ήταν αδύνατο. Η Αρίνη μπορούσε μονάχα να παρακολουθεί.
Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν ώς λίγο μετά τα μεσάνυχτα, και ύστερα έπαψαν. Η ησυχία που απλώθηκε στη νυχτερινή Μεγάλη Πόλη της Χάρνταβελ ήταν τρομαχτική μετά από τόση φασαρία· έμοιαζε να αποτελεί οιωνό για κάτι πολύ, πολύ άσχημο που σύντομα θα ακολουθούσε.
Η Αρίνη επέστρεψε στο εσωτερικό των δωματίων της, νιώθοντας ξεπαγιασμένη. Πήγε στο κρεβάτι της – το κρεβάτι που τόσες φορές είχε μοιραστεί με τον Τέρι αλλά δεν θα μοιραζόταν μαζί του ποτέ ξανά – και ξάπλωσε. Ο ύπνος, παραδόξως, δεν άργησε να την πάρει· και ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν στο δάσος. Τα σκιερά φίδια αιωρούνταν γύρω της, διαγράφοντας μυστηριώδη σύμβολα στον αέρα, καθώς εκείνη ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο χορτάρι, νιώθοντας κάτι να κινείται μέσα της, έντονα, πολύ έντονα. Μια άγρια δύναμη την είχε τυλίξει, παραλύοντας τα μέλη της. Το μωρό πάλευε να ξετρυπώσει από την κοιλιά της, και η Αρίνη νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει τον εαυτό της να ουρλιάζει.
Ύστερα, κοιτάζοντας ανάμεσα στα σηκωμένα γόνατά της, είδε ένα μαύρο φίδι να ξεπροβάλλει–
Και ξύπνησε. Καταϊδρωμένη. Μ’έναν δυνατό πόνο στην κοιλιά της. Γύρισε στο πλάι, διπλώθηκε παίρνοντας βαθιές ανάσες. Όχι, σκέφτηκε, όχι, όχι, όχι. Όχι τώρα! Αλλά δεν πρέπει να ήταν έτοιμη ακόμα να γεννήσει, γιατί σύντομα ο πόνος καταλάγιασε και μια δυνατή ναυτία τον αντικατέστησε. Η Αρίνη έγειρε και ξέρασε επάνω στο χαλί.
Ήταν πρωί, διαπίστωσε μετά από λίγο.
Αφού σηκώθηκε και πλύθηκε (και έπλυνε και το χαλί από τον εμετό, χρησιμοποιώντας μια ενεργειακή σκούπα), άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο και ζήτησε να της φέρουν πρωινό. Πεινούσε πολύ, και δεν ήθελε να περιμένει. Μια υπηρέτρια ήρθε και άφησε έναν δίσκο στο τραπέζι του καθιστικού, ενώ η Αρίνη ήταν στο υπνοδωμάτιο παριστάνοντας πως είχε κάποια δουλειά εκεί. Όταν η κοπέλα έφυγε από τα δωμάτιά της, η μάγισσα πήγε στο τραπέζι και καταβρόχθισε το πρωινό με όρεξη. Μια όρεξη που, παρότι γνώριζε τη βιολογική αιτία της, την παραξένεψε, ειδικά ύστερα από το τρομαχτικό όνειρό της.
Από έξω, μπορούσε πάλι ν’ακούσει φασαρία και πυροβολισμούς. Όταν τελείωσε το πρωινό της, κάλεσε τον Ράβνομ’νιρ μέσω του διαύλου, ελπίζοντας ότι θα τον έβρισκε στα δωμάτιά του.
«Καλημέρα,» του είπε όταν εκείνος απάντησε.
«Τι γίνεται, Αρίνη; Είσαι καλά;»
«Προσπαθώ. Ο Επόπτης δεν ζήτησε τις υπηρεσίες μου τη νύχτα. Αλλά ούτε και κανένας ήρθε να μου πει τι ακριβώς συμβαίνει.»
«Οι ιερείς έχουν ξεσηκώσει κάποιους αποστάτες, ενώ συγχρόνως χρησιμοποιούν τον Ναό τους σαν οχυρό. Έχουν επίσης κυκλώσει την εισβολή. Αλλά αυτά δεν πρέπει τώρα να απασχολήσουν εσένα, στην κατάστ–»
«Τι! Μη μου λες βλακείες!»
«Θα έρθω στα δωμάτιά σου σε λίγο, εντάξει;»
«Καλώς,» αποκρίθηκε η Αρίνη δυσαρεστημένα, και έκλεισε τον δίαυλο. Ήταν δυνατόν ο ανόητος να νομίζει πως ό,τι κι αν είχε συμβεί μπορούσε να την ταράξει περισσότερο από τον θάνατο του Τέρι; Τώρα πλέον δε θα την ένοιαζε ακόμα κι αν ολόκληρη ετούτη η καταραμένη διάσταση ανατιναζόταν παίρνοντάς τους όλους μαζί της.
Άναψε ένα Αλαφρό και τον περίμενε, καθισμένη στην πολυθρόνα της.
«Δε σου είπα να μην καπνίζεις;» τη μάλωσε ο Ράβνομ όταν ήρθε, μοιάζοντας θυμωμένος που παράκουγε τις ιατρικές οδηγίες του. «Με βάζεις σε μπελά και μετά κάνεις του κεφαλιού σου!»
Η Αρίνη δεν μπόρεσε παρά να γελάσει, βλέποντας την έκφραση στο μαυρόδερμο πρόσωπό του. «Δεν είσαι γιατρός· εσύ ο ίδιος το είπες!» Πήρε ακόμα μια τζούρα απ’το τσιγάρο της.
«Τότε βρες έναν γιατρό να σε βοηθήσει!» φώναξε ο Ράβνομ, και κάθισε στον καναπέ, φανερά τσαντισμένος.
«Εντάξει,» είπε η Αρίνη, «απλά και μόνο για να σε ηρεμήσω,» και έσβησε το τσιγάρο μέσα στο τασάκι δίπλα της. «Σήμερα ξύπνησα πονώντας,» του είπε μετά.
«Πονώντας;»
«Ναι. Δε νομίζω ότι θ’αργήσει ο τοκετός. Ίσως ώς το βράδυ…» Ανασήκωσε τους ώμους.
«Να με καλέσεις στον πομπό μου αμέσως μόλις αισθανθείς κάτι.»
Η Αρίνη ένευσε. «Τα έχουμε ξαναπεί.» Σηκώθηκε από την πολυθρόνα. «Θέλεις να με κοιτάξεις;»
«Ναι.» Ο Ράβνομ σηκώθηκε από τον καναπέ, για να της κάνει χώρο να ξαπλώσει.
Η Αρίνη ξάπλωσε, και ο Βιοσκόπος την εξέτασε με τον συνηθισμένο τρόπο. «Πρέπει να έχεις δίκιο,» της είπε. «Δεν είμαστε μακριά. Πάντως… σύμφωνα με τις περιορισμένες γνώσεις μου, πάντα… η εγκυμοσύνη φαίνεται να πηγαίνει πολύ καλά παρά την ταχύτητά της και παρά… τις καταχρήσεις σου.»
«Σιγά τις καταχρήσεις,» είπε η Αρίνη, κλείνοντας τη ρόμπα της και δένοντάς την καθώς έπαιρνε τώρα καθιστή θέση επάνω στον καναπέ. «Αφού αυτό το μωρό άντεξε τη γνώση του θανάτου του μπαμπά του, μπορεί ν’αντέξει οτιδήποτε. Πες μου, όμως: πραγματικά δεν έχεις παρατηρήσει τίποτα ασυνήθιστο; Θα είναι, δηλαδή, ένα κανονικό παιδί;»
«Εκτός από την ύπαρξη αυτής της ενεργειακής μορφής μέσα του, ναι, νομίζω πως πρόκειται για ένα κανονικό παιδί.»
Η Αρίνη αναστέναξε, νιώθοντας ανακουφισμένη. Ρώτησε: «Τι γίνεται εκεί έξω, Ράβνομ;»
«Σου είπα: οι ιερείς έχουν ξεσηκώσει κόσμο. Κάνουν ανοησίες. Ο Επόπτης, αν δεν καταφέρει να τους λογικέψει, θα γκρεμίσει τον Ναό τους, δήλωσε.»
«Και ο Υπεράρχης;»
«Μοιάζει φοβισμένος, αλλά έχει θέσει τους πολεμιστές του στη διάθεσή μας. Όμως…»
«Τι;»
«Η Νέλθα δεν τον εμπιστεύεται, μου είπε. Και ούτε ο Επόπτης τον εμπιστεύεται. Φοβούνται ότι ίσως να παίζει διπλό παιχνίδι. Ίσως να είναι έτοιμος να μας χτυπήσει εκ των έσω. Ο Επόπτης, μου είπε η ταγματάρχης μου, σκέφτεται να πάρει την εξουσία της Ερρίθιας στα χέρια του, φυλακίζοντας τον Υπεράρχη, αν οι φασαρίες δεν καταλαγιάσουν.»
«Είναι ανόητος!» είπε έντονα η Αρίνη. «Αν το κάνει αυτό, τότε ολόκληρη η διάσταση θα ξεσηκωθεί εναντίον μας!»
«Εσύ,» τόνισε ο Ράβνομ, «δεν μπορείς τώρα ν’ασχοληθείς μ’αυτά. Το καταλαβαίνεις; Σύντομα θα γεννήσεις. Κάνε υπομονή, και μετά. Στη Νέλθα είπα ήδη ότι είσαι άρρωστη–»
«Τι!»
«Για να μη σε ενοχλήσει κανένας. Είσαι άρρωστη και σε παρακολουθώ. Ένα βαρύ κρυολόγημα, τίποτα περισσότερο. Σου έχει φέρει πυρετό και τρομερούς πονοκεφάλους.»
«Καμια άλλη πρωτοβουλία που έχεις πάρει χωρίς να με ρωτήσεις;»
«Για το καλό σου το έκανα. Θέλεις να σε φωνάξει ο Επόπτης και να τρέχεις;»
Η Αρίνη αναστέναξε. «Τέλος πάντων.»
«Δε νομίζω, πάντως, να χρειαστεί τις υπηρεσίες σου,» πρόσθεσε ο Ράβνομ. «Οι Ερευνητές δεν ειδικεύονται στην κατάπαυση εξεγέρσεων.»
Η Αρίνη ρώτησε: «Οι επαναστάτες είναι συγκεντρωμένοι στον Ναό και στην Ανατολική Αγορά;»
«Κυρίως.»
«Δηλαδή;»
«Βασικά, σ’όλη την πόλη γίνονται φασαρίες. Χτυπάνε όπου βρουν. Και φωνάζουν στους φρουρούς του Υπεράρχη να έρθουν μαζί τους. Τους αποκαλούν προδότες, ανοιχτά.»
«Αν ο Τέρι ήταν εδώ, ίσως μπορούσε να κάνει κάτι…» είπε η Αρίνη, κοιτάζοντας τα όπλα που ήταν κρεμασμένα στους τοίχους του καθιστικού – τη συλλογή του συζύγου της.
«Το αμφιβάλλω, Αρίνη,» αποκρίθηκε ο Ράβνομ. «Τα πράγματα μοιάζουν άσχημα αυτή τη φορά.»
*
Ολόκληρη εκείνη την ημέρα η Αρίνη περίμενε να γεννήσει: πράγμα που συγχρόνως φοβόταν και επιθυμούσε. Το φοβόταν επειδή, παρά τις διαβεβαιώσεις του Ράβνομ, δεν μπορούσε να είναι σίγουρη ότι θα ήταν ένα κανονικό μωρό. Και το επιθυμούσε επειδή ήθελε να τελειώνει μ’αυτή την ιστορία και να είναι ελεύθερη να ερευνήσει τις εισβολές.
Αλλά τώρα, με την εξέγερση, ο Επόπτης θα την άφηνε να πάει στις άλλες εισβολές; Η εξέγερση, όμως, δεν θα ήταν για πάντα, είπε στον εαυτό της η Αρίνη. Ο Παντοκρατορικός Στρατός σύντομα θα την κατέπνιγε. Αν όχι, τότε… τι θα γινόταν; Θα αναγκάζονταν να φύγουν από τη Χάρνταβελ; Τόσο εύκολα; Η Αρίνη δεν το νόμιζε. Ο ξεσηκωμός αυτός τής έμοιαζε πολύ ξαφνικός και πολύ ανοργάνωτος· και ο Νιρμόδος Νάρλεφ, παρά τα οποιαδήποτε μειονεκτήματά του, ήταν ήρωας στη Βίηλ. Στον πόλεμο τα κατάφερνε καλύτερα απ’ό,τι στη διπλωματία. Θα τους τσάκιζε τους ιερείς και τους αποστάτες που τους συνέτρεχαν.
Η Αρίνη έμεινε, ως συνήθως, στα δωμάτιά της ολόκληρη την ημέρα και κάπου-κάπου κοίταζε από το μπαλκόνι της προς τα ανατολικά. Χρησιμοποιώντας τα κιάλια της είδε ότι κάποιοι άγνωστοι φρουρούσαν τώρα την εισβολή. Χωριάτες με όπλα. Και μαζί τους ήταν οι Ιεροί Φρουροί του Ναού. Συγκρούσεις γίνονταν γύρω από την Ανατολική Αγορά και τον Ναό της Ερρίθιας· καθώς επίσης και στο λιμάνι και σε κάμποσους μεγάλους δρόμους. Κλεφτοπόλεμος. Οι αποστάτες χτυπούσαν και έφευγαν· κρύβονταν και ξαναεμφανίζονταν σε άλλα σημεία. Πυροβολισμοί και εκρήξεις αντηχούσαν στη Μεγάλη Πόλη. Η κατάσταση, όμως, δεν είχε φτάσει στο απροχώρητο. Ήθελε ακόμα πολύ, πάρα πολύ, για να φτάσει εκεί. Συγκρούσεις μπορεί να γίνονταν, μα οι πολίτες εξακολουθούσαν να κινούνται στους δρόμους, και τα καταστήματα λειτουργούσαν. Η κίνηση είχε, βέβαια, μειωθεί κάπως, και στα μέρη όπου ξεσπούσαν συμπλοκές όλοι προσπαθούσαν να φύγουν, όμως τα πάντα έδειχναν ότι η επανάσταση δεν ήταν γενικευμένη. Γινόταν μονάχα από μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων που ήθελε να κάνει φασαρίες. Ο Νιρμόδος θα τους διαλύσει στο τέλος, αν δεν συμβεί κάτι απρόοπτο, όπως ο Υπεράρχης να συμμαχήσει μαζί τους ή οι πολίτες να ξεσηκωθούν μαζικά εναντίον μας.
Μέχρι το βράδυ η Αρίνη παρακολουθούσε τα δρώμενα από το μπαλκόνι της, ενισχύοντας πολλές φορές τα κιάλια της με το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως για να βλέπει καλύτερα. Φορούσε την κάπα της και είχε την κουκούλα σηκωμένη στο κεφάλι της γιατί έκανε κρύο εδώ πάνω, με τον ψυχρό αέρα να τη χτυπά. Μπήκε στο εσωτερικό των δωματίων της μόνο για να πάρει το μεσημεριανό της και να ξαπλώσει, μετά, λίγο. Και τη νύχτα πλέον αποφάσισε να εγκαταλείψει το μπαλκόνι και να πάει μέσα για να ζεσταθεί κοντά στο τζάκι. Δεν ξαναβγήκε, έχοντας βαρεθεί να κοιτάζει τις συμπλοκές στη Μεγάλη Πόλη.
Σύντομα, άρχισε να χασμουριέται και ήθελε να κοιμηθεί· έτσι, σηκώθηκε και πήγε να ξαπλώσει στο υπνοδωμάτιό της, όπου ο ύπνος την πήρε αμέσως.
Μέσα στην άγρια νύχτα, ξύπνησε από ένα όνειρο που δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ξύπνησε πονώντας δυνατά. Το παιδί της προσπαθούσε να βγει, και η Αρίνη αισθανόταν υγρά να κυλάνε επάνω στους μηρούς της. Πανικόβλητη, έπιασε τον πομπό της από το κομοδίνο και κάλεσε τον Ράβνομ’νιρ. «Έλα,» του είπε. «Έλα αμέσως!» Κι ύστερα σηκώθηκε, μετά δυσκολίας, από το κρεβάτι για να είναι κοντά στην πόρτα και να του ανοίξει όταν θα χτυπούσε.
Ο Βιοσκόπος κατέφτασε μέχρι που εκείνη να βγει από το υπνοδωμάτιό της. Όταν ήταν όρθια μέσα στο καθιστικό, η εξώπορτα χτυπούσε δυνατά και η φωνή του Ράβνομ ακουγόταν: «Αρίνη! Αρίνη!»
Η μάγισσα, κρατώντας την κοιλιά της, πλησίασε την πόρτα και την άνοιξε. «Είναι ώρα…» έκρωξε, με τη φωνή της σφιγμένη, καθώς ο Ράβνομ έμπαινε στο καθιστικό και της έλεγε: «Μέσα. Πάμε μέσα. Στο κρεβάτι σου.»
Τη βοήθησε να επιστρέψει στο υπνοδωμάτιό της, ενώ εκείνη αισθανόταν υγρά να κυλάνε στους μηρούς της και το παιδί της να κινείται έντονα μέσα της, σαν να ήθελε να σκίσει την κοιλιά της και να πεταχτεί έξω. Η ενέργεια που εξέπεμπε τώρα έκανε το σώμα της Αρίνης να τρέμει, τα δόντια της να χτυπάνε.
«Ξάπλωσε· έλα, ξάπλωσε… ξάπλωσε,» της είπε ο Ράβνομ, αγχωμένα, καθώς τη βοηθούσε να ξαπλώσει στο κρεβάτι της.
Η Αρίνη, σύντομα, κοίταζε το ταβάνι, την ενεργειακή λάμπα εκεί, κι αισθανόταν το παιδί της να παλεύει μέσα της. Ούρλιαξε από πόνο, μη μπορώντας να συγκρατήσει τη φωνή. Ο Ράβνομ, που είχε ήδη σηκώσει το νυχτικό της και τραβήξει την περισκελίδα της, πήρε από τον δερμάτινο σάκο του ένα μαλακό αντικείμενο σαν μικροσκοπικό μαξιλάρι και το έβαλε στο στόμα της. «Δάγκωσέ το,» της είπε. «Δάγκωσε.» Η Αρίνη το δάγκωσε, αλλά νόμιζε ότι πάλι τα ουρλιαχτά της αντηχούσαν παντού.
Ο Ράβνομ παρακολουθούσε τη γέννηση, γονατισμένος στο πέρας του κρεβατιού, κρατώντας τις κνήμες της Αρίνης για να είναι τα πόδια της σταθερά. «Σπρώξε, σπρώξε λίγο,» της έλεγε κάθε τόσο· η φωνή του έφτανε μετά δυσκολίας στ’αφτιά της που βούιζαν. «Σπρώξε λίγο. Δεν είναι μεγάλο, Αρίνη. Δεν είναι μεγάλο. Κι έρχεται εύκολα. Πολύ εύκολα… Λίγο ακόμα… Λίγο ακόμα.»
Μ’ένα τελευταίο σπρώξιμο, η Αρίνη αισθάνθηκε το βάρος να φεύγει τελείως από μέσα της, κι άκουσε ένα γοερό κλάμα. Καταϊδρωμένη, αγκομαχώντας, έβγαλε το μαλακό αντικείμενο από το στόμα της και το πέταξε στο πλάι. Βλεφαρίζοντας, ανασηκώθηκε και προσπάθησε να εστιάσει τη θολωμένη όρασή της στο νεογέννητο που κρατούσε ο Ράβνομ στα χέρια του. Το δέρμα του μωρού ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ, όπως το δικό της, παρατήρησε η Αρίνη· και φαινόταν φυσιολογικό. Δύο μικροσκοπικά χέρια, δύο μικροσκοπικά πόδια· ένα πελώριο κεφάλι. Δεν ήταν κάποιο παράξενο, σκιερό φίδι. Ήταν ένα κανονικό ανθρώπινο μωρό.
Η Αρίνη, παρά τον πόνο και την κούρασή της, γέλασε· κι όταν ο Βιοσκόπος έκοψε τον ομφάλιο λώρο του μωρού, είπε τεντώνοντας τα χέρια της: «Δώστο μου, Ράβνομ. Δώστο μου.»
Ο Ράβνομ’νιρ – που το χαμόγελό του έμοιαζε έτοιμο να σκίσει το πρόσωπό του – τύλιξε το μωρό σε μια μικρή κουβέρτα και της το έδωσε χωρίς να το πλύνει. Η Αρίνη το πήρε στην αγκαλιά της, κλαίγοντας. «Το μωρό μου,» ψιθύρισε, «το μωρό μου,» καθώς το έβλεπε να κλαίει κι εκείνο, κουνώντας τα χεράκια του, έχοντας τα βλέφαρά του κλειστά. «Το μωρό μου…»
Και μετά, τα μάτια του νεογέννητου άνοιξαν.
Ήταν κατάμαυρα. Όχι η κόρη τους μόνο: ολόκληρο το μάτι. Κατάμαυρα, και έμοιαζαν να κινούνται, σαν κάτι ρευστό να βρισκόταν εντός τους.
Η Αρίνη ρίγησε. «…Ράβνομ,» έκανε, ξέπνοα.
Ο Βιοσκόπος πλησίασε και είδε. Δεν μπορούσε να μιλήσει.
«Γιατί…;» ψέλλισε η Αρίνη. «Γιατί…;»
Ο Ράβνομ’νιρ άρθρωσε ένα ξόρκι, υψώνοντας το χέρι του πάνω από το μωρό.
Ξαφνικά, τα μάτια του νεογέννητου εστιάστηκαν στα δικά του μάτια, και ο μάγος τινάχτηκε πίσω, κραυγάζοντας. Σωριάστηκε στο πάτωμα.
Η Αρίνη είδε μια μελανή αύρα να τυλίγει το μωρό της. Μια ενεργειακή μορφή που της θύμιζε τα σκιερά φίδια. «Ράβνομ. Τι έγινε; Είσαι καλά;»
Ο Βιοσκόπος σηκώθηκε από κάτω, ζαλισμένος. «Κάποια… δύναμη,» είπε. «Με κοίταξε και… αισθάνθηκα κάποια δύναμη να με χτυπά.» Προσπαθούσε τώρα ν’αποφύγει τα μάτια του μωρού.
«Μου είπες ότι ήταν ένα φυσιολογικό μωρό!» φώναξε η Αρίνη, χάνοντας τον αυτοέλεγχό της. «Μου είπες ότι ήταν ένα φυσιολογικό μωρό! Μου είπες ψέματα!»
«Δε σου είπα ψέματα. Τα ξόρκια μου αυτό έδειχναν – ένα βιολογικά φυσιολογικό μωρό. Η ενεργειακή μορφή, όμως… Αρίνη, ήξερες για την ενεργειακή μορφή· κι οι δυο μας το ξέραμε!»
Η Αρίνη έστρεψε το βλέμμα της στο μωρό στην αγκαλιά της, σμίγοντας τα χείλη, νιώθοντας μια μεγάλη θλίψη να τη γεμίζει. Ατένισε τα κατάμαυρα μάτια του νεογέννητου, αλλά δεν αισθάνθηκε τίποτα να τη χτυπά. Αντιθέτως, αισθάνθηκε ξαφνικά πολύ καλύτερα από πριν, σαν ένα αόρατο χέρι να την είχε χαϊδέψει κάνοντάς τη να πιστέψει ότι όλα θα πήγαιναν καλά, ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα.
«Τι είσαι;» είπε η Αρίνη. «Τι είσαι;»
Η σκοτεινή ενέργεια τύλιξε, τότε, τελείως το μωρό, σκεπάζοντας τα ανθρώπινη χαρακτηριστικά του, κάνοντάς το να μοιάζει με μια μαύρη φλόγα. Κι αυτή η μαύρη φλόγα υψώθηκε στον αέρα, φεύγοντας από τα χέρια της Αρίνης. Εκείνη ξαφνιάστηκε τόσο πολύ που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει.
Μια φωνή αντήχησε μέσα στο δωμάτιο, ήπια, χαμηλή αλλά σταθερή, γεμίζοντας τον χώρο: Αυτό το σώμα είναι παράξενο για μένα. Αλλά σ’ευχαριστώ. Τώρα, μπορώ τουλάχιστον να προσπαθήσω να διορθώσω τη ζημιά που έχει γίνει.
«Τι…;» έκανε η Αρίνη, σαστισμένη. «Πώς… πώς μιλάς; Είσαι… Τι είσαι;»
Δεν είναι εύκολο να σου εξηγήσω τώρα με τρόπο που θα καταλάβεις, αλλά θα ξανασυναντηθούμε. Μητέρα. Σ’ευχαριστώ που μ’έφερες σ’αυτή τη διάσταση. Μας πρόσφερες μεγάλη υπηρεσία. Σε αγαπάμε. Και, με τούτα τα λόγια, η σκοτεινή φλόγα πέταξε προς το οφθαλμόσχημο παράθυρο του υπνοδωματίου, πέρασε ανάμεσα από τα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα, κι εξαφανίστηκε.
Η καλύτερη λύση, για την ώρα, φαινόταν να είναι να περιμένουν στην Ερρίθια, όπως τους είχε ζητήσει ο Γεράρδος μέσα από το όνειρο του Εδμόνδου. Της Μάρθας δεν της άρεσε και τόσο αυτό. Το όνειρο ίσως να ήταν κάτι τυχαίο, σκεφτόταν. Δεν μπορούσαν να ελέγξουν ότι σίγουρα ήταν αληθινό· κι εν τω μεταξύ ο Γεράρδος πιθανώς να κινδύνευε! Από την άλλη, όμως, η Μάρθα το ήξερε πως ο Γεράρδος έβλεπε παράξενα όνειρα, καθώς και ότι έστελνε παράξενα όνειρα σε άλλους, συνήθως χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Προ ημερών είχε δει στον ύπνο του ότι η Βατράνια ήταν φυλακισμένη· κι ακόμα πιο πριν, στέλνοντας ένα όνειρο στον Εδμόνδο, του είχε ζητήσει να τους συναντήσει στον Ισάδελφο, στην Οκρίνθια. Επομένως – παρότι η Μάρθα δεν μπορούσε παρά να αμφιβάλλει κιόλας – οι πιθανότητες ήταν καλές και το καινούργιο όνειρο του Εδμόνδου να ήταν πραγματικό.
Ο Σέλιρ’χοκ ήταν της ίδιας γνώμης. Όπως επίσης και ο Σθένελος’σαρ. Και ούτε η Άνμα’ταρ διαφωνούσε. Τι να έλεγε η Μάρθα, λοιπόν; Ήταν όλοι τους μάγοι· λογικά, ήξεραν κάτι παραπάνω από εκείνη γι’αυτά. Επιπλέον, δεν είχε κανένα καλύτερο σχέδιο να τους προτείνει. Τι να έκαναν για να βρουν τον Γεράρδο; Να γύριζαν γύρω-γύρω σ’όλη τη Χάρνταβελ; Θα είχε αυτό κανένα αποτέλεσμα; Μάλλον όχι.
Καλύτερα να περίμεναν, μένοντας στον Σιδερένιο Ξένο, στη Δυτική Αγορά της Ερρίθιας.
Τη Βατράνια δεν την έφεραν εδώ, όμως· το επόμενο πρωί μετά από την κουβέντα τους με τον Εδμόνδο, έστειλαν τον Σθένελο να πάει να τη βρει έξω από την πόλη, στον Κροκόδειλο, ώστε να της πει τι είχαν αποφασίσει και ότι εκείνη θα έπρεπε να μένει προσωρινά μέσα στο όχημα, για λόγους ασφάλειας, όσο οι υπόλοιποι θα περίμεναν στην Ερρίθια. «Δεν της άρεσε αλλά συμφώνησε,» είπε ο Σθένελος όταν επέστρεψε στο πανδοχείο. Και: «Τον Κροκόδειλο τον μετακινήσαμε σ’ένα πιο ασφαλές μέρος, παρεμπιπτόντως,» πρόσθεσε. «Δείξε μας,» τον προέτρεψε η Άνμα’ταρ, ξεδιπλώνοντας έναν χάρτη της Ερρίθιας και των περιχώρων της. Ο Σθένελος τούς έδειξε, και η Δράκαινα συμφώνησε ότι πρέπει να ήταν καλή περιοχή. «Η Βατράνια την πρότεινε,» είπε ο Ερευνητής.
Μετά από αυτό, οι ημέρες περνούσαν βαρετά για τους περισσότερους. Ο Εδμόνδος σκαρφίστηκε μια πειστική ψεύτικη ιστορία για τον καθένα τους, για την περίπτωση που κανένας Παντοκρατορικός τούς ρωτούσε τι έκαναν στην Ερρίθια. «Καλύτερα να λέμε πάντα το ίδιο πράγμα,» τους συμβούλεψε, «όχι άλλα τη μια κι άλλα την άλλη.» Η Άνμα’ταρ συμφώνησε απόλυτα με τη λογική του Εδμόνδου, καθώς και με τις ιστορίες που εκείνος πρότεινε. Ο τροβαδούρος γνώριζε καλά τη Χάρνταβελ, και ήξερε τι θ’ακουγόταν αληθοφανές και τι όχι.
Η Μάρθα, που έμοιαζε με γηγενής της διάστασης (είχε λευκό-ροζ δέρμα, πράγμα συνηθισμένο εδώ), ανεβοκατέβαινε στο δωμάτιό της και στην τραπεζαρία του Σιδερένιου Ξένου, κι επίσης έκανε βόλτες στη Μεγάλη Πόλη, προσπαθώντας να μάθει τους δρόμους και τις γειτονιές της, αφού δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει. Επιπλέον, αυτό καταλάγιαζε κάπως τη νευρικότητά της και την ανησυχία της για τον Γεράρδο· αν καθόταν συνέχεια κλεισμένη μέσα, θα τρελαινόταν. Δεν μπορούσε να πιστέψει την εξωφρενική μαλακία που είχε συμβεί. Απλά δεν μπορούσε να την πιστέψει! Ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος να εξαφανίζεται έτσι όπως είχε εξαφανιστεί ο Γεράρδος; Αν μου το έλεγαν, δε θα το πίστευα με τίποτα, γαμώ τα μαλλιά της Έχιδνας, γαμώ, σκεφτόταν συχνά-πυκνά. Με τίποτα!
Ο Σέλιρ’χοκ και η Άνμα’ταρ, επειδή φαίνονταν για εξωδιαστασιακοί, δεν πολυκατέβαιναν στην τραπεζαρία του πανδοχείου· κυρίως, έμεναν στο δωμάτιό τους. Ήταν αντρόγυνο, ταξιδιώτες που έρχονταν από τη μακρινή Μοργκιάνη για να κάνουν κάποια συνεννόηση εμπορικής φύσης. Θα έμεναν στον Σιδερένιο Ξένο κάμποσες ημέρες γιατί δεν ήξεραν πότε ακριβώς θα έφταναν όλα τα άτομα με τα οποία ήθελαν να μιλήσουν. Αυτό ήταν το προκάλυμμά τους, σε περίπτωση που κανένας ενδιαφερόταν να τους ρωτήσει. Όσο βρίσκονταν στο δωμάτιό τους, ο Σέλιρ χρησιμοποιούσε μερικές φορές το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, φορτίζοντάς το με ενέργεια από τους κρυστάλλους του για να επεκτείνει την εμβέλειά του σε όσο πιο μεγάλο μέρος της Ερρίθιας μπορούσε. Συνήθως έψαχνε για τον Γεράρδο (χωρίς να τον βρίσκει), αλλά όχι μόνο: Προσπαθούσε να εντοπίσει και τον Ύπατο, τον Έδουο, τον Τζοσελίνο, και τον Οσβάλδο. Τις δύο πρώτες ημέρες δεν βρήκε κανέναν τους, όμως μετά εντόπισε τους δύο τελευταίους. Κόκκινες κουκίδες παρουσιάστηκαν επάνω στα κάτοπτρα του ραβδιού του, και, χρησιμοποιώντας έναν αναλυτικό χάρτη της πόλης μαζί με την Άνμα, συμπέραναν ότι οι δύο ιερείς πρέπει να έμεναν στον Ναό της Ερρίθιας αλλά και να τριγύριζαν σε διάφορα άλλα μέρη της πόλης, σαν να είχαν δουλειές.
«Αναζητούν τον Γεράρδο, νομίζεις;» είπε η Άνμα.
«Ίσως.»
«Τι άλλο μπορεί να κάνουν εδώ, Σέλιρ;»
«Μας έλεγαν ότι ‘έχει έρθει η ώρα’· θυμάσαι;»
«Τα σημάδια του Θεού τους – οι εισβολές…»
«Ακριβώς.»
«Ετοιμάζουν εξέγερση, δηλαδή;»
«Δεν αποκλείεται.»
«Θα ήταν πολύ βιαστικό, Σέλιρ.»
«Ποιος είπε ότι οι ιερείς της Χάρνταβελ είναι λογικοί άνθρωποι, Άνμα;»
Η μάγισσα κούνησε το κεφάλι της καθώς ήταν καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού τους. «Μα δεν κάνεις επανάσταση έτσι ξαφνικά, εκτός αν ήδη τα έχεις όλα έτοιμα – κι απ’ό,τι ξέρουμε, δεν τα έχουν όλα έτοιμα. Αλλιώς, τι περίμεναν τόσο καιρό;»
«Ένα σημάδι από τον Θεό τους;»
Ο Σθένελος’σαρ, παρότι είχε χρυσό δέρμα που συνήθως φανέρωνε εξωδιαστασιακό άνθρωπο, δεν έμενε τόσο πολύ στο δωμάτιό του όσο ο Σέλιρ’χοκ και η Άνμα’ταρ. Διότι ο Εδμόνδος ήταν της γνώμης πως θα ήταν ανόητο ν’αλλάξει τώρα την ιστορία που είχε πει στον Νάρθιελ, τον πανδοχέα του Σιδερένιου Ξένου. Ο Σθένελος ήταν, σύμφωνα μ’αυτή την ιστορία, μακρινός ξάδελφος του τροβαδούρου, από τη Σεργήλη. «Πού πήγε η όμορφη γυναίκα σου;» τον ρώτησε ο Νάρθιελ, που δεν είχε ξεχάσει ότι η Βατράνια ήταν μαζί του πριν, και ότι ο Εδμόνδος την είχε συστήσει ως σύζυγο του Σθένελου. «Επέστρεψε στη Σεργήλη,» αποκρίθηκε ο μάγος στον πανδοχέα. «Δεν μπορούσε να λείπει για τόσο καιρό. Εγώ, όμως, θα μείνω για κάποιες μέρες ακόμα.» «Και είσαι καλοδεχούμενος, φυσικά. Όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς του Βοριά είναι και δικοί μου φίλοι και συγγενείς!» δήλωσε ο Νάρθιελ. Οπότε ο Εδμόνδος είπε: «Ευτυχώς, λοιπόν, που δεν έχω μεγάλο σόι γιατί θα είχες μπλέξει!» Και όλοι – ο τροβαδούρος, ο πανδοχέας, ο Σθένελος, η Ιζαμπώ, και η Ισαβέλλα, που κάθονταν γύρω από το ίδιο τραπέζι – γέλασαν, και τσούγκρισαν τις κούπες τους.
Ο Σθένελος, φυσικά, δεν μπόρεσε να κρατηθεί μακριά από τις δύο χορεύτριες του Εδμόνδου για πολύ. Ζήτησε συγνώμη από την Ιζαμπώ για εκείνο το περιστατικό πριν από τόσες μέρες. «Έφταιγε η περίσταση,» εξήγησε· «ήμασταν όλοι ταραγμένοι· κάτι εξωφρενικό είχε συμβεί. Με καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι; Μπορώ, με ό,τι τρόπο επιθυμείς, να σου δείξω πόσο λυπάμαι,» πρόσθεσε, φανερώνοντας εσκεμμένα, με τη χροιά της φωνής του, ότι υπονοούσε διάφορα. Η Ιζαμπώ, όμως, παρότι δεν εκδήλωνε αντιπάθεια προς το μέρος του, δεν ήταν και πρόθυμη να τον αφήσει να της… δείξει πόσο λυπόταν: από πείσμα μάλλον, υπέθετε ο Σθένελος. Και έστρεψε το ενδιαφέρον του περισσότερο στην Ισαβέλλα. Εξάλλου, κι οι δύο τού άρεσαν το ίδιο· αν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσά τους, δε νόμιζε ότι θα του ήταν καθόλου, μα καθόλου, εύκολο. Αλλά και η Ισαβέλλα δεν ανταποκρινόταν όσο θα ήθελε ο Σθένελος, και ο μάγος είχε, τελικά, την εντύπωση πως οι δυο χορεύτριες τον ταλαιπωρούσαν επίτηδες. Ίσως η Ιζαμπώ να είχε προκαταλάβει την Ισαβέλλα εναντίον του· άλλωστε, συνέχεια μαζί ήταν οι δυο τους. Παρ’όλ’αυτά, ο Σθένελος δεν μπορούσε να τους πει όχι σε τίποτα, παρότι λάμβανε μόνο αστειάκια, μερικά χάδια, και κανένα πεταχτό φιλί. Τι γλυκό μαρτύριο! Ο Σθένελος ήταν συνεπαρμένος με τα δύο διαβολάκια του Εδμόνδου, τόσο που σχεδόν είχε ξεχάσει τον συμπαντικό γρίφο που παρουσίαζαν οι εισβολές.
Τη Βατράνια την επισκεπτόταν, κατά κανόνα, μία φορά την ημέρα για να της πηγαίνει φαγητό και ό,τι άλλο μπορεί να ήθελε. Συνήθως έβγαινε βράδυ ή απόγευμα, τυλιγμένος στην κάπα του και κουκουλωμένος· και δεν έφευγε συνέχεια από την ίδια πύλη της Μεγάλης Πόλης: άλλαζε, για να μη μπορεί κανένας πράκτορας της Παντοκράτειρας να τον εντοπίσει κατά τύχη. «Γυναίκα, ήρθα!» της έλεγε μπαίνοντας στον Κροκόδειλο· και η Βατράνια πάντα απαντούσε, ενοχλημένα: «Σταμάτα τις μαλακίες!» Μια φορά, πρόσθεσε: «Δεν είμαι γυναίκα σου, και είσαι πολύ μικρός για να είσαι άντρας μου.» Ο Σθένελος είπε: «Μικρός; Τώρα δείχνεις απλά πως δεν ξέρεις πώς είναι οι πραγματικοί άντρες!» Οπότε η Βατράνια απάντησε βαριεστημένα: «Έφερες τίποτα της προκοπής για φαγητό;»
Όμως, το απόβραδο της τέταρτης ημέρας που την επισκέφτηκε, κάτι είχε αλλάξει τελείως στο σκηνικό. «Γυναίκα, ήρθα!» είπε ο Σθένελος, ως συνήθως, μπαίνοντας από την πίσω πόρτα του Κροκόδειλου. Και, στο πάτωμα, είδε ξαπλωμένη τη Βατράνια, τυλιγμένη μέσα στην κάπα της και, μάλλον, ντυμένη μόνο με τα εσώρουχά της. Ένα μακρύ, τέλειο πόδι έβγαινε από μια άκρη του σκεπάσματος, φορώντας ψηλή, μαύρη κάλτσα που δενόταν στον μηρό.
«Γιατί άργησες τόσο, σήμερα;» ρώτησε η Βατράνια, κοιτάζοντάς τον με τρόπο που ήταν, το λιγότερο, προκλητικός.
Του έκανε πάλι τα κόλπα της για να τον πειράξει· ο Σθένελος ήταν βέβαιος. «Το ξέρεις ότι δεν πρέπει να έρχομαι κάθε μέρα την ίδια ώρα. Μπορεί κανένας Παντοκρατορικός να πάρει χαμπάρι τίποτα,» της είπε και, κλείνοντας την πόρτα πίσω του, πήγε και άφησε τον σάκο του πλάι της. «Το φαγητό σου είναι μέσα. Και τα τσιγάρα που μου ζήτησες.»
Η Βατράνια αναστέναξε κι έτριψε, επιτηδευμένα, το πόδι της, από την κνήμη ώς το γόνατο, σα να την έξυνε. «Ωραία… Βαριέμαι του θανατά εδώ όλη μέρα.»
Ο Σθένελος αισθανόταν τον σφυγμό του να έχει δυναμώσει. Προσπαθεί να σε περιπαίξει όπως πάντα, ανόητε! είπε στον εαυτό του. Μην είσαι βλάκας! «Τώρα θα έχεις, λοιπόν, κάτι να κάνεις.»
«Δεν είναι καλό, λένε, να καπνίζεις πολύ. Κι επιπλέον, έχω ανάγκη κι από άλλα πράγματα…» Ο υπαινιγμός στη φωνή της ήταν προφανής.
Ο Σθένελος αποφάσισε να τον αγνοήσει. Βάδισε μέσα στο όχημα, ρίχνοντας μια ματιά στο ενεργειακό κέντρο και στη μπροστινή μεριά. «Όλα εντάξει, έτσι; Δεν είδες τίποτα περίεργο, γενικά; Τίποτα ανησυχητικό;»
«Όχι, τίποτα…» αποκρίθηκε η Βατράνια, με φωνή που φανέρωνε θεατρική απογοήτευση.
Ο Σθένελος επέστρεψε κοντά της, χωρίς να καθίσει. «Δε θα πάρεις τα πράγματα που σου έφερα;»
«Βιάζεσαι τόσο;»
Ο Σθένελος κάθισε δίπλα της σα να μη συνέβαινε τίποτα το ασυνήθιστο. Και τίποτα το ασυνήθιστο δεν συμβαίνει! Η Βατράνια είναι. Κανονικά θα έπρεπε να ήταν τσαντισμένος μαζί της, μ’αυτά που του έκανε κάθε λίγο, αλλά, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορούσε παρά να τη βρίσκει αξιολάτρευτη.
«Υπάρχει κάτι να πούμε;» τη ρώτησε.
«Εξαρτάται απ’το τι έχεις κατά νου…» Τον κοίταζε λοξά.
«Τέλος πάντων. Αυτό είναι το φαγητό σου.» Ο Σθένελος άνοιξε τον σάκο του και το έβγαλε. Ήταν ακόμα ζεστό, έτσι όπως το είχε τυλιγμένο. «Κι εδώ είναι το κρασί σου.» Έβγαλε ένα φλασκί. «Κι εδώ, τα τσιγάρα.» Έβγαλε ένα πακέτο Αλαφρό, το οποίο είχε αγοράσει από τον Σιδερένιο Ξένο.
«Και τίποτε άλλο;»
«Δε μου είπες ότι ήθελες κάτι άλλο, την προηγούμενη φορά.»
«Δε δίνει σημασία ο άντρας μου…» του είπε.
Ο Σθένελος σηκώθηκε όρθιος, παίρνοντας μαζί του τον άδειο σάκο. Δεν ήθελε να παρεξηγηθούν, και η Βατράνια τού έμοιαζε να φέρεται σα μεθυσμένη – αλλά, μάλλον, εκείνο που στην πραγματικότητα συνέβαινε ήταν ότι ήθελε να σπάσει την ανία της πειράζοντάς τον. «Αν χρειάζεσαι κάτι, πες το και θα σ’το φέρω όταν ξανάρθω,» της αποκρίθηκε, και περίμενε την απάντησή της. Εκείνη δεν μίλησε, συνεχίζοντας να τον κοιτάζει λοξά, μ’ένα αχνό μειδίαμα. Ε, δεν πάει άλλο! μούγκρισε εσωτερικά ο Σθένελος, που, όποτε έστρεφε τα μάτια του επάνω της, το βλέμμα του γλιστρούσε προς το πόδι που ξεπρόβαλλε από την κάπα, τέλειο και θελκτικό.
«Εντάξει,» της είπε, κοιτάζοντας αλλού. «Καληνύχτα.» Και πήγε προς την πίσω πόρτα του οχήματος.
«Φεύγεις, λοιπόν;» Η φωνή της τώρα φανέρωνε ενόχληση· θυμό, ίσως. «Δε θα μείνεις;»
Ο Σθένελος στράφηκε, συνοφρυωμένος. «Θέλεις να… μείνω;…»
Η Βατράνια έλυσε την καλτσοδέτα της και, με μια κίνηση που τον έκανε να ριγήσει πατόκορφα, κατέβασε τη μαύρη κάλτσα βγάζοντάς την από το καλλίγραμμο πόδι της. «Σου έχω πει ότι μ’αρέσουν οι έξυπνοι άντρες, δε σ’το έχω πει;»
Ο Σθένελο άφησε τον σάκο του να πέσει κάτω, πηγαίνοντας να μισοξαπλώσει πλάι της. «Και δεν το έλεγες τόση ώρα;»
«Μ’έκανες να αμφιβάλλω για λίγο. Επίτηδες;»
«Ναι, δεν το κατάλαβες;» είπε ψέματα ο Σθένελος.
«Είσαι ρεμάλι της Λόρκης!»
Τελικά, μόνο τα εσώρουχά της φορούσε κάτω από την κάπα που τη σκέπαζε.
Ο Σθένελος, στην αρχή, νόμιζε ότι ονειρευόταν. Μετά, βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν όνειρο. Όταν την πήρε στην αγκαλιά του, η Βατράνια ήταν καλύτερη απ’ό,τι την είχε ονειρευτεί. Χαϊδεύοντας όλο το ψηλό, υπέροχο σώμα της, διαπίστωσε ότι ακόμα είχε κάποιες ουλές επάνω της από τα βασανιστήρια του Επόπτη, αλλά αυτό απλά ωθούσε τον Σθένελο να θέλει να την αγαπήσει περισσότερο. Έκαναν έρωτα στην πίσω μεριά του Κροκόδειλου, στριφογυρίζοντας μέσα στην ζεστή κάπα της· έκαναν έρωτα επάνω στην ειδική θέση του ενεργειακού κέντρου του οχήματος· έκαναν έρωτα ξαπλωμένοι στα δύο μπροστινά καθίσματα, πλάι στο μεγάλο τιμόνι… και τα μεσάνυχτα είχαν πια παρέλθει όταν, κορεσμένοι, κάθισαν να ξεκουραστούν, τυλιγμένοι στην κάπα της Βατράνιας, κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό έξω από το μπροστινό παράθυρο του Κροκόδειλου κι ανάμεσα από τις φυλλωσιές των δέντρων.
«Πεινάω,» είπε η Βατράνια καθώς χασμουριόταν.
Ο Σθένελος αμέσως σηκώθηκε και, χωρίς να ρίξει τίποτα επάνω του, πήγε να φέρει το φαγητό και τα τσιγάρα από την πίσω μεριά του οχήματος.
Μετά, καθώς έτρωγαν, ο Σθένελος ρώτησε: «Τι σ’έκανε ν’αλλάξεις γνώμη;»
«Για ποιο πράγμα;»
Ο Σθένελος τής έδωσε ένα κομμάτι ψητό κοτόπουλο με το χέρι του. «Για την ιδανική παρέα μου.»
Η Βατράνια δάγκωσε το κοτόπουλο (και το δάχτυλο του Σθένελου μαζί) μειδιώντας. «Σου είπα: βαριόμουν εδώ πέρα, τόσες μέρες.»
*
Το βράδυ της πέμπτης ημέρας από τότε που έκλεισαν δωμάτια στον Σιδερένιο Ξένο, η εξέγερση ξεκίνησε.
Η Μάρθα, που, μην έχοντας τίποτα να κάνει, είχε πέσει για ύπνο από νωρίς (για να μην πιει πάλι και μεθύσει όπως χτες), ξύπνησε ακούγοντας δυνατές φωνές στη Δυτική Αγορά. Φωνές, και μετά, μια έκρηξη.
Η Μάρθα, αμέσως, πετάχτηκε όρθια. Έπιασε το πιστόλι της και πλησίασε το παράθυρο, κοιτάζοντας από τα μισάνοιχτα παντζούρια. Ένα χτίριο, σ’αρκετή απόσταση από τον Σιδερένιο Ξένο, είχε αρπάξει φωτιά. Σκιερές φιγούρες έτρεχαν μες στη νύχτα. Κάποια φασαρία μεταξύ των ντόπιων; αναρωτήθηκε η Μάρθα· ή κάτι που είχε σχέση με τους Παντοκρατορικούς;
Από τον διάδρομο του πανδοχείου, φωνές έφτασαν στ’αφτιά της. Ομιλίες, όχι κραυγές όπως από έξω. Πλησίασε, αθόρυβα, την πόρτα της και τη χάραξε, ίσα-ίσα για να κοιτάξει με το ένα μάτι. Μερικοί από τους ενοίκους των δωματίων είχαν βγει, είδε. Άκουσε μια γυναίκα να λέει: Δεν ξέρω. Πάμε κάτω να δούμε· ενώ ένας άντρας έλεγε: Επαναστάτες πρέπει νάναι· και ένας άλλος: Προσέχτε να μη μπλέξουμε κι εμείς!
Η Μάρθα είδε τις μορφές τους – σκοτεινές μέσα στον διάδρομο, που φωτιζόταν μονάχα από όσο φως κατόρθωνε να τρυπώσει από ένα παράθυρο στο πέρας του – να πηγαίνουν προς τη σκάλα του πανδοχείου. Στάθηκε αναποφάσιστη για μια στιγμή· μετά, όμως, φόρεσε τις μπότες και την κάπα της (τα ρούχα της δεν τα είχε βγάλει προτού πέσει για ύπνο), έκρυψε το πιστόλι της, κι έφυγε από το δωμάτιό της.
«Μάρθα» – μια σιγανή φωνή.
Στράφηκε ξαφνιασμένη, για ν’αντικρίσει την Άνμα’ταρ παραδίπλα. Μάλλον η μάγισσα είχε βγει στον διάδρομο επειδή είχε δει και τη Μάρθα να βγαίνει. Πρέπει νάχε κι εκείνη χαράξει την πόρτα της, όπως εγώ. «Τι γίνεται; Τι είν’αυτός ο σαματάς;» ρώτησε η Μάρθα πλησιάζοντάς την, και είδε, πίσω από την Άνμα, τον Σέλιρ να στέκεται στο κατώφλι του δωματίου τους.
«Έχουμε μια υποψία,» είπε η μάγισσα, και της έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Η Μάρθα μπήκε στο δωμάτιο μαζί της, και η Άνμα έκλεισε την πόρτα.
«Τι υποψία;»
Ο Σέλιρ’χοκ είπε: «Τις τελευταίες τρεις μέρες, ο Τζοσελίνος και Οσβάλδος είναι στην πόλη.»
«Οι ιερείς; Πώς το ξέρεις;»
«Με τη μαγεία μου. Κυρίως, κάθονται στο Ναό, αλλά περιφέρονται κιόλας. Απόψε είναι έξω, στους δρόμους της Ερρίθιας.»
Η Μάρθα συνοφρυώθηκε. «Και λοιπόν; Πιστεύεις ότι μας ψάχνουν;»
«Πιστεύουμε,» της είπε η Άνμα, «ότι είναι εδώ για να οργανώσουν κάποια εξέγερση.»
«Εξέγερση;»
«Επειδή ‘ο Θεός τους τους έδωσε τα σημάδια’,» εξήγησε ο Σέλιρ.
«Και τι πάει να πει αυτό, γαμώ τα κωλομέρια της Έχιδνας;» ρώτησε η Μάρθα. «Πρέπει να τους βοηθήσουμε;»
«Δε ζήτησαν τη βοήθειά μας,» είπε η Άνμα.
Η Μάρθα κατένευσε, συμφωνώντας απόλυτα.
Η πόρτα χτύπησε. Η Άνμα άνοιξε. Ο Σθένελος ήταν, και αμέσως μπήκε, ρωτώντας κι εκείνος τι συνέβαινε. Ο Σέλιρ τού απάντησε ό,τι είχε απαντήσει και στη Μάρθα.
«Πάμε κάτω,» πρότεινε η τελευταία. «Θα έχουν, σίγουρα, όλοι συγκεντρωθεί στην τραπεζαρία.» Έξω απ’το δωμάτιο μπορούσε ν’ακούσει ομιλίες και ανθρώπους να διασχίζουν τον διάδρομο.
Οι υπόλοιποι συμφώνησαν με τη Μάρθα. Κατέβηκαν στο ισόγειο του Σιδερένιου Ξένου και είδαν ότι η τραπεζαρία ήταν, πράγματι, γεμάτη κόσμο. Ο Εδμόνδος βρισκόταν ήδη εκεί, μαζί με την Ιζαμπώ και την Ισαβέλλα.
«Μείνετε ήσυχοι!» έλεγε ο Νάρθιελ ο πανδοχέας στους πελάτες του. «Μείνετε ήσυχοι! Κανένας δεν θα έρθει εδώ να μας χτυπήσει. Είστε όλοι ασφαλείς.»
Φαίνεται να το λέει και να το πιστεύει, σκέφτηκε η Μάρθα. Ή είναι, λοιπόν, τελείως μαλάκας ή πολύ καλός θεατρίνος.
«Ποιοι κάνουν τη φασαρία;» ρώτησε κάποιος.
«Έχουν πυροβόλα όπλα,» είπε μια γυναίκα· «τους άκουσα να ρίχνουν!»
«Έχουν βάλει φωτιά σε σπίτια!»
«Μείνετε ήσυχοι!» επανέλαβε ο Νάρθιελ. «Και μη βγει κανένας απ’το πανδοχείο μέχρι τα πνεύματα να ηρεμήσουν!»
Κανείς δεν ξέρει τίποτα, συμπέρανε η Μάρθα, πηγαίνοντας κοντά σ’ένα παράθυρο για να κοιτάξει έξω. Ο δρόμος της Δυτικής Αγοράς ήταν σκοτεινός. Απόμακρα αντήχησαν μερικοί πυροβολισμοί, φωνές, και ποδοβολητά.
Μετά από λίγη ώρα, ενώ η Μάρθα ακόμα κοίταζε από το παράθυρο, είδε δύο ανθρώπους να περνάνε αντίκρυ από το πανδοχείο. Ο ένας κρατούσε καραμπίνα· ο άλλος δεν φαινόταν να έχει κανένα όπλο στα χέρια, αλλά φώναζε δυνατά, για να ακουστεί παντού γύρω: «Η ΩΡΑ ΗΡΘΕ! Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΕΔΩΣΕ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ! ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ ΤΩΡΑ – ΤΩΡΑ! – ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΗΣ ΕΡΡΙΘΙΑΣ! ΔΙΩΞΤΕ ΤΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΥΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΝΙΩΣΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ! ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ ΚΑΙ ΧΤΥΠΗΣΤΕ ΤΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΥΣ! ΟΙ ΕΞΩΔΙΑΣΤΑΣΙΑΚΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΘΕΣΗ ΣΤΗ ΧΑΡΝΤΑΒΕΛ! Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΣ, ΚΑΙ ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΩΝ ΤΥΡΑΝΝΩΝ, ΑΝ ΜΕΙΝΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ!»
Δεν ήταν μόνο η Μάρθα που κοίταζε από το παράθυρο· κι άλλοι κοίταζαν, γύρω και πίσω της, κι αμέσως άρχισαν να μιλάνε αναμεταξύ τους, αναστατωμένοι. Τ’αφτιά της έπιασαν μονάχα μερικές λέξεις και φράσεις μες στην αναμπουμπούλα:
…μας καταστρέψουν όλους!
Θα φέρουν τους στρατιώτες της Παντοκράτειρας…
…δίκιο, όμως. Ο Θεός είναι οργισμένος…
Μ’αυτό τον τρόπο!;
Κάποιος πρέπει…
…προτού είναι πολύ αργά!
Φώτα ήρθαν από έναν πλευρικό δρόμο – έντονα, ενεργειακά φώτα – καθώς οι δύο που είχαν φωνάξει απομακρύνονταν· και ποδοβολητά ακολουθούσαν τα φώτα, πολλά ποδοβολητά. Στρατιώτες της Παντοκράτειρας φάνηκαν, λευκοντυμένοι, με όπλα στα χέρια. Οι δύο ταραχοποιοί το έβαλαν στα πόδια, κι εκείνοι τούς κυνήγησαν. Εξαφανίστηκαν όλοι τους μέσα στα σοκάκια της Δυτικής Αγοράς, και πυροβολισμοί αντήχησαν.
Μια έκρηξη έγινε. Ουρλιαχτά ακούστηκαν, και φωνές.
Νερό! κραύγαζε κάποιος. Νερόοοο! ΝΕΡΟΟΟ!
Η Μάρθα δεν έφυγε καθόλου από το παράθυρο ολόκληρη τη νύχτα, και οι περισσότεροι πελάτες του Σιδερένιου Ξένου έμειναν επίσης στην τραπεζαρία. Ο Εδμόνδος, σε κάποια στιγμή πριν από την αυγή, έπαιξε μια μπαλάντα για να τους ηρεμήσει. Δεν ακούγονταν φωνές και εκρήξεις τώρα.
Όταν ο ήλιος υψώθηκε στον ουρανό, η Μάρθα είδε αρκετούς από τους πελάτες να ανεβαίνουν τη σκάλα για να πάνε στα δωμάτιά τους. Μέχρι τότε, στέκονταν μπροστά στα παράθυρα, όπως εκείνη, και παρακολουθούσαν, κοιτάζοντας και ακούγοντας· ή κάθονταν στα τραπέζια του πανδοχείου και μιλούσαν αναμεταξύ τους, νευρικά: έκαναν υποθέσεις για το τι συνέβαινε και ποιες συνέπειες μπορεί να είχε για όλους τους. Πολλά που ακούστηκαν ένας κατάσκοπος του Επόπτη σίγουρα θα τα θεωρούσε προδοτικά, νόμιζε η Μάρθα, αλλά τώρα δεν ήταν μια νύχτα για συλλήψεις τυχαίων ανθρώπων που έλεγαν ό,τι τους κατέβαινε. Οι Παντοκρατορικοί είχαν άλλα προβλήματα.
Η Μάρθα κάθισε στο μπαρ, όταν ξημέρωσε, και ζήτησε μια κούπα γάλα. Η γυναίκα του Νάρθιελ (μια γηγενής της Χάρνταβελ με λευκό-ροζ δέρμα, σε αντίθεση μ’εκείνον, που ήταν κατάμαυρος) της έφερε την κούπα και πήρε τα λεφτά της. Η Μάρθα ήπιε λίγο από το γάλα, και έριξε μια ματιά στην τραπεζαρία για να δει πού ήταν οι άλλοι επαναστάτες. Ο Εδμόνδος και οι δύο τσαπερδόνες ήταν ακόμα εδώ, φυσικά, και μαζί τους είχε καθίσει ο Σθένελος, γιατί υποτίθεται πως ήταν ξάδελφος του Βοριά και τα λοιπά και τα λοιπά. Ο Σέλιρ’χοκ και η Άνμα’ταρ κάθονταν σ’ένα γωνιακό τραπέζι, μισοκρυμμένοι στις σκιές, και έπαιρναν πρωινό σα να μην είχαν ξαγρυπνήσει όλη νύχτα και σα να μη γινόταν ακόμα και τώρα φασαρία γύρω τους από τους πελάτες του πανδοχείου. Η Μάρθα δεν είχε πάει να καθίσει ούτε μ’αυτούς ούτε με τον Εδμόνδο επειδή, σύμφωνα με το προκάλυμμά της, δεν τους ήξερε. Δεν την είχε, βέβαια, κανένας ρωτήσει γιατί και πώς βρισκόταν εδώ (ο Σιδερένιος Ξένος ήταν πολυσύχναστο πανδοχείο, και δεν κινούσε κάποιος εύκολα υποψίες), αλλά, ως επαναστάτες, ήξεραν όλοι τους ότι όφειλαν πάντοτε να φυλάγονται από τα σκυλιά της Παντοκράτειρας.
Η Μάρθα περίμενε πως, καθώς η μέρα κυλούσε, θα μάθαινε τι είχε συμβεί μες στη νύχτα. Ό,τι κι αν ήταν, δεν μπορεί να έμενε κρυφό.
*
Επαναστάτες είχαν επιτεθεί στους Παντοκρατορικούς πολεμιστές γύρω από το παράξενο δάσος στην Ανατολική Αγορά, και οι Ιεροί Φρουροί τούς είχαν βοηθήσει. Τελικά, οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας είχαν αναγκαστεί να υποχωρήσουν από την περιοχή, και τώρα οι επαναστάτες και οι Ιεροί Φρουροί την έλεγχαν, μην αφήνοντας τους εχθρούς τους να πλησιάσουν, ενώ συγχρόνως έκαναν αιφνίδιες επιθέσεις σε διάφορα σημεία της Μεγάλης Πόλης, χτυπώντας Παντοκρατορικούς και ρίχνοντας βόμβες προτού φύγουν τρέχοντας για να εξαφανιστούν μέσα σε στενορύμια. Ο Ναός είχε τεθεί ανοιχτά υπέρ των εξεγερθέντων· είχε γίνει άσυλο γι’αυτούς και οχυρό. Στους πολεμιστές του Επόπτη δεν επιτρεπόταν να έρθουν κοντά. Μόλις πλησίαζαν δέχονταν επίθεση, με πυροβόλα όπλα και βόμβες, ή από κοντά: Ιεροί Φρουροί και επαναστάτες ξεπρόβαλλαν από παντού για να τους πετσοκόψουν με σπαθιά και τσεκούρια, και μαζί τους μάχονταν ιερείς που διέθεταν υπεράνθρωπες δυνάμεις, έχοντας την εύνοια του Θεού.
Σε πάρα πολλές περιοχές, η Ερρίθια μετατρεπόταν σε πεδίο μάχης προτού η σύγκρουση διαλυθεί, αφήνοντας πίσω της αίμα στο πλακόστρωτο, πτώματα, σπασμένα όπλα, κάλυκες, φωτιές – οποιονδήποτε συνδυασμό αυτών, ή όλα αυτά μαζί. Ο Επόπτης δεν μπορούσε να δώσει τέλος στην εξέγερση με μια αποφασιστική έφοδο σ’ένα συγκεκριμένο σημείο. Το μόνο σταθερό οχυρό των εξεγερθέντων ήταν ο Ναός, και ο Νιρμόδος Νάρλεφ, εκτός του ότι το έβρισκε δύσκολο να πλησιάσει εκεί, δεν τολμούσε ακόμα να κάνει μαζική επίθεση σ’ένα τέτοιο, ιερό μέρος.
Μέχρι πότε, όμως; Αυτός ο καινούργιος Επόπτης της Παντοκράτειρας δεν ήταν σαν την προηγούμενη Επόπτρια· ήταν πιο αποφασιστικός και, έλεγαν, ήρωας πολέμου στη Βίηλ. Σκληρός άνθρωπος. Μέχρι πότε θα δίσταζε να ισοπεδώσει τον Ναό;
Οι απαντήσεις σ’αυτό το ερώτημα ήταν πολλές και διάφορες, μέσα στην τραπεζαρία του Σιδερένιου Ξένου. Κάποιοι προειδοποιούσαν ότι, με τέτοια καμώματα, η Παντοκράτειρα θα τους συνέθλιβε όλους στο τέλος· θα διέλυε το ιερατείο, όπως είχε κάνει και σ’άλλες διαστάσεις, και θα ποδοπατούσε κάθε άρχοντα, ακόμα και τον Υπεράρχη τον Ριχάρδο τον Τρίτο. Κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι ο Θεός είχε δείξει την Οργή Του, δεν είχε δείξει την Οργή Του; Επομένως, ήταν όντως η ώρα να ξεσηκωθούν, να αποτινάξουν τους ξένους, αυτούς που δεν ανήκαν στη Χάρνταβελ!
Όταν ο Εδμόνδος ο Βοριάς ανέβηκε στο δωμάτιό του, η Μάρθα πήγε να τον βρει εκεί και να του μιλήσει.
«Τι νομίζεις;» τον ρώτησε. «Με όλα τούτα, ποια είναι η δική μας θέση εδώ; Και γιατί δεν έχει έρθει ακόμα ο Γεράρδος;» πρόσθεσε, αν και πριν δεν σχεδίαζε να το πει αυτό.
«Δεν ξέρω γιατί δεν έχει έρθει ο Γεράρδος· δεν τον ξαναείδα στα όνειρά μου,» αποκρίθηκε ο τροβαδούρος, μοιάζοντας κουρασμένος καθώς καθόταν στην άκρη του κρεβατιού του. «Όσο για τη δική σας θέση εδώ… ούτε κι αυτό το ξέρω,» είπε μορφάζοντας. «Η αποστολή σας δεν λέγατε πως είναι να ερευνήσετε τι συμβαίνει στη Χάρνταβελ, σχετικά με τους αντικατοπτρισμούς και τις εισβολές;»
Η Μάρθα ένευσε βηματίζοντας μες στο δωμάτιο. «Ναι, αυτή είναι η αποστολή μας, βασικά. Γι’αυτό ήρθαμε. Αλλά… ο Πρίγκιπας δεν ήξερε ότι θα γίνονταν τέτοια πράγματα εδώ. Αν το ήξερε, ίσως να ήθελε να βοηθήσει κάπως.»
«Θέλετε, λοιπόν, να επιστρέψετε στην Απολλώνια για να του μιλήσετε;»
«Χωρίς τον Γεράρδο, όχι,» αποκρίθηκε αμέσως η Μάρθα. «Μετά, ίσως.»
«Επομένως,» είπε ο Εδμόνδος καθώς άναβε την πίπα του, «εκείνο που θα πρότεινα εγώ είναι να συνεχίσετε να περιμένετε. Αλλιώς… τι; Θα πάτε να κάνετε κι εσείς αιφνίδιες επιθέσεις στους πολεμιστές του Επόπτη;»
Η Μάρθα τού είπε ότι μάλλον είχε δίκιο, και, βλέποντας ότι χρειαζόταν ξεκούραση, έφυγε από το δωμάτιό του για να τον αφήσει να πλαγιάσει με την ησυχία του. Πήγε να επισκεφτεί την Άνμα και τον Σέλιρ, οι οποίοι ήταν ξαπλωμένοι αλλά της άνοιξαν για να μπει.
Η Μάρθα τούς είπε ότι είχε μιλήσει με τον Εδμόνδο για να ζητήσει τη γνώμη του, και τους είπε επίσης ποια ήταν η απάντησή του.
«Δεν έχει νόημα να βοηθήσουμε σε τίποτα, Μάρθα,» είπε η Άνμα· «ο Εδμόνδος μιλά λογικά. Οι ιερείς πρέπει να έχουν ξεσηκώσει διάφορους ανθρώπους τους από δω κι από κει μέσα στην πόλη προκειμένου να προκαλέσουν επεισόδια. Τι μπορούμε εμείς να συνεισφέρουμε σ’αυτό; Μερικούς ακόμα θανάτους; Ποια θα είναι η διαφορά, στο τέλος; Όταν κάνεις μια εξέγερση πρέπει να είσαι σίγουρος ότι θα ανατρέψεις το καθεστώς· αυτοί εδώ, όμως, απλά μού μοιάζει πως κάνουν σαματά.»
«Εκτός αν καταφέρουν με τον σαματά τους να ξεσηκώσουν ή τους πολίτες της Ερρίθιας ή τους πολεμιστές του Υπεράρχη,» τόνισε ο Σέλιρ. «Σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί πράγματι να ανατρέψουν το καθεστώς.»
«Ναι, όντως, αν τα καταφέρουν να τους ξεσηκώσουν,» παραδέχτηκε η Άνμα. «Πάντως, δε φαίνεται να είχε υπάρξει καμία συνεννόηση ανάμεσα στα Ανάκτορα και στον Ναό της Ερρίθιας. Οι πολεμιστές του Υπεράρχη υποστηρίζουν τους Παντοκρατορικούς, απ’ό,τι έχουμε ακούσει.»
«Ναι, μέχρι στιγμής…»
«Νομίζεις ότι θ’αλλάξει γνώμη ο Υπεράρχης;»
«Ο Υπεράρχης,» είπε ο Σέλιρ, «υποθέτω πως θα αλλάξει γνώμη μόνο αν είναι σίγουρος ότι τον συμφέρει. Δε θα ρισκάρει ο Επόπτης να σκοτώσει ή να φυλακίσει αυτόν και την οικογένειά του. Και το γεγονός ότι οι ιερείς δεν τον προειδοποίησαν πριν από τούτη την εξέγερση, μάλλον, δεν θα το εκτιμήσει.»
«Οι ιερείς,» παρενέβη η Μάρθα στην κουβέντα τους, «είναι πάνω από κάθε άρχοντα της Χάρνταβελ. Ο Γεράρδος μάς το είχε τονίσει αυτό, ξανά και ξανά–»
Η πόρτα χτύπησε.
«Ποιος είναι;» φώναξε η Άνμα.
«Εγώ,» είπε ο Σθένελος.
Η Άνμα και ο Σέλιρ ήταν μισοξαπλωμένοι πάνω στο κρεβάτι τους, έτσι η Μάρθα άνοιξε στον Ερευνητή.
«Απαρτία, βλέπω,» παρατήρησε εκείνος μπαίνοντας· και είπε: «Θα πάω φαγητό στη Βατράνια, εντάξει; Απλώς για να το ξέρετ–»
«Μην είσαι μαλάκας· μπορεί να μπλέξεις εκεί έξω,» του είπε η Μάρθα.
«Θα προσέχω. Δε μπορούμε να την αφήσουμε χωρίς φαγητό.»
«Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει από μια μέρα χωρίς φαγητό– Αλλά ξέχασα· δεν ξέρουμε αν η Βατράνια είναι άνθρωπος.» Δεν μπορούσε ν’αντισταθεί στον πειρασμό· έπρεπε να το πει.
«Τέλος πάντων,» αποκρίθηκε ο Σθένελος, «θα προσέχω και–»
«Δε θα πας μόνος,» του είπε η Άνμα καθώς σηκωνόταν απ’το κρεβάτι.
«Θα έρθεις μαζί μου;»
«Ναι.»
«Μα, υποτίθεται πως δε γνωριζόμαστε.»
«Θα βγω πρώτα εγώ από το πανδοχείο και έπειτα εσύ. Μετά, λες κανένας να μας προσέξει μες στην Ερρίθια;» Η Άνμα είχε ήδη αρχίσει να βάζει τις μπότες της.
Τα τοιχώματα του διαδρόμου είναι από χέρια, χώμα, τρίχα, και πρασινάδα, κι εκείνος βαδίζει με επιφύλαξη, γνωρίζοντας ότι έχει μπει σε επικίνδυνη περιοχή: σε μέρος όπου όλες του οι αισθήσεις πρέπει να βρίσκονται σε εγρήγορση. Βλέπει μια καμάρα και περνά από κάτω· πέρα απ’αυτήν, το δωμάτιο είναι γεμάτο πρασινάδα και, συγχρόνως, θυμίζει σπίτι. Μια γυναίκα κάθεται οκλαδόν, αλλά, μόλις αντιλαμβάνεται την παρουσία του, πετάγεται όρθια. Έχει δέρμα λευκό και μακριά, μπλεγμένα, καστανά μαλλιά που φτάνουν ώς τη μέση της.
Ο Γεράρδος κοιτάζοντάς την βλέπει δύο μορφές, που η μία υπερκαλύπτει την άλλη. Μια πυκνή σκιά σκεπάζει τη γυναίκα, κρύβοντας τα χαρακτηριστικά της.
Φύγε! γρυλίζει η σκιά.
Μη φεύγεις, λέει η γυναίκα. Περίμενε!
ΦΥΓΕ! Ο βρυχηθμός της σκιάς κάνει τις φυλλωσιές να τρανταχτούν δυνατά
τα στόματα στους τοίχους του σπιτιού να ουρλιάξουν από πόνο
τις πέτρες να τρίξουν
το χώμα να κυλήσει.
Κι ο Γεράρδος
βρισκόμενος μέσα σ’έναν δυνατό άνεμο
ξύπνησε.
Τα μάτια του άνοιξαν καθώς δυνατός αέρας σφύριζε μέσα στο Κεντροδάσος. Δυνατός και κρύος. Έφτανε ακόμα και μέσα στη σπηλιά όπου είχε κρυφτεί για να περάσει τη νύχτα. Ευτυχώς που είχε καταφέρει να φτιάξει ετούτη την πρόχειρη κάπα από εκείνο τον λύκο που είχε σκοτώσει, γιατί ο καιρός, όπως φαινόταν, είχε ψυχράνει, και το φθινοπωρινό κρύο στο Κεντροδάσος μπορούσε να αποδειχτεί τόσο επικίνδυνο όσο και η έλλειψη νερού στη Νεκρή Γη.
Ο Γεράρδος διέκρινε φως απέξω και βγήκε από τη σπηλιά του. Ήταν αυγή. Ο ήλιος γλιστρούσε με δυσκολία μέσα από τις φυλλωσιές, αλλά οι σκιές δεν ήταν τόσο πυκνές ώστε να παρακωλύουν το ταξίδι· έτσι, εφόσον είχε ξυπνήσει, ο Γεράρδος αποφάσισε να συνεχίσει το δρόμο του. Πήρε στο χέρι του το μακρύ ραβδί που είχε φτιάξει, έστρωσε την κάπα του, και ξεκίνησε.
Τέσσερις ημέρες είχαν περάσει από τότε που είχε μπει στο Κεντροδάσος, και ο Γεράρδος είχε καταφέρει να βρει τροφή, να κατασκευάσει όπλα, και να φτιάξει πρόχειρο ρουχισμό. Δεν είχε ξεχάσει τις γνώσεις που είχε αποκτήσει τον καιρό που κυνηγούσε στα δάση για να κατευνάσει το Εσώτερο Θηρίο. Ήξερε τις συνήθειες των ζώων, και πώς να κινηθεί για να τα κυνηγήσει αποτελεσματικά. Είχε σκοτώσει έναν λύκο για να φτιάξει μια κοντή κάπα κι ένα ζευγάρι γάντια χωρίς δάχτυλα – ουσιαστικά, κομμάτια λυκοτόμαρου που κάλυπταν τα χέρια του από τον πήχη ώς τη γροθιά. Τα δόντια του λύκου τα είχε χρησιμοποιήσει για την κατασκευή όπλων· τα είχε προσαρμόσει επάνω σε ξύλα για να κάνει τα χτυπήματά τους πιο επικίνδυνα. Επίσης, είχε καταφέρει να σκοτώσει ένα ελάφι, το οποίο είχε γδάρει και ψήσει. Είχε χρησιμοποιήσει το δέρμα του για να φτιάξει έναν σάκο, και μέσα στο σάκο τώρα, εκτός των άλλων, βρίσκονταν και ψητά κομμάτια ελαφιού – δεν το είχε φάει ολόκληρο μέσα σε μια μέρα.
Η καινούργια αίσθηση που είχε ξυπνήσει εντός του τον είχε βοηθήσει να κυνηγήσει και τα δύο θηράματα. Βλέποντας τα μονοπάτια και ακολουθώντας τα, ήταν εύκολο να νικήσει τον λύκο και να προλάβει το ελάφι. Σχεδόν το ίδιο εύκολο όπως όταν είχε το Εσώτερο Θηρίο μέσα του. Όμως, στην πραγματικότητα, σύγκριση δεν μπορούσε να γίνει, και το ήξερε. Με το Εσώτερο Θηρίο, ήταν σαν να καθοδηγείτο από κάτι άλλο, έξω από τον εαυτό του. Τώρα, ήταν σαν ένα σκοτεινό παραπέτασμα να είχε φύγει μπροστά από τα μάτια του.
Το ταξίδι του τον πήγαινε νότια, και ο Γεράρδος προσανατολιζόταν από την εισβολή που μπορούσε να νιώσει προς εκείνη την κατεύθυνση: την εισβολή που, μάλλον, βρισκόταν στην Ερρίθια, το εξωδιαστασιακό δάσος στην Ανατολική Αγορά. Ο δρόμος, όμως, ήταν μακρύς και το Κεντροδάσος πυκνό, κι ακόμα και βλέποντας τα μονοπάτια ο Γεράρδος δεν μπορούσε να ταξιδέψει πιο γρήγορα· η βλάστηση πάντα βρισκόταν στο διάβα του. Κι εκείνο που τον ανησυχούσε ήταν ότι ίσως να έχανε τη Μάρθα και τους υπόλοιπους· ίσως να μη μπορούσε να τους βρει.
Τα παράξενα όνειρά του δεν βοηθούσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν είχε ονειρευτεί κανέναν τους, ή τουλάχιστον δεν θυμόταν να τον είχε ονειρευτεί – γιατί κάποτε είχε καλέσει ονειρικά τον Εδμόνδο τον Βοριά χωρίς να το ξέρει… Αλλά τώρα το πρόβλημα δεν ήταν να καλέσει κάποιον· τώρα, το πρόβλημα ήταν να μάθει πού βρίσκονταν οι άλλοι επαναστάτες. Κι αντί γι’αυτούς σήμερα είχε δει στο όνειρό του εκείνη την περίεργη γυναίκα προτού ξυπνήσει, την οποία δεν είχε ξαναντικρίσει ποτέ στη ζωή του.
Γιατί την κάλυπτε η σκιά της; Και γιατί η σκιά της έλεγε άλλα, κι άλλα έλεγε εκείνη;
Ο Γεράρδος δεν μπορούσε να δώσει απαντήσεις· αναρωτιόταν, όμως, αν θα συναντούσε τη γυναίκα. Τα όνειρά του – αυτού του είδους τα όνειρα, τουλάχιστον – δεν ήταν τυχαία.
Αν είναι κάτι να φανερωθεί, θα φανερωθεί από μόνο του…
Ευτυχώς, δεν είχε συναντήσει άλλους ουγκράβους τις τελευταίες ημέρες. Τα ζώα που είχε κυνηγήσει δεν είχαν το Εσώτερο Θηρίο μέσα τους. Πράγμα που, βέβαια, δεν ήταν τίποτα το αξιοσημείωτο. Οι ουγκράβοι ήταν λίγοι, όπως και οι ιερείς. Το γεγονός ότι, σχεδόν μόλις μπήκε στο Κεντροδάσος, είχε συναντήσει τέσσερις από αυτούς – το γεράκι, πρώτα, και μετά τα άλλα τρία θηρία – ήταν εξωφρενικό. Ήταν δείγμα – επιβεβαίωση – ότι εκείνο το Μαύρο Σύννεφο που είχε οραματιστεί – το… σύνολο του Εσώτερου Θηρίου – ήταν όντως εναντίον του, και όντως οργάνωνε τους υπηρέτες του για να τον σκοτώσει. Γιατί, κανονικά, ακόμα και έναν ουγκράβο να συναντήσεις ήταν σπάνιο.
Ο Γεράρδος, πάντως, δε νόμιζε ότι ο Εχθρός του τα είχε παρατήσει ύστερα από εκείνη τη σύγκρουση με τους τρεις ουγκράβους. Προετοιμαζόταν, του έστηνε κάποια παγίδα… Κι επομένως, εκείνος έπρεπε να ήταν προσεχτικός.
Καθώς οδοιπορούσε, ο Γεράρδος άκουσε θορύβους από τα δεξιά, και δεν ήταν οι συνηθισμένοι ήχοι του δάσους. Θα ορκιζόταν ότι ήταν οι ήχοι που ακούει κανείς να έρχονται από μια πόλη ή ένα χωριό. Πόλη αποκλείεται να υπήρχε σε τούτα τα μέρη, αλλά μερικά χωριά ήξερε πως ήταν χτισμένα εδώ, στα βάθη του Κεντροδάσους. Σποραδικά, βέβαια, και όχι πολλά. Οι κάτοικοί τους ήταν, κυρίως, κυνηγοί και ξυλοκόποι, οι οποίοι ταξίδευαν για να πάνε τα εμπορεύματά τους στις παρυφές και να τα ανταλλάξουν με άλλα πράγματα· σπάνια δέχονταν χρήματα: δεν είχαν τι να τα κάνουν. Επίσης, ήταν συνήθως κλειστοί άνθρωποι, αλλά όχι εχθρικοί.
Ο Γεράρδος βάδισε προς τα εκεί απ’όπου έρχονταν οι ήχοι… κι άρχισε να τους διακρίνει καλύτερα: απόμακρες, κοφτές ομιλίες· το κλογκ κλογκ κλογκ που κάνουν τα μικρά κουδούνια (στους λαιμούς προβάτων ή κατσικιών, μάλλον)· το κλάμα ενός μωρού· παιδικές φωνές και γελάκια· το σφυρί κάποιου σιδερά…
Παραμερίζοντας τις φυλλωσιές και γλιστρώντας ανάμεσα από τους κορμούς, ο Γεράρδος αντίκρισε τελικά το χωριό. Βρισκόταν σ’ένα μικρό ξέφωτο, περιτριγυρισμένο από το πυκνό δάσος, και καπνός έβγαινε από τις καμινάδες των σπιτιών του, τα οποία αποκλείεται να ήταν πάνω από πενήντα. Λίγο πιο έξω από το χωριό, ένας βοσκός έβοσκε τα κατσίκια του μέσα στο δάσος· κλογκ κλογκ κλογκ ηχούσαν τα κουδούνια τους.
Βλέποντας τον Γεράρδο, ύψωσε το χέρι του σε χαιρετισμό.
Ο Γεράρδος πλησίασε, χωρίς βιάση. «Καλημέρα,» είπε.
«Καλημέρα, ξένε. Από πού ’ρχεσαι;» Ο βοσκός ήταν πορφυρόδερμος, μαυρομάλλης, και γενειοφόρος, και τον κοίταζε με περιέργεια αλλά όχι και τόση επιφύλαξη όση, ίσως, θα έπρεπε· δεν έβαζε κακό στο μυαλό του.
«Απ’τα βόρεια. Διασχίζω το δάσος.»
«Κι ο Θεός περπατεί μαζί σου, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε ο βοσκός, κλίνοντας σεβάσμια το κεφάλι.
Σα να κατάλαβε ξαφνικά ότι είμαι ιερέας. Ο Γεράρδος αναρωτήθηκε πώς του είχε γεννηθεί αυτή η ιδέα. Δε φοράω άμφια. Τι είδε; Ωστόσο, δεν του είπε τίποτα, εκτός από: «Μπορώ να περάσω απ’το χωριό σας, καλέ μου άνθρωπε;»
«Ναι, αμέ. Καλώς ήρχες, Μεγάλε Πατέρα, στη Χαμηλή Πέτρα.»
«Ο Θεός μαζί σου,» του είπε ο Γεράρδος, κι έκανε να περάσει δίπλα από το κοπάδι του βοσκού για να– Ξαφνικά, παρατήρησε ότι όλα τα ζώα είχαν στραφεί και τον κοιτούσαν, με μάτια που έμοιαζαν παράδοξα ανθρώπινα, σαν να τον έβλεπαν και να ήξεραν ποιος ήταν. Για μια στιγμή, ο Γεράρδος τα ατένισε. Εκείνα δεν πήραν το βλέμμα τους από πάνω του. Ο Γεράρδος στράφηκε και βάδισε προς το χωριό, έχοντας την εντύπωση ότι τα κατσίκια είχαν δει σ’εκείνον το ίδιο πράγμα που είχε δει κι ο βοσκός.
Αλλά δεν είμαι ιερέας. Τουλάχιστον, όχι σαν τους συνηθισμένους ιερείς. Δεν έχω το Εσώτερο Θηρίο μέσα μου. Πρέπει, όμως, να υπήρχε και κάποια άλλη διαφορά στους ιερείς πέρα από το γεγονός ότι είχαν το Εσώτερο Θηρίο, σκέφτηκε ο Γεράρδος. Το Εσώτερο Θηρίο απλά έρχεται και φωλιάζει μέσα μας, δεν μας δημιουργεί. Έρχεται για να σκεπάσει τις ψυχές μας και να μας κρύψει αυτό που θα μπορούσαμε να βλέπαμε, προσφέροντάς μας μονάχα ζωώδη δύναμη.
Ο Γεράρδος, όπως είχε σκεφτεί και παλιότερα, ήταν κάτι περισσότερο από τους άλλους ιερείς της Χάρνταβελ, επειδή είχε σκοτώσει το Εσώτερο Θηρίο του. Αλλά αυτό, φυσικά, σύμφωνα μ’εκείνους, ήταν ακραία βλασφημία…
Μπαίνοντας στο χωριό, είδε τους ανθρώπους να στρέφονται να τον κοιτάξουν όπως είχαν κάνει τα κατσίκια. Με αναγνωρίζουν κι αυτοί. Ξέρουν ποιος είμαι.
«Καλημέρα, Μεγάλε Πατέρα,» τον χαιρέτησε ένας κυνηγός, που τέντωνε ένα τομάρι επάνω σ’ένα ξύλινο πλαίσιο, έξω από το σπίτι του.
«Καλώς ήρθατε, Μεγάλε Πατέρα!» τον χαιρέτησε μια γυναίκα που άπλωνε ρούχα στην αυλή της.
Κι αυτοί δεν ήταν οι μόνοι που τον χαιρέτησαν· όποιοι τον έβλεπαν τον χαιρετούσαν, και ο Γεράρδος ανταπέδιδε τον χαιρετισμό, αν και παραξενεμένος. Κανονικά, θα έπρεπε να τους είχε τρομάξει· δεν μπορεί να δέχονταν και πολλούς επισκέπτες σε τούτα τα μέρη… Δεν του έμοιαζαν τρομαγμένοι, όμως.
Ένα αντρόγυνο τού πρότεινε να καθίσει στην αυλή τους για να τον φιλέψουν και να του δώσουν ό,τι χρειαζόταν αφού ταξίδευε. Ο Γεράρδος δέχτηκε, και κάθισε σ’έναν ξύλινο σκαμνί, ενώ τα παιδιά του αντρόγυνου έβγαζαν ένα μικρό τραπέζι, το άφηναν εμπρός του, και άρχιζαν να το γεμίζουν με φαγητά και ποτά: παξιμάδια, καρύδια, τυρί, ελιές, καπνιστό κρέας, κρασί, τσάι, νερό.
«Σας βάζω σε κόπο,» είπε ο Γεράρδος.
«Δεν είναι κόπος, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε ο άντρας, που ήταν πενηντάρης, λευκόδερμος, και φανερά σκληραγωγημένος από τη ζωή στο δάσος. «Είμαστε α’θρώποι του Θεού όλοι μας, εδώ στη Χαμηλή Πέτρα.»
«Και ξέρουμε γιατί έχετ’ έρθει σ’εμάς, Μεγάλε Πατέρα,» πρόσθεσε η γυναίκα, επίσης λευκή και σκληραγωγημένη, αλλά πιο νέα από τον άντρα της για καμια πενταετία, υπολόγιζε ο Γεράρδος.
Ξέρουν γιατί έχω έρθει; «Γιατί έχω έρθει;» ρώτησε, ατενίζοντας την σταθερά.
Η γυναίκα κατέβασε το βλέμμα της. «Με συγχωρείτε, Μεγάλε Πατέρα…» κόμπιασε.
«Δεν έκανες κανένα κακό,» τη διαβεβαίωσε αμέσως ο Γεράρδος. «Απλώς ρωτάω: ξέρετε γιατί έχω έρθει;» Πήρε το βλέμμα του από αυτήν και το έστρεψε στον άντρα.
Εκείνος αποκρίθηκε, καθίζοντας σ’ένα σκαμνί αντίκρυ στον Γεράρδο: «Για την… ουντράχα στα μέρη μας, Μεγάλε Πατέρα.»
Ουντράχα: μια λέξη που δεν υπήρχε αντίστοιχή της στη Συμπαντική Γλώσσα, και που ο Γεράρδος είχε να την ακούσει πάρα πολύ καιρό. Ακόμα κι όταν ήταν ιερέας, προτού φύγει από τη Χάρνταβελ, κανένας δεν μιλούσε πολύ για τις ουντράχες γιατί κανένας δεν τις έβλεπε πολύ. Ήταν σπάνιο να συναντήσεις μία απ’αυτές, εξαιρετικά σπάνιο· και θεωρείτο μεγάλη κακοτυχία.
Η καλύτερη μετάφραση στη Συμπαντική Γλώσσα, για τη λέξη ουντράχα, ήταν μάγισσα· αλλά το να πεις μια ουντράχα «μάγισσα» ήταν, φυσικά, αστείο. Δεν είχαν καμία σχέση με τις μάγισσες που εννοούσε κανείς όταν μιλούσε στη Συμπαντική. Ουντράχα ονομαζόταν μια γυναίκα που είχε το Εσώτερο Θηρίο εντός της. Συνήθως, δεν ζούσαν για πολύ· πέθαιναν από μικρές· κι όταν ζούσαν, έτρεχαν στα δάση και στις ερημιές σαν αγρίμια, μην μπορώντας να κάνουν το Θηρίο να καταλαγιάσει μέσα τους. Όταν οι ιερείς τις έβρισκαν, τις σκότωναν. Θεωρούνταν καταραμένες παντού στη Χάρνταβελ, τίποτα περισσότερο από άγρια, λυσσασμένα ζώα που κατοικούσαν σε σπηλιές και συναναστρέφονταν ουγκράβους.
«Πού βρίσκεται;» ρώτησε ο Γεράρδος, χωρίς να πει στον άντρα ότι, μέχρι στιγμής, δεν είχε ιδέα πως υπήρχε ουντράχα στα μέρη τους.
«Τριγυρνά στο δάσος γύρω από το χωριό μας, εδώ και καιρό, Μεγάλε Πατέρα. Κλέβει τα ζώα μας, τα σκοτώνει και τα τρώει ωμά. Κι έχει ουγκράβους μαζί της, που την υπηρετούν.»
«Μερικοί λένε ότι την έχουν δει να λουφάζει στις Κάτω Σπηλιές, Μεγάλε Πατέρα,» είπε η γυναίκα.
«Αλλά δεν είναι σίγουρο,» τόνισε ο άντρας.
«Δεν είναι σίγουρο,» συμφώνησε η γυναίκα.
Ο Γεράρδος τούς άκουγε καθώς έτρωγε παξιμάδια με τυρί. «Πού είναι οι Κάτω Σπηλιές;» ρώτησε, αφού κατάπιε τη μπουκιά του. Ήπιε μια γουλιά κρασί από τη μεταλλική κούπα του.
«Νότια κι ανατολικά, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε ο άντρας.
Στο δρόμο μου κι αυτό, παρατήρησε ο Γεράρδος, ενώ θυμόταν το όνειρό του με την παράξενη γυναίκα που άλλα έλεγε η σκιά της κι άλλα εκείνη. Την ουντράχα είδα; Η σκιά, είχε τώρα την εντύπωση, πρέπει να ήταν το Εσώτερο Θηρίο της.
«Θα τη σκοτώσετε, Μεγάλε Πατέρα;» ρώτησε η νοικοκυρά, έχοντας καθίσει πλάι στον άντρα της. «Μας βασανίζει καιρό!»
«Πόσο καιρό;»
«Σχεδόν ένας χρόνος πάει τώρα που είναι στα μέρη μας. Θα τη διώξετε από δω, Μεγάλε Πατέρα;»
«Αν το θέλει ο Θεός,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, συνεχίζοντας το φαγητό του.
Τα δύο παιδιά του αντρόγυνου – που κανένα δεν πρέπει να ήταν πάνω από δώδεκα χρονών – είχαν καθίσει στο έδαφος της αυλής και τον παρατηρούσαν καλά-καλά. Ο Γεράρδος υπέθετε ότι αυτά σίγουρα δεν ήταν τα μοναδικά παιδιά τους. Ήταν πολύ μεγάλοι για να έχουν μόνο δύο παιδιά· και οι άνθρωποι στα απομονωμένα χωριά παντρεύονταν από μικροί. Τα υπόλοιπα παιδιά τους, μάλλον, ήταν μεγαλύτερα και ή είχαν φύγει από τη Χαμηλή Πέτρα, ή δούλευαν αυτή την ώρα, ή είχαν τα δικά τους σπίτια.
«Μπορεί κάποιος να με οδηγήσει σ’αυτές τις Κάτω Σπηλιές;» ρώτησε ο Γεράρδος, όταν το αντρόγυνο ήταν σιωπηλό για κάμποση ώρα.
*
«Εδώ, Μεγάλε Πατέρα. Εδώ ’ναι οι Κάτω Σπηλιές.»
Ο άντρας ονομαζόταν Ρογήρος, ήταν ξυλοκόπος, και είχε προθυμοποιηθεί να πάει τον Γεράρδο στο μέρος που οι κάτοικοι της Χαμηλής Πέτρας έλεγαν Κάτω Σπηλιές. Τώρα, οι δυο τους στέκονταν μπροστά σε μια κατηφοριά γεμάτη χαμόδεντρα, ψηλό χορτάρι, και αγκαθωτά φυτά. Στο πέρας της διακρινόταν μια περιοχή με μεγάλες πέτρες, η οποία έμοιαζε να βρίσκεται σ’ένα βαθούλωμα του εδάφους, σαν εκεί να είχε σκαφτεί κάποιος πελώριος λάκκος.
«Θα συνεχίσω μόνος μου τώρα,» είπε ο Γεράρδος στον Ρογήρο. «Ο Θεός μαζί σου και με την οικογένειά σου.»
«Ο Θεός μαζί σου, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε ο ξυλοκόπος και έφυγε, δείχνοντας ανακουφισμένος. Μάλλον φοβόταν ότι ο ιερέας ίσως να του ζητούσε να έρθει κι εκείνος στις Κάτω Σπηλιές – και δεν πρέπει να του άρεσε καθόλου αυτό το μέρος.
Ο Γεράρδος, χρησιμοποιώντας το μακρύ, γερό ραβδί του για να στηρίζεται, κατέβηκε προσεχτικά την πλαγιά, η οποία ήταν απότομη. Τα αγκάθια των φυτών γύρω του απλώνονταν σαν απειλητικά νύχια, και οι θάμνοι και τα χόρτα έμοιαζαν να προσπαθούν να μπλεχτούν στα πόδια του και να τον ρίξουν κάτω.
Ο Γεράρδος τράβηξε από τη ζώνη του το τσεκούρι που του είχε δώσει ο ξυλοκόπος. Δεν ήταν φτιαγμένο για μάχη, αλλά ήταν το καλύτερο όπλο που είχε.
Γιατί πηγαίνω να βρω αυτή την ουντράχα; Είναι σαν να πηγαίνω κατευθείαν στην παγίδα του Εχθρού μου. Το Μαύρο Σύννεφο σίγουρα θα ήθελε ο Γεράρδος να συναντήσει τη γυναίκα με το Εσώτερο Θηρίο μέσα της· θα ήθελε εκείνη να προσπαθήσει να τον σκοτώσει. Και δεν είναι μόνη της: ο Ρογήρος κι η γυναίκα του είπαν ότι έχει και ουγκράβους μαζί της.
Παρ’όλ’αυτά, ο Γεράρδος αισθανόταν ότι έπρεπε να πάει. Στο όνειρό του είχε δει μια γυναίκα και τη σκιά της σαν να ήταν δύο διαφορετικές οντότητες, πράγμα που τον έκανε να αναρωτιέμαι μήπως και στην πραγματικότητα μπορούσε να κάνει αυτόν τον διαχωρισμό: να ξεχωρίσει τη γυναίκα από τη σκιά και… ήταν δυνατόν; μπορούσε να γίνει;… να διώξει τη σκιά από τη γυναίκα.
Φτάνοντας στο βραχώδες βαθούλωμα, σταμάτησε. Η βλάστηση εδώ ήταν λίγη, λιγότερη απ’ό,τι στην πλαγιά· τα χόρτα και τα χαμόδεντρα ξεπρόβαλλαν μονάχα εκεί όπου οι μεγάλες πέτρες τούς έκαναν χώρο. Το μέρος ήταν γεμάτο σπηλιές επάνω κι ανάμεσα στους βράχους, σκοτεινές ακόμα και τώρα, μες στο μεσημέρι. Ένα πουλί πέταξε για να κρυφτεί μέσα σε μία απ’αυτές, τιτιβίζοντας. Κατά τα άλλα, το μέρος ήταν ανησυχητικά σιωπηλό, σαν κάτι να τρόμαζε τα ζώα του δάσους και να τα έκανε να απομακρύνονται.
Ο Γεράρδος βάδισε προσεχτικά. Μπορούσε να νιώσει την παρουσία του Εσώτερου Θηρίου εδώ. Τρεις παρουσίες. Τρία πλάσματα μ’αυτή τη μαυρίλα μέσα τους.
Ο Γεράρδος ακολούθησε τα μονοπάτια ανάμεσα στους βράχους, παρατηρώντας τις σκιές γύρω του, αφουγκραζόμενος. Μετά, στάθηκε πάλι. Περίμενε, καρτερικά, πανέτοιμος. Και κατάλαβε ότι κάτι τον ζύγωνε. Μία από τις παρουσίες με το Εσώτερο Θηρίο. Στράφηκε στα δεξιά, μα δεν είδε τίποτα, κανένα ζώο, κανέναν άνθρωπο.
Πού…;
Μια κίνηση κοντά στο έδαφος, επάνω σε μια πέτρα.
Ένα φίδι! Πλησίαζε το πόδι του, αναμφίβολα για να τον δαγκώσει. Αυτό ήταν το πλάσμα με το Εσώτερο Θηρίο εντός του, κατάλαβε αμέσως ο Γεράρδος. Και κινώντας γρήγορα το τσεκούρι του έκοψε το κεφάλι του φιδιού.
«ΓΓγγγρρρρρρ…»
Γύρισε απ’την άλλη, και είδε ένα τσακάλι να έρχεται προσεχτικά προς το μέρος του, περνώντας από ένα στενό άνοιγμα ανάμεσα σε δύο βράχους. Το θηρίο δεν χίμησε αμέσως, όμως· κι ένα ουρλιαχτό ακούστηκε από δίπλα. Ο Γεράρδος στράφηκε ξανά και, πάνω σε μια πέτρα, είδε να στέκεται μια γυναίκα, με τα γόνατα λυγισμένα και ατενίζοντάς τον με μάτια γεμάτα από τη μάνητα του Εσώτερου Θηρίου. Το δέρμα της ήταν λευκό και τα μαλλιά της μακριά ώς τη μέση και καστανά, όπως στο όνειρό του. Φορούσε δέρματα ζώων, πιασμένα σφιχτά επάνω της με λουριά. Από την πλάτη της προεξείχε η λαβή ενός σπαθιού. Στα πόδια της ήταν ψηλές γούνινες μπότες, που γύρω κι απ’αυτές λουριά τυλίγονταν. Παρότι άγρια στην όλη της εμφάνιση, δεν έμοιαζε να έχει χάσει τελείως το μυαλό της, αφού ντυνόταν σαν ταξιδιώτης και οπλιζόταν σαν μισθοφόρος.
Τα δόντια της, όμως, έτριζαν όπως του τσακαλιού.
«Δεν είσαι απ’αυτούς!» είπε, και η φωνή της περισσότερο γρύλισμα ζώου θύμιζε. «Ποιος;»
«Δεν ήρθα για να σε κυνηγήσω,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Δεν είμαι ιερέας. Όχι, τουλάχιστον, σαν αυτούς που ξέρεις. Το όνομά μου είναι Γεράρδος.»
Για μια στιγμή, είδε τη μάνητα του Εσώτερου Θηρίου να υποχωρεί από τα μάτια της γυναίκας και μια ζωηρή γυαλάδα να την αντικαθιστά. Ο Γεράρδος πρέπει να ήταν ο πρώτος που της είχε μιλήσει σαν άνθρωπος εδώ και χρόνια, κι αυτό είχε κάνει την ψυχή της να σκιρτήσει.
Το τσακάλι γρύλισε, ξαφνικά πιο αγριεμένο από πριν, και όρμησε καταπάνω του, τρέχοντας και πηδώντας. Ο Γεράρδος ακολούθησε ένα μονοπάτι που εκείνο δεν έβλεπε. Άκουσε την ουντράχα να αναφωνεί, σαστισμένη, ενώ το τσακάλι προσγειωνόταν πάνω στις πέτρες, εκεί όπου ο Γεράρδος είχε αποκεφαλίσει το φίδι.
Εκείνος τώρα ήταν πίσω από τον ουγκράβο, κι επιχείρησε να τον χτυπήσει στα πισινά με το τσεκούρι· αλλά το θηρίο τινάχτηκε, την τελευταία στιγμή, και η λεπίδα δεν έκανε παρά ένα άσχημο γδάρσιμο στο πετσί του.
Ουρλιάζοντας, η γυναίκα τράβηξε το σπαθί της, πήδησε από την πέτρα όπου στεκόταν, και χίμησε στον Γεράρδο. Εκείνος γλίστρησε από δίπλα της. Το σπαθί της χτύπησε έναν βράχο, πετώντας σπίθες. Η λεπίδα ήταν φτιαγμένη από καλό ατσάλι, παρατήρησε ο Γεράρδος. Από πού, άραγε, έκλεψε το όπλο; Διότι, σίγουρα, αποκλείεται να το είχε σφυρηλατήσει μόνη της.
«Είσαι δαίμονας!» φώναξε η γυναίκα, γυρίζοντας γύρω-γύρω, προσπαθώντας να βρει πού είχε πάει ο αντίμαχός της. «Δαίμονας!»
Ο Γεράρδος, ακολουθώντας ένα από τα μονοπάτια, είχε βρεθεί επάνω στην πέτρα όπου πριν από λίγο στεκόταν η γυναίκα. «Δεν είμαι δαίμονας,» της είπε, «και δεν ήρθα εδώ για να σε κυνηγήσω.»
Το τσακάλι όρμησε καταπάνω του, με το στόμα του να αφρίζει. Το Εσώτερο Θηρίο του είχε λυσσάξει· εξέπεμπε μια αόρατη δύναμη που ο Γεράρδος νόμιζε ότι προσπαθούσε να τον συνθλίψει. Αν δεν είχε δει το τσακάλι να έρχεται, αν είχε αργήσει έστω για μια στιγμή να αντιδράσει, το ζώο θα τον είχε προφτάσει, και ίσως να τον είχε σκοτώσει ακαριαία με την ορμή που του χιμούσε· αλλά ο Γεράρδος πρόλαβε κι έφυγε από το δρόμο του. Το τσακάλι κοπάνησε πάνω σ’έναν βράχο, το κεφάλι του γέμισε αίματα, αλλά η μανία του δεν καταλάγιασε. Γυρίζοντας, έψαξε να βρει τον Γεράρδο – και δέχτηκε μια μυτερή πέτρα κατακέφαλα. Ένα δυνατό κρακ ακούστηκε, και τώρα το θηρίο παραπάτησε, ζαλισμένο.
Ο Γεράρδος ήταν σκαρφαλωμένος επάνω σ’έναν βράχο.
Η ουντράχα ούρλιαξε μ’όλη τη δύναμη της φωνής της, κάνοντας τα πουλιά του δάσους να φτεροκοπήσουν παντού γύρω. Τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη ζώνη της και το πέταξε, στροβιλιζόμενο, προς τον Γεράρδο. Εκείνος πήδησε από τον βράχο, αποφεύγοντάς το.
«Γιατί προσπαθείς να με σκοτώσεις;» της φώναξε. «Σου είπα, δεν είμαι εδώ για να σε κυνηγήσω!»
«Ψέματα!» σύριξε η γυναίκα.
Το τσακάλι, παρότι άσχημα τραυματισμένο, ξαναχίμησε στον Γεράρδο, με τα σαγόνια του ορθάνοιχτα· κι αυτή τη φορά τον πρόφτασε προτού εκείνος φύγει ακολουθώντας ένα από τα μονοπάτια. Τον έριξε κάτω, και τα δόντια του πήγαν προς τον λαιμό του Γεράρδου. Εκείνος το βρήκε αδύνατο να κρατήσει το τσακάλι μακριά του με το ένα χέρι, ενώ το άλλο του χέρι (που είχε χάσει το τσεκούρι κατά την πτώση) πήγαινε να πιάσει μια από τις μυτερές πέτρες. Το κεφάλι του άγριου ζώου ήρθε κοντά στο κεφάλι του Γεράρδου. Τα μάτια τους συναντήθηκαν, απέχοντας μόλις μερικά εκατοστά. Ο Γεράρδος ατένισε βαθιά μέσα στα μάτια του τσακαλιού, και νόμιζε πως μια αιωνιότητα πέρασε σ’εκείνη τη σκοτεινή χώρα, η οποία του θύμιζε κάτι, σαν κι ο ίδιος κάποτε να κατοικούσε εκεί – αλλά όχι πλέον.
Έπιασε την πέτρα από τη ζώνη του και την κοπάνησε στο πλάι του κεφαλιού του εχθρού του, καθώς τα δόντια του αγριμιού ήταν σχεδόν επάνω στον λαιμό του. Κοπάνησε την αιχμηρή μύτη της πέτρας εκεί όπου το τσακάλι είχε ξανατραυματιστεί. Άκουσε το κόκαλο να σπάει, κι αισθάνθηκε το κρανίο να πηγαίνει μέσα. Καυτό αίμα τινάχτηκε στο πρόσωπο του Γεράρδου, καθώς και κομμάτια από το μυαλό του θηρίου.
Νιώθοντας την εξωφρενική δύναμη του τσακαλιού να χάνεται, το πέταξε από πάνω του σπρώχνοντάς το και κλοτσώντας το–
–και είδε την ουντράχα να έρχεται, με το σπαθί της υψωμένο. Συγχρόνως, όμως, είδε και μια σκιά. Μια σκιά που δεν ήταν στο έδαφος κάτω από τη γυναίκα, αλλά μπροστά της, σαν μάσκα, σαν πέπλο. Μια σκιά που είχε παρουσιαστεί μαζί με την ανάμνηση εκείνης της σκοτεινής χώρας…
Μπορώ να τη σώσω. Μπορώ να πάρω την επιρροή του Εσώτερου Θηρίου από μέσα της.
Ο Γεράρδος κύλησε στο έδαφος, βιαστικά, για ν’αποφύγει την επίθεσή της. Εκείνη τον ακολούθησε, κλοτσώντας τον στα πλευρά και πετώντας τον πάνω σε μια πέτρα, με υπερφυσική δύναμη. Ο Γεράρδος αισθάνθηκε την αναπνοή του να κόβεται, έβηξε διπλωμένος. Και η ουντράχα, πηδώντας όπως το τσακάλι, βρέθηκε πλάι του. Το σπαθί της γυάλισε στον μεσημεριανό ήλιο. Ο Γεράρδος, αν και ακόμα δεν είχε συνέλθει από την κλοτσιά, κατάφερε να κυλήσει ξανά, πέφτοντας δίπλα από τον βράχο και μέσα σ’ένα από τα μονοπάτια. Γλίτωσε το χτύπημα της λεπίδας για μερικά εκατοστά.
«Πού είσαι!» ούρλιαξε η ουντράχα.
Ο Γεράρδος σηκώθηκε–
Η ματιά της εστιάστηκε επάνω του, και η γυναίκα έκανε να του χιμήσει για να τον λιανίσει με το ξίφος της–
Ο Γεράρδος ακολούθησε ένα μονοπάτι, κι άλλο ένα, κι άλλο ένα, κι άλλο ένα, προσπαθώντας να την αποπροσανατολίσει τελείως. Εκείνη συνέχιζε να ουρλιάζει, προκαλώντας τον να παρουσιαστεί. «Θα σε βρω! Όπου κι αν πας θα σε βρω! Δεν έχεις θέση εδώ! Δεν έχεις θέση εδώ! Όπου κι αν πας θα σε βρω!» Αλλά ο Γεράρδος ήξερε ότι ήταν το Εσώτερο Θηρίο που, ουσιαστικά, μιλούσε μέσα απ’αυτήν. Την έχει κάνει να πιστέψει ότι είμαι εχθρός της, σκέφτηκε παρατηρώντας την, κρυμμένος μέσα σε μια από τις σπηλιές καθώς προσπαθούσε να ανακτήσει τις δυνάμεις του.
«Βγες έξω! Το ξέρω πως είσαι εδώ! Σε μυρίζω! Βγες έξω!» Το σώμα της ήταν κυρτωμένο, τα γόνατά της λυγισμένα, και κοίταζε γύρω-γύρω, καθώς κρατούσε με τα δύο χέρια το σπαθί της, περιμένοντας επίθεση.
«Δε με βλέπεις;» είπε ο Γεράρδος, βγαίνοντας στο στόμιο της μικρής σπηλιάς. Η ουντράχα γύρισε και τα μάτια της εστιάστηκαν επάνω του. Η σκιά την κάλυπτε τελείως. «Δεν ακούς τι σου λέω; Δεν ήρθα εδώ για να σε κυνηγήσω. Θέλεις να μιλήσουμε;»
Η γυναίκα έτρεξε καταπάνω του, κρατώντας το σπαθί της σαν δόρυ για να το καρφώσει στην κοιλιά του. Ο Γεράρδος γλίστρησε μέσα σ’ένα από τα μονοπάτια καθώς εκείνη πλησίαζε, βρέθηκε πίσω της, και, απλώνοντας τα χέρια του, άρπαξε τη σκιά της. Την τράβηξε σαν να ήταν μανδύας που την τύλιγε.
Η ουντράχα ούρλιαξε, πετώντας το σπαθί της και κάνοντας σαν να προσπαθούσε να ξεγαντζώσει κάτι από την πλάτη της. Ο Γεράρδος συνέχισε να τραβά τη σκιά, επίμονα. «Όχι!» βρυχήθηκε η ουντράχα. «Ποτέ! ΠΟΤΕ! Ποτέ δεν θα τα καταφέρεις! Φύγε από πάνω μου! Είναι δική μου! Φύγε! ΦΥΓΕ!»
Η σκιά είχε αρχίσει να ξεκολλά, κι ο Γεράρδος νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει κάτι να σκίζεται σαν μεμβράνη. Ο μαύρος μανδύας έφευγε από τη γυναίκα, που έσκουζε και χτυπιόταν, κι ένας μαύρος καπνός σηκωνόταν και στροβιλιζόταν προτού, πηγαίνοντας προς τον ουρανό, σκορπιστεί.
Ο Γεράρδος πέταξε τη σκιά της γυναίκας παραδίπλα, στη γη· και η σκιά ορθώθηκε, έβγαλε ένα τερατώδες ουρλιαχτό, και όρμησε καταπάνω του.
Αλλά εκείνος είδε, τότε, ότι επάνω στα χέρια του χόρευαν δυνατές φλόγες. Τα ύψωσε και χτύπησε τη σκιά, και η σκιά θρυμματίστηκε σαν να ήταν από γυαλί. Τίποτα από αυτήν δεν έμεινε.
Τα χέρια του ήταν πάλι κανονικά. Φωτιές δεν υπήρχαν επάνω τους.
Στράφηκε στη γυναίκα, η οποία ήταν κουλουριασμένη στο έδαφος, κλαίγοντας με λυγμούς. Ολόκληρο το σώμα της τρανταζόταν, και η φωνή της ακουγόταν θρηνητική.
*
Ο Γεράρδος δεν την πείραξε· κάθισε παραδίπλα, επάνω σε μια πέτρα, και την περίμενε να έρθει στα συγκαλά της. Η γυναίκα, όμως, αργούσε να συνέλθει· συνέχιζε να είναι κουλουριασμένη στο έδαφος, κλαίγοντας και μουγκρίζοντας· έτσι, ο Γεράρδος σηκώθηκε, μάζεψε μερικά ξύλα από γύρω, και άναψε μια φωτιά. Πήρε τους δύο σκοτωμένους ουγκράβους – το τσακάλι και το φίδι – και τους πέταξε παραπέρα, μέσα σε μια άδεια σπηλιά. Μετά, μάζεψε τα πράγματά του και τα όπλα του από εκεί όπου είχαν πέσει κατά τη διάρκεια της συμπλοκής και κάθισε κοντά στη φωτιά, βγάζοντας από τον σάκο του κάτι για να φάει – καπνιστό κρέας και ένα μήλο.
Η γυναίκα ανασηκώθηκε, καθώς ο Γεράρδος έτρωγε, και τον ατένισε. Τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα, και σκούπισε τα μάγουλά της με την ανάστροφη του χεριού της.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε.
«Σου είπα, Γεράρδο με λένε. Θέλεις ένα μήλο;» Έβγαλε ένα από τον σάκο του.
«Τι έκανες; Δεν…» Έτριψε τα μπράτσα της με τα χέρια της, σαν να κρύωνε ξαφνικά. «Δεν είναι… όπως ήταν.»
«Σκότωσα το Εσώτερο Θηρίο σου,» εξήγησε ο Γεράρδος, και ήπιε μια γουλιά κρασί από το φλασκί του. Το αντρόγυνο στη Χαμηλή Πέτρα τον είχε εφοδιάσει με μπόλικα φαγώσιμα και ποτά.
«…Τι;» Και μετά, σαν αυτό να είχε κάποια σχέση: «Δεν είσαι ιερέας.»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι. «Κι αυτό σ’το είπα: Όχι, δεν είμαι όπως τους ιερείς που ξέρεις. Αυτοί θα σε σκότωναν άμα σε έβρισκαν, δε θα σε έσωζαν.» Δάγκωσε γι’ακόμα μια φορά το μήλο του.
«Εσύ… με έσωσες;»
«Πώς αισθάνεσαι;»
Η έκφραση της έγινε σκεπτική. Κοίταξε τα χέρια της. Ανοιγόκλεισε τις γροθιές της. Σηκώθηκε όρθια. «Κάτι μού έκλεψες… Κάτι…» Τα μάτια της τον ατένισαν οργισμένα. «Πάντα ήμουν διαφορετική!»
«Ακόμα διαφορετική είσαι,» της είπε ο Γεράρδος. «Έτσι γεννήθηκες. Αλλά αυτό που ήταν επάνω σου δεν ήταν κομμάτι του εαυτού σου. Οι ιερείς το λένε Εσώτερο Θηρίο.»
«Μα… δεν είμαι ιερέας.» Πήρε το σπαθί της από κάτω. Το θηκάρωσε στην πλάτη της.
«Κάθισε,» της πρότεινε ο Γεράρδος. «Θα μιλήσουμε.»
Η γυναίκα πήγε και κάθισε αντίκρυ του, οκλαδόν. Ο Γεράρδος τής πέταξε το μήλο που της είχε δείξει πριν· εκείνη το έπιασε επιδέξια και το δάγκωσε, μασώντας το σκεπτική.
«Οι ιερείς έχουν μέσα τους το Εσώτερο Θηρίο· αυτό είναι που τους κάνει πιο δυνατούς και πιο γρήγορους από τους άλλους ανθρώπους. Το ίδιο πράγμα είχες κι εσύ μέσα σου. Η διαφορά είναι ότι είσαι γυναίκα· και οι γυναίκες που έχουν το Θηρίο εντός τους, για κάποιο λόγο, πεθαίνουν νωρίς ή τρελαίνονται. Η δική σου περίπτωση είναι η δεύτερη.»
Η γυναίκα συνοφρυώθηκε, αγριοκοιτάζοντάς τον. «Δεν είμαι τρελή!»
«Για τους άλλους, είσαι. ‘Τρελός’ είναι αυτός ο οποίος κάνει πράγματα που δεν τα καταλαβαίνεις, για λόγους που επίσης δεν τους καταλαβαίνεις.»
«Προσπάθησαν να με σκοτώσουν!» είπε η γυναίκα. «Έλεγαν ότι είμαι δαιμονισμένη στο χωριό μου!»
«Από πού είσαι;»
«Βόρεια και δυτικά από δω. Μιας μέρας περπάτημα από το Βελονέρι, αντίθετα στον βόρειο άνεμο: εκεί είναι το χωριό μου.»
Δεν είναι μακριά από τη Νιρτάλια… το Αρχοντάτο του πατέρα της Μελισσάνθης… Ο Γεράρδος έδιωξε τις δυσάρεστες αναμνήσεις απ’το νου του. «Γιατί πήγαν να σε σκοτώσουν;»
«Επειδή τα θηρία με υπάκουγαν και μου έδιναν τη δύναμή τους. Φώναξαν δύο ιερείς για να με κυνηγήσουν, αλλά τους ξέφυγα.»
«Ποιους ιερείς;»
Η γυναίκα συνοφρυώθηκε, σα να είχε περάσει τόσος καιρός που πια δε θυμόταν τα ονόματά της. Δεν ήταν όμως και τόσο μεγάλη· γύρω στα εικοσιπέντε, την υπολόγιζε ο Γεράρδος.
«Έδουος,» του είπε. «Και… Δεν τον θυμάμαι τον άλλο.»
Ο Γεράρδος δεν είχε αμφιβολία πως ήταν ο ίδιος Έδουος που η Μάρθα είχε πυροβολήσει μέσα στον Υπεραιώνιο. Σ’αυτά τα μέρη τριγύριζε, άλλωστε.
«Πώς σε λένε;» τη ρώτησε.
«Ελισαβέτα. Αλλά δε χρησιμοποιώ πια αυτό το όνομα.»
«Πώς λες τον εαυτό σου, τότε;»
Η γυναίκα ανασήκωσε τους ώμους της και δάγκωσε το μήλο. «Δε χρειάζομαι όνομα,» μουρμούρισε κοιτάζοντας τη φωτιά.
«Χρειάζεσαι τώρα. Κι εκτός αν προτιμάς κάτι άλλο, Ελισαβέτα θα σε λέω.»
Η Ελισαβέτα τον ατένισε συνοφρυωμένη. «Γιατί ήρθες εδώ;»
«Για να σε βοηθήσω–»
«Δε χρειαζόμουν τη βοήθειά σου!»
«Σταμάτα λίγο να μιλάς και να σκέφτεσαι,» της είπε ο Γεράρδος. «Νιώσε τη διάσταση της Χάρνταβελ γύρω σου. Θα διαπιστώσεις ότι το Εσώτερο Θηρίο είχε θολώσει το μυαλό σου, και τώρα είσαι ελεύθερη.»
Η Ελισαβέτα δεν φάνηκε να τον πιστεύει.
«Κάνε το!» είπε, επιτακτικά, ο Γεράρδος.
Εκείνη αναστέναξε, και το βλέμμα της έγινε για λίγο απλανές. Μετά είπε: «Είναι… Υπάρχει… πόνος. Προς διάφορα μέρη…»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Οι εισβολές. Τα σημεία που η άλλη διάσταση έχει διεισδύσει στη Χάρνταβελ, σα να τρυπά τη σάρκα της.»
«Ναι, ακριβώς έτσι: σα να τρυπά τη… τη δική μου σάρκα. Αλλά–»
«Επειδή είσαι ένα με τη Χάρνταβελ.»
«Αλλά για ποια διάσταση μιλάς;»
Ο Γεράρδος πέταξε στις φλόγες ό,τι είχε απομείνει από το μήλο του, κάνοντάς τες να τσιρίξουν. «Όλα στην ώρα τους,» είπε. Ήπιε μια γουλιά κρασί και πρότεινε το φλασκί προς το μέρος της.
Η Ελισαβέτα μύρισε με επιφύλαξη το περιεχόμενο, έπειτα ήπιε διψασμένα.
«Και μόνο το γεγονός ότι τώρα μπορείς να κάθεσαι και να μιλάς πολιτισμένα μαζί μου είναι ένδειξη πως το Εσώτερο Θηρίο προσπαθούσε να θολώσει το μυαλό σου,» της είπε ο Γεράρδος. «Σκέψου: Γιατί πριν μου επιτέθηκες; Σου είπα ότι δεν είχα έρθει για να σου κάνω κακό. Γιατί μου επιτέθηκες;»
Το μέτωπό της ζάρωσε, σα να προσπαθούσε να θυμηθεί. «Δεν ξέρω… Κάτι με… έσπρωξε… Όσοι έχουν έρθει με κυνηγάνε.»
«Ναι, αλλά εγώ δεν είχα κάνει καμια εχθρική κίνηση.»
«Πάντως, έχεις δίκιο: αισθάνομαι το μυαλό μου πιο καθαρό για κάποιον λόγο…»
«Επειδή το Εσώτερο Θηρίο σου είναι νεκρό,» της είπε ο Γεράρδος. «Το ίδιο είχε συμβεί και σ’εμένα. Ήμουν ιερέας κάποτε, Ελισαβέτα–»
Τα μάτια της γούρλωσαν, και φάνηκε έτοιμη να πεταχτεί πάνω.
«–αλλά έφυγα από τη Χάρνταβελ, επειδή… κάτι διαπίστωσα για το Εσώτερο Θηρίο. Ξέρεις, όμως, τι συμβαίνει σ’έναν ιερέα που φεύγει από τη Χάρνταβελ; Το Θηρίο του τον κατασπαράζει, σωματικά και ψυχικά: τον βάζει να αυτοκαταστραφεί. Αλλά το πολέμησα και το σκότωσα, και τώρα που επέστρεψα πάλι στη Χάρνταβελ… βλέπω πολλά πράγματα διαφορετικά. Και θα τα δεις κι εσύ ακριβώς όπως τα βλέπω εγώ· είμαι σίγουρος. Θα καταλάβεις.»
«Πριν,» είπε η Ελισαβέτα, «εξαφανιζόσουν κι εμφανιζόσουν…»
«Ακολουθούσα τα μονοπάτια.»
«Μπορώ κι εγώ να τ’ακολουθήσω;»
«Θα μπορείς, αργά ή γρήγορα.»
Η Ελισαβέτα τού επέστρεψε το φλασκί του. Δάγκωσε το μήλο της ατενίζοντας πάλι τη φωτιά. «Στο χωριό μου δεν μπορώ να επιστρέψω… Κι εδώ… ναι, κάτι έχει αλλάξει και δε μπορώ να μείνω εδώ, στο δάσος…»
«Αν μείνεις εδώ, το Εσώτερο Θηρίο θα σε κυνηγήσει και θα σε σκοτώσει. Θα στείλει τους ουγκράβους εναντίον σου, ή τους ιερείς.»
«Μα είπες ότι το σκότωσες!»
«Το Εσώτερο Θηρίο που υπάρχει μέσα στον καθένα μας δεν είναι παρά μια παραφυάδα του… του συνολικού κακού που βρίσκεται πάνω από τη Χάρνταβελ. Κάθε φορά που γεννιέται ένας από εμάς – ένας άντρας που θα γίνει ιερέας, ή μια γυναίκα που ή θα πεθάνει ή θα καταλήξει ουντράχα – το Μαύρο Σύννεφο που ίπταται πάνω από τη διάσταση στέλνει μία από τις παραφυάδες του για να διεισδύσει στην ψυχή αυτού του ατόμου και να του κρύψει την πραγματικότητα της Χάρνταβελ.»
Η Ελισαβέτα τον κοιτούσε σαν να ήταν τρελός.
Ο Γεράρδος γέλασε και ήπιε ακόμα μια γουλιά κρασί. «Θα καταλάβεις,» της υποσχέθηκε. «Θα καταλάβεις.»
«Θα… μου δείξεις;» Υπήρχε δισταγμός στη φωνή της – κατανοητός από τον Γεράρδο.
«Ναι,» της αποκρίθηκε. «Θα ταξιδέψεις μαζί μου τώρα, προς τα νότια. Εκτός αν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις.»
Οι δύο λευκοντυμένοι φρουροί βημάτιζαν μέσα στο σκοτάδι του κήπου, με τα τουφέκια τους στον ώμο. Δεν έπρεπε κανονικά να βρίσκονται εδώ· παλιότερα, αυτό το μέρος δεν το φρουρούσαν. Ήταν στη μεριά των Ανακτόρων όπου κατοικούσε ο Υπεράρχης Ριχάρδος ο Τρίτος, όχι οι Παντοκρατορικοί. Ο Επόπτης, όμως, είχε τώρα δώσει διαταγή ολόκληρα τα Ανάκτορα να φρουρούνται καλύτερα από πριν. Η εξέγερση των ιερέων δεν είχε φτάσει ώς εδώ ακόμα – κανένας δεν είχε πλησιάσει αρκετά τα Ανάκτορα ώστε να μπορέσει να επιτεθεί – αλλά ο Νιρμόδος δεν το ρίσκαρε.
Τα μέτρα, ωστόσο, που είχε πάρει δεν επαρκούσαν για να κρατήσουν έξω όσους είχαν τη βοήθεια του Θεού και τη δύναμη του Εσώτερου Θηρίου.
Χωρίς τον παραμικρό θόρυβο, σαν αγρίμια της ερημιάς, δύο σκοτεινές φιγούρες πήδησαν πάνω από το τείχος που περιέκλειε τον κήπο. Οι φρουροί ξαφνιάστηκαν· δεν είχαν ποτέ ξανά δει ανθρώπους να πηδάνε τόσο ψηλά: δεν είχαν ούτε καν δει ζώα να πηδάνε τόσο ψηλά. Ο Εδουάρδος, καθώς ολοκλήρωνε το άλμα του, κλότσησε τον έναν λευκοντυμένο πολεμιστή σωριάζοντάς τον στο έδαφος· έπεσε πάνω του, πιέζοντας τα γόνατα του στο στήθος του εξωδιαστασιακού, και, αρπάζοντας τον λαιμό του με το ένα χέρι, τον τσάκισε μέσα στη γροθιά του. Ο Μαλαχίας προσγειώθηκε μπροστά στον δεύτερο φρουρό – μια γαλανόδερμη γυναίκα – και, προτού εκείνη προλάβει να φωνάξει, την κάρφωσε απανωτά στο στήθος μ’ένα ξιφίδιο. Η λευκή στολή της κοκκίνισε και η πολεμίστρια, παραπατώντας, έπεσε στη γη.
Οι δύο ιερείς προχώρησαν, αθόρυβα σαν γάτες, κι έφτασαν σε μια πόρτα των Ανακτόρων όπου στεκόταν ένας από τους πολεμιστές του Υπεράρχη. «Μεγάλοι Πατέρες…» τους χαιρέτησε, κλίνοντας το κεφάλι· διότι τους περίμενε: ήταν ένας από τους κατασκόπους τους μέσα στα Ανάκτορα – και δεν ήταν ο μόνος.
«Ο Θεός μαζί σου, παιδί μου,» του είπε ο Μαλαχίας ακουμπώντας τον ώμο του, καθώς εκείνος κι ο Εδουάρδος περνούσαν δίπλα από τον φρουρό και έμπαιναν στο εσωτερικό των Ανακτόρων, όπου σύντομα θα συναντούσαν μια υπηρέτρια – ακόμα μία από τους κατασκόπους τους.
Οι σκιές των πέτρινων διαδρόμων και των αιθουσών τούς κατάπιαν.
Στα διαμερίσματά του, ο Ριχάρδος ο Τρίτος, ο Υπεράρχης της Μεγάλης Πόλης και όλης της Χάρνταβελ, καθόταν μπροστά στο τζάκι μαζί με τη σύζυγό του, Γιολάντα, και μιλούσαν ψιθυριστά για την εξέγερση, γιατί φοβόνταν ότι ίσως ο Επόπτης, με κάποιο τρόπο, να τους παρακολουθούσε, ακόμα κι εδώ που ήταν μόνοι τους. Ο Ριχάρδος ήταν διχασμένος σχετικά με το τι όφειλε να κάνει. Δεν ήξερε πόσο σοβαρή ήταν αυτή η εξέγερση, αλλά το γεγονός ότι ο Ναός υποστήριζε ανοιχτά τους εξεγερθέντες τού έλεγε πως ήταν αρκετά σοβαρή. Τολμούσε, όμως, να εναντιωθεί κι εκείνος στους Παντοκρατορικούς; Θα δεχόταν ανοιχτή επίθεση από τον Επόπτη, και το ήξερε.
«Έχω ακούσει,» είπε η Γιολάντα, «πως κι άλλα σημάδια παρόμοια με το δάσος στην Ανατολική Αγορά έχουν παρουσιαστεί σ’όλη τη Χάρνταβελ. Παράξενα πράγματα εμφανίζονται εκεί όπου δεν ανήκουν. Στη Ναραλμάδια μια έρημος παρουσιάστηκε όταν η Αρχόντισσα Μοργκάνα και ο Άρχοντας Ροβέρτος ήταν έτοιμοι να συγκρουστούν, και κατάπιε τον Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ και τους στρατιώτες του.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ριχάρδος, κουρασμένα, «αλλά τίποτα δεν έχει καταπιεί τον Επόπτη.» Καθόταν στη μια άκρη του ψηλού, ξύλινου καναπέ, με μια κούπα κρασί στο χέρι. Ήταν ευρύστερνος άντρας με φαρδείς ώμους, και γεροδεμένος παρά τα πενήντα-οχτώ του χρόνια και τα ψαρά του μαλλιά. Το δέρμα του ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ, αλλά τώρα, μέσα στο αντιφέγγισμα της φωτιάς του τζακιού, θα μπορούσε κανείς να το μπερδέψει και με κόκκινο. Ο Ριχάρδος ο Τρίτος, όλο τον καιρό που ήταν Υπεράρχης, είχε τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας πάνω από το κεφάλι του· είχε πια μάθει – εξ ανάγκης – περισσότερο να συνεργάζεται μαζί τους παρά να τους εναντιώνεται. Εξάλλου, κι ο πατέρας του, ο Ριχάρδος ο Δεύτερος, το ίδιο είχε στο τέλος αναγκαστεί να κάνει. Όταν οι Παντοκρατορικοί είχαν έρθει στη Χάρνταβελ, είχε δει πως ούτε με τη δύναμη του Θεού δεν μπορούσε κανείς να τους πολεμήσει· μονάχα μία λύση υπήρχε, αν δεν ήθελε να τον εξοντώσουν: να παραδοθεί. Έτσι, τουλάχιστον, θα διατηρούσε την εξουσία του παρότι θα έπρεπε να δίνει αναφορά στον εκάστοτε Παντοκρατορικό Επόπτη. Επίσης, κανένας δεν θα βομβάρδιζε τη Μεγάλη Πόλη. Οι κάτοικοι της Χάρνταβελ δεν είχαν όπλα που μπορούσαν να ανταγωνιστούν αυτά του Στρατού της Παντοκράτειρας· οι ιερείς έλεγαν ότι όφειλαν να είναι μετριοπαθείς στις βλέψεις τους και ν’αφήνουν τον Θεό να τους καθοδηγεί.
«Αν όμως αυτές οι εμφανίσεις είναι σημάδια…» είπε η Γιολάντα, που καθόταν στην άλλη άκρη του καναπέ, με τα πόδια της διπλωμένα από κάτω της. «Αν είναι σημάδια της δυσαρέσκειας του Θεού… κι αν αυτό είχε αρχίσει από πριν, με τους αντικατοπτρισμούς… τι άλλο θ’ακολουθήσει αν συνεχίσουμε να αγνοούμε τις προειδοποιήσεις;» Η σύζυγος του Ριχάρδου ήταν εφτά χρόνια νεότερη από εκείνον, και τα κατάξανθα μαλλιά της δεν είχαν ασπρίσει καθόλου, ούτε είχαν χάσει καθόλου τη γυαλάδα τους· το λευκό-ροζ δέρμα στο πρόσωπό της, όμως, ήταν αρκετά σπασμένο. Έμοιαζε κουρασμένη, ειδικά τα βράδια που δεν ήταν βαμμένη.
«Πολύ σωστά. Πάρα πολύ σωστά.»
Η φωνή δεν ήταν του Ριχάρδου.
Ο Υπεράρχης και η σύζυγός του αναπήδησαν, ξαφνιασμένοι. Στράφηκαν και είδαν δύο κουκουλοφόρες μορφές να ξεπροβάλλουν από τις πυκνές σκιές του δωματίου, κι ένας δυνατός τρόμος τούς κατέλαβε και τους δύο. Ο Ριχάρδος αισθάνθηκε την κούπα με το κρασί να τρέμει στο χέρι του.
Οι ιερείς κατέβασαν τις κουκούλες τους.
«Μεγάλοι Πατέρες…» ψιθύρισε ο Υπεράρχης, ενώ η Γιολάντα σηκωνόταν από τον καναπέ παρότι ένιωθε τα γόνατά της να τρέμουν.
«Λησμόνησες τον Θεό, Ριχάρδε,» είπε ο Μαλαχίας, «αλλά ο Θεός δεν λησμόνησε εσένα.»
«Δεν έχω ξεχάσει, Μεγάλε Πατέρα…»
«Εξακολουθείς να υποστηρίζεις τους ξένους!» τον κατηγόρησε ο Εδουάρδος, και η όψη του, στο αντιφέγγισμα του τζακιού, έμοιαζε στον Ριχάρδο με μουσούδα θηρίου που ήταν έτοιμο να τον κατασπαράξει. Ο Υπεράρχης είχε κοκαλώσει από τον φόβο του, παρότι θεωρούσε τον εαυτό του άνθρωπο που δεν είχε φόβους. Ποιος όμως δεν φοβάται τον Θεό; Μονάχα οι τρελοί και οι ανόητοι.
«Οι περιστάσεις, Μεγάλοι Πατέρες…» είπε ενώ απέφευγε να κοιτάζει τα μάτια των ιερέων, γιατί ήταν τρομερά όταν ο Θεός βρισκόταν μέσα τους. «Ο Επόπτης θα μας σκοτώσει όλους αν του εναντιωθούμε ανοιχτά–»
«Θυσίες απαιτούνται από τους πιστούς, Υπεράρχη!» είπε ο Εδουάρδος, βηματίζοντας απειλητικά μες στο δωμάτιο. «Τι νομίζεις; ότι ο Θεός δεν δοκιμάζει τους άρχοντες;»
«Δεν ήθελα να υπονοήσω αυτό, Μεγάλοι Πατέρες. Αλλά γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας–»
«Ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουν τη Χάρνταβελ, Ριχάρδε,» τον διέκοψε ο Μαλαχίας, μιλώντας πιο ήπια από τον Εδουάρδο παρότι ήταν φανερό πως κι αυτός μιλούσε με τη Φωνή του Θεού. «Τα σημάδια είναι καταφανή ακόμα και για τον πιο απλό άνθρωπο: Διώξτε τους εξωδιαστασιακούς από το βασίλειό μου, προστάζει ο Θεός, αλλιώς θα καταστραφείτε κι εσείς μαζί τους! Τι άλλο περιμένουμε να δούμε, λοιπόν; Θα συνεχίσουν κατώτεροι άνθρωποι να μάχονται, ενώ ο Υπεράρχης τους δειλιάζει και, με τη δειλία του, προσβάλλει τον ίδιο τον Θεό και όσους Τον υπηρετούν;»
«Τι πρέπει να κάνω, Μεγάλε Πατέρα;» ρώτησε ο Ριχάρδος, κοιτάζοντας το πάτωμα, νιώθοντας να ντρέπεται που ο ιερέας τον κατηγορούσε για δειλία – και νιώθοντας πως ο ιερέας είχε δίκιο. Κανένας, άλλωστε, δεν είχε ποτέ συμφωνήσει ότι οι Παντοκρατορικοί θα έμεναν για πάντα εδώ. Οι άνθρωποι της Χάρνταβελ τούς ανέχονταν προσωρινά: μέχρι να βρεθεί η ευκαιρία να τους διώξουν: μέχρι οι ιερείς να δουν τα σημάδια που θα τους έλεγαν ότι έχει έρθει ο καιρός του μεγάλου ξεσηκωμού κατά της Παντοκράτειρας. Και τώρα αυτός ο καιρός είχε έρθει. Ο Ριχάρδος, παρότι από παλιά είχε μάθει να ανέχεται τους Παντοκρατορικούς, τώρα όφειλε να αγωνιστεί εναντίον τους.
«Πρέπει να κόψεις το κεφάλι του φιδιού, Υπεράρχη,» είπε ο Εδουάρδος.
*
Οι κατάσκοποί του παρακολουθούσαν τον Υπεράρχη στενά – πιο στενά απ’ό,τι συνήθως – από τότε που ξεκίνησε η εξέγερση στους δρόμους της Ερρίθιας, επειδή ο Νιρμόδος υποψιαζόταν ότι ίσως ο Ριχάρδος ο Τρίτος στρεφόταν εναντίον του, ακολουθώντας όχι τη λογική αλλά τις επιταγές του ιερατείου.
Τελικά, είχε δίκιο που τον κατασκόπευε. Μόλις ο Υπεράρχης άρχισε να κινείται, ο Νιρμόδος το πληροφορήθηκε. Οι κατάσκοποί του του ανέφεραν ότι οι φρουροί του Υπεράρχη άλλαζαν θέσεις μέσα στα Ανάκτορα, και σε ορισμένα σημεία ο αριθμός τους αυξανόταν ασυνήθιστα. Ανησυχητικά. Ο Νιρμόδος άπλωσε έναν χάρτη των Ανακτόρων επάνω στο γραφείο του και μελέτησε τις θέσεις των πολεμιστών του Υπεράρχη μέσα στο περίπλοκο οικοδόμημα.
«Είναι προφανές, αγάπη μου,» είπε στη Θελρίτ. «Ο Ριχάρδος ευελπιστεί να μας κυκλώσει, ώστε να μας επιτεθεί.»
«Ανοιχτά;» απόρησε εκείνη. «Μέσα στα ίδια τα Ανάκτορα;»
«Ναι. Δεν μπορεί να υπάρχει άλλη εξήγηση γι’αυτές τις αλλαγές. Δες: έχει αυξήσει τους φρουρούς του σ’όλα τα σημεία της περιοχής του που συνορεύουν με τη δική μας, καθώς και στα σημεία που, λόγω της εξέγερσης, φρουροί μας βρίσκονται μέσα στην περιοχή του. Επίσης, οι κατάσκοποί μας λένε ότι στον στρατώνα του επικρατεί μια κατάσταση γενικής ετοιμότητας.»
«Θα του επιτεθούμε, λοιπόν, εμείς πρώτοι;» ρώτησε η Θελρίτ.
«Ασφαλώς και όχι,» είπε ο Νιρμόδος. «Θα τον αφήσουμε να έρθει σ’εμάς, και θα αντιστρέψουμε την παγίδα. Να δούμε, μετά, πόσο θάρρος θα έχουν οι εξεγερθέντες, γνωρίζοντας ότι ο Υπεράρχης τους είναι αιχμάλωτός μας και η μόνη αρχή στην Ερρίθια είναι η δική μου αρχή!»
Ο Νιρμόδος άνοιξε τον επικοινωνιακό δίαυλο του γραφείου του και κάλεσε την Ταγματάρχη Νέλθα-Ριθ και τον Ταγματάρχη Κάιν Τάρθλος, για να τους δώσει τις διαταγές του.
Όταν η συνάντησή του μαζί τους είχε γρήγορα τελειώσει (οι δύο ταγματάρχες δεν είχαν να προσθέσουν τίποτα στο σχέδιό του, ούτε διαφωνούσαν μ’αυτό), ο Νιρμόδος έφυγε από το γραφείο του και βάδισε προς τα δωμάτιά του με τη Θελρίτ πλάι του.
«Πότε νομίζεις ότι θα επιτεθεί;» ρώτησε εκείνη.
«Δε μπορεί ν’αργήσει,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος. «Γνωρίζει ότι θα είναι καλύτερα να μας πιάσει απροετοίμαστους· κι αν χρονοτριβήσει, οι πιθανότητες να καταλάβουμε το σχέδιό του μεγαλώνουν. Ασφαλώς, εμείς το έχουμε ήδη καταλάβει, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα – ένα θέμα δικής μας ετοιμότητας.» Ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Όπως είχε μάθει στη Βίηλ, η πολεμική ετοιμότητα είναι το παν· ακόμα κι όταν δίνεται η εντύπωση μιας ειρηνικής κατάστασης. Έτσι, πάντα έχεις το πλεονέκτημα. Ο εχθρός σου δεν μπορεί να σε αιφνιδιάσει· κι αν το κρίνεις σκόπιμο, αν ο εχθρός σου δεν συμμορφώνεται αλλιώς, μπορείς εσύ να του επιτεθείς πρώτος.
Η Θελρίτ μειδίασε κι έτριψε τα νύχια της πάνω στον βραχίονα του μανικιού της λευκής στολής του Νιρμόδου. «Σαν ποντίκι θα πέσει στη φάκα μας!» είπε, γελώντας σιγανά. «Θα μάθει ποιοι είναι οι αφέντες εδώ!»
«Ναι, αγάπη μου,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος, περνώντας το χέρι του γύρω από τη μέση της καθώς βάδιζαν μέσα σ’έναν από τους διαδρόμους των Ανακτόρων. Πλάι τους, ηλιακό φως έμπαινε από τα οφθαλμόσχημα παράθυρα. «Και ο Υπεράρχης θα μάθει ποιοι είναι οι αφέντες εδώ, και ολόκληρη η Χάρνταβελ. Ειδικά αυτοί οι καταραμένοι ιερείς, που έπρεπε από καιρό να γνωρίζουν τη θέση τους.»
Οι φρουροί στις γωνίες, στις διασταυρώσεις, και στις εισόδους χαιρετούσαν στρατιωτικά τον Επόπτη και τη σύζυγό του, όταν αυτοί περνούσαν από κοντά τους.
*
Μέχρι το βράδυ θα έχει επιτεθεί ο προδότης, είπε ο Νιρμόδος στη Θελρίτ, όταν ήταν στα δωμάτιά τους και έπαιρναν μεσημεριανό· και πράγματι, οι πολεμιστές του Υπεράρχη επιτέθηκαν το απόγευμα, καθώς σκοτείνιαζε.
Οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας δεν έδειχναν να έχουν καταλάβει τίποτα· καμία αλλαγή δεν είχε γίνει στις θέσεις που φρουρούσαν, ούτε ο αριθμός των φρουρών είχε αυξηθεί. Ο Ριχάρδος, όταν του το ανέφεραν αυτό, σκέφτηκε ότι θα είχε μια σίγουρη νίκη. Οι μαχητές του βρίσκονταν εκεί που τους ήθελε. Είχαν, σιγά-σιγά, μετακινηθεί από το πρωί, προκειμένου να μην τραβήξουν την προσοχή του εχθρού του. Και τελικά το σχέδιο είχε δουλέψει. Ο Θεός είχε θολώσει τα μάτια του Επόπτη· ή ίσως οι κατάσκοποί του να μην ήταν τόσο ικανοί όσο φοβόταν ο Ριχάρδος· ή ίσως οι φασαρίες που γίνονταν στην πόλη να τον είχαν αποπροσανατολίσει. Όπως και νάχε, οι πολεμιστές του Ριχάρδου είχαν κατορθώσει, αθόρυβα, να περικυκλώσουν τους Παντοκρατορικούς χωρίς εκείνοι να καταλάβουν τίποτα.
Και τώρα, ο Υπεράρχης έδωσε διαταγή να ξεκινήσει η επίθεση.
Οι μαχητές του κινήθηκαν από τις θέσεις που φρουρούσαν, κι αυτοί που ήταν σε ετοιμότητα στον στρατώνα βγήκαν από εκεί και πήγαν προς τη μεριά των Παντοκρατορικών μέσα στα Ανάκτορα, με τα όπλα τους στα χέρια.
Οι στρατιώτες του Επόπτη που φρουρούσαν στη μεριά του Υπεράρχη υποχώρησαν αμέσως μόλις είδαν τους εχθρούς τους να κινούνται· έτρεξαν προς τη δική τους περιοχή μέσα στο μεγάλο οικοδόμημα. Δέχτηκαν πυρά, όμως, και κάποιοι από αυτούς σκοτώθηκαν.
Ο Νιρμόδος τις είχε υπολογίσει αυτές τις απώλειες, και ήξερε ότι, δυστυχώς, δεν υπήρχε τρόπος να τις αποφύγει. Αν είχε αποσύρει τους φρουρούς του από τη μεριά του Υπεράρχη, ή αν τους είχε αυξήσει ή μειώσει σε αριθμό, θα είχε τραβήξει την προσοχή του Ριχάρδου, κι αυτό θα κατέλυε την παγίδα του: πράγμα που, ασφαλώς, δεν ήθελε.
Οι πολεμιστές του Υπεράρχη, τώρα, επιτέθηκαν πρώτα στους στρατιώτες που φρουρούσαν τις συνηθισμένες θέσεις στην περιοχή των Παντοκρατορικών. Εκείνοι, όμως, φάνηκαν παράξενα έτοιμοι για την έφοδό τους· υποχώρησαν γρήγορα, πηγαίνοντας πιο βαθιά στην περιοχή τους, για να καλυφτούν στο εσωτερικό δωματίων.
«Ακολουθήστε τους!» πρόσταξε ο Ριχάρδος ο Τρίτος, που ήταν μαζί με τους μαχητές του, ντυμένος με την αρματωσιά του από σκληρό δέρμα και σίδερο και έχοντας στο χέρι του ένα μακρύ ξίφος, ενώ ένα πιστόλι κρεμόταν από τη ζώνη του και ένα τουφέκι από τον ώμο του.
Οι αξιωματικοί του Υπεράρχη μετέφεραν τη διαταγή του Άρχοντά τους στους πολεμιστές τους, έτσι αυτοί ακολούθησαν τους Παντοκρατορικούς μέσα στην περιοχή τους.
Και έπεσαν στην παγίδα του Νιρμόδου Νάρλεφ.
Ο Ταγματάρχης Τάρθλος και η Ταγματάρχης Νέλθα-Ριθ είχαν τοποθετήσει κάποιους στρατιώτες τους σε θέσεις κλειδιά· τους υπόλοιπους τούς είχαν αφήσει στον στρατώνα, σε κατάσταση όχι πλήρους αλλά σχετικής ετοιμότητας, για να μην τραβήξουν την προσοχή τυχόν κατασκόπων του Υπεράρχη. Γνώριζαν πως δεν χρειάζονταν πολλοί μαχητές για να αποκρούσουν την έφοδο των εχθρών τους μέσα σ’ένα πολύπλοκο οικοδόμημα μ’ένα σωρό δωμάτια, διαδρόμους, και αυλές – όσοι κι αν ήταν οι εχθροί. Η άμυνα, σε στενά μέρη, είναι ευκολότερη από την επίθεση.
Οι πολεμιστές του Υπεράρχη χτυπήθηκαν άσχημα καθώς το κροτάλισμα τουφεκιών αντηχούσε στα Ανάκτορα, και πολύ αργά κατάλαβαν ότι είχαν πέσει σε παγίδα. Ο Επόπτης είχε αντιληφτεί τις κινήσεις τους και είχε κάνει τα δικά του σχέδια. Προσπαθούσε τώρα εκείνος να περικυκλώσει αυτούς.
Και συγχρόνως, οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας που βρίσκονταν στον στρατώνα φορούσαν τις μπότες τους, έπαιρναν τα όπλα τους, και έβγαιναν.
Κραυγές, ουρλιαχτά, και ο ήχος των πυροβόλων ακούγονταν παντού.
Ο Νιρμόδος, κοιτάζοντας από ένα οφθαλμόσχημο παράθυρο των δωματίων του, μειδίασε. «Η φάκα έκλεισε,» είπε. Από κάτω του, σε μια από τις πολλές αυλές των Ανακτόρων, οι στρατιώτες του πυροβολούσαν από πλαϊνές πόρτες και παράθυρα τους πολεμιστές του Υπεράρχη που είχαν μόλις παρουσιαστεί· και, καθώς αυτοί σωριάζονταν ξαφνισμένοι και αιμόφυρτοι, οι Παντοκρατορικοί ξεπρόβαλλαν από την κάλυψή τους κραδαίνοντας σπαθιά, για να αποτελειώσουν ό,τι είχε απομείνει από τους εχθρούς τους.
*
Ο Εδουάρδος είχε μείνει μέσα στα Ανάκτορα, μαζί με τον Υπεράρχη, χωρίς οι κατάσκοποι του Επόπτη να έχουν καταφέρει να μάθουν για την παρουσία του. Και τώρα, ο ιερέας συμμετείχε στην επίθεση. Αρχικά, δεν νόμιζε ότι θα υπήρχε λόγος ο ίδιος να χτυπήσει κανέναν, αλλά μετά, όταν το σχέδιο του Ριχάρδου στράβωσε, είδε ότι, αν δεν βοηθούσε, πολύ πιθανόν να ήταν όλοι τους καταδικασμένοι.
Το Εσώτερο Θηρίο μαινόταν μέσα στην ψυχή του σαν φωτιά που ήθελε να καταβροχθίσει και να καταβροχθίσει και να καταβροχθίσει. «Μην υποχωρείτε!» φώναξε ο Εδουάρδος στους πολεμιστές του Υπεράρχη που είδε να πανικοβάλλονται και να προσπαθούν να φύγουν. «Ο Θεός είναι μαζί μας! Τούτη είναι η τελευταία ώρα των ξένων! Ο Θεός είναι μαζί μας!» Και, συγχρόνως, πυροβολούσε τους Παντοκρατορικούς με το πιστόλι του, πλησιάζοντας μια αίθουσα γεμάτη απ’αυτούς, μαζί με κάμποσους μαχητές του Υπεράρχη και τον μεγάλο γιο του Ριχάρδου, τον Ρανούλφο.
Οι πολεμιστές που υποχωρούσαν από τους Παντοκρατορικούς στράφηκαν τώρα και συνέχισαν να τους χτυπούν, παρότι τα πυρά των εχθρών τους τους σώριαζαν τον έναν κατόπιν του άλλου· η φωνή του ιερέα τούς είχε ωθήσει σε παράλογο θάρρος.
Ο Εδουάρδος, πλησιάζοντας την αίθουσα και χιμώντας μέσα, βρυχήθηκε σαν αγρίμι, λογχίζοντας τις καρδιές των Παντοκρατορικών με τρόμο – τόσο που πολλοί που τον σημάδευαν έριξαν κάτω τα όπλα τους και τόβαλαν στα πόδια. Ο ιερέας πυροβόλησε μερικούς με το πιστόλι του ενώ έτρεχε σαν αιλουροειδές ανάμεσά τους· μετά, όταν το πιστόλι άδειασε, το πέταξε, τράβηξε ένα σπαθί από την πλάτη του, κι άρχισε να σφάζει όποιον στρατιώτη της Παντοκράτειρας έβρισκε εμπρός του. Πηδούσε από δω κι από κει, χτυπώντας και φεύγοντας. Ουρλιάζοντας άναρθρα. Οι σφαίρες και οι σπαθιές των αντίμαχών του δεν φαινόταν να τον καταπονούν σωματικά αλλά ούτε και ψυχικά. Τα ρούχα του, τα άμφιά του, σχίζονταν, αίμα κυλούσε επάνω του, αλλά τα μάτια του εξακολουθούσαν να αστράφτουν με δαιμονικές φωτιές. Οι Παντοκρατορικοί δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν: όταν πεταγόταν ξαφνικά κοντά τους, εκείνοι, τρομοκρατημένοι, στρέφονταν κι έτρεχαν να φύγουν: οπότε ο Εδουάρδος τούς κάρφωσε στην πλάτη με το σπαθί του, ή τους άρπαζε απ’το κεφάλι και τους έστριβε το λαιμό, σπάζοντάς τους τη ράχη.
Η αίθουσα αποκλείεται να είχε κατακτηθεί αν δεν ήταν εκείνος. Ο Ρανούλφος και οι πολεμιστές του δεν θα είχαν ποτέ καταφέρει να διώξουν τους Παντοκρατορικούς από τις αμυντικές τους θέσεις· τώρα, όμως, με τη χάρη του Θεού, τους είχαν τρέψει σε φυγή, και κραύγαζαν εκστασιασμένοι.
Ο Εδουάρδος αιμορραγούσε από δεκάδες τραύματα αλλά στεκόταν όρθιος χωρίς δυσκολία. «Μαζί μου!» φώναξε. «Μαζί μου!» οδηγώντας τους ακόμα πιο μέσα στην περιοχή των Παντοκρατορικών.
*
Η επίθεση του Υπεράρχη έγινε την ίδια ημέρα που η Αρίνη είχε γεννήσει το παράξενο παιδί της. Τώρα, ήταν στα δωμάτιά της καθώς οι ιαχές της μάχης αντηχούσαν από τους διαδρόμους, τις αίθουσες, και τις αυλές των Ανακτόρων. Στρατιώτες στέκονταν έξω από την πόρτα της για να τη φρουρούν, σε περίπτωση που οι εχθροί κατόρθωναν να φτάσουν ώς εδώ – αν και δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση, την είχε διαβεβαιώσει ο Επόπτης, όταν της είχε μιλήσει μέσω διαύλου για να την ενημερώσει για την προδοσία του Υπεράρχη και για το δικό του σχέδιο.
Η Αρίνη, παρότι καταλάβαινε πόσο έκρυθμη ήταν η κατάσταση, δεν μπορούσε να ενδιαφερθεί γι’αυτήν τόσο όσο, ίσως, θα έπρεπε. Το παιδί της βρισκόταν συνέχεια στο μυαλό της: εκείνη η παράξενη οντότητα που είχε γεννήσει, η οποία ήταν περισσότερο ενεργειακή και λιγότερη βιολογική.
Το νεογέννητο την είχε ευχαριστήσει. Σ’ευχαριστώ που μ’έφερες σ’αυτή τη διάσταση, της είχε πει. Μας πρόσφερες μεγάλη υπηρεσία. Σε αγαπάμε. Τι εννοούσε; Ήθελε να έρθει εδώ, στη Χάρνταβελ, και δεν μπορούσε αλλιώς; Και τι ακριβώς ήταν; Σίγουρα είχε κάποια σχέση με τα σκιερά φίδια της άλλης διάστασης. Μάλλον, ήταν ένα από αυτά αλλά με διαφορετική μορφή – με ανθρώπινο περίβλημα. Όμως γιατί ήθελε να έρθει στη Χάρνταβελ μέσω του σώματος της Αρίνης; Έπρεπε να έχει γεννηθεί εδώ για να μπορεί να δράσει εδώ;
Και τι σκοπεύει να κάνει; Θέλει να επαναφέρει την ισορροπία, ή να δημιουργήσει περισσότερες εισβολές; Κάτι συμβαίνει – κάτι πολύ σημαντικό – σημαντικότερο από αυτή την καταραμένη εξέγερση και την προδοσία του Υπεράρχη – και πρέπει να μάθω τι είναι!
Η Αρίνη αισθανόταν, γι’ακόμα μια φορά, παγιδευμένη. Μ’αυτά που γίνονταν μέσα στα Ανάκτορα και μέσα στην πόλη, πώς μπορούσε να ερευνήσει τις εισβολές ή να ψάξει για το παιδί της;
Πού έχει πάει και τι σκοπεύει να κάνει; Έχει, μήπως, επιστρέψει στο δάσος της άλλης διάστασης;
Γαμώ τα Μυαλά του Σκοτοδαίμονος! Αν οι επαναστάτες δεν είχαν καταλάβει αυτή την περιοχή…!
Η Αρίνη’σαρ περιφερόταν άσκοπα μέσα στα δωμάτιά της· κι όποτε δεν σκεφτόταν το αίνιγμα που αποτελούσε το παιδί της, στο μυαλό της ήταν ο Τέρι και πόσο λυπόταν που τον είχε χάσει για πάντα…
Οι ιαχές της μάχης στα Ανάκτορα έρχονταν απόμακρα, πολύ απόμακρα, στ’αφτιά της: σχεδόν σαν από άλλη διάσταση…
*
Ο Εδουάρδος οδήγησε τον Ρανούλφο και τους πολεμιστές του πιο βαθιά μέσα στην περιοχή των Παντοκρατορικών: βαθύτερα απ’ό,τι βρισκόταν οποιοσδήποτε άλλος μαχητής του Υπεράρχη. Με το Εσώτερο Θηρίο να μαίνεται ανεξέλεγκτα μέσα του, ο ιερέας δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά να σκοτώνει τους εχθρούς του, να προσφέρει θυσίες στον Θεό· και ο Ρανούλφος κι οι πολεμιστές του τον ακολουθούσαν λες και ήταν υπνωτισμένοι από την επιρροή του, λες και λίγο από το Εσώτερο Θηρίο να είχε γλιστρήσει μέσα και σ’αυτούς. Σε διαφορετική περίπτωση, ο μεγάλος γιος του Ριχάρδου του Τρίτου θα είχε καταλάβει ότι ήταν στρατηγικά ασύνετο να προχωρήσει τόσο πολύ μέσα σε μια περιοχή πλήρως ελεγχόμενη από τον εχθρό – έναν εχθρό που τον περίμενε, που είχε στήσει παγίδα γι’αυτόν.
«Ο Θεός είναι στο πλευρό μας!» φώναζε ο Εδουάρδος, όταν κατατρόπωναν στρατιώτες της Παντοκράτειρας, σκορπίζοντάς τους στα γύρω δωμάτια ή κατακόπτοντάς τους. «Τίποτα δεν μπορεί να μας σταθεί εμπόδιο με τη βοήθειά Του!» Ο ιερέας, αν ήταν φυσιολογικός άνθρωπος, θα είχε προ πολλού σωριαστεί από τα τραύματά του· αλλά μια ανείπωτη δύναμη έμοιαζε να καθοδηγεί το σώμα του. Και οι πολεμιστές που τον ακολουθούσαν δεν μπορούσαν παρά να το βλέπουν αυτό ως ένα σημάδι ότι θα τους οδηγούσε στη νίκη.
Όμως οι Παντοκρατορικοί ήταν καλά προετοιμασμένοι, και δεν ήταν ανόητοι. Μαθαίνοντας τι συνέβαινε, η Ταγματάρχης Νέλθα-Ριθ πρόσταξε τους στρατιώτες της να κυκλώσουν τον ιερέα και τους μαχητές του απ’όλες τις μεριές και να τους σκοτώσουν. Έτσι, καθώς ο Εδουάρδος, ο Ρανούλφος, και οι άλλοι διέσχιζαν έναν διάδρομο, βρέθηκαν ξαφνικά καταμεσής διασταυρούμενων πυρών. Από το πέρας του διαδρόμου λευκοντυμένοι στρατιώτες με τουφέκια είχαν παρουσιαστεί· το ίδιο κι από την αρχή του διαδρόμου· το ίδιο κι από πόρτες δεξιά κι αριστερά. Κραυγάζοντας, οι πολεμιστές του Υπεράρχη σωριάζονταν, παρά τις προσπάθειές τους να ανταποδώσουν τα πυρά ή να πλησιάσουν τους εχθρούς τους και να πέσουν πάνω τους. Ο Ρανούλφος δέχτηκε μια σφαίρα στ’αριστερά πλευρά και μια σφαίρα στο κεφάλι, και πέθανε κοπανώντας σ’έναν τοίχο. Ο Εδουάρδος, βρυχούμενος, κραδαίνοντας δύο σπαθιά τώρα, χίμησε στους στρατιώτες που στέκονταν στο κατώφλι μιας πόρτας. Έκοψε το κεφάλι μιας γυναίκας, έσχισε την κοιλιά ενός άντρα, κλότσησε έναν στο πόδι θρυμματίζοντας το γόνατό του. Αλλά τα πυρά που έβαλλαν τον ιερέα ήταν παρά πολλά, από τουφέκια και από πιστόλια· και κάποιος έμπηξε το σπαθί του στα πλευρά του Εδουάρδου. Ακόμα και το Εσώτερο Θηρίο δεν μπορούσε να διατηρήσει άλλο τη ζωή μέσα του. Σκοτώνοντας έναν τελευταίο εχθρό – χωρίζοντας το κεφάλι του στα δύο, με μια τρομερή σπαθιά – ο Εδουάρδος έπεσε πάνω στ’άλλα κουφάρια που κείτονταν στο πάτωμα και ξεψύχησε.
Ένας Παντοκρατορικός πολεμιστής έκοψε το κεφάλι του ιερέα και το σήκωσε από τα μακριά ξανθά του μαλλιά, ουρλιάζοντας νικητήρια σαν το Εσώτερο Θηρίο του Εδουάρδου να είχε μεταφερθεί μέσα του.
*
Ο Ριχάρδος ο Τρίτος βρισκόταν εκ πεποιθήσεως στο πλευρό των πολεμιστών του, όχι κλεισμένος στα διαμερίσματά του, αλλά δεν ήταν κι από αυτούς που είχαν κυνηγήσει τους Παντοκρατορικούς φρουρούς μέσα στην περιοχή τους και είχαν πέσει στην παγίδα του Επόπτη. Ο Υπεράρχης βρισκόταν πιο πίσω, μαζί με τον μικρό του γιο, τον Χιλιάρδο, και τη μικρή του κόρη, τη Μαργαρίτα, η οποία ήταν πιο τολμηρή από τη μεγάλη του κόρη, τη Γερτρούδη. Η Γερτρούδη ήταν τώρα σε ασφαλές μέρος μαζί με τη Γιολάντα, τη σύζυγο του Ριχάρδου. Γύρω από τον Υπεράρχη και τα παιδιά του βρίσκονταν δύο ντουζίνες πολεμιστές μέσα στην αίθουσα, για να τους προστατέψουν αν χρειαζόταν. Κι απ’ό,τι ακουγόταν, ίσως τελικά όντως να χρειαζόταν. Ο Ριχάρδος δεν ήταν πλέον βέβαιος για τη νίκη, όπως στην αρχή· και σκεφτόταν πως, ύστερα από τούτα τα γεγονότα, τίποτα δεν θα σταματούσε τον Επόπτη απ’το να αιχμαλωτίσει εκείνον και την οικογένειά του, αν εκείνος δεν κατόρθωνε να αιχμαλωτίσει τον Επόπτη πρώτος.
Ή, μπορεί και να μας σκοτώσει, συλλογιζόταν ο Ριχάρδος, γιατί, απ’ό,τι είχε καταλάβει, αυτός ο Νιρμόδος Νάρλεφ ήταν σκληρός άνθρωπος, πολύ χειρότερος από την προηγούμενη Επόπτρια.
Αλλά δεν είναι ακόμα όλα χαμένα. Ο Θεός είναι μαζί μας!
«Υπεράρχη!» ακούστηκε μια φωνή από έναν διάδρομο. «Ο Επόπτης σού στέλνει δύο δώρα!» Και κάτι ακούστηκε να πέφτει και να κατρακυλά.
«Μείνετε πίσω, Ύψιστε Άρχοντα!» είπε ένας παλιός πολεμιστής στον Ριχάρδο. «Μείνετε πίσω· θα το ελέγξουμε εμείς πρώτα.»
Ο Ριχάρδος δεν έφερε αντίρρηση, καθώς οι μαχητές του πήγαιναν να δουν τι είχαν πετάξει οι Παντοκρατορικοί μέσα στον διάδρομο. Επιστρέφοντας, κρατούσαν δύο σάκους, και οι όψεις στα πρόσωπά τους φανέρωναν την αναστάτωσή τους και τον φόβο τους.
«Τι είναι;» απαίτησε ο Ριχάρδος. «Δείξτε μου!»
Οι πολεμιστές του άφησαν τα δύο κεφάλια να κυλήσουν στο πάτωμα.
Και ο Ριχάρδος ο Τρίτος ούρλιαξε, καθώς είδε ότι το ένα ήταν του μεγάλου του γιου και το άλλο του ιερέα, του Εδουάρδου.
Από τότε τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν απ’το κακό στο χειρότερο για τον Υπεράρχη της Ερρίθιας και τους υποστηρικτές του…
*
Ο Ριχάρδος ο Τρίτος και η οικογένειά του αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μέσα στα Ανάκτορα, καθώς οι Παντοκρατορικοί, έχοντας διαλύσει την επίθεσή τους, κινούνταν τώρα εναντίον τους χωρίς δυσκολία. Ο Υπεράρχης δεν είχε φροντίσει να οργανώσει καμία άμυνα· δεν πίστευε ότι θα του χρειαζόταν.
Ακριβώς όπως τα είχε υπολογίσει ο Νιρμόδος. Ο οποίος, γι’ακόμα μια φορά, αισθανόταν ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Η στρατηγική του, ως συνήθως, είχε αποδειχτεί άψογη. Σπάνια έκανε λάθη· κι αν κάπου-κάπου οι εχθροί του κέρδιζαν μερικές μάχες (όπως είχε συμβεί με τους καταραμένους αποστάτες στη Δυτική Αγορά, τις προάλλες), δεν ήταν παρά από τύχη. Όμως η τύχη δεν κρατά για πάντα. Η στρατηγική, αντιθέτως, κρατά.
Τι θα έκανε, λοιπόν, τώρα ο Υπεράρχης, βλέποντας ότι είχε ηττηθεί; Θα προσπαθούσε να υποχωρήσει, να φύγει από τα Ανάκτορα και να κρυφτεί μέσα στην πόλη. Να πάει στον Ναό της Ερρίθιας, ίσως, για να τον προστατέψουν οι δαιμονισμένοι ιερείς ετούτης της άθλιας διάστασης. Ο Νιρμόδος είχε προετοιμαστεί και γι’αυτό. Καθώς οι στρατιώτες του νικούσαν, κατακτώντας ολοένα και περισσότερο έδαφος των Ανακτόρων, πρόσταξε κάποιοι ανάμεσά τους να μπλοκάρουν όλες τις εξόδους: να κάνουν, ουσιαστικά, έναν κλοιό γύρω από κάθε μεριά που μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο Ριχάρδος για να δραπετεύσει.
Ο Υπεράρχης, πράγματι, προσπάθησε να βγει από τα Ανάκτορα, καθώς καταλάβαινε ότι δεν υπήρχε ελπίδα να νικήσει τον Επόπτη τώρα, και δεν ήθελε κι η υπόλοιπη οικογένειά του να καταλήξει όπως τον Ρανούλφο. Η Γιολάντα ήταν απαρηγόρητη όταν έμαθε για τον θάνατό του· άρχισε να κλαίει και να ουρλιάζει, όμως ο Ριχάρδος την ώθησε να έρθει μαζί του για να φύγουν· διότι δεν είχαν χρόνο: από στιγμή σε στιγμή, οι Παντοκρατορικοί θα τους κύκλωναν.
Με τους πιο έμπιστους πολεμιστές και υπηρέτες γύρω του, ο Υπεράρχης οδήγησε την οικογένειά του προς μια έξοδο που δεν υπολόγιζε πως ο Επόπτης θα είχε καλύψει, ακόμα κι αν είχε προλάβει να περικυκλώσει τόσο γρήγορα την περιοχή των Ανακτόρων όπου διέμενε ο Ριχάρδος.
Δυστυχώς, έκανε λάθος.
Ο τρισκατάρατος ο Νιρμόδος Νάρλεφ έμοιαζε να τα είχε σκεφτεί όλα! Κι ο Θεός έμοιαζε να είχε εγκαταλείψει τον Υπεράρχη και την οικογένειά του. Ο Ριχάρδος, όταν είδε τους Παντοκρατορικούς να ξεπροβάλλουν από γύρω, αισθάνθηκε πικραμένος που είχε υπακούσει τους ιερείς. Τον είχαν οδηγήσει στην καταστροφή του. Και, το ακόμα χειρότερο, στην καταστροφή της οικογένειάς του.
Οι πολεμιστές του αντιμετώπισαν με σθένος τους Παντοκρατορικούς, πυροβολώντας τους για να τους διώξουν από τις θέσεις τους και να καθαρίσουν τον δρόμο. Όμως οι στρατιώτες του Επόπτη ήταν ήδη καλά καλυμμένοι και δεν ήταν εύκολο οι μαχητές του Υπεράρχη να τους κάνουν να υποχωρήσουν.
Από τα νώτα, ο Ριχάρδος άκουσε κι άλλους αντιπάλους να έρχονται, και, στρεφόμενος, πυροβόλησε με το τουφέκι του, το οποίο ήταν Παντοκρατορικής κατασκευής. Χτυπούσε τους κατακτητές με τα ίδια τους όπλα, αλλά αυτό δεν φαινόταν να τους πτοεί. Σκότωσε έναν, τραυμάτισε άλλον έναν, όμως μετά αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει καθώς οι σφαίρες έπεφταν βροχή και η κάλυψή του, στη γωνία του διαδρόμου, δεν ήταν και τόσο καλή.
«Μείνε πίσω μου,» είπε στη Γιολάντα. «Μείνε πίσω μου!»
Ο Χιλιάρδος και η Μαργαρίτα πυροβολούσαν τους Παντοκρατορικούς με πιστόλια, μαζί με τους άλλους πολεμιστές του Υπεράρχη, για να ανοίξουν δρόμο προς την έξοδο. Πράγμα που ίσως και να κατόρθωναν – αν είχαν χρόνο. Χρόνος, όμως, δεν υπήρχε.
Οι πολεμιστές του Επόπτη, σύντομα, ήταν παντού γύρω τους.
Και ο ίδιος ο Νιρμόδος Νάρλεφ πρέπει να ήταν μαζί τους, γιατί ο Ριχάρδος άκουσε τη φωνή του να αντηχεί: «Παραδόσου, Υπεράρχη, αλλιώς όλοι σας θα πεθάνετε! Αν παραδοθείτε, δεν έχω λόγο να σας σκοτώσω!»
Ο Ριχάρδος ο Τρίτος δεν ήθελε να καταδικάσει την οικογένειά του σε βέβαιο θάνατο· έτσι, πέταξε στο πέτρινο πάτωμα το ούτως ή άλλως άδειο πλέον από σφαίρες τουφέκι του.
Στο κελί του Τέρι υπήρχε ένα μικρό, καγκελωτό παράθυρο, κι από εκεί μπορούσε να βλέπει την πόλη έξω από τη Φυλακή. Έτσι, ακόμα και περιορισμένος εδώ μέσα, είχε καταφέρει να παρατηρήσει αρκετά πράγματα για τον υπόγειο λαό της Χονρέπα, καθώς τους έβλεπε να πηγαίνουν κάθε μέρα (η Λιθοφόρος τού είχε εξηγήσει πώς μετρούσαν τις ημέρες) στις δουλειές τους. Η ζωή τους δεν διέφερε και πολύ από τη ζωή οποιωνδήποτε άλλων ανθρώπων που κατοικούσαν σε πόλη· απλά, τα υλικά που μεταχειρίζονταν και οι τροφές που έτρωγαν ήταν εξωτικά, παράξενα, για τον Τέρι. Χρησιμοποιούσαν, για παράδειγμα, παρά πολύ το κόκαλο για να φτιάχνουν διάφορα πράγματα: από πόρτες και πατζούρια μέχρι κάρα. Ξύλο δεν είχαν· είχαν, όμως, κάτι παρόμοιο που χρησιμοποιούσαν σε ελάχιστες κατασκευές, όπως στις στήλες όπου κρέμονταν κρύσταλλοι οι οποίοι παρήγαγαν φως. Οι κρύσταλλοι αυτοί ήταν ακόμα ένα πράγμα ασυνήθιστο για τον Τέρι· δεν τους είχε ξαναδεί πουθενά. Φαινόταν, όμως, να αναδίδουν φως επειδή συνδέονταν με κάποιες μεταλλικές συσκευές, που κι αυτές ο Τέρι δεν τις είχε ξαναδεί. Μια φορά την ημέρα, περνούσε ένας τύπος και πλησίαζε τις στήλες με τους κρυστάλλους που βρίσκονταν κοντά στη Φυλακή. Έβγαζε από τον σάκο του έναν αρκετά μεγάλο μηχανισμό, τον απόθετε στο έδαφος, τραβούσε ένα καλώδιο από αυτόν, και το έσπρωχνε μέσα στη συσκευή με την οποία συνδεόταν ο φωτοδότης κρύσταλλος. Μετά από λίγο, έπαιρνε πίσω το καλώδιο και πήγαινε σε άλλη στήλη. Ο Τέρι υπέθετε ότι αυτός ο άντρας φόρτιζε, με κάποιου είδους ενέργεια, τους κρυστάλλους ώστε να παράγουν φως όλη την υπόλοιπη ημέρα. Δεν είχε ακόμα ρωτήσει τη Χονρέπα γι’αυτό επειδή είχαν πιο σημαντικά πράγματα να λένε· το πώς φορτίζονταν οι κρύσταλλοι δεν ήταν παρά μια ανούσια λεπτομέρεια, στην κατάσταση που τώρα βρισκόταν ο Τέρι.
Έχοντας παρατηρήσει την κίνηση έξω από τη Φυλακή για κάμποσες ημέρες, εύκολα κατάλαβε ότι σήμερα κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε. Ο κόσμος έμοιαζε να βρίσκεται σε αναστάτωση, και οι δουλειές να πηγαίνουν πίσω. Ο Τέρι δεν είδε ούτε ένα αραχνόμορφο ζάραθκαλ να περνά τραβώντας κοκάλινο καρό με μέταλλα, κόκαλα, ή τρόφιμα.
Προετοιμάζονται…
Για να ταξιδέψουν στη Χάρνταβελ, ίσως.
Η Χονρέπα τον είχε προϊδεάσει. Ο Βασιληάς τους ήθελε να φύγει από αυτό τον υπόγειο κόσμο. Ολόκληρος ο λαός τους ήθελε να φύγει από αυτό τον υπόγειο κόσμο.
Θα έχουμε επεισόδια όταν πάνε στη Χάρνταβελ, και δεν ξέρω αν θα μπορέσω να αποτρέψω την αιματοχυσία…
Στους στρατιώτες του δεν είχε πει τίποτα, γιατί φοβόταν ότι θα επαναστατούσαν πάλι και θα τον προέτρεπαν να προσπαθήσουν να δραπετεύσουν. Πράγμα το οποίο δεν του φαινόταν εφικτό όσο βρίσκονταν στα έγκατα της γης, χωρίς ούτε έναν χάρτη με τις τριγύρω σήραγγες για να τους βοηθήσει.
Επιπλέον, δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι για να φύγουμε από δω· ο λαός της Χονρέπα θα μας πάρει μαζί του, όταν ανεβούν στην ερημιά που είναι ο Επάνω Κόσμος και βαδίσουν προς τη Χάρνταβελ. Τότε, και μόνο τότε, ίσως να είναι η κατάλληλη στιγμή για να δραπετεύσουμε. Θα μας έχουν πάει εκεί όπου θέλουμε να βρισκόμαστε.
Το μόνο που είπε ο Τέρι στους στρατιώτες του ήταν ότι είχε αρχίσει να διαμορφώνει ένα σχέδιο στο μυαλό του: πράγμα που ήταν αλήθεια, και που φάνηκε να τους ηρεμεί. Τον εμπιστεύονταν, τουλάχιστον, κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Όπως ήξερε ο Τέρι, αν οι στρατιώτες δεν εμπιστεύονται τον ανώτερό τους, αργά ή γρήγορα κάτι άσχημο θα συμβεί.
Την ημέρα που ο ρυθμός της ζωής στην πόλη φαινόταν να έχει αλλάξει, η Χονρέπα δεν ήρθε να επισκεφτεί τον Τέρι. Και ήταν η μόνη ημέρα που, μέχρι στιγμής, δεν είχε έρθει να τον επισκεφτεί.
«Τι είναι, Ταγματάρχη; Τσακώθηκες χτες με τη γκόμενά σου;» ρώτησε ο Ρίμναλ, που η συμπεριφορά του χειροτέρευε όσο οι ημέρες της φυλάκισής τους πλήθαιναν.
«Αν είχα τσακωθεί θα τόχες ακούσει,» του αποκρίθηκε ο Τέρι, κοφτά, χωρίς να μπορεί να τον δει, γιατί ο Ρίμναλ βρισκόταν στο κελί αριστερά στο δικό του και ένας πέτρινος τοίχος τούς χώριζε.
«Τι έγινε, τότε;»
«Δεν ξέρω.»
«Δεν ξέρεις, κύριε Ταγματάρχη;» είπε ο Καλιόστρο, από ένα απ’τα απέναντι κελιά. Η όψη του μαρτυρούσε ότι δεν τον πίστευε.
«Η Χονρέπα μού έχει πει ότι ο Βασιληάς Κάλροοθ, ο άρχοντας ετούτης της πόλης, σχεδιάζει να φέρει τον λαό του στη Χάρνταβελ,» εξήγησε ο Τέρι, αποφασίζοντας να μην τους το κρατά κρυφό άλλο, αφού, φανερά, η ώρα να φύγουν ζύγωνε. «Υποθέτω, λοιπόν, ότι έχουν ξεκινήσει οι προετοιμάσεις. Το βλέπω κιόλας από το παράθυρό μου: κάτι έχει αλλάξει στην κίνηση της Νίρμικιτ.»
«Θα μας επιτεθούν, δηλαδή, οι καταραμένοι;» μούγκρισε ο Ρίμναλ. «Και τώρα μας το λες;»
«Η Χονρέπα δεν μου μίλησε για επίθεση. Αντιθέτως, μου είπε ότι ο Βασιληάς τους θέλει να αποφύγει την αιματοχυσία. Γι’αυτό κιόλας πρέπει εγώ να μιλήσω με τους κατοίκους της Χάρνταβελ που θα συναντήσουμε μετά το άνοιγμα.»
«Κύριε Ταγματάρχη,» είπε η Βίλνα, ακουμπώντας κουρασμένα επάνω στην καγκελωτή πόρτα του κελιού της, «αυτό ο Επόπτης ίσως να το εκλάβει ως προδοσία…»
«Ας το εκλάβει όπως θέλει!» αποκρίθηκε ο Τέρι, ενοχλημένος που, στην κατάσταση που βρίσκονταν, η Βίλνα ήταν δυνατόν να σκέφτεται τον Νιρμόδο Νάρλεφ – ο οποίος ποτέ δεν θα έπρεπε να ήταν Επόπτης στη Χάρνταβελ! «Τι άλλη επιλογή έχουμε; Δεν μπορώ να αρνηθώ.»
«Ελπίζω να έχεις, όντως, κάποιο σχέδιο, όπως μας είπες, αλλιώς καλύτερα όλοι να πάμε να πνιγούμε από τώρα με κανένα κουτάλι,» μούγκρισε ο Ρίμναλ.
«Είμαι βέβαιος πως ο ταγματάρχης έχει κάποιο σχέδιο,» του είπε ο Καλιόστρο, και μετά έστρεψε το βλέμμα του στον Τέρι, σα να τον προκαλούσε.
«Η μόνη λογική ενέργεια που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να δραπετεύσουμε όταν θα μας έχουν πάει στη Χάρνταβελ,» τους είπε ο Τέρι. «Δεν είναι δυνατόν να έχω συγκεκριμένο σχέδιο, άρα θα πρέπει όλοι σας να είστε σε ετοιμότητα.»
Η Βίλνα είπε: «Σε ετοιμότητα είμαστε από τότε που μας κλειδώσανε εδώ πέρα, κύριε Ταγματάρχη.»
«Ωραία,» ένευσε ο Τέρι. «Βασίζομαι επάνω σας.»
Ο Ρίμναλ ρουθούνισε. «Τη γαμήσαμε…»
*
Την επομένη, ο Τέρι είδε από το καγκελωτό παράθυρό του τη Χονρέπα να έρχεται στη Φυλακή, ντυμένη μ’ένα γκρίζο φόρεμα και ψηλές δερμάτινες μπότες. Μια γαλανή κορδέλα τυλιγόταν γύρω από το μέτωπό της για να κρατά πίσω τα μακριά, μαύρα σγουρά μαλλιά που έπεφταν ώς την πλάτη της. Στον αριστερό της ώμο υπήρχε ένα ειδικό άνοιγμα στο φόρεμά της για να φαίνεται ο κίτρινος λίθος – η θρισίρτα, όπως την είχε πει – που γυάλιζε πάνω στο μοβ δέρμα της.
Μοβ δέρμα πρέπει να είχαν μόνο αυτοί οι Λιθοφόροι, απ’ό,τι είχε καταλάβει ο Τέρι. Δε νόμιζε, όμως, ότι γεννιόνταν και με τον λίθο επάνω τους. Αυτόν πρέπει να τον έβαζαν εκεί μετά, κατά τη διάρκεια κάποιας μύησης πιθανώς. Ήταν, ωστόσο, παράξενο που μόνο οι άνθρωποι με μοβ δέρμα είχαν το Χάρισμα (όπως το έλεγαν οι μάγοι των ταγμάτων του Γνωστού Σύμπαντος). Γιατί; Μοβ δέρμα ο Τέρι δεν ήξερε να υπάρχει πουθενά αλλού· εδώ το είχε δει για πρώτη φορά. Κι αυτή ήταν μια ερώτηση που, σίγουρα, η Χονρέπα δεν θα μπορούσε να του απαντήσει. Στον Υπόγειο Κόσμο, δεν πρέπει παρά να ήταν συνηθισμένο. Όποιος γεννιόταν με μοβ δέρμα, μάλλον, πήγαινε κατευθείαν για να εκπαιδευτεί ως Λιθοφόρος.
Η Χονρέπα μπήκε στη Φυλακή, και ο Τέρι την περίμενε να έρθει στο κελί του. Εκείνη δεν άργησε. Πλησίασε μαζί με έναν κατάλευκο φρουρό, και ο φρουρός ξεκλείδωσε την καγκελωτή πόρτα του κελιού του Τέρι για ν’αφήσει την Οφθαλμό της Ζωής να περάσει.
Η Χονρέπα χαιρέτησε τον Τέρι στη γλώσσα της, κι εκείνος την αντιχαιρέτησε στη Συμπαντική και τη ρώτησε γιατί δεν είχε έρθει χτες.
«Χτες προετοιμαζόμασταν,» εξήγησε η Λιθοφόρος, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες του. «Σήμερα θα φύγουμε, Τέρι. Θα πάμε στον Επάνω Κόσμο, κι εσύ θα έρθεις μαζί μας. Θα μιλήσεις στους ανθρώπους της Χάρνταβελ για εμάς.»
«Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ,» αποκρίθηκε εκείνος. «Οι φίλοι μου θα έρθουν μαζί. Έτσι;» Ακόμα δεν είχε μεγάλη ευχέρεια με τη γλώσσα του υπόγειου λαού· την είχε διδαχθεί πολύ γρήγορα και πιεστικά. Αλλά τουλάχιστον μπορούσε να συνεννοείται.
«Υποθέτω πως θα το ζητήσεις _______ αν αρνηθώ…» είπε η Χονρέπα.
Ο Τέρι ένευσε. «Θα το ζητήσω.»
«Θα έρθουν μαζί μας, ________.»
*
Η απόφαση είχε παρθεί. Θα ανέβαιναν στον επικίνδυνο Επάνω Κόσμο, κι από εκεί θα πήγαιναν στον καινούργιο κόσμο που ήταν σαν τον Παλαιό Κόσμο και που ονομαζόταν Χάρνταβελ.
Ο Βασιληάς Κάλροοθ, παρά την ηλικία του, ήταν ενθουσιασμένος. Όμως ήξερε ότι όφειλε να είναι προσεχτικός με τους ξένους και κατάλληλα προετοιμασμένος. Καλύτερα να έβγαινε από τον Υπόγειο Κόσμο σαν να πήγαινε μαζικά για πόλεμο. Δεν θα έπαιρνε, λοιπόν, μόνο τους πολεμιστές του αλλά και όσους κατοίκους της Νίρμικιτ επιθυμούσαν να τον ακολουθήσουν. Είχε σταθεί σ’έναν εξώστη της Βασιλικής Οικίας και είχε βγάλει διάγγελμα στο πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο στην πλατεία αντίκρυ του. Τους είχε ζητήσει να έρθουν μαζί του στον καινούργιο κόσμο που θα γινόταν δικός τους: στον κόσμο που θύμιζε αυτόν στις αρχαίες φωτογραφίες: έναν κόσμο με όμορφο ήλιο, καταπράσινα εδάφη, ψηλά δέντρα, και διαφόρων ειδών θαυμαστά ζώα που ζούσαν στον καθαρό αέρα, όχι εδώ κάτω, μέσα στις βρόμικες σπηλιές. Υποσχέθηκε να δώσει όπλα σε όσους θα τον ακολουθούσαν, και υποσχέθηκε να τους δώσει και λάφυρα και κομμάτια γης – μερίδια από αυτά που θα γίνονταν δικά τους στον άλλο κόσμο.
Η ανταπόκριση των ανθρώπων στην πλατεία ήταν θετική. Φώναζαν Ζήτω ο Βασιληάς Κάλροοθ! Ζήτω ο Βασιληάς Κάλροοθ! Ο Κάλροοθ στον Παλαιό Κόσμο μάς οδηγεί! Ο Κάλροοθ στον Παλαιό Κόσμο μάς οδηγεί!
Και ο Κάλροοθ ήταν ευχαριστημένος. Χαιρετούσε τον λαό του και με τα δύο χέρια, και χαμογελούσε, και γελούσε, και αισθανόταν το στήθος του να φουσκώνει από ικανοποίηση. Δεν ήταν ο μόνος με το όραμα του Παλαιού Κόσμου. Ο λαός του ήταν έτοιμος! Ανέκαθεν ήταν έτοιμος! – απλώς, ώς τώρα, δεν το έδειχνε.
Όταν επέστρεψε στο εσωτερικό της Βασιλικής Οικίας, ο Κάλροοθ πρόσταξε τους κήρυκές του να βγουν στους δρόμους της Νίρμικιτ για να διαλαλήσουν την πρόσκλησή του στους πάντες. «Δεν θέλω ούτε ένας από τον λαό μου να μην έχει ακούσει το κάλεσμά μου!» είπε, και οι κήρυκες έφυγαν τρέχοντας.
Μετά, ο Βασιληάς Κάλροοθ πρόσταξε να βγουν από τις αποθήκες ό,τι όπλα είχαν, και πρόσταξε και τους μεταλλουργούς και τους τεχνουργούς του να φτιάξουν, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, ακόμα περισσότερα. «Ο στρατός μου θα είναι μεγάλος! Πιο μεγάλος από ποτέ! Αν οι ξένοι δεν φανούν λογικοί ώστε να μας δεχτούν στον κόσμο τους, θα τον κατακτήσουμε! Θα τον κάνουμε δικό μας! Και θα ζήσουμε όπως στις Παλαιές Διηγήσεις.»
Η Ελκέρτα, ακούγοντας τον σύζυγό της να μιλά έτσι στους υπηκόους του, ενθουσιαζόταν κι εκείνη, αν και όχι επειδή είχε τόση μανία με τις Παλαιές Διηγήσεις όση ο Κάλροοθ. Η Ελκέρτα ενθουσιαζόταν επειδή ήταν ακόμα, κατά βάθος, λήσταρχος και διαισθανόταν ότι λάφυρα θα έπεφταν στα χέρια της· και επειδή είχε μεγαλειώδη σχέδια γι’αυτόν τον καινούργιο κόσμο. Θα εδραίωνε καλά την εξουσία της εκεί: θα σκότωνε τους εχθρούς της, ή θα τους μάθαινε να την υπηρετούν. Και… ο Κάλροοθ δεν θα ζούσε για πάντα. Παρότι η Ελκέρτα ήταν ερωτευμένη μαζί του, δεν ήταν ανόητη· έβλεπε ότι ο Βασιληάς της Νίρμικιτ ήταν είκοσι-πέντε χρόνια μεγαλύτερός της, και ήξερε ότι δεν θα αργούσε να πεθάνει από κάποια αιτία. Όταν ο Κάλροοθ πέθαινε, η Ελκέρτα θα φρόντιζε να γίνει Βασίλισσα σ’αυτόν τον καινούργιο κόσμο – να έχει τους δικούς της υπηκόους, τον δικό της λαό – ακόμα κι αν χρειαζόταν να δολοφονήσει ολόκληρη την οικογένεια του Κάλροοθ για να το καταφέρει.
Η ανταπόκριση των πολιτών της Νίρμικιτ στο αίτημα του Βασιληά τους ήταν τεράστια. Παραπάνω από τους μισούς προθυμοποιήθηκαν να καταταγούν στον στρατό που θα έβγαινε από τον Υπόγειο Κόσμο και θα πήγαινε στη Χάρνταβελ. Τα όπλα που είχε ο Κάλροοθ στις αποθήκες του, και τα όπλα που είχαν προλάβει να φτιάξουν οι μεταλλουργοί και οι τεχνουργοί της πόλης, δεν έφταναν για να οπλίσουν όλους τους εθελοντές. Αλλά ο Βασιληάς της Νίρμικιτ δεν έδιωξε από τον στρατό του όσους θα έμεναν άοπλοι· τους πρόσταξε να οπλιστούν με ό,τι νόμιζαν και να έρθουν, παρότι ο Βασιλικός Υπασπιστής Νάρκλοομ διαφωνούσε μ’αυτή τη στρατηγική.
«Θα γίνει σφαγή έτσι και χρειαστεί να πολεμήσουν, Βασιληά μου,» είπε. «Είναι ανεκπαίδευτοι. Ακόμα κι αυτοί στους οποίους έχετε δώσει όπλα είναι, ουσιαστικά, άχρηστοι σε μια πραγματική σύγκρουση.»
«Με τον αριθμό τους, όμως, θα εκφοβίσουν τον εχθρό,» παρενέβη η Ελκέρτα. «Κι αν χρειαστεί να δώσουν τη ζωή τους για να κατακτήσουμε τον καινούργιο κόσμο, τότε ας είναι! Θα έχουν πεθάνει για καλό σκοπό.»
Ο Νάρκλοομ τής έριξε ένα άγριο βλέμμα που έλεγε καθαρά Δεν μιλούσα σ’εσένα, και μετά στράφηκε στον Κάλροοθ, που καθόταν στον Θρόνο της Νίρμικιτ.
Εκείνος καθάρισε τον λαιμό του. «Στις Παλαιές Διηγήσεις, Νάρκλοομ, απέραντοι στρατοί συγκρούονται. Απέραντοι. Και τώρα θα πάμε σ’έναν κόσμο που είναι σαν αυτόν στις Παλαιές Διηγήσεις. Αν χρειαστεί να πολεμήσουμε, θα είναι σε ανοιχτό πεδίο, όχι μέσα σε σήραγγες και σπηλιές.»
«Ασφαλώς, Βασιληά μου, αλλά οι πολίτες της Νίρμικιτ εξακολουθούν να είναι ανεκπαίδευτοι!»
«Πρέπει να διαβάζεις περισσότερο τις Παλαιές Διηγήσεις, Νάρκλοομ,» είπε ο Κάλροοθ· «έχουν πολλά να σε διδάξουν. Με τον αριθμό τους, οι στρατιώτες μας μπορούν να κατακλύσουν τον εχθρό, περιτριγυρίζοντάς τον απ’όλες τις μεριές – κάτι που είναι δύσκολο να γίνει στα στενά περάσματα του Υπόγειου Κόσμου.»
«Επιμένετε, λοιπόν, να πάρετε μαζί σας τόσους πολλούς ανεκπαίδευτους ανθρώπους;»
«Οι ίδιοι επιθυμούν να έρθουν, Υπασπιστή!» είπε ο Κάλροοθ, αρχίζοντας να χάνει την υπομονή του με τις αμφιβολίες του Νάρκλοομ. «Τους πρότεινα να με ακολουθήσουν, δεν τους πρόσταξα!»
«Βασιληά μου, η γνώμη μου είναι ότι πρόκειται για σφάλμα,» δήλωσε ο Νάρκλοομ.
«Καλώς. Θα έχω τη γνώμη σου υπόψη μου,» αποκρίθηκε ο Κάλροοθ, τερματίζοντας εκεί την κουβέντα τους. Δεν σκόπευε ν’αφήσει τον Υπασπιστή να του χαλάσει αυτή τη μεγαλειώδη στιγμή, που θα οδηγούσε τον λαό του σ’έναν κόσμο βγαλμένο από τις Παλαιές Διηγήσεις, σ’έναν κόσμο μακριά απ’αυτό το μπουντρούμι που αποκαλούσαν πατρίδα τους για τέσσερις Γενεές!
Ο Νάρκλοομ στράφηκε απ’την άλλη, εξοργισμένος, και βγήκε από τη μεγάλη αίθουσα.
Ο Βασιληάς μας έχει τρελαθεί, σκέφτηκε, και η Βασιλική Σύζυγος είναι ένας αιμοδιψής καντράμος! Η Φαλτίκα έχει δίκιο: όσο πιο γρήγορα βγάλουμε την Ελκέρτα από τη μέση, τόσο πιο γρήγορα ίσως καταφέρουμε να λογικέψουμε τον πατέρα της. Σ’αυτή τη Χάρνταβελ πρέπει να είμαστε προσεχτικοί όσο ποτέ άλλοτε, αλλά ο Βασιληάς Κάλροοθ δεν μου φαίνεται να το σκέφτεται καθόλου αυτό. Όλο για τις τρισκατάρατες Παλαιές Διηγήσεις του μιλά!
*
«Δε βλέπεις πώς χαίρεται, η καταραμένη σκρόφα;» γρύλισε η Φαλτίκα, στριφογυρίζοντας μες στο καθιστικό των δωματίων της. «Πάει να το κρύψει αλλά δεν το κρύβει και πολύ καλά! Έχει στο μυαλό της να μας κάνει όλους υπηρέτες της!»
Ο Νάρκλοομ, που καθόταν σε μια πολυθρόνα, ατένιζε την Πριγκίπισσα λιγάκι ενοχλημένος με τα καμώματά της. «Μη φωνάζεις,» της είπε. «Δεν ξέρεις ποιος μπορεί ν’ακούει.»
«Κανένας δεν κρυφακούει μέσα στα δικά μου δωμάτια!»
«Μην είσαι τόσο σίγουρη.»
«Μη με θυμώνεις κι εσύ ακόμα περισσότερο!» σύριξε η Φαλτίκα, καρφώνοντας το βλέμμα της επάνω του καθώς σταματούσε να βαδίζει. «Αυτή η… η ελεεινή γυναίκα, η πόρνη καντράμων, πρέπει να πεθάνει!»
«Το έχουμε πει χιλιάδες φορές. Μη φωνάζεις· το ξέρεις ότι το έχω φροντίσει.»
Η Φαλτίκα τον πλησίασε, γονάτισε πλάι στην πολυθρόνα όπου ήταν καθισμένος. «Ο πατέρας έχει τον Κύρνοοκ να τον φρουρεί, ακριβώς για τέτοιες περιπτώσεις,» είπε, με πιο σιγανή φωνή τώρα· «και είμαι βέβαιη ότι ο Κύρνοοκ προστατεύει και την καταραμένη, αφού μας προστατεύει όλους μέσα στη Βασιλική Οικία.»
«Μην ανησυχείς,» της είπε ο Νάρκλοομ. «Ο Βάλμοοθ είναι ειδικευμένος στο να σκοτώνει. Θα παρατηρήσει προσεχτικά, κι όταν η Ελκέρτα βρεθεί αφύλαχτη από τον Κύρνοοκ, θα τη χτυπήσει.»
Η Φαλτίκα είχε τις αμφιβολίες της. «Ο Κύρνοοκ λένε, όμως, ότι είναι πολύ ικανός Οφθαλμός του Θανάτου, Νάρκλοομ.»
«Και ο Βάλμοοθ είναι ικανός, και έχει περάσει από πιο δύσκολες καταστάσεις. Πίστεψέ με, δεν μπορούμε να βρούμε καλύτερο άνθρωπο για να δώσει τέλος στη ζωή της. Μέσα στην αναταραχή της άφιξης στον καινούργιο κόσμο, η Ελκέρτα θα πεθάνει.»
Τα μάτια της Φαλτίκα στένεψαν, άγρια. «Εδώ και πολύ καιρό έπρεπε αυτό να είχε συμβεί. Εδώ και πάρα πολύ καιρό! Ο πατέρας, αντί να την πάρει στο κρεβάτι του, έπρεπε να την είχε πετάξει στους υπανθρώπους, στα πιο βαθιά βάραθρα του Υπόγειου Κόσμου! Με τις ανοησίες του, μας έχει αναγκάσει τώρα να παλεύουμε για τη ζωή μας!»
Λιγάκι μελοδραματική, πάντοτε, η Πριγκίπισσα, σκέφτηκε ο Νάρκλοομ.
«Περισσότερο με ανησυχούν εμένα τα ανεκπαίδευτα πλήθη που έχει μαζέψει ο πατέρας σου. Μπορεί να αποτελέσουν εμπόδιο, ξέρεις, αντί για βοήθεια.»
«Αυτή φταίει,» είπε, με άγρια πεποίθηση, η Φαλτίκα. «Ο μπαμπάς ποτέ δεν θα διανοούταν να κάνει ένα τόσο ανόητο πράγμα.»
Μην είσαι σίγουρη. Του αρέσουν πολύ οι Παλαιές Διηγήσεις. Αλλά, τουλάχιστον, χωρίς την Ελκέρτα θα μπορούσαμε ευκολότερα να τον λογικέψουμε.
«Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε η Φαλτίκα.
«Διάφορα πράγματα.»
*
Όταν ήταν απόγευμα σύμφωνα με το ρολόι του Τέρι, πολεμιστές του Βασιληά ήρθαν στη Φυλακή για να ανοίξουν το κελί του και τα κελιά των τριών στρατιωτών του και να τους δώσουν καθαρά ρούχα και υποδήματα. Εκείνοι δεν τα αρνήθηκαν, καθώς τα παλιά τους ρούχα βρομούσαν πλέον, ύστερα από τόσες μέρες που ήταν κλεισμένοι εδώ. Ο Τέρι, όμως, είπε στους πολεμιστές του Βασιληά ότι καλύτερα εκείνος να συνέχιζε να φορά τη στολή του γιατί αυτό θα βοηθούσε στις διαπραγματεύσεις με τους ανθρώπους της Χάρνταβελ. Δεν ήξερε τη γλώσσα του υπόγειου λαού και τόσο καλά, αλλά κατάφερε χωρίς μεγάλη δυσκολία να τους κάνει να καταλάβουν και να συμφωνήσουν. «Όπως θέλεις εσύ,» του είπαν. «Δεν είναι διαταγή να φορέσεις αυτά τα ρούχα.»
Όταν ο Τέρι και οι στρατιώτες του ετοιμάστηκαν, οι πολεμιστές του Βασιληά τούς συνόδεψαν έξω από τη Φυλακή χωρίς να τους έχουν τα χέρια δεμένα. Τους οδήγησαν μέσα στη Νίρμικιτ. Πέρασαν δίπλα από τη μεγάλη λίμνη όπου κατέληγε ο καταρράκτης του σπηλαίου μέσα στο οποίο ήταν οικοδομημένη η πόλη, και διέσχισαν τους στενούς δρόμους της. Ο Τέρι έβλεπε ότι πολλά από τα οικοδομήματά της έμοιαζαν τώρα εγκαταλειμμένα, ενώ πλήθη ήταν συγκεντρωμένα σε διασταυρώσεις και γωνίες των δρόμων. Οπλοφορώντας.
Ο Βασιληάς μάλλον αποφάσισε να πάρει και απλούς πολίτες για να πολεμήσουν. Αυτό δεν άρεσε στον Τέρι. Σήμαινε ότι ο Κάλροοθ δεν ενδιαφερόταν και τόσο να κάνει διαπραγματεύσεις. Τον ενδιέφερε οπωσδήποτε να μεταφέρει τον λαό του στη Χάρνταβελ – όποιο κι αν ήταν το κόστος. Αν δεν καταφέρω να πείσω αυτούς που φρουρούν το άνοιγμα να μας αφήσουν να περάσουμε, έστω και για να γίνει συζήτηση, τότε η αιματοχυσία θα είναι χωρίς προηγούμενο για τη Χάρνταβελ…
Κι αλήθεια, ποιοι μπορεί να φρουρούσαν το άνοιγμα; Ο Τέρι υποψιαζόταν πως ο Επόπτης ίσως να είχε στείλει στρατό του εκεί. Ίσως και η Αρίνη να είναι μαζί μ’αυτό το στρατό– Τι «ίσως»; Σίγουρα θα είναι. Αυτή είναι η δουλειά της: να ερευνά παράξενα φαινόμενα.
Πρέπει – κάπως – να σταματήσω τη σύγκρουση.
Αν ήταν έξω από το άνοιγμα κάποιος Παντοκρατορικός αξιωματικός με τον οποίο ο Τέρι μπορούσε να συνεννοηθεί, θα του ζητούσε να αφήσουν το φουσάτο του Βασιληά Κάλροοθ να περάσει στη Χάρνταβελ, κι όταν ο υπόγειος λαός ήταν κατασκηνωμένος εκεί, τότε οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας μπορούσαν να τους κυκλώσουν και να τους αιχμαλωτίσουν, ή να τους αφανίσουν. Παρότι οι υπόγειοι φαινόταν να έχουν πυροβόλα όπλα, τα όπλα τους δεν ήταν τόσο καλά όσο αυτά των Παντοκρατορικών· και δεν είχαν καθόλου άρματα μάχης. Μονάχα οι μάγοι τους ανησυχούσαν τον Τέρι… αν και η Χονρέπα είχε πει ότι οι Λιθοφόροι, για κάποιον λόγο, έβρισκαν αντίσταση στη Χάρνταβελ. Μπορεί γι’αυτό να έφταιγε ο Θεός; αναρωτιόταν ο Τέρι, παραξενεμένος. Ή, μήπως, οι δυνάμεις των Λιθοφόρων ήταν άμεσα σχετιζόμενος με τον Υπόγειο Κόσμο και γι’αυτό δεν λειτουργούσαν καλά σε άλλες διαστάσεις;
Να ένα ερώτημα για την Αρίνη, σκέφτηκε ο Τέρι υπομειδιώντας, χαρούμενος που πλησίαζε η στιγμή να ξαναδεί τη γυναίκα του. Κι εκείνη θα χαιρόταν που θα τον έβλεπε· ήταν σίγουρος. Θα νόμιζε ότι ήμουν νεκρός, το δίχως άλλο. Ο Τέρι δεν έβλεπε την ώρα να τη σφίξει στην αγκαλιά του και να φιλήσει τα χείλη της.
Οι πολεμιστές του Βασιληά οδήγησαν τον ταγματάρχη και τους στρατιώτες του στα περίχωρα της Νίρμικιτ, περνώντας τους μέσα από τεράστια πλήθη υπόγειων ανθρώπων που, παρότι οπλισμένοι, φαίνονταν στον Τέρι για απλοί πολίτες. Πού είναι οι κανονικοί στρατιώτες του Κάλροοθ; αναρωτήθηκε· και δεν άργησε να τους συναντήσει κι αυτούς, αφού εκείνος κι οι πολεμιστές του είχαν διασχίσει τα πλήθη των πολιτών περιτριγυρισμένοι από τους πάνοπλους φρουρούς του Βασιληά. Ο Τέρι είδε τον Βασιλικό Υπασπιστή Νάρκλοομ και άλλους αξιωματούχους, καθώς και τη Χονρέπα και δύο ακόμα Λιθοφόρους. Η Οφθαλμός της Ζωής πλησίασε τον Τέρι και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Εκείνος υπάκουσε. Ο Ρίμναλ, η Βίλνα, κι ο Καλιόστρο έκαναν να έρθουν μαζί του αλλά οι φρουροί δεν τους άφησαν να περάσουν.
«Ταγματάρχη!» φώναξε ο Ρίμναλ.
«Περιμένετε,» τους είπε ο Τέρι. «Περιμένετε.»
Η Χονρέπα τον οδήγησε, μέσα από τους συγκεντρωμένους πολεμιστές, μπροστά σ’έναν πρασινόδερμο άντρα με μακριά λευκά μαλλιά και μούσια. Είχε γκρίζα μάτια και ήταν ντυμένος πλούσια. Η πανοπλία του ήταν αστραφτερή, κι ένα μεγάλο σπαθί κρεμόταν από τη μια μεριά της ζώνης του, ενώ από την άλλη μεριά ήταν ένα μακρύκαννο πιστόλι, στολισμένο με λίθους που πρέπει να ήταν πολύτιμοι στον Υπόγειο Κόσμο. Φαινόταν μεγάλης ηλικίας αυτός ο άντρας· ο Τέρι δεν μπορούσε να υπολογίσει ακριβώς τα χρόνια του αλλά σίγουρα υπερέβαιναν τα πενήντα. Παρ’όλ’αυτά, το παράστημά του ήταν παράστημα πολεμιστή.
Πλάι του βρισκόταν μια γυναίκα που κι εκείνη στεκόταν σαν πολεμίστρια, και σε κοιτούσε σαν να σε ζύγιαζε προτού σε σκοτώσει. Είχε κατάλευκο δέρμα, ξανθά μακριά μαλλιά πιασμένα πίσω απ’το κεφάλι της, και φορούσε ρούχα τόσο πλούσια όσο και του πρασινόδερμου άντρα. Παρότι είχε κάτι το αναμφίβολα άγριο στην όψη της, ήταν συγχρόνως αρκετά όμορφη ως γυναίκα. Κι επίσης, πάρα, πάρα πολύ νεότερη του πρασινόδερμου άντρα, ο οποίος – ο Τέρι δεν είχε αμφιβολία – ήταν σύζυγός της.
«Μεγαλειότατε,» είπε η Χονρέπα, με μια υπόκλιση, «ο Τέρι Κάρμεθ, από τη Χάρνταβελ. Τέρι Κάρμεθ, από εδώ ο Βασιληάς Κάλροοθ και η Βασιλική Σύζυγος Ελκέρτα.»
Ο Τέρι έκανε μια υπόκλιση παρόμοια της Χονρέπα. «Χαρά μου, Μεγαλειότατε,» είπε, με τις περιορισμένες γνώσεις του της γλώσσας του υπόγειου λαού.
«Τέρι Κάρμεθ,» είπε ο Κάλροοθ, «τούτη είναι μια μεγάλη ημέρα για εμάς. Επιστρέφουμε στον Παλαιό Κόσμο. _______ οι άνθρωποι της Χάρνταβελ να μας _______ ειρηνικά.»
Μάλλον, «να μας δεχτούν ειρηνικά», είχε πει, υπέθεσε ο Τέρι, που δεν είχε πιάσει εκείνη τη λέξη. Δεν πρέπει καν να την ήξερε. «Θα κάνω ό,τι μπορώ, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε.
«Δεν μιλά πολύ καλά τη γλώσσα μας, Βασιληά μου,» είπε η Χονρέπα. «Αλλά μπορούμε να _____________ μαζί του.»
Ο Κάλροοθ ένευσε. «Ναι. Έχεις κάνει καλή δουλειά, Χονρέπα. Και τώρα, νομίζω ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε…» Στράφηκε στον Νάρκλοομ και έκανε νόημα με το χέρι του.
Ο Τέρι, που είχε στραφεί για να κοιτάξει τον Βασιλικό Υπασπιστή, τον είδε ν’αποκρίνεται μ’ένα άλλο νόημα, μάλλον θετικό.
Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δραπετεύσουμε, σε περίπτωση που η σύγκρουση δεν μπορέσει να αποφευχθεί. Ο Τέρι είπε στη Χονρέπα: «Θα πεις να φέρουν εδώ τους φίλους μου; Δεν ξέρουν τη γλώσσα σας, και θα είναι… φοβισμένοι.»
Η Λιθοφόρος μετέφερε το αίτημα του Τέρι στον Βασιληά, κι εκείνος συμφώνησε χωρίς δισταγμό. Η διαταγή δόθηκε, και οι φρουροί έφεραν τους στρατιώτες του Τέρι δίπλα στον ταγματάρχη τους.
«Να είστε πάντα κοντά μου,» τους είπε εκείνος.
«Μην κάνεις λες κι απομακρυνθήκαμε επίτηδες,» αποκρίθηκε ο Ρίμναλ, μορφάζοντας.
«Επίσης,» πρόσθεσε ο Τέρι ψιθυριστά, «μην ξεχνάτε: η Χονρέπα καταλαβαίνει αρκετές λέξεις της Συμπαντικής – και ίσως να τις έχει διδάξει και σ’άλλους εδώ πέρα. Να έχετε το νου σας, και να μη λέτε ανοησίες.»
*
Το τεράστιο φουσάτο του Βασιληά Κάλροοθ εγκατέλειψε τη Νίρμικιτ και, σαν αφάνταστα μακρύ φίδι του Υπόγειου Κόσμου, διέσχισε τις σήραγγες και τα σπήλαια που οδηγούσαν στην έξοδο για τον Επάνω Κόσμο η οποία βρισκόταν κοντά στο μυστηριώδες άνοιγμα για τη Χάρνταβελ. Δεν μπορούσε να κινείται γρήγορα λόγω του μεγέθους του· έτσι, όταν πια η νύχτα είχε πέσει και η Μεγάλη Μητέρα και οι Θυγατέρες κρέμονταν ψηλά στο στερέωμα πάνω από την ατελείωτη ερημιά, οι πρώτοι πολεμιστές του φουσάτου βγήκαν στην επιφάνεια του εδάφους και, σύντομα, ο Βασιληάς τους τους ακολούθησε μαζί με τη Βασιλική Σύζυγο του και όλη του την οικογένεια – τα παιδιά του, Πρίγκιπες και Πριγκίπισσες, και τα αδέλφια του, Βασιλίσκους και Βασιλίσκες.
Ο Κάλροοθ ατένισε, παντού γύρω του, την αποτρόπαια έρημο που είχε δημιουργήσει ο Καταστροφέας. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που την είχε αντικρίσει για πρώτη φορά; Μικρός ήταν, πάντως· πολύ μικρός. Και η ψυχή του είχε βουλιάξει. Είχε νιώσει τις αγαπημένες του ιστορίες για τον Παλαιό Κόσμο να απειλούνται, να κρέμονται στα όρια της καταστροφής. Δεν ήθελε να ξαναδεί αυτή την καταραμένη ερημιά· προτιμούσε να διαβάζει τις Παλαιές Διηγήσεις, και να βλέπει τις φωτογραφίες ενός κόσμου που ήταν πανέμορφος και φωτεινός.
Αυτός ο κόσμος θα ξαναείναι δικός μας! σκέφτηκε τώρα, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Οδηγώ τον λαό μου στον Παλαιό Κόσμο, και δεν είμαστε μακριά.
Οι φρουροί είδαν έναν τεράστιο στρατό να έρχεται προς το μέρος τους, διασχίζοντας την άμμο της ερήμου. Τα φώτα του σκόρπιζαν το σκοτάδι της νύχτας.
Κανένας δεν περίμενε κάτι σαν αυτό από το μυστηριώδες άνοιγμα. Την προηγούμενη φορά δεν είχαν παρουσιαστεί παρά μερικοί άνθρωποι που μπορούσες να τους μετρήσεις στα δάχτυλα.
Οι φρουροί, αναστατωμένοι, εγκατέλειψαν τα πόστα τους, πηγαίνοντας οι μισοί να ειδοποιήσουν τον Άρχοντα της Υλιριλίδιας κι οι άλλοι μισοί την Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας.
Η Μοργκάνα κοιμόταν στην αγκαλιά του άντρα της όταν δυνατές φωνές την ξύπνησαν. Βλεφαρίζοντας, ανασηκώθηκε, ενώ ο Λεοπόλδος είχε ήδη σηκωθεί. Ο φρουρός έξω απ’τη σκηνή τους φώναζε: «Στρατηγέ! Αρχόντισσά μου! Ένας στρατός έρχεται! Ένας μεγάλος στρατός! Στρατηγέ, ξυπνήστε!»
Ο Λεοπόλδος, γρυλίζοντας σαν αγριόγατος που κίνδυνος τον έχει αφυπνίσει, πήγε στην είσοδο της σκηνής και παραμέρισε την κουρτίνα. «Τι είναι, για όνομα του Θεού; Ο Ροβέρτος κάνει πάλι τα κόλπα του;» τον άκουσε η Μοργκάνα να λέει, ενώ, ανασηκωμένη πάνω στο μαλακό στρώμα του κρεβατιού, κοίταζε την πλάτη του.
«Δεν είναι ο Άρχοντας Ροβέρτος, Στρατηγέ,» αποκρίθηκε η φωνή του φρουρού. «Από το άνοιγμα έρχονται! Από την έρημο! Ένας τεράστιος στρατός!»
Η Μοργκάνα πετάχτηκε όρθια κι άρχισε να ντύνεται. Ένας τεράστιος στρατός; Από το άνοιγμα; Μα, ποιοι μπορεί να ζουν μέσα σ’αυτή την καταραμένη έρημο;
Μετά από λίγο, και εκείνη και ο Λεοπόλδος ήταν έξω από τη σκηνή τους. Ο δεύτερος φορούσε ολόκληρη την αρματωσιά του και το κράνος του, και κουβαλούσε τα όπλα του. Η Μοργκάνα φορούσε μια ελαφριά πανοπλία πάνω από ένα φόρεμα ειδικό για ιππασία (κατόπιν επιμονής του Λεοπόλδου – την ίδια την ενοχλούσαν οι πανοπλίες· αισθανόταν να τη βαραίνουν και να την κόβουν), κρατούσε μια μέτρια ασπίδα, είχε ένα κλειστό κράνος στο κεφάλι (με την προσωπίδα ανοιχτή για την ώρα – ούτε τα κράνη τής άρεσαν· νόμιζε ότι την έπνιγαν), και από τη ζώνη της κρέμονταν ένα σπαθί κι ένα πιστόλι (δεν είχε παράπονο να κουβαλά όπλα, αρκεί να μην ήταν πολύ βαριά).
Το στρατόπεδο ήταν ανάστατο. Οι πολεμιστές της Ναραλμάδιας σηκώνονταν από τον ύπνο τους και, παίρνοντας τον εξοπλισμό τους, συναθροίζονταν στα ανατολικά: προς τα εκεί όπου βρισκόταν το άνοιγμα, εκεί όπου η άμμος της εξωδιαστασιακής ερήμου χυνόταν επάνω στην πεδιάδα της Χάρνταβελ.
Στο στρατόπεδο του Ροβέρτου, η Μοργκάνα μπορούσε να διακρίνει παρόμοια αναστάτωση, όπως ήταν αναμενόμενο. Κι εκείνου οι πολεμιστές ετοιμάζονταν.
«Στρατηγέ, ποιες οι διαταγές σας;» ρώτησε ένας αξιωματικός, καθώς πλησίαζε μαζί με άλλους δύο.
Η Μοργκάνα είχε επανειλημμένως παρατηρήσει ότι οι στρατιώτες της πάντα ρωτούσαν τον σύζυγό της πριν από εκείνη. Βασικά, ρωτούσαν εκείνη μόνο αν ο σύζυγός της δεν ήταν παρών. Δεν την πείραζε τούτο. Ο Λεοπόλδος ήταν καλός στη στρατηγική· η Μοργκάνα τον εμπιστευόταν· κι επιπλέον, αυτός ήταν ένας από τους λόγους που τον είχε παντρευτεί.
«Κυκλώστε το άνοιγμα,» είπε ο Λεοπόλδος. «Μην αφήσετε κανέναν να περάσει. Αλλά μην επιτεθείτε πρώτοι.»
«Μάλιστα, Στρατηγέ.»
Οι αξιωματικοί έφυγαν από κοντά τους, τρέχοντας.
Δύο άλλοι πολεμιστές πλησίασαν, φέρνοντας τα άλογα της Μοργκάνας και του Λεοπόλδου· αυτοί τα καβάλησαν και πήγαν προς το άνοιγμα. Από την αχανή έρημο, πράγματι, κάτι φαινόταν να έρχεται. Πολλά φώτα, σαν από ενεργειακές λάμπες αλλά όχι ακριβώς· δεν ήταν ούτε τόσο λευκά ούτε τόσο δυνατά. Πάντως, σίγουρα ο φωτισμός δεν προερχόταν από λάμπες λαδιού ή δαυλούς. Κι εκείνο που φανέρωνε, μέσα στο νυχτερινό σκοτάδι, ήταν ένα απέραντο πλήθος. Μια μαύρη μάζα, αποτελούμενη από πολλά μικρά κομμάτια, η οποία σερνόταν σταθερά προς τη Χάρνταβελ.
«Θεέ μου…» μουρμούρισε η Μοργκάνα. «Θεέ μου… Λεοπόλδε, πόσοι είναι; Πόσοι;»
«Αρκετοί,» αποκρίθηκε εκείνος, ψύχραιμα. «Μην απομακρυνθείς από κοντά μου.»
Η Μοργκάνα κατένευσε, αλλά δεν ήξερε αν εκείνος είδε το νεύμα της καθώς κοίταζε συνεχώς μπροστά, προς το άνοιγμα.
«Και, σε περίπτωση μάχης, να κλείσεις το κράνος σου,» πρόσθεσε ο Λεοπόλδος.
Περίπτωση μάχης; Μάχη; Μ’αυτό το τέρας; Η Μοργκάνα δεν μπορούσε να υπολογίσει τη δύναμη του ερχόμενου φουσάτου, αλλά δεν αμφέβαλλε ότι ήταν παραπάνω από αντάξιο να συγκρουστεί και με τον δικό της στρατό και με του Ροβέρτου συγχρόνως.
Οι Ναραλμάδιοι πολεμιστές είχαν κυκλώσει το άνοιγμα από τη μια μεριά, και οι Υλιριλίδιοι πολεμιστές το είχαν κυκλώσει από την άλλη. Καθώς η Μοργκάνα πλησίαζε εκεί, είδε πως και ο Ροβέρτος ερχόταν, έφιππος και οπλισμένος.
Ο Λεοπόλδος σταμάτησε το άλογό του ανάμεσα στους πολεμιστές της Ναραλμάδιας και κοντά στους αρχηγούς του στρατού, και η Μοργκάνα σταμάτησε δίπλα του. Αισθανόταν τα χέρια της να τρέμουν καθώς κρατούσε τα ηνία του αλόγου της, και τα έσφιξε πιο δυνατά, προσπαθώντας να κάνει το τρέμουλο να πάψει. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Οι ιερείς είχαν προστάξει να μην αφήσουν κανέναν να έρθει από το άνοιγμα, αλλά πώς θα κατάφερναν να εμποδίσουν αυτό το φουσάτο αν αποφάσιζε να επιτεθεί;
Ο στρατός από την έρημο ζύγωνε ολοένα και περισσότερο. Οι Ναραλμάδιοι και οι Υλιριλίδιοι τον περίμεναν. Σιγή είχε απλωθεί παντού: η σιγή που απλώνεται λίγο πριν από μια μεγάλη σύγκρουση. Κανένας δεν μιλούσε.
Το εξωδιαστασιακό φουσάτο σταμάτησε, τελικά, στα όρια του ανοίγματος, εκεί όπου οι δύο διαστάσεις έμοιαζαν να λιώνουν η μία μέσα στην άλλη. Η Μοργκάνα είδε πως άνθρωποι το αποτελούσαν, όχι τέρατα, όπως υπέθεταν ορισμένοι ότι ήταν αυτοί που ζούσαν στην παράξενη έρημο. Η μόνη διαφορά τους ήταν ότι πολλοί είχαν πράσινο δέρμα, που η Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας δεν είχε ξαναδεί. Και στα χέρια τους κάποιοι είχαν δεμένα κάτι… κομμάτια γυαλί τα οποία εξέπεμπαν το φως που η Μοργκάνα είχε ατενίσει πριν, από μακριά. Τα όπλα τους δεν έμοιαζαν να διαφέρουν πολύ από αυτά των πολεμιστών της Ναραλμάδιας ή της Υλιριλίδιας: ήταν σπαθιά και δόρατα και τσεκούρια, πιστόλια και καραμπίνες (ή τουφέκια – η Μοργκάνα δεν ήταν σίγουρη). Η τεχνοτροπία τους, όμως, φαινόταν διαφορετική. Ήταν παρόμοια αλλά όχι ίδια μ’αυτά που έβρισκε κανείς στη Χάρνταβελ.
Η Μοργκάνα δεν είδε καθόλου ιππείς μέσα στο στράτευμα. Δεν είχαν άλογα. Κι αυτό σήμαινε ότι εκείνη κι ο Ροβέρτος είχαν, αναμφίβολα, σημαντικό πλεονέκτημα εναντίον τους.
Κάποιος από τους αρχηγούς του εξωδιαστασιακού φουσάτου έκανε νόημα, κι ένας άλλος άντρας ξεπρόβαλε. Ένας άντρας ντυμένος με λευκή στολή σαν αυτή των Παντοκρατορικών, παρατήρησε η Μοργκάνα έκπληκτη. Κι ακόμα πιο έκπληκτη: Δεν είναι άγνωστος! Ο ταγματάρχης είναι! Ο Τέρι Κάρμεθ!
«Αρχόντισσα Μοργκάνα! Άρχοντα Ροβέρτο!» φώναξε ο ταγματάρχης. «Πρέπει να μιλήσουμε!»
«Ταγματάρχη!» είπε ο Ροβέρτος, πηγαίνοντας έφιππος στην πρώτη γραμμή των πολεμιστών του. «Δεν περίμενα ότι θα σε ξαναβλέπαμε ζωντανό. Εσύ διοικείς αυτό το στράτευμα;»
«Δυστυχώς όχι, Άρχοντά μου. Αρχηγός αυτού του στρατεύματος είναι ο Βασιληάς Κάλροοθ, και δεν μιλά τη Συμπαντική Γλώσσα, ούτε τη Γλώσσα της Χάρνταβελ. Πρέπει, επομένως, εγώ να μιλήσω εκ μέρους του.»
«Είσαι αιχμάλωτός του, Ταγματάρχη;»
«Ουσιαστικά, ναι.»
«Τι θέλει, λοιπόν, αυτός ο Βασιληάς Κάλροοθ από εμάς;» ρώτησε ο Ροβέρτος.
Και η Μοργκάνα ώθησε το άλογό της ώστε κι εκείνη να πάει στην πρώτη γραμμή των στρατιωτών της – δεν ήθελε να φανεί δειλή, που κρυβόταν και δεν έβγαινε να μιλήσει. Ο Λεοπόλδος την ακολούθησε.
«Εξαιτίας της ερήμου που απλώνεται στη διάστασή του, ο λαός του Βασιληά Κάλροοθ έχει, εδώ και αιώνες, αναγκαστεί να κατοικεί κάτω από τη γη,» είπε – δυνατά, ώστε να ακούγεται μακριά και καθαρά – ο Τέρι. «Εκείνο που ο Βασιληάς ζητά, επομένως, είναι να φέρει τον λαό του στη Χάρνταβελ. Προτιμά να το κάνει αυτό χωρίς να αναγκαστεί να επιτεθεί· αλλά, αν χρειαστεί να επιτεθεί, δεν θα διστάσει–»
«Ήρθες να μας απειλήσεις εκ μέρους του νέου σου αφέντη, Ταγματάρχη;» φώναξε, εξαγριωμένα, ο Ροβέρτος.
«Δεν είναι απειλή, Άρχοντά μου! Ο Βασιληάς Κάλροοθ είναι αποφασισμένος να φέρει τον λαό του στη Χάρνταβελ. Αν δεν ήμουν εγώ, θα επιτιθόταν κατευθείαν. Ακούστε με–»
«Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε να περάσει!» δήλωσε ο Ροβέρτος. «Αυτή είναι η εντολή του ιερατείου: Κανείς δεν έρχεται από το άνοιγμα. Για εσένα, είμαι βέβαιος, μπορεί να γίνει μια εξαίρεση, Ταγματάρχη, γιατί είσαι από εδώ.»
«Μην είστε ανόητος, Άρχοντά μου!» φώναξε ο Τέρι. «Ο Βασιληάς Κάλροοθ δεν θα κάνει πίσω, τώρα που έφτασε ώς εδώ.»
«Ας περιμένει, τότε!» είπε η Μοργκάνα προτού μιλήσει ο Ροβέρτος. «Να ρωτήσουμε τους ιερείς πρώτα, τουλάχιστον.»
«Γιατί δεν παρουσιάζονται οι ίδιοι;» τη ρώτησε ο Τέρι.
«Διότι δεν είναι εδώ, Ταγματάρχη. Έχουν φύγει για την Ερρίθια και τον Υπεραιώνιο. Κανένας ιερέας δεν είναι εδώ.»
«Σ’αυτή την περίπτωση, έχω να κάνω την εξής πρόταση, Αρχόντισσα Μοργκάνα. Άρχοντα Ροβέρτο. Αφήστε τον Βασιληά Κάλροοθ να περάσει το άνοιγμα και να στρατοπεδεύσει κοντά σας· και μετά, θα δούμε τι θα πει το ιερατείο, όπως επίσης και ο Παντοκρατορικός Επόπτης. Το καταλαβαίνω πως είναι πολλά που πρέπει να συζητηθούν· όμως, αν δεν επιτρέψετε τώρα στον Βασιληά Κάλροοθ να περάσει, πολύ φοβάμαι ότι δεν θα καταφέρω να αποτρέψω μια πολύνεκρη σύγκρουση.»
«Αποκλείεται ν’αφήσουμε ένα τόσο μεγάλο ξένο στράτευμα να έρθει στα εδάφη μας, Ταγματάρχη!» φώναξε ο Ροβέρτος. «Μα τον Θεό, δεν μιλάς καθόλου λογικά! Πράγμα που είμαι βέβαιος πως οφείλεται στην αιχμαλωσία σου.»
«Δεν είναι αυτό που νομίζετε, Άρχοντά μου! Δεν απειλούν τη ζωή μου. Θα επιτεθούν, όμως, αν δεν τους αφήσετε να περάσουν, σας προειδοποιώ! Καλύτερα να τους επιτρέψ–»
Μια εξωδιαστασιακή γυναίκα (που το δέρμα της ήταν μοβ, παρατήρησε έκπληκτη η Μοργκάνα) διέκοψε τον ταγματάρχη μιλώντας του σε κάποια άγνωστη γλώσσα. Εκείνος στράφηκε για να της απαντήσει.
Ο Ροβέρτος βρήκε ευκαιρία και τρόχασε προς τη Μοργκάνα, ακολουθούμενος από πολεμιστές του. Η Μοργκάνα στράφηκε κι έβαλε κι εκείνη το άλογό της να τροχάσει προς τον Άρχοντα της Υλιριλίδιας, ακολουθούμενη από τον Λεοπόλδο και δικούς της πολεμιστές.
«Ο Μεγάλος Πατέρας Έδουος πρόσταξε να μην αφήσουμε κανέναν να περάσει, Μοργκάνα,» είπε ο Ροβέρτος, μόλις συναντήθηκαν. «Δεν πιστεύω να σκέφτεσαι να υποκύψεις στο αίτημα αυτών των ξένων.»
«Ο στρατός τους είναι πολύ μεγάλος. Φαντάζεσαι τι θα γίνει αν επιτεθούν;»
«Δεν θα επιτεθούν. Μπλοφάρουν! Πρόκειται για έναν λαό που μένει σε μια έρημο. Αυτοί είναι όλοι τους, κατά πάσα πιθανότητα· δεν έχουν άλλους. Λες να έρθουν εδώ για να τους αφανίσουμε;»
«Μα, ο ταγματάρχης είπε πως δεν μένουν στην έρημο αλλά κάτω από τη γη,» του θύμισε η Μοργκάνα.
«Δεν ξέρεις αν λέει αλήθεια!»
«Γιατί να πει ψέματα;»
«Θα προδώσεις το ιερατείο και τον Θεό, λοιπόν, Μοργκάνα;»
Ο Ροβέρτος, αναμφίβολα, θα προσπαθούσε να επωφεληθεί από μια τέτοια ενέργειά της, για να πάρει τους ιερείς με το μέρος του, κατηγορώντας τη Μοργκάνα για άπιστη, για βλάσφημη. Η συμπεριφορά του την εξόργιζε. «Θα φτάσουμε σ’έναν συμβιβασμό!» του είπε, θυμωμένα. «Δε θα τους αφήσουμε ούτε να περάσουν αλλά ούτε και να μας επιτεθούν!»
«Αυτό,» συμφώνησε ο Λεοπόλδος, «είναι το καλύτερο.»
Ο Ροβέρτος τον αγνόησε τελείως, σαν να ήταν κάποιο σκυλί που είχε γαβγίσει λίγο παραδίπλα. «Τους βλέπεις να είναι πρόθυμοι να συμβιβαστούν;» ρώτησε τη Μοργκάνα. «Θέλουν οπωσδήποτε να έρθουν στη Χάρνταβελ! Κι αν κατασκηνώσουν εδώ–»
«Αρχόντισσα Μοργκάνα! Άρχοντα Ροβέρτο!» Η φωνή του Τέρι Κάρμεθ.
Οι δυο τους στράφηκαν να τον ατενίσουν.
*
«Τι σου λένε τόση ώρα, Τέρι Κάρμεθ;» τον είχε ρωτήσει, πριν από λίγο, η Χονρέπα, κι εκείνος είχε αναγκαστεί να διακόψει την κουβέντα του με τον Ροβέρτο και τη Μοργκάνα και να εξηγήσει στη Λιθοφόρο τι συνέβαινε. Εν τω μεταξύ, με τις άκριες των ματιών του, ο Τέρι είχε δει τον Άρχοντα της Υλιριλίδιας και την Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας να πλησιάζουν ο ένας τον άλλο για να μιλήσουν κι αυτοί αναμεταξύ τους. Η Χονρέπα μετέφερε τα λόγια του Τέρι στον Βασιληά Κάλροοθ, ο οποίος στεκόταν παραδίπλα, μαζί με τη Βασιλική Σύζυγο Ελκέρτα, τον Βασιλικό Υπασπιστή Νάρκλοομ, και άλλους αυλικούς του.
Ο Κάλροοθ άκουσε προσεχτικά ό,τι είχε να του πει η Χονρέπα και, μετά, ανακοίνωσε την απόφασή του.
Έτσι, τώρα, ο Τέρι στράφηκε γι’ακόμα μια φορά στη Μοργκάνα και στον Ροβέρτο και τους φώναξε για να τραβήξει την προσοχή τους. Τον ατένισαν αμέσως, κι εκείνος τούς είπε:
«Ο Βασιληάς Κάλροοθ καταλαβαίνει ότι έχετε πρόβλημα με τους ιερείς σας–»
«Ταγματάρχη,» τον διέκοψε ο Ροβέρτος, «δεν έχουμε ‘πρόβλημα’ με τους ιερείς. Αυτές είναι οι προσταγές του ιερατείου! Αλλά δεν περιμένουμε, ασφαλώς, ένας εξωδιαστασιακός να το κατανοήσει αυτό…»
«Σας παρακαλώ, Άρχοντά μου, ακούστε με!» είπε ο Τέρι. «Ακούστε με. Ο Βασιληάς Κάλροοθ καταλαβαίνει τι σας ζητάνε οι ιερείς σας. Στη διάστασή του δεν υπάρχουν ιερείς ακριβώς, αλλά υπάρχουν κάποιοι που ονομάζονται Θεογνώστες – άνθρωποι που μιλάνε με θεούς και που οι άλλοι τούς σέβονται. Ο Βασιληάς, λοιπόν, καταλαβαίνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεστε, και σας διαβεβαιώνει πως αν αφήσετε τον λαό του να περάσει δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει καμία εχθροπραξία. Δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε.»
«Έτσι λες εσύ, Ταγματάρχη, που είσαι τώρα το στόμα αυτού του Βασιληά! Εμείς δεν ξέρουμε τίποτα ούτε γι’αυτόν ούτε για τον λαό του.»
Η Μοργκάνα είπε: «Ζήτησε από τον Βασιληά να περάσει μόνο εκείνος το άνοιγμα, μαζί με δύο ντουζίνες πολεμιστές του το πολύ.»
Αποκλείεται να το δεχτεί, σκέφτηκε ο Τέρι, ενώ ο Ροβέρτος στρεφόταν στη Μοργκάνα και της έλεγε κάτι που εκείνος δεν μπορούσε να ακούσει – πάντως, δεν πρέπει να της δήλωνε ότι συμφωνούσε.
Ο Τέρι μετέφερε στη Χονρέπα το αίτημα της Μοργκάνας, και η Λιθοφόρος το μετέφερε στον Βασιληά Κάλροοθ. Ο οποίος – όπως ο Τέρι φοβόταν – το αρνήθηκε. Και κανένας γύρω του δεν συμφωνούσε να το δεχτεί. Ειδικά η σύζυγός του και ο Νάρκλοομ αμέσως είπαν πως αυτό ήταν απαράδεχτο.
Η Χονρέπα είπε στον Τέρι τι να πει στη Μοργκάνα και στον Ροβέρτο, κι εκείνος τούς το μετέφερε:
«Ο Βασιληάς Κάλροοθ λέει πως δεν μπορεί ν’αφήσει τον λαό του εκτεθειμένο στην έρημο, ούτε πρόκειται, μετά από τόσο ταξίδι, να τον βάλει να ξαναπάει πίσω, στην πόλη του, μέσα στον Υπόγειο Κόσμο. Ζητά, επομένως, τη φιλοξενία σας, Αρχόντισσά μου, Άρχοντά μου. Ζητά να δεχτείτε τον λαό του, και υπόσχεται πως δεν θα το μετανιώσετε.»
Ο Τέρι είχε αρχίσει να φοβάται ότι δεν θα μπορούσε με τίποτα να αποφευχθεί το αιματοκύλισμα. Κανένας δεν έλεγε να κάνει πίσω· και σ’αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως, τα όπλα έπαιρναν την τελική απόφαση. Κοίταξε τον Ρίμναλ, τη Βίλνα, και τον Καλιόστρο πάνω από τον ώμο του, και με το βλέμμα προσπάθησε να τους πει: Να είστε έτοιμοι. Έτοιμοι!
*
«Παραλογισμός!» είπε ο Ροβέρτος, ακούγοντας το αίτημα του Βασιληά Κάλροοθ από το στόμα του Τέρι Κάρμεθ. «Και η απάντησή τους παράλογη, και η δική σου πρόταση επίσης, Μοργκάνα.»
Είναι τελείως ηλίθιος; γρύλισε εσωτερικά η Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας. «Προσπαθώ να βρω μια μέση λύση για να μη σκοτωθούμε όλοι!»
«Οι στρατοί μας, ενωμένοι, θα τους διώξουν,» είπε ο Ροβέρτος. «Θα τους στείλουν πίσω στα υπόγεια απ’όπου ήρθαν.»
«Πώς είναι δυνατόν να είσαι σίγουρος; Δε βλέπεις πόσοι είναι;»
«Τι άλλη επιλογή έχουμε;» μούγκρισε ο Ροβέρτος. «Θα τους αφήσεις να έρθουν στη Χάρνταβελ; Μπορεί να κατασκηνώσουν εδώ και να σηκωθούν μες στη νύχτα για να μας σφάξουν όλους! Και μη μου πεις ότι δέχεσαι αυτές τις… διαβεβαιώσεις ενός άγνωστου εξωδιαστασιακού Βασιληά! Ούτε να μου πεις ότι εμπιστεύεσαι τον Τέρι Κάρμεθ. Είναι υπηρέτης της Παντοκράτειρας, Μοργκάνα· και τώρα δεν ξέρω τι παιχνίδι μπορεί να παίζει. Ίσως απλά να θέλει να γλιτώσει τη ζωή του· ίσως να είναι κάτι άλλο, πολύ πιο άσχημο.»
«Σαν τι;» ρώτησε ο Λεοπόλδος.
Ο Ροβέρτος τον αγνόησε.
«Ο σύζυγός μου σε ρώτησε κάτι,» είπε επίμονα η Μοργκάνα.
«Δεν ξέρω τι!» αποκρίθηκε απότομα ο Ροβέρτος. «Ίσως να σχεδιάζουν να φέρουν αυτούς τους ξένους εδώ για να κατακτήσουν τη Χάρνταβελ.»
«Η Χάρνταβελ είναι ήδη κατακτημένη. Αν δεν το ξέρεις, Άρχοντά μου, είμαστε, ουσιαστικά, υποτελείς της Παντοκράτειρας.»
«Τολμάς να γίνεσαι ειρωνική όταν μου μιλάς!» γρύλισε ο Ροβέρτος, μοιάζοντας έτοιμος να τραβήξει το σπαθί του και να τη χτυπήσει.
Η Μοργκάνα δεν έκανε πίσω. «Απλώς αναρωτιέμαι τι σκέφτεσαι κάποιες φορές–»
«Αρχόντισσα Μοργκάνα! Άρχοντα Ροβέρτο!» Η φωνή του Τέρι Κάρμεθ. «Ο Βασιληάς Κάλροοθ απαιτεί μια απάντηση!»
«Τι θα του πούμε, λοιπόν;» ρώτησε η Μοργκάνα τον Ροβέρτο. «Όχι;»
Ο Άρχοντας της Υλιριλίδιας, χωρίς να μιλήσει, έστρεψε το άλογό του από την άλλη και τρόχασε προς το φουσάτο του, περιτριγυρισμένος από τη συνοδία του.
«Ωραία απάντηση,» μούγκρισε ο Λεοπόλδος· και είπε: «Μοργκάνα, το ξέρεις ότι, στο τέλος, δεν μπορούμε να παρακούσουμε τους ιερείς. Σίγουρα, έχουν καλό λόγο που δεν θέλουν κανένας να έρθει από το άνοιγμα.»
«Νομίζεις ότι μπορούμε να νικήσουμε τον Βασιληά Κάλροοθ;»
Προτού ο Λεοπόλδος τής απάντηση, ο Ροβέρτος ακούστηκε να φωνάζει: «Τέρι Κάρμεθ! Η απάντησή μας είναι όχι! Δεν μπορούμε ν’αφήσουμε εξωδιαστασιακούς στρατούς να έρθουν και να κατασκηνώσουν στη Χάρνταβελ – και ο Θεός είναι μαζί μας!»
Σκατά, σκέφτηκε ο Τέρι. Πώς θα αποτρέψω τη σύγκρουση, τώρα; Δεν του έμεναν άλλα χαρτιά για να παίξει· και από την αρχή τα φύλλα στο χέρι του ήταν λίγα, πολύ λίγα.
«Αρνήθηκαν, έτσι δεν είναι;» είπε η Χονρέπα, πλάι του. Ήξερε αρκετά καλά τη Συμπαντική για να μπορεί να καταλάβει το όχι.
«Τους λέμε να παρακούσουν τους Θεογνώστες τους, Χονρέπα. Δεν μπορούν να το κάνουν. Βοήθησέ με! Πες στον Βασιληά να μην επιτεθεί.»
Η Χονρέπα κούνησε το κεφάλι δυσανασχετώντας. «Δύσκολο, Τέρι Κάρμεθ.»
Ο Τέρι έπιασε το μπράτσο της. «Θα σκοτωθούν πολλοί!» την προειδοποίησε.
Η Χονρέπα δεν αποκρίθηκε. Στράφηκε στον Βασιληά Κάλροοθ και του είπε ότι οι ξένοι δεν δέχονταν.
Η όψη του Βασιληά αγρίεψε.
Αλλά ο Νάρκλοομ, τότε, του μίλησε έντονα. Συγχρόνως προσπαθούσε να μιλήσει και η Ελκέρτα, όμως ο Βασιλικός Υπασπιστής τη σώπασε με μερικές απότομες κουβέντες που φάνηκαν να την εξοργίζουν.
Ο Νάρκλοομ δεν πρέπει να ήθελε να γίνει η επίθεση. Παρότι δεν με εμπιστεύεται, σκέφτηκε ο Τέρι, που είχε παρατηρήσει πώς τον κοίταζε ο Υπασπιστής, σ’αυτό το θέμα είναι με το μέρος μου.
*
«Άρχοντα Ροβέρτο!» φώναξε ο Τέρι γι’ακόμα μια φορά. «Αρχόντισσα Μοργκάνα! Ακούστε με! Πρέπει, οπωσδήποτε, να αποφύγουμε την αιματοχυσία. Ο Βασιληάς Κάλροοθ σάς ζητά να το ξανασκεφτείτε. Ο λαός του δεν μπορεί να διανυκτερεύσει στην έρημο. Το ξέρετε ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος εδώ – έχετε κι εσείς, σίγουρα, δει τον Καταστροφέα: εκείνο το φωτεινό πλάσμα που σκότωσε τόσους από τους στρατιώτες μου!
»Σας παρακαλώ, αφήστε τον λαό του Βασιληά Κάλροοθ να περάσει!»
Ο Ροβέρτος φώναξε: «Μπλοφάρεις, Ταγματάρχη! Και εσύ και ο Βασιληάς σου. Δεν θα επιτεθείτε! Πες του να γυρίσει εκεί απ’όπου ήρθε. Το τι υπάρχει στην έρημο της διάστασής του είναι δικό του πρόβλημα, όχι δικό μας!»
Η Μοργκάνα άκουσε τον Λεοπόλδο να λέει στους αξιωματικούς του: «Ετοιμαστείτε. Μόλις αρχίσει, ταχεία υποχωρήσει και πυρ.»
«Αν οι Υλιριλίδιοι μείνουν πίσω, Στρατηγέ;» τον ρώτησε κάποιος.
«Όπως είπε ο Άρχοντάς τους – δικό τους πρόβλημα.»
«Μάλιστα, Στρατηγέ.»
Η Μοργκάνα ρώτησε τον σύζυγό της: «Τι θα κάνεις;»
Αλλά εκείνος δεν είχε χρόνο να της απαντήσει, γιατί τότε η επίθεση των εξωδιαστασιακών ξεκίνησε, καθώς πυροβολισμοί αντηχούσαν και πολεμικές κραυγές έβγαιναν από εκατοντάδες στόματα.
«Μαζί μου!» είπε ο Λεοπόλδος στη Μοργκάνα. «Πάντα κοντά μου!»
Το φουσάτο ερχόταν από την έρημο σαν οργισμένος ποταμός που είχε, ξαφνικά, φουσκώσει. Σαν χείμαρρος. Σαν θύελλα.
Η Μοργκάνα δεν είχε ποτέ ξανά βρεθεί τόσο κοντά σε σύγκρουση στρατών…
*
Οι τυφεκιοφόροι έριξαν μερικές βολές εναντίον των ανθρώπων της Χάρνταβελ, κι ύστερα η εμπροσθοφυλακή του στρατεύματος εφόρμησε, περνώντας μπροστά από τον Βασιληά Κάλροοθ, τον Νάρκλοομ, και τον Τέρι Κάρμεθ.
Ο τελευταίος στράφηκε στους στρατιώτες του, κάνοντάς τους νόημα να περιμένουν. Δεν φοβόταν μήπως η Χονρέπα ή κάποιος άλλος τον έβλεπε, τώρα που ξεκινούσε η σύγκρουση και όλοι είχαν την προσοχή τους στραμμένη αλλού. Ο Ρίμναλ, η Βίλνα, και ο Καλιόστρο υπάκουσαν· ήταν εκπαιδευμένοι, σε τέτοιες καταστάσεις, ν’ακολουθούν τις διαταγές του ταγματάρχη τους, κι ευτυχώς, σκέφτηκε ο Τέρι, η φυλάκιση στη Νίρμικιτ δεν τους είχε κάνει να ξεχάσουν την εκπαίδευσή τους.
Η εμπροσθοφυλακή του φουσάτου του υπόγειου λαού – όλοι τους ικανοί πολεμιστές και άριστα εξοπλισμένοι – εφόρμησε στους στρατούς των Υλιριλίδιων και των Ναραλμάδιων, περνώντας το διαστασιακό άνοιγμα και τρέχοντας πάνω στην άμμο της ερήμου που τελείωνε εμπρός τους καθώς χυνόταν στην πεδιάδα.
Οι Ναραλμάδιοι είχαν ήδη τραπεί σε φυγή, υποχωρώντας προς το στρατόπεδό τους, ενώ από το στρατόπεδο μονάδες τυφεκιοφόρων άρχιζαν αμέσως να πυροβολούν τους εξωδιαστασιακούς και μονάδες τοξοτών να τους βάλλουν, γεμίζοντας τον ουρανό με μια καταιγίδα από βέλη, προκειμένου να τους κόψουν την έφοδο. Πράγμα το οποίο κατόρθωσαν. Η Μοργκάνα, ακολουθώντας τον Λεοπόλδο, κοίταξε πίσω της και είδε τους ξένους να χάνουν την ορμή τους καθώς δέχονταν τις ριπές του στρατού της.
Σ’αντίθεση με τους Ναραλμάδιους, οι πολεμιστές του Ροβέρτου δεν υποχώρησαν. Στάθηκαν στις θέσεις τους και συγκρούστηκαν με τους εξωδιαστασιακούς, μπλέκοντας μαζί τους σε κοντινή, αιματηρή μάχη. Αυτό, όμως, δεν ήταν ολόκληρο το φουσάτο του Άρχοντα της Υλιριλίδιας· όπως και το φουσάτο της Μοργκάνας, μονάχα ένα μέρος του είχε πλησιάσει το διαστασιακό άνοιγμα. Οι υπόλοιποι ήταν μπροστά από το στρατόπεδο του Ροβέρτου, και τώρα, βλέποντας τη μάχη να ξεσπά, έρχονταν για να χτυπήσουν τους ξένους από τα πλάγια, σύμφωνα με τις διαταγές τους. Η Αβελαΐδα, η κόρη του Άρχοντα της Υλιριλίδιας, τους οδηγούσε, πάνοπλη και βγάζοντας δυνατά από το λαιμό της την πολεμική κραυγή του Αρχοντάτου της:
Η Υλιριλίδια τραγουδά για εμάς! Η Υλιριλίδια ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΓΙΑ ΕΜΑΣ!
Ο Τέρι, αμέσως, είδε πώς είχε διαμορφωθεί το πεδίο της μάχης. Δεξιά του, η Μοργκάνα υποχωρούσε ολοταχώς ενώ οι τυφεκιοφόροι και οι τοξότες της χτυπούσαν τους εφορμώντες μαχητές του Βασιληά Κάλροοθ. Αριστερά του, ο Ροβέρτος συγκρουόταν με τον υπόγειο λαό, ενώ το υπόλοιπο στράτευμά του ερχόταν για να κυκλώσει τους πολεμιστές του Κάλροοθ από τα πλάγια.
Αν πάμε προς τη Μοργκάνα, πολύ πιθανόν τα πυρά της να πέσουν επάνω μας. Καλύτερα προς τον Ροβέρτο, για να χαθούμε μέσα στη συμπλοκή.
Ο Τέρι έκανε νόημα στους στρατιώτες του να τον ακολουθήσουν – και έτρεξαν.
«Τέρι Κάρμεθ!» άκουσε, μετά από λίγο, τη Χονρέπα να φωνάζει πίσω του. Αλλά ώς τότε είχε ήδη απομακρυνθεί· η Λιθοφόρος είχε αργήσει να καταλάβει τι είχε γίνει.
«Πιάστε τους!» Αυτή πρέπει να ήταν η φωνή του Νάρκλοομ.
Ο Τέρι βρήκε μπροστά του, απρόσμενα, έναν σπαθοφόρο. Απέφυγε το ξίφος του, του άρπαξε τον καρπό, και του έβαλε τρικλοποδιά, σωριάζοντάς τον στην άμμο. Τον κλότσησε στο κρανοφόρο κεφάλι του αναισθητοποιώντας τον και του πήρε το ξίφος και το πιστόλι του. Παραδίπλα, είδε τον Καλιόστρο και τον Ρίμναλ να σωριάζουν έναν άλλο. Ο Ρίμναλ – έχοντας κι αυτός πάρει πιστόλι από κάποιον – πυροβόλησε τον πεσμένο άντρα, προτού ο Τέρι προλάβει να τον σταματήσει.
«Ελάτε! Ελάτε!» φώναζε η Βίλνα, κάνοντάς τους νόημα, ενώ από παντού αντηχούσαν οι ιαχές της μάχης και, συγχρόνως, ολοένα και περισσότεροι πολεμιστές περνούσαν από το άνοιγμα, σαν ατελείωτος ποταμός από σάρκα και μέταλλα.
«ΠΙΣΩ ΣΟΥ!» κραύγασε ο Τέρι.
Η Βίλνα στράφηκε για να δει μια γυναίκα να την πλησιάζει με το δόρυ της υψωμένο σαν ρόπαλο, για να τη χτυπήσει στο κεφάλι. Η Παντοκρατορική πολεμίστρια έπιασε το όπλο στον αέρα, και παραπάτησε πάνω στην άμμο αλλά δεν έπεσε.
Ο Τέρι σήκωσε το πιστόλι του και πυροβόλησε τη γυναίκα από τη Νίρμικιτ στο στήθος. Τελείωσαν οι διαπραγματεύσεις, έτσι κι αλλιώς, είπε στον εαυτό του, καθώς εκείνος κι οι στρατιώτες του έτρεχαν πάλι, προσπαθώντας να χαθούν μες στη νύχτα και στη μάχη.
Ίσα-ίσα πρόλαβε ν’ακούσει πίσω του ν’αντηχούν φωνές τρομοκρατημένων ανθρώπων στη γλώσσα του υπόγειου λαού:
Ο Καταστροφέας!
Ο ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΑΣ!
*
Η νύχτα είχε φωτιστεί πάνω από την ατελείωτη έρημο.
Σαν ήλιος θανατηφόρου φωτός, ο Καταστροφέας ερχόταν από τον ορίζοντα, χτυπώντας τις πελώριες φτερούγες του κι απλώνοντας γύρω του μερικά από τα νήματά του που, σύντομα, θα πλήθαιναν, θα γίνονταν ένα δίχτυ που ρουφούσε τη ζωή.
Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του Κάλροοθ δεν είχε ακόμα περάσει το άνοιγμα, δεν είχε βγει στη Χάρνταβελ. Βρίσκονταν στη διάστασή τους, στην έρημο, και είδαν αμέσως τον Καταστροφέα να έρχεται. Τρομοκρατήθηκαν κι άρχισαν να φωνάζουν.
Και να κινούνται.
Ο ένας έσπρωχνε τον άλλο. Έπρεπε, πάση θυσία, να φύγουν από εδώ! Ελάχιστοι απ’αυτούς είχαν παλιότερα αντικρίσει τον Καταστροφέα – γιατί οι περισσότεροι ήταν πολίτες της Νίρμικιτ, όχι πολεμιστές, και δεν πήγαιναν να κάνουν σκοπιά στα παρατηρητήρια της ερήμου – αλλά όλοι ήξεραν τι ήταν αυτό που πλησίαζε, και όλοι έτρεμαν την τρομαχτική του δύναμη.
Ο Νάρκλοομ, ακούγοντας τις φωνές τους, σκέφτηκε: Κατάρες και σκοτάδια! Οι ανεκπαίδευτοι μαχητές του Βασιληά του θα πανικοβάλλονταν τώρα. Κάθε τάξη θα διαλυόταν. Η μόνη λύση ήταν να περάσουν όλοι γρήγορα το άνοιγμα, ελπίζοντας πως ο Καταστροφέας δεν θα τους ακολουθούσε εδώ. Αν ο Νάρκλοομ πρόσταζε να περιμένουν, έστω και λίγο, ήταν βέβαιος ότι μεγάλο κακό θα γινόταν.
Επομένως, είπε στον Βασιληά του να απομακρυνθούν αμέσως από το άνοιγμα, και στους αξιωματικούς του να τους ωθήσουν όλους να περάσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
«Μα, πού–;»
«Δεν έχει σημασία πού θα πάνε! Φέρτε τους όλους εδώ! Στείλτε τους μισούς στο ένα μέτωπο» – έδειξε τη μεριά όπου οι ξένοι είχαν υποχωρήσει – «και τους μισούς στο άλλο» – έδειξε τη μεριά όπου οι ξένοι είχαν σταθεί για ν’αντιμετωπίσουν τους πολεμιστές του.
Τα πλήθη του υπόγειου λαού περνούσαν από το άνοιγμα ακόμα και καθώς ο Βασιλικός Υπασπιστής μιλούσε. Δεν περίμεναν διαταγές. Έτρεχαν πανικόβλητοι, έχοντας στο μυαλό τους μονάχα να μη βρεθούν κοντά στον Καταστροφέα όταν αυτός θα έφτανε στο άνοιγμα. Είχαν ξεχάσει ότι είχαν έρθει εδώ για να πολεμήσουν – εκτός από όσοι ήταν εκπαιδευμένοι πολεμιστές, οι οποίοι προσπαθούσαν να φύγουν ενώ συγχρόνως διατηρούσαν τον σχηματισμό και την πολεμική τους ετοιμότητα.
Ο Βάλμοοθ ο Νεκροχέρης, κρυμμένος ανάμεσα στους πολίτες χωρίς καμια ιδιαίτερη δυσκολία, αισθάνθηκε πως τώρα ήταν η κατάλληλη ώρα για να δράσει. Οι αισθήσεις του του έλεγαν ότι η Αμυντική Αντίληψη του Κύρνοοκ, του θανατόσκυλου του Κάλροοθ, είχε κλονιστεί από τότε που εκείνος πέρασε το άνοιγμα μαζί με τον Βασιληά του. Ο Βάλμοοθ καταλάβαινε γιατί. Υπήρχε κάποια… παρουσία σε τούτο τον κόσμο. Μια παρουσία εχθρική προς τους Οφθαλμούς, μια παρουσία που περιόριζε τις δυνάμεις τους αφάνταστα. Ο Νεκροχέρης αισθανόταν σαν η πηγή της δύναμής του να βρισκόταν μακριά, πολύ μακριά, από αυτόν: ένα νήμα που τεντωνόταν και τεντωνόταν, και κινδύνευε, ίσως, να σπάσει. Ωστόσο, ο Βάλμοοθ πίστευε ότι θα κατόρθωνε να φέρει σε πέρας την αποστολή του, ειδικά αν πλησίαζε τον στόχο του.
Η Αμυντική Αντίληψη του Κύρνοοκ, περιορισμένη καθώς ήταν από ετούτο τον κόσμο, τώρα κόντευε να θρυμματιστεί, με την όλη αναταραχή για τον Καταστροφέα. Το θανατόσκυλο του Κάλροοθ δυσκολευόταν να διατηρεί την επίδραση των δυνάμεών του εστιασμένη. Υπήρχαν τρύπες στην άμυνά του… και μετά – καθώς ο Βάλμοοθ ζύγωνε τους αυλικούς του Βασιληά – η Αμυντική Αντίληψη του Κύρνοοκ έσβησε τελείως. Μάλλον ο Λιθοφόρος είχε καταπονηθεί από τις προσπάθειές του· αισθανόταν την Παρουσία σ’αυτό τον κόσμο να τον πολεμά· και πρέπει να σκεφτόταν ότι, μια τέτοια στιγμή, ποιος ο λόγος να φρουρεί τον Βασιληά του; Ποιος Οφθαλμός του Θανάτου θα επιχειρούσε τώρα να χτυπήσει τον Κάλροοθ;
Και πράγματι, ήταν αδιανόητο κανένας να θέλει τον θάνατο του μονάρχη ετούτη την κρίσιμη ώρα.
Ο Βάλμοοθ, κουκουλωμένος και έχοντας τη ράισκα στο χέρι του κρυμμένη μέσα στις πτυχώσεις της κάπας του, πέρασε ανάμεσα από τους αυλικούς και τους βασιλικούς φρουρούς, και το σκοτεινό του βλέμμα επικεντρώθηκε στη Βασιλική Σύζυγο.
Αισθανόταν κι εκείνος τις δυνάμεις του περιορισμένες από την καταραμένη Παρουσία, μα νόμιζε πως θα τα κατάφερνε. Από εδώ όπου στεκόταν. Χωρίς να πλησιάσει άλλο.
Κανονικά θα χτυπούσε την Ελκέρτα από ακόμα μεγαλύτερη απόσταση, αλλά σ’αυτό τον κόσμο δεν ήταν τόσο βέβαιος για τον εαυτό του· και ήξερε πως αν δε σκότωνε τη σκύλα αμέσως, τότε ο Κύρνοοκ θα τον εντόπιζε στη στιγμή, και όλοι θα έπεφταν επάνω του να τον καθαρίσουν. Ο Νάρκλοομ, σίγουρα, δεν θα προσπαθούσε να τον σώσει.
Ο Βάλμοοθ μειδίασε μέσα στο σκοτάδι της κουκούλας του. Του άρεσαν τα ρίσκα. Οι έντονες συγκινήσεις.
Επικαλέστηκε τη δύναμη του Οφθαλμού του. Αισθάνθηκε τη ράισκα να θερμαίνει το χέρι του. Αισθάνθηκε τη ζωή να πάλλεται γλυκά, τόσο γλυκά, μέσα στη Βασιλική Σύζυγο: ένα υπέροχο κρασί που ο Οφθαλμός του ζητούσε να ρουφήξει. Ο Βάλμοοθ αισθάνθηκε το χέρι του να απλώνεται χωρίς να απλώνεται· το έστειλε καταπάνω στη γλυκιά ζωή της Ελκέρτα – και τη γραπώσει, όπως γραπώνουν το θήραμά τους οι θανατηφόρες δαγκάνες ενός Νάρνακας.
Η Ελκέρτα ένιωσε, απρόσμενα, ένα σφίξιμο σ’όλη τη σπονδυλική της στήλη, από πάνω ώς κάτω, ενώ συγχρόνως κάτι έκλεινε τα πνευμόνια της και το λαιμό της. Το στόμα της άνοιξε για να βγάλει μια κραυγή που ποτέ δεν βγήκε. Τα μάτια της γούρλωσαν ενώ λάμψεις χόρευαν μπροστά τους τυφλώνοντάς την. Η ράχη της κύρτωσε προς τα πίσω.
Κάποιος προσπαθούσε να τη σκοτώσει.
Αλλά η Ελκέρτα ήθελε να ζήσει.
Ήθελε να ζήσει!
Η ελάχιστη αντίσταση που κατόρθωσε να προβάλει την έσωσε. Ο Βάλμοοθ δεν τη σκότωσε αμέσως, όπως υπολόγιζε· και οι αισθήσεις του Κύρνοοκ αντιλήφτηκαν την επίθεση ενός άλλου Οφθαλμού του Θανάτου. Γυρίζοντας απότομα, χτύπησε το νοητικό νήμα που τραβούσε τη ζωή έξω από την Ελκέρτα – και το έκοψε.
Ο Βάλμοοθ παραπάτησε, αναφωνώντας κάτω από την κουκούλα του.
«Βασιληά μου!» φώναξε – ξέπνοα, γιατί ήταν καταπονημένος από την Παρουσία αυτού του κόσμου – ο Κύρνοοκ. «Οφθαλμός του Θανάτου!»
Η Ελκέρτα διπλώθηκε, πέφτοντας στη γη, και έχασε τις αισθήσεις της.
«Τι!» φώναξε ο Κάλροοθ. «Πού;» Οι φρουροί γύρω του τραβούσαν τα σπαθιά τους.
Ο Βάλμοοθ γλίστρησε μακριά, όσο ακόμα, μέσα στην αναστάτωση, δεν τον είχαν εντοπίσει. Αυτή η καταραμένη Παρουσία τού είχε χαλάσει την επίθεση! Αν δεν ήταν αδυνατισμένος ο Οφθαλμός του, θα την είχε λιώσει αμέσως τη γαμημένη σκύλα του Βασιληά· ήταν βέβαιος. Τώρα, όμως, έπρεπε να φύγει όσο είχε καιρό· και ίσως μετά να του παρουσιαζόταν κι άλλη ευκαιρία. Ο Νάρκλοομ είχε υποσχεθεί καλή ανταμοιβή, κι ο Νεκροχέρης δεν ήθελε να τη χάσει.
*
Ο Τέρι, η Βίλνα, ο Ρίμναλ, και ο Καλιόστρο δεν δυσκολεύτηκαν να χαθούν μέσα στη μάχη. Και η εμφάνιση του Καταστροφέα τούς είχε βοηθήσει· ο υπόγειος λαός ήταν πολύ τρομαγμένος από την παρουσία της φωτεινής οντότητας για να τους κυνηγήσει.
Μετά, όμως, πέντε Υλιριλίδιοι ιππείς φάνηκαν να έρχονται προς τον Τέρι και τους στρατιώτες του. «Δεν είμαστε εχθροί!» τους φώναξε εκείνος στη Γλώσσα της Χάρνταβελ, γιατί έβλεπε πως είχαν τα όπλα τους υψωμένα. «Δεν είμαστε εχθροί!» Οι καβαλάρηδες, βλέποντας τη λευκή Παντοκρατορική στολή του και ακούγοντάς τον να μιλά στη γλώσσα τους, πρέπει να τον πίστεψαν· έστρεψαν τ’άλογά τους και πέρασαν δίπλα από εκείνον και τους στρατιώτες του χωρίς να τους επιτεθούν.
«Πάμε στο στρατόπεδό τους,» είπε ο Καλιόστρο. «Εκεί θα είμαστε ασφαλείς.»
«Ναι,» ένευσε ο Τέρι, αν και για το ασφαλείς αμφέβαλλε. Κοιτάζοντας πίσω του, μπορούσε να δει τον λαό του Κάλροοθ να βγαίνει σαν κατακλυσμός από το διαστασιακό άνοιγμα. Οι περισσότεροι ήταν απλοί πολίτες της Νίρμικιτ που τους είχαν δώσει όπλα, όπως είχε διαπιστώσει ο Τέρι από πριν, αλλά ήταν πάρα πολλοί. Θα κατέκλυζαν τους μαχητές της Μοργκάνας και του Ροβέρτου, θα τους έπνιγαν μέσα στο πλήθος τους, εκτός αν αυτοί κατόρθωναν κάπως να σπάσουν το ηθικό τους και να τους διαλύσουν.
Όμως το γεγονός ότι είχαν τον Καταστροφέα πίσω τους, σίγουρα, θα έδινε επιπλέον δυνάμεις στους στρατιώτες του Κάλροοθ. Δεν μπορούσαν να υποχωρήσουν· στην έρημο τούς περίμενε μονάχα ένας ιπτάμενος φωτεινός θάνατος.
«Στη σκηνή μας!» είπε ο Λεοπόλδος στη Μοργκάνα, μόλις τα άλογά τους έφτασαν στο στρατόπεδο. «Πήγαινε!»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Θα μείνω.»
«Τότε, κλείσε τουλάχιστον το κράνος σου.»
Η Μοργκάνα κατέβασε την προσωπίδα του κράνους της και στράφηκε να κοιτάξει το φουσάτο των ξένων. Αυτοί που τους είχαν κυνηγήσει, παρότι είχαν δεχτεί πυρά και βέλη, δεν ήταν μακριά· ορμούσαν καταπάνω τους, και τώρα οι πολεμιστές της Μοργκάνας συγκρούονταν από κοντά μαζί τους.
Από το άνοιγμα, από την έρημο, φαινόταν να έρχονται ακόμα περισσότεροι εχθροί. Πλήθη ατελείωτα. Έτρεχαν σαν κάτι να τους καταδίωκε· και, φτάνοντας εδώ, στη Χάρνταβελ, χωρίζονταν: οι μισοί πήγαιναν προς τη μεριά του Ροβέρτου, οι άλλοι μισοί προς τη μεριά των πολεμιστών της Μοργκάνας.
«Θεέ μου…» μουρμούρισε εκείνη. «Είναι τόσοι πολλοί… Λεοπόλδε, πώς θα–;» Αλλά τότε συνειδητοποίησε ότι ο Λεοπόλδος είχε φύγει από δίπλα της, πηγαίνοντας ανάμεσα στους πολεμιστές τους και φωνάζοντας διαταγές.
*
Μπήκαν στο στρατόπεδο των Υλιριλίδιων χωρίς κανένας να τους σταματήσει, μέσα στην ταραχή της μάχης.
Ο Ρίμναλ κάθισε στο έδαφος, βαριά, μουγκρίζοντας. «Τελειώσαμε μ’αυτούς τους καριόληδες,» είπε.
«Μόλις αρχίζουμε, θες να πεις,» τον διόρθωσε ο Καλιόστρο, στρεφόμενος για να κοιτάξει τη σύγκρουση του υπόγειου λαού με τους στρατούς της Ναραλμάδιας και της Υλιριλίδιας.
«Κύριε Ταγματάρχη,» είπε η Βίλνα, «καλύτερα να φύγουμε. Δεν το ξέρουμε ότι θα νικήσουν οι δικοί μας εδώ.» Και, πλησιάζοντας μια εγκαταλειμμένη φωτιά, έσκυψε κι έπιασε ένα φλασκί που ήταν αφημένο δίπλα. Το άνοιξε, μύρισε το περιεχόμενο, και ήπιε μια γουλιά.
Ο Τέρι άργησε ν’απαντήσει, καθώς ατένιζε τη μάχη. «Ας περιμένουμε λίγο,» είπε μετά. «Θέλω να μάθω τι θα γίνει. Κι επιπλέον, χρειαζόμαστε τρόφιμα, εξοπλισμούς, και άλογα για να φύγουμε. Πρέπει, δηλαδή, να μιλήσουμε με τον Άρχοντα Ροβέρτο ή την Αρχόντισσα Μοργκάνα.»
*
«Ελκέρτα! Ελκέρτα…» Ο Κάλροοθ είχε γονατίσει και είχε σηκώσει την παράλυτη μορφή της γυναίκας του στην αγκαλιά του. Τα μάτια της ήταν κλειστά, το πρόσωπό της ανέκφραστο· τα μακριά ξανθά μαλλιά της κρέμονταν, ακουμπώντας στο έδαφος, καθώς ο Βασιληάς κρατούσε το κεφάλι της με το ένα χέρι.
«Δεν είναι νεκρή, Βασιληά μου,» είπε η Χονρέπα. «Βλέπω τη ζωή μέσα της. Δεν είναι νεκρή.»
«Ποιος το έκανε αυτό;» φώναξε, εξαγριωμένος, ο Κάλροοθ, κοιτάζοντας ολόγυρα. «Κύρνοοκ! Ποιος; Ποιος, Κύρνοοκ;»
«Δε μπόρεσα να τον εντοπίσω, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο γηραιός Οφθαλμός του Θανάτου, πλησιάζοντας. Ιδρώτας γυάλιζε επάνω στο μοβ μέτωπό του. «Υπάρχει μια παρουσία σ’ετούτο τον κόσμο που δεν μ’αφήνει να εστιάσω σωστά τις δυνάμεις μου–»
«Τότε, πώς συνέβη αυτό;» βρυχήθηκε ο Κάλροοθ, κοιτάζοντας την αναίσθητη Ελκέρτα στα χέρια του.
«Πρέπει να είχε έρθει κοντά, Βασιληά μου…»
«Νάρκλοομ!» φώναξε ο Κάλροοθ. «Νάρκλοομ!»
Ο Βασιλικός Υπασπιστής δεν άργησε να έρθει μπροστά του. «Μεγαλειότατε.»
«Ψάξε όσους είναι γύρω μας! Ένας Οφθαλμός του Θανάτου είναι εδώ! Ένας δολοφόνος!»
«Βασιληά μου, αυτό κάνουν οι φρουροί μας τώρα. Αλλά κανένας άγνωστος με μοβ δέρμα δεν είναι κοντά.»
Ο Κάλροοθ έτριξε τα δόντια. «Τον αφήσατε να ξεφύγει!»
Ο Νάρκλοομ κούνησε το κεφάλι. «Βασιληά μου, κανένας δεν υπολόγιζε ότι, μια τέτοια ώρα–»
«Η σύζυγός μου παραλίγο να πεθάνει εξαιτίας της ηλιθιότητάς σας!» φώναξε ο Κάλροοθ. «Βρείτε τον!»
«Βασιληά μου, η μάχη με τους ξένους είναι πολύ σημαντική τώρα. Πρέπει ν’ασχοληθώ μ’αυτήν. Δείτε!» Ο Νάρκλοομ έδειξε αντίκρυ τους.
Το βλέμμα του Κάλροοθ ακολούθησε το δάχτυλο του Βασιλικού Υπασπιστή του, και το μυαλό του ξεθόλωσε καθώς είδε τον λαό του να συγκρούεται με τους ξένους επάνω σε μια πεδιάδα όπως αυτές που είχε αντικρίσει μόνο σε φωτογραφίες του Παλαιού Κόσμου.
«Καλώς,» είπε. «Πήγαινε, Νάρκλοομ. Πήγαινε!»
Ο Υπασπιστής έφυγε, βιαστικά.
Ο Κάλροοθ γύρισε και φίλησε τα ακίνητα χείλη της Βασιλικής Συζύγου του. Μπορούσε να αισθανθεί την αναπνοή της επάνω στο πρόσωπό του, κι αυτό τον παρηγορούσε.
Ποιος μπορεί να την ήθελε τόσο πολύ νεκρή, που είχε επιχειρήσει τώρα – τώρα, καθώς έφταναν στον καινούργιο κόσμο! – να τη σκοτώσει; Όταν ο Κάλροοθ τον έβρισκε, θα φρόντιζε αυτός ο καταραμένος κακοποιός να υποφέρει!
*
Ο υπόγειος λαός πρόλαβε να περάσει από το άνοιγμα προτού ο Καταστροφέας έρθει κοντά απλώνοντας τα θανατηφόρα νήματά του. Όταν η ιπτάμενη φωτεινή δύναμη, τελικά, έφτασε, δεν βρήκε παρά ξερή άμμο για να καταβροχθίσει. Κάθε ίχνος ζωής είχε περάσει στον άλλο κόσμο – εκεί όπου ο Καταστροφέας δεν μπορούσε ακόμα να εισβάλει.
Ολόκληρος ο στρατός του Βασιληά Κάλροοθ ήταν τώρα συγκεντρωμένος στην πεδιάδα ανάμεσα στα στρατόπεδα των Ναραλμάδιων και των Υλιριλίδιων, και έκανε μάχη και με τους δύο. Τουφέκια, καραμπίνες, πιστόλια πυροβολούσαν· τόξα εκτόξευαν βέλη· σπαθιά συγκρούονταν με σπαθιά και με ασπίδες· τσεκούρια κοπανούσαν ό,τι έβρισκαν εμπρός τους· δόρατα κάρφωναν και τρυπούσαν· άλογα (ένα είδος ζώου που ο υπόγειος λαός γνώριζε μόνο από τις Παλαιές Διηγήσεις) χρεμέτιζαν, κλοτσούσαν, και ποδοπατούσαν· ουρλιαχτά και πολεμικές κραυγές αντηχούσαν· πανοπλίες τσακίζονταν, κόβονταν, και τρυπιόνταν· κουφάρια έπεφταν στη γη, χωρίς κεφάλι, με διαλυμένο στέρνο, με σχισμένη κοιλιά και με τα εντόσθιά τους τυλιγμένα γύρω από τα πόδια τους· άνθρωποι ακρωτηριάζονταν από βίαια χτυπήματα και τα μέλη τους τινάζονταν μακριά· σώματα, νεκρά και ζωντανά, πατιόνταν κάτω από μπότες και οπλές.
Ο Αργυρός Θείος Οφθαλμός της Χάρνταβελ και ο Κακός Οφθαλμός παρατηρούσαν, μισοκρυμμένοι πίσω από σύννεφα, το αίμα που χυνόταν στη γη.
Η μάχη δεν έμελλε να τελειώσει γρήγορα.
Οι άνθρωποι της Χάρνταβελ αγωνίζονταν σκληρά, και το ιππικό τους τους πρόσφερε μεγάλο πλεονέκτημα εδώ, στο ανοιχτό πεδίο. Οι πολεμιστές του Βασιληά Κάλροοθ ήταν σαφώς περισσότεροι, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους ανεκπαίδευτοι, δεν είχαν ιππικό, και δεν ήταν συνηθισμένοι να μάχονται στα ανοιχτά παρά σε σκοτεινές σπηλιές και σήραγγες.
Χιλιάδες από αυτούς σκοτώθηκαν εκείνη τη νύχτα.
Αλλά δεν ήταν πρόθυμοι να υποχωρήσουν στην έρημο. Μπορεί να έφταιγε η παρουσία του Καταστροφέα, που τους είχε τρομοκρατήσει· μπορεί να έφταιγαν οι Παλαιές Διηγήσεις και το όραμα της επιστροφής στον Παλαιό Κόσμο· μπορεί να έφταιγε απλά ο πυρετός της μάχης. Ό,τι κι αν ήταν εκείνο που τους ώθησε σε θηριώδη δύναμη και αντοχή τούς χάρισε, στο τέλος, τη νίκη.
Ο Λεοπόλδος είδε ότι οι πολεμιστές του κατακλύζονταν ολοένα και περισσότερο από το ατελείωτο πλήθος των εξωδιαστασιακών. Ο στρατός του κομματιαζόταν λίγο-λίγο. Έτσι, μόλις του παρουσιάστηκε η ευκαιρία, μόλις οι μαχητές του είχαν κατορθώσει να απωθήσουν κάπως τον εχθρό, πρόσταξε ταχεία υποχώρηση με βολές προς τα πίσω.
Και οι Ναραλμάδιοι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, χωρίς να έχουν πολλές απώλειες κατά την υποχώρησή τους. (Η Μοργκάνα όφειλε, γι’ακόμα μια φορά, να παρατηρήσει ότι ο σύζυγός της ήταν εξαίρετος στρατηγός.)
Οι Υλιριλίδιοι, χάνοντας την υποστήριξη των Ναραλμάδιων, βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς τώρα ολόκληρο το φουσάτο του Βασιληά Κάλροοθ στράφηκε εναντίον τους, περιτριγυρίζοντάς τους. Οι εξωδιαστασιακοί τούς έμοιαζαν με λυσσασμένα τέρατα μέσα στη νύχτα· ειδικά αυτοί που είχαν πράσινο δέρμα φαίνονταν στους Υλιριλίδιους λες και είχαν βγει από εφιαλτικό παραμύθι. Δαίμονες με ανθρώπινη μορφή.
Ο Ροβέρτος, σκοτώνοντας τους εχθρούς του με μεγάλες ημικυκλικές σπαθιές από τη σέλα του αλόγου του, καταράστηκε την Αρχόντισσα Μοργκάνα και τον Λεοπόλδο. Είχαν εγκαταλείψει τη μάχη, οι δειλοί! Συνηθισμένο γι’αυτούς. Μόλις τα ύπουλα σχέδιά τους αποτύχαιναν, πάντοτε έτρεχαν να κρυφτούν. Αλλά τούτη τη φορά έπρεπε να είχαν μείνει. Ενωμένοι, θα είχαν καλές πιθανότητες νίκης ενάντια σ’αυτό τον εξωδιαστασιακό Βασιληά. Τώρα, όμως, ο Ροβέρτος φοβόταν ότι οι ξένοι θα πετσόκοβαν άσχημα τον στρατό του.
Πρόσταξε να υποχωρήσουν. Να φύγουν από δω. Να περάσουν τη γέφυρα στα ανατολικά.
Και, προτού στρέψει το άλογό του, χτύπησε έναν τελευταίο γαλανόδερμο εχθρό στον λαιμό, σχεδόν κόβοντας το κεφάλι του και κάνοντας το αίμα να τιναχτεί στον αέρα σαν σιντριβάνι.
Οι Υλιριλίδιοι άρχισαν να προσπαθούν να απεμπλακούν από τους εξωδιαστασιακούς ώστε να υποχωρήσουν προς τον ποταμό και τη γέφυρα και να φύγουν από τα εδάφη της Ναραλμάδιας. Δεν το βρήκαν εύκολο, όμως, με ολόκληρο το φουσάτο του Κάλροοθ στραμμένο εναντίον τους. Οι εχθροί τους τους χτυπούσαν καθώς εκείνοι πάσχιζαν να γυρίσουν και να απομακρυνθούν. Άσχημο αιματοκύλισμα.
Η Αβελαΐδα, που, έφιππη, αγωνιζόταν μακριά από τον πατέρα της, δέχτηκε την αιχμή ενός δόρατός στα αριστερά πλευρά. Αισθάνθηκε το όπλο να τρυπά την αρματωσιά της, να σκίζει το δέρμα της, και να σκαλώνει ανάμεσα στα κόκαλα της θωρακικής της κοιλότητας. Ουρλιάζοντας από πόνο η Αβελαΐδα κατέβασε το σπαθί της, δυνατά, πάνω στο στέλεχος του δόρατός, σπάζοντάς το· κι ένας από τους συντρόφους της σκότωσε τον πρασινόδερμο πολεμιστή που την είχε χτυπήσει.
«Αρχόντισσά μου!» φώναξε ένας άλλος συμπολεμιστής της, κι έτρεξε κοντά στο άλογό της, για να την πιάσει καθώς εκείνη έπεφτε από τη σέλα. Μαζί με κάμποσους ακόμα, σχημάτισαν έναν προστατευτικό κλοιό γύρω της και τη μετέφεραν γρήγορα στο στρατόπεδό τους, ξεπροβάλλοντας έφιπποι μέσα από τη μάζα του φουσάτου που πάλευε να απεμπλακεί από τον εχθρό του χωρίς να κατασφαχτούν οι πάντες.
Οι Υλιριλίδιοι πολεμιστές αφίππευσαν και απόθεσαν την Αβελαΐδα μισολιπόθυμη στο έδαφος, με αίμα να βάφει κόκκινη την αρματωσιά της. «Έναν θεραπευτή!» φώναξε ένας τους. «Φέρτε έναν από τους θεραπευτές!»
«Όλοι τρέχουν να φύγουν, Γεράρδε,» είπε ένας απ’τους συντρόφους του.
Κι ένας άλλος: «Πρέπει εμείς να βγάλουμε αυτό το δόρυ από μέσα της.»
«Ανόητε!» είπε ο Γεράρδος. «Μπορεί να πεθάνει!»
«Ποια είναι αυτή η γυναίκα;»
Οι Υλιριλίδιοι πολεμιστές στράφηκαν για να δουν τον Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ.
«Τι θέλεις εσύ εδώ;»
«Ήμουν αιχμάλωτος, και μόλις δραπέτευσα μαζί με τους στρατιώτες μου.» Ο Τέρι έδειξε τους τρεις πίσω του. «Ποια είναι αυτή η γυναίκα; Στρατηγός σας;» Την είχε ξαναδεί, όταν είχε επισκεφτεί τον Ροβέρτο για να μιλήσει μαζί του, αλλά δεν γνώριζε ούτε το όνομα ούτε το αξίωμά της.
«Αυτή είναι η Αβελαΐδα, η κόρη του Άρχοντά μας.»
Κόρη του; Δεν του έμοιαζε καθόλου στην όψη. «Παραμερίστε. Ίσως να μπορώ να τη βοηθήσω.»
«Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις,» του είπε ο Γεράρδος ατενίζοντάς τον μάλλον απειλητικά.
«Δεν είμαι θεραπευτής αλλά ξέρω τα βασικά για να περιποιούμαι τραυματίες. Τώρα, εκτός αν κάποιος από σας πιστεύει ότι είναι καλύτερος από εμένα, παραμερίστε.»
Οι Υλιριλίδιοι παραμέρισαν, και ο Τέρι γονάτισε πλάι στην τραυματισμένη πορφυρόδερμη γυναίκα, που δεν είχε ακόμα χάσει τις αισθήσεις της. Είναι ανθεκτική, παρατήρησε· και είπε στους πολεμιστές: «Βοηθήστε με να κόψω τα λουριά της πανοπλίας της και να τη βγάλουμε από πάνω της.» Εκείνοι υπάκουσαν και, σύντομα, η Αβελαΐδα ήταν ντυμένη από τη μέση και πάνω μόνο μ’ένα κουρελιασμένο, ποτισμένο από το αίμα λευκό πουκάμισο. Ο Τέρι το έσκισε εκεί όπου ήταν το τραύμα της και άγγιξε το σπασμένο δόρυ που ήταν μπηγμένο μέσα της. Η Αβελαΐδα έτριξε τα δόντια.
«Φέρτε μου κρασί,» είπε ο Τέρι στους Υλιριλίδιους, κι εκείνοι τού έδωσαν ένα φλασκί. Βγάζοντας το πώμα, ο ταγματάρχης έδωσε στην κόρη του Ροβέρτου να πιει.
«…Όχι…» γρύλισε εκείνη, φτύνοντας.
«Πιες. Είναι καλό για τον πόνο. Πιες.»
Η Αβελαΐδα ήπιε, και ο Τέρι έπιασε, μετά, το σπασμένο δόρυ και το κίνησε με μεγάλη προσοχή, για να καταλάβει πώς ακριβώς ήταν σκαλωμένο μέσα της. Η Αβελαΐδα ούρλιαξε.
«Παντοκρατορικέ!» είπε, απειλητικά, ο πολεμιστής που ονομαζόταν Γεράρδος.
«Ησυχία!» του φώναξε ο Τέρι, στρεφόμενος προς στιγμή να τον κοιτάξει.
Το δόρυ πρέπει να ήταν πιασμένο ανάμεσα στο πέμπτο και στο έκτο κόκαλο της θωρακικής κοιλότητας, με κλίση προς τα πάνω και δεξιά. Αυτό σήμαινε ότι, αν σπρωχνόταν λίγο ακόμα, υπήρχε κίνδυνος να τρυπήσει την καρδιά της γυναίκας και να τη σκοτώσει ακαριαία· και, ασφαλώς, πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να τρυπηθεί ο πνεύμονας και να την κάνει να πνιγεί στο αίμα της.
«Έρχονται!» άκουσε ο Τέρι έναν από τους Υλιριλίδιους να λέει. «Έρχονται!»
«Βιάσου, Παντοκρατορικέ!» είπε ο Γεράρδος. «Ο στρατός του Άρχοντα πλησιάζει, και πίσω του είναι οι ξένοι.»
Ο Τέρι έπιασε το σπασμένο δόρυ. Σταθερά. Και το τράβηξε έξω, απότομα και με τέτοια κλίση ώστε να μην τραυματίσει περισσότερο την Αβελαΐδα απ’ό,τι ήταν ήδη τραυματισμένη.
Η αιχμή βγήκε κατακόκκινη. Ο Τέρι πέταξε το όπλο παραδίπλα.
Η Αβελαΐδα έβηξε, κι εκείνος φοβήθηκε ότι ίσως να είχε, τελικά, τρυπήσει τον πνεύμονά της. Η κόρη του Ροβέρτου, όμως, δεν έφτυνε αίμα, επομένως δεν υπήρχε εσωτερική αιμορραγία. Ο Τέρι έριξε κρασί στο τραύμα της, για τη μόλυνση. Η Αβελαΐδα γρύλισε.
Ο Τέρι τής έδωσε το φλασκί. «Πιες!» της είπε, κι εκείνη ήπιε.
Το φουσάτο των Υλιριλίδιων ακούστηκε να μπαίνει στην κατασκήνωση, καθώς και να περνά από γύρω της. Φωνές και ποδοβολητά.
«Κύριε Ταγματάρχη!» φώναξε η Βίλνα. «Πρέπει να φύγουμε!»
Ο Τέρι, γρήγορα, έσκισε ένα κομμάτι απ’το πουκάμισο της Αβελαΐδας και, ζητώντας από τον Γεράρδο βοήθεια για να την ανασηκώσουν από το έδαφος, έδεσε το τραύμα της με το ύφασμα.
Μετά, έπρεπε να υποχωρήσουν μαζί με τον στρατό του Άρχοντα Ροβέρτου αν δεν ήθελαν οι εξωδιαστασιακοί να τους ποδοπατήσουν όλους.
*
«ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ!» κραύγασε ο Βασιληάς Κάλροοθ υψώνοντας το αιματοβαμμένο σπαθί του, καθώς στεκόταν επάνω σε μια πέτρα της πεδιάδας, ανάμεσα στον στρατό του.
Φωνές ενθουσιασμού αντήχησαν γύρω του.
Οι εχθροί τους είχαν μόλις τραπεί σε φυγή, οι μισοί προς τα δεξιά κι οι μισοί προς τ’αριστερά. Το πεδίο της μάχης ανήκε στον στρατό της Νίρμικιτ. Είχαν νικήσει.
«ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ!» ξαναφώναξε ο Κάλροοθ.
Και οι πολεμιστές του απάντησαν: Δικός μας! – Δικό μας! – Ζήτω ο Βασιληάς Κάλροοθ! – Ζήτω ο Βασιληάς! – Ο Κάλροοθ στον Παλαιό Κόσμο μάς οδηγεί! – Στον Παλαιό Κόσμο μάς οδηγεί!
Ο Κάλροοθ αισθάνθηκε δάκρυα να έρχονται στα μάτια του. Το όραμά του γινόταν πραγματικότητα. Γινόταν πραγματικότητα. Μακάρι μόνο να μην ήταν τόσο αιματηρό το πρώτο του θέαμα σ’ετούτο τον κόσμο… Αλλά, δυστυχώς, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Οι ξένοι ήταν τόσο παράλογοι. Δεν ήξεραν τίποτα από φιλοξενία. Ο Κάλροοθ θα τους έκανε να μετανιώσουν που είχαν φερθεί έτσι στον λαό του. Και μετά, θα τους μάθαινε πώς φέρονταν οι αληθινοί άνθρωποι.
Κατέβασε το αιματοβαμμένο σπαθί του και πήδησε από τον βράχο όπου είχε ανεβεί. «Μαζέψτε τους νεκρούς μας και στήστε καταυλισμό,» πρόσταξε τους αυλικούς του. «Και πάρτε ό,τι χρήσιμο πράγμα άφησαν πίσω τους οι εχθροί μας.»
*
«Σου χρωστάω τη ζωή της κόρης μου, Ταγματάρχη,» είπε ο Άρχοντας Ροβέρτος.
Το κατακερματισμένο φουσάτο του είχε περάσει τη γέφυρα του ποταμού και είχε σταματήσει στην ανατολική όχθη, στα εδάφη της Υλιριλίδιας, ανάβοντας μονάχα μερικές φωτιές για να στήσει στρατόπεδο. Σκηνές δεν είχαν μαζί τους· τις είχαν εγκαταλείψει όλες, όπως επίσης και τους περισσότερους εξοπλισμούς και τα τρόφιμά τους, βιαστικά καθώς είχαν υποχωρήσει. Ο Ροβέρτος, μόλις είχε μάθει για τον τραυματισμό της Αβελαΐδας και για τη σωτήρια παρέμβαση του Τέρι Κάρμεθ, είχε καλέσει πάραυτα τον ταγματάρχη κοντά στη φωτιά του.
«Ήταν τυχερή που βρισκόμουν κοντά, Άρχοντά μου. Έκανα ό,τι μπορούσα.»
Ο Ροβέρτος τού πρόσφερε μια κούπα κρασί και του έκανε νόημα να καθίσει. Ο Τέρι κάθισε δίπλα στις φλόγες, αντίκρυ στον Άρχοντα της Υλιριλίδιας. Κανένας άλλος δεν ήταν κοντά, εκτός από δύο φρουρούς που στέκονταν μερικά βήματα παραδίπλα για να φυλάνε τον Άρχοντά τους. Κατάκοποι έμοιαζαν, και υπήρχε αίμα επάνω στις πανοπλίες τους – αμφίβολο αν ήταν δικό τους, των εχθρών τους, ή των συμπολεμιστών τους.
«Κατάφερες να ξεφύγεις από τον Βασιληά Κάλροοθ, λοιπόν, μέσα στην αναταραχή…» είπε ο Ροβέρτος, πίνοντας μια γουλιά από το δικό του κρασί καθώς παρατηρούσε τον Τέρι.
«Ναι. Ήλπιζα, όμως, η αιματοχυσία να είχε αποφευχθεί, Άρχοντά μου.»
«Και τι ήθελες να κάνουμε; Να τους αφήσουμε να έρθουν εδώ, στη Χάρνταβελ;»
Ο Τέρι ήπιε κρασί. «Ήρθαν στη Χάρνταβελ, παρά την αιματοχυσία,» είπε. «Αν με είχατε ακούσει, θα είχαν έρθει χωρίς την αιματοχυσία. Θα είχαν κατασκηνώσει και, μετά, θα βλέπαμε πώς θα τους διώχναμε.»
«Δε θα έφευγαν όταν θα ήταν εδώ,» είπε ο Ροβέρτος. «Και τώρα… αποτύχαμε!» Κοίταξε θυμωμένα τις φλόγες. Μετά ρώτησε: «Πώς βρέθηκες εσύ ανάμεσά τους; Νομίζαμε ότι ήσουν νεκρός, ότι σε είχε σκοτώσει εκείνος ο λαμπερός δαίμονας.»
Ο Τέρι τού διηγήθηκε την ιστορία του, καθώς έπινε αργά το κρασί του.
«Και πιστεύεις πραγματικά ότι θα έφευγαν αν τους αφήναμε να κατασκηνώσουν εδώ;» τον ρώτησε ο Ροβέρτος, όταν ο ταγματάρχης τού τα είχε πει όλα.
«Μπορεί όχι οικειοθελώς, αλλά… Κατ’αρχήν, ο Επόπτης είμαι βέβαιος ότι δεν θα τους ήθελε να τριγυρίζουν ελεύθεροι μέσα στη Χάρνταβελ. Δεν είναι μόνο οι ιερείς σας, Άρχοντά μου. Τέλος πάντων· τώρα, ό,τι έγινε έγινε.»
«Υπάρχουν κι άλλες τέτοιες υπόγειες πόλεις, Ταγματάρχη;»
«Νομίζω πως ναι,» είπε ο Τέρι, αφήνοντας την άδεια κούπα του κοντά στη φωτιά.
«Δηλαδή, μπορεί να έρθουν κι άλλοι σαν αυτούς!»
«Δεν ξέρω. Εξαρτάται απ’το τι γνωρίζουν…» Κούνησε το κεφάλι.
«Το άνοιγμα απ’το οποίο ήρθες δεν είναι το μοναδικό, Ταγματάρχη,» τον πληροφόρησε ο Ροβέρτος.
Ο Τέρι συνοφρυώθηκε, ξαφνιασμένος.
Ο Ροβέρτος τού μίλησε για την επίσκεψη του Μεγάλου Πατέρα Έδουου, ύστερα από την αναχώρηση του Οσβάλδου και του Τζοσελίνου.
Η Αρίνη θα έχει δουλειές, λοιπόν… σκέφτηκε ο Τέρι. «Ο Επόπτης δεν έχει στείλει κανέναν εδώ, στα μέρη σας;»
«Κανέναν μέχρι στιγμής.»
«Ποιοι ήταν οι σύντροφοι του Έδουου, Άρχοντά μου;»
«Δεν ξέρω· άνθρωποι του Θεού, μάλλον.»
Άνθρωποι του Θεού; Ο Τέρι είχε την αίσθηση ότι ίσως ο Άρχοντας της Υλιριλίδιας να του έκρυβε κάτι. Άνθρωποι του Θεού, ή αποστάτες; Δεν ήταν άγνωστο ότι οι ιερείς συναναστρέφονταν τέτοιους.
Τέλος πάντων. Τώρα δεν είχε μεγάλη σημασία.
«Το πρωί πρέπει να φύγω, Άρχοντά μου,» δήλωσε ο Τέρι. «Να ταξιδέψω στην Ερρίθια. Ελπίζω θα μου δώσετε άλογα και προμήθειες.»
«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε ο Ροβέρτος. «Είναι το λιγότερο που μπορώ να σου προσφέρω, ύστερα από τη βοήθεια που πρόσφερες στην κόρη μου, Ταγματάρχη.
»Πες μου, όμως: τι νομίζεις ότι θα κάνει ο Βασιληάς Κάλροοθ τώρα;»
«Ό,τι κάνουν όλοι οι κατακτητές, Άρχοντά μου: θα προσπαθήσει να εδραιώσει τις κτήσεις του· και μετά, θα προσπαθήσει να επεκταθεί.»
«Θα έχουμε τη βοήθειά σας, υποθέτω…» Δε χρειαζόταν διευκρίνιση ότι εννοούσε τη βοήθεια των δυνάμεων της Παντοκράτειρας.
«Δε νομίζω ο Επόπτης να διαφωνήσει,» του αποκρίθηκε ο Τέρι. «Όπως σας είπα, αποκλείεται να τους θέλει μέσα στη Χάρνταβελ.»
«Γεράρδε! Κάτι συμβαίνει.»
Η Ελισαβέτα στάθηκε, πιάνοντας με το ένα χέρι τον κορμό ενός δέντρου, για να στηριχτεί, και με το άλλο χέρι το πλάι του κεφαλιού της. Έμοιαζε ζαλισμένη. Και ο Γεράρδος καταλάβαινε γιατί.
Το αισθανόταν κι εκείνος.
Κάτι τρυπούσε τη σάρκα της Χάρνταβελ, ξανά. Κι άλλες εισβολές. Ο πόνος ήταν δυνατός· ο Γεράρδος νόμιζε ότι κομμάτια σίδερου μπήγονταν στο σώμα του: στην κοιλιά του, στα πλευρά του, στην πλάτη του, στο στήθος του, στις πλευρές του κεφαλιού του.
Γρύλισε, καθώς αποκρινόταν στην Ελισαβέτα: «Οι εισβολές… Πάλι, οι εισβολές…»
Ο πόνος πέρασε. Τα αόρατα σιδερένια κομμάτια είχαν πάψει να κινούνται μέσα στο σώμα του. Ο Γεράρδος ανέπνευσε ελεύθερα, και είπε: «Κι άλλες εισβολές.»
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε η Ελισαβέτα, που κι εκείνη έδειχνε τώρα να έχει συνέλθει.
«Οι δύο διαστάσεις προσπαθούν η μία να μπει μέσα στην άλλη. Πολύ φοβάμαι ότι, αν συνεχιστεί αυτό, θα διαλυθούν και οι δύο, Ελισαβέτα.»
«Τότε, όλοι θα πεθάνουμε.»
«Εκτός αν βρούμε τρόπο να το σταματήσουμε.»
«Πώς;»
«Δεν ξέρω ακόμα,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος· και, όταν η Ελισαβέτα έμεινε σιωπηλή, είπε: «Έλα, ας συνεχίσουμε για καμια ώρα να βαδίζουμε, και μετά ξεκουραζόμαστε.»
Εκείνη δεν διαφώνησε, και συνέχισαν να ταξιδεύουν μέσα στο δάσος, με νότια κατεύθυνση, όπως από τότε που ο Γεράρδος είχε φύγει από τη Νεκρή Γη. Σκόπευε να φτάσει στην Ερρίθια, όπου πίστευε ότι θα συναντούσε τους άλλους επαναστάτες. Στην Ελισαβέτα είχε εξηγήσει ποιος ήταν και τι έκανε στη Χάρνταβελ, καθώς ταξίδευαν παραπάνω από μία ολόκληρη ημέρα μαζί. Εκείνη τού είχε εκφράσει την επιθυμία της να γίνει μέλος της Επανάστασης. «Σκέψου το καλύτερα, πρώτα,» της είχε πει ο Γεράρδος. «Οι ιερείς είναι επίσης μπλεγμένοι στην Επανάσταση.» Η Ελισαβέτα δεν είχε αποκριθεί τίποτα σ’αυτό, αλλά ήταν σκεπτική.
Τα καστανά της μαλλιά έφταναν ώς τη μέση της όταν την είχε πρωτοσυναντήσει ο Γεράρδος· όμως, το ίδιο βράδυ που εκείνος είχε σκοτώσει το Εσώτερο Θηρίο της, η Ελισαβέτα είχε πάρει ένα ξιφίδιο και τα είχε κόψει στο επίπεδο του ώμου. Απορούσε, είπε, πώς τόσο καιρό την βόλευαν έτσι. Δεν είχε ποτέ περάσει απ’το νου της να τα κόψει.
Η επιρροή του Εσώτερου Θηρίου, ήταν βέβαιος ο Γεράρδος. Την είχε κάνει να σκέφτεται λιγότερο σαν άνθρωπος και περισσότερο σαν αγρίμι. Ωστόσο, αυτός ο τρόπος σκέψης δεν την είχε εμποδίσει απ’το να έχει μαζέψει κάμποσα τρόφιμα σε μια από τις σπηλιές κοντά στη Χαμηλή Πέτρα, καθώς και να έχει φτιάξει ρούχα και υποδήματα από τομάρια ζώων. Δεν ήταν και τα καλύτερα, αλλά ήταν αρκετά καλά για να τα φοράς και να μην ξεπαγιάζεις μες στο φθινόπωρο. Επίσης, είχε και κάποια που ήταν, σίγουρα, φτιαγμένα για χειμώνα. Τα είχαν πάρει όλα μαζί τους προτού φύγουν από τις Κάτω Σπηλιές.
«Γεράρδε,» του είπε, χτες, καθώς βάδιζαν. «Σ’ευχαριστώ.»
«Για τι;»
«Για ό,τι έκανες. Είχα χάσει τον εαυτό μου.»
«Να το θυμάσαι, και να ξέρεις ότι μπορείς κι εσύ να κάνεις το ίδιο για άλλους.»
«Μπορώ;… Πώς;»
«Θα καταλάβεις πώς. Το σώμα σου χρειάζεται χρόνο για να προσαρμοστεί. Τόσο καιρό τα μάτια του ήταν σκεπασμένα από το μαύρο σύννεφο του Εσώτερου Θηρίου. Βλέπεις τα μονοπάτια τώρα, Ελισαβέτα;»
«Όχι, όχι ακόμα… Νιώθω, όμως, εκείνο τον πόνο, από παντού γύρω.»
«Τις εισβολές.»
Το απόγευμα, προτού σηκωθούν από τη μεσημεριανή τους φωτιά για να συνεχίσουν το ταξίδι, ο Γεράρδος τής είχε πει να κλείσει τα μάτια της και να προσπαθήσει να βρει μέσα στο μυαλό της όλα τα σημεία απ’τα οποία προερχόταν ο πόνος. Να φτιάξει έναν νοητικό χάρτη από αυτά. Η Ελισαβέτα υπάκουσε, και μετά από κάποια ώρα – που ήταν ακίνητη και σιωπηλή, με τα βλέφαρά της κλειστά – άνοιξε πάλι τα μάτια της και δήλωσε πως είχε καταφέρει να φτιάξει τον χάρτη… περίπου. Θα ξαναπροσπαθήσεις, άλλη φορά, και θα τα καταφέρεις καλύτερα, της είχε πει ο Γεράρδος· και είχαν σηκωθεί για να φύγουν.
Τώρα, πλησίαζε το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, και ο Γεράρδος ήταν βέβαιος πως ο νοητικός χάρτης με τις εισβολές θα είχε εμπλουτιστεί. Χωρίς καν να εστιάσει τον νου σ’αυτόν, αισθανόταν τις καινούργιες εισβολές που είχαν παρουσιαστεί προς κάθε κατεύθυνση. Τις ένιωθε σαν βαρίδια που τραβούσαν την ψυχή του.
Πώς μπορείς να εμποδίσεις δύο διαστάσεις απ’το να συνθλιβούν η μία πάνω στην άλλη; αναρωτήθηκε. Στο μυαλό του είχε την εικόνα δύο βιολογικών οργανισμών που πιέζονταν βίαια ο ένας επάνω στον άλλο ώσπου τα ζωτικά τους όργανα να λιώσουν από την πίεση. Φρικτό…
Κάτι, όμως, πρέπει να μπορώ να κάνω. Κάτι! Το βέβαιο ήταν ότι οι ιερείς δεν κατάφερναν τίποτα με τις ανόητες ανθρωποθυσίες τους. Δεν εξευμένιζαν τον Θεό αυτές οι σαχλαμάρες· η Χάρνταβελ αδιαφορούσε για τους θανάτους. Το μόνο που έκαναν οι ανόητοι ήταν να ικανοποιούν το Εσώτερο Θηρίο τους, ενώ θα μπορούσαν να προσπαθούν να βρουν μια πρακτική λύση.
Ο Γεράρδος ήταν έτοιμος να πει στην Ελισαβέτα να σταματήσουν για μεσημέρι, όταν ήρθε προς το μέρος τους ένας άνεμος ο οποίος – αμέσως το κατάλαβε – ήταν αφύσικος. Σαν να μην ανήκε εδώ. Να μην ανήκε στη Χάρνταβελ.
Και μαζί με τον άνεμο, ήρθε, μέσα από τα δέντρα και τη βλάστηση, μια ιπτάμενη μαύρη φλόγα.
Η Ελισαβέτα αναφώνησε ξαφνιασμένη και τράβηξε το σπαθί της από την πλάτη της.
Ο Γεράρδος σήκωσε το τσεκούρι που του είχαν δώσει από τη Χαμηλή Πέτρα.
Η σκοτεινή φλόγα έπαψε να κινείται, και φούντωσε. Φούσκωσε. Μεγάλωσε. Μέσα της, ο Γεράρδος νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει ένα μωρό. Τι είναι αυτό; Δεν διαισθανόταν την παρουσία του Εσώτερου Θηρίου.
Μια φωνή ήρθε από τη σκοτεινή φλόγα – μια φωνή που ήταν σαν ν’αντηχούσε μέσα στο μυαλό: Σας ανησύχησα. Με συγχωρείτε.
«Τι είσαι;» ρώτησε ο Γεράρδος, κατεβάζοντας το τσεκούρι του καθώς έβλεπε πως, ό,τι κι αν ήταν, δεν πρέπει να ήταν εχθρικό.
Νομίζω πως η Μητέρα θα έλεγε ότι είμαστε αντισώματα, αποκρίθηκε η σκοτεινή φλόγα.
«Η Μητέρα; Αντισώματα; Δεν είσαι μόνος σου εδώ;»
Εδώ, ναι, είμαι μόνος μου. Αλλά αυτή δεν είναι η διάστασή μου.
«Είσαι από… την άλλη διάσταση; Την έρημη διάσταση;»
Δεν είναι τόσο έρημη όσο ίσως να νομίζεις. Έχεις πάει εκεί;
«Για λίγο, ναι.»
Έχεις δει και τα αδέλφια μου;
«Δε νομίζω. Όμως…» Ο Γεράρδος συνοφρυώθηκε. «Όμως κάποιοι γνωστοί μου πρέπει να τα έχουν δει. Σ’ένα δάσος μού είπαν ότι είδαν κάτι αιωρούμενα μαύρα φίδια. Κάποιες ενεργειακές οντότητες.»
Ναι, έτσι μας βλέπει και η Μητέρα. Οι φίλοι σου είδαν τα αδέλφια μου. Είμαστε αντισώματα. Πώς είναι το όνομά σου;
«Γεράρδος. Κι αυτή είναι η Ελισαβέτα. Τι εννοείς όταν λες ότι είστε αντισώματα;»
Γεννηθήκαμε για να διορθώσουμε μια θραύση της ισορροπίας στη διάστασή μας.
«Δεν καταλαβαίνω,» παραδέχτηκε ο Γεράρδος.
Κάποιοι έκαναν ένα πολύ μεγάλο λάθος, Γεράρδε. Αντλώντας δύναμη από τον ήλιο, έχασαν τον έλεγχο, και οι Ιπτάμενοι του Τέλους της Ζωής γεννήθηκαν για να απομυζήσουν κάθε ίχνος ζωής από τη διάστασή μας.
«Οι Ιπτάμενοι του Τέλους της Ζωής;»
Αυτή είναι η καλύτερη ονομασία που νομίζω ότι μπορώ να τους δώσω για τα δεδομένα της νοημοσύνης σας.
«Μιλάς για μια ιπτάμενη παρουσία; Μια φωτεινή ιπτάμενη παρουσία που περιφέρεται πάνω από τη διάστασή σας;»
Ναι, και η Μητέρα έτσι τη βλέπει. Αλλά δεν είναι μόνο μία.
«Υπάρχουν κι άλλα τέτοια τέρατα;» έκανε, ξαφνιασμένος, ο Γεράρδος.
Ναι. Τέσσερις είναι. Αν και δε νομίζω ότι εσείς θα μπορείτε να τους ξεχωρίσετε τον έναν από τον άλλο.
«Αυτοί οι Ιπτάμενοι είναι που ερήμωσαν τη διάστασή σας;»
Ναι. Απομυζούν κάθε ίχνος ζωής που βρίσκουν. Αλλά η διάστασή μας γέννησε εμάς για να την προστατέψουμε και να επαναφέρουμε την ισορροπία. Είμαστε αντισώματα, Γεράρδε. Όμως γεννηθήκαμε αργά. Η Πηγή δεν μπόρεσε να αντιδράσει πιο γρήγορα ενόσω οι Ιπτάμενοι κατέστρεφαν τα πάντα. Και τώρα, βρισκόμαστε σε πολύ, πολύ δύσκολη θέση.
«Γιατί οι Ιπτάμενοι το κάνουν αυτό;»
Νόμιζα ότι θα ήταν προφανές. Για να τρέφονται, φυσικά. Με την ενέργεια της ζωής.
«Θα έρθουν κι εδώ, σ’αυτή τη διάσταση;»
Οι διαστάσεις μας έχουν αρχίσει να συγχωνεύονται. Αυτό συμβαίνει επειδή τα διαστασιακά τοιχώματα – όπως τα ονομάζει η Μητέρα – θρυμματίζονται, καθώς οι Ιπτάμενοι έχουν καταβροχθίσει κάθε ζωή που μπορούσαν να βρουν και τώρα απλώνουν τα νύχια τους βαθιά, πολύ βαθιά μέσα στην πραγματικότητα της διάστασής μας. Στο τέλος – που δεν θ’αργήσει να έρθει, φοβάμαι – τα διαστασιακά τοιχώματα θα έχουν κατακρεουργηθεί τόσο πολύ, που οι δύο διαστάσεις θα πέσουν η μία πάνω στην άλλη και θα αλληλοκαταστραφούν.
«Οι Ιπτάμενοι δεν το βλέπουν αυτό;»
Είναι σαν πεινασμένα θηρία. Απλά τρέφονται. Και θα είχαν ήδη έρθει εδώ, στη διάστασή σας, αν δεν υπήρχε η παρουσία που αποκαλείτε «Θεός», όπως ξέρει η Μητέρα.
«Ποια είναι αυτή η Μητέρα στην οποία αναφέρεσαι;»
Το όνομά της είναι Αρίνη’σαρ. Είναι μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών.
Ο Γεράρδος ξαφνιάστηκε γι’ακόμα μια φορά. Η Αρίνη’σαρ; Η μάγισσα που ήταν στην Ερρίθια; «Δεν είναι δυνατόν!»
Τα αδέλφια μου χρειάζονταν έναν τρόπο για να με στείλουν στη διάστασή σας, Γεράρδε, και δεν μπορούσα αλλιώς να έρθω. Έπρεπε να γεννηθώ εδώ προκειμένου να με αποδεχτεί ο Θεός σας σαν δικό του κομμάτι. Η Μητέρα ερχόταν και ερευνούσε τα μέρη όπου παρουσιάζονταν «αντικατοπτρισμοί», όπως τους λέει. Οι αντικατοπτρισμοί μάς έφερναν, ορισμένες φορές, προς στιγμή μέσα στη Χάρνταβελ, αλλά δεν μπορούσαμε να μείνουμε για πολύ εδώ, φυσικά. Η Μητέρα είχε πάει σ’ένα μέρος για να ερευνήσει ενώ οι ενέργειές μας ήταν ακόμα ισχυρές εκεί. Τις εντόπισε πριν διωχτούν τελείως και, προσπαθώντας να τις κατανοήσει, τις τράβηξε μέσα της. Έτσι, βρισκόμουν μέσα στο σώμα της… αρκετό καιρό προτού αυτό γονιμοποιηθεί. Κι όταν γονιμοποιήθηκε, γλίστρησα μέσα στο σώμα της καινούργιας ζωής που διαμορφωνόταν. Με τη δύναμη των αδελφών μου, επιτάχυνα την εγκυμοσύνη της Μητέρας χωρίς να τη βλάψω, και τώρα βρίσκομαι εδώ.
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις;»
Να βρω έναν τρόπο για να μας σώσω όλους από βέβαιη καταστροφή, Γεράρδε. Και νομίζω ότι εσύ μπορείς να με βοηθήσεις. Όπως επίσης και η Ελισαβέτα.
«Εμείς;» έκανε η Ελισαβέτα.
Είστε οι μόνοι που διαισθάνομαι πως μοιάζουν με τα αδέλφια μου σε τούτη τη διάσταση. Έχετε άμεση επαφή με τις ενέργειες της Χάρνταβελ. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι παρόμοιοι μ’εσάς, αλλά γύρω τους περιστρέφεται μια δύναμη που τους παγιδεύει· δεν τους αφήνει να έρθουν σε πλήρη επαφή.
«Οι ιερείς…» είπε ο Γεράρδος.
Ναι, έτσι τους αποκαλείτε.
«Πώς λέγεσαι εσύ;» τον ρώτησε ο Γεράρδος.
Δύσκολο να μεταφέρω το όνομά μου σ’εσάς. Δώσε μου εσύ ένα όνομα, Γεράρδε.
«…Δεν ξέρω. Τι όνομα να σου δώσω;»
«Μπορούμε να σε λέμε Μαύρη Φωτιά, αν θέλεις,» είπε η Ελισαβέτα, θηκαρώνοντας το σπαθί της στην πλάτη της.
Ο Γεράρδος την κοίταξε υπομειδιώντας. «Για την ώρα, είναι καλό, υποθέτω.» Και στράφηκε στη Μαύρη Φωτιά: «Πώς μπορούμε να σε βοηθήσουμε; Κι ο δικός μας σκοπός είναι να σώσουμε τις δύο διαστάσεις από ολική καταστροφή.»
Η διάστασή σας είναι ακόμα πλούσια σε ζωτική ενέργεια, και ο Θεός σας είναι ισχυρός. Ίσως αυτά τα δύο να είναι αρκετά για να επαναφέρουμε την ισορροπία. Πρέπει, όμως, και να διαλύσουμε τους Ιπτάμενους.
«Και πώς θα το καταφέρουμε αυτό;»
Δεν ξέρω, Γεράρδε. Αυτό είναι και το δικό μας πρόβλημα.
«Τι κάνετε, ως αντισώματα;»
Προστατεύουμε τη διάστασή μας. Γι’αυτό υπάρχουν τα δάση εκεί όπου υπάρχουν· δεν αφήνουμε τους Ιπτάμενους να έρθουν και να τραφούν από τη ζωτική τους ενέργεια. Αν η Πηγή μάς είχε γεννήσει πιο νωρίς, θα είχαμε κατορθώσει να σώσουμε μεγαλύτερο μέρος της διάστασης.
«Θες να πεις ότι δεν έχετε καμία απολύτως μέθοδο επίθεσης;»
Έτσι όπως καταλαβαίνω ότι το εννοείς, όχι. Χρειαζόμαστε δύναμη από κάπου αλλού, και η Χάρνταβελ ίσως να μπορεί να μας την προσφέρει. Μέσα από ανθρώπους σαν εσένα και την Ελισαβέτα, Γεράρδε.
«Τότε,» είπε ο Γεράρδος, «το πρόβλημά σας είναι μεγαλύτερο απ’ό,τι νομίζεις· γιατί εγώ και η Ελισαβέτα είμαστε, προς το παρόν, οι μόνοι του είδους μας.»
Αυτό δεν είναι καλό, παρατήρησε η Μαύρη Φωτιά.
«Μπορούμε, όμως, να δημιουργήσουμε κι άλλους σαν εμάς.»
Ενδιαφέρον…
«Οι ιερείς είναι, ουσιαστικά, σαν εμάς. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τραβήξουμε από πάνω τους την επιρροή του Εσώτερου Θηρίου. Ωστόσο, δεν ξέρω πόσο εύκολο θα είναι αυτό. Έχουν, συνειδητά, γίνει ένα με το Εσώτερο Θηρίο.
»Μπορείς, τουλάχιστον, να μας βοηθήσεις να ταξιδέψουμε πιο γρήγορα; Πηγαίνουμε στην Ερρίθια.»
Όχι, είπε η Μαύρη Φωτιά, δεν μπορώ να σας μεταφέρω.
«Τότε, καλύτερα να καταυλιστούμε για μερικές ώρες, προτού συνεχίσουμε τον δρόμο μας,» είπε ο Γεράρδος, και η Ελισαβέτα κατένευσε.
Σας χαιρετώ, είπε η Μαύρη Φωτιά.
«Φεύγεις;» έκανε η Ελισαβέτα.
Δεν έχω ακόμα εξερευνήσει όλη τη διάστασή σας. Θα ξανασυναντηθούμε, όμως – σύντομα. Μη φοβάστε, δεν είναι δύσκολο να σας βρω. Ξεχωρίζετε ανάμεσα σ’όλες τις υπόλοιπες ενεργειακές μορφές.
«Εις το επανιδείν,» είπε ο Γεράρδος καθίζοντας σε μια πέτρα κάτω από ένα μεγάλο δέντρο.
Η Μαύρη Φωτιά έφυγε, πετώντας γρήγορα μέσα στη βλάστηση του δάσους.
Η Ελισαβέτα κάθισε κοντά στον Γεράρδο κι έπιασε ν’ανάψει μια φωτιά. «Τα μισά δεν τα κατάλαβα,» του είπε. «Τι ακριβώς είναι αυτό το πράγμα; Δαίμονας;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, «αλλά είναι με το μέρος μας.»
Τα νέα δεν άργησαν να μαθευτούν σ’όλη την Ερρίθια: Ο Παντοκρατορικός Επόπτης είχε φυλακίσει τον Υπεράρχη, την οικογένειά του, και τους υποστηρικτές του. Οι μόνοι ένοπλοι φρουροί και στρατιώτες που κυκλοφορούσαν πλέον στη Μεγάλη Πόλη ήταν αυτοί του Επόπτη. Εξαιρώντας, πάντα, τους εξεγερθέντες, που εμφανίζονταν απροειδοποίητα, χτυπούσαν, και εξαφανίζονταν. Και εξαιρώντας, επίσης, τους Ιερούς Φρουρούς του Ναού, οι οποίοι βοηθούσαν τους στασιαστές.
Σύμφωνα με τις φήμες, όλοι φοβόνταν ότι ο Επόπτης, μετά τη φυλάκιση του Υπεράρχη, θα πήγαινε για τους ιερείς στον Ναό. Θα τους αιχμαλώτιζε κι αυτούς. Ή θα τους σκότωνε.
Οι δρόμοι της Μεγάλης Πόλης είχαν γεμίσει με πολεμιστές της Παντοκράτειρας οι οποίοι, με την παραμικρή αφορμή, ξυλοκοπούσαν· με την παραμικρή υπόνοια επίθεσης εναντίον τους, άνοιγαν πυρ. Αναπόφευκτα, σκοτώνονταν και αθώοι μ’αυτές τις τρομοκρατικές τακτικές.
Οι εξεγερθέντες (που, συνήθως, απέφευγαν τους στρατιώτες του Επόπτη αφού ήξεραν πού να κρυφτούν και πώς να κινηθούν, και ποτέ δεν έμεναν για πολύ στο ίδιο μέρος – με την εξαίρεση της περιοχής γύρω από το εξωδιαστασιακό δάσος και γύρω από τον Ναό) παρακινούσαν τους πολίτες της Ερρίθιας να πάρουν τα όπλα και να ξεσηκωθούν εναντίον των τυράννων, γιατί ο Θεός είχε δώσει τα σημάδια, και γιατί ο Θεός ήταν μαζί τους. Δε χρειαζόταν να φοβούνται τους εξωδιαστασιακούς κατακτητές. Με την υποταγή τους, το μόνο που θα κατόρθωναν θα ήταν να καταλήξουν σαν τον Υπεράρχη, τον Ριχάρδο τον Τρίτο.
Ορισμένοι πολίτες βιάστηκαν να ανταποκριθούν στο κάλεσμα των στασιαστών, και βγήκαν από μια αποθήκη στο Λαγούμι κουβαλώντας κυρίως πρόχειρα όπλα (αξίνες, τσουγκράνες, ρόπαλα, τσεκούρια για ξυλοκόπους) και κάποια φτιαγμένα για μάχη (σπαθιά, ξιφίδια, πολεμικούς πέλεκεις, ελάχιστα πιστόλια). Επιτέθηκαν στους πρώτους στρατιώτες της Παντοκράτειρας που συνάντησαν. Τους σκότωσαν όλους. Αλλά δεν άργησαν να έρθουν περισσότεροι και να γίνει μακελειό. Οι ξεσηκωμένοι πολίτες είχαν ξαφνιάσει τους πρώτους πολεμιστές, όμως οι άλλοι δεν ήταν ούτε ξαφνιασμένοι ούτε ερασιτέχνες. Τους θέρισαν, με τουφέκια, και χίμησαν ν’αποτελειώσουν με σπαθιά ό,τι είχε απομείνει.
Τότε ήταν που οι οργανωμένοι στασιαστές της Ερρίθιας τούς όρμησαν, μαζί με κάποιους Ιερούς Φρουρούς και έναν ιερέα, που κανείς δεν είδε το πρόσωπό του καθώς φορούσε κουκούλα. Το μακελειό χειροτέρεψε. Τελικά, όλοι εγκατέλειψαν εκείνο τον δρόμο αφήνοντάς τον στρωμένο με κουφάρια και αίμα, ένα μακάβριο χαλί επάνω στο πλακόστρωτο. Για λίγο, κανείς δεν ήθελε να πλησιάσει: ούτε στασιαστές, ούτε πολίτες, ούτε στρατιώτες της Παντοκράτειρας. Αργότερα, ο Επόπτης έστειλε κάποιους ανθρώπους του να μαζέψουν τους νεκρούς, και πρόσταξε τους οδοκαθαριστές της πόλης να κάνουν το πλακόστρωτο να γυαλίσει αν δεν ήθελαν να προστεθεί και το δικό τους αίμα εκεί. Οι πέτρες, πολύ γρήγορα, έγιναν καθρέφτης.
Η Μάρθα άκουσε γι’αυτά τα επεισόδια ενώ καθόταν, το μεσημέρι, στην τραπεζαρία του Σιδερένιου Ξένου τρώγοντας ψητές πατάτες και λαχανικά και πίνοντας μπίρα.
Γάμησέ μας, σκέφτηκε. Της πουτάνας άρχισε από τώρα να γίνεται, και ο Γεράρδος ακόμα να φανεί. Πολύ φοβόταν ότι μπορεί το όνειρο του Εδμόνδου να ήταν, τελικά, μαλακίες. Κι αν ίσχυε αυτό, τότε κάθονταν και περίμεναν εδώ άδικα. Έπρεπε να φύγουν και να ψάξουν για τον Γεράρδο. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχαν ιδέα από πού να ξεκινήσουν· αλλιώς η Μάρθα μπορεί ήδη να είχε φύγει από την Ερρίθια, ασχέτως τι νόμιζαν οι άλλοι γι’αυτό.
Γαμώ την ανωμαλία σου, Γεράρδε! Γιατί έστειλες όνειρο στον Εδμόνδο και όχι σ’εμένα; Αν το είχα δει εγώ, θα ήμουν πολύ πιο σίγουρη ότι τελικά θα έρθεις.
«Δύο πράγματα μπορεί να συμβούν, τώρα που ο Υπεράρχης είναι αιχμάλωτος του Επόπτη,» είχε πει η Άνμα’ταρ, όταν πρωτοέμαθαν τα νέα. «Ή ο έλεγχος των Παντοκρατορικών θα γίνει απόλυτος στην Ερρίθια και, επομένως, σ’ολόκληρη τη Χάρνταβελ· ή οι γηγενείς θα ξεσηκωθούν μαζικά και θα αποτινάξουν τους Παντοκρατορικούς.»
«Οι Παντοκρατορικοί θα ζητήσουν βοήθεια από άλλες διαστάσεις, πολύ προτού συμβεί αυτό το τελευταίο,» της είπε ο Σθένελος’σαρ, καθώς ήταν όλοι τους καθισμένοι στο δωμάτιό του – συμπεριλαμβανομένου του Εδμόνδου και των δύο χορευτριών, αλλά όχι της Βατράνιας, η οποία εξακολουθούσε να διαμένει στον καλά κρυμμένο Κροκόδειλο, έξω από την πόλη.
«Μπορεί η βοήθεια να μην προλάβει να έρθει,» αποκρίθηκε η Άνμα’ταρ.
«Πιστεύεις ότι θα καταφέρουν να διώξουν τόσο γρήγορα τους Παντοκρατορικούς; Το αμφιβάλλω, Άνμα.»
«Μπορεί να έχεις δίκιο – είναι δύσκολο – αλλά υπάρχει μια πιθανότητα. Σκέψου μόνο τις δυνάμεις των ιερέων, και σκέψου την επιρροή που ασκούν οι ιερείς επάνω στον λαό της Χάρνταβελ.»
«Ό,τι κι αν γίνει,» είπε θλιμμένα ο Εδμόνδος, «θα χυθεί πολύ αίμα…»
Και τα λόγια του είχαν αποδειχτεί προφητικά, σκέφτηκε τώρα η Μάρθα. Το επεισόδιο με τη σφαγή των βιαστικά οπλισμένων πολιτών ήταν το χειρότερο μέχρι στιγμής – χωρίς να λαμβάνει κανείς υπόψη του τη συμπλοκή στα Ανάκτορα και την αιχμαλωσία του Υπεράρχη.
Είμαι σίγουρη ότι ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος θα ήθελε πολύ να κάνει κάτι για να σταματήσει αυτή την κατάσταση. Ίσως το καλύτερο θα ήταν να επιστρέψουμε στην Απολλώνια και να τον ειδοποιήσουμε. Θα στείλει εδώ καμια ολόκληρη συμμορία από οπλισμένους μέχρι τα δόντια επαναστάτες για να ξεκάνουν τον Επόπτη και τους δικούς του. Μαύρες Δράκαινες, κατά πάσα πιθανότητα, και μάγους κάθε είδους, μαζί με μεταβαλλόμενα οχήματα και πανίσχυρα όπλα.
Αλλά δεν μπορούσαν να φύγουν χωρίς να ξέρουν τι είχε γίνει ο Γεράρδος.
Απ’την άλλη, υπήρχε και η μέση λύση πάντα…
Η Μάρθα θα την πρότεινε στο επόμενο «συμβούλιο». Λογικά, πρέπει και η Άνμα να συμφωνούσε, νόμιζε.
Πριν από το συμβούλιο, όμως, μέσα στο απόγευμα, η Μάρθα έμαθε κάτι ακόμα που ήταν σημαντικό. Και, καθώς το ακόλουθο περιστατικό διαδραματίστηκε, μόνο εκείνη ήταν στην τραπεζαρία του πανδοχείου, όπως επίσης και ο Εδμόνδος και οι δύο τσαπερδόνες του. Ο Σέλιρ και η Άνμα ήταν επάνω, στο δωμάτιό τους· και ο Σθένελος είχε επισκεφτεί τη Βατράνια, για να της πάει φαγητό ώστε να μην τους ψοφήσει μες στον Κροκόδειλο.
Μερικοί ταξιδιώτες μπήκαν στον Σιδερένιο Ξένο και ρώτησαν τι συνέβαινε στην πόλη. «Καθώς ερχόμασταν,» είπε ένας τους, «κάποια συμπλοκή γινόταν σ’έναν δρόμο κοντά στη Δυτική Πύλη.» Κι ένας άλλος πρόσθεσε: «Και δε φαίνονται καθόλου φρουροί του Υπεράρχη…» Οι πελάτες του πανδοχείου και ο Νάρθιελ τούς εξήγησαν τι είχε συμβεί στην Ερρίθια, και οι ταξιδιώτες άκουγαν με μισάνοιχτα στόματα και γουρλωμένα μάτια, ενώ η κόρη του Νάρθιελ και μια άλλη σερβιτόρα έφερναν φαγητά και ποτά στο τραπέζι τους.
Μετά, είπαν κι αυτοί κάτι που εξέπληξε τους υπόλοιπους: Στα νότια της Βεν’τάδιας μια έρημος είχε παρουσιαστεί από το πουθενά. Ήταν σαν… σαν ο ουρανός και η γη να είχαν σκιστεί! Τα δέντρα είχαν πέσει, οι βράχοι είχαν σκορπίσει, κι αυτή η παράξενη έρημος είχε ξεχυθεί, γεμίζοντας τα πάντα με άμμο. Κι από πάνω της φαινόταν ένας άλλος ουρανός, όχι αυτός της Χάρνταβελ. Ένας ουρανός με ήλιο περιτριγυρισμένο από φωτιά!
«Ήμασταν εκεί κοντά και το είδαμε να συμβαίνει. Για τ’άλλα είχαμε μόνο ακούσει. Μα… άλλο είναι να τ’ακούτε, φίλοι μου Θεοσεβούμενοι, άλλο να τα βλέπετε με τα μάτια σας! Είχαμε πέσει χάμω όλοι και παρακαλούσαμε το Θεό να μας γλιτώσει, κι όπως μπορείτε να δείτε, ακόμα ζωντανοί είμαστε.»
Η Μάρθα έσβησε το τσιγάρο της μέσα στο πήλινο τασάκι. Κι άλλες εισβολές; απόρησε. Καινούργιες; Πού σκατά είναι ο Γεράρδος;
Οι ταξιδιώτες συνέχισαν να λένε κι άλλες φανφάρες, αλλά δεν είχαν να προσθέσουν τίποτα το ουσιαστικό.
«Το τέλος έρχεται!» είπε κάποιος από τους πελάτες του πανδοχείου. «Ο Θεός είναι οργισμένος. Μας το λένε, δε μας το λένε;»
Γαμώ την κοινωνία μου… σκέφτηκε η Μάρθα, κουρασμένα· κι άναψε δεύτερο τσιγάρο. Σε λίγο θα πετάξω στο ταβάνι σαν μπαλόνι, μ’αυτά τα τσιγάρα από αλαφρόχορτο της Χάρνταβελ!
*
«Το τάισες το πιθηκάκι σου;» ρώτησε η Μάρθα τον Σθένελο, όταν, τα μεσάνυχτα, είχαν συγκεντρωθεί όλοι στο δωμάτιο του Σέλιρ’χοκ και της Άνμα’ταρ για το αναμενόμενο συμβούλιο μετά από όσα είχαν συμβεί.
Ο Σθένελος μειδίασε. «Δεν τη συμπαθείς καθόλου τη Βατράνια, ε, Μάρθα;»
«Πρέπει να είσαι μάγος για να με ξεσκεπάζεις έτσι, μεγάλε,» αποκρίθηκε εκείνη. «Ας πούμε ότι τα μακριά πόδια στις γυναίκες δε με εντυπωσιάζουν.» Κάπνιζε ακόμα ένα Αλαφρό και νόμιζε ότι πετούσε πάνω από το ξύλινο πάτωμα όπου καθόταν.
«Μα τους θεούς! το ξέρει ο Γεράρδος αυτό;» την πείραξε η Άνμα, η οποία καθόταν οκλαδόν επάνω στο κρεβάτι της με μια κούπα νερωμένο κρασί στα χέρια.
Η Μάρθα τής έκανε μια προσβλητική χειρονομία με το αριστερό χέρι, και η μάγισσα γέλασε.
Ο Εδμόνδος, αφού άναψε την πίπα του, καθάρισε ηχηρά τον λαιμό του. «Μόλις μάθαμε κάτι που είμαι βέβαιος πως θα ενδιαφέρει πολύ εσάς τους μάγους.»
«Τι;» ρώτησε ο Σθένελος.
Ο Εδμόνδος τού είπε για την εισβολή που είχε παρουσιαστεί νότια της Βεν’τάδιας.
«Όπως καταλαβαίνετε,» πρόσθεσε η Μάρθα, «καινούργιες εισβολές πρέπει να έχουν, γενικά, αρχίσει να παρουσιάζονται.»
«Και μόνο ο Γεράρδος θα μπορούσε να μας πει πού είναι όλες τους,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, σκεπτικά.
«Αλλά δεν είναι εδώ,» τόνισε η Μάρθα· και κοίταξε τον Εδμόνδο.
«Όχι ακόμα, τουλάχιστον,» είπε εκείνος.
«Θα μπορούσα να πάω να ερευνήσω αυτή την καινούργια εισβολή,» προθυμοποιήθηκε ο Σθένελος. «Δεν είναι μακριά από την Ερρίθια, κι έτσι κι αλλιώς εδώ δεν κάνω τίποτα τώρα. Θα πάρω τον Κροκόδειλο μαζί με τη Βατράνια και θα ταξιδέψουμε νότια, για να ρίξουμε μια ματιά κοντά στη Βεν’τάδια. Έχει αρχίσει να βαριέται κι αυτή, συνεχώς κλεισμένη μέσα στο όχημα.»
«Τι κρίμα,» σχολίασε η Μάρθα. «Δεν την… διασκεδάζεις όταν την επισκέπτεσαι;»
Η έκφραση του Σθένελου έγινε προς στιγμή αμήχανη. Το ήξερα! σκέφτηκε η Μάρθα. Ο μάγος όπου βρει φούστα γλιστρά από κάτω, και η Βατράνια κουνά τα πόδια της μπροστά στη μούρη όποιου περνά από μπροστά της. Τι ταιριαστοί που είναι οι δυο τους!
Η Ιζαμπώ και η Ισαβέλλα ατένισαν τον Σθένελο έντονα· εκείνος είπε βιαστικά: «Τι να κάνεις για να περάσει η ώρα μέσα σ’ένα όχημα; Τέλος πάντων, δεν είναι εκεί το θέμα! Όπως έλεγα, προτείνω να πάω να ρίξω μια ματιά νότια της Βεν’τάδιας.»
Ο Σέλιρ’χοκ τον ρώτησε: «Τι νομίζεις ότι θα ανακαλύψεις που δεν έχουμε ήδη ανακαλύψει;»
«Δεν ξέρω… Κάτι. Όπως και νάχει, κι εδώ που κάθομαι, τι κάνω, Σέλιρ; Απλά επισκέπτομαι κάθε μέρα τη Βατράνια.»
«Τη βαρέθηκες κιόλας;» μουρμούρισε η Μάρθα, σβήνοντας το τσιγάρο της. (Το τελευταίο, είπε στον εαυτό της. Αν κάπνιζε κι άλλο, θα πήγαινε μετά πετώντας στο δωμάτιό της.)
Ο Σθένελος την αγριοκοίταξε, ενώ αναρωτιόταν αν το είχε βάλει σκοπό να του χαλάσει την κατάσταση με την Ιζαμπώ και την Ισαβέλλα. Η Βατράνια ίσως να έχει δίκιο που δεν τη συμπαθεί. Σίγουρα, η Μάρθα ήταν πολύ καιρό στην Επανάσταση και ήξερε τι έκανε, αλλά… μα τον Απόλλωνα, δεν μπορούσες να την υποφέρεις ώρες-ώρες! όπως είχε διαπιστώσει ο Σθένελος τώρα που έμεναν τόσες μέρες στον Σιδερένιο Ξένο. Η τύπισσα συνέχεια έβριζε χυδαία, εκτός των άλλων. Ο Σθένελος νόμιζε πως αυτή ήταν η πρώτη φορά που είχε συναντήσει γυναίκα με την οποία θα το σκεφτόταν πολύ προτού πλαγιάσει, και μόνο αν η ίδια επέμενε. Πώς ήταν δυνατόν ο Γεράρδος – που έμοιαζε τόσο συγκροτημένος και νηφάλιος άνθρωπος – να την ανέχεται;
«Κοίτα,» είπε η Άνμα στον Σθένελο. «Από μια άποψη έχεις δίκιο. Πράγματι, τώρα δεν φαίνεται να υπάρχει κάτι άλλο, καλύτερο να κάνεις εδώ, όσο περιμένουμε ο Γεράρδος να εμφανιστεί. Όμως, αναρωτιέμαι, αξίζει να πάρουμε ένα τέτοιο ρίσκο;»
«Πιστεύεις ότι ο Επόπτης ακόμα ψάχνει για εμάς, με τόσες φασαρίες του γίνονται μέσα στην Ερρίθια;»
Η Μάρθα παρενέβη προτού μιλήσει η Άνμα: «Αν είναι να κάνεις κάτι,» είπε στον Σθένελο, «καλύτερα να κάνεις κάτι χρήσιμο.»
«Όπως;»
«Να πας στην Απολλώνια, για να πεις στον Πρίγκιπα τι συμβαίνει. Το μεσημέρι ήσουν στην τραπεζαρία όταν ακούσαμε για το τελευταίο επεισόδιο που έγινε. Είναι προφανές, νομίζω, ότι σε λίγο θα γίνεται της ανωμαλίας εδώ πέρα. Το αίμα που θα χυθεί θα είναι σαν τον Μεγάλο Ποταμό – ο Εδμόνδος είχε δίκιο. Ο Πρίγκιπας, μάλλον, θα θέλει να βοηθήσει για να τελειώσουν γρήγορα οι συγκρούσεις. Και με τη δική του βοήθεια οι Χαρνταβέλιοι ίσως καταφέρουν να διώξουν τον Επόπτη.»
Ο Σθένελος δεν αποκρίθηκε αμέσως. Ούτε και κανένας άλλος. Μετά, ο Ερευνητής είπε: «Μα, εμείς ήρθαμε εδώ για τελείως διαφορετικό λόγο…»
«Τα πράγματα, όμως, αλλάξανε,» τόνισε η Μάρθα. «Και θα πρότεινα να σηκωθούμε όλοι και να την κάνουμε από τούτη τη διάσταση – αν δεν ήταν ο Γεράρδος. Δε μπορούμε να φύγουμε χωρίς τον Γεράρδο. Όχι όλοι μας, τουλάχιστον. Εσύ, όμως, και η Βατράνια μπορείτε να φύγετε.» Και στράφηκε να κοιτάξει την Άνμα, για να δει ποια ήταν και η δική της γνώμη.
Η Δράκαινα ήπιε μια γουλιά απ’το κρασί της. «Αν ο Γεράρδος έρθει όσο ο Σθένελος λείπει;»
«Και τι έγινε;» είπε η Μάρθα ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Δε θα έχουμε τον Κροκόδειλο.»
«Τι σημασία έχει; Ο Σθένελος θα ξανάρθει, φέρνοντας και βοήθεια μαζί του.»
«Αν, όμως, εν τω μεταξύ κάτι απρόοπτο συμβεί, δεν θα έχουμε μεταφορικό μέσο,» είπε η Άνμα.
«Θα έχουμε το δικό μου όχημα,» της θύμισε ο Εδμόνδος.
«Το ξέρεις ότι ο Κροκόδειλος έχει κάποιες πολύ συγκεκριμένες και πολύ χρήσιμες ιδιότητες…»
«Παρά, όμως, να πάτε με τα πόδια ή με άλογα…» είπε ο τροβαδούρος.
«Ναι εντάξει,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Ως τελευταία λύση.»
«Εγώ λέω ο Σθένελος και η Βατράνια να πάνε στην Απολλώνια,» δήλωσε η Μάρθα. «Ο Πρίγκιπας θα στείλει βοήθεια. Οι ιερείς μόνοι τους δεν θα τα καταφέρουν, ό,τι δυνάμεις κι αν έχουν. Και τώρα, ο Επόπτης δεν νομίζω να τους λυπηθεί μετά από τα επεισόδια που έχουν κάνει. Θα τους τσακίσει.»
«Συμφωνώ,» είπε ο Σθένελος. «Κι ούτε η Βατράνια πρέπει να έχει πρόβλημα.»
«Σέλιρ, τι λες;» ρώτησε η Άνμα.
Ο Σέλιρ’χοκ είπε: «Σύμφωνα με τις αναλογίες χρόνου που ξέρουμε, για κάθε μία ημέρα που περνά στην Απολλώνια, δύο-και-κάτι ημέρες περνάνε στη Χάρνταβελ. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος εδώ κυλά πιο γρήγορα. Και, στην Απολλώνια, για να πας από τη διαστασιακή δίοδο του Μαύρου Ποταμού μέχρι την Απαστράπτουσα, η απόσταση δεν είναι μικρή. Πάνω από δύο χιλιάδες χιλιόμετρα, αν δεν κάνω λάθος. Πόσο γρήγορα μπορούν η Βατράνια κι ο Σθένελος να τα διασχίσουν – ειδικά με μόνο έναν μάγο για να υφαίνει τη Μαγγανεία Κινήσεως και μία οδηγό στο τιμόνι; Και πόσο γρήγορα μπορούν να έρθουν οι ενισχύσεις του Πρίγκιπά μας; Ας πάρουμε την περίπτωση ότι ο Σθένελος δουλεύει στο ενεργειακό κέντρο για οκτώ ώρες την ημέρα και η Βατράνια καταφέρνει να κάνει εξήντα χιλιόμετρα την ώρα κατά μέσο όρο. Τετρακόσια-ογδόντα χιλιόμετρα την ημέρα, λοιπόν. Τουλάχιστον πέντε ημέρες, περίπου, για να φτάσουν στην Απαστράπτουσα και στο παλάτι του Πρίγκιπά μας. Δηλαδή, δέκα ημέρες εδώ, στη Χάρνταβελ. Και άλλες δέκα τουλάχιστον μέχρι να έρθουν οι ενισχύσεις. Μιλάμε για παραπάνω από είκοσι μέρες. Γύρω στις τριάντα, πιθανώς.
»Ώς τότε, νομίζω πως τα επεισόδια στην Ερρίθια θα έχουν λήξει. Ή ο Επόπτης θα έχει φύγει από εδώ, ή θα έχει υποτάξει τους γηγενείς. Ο Ναός της Ερρίθιας, δε, το αποκλείω πλέον να στέκεται.»
«Ο Επόπτης μπορεί να έχει φύγει από την Ερρίθια αλλά όχι κι από τη Χάρνταβελ,» είπε η Άνμα. «Εξάλλου, πολύ πιθανόν κι εκείνος να έχει ζητήσει ενισχύσεις.»
«Ναι, πράγματι,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ. «Απλώς σας είπα ποια είναι τα δεδομένα που έχουμε όσον αφορά την απόσταση και τον χρόνο.»
«Ο Επόπτης,» ρώτησε η Μάρθα, «από πού μπορεί να ζητήσει ενισχύσεις; Από τη Φεηνάρκια, ε;»
«Ναι,» είπε η Άνμα. «Επίσης, μπορεί να στείλει κάποιους στη Διάσταση του Φωτός, ή στο Σύμπλεγμα μέσω της διόδου στο κέντρο της ερημιάς της Χάρνταβελ, κι από εκεί αυτοί μπορούν να πάνε ουσιαστικά οπουδήποτε.»
«Μεγάλη η διαδρομή, όμως,» είπε ο Σέλιρ. «Είμαι βέβαιος ότι θα προτιμήσει τη Φεηνάρκια, παρότι κι εκεί γίνονται πολλές εξεγέρσεις τελευταία. Επιπλέον, δεν ξέρουμε αν έχει σκάφος κατάλληλο για το Σύμπλεγμα.»
«Τέλος πάντων,» τους διέκοψε ο Σθένελος. «Θα πάω, τελικά, στην Απολλώνια ή όχι;»
«Εσύ τι προτείνεις;» τον ρώτησε ο Σέλιρ.
«Το μόνο που με φοβίζει, τώρα που ανέφερες τον χρόνο, είναι μη γίνει εδώ κάτι συνταρακτικό και το χάσω. Και εννοώ σχετικά με τις εισβολές.»
«Εγώ λέω να πας και ν’αφήσεις τις μαλακίες,» είπε η Μάρθα. «Θα χρειαστούμε βοήθεια αν είναι να κάνουμε κάτι εδώ πέρα.»
«Αυτό που λέει ο Σθένελος, όμως, έχει κάποια βάση,» τόνισε ο Σέλιρ’χοκ. «Μετά από τριάντα ημέρες, η Χάρνταβελ και αυτή η άλλη διάσταση… μπορεί να είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση.»
Ο Σθένελος ένευσε. «Αν τα διαστασιακά τοιχώματα καταρρεύσουν τελείως, ή σε μεγάλο βαθμό, τότε τα πάντα θα διαλυθούν.»
«Τα πάντα;» έκανε η Μάρθα.
«Και η Χάρνταβελ και η άλλη διάσταση.»
«Γάμησέ μας…» μουρμούρισε η Μάρθα, ευχόμενη ο Γεράρδος να ερχόταν γρήγορα, για να φύγουν από τούτη την κωλοδιάσταση.
«Τι νομίζεις, Σθένελε;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ τον Ερευνητή. «Θα έχουν διαλυθεί τα διαστασιακά τοιχώματα μέσα σε τριάντα ημέρες;»
Ο Σθένελος μόρφασε. «Δύσκολο να πω με βεβαιότητα. Σκέψου: πότε πρωτοπαρουσιάστηκαν εισβολές;»
Ο Σέλιρ συνοφρυώθηκε προσπαθώντας να θυμηθεί. «Θα έχουν περάσει καμια δεκαπενταριά μέρες από τότε,» είπε τελικά.
«Επομένως, πριν από δεκαπέντε μέρες παρουσιάστηκαν οι πρώτες εισβολές· και τώρα παρουσιάστηκαν οι καινούργιες, σύμφωνα μ’ό,τι ακούσαμε. Αν αυτό συνεχιστεί αναλογικά, τότε σε τριάντα μέρες θα έχουν παρουσιαστεί δύο φορές ακόμα καινούργιες εισβολές, και…» μόρφασε, «τα διαστασιακά τοιχώματα σίγουρα θα βρίσκονται στα πρόθυρα της διάλυσης, υποθέτω. Δε μπορώ όμως να είμαι σίγουρος για τίποτα, Σέλιρ, διότι δεν έχει ξαναπαρουσιαστεί παρόμοια περίπτωση πουθενά στο Γνωστό Σύμπαν, απ’όσο ξέρω.»
Ο Σέλιρ’χοκ ένευσε, συμφωνώντας.
«Τι θα νιώσουμε όταν τα διαστασιακά τοιχώματα είναι στα πρόθυρα να διαλυθούν;» ρώτησε η Μάρθα. «Θα νιώσουμε… να κουνιόμαστε, ας πούμε; Όπως όταν γίνεται σεισμός;»
«Πώς να ξέρω;» αποκρίθηκε ο Σθένελος ανασηκώνοντας τους ώμους. «Είπαμε, δεν έχει ξανασυμβεί πουθενά. Πάντως, σίγουρα θα παρατηρήσετε κάποιες πολύ έντονες αλλαγές στο περιβάλλον. Αποκλείεται οι δύο διαστάσεις να γίνουν ξαφνικά σκόνη χωρίς καμία προειδοποίηση.»
«Να πας, λοιπόν, στην Απολλώνια,» πρότεινε η Μάρθα, «κι αν γυρίσουμε εκεί προτού εσύ προλάβεις να γυρίσεις εδώ, τότε θα μάθεις ότι η Χάρνταβελ διαλύθηκε.»
Ο Σθένελος, η Άνμα, ο Σέλιρ, ο Εδμόνδος, και οι δύο χορεύτριες αλληλοκοιτάχτηκαν.
«Τι;» ρώτησε η Μάρθα. «Είπα κάτι περίεργο;»
«Κάτι ανησυχητικό, μάλλον,» της αποκρίθηκε ο Εδμόνδος.
«Μόνο ανησυχητικό;» έκανε η Ισαβέλλα.
«Δε θέλω η Χάρνταβελ να καταστραφεί!» είπε η Ιζαμπώ.
Ο Σθένελος έσφιξε το μπράτσο της. «Μη φοβάσαι, δε θα τ’αφήσουμε να συμβεί.»
Ναι, σκέφτηκε η Μάρθα ειρωνικά, θα κάνεις τα μαγικά σου… Αυτά που κάνεις χωρίς παντελόνι. «Θα το σκεφτόμαστε για πολύ ακόμα; Αν είναι να φύγεις μαζί με τη Βατράνια, καλύτερα να ξεκινήσετε απόψε κιόλας. Ο Σέλιρ το είπε: δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο.»
«Σθένελε, θέλεις να πας;» ρώτησε η Άνμα.
Ο Ερευνητής κατένευσε. «Θα πάω. Κι ελπίζω,» πρόσθεσε, «να μη χάσω τίποτα που θα ήθελα να δω.»
*
Όταν το νυχτερινό συμβούλιο έληξε και ο Σθένελος’σαρ έφυγε για να πάει στον Κροκόδειλο, ο Εδμόνδος, η Ιζαμπώ, η Ισαβέλλα, και η Μάρθα έφυγαν από το δωμάτιο του Σέλιρ’χοκ και της Άνμα’ταρ για να πάνε στα δικά τους δωμάτια.
Ο τροβαδούρος ξεκλείδωσε την πόρτα του και είδε σκοτάδι. Η ενεργειακή λάμπα πρέπει να είχε σβήσει όσο έλειπε. Τελείωνε η μπαταρία της; Δεν το είχε προσέξει, και την έβαζε πάντα σε χαμηλή ένταση. Τέλος πάντων. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και, με τη βοήθεια του φεγγαρόφωτου που γλιστρούσε από το μισάνοιχτο παράθυρο, πήγε προς τα εκεί όπου είχε αφήσει τη λάμπα. Άπλωσε το χέρι του…
…αλλά δεν τη βρήκε.
«Γι’αυτό ψάχνεις, Βοριά;»
Ξαφνικά, το δωμάτιο φωτίστηκε.
Ο Εδμόνδος στράφηκε, τραβώντας το πιστόλι του.
«Ήρεμα, φίλε μου Βοριά. Ήρεμα,» είπε ο άντρας που τον περίμενε κρατώντας τη λάμπα του – αναμμένη.
«Σεβερίνε…» είπε ο Εδμόνδος, θηκαρώνοντας πάλι το πιστόλι του.
Ο λευκόδερμος άντρας χαμογέλασε μέσα από τα μαύρα, άγρια μούσια του. «Μη μου πεις ότι δε με περίμενες, ξάδελφε.»
«Για να είμαι ειλικρινής, όχι, δεν σε περίμενα.»
Ο Σεβερίνος γέλασε. «Και ποιος νόμιζες ότι έκανε όλες αυτές τις φασαρίες για τους ιερείς, Βοριά; Σηκώθηκαν οι λαχανοπώλες κι οι σιδεράδες; Όχι βέβαια· ο καλός Σεβερίνος και οι Γενναίοι του είναι που κάνουν το Έργο του Θεού· και ο Θεός ανταμείβει αξιοπρεπώς: το πλιάτσικο είναι καλό. Και θα γίνει και καλύτερο – πολύ καλύτερο – μόλις μπουκάρουμε στ’Ανάκτορα.»
Ο Εδμόνδος, πριν από πολλά χρόνια, προτού φύγει από το σπίτι των γονιών του, είχε διδαχτεί την τέχνη των όπλων από τον θείο του τον Ούγο, προκειμένου να εργαστεί ως μισθοφόρος. Ο Σεβερίνος ήταν γιος του Ούγου, κι έκανε κι αυτός τη ζωή του μισθοφόρου μέχρι που αποφάσισε ότι η ζωή του ληστή ήταν πιο προσοδοφόρα. Επίσης, εργαζόταν και για την Επανάσταση όποτε τον φώναζαν οι ιερείς. Όταν υπηρετούσες τον Θεό, όλα ξαφνικά γίνονταν νόμιμα και καλά. Ο Εδμόνδος ποτέ δεν ενέκρινε αυτές τις συγκεκριμένες δραστηριότητες του ιερατείου, αλλά, από την άλλη, ετούτοι ήταν, αναμφίβολα, δύσκολοι καιροί…
«Στο δωμάτιό μου πώς μπούκαρες; Συνήθως δεν κάνεις διαρρήξεις· γκρεμίζεις τις πόρτες.»
«Ο Νάρθιελ, ο πανδοχέας, μου έδωσε το επιπλέον κλειδί που έχει. Μην του κρατήσεις κακία, όμως· δεν είχε άλλη επιλογή. Μπήκαμε απ’την πίσω πόρτα και τον πιάσαμε απροετοίμαστο. Αλλά του είπα ότι κάνει τη δουλειά του Θεού και να μην ανησυχεί· απλά ήθελα να σου μιλήσω χωρίς να μας μπανίσει κανένα τσιράκι του Επόπτη.»
Ο Εδμόνδος πήρε την ενεργειακή λάμπα του από το χέρι του Σεβερίνου. «Τι έχουμε να πούμε, λοιπόν;»
«Θέλουμε να μας βοηθήσεις, Εδμόνδε.»
«Η δουλειά μου δεν είναι να βγαίνω στο δρόμο και να σκοτώνω κόσμο· το ξέρεις αυτό.»
«Βοήθησες, όμως, εκείνους τους εξωδιαστασιακούς επαναστάτες να γλιτώσουν τη δική τους από την κρεμάλα του Επόπτη· μου το είπαν οι ιερείς.» Ο Σεβερίνος γέλασε. «Θα τη θυμάται για πολύ καιρό εκείνη την ιστορία ο Επόπτης. Αλλά όχι για τόσο καιρό όσο θα θυμάται αυτά που σύντομα θα γίνουν – αν τη σκαπουλάρει ζωντανός, τελικά, δηλαδή – χα!»
Ο Εδμόνδος κρέμασε τη λάμπα από το ταβάνι. «Ακόμα δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να κάνω για σένα. Υπάρχει κάτι συγκεκριμένο;»
«Όχι αμέσως, όχι. Αλλά θέλουμε να ξέρουμε ότι μπορούμε να βασιστούμε σ’εσένα. Κι επίσης, θέλουμε να μας πεις αν έχεις ξαναδεί εκείνους τους εξωδιαστασιακούς επαναστάτες.»
«Γιατί ρωτάς;»
«Για να μας βοηθήσουν· εσύ γιατί λες;»
«Τι σου είπαν οι ιερείς γι’αυτούς;»
«Χε-χε· το ξέρεις, λοιπόν, για να το λες έτσι. Μπαγαπόντη Βοριά, τίποτα δε σου ξεφεύγει! Οι ιερείς λένε πως είχαν μια κάποια… ένα καβγαδάκι, ας πούμε, μαζί τους στον Υπεραιώνιο. Αλλά ο Θεός είναι μεγάλος, ξάδελφε. Άμα μας βοηθήσουν να πετάξουμε από πάνω μας την Παντοκράτειρα, θα τους συγχωρέσει.»
«Σ’το είπαν αυτό οι ιερείς;»
«Ναι.»
«Ο Ύπατος;»
«Σιγά, ρε Βοριά! δε μιλάω και με τον Ύπατο. Τι νομίζεις ότι είμαι, εσύ; Χε-χε-χε…»
«Ποιος σ’το είπε, τότε;»
«Δύσκολος είσαι, ρε. Οι τοπικοί ιερείς της Ερρίθιας. Ο Μαλαχίας, ο Λεοπόλδος… Δυστυχώς, τον Εδουάρδο τον σκότωσαν τα χαμένα κορμιά του Επόπτη· τ’άκουσες;»
Ο Εδμόνδος συνοφρυώθηκε. «Όχι.»
«Τον καθάρισαν,» είπε νηφάλια – και, ίσως, κάπως θλιμμένα – ο Σεβερίνος. «Είχε μπουκάρει στ’Ανάκτορα, για να βοηθήσει τον Υπεράρχη και τους δικούς του όταν πήγαν να την πέσουν στον Επόπτη. Αλλά ο Επόπτης – έχει δαίμονα μέσα του, ο μπαγαπόντης! – κατάλαβε το σχέδιο του Υπεράρχη και του έστησε παγίδα. Τους πετσόκοψε όλους. Ο Εδουάρδος σκοτώθηκε· το ίδιο κι ο μεγάλος γιος του Ριχάρδου.»
«Ο Ρανούλφος;» έκανε, ξαφνισμένος, ο Εδμόνδος. «Ο Ρανούλφος, ο γιος του Υπεράρχη;»
«Ναι, ρε, τι σου λέω; Δεν κυκλοφόρησαν μακριά αυτά τα νέα, ε;»
«Μάλλον όχι,» είπε μελαγχολικά ο Εδμόνδος, και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του. «Ο Υπεράρχης τον αγαπούσε πολύ. Θα του κόστισε.» Άναψε την πίπα του.
«Ναι, αλλά ας προσεύχεται τώρα ο Ριχάρδος, τουλάχιστον, να γλιτώσει με τη ζωή του. Ο Επόπτης τον έχει κλειδώσει, και ποιος ξέρει πότε μπορεί και να τον καθαρίσει.
»Λοιπόν, Βοριά. Έχεις επαφή με τους εξωδιαστασιακούς επαναστάτες; Θέλουμε να ξέρουμε.»
«Θα σου απαντήσω αύριο, την ίδια ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Καλώς;»
«Έγινε, Βοριά ξάδελφε. Ο Θεός μαζί σου.»
«Και μαζί μ’εσένα, ξάδελφε.»
Ο Σεβερίνος άνοιξε την πόρτα και έφυγε, σιωπηλά σαν κεραμιδόγατος.
*
«Γυναίκα, ήρθα να σε πάρω!» είπε ο Σθένελος μπαίνοντας στον Κροκόδειλο.
Η Βατράνια, που κοιμόταν, είχε ήδη ανασηκωθεί ακούγοντας την πίσω πόρτα ν’ανοίγει και είχε πάρει στο χέρι το πιστόλι της. «Μα τη γλώσσα της Λόρκης, είσαι πραγματικά χυδαίος άνθρωπος!»
«Τι; Α…» Ο Σθένελος γέλασε κοφτά. «Εννοούσα ότι θα φύγουμε.» Έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Η Βατράνια πετάχτηκε όρθια. «Βρήκαν τον Κροκόδειλο;»
«Όχι,» είπε ο Σθένελος. «Αλλά θα φύγουμε. Θα πάμε στην Απολλώνια.»
«Γιατί;»
Ο Σθένελος, αφήνοντας κάτω τον μεγάλο σάκο που είχε πάρει μαζί του, της εξήγησε τι είχαν αποφασίσει στον Σιδερένιο Ξένο.
«Εμένα κανένας δεν με ρώτησε!» παρατήρησε η Βατράνια.
«Συμφωνήσαμε όλοι, οπότε ακόμα κι αν διαφωνούσες….»
«Μη μου αρχίσεις τώρα να λες για την αξία της δημοκρατίας και τα λοιπά!»
Ο Σθένελος μειδίασε και κάθισε στην ειδική θέση του ενεργειακού κέντρου. «Δε θέλεις να ξεμουδιάσεις λίγο; Εσύ οδηγείς.»
«Και θα οδηγώ για όλη την υπόλοιπη διαδρομή. Γιατί δεν ήρθε και κανένας άλλος μαζί μας;»
«Περιμένουν τον Γεράρδο, όπως ξέρεις.»
«Ναι αλλά ένας τουλάχιστον θα μπορούσε να έρθει! Η Άνμα, για παράδειγμα.»
«Είναι Δράκαινα· ίσως να τη χρειαστούν στην Ερρίθια.»
Η Βατράνια αναστέναξε και πήγε να καθίσει στη θέση του οδηγού. «Σ’ένα πράγμα έχεις δίκιο, πάντως: Θέλω, όντως, να ξεμουδιάσω.»
Ο Σθένελος ύφανε τη Μαγγανεία Κινήσεως, και η Βατράνια είδε, στην κονσόλα εμπρός της, ότι η ενεργειακή ροή ήταν ομαλή. Ξεκίνησε τον Κροκόδειλο χωρίς να ανάψει τους προβολείς, και τον έβγαλε από το δασώδες μέρος όπου τον είχαν κρύψει. Ακούγοντας τους μηχανισμούς του να μπαίνουν σε λειτουργία ύστερα από τόσες ημέρες ακινησίας, η Βατράνια θα ορκιζόταν ότι τα μεταλλικά κόκαλα του μεγάλου οχήματος έτριζαν, ξεμουδιάζοντας όπως κι εκείνη.
«Μας πηγαίνεις σε μια από τις εισβολές,» παρατήρησε η Ελισαβέτα, το απόγευμα, αφού είχαν ξεκινήσει να βαδίζουν ύστερα από τη μεσημεριανή ξεκούραση.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, «μία από τις καινούργιες.»
«Υπάρχει, όμως, και μια άλλη στα νότια, που επίσης δεν είναι μακριά.»
«Είναι παλιά αυτή. Βρίσκεται μέσα στην Ανατολική Αγορά της Ερρίθιας.»
Μετά από τόσες μέρες ταξίδι, πλησίαζαν επιτέλους τη Μεγάλη Πόλη της Χάρνταβελ, και ο Γεράρδος ήλπιζε να έβρισκε εκεί τη Μάρθα και τους άλλους επαναστάτες. Είχε όμως την περιέργεια να δει κι αυτή την καινούργια εισβολή. Εξάλλου, δε θα χρειαζόταν να λοξοδρομήσει πολύ.
Ακολουθώντας τη διαίσθησή του μέσα στο σούρουπο, οδήγησε την Ελισαβέτα κάτω από ψηλά αιωνόβια δέντρα που άπλωναν τα κλαδιά τους σαν στέγη κάνοντας τις σκιές να πυκνώνουν ακόμα περισσότερο. Μικρά ζώα με γυαλιστερά μάτια ατένιζαν τον Γεράρδο και την Ελισαβέτα καθώς περνούσαν κοντά από τις φωλιές τους.
Ακόμα, όμως, να συναντήσουμε κάποιον ουγκράβο, δεν μπόρεσε παρά να σκεφτεί εκείνος. Είναι σαν το Μαύρο Σύννεφο να αποφάσισε να φυλάξει τις δυνάμεις του. Ή σαν να μας φοβάται. Αποκλείεται, όμως, να παραδινόταν εύκολα· ο Γεράρδος ήταν βέβαιος.
Τα ψηλά αιωνόβια δέντρα έδωσαν, τελικά, τη θέση τους σε χαμηλότερα· αλλά οι θάμνοι πλήθυναν τόσο πολύ γύρω από τα πόδια των δύο ταξιδιωτών που έκαναν την πορεία τους δύσκολη. Η Ελισαβέτα τράβηξε το σπαθί από την πλάτη της, αρχίζοντας να χτυπά τη βλάστηση για ν’ανοίγει μονοπάτι. Και σύντομα, συνάντησαν ένα άλλο μονοπάτι. Ένα μονοπάτι που ήταν εκεί από χρόνια, σκαμμένο στο χώμα του δάσους και ξεχορταριασμένο.
«Κάποιο χωριό,» είπε η Ελισαβέτα.
Ο Γεράρδος ένευσε, και ακολούθησαν το μονοπάτι. Η εισβολή δεν πρέπει να ήταν μακριά από το χωριό. Ίσως, μάλιστα, να ήταν μέσα του ή πλάι του.
Καθώς ζύγωναν, ο Γεράρδος διαισθάνθηκε και κάτι καινούργιο: την παρουσία του Εσώτερου Θηρίου.
«Τον νιώθεις;» ρώτησε την Ελισαβέτα. «Ο εχθρός μας είναι εδώ.»
*
Το άλλο δάσος είχε παρουσιαστεί μέσα από το δάσος του Θεού. Ένα πρωινό πριν από τρεις ημέρες. Απρόσμενα.
Οι κάτοικοι του Κομποδέματος είχαν δει δέντρα να σωριάζονται στη δυτική άκρη του χωριού τους, κι άλλα, άγνωστα δέντρα να παρουσιάζονται σα να έβγαιναν από τον αέρα και να γλιστρούσαν επάνω στο χώμα, το οποίο σπρωχνόταν από μόνο του και αναπηδούσε, δημιουργώντας χαντάκια που ξαφνικά σκεπάζονταν. Τέσσερα σπίτια γκρεμίστηκαν, διαλύθηκαν τελείως, και κανείς πια δεν τα πλησίαζε. Ευτυχώς μία γυναίκα μονάχα σκοτώθηκε, γιατί, καθότι πρωί, κανένας δεν κοιμόταν, και όσοι δεν ήταν έξω βρισκόταν εκεί όπου μπορούσαν γρήγορα να βγουν από τα σπίτια μόλις η αναταραχή ξεκίνησε.
Ένα άλλο δάσος είχε ξεπροβάλει μέσα από το δάσος. Ένα δαιμονικό, καταραμένο δάσος, που είχε γεμίσει με τρόμο τους κατοίκους του Κομποδέματος.
Ο Λειτουργός είπε, αμέσως, να τρέξουν να φωνάξουν τους ιερείς, και ο Δήμαρχος, ασφαλώς, δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση. Για μία και μοναδική φορά στη ζωή του, η γλώσσα του έμοιαζε να είχε παραλύσει (και υπήρχαν ορισμένοι που, κρυφά, το χαίρονταν αυτό, φαφλατάς και φωνακλάς καθώς ήταν).
Για καλή τύχη των κατοίκων του Κομποδέματος, ο Υπεραιώνιος δεν ήταν μακριά. Μερικοί απ’αυτούς, λοιπόν, έτρεξαν στον Ναό για να ειδοποιήσουν τους ιερείς, ενώ οι υπόλοιποι περίμεναν στο χωριό, τρέμοντας ότι κάτι ακόμα χειρότερο μπορεί να συνέβαινε και κάνοντας προσευχές στον Θεό να τους προφυλάξει από τούτο το κακό.
Ορισμένοι, που κοίταζαν πιο προσεχτικά το άλλο δάσος, έλεγαν ότι και ένας άλλος ουρανός φαινόταν ανάμεσα από τα δέντρα του, καθώς και ένας άλλος ήλιος, και κάτι σκιές που πετούσαν και στριφογύριζαν γύρω από τους κορμούς και τις φυλλωσιές. Αλλά οι υπόλοιποι γρήγορα τους σώπαιναν. Μην κοιτάτε κει, ανόητοι! τους έλεγαν. Κακό θα σας βρει! Και ο Λειτουργός, που είχε περισσότερη γνώση για τέτοια θέματα, τους προειδοποιούσε: Το μέρος αυτό είναι δαιμονικό· κι αν το κοιτάτε, μπορεί δαιμόνιο να μπει μέσα και σ’εσάς. Ούτε να το κοιτάτε ούτε να το ζυγώνετε! Θαρθούνε οι Μεγάλοι Πατέρες και θα μας πούνε τι πρέπει να γίνει.
Ο Ουβέρτος ήρθε, τελικά, από τον Υπεραιώνιο μαζί με μισή ντουζίνα Ιερούς Φρουρούς. Μπήκε στο Κομπόδεμα μεσημέρι, και οι κάτοικοι κρατούσαν τα μάτια τους κατεβασμένα και του φώναζαν να τους σώσει. Ο ιερέας τούς είπε να σωπάσουν, κι αμέσως νεκρική σιγή πλάκωσε. Ο Ουβέρτος πλησίασε το άλλο δάσος και κοίταξε μέσα του. Είδε τον άγνωστο ουρανό και τον φλεγόμενο ήλιο να διακρίνονται ανάμεσα από τις φυλλωσιές· και είδε κι εκείνα τα ιπτάμενα φίδια που είχαν αναφέρει ο Αντίθεος και οι σύντροφοί του.
Ακόμα ένα σημάδι της Οργής του Θεού – για την παρουσία των ανθρώπων της Παντοκράτειρας· αλλά, αναμφίβολα, και για την παρουσία του Αντίθεου στη Χάρνταβελ.
«Θυσίες πρέπει να γίνουν!» φώναξε ο Ουβέρτος, επιστρέφοντας στην πλατεία του μικρού χωριού. «Αποφασίστε ποιοι δύο από εσάς θα προσφέρουν τις ζωές τους στον Θεό για να γλιτώσουν οι συγχωριανοί τους από την Οργή του!»
Οι κάτοικοι του Κομποδέματος είχαν ακούσει για τις ανθρωποθυσίες, και φοβόνταν ότι ίσως αυτό κάποτε να συνέβαινε και στο χωριό τους, μα δεν μπορούσαν τώρα να κάνουν αλλιώς. Ο Μεγάλος Πατέρας μιλούσε με το Στόμα του Θεού, και οι χωρικοί υπάκουσαν αμέσως. Ο Δήμαρχος συζήτησε με τον Λειτουργό και με μερικούς άλλους, και στο τέλος αποφασίστηκε να τραβήξουν κλήρους ανάμεσα σε κάποιους οι οποίοι προθυμοποιήθηκαν να θυσιαστούν. Η κληρωτίδα μίλησε: Ένας ξυλοκόπος θα πέθαινε, και η μοναδική υφάντρα με αργαλειό που είχε το Κομπόδεμα. (Ο Δήμαρχος ψιθύρισε στον Λειτουργό ότι ίσως μπορούσαν να κάνουν κάτι για να το αλλάξουν αυτό το τελευταίο, αλλά ο Λειτουργός αποκρίθηκε ότι δεν μπορούσε κανείς να κοροϊδέψει τον Θεό: και ο κλήρος που είχαν τραβήξει ήταν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Φωνή του Θεού.)
Ήταν απόγευμα, και σκοτείνιαζε, όταν οι χωρικοί έφεραν τον ξυλοκόπο και την υφάντρα στον Ουβέρτο και τους Ιερούς Φρουρούς. Ο ιερέας πρόσταξε ο πρώτος να δεθεί στη νότια άκρη του χωριού και η δεύτερη στη βόρεια. Ο ξυλοκόπος και η υφάντρα δεν πρόβαλαν την παραμικρή αντίσταση καθώς οι Ιεροί Φρουροί τούς οδηγούσαν εκεί όπου θα τους κρεμούσαν ανάποδα ώσπου να πεθάνουν. Εξάλλου, είχαν οι ίδιοι προσφερθεί να θυσιαστούν για το καλό του χωριού.
Οι Ιεροί Φρουροί έμπηξαν ψηλά, χοντρά παλούκια στο έδαφος, ένα στα βόρεια του χωριού κι ένα στα νότια. Μετά, έγδυσαν την υφάντρα, τη σήκωσαν ανάποδα, και, υπό το βλέμμα του Ουβέρτου, την έδεσαν στο παλούκι, σφιχτά, με σχοινιά γύρω απ’όλο της το σώμα και με το στόμα της φιμωμένο. Τα μακριά πράσινα μαλλιά της έπεφταν στο χώμα και στα χόρτα του δάσους, και το πορφυρόδερμο πρόσωπό της είχε ήδη αρχίσει να μαυρίζει.
Παρομοίως, στα νότια, έγδυσαν τον ξυλοκόπο, τον σήκωσαν ανάποδα, και–
«Ο Θεός δεν θέλει άνθρωποι να πεθαίνουν στο Όνομά Του, Ουβέρτε.»
Ο Ουβέρτος στράφηκε. «Γεράρδε!» ούρλιαξε, και ο Γεράρδος αισθάνθηκε το Εσώτερο Θηρίο να φουντώνει μέσα στον ιερέα.
Οι Ιεροί Φρουροί τράβηξαν σπαθιά και ύψωσαν καραμπίνες, σπρώχνοντας τον γυμνό ξυλοκόπο παραδίπλα, κάνοντάς τον να σωριαστεί, τρομαγμένος.
Ο Αντίθεος στεκόταν αντίκρυ τους, μ’ένα τσεκούρι στο δεξί χέρι κι ένα ξιφίδιο στο αριστερό. (Την Ελισαβέτα δεν την είχαν δει, γιατί ο Γεράρδος τής είχε πει να μείνει κρυμμένη στη βλάστηση προς το παρόν, αφού δεν έβλεπε ακόμα τα μονοπάτια.)
«Οι εισβολές δεν έχουν σχέση με τον Θεό μας,» είπε ο Γεράρδος στον Ουβέρτο. «Η παρουσία τους οφείλεται σε μια αστάθεια στην άλλη διάσταση.»
«Πιάστε τον!» πρόσταξε ο Ουβέρτος τους Ιερούς Φρουρούς. «Φέρτε τον σε μένα!»
Οι Φρουροί βάδισαν προς τον Γεράρδο–
–κι εκείνος ακολούθησε ένα μονοπάτι–
–και τους φάνηκε πως εξαφανίστηκε.
Αναφώνησαν, ξαφνιασμένοι.
Ο Ουβέρτος βρυχήθηκε, κοιτάζοντας ολόγυρα, ψάχνοντας για τον Αντίθεο. «ΓΕΡΑΡΔΕ!»
Όσοι χωρικοί ήταν έξω από τα σπίτια τους έτρεξαν να κρυφτούν.
Το μονοπάτι οδήγησε τον Γεράρδο πίσω από έναν Ιερό Φρουρό, και ο Γεράρδος τον χτύπησε με το τσεκούρι του στο κεφάλι, επάνω στο κλειστό του κράνος. Με το πλατύ μέρος της λεπίδας, όμως, θέλοντας μονάχα να τον ζαλίσει, όχι να τον σκοτώσει. Ο Φρουρός παραπάτησε κι έπεσε.
Ο Ουβέρτος, ουρλιάζοντας, όρμησε καταπάνω στον Γεράρδο. Εκείνος, ξέροντας πως αν ο ιερέας τον έπιανε στα χέρια του θα τον σκότωνε, τινάχτηκε παραδίπλα ακολουθώντας ένα μονοπάτι. Την ίδια στιγμή, η Ελισαβέτα ξεπρόβαλε από τη βλάστηση, εκτοξεύοντας ένα ξιφίδιο καταπάνω σ’έναν Ιερό Φρουρό που βαστούσε καραμπίνα και καρφώνοντάς τον στο στήθος. Μετά, τράβηξε το σπαθί από την πλάτη της κι επιτέθηκε σ’έναν άλλο.
Ο Γεράρδος έβλεπε τη σκιά του Εσώτερου Θηρίου να τυλίγει τον Ουβέρτο όπως τύλιγε και την Ελισαβέτα προτού διωχτεί από πάνω της. Περνώντας το ξιφίδιό του στη μπότα του και το τσεκούρι στη ζώνη του, χίμησε στον Ουβέρτο πριν εκείνος προλάβει να προσανατολιστεί.
Του χίμησε για ν’αρπάξει τη σκιά του Θηρίου.
Τα χέρια του Γεράρδου πιάστηκαν επάνω της σα να ήταν αραχνοΰφαντο ύφασμα, και την τράβηξαν.
Ο Ουβέρτος ούρλιαξε λυγίζοντας προς το πλάι, προσπαθώντας να ξεφύγει από κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Νόμιζε ότι τα πάντα είχαν ξαφνικά σκοτεινιάσει γύρω του.
Ένας Ιερός Φρουρός έκανε να σπαθίσει τον Γεράρδο από τα νώτα, αλλά η Ελισαβέτα τον πρόλαβε. Απέκρουσε το ξίφος του με το δικό της και τον κλότσησε στην κοιλιά, σωριάζοντάς τον. Ένας άλλος ήρθε εναντίον της, κι εκείνη απέφυγε το σπαθί του και τον χτύπησε στα πλευρά, κάνοντας αίμα να τιναχτεί μέσα από την πέτσινη πανοπλία του.
Ο Γεράρδος συνάντησε αντίσταση καθώς τραβούσε τη σκιά του Εσώτερου Θηρίου. Ο Ουβέρτος ήταν πιο συγκροτημένος από την Ελισαβέτα· ήταν ηθελημένα και ελεγχόμενα ένα με το Θηρίο, κι επομένως δυσκολότερο να τον διαχωρίσει κανείς από αυτό. Ο αγκώνας του χτύπησε τον Γεράρδο στο στήθος, τινάζοντάς τον κάτω, ανάσκελα· και ο ιερέας, συγχρόνως, πετάχτηκε απ’την άλλη μεριά και στηρίχτηκε σ’ένα δέντρο σαν να είχε τραυματιστεί άσχημα.
«Σκοτώστε τον!» έκρωξε. «Σκοτώστε τον!»
Κάποιος πυροβόλησε, αλλά ο Γεράρδος είχε ήδη εξαφανιστεί: είχε ακολουθήσει ένα από τα μονοπάτια, και τώρα βρισκόταν πλάι στον Ιερό Φρουρό με την καραμπίνα. Τραβώντας το ξιφίδιό του, τον κάρφωσε στα πλευρά και τον έσπρωξε, ρίχνοντάς τον στη γη.
Δυστυχώς, δε θα κατόρθωνε ν’αποφύγει την αιματοχυσία.
Δύο Ιεροί Φρουροί ήρθαν καταπάνω του κρατώντας σπαθιά, ενώ η Ελισαβέτα ξιφομαχούσε με τον τελευταίο απ’αυτούς.
Ο Γεράρδος έστριψε πίσω από έναν κορμό, και οι αντίμαχοί του τον έχασαν. Τραβώντας το τσεκούρι του, χτύπησε τον έναν απ’αυτούς από πίσω, τσακίζοντας την αριστερή του ωμοπλάτη, τινάζοντας αίματα ολόγυρα, και καρφώνοντας τη λεπίδα μέσα του. Δεν μπορούσε να την τραβήξει έξω καθώς ο Ιερός Φρουρός σωριαζόταν.
Ο άλλος Φρουρός, όμως, στράφηκε αμέσως στον Γεράρδο, διαγράφοντας ένα μεγάλο, θανατηφόρο ημικύκλιο με το μακρύ του ξίφος. Ο Γεράρδος πετάχτηκε πίσω αποφεύγοντας την κόψη της λεπίδας για μερικά εκατοστά. Τράβηξε μια από τις μυτερές πέτρες που είχε μαζέψει και την πέταξε στο κρανοφόρο κεφάλι του Φρουρού. Εκείνος παραπάτησε αλλά δεν έπεσε. Ο Γεράρδος χρησιμοποίησε τη μικρή ευκαιρία που του είχε παρουσιαστεί για να τον πλησιάσει και να του επιτεθεί με το ξιφίδιό του. Κατάφερε ν’αποφύγει τη μακριά λεπίδα του ξίφους και να βρεθεί κοντά στον Ιερό Φρουρό. Προτού όμως ο Γεράρδος σπαθίσει, το γαντοφορεμένο χέρι του αντίμαχού του τον γρονθοκόπησε στο κεφάλι.
Χάνοντας την ισορροπία του, βρέθηκε στη γη – και κύλησε αμέσως στο πλάι, καθώς το σπαθί του Ιερού Φρουρού ερχόταν καταπάνω του. Σηκώθηκε όρθιος, απέφυγε το όπλο του αντιπάλου του γι’ακόμα μια φορά, και τον κάρφωσε στο στήθος με το ξιφίδιό του.
Καθώς τραβούσε το λεπίδι του έξω από τον νεκρό, είδε ότι και η Ελισαβέτα είχε μόλις σκοτώσει τον τελευταίο Φρουρό. Ήταν, όμως, τραυματισμένη στον αριστερό γοφό και στο δεξί μπράτσο – ευτυχώς, τα τραύματα δεν έμοιαζαν σοβαρά.
Ο Ουβέρτος! Πού ήταν ο Ουβέρτος;
Ο Γεράρδος κοίταξε ολόγυρα, αναζητώντας τον ιερέα, και δεν τον είδε πουθενά. Ούτε μπορούσε να αισθανθεί την παρουσία του Εσώτερου Θηρίου. Έφυγε. Τον τρόμαξα. Ο Γεράρδος καταράστηκε σιωπηλά, γιατί δεν ήταν αυτός ο σκοπός του. Δεν ήθελε να δώσει κι άλλους λόγους στο ιερατείο για να τον μισεί. Ήθελε να τους κάνει να καταλάβουν.
Λίγο αργά γι’αυτό… σκέφτηκε πικρά.
«Νομίζω πως τα είδα,» του είπε η Ελισαβέτα πλησιάζοντάς τον.
«Ποια;»
«Τα μονοπάτια.» Τα μάτια της γυάλιζαν.
«Τα ακολούθησες;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Απλώς νομίζω ότι τα διέκρινα για λίγο, καθώς αντιμετώπιζα αυτόν.» Έδειξε τον σκοτωμένο της αντίπαλο.
Ο Γεράρδος αναστέναξε. «Δε φαίνεται να υπάρχουν άλλοι εδώ,» παρατήρησε.
Η Ελισαβέτα σκούπισε τη λεπίδα του σπαθιού της επάνω στο παντελόνι της και το θηκάρωσε στην πλάτη της. «Τι έγινε μ’αυτό τον ιερέα; Σκότωσες το Εσώτερο Θηρίο του;»
«Όχι,» αποκρίθηκε, δυσαρεστημένα, ο Γεράρδος. «Δεν τα κατάφερα. Με αποτίναξε προτού τραβήξω τη σκιά από πάνω του.»
«Δεν πρέπει, όμως, να είναι κοντά τώρα,» είπε η Ελισαβέτα. «Δεν τον αισθάνομαι.»
«Ούτ’ εγώ.»
Ο Γεράρδος βάδισε προς το χωριό.
Ο γυμνός άντρας που ο Ουβέρτος ετοιμαζόταν να θυσιάσει είχε ζαρώσει επάνω στον τοίχο ενός σπιτιού, καθισμένος στη γη. Κανένας άλλος δεν ήταν έξω. Ο Γεράρδος έπιασε τα ρούχα του από κάτω και του τα πέταξε. «Ντύσου,» του είπε. «Τελείωσε.»
«Μα…» ψέλλισε εκείνος. «Μα… Ο Μεγάλος Πατέρας…»
«Δεν υπάρχει λόγος για ανθρωποθυσίες. Ο Θεός δεν τις θέλει.»
Ο άντρας σηκώθηκε, αργά, από το έδαφος και, τρέμοντας, έπιασε τα ρούχα του για να κρύψει τη γύμνια του. «Ποιος είσαι, ξένε;»
«Γεράρδο με λένε. Είμαι φίλος σας. Οι ιερείς νομίζουν ότι κάνουν καλό, μα δεν κάνουν. Ένα κακό πνεύμα τούς έχει παραπλανήσει.»
Ο άντρας είχε γουρλώσει τα μάτια του ακούγοντάς τα αυτά, και τα γούρλωσε ακόμα περισσότερο όταν η Ελισαβέτα πλησίασε κρατώντας το αιματοβαμμένο τσεκούρι του Γεράρδου.
«Κάτι άφησες πίσω.»
«Ευχαριστώ.» Ο Γεράρδος πήρε το όπλο και το κρέμασε από τη ζώνη του. «Δε θα είχα σκοτώσει τους Ιερούς Φρουρούς,» εξήγησε στον γυμνό άντρα, «αν δε μου είχαν επιτεθεί. Όμως δεν είχα άλλη επιλογή. Ντύσου τώρα.»
«Δηλαδή…» είπε εκείνος, «η θυσία… δεν θα…;»
«Δε χρειάζονται θυσίες, είπαμε. Δεν τις θέλει ο Θεός.» Ο Γεράρδος τον προσπέρασε, βαδίζοντας ανάμεσα στα μικρά χτίρια του χωριού με την Ελισαβέτα πλάι του.
Ο άντρας τούς ακολούθησε. «Τότε, και η Ελεονόρα…!»
Ο Γεράρδος τον κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του. «Η ποια;»
«Η Ελεονόρα, η υφάντρα με τον αργαλειό. Την έχουν κρεμάσει στα βόρεια.»
Ο Γεράρδος καταράστηκε.
Κανένας δεν στάθηκε στο δρόμο τους καθώς πήγαιναν στη βόρεια άκρη του χωριού· και εκεί είδαν πως, όντως, μια γυναίκα ήταν δεμένη σ’έναν ψηλό, χοντρό πάσαλο: ανάποδα, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω, ολόγυμνη. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της, αλλά η φωνή της δεν ακουγόταν καθώς το στόμα της ήταν βουλωμένο.
Ο Γεράρδος έκανε νόημα στην Ελισαβέτα, κι εκείνη, τραβώντας το σπαθί της, έκοψε τα σχοινιά που κρατούσαν δεμένη την Ελεονόρα. Ο Γεράρδος έπιασε την υφάντρα προτού πέσει και χτυπήσει το κεφάλι της στο έδαφος. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την άφησε να σταθεί όρθια. Της έβγαλε το φίμωτρο, ενώ η Ελισαβέτα τής έφερνε τα ρούχα της, που ήταν πεταμένα παραδίπλα.
Η Ελεονόρα τραύλισε κάτι ακατανόητο.
Ο Γεράρδος τής είπε: «Ο Θεός δεν θέλει τη ζωή σου. Ούτε κανενός άλλου.»
Η υφάντρα γονάτισε μπροστά του, αγκαλιάζοντας τα πόδια του και κλαίγοντας γοερά. «Αρκετά,» είπε ο Γεράρδος, «αρκετά.» Αλλά δεν μπορούσε να την ξεγαντζώσει από πάνω του, και δεν ήθελε να τη σπρώξει ή να την τραβήξει· η γυναίκα είχε ήδη υποφέρει πολλά.
Γύρω του, οι χωρικοί είχαν αρχίσει να βγαίνουν από τα σπίτια τους, ατενίζοντάς τον με μάτια γουρλωμένα και στόματα μισάνοιχτα.
«Ακούστε με!» τους φώναξε ο Γεράρδος. «Ο Θεός δεν θέλει να θυσιάζονται άνθρωποι στο Όνομά Του. Οι ιερείς που ξέρετε έχουν χάσει τον δρόμο τους. Τίποτα δεν πρόκειται να γίνει με το να σκοτώνετε τους συγχωριανούς σας. Δεν φταίνε εκείνοι γι’αυτό!» Έδειξε την εισβολή που φαινόταν στα δυτικά του χωριού, τα δέντρα του άγνωστου δάσους που είχαν παρουσιαστεί μέσα στο γνωστό δάσος. «Ένα μεγάλο κακό έχει συμβεί σε μια άλλη διάσταση, κι αυτό το κακό επηρεάζει και τη Χάρνταβελ. Θα προσπαθήσω να το διορθώσω· σας το υπόσχομαι. Και σας διαβεβαιώνω ότι δεν είμαι μόνος στην προσπάθειά μου.»
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε ένας άντρας που, από το ντύσιμό του, πρέπει να ήταν ο Λειτουργός του χωριού. Τον κοίταζε όπως και οι υπόλοιποι χωρικοί: με ευλάβεια, σαν να ήταν ιερέας.
«Το όνομά μου είναι Γεράρδος. Ο Θεός με έστειλε, για να σας βοηθήσω.»
«Είσαι ιερέας;» ρώτησε ο Λειτουργός.
«Όχι σαν αυτούς που ξέρετε,» απάντησε ο Γεράρδος. Μετά, ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της Ελισαβέτας. «Κι αυτή είναι η Ελισαβέτα. Ό,τι είμαι εγώ είναι κι εκείνη. Είναι σαν αδελφή μου.»
Οι χωρικοί τούς κοίταζαν αμίλητα. Η υφάντρα είχε αφήσει τα πόδια του Γεράρδου αλλά εξακολουθούσε να είναι γονατισμένη μπροστά του.
«Ντύσου,» της είπε εκείνος, και, στρεφόμενος, βάδισε προς τα δυτικά, προς την εισβολή, περνώντας ανάμεσα από τους χωρικούς και τα μικρά σπίτια τους. Η Ελισαβέτα, όπως πάντα, ήταν στο πλευρό του, σιωπηλή και παρατηρητική, σαν θηρίο του δάσους.
Το χωρίο δεν ήταν μεγάλο· σύντομα έφτασαν στη δυτική άκρη του, όπου τα σπίτια είχαν καταστραφεί, και στάθηκαν μπροστά στην εισβολή: ένα εξωδιαστασιακό δάσος μέσα στο Κεντροδάσος της Χάρνταβελ. Ο Γεράρδος ζήτησε από τους χωρικούς να του φέρουν μια λάμπα, κι εκείνοι υπάκουσαν· του έφεραν μια λάμπα λαδιού, αναμμένη. Ενεργειακές λάμπες, φυσικά, δεν υπήρχαν εδώ.
Ο Γεράρδος – κρατώντας το φως υψωμένο και στο πλάι, για να μην τον τυφλώνει – μπήκε στο εξωδιαστασιακό δάσος. Και η Ελισαβέτα ήρθε μαζί του, τραβώντας το σπαθί από την πλάτη της και βαστώντας το με τα δύο χέρια.
«Τα τραύματά σου;» τη ρώτησε εκείνος.
«Δεν είναι τίποτα.»
Την πίστευε· φαινόταν να βαδίζει χωρίς δυσκολία, και σίγουρα είχε δεχτεί και χειρότερα τραύματα στην άγρια ζωή που είχε ζήσει με το Εσώτερο Θηρίο στην ψυχή της.
Το φως του Γεράρδου αποκάλυψε ψηλά δέντρα και πυκνή βλάστηση, και… σκιές.
Μακριές σκιές περιστρέφονταν γύρω από τους κορμούς και τις φυλλωσιές. Τα φίδια που έλεγαν πως είδαν ο Σθένελος και η Βατράνια. Τα αδέλφια της Μαύρης Φωτιάς.
«Τι είναι αυτά, Γεράρδε;» ρώτησε η Ελισαβέτα.
«Οι συγγενείς του επισκέπτη μας.»
«Της Μαύρης Φωτιάς;»
Ο Γεράρδος ένευσε, και φώναξε στα φίδια: «Με λένε Γεράρδο! Με καταλαβαίνετε;»
Δεν φάνηκαν να δίνουν σημασία: συνέχισαν να περιστρέφονται γύρω από τα δέντρα.
«Γνωρίζω έναν… συγγενή σας. Έναν από εσάς που έχετε στείλει στη διάστασή μου. Γεννήθηκε από μια γυναίκα της Χάρνταβελ. Με ακούτε; Με καταλαβαίνετε;»
Τα σκιερά φίδια τον αγνοούσαν.
«Η Μαύρη Φωτιά μιλούσε,» είπε η Ελισαβέτα· «αυτά γιατί δε μιλάνε;»
«Η Μαύρη Φωτιά, μην ξεχνάς, είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος, Ελισαβέτα. Αυτά εδώ… δεν ξέρω τι ακριβώς είναι. Ο Σθένελος – ο μάγος που σου έλεγα, ένας από τους συντρόφους μου – πίστευε ότι είναι ενεργειακές μορφές. Και ο Σέλιρ’χοκ συμφωνούσε: επομένως, ο Σθένελος μάλλον είχε δίκιο.»
«Τι σημαίνει ‘ενεργειακές μορφές’;»
«Σημαίνει κάτι το ανόμοιο με εμάς. Δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε μαζί τους. Το ήξερα εξαρχής, αλλά είπα να προσπαθήσω.
»Ας φύγουμε. Υπάρχουν και επικίνδυνα πράγματα εδώ.» Ο Γεράρδος στράφηκε, βαδίζοντας προς το χωριό.
«Τι επικίνδυνα πράγματα;»
«Οι φωτεινές οντότητες που σου είπα. Οι Ιπτάμενοι.»
Η Ελισαβέτα θηκάρωσε πάλι το σπαθί της καθώς έμπαιναν στο χωριό.
Οι χωρικοί – που δεν είχαν ακόμα πάει στα σπίτια τους αλλά οι περισσότεροι στέκονταν γύρω από την εισβολή περιμένοντας τον Γεράρδο να επιστρέψει – τους ρώτησαν αν θα κοιμόνταν εδώ.
«Μπορούμε να σας φιλοξενήσουμε αν θέλετε,» είπε ένας άντρας, με επίσημο τρόπο.
«Είσαι ο Δήμαρχος του χωριού;»
«Μάλιστα, Μεγάλε Πατέρα.»
«Δε θα μείνουμε· μπορεί η παρουσία μας να σας βάλει σε κίνδυνο. Αν οι ιερείς ξανάρθουν εδώ, πείτε τους την αλήθεια. Πείτε τους ακριβώς ό,τι συνέβη. Αλλά μη δεχτείτε να θυσιάσετε ανθρώπους αν σας το ζητήσουν.»
«Μα, Μεγάλε Πατέρα,» είπε ο Λειτουργός, που στεκόταν πλάι στον Δήμαρχο, «δεν μπορούμε ν’αρνηθούμε τίποτα στους Μεγάλους Πατέρες.»
«Οι ιερείς έχουν χάσει τον δρόμο τους, σας είπα. Έχουν μολυνθεί από ένα κακό πνεύμα. Με τις ανθρωποθυσίες πιστεύουν ότι μπορούν να σταματήσουν περιστατικά σαν αυτό» – ο Γεράρδος έδειξε την εισβολή – «αλλά η αλήθεια είναι πως έτσι τίποτα δεν γίνεται.»
Οι χωρικοί δεν αποκρίθηκαν, μην ξέροντας τι να πουν.
Ο Γεράρδος καταλάβαινε ότι, μάλλον, δε θα τον άκουγαν σε περίπτωση που οι ιερείς έρχονταν πάλι στο χωριό τους και απαιτούσαν ανθρωποθυσίες. Θα φοβόνταν πολύ να αρνηθούν. Εκείνος, όμως, δεν μπορούσε τώρα να κάνει κάτι καλύτερο.
«Ο Θεός μαζί σας,» τους είπε· και, με την Ελισαβέτα πλάι του, βάδισε προς τα νότια, ακολουθώντας τις παρυφές του χωριού.
«Ίσως μπορούσαμε να μείνουμε,» είπε εκείνη, λίγο παρακάτω. «Νομίζεις ότι θα επιστρέψουν τόσο γρήγορα οι ιερείς;»
«Όχι. Αλλά καλύτερα να μην ειπωθεί ότι οι χωρικοί μάς φιλοξένησαν. Είμαι βέβαιος πως ο Ουβέρτος είναι ικανός να σφάξει ολόκληρο το χωριό για κάτι τέτοιο.»
Η Βατράνια οδήγησε τον Κροκόδειλο βόρεια και δυτικά από τη θέση όπου τον είχαν, για ασφάλεια, κρύψει. Καθώς οδηγούσε ρώτησε τον Σθένελο: «Το έχεις κάνει το ξόρκι για την κάλυψη, έτσι;»
«Υπήρχε περίπτωση να έχω φανεί απρόσεχτος;»
Η Βατράνια πήγε τον Κροκόδειλο σε μια απομονωμένη όχθη του Μεγάλου Ποταμού, και είπε: «Κάνε πάλι τα μαγικά σου.»
«Απλώς και μόνο για να περάσουμε απέναντι, ελπίζω…»
«Γιατί, δε μ’εμπιστεύεσαι για να πλοηγήσω ένα σκάφος επάνω σ’έναν ποταμό;»
«Δεν είναι μόνο αυτό. Μπορούμε να κρυφτούμε καλύτερα από τους Παντοκρατορικούς στην ξηρά.»
«Δεν είναι μόνο αυτό;» του είπε, πειραχτικά, η Βατράνια, χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει.
Ο Σθένελος το θεώρησε καλύτερο να κάνει τώρα το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος. Η Βατράνια οδήγησε τον Κροκόδειλο μέσα στα νερά του Μεγάλου Ποταμού, και το όχημα μεταμορφώθηκε σε πλοίο.
Παρότι η Βατράνια, πράγματι, δεν είχε μεγάλη εμπειρία στην πλοήγηση σκαφών, δεν το βρήκε δύσκολο να πάει τον Κροκόδειλο μέχρι την αντικρινή όχθη, όπου ο Σθένελος τον μετέτρεψε πάλι σε όχημα μέσα στη νύχτα, και έκανε το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος γι’ακόμα μια φορά, ώστε να δώσει στον Κροκόδειλο τα χρώματα του περιβάλλοντος.
Η Βατράνια έστριψε και οδήγησε προς τα νότια. Αισθανόταν καλά που, επιτέλους, έκανε κάτι ύστερα από τόσες ημέρες ακινησίας. Τελικά, δεν την αντέχω τη βαρεμάρα, σκέφτηκε. Καλύτερα έχω να με κυνηγάνε να με σκοτώσουν. Ορισμένες φορές αναρωτιόταν κι η ίδια αν ήταν καλά στα μυαλά της· αλλά αυτή η σκέψη δεν διαρκούσε για πολύ.
«Τον χάρτη τον έχεις ανοιχτό;» Η φωνή του Σθένελου, από πίσω.
«Φυσικά.» Ο χάρτης της Χάρνταβελ φαινόταν μέσα στην οθόνη της κονσόλας της, και το όχημα απεικονιζόταν ως μια κόκκινη κουκίδα επάνω του καθώς ταξίδευε.
«Βλέπεις τη Βεν’τάδια;»
«Ναι.»
«Θα σταματήσουμε λίγο πιο νότια από εκεί, για να ρίξω μια ματιά στην εισβολή που έχει παρουσιαστεί.»
«Ποια εισβολή;»
«Καινούργια είναι. Ακούσαμε γι’αυτήν στο πανδοχείο. Πρέπει, γενικά, νάχουν αρχίσει να εμφανίζονται καινούργιες εισβολές, Βατράνια.»
«Δεν πιστεύω να σκέφτεσαι να πας να μπλέξεις πουθενά…»
«Μια ματιά θα ρίξω μόνο. Μην ξεχνάς ότι βιαζόμαστε. Ο Σέλιρ, που υπολόγισε τον χρόνο, είπε ότι θα χρειαστούμε κάπου τριάντα Χαρνταβέλιες ημέρες για να πάμε στον Πρίγκιπα και να επιστρέψουμε με βοήθεια. Και έχει δίκιο.»
Η Βατράνια δεν το αμφέβαλλε. «Ποια είναι η αναλογία χρόνου Χάρνταβελ/Απολλώνιας;»
«Μία μέρα στην Απολλώνια είναι δύο μέρες και κάτι ώρες στη Χάρνταβελ.»
«Κατάλαβα.»
Μετά από κανένα μισάωρο, πέρασαν από τα περίχωρα της Βεν’τάδιας και, νότια της πόλης, είδαν την εισβολή για την οποία είχαν μιλήσει οι ταξιδιώτες στον Σιδερένιο Ξένο. Η Βατράνια σταμάτησε τον Κροκόδειλο εκεί κοντά, και ο Σθένελος βγήκε και κοίταξε από απόσταση, χρησιμοποιώντας τα κιάλια του.
«Μάλιστα…» είπε. «Συνηθισμένη περίπτωση φαίνεται.» Μια έρημος που είχε ξεπηδήσει μέσα από το φυσικό τοπίο της Χάρνταβελ, προκαλώντας του καταστροφές· και πάνω από την έρημο, ήταν ο ουρανός της άλλης διάστασης, με τα τρία πράσινα φεγγάρια. «Τίποτα το αξιοσημείωτο. Μπορούμε να συνεχίσουμε.»
Η Βατράνια δεν είχε σηκωθεί από τη θέση του οδηγού. «Γρήγορα τελείωσες,» παρατήρησε, κοιτάζοντάς τον από το ανοιχτό παράθυρο.
«Τι περίμενες; Σου είπα, μια ματιά θα έριχνα.»
Ο Σθένελος μπήκε στο όχημα, κάθισε στο ενεργειακό κέντρο, και ύφανε ξανά τη Μαγγανεία Κινήσεως.
*
Μετά από τέσσερις ώρες, ο Σθένελος έπρεπε να ξεκουραστεί, και η Βατράνια επίσης· ήταν επικίνδυνο να οδηγεί παραπάνω από τέσσερις ώρες συνεχόμενα μες στη νύχτα. Σταμάτησε, λοιπόν, το όχημα σ’ένα μέρος που έκρινε ότι ήταν ασφαλές και, αφού κλείδωσαν όλες τις πόρτες και έκλεισαν τα παράθυρα, έπεσαν κι οι δύο να κοιμηθούν, βάζοντας το σύστημα του Κροκόδειλου να τους ξυπνήσει στις δέκα και μισή.
Μουγκρίσματα γαϊδάρων έκαναν τον Σθένελο ν’ανοίξει τα μάτια του κάποια στιγμή και να ανασηκωθεί. «Τι σκατά συμβαίνει;» φώναξε.
Η Βατράνια, ξυπνώντας, γέλασε. «Το ξυπνητήρι,» είπε. Πρωινό φως έμπαινε από τα παράθυρα του Κροκόδειλου.
«Εσύ το έβαλες να κάνει έτσι;»
«Έχει αποθηκευμένους και χειρότερους ήχους στο σύστημα.»
Ο Σθένελος σηκώθηκε και πήγε να σταματήσει τον θόρυβο. «Την επόμενη φορά εγώ θα το ρυθμίσω,» είπε. Και κάθισαν να φάνε πρωινό, από τα τρόφιμα που είχε φέρει μαζί του, μέσα στον σάκο του, από τον Σιδερένιο Ξένο.
«Τι θα πει ο Εδμόνδος στον Νάρθιελ; Έφυγε ο ξάδελφός του; Πάει για Σεργήλη, να βρει τη γυναίκα του;» ρώτησε η Βατράνια ενώ έτρωγαν.
«Υποθέτω.»
Το βλέμμα του Σθένελου είχε γίνει πονηρό, κοιτάζοντάς την καθισμένη αντίκρυ του, με τα μακριά της πόδια διπλωμένα σαγηνευτικά από κάτω της. Ο μάγος είχε αρχίσει να αναστατώνεται, κι αφού τελείωσαν το πρωινό τους, τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη Βατράνια και τα φιλιά του της πρότειναν να περιμένουν λίγο ακόμα προτού ξεκινήσουν το ταξίδι τους για σήμερα. Εκείνη, γελώντας και πειράζοντάς τον, προσπάθησε να του ξεφύγει. «Καλύτερα να μην αργούμε,» του είπε. «Μπορώ να είμαι πολύ γρήγορος όταν θέλω,» της είπε ο Σθένελος. Η Βατράνια τον έσπρωξε πίσω. «Όχι. Έχεις δουλειά να κάνεις και πρέπει να είσαι φρέσκος.» Ο Σθένελος προσπάθησε πάλι να έρθει κοντά, λέγοντας: «Αυτό δεν είναι τίποτα για μένα.» Αλλά η Βατράνια αποκρίθηκε επίμονα, σπρώχνοντάς τον ξανά: «Όχι. Πρέπει να φύγουμε»· και πήγε στη θέση του οδηγού. Ο Σθένελος αναστέναξε και σκέφτηκε ενοχλημένα: Πάλι τα ίδια αρχίσαμε… Ήταν βέβαιος ότι η Βατράνια το έκανε επίτηδες για να τον πειράξει. Καλύτερη ήταν όταν βαριόταν, διαμένοντας έξω από την Ερρίθια και μέσα στο όχημα…
Ο Σθένελος κάθισε στο ενεργειακό κέντρο και ύφανε τη Μαγγανεία Κινήσεως.
Δεν βρίσκονταν πλέον μακριά από η διαστασιακή δίοδο που έβγαζε στην Απολλώνια. Χτες, με τέσσερις ώρες οδήγηση, είχαν κατορθώσει να διανύσουν αρκετά μεγάλη απόσταση, ακολουθώντας πάντα τον Μεγάλο Ποταμό προς τα νότια. Καθώς ταξίδευαν, είχαν περάσει κοντά από μικρές πόλεις και χωριά, ορισμένα σημειωμένα στον χάρτη του συστήματός τους, ορισμένα όχι. Είχαν δει αγρούς που έμοιαζαν τελείως νεκροί, και είχαν δει και ανθρωποθυσίες: ανάποδα κρεμασμένα σκέλεθρα, που ούτε τα κοράκια δεν πλησίαζαν πια· ή πτώματα που σίγουρα πρέπει να ήταν νόστιμα για τα σαρκοφάγα, καθώς είχαν μαζευτεί γύρω τους και τα μασουλούσαν. (Η Βατράνια είχε αισθανθεί το στομάχι να έρχεται στο στόμα της από ένα από αυτά τα θεάματα, που ο Κροκόδειλος έτυχε να βρεθεί αρκετά κοντά ώστε η οδηγός του να μπορέσει να διακρίνει λεπτομέρειες.)
Όταν μεσημέριασε και ο ήλιος της Χάρνταβελ ήταν ψηλά στον ουρανό, η Βατράνια είπε στον Σθένελο: «Θυμάσαι τι έγινε μόλις είχαμε έρθει από την Απολλώνια;»
«Εννοείς το ότι μας επιτέθηκαν;»
«Ναι· ήταν αρκετά σημαντικό, δε νομίζεις;»
«Και λοιπόν;» Ήταν ακόμα τσαντισμένος μαζί της· η Βατράνια μπορούσε να το ακούσει στη χροιά της φωνής του.
«Για να φτάσουμε στη διαστασιακή δίοδο πρέπει ν’ακολουθήσουμε τον Μεγάλο Ποταμό, Σθένελε. Πλέοντας επάνω του, όχι ταξιδεύοντας στις όχθες του. Επομένως οι Παντοκρατορικοί, αν συνεχίζουν να φρουρούν το μέρος πιο καλά από παλιότερα, θα μας επιτεθούν ξανά. Αυτό μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα, γιατί δεν έχουμε, αυτή τη φορά, κανέναν να μας βοηθήσει.»
«Τι προτείνεις;»
«Να ερευνήσουμε την περιοχή προτού βουτήξουμε στον ποταμό. Και καλύτερα το βράδυ. Φρόντισε το όχημά μας να είναι, εν τω μεταξύ, καλά καλυμμένο με τη μαγεία σου.»
«Το κάνω κάθε φορά,» αποκρίθηκε ο Σθένελος· «μη λέμε συνέχεια τα ίδια.»
«Όπως νομίζεις…»
*
Νύχτα, στα νότια διαστασιακά σύνορα της Χάρνταβελ.
Η διάσταση φαινόταν να κλίνει προς ένα και μόνο σημείο – μια μαυρίλα που κατάπινε τα πάντα, και κυρίως τον Μεγάλο Ποταμό – σαν ένα χαρτί διπλωμένο έτσι ώστε να τελειώνει σε μια στενή γωνία. Όπου κι αν πήγαινες προς τα νότια, θέλοντας και μη, στο τέλος εκεί θα έφτανες, σ’αυτή τη γωνία που ήταν, κατά παράδοξο τρόπο, αρκετά μεγάλη για να χωρά μόνο τον Μεγάλο Ποταμό αλλά, συγχρόνως, κι ολόκληρο το στερέωμα της Χάρνταβελ.
Τα πάντα έγερναν προς την ακατονόμαστη μαυρίλα, που ήταν πιο σκοτεινή από τη σκοτεινότερη νύχτα.
Η Βατράνια, έχοντας βγει από τον Κροκόδειλο, ατένιζε με τα κιάλια της τις όχθες του Μεγάλου Ποταμού, και δεν δυσκολεύτηκε να εντοπίσει το μικρό οχυρό των Παντοκρατορικών καθώς ήταν το μόνο φωτισμένο οικοδόμημα στην περιοχή.
«Από εκεί έρχονται,» είπε στον Σθένελο, δείχνοντας. «Εκεί έχουν αραγμένες τις βάρκες τους.»
Ο μάγος μούγκρισε καταφατικά, καθώς κι εκείνος κοίταζε με τα κιάλια του. «Και τι θα κάνουμε γι’αυτό; Νομίζω πως είχες δίκιο όταν είπες ότι θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα.»
«Σπάνια λέω πράγματα που δεν είναι σημαντικά.»
Ο Σθένελος ρουθούνισε, υπομειδιώντας.
«Τι; Διαφωνείς;» Η Βατράνια κατέβασε τα κιάλια της.
Ο Σθένελος κατέβασε και τα δικά του κιάλια. «Πώς θα τους αποφύγουμε; Αυτό μπορείς να μου το πεις;» τη ρώτησε καθώς αλληλοκοιτάζονταν.
«Θα σαμποτάρουμε τις βάρκες.»
Ο Σθένελος νόμιζε ότι του έκανε πλάκα.
«Σοβαρολογώ,» είπε η Βατράνια. «Δε μου φαίνεται να υπάρχει άλλος τρόπος για να περάσουμε ανενόχλητοι από εδώ. Αν και πάλι, βέβαια, δε θα περάσουμε τελείως ανενόχλητοι, ίσως…»
«Τι εννοείς;»
«Μάλλον υπάρχει παρόμοιο οχυρό και στην αντικρινή όχθη του ποταμού. Αλλά ελπίζω πως, ξεκινώντας από εδώ, θα προφτάσουμε να μπούμε στη διαστασιακή δίοδο προτού μας προλάβουν οι Παντοκρατορικοί. Για να το κάνουμε αυτό, όμως, πρέπει να σαμποτάρουμε τις βάρκες ετούτου του οχυρού.» Έδειξε πάλι το οικοδόμημα αντίκρυ τους μέσα στη νύχτα.
«Μάλιστα…»
Η Βατράνια αναστέναξε σκεπτικά. Είπε: «Για μια φορά, εύχομαι αυτή η αχώνευτη να ήταν μαζί μας.»
«Η Μάρθα;»
«Ναι. Είναι δύτρια, δεν το ξέρεις; Θα μπορούσε να κάνει τούτη τη δουλειά πιο εύκολα από εμένα. Για εσένα, ούτε συζήτηση.»
Ο Σθένελος την αγριοκοίταξε.
«Τι;» είπε η Βατράνια. «Έχεις εκπαιδευτεί στην κατάδυση;»
«Όχι· έχεις εκπαιδευτεί εσύ;»
«Όχι. Αλλά μην ανησυχείς· στη Σεργήλη, είχα χρηματοδοτήσει ταινίες με σκηνές κατάδυσης, και ήμουν εκεί στα γυρίσματα. Είχα βουτήξει κι εγώ, για να δω πώς είναι.»
«Υπέροχα…»
Μέσα στον Κροκόδειλο υπήρχε εξοπλισμός για καταδύσεις. Οι άλλοι δεν τον είχαν πάρει μαζί τους όταν είχαν πάει στην Ερρίθια για να μείνουν στον Σιδερένιο Ξένο· δεν θεωρούσαν ότι θα τους χρειαζόταν. Και ευτυχώς, σκέφτηκε η Βατράνια, γιατί αν τώρα δεν είχε αυτό τον εξοπλισμό αποκλείεται να μπορούσε να επιχειρήσει το σχέδιο που είχε στο μυαλό της. Μπήκε στην πίσω μεριά του Κροκόδειλου και έβγαλε από τον αποθηκευτικό χώρο όλα τα πράγματα που θα της χρειάζονταν.
«Ξέρεις να τα χρησιμοποιείς;» τη ρώτησε ο Σθένελος.
«Μπορείς να σταματήσεις να αμφισβητείς τις ικανότητές μου;» αποκρίθηκε η Βατράνια, καθώς γδυνόταν για να φορέσει τη στολή κατάδυσης.
«Μα, εσύ είπες ότι ξέρεις πώς να βουτάς μόνο από τις ταινίες που έχεις δει!»
«Από τις ταινίες που έχω χρηματοδοτήσει. Ήμουν στα γυρίσματα. Τους είδα τι έκαναν, και το έκανα κι εγώ.»
«Δε μου αρέσει αυτό, Βατράνια,» είπε ο Σθένελος. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το προσπαθήσεις;» Κρυφοκοίταζε τις καμπύλες της καθώς εκείνη, έχοντας βγάλει τα ρούχα της, έβαζε τώρα τη στολή κατάδυσης.
«Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; Είναι ο μόνος τρόπος για να περάσουμε τη δίοδο χωρίς να δεχτούμε επίθεση. Γιατί, αν δεχτούμε επίθεση, ποιος θα τους αντιμετωπίσει ενώ εγώ θα οδηγώ το σκάφος κι εσύ θα κάθεσαι στο ενεργειακό κέντρο;»
Ο Σθένελος δεν μπορούσε να διαφωνήσει. Αλλά εξακολουθούσε να μην του αρέσει το ρίσκο που θα έπαιρνε η Βατράνια.
Όταν εκείνη είχε τελειώσει με την ένδυση της στολής, τον πλησίασε και, παίρνοντας το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες της, τον φίλησε δυνατά. «Μην ανησυχείς. Θα τα καταφέρω.»
Μετά, έβγαλαν εκρηκτικά από την αποθήκη του οχήματος και η Βατράνια τα έβαλε σ’έναν σάκο. Ρύθμισε έναν πομπό και τον έδωσε στον Σθένελο. «Μόλις σου πω, θα δώσεις σήμα σ’αυτή τη συχνότητα και θα τους τινάξεις στον αέρα.»
«Εσύ πού θα είσαι;»
«Κατά πάσα πιθανότητα, δίπλα σου. Αλλά καλύτερα να κρατάς τον πομπό εσύ για κάθε ενδεχόμενο.»
«Τέλος πάντων.»
«Αν θέλεις να μου μιλήσεις, μπορείς να με καλέσεις σ’αυτή τη συχνότητα,» του έδειξε η Βατράνια. «Αλλά μην το κάνεις. Όταν θα είμαι κάτω απ’το νερό δεν θα μπορώ να σου απαντήσω.»
Ο Σθένελος κατένευσε.
Και όταν είχαν κι οι δυο τους ετοιμαστεί έφυγαν από τον Κροκόδειλο και βάδισαν προς τις όχθες του Μεγάλου Ποταμού, με προσοχή, για να μην τύχει να τους δουν οι Παντοκρατορικοί.
«Ευτυχώς δεν έχουν περιπολίες,» παρατήρησε η Βατράνια, καθώς περνούσαν σκυφτοί πίσω από ένα σύδεντρο. «Πρέπει να θεωρούν την περιοχή έρημη.»
Φτάνοντας κοντά στο νερό, ύψωσαν τα κιάλια τους κι έριξαν μια ακόμα ματιά προς το οχυρό των Παντοκρατορικών, μήπως δουν καμια κίνηση από εκεί. Τίποτα δε φαινόταν, όμως. Κανένας δεν πρέπει να είχε προσέξει τους δύο επαναστάτες.
«Μείνε εδώ,» είπε η Βατράνια στον Σθένελο, «μες στα δέντρα.»
«Να προσέχεις. Αν δεις ότι κάτι δεν πάει καλά, να γυρίσεις πίσω.»
Η Βατράνια ένευσε και πλησίασε το νερό. Για μια στιγμή αισθάνθηκε να φοβάται. Τι πας να κάνεις; σκέφτηκε. Δεν έχεις ξανακάνει τέτοιο πράγμα, ανόητη. Και το ξέρεις ότι στις ταινίες τίποτα δεν είναι όπως στην πραγματικότητα. Όμως αν δεν το τολμούσε δεν θα μπορούσαν να περάσουν τη διαστασιακή δίοδο. Και τι θα έκαναν τότε; Θα επέστρεφαν στην Ερρίθια, για να πουν στους άλλους ότι είχαν αποτύχει;
Θα τα καταφέρω! Η Βατράνια φόρεσε τη μάσκα της και έβαλε τον αναπνευστήρα της στο στόμα.
Ύστερα, βούτηξε στον Μεγάλο Ποταμό και χάθηκε κάτω από την επιφάνειά του.
*
Οι Παντοκρατορικοί είχαν δύο βάρκες δεμένες σε μια προβλήτα μπροστά στο οχυρό τους, και η Βατράνια ήταν βέβαιη πως έλεγχαν τον ποταμό με τεχνικούς ανιχνευτές για την παρουσία ξένων σκαφών, ώστε μόλις τα εντοπίσουν να τα πλευρίσουν.
Κολυμπώντας υποβρυχίως – και προσπαθώντας να θυμάται ότι δεν βρισκόταν στα γυρίσματα κάποιας ταινίας – η Βατράνια πλησίασε το οχυρό, έχοντας αναμμένο τον αδιάβροχο φακό που ήταν δεμένος στο κεφάλι της. Πρέπει να είμαι αρκετά κάτω απ’το νερό· δε μπορεί να βλέπουν το φως μου από την επιφάνεια.
Λόρκη, σε παρακαλώ, βοήθησέ με.
Η Βατράνια είδε, μετά από λίγο, τα ψηλά ξύλινα πόδια της προβλήτας. Εδώ είμαστε… Εδώ είμαστε… Αφού ώς τώρα δεν την είχαν εντοπίσει, μάλλον τα είχε καταφέρει καλά. Αλλά δεν έπρεπε να γίνει απρόσεχτη· τούτο ήταν το σημαντικότερο μέρος της επιχείρησής της.
Οι βάρκες φαίνονταν σκοτεινές από πάνω της, και η Βατράνια κολύμπησε προς μία από αυτές, σβήνοντας τον φακό της καθώς ανέβαινε προσεχτικά. Άπλωσε τα χέρια της και άγγιξε την κάτω μεριά του σκάφους, λεία και μεταλλική. Έβγαλε ένα από τα εκρηκτικά από τον σάκο της και το κόλλησε επάνω.
Πήγε στην άλλη βάρκα και κόλλησε ακόμα ένα από τα εκρηκτικά.
Και είχε τελειώσει. Της φαινόταν απίστευτο. Σίγουρα, ευκολότερο απ’ό,τι φοβόταν.
Κολυμπώντας πήγε πάλι βαθιά κάτω από το νερό κι άρχισε να κατευθύνεται προς τα εκεί όπου είχε αφήσει τον Σθένελο. Άναψε και τον φακό της για να κινείται με περισσότερη ευκολία. Μετά από λίγο, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ιδέα από πού ακριβώς είχε ξεκινήσει την αποστολή της. Ωραία τα κατάφερες, χαζοχαρούμενη, σκέφτηκε επικριτικά. Πήγες αλλά δεν ξέρεις πώς να γυρίσεις. Προσπάθησε να υπολογίσει τον χρόνο μέσα στο μυαλό της (γιατί δεν κοιτούσε το ρολόι της καθώς κολυμπούσε προς το Παντοκρατορικό οχυρό) και, όταν νόμιζε πως είχε φτάσει εκεί όπου έπρεπε, έσβησε τον φακό της, αναδύθηκε, κι έβγαλε το κεφάλι της επιφυλακτικά στον αφρό.
Το οχυρό ήταν μακριά της τώρα, παρατήρησε (Καλό αυτό), αλλά, κατά τα άλλα, δεν ήξερε πού βρισκόταν. Ήταν εδώ ο Σθένελος, ή λίγο πιο πέρα; Αδύνατον να πει, μέσα στη νύχτα. Εντάξει, σκέφτηκε, μην τρελαινόμαστε. Θα βγω και θα τον βρω.
Κολύμπησε ώς τη σκοτεινή όχθη και βγήκε από το νερό, νιώθοντας τις πέτρες και τα χόρτα να τσιμπάνε τα γυμνά πόδια της. Πήρε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της στο χέρι και κάλεσε τον μάγο.
«Βατράνια; Είσαι καλά;»
«Έχω χαθεί λιγάκι.»
«Έχεις χαθεί;»
«Η αποστολή τελείωσε, τα εκρηκτικά είναι στη θέση τους· μην ανησυχείς γι’αυτό. Βασικά, καλό θα ήταν να τα ενεργοποιήσεις για να τελειώνουμε.»
«Πού έχεις χαθεί, τότε;»
«Στην όχθη, φυσικά! Δε μπορώ να σε βρω μες στο σκοτάδι. Έπρεπε να είχαμε βάλει κάποια σημαδούρα, ή κάτι παρόμοιο.»
«Δεν το κάνατε στις ταινίες αυτό;»
«Να πας να πνιγείς!»
«Μείνε εκεί που είσαι, και… Τι ενεργειακές πηγές έχεις μαζί σου; Μπαταρίες;»
«Μία στον φακό, μία στον πομπό, και δύο επιπλέον για περίπτωση ανάγκης.»
«Ωραία. Μπορείς να τις ενώσεις έτσι ώστε να γίνεται διαρροή ενέργειας;»
«Νομίζω. Γιατί; Τι θα κάνεις;»
«Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως. Κι ελπίζω να μην είσαι μακριά.»
«Ανατίναξε πρώτα τις βάρκες. Δε θέλω να το ρισκάρω να βρουν τα εκρηκτικά.»
«Καλώς.»
Η Βατράνια άκουσε τις εκρήξεις να αντηχούν από απόσταση, και είδε τις δυνατές λάμψεις και τη φωτιά μέσα στη νύχτα. Μετά, έκανε ό,τι της είχε πει ο Σθένελος, χρησιμοποιώντας όλες τις μπαταρίες που είχε στη διάθεσή της. Ελπίζοντας να ήταν όλα σωστά, κάθισε σε μια πέτρα και περίμενε τον μάγο να έρθει.
Ο Σθένελος σύντομα παρουσιάστηκε, ξεπροβάλλοντας από το σκοτάδι. «Ωραία τα πυροτεχνήματά σου,» της είπε.
Εκείνη μειδίασε. «Ήμουν μακριά;» ρώτησε.
«Αρκετά, αλλά όχι πολύ. Το κυρίως πρόβλημα ήταν ότι η διαρροή από τις μπαταρίες είναι αδύναμη. Ίσα-ίσα σε εντόπισα, βασικά· και το ξέρεις ότι οι Ερευνητές είμαστε ειδικευμένοι σε ξόρκια όπως το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως.»
Η Βατράνια σηκώθηκε από τον βράχο. «Πάμε,» είπε. «Έχω αρχίσει να πιάνομαι ύστερα από τόση κολύμβηση.»
Ο Σθένελος τής έδωσε τις μπότες της κι εκείνη τις φόρεσε.
Διέσχισαν την ύπαιθρο με περισσότερη προσοχή από πριν, διότι, τώρα που είχε γίνει η έκρηξη, ίσως οι Παντοκρατορικοί να έψαχναν γύρω από το οχυρό τους για εχθρούς. Χωρίς όμως κανένας να τους σταματήσει, οι δύο επαναστάτες έφτασαν στον Κροκόδειλο και η Βατράνια έβγαλε τη στολή κατάδυσης για να φορέσει βιαστικά ένα φόρεμα προτού καθίσει στη θέση του οδηγού. Ο Σθένελος έκανε τη Μαγγανεία Κινήσεως, και το όχημα ξεκίνησε, πηγαίνοντας προς τον Μεγάλο Ποταμό.
Φτάνοντας εκεί, βούτηξε στο νερό ενώ μετατρεπόταν σε πλοίο. Η Βατράνια, γυρίζοντας το πηδάλιο, έδωσε στον Κροκόδειλο νότια κατεύθυνση. Ολοταχώς. Καθώς περνούσε κοντά από το οχυρό των Παντοκρατορικών (όπου είχαν σβήσει τις φωτιές αλλά οι βάρκες ήταν κατεστραμμένες) άκουσε φωνές και είδε στρατιωτικούς να δείχνουν το σκάφος της. Μερικοί άνοιξαν πυρ με τα τουφέκια τους, όμως ήταν εκτός εμβέλειας, και τα πυρά τους απλά έκαναν το νερό να αναπηδήσει.
Η Βατράνια οδήγησε τον Κροκόδειλο μέσα στη μαυρίλα όπου τελείωνε ο Μεγάλος Ποταμός και η διάσταση της Χάρνταβελ–
Τα πάντα σκοτείνιασαν και κάθε αίσθηση έσβησε.
«Του είπες ότι είμαστε εδώ!;» φώναξε η Μάρθα.
«Σας είπα: δεν του το είπα. Το έχει υποθέσει, όμως, ότι ίσως να εξακολουθώ να έχω κάποια επαφή μαζί σας. Ή μάλλον, οι ιερείς το έχουν υποθέσει.» Ο Εδμόνδος στεκόταν ανάμεσα στους επαναστάτες που ήταν συγκεντρωμένοι στο δωμάτιο της Άνμα’ταρ και του Σέλιρ’χοκ (μόνο η Ιζαμπώ και η Ισαβέλλα έλειπαν). Τους είχε μόλις μιλήσει για τον Σεβερίνο και τους είχε ρωτήσει τι ήθελαν να γίνει.
Η Άνμα είπε: «Έχω την υποψία πως, αν του αποκριθείς ότι δεν έχεις καμία επαφή μαζί μας, θα σε παρακολουθήσουν μέχρι να μάθουν την αλήθεια.»
«Δε συναντιόμαστε και τόσο συχνά, όμως,» τόνισε η Μάρθα. «Στην τραπεζαρία παριστάνουμε ότι είμαστε άγνωστοι. Μόνο εδώ, στα δωμάτιά μας, μιλάμε κάπου-κάπου. Τι θα κάνουν; Θα βάλουν έναν μπανιστιρτζή να κοιτάζει συνέχεια πότε ανοίγει η πόρτα του Εδμόνδου;»
«Δεν αποκλείεται.»
«Και πού θα στέκεται, μάγισσα; Μες στη μέση του διαδρόμου του πανδοχείου;»
«Τέλος πάντων,» είπε η Άνμα. «Διαφωνείς με το να αποκαλύψουμε στον Σεβερίνο την παρουσία μας, σωστά;»
«Ακριβώς. Μπορεί νάναι κόλπο για να μας μαγκώσουν οι ιερείς.»
Ο Εδμόνδος είπε: «Δεν το νομίζω, Μάρθα.»
«Γιατί να μην είναι;»
«Γιατί σας χρειάζονται. Για να πολεμήσουν τον Επόπτη.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Σέλιρ. «Κι εγώ έχω την εντύπωση πως όσο μας χρειάζονται δεν θα επιχειρήσουν κάτι εναντίον μας.»
«Και τι μπορούμε να τους προσφέρουμε;» είπε η Μάρθα. «Είστε πρόθυμοι να βγείτε στους δρόμους και ν’αρχίσετε να χτυπάτε Παντοκρατορικούς στρατιώτες;»
«Δε θα ήταν η πρώτη φορά…» αποκρίθηκε η Άνμα.
«Τώρα, όμως, δεν ήρθαμε γι’αυτό το λόγο εδώ. Ας περιμένουμε, τουλάχιστον, μέχρι ο Σθένελος να φέρει βοήθεια από την Απολλώνια.»
«Τι θέλετε να του πω, λοιπόν;» ρώτησε ο Εδμόνδος. «Είστε εδώ ή δεν είστε;»
«Δεν είμαστε,» απάντησε η Μάρθα, τελεσίδικα.
«Περίμενε,» της είπε η Άνμα. «Γιατί όχι;»
«Είσαι σοβαρή; Δε θυμάσαι τι έκαναν αυτοί οι καριόληδες όταν ήμασταν στον Υπεραιώνιο;»
«Η κατάσταση είναι διαφορετική τώρα, Μάρθα–»
«Μη μου λες μαλακίες! Δεν τους εμπιστεύομαι. Φυλάκισαν τον Γεράρδο· μας επιτέθηκαν!»
«Κι εμείς τους επιτεθήκαμε,» της θύμισε ο Σέλιρ.
Η Μάρθα στράφηκε να τον ατενίσει. «Δε μπορεί κι εσύ να συμφωνείς μ’αυτή την ηλίθια ιδέα!»
*
Κανένας από το προσωπικό του πανδοχείου δεν βρισκόταν στην κουζίνα αυτή την ώρα· ο Νάρθιελ το είχε φροντίσει. Κι από την τραπεζαρία οι θόρυβοι που ακούγονταν δεν ήταν δυνατοί, καθώς ήταν περασμένα μεσάνυχτα.
Ο Σεβερίνος, έχοντας μόλις μπει από την πίσω πόρτα του Σιδερένιου Ξένου μαζί με δύο ανθρώπους του, ατένισε τους επαναστάτες που τον περίμεναν γύρω από τον Εδμόνδο: τη Μάρθα, την Άνμα’ταρ, και τον Σέλιρ’χοκ.
«Καλησπέρα σας,» είπε, και τα μαύρα του μάτια γυάλισαν. «Είστε αυτοί που ήθελα, νομίζω…»
«Μας ξέρεις;» τον ρώτησε, κάπως απότομα, η Μάρθα. Δεν της άρεσε καθόλου η όψη αυτού του τύπου, αν και στη ζωή της είχε δει και χειρότερες φάτσες – φάτσες που σε άλλους μπορεί να προκαλούσαν εφιάλτες. Οι δύο πίσω του – ένας μονόφθαλμος πορφυρόδερμος άντρας με γαλανά μαλλιά, και μια ξανθιά λευκόδερμη γυναίκα με πράσινα, γατίσια μάτια – επίσης δεν της άρεσαν. Φώναζαν, μ’όλη τη δύναμη της παρουσίας τους, είμαστε άρπαγες και απατεώνες. Όχι, βέβαια, πως η Μάρθα δεν είχε δει και πολλούς τέτοιους στη ζωή της. Στις φυλακές της Αταρδίας – όπου ήταν κλεισμένη για κάμποσο καιρό προτού η Ιωάννα η Μαύρη Δράκαινα την πάρει από κει – είχε συναντήσει ένα σωρό παρόμοιους.
«Μου είπαν οι Μεγάλοι Πατέρες για εσάς,» της αποκρίθηκε ο Σεβερίνος. «Μια λευκόδερμη γυναίκα με καστανά μαλλιά και μάτια που νομίζεις ότι θέλουν να σε σκοτώσουν – εσύ, δηλαδή. Μια άλλη γυναίκα με χρυσό δέρμα και μαύρο, κοντό, σγουρό μαλλί. Ένας άντρας με δέρμα κατάμαυρο, τρίχα πράσινη, και ραβδί – μάγος. Αλλά είναι κι άλλοι μαζί σας, δεν είναι;»
«Τώρα όχι,» τον πληροφόρησε η Άνμα.
Τα μάτια του Σεβερίνου στένεψαν, υποψιασμένα. «Και πού πήγανε;»
«Ο Σθένελος’σαρ και η Βατράνια επιστρέφουν στην Απολλώνια, για να φέρουν βοήθεια.»
«Βοήθεια;»
«Για εσάς. Για την εξέγερσή σας.»
«Είμαστε υπόχρεοι, τότε,» είπε ο Σεβερίνος. «Το κάνατε προτού καν το ζητήσουμε.»
«Δεν είναι βέβαιο ότι θα προλάβουν να επιστρέψουν εγκαίρως,» τον πληροφόρησε η Άνμα.
«Τι πάει να πει αυτό;»
«Είναι μακριά εκεί που πηγαίνουν, και η αναλογία χρόνου Απολλώνιας/Χάρνταβελ δεν είναι με το μέρος μας.»
Ο Σεβερίνος την ατένισε πάλι με καχυποψία.
«Τώρα που μας είδες,» του είπε η Μάρθα, «τι άλλο θέλεις από εμάς;»
«Οι ιερείς φοβούνται ότι ο Επόπτης ετοιμάζεται για μεγάλη επίθεση εναντίον του Ναού. Μπορείτε να βοηθήσετε να οργανωθεί άμυνα;»
«Βιαστήκατε να κάνετε εξέγερση,» είπε η Μάρθα, «και τώρα ζητάτε από εμάς να σας γλιτώσουμε από τις κλοτσιές που θα φάτε;»
«Είσαι με τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας ή μαζί μας;» γρύλισε ο Σεβερίνος σφίγγοντας τη γροθιά του.
«Για διαφορετική δουλειά είχαμε έρθει στη Χάρνταβελ, όχι για να σας βοηθήσουμε στην εξέγερσή σας· κι αντί οι ιερείς σας να μας φερθούν εντάξει, πήγαν να μας καθαρίσουν. Τώρα, όμως, που είδαν τα σκούρα–»
«Για στάσου! Εσείς επιτεθήκατε στους Μεγάλους Πατέρες – και μάλιστα, μες στον Υπεραιώνιο!»
«Ήθελαν να φυλακίσουν έναν σύντροφό μας.»
«Θα είχαν τους λόγους τους.»
«Κι εμείς είχαμε τους δικούς μας λόγους, φίλε. Ο Γεράρδος ήταν άνθρωπός μας· δε θα τον αφήναμε σ’αυτούς.»
«Τέλος πάντων· έχουν πει οι ιερείς ότι θα το ξεχάσουν αυτό αν τους βοηθήσετε τώρα,» αποκρίθηκε ο Σεβερίνος, που έδινε στη Μάρθα την εντύπωση ότι δεν ήξερε και πολύ καλά τι είχε γίνει στον Υπεραιώνιο και ήθελε ν’αποφύγει τη συζήτηση γι’αυτό το θέμα. Επίσης, ήταν φανερό ότι προσπαθούσε να είναι διπλωματικός ενώ, στην πραγματικότητα, ήταν τσαντισμένος από τις απαντήσεις της.
«Δεν ξέρω τι μπορούμε να κάνουμε,» είπε η Μάρθα ανέκφραστα.
«Η αλήθεια είναι,» πρόσθεσε η Άνμα προτού μιλήσει ο Σεβερίνος, «ότι εδώ δεν έχουμε τα μέσα για ν’αποκρούσουμε μια μαζική επίθεση του Επόπτη.»
«Θα έπρεπε να τα είχατε σκεφτεί αυτά πριν πάτε να ξεσηκωθείτε,» είπε η Μάρθα.
«Ε!» αποκρίθηκε η Σεβερίνος. «Οι Μεγάλοι Πατέρες – και όλοι μας, δηλαδή – είδαμε σημάδια. Ο Θεός το ήθελε.»
«Αυτά που βλέπετε είναι κάτι πολύ πιο επικίνδυνο απ’ό,τι νομίζετε,» του είπε ο Σέλιρ’χοκ, ήρεμα.
«Το ξέρουμε ότι είναι επικίνδυνα αυτά που παρουσιάζονται! Γι’αυτό πρέπει γρήγορα να διώξουμε τους εξωδιαστασιακούς δυνάστες!»
«Δεν κατάλαβες τι σου είπε ο Σέλιρ’χοκ,» είπε η Μάρθα. «Εννοεί ότι οι εισβολές, όπως το εξωδιαστασιακό δάσος στην Ανατολική Αγορά, δεν έχουν σχέση με τον Θεό σας. Οφείλονται σε κάτι που συμβαίνει σε μια άλλη διάσταση.»
«Μη λέμε τρελά πράματα τώρα! Οι Μεγάλοι Πατέρες λένε ότι είναι σημάδια της Οργής του Θεού, άρα τέτοια είναι.»
«Τον Ναό σας, πάντως, εμείς δεν μπορούμε να τον προστατέψουμε,» τόνισε η Μάρθα.
«Αρνείστε, λοιπόν!»
«Δεν αρνούμαστε,» εξήγησε η Άνμα. «Μακάρι να μπορούσαμε να τον προστατέψουμε. Αλλά, πες μου, εσύ τι προτείνεις να κάνουμε; Μονάχα εμείς οι τρεις που βλέπεις είμαστε.»
«Πώς αλλιώς μπορείτε να μας βοηθήσετε; Θα συμβάλλετε, τουλάχιστον, στον ξεσηκωμό;»
«Εννοείς ν’αρχίσουμε να χτυπάμε τους Παντοκρατορικούς μέσα στους δρόμους, όπως εσείς;» ρώτησε η Μάρθα.
«Βασικά αυτό, ναι.»
«Ξέχασέ το. Ξεσηκωθήκατε χωρίς να ρωτήσετε κανέναν. Ο Πρίγκιπας μπορεί να είναι με το μέρος σας αλλά δεν είναι υποχρεωμένος να υποστηρίζει ό,τι μαλακία κάνει ο καθένας.»
«Η γλώσσα σου θάπρεπε να κοπεί από τη ρίζα!» μούγκρισε ο Σεβερίνος. «Ή είστε μαζί μας ή–»
«Άμα θες κόπιασε!»
«Δεν έχει νόημα να τσακωνόμαστε,» τους διέκοψε ο Εδμόνδος.
«Ωραία άτομα συναναστρέφεσαι, ξάδελφε!» του είπε ο Σεβερίνος. «Δεν είναι άνθρωποι του Θεού!»
Για να μας προσβάλει το είπε αυτό, τώρα; σκέφτηκε η Μάρθα, μα δεν μίλησε, όχι επειδή φοβόταν τούτο τον λεχρίτη αλλά επειδή δεν ήθελε να παίξουν, στο τέλος, ξύλο εδώ μέσα.
«Αν μπορούσαν να σας βοηθήσουν θα σας είχαν βοηθήσει,» τόνισε ο Εδμόνδος στον Σεβερίνο.
Και η Άνμα είπε: «Δεν είναι δυνατόν μόνοι μας να σταματήσουμε μια επίθεση κατά του Ναού σας. Είμαστε τρεις άνθρωποι· τι δυνάμεις νομίζεις ότι έχουμε;»
«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Σεβερίνος. «Αλλά αρνείστε και να μας δώσετε τη βοήθειά σας μες στην πόλη. Τι επαναστάτες είστε, τότε; Ο Πρίγκιπας δε μου φαίνεται πως νοιάζεται για μας, τελικά!»
«Σου εξηγήσαμε: είμαστε εδώ για άλλο λόγο. Μόλις όμως έρθουν ενισχύσεις από την Απολλώνια θα κάνουμε ό,τι μπορούμε.»
«Δεν πειράζει,» είπε ο Σεβερίνος δυσαρεστημένα· «περισσότερο πλιάτσικο για μας, στην τελική.» Στράφηκε στην πίσω πόρτα του πανδοχείου. «Θα τα ξαναπούμε. Ο Θεός μαζί σας.» Ανοίγοντας, βγήκε μαζί με τους δύο συντρόφους του.
«Γαμιστερή η οικογένειά σου, τραγουδοποιέ,» είπε η Μάρθα στον Εδμόνδο.
«Ο Σεβερίνος είναι ληστής· τι περίμενες;» αποκρίθηκε εκείνος. «Κοίτα,» πρόσθεσε, «δε συμφωνώ με τις μεθόδους του, αλλά έχει πολλές φορές εξυπηρετήσει τους ιερείς. Είναι επαναστάτης, και από χρόνια εναντίον των ανθρώπων της Παντοκράτειρας.»
Αν ο Γεράρδος ήταν εδώ, θα είχαμε τώρα σηκωθεί και θα είχαμε φύγει, σκέφτηκε η Μάρθα, που είχε βαρεθεί τη Χάρνταβελ και την παλαβομάρα των γηγενών της. «’Ντάξει,» είπε. «Αλλά ελπίζω μετά απ’αυτό να μη μας πουλήσει στους ιερείς.»
«Το ξαναλέω: Δε νομίζω πως θα σας πειράξουν όσο θεωρούν ότι χρειάζονται τη βοήθειά σας.»
*
Ο πορφυρόδερμος νεαρός με τη γαμψή μύτη κρεμόταν ανάποδα από το χαμηλό ταβάνι του πέτρινου θαλάμου, ολόγυμνος, με τους αστραγάλους του δεμένους μαζί. Το κεφάλι του τριβόταν ελαφρώς στο πάτωμα.
Ο Παντοκρατορικός Επόπτης Νιρμόδος Νάρλεφ τον κοίταξε από πάνω ώς κάτω. «Ρεημόνδος, είπες πως λέγεται, ε;» ρώτησε τον βασανιστή δίπλα του, χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει.
«Μάλιστα, Υψηλότατε.»
«Βλέπεις;» είπε ο Νιρμόδος στον κρεμασμένο νεαρό. «Ξέρω κι εγώ να κρεμάω ανθρώπους ανάποδα. Στους κατασκόπους, ειδικά, μ’αρέσει πολύ να το κάνω αυτό.» Λυγίζοντας τα γόνατά του, κοντοκάθισε μπροστά στο αναποδογυρισμένο πρόσωπο του Ρεημόνδου. «Ξέρεις τι γίνεται, φίλε μου, όταν σε κρεμάνε ανάποδα; Το αίμα που κυλάει στο σώμα σου αρχίζει και πηγαίνει προς τα κάτω, επειδή οι ελκτικές δυνάμεις στις διαστάσεις αυτό κάνουν: τραβάνε τα πάντα προς τα κάτω. Μη με ρωτάς γιατί· δεν είμαι ο Θεός. Ούτε και κανένας άλλος θεός. Δες και μόνος σου, όμως.» Ξεθηκάρωσε ένα ξιφίδιο από τη μπότα του και έκανε, απότομα, μια τομή στο γυμνό στήθος του νεαρού, καθώς εκείνος κοίταζε με μάτια γουρλωμένα και αναπνοή γρήγορη, τρομοκρατημένος.
Το κόψιμο δεν ήταν βαθύ. Αίμα, όμως, κύλησε πάνω στο πορφυρόδερμο στήθος του Ρεημόνδου, πηγαίνοντας στον ώμο του και στάζοντας στο πάτωμα.
«Βλέπεις;» είπε ο Νιρμόδος όπως ένας δάσκαλος που μιλά στον μαθητή του. «Το αίμα πάει προς τα κάτω. Αυτό σημαίνει ότι μετά από κάποιες ώρες θα έχει μαζευτεί στο κεφάλι σου.» Πιάνοντας, με το αριστερό χέρι, μια τούφα από τα γαλανά μαλλιά του Ρεημόνδου, την έκοψε με το ξιφίδιό του και την πέταξε παραδίπλα. «Σιγά-σιγά, φίλε μου, το αίμα θα συγκεντρώνεται στο κεφάλι σου.» Έκοψε ακόμα μια τούφα. «Και για πόσο λες ότι το κεφάλι σου θα μπορεί να σηκώνει όλο αυτό το αίμα; Τι είναι, φλασκί; Όχι· κεφάλι είναι.» Ακόμα μια τούφα. «Στην αρχή, θα ζαλίζεσαι – μάλλον, ήδη ζαλίζεσαι, ε; Δε ζαλίζεσαι; Σου μιλάω, υπηρέτη! Δε ζαλίζεσαι;» Ακόμα μια τούφα.
«…ναι,» κατάφερε να τραυλίσει ο Ρεημόνδος.
«Μετά,» συνέχισε ο Επόπτης, «θα ζαλίζεσαι πιο πολύ. Το κεφάλι σου θα πονά φριχτά. Θα βλέπεις παράξενα χρώματα να χορεύουν» – ακόμα μια τούφα – «μπροστά στα μάτια σου. Μετά, θα βλέπεις μαύρα σημάδια, παράξενες σκιές. Και θ’ακούς και θορύβους που δεν άκουγες ποτέ πριν.» Ακόμα μια τούφα. Το κεφάλι του νεαρού κόντευε να μείνει άτριχο. «Αλλά μη φοβάσαι· θα είναι απλά το αίμα που θα παφλάζει μέσα στο άχρηστο κρανίο σου.»
Ο Ρεημόνδος έτρεμε, τα χείλη του κινούνταν σπασμωδικά.
«Θα κάνω κι εγώ μια προσφορά στον Θεό. Αλλά είμαι βέβαιος πως, παρ’όλ’αυτά, δεν θα καταφέρω να τον εξευμενίσω· οι ιερείς σας πάλι θα είναι εναντίον μου. Δεν βάζουν μυαλό ποτέ.
»Πες μου, Ρεημόνδε: πόσο καιρό τούς υπηρετείς; Πόσο καιρό κατασκόπευες μέσα στα Ανάκτορα;»
«…ο Θεός είναι μαζί μου…» άκουσε ο Νιρμόδος τον νεαρό να τραυλίζει. «…Μαζί μου… ο Θεός…»
«Εντάξει,» είπε αδιάφορα ο Επόπτης, «δεν το αμφιβάλλω. Ο Θεός σ’αγαπά. Όμως – εμένα με έχεις τσαντίσει. Δε μ’αρέσουν οι κατάσκοποι. Εκτός από τους δικούς μου, ασφαλώς· καταλαβαίνεις.» Έκοψε ακόμα μια από τις λιγοστές γαλανές τούφες που απέμεναν στο κεφάλι του νεαρού. «Μια απλή ερώτηση σού έκανα: Πόσο καιρό κατασκόπευες για τους ιερείς.»
Ο Ρεημόνδος δεν απάντησε.
Ο Νιρμόδος τον γρονθοκόπησε στο πλάι του κεφαλιού. «Πόσο καιρό;» ρώτησε. «Ένα μήνα; Δύο μήνες; Έναν χρόνο; Δύο χρόνια; Από τότε που ήσουν εδώ μέσα; Πες μου!»
«…Ο Θεός είναι μαζί μου…»
Ο Νιρμόδος, αναστενάζοντας, σηκώθηκε όρθιος κι έκανε νόημα στον βασανιστή. Εκείνος πήγε πίσω από τον κρεμασμένο ανάποδα νεαρό, ύψωσε το μακρύ διχαλωτό μαστίγιο του, και τον μαστίγωσε – ένα, δύο, τρία χτυπήματα στην πλάτη – ενώ ο Ρεημόνδος ούρλιαζε και το αίμα του τιναζόταν. Ο Επόπτης είδε μερικές κόκκινες πιτσιλιές επάνω στη λευκή στολή του, κι έκανε πάλι νόημα στον βασανιστή: αυτή τη φορά για να πάψει τα μαστιγώματα.
«Ρεημόνδε,» είπε. «Ξέρεις τι σχεδιάζουν οι ιερείς μέσα στον Ναό τους;»
Ο νεαρός δεν μίλησε.
«Μάλλον δε σου λένε και πολλά, ε; Είσαι το πιόνι τους. Με τις ευλογίες του Θεού, αναμφίβολα.
»Πες μου κάτι άλλο: Πόσους Ιερούς Φρουρούς έχει στη διάθεσή του ο Ναός;»
Ο Ρεημόνδος δεν μίλησε.
«ΠΟΣΟΥΣ;» Η φωνή του Νιρμόδου αντήχησε μέσα στον θάλαμο βασανιστηρίων και έξω απ’αυτόν, στα μπουντρούμια των Ανακτόρων, όπου ήταν φυλακισμένοι κι άλλοι κατάσκοποι των ιερέων τους οποίους ο Επόπτης είχε καταφέρει να ξετρυπώσει.
«…δε… δεν ξέρω…» ψέλλισε ο νεαρός.
«Δεν σε πιστεύω, Ρεημόνδε.»
Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του νεαρού, στάζοντας στο πάτωμα μαζί με το αίμα του. «…δεν ξέρω…»
«Πόσοι υπολογίζεις ότι είναι, τότε; Δέκα; Είκοσι; Εκατό; Χιλιάδες – καταχωνιασμένοι σε λαγούμια;» Η τελευταία φράση του Νιρμόδου ήταν μια δυνατή φωνή.
«…κάπου, κάπου, καμια τριανταριά, τριάντα…» ψέλλισε ο Ρεημόνδος.
«Τριάντα; Μόνο τριάντα πολεμιστές έχει ο Ναός;»
«…δεν ξέρω…»
Η αλήθεια ήταν πως και ο Νιρμόδος δεν νόμιζε ότι οι ιερείς είχαν πολύ περισσότερους Ιερούς Φρουρούς στη διάθεσή τους. Άντε να ήταν πενήντα, το μέγιστο.
«Οι στασιαστές πόσοι είναι, Ρεημόνδε; Αυτοί που τρέχουν στους δρόμους και κάνουν φασαρία. Οι κακοποιοί. Πόσοι είναι; Ξέρεις;»
«…όχι…»
«Από πού ήρθαν; Δε νομίζω να είναι μέσα από τη Μεγάλη Πόλη.»
«…όχι…»
Ο Νιρμόδος αναστέναξε, κι έκανε νόημα στον βασανιστή.
Καθώς έφευγε από τον θάλαμο βασανιστηρίων, άκουγε τα ουρλιαχτά του Ρεημόνδου και τα χτυπήματα του διχαλωτού μαστιγίου.
Δε φαινόταν να μπορεί να πάρει συγκεκριμένες πληροφορίες για τις δυνάμεις των αποστατών. Κανένας από τους αιχμαλώτους του δεν ήξερε τίποτα. Ήταν πιόνια, όλοι τους. Πιόνια των ιερέων.
Αλλά ο Νιρμόδος δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο την επίθεσή του κατά του Ναού της Ερρίθιας. Όσους πολεμιστές κι αν είχαν οι ιερείς στη διάθεσή τους, πόσοι μπορεί να ήταν σε τελική ανάλυση; Και πόσο καλά οπλισμένοι; Αν καθυστερήσω την επίθεση κι άλλο, αυτό θα φανεί σαν αδυναμία από μέρους μου, και ίσως να έχει ως αποτέλεσμα τον ξεσηκωμό ακόμα περισσότερων ντόπιων.
Ο Ναός της Ερρίθιας πρέπει να πέσει.
*
Την επομένη κιόλας η επίθεση άρχισε.
Ο Νιρμόδος έβγαλε από τα Ανάκτορα το μακρύ του όχημα με τις ερπύστριες, καθισμένος κάτω από το αλεξίσφαιρο γυαλί του σκέπαστρού του. Στην πίσω μεριά του οχήματος ήταν τώρα προσαρτημένα δύο κανόνια, και μπροστά στον Επόπτη ήταν μια κονσόλα απ’όπου μπορούσε να τα ελέγχει.
Γύρω από το μεγάλο όχημα έρχονταν δεκάδες λευκοντυμένοι πολεμιστές, πεζοί αλλά και έφιπποι. Οπλισμένοι για πόλεμο – για πολιορκία. Ο Ταγματάρχης Κάιν Τάρθλος ήταν μαζί τους, ενώ η Ταγματάρχης Νέλθα-Ριθ είχε μείνει στα Ανάκτορα, για λόγους ασφάλειας. Η Αρίνη’σαρ και ο Ράβνομ’νιρ είχαν επίσης μείνει πίσω, γιατί ο Επόπτης δεν ήθελε οι μάγοι να κινδυνέψουν χωρίς λόγο. Δεν είχε και πολλούς στη διάθεσή του, για να τους χαραμίζει.
Ο μικρός στρατός του γέμισε τους στενούς δρόμους της Ερρίθιας, κατευθυνόμενος προς την ανατολική της μεριά: προς τη συνοικία που οι ντόπιοι ονόμαζαν «Τα Ιερά» – και προς τον Ναό. Το όχημα του Νιρμόδου, μόνο, ήταν αρκετό για να πιάνει πέρα για πέρα τις περισσότερες μεγάλες οδούς της πόλης· οι μαχητές του απλώνονταν ολόγυρα, στις παρόδους και στα σοκάκια, διώχνοντας βίαια όσους από τους πολίτες δεν έτρεχαν αμέσως να κρυφτούν στα σπίτια τους.
Ο Επόπτης δεν είχε ακόμα φτάσει στον Ναό, όταν δέχτηκε επίθεση.
Από ένα οίκημα, χειροβομβίδες πετάχτηκαν πάνω στο θωρακισμένο όχημά του, χωρίς να προκαλέσουν καμια σοβαρή βλάβη, τραντάζοντάς το λιγάκι μονάχα. Ο Νιρμόδος, χρησιμοποιώντας την κονσόλα εμπρός του, έστρεψε και τα δύο κανόνια προς το οίκημα και άνοιξε πυρ. Πόρτες και παράθυρα έγιναν ξύλινα θρύψαλα· σοβάδες και πέτρες τινάχτηκαν από δω κι από κει· πυκνή σκόνη σηκώθηκε.
Από ένα άλλο οίκημα, πίσω από μια γωνία, κάποιοι άρχισαν να πυροβολούν τους πολεμιστές του, κι εκείνοι αμέσως ανταπέδωσαν τα πυρά.
«Πήγαινέ μας κοντά,» πρόσταξε ο Νιρμόδος τον οδηγό του οχήματός του, κι εκείνος υπάκουσε. Ο Επόπτης μπορούσε τώρα να δει το οίκημα πιο καλά – και εύκολα να το σημαδέψει. Έστρεψε τα κανόνια του και άνοιξε πυρ ξανά, γεμίζοντας το μικρό σπίτι με σφαίρες, καταστρέφοντας πόρτες και παράθυρα και σκοτώνοντας ανθρώπους.
Ενεργοποιώντας το μεγάφωνο του οχήματός του, πρόσταξε τους στρατιώτες του: «ΕΙΣΒΑΛΑΤΕ Σ’ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΙΚΗΜΑ! ΜΗΝ ΠΑΡΕΤΕ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥΣ!»
Η συμπλοκή ήταν σύντομη. Δεν είχαν μείνει και πολλοί στασιαστές ύστερα από την επίθεση των κανονιών του Επόπτη. Οι στρατιώτες του μπήκαν στο σπίτι και τους σκότωσαν όλους.
«Συνεχίζουμε για τον Ναό, οδηγέ,» πρόσταξε ο Νιρμόδος.
Ο μικρός στρατός του Επόπτη δεν συνάντησε άλλη αντίσταση, και έφτασε στον προορισμό του.
Αυτό έπρεπε να το είχε κάποιος κάνει εδώ και καιρό! σκέφτηκε ο Νιρμόδος, ατενίζοντας τον Ναό της Ερρίθιας. Έπρεπε να το είχε γκρεμίσει τούτο το γαμημένο ερείπιο από την πρώτη φορά που οι ιερείς άρχισαν να αμφισβητούν την εξουσία της Παντοκράτειρας!
Πυροβολισμοί ήρθαν από διάφορα ανοίγματα του Ναού, καθώς και από τριγυρινά οικήματα. Οι πολεμιστές του Νιρμόδου ανταπέδωσαν χωρίς δισταγμό. Αλλά οι υπερασπιστές έμοιαζαν καλά οχυρωμένοι, και ο Ναός της Ερρίθιας δεν ήταν κανένα καλύβι που ο Επόπτης μπορούσε εύκολα να μισογκρεμίσει με μερικές κανονιές.
Για να δούμε αν έχει μείνει καθόλου μυαλό στο κεφάλι των ιερέων, σκέφτηκε ο Νιρμόδος, και, χρησιμοποιώντας το μεγάφωνο του οχήματός του, πρόσταξε τους πολεμιστές του: «ΠΑΥΣΑΤΕ ΠΥΡ. ΠΑΥΣΑΤΕ ΠΥΡ.»
Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν από τη μεριά των Παντοκρατορικών, και σύντομα, κι από τη μεριά των υπερασπιστών του Ναού. Φυλάνε τις σφαίρες τους. Θα τους χρειαστούν, αν συνεχίσουν να μου αντιστέκονται μάταια και ανώφελα.
Ο Νιρμόδος είπε μέσα από το μεγάφωνο: «ΙΕΡΕΙΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΕΡΡΙΘΙΑΣ. ΣΑΣ ΜΙΛΑ Ο ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΝΙΡΜΟΔΟΣ ΝΑΡΛΕΦ. ΜΕΧΡΙ ΣΤΙΓΜΗΣ ΕΙΧΑ ΘΕΛΗΣΕΙ ΝΑ ΔΕΙΞΩ ΕΠΙΕΙΚΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΑΣ, ΚΑΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΕΙΜΑΙ ΠΡΟΘΥΜΟΣ ΝΑ ΦΑΝΩ ΛΟΓΙΚΟΣ ΜΑΖΙ ΣΑΣ ΠΑΡΟΤΙ ΕΙΣΤΕ, ΔΗΛΩΜΕΝΑ ΠΛΕΟΝ, ΑΠΟΣΤΑΤΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ.
»ΘΑ ΣΑΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΣΩ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΩ ΤΟΝ ΝΑΟ ΣΑΣ ΑΝ, ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΑΝ, ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ ΣΕ ΜΕΝΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΤΟ ΠΟΛΥ. ΘΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΩΣΠΟΥ Η ΩΡΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ. ΑΝ ΩΣ ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙ, Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΜΟΥ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΛΕΗΤΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΡΩ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥΣ.»
Ο Νιρμόδος απενεργοποίησε το μεγάφωνο του οχήματος και, καθίζοντας αναπαυτικά στο δερμάτινο κάθισμά του, περίμενε. Εν τω μεταξύ κάλεσε, με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, τον Ταγματάρχη Τάρθλος και τον πρόσταξε να κυκλώσει τον Ναό και τα οικήματα που φαινόταν να τον υποστηρίζουν – αλλά να μην ανοίξει πυρ εκτός αν δεχόταν επίθεση από τον εχθρό.
*
Οι ιερείς και οι υποστηρικτές τους δεν παραδόθηκαν, και η επίθεση, μετά από μια ώρα, ξεκίνησε. Οι Παντοκρατορικοί πυροβολούσαν από γύρω, προσπαθώντας να σπάσουν την άμυνα των υπερασπιστών ώστε να εισβάλουν στον Ναό. Οι υπερασπιστές ανταπέδιδαν με σθένος. Σφαίρες και βόμβες χτυπούσαν τοίχους και ανθρώπους, τινάζοντας πέτρες και ανθρώπινα μέλη.
Τα κανόνια του οχήματος του Επόπτη έβαλλαν συνεχόμενα κατά του Ναού, γεμίζοντάς τον με τρύπες και βαθουλώματα. Αλλά οι πέτρες του ήταν αρχαίες, μεγάλες, και ανθεκτικές, πολύ δύσκολο να γκρεμιστούν από τις μετρίου μεγέθους βολίδες που εκτόξευαν τα πυροβόλα του Νιρμόδου. Αν είχα τώρα ένα – ένα! – ενεργειακό κανόνι, θα είχα λύσει το πρόβλημά μου! σκεφτόταν. Αλλά δεν του είχαν δώσει κανένα από τη Ρελκάμνια, γιατί θεωρούσαν τη Χάρνταβελ παρακμιακή διάσταση χωρίς μεγάλη αξία. Να δούμε τι θα έχουν να πουν ύστερα από τούτα τα γεγονότα!
Μετά, οι στασιαστές τούς επιτέθηκαν από γύρω. Βγαίνοντας από τα σοκάκια και τα οικήματα των Ιερών, έπεσαν πάνω στα νώτα των στρατιωτών του Επόπτη χτυπώντας τους με πυροβόλα όπλα αλλά και με αγχέμαχα, προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν στο έπακρο το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού καθώς και τους στενούς δρόμους της Ερρίθιας.
Ο Νιρμόδος καταράστηκε, γιατί δεν μπορούσε να τους βάλλει με τα κανόνια του έτσι όπως κινούνταν από δω κι από κει, μπλεγμένοι ανάμεσα στους στρατιώτες του. Ο κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος να σκοτώσει τους δικούς του ανθρώπους.
Οι επιθέσεις από τον Ναό και τα οικήματα που τον υποστήριζαν εντάθηκαν, ξαφνικά. Οι υπερασπιστές είχαν πάρει θάρρος από τους ανόητους που είχαν έρθει να τους βοηθήσουν. Είναι καταδικασμένοι όλοι, χωρίς να το καταλαβαίνουν!
Ο Νιρμόδος, μιλώντας στον Ταγματάρχη Τάρθλος μέσω του πομπού του, πρόσταξε να απωθήσουν τους στασιαστές και, ει δυνατόν, να τους παγιδεύσουν σε κάποια μικρή περιοχή.
Μετά από λίγο, αυτό αποδείχτηκε ανέφικτο. Οι επαναστάτες έτρεχαν από δω κι από κει σαν λαγοί. Χτυπούσαν και έφευγαν: τρύπωναν σε σπίτια, πηδούσαν μέσα και έξω από παράθυρα, ακολουθούσαν στριφτά στενορύμια.
Ο Νιρμόδος καταράστηκε ξανά, βλέποντας ότι έπρεπε να ελαττώσει την επίθεση στον Ναό προκειμένου να εμπλακεί σε ανταρτοπόλεμο μ’αυτούς τους καριόληδες. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή· δεν μπορούσε ν’αφήσει τους πολεμιστές του παγιδευμένους ανάμεσα σε δύο εχθρούς.
Πρόσταξε τον Τάρθλος να υποχωρήσουν από τον Ναό και να κυνηγήσουν τους στασιαστές. Και, αυτή τη φορά, να πάρουν αιχμαλώτους. Μπορεί, επιτέλους, κάποιοι να του έδιναν πληροφορίες για το πόσα ποντίκια κρύβονταν μέσα στην πόλη του.
Σύντομα, ο Ταγματάρχης Τάρθλος τού ανέφερε, μέσω πομπού, ότι οι στασιαστές που είχαν καταλάβει την Ανατολική Αγορά και το εξωδιαστασιακό δάσος είχαν τώρα εγκαταλείψει εκείνη την περιοχή. «Αυτοί είναι που αντιμετωπίζουμε, Υψηλότατε. Πρέπει να έφυγαν από εκεί και να ήρθαν εδώ.»
«Χτυπήστε τους ανελέητα,» είπε ο Νιρμόδος. «Θέλω να βγουν από τη μέση το συντομότερο δυνατό. Μόνο τότε μπορούμε να συνεχίσουμε την επίθεση εναντίον του καταραμένου Ναού τους.»
Ο Άρχοντας Ροβέρτος είχε αποδειχτεί γενναιόδωρος, δίνοντας άλογα, εξοπλισμούς, και τρόφιμα στον Τέρι και τους στρατιώτες του, αρκετά ώστε να φτάσουν με άνεση στην Ερρίθια. Στον δρόμο τους μέχρι τη Μεγάλη Πόλη της Χάρνταβελ, το μοναδικό αξιοσημείωτο που συνάντησαν ήταν ένα ακόμα από εκείνα τα παράξενα ανοίγματα που οδηγούσαν στην άλλη διάσταση. Μέσα σε μερικά αγροκτήματα, βόρεια του Παραπόταμου και νότια του Κεντροδάσους, ξεχυνόταν μια έρημος· και κοιτάζοντας εκεί, στις άγονες εκτάσεις, είδαν ένα δυνατό, εκτυφλωτικό φως να έρχεται από τον ορίζοντα της άλλης διάστασης. Ο Άρχοντας Ροβέρτος είχε πει στον Τέρι ότι ο Καταστροφέας δεν μπορούσε να μπει στη Χάρνταβελ, ωστόσο ο ταγματάρχης πρόσταξε τους στρατιώτες του να φύγουν αμέσως, κι εκείνοι χωρίς την παραμικρή διαφωνία υπάκουσαν, καλπάζοντας γρήγορα για ν’απομακρυνθούν από την αφύσικη έρημο. Οι αγροικίες γύρω από το διαστασιακό άνοιγμα ήταν εγκαταλειμμένες, το ίδιο και τα χωράφια, έτσι ούτε κανένας σταμάτησε τον Τέρι και τους στρατιώτες του για να τους μιλήσει, ούτε εκείνοι είχαν την ευκαιρία να πλησιάσουν κανέναν και να του μιλήσουν. Και καλύτερα – ο ταγματάρχης δεν ήθελε να καθυστερεί άσκοπα. Βιαζόταν να επιστρέψει στην Ερρίθια και να δει την Αρίνη.
Τώρα, όμως, που έφτανε εκεί, ένας απρόσμενος κίνδυνος ξεπρόβαλε μέσα από το σούρουπο. Στα ίδια τα περίχωρα της Μεγάλης Πόλης φαίνεται πως έμελλε να συναντήσουν κακοποιούς που δεν είχαν συναντήσει σ’όλο τον δρόμο από την Υλιριλίδια ώς εδώ.
Καθώς περνούσαν κοντά από ένα σύδεντρο, ένας άντρας πετάχτηκε κραυγάζοντας και κρατώντας ένα μεγάλο δρεπάνι με τα δύο χέρια. Ο Ρίμναλ ήταν ο πρώτος που βρισκόταν στο διάβα του – κι αυτός που δέχτηκε την επίθεση του δρεπανιού του. Ενστικτωδώς έκανε πίσω, φωνάζοντας, αλλά η λεπίδα τον βρήκε στον ώμο, σχίζοντας τη λευκή του στολή κι ένα κομμάτι από την κάπα του και ρίχνοντάς τον απ’το άλογό του, καθώς αίμα πεταγόταν. Το ζώο χρεμέτισε, αγριεμένα, και σηκώθηκε στα πισινά του πόδια.
Συγχρόνως, κι άλλοι ορμούσαν στην ομάδα του Τέρι, ξεπροβάλλοντας από γύρω. Τα όπλα τους ήταν παρόμοιο με του πρώτου: πρόχειρα· εργαλεία που, ουσιαστικά, δεν ήταν φτιαγμένα για πόλεμο. Ένας άντρας με τσεκούρι ξυλοκόπου ήρθε καταπάνω στον Τέρι, ουρλιάζοντας. Ο ταγματάρχης, τραβώντας το σπαθί του, απέκρουσε την επίθεση του εχθρού του, και με μια έμπειρη κίνηση τού πέταξε το τσεκούρι απ’το χέρι. Ο άντρας στράφηκε για να φύγει, και ο Τέρι τον σπάθισε στον ώμο, σωριάζοντάς τον.
Κοιτάζοντας γύρω του, είδε το άλογο της Βίλνα να χτυπά με τις οπλές του έναν άλλο εχθρό στο κεφάλι, ενώ ο Καλιόστρο τραβούσε το πιστόλι του και πυροβολούσε έναν ακόμα στο στήθος. Ο Ρίμναλ έβριζε θεούς και δαίμονες καθώς σηκωνόταν όρθιος, ξεθηκαρώνοντας το σπαθί του. Μια γυναίκα προσπάθησε να τον χτυπήσει με ρόπαλο, αλλά εκείνος, με μια γρήγορη, δυνατή σπαθιά, έκοψε το ξύλινο όπλο της στα δύο, την άρπαξε απ’τα μαλλιά με το ελεύθερό του χέρι, και γυρίζοντάς την την κλότσησε στα πισινά, στέλνοντάς τη να κατρακυλήσει στο πλάι της δημοσιάς.
Οι κακοποιοί που ήταν ακόμα ζωντανοί έτρεξαν να γλιτώσουν τις ζωές τους, εγκαταλείποντας την επίθεση.
Ο Τέρι πήδησε από το άλογό του και όρμησε στον άντρα που είχε σπαθίσει στον ώμο, προτού εκείνος σηκωθεί και φύγει. Του έβαλε τρικλοποδιά και τον σώριασε πάλι, και πάτησε πάνω στο στήθος του, ακινητοποιώντας τον.
«Δεν είστε ληστές,» του είπε. Αποκλείεται ληστές να ήταν τόσο χάλια οπλισμένοι. «Τι είστε; Γιατί μας επιτεθήκατε;»
«Ο Θεός το θέλει!» γρύλισε ο άντρας.
«Ο Θεός σάς είπε να μας επιτεθείτε;» φώναξε ο Τέρι, αληθινά απορημένος. Το ήξερε ότι συνέβαιναν κάποια πολύ παράξενα πράγματα στη Χάρνταβελ, αλλά όχι και τόσο παράξενα.
«Νομίζεις ότι η επίθεσή σας θα περάσει έτσι; Ήρθε η ώρα! Ο Θεός δεν σας θέλει εδώ!» Ο άντρας έμοιαζε να πιστεύει ότι ο Τέρι σίγουρα θα τον σκότωνε, έτσι δεν υπήρχε πια φόβος στο πρόσωπό του.
«Ποια επίθεσή μας; Τι θες να πεις; Ποτέ δεν σας επιτεθήκαμε!»
«Όταν επιτίθεστε στον Ναό, επιτίθεστε σ’όλους μας!»
«Στον Ναό; Ποιον Ναό;»
Ο άντρας έκανε να σηκωθεί, αλλά ο Τέρι τον κράτησε κάτω με το μποτοφορεμένο πόδι του, και έβαλε την αιχμή του ξίφους του μπροστά στο πρόσωπό του. «Ποιον Ναό;» επέμεινε.
«Ένας είναι ο Ναός της Ερρίθιας!»
Ο Επόπτης επιτέθηκε στον Ναό της Ερρίθιας; σκέφτηκε ο Τέρι, μη θέλοντας να το πιστέψει. Είναι δυνατόν να είναι τόσο ανόητος; Προσπαθεί να μας καταστρέψει όλους; Πήρε το πόδι του από το στήθος του άντρα. «Φύγε,» του είπε. «Εξαφανίσου!»
Εκείνος, ξαφνιασμένος, σηκώθηκε βιαστικά, σαν μόλις τώρα να είχε ξυπνήσει ο φόβος μέσα του, και έφυγε τρέχοντας.
Ένας πυροβολισμός αντήχησε. Ο άντρας έπεσε.
Ο Τέρι στράφηκε, για να δει τον Ρίμναλ να κατεβάζει το πιστόλι του.
«Δε σου είπα να τον σκοτώσεις!» Ο ταγματάρχης, εξοργισμένος, τον άρπαξε με το ένα χέρι απ’τον γιακά.
«Πήγαν να μας σφάξουν σα γουρούνια, οι γαμημένοι κωλοχωριάτες!» γρύλισε ο Ρίμναλ.
«Είμαι ο ταγματάρχης σου ή δεν είμαι;» φώναξε ο Τέρι. «Αυτός ο άνθρωπος ήταν αιχμάλωτός μου και τον άφησα να φύγει! Δε σου είπα να τον σκοτώσεις!»
Ο Ρίμναλ τον ατένισε σταθερά, χωρίς ν’αποκριθεί.
Ο Τέρι άφησε τον γιακά του. «Την επόμενη φορά, να θυμάσαι πως όταν ελευθερώνω έναν αιχμάλωτο δεν τον πυροβολείς! Κατανοητό, στρατιώτη;»
«Μάλιστα, κύριε Ταγματάρχη,» είπε μετά από μια στιγμή ο Ρίμναλ, αλλά δεν έμοιαζε να μετανιώνει για την ενέργειά του.
«Ακούσατε τι είπε αυτός ο άνθρωπος;» ρώτησε ο Τέρι, κοιτάζοντάς τους όλους, τον έναν μετά τον άλλο. «Είπε ότι ο Επόπτης έχει επιτεθεί στον Ναό της Ερρίθιας!»
«Δεν είπε ότι ο Επόπτης το έχει κάνει, κύριε Ταγματάρχη,» τόνισε ο Καλιόστρο.
«Και ποιος επιτέθηκε; Κάποιος τυχαίος τρελός σαν αυτόν;» Έδειξε τον Ρίμναλ – ο οποίος, αντί να θυμώσει, μειδίασε άγρια. «Ο Επόπτης το έκανε, ο Σκοτοδαίμων να πάρει την ψυχή του! Και θα μας βάλει όλους σε μπελάδες. Μας έχει ήδη βάλει σε μπελάδες.» Ο Τέρι στράφηκε και καβαλίκεψε πάλι το άλογό του. «Πάμε στην Ερρίθια, να δούμε αν μπορούμε να διορθώσουμε τη ζημιά που έκανε.» Κι ελπίζω η Αρίνη να είναι καλά, αλλιώς θα τον σκοτώσω.
Ο Ρίμναλ, η Βίλνα, και ο Καλιόστρο ανέβηκαν επίσης στα άλογά τους. Και, με τον Τέρι να προπορεύεται, κάλπασαν προς τα τείχη της Ερρίθιας που φαίνονταν αντίκρυ τους, λουσμένα στο λυκόφως.
Όταν έφτασαν στην Ανατολική Πύλη, οι φρουροί (Παντοκρατορικοί μόνο, όχι και πολεμιστές του Υπεράρχη, παρατήρησε ο Τέρι) τους σταμάτησαν απότομα, σημαδεύοντάς τους με τουφέκια.
«Δε μ’αναγνωρίζετε;» ρώτησε ο Τέρι, τραβώντας τα ηνία του αλόγου του και κάνοντάς το να χρεμετίσει και να ανασηκωθεί στα πισινά του πόδια για μια στιγμή.
«Κύριε Ταγματάρχη;» είπε ένας τους, έκπληκτος.
«Κύριε Ταγματάρχη;» είπε μια άλλη, αναγνωρίζοντάς τον κι εκείνη.
«Έλεγαν ότι είσαστε νεκρός!» είπε ο πρώτος.
«Παραλίγο,» αποκρίθηκε ο Τέρι, και κατέβηκε από το άλογό του. «Τι συμβαίνει εδώ; Άκουσα πως επιτεθήκατε στον Ναό της Ερρίθιας.»
«Μάλιστα, κύριε Ταγματάρχη. Ο Επόπτης πρόσταξε επίθεση στον Ναό, και στην πόλη γίνονται φασαρίες–»
«Αναμενόμενο δεν είναι, ύστερα από κάτι τέτοιο;»
«Κύριε Ταγματάρχη, είχε γίνει εξέγερση προτού ο Επόπτης επιτεθεί,» είπε η πολεμίστρια που είχε μιλήσει και πριν.
«Τι εξέγερση;»
«Ξεσηκώθηκαν κάποιοι αποστάτες, καθώς και οι ιερείς του Ναού με τους Ιερούς Φρουρούς τους.»
«Το Μυαλό του Σκοτοδαίμονος…» καταράστηκε ο Τέρι μέσα απ’τα δόντια του. Τώρα καταλαβαίνω. «Πού βρίσκεται ο Επόπτης;»
«Στα Ιερά, κύριε Ταγματάρχη,» αποκρίθηκε ο στρατιώτης. «Καθώς επιτιθόμασταν στο Ναό, ήρθαν αποστάτες από παντού γύρω, κι ακόμα ο Επόπτης βρίσκεται σε σύγκρουση μαζί τους.»
«Θα πάω να τον βρω.» Ο Τέρι ανέβηκε στο άλογό του. Μετά, θυμήθηκε την Αρίνη. «Η σύζυγός μου πού είναι; Είναι στην πόλη;»
«Μάλιστα, κύριε Ταγματάρχη. Στα Ανάκτορα.»
«Ο Υπεράρχης τι έχει να πει για όλ’αυτά; Γιατί φρουρείτε μόνοι σας την πύλη;»
«Ο Υπεράρχης είναι αιχμάλωτος του Επόπτη, κύριε Ταγματάρχη.»
Σκατά! «Συμμάχησε με τους ιερείς;»
«Μάλιστα, κύριε Ταγματάρχη.»
«Σκατά…» μούγκρισε ο Τέρι, και σπιρούνισε το άλογό του, βάζοντάς το να τροχάσει πάνω στην πλακόστρωτη λεωφόρο. Η Βίλνα, ο Καλιόστρο, κι ο Ρίμναλ τον ακολούθησαν.
«Κύριε Ταγματάρχη!» του φώναξε η φρουρός της πύλης.
Ο Τέρι τράβηξε τα γκέμια και γύρισε να την κοιτάξει. «Τι είναι;»
«Μην πάτε από την Ανατολική Αγορά. Ένα… ένα δάσος έχει παρουσιαστεί εκεί. Είναι, λένε, άνοιγμα για μια άλλη διάσταση. Οι στασιαστές το είχαν περικυκλώσει επειδή το θεωρούσαν σημάδι από τον Θεό· τώρα έχουν φύγει από κει, νομίζω, αλλά καλύτερα να μην πάτε: ίσως νάναι ακόμα επικίνδυνα.»
Ο Τέρι ένευσε. «Σ’ευχαριστώ, θα τόχω υπόψη.»
Καθώς έστριβαν βόρεια μέσα στους δρόμους της Ερρίθιας, η Βίλνα είπε: «Μου φαίνεται ότι ήρθαμε τη χειρότερη δυνατή στιγμή…»
«Ή, ίσως, πάνω στην ώρα,» είπε ο Καλιόστρο. «Αν κάποιος μπορεί να βάλει σε μια τάξη τούτο το χάος, αυτός είναι ο ταγματάρχης.»
«Μην είσαι τόσο σίγουρος, Καλιόστρο,» είπε ο Τέρι. «Εκεί που έχει φτάσει το πράγμα, τι να κάνω;» Ο καταραμένος ο Νιρμόδος Νάρλεφ μάς έφερε στο χείλος της καταστροφής, όπως από παλιά φοβόμουν. Μέσα στο κεφάλι του δε φαίνεται να υπάρχει η έννοια της διπλωματίας.
Πλησιάζοντας τα Ιερά, άκουσαν πυροβολισμούς ν’αντηχούν, καθώς και μερικές φωνές. Και μετά, από έναν πλευρικό δρόμο, είδαν Παντοκρατορικούς στρατιώτες να καταδιώκουν κάποιους ανθρώπους που δεν έφεραν κανένα αναγνωριστικό αλλά κουβαλούσαν όπλα. Αποστάτες, αναμφίβολα. Οι οποίοι πυροβολούσαν καθώς έφευγαν, κι ένας απ’αυτούς πέταξε μια χειροβομβίδα, αναγκάζοντας τους Παντοκρατορικούς ν’απομακρυνθούν. Η έκρηξη τίναξε στον αέρα το πλακόστρωτο του δρόμου και χτύπησε έναν στρατιώτη, ο οποίος σωριάστηκε κι έμεινε ακίνητος.
Ο Τέρι πλησίασε μαζί με τους συντρόφους του.
Οι στρατιώτες στράφηκαν, υψώνοντας τα όπλα τους· είδαν, όμως, τη στολή του και δεν έριξαν.
«Εγώ είμαι, ο ταγματάρχης σας,» είπε ο Τέρι αφιππεύοντας.
«Κύριε Ταγματάρχη! Μας είπαν ότι είσαστε νεκρός.»
«Το ξέρω, λοχία· μου το είπαν κι οι φρουροί στην πύλη. Πού είναι ο Επόπτης; Μπορείτε να με οδηγήσετε σ’αυτόν;»
«Μάλιστα, κύριε Ταγματάρχη. Ασφαλώς.»
Ένας άλλος στρατιώτης πλησίασε. «Είναι νεκρός,» είπε δείχνοντας τον άντρα που είχε χτυπηθεί από την έκρηξη της χειροβομβίδας. «Δε βρήκα σφυγμό.»
Ο Τέρι πήγε κοντά στον πεσμένο στρατιώτη και, γονατίζοντας, έψαξε κι εκείνος για σφυγμό. Πράγματι, ήταν νεκρός. Σηκώθηκε όρθιος πάλι. «Πηγαίνετέ με στον Επόπτη,» πρόσταξε.
*
Οι στασιαστές είχαν κατορθώσει να δημιουργήσουν σοβαρό πρόβλημα, τελικά. Είχε σουρουπώσει, κι ακόμα οι πολεμιστές του Νιρμόδου δεν τους είχαν ξεπαστρέψει. Οι καταραμένοι παρουσιάζονταν, χτυπούσαν, κι εξαφανίζονταν, μπερδεύοντας τους Παντοκρατορικούς στρατιώτες καθώς φαινόταν να γνωρίζουν τη Μεγάλη Πόλη καλύτερα απ’αυτούς. Ή ίσως οι πολίτες να τους βοηθούσαν, σκεφτόταν ο Νιρμόδος. Πράγμα που δεν μπορούσε να σταματήσει τούτη τη στιγμή, αλλά αν διαπίστωνε πως ήταν αλήθεια θα φρόντιζε να τιμωρηθούν όλοι όσοι έμεναν στα Ιερά.
Ο Ναός ακόμα στεκόταν, καθώς ο Επόπτης δεν τολμούσε να συνεχίσει την επίθεση εκεί με τους στασιαστές να χτυπάνε τα νώτα των μαχητών του. Όταν έκανε τους εχθρούς να υποχωρήσουν, τότε θα ολοκλήρωνε το έργο του. Αποκλείεται οι γαμημένοι να μπορούσαν να επιτίθενται για πάντα. Πόσοι ήταν; Και πόσα πυρομαχικά είχαν;
Σύντομα θα τους εξουθενώσουμε, σκεφτόταν ο Νιρμόδος, καθισμένος μέσα στο μεγάλο του όχημα με τις ερπύστριες και τα δύο κανόνια, τα οποία είχαν να βάλουν από το πρωί. Δεν ήταν τώρα μακριά από τον Ναό – για να μη δίνει την εντύπωση ότι είχε υποχωρήσει – αλλά δεν ήταν και μπροστά του, όπως πρώτα. Είχε το όχημα σταματημένο σ’έναν δρόμο απ’όπου μπορούσε να κοιτάζει το καταραμένο ερείπιο των ιερέων.
Όμως επί του παρόντος το βλέμμα του στράφηκε προς κάτι άλλο. Τέσσερις καβαλάρηδες έρχονταν προς το μέρος του, και, στο φως των ενεργειακών λαμπών, νόμιζε ότι αναγνώριζε αυτόν που προπορευόταν.
Ο Τέρι Κάρμεθ; Μα, μου είχαν αναφέρει πως σκοτώθηκε!
Ο ταγματάρχης και οι άλλοι τρεις αφίππευσαν, και πλησίασαν το όχημα του Επόπτη.
Ο Νιρμόδος άνοιξε ένα μέρος του γυάλινου σκέπαστρου. «Ταγματάρχη!» είπε, χαμογελώντας. «Πού ήσουν τόσο καιρό; Έχουμε προβλήματα όπως θα είδες.»
«Προβλήματα;» έκανε ο Τέρι. «Και νομίζεις ότι θα τα λύσεις κάνοντας επίθεση στον Ναό της Ερρίθιας;» φώναξε.
Η όψη του Νιρμόδου, ξαφνικά, αγρίεψε. «Πρόσεχε τα λόγια σου, Ταγματάρχη! Δεν ξέρω πού ήσουν τόσες μέρες αλλά σίγουρα δεν ήσουν εδώ, και δεν έχεις ιδέα τι έχει συμβεί. Οι καταραμένοι ιερείς ξεσήκωσαν ολόκληρη επανάσταση εναντίον μου επειδή θεώρησαν το δάσος στην Ανατολική Αγορά ‘σημάδι του Θεού τους’!»
«Το άκουσα,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Παρ’όλ’αυτά, δεν μπορώ να καταλάβω τι προσπαθείς να επιτύχεις επιτιθέμενος στον Ναό τους. Θα ξεσηκώσεις όλη τη Χάρνταβελ έτσι!»
«Ή οι ιερείς θα μάθουν τη θέση τους!»
«Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί–»
«Και τι προτείνεις εσύ, Ταγματάρχη; Να τους αφήσω να μας διώξουν; Λες αυτό η Παντοκράτειρα να το βρει χαριτωμένο;» γρύλισε ο Νιρμόδος.
«Δεν ήμουν εδώ και δεν ξέρω πώς εξελ–»
«Ακριβώς! Δεν ήσουν εδώ. Πού ήσουν;»
«Το πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι–»
«Είναι ότι είμαι ανώτερός σου, Ταγματάρχη!» τον διέκοψε ο Νιρμόδος, οργισμένος με την αυθάδικη συμπεριφορά του. «Πού ήσουν τόσες ημέρες;»
Ο Τέρι αναστέναξε, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νεύρα του. «Είναι μεγάλη ιστορία. Αλλά καλύτερα, νομίζω, να μιλήσουμε στα Ανάκτορα. Είναι πολλά που πρέπει να σου πω. Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για τη Χάρνταβελ. Για όλους μας.»
«Δε μου φαίνεται ότι αναφέρεσαι στην εξέγερση των ιερέων…»
«Δεν αναφέρομαι στην εξέγερση των ιερέων. Μπορούμε τώρα να πάμε στα Ανάκτορα για να συζητήσουμε;»
«Έλα μέσα,» τον προσκάλεσε ο Νιρμόδος.
Ο Τέρι μπήκε στο μεγάλο όχημα, λέγοντας στους στρατιώτες του: «Πηγαίνετε στ’Ανάκτορα. Θα σας βρω εκεί.»
«Μάλιστα, κύριε Ταγματάρχη,» αποκρίθηκε ο Καλιόστρο.
*
Η Αρίνη άκουσε κάποιον να χτυπά την εξώπορτα των δωματίων της, δυνατά, επίμονα. Σηκώθηκε από το γραφείο της – όπου καθόταν και διάβαζε για τη φύση των διαστάσεων, προσπαθώντας να κατανοήσει τι συνέβαινε στη Χάρνταβελ – και πήγε ν’ανοίξει. Έπιασε το πόμολο, τράβηξε την πόρτα–
Τα μάτια της γούρλωσαν. Παραπάτησε, κάνοντας ένα βήμα πίσω, τόσο ξαφνιασμένη που δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε, νομίζοντας ότι ήταν οφθαλμαπάτη.
Ο Τέρι πέρασε το κατώφλι και την αγκάλιασε σφιχτά, και η Αρίνη τον αγκάλιασε επίσης, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο του και νιώθοντας δάκρυα να γεμίζουν τα μάτια της. Αισθανόταν σαν, ξαφνικά, μέσα της κάτι να είχε επιστρέψει στη θέση του. Στη σωστή του θέση.
«Θεοί…» είπε. «Πού ήσουν;» Πήρε το κεφάλι της από τον ώμο του και φιλήθηκαν δυνατά. «Πού ήσουν;»
«Κάπου πολύ μακριά,» αποκρίθηκε εκείνος, διατρέχοντας τα δάχτυλα και των δύο χεριών του μέσα στα κοντά ξανθά μαλλιά της. «Νομίζατε ότι ήμουν νεκρός, το ξέρω.»
«Έτσι είπαν. Οι κατάσκοποι του Νιρμόδου. Είπαν ότι έπεσες μέσα σε μια εισβολή και η φωτεινή οντότητα που είναι στην έρημο της άλλης διάστασης σε σκότωσε μαζί με τους στρατιώτες σου.»
«Παραλίγο. Εγώ κι άλλοι τρεις γλιτώσαμε.»
Ο Τέρι έκλεισε την εξώπορτα και πήγαν να καθίσουν στον καναπέ.
«Έχω τόσα πολλά να σου πω,» του είπε η Αρίνη, ακόμα κρατώντας τον μέσα στην αγκαλιά της. «Ήμουν έγκυος… γέννησα – και ήθελα τόσο να ήσουν κοντά…»
«Τι;» έκανε ο Τέρι, συνοφρυωμένος. «Γέννησες; Μα…»
Η Αρίνη γέλασε. «Το ξέρω, ήταν πολύ γρήγορο. Βασικά, δεν ήταν φυσιολογικό–» Η όψη του έγινε στεναχωρημένη. «Όχι, δεν ήταν αυτό που νομίζεις. Δεν ήταν αυτό. Ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Θα σου πω. Αλλά δεν πρέπει να πεις τίποτα στον Επόπτη ή σε κανέναν άλλο. Μόνο εγώ και ο Ράβνομ’νιρ ξέρουμε τι έγινε.»
Ο Τέρι την περίμενε να συνεχίσει.
«Θέλεις κάτι να πιεις προτού σου εξηγήσω;» τον ρώτησε η Αρίνη.
«Ναι, πραγματικά το χρειάζομαι,» αποκρίθηκε εκείνος, που νόμιζε ότι, αφού μπήκε στην Ερρίθια, όλα τα νέα έρχονταν πολύ, πολύ γρήγορα, σαν απρόσμενες, απανωτές γροθιές.
Η Αρίνη μειδίασε, βλέποντας την έκφραση στο πρόσωπό του. Τον καταλάβαινε. Σηκώθηκε απ’τον καναπέ, γέμισε δύο ποτήρια με Σεργήλιο κρασί, και έδωσε το ένα στον Τέρι ενώ ήπιε η ίδια μια γουλιά από το άλλο. Μετά, του διηγήθηκε όσα τής είχαν συμβεί.
«Λυπάμαι που δεν ήμουν εδώ, Αρίνη,» είπε εκείνος, όταν άκουσε την ιστορία της και είχε ήδη τελειώσει το κρασί στο ποτήρι του. «Αλλά ήταν αδύνατον. Ήμουν φυλακισμένος. Ό,τι κι αν έκανα, δε θα ερχόμουν πιο γρήγορα. Μακάρι να μπορούσα…»
«Φυλακισμένος; Πώς;»
«Στην άλλη διάσταση, υπάρχουν άνθρωποι κάτω από τη γη. Ένας ολόκληρος λαός. Δε μπορούν να βγουν επάνω εξαιτίας του Καταστροφέα – εκείνου του φωτεινού δαίμονα – αυτός είναι που έχει ερημώσει τη διάστασή τους. Λοιπόν, άκου. Πρέπει να τα πω αυτά και στον Επόπτη. Τον συνάντησα στα Ιερά· είχε πάει ο ηλίθιος να επιτεθεί στον Ναό. Τον έπεισα να επιστρέψουμε στα Ανάκτορα για να μιλήσουμε, και τώρα πρέπει να του μιλήσω, γιατί αυτό που συμβαίνει είναι πολύ σημαντικό και επικίνδυνο. Θα κάνω ένα μπάνιο και μετά θα έρθεις μαζί μου και θα πάμε να τον βρούμε, εντάξει;»
Η Αρίνη ένευσε. «Εντάξει.» Τον φίλησε. «Φοβόμουν ότι είχες χαθεί,» του είπε. «Ότι ποτέ δε θα σε ξανάβλεπα.» Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της, και ο Τέρι φίλησε τα μάγουλά της για να τα μαζέψει.
*
Ο Επόπτης υποδέχτηκε τον Τέρι και την Αρίνη στο καθιστικό των προσωπικών δωματίων του και, μαζί με τη Θελρίτ, άκουσε τον ταγματάρχη να του αφηγείται τι είχε συμβεί στην άλλη διάσταση και πώς ο στρατός του Βασιληά Κάλροοθ είχε έρθει στη Χάρνταβελ και είχε επιτεθεί στους στρατούς της Ναραλμάδιας και της Υλιριλίδιας.
«Πρόκειται, λοιπόν, για εισβολή!» είπε ο Νιρμόδος.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Ο Κάλροοθ δε νομίζω να κάνει πίσω, ειδικά ύστερα απ’αυτά που έγιναν.»
«Η πρότασή σου ήταν σωστή, Ταγματάρχη,» είπε ο Νιρμόδος. «Ο Ροβέρτος και η Μοργκάνα έπρεπε να τους είχαν αφήσει να μπουν, ώστε να τους επιτεθούμε αργότερα – σχεδιασμένα. Αλλά, ως συνήθως, ακούνε τις ανοησίες των ιερέων τους!»
«Πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια από τη Ρελκάμνια, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Θελρίτ. «Δε μπορούμε μόνοι μας να αντιμετωπίσουμε μια εισβολή από άλλη διάσταση ενώ συγχρόνως αντιμετωπίζουμε και τους αποστάτες που κρύβονται μέσα στην Ερρίθια.»
Ο Νιρμόδος είπε στην Αρίνη: «Πώς είναι δυνατόν να μην ξέραμε μέχρι στιγμής τίποτα γι’αυτή τη διάσταση, μάγισσα, αφού συνορεύει με τη Χάρνταβελ;»
«Όπως φαίνεται, ήταν απομονωμένη, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε εκείνη. «Δεν είχε επαφή με το υπόλοιπο σύμπαν. Οι απομονωμένες διαστάσεις ήταν θεωρητικές, όπως και ο Ενιαίος Κόσμος· διότι, πώς ξέρεις ότι υπάρχει κάτι με το οποίο δεν μπορείς να έρθεις σε καμία επαφή; Όμως, αφού ο προδότης Πρίγκιπας Τάμπριελ αποκάλυψε τη Νόρχακ, ξέρουμε πλέον με βεβαιότητα ότι υπάρχουν.»
«Τι συνέβη μ’αυτή τη Νόρχακ;» ρώτησε η Θελρίτ. «Αν ήταν απομονωμένη, πώς την αποκάλυψε;»
«Δεν ξέρω ακριβώς. Λένε ότι δημιούργησε διαστασιακές διόδους.»
«Και πώς πήγε εκεί εξαρχής;» είπε η Θελρίτ.
«Δεν ξέρω.»
«Μπορεί να λέει ψέματα. Μπορεί να μην ήταν ποτέ απομονωμένη, απλά να μην την είχαμε ανακαλύψει μέχρι στιγμής.»
«Τέλος πάντων!» είπε ανυπόμονα ο Νιρμόδος. «Δεν είναι η Νόρχακ το πρόβλημά μας τώρα. Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια εξωδιαστασιακή εισβολή.
»Μάγισσα, υπάρχει τρόπος να κλείσουμε αυτά τα ανοίγματα που έχουν παρουσιαστεί;»
«Δε νομίζω, Υψηλότατε. Δεν ξέρω. Δε μ’έχετε αφήσει να τα ερευνήσω αρκετά ακόμα.»
«Τώρα, όμως, βιαζόμαστε,» τόνισε ο Νιρμόδος. «Αν αυτός ο φωτεινός δαίμονας καταφέρει να έρθει στη Χάρνταβελ, κανένας δεν γνωρίζει τι μπορεί να συμβεί. Ίσως να ερημώσει τα πάντα και εδώ.»
«Πρέπει να ερευνήσω, Υψηλότατε,» επέμεινε η Αρίνη. «Δεν μπορώ να κάνω κάτι αμέσως.»
«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει,» είπε ο Τέρι, «είναι, νομίζω, να καλέσουμε ενισχύσεις.»
«Ναι, αναμφίβολα,» συμφώνησε ο Νιρμόδος. «Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Θα στείλω ένα ελικόπτερο να μεταφέρει ανθρώπους στη δίοδο για Φεηνάρκια.»
Ο Τέρι ένευσε, συμφωνώντας.
«Πρώτα, όμως,» συνέχισε ο Νιρμόδος, «θα γράψω μια αναφορά, εξηγώντας ακριβώς τι συμβαίνει, για να καταλάβουν τη σημαντικότητα της κατάστασης. Και γι’αυτό θα χρειαστώ τη βοήθειά σου, Ταγματάρχη.»
«Ασφαλώς, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε ο Τέρι· και σκέφτηκε, παραξενεμένος: Για μια φορά φαίνεται πως δεν υπάρχει διχογνωμία ανάμεσά μας.
Για ώρα, έπεφτε μέσα στο σκοτάδι. Δεν υπήρχε τίποτα για να πιαστεί και να σταματήσει την πτώση της. Έπεφτε και, συγχρόνως, περιστρεφόταν γύρω από μια φωτεινή στήλη, διαγράφοντας σπείρες.
Μετά, νόμιζε ότι κουράστηκε να πέφτει. Ήταν έτοιμη… και άνοιξε τα μάτια της. Είδε ότι βρισκόταν μέσα σε μια σκηνή, σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν οι έμποροι στις υπόγειες πόλεις για να μη μπορούν οι κλέφτες να αρπάξουν εύκολα την πραμάτεια τους. Ήταν ξαπλωμένη επάνω σ’ένα στρώμα, και παραδίπλα καθόταν ο Κάλροοθ, γυρισμένος τώρα, καθώς γέμιζε μια κούπα με μπίρα από ένα μπουκάλι.
«Κάλροοθ;»
Ο Βασιληάς στράφηκε να την κοιτάξει, ξαφνιασμένος. «Ελκέρτα!» Σηκώθηκε από τα μαξιλάρια όπου καθόταν και πήγε να καθίσει πλάι της. «Είσαι καλά;»
Εκείνη ανασηκώθηκε, στηριζόμενη στους αγκώνες της. «Έτσι νομίζω… Τι συνέβη;» Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν κάτι να την αρπάζει. Ν’αρπάζει τη ράχη της μ’έναν τρόπο που δεν είχε ποτέ ξανά αισθανθεί, και να προσπαθεί να τη σκοτώσει.
«Ένας Οφθαλμός του Θανάτου πήγε να σε δολοφονήσει,» της είπε ο Κάλροοθ. «Ξάπλωσε τώρα, μη σηκώνεσαι.»
«Δε χρειάζεται. Δεν αισθάνομαι άσχημα πια.» Η Ελκέρτα πήρε καθιστή θέση επάνω στο στρώμα. «Ποιος Οφθαλμός;»
«Δεν τον βρήκαν.» Υπήρχε οργή στο βλέμμα του Κάλροοθ. «Τόσοι φρουροί ήταν γύρω μας και δεν τον βρήκαν! Και ο Κύρνοοκ ίσα που πρόλαβε να σπάσει την επιρροή του επάνω σου· μετά, τον έχασε, τον σκατοκάντραμο.»
«Γιατί ένας Οφθαλμός του Θανάτου να προσπαθήσει να με σκοτώσει ενώ αντιμετωπίζαμε τους ξένους;» ρώτησε η Ελκέρτα τον σύζυγό της, αν και νόμιζε πως ήξερε. Τον πλήρωσαν για να το κάνει. Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση προτού έρθουμε στον καινούργιο κόσμο. Κάποιοι από τους συγγενείς του Κάλροοθ, το δίχως άλλο. Θα μετανιώσουν γι’αυτό!
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Βασιληάς. «Την ίδια απορία έχω κι εγώ. Όποιος κι αν είναι, όμως, είναι προδότης, και θα πεθάνει μόλις βρεθεί. Όπως κι αυτοί που τον έβαλαν να κάνει ό,τι έκανε. Εκτός αν ήταν μόνος του… Έχεις κανέναν εχθρό που να είναι Οφθαλμός του Θανάτου, Ελκέρτα; Δε μου έχεις πει ποτέ κάτι.»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνη, αναρωτούμενη αν πραγματικά ο Κάλροοθ δεν υποπτευόταν τους συγγενείς του ή αν απλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί.
«Έχεις όμως πολλούς εχθρούς, Ελκέρτα…»
«Τι δουλειά έχουν αυτοί εδώ; Είναι στις σήραγγες του Υπόγειου Κόσμου. Οι μόνοι εχθροί που βρίσκονται εδώ θα μπορούσαν να είναι άνθρωποι της Νίρμικιτ.» Και με τούτα τα λόγια συνοφρυώθηκε. «Είμαστε στον καινούργιο κόσμο, έτσι δεν είναι; Τι έγινε με τη μάχη, Κάλροοθ;»
Για μια στιγμή, είδε την ανησυχία να φεύγει από τα γκρίζα μάτια του· τα είδε να γυαλίζουν θριαμβευτικά. «Νικήσαμε!» είπε ο Κάλροοθ. «Διώξαμε τους ξένους. Είχαμε αρκετές απώλειες, αλλά τώρα είμαστε ξανά στον Παλαιό Κόσμο, Ελκέρτα!»
«Πόσο καιρό κοιμόμουν;» ρώτησε εκείνη. Είχαν περάσει μέρες;
«Μερικές ώρες,» αποκρίθηκε ο Κάλροοθ, εφησυχάζοντάς την. «Είναι νύχτα τώρα. Έχουμε κατασκηνώσει πέρα από το άνοιγμα – όπως κατασκήνωναν οι στρατοί στον Παλαιό Κόσμο! Με την αυγή θα κηδέψουμε τους νεκρούς μας όπως στις Παλαιές Διηγήσεις.» Έβγαλε ένα μικρό βιβλίο από την τσέπη του και το άνοιξε εκεί όπου ήταν ο σελιδοδείκτης. «Έχω βρει το κομμάτι που το περιγράφει ακριβώς.» Χαμογέλασε μέσα από τα λευκά μούσια του.
Είμαστε σε εχθρικό έδαφος κι αυτός σκέφτεται τα παραμύθια, παρατήρησε η Ελκέρτα, και γέλασε παρότι πριν από μερικές ώρες η ζωή της είχε κινδυνέψει. Ποτέ δεν θα έπαυε να είναι ερωτευμένη με τον Κάλροοθ. Τεντώθηκε και, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω του, τον φίλησε στα χείλη.
«Αισθάνεσαι όντως καλά, λοιπόν,» παρατήρησε εκείνος. «Μου το είπε και η Χονρέπα – ότι έβλεπε πως τα πάντα επάνω σου και μέσα σου είναι κανονικά – αλλά φοβόμουν, Ελκέρτα… Φοβήθηκα πολύ για σένα… Δεν ήθελα να επιστρέψω στον Παλαιό Κόσμο χωρίς εσένα στο πλευρό μου.»
«Πες μου τι άλλο συνέβη μετά τη μάχη,» τον παρότρυνε εκείνη, θέλοντας να πάρει το νου του μακριά από δυσάρεστα πράγματα.
«Μετά τη μάχη, τίποτα. Οι μισοί από τους ξένους υποχώρησαν προς τα δυτικά, οι άλλοι μισοί προς τ’ανατολικά, όπου υπάρχει ένας ποταμός και μια γέφυρα. Πρόσταξα να μην τους ακολουθήσουν.»
Η Ελκέρτα ένευσε. «Και καλά έκανες. Δεν ξέρουμε τα εδάφη τους· μπορεί να μας στήσουν ενέδρες. Πρέπει πρώτα αυτός ο Τέρι Κάρμεθ να μας σχεδιάσει έναν χάρτη – πολύ αναλυτικό – των γύρω περιοχών· γιατί, σίγουρα, θα υπάρχουν πολλοί εχθροί σε τούτα τα μέρη. Αυτοί δεν ήταν παρά οι πρώτοι που συναντήσαμε.»
«Ο Τέρι Κάρμεθ δραπέτευσε,» είπε ο Κάλροοθ. «Μόλις η σύγκρουση με τους ξένους ξεκίνησε, εκείνος κι οι δικοί του έτρεξαν να φύγουν, και δεν καταφέραμε να τους πιάσουμε. Ωστόσο, έχουμε κάποιους άλλους αιχμαλώτους.»
«Η Χονρέπα, όμως, έμοιαζε να μπορεί να συνεννοηθεί καλά με τον Τέρι Κάρμεθ· θα μπορεί να συνεννοηθεί το ίδιο καλά και μ’αυτούς;»
«Δεν ξέρω. Θα πρέπει να το ανακαλύψουμε. Όμως, λογικά, την ίδια γλώσσα δεν θα μιλάνε;»
*
«Σφαγή ήταν!» είπε, φανερά αηδιασμένος, ο Νάρκλοομ, μπαίνοντας στη σκηνή της Πριγκίπισσας. «Καθαρή σφαγή. Κι όσοι έζησαν νομίζουν ότι κέρδισαν κάτι σπουδαίο. Δεν ήταν όμως αυτές τακτικές μάχης, κι όσοι έχουν λίγο μυαλό το καταλαβαίνουν!»
Η Φαλτίκα καθόταν επάνω στα μαξιλάρια της και τον ατένιζε δυσαρεστημένα, μουτρωμένη, καπνίζοντας Ψυχρή Καταχνιά με μια καπνοσύριγγα. Ο Βασιλικός Υπασπιστής γύριζε από δω κι από κει για ώρες, προσπαθώντας να οργανώσει το απέραντο στρατόπεδο του πατέρα της, και τώρα είχε, επιτέλους, αξιωθεί να έρθει στη σκηνή της· κι αντί να της δώσει εξηγήσεις για την αποτυχία του, της έλεγε άσχετα πράγματα!
«Ήταν άχρηστος!» του είπε. «Και μου έλεγες ότι ήταν καλός! Δεν ήξερε τη δουλειά του, κι αυτή η σκρόφα είναι ακόμα ζωντανή!»
«Σσς!» της έκανε ο Νάρκλοομ. «Μη φωνάζεις. Ειδικά γι’αυτό το θέμα!» Λύνοντας τη ζώνη με τα όπλα του, την άφησε κάτω, και κάθισε κοντά στην Πριγκίπισσα.
«Μα, απέτυχε,» είπε η Φαλτίκα, στραβώνοντας οργισμένα τα όμορφα χείλη της. «Δεν άξιζε τα λεφτά του!»
«Δεν τον έχω πληρώσει ακόμα.»
«Τι ανακούφιση…» έκανε ειρωνικά η Φαλτίκα. «Με κοροϊδεύεις, Νάρκλοομ;»
«Ο άνθρωπός μου είναι πολύ ικανός,» της είπε ο Νάρκλοομ προτού εκείνη συνεχίσει. «Δεν ξέρω γιατί απέτυχε, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα υπάρχει σοβαρός λόγος–»
«Ή είναι τελείως άχρηστος!»
«Ο Βάλμοοθ ο Νεκροχέρης είναι καλός σε ένα πράγμα και μόνο: να σκοτώνει. Αυτό όλοι όσοι τον ξέρουν το παραδέχονται – ή δεν μπορούν πια να το παραδεχτούν, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Με παραξενεύει που δεν κατόρθωσε να σκοτώσει την Ελκέρτα, για να είμαι ειλικρινής. Και είμαι περίεργος να μάθω γιατί.»
«Δεν του έχεις μιλήσει ακόμα;»
«Όχι.»
«Πήγαινε να του μιλήσεις, τότε!»
«Δεν ξέρω πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή. Σίγουρα, είναι αναμιγμένος με το πλήθος, γιατί το ξέρει πολύ καλά ότι το μοβ δέρμα του και η ράισκα στο χέρι του τον αποκαλύπτουν αμέσως σε όποιον αναζητά Οφθαλμούς του Θανάτου· και ο πατέρας σου έχει προστάξει να γίνει εκτενής έρευνα. Είναι εξοργισμένος.»
«Κι εγώ είμαι εξοργισμένη,» δήλωσε η Φαλτίκα. «Η σκρόφα έπρεπε να είναι νεκρή, και ο πατέρας μου ελεύθερος από τα νύχια της! Δε μπορεί ο άνθρωπός σου να ξαναπροσπαθήσει να δώσει τέλος στην άθλια ζωή της;»
«Πρέπει να του μιλήσω πρώτα.» Ο Νάρκλοομ πήρε την καπνοσύριγγα από το χέρι της και τράβηξε μέσα του Ψυχρή Καταχνιά, νιώθοντάς τη να διεγείρει ευχάριστα τον οργανισμό του. Έβγαλε τον καπνό απ’τα ρουθούνια και το στόμα του, αφήνοντάς τον να πάει προς το ταβάνι της σκηνής. «Αν, πάντως, οι πολεμιστές μου καταφέρουν να τον εντοπίσουν, Πριγκίπισσα, θα πρέπει να τον συλλάβω. Ο πατέρας σου έχει προστάξει να συλληφθούν όλοι οι άγνωστοι Οφθαλμοί του Θανάτου που θα βρεθούν. Και θεωρεί άγνωστους τους πάντες εκτός από τον Κύρνοοκ, ο οποίος τον υπηρετεί χρόνια και έσωσε την Ελκέρτα.»
«Αυτός ο καταραμένος κωλόγερος!» γρύλισε η Φαλτίκα. «Μάλλον έπρεπε να είχαμε σκοτώσει πρώτα αυτόν και μετά τη σκρόφα. Για να είμαστε σίγουροι.»
«Δε μπορείς να σκοτώσεις τους πάντες που στέκονται ανάμεσα σ’εσένα και τη μητριά σου, Πριγκίπισσα. Εκτός αν είσαι πρόθυμη να σκοτώσεις και τον πατέρα σου επίσης.»
Η Φαλτίκα μόρφασε, ασχημίζοντας το πρόσωπό της. «Ξέρεις πολύ καλά ότι ο πατέρας δεν θα μπορούσε να τη σώσει από τον άνθρωπό σου.»
«Η Ελκέρτα, όμως, τώρα είναι ζωντανή,» είπε ο Νάρκλοομ. «Κι αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να είσαι προσεχτική μαζί της.»
Η Φαλτίκα συνοφρυώθηκε. «Τι θες να πεις;»
«Ποιον νομίζεις ότι θα υποπτευθεί πως έβαλε δολοφόνο για να τη σκοτώσει, Πριγκίπισσα;»
«Δεν είμαι η μόνη που δεν τη θέλω κοντά στον πατέρα μου.»
«Αλλά δεν κρύβεις και καθόλου το μίσος σου,» είπε ο Νάρκλοομ.
Η Φαλτίκα αισθάνθηκε ξαφνικά εκτεθειμένη. Μπορεί η Ελκέρτα, ανάμεσα σ’όλους τους υπόλοιπους αυλικούς, να ξεχώριζε εκείνη; Να καταλάβαινε ότι εκείνη ήταν που είχε ξαμολήσει ένα σκυλί του θανάτου εναντίον της; Θα τη σκοτώσω προτού προλάβει να κάνει τίποτα! Έτσι κι αλλιώς, η Ελκέρτα ήθελε να τους ξεπαστρέψει όλους· και η Πριγκίπισσα έπρεπε να σώσει τον λαό της από αυτή τη διεστραμμένη γυναίκα.
*
«Νάρκλοομ…»
Η φωνή ήρθε από το σκοτάδι, ανάμεσα από δύο σκηνές.
Ο Βασιλικός Υπασπιστής είχε βγει από τη σκηνή της Πριγκίπισσας για να βαδίσει μέσα στον μεγάλο καταυλισμό, ο οποίος, λόγω της κατάστασης που επικρατούσε, ήταν άνω-κάτω. Με καταυλισμό προσφύγων έμοιαζε περισσότερο παρά με στρατόπεδο. Είμαστε σα να φύγαμε από την πόλη μας εξαιτίας κάποιας μεγάλης καταστροφής και να περιφερόμαστε αποπροσανατολισμένοι μέσα στις σήραγγες και τα σπήλαια του Υπόγειου Κόσμου. Ο Νάρκλοομ δε νόμιζε ότι μπορούσε απόψε να κάνει τίποτε άλλο για να βάλει σε μια τάξη την κατάσταση, και δεν είχε βγει από τη σκηνή της Πριγκίπισσας γι’αυτό τον σκοπό. Ούτε είχε βγει για να εποπτεύσει, όπως φαινόταν να κάνει. Είχε βγει γιατί περίμενε ν’ακούσει από το σκοτάδι τη φωνή που άκουγε τώρα.
Στράφηκε και πλησίασε το σκιερό μέρος ανάμεσα στις δύο σκηνές, για να συναντήσει έναν κουκουλοφόρο που, παρότι η όψη του φυσικά δεν φαινόταν, δεν μπορεί να ήταν άλλος από τον Νεκροχέρη.
«Γιατί;» απαίτησε ο Βασιλικός Υπασπιστής.
«Τα πράγματα εδώ δεν είναι όπως στον Υπόγειο Κόσμο,» του είπε ο Βάλμοοθ. «Οι δυνάμεις των Οφθαλμών είναι περιορισμένες. Υπάρχει μια Παρουσία.»
«Τι Παρουσία;»
«Αόρατη. Βρίσκεται παντού.»
«Κι αυτή η Παρουσία σε εμπόδισε;»
«Εν μέρει. Θα την είχα σκοτώσει, αλλά πάλεψε· κι ο χρόνος, αν και λίγος, ήταν αρκετός για να δράσει ο Κύρνοοκ.»
«Δε θα σε πληρώσω για μια αποτυχημένη προσπάθεια,» δήλωσε ο Νάρκλοομ.
«Δεν περιμένω να με πληρώσεις. Σύντομα, όμως, θα είναι νεκρή.»
«Νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις τώρα, που ο Κάλροοθ φρουρεί τη Βασιλική Σύζυγό του πιο καλά από ποτέ;»
Ο Βάλμοοθ δίστασε ν’απαντήσει. Απόμακρα, ακουγόταν ένα τραγούδι – ένα από αυτά του Παλαιού Κόσμου. Δεν ήταν μόνο ο Βασιληάς της Νίρμικιτ που είχε μανία με τις Παλαιές Διηγήσεις· η μανία αυτή είχε τώρα μεταδοθεί και σε πολλούς άλλους.
Ο Νάρκλοομ στράφηκε, κάνοντας ν’απομακρυνθεί απ’τον Νεκροχέρη.
«Περίμενε,» είπε εκείνος.
«Τι άλλο έχουμε να πούμε;» Ο Υπασπιστής τον ατένισε πάνω απ’τον ώμο του: μια σκιά μέσα στις σκιές ήταν ο δολοφόνος.
«Αν τα καταφέρω,» ρώτησε ο Βάλμοοθ, «αν της πάρω τη ζωή, η προσφορά σου θα εξακολουθεί να ισχύει, έτσι;»
«Ναι. Αλλά, για τώρα, φρόντισε να σώσεις τη δική σου ζωή. Ο Βασιληάς ψάχνει για Οφθαλμούς του Θανάτου, και πολύ φοβάμαι ότι ίσως να σκοτώσει όλους όσους καταφέρει να βρει – απλά και μόνο για να είναι σίγουρος.»
Ο Νάρκλοομ απομακρύνθηκε από τον Νεκροχέρη και συνέχισε, για λίγη ώρα, να βαδίζει ανάμεσα στις σκηνές του καταυλισμού. Στη δυτική μεριά φαινόταν μια μεγάλη φωτιά: εκεί, ο λαός της Νίρμικιτ έκαιγε τους σκοτωμένους εχθρούς. Στη νότια μεριά συγκέντρωναν τους νεκρούς συμπολεμιστές τους. Ο Νάρκλοομ μπορούσε να διακρίνει τους σκοτεινούς λόφους μέσα στη νύχτα. Σφαγή. Τόσοι πολλοί θάνατοι… Δεν έπρεπε να είχε γίνει έτσι. Έπρεπε να είχαμε έρθει πιο οργανωμένα, και μόνο με εκπαιδευμένους πολεμιστές, όχι με ενθουσιασμένους πολίτες που δεν έχουν πιάσει ποτέ στη ζωή τους όπλο εκτός από κανένα μαχαίρι.
Οι Παλαιές Διηγήσεις…
Ο Παλαιός Κόσμος…
Αξίζει να πληρώνεις ένα όνειρο με τόσους πολλούς νεκρούς;
Ο Βασιληάς της Νίρμικιτ, μάλλον, πίστευε πως άξιζε. Ο Νάρκλοομ διαφωνούσε.
Επέστρεψε στη σκηνή της Φαλτίκα, για να βρει την Πριγκίπισσα σκεπασμένη με μια κουβέρτα από γούνα τριχοσούρτη. Τα ρούχα της ήταν αφημένα σ’έναν σωρό παραδίπλα.
«Τον βρήκα,» της είπε ο Νάρκλοομ, καθίζοντας πάνω στα μαξιλάρια. Άπλωσε το χέρι του, έπιασε ένα μπουκάλι, και γέμισε μια κούπα με μπίρα.
«Τι σου είπε;» ρώτησε αμέσως η Πριγκίπισσα καθώς ανασηκωνόταν. Η κουβέρτα γλίστρησε από πάνω της, φανερώνοντας έναν όμορφο γαλανό ώμο και την αρχή ενός γεμάτου στήθους.
Ο Νάρκλοομ ήπιε μια γουλιά απ’τη μπίρα του. «Μου είπε ότι οι δυνάμεις των Οφθαλμών είναι περιορισμένες εδώ – πράγμα για το οποίο δεν αμφιβάλλω· το έχουν πει κι άλλοι.»
«Και γι’αυτό απέτυχε; Δεν το ήξερε ότι οι δυνάμεις του θα ήταν ‘περιορισμένες’ όταν σου υποσχέθηκε πως θα τα κατάφερνε;»
«Θα τη σκότωνε, μου είπε, αλλά εκείνη αντιστάθηκε–»
«Φυσικά και θα αντιστεκόταν!»
«Κέρδισε λίγο χρόνο, κι αυτός ο χρόνος ήταν αρκετός ώστε να προλάβει να παρέμβει ο Κύρνοοκ, χαλώντας την επίθεση του Βάλμοοθ.»
«Και τώρα τι θα κάνει ο άνθρωπός σου;»
«Τίποτα.»
«Τίποτα;» γρύλισε η Πριγκίπισσα, και τα μάτια της φάνηκαν να πετάνε σπίθες. «Η Ελκέρτα τώρα θα–!»
«Τι περιμένεις να κάνει;» τη διέκοψε απότομα ο Νάρκλοομ, αρχίζοντας να θυμώνει μαζί της. Τι νόμιζε η Φαλτίκα – ότι μπορούσαν να γίνουν θαύματα; Να χτυπήσει κάποιος τα δάχτυλά του και η Ελκέρτα να πεθάνει; «Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κρυφτεί για την ώρα· ο πατέρας σου κυνηγά όλους τους Οφθαλμούς του Θανάτου. Του είπα, πάντως, να προσπαθήσει· κι αν τα καταφέρει, θα τον πληρώσω.»
Η Φαλτίκα ρουθούνισε. «Κανονικά έπρεπε να τον είχες απειλήσει – για να πάει και να κάνει τη δουλειά του σωστά αυτή τη φορά!»
«Δεν απειλείς έναν άνθρωπο σαν τον Νεκροχέρη, Πριγκίπισσα, εκτός αν δεν εκτιμάς καθόλου τη ζωή σου. Μπορεί να σε σκοτώσει προτού προλάβεις να ουρλιάξεις.»
«Δεν του φαίνεται, πάντως,» αποκρίθηκε η Φαλτίκα, μουτρωμένα, και ξάπλωσε πάλι.
Ορισμένες φορές ο Νάρκλοομ νόμιζε ότι η Πριγκίπισσα ήθελε σφαλιάρες. Χωρίς να της μιλήσει, τελείωσε τη μπίρα στην κούπα του.
*
Με την αυγή, κήδεψαν τους νεκρούς πολεμιστές όπως έγραφαν οι Παλαιές Διηγήσεις. Τους τύλιξαν όλους μέσα σε μαύρα υφάσματα ποτισμένα με λάδι, καθάρισαν ένα μέρος της πεδιάδας από κάθε χόρτο, και τους έβαλαν τον έναν δίπλα στον άλλο. Μετά, ο Βασιληάς Κάλροοθ στάθηκε μπροστά στους νεκρούς βαστώντας ψηλά έναν αναμμένο δαυλό, και είπε τα λόγια που είχε διαβάσει στις Παλαιές Διηγήσεις, εξυμνώντας τη γενναιότητα των σκοτωμένων, δηλώνοντας τη θλίψη του για την απώλειά τους, και αναφέροντας ονόματα θεοτήτων που ήταν πια άγνωστα για τον λαό του· γιατί δεν ήταν θεοί του Υπόγειου Κόσμου, αλλά του Επάνω Κόσμου, και ο Επάνω Κόσμος ήταν έρημος.
Τελειώνοντας, ο Κάλροοθ φώναξε: «Αφήνω τώρα τα σώματα των πεσόντων να επιστρέψουν στο Επουράνιο Φως που τα γέννησε, και να βρουν τις ψυχές τους που τα περιμένουν εκεί» – και η φωνή του αντήχησε καθαρή μέσα στο ξημέρωμα, καθώς κανένας δεν μιλούσε, ούτε δούλευε, και μονάχα το σφύριγμα του ψυχρού ανέμου ακουγόταν. Σκύβοντας, ο Κάλροοθ έβαλε φωτιά στο πρώτο μαυροντυμένο πτώμα, και σύντομα οι φλόγες πήδησαν και στα υπόλοιπα, από το ένα στο άλλο, ώσπου ολόκληρο εκείνο το ξεχορταριασμένο μέρος της πεδιάδας έγινε μια πελώρια φωτιά, εκπέμποντας θερμότητα στα πρόσωπα του λαού της Νίρμικιτ που την περιστοίχιζε.
Ο Κάλροοθ ένιωθε δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια του. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν δώσει τις ζωές τους για να εκπληρωθεί το όραμά του. Το όραμα όλων τους. Το όραμα της επιστροφής στον Παλαιό Κόσμο. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτούς τους πρώτους πεσόντες.
Καθώς ατένιζε τις φλόγες να πηδάνε ψηλά στον γαλανό ουρανό με τα υπέροχα σύννεφα, αναρωτήθηκε τι εννοούσαν τα λόγια που είχε πριν από λίγο ο ίδιος αρθρώσει: Αφήνω τώρα τα σώματα των πεσόντων να επιστρέψουν στο Επουράνιο Φως που τα γέννησε, και να βρουν τις ψυχές τους που τα περιμένουν εκεί. Ποιο Επουράνιο Φως; Πράγματι οι ψυχές τους τα περίμεναν κάπου ψηλά στον ουρανό;
Και ποιον ουρανό; Αυτός ο ουρανός δεν ήταν ο ουρανός του κόσμου του Κάλροοθ. Δεν ήταν ακριβώς ο ουρανός του Παλαιού Κόσμου. Μήπως, λοιπόν, τα σώματα δεν θα έβρισκαν ποτέ τις ψυχές τους;
Έδιωξε τούτες τις σκοτεινές σκέψεις απ’το μυαλό του. Εδώ είναι όπως στις Παλαιές Διηγήσεις. Το όραμά μας έχει γίνει πραγματικότητα. Θα φτιάξουμε εμείς τον δικό μας κόσμο. Θα τον κάνουμε όπως τον έχουμε φανταστεί.
Η Ελκέρτα στεκόταν πλάι του καθώς ο Κάλροοθ ατένιζε τις φλόγες, και ο Βασιληάς της Νίρμικιτ πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της Βασιλικής Συζύγου του, κρατώντας την κοντά του.
Η Φαλτίκα, που κοίταζε τον πατέρα της και τη μητριά της από απόσταση, συνοφρυώθηκε βλέποντάς τους έτσι. Διότι καταλάβαινε ότι η απόπειρα δολοφονίας είχε ως αποτέλεσμα να τους δέσει περισσότερο, αντί να διώξει αυτή την άθλια γυναίκα από πλάι του μια για πάντα. Ο Κύρνοοκ δεν βρισκόταν μακριά από τον Βασιληά και την Ελκέρτα, παρατήρησε η Φαλτίκα. Ο Οφθαλμός του Θανάτου ήταν τυλιγμένος στην κάπα του, με την κουκούλα του στο κεφάλι, αλλά η Πριγκίπισσα τον αναγνώριζε από τη στάση του. Και φυσικά, ένα σωρό φρουροί περιτριγύριζαν τον πατέρα της και την παλιογυναίκα, και δεν άφηναν κανέναν να ζυγώσει. Θα βρω, όμως, τρόπο να την περιποιηθώ!
Μετά την κηδεία των πεσόντων της πρώτης μάχης στον καινούργιο κόσμο, ο Βασιληάς Κάλροοθ πρόσταξε τη Χονρέπα να μιλήσει με τους αιχμαλώτους, για να δει τι πληροφορίες μπορούσαν να της δώσουν· πρόσταξε τους ανιχνευτές του να ερευνήσουν όλη την περιοχή γύρω τους και να τη χαρτογραφήσουν όσο καλύτερα μπορούσαν· και τέλος, πρόσταξε τον Νάρκλοομ να επιστρέψει στη Νίρμικιτ με μια ομάδα όσων ανθρώπων νόμιζε ότι χρειαζόταν, ώστε να φέρει όλο τον λαό τους εδώ, στον καινούργιο κόσμο.
Εν τω μεταξύ, η έρευνα για Οφθαλμούς του Θανάτου ασφαλώς συνεχιζόταν, αλλά κανένας δεν είχε καταφέρει να βρει τίποτα ακόμα. Αυτοί που ξέρουν κάτι, Βασιληά μου, αυτοί που έχουν δει κάποιον Οφθαλμό του Θανάτου μέσα στο πλήθος, δεν πρέπει να μιλάνε επειδή φοβούνται, είχαν αναφέρει οι πολεμιστές του Κάλροοθ στον μονάρχη τους. Όλοι φοβούνται τους Οφθαλμούς του Θανάτου. Και ο Κάλροοθ είχε αναρωτηθεί: Κι εσείς; Τους φοβάστε κι εσείς, τόσο ώστε να μην κάνετε την καλύτερη δουλειά που μπορείτε; Ο Οφθαλμός του Θανάτου δεν θα παραδινόταν εύκολα, θα σκότωνε πολλούς προτού αιχμαλωτιστεί ή προτού πεθάνει, και ο Βασιληάς της Νίρμικιτ υποψιαζόταν πως οι πολεμιστές του προτιμούσαν να αποφύγουν μια συνάντηση μαζί του αν μπορούσαν.
Καλύτερα ν’αλλάξω τακτική, σκεφτόταν τώρα ο Κάλροοθ, μέσα στη σκηνή του, αφότου είχε δώσει διαταγές στη Χονρέπα, στους ανιχνευτές του, και στον Νάρκλοομ. Καλύτερα να γίνω πιο διπλωματικός. Χρειάζεται διπλωματία όταν έχεις να κάνεις με ανθρώπους όπως οι Οφθαλμοί του Θανάτου.
«Ποιον θα τιμωρούσες;» ρώτησε την Ελκέρτα, η οποία ήταν καθισμένη δίπλα του, οκλαδόν. «Το όπλο που σε χτύπησε ή αυτόν που χειρίζεται το όπλο;»
«Το όπλο μπορεί να μου χρειαστεί κι εμένα,» αποκρίθηκε εκείνη· «ο χειριστής του, μάλλον όχι.»
Ο Κάλροοθ ένευσε και σηκώθηκε, βγαίνοντας από τη σκηνή του και προστάζοντας να του φτιάξουν γρήγορα μια εξέδρα. Όταν η εξέδρα ήταν έτοιμη, ανέβηκε και φώναξε ότι ήθελε να μιλήσει στον λαό του, ενώ η Ελκέρτα στεκόταν στην είσοδο της βασιλικής σκηνής και, με τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος, παρατηρούσε. Νόμιζε πως ήξερε τι είχε κατά νου ο Βασιληάς της, και θεωρούσε το σχέδιό του καλό και με πιθανότητες επιτυχίας.
*
«Θα φύγεις;» έκανε, αναστατωμένη, η Φαλτίκα μόλις ο Νάρκλοομ τής είπε τι είχε προστάξει ο πατέρας της.
«Δε θ’αργήσω. Θα προσπαθήσω να τελειώσω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Εξάλλου, κι ο πατέρας σου αυτό θα ήθελε.»
«Μα, μέχρι να εκκενώσεις ολόκληρη την πόλη… μέχρι να πάρουν όλα τους τα πράγματα από εκεί…»
«Γιατί ανησυχείς τόσο πολύ;» τη ρώτησε ο Νάρκλοομ, πιάνοντας το μπράτσο της. Βρίσκονταν μέσα στη σκηνή της Πριγκίπισσας· δεν υπήρχε κίνδυνος ότι κάποιος θα τους έβλεπε ή θα τους άκουγε. Ή, τουλάχιστον, ο κίνδυνος ήταν μικρός. «Εξαιτίας της Ελκέρτα;»
«Φυσικά,» αποκρίθηκε η Φαλτίκα. «Δε μπορείς να φύγεις τώρα, Νάρκλοομ. Ας στείλει κάποιον άλλο ο πατέρας! Ας στείλει τον θείο Νάσκερελ!»
Η Πριγκίπισσα φοβάται. «Ο Βασιλίσκος θα έρθει μαζί μου. Θα είναι μέσα στην ομάδα μου–»
«Τότε, γιατί χρειάζεται να πας εσύ;» Η Φαλτίκα γάντζωσε τα χέρια της στα πλευρά του.
«Υποθέτω πως ο Βασιληάς με εμπιστεύεται. Είμαι Βασιλικός Υπασπιστής· αυτή είναι η δουλ–»
«Θα πάω να του μιλήσω.»
Ο Νάρκλοομ την άρπαξε προτού τρέξει προς την έξοδο της σκηνής της. «Όχι. Αν το κάνεις, το ξέρεις πως η Ελκέρτα θα καταλάβει ότι τη φοβάσαι.»
«Δεν– Δεν τη φοβάμαι!» σύριξε η Φαλτίκα, αλλά έμεινε ακίνητη σαν να είχε κοκαλώσει. Καταλάβαινε ότι ο Βασιλικός Υπασπιστής είχε δίκιο· καλύτερα να μην τραβούσε την προσοχή της Βασιλικής Συζύγου επάνω της. Τον αγκάλιασε, σφιχτά. «Νάρκλοομ, μη φύγεις! Σε παρακαλώ, μη φύγεις.»
Εκείνος χάιδεψε τα πράσινα μαλλιά της και την πλάτη της. «Το ξέρεις ότι δεν μπορώ να παρακούσω τις διαταγές του Βασιληά μας.» Τη φίλησε στον κρόταφο. «Πρέπει να πηγαίνω τώρα,» ψιθύρισε.
«Μείνε,» είπε η Φαλτίκα, και το χέρι της γλίστρησε κάτω από τη μέση του και μέσα στο αριστερό άνοιγμα του πολεμικού του χιτώνα, πιάνοντας τον ανδρισμό του πάνω από τη στενή περισκελίδα του. «Μείνε μαζί μου.» Το άλλο της χέρι ήταν περασμένο πίσω από τον λαιμό του, και τα χείλη της αναζήτησαν τα δικά του.
Ο Νάρκλοομ τη φίλησε βαθιά, κι αισθάνθηκε τον φαλλό του να γίνεται κόκαλο καθώς η παλάμη της τριβόταν επίμονα επάνω του. «Πριγκίπισσα… όχι τώρα…» έκανε ξέπνοα.
«Τώρα,» είπε εκείνη. Το χέρι της εξακολουθούσε να πιέζει τον καυλό του. «Γίνε ο καντράμος μου τώρα.» Έμοιαζε αποφασισμένη να τον κάνει να τελειώσει μέσα στον χιτώνα του, αν δεν ανταποκρινόταν στην απαίτησή της. Ο Νάρκλοομ αισθανόταν το σπέρμα του να έρχεται επάνω.
Άρχισε να τη γδύνει, βιαστικά, τραβώντας απότομα τα ρούχα της. Άκουσε ένα κουμπί να σπάει, το είδε να πετάγεται παραδίπλα. Τα χέρια του άρπαξαν τα γαλανά στήθη της, καθώς τα χείλη τους συναντιόνταν ξανά. «Περίμενε, Πριγκίπισσα,» της είπε, «περίμενε,» καθώς προσπαθούσε τώρα να βγάλει γρήγορα και τα δικά του ρούχα. Αλλά το χέρι της δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τον καυλό του: η παλάμη της τριβόταν επάνω του, και τα δάχτυλά της έπαιζαν με τα μπαλάκια του. Ο Νάρκλοομ εκτόξευσε το σπέρμα του ξαφνικά, βίαια, στέλνοντάς το στην κοιλιά της Φαλτίκα.
«Θα μείνεις μαζί μου;» τον ρώτησε εκείνη.
Ο Νάρκλοομ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πριγκίπισσα, σου είπα – δεν μπορώ να μείνω.»
«Δε μ’αγαπάς, τότε.» Η Φαλτίκα έκανε μερικά βήματα πίσω κι άρχισε να τραβά τα ρούχα της – που τα περισσότερα ήταν μαζεμένα γύρω από τους γοφούς της – προς τα πάνω.
«Γιατί το λες αυτό, μα τον Καρμόνκον! Το ξέρεις ότι δεν είναι αλήθεια. Είσαι τρομαγμένη. Δε σ’έχω ποτέ ξανά δει τόσο τρομαγμένη, Φαλτίκα· αλλά, μα όλους τους υπόγειους θεούς, δεν υπάρχει λόγος–»
«Δε θέλω να μείνω μόνη εδώ,» είπε εκείνη, γυρίζοντας στο πλάι, μη θέλοντας να συναντήσει το βλέμμα του καθώς σήκωνε τα ρούχα της για να καλυφτεί.
Ο Νάρκλοομ την πήρε στην αγκαλιά του, αρχίζοντας ξανά να τη φιλά, δυνατά, στον λαιμό… και στους ώμους… και στο στήθος. Την παρέσυρε μαζί του επάνω στο στρώμα, παραμερίζοντας τα ρούχα της και μπαίνοντας ανάμεσα στα πόδια της. «Σ’αγαπώ, Πριγκίπισσα,» της ψιθύρισε. «Σ’αγαπώ.» Η Φαλτίκα τον φιλούσε πεινασμένα τώρα, χωρίς να μιλά. Ήταν αχαρακτήριστα σιωπηλή, και γάντζωνε δυνατά το γαλανό της σώμα επάνω στο πράσινο σώμα του. Η αίσθησή της τρέλαινε τον Νάρκλοομ. Όπως και η όψη της. Ανέκαθεν. Ήθελε την Πριγκίπισσα από την πρώτη φορά που την είχε δει, και όταν τελικά είχε πλαγιάσει μαζί της νόμιζε ότι ονειρευόταν, νόμιζε πως θα ξυπνούσε και η μεγάλη κόρη του Κάλροοθ δεν θα ήταν πια εκεί. Αλλά ήταν, και εκείνο το πρωινό και πολλά άλλα ακόμα…
Μετά από λίγο, ο Νάρκλοομ γλίστρησε πάλι μέσα της, και η Φαλτίκα τον ευχαρίστησε με ενθουσιασμένες φωνές.
Αργότερα, όμως, όταν εκείνος φόρεσε τα ρούχα του και την αποχαιρέτησε, του έμοιαζε ξανά δυσαρεστημένη, αν και δεν τον παρότρυνε να μείνει. Του έδωσε μονάχα ένα τελευταίο φιλί, προτού φύγει.
*
Ύστερα από την αποχώρηση του Νάρκλοομ, η Φαλτίκα έμεινε κάμποση ώρα στη σκηνή της, βρισκόμενη σε μια κατάσταση θυμού-ανησυχίας-φόβου-στενοχώριας. Όταν το πιο σκοτεινό μέρος αυτής της διάθεσης πέρασε, βγήκε και βάδισε μέσα στον καταυλισμό, πηγαίνοντας να βρει τη μικρή της αδελφή: την Πορφυρή Πριγκίπισσα, όπως την έλεγαν, λόγω των κόκκινων μαλλιών της.
Η Κιθνέκα (το τέταρτο παιδί του πατέρα τους) ήταν εννιά χρόνια μικρότερη από τη Φαλτίκα, αλλά, παρότι στα είκοσι-ένα της, είχε παντρευτεί έναν πλούσιο έμπορο Ψυχρής Καταχνιάς και είχε ήδη κάνει το πρώτο της παιδί. Η Φαλτίκα, αντιθέτως, ουδέποτε ήταν τόσο ήσυχη όσο η αδελφή της. Άλλαζε εραστές συχνά, και ποτέ δεν είχε αποφασίσει να παντρευτεί κανέναν – ο Νάρκλοομ ήταν η πιο σταθερή της σχέση μέχρι στιγμής.
Βρήκε την Κιθνέκα να κάθεται μπροστά στη σκηνή της, πλάι σε μια φωτιά, μαζί με τον Νάσλοοθ, τον μικρότερό τους αδελφό, το πέμπτο παιδί του πατέρα τους. Ο σύζυγος της Κιθνέκα δεν είχε ακόμα έρθει στον καινούργιο κόσμο, ούτε ο μικρός της γιος ήταν εδώ. Τα δύο αδέλφια της Φαλτίκα στράφηκαν να την ατενίσουν καθώς πλησίαζε.
«Τι κάνετε;» τους χαιρέτησε εκείνη.
«Προετοιμαζόμαστε να οικοδομήσουμε έναν καινούργιο κόσμο,» αποκρίθηκε ο Νάσλοοθ, μειδιώντας προς το μέρος της. Είχε την ίδια τρέλα με τον πατέρα τους για τις Παλαιές Διηγήσεις. Ίσως να έφταιγε κι η ηλικία του, σκεφτόταν η Φαλτίκα: ήταν μόλις δέκα-εφτά χρονών. Η μητέρα τους τον είχε γεννήσει λίγο προτού πεθάνει. Λίγο προτού την πιάσει εκείνη η παράξενη ασθένεια. Η Φαλτίκα, πολλές φορές, είχε αναρωτηθεί αν η μαμά θα αρρώσταινε αν δεν είχε κάνει τον Νάσλοοθ· και, γι’αυτό, κάπου-κάπου η Πριγκίπισσα ένιωθε θυμωμένη με τον μικρό της αδελφό, σαν εκείνος να έφταιγε για τον θάνατό της. Το γεγονός ότι ο Νάσλοοθ έμοιαζε τόσο στη μητέρα τους δεν έκανε τη Φαλτίκα να αισθάνεται καλύτερα· την έκανε να λυπάται ακόμα περισσότερο που η μαμά της είχε πεθάνει.
«Προτού ο καινούργιος κόσμος μάς σκοτώσει όλους,» πρόσθεσε η Κιθνέκα. «Κάθισε κοντά μας, Φαλτίκα.»
Η Φαλτίκα κάθισε δίπλα στη φωτιά τους. «Βρήκε ο μπαμπάς τον Οφθαλμό του Θανάτου;» ρώτησε.
«Δεν το άκουσες;» έκανε ο Νάσλοοθ. «Πού βρίσκεσαι, αδελφή;»
Η Φαλτίκα τον κοίταξε ενοχλημένα· ο τρόπος του ήταν ειρωνικός και δεν της άρεσε. «Τι εννοείς;»
«Πριν από λίγο, ο μπαμπάς έβγαλε ένα διάγγελμα,» είπε η Κιθνέκα.
Διάγγελμα; «Ήμουν στη σκηνή μου· δεν το άκουσα. Τι είπε;»
«Ζητά από τον Οφθαλμό του Θανάτου να παρουσιαστεί από μόνος του,» αποκρίθηκε η Κιθνέκα, παραμερίζοντας τα μακριά πορφυρά της μαλλιά από το πράσινο μέτωπό της.
«Από μόνος του;» γέλασε η Φαλτίκα. Αυτή η τρελή έχει τρελάνει και τον πατέρα μας για τα καλά!
«Ναι, και ο πατέρας υποσχέθηκε να μην του κάνει κανένα κακό – ούτε θα τον φυλακίσει ούτε θα τον σκοτώσει, είπε. Τουναντίον, θα τον πληρώσει κιόλας· θα του δώσει ένα κομμάτι γης επιπλέον στον καινούργιο κόσμο. Το μόνο που χρειάζεται είναι ο Λιθοφόρος να αποκαλύψει ποιος τον έβαλε να σκοτώσει την Ελκέρτα.»
Η Φαλτίκα αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει. Αυτός ο Βάλμοοθ ο Νεκροχέρης ήταν παράνομος, απ’ό,τι της είχε πει ο Νάρκλοομ· επομένως, τι θα τον σταματούσε απ’το να προδώσει τον Υπασπιστή; Ευτυχώς που δεν ξέρει τίποτα για μένα· η σκέψη ήρθε αυθόρμητα στο μυαλό της. Και μετά: Αν ο Βάλμοοθ προδώσει τον Νάρκλοομ, μπορεί ο Νάρκλοομ να προδώσει εμένα – να παραδεχτεί ότι το είχαμε σχεδιάσει μαζί. Κι ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί, η Ελκέρτα, αν όχι ο μπαμπάς, θα το καταλάβει!
«Τι είναι, Φαλτίκα;» ρώτησε ο Νάσλοοθ. «Θα νόμιζε κανείς ότι είδες Νάρνακας στο κρεβάτι σου.»
«Τι;» έκανε η Φαλτίκα, παριστάνοντας αμέσως τη θυμωμένη. «Τι βλακείες πάλι λες;»
«Κοίταζες… κάπως,» μόρφασε ο Νάσλοοθ.
Η Φαλτίκα αναστέναξε. «Μη λες χαζομάρες πια!» Και ρώτησε την Κιθνέκα: «Παρουσιάστηκε κανένας στον μπαμπά;»
«Από τώρα; Όχι.»
«Αν ήταν, θάχε παρουσιαστεί. Γιατί ν’αργεί;»
Η Κιθνέκα σήκωσε τους ώμους. «Μπορεί να φοβάται.»
«Τέτοιος άνθρωπος να φοβάται; Δεν το νομίζω. Εγώ λέω ότι μπορεί κανένας να μην τον έβαλε να κάνει τίποτα. Μπορεί νάχει προσωπικά με την Ελκέρτα. Ποιος ξέρει τι υπανθρώπους συναναστρεφόταν εκεί στα βάθη που περιφερόταν προτού τη μαζέψει ο μπαμπάς…»
«Και θα την ακολούθησαν ώς εδώ;» έκανε ο Νάσλοοθ. «Μιλάμε για τρελό μίσος!»
«Σοβαρέψου για μια στιγμή, επιτέλους!» είπε η Φαλτίκα, υψώνοντας το χέρι της αποδοκιμαστικά προς τη μεριά του, σαν να ήθελε να διώξει μια ενοχλητική μύγα.
«Εγώ πιστεύω ότι κάποιος αυλικός πρέπει να τον πλήρωσε,» είπε η Κιθνέκα. «Κάποιος από εμάς. Κι εσύ, Φαλτίκα, δεν έχεις πει πολλές φορές ότι θα προτιμούσες να ήταν νεκρή, ότι ο μπαμπάς δεν θα έπρεπε ποτέ να την είχε φέρει στη Βασιλική Οικία.»
«Γιατί, εσύ νομίζεις ότι είναι καλή ως Βασιλική Σύζυγος;» αντιγύρισε αμέσως η Φαλτίκα. «Ήταν λήσταρχος, Κιθνέκα! Ούτε η Τορθόλμεθ δεν ξέρει τι έκανε η Ελκέρτα στα βάθη του Υπόγειου Κόσμου! Είναι αυτή για να κάθεται πλάι στον πατέρα μας;»
«Εντάξει, δίκιο έχεις,» αποκρίθηκε η Κιθνέκα. «Δε διαφωνώ μαζί σου. Αλλά αν κάνει τον μπαμπά ευτυχισμένο, τότε….»
«Έλα τώρα, Κιθνέκα! Η μαμά τον έκανε πραγματικά ευτυχισμένο. Έπρεπε να τους έβλεπες μαζί· αλλά ήσουν πολύ μικρή όταν πέθανε. Αυτή η παλιογυναίκα δεν είναι για τον μπαμπά, και θα προκαλέσει, στο τέλος, σ’όλους μας προβλήματα.»
«Νομίζεις ότι ο μπαμπάς θα την είχε πλάι του αν τη θεωρούσε επικίνδυνη;» ρώτησε ο Νάσλοοθ.
«Ο μπαμπάς, Νάσλοοθ, κάποια πράγματα δεν τα σκέφτεται αντικειμενικά πλέον. Η Ελκέρτα τού κουνήθηκε λίγο για να βγει από το κελί της, και τα κατάφερε και με το παραπάνω.»
«Θα πλήρωνες, δηλαδή, κάποιον να τη σκοτώσει;» ρώτησε απροκάλυπτα ο μικρός της αδελφός.
«Θ’άφηνα τη χαρά αυτή σε άλλους. Όπως φαίνεται δεν είναι και λίγοι αυτοί που δεν τη θέλουν στο κρεβάτι του μπαμπά.»
«Εγώ λέω πως ο θείος Νάσκερελ πλήρωσε τον δολοφόνο,» είπε η Κιθνέκα. «Είναι πιο πονηρός απ’ό,τι φαίνεται· είμαι σίγουρη.»
«Νομίζεις ότι δε φαίνεται αρκετά πονηρός;» έκανε η Φαλτίκα, γελώντας κοφτά.
«Με παραξενεύει, όμως, που διάλεξε μια τόσο ακατάλληλη στιγμή για να τη σκοτώσει. Ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό που έκανε, επάνω που είχαμε έρθει στον καινούργιο κόσμο και αντιμετωπίζαμε τους ξένους.»
«Πράγματι,» συμφώνησε η Φαλτίκα, «πολύ επικίνδυνο.» Και αναστέναξε, προσπαθώντας να διώξει την ανησυχία που αισθανόταν. Αν αυτό το σκυλί ο Βάλμοοθ προδώσει τον Νάρκλοομ….
*
Η Χονρέπα είπε στον Κάλροοθ ότι ένας από τους αιχμαλώτους είχε προθυμοποιηθεί να φτιάξει έναν χάρτη της περιοχής αν τον άφηναν, μετά, ελεύθερο να φύγει.
«Συμφωνείτε, Βασιληά μου;» ρώτησε η Λιθοφόρος, έχοντας συναντήσει, το μεσημέρι, τον Κάλροοθ έξω από τη σκηνή του.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Φέρε μου τον χάρτη και έπειτα άσε τον αιχμάλωτο να φύγει. Έχουμε πολλούς αιχμαλώτους ακόμα, εξάλλου.»
Η Χονρέπα ένευσε, ευχαριστημένη, και απομακρύνθηκε.
Ο Βασιληάς της Νίρμικιτ κάθισε έξω από τη σκηνή για να γευματίσει μαζί με τη Βασιλική Σύζυγό του – περιτριγυρισμένος, φυσικά, από τους φρουρούς του και με τον Κύρνοοκ από κοντά. Η Χονρέπα επέστρεψε όταν ο Κάλροοθ και η Ελκέρτα είχαν τελειώσει το φαγητό τους. Μαζί της είχε έναν χάρτη ζωγραφισμένο επάνω σε περγαμηνή από δέρμα καντράμου. Τον έδωσε στον Κάλροοθ κι εκείνος τον ξετύλιξε, καθώς ήταν καθισμένος σε μια κοκάλινη καρέκλα.
Χαμογέλασε πλατιά. «Είναι σαν τους χάρτες στις Παλαιές Διηγήσεις,» παρατήρησε. «Ποτάμια, δάση, δρόμοι, λόφοι… Υπέροχο.»
«Ο αιχμάλωτος λέει ότι είναι πολεμιστής κάποιου Άρχοντα Ροβέρτου, Μεγαλειότατε,» είπε η Χονρέπα. «Ο Άρχοντάς του μένει εδώ» – η Λιθοφόρος έδειξε επάνω στην περγαμηνή – «στην πόλη που λέγεται Υλιριλίδια. Αλλά ολόκληρη αυτή η περιοχή» – έδειξε πάλι – «του ανήκει. Από εδώ» – έδειξε για τρίτη φορά – «είναι μια άλλη περιοχή, που ανήκει σε κάποια Αρχόντισσα Μοργκάνα. Ναραλμάδια λέγεται.»
«Μάλιστα…» είπε ο Κάλροοθ, στρίβοντας τα γένια του. «Θα περιμένω οι ανιχνευτές μας να επιστρέψουν, για να δω σε τι συμπέρασμα έχουν φτάσει κι αυτοί για τα εδάφη που μας περιβάλλουν.»
«Ασφαλώς, Βασιληά μου.»
Οι ανιχνευτές επέστρεψαν όταν σουρούπωνε. Του ανέφεραν ότι η γέφυρα του ποταμού στα ανατολικά φρουρείτο από τους ξένους, αλλά στα βόρεια, στα νότια, και στα δυτικά δεν φαινόταν να υπάρχει κανένα εμπόδιο, παρά μονάχα κάποιες μικρές κοινότητες με λιγοστά σπίτια και πλάσματα γύρω τους σαν αυτά που εμφανίζονταν στις Παλαιές Διηγήσεις.
Χωριά: αυτή πρέπει να ήταν η σωστή λέξη – και ήταν αρχαία.
«Τι άμυνα έχουν;» ρώτησε η Ελκέρτα τους ανιχνευτές που ήταν συγκεντρωμένοι μπροστά στη σκηνή του Βασιληά.
«Καμία, απ’ό,τι φαίνεται, Υψηλοτάτη. Δεν είδαμε φρουρούς.»
«Ωραία, τότε!» είπε η Ελκέρτα. «Αυτή είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να χτυπήσουμε τον εχθρό και, συγχρόνως, να πάρουμε προμήθειες και λάφυρα.» Κοίταξε τον Κάλροοθ.
«Θα προτιμούσα να μην είχαμε καταλήξει σε εχθροπραξίες…» είπε εκείνος, δυσαρεστημένα. «Αλλά οι ξένοι δεν έδειξαν καθόλου κατανόηση, και ούτε νομίζω τώρα να δείξουν. Επιπλέον, πρέπει ν’αρχίσουμε να επεκτεινόμαστε, αν είναι να μείνουμε εδώ. Θα κάνουμε επιδρομές στα χωριά απόψε κιόλας. Αλλά,» τόνισε, «θα φροντίσουμε να μην σκοτώσουμε ανυπεράσπιστους κατοίκους εκτός αν στραφούν εναντίον μας για να μας χτυπήσουν. Αν τρέξουν να φύγουν δεν θα τους καταδιώξουμε.»
«Εννοείται,» είπε η Ελκέρτα· και πρόσθεσε: «Θα οδηγήσω εγώ, προσωπικά, τις επιδρομές.»
Ο Κάλροοθ την κοίταξε διστακτικά. «Αυτός που προσπάθησε να σε σκοτώσει ίσως να το ξαναπροσπαθήσει,» την προειδοποίησε.
«Έχεις δίκιο· γι’αυτό πρέπει ν’αφήσεις τον Κύρνοοκ να έρθει μαζί μου.»
«Εκείνο που ήθελα να προτείνω ήταν να μην οδηγήσεις εσύ τις επιδρομές, Ελκέρτα.»
«Το ξέρεις ότι είμαι η πιο κατάλληλη γι’αυτό,» αποκρίθηκε εκείνη, υπομειδιώντας. «Θα βεβαιωθώ ότι δεν θα γίνουν… έκτροπα, και ότι θα πάρουμε όλα όσα μπορούμε να πάρουμε από τους ξένους.»
Ο Κάλροοθ ρώτησε τους ανιχνευτές του: «Χάρτη έχετε κάνει;»
«Ασφαλώς, Μεγαλειότατε.»
Βγαίνοντας από τις νότιες παρυφές του Κεντροδάσους, έφτασαν στην Ερρίθια καμια ώρα μετά την αυγή. Η Ελισαβέτα, έχοντας δώσει το σπαθί της και κάθε άλλο όπλο της στον Γεράρδο, πλησίασε τη Βόρεια Πύλη, ενώ ο Γεράρδος έμεινε πίσω, κοιτάζοντας από απόσταση, κρυμμένος στη σκιά ενός χαμόδεντρου. Δεν περίμενε ότι οι φρουροί θα σταματούσαν την Ελισαβέτα, μη βλέποντάς τη να κουβαλά κανένα μεγάλο όπλο· αλλά, παραξενεύοντάς τον, τη σταμάτησαν. Και την έψαξαν από πάνω ώς κάτω. Κάτι σα ν’άλλαξε εδώ, από την τελευταία φορά που ήρθα. Τα χέρια τους δεν ήταν και τόσο ευγενικά καθώς την πασπάτευαν, νόμιζε ο Γεράρδος παρατηρώντας τους· και πρέπει όλοι τους να ήταν Παντοκρατορικοί. Φορούσαν λευκές στολές.
Τελικά, την άφησαν να περάσει. Τότε, πλησίασε κι ο Γεράρδος, ακολουθώντας τα μονοπάτια με προσοχή. Για μια στιγμή, νόμιζε ότι τον πήρε η ματιά κάποιου φρουρού, γιατί το βλέμμα του λευκοντυμένου άντρα στράφηκε προς το μέρος του· μετά, όμως, ο Παντοκρατορικός κοίταξε αλλού. Ο Γεράρδος πλησίασε τη Βόρεια Πύλη ακολουθώντας διαδρομές που οι φρουροί δεν μπορούσαν να διανοηθούν: βαδίζοντας στα μέρη της Χάρνταβελ που βρίσκονταν ανάμεσα στη φυσική πραγματικότητα και στα όνειρα, στρίβοντας σε γωνίες άγνωστης γεωμετρίας, περνώντας από εκεί όπου οι σκιές και το φως συναντιόνταν, στα άκρα, στα όρια της αντίληψης… Μπήκε στη Μεγάλη Πόλη χωρίς κανένας να τον προσέξει, παρότι θα μπορούσε να ειπωθεί ότι πέρασε μπροστά από τα μάτια τους – αλλά εκεί όπου τα μάτια τους δεν μπορούσαν να κοιτάξουν.
Το κατόρθωμα δεν ήταν εύκολο, ακόμα και για τον Γεράρδο. Ήταν δύσκολο να κάνεις μεγάλες διαδρομές μέσα στα μονοπάτια· μπορεί κάπου να γλιστρούσες και να έβγαινες πάλι στη φυσική πραγματικότητα της Χάρνταβελ. Γι’αυτό κιόλας δεν ήταν δυνατόν κανείς να ταξιδεύει αόρατος. Ή, τουλάχιστον, αν ήταν δυνατόν, ο Γεράρδος δεν ήξερε ακόμα πώς να το κάνει.
Όπως δεν ήξερε και πώς είχε κατορθώσει να εξαφανιστεί από το κελί του στον Υπεραιώνιο και να εμφανιστεί μες στη μέση της Νεκρής Γης.
Η Ελισαβέτα χαμογελούσε, όταν εκείνος ήρθε δίπλα της, σε μια άκρη της Ανακτορικής Λεωφόρου.
«Σε έβλεπα,» του είπε, «αλλά εκείνοι δεν σε έβλεπαν.»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Βλέπεις τα μονοπάτια. Σύντομα θα μπορείς και να τ’ακολουθήσεις· είμαι σίγουρος. Πάμε τώρα να βρούμε τους φίλους μου. Αν έχω υποθέσει σωστά» – και κάτι μέσα του του έλεγε ότι είχε υποθέσει σωστά – «τότε με περιμένουν στον Σιδερένιο Ξένο.»
«Τι είναι ο Σιδερένιος Ξένος;» ρώτησε η Ελισαβέτα, καθώς έβγαιναν από την Ανακτορική Λεωφόρο και έμπαιναν στα στριφτά δρομάκια του Λαγουμιού. «Πανδοχείο;»
«Ναι. Αρκετά γνωστό εδώ. Το έχει ένας τύπος που λέγεται Νάρθιελ και η καταγωγή του είναι από τη Φεηνάρκια.»
Καθώς διέσχιζαν τους δρόμους του Λαγουμιού, ο Γεράρδος είδε σ’ένα μέρος ένα σωρό ζημιές που μπορεί να είχαν προκληθεί μόνο από εκρήξεις και πυροβολισμούς. Του έδιναν την εντύπωση ότι κάποια μάχη είχε γίνει εδώ. Μια από τις μικροεξεγέρσεις των ιερέων, που καταφέρνουν μόνο να σκοτώνουν ανθρώπους άδικα;
Μετά, όμως, κατάλαβε. Και ήταν βέβαιος για το συμπέρασμά του, για κάποιον λόγο. Οι ιερείς είχαν προτρέψει τον κόσμο να ξεσηκωθεί εξαιτίας των εισβολών. Η Οργή του Θεού. Ο Θεός δεν ήθελε τους ξένους στη Χάρνταβελ, κι έπρεπε να τους διώξουν, γρήγορα, προτού όλοι καταστραφούν μαζί τους. Ναι, ο Γεράρδος νόμιζε ότι μπορούσε σχεδόν ν’ακούσει τα λόγια τους – τα λόγια που ήταν εν μέρει δικά τους εν μέρει του Εσώτερου Θηρίου – του Εχθρού του.
Οι ιερείς, πάντως, δεν πρέπει ακόμα να είχαν καταφέρει να προκαλέσουν γενικευμένη επανάσταση. Στη Μεγάλη Πόλη η ζωή φαινόταν να κινείται φυσιολογικά· ή μάλλον… σχεδόν φυσιολογικά. Ο Γεράρδος, παρατηρώντας γύρω του, μπορούσε να δει, ξεκάθαρα, ότι υπήρχε μια νευρικότητα στους ανθρώπους, σαν να περίμεναν κάτι κακό να συμβεί από στιγμή σε στιγμή: κάτι τραγικό για τους πάντες.
«Τι έχουν;» ρώτησε η Ελισαβέτα, ενώ έβγαιναν από το Λαγούμι και πήγαιναν νότια, προς τη Δυτική Αγορά.
«Παρότι ήσουν τόσο καιρό μόνη σου στις ερημιές, μπορείς να διακρίνεις πράγματα για τους ανθρώπους μιας πόλης…» είπε ο Γεράρδος, υπομειδιώντας.
«Δεν είναι μόνο ότι το διακρίνω, Γεράρδε. Το διαισθάνομαι, περίπου όπως και τις εισβολές.»
«Το διαισθάνεσαι;»
«Ναι. Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Περιμένουν κίνδυνο.»
Ο Γεράρδος έπαψε για μια στιγμή να παρατηρεί με τα μάτια του και να αναλύει με το μυαλό του. Άφησε τις αισθήσεις της ψυχής του να μιλήσουν και συμπέρανε ότι κι εκείνος μπορούσε να το διαισθανθεί. Κίνδυνος· ναι, παντού γύρω. Κίνδυνος.
Τώρα μπήκαν στη Δυτική Αγορά, και είδαν ότι το εμπόριο δεν είχε σταματήσει. Ωστόσο, ο Γεράρδος εξακολουθούσε να διακρίνει εκείνη την επιφυλακτικότητα σε όλους. Έχοντας την κουκούλα της κάπας του στο κεφάλι, διέσχισε την αγορά και έφτασε στο οίκημα που πάνω από την πόρτα του κρεμόταν η πινακίδα η οποία έγραφε Ο ΣΙΔΕΡΕΝΙΟΣ ΞΕΝΟΣ.
«Αυτό είναι το πανδοχείο;» ρώτησε η Ελισαβέτα.
«Προφανώς.» Ο Γεράρδος έδειξε την πινακίδα.
«Δεν ξέρω να διαβάζω,» του είπε η Ελισαβέτα, ξαφνιάζοντάς τον και θυμίζοντάς του ότι έλειπε, τελικά, πολλά χρόνια από τη Χάρνταβελ. Αρκετά για να έχει ξεχάσει σημαντικά πράγματα. Εδώ, οι χωρικοί συνήθως δεν ήξεραν γράμματα. Σπάνια πλήρωναν κάποιον δάσκαλο για να τους μάθει να διαβάζουν. Κυρίως, οι άνθρωποι των πόλεων γνώριζαν ανάγνωση και γραφή· αλλά, και πάλι, όχι όλοι απ’αυτούς.
Ο Γεράρδος έσπρωξε την εξώπορτα του Σιδερένιου Ξένου και μπήκε στην τραπεζαρία. Ο κόσμος δεν ήταν λίγος, παρατήρησε· και μετά, είδε τον Εδμόνδο καθισμένο σ’ένα τραπέζι μαζί με τον Νάρθιελ, να κουβεντιάζουν. Οι δύο χορεύτριες δεν ήταν κοντά στον τροβαδούρο· ίσως να κοιμόνταν ακόμα.
Στο μπαρ, καθόταν μια γυναίκα που ο Γεράρδος γνώριζε, έχοντας μια κούπα μπροστά της.
Την πλησίασε και κάθισε δίπλα της. «Ένα τσάι, παρακαλώ,» είπε στον μαυρόδερμο γιο του Νάρθιελ, που στεκόταν πίσω από το μπαρ.
«Αμέσως, φίλε μου,» αποκρίθηκε εκείνος.
Και συγχρόνως, η Μάρθα στράφηκε δίπλα της, με τα μάτια της να γουρλώνουν ξαφνιασμένα. «Γεράρδε;» έκανε, ψιθυριστά.
«Ωραία μέρα, δεν είναι;» είπε εκείνος, μειδιώντας.
«Γαμώ τα μαλλιά της Έχιδνας!» γέλασε η Μάρθα· και πολύ πιο σιγανά: «Ο Εδμόνδος είπε ότι σε είδε στον ύπνο του. Μας είπε ότι του ζήτησες να σε περιμένουμε εδώ.»
Ακόμα ένα απ’τα παράξενα όνειρα. «Το θεώρησα λογικό ότι εδώ θα έπρεπε να σας βρω.»
Η Μάρθα κοίταξε πίσω τους, όπου στεκόταν μια γυναίκα που της ήταν άγνωστη. «Τι θέλεις εσύ;» τη ρώτησε.
Η Ελισαβέτα δεν μίλησε· ο Γεράρδος είπε: «Ελισαβέτα τη λένε. Θα σου εξηγήσω ποια είναι. Πάντως, μην ανησυχείς· είναι με το μέρος μας.» Και προς την Ελισαβέτα: «Πήγαινε να καθίσεις σε κάποιο τραπέζι· θα έρθω σε λίγο.» Εκείνη ένευσε κι απομακρύνθηκε.
Ο γιος του Νάρθιελ έφερε στον Γεράρδο το τσάι του κι εκείνος τον πλήρωσε, ευχαριστώντας τον.
«Πού είχες πάει;» ρώτησε η Μάρθα. «Πώς… πώς έφυγες από τον Ναό; Είπαν ότι εξαφανίστηκες. Σ’έψαχναν σαν τρελοί. Είχαν λυσσάξει. Ακόμα σε ψάχνουν, υποθέτω.»
Ο Γεράρδος ήπιε μια γουλιά απ’το τσάι του. «Δεν ξέρω πώς ακριβώς εξαφανίστηκα, Μάρθα. Δεν το έχω καταλάβει κι εγώ ακόμα. Πάντως, ξέρω πού πήγα. Στη Νεκρή Γη εμφανίστηκα: στην ερημιά στο κέντρο της Χάρνταβελ. Και έχω ανακαλύψει πολλά πράγματα από τότε. Είναι εδώ κι οι υπόλοιποι;»
«Ναι. Εκτός από τη Βατράνια και τον Σθένελο.»
«Γιατί;»
«Πήγαν στην Απολλώνια για να φέρουν βοήθεια. Γίνεται ολόκληρη επανάσταση στην Ερρίθια.»
«Το κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά…» Ο Γεράρδος ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’το τσάι του.
*
Έσφιξε το χέρι του Σέλιρ’χοκ, δυνατά.
«Γεράρδε,» είπε ο μάγος. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω καλά, φίλε μου.»
«Κι εγώ χαίρομαι, Σέλιρ.»
«Ελπίζω,» είπε η Άνμα, «ότι τώρα θα μας εξηγήσεις πώς έκανες εκείνο το μαγικό μέσα στον Υπεραιώνιο.»
Ο Γεράρδος μειδίασε. «Δεν κάνω μαγικά εγώ, μάγισσα.»
«Πώς εξαφανίστηκες; Ήξερες κάποιον τρόπο για να βγεις; Το μέρος μοιάζει με απόρθητο φρούριο.»
Βρίσκονταν στο δωμάτιο του Σέλιρ’χοκ και της Άνμα’ταρ, και μαζί τους ήταν μόνο η Μάρθα· ο Γεράρδος είχε πει στην Ελισαβέτα να μείνει κάτω, και τον Εδμόνδο δεν τον είχαν ειδοποιήσει ακόμα.
«Ο Υπεραιώνιος είναι, πράγματι, πολύ καλά προστατευμένος, Άνμα. Και η αλήθεια είναι… δεν ξέρω πώς ακριβώς βγήκα από το κελί μου. Έχω όμως μια υποψία.» Ο Γεράρδος κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του Σέλιρ’χοκ και τους διηγήθηκε όλα όσα τού είχαν συμβεί από τότε που, απρόσμενα, εμφανίστηκε στη Νεκρή Γη.
«Η εξαφάνισή σου, λοιπόν, είναι κάτι σχετικό μ’αυτά τα ‘μονοπάτια’;» ρώτησε ο μαυρόδερμος μάγος.
Ο Γεράρδος ένευσε. «Το ίδιο υποπτεύομαι κι εγώ. Αλλά δεν ξέρω πώς να το ξανακάνω.»
«Επανάσταση έχει ξεκινήσει εδώ,» τον πληροφόρησε η Άνμα.
«Του το είπα,» είπε η Μάρθα.
«Του είπες και για την επίθεση στον Ναό;»
«Όχι ακόμα.»
«Ο Επόπτης έχει επιτεθεί στον Ναό της Ερρίθιας,» πληροφόρησε η Άνμα τον Γεράρδο. «Αλλά μέχρι στιγμής δεν τον έχει πορθήσει, γιατί όλοι οι στασιαστές έχουν μαζευτεί εκεί και χτυπάνε τους στρατιώτες της Παντοκράτειρας από γύρω.»
Μετά, του μίλησαν για τον Σεβερίνο, τον ληστή ξάδελφο του Εδμόνδου.
«Τον ξέρεις;» ρώτησε η Μάρθα. «Από παλιά, εννοώ.»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Αλλά καλά κάνατε, νομίζω, και δεν συμφωνήσατε να εμπλακείτε. Δεν ήρθαμε στη Χάρνταβελ γι’αυτό το λόγο. Όμως,» πρόσθεσε, «εγώ θα πρέπει να εμπλακώ. Και όχι μόνο με την εξέγερση. Αν δεν κάνω κάτι, η Χάρνταβελ θα καταστραφεί.»
«Αυτή η Μαύρη Φωτιά που συνάντησες… πώς σκοπεύει να βοηθήσει;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ.
«Δεν ξέρω. Υποσχέθηκε, όμως, ότι θα ξανασυναντηθούμε. Είπε ότι εγώ κι η Ελισαβέτα είμαστε κάτι σαν εκείνα τα σκιερά φίδια της άλλη διάστασης. Μπορούμε να ενεργήσουμε, ίσως, σαν αντισώματα. Αυτό σημαίνει πως όσο περισσότεροι από εμάς υπάρχουν τόσο το καλύτερο.»
Τα μάτια του Σέλιρ στένεψαν. «Σκοπεύεις να σκοτώσεις το Εσώτερο Θηρίο όσο περισσότερων ιερέων μπορείς.» Δεν ήταν ερώτηση.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Και χρειάζομαι τη βοήθειά σας.»
*
«Παραλίγο να ξεχάσω πώς είναι να ξεκουράζεσαι σ’ένα μαλακό κρεβάτι ύστερα από ένα ζεστό μπάνιο,» είπε ο Γεράρδος, καθώς ήταν ξαπλωμένος στο δωμάτιο της Μάρθας. «Τώρα νομίζω πως καταλαβαίνω πόσο ταλαιπωρημένο ήταν το σώμα μου.»
«Όχι και τόσο ταλαιπωρημένο, απ’ό,τι φάνηκε πριν από λίγο,» είπε η Μάρθα, κουρνιασμένη στην αγκαλιά του, γυμνή, ενώ μια κουβέρτα τούς σκέπαζε και τους δύο.
Ο Γεράρδος φίλησε τα μαλλιά της. «Ελπίζω να καταφέρεις να με ξυπνήσεις όταν ο ήλιος αρχίσει να δύει.»
«Είναι ανάγκη να ξεκινήσουμε απόψε κιόλας;»
«Νομίζεις ότι έχουμε χρόνο για χάσιμο;»
«Όχι· απλά βαριέμαι.»
Μετά από λίγο, ενώ ο Γεράρδος βρισκόταν στα πρόθυρα του ύπνου, η Μάρθα τον ρώτησε: «Είσαι σίγουρος ότι μπορούμε να εμπιστευτούμε τη Μαύρη Φωτιά; Σου είπε ότι μάνα της είναι αυτή η μάγισσα των Παντοκρατορικών, η Αρίνη’σαρ…»
«Δεν είχε άλλο τρόπο να έρθει στη διάστασή μας· έπρεπε να γεννηθεί εδώ.» Χασμουρήθηκε. «Νομίζω πως μπορούμε να την εμπιστευτούμε σ’ένα πράγμα τουλάχιστον: θέλει να σώσει τη διάστασή της· και φαίνεται να πιστεύει πως χρειάζεται να συνεργαστεί μαζί μας για να το καταφέρει αυτό.»
«Αν πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στη δική μας διάσταση και στη δική της;»
«Εννοείς να σώσει ή τη μία ή την άλλη;»
«Να σώσει τη μία ενώ η άλλη καταστρέφεται,» διευκρίνισε η Μάρθα.
«Εσύ τι λες να κάνει; Δεν είναι αντίσωμα της δικής μας διάστασης.»
«Επομένως, θ’αφήσει τη Χάρνταβελ να καταστραφεί, αν παρουσιαστεί θέμα επιλογής.»
«Υποθέτω,» είπε ο Γεράρδος, «αλλά ελπίζω να μη φτάσουμε εκεί.»
«Γιατί απλά δεν φεύγουμε από τούτη την κωλοδιάσταση, Γεράρδε;»
«Αυτή η ‘κωλοδιάσταση’ είναι η πατρίδα μου,» της είπε, χτυπώντας με την παλάμη του τα πλευρά της.
Η Μάρθα γέλασε. «Εντάξει, συγνώμη. Αλλά γιατί δε φεύγουμε; Πατρίδα σου ή όχι, έχει σκατέψει το πράγμα εδώ. Μπορεί, από μέρα σε μέρα, τα πάντα να γίνουν κομμάτια και θρύψαλα.»
«Κοίτα,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος· «είναι αδύνατον τώρα να φύγω.»
«Τι εννοείς ‘τώρα’;»
«Μετά από όσα έχω δει. Μετά από την αλλαγή επάνω μου και μέσα μου. Δε μπορώ να εγκαταλείψω τους πάντες στην καταστροφή τους.»
Η Μάρθα μούγκρισε, τρίβοντας τη μουσούδα της επάνω στον ώμο του, αλλά δεν μίλησε.
«Γεράρδε;» είπε μετά.
«Ναι;»
«Αν υπάρχουν τέσσερις Ιπτάμενοι, όπως τους λέει η Μαύρη Φωτιά, πώς θα τους σκοτώσετε; Δε νομίζω ότι τίποτα πιο αδύναμο από ενεργειακό κανόνι μπορεί να τραυματίσει τέτοιους δαίμονες.»
«Εγώ αμφιβάλλω ότι ακόμα και ενεργειακό κανόνι μπορεί να τους τραυματίσει, Μάρθα.»
«Τότε;»
«Δεν ξέρω. Θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο.»
Η Μάρθα αναστέναξε, η αναπνοή της ζεστή πάνω στο λαιμό του. «Γάμησέ τα…»
*
Όταν νύχτωσε, ο Γεράρδος, η Μάρθα, η Ελισαβέτα, ο Σέλιρ’χοκ, και η Άνμα’ταρ έφυγαν από τον Σιδερένιο Ξένο και βάδισαν προς τις ανατολικές περιοχές της Μεγάλης Πόλης, που ήταν και οι πιο ταλαιπωρημένες από τα τελευταία γεγονότα. Δεν πήραν μαζί τους τον Εδμόνδο, την Ιζαμπώ, και την Ισαβέλλα, αλλά προτού φύγουν τους μίλησαν, εξηγώντας τους τι είχε συμβεί και τι σκόπευαν να κάνουν, και ζητώντας από τον τροβαδούρο να μην τους προδώσει στους ιερείς.
«Σ’εμπιστεύομαι,» του είπε ο Γεράρδος. «Ελπίζω κι εσύ να εμπιστεύεσαι εμένα, Εδμόνδε.»
Ο Βοριάς έμοιαζε διχασμένος. «Αυτό που πας να κάνεις δεν αμφιβάλλω ότι οι ιερείς το θεωρούν… τι να πω; Ιερόσυλο; Βλάσφημο; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω, καν, τίποτα γι’αυτό το Εσώτερο Θηρίο. Δεν έχω γνώμη για το θέμα, Γεράρδε. Δεν μπορώ να έχω. Και τώρα, έτσι όπως είναι η κατάσταση, ακόμα κι αν ήθελα να ειδοποιήσω τους ιερείς, νομίζεις πως θα μπορούσα; Πήγαινε και μη φοβάσαι προδοσία από τον Εδμόνδο τον Βοριά.»
Ο Γεράρδος τον πίστευε. Ένας παλιός επαναστάτης σαν τον Εδμόνδο, ένας επαναστάτης που ήταν με την Επανάσταση κυρίως για ιδεολογικούς λόγους, δεν θα πρόδιδε άλλους επαναστάτες.
Τώρα, μέσα στη νύχτα, πέρασαν με προσοχή από την Ανακτορική Λεωφόρο, ακολούθησαν τα πιο απόμερα σοκάκια που ήξερε ο Γεράρδος, και πλησιάζοντας στα Ιερά άκουσαν πυροβολισμούς να αντηχούν μαζί με φωνές.
Ακόμα γίνονταν συμπλοκές εδώ. Ο Επόπτης δεν είχε ξεμπερδέψει με τους στασιαστές, ώστε να επικεντρώσει τις επιθέσεις του στον Ναό. Καθώς έμπαιναν στα Ιερά, οι επαναστάτες είδαν ότι η συνοικία αυτή της Μεγάλης Πόλης είχε, ουσιαστικά, μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Τα περισσότερα σπίτια είχαν εγκαταλειφθεί· ορισμένα είχαν διαλυθεί από εκρήξεις· και κάποια ήταν αμπαρωμένα σαν οχυρά, κρύβοντας ή στασιαστές ή τρομοκρατημένους πολίτες. Παντοκρατορικοί περιφέρονταν παντού, πυροβολώντας όποιον έβλεπαν να κινείται στους δρόμους· μπαίνοντας σε οικήματα για να καταδιώξουν εχθρούς που έτρεχαν να τους ξεφύγουν· κάνοντας μπλόκο σε διάφορα σημεία, για να διακόψουν διόδους διαφυγής. Οι στασιαστές πετάγονταν απροειδοποίητα και τους χτυπούσαν, με αγχέμαχα όπλα, πυροβόλα όπλα, και βόμβες.
Ο Γεράρδος είπε στον Σέλιρ’χοκ, καθώς είχαν σταματήσει πίσω από μια σκοτεινή καμάρα: «Βρες τους.» Το πλακόστρωτο κάτω απ’τα πόδια τους ήταν γεμάτο λακκούβες – από εκρήξεις, αναμφίβολα.
Ο μαυρόδερμος μάγος άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Ανιχνεύσεως και, στο εσκεμμένα αδύναμο φως του φακού της Μάρθας, κόκκινες κουκίδες φάνηκαν πάνω στα μικρά κάτοπτρα του ραβδιού του. «Ο Μαλαχίας είναι βόρεια από εμάς. Το ίδιο κι ο Ριχάρδος,» είπε ο Σέλιρ’χοκ.
«Πρέπει νάναι μες στον Ναό κι οι δυο τους,» συμπέρανε ο Γεράρδος.
Ο Σέλιρ ένευσε, και συνέχισε: «Ο Λεοπόλδος είναι έξω, ανατολικά από τη θέση μας και λιγάκι προς τα νότια. Ο Τζοσελίνος είναι δυτικά και βόρεια. Ο Οσβάλδος, δυτικά.»
«Ωραία,» είπε ο Γεράρδος. «Θα πάμε πρώτα για τον–»
«Πετάξτε τα όπλα σας!» αντήχησε η φωνή κάποιου.
Παντοκρατορικοί είχαν παρουσιαστεί από μια γωνία και, κάπως, είχαν καταφέρει να διακρίνουν τους επαναστάτες μες στο σκοτάδι της καμάρας.
«Καλυφτείτε!» σύριξε η Άνμα’ταρ στους συντρόφους της, ενώ τραβούσε ένα πιστόλι και πυροβολούσε.
Κροτάλισμα όπλων – λάμψεις μέσα στη νύχτα – σφαίρες τινάζονταν παντού – ενώ οι επαναστάτες κρύβονταν πίσω από την καμάρα.
«Μάρθα,» είπε η Άνμα’ταρ. «Σημάδεψε προσεχτικά – στο κέντρο τους.»
Η Μάρθα υπάκουσε, καταλαβαίνοντας τι είχε κατά νου η μάγισσα. Σημάδεψε με το πιστόλι της, ενώ η Άνμα άρθρωνε τα λόγια για το Ξόρκι Καπνογόνου Θραύσεως Πυρών.
Η Μάρθα πάτησε τη σκανδάλη. Η σφαίρα έφυγε από την κάννη της και, φτάνοντας στους στρατιώτες της Παντοκράτειρας, θρυμματίστηκε, τινάζοντας επικίνδυνα κομμάτια ολόγυρα και παράγοντας καπνό και μια δυνατή λάμψη. Οι Παντοκρατορικοί κραύγασαν αποπροσανατολισμένοι.
Οι επαναστάτες συνέχισαν να τους πυροβολούν.
«Υποχωρήστε!» φώναξε κάποιος Παντοκρατορικός, και οι λευκοντυμένοι στρατιώτες στράφηκαν για να φύγουν καθώς ο καπνός από το ξόρκι της Δράκαινας διαλυόταν. Τότε, κάποιοι πήδησαν από τις οροφές των τριγυρινών οικημάτων και χτύπησαν τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας με σπαθιά και τσεκούρια, μακελεύοντάς τους όλους, μισοτυφλωμένοι και τρομαγμένοι καθώς ήταν.
«Είμαστε φίλοι!» φώναξε ένας από τους στασιαστές, στρεφόμενος προς τη σκοτεινή καμάρα. «Ποιοι είστε;»
«Εσύ πάλι;» είπε η Μάρθα, ξεπροβάλλοντας.
Ο Σεβερίνος γέλασε. «Το ήξερα ότι στο τέλος θα μας βοηθούσατε! Τους το έλεγα!»
«Δεν ήρθαμε να σας βοηθήσουμε ακριβώς.»
«Τι κάνετε, τότε, εδώ;» ρώτησε ο Σεβερίνος, καθώς κι οι υπόλοιποι έβγαιναν από την καμάρα.
«Κυνηγάμε Θηρία,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος.
*
Ο κοντός, ατσάλινος πολιορκητικός κριός των Παντοκρατορικών διέλυσε τελικά τη βαριά πόρτα, σωριάζοντάς τη με πάταγο στο δάπεδο.
«Πίσω, τώρα!» φώναξε ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος. «Πίσω!»
(Ναι, ήταν ξανά ανθυπολοχαγός ύστερα από την επιστροφή του Τέρι Κάρμεθ· είχε ο ίδιος παραιτηθεί από τη θέση του ταγματάρχη μόλις έμαθε τα ευχάριστα νέα. Ο Κάιν Τάρθλος δεν ήταν από τα τσακάλια που έψαχναν με κάθε τρόπο πώς να ανελιχθούν μέσα στην ιεραρχία του Παντοκρατορικού Στρατού· κι επιπλέον, εκτιμούσε πολύ τον ταγματάρχη του.)
Οι στρατιώτες υποχώρησαν από το σκοτεινό άνοιγμα αντίκρυ τους: το μέρος όπου πρέπει να λούφαζαν κάμποσοι από τους στασιαστές. Ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος δεν ήθελε να στείλει τους πολεμιστές του σ’έναν χώρο όπου σίγουρα ο εχθρός τούς είχε στήσει ενέδρα. Έκανε νόημα με το χέρι του, και τέσσερις στρατιώτες εκτόξευσαν χειροβομβίδες μέσα στο οίκημα. Δυνατές εκρήξεις και λάμψεις ακολούθησαν.
Και προτού καν τελειώσουν, οι στασιαστές επιτέθηκαν από τη στέγη του μονώροφου χτιρίου και από γύρω: Αυτοί που ήταν επάνω πυροβολούσαν, κι αυτοί που ήταν στο δρόμο ορμούσαν με αγχέμαχα όπλα. Οι στρατιώτες του Τάρθλος ξαφνιάστηκαν, αλλά δεν άργησαν να αντιδράσουν και να ανταποδώσουν. Μακελειό σύντομα ξεκίνησε.
Ο ανθυπολοχαγός, κρυμμένος πίσω από ένα μεγάλο βαρέλι (καθώς το δεξί του χέρι ήταν ακόμα σε νάρθηκα και δεν μπορούσε να πολεμήσει αποτελεσματικά), έβγαλε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του για να ζητήσει ενισχύσεις. Μόλις έδωσε τη διαταγή, είδε έναν άνθρωπο να μάχεται αντίκρυ του όπως ένας κανονικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να μάχεται. Έμοιαζε να αγνοεί τα τραύματά του και να σκοτώνει με αφάνταστη ταχύτητα και δύναμη. Προτού προλάβουν να κινηθούν οι στρατιώτες του Τάρθλος, ο υπερφυσικός άντρας βρισκόταν πλάι τους, και τα χτυπήματά του τους εκτόξευαν πάνω σε τοίχους, πόρτες, και παράθυρα σαν να μην ήταν τίποτα περισσότερο από πάνινες κούκλες.
Ένας ιερέας.
«Σκοτώστε τον!» πρόσταξε ο Τάρθλος. «Σκοτώστε τον ιερέα!» Κρέμασε τον πομπό στη ζώνη του και τράβηξε το πιστόλι του. Το ύψωσε, σημαδεύοντας. Πάτησε τη σκανδάλη – και αστόχησε καθώς ο ιερέας κινήθηκε σαν πελώριο αιλουροειδές, λες και κάπως, με κάποια υπερφυσική αίσθηση, να είχε αντιληφτεί ότι η ζωή του κινδύνευε. Ή αυτό, ή είναι πολύ τυχερός, ο γαμημένος, σκέφτηκε ο Τάρθλος.
*
«Μου φαίνεται πως καθόλου δε θα βαρεθούμε,» είπε η Μάρθα.
Πλησιάζοντας το μέρος όπου, σύμφωνα με το ξόρκι του Σέλιρ’χοκ, βρισκόταν ο Οσβάλδος, είδαν ότι μια μεγάλη συμπλοκή είχε ήδη ξεκινήσει ανάμεσα στους Παντοκρατορικούς και τους στασιαστές.
«Είναι εδώ, όμως,» είπε ο Γεράρδος. «Διαισθάνομαι την παρουσία του Εχθρού μου.»
«Κι εγώ,» συμφώνησε η Ελισαβέτα.
Αυτή η γυναίκα ήταν σαν άγριο θηρίο, έτσι όπως κοίταζε κι έτσι όπως μιλούσε, κοφτά, λες και γρύλιζε. Η Μάρθα την έβρισκε τρομαχτική. Απορούσε που ο Γεράρδος τη θεωρούσε έμπιστη, αλλά δεν αμφέβαλλε για την κρίση του. Εξάλλου, σύμφωνα με ό,τι της είχε πει, η Ελισαβέτα ζούσε χρόνια ολόκληρα μόνη της στις ερημιές, μισότρελη από την επιρροή του Εσώτερου Θηρίου. Και που μπορεί και μιλάει ακόμα, θαύμα είναι…
Σταμάτησαν σ’ένα στενορύμι, βλέποντας αντίκρυ τους τους Παντοκρατορικούς να σκοτώνονται με τους στασιαστές. «Δε χρειάζεται να διαισθάνεσαι τίποτα,» είπε η Μάρθα. «Τον βλέπω κι εγώ, με τα μάτια μου και μόνο.»
Ο κοκκινόδερμος, γαλανομάλλης ιερέας τιναζόταν σαν λιοντάρι και σκότωνε τους στρατιώτες της Παντοκράτειρας άλλες φορές με κλοτσιές στο κεφάλι ή στην κοιλιά, άλλες φορές μ’έναν πολεμικό πέλεκυ, άλλες φορές με πανίσχυρα χτυπήματα από το αριστερό του χέρι. Καθώς η Μάρθα μιλούσε, τον είδε να γρονθοκοπεί μια πολεμίστρια και το κεφάλι της να σπάει, αίματα να ποτίζουν τα ξανθά μαλλιά της. Ο Οσβάλδος φαινόταν να έχει επάνω του τουλάχιστον τρία τραύματα, αλλά δεν έδειχναν να τον ενοχλούν καθόλου.
«Πρέπει να τον πλησιάσουμε,» είπε ο Γεράρδος. «Και νομίζω πως μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να το κάνουμε αυτό.»
«Ναι,» συμφώνησε η Άνμα’ταρ.
«Πάμε λοιπόν!»
Οι επαναστάτες όρμησαν μέσα στη συμπλοκή, πυροβολώντας Παντοκρατορικούς, προσπαθώντας να φτάσουν κοντά στον Οσβάλδο.
Για τον Γεράρδο δεν πρέπει να ήταν και πολύ δύσκολο αυτό το τελευταίο. Έκπληκτη, η Μάρθα τον είδε να κάνει εκείνο που πριν προσπαθούσε να της περιγράψει και δεν τα κατάφερνε και τόσο καλά. Εξαφανιζόταν από το ένα σημείο και εμφανιζόταν αλλού, παραπέρα. Ακολουθούσε τα μονοπάτια!
Γαμώ τα κωλομέρια της Έχιδνας, γαμώ! Έλεγε αλήθεια! Όχι πως δεν τον είχε πιστέψει, αλλά της ήταν δύσκολο να το φανταστεί.
Τριγύρω, οι στασιαστές, καταλαβαίνοντας ότι κάποιοι είχαν έρθει να τους βοηθήσουν, έβγαζαν νικητήριες κραυγές καθώς μάχονταν με τους Παντοκρατορικούς. Μη χαίρεστε από τώρα, σκέφτηκε η Μάρθα καθώς γονάτιζε στο ένα γόνατο και πυροβολούσε έναν λευκοντυμένο στρατιώτη στα πλευρά.
Μετά, έστρεψε το βλέμμα της στον Οσβάλδο γιατί ήξερε ότι ο Γεράρδος εκεί θα πήγαινε. Και πράγματι, τώρα εμφανιζόταν πίσω από τον ιερέα σαν να έβγαινε μέσα απ’τον ίδιο τον αέρα και τις σκιές. Έπεσε πάνω στην πλάτη του Οσβάλδου και φάνηκε να πιάνεται σε… κάτι – κάτι αόρατο! Ο Οσβάλδος ούρλιαξε, γονατίζοντας, πετώντας το τσεκούρι του κάτω και υψώνοντας τα χέρια του, κάνοντάς τα πέρα-δώθε σαν να προσπαθούσε να αποτινάξει κάτι που κι ο ίδιος δεν ήξερε τι ήταν. Οι κραυγές του δεν έμοιαζαν καθόλου, καθόλου, ανθρώπινες: ήταν λες και, ταυτόχρονα, δεκάδες άγρια ζώα να βρυχιόνταν μέσα από κάποιο ακατονόμαστο βάραθρο.
Οι Παντοκρατορικοί – που, αναμφίβολα, τόση ώρα πρέπει να είχαν την αίσθηση ότι αντιμετώπιζαν έναν δαίμονα – δεν φάνηκαν να πτοούνται από ό,τι συνέβαινε. Ετοιμάζονταν να τον αποτελειώσουν – μαζί με τον Γεράρδο.
«Άνμα!» φώναξε η Μάρθα, τρέχοντας προς τον Οσβάλδο και συγχρόνως πυροβολώντας μ’ένα πιστόλι σε κάθε χέρι. «ΑΝΜΑ!»
Η Δράκαινα πυροβόλησε με το τουφέκι της προς τους Παντοκρατορικούς που ήταν έτοιμοι να αποτελειώσουν τον ιερέα. Οι ριπές της σκότωσαν έναν κι ανάγκασαν τους άλλους να αποτραβηχτούν μέσα στις σκιές και στα συντρίμμια που γέμιζαν τον δρόμο.
Τα ουρλιαχτά του Οσβάλδου απρόσμενα έπαψαν, και το σώμα του σωριάστηκε στο πλακόστρωτο, αγκομαχώντας, αιμόφυρτο από τις πληγές του. Ο Γεράρδος είχε πεταχτεί πίσω τώρα, και η Μάρθα νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει μια σκιά να έρχεται προς το μέρος του: έναν αλλόκοτο κυματισμό στον αέρα, στην πραγματικότητα της Χάρνταβελ. Ο Γεράρδος ύψωσε το χέρι του και φάνηκε να χτυπά αυτή τη σκιά και να τη διαλύει σε μυριάδες θραύσματα.
Η Μάρθα τον πλησίασε, για να σταθεί πλάι του, με τις κάννες των πιστολιών της να καπνίζουν. Οι σφαίρες της είχαν τελειώσει, και θηκαρώνοντας το ένα όπλο, βάλθηκε ν’αλλάξει γεμιστήρα στο άλλο.
«…Γεράρδε!» άκουσε τον Οσβάλδο να κρώζει πονεμένα. «Τι… τι έκανες;»
Ο Γεράρδος, γονατίζοντας πλάι του, είπε: «Είσαι ελεύθερος τώρα, Οσβάλδε. Είσαι μαζί μου, και έχουμε μια πολύ σημαντική δουλειά να κάνουμε.»
Ο Οσβάλδος έτριξε τα δόντια. «Γεράρδε!» γρύλισε, κι έπιασε τον πολεμικό του πέλεκυ που ήταν πεσμένος παραδίπλα. Προτού μπορέσει να τον σηκώσει, όμως, έχασε τις αισθήσεις του.
«Βοήθησέ με!» είπε αμέσως ο Γεράρδος στη Μάρθα. «Πρέπει να τον πάρουμε από δω. Χωρίς το Θηρίο, είναι βαριά τραυματισμένος.»
Οι στασιαστές υποχώρησαν καθώς περισσότεροι Παντοκρατορικοί ήρθαν. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Αν έμεναν, θα τους απέκλειαν και θα τους σκότωναν όλους.
Η Μάρθα και ο Γεράρδος σήκωσαν τον τραυματισμένο Οσβάλδο ανάμεσά τους και ακολούθησαν τους στασιαστές, ενώ η Άνμα’ταρ και ο Σέλιρ’χοκ πυροβολούσαν προς τα πίσω, για να αποτρέψουν τους εχθρούς απ’το να τους καταδιώξουν. Η Ελισαβέτα κρατούσε το σπαθί της αιματοβαμμένο· παρότι της είχαν δώσει ένα πιστόλι, δεν το είχε χρησιμοποιήσει καθόλου.
Οι στασιαστές ήξεραν καλά τα δρομάκια της πόλης· δεν υποχωρούσαν άτακτα: ακολουθούσαν συγκεκριμένη διαδρομή – προσχεδιασμένη, ίσως, για την περίπτωση κινδύνου. Ωστόσο, οι Παντοκρατορικοί δεν έμοιαζαν πρόθυμοι να τα παρατήσουν εύκολα. Τα πυροβόλα τους κροτάλιζαν καθώς καταδίωκαν τους εχθρούς τους.
Ένας στασιαστής και μια στασιάστρια εκτόξευσαν ο καθένας από μια χειροβομβίδα πάνω σε δύο αντικριστές στέγες – δύο εκρήξεις – πέτρες κεραμίδια χώματα – ο στενός δρόμος θόλωσε. Οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας έκαναν, για λίγο, πίσω.
Ο Γεράρδος είπε σ’έναν στασιαστή (δεν ήξερε αν ήταν αρχηγός εδώ πέρα· ήταν όμως αυτός που έτυχε να βρίσκεται πιο κοντά του): «Ο ιερέας είναι χτυπημένος άσχημα. Πρέπει να τον πάμε σε ασφαλές μέρος.»
«Ναι,» αποκρίθηκε, μόνο, εκείνος.
Σε μια διασταύρωση παρακάτω, τους συνάντησε ο Σεβερίνος μαζί με περισσότερους στασιαστές. Είδε τον τραυματισμένο Οσβάλδο. «Τι έπαθε;»
«Τι σου φαίνεται να έπαθε;» μούγκρισε η Μάρθα, που κρατούσε τα γόνατα του ιερέα.
Ο Γεράρδος, που κρατούσε τις μασκάλες του, είπε στον Σεβερίνο: «Πρέπει να τον πάμε σε ασφαλές μέρος. Δεν είναι νεκρός.»
Πυροβολισμοί ακούγονταν πίσω από τον Γεράρδο και τους στασιαστές που υποχωρούσαν. Ο Σεβερίνος ένευσε. «Φύγετε. Θα σας καλύψουμε.» Και προς μια γυναίκα: «Στο Κελάρι.»
Εκείνη έγνεψε καταφατικά.
Ο Γεράρδος, οι σύντροφοί του, και κάμποσοι στασιαστές την ακολούθησαν και βρέθηκαν, μετά από λίγο, σε μια περιοχή της Ανατολικής Αγοράς και σε μια πέτρινη, σκεπαστή πλατεία. Οι Παντοκρατορικοί δεν τους κυνηγούσαν πλέον· ο Σεβερίνος είχε πράγματι καταφέρει να τους διώξει. Κάποιος άνοιξε μια καταπακτή, και κατέβηκαν μια σκάλα με πλατιά, πέτρινα σκαλοπάτια, για να φτάσουν τελικά σ’ένα σκοτεινό, υγρό υπόγειο όπου τους περίμεναν μερικοί άλλοι. Όχι παραπάνω από πέντε, μάλλον, αν και οι πυκνές σκιές εδώ πέρα έπαιζαν παιχνίδια στα μάτια. Το μέρος ήταν γεμάτο με βαρέλια, κιβώτια, και εξοπλισμούς. Πολλά από τα πράγματα ήταν σκεπασμένα με καμβάδες.
Οι στασιαστές πήραν τον Οσβάλδο από τον Γεράρδο και τη Μάρθα και τον απόθεσαν σ’ένα στενό κρεβάτι, σχίζοντας αμέσως τα ρούχα του για να δουν τα τραύματά του.
«Αν τον περιποιηθείτε σωστά, θα ζήσει,» τους είπε ο Γεράρδος, κι ο ένας απ’αυτούς, που έμοιαζε να έχει κάποιες θεραπευτικές γνώσεις, κατένευσε σαν να είχε πάρει δύναμη από τούτα τα λόγια. Σαν η σιγουριά του Γεράρδου να είχε περάσει και σ’αυτόν.
Ο Γεράρδος και η Μάρθα απομακρύνθηκαν από το κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένος ο Οσβάλδος και συνάντησαν τον Σέλιρ’χοκ, την Άνμα’ταρ, και την Ελισαβέτα λίγο παραπέρα. Γύρω τους, οι στασιαστές έπαιρναν καινούργια όπλα από τα κιβώτια και τα βαρέλια, ή άλλαζαν γεμιστήρες στα πυροβόλα τους. Η γυναίκα στην οποία είχε μιλήσει ο Σεβερίνος – λευκόδερμη, μετρίου αναστήματος, με ξανθά σγουρά μαλλιά, πράσινα γυαλιστερά μάτια, και βρόμικο γκρίζο φόρεμα – μιλούσε τώρα σ’έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό που έμοιαζε Παντοκρατορικής τεχνοτροπίας – πρέπει να τον είχαν κλέψει, όπως και τα περισσότερα πυροβόλα όπλα τους.
«Τα κατάφερες;» ρώτησε ο Σέλιρ τον Γεράρδο.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Το Εσώτερο Θηρίο του είναι νεκρό. Ήμουν και τυχερός…»
«Τυχερός;»
«Ήταν απασχολημένος πολεμώντας τους Παντοκρατορικούς· οι δυνάμεις του ήταν στραμμένες σ’αυτούς· ξαφνιάστηκε και δεν πρόλαβε να μου αντισταθεί όπως θα μπορούσε.»
Η Άνμα ρώτησε: «Αυτό σημαίνει ότι θα δυσκολευτούμε περισσότερο με τους άλλους;»
«Ανάλογα. Σέλιρ, μπορείς να βρεις πάλι τις θέσεις τους;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο μάγος, και ύφανε το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, στρέφοντας το βλέμμα του στα μικροσκοπικά κάτοπτρα του ραβδιού του.
Η Ελισαβέτα πλησίασε τον Γεράρδο και του είπε, σιγανά σα να φοβόταν μην την ακούσουν, σα να επρόκειτο για κάποιο μυστικό: «Ακολούθησα τα μονοπάτια.»
Ο Γεράρδος την ατένισε καταπρόσωπο.
Εκείνη χαμογέλασε – ένα άγριο, ατίθασο χαμόγελο. «Είχα σκοτώσει έναν απ’τους λευκοντυμένους στρατιώτες, και είδα δύο να με σημαδεύουν με τα τουφέκια τους, και έβλεπα τα μονοπάτια, Γεράρδε, τα έβλεπα και, χωρίς να χάσω καιρό, βούτηξα μέσα σ’ένα από αυτά. Αν δεν το είχα κάνει θα με είχαν σκοτώσει· οι σφαίρες τους σφύριξαν σαν μύγες πάνω απ’το κεφάλι μου. Και νομίζω ότι τώρα μπορώ να τ’ακολουθήσω ξανά αν θέλω.»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Σ’το είπα ότι στο τέλος θα τα κατάφερνες. Η ανάγκη είναι εκείνο που σε σπρώχνει, γιατί αλλιώς το σώμα, φυσιολογικά, δεν ακολουθεί τα μονοπάτια παρά μόνο αν το έχει ήδη κάνει μία φορά.»
«Γεράρδε,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Θα πάμε για τον επόμενο;»
*
Κάτι πολύ κακό είχε συμβεί, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Ο Γεράρδος είχε ξαφνικά παρουσιαστεί – ο Αντίθεος – και του είχε κάνει κάτι πολύ κακό· ο Ύπατος είχε δίκιο που τον θεωρούσε επικίνδυνο.
Ο Οσβάλδος είχε προσπαθήσει να σηκώσει το τσεκούρι του για να χτυπήσει τον Γεράρδο, αλλά οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει, ξαφνιάζοντάς τον, και σκοτάδι τον είχε τυλίξει.
Μετά, είχε την αίσθηση ότι πετούσε, ότι κάπου πήγαινε, μέχρι που έφτασε στον προορισμό του και έμεινε ακίνητος. Πόνος τον τράνταξε. Άκουσε τον εαυτό του να γρυλίζει, και το Εσώτερο Θηρίο του δεν ήταν εκεί για να τον βοηθήσει. Ο Θεός τον είχε εγκαταλείψει; Τι είχε συμβεί;
Μέσα στο σκοτάδι, μονάχα ο πόνος υπήρχε. Έντονος. Πλημμυρίζοντας την υπόστασή του. Ο Οσβάλδος ήθελε να ξεφύγει, να απομακρυνθεί, να γλιτώσει απ’αυτόν. Χωρίς το Εσώτερο Θηρίο, χωρίς τη δύναμη του Θεού, ο πόνος ήταν ανυπόφορος. Η ψυχή του ζητούσε διέξοδο. Και τη βρήκε. Αισθάνθηκε τον εαυτό του να υψώνεται. Είδε γύρω του ένα υπόγειο και ανθρώπους. Τα αναγνώριζε και τα δύο: το Κελάρι· στασιαστές που είχε αντικρίσει κάμποσες φορές.
Συνέχισε να υψώνεται, ακούσια σχεδόν…
*
Ο Τζοσελίνος στεκόταν σ’ένα μπαλκόνι γεμάτο φυτά, κρυμμένος από τα βλέμματα τυχόν Παντοκρατορικών όπως ένα αγρίμι που κρύβεται στο δάσος. Μαζί του ήταν πέντε στασιαστές, οι δύο εκ των οποίων κρατούσαν τουφέκια παρμένα από Παντοκρατορικούς· οι υπόλοιποι είχαν στα χέρια τους σπαθιά. Είχαν στήσει καρτέρι εδώ, και περίμεναν να περάσουν από κάτω στρατιώτες του Επόπτη. Τότε, οι δύο άντρες με τα τουφέκια θα πυροβολούσαν, εξολοθρεύοντας όσο το δυνατόν περισσότερους. Μετά, ο Τζοσελίνος θα πηδούσε απ’το μπαλκόνι και θα χιμούσε στους επιζώντες. Οι τρεις στασιαστές με τα σπαθιά θα κατέβαιναν την εξωτερική, ξύλινη σκάλα του οικήματος και θα πήγαιναν να τον βοηθήσουν. Οι Παντοκρατορικοί, μάλλον, δε θα άντεχαν ύστερα από μια τέτοια ενέδρα, εκτός αν ο αριθμός τους ήταν μεγάλος. Κι αν ο αριθμός τους ήταν, όντως, μεγάλος, η ομάδα του Τζοσελίνου δεν θα επιχειρούσε την επίθεση· θα παρέμεναν κρυμμένοι, καιροφυλαχτώντας.
Από το εσωτερικό του σπιτιού – που είχε εγκαταλειφθεί αφότου οι συμπλοκές στα Ιερά είχαν ξεκινήσει – βήματα ακούστηκαν αναπάντεχα, ανησυχώντας τους στασιαστές. Η υπερφυσική ακοή του Τζοσελίνου ήταν που εντόπισε τους εισβολείς πρώτα, και ο ιερέας προειδοποίησε τους συντρόφους του ώστε να είναι έτοιμοι.
«Μας είδαν;» ψιθύρισε ένας τους. «Εδώ πάνω, μας είδαν, οι καταραμένοι;»
Ένας άλλος τού έκανε νόημα να σωπάσει.
Τα βήματα από το εσωτερικό του σπιτιού πλησίαζαν.
«Τζοσελίνε!» ακούστηκε μια φωνή. Μια φωνή που ο ιερέας αναγνώρισε.
«Γεράρδε…» έκανε κάτω απ’την ανάσα του, και πέρασε την ανοιχτή πόρτα του μπαλκονιού. Οι στασιαστές τον ακολούθησαν δίχως δισταγμό.
Ο Γεράρδος στεκόταν στο δωμάτιο όπου βρισκόταν η εσωτερική σκάλα, και γύρω του ήταν οι σύντροφοί του – οι επαναστάτες που είχαν έρθει από την Απολλώνια – καθώς και μια γυναίκα που ο Τζοσελίνος δεν γνώριζε.
«Τολμάς να παρουσιάζεσαι εδώ, Γεράρδε!» φώναξε ο ιερέας, και βάστηξε το σπαθί του με τα δύο χέρια.
Οι στασιαστές είχαν υψωμένα και τα δικά τους σπαθιά, καθώς και τα τουφέκια τους, σημαδεύοντας.
«Κατεβάστε τα όπλα σας,» είπε ο Γεράρδος. «Δεν είμαστε Παντοκρατορικοί, για όνομα του Θεού!»
Οι στασιαστές υπάκουσαν, σαν να τους είχε μιλήσει όπως μιλούσε ένας ιερέας, κατευθείαν στην ψυχή τους. Ο Τζοσελίνος ξαφνιάστηκε· αλλά δεν κατέβασε το σπαθί του. «Γιατί είσαι εδώ;»
«Για να σου δείξω τον κίνδυνο που διατρέχει η Χάρνταβελ,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Έναν κίνδυνο εξωτερικό, που μόνο εμείς μπορούμε να διαλύσουμε, και μόνο αν διώξουμε το σκοτάδι από μέσα μας.»
Ο Τζοσελίνος αισθάνθηκε, τότε, έναν τρομερό θυμό να τον κυριεύει, σαν μια δυνατή φωτιά να είχε ανάψει μέσα στα σωθικά του, καίγοντάς τον από την κοιλιά μέχρι το κεφάλι, τυλίγοντάς τον ολόκληρο. Δεν ήξερε ακριβώς γιατί αλλά ήταν βέβαιος ότι ο Γεράρδος έπρεπε να πεθάνει! Τώρα, προτού ήταν αργά!
Κραυγάζοντας, υψώνοντας το σπαθί του, ο Τζοσελίνος εφόρμησε.
*
Βρέθηκε πάνω από τα χτίρια, πάνω από τη Μεγάλη Πόλη, και κοίταζε ψηλά… μα δεν έβλεπε τον ουρανό. Έβλεπε ένα απέραντο μαύρο σύννεφο να σκεπάζει ολόκληρη τη Χάρνταβελ σα να προσπαθούσε να την πνίξει. Κι από το σύννεφο, παραφυάδες έβγαιναν από δω κι από κει, μοιάζοντας με πλοκάμια ή φίδια.
Τρομοκρατήθηκε, γιατί νόμιζε ότι γνώριζε γι’αυτή τη δαιμονική ύπαρξη από παλιά, απλώς δεν την είχε προσέξει.
Γνώριζε γι’αυτή τη δαιμονική ύπαρξη… από πολύ κοντά.
Και τώρα, ένα από τα πλοκάμια ήρθε προς το μέρος του, για να τον κυριεύσει, να τον κάνει δικό του–
ΟΧΙ! ΜΕΙΝΕ ΜΑΚΡΙΑ ΜΟΥ!
Χτύπησε την παραφυάδα μ’όλη του τη δύναμη, κι αυτή αποτραβήχτηκε και καμια άλλη δεν τον πλησίασε. Δεν ήταν πλέον προσιτός.
Το Μαύρο Σύννεφο ούρλιαξε από οργή, και η φωνή του προσπάθησε να του θυμίσει τη δύναμη που είχε κάποτε ο Οσβάλδος. Αλλά εκείνη η δύναμη ήταν μολυσμένη· τώρα το καταλάβαινε. Δεν ήταν κάτι προερχόμενο από μέσα του. Ήταν κάτι προερχόμενο από έξω, από αυτή τη μαυρίλα πάνω από τη Χάρνταβελ.
Το Μαύρο Σύννεφο φάνηκε ξαφνικά να τραντάζεται ολάκερο, και ο Οσβάλδος δεν νόμιζε ότι έφταιγε εκείνος γι’αυτό. Είδε μια από τις παραφυάδες να στροβιλίζεται επίμονα, να κάνει αλλόκοτες στρεβλώσεις. Πήγε κοντά της – τη μια στιγμή ήταν μακριά, την άλλη δίπλα της. Είδε πού κατέληγε.
Ο Τζοσελίνος! Η παραφυάδα τρυπούσε το κεφάλι του και έμπαινε στο σώμα του, γεμίζοντάς το με μικρά, μικρά πλοκάμια.
Ο Οσβάλδος αισθάνθηκε μια τρομερή αποστροφή.
Και μετά, αντίκρισε τον Γεράρδο να γυαλίζει σαν ατσάλι και να συγκρούεται με τον Τζοσελίνο…
*
Ο Γεράρδος ακολούθησε τα μονοπάτια, και ο Τζοσελίνος σταμάτησε προτού τον φτάσει, ουρλιάζοντας το όνομά του, γυρίζοντας γύρω-γύρω για να τον βρει. Το βλέμμα του ιερέα εστιάστηκε ξανά επάνω στον Γεράρδο.
Οι υπόλοιποι – οι στασιαστές της Ερρίθιας, οι επαναστάτες από την Απολλώνια, η Ελισαβέτα – στέκονταν και κοιτούσαν, κοκαλωμένοι μπροστά στη σύγκρουση που αντίκριζαν. Τους φαινόταν πως ένα άγριο θηρίο αντιμετώπιζε μια οντότητα που δεν ήταν εύκολο κανείς να προσδιορίσει.
Ο Τζοσελίνος προσπάθησε ξανά να σπαθίσει τον Γεράρδο προτού εκείνος τον πλησιάσει άοπλος, με τα χέρια του και μόνο. Το σπαθί του ιερέα διέγραψε μια θανατηφόρα τροχιά, ικανή να κόψει άνθρωπο στα δύο. Αλλά δεν βρήκε τον στόχο του· ο Γεράρδος ήταν παραδίπλα, επιχειρώντας ν’αρπάξει τη σκιά που έβλεπε να καλύπτει τον ιερέα σαν κουκούλα. Ο Τζοσελίνος κινήθηκε, τόσο γρήγορα που το σώμα του έμοιαζε με θολούρα· και η λεπίδα του σπάθισε εξίσου γρήγορα. Ο Γεράρδος γλίστρησε μέσα σ’ένα μονοπάτι, αλλά την ίδια στιγμή χτυπήθηκε στα πλευρά και γρύλισε καθώς εξαφανιζόταν για λίγο από τα μάτια όλων εκτός από της Ελισαβέτας.
Παρουσιάστηκε κοντά σ’έναν τοίχο του δωματίου.
«Γεράρδε!» φώναξε η Μάρθα, βλέποντας ότι ήταν τραυματισμένος, κι έκανε να υψώσει το πιστόλι της.
Ο Γεράρδος σήκωσε το χέρι του. «Όχι! Κατέβασέ το!»
«Κανένας δε θα σε σώσει από εμένα τώρα, τέρας!» γρύλισε ο Τζοσελίνος, και τα μάτια του είχαν γίνει σαν σκοτεινές φλόγες· η φωνή του έκανε όλους όσους βρίσκονταν στο δωμάτιο να παραλύσουν – μονάχα η Ελισαβέτα έμεινε ανεπηρέαστη, και ο Γεράρδος.
Ο οποίος έσκυψε ακολουθώντας τα μονοπάτια, γλιστρώντας μέσα σε μια εξωπραγματική γωνία, ασύλληπτη για το μυαλό των άλλων ανθρώπων. Το σπαθί του Τζοσελίνου καρφώθηκε στον τοίχο, σχεδόν μέχρι τη λαβή, τινάζοντας χώματα, χαλίκια, σοβάδες.
«Δεν ανήκεις εδώ!» ούρλιαξε ο ιερέας – το Εσώτερο Θηρίο – το Μαύρο Σύννεφο – αφήνοντας τη λαβή του σπαθιού και γυρίζοντας αμέσως, για να μην προλάβει να τον πλησιάσει ο Γεράρδος. Τα χέρια του ήταν αρκετά για να σκοτώσει τον εχθρό του, όπως και τα χέρια του Γεράρδου ήταν αρκετά για να διώξουν τη σκιά που τύλιγε τον Τζοσελίνο.
Ακόμα μια ασύλληπτη διαδρομή μέσα στα μονοπάτια, λίγο προτού ο ιερέας καταφέρει ν’αρπάξει το θήραμά του.
Οι άλλοι έβλεπαν τον Γεράρδο να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται, σαν οι κινήσεις του να ήταν σπαστές: σαν το φως που τον φώτιζε να έσβηνε ξαφνικά και να άναβε πάλι και να έσβηνε. Ο Τζοσελίνος έδινε την εντύπωση ότι προσπαθούσε να χτυπήσει κάτι που μια υπήρχε μια δεν υπήρχε· και τώρα, ο Γεράρδος κατάφερε να βρεθεί πλάι του και να γαντζώσει το χέρι του στον ώμο του ιερέα. Ο Τζοσελίνος βρυχήθηκε, κάνοντας να τον αποτινάξει, αλλά εκείνος άρπαξε και την πλάτη του με το άλλο χέρι, και κρατήθηκε γερά. Κρατήθηκε από τη σκιά που έβλεπε να καλύπτει τον ιερέα, τραβώντας την σα να ήταν σεντόνι, για να τη βγάλει από πάνω του. Η αντίσταση που συνάντησε ήταν γιγάντια· δεν τον πολεμούσε μόνο το Μαύρο Σύννεφο αλλά κι ο ίδιος ο Τζοσελίνος, ο οποίος είχε εκπαιδεύσει ειδικά το μυαλό του για να είναι ένα με το Εσώτερο Θηρίο.
Ο Γεράρδος ένιωσε τα χέρια του να τρέμουν, νομίζοντας ότι προσπαθούσε να ξεκολλήσει δύο σίδερα που από αιώνες ήταν το ένα κολλημένο πάνω στο άλλο. Επικεντρώθηκε απόλυτα στον σκοπό του, έγινε ένα με την προσπάθεια… Το Εσώτερο Θηρίο πάλευε, και ολόκληρη η Χάρνταβελ τρανταζόταν μαζί του.
*
Παρακολουθούσε τη σύγκρουση απορημένος, γεμάτος δέος. Αντίκριζε για πρώτη φορά δυνάμεις που κάπου βαθιά μέσα του ήξερε ανέκαθεν ότι υπήρχαν στη Χάρνταβελ μα ποτέ δεν είχε κατανοήσει την ύπαρξή τους.
Ο Γεράρδος, στραφταλίζοντας σαν καλογυαλισμένη ατσάλινη λεπίδα, ύστερα από μια σειρά επιδέξιων κινήσεων, είχε τελικά αρπάξει την παραφυάδα του Μαύρου Σύννεφου και την τραβούσε, ξεριζώνοντάς την από το σώμα του Τζοσελίνου, λίγο-λίγο, σταδιακά. Τα μικρά πλοκάμια έχαναν τη λαβή τους πάνω στον ιερέα, το ένα μετά το άλλο. Και το Μαύρο Σύννεφο ούρλιαζε και τρανταζόταν.
Είχε γνωρίσει τον φόβο γι’ακόμα μια φορά. Είχε βρει κάτι που, ενεργά, μέσα στην ίδια του τη διάσταση, απειλούσε την παρασιτική ύπαρξή του.
Ο Οσβάλδος είδε τον Γεράρδο να τραβά την παραφυάδα από το σώμα του Τζοσελίνου και να την πετά έξω – και, στιγμιαία, το σώμα του Τζοσελίνου άστραψε κι αυτό σαν καλογυαλισμένη ατσάλινη λεπίδα, λες και πριν η παραφυάδα να έκρυβε το φως του.
Αλλά το Μαύρο Σύννεφο δεν είχε τελειώσει με τον Γεράρδο. Η παραφυάδα του ορθώθηκε σαν γιγάντιο φίδι και όρμησε καταπάνω του, σε μια μάταιη προσπάθεια να τον χτυπήσει…
*
Τα χέρια του Γεράρδου φλέγονταν πάλι, όπως τότε που είχε εξωθήσει το Εσώτερο Θηρίο της Ελισαβέτας και μετά, πρόσφατα, το Εσώτερο Θηρίο του Οσβάλδου. Μια σκιά ερχόταν καταπάνω του, ανθρωπόμορφη και άμορφη συγχρόνως, ουρλιάζοντας δαιμονισμένα, ζητώντας να κλέψει τη ζωή του, να διώξει για πάντα την απειλή.
Τα χέρια του Γεράρδου τη χτύπησαν, και οι φλόγες τους χίμησαν επάνω της να την κατασπαράξουν, κομματιάζοντάς την σαν χαρτί που σκίζεται και διαλύεται στο νερό.
Ο Γεράρδος παραπάτησε, νιώθοντας ξαφνικά να ζαλίζεται. Και έπεσε στο ξύλινο πάτωμα. Η Μάρθα βρέθηκε αμέσως δίπλα του, γονατισμένη, ενώ φωνές αντηχούσαν από γύρω. Έμοιαζαν όλοι να μιλάνε συγχρόνως.
«Είσαι καλά;» ρώτησε η Μάρθα.
«…Ναι. Είμαι εντάξει… Η αντίστασή του – ήταν πολύ μεγάλη.» Ο Γεράρδος σηκώθηκε όρθιος, με τη βοήθειά της, κι ύστερα στάθηκε μόνος του.
«Τι κάνατε στον Μεγάλο Πατέρα;» φώναζε ένας στασιαστής, έχοντας υψώσει το τουφέκι του, σαν τώρα να είχε ξυπνήσει από κάποιο όνειρο. «Τι κάνατε;»
Ο Τζοσελίνος ήταν διπλωμένος στο πάτωμα, βογκώντας, τρέμοντας ολόκορμος.
«Μην ανησυχείτε,» είπε η Ελισαβέτα. «Ο ιερέας είναι καλά. Σε λίγο θα μπορεί να σας το πει κι ο ίδιος.» Η φωνή της τους επηρέασε, όπως τους είχε επηρεάσει πριν η φωνή του Γεράρδου, μιλώντας κατευθείαν στην ψυχή τους.
«Τι έγινε, όμως;» ρώτησε ένας άλλος στασιαστής – ένας από εκείνους που κρατούσαν σπαθιά. «Τι ήταν αυτό που είδαμε;»
«Μια σύγκρουση είδατε,» τους είπε ο Γεράρδος. «Μια σύγκρουση απαραίτητη για να σώσουμε τη Χάρνταβελ από την καταστροφή που έρχεται.» Και γονάτισε, στο ένα γόνατο, πλάι στον πεσμένο ιερέα. «Τζοσελίνε.» Άγγιξε τον ώμο του. «Τζοσελίνε. Σε χρειάζομαι. Όλοι μας σε χρειαζόμαστε.» Αλλά εκείνος δεν αποκρίθηκε· συνέχισε να είναι διπλωμένος, γρυλίζοντας, τρέμοντας.
«Θα συνέλθει,» διαβεβαίωσε ο Γεράρδος τους στασιαστές, οι οποίοι τον κοίταζαν φανερά ταραγμένοι και με ανάμικτα συναισθήματα στα πρόσωπά τους. «Ίσως να σας φανεί παράξενο αυτό που θα σας πω, αλλά καλό είναι αυτό που του συνέβη. Ο μόνος τρόπος να σας το εξηγήσω είναι… όπως μια αρρώστια. Όταν θεραπεύεσαι δεν είναι πάντοτε ανώδυνο.»
«Μα ήταν ιερέας!»
«Δεν έχει σημασία,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Θα δείτε που κι ο ίδιος θα σας το πει μόλις συνέλθει. Θα περιμένουμε εδώ, δεν θα φύγουμε. Εν τω μεταξύ, έχετε το νου σας μην πλησιάσουν οι πολεμιστές του Επόπτη.»
Τρεις από τους στασιαστές πήγαν στο μπαλκόνι· οι άλλοι δύο έμειναν πίσω, κοιτάζοντας τον Γεράρδο να εξακολουθεί να είναι γονατισμένος πλάι στον διπλωμένο ιερέα που ολόκληρο το σώμα του τρανταζόταν από ακούσιους σπασμούς.
*
Ήρθε για να μας σώσει, συνειδητοποίησε ο Οσβάλδος, κι εμείς τον κυνηγούσαμε σαν ζώο για να τον σκοτώσουμε…
Μετά, η συνείδησή του βούλιαξε πάλι στο υπόγειο.
Ο ανιχνευτής υποκλίθηκε αντίκρυ της, μέσα στη μεγάλη αίθουσα. «Αρχόντισσά μου. Έχουν λεηλατήσει τρία χωριά. Πήραν ζώα, τρόφιμα, εργαλεία· τα πάντα. Τους κατοίκους που προσπάθησαν να υπερασπιστούν τις περιοχές τους τους σκότωσαν· τους άλλους, που τράπηκαν σε φυγή, τους άφησαν.»
«Και πού πήγαν αυτοί οι άνθρωποι;» ρώτησε η Μοργκάνα, καθισμένη στον θρόνο της.
«Προς τα εδώ έρχονται, Αρχόντισσά μου, προς την πόλη σας.»
Θα μαζεύονταν πρόσφυγες, λοιπόν. Η Μοργκάνα αναστέναξε. «Καλώς. Μπορείς να πηγαίνεις.»
Ο ανιχνευτής υποκλίθηκε πάλι και βγήκε από την αίθουσα.
Η Μοργκάνα σηκώθηκε από τον θρόνο της και βάδισε προς το τραπέζι, μπροστά απ’το οποίο στεκόταν ο Λεοπόλδος, μόνος του. Οι αξιωματικοί του είχαν σταλεί να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο στρατό από τα περίχωρα της πόλης της Ναραλμάδιας και από τα τριγυρινά χωριά και κωμοπόλεις. Καλούσαν κάθε μισθοφόρο να έρθει να πολεμήσει για τη Ναραλμάδια, καθώς και όσους χωρικούς ήταν ικανοί, προειδοποιώντας πως αν δεν υπερασπίζονταν τα εδάφη τους το φουσάτο των εξωδιαστασιακών θα ερχόταν και θα τους έπαιρνε τα πάντα.
«Δεν έχασαν καθόλου καιρό,» είπε η Μοργκάνα στον σύζυγό της, ο οποίος κοίταζε τον χάρτη που ήταν απλωμένος επάνω στο τραπέζι, γεμάτος σημειώσεις και σύντομα σχόλια. Προτού ο ανιχνευτής μιλήσει στην Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας, είχε πλησιάσει τον Λεοπόλδο και του είχε δείξει κάτι στον χάρτη – τα τρία λεηλατημένα χωριά, υπέθετε τώρα η Μοργκάνα.
«Αναμενόμενο,» αποκρίθηκε ο Λεοπόλδος. «Δε θα περίμεναν, φυσικά. Ο χρόνος είναι με το μέρος μας, όχι με το δικό τους.»
«Με το μέρος μας;» Η Μοργκάνα μόλις και μετά βίας άκουγε τη χαμηλή μουσική που έπαιζε το ηχοσύστημα της μεγάλης αίθουσας (Άκακοι Γρύπες – ένα συγκρότημα από τη Σεργήλη, με ήχο τελείως εξωτικό για τους κατοίκους της Χάρνταβελ, αλλά όχι τέτοιο που να μη μπορούν να εκτιμήσουν)· το κεφάλι της την πονούσε και τ’αφτιά της βούιζαν. Από τότε που είχε επιστρέψει στο κάστρο της, εδώ και δύο ημέρες, δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί πάνω από πέντε ώρες συνολικά. Το μυαλό της δεν μπορούσε να ησυχάσει.
«Έχουμε στείλει αγγελιαφόρο να πάει στην Ερρίθια, για να ειδοποιήσει τον Επόπτη και τον Υπεράρχη,» είπε ο Λεοπόλδος. «Έχουμε αρχίσει να στρατολογούμε πολεμιστές στις περιοχές μας. Όλα αυτά, σύντομα, θα αποδώσουν. Θα έρθει βοήθεια. Το θέμα είναι αν θα έρθει αρκετά γρήγορα. Και οι ξένοι το ξέρουν αυτό. Δε μπορεί να νομίζουν ότι δεν θα συγκεντρώσουμε στρατό για να υπερασπιστούμε τα εδάφη μας. Επομένως, είναι λογικό να βιάζονται να εξαπλωθούν όσο το δυνατόν περισσότερο.
»Αναρωτιέμαι, όμως, αν θα μπορούν και να κρατήσουν τις κτήσεις τους,» τόνισε.
«Πιστεύεις ότι θα φτάσουν ακόμα κι ώς εδώ; Ώς τη Ναραλμάδια;» Η Μοργκάνα έπλεξε, νευρικά, τα μακριά δάχτυλά της μπροστά στη μεγάλη πόρπη της φαρδιάς, χρυσής ζώνης της.
«Ναι. Λογικά, προς τα εδώ θα έρθουν,» αποκρίθηκε ο Λεοπόλδος. «Ο Ροβέρτος θα φρουρεί τη γέφυρα του ποταμού όσο καλύτερα μπορεί· άρα, οι ξένοι θα το βρουν πιο εύκολο να προελάσουν δυτικά παρά ανατολικά.»
Η Μοργκάνα απορούσε πώς ο σύζυγό της μπορούσε να φαίνεται τόσο ψύχραιμος, δεδομένης της κατάστασης που είχαν να αντιμετωπίσουν. «Καταραμένος νάναι ο Ροβέρτος! Πρέπει εμείς πάλι να υποφέρουμε, και είμαι βέβαιη πως δε θα κάνει τίποτα για να μας βοηθήσει.» Κάθισε, νιώθοντας να ζαλίζεται.
Ο Λεοπόλδος κάθισε δίπλα της. Άγγιξε το χέρι της. «Μην πανικοβάλλεσαι. Ο Θεός θα μας βοηθήσει.»
Η Μοργκάνα τον ατένισε μορφάζοντας. «Με κοροϊδεύεις;»
Ο Λεοπόλδος γέλασε. «Δεν έχουν τελειώσει όλα ακόμα. Μην ξεχνάς πως οι ξένοι βρίσκονται σε εδάφη που δεν ξέρουν ενώ εμείς τα ξέρουμε καλά. Παρά την πανωλεθρία που πάθαμε με την άφιξή τους, δεν έχουμε χάσει τον πόλεμο. Κανένας πόλεμος δεν κρίνεται από μία και μόνο μάχη, Μοργκάνα.»
«Υπάρχουν, όμως, μάχες που μπορούν να σε τσακίσουν.»
«Πράγματι,» συμφώνησε ο Λεοπόλδος. «Αλλά η συγκεκριμένη δεν ήταν μία από αυτές. Οι ξένοι δεν έχουν ιδέα πού έχουν βρεθεί, κι επιπλέον δεν έχουν ιππικό. Ουσιαστικά, έχουμε κάθε δυνατό πλεονέκτημα.»
«Αλλά έχουμε χάσει τόσους πολλούς πολεμιστές.»
«Τα πράγματα θα ήταν χειρότερα αν δεν είχαμε υποχωρήσει εγκαίρως,» της θύμισε ο Λεοπόλδος. «Ο Ροβέρτος, αναμφίβολα, είχε περισσότερες απώλειες από εμάς.»
«Ο Ροβέρτος έχει, όμως, την προστασία του ποταμού. Η γέφυρα είναι καλή αμυντική θέση, και το ξέρεις. Εμείς μπορούμε να προστατέψουμε όλα μας τα εδάφη με τον στρατό που μας έχει απομείνει; Όχι.»
«Γι’αυτό σού είπα ότι ο χρόνος είναι με το μέρος. Μέχρι να έρθει βοήθεια πρέπει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να καθυστερήσουμε τους ξένους. Και μη νομίζεις ότι δεν έχω ήδη αρχίσει να διαμορφώνω ένα σχέδιο δράσης.»
*
Ολόκληρος ο καταυλισμός ζητωκραύγαζε για την Ελκέρτα, που τους είχε φέρει λάφυρα από τα κοντινά χωριά των ξένων: τρόφιμα και ζώα σαν αυτά που είχαν διαβάσει στις Παλαιές Διηγήσεις και δει σε φωτογραφίες του Παλαιού Κόσμου· κάποια λιγοστά χρήματα της Χάρνταβελ (δεν είχαν πολλά οι χωρικοί στα σεντούκια και στα πουγκιά τους)· ακόμα λιγότερα όπλα (σπαθιά, δόρατα, πιστόλια, και καραμπίνες που δεν διέφεραν και τόσο από τα δικά τους)· μπόλικα εργαλεία για το δούλεμα της γης, πράγμα που έκαναν κι εκείνοι όταν ζούσαν στον Παλαιό Κόσμο αλλά τους ήταν άγνωστο πλέον και θα έπρεπε να το ξαναμάθουν· και μερικά κάρα, που ήταν φτιαγμένα έτσι ώστε να τα τραβάνε τα ζώα που οι Παλαιές Διηγήσεις ονόμαζαν γαϊδούρια.
Ο καταυλισμός ήταν κατενθουσιασμένος μ’όλα τούτα. Κι έδειχναν ν’αγαπούν την Ελκέρτα όσο ποτέ. Έμοιαζαν να έχουν ξεχάσει ποια ήταν πραγματικά αυτή η τρισκατάρατη παλιογυναίκα! σκεφτόταν η Φαλτίκα. Δεν είναι δική μας, ανόητοι! Δεν είναι της Νίρμικιτ. Ήταν μια λήσταρχος του Υπόγειου Κόσμου, μέχρι που ο πατέρας μου τη μάζεψε εδώ! Αλλά δεν έλεγε τίποτα φωναχτά παρά μονάχα στ’αδέλφια της, γιατί δεν ήθελε να στρέψει τη δυσαρέσκεια των πολεμιστών επάνω της· ούτε ήθελε να κάνει την Ελκέρτα να την υποψιαστεί, να νομίσει ότι εκείνη είχε βάλει τον Οφθαλμό του Θανάτου να τη σκοτώσει.
Ευτυχώς που, τουλάχιστον, αυτός ο εγκληματίας, ο Βάλμοοθ ο Νεκροχέρης, δεν είχε παρουσιαστεί στον πατέρα της για να του πει ποιος τον είχε προτρέψει να δολοφονήσει τη Βασιλική Σύζυγο. Μάλλον φοβόταν, συμπέρανε η Φαλτίκα. Φοβόταν ότι μπορεί να επρόκειτο για παγίδα, ώστε να τον κάνουν να παρουσιαστεί και να τον καθαρίσουν αμέσως. Ή ίσως να φοβόταν ότι δε θα τον πίστευαν, ότι θα νόμιζαν πως έλεγε ψέματα όταν αποκάλυπτε ότι ο Βασιλικός Υπασπιστής είχε κάνει συμφωνία μαζί του.
Η Φαλτίκα είχε αρχίσει να ηρεμεί, αλλά εξακολουθούσε να εύχεται ο Νάρκλοομ να επιστρέψει όσο το δυνατόν γρηγορότερα από τον Υπόγειο Κόσμο. Δεν ήθελε να είναι μόνη της, χωρίς κάποιον άνθρωπο που ήξερε ότι θα τη βοηθούσε εναντίον της καταραμένης σκρόφας.
Και η Ελκέρτα, μέρα με τη μέρα, έμοιαζε ν’αποκτά ολοένα και περισσότερη επιρροή εδώ, σ’ετούτο τον καινούργιο κόσμο. Θα μας εξαφανίσει όλους και θα κάνει τον εαυτό της Βασίλισσα!
Η Πριγκίπισσα Φαλτίκα περίμενε, και παρακολουθούσε.
Ο Βασιληάς Κάλροοθ πρόσταξε να λεηλατηθούν όλα τα χωριά που βρίσκονταν μέσα σε μιας ημέρας δρόμο απόσταση από τον καταυλισμό τους. Επίσης, έδωσε διαταγή να μάθουν οι βασιλικοί φρουροί πώς να ιππεύουν, σύμφωνα με τις γραφές των Παλαιών Διηγήσεων και χρησιμοποιώντας τα λίγα άλογα που είχαν παρθεί από τα ήδη λεηλατημένα χωριά. (Τα ξεχώρισαν από τα γαϊδούρια – που ήταν σαφώς περισσότερα – βλέποντας παλιές φωτογραφίες και διαβάζοντας γι’αυτά.) Η Φαλτίκα τούς κοίταζε να κάνουν αστείες προσπάθειες να κρατηθούν επάνω στα ψηλά ζώα, πέφτοντας πολλές φορές· αλλά, στο τέλος, δεν αργούσαν να τα καταφέρουν να μείνουν άνετα καθισμένοι στη σέλα.
Η Ελκέρτα ήταν από τους πρώτους που κατόρθωσαν να ιππεύσουν καλά και χωρίς να παραδέρνουν, και ένα πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο αντίκρυ της έβγαλε δυνατές, ενθουσιώδεις φωνές και σφυρίγματα. Η Βασιλική Σύζυγος ύψωσε το σπαθί της για να τους χαιρετίσει, κάνοντας τη λεπίδα του να αστράψει στον ήλιο του καινούργιου κόσμου.
Η Φαλτίκα ήταν εξαγριωμένη, αλλά δεν το έδειχνε. Γιατί δεν προσπαθεί αυτός ο ηλίθιος ο Βάλμοοθ να τη σκοτώσει τώρα; Ποιος τη φυλάει τώρα, την καταραμένη;
Ο Κάλροοθ φαινόταν πολύ ευχαριστημένος με τη σύζυγό του: πράγμα που προκαλούσε στη Φαλτίκα ακόμα μεγαλύτερη οργή. Ο μπαμπάς είναι τυφλός! Τυφλός! Ουσιαστικά, κινδυνεύει απ’αυτήν και δεν το καταλαβαίνει.
Ο Νάρκλοομ έλειπε δύο ολόκληρες ημέρες και, λίγο πριν από το μεσημέρι της τρίτης, επέστρεψε μαζί με τον λαό της Νίρμικιτ. Μια ολόκληρη ορδή βγήκε από το άνοιγμα ανάμεσα στους κόσμους, βιαστικά, γιατί όλοι φοβόνταν ότι μπορεί ο Καταστροφέας να τους διαισθανόταν και να πλησίαζε. Και πράγματι, ο ιπτάμενος δαίμονας φάνηκε να έρχεται από τον ορίζοντα· αλλά ο λαός της Νίρμικιτ κατόρθωσε να περάσει στον καινούργιο κόσμο χωρίς να έχει καθόλου απώλειες· και εδώ ο Καταστροφέας φαινόταν να μη μπορεί να έρθει, σαν κάτι να φοβόταν, ή σαν κάτι να τον έδιωχνε.
Η Φαλτίκα ήξερε πως οι Λιθοφόροι μιλούσαν για μια «Παρουσία», και αναρωτιόταν αν αυτή η Παρουσία ήταν που απομάκρυνε τον ιπτάμενο, φωτεινό δαίμονα.
Ο Βασιληάς Κάλροοθ είδε με περηφάνια τον λαό του να έρχεται, και, ανεβαίνοντας σε μια ξύλινη εξέδρα, τους μίλησε για τη χαρά του που είχαν φτάσει σ’έναν καινούργιο κόσμο ο οποίος ήταν, ταυτόχρονα, ο Παλαιός Κόσμος. Θα έκαναν μια υπέροχη ζωή εδώ, τους υποσχέθηκε. Θα ζούσαν όλοι σαν αφέντες!
Η Φαλτίκα πλησίασε τον Νάρκλοομ, όταν εκείνος ξέμπλεξε από τους υπόλοιπους, και τον φίλησε.
«Τι κάνεις, Πριγκίπισσα;» Μειδιώντας, τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της.
«Άργησες,» του είπε η Φαλτίκα, εσκεμμένα.
Ο Νάρκλοομ κατάλαβε ότι το έκανε επίτηδες – φάνηκε από το βλέμμα του, που γελούσε. «Αλλά εξακολουθείς να είσαι ζωντανή,» της αποκρίθηκε, πειραχτικά.
«Μόλις και μετά βίας. Δε θα έμαθες ακόμα τι έκανε ο πατέρας μου…»
«Τι έκανε;» ρώτησε ο Νάρκλοομ καθώς βάδιζαν ανάμεσα στις σκηνές του μεγάλου καταυλισμού: ο οποίος σύντομα θα μεγάλωνε ακόμα περισσότερο, όταν και οι καινούργιοι που είχαν έρθει από τη Νίρμικιτ έστηναν τις δικές τους σκηνές.
«Υποσχέθηκε να πληρώσει τον Οφθαλμό του Θανάτου, αν παρουσιαστεί και του πει ποιος τον έβαλε να σκοτώσει την Ελκέρτα,» είπε ψιθυριστά η Φαλτίκα.
«Υποθέτω πως ο Βάλμοοθ δεν παρουσιάστηκε…» Η όψη του, όμως, είχε γίνει λιγάκι ανήσυχη, παρατήρησε η Πριγκίπισσα.
«Όχι, δεν παρουσιάστηκε.»
Ο Νάρκλοομ ένευσε. «Θα ήταν ανόητος να το κάνει. Είναι παράνομος από τότε που τον γέννησε η μάνα του. Ποιος θα πίστευε ότι εγώ τού ζήτησα να σκοτώσει τη Βασιλική Σύζυγο;»
«Η Ελκέρτα ίσως να το πίστευε…»
«Ναι, αλλά εκείνος δεν έχει λόγο να το ριψοκινδυνέψει.»
«Εγώ νομίζω πως ίσως να φοβάται ότι είναι παγίδα,» είπε η Φαλτίκα. «Ίσως να φοβάται ότι θέλουν να τον κάνουν να εμφανιστεί για να τον σκοτώσουν.»
«Ναι, κι αυτό είναι πιθανό. Πάμε τώρα στη σκηνή σου; Θέλω να πλυθώ και να ξεκουραστώ. Ήταν εξαντλητικές αυτές οι δύο μέρες. Δεν είναι, τελικά, καθόλου εύκολο να μαζεύεις μια ολόκληρη πόλη.»
Η Φαλτίκα γέλασε. Η διάθεσή της είχε φτιάξει ξανά, με την επιστροφή του Νάρκλοομ. Είχε την αίσθηση πως όλα θα πήγαιναν καλά, και σύντομα θα έβρισκαν τρόπο να ξεφορτωθούν την ελεεινή λήσταρχο παρά τα τελευταία της… κατορθώματα.
*
Ολόκληρη εκείνη η ημέρα πήγε στο να τακτοποιηθούν οι μετανάστες από τη Νίρμικιτ. Μέχρι τα μεσάνυχτα στήνονταν σκηνές και ο καταυλισμός μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε. Φωτοκρύσταλλοι τοποθετούνταν επάνω σε πασσάλους (φτιαγμένους από το ξύλο του καινούργιου κόσμου) για τον φωτισμό της περιοχής τις νυχτερινές ώρες. Οι τεχνουργοί της Νίρμικιτ εργάζονταν πυρετωδώς μέσα στο εργαστήριο που είχαν στήσει, κατασκευάζοντας φωτορυθμιστές και φορτιστές· πυροβόλα όπλα και αγχέμαχα· κιάλια που η δουλειά τους δεν ήταν να κάνουν τον χρήστη τους να βλέπει θερμότητα (πράγμα πολύ χρήσιμο για να κινείσαι χωρίς καμία πηγή φωτός μέσα στα σκοτάδια του Υπόγειου Κόσμου) αλλά να φέρνουν τα αντικείμενα πιο κοντά, ώστε να μπορεί κανείς να δει σε μεγάλες αποστάσεις· ανιχνευτές ήχου ειδικά τροποποιημένους για ανοιχτά πεδία· τροχοφόρους λιθοβόλους – μεταλλικούς σωλήνες που εκτόξευαν πέτρες ύστερα από ενεργειακή φόρτιση· και σηματοδότες και δέκτες σήματος – συσκευές που λειτουργούσαν καλά στον Υπόγειο Κόσμο για τον εντοπισμό της θέσης κάποιου, και έμοιαζαν να λειτουργούν το ίδιο καλά και εδώ, αν και με κάπως μειωμένη εμβέλεια: πράγμα που οι τεχνουργοί είπαν ότι οφειλόταν στο γεγονός ότι οι σηματοδότες χρησιμοποιούσαν τη γη ως μέσο μεταβίβασης του σήματός τους, και στον Υπόγειο Κόσμο υπήρχε γη και πέτρα παντού γύρω, ενώ εδώ μόνο στο έδαφος.
Την επομένη, ο Βασιληάς Κάλροοθ πρόσταξε να επεκταθούν σε ακτίνα δεκαπέντε χιλιομέτρων από τον καταυλισμό, ώστε ν’αρχίσουν να διαμορφώνουν μια επικράτεια για τον εαυτό τους, την οποία θα ονομάτιζαν Νέα Νίρμικιτ. Η αντίσταση που συνάντησαν κατ’αυτή τη μικρή επέκταση ήταν μηδαμινή· οι κάτοικοι των χωριών και των μικρών πόλεων ή είχαν ήδη τραπεί σε φυγή ή τρέπονταν σε φυγή μόλις τους έβλεπαν να έρχονται. Και ο λαός του Κάλροοθ καταλάμβανε τα σπίτια που αυτοί είχαν εγκαταλείψει, αφού λεηλατούσε ό,τι υπήρχε. Η Ελκέρτα πρωτοστατούσε, παρατήρησε η Φαλτίκα, παριστάνοντας πάντα ότι ριχνόταν πρώτη στη μάχη, για να κερδίσει εντυπώσεις· αλλά η Πριγκίπισσα καταλάβαινε ότι η Βασιλική Σύζυγος, στην πραγματικότητα, δεν διέτρεχε κανέναν σπουδαίο κίνδυνο: οι ξένοι δεν πρόβαλαν αντίσταση. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που γύριζαν να χτυπήσουν τους κατακτητές. Ο μόνος αληθινός κίνδυνος για τη ζωή της Ελκέρτα ήταν ο Βάλμοοθ ο Νεκροχέρης, όμως και από αυτόν προφυλαγμένη ήταν, γιατί η Φαλτίκα έβλεπε πάντοτε κοντά της τον Κύρνοοκ. Ο πατέρας, ανόητος καθώς είναι, προσέχει μην του τη σκοτώσουν! Προσέχει περισσότερο γι’αυτήν παρά για τον εαυτό του!
Μετά από τρεις ημέρες, ο Κάλροοθ έκρινε ότι τα εδάφη γύρω από το άνοιγμα των κόσμων ήταν δικά του. Δεν υπήρχαν άλλα χωριά ή μικρές πόλεις για να κατακτήσει. Το μόνο που έμενε ήταν να εδραιώσει τις κτήσεις του και να μάθει τους ανθρώπους του να καλλιεργούν τη γη, όπως στον Παλαιό Κόσμο. Γι’αυτό το τελευταίο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τους αιχμαλώτους. Πρόσταξε τη Χονρέπα να διδάξει και σ’άλλους τα βασικά της γλώσσας των ξένων, ώστε να μπορούν να συνεννοηθούν μ’αυτούς και να δεχτούν συμβουλές. Ο Νάρκλοομ συμφωνούσε με τη στρατηγική του Βασιληά, καθώς επίσης και η Ελκέρτα, η οποία ήταν ευχαριστημένη από τις λεηλασίες και την επιρροή που είχε αρχίσει να αποκτά ανάμεσα στον λαό της Νίρμικιτ.
«Όταν τα μυαλά της πάρουν αέρα και γίνει απρόσεκτη, τότε μπορεί να μας δώσει την ευκαιρία να την ξεπαστρέψουμε,» είπε η Φαλτίκα στον Νάρκλοομ, μια νύχτα.
Εκείνος όμως φαινόταν διστακτικός. «Δεν ξέρω αν τώρα είναι καλή περίοδος γι’αυτό,» αποκρίθηκε. «Κατ’αρχήν, έχω χάσει κάθε επαφή με τον Βάλμοοθ· δεν έχω ιδέα τι κάνει και πού βρίσκεται.»
«Βάλε κάποιον άλλο να τη σκοτώσει! Κάποιον απλό πολεμιστή. Δε χρειάζεται νάναι Λιθοφόρος. Ένα σπαθί στο λαιμό της είναι αρκετό!»
Ο Νάρκλοομ, όμως, είχε πολλά στο μυαλό του ετούτο τον καιρό και δεν είχε χρόνο να σχεδιάσει κάτι τέτοιο. Έπρεπε να ασχολείται συνέχεια με τις επεκτατικές κινήσεις μέσα στον καινούργιο κόσμο και να οργανώνει τον λαό της Νίρμικιτ ώστε να μπορέσει να υπερασπιστεί τις θέσεις που είχε κατακτήσει· διότι, αναμφίβολα, θα χρειαζόταν να το κάνει αυτό, κάποια στιγμή σύντομα. Οι ξένοι δεν μπορεί να κάθονταν για πολύ ακόμα με σταυρωμένα χέρια· θα επιτίθονταν, προσπαθώντας να τους εξολοθρεύσουν. Έτσι, η Φαλτίκα δεν τον έβλεπε και πολύ συχνά τον Νάρκλοομ, καθώς εκείνος, έχοντας μάθει γρήγορα να ιππεύει, πήγαινε από δω κι από κει μέσα στις καινούργιες κτήσεις του πατέρα της. Η Πριγκίπισσα περίμενε συνέχεια στη σκηνή της, στον καταυλισμό.
Μέχρι που η βαρεμάρα τής ήταν αφόρητη, και ήθελε, επιτέλους, να κάνει κάτι περισσότερο. Άρχισε, λοιπόν, να μαθαίνει κι εκείνη ιππασία, με τη βοήθεια ενός πολεμιστή του πατέρα της ο οποίος ήδη ήξερε. Δεν ήταν δύσκολο να ανεβεί στο άλογο, συνειδητοποίησε η Φαλτίκα· όταν όμως αυτό ξεκίνησε να καλπάζει, κρατήθηκε γερά πάνω στη σέλα της, τρομαγμένη ότι θα έπεφτε και νιώθοντας τα οπίσθιά της να χοροπηδάνε επώδυνα πάνω στη ράχη του ψηλού ζώου. Συνέχισε, ωστόσο, τις προσπάθειές της. Σ’ετούτο τον κόσμο, τα άλογα φαινόταν να είναι πολύ χρήσιμα για τις μετακινήσεις, κι επομένως η Πριγκίπισσα δεν μπορούσε να μην ξέρει να ιππεύει.
Όταν απέκτησε κάμποση αυτοπεποίθηση ήταν που έπεσε από τη σέλα, καθώς έγινε απρόσεχτη· δε χρησιμοποιούσε πια καθόλου τα χέρια της για να κρατιέται. Το ένα της πόδι γλίστρησε από τον αναβατήρα και, μ’ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό, η Φαλτίκα έφυγε από τη ράχη του αλόγου και βρέθηκε πάνω στο ξερό χορτάρι της πεδιάδας, χτυπώντας τον γοφό και τον ώμο της. Ο μεγάλος της αδελφός, ο Πρίγκιπας-Διάδοχος Όσραοκ, πλησίασε και τη βοήθησε να σηκωθεί, ενώ ένας βασιλικός φρουρός έτρεξε να πιάσει το άλογό της από τα γκέμια. Η Φαλτίκα έκλαιγε από το ξάφνιασμα και τον απότομο πόνο, όμως κατά τα άλλα ήταν καλά. Το γαλανό της δέρμα μελάνιασε, αλλά ευτυχώς δεν είχε σπάσει κανένα κόκαλο. Περισσότερο την ενόχλησε το γεγονός ότι ένα σωρό κόσμος ήταν μπροστά και την κοίταζε καθώς έπεφτε. Μια πριγκίπισσα της Νίρμικιτ δεν μπορούσε να ξεφτιλίζεται έτσι!
Ο Νάρκλοομ, όταν την ξαναείδε χωρίς τα ρούχα της, τη ρώτησε τι της είχε συμβεί, κι όταν η Φαλτίκα τού μίλησε για το ατυχές περιστατικό, εκείνος γέλασε κι άρχισε να την πειράζει ανελέητα. Η Πριγκίπισσα τον έβρισε, του είπε πως ήταν παλιάνθρωπος που το έκανε αυτό, και τον χτύπησε στα χαμηλά με την ανάστροφη του χεριού της καθώς εκείνος στεκόταν γυμνός μπροστά της. Ο Νάρκλοομ διπλώθηκε αλλά εξακολουθούσε να γελά.
Την επόμενη, πήρε τη Φαλτίκα μαζί του καθώς πήγε προς τα δυτικά για να ανιχνεύσει. Κι οι δυο τους ήταν έφιπποι, και ο Νάρκλοομ τής είπε: «Τελικά, δεν είσαι τόσο χάλια στην ιππασία όσο έλεγες, Πριγκίπισσα – αλλά μη βαλθείς τώρα να μου αποδείξεις το αντίθετο!»
Η Φαλτίκα τον αγριοκοίταξε, αν και καταλάβαινε ότι την πείραζε ξανά, και όχι κακοπροαίρετα. «Ακόμα πονάω από τότε που έπεσα!» του είπε, επιτηδευμένα. «Θα έπρεπε να αισθάνεσαι άσχημα γι’αυτό.» Αναστέναξε. «Τέλος πάντων. Πού ακριβώς πηγαίνουμε;»
Μαζί τους είχαν μια ομάδα αποτελούμενη από έξι πολεμιστές και τον Νερκάλοοτ, τον Οφθαλμό της Ψυχής, όλοι τους έφιπποι σαν την Πριγκίπισσα και τον Βασιλικό Υπασπιστή· έτσι, η Φαλτίκα συμπέραινε ότι δεν είχαν βγει απλώς για έναν περίπατο.
«Ο πατέρας σου,» της απάντησε ο Νάρκλοομ, «σκέφτεται να ξεκινήσει ν’ακολουθεί ετούτη τη δημοσιά, τώρα που οι κτήσεις του μοιάζουν σχετικά ασφαλείς.» Έδειξε εμπρός τους. «Το βλέπεις αυτό; Δημοσιά λέγεται.» Μια αρχαία λέξη.
«Ξέρω πώς λέγεται!» αντιγύρισε, ενοχλημένα, η Φαλτίκα. «Μην παίζεις μαζί μου συνεχώς, Νάρκλοομ· δε θα το ανέχομαι για πολύ.» Και το εννοούσε. Απλά είχε την ατυχία μια φορά να πέσει ουρλιάζοντας απ’το άλογό της· δεν είχε ξαφνικά αναλάβει καθήκοντα γελωτοποιού!
«Ο πατέρας σου θέλει να δει πού οδηγεί η δημοσιά,» είπε ο Υπασπιστής. «Υποθέτει πως οδηγεί σε κάποια μεγάλη πόλη ή οχυρό.»
«Κι εσύ συμφωνείς μ’αυτό;»
«Ναι. Είναι ο μεγαλύτερος δρόμος που έχουμε βρει εδώ γύρω. Οι άλλοι είναι μονοπάτια, ουσιαστικά. Επιπλέον, σύμφωνα με τον χάρτη που μας έκανε εκείνος ο αιχμάλωτος που ελευθερώσαμε, κάπου προς τα δυτικά πρέπει να υπάρχει μια μεγάλη πόλη που λέγεται Ναραλμάδια – η πρωτεύουσα τούτης της περιοχής.»
«Θ’ανακαλύψουμε, λοιπόν, εμείς πού καταλήγει η δημοσιά;» ρώτησε η Φαλτίκα.
«Ας πούμε ότι απλώς θα βγούμε λιγάκι παραέξω από τα σύνορα της Νέας Νίρμικιτ. Δε θα πάμε, όμως, πιο μακριά από δέκα χιλιόμετρα, Πριγκίπισσα. Ίσως νάναι επικίνδυνο.»
Η Φαλτίκα, ξαφνικά, χαμογέλασε. «Ωραία,» είπε. «Μια περιπέτεια!»
Ο Νάρκλοομ γέλασε. «Δε γνώρισες αρκετές περιπέτειες τελευταία;»
Το βλέμμα που του έριξε η Φαλτίκα εκτόξευε μαχαίρια.
«Δεν αναφέρομαι στην πτώση σου,» της είπε αμέσως ο Νάρκλοομ. «Και μου φαίνεται ότι παραέχεις γίνει ευερέθιστη–»
«Σε τι αναφέρεσαι;»
«Σε όλα όσα έχουν συμβεί, φυσικά! Φύγαμε από τη Νίρμικιτ, ήρθαμε εδώ, πολεμήσαμε τους ξένους, εγκατασταθήκαμε, επεκταθήκαμε. Δεν είναι αυτά αρκετά; Αν πέσει μια πριγκίπισσα από ένα άλογο είναι πιο σημαντικό;»
Η Φαλτίκα δεν μπόρεσε παρά να γελάσει. «Εντάξει,» είπε ευχάριστα. «Το παίρνω πίσω.»
Και συνέχισαν να ταξιδεύουν χωρίς να μιλάνε πολύ: μονάχα καμια κουβέντα κάπου-κάπου.
Δυο ώρες προτού μεσουρανήσει ο ήλιος της Χάρνταβελ, έφτασαν στα σύνορα της επικράτειας της Νέας Νίρμικιτ και είδαν τους φρουρούς του πατέρα της Φαλτίκα, επάνω στο ξύλινο φυλάκιό τους, με τα τουφέκια τους στην πλάτη. Ο Νάρκλοομ τούς χαιρέτησε με το ύψωμα του χεριού, κι εκείνοι τον αντιχαιρέτησαν ομοίως, καθώς η ανιχνευτική ομάδα τούς προσπερνούσε κατευθυνόμενη δυτικά επί της δημοσιάς.
Από εδώ και πέρα, τα εδάφη δεν ήταν ασφαλή.
Ο Νάρκλοομ στράφηκε στον Νερκάλοοτ. «Έχε το νου σου,» του είπε· αλλά εκείνο που στην πραγματικότητα εννοούσε ήταν, βέβαια, Χρησιμοποίησε τις δυνάμεις του Οφθαλμού σου για να μας προειδοποιήσεις μήπως κανένας μάς έχει στήσει ενέδρα.
Η Φαλτίκα είδε τον Λιθοφόρο να σουφρώνει τα φρύδια και το μοβ μέτωπό του να ρυτιδώνει. Η μινούρνα κάτω από το δεξί του στήθος – η οποία φαινόταν μέσα από ένα ειδικό άνοιγμα της ενδυμασίας του – γυάλιζε ελαφρά, λευκογάλανη. Ο Νερκάλοοτ πρέπει να δυσκολευόταν, είχε την εντύπωση η Πριγκίπισσα. Αυτή η Παρουσία που υπήρχε στη Χάρνταβελ πρέπει να στεκόταν εμπόδιο στον Οφθαλμό του.
Ο Νάρκλοομ ύψωσε ένα ζευγάρι κιάλια στα μάτια του – τα καινούργια κιάλια που έφτιαχναν οι τεχνουργοί, τα οποία βοηθούσαν να βλέπεις μακριά, όχι μέσα στο σκοτάδι.
Η Φαλτίκα αναδεύτηκε πάνω στη σέλα της, λιγάκι πιασμένη από τη διαδρομή. Δεν ήταν συνηθισμένη να ιππεύει τόση ώρα. «Βλέπεις τίποτα;» ρώτησε τον Βασιλικό Υπασπιστή.
Εκείνος δεν κατέβασε τα κιάλια. «Νομίζω πως ναι.»
«Τι;»
«Ιππείς.» Ακόμα μια αρχαία λέξη. Ένα σωρό αρχαίες λέξεις είχαν αρχίσει να γίνονται καθημερινές. Το παρελθόν επέστρεφε· αναγεννιόταν. «Ανιχνευτές πρέπει νάναι κι αυτοί, σαν εμάς.» Ο Νάρκλοομ ύψωσε το χέρι του, για να δείξει.
Η Φαλτίκα μόλις και μετά βίας μπορούσε να τους διακρίνει επάνω σ’ένα ύψωμα. «Δύο;»
«Τέσσερις.» Ο Νάρκλοομ έκανε νόημα στην ομάδα του να σταματήσει. «Και νομίζω ότι κι αυτοί μάς έχουν δει.» Κατεβάζοντας τα κιάλια του, είπε στον Νερκάλοοτ: «Μπορείς να στείλεις το πνεύμα σου εκεί, κοντά στους ανιχνευτές;» Έδειξε πάλι. «Ίσως να διακρίνεις πράγματα που εγώ δεν μπορώ να διακρίνω.»
Ο Οφθαλμός της Ψυχής μόρφασε, δυσανασχετώντας. «Την τελευταία φορά που το επιχείρησα αυτό, κάτι με χτύπησε… Επομένως, μόνο αν είναι απαραίτητο, Νάρκλοομ.»
«Δεν είναι απαραίτητο,» είπε ο Υπασπιστής· κι έκανε πάλι νόημα να προχωρήσουν. Ύψωσε τα κιάλια του κι ατένισε τους ανιχνευτές.
«Φεύγουν;» ρώτησε η Φαλτίκα, μετά από λίγο, βλέποντας τους καβαλάρηδες να απομακρύνονται.
«Ναι. Κρύβονται πίσω από το ύψωμα,» αποκρίθηκε ο Νάρκλοομ. «Ανησυχητικό, ίσως.»
«Γιατί;»
«Επειδή εκεί δεν μπορώ να τους δω.» Κατέβασε τα κιάλια του, κι έγνεψε να σταματήσουν ξανά, να περιμένουν.
Περίμεναν. Με τ’άλογά τους να χρεμετίζουν νευρικά κάπου-κάπου και να τρίβουν τις οπλές τους στη δημοσιά.
«Τι περιμένουμε;» ρώτησε η Φαλτίκα, όταν άρχισε να βαριέται.
Ο Νάρκλοομ δεν μίλησε.
Η Πριγκίπισσα αναστέναξε και κατέβηκε από τη σέλα της.
«Τι κάνεις;» είπε ο Νάρκλοομ.
«Έχω πιαστεί.»
Ο Νάρκλοομ δεν έφερε αντίρρηση. Ύψωσε τα κιάλια του και κοίταξε πέρα. Τα κατέβασε, και είπε στον Νερκάλοοτ: «Ίσως θα έπρεπε να προσπαθήσεις να στείλεις το πνεύμα σου, για να δεις τι συμβαίνει πίσω από κείνο το ύψωμα.»
Προτού όμως ο Λιθοφόρος αποκριθεί θετικά ή αρνητικά, ανθρώπινες φιγούρες φάνηκαν να ξεπροβάλλουν επάνω στη ράχη που ατένιζε ο Νάρκλοομ. Πολλές ανθρώπινες φιγούρες.
«Τι γίνεται;» ρώτησε η Φαλτίκα.
Ο Υπασπιστής κοίταξε με τα κιάλια του. «Κατάρες και σκοτάδια!…» μουρμούρισε.
«Τι είναι;» επέμεινε η Φαλτίκα.
«Πολεμιστές με το έμβλημα αυτής της Αρχόντισσας Μοργκάνας. Το έμβλημα της Ναραλμάδιας.» Κατέβασε τα κιάλια. «Ανέβα στο άλογό σου. Φεύγουμε.»
Η Φαλτίκα σκαρφάλωσε γρήγορα στη σέλα. «Μπορεί να θέλουν να μιλήσουν για να παραδοθούν…»
«Αποκλείεται. Το ξέρουν πως δεν ξέρουμε τη γλώσσα τους,» είπε ο Νάρκλοομ. «Κατά πάσα πιθανότητα σκοπεύουν να μας πάρουν αιχμαλώτους.» Έστρεψε το άλογό του και οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Κάλπασαν ανατολικά επάνω στη δημοσιά, προς τη μεριά απ’την οποία είχαν έρθει.
Κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της – ενώ κρατιόταν γερά από τη σέλα, προσέχοντας μην ξαναπέσει – η Φαλτίκα ατένισε τους ξένους. Δε μας ακολουθούν, παρατήρησε, και το είπε στον Νάρκλοομ.
«Επειδή βλέπουν πως φεύγουμε κι επομένως δεν μπορούν να μας προφτάσουν. Η παρουσία τους εδώ, όμως, σημαίνει πως μας περιμένουν έξω από τα σύνορα της Νέας Νίρμικιτ, και δεν θα μας αφήσουν να επεκταθούμε μέχρι που να τους έχουμε κατατροπώσει.»
«Στον πατέρα δεν θ’αρέσει αυτό…»
«Με τα καμώματα του πατέρα σου, τελευταία, εγώ δεν θα ήμουν και τόσο σίγουρος, Πριγκίπισσα.»
«Τι εννοείς; Ποτέ δεν ήθελε πόλεμο!»
«Τον έχει συνεπάρει το όραμά του, όμως· δε μπορείς να το διακρίνεις; Τέλος πάντων· όπως και νάχει, πρέπει να ετοιμαστούμε για πόλεμο. Δε θα ήταν φρόνιμο να τους αφήσουμε να περιτριγυρίσουν τα σύνορα της μικρής καινούργιας πατρίδας μας.»
Ο Σεβερίνος τούς περίμενε στο Κελάρι, όταν τελικά επέστρεψαν εκεί μαζί με τον Τζοσελίνο.
«Μεγάλε Πατέρα,» είπε ο ληστής στον τελευταίο, «τα πράγματα είναι δύσκολα. Έχουμε καταφέρει να τους κρατήσουμε απασχολημένους ώρες, από χτες το πρωί· μα, τώρα πλέον, πολλοί από μας έχουν σκοτωθεί. Θα πρέπει να εγκαταλείψετε τον Ναό.»
Ο Τζοσελίνος ένευσε σιωπηλά, μοιάζοντας να τον αγνοεί, και πήγε να καθίσει σ’ένα σκαμνί κοντά στον Οσβάλδο, ο οποίος ήταν, φυσικά, ακόμα ξαπλωμένος στο στενό κρεβάτι, αλλά δεν κοιμόταν. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά.
«Τζοσελίνε,» έκρωξε. «Το είδες κι εσύ; Το Μαύρο Σύννεφο;»
Ο Τζοσελίνος συνοφρυώθηκε. «Μονάχα έναν πόνο αισθάνομαι, από παντού γύρω.»
Ο Γεράρδος τούς πλησίασε. Το τραύμα στα πλευρά του, ευτυχώς, δεν ήταν άσχημο, και μπορούσε να κινείται με άνεση αφότου το επέδεσε η Άνμα’ταρ. «Είδες το Μαύρο Σύννεφο;» ρώτησε τον Οσβάλδο.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Όσο κοιμόμουν… δεν κοιμόμουν ακριβώς. Ήμουν πάνω από τη Μεγάλη Πόλη, και ατένισα… μια μαυρίλα. Κατάλαβα τι συμβαίνει, Γεράρδε. Κατάλαβα γιατί κάνεις ό,τι κάνεις. Σε είδα να τραβάς ένα από τα πλοκάμια του σύννεφου έξω από τον Τζοσελίνο.»
«Ποια πλοκάμια;» έκανε ο Τζοσελίνος, ακόμα ταραγμένος από ό,τι του είχε συμβεί. Στην αρχή δεν ήθελε να το πιστέψει ότι ο Γεράρδος είχε, κάπως, σκοτώσει το Εσώτερο Θηρίο του. Νόμιζε ότι προσπαθούσαν να τον κοροϊδέψουν, παρότι ο Γεράρδος καταλάβαινε πως βαθιά μέσα του ήξερε ότι το Θηρίο ήταν όντως νεκρό. («Ήταν κάτι που κυβερνούσε τη ζωή σου,» του είπε ο Γεράρδος, «αλλά τώρα έχει φύγει.» «Αισθάνομαι έναν πόνο, από γύρω μας…» «Οι εισβολές είναι που αισθάνεσαι. Αν εστιάσεις το μυαλό σου στον πόνο, θα το καταλάβεις.» «Γεράρδε, πώς ξέρω ότι λες αλήθεια;» «Μη ρωτάς εμένα. Ρώτα τον εαυτό σου.»)
«Τα πλοκάμια που βγαίνουν από το Μαύρο Σύννεφο,» είπε ο Οσβάλδος. Και κοίταξε τον Γεράρδο. «Το έχεις δει κι εσύ;»
Εκείνος ένευσε. «Για λίγο, όταν βρισκόμουν στη Νεκρή Γη.»
«Στη Νεκρή Γη;» Ο Τζοσελίνος τον ατένισε ερωτηματικά. «Πότε ήσουν στη Νεκρή Γη;»
Ο Γεράρδος τούς εξήγησε εν συντομία τι του είχε συμβεί από τότε που εξαφανίστηκε από το κελί του στον Πύργο της Απομόνωσης, και τους τόνισε ότι ήταν πολύ σημαντικό να σώσουν τη Χάρνταβελ από την καταστροφή που ερχόταν. Τους είπε ότι δεν μπορούσε να το καταφέρει μόνος του· χρειαζόταν τη βοήθειά τους: τη βοήθεια όλων των ιερέων.
«Δε νομίζω ότι θα σ’αφήσουν να σκοτώσεις το Εσώτερο Θηρίο τους, ό,τι κι αν τους πεις,» αποκρίθηκε ο Οσβάλδος, κουρασμένα, καταπονημένος από τα τραύματά του, τώρα που δεν διέθετε πλέον υπερφυσικές δυνάμεις του σώματος. «Δε θα καταλάβουν. Είναι αδύνατον να καταλάβεις αν δεν το βιώσεις.»
«Εγώ,» δήλωσε ο Τζοσελίνος, «ακόμα δεν νομίζω πως το έχω καταλάβει, Αδελφέ.» Υπήρχε αμφιβολία στο βλέμμα του, αλλά και φόβος. Και ο Γεράρδος μπορούσε εύκολα να μαντέψει τις σκέψεις του: Μέχρι στιγμής στη ζωή του ήταν ιερέας, με το Εσώτερο Θηρίο εντός του· τώρα, τι ήταν;
«Με συγχωρείτε, Μεγάλοι Πατέρες,» παρενέβη ο Σεβερίνος, «αλλά, όπως είπα, έχουμε πρόβλημα. Ο Ναός πρέπει να εκκενωθεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Δε θα μπορούμε για πολύ ακόμα να κρατάμε απασχολημένους τους ανθρώπους του Επόπτη.»
Ο Γεράρδος στράφηκε να τον κοιτάξει. «Πώς να εκκενωθεί ο Ναός; Τον έχουν περικυκλωμένο.»
«Δεν ξέρεις, λοιπόν, για το πέρασμα…»
«Ποιο πέρασμα;»
Ο Τζοσελίνος είπε: «Ούτε εμείς το ξέραμε ώς τώρα. Οι ιερείς της Ερρίθιας το κρατάνε μυστικό. Υπάρχει μια σήραγγα που οδηγεί από τον Ναό σε τούτο δω το μέρος, και σε άλλα υπόγεια επίσης.»
«Μάλιστα,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Επομένως, κανένας δεν ήταν ποτέ παγιδευμένος μέσα στον Ναό.»
«Παγιδευμένος, όχι. Αλλά οι ιερείς της Ερρίθιας δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τον Ναό τους. Ο Επόπτης πολύ πιθανόν να τον γκρεμίσει.»
Η Μάρθα – που βρισκόταν κοντά, όπως κι οι υπόλοιποι επαναστάτες – παρενέβη: «Οι Ναοί σας είναι σαν οχυρά· όμως, πριν έρθουν οι Παντοκρατορικοί, δεν είχατε κανέναν εχθρό εδώ πέρα. Ή, τουλάχιστον, έτσι έχω καταλάβει. Από ποιον κινδυνεύατε;»
«Αυτή,» της είπε ο Τζοσελίνος, «δεν είναι η πρώτη φορά που η Χάρνταβελ απειλείται από εξωδιαστασιακούς. Στην Ιστορία μας υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις· πριν από εκατοντάδες χρόνια, βέβαια. Για παράδειγμα, η Εισβολή της Μελανόκερης Ορδής, από τη Φεηνάρκια.»
«Οι Ναοί είναι αρχαία οικοδομήματα, συνήθως,» πρόσθεσε ο Γεράρδος κοιτάζοντας τη Μάρθα. «Πανάρχαια.»
«Επιπλέον,» είπε ο Οσβάλδος, «υπήρξαν και περιπτώσεις τρελών αρχόντων που εναντιώθηκαν στο ιερατείο, θεωρώντας τους εαυτούς τους ανώτερους των ιερέων.»
«Μία είναι αυτή η περίπτωση, Αδελφέ,» είπε ο Τζοσελίνος. «Ο Αντίθεος Υπεράρχης Εβράρδος ο Δαιμονόφωνος, πριν από τριακόσια εβδομήντα-οκτώ χρόνια, το 1.888 μετά Οργής.»
«Η μνήμη σου είναι καλύτερη από τη δική μου, Αδελφέ,» αποκρίθηκε ο Οσβάλδος. Και προς τον Γεράρδο: «Ο Ύπατος, ξέρεις, σε παρομοίασε μ’αυτόν όταν εξαφανίστηκες από το κελί σου.»
«Τον Εβράρδο τον Δαιμονόφωνο;»
«Ναι. Λένε ότι μιλούσε στις ψυχές των ανθρώπων σαν ιερέας αλλά δεν ήταν ιερέας.»
«Νόμιζα ότι ήταν μύθος,» είπε ο Γεράρδος.
Ο Τζοσελίνος είπε: «Ναι, ορισμένοι τον θεωρούν μύθο. Αλλά ήταν πραγματικός. Υπάρχουν κάποιες αποδείξεις από εκείνη την εποχή.»
«Μεγάλοι Πατέρες,» τους διέκοψε ο Σεβερίνος, «με συγχωρείτε, μα πρέπει να σας πω ότι καλύτερα να κινηθούμε γρήγορα.»
Ο Τζοσελίνος σηκώθηκε από το σκαμνί. «Θα πάω εγώ στον Ναό, να ειδοποιήσω τον Μαλαχία και τον Ριχάρδο.»
«Μπορεί να καταλάβουν ότι τώρα δεν είσαι σαν αυτούς,» τον προειδοποίησε ο Γεράρδος. «Και μπορεί να προσπαθήσουν να σε σκοτώσουν.»
«Γιατί;»
«Το Εσώτερο Θηρίο τους θα τους παρακινήσει. Όπως παρακίνησε κι εσένα να μου επιτεθείς προτού με ακούσεις.»
«Ο Ύπατος μάς είχε πει να μη σε εμπιστευόμαστε, Γεράρδε.»
«Τζοσελίνε, δεν καταλαβαίνεις. Το Μαύρο Σύννεφο – αυτό για το οποίο μίλησε ο Οσβάλδος – αισθάνεται ότι απειλείται από εμάς. Θα κάνει τα πάντα για να μας εξολοθρεύσει και να επαναφέρει την κατάσταση όπως ήταν πριν–»
«Εσύ, όμως, δεν είπες ότι μόνο εμείς μπορούμε να σώσουμε τη Χάρνταβελ από την καταστροφή που έρχεται;»
«Ναι, αλλά το Μαύρο Σύννεφο δεν ενδιαφέρεται γι’αυτό. Είναι σαν ένα θηρίο που θέλει να συνεχίσει να ζει· κι αν διώξουμε τα Εσώτερα Θηρία από μέσα μας, νομίζω πως θα πεθάνει.»
«Τι προτείνεις, λοιπόν;» τον ρώτησε ο Τζοσελίνος. «Να έρθεις μαζί μου στον Ναό;»
«Ναι.»
«Τότε, σίγουρα θα μας επιτεθούν. Το ξέρεις αυτό, έτσι;»
«Το ξέρω.»
«Και νομίζεις ότι μπορείς να αντιμετωπίσεις και τον Μαλαχία και τον Ριχάρδο συγχρόνως;»
«Ελπίζω ότι εσύ και η Ελισαβέτα θα με βοηθήσετε.»
Ο Τζοσελίνος ατένισε καχύποπτα, για μια στιγμή, τη γυναίκα που κάποτε ήταν ουντράχα. Μετά στράφηκε πάλι στον Γεράρδο. «Δεν ξέρω πώς έκανες ό,τι έκανες. Δεν ξέρω πώς σκότωσες το Εσώτερο Θηρίο μου.»
«Θα καταλάβεις από μόνος σου όταν δεις μια σκιά να τυλίγει όσους έχουν το Εσώτερο Θηρίο μέσα τους,» του αποκρίθηκε ο Γεράρδος. Και ρώτησε την Ελισαβέτα: «Εσύ είδες αυτή τη σκιά όσο μαχόμουν με τον Τζοσελίνο;»
«Όχι, Γεράρδε.»
«Τούτο σημαίνει,» συμπέρανε ο Τζοσελίνος, «πως ούτε εγώ ούτε αυτή μπορούμε να σε βοηθήσουμε. Για όνομα του Θεού, δεν ξέρω ούτε καν πώς εξαφανίζεσαι και ξαναεμφανίζεσαι!»
«Χρειάζεται χρόνος,» του είπε ο Γεράρδος.
«Χρόνο δεν έχουμε.»
Ο Οσβάλδος είπε: «Γεράρδε, νομίζω πως εγώ θα μπορούσα να δω αυτή τη σκιά για την οποία μιλάς.»
«Είσαι όμως τραυματισμένος.»
Ο Οσβάλδος έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί, μουγκρίζοντας.
«Μεγάλε Πατέρα,» είπε ο άντρας που πριν είχε περιποιηθεί τις πληγές του, «καλύτερα να μην κινείστε.»
Ο Γεράρδος έβαλε το χέρι του στον ώμο του Οσβάλδου. «Δεν μπορείς να μας βοηθήσεις τώρα. Θα πρέπει να τα καταφέρουμε μόνοι μας.»
*
Η σήραγγα που ξεκινούσε από το Κελάρι τούς οδήγησε γρήγορα σε μια ανοδική πέτρινη σκάλα. Ο Γεράρδος δεν είχε πάρει μαζί του μόνο τον Τζοσελίνο, την Ελισαβέτα, και τους επαναστάτες από την Απολλώνια, αλλά και τον Σεβερίνο και τη γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά, τα πράσινα μάτια, και το γκρίζο φόρεμα η οποία ονομαζόταν Όλγα και ο Σεβερίνος είχε πει πως ήταν έμπιστή του. Είχαν επιμείνει να έρθουν, κι οι δυο τους.
Ο Γεράρδος είχε τονίσει σε όλους ότι δεν θα πήγαιναν στον Ναό για να εμπλακούν σε μάχη με τους Ιερούς Φρουρούς ή με τους ιερείς. «Το μόνο που πρέπει να γίνει είναι να σκοτώσω το Εσώτερο Θηρίο τους. Δεν θα χύσετε αίμα.» Οι επαναστάτες, φυσικά, είχαν συμφωνήσει χωρίς συζήτηση· αλλά η Μάρθα είχε ρωτήσει: «Κι αν αυτοί πάνε να χύσουν το δικό μας αίμα;»
«Θα τους αποτρέψουμε απ’το να μας επιτεθούν.»
«Ξεχνάς τι έγινε στον Υπεραιώνιο;»
«Δεν είναι η ίδια περίπτωση. Τώρα έχουμε άλλα προβλήματα – όλοι μας.»
Η Μάρθα δεν φαινόταν και τόσο πεπεισμένη, όμως δεν είχε διαφωνήσει.
Ο Σεβερίνος και η Όλγα έμοιαζαν μπερδεμένοι από αυτά που άκουγαν τον Γεράρδο να λέει (δεν είχαν ιδέα για το Εσώτερο Θηρίο, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι της Χάρνταβελ πλην των ιερέων), αλλά ούτε έκαναν καμία ερώτηση ούτε πρότειναν κανένα εναλλακτικό σχέδιο.
Επί του παρόντος, ο Γεράρδος έγνεψε στον Τζοσελίνο να ανεβεί πρώτος τη σκάλα γιατί οι ιερείς θα είχαν, σίγουρα, Ιερούς Φρουρούς επάνω. Ο Τζοσελίνος ανέβηκε, και ο Σεβερίνος κι η Όλγα τον ακολούθησαν· κανένας τους δεν κρατούσε όπλο τραβηγμένο. Μετά ήρθαν ο Γεράρδος, η Ελισαβέτα, και οι επαναστάτες.
Βρέθηκαν σ’ένα υπόγειο, φωτισμένο από μια λάμπα λαδιού, όπου πράγματι βρίσκονταν τρεις Ιεροί Φρουροί. Μέσα στις σκιές και στο πλήθος των υπολοίπων, δεν πρέπει να διέκριναν τον Γεράρδο διότι δεν αντέδρασαν με εχθρικό τρόπο. Τα μάτια τους, αναμφίβολα, έπεσαν αμέσως στον Σεβερίνο, την Όλγα, και τον Τζοσελίνο – ο οποίος, δίχως να χάσει καιρό, τους πρόσταξε: «Πείτε σ’όλους να έρθουν στη σήραγγα. Οι πολεμιστές του Επόπτη σύντομα θα επικεντρώσουν τις επιθέσεις τους στον Ναό· οι άνθρωποι του Σεβερίνου δεν μπορούν να τους κρατούν απασχολημένους άλλο.»
«Μάλιστα, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε ένας Φρουρός, και έφυγαν κι οι τρεις από το υπόγειο.
Η ατμόσφαιρα αποφορτίστηκε, καθώς όλοι χαλάρωσαν που δεν είχε προκληθεί δυσάρεστο επεισόδιο.
Στράφηκαν να κοιτάξουν τον Γεράρδο, σαν να περίμεναν καθοδήγηση απ’αυτόν, και τότε διαπίστωσαν ότι ο Γεράρδος είχε εξαφανιστεί, χωρίς κανένας τους να τον δει να φεύγει.
*
«Δεν είναι δυνατόν να εγκαταλείψουμε τον Ναό στο έλεος του Επόπτη!» φώναξε ο Μαλαχίας, μέσα στην κεντρική αίθουσα, όπου οι Ιεροί Φρουροί από το υπόγειο τούς είχαν συγκεντρώσει όλους άρον-άρον.
«Ο Μεγάλος Πατέρας Τζοσελίνος λέει ότι οι άνθρωποι του Σεβερίνου χάνουν τη μάχη, Μεγάλε Πατέρα· και ο ίδιος ο Σεβερίνος είναι μαζί του.»
«Περιμένουν στο υπόγειο;»
«Μάλιστα, Μεγάλε Πατέρα. Μπροστά από τη σήραγγα.»
«Θα πάω να τους μιλήσω,» δήλωσε ο Μαλαχίας. Και στράφηκε στον Ριχάρδο, ο οποίος στεκόταν παραδίπλα, κοντά στον λάκκο με τη φωτιά. «Μείνε εδώ, Αδελφέ· δε θ’αργήσω.»
Ο Ριχάρδος ένευσε, και ο Μαλαχίας έφυγε ακολουθούμενος από τους τρεις Ιερούς Φρουρούς που φυλούσαν την είσοδο της σήραγγας στο υπόγειο.
Μετά από λίγο, μια φωνή ακούστηκε:
«Ριχάρδε…»
Ο ιερέας στράφηκε, ξαφνιασμένος, για να δει τον Γεράρδο να ξεπροβάλλει πίσω από μια από τις κολόνες. «Πώς μπήκες εδώ;» φώναξε.
Οι Ιεροί Φρουροί που ήταν στην αίθουσα ύψωσαν τις καραμπίνες τους, σημαδεύοντας τον Γεράρδο.
«Κατεβάστε τα όπλα σας,» τους είπε εκείνος. «Δεν είμαι εχθρός σας. Αν ήμουν θα σας είχα ήδη επιτεθεί, όσο δε με βλέπατε.»
Τα λόγια του τους έκαναν, πράγματι, να κατεβάσουν τα όπλα τους, δίνοντάς τους την αίσθηση ότι ο Γεράρδος είχε μόλις εκφέρει μια γενική αλήθεια και ότι ήταν τελείως ανόητο να απειλούν να τον σκοτώσουν.
Αλλά ο Ριχάρδος εκείνο που ένιωσε ήταν μια γιγάντια οργή να τον γεμίζει και να τον παρακινεί να εξολοθρεύσει τον Αντίθεο!
Ο Γεράρδος διαισθάνθηκε το ξύπνημα του Εσώτερου Θηρίου μέσα στον ιερέα, και είπε: «Περίμενε λίγο, Ριχάρδε, και άκουσέ με! Αυτό που κρύβεται μέσα σου δεν θέλει–»
Ο Ριχάρδος είχε ήδη τραβήξει ένα πιστόλι από τα άμφιά του–
Ο Γεράρδος ακολούθησε τα μονοπάτια (η ριπή χτύπησε την κολόνα, αντηχώντας δυνατά μέσα στην αίθουσα), βρέθηκε κοντά στον λάκκο με τη φωτιά και κοντά στον ιερέα, και άρπαξε τον καρπό του για να τον κάνει να πετάξει το πιστόλι. Η δύναμη του Ριχάρδου, όμως, ήταν υπεράνθρωπη: γρυλίζοντας, τίναξε τον Γεράρδο παραπέρα, κάνοντάς τον να κουτρουβαλήσει στο πάτωμα. Και πυροβόλησε. Αλλά, ξανά, χτύπησε μονάχα πέτρες, καθώς ο Γεράρδος είχε ακολουθήσει τα μονοπάτια.
Παρουσιάστηκε όχι πολύ μακριά από εκεί όπου είχε κατρακυλήσει, και έστριψε σ’ένα μέρος στα όρια της αντίληψης, εκεί που το φως της φωτιάς συναντούσε τις σκιές του σκοταδιού. Σφαίρες σφύριξαν πίσω του. Ο Γεράρδος ξεπρόβαλε στην αντικρινή μεριά της αίθουσας.
«Σκοτώστε τον!» κραύγασε ο Ριχάρδος, πυροβολώντας ξανά – και χτυπώντας την κλειστή εξωτερική διπλή θύρα του Ναού.
Ο Ιερός Φρουρός που ήταν πιο κοντά στον Γεράρδο στράφηκε και τον σημάδεψε με την καραμπίνα του. Εκείνος πρόλαβε να του παραμερίσει απότομα το όπλο και να τον κλοτσήσει στην κοιλιά, σωριάζοντάς τον. «Σας είπα,» φώναξε, «δεν είμαι εχθρός σας!» Και γλίστρησε πάλι μέσα σ’ένα από τα μονοπάτια, καθώς πυροβολισμοί αντηχούσαν – και όχι μόνο από το πιστόλι του Ριχάρδου.
Πίσω από κολόνες, ακολουθώντας μια ασύλληπτη γεωμετρία· ανάμεσα στις σκιές και στο φως· στα όρια της ανθρώπινης αντίληψης: ο Γεράρδος διέσχισε την αίθουσα γι’ακόμα μια φορά και βρέθηκε σε σημείο που νόμιζε ότι μπορούσε να τα καταφέρει – τινάχτηκε και πιάστηκε στη ράχη του Ριχάρδου, γαντζώνοντας τα χέρια του επάνω στο Εσώτερο Θηρίο.
Ο ιερέας ούρλιαξε κι άρχισε να χτυπιέται, τραβώντας μαζί του και τον Γεράρδο, παραπαίοντας επικίνδυνα προς τον λάκκο με τη φωτιά. Οι Ιεροί Φρουροί δεν πυροβολούσαν γιατί δεν ήξεραν ποιον μπορεί να χτυπούσαν, αλλά, με τις άκριες των ματιών του, ο Γεράρδος είδε τρεις απ’αυτούς να τραβάνε τα σπαθιά τους και να πλησιάζουν.
Δεν χαλάρωσε τη λαβή του επάνω στη σκιά που κουκούλωνε τον Ριχάρδο· πάτησε τα πόδια του γερά στο έδαφος και την τράβηξε προς τα πίσω. Άκουσε κάτι σαν ύφασμα να σχίζεται, όμως το Εσώτερο Θηρίο δεν είχε ακόμα ξεγαντζώσει τα νύχια του από τον ιερέα. Κι εκείνος πάλευε λυσσασμένα, οικειοθελώς προσπαθώντας να κρατήσει κοντά του την παραφυάδα του Μαύρου Σύννεφου.
Βρίσκονταν τώρα ακριβώς δίπλα από τις ψηλές φλόγες, και ο Γεράρδος μπορούσε να αισθανθεί τη θερμότητά τους πάνω στο πρόσωπό του. Καταλάβαινε ότι κινδύνευε. Μα δεν τα παράτησε.
Τα ουρλιαχτά του Ριχάρδου, οι θηριώδεις κραυγές του, αντηχούσαν στ’αφτιά του σα να ήθελαν να διαπεράσουν το κρανίο του.
Οι τρεις Ιεροί Φρουροί ήταν κοντά, με τα σπαθιά τους υψωμένα, με τις λεπίδες ν’αντανακλούν το φως της φωτιάς.
«Γεράρδε!» Η φωνή του Μαλαχία· ο ιερέας είχε ακούσει τη φασαρία, φυσικά, και είχε έρθει επάνω. Ο Γεράρδος υπολόγιζε ώς τώρα να τα είχε καταφέρει να διώξει το Εσώτερο Θηρίο του Ριχάρδου, μα οι υπολογισμοί του δεν είχαν αποδειχτεί σωστοί.
Και ο Μαλαχίας τώρα πλησίαζε· ο Γεράρδος μπορούσε να νιώσει το Εσώτερο Θηρίο του να ζυγώνει απειλητικά.
«Όχι!» Αυτή ήταν η φωνή του Τζοσελίνου. «Μαλαχία, όχι!»
Ένας πυροβολισμός, και η φωνή της Μάρθας: «Περίμενε, ρε γαμιόλη, περίμενε!»
Ο Μαλαχίας κραύγασε.
Κατάρες! σκέφτηκε ο Γεράρδος. Και της είπα να ΜΗΝ χύσει αίμα! Πατώντας γερά στο πάτωμα, προσπάθησε να αποτινάξει επιτέλους το Εσώτερο Θηρίο από τον Ριχάρδο ενώ εκείνος πάλευε μανιασμένα και ούρλιαζε.
Ο ιερέας πήδησε προς τη φωτιά, παρασέρνοντας και τον Γεράρδο μαζί του.
Το Εσώτερο Θηρίο έφυγε από πάνω του καθώς ο Ριχάρδος τυλιγόταν από τις φλόγες και τα ουρλιαχτά του έπαιρναν μια άλλη χροιά.
Ο Γεράρδος παραπάτησε, αισθάνθηκε τη φωτιά να γλείφει επώδυνα το πρόσωπό του, τα πόδια του έφευγαν από την άκρη του λάκκου χωρίς να μπορεί να σταματήσει τον εαυτό του–
Κάτι άλλο, όμως, τον σταμάτησε. Τον τράβηξε, απότομα, γρήγορα, πίσω. Και ο Γεράρδος σωριάστηκε στο πέτρινο δάπεδο, γρυλίζοντας από τον πόνο, νιώθοντας το δεξί του μάγουλο και το σαγόνι του να καίγονται· και τα ρούχα του πρέπει, επίσης, να είχαν αρπάξει φωτιά. Άγγιξε το πρόσωπό του ενώ συγχρόνως κυλιόταν κάτω για να σβήσει. Δεν χόρευαν φλόγες επάνω στο μάγουλο και στο σαγόνι του, όπως αρχικά νόμιζε, αλλά το δέρμα του πονούσε φριχτά εκεί.
Γύρω του γινόταν μεγάλη φασαρία. Φωνές, πολλές φωνές· αλλά, ευτυχώς, όχι πυροβολισμοί. Οι φωνές του Τζοσελίνου και της Ελισαβέτας αντηχούσαν πάνω από τις υπόλοιπες, προσπαθώντας να αποτρέψουν μια αιματηρή σύγκρουση.
Ο Γεράρδος σηκώθηκε στο ένα γόνατο· αντίκρισε την Άνμα’ταρ κοντά του και συνειδητοποίησε ότι αυτή πρέπει να ήταν που τον είχε τραβήξει πίσω. Την ίδια στιγμή, είδε πως ο Μαλαχίας στρεφόταν προς το μέρος του, με το δεξί του πόδι αιματοβαμμένο. Ο Ριχάρδος ούρλιαζε μέσα στη φωτιά, και οι Ιεροί Φρουροί προσπαθούσαν να τον τραβήξουν έξω.
Μια δαιμονική σκιά, ανθρωπόμορφη και συγχρόνως άμορφη, όρμησε καταπάνω στον Γεράρδο. Κι εκείνου τα χέρια φλέγονταν, αλλά με διαφορετικές φλόγες από αυτές που είχαν κάψει το πρόσωπό του. Με μια κραυγή, πετάχτηκε όρθιος και χτύπησε τη σκιά, βλέποντάς τη να γίνεται κομμάτια εμπρός του.
Ο Μαλαχίας τινάχτηκε πίσω, αναφωνώντας. Πρέπει κι εκείνος να είχε δει κάτι – κάτι που τον τρόμαξε.
«Μαλαχία, περίμενε!» είπε ο Τζοσελίνος. «Ο Γεράρδος δεν ήρθε εδώ με κακό σκοπό. Δε μπορείς να καταλάβεις τώρα αλλά, εμπιστέψου με, πρέπει να τον αφήσεις να τραβήξει από μέσα σου το Εσώτερο Θηρίο – έχει τη δύναμη να το σκοτώσει. Αυτό που μόλις τώρα σκότωσε ήταν το Εσώτερο Θηρίο του Ριχάρδου.»
«Έχεις τρελαθεί σαν κι αυτόν!» βρυχήθηκε ο Μαλαχίας, με την όψη του απερίγραπτα παραμορφωμένη από οργή. «Έγινες Εχθρός του Θεού!» Και, τραβώντας ένα μακρύ ξιφίδιο, εφόρμησε στον Τζοσελίνο.
Εκείνος ακολούθησε τα μονοπάτια. Για πρώτη φορά στη ζωή του. Ενστικτωδώς.
Η ανάγκη τον ώθησε, σκέφτηκε ο Γεράρδος, και τινάχτηκε καταπάνω στον Μαλαχία ο οποίος είχε προς στιγμή αποπροσανατολιστεί. Πιάστηκε στην πλάτη του και γαντζώθηκε πάνω στη σκιά του Εσώτερου Θηρίου. Έπεσαν κι οι δυο τους στο πάτωμα, παλεύοντας ξέφρενα.
Ο Γεράρδος, όμως, ήταν κουρασμένος από τόσους αγώνες που είχε δώσει σήμερα, κι αυτή η κούραση νόμιζε πως είχε αρχίσει να τον καταβάλλει. Η δύναμή του δεν έφτανε για να αποδιώξει το Εσώτερο Θηρίο από τον Μαλαχία, και οι απότομες κινήσεις του ιερέα απειλούσαν να τον τινάξουν πέρα. Παρ’όλ’αυτά, ήξερε ότι δεν μπορούσε να εγκαταλείψει την προσπάθεια, γιατί τι θα γινόταν αν δεν τα κατάφερνε; Ο Μαλαχίας θα προσπαθούσε να τους σκοτώσει όλους· τίποτα δεν θα τον λογίκευε όσο το Εσώτερο Θηρίο βρισκόταν εντός του και όσο το Μαύρο Σύννεφο πάσχιζε να επιβιώσει. Θα έπρεπε, λοιπόν, εκείνοι να σκοτώσουν τον Μαλαχία, κι αυτό ο Γεράρδος ήθελε, πάση θυσία, να το αποφύγει.
Τότε ήταν που αισθάνθηκε μια άλλη παρουσία να έρχεται κοντά του, και είδε ακόμα δύο χέρια ν’αρπάζουν τη σκιά που τύλιγε τον ιερέα.
Η Ελισαβέτα.
Είχε καταφέρει να δει τη σκιά και είχε έρθει για να τον βοηθήσει. Ο Γεράρδος αισθάνθηκε τη δύναμή της να προστίθεται στη δική του, και η αντίσταση του Εσώτερου Θηρίου έγινε πιο απελπισμένη. Αλλά και μάταιη. Στ’αφτιά του Γεράρδου έφτασε εκείνος ο ήχος σαν από απότομο σκίσιμο υφάσματος. Το Θηρίο έχανε τη λαβή του επάνω στον ιερέα, γλιστρούσε, δεν έβρισκε από πού να κρατηθεί–
Τινάχτηκε δίπλα ενώ ο Μαλαχίας κατέρρεε και διπλωνόταν.
Ο Γεράρδος στράφηκε και χτύπησε, με φλεγόμενα χέρια, την αλλόκοτη σκιά, η οποία, όπως πάντα, διαλύθηκε.
«Ευχαριστώ,» είπε αγκομαχώντας στην Ελισαβέτα.
Εκείνη απλώς ένευσε. «Βλέπω τις σκιές,» είπε. «Ξαφνικά.»
Ο Γεράρδος έψαξε να δει πού ήταν ο Ριχάρδος. Τον είχαν βγάλει οι Φρουροί από τη φωτιά; Ναι, όπως φαινόταν. Τον είχαν τραβήξει έξω από τον λάκκο και, αφού είχαν σβήσει τις φλόγες από πάνω του, τον είχαν αποθέσει στο πέτρινο πάτωμα. Ήταν ζωντανός – ο Γεράρδος το ήξερε – τα εγκαύματά του, όμως, ήταν πολύ άσχημα.
Κι εγώ για λίγο γλίτωσα μια παρόμοια τύχη. Άγγιξε το πρόσωπό του, που τον έκαιγε αφόρητα, και μόρφασε.
Τρέχοντας, ανάμεσα από τους ανθρώπους πέρασε ένας μεγάλος μαύρος σκύλος. Ζύγωσε τον πεσμένο αφέντη του και έγλειψε το πρόσωπό του. Εκείνος, κρατώντας την κοιλιά του με το ένα χέρι σαν να είχε τραυματιστεί, σηκώθηκε στα τέσσερα από το πάτωμα. «Αγύρευτε…» έκρωξε, αδύναμα, και παίρνοντας το χέρι του απ’την κοιλιά του χάιδεψε το κεφάλι του μαύρου σκύλου. Ύστερα, τα μάτια του ιερέα στράφηκαν στον Γεράρδο, φανερώνοντας ταραχή και σύγχυση.
Ο Τζοσελίνος γονάτισε δίπλα στον Μαλαχία αγγίζοντας τους ώμους του. «Αδελφέ,» είπε. «Ο Γεράρδος σκότωσε το Εσώτερο Θηρίο σου. Είχα κι εγώ τις αμφιβολίες μου στην αρχή, αλλά, όσο ο χρόνος περνά, ολοένα και περισσότερο καταλαβαίνω ότι αυτό δεν ήταν κακό. Ο Θεός δεν είναι άμεσα σχετιζόμενος με το Θηρίο–»
«Τι λες;» έκρωξε ο Μαλαχίας. «Έχεις τρελαθεί;»
«Δεν αισθάνεσαι έναν μεγάλο πόνο;»
«Ναι.»
«Είναι η εισβολή στην Ανατολική Αγορά. Είναι ο πόνος της Χάρνταβελ επειδή κάτι αφύσικο συμβαίνει.»
Ο Μαλαχίας συνοφρυώθηκε, σαν τα λόγια του Τζοσελίνου να είχαν μιλήσει στην ψυχή του. Μετά είπε: «Βοήθησέ με να σηκωθώ, Αδελφέ. Νιώθω αδύναμος.»
Ο Τζοσελίνος τον βοήθησε, κι εκείνος κοίταξε γύρω-γύρω ώσπου βρήκε τον Ριχάρδο, λιπόθυμο και γεμάτο εγκαύματα. Οι Ιεροί Φρουροί έμοιαζαν να μην ξέρουν τι να κάνουν για να τον περιποιηθούν.
«Χρειαζόταν να τον ρίξεις στη φωτιά, Γεράρδε;» είπε, οργισμένα, ο Μαλαχίας.
«Δεν το έκανα επίτηδες,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αυτός με τράβηξε. Δε βλέπεις πως κι εγώ παραλίγο να καώ ολόκληρος;»
Ο Μαλαχίας, δείχνοντας τον Ριχάρδο, πρόσταξε τους Ιερούς Φρουρούς: «Πάρτε τον από κάτω. Πηγαίνετέ τον στο θεραπευτήριο, για να τον περιποιηθώ.»
«Μεγάλε Πατέρα,» παρενέβη ο Σεβερίνος, «με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να φύγουμε! Στους δρόμους, η αντίστασή μας δε μπορεί να κρατήσει για πολύ ακόμα. Πρέπει να εγκαταλείψουμε τον Ναό – τώρα. Μπορείτε να μεταφέρετε τον Μεγάλο Πατέρα Ριχάρδο στο Κελάρι και να τον περιποιηθείτε εκεί. Εκεί είναι ήδη κι ο Μεγάλος Πατέρας Οσβάλδος, εξάλλου, τραυματισμένος.»
Ο Μαλαχίας δίστασε για μια στιγμή. Μετά, δήλωσε: «Δε μπορώ να εγκαταλείψω τον Ναό.»
«Θα τους πολεμήσουμε μια άλλη μέρα, Μαλαχία,» είπε ο Γεράρδος. «Με τη δύναμη του Θεού, θα τους διώξουμε από την Ερρίθια.»
Ο Μαλαχίας κούνησε το κεφάλι. «Όχι,» είπε κουρασμένα. «Πηγαίνετε εσείς. Εγώ θα μείνω. Όλη μου τη ζωή την έχω ζήσει εδώ, σ’ετούτο τον Ναό. Θα μείνω.»
«Αδελφέ,» είπε ο Τζοσελίνος, «θα σε σκοτώσουν. Ακόμα κι αν είχες μέσα σου το Εσώτερο Θηρίο, θα σε σκότωναν στο τέλος. Και δεν χρειάζεται να χάσουμε άλλον έναν ιερέα.»
«Μόνο εμείς μπορούμε να σώσουμε τη Χάρνταβελ από την καταστροφή που έρχεται,» πρόσθεσε ο Γεράρδος ατενίζοντας τον Μαλαχία.
«Ποια καταστροφή;» ρώτησε εκείνος.
«Αυτό που συμβαίνει με τις εισβολές. Αν συνεχιστεί, η διάστασή μας θα διαλυθεί. Οι Παντοκρατορικοί δεν θα κάνουν τίποτα για να τη σώσουν· απλά θα την εγκαταλείψουν όταν δουν πως δεν υπάρχει άλλη λύση. Εμείς, όμως, μπορούμε να σώσουμε τη Χάρνταβελ. Θα δεις ότι βρίσκεσαι σε άμεση επαφή με τη διάσταση, τώρα που το Θηρίο δεν είναι μπροστά σου για να σε τυφλώνει.»
«Πρέπει να φύγουμε,» τόνισε ο Τζοσελίνος.
Ο Μαλαχίας αναστέναξε. Έριξε μια ματιά γύρω του, στη μεγάλη αίθουσα. «Εντάξει,» είπε. «Θα φύγουμε. Αφού μαζέψουμε τα υπάρχοντά μας. Ελπίζω να μας έχει μείνει χρόνος γι’αυτό, τουλάχιστον,» πρόσθεσε κοιτάζοντας τον Σεβερίνο.
«Ασφαλώς, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε εκείνος.
Καθώς ο Μαλαχίας, οι Ιεροί Φρουροί, και οι υπηρέτες του Ναού μάζευαν τα πράγματά τους, δύο από τους Φρουρούς πήραν τον Ριχάρδο για να τον μεταφέρουν στο Κελάρι. Η Μάρθα κι η Άνμα’ταρ επέμειναν ο Γεράρδος να καθίσει σε μια καρέκλα (αφού δεν ήθελε κι εκείνος να πάει στο Κελάρι ώστε να τον περιποιηθούν) και έβαλαν μια κομπρέσα με κρύο νερό στη δεξιά μεριά του προσώπου του για να πάρει τη φλόγωση.
«Σέλιρ,» είπε ο Γεράρδος, ενώ η Άνμα κρατούσε την κομπρέσα πιεσμένη ελαφρά επάνω του.
Ο μάγος πλησίασε, αμίλητα.
«Βρες μου τον Λεοπόλδο,» ζήτησε ο Γεράρδος. Ήταν ο τελευταίος ιερέας στην Ερρίθια με Εσώτερο Θηρίο εντός του.
Ο Σέλιρ’χοκ άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Ανιχνεύσεως και έστρεψε το βλέμμα του στους μικροσκοπικούς καθρέφτες του ραβδιού του καθώς οι κρύσταλλοι φώτιζαν αχνά.
Η Μάρθα είπε στον Γεράρδο: «Είχαν πάρει φωτιά και τα ρούχα σου,» ενώ προσπαθούσε να ξεκουμπώσει την τουνίκα του. «Μπορεί να έχεις καεί και στο σώμα.»
«Δεν έχω καεί στο σώμα.» Είχε προλάβει να κυλιστεί στο πέτρινο πάτωμα και να σβήσει τις φλόγες προτού του κάνουν κακό.
Η Μάρθα, όμως, δε σταμάτησε. Άνοιξε την τουνίκα του και κοίταξε. Το δέρμα από τη δεξιά μεριά ήταν, σίγουρα, ερεθισμένο αλλά όχι όπως στο πρόσωπό του. Η Μάρθα ξετάπωσε ένα φλασκί και έριξε νερό επάνω του.
«Εντάξει είμαι,» της είπε ο Γεράρδος. «Αυτό δεν είναι τίποτα.
»Πού είναι ο Λεοπόλδος, Σέλιρ;»
«Στ’ανατολικά, όπως και πριν,» απάντησε ο μάγος. «Φαίνεται, όμως, να έρχεται προς τα εδώ.»
«Στον Ναό;»
«Νομίζω.»
Ο Γεράρδος φώναξε τον Σεβερίνο, κι εκείνος πλησίασε.
«Οι στασιαστές σου φέρνουν τον Λεοπόλδο στον Ναό;»
«Δεν τους είπα να τον φέρουν. Και βασικά, δεν γίνεται να τον φέρουν, εκτός από το Κελάρι. Ο Ναός είναι κυκλωμένος απ’τους πολεμιστές του Επόπτη. Γιατί ρωτάς;»
«Γιατί ο Σέλιρ’χοκ μού λέει πως εντόπισε τον Λεοπόλδο να έρχεται προς τα εδώ.»
Ο Σεβερίνος κοίταξε τον μαυρόδερμο άντρα με το παράξενο ραβδί. Συνοφρυώθηκε.
«Ο Σέλιρ’χοκ είναι μάγος,» εξήγησε ο Γεράρδος, «και χρησιμοποιώντας ένα ξόρκι μπορεί να εντοπίζει ανθρώπους που ξέρει. Αν οι στασιαστές προσπαθούν να φέρουν τον Λεοπόλδο εδώ, πήγαινε γρήγορα και απότρεψέ τους. Δεν είμαι έτοιμος αυτή τη στιγμή να τον συναντήσω. Καταλαβαίνεις;»
«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Σεβερίνος. «Αλλά τι να του πω άμα θέλει νάρθει; Είναι ιερέας, να πούμε.»
Ο Γεράρδος αναστέναξε. «Πες του ότι ο Μεγάλος Πατέρας Μαλαχίας ζήτησε όλοι να συγκεντρωθούμε στο Κελάρι, και ότι οι υπηρέτες και οι Ιεροί Φρουροί θα φέρουν και τα δικά του πράγματα εκεί.»
«Εντάξει,» ένευσε ο Σεβερίνος, και έφυγε παίρνοντας μαζί του και την Όλγα.
Ο Γεράρδος στράφηκε στην Ελισαβέτα. «Είδες τη σκιά που τύλιγε τον Μαλαχία…»
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη.
«Μόνος μου δε θα τα είχα καταφέρει,» παραδέχτηκε ο Γεράρδος, «και θα είχαμε φασαρίες. Πες μου: θα μπορούσες χωρίς τη βοήθειά μου να σκοτώσεις το Εσώτερο Θηρίο ενός ιερέα;»
Η όψη της έγινε αβέβαιη. «Ίσως.»
«Τζοσελίνε, εσύ είδες τη σκιά πάνω στον Μαλαχία;»
«Όχι.»
«Ακολούθησες, όμως, τα μονοπάτια… και, μάλιστα, γρήγορα.»
«Ποια μονοπάτια;» απόρησε ο Τζοσελίνος.
Ο Γεράρδος μειδίασε. Το έκανε χωρίς να το καταλάβει. Νομίζει ότι τίποτα παράξενο δεν έγινε.
*
Η αντίσταση στους δρόμους λιγόστεψε τη νύχτα, και την αυγή είχε πλέον πάψει τελείως. Οι στασιαστές – όσοι από αυτούς ήταν ακόμα ζωντανοί – είχαν υποχωρήσει. Είχαν κρυφτεί εκεί όπου κρύβονταν μέσα στη Μεγάλη Πόλη, ή είχαν κάπως καταφέρει να βγουν από την Ερρίθια.
Όπως και νάχε, η υποχώρησή τους σήμαινε ότι ο δρόμος για τον Ναό ήταν ανοιχτός. Ο Νιρμόδος Νάρλεφ, όταν τον ξύπνησαν για να του αναφέρουν πώς είχε η κατάσταση, ήταν ικανοποιημένος, παρότι οι απώλειες των Παντοκρατορικών δεν ήταν λίγες από τις συμπλοκές μέσα στα Ιερά.
«Μπορεί να είναι παγίδα,» τον προειδοποίησε η Θελρίτ, ακόμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι καθώς εκείνος έβαζε τη στολή.
«Μπορεί,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος, «αλλά θα είμαι προσεχτικός.»
Αφού ειδοποίησε τους αξιωματικούς του, βγήκε από τα Ανάκτορα μέσα στο μεγάλο όχημα με τις ερπύστριες και τα δύο κανόνια. Μαζί του ήταν ο Τέρι Κάρμεθ, καθισμένος πλάι του, κάτω από το κλειστό αλεξίσφαιρο σκέπαστρο.
«Θα πρότεινα να τους δώσουμε μια ευκαιρία να παραδοθούν, Υψηλότατε,» είπε.
«Τώρα είναι πια πολύ αργά, Ταγματάρχη. Κι επιπλέον, δε νομίζω να δεχτούν να παραδοθούν.»
«Δεν έχει σημασία αν θα παραδοθούν ή όχι. Πρέπει να δείξουμε ότι σεβόμαστε τους ιερείς και τον Ναό· είναι πολύ σημαντικό για τους ανθρώπους της Χάρνταβελ.»
«Οι ιερείς και ο Ναός δεν σέβονται, όμως, εμάς,» τόνισε ο Νιρμόδος.
«Στη Χάρνταβελ, οι ιερείς είναι που λαμβάνουν σεβασμό από τους άλλους, όχι το αντίστροφο. Και δε θα μας κοστίσει τίποτα να τους ζητήσουμε να βγουν από τον Ναό προτού ξεκινήσουμε την επίθεσή μας.»
«Αν δεν το κάνουμε, τι θα γίνει, Ταγματάρχη;»
«Κάνοντάς το κερδίζουμε εντυπώσεις, Υψηλότατε,» είπε ο Τέρι. «Βαδίζουμε ήδη επάνω σ’ένα τεντωμένο σχοινί· θέλετε τα πράγματα να χειροτερέψουν;»
«Πιστεύεις πως, ούτως ή άλλως, οι ιερείς δεν θα στρέψουν τους πάντες εναντίον μας;» αντιγύρισε ο Νιρμόδος. «Όχι, Ταγματάρχη, δεν πρόκειται να τους ζητήσω να παραδοθούν. Τους το ζήτησα στην αρχή· δεν θα έχουν άλλη ευκαιρία.»
Δεν πρόκειται να συνεννοηθούμε… σκέφτηκε ο Τέρι, και δεν συνέχισε την κουβέντα. Τα πράγματα ήταν δύσκολα όσο ποτέ στη Χάρνταβελ, και ο Επόπτης δεν φαινόταν πρόθυμος να κάνει τίποτα για να αμβλύνει την κατάσταση. Τους γηγενείς, τουλάχιστον, θα μπορούσαν να τους πάρουν με το μέρος τους, τώρα που είχαν να αντιμετωπίσουν μια εξωδιαστασιακή απειλή…
Χτες, ένας αγγελιαφόρος είχε έρθει στα Ανάκτορα, σαστισμένος απ’όσα έβλεπε στην Ερρίθια. Ήταν σταλμένος από την Αρχόντισσα Μοργκάνα της Ναραλμάδιας, και ζητούσε στρατιωτική αρωγή για την αντιμετώπιση του φουσάτου του Βασιληά Κάλροοθ. Ο Νιρμόδος τού είχε αποκριθεί ότι θα βοηθούσε τη Ναραλμάδια μόλις τακτοποιούσε μια εξέγερση που συνέβαινε στην Ερρίθια και μόλις δεχόταν κι εκείνος στρατιωτική αρωγή από την Παντοκράτειρα. Ο αγγελιαφόρος ρώτησε πόσο χρόνο θα χρειάζονταν όλα αυτά, κι ο Νιρμόδος απάντησε, απότομα, ότι θα χρειάζονταν όσο χρόνο χρειάζονταν. Οι τοπικοί άρχοντες έπρεπε να μπορούν και να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους για λίγο! Ο αγγελιαφόρος είχε φύγει δυσαρεστημένος.
Εκτός απ’αυτό, όμως, είχαν έρθει και κάποια άλλα, μάλλον ανησυχητικά νέα στην Ερρίθια. Οι κατάσκοποι του Επόπτη είχαν αναφέρει ότι, σε μια περιοχή στα νοτιοδυτικά της Χάρνταβελ, επιδρομές γίνονταν από ανθρώπους που κανένας δεν είχε ξαναδεί. Είχαν πράσινο δέρμα αρκετοί από αυτούς, και έφερναν μαζί τους κάτι θηρία που θύμιζαν σκυλιά ή λύκους, μα δεν ήταν ούτε σκυλιά ούτε λύκοι: κάποιοι έλεγαν ότι το δέρμα τους ήταν σαν πέτρα. Οι παράξενοι αυτοί επιδρομείς φημολογείτο ότι έρχονταν από τα βάθη μιας σπηλιάς. Ένας ιερέας είχε πάει εκεί για να τους βρει, μαζί με πέντε Ιερούς Φρουρούς· αλλά κανένας τους δεν είχε επιστρέψει.
Ο Τέρι αμέσως είχε καταλάβει τι συνέβαινε. Κάποιος άλλος από τους λαούς του Υπόγειου Κόσμου είχε βρει άνοιγμα για τη Χάρνταβελ. Τι ήταν, όμως, αυτά τα κυνοειδή πλάσματα που είχαν δέρμα σαν πέτρα; Στη Νίρμικιτ δεν είχε δει τίποτα παρόμοιο.
Τα προβλήματά μας πολλαπλασιάζονται με ταχύ ρυθμό, και ο Επόπτης, αντί να προσπαθεί να φέρει τους γηγενείς με το μέρος μας, τους αποξενώνει από εμάς. Του Τέρι δεν του άρεσε καθόλου αυτό. Όμως, από την άλλη, αντιλαμβανόταν πως η κατάσταση, εκεί όπου είχε φτάσει, ήταν αδύνατον να λυθεί τελείως αναίμακτα. Αν ήταν να διαλύσουν την εξέγερση μέσω διπλωματίας, έπρεπε να το είχαν κάνει από την αρχή: από τότε που έγιναν οι πρώτες επιθέσεις των στασιαστών μέσα στους δρόμους της Ερρίθιας· από τότε που μαθεύτηκε ότι ο Ναός υποστήριζε ανοιχτά την εξέγερση. Αν ήμουν εδώ, θα μπορούσα να είχα μιλήσει με τον Μαλαχία και τους άλλους ιερείς. Δεν ήταν βέβαιος ότι θα εισακουγόταν, αλλά θα έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια. Θα προσπαθούσε να βρει μια λύση.
Πολύ αργά τώρα, δυστυχώς.
Το όχημα του Επόπτη έφτασε μπροστά στον Ναό της Ερρίθιας, τον οποίο Παντοκρατορικοί στρατιώτες είχαν ήδη περικυκλώσει χωρίς να δέχονται πυρά από πουθενά.
Ο Υπολοχαγός Τάρθλος μίλησε στον Νιρμόδο και στον Τέρι μέσω πομπού: «Κανένας δεν φαίνεται να υπερασπίζεται τον Ναό.»
«Τον έχουν, δηλαδή, εγκαταλείψει τελείως;» ρώτησε ο Επόπτης.
«Έτσι δείχνει, Υψηλότατε.»
«Αποκλείεται,» είπε ο Τέρι στον Νιρμόδο. «Οι ιερείς ποτέ δεν θα εγκατέλειπαν τον Ναό.»
«Θα προτιμούσαν να θαφτούν μέσα του;»
«Πολύ πιθανόν.»
«Τότε, θα εκπληρώσω την επιθυμία τους.» Τα χέρια του Νιρμόδου πήγαν στην κονσόλα εμπρός του: την κονσόλα που έλεγχε τα δύο κανόνια του οχήματος.
Ο Τέρι έπιασε τον καρπό του. «Μια στιγμή.»
Ο Νιρμόδος τον αγριοκοίταξε, σκεπτόμενος: Πώς τολμάς, Ταγματάρχη; Ανέκαθεν ήσουν λιγάκι υπεροπτικός, αλλά από τότε που επέστρεψες από την άλλη διάσταση, το έχεις παρακάνει!
«Αφήστε με να τους μιλήσω προτού επιτεθείτε, Υψηλότατε. Μια προσπάθεια μόνο,» είπε ο Τέρι.
Τι πιστεύει ότι θα καταφέρει μ’αυτό; απόρησε ο Νιρμόδος. Περιμένει ότι οι ιερείς θα βγουν από τον Ναό τους με τα χέρια ψηλά; Μετά από τόση αντίσταση; Είναι ανόητος;
Αλλά ας δούμε… Ο Νιρμόδος απομάκρυνε τα χέρια του από την κονσόλα. «Δοκίμασε, Ταγματάρχη.»
Ο Τέρι άνοιξε το μεγάφωνο του οχήματος και είπε, με τη φωνή του ν’αντηχεί δυνατά μέσα στα Ιερά: «ΣΑΣ ΜΙΛΑ Ο ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΤΕΡΙ ΚΑΡΜΕΘ. ΜΕΓΑΛΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ, ΣΑΣ ΖΗΤΩ ΝΑ ΒΓΕΙΤΕ ΣΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΥΖΗΤΗΣΟΥΜΕ. ΔΕΝ ΕΠΙΘΥΜΟΥΜΕ ΝΑ ΧΤΥΠΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΑΝΑΙΤΙΑ. Ο ΜΟΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ, ΑΡΧΙΚΑ, ΕΓΙΝΕ ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΔΩ ΗΤΑΝ ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΣΑΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΒΡΕΘΕΙ ΜΙΑ ΛΥΣΗ.»
«Πολλά υποθέτεις, Ταγματάρχη,» είπε ο Νιρμόδος, όταν ο Τέρι έκλεισε το μεγάφωνο και περίμενε.
«Απλώς είμαι διπλωματικός, Υψηλότατε.»
«Μα, δεν υπήρχε καμία λύση που έπρεπε να βρεθεί! Μας επιτίθεντο μέσα στην ίδια μας την πόλη! Τα κανόνισαν έτσι ώστε κι ο Υπεράρχης ακόμα να στραφεί εναντίον μας και να επιχειρήσει, ο ανόητος, να με αιχμαλωτίσει!»
Στην ίδια μας την πόλη; Του Τέρι τού φαινόταν αστείο αυτό. Δεν είναι δική μας η Ερρίθια, Νιρμόδε. Είμαστε, ουσιαστικά, τοποτηρητές εδώ. «Η πραγματικότητα δεν έχει σημασία. Ας δούμε αν θα μας απαντήσουν.»
Μετά από λίγη ώρα, έγινε φανερό ότι οι ιερείς δεν επρόκειτο να απαντούσαν. Αλλά ούτε και κανένας επιτέθηκε από το εσωτερικό του Ναού.
Το οίκημα, πράγματι, μοιάζει εγκαταλειμμένο, παρατήρησε ο Τέρι. Παράξενο. Πολύ παράξενο.
«Μπορεί νάναι παγίδα,» είπε ο Νιρμόδος, κάνοντας τις ίδιες σκέψεις. «Μπορεί να θέλουν να μας τραβήξουν μέσα. Αλλά δε θα τους κάνω τη χάρη.» Ενεργοποιώντας τα κανόνια, ο Επόπτης πυροβόλησε.
Οι συνεχόμενες ριπές έκαναν, στο τέλος, την είσοδο του Ναού να πέσει. Όταν ο καπνός καθάρισε, το φως της ημέρας φανέρωσε από πίσω την κεντρική αίθουσα.
«Ο λάκκος είναι σβηστός, νομίζω…» είπε ο Τέρι. Έφερε ένα ζευγάρι κιάλια στα μάτια του και κοίταξε μέσα από το γυάλινο σκέπαστρο του οχήματος. «Ναι. Σβηστός. Και κανονικά οι ιερείς ποτέ δε σβήνουν αυτή τη φωτιά.»
«Γιατί;»
«Συμβολίζει τη δύναμη του Θεού.»
«Η αίθουσα, πάντως, μοιάζει άδεια,» είπε ο Νιρμόδος. «Αλλά ας βεβαιωθούμε.» Ανοίγοντας τον πομπό του, πρόσταξε χειροβομβίδες να εκτοξευτούν μέσα στον Ναό.
Οι στρατιώτες του υπάκουσαν. Εκρήξεις έγιναν, σκόνη σηκώθηκε. Καμία κραυγή πόνου, όμως, δεν ακούστηκε.
Ο Νιρμόδος πρόσταξε τους στρατιώτες του να εισβάλουν, κι αφού οι πρώτοι απ’αυτούς μπήκαν στον Ναό, ο Επόπτης βγήκε από το όχημά του μαζί με τον Τέρι. Κι οι δύο κρατούσαν πιστόλια στα χέρια, καθώς, περιτριγυρισμένοι από πολεμιστές, ανέβαιναν τα σκαλοπάτια προς την είσοδο.
Η κεντρική αίθουσα του Ναού ήταν άδεια από ανθρώπους, διαπίστωσαν μόλις μπήκαν. Αν οι ιερείς είχαν σχεδιάσει κάποια παγίδα, σίγουρα δεν ήταν εδώ.
«Ερευνήστε ολόκληρο το οίκημα,» πρόσταξε ο Νιρμόδος.
Όταν η έρευνα έγινε, του ανέφεραν πως κανένας δεν ήταν μέσα στον Ναό. Οι ιερείς, μάλιστα, φαινόταν να έχουν μαζέψει τα πράγματά τους. Μονάχα έπιπλα απέμεναν, καθώς και αντικείμενα που δεν μπορούσε κανείς να κουβαλήσει εύκολα.
«Από πού έφυγαν;» είπε ο Νιρμόδος. «Αν είχαν βγει από οποιαδήποτε έξοδο στους τοίχους του Ναού, θα τους είχαμε δει. Ήταν συνεχώς περικυκλωμένος. Υπό παρακολούθηση.»
«Πρέπει να χρησιμοποίησαν κάποια σήραγγα,» υπέθεσε ο Τέρι. Και ρώτησε τον λοχαγό που τους είχε αναφέρει: «Ερευνήσατε το υπόγειο;»
«Βιαστικά, κύριε Ταγματάρχη.»
«Ερευνήστε το καλύτερα.»
Ο Νιρμόδος και ο Τέρι περίμεναν να γίνει η έρευνα και, εν τω μεταξύ, βάδιζαν μέσα στα δωμάτια του Ναού. Όπως τους είχε αναφέρει ο λοχαγός, πράγματι κάποιοι φαινόταν να έχουν μαζέψει τα πράγματά τους και να έχουν φύγει από το οίκημα. Ο Τέρι δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα έβλεπε την ημέρα που οι ιερείς θα εγκατέλειπαν έναν Ναό – και μάλιστα, τον Ναό της Ερρίθιας, της Μεγάλης Πόλης. Αδιανόητο.
Η Οργή του Θεού θα πέσει επάνω μας, σκέφτηκε, ακούσια ύστερα από τόσα χρόνια στη Χάρνταβελ. Και δεν ήξερε αν η σκέψη του ήταν ειρωνική ή αν το μυαλό του σοβαρολογούσε. Σίγουρα, πάντως, οι γηγενείς θα έπαιρναν κάτι τέτοιο πολύ σοβαρά. Ποτέ δεν πρόκειται να μας συγχωρέσουν.
Ο λοχαγός επέστρεψε από τα υπόγεια του Ναού και ανέφερε ότι υπήρχε εκεί μια σκάλα η οποία πήγαινε βαθύτερα. Κάτω, όμως, η σήραγγα είχε καταρρεύσει. Ήταν γεμάτη πέτρες, κι έμοιαζε επικίνδυνη.
«Τη σφράγισαν,» είπε ο Νιρμόδος. «Για να καλύψουν τα ίχνη τους. Δεν ήταν, λοιπόν, παγιδευμένοι μέσα στον Ναό τους.»
«Έτσι φαίνεται,» συμφώνησε ο Τέρι, κατά βάθος ευχαριστημένος που δεν είχε χρειαστεί να εμπλακούν σε μάχη με τους ιερείς και τους Ιερούς Φρουρούς και να τους σκοτώσουν.
«Αυτοί οι καταραμένοι ιερείς της Χάρνταβελ είναι όλο δυσάρεστες εκπλήξεις,» είπε ο Νιρμόδος, καθώς βάδιζαν προς την έξοδο του Ναού. «Καταλαβαίνεις, Ταγματάρχη, τι θα συμβεί τώρα που μας ξέφυγαν και τριγυρίζουν ελεύθεροι; Το πρώτο πράγμα που θα κάνουν θα είναι να γενικεύσουν την εξέγερση εναντίον μας.»
«Ίσως μπορούσαμε να το αποτρέψουμε αν τους πάρουμε με το μέρος μας.»
Ο Νιρμόδος γέλασε κοφτά. Λες κάτι αστεία ώρες-ώρες, Ταγματάρχη! «Και πώς σκέφτεσαι να γίνει αυτό;»
«Μονάχα ένας τρόπος υπάρχει: να τους κάνουμε να καταλάβουν ότι πρέπει να συμμαχήσουν μαζί μας για να αντιμετωπίσουμε τους εξωδιαστασιακούς.»
Θα μας τρελάνεις, λοιπόν, Τέρι Κάρμεθ! «Δεν πρόκειται να… συμμαχήσω με αποστάτες και στασιαστές! Να το βγάλεις απ’το μυαλό σου. Η θέση τους είναι να υπηρετούν τη Συμπαντική Παντοκρατορία, κι αυτό θα έπρεπε ήδη να το ξέρουν.»
Βγήκαν από τον Ναό και βάδισαν προς το όχημα με τις ερπύστριες και τα κανόνια.
Μ’αυτές τις τακτικές, σκέφτηκε ο Τέρι, η αιματοχυσία δεν πρόκειται να σταματήσει ποτέ. Και ξαφνικά, απρόσμενα τελείως, αναρωτήθηκε τι σκόπευε να κάνει το παιδί της Αρίνης – το παιδί του – για όλα τούτα. Της είχε πει ότι θα προσπαθούσε να διορθώσει τη ζημιά που είχε γίνει, και η Αρίνη είχε πει στον Τέρι ότι αυτό, μάλλον, σήμαινε πως θα προσπαθούσε να σταματήσει τις εισβολές – να τις κάνει να εξαφανιστούν, ίσως. Και τώρα, ο Τέρι σκέφτηκε: Ό,τι κι αν είναι αυτό το παράξενο παιδί, μακάρι να καταφέρει τον σκοπό του, γιατί, αναμφίβολα, θα μας εξυπηρετήσει. Αν τα ανοίγματα έκλειναν, οι κάτοικοι της άλλης διάστασης θα σταματούσαν να έρχονται στη Χάρνταβελ.
Αν έμεναν ανοιχτά, τότε η Χάρνταβελ ίσως σύντομα να πλημμύριζε απ’αυτούς…
Φτάνοντας στο όχημα με τις ερπύστριες, συνάντησαν απέξω τον Ανθυπολοχαγό Τάρθλος, και ο Επόπτης τον πρόσταξε: «Βάλτε εκρηκτικά και γκρεμίστε τον Ναό.»
Προτού εκείνος προλάβει ν’απαντήσει, ο Τέρι είπε: «Όχι.»
Ο Νιρμόδος τον ατένισε οργισμένα. Ναι, σίγουρα τα μυαλά του ταγματάρχη είχαν πάρει αέρα από τότε που επέστρεψε από την άλλη διάσταση! «Γι’ακόμα μια φορά, ξεχνάς ποιος είναι ανώτερός σου!»
«Γκρεμίζοντας τον Ναό, Υψηλότατε, δεν κερδίζετε τίποτα. Απλώς κάνετε περισσότερους εχθρούς.»
«Δεν είμαι εδώ για να κάνω φίλους, Ταγματάρχη,» του είπε ο Νιρμόδος. «Είμαι εδώ για να ελέγχω τούτη την καταραμένη διάσταση! Και δεν πρόκειται να το καταφέρω αυτό δείχνοντας έλεος σε αποστάτες και κακοποιούς! Οι ιερείς της Ερρίθιας στράφηκαν εναντίον μου: κανένας άλλος δεν θα κάνει το ίδιο λάθος.» Και προς τον Ανθυπολοχαγό Τάρθλος: «Γκρεμίστε τον Ναό.»
«Μάλιστα, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε εκείνος, αν και με κάποιο δισταγμό. Είχε περάσει πολύ περισσότερο καιρό με τον Τέρι στη Χάρνταβελ παρά με τον Νιρμόδο Νάρλεφ.
Ο ταγματάρχης έγνεψε προς τη μεριά του ανθυπολοχαγού, για να του δείξει ότι δεν υπήρχε πρόβλημα, κι εκείνος απομακρύνθηκε.
«Επιστρέφουμε στα Ανάκτορα,» είπε ο Νιρμόδος, μπαίνοντας στο μεγάλο όχημα.
Δεν δυσκολεύτηκαν να κατατροπώσουν το Εσώτερο Θηρίο του Λεοπόλδου, παρότι ο Γεράρδος φοβόταν ότι ίσως κάτι άσχημο να συνέβαινε. Αλλά τώρα, βέβαια, ήταν και περισσότεροι· δεν ήταν μόνος του. Η Ελισαβέτα τον βοήθησε, όπως επίσης και ο Μαλαχίας και ο Ριχάρδος. Οι δύο τελευταίοι δεν έβλεπαν τη δαιμονική σκιά που τύλιγε τον Λεοπόλδο, αλλά μπορούσαν να τον αποπροσανατολίσουν· όταν χρειάστηκε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, κι οι δύο ανακάλυψαν αμέσως τα μονοπάτια, ασχέτως αν ήξεραν ή όχι τι ακριβώς έκαναν.
Έτσι, το Μαύρο Σύννεφο, η σκοτεινή πηγή εκπόρευσης των Εσώτερων Θηρίων, έχασε ακόμα έναν ιερέα από την επιρροή του· και ο Γεράρδος είχε τώρα συγκεντρώσει γύρω του μια ολόκληρη ομάδα από νεοϊερείς (όπως ήθελε να τους σκέφτεται). Ήταν καιρός να φύγουν από την Ερρίθια και να οργανωθούν έξω απ’αυτήν, όπου οι κατάσκοποι του Επόπτη δεν θα τους κυνηγούσαν. Με τη βοήθεια του Σεβερίνου, βγήκαν από τη Μεγάλη Πόλη, μαζί με τον ίδιο και τους ανθρώπους του. Η εξέγερση έπρεπε, προς το παρόν, να σταματήσει, μέχρι να αποφασίσουν τι θα έκαναν, πώς θα συνέχιζαν. Η κατάσταση είχε αλλάξει δραματικά.
Το βράδυ της επόμενης ημέρας, λοιπόν, βρίσκονταν κατασκηνωμένοι στα βορειοανατολικά της Ερρίθιας, μέσα στο Κεντροδάσος· όλοι τους: ο Γεράρδος, οι νεοϊερείς, οι Ιεροί Φρουροί και οι υπηρέτες του Ναού της Ερρίθιας, οι επαναστάτες από την Απολλώνια, ο Σεβερίνος και οι ληστές του (με κάμποσα λάφυρα μαζί τους αλλά και με αρκετές απώλειες ανάμεσά τους), και ο Εδμόνδος με την Ιζαμπώ και την Ισαβέλλα. Ο τροβαδούρος είχε πια αποφασίσει να εγκαταλείψει τον Σιδερένιο Ξένο· είχε ήδη μείνει αρκετές ημέρες εκεί.
Ο καταυλισμός τους ήταν καλυμμένος έτσι ώστε τυχόν κατάσκοποι του Επόπτη να μη μπορούν να δουν τις φωτιές από μακριά και να πλησιάσουν. Οι άνθρωποι του Σεβερίνου ήταν καλοί σ’αυτές τις δουλειές, όπως φάνηκε· και η Άνμα’ταρ πρόσφερε, επίσης, κάποιες συμβουλές που τους εντυπωσίασαν.
«Νομίζω πως είναι καιρός, Γεράρδε, να μας πεις πώς ακριβώς θα σώσουμε τη Χάρνταβελ από τις εισβολές,» είπε ο Μαλαχίας, καθώς οι νεοϊερείς ήταν καθισμένοι γύρω από μια φωτιά (εκτός από τον Ριχάρδο, ο οποίος δεν είχε ακόμα συνέλθει αρκετά από τα εγκαύματά του ώστε να μπορεί να σηκωθεί).
«Δεν έχω συγκεκριμένη απάντηση,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Συνάντησα, όμως, μια… οντότητα προτού φτάσω στην Ερρίθια»· και τους διηγήθηκε τη συζήτησή του με τη Μαύρη Φωτιά, μην αποφεύγοντας να αναφέρει ότι ήταν παιδί της Αρίνης’σαρ. «Θα μας βρει και θα έρθει να μας μιλήσει ξανά· είμαι σίγουρος. Και τότε, ίσως να έχει να μας δώσει μια λύση για το πρόβλημά μας.»
«Γιατί να την εμπιστευτούμε;» ρώτησε ο Οσβάλδος.
«Επειδή έχουμε τον ίδιο σκοπό,» είπε ο Γεράρδος· «δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος. Θέλει να σώσει τη διάστασή της, θέλουμε να σώσουμε τη διάστασή μας.»
«Σου είπε ότι μας χρειάζεται αλλά δεν σου εξήγησε γιατί μας χρειάζεται,» παρατήρησε ο Τζοσελίνος.
«Πράγματι. Εξήγησε, όμως, ότι είμαστε κι εμείς κάτι σαν αντισώματα για τη Χάρνταβελ.»
«Τι πάει να πει ‘αντισώματα’;» ρώτησε ο Οσβάλδος.
Ο Σέλιρ’χοκ, που δεν καθόταν μακριά από τους νεοϊερείς, είπε: «Ουσίες που παράγει ένα σώμα προκειμένου να αντιμετωπίσει άλλες ουσίες που του είναι βλαβερές.»
Η Άνμα’ταρ μειδίασε αχνά. «Και να φανταστείς ότι δεν είναι καν Βιοσκόπος…»
«Αυτό που σας είπε ο Σέλιρ’χοκ,» είπε ο Γεράρδος στους νεοϊερείς. «Ουσιαστικά, είμαστε οι υπερασπιστές της Χάρνταβελ, επειδή βρισκόμαστε σε άμεση επαφή μαζί της.»
«Αισθανόμαστε τις εισβολές,» είπε ο Τζοσελίνος· «ώς τώρα, όλοι το έχουμε καταλάβει αυτό. Αλλά δεν έχουμε τη δύναμη να τις τραβήξουμε έξω από τη Χάρνταβελ όπως τραβάς μια λεπίδα έξω από το σώμα σου.»
«Μπορεί και να έχουμε αυτή τη δύναμη αλλά να μην το έχουμε ανακαλύψει ακόμα. Το ίδιο δεν συμβαίνει και με τα μονοπάτια; Ορισμένοι από εσάς τα έχουν δει και τα έχουν ακολουθήσει· ορισμένοι όχι ακόμα. Και το ίδιο δεν συμβαίνει και με τη σκιά που καλύπτει όσους έχουν το Εσώτερο Θηρίο μέσα τους; Εγώ και η Ελισαβέτα τη βλέπουμε· οι υπόλοιποι, όχι ακόμα. Όμως δεν αμφιβάλλω ότι σύντομα θα τη δείτε.»
«Υποθέτεις, λοιπόν, ότι μπορούμε να κάνουμε πολύ περισσότερα πράγματα απ’ό,τι τώρα καταλαβαίνουμε,» είπε ο Μαλαχίας.
«Ακριβώς,» ένευσε ο Γεράρδος.
«Με τις υποθέσεις, όμως, δεν θα σώσουμε τη Χάρνταβελ.»
«Πρέπει να κινηθούμε,» πρόσθεσε ο Οσβάλδος.
«Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε,» είπε ο Γεράρδος, «νομίζω πως είναι να διώξουμε το Εσώτερο Θηρίο από όσο το δυνατόν περισσότερους ιερείς, αυξάνοντας έτσι τον αριθμό μας. Διότι πιστεύω πως όσο πιο πολλοί είμαστε τόσο πιο δυνατοί θα είμαστε όταν αυτό θα έχει πραγματική σημασία.»
«Επιπλέον,» είπε ο Μαλαχίας, «τώρα που αυτή η διαδικασία ξεκίνησε, δεν μπορεί να μείνει στη μέση, Γεράρδε. Δεν είναι δυνατόν κάποιοι ιερείς να έχουν μέσα τους το Εσώτερο Θηρίο και κάποιοι όχι. Αυτοί με το Εσώτερο Θηρίο θα προσπαθούν συνεχώς να μας σκοτώσουν· το ίδιο το Θηρίο θα τους ωθεί. Επομένως, είναι πλέον και θέμα επιβίωσης, όχι μόνο στρατηγικής.» Παρά τις αναμενόμενες αρχικές του αμφιβολίες, ο Μαλαχίας έμοιαζε να προσαρμόζεται πιο γρήγορα απ’όλους τους άλλους ιερείς στην καινούργια κατάσταση. Δεν ήταν ανόητος, όπως πολύ καλά ήξερε ο Γεράρδος. Το Εσώτερο Θηρίο του ήταν που τον έκανε παρορμητικό ενάντια σ’εκείνον· νιώθοντας απειλημένο, αντιδρούσε υποβάλλοντας τον ξενιστή του να επιτίθεται στην απειλή.
Ο Μαλαχίας συνέχισε: «Πρέπει να ξεκινήσουμε από τον Ύπατο.»
Σιγή έπεσε για λίγο γύρω απ’τη φωτιά.
«Ο Ύπατος,» είπε τελικά ο Λεοπόλδος, «είναι ο ισχυρότερος από εμάς.»
«Γι’αυτό ακριβώς πρέπει να ξεκινήσουμε από τον Ύπατο, Αδελφέ,» τόνισε ο Μαλαχίας. «Είναι ο μεγαλύτερος σύμμαχος του Εσώτερου Θηρίου, και η μεγαλύτερη απειλή για εμάς. Αν τον κάνουμε δικό μας, θα έχουμε τελειώσει τη μισή δουλειά.»
«Πιθανώς,» συμφώνησε ο Γεράρδος.
«Δε θα μας αφήσει να μπούμε στον Υπεραιώνιο,» είπε ο Τζοσελίνος. «Θα κλείσει τις πόρτες.»
Ο Γεράρδος ένευσε μουντά. «Το ίδιο φοβάμαι κι εγώ. Μπορεί να χρειαστεί να εμπλακούμε σε μάχη προκειμένου να εισβάλουμε στον Υπεραιώνιο… και δεν μου αρέσει.»
«Δεν έχω καταλάβει ακόμα πώς ακριβώς χρησιμοποιούνται τα μονοπάτια,» είπε ο Μαλαχίας – «τα χρησιμοποίησα από ένστικτο και μόνο, όταν αντιμετωπίζαμε το Εσώτερο Θηρίο του Λεοπόλδου – αλλά δεν θα μπορούσες, Γεράρδε, να γλιστρήσεις μέσα στον Υπεραιώνιο μέσω των μονοπατιών;»
«Δε μπορώ να περάσω μέσα από κλειστές πόρτες,» εξήγησε ο Γεράρδος. «Αν, όμως, υπάρχει έστω και μια χαραμάδα αρκετή για να χωρέσει το σώμα μου….»
«Ο Ύπατος δεν θα κάνει τέτοιο λάθος,» είπε ο Τζοσελίνος.
«Το Εσώτερο Θηρίο του δεν θα τον αφήσει,» πρόσθεσε ο Οσβάλδος.
Ο Εδμόνδος τούς ρώτησε, από τη διπλανή φωτιά: «Μπορώ να παρέμβω, Μεγάλοι Πατέρες;»
«Σ’ακούμε, Βοριά,» αποκρίθηκε ο Μαλαχίας, κι όλοι στράφηκαν να τον κοιτάξουν.
«Τις τελευταίες δύο ημέρες, στην Ερρίθια κυκλοφορεί η φήμη μιας εξωδιαστασιακής εισβολής στο Αρχοντάτο της Ναραλμάδιας. Και μιλάω για εισβολή εισβολή. Ένα ολόκληρο φουσάτο ήρθε από την έρημο και συγκρούστηκε με τους στρατούς της Αρχόντισσας Μοργκάνας και του Άρχοντα Ροβέρτου. Ο Ταγματάρχης Τέρι Κάρμεθ, που λεγόταν ότι είχε χαθεί μέσα στην άλλη διάσταση, επέστρεψε στην Ερρίθια, και φημολογείται ότι ήταν αιχμάλωτος των εξωδιαστασιακών αλλά δραπέτευσε. Ο Επόπτης, φημολογείται επίσης, έχει ανησυχήσει πολύ.»
«Ολόκληρο φουσάτο από την άλλη διάσταση;» απόρησε η Μάρθα, που στεκόταν παραδίπλα, μέσα στις σκιές, τυλιγμένη στην κάπα της και με τα χέρια της σταυρωμένα εμπρός της. «Από πού ξετρύπωσε; Εκεί είναι μόνο ένας ξερός τόπος, όπου φωτεινοί δαίμονες πετάνε στον ουρανό.»
«Πράγματι,» είπε η Άνμα’ταρ: «από πού ξετρύπωσε. Θυμάσαι τους ανθρώπους που συναντήσαμε στην άλλη διάσταση, Μάρθα; Είχαμε υποθέσει ότι ζουν κάτω από τη γη επειδή η επιφάνεια του εδάφους είναι έρημη.»
«Σημασία δεν έχει από πού ήρθε ο εχθρός,» τόνισε ο Εδμόνδος. «Σημασία έχει ότι ήρθε. Κι απ’ό,τι λένε, κατατρόπωσε και τον στρατό της Αρχόντισσας Μοργκάνας και τον στρατό του Άρχοντα Ροβέρτου. Υποθέτω, λοιπόν, πως σύντομα θ’αρχίσει να εξαπλώνεται, αν δεν έχει ήδη εξαπλωθεί.»
«Έχεις δίκιο,» του είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Οι κάτοικοι της άλλης διάστασης, αν έχουν, όπως νομίζουμε, αναγκαστεί να ζουν κάτω από τη γη, θα θέλουν να επεκταθούν εδώ, και η σύγκρουση δεν θα είναι ευχάριστη.»
«Τι σκοπεύετε να κάνετε γι’αυτό, Μεγάλοι Πατέρες;» ρώτησε ο Εδμόνδος.
«Τι να κάνουμε;» είπε ο Μαλαχίας. «Πρέπει να συγκεντρωθεί στρατός για να τους αντιμετωπίσει. Και φαίνεται πως ήρθαν σε μια πολύ δύσκολη περίοδο…»
«Εξαιτίας της δύσκολης περιόδου ήρθαν,» τόνισε ο Τζοσελίνος, έχοντας ανήσυχη όψη στο πορφυρό πρόσωπό του. Ήταν από τη Ναραλμάδια. «Οι εισβολές τούς έφεραν εδώ. Το πρόβλημά μας εξακολουθεί να είναι αυτές. Αν το λύσουμε, θα λύσουμε και τα υπόλοιπα.»
«Μακάρι…» μουρμούρισε ο Λεοπόλδος.
«Σχετικά με τον Ύπατο, τι θα κάνουμε;» τους ρώτησε ο Μαλαχίας.
«Πρέπει να τον επισκεφτούμε, σίγουρα,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Αλλά–» Σταμάτησε να μιλά, καθώς αισθάνθηκε κάτι να πλησιάζει. Κάτι που δεν ανήκε στη Χάρνταβελ.
Κι οι υπόλοιποι ιερείς το αισθάνθηκαν. Έστρεψαν τα βλέμματά τους στο σκοτεινό δάσος.
Ένας ξαφνικός άνεμος φύσηξε, ταράζοντας τις φυλλωσιές και τα κλαδιά· και μετά η Μαύρη Φωτιά παρουσιάστηκε, ερχόμενη με μεγάλη ταχύτητα και σταματώντας αντίκρυ στους νεοϊερείς.
«Τι σκατά…» γρυλίσει η Μάρθα, τραβώντας το πιστόλι της. Η Άνμα’ταρ και ο Σέλιρ’χοκ είχαν επίσης τραβήξει τα όπλα τους. Το ίδιο και ο Τζοσελίνος, ο Μαλαχίας, και πολλοί από τους Ιερούς Φρουρούς και τους Γενναίους του Σεβερίνου.
«Μη θορυβείστε!» είπε ο Γεράρδος καθώς σηκωνόταν όρθιος. «Μη θορυβείστε! Είναι φίλος.»
Η φωνή της Μαύρης Φωτιάς ακούστηκε σαν άνεμος που ψιθυρίζει μέσα στο μυαλό: Γεράρδε… Ξανασυναντιόμαστε.
«Μας βρήκες, τελικά…»
Δεν ήταν δύσκολο. Λάμπετε εδώ πέρα, εσύ κι αυτοί γύρω σου. Η Μαύρη Φωτιά είχε φουντώσει, και μέσα της μπορούσε να διακριθεί μια γυναικεία μορφή. Ένα κορίτσι που δεν πρέπει να ήταν πάνω από δέκα χρονών.
«Μεγάλωσες γρήγορα…» παρατήρησε η Ελισαβέτα.
Η ανθρώπινη έκφανσή μου δεν ακολουθεί τους δικούς σας ρυθμούς ανάπτυξης, εξήγησε η Μαύρη Φωτιά. Αλλά δεν είναι σημαντική, ούτως ή άλλως. Είναι ένα… όχημα, ίσως να το λέγατε, προκειμένου να βρίσκομαι εδώ.
«Αυτή είναι η Μαύρη Φωτιά για την οποία μας μίλησες, υποθέτω,» είπε ο Μαλαχίας στον Γεράρδο.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Πώς μπορείς να μας βοηθήσεις να σώσουμε τη Χάρνταβελ;» ρώτησε ο Μαλαχίας τη Μαύρη Φωτιά.
Οι Ιπτάμενοι συνεχίζουν να απομυζούν τη ζωτική ενέργεια της διάστασής μου. Τα τοιχώματα τρώγονται ολοένα και περισσότερο. Μέρα με τη μέρα γκρεμίζονται. Κάποια στιγμή, και οι δύο διαστάσεις θα διαλυθούν, πέφτοντας η μία πάνω στην άλλη. Κάποια στιγμή, πολύ νωρίτερα, ίσως οι Ιπτάμενοι να μπορέσουν να έρθουν εδώ, ώστε να απομυζήσουν ζωτική ενέργεια κι από τη δική σας διάσταση, τη Χάρνταβελ. Ήδη το κάνουν σε ορισμένα σημεία που μπορούν να φτάσουν.
«Έτσι,» είπε ο Γεράρδος στους νεοϊερείς, «έγιναν τα ξερά χωράφια.»
«Επειδή αυτοί οι Ιπτάμενοι παίρνουν ζωτική ενέργεια;» Υπήρχε μια κάποια δυσπιστία στη φωνή του Λεοπόλδου.
«Ναι,» απάντησε ο Γεράρδος. «Και επειδή οι δύο διαστάσεις συνορεύουν.»
Ο Σέλιρ’χοκ σηκώθηκε όρθιος για να απευθυνθεί στη Μαύρη Φωτιά. «Αν σκοτώσουμε τους Ιπτάμενους, τι θα γίνει; Τα διαστασιακά τοιχώματα θα θεραπευτούν από μόνα τους;»
Μέχρι ενός βαθμού, ναι. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε γι’αυτό.
«Και τα σημεία όπου οι δύο διαστάσεις έχουν μπει η μία μέσα στην άλλη;»
Θα εξακολουθήσουν να υφίστανται, εκτός αν βρεθεί κάποιος τρόπος ώστε η Χάρνταβελ να σπρωχτεί μακριά από τη δική μας διάσταση – πράγμα που, όμως, πιθανώς να είναι πολύ, πολύ επικίνδυνο.
Ο Σέλιρ’χοκ ένευσε. «Ναι, το καταλαβαίνω αυτό.»
Ο Μαλαχίας ρώτησε τη Μαύρη Φωτιά: «Θες να πεις ότι αυτά τα δαιμονικά ανοίγματα θα υπάρχουν για πάντα; Και για πάντα θα μπορούν εχθροί να έρχονται στη Χάρνταβελ από εκεί;»
Εγώ και τα αδέλφια μου δεν μπορούμε να κλείσουμε τα ανοίγματα. Επιπλέον, όπως είπα, θα ήταν πολύ επικίνδυνο, νομίζω.
«Εν ολίγοις, ο μόνος δρόμος είναι να καταστρέψουμε τους Ιπτάμενους;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ.
Αν δεν καταστρέψουμε εμείς τους Ιπτάμενους, θα καταστρέψουν αυτοί εμάς.
«Από πού ήρθαν οι Ιπτάμενοι;»
Από τον ήλιο μας. Κάποιοι άντλησαν δύναμη από εκεί, και έχασαν τον έλεγχο.
«Ποιοι;»
Οι κάτοικοι της διάστασής μας που είναι σαν εσάς. Άνθρωποι.
«Τι ήθελαν να κάνουν μ’αυτή τη δύναμη;»
Δεν γνωρίζω. Εγώ και τα αδέλφια μου είμαστε αντισώματα μονάχα. Καταλαβαίνουμε ότι κάποια αποσταθεροποίηση συνέβη στον ήλιο μας· τίποτα περισσότερο. Και το γεγονός ότι μπορώ και σας μιλάω οφείλεται στο ότι με γέννησε μια δική σας γυναίκα σ’αυτή τη διάσταση, αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε έτσι.
«Οι κάτοικοι της άλλης διάστασης ίσως να έχουν απαντήσεις,» είπε ο Σέλιρ’χοκ στον Γεράρδο και τους υπόλοιπους. «Ίσως να ξέρουν τι προσπάθησαν κάποτε να κάνουν οι πρόγονοί τους και προκάλεσαν τη δημιουργία των Ιπτάμενων και την καταστροφή της επιφάνειας της διάστασής τους.»
«Ο μόνος, όμως, που φαίνεται να έχει έρθει σε επαφή μαζί τους είναι ο Τέρι Κάρμεθ…» είπε ο Γεράρδος, σκεπτικά.
Η Άνμα’ταρ ρώτησε τη Μαύρη Φωτιά: «Γιατί οι Ιπτάμενοι δεν απομυζούν ενέργεια και από τον υπόγειο κόσμο της διάστασής σας;»
Τον προστατεύουμε. Κι αν η Πηγή είχε προλάβει να μας δημιουργήσει νωρίτερα, θα είχαμε προστατέψει ολόκληρη τη διάσταση, και ίσως να είχαμε κάπως καταστρέψει και τους Ιπτάμενους. Τώρα όμως βρισκόμαστε σε πολύ δύσκολη θέση. Στο τέλος, ίσως μάλιστα οι Ιπτάμενοι να καταφέρουν να καταστρέψουν και τον υπόγειο κόσμο, αν και λόγω της φύσης τους προτιμούν να ίπτανται, και η επιρροή τους δεν φτάνει βαθιά κάτω από το έδαφος παρά μονάχα με μεγάλη δυσκολία. Αλλά οι προσπάθειές τους να τραβήξουν ολοένα και περισσότερη ζωτική ενέργεια έχουν φέρει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή θραύση των διαστασιακών τοιχωμάτων.
«Τι την κάνουν τη ζωτική ενέργεια;» ρώτησε η Άνμα’ταρ. «Τρέφονται;»
Ναι.
«Δηλαδή, κάποιες οντότητες που προήλθαν από τον ήλιο σας χρειάζονται τροφή για να συνεχίσουν την ύπαρξή τους;…»
«Τα πάντα τρέφονται με κάποιον τρόπο, Άνμα,» της είπε ο Σέλιρ’χοκ.
«Αν επέστρεφαν στον ήλιο απ’τον οποίο βγήκαν;» έθεσε το ερώτημα η μάγισσα. Και στράφηκε στη Μαύρη Φωτιά.
Δεν γνωρίζω τι θα συνέβαινε. Μπορεί, όμως, αυτό να επανέφερε την ισορροπία.
«Αν μπορούσαν να επιστρέψουν στον ήλιο, δε θα το είχαν κάνει ήδη;» είπε ο Γεράρδος.
«Προφανώς δεν μπορούν,» είπε η Άνμα’ταρ. «Ίσως να χρειάζονται βοήθεια.»
Η Μάρθα ρουθούνισε. «Δε νομίζω να το ζητήσουν ευγενικά. Ούτε καν βρίζοντας. Δε μπορούμε καθόλου να συνεννοηθούμε μαζί τους.»
«Αυτό είναι αλήθεια,» παραδέχτηκε η Άνμα’ταρ. «Αλλά τι θα μπορούσε ποτέ να σκοτώσει τέτοιες οντότητες; Αν καταφέρναμε, τουλάχιστον, να τις στείλουμε εκεί απ’όπου ήρθαν, ίσως αυτό να έλυνε το πρόβλημά μας.»
«Υπάρχει περίπτωση να γίνει αυτό που περιγράφει η Άνμα;» ρώτησε ο Γεράρδος τη Μαύρη Φωτιά.
Δεν γνωρίζω, Γεράρδε. Και στη διάστασή σας, παρότι έψαξα, δεν έχω βρει τίποτα που να μπορεί να με βοηθήσει. Εκτός από εσάς.
«Ούτε εμείς μπορούμε να σε βοηθήσουμε, όπως φαίνεται,» της είπε ο Οσβάλδος.
«Εκτός αν είμαστε περισσότεροι,» τόνισε ο Μαλαχίας.
«Μια υπόθεση μονάχα,» είπε ο Λεοπόλδος.
«Είναι η μοναδική ελπίδα που έχουμε, όμως. Αν είμαστε όντως αντισώματα– υπερασπιστές της Χάρνταβελ, τότε πρέπει κάτι να μπορούμε να κάνουμε για να την προστατέψουμε. Δεν έχουμε παρά να το ανακαλύψουμε. Και αμφιβάλλεις ότι όσο περισσότεροι είμαστε τόσο δυνατότεροι είμαστε;»
«Όχι, δεν το αμφιβάλλω,» αποκρίθηκε ο Λεοπόλδος, αλλά έδειχνε μπερδεμένος απ’όλα αυτά.
«Λοιπόν,» είπε ο Μαλαχίας προς όλους. «Αύριο πηγαίνουμε να βρούμε τον Ύπατο. Κι ό,τι είναι να συμβεί μαζί του, ας συμβεί! Συμφωνείτε;»
«Ο Υπεραιώνιος είναι κοντά,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, «και ο χρόνος δεν μας περισσεύει.»
*
Με το σταμάτημα των επιθέσεων των στασιαστών, η Αρίνη θεώρησε πως είχε, επιτέλους, έρθει η ώρα που περίμενε για να μπει στο εξωδιαστασιακό δάσος και να ερευνήσει. Ο Επόπτης δεν διαφώνησε· τουναντίον, την παρότρυνε γιατί ήθελε κι εκείνος να δει αν μπορούσαν, κάπως, να κλείσουν τα ανοίγματα. Η Αρίνη το θεωρούσε λιγάκι απίθανο αυτό, καθώς οφείλονταν στην αραίωση των διαστασιακών τοιχωμάτων, αλλά δεν το είπε στον Νιρμόδο.
Ο Τέρι επέμεινε να έρθει μαζί της, και ήρθε, φέρνοντας και μερικούς στρατιώτες του.
Η Αρίνη παρατήρησε να δει ποια θα ήταν η αντίδραση των ιπτάμενων σκιερών φιδιών τώρα που είχε γεννήσει· αλλά δεν διέκρινε καμια ουσιαστική διαφορά. Έμοιαζαν να τη συμπαθούν, όπως και πριν· περιστρέφονταν κοντά της και διέγραφαν σύμβολα τα οποία της φαινόταν ότι ήταν στα όρια της γραφής. Ανοίγοντας το σημειωματάριό της, είδε ότι είχε σημειώσει τα περισσότερα από αυτά που μπορούσε να ξεχωρίσει. Προσπαθούν κάτι να μου πουν; Δε μπορούσε να είναι βέβαιη.
Πού είναι το παιδί μου; ήθελε να τα ρωτήσει. Μπορείτε να μου πείτε πού είναι το παιδί μου; Αλλά δεν ήξερε πώς να τα κάνει να την καταλάβουν.
«Εντυπωσιακά,» ήταν το μόνο σχόλιο του Τέρι γι’αυτά.
Αργότερα, ρώτησε: «Δεν υπάρχουν άλλα ζώα εδώ πέρα, μέσα στο δάσος;»
«Όχι,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Μονάχα μερικά έντομα, απ’ό,τι έχω δει.»
Μέχρι το βράδυ είχαν επιστρέψει στην Ερρίθια και στα Ανάκτορα, και η Αρίνη το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να κρατήσει μερικές ακόμα σημειώσεις σχετικά με τις ενεργειακές οντότητες που είχαν τη μορφή σκιερών, ιπτάμενων φιδιών.
«Τι νομίζεις ότι θα γίνει μ’αυτή την ιστορία;» ρώτησε ο Τέρι, αφού ένας υπηρέτης τούς έφερε φαγητό και κάθισαν αντικριστά για να φάνε. «Υπάρχει περίπτωση να βελτιωθεί, ή μόνο προς το χειρότερο μπορεί να πάει;»
«Μιλάς για τις εισβολές…» Η Αρίνη γέμισε με κρασί τα ποτήρια τους.
Ο Τέρι κατένευσε. «Ακούω ότι παρουσιάστηκαν κι άλλες. Καινούργιες.»
«Ναι, είναι αλήθεια.» Ήπιε μια γουλιά από το κρασί της. Έφαγε μερικές μπουκιές ζυμαρικά. «Κοίτα… Στην αρχή, ήταν αυτοί οι αντικατοπτρισμοί – εικόνες από την άλλη διάσταση. Μετά, ορισμένα πράγματα γλιστρούσαν από εκεί και έρχονταν εδώ. Όπως εκείνο το γιγάντιο σκουλήκι–»
«Νάρνακας.»
Η Αρίνη ύψωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά.
«Νάρνακας το λένε στον Υπόγειο Κόσμο,» εξήγησε ο Τέρι.
Η Αρίνη σηκώθηκε από το τραπέζι, πήγε στο γραφείο της για να το σημειώσει, και επέστρεψε. «Μετά, ορισμένα πράγματα άρχισαν να γλιστράνε από εκεί και να έρχονται εδώ, στη Χάρνταβελ,» συνέχισε. «Μετά, παρουσιάστηκαν οι εισβολές: η μία διάσταση έμπαινε μέσα στην άλλη. Και μετά, παρουσιάστηκαν κι άλλες εισβολές. Εσύ τι λες να συμβεί στη συνέχεια, αγάπη μου;»
«Ακόμα περισσότερες εισβολές;»
«Και στο τέλος, η Χάρνταβελ θα καταστραφεί. Μια διάσταση δεν μπορεί ν’αντέξει όταν τα διαστασιακά τοιχώματά της διαλύονται.»
«Και δεν υπάρχει τρόπος να το αποτρέψουμε;»
«Το παιδί μας γι’αυτό το σκοπό ήρθε εδώ.»
«Πού είναι τώρα, όμως; Έχει εξαφανιστεί.»
Η Αρίνη έσμιξε τα χείλη, προβληματισμένη. «Πρέπει να το βρούμε,» είπε.
«Πώς;»
«Δεν ξέρω…» Ακράγγιξε το ποτήρι της, χωρίς να το σηκώσει.
«Δεν έχεις κάποιο ξόρκι για να το ανιχνεύσεις;»
«Ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, κατά πάσα πιθανότητα, μπορεί να το εντοπίσει. Αλλά το πρόβλημα είναι πως δεν έχω την παραμικρή ιδέα πού βρίσκεται. Η εμβέλεια του ξορκιού δεν είναι άπειρη· μπορώ μόνο να ανιχνεύσω μερικά μέτρα γύρω μου.»
«Αν παρουσιαστεί κάπου,» είπε ο Τέρι μετά από μια στιγμή σκέψης, «οι κατάσκοποί μας πιθανώς να το δουν και να μας το αναφέρουν. Άλλωστε, είναι κάτι το αξιοπερίεργο. Μια μαύρη, ιπτάμενη φλόγα, είπες, σωστά; Κι ένα παιδί μέσα της.»
Η Αρίνη κατένευσε καθώς έτρωγε. Με την εξερεύνηση της άλλης διάστασης, της είχε ανοίξει η όρεξη, παρότι δεν είχε ανακαλύψει και τίποτα σπουδαίο.
«Τότε,» είπε ο Τέρι, «ίσως το καλύτερο είναι να περιμένουμε. Κι ας ευχηθούμε να μη γίνει, ξαφνικά, μαζική επανάσταση στην Ερρίθια…»
«Ο Νιρμόδος έκανε ακόμα μια χαζομάρα καταστρέφοντας τον Ναό.»
«Το ξέρω. Κι ό,τι κι αν του είπα, δεν κατάφερα να τον αποτρέψω.»
«Είναι ηλίθιος. Δεν έπρεπε ποτέ να τον είχαν στείλει στη Χάρνταβελ. Δεν είναι γι’αυτή τη διάσταση.»
«Ας ελπίσουμε ότι, τουλάχιστον, δεν κέρδισε τον τίτλο του ήρωα στη Βίηλ χωρίς καλό λόγο· γιατί οι στρατηγικές του ικανότητες θα μας χρειαστούν όταν ο στρατός του Κάλροοθ προελάσει προς τα εδώ.»
«Δε θα στείλουμε βοήθεια στη Ναραλμάδια;»
«Πρέπει να έρθουν ενισχύσεις πρώτα. Ο Νιρμόδος δεν είναι πρόθυμος ν’αφήσει την Ερρίθια αφύλαχτη, ειδικά ύστερα από τα τελευταία γεγονότα· και σ’αυτό συμφωνώ μαζί του. Το πρόβλημα είναι ότι, σύντομα, ίσως να έχουμε να κάνουμε με περισσότερους εξωδιαστασιακούς, πέρα από τον λαό του Βασιληά Κάλροοθ.»
«Μιλάς γι’αυτούς τους περίεργους στα νοτιοδυτικά, ε;»
«Ναι. Δεν είναι από τη Νίρμικιτ· πρέπει να είναι από κάποια άλλη απ’τις υπόγειες πόλεις.»
Για λίγο έτρωγαν σιωπηλά. Μετά, η Αρίνη είπε: «Πρέπει να πάω να ερευνήσω και καμια άλλη απ’αυτές τις εισβολές.»
«Ελπίζοντας ότι θα βρεις τι;»
«Και να κάθομαι εδώ, τι θα κάνω; Τίποτα. Επιπλέον, ίσως σε κάποια από τις εισβολές να συναντήσω και το παιδί μας.»
Ο Τέρι τής είπε: «Υπάρχει μια καινούργια εισβολή βόρεια της Ερρίθιας, λένε, μέσα στο Κεντροδάσος. Σ’ένα χωριό όχι και πολύ μακριά από τον Υπεραιώνιο.»
«Μ’ενδιαφέρει.»
«Το φαντάστηκα.»
«Πώς ακριβώς είναι η εισβολή; Ξέρεις;»
«Για ένα δάσος που ξεπρόβαλε μέσα από το δάσος, λένε,» αποκρίθηκε ο Τέρι.
«Αναρωτιέμαι αν είναι το ίδιο δάσος μ’αυτό που εισέβαλε στην Ανατολική Αγορά.» Η Αρίνη τελείωσε το κρασί της και ξαναγέμισε το ποτήρι. «Θα πάω να κοιτάξω. Αύριο το πρωί.»
«Θα έρθω μαζί σου.»
«Ξανά; Θα συμφωνήσει ο Νιρμόδος;»
«Δε θα τον ρωτήσω,» δήλωσε ο Τέρι, σκουπίζοντας τα χείλη του κι αφήνοντας την πετσέτα πλάι στο πιάτο.
Όταν του είπαν ότι ίσως χρειαζόταν εκείνος και οι Γενναίοι του να δώσουν μάχη στον Υπεραιώνιο, ο Σεβερίνος είχε τις αμφιβολίες του.
«Μα… να χτυπήσουμε τους ανθρώπους του Θεού; Στον Υπεραιώνιο; Είναι…» Κούνησε το κεφάλι, σαστισμένος. «Δεν ξέρω τι είναι, αλλά δεν είναι όπως θάπρεπε νάναι…» Παρότι ληστής, είχε μεγάλο σεβασμό για το ιερατείο, όπως και όλοι οι γηγενείς της Χάρνταβελ – κάνοντας τη Μάρθα να απορεί. Το θεωρούσε αδιανόητο ένας λεχρίτης του φυράματός του να είναι θρησκόληπτος. Όλα τα παράξενα σε τούτη την κωλοδιάσταση τα έβλεπες!
Ο Μαλαχίας είπε στον Σεβερίνο, αγγίζοντας τον ώμο του, καθώς οι δυο τους στέκονταν πλάι στη φωτιά όπου οι υπόλοιποι ιερείς και ο Γεράρδος ήταν καθισμένοι: «Παιδί μου, οι ιερείς στον Υπεραιώνιο είναι παραστρατημένοι. Το ίδιο και ο Ύπατος, πολύ φοβάμαι. Δεν εναντιώνεσαι στον Θεό βοηθώντας μας να τους βοηθήσουμε· τουναντίον, κάνεις το Έργο του Θεού, πιστός όπως ανέκαθεν.»
«Δεν αντιλέγω, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε ο Σεβερίνος. «Αλλά να χτυπήσουμε ιερείς και Ιερούς Φρουρούς;…»
«Ούτε εμείς θέλουμε να επιτεθούμε σε κανέναν,» τον διαβεβαίωσε ο Μαλαχίας, με βαριά όψη. «Ωστόσο, ορισμένες φορές πρέπει να κάνεις πράξεις δυσάρεστες προκειμένου να επιτύχεις αποτέλεσμα ευχάριστο. Και είναι καθήκον μας να πράττουμε ό,τι είναι καλύτερο για τη Χάρνταβελ. Ο ίδιος ο Ύπατος θα συμφωνούσε με το σχέδιό μας, αν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.»
Οι ιερείς εξακολουθούσαν να κάνουν αυτή την ψυχική υποβολή που έκαναν και πριν, παρατήρησε η Μάρθα, παρότι είχαν αλλάξει. Ο ίδιος κώλος με διαφορετικό βρακί.
Ο Σεβερίνος δεν διαφώνησε άλλο με τον Μαλαχία· υποσχέθηκε ότι θα τους βοηθούσε να εισβάλουν στον Υπεραιώνιο, αν και, φανερά, είχε τις επιφυλάξεις του.
Θρησκόληπτος ληστής!… σκέφτηκε ξανά η Μάρθα. Θα τρελαθώ μέχρι να φύγω από δω. Τελείως.
Έχοντας πάρει τις αποφάσεις τους, έπεσαν να κοιμηθούν αφού έβαλαν σκοπιές γύρω απ’τον καταυλισμό τους και αφού η Άνμα’ταρ ύφανε μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως. Η Μαύρη Φωτιά είχε, προ πολλού, φύγει, υποσχόμενη ότι θα τους ξανάβλεπε σύντομα. Η Μάρθα έβγαλε τις μπότες της και γλίστρησε μέσα στη σκηνή του Γεράρδου, περιμένοντάς τον να έρθει.
Μετά από λίγο, εκείνος ήρθε και ξάπλωσε δίπλα της.
«Δε μου φαίνεται κατά βάθος να άλλαξαν οι ιερείς,» του είπε η Μάρθα.
«Τι περίμενες; Άνθρωποι είναι, σε τελική ανάλυση. Ο καθένας έχει τον χαρακτήρα του. Τουλάχιστον, τώρα δεν έχουν κι έναν… επιπρόσθετο χαρακτήρα να τους προκαταλαμβάνει.»
«Τι ακριβώς είναι αυτό το Εσώτερο Θηρίο; Είπες ότι προέρχεται από ένα Μαύρο Σύννεφο. Το ίδιο είπε ότι είδε κι ο Οσβάλδος.»
«Ναι,» ένευσε ο Γεράρδος, «ένα Μαύρο Σύννεφο. Πάνω από τη Χάρνταβελ. Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι, Μάρθα. Ίσως, κάποιου είδους θεός ή δαίμονας. Είμαι βέβαιος ότι ο Σέλιρ’χοκ θα έλεγε πως είναι κάποια νοητική, ή πνευματική, οντότητα, ή κάτι τέτοιο… Τι σημασία έχει; Είναι αυτό που είναι, και δεν είναι φίλος μας.»
«Κι όταν όλοι οι ιερείς ελευθερωθούν από το Εσώτερο Θηρίο, τι θα γίνει; Το Σύννεφο θα πάψει να υπάρχει;»
«Ίσως. Ναι, αυτή την εντύπωση έχω. Πρέπει, κάπως, να τρέφεται από εμάς. Όταν έχουμε την αίσθηση ότι θέλουμε να ικανοποιήσουμε το Εσώτερο Θηρίο, πρέπει να τρέφεται από εμάς… Και το έχω ταΐσει πολύ περισσότερο απ’ό,τι όφειλα.» Η όψη του είχε, ξαφνικά, αγριέψει.
Η Μάρθα συνοφρυώθηκε, ατενίζοντάς τον καταπρόσωπο. «Τι θες να πεις;» Καταλάβαινε ότι ο Γεράρδος αναφερόταν σε κάτι πολύ προσωπικό· δε μιλούσε γενικά, καθόλου γενικά.
Εκείνος αναστέναξε και πήρε καθιστή θέση επάνω στο στρώμα του. Γέμισε την πίπα του με καπνό και την άναψε. «Θυμάσαι που με είχες ρωτήσει για τη Μελισσάνθη;» ρώτησε.
Η Μάρθα κάθισε πλάι του. «Ναι.» Θα της έλεγε, επιτέλους, ποια ήταν αυτή η Μελισσάνθη;
Ο Γεράρδος ρούφηξε καπνό από την πίπα του, τον φύσηξε αργά έξω απ’το άνοιγμα της σκηνής. «Την αγαπούσα πολύ… και πέθανε στα χέρια μου…»
Η Μάρθα τον άκουγε μουδιασμένη, καθώς εκείνος συνέχιζε να της μιλά.
*
Η Αρίνη είχε βάλει το ρολόι δίπλα στο κρεβάτι τους να χτυπήσει νωρίς, έτσι ξύπνησαν κι οι δυο τους με την αυγή.
«Σοβαρολογούσες όταν είπες ότι δεν θα ρωτήσεις τον Νιρμόδο;» ρώτησε τον Τέρι καθώς ντύνονταν.
«Ναι.»
«Λες να το δει με καλό μάτι αυτό;»
«Αδιαφορώ. Είμαι στη Χάρνταβελ τόσα χρόνια· αυτός ήρθε χτες. Τι θα μου κάνει; θα με διώξει;»
Η Αρίνη μειδίασε. Κατά βάθος, της άρεσε που ο Τέρι αγνοούσε τον Επόπτη. Πήγε κοντά του και τον φίλησε στο μάγουλο, δυνατά.
Εκείνος στράφηκε και την κοίταξε ερωτηματικά.
«Πάμε,» είπε η Αρίνη. «Μην καθυστερούμε»· κι απομακρύνθηκε, για να καθίσει σε μια καρέκλα και να φορέσει τις μπότες της.
Δεν άργησαν να βγουν από τη Βόρεια Πύλη της Ερρίθιας, επάνω σε άλογα, μαζί με έξι στρατιώτες πιστούς στον Τέρι κι επίσης έφιππους. Φορούσαν όλοι τους κάπες, και οι περισσότεροι είχαν και τις κουκούλες σηκωμένες, καθώς έκανε κρύο μέσα στο φθινοπωρινό πρωινό και η ατμόσφαιρα ήταν υγρή.
Ακολούθησαν τον δρόμο που οδηγούσε στο Κεντροδάσος και που, ύστερα από μια στροφή, θα τους πήγαινε στο χωριό που ονομαζόταν Κομπόδεμα.
*
Σηκώθηκαν με το χάραμα και βάδισαν προς τον Υπεραιώνιο, όλοι τους, ακόμα κι ο Εδμόνδος ο Βοριάς, ο οποίο, παρότι είχε δηλώσει πως δεν θα σήκωνε όπλο, δεν είχε αρνηθεί να έρθει. Τον ενδιέφερε πολύ αυτό που θα συνέβαινε, για να είναι μακριά του. Οι μόνοι που έμειναν πίσω ήταν οι υπηρέτες του Ναού της Ερρίθιας, ο Ριχάρδος, και ο Οσβάλδος. Ο δεύτερος – ο οποίος παρότι τραυματισμένος βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση – θα πρόσεχε τον πρώτο, που ήταν χάλια με τόσα εγκαύματα επάνω του.
Στην αρχή της μεγάλης ομάδας ήταν ο Γεράρδος και οι νεοϊερείς – η Ελισαβέτα, ο Μαλαχίας (μαζί με τον μαύρο σκύλο του, τον Αγύρευτο), ο Λεοπόλδος, και ο Τζοσελίνος – περιτριγυρισμένοι από τους Ιερούς Φρουρούς του Ναού της Ερρίθιας. Λίγο πιο πίσω έρχονταν οι επαναστάτες από την Απολλώνια, και γύρω απ’όλους απλώνονταν οι άνθρωποι του Σεβερίνου.
Ο Γεράρδος ούτε στα όνειρά του δεν είχε ποτέ δει ότι θα οδηγούσε κάποιους εναντίον του Ύπατου. Ούτε στους εφιάλτες του. Δεν ήταν κάτι που μπορούσε να διανοηθεί. Αλλά, βέβαια, ούτε το Μαύρο Σύννεφο ήταν κάτι που μπορούσε να διανοηθεί μέχρι που το αντίκρισε με τα ίδια του τα μάτια…
Τώρα, ο πόλεμος κατά του Εσώτερου Θηρίου είχε ξεκινήσει, και ο Γεράρδος δεν σκόπευε να παραδοθεί ώσπου να έχει την τελική νίκη και η σκοτεινιά του Μαύρου Σύννεφου να έχει διαλυθεί πάνω από τη Χάρνταβελ – για πάντα.
Ο Υπεραιώνιος δεν ήταν μακριά από την κατασκήνωσή τους, και ο μικρός στρατός που οδηγούσαν οι νεοϊερείς σύντομα έφτασε έξω από την ψηλή, βαριά, διπλή πόρτα του – δεξιά κι αριστερά της οποίας, τώρα, δεν στέκονταν δύο Ιεροί Φρουροί, όπως συνήθως.
Ο Γεράρδος κι ο Μαλαχίας σταμάτησαν πρώτοι, κι όλοι οι υπόλοιποι τούς μιμήθηκαν.
«Κάτι δεν πάει καλά,» είπε ο Μαλαχίας, κι έβγαλε την καραμπίνα από τον ώμο του.
Ο Γεράρδος ένευσε. «Μας περιμένουν.» Μπορούσε να νιώσει την οργή του Εσώτερου Θηρίου από το εσωτερικό του Υπεραιώνιου.
«Γουλιέλμε!» φώναξε, και η φωνή του αντήχησε ολόγυρα.
Μια μορφή φάνηκε σ’ένα παράθυρο του Πύργου της Αφοσίωσης. Ο Ύπατος.
«Ο Θεός μάς προειδοποίησε για την προδοσία σου, Γεράρδε!» φώναξε ο Γουλιέλμος. «Και για την προδοσία όλων αυτών των Αντίθεων που έχουν συστρατευθεί μ’εσένα! Μετά χαράς θα πεθάνουμε προτού σας αφήσουμε να πατήσετε τα πόδια σας στο ιερό έδαφος του Υπεραιώνιου!»
«Τότε βγείτε έξω,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, «και θα το λύσουμε εδώ. Οι δυο μας, αν θέλεις, Γουλιέλμε!» Τράβηξε το σπαθί από τη ζώνη του.
«Όχι!» είπε ο Γουλιέλμος. «Αν θέλεις να προσπαθήσεις να εξαπλώσεις τη βλασφημία σου, θα πρέπει να αναμετρηθείς πρώτα με τον Θεό – με όλους μας!»
Ο Μαλαχίας είπε στον Γεράρδο, σιγανά: «Δεν πρόκειται να βγουν απ’τον Ναό, ούτε να παραδοθούν.»
Ο Γεράρδος έσφιξε την ελεύθερη γροθιά του. Κούνησε το κεφάλι του, δυσανασχετώντας. Γιατί πρέπει να γίνει έτσι; Γιατί! Μετά, όμως, θυμήθηκε τη Μελισσάνθη – νεκρή στα χέρια του – όπως είχε μιλήσει για εκείνη στη Μάρθα. Το Εσώτερο Θηρίο – αυτή η δαιμονική κατάρα! – εδώ θα τελείωνε. Εδώ έπρεπε να τελειώσει! Εδώ έπρεπε να είναι η αρχή του τέλους της!
«Όπως θέλεις, Γουλιέλμε!» φώναξε ο Γεράρδος. «Αφού δεν έρχεστε έξω, θα έρθουμε εμείς μέσα!»
Οι νεοϊερείς, οι Ιεροί Φρουροί, οι επαναστάτες από την Απολλώνια, και οι Γενναίοι του Σεβερίνου ύψωσαν τα όπλα τους.
Και την ίδια στιγμή, κάννες από καραμπίνες ξεπρόβαλαν από ανοίγματα στους τοίχους του Υπεραιώνιου. Οι Ιεροί Φρουροί που υπηρετούσαν τον Ύπατο.
«Θα πεθάνετε όλοι,» ούρλιαξε σαν κτήνος ο Γουλιέλμος, «και η Χάρνταβελ θα καθαρίσει από την παρουσία σας!»
Οι Ιεροί Φρουροί άρχισαν να πυροβολούν.
«Σκορπιστείτε!» φώναξε η Άνμα’ταρ. «Και καλυφθείτε!»
Η ομάδα του Γεράρδου ακολούθησε τη συμβουλή της Δράκαινας. Κάποιοι έτρεξαν από δω, κάποιοι έτρεξαν από κει, για να βρουν κάλυψη μέσα στη βλάστηση του δάσους, ενώ συγχρόνως πυροβολούσαν προς τον Υπεραιώνιο.
«Θα χρειαστούμε βόμβες,» είπε ο Σεβερίνος στον Γεράρδο και στον Μαλαχία, καθώς καλύπτονταν πίσω από έναν βράχο, «για ν’ανατινάξουμε την είσοδο και να προσπαθήσουμε να εισβάλουμε. Αλλιώς δεν έχουμε καμια ελπίδα να τους νικήσουμε – και δε χρειάζεται να σας πω, Μεγάλοι Πατέρες, ότι αισθάνομαι άσχημα που θ’ανατινάξουμε έναν Να–»
«Σου είπα, παιδί μου,» τον διέκοψε ο Μαλαχίας: «κάνουμε το Έργο του Θεού· δε χρειάζεται να αισθάνεσαι άσχημα γι’αυτό.»
Τότε, κραυγές αντήχησαν από το δάσος. Κραυγές που, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να είχαν βγει από ανθρώπινα στόματα.
Και ο Γεράρδος αισθάνθηκε το Εσώτερο Θηρίο να έρχεται μαζικά εναντίον τους.
Ουγκράβοι!
Ουρλιάζοντας, κρώζοντας, αλυχτώντας – άγρια ζώα βγήκαν μέσα από τη βλάστηση ζυγώνοντας τον μικρό στρατό των νεοϊερέων. Ένα γεράκι, δύο μεγάλα κοράκια, τρεις λύκοι, μια πελώρια μαύρη αρκούδα, ένας ψηλός γκρίζος σκύλος.
Ποτέ ξανά κανένας τους δεν είχε δει τόσους ουγκράβους συγκεντρωμένους. Ο Γεράρδος νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει το Μαύρο Σύννεφο να φτύνει κατάρες και απειλές από πάνω τους ενώ ένα δαιμονικό γέλιο έβγαινε από τα αρίφνητα στόματά του.
«Θηρία!» ακούστηκαν να φωνάζουν οι ληστές του Σεβερίνου. «Θηρία!»
Ο Γεράρδος είδε έναν απ’αυτούς να εκτοξεύεται στον αέρα από ένα χτύπημα της πελώριας αρκούδας. Τα δύο κοράκια έπεσαν πάνω σ’έναν άλλο, σπαθίζοντας το κεφάλι του με τα ράμφη τους· ο άντρας κατέρρευσε, με το κρανίο του διαλυμένο.
«Ρίξτε τους!» κραύγασε ο Σεβερίνος. «ΡΙΞΤΕ ΤΟΥΣ!» πυροβολώντας μ’ένα Παντοκρατορικό τουφέκι.
Ο Γεράρδος ακολούθησε τα μονοπάτια.
*
Δεν είχαν φτάσει ακόμα στο Κομπόδεμα, όταν άκουσαν πυροβολισμούς ν’αντηχούν μέσα στο δάσος.
Ο Τέρι έκανε νόημα να σταματήσουν, και όλοι τράβηξαν τα ηνία των αλόγων τους.
Η Αρίνη συνοφρυώθηκε, στρεφόμενη να κοιτάξει τον άντρα της.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι: Δεν ξέρω.
«Πάμε να κοιτάξουμε;» ρώτησε η Αρίνη.
«Ναι,» είπε ο Τέρι. «Απ’ό,τι ακούγεται, πρέπει νάναι κάτι σημαντικό. Και…» Στράφηκε, ατενίζοντας μέσα στη βλάστηση. «Πρέπει νάρχεται απ’τον Υπεραιώνιο.»
«Απ’τον ίδιο τον Υπεραιώνιο;»
«Ή από κάπου πολύ κοντά του.» Ο Τέρι αφίππευσε, και πήρε τ’άλογό του από τα γκέμια, αρχίζοντας να βαδίζει.
Οι άλλοι τον μιμήθηκαν: οι έξι στρατιώτες παίρνοντας και τα τουφέκια τους στα χέρια, η Αρίνη τραβώντας το πιστόλι της.
Διασχίζοντας τη βλάστηση, περνώντας ανάμεσα από τους ψηλούς, χοντρούς κορμούς των δέντρων, παραμερίζοντας τις φυλλωσιές και τα μακριά κλαδιά από το διάβα τους, ο Τέρι, η Αρίνη, και οι στρατιώτες τους έφτασαν κοντά στον Υπεραιώνιο και είδαν ότι, πράγματι, κάποια συμπλοκή γινόταν. Μια αρκετά μεγάλη ομάδα οπλοφόρων επιτίθετο στον Ναό – και δεν έμοιαζαν για πολεμιστές του Επόπτη. Δεν φορούσαν τις λευκές στολές του Στρατού της Παντοκράτειρας. Δεν είχαν κανένα αναγνωριστικό επάνω τους που ο Τέρι μπορούσε να διακρίνει.
Και, παραδόξως, κάποιοι ανάμεσά τους ήταν ντυμένοι σαν Ιεροί Φρουροί, με κλειστό κράνος στο κεφάλι. Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό;
Επίσης, εξίσου παράξενο ήταν το γεγονός ότι οι επιτιθέμενοι έμοιαζαν να πολεμάνε και με άγρια θηρία, σαν τα ζώα να ήταν εναντίον τους.
«Δουλειά του Νιρμόδου;» είπε η Αρίνη.
«Δεν το νομίζω,» αποκρίθηκε ο Τέρι.
«Μπορεί να τους πλήρωσε για να χτυπήσουν τον Υπεραιώνιο – όποιοι κι αν είναι.»
«Δεν το νομίζω,» επανέλαβε ο Τέρι.
*
Ο Γεράρδος σπάθισε τη μεγάλη αρκούδα στην πλάτη, διαγράφοντας μια μακριά, κόκκινη γραμμή πάνω στο μαύρο τρίχωμά της. Το θηρίο, βρυχούμενο ξέφρενα, στράφηκε για να τον χτυπήσει – αλλά ο Γεράρδος δεν ήταν πια εκεί. Ήταν λίγο παραδίπλα, και υψώνοντας το πιστόλι του πυροβόλησε την αρκούδα, πετυχαίνοντάς την στο πλάι του κεφαλιού.
«ΡΡΡΡΑΑΑΑΑΑΑΡΡΡ!…» Το θηρίο, που είχε σηκωθεί στα δύο πισινά του πόδια, παραπάτησε. Έπεσε στα τέσσερα πάλι, κι έτρεξε καταπάνω στον Γεράρδο, μανιασμένα, παρά το αίμα που το έλουζε. Εκείνος ακολούθησε τα μονοπάτια, ξεπρόβαλε δίπλα στην αρκούδα κάνοντας να τη χτυπήσει με το σπαθί του, μα εκείνη, με αφύσικη ταχύτητα, είχε στραφεί, κι ένα απ’τα μπροστά πόδια της κοπάνησε τον Γεράρδο στα τραυματισμένα πλευρά του, στέλνοντάς τον κάτω, να κατρακυλήσει γρυλίζοντας.
Και δε σταμάτησε: πήγε προς το μέρος του, για να τον αποτελειώσει.
Ένα σπαθί γυάλισε πάνω απ’τον Γεράρδο, και η μακριά λεπίδα της Ελισαβέτας χτύπησε το άγριο ζώο στη μουσούδα, διαλύοντας δόντια και σαγόνι, και τινάζοντας αίματα τριγύρω.
Ο Γεράρδος, αμέσως, ανασηκώθηκε πυροβολώντας με το πιστόλι του. Αδειάζοντας ό,τι είχε απομείνει στον γεμιστήρα επάνω στο στέρνο της σηκωμένης στα δύο πόδια μαύρης αρκούδας. Το αγρίμι ούρλιαζε, και τα μάτια του έμοιαζαν με φωτιές καθώς το Εσώτερο Θηρίο μαινόταν μέσα του. Ο Γεράρδος κύλησε στο πλάι προτού ποδοπατηθεί, και είδε την Ελισαβέτα ν’ακολουθεί τα μονοπάτια, να στρίβει σε αλλόκοτες γωνίες και να γλιστρά πίσω από το πρωινό φως.
Η αρκούδα έπεσε στα τέσσερα, κι ατένισε με μίσος τον Γεράρδο. Το γεγονός ότι ακόμα ζούσε ήταν άξιο δέους· πόσω μάλλον ότι ήταν έτοιμη να επιτεθεί. Ο Γεράρδος πέταξε το πιστόλι του και κράτησε το σπαθί του με τα δύο χέρια.
Η Ελισαβέτα παρουσιάστηκε, πηδώντας και καβαλώντας τη ράχη της αρκούδας. Το κτήνος βρυχήθηκε, κι έκανε ν’ανασηκωθεί. Η Ελισαβέτα κρατήθηκε με το ένα χέρι απ’το αιματοβαμμένο μαύρο τρίχωμά του, κι έμπηξε το σπαθί της μέσα του. Ο Γεράρδος, με μια άγρια κραυγή, εφόρμησε μπήγοντας και το δικό του ξίφος μέσα στην αρκούδα. Το θηρίο πίεσε τον ώμο του με το ένα πόδι, και τον έριξε κάτω καθώς το μανίκι του ξίφους του γλιστρούσε από τα χέρια του.
Η Μάρθα ήρθε από δίπλα, βρίζοντας χυδαία και πυροβολώντας συνεχόμενα μ’ένα τουφέκι. Η αρκούδα τραντάχτηκε αφύσικα, σα να προσπαθούσε με κάθε δυνατό και αδύνατο τρόπο να παραμείνει ζωντανή – πέταξε την Ελισαβέτα από τη ράχη της, ενώ το σπαθί της Ελισαβέτας έμεινε καρφωμένο – αλλά, στο τέλος, σωριάστηκε στο έδαφος και πέθανε.
«Γαμώ την πουτάνα μου, γαμώ!» είπε η Μάρθα, αλλάζοντας γεμιστήρα στο τουφέκι της. «Ψόφησε επιτέλους ο γαμιόλης.»
Ο Γεράρδος μειδίασε καθώς σηκωνόταν όρθιος. «Πάνω στην ώρα.»
Η Ελισαβέτα πάτησε πάνω στη ράχη της αρκούδας και, χρησιμοποιώντας και τα δύο χέρια, τράβηξε το σπαθί της έξω, με φανερή δυσκολία.
«Σου έχω πει να μη γυροφέρνεις όπου βρεις,» είπε η Μάρθα στον Γεράρδο. «Περιφέρονται ένα σωρό ανώμαλοι στα δάση.»
Ο Γεράρδος έπιασε το πιστόλι του από κάτω, άλλαξε γεμιστήρα, πλησίασε την αρκούδα. «Αφού είσαι εδώ, θα με βοηθήσεις να την αναποδογυρίσουμε; Ξέχασα το σπαθί μου στην κοιλιά της.»
«Κάτι συμβαίνει εκεί.» Η Ελισαβέτα έδειξε με το αιματοβαμμένο ξίφος της.
Ο Γεράρδος στράφηκε και είδε ότι, πράγματι, κάτι συνέβαινε. Οι ληστές του Σεβερίνου φαινόταν να πυροβολούν κάποιους άλλους – όχι ουγκράβους. Ενέδρα; αναρωτήθηκε ο Γεράρδος. Ιεροί Φρουροί που περίμεναν έξω από τον Υπεραιώνιο;
«Πάμε,» είπε στην Ελισαβέτα, κι ακολούθησαν τα μονοπάτια.
Πίσω του άκουσε τη Μάρθα να φωνάζει: «Σταματήστε πια αυτή τη μαλακία!» γιατί, προφανώς, τους είχε δει – γι’ακόμα μια φορά – να εξαφανίζονται από μπροστά της.
«Τι είναι, Αδελφέ;» ρώτησε ο Γεράρδος τον Λεοπόλδο, ξεπροβάλλοντας πλάι του μαζί με την Ελισαβέτα. «Τι γίνεται εκεί;»
Ο ιερέας έμοιαζε να έχει μόλις σκοτώσει τον σκύλο-ουγκράβο με το τσεκούρι του. «Φωνάζουν πως είδαν κάποιους να μας κατασκοπεύουν.» Σκούπισε το τσεκούρι του πάνω στο χορτάρι.
Ο Γεράρδος, ακολουθώντας τα μονοπάτια, πήγε κοντά στον Σεβερίνο. «Ποιοι είν’αυτοί;»
Ο ληστής ξαφνιάστηκε από την παρουσία του. Είπε: «Δεν ξέρω. Οι δικοί μου μου λένε πως τους φάνηκαν για Παντοκρατορικοί. Λευκά ρούχα.»
Μια φωνή αντήχησε: «Δεν είμαστε εχθροί! Ποιος είναι ο αρχηγός σας; Περνούσαμε από εδώ!»
«Τον αναγνωρίζεις;» ρώτησε ο Γεράρδος τον Σεβερίνο.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι, σκεπτικά. «Δε μου λέει κάτι η φωνή του…»
«Εμένα μού λέει.» Ο Μαλαχίας είχε βρεθεί πλάι τους, ερχόμενος από τα μονοπάτια.
*
Κάποιος από τους αγνώστους τούς είχε δει, κι έπειτα, ο ένας μετά τον άλλο, είχαν αρχίσει να τους πυροβολούν, χωρίς καν να τους ρωτήσουν ποιοι ήταν. Καλυφθείτε! είχε προστάξει ο Τέρι τους στρατιώτες του, και τώρα ήταν όλοι τους καλυμμένοι πίσω από δύο πανύψηλα δέντρα με χοντρούς κορμούς, τα οποία έμοιαζαν να φυτρώνουν από τις ίδιες ρίζες, τόσο κοντά που βρίσκονταν.
«Το Μυαλό του Σκοτοδαίμονος…!» μούγκρισε η Αρίνη, καθώς μια σφαίρα διέλυε ένα κλαδί από πάνω της λούζοντάς την με βελονωτά φύλλα. «Αποκλείεται νάναι του Νιρμόδου, Τέρι. Δε θα μας έριχναν αν ήταν.»
Ο Τέρι τούς φώναξε: «Δεν είμαστε εχθροί! Ποιος είναι ο αρχηγός σας; Περνούσαμε από εδώ!»
«Δε δίνουν σημασία, οι τρισκατάρατοι,» παρατήρησε η Αρίνη, καθώς οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν.
Ο Τέρι ήταν έτοιμος να ξαναφωνάξει, όταν ένας άντρας παρουσιάστηκε παραδίπλα. Μελαχρινός, με λευκό-ροζ δέρμα και μια άσχημη (και πρόσφατη, μάλλον) ουλή στη δεξιά μεριά του προσώπου του – από έγκαυμα, υπέθετε ο Τέρι. Στο χέρι του κρατούσε πιστόλι, αλλά το είχε κατεβασμένο.
Από πού ήρθε;
Ο Τέρι τον σημάδεψε. Το ίδιο και η Αρίνη και οι έξι στρατιώτες.
«Είπατε ότι δεν είστε εχθροί,» τους θύμισε εκείνος.
Ο Τέρι κατέβασε το όπλο του κι έκανε νόημα και στους άλλους να κατεβάσουν τα δικά τους. «Ποιος είσαι; Από πού ήρθες;»
«Μεγάλη ιστορία. Είσαι ο Ταγματάρχης Τέρι Κάρμεθ, έτσι δεν είναι;»
«Πώς με–;»
Ακόμα ένας άντρας παρουσιάστηκε, μοιάζοντας να ξεπροβάλλει μέσα από τον ίδιο τον αέρα, ή από κάποια πυκνή σκιά που δεν ήταν εκεί όπου θα έπρεπε να είναι.
Μα τον Κρόνο! σκέφτηκε η Αρίνη, καθώς η περιέργεια των Ερευνητών ξυπνούσε εντός της. Τι είναι αυτοί; Πώς δεν γνώριζα για την ύπαρξή τους;
Μετά, όμως, η πρώτη ταραχή πέρασε και η μάγισσα αμέσως αναγνώρισε τον δεύτερο άντρα που είχε παρουσιαστεί.
«Εγώ τού είπα ποιος είσαι, Ταγματάρχη,» δήλωσε ο Μαλαχίας.
«Μεγάλε Πατέρα, τι κάνετε εσείς εδώ;» απόρησε ο Τέρι.
«Προσπαθούμε να μπούμε στον Υπεραιώνιο.»
«Θέλετε να πείτε ότι… ότι εσείς επιτίθεστε στο Ναό;» Κάποιο λάθος πρέπει να είχε γίνει! σκεφτόταν ο Τέρι. Κάποιο λάθος.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Μαλαχίας.
«Ο Ύπατος δεν μας άφησε άλλη επιλογή,» πρόσθεσε ο πρώτος άντρας που είχε εμφανιστεί – αυτός με την ουλή.
«Δεν καταλαβαίνω…» είπε ο Τέρι. «Γιατί να θέλετε να…; Δηλαδή… Μεγάλε Πατέρα, υπάρχει κάποιο σχίσμα μέσα στο ιερατείο, για το οποίο δεν γνωρίζω;»
«Σχίσμα; Μέχρι στιγμής, στη Χάρνταβελ ποτέ δεν είχε υπάρξει κάτι τέτοιο,» αποκρίθηκε ο Μαλαχίας· «αλλά, ναι, Ταγματάρχη, θα μπορούσες να πεις ότι τώρα υπάρχει κάποιο σχίσμα.»
«Πώς βρεθήκατε εδώ;» ρώτησε ο άντρας με την ουλή τον Τέρι.
Εκείνος τον κοίταξε παραξενεμένος. «Είσαι ιερέας…» είπε, καταλαβαίνοντάς το από… κάτι που είχε επάνω του αυτός ο άνθρωπος.
«Γεράρδο με λένε. Μάλλον, δε θα μ’έχεις ακούσει. Και δεν έχει σημασία τώρα. Εγώ ξέρω για σένα, Ταγματάρχη. Πες μου: τι κάνεις εδώ, στον Υπεραιώνιο;»
«Δεν ερχόμασταν στον Υπεραιώνιο,» εξήγησε ο Τέρι. «Πηγαίναμε στο Κομπόδεμα – ένα χωριό όχι πολύ μακριά από εδώ. Έχει παρουσιαστεί μια εισβολή εκεί, και η Αρίνη έπρεπε να την ερευνήσει. Ακούσαμε τους πυροβολισμούς και πλησιάσαμε να δούμε τι γινόταν.»
«Θα μείνετε μαζί μας τώρα,» είπε ο Μαλαχίας.
Ο Τέρι συνοφρυώθηκε.
«Το ζητάμε ευγενικά, Ταγματάρχη.»
«Εξάλλου,» πρόσθεσε ο Γεράρδος, «καλό θα ήταν να μιλήσουμε μαζί σου, νομίζω. Σχετικά με τον στρατό των εξωδιαστασιακών στη Ναραλμάδια. Και» – στράφηκε στην Αρίνη – «σχετικά με το παιδί σου, αν είσαι η μάγισσα Αρίνη’σαρ.»
Θα της μιλούσαν για το παιδί της; Τι ήξεραν αυτοί για το παιδί της; Πώς ήταν δυνατόν να ξέρουν οτιδήποτε;
Και δεν είχαν καθίσει τώρα να πουν περισσότερα· είχαν αμέσως εξαφανιστεί και εμφανιστεί παραπέρα, καθώς η Αρίνη, ο Τέρι, και οι στρατιώτες τους πλησίαζαν τους οπλοφόρους που επιτίθονταν στον Υπεραιώνιο – χωρίς να δέχονται πυρά από αυτούς, ετούτη τη φορά.
Πώς είναι δυνατόν να ξέρουν για το παιδί μου;
Και πώς το κάνουν αυτό το πράγμα; Αυτή την αλλόκοτη κίνηση; Η Αρίνη τούς έβλεπε να γλιστρούν μέσα και έξω από το πεδίο όρασής της σαν φώτα που αναβόσβηναν. Και δεν ήταν κάτι που το έκαναν μόνο ο Μαλαχίας κι αυτός ο Γεράρδος, αλλά και άλλοι. Όχι όλοι, όμως· οι περισσότεροι έμοιαζαν με κανονικούς ανθρώπους που η κίνησή τους είναι επίσης κανονική.
Μερικοί απ’αυτούς τους τελευταίους είχαν περικυκλώσει έναν λύκο και τον πυροβολούσαν με καραμπίνες, πιστόλια, και τουφέκια, ενώ εκείνος, παρότι ήδη βαριά τραυματισμένος, πάλευε να μείνει ζωντανός· και προτού πεθάνει κατόρθωσε να χιμήσει σ’έναν τους και να τον δαγκώσει στο πόδι.
Ουγκράβος; Η Αρίνη είχε ακούσει για τα Παιδιά του Κακού Οφθαλμού, τα Πορφυρά Κτήνη. Ήταν ζώα που τα είχε κοιτάξει ο Κακός Οφθαλμός – το κόκκινο φεγγάρι της Χάρνταβελ – κατά τη γέννησή τους, και είχαν μέσα τους τη μάνητα του Θεού. Ή, τουλάχιστον, έτσι έλεγαν οι γηγενείς της διάστασης.
«Τι κάνουν, Αρίνη;» ρώτησε ο Τέρι. «Πώς το κάνουν αυτό;»
Εκείνη βλεφάρισε. Στράφηκε να τον κοιτάξει.
«Εννοώ, πώς εμφανίζονται κι εξαφανίζονται. Αυτός εκεί είναι γνωστός.» Έδειξε έναν. «Ο Λεοπόλδος, ένας ιερέας από τον Ναό της Ερρίθιας, όπως κι ο Μαλαχίας. Κι αυτός» – έδειξε έναν άλλο – «είναι ο Τζοσελίνος, ένας ιερέας από τη Ναραλμάδια – απορώ πώς βρέθηκε εδώ. Αυτή εκεί η γυναίκα με το σπαθί: μοιάζει κι αυτή να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται, αλλά δεν την αναγνωρίζω.»
Η Αρίνη κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω πώς κάνουν ό,τι κάνουν. Είναι κάποια μορφή αντισυμβατικής κίνησης, προφανώς. Σαν να περνούν από σημεία της διάστασης που τα μάτια μας αδυνατούν να κοιτάξουν.»
«Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;»
Η Αρίνη δεν απάντησε. «Αυτός ο Γεράρδος είπε ότι ξέρει για το παιδί μας.»
«Τον πιστεύεις;»
«Πρέπει να το έχει συναντήσει, Τέρι,» είπε η Αρίνη. «Αλλιώς δεν θα γνώριζε καν για την ύπαρξή του. Κανένας δεν γνωρίζει για την ύπαρξή του, εκτός από εμένα, εσένα, και τον Ράβνομ’νιρ.»
Ο Τέρι ένευσε, προβληματισμένος. Ήταν παράξενο το γεγονός ότι ο Γεράρδος ήξερε για το παιδί τους. Αλλά, όφειλε να παραδεχτεί, το ίδιο παράξενο ήταν και το γεγονός ότι κάποιοι ιερείς (με μυστηριώδεις ικανότητες κίνησης, μάλιστα) επιτίθονταν στον Υπεραιώνιο μαζί με ανθρώπους που θύμιζαν Ιερούς Φρουρούς και… συμμορία ληστών, στην καλύτερη περίπτωση. Κάτι είχε αλλάξει στη Χάρνταβελ. Κάτι πολύ, πολύ σημαντικό. Και μέχρι στιγμής δεν είχαμε καταλάβει τίποτα.
Εκείνος και η Αρίνη είχαν έρθει στο Κεντροδάσος για να ερευνήσουν μια εισβολή, αλλά ο Τέρι είχε την αίσθηση ότι, τελικά, θα έκαναν μια τελείως διαφορετική έρευνα…
*
«Με το ζόρι μένουν οι άνθρωποί μου εδώ· μ’όλο το σεβασμό, Μεγάλοι Πατέρες,» είπε ο Σεβερίνος στον Γεράρδο και τον Μαλαχία. «Αυτά τα καταραμένα ζώα μάς σκότωσαν και μας δάγκασαν λες κι ήταν ολόκληρη ορδή!»
«Ουγκράβοι, Σεβερίνε,» αποκρίθηκε ο Μαλαχίας. «Ουγκράβοι. Είναι, πράγματι, καταραμένοι. Έχουν μέσα τους το ίδιο δαιμόνιο που έχει καταλάβει τον Ύπατο και τους άλλους ιερείς στον Υπεραιώνιο.»
Τα μάτια του Σεβερίνου, προς στιγμή, γούρλωσαν. «Δε σοβαρολογείτε, Μεγάλε Πατέρα!»
«Ασφαλώς και σοβαρολογώ.» Πλάι στον Μαλαχία, ο Αγύρευτος γρύλισε, και ο ιερέας τον χάιδεψε ανάμεσα σ’αφτιά.
«Τέλος πάντω· κείνο που θέλω να πω είναι ότι καλύτερα να εισβάλουμε γρήγορα και να τελειώνουμε, προτού γίνει κάνα απρόοπτο κι οι άνθρωποί μου αρχίσουν να φεύγουν,» τόνισε ο Σεβερίνος.
«Εκρηκτικά έχετε μαζί σας;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Ναι· σας το είπα αυτό. Αλλά το πρόβλημα είναι πώς θα ζυγώσουμε την είσοδο του Ναού, με τόσους να μας πυροβολούν από τ’ανοίγματά του.»
«Θα φροντίσω εγώ γι’αυτό.»
Στράφηκαν για να δουν τον Σέλιρ’χοκ, ο οποίος είχε πλησιάσει χωρίς να τον αντιληφτούν, λες κι εκείνος ν’ακολουθούσε τα μονοπάτια.
Ο Γεράρδος κατάλαβε τι είχε στο μυαλό του ο μάγος. «Το ξόρκι που τραβά τις σφαίρες…»
Ο Σέλιρ’χοκ ένευσε. «Το Ξόρκι Έλξεως Πυρών. Αλλά μην ξεχνάτε ότι κανένας δεν θα μπορεί να χρησιμοποιήσει πυροβόλα για λίγο – ούτε εμείς ούτε εκείνοι.»
«Τι πα να πει αυτό;» ρώτησε ο Σεβερίνος, μπερδεμένος.
Ο Γεράρδος εξήγησε ποιο ήταν το σχέδιο, και ο ληστής αποκρίθηκε: «Και δεν το λέγατε τόση ώρα, Μεγάλε Πατέρα; Αυτό είναι που μας χρειαζόταν, να πούμε!»
Στράφηκε στους δικούς του, φωνάζοντας καθώς πλησίαζε ορισμένους απ’αυτούς: «Ε, μάγκες! Ακούστε πώς θα γίνει! Εσύ εκεί – σταμάτα να ρίχνεις, ρε! Μη χαλάς σφαίρες στον αέρα, γαμώ!» Και μετά, η φωνή του έγινε πιο σιγανή κι ο Γεράρδος δεν μπορούσε να τον ακούσει.
Η Μάρθα πλησίασε τον Γεράρδο. «Αυτοί οι πούστηδες που έχετε φέρει εδώ είναι Παντοκρατορικοί,» του είπε, δείχνοντας με το σαγόνι τον ταγματάρχη, την Αρίνη’σαρ, και τους έξι λευκοντυμένους στρατιώτες.
«Θα μας χρειαστούν, όμως. Γνωρίζουν πράγματα που θέλουμε να μάθουμε.»
«Είναι αιχμάλωτοι, δηλαδή;»
«Περίπου. Αυτός είναι ο Τέρι Κάρμεθ, που είχε βρεθεί στην άλλη διάσταση, είχε έρθει σ’επαφή με τους ανθρώπους εκεί, και επέστρεψε. Κι αυτή είναι η Αρίνη’σαρ, η γυναίκα του, η μητέρα της Μαύρης Φωτιάς.»
Καθώς ο Γεράρδος αποκρινόταν στη Μάρθα, είδε τον Εδμόνδο να πλησιάζει τον ταγματάρχη, μαζί με την Ιζαμπώ και την Ισαβέλλα, και να του μιλά. Πρέπει να γνωρίζονταν από παλιά, οι δυο τους.
«Καλό θα ήταν να τους προσέχουμε, πάντως,» είπε η Μάρθα. «Υπηρετούν την Παντοκράτειρα: άρα, μπορεί να μας χτυπήσουν όταν δεν κοιτάζουμε.»
Ο Γεράρδος σκέφτηκε: Αναρωτιέμαι πώς ο Εδμόνδος θα δικαιολογήσει στον ταγματάρχη την παρουσία του εδώ… Ο Βοριάς δεν θα ήθελε, φυσικά, να φανερωθεί πως ήταν με την Επανάσταση.
*
«Είμαστε έτοιμοι;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Ναι,» είπε ο Σεβερίνος. «Ή τώρα ή ποτέ, μάστορα – κι ο Θεός μαζί μας.» Μετά, έκανε να ζητήσει συγνώμη που είχε, εκ παραδρομής, αποκαλέσει έναν ιερέα «μάστορα», αλλά δεν πρόλαβε καθώς ο Γεράρδος είχε ήδη στραφεί στον Σέλιρ’χοκ.
«Σέλιρ. Το ξόρκι.»
Ο μαυρόδερμος μάγος ύψωσε το ραβδί του και άρθρωσε, δυνατά, τα λόγια για το Ξόρκι Έλξεως Πυρών. Κρύσταλλοι φώτισαν μέσα στις σκιές του δάσους, και ο Σέλιρ’χοκ έτρεξε προς την πύλη του Υπεραιώνιου. Η Άνμα’ταρ πυροβόλησε με το τουφέκι της, για να τον καλύψει όσο μπορούσε. Όμως τελικά, όπως φάνηκε, δεν χρειαζόταν: γιατί, καθώς ο μάγος ζύγωνε, αλλά προτού φτάσει στα έξι μεγάλα πέτρινα σκαλοπάτια, ένας φωτεινός δίσκος δημιουργήθηκε πάνω από το κεφάλι του, και οι ριπές από τις καραμπίνες των Ιερών Φρουρών έχαναν την πορεία τους και βυθίζονταν μέσα του.
«ΤΩΡΑ!» κραύγασε ο Γεράρδος, κι έτρεξε προς τον Ναό μαζί με τους υπόλοιπους. Όλοι τους κρατούσαν αγχέμαχα όπλα – σπαθιά και τσεκούρια και δόρατα.
Οι Ιεροί Φρουροί του Υπεραιώνιου συνέχισαν να πυροβολούν με τις καραμπίνες τους, αλλά τα πυρά τους πήγαιναν στον φωτεινό, ενεργειακό δίσκο του Σέλιρ’χοκ, σαν κάποιος μαγνήτης να τα τραβούσε εκεί.
Ο Σεβερίνος και η Όλγα έβαλαν τα εκρηκτικά τους επάνω στη διπλή πύλη του Υπεραιώνιου, κι ύστερα όλοι απομακρύνθηκαν.
Ο Γεράρδος μπορούσε να αισθανθεί το Εσώτερο Θηρίο να μαίνεται μέσα στον Ναό, να βρυχάται και να ουρλιάζει.
Η έκρηξη τράνταξε το τοπίο, και, μέσα σε φωτιά και καπνό, η μεγάλη πόρτα του Υπεραιώνιου έπεσε.
Ο Γεράρδος και οι νεοϊερείς πέρασαν την κατεστραμμένη είσοδο ακολουθώντας τα μονοπάτια· και οι Ιεροί Φρουροί της Ερρίθιας κι οι Γενναίοι του Σεβερίνου τούς ακολούθησαν, κραυγάζοντας.
Η μεγάλη αίθουσα του Υπεραιώνιου ήταν γεμάτη σαστισμένους Ιερούς Φρουρούς. Οι νεοϊερείς του Γεράρδου έπεσαν επάνω τους σαν ανεμοστρόβιλος. Γλιστρούσαν μέσα και έξω από τα μονοπάτια, χτυπώντας τους από εκεί που δεν έβλεπαν, σωριάζοντάς τους αιμόφυρτους στο πέτρινο δάπεδο, ενώ στον λάκκο στο κέντρο του δωματίου μια ψηλή φωτιά βρυχιόταν και έτριζε.
Οι Ιεροί Φρουροί, όμως, δεν ήταν μόνοι τους. Ο Γουλιέλμος, ο Ουβέρτος, και ο Έδουος όρμησαν μέσα στην αίθουσα, ουρλιάζοντας σαν τρελοί λύκοι, χτυπώντας τους Γενναίους του Σεβερίνου και τους Ιερούς Φρουρούς της Ερρίθιας λες κι ήταν πάνινες κούκλες αδύνατον να τους αντισταθούν, και πηγαίνοντας να αφανίσουν τον Γεράρδο και τους νεοϊερείς.
Ο Γεράρδος αποστρεφόταν την αιματοχυσία γύρω του αλλά δεν έβλεπε τρόπο να τη σταματήσει. Εκεί όπου τώρα είχε φτάσει το πράγμα, δε νόμιζε ότι μπορούσαν εκείνος κι οι σύμμαχοί του να κάνουν τους Ιερούς Φρουρούς του Υπεραιώνιου να πάψουν να επιτίθενται ώστε η μάχη να κριθεί ανάμεσα στους νεοϊερείς και στον Ύπατο και τους δικούς του ιερείς. Επομένως, η καλύτερη λύση ήταν να σκοτώσουν γρήγορα τα Εσώτερα Θηρία.
Ο Γεράρδος, ακολουθώντας τα μονοπάτια, πέρασε ανάμεσα από τρεις Ιερούς Φρουρούς χωρίς να τον δουν και βρέθηκε δίπλα στον Γουλιέλμο, ο οποίος, παρά τη μεγάλη ηλικία του, είχε μόλις ξεριζώσει, με τα ίδια του τα χέρια, το κεφάλι ενός ληστή και το πετούσε μέσα στη φωτιά του λάκκου της αίθουσας. Ο Γεράρδος χίμησε στη σκιά που κάλυπτε τον Ύπατο. Γαντζώθηκε επάνω της.
Και η αντίσταση που αισθάνθηκε ήταν τερατώδης. Ποτέ ξανά δεν είχε αισθανθεί τέτοια αντίσταση από ένα Εσώτερο Θηρίο.
«Εσύ!» βρυχήθηκε ο Γουλιέλμος. «Εσύ είσαι αυτός που θα φύγει!» Τα χέρια του κατόρθωσαν, κάπως, ν’αρπάξουν τα μαλλιά του Γεράρδου και να τον πετάξουν παραδίπλα. Εκείνος κύλησε και σηκώθηκε όρθιος–
–βλέποντας τον Ύπατο να πηδά καταπάνω του. Ίσα που πρόλαβε να γλιστρήσει σε μια ακανόνιστη γωνία και ν’αποφύγει την κλοτσιά που, σίγουρα, θα διέλυε το κρανίο του.
*
Ο Μαλαχίας δεν αισθανόταν και πολύ άνετες τις κινήσεις του, ύστερα από εκείνη τη σφαίρα που είχε δεχτεί στον δεξή μηρό μέσα στον Ναό της Ερρίθιας. Όμως, ευτυχώς, το τραύμα δεν ήταν πολύ σοβαρό· δεν είχε χτυπηθεί κανένα κόκαλο: του είχαν βγάλει τη σφαίρα, είχαν αποστειρώσει την πληγή, την είχαν δέσει, και ήταν πάλι καλά – αν και ένιωθε το δεξί του πόδι να τον τραβά όποτε έκανε απότομες κινήσεις.
Παρ’όλ’αυτά, το γεγονός ότι μπορούσε τώρα ν’ακολουθεί τα μονοπάτια – μια ικανότητα που είχε πρόσφατα ανακαλύψει, όταν οι ουγκράβοι τούς επιτέθηκαν έξω απ’τον Υπεραιώνιο – τον έκανε παραπάνω από ισάξιο οποιουδήποτε αντιπάλου. Οι Ιεροί Φρουροί δεν μπορούσαν να του αντισταθούν· βάδιζε σε μέρη που τα μάτια τους αδυνατούσαν να διακρίνουν, σαν να ήταν μερικώς τυφλοί. Το σπαθί του τους χτυπούσε από μεριές που δεν μπορούσαν να φανταστούν, και δεν προλάβαιναν να αντιδράσουν.
Ο Αγύρευτος ήταν πάντα κοντά του· και ο Μαλαχίας θα ορκιζόταν ότι, ορισμένες φορές, κι ο σκύλος ακολουθούσε τα μονοπάτια – ή, μήπως, ήταν η ιδέα του μονάχα;
«Μαλαχία!» Ο Έδουος ήρθε καταπάνω του, με πιστόλι στο χέρι. «Μας πρόδωσες όλους! Πρόδωσες τον Θεό!» Οι σφαίρες μέσα στη μεγάλη αίθουσα δεν φαινόταν να χάνουν τον στόχο τους, όπως έξω απ’τον Ναό· η επίδραση του ξορκιού του μάγου δεν έφτανε ώς εδώ. Ο Μαλαχίας είχε δει πυροβόλα να βάλλουν και να χτυπούν ανθρώπους. Επομένως, ήξερε ότι κινδύνευε – και, ενστικτωδώς, γλίστρησε στα μονοπάτια.
Ο Έδουος πυροβόλησε πετυχαίνοντας το πάτωμα. «Δαίμονας!» ούρλιαξε. «Είσαι δαίμονας!»
Ο Μαλαχίας ξεπρόβαλε πίσω του και τον χτύπησε στο κεφάλι, με το πλατύ μέρος της λεπίδας του σπαθιού του. Ο Έδουος ζαλίστηκε λιγάκι και παραπάτησε· το Εσώτερο Θηρίο, φυσικά, δεν τον άφησε να χάσει τις αισθήσεις του. Ο Αγύρευτος, γρυλίζοντας, όρμησε στον ιερέα προτού ο Μαλαχίας προλάβει να τον σταματήσει. Προσπάθησε να δαγκώσει τον Έδουο στο πόδι, και δέχτηκε μια κλοτσιά κατάμουτρα, πέφτοντας στο πλάι με τη μουσούδα του αιματοβαμμένη.
«Θα σε σκοτώσω, Μαλαχία!» φώναξε ο Έδουος. «Μη νομίζεις ότι μπορείς να προδώσεις τον Θεό και– Ααααα!» Η Ελισαβέτα, ξεπροβάλλοντας από δίπλα, είχε πεταχτεί στην πλάτη του και είχε πιαστεί πάνω σε… σε κάτι που ο Μαλαχίας δεν μπορούσε ακριβώς να διακρίνει. Πρέπει να ήταν εκείνη η σκιά για την οποία μιλούσε ο Γεράρδος, μα τα μάτια του έμοιαζαν, για κάποιο λόγο, να γλιστρούν από αυτήν όποτε προσπαθούσε να τα εστιάσει επάνω της.
«Βοήθησέ με!» φώναξε η Ελισαβέτα, καθώς πάσχιζε, και με τα δύο χέρια, να κρατηθεί επάνω στον Έδουο, ο οποίος τιναζόταν σαν άγριο άλογο. «Βοήθησέ με!»
Ο Μαλαχίας δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει. Ορμώντας, γρονθοκόπησε τον Έδουο καταπρόσωπο. Το χτύπημά του εκείνος ούτε που φάνηκε να το αισθάνθηκε: είχε μέσα του την υπεράνθρωπη αντοχή του Θηρίου. Και, υψώνοντας το πόδι του, κλότσησε τον Μαλαχία στο στήθος, σωριάζοντάς τον κάτω, ανάσκελα, με χρώματα να χορεύουν μπροστά στα μάτια του.
Ο Αγύρευτος ήρθε πλάι του, γλείφοντας το πρόσωπό του με τη ματωμένη γλώσσα του καθώς εκείνος προσπαθούσε να συνέλθει.
*
Η Μάρθα απέκρουσε το σπαθί ενός Ιερού Φρουρού με το δικό της· και, καθώς οι λεπίδες ήταν διασταυρωμένες, τράβηξε το πιστόλι από τη ζώνη της και τον πυροβόλησε πάνω στην κλειστή προσωπίδα του κράνους του. Ο άντρας εκτοξεύτηκε όπισθεν, καπνίζοντας.
«Ννααααχ!…» Η Μάρθα αισθάνθηκε έναν δυνατό, απότομο πόνο στον αριστερό μηρό και έχασε την ισορροπία της, πέφτοντας στο δάπεδο. «Γαμήσου…» Κάποιος την είχε πυροβολήσει.
Ανασηκώθηκε, βλέποντας εκείνον τον καταραμένο καριόλη, τον Ουβέρτο, να έρχεται μέσα από τη μάχη. Στο ένα χέρι είχε ένα αιματοβαμμένο σπαθί, στο άλλο ένα πιστόλι που τη σημάδευε.
Η Μάρθα κύλησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να δίνει, τουλάχιστον, κινούμενο στόχο.
Ένας πυροβολισμός αντήχησε, κι ένα σχεδόν ζωώδες γρύλισμα.
Ο Ουβέρτος είχε τραυματιστεί στα πλευρά. Η Άνμα’ταρ δεν στεκόταν, τώρα, μακριά από τη Μάρθα, και είχε ένα πιστόλι σε κάθε χέρι. Συνέχισε να πυροβολεί τον ιερέα, καθώς εκείνος συνέχιζε να κινείται· το πρώτο χτύπημα δεν φαινόταν να το είχε καν αισθανθεί, ενώ έναν κανονικό άνθρωπο σίγουρα θα τον είχε σωριάσει – πιθανώς, μάλιστα, να τον είχε σκοτώσει.
Ο Ουβέρτος κινήθηκε με απίστευτη ταχύτητα, αποφεύγοντας κάποιες σφαίρες και δεχόμενος κάποιες άλλες. Πυροβολώντας.
Η Άνμα χτυπήθηκε στον ώμο από μια ριπή του και έπεσε. Ο Ουβέρτος τώρα ήταν πια κοντά της. Την κλότσησε στην κοιλιά, στέλνοντάς την πάνω στον τοίχο. Η Μάρθα είδε τη μάγισσα να βρίσκεται στα πρόθυρα της λιποθυμίας, αν όχι του θανάτου, και φώναξε στον ιερέα: «Εδώ, καριόλη! Εδώ!» πυροβολώντας τον.
Το χέρι της δεν ήταν σταθερό και αστόχησε.
Ο Ουβέρτος στράφηκε προς το μέρος της–
Σαν να άνοιξε μια πόρτα από αέρα, ο Λεοπόλδος βρέθηκε πλάι του, χτυπώντας τον στο κεφάλι με το σπαθί του. Ο Ουβέρτος παραπάτησε και έπεσε. Βρέθηκε στα τέσσερα, μοιάζοντας να στάζει αίμα από παντού.
«Στην Ερρίθια, όλοι σας τρελαθήκατε!» γρύλισε ατενίζοντας τον Λεοπόλδο. «Ο Θεός σάς εγκατέλειψε – αλλά όχι κι εμάς!» ούρλιαξε καθώς τιναζόταν σαν λύκος, πέφτοντας πάνω στον Λεοπόλδο, ο οποίος δεν πρόλαβε ν’αποφύγει την έφοδό του. Ο Ουβέρτος τον άρπαξε με το ένα χέρι απ’τον λαιμό και, σπρώχνοντάς τον, του κοπάνησε την πλάτη στον τοίχο, λίγο πιο δίπλα από εκεί όπου ήταν πεσμένη η Άνμα’ταρ. Ο Λεοπόλδος κραύγασε όπως θα κραύγαζε ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος που πονούσε. Χωρίς αυτό το Εσώτερο Θηρίο, η δύναμη και η αντοχή των ιερέων δεν ήταν υπεράνθρωπη, παρατηρούσε η Μάρθα. Ο Λεοπόλδος χρειαζόταν βοήθεια.
Τρίζοντας τα δόντια, κατόρθωσε να σηκωθεί όρθια και να υψώσει το πιστόλι της, σημαδεύοντας την πλάτη του Ουβέρτου–
–ο οποίος κάρφωνε το σπαθί του στην κοιλιά του Λεοπόλδου.
Η Μάρθα πάτησε τη σκανδάλη, ξανά και ξανά και ξανά, γεμίζοντας τη ράχη του Ουβέρτου με αίμα. Ο ιερέας τραντάχτηκε καθώς άφηνε τον Λεοπόλδο να πέσει στο δάπεδο. Παραπάτησε προσπαθώντας να γυρίσει.
Κλικ κλικ κλικ– Ο γεμιστήρας του πιστολιού της Μάρθας είχε τελειώσει.
Ο Ουβέρτος ύψωσε το σπαθί του, που ήταν σκεπασμένο με αίμα ώς τη λαβή, και η Μάρθα νόμιζε ότι, παρά τις πληγές του, ετοιμαζόταν να το πετάξει καταπάνω τους – και δεν αμφέβαλλε ότι το σημάδι του θα ήταν καλό – όπως επίσης δεν αμφέβαλλε πως μπορεί να τη σκότωνε ακαριαία με τη δύναμή του.
Η Άνμα’ταρ, όμως, παρότι μισολιπόθυμη, κινήθηκε· τινάχτηκε πάνω, καρφώνοντας ένα ξιφίδιο στο διάφραγμα του Ουβέρτου, κι άλλο ένα στα πλευρά του.
Το σπαθί του έπεσε από το χέρι του, και η Μάρθα είδε για πρώτη φορά έναν από τους παλιούς ιερείς της Χάρνταβελ να πεθαίνει.
*
Ο Γεράρδος έστριψε.
Η λεπίδα του Γουλιέλμου έσχισε τον αέρα.
«Μείνε σε μια θέση, τέρας! Μείνε σε μια θέση!»
Ο Γεράρδος, ξεπροβάλλοντας πίσω του, άρπαξε πάλι τη σκιά του Εσώτερου Θηρίου που τύλιγε τον Ύπατο – και ξανά εκείνος τον τίναξε πέρα. Έμοιαζε αδύνατον να πιαστεί αρκετά καλά επάνω του ώστε να μπορέσει να αποδιώξει το Θηρίο.
Ο Τζοσελίνος ήρθε κοντά, ακολουθώντας τα μονοπάτια.
«Ο Θεός συγχωρεί όσους μετανιώνουν για τις μιαρές πράξεις τους, Αδελφέ,» είπε ο Γουλιέλμος, με τα μάτια του γεμάτα από το Εσώτερο Θηρίο. «Σκότωσε τον Αντίθεο και θα ξαναγυρίσεις κοντά μας!»
«Δε μπορώ να ξαναγυρίσω κοντά σας, Ύψιστε Πατέρα. Κι όταν είσαι σαν εμάς, θα καταλάβεις γιατί το λέω αυτό.»
«Τολμάς να υπαινίσσεσαι ότι θα εγκαταλείψω τον Θεό για ν’ακολουθήσω τον εξωδιαστασιακό δαίμονα που ακολουθείτε εσείς;» ούρλιαξε ο Γουλιέλμος, και όρμησε στον Τζοσελίνο με φανερή πρόθεση να τον μακελέψει. Εκείνος ακολούθησε τα μονοπάτια κι απέφυγε τη λεπίδα του.
«Νομίζω ότι βλέπω τη σκιά, Γεράρδε,» είπε.
«Ωραία, γιατί δε μου φαίνεται να μπορώ να τον νικήσω μόνος μου.»
Ο Γεράρδος έστριψε, γλίστρησε πίσω από τις σκιές και πίσω από το φως, και, βλέποντας τον Γουλιέλμο να ορμά πάλι στον Τζοσελίνο, τινάχτηκε και πιάστηκε πάνω στο Εσώτερο Θηρίο του Ύπατου.
Ένας άγριος βρυχηθμός γέμισε το κεφάλι του, καθώς το Μαύρο Σύννεφο τού υποσχόταν θανάτους φρικτούς πέρα από κάθε φαντασία.
*
Η Ελισαβέτα ούρλιαζε καθώς προσπαθούσε να κρατηθεί πάνω στη σκιά που τύλιγε τον Έδουο και να την τραβήξει, να την αποτινάξει, όπως έκανε ο Γεράρδος. Το έβρισκε, όμως, πολύ, πολύ δύσκολο. Δεν ήταν όπως τότε που είχε βοηθήσει τον Γεράρδο να αποδιώξει το Εσώτερο Θηρίο του Μαλαχία. Τώρα, κανένας δεν ήταν εδώ για να βοηθήσει εκείνη. Έπρεπε να το κάνει μόνη της, και δεν ήξερε αν μπορούσε. Ο Μαλαχίας ήταν ακόμα πεσμένος, δεν είχε σηκωθεί· ο μαύρος σκύλος του – φανερά χτυπημένος κι αυτός – ήταν πλάι του και τον έγλειφε.
Η Ελισαβέτα έτριξε τα δόντια, αισθάνθηκε να δαγκώνει τα χείλη της. Ένιωσε τη σκιά να υποχωρεί – λιγάκι… λιγάκι… Ένας ήχος ήρθε στ’αφτιά της, σαν ύφασμα που σκίζεται, σαν ρούχο που οι ραφές του σπάνε…
«Βοήθησέ με…» φώναξε στον Μαλαχία – ή, τουλάχιστον, νόμιζε πως φώναξε· δεν ήταν σίγουρη. Τα χέρια της την πονούσαν. Ολόκληρο το σώμα της την πονούσε. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να κρατιέται επάνω στον Έδουο. Είχε την αίσθηση πως δεν κρατιόταν καν επάνω σε άνθρωπο, αλλά σε κάποια αλλόκοτη άμορφη μάζα: μια μάζα που ήταν κάθε δυνατό αγρίμι στη Χάρνταβελ.
Ένας άντρας ήρθε ξαφνικά μπροστά στον Έδουο, ένας λευκοντυμένος άντρας· και πλάι του, ένας άλλος: αυτός που ονόμαζαν Εδμόνδο Βοριά. Κι οι δυο τους κρατούσαν σπαθιά στα χέρια τους, με τις λεπίδες να γυαλίζουν· δεν πρέπει να είχαν τραυματίσει ούτε έναν αντίπαλο.
«Βοηθήστε με!» φώναξε η Ελισαβέτα, και ο λευκοντυμένος άντρας σπάθισε τον Έδουο· και μετά, ο Εδμόνδος ο Βοριάς τον μιμήθηκε.
Η Ελισαβέτα αισθάνθηκε το Εσώτερο Θηρίο να χάνει λίγη από τη δύναμή του. Το πίεσε με τα γόνατά της, ενώ τα χέρια της το τραβούσαν, το τραβούσαν… Άκουσε το ύφασμα που σκίζεται. Ένιωσε την αντίσταση να υποχωρεί. Συνέχισε να τραβά: πίσω, πίσω, πίσω…
Ξαφνικά, καμία αντίσταση!
Η Ελισαβέτα έπεσε στο πέτρινο πάτωμα, κουτρουβάλησε, ξέπνοη.
Και είδε μια σκιά να ορθώνεται από πάνω της, πανύψηλη· και, βλέποντάς την, ήρθαν στο μυαλό της αποκρουστικοί θάνατοι: μεγάλα οδοντωτά σαγόνια που συνθλίβουν κρανία ανάμεσά τους· άνθρωποι κρεμασμένοι ανάποδα, που σπαρταρούν καθώς το αίμα μαζεύεται στο κεφάλι τους και το μυαλό τους διαλύεται· νύχια άγριων πουλιών που ξεριζώνουν μάτια και συνεχίζουν να μπήγονται ώσπου να σκοτώσουν· φριχτές, πεινασμένες μουσούδες που τρέφονται με εντόσθια–
«ΟΧΙ!» ούρλιαξε η Ελισαβέτα. «ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ!»
Και τα χέρια της ήταν φωτιές ανάμεσα σ’εκείνη και στην αποτρόπαια σκιά που είχε σκύψει από πάνω της. Η Ελισαβέτα ανασηκώθηκε και τα δάχτυλά της καρφώθηκαν στο στήθος της σκιάς, που είχε τη γενική μορφή ανθρώπου αλλά συγχρόνως έδινε την εντύπωση πως ήταν άμορφη. Οι φλόγες πήδησαν από τα χέρια της Ελισαβέτας και τύλιξαν τον εχθρό της.
Η σκιά κομματιάστηκε, και τίποτα απ’αυτήν δεν έμεινε.
*
Ο Τζοσελίνος πιάστηκε πάνω στη σκιά του Ύπατου αμέσως μόλις είχε πιαστεί κι ο Γεράρδος, και επιχείρησαν μαζί, συγχρονισμένα, να αποτινάξουν το Εσώτερο Θηρίο του Γουλιέλμου. Αλλά δεν μπορούσαν καθόλου να το κουνήσουν· και, βρυχούμενος με βρυχηθμούς που πρέπει σίγουρα ν’αντηχούσαν σ’ολάκερο τον Υπεραιώνιο, ο Ύπατος τούς πέταξε και τους δύο από πάνω του.
«Δεν έχεις θέση εδώ, Γεράρδε! Είσαι τέρας! κι έχεις μολύνει κι αυτούς με την παρουσία σου! Ποτέ δεν θα με διώξεις από τη Χάρνταβελ!»
Ο Γεράρδος σηκώθηκε όρθιος, αγκομαχώντας, καταϊδρωμένος, νιώθοντας τα ρούχα του να κολλάνε στο πετσί του, νιώθοντας τον ιδρώτα του να ενοχλεί τα εγκαύματα στη δεξιά μεριά του προσώπου του καθώς και το τραύμα στα πλευρά του.
«…Πρέπει να τον σκοτώσουμε, Τζοσελίνε.»
«Όχι,» έκρωξε εκείνος, μοιάζοντας το ίδιο κουρασμένος με τον Γεράρδο.
«Θα μας σκοτώσει, διαφορετικά.»
Ο Γουλιέλμος όρμησε καταπάνω τους. Εκείνοι ακολούθησαν τα μονοπάτια. Ο Γεράρδος τράβηξε ένα πιστόλι και πυροβόλησε τον Ύπατο στα πλευρά. Ο Γουλιέλμος ούτε που παραπάτησε· στράφηκε και του χίμησε. Αλλά δεν τον έφτασε: ο Τζοσελίνος σπάθισε τον Ύπατο στο πόδι, μ’όλη του τη δύναμη, σωριάζοντάς τον όπως θα σώριαζε κανείς ένα άλογο που ερχόταν καλπάζοντας ξέφρενα.
Ο Γεράρδος πυροβόλησε ξανά τον Γουλιέλμο, πατώντας επανειλημμένα τη σκανδάλη του πιστολιού του. Εκείνος δεχόταν τις σφαίρες ενώ σηκωνόταν από το πάτωμα. Ακόμα και η ριπή που διέλυσε το αριστερό του μάτι δεν τον σταμάτησε. Και μετά, το όπλο του Γεράρδου είχε αδειάσει.
Ο Γουλιέλμος ορθώθηκε. Το δεξί του μάτι είχε χάσει το εντυπωσιακό γκρίζο χρώμα του· είχε γίνει κατάμαυρο σαν το Μαύρο Σύννεφο. Κι απ’το κατεστραμμένο αριστερό μάτι ένας καπνός του ίδιου μαύρου, μολυσματικού χρώματος έβγαινε.
«Ποτέ, Γεράρδε! Ποτέ δεν θα με διώξεις από τη Χάρνταβελ!» είπε το Εσώτερο Θηρίο, μιλώντας μέσα από το στόμα του Ύπατου, με φωνή που, χωρίς καμία αμφιβολία, δεν ήταν του Γουλιέλμου. «Δεν μπορείς! Ήμουν εδώ πριν από εσένα, και θα είμαι πολύ ΜΕΤΑ από εσένα!»
Και ξαφνικές εικόνες – (η Μελισσάνθη νεκρή στα χέρια του) – (τα χέρια του να σκοτώνουν τη Μελισσάνθη) – (το πρόσωπο της Μελισσάνθης, χωρίς ζωή) – (η Μελισσάνθη νεκρή) – (το αίμα της Μελισσάνθης τινάζεται) – γέμισαν το μυαλό του Γεράρδου.
«Θα το δούμε αυτό,» γρύλισε, στραβώνοντας τα χείλη, παλεύοντας να διώξει τον πόνο που τον πλημμύριζε.
Ο Γουλιέλμος χίμησε, σπαθίζοντας. Ο Γεράρδος απέκρουσε με το ξίφος του, και η λεπίδα έσπασε· έχασε την ισορροπία του και έπεσε. Ο Ύπατος βρέθηκε από πάνω του, όρθιος–
–και δέχτηκε τις ριπές από το πιστόλι του Τζοσελίνου. Το σώμα του τραντάχτηκε. Όση εξωτερική δύναμη κι αν το φόρτιζε, δεν ήταν παρά ένα ανθρώπινο σώμα – ματωμένο, τώρα, και ταλαιπωρημένο.
Ο Γεράρδος γλίστρησε μέσα στα μονοπάτια. Σηκώθηκε πάλι όρθιος.
Ο Γουλιέλμος, ουρλιάζοντας, πήδησε καταπάνω στον Τζοσελίνο ο οποίος ακόμα πυροβολούσε. Τον χτύπησε στο στήθος με το σπαθί του, και ο Τζοσελίνος τινάχτηκε πέρα σαν μαριονέτα.
«Είστε αδύναμοι χωρίς εμένα! Με χρειάζεστε! Είμαι ο Κύριός σας!» βρυχήθηκε το Εσώτερο Θηρίο. Ο μαύρος καπνός από το κατεστραμμένο αριστερό μάτι του Γουλιέλμου έμοιαζε τώρα με φίδι που περιστρεφόταν σπειροειδώς γύρω από το κεφάλι του: μια άλλη, ζωντανή, ξεχωριστή οντότητα.
«Γουλιέλμε!» φώναξε ο Γεράρδος, προτού ο Ύπατος πάει προς τον Τζοσελίνο, ο οποίος, παρότι πεσμένος και αιμόφυρτος, δεν πρέπει να ήταν νεκρός – σάλευε πάνω στο πάτωμα. «Έλα σε μένα! Εγώ είμαι αυτός που θα σε διώξει από τούτη τη διάσταση!»
Ο Ύπατος στράφηκε πάλι στον Γεράρδο, κι ένα αποτρόπαιο γέλιο βγήκε απ’τα σαγόνια του, σαν λύκοι να γελούσαν μέσα από κάποιο κατασκότεινο σπήλαιο. «Εσένα, Γεράρδε, σκέφτομαι ν’αφήσω για το τέλος–»
Πυροβολισμοί τον έκαναν να σκοντάψει και να πέσει στα γόνατα. Το ανθρώπινο σώμα του δεν μπορούσε ν’αντέξει για πολύ ακόμα.
Ο Σεβερίνος ζύγωνε, μ’ένα Παντοκρατορικό τουφέκι στα χέρια, πυροβολώντας.
Τώρα!
Ο Γεράρδος ακολούθησε μια στροφή αδύνατης γεωμετρίας, έφτασε αριστερά του γονατισμένου Ύπατου, τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη μπότα του, και διαπέρασε τον λαιμό του Γουλιέλμου πέρα για πέρα. Άρπαξε, αμέσως μετά, τα μαλλιά και τα μούσια του και του έστριψε το κεφάλι, βίαια.
Ο Ύπατος έπεσε ανάσκελα όταν ο Γεράρδος τον άφησε, και, μ’ένα δαιμονικό βουητό, κατάμαυρος καπνός τινάχτηκε από μέσα του, βγαίνοντας από το διαλυμένο αριστερό του μάτι κι από το στόμα του.
…ΓΕΡΑΡΔΕ…
Μια απόμακρη φωνή, και ο καπνός, ταξιδεύοντας προς τα πάνω, προς την ψηλή οροφή της μεγάλης αίθουσας, διαλύθηκε.
Ο Σεβερίνος κατέβασε το τουφέκι του. «Τι σκατά ήταν αυτός ο τρελαμένος κωλόγερος;» ρώτησε, με δέος.
«Αυτός,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, «ήταν ο Ύπατος.»
Τα μάτια του Σεβερίνου γούρλωσαν· το στόμα του ανοιγόκλεισε χωρίς να βγει ήχος.
Διαπιστώνοντας ότι η σύγκρουση είχε τελειώσει, ο Γεράρδος κοίταξε ολόγυρά του, τη μεγάλη αίθουσα του Υπεραιώνιου. Νεκροί και τραυματισμένοι Ιεροί Φρουροί και ληστές του Σεβερίνου κείτονταν παντού, κι όσοι ήταν ακόμα όρθιοι δεν έμοιαζαν να έχουν διάθεση να συνεχίσουν να μάχονται. Ο Τέρι Κάρμεθ και ο Εδμόνδος ο Βοριάς φαινόταν να μιλάνε σε κάποιους προσπαθώντας να τους γαληνέψουν και να δώσουν τέλος στην αιματοχυσία. Ο Έδουος ήταν πεσμένος στο δάπεδο, με αίμα επάνω στα άμφιά του, αλλά ο Γεράρδος καταλάβαινε – το διαισθανόταν – ότι ήταν ζωντανός, και ότι το Εσώτερο Θηρίο είχε ξεριζωθεί από μέσα του. Πλάι του ήταν καθισμένη οκλαδόν η Ελισαβέτα, μοιάζοντας κουρασμένη· εκείνη πρέπει να ήταν που τον είχε γλιτώσει από τα νύχια του Μαύρου Σύννεφου. Ο Μαλαχίας στεκόταν παραδίπλα, και κοντά του ήταν ο σκύλος του, ο Αγύρευτος, με τη μουσούδα του τραυματισμένη. Ο Τζοσελίνος είχε σηκωθεί από το πάτωμα και είχε καθίσει σε μια ξύλινη καρέκλα, που – κάπως – είχε κατορθώσει να παραμείνει όρθια μέσα στη μάχη· ήταν τραυματισμένος στο στήθος, μα κι αυτός θα ζούσε, καταλάβαινε ο Γεράρδος. Ο Λεοπόλδος, όμως, ήταν σίγουρα νεκρός καθώς βρισκόταν καθισμένος στο πάτωμα με την πλάτη σ’έναν τοίχο και τα άμφιά του γεμάτα αίμα στη μπροστινή μεριά. Παραδίπλα, ήταν πεσμένος ο Ουβέρτος, κι αυτός νεκρός ύστερα από πάρα πολλές πληγές επάνω στο σώμα του. Η Μάρθα στηριζόταν σε μια κολόνα· η αριστερή μεριά του παντελονιού της ήταν νοτισμένη από αίμα. Η Άνμα’ταρ στεκόταν όρθια, μ’ένα πιστόλι στο αριστερό χέρι, ενώ ο δεξής της ώμος φαινόταν τραυματισμένος. Ο Σέλιρ’χοκ ήταν πλάι της, μ’ένα κοντό τουφέκι στο ένα χέρι και το μακρύ ραβδί του στο άλλο. Η Αρίνη’σαρ βρισκόταν μερικά βήματα πίσω του, όπως επίσης και οι Παντοκρατορικοί στρατιώτες.
Το Εσώτερο Θηρίο, όμως, δεν είχε εγκαταλείψει τον Υπεραιώνιο. Ήταν ακόμα εδώ. Ο Γεράρδος το διαισθανόταν. Και έστρεψε τα μάτια του, για να συναντήσει, στην αντικρινή μεριά της μεγάλης αίθουσας, τα μάτια ενός άλλου. Μαύρα και στενά.
Τα αναγνώριζε αυτά τα μάτια. Τα είχε ξαναδεί, όταν τον πήγαιναν στο κελί του στον Πύργο της Απομόνωσης.
Το πορφυρόδερμο αγόρι – ένας εκπαιδευόμενος ιερέας – στεκόταν στο κατώφλι μιας πόρτας του Υπεραιώνιου και κοίταζε τη σύγκρουση που είχε τελειώσει.
Ο Γεράρδος έτρεξε προς το μέρος του, με πρόθεση να εκδιώξει το Εσώτερο Θηρίο προτού γίνει κανένα κακό. Ο εκπαιδευόμενος, όμως, στράφηκε και υποχώρησε στα ενδότερα του Ναού. Ο Γεράρδος, ακολουθώντας τα μονοπάτια, τον κυνήγησε. «Περίμενε!» του φώναξε. «Θέλω να μιλήσουμε!» Αλλά δεν είχε πιθανότητα να τον πείσει να κάνει τίποτα όσο το Θηρίο μαινόταν μες στο μυαλό του· και ήταν ήδη πολύ αργά, παρά την ασύλληπτη μετακίνηση του Γεράρδου μέσα στα μονοπάτια: Ο εκπαιδευόμενος είχε φτάσει σ’ένα πλαϊνό δωμάτιο και, ανοίγοντας ένα παράθυρο, πήδησε έξω σαν αίλουρος κι έτρεξε στο δάσος. Ο Γεράρδος μπορούσε να τον κυνηγήσει, μα δεν ήταν βέβαιος ότι θα κατόρθωνε να προφτάσει ένα αγρίμι καθοδηγούμενο από το Εσώτερο Θηρίο. Επιπλέον, ήταν κατάκοπος από τη μάχη, και ήθελε να ξεκουραστεί. Θα έπρεπε να βρει το αγόρι μια άλλη μέρα…
*
Δεν ήταν δύσκολο να βάλουν τα πράγματα σε μια τάξη, τώρα που η παρουσία του Εσώτερου Θηρίου δεν υπήρχε πλέον στον Υπεραιώνιο. Οι εναπομείναντες Ιεροί Φρουροί και οι λιγοστοί υπηρέτες του Ναού υπάκουσαν χωρίς αντιρρήσεις τα λόγια του Γεράρδου και του Μαλαχία, που μιλούσαν στην ψυχή τους όπως τα λόγια κάθε ιερέα. Ο Γεράρδος τούς εξήγησε για το Εσώτερο Θηρίο και δήλωσε πως δεν κατηγορούσε κανέναν που είχε πολεμήσει εναντίον του: ήταν παραπλανημένοι και δεν είχαν άλλη επιλογή· μέσα τους, νόμιζαν ότι έκαναν το σωστό.
Οι νεκροί μεταφέρθηκαν έξω από τον Υπεραιώνιο, στο δάσος, για να ταφούν, ώστε τα σώματα να δοθούν πίσω στη διάσταση που τα γέννησε και τα πνεύματα να ταξιδέψουν στην αγκαλιά του Θεού. Ο Μαλαχίας επέβλεπε και έλεγε μερικές προσευχές, καθώς οι υπηρέτες και οι Ιεροί Φρουροί είχαν αναλάβει τη δουλειά της ταφής. Τον Ύπατο και τους νεκρούς ιερείς – τον Ουβέρτο και τον Λεοπόλδο – τους άφησαν για μετά, ώστε να κηδευτούν μ’όλες τις απαραίτητες τιμές. Δεν είχε σημασία που ο Γουλιέλμος και ο Ουβέρτος είχαν το Εσώτερο Θηρίο εντός τους όταν πέθαναν. Ήταν εκείνο που ήταν – Εκλεκτοί του Θεού – άσχετα από την επιρροή αυτού του σκοτεινού δαίμονα.
Ο Εδμόνδος ο Βοριάς περιποιήθηκε τα τραύματά του Έδουου – μια σπαθιά στα δεξιά πλευρά (από τον Τέρι Κάρμεθ) και μια στον αριστερό γοφό (από τον ίδιο τον τροβαδούρο) – τα οποία δεν ήταν βαριά, καθώς είχαν προκληθεί μόνο και μόνο για να αποσπάσουν την προσοχή του ιερέα και να δώσουν στην Ελισαβέτα την ευκαιρία που χρειαζόταν.
Το τραύμα στο στήθος του Τζοσελίνου – το οποίο ήταν σαφώς πιο άσχημο, ύστερα από εκείνο το δυνατό χτύπημα του Ύπατου – ανέλαβαν να περιποιηθούν η Ιζαμπώ και Ισαβέλλα, με βοτάνια και επιδέσμους. Ο χτυπημένος ιερέας έμοιαζε να έχει δυσκολία στην αναπνοή, αλλά ακόμα ο Γεράρδος διαισθανόταν πως, δόξα τω Θεό, δεν υπήρχε κίνδυνος για τη ζωή του.
Ο Σέλιρ’χοκ είχε μόλις βγάλει τη σφαίρα από τον ώμο της Άνμα’ταρ και επέδενε την πληγή της, καθώς ο Γεράρδος πλησίαζε τη Μάρθα, η οποία είχε καθίσει σε μια καρέκλα πλάι σ’ένα μικρό τραπέζι και έπινε κρασί από ένα μπουκάλι. Το ποτό είχε τρέξει στο σαγόνι και στον λαιμό της. Το αριστερό της πόδι ήταν απλωμένο μπροστά της, και ολόκληρο το μπατζάκι του παντελονιού της ήταν ποτισμένο στο αίμα.
«Θες βοήθεια μ’αυτό;» τη ρώτησε ο Γεράρδος, κοιτάζοντας το τραύμα της.
«Ναι.» Ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’το μπουκάλι και το άφησε πλάι της. «Θέλω, γαμώ την τρέλα μου. Αυτός ο γαμημένος παραλίγο να μας καθαρίσει, και εμένα και την Άνμα· και σκότωσε τον Λεοπόλδο.»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Ο Ουβέρτος. Δυστυχώς πέθανε κι ο ίδιος.»
«Δυστυχώς; Στα τσακίδια.»
«Δεν ήξερε τι έκανε.» Ο Γεράρδος γονάτισε μπροστά της αρχίζοντας να βγάζει τις μπότες της.
«Μαλακίες.»
Ο Γεράρδος έβγαλε τις μπότες της· και η Μάρθα σηκώθηκε, για λίγο, όρθια, στηριζόμενη στο τραπεζάκι, ώστε να της κατεβάσει και το παντελόνι για να δει το τραύμα. Όπως ο Γεράρδος το υποψιαζόταν, η πληγή ήταν στον μηρό, μερικά εκατοστά κάτω από τον γοφό. «Σφαίρα, έτσι;»
«Ναι, γαμώ την τύχη μου.» Η Μάρθα έφερε το στόμιο του μπουκαλιού στα χείλη της και ήπιε πάλι κρασί, καθώς ξανακαθόταν στην καρέκλα.
Ο Γεράρδος πήρε το μπουκάλι από τα χέρια της και έπλυνε το τραύμα με το ποτό. Εκείνη γρύλισε: «Γαμήσου!…» Ο Γεράρδος τράβηξε το πιο λεπτό εγχειρίδιο που είχε μαζί του, πήγε στη μεγάλη φωτιά του λάκκου στο κέντρο της αίθουσας, θέρμανε τη λεπίδα ώστε να την αποστειρώσει, και επέστρεψε κοντά στη Μάρθα για να βγάλει τη σφαίρα από μέσα της. Η διαδικασία δεν ήταν ευχάριστη, αλλά δεν μπορούσε να αποφευχθεί.
*
Οι πάντες ήταν απασχολημένοι είτε με το να θάβουν νεκρούς είτε με το να περιποιούνται τραυματίες. Ελάχιστοι παρακολουθούσαν τον Τέρι, την Αρίνη, και τους στρατιώτες τους· και ο ταγματάρχης ήξερε ότι, αν ήθελαν, μπορούσαν τώρα να επιχειρήσουν να φύγουν, και θα είχαν, μάλλον, καλές πιθανότητες επιτυχίας. Αλλά δεν πρότεινε να το προσπαθήσουν. Γιατί και εκείνος και η Αρίνη είχαν την περιέργεια να μάθουν τι συνέβαινε εδώ και τι είχαν να τους πουν για το παιδί τους.
Ο Εδμόνδος ο Βοριάς – του οποίου η παρουσία σε τούτο το μέρος ήταν, ομολογουμένως, παράξενη – δεν είχε δώσει πολλές εξηγήσεις. Είχε πει μονάχα ότι, φεύγοντας από την Ερρίθια, είχε στο δρόμο του συναντήσει τον Μεγάλο Πατέρα Μαλαχία μ’αυτή την ομάδα που ήταν σαν μικρός στρατός. Τους είχε χαιρετήσει και τους είχε ρωτήσει πού πήγαιναν, κι ο Μεγάλος Πατέρας τού είχε απαντήσει ότι πήγαιναν να επιτεθούν στον Υπεραιώνιο επειδή τα πράγματα είχαν αλλάξει στη Χάρνταβελ: οι παλιοί ιερείς ήταν παραπλανημένοι, κατεχόμενοι από κάποιο δαιμόνιο, και ένα καινούργιο τάγμα ιερέων είχε δημιουργηθεί. Παραξενεμένος από τούτο, ο Εδμόνδος είχε αποφασίσει να ακολουθήσει τον Μεγάλο Πατέρα και τους υπόλοιπους, και ο Μαλαχίας δεν του το είχε αρνηθεί.
Δε φαίνεται να ξέρει και πολύ περισσότερα από εμάς, σκεφτόταν ο Τέρι.
Και τώρα, περίμενε, μαζί με την Αρίνη και τους στρατιώτες του, ώσπου οι νικητές της σύγκρουσης να βάλουν τα πράγματα σε μια τάξη και να μπορέσουν να συζητήσουν.
Όταν οι τραυματίες περιθάλφθηκαν και οι νεκροί θάφτηκαν στο δάσος, ο Μαλαχίας τούς κάλεσε όλους να βγουν από τον Ναό ώστε να παρευρεθούν στην κηδεία του Ύπατου Γουλιέλμου και των Μεγάλων Πατέρων Τζοσελίνου και Ουβέρτου. Η πρόσκλησή του φαινόταν να συμπεριλαμβάνει τον Τέρι, την Αρίνη, και τους στρατιώτες τους, έτσι ακολούθησαν κι αυτοί τους υπόλοιπους έξω από τον Ναό και μέσα στη βλάστηση.
Ο Μαλαχίας και ο Γεράρδος έκαναν την κηδεία με κάθε δυνατή επισημότητα (δεδομένων των περιστάσεων) και, αφού άνοιξαν οι ίδιοι λάκκους, κατέβασαν μέσα τους νεκρούς ιερείς χωρίς τη βοήθεια κανένας άλλου και τους σκέπασαν με χώμα.
«Ο Θεός τούς πήρε στην αγκαλιά του,» είπε ο Μαλαχίας προς όλους, όταν αυτή η διαδικασία τελείωσε. «Κανένα κακό δεν μπορεί να τους προσβάλει τώρα. Ας επιστρέψουμε στον Ναό να αναπαυθούμε.»
Αφού μπήκαν πάλι στη μεγάλη αίθουσα του Υπεραιώνιου, οι υπηρέτες και οι Ιεροί Φρουροί έφεραν καθίσματα για όλους, καθώς επίσης και φαγητά και ποτά. Είχε πλέον περάσει το μεσημέρι και ήταν όλοι τους κατάκοποι και πεινασμένοι. Ο Γεράρδος και ο Μαλαχίας προσκάλεσαν τον Τέρι Κάρμεθ, την Αρίνη’σαρ, και τους στρατιώτες τους να καθίσουν στο μεγάλο τραπέζι όπου κάθονταν εκείνοι κι οι σύντροφοί τους.
Της Μάρθας δεν της άρεσε αυτό. Φοβόταν ότι οι Παντοκρατορικοί κάποια προδοσία θα σκάρωναν, και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Γεράρδος νόμιζε πως τους χρειαζόταν. Τόσα πολλά ήξερε αυτός ο ταγματάρχης για τους ανθρώπους της άλλης διάστασης;
Ο Γεράρδος είπε στον Σεβερίνο: «Στείλε μερικούς απ’τους ανθρώπους σου να πάνε να ειδοποιήσουν τον Οσβάλδο και τον Ριχάρδο, και να τους βοηθήσουν να έρθουν εδώ.»
«Μάλιστα, Μεγάλε Πατέρα,» αποκρίθηκε εκείνος· και, καθώς σηκωνόταν απ’το τραπέζι (παίρνοντας μαζί του μια φτερούγα ψημένου κοτόπουλου), σφύριξε στους Γενναίους του οι οποίοι κάθονταν παραπέρα. Οι μισοί απ’αυτούς είχαν απομείνει ύστερα από τη συμπλοκή, παρατήρησε ο Γεράρδος· και σκέφτηκε: Ελπίζω να μη στραφούν εναντίον μας. Μπορεί να σέβονταν τον Θεό, μα, κυρίως, είχαν έρθει στην Ερρίθια να πολεμήσουν για τα λάφυρα. Ο Γεράρδος αποφάσισε να τους δώσει ό,τι μπορούσε από τον Υπεραιώνιο – αν και τα πολύτιμα πράγματα που κρατούσαν οι ιερείς ήταν ελάχιστα. Το ιερατείο της Χάρνταβελ δεν θησαύριζε, όπως τα ιερατεία άλλων διαστάσεων. Οι ιερείς ζούσαν κοντά στον Θεό και κοντά στην πλάση, κι αυτό ήταν αρκετό για να γεμίζει τις ζωές τους· δεν χρειάζονταν πλούτη όταν είχαν όλο τον πλούτο της φύσης της Χάρνταβελ στα πόδια τους.
Αυτοί οι ληστές, όμως, δεν είναι σαν εμάς. Πρέπει να τους δοθεί η εντύπωση ότι κέρδισαν κάτι – κάτι υλικό – αλλιώς θα είναι πολύ δυσαρεστημένοι, κι αυτό δεν το θέλουμε. Εξάλλου, μπορεί να τους ξαναχρειαστούμε…
«Μεγάλοι Πατέρες, είπατε ότι πρέπει να μιλήσουμε.» Η φωνή του Τέρι Κάρμεθ διέκοψε τους συλλογισμούς του Γεράρδου.
«Ναι, Ταγματάρχη, πρέπει πράγματι να μιλήσουμε.»
«Τι γνωρίζετε για το παιδί μας;» ρώτησε η Αρίνη’σαρ.
Ο Γεράρδος καταλάβαινε ότι, αναμφίβολα, αυτό πρέπει να τους ενδιέφερε πολύ, επομένως αποφάσισε να μην τους δώσει απάντηση αμέσως. Πίνοντας μια γουλιά από το κρασί στην επάργυρη κούπα του, είπε: «Θα ήθελα πρώτα να μάθω τι γνωρίζεις εσύ, Ταγματάρχη, για τον λαό που ήρθε από την άλλη διάσταση.»
Ο Τέρι δίστασε να μιλήσει, επειδή καταλάβαινε ότι ο Γεράρδος προσπαθούσε να τον πιέσει, και επειδή δεν ήταν βέβαιος για τις προθέσεις και τα σχέδια του Γεράρδου κι αυτού του νέου τάγματος ιερέων. «Πριν σου πω για τον λαό του Βασιληά Κάλροοθ, θέλω να μου εξηγήσετε τι συμβαίνει εδώ. Τόσα χρόνια είμαι στη Χάρνταβελ και ποτέ δεν φανταζόμουν ότι ο Υπεραιώνιος θα δεχόταν επίθεση – πόσω μάλλον από ιερείς!»
«Ούτε εμείς το φανταζόμασταν, Ταγματάρχη,» του είπε ο Μαλαχίας. «Αλλά τα πράγματα άλλαξαν.»
«Τι έγινε; Πείτε μου,» επέμεινε ο Τέρι.
Ο Γεράρδος κι ο Μαλαχίας αλληλοκοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Ο πρώτος δεν είδε αρνητική διάθεση στα μάτια του δεύτερου, έτσι στράφηκε πάλι στον ταγματάρχη και είπε: «Οι παλιοί ιερείς ανέκαθεν διακατέχονταν από ένα δαιμόνιο. Το ονομάζουμε ‘το Εσώτερο Θηρίο’. Είναι το ίδιο δαιμόνιο που διακατέχει και τους ουγκράβους – για τους οποίους, αφού είσαι τόσα χρόνια εδώ, σίγουρα θα έχεις ακούσει.» (Ο Τέρι κατένευσε. Φυσικά και είχε ακούσει για τους ουγκράβους.) «Αυτό το δαιμόνιο, το Εσώτερο Θηρίο, δίνει στους ιερείς τις υπεράνθρωπες ιδιότητές τους. Απίστευτη δύναμη, αντοχή, και ταχύτητα. Συγχρόνως, όμως, θολώνει το μυαλό τους και τους στερεί πραγματική επαφή με τον Θεό, που είναι η ίδια η πλάση της Χάρνταβελ. Μονάχα όταν αποτινάξουν το Θηρίο μπορούν να είναι αληθινά ελεύθεροι.»
«Όπως εσείς;»
«Ναι, Ταγματάρχη, όπως εμείς.»
«Η παράξενη κίνηση που κάνετε,» ρώτησε η Αρίνη’σαρ, «οφείλετε στο γεγονός ότι έχετε διώξει το Εσώτερο Θηρίο;»
«Ναι, κι αυτό δεν είναι το μόνο. Για παράδειγμα, όλοι μας αισθανόμαστε τις εισβολές: τα ανοίγματα στα διαστασιακά τοιχώματα της Χάρνταβελ. Είναι, για εμάς, σαν πληγές επάνω στο σώμα μας. Πονάμε.»
«Γνωρίζετε, δηλαδή, πού είναι όλες οι εισβολές;» ρώτησε η Αρίνη’σαρ.
«Ναι. Και καταλαβαίνουμε ότι ο κίνδυνος για τη Χάρνταβελ είναι μεγάλος. Αν δεν κάνουμε κάτι για να σταματήσουμε αυτό που συμβαίνει, η διάστασή μας θα καταστραφεί. Περισσότερα για το συγκεκριμένο θέμα μάς έχει πει η κόρη σου, Αρίνη’σαρ. Αλλά, προτού σας μιλήσω γι’αυτό, θέλω πρώτα να μου πείτε ό,τι ξέρετε για τους κατοίκους της άλλης διάστασης, γιατί μπορεί να χρειαστεί να έρθουμε σε επαφή μαζί τους.»
«Πολύ καλά,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Θα μάθετε για τον λαό της Νίρμικιτ.»
Όταν ο ταγματάρχης τελείωσε τη διήγησή του, ο Γεράρδος ακούμπησε την πλάτη στην καρέκλα του, σκεπτικός. Είχε ανάψει την πίπα του και κάπνιζε. «Θεωρούν, λοιπόν, ότι εδώ είναι όπως στον Παλαιό Κόσμο τους…»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Αλλά η σύγκρουση ίσως να είχε αποφευχθεί αν η Αρχόντισσα Μοργκάνα και ο Άρχοντας Ροβέρτος με είχαν ακούσει. Ο Βασιληάς Κάλροοθ, απ’ό,τι κατάλαβα, δεν είχε πρόθεση να κάνει πόλεμο αν μπορούσε να το αποφύγει.»
«Τώρα, όμως, ό,τι έγινε έγινε, Ταγματάρχη. Τι προτείνεις να κάνουμε;»
Ο Τέρι έφαγε μερικές μπουκιές από το φαγητό του – επίτηδες, για να αποφύγει ν’απαντήσει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πει στον Γεράρδο τι είχε αποφασίσει ο Νιρμόδος.
Αλλά ο Μαλαχίας, σαν να διάβασε το μυαλό του (Είχαν πράγματι τέτοιες δυνάμεις αυτοί οι καινούργιοι ιερείς; δεν μπόρεσε παρά να αναρωτηθεί, φευγαλέα, ο Τέρι), ρώτησε: «Τι σκέφτεται να κάνει ο Επόπτης, Ταγματάρχη; Σίγουρα θα έχει ανησυχήσει από την εισβολή του υπόγειου λαού.»
Ακόμα και να μην τους το πω θα το υποθέσουν, κατέληξε ο Τέρι. «Ζήτησε ενισχύσεις από άλλες διαστάσεις της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, Μεγάλε Πατέρα.»
«Τι άλλο θα έκανε…» μουρμούρισε η Μάρθα – και μόνο ο Γεράρδος την άκουσε, καθισμένος δίπλα της καθώς ήταν. Αγνοώντας την, είπε στον Τέρι:
«Δε νομίζεις ότι θα μπορούσαμε να έρθουμε σε κάποια συνεννόηση με τον Βασιληά Κάλροοθ, Ταγματάρχη; Και οι δύο διαστάσεις θα καταστραφούν αν δεν κάνουμε κάτι.»
«Θα μας μιλήσεις, επιτέλους, για το παιδί μας;» τον ρώτησε η Αρίνη, προτού προλάβει να πει τίποτα ο σύζυγός της.
Ο Γεράρδος κατένευσε. «Είναι, πράγματι, η ώρα,» παραδέχτηκε, και τους είπε για τις δύο συναντήσεις του με την οντότητα που είχε ονοματίσει Μαύρη Φωτιά, ελλείψει καλύτερου ονόματος.
«Είναι αντισώματα, λοιπόν…» είπε η Αρίνη.
«Ναι· κι εμείς το ίδιο. Η κόρη σου πιστεύει ότι μπορούμε, ίσως, να κάνουμε κάτι για να κατατροπώσουμε τους τέσσερις Ιπτάμενους. Πράγμα βασικό για να σωθούμε όλοι μας· διότι, όσο οι Ιπτάμενοι συνεχίζουν να ζουν, τρέφονται από τη ζωτική ενέργεια της διάστασής τους αλλά και από τη ζωτική ενέργεια της Χάρνταβελ, η οποία συνορεύει.»
«Τι μπορείτε να κάνετε για να τους νικήσετε;» ρώτησε η Αρίνη, που, έχοντας κι η ίδια δει μία από αυτές τις φωτεινές οντότητες, δεν νόμιζε ότι ήταν εύκολο κάποιος να τη σκοτώσει.
«Δεν ξέρουμε ακόμα,» παραδέχτηκε ο Γεράρδος.
«Ωστόσο,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «πιστεύουμε πως το κλειδί ίσως να βρίσκεται στο παρελθόν της άλλης διάστασης. Στον Παλαιό Κόσμο. Αν μάθουμε πώς ακριβώς δημιουργήθηκαν οι Ιπτάμενοι, πιθανώς να βρούμε τρόπο να τους κατατροπώσουμε. Η κόρη σου το μόνο που γνωρίζει είναι ότι βγήκαν από τον ήλιο, και γι’αυτό ο ήλιος έχει αποσταθεροποιηθεί.»
Ο Τέρι είπε: «Στη Νίρμικιτ, δε μου μίλησαν για τη δημιουργία των Ιπτάμενων. Επιπλέον, πιστεύουν ότι υπάρχει μόνο ένας Καταστροφέας, όχι τέσσερις.»
«Οι Παλαιές Διηγήσεις τους πρέπει να είναι αλλοιωμένες,» συμπέρανε ο Σέλιρ’χοκ. «Δεν πρέπει να λένε όλη την αλήθεια.»
«Συγνώμη κιόλας,» είπε η Αρίνη, «αλλά ποιος είσαι εσύ; Δεν είσαι ιερέας…» Το καταλάβαινε αυτό από τον κατάμαυρο δερματικό χρωματισμό του άντρα. Δε μπορεί να ήταν γηγενής της Χάρνταβελ: οι γηγενείς είχαν ή δέρμα λευκό-ροζ ή κόκκινο.
«Ονομάζομαι Σέλιρ’χοκ, και είμαι εδώ για να βοηθήσω.»
Η Αρίνη συνοφρυώθηκε. «Του τάγματος των Διαλογιστών… Οι ιερείς ποτέ δεν προσλάμβαναν μάγους, απ’όσο ξέρω.»
«Είσαι με την Επανάσταση,» είπε ο Τέρι στον Σέλιρ’χοκ.
«Δεν έχει σημασία αυτό τώρα,» παρενέβη ο Γεράρδος. «Σημασία έχει να σώσουμε τη Χάρνταβελ από την καταστροφή που έρχεται. Όσοι από εμάς ενδιαφερόμαστε για τούτη τη διάσταση.»
«Επομένως, Μεγάλε Πατέρα,» είπε ο Τέρι, «εκείνο που νομίζω πως με ρωτάτε είναι αν πραγματικά ενδιαφέρομαι για τη Χάρνταβελ…»
«Κι ο ίδιος είπες ότι είσαι πολλά χρόνια εδώ.»
«Είμαι.»
«Σ’ενδιαφέρει, λοιπόν, να μας βοηθήσεις;» Με τις άκριες των ματιών του, ο Γεράρδος είδε ότι οι άνθρωποι του Σεβερίνου είχαν μόλις φέρει τον Οσβάλδο και τον Ριχάρδο στον Υπεραιώνιο. Τον πρώτο τον βοηθούσαν για να βαδίζει· τον δεύτερο τον κουβαλούσαν σε φορείο φτιαγμένο από ύφασμα και ξύλο.
Ο Τέρι αποκρίθηκε: «Βρίσκομαι στη Χάρνταβελ για να προασπίζομαι τα συμφέροντα της Παντοκράτειρας.»
«Είσαι, όμως, ο μόνος Παντοκρατορικός αξιωματικός με τον οποίο μπορούμε να συνεννοηθούμε, Ταγματάρχη,» είπε ο Μαλαχίας.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί μου τα λέτε αυτά, Μεγάλε Πατέρα. Θεωρείτε ότι δεν μπορώ να κάνω τη δουλειά μου για την Παντοκράτειρα και, συγχρόνως, να βοηθήσω να σώσουμε τη Χάρνταβελ από την καταστροφή που την απειλεί;»
«Δεν ξέρω κατά πόσο ο Επόπτης θα είναι συνεργάσιμος. Για παράδειγμα, ίσως καταφέρουμε να έρθουμε σε μια συνεννόηση με τον Βασιληά Κάλροοθ, όπως είπε ο Γεράρδος – ειδικά όταν εξηγήσουμε στον Βασιληά ότι και οι δύο διαστάσεις κινδυνεύουν να καταστραφούν. Ωστόσο, αμφιβάλλω ότι ο λαός της Νίρμικιτ θα συμφωνήσει να γίνει υποτελής της Παντοκράτειρας. Για να μην αναφέρω καν τους άλλους λαούς που σύντομα θα έρθουν από τη γειτονική μας διάσταση.»
«Πιστεύετε ότι ο Επόπτης θα θέλει να τους κάνει υποτελείς…»
«Δεν είναι αυτή η τακτική σας;»
Ο Τέρι ήξερε ότι ο Μαλαχίας είχε δίκιο: όντως, αυτή ήταν η τακτική της Παντοκράτειρας. Θεωρούσε ότι ολόκληρο το σύμπαν τής ανήκε. «Σκέφτεστε, λοιπόν, να στραφείτε εναντίον του Επόπτη και να ελευθερώσετε τον Υπεράρχη.»
«Συμφωνείς με τη φυλάκιση του Υπεράρχη;»
«Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Αλλά, δυστυχώς, έλειπα από την Ερρίθια όταν αυτό συνέβη. Ούτε με το γκρέμισμα του Ναού σας στη Μεγάλη Πόλη ήμουν σύμφωνος, αν θέλετε να μάθετε.»
Ο Μαλαχίας ένευσε. «Το φανταζόμουν. Το ξέρω πως σ’ενδιαφέρει για τη Χάρνταβελ και για τους κατοίκους της, Ταγματάρχη.»
«Ας μη βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα, Μεγάλε Πατέρα. Δε συμφωνώ ούτε μ’αυτά που κάνατε εσείς στους δρόμους της Ερρίθιας.»
«Είχαμε θεωρήσει τις εισβολές σημάδια της Οργής του Θεού,» αποκρίθηκε ο Μαλαχίας. «Εσφαλμένα – το παραδέχομαι. Αλλά όλοι κάνουμε λάθη. Και τώρα, έχουμε μια ευκαιρία να διορθώσουμε τα λάθη μας – και να σώσουμε τη Χάρνταβελ.
»Ο Επόπτης Νιρμόδος Νάρλεφ δεν κάνει καλά τη δουλειά του, Ταγματάρχη, και είμαι βέβαιος πως θα μας σταθεί εμπόδιο στο έργο μας. Αυτό δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε· διότι, αν το επιτρέψουμε, θα καταδικάσουμε τη Χάρνταβελ.
»Θα είσαι μαζί μας ή μαζί με τον Επόπτη, Ταγματάρχη;»
«Μου ζητάτε να στραφώ εναντίον ενός ανώτερού μου στην ιεραρχία του Παντοκρατορικού Στρατού, Μεγάλε Πατέρα.»
«Σου ζητάω να εγκαταλείψεις τον Παντοκρατορικό Στρατό και να πολεμήσεις στο πλευρό μας,» διευκρίνισε ο Μαλαχίας. «Και να είσαι βέβαιος ότι θα ανταμειφθείς ανάλογα. Θα έχεις ξεχωριστή θέση μέσα στην Ερρίθια· και εσύ και όσοι από τους πολεμιστές σου δεν σε προδώσουν.»
Ο Τέρι ήπιε μια γουλιά από το κρασί του, συλλογισμένος. Έστρεψε το κεφάλι για να κοιτάξει την Αρίνη πλάι του, να δει ποια ήταν η δική της γνώμη. Η σύζυγός του, όμως, έμοιαζε το ίδιο προβληματισμένη μ’εκείνον. Δε θα μπορούμε να επιστρέψουμε ποτέ στη Ρελκάμνια, αν προδώσουμε τον Νιρμόδο και συμμαχήσουμε με την Επανάσταση, σκέφτηκε ο Τέρι. Και η Ρελκάμνια, η διάσταση-έδρα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, ήταν η γενέτειρα και των δυο τους.
Από την άλλη, βέβαια, ούτε εκείνος ούτε η Αρίνη πήγαιναν και πολύ εκεί, πλέον. Η Χάρνταβελ είχε γίνει το σπίτι τους.
«Μπορούμε να μιλήσουμε μόνοι μας;» ρώτησε ο Τέρι τον Μαλαχία.
Ο Μαλαχίας κοίταξε τον Γεράρδο. Εκείνος κατένευσε, και τους είπε: «Πηγαίνετε. Αλλά εκεί όπου μπορούμε να σας βλέπουμε.»
Ο Τέρι και η Αρίνη δεν έφεραν αντίρρηση. Κάνοντας νόημα στους στρατιώτες τους να παραμείνουν καθισμένοι, σηκώθηκαν από το τραπέζι και πήγαν σε μια από τις γωνίες της μεγάλης αίθουσας, όπου δεν ήταν κανένας άλλος και όπου βρίσκονταν αρκετά μακριά για να μη μπορούν να τους ακούσουν αν δεν φώναζαν.
«Θέλεις να με ρωτήσεις αν συμφωνώ να προδώσουμε τον Νιρμόδο;» είπε η Αρίνη. «Αν συμφωνώ να μείνουμε για πάντα στη Χάρνταβελ;»
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος.
Η Αρίνη κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω, Τέρι… Εσύ θέλεις να το κάνουμε αυτό; Τους εμπιστεύεσαι;»
«Δεν είμαι σίγουρος ποιον να εμπιστευτώ πια… αλλά η αλήθεια είναι πως ο Νιρμόδος δεν είναι καθόλου διπλωματικός. Κατά πάσα πιθανότητα, θα μας βάλει σε μπελάδες όταν έρθουμε σε επαφή με τον λαό του Κάλροοθ και με άλλους λαούς από τον Υπόγειο Κόσμο. Θα ξεκινήσει ολόκληρο πόλεμο εδώ, στη Χάρνταβελ, ενώ η διάσταση θα καταστρέφεται.»
Η Αρίνη μόρφασε, καταλαβαίνοντας ότι ο Τέρι είχε δίκιο. Ο Νιρμόδος, μάλλον, αυτό θα έκανε. Θα ξεκινούσε πόλεμο με τους εξωδιαστασιακούς, και θα ζητούσε, συνεχώς, ολοένα και περισσότερες ενισχύσεις. Εκτός, βέβαια, αν οι εξωδιαστασιακοί αποδέχονταν την εξουσία της Παντοκράτειρας· αλλά, απ’ό,τι της είχε πει ο Τέρι, η Αρίνη δεν νόμιζε ότι θα την αποδέχονταν. Δεν ξέρουμε ούτε καν τη γλώσσα τους για να τους εξηγήσουμε πώς έχουν τα πράγματα στο Γνωστό Σύμπαν. Μονάχα ο Τέρι ξέρει κάποια βασικά πράγματα αυτής της γλώσσας.
Η Αρίνη αναστέναξε. «Ναι, έτσι είναι… Αλλά ούτε κι αυτοί οι καινούργιοι ιερείς γνωρίζουμε ότι θα καταφέρουν να σταματήσουν την καταστροφή – αν και το παιδί μας φαίνεται να πιστεύει σ’αυτούς. Φαίνεται να τους θεωρεί τη μοναδική ελπίδα της διάστασης– και των δύο διαστάσεων.»
«Είσαι, λοιπόν, υπέρ να προδώσουμε τον Νιρμόδο;» τη ρώτησε ο Τέρι, νηφάλια.
«Δεν ξέρω. Εσύ τι νομίζεις;»
Κανένας από τους δύο δεν έμοιαζε πρόθυμος να πάρει την απόφαση.
«Αν το κάνουμε αυτό,» είπε ο Τέρι, «δεν θα μπορούμε ποτέ να ξαναγυρίσουμε στην Παντοκρατορία. Θα μας εκτελέσουν αν μας πιάσουν.»
«Μη μου λες αυτονόητα πράγματα.»
Ο Τέρι έτριξε τα δόντια, δυσανασχετώντας. «Το Μυαλό του Σκοτοδαίμονος! Είσαι κι εσύ υπέρ, έτσι δεν είναι;»
Η Αρίνη αναστέναξε πάλι. «Μακάρι να μπορούσαμε απλά να φύγουμε από δω…»
«Αν φύγουμε θα θεωρηθεί λιποταξία.»
«Είμαστε, άρα, κι οι δύο υπέρ,» είπε η Αρίνη. «Σωστά;»
Ο Τέρι έσμιξε τα χείλη. «Σωστά.»
Μετά από τα νέα που έφερε ο Νάρκλοομ, σχετικά με την παρουσία εχθρών κοντά στα σύνορα της Νέας Νίρμικιτ, ο Βασιληάς Κάλροοθ δεν άργησε να πάρει την απόφασή του. Ο στρατός του θα ξεκινούσε να προελαύνει αύριο κιόλας, ακολουθώντας τη δημοσιά· διότι ήθελε να δει πού κατέληγε ο μεγάλος δρόμος. Ήταν βέβαιος ότι στο τέλος του θα έβρισκε κάποια πόλη αξιοσημείωτου μεγέθους, ή κάποιο οχυρό· και κάνοντας πολιορκία – όπως στις Παλαιές Διηγήσεις – θα εδραίωνε καλύτερα την εξουσία του σε τούτα τα μέρη. Διαφορετικά, αν δεν έκανε τίποτα, αν άφηνε τα σύνορα της Νέας Νίρμικιτ μικρά και περιορισμένα, μπορεί οι ξένοι αργά ή γρήγορα να τον έδιωχναν. Αλλά ο Κάλροοθ δεν θα επέτρεπε αυτό να συμβεί στο όραμά του.
Με το ξημέρωμα ο στρατός του ξεκίνησε· και πάλι, όπως και την προηγούμενη φορά, ένα μεγάλο μέρος του αποτελείτο από πολίτες που είχαν πάρει όπλα, όχι πραγματικούς πολεμιστές. Αυτό απασχολούσε τον Βασιλικό Υπασπιστή Νάρκλοομ όπως και τότε, αλλά λιγότερο τώρα, γιατί οι οπλισμένοι πολίτες είχαν κάποια έστω εκπαίδευση, οσοδήποτε μικρή.
Το φουσάτο ακολουθούσε τη δημοσιά προς τα δυτικά, και οι ιχνηλάτες του πήγαιναν έφιπποι λίγο πιο μπροστά και γύρω, προσέχοντας για ενέδρες του εχθρού. Μαζί τους είχαν ανιχνευτές ήχου, κατασκευασμένους από τους τεχνουργούς της Νίρμικιτ. Κρατώντας αυτές τις συσκευές σταθερά μπροστά τους, μπορούσαν να εντοπίζουν κυματισμούς στον αέρα, και από τις ενδείξεις οι χειριστές συμπέραιναν αν ομάδες ανθρώπων ή αγέλες ζώων έρχονταν προς το μέρος τους ή απομακρύνονταν. Επίσης, έβλεπαν πού υπήρχαν δάση ή οικοδομήματα, σε περίπτωση που αυτά δεν ήταν ούτως ή άλλως ορατά.
Ο Βασιληάς Κάλροοθ είχε πάρει μαζί του το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειας του σ’αυτή την εκστρατεία, καθώς και τους περισσότερους αξιωματικούς του, αφήνοντας πίσω αρκετούς μονάχα για να κρατήσουν τις κτήσεις του, με αρχηγούς την αδελφή του, Βασιλίσκη Νιρντέτα, και τον αδελφό του, Βασιλίσκο Νάσκερελ.
Ο στρατός ήταν μεγάλος και αργοκίνητος, όπως συνήθως είναι οι στρατοί, και ολόκληρη την πρώτη ημέρα προέλαυνε σαν μακρύ φίδι επάνω στη δημοσιά της Ναραλμάδιας κατευθυνόμενος δυτικά. Αντίσταση δεν συνάντησε. Οι ιχνηλάτες εντόπισαν μόνο κάποιους άλλους ιχνηλάτες μέσω των ανιχνευτών ήχου. Δεν τους είδαν γιατί εκείνοι ήταν προφανές ότι προσπάθησαν να τους αποφύγουν· και το ότι ήταν ιχνηλάτες του εχθρού, ασφαλώς, απλά το υπέθεσαν.
«Μας κρύβονται,» είπε ο Νάρκλοομ ακούγοντας αυτή την αναφορά. «Γνωρίζουν τα εδάφη τους καλύτερα από εμάς και παρακολουθούν τις κινήσεις μας από μακριά.»
«Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν αρκετές δυνάμεις για να μας αντιμετωπίσουν;» ρώτησε ο Πρίγκιπας Ρέσλοοτ, το τρίτο παιδί του Κάλροοθ.
Ο Πρίγκιπας-Διάδοχος Όσραοκ γέλασε περιφρονητικά, και ο Ρέσλοοτ τον αγριοκοίταξε. Ο Νάρκλοομ είπε στον δεύτερο: «Δεν είναι βέβαιο, Υψηλότατε. Προσωπικά, υποθέτω πως υπολογίζουν την κατάλληλη θέση για να μας επιτεθούν.»
Οι τρεις τους ήταν στην αρχή του φουσάτου, έφιπποι όλοι, μαζί με τον Βασιληά Κάλροοθ, τη Βασιλική Σύζυγο Ελκέρτα, την Πριγκίπισσα Φαλτίκα και την Πριγκίπισσα Κιθνέκα, και τον Πρίγκιπα Νάσλοοθ. Ο Κάλροοθ, μετά από εκείνη την επίθεση εναντίον της συζύγου του, ήθελε να έχει την οικογένειά του από κοντά και συγκεντρωμένη, ώστε ο Κύρνοοκ να μπορεί να τους προστατέψει σε περίπτωση ανάγκης.
Στο δρόμο του, ο στρατός της Νέας Νίρμικιτ συνάντησε μερικά χωριά τα οποία ήταν άδεια. Οι ντόπιοι τα είχαν εγκαταλείψει, παίρνοντας μαζί τους ζώα, τρόφιμα, και ό,τι πολύτιμο είχαν. Ο εχθρός, λοιπόν – αυτή η Αρχόντισσα Μοργκάνα – είχε αρχίσει να παίρνει τα μέτρα της.
Το βράδυ, το φουσάτο έφτασε σ’ένα μέρος όπου η δημοσιά συνέχιζε δυτικά αλλά έστριβε και νότια. Εδώ, αφού οι ιχνηλάτες κατόπτευσαν προσεχτικά την περιοχή και δεν βρήκαν κανέναν κίνδυνο, οι πολεμιστές του Βασιληά Κάλροοθ καταυλίστηκαν για να διανυκτερεύσουν. Κοντά στη στροφή υπήρχε μια μικρή πόλη και ένα μεγάλο οίκημα που μπορεί να ήταν μονάχα πανδοχείο. Το μέρος πρέπει να ήταν πολυσύχναστο κανονικά, αλλά τώρα ήταν τελείως εγκαταλειμμένο, όπως διαπίστωσαν οι μαχητές του Νάρκλοομ ύστερα από μια έρευνα. Η Ελκέρτα και κάποιοι άλλοι έψαξαν για πολύτιμα πράγματα ή οτιδήποτε χρήσιμο, όμως δεν είχαν καμία επιτυχία.
«Προσπαθούν να μας αναγκάσουν να προελάσουμε μέσα σ’έναν έρημο τόπο,» είπε ο Κάλροοθ, όταν η σύζυγός του ήρθε και κάθισε κοντά του, μπροστά στη φωτιά έξω απ’τη σκηνή του. «Πιστεύουν ότι αυτό θα μας ρίξει το ηθικό και, ίσως, ότι θα μείνουμε χωρίς προμήθειες. Όμως ούτε το ένα θα συμβεί ούτε το άλλο. Προμήθειες και εξοπλισμούς έχουμε συγκεντρώσει, για την ώρα, όσους χρειαζόμαστε στη Νέα Νίρμικιτ· και για το ηθικό του λαού μου δε φοβάμαι. Τώρα που γνώρισαν έναν κόσμο σαν τον Παλαιό Κόσμο, δε θα τον αφήσουν να φύγει από τα χέρια τους.»
Η Ελκέρτα ήπιε από το φλασκί της μια γουλιά κρασί (κρασί που είχε ληστέψει από τα χωριά των γηγενών, πριν από ημέρες). Κανένας άλλος δεν ήταν καθισμένος πλάι στη φωτιά εκτός από εκείνη και τον Βασιληά της. «Δεν είναι καλό σημάδι, πάντως, που τα μαζεύουν όλα και φεύγουν,» του είπε. «Γιατί ό,τι εξαφανίζεται από εδώ εμφανίζεται κάπου αλλού.»
Ο Κάλροοθ συνοφρυώθηκε. Πράγματι, σκέφτηκε. «Προετοιμάζονται για να μας αντιμετωπίσουν σ’ένα μέρος της επιλογής τους.»
«Κι εσύ το ίδιο δεν θα έκανες; Σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, είναι εύκολη λεία. Αλλά όταν συγκεντρωθούν….»
«Χμμ…» Ο Κάλροοθ ακούμπησε το γενειοφόρο σαγόνι του στις ενωμένες του γροθιές, συλλογισμένος. «Προς τα πού λες να συνεχίσουμε;» τη ρώτησε τελικά. «Δυτικά ή νότια;»
«Νόμιζα ότι σκόπευες να δεις πού καταλήγει η δημοσιά,» είπε η Ελκέρτα· «και η δημοσιά ξεκινούσε πηγαίνοντας δυτικά. Επιπλέον, η πρωτεύουσα της Ναραλμάδιας είναι επίσης δυτικά, αν ο χάρτης που ζωγράφισε εκείνος ο αιχμάλωτος είναι σωστός. Εξακολουθώ, πάντως, να πιστεύω ότι δεν έπρεπε να τον ελευθερώσεις όπως του υποσχέθηκες. Τώρα, που δεν τον έχουμε στα χέρια μας, δεν μπορούμε να τον τιμωρήσουμε αν μας έφτιαξε ψεύτικο χάρτη.»
«Όταν δίνω το λόγο μου, τον τηρώ, Ελκέρτα.»
«Ο χάρτης του, όμως, έχει αποδειχτεί λάθος μέχρι στιγμής. Είχε σημειώσει τη Ναραλμάδια πολύ κοντά μας. Άνοιξέ τον να δεις. Κανονικά θα έπρεπε να την είχαμε δει ώς τώρα.»
«Το ξέρω. Μάλλον έκανε λάθος στις αποστάσεις. Εσύ τι περίμενες; Δεν ήταν χαρτογράφος· ένας απλός μισθοφόρος ήταν.»
«Ελπίζω να μην έχει κάνει πολλά ακόμα τέτοια… λάθη.»
«Πολεμούσε γι’αυτόν τον Άρχοντα Ροβέρτο· δεν ήξερε και τόσο καλά τούτες τις περιοχές. Και, όπως και νάχει, εμείς θα είμαστε προσεχτικοί και θα προχωρήσουμε με τα μάτια μας ανοιχτά. Υποθέτω, λοιπόν, πώς δεν είσαι της άποψης να στρίψουμε νότια, έτσι;»
«Έτσι.» Η Ελκέρτα ήπιε ακόμα μια γουλιά κρασί.
«Το πρωί θα στείλω τους ιχνηλάτες μας προς τα εκεί, για να δούμε αν υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο ή όχι,» είπε ο Κάλροοθ.
Και το έκανε. Με τα ξημερώματα, τους έστειλε να κατοπτεύσουν ενώ ο στρατός διέλυε τον καταυλισμό του. Επιστρέφοντας, του ανέφεραν ότι προς τα νότια υπήρχε μια περιτειχισμένη πόλη, όχι πολύ μεγάλη, και δεν έμοιαζε εγκαταλειμμένη.
«Δεν την έχουν εγκαταλείψει όπως τις άλλες,» είπε η Ελκέρτα· «τι νομίζεις ότι σημαίνει αυτό;» Η όψη της, όμως, έλεγε στον Κάλροοθ ότι εκείνη είχε ήδη βγάλει το συμπέρασμά της.
Ο Βασιληάς αποκρίθηκε: «Δεν υπάρχει προς τα εκεί κάτι που η Μοργκάνα θέλει να προστατέψει.»
Η Ελκέρτα ένευσε. «Την ίδια σκέψη έχουμε.»
«Η πρωτεύουσά της, επομένως, πρέπει νάναι προς τα δυτικά, όπως δείχνει ο χάρτης του μισθοφόρου.» Ο Κάλροοθ κρατούσε τώρα εκείνη την περγαμηνή ανοιχτή μπροστά του.
«Εξακολουθώ να μην τον εμπιστεύομαι. Ένας χάρτης με τις αποστάσεις του λάθος είναι ένας άχρηστος χάρτης.»
Ο Κάλροοθ γέλασε σιγανά μέσα από τα λευκά μούσια του. «Τουλάχιστον, έχουμε μια γενική εικόνα. Και είναι και υπέροχος, δεν είναι; Όπως αυτούς του Παλαιού Κόσμου. Έργο τέχνης.»
Η Ελκέρτα μειδίασε. «Σταμάτα να παριστάνεις πως είσαι δέκα χρονών,» του είπε καλοπροαίρετα.
«Γιατί όχι; Μόνο πενήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε!»
Το φουσάτο της Νέας Νίρμικιτ, αφού διέλυσε την κατασκήνωσή του και παρατάχθηκε, ξεκίνησε πάλι να προελαύνει όπως και χτες, με δυτική κατεύθυνση. Και ο Κάλροοθ αναρωτιόταν αν σήμερα θα έφταναν στην πόλη της Ναραλμάδιας, ή αν ο χάρτης του μισθοφόρου ήταν τελείως λάθος. Αναμφίβολα, κάπου σ’ετούτη την περιοχή υπήρχε κάποια πρωτεύουσα απ’όπου η Αρχόντισσα Μοργκάνα διοικούσε, αλλά μπορεί να ήταν πολλά χιλιόμετρα πιο νότια ή πιο βόρεια από το σημείο που έδειχνε ο χάρτης. Εξάλλου, ήδη ο Κάλροοθ είχε διαπιστώσει πως δεν ήταν τόσο κοντά όσο θα έπρεπε να είναι.
Πάντως, αν έφταναν στην πόλη της Ναραλμάδιας και την πορθούσαν, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα ολόκληρες τούτες οι περιοχές να γίνουν δικές τους. Η Νέα Νίρμικιτ θα μεγάλωνε πολύ· θα εξαπλωνόταν.
Αλλά η Μοργκάνα, βέβαια, είχε άλλα σχέδια.
Η πρώτη ημέρα της προέλασης του φουσάτου του Κάλροοθ είχε φανεί ήσυχη· η δεύτερη, όμως, από την αρχή της κιόλας, έμελλε να είναι ταραγμένη. Μόλις άφησαν πίσω τους το σημείο όπου η δημοσιά έστριβε νότια, δέχτηκαν επίθεση από ιππείς με πυροβόλα. Ήρθαν από βορρά και νότο, επιτέθηκαν βιαστικά, και υποχώρησαν το ίδιο βιαστικά.
«Πλησιάζουμε κάποιο μέρος που είναι σημαντικό γι’αυτούς,» είπε ο Νάρκλοομ. «Θα δεχτούμε κι άλλες τέτοιες επιθέσεις.» Και προς τους αξιωματικούς του: «Μην τους κυνηγήσετε! Θα σας οδηγήσουν σε παγίδα.»
«Αν τους κυνηγούσαμε, όμως, αυτό μπορεί να τους αποθάρρυνε,» είπε η Ελκέρτα.
«Ή μπορεί να μας αποδυνάμωνε,» διαφώνησε ο Νάρκλοομ. «Καλύτερα να είμαστε συγκεντρωμένοι και προσεχτικοί.»
Η Ελκέρτα δεν έφερε αντίρρηση: πράγμα που σήμαινε, σκέφτηκε ο Νάρκλοομ, ότι μάλλον κι εκείνη θεωρούσε αυτή τη στρατηγική σωστή κατά κύριο λόγο.
Το φουσάτο συνέχισε να κινείται δυτικά επάνω στη δημοσιά, και, όπως είχε προβλέψει ο Νάρκλοομ, δέχτηκε κι άλλες επιθέσεις παρόμοιας τακτικής. Καβαλάρηδες με πυροβόλα, που έρχονταν και χτυπούσαν ξανά και ξανά. Στην αρχή, ήταν σαν ενοχλητικά ζουζούνια· μετά, τα τσιμπήματα αυτών των ζουζουνιών φάνηκε πόσο επικίνδυνα ήταν, καθώς καθυστερούσαν την προέλαση του στρατεύματος και προκαλούσαν σύγχυση ανάμεσα στους περισσότερους στρατιώτες, οι οποίοι δεν ήταν παρά οπλοφόροι πολίτες ελαφρώς εκπαιδευμένοι.
Ο Νάρκλοομ καταράστηκε καθώς το μεσημέρι πλησίαζε. Οι γηγενείς ετούτου του κόσμου δεν ήταν ανόητοι· κάποιος πολύ καλός στρατηγός είχε οργανώσει αυτές τις τακτικές. Και έχει ένα σωρό πλεονεκτήματα με το μέρος του, ενώ εμείς ένα σωρό μειονεκτήματα. Κατάρες και σκοτάδια!
Οι αιφνίδιες επιθέσεις παρακώλυαν το φουσάτο. Το καθυστερούσαν· και όσο το καθυστερούσαν, ο εχθρός, αναμφίβολα, ετοίμαζε ολοένα και καλύτερα την αμυντική θέση όπου σκόπευε να εμπλακεί σε μάχη με τις δυνάμεις της Νίρμικιτ. Ο Κάλροοθ πρόσταξε τον Νερκάλοοτ, τον Οφθαλμό της Ψυχής, να στείλει παραισθήσεις στο μυαλό των επιτιθέμενων την επόμενη φορά που θα παρουσιάζονταν ώστε να τους αποπροσανατολίσει. Αλλά ο Λιθοφόρος αποκρίθηκε ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει, λόγω της απόστασης που εμφανίζονταν οι ξένοι και λόγω της Παρουσίας που υπήρχε σ’αυτόν τον κόσμο. Ο Κάλροοθ τον καταράστηκε, ρωτώντας αν ξαφνικά όλοι οι Λιθοφόροι του είχαν γίνει τελείως άχρηστοι. Ο Νερκάλοοτ αποκρίθηκε ότι, με τον χρόνο, ίσως κατόρθωναν να προσαρμοστούν στην άγνωστη Παρουσία, αλλά αυτό δεν μπορούσε να γίνει αμέσως. Κι επίσης, υπήρχε ακόμα ένα πρόβλημα: Οι δυνάμεις των Οφθαλμών προέρχονταν από τον Υπόγειο Κόσμο· εδώ πέρα ήταν σημαντικά μειωμένες.
«Τα έχω ξανακούσει αυτά!» μούγκρισε ο Κάλροοθ. «Τα έχω ξανακούσει.» Και μετά έδωσε διαταγή να κατασκηνώσουν, γιατί είχε έρθει το μεσημέρι και οι πολεμιστές του ήταν κουρασμένοι από την πρωινή προέλαση και από τις επιθέσεις των ξένων.
Καθώς ο καταυλισμός στηνόταν, πρόσταξε τους ιχνηλάτες να ερευνήσουν την περιοχή βόρεια και νότια και να φροντίσουν να βρουν πού ήταν καταχωνιασμένοι οι ξένοι. Οι ιχνηλάτες έφυγαν, έφιπποι, χωρίς αντιρρήσεις.
Ο Νάρκλοομ, όμως, δεν έμοιαζε να είναι και πολύ βέβαιος για την επιτυχία της αποστολής τους.
«Τι σε προβληματίζει, Υπασπιστή;» τον ρώτησε ο Κάλροοθ. «Έχεις κάτι καλύτερο να μου προτείνεις;»
«Οι άνθρωποί μας έχουν μάθει να ερευνούν σπήλαια και σήραγγες, Βασιληά μου, όχι ανοιχτούς τόπους. Κι επιπλέον, ετούτα τα μέρη τούς είναι τελείως άγνωστα. Αντιθέτως, οι ξένοι είναι εκπαιδευμένοι να μάχονται στην επιφάνεια του εδάφους, και αυτές είναι οι περιοχές τους.»
«Πού θέλεις να καταλήξεις;»
«Ότι οι πιθανότητες να τους ξεγελάσουμε δεν είναι με το μέρος μας.»
«Ο Νάρκλοομ έχει δίκιο,» είπε η Ελκέρτα, εκπλήσσοντας τον Βασιλικό Υπασπιστή. «Αλλά τι άλλο να κάνουμε, Νάρκλοομ; Καλύτερα να κάνουμε κάτι παρά τίποτα.»
«Ελπίζω μόνο οι ιχνηλάτες μας να μη δεχτούν επίθεση· και ελπίζω, επίσης, οι ανιχνευτές ήχου που έχουν μαζί τους να διακρίνουν όσα τα μάτια τους δεν θα καταφέρουν να διακρίνουν σε τούτα τα μέρη.»
«Τι απόσταση νομίζεις ότι διανύσαμε όλο το πρωί, Νάρκλοομ;» ρώτησε ο Κάλροοθ αλλάζοντας θέμα. Θα μάθουμε σύντομα τι κατόρθωσαν να βρουν οι ιχνηλάτες, σκέφτηκε· δεν έχει νόημα να κάνουμε άσκοπες υποθέσεις.
«Το προηγούμενο πρωί κάναμε δέκα χιλιόμετρα, Μεγαλειότατε· και το απόγευμα άλλα τόσα. Σήμερα, πρέπει...» Ο Νάρκλοομ μόρφασε συλλογισμένα. «Δεν είμαι βέβαιος. Τα μισά, ίσως. Πέντε χιλιόμετρα.»
Ο Κάλροοθ ένευσε. «Κι εγώ τόσο περίπου το υπολογίζω. Οι ξένοι κατόρθωσαν να μας προκαλέσουν πρόβλημα, οι καταραμένοι γιοι υπανθρώπων, παρότι οι επιθέσεις τους έμοιαζαν άκακες κι απελπισμένες στην αρχή.»
«Μια ψευδαίσθηση, Βασιληά μου, που αναμφίβολα ήθελαν να μας δημιουργήσουν.»
«Ας περιμένουμε να δούμε τι θ’ανακαλύψουν οι ιχνηλάτες,» είπε ο Κάλροοθ. «Το απόγευμα θα συνεχίσουμε κανονικά. Θα διδάξω στους ξένους ότι ο στρατός της Νίρμικιτ δεν μπορεί να αναχαιτιστεί από τέτοιες τακτικές!» Και ο Βασιληάς βάδισε προς τη σκηνή του.
Ο Νάρκλοομ κοίταξε την Ελκέρτα, που είχε μείνει πίσω, στεκόμενη δίπλα στο άλογό της. Η Βασιλική Σύζυγος έδωσε τα γκέμια του ζώου σ’έναν στρατιώτη και είπε στον Υπασπιστή: «Πρέπει να τους διώξουμε από γύρω μας όπως διώχνεις ενοχλητικά τίσλαχ.»
«Είναι λίγο καλύτερα οργανωμένοι από ζουζούνια του Υπόγειου Κόσμου, Ελκέρτα,» αποκρίθηκε εκείνος. Ήταν οι δυο τους – οι υπόλοιποι είχαν απομακρυνθεί από κοντά τους καθώς στηνόταν ο καταυλισμός – κι έτσι δεν υπήρχε λόγος για τυπικότητες: δεν χρειαζόταν να την αποκαλεί Υψηλοτάτη. «Και οι κινήσεις τους μου δίνουν την αίσθηση πως ένας δαιμόνιος στρατηγικός νους κρύβεται πίσω τους.»
«Όπως και νάχει, νομίζω πως πρέπει να πάμε να τους χτυπήσουμε–»
«Θα ήταν πολύ–»
«Όχι ολόκληρος ο στρατός. Εγώ, εσύ, και μερικοί από τους καλύτερους πολεμιστές σου. Έφιπποι όλοι.»
«Δεν ξέρω αν θα γίνει τίποτα έτσι,» είπε ο Νάρκλοομ.
«Αν μη τι άλλο, ο στρατός μας θα δει ότι δεν είμαστε εδώ σαν στόχοι για σκοποβολή! Το ηθικό του θα αναπτερωθεί, και οι ξένοι θα μάθουν να μας φοβούνται λίγο.»
«Θα δούμε…»
Ο Νάρκλοομ έκανε να γυρίσει και να φύγει, αλλά η Ελκέρτα τον έπιασε από το μπράτσο. «Πρέπει ν’αποφασίσουμε τώρα. Μην ξεχνάς πως το απόγευμα θα έχουμε και το φως με το μέρος μας· μες στις σκιές που θα πυκνώνουν, δε θα μπορούν εύκολα να μας σημαδέψουν καθώς θα τους ζυγώνουμε.»
*
Ο Άρχοντας Λεοπόλδος, Στρατηγός της Ναραλμάδιας και σύζυγος της Αρχόντισσας Μοργκάνας, στεκόταν πλάι σ’ένα αειθαλές δέντρο πάνω σ’έναν λόφο και αγνάντευε – πέρα από χαμηλότερους λόφους, δάση, και αγρούς – το στρατοπεδευμένο φουσάτο των εξωδιαστασιακών.
Οι τακτικές του είχαν λειτουργήσει καλά μέχρι στιγμής. Είχαν ανακόψει την προέλαση του εχθρού. Δεν του είχαν, βέβαια, προκαλέσει τίποτα αξιοσημείωτες απώλειες, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο. Εκείνο που τώρα ενδιέφερε τον Λεοπόλδο ήταν να τους καθυστερήσει όσο περισσότερο μπορούσε, ώστε να συγκεντρωθεί αρκετή στρατιωτική δύναμη στη Ναραλμάδια για να τους αντιμετωπίσει. Επίσης, πρέπει από μέρα σε μέρα να ερχόταν και βοήθεια από τον Παντοκρατορικό Επόπτη. Γιατί οι Παντοκρατορικοί αργούσαν τόσο, τώρα που τους χρειάζονταν;
Ο Λεοπόλδος ύψωσε ένα μακρύ τηλεσκόπιο, έκλεισε το ένα μάτι, και κοίταξε τον καταυλισμό των ξένων. Δεν φαίνονταν και πολλές λεπτομέρειες από εδώ, αλλά μπορούσε να δει ότι είχαν μαζί τους, σε μια μεριά της κατασκήνωσης, κάτι όπλα που θύμιζαν κανόνια – μεγάλοι μεταλλικοί σωλήνες επάνω σε ρόδες – και μάλλον ήταν κανόνια. Είναι προετοιμασμένοι για πολιορκία…
Μπορούσαν, άραγε, οι άνθρωποί του να πλησιάσουν ώστε να τα σαμποτάρουν; αναρωτήθηκε ο Λεοπόλδος καθώς κατέβαζε το τηλεσκόπιό του.
*
«Τι σου έλεγε αυτή;» ρώτησε η Φαλτίκα τον Νάρκλοομ, όταν εκείνος κάθισε κοντά της μέσα στη σκηνή της, επάνω σ’ένα κοκάλινο σκαμνί.
«Για ένα θέμα στρατηγικής.»
«Τι θέμα στρατηγικής;» είπε απότομα η Φαλτίκα, που τα νεύρα της ήταν τσιτωμένα από το ταξίδι. Είχε πιαστεί, μιάμιση μέρα πάνω στη σέλα, αλλά δεν ήθελε και να κατεβεί ώστε να βαδίσει· όλη η οικογένειά της πήγαινε έφιππη, όπως οι άρχοντες στις Παλαιές Διηγήσεις. Ο πατέρας της το θεωρούσε πολύ σημαντικό να είναι καθισμένοι στις σέλες, τώρα που είχαν και πάλι άλογα. Τους έβλεπε ολόκληρος ο λαός τους.
«Γι’αυτούς που μας επιτέθηκαν σήμερα.»
Η Φαλτίκα τον αγριοκοίταξε. «Γιατί αποφεύγεις να μου απαντήσεις;»
«Δεν αποφεύγω να σου απαντήσω!»
«Τότε, πες μου τι σου είπε!»
Ο Νάρκλοομ αναστέναξε κουρασμένα. Ήπιε μια γουλιά από το κρασί του, και της είπε.
«Κι εσύ συμφώνησες;» τον ρώτησε η Φαλτίκα.
«Μια επιδρομή γύρω από τον στρατό μας δεν θα πειράξει, αν είμαστε προσεχτικοί.»
«Δηλαδή συμφώνησες!»
«Ναι, συμφώνησα.»
«Χωρίς να ρωτήσεις τον μπαμπά.»
«Νομίζω πως κι εκείνος θα συμφωνούσε, και είμαι σίγουρος πως η Ελκέρτα θα του το πει, ούτως ή άλλως.»
«Έχεις αρχίσει να συνωμοτείς μαζί της τώρα;» φώναξε η Φαλτίκα.
«Δε ‘συνωμοτώ’ μαζί της. Αλλά πρέπει κάπως να επιβιώσουμε εδώ πέρα· κι όταν κάποιος έχει μια καλή ιδέα, είναι μια καλή ιδέα, Πριγκίπισσα.»
Η Φαλτίκα ήταν τσαντισμένη· η γαλανή μούρη της είχε στραβώσει. «Είχαμε συμφωνήσει να την ξεφορτωθούμε όταν θα ήμασταν εδώ, στον καινούργιο κόσμο…»
«Ναι αλλά πρώτα πρέπει να μείνουμε ζωντανοί. Αυτός ο στρατηγός των ξένων είμαι σίγουρος ότι είναι καλός και καθόλου μετριόφρων στις προσπάθειές του να μας εξολοθρεύσει. Αν δεν κάνουμε κι εμείς ό,τι καλύτερο μπορούμε, θα τα καταφέρει, Πριγκίπισσα.»
«Είναι αναγκαίο κακό, λοιπόν;»
«Ποιο απ’όλα;»
«Η συμμαχία σου μ’αυτή την καταραμένη!»
Ο Νάρκλοομ τελείωσε το κρασί του. Άφησε την κούπα κάτω, πήρε ένα κομμάτι ψημένο βοδινό (κρέας από τα ζώα των χωριών που είχαν λεηλατήσει), και το δάγκωσε μασώντας αμίλητα, γιατί η κοιλιά του γουργούριζε. Μετά είπε: «Προτού γίνω Βασιλικός Υπασπιστής, ήμουν μέσα στη Βασιλική Φρουρά του πατέρα σου· και πριν από εκεί ξέρεις πού ήμουν;»
«Δούλευες για τον θείο Νάσκερελ.»
«Για τη γυναίκα του γιου του, η οποία φτιάχνει πολτούς, κρέμες, αλοιφές, και άλλες τέτοιες σιχαμερές αηδίες.»
Η Φαλτίκα μειδίασε άθελά της. «Δε βλέπω τι σχέση έχει με το θέμα μας…»
«Προστάτευα, κατά καιρούς, κάτι εμπορεύματα που έστελνε από τη μια μεριά του Υπόγειου Κόσμου στην άλλη. Σ’ένα απ’αυτά τα ταξίδια, μας όρμησαν ληστές και το πράγμα σύντομα αγρίεψε.» Ο Νάρκλοομ δάγκωσε ακόμα μια μπουκιά από το ψητό του. Κατάπιε. Σκουπίστηκε με το μανίκι του χιτώνα του. «Κι επάνω που σφαζόμασταν αναμεταξύ μας, πετάγεται από μια σήραγγα ένας Ντόρταγκας. Και τι να κάνουμε ενάντια σ’έναν δράκο του Υπόγειου Κόσμου που έμοιαζε πεινασμένος; Να συνεχίσουμε να χτυπιόμαστε ενώ εκείνος θα μας κατάπινε τον έναν μετά τον άλλο; Θα ήταν ηλίθιο. Δε χρειάστηκε καν να μιλήσουμε· αμέσως συσπειρωθήκαμε όλοι – εμείς και οι ληστές μαζί – και δώσαμε μια μάχη που δεν είχαμε ξαναδώσει ποτέ στη ζωή μας. Τελικά, τον κάναμε να υποχωρήσει, γεμάτος τραύματα. Τρεις από εμάς είχανε απομείνει, όμως: εγώ, μια άλλη μισθοφόρος, κι ένας ληστής. Προτού φύγουμε, ο ληστής έκανε να μας σκοτώσει για να μας κλέψει αυτά που κουβαλούσαμε, αλλά τον προλάβαμε κι εκείνος ήταν που πέθανε.
»Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, Πριγκίπισσα;»
«Νομίζω.»
«Ωραία.»
«Ποτέ να μην εμπιστεύεσαι ανθρώπους που είναι ληστές. Σωστά;»
«Θέλεις ξύλο.»
Η έκφραση ήταν αρχαία, αφού δεν υπήρχε παρά ελάχιστο ξύλο στον Υπόγειο Κόσμο. Η Φαλτίκα χαμογέλασε. «Μιλάς σαν τον μπαμπά.»
*
Όταν οι ιχνηλάτες επέστρεψαν, πήγαν να συναντήσουν τον Βασιληά τους για να του αναφέρουν. Ο Κάλροοθ τούς άκουσε και βγήκε από τη σκηνή του (ενώ η Ελκέρτα κρυφοκοίταζε από πίσω του, από το σκοτάδι της σκηνής). «Βρήκατε τίποτα;» τους ρώτησε· κι αν έκρινε από την έκφραση του άντρα αντίκρυ του, πρέπει όντως κάτι να είχαν βρει.
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε. Ο ανιχνευτής ήχου της ομάδας που κατόπτευε βόρεια εντόπισε ένα πλήθος πίσω από έναν λόφο. Πρέπει να είναι λιγότεροι από εμάς, αλλά αρκετοί για να μας παρενοχλούν πλησιάζοντας, χτυπώντας, και φεύγοντας. Δεν πήγαμε πιο κοντά, ώστε να τους δούμε με τα μάτια μας, γιατί δεν θέλαμε να το ριψοκινδυνέψουμε να μας εντοπίσουν.»
«Καλά κάνατε,» τους είπε ο Κάλροοθ, ευχαριστημένος που η στρατηγική του είχε κάποια αποτελέσματα. «Χάρτη έχετε φτιάξει;»
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε.» Ο ιχνηλάτης τού έδωσε μια περγαμηνή.
Ο Κάλροοθ τον ευχαρίστησε και του είπε να πάει να ξεκουραστεί. Ο άντρας υποκλίθηκε και έφυγε.
Ο Βασιληάς επέστρεψε στο εσωτερικό της σκηνής του και είπε στην Ελκέρτα, ρίχνοντας την περγαμηνή πλάι της στο στρώμα όπου ήταν ξαπλωμένη: «Τους βρήκαμε.»
«Αποκλείεται να έχουν στρατόπεδο μόνο στα βόρεια, γιατί έρχονται κι από τα νότια,» αποκρίθηκε εκείνη ύστερα από μια ματιά στον χάρτη.
Ο Κάλροοθ κάθισε κοντά της, κράτησε τον αυχένα της με το ένα χέρι, και τη φίλησε στα χείλη. «Τότε, θα τους βγάλουμε το ένα από τα δύο μάτια.»
«Ο Νάρκλοομ είχε δίκιο όταν είπε να μην τους επιτεθούμε.»
«Τι εννοείς;»
«Είναι άσκοπο, αγάπη μου· απλώς θα υποχωρήσουν, ή θα φέρουν άλλους αφού έχουμε ξεπαστρέψει αυτούς· και συγχρόνως, εμείς θα έχουμε βγει από το δρόμο μας. Θα έχουν επιτύχει εκείνο που θέλουν: να μας καθυστερήσουν κι άλλο.»
Ο Κάλροοθ συνοφρυώθηκε, γιατί άκουγε κάτι που κι ο ίδιος θεωρούσε σωστό αν το σκεφτόταν με τον τρόπο που το παρουσίαζε η Ελκέρτα.
«Αυτό που ουσιαστικά θέλουμε είναι να τους κρατήσουμε μακριά μας,» συνέχισε εκείνη, «ώσπου να φτάσουμε εκεί όπου προσπαθούν να μας αποτρέψουν απ’το να φτάσουμε.»
Ο Κάλροοθ δεν μίλησε, περιμένοντάς τη να συνεχίσει.
«Πρότεινα στον Νάρκλοομ ένα σχέδιο όταν έφυγες από κοντά μας,» είπε η Ελκέρτα. «Είναι λίγο επικίνδυνο, αλλά πρέπει να έχεις στο μυαλό σου ότι στη ζωή μου έχω περάσει κι από πιο επικίνδυνες καταστάσεις και έχω βγει ζωντανή.»
*
Το απόγευμα, όταν ο στρατός του Κάλροοθ διέλυσε το στρατόπεδό του και συνέχισε να προελαύνει δυτικά, οι ξένοι επανέλαβαν τις τακτικές τους. Ξεπρόβαλαν από ένα δάσος στα νότια καλπάζοντας με τα άλογά τους και πυροβολώντας το φουσάτο της Νέας Νίρμικιτ στα πλευρά.
Η Ελκέρτα έσφιξε τα ηνία του αλόγου της μέσα στα γαντοφορεμένα της χέρια και κοίταξε πλάι της, τον Νάρκλοομ. Εκείνος κατένευσε, και η Βασιλική Σύζυγος φώναξε: «Έφοδος!» μπήγοντας τα τακούνια των μποτών της στα πλευρά του αλόγου της και κάνοντάς το να καλπάσει. Ο Νάρκλοομ κάλπασε δίπλα της, και δώδεκα ιππείς τούς ακολούθησαν – δώδεκα πολεμιστές του Βασιληά εκπαιδευμένοι στην ιππασία. Περισσότερους δεν είχαν επειδή δεν είχαν και πολύ περισσότερα άλογα. Αυτά είχαν καταφέρει να πάρουν από τις μικρές πόλεις που είχαν λεηλατήσει.
Η Ελκέρτα τράβηξε το πιστόλι της καθώς κάλπαζε και σημάδεψε τους εχθρούς, που δεν ήταν πιο πολλοί από δύο ντουζίνες. Πατώντας τη σκανδάλη, πυροβόλησε.
Οι εχθροί ξαφνιάστηκαν, καθώς οι καβαλάρηδες της Βασιλικής Συζύγου είχαν βγει απρόσμενα μέσα από ένα φουσάτο που δεν φαινόταν να διαθέτει ιππείς. Οι στρατιώτες του Κάλροοθ είχαν παραμερίσει, όπως είχαν διαταγές να κάνουν, και ο Νάρκλοομ, η Ελκέρτα, και οι δώδεκα πολεμιστές τους είχαν ξεπροβάλει καλπάζοντας άγρια.
Οι εχθροί αναγκάστηκαν να πάψουν να πυροβολούν το φουσάτο και προσπάθησαν να κάνουν μια ημικυκλική μανούβρα, προκειμένου να στραφούν και να αντιμετωπίσουν τους ιππείς της Βασιλικής Συζύγου, ενώ εκείνοι τούς χτυπούσαν με τα πιστόλια τους. Η Ελκέρτα είδε κάμποσους να πέφτουν από τις σέλες τους και τα άλογά τους να τρέχουν χωρίς ιππέα. Μπορούμε να τα πιάσουμε αυτά τα άλογα, μετά, και να τα πάρουμε για τον εαυτό μας. Αναμφίβολα θα ήταν ειδικά εκπαιδευμένα για πόλεμο, ενώ, σε αντίθεση, αυτά που είχαν τώρα δεν ήταν βέβαιη πως ήταν. Μέχρι στιγμής καλά τα πήγαιναν, αλλά δεν είχαν ακόμα βρεθεί μέσα σε καμια πραγματική σύγκρουση με άλλους ιππείς· αυτή είναι η πρώτη μάχη που δίνουμε έφιπποι, σκέφτηκε η Ελκέρτα καθώς συνέχιζε να πυροβολεί. Η πρώτη μάχη επάνω σε άλογα, και τα ζώα δεν της έμοιαζαν και τόσο σταθερά όσο άλλες φορές. Η Ελκέρτα πίστευε ότι είχε μάθει να ιππεύει καλά· τώρα, όμως, ξαφνικά, δεν αισθανόταν και πολύ σίγουρη για τον εαυτό της. Θα κατόρθωνε να κρατήσει το άλογό της υπό την κυριαρχία της αν αυτό προσπαθούσε ν’αλλάξει πορεία; Κι ακόμα πιο σημαντικό – και επικίνδυνο – θα κατόρθωνε να κρατηθεί επάνω του ή θα έπεφτε από τη σέλα για να την ποδοπατήσουν οι οπλές των άλλων αλόγων;
Συνέχισε να πυροβολεί, όπως και οι υπόλοιποι γύρω της, ενώ οι εχθροί ολοκλήρωναν την ημικυκλική μανούβρα τους και γύριζαν τα άλογά τους για να τους αντικρίσουν. Ύψωσαν τα τουφέκια τους και πυροβόλησαν.
Σκατά! Η Ελκέρτα αισθάνθηκε το άλογό της να ανασηκώνεται από κάτω της καθώς σφαίρες εκτοξεύονταν και κρότοι γέμιζαν το μικρό πεδίο μπροστά στο δάσος. Γύρω της, οι υπόλοιποι καβαλάρηδες είχαν το ίδιο πρόβλημα. Κράτησε γερά τα ηνία της με το ένα χέρι ενώ με το άλλο πυροβόλησε ξανά – και οι σφαίρες της τελείωσαν. Η Ελκέρτα καταράστηκε, καθώς πίεζε με τα γόνατά της τα πλευρά του αλόγου για να μην πέσει.
Οι εχθροί, τώρα, έρχονταν καλπάζοντας και πυροβολώντας. Τα δικά τους άλογα δεν φαινόταν να έχουν το ίδιο πρόβλημα που είχαν τα άλογα των καβαλάρηδων της Βασιλικής Συζύγου. Δίπλα της, ένας πολεμιστής έπεσε ουρλιάζοντας.
«Υποχωρήστε!» φώναξε η Ελκέρτα. «Υποχωρήστε!» μέσα στον βρόντο των οπλών, στους κρότους των πυροβόλων, στα δυνατά χρεμετίσματα, στις κραυγές, και στη σκόνη της μάχης.
Πέταξε κάτω το πιστόλι της (καταλαβαίνοντας ότι ήταν αδύνατον ν’αλλάξει γεμιστήρα, στην κατάσταση που είχε βρεθεί), τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη μπότα της, το εκτόξευσε στροβιλιζόμενο, είδε έναν από τους εχθρούς να πέφτει με τη λεπίδα καρφωμένη στο στήθος του. Έπεφταν, όμως, και δικοί της πολεμιστές καθώς προσπαθούσαν να γυρίσουν τα πανικόβλητα άλογά τους και να υποχωρήσουν.
Κι αυτοί ήταν από τους καλύτερους μαχητές του Κάλροοθ, και οι καλύτερα εκπαιδευμένοι στην ιππασία! Σκατά! Τίποτα δεν ξέρουμε για την ιππασία ακόμα! Κατάρες και σκοτάδια – ήταν ηλιθιότητα αυτό το σχέδιο! Παρότι είχαν καταφέρει, αρχικά, να ξαφνιάσουν τους εχθρούς με την έφοδό τους, τώρα οι εχθροί είχαν γυρίσει και τους εξολόθρευαν, πυροβολώντας με ευκολία από τις σέλες τους σαν να είχαν γεννηθεί εκεί πάνω.
Η Ελκέρτα είδε τον Νάρκλοομ να πέφτει, καθώς προσπαθούσαν να επιστρέψουν στο φουσάτο. «Νάρκλοομ!» του φώναξε, κι έκανε να συγκρατήσει το άλογό της για να του δώσει το χέρι της. Ο Βασιλικός Υπασπιστής, όμως, δεν κουνιόταν καθώς ήταν πεσμένος στο χώμα, και η πανοπλία του ήταν αιματοβαμμένη. Σκατά! Η Ελκέρτα έστρεψε ξανά το άλογό της προς τον στρατό της Νέας Νίρμικιτ, προτού τη σκοτώσουν κι εκείνη. Είναι νεκρός, γαμώ τους Ανέμους των Τριών Σπηλαίων!
Οι εχθροί έρχονταν με φανερή πρόθεση να τους εξολοθρεύσουν όλους, είδε ρίχνοντας μια ματιά πάνω απ’τον ώμο της· δεν ήθελαν να τους αφήσουν να υποχωρήσουν. Η Ελκέρτα αισθάνθηκε κρύος ιδρώτας να τη λούζει, σκυμμένη πάνω στη ράχη του αλόγου της και ακούγοντας σφαίρες να σφυρίζουν γύρω της, καθώς επίσης και ουρλιαχτά και φωνές από τους συμπολεμιστές της.
Οι ξένοι έβγαζαν πολεμικές κραυγές που δεν καταλάβαινε καθώς έρχονταν στο κατόπι τους σαν τα Σκυλιά της Έβδομης Σήραγγας. Οι οπλές των αλόγων τους βροντούσαν επάνω στην πεδιάδα, τραντάζοντάς την.
Από το φουσάτο, τέσσερις ιππείς βγήκαν. Ο ένας ήταν ο Κάλροοθ, είδε η Ελκέρτα, και υψώνοντας ένα μακρύ τουφέκι στον ώμο του άρχισε να πυροβολεί τους εχθρούς. Δίπλα του στεκόταν ένας πεζός – ο Νερκάλοοτ – και σήκωσε τα χέρια του με τα δάχτυλα προτεταμένα προς τους ιππείς που καταδίωκαν τη Βασιλική Σύζυγο. Η μινούρνα του άστραφτε γαλανόλευκη κάτω από το δεξί του στήθος. Η Ελκέρτα άκουσε ουρλιαχτά πίσω της. Ο Οφθαλμός της Ψυχής είχε κάνει κάτι στους εχθρούς: κάπως, τους είχε επηρεάσει.
Και μετά, η Ελκέρτα έφτασε κοντά στο φουσάτο και δίπλα στον Κάλροοθ. Πήδησε από το άλογό της και το κράτησε γερά από τα γκέμια, χαϊδεύοντας τη χαίτη του για να το ηρεμήσει. Κοίταξε προς τους εχθρούς και τους είδε να υποχωρούν. Κοίταξε τους ιππείς που της είχαν απομείνει, τους μέτρησε. Πέντε. Από τους δώδεκα. Καταστροφή. Και σκοτώθηκε κι ο Νάρκλοομ.
Ο Κάλροοθ αφίππευσε και την πλησίασε. «Είσαι καλά;»
«…Ναι,» αποκρίθηκε, λαχανιασμένα.
«Ο Νάρκλοομ;»
«Έπεσε.»
Ο Κάλροοθ πρόσταξε να πάνε αμέσως να μαζέψουν τους χτυπημένους· και, όταν έφεραν τον Νάρκλοομ κοντά τους, διαπίστωσαν όλοι πως ήταν νεκρός. Η Χονρέπα το επιβεβαίωσε, θλιμμένα, λέγοντας ότι δεν μπορούσε να αισθανθεί κανένα ίχνος ζωής μέσα του.
Η Πριγκίπισσα Φαλτίκα ούρλιαξε. «Εσύ!» φώναξε δείχνοντας την Ελκέρτα. «Εσύ φταις γι’αυτό! Εσύ τον σκότωσες!»
«Προσπάθησα να τον σώσω,» της είπε εκείνη. «Αλλά δεν μπορούσα· είχε πέσει και δεν κουνιόταν–»
«Λες ψέματα! Τον άφησες να πεθάνει! Το είχες σχεδιάσει απ’την αρχή, τον σκότωσες!»
«Δεν ξέρεις τι λες! Δεν είχα σχεδιάσει τίποτα–»
«Εσύ τού πρότεινες να το κάνετε αυτό· μου το είπε! Δικό σου ήταν το σχέδιο–!»
«Δε σχεδίαζα ο Νάρκλοομ να σκοτωθεί, Φαλτίκα! Τα άλογά μας δεν είναι για πόλεμο, ή εμείς δεν κάνουμε κάτι καλά. Αυτοί οι ιππείς–»
«Δε σου μιλάω για άλογα, ελεεινή σκρόφα!» Η Φαλτίκα έβγαλε ένα πιστόλι από τη ζώνη της και σημάδεψε τη Βασιλική Σύζυγο.
Ο Κάλροοθ τράβηξε, αμέσως, την Ελκέρτα πλάι και κάτω – και η παρέμβασή του και μόνο ήταν που έκανε την κόρη του να αστοχήσει από τόσο κοντινή απόσταση. Ο Βασιληάς της Νίρμικιτ όρμησε, εξαγριωμένος, άρπαξε το πιστόλι από το χέρι της Φαλτίκα, και τη χαστούκισε ανάστροφα, σωριάζοντάς την. Η Πριγκίπισσα βρέθηκε στο έδαφος, ζαλισμένη, με αίμα να κυλά από τα χείλη της, κλαίγοντας.
«Πάρτε την από δω,» είπε ο Κάλροοθ στον Ρέσλοοτ και στην Κιθνέκα, που είχαν πλησιάσει προσπαθώντας να προλάβουν κανένα άλλο κακό. «Δεν ξέρει τι της γίνεται.»
«Είσαι τυφλός;» ούρλιαξε η Φαλτίκα κλαίγοντας. «Αυτή τον σκότωσε! Αυτή!» Αλλά τα δύο αδέλφια της, ο Ρέσλοοτ και η Κιθνέκα, την είχαν ήδη πιάσει από τη μέση και τις μασκάλες και την είχαν σηκώσει όρθια, απομακρύνοντάς την απ’τον πατέρα τους και τη Βασιλική Σύζυγο.
Ο Όσραοκ, ο μεγάλος γιος του Κάλροοθ, ζύγωσε τον Βασιληά λέγοντας: «Πρέπει να της μιλήσεις, μετά.»
Εκείνος ένευσε. «Θα της μιλήσω. Αλλά…» Κούνησε το κεφάλι, συγχυσμένος. «Δε μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί να νόμιζε ότι η Ελκέρτα σκότωσε τον Νάρκλοομ…» Στράφηκε για να κοιτάξει τη σύζυγό του.
«Είναι ταραγμένη,» είπε η Ελκέρτα, έχοντας ακούσει τα λόγια του Κάλροοθ. «Τον αγαπούσε.» Και δεν θέλησε να το σχολιάσει άλλο, παρότι στο μυαλό της είχαν αρχίσει να γεννιούνται διάφορες υποψίες σχετικά με την Πριγκίπισσα Φαλτίκα.
*
Οι ξένοι δεν τους άφησαν καθόλου ήσυχους από τότε και ύστερα. Μέχρι τη νύχτα, που κατασκήνωσαν, τους χτυπούσαν με τους ιππείς τους, από τα βόρεια και τα νότια. Καβαλάρηδες έρχονταν, πυροβολούσαν, υποχωρούσαν. Ο Κάλροοθ, σε κάποια στιγμή, πρόσταξε να τους ρίξουν με τους τροχοφόρους λιθοβόλους. Οι χειριστές δύο λιθοβόλων γέμισαν τα όπλα με πέτρες και έβαλαν: η πρώτη βολή αστόχησε τους γρήγορα κινούμενους στόχους· η δεύτερη βολή, όμως – παραδόξως, ίσως – χτύπησε τους καβαλάρηδες, ραίνοντάς τους με πέτρες, ρίχνοντας πολλούς από τις σέλες τους, και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να σκορπίσουν και να υποχωρήσουν. Η Ελκέρτα και μερικοί άλλοι έτρεξαν να αποτελειώσουν όσους είχαν πέσει από τα άλογα αλλά ήταν ακόμα ζωντανοί. Μετά, πήραν τα όπλα τους και τα ζώα που πρόλαβαν να πιάσουν.
«Αυτό ήταν για τον Νάρκλοομ,» μονολόγησε ο Κάλροοθ μέσα από τα λευκά μούσια του. «Και μόλις αρχίσαμε, σκατοκάντραμοι μπάσταρδοι.»
Αλλά τις επόμενες φορές οι τροχοφόροι λιθοβόλοι δεν βρήκαν τον στόχο τους· οι καβαλάρηδες του εχθρού τώρα κινούνταν πιο γρήγορα, ριψοκινδύνευαν λιγότερο. Είχαν φοβηθεί κάπως.
Τη νύχτα, το φουσάτο κατασκήνωσε επάνω στη δημοσιά, και ο Κάλροοθ πρόσταξε τους ιχνηλάτες του να κατοπτεύσουν τη γύρω περιοχή με ανιχνευτές ήχου, έθεσε διπλάσιους φρουρούς απ’ό,τι συνήθως, και είπε οι λιθοβόλοι να είναι συνεχώς έτοιμοι και πάντα κάποιοι να βρίσκονται κοντά τους για να βάλουν αν χρειαστεί.
Τον Νάρκλοομ και τους άλλους πεσόντες τούς κήδεψε όπως έγραφαν οι Παλαιές Διηγήσεις.
*
Ο Λεοπόλδος δεν επιτέθηκε, το βράδυ, στους ξένους. Κοιτάζοντας με το τηλεσκόπιό του, είδε ότι είχαν τα καταραμένα κανόνια τους (τα οποία εκτόξευαν πέτρες, όπως κανένα άλλο κανόνι που είχε ποτέ δει, από οποιαδήποτε διάσταση κι αν ήταν εισαγμένο) σε ετοιμότητα και δεν ήθελε να το ριψοκινδυνέψει. Όχι πως, ούτως ή άλλως, σκόπευε να τους επιτεθεί απόψε. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να στείλει ίσως κάποιους για να σαμποτάρουν τα κανόνια· αλλά κι αυτό, τώρα, δεν του φαινόταν εφικτό. Δεν πείραζε, όμως. Ο βασικός σκοπός του ήταν να τους κουράσει και να τους καθυστερήσει.
Και ο Λεοπόλδος, ο Στρατηγός της Ναραλμάδιας, ήταν ικανοποιημένος με τα αποτελέσματα της στρατηγικής του μέχρι στιγμής.
Ανάμεσα στους στρατιώτες του τάγματος του Τέρι υπήρχαν κάποιοι που του ήταν πολύ πιστοί. Κάποιοι που θα έκαναν ό,τι κι αν τους ζητούσε. Ακόμα κι αν αυτό ήταν να εναντιωθούν στον Παντοκρατορικό Επόπτη της Χάρνταβελ και να βάλουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο. Ασφαλώς, δεν ήταν τελείως ανόητοι· ο Τέρι θα έπρεπε να τους εξηγήσει γιατί τους ζητούσε να κάνουν κάτι τέτοιο. Θα έπρεπε να τους δείξει τη λογική πίσω από το σχέδιό του, ώστε να την κατανοήσουν και να συμφωνήσουν.
Αυτό, λοιπόν, βάλθηκε να κάνει, τις επόμενες δύο ημέρες ύστερα από την επιστροφή του στην Ερρίθια. Ευτυχώς δεν ήταν δύσκολο να βρει κατηγορίες για να χρησιμοποιήσει κατά του Επόπτη, ούτε ήταν δύσκολο να βρει κίνητρα για να βάλει τους πολεμιστές του να δράσουν. Τους είπε ότι ο Νιρμόδος είχε δημιουργήσει μια τέτοια κατάσταση που είχε φέρει τον Υπεράρχη στο σημείο να τους επιτεθεί, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί η σύγκρουση μέσα στα Ανάκτορα, όταν ο Τέρι έλειπε. Τους είπε ότι ο Επόπτης είχε γκρεμίσει τον Ναό της Ερρίθιας, κι αυτό μπορούσε μόνο να στρέψει τους γηγενείς εναντίον τους. Αργά ή γρήγορα, όλοι θα κινδύνευαν από τον ξεσηκωμό που θα γινόταν.
Αλλά – τόνισε ο Τέρι στους πιστούς πολεμιστές του, καθώς μιλούσε στον έναν μετά τον άλλο, μέσα σε κλειστά δωμάτια και απόμερα σημεία των αυλών των Ανακτόρων – το χειρότερο ήταν ότι ο Επόπτης δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τους σώσει από την καταστροφή που θα τους έβρισκε όλους. Την καταστροφή που σχετιζόταν με τα ανοίγματα που οδηγούσαν στην άλλη διάσταση. Εχθρικοί λαοί είχαν έρθει από εκεί και, συγχρόνως, τα διαστασιακά τοιχώματα της Χάρνταβελ κατέρρεαν, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα η διάσταση να γκρεμιστεί σαν ένα σπίτι μέσα στο οποίο κατοικούσαν όλοι τους. Η μόνη ελπίδα που υπήρχε ήταν ένα καινούργιο τάγμα ιερέων που είχε παρουσιαστεί. Διέθεταν δυνάμεις που μπορούσαν να βοηθήσουν· ήταν διαφορετικοί από τους ιερείς που γνώριζαν: αλλαγμένοι. Αλλά έπρεπε, επίσης, να συνεννοηθούν και με τους εξωδιαστασιακούς που είχαν έρθει από τα ανοίγματα· έπρεπε να συνεργαστούν μαζί τους ώστε να αποτρέψουν τη διάλυση της Χάρνταβελ και της άλλης διάστασης. Ο Νιρμόδος δεν θα συνεργαζόταν ούτε με τους ιερείς ούτε με τους εξωδιαστασιακούς, και θα τους οδηγούσε, εντέλει, στην καταστροφή τους.
«Τι θα γίνει, όμως, μετά, κύριε Ταγματάρχη;» ρώτησε ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος. «Θα είμαστε προδότες, από τον πρώτο ώς τον τελευταίο; Ο επόμενος Επόπτης που θα σταλεί εδώ θα έχει διαταγές να μας τιμωρήσει. Εσάς, μάλιστα, πιθανώς να σας εκτελέσει.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Καλιόστρο, «είναι πολύ επικίνδυνο.»
«Δεν θα σταλεί επόμενος Επόπτης εδώ,» τους είπε ο Τέρι, και οι πάντες έμειναν σιωπηλοί μέσα στο καθιστικό των δωματίων του καθώς προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς τους έλεγε.
«Δεν θα σταλεί επόμενος Επόπτης;» έκανε, τελικά, ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος, σαστισμένος.
«Εννοείτε, κύριε Ταγματάρχη, ότι εσείς θα πάρετε τη θέση του Επόπτη ύστερα απ’αυτές τις κινήσεις;» ρώτησε η Λοχίας Ηλάρθια.
Ο Καλιόστρο έμεινε σιωπηλός και συνοφρυωμένος, αλλά ο Τέρι νόμιζε ότι είχε αρχίσει να υποψιάζεται τι συνέβαινε. Η Βίλνα – η τελευταία από τους στρατιώτες του Τέρι που βρίσκονταν σε τούτη τη συνάντηση – έμεινε επίσης σιωπηλή, όμως στη δική της όψη ο Τέρι έβλεπε μόνο σύγχυση· δεν είχε καταλάβει.
Η Αρίνη καθόταν στην άκρη του δωματίου, σε μια πολυθρόνα, και κάπνιζε ένα τσιγάρο – από αυτά που εισήγαγαν από τη Σεργήλη, όχι Αλαφρό, γιατί δεν ήταν τώρα ν’αρχίσει να πετάει.
Ο Τέρι είπε: «Δε σκοπεύω να γίνω Παντοκρατορικός Επόπτης, και ούτε πρόκειται να έρθει καινούργιος Παντοκρατορικός Επόπτης εδώ διότι δεν θα υπηρετούμε πλέον την Παντοκράτειρα.»
Τα μάτια του Κάιν Τάρθλος γούρλωσαν.
«Τι θα…;» έκανε η Λοχίας Ηλάρθια. «Μα, αυτό…»
«Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να την υπηρετούμε ύστερα από κάτι τέτοιο,» εξήγησε ο Τέρι. «Όπως είπε ο Κάιν, η Παντοκράτειρα θα μας εκτελέσει κατά πάσα πιθανότητα. Ο Επόπτης είναι η ανώτατη εξουσία στη Χάρνταβελ – όσον αφορά την Παντοκρατορική ιεραρχία, τουλάχιστον.»
«Κύριε Ταγματάρχη, έχετε έρθει σε επαφή με επαναστάτες;» ρώτησε ευθέως ο Καλιόστρο.
«Δεν ξέρω αν είναι επαναστάτες, Καλιόστρο,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Αλλά, όπως σας είπα, μίλησα με τους καινούργιους ιερείς. Και πιστεύω στον σκοπό τους γιατί έχω κι εγώ ο ίδιος δει πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα, και είμαι πεπεισμένος ότι ο Νιρμόδος Νάρλεφ δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Είναι πολύ περισσότερο στρατιωτικός απ’ό,τι πολιτικός, και δεν έχει καμία γνώση και κανέναν σεβασμό για το πώς ζουν οι γηγενείς της Χάρνταβελ. Οι χειρισμοί μας, όμως, θα πρέπει να είναι πολύ λεπτοί από εδώ και στο εξής, αν δεν θέλουμε να σκοτωθούμε όλοι και η Χάρνταβελ να καταστραφεί μαζί μας.»
«Μα, κύριε Ταγματάρχη,» είπε ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος, «η Παντοκράτειρα θα στείλει στρατεύματα εδώ μόλις μάθει ότι ανατρέψαμε την εξουσία του Επόπτη. Ποιος θα μας προστατέψει;»
«Οι καινούργιοι ιερείς μού υποσχέθηκαν πως θα έχουμε ιδιαίτερη θέση στην Ερρίθια. Εξάλλου, έχουμε όλοι μας ζήσει πολλά χρόνια εδώ, στη Χάρνταβελ· θα μπορούσαμε, άνετα, να θεωρηθούμε ντόπιοι.»
«Αυτό δεν απαντά στην ερώτηση ποιος θα μας προστατέψει από την Παντοκράτειρα,» παρατήρησε ο Καλιόστρο.
«Απαντά, με πλάγιο τρόπο.»
«Θέλετε να πείτε, κύριε Ταγματάρχη, ότι οι γηγενείς θα μας προστατέψουν; Δεν κατόρθωσαν να αποκρούσουν τα στρατεύματα της Παντοκράτειρας όταν πρωτοήρθαν εδώ· γιατί να το κατορθώσουν τώρα;»
«Θα έχουμε βοήθεια. Από την Απολλώνια. Και οι ιερείς, όπως σας είπα, διαθέτουν κάποιες… πρωτόγνωρες δυνάμεις.»
«Δηλαδή, θα πάμε με την Επανάσταση,» συμπέρανε ο Καλιόστρο, δυσαρεστημένα.
«Είναι ο μόνος δρόμος που μας ανοίγεται. Επιπλέον, μην είσαι τόσο σίγουρος ότι η Παντοκράτειρα θα βιαστεί να ξαναπάρει τη Χάρνταβελ υπό τον έλεγχό της. Ο Παντοκρατορικός Στρατός έχει ένα σωρό μέτωπα ανοιχτά, τώρα, για να καθίσει ν’ασχοληθεί με μια μικρή και σχετικά αμελητέα διάσταση του Γνωστού Σύμπαντος. Στην Απολλώνια γίνεται πόλεμος· το ίδιο και στη Σεργήλη· το ίδιο και στη Φεηνάρκια, αν και σε μικρότερη κλίμακα· το ίδιο και σ’αυτή την καινούργια διάσταση, τη Νόρχακ, που ανακάλυψε ο προδότης Πρίγκιπας Τάμπριελ. Δε νομίζω ότι η Παντοκράτειρα θα καθίσει ν’ασχοληθεί μαζί μας. Αν όμως εμείς δεν κάνουμε κάτι τώρα, η Χάρνταβελ θα καταστραφεί – με εμάς επάνω της! Και το ξέρετε όλοι σας πως δεν μπορούμε απλά να γυρίσουμε και να φύγουμε· ο Νιρμόδος δεν θα το επιτρέψει, θα γίνουμε λιποτάκτες και θα μας κυνηγάνε παντού. Αλλά, αν διώξουμε τον Νιρμόδο από εδώ και δώσουμε την εξουσία πίσω στον Υπεράρχη, τότε θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε στη διάσωση της Χάρνταβελ και να ζήσουμε ειρηνικά σε τούτη τη διάσταση – και μάλιστα, ως ήρωες.»
«Μας τα λέτε ωραία, κύριε Ταγματάρχη, όμως σίγουρα υπάρχει μεγάλος κίνδυνος,» είπε η Λοχίας Ηλάρθια.
«Μεγάλος κίνδυνος υπάρχει έτσι κι αλλιώς,» τόνισε ο Τέρι.
«Αυτό είναι αλήθεια, αν όλα είναι όπως τα περιγράφετε,» αποκρίθηκε ο Καλιόστρο.
«Αμφιβάλλεις ότι έτσι είναι, Καλιόστρο;» ρώτησε ο Τέρι, ήρεμα. «Τι νομίζεις ότι μπορεί να θέλω λέγοντας ψέματα; Να πάω με την Επανάσταση επειδή μια μέρα σκέφτηκα ότι είναι καλύτερα μ’αυτό το στρατόπεδο;»
«Δεν αμφιβάλλω για την αξιοπιστία σας,» του είπε ο Καλιόστρο. «Απλά δεν ξέρω πόσο αξιόπιστοι μπορεί νάναι αυτοί οι καινούργιοι ιερείς. Κατά πρώτον, γιατί είναι καινούργιοι; Τι διαφορά έχουν;»
«Μιλήσατε για κάποιες διαφορετικές δυνάμεις, κύριε Ταγματάρχη,» είπε ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος.
Ο Τέρι ένευσε. «Ναι, έχουν κάποιες διαφορετικές δυνάμεις. Δεν είναι όπως αυτούς που ξέρατε. Δεν επιδεικνύουν τρομερή σωματική δύναμη σαν να είναι θηρία. Ισχυρίζονται ότι βρίσκονται σε άμεση επαφή με τη Χάρνταβελ και ότι νιώθουν πού είναι οι εισβολές – οι τρύπες στα διαστασιακά τοιχώματα. Επίσης, τους είδα να… εμφανίζονται και να εξαφανίζονται. Είναι σαν να κρύβονται πίσω από σκιές που δεν υπάρχουν. Μου υποσχέθηκαν ότι θα έρθουν εδώ στα Ανάκτορα και θα βοηθήσουν, όταν αποφασίσουμε να πάρουμε τον Υπεράρχη από τα μπουντρούμια και να φυλακίσουμε τον Επόπτη.»
«Ποιοι είναι αυτοί οι ιερείς;» ρώτησε ο Τάρθλος. «Από πού έχουν έρθει;»
«Οι ίδιοι που ξέραμε είναι. Ο Μαλαχίας είναι ανάμεσά τους. Αλλά κάτι έχει αλλάξει μέσα τους. Μη μου ζητάτε να σας το εξηγήσω γιατί κι εγώ δεν το κατανοώ ακριβώς, και δεν έχει μεγάλη σημασία για εμάς, σε τελική ανάλυση. Εκείνο που εμείς πρέπει να κάνουμε είναι να συσπειρωθούμε τώρα και να μείνουμε ενωμένοι μέχρι το τέλος.»
Παρόμοιες συζητήσεις έκανε ο Τέρι και με άλλους στρατιωτικούς. Πρώτα ξεκίνησε με τον Ανθυπολοχαγό Τάρθλος, τη Λοχία Ηλάρθια, τον Καλιόστρο, και τη Βίλνα επειδή πίστευε πως αυτούς μπορούσε να τους εμπιστευτεί περισσότερο – να είναι βέβαιος ότι δεν θα τον πρόδιδαν. Μετά, προχώρησε κλιμακωτά σε στρατιωτικούς τους οποίους θεωρούσε λιγότερο έμπιστους, έτσι ώστε κάθε φορά να έχει την υποστήριξη των περισσότερο έμπιστων πίσω του, για να φοβούνται όποιοι τυχόν σκέφτονταν να τον προδώσουν στον Επόπτη – αν και δεν ήθελε να πιστέψει ότι κανένας από τους ανθρώπους στους οποίους μίλησε σκεφτόταν κάτι τέτοιο. Ήταν όλοι τους πολλά χρόνια στη Χάρνταβελ, όπως κι εκείνος, και τον ήξεραν σαν αδελφό τους.
*
Μετά από δύο ημέρες, ο Τέρι νόμιζε πως είχε την κατάσταση υπό έλεγχο, πως τα είχε ετοιμάσει όλα και μπορούσε να κάνει την ανατροπή που σχεδίαζε.
Τότε, όμως, έφτασαν στην Ερρίθια Παντοκρατορικοί στρατιώτες από τη Φεηνάρκια. Δεν ήταν όλες οι ενισχύσεις που περίμενε ο Επόπτης, αλλά ήταν ένα μικρό μέρος τους.
Ο Νιρμόδος έπαιρνε το πρωινό του μαζί με τη Θελρίτ, όταν ο επικοινωνιακός δίαυλος κουδούνισε από το γραφείο του. Σκουπίζοντας τα χείλη του, σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε να τον ανοίξει.
«Μάλιστα,» είπε.
«Υψηλότατε, δύο φορτηγά οχήματα έχουν σταματήσει έξω από τη Δυτική Πύλη και ζητούν πρόσβαση. Έχουν επάνω τους το έμβλημα της Παντοκράτειρας και ισχυρίζονται πως φέρνουν ενισχύσεις από τη Φεηνάρκια.»
Δεν άργησαν, παρατήρησε ο Νιρμόδος. Και θα τους χρειαστούμε, όπως δείχνουν να εξελίσσονται τα πράγματα. Ωστόσο, όφειλε πάντοτε να είναι προσεχτικός. «Να γίνει έλεγχος, ώστε να βεβαιωθείτε ότι είναι αυτοί που λένε, κι αν είναι όντως οι ενισχύσεις που περιμένουμε, να τους αφήσετε να περάσουν.»
«Μάλιστα, Υψηλότατε.»
Ο Νιρμόδος έκλεισε τον δίαυλο και επέστρεψε στο τραπέζι, αντίκρυ στη Θελρίτ.
«Τι ήταν;» τον ρώτησε εκείνη.
«Οι ενισχύσεις μας από τη Φεηνάρκια. Αλλά θα γίνει έλεγχος προτού τους αφήσουν να περάσουν, επομένως μπορούμε να τελειώσουμε το πρωινό μας.»
«Θα τους φιλοξενήσεις εδώ, στα Ανάκτορα;»
«Ναι. Δύο φορτηγά έχουν έρθει· δε νομίζω να είναι τόσοι πολλοί. Τώρα που έχουμε αφοπλίσει και διώξει τους στρατιώτες του Υπεράρχη, θα βρούμε χώρο για να μείνουν.»
«Θα έρθουν κι άλλοι, όμως, έτσι δεν είναι; Δε μπορεί μ’αυτούς μόνο να σκέφτεσαι ν’αντιμετωπίσεις τους εξωδιαστασιακούς.»
«Φυσικά και όχι. Απ’ό,τι μας είπε ο Τέρι, ο στρατός τους είναι μεγάλος· κι έχουν αρχίσει να έρχονται κι άλλοι, από άλλα ανοίγματα. Δεν έχω αμφιβολία, όμως, ότι θα προλάβουμε να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας· γιατί οι εξωδιαστασιακοί θα είναι, σίγουρα, αποπροσανατολισμένοι στην αρχή: δεν θα ξέρουν τα εδάφη της Χάρνταβελ. Κι επιπλέον, είμαι βέβαιος πως οι τοπικοί άρχοντες θα τους αντισταθούν. Αμφιβάλλω αν η αντίσταση αυτή θα είναι αρκετή για να τους νικήσει, αλλά νομίζω ότι θα είναι αρκετή για να τους καθυστερήσει μέχρι να είμαστε έτοιμοι να τους χτυπήσουμε και να τους υποτάξουμε. Αφού ήρθαν εδώ, μπήκαν σε Παντοκρατορικό έδαφος και πρέπει, άρα, να γίνουν υπήκοοι της Παντοκράτειρας,» είπε καθώς έτρωγε, «παρότι δεν ξέρουν τίποτα γι’αυτήν.»
Μετά από λίγο, ο επικοινωνιακός δίαυλος στο γραφείο του κουδούνισε πάλι. Ο Νιρμόδος είχε σχεδόν τελειώσει το πρωινό του. Σηκώθηκε και άνοιξε τον δίαυλο.
«Υψηλότατε, οι ενισχύσεις από τη Φεηνάρκια είναι στα Ανάκτορα. Θα θέλατε να μιλήσετε με τον αρχηγό τους, τον Λοχαγό Εύκριτο;»
«Ναι. Οδηγήστε τον στην Αίθουσα του Ύψιστου Θρόνου. Θα τον συναντήσω εκεί.»
«Μάλιστα, Υψηλότατε.»
Επιστρέφοντας κοντά στη Θελρίτ, της είπε ότι έπρεπε να πηγαίνει.
«Θα έρθω μαζί σου,» δήλωσε εκείνη, ύστερα από μια γουλιά πορτοκαλάδα.
«Δε μπορώ να καθυστερήσω.»
Η Θελρίτ σηκώθηκε από την καρέκλα της. «Γιατί να καθυστερήσεις; Εξαιτίας μου;» Βάδισε προς το υπνοδωμάτιό τους. «Δε θ’αργήσω να ντυθώ,» πρόσθεσε, υποθέτοντας ότι αυτό πρέπει να είχε στο μυαλό του.
«Εντάξει,» είπε ο Νιρμόδος, που πράγματι αυτό είχε στο μυαλό του.
Αφού ετοιμάστηκαν – και η Θελρίτ, όπως είχε υποσχεθεί, δεν άργησε να ντυθεί – κατέβηκαν στην Αίθουσα του Ύψιστου Θρόνου: το δωμάτιο που μέχρι στιγμής χρησιμοποιούσε ο Υπεράρχης Ριχάρδος ο Τρίτος, αλλά δεν του χρειαζόταν πλέον, κι έτσι το χρησιμοποιούσε ο Νιρμόδος, θέλοντας να δείξει στους γηγενείς της Χάρνταβελ ότι εκείνος ήταν η ανώτατη εξουσία εδώ, και κανένας άλλος. Ήταν καιρός να το μάθουν αυτό το μάθημα. Τα προηγούμενα χρόνια, οι προκάτοχοι του Νιρμόδου δεν φαινόταν να τους το είχαν διδάξει όπως όφειλαν, κι αυτό προκαλούσε προβλήματα συνεχώς. Μπορεί η Χάρνταβελ να ήταν μια μικρή διάσταση, λιγότερο σημαντική από άλλες, αλλά δεν ήταν αμελητέα, ούτε έπρεπε ν’αφήσουν τον καθένα να κάνει του κεφαλιού του εδώ. Εξάλλου, είχε μια διαστασιακή δίοδο για την Απολλώνια, την έδρα του Αρχιπροδότη και της Επανάστασής του.
Ο Νιρμόδος, μόλις μπήκε στην αίθουσα, είδε έναν άντρα να σηκώνεται από μια καρέκλα, καθώς και άλλους δύο, δεξιά κι αριστερά του – έναν ακόμα άντρα και μια γυναίκα. Όλοι τους φορούσαν λευκές στρατιωτικές στολές. Ο πρώτος άντρας ήταν λοχαγός, όπως έδειχναν τα διακριτικά επάνω του – μάλλον, ο Λοχαγός Εύκριτος. Είχε δέρμα-λευκό ροζ, κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά, και φορούσε ένα ζευγάρι στρογγυλά σκούρα γυαλιά. Οι άλλοι δύο ήταν λοχίες: ο άντρας λευκόδερμος όπως ο λοχαγός, αλλά ξανθός· η γυναίκα γαλανόδερμη και επίσης ξανθιά.
«Ο Λοχαγός Εύκριτος;» ρώτησε ο Νιρμόδος, πλησιάζοντας για να δώσει το χέρι του στον μελαχρινό άντρα με τα σκούρα γυαλιά.
«Μάλιστα, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε εκείνος, παίρνοντας το χέρι του και σφίγγοντάς το. «Ερχόμαστε από τη Φεηνάρκια με όσους περισσότερους μαχητές μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε. Οι Επόπτες εκεί ήταν αδύνατον να προσφέρουν πιο πολλούς, λόγω των περιστάσεων.»
«Για πόσους στρατιώτες μιλάμε, κύριε Λοχαγέ;»
«Τριακόσιους, Υψηλότατε.»
«Πράγματι, δεν είναι πολλοί,» παρατήρησε ο Νιρμόδος. «Αλλά είμαι ευγνώμων για κάθε βοήθεια. Το πρόβλημα που έχω να αντιμετωπίσω, πολύ φοβάμαι, είναι μεγάλο.»
«Για εξωδιαστασιακή εισβολή μίλησε ο αγγελιαφόρος σας, αν δεν κάνω λάθος…»
«Ακριβώς.»
«Από ποια διάσταση, όμως, Υψηλότατε; Αν ήταν από την Απολλώνια, θα–»
«Δεν είναι από την Απολλώνια, κύριε Λοχαγέ. Είναι από μια μέχρι στιγμής άγνωστη διάσταση.» Με τις άκριες των ματιών του, ο Νιρμόδος είδε τον Τέρι Κάρμεθ να μπαίνει στην Αίθουσα του Ύψιστου Θρόνου. Στράφηκε προς το μέρος του, κάνοντάς του νόημα να πλησιάσει. «Ταγματάρχη,» είπε. «Οι ενισχύσεις από τη Φεηνάρκια είναι εδώ.»
«Το άκουσα, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε ο Τέρι ζυγώνοντας.
«Ο Ταγματάρχης Τέρι Κάρμεθ, κύριε Λοχαγέ,» τον σύστησε ο Νιρμόδος. «Βρίσκεται στη Χάρνταβελ χρόνια, και γνωρίζει πολλά για τους γηγενείς.»
«Λοχαγέ,» χαιρέτησε ο Τέρι, κλίνοντας το κεφάλι προς το μέρος του άντρα με τα στρογγυλά μαύρα γυαλιά.
«Και από εδώ,» πρόσθεσε ο Νιρμόδος γιατί συνειδητοποίησε ότι το είχε παραμελήσει, «η σύζυγός μου, Θελρίτ Κάρινεθ, του Οίκου των Κάρινεθ, από τη Βίηλ.»
«Χαίρω πολύ, Λοχαγέ,» είπε η Θελρίτ, τυπικά.
Ο Λοχαγός Εύκριτος έκανε μια σύντομη υπόκλιση προς το μέρος της και, μετά, σύστησε τον Λοχία Φάρκλω, καταγόμενο από τη Ρελκάμνια, και τη Λοχία Σιρμάλη, καταγόμενη από την Υπερυδάτια. «Θα βοηθήσουμε με όποιον τρόπο μπορούμε, Υψηλότατε,» είπε, τέλος. Και ρώτησε: «Θα ήταν δυνατόν να μας ενημερώσετε για την κατάσταση;»
«Ασφαλώς, Λοχαγέ,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος. «Ας καθίσουμε.» Έδειξε προς το γυαλιστερό ξύλινο τραπέζι της Αίθουσας του Ύψιστου Θρόνου. Ύστερα κοίταξε τον Τέρι. «Ταγματάρχη, θα μείνεις μαζί μας.»
Δεν ήταν ερώτηση, παρατήρησε ο Τέρι. Αλλά δεν έφερε καμία αντίρρηση. Ούτε είχε καμία αντίρρηση. Ήθελε να δει πώς ήταν οι καινούργιοι που είχαν έρθει. Ήθελε να τους αξιολογήσει. Δεν σκόπευε, φυσικά, να τους πάρει με το μέρος του στην ανατροπή που σχεδίαζε· δεν υπήρχε χρόνος γι’αυτό. Μόλις άκουγαν τις σκέψεις του, θα τον πρόδιδαν αμέσως· ο Τέρι δεν είχε αμφιβολία. Όμως, αν ήταν να τους αντιμετωπίσει – όπως, μάλλον, θα έπρεπε – καλύτερα να είχε καταλάβει πρώτα κάποια πράγματα γι’αυτούς.
Αφού κάθισαν στο μεγάλο τραπέζι και αφού οι υπηρέτες των Ανακτόρων τούς έφεραν ποτά και κάποια πρόχειρα φαγητά, ο Νιρμόδος είπε στον Λοχαγό Εύκριτο και στους λοχίες του πώς είχε η κατάσταση. «Δε φτάνει,» κατέληξε, «που είχα πρόσφατα να καταπνίξω μια κακοσχεδιασμένη εξέγερση των ντόπιων, τώρα πρέπει να αντιμετωπίσω κι αυτούς τους εξωδιαστασιακούς που, σύμφωνα με ό,τι μου είπε ο ταγματάρχης, δεν ξέρουν καν τη Συμπαντική Γλώσσα.»
«Τους γνωρίζει ο ταγματάρχης;» απόρησε ο Λοχαγός Εύκριτος.
«Είχε, από ατύχημα, βρεθεί στη διάστασή τους, Λοχαγέ· γιατί, όπως σου είπα» – είχε πάψει να του μιλά στον πληθυντικό – «αυτά τα ανοίγματα – αυτές οι εισβολές, όπως τις λέει η μάγισσα Ερευνήτρια που έχω εδώ – εμφανίζονται αιφνιδίως πολλές φορές. Ο ταγματάρχης έτυχε να βρεθεί εκεί όπου παρουσιάστηκε μια εισβολή, ενώ τον είχα στείλει για να αποτρέψει έναν πόλεμο ανάμεσα σε δύο τοπικούς άρχοντες.»
«Μάλιστα,» είπε ο Εύκριτος. «Και οι εξωδιαστασιακοί τον αιχμαλώτισαν;»
«Ο ίδιος μπορεί να τα εξιστορήσει καλύτερα.» Ο Νιρμόδος στράφηκε στον Τέρι.
«Ουσιαστικά, ναι,» είπε εκείνος, «μας αιχμαλώτισαν, εμένα και όσους στρατιώτες μου καταφέραμε να γλιτώσουμε από την οντότητα που ονομάζουν Καταστροφέα.»
Τα φρύδια του Εύκριτου υψώθηκαν πίσω από τα μαύρα γυαλιά του. «Οντότητα που ονομάζουν Καταστροφέα;»
«Ναι.» Ο Τέρι, φυσικά, δεν ήταν πρόθυμος να τους πει ότι υπήρχαν, στην πραγματικότητα, τέσσερις τέτοιες οντότητες και ότι η κόρη του που ήταν εν μέρει ενεργειακή οντότητα τις αποκαλούσε Ιπτάμενους του Τέλους της Ζωής. «Πρόκειται για κάτι που δεν έχουμε ξανασυναντήσει, Λοχαγέ· και είναι πάρα πολύ επικίνδυνο. Ευτυχώς για εμάς, δεν φαίνεται να μπορεί να έρθει στη Χάρνταβελ μέσα από τις εισβολές.» Μέχρι στιγμής, τουλάχιστον…
*
«Δεν ήταν καλό αυτό,» είπε ο Τέρι στην Αρίνη, το μεσημέρι, μέσα στο γραφείο της. «Τώρα, δε θα έχουμε να κάνουμε μόνο με το τάγμα της Νέλθα-Ριθ και με τους ανθρώπους του Επόπτη, αλλά και με αυτούς τους καινούργιους από τη Φεηνάρκια.»
«Αν καθυστερήσουμε να κινηθούμε, όμως, θα μαζευτούν κι άλλες ενισχύσεις εδώ – από τη Βίηλ και από τη Ρελκάμνια,» είπε η Αρίνη, ακουμπώντας την πλάτη της στην πολυθρόνα και αγνοώντας το βιβλίο που ήταν ανοιχτό μπροστά της: ένα μαγικό σύγγραμμα για τις ενεργειακές οντότητες. Είχε αρχίσει να το μελετά από τότε που γύρισαν από τον Υπεραιώνιο, προσπαθώντας να δει τι μπορούσε να ανακαλύψει για τους Ιπτάμενους της άλλης διάστασης: πώς ήταν δυνατόν να έχουν δημιουργηθεί και, κυρίως, πώς ήταν δυνατόν να καταστραφούν. Δεν είχε ακόμα βρει τίποτα το διαφωτιστικό.
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Η αλήθεια είναι πως δεν συμφέρει να το αναβάλουμε.» Σταύρωσε τα χέρια εμπρός του, καθισμένος αντίκρυ της. Η όψη του ήταν σκεπτική. Μετά από μερικές στιγμές, είπε: «Ο Νιρμόδος τούς έβαλε να μείνουν στον εγκαταλειμμένο στρατώνα των πολεμιστών του Υπεράρχη. Αν μπορούσαμε να τους αποκλείσουμε εκεί… για λίγο, τουλάχιστον…»
Η Αρίνη, που το βλέμμα της είχε πάλι γλιστρήσει στο μαγικό βιβλίο, ύψωσε τα μάτια της για να τον κοιτάξει. «Να τους αποκλείσουμε;»
«Να τους κλειδώσουμε μέσα μέχρι που να έχουμε τελειώσει με τη δουλειά μας.»
«Μία μόνο έξοδο έχει ο στρατώνας;»
«Μία είναι η κεντρική. Πρέπει να υπάρχουν και πλευρικές· δε νομίζω, όμως, νάναι πάνω από δύο. Μπορούμε να τις κλείσουμε προσωρινά.»
«Υπάρχουν και παράθυρα,» παρατήρησε η Αρίνη.
«Ναι, αλλά τα περισσότερα παράθυρα των Ανακτόρων δεν είναι μεγάλα.» Κοίταξε το οφθαλμόσχημο παράθυρο στον τοίχο του γραφείου.
«Από αρκετά, πάντως, μπορεί να περάσει κάποιος αν το θέλει πολύ.»
«Αυτός, όμως, δεν είναι γρήγορος τρόπος για να βγουν τριακόσιοι στρατιώτες από έναν στρατώνα· και ο σκοπός είναι να τους καθυστερήσουμε, Αρίνη, μέχρι να έχουμε την κατάσταση υπό έλεγχο. Μετά, τι θα μπορούν να κάνουν; Θα μας επιτεθούν ενώ έχουμε τον Επόπτη αιχμάλωτο; Θα τους δώσουμε την επιλογή ή να φύγουν και να επιστρέψουν στη Φεηνάρκια ή να μείνουν εδώ και να πολεμήσουν για εμάς, εναντίον των εξωδιαστασιακών, αν αποδειχτεί απαραίτητο.»
«Δεν έχω αμφιβολία ότι θα επιλέξουν το πρώτο. Γιατί να μείνουν εδώ και να προδώσουν την Παντοκράτειρα; Δεν είναι η θέση τους στη Χάρνταβελ.»
Ο Τέρι ένευσε. «Το ίδιο πιστεύω κι εγώ.»
«Καλύτερα να μιλήσεις και στους ιερείς, προτού κάνεις οτιδήποτε,» πρότεινε η Αρίνη.
«Λες, ε;»
«Λέω.»
Κανείς δεν πλησίαζε στον Ναό της Ερρίθιας αφότου ο Παντοκρατορικός Επόπτης τον είχε γκρεμίσει. Ήταν ένα ερείπιο τώρα, παρότι τόσους αιώνες έστεκε περήφανα ανάμεσα στα υπόλοιπα οικήματα των Ιερών.
Οι ντόπιοι έλεγαν ότι η Οργή του Θεού θα έπεφτε επάνω σ’όλους τους γι’αυτό που είχε συμβεί· ότι, σύντομα, κι άλλα ανοίγματα θα παρουσιάζονταν, και η έρημος θα ξεχυνόταν παντού μέχρι που να πνίξει με την άμμο της ολάκερη τη Χάρνταβελ· ότι τέρατα θα έρχονταν για να τους καταπιούν, επειδή είχαν αφήσει τους εξωδιαστασιακούς δυνάστες να βλασφημήσουν έτσι κατά του Θεού.
Αλλά τίποτα από αυτά δεν είχε γίνει. Ακόμα.
Μέσα στο σούρουπο, μια σκιερή φιγούρα πλησίασε και μπήκε στο ερειπωμένο οίκημα, βαδίζοντας αργά, προσεχτικά, με μικρά θραύσματα να τρίζουν κάτω από τις μπότες της.
Φορούσε κάπα και κουκούλα γιατί, μολονότι μπορούσε να δικαιολογήσει την παρουσία του εδώ αν χρειαζόταν, προτιμούσε κανένας να μην τον αναγνωρίσει. Εκτός, φυσικά, από τους ανθρώπους που ήθελε να τον αναγνωρίσουν και που ήξερε ότι θα τον αναγνώριζαν.
Γύρω του ψυχή δεν υπήρχε, καθώς σταμάτησε σ’ένα από τα δωμάτια που βρίσκονταν πίσω από την κεντρική αίθουσα του Ναού όταν ο Ναός έστεκε ακόμα. Το κόκκινο φως του Κακού Οφθαλμού, γλιστρώντας ανάμεσα από τα πυκνά σύννεφα, έπεφτε σαν ειδικά εστιασμένη δέσμη εδώ. Λες και κάποια διαβολική οντότητα να γνώριζε για την παρουσία του Τέρι Κάρμεθ στα ερείπια και να ήθελε να του το πει.
Ο ταγματάρχης, ασφαλώς, δεν ήταν προληπτικός, και δεν πτοήθηκε.
Περίμενε.
Και μια άλλη φιγούρα ξεπρόβαλε μέσα από τις πυκνές σκιές, με τρόπο που έδινε την εντύπωση ότι αυτές την είχαν γεννήσει. Πλάι της ήταν ένας μαύρος σκύλος.
«Μεγάλε Πατέρα,» χαιρέτησε ο Τέρι τον Μαλαχία.
«Συνέβη τίποτα απρόοπτο, Ταγματάρχη;»
«Φοβάμαι πως ναι. Ήρθαν οι ενισχύσεις που ο Επόπτης είχε καλέσει από τη Φεηνάρκια.»
Μια άλλη σκιερή φιγούρα παρουσιάστηκε, βγαίνοντας πίσω από κάτι πέτρες. «Το μάθαμε.» Ο Γεράρδος. «Θα αποτελέσει πρόβλημα αυτό;»
«Μέχρις ενός σημείου, ναι. Αλλά τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω, διότι σύντομα θα έρθουν κι άλλες ενισχύσεις, από τη Βίηλ και τη Ρελκάμνια. Επομένως, δεν θα ήταν συνετό να καθυστερήσουμε. Ωστόσο, είμαι εδώ για να ζητήσω τη συμβουλή σας,» είπε ο Τέρι, και τους μίλησε για το πώς ακριβώς είχαν τα πράγματα, ενώ κι άλλοι παρουσιάζονταν μέσα από τα ερείπια, σαν φαντάσματα που ξαφνικά έπαιρναν σάρκα και οστά, σαν σκιές που γίνονταν στέρεες: ο Τζοσελίνος… η γυναίκα που ονομαζόταν Ελισαβέτα (η πρώτη ιέρεια της Χάρνταβελ που είχε ποτέ γνωρίσει ο Τέρι – πώς να την πεις; Μεγάλη Μητέρα, ίσως;)… ο Ριχάρδος… ο Οσβάλδος…
«Το σχέδιό σου ακούγεται καλό, Ταγματάρχη,» είπε τελικά ο Γεράρδος. «Δε νομίζω ότι μπορώ να προτείνω κάτι καλύτερο. Εσείς, Αδελφοί;»
Κανένας από τους ιερείς δεν μίλησε.
Μετά, ο Μαλαχίας ρώτησε τον Τέρι: «Είσαι βέβαιος ότι οι τριακόσιοι του Λοχαγού Εύκριτου θα προτιμήσουν να υποχωρήσουν, αντί να οχυρωθούν μέσα σ’ένα τμήμα των Ανακτόρων και να μας πολεμήσουν;»
«Με τον Επόπτη αιχμάλωτό μας, αυτό είναι το λογικό να κάνουν, Μεγάλε Πατέρα. Αν αποκλειστούν μέσα στα Ανάκτορα, ουσιαστικά θα παγιδευτούν. Και βρίσκονται σε μια διάσταση όπου δεν θα έχουν καμία υποστήριξη. Ποιος θα τους τροφοδοτεί;»
«Καλώς,» είπε ο Μαλαχίας. «Είναι, λοιπόν, όλα έτοιμα για να ξεκινήσουμε;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Αύριο βράδυ. Θα έρθετε από εκεί όπου έχουμε συμφωνήσει.»
*
Μετά την επίσκεψή του στον ερειπωμένο Ναό της Ερρίθιας, επέστρεψε στα Ανάκτορα και στα δωμάτιά του, για να βρει την Αρίνη ξαπλωμένη στον καναπέ.
«Τι σου είπαν;» τον ρώτησε.
«Συμφωνούν.» Πλησίασε την κάβα με τα ποτά. «Κρασί;»
«Ναι.»
Ο Τέρι γέμισε δύο ποτήρια και, πηγαίνοντας να καθίσει δίπλα της στον καναπέ, της έδωσε το ένα.
Η Αρίνη ανασηκώθηκε για να πιει. «Και τώρα, περιμένουμε;»
«Δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνουμε.»
Μετά από μια στιγμή δισταγμού, η Αρίνη ρώτησε: «Πιστεύεις ότι υπάρχει πιθανότητα να μας προδώσουν;»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Ο Νιρμόδος, κάπως, έμαθε για το σχέδιο του Υπεράρχη και τον πρόλαβε. Φοβάμαι ότι το ίδιο ίσως να συμβεί και τώρα.»
Ο Τέρι κούνησε το κεφάλι, παρότι κι εκείνος δεν ήταν χωρίς τους φόβους του. «Όχι,» είπε. «Δεν έχει λόγο να μας κατασκοπεύει, όπως τον Ριχάρδο· και κανένας από τους στρατιωτικούς στους οποίους μίλησα δεν είναι αναξιόπιστος. Είμαστε χρόνια στη Χάρνταβελ μαζί τους, Αρίνη. Κι εσύ τους ξέρεις, δεν τους ξέρεις;»
Εκείνη ένευσε. Η αλήθεια ήταν πως τους ήξερε. Και πάλι, όμως, δεν μπορούσε να πάψει να ανησυχεί.
Μετά από λίγη ώρα, άκουσαν τη βροχή να ξεκινά καταρρακτωδώς.
*
Οι νεοϊερείς του Γεράρδου δεν θα ήταν δύσκολο να εισβάλουν στα Ανάκτορα. Αρκετοί απ’αυτούς γνώριζαν πώς να βαδίζουν στα μονοπάτια, εκεί όπου τα μάτια των άλλων ανθρώπων δεν μπορούσαν να τους δουν: θα γλιστρούσαν ανάμεσα στις σκιές και στο φως, γύρω από ασύλληπτες γωνίες, μέσα σε πτυχώσεις της πραγματικότητας της Χάρνταβελ, και θα έφταναν στον στόχο τους. Οι μόνοι που δεν ήξεραν ακόμα πώς να κινούνται έτσι ήταν ο Οσβάλδος, ο Ριχάρδος, και ο Έδουος· επομένως θα έμεναν πίσω, μαζί με τους υπόλοιπους που θα περίμεναν το σύνθημα για να εισβάλουν: τους επαναστάτες από την Απολλώνια· τους ληστές του Σεβερίνου, τους επονομαζόμενους «Γενναίους»· τους Ιερούς Φρουρούς από τον Υπεραιώνιο και από τον Ναό της Ερρίθιας· τους πολεμιστές του Υπεράρχη που είχαν αφοπλιστεί και διωχτεί από τα Ανάκτορα αλλά ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν και πάλι για τον Άρχοντά τους και για τον Θεό· και άλλους ανθρώπους που είχαν δηλώσει πως θα βοηθούσαν τους ιερείς για να αποτινάξουν τους δυνάστες.
Ο Γεράρδος είχε πει στον Τέρι Κάρμεθ ότι χρειάζονταν μονάχα δύο πράγματα για να ξεκινήσει η όλη επιχείρηση: έναν χάρτη των Ανακτόρων, για να ξέρουν πού θα πήγαιναν όταν ήταν στο εσωτερικό, και μια ανοιχτή πόρτα, γιατί, παρά τις υπερφυσικές τους δυνάμεις, οι ιερείς δεν μπορούσαν να περνάνε μέσα από τοίχους. Ο ταγματάρχης τούς είχε δώσει τον χάρτη χωρίς κανένα πρόβλημα, και τους είχε υποσχεθεί πως η βόρεια πύλη των Ανακτόρων θα ήταν ανοιχτή γι’αυτούς τα μεσάνυχτα.
Τώρα ήταν μεσάνυχτα.
Ο Γεράρδος, ο Μαλαχίας (χωρίς τον Αγύρευτο – τον είχε αφήσει με τον Οσβάλδο), η Ελισαβέτα, και ο Τζοσελίνος (τραυματισμένος από τη σπαθιά του Ύπατου ακόμα αλλά μπορώντας να κινείται) πλησίασαν το συμφωνημένο σημείο ακολουθώντας τα μονοπάτια, και είδαν ότι, όντως, η βόρεια πύλη των Ανακτόρων ήταν αφημένη μισάνοιχτη. Οι φρουροί που στέκονταν εκεί ήταν κι οι δύο άνθρωποι του Τέρι, σύμφωνα με ό,τι είχε πει ο ταγματάρχης.
Επομένως, εκτός αν επρόκειτο για μια καλοστημένη παγίδα, τα πάντα ήταν όπως έπρεπε.
Ο Γεράρδος έκανε νόημα στους νεοϊερείς του, και, ο ένας κατόπιν του αλλού, γλίστρησαν μέσα από τη μισάνοιχτη πύλη: ο Μαλαχίας πίσω από το ασημένιο φως του Αργυρού Θείου Οφθαλμού· η Ελισαβέτα ανάμεσα στις πυκνές σκιές της νύχτας και στο κόκκινο φως του Κακού Οφθαλμού· ο Τζοσελίνος βαδίζοντας σε μια πτύχωση της Χάρνταβελ που τα μάτια ενός κανονικού ανθρώπου δεν θα μπορούσαν ποτέ να δουν. Και τέλος, ο Γεράρδος ακολούθησε τη ροή ενός ποταμού από αέρα, σκοτάδι, και φεγγαρόφωτο, και έστριψε σε μια παράλογη γωνία για να περάσει το άνοιγμα της πύλης.
Οι δύο φρουροί του Τέρι Κάρμεθ δεν είδαν τίποτα περισσότερο από κανένα τρεμόπαιγμα του φωτός των φεγγαριών, ή καμια φευγαλέα σκιά: πράγματα που θα μπορούσαν να είχαν προκληθεί και από πουλιά ή γάτες. Και το μόνο που άκουσαν ήταν η υπόνοια ελαφρών βημάτων. Αλλά, φυσικά, δεν ανησύχησαν· ήξεραν ακριβώς τι περίμεναν απόψε. Η μία ήταν η Βίλνα· ο άλλος, ο Καλιόστρο. Ο ταγματάρχης τούς είχε μιλήσει πολύ συγκεκριμένα για τους ιερείς και τις δυνάμεις τους – τουλάχιστον, για όσα καταλάβαινε.
*
Οι φρουροί στα μπουντρούμια ήταν άνθρωποι του Επόπτη, και ο Τέρι δεν μπορούσε να τους αντικαταστήσει. Μπορούσε, όμως, να αντικαταστήσει κάποιους άλλους που βρίσκονταν εκεί κοντά, και το είχε κάνει.
Οι στρατιώτες αυτοί περίμεναν τους ιερείς να έρθουν. «Πώς θα καταλάβουμε ότι είναι οι ιερείς;» είχαν ρωτήσει τον ταγματάρχη· κι εκείνος τούς είχε απαντήσει: «Μην ανησυχείτε· θα το καταλάβετε.»
Και τώρα, μερικά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ενώ οι φρουροί ατένιζαν κάπου-κάπου ανήσυχα τα ρολόγια στους καρπούς τους, είδαν τον Μαλαχία και τον Τζοσελίνο να παρουσιάζονται εμπρός τους, ξεπροβάλλοντας από εκεί όπου δεν υπήρχε τίποτα για να κρυφτούν.
«Μεγάλε Πατέρα,» είπε ένας από τους φρουρούς, αναγνωρίζοντας τον Μαλαχία.
«Είστε έτοιμοι, παιδί μου;»
«Μάλιστα.»
«Ωραία. Εμείς θα πάμε πρώτοι, εσείς θα μας ακολουθήσετε.»
«Μάλιστα, Μεγάλε Πατέρα.»
Οι δύο ιερείς εξαφανίστηκαν μπροστά στα μάτια των έκπληκτων φρουρών. «Το Μυαλό του Σκοτοδαίμονος…» μουρμούρισε ένας απ’αυτούς ο οποίος ήταν από τη Ρελκάμνια.
Ο Μαλαχίας και ο Τζοσελίνος πλησίασαν τους ανθρώπους του Επόπτη που φρουρούσαν την είσοδο των μπουντρουμιών. Παρουσιάστηκαν απροειδοποίητα εμπρός τους και τους κάρφωσαν στον λαιμό με ξιφίδια, σκοτώνοντάς τους χωρίς εκείνοι να προλάβουν να φωνάξουν. Μετά, κατέβηκαν την πέτρινη σκάλα και βρέθηκαν στα μπουντρούμια, όπου ακούγονταν τα βήματα δύο φρουρών ακόμα. Ο Επόπτης είχε κάμποσους εδώ, τώρα που κρατούσε φυλακισμένο τον Υπεράρχη και την οικογένειά του.
Ο Μαλαχίας και ο Τζοσελίνος, έχοντας φτάσει στο υπόγειο, ήταν πιο χαλαροί· οι πιθανότητες να τους ακούσουν επάνω ήταν ελάχιστες, ακόμα κι αν γινόταν θόρυβος. Παρουσιάστηκαν δεξιά κι αριστερά της μίας φρουρού, και την κάρφωσαν στα πλευρά και στο λαιμό. Εκείνη πέθανε προτού καλά-καλά καταλάβει τι συνέβαινε.
«Μεγάλε Πατέρα;» ακούστηκε μια ξαφνιασμένη φωνή από ένα κελί.
Ο Μαλαχίας στράφηκε για να δει τη Γερτρούδη, τη μεγαλύτερη από τις δύο θυγατέρες του Ριχάρδου του Τρίτου. «Ησυχία, κόρη μου,» της είπε ζυγώνοντας το κελί της. Εκείνη ένευσε. Τα μάτια της ήταν γουρλωμένα.
Ο άλλος φρουρός ακούστηκε να έρχεται. «Είπες κάτι, Αμαλία;»
Οι δύο ιερείς γλίστρησαν μέσα σε μια ασύλληπτη γωνία που έδειξε ο Τζοσελίνος, και καθώς ο Παντοκρατορικός στρατιώτης παρουσιάστηκε στο πέρας του διαδρόμου βγήκαν πίσω του και τον κάρφωσαν με τα ξιφίδιά τους, δίνοντας τέλος στη ζωή του.
Κανένας άλλος δεν ακουγόταν να είναι εδώ. Και τώρα, βήματα έρχονταν από τις πέτρινες σκάλες. Οι στρατιώτες του Τέρι Κάρμεθ, κατά πάσα πιθανότητα· αλλά δεν έπρεπε κανείς να το ριψοκινδυνεύει. Οι δύο ιερείς μπήκαν μέσα σε μια πτύχωση του λευκού φωτός των ενεργειακών λαμπών.
Οι πολεμιστές του ταγματάρχη ήρθαν κάτω. Είδαν τους νεκρούς. «Μεγάλοι Πατέρες;» είπε ένας τους, κοιτάζοντας ολόγυρα, ανήσυχα.
«Εδώ είμαστε,» είπε ο Μαλαχίας, καθώς ξεπρόβαλλε μαζί με τον Τζοσελίνο.
*
Η Θελρίτ πήρε το γυμνό, ιδρωμένο σώμα της πάνω από τον Νιρμόδο και σηκώθηκε από το μεγάλο κρεβάτι, για να βαδίσει ξυπόλυτη προς το μικρό τραπεζάκι με τα ποτά, στη γωνία. Ο Νιρμόδος τράβηξε επάνω το σεντόνι που ήταν κουβαριασμένο γύρω από τα γόνατά του, καθώς κοίταζε την όμορφη γαλανή πλάτη της συζύγου του, όπου χύνονταν τα μακριά, ξανθά, σγουρά μαλλιά της, γυαλίζοντας στο χαμηλωμένο ενεργειακό φως του υπνοδωματίου.
Η Θελρίτ γέμισε μια χρυσή κούπα με σαμπάνια από την Απολλώνια και πλησίασε πάλι το κρεβάτι, για να καθίσει πλάι στον Νιρμόδο, με το ένα της πόδι διπλωμένο από κάτω της, και να πιει μια γουλιά. Ύστερα έτεινε την κούπα προς τα χείλη του, με το ένα χέρι. Ο Νιρμόδος έκανε να πιει κι εκείνος, αλλά τότε ήταν που είδε κάποιον να μπαίνει από την ανοιχτή πόρτα του υπνοδωματίου.
«Θελρίτ!» φώναξε, παραμερίζοντας το ποτό καθώς ανασηκωνόταν.
Η κούπα έφυγε από τα ξαφνιασμένα δάχτυλα της Θελρίτ και η σαμπάνια χύθηκε πάνω στο κρεβάτι και στο γυμνό σώμα του Νιρμόδου.
Ο Γεράρδος ύψωσε το πιστόλι του, σημαδεύοντάς τους. «Θα έρθεις μαζί μας, Επόπτη. Ήρεμα, ελπίζω.» Πλάι του είχε μόλις παρουσιαστεί η Ελισαβέτα, κρατώντας το σπαθί της γυμνολέπιδο.
«Και ποιος σκατά είσαι εσύ;» ρώτησε ο Νιρμόδος, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο, καθώς το χέρι του κινιόταν προσεχτικά πίσω από την πλάτη της Θελρίτ. «Αποστάτης;»
«Ιερέας είμαι.»
«Ιερέας; Περίεργο που δε σ’έχω ξαναδεί εδώ. Λες ψέματα – κι απορώ πώς κατόρθωσες να μπεις στα δωμάτιά μου.» Ο Νιρμόδος, αν μη τι άλλο, ήταν πάντα καλός στο να κρατά την ψυχραιμία του ακόμα και στις πιο απίθανες καταστάσεις. Η Θελρίτ, αντιθέτως, είχε παραλύσει και έτρεμε, αναπνέοντας γρήγορα, σπασμωδικά.
«Σήκω πάνω κι άσε τις κουβέντες,» του είπε ο Γεράρδος.
«Όπως θέλεις.» Ο Νιρμόδος τράβηξε, ξαφνικά, τις κουρτίνες του κρεβατιού κρύβοντας τον εαυτό του και τη σύζυγό του από τον Γεράρδο και την Ελισαβέτα. Άρπαξε τη Θελρίτ από τη μέση και το μπράτσο και την παρέσυρε μαζί του, καθώς κυλούσε προς την άλλη μεριά του κρεβατιού, πέφτοντας στο πάτωμα.
Ο Γεράρδος πυροβόλησε – για εκφοβισμό περισσότερο – χτυπώντας το στρώμα.
Ο Νιρμόδος τεντώθηκε προς το κομοδίνο καθώς ήταν γονατισμένος στο ένα γόνατο, άνοιξε ένα συρτάρι, πήρε το πιστόλι του–
Η Ελισαβέτα, ακολουθώντας τα μονοπάτια, παρουσιάστηκε πλάι του και τον κλότσησε στον καρπό. Το όπλο έφυγε από το χέρι του Επόπτη, εκπυρσοκροτώντας.
Η Θελρίτ είχε κουλουριαστεί στο πάτωμα, τρομαγμένη, κρύβοντας τα στήθη της.
Ο Γεράρδος, ακολουθώντας κι εκείνος τα μονοπάτια, είχε παρουσιαστεί αντίκρυ στον Νιρμόδο και τον σημάδευε ξανά με το πιστόλι του. «Δε χρειάζονταν φασαρίες.»
«Τι… τι διάολοι είστε;» έκανε ο Νιρμόδος, ξαφνιασμένος έτσι όπως παρουσιάζονταν.
«Δέσε τους,» είπε ο Γεράρδος στην Ελισαβέτα. «Και τους δύο. Αυτόν πρώτο.» Και τράβηξε τον πομπό του από τη ζώνη του· πάτησε ένα κουμπί καθώς τον έφερνε κοντά στ’αφτί του.
«Γεράρδε;» άκουσε τη φωνή του Τέρι Κάρμεθ.
«Ο Επόπτης είναι αιχμάλωτός μας. Μπορείς να κινηθείς.»
Η Ελισαβέτα, εν τω μεταξύ, έδενε τα χέρια του Νιρμόδου πίσω από την πλάτη του. «Ποιος μας πρόδωσε;» ρώτησε εκείνος. «Και τι είστε; Πώς μπήκατε εδώ;»
Ο Γεράρδος τον αγνόησε. Κάλεσε τη Μάρθα με τον πομπό του. «Ξεκινήστε,» της είπε.
*
Οι δύο φρουροί άνοιξαν τη βόρεια πύλη, αφήνοντας τους επαναστάτες να περάσουν και να μπουν οπλισμένοι στα Ανάκτορα: Ιεροί Φρουροί με τα κλειστά κράνη τους, ληστές του Σεβερίνου, πολεμιστές του Υπεράρχη, και φυσικά, η Μάρθα, η Άνμα’ταρ, και ο Σέλιρ’χοκ.
Η Μάρθα ακόμα πονούσε από εκείνο το τραύμα στον μηρό της αλλά μπορούσε να βαδίζει. Είχε περάσει κι από χειρότερα στη ζωή της, εξάλλου. Και τώρα το σχέδιο του Γεράρδου, των ιερέων, και του Τέρι Κάρμεθ ήταν, ουσιαστικά, να μην γίνει μάχη. Ο Επόπτης θα ήταν αιχμάλωτος, ο Υπεράρχης και η οικογένειά του θα ήταν έξω από τα κελιά τους, οι ενισχύσεις από τη Φεηνάρκια θα ήταν κλειδωμένες μέσα στο στρατώνα τους, και οι περισσότεροι πολεμιστές του Επόπτη και της Ταγματάρχη Νέλθα-Ριθ θα ήταν ξαφνιασμένοι και ανέτοιμοι. Αντιθέτως, όλοι οι στρατιώτες του Τέρι Κάρμεθ θα ήταν πανέτοιμοι χωρίς να το δείχνουν· κανένας δεν θα κοιμόταν.
Τα πάντα είναι με το μέρος μας, σκεφτόταν η Μάρθα καθώς έμπαινε μαζί με τους υπόλοιπους στις αίθουσες των Ανακτόρων, κρατώντας το τουφέκι της υψωμένο. Λογικά, δεν μπορούμε να τα σκατώσουμε.
Βέβαια, έχω δει και χειρότερες μαλακίες να συμβαίνουν.
«Πέτα το! Κάτω!» φώναξε ο Σεβερίνος σ’έναν ξαφνιασμένο Παντοκρατορικό φρουρό που είχε ξεπροβάλει από έναν διάδρομο και δεν πρέπει να τους περίμενε – άρα δεν πρέπει να ήταν απ’αυτούς του Τέρι Κάρμεθ.
Ο λευκοντυμένος άντρας έριξε το τουφέκι του στο πάτωμα και ύψωσε τα χέρια.
*
«Κανένας δε μας πρόδωσε,» είπε ο Τέρι στην Αρίνη, καθώς φωνές αντηχούσαν στα Ανάκτορα φτάνοντας στα δωμάτια του ταγματάρχη. Οι αναφορές που είχε πάρει μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού του ήταν όλες θετικές: ο Επόπτης ήταν αιχμάλωτος· ο Υπεράρχης ήταν ελεύθερος· οι πολεμιστές του Λοχαγού Εύκριτου ήταν κλειδωμένοι στον στρατώνα, και τώρα μόλις ακούγονταν να χτυπούν τις πόρτες (μάλλον, λόγω της φασαρίας που ερχόταν από έξω)· οι στρατιώτες της Νέλθα-Ριθ είχαν πιαστεί απροετοίμαστοι από τους στρατιώτες του Τέρι και είχαν παραδοθεί χωρίς να προβάλουν καμια ουσιαστική αντίσταση.
«Ήμασταν τυχεροί,» αποκρίθηκε η Αρίνη, δείχνοντας ανακουφισμένη. Είχε φοβηθεί ότι ο Επόπτης θα καταλάβαινε το σχέδιό τους και θα τους χτυπούσε πριν εκείνοι προλάβουν να χτυπήσουν αυτόν· και σε μια τέτοια περίπτωση, τίποτα δεν θα μπορούσε να τους γλιτώσει. Ο Νιρμόδος θα τους ονόμαζε και τους δύο αποστάτες. Ακόμα κι αν δεν τους εκτελούσε αμέσως, η μοίρα τους θα ήταν πολύ άσχημη.
Ο Τέρι τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους της Αρίνης και την έσφιξε για λίγο επάνω του. «Πάμε,» είπε μετά. «Ας δούμε πώς έχει η κατάσταση από κοντά.»
Η Αρίνη ένευσε· και, παίρνοντας τα όπλα τους, βγήκαν από τα δωμάτιά τους για να συναντήσουν τους στρατιώτες που τους περίμεναν απέξω, μαζί με τον Ανθυπολοχαγό Τάρθλος.
«Με ποιου τις διαταγές το κάνετε αυτό;» φώναξε η Νέλθα-Ριθ. «Πού είναι ο Επόπτης;»
«Δε μπορούμε ακόμα να σας πούμε τίποτα, κυρία Ταγματάρχη.»
Οι στρατιώτες – Παντοκρατορικοί στρατιώτες! – είχαν σπάσει την εξώπορτα των δωματίων της και είχαν εισβάλει μέσα στ’άγρια μεσάνυχτα. Η Νέλθα, που εκείνη την ώρα κοιμόταν, είχε τιναχτεί επάνω ακούγοντας τον έντονο θόρυβο, είχε αρπάξει το πιστόλι από το κομοδίνο της, και είχε κολλήσει στο πλάι της μεσόπορτας ώστε να είναι καλυμμένη. Βγείτε έξω, κυρία Ταγματάρχη! της είχε φωνάξει κάποιος. Χωρίς όπλα και με τα χέρια σας ψηλά! Κρυφοκοιτάζοντας, η Νέλθα τούς είχε δει να κρατάνε τα τουφέκια τους υψωμένα μέσα στο καθιστικό της καθώς την περίμεναν να εμφανιστεί. Συγχρόνως, από έξω, από παντού στα Ανάκτορα, ακουγόταν φασαρία. Η Νέλθα, μπερδεμένη, μην ξέροντας τι συνέβαινε, είχε αφήσει το πιστόλι της επάνω στο κρεβάτι και είχε βγει από το υπνοδωμάτιο, ντυμένη με το νυχτικό της και με τα χέρια της σηκωμένα.
«Τι δε μπορείτε να μου πείτε τίποτα;» φώναξε εξαγριωμένη. «Εισβάλλετε έτσι στα προσωπικά μου δωμάτια και δεν μπορείτε να μου πείτε τίποτα!; Ποιος σας έστειλε εδώ; Γιατί με συλλαμβάνετε; Θεωρούμαι ύποπτη για κάποιο λόγο που δεν ξέρω;»
«Δεν είναι αυτό, κυρία Ταγματάρχη. Καθίστε, και σύντομα θα σας εξηγήσουν.»
Η Νέλθα τούς κοίταξε προσεχτικά, έναν-έναν. Τρεις άντρες και μία γυναίκα. Κανένας δεν πρέπει να ήταν από το τάγμα της. Μάλλον από το τάγμα του Τέρι ήταν. Δεν καταλάβαινε τι σκατά γινόταν απόψε. Και δε νόμιζε ότι μπορούσε να τα βάλει και με τους τέσσερις στρατιώτες και να τους νικήσει – εξακολουθούσαν να τη σημαδεύουν με τα όπλα τους. Εξάλλου, μάλλον επρόκειτο για παρεξήγηση. Μάλλον ο Επόπτης την είχε υποπτευθεί για κάποιον ηλίθιο λόγο.
Κάθισε σε μια πολυθρόνα και περίμενε, ενώ από τα Ανάκτορα φωνές ακούγονταν, καθώς και κανένας πυροβολισμός πού και πού. Αν ο Επόπτης υποπτεύεται εμένα, γιατί να γίνεται τέτοια φασαρία; Είναι σαν εχθροί να έχουν εισβάλλει… Νομίζει, μήπως, ο Νιρμόδος ότι είμαι μαζί τους; Ο Τέρι μού φαίνεται πως έχει δίκιο που τον θεωρεί ακατάλληλο για τη θέση του. Εγώ είμαι στη Χάρνταβελ πολύ περισσότερο καιρό απ’τον Νιρμόδο! Πιο πιθανό είναι αυτός να είναι ύποπτος για οτιδήποτε παρά εγώ!
Τελικά, μετά από κανένα τέταρτο, δεν ήταν ο Επόπτης που ήρθε να την επισκεφτεί αλλά ο Τέρι. Μαζί του ήταν ο Λοχαγός Εύκριτος, και δύο στρατιώτες που σημάδευαν τον Λοχαγό με τα πιστόλια τους.
Η Νέλθα-Ριθ πετάχτηκε όρθια. Τι σήμαινε αυτό; Ήταν ο Εύκριτος προδότης και ο Τέρι τον είχε συλλάβει; Ήταν αποστάτης;
«Γιατί με κρατάτε εδώ;» απαίτησε η Νέλθα.
«Τα πράγματα άλλαξαν,» της είπε ο Τέρι, «και η προσωρινή σου κράτηση ήταν αναγκαία.»
Η Νέλθα συνοφρυώθηκε. «Τι άλλαξε;»
«Η Ερρίθια δεν είναι πλέον υπό τον έλεγχο της Παντοκράτειρας–»
«Είναι αποστάτης!» είπε ο Εύκριτος. «Τόσο καιρό είχατε έναν αποστάτη ανάμεσά σας και δεν είχατε καταλάβει τίποτα!»
«Τι;» έκανε η Νέλθα. «Αποκλ–» Κοίταξε τον Τέρι. «Τι λέει αυτός;»
«Ανοησίες. Δεν ήμουν αποστάτης παλιά· τώρα είμαι. Και υπάρχει καλός λόγος γι’αυτό.»
Η Νέλθα αισθάνθηκε να ζαλίζεται. «Τι… τι καλός λόγος;»
Ο Τέρι είπε στον Εύκριτο: «Κάθισε, Λοχαγέ. Σ’έφερα εδώ για να μη χρειαστεί να πω τα ίδια πράγματα δύο φορές.»
Ο Εύκριτος κάθισε σε μια καρέκλα. Ήταν ντυμένος με τη στρατιωτική του στολή, και φορούσε και τα μαύρα στρογγυλά γυαλιά του. Η Νέλθα αναρωτιόταν αν ποτέ τα έβγαζε.
«Η Χάρνταβελ βρίσκεται σε κίνδυνο,» είπε ο Τέρι, «και μόνο ένα καινούργιο τάγμα ιερέων ξέρει πώς να τη σώσει. Δυστυχώς, ο Επόπτης έπρεπε να φύγει από τη μέση για να γίνει αυτό.»
«Έχεις αιχμαλωτίσει και τον Επόπτη, δηλαδή…» είπε η Νέλθα-Ριθ.
«Ασφαλώς–»
«Γιατί το κάνεις αυτό; Ξέρεις τι θα σου συμβεί; Νομίζεις ότι η Παντοκράτειρα θα ανεχθεί την προδοσία σου; Θα σε κυνηγήσει όπως κάθε άλλο αποστάτη, Τέρι Κάρμεθ!»
«Το γνωρίζω,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αλλά εσύ ξέρεις τι θα συμβεί αν δεν καταφέρουμε να βρούμε μια λύση στο πρόβλημα της Χάρνταβελ; Η διάσταση θα καταστραφεί – μαζί με όλους όσους είναι επάνω της! Σας κάνω, ουσιαστικά, χάρη που σας αιχμαλωτίζω τώρα, γιατί δε σκοπεύω να σας κρατήσω αιχμάλωτους. Έχετε τη δυνατότητα είτε να μείνετε εδώ, μαζί μου, στη Χάρνταβελ, για να βοηθήσουμε στη διάσωση της διάστασης και να ζήσουμε, μετά, ειρηνικά με τους γηγενείς της· είτε να πάρετε τους στρατιώτες σας και να φύγετε. Δεν επιθυμώ κανένας να πεθάνει.»
«Είσαι τρελός!» του είπε ο Εύκριτος. «Μας προτείνεις να γίνουμε αποστάτες! Τι μας ενδιαφέρει εμάς αν αυτή η διάσταση καταστραφεί ή όχι; – που δεν ξέρω καν αν λες αλήθεια ότι θα καταστραφεί!»
«Σ’ενδιαφέρει αν θα καταστραφεί όταν είσαι επάνω της! Και ο Επόπτης θα μας κρατούσε εδώ ενώ συγχρόνως δεν θα έκανε τις σωστές ενέργειες για να σώσει τη Χάρνταβελ.»
«Πώς το ξέρεις; Είσαι ψεύτης, προδότης, και αποστάτης, Ταγματάρχη!»
«Δεν περιμένω εσύ να μείνεις στη Χάρνταβελ, Λοχαγέ,» του απάντησε, νηφάλια, ο Τέρι. «Η Νέλθα ίσως να μείνει αλλά όχι εσύ. Ωστόσο, μια μέρα – αν τύχει να καταλάβεις – θα μ’ευχαριστείς που σε έδιωξα από εδώ.»
«Γιατί νομίζεις ότι ίσως εγώ να μείνω;» είπε η Νέλθα-Ριθ.
«Γιατί δεν σας έχω ακόμα εξηγήσει τι ακριβώς συμβαίνει. Αλλά τώρα σκοπεύω να το κάνω.»
*
«Αδύνατον, Αρίνη. Δε μπορώ να το κάνω αυτό,» είπε ο Ράβνομ’νιρ κουνώντας το κεφάλι.
«Γιατί όχι;»
Η Αρίνη’σαρ είχε προστάξει τους στρατιώτες να φύγουν από τα δωμάτια του Βιοσκόπου ώστε εκείνη κι ο Ράβνομ να μιλήσουν μόνοι. Δεν πίστευε ότι κινδύνευε από αυτόν, και δεν ήθελε ο μάγος να αισθάνεται απειλημένος όταν θα συζητούσαν.
«Μου ζητάς να γίνω αποστάτης! και με ρωτάς ‘Γιατί όχι’; Δε μπορεί να είσαι σοβαρή, Αρίνη. Και απορώ που εσύ κι ο Τέρι συμφωνήσατε να συμμαχήσετε μ’αυτούς τους αποστάτες. Το ξέρω πως κι οι δύο είστε πιο πολλά χρόνια από εμένα στη Χάρνταβελ, αλλά… αλλά δεν είστε γηγενείς της διάστασης!»
«Δεν έχει να κάνει με την πίστη μας σε κάποια πατρίδα, Ράβνομ. Έχει να κάνει με το τι είναι λογικό. Σου εξήγησα τι συμβαίνει. Ο Νιρμόδος θα μας οδηγούσε όλους στην καταστροφή· η μόνη λύση ήταν να τον απομακρύνουμε. Κι από τη στιγμή που έχουμε οργανώσει τέτοια ανταρσία εναντίον ενός Παντοκρατορικού Επόπτη, το ξέρεις πως δεν υπάρχει επιστροφή.»
«Μπορεί να καταφέρνατε να κάνετε τον Νιρμόδο να καταλάβει…»
«Νομίζεις ότι οι ιερείς θα μπορούσαν να συμμαχήσουν μαζί του ύστερα από την ισοπέδωση του Ναού τους εδώ, στην Ερρίθια; Νομίζεις ότι εκείνος θα μπορούσε να συμμαχήσει με τους ιερείς; Νομίζεις ότι θα δεχόταν να συνεργαστεί με τους εξωδιαστασιακούς αντί να ξεκινήσει πόλεμο μαζί τους;»
«Γιατί όχι; Αυτό το τελευταίο – γιατί όχι, Αρίνη;»
«Γιατί οι εξωδιαστασιακοί έρχονται από μια απομονωμένη διάσταση· δεν ξέρουν τίποτα για την Παντοκράτειρα και δεν θα δεχτούν να υποταχθούν σ’αυτήν. Και τώρα, πραγματικά, δεν υπάρχει χρόνος για άσκοπες συγκρούσεις, αν είναι να κάνουμε κάτι για να σώσουμε τη Χάρνταβελ.»
«Ποιο ακριβώς είναι το σχέδιό σας για να τη σώσετε; Δεν έχω καταλάβει. Είπες μόνο ότι αυτοί οι αλλαγμένοι ιερείς μπορούν να βοηθήσουν, και ότι χρειάζεστε και τη συνεργασία των εξωδιαστασιακών…»
«Δεν έχει παρθεί ακόμα απόφαση,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Πρέπει να μάθουμε περισσότερα για το παρελθόν της άλλης διάστασης. Και σ’έχουμε ανάγκη, Ράβνομ. Ένας Βιοσκόπος μπορεί να μας φανεί πολύτιμος – για διάφορους λόγους.»
Ο μάγος κούνησε πάλι το κεφάλι. «Λυπάμαι, Αρίνη, δεν μπορώ να μείνω και να θεωρηθώ αποστάτης.»
Η Αρίνη έσμιξε τα χείλη, απογοητευμένα. Τον συμπαθούσε τον Ράβνομ. «Εντάξει,» είπε. «Το καταλαβαίνω. Θα πρέπει, λοιπόν, να φύγεις μαζί με τους άλλους.» Συνοφρυώθηκε. «Αν,» ρώτησε, «η Νέλθα-Ριθ αποφασίσει να μείνει, θα μείνεις κι εσύ;»
«Θα το ξανασκεφτώ.»
*
Ο Γεράρδος δεν ήταν άνθρωπος που έβρισκε καμια ευχαρίστηση στα βασανιστήρια. Τα αποστρεφόταν.
Αλλά μετά, στα μπουντρούμια των Ανακτόρων, είδε τι είχε κάνει ο Επόπτης–
ένας πορφυρόδερμος νεαρός – ο Ρεημόνδος: τον θυμήθηκε από τότε που τον είχε συναντήσει μέσα στον Ναό της Ερρίθιας – κρεμασμένος ανάποδα, νεκρός·
μια λευκόδερμη ξανθομάλλα κοπέλα, δεμένη μπρούμυτα επάνω σε μια ξύλινη τάβλα, ολόγυμνη και φανερά βιασμένη ξανά και ξανά, κρίνοντας από το αίμα ανάμεσα στους μηρούς της·
ένας άντρας που το πετσί του ήταν γδαρμένο από τον αριστερό ώμο ώς τα αριστερά πλευρά·
ένας άλλος άντρας, ξυλοκοπημένος, γεμάτος μώλωπες, και με κομμένο τον αριστερό αντίχειρα·
το καμένο πτώμα μιας γυναίκας–
«Ρίξτε τον σ’ένα κελί!» γρύλισε ο Γεράρδος. «Σ’ένα κελί!»
Οι Γενναίοι του Σεβερίνου που είχαν αναλάβει να φρουρούν τον Νιρμόδο Νάρλεφ υπάκουσαν, και ο Επόπτης μεταφέρθηκε στα υπόγεια και σπρώχτηκε μέσα στο κελί όπου πριν ήταν κλεισμένος ο Υπεράρχης Ριχάρδος ο Τρίτος.
«Τι πας να κάνεις;» ρώτησε η Μάρθα τον Γεράρδο, ακολουθώντας τον καθώς κι εκείνος κατέβαινε τις σκάλες των μπουντρουμιών. Ποτέ ξανά δεν είχε δει τέτοια όψη στο πρόσωπό του. Την τρόμαζε –και η Μάρθα δεν τρόμαζε εύκολα από την όψη κανενός ανθρώπου. «Τι σκατά έχεις στο μυαλό σου;»
«Αυτό το γαμημένο καθίκι βασάνισε τη Βατράνια, όταν την είχε κλεισμένη εδώ κάτω,» είπε ο Γεράρδος καθώς βάδιζαν στον πρώτο διάδρομο των μπουντρουμιών. «Και μετά… βασάνισε κι άλλους. Υπηρέτες των Ανακτόρων, και όχι μόνο. Ανθρώπους που θεωρούσε πιθανούς κατασκόπους των ιερέων. Ανθρώπους που νόμιζε ότι θα του έδιναν πληροφορίες. Τους είδα – ορισμένοι ήταν νεκροί.»
Η Μάρθα δεν είπε τίποτα. Ήταν η πρώτη φορά που τον είχε ακούσει ν’αποκαλεί κάποιον γαμημένο καθίκι. Είναι εξοργισμένος, σκέφτηκε. Ή εγώ έχω αρχίσει να τον χαλάω.
Ο Γεράρδος μπήκε στο κελί όπου είχαν πετάξει τον Επόπτη. «Βγείτε έξω!» πρόσταξε τους ανθρώπους του Σεβερίνου, κι εκείνοι βγήκαν.
Ο Νιρμόδος ήταν πεσμένος στα γόνατα, με τα χέρια του δεμένα πίσω απ’την πλάτη κι ένα φίμωτρο στο στόμα. Το γαλανόδερμο σώμα του ήταν τσιτωμένο από την υπερένταση, και ντυμένο μόνο με μια περισκελίδα.
Ο Γεράρδος τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη μπότα του. Έκοψε το φίμωτρο του Επόπτη, κι ύστερα τα δεσμά στους καρπούς του. Πέταξε το ξιφίδιο έξω απ’το κελί, μπροστά στα μποτοφορεμένα πόδια της Μάρθας. Τι σκατά πάει να κάνει τώρα; απόρησε εκείνη. Τάχει παίξει;
«Σήκω πάνω,» είπε ο Γεράρδος στον Νιρμόδο.
Εκείνος σηκώθηκε–
–και ο Γεράρδος τον γρονθοκόπησε καταπρόσωπο, στέλνοντάς τον να κοπανήσει στον πέτρινο τοίχο με τη μύτη του ματωμένη.
Τα γκρίζα μάτια του Νιρμόδου γυάλισαν άγρια. Πήρε αμέσως πολεμική στάση. Ο Γεράρδος επιχείρησε να τον χτυπήσει ξανά, αλλά ο Επόπτης τώρα απέκρουσε τη γροθιά με τον πήχη του και γρονθοκόπησε τον αντίπαλό του στην κοιλιά, κάνοντάς τον να παραπατήσει.
«Γεράρδε, αυτές είναι μαλακίες!» φώναξε η Μάρθα, και τράβηξε το πιστόλι της σημαδεύοντας τον Νιρμόδο.
«Κατέβασε το όπλο σου!» της είπε εκείνος. «Κατέβασέ το!»
Τάχει παίξει. Τελείωσε, σκέφτηκε η Μάρθα. Αλλά το κατέβασε, θέλοντας να δει ώς πού σκόπευε να τραβήξει αυτή τη μαλακία.
«Τι θέλεις;» είπε ο Νιρμόδος. «Θέλεις να παραστήσεις τον ήρωα, τώρα; Οι ήρωες δεν έρχονται σαν κλέφτες μες στη νύχτα! Εγώ ξέρω τι είσαι! – όποιος κι αν είσαι – ό,τι κι αν είσαι.»
«Κι εγώ ξέρω τι είσαι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος· και ακολούθησε τα μονοπάτια.
Η Μάρθα τον έχασε για μια στιγμή από τα μάτια της, και μετά τον είδε να βγαίνει στ’αριστερά του Νιρμόδου και να τον γρονθοκοπεί, δυνατά, στα νεφρά. Εκείνος παραπάτησε, παραλίγο να πέσει· αλλά δεν έπεσε: γύρισε, απότομα, αναζητώντας τον αντίπαλό του. Είναι καλός, παρατήρησε η Μάρθα, που είχε δει κάμποσες γροθομαχίες στις φυλακές της Αταρδίας και όχι μόνο.
«Τι είσαι;» ούρλιαξε ο Νιρμόδος καθώς ο Γεράρδος χανόταν πάλι μπροστά στα μάτια του. «Άνθρωπος ή γαμημένο ΦΑΝΤΑΣΜΑ;»
Μια κλοτσιά τον βρήκε πίσω από το δεξί γόνατο, σωριάζοντάς τον με μια κραυγή.
Ο Γεράρδος άρπαξε τα κόκκινα μαλλιά του Νιρμόδου και του κοπάνησε το κεφάλι στον τοίχο, μία, δύο φορές. Άγρια. Αίμα τινάχτηκε. Ο Επόπτης κραύγαζε – και ο αγκώνας του κινήθηκε, σπασμωδικά αλλά όχι τυχαία, και με δύναμη. Χτύπησε τον Γεράρδο στα πλευρά, εκεί όπου το ελαφρύ τραύμα του δεν είχε θεραπευτεί τελείως ακόμα. Ο Γεράρδος μούγκρισε από τον πόνο, και αναγκάστηκε ν’αφήσει τα μαλλιά του Νιρμόδου, ο οποίος στράφηκε να τον αντικρίσει παραπατώντας, με αίματα στο πρόσωπό του.
«Τι κάνουν;» Η Μάρθα ξαφνιάστηκε ακούγοντας τη φωνή του Μαλαχία πλάι της.
«Γαμιούνται,» του είπε, γυρίζοντάς να τον κοιτάξει και βλέποντάς τον να την ατενίζει επικριτικά για τη λέξη που είχε χρησιμοποιήσει.
Ο Νιρμόδος έκανε να γρονθοκοπήσει τον Γεράρδο, αλλά εκείνος ακολούθησε τα μονοπάτια· η γροθιά του Επόπτη βρήκε μονάχα τον αέρα, και ο Γεράρδος τού έπιασε τον καρπό και τον κλότσησε στην κοιλιά, κάνοντάς τον να διπλωθεί. Τον γρονθοκόπησε στη μύτη, και στο μάγουλο, και στο μέτωπο. Ο Νιρμόδος παραπατούσε, γεμάτος αίματα. Ο Γεράρδος τον κλότσησε στο χτυπημένο του γόνατο· ο Νιρμόδος, ουρλιάζοντας, έπεσε: για να δεχτεί μια ακόμα κλοτσιά, στο κεφάλι τώρα, και να χάσει τις αισθήσεις του–
…Όταν συνήλθε διαπίστωσε ότι ήταν κρεμασμένος ανάποδα μέσα στο κελί. Τα πόδια του ήταν δεμένα στο ταβάνι, τα χέρια του ήταν δεμένα στο πάτωμα, και το στόμα του ήταν φιμωμένο. Αισθανόταν μια δυνατή πίεση στο κεφάλι του. Πονούσε.
Επάνω στο πρόσωπό του, νερό κυλούσε.
Κοίταζε δύο μποτοφορεμένα πόδια. Και μετά, είδε τον Γεράρδο να λυγίζει τα γόνατά του ώστε να τον ατενίσει κατάματα. Στο χέρι του κρατούσε μια άδεια κούπα, την οποία πέταξε παραδίπλα.
«Ξύπνησες αμέσως,» είπε. «Ωραία. Για μια στιγμή είχα φοβηθεί ότι ίσως να σε είχα χτυπήσει πολύ δυνατά κι από δω και πέρα δεν θα καταλάβαινες τίποτα. Θέλω, όμως, να καταλάβεις. Θέλω να ξέρεις ότι θα είσαι η τελευταία ανθρωποθυσία που θα λάβει από εμάς αυτό το μαύρο παράσιτο που, εδώ και τόσες χιλιετίες, τυραννά τη διάστασή μας. Είμαι σίγουρος ότι εγκρίνει τις μεθόδους σου, κι ας μην είσαι από τη Χάρνταβελ.»
Ο Νιρμόδος απορούσε τι ήταν αυτές οι ασυναρτησίες που του έλεγε ο Γεράρδος, αλλά το μυαλό του αρνιόταν ν’ασχοληθεί μαζί τους. Είχε ξαφνικά γνωρίσει τον πραγματικό τρόμο, που αρπάζει την ψυχή, την τυλίγει από κάθε μεριά, και την καταβροχθίζει πλήρως. Ο Νιρμόδος Νάρλεφ ανέκαθεν ήταν προετοιμασμένος να πεθάνει – το ήξερε ότι κάποτε θα πέθαινε, όπως όλοι οι στρατιώτες, όπως όλοι οι άνθρωποι…
…αλλά όχι έτσι.
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι. «Ναι, δεν ξέρεις για τι πράγμα σού μιλάω. Αλλά δεν έχει σημασία.» Σηκώθηκε όρθιος και βγήκε από το κελί.
Έξω, τον περίμεναν η Μάρθα και ο Μαλαχίας.
«Θα τον παρατήσεις εκεί, κρεμασμένο ανάποδα, μέχρι να ψοφήσει;» τον ρώτησε η πρώτη.
Ο Γεράρδος κατένευσε αμίλητα. Δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Δεν του άρεσαν τα βασανιστήρια· είχε απλώς τώρα αποφασίσει να κάνει μια εξαίρεση. Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που κάνουν τον χειρότερό σου εαυτό να έρχεται στην επιφάνεια. Και τι είναι αυτό, ίσως, αν όχι ενός είδους Εσώτερο Θηρίο; –Καλύτερα να μην επιδιδόταν τώρα σε τέτοιες σκέψεις.
«Μαλακία,» είπε η Μάρθα. «Μπορεί ο τύπος να έχει διαπραγματευτική αξία, και το ξέρεις.»
«Μετά απ’τους ανθρώπους που έχει βασανίσει;» Η φωνή του ήταν απότομη, άγρια.
«Πόλεμος είναι, Γεράρδε, όχι γαμήλιο ταξίδι.»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, «ο Νιρμόδος Νάρλεφ δε θα φύγει ζωντανός από εδώ.» Και βάδισε προς τις σκάλες των μπουντρουμιών.
*
«Τι αποφάσισαν;» ρώτησε ο Γεράρδος, συναντώντας τον Τέρι Κάρμεθ στην Αίθουσα του Ύψιστου Θρόνου, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι νεοϊερείς και επαναστάτες. Ο Υπεράρχης και η οικογένειά του είχαν πάει στα προσωπικά τους διαμερίσματα, για να πλυθούν και να συνέλθουν από τις ημέρες που είχαν περάσει κλειδωμένοι στα μπουντρούμια. Αργότερα ο Ριχάρδος ο Τρίτος είχε υποσχεθεί ότι θα ερχόταν να μιλήσει με τους λυτρωτές του.
«Θα φύγουν,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Όλοι τους.» Υπήρχε απογοήτευση στη φωνή του και στην όψη του· και ήταν λιγάκι απογοητευμένος. Παρότι δεν το περίμενε, ήλπιζε ότι η Νέλθα-Ριθ ίσως έμενε στη Χάρνταβελ μαζί του. Δεν της είχε καμια ιδιαίτερη συμπάθια, αλλά ήταν συνάδελφός του.
«Δε μετάνιωσες για ό,τι έκανες, Ταγματάρχη…» είπε ο Γεράρδος, βλέποντας την έκφραση στο πρόσωπό του.
«Όχι, Γεράρδε, δεν το μετάνιωσα. Κι ακόμα κι αν το είχα μετανιώσει, τώρα θα ήταν πολύ αργά.» Ρώτησε: «Πού είναι ο Επόπτης;»
«Στα μπουντρούμια, περιμένοντας να πεθάνει.»
Τα μάτια του Τέρι στένεψαν. Τι σημαίνει αυτό;
«Τον κρέμασα ανάποδα,» δήλωσε ο Γεράρδος.
«Εκδίκηση;» ρώτησε κοφτά ο Τέρι.
«Περίπου. Έχεις δει πόσους ανθρώπους είχε βασανίσει εκεί κάτω, Ταγματάρχη;» είπε ο Γεράρδος· και, συγχρόνως, σκέφτηκε: Κι αναρωτιέμαι αν κι εσύ, κάποτε, είχες κάνει το ίδιο!
«Προτιμώ να μην ασχολούμαι με τη δουλειά των βασανιστών. Αν ήταν στο χέρι μου, δεν θα είχαν γίνει αυτά.»
Για κάποιον λόγο, ο Γεράρδος τον πίστευε· η έκφρασή του έμοιαζε ειλικρινής.
«Οι άλλοι, όμως, θα διωχτούν από τη διάσταση όπως συμφωνήσαμε,» τόνισε ο Τέρι. «Δεν θα κρατηθούν αιχμάλωτοι. Ούτε θα βασανιστούν. Τους το υποσχέθηκα.»
Και τώρα, η έκφραση στο πρόσωπο του ταγματάρχη έλεγε στον Γεράρδο ότι ο Τέρι Κάρμεθ ήταν πρόθυμος να πολεμήσει για να τηρήσει την υπόσχεσή του. Ναι, ένας ειλικρινής άνθρωπος. Λίγοι τέτοιοι φτάνουν ψηλά στην ιεραρχία των Παντοκρατορικών. Είναι ακόμα ταγματάρχης μάλλον επειδή βρίσκεται σε μια μικρή και σχετικά αμελητέα διάσταση σαν τη Χάρνταβελ.
«Το συμφωνήσαμε, Ταγματάρχη,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος.
Ο Τέρι ένευσε, και σκέφτηκε: Δεν είναι από εκείνους που κυνηγάνε το αίμα των εχθρών τους σαν πεινασμένοι λύκοι. «Με τη Θελρίτ τι θα γίνει;» ρώτησε.
«Ποια είναι η Θελρίτ;»
«Η γυναίκα του Επόπτη.»
«Αιχμάλωτη είναι. Θέλεις να τη στείλουμε έξω από τη διάσταση, μαζί με τους υπόλοιπους;»
«Νομίζω πως αυτό θα ήταν το καλύτερο.»
«Εντάξει τότε,» είπε ο Γεράρδος.
Ο Γεράρδος κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι. Άναψε την πίπα του και πήρε μια τζούρα από τον αρωματικό καπνό. Το σώμα του πονούσε ύστερα από την κούραση τόσων ημερών – συνεχώς, ταλαιπωρίες και συγκρούσεις. Η σύντομη ανάπαυλα των τεσσάρων ημερών πριν από την ανατροπή του καθεστώτος του Επόπτη δεν τον είχε ξεκουράσει και πολύ. Εξάλλου, δεν περίμενε άπραγος. Εκείνος, οι νεοϊερείς, η Μάρθα, η Άνμα’ταρ, ο Σέλιρ’χοκ, ο Σεβερίνος, και ο Εδμόνδος προσπαθούσαν να οργανώσουν τους ανθρώπους που θα έκαναν εισβολή απόψε στα Ανάκτορα: να βάλουν στην Ερρίθια όσους ήταν εκτός πόλης και να τους οπλίσουν (όσο καλύτερα μπορούσαν) κάτω από τη μύτη των Παντοκρατορικών.
Ο Γεράρδος πίστευε ότι, αναπόφευκτα, κάτι θα πήγαινε στραβά απόψε και χάος θα γινόταν, το αίμα θα κυλούσε σαν ποτάμι γι’ακόμα μια φορά. Όμως – παραδόξως ίσως – τα πράγματα είχαν κυλήσει ομαλά. Ο Τέρι Κάρμεθ είχε κάνει πολύ καλή δουλειά εκ των έσω. Οι στρατιώτες του τον εμπιστεύονταν πλήρως.
Ο Γεράρδος νόμιζε πως είχε κι εκείνος αρχίσει να συμπαθεί τον ταγματάρχη. Του έμοιαζε ειλικρινής και δίκαιος. Μπορούσε να καταλάβει γιατί ενέπνεε τέτοια πίστη στο τάγμα του.
Ο Γεράρδος έπιασε το σκάλευθρο και σκούντηξε τα ξύλα μέσα στο τζάκι, κάνοντας σπίθες να πεταχτούν και τη φωτιά να φουντώσει. Το άφησε πάλι στη θέση του και κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα, καπνίζοντας.
Το δωμάτιο όπου τώρα βρισκόταν ήταν το καθιστικό του Παντοκρατορικού Επόπτη. Ο Τέρι Κάρμεθ, αλλά και ο Υπεράρχης Ριχάρδος ο Τρίτος, είχαν επιμείνει να το παραχωρήσουν στον Γεράρδο, τουλάχιστον γι’απόψε. Άλλωστε, ήταν ένας χώρος όπου εδώ και χρόνια έμεναν μόνο οι Επόπτες της Παντοκράτειρας· κανένας άλλος δεν τον χρησιμοποιούσε. Κι αφού εσύ έδιωξες τον Επόπτη, του είπε ο Υπεράρχης, ο χώρος του είναι δικός σου. Ο Γεράρδος είχε αποκριθεί: Δεν το έδιωξα μόνος μου, Ύψιστε Άρχοντα. Αλλά ο Ριχάρδος ο Τρίτος είχε επιμείνει, και ο Μαλαχίας είχε συμφωνήσει.
Οι νεοϊερείς μου, σκέφτηκε ο Γεράρδος, με βλέπουν κάτι σαν Ύπατο. Κι αυτό, μάλλον, συνέβαινε επειδή εκείνος ήταν ο πρώτος που είχε πολεμήσει το Εσώτερο Θηρίο και είχε ξεκινήσει την εκστρατεία εναντίον του. Ακόμα κι ο Ριχάρδος τον αναγνώριζε, παρότι εξαιτίας του Γεράρδου είχε πέσει στον λάκκο της φωτιάς του Ναού της Ερρίθιας. Δεν υπήρχε μίσος στο βλέμμα του. Και είχε πει ότι, ύστερα από την πτώση του μέσα στις φλόγες, είχε δει πράγματα που τον έκαναν να καταλάβει πολλά. Δεν ήξερε αν ονειρευόταν ή αν ήταν ξύπνιος, μέχρι που τελικά ξύπνησε και βρήκε τον Οσβάλδο δίπλα του.
Το σώμα του Ριχάρδου ήταν ακόμα τυλιγμένο με επιδέσμους· τα εγκαύματά του ήταν πολύ βαριά. Καμια σχέση μ’αυτό… σκέφτηκε ο Γεράρδος, αγγίζοντας το δεξί του μάγουλο: το έγκαυμα που υπήρχε εκεί ύστερα από την πάλη με τον Ριχάρδο προκειμένου να εκδιώξει το Εσώτερο Θηρίο του. Τον στεναχωρούσε το γεγονός ότι εξαιτίας του ένας ιερέας θα ήταν παραμορφωμένος για όλη του τη ζωή. Αν μπορούσε να το αποτρέψει, θα το είχε αποτρέψει. Και δεν ήταν εκείνος που είχε σπρώξει τον Ριχάρδο προς τον λάκκο της φωτιάς· ο Ριχάρδος τον είχε τραβήξει προς τα εκεί, βρισκόμενος υπό την επήρεια του Εσώτερου Θηρίου, που πάλευε να επιβιώσει, να απομακρύνει τον Γεράρδο με κάθε κόστος.
Και δεν τελειώσαμε. Τώρα αρχίζουμε. Έχουμε τόσα άλλα Εσώτερα Θηρία ακόμα να εκδιώξουμε. Και μόνο εκείνος, η Ελισαβέτα, κι ο Τζοσελίνος μπορούσαν να το κάνουν αυτό, μέχρι στιγμής. Οι υπόλοιποι νεοϊερείς θα έπρεπε να μάθουν. Θα ερχόταν από μόνο του· ο Γεράρδος δεν αμφέβαλλε–
Η Μάρθα μπήκε στο καθιστικό, βγαίνοντας από την πόρτα του μπάνιου. Ήταν ξυπόλυτη, τυλιγμένη με μια καφετιά ρόμπα, και τα καστανά της μαλλιά ήταν νωπά.
«Επιτέλους, ένα μέρος μ’ανθρώπινο μπάνιο σ’ετούτη τη γαμημένη κωλοδιάσταση,» είπε. Κάθισε στον καναπέ και άναψε τσιγάρο.
Ο Γεράρδος είχε επίσης πλυθεί πριν από λίγο· φορούσε κι εκείνος μια ρόμπα απ’αυτές που τους είχαν δώσει οι υπηρέτες των Ανακτόρων. «Πώς είναι το πόδι;» ρώτησε τη Μάρθα.
«Καλύτερα από πριν. Δε νομίζω πια ότι έχω καρφιά στον κώλο μου όποτε κάθομαι.»
Ο Γεράρδος κάπνιζε την πίπα του, για λίγο, ατενίζοντάς την σιωπηλός.
Η Μάρθα τον ατένιζε επίσης σιωπηλή καθώς κάπνιζε το τσιγάρο της που περιείχε αλαφρόχορτο και την έκανε να νομίζει ότι είχε αρχίσει να αιωρείται. Τέντωσε τα πόδια της εμπρός της και, βάζοντάς τα επάνω στο Ρελκάμνιας τεχνοτροπίας χαμηλό τραπεζάκι, τα σταύρωσε στον αστράγαλο. «Δεν ξέρω αν ήταν έξυπνο που ο Τέρι δεν έδιωξε αμέσως τους άλλους,» είπε, τελικά.
«Εννοείς τους Παντοκρατορικούς στρατιώτες.» Δεν ήταν ερώτηση.
Η Μάρθα μούγκρισε καταφατικά. Κοιτάζοντας τα πόδια της, παρατήρησε ότι είχε σπάσει ένα νύχι στο αριστερό χωρίς να το έχει καταλάβει. Είχε να κόψει τα νύχια της τουλάχιστον από τότε που ήρθαν στη Χάρνταβελ· είχαν γίνει σαν τα γαμημένα τα νύχια της Έχιδνας όταν ήταν θυμωμένη.
«Ο Τέρι δεν ήθελε να τους διώξει μες στη νύχτα. Αλλά τι νομίζεις ότι θα κάνουν ώς το πρωί; Εξέγερση; Τους έχουμε αφοπλίσει και τους έχουμε περιορίσει μες στους στρατώνες. Και γιατί να πολεμήσουν; Για ποιον; Είναι μισθοφόροι, δεν αγωνίζονται για τη γη τους. Θα φανούν έξυπνοι και θα φύγουν χωρίς φασαρίες.»
«Ναι,» είπε η Μάρθα καθώς χασμουριόταν, «μάλλον κάπως έτσι… Νυστάζω.» Και πετάω ώς το ταβάνι. Πήρε ακόμα μια τζούρα από το τσιγάρο που ήταν πλέον μισοτελειωμένο.
Ο Γεράρδος άδειασε την πίπα του μέσα στο τζάκι. «Σε παραξενεύει; Σε» – κοίταξε το ενεργειακό ρολόι στον τοίχο – «δυο ώρες περίπου ξημερώνει.»
«Ναι. Γάμησέ τα.» Η Μάρθα τεντώθηκε και, αλλάζοντας θέση, ξάπλωσε στον καναπέ. Πήρε ακόμα μια τζούρα απ’το τσιγάρο. Ξανατεντώθηκε, το έσβησε πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι, και το άφησε εκεί. «Αλλά έχω περάσει κι από χειρότερες μαλακίες. Άυπνη για μέρες…» Πετάω, γαμώ την ανωμαλία μου.
«Γερνάς, τότε. Το σώμα σου δεν έχει τις ίδιες αντοχές.»
Η Μάρθα έκλεισε τα μάτια. «Άι γαμήσου.»
Ο Γεράρδος μειδίασε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα, πήγε και κάθισε στον καναπέ πλάι στη Μάρθα. Έσκυψε και φίλησε τα χείλη της.
Τα μάτια της άνοιξαν. «Μη μου πεις ότι τώρα θέλεις παράξενες τούμπες και τέτοια πράγματα – είμαι μισοπεθαμένη.»
Το μειδίαμα του Γεράρδου πλάτυνε. «Όχι· απλά σκεφτόμουν να κοιμηθώ εδώ δίπλα.»
Η Μάρθα τού έκανε χώρο, κολλώντας επάνω στην πλάτη του καναπέ. Ο Γεράρδος δεν ξάπλωσε, όμως, κι εκείνη τον ρώτησε: «Τι θα κάνουμε αύριο; Υπάρχει περίπτωση να φύγουμε τρέχοντας απ’αυτή την κωλοδιάσταση;»
«Όχι. Και δεν καταλαβαίνω γιατί δε σ’αρέσει εδώ. Έχει ό,τι χρειάζεσαι. Φαγητό, νερό, ποτά, ωραίους καπνούς. Έχει ιερείς με δυνάμεις που δεν μπορείς να κατανοήσεις· μια δαιμονική οντότητα που είναι μέσα στους ιερείς και που πρέπει να τη διώξουμε. Παντοκρατορικούς δυνάστες και εξωδιαστασιακούς εισβολείς, για να έχει η κατάσταση ενδιαφέρον. Και – το καλύτερο – η διάσταση βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής.»
«Ναι,» είπε κουρασμένα η Μάρθα, που δεν είχε όρεξη για αστεία. «Αλλά τι θα κάνουμε αύριο;»
«Θα πρέπει να ξεκινήσουμε για τη Ναραλμάδια,» είπε ο Γεράρδος, σοβαρά τώρα. «Για να σταματήσουμε τον πόλεμο εκεί και να συνεννοηθούμε μ’αυτόν τον Βασιληά Κάλροοθ. Μετά απ’αυτό, δεδομένου ότι θα το κατορθώσουμε, υπάρχουν φυσικά κι άλλα προβλήματα…» Ξάπλωσε δίπλα της.
Η Μάρθα χασμουρήθηκε. «Όπως;»
«Ο λαός του Βασιληά Κάλροοθ δεν είναι οι μόνοι εξωδιαστασιακοί που έχουν εισβάλλει, απ’ό,τι ακούγεται, Μάρθα. Κι επίσης, έχουμε ακόμα πολλούς ιερείς να βοηθήσουμε. Πολλούς με το Εσώτερο Θηρίο μέσα τους.»
«Σκοπεύεις να το διώξεις από όλους;»
«Εννοείται. Δε γίνεται αλλιώς. Αυτό είναι το μόνο που ίσως να αποτινάξει το Μαύρο Σύννεφο από τη Χάρνταβελ. Σε διαφορετική περίπτωση, θα συνεχίζει να τυλίγει με τα πλοκάμια του τις ψυχές όσων γεννιούνται με το ιδιαίτερο χάρισμα των ιερέων.»
Η Μάρθα δεν είπε τίποτα, και μετά από λίγο ο Γεράρδος κοιμήθηκε έχοντάς την στην αγκαλιά του
και είδε
μια ομίχλη να διαλύεται
κι έναν διάδρομο να παρουσιάζεται
με τους τοίχους του φτιαγμένους από πέτρα και κόκαλο και σάρκα και ξύλο και χέρια και μάτια και τρίχωμα και σκοτάδι και φως.
Ο Γεράρδος βαδίζει μέσα στον διάδρομο και, από μια γωνία, ατενίζει ένα άνοιγμα στους τοίχους του σπιτιού: ένα άνοιγμα απ’όπου έρχεται άμμος από μια τρομερή έρημο· και έχει την αίσθηση ότι κάτι πολύ κακό βρίσκεται στην έρημο αυτή. Κάτι αποτρόπαιο. Παρ’όλ’αυτά πλησιάζει, και στο βάθος της ερήμου ατενίζει ερείπια. Μια αρχαία ερειπωμένη πόλη· δε μπορεί νάναι τίποτε άλλο. Όμως δεν έχει τη δυνατότητα να πάει εκεί· το ξέρει πως αν περάσει το άνοιγμα και βγει από το σπίτι θα χαθεί για πάντα.
Ακούγοντας φασαρία, κατεβαίνει μια σκάλα που το ξύλο της μοιάζει ζωντανό κάτω απ’τα γυμνά πόδια του, έτσι όπως σαλεύει. Καταλήγει σ’ένα μεγάλο δωμάτιο όλο αναποδογυρισμένα πράγματα που μπορεί να είναι έπιπλα, μπορεί και όχι. Σκόνη είναι σκορπισμένη κάτω, και στάχτη, και αίμα. Τα στόματα στο πάτωμα ουρλιάζουν, τα μάτια κλαίνε, τα αφτιά αιμορραγούν. Γύρω του ο Γεράρδος βλέπει σκιές να μάχονται, ξίφη να συγκρούονται, ασπίδες να υψώνονται, τουφέκια και πιστόλια να πυροβολούν.
Μια σκιά αποκτά ευδιάκριτα χαρακτηριστικά καθώς μοιάζει να έρχεται κοντά του. Είναι ένας πορφυρόδερμος άντρας με πράσινα μαλλιά και πανοπλία. Επάνω στον χιτώνα του είναι το οικόσημο της Αρχόντισσας Μοργκάνας της Ναραλμάδιας. Ο Γεράρδος τον έχει ξαναδεί, και τον αναγνωρίζει.
Από την Ερρίθια είστε, σωστά; λέει ο Λεοπόλδος. Ήρθατε να μας βοηθήσετε.
Ναι, ήρθαμε να βοηθήσουμε…
Έπρεπε να είχατε φέρει κι άλλους! Δε βλέπετε τι έχουμε ν’αντιμετωπίσουμε;
Ησύχασε· θα φροντίσουμε να σταματήσει ο πόλεμος, υπόσχεται ο Γεράρδος, έχοντας την αίσθηση ότι ο Λεοπόλδος δεν τον αναγνωρίζει όπως εκείνος αναγνωρίζει τον Λεοπόλδο.
Τι θα κάνετε;
Θα μιλήσουμε μαζί τους.
Και θα σας ακούσουν;
Θα μας ακούσουν. Φροντίστε μόνο να τους καθυστερήσετε μέχρι να έρθουμε, και όλα θα πάνε καλά.
Ο Θεός σ’έστειλε.
Ίσως.
Ο Γεράρδος βλέπει τον Λεοπόλδο να γίνεται πάλι μια σκιά, ή μπορεί εκείνος ν’απομακρύνεται απ’τον Στρατηγό της Ναραλμάδιας· δεν είναι βέβαιος. Όπως και νάχει, ξέρει πως πλέον δε χρειάζεται να βρίσκεται εδώ.
Φεύγει απ’το δωμάτιο και συνεχίζει να περιπλανιέται μέσα στο σπίτι…
*
«Κρίμα που ο Ράβνομ δεν θα μείνει…»
Ήταν πρωί, και αν δεν ήταν το ξυπνητήρι τους αποκλείεται να είχαν ξυπνήσει. Ακόμα θα κοιμόνταν. Ώς το μεσημέρι, ίσως. Ώς το βράδυ. Ή μέχρι που κάποιος να ερχόταν για να χτυπήσει, επίμονα, πολύ επίμονα, την εξώπορτα των δωματίων τους.
Ο Τέρι στράφηκε να κοιτάξει την Αρίνη, η οποία είχε το κεφάλι της στηριγμένο στο χέρι της καθώς ήταν πλαγιαστά ξαπλωμένη. «Ζηλεύω τώρα.»
«Για ποιο λόγο;» τον ρώτησε.
«Είσαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και μου λες ότι θα σου λείψει κάποιος άλλος.»
Η Αρίνη γέλασε. «Δε μπορεί να συγκριθεί μαζί σου, φυσικά, αγάπη μου,» αποκρίθηκε, αν και καταλάβαινε ότι ο Τέρι την πείραζε. «Δε μου αρέσουν οι άντρες με μαύρο δέρμα. Τους προτιμώ ολόλευκους σαν εσένα. Άλλες ικανότητες είναι που με ενδιαφέρουν στον Ράβνομ. Ένας Βιοσκόπος μπορεί να μας χρειαστεί, κι εδώ, στη Χάρνταβελ, οι μάγοι είναι ελάχιστοι, όπως ξέρεις. Χωρίς την υποστήριξη της Παντοκράτειρας, δεν θα έχουμε καθόλου μάγους.»
«Θα έχουμε,» είπε ο Τέρι. «Από την Απολλώνια.»
Η Αρίνη βλεφάρισε. «Ναι, πράγματι.» Για μια στιγμή είχε ξεχάσει ότι, ουσιαστικά, τώρα ήταν με την Επανάσταση, και ο Αρχιπροδότης – ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, μάλλον· δεν ήταν συνετό να βρίζεις τους συμμάχους σου, ούτε καν μέσα στο μυαλό σου – θα τους υποστήριζε.
«Μία μάγισσα, όμως, θα χρειαστώ τώρα,» είπε ο Τέρι.
Η Αρίνη χαμογέλασε και πήγε κοντά του, τρίβοντας το χέρι της πάνω στο στέρνο και στην κοιλιά του. Τα χείλη της πλησίασαν τα χείλη του. «Είμαι όλο μαγικά…» του ψιθύρισε.
Ο Τέρι είπε: «…Εννοούσα κάτι άλλο, βασικά.»
«Τι;»
Τα χέρια του γλίστρησαν κάτω από το νυχτικό της. «Θα σου πω μετά. Κι εγώ είμαι όλο μαγικά, νομίζω.»
Η Αρίνη γέλασε καθώς στριφογύριζαν επάνω στο κρεβάτι, μπερδεύοντας τα σκεπάσματα και πετώντας τα λιγοστά ρούχα που φορούσαν.
«Να μας φτιάξω καφέ;» τον ρώτησε, λίγη ώρα μετά, ενώ εκείνη ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα, κοιτάζοντας το ταβάνι, και εκείνος είχε το κεφάλι του ακουμπισμένο στους μηρούς της, με το ένα της πόδι περασμένο πάνω απ’τον αριστερό ώμο του και το άλλο κάτω απ’τη δεξιά του μασκάλη.
«Ναι,» είπε ο Τέρι φιλώντας το μαλακό δέρμα της.
«Αλήθεια, τι ήθελες να μου πεις πριν;»
«Θα πρέπει να–»
Ο επικοινωνιακός δίαυλος των δωματίων κουδούνισε, αντηχώντας μέσα στην πρωινή ησυχία.
«Γιατί μας ανησυχούν;» είπε η Αρίνη, καθώς κατέβαινε σβέλτα από το κρεβάτι, ξεμπλέκοντας τα πόδια της από το σώμα του Τέρι. Ρίχνοντας μια ρόμπα επάνω της, βγήκε απ’το δωμάτιο και πήγε να μιλήσει στον δίαυλο.
Ο Τέρι περίμενε και, σχεδόν αμέσως, την είδε να επιστρέφει, φουριόζα, με τη ρόμπα ν’ανεμίζει πίσω της φανερώνοντας το αριστερό της στήθος.
«Ήρθαν οι ενισχύσεις από τη Βίηλ,» είπε η Αρίνη. «Είναι έξω από τη Δυτική Πύλη.»
Ο Τέρι μούγκρισε τρίβοντας την παλάμη του πάνω στο πρόσωπό του. «Δεν το πιστεύω, γαμώ το Μυαλό του Σκοτοδαίμονος…»
Μετά, σηκώθηκε και δεν έχασε άλλο χρόνο.
*
Αρχηγός των ενισχύσεων από τη Βίηλ ήταν μια ψηλή, κοκαλιάρα γυναίκα με λευκό-ροζ δέρμα και μαύρα κοντά μαλλιά. Ως Ταγματάρχης Νεόχρωμη συστήθηκε στον Τέρι, όταν εκείνος βγήκε για να τη συναντήσει μπροστά από τη Δυτική Πύλη της Ερρίθιας, μαζί με μια ντουζίνα πολεμιστές του και την Αρίνη, ενώ συγχρόνως κι άλλοι βρίσκονταν στα τείχη.
«Τι συμβαίνει, κύριε Ταγματάρχη;» ρώτησε η Ταγματάρχης Νεόχρωμη. «Γιατί δε μας αφήνουν να περάσουμε; Πρέπει να γίνει κάποιος ειδικός έλεγχος;»
«Ειδικός έλεγχος δεν χρειάζεται να γίνει,» της είπε ο Τέρι. «Αλλά φοβάμαι πως ήρθατε άδικα.»
Η γυναίκα συνοφρυώθηκε. «Μας καλέσατε. Ο Παντοκρατορικός Επόπτης–»
«Ο Επόπτης Νιρμόδος Νάρλεφ είναι νεκρός. Η Ερρίθια δεν ανήκει πλέον στην Παντοκράτειρα. Ούτε η Χάρνταβελ.»
Η Ταγματάρχης Νεόχρωμη συνοφρυώθηκε ακόμα πιο βαθιά. «Τι θέλετε να υπονοήσετε, Ταγματάρχη;»
«Δεν υπονοώ τίποτα. Έγινε ανατροπή του καθεστώτος από τους γηγενείς.»
«Τότε, γιατί εσείς…;» Κόμπιασε, καταλαβαίνοντας αλλά, συγχρόνως, μη θέλοντας να καταλάβει τι είχε συμβεί.
«Είμαι με τους γηγενείς,» της είπε ευθέως ο Τέρι. «Με τους επαναστάτες.»
Το βλέμμα της πήγε στις επάλξεις των τειχών και τριγύρω· ήθελε, μάλλον, να δει πόσους θα είχε να αντιμετωπίσει. «Αν επιχειρήσετε να μας αιχμαλωτίσετε–»
«Δεν πρόκειται να επιχειρήσουμε κάτι τέτοιο,» τη διέκοψε ο Τέρι. «Μπορείτε να φύγετε. Και πάρτε μαζί σας όποιους άλλους ανθρώπους της Παντοκράτειρας βρείτε στον δρόμο σας, γιατί, σας διαβεβαιώνω, οι γηγενείς δεν θα δείξουν οίκτο.»
Η Νεόχρωμη έκανε ένα βήμα όπισθεν. «Γιατί;» ρώτησε. «Πότε…; Κι εσύ γιατί είσαι μαζί τους;» Τέρμα ο πληθυντικός ευγενείας.
«Υπάρχουν λόγοι,» της είπε ο Τέρι, «αλλά δε σ’ενδιαφέρουν. Πάρε τους στρατιώτες σου και φύγε, και κανένας δε θα σας πειράξει.»
Η Νεόχρωμη φάνηκε να θέλει να πει κάτι αλλά να διστάζει· τα χείλη της κινήθηκαν χωρίς να βγει ήχος. Μετά, ένευσε και στράφηκε στο μεγάλο καμιόνι πίσω της μαζί με τους λευκοντυμένους πολεμιστές που τη συνόδευαν. Το όχημα ήταν πελώριο· είχε στη μπροστινή μεριά δύο ψηλούς σιδερένιους τροχούς, και στην πίσω ερπύστριες που έμοιαζαν να λιώνουν τη γη από κάτω τους. Στην οροφή του υπήρχε μια γιγάντια βαλλίστρα με ατσάλινα βέλη επάνω στις μεταλλικές χορδές της – ένα από τα όπλα που ο Τέρι ήξερε πως χρησιμοποιούνταν πολύ στη Βίηλ, επειδή εκεί τα πυροβόλα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα: μπορούσαν να εκραγούν στο χέρι του χειριστή και να τον σκοτώσουν.
Η Ταγματάρχης Νεόχρωμη και οι στρατιώτες της ανέβηκαν στο μεγάλο καμιόνι τους και ο οδηγός το έβαλε σε κίνηση. Ο Τέρι το είδε να στρίβει και να κατευθύνεται προς την πλατιά, καμπυλωτή πέτρινη γέφυρα που δρασκέλιζε τον Μεγάλο Ποταμό και οδηγούσε στη Βεν’τάδια. Ευχήθηκε η γέφυρα να μπορούσε ν’αντέξει το βάρος του οχήματος.
Αφού το άντεξε μία φορά, θα το αντέξει και δεύτερη, συλλογίστηκε. Παρ’όλ’αυτά κράτησε την ανάσα του για μια στιγμή, όταν το είδε να ανεβαίνει. Δε χρειάζονταν κι άλλες φασαρίες τώρα…
*
Ο Γεράρδος χτύπησε την πόρτα.
«Ποιος είναι;» ρώτησε η φωνή της Ιζαμπώς· ή της Ισαβέλλας: δεν ήταν βέβαιος.
«Ο Γεράρδος. Θέλω να μιλήσω στον Εδμόνδο.»
Η Ιζαμπώ άνοιξε. «Καλημέρα, Μεγάλε Πατέρα,» χαιρέτησε, κλίνοντας το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού.
Του Γεράρδου δεν του άρεσε όταν το έκαναν αυτό, αλλά δεν είπε τίποτα. «Να περάσω;»
«Ναι, βέβαια.» Η Ιζαμπώ παραμέρισε με μια κίνηση που έμοιαζε να είναι για χορό, ανεμίζοντας το μακρύ, φαρδύ φόρεμά της.
Ο Γεράρδος μπήκε ενώ συγχρόνως έβλεπε την Ισαβέλλα να ανοίγει μια πόρτα του καθιστικού και, περνώντας το κατώφλι, να φωνάζει: «Εδμόνδε! Ο Γεράρδος είναι εδώ!»
«Καθίστε, Μεγάλε Πατέρα,» είπε η Ιζαμπώ.
«Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος και κάθισε στον καναπέ.
«Να σας φέρω κάτι; Έχουμε καφέ, τσάι, κρασί, μπίρα…»
«Τίποτα, σ’ευχαριστώ,» χαμογέλασε ο Γεράρδος. «Κάθισε, μη στέκεσαι.» Και δε χρειάζεται νάσαι τόσο αμήχανη.
Η κοπέλα κάθισε σε μια καρέκλα.
Ο Εδμόνδος ήρθε, τότε, από ένα διπλανό δωμάτιο και ο Γεράρδος, βλέποντάς τον, σηκώθηκε. «Καλημέρα, Εδμόνδε. Ελπίζω να μη σ’ανησυχώ.»
«Όπως βλέπεις, είμαι ντυμένος. Έχω σηκωθεί εδώ και κάποια ώρα.»
«Θα χρειαστώ τη βοήθειά σου ξανά,» είπε ο Γεράρδος, ενώ με την άκρια του ματιού του έβλεπε την Ισαβέλλα να κρυφοκοιτάζει από την πόρτα όπου είχε βγει ο τροβαδούρος.
«Είμαι όλος δικός σου.»
«Θα ταξιδέψουμε στη Ναραλμάδια, όπως ξέρεις, και όσο πιο γρήγορα φτάσουμε τόσο το καλύτερο. Μπορείς να μας μεταφέρεις με το όχημά σου; Ο Τέρι θα χρησιμοποιήσει ένα πλοιάριο που μεταλλάσσεται και σε όχημα ξηράς, αλλά δεν θα χωρέσουμε όλοι εκεί.»
«Το όχημά μου εννοείται πως είναι στη διάθεσή σας, Γεράρδε. Εξάλλου, θα ερχόμουν κι εγώ στη Ναραλμάδια ούτως ή άλλως. Δεν πρόκειται να χάσω αυτό που θα γίνει. Ξέρεις πόσες ιστορίες θα έχω να διηγούμαι μετά;» Μειδίασε.
«Φαντάζομαι,» είπε ο Γεράρδος. «Όπως φαντάζομαι ότι θα έχεις ήδη συγκεντρώσει πολύ υλικό για αφηγήσεις.»
Ο Εδμόνδος γέλασε. «Πράγματι. Αυτά που γίναν τον τελευταίο καιρό δεν συμβαίνουν συχνά στη Χάρνταβελ. Δεν συμβαίνουν ποτέ στη Χάρνταβελ,» διόρθωσε αμέσως.
Ο Γεράρδος ένευσε. Καταλάβαινε τι εννοούσε ο Βοριάς. «Θα ετοιμαστούμε, τότε, και ελπίζω να προφτάσουμε να ξεκινήσουμε πριν από το μεσημέρι.»
*
«Τι ήταν αυτό που ήθελες να μου πεις, τελικά;» ρώτησε η Αρίνη, καθώς έμπαιναν στα Ανάκτορα, έχοντας επιστρέψει από τη συνάντησή τους με την Ταγματάρχη Νεόχρωμη από τη Βίηλ.
«Θα σε χρειαστώ για να ελέγχεις την ενεργειακή ροή του πλοιαρίου μας,» είπε ο Τέρι. «Θα πλεύσουμε επάνω στον Παραπόταμο τουλάχιστον μέχρι να φτάσουμε εκεί όπου ξεκινά ο Νάλλης· και τότε θα δούμε αν θ’ακολουθήσουμε τον Νάλλη ή αν θα συνεχίσουμε από ξηράς.»
«Νάλλης;»
«Ο ποταμός ανάμεσα στη Ναραλμάδια και την Υλιριλίδια,» εξήγησε ο Τέρι. «Ούτ’εγώ ήξερα τ’όνομά του μέχρι που πρόσφατα το κοίταξα στον χάρτη.
»Δε θα σε τραβούσε εκεί πέρα, Αρίνη,» είπε, «αλλά νομίζω ότι–»
«Είσαι σοβαρός;» τον διέκοψε εκείνη. «Τι να κάνω εδώ; Αρκετά ήμουν κλεισμένη στα Ανάκτορα. Θέλω να δω τον λαό της Νίρμικιτ από κοντά.»
«Το ήξερα ότι αυτή ακριβώς θα ήταν η αντίδρασή σου.»
«Τότε δεν θα έπρεπε να λες ανοησίες. Πού πηγαίνουμε τώρα;» τον ρώτησε, παρατηρώντας ότι δεν βάδιζαν προς τα δωμάτιά τους.
«Να τακτοποιήσουμε την υπόθεση της Νέλθα-Ριθ και των υπολοίπων. Ήρθε η ώρα να φύγουν, Αρίνη, να επιστρέψουν στη Ρελκάμνια.»
«Η Θελρίτ ήταν χάλια, χτες…» είπε η Αρίνη. Εκείνη είχε πάει να της μιλήσει αφού την κλείδωσαν σ’ένα δωμάτιο. Εκείνη είχε πάει να της εξηγήσει ότι θα έπρεπε να φύγει από τη Χάρνταβελ χωρίς τον άντρα της.
«Γιατί;» είχε ρωτήσει η Θελρίτ, ταραγμένη. «Γιατί δεν τον αφήνετε και τον Νιρμόδο να φύγει; Τι νομίζετε ότι θα πληρώσουν γι’αυτόν;»
«Δεν… δεν είναι… Δεν είναι ότι θα πληρώσουν,» είχε κομπιάσει η Αρίνη· κι ακόμα αισθανόταν έναν κόμπο στον λαιμό της καθώς θυμόταν την έκφραση στο πρόσωπο της Θελρίτ. Ποτέ δεν τη συμπαθούσε, αλλά χτες βράδυ δεν μπορούσε παρά να τη λυπάται, να την καταλαβαίνει. Κι εκείνη το ίδιο δεν θα αισθανόταν αν της έλεγαν ότι θα την έδιωχναν από εδώ χωρίς τον Τέρι;
«Τι είναι, τότε; Τι θα κάνουν, Αρίνη; Πες μου!» ούρλιαξε η Θελρίτ όταν η μάγισσα δίστασε να της απαντήσει. «Πες μου, άθλια προδοτική αποστάτρια, πες μου!» Άρπαξε την Αρίνη από τον γιακά του φορέματός της και την τράνταξε.
Η Αρίνη την έσπρωξε για να την ξεγαντζώσει από πάνω της, της κόλλησε την πλάτη στον τοίχο και την κράτησε εκεί. «Σταμάτα!» της φώναξε. «Σταμάτα!»
Και η Θελρίτ τώρα έκλαιγε με λυγμούς. «Θα τον σκοτώσουν, αυτό δε θα κάνουν; Θα τον εκτελέσουν!… Θα τον σκοτώσουν!…»
«Δεν ξέρω,» της είπε η Αρίνη, καταπίνοντας τον κόμπο στον λαιμό της. «Αλλά εσύ πρέπει να φύγεις. Αύριο. Μαζί με τη Νέλθα-Ριθ και τους άλλους.»
«Σε παρακαλώ, Αρίνη, πες τους να μην τον σκοτώσουν. Πες τους να τον αφήσουν να φύγει κι αυτόν. Θα τους το πεις; Σε παρακαλώ.»
«Δε μπορώ. Δε μπορώ να κάνω τίποτα.»
Τότε η Θελρίτ τής είχε χιμήσει και η Αρίνη είχε αναγκαστεί να την ξανασπρώξει και να τη ρίξει στο πάτωμα, φωνάζοντας τους φρουρούς, οι οποίοι αμέσως άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν.
«Έκανα ό,τι μπορούσα,» είπε στη Θελρίτ προτού φύγει. «Δε μπορώ να κάνω τίποτ’αλλό. Σε καταλαβαίνω, μα δε μπορώ. Με συγχωρείς.»
Τώρα, η Αρίνη βλεφάρισε καθώς νόμιζε ότι ακόμα οι κραυγές της Θελρίτ αντηχούσαν στ’αφτιά της. Βλεφάρισε, για να διώξει τα δάκρυα από τα μάτια της.
«Τι είναι;» Ο Τέρι.
Στράφηκε να τον κοιτάξει. «Ε;»
«Σου μιλάω και δε μ’ακούς.»
Η Αρίνη καθάρισε τον λαιμό της. «Σκεφτόμουν κάτι… Τι είπες;»
«Σου είπα ότι καλύτερα να μη μάθει τι ακριβώς συνέβη στον Νιρμόδο. Αυτήν σκεφτόσουν, έτσι δεν είναι;»
Η Αρίνη ένευσε, καθώς είχαν σταματήσει να βαδίζουν μέσα σ’έναν διάδρομο των Ανακτόρων, πλάι σ’ένα απ’τα οφθαλμόσχημα παράθυρα. «Ναι. Χτες… σου είπα… Όταν πήγα να της μιλήσω χτες… τη λυπήθηκα. Δεν το περίμενα ότι θα τη λυπόμουν τόσο, Τέρι… Παλιά, την αντιπαθούσα.»
Ο Τέρι κούνησε το κεφάλι. «Σε καταλαβαίνω,» είπε. Αναστέναξε. «Ό,τι κι αν κάνω, ποτέ δε φαίνεται να μπορώ να ρυθμίσω την κατάσταση όπως θα ήθελα. Αν εξαρτιόταν μόνο από εμένα, ο Νιρμόδος δεν θα ήταν κρεμασμένος τώρα στα μπουντρούμια, πιθανώς ήδη νεκρός. Θα τον έδιωχνα μαζί με τους άλλους.»
«Δε μπορούμε κάπως να το κανονίσουμε;»
Ο Τέρι έσμιξε τα χείλη. Καταράστηκε από μέσα του. Δεν ήθελε να δημιουργηθούν προστριβές με τους ιερείς, αμέσως μετά από τη συμμαχία του μαζί τους.
«Μπορούμε να το κανονίσουμε,» είπε η Αρίνη.
«Σταμάτα. Δε μ’αρέσει αυτό.»
«Μα, το είπες: αν ήταν στο χέρι σου δεν θα τον άφηνες να πεθάνει. Και είναι στο χέρι σου, Τέρι.»
«Νομίζεις ότι ο Γεράρδος δεν θα καταλάβει τι συνέβη όταν δε βρει το πτώμα;»
«Δεν είμαστε υποτακτικοί του Γεράρδου· είμαστε σύμμαχοί του!»
«Ναι, άρα πρέπει να υπάρχει μια κάποια σύμπνοια.»
«Δεν θα κάνουμε τίποτα εναντίον του,» επέμεινε η Αρίνη.
Ο Τέρι άγγιξε το μπράτσο της. «Γιατί, ξαφνικά, σε νοιάζει τόσο πολύ;»
«Σου είπα: δεν περίμενα ότι θα τη λυπόμουν έτσι. Δεν…» Μόρφασε. «Απλά δεν αισθάνομαι ότι αυτό είναι σωστό, Τέρι. Αισθάνομαι άσχημα, παρότι το ξέρω ότι και ο Νιρμόδος και η Θελρίτ είχαν κάνει, κατά καιρούς, πράγματα απαράδεκτα.
»Ας τον πάρουμε απ’τα μπουντρούμια, και μετά θα φύγει από δω έτσι κι αλλιώς· δε θα τον ξαναδούμε.»
«Εντάξει,» είπε ο Τέρι, αγγίζοντας τώρα το πλάι του προσώπου της. «Για σένα, και μόνο.»
*
«Κατεβάστε τον,» πρόσταξε. «Με προσοχή.»
Οι στρατιώτες του έλυσαν τις αλυσίδες από τα χέρια του Νιρμόδου και από τα πόδια του, και τον κατέβασαν – αργά – στο πάτωμα, αφήνοντάς τον εκεί ανάσκελα. Ένας τους τράβηξε ένα ξιφίδιο και έκοψε το φίμωτρο του γαλανόδερμου, κοκκινομάλλη άντρα ο οποίος ήταν γεμάτος μώλωπες από το ξυλοκόπημα του Γεράρδου.
«Ζει;» ρώτησε ο Τέρι.
«Αναπνέει, κύριε Ταγματάρχη,» αποκρίθηκε η Λοχαγός Ηλάρθια, αφού γονάτισε πλάι στον Νιρμόδο για να βάλει την παλάμη της μπροστά στο πρόσωπό του.
«Τυλίξτε τον στο ύφασμα και πηγαίνετέ τον στο φορτηγό έξω από τη Δυτική Πύλη, όπως σας είπα. Εκεί θα τον αναλάβουν η Νέλθα-Ριθ και η γυναίκα του.»
«Μάλιστα, κύριε Ταγματάρχη.»
Οι στρατιώτες τύλιξαν τον Νιρμόδο σ’ένα σκούρο πράσινο ύφασμα, τον σήκωσαν ανάμεσά τους, και έφυγαν γρήγορα από τα μπουντρούμια, αφήνοντας τον Τέρι και την Αρίνη μόνους.
«Ευχαριστώ,» είπε εκείνη, αγκαλιάζοντάς τον.
«Μ’εκπλήσσεις ορισμένες φορές,» της είπε ο Τέρι, μετά, καθώς βάδιζαν αργά προς τη σκάλα των μπουντρουμιών.
«Τι εννοείς;»
«Απλώς δε φανταζόμουν ότι… θα αισθανόσουν έτσι για τη Θελρίτ.»
«Ούτε κι εγώ το φανταζόμουν,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Αλλά αν δεν έκανα κάτι το ξέρω πως θα την ονειρευόμουν να φωνάζει για πολύ καιρό.»
Προτού διαλύσουν τον καταυλισμό τους και ξεκινήσουν πάλι να προελαύνουν επάνω στη δημοσιά, ο Κάλροοθ πήγε στη σκηνή της μεγάλης κόρης του και στάθηκε απέξω.
«Φαλτίκα;» είπε. «Μπορώ να μιλήσω μαζί σου για λίγο;»
Η Πριγκίπισσα δεν απάντησε αμέσως, και ο Κάλροοθ ήταν έτοιμος να της ξαναζητήσει να τον αφήσει να μπει, όταν εκείνη τελικά είπε: «Έλα, πατέρα.»
Ο Βασιληάς της Νίρμικιτ παραμέρισε την κουρτίνα της εισόδου της σκηνής και μπήκε. Μέσα, είδε ότι η κόρη του ήταν ντυμένη και χτενισμένη. Καθόταν σ’ένα σκαμνί με μια αργυρή κούπα στα χέρια της. Τα μάτια της είχαν μαύρους κύκλους· δεν πρέπει να είχε κοιμηθεί και πολύ τη νύχτα.
«Με συγχωρείς γι’αυτό που έκανα,» της είπε ο Κάλροοθ, καθίζοντας αντίκρυ της. Το μάγουλό της ήταν πρησμένο από το χαστούκι που της είχε δώσει. «Αλλά, μα τους θεούς, Φαλτίκα, ήσουν έτοιμη να τη σκοτώσεις!»
«Εκείνη έφταιγε,» είπε η Φαλτίκα, ήρεμα, σα να εξέφραζε μια γενική αλήθεια.
«Γιατί το λες αυτό; Πώς να ήξερε τι θα συνέβαινε;»
«Δεν τον συμπαθούσε, πατέρα. Ούτε εμένα με συμπαθεί. Ούτε και τους περισσότερους της οικογένειάς μας τους συμπαθεί.»
Ο Κάλροοθ κούνησε το κεφάλι. «Τα έχουμε ξαναπεί και παλιότερα, Φαλτίκα. Δεν είναι έτσι. Εντάξει, δε σου λέω ότι σας αγαπά όπως η μητέρα σας σας αγα–»
«Μην αναφέρεις τη μαμά!» τον διέκοψε η Φαλτίκα. «Μην αναφέρεις τη μαμά. Εκείνη σε αγαπούσε. Πραγματικά.»
«Δεν το αμφιβάλλω. Κι εγώ την αγαπούσα. Πάρα πολύ.» Τα λόγια της κόρης του είχαν φέρει αναμνήσεις στο μυαλό του που τον έκαναν να νομίζει ότι ο λαιμός του είχε στενέψει. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η Ελκέρτα σάς αντιπαθεί, ή ότι θέλει το κακό σας. Κι η ίδια κινδύνεψε να σκοτωθεί χτες· το είδες, δε μπορεί να μην το είδες.»
Η Φαλτίκα έμεινε σιωπηλή, πίνοντας μια γουλιά από το κρασί στην αργυρή κούπα της.
«Εξαιτίας της αντίδρασής σου,» της είπε ο Κάλροοθ, «χτες βράδυ, όταν κατασκηνώσαμε, μίλησα στους πολεμιστές που είχαν ακολουθήσει εκείνη και τον Νάρκλοομ. Τους ρώτησα αν είδαν την Ελκέρτα να κάνει κάποια κίνηση εναντίον του Βασιλικού Υπασπιστή: να τον σπρώχνει, ίσως, ή να τον χτυπά με κάποιον τρόπο. Μου απάντησαν ότι δεν είδαν κάτι τέτοιο να συμβαίνει. Και τους πιστεύω, γιατί είναι όλοι τους άνθρωποι που εμπιστεύομαι, άνθρωποι από τη Βασιλική Φρουρά. Δε θα μου έλεγαν ψέματα.
»Η Ελκέρτα δεν σκότωσε τον Νάρκλοομ, Φαλτίκα,» τόνισε ο Κάλροοθ. «Για οποιονδήποτε άλλο λόγο κι αν την αντιπαθείς, μην έχεις αμφιβολία γι’αυτό.»
Η Φαλτίκα αναστέναξε.
«Είμαστε σύμφωνοι;» ρώτησε ο Κάλροοθ. «Δε θα ήθελα να ξαναγίνουν επεισόδια παρόμοια με το χτεσινό – ειδικά τώρα, που βρισκόμαστε σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση. Σε πόλεμο, ουσιαστικά.»
«Εντάξει, πατέρα,» αποκρίθηκε η Πριγκίπισσα. «Σ’το υπόσχομαι.» Και ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’το κρασί της.
Ο Κάλροοθ τεντώθηκε και, αγγίζοντάς τα πράσινα μαλλιά της, τη φίλησε στο μέτωπο. Και, για μια στιγμή, νόμιζε ότι κρατούσε κοντά του την παλιά του γυναίκα, την Ερτένκα – το έδιωξε απ’το μυαλό του. «Σ’αγαπώ,» ψιθύρισε στην κόρη του. «Και με συγχωρείς.» Χάιδεψε ήπια το χτυπημένο μάγουλό της.
Η Φαλτίκα χαμογέλασε αχνά. «Εντάξει, μπαμπά, δεν πειράζει. Κι εγώ σ’αγαπώ.» Φίλησε δυνατά το μουσάτο μάγουλό του.
«Το ξέρω πως έχεις στεναχωρηθεί για τον Νάρκλοομ,» της είπε ο Κάλροοθ. «Κι εγώ έχω στεναχωρηθεί. Τον αγαπούσα σχεδόν σα νάταν γιος μου.»
Μετά, σηκώθηκε από το σκαμνί και είπε: «Ετοιμάσου. Σύντομα θα ξεκινήσουμε.»
Η Φαλτίκα ένευσε, και ο πατέρας της έφυγε από τη σκηνή της.
*
Ο στρατός της Νέας Νίρμικιτ διέλυσε τον καταυλισμό του και συνέχισε την προέλασή του δυτικά· και ο εχθρός δεν άργησε πάλι να παρουσιαστεί από βορρά και νότο, καλπάζοντας επάνω σε πολεμικά άτια και πυροβολώντας προτού γυρίσει και φύγει. Ο Κάλροοθ είχε προστάξει τους μαχητές του να πυροβολούν κι εκείνοι τους καβαλάρηδες, μα οι ριπές τους δεν είχαν κανένα σπουδαίο αποτέλεσμα καθώς ο στόχος ήταν γρήγορα κινούμενος. Σ’αντίθεση, οι εχθροί δεν είχαν πρόβλημα να χτυπάνε ένα μεγάλο, αργοκίνητο φουσάτο. Δεν στόχευαν κανένα συγκεκριμένο σημείο του, εξάλλου· το μόνο που φαινόταν να τους ενδιαφέρει ήταν να το παρενοχλούν και να το καθυστερούν.
Κι αυτό το κατάφερναν, όφειλε να παρατηρήσει ο Κάλροοθ, αναρωτούμενος τι ετοίμαζαν παρακάτω στη μεγάλη δημοσιά. Διότι δεν μπορεί όλα αυτά να γίνονταν άσκοπα. Πρέπει να πλησιάζουμε στην πόλη της Ναραλμάδιας. Δε θάναι πολύ μακριά ακόμα.
Οι τροχοφόροι λιθοβόλοι εκτόξευαν, κάπου-κάπου, πέτρες προς τους ιππείς του εχθρού αλλά σπάνια πετύχαιναν τον στόχο τους, καθώς εκείνοι έκαναν γρήγορες μανούβρες· δεν κάλπαζαν ευθύγραμμα. Ωστόσο είχαν κάποιες απώλειες, παρατήρησε με ικανοποίηση ο Κάλροοθ. Η εκδίκησή του, όμως, για τον θάνατο του Νάρκλοομ θα έπρεπε να περιμένει.
Ο στρατός της Νέας Νίρμικιτ πέρασε από ένα εγκαταλειμμένο χωριό κοντά στη δημοσιά. Όπως σε άλλα μέρη, έτσι κι εδώ οι Ναραλμάδιοι δεν είχαν αφήσει τίποτα πίσω τους.
Το μεσημέρι, ο Κάλροοθ πρόσταξε να κατασκηνώσουν και, όταν ήταν μέσα στη σκηνή του μαζί με την Ελκέρτα, εκείνη τον ρώτησε:
«Μίλησες με την κόρη σου;»
«Ναι.»
«Γιατί κατηγορεί εμένα για τον θάνατο του Νάρκλοομ;»
«Όπως είπες κι εσύ, τον αγαπούσε, και ήταν ταραγμένη. Νομίζω όμως πως τώρα, μετά τη συζήτησή μας, έχει καταλάβει ότι δεν ήταν δικό σου το φταίξιμο.»
«Προσπάθησα να τον σώσω,» είπε η Ελκέρτα. «Όταν έπεσε, σταμάτησα για λίγο ώστε να του δώσω το χέρι μου, αλλά είδα ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα· ο ίδιος δεν προσπαθούσε να σηκωθεί. Έτσι, ακολουθώντας τους άλλους, κάλπασα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς εσένα.»
Ο Κάλροοθ ένευσε. Του το είχε αναφέρει αυτό ένας από τους πολεμιστές που είχε ρωτήσει: του είχε πει ότι νόμιζε πως είχε δει την Ελκέρτα ν’απλώνει για μια στιγμή το χέρι της ώστε να βοηθήσει τον Βασιλικό Υπασπιστή που είχε πέσει. «Ναι. Εγώ δε σε κατηγορώ. Να το ξέρεις αυτό. Κι οι δυο μας γνωρίζουμε πώς είναι ο πόλεμος.»
«Ελπίζω, όμως, η κόρη σου να μη με σκοτώσει κάποια νύχτα όταν δεν θα κοιτάζω,» είπε η Ελκέρτα, με τρόπο που έκανε τα λόγια της ν’ακουστούν πιο ήπια απ’ό,τι ήταν.
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Κάλροοθ, «δε χρειάζεται ν’ανησυχείς γι’αυτό. Η Φαλτίκα είχε θυμώσει τότε αλλά δεν είναι τρελή. Καταλαβαίνει ότι δεν μπορούσες να φταις εσύ.»
*
Το φουσάτο προέλασε όλη την υπόλοιπη ημέρα, καθυστερώντας εξαιτίας των επιθέσεων από τα βόρεια και τα νότια, που δεν ήταν επικίνδυνες αλλά ήταν ενοχλητικές. Ο Κάλροοθ υπολόγιζε ότι πρέπει να είχαν διανύσει ακόμα δέκα χιλιόμετρα σήμερα. Πολύ μικρή απόσταση· θα μπορούσαν, κάλλιστα, να είχαν κάνει τα διπλάσια. Ωστόσο, οι ιχνηλάτες του Βασιληά τού ανέφεραν ότι, με τα κιάλια των τεχνουργών τα οποία έβλεπαν μακριά, είχαν καταφέρει να διακρίνουν μια μεγάλη πόλη στα δυτικά. Και δεν πρέπει να ήταν εγκαταλειμμένη όπως τις υπόλοιπες. Αντιθέτως, πολλοί άνθρωποι φαίνονταν να είναι συγκεντρωμένοι μπροστά από τα τείχη της, και πολλές σκηνές.
Η Ναραλμάδια, σκέφτηκε αμέσως ο Κάλροοθ. Δε μπορούσε να ήταν άλλη πόλη. Ήταν η Ναραλμάδια, η πρωτεύουσα ετούτης της περιοχής. Και η Αρχόντισσα Μοργκάνα είχε συγκεντρώσει όλο της τον στρατό εκεί. Η πολιορκία δεν θα είναι εύκολη.
Δεν το σκέφτηκε μόνο· το είπε και στην Ελκέρτα, το βράδυ, μέσα στη σκηνή τους. «Δεν έχουμε ξανακάνει τέτοια πολιορκία από τότε που ήμασταν στον Παλαιό Κόσμο. Οι ντόπιοι, όμως, είμαι βέβαιος πως ξέρουν καλά πώς να προφυλάξουν μια πόλη τους. Γι’ακόμα μια φορά, βρισκόμαστε σε μειονεκτική θέση.»
Η Ελκέρτα τον παρατήρησε. «Δε φαίνεται, όμως, αυτό να σε πτοεί, αγάπη μου.»
«Δε μπορώ να πτοηθώ τώρα, που βρίσκομαι μέσα στο όνειρό μου,» είπε ο Βασιληάς Κάλροοθ. «Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν καταλαβαίνω τους κινδύνους και τις δυσκολίες.»
«Τι είναι αυτό πού κρατάς; Από τις Παλαιές Διηγήσεις;»
«Ναι.» Ο Κάλροοθ κοίταξε το βιβλίο στα χέρια του. «Περιγράφει την πολιορκία μιας πόλης, πριν από την περίοδο που ονομάζει Εποχή της Ουράνιας Φωτιάς, ή Τελευταία Εποχή.»
Η Ελκέρτα συνοφρυώθηκε. «Τι εποχή ήταν αυτή;»
«Έχω ξαναδεί να την αναφέρουν στις Παλαιές Διηγήσεις, αλλά όχι συχνά, και δεν λένε πολλά γι’αυτήν.»
«Ήταν η εποχή πριν από την Κατάβαση;»
«Ίσως.»
«Αν ήταν αυτή η εποχή, τότε η Ουράνια Φωτιά πρέπει να είναι ο Καταστροφέας.»
«Ναι, ίσως,» είπε πάλι ο Κάλροοθ. «Αλλά δεν είναι αυτό που πρέπει να μας απασχολεί τώρα, Ελκέρτα. Εδώ μέσα μιλά για ορισμένες τακτικές πολιορκίας.»
«Και πιστεύεις ότι θα μας βοηθήσουν;»
«Το ελπίζω.»
«Διάβαζε γρήγορα, τότε,» είπε η Ελκέρτα.
«Έχω αρχίσει να το διαβάζω από τότε που ξεκινήσαμε την προέλαση. Απορώ που δεν το είχες προσέξει.»
«Συνεχώς διαβάζεις τις Παλαιές Διηγήσεις· δεν ήταν κάτι το αξιοσημείωτο.»
*
Ο Γεράρδος έφυγε από την Ερρίθια λίγο πριν από το μεσημέρι, αφού όλοι είχαν ετοιμαστεί. Μαζί με τη Μάρθα, τον Σέλιρ’χοκ, την Άνμα’ταρ, τον Τζοσελίνο, και τον Οσβάλδο, επιβιβάστηκε στο όχημα του Εδμόνδου, όπου, εκτός από αυτούς και τον τροβαδούρο, ήταν και οι δύο χορεύτριες, η Ισαβέλλα και η Ιζαμπώ. Με εννέα ανθρώπους μέσα στο όχημα, ο χώρος ήταν στριμωγμένος, αλλά ήλπιζαν να έχουν φτάσει στον προορισμό τους μέχρι το βράδυ.
Συγχρόνως, ερχόταν και ο Τέρι Κάρμεθ επάνω στο πλοιάριό του που ήταν μεταβαλλόμενο, ακολουθώντας τον Παραπόταμο. Μαζί του είχε τη σύζυγό του, την Αρίνη’σαρ – για να κάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως και να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του πολύπλοκου σκάφους – καθώς επίσης και μερικούς πολεμιστές του και την Ελισαβέτα, η οποία ήθελε οπωσδήποτε να έρθει αλλά δεν χωρούσε στο όχημα του Εδμόνδου.
Στην Ερρίθια άφησαν τον Μαλαχία, τον Έδουο, και τον Ριχάρδο, οι οποίοι θα προσπαθούσαν να ξαναχτίσουν τον Ναό της Μεγάλης Πόλης και θα βοηθούσαν τον Υπεράρχη αν τους χρειαζόταν. Ο Ανθυπολοχαγός Τάρθλος, που είχε επίσης μείνει στην Ερρίθια, είχε διαταγές να διώξει όποιες άλλες Παντοκρατορικές ενισχύσεις έρχονταν.
Καθώς ο Εδμόνδος οδηγούσε προς τα ανατολικά, όχι πολύ μακριά από τις όχθες του Παραπόταμου (τις οποίες και μπορούσαν να δουν από τα παράθυρα του οχήματος), ο Σέλιρ’χοκ ρώτησε τον Γεράρδο:
«Διαισθάνεσαι άλλες εισβολές να έχουν παρουσιαστεί τελευταία;»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Για την ώρα, η κατάσταση φαίνεται σταθερή. Αλλά δε νομίζω να κρατήσει για πολύ, Σέλιρ.» Κοιτάζοντας προς τον ποταμό, μπορούσε να δει το πλοιάριο του Τέρι Κάρμεθ να πλέει προς τ’ανατολικά, ακολουθώντας τους.
«Έχουμε ζητήσει ενισχύσεις από την Απολλώνια,» είπε η Άνμα’ταρ, λίγο αργότερα, «προκειμένου να βοηθήσουν στην εξέγερση εναντίον του Επόπτη. Όταν έρθουν θα βρουν μια τελείως αλλαγμένη κατάσταση…»
«Αυτό δεν πάει να πει ότι δεν θα τους χρειαστούμε,» είπε η Μάρθα.
«Συμφωνώ. Απλά αναρωτιέμαι αν αυτοί που θα σταλούν θα είναι αρκετοί για ν’αντιμετωπίσουν τους εχθρούς από την άλλη διάσταση.»
«Ο σκοπός,» είπε ο Γεράρδος, «είναι να μην εμπλακούμε καθόλου σε μάχη με τους ανθρώπους της άλλης διάστασης, Άνμα.»
«Πιστεύεις ότι όλοι τους θα είναι συνεννοήσιμοι; Ίσως ο Τέρι Κάρμεθ να μπορεί να μιλήσει με τον λαό του Βασιληά Κάλροοθ, αλλά με τους υπόλοιπους λαούς δεν είχε ποτέ καμία επαφή…»
«Θα πρέπει να προχωρήσουμε βλέποντας και κάνοντας. Κανένας δε νομίζω ότι θα θέλει να καταστραφούν και οι δύο διαστάσεις ενώ σκοτωνόμαστε αναμεταξύ μας.»
«Καλό θα ήταν,» είπε ο Τζοσελίνος, «να μάθουμε όλοι τη γλώσσα τους με την πρώτη ευκαιρία.»
«Συμφωνώ,» ένευσε ο Σέλιρ’χοκ. «Θα διευκολύνει πολύ τα πράγματα. Τώρα, μόνο ο Τέρι Κάρμεθ μπορεί να τους μιλήσει.»
«Ίσως αυτοί να έχουν μάθει τη Συμπαντική Γλώσσα,» είπε η Άνμα. «Ή, τουλάχιστον, ορισμένοι από αυτούς.»
«Πράγματι, είναι πιθανό, και θα μας βολέψει.»
Το απόγευμα, ενώ τώρα η Μάρθα ήταν στο τιμόνι, έφτασαν εκεί όπου ξεκινούσε ο ποταμός Νάλλης βγαίνοντας μέσα από τον Παραπόταμο της Χάρνταβελ. Εδώ θα συναντούσαν τον Τέρι, και πράγματι ο ταγματάρχης τούς περίμενε στις όχθες του ποταμού, με το σκάφος του μεταμορφωμένο σε εξάτροχο όχημα. Στεκόταν απέξω μαζί με τους πολεμιστές που τον συνόδευαν, την Ελισαβέτα, και την Αρίνη’σαρ, η οποία καθόταν σε μια πέτρα, φανερά κουρασμένη από τη δουλειά της στο ενεργειακό κέντρο.
Η Μάρθα σταμάτησε το όχημα του Εδμόνδου κοντά στο όχημα του Τέρι, και εκείνη κι οι υπόλοιποι βγήκαν.
«Όλα εντάξει;» ρώτησε ο ταγματάρχης.
«Μέχρι στιγμής θα ήταν παράδοξο κάτι να είχε πάει στραβά,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Μπορείτε να συνεχίσετε εσείς σήμερα;» Έριξε μια ματιά στην Αρίνη’σαρ.
«Είμαι κουρασμένη,» είπε η μάγισσα. «Θα ξεκουραστώ λίγο, αν είναι, και μετά συνεχίζουμε.»
«Μπορώ εγώ να βοηθήσω,» προθυμοποιήθηκε η Άνμα’ταρ.
«Αν θέλεις,» αποκρίθηκε ο Τέρι.
Η Άνμα κοίταξε τον Γεράρδο και μετά τον Σέλιρ’χοκ· κι οι δύο κατένευσαν, και η Δράκαινα πήγε προς το όχημα του ταγματάρχη. Η Αρίνη σηκώθηκε από την πέτρα όπου καθόταν κι αφού ψιθύρισε κάτι στο αφτί του Τέρι πλησίασε τον Γεράρδο και τους υπόλοιπους. Ο χώρος στα οχήματα ήταν περιορισμένος, και η ανταλλαγή επιβατών υποχρεωτική.
Ο Γεράρδος ρώτησε τον Τέρι: «Πού πάμε από εδώ; Βόρεια, προς το μέρος όπου έγινε η σύγκρουση με τον στρατό του Βασιληά Κάλροοθ, ή βορειοδυτικά, προς την πόλη της Ναραλμάδιας;»
«Θα έλεγα, καλύτερα να πάμε στην πόλη της Ναραλμάδιας, να δούμε τι έχει να μας πει η Αρχόντισσα Μοργκάνα. Ακόμα κι αν ο πόλεμος δεν έχει φτάσει σ’εκείνες τις περιοχές, η Μοργκάνα δεν μπορεί παρά να έχει μια σχετικά καλή εικόνα τού τι συμβαίνει.»
«Συμφωνώ,» είπε ο Γεράρδος, και κοίταξε τον Οσβάλδο και τον Τζοσελίνο, οι οποίοι επίσης συμφώνησαν.
«Ξεκινάμε τότε,» είπε ο Τέρι. «Καλύτερα να φτάσουμε πριν από τη βαθιά νύχτα.»
Μπήκαν στα οχήματά τους και τα οδήγησαν βορειοδυτικά, το ένα κοντά στο άλλο. Μετά από λίγο, πέρασαν σε περιοχές που ήταν στα εδάφη του Αρχοντάτου της Ναραλμάδιας, και δεν είδαν σημάδια πολέμου. Οι εξωδιαστασιακοί, επομένως, δεν φαινόταν να έχουν έρθει προς τα νότια.
Προς τη Ναραλμάδια πρέπει να έχουν πάει, σκέφτηκε ο Γεράρδος, ενθυμούμενος το όνειρό του με τον Στρατηγό Λεοπόλδο. Κι ελπίζω να φτάσουμε προτού αρχίσει να γίνεται πολιορκία.
Είχε πια νυχτώσει όταν βρέθηκαν σε μια πεδιάδα απ’όπου μπορούσαν ν’ατενίσουν τα ψηλά τείχη της Ναραλμάδιας επάνω στον μεγάλο λόφο όπου ήταν οικοδομημένη. Σημαίες κυμάτιζαν στον άνεμο και μαγκάλια ήταν αναμμένα στις επάλξεις. Αλλά αυτές δεν ήταν οι μόνες φωτιές που φαίνονταν. Αντίκρυ της πόλης, σε απόσταση, ίσως, δύο χιλιομέτρων, βρισκόταν ένας μεγάλος καταυλισμός. Στρατόπεδο, σίγουρα.
Ο Γεράρδος και οι σύντροφοί του βγήκαν από το όχημά τους και κοίταξαν προς τα εκεί με κιάλια. Το ίδιο και ο Τέρι. Δεν άργησαν να καταλάβουν ότι επρόκειτο για τον στρατό του Βασιληά Κάλροοθ. Ένα σωρό άνθρωποι με πράσινο δέρμα ήταν ανάμεσα στις σκηνές – ένας δερματικός χρωματισμός που όχι μόνο δεν υπήρχε στη Χάρνταβελ αλλά ήταν σπάνιος και σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν.
«Δε δυσκολευτήκαμε να τους βρούμε, τελικά,» είπε ο Τέρι κατεβάζοντας τα κιάλια του.
«Και πάνω στην ώρα, απ’ό,τι φαίνεται,» παρατήρησε ο Γεράρδος. «Η πολιορκία δεν έχει αρχίσει ακόμα. Απόψε πρέπει να έφτασαν εδώ οι εξωδιαστασιακοί. Όπως κι εμείς.»
Ο Τέρι ένευσε. «Ναι, έτσι δείχνει.»
«Θα πάμε κοντά για να τους μιλήσεις;»
«Δεν υπάρχει λόγος να το καθυστερήσουμε, ενώ έχουμε κάθε λόγο να βιαστούμε, Γεράρδε.»
«Η αντίδρασή τους στα οχήματά μας ποια λες να είναι;»
«Δε νομίζω ότι έχουν ξαναδεί παρόμοια. Ή μάλλον, έχουν ξαναδεί μία και μόνο φορά: όταν το άρμα μου κατέληξε στη διάστασή τους, μέσα στην έρημο. Όπως και νάχει, ελπίζω να μη μας επιτεθούν αμέσως.»
«Ελπίζεις;»
«Δε μπορώ να είμαι σίγουρος· καλύτερα, λοιπόν, να είστε προετοιμασμένοι.»
*
Δύο μεταλλικά, γυαλιστερά πράγματα με τροχούς ήρθαν και σταμάτησαν μπροστά από τον καταυλισμό, ανάμεσα στον λαό της Νέας Νίρμικιτ και στην πόλη της Ναραλμάδιας.
Ο Βασιληάς Κάλροοθ, ακούγοντας τους στρατιώτες του να τον φωνάζουν, βγήκε απ’τη σκηνή του μαζί με την Ελκέρτα και κοίταξε προς τα βόρεια όπου του έδειχναν.
Δύο οχήματα. Δεν μπορεί να ήταν τίποτε άλλο. Έμοιαζαν – πολύ γενικά – μ’αυτό που είχε φέρει ο Τέρι Κάρμεθ όταν μπήκε στην έρημο: το όχημα που μονάχα το σκέλεθρό του απέμεινε ύστερα από την επίθεση του Καταστροφέα. Στις Παλαιές Διηγήσεις μονάχα υπήρχαν κάποιες αναφορές για τέτοια οχήματα.
Τα έστειλε η Αρχόντισσα Μοργκάνα, για να μας χτυπήσουν; αναρωτήθηκε ο Κάλροοθ, συνοφρυωμένος. Αλλά δεν έβλεπε καμία κάννη να στρέφεται προς τον στρατό του. Δεν έβλεπε κανένα από τα δύο οχήματα να διαθέτει πυροβόλο.
Οι πόρτες τους άνοιξαν και άνθρωποι βγήκαν, χωρίς να κρατούν όπλα. Ένας απ’αυτούς είχε δέρμα κατάλευκο και φορούσε επίσης λευκή στολή. Στάθηκε μπροστά από τους υπόλοιπους, ύψωσε τα χέρια του, και φώναξε στη γλώσσα του Υπόγειου Κόσμου: «Ερχόμαστε σαν φίλοι!»
Ο Τέρι Κάρμεθ.
«Φωνάξτε τη Χονρέπα,» πρόσταξε ο Κάλροοθ τους στρατιώτες του, κι εκείνοι έτρεξαν.
«Θέλουμε να μιλήσουμε με τον Μεγαλειότατο, τον Βασιληά Κάλροοθ!» συνέχισε ο Τέρι Κάρμεθ.
Η Χονρέπα ήρθε, βιαστικά, δίπλα στον Κάλροοθ. «Βασιληά μου,» είπε, «είναι ο Τέρι Κάρμεθ.»
«Ναι, το είδα αυτό. Τι νομίζεις ότι θέλει; Μπορεί να είναι παγίδα;»
«Δεν ξέρω. Αλλά δεν φαίνεται να κρατάνε όπλα. Και λέει πως θέλουν να μιλήσουν μαζί σας.»
Απόψε, η Χονρέπα νομίζει ότι είμαι και τυφλός και κουφός! σκέφτηκε ο Κάλροοθ αλλά χωρίς θυμό. Πρόσταξε τους στρατιώτες του: «Πείτε τους να έρθουν. Βαδίζοντας, όχι μέσα στα οχήματά τους. Και χωρίς όπλα, βέβαια.»
Οι στρατιώτες μετέφεραν το αίτημα του Βασιληά τους στον Τέρι Κάρμεθ, και εκείνος κι οι περισσότεροι από τους συντρόφους του πλησίασαν τον καταυλισμό και μπήκαν ανάμεσα στις σκηνές του. Οι στρατιώτες τούς οδήγησαν μπροστά στον Κάλροοθ και στην Ελκέρτα. Εκεί κοντά είχε τώρα συγκεντρωθεί κι όλη η υπόλοιπη οικογένεια του Βασιληά της Νίρμικιτ, καθώς επίσης και ο Κύρνοοκ κι ο Νερκάλοοτ – ο Οφθαλμός του Θανάτου κι ο Οφθαλμός της Ψυχής.
«Τέρι Κάρμεθ,» είπε ο Βασιληάς. «Αποφάσισες πάλι να έρθεις εδώ. Γιατί;»
Ο Τέρι έκανε μια σύντομη υπόκλιση. «Μεγαλειότατε. Υπάρχει ανάγκη. Η Χάρνταβελ και ο κόσμος σας θα καταστραφούν. Μαζί. Πρέπει να κάνουμε ενέργειες – εσείς και εμείς – για να μη γίνει καταστροφή.»
Ο Κάλροοθ άκουσε τον μεγάλο του γιο, τον Όσραοκ, να ψιθυρίζει πλάι του: «Οι Θεογνώστες μάς είχαν προειδοποιήσει ότι μια μεγάλη καταστροφή έρχεται, πατέρα…»
Πράγματι, οι Θεογνώστες το είχαν πει αυτό. Αλλά είχαν αρνηθεί να έρθουν στον καινούργιο κόσμο. Είχαν μείνει πίσω, στον Υπόγειο Κόσμο, στη Νίρμικιτ, παρότι η πόλη είχε εγκαταλειφθεί από όλους. Τώρα, θα ζούσαν μέσα σε άδεια οικήματα. Οι θεοί τους, έλεγαν, δεν τους επέτρεπαν να πάνε με τους υπόλοιπους.
«Θα μας εξηγήσεις περισσότερο;» ρώτησε ο Κάλροοθ τον Τέρι.
«Ναι. Όμως. Θα χρειαστεί… ώρα. Και η μάχη» – έδειξε προς την πόλη της Ναραλμάδιας – «πρέπει να μη γίνει.»
Τον έστειλαν εδώ για να μας παρακωλύσει κι άλλο; αναρωτήθηκε ο Κάλροοθ. Όπως και νάχει, πρέπει να μάθουμε τι συμβαίνει. «Καλώς,» είπε. «Πάμε να μας εξηγήσεις.» Και έδωσε διαταγές στους στρατιώτες του να στήσουν μια μεγάλη σκηνή ώστε να μπορέσουν όλοι να καθίσουν από κάτω.
Όταν αυτό έγινε, συγκεντρώθηκαν εκεί και ο Τέρι Κάρμεθ μίλησε κυρίως με τη Χονρέπα, αφού φαινόταν να μπορούν να συνεννοούνται καλύτερα οι δυο τους. Η Οφθαλμός της Ζωής ήξερε, μάλιστα, αρκετά καλά αυτή τη Συμπαντική Γλώσσα που χρησιμοποιούσαν εδώ, και είχε αρχίσει να τη διδάσκει και σε άλλους από τον λαό του Κάλροοθ. Ωστόσο, τώρα η διδασκαλία της Συμπαντικής Γλώσσας δεν ήταν εκείνο που προείχε, φυσικά.
Ο Τέρι μιλούσε πολλή ώρα με τη Χονρέπα, και επίσης μίλησαν και κάποιοι άλλοι απ’αυτούς που ήταν μαζί του, χρησιμοποιώντας τη Συμπαντική: ένας Γεράρδος, μία Αρίνη’σαρ, ένας Σέλιρ’χοκ. Ο Κάλροοθ, παρακολουθώντας τους, είχε αρχίσει να μπερδεύεται. Τα μισά τα καταλάβαινε, τ’άλλα μισά όχι. Το πιο συνταρακτικό από αυτά που έλεγαν ήταν ότι δεν υπήρχε ένας Καταστροφέας αλλά τέσσερις! Και τα μαύρα ιπτάμενα φίδια που είχαν παρατηρηθεί στα δάση του Επάνω Κόσμου ήταν, στην πραγματικότητα, κάτι σαν φύλακες του κόσμου, οι οποίοι τον φρουρούσαν εναντίον των τεσσάρων Ιπτάμενων (έτσι τους ονόμαζαν). Ένας απ’αυτούς τους φύλακες είχε κατορθώσει να έρθει κι εδώ, στη Χάρνταβελ, μέσα σε ανθρώπινο σώμα – εν μέρει μαύρη φωτιά, εν μέρει γυναίκα. Και… αν ήταν δυνατόν!… η Αρίνη’σαρ ισχυριζόταν πως είχε γεννήσει τον φύλακα που είχε έρθει στη Χάρνταβελ. Ο Κάλροοθ αναρωτήθηκε αν οι ξένοι προσπαθούσαν να τους ξεγελάσουν με κάποιον τρόπο.
Μετά, όμως, σαν κάπως, με τα λόγια τους, να την είχαν επικαλεστεί, η Μαύρη Φωτιά κατήλθε από τον ουρανό και προσγειώθηκε μπροστά στο μεγάλο άνοιγμα της σκηνής τους, αναστατώνοντας τους φρουρούς και όλο το στρατόπεδο.
Η Αρίνη πετάχτηκε όρθια.
Αντίκρυ της, πέρα από τη μεγάλη είσοδο της σκηνής, ήταν μια μάζα από σκοτεινές φλόγες. Η Μαύρη Φωτιά. Το παιδί που είχε γεννήσει. Δεν ήταν, όμως, μικρό πια. Δεν ήταν ένα μωρό· ούτε καν ένα κορίτσι, όπως είχε πει ο Γεράρδος. Μέσα στις σκοτεινές φλόγες, η Αρίνη μπορούσε να διακρίνει τη σκιά του σώματος μιας κοπέλας, με μακριά μαλλιά που αναδεύονταν γύρω απ’το κεφάλι και τους ώμους της, ενώ τα μάτια της γυάλιζαν μ’ένα αφύσικα έντονο γαλανό χρώμα.
Τριγύρω η Αρίνη άκουγε αναστάτωση – φωνές, πολλές φωνές – καθώς κι οι υπόλοιποι σηκώνονταν όρθιοι.
«Δεν είναι εχθρός!» Η φωνή του Γεράρδου. «Είναι η Μαύρη Φωτιά για την οποία σας μιλήσαμε.» Απευθυνόταν στη Χονρέπα, είδε η Αρίνη με τις άκριες των ματιών της: στην παράξενη γυναίκα με το μοβ δέρμα και τον κίτρινο λίθο στον αριστερό ώμο.
Και συγχρόνως μιλούσε κι ο Τέρι, στη γλώσσα των εξωδιαστασιακών, την οποία η Αρίνη δεν ήξερε. Μονάχα καμια λέξη από δω κι από κει καταλάβαινε, απ’αυτά που της είχε πει ο σύζυγός της κι απ’ό,τι είχε τώρα κατανοήσει μόνη της.
Ο Βασιληάς Κάλροοθ φώναζε διαταγές στους φρουρούς του, κι εκείνοι, που είχαν σηκώσει τα όπλα τους γύρω από τη Μαύρη Φωτιά, τα κατέβασαν και παραμέρισαν.
Σε χαιρετώ ξανά, Μητέρα, είπε η Μαύρη Φωτιά μ’εκείνο τον παράξενο τρόπο που μιλούσε, σαν τα λόγια της να αντηχούσαν μέσα στο κεφάλι των άλλων. Άπλωσε το χέρι της προς το εσωτερικό της σκηνής.
Η Αρίνη, περνώντας ανάμεσα από τους υπόλοιπους, πλησίασε το παιδί της, και ο Τέρι την ακολούθησε.
Περιμένετε, τους είπε η Μαύρη Φωτιά. Μην έρχεστε τόσο κοντά μου. Μπορεί να είναι επικίνδυνο για εσάς.
Η Αρίνη και ο Τέρι στάθηκαν μερικά βήματα απόσταση από το παιδί τους, μπορώντας να νιώσουν μια ασυνήθιστη θερμότητα στα πρόσωπά τους: μια θερμότητα όχι όπως αυτή της κανονικής φωτιάς, αλλά κάτι πολύ πιο ισχυρό και εστιασμένο, σαν μια καυτή ατσάλινη λεπίδα.
Οι φλόγες γύρω από την κοπέλα μαζεύτηκαν, μειώθηκαν, σαν το σώμα της να προσπαθούσε να τις τραβήξει μέσα του. Η μορφή της, όμως, εξακολουθούσε να είναι σκιερή, και τα μαλλιά της εξακολουθούσαν να αναδεύονται λες και βρισκόταν κάτω από το νερό. Οι φλόγες μαζεύτηκαν κι άλλο. Η μάζα από μαύρη φωτιά, σταδιακά, χανόταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων μέσα στη μεγάλη σκηνή. Κανένας δεν μιλούσε πια.
Οι σκοτεινές φλόγες απορροφήθηκαν τελείως από το ανθρώπινο σώμα, και τώρα αυτό δεν ήταν πλέον μια σκιά. Ήταν μια κοπέλα, γύρω στα δεκαεφτά της χρόνια, θα μπορούσε να πει κανείς· γυμνή, με δέρμα λευκό όπως της Αρίνης και μαλλιά καστανά όπως του Τέρι, τα οποία εξακολουθούσαν να αναδεύονται μ’εκείνον τον παράξενο τρόπο. Τα μάτια της είχαν αλλάξει χρώμα: ενώ πριν, όταν οι φλόγες την τύλιγαν, φαίνονταν γαλανά, τώρα ήταν κατάμαυρα, χωρίς καθόλου άσπρο, και κόρες δεν διακρίνονταν μέσα τους.
Η Αρίνη και ο Τέρι δεν αισθάνονταν πια εκείνη τη θερμότητα να χτυπά τα πρόσωπά τους. Μπορούσαν, άραγε, να πλησιάσουν τώρα και ν’αγγίξουν την κόρη τους; αναρωτήθηκαν κι οι δύο. Η κοπέλα τούς ατένιζε ανέκφραστα· τα χείλη της δεν κινούνταν για να χαμογελάσει. Ίσως να μην ήξερε πώς. Εξάλλου, είχε μεγαλώσει τόσο γρήγορα. Έμοιαζε με άνθρωπο αλλά αμέσως καταλάβαινες ότι, αναμφίβολα, δεν ήταν άνθρωπος.
Ο Τέρι έλυσε την κάπα του και την έτεινε προς το μέρος της. Η κόρη του την κοίταξε, και στην όψη της απορία ήταν σα να παρουσιάστηκε. Μετά, κατάλαβε. Πήρε την κάπα και την τύλιξε γύρω από το γυμνό της σώμα.
Η Αρίνη πλησίασε και την άγγιξε. Το δέρμα της ήταν όπως το δέρμα κάθε άλλης κοπέλας αλλά κάπως πιο ζεστό, νόμιζε. Ναι, σίγουρα κάπως πιο ζεστό… Εξαιτίας της μαύρης φωτιάς που απορροφήθηκε, άραγε; δεν μπόρεσε παρά να αναρωτηθεί η Ερευνήτρια μέσα στην Αρίνη.
«Έλα μέσα,» είπε στην κόρη της. «Έλα.»
Σ’ευχαριστώ, Μητέρα, αποκρίθηκε η κοπέλα. Κινούσε τα χείλη της αλλά η φωνή της έμοιαζε, συγχρόνως, να ηχεί μέσα στο κεφάλι της Αρίνης, σαν η κίνηση αυτών των όμορφων κοριτσίστικων χειλιών να μην ήταν παρά μια ψευδαίσθηση.
Η Μαύρη Φωτιά μπήκε στη σκηνή. Με συγχωρείτε για την αναστάτωση, είπε προς όλους, ατενίζοντάς τους με τα κατάμαυρα μάτια της.
Ο Βασιληάς Κάλροοθ τής αποκρίθηκε κάτι στη γλώσσα του: κάτι που η Αρίνη δεν κατάλαβε, αλλά η κόρη της δεν φάνηκε να έχει πρόβλημα στην κατανόηση. Σας ευχαριστώ, Μεγαλειότατε, αποκρίθηκε.
Και η Αρίνη σκέφτηκε, όχι και τόσο ξαφνιασμένη: Όταν μιλά την καταλαβαίνουμε και εμείς και οι εξωδιαστασιακοί· κι όταν της μιλάνε εκείνη καταλαβαίνει ό,τι γλώσσα κι αν χρησιμοποιούν. Η ομιλία της κόρης της πρέπει να ήταν, περισσότερο, κάποιου είδους νοητικό κύμα: εκπεμπόμενες σκέψεις.
«Κάθισε,» είπε ο Τέρι στη Μαύρη Φωτιά, δείχνοντας τα κοκάλινα σκαμνιά που ήταν συγκεντρωμένα στη σκηνή.
Η κοπέλα τα κοίταξε και ένευσε.
Η Αρίνη, καθαρίζοντας, λιγάκι αμήχανα, τον λαιμό της, είπε: «Ο Τέρι είναι ο πατέρας σου.» Δεν ήταν βέβαιη ότι η κόρη της το είχε καταλάβει.
Η Μαύρη Φωτιά στράφηκε να την ατενίσει. Το ξέρω, Μητέρα, είπε, και κάθισε σ’ένα από τα κοκάλινα σκαμνιά. Οι υπόλοιποι κάθισαν επίσης, χωρίς να μιλούν· και η Μαύρη Φωτιά τούς είπε: Έχετε κάποιο πρόβλημα στη μεταξύ σας επικοινωνία. Μπορώ να το λύσω αυτό αν θέλετε.
«Να το λύσεις;» Ο Σέλιρ’χοκ ήταν που μίλησε. «Πώς;»
Ανήκω και στις δύο διαστάσεις συγχρόνως, αποκρίθηκε η Μαύρη Φωτιά, και τα μαλλιά της αναδεύτηκαν μ’έναν διαφορετικό τρόπο τώρα. Δεν ήταν εύκολο να καθορίσεις τι είχε αλλάξει, αλλά σίγουρα κάτι είχε αλλάξει. Την ίδια στιγμή, όλοι αισθάνθηκαν ένα θερμό κύμα να πέρνα από τις σκέψεις τους, και ξαφνικά μπορούσαν να καταλάβουν ο ένας τον άλλο, σα να μη μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες αλλά την ίδια γλώσσα.
«Τώρα,» είπε ο Κάλροοθ, «νομίζω πως μπορείτε να μας εξηγήσετε καλύτερα τι συμβαίνει. Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή δεν ήμουν βέβαιος αν θα έπρεπε να σας πιστέψω σχετικά με την ύπαρξη της… Μαύρης Φωτιάς. Έτσι δεν την αποκαλείτε;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Ήταν το πιο ταιριαστό όνομα που μπορέσαμε να βρούμε γι’αυτήν. Η ίδια δεν μας έδωσε κανένα όνομα.» Κοίταξε την κοπέλα με τα μαύρα μάτια, της οποίας το πρόσωπο παρέμεινε ανέκφραστο.
«Τέλος πάντων,» είπε ο Κάλροοθ. «Δεν ήμουν βέβαιος αν θα έπρεπε να το πιστέψω, αλλά τώρα….» Ατένισε κι εκείνος τη Μαύρη Φωτιά. Μετά, έστρεψε το βλέμμα του στους άλλους. «Πείτε μου ακριβώς τι συμβαίνει.»
Εκείνοι τού είπαν, εξηγώντας ότι οι Ιπτάμενοι θα κατέστρεφαν και τις δύο διαστάσεις και ότι η Μαύρη Φωτιά έλεγε πως μόνο ο Γεράρδος και οι άλλοι ιερείς μπορούσαν να βοηθήσουν με κάποιον τρόπο επειδή ήταν οι φυσικοί προστάτες της Χάρνταβελ. Ωστόσο δεν ήταν βέβαιη πώς.
Ο Σέλιρ’χοκ είπε ότι πίστευε πως η απάντηση βρισκόταν στη δημιουργία των Ιπτάμενων. «Πρέπει να μάθουμε πώς γεννήθηκαν. Έτσι, ίσως μπορέσουμε να βρούμε τρόπο να τους καταστρέψουμε.»
«Εμείς, μέχρι στιγμής, ξέραμε για έναν Ιπτάμενο. Έναν Καταστροφέα,» είπε ο Κάλροοθ.
«Ο Τέρι μάς είπε ότι έχετε κάποια κείμενα που ονομάζονται ‘Παλαιές Διηγήσεις’.»
«Ναι. Στις Παλαιές Διηγήσεις αναφέρεται ένας Καταστροφέας.» Μετά, όμως, ο Βασιληάς της Νίρμικιτ συνοφρυώθηκε. «Εκτός αν…»
«Τι είναι, Μεγαλειότατε;» ρώτησε η Χονρέπα, καθώς όλων τα βλέμματα ήταν στραμμένα στον Κάλροοθ τώρα.
Ο Βασιληάς αποκρίθηκε: «Οι Παλαιές Διηγήσεις είναι διάφορα κείμενα. Σκόρπια, με χαλαρή ή και καμία σύνδεση ανάμεσά τους. Και… γίνονται αναφορές για τον ‘Καταστροφέα’. Υπάρχουν κομμάτια όπου ο συγγραφέας έχει, ας πούμε, γράψει ότι ο Καταστροφέας ερήμωσε το τάδε μέρος. Πουθενά, όμως, δε νομίζω πως είναι ξεκάθαρα γραμμένο ότι υπάρχει ένας και μόνο Καταστροφέας. Στις Παλαιές Διηγήσεις, οι συγγραφείς αναφέρουν τον Καταστροφέα όπως εμείς θα αναφέραμε έναν Ντόρταγκας. Θα λέγαμε ότι ο Ντόρταγκας μάς επιτέθηκε, ή ότι ο Ντόρταγκας κατέστρεψε έναν καταυλισμό· έτσι δεν θα λέγαμε; Αλλά, φυσικά, δεν υπάρχει μόνο ένας δράκος του Υπόγειου Κόσμου, όπως όλοι μας ξέρουμε.
»Συναρπαστική, πάντως, αυτή η ανακάλυψη,» είπε ο Κάλροοθ στους επισκέπτες του. «Δεν το είχα ποτέ φανταστεί, και διαβάζω συνεχώς τις Παλαιές Διηγήσεις.»
Η Αρίνη είπε: «Έχω μια απορία.» Οι άλλοι στράφηκαν για να την ακούσουν, και η μάγισσα συνέχισε: «Οι Ιπτάμενοι απομυζούν ζωτική ενέργεια, σωστά;» Κοίταξε την κόρη της, η οποία είπε: Ναι, Μητέρα. «Αν είναι έτσι, τότε όλοι οι άνθρωποι, όλα τα φυτά, όλα τα ζώα θα έπρεπε να έχουν πεθάνει στην επιφάνεια της διάστασής σας, Βασιληά Κάλροοθ – όπως και έχει γίνει. Όμως οι πόλεις που υπήρχαν κάποτε εκεί δεν θα έπρεπε να έχουν καταστραφεί. Οικοδομήματα θα έπρεπε να έχουν μείνει. Όμως, αντιθέτως, δεν έχει μείνει τίποτα, απ’όσο έχουμε δει· μονάχα μια απέραντη έρημος.»
Ο Τέρι είπε, προτού προλάβει ο Κάλροοθ να μιλήσει: «Το όχημά μου το μισοκατέστρεψε εκείνος ο Ιπτάμενος, Αρίνη. Δεν απέμεινε παρά ένα κέλυφος. Σαν δεκάδες χρόνια να πέρασαν ξαφνικά από πάνω του.»
Ακόμα και στα μέταλλα υπάρχει μια κάποια ζωή, εξήγησε η Μαύρη Φωτιά. Επίσης, το όχημά σου, Πατέρα, δεν τροφοδοτείτο με ενέργεια για να κινείται;
«Ναι.»
Αυτή η ενέργεια πρέπει να ενδιέφερε τον Ιπτάμενο· και, καθώς πέρασε από πάνω του για να την αρπάξει, κατέστρεψε και το όχημα.
«Ωστόσο,» είπε η Αρίνη, «δεν το διέλυσε τελείως. Επομένως, ακόμα κι αν οι Ιπτάμενοι είχαν χτυπήσει τις πόλεις που αναφέρονται στις Παλαιές Διηγήσεις, θα έπρεπε κανονικά να έχουν μείνει ερείπια στην έρημο του Επάνω Κόσμου.» Είχε, ξανά, στρέψει το βλέμμα της στον Κάλροοθ, περιμένοντας μια απάντηση από τον Βασιληά της Νίρμικιτ, που έμοιαζε τόσο διαβασμένος σχετικά με την αρχαία ιστορία της διάστασής του.
«Οι Παλαιές Διηγήσεις μιλάνε για καταστροφές,» είπε εκείνος. «Μεγάλες καταστροφές. Σε ορισμένες αναφέρεται η Τελευταία Εποχή, ή η Εποχή της Ουράνιας Φωτιάς. Αυτή πρέπει να είναι η περίοδος πριν από την Κατάβαση, που αναγκαστήκαμε να αφήσουμε τον Επάνω Κόσμο για τον Υπόγειο Κόσμο, ώστε να επιβιώσουμε.»
«Η Ουράνια Φωτιά είναι οι Ιπτάμενοι;» είπε ο Σέλιρ’χοκ.
«Αυτό υποθέτω.»
«Οι καταστροφές πώς ακριβώς περιγράφονται, Μεγαλειότατε;»
«Τρομερές εκρήξεις. Φωτιά από τους ουρανούς.»
«Οι Ιπτάμενοι μπορούν να εκτοξεύσουν φωτιά;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ την κόρη της Αρίνης. «Μπορούν να προκαλέσουν εκρήξεις;»
Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι απομυζούν τη ζωή για να τρέφονται. Τίποτα περισσότερο.
«Μας έχεις πει, επίσης, ότι προήλθαν από τον ήλιο. Ότι οι άνθρωποι της διάστασής σου τους έφεραν από εκεί.»
Ναι, και προκάλεσαν την αποσταθεροποίηση. Αλλά δεν ξέρω πώς το έκαναν.
«Οι Παλαιές Διηγήσεις γράφουν κάτι γι’αυτό, Μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ τον Κάλροοθ.
Ο Βασιληάς φάνηκε για μια στιγμή σκεπτικός. Μετά απάντησε: «Υπάρχει κάπου μια αναφορά… ότι δημιούργησαν ένα όπλο με τη δύναμη του ήλιου. Ένα πανίσχυρο όπλο. Και θέλησαν να οικοδομήσουν μια αυτοκρατορία με τη χρήση του. Κι αυτό είναι προς το τέλος, νομίζω. Δηλαδή, όχι πολύ καιρό πριν από την Κατάβαση. Στην Εποχή της Ουράνιας Φωτιάς, μάλλον, τώρα που κάνω τη σύνδεση.»
«Δε γράφουν, όμως, πώς έφτιαξαν αυτό το όπλο από τον ήλιο;»
«Όχι.»
Άντλησαν τη δύναμή του, είπε η Μαύρη Φωτιά. Οι Ιπτάμενοι είναι κομμάτια της δύναμης του ήλιου.
«Ναι, αλλά αυτό για να γίνει δεν είναι εύκολο,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Δεν ξέρω, ίσως, αν η Αρίνη, που είναι Ερευνήτρια, έχει ακούσει για κάποιον τρόπο….» Στράφηκε στη μάγισσα.
Εκείνη αποκρίθηκε: «Κι εμένα το ίδιο με παραξενεύει. Σ’όλες τις διαστάσεις που γνωρίζουμε, ο ήλιος είναι κάτι το απλησίαστο. Όσοι έχουν επιχειρήσει να τον φτάσουν έχουν καταστραφεί.»
«Οι άνθρωποι της διάστασης του Βασιληά Κάλροοθ, όμως, δε νομίζω ότι έφτασαν στον ήλιο,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Μάλλον έκαναν τον ήλιο να έρθει σ’αυτούς.»
«Κι εγώ το ίδιο υποθέτω, αλλά δεν ξέρω τι μπορεί να τράβηξε στη γη τη δύναμη του ήλιου με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργήσει οντότητες σαν τους Ιπτάμενους. Οι άνθρωποι αυτής της διάστασης πρέπει να είχαν ανακαλύψει κάποια τεχνική άγνωστη σ’εμάς.»
«Ανέφερες, πάντως, ότι δεν υπάρχουν ερείπια αρχαίων πόλεων στον Επάνω Κόσμο,» της είπε ο Κάλροοθ. «Αυτό δεν είναι αλήθεια.»
Η Αρίνη βλεφάρισε. «Υπάρχουν;»
«Ελάχιστα, αλλά, ναι, υπάρχουν.»
«Μπορείτε να μας οδηγήσετε εκεί; Ίσως να βρούμε απαντήσεις.»
«Φυσικά και θα μπορούσαμε να σας οδηγήσουμε. Όμως κανένας μας δεν πρόκειται να επιστρέψει. Οι Ιπτάμενοι θα μας σκοτώσουν.»
«Πράγματι,» αναγκάστηκε να συμφωνήσει η Αρίνη. «Δεν υπάρχει, λοιπόν, τρόπος να φτάσει κάποιος σ’αυτά τα ερείπια; Δε μπορούμε να… σκάψουμε από τον Υπόγειο Κόσμο για να φτάσουμε εκεί;»
Ο Κάλροοθ έτριψε τα άσπρα μούσια του. «Δε θα ήταν αδύνατο, υποθέτω… Αλλά δεν ξέρω πόσο χρόνο ίσως να χρειαζόταν.»
«Και βιαζόμαστε,» τόνισε ο Γεράρδος. «Όσο καθυστερούμε, οι δύο διαστάσεις πλησιάζουν. Συνθλίβονται η μία πάνω στην άλλη.»
Ο Κάλροοθ ένευσε, και είπε: «Υπάρχει, όμως, κι ένα άλλο θέμα που πρέπει να συζητήσουμε, εκτός από τη διάσωση των διαστάσεων.»
«Τι θέμα;»
«Ό,τι κι αν συμβεί, εμείς δεν είμαστε πρόθυμοι να επιστρέψουμε στον Υπόγειο Κόσμο. Επιθυμούμε να μείνουμε εδώ, στη Χάρνταβελ.»
Τα λόγια του τους έκαναν όλους να σωπάσουν για λίγο. Μετά, ο Γεράρδος είπε: «Αν είστε φιλικοί με τους γηγενείς, δε νομίζω να έχετε πρόβλημα, Μεγαλειότατε. Αρχίσατε, όμως, με τον λάθος τρόπο. Επιτεθήκατε.»
«Δε μας έδωσαν άλλη επιλογή. Και είπες ότι είσαι Θεογνώστης – ιερέας. Εσείς τούς είχατε προστάξει να μη μας αφήσουν να περάσουμε, αν κατάλαβα καλά.»
«Υπάρχουν δύο είδη ιερέων στη Χάρνταβελ. Εμείς δεν τους προστάξαμε κάτι τέτοιο· οι άλλοι ιερείς ήταν που το πρόσταξαν.»
Ο Κάλροοθ συνοφρυώθηκε.
«Η κατάσταση είναι λιγάκι μπλεγμένη σχετικά μ’αυτό το θέμα, Μεγαλειότατε,» είπε ο Γεράρδος. «Θα σας το εξηγήσω, αν θέλετε, αλλά τώρα δε νομίζω πως είναι η ώρα. Προέχουν άλλα πράγματα.»
«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Κάλροοθ. «Συμφωνείτε, όμως, να μείνουμε στη Χάρνταβελ αφότου σώσουμε και τις δύο διαστάσεις;»
«Εγώ συμφωνώ,» δήλωσε ο Γεράρδος. Και κοίταξε τον Τζοσελίνο και τον Οσβάλδο, οι οποίοι έγνεψαν καταφατικά. Συμφωνούσαν κι εκείνοι. «Επίσης,» είπε ο Γεράρδος στον Κάλροοθ, «ούτε ο Υπεράρχης νομίζω να έχει πρόβλημα. Δεδομένου, πάντα, ότι θα είστε φιλικοί.»
«Ασφαλώς και θα είμαστε. Εξαρχής θέλαμε να είμαστε φιλικοί αλλά δεν μας αφήσατε. Ποιος είναι αυτός ο Υπεράρχης;»
«Είναι κάτι σαν βασιληάς της Χάρνταβελ, θα μπορούσατε να πείτε, Μεγαλειότατε.»
«Οι υπόλοιποι λαοί του Υπόγειου Κόσμου ίσως να μην είναι τόσο συνεννοήσιμοι όσο εσείς, Βασιληά μου,» είπε ο Τέρι.
«Κανένας άλλος λαός του Υπόγειου Κόσμου δεν έχει έρθει ακόμα στη Χάρνταβελ,» αποκρίθηκε ο Κάλροοθ.
«Φυσικά και έχουν έρθει. Στα νοτιοδυτικά έχουμε ακούσει ότι γίνονται επιδρομές από πρασινόδερμους αγνώστους που βγαίνουν από κάποιο σπήλαιο. Μαζί τους έχουν πλάσματα που θυμίζουν μεγάλα σκυλιά αλλά το δέρμα τους μοιάζει με πέτρα.»
«Κατάρες και Σκοτάδια…!» μούγκρισε ο Κάλροοθ. «Τα πλάσματα που περιγράφεις ονομάζονται κιρνάθοι, Τέρι Κάρμεθ, και τα βρίσκει κανείς στα πιο βαθιά μέρη του Υπόγειου Κόσμου. Συνήθως, εκεί όπου περιφέρονται και υπάνθρωποι.»
«Υπάνθρωποι;»
«Τους συναντήσαμε όταν πρωτοκατεβήκαμε στον Υπόγειο Κόσμο. Ήταν ήδη εκεί. Δεν μιλούν καμια γλώσσα γνωστή σ’εμάς αλλά συνεννοούνται μεταξύ τους. Είναι απίστευτα άγριοι και τρώνε ακόμα κι ανθρώπινη σάρκα.»
«Θέλετε να πείτε ότι οι επιδρομείς στα νοτιοδυτικά είναι υπάνθρωποι;» ρώτησε ο Τέρι.
«Δεν το νομίζω. Αν ήταν υπάνθρωποι, θα ήταν κατάμαυροι σαν το σκοτάδι. Όπως ο φίλος μας από εδώ,» έδειξε τον Σέλιρ’χοκ, «αλλά καμία σχέση μ’αυτόν κατά τα άλλα. Τα μαλλιά τους είναι επίσης μαύρα, συνήθως, ή μοβ, ή κατάλευκα.»
«Επομένως, ποιοι είναι αυτοί που ήρθαν, Μεγαλειότατε;»
«Εικάζω πως είναι οι κάτοικοι της Νέρεσθετ, που η πόλη τους βρίσκεται πολύ βαθιά κάτω από τη γη και κοντά σε περιοχές υπανθρώπων. Εκεί περιφέρονται και κιρνάθοι.»
Η Αρίνη είπε: «Δημιουργούνται, δηλαδή, τρύπες στα διαστασιακά τοιχώματα ακόμα και τόσο βαθιά κάτω από το έδαφος της διάστασής σας…» Δεν ήταν ερώτηση, και ο Κάλροοθ δεν ήξερε τι ν’αποκριθεί.
Ο Σέλιρ’χοκ είπε στην Αρίνη: «Μάλλον δεν έχει σημασία από ποιο σημείο ακριβώς έχουν απομυζήσει ενέργεια οι Ιπτάμενοι. Είναι σαν ένα γυαλί να χάνει, σιγά-σιγά, τη συνοχή του.»
«Ναι, μάλλον… Περίπου…» αποκρίθηκε εκείνη, σκεπτικά.
«Τώρα, όμως, το θέμα είναι τι να κάνουμε για να σταματήσουμε τους Ιπτάμενους,» θύμισε σε όλους ο Τέρι. «Από πού ξεκινάμε; Δε φαίνεται να έχουμε καμία ιδέα απολύτως.»
«Πρέπει να μάθουμε πώς δημιουργήθηκαν,» είπε η Αρίνη, «και ίσως καταφέρουμε να αντιστρέψουμε τη διαδικασία. Στα ερείπια των αρχαίων πόλεων μπορεί να υπάρχει η απάντηση που ζητάμε.»
«Μα δεν είναι εφικτό να πάμε εκεί. Θα συναντήσουμε τους Ιπτάμενους, και δεν έχουμε τρόπο να τους πολεμήσουμε.»
Η Άνμα’ταρ, που μέχρι στιγμής ήταν σιωπηλή, ρώτησε: «Οι Ιπτάμενοι πώς βλέπουν;» Απευθυνόταν στη Μαύρη Φωτιά. «Πώς μας εντοπίζουν;»
Ανιχνεύουν τη ζωτική σας ενέργεια, ήταν η απάντηση της κόρης της Αρίνης’σαρ και του Τέρι Κάρμεθ.
«Το φαντάστηκα,» είπε η Άνμα. «Η λύση για να τους αποφύγουμε, λοιπόν, είναι απλή. Τίποτα περισσότερο από μια Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως.»
Η Αρίνη συνοφρυώθηκε. «Δεν πρέπει νάχεις άδικο…»
«Τι κάνει αυτή η μαγγανεία;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Τη χρησιμοποιούμε, συνήθως, όταν θέλουμε ν’αποφύγουμε εντοπισμό από Βιοσκόπο,» είπε η Άνμα. «Σε κάνει να φαίνεσαι νεκρός, κρύβοντας τη ζωτική σου ενέργεια. Δεν υπάρχεις για κάτι ή κάποιον που βλέπει ζωτική ενέργεια.»
«Την ξέρεις αυτή τη μαγγανεία, να υποθέσω;»
«Την ξέρω,» επιβεβαίωσε η Άνμα. «Το πρόβλημα είναι ότι οι μαγγανείες δεν κρατάνε για πάντα. Ούτε μπορείς συνεχώς να τις ανανεώνεις, χωρίς στο τέλος να λιποθυμήσεις. Και ο Σέλιρ δε νομίζω πως ξέρει τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως…»
«Δεν την ξέρω,» είπε ο μάγος.
Η Άνμα κοίταξε την Αρίνη ερωτηματικά. «Ούτε εγώ την ξέρω,» είπε εκείνη.
«Επομένως,» κατέληξε η Δράκαινα, «μόνο εγώ μπορώ να σας εξυπηρετήσω για να πάτε στα ερείπια. Αλλά ο χρόνος μας θα είναι περιορισμένος.»
«Εκτός αν βρούμε τρόπο να αυξήσουμε τη διάρκεια της μαγγανείας,» είπε η Αρίνη.
Η Άνμα, γι’ακόμα μια φορά, την κοίταξε ερωτηματικά.
«Με ενεργειακή φόρτιση. Προσαρμόζοντας, ίσως, αισθητήρες γύρω από ένα όχημα.»
Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και τη δική μου ενέργεια, Μητέρα, προθυμοποιήθηκε η Μαύρη Φωτιά.
«Η παρουσία σου, όμως, δεν θα προσελκύσει τους Ιπτάμενους;» τη ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ.
Οι Ιπτάμενοι αποφεύγουν εμένα και τ’αδέλφια μου· δεν μπορούν να μας καταστρέψουν.
«Ίσως, όμως, να τους φανεί περίεργο το γεγονός πως μια οντότητα σαν εσένα ταξιδεύει μακριά από τα δάση που προστατεύετε…»
Δεν σκέφτονται όπως εσείς. Δεν θα αναρωτηθούν τι ίσως να συμβαίνει. Ούτε εγώ θα σκεφτόμουν περίπου όπως εσείς αν δεν ήμουν εν μέρει σαν εσάς.
«Τότε,» είπε ο Σέλιρ στην Άνμα και στην Αρίνη, «βρήκαμε τη λύση που ζητούσαμε.»
Οι μάγισσες δεν διαφώνησαν, αλλά η Αρίνη είπε: «Καλό θα ήταν, πάντως, να εξοπλίσουμε όπως πρέπει και το όχημα με το οποίο θα ταξιδέψουμε στην άλλη διάσταση.»
«Θεωρείτε, λοιπόν, ότι η απάντηση θα βρεθεί στα ερείπια;» ρώτησε ο Κάλροοθ.
«Δεν είμαστε βέβαιοι, ασφαλώς, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η Αρίνη, «αλλά από κάπου πρέπει ν’αρχίσουμε.»
«Μπορώ να σας συνοδέψω; Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να επισκεφτώ τα ερείπια, αν και γνωρίζω τις θέσεις τους.»
«Φυσικά,» είπε η Αρίνη. «Θα σας χρειαστούμε, εξάλλου, κατά πάσα πιθανότητα.»
Η συζήτησή τους κράτησε μέχρι τη βαθιά νύχτα· μέχρι τα μεσάνυχτα· και μετά, ο Βασιληάς Κάλροοθ τούς φιλοξένησε όλους στο στρατόπεδό του, μέσα σε σκηνές. Εκείνοι, φυσικά, δέχτηκαν, αφού πήραν κάποιες αποφάσεις σχετικά με το τι θα έκαναν την επόμενη ημέρα.
Και η επόμενη ημέρα ξημέρωσε, και ήταν βροχερή. Τα σύννεφα έκρυβαν τον ήλιο της Χάρνταβελ, και η βροχή ηχούσε δυνατά επάνω στις σκηνές του καταυλισμού, στα μέταλλα των όπλων, των ασπίδων, και των πανοπλιών, και επάνω στα δύο ενεργειακά οχήματα. Ο λαός του Κάλροοθ έμοιαζε μαγεμένος από το καιρικό φαινόμενο· δεν έβλεπαν βροχές στον Υπόγειο Κόσμο όπου κατοικούσαν· ούτε καν στον Επάνω Κόσμο, που ήταν τελείως ξερός.
Στις επάλξεις της Ναραλμάδιας οι υπερασπιστές φαινόταν να είναι ακόμα σε ετοιμότητα.
Ο Τέρι κατέβασε τα κιάλια του και είπε στους υπόλοιπους, στρεφόμενος να τους αντικρίσει: «Λοιπόν. Θα πάω να μιλήσω με την Αρχόντισσα, όπως είπαμε.»
«Θα έρθω μαζί σου, Ταγματάρχη,» δήλωσε ο Τζοσελίνος.
«Όπως επιθυμείτε, Μεγάλε Πατέρα.»
«Κι εγώ,» είπε ο Γεράρδος.
Ο Τέρι κατένευσε.
Ο Βασιληάς Κάλροοθ τούς έδωσε τρία άλογα. Τα καβάλησαν, τυλιγμένοι στις κάπες τους, και, μέσα στη βροχή, κάλπασαν προς την κλειστή πύλη της πόλης στον λόφο.
Όταν έφτασαν εκεί, ο Τέρι τράβηξε τα γκέμια του ζώου του και φώναξε στους πολεμιστές στις επάλξεις: «Ζητάμε να μιλήσουμε με την Αρχόντισσα Μοργκάνα! Είμαι ο Ταγματάρχης Τέρι Κάρμεθ. Με γνωρίζει. Και μαζί μου είναι ο Μεγάλος Πατέρας Τζοσελίνος.» Ο Τζοσελίνος δεν χρειαζόταν συστάσεις· ήταν από τη Ναραλμάδια, κι οι ντόπιοι τον ήξεραν.
Μετά από λίγο, η πύλη άνοιξε και οι τρεις καβαλάρηδες μπήκαν κάτω από την πλατιά καμάρα που σχημάτιζαν τα μεγάλα πέτρινα τείχη. Εδώ, η βροχή δεν τους χτυπούσε κι έτσι κατέβασαν τις κουκούλες τους. Ήταν φανερό πως αρκετοί από τους στρατιώτες αναγνώριζαν τον Τζοσελίνο.
«Θα σας οδηγήσουμε στο κάστρο,» είπε ο αρχηγός της προσωπικής φρουράς της Μοργκάνας. «Ελάτε μαζί μας.» Ήταν καθισμένος σε άλογο, και οι πολεμιστές γύρω του επίσης. Φορούσαν όλοι τους κυανούς μανδύες.
«Οδηγήστε μας,» αποκρίθηκε ο Τέρι, και τους ακολούθησαν μέσα στους στενούς δρόμους της πόλης, μέχρι που έφτασαν στο κάστρο και πέρασαν την ανοιχτή πύλη του. Στον περίβολο αφίππευσαν, ιπποκόμοι πήραν τα άλογά τους, και εκείνοι οδηγήθηκαν από τους φρουρούς στη μεγάλη αίθουσα.
Η Αρχόντισσα Μοργκάνα τούς περίμενε καθισμένη στον θρόνο της, και ο σύζυγός της, ο Στρατηγός Λεοπόλδος, στεκόταν δίπλα, με το δεξί του χέρι ακουμπισμένο στη λαβή του μεγάλου ξίφους που κρεμόταν από τη ζώνη του. Η Μοργκάνα ήταν έντονα βαμμένη, όπως και την προηγούμενη φορά που ο Τέρι την είχε συναντήσει στο κάστρο της. Έμοιαζε να έχει άλλον αέρα εδώ.
«Ταγματάρχη,» είπε η Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας, βλέποντας εκείνον πρώτα. Και μετά: «Μεγάλε Πατέρα,» βλέποντας τον Τζοσελίνο. Κι όταν το βλέμμα της έπεσε στον Γεράρδο, τα μάτια της στένεψαν ελαφρώς. Τον αναγνώριζε από όταν τον είχε συναντήσει μαζί με τον Έδουο.
«Αρχόντισσά μου,» είπε η Τέρι, «ήρθαμε να σας ανακοινώσουμε ότι ο πόλεμος τελείωσε προτού καν αρχίσει. Ο στρατός του Βασιληά Κάλροοθ δεν θα επιτεθεί στη Ναραλμάδια.»
«Δύσκολο να πιστέψουμε ότι άλλαξαν γνώμη τόσο γρήγορα, Ταγματάρχη,» είπε, καχύποπτα, ο Λεοπόλδος· και, αμέσως, συνέχισε: «Ο αγγελιαφόρος που είχαμε στείλει στην Ερρίθια επέστρεψε προ ημερών και μας είπε ότι ο Παντοκρατορικός Επόπτης δεν μπορεί να προσφέρει καμία βοήθεια μέχρι που να καταπνίξει μια εξέγερση και να δεχτεί ενισχύσεις από άλλες διαστάσεις.»
«Τα πράγματα έχουν αλλάξει στην Ερρίθια, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Τέρι.
Και ο Τζοσελίνος είπε: «Ο Βασιληάς Κάλροοθ κατάλαβε ότι υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα με τα οποία οφείλει να ασχοληθεί. Θα σας εξηγήσουμε, αλλά θα χρειαστεί κάποιος χρόνος.»
Ο Λεοπόλδος δεν μίλησε, εξακολουθώντας να μοιάζει καχύποπτος.
«Παρακαλώ, Μεγάλε Πατέρα, καθίστε,» είπε η Μοργκάνα, δείχνοντας τις καρέκλες στο τραπέζι και κατεβαίνοντας από τον θρόνο της. «Καθίστε, όλοι, κι ας μιλήσουμε.»
*
Η Αρίνη, που στεκόταν δίπλα στα σταματημένα ενεργειακά οχήματα, μέσα στη βροχή, είδε τον Τέρι, τον Τζοσελίνο, και τον Γεράρδο να πλησιάζουν την πόλη και να περνάνε την πύλη χωρίς κανένα δυσάρεστο επεισόδιο. Δεν ανησυχούσε· απ’ό,τι της είχε πει ο Τέρι, αυτή η Αρχόντισσα Μοργκάνα ήταν λογική. Θα τους άκουγε και θα τους πίστευε. Εξάλλου, δεν είχε λόγο ούτε να μην τους ακούσει ούτε να μην τους πιστέψει.
Η Αρίνη, ωστόσο, δεν θα έφευγε προτού επιστρέψει ο Τέρι. Μετά θα ξεκινούσε για την Ερρίθια, απ’όπου ήθελε να συγκεντρώσει τον απαραίτητο εξοπλισμό για το ταξίδι τους στην έρημο της άλλης διάστασης.
Στράφηκε να κοιτάξει την κόρη της, που ήταν ακόμα μαζί τους, και διατηρούσε ακόμα τη μορφή της που ήταν πιο ανθρώπινη. Δεν την τύλιγαν σκοτεινές φλόγες, αλλά τα μαλλιά της εξακολουθούσαν να αναδεύονται παράξενα παρά τη βροχή, και τα μάτια της ήταν κατάμαυρα. Φορούσε ρούχα τα οποία της είχε δώσει η Πριγκίπισσα Φαλτίκα, η μεγάλη κόρη του Βασιληά Κάλροοθ. Ήταν τελείως εξωτικά για την Αρίνη· δεν έμοιαζαν ούτε με τη μόδα της Χάρνταβελ ούτε με τη μόδα της Ρελκάμνια.
«Τι θα γίνει μ’εσένα, στο τέλος;» ρώτησε η Αρίνη τη Μαύρη Φωτιά. Δεν της άρεσε αυτό το όνομα για την κόρη της, αλλά κι εκείνη δεν μπορούσε να σκεφτεί κανένα άλλο πιο ταιριαστό.
Τι εννοείς, Μητέρα;
«Αφότου έχουμε σώσει τις δύο διαστάσεις από την καταστροφή που τις απειλεί, εσύ τι θα κάνεις; Θα μείνεις εδώ, στη Χάρνταβελ;»
Η κόρη της άργησε ν’απαντήσει. Τα μαύρα μάτια της ατένιζαν κάπου μέσα στη βροχή. Μετά, είπε: Όταν ο κίνδυνος έχει περάσει δεν θα υπάρχει πλέον λόγος να υφίστανται τα αδέλφια μου. Η διάστασή μας δεν θα μας χρειάζεται.
«Τι θα συμβεί στα αδέλφια σου;»
Θα επιστρέψουν στην Πηγή.
«Το ίδιο θα συμβεί και σ’εσένα;» Η Αρίνη αισθανόταν απογοητευμένη. Είχε γεννήσει αυτό το παιδί· δεν ήθελε ξαφνικά να το χάσει, όσο μη ανθρώπινο κι αν ήταν.
Νιώθω… μπερδεμένη, Μητέρα. Είμαι εν μέρει όπως τα αδέλφια μου, αλλά και εν μέρει όπως εσείς. Το ένα μέρος ξέρει ότι πρέπει να επιστρέψει στην Πηγή· το άλλο μέρος… αυτό το σώμα… ξέρει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην Πηγή.
«Θα πεθάνει, επομένως;» ρώτησε η Αρίνη, νιώθοντας έναν κόμπο στον λαιμό της.
Η Μαύρη Φωτιά δεν απάντησε αμέσως. Έπειτα, πήρε το βλέμμα της από τη βροχή, κοίταξε την Αρίνη, και είπε: Αν γίνει έτσι, μη λυπηθείς, Μητέρα. Η αποστολή μου θα έχει τελειώσει.
Η Αρίνη, μην ξέροντας τι άλλο να κάνει ή να πει, ένευσε· αλλά ήξερε ότι θα λυπόταν αν έβλεπε την κόρη της να πεθαίνει.
*
Ο Τέρι, ο Γεράρδος, και ο Τζοσελίνος επέστρεψαν από τη Ναραλμάδια το μεσημέρι, όταν η βροχή είχε σταματήσει και η δημοσιά και τα εδάφη γύρω της ήταν γεμάτα νερά και λάσπες. Βλέποντάς τους να πλησιάζουν, ο Βασιληάς Κάλροοθ, η Αρίνη, και οι υπόλοιποι τούς περίμεναν στην άκρη του στρατοπέδου.
«Εντάξει,» είπε ο Τέρι αφιππεύοντας. «Η Αρχόντισσα, όπως ήταν αναμενόμενο, μας πίστεψε.» Ο Κάλροοθ και οι υπόλοιποι γηγενείς της άλλης διάστασης καταλάβαιναν τα λόγια του παρότι μιλούσε στη Συμπαντική· η Μαύρη Φωτιά εξακολουθούσε να τους φέρνει σε επαφή, χωρίς να δείχνει να δυσκολεύεται ή να κουράζεται στο ελάχιστο, λες και ήταν κάτι το απόλυτα φυσικό για εκείνη.
«Ζήτησε, όμως, να απομακρυνθείτε από την πόλη της, Μεγαλειότατε,» συνέχισε ο Τέρι, κοιτάζοντας τον Κάλροοθ. «Να επιστρέψετε στην περιοχή γύρω από την εισβολή, στα μέρη που έχετε ονομάσει Νέα Νίρμικιτ.»
Το αίτημα αυτό δεν φάνηκε ν’αρέσει και τόσο στον Κάλροοθ· η όψη του το μαρτυρούσε ξεκάθαρα. Ωστόσο, δεν μίλησε.
Ο Τέρι τού είπε: «Αφού λύσουμε το θέμα που μας απασχολεί όλους άμεσα, θα φροντίσουμε να δούμε πού θα κατοικήσει ο λαός της Νέας Νίρμικιτ.»
Ο Κάλροοθ κατένευσε τελικά. «Εντάξει,» αποκρίθηκε. «Για τώρα η πρόταση της Αρχόντισσας μοιάζει, όντως, να είναι η καλύτερη λύση.»
«Ωραία,» είπε ο Τέρι. «Θα διαλύσετε, επομένως, τον καταυλισμό σας εδώ και θ’αρχίσετε να προελαύνετε ανατολικά. Θα συναντηθούμε στη Νέα Νίρμικιτ, έξω από την εισβολή.»
«Το στράτευμα κινείται αργά. Αλλά εμείς δεν υπάρχει λόγος να καθυστερήσουμε.»
«Η Αρίνη πρέπει, ούτως ή άλλως, να πάει στην Ερρίθια για να πάρει κάποιους εξοπλισμούς. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα αποκλείεται να μπούμε στην έρημο.»
«Ο στρατός μου πρέπει να χρειάζεται γύρω στις δύο ημέρες για να επιστρέψει…»
«Άρα, Μεγαλειότατε, όπως καταλαβαίνετε, μέχρι να πάμε στην Ερρίθια και να γυρίσουμε θα έχετε φτάσει στη Νέα Νίρμικιτ. Άλλωστε, θα προτιμούσα να μπούμε στη διάστασή σας μόνο αφότου είμαστε βέβαιοι ότι εδώ τα πράγματα έχουν ηρεμήσει και δεν θ’αρχίσουν τίποτα απροειδοποίητες συγκρούσεις.»
«Το καταλαβαίνω αυτό, Τέρι Κάρμεθ,» ένευσε ο Κάλροοθ. «Θα συναντηθούμε, λοιπόν, έξω από την εισβολή, σε δύο ημέρες.»
Μετά απ’αυτή τη σύντομη κουβέντα, ο στρατός της Νίρμικιτ άρχισε να διαλύει τον καταυλισμό του.
Ο Τέρι είπε στον Γεράρδο και τους συντρόφους του: «Δε χρειάζεται να έρθετε μαζί μας στην Ερρίθια. Μπορείτε ν’ακολουθήσετε τον Βασιληά Κάλροοθ.»
«Εγώ, όμως, θα ήθελα να έρθω,» δήλωσε η Άνμα’ταρ, «για να δούμε μαζί με την Αρίνη πώς θα προσαρμόσουμε τους αισθητήρες επάνω στο όχημα και πόσες ενεργειακές φιάλες θα χρειαστούμε.»
Ο Τέρι δεν έφερε αντίρρηση.
Ο Σέλιρ’χοκ ρώτησε τη Μαύρη Φωτιά: «Δε θα μπορούν οι Ιπτάμενοι να αισθανθούν την ενέργεια που θα κινεί το όχημά μας; Το λέω επειδή, χτες βράδυ, μας είπες ότι ο Ιπτάμενος που επιτέθηκε στους στρατιώτες του ταγματάρχη ήθελε να απορροφήσει και την ενέργεια που κινούσε το άρμα του.»
Ναι, αλλά δεν πρόκειται για ζωτική ενέργεια. Οι Ιπτάμενοι δεν μπορούν να την εντοπίσουν από μεγάλες αποστάσεις, και δεν τους θρέφει όπως η ζωτική ενέργεια.
«Θα μπορούσαν, όμως, να ζήσουν μόνο μ’αυτήν;» ρώτησε η Αρίνη, ακαδημαϊκά.
Το θεωρώ απίθανο, Μητέρα. Σιγά-σιγά θα πέθαιναν.
Ο Σέλιρ’χοκ είπε: «Υπάρχει, λοιπόν, κάποιο ρίσκο, ακόμα και με τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως.»
«Δε νομίζω, Σέλιρ,» είπε η Άνμα’ταρ. «Η μαγγανεία θα περιβάλλει ολόκληρο το όχημα, επομένως και την ενέργεια που το κινεί. Αν οι Ιπτάμενοι εντοπίζουν αυτή την ενέργεια όπως και τη ζωτική ενέργεια, τότε και πάλι τυφλοί θα είναι. Δε θα υπάρχουμε γι’αυτό.»
Πρέπει να έχεις δίκιο, συμφώνησε η Μαύρη Φωτιά. Οι Ιπτάμενοι πρέπει να εντοπίζουν κι αυτή την ενέργεια ως ζωτική ενέργεια – παρότι, στην πραγματικότητα, δεν είναι – αλλιώς δεν θα προσπαθούσαν να τραφούν με αυτήν.
«Τόσο το καλύτερο, τότε,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. Όμως οι αμφιβολίες του δεν έμοιαζαν να έχουν εξαφανιστεί τελείως.
«Εντάξει,» είπε ο Τέρι. «Καλύτερα να ξεκινήσουμε για την Ερρίθια τώρα.» Δεν έβλεπε ποιο ήταν το νόημα τούτης της κουβέντας. Δεν είχαν, ούτως ή άλλως, κανένα καλύτερο σχέδιο για να βάλουν σ’εφαρμογή εκτός από τη χρήση της Μαγγανείας Εικονικής Νεκρώσεως.
Η Αρίνη ένευσε. «Ναι.»
«Εκτός από την Άνμα, θα έρθει κανένας άλλος μαζί μας;» ρώτησε ο Τέρι.
«Δε νομίζω ότι χρειάζεται,» είπε ο Γεράρδος.
Ο Τέρι κοίταξε τον Σέλιρ’χοκ ερωτηματικά. «Θα μείνω με τον Γεράρδο,» δήλωσε εκείνος, κι ατένισε την Άνμα’ταρ, η οποία ένευσε.
«Καλώς,» είπε ο Τέρι. «Θα σας συναντήσουμε έξω από την εισβολή.»
Εκείνος, η Αρίνη, η Άνμα, και οι στρατιώτες του μπήκαν στο μεταβαλλόμενο όχημα και έφυγαν, οδηγώντας νότια.
Ο Γεράρδος είπε στους άλλους: «Ν’ακολουθήσουμε τον στρατό του Κάλροοθ ή να πάμε πρώτοι στην εισβολή;»
«Ας τους ακολουθήσουμε,» πρότεινε ο Οσβάλδος. «Για να βεβαιωθούμε ότι δεν θα γίνουν τίποτα φασαρίες στο δρόμο.»
«Συμφωνώ.»
Ο Σέλιρ’χοκ ρώτησε τη Μαύρη Φωτιά: «Εσύ θα έρθεις μαζί μας;»
Ναι. Με χρειάζεστε για να επικοινωνείτε με τους ανθρώπους της διάστασής μου.
*
Στην αρχή, στο ενεργειακό κέντρο ήταν η Αρίνη για τέσσερις ώρες, καθώς ο οδηγός του οχήματος το οδηγούσε νότια ώσπου έφτασαν στις όχθες του Παραπόταμου, κοντά σε μια εισβολή την οποία ο Τέρι είχε ξανασυναντήσει ενώ ερχόταν προς την Ερρίθια μαζί με τον Καλιόστρο, τη Βίλνα, και τον Ρίμναλ. Μέσα από το άνοιγμα των διαστασιακών τοιχωμάτων, μια ατελείωτη έρημος φαινόταν, και η άμμος της είχε χυθεί και παραέξω, στο έδαφος της Χάρνταβελ.
Ο Τέρι είπε στον οδηγό να την αποφύγει, και την προσπέρασαν από αρκετή απόσταση.
Μετά την Αρίνη, κάθισε στο ενεργειακό κέντρο η Άνμα, χρησιμοποιώντας τη Μαγγανεία Κινήσεως. Ο Τέρι έπιανε τον εαυτό του κάμποσες φορές να παρατηρεί αυτή τη χρυσόδερμη γυναίκα. Η κατάληξη ’ταρ στο τέλος του ονόματός της σήμαινε πως ήταν από το τάγμα των Δρακαινών. Ένα τάγμα που απαρτιζόταν από μάγισσες ειδικά εκπαιδευμένες να υποστηρίζουν τις Μαύρες Δράκαινες στις αποστολές τους. Ένα τάγμα που είχε προδώσει την Παντοκράτειρα όταν την είχαν προδώσει και οι Μαύρες Δράκαινες, συμμαχώντας με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Τις Μαύρες Δράκαινες τις είχε δημιουργήσει η Παντοκράτειρα, απ’ό,τι ήξερε ο Τέρι, και ήταν εξοργισμένη μ’αυτό που είχε συμβεί.
Η Άνμα’ταρ είχε τη μυστηριακή όψη μάγισσας αλλά, συγχρόνως, και τις κινήσεις εκπαιδευμένης δολοφόνου. Κινιόταν σαν μεγάλο αιλουροειδές, έτοιμο να χιμήσει. Ήταν τρομαχτική αλλά και αινιγματική.
«Μη νομίζεις ότι δε σε βλέπω επειδή είμαι κουρασμένη,» του ψιθύρισε η Αρίνη, καθισμένη πλάι του, καθώς έπινε μια γουλιά νερό από ένα παγούρι.
Ο Τέρι στράφηκε να την αντικρίσει. «Τι;»
Η Αρίνη μειδίασε στραβά. «Την κοιτάζεις συνέχεια. Και τώρα, που είναι καθισμένη στο ενεργειακό κέντρο κι έχει τα μάτια της κλειστά, την κοιτάζεις περισσότερο.»
«Η όλη της εμφάνιση με παραξενεύει… και η ιδιότητά της.»
«Το γεγονός ότι είναι του τάγματος των Δρακαινών;»
Ο Τέρι ένευσε. «Δεν εκπαιδεύονται άλλες, απ’ό,τι ξέρω. Το τάγμα τους έχει, επισήμως, διαλυθεί.»
«Ναι, πράγματι,» είπε η Αρίνη. «Δεν κράτησε για πολύ. Το είχαν φτιάξει τα άλλα τάγματα υπό τις διαταγές της Παντοκράτειρας. Ήταν κάτι το παράδοξο, γενικά. Μερικά απ’τα ξόρκια που ξέρουν οι Δράκαινες είναι καθαρά για Τεχνομαθείς, μερικά για Ερευνητές, μερικά για Διαλογιστές…» Κούνησε το κεφάλι της. «Τερατούργημα, αν θες τη γνώμη μου. Ουσιαστικά, δεν είναι εστιασμένες σε τίποτα.» Τον ρώτησε: «Τη βρίσκεις όμορφη;»
«Σταμάτα να με πειράζεις.»
Η Αρίνη μειδίασε πάλι και ήπιε ακόμα μια γουλιά νερό.
Το βράδυ έφτασαν στην Ερρίθια, και ο Τέρι αισθάνθηκε ανακουφισμένος που βρήκαν εκεί τα πράγματα όπως τα είχαν αφήσει, γιατί κάπου μέσα του φοβόταν ότι ίσως κάτι πολύ άσχημο να συνέβαινε με την απουσία τους. Πήγαν στα Ανάκτορα και στάθμευσαν το όχημά τους. Ο Τέρι είπε στους στρατιώτες του να ξεκουραστούν, και να είναι έτοιμοι το πρωί για να φύγουν πάλι. Η Αρίνη και η Άνμα συμφώνησαν να ψάξουν αύριο για τους εξοπλισμούς που ήθελαν, καθώς τώρα ήταν κι οι δύο κουρασμένες από τη δουλειά τους στο ενεργειακό κέντρο του οχήματος.
Ο Υπεράρχης Ριχάρδος ο Τρίτος έμαθε για την επιστροφή του Τέρι και τον συνάντησε, για να τον ρωτήσει τι συνέβαινε. Εκείνος τού αποκρίθηκε ότι όλα ήταν εντάξει, απλώς είχαν έρθει για να πάρουν κάτι πράγματα που ήθελαν.
«Πώς πήγε η συζήτησή σας με τον Βασιληά Κάλροοθ;» ρώτησε ο Υπεράρχης.
«Καλύτερα απ’ό,τι περιμέναμε, ίσως. Όταν του εξηγήσαμε πώς έχουν τα πράγματα, συμφώνησε να σταματήσει τον πόλεμο και να συνεργαστούμε. Τώρα, σκοπεύουμε να ταξιδέψουμε για λίγο στην άλλη διάσταση ώστε να ερευνήσουμε εκεί κάποια ερείπια απ’όπου πιθανώς να πάρουμε χρήσιμες πληροφορίες.»
«Κι αυτοί οι επικίνδυνοι φωτεινοί δαίμονες που μου είπατε ότι περιφέρονται πάνω από την έρημο;»
«Ο λόγος που είμαστε εδώ αυτούς αφορά. Νομίζουμε ότι ίσως να έχουμε βρει τρόπο να τους αποφύγουμε.»
«Μάλιστα,» είπε ο Ριχάρδος. «Δε θέλω να σε απασχολήσω άλλο, Ταγματάρχη, γιατί βλέπω ότι είσαι κουρασμένος. Αν δε σε ξαναδώ το πρωί, εύχομαι ο Θεός να είναι στο πλευρό σου.» Και έδωσε το χέρι του στον Τέρι, ο οποίος το έσφιξε. «Θα προσευχόμαστε όλοι για την επιτυχία της αποστολής σου. Η επιβίωση της Χάρνταβελ εξαρτάται από αυτήν.»
«Ευχαριστώ, Ύψιστε Άρχοντα.»
Και μετά, ο Υπεράρχης της Ερρίθιας έφυγε από τα δωμάτια του Τέρι καληνυχτίζοντάς τον.
*
Ο Γεράρδος ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Ανασηκώθηκε, και η κίνησή του ξύπνησε και τη Μάρθα, που ήταν πλάι του έχοντας την πλάτη της γυρισμένη προς αυτόν. Ποτέ δεν κοιμόταν βαριά.
«Τι είναι;» τον ρώτησε.
«Εισβολές,» αποκρίθηκε εκείνος. «Κι άλλες εισβολές.»
«Καινούργιες; Σε καινούργια μέρη;»
«Ναι.»
Ο Γεράρδος σηκώθηκε και πήγε στην έξοδο της σκηνής, παραμερίζοντας τον μπερντέ και κοιτάζοντας έξω, το στρατόπεδο του Βασιληά Κάλροοθ. Τίποτα ασυνήθιστο δεν φαινόταν μέσα στη νύχτα, αλλά εκείνος μπορούσε να αισθανθεί όλη τη διάσταση της Χάρνταβελ να πονά σαν πυρωμένα σίδερα να είχαν μπηχτεί στο σώμα της.
Η Μάρθα ήρθε πίσω του. Αγκάλιασε τη μέση του. «Έχει κρύο,» είπε. «Έλα μέσα.»
«Θα κάνω μια βόλτα στον καταυλισμό.»
Ο Γεράρδος, γλιστρώντας από την αγκαλιά της, κάθισε στο εσωτερικό της σκηνής για να βάλει τις μπότες του.
Η Μάρθα γονάτισε πλάι του. «Είσαι σοβαρός, γαμώ την τρέλα μου;»
«Ναι. Δε θ’αργήσω. Θέλω να καθαρίσει το μυαλό μου λιγάκι.»
«Θάρθω κι εγώ.»
Ντύθηκαν και βγήκαν, η Μάρθα καπνίζοντας ένα τσιγάρο καθώς βάδιζαν. Στο δρόμο τους συνάντησαν την Ελισαβέτα και τον Τζοσελίνο, και ύστερα, τον Οσβάλδο. Είχαν κι εκείνοι διαισθανθεί τις καινούργιες εισβολές.
«Μία απ’αυτές,» είπε ο Οσβάλδος, «πρέπει νάναι μέσα στις περιοχές της Νέας Νίρμικιτ.»
«Ναι,» ένευσε ο Γεράρδος, «το ίδιο νομίζω κι εγώ. Τα πράγματα χειροτερεύουν.»
«Δεν πάμε για ύπνο, σιγά-σιγά;» πρότεινε η Μάρθα, σε λίγο. «Κάνει ψοφόκρυο.»
Οι άλλοι δεν διαφώνησαν· έκαναν στροφή και, λίγο παρακάτω, χώρισαν μέσα στον καταυλισμό για να κατευθυνθεί ο καθένας προς τη σκηνή του. Η Μάρθα παρατήρησε ότι η Ελισαβέτα κι ο Τζοσελίνος πήγαν στην ίδια σκηνή.
«Αυτοί οι δύο έχουν μπερδευτεί σε μία κουβέρτα, ε;» είπε στον Γεράρδο.
«Έτσι δείχνει.»
«Δε φοβάται;»
«Ποιος;»
«Ο Τζοσελίνος. Αυτή είναι τρομαχτική. Μπορεί να τον δαγκώσει και να τον φάει καμια ώρα.»
Ο Γεράρδος χαμογέλασε. «Δεν είναι τόσο άγρια όσο φαίνεται.»
*
Η Αρίνη και η Άνμα πέρασαν το πρωινό σκαλίζοντας την Παντοκρατορική αποθήκη των Ανακτόρων και, μετά, γεμίζοντας με καλώδια, αισθητήρες, και ενεργειακές φιάλες το εξάτροχο μεταβαλλόμενο όχημα.
«Δοκίμασέ το,» είπε τελικά η Αρίνη.
Η Άνμα μπήκε στο όχημα καθίζοντας στη θέση του συνοδηγού και ύφανε τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως, εστιάζοντάς την μέσα από τους αισθητήρες που την περιέβαλλαν. «Εντάξει μού φαίνεται,» είπε μετά, κοιτάζοντας την Αρίνη απ’το παράθυρο πλάι της. «Καλό θα ήταν, βέβαια, να είχαμε και κανέναν Βιοσκόπο για να το δοκιμάσουμε στην πράξη…»
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, ενθυμούμενη τον Ράβνομ’νιρ, «αλλά δυστυχώς δεν έχουμε, και τώρα δεν μπορούμε να βρούμε.»
«Τα πάντα μοιάζουν εντάξει, πάντως,» είπε η Άνμα, και βγήκε από το όχημα.
Η Αρίνη ένευσε. Τη ρώτησε: «Θα έρθεις μαζί μας για φαγητό;»
Η Άνμα ύψωσε τα φρύδια, λιγάκι ξαφνιασμένη.
«Μ’εμένα και τον Τέρι, στα δωμάτιά μας. Ούτως ή άλλως θα φύγουμε μετά το μεσημέρι.»
«Θα έρθω,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Ευχαριστώ για την πρόσκληση.»
«Μην το παίρνεις προσωπικά,» της είπε η Αρίνη, μειδιώντας καλοπροαίρετα· «πάντα θέλω να τρώω μαζί με τους μάγους που συνεργάζομαι.»
Η Άνμα τής επέστρεψε το μειδίαμα. «Θα τα πούμε σε λίγο, τότε.»
Η Αρίνη ένευσε, κι ύστερα κοίταζε την πλάτη της Δράκαινας καθώς εκείνη διέσχιζε τη σκεπαστή αυλή όπου ήταν σταθμευμένο το μεταβαλλόμενο όχημα, περνούσε μια ανοιχτή πόρτα, και χανόταν μέσα στις σκιές. Ο Τέρι έχει δίκιο: σίγουρα έχει κάτι το ασυνήθιστο επάνω της. Κάτι που τη σημαδεύει. Αυτός ήταν και ο λόγος που η Αρίνη την είχε καλέσει να φάνε μαζί: ήθελε να τη γνωρίσει καλύτερα, και ήλπιζε – χωρίς, όμως, να είναι καθόλου βέβαιη – ότι η Άνμα θα μιλούσε περισσότερο για τον εαυτό της καθώς θα έτρωγαν.
Επιστρέφοντας στα δωμάτιά τους, η Αρίνη είπε στον Τέρι: «Το όχημα μοιάζει έτοιμο. Όλα είναι τοποθετημένα εκεί που πρέπει.»
«Το ελέγξατε;» Ο σύζυγός της καθόταν σε μια πολυθρόνα γυαλίζοντας ένα από τα πιστόλια της συλλογής του. Η Αρίνη μπορούσε να δει το σημείο του τοίχου απ’όπου το είχε ξεκρεμάσει. Φαινόταν παράξενα άδειο, σαν ένα δόντι να έλειπε.
«Αυτό είναι το μόνο πρόβλημα: Δεν υπάρχει δυνατότητα να το ελέγξουμε γιατί δεν έχουμε Βιοσκόπο εδώ.»
«Μάλιστα.» Ο Τέρι σηκώθηκε και βάδισε προς τον τοίχο για να κρεμάσει πάλι το πιστόλι του. Πρέπει να ήταν από τη Φεηνάρκια αυτό το μοντέλο. Σχετικά παλιάς κατασκευής.
«Θα λειτουργήσει κανονικά, όμως,» τον διαβεβαίωσε η Αρίνη. «Δε νομίζω ότι θα αντιμετωπίσουμε τίποτα απρόοπτο. Εξάλλου, μην ξεχνάς ότι αυτό δεν είναι παρά ένα επιπλέον μέτρο – ένα μέτρο ασφαλείας, ίσως. Η κόρη μας είναι που, βασικά, θα προσφέρει ενέργεια για να αυξήσει τη διάρκεια της μαγγανείας.»
Ο Τέρι δεν είπε τίποτα. Προτιμούσε να μη μιλά για πράγματα που δεν ήξερε· η Αρίνη το είχε παρατηρήσει αυτό πολλές φορές.
«Σου έχω και μια έκπληξη,» του είπε.
Ο Τέρι ύψωσε ένα καστανό φρύδι επάνω στο κατάλευκο πρόσωπό του.
«Η Άνμα θα έρθει να φάει μαζί μας σε λίγο.»
Ο Τέρι συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»
«Της το πρότεινα. Απλά για να τη γνωρίσουμε καλύτερα.» Ανασήκωσε τους ώμους της, και πήγε να βάλει ένα ποτήρι νερό από την κρυστάλλινη καράφα.
«Ελπίζω μετά να μη μου κάνεις πάλι ζήλιες,» την πείραξε ο Τέρι.
«Τώρα γίνεσαι υπερβολικά καχύποπτος,» είπε η Αρίνη, με μια επιτηδευμένα αθώα έκφραση, και ήπιε.
Το απόγευμα, αφού είχαν φάει και ξεκουραστεί, έφυγαν από την Ερρίθια με την Αρίνη στο ενεργειακό κέντρο του μεταβαλλόμενου οχήματος, κατευθυνόμενοι ανατολικά, περνώντας δίπλα από τις παρυφές του Κεντροδάσους και τις όχθες του Παραπόταμου. Όταν είχε νυχτώσει για τα καλά και η Αρίνη είχε κουραστεί από τη Μαγγανεία Κινήσεως, πήρε τη θέση της η Άνμα, και συνέχισαν το ταξίδι τους μέσα στο σκοτάδι, με τους προβολείς αναμμένους, ώσπου έφτασαν στην εισβολή όπου είχαν κάποτε πέσει ο Τέρι και οι στρατιώτες του.
Το φουσάτο του Βασιληά Κάλροοθ δεν ήταν ακόμα εδώ, αλλά οι φρουροί που είχε αφήσει ο Κάλροοθ στις περιοχές του είχαν ειδοποιηθεί ότι ο Τέρι Κάρμεθ ίσως να ερχόταν. Στην αρχή, σάστισαν βλέποντας το όχημα και ύψωσαν τα όπλα τους για να το πυροβολήσουν, αλλά ύστερα ο Τέρι βγήκε και τους μίλησε, και τα πνεύματα ηρέμησαν.
Το όχημα σταμάτησε, τελικά, κοντά στην εισβολή. Λίγο παραδίπλα ήταν στημένες σκηνές του λαού της Νέας Νίρμικιτ, καθώς επίσης και πρόχειρα οικοδομημένα ξύλινα σπίτια. Μαθαίνουν γρήγορα, παρατήρησε ο Τέρι, που θυμόταν ότι στον Υπόγειο Κόσμο δεν χρησιμοποιούσαν ξύλο. Οι στρατιώτες του, βγαίνοντας από το όχημα, έστησαν τέσσερις σκηνές για εκείνον, την Αρίνη, την Άνμα, και τους ίδιους.
«Ο Κάλροοθ δεν μπορεί ν’αργεί,» είπε ο Τέρι στη γυναίκα του, καθώς ξάπλωνε δίπλα της. «Αύριο εδώ πρέπει να είναι.»
«Ναι,» χασμουρήθηκε η Αρίνη και τεντώθηκε κάτω από την κουβέρτα.
Το πρωί, όταν βγήκαν από τη σκηνή τους, είδαν ότι το φουσάτο των εξωδιαστασιακών δεν είχε έρθει ακόμα.
Δεν πιστεύω να έμπλεξαν πουθενά, σκέφτηκε ο Τέρι, που φοβόταν ότι ίσως να γίνονταν κι άλλες συμπλοκές με τους γηγενείς της Χάρνταβελ. Αν ξεκίνησαν όταν ξεκινήσαμε κι εμείς, πρέπει να είναι εδώ μέσα στην ημέρα. Δε μπορεί ν’απέχουν παραπάνω από δέκα χιλιόμετρα απόσταση από την εισβολή.
Κρατώντας τα κιάλια του εμπρός του, είπε στην Αρίνη: «Μπορείς να τα ενισχύσεις; Θέλω να ρίξω μια ματιά προς τα δυτικά.»
Εκείνη ένευσε και, υψώνοντας τα χέρια της πάνω από τα κιάλια, έκανε ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως. Τίποτα ασυνήθιστο δεν φάνηκε να συμβαίνει αλλά ο Τέρι ήξερε ότι τώρα θα μπορούσε να δει πολύ καλύτερα. Λέγοντας στην Αρίνη να περιμένει, ανέβηκε σ’ένα ύψωμα, έφερε τα κιάλια στα μάτια του, και κοίταξε δυτικά.
Ένας μεγάλος στρατός ερχόταν, και πλάι του πήγαινε ένα ενεργειακό όχημα, βαμμένο καφέ και με άνθη και μουσικά όργανα ζωγραφισμένα στις πλευρές του – το όχημα του Εδμόνδου του Βοριά.
Τίποτα απρόοπτο δεν πρέπει να είχε συμβεί.
Ευχαριστημένος, ο Τέρι κατέβασε τα κιάλια του και πήγε πάλι κοντά στην Αρίνη. «Έρχονται,» της είπε. «Τους είδα.»
*
Το μεσημέρι, το φουσάτο ήταν κοντά στην εισβολή, και ο Βασιληάς Κάλροοθ, ο Γεράρδος, η Μαύρη Φωτιά, κι οι υπόλοιποι συνάντησαν τον Τέρι, την Αρίνη’σαρ, και την Άνμα’ταρ, που τους περίμεναν έξω από το μεταβαλλόμενο όχημα.
«Τα έχετε όλα έτοιμα;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ.
«Ναι,» είπε η Άνμα’ταρ. «Η καλωδίωση είναι στο εσωτερικό του οχήματος.» Κι άνοιξε μια πόρτα για να τον αφήσει να δει.
Ο Σέλιρ είδε και μετά είπε: «Το δοκιμάσατε, υποθέτω…»
«Η μαγγανεία φάνηκε να δουλεύει, αλλά δεν έχουμε Βιοσκόπο για να διαπιστώσει αν μπορεί να εντοπιστεί ζωτική ενέργεια ή όχι.»
Ο Τέρι, τότε, είπε: «Ένας Οφθαλμός της Ζωής είναι σαν Βιοσκόπος. Η Χονρέπα θα μπορούσε να δοκιμάσει.»
«Δεν είναι άσχημη ιδέα,» παραδέχτηκε η Αρίνη.
Η Χονρέπα, που ήταν εκεί κοντά, πλησίασε. «Τι θέλετε να κάνω;»
«Να προσπαθήσεις να εντοπίσεις τη ζωτική μας ενέργεια αφότου έχουμε υφάνει τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως,» απάντησε η Αρίνη.
«Εντάξει.»
Η Αρίνη έκανε νόημα στην Άνμα, και η Άνμα μπήκε στο όχημα και ύφανε τη μαγγανεία. Μετά μπήκαν η Αρίνη, ο Τέρι, ο Σέλιρ, και ο Γεράρδος. Η Χονρέπα απομακρύνθηκε λιγάκι, εστίασε το βλέμμα της επάνω στο όχημα, και ο κίτρινος λίθος στον αριστερό της ώμο γυάλισε, εκεί όπου ξεπρόβαλλε από το ειδικό άνοιγμα του φορέματός της.
Ύστερα, γυάλισε δυνατότερα. Και τα φρύδια της Χονρέπα έσμιξαν, τα χείλη της πιέστηκαν φανερά. Προσπαθούσε πολύ, και δεν πρέπει να κατάφερνε τον σκοπό της.
Εντάξει, σκέφτηκε η Αρίνη, πετύχαμε εκείνο που θέλαμε. Παρά την ψύχρα του φθινοπώρου, μπορούσε να δει μερικές σταγόνες ιδρώτα επάνω στο μοβ μέτωπο της Λιθοφόρου.
Η Χονρέπα είπε τελικά: «Δε μπορώ να σας εντοπίσω. Για τον Οφθαλμό μου, δεν υπάρχετε.»
«Πολύ ισχυρή αυτή η μαγγανεία σας…» παρατήρησε ο Κάλροοθ, καθώς εκείνοι έβγαιναν πάλι από το όχημα. Έμοιαζε εντυπωσιασμένος.
«Δεν είναι κάτι το σπουδαίο, Μεγαλειότατε,» του είπε η Αρίνη. «Απλώς, κάτι το καινούργιο για εσάς.»
Ο Κάλροοθ χαμογέλασε μέσα από τα λευκά μούσια του. «Είναι αλήθεια πως έχουμε πολλά να μάθουμε σ’αυτό το μέρος που ονομάζετε Γνωστό Σύμπαν.» Και ρώτησε: «Πότε, λοιπόν, θα ξεκινήσουμε;»
«Αύριο νομίζω πως θα ήταν καλά. Για να έχετε κάποιο χρόνο να ξεκουραστείτε και να ετοιμαστείτε,» είπε ο Τέρι.
Ο Κάλροοθ συμφώνησε.
Ο Σέλιρ’χοκ είπε: «Καλύτερα θα ήταν να παίρναμε το όχημα του Εδμόνδου στην άλλη διάσταση. Είναι απλό, όχι μεταβαλλόμενο, κι έτσι δεν χρειάζεται κάποιος μάγος να είναι στο ενεργειακό κέντρο.»
«Ναι,» είπε η Αρίνη, «πράγματι, καλύτερα το όχημα του Εδμόνδου, αν κι εκείνος συμφωνεί.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» δήλωσε ο τροβαδούρος.
«Πρέπει, λοιπόν, να ξαναφτιάξουμε την καλωδίωση,» είπε η Άνμα στην Αρίνη, κι εκείνη ένευσε.
*
Ο Κάλροοθ αργούσε λιγάκι να ξεκινήσει – ίσως να έφταιγε κι η ηλικία του – αλλά όταν ξεκινούσε κατασπάραζε σαν τα Σκυλιά της Έβδομης Σήραγγας, είχε διαπιστώσει η Ελκέρτα, τα πέντε χρόνια που ήταν παντρεμένη μαζί του. Και τώρα, καβαλώντας τον μέσα στη σκηνή τους, αισθανόταν μια κραυγή να φουντώνει στην κοιλιά και στο στήθος της, να γεμίζει τον λαιμό της, και να ξεπηδά από τα μισάνοιχτα χείλη της, καθώς τα χέρια του άγγιζαν όλο της το σώμα σε όλα τα σωστά σημεία.
«…θεοί,» έκανε η Ελκέρτα, ξέπνοα, και λύγισε από πάνω του για να πιάσει σφιχτά τα λευκά του μαλλιά μέσα στις γροθιές της και να φιλήσει δυνατά τα χείλη του. «Θεοί…» Μετά συνέχισε να τον καβαλά όπως αυτά τα ψηλά ζώα της Χάρνταβελ, τα άλογα, ανεβοκατεβαίνοντας επίμονα επάνω του, μέχρι που τον αισθάνθηκε να τελειώνει μέσα της και τον είδε να τρίζει τα δόντια του και να μουγκρίζει ενώ τα δάχτυλά της μπήγονταν στο πράσινο στέρνο του.
Η Ελκέρτα σηκώθηκε και ξάπλωσε δίπλα του, ξεφυσώντας και κάνοντας πίσω τα ξανθά της μαλλιά. Ο Κάλροοθ γύρισε και φίλησε τον κατάλευκο ώμο της.
«Θέλεις να καπνίσεις;» τον ρώτησε εκείνη, καθαρίζοντας τον λαιμό της.
«Ναι.»
Η Ελκέρτα ανασηκώθηκε, τράβηξε κοντά τους το δοχείο με την Ψυχρή Καταχνιά, και του έδωσε την καπνοσύριγγα. Ο Κάλροοθ ρούφηξε καπνό και τον φύσηξε προς την οροφή της σκηνής, η οποία φωτιζόταν από έναν μεγάλο φωτοκρύσταλλο.
«Σε ποια ερείπια σκέφτεσαι να τους πάμε;» ρώτησε η Ελκέρτα.
«Στην Ανάθρι, στις ακτές της Νεκρής Θάλασσας,» αποκρίθηκε ο Κάλροοθ. «Ήταν σπουδαία πόλη κάποτε. Όχι όπως άλλες που αναφέρουν οι Παλαιές Διηγήσεις, αλλά αρκετά σημαντική. Και οι άλλες, έτσι κι αλλιώς, έχουν χαθεί.»
«Η Νεκρή Θάλασσα είναι μακριά από την εισβολή και το παρατηρητήριο της Νίρμικιτ. Πολύ μακριά. Δεν έχω πάει ποτέ, βέβαια, αλλά από τους χάρτες σου που έχω δει….»
«Με τα οχήματα που έχουν ο Τέρι Κάρμεθ και οι δικοί του δεν είναι μακριά, Ελκέρτα. Θα φτάσουμε γρήγορα.»
«Θ’αντικρίσω επιτέλους τη Νεκρή Θάλασσα, λοιπόν…»
Ο Κάλροοθ ρούφηξε καπνό. Τον φύσηξε. «Δε θα έρθεις μαζί μας.»
«Τι;» Η Ελκέρτα ανασηκώθηκε για να τον κοιτάξει.
«Πρέπει ν’αφήσω εδώ κάποιον που να εμπιστεύομαι και εγώ και ο λαός μου,» εξήγησε ο Κάλροοθ. «Και ο Όσραοκ είπε ότι θέλει να έρθει στην Ανάθρι.»
«Πατέρας του είσαι· πες του να μείνει εκείνος εδώ, όχι εγώ!»
«Προτιμώ να μείνεις εσύ, Ελκέρτα. Οι πολεμιστές μου σ’έχουν δει να πολεμάς πλάι τους, τους έχεις οδηγήσει σε νίκες. Σε εμπιστεύονται. Και σ’εμπιστεύομαι κι εγώ. Το ξέρω πως μπορείς να αντιμετωπίσεις μια δύσκολη κατάσταση αν παρουσιαστεί.»
«Κι ο Όσραοκ δεν μπορεί;» Η Ελκέρτα θεωρούσε τον μεγάλο γιο του Κάλροοθ, τον Πρίγκιπα-Διάδοχο της Νίρμικιτ, πολύ ικανό. Περισσότερο από όλα του τα αδέλφια. Ο πατέρας του σίγουρα τον είχε εκπαιδεύσει καλά, και ο ίδιος ο Όσραοκ δεν ήταν χαζός. «Στην ίδια ηλικία είμαστε, εγώ κι ο γιος σου.»
«Ναι, αλλά εσύ έχεις διασχίσει πιο επικίνδυνες σήραγγες, Ελκέρτα, και το ξέρεις.»
Η Ελκέρτα δεν αποκρίθηκε. Ο Κάλροοθ δεν έλεγε ψέματα, αλλά εκείνη θα ήθελε να πάει μαζί του στα ερείπια της Ανάθρι και στη Νεκρή Θάλασσα. Γύρισε μπρούμυτα για να στηριχτεί στους αγκώνες της. «Εντάξει,» είπε, «θα μείνω.»
«Μην παίρνεις αυτή την έκφραση.»
«Ποια έκφραση;»
«Σαν βρεγμένος τριχοσούρτης.»
Η Ελκέρτα μειδίασε. «Καλύτερα τώρα;»
Ο Κάλροοθ ένευσε μουγκρίζοντας καθώς τραβούσε Ψυχή Καταχνιά από την καπνοσύριγγα.
Η Ελκέρτα τού έκανε νόημα να της δώσει κι εκείνης να καπνίσει, και ο Κάλροοθ τής έδωσε.
«Ο Κύρνοοκ θα είναι συνεχώς κάπου κοντά σου,» της είπε. «Δε θα τον πάρω μαζί μου. Μόνο τον Όσραοκ θα πάρω. Και τον Νάρκλοομ θα τον έπαιρνα, αν ήταν ακόμα ζωντανός…» πρόσθεσε με μελαγχολική χροιά στη φωνή του. Τον είχε πειράξει ο θάνατος του Βασιλικού Υπασπιστή. Ο Κάλροοθ νοιαζόταν για τους υπηκόους του.
Και η Ελκέρτα είχε λυπηθεί λιγάκι που είχε σκοτωθεί ο Νάρκλοομ, παρότι το ήξερε πως δεν τη συμπαθούσε. Ήταν καλός πολεμιστής.
«Δε θάναι επικίνδυνο να πας έτσι αφύλαχτος;» ρώτησε τον Κάλροοθ.
«Δε θάμαι αφύλαχτος, Ελκέρτα. Θα είναι όλοι αυτοί οι σύντροφοι του Τέρι Κάρμεθ γύρω μου – και δεν έχουν λόγο να με προδώσουν. Εσύ θα πρέπει να έχεις το νου σου περισσότερο απ’ό,τι εγώ, γιατί, όσο λείπω, αυτός που προσπάθησε να σε σκοτώσει μπορεί να το ξαναπροσπαθήσει.»
Κάποιος από την οικογένειά σου ήταν, σκέφτηκε η Ελκέρτα, και στο μυαλό της ήρθε πάλι η αντίδραση της Φαλτίκα μετά τον θάνατο του Νάρκλοομ. «Ο Οφθαλμός του Θανάτου δεν θα πλησιάσει πάλι, τώρα που ξέρει ότι τον περιμένω.»
«Αυτός, όμως, που έβαλε τον Οφθαλμό του Θανάτου….»
«Θα προσέχω, εντάξει,» είπε η Ελκέρτα. «Αν και πιστεύω ότι είναι δύσκολο κάποιος να με πλησιάσει, με όλους τους βασιλικούς φρουρούς που με περιτριγυρίζουν.»
«Επίσης,» τόνισε ο Κάλροοθ, αλλάζοντας θέμα, «δεν θα κάνεις καμία επίθεση στις περιοχές γύρω από τη Νέα Νίρμικιτ. Τίποτα. Ούτε μία μικρή επιδρομή. Εντάξει;»
«Εντάξει.» Πήρε μια τζούρα Ψυχρής Καταχνιάς. «Τι νομίζεις ότι είμαι;»
«Λήσταρχος πάντα, κατά βάθος.»
«Αν το νομίζεις αυτό, γιατί μ’αφήνεις εδώ στη θέση σου;» Η ερώτησή της ήταν κάπως απότομη, γιατί τα λόγια του την είχαν πειράξει λιγάκι παρότι καταλάβαινε ότι δεν ήταν κακοπροαίρετα ειπωμένα. Εξάλλου, την είχε κάνει Βασιλική Σύζυγό του ενώ γνώριζε ότι ήταν λήσταρχος.
«Επειδή είσαι καλή σ’αυτό που ξέρεις να κάνεις. Και μη νομίζεις ότι το να διοικείς μια υπόγεια πόλη είναι τόσο διαφορετικό απ’το να διοικείς μια συμμορία ληστών.»
«Το έχω διαπιστώσει αυτό.»
«Βλέπεις λοιπόν;» Ο Κάλροοθ πήρε την καπνοσύριγγα από το χέρι της και ρούφηξε Ψυχρή Καταχνιά.
*
«Δεν είναι δυνατόν να πάμε όλοι στην άλλη διάσταση μέσα στο όχημα του Εδμόνδου,» είπε ο Γεράρδος, καθώς εκείνος κι οι υπόλοιποι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από δύο μεγάλες φωτιές, που τους ζέσταιναν και διέλυαν το σκοτάδι της νύχτας. «Είναι πολύ μικρό για να μας χωρέσει όλους. Ποιοι είναι, λοιπόν, πιο πρόθυμοι να έρθουν;»
Κανένας δεν μίλησε καθώς αλληλοκοιτάζονταν. Τελικά, ο Τέρι είπε: «Νομίζω πως όλοι είμαστε πρόθυμοι, Γεράρδε.» Ήταν ο μόνος από τους ιερείς που δεν αποκαλούσε Μεγάλε Πατέρα. Για κάποιον λόγο, του ερχόταν πολύ πιο φυσικά να λέει τον Γεράρδο με το όνομά του, κι εκείνος δεν είχε δείξει να έχει πρόβλημα μ’αυτό.
«Τότε, ας δούμε πρώτα ποιοι είναι απαραίτητοι. Η Άνμα’ταρ σίγουρα, γιατί θα κάνει τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως. Η Μαύρη Φωτιά, επειδή θα βοηθήσει επίσης με τη μαγγανεία. Ο Σέλιρ’χοκ, επειδή τον εμπιστεύομαι και επειδή πιστεύω ότι θα τον χρειαστούμε στην αρχαία πόλη. Η Αρίνη’σαρ, επειδή είναι Ερευνήτρια και επειδή, έτσι κι αλλιώς, δε νομίζω ότι θα δεχτεί να μείνει πίσω. Επομένως, έχουμε ήδη τέσσερις από εμάς που οπωσδήποτε θα έρθουν. Και ο Κάλροοθ κι ο γιος του, δύο ακόμα. Άρα, έξι.
»Εγώ ο ίδιος θα ήθελα, επίσης, να έρθω, αν και δε νομίζω ότι στην άλλη διάσταση η ιδιότητά μου ως ιερέας θα έχει κανένα νόημα.»
«Δε θα μπορείς να ακολουθείς τις παράξενες διαδρομές που ακολουθείς εδώ;» ρώτησε η Αρίνη.
«Δεν το νομίζω. Ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος ιερέας. Οι δυνάμεις μας είναι άμεσα συνυφασμένες με τη διάσταση της Χάρνταβελ. Αλλά θα έρθω. Και θα πρότεινα οι άλλοι ιερείς να μείνουν εδώ.» Κοίταξε τον Τζοσελίνο, τον Οσβάλδο, και την Ελισαβέτα.
Ο πρώτος ένευσε. «Δεν υπάρχει πρόβλημα, Αδελφέ.»
«Επομένως, τώρα είμαστε εφτά. Οι δύο θα κάθονται μπροστά και οι άλλοι πέντε πίσω, στην καρότσα.»
«Θα έρθω κι εγώ, φυσικά,» δήλωσε ο Τέρι.
«Κι εγώ,» είπε η Μάρθα· «θα με χρειαστείτε.»
Ο Γεράρδος και ο Τέρι στράφηκαν να την ατενίσουν.
«Τι;» έκανε εκείνη. «Μη μου πείτε ότι σκέφτεστε να μ’αφήσετε εδώ!»
«Είμαστε ήδη οκτώ,» της είπε ο Γεράρδος. «Ο χώρος θα είναι στριμωγμένος.»
«Μην ακούω μαλακίες! Εννιά άνθρωποι χωράμε στο όχημα του Εδμόνδου.»
«Μετά βίας.»
«Αφού χωράνε οκτώ, χωράνε και εννιά!» επέμεινε η Μάρθα. «Θα στριμωχτώ ανάμεσα σε δύο άλλους, στην τελική!»
Ο Τέρι σχολίασε: «Αποκλείεται, βέβαια, να μπορούμε να ξεκουραστούμε εκεί μέσα…»
«Γιατί, μ’εφτά άλλους θα μπορείς να ξεκουραστείς;»
«Δεν το είπα γι’αυτό.»
Ο Γεράρδος είπε στον Τέρι: «Το ταξίδι δε νομίζω να είναι μακρύ. Μέσα σε μια μέρα πρέπει να έχουμε φτάσει στον προορισμό μας.»
Ο ταγματάρχης ένευσε. «Κι εγώ έτσι υποθέτω, Γεράρδε.»
«Λοιπόν,» είπε ο Γεράρδος στρεφόμενος στη Μάρθα, «θα έρθεις–»
«Μη μας το λες σα να μας κάνεις χάρη!»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι του υπομειδιώντας. Και μετά κοίταξε τον Βοριά. «Εδμόνδε, με συγχωρείς αλλά μέσα στο ίδιο σου το όχημα δεν θα μπορείς να ταξιδέψεις αυτή τη φορά.»
«Δεν πειράζει, Γεράρδε,» αποκρίθηκε εκείνος. «Καταλαβαίνω πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα. Θα σας περιμένουμε εδώ, εγώ, η Ιζαμπώ, και η Ισαβέλλα.»
«Καλώς,» είπε ο Γεράρδος.
«Και όσο είστε εδώ,» πρόσθεσε ο Τέρι, κοιτάζοντας και τον τροβαδούρο και τους ιερείς, «καλό θα ήταν να έχετε το νου σας μήπως γίνει κανένα… δυσάρεστο επεισόδιο με τους ντόπιους.»
«Εννοείς να συνεχιστούν οι επιθέσεις, Ταγματάρχη;» είπε ο Τζοσελίνος.
«Ναι. Τώρα που ο Βασιληάς τους θα λείπει, δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνουν.»
Ο Τζοσελίνος ένευσε, μοιάζοντας να καταλαβαίνει τι εννοούσε ο Τέρι. «Έχεις δίκιο. Θα το έχουμε υπόψη μας.»
«Πρέπει να πάω να μιλήσω και στον Άρχοντα Ροβέρτο,» είπε ο Οσβάλδος. «Να τον ενημερώσω γι’αυτά που συμβαίνουν. Γιατί μπορεί κάτι άσχημο να ξεκινήσει και από μια παρεξήγηση. Μπορεί ο Ροβέρτος να νομίζει ότι οι εξωδιαστασιακοί είναι ακόμα εχθροί μας και να βάλει μισθοφόρους να τους επιτεθούν – και τότε αυτά που θα επακολουθήσουν δεν θα είναι ευχάριστα.»
«Σωστά, Μεγάλε Πατέρα,» συμφώνησε ο Τέρι.
«Θα ξεκινήσω για το Αρχοντάτο της Υλιριλίδιας αύριο κιόλας,» δήλωσε ο Οσβάλδος. «Δεν είναι μακριά από εδώ, άλλωστε. Σχεδόν στα σύνορα είμαστε.»
Μετά απ’αυτό, η συγκέντρωσή τους γρήγορα διαλύθηκε και πήγαν όλοι προς τις σκηνές τους, γιατί έπρεπε να είναι ξεκούραστοι αύριο που θα ταξίδευαν στην άλλη διάσταση.
Η Μάρθα ρώτησε τον Γεράρδο, όταν μπήκαν στη σκηνή τους: «Πραγματικά σκεφτόσουν να μ’αφήσεις πίσω;»
«Ο χώρος στο όχημα είναι περιορισμένος, και δεν πρόκειται για ταξίδι αναψυχής. Πρέπει να έρθουν τα άτομα που θα φανούν όντως χρήσιμα για την επιτυχία της αποστολής μας.»
«Θες να πεις ότι ο Τέρι είναι πιο χρήσιμος για την επιτυχία της αποστολής απ’ό,τι εγώ;»
«Θα έρθει η γυναίκα του. Τι να του πω, να μην έρθει εκείνος; Τέλος πάντων· τελικά θα είσαι μαζί μας· γιατί γκρινιάζεις;»
«Δε γκρινιάζω. Απλά…» ανασήκωσε τους ώμους, «αναρωτιόμουν… Κι επίσης, νομίζω ότι μπορώ να σας βοηθήσω σε μια δύσκολη κατάσταση,» τόνισε. «Δεν ξέρεις τι ίσως να συναντήσουμε σ’αυτά τα ερείπια.»
«Κατά πάσα πιθανότητα θα είναι άδεια από ζωή,» είπε ο Γεράρδος καθώς ξάπλωνε. «Αλλά από την άλλη, βέβαια, έχουμε δει πολλά αλλόκοτα…»
Η Μάρθα ξάπλωσε παραδίπλα. «Πάμε για ύπνο.» Δεν είχε πια όρεξη για κουβέντα.
Ο Γεράρδος άνοιξε την πόρτα και ανέβηκε στο όχημα του Εδμόνδου, καθίζοντας στο τιμόνι. Ο Βασιληάς Κάλροοθ ήταν ήδη καθισμένος πλάι του, στη θέση του συνοδηγού, δείχνοντας, παρά την ηλικία του, ενθουσιασμένος από το παράξενο (γι’αυτόν) κατασκεύασμα.
Ο Γεράρδος έκλεισε την πόρτα και στράφηκε πίσω του, για να κοιτάξει τους υπόλοιπους, στην καρότσα του οχήματος. «Άνμα;» είπε.
«Η μαγγανεία βρίσκεται σε λειτουργία,» αποκρίθηκε η μάγισσα.
Ο Γεράρδος παρατήρησε ότι η Μαύρη Φωτιά, καθισμένη οκλαδόν στο πάτωμα, κρατούσε στα χέρια της ένα από τα καλώδια που έκλειναν το εσωτερικό του οχήματος μέσα σ’έναν αόρατο κλωβό. Πρέπει μ’αυτό τον τρόπο να πρόσφερε την ενέργειά της για να κρατά σε λειτουργία τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως.
Ο Γεράρδος στράφηκε πάλι μπροστά, ενεργοποίησε το όχημα, και οδήγησε προς την εισβολή. Οι τέσσερις ψηλοί τροχοί του πάτησαν στην άμμο της ερήμου καθώς περνούσε στην άλλη διάσταση, όπου ένας φλεγόμενος ήλιος κρεμόταν απειλητικά στον ουρανό και η ζέστη ήταν πολύ δυνατή. Ο Γεράρδος είδε, από τον καθρέφτη, ορισμένους από τους συντρόφους του να βγάζουν τα βαριά ρούχα που φορούσαν.
«Πρέπει τώρα να με καθοδηγήσετε, Μεγαλειότατε,» είπε στον Κάλροοθ.
«Ναι, βέβαια,» αποκρίθηκε εκείνος, ξεδιπλώνοντας έναν παλιό χάρτη. «Θα πάμε προς τα εκεί.» Ο Κάλροοθ έδειξε, και ο Γεράρδος, γυρίζοντας το τιμόνι μέσα στα χέρια του, υπάκουσε.
Παρότι η Μαύρη Φωτιά πρόσφερε την ενέργειά της στη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως, μπορούσε συγχρόνως να τους κάνει όλους να καταλαβαίνονται αναμεταξύ τους σαν να μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Και δεν πρέπει να την κούραζε καθόλου αυτό, νόμιζε ο Γεράρδος.
Ακολουθώντας τις οδηγίες του Βασιληά Κάλροοθ, διέσχισαν ατελείωτες έρημες εκτάσεις, όλο πέτρα και άμμο, χωρίς να δουν ούτε ένα ζωντανό πλάσμα, ούτε ένα φυτό. Και ο φλεγόμενος ήλιος έκαιγε δυνατά από πάνω τους. Καθώς οι ώρες περνούσαν, ο Γεράρδος είδε, μέσα από τον καθρέφτη, τους συντρόφους του να βγάζουν ολοένα και περισσότερα ρούχα. Η μόνη τελείως ανεπηρέαστη από τη θερμότητα έμοιαζε να είναι η Μαύρη Φωτιά.
Απόμακρα, όταν πλησίαζε το μεσημέρι, φάνηκε ένα δυνατό φως στον νότιο ορίζοντα. Ένας από τους Ιπτάμενους, αναμφίβολα. Και, για μια στιγμή, ο Γεράρδος ανησύχησε ότι ο φωτεινός δαίμονας ίσως να τους είχε κάπως αντιληφτεί και να ερχόταν. Το ίδιο πρέπει να νόμισαν κι οι σύντροφοί του, γιατί όλες οι συζητήσεις στην πίσω μεριά του οχήματος ξαφνικά έπαψαν. Ο Ιπτάμενος, όμως, δεν είχε καταλάβει τίποτα. Το φως του δεν ερχόταν προς εκείνους. Η συζητήσεις άρχισαν πάλι. Ο Τέρι μιλούσε με τον Πρίγκιπα Όσραοκ, κι έμοιαζαν κι οι δυο τους σοβαροί. Η Αρίνη’σαρ γελούσε με κάτι που της έλεγε η Μάρθα κάνοντας γκριμάτσες. Η Άνμα’ταρ και ο Σέλιρ’χοκ ψιθύριζαν αναμεταξύ τους· ο Διαλογιστής είχε το μακρύ του ραβδί με τους κρυστάλλους, τα μικροσκοπικά κάτοπτρα, και τα κυκλώματα ακουμπισμένο στα γόνατά του.
Το μεσημέρι, όταν ο Γεράρδος είχε πια οδηγήσει τέσσερις ώρες, ο Τέρι ήρθε μπροστά και πρότεινε να συνεχίσει την οδήγηση εκείνος. «Είμαστε μακριά, Μεγαλειότατε;» ρώτησε τον Κάλροοθ.
«Πρέπει να πλησιάζουμε,» αποκρίθηκε ο Βασιληάς της Νίρμικιτ.
Ο Γεράρδος σηκώθηκε από το τιμόνι, για να πάρει τη θέση του ο Τέρι, και πήγε στην πίσω μεριά του οχήματος, καθίζοντας κοντά στον Πρίγκιπα Όσραοκ.
«Φτάνουμε;» ρώτησε η Μάρθα.
«Ο Βασιληάς λέει ότι δεν είμαστε μακριά.»
Η έρημος κυλούσε γύρω τους, ολόιδια συνεχώς. Εκτάσεις χωρίς ζωή κι άλλες εκτάσεις χωρίς ζωή.
Έβγαλαν κάτι να φάνε από τις προμήθειές τους, και μετά από καμια ώρα, είδαν αντίκρυ τους τα ερείπια μιας πόλης. Μισογκρεμισμένα τείχη και μισογκρεμισμένα οικοδομήματα. Και πέρα από την πόλη, το έδαφος κατέβαινε.
«Η Νεκρή Θάλασσα,» είπε ο Κάλροοθ. «Οι Παλαιές Διηγήσεις μαρτυρούν ότι κάποτε υπήρχε νερό εδώ. Ήταν σαν λίμνη, αλλά τεράστια. Η πόλη που βλέπετε είναι η Ανάθρι. Φτάσαμε.»
Ο Τέρι σταμάτησε το όχημα έξω από τον ερειπιώνα. Γύρισε για να κοιτάξει τους άλλους, πίσω. «Δε μπορούμε να βγούμε έτσι, σωστά; Πρέπει να γίνει πάλι η μαγγανεία γύρω μας.»
«Ναι,» είπε η Άνμα’ταρ καθώς σηκωνόταν όρθια. «Ακολουθήστε με.» Ανοίγοντας την πίσω πόρτα, βγήκε από το όχημα και οι υπόλοιποι συγκεντρώθηκαν γύρω της. Η Δράκαινα άρθρωσε τα απαραίτητα λόγια και διέγραψε τα απαραίτητα σύμβολα με τα δάχτυλά της, υφαίνοντας τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως.
«Για κάποια ώρα θα είμαστε αόρατοι για τους Ιπτάμενους,» είπε. «Αλλά κανένας δεν πρέπει να απομακρυνθεί από εμένα. Όπου πηγαίνουμε, θα πηγαίνουμε σαν ομάδα. Αν κάποιος φύγει από κοντά μου, η ζωτική του ενέργεια θα μπορεί πάλι να εντοπιστεί.»
«Εντάξει,» είπε ο Τέρι, παίρνοντας το τουφέκι του στα χέρια.
Οι υπόλοιποι οπλίστηκαν παρόμοια, αν και δεν πρέπει να υπήρχε κανένας κίνδυνος στην ερειπωμένη Ανάθρι.
Βαδίζοντας προσεχτικά, μπήκαν στον ερειπιώνα μες στην έντονη ζέστη του μεσημεριού.
Κάποια μεγάλη, ξαφνική καταστροφή είχε βρει αυτό το μέρος. Ήταν προφανές. Ελάχιστα κομμάτια από τα οικοδομήματά του είχαν μείνει όρθια· η τεχνοτροπία τους ήταν δύσκολο να διακριθεί, αλλά όλοι συμφώνησαν ότι δεν έμοιαζε με την τεχνοτροπία που είχαν δει σε καμια άλλη διάσταση. Τα οικήματα, μάλλον, ήταν κάποτε περίπου σαν αυτά της Χάρνταβελ, όχι όπως της Απολλώνιας ή της Σεργήλης. Δεν πρέπει ποτέ να υπήρχαν ψηλές πολυκατοικίες εδώ. Ωστόσο, η ρυμοτομία και ο τρόπος κατασκευής τους ήταν φιλοσοφημένος. Και η πόλη ήταν μεγάλη. Σαφώς μεγαλύτερη από την Ερρίθια.
Σε κάμποσα σημεία των δρόμων, συνάντησαν κατεστραμμένα οχήματα τα οποία θύμιζαν αυτά που χρησιμοποιούνταν στο Γνωστό Σύμπαν. Άμαξες που κινούνταν με κάποιου είδους ενέργεια. Τι ενέργεια ακριβώς, όμως, δεν μπορούσαν να καταλάβουν παρότι κοίταξαν μέσα στα απομεινάρια.
Ανθρώπινα σκέλεθρα δεν βρήκαν πουθενά. Ό,τι κι αν είχε διαλύσει τούτο το μέρος, δεν ήταν σαν τη λάβα που άφηνε πίσω της αγάλματα. Ήταν κάτι που εξαΰλωνε τη σάρκα – πιθανώς και τα οστά.
«Μεγάλες, πολύ δυνατές εκρήξεις,» είπε ο Τέρι, αγγίζοντας έναν τοίχο που ακόμα στεκόταν και ο οποίος ήταν τραχύς κάτω από την παλάμη του. «Η μόνη εξήγηση, νομίζω.»
«Δε φαίνεται να υπάρχει τίποτα εδώ που να μπορεί να μας βοηθήσει,» παρατήρησε η Μάρθα, λίγο παρακάτω, καθώς βάδιζαν σ’έναν δρόμο γεμάτο πέτρινα θραύσματα που έτριζαν κάτω από τις μπότες τους. «Υπάρχει;» Στράφηκε να κοιτάξει την Αρίνη, η οποία, όπως και ο Σέλιρ’χοκ, υποτονθόρυζε ξόρκια κάθε τόσο.
Η μάγισσα κούνησε το κεφάλι. «Δυστυχώς, όχι. Τίποτα ακόμα.»
«Τι λένε οι Παλαιές Διηγήσεις, Μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Αναφέρουν μόνο ότι η Ανάθρι ήταν μια πολύ σημαντική πόλη. Και λιμάνι,» αποκρίθηκε ο Κάλροοθ. «Μια αρχαία λέξη για εμάς, την οποία δεν χρησιμοποιούμε πλέον.»
«Οι κάτοικοί της συμμετείχαν στη δημιουργία εκείνου του όπλου που χρειάστηκε να αντληθεί ενέργεια από τον ήλιο;» ρώτησε ο Τέρι.
«Δεν είμαι βέβαιος.»
Η Μάρθα είπε: «Μου φαίνεται πως ψάχνουμε για καβούρια στην ανοιχτή θάλασσα.»
Ο Κάλροοθ κι ο Όσραοκ την κοίταξαν περίεργα. Δεν ήξεραν τι ήταν τα καβούρια· ούτε είχαν ποτέ γνωρίσει την ανοιχτή θάλασσα, φυσικά.
Η Άνμα’ταρ, μετά από καμια ώρα, ανανέωσε τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως, και η διαδικασία έμοιαζε να την έχει ήδη κουράσει λιγάκι.
Στο εσωτερικό των γκρεμισμένων οικοδομημάτων που μπήκαν δεν βρήκαν κάτι που να τους ενδιαφέρει. Τα πάντα ήταν διαλυμένα. Ελάχιστα αντικείμενα είχαν μείνει σχετικά άθικτα: δηλαδή, κατεστραμμένα μεν, αναγνωρίσιμα δε. Είδαν ένα πυροβόλο όπλο άγνωστης τεχνοτροπίας (ο Τέρι το πήρε για τη συλλογή του), μια κονσόλα που πρέπει να ήταν φτιαγμένη για σύστημα αποθήκευσης πληροφοριών, ένα μεταλλικό κιβώτιο, μια μηχανή που δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έκανε κάποτε. Η πόλη, πάντως, είχε όλα όσα χρειάζεται μια καλά σχεδιασμένη πόλη: βρήκαν ένα μέρος που δεν μπορεί παρά να ήταν υδραγωγείο· διαπίστωσαν ότι υπήρχαν υπόνομοι· είδαν σπασμένα καλώδια να διακρίνονται μέσα από διαλυμένους τοίχους.
Μετά από ώρα, κι ενώ η Άνμα’ταρ είχε κάνει για τρίτη φορά τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως, συνάντησαν μια πλατεία ή αυλή πίσω από ένα οικοδόμημα που πρέπει στον καιρό του να ήταν μεγάλο, αλλά τώρα ήταν, κατά το ήμισυ, ένας σωρός από πέτρες και, κατά το άλλο ήμισυ, μερικοί όρθιοι τοίχοι. Στην πλατεία (ή αυλή) υπήρχε ένα παλιό μηχάνημα, μισοκατεστραμμένο φυσικά, το οποίο μετά βίας έστεκε ακόμα. Θύμιζε μεγάλο πιάτο, που η μια μεριά του ήταν σπασμένη. Η διάμετρός του πρέπει να ήταν γύρω στα δέκα μέτρα. Κάτω από το πιάτο υπήρχαν καλώδια και μηχανισμοί.
Η Αρίνη’σαρ είπε, ύστερα από μερικές στιγμές σιγής από όλους: «Αυτό θα μπορούσε να συλλέγει ηλιακή ενέργεια.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Σέλιρ’χοκ.
«Δε νομίζω να λειτουργεί πλέον,» είπε ο Τέρι.
«Αποκλείεται να λειτουργεί,» κατένευσε η Αρίνη. «Αλλά αν μ’αυτό το πράγμα τράβηξαν τη δύναμη του ήλιου, τότε μπορούμε να το μελετήσουμε και, ίσως, να μάθουμε πώς κάποτε δούλευε.»
«Να το μελετήσουμε;» έκανε η Μάρθα. «Εδώ;»
«Όχι εδώ, φυσικά. Θα το πάρουμε μαζί μας.»
«Δε θάναι εύκολο να το τραβήξουμε.»
«Το ξέρω.»
Ο Σέλιρ’χοκ στράφηκε στη Μαύρη Φωτιά. «Το αναγνωρίζεις αυτό το μηχάνημα;»
Όχι, αποκρίθηκε εκείνη. Σας έχω πει: δεν γνωρίζω τι ακριβώς έκαναν.
Ο Γεράρδος είπε: «Ο μόνος τρόπος για να το πάρουμε από εδώ είναι να το τραβήξουμε με το όχημα.»
Οι άλλοι συμφώνησαν, έτσι έφυγαν από την πλατεία και επέστρεψαν στο όχημά τους. Η Άνμα’ταρ ύφανε γι’ακόμα μια φορά τη μαγγανεία της, εστιάζοντάς την τώρα μέσα από τους ειδικά τοποθετημένους αισθητήρες, ενώ η Μαύρη Φωτιά είχε στα χέρια της ένα από τα καλώδια. Η Δράκαινα κάθισε, μετά, να ξεκουραστεί.
Ο Γεράρδος ρώτησε την κόρη της Αρίνης’σαρ: «Δε μπορούσες πριν να βοηθάς την Άνμα, καθώς τριγυρίζαμε στον ερειπιώνα;»
Δεν μου το ζήτησε, αποκρίθηκε η Μαύρη Φωτιά.
Ο Γεράρδος κοίταξε την Άνμα’ταρ ερωτηματικά.
«Καλύτερα να φυλά την ενέργειά της για το ταξίδι,» είπε εκείνη. «Δεν είναι τόσο σπουδαίο που ύφανα μερικές φορές τη μαγγανεία μέσα στα ερείπια· το ταξίδι, όμως, ώς εδώ κράτησε ώρες, και θα κρατήσει, ίσως, περισσότερο στην επιστροφή – ειδικά τώρα που θα τραβάμε κι αυτό το μηχάνημα μαζί μας.»
Ο Γεράρδος καταλάβαινε τη λογική της.
Ο Τέρι ενεργοποίησε το όχημά τους και το έβαλε στα ερείπια της Ανάθρι, οδηγώντας το στο μέρος όπου είχαν βρει το παράξενο μηχάνημα. Αφού έριξαν μια ματιά προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, για να διαπιστώσουν ότι κανένας Ιπτάμενος δεν ήταν κοντά, βγήκαν από το όχημα χωρίς την προστασία της μαγγανείας της Άνμα’ταρ και έδεσαν το πελώριο πιάτο και τους μηχανισμούς από κάτω του με αλυσίδες. Τελειώνοντας, επέστρεψαν στο εσωτερικό του οχήματος και ο Τέρι το ενεργοποίησε πάλι, αρχίζοντας να τραβά το μηχάνημα μέσα στον ερειπιώνα. Μισογκρεμισμένοι τοίχοι γκρεμίστηκαν τελείως, μεγαλύτερα και μικρότερα θραύσματα παραμερίστηκαν, και, αναπόφευκτα, έγιναν ζημιές στο μεγάλο πιάτο. Ο Γεράρδος είδε κομμάτια του να φεύγουν. Αναρωτιόταν τι μπορεί να κατόρθωναν οι μάγοι να καταλάβουν από αυτό το διαλυμένο πράγμα.
Όταν βγήκαν από την Ανάθρι, η αντίσταση μειώθηκε αλλά δεν εξαφανίστηκε: το μηχάνημα σερνόταν μετά δυσκολίας επάνω στην έρημο. Ευτυχώς, όμως, δεν άφηνε πίσω του τόσα πολλά κομμάτια.
Η ταχύτητα του οχήματός τους ήταν πεσμένη· όλοι το παρατηρούσαν, αλλά ήξεραν ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα γι’αυτό. Εξάλλου, καλύτερα να κινούνταν πιο προσεχτικά παρά απερίσκεπτα. Στο τέλος, έπρεπε να επιστρέψουν στη Χάρνταβελ με κάτι· δεν ήθελαν να διαλυθεί τελείως το παράξενο μηχάνημα.
«Οι Παλαιές Διηγήσεις δεν το αναφέρουν αυτό, Μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Τέρι καθώς οδηγούσε, καθισμένος πλάι στον Κάλροοθ.
«Δεν έχω διαβάσει γι’αυτό πουθενά. Αν είναι, πάντως, ό,τι νομίζετε, τότε πρέπει να φτιάχτηκε προς το τέλος, κατά την Εποχή της Ουράνιας Φωτιάς· και λίγες αναφορές έχουν μείνει από τότε. Η καταστροφή που έγινε ήταν τεράστια· γι’αυτό και η μόνη λύση ήταν η Κατάβαση στον Υπόγειο Κόσμο – για όσους ήταν τυχεροί.»
Το όχημα πήγαινε πολύ αργά επάνω στην έρημο τραβώντας πίσω του το μεγάλο μηχάνημα. Μετά από τέσσερις ώρες, η Μάρθα πήρε τη θέση του Τέρι στο τιμόνι και συνέχισε να οδηγεί μες στη νύχτα, ενώ ο Κάλροοθ καθόταν ακόμα στη θέση του συνοδηγού, μήπως χρειαζόταν να δώσει οδηγίες, αν και στην πραγματικότητα η πορεία ήταν εύκολη· μονάχα με την πυξίδα τους μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους. Εμπόδια στο δρόμο δεν υπήρχαν. Τελικά, τον Κάλροοθ τον πήρε ο ύπνος, άθελά του. Η Μάρθα είδε το κεφάλι του να γέρνει και τον άκουσε να ροχαλίζει.
Καμια ώρα μετά τα μεσάνυχτα, ο Γεράρδος ήρθε πίσω της και της είπε να πάρει εκείνος το τιμόνι. Είχαν περάσει τέσσερις ώρες. Η Μάρθα, που ήταν κουρασμένη, συμφώνησε. Σηκώθηκε και πήγε πίσω, όπου οι περισσότεροι κοιμόνταν. Μονάχα η Αρίνη ήταν ξύπνια, καπνίζοντας ένα τσιγάρο Αλαφρό, και η Μαύρη Φωτιά, που δεν έμοιαζε να χρειάζεται ύπνο.
«Θέλεις;» Η μάγισσα πρόσφερε στη Μάρθα ένα τσιγάρο.
«Φχαριστώ.» Η Μάρθα το πήρε και ξάπλωσε στο πάτωμα, όχι μακριά από την Αρίνη. Το άναψε και τράβηξε μια τζούρα. «Τελικά, είσαι πολύ εντάξει για να είσαι μ’αυτούς τους καριόληδες της Παντοκράτειρας.»
«Δεν είμαι πια μαζί τους,» αποκρίθηκε η Αρίνη, κοιτάζοντάς την με τις άκριες των ματιών της καθώς κι εκείνη έπαιρνε μια τζούρα.
Η Μάρθα, μετά από λίγο, κοιμήθηκε με το τσιγάρο της μισοτελειωμένο.
Ο Γεράρδος οδήγησε τρεις ώρες μέσα στην ατελείωτη έρημο, ακούγοντας τη μηχανή του οχήματος του Εδμόνδου να μουγκρίζει κουρασμένα και το πελώριο πιάτο που τραβούσαν πίσω τους να κάνει νταν-νταν και κλικ-κλακ. Ήταν έτοιμος να ξυπνήσει κάποιον από τους άλλους (τον Τέρι, μάλλον) για να του ζητήσει να πάρει τη θέση του στο τιμόνι, όταν είδε αντίκρυ του τον νυχτερινό ουρανό να αλλάζει κάπως. Ατένιζε έναν άλλο ουρανό μέσα από τον ουρανό αυτής της διάστασης. Έφταναν στην εισβολή, και ο Γεράρδος συνέχισε την οδήγησή του.
«Πλησιάζουμε,» φώναξε στους συντρόφους του. «Ίσως να θέλετε να σηκωθείτε.»
«Και να μη θέλαμε, γαμώ τ’αφτιά της Έχιδνας, τώρα μας ξύπνησες,» είπε η Μάρθα, καθώς σηκωνόταν τρίβοντας τα μάτια της.
Ο Γεράρδος οδήγησε το όχημα προς την εισβολή και, χωρίς καμια δυσκολία, πέρασε μέσα από τα γκρεμισμένα διαστασιακά τοιχώματα και μπήκε στη Χάρνταβελ.
Οι φρουροί στα τείχη της Ερρίθιας, οι άνθρωποι που έτυχε εκείνη την ώρα να βρίσκονται στις αποβάθρες ή σε κάποια από τις ταβέρνες του λιμανιού, και μερικοί που στέκονταν επάνω σε εξώστες ή μπροστά σε ψηλά παράθυρα είδαν μέσα στη νύχτα δύο πλοία να έρχονται από τον Μεγάλο Ποταμό. Το ένα ήταν δικάταρτο και μετρίου μεγέθους. Το άλλο ήταν πολύ μεγαλύτερο και δεν είχε ιστία· κινιόταν αποκλειστικά και μόνο με ενεργειακή μηχανή. Επάνω του, αν κοίταζες προσεχτικά, μπορούσες να διακρίνεις δύο μικρά ελικόπτερα, το ένα στην πρύμνη και το άλλο στην πλώρη, καθώς επίσης και ένα κανόνι με μακρύ ρύγχος.
Οι κάτοικοι της Ερρίθιας αναστατώθηκαν, γιατί ήταν πασιφανές πως αυτά τα σκάφη δεν ήταν από τη Χάρνταβελ, και ίσως – πιθανώς – να ήταν Παντοκρατορικά. Αμέσως, οι φρουροί έτρεξαν να ειδοποιήσουν τον Υπεράρχη και τους ιερείς.
Κάποιοι, όμως, πρόσεξαν ότι τα δύο πλοία πλησίαζαν από τα νότια και είπαν ότι από εκεί δεν μπορεί να έρχονταν Παντοκρατορικοί: από εκεί ήταν η διαστασιακή δίοδος για Απολλώνια. Οι Παντοκρατορικοί, λογικά, θα έρχονταν από τα βόρεια, απ’τη διαστασιακή δίοδο από Φεηνάρκια.
Έπειτα, ένας άλλος ύψωσε ένα τηλεσκόπιο και κοίταξε. Είδε το έμβλημα που ήταν ζωγραφισμένο επάνω στο μεγάλο πλοίο και είπε, γελώντας: «Όχι, ρε! δεν είναι της Παντοκράτειρας αυτοί, μην ανησυχείτε.»
*
«Δε βλέπω πουθενά σημαίες της Παντοκράτειρας,» παρατήρησε η Βατράνια. Στεκόταν στο κατάστρωμα του Κροκόδειλου κρατώντας ένα ζευγάρι κιάλια μπροστά στα μάτια της. «Βλέπω, όμως, σημαίες του Υπεράρχη.»
«Θες να πεις ότι η εξέγερση τελείωσε;» έκανε, ξαφνιασμένος, ο Σθένελος, που στεκόταν πλάι της. Όταν οι δυο τους είχαν φύγει για να πάνε στην Απολλώνια, ο Παντοκρατορικός Επόπτης είχε φυλακίσει τον Υπεράρχη και τα πράγματα φαίνονταν σκούρα. Πώς ήταν δυνατόν να είχαν αλλάξει τόσο γρήγορα; Και να φανταστείς ότι κόψαμε δρόμο κιόλας στην Άωλρυς! Παρότι ο Σέλιρ’χοκ είχε υπολογίσει ότι θα επέστρεφαν στην Ερρίθια σε πάνω από είκοσι μέρες, είχαν τελικά καταφέρει να επιστρέψουν σε δεκατρείς (χρόνος Χάρνταβελ).
«Έτσι μου φαίνεται,» είπε η Βατράνια, και έδωσε τα κιάλια στον Σθένελο.
Εκείνος τα πήρε και κοίταξε τη Μεγάλη Πόλη της Χάρνταβελ. Πράγματι, οι σημαίες του Υπεράρχη κυμάτιζαν στις επάλξεις. Πουθενά δεν υπήρχε σημαία της Παντοκράτειρας. «Δεν το πιστεύω… Τα κατάφεραν χωρίς εμάς. Άδικα ήρθαμε. Άδικα φέραμε τον ίδιο τον Πρίγκιπα.»
Ο Ανδρόνικος, ο Βασιληάς της Απολλώνιας, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, είχε αποφασίσει να έρθει μαζί τους όταν του εξήγησαν τι συνέβαινε στη Χάρνταβελ. Είχε πει ότι, όταν μια διάσταση έδινε αγώνα για την απελευθέρωσή της, ήθελε να είναι εκεί, για να βοηθήσει προσωπικά. Έτσι, τώρα βρισκόταν μέσα στον Φωτομάχο, το μεγάλο πλοίο που έπλεε δίπλα στον Κροκόδειλο. Εκτός απ’τον Ανδρόνικο, στο σκάφος ήταν κι ο Ανδροκλής’μορ, ένας Τεχνομαθής μάγος και επαναστάτης, καθώς και η Ιωάννα, η Μαύρη Δράκαινα, η οποία έτυχε να βρίσκεται στην Απαστράπτουσα όταν ο Σθένελος και Βατράνια έφτασαν εκεί. Πενήντα Απολλώνιοι πολεμιστές επάνδρωναν τον Φωτομάχο· ένα ενεργειακό κανόνι ήταν επάνω στο σκάφος, το οποίο θα ρύθμιζε ο Ανδροκλής σε περίπτωση μάχης· και δύο μικρά ελικόπτερα – μ’ένα πυροβόλο προσαρτημένο στο καθένα – περίμεναν προσγειωμένα στο κατάστρωμα του μεγάλου πλοίου.
Η Αριάδνη’ταρ, μια μάγισσα του τάγματος των Δρακαινών, καθόταν τώρα στο ενεργειακό κέντρο του Κροκόδειλου, έχοντας υφάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως και ελέγχοντας τη ροή της ενέργειας του μεταβαλλόμενου σκάφους.
Ο Πρίγκιπας της Επανάστασης πίστευε ότι, φέρνοντας αυτή τη βοήθεια στους εξεγερθέντες της Χάρνταβελ, θα κατόρθωνε να διώξει τους Παντοκρατορικούς.
Απ’ό,τι φαινόταν, όμως, δεν υπήρχαν πια Παντοκρατορικοί στην Ερρίθια.
Η Βατράνια τράβηξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από τη ζώνη της και τον άνοιξε έτσι ώστε να μπορεί ν’ακούσει και ο Σθένελος. Πάτησε ένα κουμπί και κάλεσε τον Ανδρόνικο. «Πρίγκιπά μου,» είπε, «ο Υπεράρχης πρέπει να έχει πάλι την Ερρίθια υπό τον έλεγχό του.»
«Το είδα κι εγώ, Βατράνια,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Ούτε μία Παντοκρατορική σημαία δεν φαίνεται. Ας πλησιάσουμε, όμως, με προσοχή. Ίσως να είναι παγίδα του Επόπτη.»
«Πράγματι,» είπε ο Σθένελος, καθώς ο πομπός έκλεινε, «ίσως να είναι παγίδα. Προσπάθησε να καλέσεις τη Μάρθα όταν είμαστε εντός εμβέλειας, Βατράνια.»
Η Βατράνια ένευσε.
Τα δύο σκάφη πλησίασαν το λιμάνι της Ερρίθιας, και κανένα εχθρικό πλοίο δεν βγήκε από εκεί για να τους επιτεθεί. Ούτε κανένα ήρθε από τα ανατολικά, από εκεί όπου ο Μεγάλος Ποταμός συναντούσε τον Παραπόταμο. Οι Παντοκρατορικοί έμοιαζε, όντως, να έχουν φύγει.
Ο Σθένελος αισθανόταν σαν ηλίθιος που είχε τρέξει στην Απολλώνια να ζητήσει βοήθεια.
Η Βατράνια άνοιξε τον πομπό της καλώντας τη Μάρθα. Δεν έλαβε απάντηση. Ο πομπός της Μάρθας δεν πρέπει να βρισκόταν εντός εμβέλειας. «Δεν είναι εδώ,» είπε στον Σθένελο. «Δεν είναι στην Ερρίθια.»
«Δοκίμασε και τους πομπούς των άλλων.»
Η Βατράνια δοκίμασε, αλλά τα αποτελέσματα ήταν ίδια. «Δεν είναι εδώ, Σθένελε.»
Ο Σθένελος συνοφρυώθηκε. «Παράξενο. Αν ο Επόπτης διώχτηκε, γιατί να φύγουν;»
Ο Φωτομάχος προσέγγισε τις αποβάθρες της Ερρίθιας, και ο Κροκόδειλος τον ακολούθησε. Ένας Απολλώνιος πολεμιστής οδηγούσε το σκάφος ενώ ο Σθένελος και η Βατράνια στέκονταν στο κατάστρωμα μαζί με άλλους τέσσερις πολεμιστές, οπλισμένους με τουφέκια μακρινής εμβέλειας.
Τα δύο πλοία άραξαν χωρίς κανένας να τα εμποδίσει. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από εκείνο το σημείο του λιμανιού, αλλά στρατιώτες συγκεντρώθηκαν – στρατιώτες που είχαν επάνω στα χιτώνιά τους το έμβλημα του Υπεράρχη της Χάρνταβελ – καθώς και Ιεροί Φρουροί, με κλειστά κράνη, καραμπίνες στα χέρια, και μεγάλα σπαθιά στην πλάτη.
Ένας Απολλώνιος πολεμιστής βγήκε και στάθηκε στην άκρη του καταστρώματος του Φωτομάχου, φωνάζοντας: «Ο Βασιληάς Ανδρόνικος της Απολλώνιας έμαθε για την εξέγερση του λαού της Ερρίθιας κατά του Παντοκρατορικού Επόπτη! Βρισκόμαστε εδώ σταλμένοι από τον Βασιληά της Απολλώνιας προκειμένου να προσφέρουμε τη βοήθειά μας στους κατοίκους της Μεγάλης Πόλης ώστε να απελευθερωθούν!»
Δεν αναφέρει ότι ο ίδιος ο Βασιληάς είναι μαζί μας, παρατήρησε ο Σθένελος. Ο Ανδρόνικος ακόμα φοβάται πως ίσως να είναι παγίδα και είναι επιφυλακτικός.
Ανάμεσα από τους Ιερούς Φρουρούς, ένας πορφυρόδερμος άντρας ξεπρόβαλε φορώντας τα άμφια ιερέα. Πλάι του ερχόταν ένας μεγάλος μαύρος σκύλος. «Ευχαριστούμε από καρδιάς τον Βασιληά της Απολλώνιας,» φώναξε, «αλλά η εξέγερση έχει λήξει. Ο Παντοκρατορικός Επόπτης έχει διωχθεί, ο Υπεράρχης της Χάρνταβελ κάθεται πάλι στον Ύψιστο Θρόνο. Κατεβείτε να σας φιλοξενήσουμε.»
Ένας άλλος άντρας ήρθε και στάθηκε πλάι στον πρώτο. Φορούσε επίσης τα άμφια ιερέα, και ο Σθένελος τον αναγνώρισε αμέσως. «Ο Έδουος…» έκανε.
«Δεν έμεινε και πολύ στο κρεβάτι ύστερα από τις πιστολιές της Μάρθας…» παρατήρησε η Βατράνια.
Στο κατάστρωμα του Φωτομάχου βγήκαν, τότε, ο Ανδρόνικος, η Ιωάννα, και κάμποσοι Απολλώνιοι πολεμιστές. «Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία σας,» φώναξε ο Πρίγκιπας της Επανάστασης. «Σε ποιον έχουμε την τιμή να μιλάμε;»
«Ονομάζομαι Μαλαχίας. Είμαι ιερέας, άνθρωπος του Θεού.» Δεν πρέπει να είχε αναγνωρίσει τον Βασιληά της Απολλώνιας.
*
Οδηγήθηκαν στα Ανάκτορα, όπου ο Υπεράρχης Ριχάρδος ο Τρίτος τούς υποδέχτηκε στην Αίθουσα του Ύψιστου Θρόνου, μαζί με την οικογένειά του και τρεις ιερείς: τον Μαλαχία, τον Έδουο, και τον Ριχάρδο (ο οποίος φαινόταν πρόσφατα να έχει υποστεί πολύ σοβαρά εγκαύματα).
«Βασιληά Ανδρόνικε,» είπε ο Υπεράρχης ανταλλάσσοντας μια χειραψία με τον Πρίγκιπα της Επανάστασης. «Μου είπαν ότι είχαν καλέσει βοήθεια από την Απολλώνια, αλλά δεν περίμενα ότι εσείς ο ίδιος θα ερχόσασταν… Αν το ήξερα θα είχα ετοιμάσει πολύ καλύτερη υποδοχή· σας διαβεβαιώνω.»
«Δεν υπήρχε λόγος, Ύψιστε Άρχοντα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Δε θα ήθελα να σας βάλω σε επιπρόσθετο κόπο για εμένα· κι επιπλέον, ήρθα εδώ με πρόθεση να πολεμήσω. Όταν μου ανέφεραν ότι εξέγερση έχει ξεκινήσει στη Χάρνταβελ, δεν μπορούσα να μείνω μακριά. Δυστυχώς, όμως, όπως φαίνεται, άργησα…»
«Θα χρειαζόμασταν ακόμα τη βοήθειά σας,» του είπε ο Ριχάρδος ο Τρίτος, «αν τα πράγματα δεν είχαν αλλάξει τόσο. Παρακαλώ, καθίστε.»
Ο Σθένελος, που στεκόταν ανάμεσα στους υπόλοιπους συνοδούς του Ανδρόνικου, κάθισε σε μια από τις θέσεις του μεγάλου τραπεζιού καθώς υπηρέτες έφερναν ποτά και γλυκίσματα για όλους. Η Βατράνια κάθισε στα δεξιά του και ο Ανδροκλής’μορ στ’αριστερά του. Ο Ανδρόνικος πήρε θέση στη μια άκρη του τραπεζιού, ενώ ο Υπεράρχης της Χάρνταβελ στην αντικρινή. Η Ιωάννα κάθισε πλάι στην Αριάδνη’ταρ. Οι τρεις ιερείς κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο, στη σειρά.
«Οι Μεγάλοι Πατέρες,» είπε ο Ριχάρδος ο Τρίτος, «θα μπορούν, πιστεύω, να εξηγήσουν καλύτερα τι συνέβη. Άλλωστε, εγώ και η οικογένειά μου ήμασταν φυλακισμένοι όσο εκείνοι προσπαθούσαν να αποτινάξουν τους τυράννους από την Ερρίθια.»
«Η βοήθεια που είχαμε ήταν πολύτιμη, Ύψιστε Άρχοντα,» είπε ο Μαλαχίας· «δεν το κάναμε μόνοι μας.» Και στρεφόμενος στον Ανδρόνικο: «Χρωστάμε πολλά στον Γεράρδο, Μεγαλειότατε, τον οποίο μας στείλατε και πάλι στη Χάρνταβελ…» Συνεχίζοντας, διηγήθηκε τι είχε συμβεί. Τους είπε για το καινούργιο τάγμα ιερέων που είχε διαμορφωθεί, για τον θάνατο του Ύπατου στον Υπεραιώνιο, για τη συμμαχία με τον Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, για την εισβολή στα Ανάκτορα και για την ανατροπή του καθεστώτος του Παντοκρατορικού Επόπτη. Και τέλος, τους είπε για τους εξωδιαστασιακούς: για τον λαό του Βασιληά Κάλροοθ και για τους υπόλοιπους λαούς από την άλλη διάσταση. Ο Γεράρδος και οι σύντροφοί του είχαν πάει τώρα στη Ναραλμάδια, μαζί με τον Τέρι Κάρμεθ και τους ιερείς Τζοσελίνο και Οσβάλδο, για να σταματήσουν τον πόλεμο εκεί και να επικοινωνήσουν με τον Βασιληά Κάλροοθ ώστε να βρεθεί μια λύση. Διότι, αν δεν βρισκόταν λύση στο πρόβλημά τους, η Χάρνταβελ θα καταστρεφόταν.
«Τα πράγματα έχουν χειροτερέψει,» είπε ο Μαλαχίας, δυσοίωνα. «Καινούργιες εισβολές παρουσιάζονται κάθε λίγο. Τρύπες – πληγές – επάνω στο σώμα της Χάρνταβελ. Εμείς, οι άνθρωποι του Θεού, τις αισθανόμαστε και πονάμε μαζί με τη διάστασή μας.»
Καθώς ο Κροκόδειλος και ο Φωτομάχος έπλεαν επάνω στον Μεγάλο Ποταμό, κατευθυνόμενοι προς την Ερρίθια, είχαν συναντήσει μια εισβολή η οποία, ο Σθένελος υπέθετε, πρέπει να ήταν καινούργια, γιατί νόμιζε πως αλλιώς πρέπει να την είχε ξαναδεί περνώντας. Σε μια από τις δυτικές όχθες, η Χάρνταβελ είχε ανοίξει και ο Μεγάλος Ποταμός σ’εκείνο το σημείο είχε διχαλώσει, σαν κάποιος να είχε σκάψει ένα αυλάκι. Το νερό του περνούσε από εκεί και χυνόταν μέσα στην έρημο της άλλης διάστασης, για να μουλιάσει την άμμο και να εξατμιστεί από τη δύναμη του φλεγόμενου ήλιου.
Ο Σθένελος είχε σκεφτεί: Θεοί! Τι θα γίνει αν πολλά τέτοια ανοίγματα δημιουργηθούν κοντά ή και μέσα στον Μεγάλο Ποταμό; Θα τον διαλύσουν στο τέλος…
Η Χάρνταβελ, αναμφίβολα, βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής.
Κι εγώ έλειπα από εδώ όσο σημαντικά πράγματα συνέβαιναν! σκέφτηκε τώρα ο Σθένελος, καθισμένος ανάμεσα στη Βατράνια και τον Ανδροκλή, νιώθοντας ανόητος που είχε ταξιδέψει στην Απολλώνια. Νιώθοντας ότι κάτι τού είχαν κλέψει. Θα έπρεπε τώρα να βρισκόμουν σ’αυτή τη Ναραλμάδια, για να δω τον λαό του Βασιληά Κάλροοθ, για να ερευνήσω την άλλη διάσταση!
Κατάρες!
Αναστέναξε.
«Τι είναι;» τον ρώτησε η Βατράνια, χαμηλόφωνα, καθώς ο Ανδρόνικος μιλούσε με τον Υπεράρχη και τον Μαλαχία.
«Ρωτάς τι είναι;» απόρησε ο Σθένελος. «Δεν άκουσες τι πράγματα έγιναν ενώ εμείς λείπαμε;»
«Άνθρωποι σκοτώθηκαν. Μη λυπάσαι που δεν ήσουν εδώ.»
«Μα… δεν άκουσες πώς οι ιερείς άλλαξαν; Δεν άκουσες για τους εξωδιαστασιακούς; Πρέπει αύριο να πάμε κι εμείς στη Ναραλμάδια, Βατράνια.»
«Θυμάσαι το δρόμο;»
«Σοβαρέψου! Θα βρούμε κάποιον να μας οδηγήσει. Κι επιπλέον, ο Κροκόδειλος έχει χάρτη της Χάρνταβελ αποθηκευμένο στο σύστημά του.»
«Τέλος πάντων. Θα ρωτήσουμε τον Πρίγκιπα.» Η Βατράνια ήπιε μια γουλιά από το κρασί στην κούπα της.
Η συζήτηση του Ανδρόνικου με τον Υπεράρχη και τους ιερείς δεν κράτησε πολύ ακόμα. Ήταν ήδη νύχτα όταν τα πλοία είχαν αράξει στο λιμάνι της Ερρίθιας, και τώρα ήταν περασμένα μεσάνυχτα· ήθελαν όλοι να ξεκουραστούν. Ο Ριχάρδος ο Τρίτος πρόσταξε τους υπηρέτες των Ανακτόρων να οδηγήσουν τους Απολλώνιους στα καλύτερα δωμάτια. Πρότεινε, δε, στον Ανδρόνικο να κοιμηθεί στα δικά του διαμερίσματα αλλά εκείνος αρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντας πως δεν είχε έρθει εδώ για να ξεβολέψει κανέναν, είχε έρθει για να πολεμήσει την Παντοκράτειρα.
«Τότε, Βασιληά μου,» είπε ο Υπεράρχης, «ίσως θα δεχόσασταν να μείνετε στα δωμάτια του Παντοκρατορικού Επόπτη, τα οποία είναι άδεια.»
Ο Ανδρόνικος συμφώνησε μ’αυτό. Ίσως να το έβλεπε και συμβολικά, σκέφτηκε ο Σθένελος· κι ύστερα ακολούθησε μια νεαρή πορφυρόδερμη υπηρέτρια προς το δωμάτιο όπου θα τον φιλοξενούσαν. Όταν έφτασαν εκεί, και καθώς η κοπέλα έφτιαχνε τον χώρο, ο Σθένελος κοίταζε τα όμορφα μακριά πόδια της και, προτού εκείνη φύγει, της πρότεινε να πιει μαζί του ένα ποτό. Η υπηρέτρια αρνήθηκε, αποφεύγοντας το βλέμμα του και λέγοντας ότι είχε δουλειά και ότι δεν τον καταλάβαινε, δεν μιλούσε και πολύ καλά τη Συμπαντική Γλώσσα. Ο Σθένελος αυτό το τελευταίο δεν το πίστευε· πρέπει να μιλούσε τη Συμπαντική μια χαρά. Ήταν απλώς φοβισμένη. Την είχε αιφνιδιάσει, φαίνεται, η πρότασή του.
«Ηρέμησε,» της είπε. «Σου αξίζει λίγη ξεκούραση.»
«Κύριος, πρέπει να πηγαίνω. Με συγχωρείτε,» αποκρίθηκε εκείνη. Μισάνοιξε την πόρτα του δωματίου και γλίστρησε έξω.
Τέλος πάντων, αναστέναξε ο Σθένελος· κι αφού έκανε ένα μπάνιο σε μια όμορφη, λαξευτή πέτρινη μπανιέρα, με χλιαρό νερό που κυλούσε μέσα σε σωληνώσεις (πολυτέλεια για τα δεδομένα της Χάρνταβελ), επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι, ανάσκελα, κοιτάζοντας το ταβάνι όπου ήταν αναμμένη μια ενεργειακή λάμπα.
Ούτε ο Εδμόνδος δεν είναι εδώ, σκέφτηκε. Πήγε κι αυτός μαζί με τον Γεράρδο…
Και τι ήταν αυτά που έλεγε ο Μαλαχίας; Ο Γεράρδος εμφανίστηκε στην έρημο στο κέντρο της Χάρνταβελ χωρίς να ξέρει πώς… και τώρα όλοι οι ιερείς μπορούν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται… όσοι, τουλάχιστον, δεν έχουν πια το Εσώτερο Θηρίο εντός τους… Και τι θα γίνει μ’αυτούς που έχουν ακόμα το Εσώτερο Θηρίο; Πόλεμος;
Ο Σθένελος χασμουρήθηκε.
Τι να κάνουν η Ιζαμπώ και η Ισαβέλλα;
Θα γίνει, άραγε, τώρα ο Γεράρδος Ύπατος των ιερέων;
Όλ’αυτά είναι πολύ παράξενα. Και τα έχασα. Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!
–Μια σκιά, στην άκρια του ματιού του.
Ο Σθένελος στράφηκε καθώς ανασηκωνόταν.
Η Βατράνια έκλεισε πίσω της την εξώπορτα και βάδισε προς το κρεβάτι του. Τα ξανθά της μαλλιά ήταν νωπά, τα πόδια της ξυπόλυτα, και φορούσε ένα ελαφρύ, κοντό φόρεμα που έκανε τον Σθένελο αμέσως να αναστατωθεί.
«Δεν κλείνεις την πόρτα σου;» απόρησε η Βατράνια. «Μη μου πεις ότι περίμενες εμένα…» Σκαρφάλωσε στο κρεβάτι και στάθηκε στα γόνατα από πάνω του. «Κάνει κρύο. Όταν βγήκα απ’το δωμάτιό μου δε νόμιζα ότι έξω, στο διάδρομο, θα ήταν τόσο παγωμένο το πάτωμα. Παραλίγο να πάθω κρυοπαγήματα.»
Η υπηρέτρια, φεύγοντας, δεν είχε κλείσει την πόρτα, την είχε αφήσει μισάνοιχτη, και ούτε ο Σθένελος είχε σκεφτεί να την κλείσει προτού πάει για μπάνιο. «Όχι, δε σε περίμενα,» αποκρίθηκε, αγγίζοντας με το δεξί χέρι τον αριστερό μηρό της Βατράνιας και με το αριστερό χέρι το δεξί της γόνατο. «Δε σε περίμενα…» Σ’όλο το ταξίδι προς και από την Απαστράπτουσα, η Βατράνια ούτε μία φορά δεν είχε υποκύψει στη γοητεία του· παρίστανε ότι ποτέ δεν είχε συμβεί τίποτα ανάμεσά τους. Θα τον είχε τσαντίσει, αν μπορούσε να τσαντιστεί με κάποια που είχε τόσο υπέροχα πόδια. «Απλά είχα ξεχάσει την πόρτα μισάνοιχτη.» Τη ρώτησε: «Βαριόσουν πάλι;» (Θυμόταν τι του είχε απαντήσει μετά από την πρώτη τους φορά μαζί, όταν εκείνος την είχε ρωτήσει τι την είχε κάνει να αλλάξει γνώμη για την παρέα του: Βαριόμουν εδώ πέρα, τόσες μέρες, ήταν η απάντησή της.)
Η Βατράνια συνοφρυώθηκε. «Σου μοιάζω να βαριέμαι;»
«Μια απορία είχα, μονάχα,» είπε ο Σθένελος· κι ύστερα βάλθηκε να την κατασπαράξει, τώρα που ξανάχε αυτά τα υπέροχα πόδια γύρω του.
Μετά από ώρα, τελικά κοιμήθηκε, αλλά δεν θυμόταν πότε ακριβώς. Κι έπειτα άκουσε τη Βατράνια να λέει τ’όνομά του και να του ζητά να σηκωθεί· η φωνή της του φαινόταν απόμακρη, καθώς ήταν ακόμα τυλιγμένος στο πέπλο του ύπνου, ξαπλωμένος μπρούμυτα επάνω στο μαλακό κρεβάτι. Μετά, αισθάνθηκε το χέρι της να σφίγγει τον γλουτό του, και μούγκρισε.
«Σήκω, ρε κοιμισμένε! Δε σ’το λέω για πλάκα.» Το χέρι της τώρα γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια του και τον τσίμπησε στην εσωτερική μεριά του μηρού.
Ο Σθένελος τινάχτηκε. «Α!… Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!»
Η Βατράνια καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, με το ένα της πόδι διπλωμένο από κάτω της. Ήταν ντυμένη μ’ένα λευκό πουκάμισο και καφετί παντελόνι. «Έχουμε παρέα,» του είπε, πολύ σοβαρά.
Ο Σθένελος συνοφρυώθηκε κι έτριψε τα μάτια του. «Παρέα;»
«Παντοκρατορικοί. Ένας στρατός.»
«Με δουλεύεις;»
«Μακάρι να σε δούλευα. Κι εγώ έτσι νόμιζα, ότι η Ιωάννα με δούλευε όταν με ειδοποίησε.»
«Σε ειδοποίησε; Κι εγώ πού ήμουν;»
«Εγώ,» είπε η Βατράνια, «ήμουν στο δωμάτιό μου. Δε με κατάλαβες το βράδυ που έφυγα, ε;»
Ο Σθένελος μόρφασε. «Όχι.»
«Τέλος πάντων. Σήκω. Έχουμε πρόβλημα.»
*
Ο Σθένελος ανέβηκε σ’έναν μεγάλο εξώστη των Ανακτόρων μαζί με τη Βατράνια. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, η Ιωάννα, η Αριάδνη’ταρ, και ο Ανδροκλής’μορ ήταν ήδη εκεί, όπως επίσης και ο Υπεράρχης Ριχάρδος ο Τρίτος και ο Μαλαχίας. Ατένιζαν όλοι τους προς τα δυτικά, όπου ήταν συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος των Παντοκρατορικών δυνάμεων.
Οι λευκοντυμένοι πολεμιστές πρέπει να ήταν πάνω από χίλιοι, απ’ό,τι υπολόγιζε ο Σθένελος· και δε νόμιζε ότι έκανε λάθος: είχε περάσει κάμποσο καιρό σε πεδία μάχης στην Απολλώνια, και στο Νότιο και στο Βόρειο Μέτωπο. Μαζί τους οι Παντοκρατορικοί είχαν δύο μεγάλα φορτηγά οχήματα χωρίς όπλα· ένα όχημα με δύο ψηλούς τροχούς στη μπροστινή μεριά, ερπύστριες στην πίσω, και μια γιγάντια μεταλλική βαλλίστρα στην οροφή· ένα όχημα με οκτώ τροχούς, σπαστό στη μέση για λόγους ευελιξίας, και μ’ένα πυροβόλο σε κάθε τμήμα του· και ένα όχημα με έξι ψηλούς τροχούς και ένα όπλο στην οροφή του που, αν δεν έκανε λάθος ο Σθένελος (και δεν πίστευε ότι έκανε), ήταν ενεργειακό κανόνι – πολύ καταστροφικό όπλο, εξαιρετικά επικίνδυνο.
«Ναι, ορισμένοι είναι οι ίδιοι,» έλεγε ο Υπεράρχης όταν ανέβηκαν ο Σθένελος και η Βατράνια. «Αυτό εκεί το όχημα με τη βαλλίστρα είχε ξανάρθει· ο Τέρι Κάρμεθ το είχε διώξει. Και το ίδιο είχε συμβεί και μ’αυτά τα δύο φορτηγά εκεί.» Ο Ριχάρδος έδειχνε καθώς μιλούσε. «Τ’άλλα δύο άρματα δεν τάχω ξαναδεί…»
Η Ιωάννα κοίταζε μ’ένα ζευγάρι κιάλια. «Ο Επόπτης, ο Νιρμόδος Νάρλεφ, είναι ένας γαλανόδερμος άντρας με κόκκινα κοντά μαλλιά, έτσι;»
«Ναι, γιατί;»
«Και η σύζυγός του, η Θελρίτ Κάρινεθ, είναι επίσης γαλανόδερμη και έχει μακριά ξανθά μαλλιά, σωστά;»
«Ναι. Γιατί ρωτάς;»
«Γιατί τους βλέπω και τους δύο τους εκεί κάτω.»
«Τι;» έκανε ο Ριχάρδος, ξαφνιασμένος. «Μα… είναι… Ο Επόπτης είναι νεκρός! Ο Γεράρδος είπε ότι τον σκότωσε! Δώσε μου τα κιάλια.» Έτεινε το χέρι του προς την Ιωάννα· η Μαύρη Δράκαινα τού τα έδωσε. Ο Υπεράρχης τα έφερε στα μάτια του και κοίταξε. «Κατάρες!…» μούγκρισε. «Αυτός είναι, όντως. Ο Νιρμόδος Νάρλεφ.» Κατέβασε τα κιάλια. «Ο Γεράρδος μού είπε ότι τον σκότωσε!»
Ο Μαλαχίας είπε: «Τον κρέμασε στα μπουντρούμια, Ύψιστε Άρχοντα… Τον κρέμασε ανάποδα και τον άφησε να πεθάνει… Δεν καταλαβαίνω πώς δραπέτευσε.»
«Δεν είδαμε ποτέ το πτώμα του,» μόρφασε ο Ριχάρδος. «Υπέθεσα ότι το πήραν και το πέταξαν…»
Ο Ανδρόνικος είπε: «Κάποιοι πρέπει να τον βοήθησαν να φύγει μαζί με τους άλλους, όταν έγινε η γενική απομάκρυνση των δυνάμεων της Παντοκράτειρας.» Και άλλαξε θέμα: «Μου είπατε, Ύψιστε Άρχοντα, ότι ο Επόπτης περίμενε ενισχύσεις και από τη Ρελκάμνια, τη διάσταση-έδρα της Παντοκρατορίας, σωστά;»
«Ναι,» ένευσε ο Ριχάρδος.
«Αυτοί που υποχώρησαν πρέπει να συνάντησαν τις ενισχύσεις από τη Ρελκάμνια στο δρόμο τους – κατά πάσα πιθανότητα, στη Φεηνάρκια – κι αποφάσισαν να ξαναγυρίσουν. Ο Νιρμόδος πρέπει να τους ώθησε. Δεν έπρεπε να τον είχατε αφήσει να δραπετεύσει…»
«Κάποιος μάς πρόδωσε!» είπε ο Ριχάρδος ο Τρίτος χτυπώντας τη γροθιά του στο πέτρινο, λαξευτό χείλος του εξώστη. Στράφηκε στον Ανδρόνικο. «Βασιληά μου, τελικά φαίνεται πως θα χρειαστούμε τη βοήθειά σας.»
«Και θα την έχετε,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ο Επόπτης, σίγουρα, δεν θα υπολόγιζε ότι θα είμαι κι εγώ εδώ. Η αντίσταση που θα συναντήσει θα είναι μεγαλύτερη απ’ό,τι περιμένει.»
Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του Υπεράρχη κουδούνισε, και ο Ριχάρδος τον τράβηξε από τη ζώνη του και τον άνοιξε φέρνοντάς τον στ’αφτί του. «Μάλιστα.»
Άκουσε τι είχαν να του πουν και, μετά, έκλεισε πάλι τον πομπό. «Ο Επόπτης ζητά την άμεση παράδοσή μας,» είπε.
«Υποθέτω πως δεν είναι κάτι που σκέφτεστε να κάνετε, Ύψιστε Άρχοντα…» είπε ο Ανδρόνικος.
«Ασφαλώς και όχι.»
Η Ιωάννα ρώτησε: «Ήρθαν από εκείνη εκεί τη γέφυρα;» Έδειχνε τη μεγάλη γέφυρα που δρασκέλιζε τον ποταμό οδηγώντας στη Βεν’τάδια.
«Μου ανέφεραν ότι τους είδαν να έρχονται από τα βορειοδυτικά, όχι από τη γέφυρα,» απάντησε ο Υπεράρχης.
«Υπάρχει άλλη γέφυρα προς τα εκεί;»
Ο Ριχάρδος συνοφρυώθηκε, σκεπτικός. «Καταλαβαίνω γιατί ρωτάς. Αυτά τα οχήματα θεωρείς ότι είναι πολύ μεγάλα και βαριά για να πέρασαν από τη γέφυρα που βλέπουμε, σωστά;»
«Ναι, σχετικά…» είπε η Ιωάννα. «Θα μπορούσαν και να περάσουν, βέβαια. Ίσως. Με δυσκολία, και κάποιον κίνδυνο. Υπάρχει άλλη γέφυρα πιο πάνω;»
Ο Ριχάρδος κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Κανονικά, για να έρθουν έτσι όπως ήρθαν, θα έπρεπε να έχουν διασχίσει το Κεντροδάσος, πράγμα που δε νομίζω ότι έκαναν. Επομένως, μάλλον έχουν γεφυρώσει με κάποιον τρόπο τον Μεγάλο Ποταμό, προς τα βορειοδυτικά.»
«Ο Νιρμόδος Νάρλεφ δεν ήθελε να το ρισκάρει περνώντας από τη γέφυρά σας,» συμπέρανε ο Ανδρόνικος.
«Τι προτείνετε να κάνουμε, Βασιληά μου;» τον ρώτησε ο Ριχάρδος.
«Θα τους χτυπήσουμε, Ύψιστε Άρχοντα. Τώρα, που έχουμε ακόμα το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.»
«Πιστεύεις ότι δεν θα έχουν δει τον Φωτομάχο στο λιμάνι της Ερρίθιας;» είπε η Ιωάννα στον Ανδρόνικο.
«Μπορεί και να τον έχουν δει. Αλλά, και πάλι, αν κινηθούμε έξυπνα, ίσως κατορθώσουμε να τους ξαφνιάσουμε και να τους προκαλέσουμε κάποιες αρκετά σοβαρές αρχικές ζημιές.»
Τώρα, σκέφτηκε απογοητευμένα ο Σθένελος, αποκλείεται να πάμε στη Ναραλμάδια…
Όταν επέστρεψαν από την άλλη διάσταση μαζί με το μεγάλο πιάτο, ήταν όλοι τους πολύ κουρασμένοι για να το μελετήσουν. Βγήκαν από το όχημά τους και πήγαν στις σκηνές τους για να φάνε και να ξεκουραστούν. Στον καταυλισμό γύρω από την εισβολή δεν φαινόταν να έχει γίνει τίποτα απρόοπτο όσο έλειπαν. Άλλωστε, δεν είχαν φύγει και για τόσο καιρό: το ταξίδι τους στην Ανάθρι είχε διαρκέσει μόλις μία ημέρα.
Όταν ο Κάλροοθ μπήκε στη σκηνή του βρήκε την Ελκέρτα να κοιμάται, και την ξύπνησε καθώς έβγαζε τις μπότες και τα ρούχα του. Εκείνη παραμέρισε την κουβέρτα όπου ήταν κουκουλωμένη και το ξανθό της κεφάλι αποκαλύφτηκε.
«Νωρίς γυρίσατε,» του είπε. Ήταν ξημερώματα.
«Δε μπορούσαμε να μείνουμε περισσότερο.»
«Βρήκατε τίποτα;»
«Ένα παλιό μηχάνημα, που οι μάγοι τους λένε ότι ίσως να συλλέγει ηλιακή ενέργεια.»
«Πώς είναι αυτό το μηχάνημα;»
«Σαν μεγάλο πιάτο.» Ο Κάλροοθ, έχοντας βγάλει τα ταξιδιωτικά του ρούχα, έριξε μια ρόμπα επάνω του. «Το φέραμε μαζί μας.»
«Λειτουργεί;»
«Απ’ό,τι λένε, όχι. Αλλά θέλουν να το μελετήσουν. Ίσως να μας δώσει κάποιο στοιχείο για να πολεμήσουμε τους Ιπτάμενους.»
Η Ελκέρτα τεντώθηκε κάτω απ’την κουβέρτα της.
«Ήσουν φρόνιμη;»
Η Ελκέρτα μειδίασε. «Τι περίμενες να κάνω;»
Ο Κάλροοθ κάθισε πλάι της. «Συνέβη τίποτα όσο έλειπα;»
«Όχι. Μόνο αυτός ο Θεογνώστης – πώς το λένε οι ντόπιοι; – ο ιερέας – ο Οσβάλδος έφυγε για να πάει στην Υλιριλίδια.»
*
Όταν η Αρίνη σηκώθηκε ήταν πια μεσημέρι. Το έλεγε το ενεργειακό ρολόι στον καρπό της, και το έλεγε κι η θέση του ήλιου έξω απ’τη σκηνή της. Ο Τέρι κοιμόταν παραδίπλα. Η Αρίνη πήρε ένα καθρεφτάκι και μια χτένα από τον σάκο της και χτένισε τα κοντά ξανθά μαλλιά της. Ύστερα, ντύθηκε και βγήκε απ’τη σκηνή.
Πήγε προς το μεγάλο πιάτο, τον ηλιακό συλλέκτη, που ήταν αφημένος στην άκρη του καταυλισμού, με μερικούς φρουρούς γύρω του, λες και υπήρχε πιθανότητα κανένας να τον κλέψει. Δεν σταμάτησαν την Αρίνη καθώς εκείνη πλησίασε κι άρχισε να σκαλίζει το μηχάνημα για να καταλάβει πώς λειτουργούσε. Η τεχνολογία των ανθρώπων της άλλης διάστασης τής έμοιαζε πολύ διαφορετική από την τεχνολογία που χρησιμοποιούσαν στο Γνωστό Σύμπαν. Μπορεί, ίσως, να έκαναν τα ίδια πράγματα αλλά όχι και με τους ίδιους τρόπους. Λογικό, άλλωστε. Η άλλη διάσταση ήταν απομονωμένη μέχρι στιγμής· οι κάτοικοί της δεν είχαν ιδέα για την ύπαρξη του υπόλοιπου σύμπαντος.
Η Αρίνη δυσκολευόταν να καταλάβει πώς ακριβώς μπορούσε κανείς να ενεργοποιήσει τον ηλιακό συλλέκτη, και σκεφτόταν ότι ένας μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών ίσως μπορούσε να τη βοηθήσει. Δεν υπήρχε, όμως, κανένας τέτοιος στον καταυλισμό.
Χρησιμοποίησε ένα Ξόρκι Μηχανικής Ανταποκρίσεως, για να διαπιστώσει αν όλα τα κομμάτια του μηχανισμού επικοινωνούσαν σωστά μεταξύ τους, και η απάντηση που έλαβε το μυαλό της ήταν αρνητική. Υπήρχε κάποιο πρόβλημα. Αναμενόμενο, σκέφτηκε η Αρίνη. Αλλά πού ακριβώς ήταν το πρόβλημα, δεν μπορούσε να εντοπίσει.
Κι από πού παίρνει ενέργεια αυτό το πράγμα; αναρωτήθηκε καθώς το κοίταζε από κάθε μεριά. Δεν της φαινόταν να υπάρχει καμια θέση για ενεργειακές φιάλες ή μπαταρίες.
Ο λαός του Κάλροοθ από πού έπαιρνε την ενέργεια που χρησιμοποιούσε;
Η Αρίνη απομακρύνθηκε από το μεγάλο πιάτο πηγαίνοντας να βρει την κόρη της.
Η Μαύρη Φωτιά καθόταν σε μια άκρη του καταυλισμού, με τα καστανά της μαλλιά να αναδεύονται παράξενα γύρω απ’το κεφάλι της – ένα φαινόμενο που, η Αρίνη υπέθετε, μάλλον προκαλείτο από την ενεργειακή της φύση. Τα κατάμαυρα μάτια της κοπέλας στράφηκαν στη μητέρα της καθώς σηκωνόταν όρθια.
«Χρειάζομαι τη βοήθειά σου,» της είπε η Αρίνη.
Η Μαύρη Φωτιά την περίμενε να συνεχίσει.
«Μπορείς να πεις στη Χονρέπα ότι θέλω να της μιλήσω;»
Φυσικά, Μητέρα.
«Θα είμαι στο μηχάνημα που έχουμε φέρει.»
Εντάξει.
Η Μαύρη Φωτιά έφυγε, βαδίζοντας ανάμεσα στις σκηνές, και η Αρίνη επέστρεψε στον ηλιακό συλλέκτη.
Εκεί βρήκε τον Σέλιρ’χοκ και την Άνμα’ταρ να περιεργάζονται το μηχάνημα. «Τώρα ήρθατε;» τους ρώτησε.
«Μόλις,» αποκρίθηκε η Άνμα. «Είχες έρθει και πιο πριν;»
«Ναι, αλλά δεν έβγαλα κανένα χρήσιμο συμπέρασμα. Δε μοιάζει με τα δικά μας μηχανήματα.»
Ο Σέλιρ, που ήταν γονατισμένος κοιτάζοντας τους μηχανισμούς κάτω από το πιάτο, σηκώθηκε όρθιος και ένευσε. «Πράγματι,» είπε. «Ακολουθεί διαφορετική λογική, σίγουρα.»
«Επίσης, δεν ξέρω από πού παίρνει ενέργεια,» πρόσθεσε η Αρίνη. «Έστειλα τώρα την κόρη μου να φωνάξει τη Χονρέπα.»
«Νομίζεις ότι η Χονρέπα θα ξέρει;»
«Τα μηχανήματα του υπόγειου λαού δεν χρησιμοποιούν ενεργειακές φιάλες, απ’ό,τι έχω καταλάβει· άρα ίσως να μπορεί να κάνει κάποια υπόθεση τουλάχιστον.»
Η Χονρέπα ήρθε μετά από λίγο, μαζί με τη Μαύρη Φωτιά.
«Μου είπε ότι με ζήτησες,» είπε η Λιθοφόρος στην Αρίνη.
Η Αρίνη ένευσε. «Θέλω να μου πεις πώς χρησιμοποιείτε την ενέργεια στον Υπόγειο Κόσμο για να βάζετε τα μηχανήματά σας σε λειτουργία.»
Η Χονρέπα συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»
Η Αρίνη τής εξήγησε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει από πού έπαιρνε ενέργεια ο ηλιακός συλλέκτης που είχαν βρει στην Ανάθρι. Η Χονρέπα, τότε, κοίταξε το μεγάλο πιάτο γύρω-γύρω και από κάτω, και τελικά έδειξε μια οπή στους μηχανισμούς του.
«Από εδώ πρέπει να παίρνει ενέργεια, νομίζω,» είπε.
«Τι μπαίνει εκεί;»
«Το καλώδιο του φορτιστή,» εξήγησε η Χονρέπα. «Κοίτα… Δεν ξέρω τι ακριβώς έκαναν στον Παλαιό Κόσμο, αλλά θα σου πω πώς χρησιμοποιούμε την ενέργεια στον Υπόγειο Κόσμο. Ορισμένα μεταλλεύματα έχουν, από τη φύση τους, παγιδευμένη ενέργεια στο εσωτερικό τους. Οι Οφθαλμοί της Γης μπορούν να τα εντοπίζουν, καθώς και να αντλούν την ενέργεια από αυτά και να τη φυλακίζουν μέσα σε φορτιστές. Μετά χρησιμοποιούμε τους φορτιστές για να δίνουμε ενέργεια σε όποιο μηχάνημα θέλουμε.»
«Και πιστεύεις ότι και στον Παλαιό Κόσμο είχαν κάποια παρόμοια μέθοδο;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ.
«Πιθανώς. Υπάρχει, πάντως, μια οπή σ’αυτό το μηχάνημα η οποία παραπέμπει στη χρήση φορτιστή για την ενεργειακή τροφοδοσία του. Εσείς πώς τροφοδοτείτε τα μηχανήματά σας;»
«Με ενεργειακές φιάλες,» της είπε η Αρίνη, «οι οποίες περιέχουν αποθηκευμένη ενέργεια.»
«Πού τη βρίσκετε;»
«Δε διαφέρει και πολύ η μέθοδός μας από τη δική σας. Σε ορυχεία βρίσκουμε την ενέργεια, κάτω από τη γη. Οι μάγοι του τάγματος των Γαιοδιφών βοηθάνε στη συλλογή και στην επεξεργασία της. Μόλις την πάρεις δεν είναι έτοιμη για να την κλείσεις σε ενεργειακές φιάλες.»
Ο Σέλιρ’χοκ ρώτησε τη Χονρέπα: «Μπορείς να μας πεις τίποτε άλλο γι’αυτό το μηχάνημα;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Δεν είμαι τεχνουργός. Να φέρω έναν τεχνουργό να το κοιτάξει;»
«Γιατί όχι;» είπε ο Σέλιρ. Κοίταξε ερωτηματικά την Αρίνη, κι εκείνη κατένευσε.
Η Χονρέπα έφυγε και σε λίγο επέστρεψε μαζί μ’έναν άντρα που είχε ολόλευκο δέρμα και γκρίζα μούσια και μαλλιά. Τον σύστησε ως Κάρμοοτ, κι εκείνος πλησίασε τον ηλιακό συλλέκτη για να τον κοιτάξει. Μαζί του είχε έναν μεγεθυντικό φακό και μια τσάντα με εργαλεία.
Τελικά, σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Δεν είναι σαν τα δικά μας μηχανήματα αλλά μοιάζει. Οι βασικές αρχές πρέπει νάναι οι ίδιες. Δεν ξέρω, όμως, άμα θα μπορούσα να φτιάξω τίποτα παρόμοιο μ’ετούτο.»
«Θα μας εξηγήσεις αυτές τις βασικές αρχές, καθώς και τη βασική λειτουργία του μηχανήματος;» ρώτησε η Αρίνη.
«Ναι, άμα θέλετε.» Και προς τη Χονρέπα: «Να τους δείξω;»
«Δείξε τους.»
Ο Κάρμοοτ τούς μίλησε για τους μηχανισμούς που βρίσκονταν κάτω από το μεγάλο πιάτο: από πού τροφοδοτούνταν με ενέργεια (ήταν πράγματι η οπή που είχε υποθέσει η Χονρέπα), ποιο κομμάτι επικοινωνούσε – ή έπρεπε να επικοινωνεί – με ποιο, πού ήταν ο πίνακας ελέγχου, ποιος ήταν ο κεντρικός επεξεργαστής– «Κι εδώ πρέπει να λείπει κάτι. Τούτα δω τα καλώδια πηγαίνουν προς τα κάτω και σταματούν. Νομίζω ότι κανονικά έπρεπε να φτάνουν στο μέρος που αποθηκεύεται η ενέργεια που μαζεύει το μηχάνημα.»
«Μάλιστα,» είπε η Αρίνη, καθώς τα σημείωνε όλα αυτά σ’ένα σημειωματάριο. «Σ’ευχαριστούμε, Κάρμοοτ.»
«Τίποτα. Έχει ενδιαφέρον το πράγμα. Τι θα το κάνετε, αλήθεια, αν επιτρέπεται;»
«Δεν ξέρουμε ακόμα. Ίσως μας βοηθήσει κάπως να νικήσουμε τους Ιπτάμενους.»
«Τον Καταστροφέα;»
«Ναι. Υπάρχουν τέσσερις τέτοιοι.»
«Το άκουσα,» είπε ο Κάρμοοτ. «Τέλος πάντω. Άμα με ξαναχρειαστείτε, φωνάξτε με. Ή μάλλον… να μείνω να το ψάξω λίγο ακόμα το μαραφέτι;»
«Ναι, αν θέλεις,» αποκρίθηκε η Αρίνη.
*
Καθώς νύχτωνε, ο Οσβάλδος επέστρεψε στον καταυλισμό, και συγκεντρώθηκαν όλοι τους γύρω από μια φωτιά αναμμένη μπροστά στη σκηνή του Τέρι και της Αρίνης. Εκτός από τον Γεράρδο, τους επαναστάτες, και τους ιερείς, ήταν εκεί ο Κάλροοθ, η Ελκέρτα, η Χονρέπα, και η Μαύρη Φωτιά.
«Θα μπορούσαν οι κάτοικοι του Παλαιού Κόσμου να έφτιαξαν τους Ιπτάμενους μονάχα μ’αυτό το μεγάλο πιάτο;» ρώτησε ο Γεράρδος, που δεν το θεωρούσε και πολύ πιθανό.
«Χρησιμοποιείται μάλλον για να συλλέγει ηλιακή ενέργεια,» είπε ο Σέλιρ’χοκ, «αλλά, όχι, μόνο μ’αυτό κι εγώ δε νομίζω ότι μπορεί να έφτιαξαν τους Ιπτάμενους. Υποθέτω ότι άντλησαν την ενέργεια του ήλιου τους, την αποθήκευσαν κάπου, και από εκεί την… διαμόρφωσαν με κάποια μέθοδο. Της έδωσαν μια σχετική νοημοσύνη – ζωώδη έστω. Βασικά ένστικτα επιβίωσης.»
«Επίσης,» είπε η Αρίνη, «πρέπει να είχαν κάποιον τρόπο για να ελέγχουν τους Ιπτάμενους, αφού φαίνεται να ήθελαν να τους χρησιμοποιούν ως όπλα.»
«Τα όπλα τους, όμως, έφυγαν απ’τον έλεγχό τους, έτσι δεν είναι;» είπε ο Γεράρδος.
«Μπορεί. Ή μπορεί κάτι άλλο να συνέβη.»
«Όπως;»
Η Αρίνη ανασήκωσε τους ώμους. «Να σκοτώθηκαν αναμεταξύ τους. Οι Παλαιές Διηγήσεις μιλάνε για πόλεμο στην Εποχή της Ουράνιας Φωτιάς, σωστά;» Κοίταξε τον Κάλροοθ.
Ο Βασιληάς ένευσε. «Ναι. Μιλάνε για έναν μεγάλο πόλεμο με πολύ καταστροφικά όπλα.»
«Υποθέτεις, επομένως, ότι σκοτώθηκαν αναμεταξύ τους χρησιμοποιώντας ως όπλα τους Ιπτάμενους;» ρώτησε ο Γεράρδος την Αρίνη.
«Δε μπορώ να είμαι βέβαιη ότι έγινε έτσι, αλλά είναι ένα ενδεχόμενο, δεν είναι;»
«Πράγματι.»
«Όλ’αυτά,» είπε ο Τέρι, «δε νομίζω ότι μας βοηθάνε να βρούμε τρόπο για να διαλύσουμε τους Ιπτάμενους. Τι θα κάνουμε με το μηχάνημα που βρήκαμε; Θα φτιάξουμε δικούς μας Ιπτάμενους για να τους βάλουμε να σκοτώσουν αυτούς που ήδη υπάρχουν;»
«Αυτό, μάλλον, δε θα ήταν συνετό, Ταγματάρχη,» παρατήρησε ο Σέλιρ’χοκ.
«Συμφωνώ,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Επομένως, σε τι μπορεί να μας χρειαστεί αυτός ο συλλέκτης ηλιακής ενέργειας;»
«Μια σκέψη,» είπε η Αρίνη προς όλους: «Οι Ιπτάμενοι είναι ενεργειακές οντότητες και η ενέργειά τους είναι ηλιακή. Θα μπορούσαμε, ίσως, να χρησιμοποιήσουμε τον συλλέκτη για να τραβήξουμε την ενέργειά τους και να τους παγιδεύσουμε.»
«Δεν είναι άσχημη σκέψη,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ. «Ωστόσο, δεν είμαστε σίγουροι ότι η ενέργεια των Ιπτάμενων είναι, πλέον, ακριβώς ίδια με την ενέργεια του ήλιου της άλλης διάστασης. Πολύ πιθανόν να έχει υποστεί μεταλλάξεις, κι άρα ο συλλέκτης δεν θα μπορεί να την αντλήσει.»
«Εκτός αν γίνουν και στον συλλέκτη κάποιες αλλαγές: αν φτιάξουμε έναν συλλέκτη ειδικό για την άντληση της ενέργειας από την οποία αποτελούνται οι Ιπτάμενοι.»
«Για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα να μελετήσουμε την ενέργεια τους· και για να τη μελετήσουμε θα πρέπει να τους πλησιάσουμε.»
«Μπορούμε να το κάνουμε,» είπε η Αρίνη, «τώρα που ξέρουμε ότι δε μας βλέπουν με τη χρήση της Μαγγανείας Εικονικής Νεκρώσεως. Θα πάμε κοντά σ’έναν απ’αυτούς και θα χρησιμοποιήσω το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως. Μετά, όμως, θα χρειαστώ κάποια μηχανήματα που εδώ δεν έχουμε… Στις μαγικές ακαδημίες, στο τμήμα των Ερευνητών, υπάρχει συνήθως ο λεγόμενος Θάλαμος Αισθητηριακής Καταγραφής. Εκεί μπορώ να αποθηκεύσω, από τη μνήμη μου, ορισμένες εντυπώσεις σε αποθηκευτικά συστήματα, για περαιτέρω επεξεργασία· πράγμα που πιστεύω ότι θα μας χρειαστεί, αν είναι να φτιάξουμε έναν συλλέκτη ειδικό για την ενέργεια των Ιπτάμενων.»
«Θα μπορούσαμε να φέρουμε υλικά από την Απολλώνια,» είπε ο Σέλιρ, «προκειμένου να κατασκευάσουμε τα μηχανήματα που χρειάζεσαι. Ή θα μπορούσαμε να πάμε στη Σχολή Μαγικών Τεχνών της Απαστράπτουσας για να κάνουμε εκεί τη δουλειά μας. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να μην προλάβουμε την καταστροφή της Χάρνταβελ. Ο χρόνος εδώ κυλά πολύ πιο γρήγορα απ’ό,τι στην Απολλώνια. Για κάθε μία ημέρα που περνά στην Απολλώνια, εδώ περνάνε δύο ημέρες και κάτι ώρες.»
«Αυτό είναι, όντως, ένα σοβαρό πρόβλημα,» παραδέχτηκε η Αρίνη, συλλογισμένα.
Η Άνμα’ταρ είπε: «Οι Ιπτάμενοι έχουν νοημοσύνη, όμως. Δεν είναι σκέτη ενέργεια. Κάτι που έχει συνείδηση του εαυτού του δεν νομίζω ότι θα σας αφήσει έτσι εύκολα να το τραβήξετε μέσα σ’ένα μηχάνημα. Κι όταν το έχετε τραβήξει εκεί, τι θα γίνει μετά; Δε θα προσπαθήσει να διαλύσει τη φυλακή του και να βγει;»
«Όταν ο συλλέκτης έχει αντλήσει την ενέργειά τους, οι Ιπτάμενοι δεν θα έχουν πια συνείδηση του εαυτού τους,» της είπε η Αρίνη. «Θα είναι σκέτη ενέργεια. Σκέψου τι θα πάθαινε ένας άνθρωπος που τραβούσες την ύλη του μέσα σ’ένα μηχάνημα. Σίγουρα δεν θα ήταν πια ζωντανός. Πάντως, έχεις δίκιο ότι οι Ιπτάμενοι θα προσπαθήσουν να αντισταθούν. Κι εγώ το ίδιο πιστεύω.»
«Ωραία όλ’αυτά. Θεωρικά,» είπε ο Γεράρδος. «Αλλά, πρακτικά, έτσι όπως τα λέτε, δεν προλαβαίνουμε να φτιάξουμε το μηχάνημα που θα νικήσει τους Ιπτάμενους. Ή κάνω λάθος;»
Η Αρίνη και ο Σέλιρ αλληλοκοιτάχτηκαν. Τελικά, η πρώτη είπε: «Πρέπει να πάμε, κατ’αρχήν, σ’ένα μέρος όπου θα έχουμε περισσότερους εξοπλισμούς και υλικά στη διάθεσή μας. Εδώ πέρα, στον καταυλισμό, στην ύπαιθρο, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα.»
«Προτείνεις να επιστρέψουμε στην Ερρίθια,» συμπέρανε ο Γεράρδος.
«Ναι.»
Ο Γεράρδος κοίταξε τους υπόλοιπους. Κανένας δεν έμοιαζε να έχει τίποτε άλλο να προτείνει. Και ο Σέλιρ’χοκ είπε: «Συμφωνώ με την Αρίνη.»
Ο Γεράρδος στράφηκε στον Κάλροοθ. «Βασιληά μου,» είπε, «πρέπει να μας υποσχεθείτε ότι η ειρήνη θα διαρκέσει ακόμα κι όταν λείπουμε.»
«Ασφαλώς και θα διαρκέσει. Σας έχω ήδη πει: δεν θέλω πόλεμο αν μπορώ να τον αποφύγω.»
Ο Γεράρδος ρώτησε τον Οσβάλδο: «Ο Άρχοντας Ροβέρτος τι σου είπε, Αδελφέ;»
«Συμφώνησε, φυσικά. Δεν έχει πρόβλημα ο λαός του Βασιληά Κάλροοθ να μείνει εδώ. Εξάλλου, αυτά είναι εδάφη του Αρχοντάτου της Ναραλμάδιας, όχι της Υλιριλίδιας· απλά είμαστε κοντά στα σύνορα.» Και προς τον Κάλροοθ: «Ούτε κι ο Άρχοντας Ροβέρτος θέλει πόλεμο αν μπορεί να τον αποφύγει, Βασιληά μου.»
«Με την αυγή, λοιπόν, φεύγουμε για Ερρίθια;» ρώτησε ο Τέρι.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος. «Και, υποθέτω, θα πάρουμε κι αυτό το μηχάνημα μαζί μας…» Κοίταξε προς τη μεριά του συλλέκτη ηλιακής ενέργειας.
«Εννοείται,» είπε η Αρίνη.
«Θα χρειαστούμε, επομένως, ένα μεγάλο κάρο. Μπορείτε να μας φτιάξετε ένα, Μεγαλειότατε;»
«Δε νομίζω ν’αποδειχτεί δύσκολο, Γεράρδε,» αποκρίθηκε ο Κάλροοθ. «Μέσα στη νύχτα θα το έχουμε έτοιμο.»
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είπε καλύτερα να μην καθυστερούσαν. Καλύτερα να χτυπούσαν εκείνοι πρώτοι τους Παντοκρατορικούς παρά το αντίστροφο. Η Ιωάννα έτρεξε να επιβιβαστεί στο ένα από τα δύο μικρά ελικόπτερα επάνω στον Φωτομάχο, τα οποία διέθεταν πυροβόλο. Η Αριάδνη’ταρ πήγε να επιβιβαστεί στο άλλο. Θα τα πιλόταραν και θα πυροβολούσαν τους Παντοκρατορικούς συγχρόνως. Ο Ανδροκλής’μορ ανέλαβε να ρυθμίζει τη ροή της ενέργειας στο ενεργειακό κανόνι του Φωτομάχου, υφαίνοντας τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως. Ο Ανδρόνικος θα φρόντιζε να χειρίζεται το κανόνι.
Ο Υπεράρχης πήγε να βρει τους διοικητές των πολεμιστών του, και ο Μαλαχίας πήγε να βρει τους υπόλοιπους ιερείς και τους Ιερούς Φρουρούς, ώστε να ετοιμαστούν για να υπερασπιστούν την πόλη.
Η Βατράνια και ο Σθένελος έμειναν μόνοι στον εξώστη, κοιτάζοντας τις παρατεταγμένες Παντοκρατορικές δυνάμεις στα δυτικά. Δεν υπήρχε τίποτα να κάνουν αυτή τη στιγμή. Ο Κροκόδειλος δεν μπορούσε να βοηθήσει στη μάχη· δεν είχε οπλικά συστήματα. Ήταν κατασκευασμένος για ταξίδι και εξερευνήσεις, όχι για πολεμικές συγκρούσεις.
Τα δύο μικρά ελικόπτερα φάνηκαν να απογειώνονται από το κατάστρωμα του Φωτομάχου ενώ το μεγάλο πλοίο άρχιζε να κινείται βγαίνοντας από το λιμάνι της Ερρίθιας. Οι Παντοκρατορικοί αμέσως τα είδαν· πολλοί απ’αυτούς τα έδειχναν. Όπλα υψώθηκαν προς τον ουρανό, ανάμεσα στα οποία και το ενεργειακό κανόνι επάνω στο άρμα με τους έξι ψηλούς τροχούς.
«Ελπίζω,» είπε η Βατράνια, «οι Μαύρες Δράκαινες να είναι τόσο καλές πιλότοι όσο λένε.»
Τα ελικόπτερα δέχτηκαν πυρά αμέσως μόλις πλησίασαν: ριπές από τα δύο πυροβόλα του σπαστού οχήματος με τους οκτώ τροχούς· ατσάλινα βέλη από τη γιγάντια βαλλίστρα στη ράχη του οχήματος με τις ερπύστριες· βολές από το ενεργειακό κανόνι και από τουφέκια και πολυβόλα στρατιωτών.
Η Ιωάννα και η Αριάδνη’ταρ αποδείχτηκαν, όντως, καλές πιλότοι, καθώς ελίσσονταν μέσα στον χαλασμό και πυροβολούσαν κάτω, ανθρώπους και άρματα.
Ο Φωτομάχος πλησίασε, από την όχθη του Μεγάλου Ποταμού. Το ενεργειακό κανόνι του στράφηκε και έβαλε. Η φωτεινή ριπή έκανε τον Σθένελο και τη Βατράνια να βλεφαρίσουν, καθώς χτύπησε το άρμα με το ενεργειακό κανόνι των Παντοκρατορικών, διαλύοντας όλη τη δεξιά του μεριά και κάνοντάς το να ανατραπεί. Μια ισχυρή έκρηξη ακολούθησε καθώς οι ενεργειακές φιάλες στο εσωτερικό του καταστρέφονταν και τα ενεργειακά υγρά πυροδοτούνταν. Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας έτρεχαν πανικόβλητοι, ή έπεφταν στο έδαφος από το τράνταγμα ή για να καλυφτούν. Ο ουρανός από πάνω τους γέμισε μαύρο καπνό.
Φέρνοντας ένα ζευγάρι κιάλια στα μάτια της, η Βατράνια είδε τον Νιρμόδο Νάρλεφ να φωνάζει, να δίνει διαταγές, και όλοι – άνθρωποι και οχήματα – να απομακρύνονται από τις όχθες του Μεγάλου Ποταμού. Δεν είχαν προσέξει από πριν το ενεργειακό μας κανόνι, συμπέρανε η Βατράνια, αλλιώς θα ήταν ήδη εκτός εμβέλειας.
Ο Ανδρόνικος πρόλαβε να βάλει ακόμα μία φορά: και η ενεργειακή ριπή τώρα έκοψε στα δύο ένα από τα φορτηγά που δεν φαινόταν να φέρει όπλα. Στρατιώτες τινάχτηκαν από δω κι από κει, με τις λευκές τους στολές μαυρισμένες και γεμάτες αίματα.
Τα δύο ελικόπτερα συνέχιζαν να πυροβολούν.
*
Ο Νιρμόδος έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος, γρυλίζοντας κατάρες πίσω από σφιγμένα δόντια. Υψώνοντας το βλέμμα του, είδε ότι, όχι και πολύ μακριά του, το ένα από τα δύο οχήματα των ενισχύσεων από Φεηνάρκια είχε κοπεί στα δύο από το καταραμένο ενεργειακό κανόνι των Απολλώνιων.
Καθώς ο Νιρμόδος ερχόταν προς την Ερρίθια, οι ανιχνευτές του του είχαν αναφέρει ότι ένα πλοίο με το έμβλημα του Βασιλείου της Απολλώνιας βρισκόταν στο λιμάνι της Μεγάλης Πόλης· αλλά δεν είχαν προσέξει κιόλας ότι είχε επάνω του ενεργειακό κανόνι. Μονάχα για δύο ελικόπτερα τού είχαν μιλήσει και για ένα κανόνι – το οποίο όλοι είχαν υποθέσει ότι ήταν συμβατικό.
Μοιραίο λάθος, όπως είχε αποδειχτεί. Αλλά ο Νιρμόδος δεν σκόπευε να χάσει αυτή τη μάχη. Δεν θα δεχόταν να διωχτεί σαν δαρμένο σκυλί από τη Χάρνταβελ. Η Παντοκράτειρα τον είχε διορίσει Επόπτη σ’ετούτη την καταραμένη διάσταση, και, ως Επόπτης, όφειλε να δείξει στους γηγενείς ποιος ήταν ο αφέντης τους – ο οποίος σίγουρα δεν ήταν ο Αρχιπροδότης!
Ο Νιρμόδος σηκωνόταν όρθιος – και, απροειδοποίητα, ο πονοκέφαλος τον έπιασε ξανά. Αισθάνθηκε σαν το κεφάλι του να βρισκόταν μέσα σε μια μέγγενη: ανάμεσα σε δύο σίδερα που προσπαθούσαν να το λιώσουν. Ο πόνος ξεκίνησε από τα πλάγια, συνοδευόμενος από δυνατό βούισμα, και συνέχισε προς το κέντρο. Φτάνοντας εκεί, έμοιαζε με πυρωμένη λάμα, και ο Νιρμόδος είδε λάμψεις να χορεύουν μπροστά στα μάτια του και αραχνοειδείς σχηματισμούς να καλύπτουν τα πάντα σαν φλεγόμενα καλώδια.
Γρυλίζοντας παραπάτησε, έπεσε στο ένα γόνατο.
Οι πονοκέφαλοι είχαν αρχίσει από τότε που είχε συνέλθει, μέσα σ’ένα από τα φορτηγά των ενισχύσεων από Φεηνάρκια, με τη Θελρίτ καθισμένη πλάι του. Αναμφίβολα, οφείλονταν στο γεγονός ότι κρεμόταν τόσες ώρες ανάποδα προτού ο Τέρι Κάρμεθ (όπως του είχε πει η Θελρίτ) τον ξεκρεμάσει και τον μεταφέρει κρυφά στο φορτηγό.
Ο Τέρι Κάρμεθ τον είχε προδώσει και, μετά, τον είχε σώσει από βέβαιο θάνατο. Γιατί; Τι νόμιζε; ότι ο Νιρμόδος δεν θα επέστρεφε για να υποτάξει τους ελεεινούς επαναστάτες; Παράξενος άνθρωπος ο Τέρι Κάρμεθ… Τρελός, πιθανώς.
Το βούισμα στ’αφτιά του έπαψε, οι λάμψεις και οι αραχνοειδείς σχηματισμοί μπροστά στα μάτια του διαλύθηκαν. Το κεφάλι του δεν πονούσε πλέον, και ο Νιρμόδος βλεφάρισε, νομίζοντας ότι ξαφνικά μπορούσε ν’ακούσει πολύ, πολύ καθαρά τα πάντα γύρω του.
«Είσαι καλά;» Η Θελρίτ ήταν γονατισμένη πλάι του, με τα χέρια της στον ώμο και στο μπράτσο του, και με τρομαγμένη όψη στο πρόσωπό της.
«Ναι. Ο καταραμένος πονοκέφαλος ήταν, πάλι.» Την κοίταξε, και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα, σχεδόν τόσο όσο και τα μαλλιά του.
Η Θελρίτ αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει. «Δεν έπρεπε να είχαμε γυρίσει,» ψιθύρισε. Εξαρχής του το είχε πει. Καλύτερα να μη γύριζαν. Όχι αμέσως, τουλάχιστον. Αλλά εκείνος είχε επιμείνει. Ειδικά όταν συνάντησαν και τις ενισχύσεις από Ρελκάμνια, ήταν βέβαιος ότι θα κατόρθωνε να ξαναπάρει την Ερρίθια.
«Μη λες ανοησίες,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος. «Κάναμε ένα μικρό λάθος στους υπολογισμούς μας, παραβλέποντας αυτό το ενεργειακό κανόνι. Τώρα θα φροντίσουμε να το διορθώσουμε.» Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που έβλεπε τη Θελρίτ τόσο τρομαγμένη. Από τότε που ο Γεράρδος είχε εισβάλει στο υπνοδωμάτιό τους, κάτι έμοιαζε να είχε σπάσει μέσα της. Δεν ήταν τόσο δυνατή όσο παλιά. Ο Νιρμόδος αισθανόταν αηδιασμένος, αλλά ήλπιζε ότι η σύζυγός του θα επανερχόταν. Σύντομα.
Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε ολόγυρά του, τους πολεμιστές του να πυροβολούν τα μικρά ελικόπτερα. Το ένα είχε χτυπηθεί στο πλάι· ήταν φανερό· το φτερό του είχε μισοσπάσει. Οι πιλότοι τους έμοιαζαν ικανοί, αλλά ώς πότε θα μπορούσαν να πετάνε πάνω από τους πολεμιστές του; Αν επέμεναν, στο τέλος θα τους κατέρριπταν.
*
«Τους τσάκισε ο Πρίγκιπας,» είπε ο Σθένελος, ακουμπώντας τα χέρια του στο πέτρινο χείλος του εξώστη. Δύο από τα οχήματα των Παντοκρατορικών είχαν καταστραφεί: και το ένα ήταν αυτό με το ενεργειακό κανόνι – πολύ σημαντικό.
«Μη χαίρεσαι από τώρα,» του είπε η Βατράνια. «Προφανώς δεν ήξεραν για το ενεργειακό κανόνι μας. Τώρα, όμως, ξέρουν.»
«Και τι θα κάνουν;»
«Δε χρειάζεται να κάνουν τίποτα. Απλά δε θα πλησιάζουν τις όχθες. Θα μένουν εκτός εμβέλειας. Μπορούν άνετα να πολιορκήσουν την Ερρίθια και έτσι, χωρίς πρόβλημα.»
«Κι εμείς μπορούμε να πάρουμε το ενεργειακό κανόνι από τον Φωτομάχο και να το φέρουμε εδώ, να το ανεβάσουμε στα τείχη.»
Η Βατράνια τον κοίταξε για μια στιγμή. Ανοιγόκλεισε το στόμα της χωρίς να μιλήσει. Στράφηκε πάλι στη μάχη. «Γίνεται εύκολα αυτό;»
«Γίνεται, πώς δε γίνεται,» είπε ο Σθένελος. Στο Βόρειο και στο Νότιο Μέτωπο της Απολλώνιας όπου υπηρετούσε, είχε ξαναδεί να μεταφέρουν ενεργειακά κανόνια. Ήταν βαριά, σίγουρα, αλλά μπορούσαν να μετακινηθούν.
«Τότε, είμαστε τυχεροί.» Η Βατράνια μειδίασε. «Μακάρι να είχα έναν μηχανικό οφθαλμό τώρα, να καταγράψω τη μάχη. Από εδώ η θέα είναι τέλεια για τέτοια δουλειά.»
«Δεν είναι κινηματογραφική ταινία, Βατράνια. Άνθρωποι σκοτώνονται εκεί κάτω.»
«Τα πάντα είναι κινηματογραφική ταινία κατά βάθος. Και μη μου κάνεις μάθημα για το τι συμβαίνει στον πόλεμο,» πρόσθεσε, αν και όχι ενοχλημένα· «είσαι πιο μικρός από εμένα.»
«Έχω δει πιο πολλές στρατιωτικές συγκρούσεις από εσένα, Βατράνια.»
«Ναι; Πώς το ξέρεις;»
«Κάθε μέρα ήμουν ή στο Βόρειο ή στο Νότιο Μέτωπο της Απολλώνιας! Σε πόσους πολέμους έχεις βρεθεί εσύ;»
«Έχω μελετήσει τον πόλεμο προτού χρηματοδοτήσω πολεμικές ταινίες.»
«Σε πόσους πολέμους έχεις βρεθεί;» επέμεινε ο Σθένελος.
«Ορισμένες φορές γίνεσαι πολύ ενοχλητικός, το καταλαβαίνεις; Και μη νομίζεις πως επειδή δεν έχω μπλέξει σε πολέμους δεν έχω δει κι ανθρώπους να σκοτώνονται.»
Τα δύο ελικόπτερα φάνηκαν ν’απομακρύνονται από τις Παντοκρατορικές δυνάμεις, επιστρέφοντας προς τον Φωτομάχο· το ένα ήταν φανερά χτυπημένο από τη μια μεριά. Η Βατράνια κι ο Σθένελος δεν συνέχισαν τη λογομαχία τους καθώς παρακολουθούσαν την πορεία των αεροσκαφών στον ουρανό.
Η μάχη έμοιαζε για την ώρα να έχει κοπάσει.
Στις επάλξεις των τειχών της Ερρίθιας, πολεμιστές του Υπεράρχη και Ιεροί Φρουροί συγκεντρώνονταν και οπλισμοί στήνονταν. Κανόνια και λιθοβόλοι.
Ο Σθένελος σκέφτηκε: Ελπίζω το ενεργειακό κανόνι του Νιρμόδου να καταστράφηκε μαζί με το άρμα επάνω στο οποίο βρισκόταν, αλλιώς αυτά τα τείχη σύντομα θα γίνουν στάχτη…
*
«Το κανόνι μπορεί και να είναι ακόμα λειτουργικό, Υψηλότατε,» είπε η Ταγματάρχης Νέλθα-Ριθ, «αλλά ο μάγος έχει χτυπηθεί άσχημα.»
«Θα ζήσει;» ρώτησε ο Νιρμόδος.
«Ίσως. Δεν είμαι σίγουρ–»
«Πού είναι ο μάγος του τάγματός σου – ο Βιοσκόπος; Φώναξέ τον και πάμε να δούμε τι γίνεται με τον Τεχνομαθή – τώρα!»
«Μάλιστα, Υψηλότατε.» Η Νέλθα-Ριθ απομακρύνθηκε με μεγάλες, γρήγορες δρασκελιές.
Ο Νιρμόδος την είδε να χάνεται ανάμεσα στους άλλους λευκοντυμένους στρατιώτες, και μετά βάδισε προς τα εκεί όπου είχαν συγκεντρώσει τους τραυματίες. Η Θελρίτ, που στεκόταν πλάι του όσο εκείνος μιλούσε με τη Νέλθα-Ριθ, τον ακολούθησε.
Οι τραυματίες ήταν ξαπλωμένοι επάνω σε απλωμένες κουβέρτες, και οι θεραπευτές έτρεχαν από τον έναν στον άλλο.
«Πού είναι ο μάγος;» ρώτησε ο Νιρμόδος. «Πού έχετε τον μάγο;»
«Υψηλότατε…» είπε ένας θεραπευτής, γυρίζοντας ξαφνιασμένος για να τον αντικρίσει.
«Πού έχετε τον μάγο; λέω! Κουφός είσαι;»
«Τον μάγο, Υψηλότατε;»
Ηλίθιος ήταν ο γιατρός;
«Εδώ είναι, Υψηλότατε. Από εδώ.»
Ο Νιρμόδος στράφηκε για να δει τον Ταγματάρχη Δαμιανό Νιρέτμω – τον αρχηγό των ενισχύσεων από Ρελκάμνια – να πλησιάζει.
«Πώς είναι ο μάγος, Ταγματάρχη;»
«Σε άσχημη κατάσταση, Υψηλότατε. Ελάτε να τον δείτε, αν θέλετε.»
Ο Νιρμόδος και η Θελρίτ ακολούθησαν τον Ταγματάρχη Νιρέτμω, φτάνοντας στο μέρος όπου ήταν ξαπλωμένος ο Τεχνομαθής, με αιματοβαμμένους επιδέσμους γύρω από το σώμα και το κεφάλι του, και με μεγάλα εγκαύματα επάνω του.
Ο Νιρμόδος καταράστηκε. «Αποκλείεται αυτός να σηκωθεί για να κάνει τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως.»
Ο Νιρέτμω κατένευσε. «Δυστυχώς, Υψηλότατε, κι εγώ το ίδιο πιστεύω…»
Σκατά! Πού θα βρούμε τώρα άλλο μάγο για να χρησιμοποιήσουμε το ενεργειακό κανόνι; ή να μάθουμε αν το κανόνι είναι καν ακόμα λειτουργικό;
Ο Νιρμόδος είδε, τότε, τη Νέλθα-Ριθ να έρχεται μαζί με τον Ράβνομ’νιρ. Κοίταζαν τους τραυματίες, ψάχνοντας. Ο Νιρμόδος τούς έκανε νόημα, κι εκείνοι τον πρόσεξαν και πλησίασαν. Ο Βιοσκόπος ατένισε τον τραυματισμένο Τεχνομαθή και είπε: «Υψηλότατε, ακόμα κι αν ζήσει, δε νομίζω να μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μαγεία του.»
«Το κατάλαβα αυτό.»
Ο Ράβνομ’νιρ γονάτισε δίπλα στον Τεχνομαθή και έκανε κάποιο από τα ξόρκια του. Μετά σηκώθηκε όρθιος πάλι και είπε: «Θα ζήσει, πιστεύω.»
Ο Νιρμόδος στράφηκε στη Νέλθα-Ριθ και στον Νιρέτμω. «Αρχίστε να χτυπάτε την Ερρίθια με ό,τι έχουμε.»
«Υψηλότατε,» είπε ο δεύτερος, «με το ενεργειακό κανόνι μπορούσαμε να διαλύσουμε εύκολα τα τείχη της. Χωρίς αυτό, όμως….» Κούνησε το κεφάλι. «Έχουμε δύο πυροβόλα και μία μεγάλη βαλλίστρα. Αυτά τα όπλα δεν είναι ικανά να διαλύσουν τείχη.»
«Μπορούν να τα καταφέρουν,» διαφώνησε ο Νιρμόδος, «αν επικεντρώσετε τα πυρά σας σε ένα και μόνο σημείο των τειχών. Εκείνο που χρειαζόμαστε είναι ένα άνοιγμα· μετά, θα εισβάλουμε χωρίς δυσκολία. Ο οπλισμός μας είναι ανώτερος του οπλισμού των υπερασπιστών της Ερρίθιας.»
«Οι Απολλώνιοι, όμως, έχουν ενεργειακό κανόνι, και μπορεί να το φέρουν στις επάλξεις.»
«Ακόμα ένας λόγος για να βιαστούμε, Ταγματάρχη. Αρκετά με τις κουβέντες. Επιτεθείτε!»
*
«Δεν περίμεναν και πολύ…» παρατήρησε η Βατράνια, βλέποντας τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας να έρχονται σε απόσταση βολής από τα τείχη της Ερρίθιας και να βάλλουν με τουφέκια, οπλοπολυβόλα, και εκτοξευτές χειροβομβίδων. Το άρμα με τη μεγάλη βαλλίστρα εξαπέλυε ατσάλινα βέλη σ’ένα βορειοδυτικό σημείο των τειχών, και το σπαστό όχημα με τα δύο πυροβόλα χτυπούσε ακριβώς το ίδιο σημείο.
«Προσπαθούν να δημιουργήσουν άνοιγμα εκεί. Βλέπεις;» είπε ο Σθένελος δείχνοντας.
«Το κατάλαβα,» αποκρίθηκε η Βατράνια. «Γιατί ο Πρίγκιπας δεν φέρνει το ενεργειακό κανόνι μας;» Τα κανόνια και οι λιθοβόλοι της Ερρίθιας δεν έμοιαζαν να μπορούν να πετύχουν τα δύο άρματα, καθώς αυτά διαρκώς κινούνταν: εσκεμμένα αναμφίβολα, για να μην είναι σταθεροί στόχοι.
Ο Σθένελος πήγε στην άκρη του εξώστη και τεντώθηκε για να κοιτάξει προς τα νότια. Προς το λιμάνι. «Το φέρνουν,» είπε. Σε μια από τις αποβάθρες, φόρτωναν το ενεργειακό κανόνι σ’ένα κάρο για να το μεταφέρουν μέσα στους δρόμους της Μεγάλης Πόλης. «Αλλά μη νομίζεις ότι μπορεί αυτό να πετύχει πιο εύκολα κινούμενους στόχους από τέτοια απόσταση.»
«Αποκλείεται νάναι το ίδιο μ’αυτό το πράγμα που πετάει πέτρες! Ή ακόμα και με τ’απλά κανόνια που έχουν εδώ.»
«Εντάξει, είναι καλύτερο, σίγουρα. Ο Επόπτης, όμως, δε μπορεί να μην έχει σκεφτεί ότι θα το φέρουμε στα τείχη…»
Η Βατράνια συνοφρυώθηκε γυρίζοντας να τον κοιτάξει. «Και τι σημαίνει αυτό;»
Ο Σθένελος κοίταζε μπροστά, τη μάχη. «Θα έχει κάποιο σχέδιο στο μυαλό του.»
*
Ο Νιρμόδος ατένιζε το τείχος της πόλης με τα κιάλια του. «Το έχουν αδυνατίσει,» παρατήρησε. Έβλεπε ρωγμές επάνω του. Το συνεχές σφυροκόπημα από την ατσάλινη βαλλίστρα και από τα πυροβόλα είχε αρχίσει να φέρνει αποτέλεσμα· και συγχρόνως, οι στρατιώτες του Νιρμόδου παρενοχλούσαν τους υπερασπιστές στα τείχη, πυροβολώντας τους ασταμάτητα για να μη μπορούν να επικεντρώσουν τις επιθέσεις τους στα δύο οχήματα.
Το σχέδιο έμοιαζε να πιάνει. Αλλά ο Νιρμόδος ήξερε ότι σύντομα θα είχε ν’αντιμετωπίσει το ενεργειακό κανόνι των Απολλώνιων… και ήταν έτοιμος γι’αυτό το τρομερό όπλο.
Η επόμενη επίθεση, όμως, ήρθε από αλλού.
«Τα ελικόπτερα!» φώναξε ο Λοχαγός Εύκριτος. «Επιστρέφουν!» Τα έδειχνε με το υψωμένο χέρι του.
Ο Νιρμόδος τα κοίταξε. Κατάρες του Σκοτοδαίμονος! Είχαν και εναέριες δυνάμεις, είχαν και ενεργειακά όπλα! «Καταρρίψτε τα, επιτέλους! Ρίξτε τους!»
Οι αξιωματικοί του σκόρπισαν από γύρω του, βγάζοντας τους τηλεπικοινωνιακούς πομπούς τους και δίνοντας διαταγές.
Τα ελικόπτερα, πλησιάζοντας, άρχισαν να πυροβολούν. Οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας ανταπέδωσαν με τουφέκια μακρινής εμβέλειας και πολυβόλα. Δύο σήκωσαν ένα μεγάλο ρουκετοβόλο: ο ένας κρατούσε το βάρος του όπλου και ο άλλος σημάδευε μέσα από το στόχαστρο ενώ το χέρι του ήταν στη σκανδάλη – την οποία και πάτησε.
Η ρουκέτα εκτοξεύτηκε σαν φλεγόμενη ρομφαία και χτύπησε την ουρά του ενός ελικοπτέρου καθώς εκείνο ελισσόταν για να την αποφύγει. Αμέσως το αεροσκάφος διέγραψε ημικύκλιο και πέταξε προς τον Μεγάλο Ποταμό, τραβώντας μια μακριά λουρίδα καπνού πίσω του, σαν σημαία.
Ορισμένοι απ’τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας ζητωκραύγασαν, ορισμένοι έπεσαν στο έδαφος για ν’αποφύγουν τις ριπές του δεύτερου ελικοπτέρου, το οποίο σύντομα ακολούθησε το πρώτο αλλά χωρίς να έχει χτυπηθεί.
«Το ένα τουλάχιστον δε νομίζω να το ξαναδούμε σήμερα,» είπε ο Νιρμόδος. Και μετά αισθάνθηκε τον πονοκέφαλο ν’αρπάζει το κεφάλι του μέσα στην ατσάλινη μέγγενη. Ακούγοντας το δαιμονικό βούισμα να γεμίζει το κρανίο του, είδε τον κόσμο γύρω του να παίρνει φωτιά για μερικές στιγμές.
«…Υψηλότατε!»
«…Νιρμόδε!… Νιρμόδε;…»
«…Υψηλότατε… το κανόνι…»
Οι φωνές έρχονταν απόμακρα μέσα από το βούισμα. Ο Νιρμόδος παραπατούσε κρατώντας το κεφάλι του· τα κιάλια πρέπει να του είχαν πέσει.
«Φέρτε έναν γιατρό!» άκουσε.
Κάποιος τραβούσε τα ρούχα του.
Ο Νιρμόδος έτριξε τα δόντια. Προσπάθησε να πολεμήσει τον πόνο. Φωτεινές γραμμές χάραζαν τον κόσμο μπροστά του, λάμψεις χόρευαν σαν άστρα επάνω σε σκοτεινό ουρανό… και μετά, καταλάγιασαν. Ο πονοκέφαλος διαλύθηκε.
Ο Νιρμόδος συνειδητοποίησε ότι η Θελρίτ ήταν που τραβούσε τα ρούχα του. Το γαλανό πρόσωπό της είχε χάσει το χρώμα του, δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της.
Ο Νιρμόδος βλεφάρισε, σαστισμένος. «Καλά είμαι,» της είπε. «Δεν έχω τίποτα.» Την απομάκρυνε, ήπια. «Ηρέμησε,» της είπε. «Γιατί κάνεις έτσι;» Την κράτησε από τους ώμους.
«Μα… σ’αγαπώ, ανόητε,» ψέλλισε η Θελρίτ, με δάκρυα να γυαλίζουν επάνω στα μάγουλά της. Έτρεμε ολόκορμη.
«Υψηλότατε, ανεβάζουν το ενεργειακό κανόνι!» Η Νέλθα-Ριθ.
Ο Νιρμόδος στράφηκε να την ατενίσει, προστάζοντας: «Τα άρματα ν’απομακρυνθούν – αμέσως!»
Η ταγματάρχης μίλησε στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της. Το βαλλιστροφόρο όχημα και το όχημα με τα δύο πυροβόλα έτρεξαν δυτικά, για να πάρουν όσο το δυνατόν περισσότερη απόσταση από τα τείχη και να βγουν από την εμβέλεια του κανονιού.
*
Ο Σθένελος κοίταζε το χτυπημένο ελικόπτερο να παίρνει νοτιοανατολική πορεία, πηγαίνοντας προς τα εκεί όπου ήταν αραγμένος ο Φωτομάχος. Δεν έμοιαζε, όμως, ότι θα τα κατάφερνε να φτάσει. Ο προσανατολισμός του ήταν χάλια· και έχανε ύψος, γρήγορα–
Βούτηξε στον ποταμό, νότια της Ερρίθιας, σε σημείο που ο Σθένελος δεν ήταν βέβαιος ότι οι Παντοκρατορικοί θα μπορούσαν να το δουν.
«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!… Φέρε μου τα κιάλια.» Έτεινε το χέρι του προς τη Βατράνια.
Εκείνη δεν του τα έδωσε. Τα έφερε στα μάτια της για να κοιτάξει.
«Ποια απ’τις δύο έπεσε;» ρώτησε ο Σθένελος.
Η Βατράνια δεν απάντησε.
Μετά από λίγο, κάποιος φάνηκε να βγαίνει στην επιφάνεια του Μεγάλου Ποταμού, κολυμπώντας.
«Η Ιωάννα,» είπε η Βατράνια. «Και λένε ότι οι Μαύρες Δράκαινες ξέρουν να πιλοτάρουν…»
«Μη λες βλακείες. Πετούσε πάνω από έναν ολόκληρο στρατό ο οποίος την πυροβολούσε! Ευτυχώς δεν είναι νεκρή…»
Η Βατράνια κατέβασε τα κιάλια. «Καλά, μην το παίρνεις προσωπικά. Ένα σχόλιο κάναμε!»
*
Ο Νιρμόδος πήγε πίσω από ένα σύδεντρο μαζί με τη Θελρίτ και τον Λοχαγό Εύκριτο. Εκεί ήταν κρυμμένο το ένα από τα δύο φορτηγά οχήματα που είχαν έρθει από τη Φεηνάρκια – αυτό που ήταν ακόμα άθικτο. Ο Νιρμόδος επίτηδες είχε προστάξει να το κρύψουν, επειδή δεν ήθελε οι υπερασπιστές της Ερρίθιας να δουν τις… επεμβάσεις που είχε προστάξει να γίνουν επάνω του.
Το μεγάλο όχημα διέθετε τώρα τέσσερα έμβολα: ένα προσαρτημένο στην οροφή του, ένα από κάτω του, ένα στα δεξιά πλευρά του, κι ένα στ’αριστερά πλευρά. Όλα τους προεξείχαν από τη μπροστινή μεριά, ατσάλινα και επικίνδυνα. Ένας αυτοσχέδιος πολιορκητικός κριός – ο οποίος θα αποδεικνυόταν μάλλον αποτελεσματικός, μετά από το σφυροκόπημα που είχε δεχτεί το βορειοδυτικό τείχος της Ερρίθιας.
Ο Νιρμόδος δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο τα οπλοφόρα άρματά του, τώρα που το ενεργειακό κανόνι των Απολλώνιων ήταν στις επάλξεις. Σκόπευε να γκρεμίσει εκείνο το σημείο του τείχους με μία και μόνο επίθεση.
Το πρόβλημα ήταν να μπορέσει να φέρει κοντά τον πολιορκητικό κριό.
«Είναι έτοιμος, λοιπόν, Λοχαγέ…» είπε.
«Μάλιστα, Υψηλότατε.»
«Είναι καλά προσαρτημένα τα έμβολα;» Ο Νιρμόδος πλησίασε το μεγάλο όχημα, για να κοιτάξει τα σημεία επικόλλησης των εμβόλων. Μέταλλα λιωμένα επάνω σε μέταλλα.
«Πρέπει να είναι, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε ο Εύκριτος. «Οι στρατιώτες μου έκαναν την καλύτερη δουλειά που μπορούσαν, υπό την επίβλεψη των τεχνικών.»
«Ναι,» μουρμούρισε ο Νιρμόδος νεύοντας. Τα έμβολα, όντως, φαίνονταν καλά κολλημένα. Αν το τείχος ήταν τόσο εξασθενημένο όσο νόμιζε, τότε θα κατόρθωνε να το ρίξει με μία και μόνο έφοδο. Δε θα είχε δεύτερη ευκαιρία, και το ήξερε. Μόλις το φορτηγό χτυπούσε το τείχος, το ενεργειακό κανόνι των Απολλώνιων θα το έκανε κομμάτια.
Αλλά το θέμα δεν ήταν τώρα αυτό. Το θέμα ήταν να καταφέρει να φέρει κοντά τον πολιορκητικό κριό.
Κοίταξε το ρολόι του. Μεσημέρι πλησίαζε.
«Ωραία,» είπε στον Εύκριτο. «Μπορούμε να ξεκινήσουμε. Μη βγάλεις το όχημα από εδώ παρά μόνο όταν προστάξω.»
«Μάλιστα, Υψηλότατε.»
Ο Νιρμόδος βάδισε προς τους υπόλοιπους αξιωματικούς του, με τη Θελρίτ πλάι του. Τους εξήγησε ότι έπρεπε να κάνουν το παν για να παρενοχλήσουν το ενεργειακό κανόνι και να μην καταλάβουν οι υπερασπιστές τι πραγματικά συνέβαινε. «Θα χτυπήσετε το βορειοδυτικό τείχος με ό,τι έχετε. Και τα οπλοφόρα άρματα θα κινούνται συνέχεια. Θέλω να γίνεται χάος – να τους αποπροσανατολίσετε. Και μετά, ο πολιορκητικός κριός θα περάσει ανάμεσά σας και θα χτυπήσει την ήδη χτυπημένη μεριά του τείχους. Το τείχος, αν τα έχω υπολογίσει όλα σωστά, θα καταρρεύσει – και τότε, χωρίς καθυστέρηση, θα εισβάλουμε. Κατανοητό;»
Η Ταγματάρχης Νεόχρωμη, ο Ταγματάρχης Νιρέτμω, και η Ταγματάρχης Νέλθα-Ριθ αποκρίθηκαν «Μάλιστα, Υψηλότατε», ο ένας κατόπιν του άλλου.
«Καλώς,» είπε ο Νιρμόδος. «Ξεκινάμε.»
*
Για λίγο, η μάχη είχε πάλι καταλαγιάσει. Όταν το ενεργειακό κανόνι είχε παρουσιαστεί επάνω στις επάλξεις, οι Παντοκρατορικοί απομάκρυναν τους στρατιώτες τους και τα άρματά τους. «Ορίστε,» είχε πει η Βατράνια. «Το είδαν και φοβήθηκαν. Τι σου έλεγα;» Αλλά ο Σθένελος είχε αποκριθεί: «Αποκλείεται. Κάτι θα έχει στο μυαλό του ο Επόπτης· είμαι σίγουρος. Εξάλλου, τον είχαν ονομάσει ήρωα στη Βίηλ.»
«Και τι θα πει ‘ήρωας’;»
«Κάποιος που, στον πόλεμο, ξέρει τι κάνει.»
Και επί του παρόντος οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας επιτίθεντο ξανά. Μαζικά. Λευκοντυμένοι πολεμιστές χτυπούσαν τη βορειοδυτική μεριά των τειχών της Ερρίθιας με ό,τι όπλα είχαν στη διάθεσή τους, ενώ τα οπλοφόρα οχήματα κινούνταν όπως και πριν, εκτοξεύοντας μεγάλα ατσάλινα βέλη και πυροβολώντας. Το ενεργειακό κανόνι των Απολλώνιων έβαλλε εναντίον τους: εκρήξεις γίνονταν, άνθρωποι τινάζονταν στον αέρα ή εξαϋλώνονταν, αλλά η επίθεση δεν σταματούσε.
«Τι προσπαθεί να κάνει;» μουρμούρισε ο Σθένελος, στενεύοντας τα μάτια. «Να κατακλύσει εκείνη τη μεριά του τείχους με το πλήθος των μαχητών του;»
Η Βατράνια είπε: «Θα σκοτωθούν όλοι τους.»
«Οι Παντοκρατορικοί δεν φημίζονται για επιθέσεις αυτοκτονίας.»
«Τι εννοείς;»
«Κάποιο άλλο είναι το σχέδιό του.»
«Ο Πρίγκιπας μπορεί ήδη να το έχει μαντέψει,» είπε η Βατράνια.
«Μπορεί.» Ο Σθένελος δεν ακουγόταν καθόλου βέβαιος.
Η μάχη στο βορειοδυτικό τείχος φούντωσε. Εκρήξεις και φωτιές και καπνός, παντού. Λευκοντυμένοι πολεμιστές έτρεχαν δώθε-κείθε. Μαχητές του Υπεράρχη και Ιεροί Φρουροί πυροβολούσαν και τόξευαν από τις επάλξεις – και πολλοί απ’αυτούς έπεφταν από εκεί, ουρλιάζοντας ή ήδη νεκροί. Τα οπλοφόρα οχήματα έτρεχαν, κάνοντας κύκλους και βάλλοντας. Το ενεργειακό κανόνι δεν μπορούσε να τα στοχεύσει μέσα στον χαλασμό, καθώς διατηρούσαν μια σχετική απόσταση ασφαλείας. Μερικές ριπές του είχαν πέσει κοντά τους μα δεν τα είχαν καταστρέψει ούτε ανατρέψει.
Ο Σθένελος πρόσεξε κάτι να έρχεται γυαλίζοντας πίσω από τον καπνό. Ακόμα ένα όχημα. Ένα από τα φορτηγά· αλλά– είχε κάτι διαφορετικό επάνω του; Ο καπνός το κατάπιε. Γιατί κατευθύνεται προς το τείχος; Δεν έχει όπλα.
«Βατράνια… κάτι…»
Το φορτηγό, βγαίνοντας μέσα απ’τον καπνό και τις φωτιές, όρμησε προς το τείχος – προς το χτυπημένο σημείο του τείχους.
Κι ο Σθένελος το είδε: είχε επάνω του ατσάλινα έμβολα, τα οποία άστραφταν κάτω από τις αχτίνες του μεσημεριανού ήλιου. Αμέσως, κατάλαβε το σχέδιο του Επόπτη.
«Αντιπερισπασμός…!»
Ο πολιορκητικός κριός κοπάνησε πάνω στο τείχος, και το τείχος μετατράπηκε σε κομμάτια πέτρας και σκόνη.
*
Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας, κραυγάζοντας, όρμησαν μέσα στο άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί, εισβάλλοντας στην Ερρίθια, πυροβολώντας τους υπερασπιστές ολόγυρά τους.
Ο Νιρμόδος κοίταζε από απόσταση, και είπε στον Εύκριτο ο οποίος ήταν πλάι του: «Ωραία οδήγηση, Λοχαγέ.»
«Ευχαριστώ, Υψηλότατε.» Εκείνος ήταν που είχε στείλει τον πολιορκητικό κριό επάνω στο τείχος· κανένας άνθρωπος δεν βρισκόταν μέσα στο φορτηγό.
«Μπορείς να το φέρεις πίσω;» ρώτησε ο Νιρμόδος.
Ο Εύκριτος, υψώνοντας το τηλεχειριστήριο, προσπάθησε, αλλά δεν είδαν το όχημα να κινείται. «Πρέπει να χτυπήθηκαν άσχημα οι μηχανές του.»
«Δεν πειράζει,» είπε ο Νιρμόδος. «Τη δουλειά του την έκανε.»
Ο Σθένελος στεκόταν στον εξώστη των Ανακτόρων του Υπεράρχη και έβλεπε τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας να εισβάλλουν από το άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί στη βορειοδυτική μεριά των τειχών της πόλης, περνώντας μέσα απ’τον καπνό και τα χαλάσματα, πυροβολώντας τους υπερασπιστές της Ερρίθιας.
Στις επάλξεις, το ενεργειακό κανόνι των Απολλώνιων δεν βρισκόταν μακριά, αλλά ήταν τελείως άχρηστο. Όπως ήξερε ο Σθένελος, αυτού του είδους τα όπλα δεν μπορούσαν να χτυπήσουν στόχους που βρίσκονταν κοντά τους· κι ακόμα και τους στόχους που βρίσκονταν στα όρια της ελάχιστης εμβέλειας ήταν επικίνδυνο να τους χτυπήσουν, διότι η έκρηξη που θα γινόταν πιθανώς να χτυπούσε μαζί και το κανόνι – με καταστροφικά αποτελέσματα, αν έσπαγαν οι ενεργειακές φιάλες. Επιπλέον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν κάποιος έβαλε με ενεργειακό κανόνι μέσα στη μάχη, δεν θα πετύχαινε μόνο εχθρούς αλλά και συμμάχους.
Σε αντίθεση, οι Παντοκρατορικοί μπορούσαν τώρα εύκολα να χτυπήσουν το κανόνι. Ο Σθένελος είδε μια έκρηξη να γίνεται εκεί κοντά – από χειροβομβίδα μάλλον – και κράτησε την αναπνοή του για μια στιγμή, φοβούμενος ότι θα έσκαγαν οι ενεργειακές φιάλες. Αλλά δεν έσκασαν.
Ο Σθένελος πήρε τα κιάλια από τα χέρια της Βατράνιας και κοίταξε να δει ποιος ήταν τώρα ο χειριστής του κανονιού. Δεν ήταν ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος· ήταν ένας Απολλώνιος πολεμιστής. Όμως ο Ανδροκλής’μορ εξακολουθούσε να βρίσκεται ανάμεσα στους δέκτες του κανονιού, φυσικά, χρησιμοποιώντας τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως.
Φύγετε από κει! σκέφτηκε ο Σθένελος. Τι κάθεστε;
Και πού είναι ο Πρίγκιπας; Τον έψαξε, με τα κιάλια, μα δεν τον βρήκε πουθενά.
«Πώς σκατά το κατάφεραν αυτό;» άκουσε τη Βατράνια, δίπλα του. «Πώς έριξαν τόσο εύκολα το τείχος;»
Ο Σθένελος κατέβασε τα κιάλια από μπροστά του. «Σ’το είπα ότι ο Νιρμόδος ξέρει τι κάνει, δε σ’το είπα;»
«Και θα πρέπει τώρα να υποχωρήσουμε; Να εγκαταλείψουμε την Ερρίθια;»
«Δεν τελείωσε η μάχη ακόμα–»
Σταμάτησε να μιλά καθώς είδε μια ισχυρή έκρηξη να γίνεται επάνω στις επάλξεις.
Αυτή τη φορά, οι ενεργειακές φιάλες του κανονιού είχαν σκάσει.
«Όχι…» Ο Σθένελος έφερε πάλι τα κιάλια στα μάτια του, και είδε, μέσα στις φωτιές και στον καπνό, ότι το κανόνι είχε καταστραφεί τελείως. Ο χειριστής του δεν φαινόταν πουθενά· πρέπει να είχε πέσει από τις επάλξεις. Και ο Ανδροκλής ήταν πεσμένος ανάμεσα στους δύο δέκτες. Τα ρούχα του είχαν αρπάξει φωτιά αλλά δεν κουνιόταν. Ήταν νεκρός;
«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ…!»
*
«Αυτό ήταν,» είπε ο Νιρμόδος βλέποντας το ενεργειακό κανόνι των Απολλώνιων να καταστρέφεται. «Το πλεονέκτημά τους μόλις ανατινάχτηκε. Η Ερρίθια, σύντομα, θα είναι ξανά δική μας.» Πήρε στα χέρια του ένα τουφέκι και βάδισε προς το άνοιγμα των τειχών, περιτριγυρισμένος από τους πολεμιστές του.
Η Θελρίτ ερχόταν πλάι του, κρατώντας κι εκείνη ένα τουφέκι. Παρότι γνώριζε πώς να το χειρίζεται, δεν το αισθανόταν οικείο ως όπλο. Στην πατρίδα της, τη Βίηλ, δεν χρησιμοποιούσαν καθόλου πυροβόλα επειδή υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να εκραγούν στα χέρια του χειριστή.
Ο Νιρμόδος έκανε νόημα να σταματήσουν όταν βρίσκονταν ακόμα σε ασφαλή απόσταση από τα τείχη, γιατί ο καπνός δεν είχε καθαρίσει από το άνοιγμα και η μάχη μαινόταν άγρια εκεί. Ανοίγοντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, πρόσταξε: «Δημιουργήστε κι άλλα ανοίγματα στη βορειοδυτική μεριά των τειχών, εστιάζοντας τις βολές σας σ’ένα και μόνο σημείο, όπως πριν.»
*
Στα Ανάκτορα υπήρχαν δύο μικρά ελικόπτερα, παρατημένα εκεί από τους Παντοκρατορικούς ύστερα από την αποχώρησή τους – και τα δύο άχρηστα στον πόλεμο γιατί δεν είχαν πυροβόλα επάνω τους. Το όχημα με τις ερπύστριες, όμως, δεν ήταν άχρηστο. Μπορούσαν να προσαρμοστούν επάνω του δύο κανόνια. Και ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος αποφάσισε τώρα να το βάλει σε χρήση.
Ο Σθένελος και η Βατράνια το είδαν να βγαίνει από τα Ανάκτορα και να κινείται μέσα στους δρόμους της Ερρίθιας, όπου ίσα που χωρούσε σε ορισμένους ενώ σε άλλους δεν χωρούσε καθόλου. Ήταν μακρύ και αρκετά φαρδύ, αν και όχι τόσο μεγάλο όσο τα άρματα έξω από την πόλη, τα οποία είχαν πάλι αρχίσει να σφυροκοπούν τα τείχη. Χωρίς αμφιβολία το όχημα με τα δύο πυροβόλα θα βοηθούσε αξιοσημείωτα, τώρα που οι Παντοκρατορικοί είχαν εισβάλει, έκρινε ο Σθένελος. Ευτυχώς ο Πρίγκιπάς μας σκέφτεται γρήγορα. Κρατώντας τα κιάλια μπροστά στα μάτια του, μπορούσε να δει τον Ανδρόνικο να είναι καθισμένος κάτω από το οπίσθιο αλεξίσφαιρο σκέπαστρο του οχήματος.
Η Βατράνια άρπαξε ξαφνικά τα κιάλια από τον Σθένελο, για να κοιτάξει κι εκείνη.
«Μπορούσες και να τα ζητήσεις…»
«Εσύ τα ζήτησες;» Η Βατράνια ατένιζε τη μάχη καθώς του μιλούσε.
«Βιαζόμουν,» αποκρίθηκε ο Σθένελος. Και πρόσθεσε, βαριά: «Ο Ανδροκλής μπορεί νάναι νεκρός…» Μέχρι στιγμής δεν τον είχε δει να κινείται· κι έπειτα τον είχαν καταπιεί τελείως οι καπνοί και οι φωτιές.
*
Οι οδομαχίες στους δρόμους της Ερρίθιας σύντομα αγρίεψαν. Οι υπερασπιστές της Μεγάλης Πόλης δεν ήταν πρόθυμοι να ξαναβρεθούν κάτω από τον ζυγό των τυράννων, ειδικά ύστερα από όσα είχαν συμβεί τελευταία, με την εξέγερση, τη φυλάκιση του Υπεράρχη, και το γκρέμισμα του Ναού. Οι πολεμιστές του Ριχάρδου του Τρίτου μάχονταν πλάτη-πλάτη με τους Ιερούς Φρουρούς και τους πολίτες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ό,τι αυτοσχέδια όπλα μπορούσαν να βρουν. Ο Σεβερίνος και οι Γενναίοι του ήταν μαζί τους, όπως επίσης κι ο ίδιος ο Υπεράρχης και οι ιερείς που βρίσκονταν στην πόλη: ο Μαλαχίας, ο Έδουος, ο Ριχάρδος. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος πρόσφερε υποστήριξη μέσα από το όχημα που μέχρι πρότινος ανήκε στον Επόπτη, χρησιμοποιώντας τα περιστρεφόμενα πυροβόλα του επιδέξια στους στενούς δρόμους· ενώ οι Απολλώνιοι πολεμιστές μάχονταν μαζί με την Ιωάννα, και η Αριάδνη’ταρ πετούσε πάνω από την πόλη μέσα στο μικρό ελικόπτερο, πυροβολώντας τους στρατιώτες της Παντοκράτειρας όπου τους έβλεπε κι αποφεύγοντας επικίνδυνες ριπές.
Τα άρματα του Νιρμόδου είχαν ήδη δημιουργήσει άλλο ένα άνοιγμα στη βορειοδυτική μεριά των τειχών της Ερρίθιας. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε τώρα να σπρώξει – και να κρατήσει – έξω τους Παντοκρατορικούς. Η πορεία τους, όμως, είχε ανακοπεί στους δρόμους της Μεγάλης Πόλης, γιατί ήταν στενοί και τους δυσκόλευαν, ενώ διευκόλυναν τους αμυνόμενους.
Ο Σθένελος και η Βατράνια βρίσκονταν ακόμα στον εξώστη των Ανακτόρων, παρακολουθώντας. Δεν ήξεραν αν μπορούσαν να κάνουν κάτι για να βοηθήσουν, και ο Πρίγκιπας δεν τους είχε καλέσει.
Ο Ανδροκλής’μορ είχε σκοτωθεί από εκείνη τη μεγάλη έκρηξη στο ενεργειακό κανόνι. Ο Ανδρόνικος το έμαθε μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού, όταν έστειλε μερικούς από τους ανθρώπους του να πλησιάσουν για να μάθουν τι είχε απογίνει ο μάγος. Λυπήθηκε πολύ για τον θάνατό του γιατί τον ήξερε καιρό· ο Ανδροκλής δεν είχε μπει τελευταία στην Επανάσταση. Και ο Ανδρόνικος ήταν βέβαιος πως το ίδιο θα λυπόταν κι ο Οδυσσέας. Παρότι όλοι τους γνώριζαν τους κινδύνους στους οποίους εκτίθονταν ως επαναστάτες, πάντοτε ο θάνατος ενός συντρόφου αποτελούσε θλιβερό γεγονός. Ο Ανδρόνικος είχε προστάξει να πάνε το πτώμα του Ανδροκλή στα Ανάκτορα.
Η Χάρνταβελ μάς κόστισε ακριβά, σκέφτηκε. Ελπίζω να μην ήταν για το τίποτα. Τώρα, δεν πρόκειται να έκανε πίσω μέχρι να έδιωχνε τους Παντοκρατορικούς από εδώ.
*
Ο Νιρμόδος ύψωσε το τουφέκι του και σημάδεψε τον άντρα που ήταν ντυμένος με τα άμφια των ιερέων της Χάρνταβελ. Τον έβλεπε μέσα στο στόχαστρό του και ήταν έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη και να τον ξεκάνει, όταν ο ιερέας, κυριολεκτικά, εξαφανίστηκε από εκεί όπου στεκόταν σαν να τον είχε καταπιεί ο αέρας!
Πώς το κάνουν αυτό; απόρησε ο Νιρμόδος κατεβάζοντας το τουφέκι του. Παλιότερα δεν θυμόταν οι ιερείς να εμφανίζονταν και να εξαφανίζονταν σαν οπτασίες; Τι είχε συμβεί; Τι είχε αλλάξει; Ο πρώτος που το είχε κάνει ήταν ο Γεράρδος, όταν είχε έρθει για να αιχμαλωτίσει τον Νιρμόδο μέσα στο υπνοδωμάτιό του. Και μετά το είχε ξανακάνει στα μπουντρούμια της Ερρίθιας, καθώς ο Νιρμόδος προσπαθούσε να τον γρονθοκοπήσει κι εκείνος χανόταν από μπροστά του κι έβγαινε από αλλού.
Και μάλλον, όπως είχε αποδειχτεί, δεν ήταν ο μόνος μ’αυτές τις ικανότητες.
Γύρω από τον Νιρμόδο, οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας πυροβολούσαν τους υπερασπιστές της Ερρίθιας, προσπαθώντας να τους αναγκάσουν να υποχωρήσουν από αυτόν τον δρόμο: να φύγουν απ’τα μπαλκόνια, τα παράθυρα, και τις οροφές· να παραδώσουν το έδαφος που κρατούσαν.
Ο Νιρμόδος ύψωσε πάλι το τουφέκι του, σημάδεψε, και χτύπησε έναν Ιερό Φρουρό που καλυπτόταν στη γωνία ενός σοκακιού πυροβολώντας με την καραμπίνα του. Δεν ήταν βέβαιος ότι τον σκότωσε αλλά ο κρανοφόρος άντρας σίγουρα έπεσε, και η κάννη της καραμπίνας του δεν ξαναφάνηκε να ξεπροβάλλει.
Ο Νιρμόδος τράβηξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από τη ζώνη του και κάλεσε τη Νέλθα-Ριθ.
«Ταγματάρχη, πώς είναι η κατάσταση στη μεριά σου;»
«Σχετικά καλή, Υψηλότατε, για τα δεδομένα. Το Λαγούμι είναι χάλια γι’αυτό που κάνουμε.»
Πράγματι, ήταν γεμάτο στενούς, λαβυρινθώδεις δρόμους. Δεν υπήρχε χειρότερη συνοικία στην Ερρίθια, από αυτή την άποψη. Ίσως θα έπρεπε να είχαν δημιουργήσει άνοιγμα σε διαφορετικό σημείο των τειχών της πόλης, αλλά τώρα ό,τι είχε γίνει, είχε γίνει. Εν ανάγκη, ο Νιρμόδος θα ισοπέδωνε ολόκληρη τούτη την καταραμένη συνοικία για να περάσει.
«Υποχωρούν, Ταγματάρχη, ή όχι;»
«Υποχωρούν. Σε ορισμένα σημεία. Αλλού, όμως, δεν μπορούμε να σπάσουμε την άμυνά τους.»
«Γκρεμίστε τα οικήματα, αν χρειαστεί. Με εκρηκτικά.»
«Μάλιστα, Υψηλότατε.»
Καθώς ο Νιρμόδος κρεμούσε πάλι τον πομπό στη ζώνη του, είδε, στο πέρας του δρόμου όπου βρισκόταν, το μεταλλικό θωρακισμένο περίβλημα ενός οχήματος να γυαλίζει. Το αναγνώριζε. Ήταν το δικό του όχημα, το οποίο είχε μείνει μέσα στα Ανάκτορα. Τα δύο κανόνια του, τώρα, υποστήριζαν τους δαιμονισμένους επαναστάτες. Αλλά δεν μπορούσε να φτάσει ώς εδώ· δεν μπορούσε να μπει στα στενά δρομάκια του Λαγουμιού. Έπρεπε να παραμένει στις άκριές του, γύρω-γύρω, και να προσπαθεί να βάλλει από μακριά. Ο Νιρμόδος αναρωτήθηκε ποιος να ήταν μέσα του. Ο Υπεράρχης, ίσως;
Πυροβόλησε έναν στρατιώτη του Ριχάρδου του Τρίτου, καθώς έμπαινε στον δρόμο μαζί με κάμποσους άλλους. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Μαλαχίας, πρόσεξε ο Νιρμόδος· και μετά έτρεξε να καλυφτεί καλύτερα, καθώς τα πυρά άρχισαν να πέφτουν βροχή. Πέρασε μια ανοιχτή πόρτα και μπήκε σ’ένα οίκημα που είχαν καταλάβει οι στρατιώτες του.
Η Θελρίτ ήταν εδώ, μαζί με τον Ταγματάρχη Δαμιανό Νιρέτμω και κάμποσους πολεμιστές των ενισχύσεων από Ρελκάμνια.
«Ήρθαν κι άλλοι, Υψηλότατε;» ρώτησε ο Δαμιανός.
Ο Νιρμόδος άλλαξε γεμιστήρα στο τουφέκι του. «Ναι. Και να προσέχετε τους ιερείς τους. Έχουν αποκτήσει κάποιες δυνάμεις για τις οποίες παλιότερα δεν ήξερα.»
«Τι δυνάμεις;»
«Εμφανίζονται κι εξαφανίζονται σαν φαντάσματα.»
Ο Ταγματάρχης Νιρέτμω συνοφρυώθηκε. «Τι ακριβώς σημαίνει αυτό, Υψηλότατε;»
«Τη μια στιγμή είναι εδώ, την άλλη παραπέρα. Μη ρωτάς περισσότερα· ούτε κι εγώ δεν ξέ– Ααααχχχ…» Ρίχνοντας το όπλο του στο δάπεδο, ο Νιρμόδος κράτησε το κεφάλι του και με τα δύο χέρια και γονάτισε. Ο πονοκέφαλος ξανά. Η μέγγενη έκλεινε γύρω απ’το κρανίο του· το βούισμα ήταν τόσο δυνατό που δεν άκουγε πλέον τους πυροβολισμούς, τις φωνές, και τις εκρήξεις· μπροστά στα μάτια του λάμψεις πετάγονταν και φωτεινές γραμμές έσκιζαν τον χώρο, διαγράφοντας παράξενους σχηματισμούς.
Η μέγγενη έκλεισε κι άλλο…
Σταμάτα…! Σταμάτα!
ΣΤΑΜΑΤΑ!
Ο πόνος τον τύλιξε. Το πάτωμα φάνηκε να παίρνει φωτιά ενώ ένας αποτρόπαιος βόμβος γέμιζε τ’αφτιά του Νιρμόδου. Έκλεισε τα μάτια του αλλά συνέχισε να βλέπει τις λάμψεις και τους αραχνοειδείς σχηματισμούς πίσω από τα βλέφαρά του. Αισθανόταν το μυαλό του να φλέγεται.
Η μέγγενη έκλεισε. Ο πόνος εστιάστηκε στο κέντρο του κρανίου του. Μια πυρωμένη λάμα.
Ένα σκοτάδι παραμέρισε τους φωτεινούς σχηματισμούς. Ένα σκοτάδι διαγράφηκε ανάμεσα από τις λάμψεις.
Ο Νιρμόδος βρισκόταν ξανά κρεμασμένος ανάποδα. Έβλεπε ένα ζευγάρι μπότες. Και μετά, το πρόσωπο του Γεράρδου.
—Έχουμε έναν κοινό εχθρό, Νιρμόδε, είπε η Φωνή κοντά στο αριστερό αφτί του.
Το πρόσωπο του Γεράρδου έλεγε: «Θέλω να ξέρεις ότι θα είσαι η τελευταία ανθρωποθυσία που θα λάβει από εμάς αυτό το μαύρο παράσιτο που, εδώ και τόσες χιλιετίες, τυραννά τη διάστασή μας.»
—Μας μισεί και τους δύο, ψιθύρισε η Φωνή κοντά στο δεξί του αφτί.
Το πρόσωπο του Γεράρδου έλεγε: «Είμαι σίγουρος ότι εγκρίνει τις μεθόδους σου, κι ας μην είσαι από τη Χάρνταβελ.»
—Μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο, Νιρμόδε, είπε η Φωνή κοντά στο αριστερό του αφτί. Αλλιώς, ποτέ δε θα τον νικήσεις. Πάντα εδώ θα είσαι κρεμασμένος.
Το πρόσωπο του Γεράρδου έλεγε: «Αλλά δεν έχει σημασία.»
—Μπορώ να σου δείξω πώς να ελευθερωθείς και πώς να τον σκοτώσεις, Νιρμόδε, είπε η Φωνή κοντά στο δεξί του αφτί.
Το πρόσωπο του Γεράρδου εξαφανίστηκε σαν να ήταν οπτασία.
—Είναι τέρατα, κι αυτός είναι ο χειρότερος. Άσε με να σου δείξω πώς να τους νικήσεις.
—Τι πρέπει να κάνω;
—Ζήτα μου να έρθω!
—Έλα, τότε! Έλα!
Το βουητό μέσα στο κεφάλι του μετατράπηκε σε κάτι σαν αργόσυρτο γέλιο που έρχεται από μακριά.
Οι φωτεινοί σχηματισμοί εξαφανίστηκαν καθώς ένα σκοτεινό σύννεφο τούς σκέπασε, κρύβοντάς τους όπως θα έκρυβε τον ήλιο.
«Νιρμόδε! Φέρε μου λίγο νερό, Ταγματάρχη! Νιρμόδε!»
Άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι δεν ήταν πλέον κρεμασμένος ανάποδα σε κάποιο μπουντρούμι. Ήταν… μα φυσικά· ήταν στην Ερρίθια. Γινόταν μάχη. Είχαν μόλις γκρεμίσει ένα μέρος των τειχών της και είχαν εισβάλει.
Αλλά ο Νιρμόδος, βαθιά εντός του, δεν ήταν πια μόνος. Αισθανόταν τη σκοτεινή παρουσία κοντά στην ψυχή του. Είχε γλιστρήσει μέσα του από κάποιο άνοιγμα που εκείνος δυσκολευόταν να καθορίσει. Και ο Νιρμόδος τώρα γνώριζε πράγματα που δεν θα μπορούσε ποτέ να είχε φανταστεί.
Η Θελρίτ, που ήταν γονατισμένη από πάνω του καθώς εκείνος βρισκόταν ξαπλωμένος στο πάτωμα, έβγαλε μια κραυγή κάνοντας πίσω, τρομαγμένη.
«Ν-Νιρμόδε… είσαι καλά;»
Ο Νιρμόδος ανασηκώθηκε. «Ναι,» είπε. «Καλύτερα από ποτέ, ίσως.»
«Τι είναι, τότε, αυτό… αυτό στα μάτια σου;»
Ο Νιρμόδος γέλασε καθώς σηκωνόταν όρθιος. «Θέλεις να μάθεις, Θελρίτ;»
Η Θελρίτ είχε επίσης σηκωθεί όρθια εμπρός του. Έκανε ένα βήμα όπισθεν, ξεροκαταπίνοντας. «Τι… τι είναι;»
«Υψηλότατε,» είπε ο Ταγματάρχης Νιρέτμω από δίπλα, «είναι όλα εντάξει;»
«Ναι, Ταγματάρχη,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος, «όλα εντάξει είναι.» Και άπλωσε το χέρι του προς τη Θελρίτ.
Εκείνη ένιωθε το σώμα της να έχει μουδιάσει. Μέσα στα γκρίζα μάτια του Νιρμόδου νόμιζε ότι μπορούσε να δει μια παράδοξη μαυρίλα: ένα μαύρο σύννεφο. Και τώρα, στην παλάμη του χεριού του, ανάμεσα από τα δάχτυλά του, το ίδιο σύννεφο νόμιζε πως έβλεπε: μια δύσκολο να καθοριστεί δαιμονική σκιά.
«…Νιρμόδε.»
Το χέρι του ήρθε προς το μέρος της, προς το μέτωπό της, σαν να είχε σκοπό να την αγγίξει εκεί. Αλλά μετά απομακρύνθηκε. Κατέβηκε.
«Όχι,» μουρμούρισε ο Νιρμόδος λες και παραμιλούσε, «δεν είναι για σένα αυτή…» Και το μαύρο σύννεφο μέσα στα γκρίζα μάτια του φάνηκε να αναδεύεται, και η Θελρίτ νόμιζε, είχε την μάλλον φανταστική εντύπωση, ότι κάτι γρύλισε θυμωμένα στα όρια της ακοής της.
«Τι συμβαίνει;» ψέλλισε. «Σε παρακαλώ, Νιρμόδε, πες μου.»
«Τίποτα. Ο εχθρός μας πλησιάζει, και πρέπει να ετοιμαστούμε γι’αυτόν.» Ο Νιρμόδος έσκυψε και πήρε από κάτω το τουφέκι του.
«Ποιος εχθρός μας;»
«Ο Γεράρδος. Είναι κοντά.»
*
Ο Μαλαχίας έσμιξε τα φρύδια. Δεν είχε ποτέ ξανά αισθανθεί την παρουσία του Εσώτερου Θηρίου τόσο δυνατή. Ούτε καν στον Ύπατο. Είχε έρθει κάποιος από τους παλιούς ιερείς στην πόλη; Στο Λαγούμι;
Ο Μαλαχίας βρισκόταν μέσα σ’ένα εγκαταλειμμένο οίκημα, μαζί με τον Αγύρευτο και μερικούς Ιερούς Φρουρούς. Απέξω ακούγονταν πυροβολισμοί και φωνές. Η παρουσία που είχε αισθανθεί δεν ήταν μακριά… και ήταν πολύ, πολύ παράξενη. Ο Μαλαχίας έμπαινε στον πειρασμό να πάει να κοιτάξει από κοντά, αλλά φοβόταν ότι ίσως να επρόκειτο για κάτι το επικίνδυνο.
Τι μπορεί να του έδινε την αίσθηση μιας τόσο έντονης παρουσίας του Εσώτερου Θηρίου; Μήπως δεν ήταν καν άνθρωπος αλλά ουγκράβος; Ούτε, όμως, από ουγκράβο ο Μαλαχίας δεν νόμιζε ότι είχε ποτέ νιώσει κάτι τέτοιο…
Και μετά, η παρουσία κινήθηκε. Ερχόταν προς το μέρος του. Προς το μέρος του Μαλαχία.
Οι πυροβολισμοί από έξω, από τον δρόμο, εντάθηκαν. Συγχρόνως, οι Ιεροί Φρουροί πυροβολούσαν, με τις καραμπίνες τους, από τα παράθυρα του οικήματος.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Μαλαχίας.
«Οι Παντοκρατορικοί, Μεγάλε Πατέρα. Πλησιάζουν.»
Ο Μαλαχίας συνοφρυώθηκε ξανά. Οι Παντοκρατορικοί;… Όχι, αυτό που έρχεται δεν είναι οι Παντοκρατορικοί…
Ο δρόμος έξω από το οίκημα γέμισε, σε λίγο, με πυροβολισμούς και εκρήξεις· και η παρουσία του Εσώτερου Θηρίου ήταν τώρα ακόμα πιο κοντά. Δεν καταλαβαίνω! Ποιος είναι εδώ;
Ερχόταν από την πίσω μεριά! διαπίστωσε ξαφνικά ο Μαλαχίας. Το Εσώτερο Θηρίο – ο ξενιστής του Εσώτερου Θηρίου – ερχόταν από την πίσω μεριά του χτιρίου.
«Από κει!» Ο Μαλαχίας έδειξε στους Ιερούς Φρουρούς. «Κάποιοι έρχονται από κει!»
Δύο από αυτούς έφυγαν από τα παράθυρα και πήγαν προς τη μικρή πόρτα στην πίσω μεριά, η οποία έβγαζε σ’ένα σοκάκι όπου ίσα που χωρούσε ένας άνθρωπος. Ο ένας κρατούσε την καραμπίνα του υψωμένη, περιμένοντας· ο άλλος είχε στα χέρια του το μεγάλο σπαθί του, έτοιμος να καρφώσει όποιον έκανε να εισβάλει.
Ο Μαλαχίας, τραβώντας κι εκείνος το σπαθί του, περίμενε. Ο Αγύρευτος γάβγισε πλάι του, νευρικά. Ο Μαλαχίας τον χάιδεψε στο κεφάλι. Το αισθάνεσαι κι εσύ, Αγύρευτε;
Το Εσώτερο Θηρίο πλησίαζε, και ο Μαλαχίας νόμιζε ότι ήταν πολύ οργισμένο.
Η πίσω πόρτα του σπιτιού ήταν ξύλινη και αμπαρωμένη με μια μικρή σιδερένια αμπάρα. Κάποιο όπλο άρχισε να την κοπανά, ξανά και ξανά. Κομμάτια ξύλου πετάγονταν προς τα μέσα. Η κόψη ενός τσεκουριού φάνηκε.
Οι δύο Ιεροί Φρουροί ήταν έτοιμοι.
Μια κλοτσιά γκρέμισε τη διαλυμένη πόρτα, κι ένας Παντοκρατορικός με τσεκούρι παρουσιάστηκε. Ο Φρουρός με το σπαθί τον κάρφωσε αμέσως στην κοιλιά, μουσκεύοντας τη λευκή του στολή με αίμα. Ο άντρας έπεσε, βογκώντας. Ένας άλλος, που βρισκόταν πίσω του, πυροβόλησε με πιστόλι. Ο Ιερός Φρουρός με το σπαθί χτυπήθηκε στο πλάι του κλειστού του κράνους και η σφαίρα εξοστρακίστηκε. Ο Ιερός Φρουρός με την καραμπίνα πυροβόλησε, αστοχώντας όμως τον Παντοκρατορικό.
Το Εσώτερο Θηρίο ήταν κοντά. Ήταν στο σοκάκι. Ο Μαλαχίας το ήξερε. Αλλά πώς ήταν αυτό δυνατόν; αναρωτιόταν. Τι θέση είχε ανάμεσα στους πολεμιστές της Παντοκράτειρας;
Ο Μαλαχίας ακολούθησε τα μονοπάτια, αφήνοντας τον Αγύρευτο πίσω του, ζητώντας του να μην έρθει μαζί του. Βγήκε από την πόρτα περνώντας μπροστά από τα μάτια του Παντοκρατορικού με το πιστόλι χωρίς εκείνος να τον δει. Βρέθηκε στο σοκάκι, όπου οι λευκοντυμένοι στρατιώτες ήταν ο ένας πίσω από τον άλλο, δεξιά κι αριστερά της πόρτας, σχηματίζοντας ουρά υποχρεωτικά, λόγω του στενού χώρου.
Ο Μαλαχίας κάρφωσε τον άντρα με το πιστόλι στο στήθος, ξαφνιάζοντάς τους με την αναπάντεχη παρουσία του. «Πού είσαι;» φώναξε, αναζητώντας τον φορέα του Εσώτερου Θηρίου.
Οι Ιεροί Φρουροί ακολούθησαν τον ιερέα έξω από την πόρτα, χτυπώντας κι αυτοί τους Παντοκρατορικούς.
Ο χώρος ήταν στενός και τα μονοπάτια επίσης περιορισμένα. Ο Μαλαχίας σπάθισε έναν στρατιώτη στο πρόσωπο, σωριάζοντάς τον–
Και είδε εμπρός του τον Επόπτη. Να τον σημαδεύει μ’ένα πιστόλι.
«Εμένα ψάχνεις, Μαλαχία;»
Τα μάτια του Μαλαχία γούρλωσαν καθώς ατένιζαν τα γκρίζα μάτια του Νιρμόδου Νάρλεφ. Μα τον Θεό! Αυτός είναι!
«Ο Θεός σας μου πρόσφερε τούτη τη διάσταση,» του είπε ο Νιρμόδος, λες και είχε ακούσει τις σκέψεις του. «Θα έρθεις μαζί μου ή θα πεθάνεις, όπως τα υπόλοιπα τέρατα του είδους σου;»
«Δεν είναι αυτός ο Θεός μας,» αποκρίθηκε ο Μαλαχίας – κι ακολούθησε τα μονοπάτια τη στιγμή που ο Νιρμόδος πυροβολούσε.
Η σφαίρα πέρασε ξυστά δίπλα απ’το κεφάλι του, καθώς ο Μαλαχίας γλιστρούσε ανάμεσα στις σκιές και πλάι σε μια γωνία ακανόνιστης γεωμετρίας.
Ο Νιρμόδος γρύλισε σαν αγρίμι, και βρέθηκε πάλι κοντά στον Μαλαχία, όταν εκείνος έκανε να μπει στη μικρή πόρτα ενός οικήματος. Το αριστερό χέρι του Νιρμόδου ήρθε καταπάνω στο κεφάλι του Μαλαχία, επιχειρώντας να τον αγγίξει, κι ο ιερέας αισθάνθηκε μια τρομερή δύναμη από εκεί. Τη δύναμη του Εσώτερου Θηρίου. Όχι, όμως, όπως την ήξερε. Ήταν σαν ένας υπόγειος χείμαρρος σκοταδιού, και ο Νιρμόδος ήταν το στόμιο απ’το οποίο αυτό το σκοτάδι ξεπηδούσε.
Ο Μαλαχίας καταλάβαινε ότι το σκοτάδι τον αναζητούσε. Ήθελε να τον καταλάβει. Ξανά. Να τον μετατρέψει πάλι σ’αυτό που ήταν πριν. Να του κρύψει τα μονοπάτια, να του κόψει την επαφή με τη διάσταση της Χάρνταβελ. Ή ίσως, τούτη τη φορά, να έκανε κάτι ακόμα χειρότερο…
Κραυγάζοντας έτρεξε μακριά από τον Νιρμόδο: έπεσε πάνω στην πόρτα σπάζοντάς την, βρέθηκε σ’ένα σκιερό δωμάτιο σκοντάφτοντας σε χαμηλά έπιπλα, ακολούθησε τα μονοπάτια. Έφυγε μακριά, μακριά, μακριά από τον καινούργιο υπηρέτη του Εσώτερου Θηρίου, ενώ πίσω του τον άκουγε να του φωνάζει:
«Θα σε βρω, Μαλαχία! Θα ξανασυναντηθούμε! Δε μπορείς να κρυφτείς από εμένα! Κανένας σας δεν μπορεί!»
*
Ο Τζοσελίνος και ο Οσβάλδος είχαν αποφασίσει να μείνουν στη Ναραλμάδια και στην Υλιριλίδια, αφού εκεί ήταν η πατρίδα τους και πίστευαν ότι ίσως να υπήρχε ανάγκη για τη βοήθειά τους. Θα προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ειρήνη ανάμεσα στον λαό του Βασιληά Κάλροοθ και στους ντόπιους.
Ο Γεράρδος και οι υπόλοιποι είχαν φύγει με το ξημέρωμα, μέσα στα οχήματα του Εδμόνδου και του Τέρι, για να επιστρέψουν στην Ερρίθια. Το δεύτερο όχημα, καθότι πιο δυνατό από το πρώτο, τραβούσε πίσω του το κάρο με τον ηλιακό συλλέκτη, καθώς διέσχιζαν τα εδάφη βόρεια του Παραπόταμου.
Τώρα ήταν δύο μετά το μεσημέρι, σύμφωνα με το ρολόι στην κονσόλα του οχήματος του Εδμόνδου, και πλησίαζαν τη Μεγάλη Πόλη της Χάρνταβελ.
Παρατηρώντας ότι η Ανατολική Πύλη ήταν κλειστή.
Ακούγοντας εκρήξεις και πυροβολισμούς από απόσταση.
«Τι σκατά γίνετ’ εδώ, πάλι;» μούγκρισε η Μάρθα.
«Κάποια σύγκρουση,» είπε η Άνμα’ταρ. «Αλλά από την άλλη μεριά της πόλης, μάλλον. Από τα δυτικά.»
Ο Εδμόνδος ήταν στο τιμόνι, και ο Γεράρδος, που καθόταν δίπλα στον τροβαδούρο, άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του καλώντας τον Τέρι.
«Ταγματάρχη, φαίνεται πως έχουμε πρόβλημα.»
«Το ακούω, Γεράρδε. Πάμε πρώτα στην Ανατολική Πύλη, να ρωτήσουμε.»
«Καλώς.»
Καθώς πλησίαζαν την Ανατολική Πύλη της Ερρίθιας, ο Γεράρδος αισθάνθηκε δύο πράγματα: την εισβολή στην Ανατολική Αγορά να έρχεται πιο κοντά (αναμενόμενο αυτό), και την παρουσία του Εσώτερου Θηρίου όπως δεν την είχε νιώσει ποτέ ξανά (καθόλου αναμενόμενο). Είχε την αίσθηση ότι το ίδιο το Μαύρο Σύννεφο βρισκόταν εδώ, μέσα στη Μεγάλη Πόλη. Πώς μπορεί, όμως, αυτό να αλήθευε;
Ο Εδμόνδος σταμάτησε το όχημά του μπροστά στην πύλη· το ίδιο κι ο Τέρι το δικό του όχημα. Ο ταγματάρχης βγήκε και φώναξε στους φρουρούς στις επάλξεις: «Γιατί είναι κλειστά;»
Εκείνοι – πολεμιστές του Υπεράρχη, απ’ό,τι φαινόταν – τον ατένισαν από ψηλά. «Γίνεται μάχη, κύριε Ταγματάρχη,» αποκρίθηκε μια γυναίκα. Τον είχαν αναγνωρίσει. «Στο δυτικό τείχος. Οι Παντοκρατορικοί ήρθαν ξανά. Ο Επόπτης είναι εδώ, λένε.»
Ο Επόπτης; Ο Τέρι αισθάνθηκε να μουδιάζει. Επέστρεψε; Όταν τον είχε βάλει μέσα στο φορτηγό, δε νόμιζε ότι ο Νιρμόδος θα ήταν σε κατάσταση να επιστρέψει. Κατάρες! Δεν έπρεπε ποτέ να είχα αφήσει την Αρίνη να με πείσει να τον ξεκρεμάσουμε. Και τι θα έλεγε τώρα στον Γεράρδο;
«Ο Επόπτης;» φώναξε στη φρουρό. «Ο Νιρμόδος Νάρλεφ;»
«Έτσι λένε, κύριε Ταγματάρχη.»
Ο Γεράρδος, έχοντας επίσης ακούσει για την επιστροφή του Νιρμόδου, βγήκε από το όχημα του Εδμόνδου και είπε στον Τέρι: «Πώς είναι δυνατόν να δραπέτευσε; Κάποιος μάς πρόδωσε!»
Ο Τέρι στράφηκε για να τον κοιτάξει, ενώ οι φρουροί άρχιζαν να σηκώνουν την Ανατολική Πύλη. Αναστέναξε. «Δε σου έχω πει κάτι, Γεράρδε…» Καλύτερα να το μάθει τώρα, να τελειώνουμε.
Ο Γεράρδος συνοφρυώθηκε, πλησιάζοντάς τον, ενώ κι άλλοι επαναστάτες έβγαιναν από το όχημα του Εδμόνδου – η Μάρθα, η Άνμα’ταρ. «Τι;»
Η Αρίνη, διακόπτοντας τη Μαγγανεία Κινήσεως, βγήκε απ’το εξάτροχο μεταβαλλόμενο όχημα μαζί με μερικούς στρατιώτες.
Ο Τέρι είπε στον Γεράρδο: «Το ξέρω ότι θα το δεις αρνητικά αυτό, αλλά ποτέ δε φανταζόμουν ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο» – έδειξε προς την πόλη – «και εξακολουθώ, φυσικά, να είμαι με το μέρος σου.»
«Τι θες να πεις; Δεν καταλαβαίνω πού προσπαθείς να καταλήξεις.» Ο Γεράρδος τον ατένιζε συνοφρυωμένος, και πολύ παραξενεμένος. Ο ταγματάρχης δεν του είχε, μέχρι στιγμής, δώσει την εντύπωση ανθρώπου που μασούσε τα λόγια του.
«Εγώ ελευθέρωσα τον Νιρμόδο.»
Είναι τρελός; σκέφτηκε ο Γεράρδος, κοιτάζοντας τον Τέρι σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Δεν είναι τρελός. Τι λόγο μπορεί να είχε; «Γιατί;» ρώτησε, ήρεμα.
Ο Τέρι παρατήρησε: Το πήρε καλύτερα απ’ό,τι φανταζόμουν. Διότι η αλήθεια ήταν ότι, εν μέρει, φοβόταν πως ο Γεράρδος θα προσπαθούσε να τον σκοτώσει. «Η γυναίκα του, η Θελρίτ, με παρακάλεσε. Μου ζήτησε να μην τον αφήσω να πεθάνει. Και ήταν σε τέτοια κατάσταση που τη λυπήθηκα.» Προτίμησε να μη μπλέξει την Αρίνη στην όλη ιστορία· εξάλλου, δεν είχε πραγματική σημασία ποιος είχε μιλήσει στη Θελρίτ. «Τον ξεκρέμασα, τον τύλιξα σ’ένα ύφασμα, και τον μετέφερα σ’ένα από τα φορτηγά, για να τον πάρουν μαζί τους όταν θα έφευγαν. Δεν το θεωρούσα πιθανό να επιστρέψει.»
«Επέστρεψε, όμως!» είπε ο Γεράρδος. «Γιατί δε με ρώτησες προτού κανείς οτιδήποτε;» Τώρα ο θυμός του διακρινόταν στη χροιά της φωνής του. Ή μάλλον, όχι θυμός, σκέφτηκε ο Τέρι. Όχι ακριβώς θυμός. Ενόχληση περισσότερο. Απογοήτευση, ίσως.
«Γιατί πίστευα ότι δεν θα συμφωνούσες. Προφανώς, έκανα λάθος. Το ξέρω. Αλλά τώρα δεν γίνεται να το διορθώσω. Μπορούμε, όμως, να πάμε να βοηθήσουμε στα δυτικά τείχη της Ερρίθιας.»
Ο Γεράρδος τον ατένισε αμίλητα για μια στιγμή, ενώ σκεφτόταν: Ένας διαπληκτισμός μεταξύ μας, τώρα, θα βοηθήσει μόνο τους Παντοκρατορικούς. «Πάμε,» είπε τελικά.
Ο Τέρι στράφηκε στους φρουρούς στην πύλη. «Ποια είναι η κατάσταση στα δυτικά;» τους ρώτησε.
«Απ’ό,τι μπορούμε να δούμε απ’τις επάλξεις, οι Παντοκρατορικοί έχουν γκρεμίσει ένα σημείο του δυτικού τείχους και έχουν εισβάλει,» αποκρίθηκε η πολεμίστρια που είχε μιλήσει και πριν. «Γίνονται μάχες στους δρόμους. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, όμως, είναι εδώ μαζί με Απολλώνιους μαχητές και μας βοηθά, κύριε Ταγματάρχη.»
«Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος;» έκανε ο Γεράρδος, ξαφνιασμένος.
«Μάλιστα, Μεγάλε Πατέρα.»
Ο Γεράρδος, που δεν φορούσε άμφια, δεν ρώτησε πώς η γυναίκα είχε καταλάβει ότι ήταν ιερέας. Στράφηκε στον Τέρι. «Μη χάνουμε άλλο χρόνο. Πάμε στα Ανάκτορα, πρώτα, ν’αφήσουμε τον συλλέκτη.»
Μπήκαν στα οχήματά τους και πέρασαν την Ανατολική Πύλη.
*
Οι πολεμιστές της Παντοκράτειρας είχαν καταλάβει τη Δυτική Πύλη από μέσα, από τους δρόμους της Ερρίθιας. Το φυλάκιο εκεί ήταν τώρα δικό τους, και η πύλη ήταν ανοιχτή, επιτρέποντας στα δύο μεγάλα οχήματα – αυτό με τη βαλλίστρα, που ήταν από τη Βίηλ, κι αυτό με τα δύο πυροβόλα, που ήταν από τη Ρελκάμνια – να μπουν, κυλώντας επάνω στη λεωφόρο που οδηγούσε στη Δυτική Αγορά – ο μοναδικός δρόμος εδώ γύρω όπου έμοιαζαν να μπορούν να χωρέσουν, και πάλι προκαλούσαν μικροζημιές στα οικήματα δεξιά κι αριστερά τους.
Ο Νιρμόδος στεκόταν κοντά στη Δυτική Πύλη, βλέποντας τα δύο άρματα να περνάνε. Ήταν περιτριγυρισμένος από πολεμιστές του, και η Θελρίτ στεκόταν πλάι του με το τουφέκι της στα χέρια. Το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο, η ανησυχία της έκδηλη.
«Δεν έπρεπε να είχες φύγει έτσι, πριν,» είπε στον Νιρμόδο. «Τι νόημα είχε να πας από την πίσω μεριά εκείνης της καλύβας; Μπορεί να σκοτωνόσουν!»
«Ένας ιερέας με περίμενε εκεί, Θελρίτ–»
«Τόσο το χειρότερο!»
Ο Νιρμόδος γέλασε. «Οι ιερείς αυτής της διάστασης δεν αποτελούν πλέον κίνδυνο για εμένα, αγάπη μου.»
Η Θελρίτ συνοφρυώθηκε μοιάζοντας απεγνωσμένη. «Γιατί μιλάς έτσι περίεργα; Τι σου έχει συμβεί;»
«Βρήκα τρόπο για να κάνω τη Χάρνταβελ πραγματικά δική μας.»
«Τι τρόπο;»
«Μίλησα με τον Θεό τους.»
Έχει τρελαθεί; αναρωτήθηκε, τρομαγμένη, η Θελρίτ· και δεν είπε τίποτα.
Ο Νιρμόδος κοίταζε πέρα από τη Δυτική Πύλη, έξω από την Ερρίθια, στους αγρούς.
«Περιμένεις κάτι;» τον ρώτησε, τελικά, η Θελρίτ.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος.
«…Τι;»
«Έρχονται. Δεν είναι μακριά τώρα.» Ο Νιρμόδος έκανε νόημα στους πολεμιστές του και ξεκίνησε να βαδίζει.
Η Θελρίτ, φυσικά, βάδισε δίπλα του, απορώντας για το πού ακριβώς πήγαιναν αλλά προτιμώντας να μη ρωτήσει. Δεν έπρεπε ποτέ να είχαμε επιστρέψει εδώ. Ή, αν ήταν να επιστρέψουμε, έπρεπε να είχαμε οργανωθεί καλύτερα. Έπρεπε πρώτα να είχαμε πάει στη Ρελκάμνια. Δεν της άρεσε καθόλου που είχε μπλεχτεί μέσα σε πόλεμο. Δεν ήξερε πώς ακριβώς να χειρίζεται αυτά τα πυροβόλα όπλα που δεν χρησιμοποιούνταν στη Βίηλ, κι αισθανόταν τη στρατιωτική στολή άβολη επάνω της. Ποτέ δεν φορούσε στολές η Θελρίτ· ο Νιρμόδος, όμως, είχε τώρα επιμείνει: Δε μπορείς νάσαι στην πολιορκία με φόρεμα. Τι θα γίνει αν πρέπει να τρέξεις; Μάλλον είχε δίκιο. Αλλά η Θελρίτ δεν ήθελε να βρίσκεται σε πολιορκία ούτως ή άλλως!
Και πού την πήγαινε τώρα ο Νιρμόδος;
Είχε πραγματικά τρελαθεί; Όλο κάτι παράξενα πράγματα έλεγε, από εκείνο τον τελευταίο πονοκέφαλο και μετά.
Από τους αγρούς, η Θελρίτ είδε τρεις καβαλάρηδες να έρχονται. Δύο μεγάλοι λύκοι τούς ακολουθούσαν. Κι από πάνω τους πετούσαν τρία επίσης μεγάλα κοράκια.
Ο Νιρμόδος έκανε νόημα στη συνοδεία του να σταματήσει.
Η Θελρίτ τού ψιθύρισε: «Αυτούς περιμένουμε;» Διότι έβλεπε ότι ο σύζυγός της κοίταζε τους καβαλάρηδες.
«Ναι.»
«Τους ξέρεις;»
«Τώρα, ναι.»
Τι σήμαινε τώρα, ναι; Πριν, δηλαδή, δεν τους ήξερε;
Οι καβαλάρηδες πλησίασαν, μαζί με τους λύκους και τα κοράκια. Ο Νιρμόδος έκανε νόημα στους στρατιώτες του να κατεβάσουν τα τουφέκια τους, γιατί εκείνοι είχαν αμέσως σηκώσει τα όπλα για να σημαδέψουν.
Οι καβαλάρηδες σταμάτησαν τα άλογά τους και αφίππευσαν. Ήταν τρεις άντρες, φανερά γηγενείς της Χάρνταβελ, τους οποίους η Θελρίτ δεν είχε ποτέ ξανά αντικρίσει.
«Εσύ είσαι;» είπε ο ένας τους, ατενίζοντας τον Νιρμόδο.
«Ναι, εγώ.» Έκανε μερικά βήματα, για να σταθεί μπροστά στους τρεις άντρες που – η Θελρίτ τώρα το συνειδητοποίησε – ήταν ιερείς. Φορούσαν άμφια κάτω από τις κάπες τους.
«Ο Θεός μάς δοκιμάζει,» είπε ένας άλλος ιερέας.
«Θα κάνουμε, όμως, ό,τι χρειάζεται,» είπε ο τρίτος.
«Ναι,» ένευσε ο Νιρμόδος. «Θα κυνηγήσουμε τα τέρατα και θα τα σκοτώσουμε, το ένα μετά το άλλο, μέχρι να έχουμε καθαρίσει ετούτη τη διάσταση από την ύπαρξή τους και ο Θεός να είναι πάλι ευχαριστημένος.»
Το ένα απ’τα μεγάλα κοράκια γαντζώθηκε στον λευκοντυμένο ώμο του, κρώζοντας δυνατά.
Διασχίζοντας τα Ιερά, άκουγαν τους θορύβους της μάχης ν’αντηχούν ολοένα και δυνατότερα μέσα στην Ερρίθια. Όταν έφτασαν στην Ανακτορική Λεωφόρο και το Λαγούμι ήταν αντίκρυ τους, δεν μπορούσαν μονάχα ν’ακούσουν τη μάχη αλλά και να δουν κάποιες από τις εκρήξεις και τους πολεμιστές που βρίσκονταν ακροβολισμένοι πάνω σε οροφές. Δε σκόπευαν, όμως, να πάνε από τώρα εκεί· έστριψαν νότια και συνάντησαν τη βόρεια πύλη των Ανακτόρων του Υπεράρχη. Οι φρουροί εκεί τούς αναγνώρισαν και άφησαν τα οχήματά τους να περάσουν. Ο Εδμόνδος και ο Τέρι οδήγησαν μέχρι την αυλή που αποτελούσε γκαράζ, και σταμάτησαν για να βγουν όλοι τους.
«Τον συλλέκτη εδώ θα τον αφήσουμε;» ρώτησε ο Τέρι την Αρίνη.
«Καλύτερα να τον πάμε σε κάποιον κλειστό χώρο, για ασφάλεια.» Αν και το γκαράζ δεν της φαινόταν επικίνδυνο, ποτέ δεν ξέρεις: ίσως η μάχη να έφτανε, τελικά, ώς τα Ανάκτορα, και τότε σφαίρες και βόμβες θα εκτοξεύονταν παντού.
Ο Τέρι πρόσταξε τους στρατιώτες του να πάρουν τον ηλιακό συλλέκτη και να τον μεταφέρουν σ’ένα από τα υπόγεια που έβαζαν τους εξοπλισμούς τους.
«Αποκλείεται να χωρά να κατεβεί τις σκάλες, κύριε Ταγματάρχη,» αποκρίθηκε η Βίλνα.
Ο Τέρι καταράστηκε, καταλαβαίνοντας ότι είχε δίκιο. «Πηγαίνετέ τον, τότε, σ’όποιο ασφαλές μέρος μπορεί να χωρέσει.»
Εκείνοι υπάκουσαν, πιάνοντας από γύρω το μεγάλο πιάτο και προσπαθώντας να το κατεβάσουν από το κάρο που είχε φτιάξει ο λαός του Βασιληά Κάλροοθ ειδικά γι’αυτό.
«Πάμε να δούμε ποιος είναι μέσα στα Ανάκτορα,» πρότεινε ο Γεράρδος.
Ο Τέρι ένευσε, και μπήκαν στους διαδρόμους και στις αίθουσες, όπου δεν βρίσκονταν και πολλοί φρουροί. Οι περισσότεροι πολεμιστές του Υπεράρχη, αλλά και οι Γενναίοι του Σεβερίνου, καθώς και οι στρατιώτες του Τέρι, πρέπει να ήταν στα δυτικά, μπλεγμένοι στη μάχη.
«Είναι εδώ ο Ριχάρδος ο Τρίτος;» ρώτησε ο Γεράρδος έναν φρουρό στην Αίθουσα του Ύψιστου Θρόνου.
«Είναι στη μάχη, Μεγάλε Πατέρα.»
Κάποιος ακούστηκε τότε να έρχεται από μια πλευρική πόρτα της μεγάλης αίθουσας, και στράφηκαν για να δουν τη Γιολάντα, τη σύζυγο του Υπεράρχη.
«Επιστρέψατε από το ταξίδι σας…» είπε.
«Μόλις τώρα, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Όπως επίσης και μόλις τώρα μάθαμε για την πολιορκία.»
«Σήμερα ξεκίνησε, Ταγματάρχη. Ο Επόπτης επέστρεψε μαζί με ενισχύσεις. Κάποιος μάς πρόδωσε και τον είχε ελευθερώσει.» (Ο Τέρι δεν θέλησε να πει τίποτα γι’αυτό, κι ευτυχώς ούτε κι ο Γεράρδος.) «Είμαστε τυχεροί που ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος ήρθε χτες. Η βοήθειά του είναι πολύτιμη.»
«Πού βρίσκεται τώρα ο Πρίγκιπας, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε ο Γεράρδος.
«Στη μάχη στα δυτικά, μαζί με τον σύζυγό μου. Για λίγο μόνο ήρθε εδώ, στα Ανάκτορα, ώστε να πάρει το όχημα που χρησιμοποιούσε παλιά ο Επόπτης.»
«Η Βατράνια κι ο Σθένελος;»
Η Γιολάντα συνοφρυώθηκε σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί σε ποιους αναφερόταν ο Γεράρδος. «Η ξανθιά κοπέλα και ο χρυσόδερμος μάγος, σωστά; Νομίζω πως είναι μέσα στα Ανάκτορα αυτοί οι δύο. Στον μεγάλο δυτικό εξώστη, για να παρακολουθούν τη μάχη.»
*
Η Βατράνια και ο Σθένελος άκουσαν πόδια να πλησιάζουν από πίσω τους. Στράφηκαν και είδαν τον Γεράρδο να έρχεται στον εξώστη, μαζί με τη Μάρθα, την Άνμα’ταρ, τον Σέλιρ’χοκ, την Ελισαβέτα, την Αρίνη’σαρ, τον Τέρι Κάρμεθ, τον Εδμόνδο, την Ισαβέλλα, την Ιζαμπώ… και μια παράξενη γυναίκα με καστανά μαλλιά που έμοιαζαν να αναδεύονται περίεργα γύρω απ’το κεφάλι της, ενώ τα μάτια της ήταν κατάμαυρα χωρίς καθόλου κόρες ή άσπρο.
Ξαφνικά ο χώρος είχε στενέψει – πολύ.
Η Βατράνια και ο Σθένελος, γελώντας, χαρούμενοι που τους ξανάβλεπαν, τους χαιρέτησαν όλους κι αγκαλιάστηκαν μαζί τους. Ο μάγος φίλησε και την Ιζαμπώ και την Ισαβέλλα στα χείλη προτού εκείνες προλάβουν να αντιδράσουν, αλλά δεν φάνηκαν να θυμώνουν, και μία από τις δύο – ο Σθένελος δεν ήταν σίγουρος ποια – έβαλε το χέρι της στους γλουτούς του για μια στιγμή.
«Επιστρέψατε πιο γρήγορα απ’ό,τι υπολογίζαμε,» παρατήρησε ο Γεράρδος.
«Κόψαμε δρόμο,» εξήγησε η Βατράνια. «Ιδέα του Σθένελου – αν κι έπρεπε να το είχαμε σκεφτεί από την αρχή, ούτως ή άλλως.»
«Βλέπεις τι λέει για να κάνει την ιδέα μου να φανεί ασήμαντη;» είπε ο Σθένελος, γελώντας. «Σταματήσαμε στην Άωλρυς, Γεράρδε, η οποία δεν είναι μακριά από τη διαστασιακή δίοδο για Χάρνταβελ. Μιλήσαμε εκεί με τις Αρχές και ζητήσαμε ένα ελικόπτερο για να πάμε γρήγορα στην Απαστράπτουσα. Τους είπαμε ότι πρόκειται για δουλειά της Επανάστασης. Δεν έφεραν αντίρρηση, έτσι πετάξαμε ώς την πρωτεύουσα της Απολλώνιας, ειδοποιήσαμε τον Πρίγκιπα, και μετά, αφού συγκεντρώσαμε κάποιους, επιστρέψαμε.»
«Γιατί ήρθε ο ίδιος ο Πρίγκιπας;» ρώτησε η Μάρθα.
«Μας είπε ότι, αν ήταν να απελευθερώσουμε τους ανθρώπους της Χάρνταβελ, ήθελε να είναι εδώ προσωπικά,» αποκρίθηκε η Βατράνια.
«Τα συνηθίζει αυτά ο Πρίγκιπάς μας,» εξήγησε η Άνμα’ταρ. «Δεν είναι περίεργο. Ποιους έχει φέρει μαζί του;»
«Μερικούς Απολλώνιους πολεμιστές,» απάντησε ο Σθένελος, «την Ιωάννα – τη Μαύρη Δράκαινα – και την Αριάδνη’ταρ. Και τον Ανδροκλή’μορ… ο οποίος, δυστυχώς, χτυπήθηκε και… είναι νεκρός.»
«Αυτά είναι άσχημα νέα,» είπε ο Γεράρδος.
«Σκοτώθηκε όταν το ενεργειακό μας κανόνι εξερράγη επάνω στις δυτικές επάλξεις,» εξήγησε ο Σθένελος. «Εκείνος έκανε τη Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως.»
«Και τι γίνεται τώρα εκεί;» Η Μάρθα είχε στραφεί στα δυτικά, κοιτάζοντας τη μάχη. «Το τείχος φαίνεται τελείως γαμημένο.»
«Πριν από λίγο πήραν και τη Δυτική Πύλη,» είπε η Βατράνια δείχνοντας. «Βλέπεις που είναι ανοιχτή;»
Η Μάρθα ένευσε. «Γάμησέ τα.»
«Τους παρακωλύουμε, όμως,» είπε ο Σθένελος. «Δε μπορούν εύκολα να περάσουν το Λαγούμι, και γύρω από τη Δυτική Αγορά ο Υπεράρχης φαίνεται να έχει φτιάξει γερή άμυνα.»
«Ποια είναι η κοπέλα;» ρώτησε η Βατράνια, δείχνοντας με το σαγόνι τη Μαύρη Φωτιά.
Ο Γεράρδος μίλησε γι’αυτήν εν συντομία, γιατί δεν υπήρχε χρόνος για περισσότερη ακαδημαϊκή κουβέντα τώρα. «Θα πούμε πιο πολλά πράγματα μετά,» υποσχέθηκε. «Γι’αυτό το θέμα και για άλλα.»
«Γιατί δεν είστε κι εσείς κάτω, στη μάχη;» ρώτησε η Μάρθα τον Σθένελο και τη Βατράνια.
«Ο Πρίγκιπας δεν μας το ζήτησε,» αποκρίθηκε η Βατράνια. «Κι επιπλέον, τι μπορούμε να κάνουμε;»
Ο Γεράρδος ακούμπησε τα χέρια του στην πέτρινη άκρη του μπαλκονιού κι ατένισε συνοφρυωμένος ολόκληρη τη δυτική μεριά της Ερρίθιας, όπου άνθρωποι φαίνονταν να τρέχουν και να σκοτώνονται, εκρήξεις να γίνονται και πυροβόλα να βάλλουν. Μπορούσε να διαισθανθεί την παρουσία του Εσώτερου Θηρίου από εκεί. Πολύ δυνατή. Ισχυρότερη από ποτέ.
«Πού είναι οι ιερείς;» ρώτησε. «Ο Μαλαχίας, ο Έδουος, ο Ριχάρδος.»
«Κάτω,» είπε ο Σθένελος, «στη μάχη.»
«Πάμε να τους βρούμε.»
«Η Ιωάννα κι η Αριάδνη;» ρώτησε η Άνμα’ταρ.
«Το ελικόπτερο αυτό το βλέπεις;» της είπε ο Σθένελος. «Η Αριάδνη το οδηγεί. Η Ιωάννα είναι κάτω, με τους Απολλώνιους πολεμιστές.»
«Πάμε,» είπε ξανά ο Γεράρδος. «Όλοι μας.»
Και μετά, ο συνωστισμένος εξώστης άδειασε καθώς έφυγαν για να εξοπλιστούν.
*
Πρώτα συνάντησαν τον Ανθυπολοχαγό Τάρθλος, ο οποίος μαχόταν στη βόρεια μεριά της Δυτικής Αγοράς προσπαθώντας να κρατήσει πίσω τους Παντοκρατορικούς. Μαζί του ήταν μαχητές από το τάγμα του Τέρι Κάρμεθ αλλά και πολεμιστές του Υπεράρχη.
«Κύριε Ταγματάρχη, επιστρέψατε!» χαμογέλασε.
«Πριν από λίγο,» είπε ο Τέρι· «κι αυτό που φοβόμουν έχει συμβεί.»
«Πού είναι οι ιερείς;» ρώτησε ο Γεράρδος τον Ανθυπολοχαγό Τάρθλος.
«Ο Μεγάλος Πατέρας Ριχάρδος είναι εδώ, στη Δυτική Αγορά, προς τα νότια. Ο Μαλαχίας κι ο Έδουος είναι στο Λαγούμι, Μεγάλε Πατέρα.»
«Θα πάω στο Λαγούμι,» είπε ο Γεράρδος στους συντρόφους του. «Αλλά ορισμένοι να μείνετε εδώ. Νομίζω ότι θα σας χρειαστούν. Εσένα ειδικά, Άνμα.»
Η Δράκαινα κατένευσε. «Θα μείνω.»
«Ελισαβέτα;»
«Κι εγώ.»
«Ταγματάρχη;»
«Θα μείνω, Γεράρδε.»
Και η Αρίνη δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα έμενε μαζί του. Κι οι δυο τους κρατούσαν τουφέκια, και είχαν στις ζώνες τους περασμένα ένα πιστόλι κι ένα σπαθί, ενώ από τις μπότες τους προεξείχαν οι λαβες ξιφιδίων.
«Εδμόνδε, θα πολεμήσεις;» Ο Γεράρδος είχε καταλάβει ότι ο τροβαδούρος απεχθανόταν τον πόλεμο, αλλά τώρα του έμοιαζε αποφασισμένος.
«Η κατάσταση είναι έκρυθμη· τι άλλη επιλογή υπάρχει;» αποκρίθηκε ο Βοριάς. Στράφηκε στην Ιζαμπώ και στην Ισαβέλλα και είπε: «Εσείς θα πάτε, όμως, στο κέντρο της αγοράς, να βοηθήσετε όπου σας χρειάζονται, όπως για παράδ–»
«Μπορούμε να πολεμήσουμε, Εδμόνδε!» τον διέκοψε η Ιζαμπώ, απτόητα.
«Θα κάνετε ό,τι σας λέω!» μούγκρισε ο Βοριάς, επιβλητικά αλλά καλοπροαίρετα. «Θα πάτε στο κέντρο της αγοράς και θα βοηθήσετε στην περίθαλψη των τραυματιών, ή σε ό,τι άλλο σάς χρειάζονται. Δε θα σας τραβήξω μέσα σε μάχη· δεν είν’αυτή η δουλειά σας.»
Η Ιζαμπώ δεν έμοιαζε και πολύ ευχαριστημένη, αλλά δεν ξανάφερε αντίρρηση. Η Ισαβέλλα, αντιθέτως, αν έκρινε κανείς από την έκφρασή της, δεν πρέπει να ήθελε να βρεθεί σ’έναν χώρο όπου εκρήξεις γίνονταν και σφαίρες σφύριζαν στον αέρα.
«Σέλιρ;» είπε ο Γεράρδος.
«Θα έρθω μαζί σου, Γεράρδε.»
«Κι εγώ,» δήλωσε η Βατράνια.
Η Μάρθα δεν είπε τίποτα αλλά ήταν προφανές ότι θα ερχόταν, ό,τι και να της έλεγαν.
Ο Γεράρδος ατένισε τον Σθένελο, κι εκείνος ένευσε. «Μαζί σου,» είπε.
Η Μαύρη Φωτιά τυλίχτηκε, τότε, σε σκοτεινές φλόγες. Το σώμα της έγινε μια σκιά μέσα τους. Τα μάτια της τώρα δεν φαίνονταν μαύρα αλλά καταγάλανα. Και πέταξε στον ουρανό πάνω από την πόλη, σαν σκοτεινό άστρο.
«Τα πόδια της Λόρκης!» αναφώνησε η Βατράνια. «Το έχει ξανακάνει αυτό;»
«Ναι,» της είπε ο Γεράρδος.
Η Αρίνη μειδίασε. «Η κόρη μου είναι προικισμένη.»
*
Ο Έδουος και ο Μαλαχίας ήταν μαζί, καλυμμένοι πίσω από τα ερείπια ενός ανατιναγμένου σπιτιού στο Λαγούμι, όταν ο Γεράρδος τούς συνάντησε υπό τη μουσική υπόκρουση εκρήξεων και πυροβολισμών.
«Τελικά είχες δίκιο, Αδελφέ, που μου είπες πως όταν ξαναβρεθούμε κάτι πολύ άσχημο θα έχει συμβεί και έναν πανίσχυρο εχθρό θα έχουμε ν’αντιμετωπίσουμε,» είπε ο Έδουος στον Γεράρδο.
«Σ’τα είπα όλ’αυτά;»
«Σ’ένα όνειρο.»
Ο Γεράρδος δεν θυμόταν να είχε κάνει κάτι συνειδητά, αλλά, έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν η πρώτη φορά που δεν θυμόταν τα όνειρα που έστελνε σε άλλους. «Τα πράγματα είναι, όντως, άσχημα,» αποκρίθηκε. «Κι αισθάνομαι και μια… παρουσία. Την οποία, λογικά, πρέπει να μπορείτε να αισθανθείτε κι εσείς.»
«Μα γι’αυτό ακριβώς σού λέει ο Έδουος,» είπε ο Μαλαχίας, «όχι για την επίθεση των Παντοκρατορικών. Συνάντησα τον Νιρμόδο Νάρλεφ, τον Επόπτη, μέσα στους δρόμους του Λαγουμιού, και… το Εσώτερο Θηρίο τον έχει κυριεύσει, Γεράρδε, όπως ποτέ ξανά δεν είχε κυριεύσει κανέναν, νομίζω.»
«Αδύνατον,» είπε ο Γεράρδος. «Το Εσώτερο Θηρίο έρχεται μόνο σε συγκεκριμένα άτομα στη Χάρνταβελ, κατά τη γέννησή τους.»
Ο Μαλαχίας ένευσε. «Ναι–» Μια δυνατή έκρηξη έγινε, σκεπάζοντας τα λόγια του.
Τα πέτρινα κομμάτια ενός σπιτιού πετάχτηκαν ολόγυρα, αναγκάζοντάς τους όλους να σκύψουν παρότι η έκρηξη δεν είχε συμβεί και πολύ κοντά τους.
«Τι κάνουν οι γαμημένοι;» γρύλισε η Μάρθα. «Προσπαθούν να ισοπεδώσουν ολόκληρο το Λαγούμι;»
«Έτσι φαίνεται,» είπε ο Σθένελος. «Είναι ο καλύτερος τρόπος για να περάσουν από εδώ. Οι δρόμοι του είναι πολύ στενοί.»
«Τι μου έλεγες;» ρώτησε ο Γεράρδος τον Μαλαχία.
«Κι εμένα με παραξένεψε αυτό που είδα όταν συνάντησα τον Νιρμόδο. Κανονικά δε θάπρεπε να συμβαίνει. Αλλά είναι αλήθεια: το Θηρίο είναι μέσα του. Κι όχι μόνο αυτό, μα νομίζω ότι μπορεί να βγει και μέσα από τον Νιρμόδο, σαν ο Επόπτης να αποτελεί κάποιου είδους στόμιο.»
«Τι εννοείς ‘να βγει’, Μαλαχία;»
«Μπορεί να έρθει σ’εμάς για να μας καταλάβει ξανά. Ο Νιρμόδος προσπάθησε να με αγγίξει, και το αισθάνθηκα να έρχεται για μένα.» Υπήρχε φόβος στην όψη του Μαλαχία, τώρα.
«Αδύνατον…» ξανάπε ο Γεράρδος. «Όταν το έχεις διώξει από μέσα σου δεν μπορεί να έρθει πάλι.»
«Μπορεί, Γεράρδε! Ή, τουλάχιστον, μπορεί μέσω του Νιρμόδου. Δεν ξέρω γιατί. Έχει κάτι το διαφορετικό από τους ιερείς της Χάρνταβελ.»
Του Γεράρδου τού φαινόταν αδιανόητο αυτό το πράγμα. Τι παιχνίδι έπαιζε τώρα το καταραμένο Μαύρο Σύννεφο;
Στράφηκε στον Σέλιρ’χοκ. «Τι νομίζεις, μάγε; Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό;»
«Ο Νιρμόδος, απ’ό,τι γνωρίζουμε, δεν έχει υπερβατικές δυνάμεις. Και το μόνο που άλλαξε από την τελευταία φορά που τον είδαμε είναι ότι τον κρέμασες ανάποδα και τον άφησες να πεθάνει.»
«Και λοιπόν;» Η ερώτηση του Γεράρδου ακούστηκε απότομη στα ίδια τα αφτιά του.
«Το Μαύρο Σύννεφο, ό,τι κι αν είναι, είναι κάποιου είδους παρασιτική πνευματική οντότητα· και τέτοιες οντότητες μπορούν να γλιστρήσουν μέσα στο νοητικό πεδίο κάποιου όταν υπάρχει πρόσβαση εκεί.»
«Τι σχέση έχει αυτό με τον Νιρμόδο, Σέλιρ;»
«Όταν τον κρέμασες ανάποδα, δεν ξέρεις τι μπορεί να έπαθε το μυαλό του, Γεράρδε.»
«Θεοί του Κενού!» καταράστηκε ο Γεράρδος, καταλαβαίνοντας το σκεπτικό του μάγου. «Ο Τέρι Κάρμεθ, με την ανοησία του, μας έβαλε σε περισσότερους μπελάδες απ’ό,τι φαντάζεται!» Στον Μαλαχία και στον Έδουο είπε: «Πρέπει να βρούμε τον Νιρμόδο. Πρέπει να τον σκοτώσουμε. Γιατί, αν δεν τον σκοτώσουμε εμείς, εκείνος θα επιδιώξει σίγουρα να εξολοθρεύσει εμάς. Και νομίζω – το διαισθάνομαι – πως το Μαύρο Σύννεφο τού έχει στείλει βοήθεια.»
Ο Μαλαχίας ένευσε. «Κι εγώ το διαισθάνομαι, Αδελφέ. Κι άλλοι ιερείς έχουν έρθει. Ιερείς με το Εσώτερο Θηρίο εντός τους.»
*
«Ο Γεράρδος είναι εδώ,» είπε ο Νιρμόδος, βαδίζοντας κοντά στα δυτικά, άσχημα σφυροκοπημένα τείχη της Ερρίθιας μαζί με τους τρεις ιερείς που είχαν έρθει να τον συντρέξουν στον σκοπό του – τον Σεβερίνο, τον Ούγο, και τον Ερρίκο. «Στο Λαγούμι. Και σίγουρα ξέρει κι αυτός για εμάς.» Η Θελρίτ και μερικοί στρατιώτες ακολουθούσαν τον Νιρμόδο, όπως επίσης και οι πέντε ουγκράβοι. Οι τελευταίοι, όμως, δεν έρχονταν πίσω από εκείνον και τους τρεις ιερείς: οι δύο λύκοι περιφέρονταν γύρω τους, ατενίζοντας απειλητικά όποιον ζύγωνε· και τα τρία μεγάλα κοράκια φτεροκοπούσαν από πάνω τους, κρώζοντας, ή κάπου-κάπου κάθονταν στους ώμους τους. Τα μάτια των ζώων στραφτάλιζαν δαιμονικά· ο καθένας μπορούσε να καταλάβει ότι υπήρχε κάτι το μη φυσικό στην ύπαρξή τους.
«Θα του δώσω την ευκαιρία να ξαναϋπηρετήσει τον Θεό,» είπε ο Νιρμόδος. «Αλλά αν δεν μπορεί να μεταστραφεί θα πρέπει να πεθάνει.»
«Γιατί να μην τον σκοτώσουμε ούτως ή άλλως;» είπε ο Σεβερίνος. «Δολοφόνησε τον Ύπατο! Ο εκπαιδευόμενος που ξέφυγε από τη σφαγή στον Υπεραιώνιο μάς το είπε.»
«Ο Θεός είναι μεγάλος,» αποκρίθηκε ο Νιρμόδος. «Μπορεί να δείξει έλεος· κι οφείλουμε να φανούμε αντάξιοι των προσδοκιών του. Ο Θεός θέλει όλα του τα παιδιά κοντά του.»
Πλησιάζοντας τα άκρα του Λαγουμιού, ατένισαν το όχημα με τα δύο πυροβόλα που είχαν πάρει οι υπερασπιστές της Ερρίθιας από τα Ανάκτορα – το όχημα που ήταν παλιά του Παντοκρατορικού Επόπτη.
Ο Νιρμόδος έκανε νόημα στους στρατιώτες του να σταματήσουν. Στους ιερείς και στους ουγκράβους δεν υπήρχε λόγος να κάνει νόημα: γνώριζαν τη θέλησή του, γιατί ήταν ίδια με τη θέληση του Θεού τους.
«Παρενοχλήστε το,» πρόσταξε ο Νιρμόδος τους πολεμιστές του, δείχνοντας το όχημα. «Και προσέχετε τα κανόνια του. Εγώ κι οι νέοι μας σύμμαχοι θα φροντίσουμε να το πάρουμε ξανά στην κατοχή μας.»
Οι στρατιώτες αμέσως υπάκουσαν, αναγνωρίζοντας στη φωνή του κάτι περισσότερο από τη φωνή του Επόπτη τους: αναγνωρίζοντας κάτι που μιλούσε κατευθείαν στην ψυχή τους. Απομακρύνθηκαν, πηγαίνοντας να πάρουν θέσεις καλές για να ξεκινήσουν την παρενόχληση.
Η Θελρίτ, όμως, δίστασε να κινηθεί παρότι κι εκείνη αισθανόταν μια πολύ δυνατή παρόρμηση να υπακούσει τον σύζυγό της.
«Κι εσύ, αγάπη μου,» της είπε ο Νιρμόδος. «Πήγαινε! Και να είσαι προσεχτική.» Την πλησίασε και, τραβώντας την στην αγκαλιά του, τη φίλησε δυνατά στα χείλη.
Μετά, η Θελρίτ έφυγε από κοντά του πηγαίνοντας κι εκείνη να πάρει θέση, με το τουφέκι της στα χέρια. Έτρεχε σχεδόν σαν υπνωτισμένη, χωρίς άλλες αμφιβολίες στο μυαλό της.
Ο Νιρμόδος, οι τρεις ιερείς, και οι ουγκράβοι μπήκαν στα λαβυρινθώδη δρομάκια του Λαγουμιού.
Οι Παντοκρατορικοί στρατιώτες και η Θελρίτ άρχισαν να πυροβολούν το όχημα από γύρω, με τα τουφέκια τους. Οι περισσότερες σφαίρες τους εξοστρακίζονταν επάνω στη θωράκισή του, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος, που βρισκόταν στο εσωτερικό του, έστρεψε τα κανόνια και πυροβόλησε, προσπαθώντας να πετύχει τους Παντοκρατορικούς πίσω από την κάλυψή τους. Μια χειροβομβίδα εκτοξεύτηκε από ένα παράθυρο κι έπεσε κοντά στο όχημα, τραντάζοντάς το. Για μια στιγμή, ο Ανδρόνικος νόμισε ότι ίσως να είχαν προκληθεί σοβαρές βλάβες, αλλά τελικά το άρμα ήταν καλύτερα θωρακισμένο απ’ό,τι θεωρούσε. Δεν είχε πάθει τίποτα περισσότερο από γρατσουνιές και μαυρίσματα.
Και τα πυροβόλα του εξακολουθούσαν να βάλλουν – ρα-τατατα-τατατατ – διαλύοντας πόρτες, παράθυρα, ασταθείς τοίχους.
Η Θελρίτ χτυπήθηκε από πέτρινα θραύσματα στο δεξί μάτι και, κραυγάζοντας, έκανε πίσω και γονάτισε, πετώντας κάτω το τουφέκι της και κρατώντας το πρόσωπό της.
«Είστε καλά, κυρία;» τη ρώτησε ένας στρατιώτης γονατίζοντας πλάι της. «Πάρτε το χέρι σας, να δω,» είπε όταν εκείνη δεν του απάντησε· κι έπιασε τον καρπό της, παραμερίζοντας το χέρι από τη δεξιά μεριά του προσώπου της, για να δει το τραύμα.
Δεν ήταν σοβαρό. Το μάτι ήταν μελανιασμένο αλλά δεν φαινόταν να έχει τραυματιστεί. Απλά, μερικά κοψίματα υπήρχαν στο γαλανόδερμο μάγουλο και μέτωπο της Θελρίτ.
Εκείνη βλεφάρισε τρεις, τέσσερις φορές.
«Με βλέπετε κανονικά;» τη ρώτησε ο στρατιώτης.
Η Θελρίτ ένευσε. «Ναι.» Έκλεισε το αριστερό της μάτι και τον κοίταξε μόνο με το δεξί. «Ναι,» ξανάπε.
«Εντάξει. Μείνετε πίσω τώρα. Θα σας προστατέψουμε.»
Η παρενόχληση του οχήματος συνεχιζόταν· δεν είχε σταματήσει όσο εκείνη ήταν πεσμένη.
Μέσα στα λαβυρινθώδη στενορύμια του Λαγουμιού, ο Νιρμόδος και οι τρεις ιερείς του σκαρφάλωσαν γρήγορα στις οροφές χαμηλών σπιτιών σαν να ήταν αγρίμια.
Οι δύο λύκοι αλύχτησαν δυνατά, και τ’αλυχτήματά τους έσπειραν τρόμο στις ψυχές όσων τα άκουσαν – έναν παράλογο, υπερφυσικό τρόμο.
Τα τρία μεγάλα κοράκια όρμησαν, κρώζοντας, στο αλεξίσφαιρο πίσω σκέπαστρο του οχήματος. Ο Ανδρόνικος – ήδη ανεξήγητα τρανταγμένος από τα αλυχτήματα – σάστισε βλέποντας τα μαύρα πτηνά να χτυπάνε το γυαλί με τα ράμφη τους – τακ! τακ! τακ! ΤΑΚ! Τι σκατά γινόταν; απόρησε. Ήταν εκπαιδευμένα για πόλεμο αυτά τα πουλιά; Και τα κανόνια του δεν μπορούσαν να τα σημαδέψουν: εκτός του ότι ήταν πολύ μικρά ως στόχοι, ήταν και πολύ κοντά.
Ο Νιρμόδος και οι τρεις ιερείς πήδησαν, τότε, από τις οροφές, πέφτοντας πάνω στο όχημα.
Ο Ανδρόνικος αναγνώρισε τον Επόπτη, αλλά είδε συγχρόνως ότι υπήρχε κάτι το αλλόκοτο στην όψη του. Εκείνος κι οι άλλοι τρεις άρχισαν να κοπανάνε το πίσω σκέπαστρο με τσεκούρια. Ο Ανδρόνικος είδε ρωγμές να παρουσιάζονται. Τράβηξε το πιστόλι του, ενώ έλεγε στον οδηγό του οχήματος μέσω του επικοινωνιακού διαύλου: «Βάλτο σε κίνηση! Ρίξτους από πάνω!»
Και το όχημα κινήθηκε.
Αλλά πόσο γρήγορα μπορούσε να κινηθεί εδώ, μες στους στενούς δρόμους της Ερρίθιας;
Όχι και πολύ γρήγορα.
Μάλλον, αργά.
Ο Νιρμόδος, ο Σεβερίνος, ο Ερρίκος, και ο Ούγος έμειναν εύκολα επάνω του παρά τις μανούβρες που προσπαθούσε να κάνει ο οδηγός. Τα τσεκούρια τους χτυπούσαν δυνατά το σκέπαστρο· και κάτω απ’το γυαλί ο Νιρμόδος μπορούσε να δει ότι ήταν ο Αρχιπροδότης. Τελικά, δεν θα εξολόθρευε μόνο τον Γεράρδο αλλά και τον Πρωτεργάτη της Επανάστασης! Η Παντοκράτειρα θα έμενε πολύ ευχαριστημένη.
Ο Ανδρόνικος είχε τραβήξει το πιστόλι του και τον σημάδευε· μόλις το γυαλί έσπαγε, θα τον πυροβολούσε. Αλλά ο Νιρμόδος δεν ανησυχούσε. Ήταν βέβαιος ότι μπορούσε να πεταχτεί στο πλάι πολύ προτού ο Αρχιπροδότης πατήσει τη σκανδάλη· κι ακόμα κι αν η σφαίρα τον πετύχαινε, δεν θα τον σκότωνε. Είχε τη δύναμη ενός θεού εντός του!
Ο οδηγός σταμάτησε να κινεί το όχημα. Άνοιξε το μπροστινό σκέπαστρο και βγήκε για να πυροβολήσει τους επιτιθέμενους, βαστώντας ένα πιστόλι σε κάθε χέρι–
Το τσεκούρι του Ούγο χώρισε το κεφάλι του Απολλώνιου από τους ώμους του καθώς εκείνος ξεπρόβαλλε, και ο ιερέας αλύχτησε σαν λύκος.
Ο Ανδρόνικος, στο μεταξύ, έβλεπε τις ρωγμές στο αλεξίσφαιρο γυαλί να γίνονται ολοένα και μεγαλύτερες. Η δύναμη του Επόπτη κι αυτών των τριών αντρών ήταν εξωφρενική! Τι σκατά ήταν; Μονάχα μια απάντηση μπορεί να υπήρχε. Αλλά ήταν δυνατόν να είναι ιερείς της Χάρνταβελ και να είναι, συγχρόνως, σύμμαχοι με τους Παντοκρατορικούς;
Μετά, όμως, θυμήθηκε αυτά που του είχε πει ο Μαλαχίας για το Εσώτερο Θηρίο. Οι ιερείς της Χάρνταβελ είχαν χωριστεί. Κι όσοι είχαν το Εσώτερο Θηρίο ακόμα εντός τους πρέπει τώρα να είχαν πάει με το μέρος του Επόπτη, συμπέρανε ο Ανδρόνικος.
Οι ρωγμές μεγάλωσαν κι άλλο.
Ο Ανδρόνικος προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του, και τράβηξε και το σπαθί του, αν και δε νόμιζε ότι είχε πιθανότητες επιβίωσης μόνος του ενάντια σ’αυτούς τους αλλόφρονες.
Τα χτυπήματα των τσεκουριών, απρόσμενα, έπαψαν.
Ο Επόπτης κι οι ιερείς κοίταξαν ολόγυρα.
«Ο Γεράρδος!» γρύλισε ο Νιρμόδος, τρίζοντας τα δόντια· και τα γκρίζα μάτια του σκεπάστηκαν τελείως από το σκοτάδι εντός τους.
*
«Νιρμόδε!» φώναξε ο Γεράρδος, ξεπροβάλλοντας από τις παρυφές του Λαγουμιού. «Φαίνεται, τελικά, πως είχα δίκιο ότι εσύ κι αυτός ο δαίμονας μπορείτε να ταιριάξετε!» Έδειχνε τον Επόπτη με το σπαθί που κρατούσε στο δεξί του χέρι, ενώ στο αριστερό χέρι είχε ένα πιστόλι και στην πλάτη του κρεμόταν το τουφέκι του. Τριγύρω του πυροβολισμοί και κραυγές αντηχούσαν, καθώς η Μάρθα, η Βατράνια, ο Μαλαχίας, ο Έδουος, κι οι υπόλοιποι σύντροφοί του επιτίθονταν στους Παντοκρατορικούς στρατιώτες και στους ουγκράβους.
Ο Νιρμόδος είπε στους τρεις ιερείς του: «Αποτελειώστε τον Πρίγκιπα. Ο Γεράρδος είναι δικός μου.» Και πήδησε από το όχημα, με το τσεκούρι του στο χέρι. Φώναξε στον Γεράρδο: «Ο Θεός σ’αγαπά ακόμα, Γεράρδε! Έλα κοντά μου και θα σε ξαναπάρει στην αγκαλιά του!»
«Το μόνο που θα ξαναπάρει ο Θεός σου στην αγκαλιά του είναι αυτό!» Ο Γεράρδος, υψώνοντας το πιστόλι του, πυροβόλησε πατώντας επανειλημμένα τη σκανδάλη.
Ο Νιρμόδος τινάχτηκε με αδιανόητη ταχύτητα για άνθρωπο, και οι ριπές βρήκαν μόνο τον αέρα.
Είναι σαν τους παλιούς ιερείς, παρατήρησε ο Γεράρδος. Αλλά χειρότερος.
Ο Νιρμόδος γέλασε. «Πόσο εύκολα βλασφημάς, Γεράρδε!… Αλλά το τέλος σου δεν είναι μακριά!» Έτρεξε καταπάνω του, πηδώντας σαν αγρίμι των βουνών.
Οι σφαίρες του Γεράρδου αστόχησαν: όλες, εκτός από μία που φάνηκε να παίρνει τον Νιρμόδο ξυστά στον ώμο· και μετά, ο γεμιστήρας τελείωσε. Ο Γεράρδος πέταξε κάτω το πιστόλι καθώς ακολουθούσε τα μονοπάτια για ν’αποφύγει τον αντίπαλό του, που το ελεύθερό χέρι του έμοιαζε να κρατά μια μάζα ακαθόριστου σκοταδιού.
Ο Νιρμόδος τινάχτηκε και βρέθηκε πλάι του σαν να είχε, κάπως, προβλέψει πού θα παρουσιαζόταν ο Γεράρδος. Και προσπάθησε να τον αγγίξει στο κεφάλι. Το Μαύρο Σύννεφο πράγματι μπορούσε να βγαίνει μέσα από τον Νιρμόδο, όπως είχε πει ο Μαλαχίας. Η παρουσία του ήταν πολύ έντονη· και, για μια στιγμή, ο Γεράρδος νόμισε ότι μπορούσε να το δει πάλι απλωμένο πάνω από τη Χάρνταβελ, έχοντας ένα από τα πλοκάμια του τυλιγμένο γύρω και μέσα στον Νιρμόδο, ενώ ένα άλλο πλοκάμι ξεπρόβαλλε από το χέρι του Νιρμόδου κι ερχόταν καταπάνω του.
Ο Γεράρδος έστριψε σε μια ασύλληπτη γωνία, και βγήκε πίσω από τον αντίπαλό του. Επιχείρησε να τον σπαθίσει στα νώτα, αλλά ο Νιρμόδος, σαν νάχε μάτια στην πλάτη, έφερε πίσω το τσεκούρι του κι απέκρουσε. Μετά, στράφηκε να τον αντικρίσει, τραβώντας το πιστόλι του.
«Αν δεν μπορώ να σε πάρω ξανά με το μέρος μου θα σε σκοτώσω, Γεράρδε. Αρκετά έπαιξες στη διάστασή μου!» Πυροβόλησε–
–αλλά ο Γεράρδος δεν ήταν πια εκεί. Μια σκιά του δρόμου τον είχε οδηγήσει λίγο παραδίπλα. Σπάθισε το πιστόλι του Νιρμόδου και το τσάκισε, χωρίς όμως να το πετάξει απ’τη γροθιά του· η δύναμη του Επόπτη ήταν αυτή ενός παλιού ιερέα, όσο απίθανο κι αν έμοιαζε.
Ο Νιρμόδος έκανε να ξαναπυροβολήσει, αλλά το όπλο είχε μπλοκάρει. Γρυλίζοντας οργισμένα, το εκτόξευσε καταπάνω στον Γεράρδο και τον βρήκε στο στήθος, κάνοντάς τον να παραπατήσει και να κοπανήσει την πλάτη του σ’έναν τοίχο γεμάτο σφαίρες και σπασίματα.
Ουρλιάζοντας ο Νιρμόδος εφόρμησε, με το τσεκούρι του υψωμένο. Ο Γεράρδος ακολούθησε τα μονοπάτια, απέφυγε την επικίνδυνη λάμα – η οποία έκανε τον τοίχο να γκρεμιστεί εν μέρει – και σπάθισε τον αντίπαλό του στα πλευρά. Αίμα τινάχτηκε, βάφοντας κόκκινη τη λευκή στολή. Αλλά ο Νιρμόδος δεν φάνηκε ούτε καν να είχε αισθανθεί το χτύπημα· στρεφόμενος με τρομερή ταχύτητα, γρονθοκόπησε τον Γεράρδο στο κεφάλι με το ελεύθερό του χέρι, τινάζοντάς τον παραδίπλα, κάνοντάς τον να σωριαστεί ζαλισμένος.
Ο Γεράρδος προσπάθησε να σηκωθεί ενώ το κεφάλι του βούιζε και νόμιζε ότι ο κόσμος περιστρεφόταν γύρω του. Είδε τον Νιρμόδο να ζυγώνει, ύψωσε το σπαθί του. Ο Νιρμόδος κατέβασε το τσεκούρι του κι έσπασε τη λεπίδα του Γεράρδου στα δύο. Τον κλότσησε στα πλευρά, κάνοντας αίμα να τιναχτεί από το στόμα του.
Ο Γεράρδος, εκτός απ’τον δυνατό σωματικό πόνο, αισθάνθηκε και κάτι άλλο. Δεν πονούσε μονάχα εκείνος αλλά κι η ίδια η Χάρνταβελ. Καρφιά, λεπίδες, μπήγονταν επάνω της. Ένα ξένο σώμα σπρωχνόταν μέσα στο δικό της.
«Τώρα θα γίνεις δικός μου, είτε με τη θέλησή σου είτε όχι,» είπε ο Νιρμόδος, με τα μάτια του γεμάτα από τη δύναμη του Εσώτερου Θηρίου. Καρφώνοντας το τσεκούρι του στο πλακόστρωτο του δρόμου δίπλα από τον ώμο του Γεράρδου, τον καβάλησε κι άρπαξε το κεφάλι του και με τα δύο χέρια.
Την ίδια στιγμή, σαν η σύγκρουσή τους να είχε αποτελέσει μαγνήτη για την καταστροφή, η διάσταση της Χάρνταβελ τραντάχτηκε. Τα σπίτια από τη μεριά του Λαγουμιού γκρεμίστηκαν λες κι ήταν χάρτινα, σηκώνοντας πυκνά σύννεφα σκόνης στον αέρα. Η πραγματικότητα σκίστηκε, και η άμμος της ερήμου της άλλης διάστασης ξεπήδησε μέσα στους δρόμους της Ερρίθιας, ενώ ο ουρανός άλλαζε κι ένας φλεγόμενος ήλιος φαινόταν.
Η Μάρθα πυροβολούσε μια λευκοντυμένη Παντοκρατορική, όταν αισθάνθηκε τον κόσμο να περιστρέφεται γύρω της μ’έναν τρόπο δύσκολο να καθορίσει. Ήταν σαν κάποιος να τραβούσε ένα χαλί κάτω από τα πόδια της· ή μάλλον, σαν να τραβούσε ένα χαλί από κάθε μεριά – πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά.
Η διάσταση της Χάρνταβελ τραντάχτηκε. Η Μάρθα έχασε κάθε δυνατή αίσθηση του προσανατολισμού. Είδε χτίρια να κουνιούνται και τις πέτρες των τοίχων τους να φεύγουν απ’τη θέση τους, σκορπίζοντας. Άκουσε ουρλιαχτά και κραυγές. Το μάτι της πήρε τη Βατράνια να τρέχει προσπαθώντας να απομακρυνθεί.
Η Μάρθα έχασε την ισορροπία της καθώς αισθανόταν κάτι σαν κύμα να τη χτυπά και να την παρασέρνει. Αλλά δεν ήταν κύμα· όχι από νερό, τουλάχιστον· όχι όπως τα κύματα της Υπερυδάτιας, της διάστασής της. Ήταν ένα κύμα άμμου.
Δεν ήξερε τι ακριβώς έγινε και πώς κουτρουβάλησε. Το μόνο που κατάλαβε ήταν ότι η πραγματικότητα της Χάρνταβελ είχε, ξαφνικά, γαμηθεί τελείως. Βρέθηκε ανάσκελα, βλεφαρίζοντας για να διώξει την άμμο από τα μάτια της. Γύρω της, η παράξενη μετακίνηση είχε πάψει. Στον ουρανό έβλεπε έναν φλεγόμενο ήλιο.
Είμαι στην άλλη διάσταση, συνειδητοποίησε· και: Άνοιξε μια κωλοεισβολή εκεί όπου ήμασταν.
Ανασηκώθηκε και είδε ότι δεν ήταν, φυσικά, η μόνη που είχε καταλήξει εδώ, στην έρημο. Ο Σθένελος ήταν λίγο παραδίπλα, και Παντοκρατορικοί ήταν ολόγυρα. Επίσης, κομμάτια από διαλυμένα οικήματα ήταν απλωμένα στην άμμο, καθώς η εισβολή έμοιαζε να έχει καταστρέψει ένα μέρος του Λαγουμιού με την παρουσία της. Ευτυχώς που δε σκοτωθήκαμε κιόλας. Το ανθρώπινο σώμα ήταν πιο ευέλικτο από τους πέτρινους τοίχους και η απότομη μετατόπιση δεν μπορούσε να το καταστρέψει, αλλά αυτό δε σήμαινε κιόλας ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Λίγο πιο πέρα, η Μάρθα είδε ότι κάτι πέτρες είχαν πλακώσει έναν Παντοκρατορικό.
Σηκώθηκε όρθια, μουγκρίζοντας, και πλησίασε τον Σθένελο ο οποίος επίσης προσπαθούσε να σηκωθεί. «Είσαι ’ντάξει;»
«Ναι, έτσι νομίζω,» αποκρίθηκε εκείνος, καθώς ήταν σηκωμένος στο ένα γόνατο και άμμος γλιστρούσε από τα ρούχα του.
*
Το τράνταγμα που προκάλεσε η εισβολή ήταν δυνατό, αλλά δεν είχε αποτινάξει τον Νιρμόδο από τον Γεράρδο. Ο Επόπτης εξακολουθούσε να είναι επάνω του, με τα μάτια του γεμάτα από την οργή του Εσώτερου Θηρίου. Τα χέρια του είχαν πιαστεί γύρω από το κεφάλι του Γεράρδου σαν αγκίστρια, κι εκείνος αισθανόταν κάτι να προσπαθεί να μπει μέσα του: μια παλιά, αλλά γνώριμη, παρουσία. Μια μόλυνση που κάποτε τη θεωρούσε ένα με τον εαυτό του, μα δεν ήταν.
Ο Νιρμόδος αποτελούσε άμεσο δίαυλο ανάμεσα στο Μαύρο Σύννεφο και στους ανθρώπους της Χάρνταβελ, και τώρα το Μαύρο Σύννεφο άπλωνε δύο από τις παραφυάδες του κατευθείαν προς την ψυχή του Γεράρδου, για να του στερήσει την επαφή με τη διάσταση και να τον ξανακάνει δικό του, να αντιστρέψει την καταστροφική πορεία που είχε εκείνος ξεκινήσει.
Αλλά, όπως και τότε που βρισκόταν φυλακισμένος στον Υπεραιώνιο, το αδιέξοδο τού έδωσε διέξοδο. Κάτι μέσα του αντέδρασε. Το σώμα του δεν μπορούσε να σηκωθεί και να αποτινάξει τον Νιρμόδο – η δύναμη του εχθρού του ήταν πολύ μεγάλη – όμως μπορούσε να βουλιάξει προς τα κάτω. Ο Γεράρδος είχε, ξαφνικά, την αίσθηση ότι η διάσταση της Χάρνταβελ ήταν σαν το νερό: μια ρευστή πηγή ζωής που μπορούσε να τον πάρει στην αγκαλιά της.
Έκλεισε τα μάτια του και χάθηκε μέσα της.
Τα πάντα έγιναν διαίσθηση. Ένιωθε τον πόνο της Χάρνταβελ από τις εισβολές, προς κάθε κατεύθυνση: δεκάδες λεπίδες μπηγμένες στο σώμα της. Δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν τώρα, αλλά δεν είχε σημασία, γιατί μπορούσε να βρίσκεται παντού. Δεν ήταν παρά θέμα απόφασης, συνειδητοποίησε.
Στεκόταν πίσω απ’τον Νιρμόδο. Κάμποσα βήματα πίσω του.
Ο Επόπτης κραύγασε οργισμένα. Τα χέρια του, που πριν από λίγο κρατούσαν το κεφάλι του Γεράρδου, έπιαναν τώρα μόνο τον αέρα, καθώς μια μαύρη σκιά φαινόταν να τα τυλίγει.
«Για μένα ψάχνεις;» είπε ο Γεράρδος.
Ο Νιρμόδος στράφηκε, ξαφνισμένος, καθώς σηκωνόταν όρθιος. Ο Γεράρδος τού όρμησε, ακολουθώντας ένα μονοπάτι και ξεπροβάλλοντας από μια απρόσμενη, και απροσδιόριστη, γωνία. Έπεσε πάνω του, χτυπώντας τον με τον ώμο του στο στήθος και παρασέρνοντάς τον πέρα από την εισβολή, στην έρημο της άλλης διάστασης, όπου κι οι δυο τους σωριάστηκαν, κουτρουβαλώντας.
*
Το γυάλινο σκέπαστρο ήταν έτοιμο να σπάσει πάνω από τον Ανδρόνικο, όταν ένας από τους ιερείς δέχτηκε πυρά από κάπου και παραπάτησε – κι αμέσως μετά, κάτι σαν σεισμός συνέβη. Κάτι πολύ χειρότερο από σεισμός. Κάποια οικήματα διαλύθηκαν καθώς σπρώχνονταν από μια ακατονόμαστη δύναμη· και, μέσα από τον ίδιο τον αέρα, άμμος τινάχτηκε. Μια έρημος αποκαλύφτηκε, και ο ουρανός άνοιξε για να φανερώσει έναν άλλο ουρανό κι έναν φλεγόμενο ήλιο–
Το όχημα του Ανδρόνικου σπρώχτηκε προς τα πίσω. Κοπάνησε πάνω σ’ένα από τα χτίρια της συνοικίας αντίκρυ στο Λαγούμι. Πέτρες και σοβάδες το έλουσαν. Οι ιερείς είχαν πεταχτεί από πάνω του, είχαν φύγει.
Μια από τις εισβολές! παρατήρησε ο Ανδρόνικος. Εδώ ακριβώς όπου γίνεται η μάχη!… Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!
Τώρα, πάντως, ήταν μια καλή στιγμή να εγκαταλείψει ετούτο το όχημα. Ο Ανδρόνικος άνοιξε βιαστικά το αλεξίσφαιρο σκέπαστρο και βγήκε, προτού οι ιερείς επιστρέψουν.
Απομακρύνθηκε και είδε τη Βατράνια να τον πλησιάζει, καθώς παντού πανικός επικρατούσε και κραυγές αντηχούσαν.
«Πρίγκιπά μου…» Ήταν λαχανιασμένη. «Μια εισβολή.»
«Ναι, δε μπορείς να μην την προσέξεις.»
«Είστε καλά;»
Ο Ανδρόνικος ένευσε καθώς κοίταζε γύρω του, ανθρώπους να τρέχουν προσπαθώντας να ξεμπλέξουν από την άμμο και τα συντρίμμια των οικημάτων. Είδε τον Σέλιρ’χοκ να πυροβολεί, με το πιστόλι του, έναν πολεμιστή της Παντοκράτειρας καθώς εκείνος έκανε να σηκωθεί και να τον σημαδέψει με το τουφέκι του. Μετά, ο μάγος πρόσεξε τον Ανδρόνικο κι έτρεξε προς το μέρος του.
Φτάνοντας κοντά, είπε: «Είναι παράξενο, Πρίγκιπά μου, πώς αυτές οι εισβολές παρουσιάζονται εκεί όπου γίνονται συγκρούσεις, δεν είναι; Σαν κάτι να τις έλκει…»
Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς, ‘σαν κάτι να τις έλκει’; Νόμιζα ότι εμφανίζονται τυχαία.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ. «Εμφανίζονται, σίγουρα, σε κάποιες στιγμές που τα διαστασιακά τοιχώματα έχουν αδυνατίσει, αλλά το πού ακριβώς θα εμφανιστούν… αυτό… αυτό είναι ίσως ένα θέμα που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.»
«Και τι σχέση έχει αν κάποια σύγκρουση γίνεται;» απόρησε η Βατράνια.
«Μπορεί,» υπέθεσε ο Σέλιρ, «η αναταραχή να έλκει, κάπως, τις καταστροφικές δυνάμεις.»
«Δεν έχουμε τώρα καιρό για θεωρίες,» είπε ο Ανδρόνικος. «Πού είναι οι άλλοι; Και πότε επιστρέψατε εσείς στην Ερρίθια, Σέλιρ;»
«Σήμερα, Πρίγκιπά μου, πριν από λίγη ώρα.»
*
Κουτρουβαλώντας επάνω στην καυτή άμμο, χώρισαν, αλλά δεν κατέληξαν μακριά ο ένας από τον άλλο.
Καθώς ο Γεράρδος ορθωνόταν μπορούσε να νιώσει ότι εδώ, στην άλλη διάσταση, δεν είχε επαφή με τη Χάρνταβελ και δεν ήταν δυνατόν ν’ακολουθήσει τα μονοπάτια. Αλλά το ίδιο θα είχε χάσει την επαφή του και ο Νιρμόδος.
Τον είδε να σηκώνεται όρθιος, γρυλίζοντας σαν αγρίμι. Το Εσώτερο Θηρίο του πρέπει να τον ταλαιπωρούσε, ωθώντας τον να επιστρέψει στη Χάρνταβελ, γιατί μονάχα εκεί μπορούσε να επιβιώσει.
«Βλέπεις τι δέχτηκες μέσα σου; Έναν δαίμονα!» φώναξε ο Γεράρδος, και όρμησε καταπάνω του, κλοτσώντας τον στα πόδια καθώς εκείνος έκανε να γυρίσει και να φύγει. Ο Νιρμόδος κύλησε και τινάχτηκε πάλι όρθιος, επιδέξια. Ζυγώνοντας τον Γεράρδο, επιχείρησε να τον γρονθοκοπήσει καταπρόσωπο. Εκείνος απέκρουσε το χτύπημα με τον πήχη του, και γρονθοκόπησε τον Νιρμόδο στο στήθος, αναγκάζοντάς τον να κάνει μερικά ασταθή βήματα όπισθεν, βήχοντας.
Ο Γεράρδος τράβηξε το ξιφίδιο από τη μπότα του, κι ο Νιρμόδος τράβηξε το σπαθί από τη ζώνη του και του χίμησε. Ο Γεράρδος απέφυγε τη λεπίδα, τη χτύπησε με τη δική του και προσπάθησε να την κρατήσει κάτω. Ο Νιρμόδος τον γρονθοκόπησε στο πρόσωπο, κι ο Γεράρδος, παραπατώντας, έπεσε στην άμμο. Κύλησε στο πλάι για ν’αποφύγει το σπαθί του εχθρού του.
«Σου είπα,» σύριξε ο Νιρμόδος: «Αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος, θα σε σκοτώσω.»
Ο Γεράρδος σηκώθηκε στο ένα γόνατο. «Ο Νιρμόδος, ο Παντοκρατορικός Επόπτης, θα είχε σκοπό να με σκοτώσει από την αρχή. Δεν ξέρεις ούτε καν ποιος είσαι, πλέον!» Κι έκανε να βγάλει το τουφέκι που κρεμόταν στην πλάτη του.
Ο Νιρμόδος, όμως, δεν τον άφησε. Ζυγώνοντας γρήγορα – αν και όχι πια με την ταχύτητα του Εσώτερου Θηρίου – τον κλότσησε στα πλευρά, ρίχνοντάς τον κάτω πάλι. Και σπάθισε. Ο Γεράρδος ίσα που πρόλαβε να σταματήσει, με το ξιφίδιό του, το σπαθί του αντίμαχού του. Οι λεπίδες διασταυρώθηκαν.
Ο Νιρμόδος πίεσε προς τα κάτω. Μέσα στα γκρίζα μάτια του ακόμα μπορούσε να φανεί η σκιά του Εσώτερου Θηρίου, αλλά ήταν μια σκιά που τρεμόπαιζε φοβισμένα, μια σκιά που είχε χάσει την πηγή του φωτός που τη δημιουργούσε και σύντομα θα πέθαινε.
«Ο Τέρι Κάρμεθ,» γρύλισε ο Γεράρδος προσπαθώντας να σπρώξει μακριά του το σπαθί του Νιρμόδου και μη μπορώντας, «ήταν ηλίθιος που σ’ελευθέρωσε! Έπρεπε να σε είχε αφήσει τότε να πεθάνεις, κρεμασμένος στα μπουντρούμια!»
Ο Γεράρδος περίμενε ότι, εξοργίζοντας τον Νιρμόδο, ίσως εκείνος να έκανε κάποιο λάθος, κάποια ανόητη, απότομη κίνηση· αλλά ο Νιρμόδος ήταν έμπειρος πολεμιστής. Δεν μπορούσες να τον κοροϊδέψεις, είτε είχε πάρει μέσα του το Εσώτερο Θηρίο είτε όχι.
Συνέχισε να πιέζει προς τα κάτω με το σπαθί του.
Ένας πυροβολισμός αντήχησε, και ο Γεράρδος είδε τον αντίμαχό του να παραπατά, τραυματισμένος στο στήθος. Ακόμα ένας πυροβολισμός· κι άλλος ένας. Επάνω στη λευκή στολή του Επόπτη κόκκινοι κύκλοι είχαν ξεπηδήσει και εξαπλώνονταν. Παραπατώντας, ο Νιρμόδος σωριάστηκε στην άμμο.
Ο Γεράρδος γύρισε και είδε τη Μάρθα να πλησιάζει μαζί με τον Σθένελο. Εκείνη ήταν που είχε πυροβολήσει, με το πιστόλι της.
Αλλά δεν είχε προσέξει ότι κάποια άλλη τη σημάδευε.
Η Θελρίτ είχε σταματήσει σε απόσταση κάπου πενήντα βημάτων και τώρα ύψωνε το τουφέκι της.
«Κάτω!» φώναξε ο Γεράρδος στη Μάρθα και τον Σθένελο. Εκείνοι κατάλαβαν αμέσως και έπεσαν στην άμμο, λίγο προτού η Θελρίτ πυροβολήσει. Οι σφαίρες της βρήκαν τον αέρα.
Ο Γεράρδος έβγαλε το τουφέκι του από την πλάτη και πυροβόλησε τη Θελρίτ. Την είδε να πέφτει.
Η Μάρθα και ο Σθένελος σηκώθηκαν και τον πλησίασαν.
«Βρήκε τη γαμημένη κωλοώρα να παρουσιαστεί αυτή η κωλοεισβολή,» είπε η πρώτη.
«Παρουσιάστηκε, όμως,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, και πλησίασε τον πεσμένο Νιρμόδο για να διαπιστώσει αν ήταν νεκρός. Δεν τον έβλεπε να κουνιέται. Νεκρός πρέπει να ήταν· αλλά, για καλό και για κακό, τον πυροβόλησε μια φορά στο κεφάλι, διαλύοντας το κρανίο του και τινάζοντας μυαλά και αίματα στην άμμο.
Μετά, στράφηκε στη Μάρθα και τον Σθένελο. «Πάμε να βρούμε τον Πρίγκιπα,» είπε. «Ίσως ακόμα να κινδυνεύει.»
Περνώντας την εισβολή και βγαίνοντας στο Λαγούμι, εκτός από γκρεμισμένα οικήματα και ανθρώπους που έτρεχαν να φύγουν, συνάντησαν και τον Μαλαχία. Ο ιερέας στεκόταν, φανερά κουρασμένος, πάνω από έναν άλλο άντρα, ο οποίος ούρλιαζε κουλουριασμένος στην άμμο που είχε χυθεί μέσα στους δρόμους της Ερρίθιας.
Ο Γεράρδος τον αναγνώριζε αυτόν τον άντρα. Ήταν ένας ιερέας. Ο Σεβερίνος. Τον ήξερε από παλιά, και τον είχε δει, φευγαλέα, και στην Οκρίνθια, στην τραπεζαρία του Ισάδελφου, προτού γνωρίσει τον Εδμόνδο τον Βοριά.
Ο Μαλαχίας είχε εκδιώξει το Εσώτερο Θηρίο του Σεβερίνου.
«Αδελφέ,» είπε, βλέποντας τον Γεράρδο. «Πού είναι ο Νιρμόδος;»
«Νεκρός.»
«Δόξα τω Θεό.»
*
Το σπαστό, οκτάτροχο όχημα των Παντοκρατορικών είχε μπει στη Δυτική Αγορά. Τα δύο κανόνια του πυροβολούσαν ολόγυρα, τους υπερασπιστές της Ερρίθιας που καλύπτονταν μέσα σε οικήματα και σε σοκάκια και ανταπέδιδαν τα πυρά, χωρίς όμως να μπορούν να προκαλέσουν καμια σοβαρή ζημιά στο θωρακισμένο άρμα.
Η Ιωάννα η Μαύρη Δράκαινα προσπαθούσε να σκεφτεί έναν τρόπο για να πλησιάσει και να ανατινάξει το όχημα με εκρηκτικά· αλλά δεν το έβρισκε εύκολο, καθώς στρατιώτες της Παντοκράτειρας το προστάτευαν, ακριβώς γι’αυτή την περίπτωση. Το είχαν περιτριγυρισμένο και πυροβολούσαν.
Η Ιωάννα ρώτησε την Άνμα τι νόμιζε εκείνη ότι μπορούσαν να κάνουν, και της είπε: «Το Ξόρκι Καπνογόνου Θραύσεως Πυρών ίσως μας βοηθήσει.»
«Ναι,» αποκρίθηκε η μάγισσα, «αλλά όχι πολύ. Δεν είναι όλοι μαζεμένοι σ’ένα σημείο ώστε να τους ξεκάνουμε έτσι. Είναι απλωμένοι γύρω-γύρω από το όχημα. Πάλι δε θα μπορείς να το πλησιάσεις για να κάνεις τη δουλειά σου.»
«Μπορώ εγώ να το πλησιάσω.»
Η Ιωάννα και η Άνμα στράφηκαν για να δουν την Ελισαβέτα πίσω τους.
«Πώς;» ρώτησε η Μαύρη Δράκαινα, συνοφρυωμένη. Αλλά η Άνμα είπε: «Όπως ο Γεράρδος;»
«Θ’ακολουθήσω τα μονοπάτια,» αποκρίθηκε η ιέρεια.
«Ποια μονοπάτια;» έκανε η Ιωάννα. «Τι λέει;»
«Θα δεις,» της είπε η Άνμα. «Μπορεί, πάντως, να πλησιάσει αν θέλει. Και να φύγει κιόλας, χωρίς να τη σκοτώσουν. Έτσι δεν είναι, Ελισαβέτα;»
Εκείνη ένευσε. «Νομίζω ότι θα τα καταφέρω.»
«Είστε σοβαρές κι οι δυο σας;» είπε η Ιωάννα. «Είναι κυκλωμένο από ένα σωρό πολεμιστές της Παντοκράτειρας, και όλοι πυροβολούν συνέχεια σαν παλαβοί!»
Η Άνμα μειδίασε. «Μην ανησυχείς· δε θα τη δουν καν να πλησιάζει.»
Η Ιωάννα φαινόταν πολύ διστακτική.
«Δώσε της τα εκρηκτικά,» την παρότρυνε η Άνμα.
Η Ιωάννα τα έβγαλε από τον δερμάτινο σάκο της και τα έδωσε στην Ελισαβέτα. «Ξέρεις πώς να τα χρησιμοποιείς;»
«Όχι.»
Η Ιωάννα κοίταξε την Άνμα σαν να ήθελε να πει: Έχετε τρελαθεί κι οι δύο.
«Εξήγησέ της πώς να τα χρησιμοποιήσει, Ιωάννα! Δεν είναι καμια περίπλοκη μαγγανεία, για όνομα των θεών!»
Η Ιωάννα είπε στην Ελισαβέτα τι έπρεπε να κάνει: πού έπρεπε να κολλήσει τα εκρηκτικά και ποιο κουμπί να πατήσει.
«Εύκολο φαίνεται,» αποκρίθηκε εκείνη.
«Πήγαινε τότε – και να προσέχεις.»
Η Ελισαβέτα εξαφανίστηκε. Χάθηκε από τα μάτια τους.
Η Ιωάννα βλεφάρισε. «Πού πήγε;»
«Βλέπε προς το άρμα τους,» της είπε η Άνμα, υπομειδιώντας· και στράφηκαν για να κοιτάξουν.
Είδαν την Ελισαβέτα να παρουσιάζεται πίσω από ένα πηγάδι της Δυτικής Αγοράς, σ’ένα ανοιχτό σημείο, σκύβοντας για να καλυφτεί από τα πυρά.
«Πώς είναι δυνατόν;» έκανε η Ιωάννα. «Και γιατί δεν εμφανίστηκε ακόμα πιο κοντά στο όχημα;»
«Για κάποιον λόγο δεν μπορούσε. Δεν ξέρω γιατί. Είναι σαν κάποιου είδους μυστηριώδες βάδισμα.»
Η Ελισαβέτα έστριψε δίπλα απ’το πηγάδι μ’έναν τρόπο που ήταν αδύνατον η Ιωάννα και η Άνμα να καθορίσουν και χάθηκε, γι’ακόμα μια φορά, από τα μάτια τους. Εμφανίστηκε, φευγαλέα, σχεδόν σα σκιά, πίσω από ένα δέντρο και μετά εξαφανίστηκε πάλι.
Όταν την ξαναείδαν ήταν κάτω από τους ψηλούς τροχούς του οπίσθιου τμήματος του σπαστού οχήματος, το οποίο είχε σταματήσει καθώς πυροβολούσε με τα κανόνια του. Η μορφή της δεν φαινόταν καθαρά αλλά δεν μπορεί να ήταν κανένας άλλος εκτός από την Ελισαβέτα.
Μετά, η σκιερή φιγούρα κάτω από το άρμα εξαφανίστηκε.
Μια έκρηξη ακολούθησε: δυνατή, και κάνοντας το πίσω τμήμα του μακρύ οχήματος να αναπηδήσει και να πέσει στο πλάι, τραβώντας μαζί του και το μπροστινό τμήμα, καθώς σπασμένα σίδερα και φωτιά τινάζονταν παντού γύρω, χτυπώντας στρατιώτες της Παντοκράτειρας. Το μπροστινό τμήμα του άρματος φάνηκε να στέκεται προς στιγμή στις δύο μόνο πλαϊνές ρόδες και, μετά, έπεσε κι αυτό στο πλάι, τυλιγμένο σε φλόγες και με τη θωράκισή του φανερά κατεστραμμένη σε κάμποσα σημεία.
Οι υπερασπιστές της Ερρίθιας ζητωκραύγασαν, από τα μέρη όπου ήταν καλυμμένοι, και επιτέθηκαν με περισσότερο θάρρος στους Παντοκρατορικούς.
«Τώρα,» είπε η Ιωάννα στην Άνμα. «Τώρα είναι η ευκαιρία να τους τρέψουμε σε φυγή.» Και, υψώνοντας το χέρι της, έκανε νόημα στους Απολλώνιους πολεμιστές.
Οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας δεν άργησαν να τραπούν σε φυγή. Σ’αυτό, σίγουρα, συνέβαλε η ανατίναξη του οκτάτροχου οχήματος με τα δύο πυροβόλα, αλλά ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι ο Υπεράρχης Ριχάρδος ο Τρίτος κρέμασε το πτώμα του Παντοκρατορικού Επόπτη επάνω στην οροφή ενός οικήματος της Δυτικής Αγοράς, ώστε να μπορούν όλοι να δουν ότι ο Νιρμόδος Νάρλεφ ήταν νεκρός· κι αν τώρα οι Παντοκρατορικοί στρατιώτες δεν έπαιρναν διαταγές από αυτόν, από ποιον έπαιρναν; Γιατί πολεμούσαν; Το ηθικό τους δεν άργησε να σπάσει. Δεν είχαν κανέναν προσωπικό λόγο για να μάχονται εναντίον των κατοίκων της Ερρίθιας – ειδικά τώρα που η μάχη είχε γίνει αμφιβόλου νίκης για τους ίδιους.
Η Θελρίτ δεν ήταν νεκρή. Η σφαίρα του Γεράρδου την είχε βρει στον ώμο και την είχε ρίξει κάτω· δεν την είχε σκοτώσει. Οι επαναστάτες δεν την κράτησαν αιχμάλωτη, όμως· την άφησαν να φύγει με τους υπόλοιπους Παντοκρατορικούς.
Όταν η υποχώρηση ολοκληρώθηκε και οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας είχαν περάσει την πλατιά γέφυρα για να βρεθούν στην άλλη όχθη του Μεγάλου Ποταμού και να ταξιδέψουν προς τη διαστασιακή δίοδο για Φεηνάρκια, οι κάτοικοι της Ερρίθιας είδαν πόσο μεγάλες ήταν οι ζημιές στη δυτική μεριά της πόλης τους. Τα τείχη ήταν ρημαγμένα· πολλά οικήματα ήταν γκρεμισμένα ενώ όλα είχαν, με κάποιον τρόπο, χτυπηθεί· οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πτώματα, αίματα, και λακκούβες από εκρήξεις· το εσωτερικό των σπιτιών ήταν διαλυμένο· φωτιές έκαιγαν από δω κι από κει (κι αρκετοί άρχισαν αμέσως να γεμίζουν κουβάδες με νερό και να τρέχουν να τις σβήσουν)· μια εισβολή είχε παρουσιαστεί στις νοτιοδυτικές παρυφές του Λαγουμιού, πλημμυρίζοντας τους δρόμους γύρω της με άμμο από μια εξωδιαστασιακή έρημο.
Τους τρεις ιερείς που είχαν πολεμήσει στο πλευρό του Νιρμόδου οι νεοϊερείς του Γεράρδου τούς μετέστρεψαν, διώχνοντας το Εσώτερο Θηρίο από μέσα τους. Τους ουγκράβους τούς σκότωσαν· εκτός από ένα κοράκι, το οποίο έφυγε φτεροκοπώντας φρενιασμένα και κρώζοντας απειλητικά.
Για λίγο, μετά από τη θύελλα, γαλήνη έμοιαζε να έχει βασιλέψει.
Ο Γεράρδος, ο Μαλαχίας, ο Έδουος, ο Ριχάρδος, και η Ελισαβέτα φρόντισαν ο Σεβερίνος, ο Ούγος, και ο Ερρίκος να μεταφερθούν στα Ανάκτορα ώστε να αναρρώσουν. Η εκδίωξη του Εσώτερου Θηρίου τους ήταν τραυματική εμπειρία γι’αυτούς – όπως και για όλους τους ιερείς, άλλωστε. Στην αρχή, νόμιζαν ότι είχαν χάσει κάτι· μετά, καταλάβαιναν ότι, μάλλον, κάτι είχαν κερδίσει.
Το Μαύρο Σύννεφο, όμως, ακόμα υπήρχε πάνω από τη Χάρνταβελ. Ο Γεράρδος μπορούσε τώρα να το αισθανθεί όπως και τις εισβολές: μια πνιγηρή μαυρίλα πάνω από κάτι όμορφο και γεμάτο ζωή. Ωστόσο, είχε την πεποίθηση πως, όταν έχανε όλους τους ιερείς που έλεγχε, το Μαύρο Σύννεφο θα διαλυόταν· γιατί, αναμφίβολα, τρεφόταν από τις θυσίες που του πρόσφεραν, είτε ανθρώπων είτε ζώων.
Οι θυσίες, όμως, δεν εξυπηρετούσαν μόνο το Μαύρο Σύννεφο, διότι, αν ήταν έτσι, τότε δεν θα είχαν κανένα αποτέλεσμα επάνω στα σπαρτά ή στον καιρό· και ο Γεράρδος ήξερε πολύ καλά ότι υπήρχαν περιπτώσεις που με τη θυσία κάποιου ζώου είχε βρέξει ή ένα χωράφι είχε γίνει πάλι γόνιμο. Αλλά τώρα ο Γεράρδος είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί και κάτι άλλο: Δεν ήταν οι ίδιες οι θυσίες που είχαν προκαλέσει το θετικό αποτέλεσμα για τους κατοίκους της Χάρνταβελ. Δεν ήταν οι ίδιες οι θυσίες που είχαν κάνει τον Θεό, τη διάσταση, να τους ακούσει. Ήταν η παρουσία και η δράση των ιερέων. Η διάσταση είχε ανταποκριθεί στις επιθυμίες τους επειδή ήταν αυτοί που ήταν – οι εκλεκτοί της – και επειδή είχαν δράσει μ’έναν τρόπο που, βαθιά μέσα τους, πίστευαν ότι θα έφερνε θετικό αποτέλεσμα. Η δύναμη της ψυχής τους ήταν που μετρούσε. Οι θυσίες των ζώων θα μπορούσαν να ήταν και κάτι άλλο: ένας χορός· ένα τραγούδι στην κορφή ενός λόφου· ένας αγώνας δρόμου μέσα σ’ένα δάσος· δύο άνθρωποι που έκαναν έρωτα πάνω στο χώμα ενός χωραφιού· μια ξιφομαχία σ’ένα σταυροδρόμι. Η τελετή δεν είχε σημασία: η πρόθεση και η ψυχή είχαν σημασία.
Ο Γεράρδος δεν ήξερε πώς ακριβώς, μετά από τη μάχη, είχε ξαφνικά φτάσει σ’αυτή τη συνειδητοποίηση. Ίσως να οφειλόταν στη σύγκρουσή του με τον Νιρμόδο, τον χειρότερο υπηρέτη του Μαύρου Σύννεφου που είχε συναντήσει μέχρι στιγμής. Ίσως να οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Γεράρδος είχε κατορθώσει ξανά να κάνει την ίδια εξαφάνιση που είχε κάνει και μέσα στον Υπεραιώνιο (κι εξακολουθούσε να μην ξέρει πώς ακριβώς να την επαναλάβει εκούσια). Ίσως να οφειλόταν στο ότι, με τη μείωση των ιερέων που είχαν το Εσώτερο Θηρίο μέσα τους, η επίδραση του Μαύρου Σύννεφου επί της Χάρνταβελ είχε ελαττωθεί και η αλήθεια αποκαλυπτόταν ευκολότερα στο μυαλό των ανθρώπων. Ίσως απλά να έτυχε να το συνειδητοποιήσει τότε, καθώς είχαν μπει στα Ανάκτορα και είχαν αφήσει τους τρεις απελευθερωμένους ιερείς – τον Σεβερίνο, τον Ούγο, και τον Ερρίκο – να αναπαυθούν στα άνετα δωμάτια του ξενώνα.
Ο λόγος δεν είχε σημασία. Και ο Γεράρδος ήξερε ότι έπρεπε να μιλήσει για τη συνειδητοποίησή του στους υπόλοιπους ιερείς· πράγμα το οποίο έκανε, προτού κανένας τους ξεκουραστεί. Συγκεντρώθηκαν σε μια αίθουσα των Ανακτόρων και μίλησαν, με τον ιδρώτα και το αίμα της μάχης ακόμα επάνω τους.
«Θα χρειαστεί να ανακαλύψουμε και πάλι τη διάστασή μας και τον Θεό,» τους είπε ο Γεράρδος, αφού τους είχε εξηγήσει πώς είχαν τα πράγματα κι εκείνοι είχαν δείξει να συμφωνούν, σαν κι οι ίδιοι να τα γνώριζαν όλ’αυτά αλλά να μην τα είχαν ακόμα συνειδητοποιήσει. «Πρώτα, όμως, πρέπει να εκδιώξουμε το Εσώτερο Θηρίο από όλους τους Αδελφούς και τις Αδελφές μας. Ακόμα κι απ’τους ουγκράβους, αν αυτό αποδειχτεί εφικτό. Τότε μόνο το Μαύρο Σύννεφο νομίζω ότι θα διαλυθεί πάνω από τη Χάρνταβελ. Μην έχοντας από πού να τραφεί, θα πεθάνει.»
Ο Μαλαχίας είπε: «Έχουμε ήδη μεταστρέψει πολλούς ιερείς, Γεράρδε. Ή,» πρόσθεσε με κάποια θλίψη, «τους έχουμε σκοτώσει, στις περιπτώσεις που δεν γινόταν αλλιώς. Περίπου οι μισοί ιερείς της Χάρνταβελ είναι τώρα σαν εμάς. Ποτέ δεν ήμασταν πολλοί.»
Αυτό ήταν αλήθεια. Ο Γεράρδος ένευσε. «Ναι, Αδελφέ. Φαίνεται να νικάμε τη μάχη με τον εχθρό μας. Αλλά, από εδώ και στο εξής, βασικός μας σκοπός θα είναι να μην πεθάνει κανένας άλλος ιερέας ή ουντράχα. Θα διώξουμε το Εσώτερο Θηρίο από όλους τους και θα τους δείξουμε τι πραγματικά έχει να τους υποσχεθεί η Χάρνταβελ – χωρίς την τυραννία του Μαύρου Σύννεφου που τόσους αιώνες βρίσκεται από πάνω μας!»
*
«Πότε πρωτοεμφανίστηκε αυτό το Μαύρο Σύννεφο, Γεράρδε;» ρώτησε ο Σέλιρ’χοκ, το πρωί της επόμενης ημέρας, όταν όλοι τους ήταν συγκεντρωμένοι στην Αίθουσα του Ύψιστου Θρόνου και έκαναν σχέδια για το πώς να σώσουν τη Χάρνταβελ από τη σύγκρουση με την άλλη διάσταση. Τα διαστασιακά τοιχώματα είχαν ήδη εξασθενίσει πολύ, και το μοιραίο δεν θα αργούσε, αν και σίγουρα δε θα συνέβαινε μεθαύριο. Κανένας – ούτε η Αρίνη, ούτε ο Σθένελος, ούτε ο Σέλιρ – δε νόμιζε ότι είχαν δει ακόμα σημάδια τόσο μεγάλης αποσταθεροποίησης της διαστασιακής πραγματικότητας της Χάρνταβελ.
«Δε γνωρίζω,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, καθισμένος σε μια άκρη του μεγάλου τραπεζιού με μια κούπα Απολλώνιου καφέ κοντά του. «Απ’όσο ξέρω, οι ιερείς ανέκαθεν είχαν το Εσώτερο Θηρίο μέσα τους.»
«Στην Ιστορία της Χάρνταβελ, δηλαδή, δεν υπάρχει καμία εποχή που οι ιερείς να ήταν διαφορετικοί; Ή που να υφίσταται ο υπαινιγμός ότι ήταν διαφορετικοί;»
«Δε νομίζω.»
«Και το πρόβλημά μας είναι πιο άμεσο τώρα, δεν είναι;» είπε η Άνμα’ταρ, πλησιάζοντάς τους. Ήταν ντυμένη σύμφωνα με τη μόδα της Χάρνταβελ – μακριά φορέματα με πολλά κεντήματα και κρόσσια. Έκανε εντύπωση στον Γεράρδο, ο οποίος είχε συνηθίσει να βλέπει τη μάγισσα με τελείως διαφορετική αμφίεση. Του έμοιαζε σχεδόν με άλλη γυναίκα. «Αν δε σταματήσουμε τις εισβολές, τότε κανένας μας δε θα μπορέσει ν’ασχοληθεί με το Μαύρο Σύννεφο. Για να δούμε τι θα κάνουμε με τον συλλέκτη μαζευτήκαμε εδώ.»
«Μη μας μαλώνεις, Άνμα,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ υπομειδιώντας. «Κάνουμε απλώς ένα διάλειμμα. Κι εξάλλου, οι ειδικοί συνεχίζουν να συζητάνε.» Έδειξε την Αρίνη και τον Σθένελο, που ήταν καθισμένοι στην αντικρινή μεριά του μεγάλου τραπεζιού το οποίο είχε σχήμα Γ. «Αυτά τα θέματα δεν είναι ακριβώς της δικής μου ειδικότητας.»
«Τα πάντα είναι της δικής σου ειδικότητας, Σέλιρ,» είπε η Άνμα, μαζεύοντας τη φαρδιά φούστα του φορέματός της γύρω από τα πόδια της και καθίζοντας στην άκρη του τραπεζιού.
Ο Γεράρδος γέλασε, και το χαμόγελο του Σέλιρ’χοκ πλάτυνε. «Με υπερεκτιμάς, αγάπη μου,» είπε ο μάγος. «Απλώς, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είμαι… πολυάσχολος.»
«Πού φαίνεται να καταλήγουν;» ρώτησε ο Γεράρδος την Άνμα, δείχνοντας με το σαγόνι του την Αρίνη και τον Σθένελο.
«Σ’αυτό που λέγαμε και τις προάλλες: ότι πρέπει να ανιχνεύσουν την ακριβή ενεργειακή μορφή των Ιπτάμενων προτού επιχειρήσουν να κατασκευάσουν κάποιο όπλο για να τους πολεμήσουμε. Κι αυτή ήταν μια ιδέα που πρότεινε ο κύριος από δω, αν θυμάμαι καλά.» Λοξοκοίταξε τον Σέλιρ.
«Θα το σκεφτόταν και μόνη της η Αρίνη, αργά ή γρήγορα· είμαι βέβαιος,» αποκρίθηκε εκείνος. «Η ηλιακή ενέργεια δεν μπορεί να μην έχει υποστεί μεταλλάξεις ύστερα από τη διαμόρφωση των Ιπτάμενων.»
*
«Δεν είναι η μοναδική φορά που συναντώ έναν Παντοκρατορικό ο οποίος έχει αποφασίσει να έρθει με την Επανάσταση, αλλά επίσης αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Και πάντα είναι ευχάριστο, Ταγματάρχη. Σε καλωσορίζω στο πλευρό μας,» του είχε πει ο Ανδρόνικος, χτες το απόγευμα, μετά τη μάχη, όταν είχαν όλοι τους συγκεντρωθεί στα Ανάκτορα.
«Ευχαριστώ, Πρίγκιπά μου,» είχε αποκριθεί ο Τέρι καθώς αντάλλασσαν μια θερμή χειραψία και ο Ανδρόνικος τού χτυπούσε τον ώμο συντροφικά. «Ή μάλλον, ‘Βασιληά μου’, θα έπρεπε να πω. Αν αυτά που λένε αληθεύουν, είστε πλέον Βασιληάς της Απολλώνιας.»
«Πράγματι,» είπε ο Ανδρόνικος. «Αλλά για τους συντρόφους και τους φίλους μου εξακολουθώ να είμαι ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, κι αυτό δε νομίζω πως θ’αλλάξει σύντομα. Επομένως, μπορείς κάλλιστα να με αποκαλείς ‘Πρίγκιπά μου’ όσο θέλεις, γιατί από σήμερα σε θεωρώ και σύντροφο και φίλο.» Χαμογέλασε πλατιά μέσα από τα ξανθά του μούσια.
Ο Τέρι τού επέστρεψε το χαμόγελο. «Δεν ξέρω τι να πω… Για νάμαι ειλικρινής, δεν περίμενα ποτέ να γνωριστούμε, Πρίγκιπά μου, αν και είχα ακούσει πολλά για σένα. Η γνωριμία μας είναι πιο ευχάριστη απ’ό,τι φανταζόμουν.»
«Επειδή είμαι σίγουρος πως αυτά που είχες ακούσει για μένα ήταν βρισιές και κατακρίσεις. Πώς με ονομάζουν οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας; ‘Αρχιπροδότη’; ‘Εγκληματία’;» Γέλασε.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος ήταν, τελικά, πολύ ευχάριστη παρέα, συμπέρανε ο Τέρι, και, ευτυχώς, καθόλου καχύποπτος. Δεν έδειχνε να φοβάται ότι ο ταγματάρχης μπορεί να τον πρόδιδε. Ακόμα κι όταν ο Τέρι τού εξομολογήθηκε πως εκείνος ήταν που είχε ελευθερώσει τον Νιρμόδο Νάρλεφ από τα μπουντρούμια, ο Ανδρόνικος δεν φάνηκε να το παίρνει αρνητικά.
«Σ’το λέω αυτό, Πρίγκιπά μου, για να μην υπάρξει ποτέ καμία παρεξήγηση ανάμεσά μας. Δεν τον ελευθέρωσα επειδή είχα σκοπό να προδώσω τον Γεράρδο – και το εξήγησα και στον ίδιο τον Γεράρδο αυτό.»
«Σε καταλαβαίνω,» του αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Κι εγώ, στη θέση σου, το ίδιο πιθανώς να είχα κάνει. Το ίδιο πιθανώς να είχα κάνει ακόμα και τώρα. Δεν είμαι υπέρ της θανάτωσης των αιχμαλώτων, ούτε υπέρ των βασανιστηρίων. Έπραξες όπως θεωρούσες ότι ήταν σωστό, κι αυτό έχει σημασία. Το ίδιο έκανα κι εγώ όταν ξεκίνησα την Επανάσταση.»
Δε θα είχαν, λοιπόν, κανένα πρόβλημα με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, απ’ό,τι φαινόταν· ο Τέρι αισθανόταν βέβαιος γι’αυτό. Ο Βασιληάς της Απολλώνιας έμοιαζε λογικός, και δεν έδειχνε να τον ενδιαφέρει να ελέγχει με κανέναν τρόπο τη διάσταση της Χάρνταβελ. «Θ’αφήσω αυτή τη διάσταση σε καλά χέρια, βλέπω,» είπε στον Τέρι σε κάποια στιγμή της κουβέντας τους. Το μόνο που ενδιέφερε τον Ανδρόνικο ήταν οι σχέσεις ανάμεσα στη Χάρνταβελ και στην Απολλώνια να είναι καλές, και οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας να είναι μακριά κι από τις δύο διαστάσεις. «Θα σας βοηθήσω σε ό,τι χρειαστείτε,» υποσχέθηκε. «Το μόνο που θέλω είναι η συμμαχία σας. Κι αναφέρομαι σ’εκείνες τις συμμαχίες που δεν είναι γραμμένες σε χαρτιά.»
Τώρα ήταν πρωί, και ο Τέρι καθόταν στο μεγάλο τραπέζι στην Αίθουσα του Ύψιστου Θρόνου, όπου όλοι τους είχαν συγκεντρωθεί για να βρουν μια λύση στο πρόβλημα της άλλης διάστασης και των Ιπτάμενων· ή μάλλον, «για ν’αποφασίσουμε τι δρόμο ν’ακολουθήσουμε», όπως του είχε πει η Αρίνη χτες βράδυ, στα δωμάτιά τους· διότι κανένας δεν μπορούσε να είναι ακόμα βέβαιος για τη λύση. «Στα πολύπλοκα προβλήματα,» του είχε εξηγήσει η Αρίνη, «το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι ν’ακολουθείς διάφορους δρόμους και να παρατηρείς που σε οδηγεί ο καθένας. Ένας απ’αυτούς πρέπει, λογικά, να σε οδηγήσει και στη λύση. Και μπορεί νάναι ακόμα κι ο πρώτος που θα έχεις επιλέξει. Αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι βέβαιος όταν οι μεταβλητές είναι πολλές.»
Η Αρίνη, τώρα, καθόταν αντικριστά με τον Σθένελο’σαρ, κι ανάμεσά τους, επάνω στο τραπέζι, είχαν ένα διάγραμμα του ηλιακού συλλέκτη που είχαν φέρει από την άλλη διάσταση. Συζητούσαν για ένα σωρό λεπτομέρειες και έκαναν σχέδια επί σχεδίων για τα οποία δεν έμοιαζαν να είναι σίγουροι και τα απέρριπταν.
Η Βατράνια είχε έρθει κοντά στον Τέρι, όταν εκείνος είχε σηκωθεί για να βάλει τσάι από τον μπουφέ, και είχε πιάσει κουβέντα μαζί του, λέγοντας ότι φυσικά είχε ακούσει γι’αυτόν – ήταν πολύ γνωστός στην Ερρίθια – αλλά μέχρι στιγμής δεν είχε την τύχη να τον γνωρίσει. Αν ο Τέρι ήθελε ν’αφήσει τη φαντασία του να οργιάσει λιγάκι, θα μπορούσε να ορκιστεί ότι η Βατράνια τού έκανε τα γλυκά μάτια – και ήταν, αναμφίβολα, πολύ όμορφη γυναίκα. Αλλά – παρότι αποκλείεται να συνέβαινε κάτι τέτοιο – ακόμα κι έτσι να ήταν, ο Τέρι δεν ενδιαφερόταν για άλλες γυναίκες πέρα από την Αρίνη.
Την αγαπούσε· και τον ενοχλούσε κάπως το γεγονός ότι αυτός ο Σθένελος έμοιαζε να κάνει τα γλυκά μάτια στη σύζυγό του, όπως η Βατράνια έκανε τα γλυκά μάτια σ’εκείνον – και ο Τέρι δεν νόμιζε ότι αυτή τη φορά ήταν μόνο η φαντασία του. Ο νεαρός μάγος, αν μη τι άλλο, έδειχνε να είναι και ολίγον τι αμήχανος μπροστά στην Αρίνη, παρά τις προσπάθειές του να την προσελκύσει, όπως κάποιος που έχει στο μυαλό του πώς να πλαγιάσει με μια γυναίκα ενώ συγχρόνως κάνει άλλη δουλειά μαζί της.
Τι γλοιώδης τύπος! Ευτυχώς, όλοι οι επαναστάτες δεν του έμοιαζαν.
Στη Βατράνια ο Τέρι είπε: «Αυτός ο μάγος σας θα φάει ξύλο αν το παρακάνει,» δείχνοντας τον Σθένελο με την κούπα του τσαγιού του.
Η Βατράνια βλεφάρισε, προς στιγμή αποπροσανατολισμένη, καθώς ο Τέρι την είχε διακόψει από κάτι άλλο που έλεγε. Μετά, κοίταξε τον Σθένελο, μειδίασε, κι έστρεψε ξανά το βλέμμα της στον συνομιλητή της. «Ναι, πολύ ενοχλητικός, το ξέρω. Ώρες-ώρες, κανένας δεν μπορεί να τον ανεχτεί. Υπάρχουν περιπτώσεις που έχω φτάσει στα όρια να τον δείρω κι εγώ η ίδια. Αλλά δε χρειάζεται τώρα να γίνουν επεισόδια· αν παραφερθεί, θα τον βάλω στη θέση του: σ’το υπόσχομαι,» είπε, και άγγιξε τον αγκώνα του Τέρι.
Η Αρίνη, παρότι μιλούσε με τον Σθένελο για τον ηλιακό συλλέκτη, για τους Ιπτάμενους, και για την άλλη διάσταση και τις Παλαιές Διηγήσεις της, είχε προσέξει ότι ο σύζυγός της είχε σηκωθεί από το τραπέζι, είχε πάει στον μπουφέ, κι εκεί είχε συναντήσει την επαναστάτρια που ονομαζόταν Βατράνια (και πρέπει να καταγόταν από τη Σεργήλη, αν έκρινε η Αρίνη σωστά από το όνομά της), η οποία του είχε πιάσει κουβέντα. Συγχρόνως, έδινε στην Αρίνη την εντύπωση ότι τον πείραζε όπως κάνει μια γυναίκα που θέλει να πλαγιάσει με έναν άντρα. Να, τώρα, για παράδειγμα, άγγιζε πάλι τον αγκώνα του καθώς χαμογελούσε κοιτάζοντάς τον καταπρόσωπο και λέγοντάς του κάτι. Ο Τέρι δε φαινόταν να ενδίδει, και η Αρίνη δεν ανησυχούσε πραγματικά. Ήξερε τον άντρα της.
Ο Σθένελος την ενοχλούσε πολύ περισσότερο από τη Βατράνια. Ο άνθρωπος φερόταν λες κι η Αρίνη τού είχε δώσει κανένα δικαίωμα να τη φλερτάρει! Πράγμα το οποίο – ήταν σίγουρη – δεν είχε κάνει. Ούτε το φόρεμά της δεν ήταν προκλητικό. Του φαίνομαι για καμια τσούλα; Ή, μήπως, όλες οι Απολλώνιες γυναίκες είναι έτσι; Ο Σθένελος ήταν, δίχως αμφιβολία, Απολλώνιος· η Αρίνη μπορούσε να το υποθέσει από το όνομά του, όπως και με τη Βατράνια.
Τέλος πάντων. Παρά τις σαχλαμάρες του, ήταν καλός συζητητής και διαβασμένος περί της φύσης του σύμπαντος και των διαστάσεων. Το θέμα που κουβέντιαζαν τον είχε, αναμφίβολα, συνεπάρει. Ήταν Ερευνητής, εξάλλου, όπως εκείνη.
«Το πιο λογικό, για την ώρα, είναι να ανιχνεύσουμε την ενέργεια των Ιπτάμενων,» είπε ο Σθένελος. «Θα πάμε μαζί στην άλλη διάσταση ενώ η Άνμα θα έχει υφάνει τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως και θα πλησιάσουμε έναν από αυτούς. Εν τω μεταξύ, πρέπει να στείλουμε κάποιους στην Απολλώνια για ν’αρχίσουν να συγκεντρώνουν τον εξοπλισμό που θα χρειαστούμε.»
«Μα εκεί είναι το θέμα: δεν θα προλάβουμε. Η διαφορά χρόνου είναι πολύ μεγάλη ανάμεσα στη Χάρνταβελ και στην Απολλώνια, και δεν είναι με το μέρος μας.» Η Αρίνη έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα της και, προτού προλάβει να το ανάψει, της το άναψε ο Σθένελος με τον ενεργειακό αναπτήρα του. «Ευχαριστώ αλλά έχω και δικό μου,» του είπε εκείνη, βγάζοντας τον αναπτήρα της από μια τσέπη του φορέματός της κι αφήνοντάς τον πάνω στο τραπέζι. «Μέχρι να πάει κάποιος στην Απαστράπτουσα και να επιστρέψει,» συνέχισε από εκεί όπου είχε μείνει, «οτιδήποτε μπορεί να έχει γίνει εδώ.»
«Η Άωλρυς, όμως, είναι κοντά στη διαστασιακή δίοδο για Χάρνταβελ,» είπε ο Σθένελος.
Η Αρίνη δεν ήξερε αυτή την πόλη. «Υπάρχει ο κατάλληλος εξοπλισμός εκεί; Υπάρχει μαγική ακαδημία;»
«Όχι, αλλά θα μπορούσαμε ίσως να συγκεντρώσουμε κομμάτια για να φτιάξουμε τα μηχανήματα που χρειαζόμαστε.»
«Να φτιάξουμε ολόκληρο Θάλαμο Αισθητηριακής Καταγραφής μόνοι μας; Είσαι τρελός;»
«Δε χρειάζεται ολόκληρος ο θάλαμος.»
«Ναι, εντάξει, δε χρειάζεται ολόκληρος ο θάλαμος, αλλά και πάλι, για να κατασκευαστούν τα μηχανήματα που έχουμε ανάγκη, θέλουμε Ερευνητές, Τεχνομαθείς, Διαλογιστές, και Βιοσκόπους. Ερευνητές έχουμε – εμάς. Διαλογιστής είναι ο Σέλιρ’χοκ. Αλλά δεν έχουμε ούτε έναν Τεχνομαθή, που σημαίνει ότι θα παρουσιαστεί πρόβλημα στην ίδια την κατασκευή των συστημάτων. Και ούτε Βιοσκόπο έχουμε, που σημαίνει ότι τα μηχανήματα, ακόμα κι αν φτιαχτούν, πιθανώς να είναι επικίνδυνα για εμάς.»
«Τεχνομαθή είχαμε, αλλά, δυστυχώς, σκοτώθηκε,» είπε ο Σθένελος, βαρύθυμα.
Η Αρίνη συνοφρυώθηκε ερωτηματικά.
«Τον είχε φέρει ο Πρίγκιπάς μας μαζί του. Ανδροκλής’μορ λεγόταν.»
«Λυπάμαι,» είπε η Αρίνη. «Και Βιοσκόπο είχαμε προτού φύγει. Ήταν στο τάγμα της Νέλθα-Ριθ, και αποφάσισε να μην συμμαχήσει μαζί μας. Τέλος πάντων· το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται.»
«Θα πρέπει να βρούμε έναν Τεχνομαθή κι έναν Βιοσκόπο,» είπε ο Σθένελος. «Δεν υπάρχει άλλη λύση.»
«Αυτό, όμως, πόσο χρόνο θα χρειαστεί; –Εκτός αν…» Η Αρίνη συνοφρυώθηκε πάλι: συλλογισμένα αυτή τη φορά. «Μα, φυσικά… Θα πρέπει, βέβαια, να έχετε ανθρώπους σας εκεί…»
«Τι είναι;» ρώτησε ο Σθένελος.
«Μπορούμε να βρούμε μάγους από τη Φεηνάρκια, όπου η διαφορά χρόνου δεν είναι τόσο μεγάλη όσο στην Απολλώνια. Το θέμα είναι αν το δίκτυο της Επανάστασης εκεί μπορεί να μας εξυπηρετήσει.»
«Θα πρέπει να ρωτήσουμε τον Πρίγκιπα.» Ο Σθένελος στράφηκε να κοιτάξει τον Βασιληά της Απολλώνιας, ο οποίος, καθισμένος στη γωνία του Γ του μεγάλου τραπεζιού, μιλούσε με τον Υπεράρχη Ριχάρδο τον Τρίτο και τη σύζυγό του, την Αρχόντισσα Γιολάντα, καθώς έπαιρναν το πρωινό τους.
*
Η Μάρθα άργησε να ξυπνήσει, κι όταν ξύπνησε, ο Γεράρδος δεν ήταν δίπλα της. Πρέπει να είναι όλοι τους στην Αίθουσα του Ύψιστου Θρόνου, σκέφτηκε, όπως έλεγαν χτες βράδυ. Σηκώθηκε τρίβοντας τα μάτια της. Ακόμα νύσταζε, και ήταν κουρασμένη. Και το τραύμα στον αριστερό της μηρό – το οποίο είχε δεχτεί στη συμπλοκή μέσα στον Υπεραιώνιο – παρότι είχε επουλωθεί, εξακολουθούσε να την ενοχλεί· ειδικά τα πρωινά, όταν σηκωνόταν μουδιασμένη. Θα περνούσε με τον καιρό, όμως, όπως κι άλλα τραύματα είχαν περάσει.
Το υπνοδωμάτιο ήταν ζεστό από τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι όλη τη νύχτα και ακόμα συνέχιζε να καίει· ο Γεράρδος πρέπει να την είχε ταΐσει με ξύλα προτού φύγει. Κανονικά, έπρεπε να είχε ξυπνήσει κι εμένα. Τι μαλακίες είν’αυτές; Το ξέρει ότι έχω περάσει κι από χειρότερα με λιγότερο ύπνο! Μάλλον, θα του είχε φανεί πολύ κουρασμένη. Χτες βράδυ, είχε βγάλει τα ρούχα της και είχε πέσει στο ζεστό κρεβάτι σαν πέτρα· είχε κοιμηθεί αμέσως, φορώντας μονάχα την περισκελίδα της. Τώρα, την έβγαλε κι αυτή και πήγε στο μπάνιο για να πλύνει τον ιδρώτα και τη σκόνη της μάχης από πάνω της. Και την άμμο της εξωδιαστασιακής ερήμου, επίσης. Ευτυχώς δεν είχε και αίμα για να πλύνει – ρίξαμε πιο πολλές σφαίρες απ’ό,τι φάγαμε, αυτή τη φορά.
Όταν βγήκε από το μπάνιο, αισθανόταν τελείως ξύπνια και αναζωογονημένη. Και είδε ότι ένα φόρεμα ήταν κρεμασμένο στην κρεμάστρα του δωματίου, αναμφίβολα της μόδας της Χάρνταβελ: μακρύ, φαρδύ, πτυχωτό, με κροσσωτά μανίκια που φάρδαιναν στους καρπούς, βαθύ ντεκολτέ με κεντήματα λουλουδιών, σχισίματα στα πόδια δεξιά κι αριστερά που αποκάλυπταν μια διχτυωτή φούστα από κάτω.
«Γαμώ. Την. Πουτάνα μου,» είπε η Μάρθα κοιτάζοντας το φόρεμα. «Τι είν’αυτό;» Ο Γεράρδος το είχε αφήσει εδώ; Πλάκα θέλει να μου κάνει; Η Μάρθα ποτέ δεν φορούσε τέτοια, τόσο πολύπλοκα πράγματα. Μπορείς να χάσεις τα μπούτια σου εδώ μέσα.
Παρ’όλ’αυτά… βρισκόταν στη Χάρνταβελ τώρα· ο Γεράρδος τής είχε αφήσει αυτό το φόρεμα που ήταν κομμένο και ραμμένο στη μόδα της διάστασης· δεν προβλεπόταν να πέσει ξύλο ή πιστολίδι σήμερα, ούτε να ξεκινήσει κανένα ταξίδι· μάλλον, όλοι τους θα ξεκουράζονταν και θα περνούσαν καλά όσο έκαναν σχέδια για τις επόμενες ημέρες… Επομένως, γιατί όχι; σκέφτηκε η Μάρθα, και πήρε το φόρεμα από την κρεμάστρα. Εξάλλου, τα άλλα της ρούχα – αυτά που είχε φέρει μαζί της από την Απολλώνια – είχαν πια γίνει όλα κουρέλια.
Αφού ντύθηκε με το φόρεμα και γυάλισε τις μπότες της για να τις φορέσει (δεν υπήρχαν άλλα υποδήματα στο δωμάτιο και δεν μπορούσε να τις βάλει όπως ήταν, σκονισμένες· δεν θα ταίριαζαν με την υπόλοιπη αμφίεση), βγήκε στους διαδρόμους των Ανακτόρων και κατευθύνθηκε προς την Αίθουσα του Ύψιστου Θρόνου. Γιατί οι βασιληάδες και οι άρχοντες, και γενικά όλοι αυτοί οι τύποι που ήταν στα από πάνω, έδιναν φιγουρατζίδικα ονόματα στις αίθουσες που υποδέχονταν κόσμο; αναρωτήθηκε η Μάρθα. Από κει περίμεναν να δείξουν ότι ήταν κάποιοι; Δεν το έδειχναν έτσι κι αλλιώς;
Φτάνοντας στο μεγάλο δωμάτιο, είδε ότι όλοι ήταν συγκεντρωμένοι εκεί, και τώρα η Αρίνη κι ο Σθένελος στέκονταν μπροστά στον Ανδρόνικο και στον Υπεράρχη και τους μιλούσαν, χειρονομώντας νευρικά. Βασικά, κυρίως στον Πρίγκιπα απευθύνονταν, παρατήρησε η Μάρθα. Κάποιο σχέδιο έχουν στο μυαλό τους. Το μάντευε από την έκφραση στις μούρες τους. Ελπίζω νάναι καλό, αλλιώς η Χάρνταβελ την έχει γαμήσει μ’αυτές τις μαλακίες που γίνονται.
Βάδισε προς τον Γεράρδο, ο οποίος ήταν καθισμένος σε μια άκρη του μεγάλου τραπεζιού μαζί με τον Σέλιρ’χοκ και την Άνμα’ταρ. Η Άνμα φορούσε ένα φόρεμα που έμοιαζε μ’αυτό της Μάρθας. Παράδοξα πράγματα συμβαίνουν σήμερα. Η μάγισσα πρέπει να φαίνεται πιο περίεργη από εμένα.
Ο Γεράρδος στράφηκε να κοιτάξει τη Μάρθα καθώς εκείνη πλησίαζε. Τα φρύδια του υψώθηκαν. «Θεοί του Κενού!» είπε, ξαφνισμένα. «Κι εσύ;»
Η Μάρθα γέλασε. Έκανε μια περιστροφή, ανεμίζοντας το φαρδύ φόρεμά της – νιώθοντας τελείως σαν να μην ήταν ο εαυτός της σήμερα. «Τι; Δε σ’αρέσει το δώρο που μου άφησες;»
«Δεν το άφησα εγώ το φόρεμα…»
Η Μάρθα συνοφρυώθηκε. «Ποιος τ’άφησε, τότε;»
Η Άνμα είπε: «Οι υπηρέτες τα άφησαν όταν ετοίμαζαν τα δωμάτιά μας. Δε βλέπεις; Το δικό μου μοιάζει με το δικό σου. Μάλλον, ήθελαν να είμαστε ευπαρουσίαστες μες στα Ανάκτορα.»
«Σκατά…» μούγκρισε η Μάρθα, μορφάζοντας δυσαρεστημένα. «Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να το φορέσω!»
Η Άνμα γέλασε. «Δεν είναι και τόσο χάλια.»
Ο Γεράρδος είπε στη Μάρθα: «Σου πηγαίνει. Θεώρησε ότι είναι δώρο από εμένα»· και της έδωσε το χέρι του χωρίς να σηκωθεί.
Η Μάρθα το πήρε και έπλεξε τα δάχτυλά της μέσα στα δικά του. «Βλέπεις τι κάνει και μου αλλάζει γνώμη;» είπε στην Άνμα, η οποία ακόμα χαμογελούσε.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είπε ότι δεν χρειαζόταν να στείλουν ανθρώπους στη Φεηνάρκια για να βρουν μάγους. Πρέπει να υπήρχε ένας Τεχνομαθής κι ένας Βιοσκόπος στην Άωλρυς, απ’την οποία θα έπαιρναν και τα υλικά για τα μηχανήματα, και η οποία δεν ήταν μακριά από τη διαστασιακή δίοδο της Χάρνταβελ. «Επιπλέον,» πρόσθεσε ο Ανδρόνικος, «οι μάγοι στην Άωλρυς αμέσως θα με υπακούσουν και θα έρθουν. Αυτοί στη Φεηνάρκια, εκτός του ότι θα πρέπει να εντοπιστούν μέσω του δικτύου μας, μπορεί να έχουν και προβλήματα που δε θα τους επιτρέπουν να φύγουν από εκεί όπου βρίσκονται.» Η Αρίνη κι ο Σθένελος, ασφαλώς, συμφώνησαν. Ο Σθένελος είπε πως νόμιζε ότι δεν υπήρχαν και πολλοί μάγοι στην Άωλρυς, αλλιώς θα το είχε προτείνει ο ίδιος εξαρχής. Η δουλειά του τον πήγαινε περισσότερο στο Βόρειο και στο Νότιο Μέτωπο, έτσι δε γνώριζε καλά αυτή τη μεριά του Βασιλείου της Απολλώνιας.
Την επομένη, λοιπόν, εκείνος και η Αρίνη θα έκαναν κάποιες προετοιμασίες για το ταξίδι τους στην άλλη διάσταση, και ο Ανδρόνικος, η Ιωάννα, η Αριάδνη’ταρ, και η Άνμα’ταρ θα πήγαιναν στην Απολλώνια για να πάρουν ό,τι χρειάζονταν από την Άωλρυς. Συγχρόνως, ο Τέρι, ο Εδμόνδος, και ο Γεράρδος θα ταξίδευαν στη Ναραλμάδια για να μιλήσουν με τον Βασιληά Κάλροοθ και να ζητήσουν κάποιοι από τους τεχνουργούς του να έρθουν στην Ερρίθια· γιατί η Αρίνη είπε ότι, αν ήταν να ξαναφτιάξουν απ’την αρχή τον συλλέκτη, θα χρειάζονταν τη βοήθεια κάποιων οι οποίοι ήξεραν καλύτερα από εκείνους την τεχνολογία της άλλης διάστασης. «Παρότι δεν είναι τεχνολογία της εποχής τους, η τεχνολογία της εποχής τους βασίζεται σ’αυτή την προγενέστερη τεχνολογία, ενώ η δική μας είναι τελείως άσχετη.»
Επίσης, άνθρωποι από την Ερρίθια έπρεπε να σταλούν στα νοτιοδυτικά της Χάρνταβελ, απ’όπου ακόμα έρχονταν αναφορές για παράξενους πρασινόδερμους επιδρομείς. Το πράγμα πρέπει να είχε χειροτερέψει όσο οι μέρες περνούσαν. Μερικά χωριά, ακουγόταν, είχαν καταστραφεί.
Ο Υπεράρχης Ριχάρδος ο Τρίτος ρώτησε τον Τέρι αν ο Βασιληάς Κάλροοθ ήταν πρόθυμος να βοηθήσει εναντίον αυτών των επιδρομέων. Εκείνος τού απάντησε ότι δεν ήταν βέβαιος· ίσως, όμως, και να βοηθούσε.
«Όταν του μιλήσαμε, την προηγούμενη φορά, Ύψιστε Άρχοντα, μας είπε ότι οι επιδρομείς πιθανώς να είναι από τη Νέρεσθετ, μια υπόγεια πόλη που βρίσκεται πολύ βαθιά κάτω από τη γη της άλλης διάστασης και κοντά σε περιοχές υπανθρώπων. Ο λαός της Νίρμικιτ, απ’ό,τι κατάλαβα, δεν τα έχει καλά με τον λαό της Νέρεσθετ – μάλλον, τους θεωρούν βάρβαρους. Θα πρέπει, όμως, να μιλήσετε με τον Βασιληά Κάλροοθ για να σας πει συγκεκριμένα.»
«Τότε,» είπε ο Ριχάρδος ο Τρίτος, «θα πρότεινα όλος ο λαός της Νίρμικιτ να έρθει εδώ, στην Ερρίθια, όχι μόνο μερικοί τεχνουργοί. Θα είμαι, έτσι, πιο κοντά στον Βασιληά Κάλροοθ, και νομίζω πως είναι καλύτερα οι άνθρωποι της Νίρμικιτ να βρίσκονται εδώ παρά πέρα από τις ανατολικές παρυφές του Κεντροδάσους, στα σύνορα Ναραλμάδιας και Υλιριλίδιας.»
«Θα το προτείνω στον Βασιληά Κάλροοθ, Ύψιστε Άρχοντα,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Δε νομίζω να διαφωνήσει, αν και δεν μπορώ να είμαι σίγουρος, ασφαλώς.»
«Υπάρχει και ένα αξιοσημείωτο πρόβλημα,» είπε η Άνμα’ταρ. «Ο Βασιληάς Κάλροοθ δεν μιλά τη Συμπαντική Γλώσσα.»
«Θα πρέπει να τη μάθει,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Και για την ώρα έχουμε τη Μαύρη Φωτιά… η οποία…» Συνοφρυώθηκε. «Δεν την έχω δει μετά τη μάχη.»
«Ούτε κι εγώ,» είπε η Αρίνη. «Αλλά θα επιστρέψει· είμαι σίγουρη.»
«Πού μπορεί να πήγε;» ρώτησε ο Υπεράρχης.
«Να ερευνήσει τις καινούργιες εισβολές, ίσως, Ύψιστε Άρχοντα,» απάντησε η Αρίνη, αν και η ίδια δεν ήταν καθόλου βέβαιη γι’αυτό. Δε μπορούσε, ούτε στο ελάχιστο, να μαντέψει τις σκέψεις και τις επιθυμίες της κόρης της. Ήταν μια οντότητα αινιγματική για εκείνη.
*
Αφού είχαν κάνει τα σχέδιά τους, την υπόλοιπη ημέρα όλοι τους ξεκουράστηκαν και έκαναν μερικές απλές προετοιμασίες για αύριο.
«Να μην πας στην άλλη διάσταση μέχρι να έχω επιστρέψει από τη Ναραλμάδια,» είπε ο Τέρι στην Αρίνη, το βράδυ, καθώς έτρωγαν μέσα στα δωμάτιά τους.
«Γιατί;»
«Θέλω να έρθω κι εγώ.»
«Γιατί;»
«Όλο γιατί είσαι, απόψε.»
«Απλώς δε βλέπω το λόγο να έρθεις,» είπε η Αρίνη. «Ίσως νάναι επικίνδυνο, εξάλλου.»
«Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που θέλω να έρθω,» παραδέχτηκε ο Τέρι, σκουπίζοντας τα χείλη του με μια πετσέτα.
«Μα, τι νόημα θα έχει; Δε θα μπορείς να μας βοηθήσεις ούτως ή άλλως. Κι επιπλέον, το μόνο που θα κάνουμε θα είναι να πλησιάσουμε έναν από τους Ιπτάμενους ενώ συγχρόνως χρησιμοποιούμε Ξόρκια Ενεργειακής Ανιχνεύσεως. Η Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως θα είναι ενεργή, κι έτσι ο Ιπτάμενος δε θα μπορεί να μας αντιληφτεί. Αν μας αντιληφτεί, τίποτα δε θα μας σώσει, Τέρι – ούτε εσύ. Και, σε μια τέτοια περίπτωση, καλύτερα να μην είσαι μαζί μας. Σε χρειάζονται εδώ, στη Χάρνταβελ.»
«Πώς μπορείς να το λες αυτό; Θα σ’αφήσω έτσι να πεθάνεις;» Έσφιξε το χέρι της πάνω στο τραπεζομάντηλο.
«Σου λέω ότι δεν μπορείς να το αποτρέψεις αν είναι να συμβεί. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να συμβεί. Η Άνμα’ταρ ξέρεις πόσο προσεχτική είναι. Ούτε την άλλη φορά μάς είδαν οι Ιπτάμενοι, ούτε τώρα θα μας δουν.»
«Τέλος πάντων,» είπε ο Τέρι. «Να έχεις το νου σου, όμως.»
Ο αντίχειρας της Αρίνης χάιδεψε την ανάστροφη του χεριού του. «Μην ανησυχείς. Το ξέρεις ότι κι εγώ είμαι προσεχτική· πάντα.»
«Δεν πρέπει να προσέχεις μόνο τους Ιπτάμενους, όμως,» της είπε σοβαρά ο Τέρι, και ήπιε μια γουλιά απ’το κρασί του.
Η Αρίνη ύψωσε ένα φρύδι ερωτηματικά. «Υπάρχει και τίποτ’άλλο ζωντανό στην επιφάνεια της άλλης διάστασης;»
«Ο Σθένελος.»
Η Αρίνη γέλασε. «Αισθάνεσαι απειλημένος;»
«Φαίνεται τολμηρός τύπος…»
«Αστείος είναι. Δε μπορεί να μιλάς σοβαρά. Έτσι;»
«Σχετικά. Δε θέλω να σ’ενοχλεί.»
«Έχω δει και χειρότερα, κατά καιρούς,» είπε η Αρίνη.
«Ελπίζω να μην αναφέρεσαι σ’εμένα.»
«Όχι, αγάπη μου, δεν αναφέρομαι σ’εσένα.» Η Αρίνη πήρε το κρασοπότηρό της, τσούγκρισε το χείλος του πάνω στο χείλος του ποτηριού του Τέρι, και ήπιε. «Δε μ’αρέσουν οι ανόητοι άντρες.» Κάτω από το τραπέζι, το γυμνό της πόδι τρίφτηκε πάνω στη γάμπα του Τέρι. «Εξάλλου, μάλλον εγώ θα έπρεπε να σου κάνω ζήλιες, που μιλούσες τόση ώρα με τη Βατράνια.»
«Δε σου κάνω ζήλιες, Αρίνη· απλώς δε θέλω αυτός ο τύπος να σ’ενοχλεί. Και η Βατράνια ήρθε εκείνη και μου μίλησε – αλλά τίποτα περισσότερο από αυτό. Νομίζεις ότι μου αρέσει;»
«Νομίζω ότι είναι λογικό σε κάθε άντρα ν’αρέσει η Βατράνια· τουλάχιστον λιγάκι. Δεν είναι έγκλημα.»
«Μπορεί να σ’αρέσει σαν πίνακας που βλέπεις σε μια έκθεση,» είπε ο Τέρι. «Αυτό δε σημαίνει ότι θα την πάρεις και στο σπίτι.»
Η Αρίνη γέλασε. «Ναι, κάπως έτσι, υποθέτω.» Πήρε το χέρι της από το δικό του, έπιασε το πιρούνι, και συνέχισε το φαγητό της.
Αργότερα, μέσα στη βαθιά νύχτα, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ο Τέρι κοιμόταν σαν βράχος δίπλα της, ροχαλίζοντας ελαφρά, αλλά η Αρίνη δεν το έβρισκε εύκολο να ηρεμήσει το μυαλό της αρκετά ώστε να την πάρει ο ύπνος. Σκεφτόταν το μηχάνημα από την άλλη διάσταση, τον συλλέκτη ηλιακής ενέργειας. Αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να φτιαχτεί κάτι παρόμοιο με την τεχνολογία του Γνωστού Σύμπαντος. Γνώριζε, φυσικά, ότι υπήρχαν σχέδια για μηχανισμούς που μάζευαν ενέργεια από το ηλιακό φως ορισμένων διαστάσεων, αλλά ποτέ δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ευρέως διότι οι ενεργειακές φιάλες ήταν πολύ πιο εύχρηστες και διαδεδομένες. Επιπλέον, η Αρίνη δεν νόμιζε ότι εκείνοι οι συλλέκτες ήταν ίδιοι με τούτον εδώ. Ο συλλέκτης της άλλης διάστασης (για την οποία, μάλλον, θα έπρεπε να βρουν ένα όνομα αργά ή γρήγορα) δεν αντλούσε απλώς λίγη ενέργεια από το ηλιακό φως· τραβούσε την ίδια τη δύναμη του ήλιου, αν είχε καταλάβει καλά η Αρίνη. Του έκλεβε κάτι. Γι’αυτό κιόλας είχε δημιουργηθεί η αστάθεια που είχε κάνει τον ήλιο φλεγόμενο στην άλλη διάσταση.
Τέτοιου είδους μηχάνημα η Αρίνη δεν είχε ξανακούσει ποτέ στο Γνωστό Σύμπαν. Και τώρα, έπρεπε κάπως να το κατασκευάσουν από την αρχή, ειδικά τροποποιημένο ώστε να τραβήξει την ενέργεια των Ιπτάμενων, η οποία ήταν, πιθανώς, μεταλλαγμένη, όπως είχε πολύ σωστά υποθέσει ο Σέλιρ’χοκ.
Η Αρίνη σηκώθηκε από το κρεβάτι, ζαλισμένη από τους συλλογισμούς της. Φόρεσε μια βαριά ρόμπα και παντόφλες και, διασχίζοντας τα δωμάτια, βγήκε στο μπαλκόνι, που κοίταζε προς την Ανατολική Αγορά και την εισβολή που υπήρχε εκεί, το εξωδιαστασιακό δάσος. Ο νυχτερινός ουρανός της άλλης διάστασης διακρινόταν μέσα από τον νυχτερινό ουρανό της Χάρνταβελ, και το ένα από τα τρία πράσινα φεγγάρια, ένα από τα μικρότερα – μια από τις Θυγατέρες, όπως τις έλεγε ο λαός του Βασιληά Κάλροοθ – φαινόταν.
Έκανε τσουχτερό κρύο παρότι δεν είχε αέρα, καθώς ήταν τα μέσα του φθινοπώρου της Χάρνταβελ. Η Αρίνη σταύρωσε τα χέρια της μπροστά της, χώνοντάς τα κάτω απ’τις μασκάλες. Μπορεί η παγωνιά να της έκανε καλό, να ηρεμούσε το μυαλό της για να καταφέρει να πάει για ύπνο–
Ένας ξαφνικός θόρυβος απ’τ’αριστερά.
Στράφηκε, ξαφνιασμένη. Είδε σκοτεινές φλόγες μέσα στο σκοτάδι να προσγειώνονται στην άκρη του μπαλκονιού, αντίκρυ της. Ένα κύμα θερμότητας ήρθε προς το μέρος της· και μετά καταλάγιασε, καθώς η Μαύρη Φωτιά απορρόφησε τις φλόγες της, αποκαλύπτοντας ένα ολόγυμνο σώμα νεαρής γυναίκας. Τα μαλλιά της αναδεύονταν παράξενα γύρω απ’το κεφάλι της.
Γυμνή! Μ’αυτό το κρύο! «Έλα μέσα,» της είπε αμέσως η Αρίνη. «Έλα μέσα.»
Η κόρη της την ακολούθησε στο εσωτερικό των δωματίων, κι εκείνη έκλεισε την πόρτα.
Είσαι ταραγμένη, Μητέρα… παρατήρησε η Μαύρη Φωτιά.
«Δεν κρυώνεις, έτσι όπως είσαι;»
Τι εννοείς;
Η Αρίνη αναστέναξε. «Τι ρωτάω…» Η κόρη της δεν ήταν άνθρωπος στην πραγματικότητα· η φύση της ήταν διττή· και, μάλλον, μέσα της υπήρχε αρκετή θερμότητα για να ζεστάνει δέκα ξεπαγιασμένους ανθρώπους. «Περίμενε να σου φέρω κάτι να φορέσεις,» είπε η Αρίνη και πήγε στο υπνοδωμάτιο.
Όταν επέστρεψε είχε μαζί της ένα φόρεμα, το οποίο και έδωσε στην κόρη της. Η Μαύρη Φωτιά το φόρεσε χωρίς δυσκολία.
«Τα άλλα σου ρούχα τι τα έκανες;»
Καταστράφηκαν, Μητέρα, όταν πέταξα μακριά σας.
Φυσικά, σκέφτηκε η Αρίνη. Τα ρούχα δεν θα μπορούσαν ν’αντέξουν τις σκοτεινές φλόγες. «Γιατί είσαι τώρα εδώ; Έχεις κάτι να μου πεις; Έχει συμβεί κάτι;»
Καινούργιες εισβολές παρουσιάστηκαν, είπε η Μαύρη Φωτιά. Τίποτ’άλλο δεν έχει συμβεί. Κάθισε στον καναπέ.
«Η καταστροφή είναι ακόμα μακριά;»
Πλησιάζει, Μητέρα. Τρεις, τέσσερις φορές ακόμα αν παρουσιαστούν εισβολές, τα διαστασιακά τοιχώματα μπορεί να έχουν εξασθενίσει τόσο ώστε να διαλυθούν κι οι δύο διαστάσεις.
Η Αρίνη τής είπε, αλλάζοντας θέμα: «Θα ταξιδέψουμε πάλι στη διάστασή σου, και θα σε χρειαστούμε.»
Η Μαύρη Φωτιά δεν μίλησε.
Η Αρίνη κάθισε πλάι της στον καναπέ. «Ο μόνος λόγος που είσαι εδώ, λοιπόν, είναι για να μου πεις ότι παρουσιάστηκαν κι άλλες εισβολές;»
Όχι.
Η Αρίνη την ατένισε ερωτηματικά.
Δεν ήξερα πού αλλού να πάω, κι αυτό μού φάνηκε το πιο λογικό μέρος, Μητέρα.
Η Αρίνη μειδίασε. «Φυσικά και μπορείς να έρχεσαι πάντα εδώ.» Έσφιξε το χέρι της κόρης της. Ήταν ζεστό – αφύσικα ζεστό. «Σ’αγαπώ. Είσαι παιδί μου, ακόμα κι αν είσαι… κάτι όχι όπως θα το περίμενα.» Καθάρισε το λαιμό της. «Και βλέπω πως έχεις μεγαλώσει πάλι.» Τώρα, η κόρη της πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι. Από δεκαεννέα έως είκοσι-δύο, υπολόγιζε την ηλικία του ανθρώπινου σώματός της η Αρίνη.
Η Μαύρη Φωτιά είπε: Αυτή νομίζω πως είναι η καλύτερη ηλικία για να διατηρήσω τούτο το σώμα, Μητέρα. Μάλλον δεν θα το εξελίξω άλλο.
Η Αρίνη γέλασε. «Δεν έχεις άδικο.» Και είπε: «Έλα κοντά μου,» αγκαλιάζοντας τους ώμους της κόρης της. Η Μαύρη Φωτιά δεν έφερε αντίσταση· ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο της Αρίνης. Εκείνη τής έτριψε την πλάτη. «Είσαι ζεστή σαν θερμοφόρα!» παρατήρησε, χαμογελώντας.
*
Όταν ξημέρωσε, ο Τέρι έφυγε από την Ερρίθια πηγαίνοντας προς τη Ναραλμάδια μέσα στο όχημα του Εδμόνδου. Μαζί του ήταν ο ίδιος ο Βοριάς (και οι δύο χορεύτριές του), ο Γεράρδος, και η Μάρθα. Ο Ανδρόνικος επιβιβάστηκε στον Κροκόδειλο μαζί με μερικούς Απολλώνιους πολεμιστές, την Ιωάννα, την Αριάδνη’ταρ, και την Άνμα’ταρ. Οι δύο τελευταίες θα χρησιμοποιούσαν τη Μαγγανεία Κινήσεως, αλλάζοντας βάρδιες στο ενεργειακό κέντρο για να κινείται το σκάφος πιο γρήγορα. Το πλοιάριο έπλευσε νότια επάνω στον Μεγάλο Ποταμό, κατευθυνόμενο προς τη διαστασιακή δίοδο για Απολλώνια. Οι υπόλοιποι έμειναν στην Ερρίθια, περιμένοντας. Η Αρίνη, ο Σθένελος, και ο Σέλιρ συνεχώς συζητούσαν για τον ηλιακό συλλέκτη.
Ο Τέρι έφτασε στη Νέα Νίρμικιτ το μεσημέρι, ενώ η Ισαβέλλα τώρα οδηγούσε το όχημα του Εδμόνδου. Μόλις πέρασαν τα σύνορα των περιοχών του Βασιληά Κάλροοθ, οι πολεμιστές του τους σταμάτησαν. Ο Τέρι βγήκε και τους μίλησε στη γλώσσα τους· τον αναγνώρισαν και τους άφησαν να περάσουν χωρίς πρόβλημα. Έτσι, σύντομα βρέθηκαν κοντά στην εισβολή, γύρω απ’την οποία είχε αρχίσει να οικοδομείται μια ολόκληρη πόλη από ξύλο και πέτρα. Τα περισσότερα οικήματα, όμως, δεν ήταν τίποτα καλύτερο από καλύβες ακόμα. Οι σκηνές έμοιαζαν προτιμότερες, παρά το φθινοπωρινό κρύο.
Ο Βασιληάς Κάλροοθ είχε ήδη ειδοποιηθεί για τον ερχομό του Τέρι Κάρμεθ, και όχι από τους συνοριακούς φρουρούς του. Η Μαύρη Φωτιά ήταν εδώ, ντυμένη μ’ένα φόρεμα της ασυνήθιστης μόδας της Νίρμικιτ. Ο Τέρι, ο Γεράρδος, και οι υπόλοιποι βγήκαν από το όχημά τους και χαιρέτησαν τον Βασιληά, ο οποίος στεκόταν έξω απ’τη σκηνή του μαζί με τη Βασιλική Σύζυγο Ελκέρτα, τον Πρίγκιπα-Διάδοχο Όσραοκ, την Πριγκίπισσα Φαλτίκα, τη Χονρέπα, και τη Μαύρη Φωτιά.
«Επιστρέψατε γρήγορα,» παρατήρησε, καλοπροαίρετα, ο Κάλροοθ.
«Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας ξανά, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Θέλουμε να μας δώσετε κάποιους τεχνουργούς σας, να τους πάρουμε μαζί μας στην Ερρίθια. Ο μηχανισμός που φέραμε από τη διάστασή σας είναι πιο γνωστός σ’αυτούς απ’ό,τι σ’εμάς.» Με την παρουσία της Μαύρης Φωτιάς, δεν είχαν πρόβλημα στην επικοινωνία: ο Τέρι μιλούσε άνετα στη Συμπαντική και ο Κάλροοθ, επίσης άνετα, τον καταλάβαινε.
«Η Χονρέπα μού είπε ότι, την προηγούμενη φορά, σας είχε γνωρίσει τον Κάρμοοτ, τον οποίο θεωρώ έναν απ’τους καλύτερους τεχνουργούς μου,» είπε ο Βασιληάς της Νίρμικιτ. «Μπορείτε να τον πάρετε μαζί σας αν θέλετε.»
«Σας ευχαριστούμε, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Επίσης, ο Υπεράρχης της Χάρνταβελ, ο Ριχάρδος ο Τρίτος, θα ήθελε να σας προσκαλέσει στην Ερρίθια, τη Μεγάλη Πόλη· όχι μόνο εσάς αλλά κι όλο τον λαό σας.»
Ο Κάλροοθ συνοφρυώθηκε. «Ο Υπεράρχης επιθυμεί να εγκαταλείψουμε τη Νέα Νίρμικιτ και να πάμε στην Ερρίθια;»
«Ναι, αυτό είναι το αίτημά του, Μεγαλειότατε.»
«Και τι μας υπόσχεται; Θα μπορεί ο λαός μου να εγκατασταθεί εκεί;»
«Ο Υπεράρχης δεν θα σας καλούσε αν η πρόθεσή του δεν ήταν αυτή, Βασιληά μου. Προσωπικά, πιστεύω ότι πολύ καλύτερα θα μπορέσετε να εγκατασταθείτε στην περιοχή της Ερρίθιας παρά εδώ. Ο Ριχάρδος ο Τρίτος είμαι βέβαιος πως θα σας παραχωρήσει εδάφη, χωρίς να γίνουν δυσάρεστα επεισόδια.»
Ο Κάλροοθ κοίταξε την Ελκέρτα, τον Όσραοκ, και τη Φαλτίκα, οι οποίοι έμειναν σιωπηλοί. Έστρεψε το βλέμμα του πάλι στον Τέρι και είπε: «Θα το σκεφτούμε. Αλλά δεν μπορώ να υποσχεθώ κάτι ακόμα.»
«Το καταλαβαίνω, Μεγαλειότατε.»
«Τεχνουργούς, ωστόσο, θα σας δώσω όσους χρειάζεστε. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα θέμα που μας αφορά άμεσα όλους.»
Μετά από τη σύντομη συζήτησή τους, ο Κάλροοθ τούς φιλοξένησε σε σκηνές και τους πρόσφερε φαγητά που έφτιαχνε ο προσωπικός του μάγειρας, τα μισά από τα οποία ήταν μαγειρεμένα σύμφωνα με τις οδηγίες που υπήρχαν στις Παλαιές Διηγήσεις, όπως ανέφερε.
*
Όταν, το απόγευμα, ο Τέρι Κάρμεθ και οι σύντροφοί του έφυγαν, ο Κάλροοθ μάζεψε όλη του την οικογένεια στη σκηνή του – την Ελκέρτα, τον Όσραοκ, τη Φαλτίκα, τον Ρέσλοοτ, την Κιθνέκα, και τον Νάσλοοθ – και τους ρώτησε ποια ήταν η γνώμη τους. Να πήγαιναν στην Ερρίθια, ή να έμεναν εδώ, στα εδάφη που είχαν κατακτήσει;
«Αγωνιστήκαμε για να φτιάξουμε τη Νέα Νίρμικιτ,» είπε η Ελκέρτα. «Άνθρωποι σκοτώθηκαν. Ο Νάρκλοομ σκοτώθηκε. Δε νομίζω ότι είναι λογικό να εγκαταλείψουμε αυτά τα μέρη και να πάμε σ’ένα μέρος που, φανερά, ελέγχεται από έναν άλλο άρχοντα.»
Ο Όσραοκ κατένευσε. «Πράγματι. Αυτός ο Υπεράρχης, πατέρα, μοιάζει φιλικός ίσως, αλλά αποκλείεται να μη θέλει να ασκήσει την εξουσία του επάνω μας.»
«Αφού έχουμε όμως βρεθεί τώρα σ’έναν άλλο κόσμο, δεν θα πρέπει να είμαστε και διαλλακτικοί με τους άρχοντες του κόσμου αυτού;» έθεσε το ερώτημα η Κιθνέκα.
«Επιπλέον,» είπε ο Ρέσλοοτ, «εκείνο που επί του παρόντος οφείλει να μας απασχολεί είναι η επικείμενη καταστροφή και των δύο κόσμων, δε νομίζετε;»
Ο Όσραοκ – που πάντα κόντραρε τον μικρότερο αδελφό του – του απάντησε: «Άλλο το ένα θέμα, άλλο το άλλο, αδελφέ! Εννοείται πως θα συνεργαστούμε με τους γηγενείς της Χάρνταβελ για να σταματήσουμε τους Ιπτάμενους. Αλλά αυτό δεν έχει σχέση με την πολιτική κατάσταση που μετά θα διαμορφωθεί εδώ. Κι όταν έχει διαμορφωθεί αυτή η κατάσταση, δεν θα πρέπει να είμαστε υποτελείς!»
«Κι εγώ,» είπε ο Κάλροοθ, «είμαι διστακτικός ν’αφήσω τη Νέα Νίρμικιτ, ειδικά ύστερα από τόσες συγκρούσεις που έγιναν εδώ. Όταν έχει χυθεί αίμα, δεν είναι εύκολο κανείς να υποχωρήσει.»
«Θέλεις, όμως, να χυθεί περισσότερο αίμα, πατέρα;» ρώτησε η Φαλτίκα, η οποία αισθανόταν θυμωμένη που η Ελκέρτα είχε χρησιμοποιήσει τον Νάρκλοομ για να δώσει περισσότερη βαρύτητα στην άποψή της. Εξάλλου, ακόμα κι αν δεν τον είχε η ίδια σκοτώσει, εξακολουθούσε εν μέρει να ευθύνεται για τον θάνατό του! «Πότε θα σταματήσει αυτό; Μπορεί αύριο η Αρχόντισσα Μοργκάνα να μας επιτεθεί.»
«Δε θα το κάνει,» είπε ο Όσραοκ. «Δεν θέλουν πόλεμο. Ο Τέρι Κάρμεθ το είπε.»
«Ο Τέρι Κάρμεθ μπορεί να λέει ό,τι του κατεβεί! Νομίζεις ότι έχει, πραγματικά, τη δύναμη να σταματήσει την Αρχόντισσα της Ναραλμάδιας, η οποία σίγουρα θα είναι οργισμένη που κλέψαμε ένα μέρος του Αρχοντάτου της;»
«Μα, αδελφή, κι οι Θεογνώστες τους είναι υπέρ μας!»
«Δεν είναι υπέρ μας, Όσραοκ. Απλώς προσπαθούν να σώσουν τον κόσμο τους από την καταστροφή που έρχεται, και ξέρουν ότι αυτό μπορούν να το καταφέρουν μόνο συνεργαζόμενοι μ’εμάς, όχι πολεμώντας μας.»
«Τι προτείνεις, λοιπόν, Φαλτίκα;» έκανε θυμωμένα ο Όσραοκ. «Να τους γλείψουμε τα πόδια;»
«Δεν πρότεινα κάτι τέτοιο! Αλλά πρέπει να συμβιβαστούμε. Δεν υπάρχει άλλη λύση – εκτός αν θέλεις να τρέξουμε πίσω στον Υπόγειο Κόσμο, όταν βρεθούμε στις δύσκολες σήραγγες.»
Ο Όσραοκ γέλασε. «Μη γίνεσαι παράλογη!»
«Εσύ γίνεσαι παράλογος.»
«Εγώ, πάντως, δεν είμαι πρόθυμος ν’αφήσω αυτά τα εδάφη. Και ούτε ο πατέρας νομίζω πως είναι.»
Ο Κάλροοθ καθάρισε το λαιμό του. «Σίγουρα, δεν θα ήθελα ν’αφήσω τη Νέα Νίρμικιτ. Αλλά, επίσης, δεν θα ήθελα να γίνουν άλλες συγκρούσεις εδώ. Αρκετό πόλεμο έχουμε δει, νομίζω.»
«Πού καταλήγουμε έτσι, λοιπόν, πατέρα;» ρώτησε ο Όσραοκ.
«Ας περιμένουμε,» είπε ο Κάλροοθ. «Καταλαβαίνω και εσάς που προτείνετε να συμβιβαστούμε και εσάς που προτείνετε να μείνουμε στη Νέα Νίρμικιτ. Η μοναδική λύση που, για την ώρα, βλέπω είναι να περιμένουμε.»
«Αυτό είναι το καλύτερο,» συμφώνησε ο Ρέσλοοτ.
«Εσύ,» του είπε ο Όσραοκ, «είσαι πάντα υπέρ του να μην αποφασίζεις, αδελφέ.»
Ο Ρέσλοοτ τού έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα. «Είπα ό,τι είχα να πω,» δήλωσε καθώς σηκωνόταν όρθιος, κι έφυγε από τη σκηνή.
«Αυτό,» είπε ο Κάλροοθ στον Όσραοκ, «δεν χρειαζόταν.»
Ο Νάσλοοθ – το μικρότερο παιδί του Κάλροοθ· μόλις δεκαεφτά χρονών – κούνησε το κεφάλι του. «Αυτές οι οικογενειακές συγκεντρώσεις ποτέ, ποτέ, δεν τελειώνουν καλά…»
«Επειδή είμαστε όλοι ασυνεννόητοι,» του είπε η Κιθνέκα, που καθόταν πλάι του.
Για μια φορά ο Τέρι επέστρεψε στην Ερρίθια, τη Μεγάλη Πόλη της Χάρνταβελ, χωρίς να διαπιστώσει ότι εκεί, απρόσμενα, κάτι πολύ άσχημο είχε συμβεί. Τα πάντα ήταν ήσυχα – αν εξαιρούσε κανείς την ύπαρξη των δύο εισβολών. Η Αρίνη δεν είχε ακόμα φύγει για την άλλη διάσταση, οι Απολλώνιοι δεν είχαν ακόμα επιστρέψει από τη δική τους διάσταση, και οι κάτοικοι της πόλης ήταν απασχολημένοι με την ανοικοδόμηση.
Ο Τέρι είχε μαζί του τον Κάρμοοτ κι άλλους δύο τεχνουργούς, νεότερους από τον πρώτο. Τους πήγε στα Ανάκτορα και οι υπηρέτες του Υπεράρχη φρόντισαν να τους βρουν δωμάτια στον ξενώνα για να τους φιλοξενήσουν. Ο Τέρι τούς ακολούθησε για λίγο, επειδή η κόρη του δεν ήταν κοντά (δεν είχε έρθει μαζί του μέσα στο όχημα του Εδμόνδου) και κανένας άλλος δεν ήξερε τη γλώσσα του υπόγειου λαού. Όταν οι τεχνουργοί τακτοποιήθηκαν πήγε να συναντήσει την Αρίνη, η οποία ήταν στα δωμάτιά τους και έπαιρνε το πρωινό της, έχοντας ξυπνήσει πριν από λίγο. Ο Τέρι, αφού έκανε ένα μπάνιο, κάθισε και έφαγε μαζί της.
«Πώς πήγαν τα πράγματα;» τον ρώτησε εκείνη, καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Είχε τελειώσει, τώρα πια, το πρωινό της και τον κοίταζε να τρώει.
«Καλά. Έφερα τρεις τεχνουργούς, τους οποίους ο Κάλροοθ μού έδωσε χωρίς δισταγμό. Ο ένας είναι ο Κάρμοοτ, τον οποίο, υποθέτω, θα ξέρεις.»
«Και ο λαός του Κάλροοθ έχει αρχίσει να έρχεται εδώ, στην Ερρίθια;»
«Δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι θα συμβεί αυτό. Και βασικά θέλω να μιλήσω με τον Υπεράρχη.»
«Τι σου απάντησε ο Κάλροοθ;»
«Μου είπε ότι θα το σκεφτεί. Αλλά γενικά δε μου φάνηκε και πολύ πρόθυμος. Νομίζω πως μας υποπτεύονται, Αρίνη, παρότι συνεργάζονται μαζί μας για το καλό όλων.»
«Λογικό,» είπε εκείνη σκεπτικά, σταυρώνοντας τα χέρια εμπρός της και φυσώντας καπνό προς τα κάτω. «Δε μας ξέρουν.
»Αυτό, πάντως, είναι ένα θέμα που πρέπει να λυθεί μετά, όταν τα πράγματα ηρεμήσουν. Τώρα πρέπει ν’ασχοληθούμε με τους Ιπτάμενους.»
*
Οι Απολλώνιοι ήρθαν μετά από τρεις ημέρες, το βράδυ της τέταρτης. Ο χρόνος, δυστυχώς, μετρούσε διαφορετικά στην Απολλώνια, και δεν τους ευνοούσε η ταχύτητά του. Ωστόσο, επιστρέφοντας είχαν μαζί τους αυτά που η Αρίνη κι ο Σθένελος χρειάζονταν: κομμάτια μηχανημάτων τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να φτιάξουν μηχανές παρόμοιες με του Θαλάμου Αισθητηριακής Καταγραφής, και δύο μάγους: μία Τεχνομαθή, ονόματι Ιερόχαρη’μορ, και έναν Βιοσκόπο, ονόματι Βαλέριο’νιρ.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος δεν είχε έρθει αυτή τη φορά· οι υποχρεώσεις του τον είχαν κρατήσει στην Απολλώνια. Η Ιωάννα, όμως, η Άνμα’ταρ, η Αριάδνη’ταρ, και κάποιοι άλλοι Απολλώνιοι πολεμιστές είχαν επιστρέψει μέσα στον Κροκόδειλο.
Χωρίς να χάσουν καιρό, η Αρίνη, ο Σθένελος, και ο Σέλιρ άρχισαν να συνεργάζονται με την Ιερόχαρη και τον Βαλέριο προκειμένου να κατασκευάσουν τα μηχανήματα που χρειάζονταν. Εργάστηκαν εντατικά επί δύο ημέρες, κι ενώ αυτοί εργάζονταν ο Τέρι άκουγε αναφορές από τη νοτιοδυτική Χάρνταβελ μαζί με τον Υπεράρχη, τον Γεράρδο, και τον Μαλαχία. Τα πράγματα φαινόταν, τελικά, να είναι πολύ άσχημα εκεί. Οι επιδρομές των εξωδιαστασιακών είχαν πάρει επικίνδυνες διαστάσεις. Οι ντόπιοι φοβόνταν, και υποχωρούσαν: έφευγαν από τα χωριά τους για να κρυφτούν στις πόλεις, πίσω από τείχη.
Ο Ριχάρδος ο Τρίτος είπε: «Δε μπορούμε να το αφήσουμε αυτό να συνεχιστεί. Κάποιος πρέπει να πάει εκεί για να θέσει την κατάσταση υπό έλεγχο. Και νομίζω πως εσύ είσαι ο καλύτερος γι’αυτή τη δουλειά, Πολιτομαχητή.»
Ο Ριχάρδος είχε δώσει στον Τέρι Κάρμεθ το αξίωμα του Πολιτομαχητή της Ερρίθιας, ύστερα από όσα είχε κάνει για να προστατέψει τη Μεγάλη Πόλη. Ήταν ένα αξίωμα αρχαίο, που είχε αιώνες να χρησιμοποιηθεί, αλλά ο Υπεράρχης είχε πει ότι τώρα είχε έρθει η ώρα να το ξαναχρησιμοποιήσουν.
«Θέλετε να ξεκινήσετε πόλεμο, Ύψιστε Άρχοντα;» ρώτησε ο Τέρι, καθώς βρίσκονταν στην Αίθουσα του Ύψιστου Θρόνου, συγκεντρωμένοι γύρω από ένα τραπέζι.
«Σκοπός μου είναι να τον αποτρέψω.»
«Τότε, καλύτερα να μιλήσουμε με τους εξωδιαστασιακούς, αν αυτό είναι εφικτό. Αλλά δεν ξέρω αν τούτη θα ήταν η κατάλληλη στιγμή ούτως ή άλλως…» Η αλήθεια ήταν ότι ανησυχούσε τώρα που η Αρίνη σύντομα θα πήγαινε στην άλλη διάσταση για να πλησιάσει τους Ιπτάμενους, και δεν ήθελε να είναι μακριά από την Ερρίθια· αλλά αυτό προτίμησε να μην το αναφέρει στον Υπεράρχη. Καλύτερα ο Ριχάρδος να μη νόμιζε ότι ενεργούσε για προσωπικούς λόγους. Επιπλέον, ο Τέρι πραγματικά δεν ήξερε αν θα κατόρθωνε τίποτα κατεβαίνοντας στα νοτιοδυτικά.
«Δε θ’αφήσω τους ανθρώπους εκείνων των περιοχών απροστάτευτους,» αποκρίθηκε ο Ριχάρδος. «Οι τοπικοί Άρχοντες ήδη μου ζητούν βοήθεια. Θα τους στείλω πολεμιστές μου οπωσδήποτε. Αλλά δεν θα απαιτήσω από εσένα να πας αν δεν το επιθυμείς, Πολιτομαχητή. Η απόφαση είναι δική σου. Αύριο, όμως, οι πολεμιστές μου θα είναι έτοιμοι για αναχώρηση.»
Θα γίνει σφαγή πάλι, γαμώτο! μούγκρισε εσωτερικά ο Τέρι, γνωρίζοντας ότι ήταν ο μόνος που ίσως μπορούσε να την εμποδίσει. Αναστέναξε, λέγοντας: «Θα το σκεφτώ, Ύψιστε Άρχοντα.»
Αργότερα, το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, μίλησε με την Αρίνη για τα σχέδια του Υπεράρχη.
«Θα πας, λοιπόν;» τον ρώτησε εκείνη, που είχε μόλις επιστρέψει από την εργασία της με τους υπόλοιπους μάγους για την κατασκευή των μηχανημάτων. Όταν ο Τέρι είχε έρθει στα δωμάτιά τους δεν την είχε βρει εδώ· είχε καθίσει και την περίμενε, καπνίζοντας συλλογισμένος και κοιτάζοντας τα κρεμασμένα όπλα της συλλογής του, στους τοίχους του καθιστικού.
«Αυτό θέλω να σε ρωτήσω,» της είπε τώρα. «Ποια η γνώμη σου; Να πάω;»
«Είναι δυνατόν να ξέρω εγώ καλύτερα από σένα;» απόρησε η Αρίνη, βγάζοντας τα παπούτσια της και βαδίζοντας προς το μπάνιο. «Αλήθεια, γιατί με ρωτάς; Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος;» είπε, προτού περάσει την πόρτα.
«Δε θέλω να λείπω όταν θα έχεις πάει στην άλλη διάσταση.» Ο Τέρι έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι και σηκώθηκε όρθιος.
Η Αρίνη χαμογέλασε και τον πλησίασε. «Πάλι τα ίδια θα πούμε;» Ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους του και τον φίλησε. «Δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος. Κι ακόμα κι αν υπήρχε, δε θα μπορούσες να με βοηθήσεις, και το ξέρεις. Κάνε, λοιπόν, εκείνο που πιστεύεις ότι πρέπει. Εξάλλου, πάντα αυτό δεν κάνεις;»
Ο Τέρι ένευσε. «Ναι…»
«Και, παρεμπιπτόντως, να προσέχεις. Για σένα, εκεί κάτω, θα υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος απ’ό,τι για εμένα στην άλλη διάσταση. Δεν είναι καλά νέα αυτά – εννοώ το γεγονός ότι πρέπει να πας στα νοτιοδυτικά της Χάρνταβελ – αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ και κανέναν καλύτερο για να αναλάβει αυτή τη δουλειά. Η κόρη μας θα έρθει μαζί σου, πάντως· είμαι σίγουρη.»
«Είναι εδώ;»
«Ναι. Την είδα σήμερα το πρωί. Επισκέπτεται πού και πού την άλλη διάσταση, μέσα από τις εισβολές, αλλά πάντα επιστρέφει.» Η Αρίνη τον ξαναφίλησε στα χείλη, πεταχτά, και μετά στράφηκε, πηγαίνοντας στο μπάνιο και κλείνοντας την πόρτα. Ο Τέρι άκουσε νερό ν’αρχίζει να τρέχει.
Άναψε άλλο ένα τσιγάρο.
Έχει δίκιο, σκέφτηκε. Πρέπει να πάω να δω τι γίνεται. Είμαι ο μόνος που έχει ασχοληθεί τόσο πολύ με τους ανθρώπους της άλλης διάστασης.
Αναρωτιόταν αν θα ερχόταν και κανένας άλλος μαζί του…
*
Επιτέλους, τη βρήκε. Ήταν καθισμένη οκλαδόν επάνω σ’ένα πέτρινο κάθισμα, μέσα στις σκιές του απογεύματος, σ’έναν απ’τους κλειστούς κήπους των Ανακτόρων. Ένα φόρεμα της Χάρνταβελ την έντυνε. Δεν έμοιαζε να κάνει τίποτ’άλλο απ’το να ατενίζει απλανώς προς τον ουρανό.
Γεια σου, Πατέρα, είπε, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει, όταν ο Τέρι πλησίασε.
«Γεια,» αποκρίθηκε εκείνος, νιώθοντας αμήχανα καθώς σταματούσε μπροστά της. Το γεγονός ότι ήξερε πως ήταν κόρη του δεν τον έκανε να τη θεωρεί λιγότερο περίεργη· μάλλον χειροτέρευε τα πράγματα. Αισθανόταν σαν κάτι μέσα του να μην ήθελε να το πιστέψει· σαν να ήθελε, κάπως, να αποδείξει ότι κάποιος τού έκανε πλάκα.
Τα κατάμαυρα μάτια της νεαρής γυναίκας στράφηκαν επάνω του. Υπάρχει λόγος που με αναζητάς; τον ρώτησε. Τα χείλη της κινούνταν αλλά η φωνή της περισσότερο στο μυαλό του αντηχούσε παρά στ’αφτιά του.
«Ναι,» είπε ο Τέρι. «Βασικά, ναι, υπάρχει.» Κάθισε στο πέτρινο παγκάκι, πλάι της. «Θα φύγω αύριο. Θα πάω στα νοτιοδυτικά της Χάρνταβελ, εξαιτίας των επιδρομών που γίνονται εκεί. Έχουν έρθει κάποιοι–» Ήταν έτοιμος να πει εξωδιαστασιακοί. «Κάποιοι άνθρωποι από τη διάστασή σου. Προκαλούν προβλήματα–»
Το ξέρω. Τους έχω δει.
«Έχεις περάσει από εκεί;»
Ναι. Μοιάζουν, όντως, άγριοι.
«Τους γνωρίζεις;»
Δεν γνωρίζω κανέναν απ’τους ανθρώπους της διάστασής μου, Πατέρα· απλώς έχω προέλθει από την Πηγή.
«Θα μπορείς, όμως, να μας κάνεις να συνεννοηθούμε μαζί τους;»
Ναι.
«Ωραία. Θα έρθεις μαζί μου, όταν θα ξεκινήσω αύριο;»
Αν θέλεις. Αλλά θα πρέπει να μιλήσω και με τη Μητέρα, για να κανονίσουμε πότε πρέπει να επιστρέψω.
Ο Τέρι συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος.
Θα με χρειαστεί κι εκείνη, εξήγησε η Μαύρη Φωτιά, για τη διατήρηση της Μαγγανείας Εικονικής Νεκρώσεως, όταν πάνε να πλησιάσουν τους Ιπτάμενους.
«Σωστά,» είπε ο Τέρι, απορώντας που η Αρίνη δεν του το είχε αναφέρει. «Έχεις δίκιο. Καλύτερα, επομένως, να μείνεις.»
Το ταξίδι μας στην άλλη διάσταση δεν νομίζω να κρατήσει πολύ. Εσύ πόσο γρήγορα θα πας στα νοτιοδυτικά; Με τι μέσο;
«Θα χρησιμοποιήσουμε το φορτηγό που άφησαν εδώ οι Παντοκρατορικοί – αυτό με το οποίο γκρέμισαν το δυτικό τείχος της Ερρίθιας. Το έχουμε επισκευάσει. Θα είμαστε, άρα, στον προορισμό μας σε ώρες.»
Και θα ξεκινήσεις αύριο;
«Ναι.»
Η Μητέρα επίσης θα ξεκινήσει αύριο, νομίζω. Μου είπε ότι βρίσκονται προς το τέλος της κατασκευής της μηχανής που φτιάχνουν.
Ναι, σκέφτηκε ο Τέρι, κι εμένα μού το είπε. «Δε μπορείς, λοιπόν, να έρθεις μαζί μου.»
Θα έρθω μετά. Μόλις επιστρέψω από τη διάστασή μου. Το ξέρεις ότι κινούμαι γρήγορα όταν το θέλω, και δε νομίζω να δυσκολευτώ να σε βρω.
«Εναλλακτικά,» είπε ο Τέρι σκεπτικά, «θα μπορούσαμε και να το καθυστερήσουμε για καμια, δυο μέρες…»
Ποιο πράγμα;
«Το ταξίδι μας στα νοτιοδυτικά. Εκείνο, όμως, που δεν ξέρω είναι αν θα συμφωνήσει ο Υπεράρχης… Αλλά ίσως και να συμφωνήσει όταν του εξηγήσω πώς έχει η κατάσταση. Γνωρίζει ότι μας είσαι απαραίτητη για τη σωστή επικοινωνία με τους ανθρώπους της άλλης διάστασης.»
Η Μαύρη Φωτιά δεν διαφώνησε, ούτε είπε τίποτα.
Ο Τέρι αναστέναξε. «Εντάξει,» είπε. «Πηγαίνω τώρα, γιατί έχω και κάποιους άλλους να δω…» Σηκώθηκε. «Θα τα ξαναπούμε.»
Ναι. Αντίο, Πατέρα.
Ο Τέρι δεν ένιωθε σαν πατέρας αυτού του πλάσματος. Η όλη κατάσταση ήταν τελείως παράξενη. Τέλος πάντων… Έφυγε από τον κλειστό κήπο και βάδισε μέσα στα Ανάκτορα, διασχίζοντας αίθουσες και διαδρόμους και ανεβαίνοντας σκάλες.
Έφτασε μπροστά στην πόρτα του προορισμού του και τη βρήκε μισάνοιχτη. Χαραγμένη, ουσιαστικά. Δεν κοίταξε από τη χαραμάδα· χτύπησε δύο φορές, διακριτικά.
«Ποιος είναι;» ρώτησε μια γυναικεία φωνή από μέσα· κι αν έκρινε κανείς από τη χροιά, δεν φανέρωνε καλή διάθεση.
«Ο Τέρι Κάρμεθ. Μπορώ να σου μιλήσω;»
«Μπορείς.»
Ο Τέρι έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Η Ιωάννα ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο στενό κρεβάτι, καπνίζοντας. Φορούσε τη μελανή στολή της Μαύρης Δράκαινας, χαλαρά κουμπωμένη. Παράξενη επιλογή ενδυμασίας για όταν κάποια θέλει να είναι ξαπλωμένη αναπαυτικά στο δωμάτιό της. Τα ξανθά της μαλλιά απλώνονταν, λυτά, γύρω απ’το κεφάλι της.
Ανασηκώθηκε, ακουμπώντας την πλάτη της σε δύο μαξιλάρια. «Τι είναι, Ταγματάρχη; Σίγουρα, δε σε περίμενα.» Πήρε μια τελευταία τζούρα απ’το τσιγάρο της και το έσβησε στο τασάκι δίπλα της, το οποίο ήταν γεμάτο αποτσίγαρα.
«Αν αυτή δεν είναι καλή ώρα, μπορώ να–»
«Δε θα βρεις καλύτερη,» τον διέκοψε η Ιωάννα. «Πες μου ό,τι είναι να μου πεις.» Αλλάζοντας θέση ξανά, σηκώθηκε από το κρεβάτι και πλησίασε το τραπεζάκι, όπου ήταν ένα μισογεμάτο μπουκάλι με Σεργήλιο οίνο και μερικά ποτήρια. «Να κεράσω κάτι;»
«Όχι, ευχαριστώ.»
«Όπως θέλεις, Ταγματάρχη.» Η Ιωάννα γέμισε ένα ποτήρι με κρασί και ήπιε, παρατηρώντας τον.
«Παρεμπιπτόντως, δεν είμαι ταγματάρχης πλέον. Πολιτομαχητής είμαι, χάρη στη θέληση του Υπεράρχη μας.»
«Συγχαρητήρια,» είπε η Ιωάννα, χωρίς να φαίνεται να το εννοεί. «Τι μπορώ να κάνω για σένα;»
Τι έχει; αναρωτήθηκε ο Τέρι. Τσακώθηκε με κανέναν; Δεν είχε ακούσει τίποτα. Ίσως απλά να ήταν ιδίωμα των Μαύρων Δρακαινών να είναι βαρύθυμες – αν κι αυτή ήταν η πρώτη που γνώριζε. Η Άνμα’ταρ δεν ήταν ακριβώς Μαύρη Δράκαινα· ήταν μάγισσα που τις βοηθούσε όταν αυτές εργάζονταν για την Παντοκράτειρα, προτού επαναστατήσουν εναντίον της. Και η Άνμα’ταρ δεν ήταν βαρύθυμη.
«Λοιπόν;» ρώτησε η Ιωάννα, βλέποντας τον να διστάζει. «Κοίτα,» είπε αμέσως. «Απλά δεν είμαι και πολύ ευδιάθετη απόψε. Αλλά μίλησέ μου σα να μη συμβαίνει τίποτα· δε δαγκώνω.»
Ο Τέρι μειδίασε. «Το εύχομαι. Εκείνο που θέλω να σου ζητήσω είναι να έρθεις μαζί μου όταν θα πάω στα νοτιοδυτικά της Χάρνταβελ.»
Η Ιωάννα ύψωσε ένα φρύδι. «Θα πας στα νοτιοδυτικά της Χάρνταβελ; Δεν το είχα ακούσει.»
«Θα πάω,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Μαζί με κάμποσους άλλους. Εξαιτίας των εξωδιαστασιακών επιδρομέων.»
«Μάλιστα. Και θες τη βοήθειά μου;»
«Αν είσαι πρόθυμη να την προσφέρεις. Βασικά, θα προσπαθήσω ν’αποφύγω οποιαδήποτε σύγκρουση, αλλά, αν χρειαστεί να πολεμήσουμε, είτε ανοιχτά είτε κλεφτά, μια Μαύρη Δράκαινα είμαι βέβαιος ότι θα αποδειχτεί πολύ χρήσιμη.»
«Θα έρθω,» είπε η Ιωάννα. «Πότε φεύγουμε;»
Η άμεση απάντησή της τον έπιασε απροετοίμαστο. Ο Τέρι γέλασε. «Δεν τα σκέφτεσαι και πολύ τα πράγματα, ε;»
«Κάνεις λάθος, Πολιτομαχητή,» είπε η Ιωάννα. «Τα σκέφτομαι, δυστυχώς, περισσότερο απ’ό,τι πρέπει. Όλοι μού το λένε.»
*
Πρώτα, ρώτησε τους υπηρέτες των Ανακτόρων και του είπαν ότι δεν ήταν εκεί. Μετά, ρώτησε τους φρουρούς της Ερρίθιας· και τέλος, έναν από τους Γενναίους του Σεβερίνου (οι οποίοι δεν ήταν πια ληστές αλλά είχαν προσληφθεί ως μισθοφόροι από τον Υπεράρχη για να αναπληρώσουν τις απώλειες). Ο Τέρι κατέληξε στα δυτικά τείχη της Μεγάλης Πόλης ενώ η νύχτα έπεφτε και η ανοικοδόμηση εκεί σταματούσε. Ελάχιστοι εργάτες δούλευαν ακόμα, κι αυτοί σύντομα θα τα παρατούσαν για να πάνε στα σπίτια τους και να ξεκουραστούν.
Ο ιερέας στεκόταν δίπλα από ένα γκρεμισμένο σπίτι και επέβλεπε τις εργασίες. Κοντά του ήταν μερικοί Ιεροί Φρουροί· τα κλειστά σιδερένια κράνη τους γυάλιζαν στο φως της απλής λάμπας που κρεμόταν από ένα σπασμένο δοκάρι το οποίο ξεπρόβαλλε μέσα από έναν τοίχο.
«Μεγάλε Πατέρα,» είπε ο Τέρι πλησιάζοντας. «Καλησπέρα.»
«Καλησπέρα, Πολιτομαχητή,» αποκρίθηκε ο Έδουος. «Με ζητούσες;»
«Ναι. Αύριο φεύγω: θα πάω στα νοτιοδυτικά, να δούμε τι θα κάνουμε με τους επιδρομείς εκεί. Θα πάρω κάποιους πολεμιστές μαζί μου, και η Ιωάννα, η Μαύρη Δράκαινα, λέει πως επίσης θα έρθει· όμως νομίζω ότι χρειάζομαι και έναν άνθρωπο του Θεού τουλάχιστον.»
«Κι αυτός είμαι εγώ;»
«Αν το επιθυμείτε, Μεγάλε Πατέρα. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα έχω να αντιμετωπίσω, και ίσως να συναντήσω και… τους άλλους ιερείς. Τους εχθρούς σας.»
Ο Έδουος φάνηκε σκεπτικός. «Είναι πιθανό,» είπε. «Δεν ξέρω, όμως, αν η παρουσία μου θα σε βοηθήσει ή θα σε παρακωλύσει, Πολιτομαχητή.»
«Τι εννοείτε;»
«Μπορεί οι εχθροί μας να σου επιτεθούν εξαιτίας μου, αν διαισθανθούν την παρουσία μου εκεί. Καλό θα ήταν να πάρουμε κι άλλους μαζί μας.»
«Άλλους ιερείς;»
«Ναι. Θα μιλήσω με τον Γεράρδο και θα σε ενημερώσω το πρωί. Εγώ, πάντως, είμαι πρόθυμος να έρθω.»
«Σας ευχαριστώ, Μεγάλε Πατέρα.»
«Θα προσπαθήσεις να λογικέψεις τους εξωδιαστασιακούς;» τον ρώτησε ο Έδουος.
«Θα το προσπαθήσω, αλλά… δεν ξέρω αν θα είναι τόσο συνεννοήσιμοι όσο ο λαός του Κάλροοθ. Ο ίδιος ο Βασιληάς της Νίρμικιτ μάς είπε ότι πρόκειται για αγρίους.»
Ο Έδουος ένευσε χωρίς να μιλήσει.
Ο Τέρι τον καληνύχτισε και έφυγε.
*
Τη νύχτα, ενώ έτρωγαν ξηρούς καρπούς, έπιναν Γλυκό Πορφυρόχρυσο (ένα ποτό της Απολλώνιας, μερικά μπουκάλια του οποίου είχαν φέρει οι Απολλώνιοι μαζί τους μέσα στον Φωτομάχο), και άκουγαν μουσική από το προσωπικό τους ηχοσύστημα, ο Τέρι εξήγησε στην Αρίνη πώς είχε σχεδιάσει την αποστολή στα νοτιοδυτικά, κι εκείνη, χαμογελώντας, είπε:
«Δε σ’το είπα ότι είσαι ο κατάλληλος για τη δουλειά; Αλλά μη νομίζεις απ’αυτό που λέω πως δεν θα ήθελα κάποιος άλλος να ήταν ο κατάλληλος. Θα προτιμούσα να με περίμενες στην Ερρίθια, και το ξέρεις.»
«Σοβαρά; Νόμιζα ότι τώρα που βρήκες τον Σθένελο– Χα-χα-χα-χα!» γέλασε ο Τέρι καθώς η Αρίνη τού πετούσε έναν ξηρό καρπό ο οποίος πέρασε δίπλα απ’το δεξί του αφτί. «Αυτό το πράγμα βαράει στο κεφάλι, πάντως, ε;» της είπε, υψώνοντας το ποτήρι του με το Γλυκό Πορφυρόχρυσο. «Τι έχει μέσα;»
«Κρασί με μέλι και βατόμουρο. Η ιδέα σου είναι ότι βαράει στο κεφάλι περισσότερο απ’οτιδήποτε άλλο. Τον Υπεράρχη τον ρώτησες αν συμφωνεί να ξεκινήσετε το ταξίδι καμια, δυο μέρες πιο μετά;»
«Δεν πρόλαβα, και δεν ήθελα να τον ανησυχήσω μες στη νύχτα.»
«Μα, αύριο φεύγετε!»
«Θα του μιλήσω με το ξημέρωμα. Όπως ξέρεις, σηκώνεται πάντα νωρίς.»
«Νομίζεις ότι θα συμφωνήσει;»
«Μάλλον. Εξάλλου, με το φορτηγό που έχουμε επισκευάσει, μπορούμε να μετακινούμε τους πολεμιστές μας πολύ γρήγορα, για τα δεδομένα της Χάρνταβελ. Μια, δυο μέρες δεν είναι διαφορά. Εσύ θα πας αύριο στην άλλη διάσταση;»
Η Αρίνη σούφρωσε τα χείλη. «Κατά πάσα πιθανότητα. Αλλά όχι και πολύ πρωί. Θα δω τι σκέφτονται κι οι άλλοι. Μέχρι πριν από λίγο φτιάχναμε τα μηχανήματα.»
«Είναι τώρα έτοιμα;»
«Φυσικά.»
«Και τι κάνουν ακριβώς;»
«Αποθηκεύουν εντυπώσεις.»
«Τι πάει να πει αυτό;»
«Άστο στους ειδικούς,» είπε η Αρίνη. «Τι σε νοιάζει;» Έριξε έναν ξηρό καρπό στο στόμα της.
«Τέλος πάντων.» Ο Τέρι ανακίνησε το ποτό μέσα στο ποτήρι του, κοιτάζοντάς το για λίγο αμίλητα. Μετά είπε: «Η Μαύρη Δράκαινα, πάντως, δε μου φαίνεται και πολύ καλά. Ψυχολογικά, εννοώ.»
«Μαύρη Δράκαινα είναι, τι περιμένεις; Σκοτώνει ανθρώπους.»
«Δεν είναι η μόνη.»
«Ναι, αλλά το κάνει καλύτερα από άλλους.»
«Δε νομίζω ότι αυτό έχει σχέση μ’εκείνο που σου λέω εγώ. Είναι κάπως σαν… τσαντισμένη, ίσως. Δεν ξέρω τι έχει.»
«Ήθελε να έρθει μαζί σου, όμως.»
«Ναι, χωρίς συζήτηση.»
«Τότε, προφανώς δεν είναι κάτι που σχετίζεται μ’εσένα ή με τον ρόλο της εδώ.»
«Το ξέρω,» είπε ο Τέρι. «Το ίδιο υπέθεσα κι εγώ.» Ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό του. «Βαράει στο κεφάλι περισσότερο από άλλα,» κατέληξε. «Είμαι σίγουρος.»
«Όχι· η ιδέα σου είναι.»
«Είμαι σίγουρος.»
Η Αρίνη γέλασε.
«Να, βλέπεις;» είπε ο Τέρι. «Έχεις μεθύσει.»
«Σαχλαμάρες…»
Η Αρίνη ετοιμαζόταν όταν ο Τέρι επέστρεψε στα δωμάτιά τους. Έβαζε μερικά – απαραίτητα, απ’ό,τι φαινόταν – πράγματα στον σάκο της, ενώ ήταν ήδη ντυμένη για ταξίδι, με μαύρο δερμάτινο παντελόνι, κοντές καφετιές μπότες που δίπλωναν στην κνήμη, γκρίζα τουνίκα με μαύρο σιρίτι, φαρδιά μαύρη ζώνη με θήκες και θηκάρια, και σκούρα μπλε κάπα με κουκούλα.
«Φεύγεις;» ρώτησε ο Τέρι.
«Ναι. Σε λίγο ξεκινάμε.»
Ο Τέρι κοίταξε το ρολόι στον καρπό του. Δύο ώρες πριν από το μεσημέρι. Αναστέναξε. «Εντάξει,» είπε. «Θα σε περιμένω.» Πλησίασε και τη φίλησε.
«Συμφώνησε ο Υπεράρχης, δηλαδή;»
«Ναι. Θα καθυστερήσουμε την αναχώρησή μας καμια, δυο μέρες. Μέχρι να επιστρέψετε από την άλλη διάσταση.»
«Ωραία,» είπε η Αρίνη. Τελείωσε με την ετοιμασία του μικρού σάκου της και τον έριξε στον ώμο. «Πηγαίνω, αγάπη μου. Να είσαι φρόνιμος, εντάξει;» τον πείραξε και, πιάνοντας το πέτο της τουνίκας του, τον φίλησε.
Πήγε στην εξώπορτα των δωματίων τους, την άνοιξε, και βγήκε, αρχίζοντας να βαδίζει στους διαδρόμους των Ανακτόρων.
Καταλάβαινε ότι, αναμφίβολα, υπήρχε κάποιος κίνδυνος στο ταξίδι της στην άλλη διάσταση, αλλά επίσης καταλάβαινε ότι, με τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως, ο κίνδυνος δεν ήταν και τόσο μεγάλος· επομένως, η αίσθηση ανησυχίας παραμεριζόταν πολύ εύκολα από μια έντονη αίσθηση ενθουσιασμού, η οποία έκανε το βήμα της πιο γρήγορο και άνετο. Ως μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών, το ενδιαφέρον της δεν μπορούσε παρά να είναι κεντρισμένο από τους Ιπτάμενους, και τώρα η στιγμή πλησίαζε που θα πήγαινε τόσο κοντά σ’έναν απ’αυτούς ώστε να διαπιστώσει από τι αποτελείτο. Δεν ήταν κάθε μέρα που τύχαινε μια Ερευνήτρια να έχει τη δυνατότητα να εξετάσει μια τέτοια επικίνδυνη και ισχυρή ενεργειακή οντότητα.
Φτάνοντας στην αυλή όπου θα συναντούσε τους υπόλοιπους, είδε ότι ήταν όλοι τους ήδη εκεί και την περίμεναν – ο Σθένελος, η Άνμα, η Αριάδνη, και η κόρη της – συγκεντρωμένοι γύρω από το όχημα του Εδμόνδου, το οποίο είχαν πάλι εξοπλίσει κατάλληλα με καλωδίωση, αισθητήρες, και ενεργειακές φιάλες, όπως και την προηγούμενη φορά που είχαν επισκεφτεί την άλλη διάσταση για να πάνε στον ερειπιώνα της Ανάθρι.
«Γεια,» είπε η Αρίνη. «Είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση;»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Αριάδνη, κι άνοιξε την πόρτα της θέσης του οδηγού για να καθίσει στο τιμόνι. Η Άνμα κάθισε πλάι της, ενώ ο Σθένελος, η Αρίνη, και η Μαύρη Φωτιά άνοιξαν την πίσω πόρτα του οχήματος και μπήκαν στην καρότσα, για ν’αφήσουν τα λιγοστά πράγματά τους και να καθίσουν, οκλαδόν, επάνω στην ξύλινη επένδυση του πατώματος.
«Τι γίνεται;» ρώτησε ο Σθένελος την Αρίνη, καθώς η Αριάδνη ενεργοποιούσε το όχημα και το πρώτο μούγκρισμα της μηχανής έκανε για λίγο τα τοιχώματά του να δονηθούν. «Όλα καλά;»
«Από το πρωί που σε είδα ώς τώρα, τίποτα συγκλονιστικό δεν έχει συμβεί,» αποκρίθηκε η μάγισσα.
Ο Σθένελος μειδίασε, καθώς το όχημα ξεκινούσε, πηγαίνοντας προς την έξοδο της αυλής και προς τη βόρεια έξοδο των Ανακτόρων. Αισθανόταν ανήσυχος με τόσες γυναίκες γύρω του. Ήταν ο μόνος άντρας εδώ, και το μυαλό του το αντιλαμβανόταν αυτό πολύ έντονα. Ορισμένες από τις συντρόφισσές του ήταν περίεργες – όφειλε να το παραδεχτεί – αλλά καμια τους δεν του ήταν απωθητική. Εντάξει, η Άνμα τού ήταν λιγάκι αδιάφορη σε σχέση με την Αρίνη και την Αριάδνη, όμως δεν θα της έλεγε και όχι. Η Αριάδνη τον τραβούσε περισσότερο απ’όλες. Παρότι κι εκείνη ήταν του τάγματος των Δρακαινών, είχε κάτι το διαφορετικό επάνω της: κάτι στο πώς φερόταν και στο πώς κινιόταν. Η Άνμα τού έμοιαζε κάπως απότομη, ενώ η Αριάδνη τού δημιουργούσε μια πολύ πιο ήπια και ευχάριστη αίσθηση. Από την άλλη, ίσως να έφταιγαν τα γκρίζα, εντυπωσιακά μάτια της τα οποία έρχονταν σ’έντονη αντίθεση με τα μακριά, μαύρα, σγουρά μαλλιά που έπεφταν άτακτα στους ώμους της. Το λευκό-ροζ δέρμα της έβαζε τον Σθένελο στον πειρασμό να θέλει να το αγγίξει, να δει πώς θα ήταν στην αφή. Το χρυσό δέρμα της Άνμα δεν τον έβαζε σε παρόμοιο πειρασμό. Η Άνμα τού φαινόταν μια απλή – αν και όχι απωθητική – γυναίκα, αλλά η Αριάδνη ήταν θεά – και ήταν και Απολλώνια. Ο Σθένελος απορούσε που δεν την είχε ξανασυναντήσει. Τι άτυχος που ήταν!…
Η Αρίνη είχε άλλη γοητεία. Είχε, βασικά, τη γοητεία που είχαν όλες εκείνες οι γυναίκες που ο Σθένελος θεωρούσε ώριμες. Της έλεγες κάτι και ήξερε πώς να σου απαντήσει. Ακόμα κι αν έκανε ότι δεν καταλάβαινε, το καταλάβαινες ότι είχε καταλάβει. Αν δεν ήταν ο άντρας της, ο Σθένελος ήταν βέβαιος πως θα την είχε τραβήξει κοντά του· η Αρίνη σκεφτόταν μην πληγώσει τον Τέρι – σίγουρα – δεν υπήρχε άλλη περίπτωση. Κρίμα… γιατί ο Σθένελος δεν αμφέβαλλε πως θα ήταν καταπληκτική στο κρεβάτι – πιθανώς καταπληκτικότερη κι απ’τη Βατράνια. Έτσι αποδεικνύονταν, στο τέλος, όλες οι γυναίκες που παρίσταναν τις σοβαρές.
Και… μέσα στο όχημα, βέβαια, ήταν κι η Μαύρη Φωτιά, η κόρη της Αρίνης. Ο Σθένελος το ήξερε πως δεν ήταν ακριβώς άνθρωπος αυτή· ήταν, όμως, εν μέρει άνθρωπος, κι εκείνος δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό του απ’το να αναρωτιέται αν η Μαύρη Φωτιά είχε τις ίδιες ορμές που είχαν κι όλες οι υπόλοιπες γυναίκες. Αλλά ήταν τόσο παράξενη που τον τρόμαζε, κι έτσι δεν είχε κάνει καμια προσπάθεια να την πλησιάσει. Δεν είχε βρει την ευκαιρία, εξάλλου. Αυτό, ωστόσο, δεν σήμαινε ότι η παρουσία της Μαύρης Φωτιάς δεν τον διέγειρε.
Το μόνο που τον έσωζε από την παραφροσύνη μέσα στο όχημα του Εδμόνδου ήταν ο ενθουσιασμός του για την αποστολή τους. Το μυαλό του έφευγε από τις γυναίκες γύρω του και πήγαινε στους Ιπτάμενους. Ήταν καταπληκτικό και μόνο που θα κατόρθωνε να βρεθεί κοντά σε τέτοιες εξαιρετικές ενεργειακές οντότητες. Και ήταν βέβαιος πως το ίδιο θα ένιωθε κι η Αρίνη· έβλεπε τη γυαλάδα στα μάτια της. Ίσως έτσι να μπορούσε να την πλησιάσει, κάπως–
Πάλι τα ίδια αρχίσαμε. Ο Σθένελος προσπάθησε να το βγάλει απ’το μυαλό του, γιατί θα είχαν δουλειά τώρα και δεν μπορούσε νάναι έτσι αποπροσανατολισμένος. Θα έπρεπε να κάνει το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως. Εκείνος και η Αρίνη, μαζί. Οι Δράκαινες δεν ήταν καλές σ’αυτά. Ευτυχώς, όμως, ήξεραν τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως.
Η Αριάδνη οδήγησε το όχημα έξω από τα Ανάκτορα του Υπεράρχη και μέσα στη Δυτική Αγορά. Πλησίασε την εισβολή που είχε δημιουργηθεί στις νότιες παρυφές του Λαγουμιού και μπήκε στην έρημο της άλλης διάστασης, ψηλά πάνω από την οποία έκαιγε ο φλεγόμενος ήλιος. Η Άνμα είχε ήδη αρχίσει να υφαίνει τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως, και τώρα την ολοκλήρωσε. Η Μαύρη Φωτιά κρατούσε την άκρη ενός καλωδίου, για να τροφοδοτεί τη μαγγανεία με την ενέργειά της και να την κάνει να διαρκεί για πολύ.
Η Αρίνη και ο Σθένελος σηκώθηκαν όρθιοι και κοίταξαν, από τα παράθυρα του οχήματος, προς όλες τις κατευθύνσεις. Το φως των Ιπτάμενων δεν φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα.
«Προς τα πού;» ρώτησε η Αριάδνη.
«Προς όπου νομίζεις,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Δε βλέπω τίποτα που να μπορεί να μας βοηθήσει ακόμα.»
Η Αριάδνη οδήγησε το όχημα προς τα βόρεια μέσα στην ατελείωτη έρημο, και μετά από καμια ώρα, είδαν στ’αριστερά τους ένα δάσος, που έμοιαζε με κάποιου είδους αφύσικη ανωμαλία μέσα στις άνυδρες εκτάσεις.
Τα αδέλφια μου είναι εδώ, είπε η Μαύρη Φωτιά, η οποία ούτε είχε σηκωθεί από το πάτωμα ούτε κοιτούσε έξω από τα παράθυρα.
«Τα διαισθάνεσαι;» ρώτησε ο Σθένελος, νομίζοντας ότι ίσως αυτή να ήταν μια καλή στιγμή για να πιάσει κουβέντα μαζί της.
Ναι, αποκρίθηκε η Μαύρη Φωτιά, χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο και χωρίς να στραφεί για να τον αντικρίσει.
Τελικά, δεν θα έπιαναν κουβέντα.
Το όχημα συνέχισε την πορεία του χωρίς να πάει προς το δάσος.
Η Άνμα και η Αρίνη κοίταζαν τώρα με τα κιάλια τους, ψάχνοντας για το φως των Ιπτάμενων. Δεν το έβλεπαν πουθενά, όμως.
«Δεν αντιλαμβάνονται την παρουσία μας,» είπε, σε κάποια στιγμή, η Αρίνη, «γι’αυτό και δεν πλησιάζουν.» Στρεφόμενη στην κόρη της, ρώτησε: «Είναι κάποιο μέρος όπου κατοικούν όταν δεν πετάνε;»
Συνεχώς πετάνε, Μητέρα. Απλώς δεν έχει τύχει ακόμα να περάσουν από κοντά μας.
«Δηλαδή, είναι θέμα χρόνου…» είπε ο Σθένελος.
Ναι, απάντησε η Μαύρη Φωτιά.
Και είχε δίκιο: μετά από δύο ώρες δρόμο ακόμα, είδαν στα δεξιά τους δυνατό φως στον ορίζοντα. Ήταν σχεδόν σαν ένας δεύτερος ήλιος να έκανε να ξεμυτίσει.
«Προς τα κει!» είπε η Αρίνη στην Αριάδνη. Εκείνη ένευσε και έστριψε το τιμόνι, επιταχύνοντας. Η άμμος της ερήμου – που περισσότερο με στάχτη έμοιαζε – τιναζόταν γύρω απ’τους ψηλούς τροχούς, ενώ η μηχανή του οχήματος γρύλιζε.
Το φως στον ορίζοντα φαινόταν μια να απομακρύνεται μια να είναι πιο κοντά. Μετά από μισή ώρα περίπου, κατόρθωσαν να διακρίνουν τη μορφή του Ιπτάμενου στον ουρανό: μια φωτεινή οντότητα με μεγάλες φτερούγες, που ήταν δύσκολο να την κοιτάζεις για πολύ αν δεν ήθελες να τυφλωθείς. Κατευθυνόταν προς τα νοτιοανατολικά, πετώντας γαλήνια.
«Ακολούθησέ τον,» είπε η Αρίνη στην Αριάδνη, κι εκείνη ακολούθησε τον Ιπτάμενο, στρίβοντας.
«Να πάρω εγώ τη θέση σου;» τη ρώτησε η Άνμα, γιατί η Αριάδνη οδηγούσε για πάνω από τρεις ώρες πλέον.
«Ναι.»
Οι Δράκαινες άλλαξαν θέσεις, γρήγορα, χωρίς να σταματήσουν το όχημα. Εξάλλου, δεν υπήρχε κίνδυνος να κουτουλίσουν πουθενά μες στην ανοιχτή έρημο.
Ο Σθένελος και η Αρίνη ατένιζαν συνεπαρμένοι τον Ιπτάμενο από το μπροστινό παράθυρο του οχήματος, στεκόμενοι κι οι δυο τους πίσω από την Άνμα και την Αριάδνη.
«Δε μπορείτε να κάνετε τη δουλειά σας από εδώ, έτσι;» τους ρώτησε η τελευταία.
«Όχι,» είπε η Αρίνη. «Πρέπει να πάμε πιο κοντά. Κάτω απ’τον Ιπτάμενο ακριβώς, για να είμαστε σίγουροι ότι θα εντοπίσουμε τα πάντα για την ενεργειακή μορφή που τον αποτελεί. Από εδώ οι αισθήσεις μας στην καλύτερη περίπτωση να λάβουν μια πολύ, πολύ γενική ιδέα – κι αυτό εξαιτίας της τρομερής δύναμης του Ιπτάμενου. Κανονικά, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη για να εντοπίσεις οτιδήποτε, όσο ισχυρός Ερευνητής κι αν είσαι.»
Η Άνμα είχε σανιδώσει το πετάλι κάτω από τη μπότα της. Το όχημα του Εδμόνδου του Βοριά έτρεχε σαν παλαβό, τινάζοντας την άμμο της νεκρής διάστασης ολόγυρά του, έχοντας σηκώσει ολόκληρο σύννεφο. Η Αρίνη ανησυχούσε μήπως ο θόρυβος ειδοποιούσε τον Ιπτάμενο ότι κάτι συνέβαινε, αλλά εκείνος δεν έδειξε να καταλαβαίνει τίποτα, και ούτε η κόρη της είπε ότι μπορεί να υπήρχε κίνδυνος. Η Αρίνη κοίταξε τη Μαύρη Φωτιά πάνω απ’τον ώμο της, για μια στιγμή. Εξακολουθούσε νάναι καθισμένη οκλαδόν και να δείχνει ήρεμη. Η χρήση της ενέργειάς της δεν την κούραζε; Ώς πότε θα μπορούσε να διατηρεί τη Μαγγανεία Εικονικής Νεκρώσεως, και πότε θα χρειαζόταν να βάλουν σε χρήση τις ενεργειακές φιάλες και τους αισθητήρες; Είχαν ήδη περάσει τέσσερις ώρες. Η Αρίνη ήλπιζε η κόρη της να μπορούσε ν’αντέξει τουλάχιστον άλλες τόσες, γιατί, όπως φαινόταν, θα τους χρειάζονταν.
Ο Ιπτάμενος έστριψε, μετά από καμια ώρα, προς τ’ανατολικά. Και η Άνμα έστριψε επίσης, στο κατόπι του. Η ένδειξη ενέργειας στην κονσόλα του οχήματος είχε πέσει στο 8%. «Για άλλαξε φιάλη,» είπε η Άνμα στην Αριάδνη. «Καλύτερα τώρα, παρά να μείνουμε χωρίς ενέργεια όταν είμαστε κοντά του.»
Η Αριάδνη υπάκουσε, πηγαίνοντας στην καρότσα για να πάρει μια ενεργειακή φιάλη και να αντικαταστήσει την προηγούμενη που ήταν σχεδόν τελειωμένη. Το όχημα δεν έχασε παρά λίγη ταχύτητα όσο γινόταν η αλλαγή, και μετά επιτάχυνε πάλι· η μηχανή του έμοιαζε να μουγκρίζει δυνατότερα. Η άμμος πεταγόταν στο μεγάλο μπροστινό τζάμι, θολώνοντάς το, και η Άνμα είχε βάλει τους υαλοκαθαριστήρες να κάνουν πέρα-δώθε για να το ξεθολώνουν, ενώ συγχρόνως νερό τιναζόταν. Η σταχτοειδής άμμος της διάστασης μετατρεπόταν σε μια παράξενου είδους λάσπη.
«Πλησιάζουμε…» μουρμούρισε ο Σθένελος κάτω απ’την ανάσα του, βλέποντας τη φωτεινή οντότητα να έρχεται ολοένα και πιο κοντά. Έβγαλε από μια τσέπη του ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά και τα φόρεσε, για να μπορεί να κοιτάζει καλύτερα τον Ιπτάμενο, ο οποίος φαινόταν ν’αποτελείται από αμέτρητα νήματα ενεργειακού φωτός.
«Λίγο ακόμα, Άνμα,» είπε η Αρίνη, βάζοντας κι εκείνη τα σκούρα γυαλιά της.
«Δεν πάει πιο γρήγορα το όχημα,» αποκρίθηκε η Δράκαινα.
Ζύγωναν, όμως. Το φως του Ιπτάμενου έμοιαζε να σκεπάζει ολάκερη την έρημο εμπρός τους.
Μετά, γλίστρησαν μέσα στην ακτινοβολία του.
Και μετά…
…βρίσκονταν κάτω από την ενεργειακή οντότητα.
«Τώρα, Σθένελε!» είπε η Αρίνη. «Τώρα!» Κι άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως.
Ο Σθένελος τη μιμήθηκε.
Οι αισθήσεις και των δυο τους διευρύνθηκαν. Απλώθηκαν έξω και πέρα από το όχημα. Ήρθαν σε επαφή με την ενέργεια από πάνω του: την ατένισαν σαν παρατηρητικά μάτια πίσω από ένα γυαλί: την άκουσαν σαν περίεργα αφτιά που αφουγκράζονται πίσω από κλειστές κουρτίνες: την άγγιξαν σαν ανήσυχα χέρια τα οποία πασπατεύουν ένα καινούργιο αντικείμενο που έχει πέσει ανάμεσα στα δάχτυλά τους: τη μύρισαν και τη γεύτηκαν, όπως κανείς θα μύριζε και θα γευόταν ένα κρασί για ν’ανακαλύψει την ποιότητά του.
Όλα αυτά τα έκαναν με το μυαλό τους, με τις μαγικά διευρυμένες αισθήσεις που τους είχε προσφέρει το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως· κι όταν νόμιζαν πως είχαν τελειώσει την έρευνά τους, αποτραβήχτηκαν, συγκεντρώνοντας συγχρόνως στη μνήμη τους ό,τι είχαν ανακαλύψει, κρατώντας το καλά εκεί, ώστε να μην ξεχάσουν τίποτα μέχρι να γυρίσουν στα Ανάκτορα του Υπεράρχη.
Η Αρίνη βλεφάρισε καθώς το Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως διαλυόταν και οι αισθήσεις της συρρικνώνονταν γύρω από τον φυσικό εαυτό της ξανά. «Μπορούμε να επιστρέψουμε, Άνμα,» είπε. «Εκτός αν ο Σθένελος θέλει να δει κάτι ακόμα.»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ό,τι ήταν να δω το είδα.»
Η Άνμα έστριψε το όχημα προς τα δυτικά, διαγράφοντας ημικύκλιο και φεύγοντας κάτω απ’τον Ιπτάμενο, ο οποίος συνέχισε την πτήση του χωρίς να έχει καταλάβει τίποτα.
«Νομίζετε πως έγινε η δουλειά μας καλά;» ρώτησε η Αριάδνη τους δύο Ερευνητές.
«Άψογα,» είπε ο Σθένελος κι άγγιξε τον ώμο της, σφίγγοντάς τον ελαφρά. Η Αριάδνη τού έριξε ένα βλέμμα που, αν και όχι εχθρικό, ούτε φιλικό ήταν. Ήταν εκείνο το βλέμμα που λέει Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου· κι ο Σθένελος πήρε το χέρι του απ’τον ώμο της, χαμογελώντας για να δείξει ότι ήταν απλά φιλικός μαζί της – αν και, στην πραγματικότητα, θα ήθελε να γίνει κάτι περισσότερο από απλά φιλικός. Θα μπορούσε ν’ατενίζει μέσα σ’αυτά τα γκρίζα μάτια όλη μέρα…
Μετά από τρεις ώρες οδήγησης προς τα δυτικά, βρέθηκαν εκεί απ’όπου μπορούσαν ν’ατενίσουν ένα δάσος μέσα στην έρημο. Ήταν απόγευμα πλέον, και ο ήλιος βασίλευε, κάνοντας τα πάντα να μοιάζουν με άλλη διάσταση. Όμως το δάσος που έβλεπαν νόμιζαν πως ήταν το ίδιο που είχαν δει και πριν.
«Έχεις καλή αίσθηση των κατευθύνσεων,» είπε ο Σθένελος στην Άνμα.
«Και καλή πυξίδα, επίσης,» αποκρίθηκε εκείνη, και σταμάτησε το όχημα. «Θα πάρει κάποιος άλλος το τιμόνι;»
Ο Σθένελος προθυμοποιήθηκε, και καμια τους δεν έφερε αντίρρηση.
«Θα στρίψεις νότια τώρα,» του είπε η Αριάδνη, καθώς η Άνμα πήγαινε στην καρότσα.
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε ο Σθένελος, κάπως πειραγμένα. Νομίζει ότι είμαι χαζός; «Ήμουν στο Βόρειο Μέτωπο της Απολλώνιας, και στο Νότιο· κι εκεί–»
«Μου το έχεις ξαναπεί.»
«Το θυμάσαι;» είπε ο Σθένελος καθώς έστριβε το όχημα νότια. «Νόμιζα ότι ίσως να τόχες ξεχάσει.»
«Δεν ξεχνάω εύκολα.»
Ο Σθένελος δεν συνέχισε την κουβέντα.
Στην πίσω μεριά του οχήματος, η Αρίνη ρώτησε την κόρη της: «Πώς αισθάνεσαι;»
Εννοείς, Μητέρα, αν μπορώ να συνεχίσω να διατηρώ τη μαγγανεία; Η Μαύρη Φωτιά, αυτή τη φορά, μίλησε χωρίς ν’ανοίξει το στόμα της: μίλησε κατευθείαν στο μυαλό.
«Ναι, βασικά αυτό εννοώ.»
Είμαι εξαντλημένη, αλλά δεν είμαστε μακριά από την εισβολή. Καλύτερα, όμως, να βιαστείτε.
Η Αρίνη πήγε μπροστά και το είπε στον Σθένελο. Εκείνος αποκρίθηκε ότι το είχε ακούσει, καθώς επιτάχυνε.
Έφτασαν στην εισβολή όταν ο φλεγόμενος ήλιος είχε βασιλέψει. Πέρασαν από μέσα της και βγήκαν στους δρόμους της Ερρίθιας, όπου επίσης νύχτα ήταν· οι δύο διαστάσεις ήταν ομόχρονες. Ο Σθένελος οδήγησε το όχημα του Εδμόνδου στα Ανάκτορα και το πήγε στο γκαράζ. Όταν βγήκαν από μέσα, είδαν ότι ήταν γεμάτο από τη σταχτοειδή άμμο της άλλης διάστασης.
«Αυτό,» είπε η Άνμα, «δε θ’αρέσει στον Εδμόνδο, αλλά είμαι σίγουρη πως δε θα μας βρίσει.»
Ο Σθένελος είπε στην Αρίνη: «Πάμε για αισθητηριακή καταγραφή;»
«Εννοείται.» Όπως κι οι δυο τους ήξεραν, όσο πιο γρήγορα μετέφεραν τις εντυπώσεις τους στο αποθηκευτικό σύστημα του μηχανήματος τόσο το καλύτερο· γιατί, με τον χρόνο, η μνήμη πάντοτε αλλοιώνεται.
Η Αρίνη στράφηκε στην Αριάδνη και στην Άνμα. «Θα σας δούμε αργότερα.»
Εκείνες ένευσαν, μοιάζοντας κουρασμένες αλλά, συγχρόνως, πανέτοιμες, όπως ένας πολεμιστής που ξέρει ότι δεν πρέπει ποτέ να χαλαρώνει τελείως.
Η Μαύρη Φωτιά, παρατήρησε η Αρίνη, ήταν λιγάκι χλομή. Και πρώτη φορά έβλεπε χλομή την κόρη της. Η διατήρηση της Μαγγανείας Εικονικής Νεκρώσεως πρέπει να είχε απορροφήσει πολλή από την ενέργειά της. Τα καστανά της μαλλιά δεν αναδεύονταν τόσο έντονα όσο άλλες φορές. Η Αρίνη ήλπιζε η κόρη της να συνερχόταν γρήγορα. Θα ήταν, άραγε, μια νύχτα αρκετή; Ή θα χρειαζόταν περισσότερος χρόνος;
Δεν ήταν, όμως, καιρός για τέτοιες απορίες τώρα. Εκείνη κι ο Σθένελος έπρεπε να βιαστούν.
Διέσχισαν τους διαδρόμους των Ανακτόρων βαδίζοντας εσπευσμένα και έφτασαν, χωρίς καμία λοξοδρόμηση, στο δωμάτιο όπου είχαν βάλει το σύστημα αισθητηριακής καταγραφής.
Η Αρίνη έκανε νόημα στον Σθένελο να το χρησιμοποιήσει πρώτος, αλλά εκείνος τής είπε: «Εσύ πρώτη»· κι αν έκρινε από την έκφρασή του, δεν έμοιαζε πρόθυμος ν’αλλάξει γνώμη. Ακόμα και τώρα προσπαθούσε να την κορτάρει. Η Αρίνη τον αγνόησε, καθίζοντας στην πολυθρόνα και ενεργοποιώντας το σύστημα. Η οθόνη εμπρός της άναψε και σύντομα έγραψε: ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΣΕ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ. Η Αρίνη πήρε το ειδικό διάδημα από δίπλα και το φόρεσε. Ήταν συνδεδεμένο, μέσω καλωδίων, με τον μηχανισμό. Έβαλε το δάχτυλό της επάνω στο πλήκτρο καταγραφής της κονσόλας. Έκλεισε τα μάτια της κι έφερε στο μυαλό της την αίσθηση της ενέργειας του Ιπτάμενου. Άφησε αυτή την αίσθηση να την τυλίξει, να την κάνει να ξεχάσει οτιδήποτε άλλο.
Μετά, πάτησε το πλήκτρο καταγραφής.
Ο Σθένελος, που, σ’αντίθεση μ’εκείνη, είχε τα μάτια του ανοιχτά, είδε την οθόνη να γράφει: ΔΙΕΞΑΓΕΤΑΙ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗΝ ΔΙΑΚΟΨΕΤΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Κι από κάτω είχε εμφανιστεί μια μπάρα που γέμιζε, αργά-αργά, με κουκίδες.
Ο Σθένελος, σταυρώνοντας τα χέρια εμπρός του, περίμενε.
Η Αρίνη αισθανόταν ένα ενεργειακό ρεύμα να έχει τυλίξει το κεφάλι της και να γαργαλά το μυαλό της, όχι απαραιτήτως δυσάρεστα. Συνέχιζε να έχει τα βλέφαρά της σφαλισμένα και την εντύπωση της ενεργειακής μορφής του Ιπτάμενου στη σκέψη της.
Όταν το σύστημα είχε ολοκληρώσει τη δουλειά του, η Αρίνη αισθάνθηκε το γαργαλητό στο μυαλό της να παύει κι άκουσε ένα έντονο μπιμ! από το μηχάνημα. Άνοιξε τα μάτια της και είδε την οθόνη να γράφει: Η ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ ΕΠΙΤΥΧΩΣ. ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΑΦΑΙΡΕΣΤΕ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ ΤΟ ΔΙΑΔΗΜΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΘΕΙΤΕ ΓΙΑ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΜΙΑ ΩΡΑ.
Η Αρίνη απενεργοποίησε το διάδημα και το έβγαλε. Το κεφάλι της άρχισε αμέσως να πονά. Δεν ήταν κάτι το ανησυχητικό: πάντα αυτό συνέβαινε μετά τη χρήση συστημάτων αισθητηριακής καταγραφής. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα τρίβοντας τους κροτάφους της.
«Θέλεις να σου φέρω κάτι;» ρώτησε ο Σθένελος αγγίζοντας το μπράτσο της. «Λίγο νερό; Κρασί;»
«Τίποτα,» αποκρίθηκε η Αρίνη, «ευχαριστώ. Θα πάω να ξεκουραστώ μόλις κι εσύ τελειώσεις εδώ.»
Ο Σθένελος ένευσε, και κάθισε στην πολυθρόνα. Φόρεσε το διάδημα κι έκανε τα ίδια πράγματα που είχε κάνει κι η Αρίνη. Όταν κι η δική του εντύπωση της ενεργειακής μορφής καταγράφηκε, έβγαλε το διάδημα αλλά έμεινε καθισμένος στην πολυθρόνα. Αισθανόταν ένα σφυρί να χτυπά ελαφρά το κεφάλι του: νταπ, νταπ, νταπ. «Πρέπει κάποια στιγμή να εφεύρουμε έναν καλύτερο μηχανισμό αισθητηριακής καταγραφής,» είπε, τρίβοντας το μέτωπό του και τα μάτια του. «Θεοί!… Βλέπω αστεράκια.»
«Θα περάσει,» είπε η Αρίνη, που είχε καθίσει σε μια καρέκλα παραδίπλα. «Έχω δει και χειρότερα σ’ορισμένες περιπτώσεις.»
«Θα μου τα πεις κάποτε;»
«Όχι τώρα, όμως. Για έλεγξε να δεις αν ταυτίζονται οι εντυπώσεις μας μέσα στο σύστημα.»
Ο Σθένελος πάτησε μερικά πλήκτρα επάνω στην κονσόλα, βάζοντας το σύστημα να συγκρίνει τη δική του αποθηκευμένη αισθητηριακή καταγραφή με την αισθητηριακή καταγραφή της Αρίνης. Ύστερα από μερικά λεπτά υπολογισμών, η οθόνη έγραψε: 78,32% ΤΑΥΤΙΣΗ.
«Μια χαρά,» είπε η Αρίνη, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν δυνατόν η ταύτιση να είναι 100%. Το μυαλό του ενός ανθρώπου ποτέ δεν αντιλαμβανόταν ακριβώς τον ίδιο κόσμο που αντιλαμβανόταν το μυαλό ενός άλλου ανθρώπου· πάντοτε υπήρχε μια μικρή απόκλιση.
«Ναι,» συμφώνησε ο Σθένελος. «Αν και θα μπορούσε να ήταν και καλύτερα.»
«Δε νομίζω· δεν ήταν μια ήρεμη κατάσταση.» Ύστερα, τον προέτρεψε: «Αποθήκευσε τα δεδομένα και σε μια εξωτερική συσκευή, για ασφάλεια.»
Ο Σθένελος υπάκουσε. Πήρε μια συσκευή αποθήκευσης από ένα συρτάρι, τη συνέδεσε με το σύστημα, και αποθήκευσε κι εκεί τα δεδομένα. Μετά, απενεργοποίησε το μηχάνημα και μαζί με την Αρίνη βγήκαν απ’το δωμάτιο και κλείδωσαν.
«Να σε πάω ώς τα δωμάτιά σου;» πρότεινε ο Σθένελος.
«Γιατί; Για να κρατάμε ο ένας τον άλλο ενώ κι οι δύο θα παραπατάμε;»
Ο Σθένελος γέλασε άθελά του, κάνοντας το κεφάλι του να πονέσει.
«Θα τα πούμε το πρωί,» του είπε η Αρίνη· και, λίγο παρακάτω, χώρισαν μέσα στους διαδρόμους των Ανακτόρων.
Αφού του μίλησε ο Έδουος, ο Γεράρδος αποφάσισε να πάει κι εκείνος στα νοτιοδυτικά της Χάρνταβελ μαζί με τον Τέρι και τους πολεμιστές του.
Η Μάρθα, όταν το άκουσε, είπε: «Κατάλαβα: πάλι θα τρέχουμε σαν τους μαλάκες.»
«Μπορείς να μην έρθεις αν δε θέλεις…» της θύμισε ο Γεράρδος.
«Και τι να κάνω εδώ; Να κωλοβαράω; Μέχρι να φτιάξουν οι μάγοι αυτή τη μηχανή που υποτίθεται ότι πρέπει να παγιδεύσει τους Ιπτάμενους, τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί εδώ πέρα.»
«Ποτέ δεν ξέρεις…»
«Προσπαθείς να με ξεφορτωθείς;» Η φωνή της είχε γίνει απότομη.
«Πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα;» Ο Γεράρδος ήταν καθισμένος σε μια πολυθρόνα, καπνίζοντας ήρεμα την πίπα του. Διέμενε πάλι στα δωμάτια που κάποτε ανήκαν στον Επόπτη, τώρα που ο Πρίγκιπας της Επανάστασης είχε φύγει και τα είχε αφήσει άδεια.
«Μια σκέψη ήταν απλώς,» μόρφασε η Μάρθα, και κάθισε αντίκρυ του, στον καναπέ, μισοξαπλώνοντας. Πριν από λίγη ώρα είχαν τελειώσει το μεσημεριανό τους, κι αισθανόταν φουσκωμένη. Έφτιαχναν βαριά φαγητά εδώ, στη Χάρνταβελ, ορισμένες φορές, είχε παρατηρήσει. «Γεράρδε…;»
«Τι;»
«Μ’έχεις βαρεθεί; Γενικά μιλώντας.»
Ο Γεράρδος την ατένισε συνοφρυωμένος. «Ακόμα μια σκέψη που απλώς πέρασε απ’το μυαλό σου;»
«Απλά ρωτάω.»
«Νομίζεις ότι σε έχω βαρεθεί;»
«Αναρωτιέμαι,» είπε η Μάρθα. «Κοίτα… Τι θα γίνει μετά, μπορείς να μου πεις; Εννοώ… τώρα είσαι πάλι ιερέας της Χάρνταβελ, έτσι; Ώρες-ώρες νομίζω ότι δε σε καταλαβαίνω. Καθόλου. Κι επιπλέον, θα θες να μείνεις εδώ όταν τελειώσουν όλες αυτές οι ιστορίες, έτσι δεν είναι; Όταν θα έχετε ξεμπερδέψει με τους παλιούς ιερείς. Δε θα γυρίσεις πίσω στην Απολλώνια, θα γυρίσεις;»
Ο Γεράρδος δάγκωσε την άκρη της πίπας του, συλλογισμένα. «Δεν το είχα σκεφτεί ώς τώρα, για να είμαι ειλικρινής. Αλλά η αλήθεια είναι ότι, ναι, αν όλα τελειώσουν καλά εδώ – αν σώσουμε τη Χάρνταβελ απ’την καταστροφή που έρχεται, αν διώξουμε το Εσώτερο Θηρίο από τους άλλους ιερείς – θα πρέπει να μείνω. Τα πράγματα έχουν αλλάξει–» Διέκοψε τον εαυτό του. Είπε: «Εσύ δε θέλεις να μείνεις, όμως· σωστά, Μάρθα;»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνη, με κάπως διστακτική φωνή, «δε θέλω να μείνω. Δε μ’αρέσει αυτή η διάσταση, και… νομίζω ότι πραγματικά μ’έχεις βαρεθεί, εξάλλου.»
«Λες βλακείες τώρα.»
«Δε λέω βλακείες. Έχεις άλλα να κάνεις. Είσαι… αλλιώς.»
«Απλά θέλεις να φύγεις,» της είπε ο Γεράρδος.
«Όχι, δεν είναι έτσι!» αντέδρασε αμέσως η Μάρθα. «Δηλαδή, είναι έτσι, από την άποψη ότι δε γουστάρω αυτή την κωλοδιάσταση που το πιο ενδιαφέρον πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να βόσκεις γίδια. Αλλά δεν θέλω να φύγω από εσένα. Καταλαβαίνεις;»
«Νομίζεις, όμως, ότι σε έχω βαρεθεί.»
«Ναι, το νομίζω.»
«Σου είπα: δεν σε έχω βαρεθεί. Λες ανοησίες.»
Η Μάρθα αναστέναξε και ξάπλωσε. «Καλά. Θα το σκεφτώ.»
Το βράδυ, έμαθαν ότι η Αρίνη’σαρ και οι υπόλοιποι είχαν επιστρέψει από την αποστολή στην άλλη διάσταση, έχοντας πάρει εκείνο που χρειάζονταν. Αυτό σήμαινε ότι το ταξίδι προς τα νοτιοδυτικά θα ξεκινούσε αύριο, ενώ οι μάγοι θ’άρχιζαν να κατασκευάζουν το μηχάνημα που, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα κατατρόπωνε τους Ιπτάμενους. Ο Έδουος συνάντησε τον Γεράρδο σ’έναν από τους διαδρόμους των Ανακτόρων και του είπε ότι θα έπαιρνε μαζί του και μερικούς Ιερούς Φρουρούς, γιατί φοβόταν πως οι εχθροί τους ίσως να τους έστηναν παγίδα.
«Κανονικά,» είπε ο Έδουος, «μονάχα ένας ιερέας πρέπει να απομένει σ’αυτές τις περιοχές, αλλά καλό είναι να είμαστε προσεχτικοί.»
«Ένας;»
«Ναι, ο Αντέλμος. Ο Φρειδερίκος λένε πως μπήκε στη σπηλιά απ’την οποία έρχονται οι εξωδιαστασιακοί, κι από τότε κανένας δεν τον ξαναείδε.»
«Υποθέτεις ότι είναι νεκρός;»
«Αυτό είναι το πιθανότερο.»
«Μάλιστα,» είπε ο Γεράρδος. «Ελπίζω να μην αναγκαστούμε, λοιπόν, να σκοτώσουμε και τον Αντέλμο, σε περίπτωση που τον συναντήσουμε.»
Ο Έδουος ένευσε. «Θα έχω, ασφαλώς, ενημερώσει όλους τους Ιερούς Φρουρούς.»
Ο Γεράρδος, μετά απ’αυτό, πήγε στα δωμάτιά του, όπου συνάντησε τη Μάρθα να βάζει μερικά πράγματα σ’έναν σάκο. Επάνω στο τραπέζι του καθιστικού όπλα ήταν απλωμένα: πιστόλια, ξιφίδια, τουφέκια. Τα μάτια της γυάλιζαν.
«Το διασκεδάζεις, βλέπω,» είπε ο Γεράρδος.
Η Μάρθα γέλασε. «Ξεμουδιάζω λιγάκι. Πριν από λίγο είδα την Ιωάννα. Θάρθει κι αυτή μαζί μας, το ξέρεις;»
«Τώρα το ακούω.»
«Της το ζήτησε ο Τέρι.»
«Πιστεύει, λοιπόν, ότι θα χρειαστεί να πολεμήσουμε…»
«Λογικό δεν είναι; Μ’επιδρομείς πάμε να τα βάλουμε – ξέρεις, αυτούς που πάνε και διαλύουν χωριά, βουτάνε ό,τι βρούνε, και βιάζουν ό,τι έχει τρύπες.»
«Νόμιζα, όμως, ότι ο Τέρι σκόπευε να συνεννοηθεί μαζί τους – να τους εξηγήσει ότι όλοι βρισκόμαστε σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση και τα λοιπά και τα λοιπά.» Ο Γεράρδος γέμισε μια κούπα με τοπικό κρασί της Ερρίθιας και ήπιε. Ήταν πολύ πιο βαρύ απ’το κρασί της Σεργήλης και με πολύ πιο έντονη οσμή και γεύση.
«Θέλει, μάλλον, νάχει τα πισινά του καλυμμένα απ’όλες τις μεριές.»
«Ναι, μάλλον.»
«Η Ιωάννα θα φανεί χρήσιμη όπως και νάχει, πάντως,» είπε η Μάρθα, συνεχίζοντας τη δουλειά της. «Έτσι είναι οι Μαύρες Δράκαινες: τα κάνουν όλα. Δεν ήταν και πολύ καλά, όμως, όταν την είδα. Λιγάκι τσαντισμένη είναι, γενικά, από τότε που ξανάρθε στη Χάρνταβελ. Πρέπει κι αυτή να μη γουστάρει νάναι εδώ.»
«Μάλλον άλλο είναι το πρόβλημά της.»
«Ναι, τι;»
«Δεν ξέρω. Μια υπόθεση κάνω.»
Ο Γεράρδος πλησίασε το τραπέζι, άφησε την κούπα του ανάμεσα στα όπλα, κι έπιασε με το ένα χέρι τη ζώνη της Μάρθας. Την τράβηξε κοντά του. Εκείνη μειδίασε. «Τι;» Ο Γεράρδος πήρε το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια του, μπλέκοντας τα δάχτυλά του στα μαλλιά της, και τη φίλησε, δυνατά και επίμονα. Όταν το φιλί τελείωσε η Μάρθα έκανε ν’απομακρυνθεί, αλλά εκείνος την κράτησε κοντά του.
«Σοβαρολογούσες όταν είπες ότι νομίζεις πως σε βαρέθηκα;»
«Το ξέρεις ότι έτσι είναι. Μ’έχεις βαρεθεί λιγάκι.»
Ο Γεράρδος γέλασε. «Είσαι παλαβή. Εντάξει· απλά πες μου ότι θες να φύγεις γιατί δε σ’αρέσει η Χάρνταβελ.»
«Δεν είναι μόνο αυτό· είναι ότι όντως μ’έχεις βαρεθεί.»
«Ή έχεις απαράδεκτες ιδέες εδώ μέσα,» είπε ο Γεράρδος πιέζοντας με το δάχτυλό του τον αριστερό της κρόταφο, «ή λες τελείως χαζά ψέματα.»
Μετά έκαναν έρωτα, επάνω στο μεγάλο κρεβάτι του υπνοδωματίου· και ο Γεράρδος επιχείρησε κάτι που δεν είχε ξαναεπιχειρήσει (ίσως από παράλογο φόβο μη συμβούν τα ίδια που είχαν κάποτε συμβεί με τη Μελισσάνθη): χρησιμοποίησε τη δύναμη που είχαν οι ιερείς να μιλούν κατευθείαν στις ψυχές των ανθρώπων. Ψιθύριζε ερωτικά λόγια στ’αφτιά της Μάρθας, και είδε πως αυτό έφερνε αποτέλεσμα μάλλον εντυπωσιακό. Γιατί τώρα; Φοβάμαι ότι όντως μπορεί να φύγει τελικά, και προσπαθώ να το αποτρέψω; Να την κάνω να θέλει να είναι μαζί μου; Μερικές φευγαλέες σκέψεις μόνο. Δεν το σκέφτηκε περισσότερο, καθώς είχε εστιάσει όλες του τις δυνάμεις ώστε να παίζει το σώμα της σαν μουσικό όργανο. Δεν την είχε ποτέ ξανά ακούσει να κάνει έτσι…
Μετά, καθώς η Μάρθα ξάπλωσε ανάσκελα, βαριανασαίνοντας, το δέρμα της γυάλιζε από τον ιδρώτα στο χαμηλό φως του δωματίου. Γύρισε το βλέμμα της για να κοιτάξει τον Γεράρδο, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στο πλάι. «Κάτι έκανες, καριόλη,» του είπε χαμογελώντας. «Κάτι έκανες περίεργο.» Γέλασε και τον φίλησε, μπήγοντας τα δάχτυλά της δυνατά στον ώμο του. «Θέλεις να μείνω εδώ, ε;»
«Ναι, θέλω να μείνεις.»
«Σ’αγαπώ.» Τον φίλησε ξανά. Κι ύστερα, σύρθηκε προς τα κάτω και πήρε το ορθωμένο του όργανο στο στόμα της ενώ το χέρι της έσφιγγε τους όρχεις του. Ο Γεράρδος αισθάνθηκε την ανάσα του να κόβεται. Η Μάρθα έσυρε τη γλώσσα της επάνω του και είπε: «Τώρα θ’ακούσω εσένα να μου τραγουδάς.»
Αργότερα, κοιμόνταν, κι οι δυο τους εξουθενωμένοι. Το χαμηλό φως του δωματίου είχε σχεδόν σβήσει, καθώς τα ξύλα στο τζάκι σώνονταν.
Ο Γεράρδος ονειρευόταν και έβλεπε
έναν διάδρομο, σ’ένα παράξενο σπίτι με τοίχους καμωμένους από πέτρα και ξύλο και σάρκα και οστά και νερό, φως και σκοτάδι, χέρια, πόδια, μάτια, τριχωτά ζωώδη σώματα, ουρές, αφτιά·
μια σκάλα που ανεβαίνει σπειροειδώς, και τα σκαλιά της είναι γεμάτα χέρια·
μια σκάλα που κατεβαίνει, ομαλά, κι επάνω στα σκαλοπάτια της φυτρώνουν τρίχες και μάτια, κι απ’τα βάθη της φωνές αντηχούν – φωνές πόνου – και όπλα.
Ο Γεράρδος σηκώνεται όρθιος, γιατί, τώρα το συνειδητοποιεί, ήταν γονατισμένος στο ένα γόνατο.
Ρίξε, ρε, τίποτα πάνω σου! Η φωνή της Μάρθας τον ξαφνιάζει, καθώς κάτι μέσα του είναι σαν να του λέει ότι η Μάρθα, κανονικά, δεν έχει θέσει εδώ.
Γυρίζει, όμως, και τη βλέπει να είναι ξαπλωμένη παραδίπλα, μοιάζοντας να έχει μόλις ξυπνήσει. Ολόγυμνη.
Εσύ νομίζεις ότι φοράς τίποτα; της λέει.
Η Μάρθα κοιτάζει τον εαυτό της. Τα μάτια της γουρλώνουν· πετάγεται όρθια. Τι σκατά! Ήταν… Ήμασταν… Μια στιγμή. Δεν είμαστε στ’Ανάκτορα… Δεν…
Ονειρευόμαστε, της λέει ο Γεράρδος.
Η Μάρθα συνοφρυώνεται. Ονειρευόμαστε; Κοιτάζει γύρω της. Οι τοίχοι…
Ναι, είμαστε μέσα σ’ένα από τα όνειρά μου.
Μα, εγώ… πώς;
Δεν ξέρω.
Δεν πειράζει που δε φοράμε ρούχα εδώ, ε;
Ο Γεράρδος δεν αποκρίνεται· βαδίζει προς την καθοδική σκάλα απ’όπου αντηχεί η φασαρία, και ξέρει ότι η Μάρθα τον ακολουθεί παρότι τώρα ούτε την κοιτάζει ούτε την ακούει.
Πόλεμος… Οι θόρυβοι που έρχονται θυμίζουν πόλεμο. Ο Γεράρδος κατεβαίνει τη σκάλα προσεχτικά, και η Μάρθα κατεβαίνει πίσω του· τώρα, εκείνος αισθάνεται το χέρι της στον ώμο του. Οι τρίχες των σκαλοπατιών γαργαλούν τις πατούσες του· τα μάτια τους κοιτάζουν με περιέργεια.
Αυτοί οι πούστηδες βλέπουν τους κώλους μας, λέει η Μάρθα.
Και τι φοβάσαι; ότι έχουμε άσχημους κώλους;
Καταλήγουν σε μια αίθουσα από ξύλο και οστά και βαδίζουν ανάμεσα σε παράξενες σκιές και σε απόμακρες λάμψεις. Ακούνε ουρλιαχτά θηρίων.
Τι θέλεις εδώ; Ένας άντρας παρουσιάζεται ξαφνικά, ξετρυπώνοντας από μια τρύπα σ’έναν πέτρινο τοίχο. Είναι ψηλός, εύσωμος, και πρασινόδερμος, με μακριά μαύρα μαλλιά. Ποιος είσαι; Δαίμονας;
Δεν είμαι δαίμονας, του λέει ο Γεράρδος. Με λένε Γεράρδο. Και το δικό σου όνομα;
Θες να μ’εξαπατήσεις! γρυλίζει ο πρασινόδερμος άντρας. Το ξέρω! Γι’αυτό δεν έχεις φέρει και τη δαιμόνισσά σου εδώ; Θα μου την προσφέρεις σαν αντάλλαγμα άμα κάνω το θέλημά σου; Για τόσο τρελό μ’έχεις;
Η Μάρθα φωνάζει προτού μιλήσει ο Γεράρδος: Τι λε, ρε μαλάκα, που νομίζεις ότι ήρθα για σένα!
Ο πρασινόδερμος άντρας τούς κάνει μια χειρονομία που δεν μπορεί να είναι καλή, και μετά η μορφή του γίνεται σκιά και μοιάζει να παίρνει απόσταση.
Τον τρόμαξες, λέει ο Γεράρδος.
Να πάει να γαμηθεί, αποκρίνεται η Μάρθα.
Βαδίζουν για λίγο ακόμα μέσα στην παράξενη αίθουσα, και ο Γεράρδος διακρίνει ένα πέρασμα ανάμεσα στις σκιές. Κάνει νόημα στη Μάρθα να τον ακολουθήσει, κι εκείνη τον ακολουθεί, αλλά μοιάζει να μη μπορεί να δει το πέρασμα τόσο καλά όσο αυτός· παραπατά, γλιστρά, επάνω στις σκιές. Ο Γεράρδος πιάνει το χέρι της και την οδηγεί. Τα πόδια τους τα γλείφουν γλώσσες που φυτρώνουν από το πάτωμα· ένα στόμα γελά· ένα άλλο στόμα δαγκώνει τη φτέρνα του Γεράρδου, αλλά όχι δυνατά.
Γαμήσου! μουγκρίζει, μετά, η Μάρθα.
Τι;
Μια μαλακία μού δάγκωσε το μικρό μου δάχτυλο. Και πού σκατά πάμε; Δε βλέπω τίποτα εδώ πέρα!
Ο Γεράρδος συνεχίζει να την οδηγεί καθώς το σκοτάδι πυκνώνει…
Το σκοτάδι τούς τυλίγει τελείως – απροειδοποίητα.
Ο Γεράρδος αισθάνεται να χάνει το χέρι της. Μάρθα;
Μάρθα!
ΜΑΡΘΑ!
Καμία απάντηση.
Κάνει ένα βήμα–
Πέφτει σε κάποιο αόρατο βάραθρο–
*
«Πού είναι ο Γεράρδος;» είπε ο Τέρι. «Έπρεπε ήδη να ήταν εδώ!» Στεκόταν μπροστά απ’το μεγάλο φορτηγό όχημα όπου είχαν επιβιβαστεί οι εκατό-πενήντα πολεμιστές που θα έπαιρνε μαζί του στα νοτιοδυτικά της Χάρνταβελ. Ήταν αυγή, και ώρα να ξεκινήσουν. Είχαν ήδη καλέσει τον Γεράρδο τρεις φορές μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού αλλά εκείνος δεν είχε απαντήσει.
«Δε νομίζω να τον πήρε ο ύπνος…» είπε ο Έδουος, παραξενεμένος. Στράφηκε στους έξι Ιερούς Φρουρούς – που δεν είχαν ακόμα επιβιβαστεί στο φορτηγό – για να προστάξει έναν απ’αυτούς να πάει να ειδοποιήσει τον Γεράρδο.
Αλλά η Ιωάννα τον πρόλαβε. «Πηγαίνω εγώ να δω τι γίνεται,» είπε, κι έφυγε από κοντά τους.
Ο Τέρι έστρεψε το βλέμμα του στη Μαύρη Φωτιά, η οποία στεκόταν παραδίπλα αντικρίζοντάς τους όλους με κατάμαυρα μάτια και επίπεδη όψη. Τα καστανά της μαλλιά αναδεύονταν από κάποιο αόρατο ενεργειακό ρεύμα. Ήταν ντυμένη με μακρύ, κροσσωτό φόρεμα.
Τι είναι, Πατέρα;
«Ξέρεις πού είναι ο Γεράρδος, μήπως;»
Όχι.
Μετά από λίγο, ο πομπός του Τέρι κουδούνισε κι εκείνος τον τράβηξε από τη ζώνη του και τον άνοιξε φέρνοντάς τον στ’αφτί του. «Ναι;»
«Εγώ είμαι,» του είπε η Ιωάννα. «Χτυπάω την πόρτα του Γεράρδου αλλά κανένας δεν μου ανοίγει. Και κανένας δεν τον έχει δει να περιφέρεται στα Ανάκτορα. Ούτε αυτόν ούτε τη Μάρθα. Τουλάχιστον, έτσι μου είπαν όσοι φρουροί ρώτησα.»
«Θες να πεις ότι κάτι κακό έχει συμβεί;»
«Δεν ξέρω, αλλά τώρα θα σπάσω την πόρτα. Εκτός αν έχεις κάτι άλλο να προτείνεις…»
«Δεν έχω τίποτα να προτείνω. Όμως–»
Ένας πυροβολισμός ακούστηκε από τον πομπό.
«Τι κάνεις, Ιωάννα;»
Δυνατά χτυπήματα.
«Τι κάνεις;»
«Μόλις μπήκα στα δωμάτια. Περίμενε.» Η Μαύρη Δράκαινα έκλεισε τον πομπό της.
Ο Τέρι είπε στον Έδουο τι συνέβαινε, κι εκείνος πρότεινε, επιτακτικά, να πάνε στα δωμάτια του Γεράρδου. Ο Τέρι αισθάνθηκε ότι ο ιερέας πρέπει να είχε απόλυτο δίκιο – αλλά αυτό ήξερε ότι οφειλόταν στην ψυχική επιρροή που ασκούσε η φωνή όλων τους. Ωστόσο, δεν διαφώνησε με τον Έδουο, κι αμέσως έφυγαν από την αυλή ακολουθούμενοι από τους Ιερούς Φρουρούς.
Όταν έφτασαν στα δωμάτια του Παντοκρατορικού Επόπτη, τα οποία τώρα ανήκαν στον Γεράρδο, συνάντησαν εκεί φρουρούς του Υπεράρχη (αναμφίβολα θορυβημένους από τον πυροβολισμό) και την Ιωάννα.
«Τι έγινε;» τη ρώτησε ο Τέρι.
«Αυτό προσπαθώ να καταλάβω. Δες – εκεί φαίνεται να ετοίμαζαν τα πράγματά τους. Και στο κρεβάτι, μέσα, φαίνεται κάποιοι να έχουν πρόσφατα κοιμηθεί – τα σεντόνια είναι άνω-κάτω. Επίσης, τα ρούχα τους είναι πεταμένα στο πάτωμα του υπνοδωματίου.»
«Και λοιπόν;»
«Δεν είναι παράξενο να τα παράτησαν όλα έτσι και να έφυγαν; Να πάνε πού;»
«Ο Σέλιρ’χοκ,» είπε ο Τέρι, «δε θα μπορούσε να μας βοηθήσει; Οι Διαλογιστές, αν δεν κάνω λάθος–»
«Έχεις δίκιο,» τον διέκοψε η Ιωάννα, κι έφυγε αμέσως, τρέχοντας και φωνάζοντας πίσω της: «Επιστρέφω – μείνετε εδώ!»
Ο Τέρι και ο Έδουος περίμεναν. Ο πρώτος κοίταξε τον δεύτερο, αναρωτούμενος μήπως ο ιερέας μπορούσε – κάπως – να διαισθανθεί κάτι. Εκείνος, όμως, έμεινε σιωπηλός.
Η Ιωάννα δεν άργησε να επιστρέψει, και μαζί της ήταν ο μαυρόδερμος, πρασινομάλλης μάγος που άκουγε στο όνομα Σέλιρ’χοκ. Οι επαναστάτες τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη, απ’ό,τι είχε καταλάβει ο Τέρι.
«Μπορείς να τον βρεις;»
«Θα προσπαθήσω,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ, και άρθρωσε τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Οι κρύσταλλοι επάνω στο ραβδί του φώτισαν.
Ο Τέρι, ο Έδουος, και η Ιωάννα περίμεναν σιωπηλά. Οι Ιεροί Φρουροί ήταν το ίδιο σιωπηλοί, αλλά οι πολεμιστές του Υπεράρχη μουρμούριζαν αναμεταξύ τους.
Ο Σέλιρ’χοκ, τελικά, διέκοψε το ξόρκι του και είπε: «Δεν είναι εδώ. Ούτε ο Γεράρδος ούτε η Μάρθα.»
«Τι εννοείς, ‘δεν είναι εδώ’;» απόρησε η Ιωάννα. «Στα Ανάκτορα;»
«Στην Ερρίθια.»
«Στην Ερρίθια;»
«Αν είναι αυτό που φοβάμαι….»
Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε. «Τι φοβάσαι, Σέλιρ;»
«Εξαφανίστηκαν, όπως τότε που είχε εξαφανιστεί ο Γεράρδος στον Υπεραιώνιο.»
«Δεν είναι δυνατόν!» αναφώνησε ο Τέρι.
«Ούτε και τότε πιστεύαμε ότι ήταν δυνατόν, Πολιτομαχητή.»
«Και τι θα κάνουμε τώρα; Πρέπει να ξεκινήσουμε!»
«Αν ξεκινήσετε θα ξεκινήσετε χωρίς τον Γεράρδο και τη Μάρθα,» είπε ο Σέλιρ’χοκ. «Διότι μάλλον είναι πολύ, πολύ μακριά από εδώ.»
«Στάσου λίγο, Σέλιρ,» είπε η Ιωάννα. «Αν έχω καταλάβει καλά, τότε ο Γεράρδος εξαφανίστηκε επειδή τον είχαν φυλακίσει. Τώρα δεν είναι μια παρόμοια περίπτωση.»
«Βασικά, ο Γεράρδος, όπως κι ο ίδιος είπε, δεν ξέρει πώς ακριβώς εξαφανίστηκε,» τόνισε ο Σέλιρ’χοκ.
«Και τώρα πήρε και τη Μάρθα μαζί του;»
«Έτσι φαίνεται. Δε βλέπω να υπάρχει άλλη εξήγηση. Εκτός αν πιστεύεις ότι κάποιοι μπήκαν εδώ και τους απήγαγαν και τους δύο.»
Η Ιωάννα κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δε μου φαίνεται πως έγινε κάτι τέτοιο.»
«Θα ξεκινήσουμε χωρίς τον Γεράρδο,» είπε ο Τέρι. Και κοίταξε τον Έδουο, ερωτηματικά.
«Θα έρθω, Πολιτομαχητή,» δήλωσε εκείνος μετά από μια στιγμή δισταγμού.
«Ευχαριστώ, Μεγάλε Πατέρα.»
«Τον Θεό, Πολιτομαχητή.»
Ο Τέρι στράφηκε στον Σέλιρ’χοκ. «Ειδοποίησε τους άλλους να ψάξουν για τον Γεράρδο και τη Μάρθα, εντάξει, μάγε;»
«Θα το έκανα ούτως ή άλλως.»
*
Βλεφάρισε, και είδε ουρανό από πάνω του. Αλλά όχι ήλιο. Ήταν, όμως, ημέρα. Πολύ πρωί, μάλλον. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά. Ο ήλιος έβγαινε από τα δεξιά του, πίσω από μια χορταριασμένη πεδιάδα. Από κει ήταν η ανατολή. Απ’την άλλη ορθώνονταν κάτι βουνά.
Αλλά… πού είμαι;
Ανασηκώθηκε. Γύρω του υπήρχε χορτάρι φθινοπωρινό. Κοίταξε το σώμα του και διαπίστωσε ότι ήταν γυμνός. Γι’αυτό κρύωνε τόσο.
Πώς, όμως, είχε βρεθεί εδώ; Πώς…;
Το όνειρο.
Μέσω του ονείρου…
Θεέ μου…
Και πού ήταν η Μάρθα;
Σηκώθηκε όρθιος και, καθώς σηκωνόταν, την είδε κι εκείνη να σηκώνεται, μερικά μέτρα παραδίπλα, ολόγυμνη.
«Γεράρδε…» του είπε, ατενίζοντάς τον με γουρλωμένα μάτια. «Πού… πού σκατά είμαστε; Και πού στα κωλομέρια του Λοκράθου είναι τα ρούχα μου; Τι σκατά έγινε;»
«Δε θυμάσαι το όνειρο;»
«Το όνειρο;…» Η Μάρθα συνοφρυώθηκε. «Γαμώ τα μαλλιά της Έχιδνας, γαμώ… Ήταν πραγματικό; Εκείνο το κωλοόνειρο ήταν πραγματικό; –Αλλά πώς βρεθήκαμε εδώ;»
«Μέσ’από το όνειρο.»
«Μη λες μαλακίες!»
«Κι όμως, μέσ’από το όνειρο βρεθήκαμε εδώ. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση, Μάρθα.» Την πλησίασε καθώς μιλούσε.
Η Μάρθα έτριβε τα μπράτσα της για να ζεσταθεί. «Εσύ μάς έφερες;»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι. «Όχι, όχι οικειοθελώς.»
«Δεν ήξερες, τουλάχιστον, να φέρεις και τα ρούχα μας, γαμώ την ανωμαλία σου;»
«Δεν κοιμόμασταν ντυμένοι.»
«Πώς σκατά το έκανες;»
«Δεν ξέρω. Έγινε όπως και τότε μέσα στον Υπεραιώνιο.» Όπως και τότε που πάλευα με τον Νιρμόδο. «Δεν ξέρω ακριβώς πώς το έκανα, Μάρθα.»
«Ωραία…» μόρφασε εκείνη. «Τη γαμήσαμε τώρα. Τι θα κάνουμε; Ξέρεις, τουλάχιστον, πού είμαστε;»
«Όχι.»
«Ε, γάμησέ μας!» μούγκρισε η Μάρθα. «Είμαστε μες στη γαμημένη μέση του πουθενά!» φώναξε, τρίβοντας τους γυμνούς της ώμους. «Ούτε σε ποια γαμημένη κωλοδιάσταση είμαστε δεν ξέρουμε!»
«Στη Χάρνταβελ είμαστε.»
«Υπέροχα! Τώρα λύθηκαν όλα μας τα προβλήματα!»
«Δεν ξέρω πώς έγινε, Μάρθα! Τι θέλεις να κάνω τώρα;»
«Να κάνεις και μερικά γαμημένα ρούχα να εμφανιστούν! Τι θα φορέσουμε; Να κόψω μερικά απ’αυτά τα κωλόχορτα» – έδειξε το χορτάρι – «και να τα πλέξω για να δέσω τα βυζιά μου;»
«Ηρέμησε· θα βρούμε μια λύση.» Ο Γεράρδος κοίταξε ολόγυρα, μήπως δει κανένα ορόσημο, κάτι για να προσανατολιστεί, εκτός απ’αυτά τα βουνά – τα οποία από μόνα τους δεν ήταν αμελητέα, καθώς δεν υπήρχαν πολλά βουνά στη Χάρνταβελ.
«Ναι – σκατά λύση θα βρούμε!» φώναξε η Μάρθα.
Ο Γεράρδος είδε οικήματα προς τα νότια. Κάποιο χωριό, μάλλον. Και… λίγος καπνός. Όχι, όμως, ο καπνός που βγαίνει από καμινάδες: αυτός πρέπει να ήταν ο καπνός ύστερα από πυρκαγιά… Ο Γεράρδος νόμιζε πως είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πού ίσως να βρίσκονταν.
«Το βλέπεις αυτό το χωριό;» Ύψωσε το χέρι του για να δείξει.
Η Μάρθα στένεψε τα μάτια κοιτάζοντας. «Χωριό είναι;»
«Πάμε,» είπε ο Γεράρδος, αρχίζοντας να βαδίζει. «Εκεί θα βρούμε ρούχα, ελπίζω.»
Η Μάρθα τον ακολούθησε. «Και γαμώ! Θα μπούμε τσίτσιδοι και θα ζητήσουμε ‘συγνώμη μήπως έχετε κάνα γαμημένο βρακί να φορέσουμε;’ και ‘μήπως έχετε και τίποτα για να δέσω τα βυζιά μου και να μην κρέμονται;’ Είσαι σοβαρός;»
«Σταμάτα να φωνάζεις. Μάλλον είναι λεηλατημένο, έτσι κι αλλιώς.»
«Λεηλατημένο;»
«Πρόσεξε τον καπνό.»
Η Μάρθα έμεινε για λίγο σιωπηλή. «Ποιος…;» είπε, μετά, με πιο σιγανή φωνή για πρώτη φορά από τότε που εμφανίστηκαν εδώ. «Ποιος να το λεηλάτησε;»
«Οι επιδρομείς.»
«Αυτοί από την άλλη διάσταση;»
«Ναι. Θυμάσαι εκείνον τον πρασινόδερμο τύπο που ονειρευτήκαμε; Αυτόν που τρόμαξες και έφυγε;»
«Εγώ να τρομάξω αυτόν;»
«Πρέπει να ήταν κάποιος από τους εξωδιαστασιακούς επιδρομείς.»
«Μιλούσε τη γλώσσα μας, Γεράρδε.»
«Στα όνειρα όλοι μιλάνε την ίδια γλώσσα, Μάρθα.»
«Κάθε μέρα μαθαίνω και κάτι καινούργιο μαζί σου.»
«Βλέπεις τι ωραία που περνάμε;»
«Όχι και τόσο ωραία, όταν κοντεύω να ξεπαγιάσω μες στη μέση του πουθενά!»
Το χωριό, ευτυχώς, δεν ήταν μακριά, και ήταν όντως λεηλατημένο, τα σπίτια του ρημαγμένα, κουφάρια ξαπλωμένα από δω κι από κει, τα περισσότερα τίποτα παραπάνω από σκέλεθρα. Δύο άγρια σκυλιά μασουλούσαν το τελευταίο κρέας από κάτι ανθρώπινα κόκαλα. Οι μεγάλες φωτιές είχαν σβήσει προ πολλού αλλά καπνός ακόμα έβγαινε από ορισμένα σημεία, διαγράφοντας μαύρες σπείρες στον ουρανό.
«Αν δεν είχα συνηθίσει να βλέπω τέτοιες μαλακίες στη ζωή μου, θα ξερνούσα,» είπε η Μάρθα, αποφεύγοντας να πατήσει ένα ανθρώπινο πτώμα που είχε, φανερά, φαγωθεί από σαρκοβόρα.
Ο Γεράρδος μούγκρισε καταφατικά.
«Ελπίζω ν’άφησαν τίποτα ρούχα πίσω τους, οι γαμιόληδες,» είπε η Μάρθα. «Και μπότες. Και κάνα όπλο, αν είμαστε τυχεροί.»
Τα άγρια σκυλιά στράφηκαν να τους κοιτάξουν, αλλά δεν τους πείραξαν. Είχαν φαγητό· δεν έμοιαζαν να πεινάνε.
Ο Γεράρδος φοβόταν μη συναντήσει κανέναν ουγκράβο εδώ, όμως οι αισθήσεις του δεν του έλεγαν ότι το Εσώτερο Θηρίο ήταν κοντά. Μαζί με τη Μάρθα έψαξαν το λεηλατημένο χωριό και, σύντομα, βρήκαν ρούχα (και μπότες) τα οποία και φόρεσαν. Επίσης, βρήκαν τρία ξιφίδια, ένα τόξο (και βέλη), και μια καραμπίνα (και σφαίρες). Τα πήραν κι αυτά, γιατί, αν υπήρχαν εχθροί εδώ γύρω, θα τους φαίνονταν χρήσιμα.
«Υποθέτεις πως είμαστε στα νοτιοδυτικά, δηλαδή;» ρώτησε η Μάρθα. «Εκεί όπου σκοπεύαμε να πάμε ούτως ή άλλως;»
«Ναι.»
«Επομένως, πρέπει να συναντήσουμε τον Τέρι και τους άλλους αργά ή γρήγορα. Εκτός αν μείνουν στην Ερρίθια ψάχνοντάς μας. Θα τάχουν παίξει που χαθήκαμε.»
«Νομίζω πως θα κατάλαβαν ότι συνέβη αυτό που είχε συμβεί και στον Υπεραιώνιο. Αλλά, όπως και νάχει, το αποκλείω ο Τέρι να μην έρθει στα νοτιοδυτικά· ο Υπεράρχης θέλει οπωσδήποτε να στείλει τους πολεμιστές του εδώ, για να προστατεύσει τις περιοχές.
»Ας κοιτάξουμε για ίχνη γύρω απ’το χωριό.»
Η Μάρθα τον ακολούθησε ανάμεσα στα διαλυμένα σπίτια. «Θες να δεις προς τα πού πήγαν οι επιδρομείς;»
«Ναι.»
Η Μάρθα φταρνίστηκε. «Γαμήσου… κρυολογήσαμε κιόλας, μ’αυτές τις μαλακίες.»
Μετά από λίγη παρατήρηση στα εδάφη γύρω από το χωριό, ο Γεράρδος είπε: «Ανατολικά πρέπει να πήγαν. Τι λες κι εσύ;»
«Ναι, μάλλον. Και είναι, σίγουρα, πολλοί. Ολόκληρο φουσάτο.»
Τα ίχνη στο έδαφος, πράγματι, μπορεί να είχαν γίνει μόνο από πάρα πολλά πόδια. Το χορτάρι ήταν τελείως ισοπεδωμένο εκεί απ’όπου φαινόταν να έχουν έρθει προς το χωριό καθώς και εκεί απ’όπου φαινόταν να έχουν φύγει. Από τα νότια είχαν έρθει· προς τα ανατολικά πήγαιναν.
«Χωρίς άλογα,» τόνισε ο Γεράρδος. «Από την άλλη διάσταση, λοιπόν· δεν υπάρχει αμφιβολία.»
«Ναι, αλλά δεν είναι όλα τα ίχνη ανθρώπινα, Γεράρδε. Δες αυτά εδώ, ας πούμε.» Η Μάρθα γονάτισε δείχνοντας.
Ο Γεράρδος ένευσε. «Οι κιρνάθοι, ίσως. Εκείνα τα μεγάλα σκυλιά που ανέφερε ο Βασιληάς Κάλροοθ.»
«Τα σκυλιά που το δέρμα τους μοιάζει με πέτρα;»
«Αυτά. Ας τους ακολουθήσουμε.»
«Τι!» Η Μάρθα πετάχτηκε όρθια. «Είσαι τελείως πυροβολημένος;»
«Αφού βρεθήκαμε που βρεθήκαμε εδώ, ας το εκμεταλλευτούμε.» Ο Γεράρδος άρχισε να βαδίζει.
«Γαμώ τα βυζιά της Έχιδνας! Ούτε κανένα όπλο της προκοπής δεν έχουμε, ρε!» είπε η Μάρθα, πηγαίνοντας πλάι του.
«Δε θα τους επιτεθούμε.»
«Κι άμα μας επιτεθούν αυτοί;»
«Θα προσέχουμε.»
«Γαμώ την πουτάνα μου… Και μετά μου λες γιατί δε μ’αρέσει αυτή η κωλοδιάσταση!»
*
Διέσχισαν την πλατιά γέφυρα του Μεγάλου Ποταμού, πέρασαν από τη Βεν’τάδια, διέσχισαν ακόμα μια γέφυρα ενός μικρότερου ποταμού (η οποία ίσα που φάνηκε να άντεξε το βάρος του μεγάλου φορτηγού τους), πέρασαν από τη Λαρράθια, και συνέχισαν νότια. Από ένα σημείο και μετά, η Ιωάννα σκαρφάλωσε στην οροφή του οχήματός τους για να κοιτάζει με τα κιάλια της, μήπως δει σημάδια των επιδρομέων. Ο Τέρι, ο Έδουος, και οι υπόλοιποι έμειναν μέσα.
Η Μαύρη Δράκαινα δεν εντόπισε τίποτα το αξιοσημείωτο μέχρι το μεσημέρι, που έφτασαν σε μια περιτειχισμένη πόλη: την Καλνάθρια, πρωτεύουσα του ομώνυμου Αρχοντάτου. Ο Άρχοντας της περιοχής, που ονομαζόταν Ρολάνδος, είχε ήδη στείλει μήνυμα στον Υπεράρχη της Χάρνταβελ ζητώντας βοήθεια.
Η βόρεια πύλη της Καλνάθριας ήταν ανοιχτή. Ο οδηγός του φορτηγού σταμάτησε το όχημα εμπρός της. Ο Τέρι βγήκε και χαιρέτησε τους φρουρούς, ενώ η Ιωάννα πηδούσε από την οροφή και προσγειωνόταν άνετα στο έδαφος.
«Ερχόμαστε σταλμένοι από τον Υπεράρχη Ριχάρδο τον Τρίτο,» δήλωσε ο Τέρι. «Είμαι ο Πολιτομαχητής Τέρι Κάρμεθ.»
«Θα ειδοποιήσουμε αμέσως τον Άρχοντα Ρολάνδο,» είπε ένας από τους φρουρούς, κι έκανε νόημα σ’έναν άλλο, ο οποίος ήταν πιο νέος και έφυγε τρέχοντας. Μετά από λίγο, επέστρεψε λέγοντας ότι ο Άρχοντας Ρολάνδος τούς προσκαλούσε να περάσουν.
Ο Τέρι και η Ιωάννα ανέβηκαν στο φορτηγό, και το μεγάλο όχημα πέρασε την πύλη (μετά βίας) και μπήκε στην πόλη της Καλνάθριας, όπου χωρούσε μόνο στις πλατύτερες λεωφόρους: κι εκεί, σ’ορισμένα σημεία, τα πλαϊνά του και οι τροχοί του τρίβονταν σε τοίχους. Ο οδηγός οδηγούσε προσεχτικά και με χαμηλή ταχύτητα. Τελικά, έφτασαν στο Παλάτι της Καλνάθριας, που ήταν φημισμένο για τα όμορφα λουλούδια του κήπου του. Ο Τέρι, παρότι ήταν χρόνια στη Χάρνταβελ, δεν είχε έρθει παρά μονάχα άλλη μια φορά εδώ, για ένα μικροζήτημα. Υπήρχε η υποψία ότι κάποιος κατάσκοπος των επαναστατών κρυβόταν στην Καλνάθρια, και ο ταγματάρχης είχε επισκεφτεί την πόλη για να μιλήσει με την Υπολοχαγό Αργυρία Νιρνέκωφ που είχε την εποπτεία της περιοχής, έχοντας στη διάθεσή της μια μικρή μονάδα στρατού. Τώρα που οι Παντοκρατορικοί είχαν διωχτεί από τη Χάρνταβελ, ο Τέρι υπέθετε πως και η Υπολοχαγός Νιρνέκωφ είχε επίσης εγκαταλείψει τη διάσταση πηγαίνοντας στη Φεηνάρκια. Η διαστασιακή δίοδος που οδηγούσε προς τα εκεί, άλλωστε, δεν ήταν μακριά από το Αρχοντάτο της Καλνάθριας.
Το φορτηγό σταμάτησε έξω από το παλάτι γιατί ήταν αδύνατον να περάσει την πύλη του κήπου χωρίς να τη διαλύσει. Ο Τέρι είπε στους πολεμιστές του να μείνουν μέσα, εκτός από τέσσερις που αποφάσισε να τους πάρει μαζί του. Επίσης μαζί του ήρθαν η Μαύρη Φωτιά, η Ιωάννα, ο Έδουος, και δύο Ιεροί Φρουροί. Πέρασαν την πύλη του κήπου του παλατιού και συνάντησαν δύο υπηρέτες, που περίμεναν την άφιξή τους και έκαναν υποκλίσεις μόλις τους είδαν.
«Άρχοντα Τέρι Κάρμεθ. Μεγάλε Πατέρα. Παρακαλώ, ακολουθήστε μας,» είπε ο ένας. «Ο Άρχοντας Ρολάνδος σάς περιμένει.»
Οι δύο υπηρέτες βάδισαν πρώτοι, και ο Τέρι κι η συνοδία του μετά απ’αυτούς. Διέσχισαν τον όμορφο κήπο, περπατώντας επάνω σ’ένα λιθόστρωτο μονοπάτι, και μπήκαν στις αίθουσες του παλατιού, οι οποίες ήταν στολισμένες με αγάλματα σε πολλές από τις γωνίες τους. Στη μεγάλη αίθουσα – που ήταν πιο φανταχτερή από τις υπόλοιπες που είχαν περάσει – στεκόταν ο Άρχοντας Ρολάνδος και τους περίμενε. Δεν είχε αλλάξει και πολύ από τότε που τον θυμόταν ο Τέρι. Ένας ψηλός, ευθυτενής άντρας που θύμιζε βέλος. Πορφυρόδερμος, με γκρίζα μακριά μαλλιά και μούσια. Το βλέμμα του ήταν μαύρο και σκληρό. Φορούσε έναν μακρύ χιτώνα διακοσμημένο με χρυσό σιρίτι, κι ένας κόκκινος μανδύας έπεφτε στην πλάτη του. Γύρω από τη μέση του τυλιγόταν μια αργυρή ζώνη.
«Ταγματάρχη,» χαιρέτησε. «Μεγάλε Πατέρα. Σας καλωσορίζω.»
«Καλώς σας βρίσκουμε, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Δεν είμαι, όμως, πλέον ταγματάρχης. Ο Υπεράρχης μού πρόσφερε το αρχαίο αξίωμα του Πολιτομαχητή της Ερρίθιας, για το οποίο είμαι ευγνώμων.»
«Συγχαρητήρια, προδότη!»
Ο Τέρι στράφηκε ακούγοντας τη γυναικεία φωνή που δεν του ήταν άγνωστη.
Η Υπολοχαγός Αργυρία Νιρνέκωφ στεκόταν στη δεξιά άκρη του δωματίου, έχοντας μόλις ξεπροβάλλει πίσω από ένα άγαλμα. Μετρίου αναστήματος, με δέρμα λευκό-ροζ και κοντά ξανθά μαλλιά, και ντυμένη με τη λευκή στρατιωτική στολή της.
Την ίδια στιγμή, Παντοκρατορικοί πολεμιστές έβγαιναν από γύρω, παραμερίζοντας κουρτίνες κι ανοίγοντας πόρτες. Στα χέρια τους είχαν πιστόλια και τουφέκια.
Η Ιωάννα είχε αμέσως υψώσει το δικό της τουφέκι. Οι Ιεροί Φρουροί έβγαλαν τις καραμπίνες τους. Οι τέσσερις πολεμιστές του Υπεράρχη, επίσης, τράβηξαν τα δικά τους όπλα. Ο Έδουος δεν κινήθηκε. Ούτε η Μαύρη Φωτιά.
«Παραδοθείτε!» είπε η Υπολοχαγός Νιρνέκωφ. «Όσους από εμάς και να σκοτώσετε, δεν μπορείτε να νικήσετε. Σας έχουμε κυκλωμένους.»
Τι ανοησία είν’αυτή; γρύλισε εντός του ο Τέρι· αλλά προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του, όπως έκανε πάντα. «Μπορεί να μας έχεις κυκλώσει εδώ, Αργυρία,» είπε, «αλλά εσύ είσαι στην πραγματικότητα περικυκλωμένη. Οι Παντοκρατορικοί έχουν υποχωρήσει από παντού. Τι θα κάνεις; Θα μείνεις στη Χάρνταβελ μόνη σου, να κρατάς την Καλνάθρια;»
«Θα σε πάρω μαζί μου προτού φύγω. Η αμοιβή για σένα θάναι καλή, ύστερ’από την προδοσία σου.»
«Μην είσαι σίγουρη ότι θα φύγεις ζωντανή,» είπε η Ιωάννα, ήρεμα, σημαδεύοντάς την με το τουφέκι της.
Τα μάτια της Υπολοχαγού Νιρνέκωφ στένεψαν. Ίσως να αναγνώριζε τη δυσώνυμη Μαύρη Δράκαινα. Εξάλλου, η Παντοκράτειρα τις καταζητούσε όλες τους.
«Σκότωσέ με,» είπε η Αργυρία, «και θα πεθάνεις κι εσύ μετά.»
«Μπορεί και να το κάνω.»
Για λίγο, σιωπή βασίλεψε. Αλλά κανένας πυροβολισμός δεν ακολούθησε. Η Ιωάννα συνέχιζε να σημαδεύει την Υπολοχαγό.
Η Αργυρία γέλασε. «Ανοησίες!» φώναξε. Και προς τους πολεμιστές της: «Συλλάβετέ τους! Όλους.»
Ο Άρχοντας Ρολάνδος παρενέβη: «Όχι, όχι και τον Μεγάλο Πατέρα, ασφαλώς!»
Τότε, η κόρη του Τέρι άλλαξε μορφή. Δυνατές σκοτεινές φλόγες την τύλιξαν, και το σώμα της μετατράπηκε σε μια σκιά μέσα τους. Τα μάτια της φώτιζαν καταγάλανα.
Οι Παντοκρατορικοί, κραυγάζοντας ξαφνιασμένοι, έκαναν πίσω.
Η Ιωάννα πυροβόλησε – όχι την Υπολοχαγό, τους άλλους: τα πυρά της διέγραψαν ένα θανατηφόρο ημικύκλιο καθώς κρατούσε συνεχόμενα πατημένη τη σκανδάλη του αυτόματου τουφεκιού της.
Οι Ιεροί Φρουροί και οι πολεμιστές του Υπεράρχη πυροβόλησαν επίσης. Παντοκρατορικοί στρατιώτες σωριάζονταν στο δάπεδο της μεγάλης αίθουσας, γεμίζοντας τα χαλιά με αίματα.
Ο Έδουος εξαφανίστηκε από τη θέση του κι εμφανίστηκε μπροστά στον Ρολάνδο, γρονθοκοπώντας τον καταπρόσωπο και ρίχνοντάς τον πάνω σε μια πολυθρόνα με μαξιλάρια, με τη μύτη του σπασμένη και τα μούσια του ματωμένα.
Ο Τέρι είχε τραβήξει το πιστόλι του και πυροβολούσε.
Η Μαύρη Φωτιά τινάχτηκε σαν βλήμα καταπάνω στην Υπολοχαγό Νιρνέκωφ, η οποία, ουρλιάζοντας, έτρεξε πίσω από το άγαλμα πλάι της. Η Μαύρη Φωτιά δεν την κυνήγησε άλλο· έκανε γύρω-γύρω μέσα στην αίθουσα, πανικοβάλλοντας τους Παντοκρατορικούς και δίνοντας τρομερό πλεονέκτημα στους συντρόφους του Τέρι.
Οι στρατιώτες της Παντοκράτειρας γρήγορα τράπηκαν σε φυγή.
«Ακόμα κι ο Θεός κάποια πράγματα δεν τα συγχωρεί, Άρχοντά μου,» είπε ο Έδουος, τραβώντας το σπαθί του και βάζοντας την αιχμή στον λαιμό του Ρολάνδου, ο οποίος ήταν ακόμα ζαλισμένος από το χτύπημα στη μύτη.
Ο Τέρι ζύγωσε τον Άρχοντα της Καλνάθριας. «Γιατί;» απαίτησε. «Γιατί συμμάχησες μαζί τους, για όνομα του Θεού;»
Ο Ρολάνδος έβηξε, με τη λεπίδα του Έδουου επικίνδυνα κοντά στον λαιμό του. «…Την κόρη μου, Ταγματάρχη… έχουν την κόρη μου… Με συγχωρείτε, Μεγάλε Πατέρα. Με συγχωρείτε…»
Ο Τέρι κοίταξε τον Έδουο, ζητώντας με το βλέμμα του από τον ιερέα να μη σκοτώσει τον Άρχοντα της Καλνάθριας. Εκείνος δίστασε για μια στιγμή, αλλά μετά απομάκρυνε το σπαθί του.
«Από πότε;» ρώτησε ο Τέρι τον Ρολάνδο.
«Από τότε που μάθαμε για την υποχώρηση από την Ερρίθια και για την προδοσία σου…» Ο Ρολάνδος έτριψε τον λαιμό του καθώς καθόταν τώρα ίσια στην πολυθρόνα. «Η υπολοχαγός σκεφτόταν πώς να σε παγιδέψει. Το ήξερε ότι, αργά ή γρήγορα, πιθανώς να ερχόσουν. Για το θέμα των επιδρομέων. Γι’αυτό είχα ζητήσει και τόσο επίμονα βοήθεια από τον Υπεράρχη. Μ’εκβίασε να το κάνω, αν και θα το ζητούσα και μόνος μου γιατί…» Πήρε ένα μαντήλι για να σκουπίσει το αίμα από τη μύτη του. «Γιατί, όντως, υπάρχει πρόβλημα, Ταγματάρχη.»
«Πολιτομαχητής, Άρχοντά μου.»
«Πολιτομαχητή.»
*
Πριν από το μεσημέρι είδαν καπνό από απόσταση και βάδισαν προς τα εκεί. Ανέβηκαν σ’ένα ύψωμα και ατένισαν πέρα. Το πρώτο πράγμα που διέκριναν ήταν η εισβολή: ένα σκίσιμο στην πραγματικότητα της Χάρνταβελ, μέσα απ’το οποίο φαίνονταν ο ουρανός και η έρημος της άλλης διάστασης. Όχι πολύ μακριά από εκεί ήταν στημένος ένας μεγάλος καταυλισμός, απ’όπου ερχόταν και ο καπνός, καθώς δεκάδες – εκατοντάδες ίσως – φωτιές έκαιγαν.
Οι εξωδιαστασιακοί επιδρομείς.
«Βρήκαμε τους φίλους μας,» είπε ο Γεράρδος.
«Θ’αρχίσω να χοροπηδάω απ’τη χαρά μου…»
«Μη δείχνεις τόσο ενθουσιασμένη. Υπάρχει και κάτι άλλο εδώ κοντά, νομίζω…» Ήταν συνοφρυωμένος.
«Τι άλλο;»
«Το Εσώτερο Θηρίο. Νομίζω.»
«Δεν είσαι σίγουρος;»
Ο Γεράρδος κούνησε το κεφάλι, κι άρχισε να κατεβαίνει το ύψωμα – προς τη μεριά της εισβολής και του καταυλισμού.
«Τι πρέπει να κάνεις για να σιγουρευτείς;» τον ρώτησε η Μάρθα, ακολουθώντας τον.
«Να έρθει το Εσώτερο Θηρίο πιο κοντά μου, ή εγώ να πάω πιο κοντά του.»
«Ας τα προσπεράσουμε, καλύτερα, και τα δύο.»
«Μπορεί να μην είναι στο χέρι μας.»
«Τι εννοείς;»
«Θα δούμε.»
Η Μάρθα αναποδογύρισε τα μάτια. «Μου τη βαράει όταν είσαι τόσο γαμημένα συγκεκριμένος!…»
Το έδαφος κάτω από το ύψωμα είχε κάμποση αειθαλή βλάστηση. Δεν ήταν δασώδες, σε καμία περίπτωση, αλλά είχε μπόλικα χαμόδεντρα, ψηλότερα δέντρα, και χορτάρι. Μπορούσες να κινηθείς χωρίς να σε βλέπουν. Και, σε κάποια στιγμή, ο Γεράρδος είπε στη Μάρθα ότι θα πήγαινε λίγο πιο μπροστά. «Μην τρέξεις να μ’ακολουθήσεις,» την προειδοποίησε. «Ξέρεις σε τι δρόμους θα βαδίσω. Αν φανείς βιαστική, ίσως να μας εντοπίσουν ανιχνευτές των επιδρομέων που μπορεί να περιφέρονται εδώ γύρω.»
Εκείνη κατένευσε.
Ο Γεράρδος εξαφανίστηκε από τη θέση του και η Μάρθα τον έχασε για μερικές στιγμές, προτού τον εντοπίσει πάλι πίσω από ένα χαμόδεντρο, σκυμμένο. Εξαφανίστηκε κι από κει, και τώρα η Μάρθα αποπροσανατολίστηκε τελείως. Πού σκατά πήγε; Συνέχισε να προχωρά ανάμεσα στο χορτάρι και στα χαμηλά δέντρα, σκυμμένη και με την καραμπίνα της στα χέρια, οπλισμένη. Θα τον ξαναδώ· πού μπορεί να βρέθηκε; Σίγουρα, όχι τόσο μακριά όσο βρεθήκαμε το πρωί.
Τον μπάνισε γονατισμένο στο χορτάρι. Εκεί ήταν, λοιπόν…
Ο Γεράρδος εξαφανίστηκε πάλι. Η Μάρθα αναστέναξε.
Κι έπαψε να προχωρά. Έμεινε στη θέση της, γονατίζοντας για να κρυφτεί μέσα στα χόρτα και πλάι σ’έναν θάμνο. Γιατί, από απόσταση, είχε δει κάποιους να κινούνται. Καβαλούσαν γιγάντια σκυλιά τα οποία… Αυτοί πρέπει νάναι οι κιρνάθοι! Είχαν, όντως, δέρμα που θύμιζε πέτρα. Για λίγο, η Μάρθα είχε την εντύπωση ότι έβλεπε βράχους που έτρεχαν με τέσσερα πόδια. Οι καβαλάρηδές τους ήταν μεγαλόσωμοι άνθρωποι με λοφία. Τα λοφία ήταν επάνω σε κράνη, ή επάνω στα κεφάλια τους;
Πού είν’ο Γεράρδος, τώρα; Η Μάρθα κοίταξε αλλά δεν τον βρήκε.
Οι καβαλάρηδες των κιρνάθων απομακρύνθηκαν, και κρύφτηκαν πίσω από ένα χαμήλωμα του εδάφους, φεύγοντας απ’το πεδίο όρασης της Μάρθας.
Η οποία άκουσε, μετά, ένα δυνατό γρύλισμα. Και μια κραυγή.
Στράφηκε προς τα εκεί, κι ανάμεσα από τα δέντρα είδε έναν μεγάλο σκύλο – κανονικό, όχι κιρνάθο – να ορμά καταπάνω στον Γεράρδο, ο οποίος τέντωνε το τόξο του και τον σημάδευε. Παραπέρα ήταν ένας άντρας που έτρεχε κι αυτός προς τον Γεράρδο, κραυγάζοντας και βαστώντας δύο τσεκούρια. Ήταν εύσωμος και λευκόδερμος με έντονα κόκκινα μαλλιά. Φορούσε τα άμφια των κωλοϊερέων αυτής της κωλοδιάστασης.
Η Μάρθα έτρεξε, κρατώντας την καραμπίνα της υψωμένη.
Ο Γεράρδος ελευθέρωσε το βέλος από το τόξο του. Ο σκύλος το απέφυγε με τρομερή ευελιξία – αφύσικα. Ουγκράβος είναι, σκέφτηκε η Μάρθα· και τρέχοντας πυροβόλησε, ενώ το τέρας έφτανε τον Γεράρδο και πηδούσε καταπάνω του. Οι ριπές της το πέτυχαν και το έριξαν παραδίπλα, όπου πάραυτα ορθώθηκε γρυλίζοντας δαιμονισμένα.
Ο Γεράρδος πέταξε το τόξο και τράβηξε δύο ξιφίδια.
Ο κοκκινομάλλης ιερέας πλησίαζε τώρα, κραδαίνοντας τα τσεκούρια του απειλητικά και ουρλιάζοντας σαν θηρίο. Η Μάρθα τον πυροβόλησε – κι αστόχησε. Τον ξαναπυροβόλησε, και η ριπή της τον βρήκε στον ώμο, χωρίς να σταματήσει την πορεία του, αν και αίμα τινάχτηκε.
«Ρρρααααρρρ!» γρύλισε ο ιερέας, τρίζοντας τα δόντια και εφορμώντας της. Η Μάρθα τινάχτηκε πίσω, φρικαρισμένη από την όψη του, που ήταν σα νάχε βγει από καμια ζούγκλα της Αλβέρια· το ένα τσεκούρι του χτύπησε την καραμπίνα της, πετώντας την απ’τα χέρια της. Η Μάρθα σκόνταψε κάπου κι έπεσε. Ο ιερέας την κλότσησε στα πλευρά, κάνοντάς τη να κατρακυλήσει και να διπλωθεί απ’τον πόνο, βλέποντας παράξενες λάμψεις μπροστά στα μάτια της κι ένα σκοτάδι ν’απειλεί να έρθει από γύρω και να την τυλίξει.
Ο Γεράρδος, καθώς ακολουθούσε τα μονοπάτια για ν’αποφύγει την επίθεση του ουγκράβου, είδε τη Μάρθα να πέφτει και άλλαξε πορεία: αντί να επιτεθεί στον άγριο σκύλο, γλίστρησε γύρω από μια ασύλληπτη γωνία και βρέθηκε πίσω απ’τον Αντέλμο. Θηκάρωσε τα ξιφίδιά του και, διακρίνοντας τη σκιά του Εσώτερου Θηρίου που κάλυπτε τον ιερέα, πιάστηκε επάνω της και την τράβηξε για να την αποτινάξει.
Ο Αντέλμος ούρλιαξε σα να τον έσφαζαν. Πέταξε τα τσεκούρια του στη γη και προσπάθησε να φέρει τα χέρια του στην πλάτη για να διώξει τον Γεράρδο. Εκείνος, ενώ κρατιόταν γερά, φώναξε: «Μάρθα! Μάρθα – σήκω! Ο σκύλος! ΣΗΚΩ!»
Η Μάρθα, ακούγοντας τις φωνές του, σηκώθηκε στα τέσσερα, βλεφαρίζοντας για να διώξει τις μαλακίες που φτεροκοπούσαν μπροστά στα μάτια της.
Και είδε τον ουγκράβο να κάνει κύκλο, για να βρεθεί πίσω απ’τον Γεράρδο και να του χιμήσει, ενώ εκείνος κρατιόταν με κάποιον αόρατο τρόπο επάνω στον άλλο ιερέα. Προσπαθούσε να του βγάλει αυτό το Εσώτερο Θηρίο. Η Μάρθα ξεθηκάρωσε το ξιφίδιο απ’τη μπότα της και το τίναξε καταπάνω στον ουγκράβο. Τον βρήκε στο πλάι, κοντά στον μπροστινό ώμο, αλλά το μόνο που φάνηκε να κατάφερε ήταν να κάνει το τέρας να στραφεί προς το μέρος της, τρίζοντας τα δόντια του και γρυλίζοντας.
Πού ήταν η καραμπίνα;
Την είδε παραδίπλα. Σπασμένη. Γάμησέ μας…!
Και τότε, άκουσε ποδοβολητά. Πολλά ποδοβολητά.
Οι εξωδιαστασιακοί έρχονταν, επάνω στους πετρόδερμους κιρνάθους…
Οι οπλές των κιρνάθων βροντούσαν επάνω στο έδαφος σαν πελώρια σφυριά, καθώς οι ανιχνευτές των εξωδιαστασιακών επιδρομέων έρχονταν κρατώντας δόρατα και μακρύκαννα όπλα που δεν μπορεί παρά να ήταν πυροβόλα.
«Γεράρδε!» φώναξε η Μάρθα.
Ο Γεράρδος, έχοντας ήδη ακούσει τη φασαρία, στράφηκε και είδε τους καβαλάρηδες να ζυγώνουν επάνω στους ψηλούς, πετρόδερμους σκύλους τους. Συγχρόνως, αισθανόταν το Εσώτερο Θηρίο του Αντέλμου να χάνει τη μάχη, να χάνει τη λαβή του επάνω στην ψυχή του ιερέα· αλλά ο Γεράρδος ήξερε ότι έπρεπε τώρα να το αφήσει, αλλιώς όλοι τους πιθανώς να σκοτώνονταν. Ελευθέρωσε τη μοχθηρή σκιά που τύλιγε τον Αντέλμο και πήδησε παραπέρα, ενώ ο Αντέλμος, ουρλιάζοντας, παραπατούσε κι άρπαζε ένα απ’τα τσεκούρια του από κάτω.
Ο ουγκράβος γάβγιζε αγριεμένα και, καθώς οι ανιχνευτές είχαν ζυγώσει, τους όρμησε πηδώντας καταπάνω σ’έναν απ’αυτούς. Εκείνοι πυροβόλησαν με τα όπλα τους που έμοιαζαν με καραμπίνες. Αίμα τινάχτηκε από το σώμα του άγριου σκύλου, και δύο κιρνάθοι τού χίμησαν, ο ένας απ’τα δεξιά, ο άλλος απ’τ’αριστερά, κλείνοντας τα μεγάλα τους σαγόνια επάνω του. Ένα φυσιολογικό ζώο θα είχε ήδη πεθάνει αλλά ο ουγκράβος πάλεψε.
Και, κραυγάζοντας, ο Αντέλμος χίμησε σ’έναν καβαλάρη, τον χτύπησε στο κεφάλι με το τσεκούρι του, και τον σώριασε στη γη. Ένας άλλος πυροβόλησε τον ιερέα αλλά αστόχησε. Ο Αντέλμος εκτόξευσε το τσεκούρι του, το οποίο στροβιλίστηκε και πέτυχε τον άντρα με το πυροβόλο στο στήθος, για να καρφωθεί εκεί, βαθιά, και να τον σκοτώσει. Ο κιρνάθος που είχε μείνει χωρίς αναβάτη στράφηκε για να δαγκώσει τον Αντέλμο, όμως ο ιερέας πήδησε παραδίπλα, αναζητώντας το άλλο του τσεκούρι στη γη και γρήγορα αρπάζοντάς το.
Ο Γεράρδος ακολούθησε τα μονοπάτια για ν’αποφύγει μερικές από τις επιθέσεις των ανιχνευτών, και είδε τη Μάρθα να προσπαθεί να σηκωθεί όρθια, κρατώντας τα πλευρά της με το ένα χέρι ενώ με το άλλο έπιανε τα κλαδιά ενός θάμνου για να στηριχτεί. Δε φαινόταν αίμα επάνω της: ο Αντέλμος πρέπει να την είχε κλοτσήσει και ίσως να της είχε σπάσει κανένα κόκαλο.
Ένας ανιχνευτής πέρασε δίπλα από τη Μάρθα και την άρπαξε απ’τα μαλλιά, τραβώντας την πλάι του ενώ εκείνη ούρλιαζε και έβριζε χυδαία.
Ο Γεράρδος τράβηξε τα δύο ξιφίδιά του κι ακολούθησε τα μονοπάτια. Έστριψε σε μια αδιανόητη γωνία, γλίστρησε γύρω από μια σκιά – και πήδησε πίσω απ’τον καβαλάρη που κρατούσε τα μαλλιά της Μάρθας, καβαλώντας κι εκείνος τον κιρνάθο και βάζοντας τις λεπίδες του στον λαιμό του εξωδιαστασιακού.
«Άφησέ την!» είπε ο Γεράρδος. «Άφησέ την.»
Ο εξωδιαστασιακός – ένας κατάλευκος, σωματώδης άντρας με μαύρα μακριά μαλλιά – γρύλισε κάτι που εκείνος δεν κατάλαβε. Ο Γεράρδος πήρε ένα απ’τα ξιφίδιά του απ’τον λαιμό του ανιχνευτή και, με τη λαβή του όπλου, τον κοπάνησε στον κρόταφο αναισθητοποιώντας τον και ρίχνοντάς τον από τη ράχη του κιρνάθου. Η Μάρθα βρέθηκε επίσης στο έδαφος.
Ο Γεράρδος προσπάθησε για μια στιγμή να κρατηθεί πάνω στον κιρνάθο αλλά το βρήκε αδύνατο· πήδησε στη γη προτού το άγριο θηρίο τον πετάξει.
Άκουσε μια θηριώδη κραυγή και στράφηκε. Είδε τον Αντέλμο να μάχεται πάνω από το πτώμα του ουγκράβου, γεμάτος πληγές. Κουφάρια εξωδιαστασιακών ήταν πεσμένα ολόγυρά του. Ακόμα κι ένας κιρνάθος ήταν νεκρός, με τον χοντρό του λαιμό μισοκομμένο – και, πραγματικά, έμοιαζε με σπασμένη πέτρα: πέτρα που αιμορραγούσε.
Ο Αντέλμος ήταν δυνατός και ανθεκτικός, όπως όλοι οι ιερείς με το Εσώτερο Θηρίο εντός τους, όμως ακόμα κι αυτός δεν μπορούσε να τα βάλει με όλους τους ανιχνευτές και να νικήσει, και μάλλον το έβλεπε· δεν ήταν ανόητος. Αποκρούοντας ένα δόρυ και χτυπώντας έναν κιρνάθο στα πλευρά με το τσεκούρι του (προκαλώντας μονάχα μια μικρή πληγή επάνω στο λιθοειδές δέρμα), στράφηκε κι έτρεξε να φύγει. Κάποιοι απ’τους ανιχνευτές τον πυροβόλησαν (ίσως και να τον πέτυχαν αλλά εκείνος δεν φάνηκε να κόβει ταχύτητα) μα κανείς δεν τον ακολούθησε. Ίσως να τους είχε τρομάξει.
Ή ίσως εμείς να τους είμαστε αρκετοί, σκέφτηκε ο Γεράρδος, παρατηρώντας ότι εκείνος κι η Μάρθα ήταν περικυκλωμένοι από τους ανιχνευτές.
Θηκάρωσε τα ξιφίδιά του και ύψωσε τα χέρια του. «Δεν είμαστε εχθροί σας,» δήλωσε φωναχτά.
Η Μάρθα, που είχε σηκωθεί όρθια, είπε μορφάζοντας: «Αυτοί, όμως, οι πούστηδες είναι εχθροί μας…»
Οι ανιχνευτές κατέβασαν τα όπλα τους. Κανένας δεν χίμησε· κανένας δεν πυροβόλησε.
«Σε καταλαβαίνουν;» απόρησε η Μάρθα.
«Καταλαβαίνουν το γεγονός ότι θηκάρωσα τα ξιφίδιά μου.»
«Γιατί απλά δε φεύγεις ακολουθώντας αυτά τα μονοπάτια;»
«Γιατί να φύγω; Για να τους βρούμε δεν ήρθαμε; Κι επιπλέον, εσύ τι θα γίνεις;»
«Μη λες μαλακίες – φύγε.»
Τα λόγια ενός από τους εξωδιαστασιακούς τούς διέκοψαν. Αλλά δεν καταλάβαιναν τίποτα απ’ό,τι έλεγε. Το μόνο που καταλάβαιναν ήταν ότι, σίγουρα, μιλούσε σε κάποια γλώσσα παρόμοια μ’αυτή του λαού της Νίρμικιτ.
Ο Γεράρδος συνέχισε να έχει τα χέρια του υψωμένα. «Ερχόμαστε φιλικά,» είπε, ήπια αλλά σταθερά.
Οι εξωδιαστασιακοί κατέβηκαν από τους κιρνάθους, βαστώντας δόρατα και πυροβόλα. Περιτριγύρισαν τον Γεράρδο και τη Μάρθα και τους ώθησαν να βαδίσουν. Εκείνοι βάδισαν, υπό την απειλή των όπλων.
«Στον καταυλισμό τους πρέπει να θέλουν να μας πάνε,» είπε η Μάρθα.
Ο Γεράρδος ένευσε, αναρωτούμενος αν εκεί θα συναντούσε τον πρασινόδερμο άντρα που είχε συναντήσει και στο όνειρό του.
*
Ο Τέρι έβαλε τους πολεμιστές του να περικυκλώσουν την πτέρυγα του Παλατιού της Καλνάθριας όπου κρύβονταν οι άνθρωποι της Υπολοχαγού Αργυρίας Νιρνέκωφ.
Οι Παντοκρατορικοί είχαν εγκαταλείψει το μικρό οχυρό τους έξω από την πόλη για να δίνουν την εντύπωση ότι είχαν φύγει· αλλά, στην πραγματικότητα, είχαν εγκατασταθεί μέσα στην ίδια την οικία του Άρχοντα Ρολάνδου – όπως είπε ο ίδιος στον Τέρι – και είχαν απαγάγει τη μοναχοκόρη του, τη Βεατρίκη, για να μπορούν να τον εκβιάζουν.
(Θα τη σκοτώσουν τώρα, Πολιτομαχητή. Θα τη σκοτώσουν, για να μ’εκδικηθούν. Το κοκκινόδερμο πρόσωπό του είχε χάσει το χρώμα του καθώς το έλεγε αυτό. Αλλά ο Τέρι τού είχε αποκριθεί: Μη φοβάσαι, Άρχοντά μου· δε θα το επιτρέψουμε. Και μην ξεχνάς ότι η Υπολοχαγός Νιρνέκωφ δεν έχει τίποτα προσωπικό μαζί σου ή με την κόρη σου· απλά τη χρησιμοποιούσε, και θα προσπαθήσει και πάλι να τη χρησιμοποιήσει – θα δεις.)
Ο Τέρι στεκόταν τώρα κοντά σε μια από τις πόρτες που οδηγούσαν στην κατειλημμένη από τους Παντοκρατορικούς πτέρυγα του παλατιού, καλυμμένος πίσω από το άγαλμα ενός κυνηγού και βαστώντας αγκαλιά το τουφέκι του. Η Ιωάννα ήταν πλάι του, γονατισμένη στο ένα γόνατο, με το δικό της τουφέκι υψωμένο και το μάτι της στο στόχαστρο. Ο Τέρι αισθανόταν τον ώμο της σταθερό και σκληρό πάνω στο γόνατό του, σαν κι η Μαύρη Δράκαινα να ήταν άγαλμα.
Ο Έδουος κι η Μαύρη Φωτιά ήταν πιο πίσω, μαζί με τους έξι Ιερούς Φρουρούς.
Ο Τέρι φώναξε: «Αργυρία! Μ’ακούς;»
Καμια απάντηση.
«Το ξέρω πως είσαι εκεί μέσα, Αργυρία! Θέλω μόνο να μιλήσουμε. Διαφορετικά, θα πρέπει να επιτεθώ – και το ξέρεις πως τότε δεν θα έχεις πια πιθανότητες να φύγεις ζωντανή από τη Χάρνταβελ. Είμαι εδώ για να σου δώσω μια ευκαιρία.»
Ο Τέρι περίμενε. Δε μπορεί, πρέπει ν’απαντήσει. Το ξέρει ότι έχω δίκιο. Τώρα που το σχέδιό της να μ’αιχμαλωτίσει απέτυχε, θα βρει σύντομα ολόκληρη τη Χάρνταβελ εναντίον της.
Μετά από λίγο, η φωνή της αντήχησε από την πτέρυγα που είχαν καταλάβει οι Παντοκρατορικοί: «Γιατί να πιστέψω το λόγο ενός προδότη;»
«Γιατί δεν έχεις άλλη επιλογή!»
«Αν έρθετε εδώ να μας χτυπήσετε, θα σκοτώσω την κόρη του Άρχοντα, τη Βεατρίκη. Είναι αιχμάλωτή μου· ρώτησέ τον και θα σ’το πει!»
«Το ξέρω πως είναι αιχμάλωτή σου, Αργυρία. Γι’αυτό είμαι εδώ. Ελευθέρωσε τη Βεατρίκη και υπόσχομαι ν’αφήσουμε εσένα και τους στρατιώτες σου να φύγετε από τη Χάρνταβελ, χωρίς κανένας να σας πειράξει.»
«Θα φύγουμε οπλισμένοι;»
Ο Τέρι δεν ήξερε κατά πόσο αυτή ήταν καλή ιδέα αλλά είπε: «Οπλισμένοι – αν και η διαστασιακή δίοδος για Φεηνάρκια δεν είναι μακριά από εδώ.»
«Μακριά είναι, όταν βαδίζεις. Δεν έχουμε όχημα αρκετά μεγάλο για να επιβιβαστούμε όλοι μας. Εσύ, όμως, έχεις.»
Θέλει να της δώσω τώρα το φορτηγό μας; Δεν ήταν δικό του· ανήκε στον Υπεράρχη, ύστερα από τη σύγκρουση με τις δυνάμεις του Νιρμόδου Νάρλεφ.
«Δε μπορώ να σου δώσω το φορτηγό, Αργυρία.»
«Πώς περιμένεις να φύγουμε, τότε;»
Ο Τέρι σκούντησε την Ιωάννα, ελαφρά, με το γόνατό του. «Τι προτείνεις;» τη ρώτησε.
Εκείνη ύψωσε το βλέμμα της για να τον κοιτάξει. «Τίποτα.» Μετά, στράφηκε πάλι στην πόρτα που οδηγούσε στην πτέρυγα των Παντοκρατορικών.
Ωραία… σκέφτηκε ο Τέρι. Και φώναξε: «Αργυρία. Δε μπορώ να σου δώσω το φορτηγό· ανήκει στον Υπεράρχη. Θα πρέπει να πάτε στη διαστασιακή δίοδο βαδίζοντας. Αλλά αυτό, νομίζω, είναι καλύτερο απ’το να σκοτωθείτε στη Χάρνταβελ. Υπόσχομαι ότι κανένας δεν θα σας επιτεθεί όσο θα ταξιδεύετε προς τη δίοδο. Κι επιπλέον, θα είστε οπλισμένοι· σ’το είπα ήδη, δε σ’το είπα;»
Η Υπολοχαγός Νιρνέκωφ δεν απάντησε.
*
Ο άντρας είχε δέρμα πράσινο, και ήταν εύσωμος και ψηλός, με μακριά μαύρα μαλλιά δεμένα αλογοουρά στην κορυφή του κεφαλιού του. Φορούσε πέτσινα ρούχα, σφιχτοδεμένα επάνω του, κι από τη ζώνη του κρέμονταν ένα μεγάλο ξίφος κι ένα πιστόλι. Υπήρχε κάτι το άγριο στην όψη του. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά. Το σαγόνι του μυτερό και η μύτη του μεγάλη.
Θα μπορούσε να θυμίζει τον Βασιληά Κάλροοθ, όπως ένας επικίνδυνος πάνθηρας θυμίζει έναν εξημερωμένο τίγρη.
Ναι, σκέφτηκε ο Γεράρδος, αυτός είναι. Ο άντρας που ήταν και στο όνειρό μου.
Ο πρασινόδερμος πολεμιστής στεκόταν μπροστά από μια μεγάλη σκηνή, και δεξιά κι αριστερά του ήταν συγκεντρωμένοι ένα σωρό άλλοι άντρες και γυναίκες, που οι όψεις τους ήταν, συλλογικά, άγριες σαν τη δική του. Αν ήθελες να τους συγκρίνεις με τον λαό της Νίρμικιτ, θύμιζαν κι αυτοί επικίνδυνα θηρία σε αντιπαραβολή με εξημερωμένα κατοικίδια.
Ο Γεράρδος κι η Μάρθα στέκονταν αντίκρυ τους, και πίσω απ’τον Γεράρδο και τη Μάρθα ήταν οι ανιχνευτές των εξωδιαστασιακών, έχοντας μόλις επιστρέψει στον καταυλισμό τους μαζί με τους αιχμαλώτους. Ένας απ’αυτούς είχε, πριν από λίγο, πει μερικές κουβέντες στον εύσωμο, πρασινόδερμο άντρα με την αλογοουρά, κι εκείνος είχε αποκριθεί κοφτά και γρήγορα.
Τώρα, όμως, δεν μιλούσε καθώς τα σκληρά μάτια του ήταν εστιασμένα στον Γεράρδο και τη Μάρθα.
Με θυμάται κι εκείνος; Από το όνειρο;
Ο πρασινόδερμος άντρας – που, αναμφίβολα, ήταν αρχηγός εδώ πέρα – πλησίασε. Στάθηκε εμπρός τους, με το χέρι του ακουμπισμένο στη λαβή του σπαθιού του. Συνεχίζοντας να τους παρατηρεί.
Είπε κάτι στον Γεράρδο.
«Δε μιλάω τη γλώσσα σας,» αποκρίθηκε εκείνος. Τα χέρια του ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη του· οι ανιχνευτές τον είχαν δέσει προτού φτάσουν στον καταυλισμό, και του είχαν πάρει και τα όπλα του. Τα χέρια της Μάρθας ήταν παρόμοια ακινητοποιημένα. (Φύγε, ρε μαλάκα! του είχε πει καθώς τους έδεναν, κι έρχεσαι να με πάρεις αργότερα. Μην κάθεσαι δω, γαμώ την τύχη σου! Αλλά ο Γεράρδος την είχε αγνοήσει – και δεν το είχε μετανιώσει: μέχρι στιγμής, τουλάχιστον.)
Ο πρασινόδερμος άντρας είπε κάτι ακόμα, το οποίο πάλι ο Γεράρδος δεν κατάλαβε.
Και αποκρίθηκε ξανά, αργά: «Δεν. Μιλάω. Τη γλώσσα σας.»
Ο πρασινόδερμος γρύλισε κι έσεισε τη γροθιά του μερικά εκατοστά μπροστά στο πρόσωπο του Γεράρδου.
«Είναι τρελαμένος,» είπε η Μάρθα στον Γεράρδο. «Δίνε του. Φύγε. Αφού μπορείς, γαμώ τα μυαλά σου!»
Ο πρασινόδερμος στράφηκε απότομα σ’εκείνη. Της μίλησε.
«Δε σε καταλαβαίνω, μεγάλε,» του είπε η Μάρθα. «Είμαστε από άλλες διαστάσεις· δεν είναι προφανές;»
Ο πρασινόδερμος αρχηγός άρπαξε τα ρούχα της με τα δύο χέρια και, τραβώντας τα απότομα, έσκισε τη μπροστινή μεριά τους, απ’το λαιμό ώς τον αφαλό.
«Ε! Τι σκατά, γαμώ τη μάνα σου…!» φώναξε η Μάρθα, κι έκανε να τον κλοτσήσει, αλλά κάποιος την τράβηξε πίσω, παραλίγο ρίχνοντάς τη στο έδαφος.
Ο πρασινόδερμος αρχηγός έδωσε μερικές κοφτές διαταγές στους πολεμιστές γύρω του, κι αυτοί άρπαξαν τον Γεράρδο κι άρχισαν να τον τραβάνε, απομακρύνοντάς τον από τη Μάρθα.
«Μην κάνεις τίποτα βιαστικό!» της φώναξε εκείνος. «Περίμενε!»
«Φύγε, ρε!» γρύλισε η Μάρθα. «Σου λέω – φύγε!» Και μετά, οι εξωδιαστασιακοί την έκρυψαν από τα μάτια του.
Ο Γεράρδος δεν τους έφερε αντίσταση καθώς τον τραβούσαν ανάμεσα στις σκηνές του καταυλισμού τους, οδηγώντας τον τελικά σ’ένα χοντρό, κοκάλινο κλουβί. Το άνοιξαν και τον έσπρωξαν μέσα, αναγκάζοντάς τον να σκύψει γιατί όρθιος δεν χωρούσε. Έκλεισαν τη μικρή πόρτα και την κλείδωσαν με λουκέτο. Ένας τους γονάτισε δίπλα στα κάγκελα και πέρασε το μακρύ μαχαίρι του ανάμεσά τους. Ο Γεράρδος, αρχικά, δεν κατάλαβε τι ήθελε να κάνει. Σίγουρα, δεν ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά….
Ο εξωδιαστασιακός, δείχνοντας και μιλώντας, έδωσε τελικά στον Γεράρδο να καταλάβει ότι εκείνο που ήθελε ήταν να κόψει τα σχοινιά απ’τους καρπούς του. Ο Γεράρδος πήγε τα χέρια του προς τη λεπίδα και τα δεσμά κόπηκαν. Ο εξωδιαστασιακός ένευσε, μουγκρίζοντας, και σηκώθηκε όρθιος, θηκαρώνοντας το μαχαίρι στον μηρό του. Αυτός κι άλλος ένας έμειναν κοντά στο κοκάλινο κλουβί του Γεράρδου, για να τον φρουρούν.
Ο αρχηγός τους με θυμάται απ’το όνειρο. Αργά ή γρήγορα, θα έρθει για μένα.
Κι αν δεν έρθει…
Τότε, θα πρέπει να βρούμε έναν άλλο τρόπο για να φύγουμε από δω.
Ακολουθώντας τα μονοπάτια δεν μπορούσε να βγει από ένα κλειδωμένο κλουβί, αλλά υπήρχαν πάντοτε κι εναλλακτικοί δρόμοι…
*
Τραβώντας την σαν πούστηδες, την πήγαν σε μια σκηνή που δεν ήταν και τόσο μακριά από του αρχηγού τους και την έσπρωξαν μέσα, κλοτσώντας την στην πλάτη. Η Μάρθα παραπάτησε και σωριάστηκε, μουγκρίζοντας πονεμένα – όχι απ’την κλοτσιά αυτού του μαλάκα αλλά απ’την κλοτσιά που της είχε ρίξει πριν ο κωλοϊερέας. Αισθανόταν τα παΐδια της να την καίνε· δεν πρέπει, όμως, νάχε σπάσει κάνα κόκαλο, νόμιζε, δόξα τη Σοφία της Έχιδνας.
Σηκώνοντας το βλέμμα της, είδε ότι τριγύρω υπήρχαν μαξιλάρια, στρώματα, και γυναίκες. Έξι γυναίκες, τις μέτρησε. Μία πρασινόδερμη, δύο γαλανόδερμες, δύο λευκόδερμες με κατάλευκο δέρμα σαν βαμβάκι, και μία μαυρόδερμη με τομάρι σαν μελάνι και όψη σαν αρπακτικού. Ήταν όλες τους ημίγυμνες, φορώντας περίτεχνα ραμμένες περισκελίδες, στηθόδεσμους, πέπλα, μανδύες, και φούστες.
Τι σκατά είν’εδώ; Μπουρδέλο;
Με την εμφάνιση της Μάρθας οι γυναίκες έκαναν πίσω, παρατηρώντας την μάλλον τρομαγμένα, δείχνοντάς την και μουρμουρίζοντας αναμεταξύ τους.
Οι άντρες που την είχαν τραβήξει ώς εδώ μπήκαν τώρα στη σκηνή κι αρπάζοντας τα ρούχα της άρχισαν να τα σκίζουν, με τα χέρια τους και με μαχαίρια. Η Μάρθα ούρλιαζε, βρίζοντάς τους, και χτυπιόταν, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά με τους καρπούς της δεμένους πίσω απ’την πλάτη· ούτε να σηκωθεί όρθια δεν την άφηναν, οι γαμιόληδες! Κάποιος τη σφαλιάρισε δυνατά, όταν εκείνη κλότσησε έναν τους στο σαγόνι. Η Μάρθα έφτυσε αίμα.
Στο τέλος, την άφησαν πιο γυμνή από τις έξι πουτάνες της σκηνής – χωρίς τίποτα επάνω της. Αλλά τα χέρια της δεν τα έλυσαν, κι από την πάλη η Μάρθα νόμιζε ότι οι αγκώνες και οι ώμοι της κινδύνευαν να εξαρθρωθούν.
Γαμώ την ανωμαλία μου, σήμερα δε φαίνεται να μπορούμε να κρατήσουμε ρούχο επάνω μας! γρύλισε εντός της, καθώς έβλεπε τους άντρες να λένε κάτι στις πόρνες και να φεύγουν απ’τη σκηνή.
Όταν έμειναν μόνες τους μαζί με τη Μάρθα, μία απ’αυτές έπιασε ένα πέπλο και, κρατώντας το εμπρός της σαν ασπίδα, την πλησίασε. Χαμογέλασε, δειλά. Μίλησε.
«Δε σε καταλαβαίνω,» της είπε η Μάρθα.
Η γυναίκα γονάτισε κοντά της και έτεινε το πέπλο προς το μέρος της, συνεχίζοντας να χαμογελά δειλά και λέγοντας πάλι κάτι. Τι θέλει τώρα; Να το φορέσω;
«Λύσε μου τα χέρια, άμα θες να το φορέσω!» γρύλισε η Μάρθα, και προσπάθησε να υψώσει τους δεμένους καρπούς της για να τους κάνει να φανούν πίσω απ’την πλάτη της.
Η γυναίκα πρέπει να κατάλαβε. Κούνησε, όμως, το κεφάλι της αρνητικά. Κι έτεινε πάλι το πέπλο προς τη Μάρθα.
«Άι γαμήσου τότε!» φώναξε εκείνη, και η πόρνη πετάχτηκε πίσω, τρομαγμένη.
Μετά, καμια τους δεν την πλησίαζε. Μουρμούριζαν μονάχα αναμεταξύ τους. Εκτός από τη μαυρόδερμη: αυτή δεν μιλούσε· παρατηρούσε σιωπηλά τη Μάρθα. Και, τελικά, ήρθε προς το μέρος της, προχωρώντας στα τέσσερα σαν μεγάλο αιλουροειδές. Τα μαλλιά της ήταν κατάλευκα κι έπεφταν καταρρακτωδώς στους ώμους, στην πλάτη, και γύρω απ’το πρόσωπό της.
«Μη με δαγκώσεις, εντάξει;» είπε η Μάρθα, παίρνοντας καθιστή θέση επάνω σε κάτι μαξιλάρια.
Η μαυρόδερμη γυναίκα μειδίασε, άγρια, σαν να είχε καταλάβει.
Η Μάρθα, τότε, συνειδητοποίησε ότι αυτή ήταν ο μοναδικός μαυρόδερμος άνθρωπος που είχε δει στον καταυλισμό. Επίσης, δεν νόμιζε πως είχε δει μαυρόδερμους ανάμεσα στον λαό της Νίρμικιτ.
Και, ξαφνικά, θυμήθηκε κάτι που είχε πει ο Βασιληάς Κάλροοθ: Αν ήταν υπάνθρωποι, θα ήταν κατάμαυροι σαν το σκοτάδι. Και: Τα μαλλιά τους είναι επίσης μαύρα, συνήθως, ή μοβ, ή κατάλευκα.
Γαμήσου… Είναι υπάνθρωπος η τύπισσα, συμπέρανε η Μάρθα· κι αναρωτήθηκε αν η μαυρόδερμη μπορεί όντως να σκεφτόταν να τη δαγκώσει…
*
«Αργυρία!» φώναξε ο Τέρι, όταν κάποια ώρα είχε περάσει και η υπολοχαγός δεν είχε απαντήσει. «Τι θα γίνει: θα μας δώσεις τη Βεατρίκη και θα φύγεις ειρηνικά, ή θα μας αναγκάσεις να επιτεθούμε;»
«Θα τη σκοτώσουμε αν επιτεθείτε!» αντήχησε η απάντηση της Υπολοχαγού Νιρνέκωφ μέσα από τους διαδρόμους του παλατιού.
«Και μετά τι θα κάνετε;»
«Σκέψου εσύ τι θα πεις στον Άρχοντα όταν η κορούλα του είναι πεθαμένη!»
«Δε μ’ενδιαφέρει ούτε ο Άρχοντας ούτε η κόρη του, Αργυρία! Θα επιτεθούμε άμα δε βγεις ήρεμα από εδώ και δεν αρχίσεις να βαδίζεις προς τη διαστασιακή δίοδο! Ο Υπεράρχης θέλει όλους τους Παντοκρατορικούς έξω από τη Χάρνταβελ. Μπορώ να σας σκοτώσω, εσένα και τους στρατιώτες σου, αλλά δεν χρειάζεται. Σας δίνω την ευκαιρία να φύγετε από δω ζωντανοί. Δώστε μου μόνο τη Βεατρίκη. Έτσι κι αλλιώς, τι θα την κάνετε; Βάρος σάς είναι.»
Η απάντηση άργησε λίγο να έρθει· αλλά η φωνή της υπολοχαγού ακούστηκε ξανά: «Θα βγούμε από την πόλη με τη Βεατρίκη μαζί μας, και θα σας την παραδώσουμε δέκα χιλιόμετρα απόσταση από την Καλνάθρια.»
«Καλώς,» είπε ο Τέρι. «Συμφωνώ.»
«Πες τώρα στους πολεμιστές σου να παραμερίσουν για να βγούμε απ’το παλάτι. Κι αν δω να γίνονται κόλπα, η Βεατρίκη θα πεθάνει!»
«Μην ανησυχείς: τίποτα δεν θα γίνει. Έχεις το λόγο μου.»
«Ο λόγος σου δεν μετράει για τίποτα, προδότη! Φρόντισε να μετρήσουν οι πράξεις σου.»
*
Η μαυρόδερμη την κοίταζε για κάμποση ώρα, βαδίζοντας γύρω-γύρω της, στα τέσσερα, σαν ζώο. Οι άλλες κάθονταν μακριά της και μιλούσαν αναμεταξύ τους, παρατηρώντας την λες κι ήταν κάτι το αξιοπερίεργο. Και μόνο το δέρμα της Μάρθας, βέβαια, πρέπει να τις παραξένευε· δεν υπήρχαν άνθρωποι με δέρμα λευκό-ροζ εδώ: μονάχα με δέρμα κατάλευκο.
Η μαυρόδερμη τής όρμησε, πέφτοντας επάνω της και κολλώντας την στο έδαφος, σέρνοντας τη γλώσσα της στην κοιλιά της Μάρθας, δαγκώνοντάς την. «Φύγε από δω!» φώναξε εκείνη. «Τι σκατά κάνεις, γαμώ την οικογένειά σου! Φύγε!» προσπαθώντας να αποτινάξει την άγρια γυναίκα, η οποία γελούσε μοιάζοντας να διασκεδάζει. Η γλώσσα της σερνόταν πάνω στο δέρμα της Μάρθας, τα δόντια της τη δάγκωναν (όχι πολύ δυνατά, ευτυχώς), τα χέρια της χούφτωναν σαν τα χέρια λιμασμένου ναύτη. Οι άλλες κάθονταν και κοιτούσαν.
«Τι κοιτάτε, ρε μαλακισμένες;» τους φώναξε η Μάρθα. «Βοηθήστε με! Είναι παλαβή! Πάρτε την από πάνω μου, που η Έχιδνα να σας φιλήσει!» Αυτές, όμως, ούτε που κουνιόνταν από τη θέση τους. Είχαν βρει θέαμα για να σπάσει την πλήξη τους, οι γαμημένες! Η Άγρια Γυναίκα εναντίον της Παράξενης Γυναίκας. Θα καταλήξουμε σε κάνα τηλεοπτικό κανάλι με τσόντες, γαμώ την πουτάνα μου γαμώ! γρύλισε εντός της η Μάρθα, καθώς πάλευε να διώξει τη μαυρόδερμη λευκομαλλούσα. «Φύγ’από πάνω μου, μωρή! Δεν είμαι καμια κωλολεσβία!» Τα γόνατά της χτυπούσαν τους μηρούς και τα πλευρά της μαύρης, μα τα χτυπήματα δεν έμοιαζαν να την πτοούν. Συνέχιζε να γελά. Έδειχνε να διασκεδάζει. Δάγκωσε το αριστερό στήθος της Μάρθας, κι εκείνη ούρλιαξε, εξαπολύοντας ό,τι βρισιές ήξερε.
Η μαύρη γυναίκα με τα λευκά μαλλιά την κράτησε κάτω, με δυνατά χέρια και γόνατα, κι έσκυψε για να φιλήσει τα χείλη της.
Η Μάρθα τη δάγκωσε, μ’ολη της τη δύναμη.
Γεύτηκε αίμα.
Η μαύρη πετάχτηκε πίσω, αφήνοντας ένα κομμάτι από τα χείλη της στα δόντια της Μάρθας και γρυλίζοντας εξαγριωμένη. Γρονθοκόπησε τη Μάρθα καταπρόσωπο, κάνοντας τη να δει παράξενα χρώματα να χορεύουν μπροστά της– Όχι πάλι οι ίδιες μαλακίες…!
Οι άλλες καριόλες είχαν τώρα αρχίσει να φωνάζουν – επιτέλους, είχαν ξυπνήσει! Η μαύρη ανασηκώθηκε γυρίζοντας να τις κοιτάξει και μιλώντας τους, θυμωμένη, ενώ αίμα έτρεχε από τα χείλη της – σκούρο μπλε αίμα.
Η Μάρθα μάζεψε επάνω το δεξί της πόδι και κλότσησε τη μαύρη λευκομαλλούσα στο αριστερό στήθος, δυνατά. Εκείνη έπεσε πίσω και διπλώθηκε, μουγκρίζοντας. Οι άλλες έτρεξαν να γονατίσουν γύρω της, μιλώντας φρενιασμένα, δείχνοντας να φοβούνται.
Η Μάρθα πήρε μερικές βαθιές ανάσες.
Ένας φρουρός μπήκε στη σκηνή, και οι γυναίκες άρχισαν να του μιλάνε όλες μαζί. Εκείνος τράβηξε ένα μαστίγιο από τη ζώνη του και μαστίγωσε κάμποσες φορές τη μαυρόδερμη, σχηματίζοντας ρυάκια μπλε αίματος επάνω της. Εκείνη ούρλιαζε και, σε κάποια στιγμή, έκανε να σηκωθεί (ή για να φύγει ή για να του χιμήσει) αλλά εκείνος την κλότσησε στην κοιλιά και συνέχισε να τη μαστιγώνει. Στο τέλος, την άφησε μισολιπόθυμη και οι άλλες την τράβηξε παράμερα για να την περιθάλψουν.
Ακόμα ένας φρουρός είχε μπει στη σκηνή όσο ο πρώτος έδερνε τη μαύρη, όμως δεν είχε κινηθεί· περίμενε στεκόμενος στην είσοδο, με τα μυώδη χέρια του σταυρωμένα εμπρός του.
Ο μαστιγοφόρος – γαλανόδερμος, μαυρομάλλης, και ψηλός – βάδισε προς τη Μάρθα. Μπλε αίματα κυλούσαν επάνω στο μαστίγιό του. Η Μάρθα σύρθηκε προς τα πίσω, νιώθοντας τα μάτια της γουρλωμένα καθώς τον ατένιζε.
«Χτύπησέ με μ’αυτό το πράμα, πούστη, και θα σ’τα κόψω!» του γρύλισε, φοβισμένη.
Ο μαστιγοφόρος στάθηκε, παρατηρώντας την – αν και ήταν σίγουρο πως δεν την είχε καταλάβει, αφού κανένας τους δεν μιλούσε τη Συμπαντική.
Η Μάρθα περίμενε να δει τι θα έκανε, ο γαμιόλης. Αν τη χτυπούσε μ’αυτό το πράμα, θα γινόταν της πουτάνας εδώ μέσα, είτε ήταν δεμένα τα χέρια της πίσω απ’την πλάτη είτε όχι!
Ο άντρας με το μαστίγιο στράφηκε και βάδισε προς την είσοδο. Είπε κάτι στον άλλο που στεκόταν εκεί και, μαζί, βγήκαν απ’τη σκηνή.
Η Μάρθα ξεροκατάπιε. Ο Γεράρδος έχει δίκιο: είμαι τρομαχτική κάπου-κάπου. Πρέπει να τους τρόμαξα.
*
Ο Τέρι διέταξε τους πολεμιστές του να φύγουν γύρω από την πτέρυγα των Παντοκρατορικών, και η Υπολοχαγός Νιρνέκωφ κι οι στρατιώτες της βγήκαν απ’το Παλάτι της Καλνάθριας, οπλισμένοι και με τη Βεατρίκη μαζί τους. Ο Τέρι την είδε δίπλα στην Αργυρία, φιμωμένη και με τα χέρια της δεμένα πίσω απ’την πλάτη. Ήταν μια ψηλή, πορφυρόδερμη κοπέλα με μαύρα μαλλιά, η οποία έμοιαζε στον πατέρα της. Όταν εκείνος πέθαινε η Βεατρίκη θα γινόταν Αρχόντισσα της Καλνάθριας· ο Άρχοντας Ρολάνδος δεν είχε άλλα παιδιά.
Οι Παντοκρατορικοί δε φαινόταν να την έχουν κακομεταχειριστεί, παρατήρησε ο Τέρι καθώς στεκόταν σ’έναν εξώστη του παλατιού και τους έβλεπε να διασχίζουν τον κήπο και να βγαίνουν στην πόλη.
«Τώρα,» είπε. «Πάμε να τους συνοδέψουμε.» Και, μαζί με την Ιωάννα, τον Έδουο, και τη Μαύρη Φωτιά, έφυγε απ’το μπαλκόνι, κατεβαίνοντας γρήγορα τις εσωτερικές σκάλες του παλατιού.
Θέλεις να τους τρομάξω πάλι, Πατέρα; ρώτησε η κόρη του.
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Τώρα δεν τους θέλω τρομαγμένους. Πρέπει τα πράγματα να κυλήσουν ήρεμα.»
Οι πολεμιστές του Τέρι και οι έξι Ιεροί Φρουροί τούς περίμεναν κάτω, μέσα στο παλάτι, και τους ακολούθησαν καθώς εκείνοι διέσχιζαν τον κήπο. Η Αργυρία πήγαινε προς τη δυτική πύλη της Καλνάθριας, είχε παρατηρήσει ο Τέρι, όπου οι δρόμοι ήταν πιο στενοί. Εκείνος πρόσταξε τους πολεμιστές του να επιβιβαστούν στο φορτηγό και να πάνε στη βόρεια πύλη.
Ανέβηκαν στο ψηλό όχημα, το ενεργοποίησαν, και, οδηγώντας προσεχτικά μέσα στις λεωφόρους της Καλνάθριας, βγήκαν από την πόλη, για να βρεθούν στα βόρειά της.
«Κάνε τον κύκλο, να πάμε δυτικά,» πρόσταξε ο Τέρι τον οδηγό, κι εκείνος υπάκουσε.
Σύντομα, ατένισαν τους λευκοντυμένους στρατιώτες να ταξιδεύουν με δυτική κατεύθυνση, διασχίζοντας την ύπαιθρο. Ορισμένοι απ’αυτούς (όχι πολλοί) καβαλούσαν άλογα, και είχαν επίσης και κάμποσα μουλάρια για να κουβαλάνε πράγματα. Η Βεατρίκη εξακολουθούσε να είναι κοντά στην Αργυρία, δεμένη και φιμωμένη, είδε ο Τέρι με τα κιάλια του.
«Δε θα μπορούσαμε και να τους επιτεθούμε και να σώσουμε την κοπέλα, Πολιτομαχητή;» είπε ο Έδουος.
«Καλύτερα να μην το ρισκάρουμε, Μεγάλε Πατέρα, αν συμφωνείτε κι εσείς.»
Ο Έδουος έμεινε σιωπηλός· μάλλον, συμφωνούσε.
Όταν οι Παντοκρατορικοί είχαν ταξιδέψει δέκα χιλιόμετρα προς τα δυτικά, σταμάτησαν, και ο Τέρι είπε στον οδηγό του φορτηγού να σταματήσει επίσης, σε απόσταση διακοσίων μέτρων από αυτούς. Πράγμα το οποίο έγινε, και ο Τέρι άνοιξε μια πλευρική πόρτα και πήδησε έξω από το ψηλό όχημα, ακολουθούμενος από την Ιωάννα, τον Έδουο, τη Μαύρη Φωτιά, τους έξι Ιερούς Φρουρούς, και δύο πολεμιστές του Υπεράρχη.
Προχώρησαν όλοι μαζί προς τους Παντοκρατορικούς, χωρίς όμως να πλησιάσουν περισσότερο από εκατό μέτρα.
Η Αργυρία στάθηκε αντίκρυ τους, έβγαλε το φίμωτρο από το στόμα της Βεατρίκης, της έλυσε τα χέρια, και την άφησε να έρθει τρέχοντας προς το μέρος τους.
«Είσαι ασφαλής τώρα,» της είπε ο Τέρι, όταν εκείνη ήταν πλάι του.
«Σ’ευχαριστώ, όποιος κι αν είσαι.» Δεν τον αναγνώριζε. Και φαινόταν να αντιμετωπίζει την όλη κατάσταση πολύ ψύχραιμα και συγκροτημένα. Ο Άρχοντας Ρολάνδος, αναμφίβολα, είχε διδάξει καλά τη μοναχοκόρη του.
«Μ’έχεις ξαναδεί, υπό άλλες συνθήκες, αλλά δε με θυμάσαι μάλλον,» της είπε ο Τέρι. «Τώρα είμαι ο Πολιτομαχητής της Ερρίθιας· κάποτε, ήμουν ταγματάρχης στον Παντοκρατορικό Στρατό. Τέρι Κάρμεθ ονομάζομαι.» Καθώς μιλούσε στη Βεατρίκη, έβλεπε την Αργυρία και τους στρατιώτες της να συνεχίζουν την πορεία τους δυτικά, έχοντας επιταχύνει το βηματισμό τους και κρατώντας τα όπλα τους σ’ετοιμότητα. Φοβόνταν ότι ίσως ο Τέρι να τους επιτιθόταν. Εκείνος, όμως, δεν είχε κανέναν τέτοιο σκοπό. Αρκετοί δεν είχαν πεθάνει, τελευταία;
«Πάμε,» είπε στη Βεατρίκη και τους υπόλοιπους. «Πάμε πίσω στην Καλνάθρια.»
*
Ο Γεράρδος περίμενε μέσα στο κοκάλινο κλουβί, αλλά ο πρασινόδερμος αρχηγός των εξωδιαστασιακών δεν ερχόταν για να του μιλήσει. Γιατί; Φοβόταν;
Στο όνειρό μου είχε πει: «Τι θέλεις εδώ; Ποιος είσαι; Δαίμονας;» Και: «Θες να μ’εξαπατήσεις! Το ξέρω! Γι’αυτό δεν έχεις φέρει και τη δαιμόνισσά σου εδώ; Θα μου την προσφέρεις σαν αντάλλαγμα άμα κάνω το θέλημά σου; Για τόσο τρελό μ’έχεις;»
Ναι, είναι πολύ πιθανό να με φοβάται… και εμένα και τη Μάρθα.
Ελπίζω να μην την πειράξουν.
Ο Γεράρδος άρχισε να πιστεύει ότι ίσως, τελικά, να ήταν κακή ιδέα που τους είχε αφήσει να τον κλειδώσουν εδώ. Δε μπορούσε ν’ακολουθήσει τα μονοπάτια για να βγει από ένα κοκάλινο κλουβί· το σώμα του δεν χωρούσε ανάμεσα από τα κάγκελα.
Πώς να προσελκύσω τον αρχηγό τους;
Δεν έβρισκε απάντηση, και δεν ήθελε να κάνει τίποτα βιαστικό που θα έβαζε σε κίνδυνο και εκείνον αλλά και τη Μάρθα. Για τη Μάρθα, βασικά, ανησυχούσε περισσότερο, διότι ήξερε πως ο ίδιος μπορούσε εύκολα να δραπετεύσει όταν άνοιγαν το κελί του· εκείνη, όμως, δεν είχε παρόμοιες δυνάμεις.
Οι φρουροί του άλλαξαν καθώς είχε έρθει το απόγευμα και οι σκιές είχαν πυκνώσει. Και μετά, άλλαξαν πάλι όταν ήρθε το απόβραδο και τα δύο φεγγάρια της Χάρνταβελ – ο Αργυρός Θείος Οφθαλμός και ο Κακός Οφθαλμός – κρέμονταν στον ουρανό, ανάμεσα σε μαύρα σύννεφα. Μία φορά τού έφεραν να πιει νερό από μια μεγάλη πέτρινη κούπα· φαγητό, όμως, κανένας δεν του έφερε. Όταν ήθελε να κατουρήσει, σηκώθηκε (όσο του επέτρεπε το ύψος του κλουβιού του) και κατούρησε έξω απ’τα κάγκελα. Οι φρουροί από την άλλη μεριά δεν έδωσαν σημασία· το θεωρούσαν, προφανώς, κάτι το φυσιολογικό.
Υπομονή, είπε ο Γεράρδος στον εαυτό του. Υπομονή. Το πρωί, θα με βγάλει από δω για να μου μιλήσει. Δε μπορεί να μ’αγνοήσει ύστερα από κείνο το όνειρο. Το ξέρω πως το θυμάται όπως το θυμάμαι κι εγώ· το είδα στα μάτια του–
Αναπάντεχες φωνές έσχισαν τη σχετική ησυχία της νύχτας. Κραυγές πόνου, και ένα, δύο, τρία αλυχτήματα που αποκλείεται να είχαν βγει από το στόμα κάποιου ζώου, συμπέρανε ο Γεράρδος.
Το Εσώτερο Θηρίο ήταν κοντά, εξαγριωμένο.
Ο Αντέλμος. Επέστρεψε. Για μένα, δίχως αμφιβολία.
Κανένας από τους δύο φρουρούς μπροστά στο κελί του Γεράρδου δεν τον κοίταζε τώρα· κι οι δυο τους ατένιζαν προς τη μεριά από την οποία ακούγονταν οι φωνές, και κρατούσαν τα δόρατά τους σε ετοιμότητα.
Ο Γεράρδος αισθανόταν, ξαφνικά, μόνος. Αποκομμένος από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Πιο κοντά στη Χάρνταβελ… Έκλεισε τα μάτια, ξέροντας πως αυτό ακριβώς ήταν που έπρεπε να κάνει… Έκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε στην αγκαλιά του Θεού…
Η Χάρνταβελ τον τύλιξε.
Και τώρα θα μπορούσε να είναι παντού. Δεν ήταν παρά θέμα επιλογής. Το εδώ και το εκεί δεν υπήρχαν· όλες οι έννοιες του χώρου ήταν αφηρημένες. Η πιο αλλόκοτη, η πιο ασύλληπτη γεωμετρία απ’όλες.
Ο Γεράρδος άνοιξε τα βλέφαρά του.
Βρισκόταν πίσω από μια σκηνή, γονατισμένος μέσα στις σκιές. Αντίκρυ του μπορούσε να δει ένα άδειο κοκάλινο κλουβί, και δύο φρουρούς που δεν φρουρούσαν τίποτα πλέον.
Ο εχθρός του ήταν εδώ, και ο Γεράρδος έπρεπε να τον αντιμετωπίσει.
«Θα πρέπει να σας ζητήσω να με συγχωρέσετε,» είπε ο Άρχοντας Ρολάνδος, καθισμένος στην κορυφή του τραπεζιού της μεγάλης αίθουσας του παλατιού του. «Ό,τι έκανα δεν το έκανα με τη θέλησή μου, σας διαβεβαιώνω. Το έκανα με βαριά καρδιά, με ντροπή, και μόνο για να μην πάθει κακό η κόρη μου. Πιστεύω ότι κάθε πατέρας το ίδιο θα ήταν αναγκασμένος να κάνει.»
Η σύζυγός του, η Ασπασία (μια Απολλώνια γυναίκα, που ο Τέρι δεν ήξερε πώς είχε καταλήξει εδώ, ούτε γιατί) καθόταν στα δεξιά του Ρολάνδου, ντυμένη μ’ένα φαρδύ πτυχωτό φόρεμα που φούσκωνε στους ώμους. Είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ και μακριά, ξανθά, σγουρά μαλλιά, συγκρατημένα πίσω με μια κοκάλινη χτένα.
Γύρω από το τραπέζι, εκτός από τον Άρχοντα της Καλνάθριας και τη σύζυγό του, κάθονταν ο Τέρι, ο Έδουος, η Ιωάννα, και η Μαύρη Φωτιά. Μπροστά τους υπήρχαν πιατέλες ξεχειλισμένες από διάφορα μυρωδάτα φαγητά και καράφες με ποτά. Ο Ρολάνδος προσπαθούσε να φανεί γενναιόδωρος και ευγνώμων.
«Καταλαβαίνουμε, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Καταλαβαίνουμε.» Και αναρωτήθηκε αν εκείνος θα έκανε το ίδιο για τη δική του κόρη… Το πρόβλημα ήταν πως η Μαύρη Φωτιά ήταν κόρη του μόνο βιολογικά· ο Τέρι δεν νόμιζε ότι η ενέργεια που φόρτιζε το σώμα της θα μπορούσε να θεωρηθεί παιδί του. Κι επιπλέον, η Μαύρη Φωτιά αποκλείεται ποτέ να κατέληγε αιχμάλωτη· απλώς θα πέταγε και θα έφευγε. Ο Τέρι τη λοξοκοίταξε καθώς έπινε μια γουλιά από το κρασί στην κούπα του· η κόρη του ούτε έτρωγε ούτε έπινε τίποτα.
Ο Ρολάνδος είπε στον Έδουο: «Μεγάλε Πατέρα, ό,τι μου ζητήσετε θα το πράξω για να λάβω τη συγχώρεση του Θεού.»
«Όταν ο Θεός μού αποκαλύψει κάτι για εσάς, θα το μάθετε, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο ιερέας.
«Για την ώρα, όμως, θα θέλαμε απλώς να μας πείτε τι συμβαίνει στις περιοχές σας,» ζήτησε ο Τέρι. «Αυτός είναι κι ο λόγος που ήρθαμε, εξάλλου.»
«Ασφαλώς, Πολιτομαχητή. Αναφέρεστε στους επιδρομείς, υποθέτω…»
«Ναι.»
«Εμφανίστηκαν πριν από… περίπου, καμια εικοσαριά ημέρες – τουλάχιστον – αν η πληροφόρησή μου είναι σωστή. Βγήκαν από μια σπηλιά, αρχικά. Μια σπηλιά στα Βιγδάνια Όρη, δυτικά από εδώ. Χτύπησαν πρώτα τις περιοχές του μικρού Αρχοντάτου της Νιμίλκας, και μετά ήρθαν προς τα μέρη μου. Πολλοί απ’αυτούς έχουν δέρμα πράσινο – πράγμα που όλοι συμφωνούν ότι είναι ανήκουστο. Υπάρχουν άλλοι άνθρωποι με πράσινο δέρμα;»
«Υπάρχουν, Άρχοντά μου, αλλά είναι, γενικά, σπάνιος δερματικός χρωματισμός.»
«Τέλος πάντων. Έχουν δέρμα πράσινο και τραβάνε μαζί τους κάτι πελώρια πλάσματα σαν σκυλιά, που το πετσί τους θυμίζει πέτρα – κι έχει και τις ίδιες περίπου ιδιότητες, απ’ό,τι μου έχουν πει. Είναι πολύ δύσκολο να τραυματίσεις αυτά τα ζώα, και είναι και πολύ δυνατά. Επίσης, έχω μάθει ότι οι ξένοι, πολλές φορές, τα καβαλάνε, όπως εμείς καβαλάμε τα άλογα!»
«Μάλιστα…» είπε ο Τέρι. «Και πού βρίσκονται τώρα, Άρχοντα μου; Γνωρίζετε;»
«Στην αρχή, καθώς είπα, χτύπησαν το Αρχοντάτο της Νιμίλκας. Μετά, μπήκαν στο Αρχοντάτο της Νασελκάβριας, και στο δικό μου Αρχοντάτο επίσης. Έκαναν πέρα-δώθε ανάμεσα στα σύνορά μας. Οι περιοχές στα νοτιοδυτικά έχουν γίνει πολύ επικίνδυνες. Απ’όπου περνάνε οι ξένοι κατακαίνε τον τόπο, σκοτώνουν, και λεηλατούν.»
«Η σπηλιά απ’την οποία ήρθαν ξέρετε πού είναι ακριβώς;»
«Ναι. Ένας κυνηγός από τη Νιμίλκα την εντόπισε και χαρτογράφησε το μέρος.»
«Οι ξένοι έχουν κάποιον καταυλισμό εκεί;»
«Απ’ό,τι ξέρω, όχι. Στην αρχή μόνο νομίζω ότι έμεναν στη σπηλιά· τώρα, απλά περιφέρονται και καταστρέφουν. Ο Μεγάλος Πατέρας Φρειδερίκος πήγε στη σπηλιά μαζί με μερικούς Ιερούς Φρουρούς, μου είπαν· αλλά κανένας τους δεν επέστρεψε.»
Ο Έδουος ρώτησε: «Αυτό το περιστατικό πότε συνέβη, Άρχοντά μου;»
«Στην αρχή, Μεγάλε Πατέρα, όταν οι ξένοι έμεναν ακόμα στη σπηλιά τους και έκαναν επιδρομές από εκεί.»
Ο Τέρι είπε: «Τώρα πού βρίσκονται;»
«Τώρα είναι σε πιο βόρειες περιοχές, αν και εξακολουθούν να κινούνται, κυρίως, στα σύνορα του Αρχοντάτου μου και του Αρχοντάτου της Νασελκάβριας.»
«Ο Μεγάλος Πατέρας Αντέλμος πού είναι, Άρχοντά μου;» θέλησε να μάθει ο Έδουος.
«Δεν γνωρίζω, Μεγάλε Πατέρα· πάντως, έχω ακούσει ότι έχει ορκιστεί να διώξει τους ξένους από τα μέρη μας, ακόμα κι αν χρειαστεί να τους σκοτώσει όλους.»
Ο Έδουος ένευσε σαν να περίμενε μια τέτοια απάντηση.
«Καλώς,» είπε ο Τέρι. «Θα μας δώσετε έναν χάρτη των περιοχών σας, Άρχοντα μου, και αύριο θα ξεκινήσουμε για τα δυτικά.»
«Σκοπεύετε να συγκρουστείτε με τους ξένους, Πολιτομαχητή; Πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι είναι πολλοί – χιλιάδες, αν δεν είμαι παραπληροφορημένος. Οι πολεμιστές σας δεν επαρκούν–»
«Το γνωρίζω,» τον διέκοψε ο Τέρι προτού συνεχίσει. «Αλλά ο σκοπός μου δεν είναι να τους πολεμήσω· είναι να συνεννοηθώ μαζί τους.»
Ο Ρολάνδος ύψωσε τα φρύδια του. «Να συνεννοηθείτε; Μα, ούτε καν τη Συμπαντική δεν μιλούν!»
«Μ’εμένα θα μιλήσουν, Άρχοντά μου. Μιλάω εγώ τη δική τους γλώσσα. Κι επιπλέον, έχω μία πολύ καλή διερμηνέα μαζί μου.»
*
Η Μάρθα είχε αποκοιμηθεί. Δεν το ήθελε: απλά, την είχε πάρει ο ύπνος. Ήταν ξεθεωμένη απ’όλη την ημέρα, κι αυτοί οι πούστηδες εδώ πέρα δεν της είχαν δώσει ούτε ένα πιάτο φαγητό της προκοπής. Ή μάλλον, της είχαν δώσει αλλά εκείνη είχε αρνηθεί να φάει. Σιγά μην άφηνε κάποια απ’αυτές τις τσούλες να την ταΐσει. Άμα ήθελαν να φάει, ας την έλυναν πρώτα! Τα χέρια της είχαν πιαστεί, τόσες ώρες δεμένα πίσω της. Μονάχα νερό είχε δεχτεί να πιει, παρότι μια απ’αυτές τις πόρνες ήταν που της κρατούσε την πήλινη κούπα, γιατί αλλιώς θα είχε κορυζιάσει.
Έπειτα, οι ώρες είχαν περάσει η μία κατόπιν της άλλης, και στο τέλος την είχε πάρει ο ύπνος επάνω σε κάτι μαξιλάρια. Όταν ξύπνησε βρήκε ένα πέπλο να τη σκεπάζει· κάποια απ’τις πόρνες πρέπει να το είχε ρίξει επάνω της όσο εκείνη κοιμόταν. Και… τι ήταν, τώρα, αυτή η φασαρία;
Συνοφρυώθηκε καθώς έπαιρνε καθιστή θέση. Οι άλλες έμοιαζαν επίσης να αφουγκράζονται. Καμια τους δεν κινιόταν. Οι όψεις τους φανέρωναν κάποιο φόβο.
Μάχη, σκέφτηκε η Μάρθα. Κάποιοι μάχονται μέσα στον καταυλισμό. Προσπάθησε να φορέσει καλά το πέπλο που της είχαν ρίξει. «Ε!» τους φώναξε. «Βοηθήστε με εδώ λίγο! Βοηθήστε με, ρε! Σηκωθείτε!» Μια απ’τις γυναίκες φάνηκε να κατάλαβε τι ήθελε η Μάρθα και, πλησιάζοντάς την με κάποια επιφύλαξη, έπιασε το πέπλο και το τύλιξε γύρω της, δένοντας τα κορδόνια του με περίτεχνους κόμπους. Τα χέρια της δεν της τα έλυσε, φυσικά.
Η Μάρθα, που είχε τώρα σηκωθεί όρθια, πήγε προς την έξοδο της σκηνής. Η γυναίκα που την είχε ντύσει προσπάθησε να την εμποδίσει, αλλά εκείνη την παραμέρισε με τον ώμο της. Ζύγωσε την κουρτίνα και έβγαλε έξω το κεφάλι της. Είδε σκιές να τρέχουν μέσα στον καταυλισμό. Ήταν νύχτα, και το μέρος φωτιζόταν από κάτι κρυστάλλους επάνω σε παλούκια, όπως αυτούς που είχε ο λαός της Νίρμικιτ.
Οι φρουροί της σκηνής των πουτάνων πρόσεξαν τη Μάρθα και της μίλησαν απότομα, λέγοντας πράγματα που εκείνη, φυσικά, δεν κατάλαβε. Τους αγνόησε. Αλλά αυτοί δεν την αγνόησαν. Ο ένας τους την έπιασε απ’τα μαλλιά και την έσπρωξε μέσα στη σκηνή – ενώ η Μάρθα τον έβριζε και καταριόταν – σωριάζοντας την κάτω.
*
Ο Γεράρδος γλιστρούσε γύρω από το φως των φωτοκρυστάλλων του καταυλισμού, μέσα σε σήραγγες από σκοτάδι, πίσω από γωνιές αδύνατο να περιγραφούν. Οι εξωδιαστασιακοί δεν τον έβλεπαν αλλά εκείνος τούς έβλεπε καθώς έτρεχαν από δω κι από κει κυνηγώντας κάποιον.
Κάποιον που ο Γεράρδος ήξερε ποιος ήταν προτού τον δει.
Ο Αντέλμος.
Τα τραύματά του έμοιαζαν να έχουν ήδη θεραπευτεί, και τιναζόταν ευκίνητα ανάμεσα στις σκηνές και στους εξωδιαστασιακούς, χτυπώντας τους με τα τσεκούρια του, διαλύοντας κρανία, τσακίζοντας ράχες, κόβοντας χέρια και πόδια, χύνοντας εντόσθια στη γη. Και μετά έτρεχε πάλι για να χαθεί μες στον μεγάλο καταυλισμό.
Εμένα ψάχνει, σκέφτηκε ο Γεράρδος. Το Εσώτερο Θηρίο του τον οδηγεί για να με σκοτώσει. Μπορούσε να διακρίνει την επιρροή του Μαύρου Σύννεφου επάνω στον Αντέλμο σαν ένα μελανό πέπλο που τον κουκούλωνε ολόκληρο και παλλόταν όπως ένας ζωντανός οργανισμός. Και μόνο η δαιμονική όψη του προκαλούσε αποστροφή στον Γεράρδο.
Πλησίασε έναν νεκρό πολεμιστή, γλιστρώντας έξω από τα μονοπάτια, και πήρε το σπαθί από τη ζώνη του και την καραμπίνα από τα παράλυτα χέρια του. Και τα δυο όπλα ήταν άγνωστης τεχνοτροπίας για τον Γεράρδο. Θύμιζαν αυτά του λαού της Νίρμικιτ αλλά δεν ήταν ίδια. Ήταν, ίσως, πιο… άκομψα καμωμένα.
Ο Γεράρδος, πάντως, δεν είχε πρόβλημα να καταλάβει πώς όπλιζε η καραμπίνα, ούτε από πού έμπαιναν οι σφαίρες – και υπήρχε ένα σακουλάκι γεμάτο με τέτοιες στη ζώνη του νεκρού, το οποίο φυσικά και πήρε επίσης μαζί του.
Βάδισε ξανά στα μονοπάτια, ακολούθησε τους θορύβους της μάχης, και σταμάτησε μες στο σκοτάδι, σε σημείο απ’όπου μπορούσε να δει τον Αντέλμο να σκοτώνει εξωδιαστασιακούς. Τα δύο τσεκούρια του ήταν μια αιματηρή στροβιλιζόμενη λαίλαπα γύρω του.
Ο Γεράρδος ύψωσε την καραμπίνα του και τον σημάδεψε.
Ο Αντέλμος τον κατάλαβε: το Εσώτερο Θηρίο του, αναμφίβολα, τον είχε προειδοποιήσει. Στράφηκε, καθώς απέκρουε το δόρυ ενός εξωδιαστασιακού, και αντίκρισε τον Γεράρδο. Τα γαλανά μάτια του τον έβλεπαν παρότι εκείνος ήταν κρυμμένος στο σκοτάδι.
Ο Γεράρδος, τότε, πάτησε τη σκανδάλη – και αστόχησε το πόδι του Αντέλμου, καθώς εκείνος κινήθηκε σαν τον άνεμο, τσακίζοντας συγχρόνως το κεφάλι ενός γαλανόδερμου πολεμιστή κάτω από ένα τσεκούρι του. Σαν λυσσασμένος λύκος τινάχτηκε προς τον Γεράρδο, αλυχτώντας, κραδαίνοντας τα όπλα του, με τρομερή ταχύτητα, αφύσικη για άνθρωπο αλλά και για αγρίμι του Κεντροδάσους.
Ο Γεράρδος πυροβόλησε ξανά: και τώρα η σφαίρα χτύπησε τον Αντέλμο στην κνήμη και τον έκανε να χάσει λίγη απ’την ορμή του. Όταν ο ιερέας ανέμισε τα τσεκούρια του προς τον Γεράρδο, αυτός δεν ήταν πια εκεί. Είχε γλιστρήσει γύρω από μια εξωφρενική καμπύλωση του χώρου, περνώντας από ένα μέρος όπου δεν υπήρχε ούτε φως ούτε σκοτάδι, και πάραυτα βρέθηκε στα νώτα του Αντέλμου – πέταξε την καραμπίνα του, πήδησε, και πιάστηκε πάνω στη δαιμονική σκιά που τύλιγε τον ιερέα.
Την τράβηξε, βίαια. Γρυλίζοντας. Τρίζοντας τα δόντια.
Ο Αντέλμος ούρλιαξε όπως και την προηγούμενη φορά. Άφησε τα τσεκούρια του να πέσουν κι έφερε πίσω τα δυνατά του χέρια, αρπάζοντας τα μαλλιά του Γεράρδου και τον έναν ώμο του. Εκείνος συνέχισε να κρατιέται.
Οι εξωδιαστασιακοί τριγύρω δεν κινούνταν· στέκονταν και κοίταζαν, σαν αποχαυνωμένοι. Ο Γεράρδος τούς έβγαλε τελείως απ’το νου του· έμπηξε τα δάχτυλά του βαθιά μέσα στη σκιά που τύλιγε τον Αντέλμο, τραβώντας την πίσω, να την απομακρύνει από τον ιερέα. Από πάνω του νόμιζε πως μπορούσε ν’ακούσει οργισμένα μουγκρητά, νόμιζε πως ο ουρανός άστραφτε και βροντούσε, είχε την τρομαχτική αίσθηση ότι κάτι θα έπεφτε στη ράχη του και θα έκανε το σώμα του κομμάτια. Το Μαύρο Σύννεφο προσπαθούσε να τον αποτινάξει από τον Αντέλμο. Αλλά ο Γεράρδος ήταν αποφασισμένος εκείνος να αποτινάξει την επιρροή του Μαύρου Σύννεφου.
Άκουσε τη σκιά να σκίζεται λες κι ήταν ύφασμα. Την είδε να τεντώνεται αφύσικα γύρω από τον ιερέα. Ο Αντέλμος ούρλιαζε και έκανε πέρα-δώθε· ο Γεράρδος δεν έφευγε από πάνω του. Τραβούσε δυνατότερα. Το Εσώτερο Θηρίο έσκουζε από πόνο. Η αντίσταση μειωνόταν. Οι ήχοι σαν από κάτι που σκίζεται είχαν ενταθεί.
Ο Γεράρδος τινάχτηκε πίσω, στη γη, καθώς η σκιά ξεκολλούσε απ’τον ιερέα. Ο Αντέλμος βρέθηκε επίσης κάτω, αγκομαχώντας, διπλωμένος, μουγκρίζοντας.
Ο Γεράρδος ξεροκατάπιε, ανασηκώθηκε στο ένα γόνατο – και είδε μια ανθρωπόμορφη σκοτεινή φιγούρα να έρχεται καταπάνω του, συρίζοντας αλλόκοτα, κάνοντάς τον να νομίζει πως ένα αόρατο κεντρί διαπερνούσε το κρανίο του απ’τη μια άκρη ώς την άλλη. Τα χέρια του Γεράρδου τώρα ήταν φωτιές. Τα ύψωσε καθώς πεταγόταν επάνω και χτύπησε τη σκοτεινή μορφή, η οποία, ουρλιάζοντας, διαλύθηκε σε μυριάδες θραύσματα όπως το γυαλί που σπάει και σκορπίζεται στον δυνατό άνεμο.
Το Μαύρο Σύννεφο είχε χάσει ακόμα έναν υπηρέτη.
*
Οι εξωδιαστασιακοί στέκονταν γύρω του και τον κοίταζαν, σαστισμένοι, με όπλα στα χέρια αλλά όχι υψωμένα. Ο πρασινόδερμος αρχηγός τους ήταν ανάμεσά τους, και, σηκώνοντας το χέρι του, έδωσε μια διαταγή. Πολεμιστές ήρθαν προς τον Γεράρδο, βαστώντας δόρατα και σπαθιά.
Εκείνος δεν είχε πρόθεση να ξανακλειστεί σε κοκάλινο κλουβί. Ακολούθησε τα μονοπάτια και βρέθηκε πίσω τους. Άκουσε πολλούς να αναφωνούν. Ο αρχηγός γκάριζε, εξαγριωμένος. Κι άλλοι πολεμιστές ήρθαν προς τον Γεράρδο, προσπαθώντας να τον παγιδέψουν· αλλά τους ήταν αδύνατο, καθώς εκείνος εμφανιζόταν μια εδώ μια εκεί, μπαινοβγαίνοντας στα μονοπάτια. Ήταν πολύ εύκολα γι’αυτόν· και, κάποια στιγμή, όταν είδε πως δε σκόπευαν να το βάλουν κάτω, χτύπησε έναν στο κεφάλι με τη λαβή του σπαθιού του και, μετά, κλότσησε έναν άλλο στην κοιλιά. Κανένας δεν προλάβαινε να χτυπήσει τον Γεράρδο, έτσι όπως κινιόταν σε μέρη που τα μάτια τους δεν μπορούσαν να δουν.
Ο πρασινόδερμος αρχηγός φώναξε δυνατά, και οι πολεμιστές του έπαψαν να προσπαθούν να πιάσουν τον Γεράρδο. Απομακρύνθηκαν από αυτόν, και τώρα όλοι τους τον ατένιζαν με δέος. Ο Γεράρδος νόμιζε ότι στις όψεις τους έβλεπε εκείνο που έβλεπε και στις όψεις όσων Χαρνταβέλιων γνώριζαν πως ήταν ιερέας, ή όσων το είχαν, κάπως, χωρίς σκέψη, αντιληφτεί.
Ο πρασινόδερμος αρχηγός έκανε μερικά βήματα, για να σταθεί μπροστά από τους υπόλοιπους, ευθυτενής αντίκρυ στον Γεράρδο. Μετά, τράβηξε απότομα το μεγάλο σπαθί απ’τη ζώνη του, κράτησε το μανίκι του όπλου με τα δύο χέρια ενώ είχε τη λεπίδα στραμμένη στη γη, και έκανε μια παράξενη υπόκλιση λυγίζοντας τα γόνατα και κλίνοντας το κεφάλι χωρίς να κάμψει τη μέση.
Όλοι οι εξωδιαστασιακοί τριγύρω αναφώνησαν. Η κίνηση αυτή του αρχηγού τους πρέπει να φανέρωνε σεβασμό, υπέθεσε ο Γεράρδος, κι έκλινε κι εκείνος το κεφάλι του προς το μέρος του πρασινόδερμου άντρα.
Ο αρχηγός τον ατένισε κατάματα, αμίλητος.
Και τότε, μια γυναίκα ήρθε πλάι στον πρασινόδερμο πολεμιστή. Μια καμπουριασμένη γριά, πρασινόδερμη κι εκείνη και με μαλλιά μακριά και λευκά, που γυάλιζαν σαν ασήμι στο φως των κρυστάλλων. Το πρόσωπό της ήταν ρυτιδωμένο και τρομαχτικό, και το δεξί της μάτι τυφλό – μια άσπρη σφαίρα, χωρίς κόρη. Κοίταξε τον Γεράρδο με περιέργεια, και μετά μίλησε στον πρασινόδερμο αρχηγό. Εκείνος ένευσε, σιωπηλός.
Ύστερα, έκανε νόημα στον Γεράρδο να έρθει μαζί του.
Ο Γεράρδος τού έγνεψε να περιμένει, και στράφηκε στον Αντέλμο, που ήταν ακόμα κουλουριασμένος στη γη. Γονάτισε δίπλα του και άγγιξε τον ώμο του.
«Αντέλμε,» είπε. «Πρέπει να μιλήσουμε.»
*
Ο πρασινόδερμος αρχηγός πείστηκε – με χειρονομίες και νεύματα – να παραχωρήσει μια σκηνή στον Γεράρδο για να ξεκουραστεί και να μεταφέρει εκεί τον Αντέλμο, ο οποίος χρειαζόταν ανάπαυση περισσότερο από εκείνον, τώρα που το Εσώτερο Θηρίο είχε φύγει από μέσα του – η εμπειρία ήταν, όπως πάντα, τραυματική. Επίσης, ο Γεράρδος προσπάθησε να κάνει τον αρχηγό να καταλάβει ότι ήθελε να μάθει πού ήταν η Μάρθα. Εκείνος τον κοίταζε για κάποια ώρα παραξενεμένος, μετά η γριά τού μίλησε, και τότε φάνηκε να καταλαβαίνει. Έκανε νόημα σ’έναν πολεμιστή να πλησιάσει, και του έδωσε μερικές διαταγές. Ο πολεμιστής έγνεψε στον Γεράρδο να τον ακολουθήσει, κι ο Γεράρδος τον ακολούθησε.
Έφτασαν μπροστά σε μια σκηνή που τη φυλούσαν δύο μεγαλόσωμοι φρουροί. Από τη ζώνη του ενός κρεμόταν ένα τυλιγμένο μαστίγιο. Ο συνοδός του Γεράρδου τούς μίλησε, και ο μαστιγοφόρος παραμέρισε την κουρτίνα κι άφησε τον Γεράρδο να περάσει.
Στο εσωτερικό της σκηνής βρίσκονταν εφτά γυναίκες, και η μία απ’αυτές ήταν η Μάρθα. Η οποία, αμέσως, πετάχτηκε όρθια.
«Γεράρδε;»
Ήταν ντυμένη μ’ένα ημιδιάφανο πέπλο, και γυμνή κατά τα άλλα. Τα χέρια της ήταν δεμένα πίσω απ’την πλάτη της.
Ο Γεράρδος την πλησίασε. «Σε πείραξαν;»
«Εκτός απ’τ’ότι αυτή η καριόλα παραλίγο να με φάει, όχι, δε με πείραξαν.» Κοίταξε μια μαυρόδερμη γυναίκα καθώς μιλούσε: μια γυναίκα που το σώμα της ήταν γεμάτο πληγές – από μαστιγώματα, μάλλον.
«Δε μου φαίνεται νάναι σε κατάσταση να….»
«Τώρα δεν είναι. Τότε ήταν.»
«Ο φρουρός τη μαστίγωσε;»
«Ναι. Έκανε να πλησιάσει κι εμένα, ο γαμιόλης, αλλά μετά γύρισε κι έφυγε. Δεν ξέρω γιατί.»
«Μας φοβούνται,» της είπε ο Γεράρδος. «Ο αρχηγός τους, σίγουρα, μας θυμάται από εκείνο το όνειρο. Πρέπει να τους έχει πει ότι είμαστε δαίμονες, ή θεοί, ή μάγοι – δεν ξέρω τι ακριβώς.»
«Και γιατί δεν ήρθες τόση ώρα να με βγάλεις από δω;» Έμοιαζε έτοιμη να τσακωθεί. «Ούτε τα χέρια μου δε μου έλυσαν, οι πούστηδες!»
Ο Γεράρδος πήγε πίσω της για να λύσει τα σχοινιά απ’τους καρπούς τους· και, καθώς τα έλυνε, είπε: «Ήμουν κλειδωμένος σ’ένα κοκάλινο κλουβί. Μετά, ο Αντέλμος ήρθε στον καταυλισμό κι άρχισε να σκοτώνει, ψάχνοντας για εμένα. Άκουσα τη φασαρία και… δεν ήμουν πια στο κλουβί.»
Η Μάρθα, με τα χέρια της λυτά τώρα, τρίβοντας τους μελανιασμένους καρπούς της και νιώθοντας τους ώμους και τους αγκώνες της να πονάνε, στράφηκε να τον αντικρίσει, ρωτώντας: «Τι θα πει ‘δεν ήσουν πια εκεί’;»
«Εξαφανίστηκα και εμφανίστηκα παραδίπλα. Μη ρωτάς πώς έγινε. Έγινε. Οι φρουροί δεν με κοιτούσαν, έκλεισα τα μάτια μου, και… θα μπορούσα να είμαι παντού.»
«Θα με τρελάνεις… Τι έγινε μετά;»
«Συνάντησα τον Αντέλμο και ξερίζωσα το Εσώτερο Θηρίο από μέσα του, ενώ οι εξωδιαστασιακοί στέκονταν και με κοιτούσαν. Ύστερα ο αρχηγός τους πρόσταξε να με πιάσουν. Χρησιμοποίησα τα μονοπάτια και τους… εντυπωσίασα, υποθέτω. Ο αρχηγός τούς είπε να σταματήσουν, και έκανε μπροστά μου μια περίεργη υπόκλιση κρατώντας ανάστροφα το σπαθί του. Από τότε, νομίζω ότι… έχουμε μια καλή συνεννόηση.»
Η Μάρθα ύψωσε ένα φρύδι. «Συνεννόηση;»
«Με βλέπουν σα να είμαι κάτι το ιδιαίτερο. Μου έδωσαν μια σκηνή για να ξεκουραστώ, κι έχω αφήσει τον Αντέλμο εκεί, για να συνέλθει. Έλα, πάμε.» Πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της.
«Δε μου φέρνεις κάτι να ντυθώ, πρώτα;»
Ο Γεράρδος στράφηκε στον συνοδό του, που τον περίμενε στην έξοδο της σκηνής. Του έκανε νόημα ότι η Μάρθα χρειαζόταν κάτι για να ντυθεί. Εκείνος, τελικά, κατάλαβε και μίλησε στις άλλες γυναίκες που ήταν εδώ, οι οποίες έτρεξαν αμέσως να προσφέρουν ρούχα στη Μάρθα.
«Δε μ’αρέσουν αυτές οι μαλακίες,» είπε εκείνη κρατώντας τα στα χέρια της και κοιτάζοντάς τα, «αλλά τ’άλλα μου τα ρούχα τα έσκισαν, οι μαλάκες.» Χωρίς περισσότερα λόγια, ντύθηκε. Βιαστικά.
Ο Γεράρδος την ατένιζε υπομειδιώντας.
«Τι γελάς, παλιοκαριόλη;»
«Θυμίζεις χορεύτρια από τη Σάρντλι, ή από τη Φεηνάρκια, μ’αυτή την αμφίεση.»
«Άντε. Γαμήσου.
»Και τι είν’εδώ, τέλος πάντων, έχεις καταλάβει; Μπουρδέλο είναι;»
«Κάτι τέτοιο, υποθέτω.»
«Αυτή η μαύρη, πάντως, είναι από τους υπανθρώπους που έλεγε ο Βασιληάς Κάλροοθ.»
«Πώς το ξέρεις;»
«Μας είπε ότι οι υπάνθρωποι είναι μαύροι. Κι επιπλέον, έχεις δει κανέναν άλλο μαύρο εδώ πέρα, ή ανάμεσα στο λαό της Νίρμικιτ;»
«Χμ… έχεις δίκιο,» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, κοιτάζοντας πάλι τη μαυρόδερμη, λευκομαλλούσα γυναίκα που ήταν γεμάτη πληγές.
«Πρέπει να τις μαζεύουν από κατακτήσεις τους αυτοί οι παλαβοί,» είπε η Μάρθα. «Τις φέρνουν εδώ και τις έχουν για τη γνωστή δουλειά.»
«Πιθανώς. Πάμε τώρα;»
Η Μάρθα κοίταξε τα γυμνά πόδια της. «Τα παπούτσια δεν είναι στη γκαρνταρόμπα τους, ήθελε νάξερα;»
«Τις μπότες σου τις κατέστρεψαν;»
Η Μάρθα έριξε μια ματιά ολόγυρα. Τις είδε σε μια γωνιά της σκηνής. Πήγε εκεί, τις πήρε στο χέρι, και πλησιάζοντας τον Γεράρδο τις φόρεσε.
Μετά, βγήκαν απ’τη σκηνή με τις γυναίκες και βάδισαν ώς τη σκηνή που ο πρασινόδερμος αρχηγός των εξωδιαστασιακών τούς είχε παραχωρήσει. Μέσα, τους περίμενε ο Αντέλμος. Ήταν επάνω στο τομάρι όπου τον είχε αφήσει ο Γεράρδος, αλλά όχι πια κουλουριασμένος, παρά ξαπλωμένος ανάσκελα· και, βλέποντάς τους να μπαίνουν, ανασηκώθηκε. Τα γαλανά του μάτια δεν ήταν, πλέον, γεμάτα από τη δαιμονική μάνητα του Εσώτερου Θηρίου, ούτε ήταν τα μάτια ενός ταραγμένου ανθρώπου, αλλά ενός ανθρώπου πλημμυρισμένου από περιέργεια να μάθει. Ενός ανθρώπου που κάτι καταπληκτικό τού είχε μόλις αποκαλυφθεί και ήθελε να το γνωρίσει περισσότερο.
«Γεράρδε…» είπε. «Τι συμβαίνει στη Χάρνταβελ, Αδελφέ; Τι συνέβαινε ανέκαθεν εδώ;»
Το νεύμα του Γεράρδου έλεγε: Κατάλαβες, λοιπόν. Κατάλαβες ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά στη διάστασή μας.
Ύστερα, κάθισε πλάι στον Αντέλμο και του μίλησε.
Ο Τέρι περίμενε ότι θα έβλεπε τους στρατιώτες της Υπολοχαγού Νιρνέκωφ, όταν έφευγε την επόμενη ημέρα από την Καλνάθρια. Θα τους έβλεπε να ταξιδεύουν δυτικά. Και δεν ήταν κάτι που απευχόταν. Ήλπιζε να τους δει· διότι, αν δεν τους έβλεπε, αυτό θα σήμαινε πως κάτι δεν πήγαινε καλά: πως, ίσως, η Αργυρία ετοίμαζε πάλι κάτι.
Ο Τέρι, όμως, δεν απασχόλησε πολύ τον εαυτό του, εκείνο το βράδυ, με τέτοιες σκέψεις. Κοιμήθηκε στο δωμάτιο που του είχε παραχωρήσει ο Άρχοντας Ρολάνδος και, το πρωί, όταν σηκώθηκε, πήγε να συναντήσει τους υπόλοιπους έξω από το παλάτι, γύρω από το μεγάλο φορτηγό τους.
Εκεί, ο Έδουος τού είπε ότι ονειρεύτηκε τον Γεράρδο. «Τον είδα μέσα σ’ένα κοκάλινο κλουβί.»
«Κοκάλινο κλουβί, Μεγάλε Πατέρα;» Ο Τέρι θυμόταν ότι οι κάτοικοι του Υπόγειου Κόσμου χρησιμοποιούσαν πολύ το κόκαλο.
«Ναι. Αλλά μου είπε να μην ανησυχώ γι’αυτόν, ούτε για τη Μάρθα, γιατί είναι κι οι δυο τους καλά· και μου ζήτησε να το μεταφέρω τούτο και σ’εσάς.»
Η Ιωάννα είπε: «Μπορεί απλά νάναι το υποσυνείδητό σου που σου μίλησε.»
Ο Έδουος τής έριξε ένα βλέμμα που υποδήλωνε ότι τα λόγια της ήταν απαράδεκτα. Η Μαύρη Δράκαινα ανασήκωσε τους ώμους χωρίς ν’αποκριθεί και ανέβηκε στο ψηλό φορτηγό.
«Σας είπε πού βρίσκεται, Μεγάλε Πατέρα;» ρώτησε ο Τέρι.
«Όχι. Αλλά μου είπε ότι σύντομα θα συναντηθούμε, και ότι έχει κοντά του έναν καινούργιο Αδελφό.»
«Ιερέα;»
«Προφανώς, Πολιτομαχητή.»
Ανέβηκαν στο φορτηγό, και οι πολεμιστές του Υπεράρχη έκλεισαν τις πόρτες. Ο οδηγός ξεκίνησε τη μηχανή και, ακολουθώντας τους μεγαλύτερους δρόμους της πόλης με προσοχή, έβγαλε το όχημα από τη βόρεια πύλη της Καλνάθριας και μετά έστριψε δυτικά.
Η Ιωάννα, έχοντας τα κιάλια της μαζί της, άνοιξε την καταπακτή και σκαρφάλωσε στην οροφή για να κατοπτεύει όσο θα ταξίδευαν. Ο Τέρι απλά κοίταζε από το μπροστινό παράθυρο. Το ίδιο κι ο Έδουος. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και η ατμόσφαιρα καθαρή· έβλεπες μακριά: ώς εκεί όπου η γη ανέβαινε και σου στεκόταν εμπόδιο, ή ώς εκεί όπου κατέβαινε τόσο απότομα ώστε να μη μπορείς να κοιτάξεις μες στο βαθούλωμα.
Ο Τέρι δεν άργησε να δει τους λευκοντυμένους πολεμιστές της Υπολοχαγού Νιρνέκωφ. Ταξίδευαν προς τα βορειοδυτικά, κι όταν αντιλήφτηκαν το φορτηγό, φάνηκαν να το δείχνουν, κι οι περισσότεροι ύψωσαν τα όπλα τους. Φοβούνται ότι ίσως να ερχόμαστε για να τους επιτεθούμε, σκέφτηκε ο Τέρι, που δεν είχε καμία τέτοια πρόθεση. Είπε στον οδηγό να αποφύγει τελείως τους Παντοκρατορικούς, να κάνει έναν μεγάλο κύκλο γύρω τους, ώστε να μην τους πανικοβάλλουν κι αρχίσουν να πυροβολούν ή πετάξουν καμια βόμβα.
Κατά τα άλλα, η ύπαιθρος έμοιαζε ήσυχη. Συνηθισμένη για τα δεδομένα της Χάρνταβελ. Μικρά χωριά, οικισμοί, αγροικίες. Χωράφια, λόφοι, μικρά δάση. Και ελεεινοί κατσικόδρομοι, όπου το φορτηγό με τίποτα δεν χωρούσε, αλλά αυτό δεν είχε και μεγάλη σημασία: περνούσε από τους αγρούς και τις ερημιές. Σε κάμποσα μέρη, υπήρχαν κτήματα που ήταν φανερά χέρσα, γεμάτα αγριόχορτα και χώμα που θύμιζε στάχτη – τα σημεία απ’τα οποία οι Ιπτάμενοι του Τέλους της Ζωής (όπως τους αποκαλούσε η κόρη του Τέρι) είχαν απορροφήσει τη ζωτική ενέργεια της Χάρνταβελ, καθώς προσπαθούσαν απελπισμένα να τραφούν από τη γειτονική διάσταση και οι προσπάθειές τους έγλειφαν τα διαστασιακά τοιχώματα προκαλώντας κοσμικές ανωμαλίες.
Εισβολές ο Τέρι δεν έτυχε να δει, πράγμα που τον καθησύχασε λιγάκι σχετικά με την κατάσταση της Χάρνταβελ. Αν είχαμε φτάσει στο απροχώρητο, τότε σίγουρα θα συναντούσες εισβολές παντού. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε χρόνο μέχρι την τελική καταστροφή. Ακόμα, όμως, και στο ίδιο του το μυαλό τούτες οι σκέψεις φάνταζαν κάπως ανόητες, διότι ήξερε ότι η κατάσταση ήταν όντως έκρυθμη.
Όταν πλησίασαν τα σύνορα του Αρχοντάτου της Καλνάθριας, αλλά προτού φτάσουν εκεί, αντίκρισαν χωριά κατεστραμμένα. Καμένα. Μέρη τα οποία είχαν χτυπήσει οι επιδρομείς. Τους ίδιους τους εξωδιαστασιακούς, όμως, ο Τέρι δεν τους έβλεπε πουθενά· ούτε είχε καμια ιδέα για τη θέση τους, μέχρι που η Ιωάννα – η οποία ακόμα βρισκόταν στην οροφή του φορτηγού – τον κάλεσε μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού της και του είπε ότι μπορούσε να διακρίνει φωτιές (από καταυλισμό, μάλλον) στα βόρεια, καθώς και ένα μέρος όπου ο ουρανός της Χάρνταβελ φαινόταν ν’αλλάζει κι ένας άλλος ουρανός να αποκαλύπτεται. Μια από τις εισβολές.
Ο Τέρι είπε στον οδηγό να κατευθυνθεί προς τα εκεί, και μετά από λίγο είδε κι εκείνος τον καπνό. Ναι, από καταυλισμό έμοιαζε να είναι, όπως είχε πει η Μαύρη Δράκαινα… Είχαν περάσει, συνολικά, περίπου δύο ώρες από τότε που είχαν ξεκινήσει από την Καλνάθρια, και ο Τέρι υπολόγιζε ότι είχαν διανύσει κάπου εξήντα, εξήντα-πέντε χιλιόμετρα κατοπτεύοντας. Δεν αργήσαμε να τους βρούμε, συμπέρανε, αν είναι όντως αυτοί που ψάχνουμε.
Το φορτηγό έστριψε γύρω από έναν απότομο λόφο και, μετά, αντίκρισαν τον μεγάλο καταυλισμό κοντά στην εισβολή.
Ναι, αυτοί είναι. Δε μπορεί να ήταν άλλοι. Σημαίες δεν κυμάτιζαν ανάμεσα στις σκηνές τους, και οι κάτοικοι του Υπόγειου Κόσμου δεν χρησιμοποιούσαν σημαίες.
Ο Τέρι είπε στον οδηγό να πλησιάσει με μειωμένη ταχύτητα, και να είναι έτοιμος να σταματήσει με τη διαταγή του. Μετά, ανοίγοντας τον πομπό του, ζήτησε από την Ιωάννα να κατεβεί από την οροφή του οχήματος για να μη θορυβήσει άσκοπα τους εξωδιαστασιακούς.
*
Ο καταυλισμός ήταν ανάστατος. Φωνές και κραυγές αντηχούσαν, σε μια άγνωστη γλώσσα.
Ο Γεράρδος, ξυπνώντας, βγήκε απ’τη σκηνή του και κοίταξε έξω, για να δει τους εξωδιαστασιακούς να τρέχουν από δω κι από κει, με τα όπλα τους στα χέρια.
«Τι γίνεται πάλι;» ρώτησε η Μάρθα, πίσω του.
«Δεν ξέρω, αλλά μου φαίνεται ότι ετοιμάζονται για μάχη· ότι, ίσως, κάποιος εχθρός πλησιάζει.» Στράφηκε να την κοιτάξει.
«Εχθρός;»
«Θα πάω να ρίξω μια ματιά. Μείνε εδώ.» Ο Γεράρδος, βαδίζοντας μέσα στη σκηνή, πήγε να βάλει τις μπότες σου. «Κι εσύ, Αδελφέ,» είπε στον Αντέλμο. «Θα επιστρέψω σύντομα.»
Εκείνος κατένευσε, καθισμένος επάνω στο τομάρι του.
Ο Γεράρδος φόρεσε τις μπότες του, βγήκε απ’τη σκηνή, κι ακολούθησε τα μονοπάτια, γλιστρώντας πίσω από το πρωινό φως και φτάνοντας, τελικά, κοντά στη νοτιοανατολική άκρη του καταυλισμού, όπου φαινόταν να συγκεντρώνονται οι περισσότεροι πολεμιστές. Δε δυσκολεύτηκε καθόλου να δει τι συνέβαινε. Ένα όχημα πλησίαζε, αργά. Ένα ψηλό φορτηγό. Το οποίο δεν του ήταν άγνωστο.
Ο Τέρι Κάρμεθ. Μας βρήκε.
Το φορτηγό σταμάτησε σε απόσταση περίπου διακοσίων μέτρων.
Ο Γεράρδος έφυγε απ’την άκρη του καταυλισμού και, μέσα από τους αόρατους για τους άλλους δρόμους των μονοπατιών, επέστρεψε στη σκηνή του. Η Μάρθα και ο Αντέλμος ήταν ντυμένοι και έτοιμοι.
«Τι είναι, λοιπόν;» ρώτησε η πρώτη.
«Ο Πολιτομαχητής μόλις ήρθε. Πάμε κοντά προτού γίνει κανένα δυσάρεστο επεισόδιο.»
«Θα μπορέσουμε εμείς να το αποτρέψουμε;»
«Δείχνουν να μας φοβούνται, έτσι δε δείχνουν;»
Βγήκαν απ’τη σκηνή και βάδισαν προς τα νοτιοανατολικά του καταυλισμού, ενώ πολλοί τούς έριχναν καχύποπτα βλέμματα, και ο Γεράρδος παρατήρησε ότι κάποιοι τούς ακολουθούσαν με τα όπλα τους σε ετοιμότητα. Μας υποπτεύονται, παρά το δέος τους.
Δεν τους αδικούσε. Κι εγώ θα μας υποπτευόμουν.
*
Ο Τέρι κατέβηκε από το φορτηγό, με τη Μαύρη Φωτιά πλάι του, καθώς επίσης και την Ιωάννα, τον Έδουο, τους έξι Ιερούς Φρουρούς, και πέντε πολεμιστές του Υπεράρχη. Δεν ήθελε να θορυβήσει τους εξωδιαστασιακούς, αλλά δεν ήθελε και να τους δώσει την εντύπωση ότι ήταν εύκολος στόχος: ήθελε, με τον τρόπο του, να τους πει Έρχομαι φιλικά, όμως αν μας επιτεθείτε θα το μετανιώσετε.
Έτσι, πλαισιωμένος από τους συντρόφους του, βάδισε προς τον μεγάλο καταυλισμό, σκεπτόμενος ότι ο Άρχοντας Ρολάνδος πρέπει, όντως, να είχε δίκιο: οι εξωδιαστασιακοί αριθμούσαν χιλιάδες. Και τώρα έβλεπε συγκεντρωμένους κάμποσους απ’αυτούς, αντίκρυ του. Είχαν τα όπλα τους στα χέρια – αγχέμαχα αλλά και πυροβόλα – και περίμεναν. Θετικό το γεγονός ότι δεν άρχισαν αμέσως να μας ρίχνουν.
Ο Τέρι ρώτησε την κόρη του: «Αν τους φωνάξω από εδώ, μπορείς να τους κάνεις να με καταλάβουν;»
Είμαστε μακριά ακόμα για να τους επηρεάσω, Πατέρα. Πρέπει να πλησιάσουμε περισσότερο, αποκρίθηκε η Μαύρη Φωτιά, με τα καστανά της μαλλιά ν’αναδεύονται γύρω απ’το κεφάλι της σαν να τα χτυπούσαν αόρατα ενεργειακά ρεύματα. Είχε μια παράδοξη, εξωτική ομορφιά η κόρη του, παρατήρησε ο Τέρι· κι ένιωσε περήφανος γι’αυτήν, για πρώτη φορά και για λόγο που του ήταν δύσκολο να προσδιορίσει.
Καθώς προσέγγιζαν τον καταυλισμό, ο Τέρι ύψωσε τα χέρια του για να δείξει ότι δεν κουβαλούσε όπλα, και είπε και στους άλλους να κάνουν το ίδιο. Στην Ιωάννα – που ήθελε πάντα νάναι σε ετοιμότητα – δε φάνηκε ν’άρεσε αυτό, αλλά δεν έφερε αντίρρηση.
Ο Τέρι ζήτησε από τη Μαύρη Φωτιά: «Μόλις είμαστε αρκετά κοντά για να μπορούν να με καταλάβουν, να μου το πεις.»
Εντάξει.
Και μετά από καμια εκατοστή βήματα, όταν πια δεν μπορεί να απείχαν παραπάνω από τριάντα μέτρα απ’την άκρη του καταυλισμού, η Μαύρη Φωτιά είπε: Τώρα, Πατέρα.
«Ερχόμαστε φιλικά,» φώναξε ο Τέρι. «Για να μιλήσουμε μαζί σας. Το όνομά μου είναι Τέρι Κάρμεθ, και έχω και παλιότερα μιλήσει με ανθρώπους του κόσμου σας. Γνωρίζω για τον Υπόγειο Κόσμο, απ’τον οποίο έρχεστε.»
*
Ο Γεράρδος συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι μπορούσε να κατανοήσει τα λόγια των εξωδιαστασιακών γύρω του, και καταλάβαινε ότι αυτό οφειλόταν στην παρουσία της Μαύρης Φωτιάς, η οποία τώρα ήταν κοντά, μαζί με τον πατέρα της, την Ιωάννα, τον Έδουο, και μερικούς Ιερούς Φρουρούς και πολεμιστές του Υπεράρχη.
«Μιλάνε τη γλώσσα μας!» είπε, ξαφνιασμένος, ο πρασινόδερμος αρχηγός, που δεν στεκόταν και πολύ μακριά απ’τον Γεράρδο, τη Μάρθα, και τον Αντέλμο.
«Ναι, ίσως…» αποκρίθηκε η γριά δίπλα του, στηριζόμενη σ’ένα κοκάλινο ραβδί.
«Τι ίσως; Τη μιλάνε!»
«Συμβαίνει κάτι το παράδοξο, γιέ μου. Πρόσεξέ το, θα το δεις…»
Ο Γεράρδος, ζυγώνοντάς τους, τους είπε: «Το γεγονός ότι μας καταλαβαίνετε οφείλεται σ’ένα πλάσμα απ’τον δικό σας κόσμο.»
Ο πρασινόδερμος αρχηγός και η γριά τον ατένισαν αιφνιδιασμένοι.
«Να, ορίστε,» είπε η δεύτερη: «κάτι παράδοξο συμβαίνει…»
«Ξέρεις τη γλώσσα μας;» γρύλισε ο αρχηγός στον Γεράρδο. «Την ήξερες από πριν;»
«Πριν, όχι, δεν σας καταλάβαινα. Τώρα σας καταλαβαίνω – εξαιτίας της παρουσίας αυτής της οντότητας που είναι, συγχρόνως, και από τον δικό σας κόσμο και από εδώ–»
«Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς,» είπε ο αρχηγός. «Αλλά τώρα μπορείς να μας πεις ποιος είσαι. Και τι είσαι… Σε είδα στον ύπνο μου! Σε ονειρεύτηκα. Ανταλλάξαμε κουβέντες. Και ήταν τόσο πραγματικό εκείνο τ’όνειρο.»
Ο Γεράρδος ένευσε. «Κι εγώ σε ονειρεύτηκα. Στο ίδιο όνειρο βρισκόμασταν.»
«Είσαι, όντως, δαίμονας λοιπόν…»
«Δεν είμαι δαίμονας–»
«Εξαφανίζεσαι και ξαναεμφανίζεσαι σαν δαίμονας! Μιλάς στα όνειρα σαν δαίμονας!»
«Είμαι αυτό που εσείς ονομάζετε ‘Θεογνώστης’. Εδώ το λέμε ‘ιερέας’.»
Η φωνή του Τέρι αντήχησε πάλι: «Ερχόμαστε φιλικά! Μπορούμε να περάσουμε; Να μιλήσουμε με τον αρχηγό σας;»
«Ποιος είν’αυτός;» ρώτησε ο αρχηγός τον Γεράρδο.
«Κατ’αρχήν, δε λέει ψέματα. Έρχεται πράγματι για να σας μιλήσει. Συμβαίνει κάτι πολύ άσχημο, και χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας όσο κι εσείς χρειάζεστε τη δική μας.»
«Χα!» έκανε ο πρασινόδερμος. «Ο λαός της Νέρεσθετ δεν χρειάζεται τη βοήθεια κανενός! Είμαστε δυνατοί!»
«Δεν το αμφιβάλλω. Αλλά τι μπορείτε να κάνετε μόνοι σας γι’αυτό;» Ο Γεράρδος έδειξε προς τη μεριά της εισβολής. «Ξέρετε καν τι είναι;»
«Οι Θεογνώστες,» είπε η γριά, «μιλούσαν σαν κι εσένα. Έλεγαν για κάτι πολύ κακό που πάει να συμβεί. Κι αρνήθηκαν ναρθούνε εδώ, μαζί μας.»
«Αυτό,» εξήγησε ο Γεράρδος, συνεχίζοντας να δείχνει την εισβολή, «είναι ένα άνοιγμα στα τοιχώματα ανάμεσα στους κόσμους μας – ανάμεσα στη διάστασή σας και στη δική μας. Τα τοιχώματα, σιγά-σιγά, καταστρέφονται, και μαζί τους δεν θ’αργήσουν να καταστραφούν και οι δύο διαστάσεις. Θα σκοτωθούμε όλοι αν δεν κάνουμε κάτι γρήγορα.»
*
Οι εξωδιαστασιακοί κατέβασαν τα όπλα τους και τους έκαναν νόημα να έρθουν.
«Μην τους εμπιστεύεστε,» είπε η Ιωάννα στους συντρόφους της. «Ίσως νάναι παγίδα.»
«Είπαμε να μη σηκώσετε τα όπλα σας!» τόνισε ο Τέρι, αγριοκοιτάζοντας τη Μαύρη Δράκαινα.
«Δεν πρότεινα να σηκώσουμε όπλα· απλά, να είμαστε επιφυλακτικοί.»
Κατεβάζοντας τα χέρια τους, πλησίασαν την άκρη του μεγάλου καταυλισμού και πέρασαν ανάμεσα από τους πολεμιστές που τους είχαν κάνει δρόμο. Ο Τέρι, κοιτάζοντας τους εξωδιαστασιακούς, μπορούσε να κρίνει ότι έμοιαζαν πολύ πιο άγριοι από τον λαό της Νίρμικιτ, και θυμήθηκε όσα είχε πει ο Βασιληάς Κάλροοθ γι’αυτούς: Εικάζω πως είναι οι κάτοικοι της Νέρεσθετ, που η πόλη τους βρίσκεται πολύ βαθιά κάτω από τη γη και κοντά σε περιοχές υπανθρώπων. Εκεί περιφέρονται και κιρνάθοι.
Κιρνάθοι… Ναι, ο Τέρι έβλεπε τα μεγάλα σκυλιά ανάμεσα στους εξωδιαστασιακούς μαχητές. Το δέρμα τους ήταν, πράγματι, σαν πέτρα και οι όψεις τους τρομαχτικές.
Στο τέλος του δρόμου που είχαν σχηματίσει οι πολεμιστές ανάμεσά τους, στεκόταν ένας μεγαλόσωμος, ψηλός, πρασινόδερμος άντρας με μακριά μαύρα μαλλιά, δεμένα αλογοουρά στην κορυφή του κεφαλιού του. Πλάι του ήταν μια μονόφθαλμη γριά, καμπουριασμένη και άσχημη, και στηριζόμενη σε κοκάλινο μπαστούνι. Και δίπλα από τη γριά – ο Τέρι εξεπλάγη – στεκόταν ο Γεράρδος, με τη Μάρθα πίσω του κι έναν άλλο άντρα, λευκόδερμο και πορφυρομάλλη.
«Καλημέρα, Πολιτομαχητή. Δεν άργησες να μας βρεις, παρατηρώ.»
«Γεράρδε… Δεν περίμενα να σε συναντήσω εδώ. Εξαφανίστηκες μάλλον περίεργα, στην Ερρίθια.»
«Περίεργο ήταν και για εμένα,» τον διαβεβαίωσε ο Γεράρδος. Και στράφηκε στον πρασινόδερμο άντρα, λέγοντας: «Βασιληά μου, να σας γνωρίσω τον Τέρι Κάρμεθ, τον Πολιτομαχητή της Ερρίθιας, ο οποίος βρίσκεται εδώ εκ μέρους του Ριχάρδου του Τρίτου, Υπεράρχη της Μεγάλης Πόλης και Όλης της Χάρνταβελ.
»Πολιτομαχητή, από εδώ ο Βασιληάς Θάτβοοκ της Νέρεσθετ.»
«Μεγαλειότατε,» είπε ο Τέρι κλίνοντας το κεφάλι. «Χαίρομαι για τη γνωριμία. Και χαίρομαι που ήδη έχετε γνωρίσει τον Γεράρδο.»
«Μόλις τώρα τον γνώρισα,» αποκρίθηκε ο Θάτβοοκ. «Πριν δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε. Και τώρα μας είπε ότι μπορούμε να συνεννοηθούμε επειδή έχεις μαζί σου κάποιο… πλάσμα.»
«Την κόρη μου,» εξήγησε ο Τέρι ρίχνοντας ένα γρήγορο βλέμμα στη Μαύρη Φωτιά. «Είναι εν μέρει και από τον δικό σας κόσμο.»
Ο Θάτβοοκ, ατενίζοντας την κοπέλα με τα παράξενα αναδευόμενα μαλλιά, συνοφρυώθηκε έντονα.
Ο Τέρι μειδίασε. «Θα τα πούμε όλα, αν είστε πρόθυμος να συζητήσουμε, Μεγαλειότατε.»
«Ας συζητήσουμε.»
Ο Βασιληάς Θάτβοοκ τούς οδήγησε στο κέντρο του καταυλισμού του, όπου και κάθισαν γύρω από μεγάλες φωτιές, επάνω σε κοκάλινα σκαμνιά. Εκεί, σύστησε τη γριά ως Νιμνέκε, και είπε ότι ήταν μητέρα του και πολύ σημαντική ιστορικός ανάμεσα στον λαό του, έχοντας μελετήσει σε βάθος τις Παλαιές Διηγήσεις. Επίσης, ο Τέρι παρατήρησε ότι πίσω απ’τον Βασιληά της Νέρεσθετ στέκονταν ένας άντρας και μια γυναίκα με πετράδια επάνω στο σώμα τους. Λιθοφόροι. Ο άντρας ήταν Οφθαλμός της Ψυχής, και ο λίθος του – μια λευκογάλανη μινούρνα – βρισκόταν στο κλειδοκόκαλό του. Η γυναίκα ήταν Οφθαλμός του Θανάτου, και ο δικός της λίθος – μια σκούρα πράσινη ράισκα – βρισκόταν στο πλάι του δεξή της μηρού, όπου φαινόταν μέσα από ένα περίτεχνο άνοιγμα του φορέματός της. Και των δύο το δέρμα ήταν μοβ. Ο Τέρι ήξερε πια πώς να αναγνωρίζει τους Λιθοφόρους· η Χονρέπα τού είχε εξηγήσει.
Ο Θάτβοοκ πρόσταξε να φέρουν φαγητά και ποτά στους φιλοξενούμενούς του, όμως όταν ο Τέρι είδε ότι ήταν κάτι περίεργα μανιτάρια του Υπόγειου Κόσμου είπε πως δεν ήθελε να προσβάλει τον Μεγαλειότατο αλλά καλύτερα να μην τα έτρωγαν, γιατί είχε αποδειχτεί ότι μπορούσαν να προκαλέσουν πρόβλημα σ’όσους δεν ήταν συνηθισμένοι σ’αυτά.
«Έχω ήδη επισκεφτεί τη Νίρμικιτ, και το ξέρω,» εξήγησε.
Ο Θάτβοοκ δεν φάνηκε να προσβάλλεται. «Όπως θέλετε,» είπε. «Εμείς θα φάμε περισσότερο, λοιπόν – χα!» Μειδίασε. Αλλά, μετά, η όψη του σοβάρεψε. «Ο Γεράρδος – που ισχυρίζεται ότι είναι Θεογνώστης σας – μου είπε ότι έρχεται μια μεγάλη καταστροφή. Το ίδιο λένε κι οι δικοί μας Θεογνώστες, που αρνήθηκαν να περάσουν το Στόμιο και να έρθουν εδώ.»
«Το Στόμιο;»
«Σε μια από τις σπηλιές κοντά στη Νέρεσθετ έχει ανοίξει ένα… πράγμα σαν αυτό.» Ο Θάτβοοκ έδειξε την εισβολή. «Αλλά πολύ μικρότερο. Είναι – όπως κι εδώ – σαν ο αέρας να σκίζεται και να φαίνονται… άλλα πράγματα από πίσω του. Περνώντας από κει βγαίνεις σε μια διαφορετική σπηλιά· κι όταν ανεβείς επάνω, προς την επιφάνεια, από κείνη τη σπηλιά, δεν φτάνεις στις ατελείωτες ερήμους του Επάνω Κόσμου. Φτάνεις σ’ετούτον εδώ τον κόσμο, που είναι, όπως λέει η μητέρα μου, σαν τον Παλαιό Κόσμο – ακριβώς όπως τον περιγράφουν οι Παλαιές Διηγήσεις. Υπέροχος τόπος, σίγουρα. Και με πολλά μέρη για καλή λεηλασία.» Μειδίασε πάλι, δείχνοντας μεγάλα δόντια που έμοιαζαν έτοιμα να δαγκώσουν κάτι.
Ο Τέρι στράφηκε στην κόρη του. «Οι Ιπτάμενοι πετάνε στον Επάνω Κόσμο· πώς είναι δυνατόν ανοίγματα στα τοιχώματα να παρουσιάζονται στον Κάτω;»
Τα διαστασιακά τοιχώματα δεν είναι όπως ένα τείχος που βλέπετε με τα μάτια σας, Πατέρα, απάντησε η Μαύρη Φωτιά. Όταν προκαλείται ζημιά επάνω τους, μπορεί οι ρωγμές να δημιουργήσουν σπασίματα σε οποιοδήποτε σημείο. Αλλά τα περισσότερα ανοίγματα είναι όντως στον Επάνω Κόσμο, όχι στις σπηλιές από κάτω. Η περίπτωση του λαού της Νέρεσθετ είναι σπάνια· αλλά όσο περνά ο καιρός αυτές οι περιπτώσεις θα γίνονται ολοένα και λιγότερο σπάνιες, όπως καταλαβαίνεις.
«Εγώ, πάντως,» παρενέβη ο Θάτβοοκ, «δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτά που λέτε. Είπατε ότι θα μου εξηγήσετε!»
«Και θα σας εξηγήσουμε,» αποκρίθηκε ο Τέρι. «Γι’αυτό είμαστε εδώ, Βασιληά μου.»
Οι εξηγήσεις διήρκεσαν ώς το βράδυ, γιατί η κατάσταση ήταν πολύπλοκή και οι άνθρωποι της Νέρεσθετ δεν γνώριζαν απολύτως τίποτα. Δεν ήξεραν, φυσικά, για την ύπαρξη άλλων διαστάσεων, αφού η δική τους διάσταση ήταν απομονωμένη. Και δεν ήξεραν ούτε καν για την παρουσία του λαού της Νίρμικιτ στη Χάρνταβελ.
«Οι επιδρομές πρέπει να σταματήσουν, Βασιληά μου,» είπε ο Τέρι, όταν τελείωσε με τις εξηγήσεις και νόμιζε ότι ο Θάτβοοκ και η Νιμνέκε είχαν κατανοήσει τι γινόταν. «Το μόνο που καταφέρνετε έτσι είναι να επιδεινώνετε την κατάσταση.»
«Και τι θέλεις να κάνουμε, Πολιτομαχητή, όταν έχουμε τόσα όμορφα μέρη για λεηλασία;» μούγκρισε ο Θάτβοοκ. «Να κάτσουμε και να τρώμε μανιτάρια;»
«Θα αναγκάσετε τον Υπεράρχη να στείλει στρατό για να σας χτυπήσει,» τον προειδοποίησε ο Τέρι. «Δεν είναι, όμως, ανάγκη να συμβεί αυτό. Ο Υπεράρχης είναι πρόθυμος να φροντίσει για τη διαμονή σας εδώ, όπως το ίδιο θα κάνει και για τον λαό του Βασιληά Κάλροοθ. Καταλαβαίνει ότι, τώρα που είστε στη Χάρνταβελ, πρέπει να συγκατοικήσουμε μαζί σας. Γιατί, ακόμα κι όταν έχουμε καταφέρει να καταστρέψουμε τους Ιπτάμενους, οι εισβολές δεν θα εξαφανιστούν· θα υπάρχουν ανοίγματα σε πάρα πολλά σημεία των διαστασιακών τοιχωμάτων. Οι δύο διαστάσεις μας έχουν πλέον γίνει, ουσιαστικά, μία. Και πρέπει να το αποδεχτούμε αυτό και να ζήσουμε όλοι μαζί.»
«Τι μας προσφέρει ο Υπεράρχης σας;»
«Θα τα συζητήσετε αυτά τα θέματα με τον ίδιο κατά πάσα πιθανότητα – όταν, όμως, ο κίνδυνος έχει πρώτα περάσει. Εκείνο που προέχει τώρα είναι να πάψουν οι Ιπτάμενοι να αποτελούν απειλή.»
Ο Θάτβοοκ κρατούσε μια καπνοσύριγγα και ρουφούσε καπνό από ένα δοχείο με βραστό νερό. Τώρα τον φύσηξε απ’τη μεγάλη μύτη του. «Και τι θέλεις να κάνουμε, λοιπόν;»
«Να πάψετε τις επιδρομές,» επανέλαβε ο Τέρι, «και να περιμένετε εδώ, καταυλισμένοι.»
«Και μετά;»
«Σας είπα, Βασιληά μου: θα μιλήσετε με τον Υπεράρχη, για να κανονιστεί ο τόπος και ο τρόπος της διαμονής σας στη Χάρνταβελ. Δέχεστε;»
Ο Θάτβοοκ ρούφηξε κι άλλο καπνό. Έριξε ένα βλέμμα στη μητέρα του· άλλο ένα βλέμμα σ’έναν γαλανόδερμο πολεμιστή τον οποίο δεν είχε συστήσει· κι ένα τελευταίο βλέμμα στον Οφθαλμό της Ψυχής. Από τις εκφράσεις τους πρέπει να μπορούσε να καταλάβει τη γνώμη τους για το θέμα· μάλλον, όλοι τους ήταν άνθρωποι που ήξερε από παλιά και εμπιστευόταν.
Τελικά, στράφηκε στον Τέρι και είπε: «Δεχόμαστε, Πολιτομαχητή της Ερρίθιας. Θα περιμένουμε εδώ, κατασκηνωμένοι. Για την ώρα. Αν όμως διαπιστώσω ότι πάτε να μας παίξετε βρόμικο παιχνίδι εσύ κι ο Υπεράρχης σου, θα το μετανιώσετε.»
«Δε χρειάζεται ν’ανησυχείτε γι’αυτό, Μεγαλειότατε. Ο Υπεράρχης είναι πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί σας, ώστε όλοι να έχουμε ειρήνη και να μπορούμε να συγκατοικήσουμε στη Χάρνταβελ χωρίς να ξεσπάσει πόλεμος.»
Ο Θάτβοοκ ένευσε. «Ωραία. Θα δούμε.» Ρούφηξε καπνό απ’την καπνοσύριγγα και, βγάζοντάς τον απ’το στόμα, είπε: «Μπορώ να σας φιλοξενήσω εδώ ώς το πρωί, αν θέλετε.»
«Θα ήμασταν ευγνώμονες, Βασιληά μου,» αποκρίθηκε ο Τέρι.
«Και μια ερώτηση ακόμα: Οχήματα σαν αυτό με το οποίο ήρθατε έχετε κι άλλα;»
«Δυστυχώς, τα οχήματα αυτού του τύπου δεν είναι πολλά στη Χάρνταβελ…»
«Κρίμα. Θα μπορούσε να μας φανεί πολύ χρήσιμο ένα τέτοιο. Δεν τα φτιάχνουν εδώ;»
«Όχι.»
«Πού τα φτιάχνουν;»
«Σε άλλες διαστάσεις.»
«Μακριά από δω;»
«Ανάλογα… Γιατί ρωτάτε;»
«Γιατί θέλω ν’αγοράσω μερικά, φυσικά!»
«Κάποια άλλη στιγμή, ίσως,» είπε ο Τέρι.
«Μη μου γλιστράς σα νερόρυγχος, τώρα! Σου έκανα μια ερώτηση, Πολιτομαχητή.»
«Αν θέλετε να αγοράσετε οχήματα, θα φροντίσω να έρθετε σε επαφή με εμπόρους από την Απολλώνια,» υποσχέθηκε ο Τέρι. «Αλλά αφού έχουμε τελειώσει με τους Ιπτάμενους, Βασιληά μου. Τώρα, δυστυχώς, δεν υπάρχει χρόνος.» Αμφίβολο ήταν, βέβαια, αν ο Βασιληάς Θάτβοοκ θα είχε αρκετά χρήματα αποδεκτά από Απολλώνιους εμπόρους για ν’αγοράσει μεγάλα οχήματα, αλλά αυτό ο Τέρι προτίμησε να μην του το αναφέρει.
«Καλώς,» είπε ο Θάτβοοκ. «Αφού το θέτεις έτσι το πράγμα. Θα περιμένω, και πάλι.»
Οι μάγοι συνεργάζονταν με τους τεχνουργούς του Βασιληά Κάλροοθ προκειμένου να μπορέσουν να κατασκευάσουν κάτι παρόμοιο με τον ηλιακό συλλέκτη που είχαν φέρει από τον ερειπιώνα της Ανάθρι. Κάτι που θα παγίδευε, όχι την ενέργεια του ήλιου της άλλη διάστασης, αλλά τη μεταλλαγμένη ενεργειακή μορφή που συγκροτούσε τους Ιπτάμενους. Τον Γεράρδο και τη Μάρθα δεν είχαν χρόνο να τους αναζητήσουν – κι επιπλέον, δεν ήξεραν καν από πού ν’αρχίσουν, αφού το Ξόρκι Ανιχνεύσεως του Σέλιρ’χοκ δεν τους είχε εντοπίσει. Επομένως, η Ελισαβέτα και ο Εδμόνδος ανέλαβαν να ψάξουν γι’αυτούς, έξω από την Ερρίθια. Οι μάγοι δεν ασχολήθηκαν καθόλου με το θέμα· ο ηλιακός συλλέκτης απαιτούσε όλη τους την προσοχή και όλη τους τη σκέψη.
Η Ιερόχαρη’μορ, η Τεχνομαθής που είχε έρθει από την Άωλρυς, είπε, κοιτάζοντας τα τμήματα που αποτελούσαν το μηχάνημα: «Η ενεργειακή τροφοδοσία δεν πρέπει ν’αποτελέσει πρόβλημα· απλώς θα τοποθετήσουμε ένα κομμάτι που μπορεί να αντλήσει ενέργεια από ενεργειακές φιάλες. Ο πίνακας ελέγχου, επίσης, δεν είναι παρά μια μονάδα απ’την οποία ο κεντρικός επεξεργαστής παίρνει εντολές· ούτε αυτόν θα δυσκολευτούμε να τον φτιάξουμε. Δεν έχει σημασία αν είναι ακριβώς ίδιος, εξάλλου. Ο χώρος αποθήκευσης της αντλημένης ενέργειας λείπει, όπως σας είπε ο Κάρμοοτ και όπως είναι φανερό· αλλά κι αυτόν δε νομίζω πως θα είναι δύσκολο να τον φτιάξουμε. Θα τοποθετήσουμε δοχεία ύψιστης ανθεκτικότητας και θα τα συνδέσουμε.
»Το μόνο πραγματικό μας πρόβλημα είναι ο επεξεργαστής του μηχανήματος, γιατί είναι κατασκευασμένος με μια τεχνολογία που ο Κάρμοοτ μόλις και μετά βίας μπορεί να καταλάβει, ενώ εμείς δεν έχουμε καμία ιδέα απολύτως γι’αυτήν. Δε μπορούμε να φτιάξουμε έναν επεξεργαστή που είναι ίδιος με τούτον εδώ. Πόσω μάλλον έναν επεξεργαστή που είναι βασισμένος στις ίδιες αρχές αλλά τροποποιημένος ώστε να αντλεί μια διαφορετική μορφή ενέργειας. Είναι αδιανόητο αυτό να συμβεί μέσα στον λίγο χρόνο που έχουμε.»
«Και τι θα κάνουμε, λοιπόν;» ρώτησε ο Σθένελος, καθώς όλοι τους – εκείνος, η Ιερόχαρη’μορ, η Αρίνη’σαρ, ο Σέλιρ’χοκ, η Άνμα’ταρ, η Αριάδνη’ταρ, ο Βαλέριος’νιρ, ο Κάρμοοτ, και οι δύο άλλοι τεχνουργοί της Νίρμικιτ – ήταν συγκεντρωμένοι σε μια αυλή των Ανακτόρων του Υπεράρχη, γύρω από τον ηλιακό συλλέκτη, άλλοι καθισμένοι κι άλλοι όρθιοι.
«Η μόνη λύση που διακρίνω,» είπε η Ιερόχαρη, «είναι να φτιάξουμε έναν επεξεργαστή βασισμένο στην τεχνολογία που γνωρίζουμε.»
«Θα κάνει, όμως, σωστά τη δουλειά του;» έθεσε το ερώτημα η Αρίνη.
«Θα είναι φτιαγμένος για άντληση ενέργειας.» Η Ιερόχαρη ανασήκωσε τους ώμους της, βαδίζοντας γύρω απ’τη μεγάλη συσκευή καθώς μιλούσε. «Για την άντληση της συγκεκριμένης μορφής ενέργειας που εσύ κι ο Σθένελος εντοπίσατε και αποθηκεύσατε ως πληροφοριακό δεδομένο.»
«Ναι, αλλά ίσως να μη δουλέψει καλά. Οι αρχές που χρησιμοποιούμε εμείς… δεν ξέρουμε ότι θα είναι αποτελεσματικές στην άλλη διάσταση.»
«Δε μπορώ να καταλάβω γιατί να μην είναι. Ειδικά αφού μιλάμε για κάποιες ενεργειακές οντότητες. Δεν θέλουμε καν να αντλήσουμε ενέργεια από τον ήλιο της άλλης διάστασης. Λογικά, ο επεξεργαστής μας πρέπει να λειτουργήσει όπως και τούτος εδώ, Αρίνη.» Η Ιερόχαρη άγγιξε το μεγάλο πιάτο, κάτω απ’το οποίο ήταν ο επεξεργαστής και οι άλλοι μηχανισμοί του ηλιακού συλλέκτη.
«Κι αυτό;» Ο Βαλέριος έδειξε το πιάτο που είχε μόλις ακουμπήσει η Τεχνομαθής μάγισσα. «Πώς θα το φτιάξουμε αυτό;»
«Αυτό δεν είναι τίποτα το δύσκολο. Χρειάζεται μόνο μέταλλο και κάποιους αισθητήρες.»
«Καταλαβαίνεις, βέβαια, ότι θα έχουμε μονάχα μία ευκαιρία…» είπε η Άνμα στην Ιερόχαρη.
Εκείνη στράφηκε να την κοιτάξει υψώνοντας ένα φρύδι.
«Όταν βρεθούμε κοντά σ’έναν Ιπτάμενο μ’αυτό τον μηχανισμό μαζί μας, θα έχουμε μόνο μία ευκαιρία να τον καταστρέψουμε – ή να τον φυλακίσουμε – ή ό,τι, τέλος πάντων, κάνει αυτή η συσκευή. Αν δεν το καταφέρουμε, ο Ιπτάμενος θα μας σκοτώσει όλους. Ούτε η στάχτη μας δεν θα μείνει.»
«Αυτό,» είπε η Ιερόχαρη, «είναι άλλου είδους πρόβλημα.»
«Πολύ σημαντικό, όμως.»
«Και τι θέλεις να κάνω εγώ για να το λύσω;»
«Να είσαι σίγουρη γι’αυτό που θα φτιάξουμε. Να είσαι σίγουρη ότι θα λειτουργήσει,» απάντησε η Άνμα.
«Απόλυτα σίγουρη δεν μπορώ να είμαι. Ίδια περίπτωση δεν μου έχει τύχει και παλιότερα. Ξαναλέω, όμως: λογικά, αυτός ο επεξεργαστής δεν πρέπει να έχει και καμια μεγάλη διαφορά από παρόμοιους επεξεργαστές που χρησιμοποιούμε εμείς για τη συλλογή ενέργειας.»
«Μπορεί να διαφέρει στη δύναμη,» είπε η Αρίνη. «Αναμφίβολα οι κάτοικοι του Παλαιού Κόσμου χρειάζονταν πολλή δύναμη για να αντλήσουν ενέργεια από τον ήλιο. Και δεν μιλάμε για την απλή συλλογή της ενέργειας του ηλιακού φωτός· μιλάμε ότι έκλεψαν κάτι από τον ίδιο τον ήλιο.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Ιερόχαρη, «το καταλαβαίνω. Και η λύση είναι να φτιάξουμε έναν πολύ δυνατό επεξεργαστή. Τον δυνατότερο που μπορούμε.»
«Υπάρχουν μηχανικά κομμάτια για κάτι τέτοιο εδώ, στη Χάρνταβελ;» έθεσε το ερώτημα η Άνμα.
«Πρέπει να κοιτάξουμε στις αποθήκες των Παντοκρατορικών,» της είπε η Αρίνη, «όπως κάναμε και την άλλη φορά.»
«Πάμε τότε,» προέτρεψε η Ιερόχαρη. «Διότι σίγουρα θα χρειαστούμε χρόνο.»
*
«Σαβούρες!» είπε η Ιερόχαρη, όταν βγήκαν από τις αποθήκες και ήταν απόγευμα. «Δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Θα πρέπει πάλι να πάμε στην Απολλώνια.»
«Όπου η αναλογία χρόνου δεν μας ευνοεί,» τόνισε ο Σθένελος.
«Τι άλλη λύση υπάρχει;»
«Στην Άωλρυς έχετε τέτοια κομμάτια που χρειαζόμαστε;»
«Μπορούμε να τα παραγγείλουμε.»
«Να τα παραγγείλετε; Μέχρι να έρθουν… Ο χρόνος μετρά διπλάσια εδώ, στη Χάρνταβελ!»
«Τι θέλεις να κάνω; Δε μπορώ να τα εμφανίσω από το πουθενά!» Η Ιερόχαρη δεν ήταν, γενικά, και τόσο χαρούμενη που την είχαν φέρει στη Χάρνταβελ για ν’ασχοληθεί με κάτι που, μάλλον, δεν θεωρούσε ότι την αφορά: κι αυτό το έδειχνε κάθε φορά που κάποιο πρόβλημα παρουσιαζόταν. Ήταν νευρική. «Πρέπει να πάμε να τα βρούμε.»
«Ο λαός του Κάλροοθ δεν έχει τίποτα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε;» ρώτησε η Άνμα.
Η Αρίνη έστρεψε το βλέμμα της στον Κάρμοοτ και τους άλλους δύο τεχνουργούς, οι οποίοι κάθονταν σ’ένα πέτρινο παγκάκι της αυλής συζητώντας χαμηλόφωνα αναμεταξύ τους. «Η τεχνολογία τους είναι παράξενη· δεν ξέρω αν είναι συμβατή με τη δική μας. Ή, τουλάχιστον, δεν ξέρω αν όλα τα κομμάτια είναι συμβατά με τα δικά μας. Αλλά υπάρχει κι άλλο ένα πρόβλημα: Τώρα που η κόρη μου λείπει, δεν μπορούμε εύκολα να συνεννοηθούμε με τον Κάρμοοτ και τους ανθρώπους του.»
Η Ιερόχαρη είπε: «Δε νομίζω ότι η τεχνολογία τους θα είναι συμβατή με τη δική μας, Αρίνη. Ειδικά όταν μιλάμε για τόσο ευαίσθητα κομμάτια όπως οι επεξεργαστές. Επιπλέον, ο Κάρμοοτ δεν σας είπε ότι και γι’αυτόν ο επεξεργαστής του ηλιακού συλλέκτη είναι, ουσιαστικά, άγνωστος;»
Η Αρίνη κατένευσε. «Το είπε.»
«Βλέπεις; Δεν θα έχουν, επομένως, τεχνολογία για να φτιάξουν κάτι παρόμοιο.»
Η Αριάδνη είπε στον Σθένελο: «Όταν ήρθατε στην Απαστράπτουσα με τη Βατράνια, πήρατε ελικόπτερο από την Άωλρυς. Μπορούμε πάλι να χρησιμοποιήσουμε το ίδιο ελικόπτερο για να ταξιδέψουμε μέσα στην Απολλώνια και να μαζέψουμε τα κομμάτια που χρειαζόμαστε· δεν είναι ανάγκη να τα παραγγείλουμε και να περιμένουμε να έρθουν. Εξάλλου, πρόκειται για σημαντική δουλειά που αφορά την Επανάσταση – και την επιβίωση μιας ολόκληρης διάστασης.»
«Αυτό που λες είναι, όντως, το πιο λογικό,» ένευσε ο Σθένελος. «Ο πιο γρήγορος τρόπος. Αλλά και πάλι είναι αργός – μέρα με τη μέρα, τα διαστασιακά τοιχώματα καταρρέουν.»
Η Αριάδνη ανασήκωσε τους ώμους. «Δε νομίζω ότι υπάρχει άλλος τρόπος, Σθένελε. Και καλύτερα να ξεκινήσουμε, αν είναι να το κάνουμε.»
*
Την επόμενη, έφυγαν με την αυγή: η Αριάδνη, η Άνμα, η Ιερόχαρη, ο Βαλέριος, και η Βατράνια, μέσα στον Κροκόδειλο, ώστε να ταξιδέψουν στην Απολλώνια, να μαζέψουν τα κομμάτια που χρειάζονταν, και να επιστρέψουν στη Χάρνταβελ. Ο Σθένελος, η Αρίνη, και ο Σέλιρ δεν πήγαν μαζί τους, διότι κάποιοι έπρεπε να μείνουν εδώ, κι επιπλέον δεν είχαν τίποτα ιδιαίτερο να προσφέρουν στη συγκεκριμένη αποστολή: Η Ιερόχαρη ήξερε ακριβώς τι μηχανισμούς χρειάζονταν, και ο Κροκόδειλος ήταν επαρκώς επανδρωμένος με μάγους ώστε πάντα κάποιος να βρίσκεται στο ενεργειακό κέντρο του και η κίνηση του σκάφους να μη σταματά ποτέ, ούτε το πρωί ούτε το βράδυ.
Η Αρίνη δεν είχε τώρα τίποτα σημαντικό να κάνει, οπότε καθόταν κι ανησυχούσε για τον Τέρι, ενώ συγχρόνως αναρωτιόταν τι μπορεί να είχε συμβεί στον Γεράρδο. Έτσι όπως είχαν γίνει οι ιερείς της Χάρνταβελ, ήταν ακόμα πιο παράξενοι από πριν, νόμιζε. Ευτυχώς, τουλάχιστον, που έμοιαζαν επίσης να είναι και πιο λογικοί από πριν· τώρα μπορούσες ευκολότερα να συνεννοηθείς μαζί τους. Όπως και νάχε, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχε εξαφανιστεί μόνο ο Γεράρδος (πράγμα το οποίο είχε ξανακάνει, όπως έλεγε ο Σέλιρ’χοκ)· είχε εξαφανιστεί και η Μάρθα, η οποία, σίγουρα, δεν ήταν ιέρεια της Χάρνταβελ, σαν την Ελισαβέτα· δεν ήταν καν από τούτη τη διάσταση.
«Μπορεί ο Γεράρδος να πάρει κι άλλους μαζί του, όταν κάνει αυτό που κάνει;» ρώτησε η Αρίνη τον Σέλιρ.
«Μέχρι στιγμής μόνο εκείνος εξαφανιζόταν,» της αποκρίθηκε ο Διαλογιστής, και δήλωσε πλήρη άγνοια για τις παράξενες ιδιότητες των ιερέων της Χάρνταβελ.
«Κάποιο φαινόμενο είναι, σχετιζόμενο άμεσα με τούτη δω τη διάσταση,» του είπε η Αρίνη, ακαδημαϊκά, ενώ ήταν καθισμένοι στο καθιστικό των δωματίων της και κάπνιζαν Αλαφρό. «Οι ιερείς αποτελούν προέκτασή της, σε κάποιο βαθύ ενεργειακό επίπεδο της ύπαρξής τους. Είναι φύλακες της Χάρνταβελ – όπως και τα σκιερά φίδια είναι φύλακες της άλλης διάστασης – και η Χάρνταβελ τούς οδηγεί σε σημεία της που οι υπόλοιποι δεν μπορούμε να πάμε.»
«Αυτό εξηγεί τα μονοπάτια που λέει ο Γεράρδος ότι ακολουθεί. Δεν εξηγεί, όμως, τις εξαφανίσεις.»
«Τις εξηγεί. Η Χάρνταβελ, για τους ιερείς, είναι σαν το σώμα τους· κι εκείνοι είναι, για τη Χάρνταβελ, σαν τα μέλη του σώματός της. Μπορούν, επομένως, να αγγίξουν οποιοδήποτε σημείο της.»
«Ναι…» είπε ο Σέλιρ σκεπτικά. «Ή, ίσως, θα μπορούσε να πει κανείς, είναι σαν εκείνοι να ονειρεύονται τη Χάρνταβελ και η Χάρνταβελ να ονειρεύεται αυτούς.»
Η Αρίνη μειδίασε. «Μια ερμηνεία που θα περίμενε κανείς από κάποιον του τάγματος των Διαλογιστών.»
Ο Σέλιρ τής επέστρεψε το μειδίαμα, παίρνοντας μια τζούρα από το τσιγάρο του.
*
Ο Τέρι επέστρεψε την επόμενη ημέρα, έτσι η Αρίνη δεν χρειάστηκε ν’ανησυχεί άλλο γι’αυτόν. Μαζί του ήταν και ο Γεράρδος με τη Μάρθα, εκπλήσσοντάς τους όλους με την παρουσία τους. Και η εξήγηση που έδωσαν για το πώς βρέθηκαν στα νοτιοδυτικά αρχοντάτα της Χάρνταβελ τούς εξέπληξε ακόμα περισσότερο.
«Βλέπεις;» είπε ο Σέλιρ στην Αρίνη. «Ονειρεύονται τη Χάρνταβελ, και η Χάρνταβελ ονειρεύεται αυτούς.»
Ο Τέρι μίλησε στους μάγους και στον Υπεράρχη για τα γεγονότα με την Υπολοχαγό Νιρνέκωφ, στην Καλνάθρια, και μετά μίλησε για τη συνεννόησή του με τον Βασιληά Θάτβοοκ. «Δεν είναι τόσο διπλωματικός όσο ο Βασιληάς Κάλροοθ,» είπε, «αλλά νομίζω πως μπορούμε – προς το παρόν – να τον εμπιστευτούμε. Μέχρι, τουλάχιστον, να έχει περάσει ο κίνδυνος των Ιπτάμενων. Μετά, δεν ξέρω…»
«Και το πρόβλημα είναι πως θάρθουν κι άλλοι λαοί από τη γειτονική μας διάσταση,» είπε ο Σέλιρ’χοκ.
Ο Τέρι ένευσε, πίνοντας μια γουλιά από το κρασί στην κούπα του.
Ο Ριχάρδος ο Τρίτος, καθισμένος στον θρόνο του, είπε: «Θα είμαστε έτοιμοι γι’αυτούς, και θα τους προσφέρουμε τη φιλοξενία μας. Αν όμως εκείνοι προτιμήσουν τον πόλεμο, τότε θα πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε ανάλογα. Κι ελπίζω ο Βασιληάς Ανδρόνικος να μας βοηθήσει, αν χρειαστούμε τη βοήθειά του.»
«Ο Μεγαλειότατος είμαι βέβαιος πως θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί, Ύψιστε Άρχοντα,» αποκρίθηκε ο Σέλιρ’χοκ.
Βλέποντας πως το θέμα των εξωδιαστασιακών είχε λήξει για την ώρα, ο Γεράρδος είπε: «Καθώς ερχόμασταν στην Ερρίθια, δημιουργήθηκαν κι άλλες εισβολές. Το αισθάνθηκα, και είμαι βέβαιος πως κι οι υπόλοιποι ιερείς το αισθάνθηκαν επίσης.»
Ο Έδουος – που ήταν μαζί με τον Γεράρδο, μέσα στο φορτηγό, όταν το περιστατικό συνέβη – ένευσε σιωπηλά.
Η Αρίνη είπε: «Οι Μεγάλοι Πατέρες εδώ δεν ήρθαν να μας πουν τίποτα…»
«Μάλλον, εξαιτίας της δουλειάς τους στην ανοικοδόμηση του Ναού και του δυτικού τείχους της πόλης,» αποκρίθηκε ο Έδουος. «Επιπλέον, οι καινούργιες εισβολές δεν είναι κοντά στην Ερρίθια.»
«Ναι,» είπε ο Γεράρδος, «το ίδιο κατάλαβα κι εγώ. Τώρα, πάντως, είναι επικίνδυνα πολλές.» Και ρώτησε την Αρίνη: «Με το μηχάνημα πώς πηγαίνει η δουλειά σας;»
Η μάγισσα τού απάντησε ότι κάποιοι είχαν πάει στην Απολλώνια για να φέρουν τα κομμάτια που χρειάζονταν. «Ελπίζω πως όταν τα έχουμε θα μπορέσουμε να κατασκευάσουμε μια συσκευή που θα παγιδέψει τους Ιπτάμενους και θα δώσει τέλος στον κίνδυνο.»
«Αυτή είναι, αν δεν κάνω λάθος, η πέμπτη φορά που παρουσιάζονται εισβολές,» παρατήρησε ο Σέλιρ’χοκ. «Και η συχνότητα εμφάνισής τους έχει μεγαλώσει.»
Ο Γεράρδος ένευσε.
Και η Μαύρη Φωτιά είπε: Τα διαστασιακά τοιχώματα χάνουν τη συνοχή τους με ταχύτερο ρυθμό, όσο οι Ιπτάμενοι συνεχίζουν να προσπαθούν να αντλήσουν ζωτική ενέργεια.
*
Η Βατράνια, η Ιερόχαρη, και οι άλλοι επέστρεψαν την πέμπτη ημέρα από τότε που είχαν φύγει απ’την Ερρίθια. Δεν άργησαν και πολύ, για τα δεδομένα της χρονικής αναλογίας Χάρνταβελ-Απολλώνιας. Και μαζί τους είχαν όλα τα κομμάτια που χρειάζονταν. Σύμφωνα με το σχέδιό τους, είχαν πλεύσει ώς την Άωλρυς και από εκεί είχαν φύγει με ελικόπτερο. Είχαν πετάξει βορειοανατολικά και είχαν προσγειωθεί στη Μακρόπολη. Η Μακρόπολη ήταν μεγάλη πόλη και είχαν, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, καταφέρει να βρουν τους εξοπλισμούς που ήθελαν. Μετά, είχαν επιστρέψει στην Άωλρυς, είχαν πάρει τον Κροκόδειλο, και…
Τώρα ήταν εδώ ξανά, στην Ερρίθια και στα Ανάκτορα του Υπεράρχη.
«Ξεθεωθήκαμε,» είπε η Βατράνια. «Εμάς δεν μας φάνηκε ότι πέρασε τόσος καιρός. Μόλις δύο μέρες και κάτι – και συνέχεια τρέχαμε.»
«Τώρα, λοιπόν, μπορείτε να φτιάξετε το μηχάνημα;» ρώτησε ο Γεράρδος την Ιερόχαρη και τους άλλους μάγους, καθώς όλοι ήταν συγκεντρωμένοι στην Αίθουσα του Ύψιστου Θρόνου, με την παρουσία του Υπεράρχη.
«Ναι,» απάντησε η Τεχνομαθής μάγισσα. «Ο επεξεργαστής είναι το όλο θέμα. Τα άλλα είναι διαδικαστικά.»
«Τι πρόβλημα υπάρχει με τον επεξεργαστή;»
«Ουσιαστικά πρέπει να φτιάξουμε έναν δικό μας που κάνει περίπου την ίδια δουλειά μ’αυτόν που έχει το αρχικό μηχάνημα.»
«Και είναι πρόβλημα αυτό;»
«Είναι,» εξήγησε η Ιερόχαρη, «επειδή δεν ξέρουμε πώς ακριβώς είναι κατασκευασμένος ο αρχικός επεξεργαστής του μηχανήματος. Βασίζεται σε μια τεχνολογία που εμείς δεν έχουμε ξαναδεί και που ούτε οι τεχνουργοί της Νίρμικιτ γνωρίζουν καλά. Δεν έχουν παρόμοιους επεξεργαστές στον Υπόγειο Κόσμο. Μόνο τις βασικές αρχές αυτής της τεχνολογίας ξέρουν.»
«Εντάξει,» είπε ο Γεράρδος νιώθοντας να ζαλίζεται. «Φτιάξτε το όσο καλύτερα μπορείτε. Δε νομίζω ότι, προσωπικά, μπορώ να βοηθήσω, ούτως ή άλλως.»
*
Καθώς το φθινόπωρο της Χάρνταβελ έφτανε στο τέλος του και πλησίαζε ο χειμώνας, οι μάγοι, οι τεχνουργοί της Νίρμικιτ, και διάφοροι μεταλλουργοί της Ερρίθιας δούλεψαν πυρετωδώς για τέσσερις ολόκληρες ημέρες, με ελάχιστη ξεκούραση, προκειμένου να ολοκληρώσουν το μηχάνημα που θα τους έσωζε από την καταστροφή. Την τρίτη από αυτές τις ημέρες, εισβολές παρουσιάστηκαν γι’ακόμα μια φορά· και τώρα δεν αισθάνθηκαν την εμφάνισή τους μόνο οι ιερείς, αλλά και όλοι όσοι βρίσκονταν επάνω στη Χάρνταβελ. Η διάσταση τραντάχτηκε γύρω τους.
Όχι κάτω από τα πόδια τους· γύρω τους.
Ήταν σαν μια σεισμική δόνηση που γινόταν, συγχρόνως, στον ουρανό, στη γη, και στον αέρα που περιέβαλλε τα πάντα.
Το πράγμα άρχισε να αγριεύει, σκέφτηκε η Αρίνη. Για να συνέβαιναν τέτοια, η καταστροφή δεν μπορεί να ήταν μακριά. Τρεις, τέσσερις εμφανίσεις εισβολών ακόμα, ίσως… Αν το μηχάνημά μας δεν λειτουργήσει σωστά με την πρώτη, μάλλον δεν θα έχουμε και δεύτερη ευκαιρία.
Έπρεπε να το φτιάξουν τέλειο, ή, τουλάχιστον, αρκετά τέλειο για να τους κάνει τη δουλειά τους.
Οι μεταλλουργοί της Ερρίθιας ασχολήθηκαν με την κατασκευή του μεγάλου πιάτου, πράγμα το οποίο δεν απαιτούσε ιδιαίτερες τεχνολογικές γνώσεις· το μόνο που χρειαζόταν ήταν ν’ακολουθήσουν ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Η Ιερόχαρη και η Αρίνη ασχολήθηκαν με την κατασκευή του επεξεργαστή και με τις ειδικές του ρυθμίσεις. Τον συνέδεσαν με το σύστημα αισθητηριακής καταγραφής και τον προγραμμάτισαν έτσι ώστε να αντιλαμβάνεται και να τραβά ενέργεια με τα χαρακτηριστικά που ήταν αποθηκευμένα στο πληροφοριακό σύστημα. Οι τεχνουργοί της Νίρμικιτ και ο Σθένελος έφτιαξαν τα δοχεία όπου θα παγιδευόταν η ενέργεια την οποία θα αντλούσε το μηχάνημα· τα υλικά για την κατασκευή τους – από τα ανθεκτικότερα μέταλλα που υπήρχαν στην Απολλώνια – τα είχαν φέρει η Βατράνια και οι υπόλοιποι, μέσα στον Κροκόδειλο. Ο Σέλιρ’χοκ και η Άνμα’ταρ έφτιαξαν τον πίνακα ελέγχου του μηχανισμού, ο οποίος δεν ήταν και πολύ δύσκολο να κατασκευαστεί· μπορούσες να τον συναρμολογήσεις βάσει μιας κονσόλας ενός εξελιγμένου πληροφοριακού συστήματος. Η Αριάδνη και ο Βαλέριος ανέλαβαν κάτι ακόμα ευκολότερο: να φτιάξουν το σύστημα ενεργειακής τροφοδοσίας της συσκευής. Αυτό ήταν, ουσιαστικά, έτοιμο όπως το είχαν φέρει από την Απολλώνια· χρειαζόταν μόνο να συνδέσουν μερικά καλώδια.
Την πέμπτη ημέρα, όλα τα κομμάτια του μηχανήματος ήταν τελειοποιημένα. Συναρμολογώντας τα μεταξύ τους, οι μάγοι και οι τεχνουργοί έφτιαξαν τον ενεργειακό συλλέκτη σε μια αυλή των Ανακτόρων, και είδαν τα καινούργια μέταλλά του να γυαλίζουν στον ήλιο της Χάρνταβελ ενώ ένας ψυχρός άνεμος φυσούσε.
«Μια βασική ερώτηση τώρα,» είπε ο Σθένελος. «Αυτό το πράγμα είναι μεγάλο. Πώς θα το μεταφέρουμε; Θα χρειαστεί, σίγουρα, να το φορτώσουμε σε κάποιο όχημα…»
«Ναι,» συμφώνησε η Άνμα. «Πρέπει, νομίζω, να τροποποιήσουμε ανάλογα το φορτηγό που άφησαν οι Παντοκρατορικοί πίσω τους.»
Η Ιερόχαρη αναστέναξε. «Κι άλλη δουλειά…»
Ο Σθένελος στράφηκε για να κοιτάξει το πλάι του προσώπου της. Θα ήταν όμορφη, μάλλον, αν δεν ήταν τόσο μουτρωμένη συνεχώς, σκέφτηκε.
Δεν ήταν δύσκολο να προσαρμόσουν τον ενεργειακό συλλέκτη επάνω στο φορτηγό. Έβαλαν το μεγάλο πιάτο στην οροφή, έτσι ώστε να φτάνει πιο ψηλά από τα περισσότερα σπίτια της Ερρίθιας, για να μπορούν να περάσουν το όχημα μέσα από τους δρόμους και να φτάσουν στην εισβολή: πράγμα όχι και τόσο σπουδαίο, αφού τα σπίτια στη Χάρνταβελ ήταν, κατά κανόνα, χαμηλά. Στο εσωτερικό του φορτηγού τοποθέτησαν τις ενεργειακές φιάλες για την τροφοδοσία του συλλέκτη, τα δοχεία όπου θα αποθηκευόταν η αντλημένη ενέργεια των Ιπτάμενων, καθώς και τον πίνακα ελέγχου του συλλέκτη.
Μετά, έπρεπε να αποφασίσουν ποιοι θα πήγαιναν στην αποστολή στην άλλη διάσταση. Η Αρίνη προθυμοποιήθηκε να πάει, ασφαλώς, καθώς είχε από την αρχή ασχοληθεί με το όλο θέμα των Ιπτάμενων· το ίδιο και ο Σθένελος. Εξάλλου, δύο Ερευνητές θα ήταν απαραίτητοι στην περίπτωση κάποιου τυχόν άσχημου περιστατικού· το τάγμα τους ειδικευόταν, ανάμεσα σε άλλα, και στην ενασχόληση με ενεργειακές μορφές και οντότητες. Ο Σέλιρ’χοκ θα ερχόταν επίσης, επειδή ήθελε· και κανένας δεν σκέφτηκε να του το αρνηθεί, ούτε να υπονοήσει ότι ίσως ο Διαλογιστής να μην είχε τίποτα να προσφέρει. Ο Σέλιρ’χοκ πάντοτε ίσως να είχε κάτι να προσφέρει. Η Άνμα’ταρ δήλωσε πως θα τον συνόδευε· «κι επιπλέον, κάποιον θα χρειαστείτε για να οδηγεί το όχημα,» τους είπε.
Η Ιερόχαρη δεν είχε και τόση διάθεση να έρθει. Ή μάλλον, ήταν φανερό πως δεν ήθελε να έρθει. Οι άλλοι, όμως – ιδιαίτερα η Αρίνη και ο Σέλιρ – επέμειναν. Αν κάτι απρόοπτο συνέβαινε στα μηχανήματα, η Τεχνομαθής μάγισσα θα ήταν ίσως η μόνη που μπορούσε να το λύσει· ή να το λύσει αρκετά γρήγορα ώστε να μην σκοτωθούν όλοι τους από τους Ιπτάμενους.
Ο Τέρι είπε πως επίσης θα ερχόταν. Η Αρίνη διαφώνησε – όταν ήταν μόνοι τους, όχι μπροστά στους υπόλοιπους – αλλά εκείνος δεν άλλαξε γνώμη. «Αν είναι να σκοτωθείτε, τότε, ναι, θα έρθω να σκοτωθώ μαζί σας!» της αποκρίθηκε, εμφατικά, θυμωμένος με τη νοοτροπία της ότι «αν γίνει κάτι άσχημο, καλύτερα εσύ τουλάχιστον να ζήσεις». Καταλάβαινε πως το έλεγε επειδή τον αγαπούσε, αλλά κι ο Τέρι αγαπούσε την Αρίνη το ίδιο. Αν ήταν να πάρουν ένα τόσο μεγάλο ρίσκο, θα το έπαιρναν μαζί.
Ο Γεράρδος και η Μάρθα δήλωσαν ότι θα έρχονταν. «Η επιβίωση της Χάρνταβελ εξαρτάται απ’αυτή την αποστολή,» είπε ο πρώτος στους μάγους, πηγαίνοντας να τους συναντήσει όταν εκείνοι προσάρμοζαν τον συλλέκτη ενέργειας στο φορτηγό· «δεν πρόκειται να λείψω. Θα είμαι μαζί σας.»
Στη Μάρθα είπε, αργότερα, όταν ήταν οι δυο τους: «Δε φανταζόμουν ότι θα ερχόσουν.»
«Σου χρωστάω. Μην το παίρνεις προσωπικά.»
Ο Γεράρδος ύψωσε τα φρύδια του ερωτηματικά.
«Με ξέμπλεξες από εκείνους τους πούστηδες στον καταυλισμό του λαού της Νέρεσθετ,» εξήγησε η Μάρθα.
Ο Γεράρδος, όμως, υποψιαζόταν ότι ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Ίσως να σκέφτεται, τελικά, να μείνει στη Χάρνταβελ, όταν τελειώσουμε μ’αυτές τις ιστορίες…
Ο Κάρμοοτ και οι άλλοι δύο τεχνουργοί θα ήταν επίσης μέσα στην ομάδα που θα πήγαινε στη γειτονική διάσταση, γιατί ίσως χρειαζόταν να βοηθήσουν σε κάτι σχετικό με τα μηχανήματα. Επιπλέον, φαινόταν να είναι περίεργοι να δουν πώς θα λειτουργούσε ο ενεργειακός συλλέκτης. Η Αρίνη και ο Σθένελος διέκριναν κάτι σαν την περιέργεια και τον ενθουσιασμό Ερευνητών στα μάτια τους.
Η Μαύρη Φωτιά, φυσικά, δεν θα έλειπε από την αποστολή – και κανείς δεν χρειαζόταν να αναρωτηθεί τους λόγους που είχε για να είναι μαζί τους. Αυτός ήταν ο σκοπός της ζωής της. Γι’αυτό είχε γεννηθεί.
Κι όταν ο συγκεκριμένος σκοπός ολοκληρωνόταν, η Μαύρη Φωτιά θα επέστρεφε στην Πηγή της άλλης διάστασης. Έτσι είχε πει στην Αρίνη, και η Αρίνη αισθανόταν λυπημένη που θα έχανε την κόρη της τόσο σύντομα, παρότι γνώριζε ότι δεν ήταν ένα κανονικό παιδί.
*
Την επόμενη μέρα, έχοντας πάρει μαζί τους προμήθειες κι εξοπλισμούς, επιβιβάστηκαν στο φορτηγό, βγήκαν από τα Ανάκτορα, πέρασαν – με δυσκολία και προσοχή – από τους στενούς δρόμους της Ερρίθιας, και μπήκαν στην εισβολή στις νότιες παρυφές του Λαγουμιού. Βρέθηκαν στις ατέρμονες ερήμους της γειτονικής διάστασης και ξεκίνησαν να ταξιδεύουν επάνω σε πεδιάδες σταχτοειδούς άμμου και σε ψηλές και χαμηλές θίνες.
Η Άνμα’ταρ ήταν στο τιμόνι, και ο Τέρι καθόταν δίπλα της. Όλοι τους ήταν σε ετοιμότητα, με τα νεύρα τους τσιτωμένα, αν και ήξεραν ότι αποκλείεται οι Ιπτάμενοι να τους πλησίαζαν απροειδοποίητα. Όταν έρχονταν θα τους έβλεπαν από μεγάλη απόσταση. Η Ιερόχαρη ήταν καθισμένη κοντά στον πίνακα ελέγχου του ενεργειακού συλλέκτη. Ο Γεράρδος κοίταζε έξω από τα παράθυρα, βαδίζοντας μέσα στο μεγάλο όχημα. Μακριά από τη Χάρνταβελ αισθανόταν σαν κάτι να του λείπει: μια αίσθηση. Δεν ένιωθε, όμως, άσχημα, όπως τότε που είχε φύγει από τη Χάρνταβελ με το Εσώτερο Θηρίο μέσα του και το Εσώτερο Θηρίο είχε πάει να τον κατασπαράξει.
Ύστερα από καμια ώρα οδήγησης προς τα βορειοανατολικά, είδαν ένα δυνατό φως να έρχεται καταπάνω τους, από τα βόρεια.
Ένας από τους τέσσερις Ιπτάμενους.
Μας πλησιάζει, είπε η Μαύρη Φωτιά, αχρείαστα, χωρίς να κοιτάζει έξω από τα παράθυρα.
Η Ιερόχαρη σηκώθηκε αμέσως όρθια μπροστά στον πίνακα ελέγχου του ενεργειακού συλλέκτη. Τα χέρια της άγγιξαν τα πλήκτρα χωρίς να τα πιέζουν. Ήταν αγχωμένη. Ιδρώτας γυάλιζε στο μέτωπό της και κυλούσε στις άκριες του προσώπου της.
«Τον εντοπίζουν οι αισθητήρες;» ρώτησε η Αρίνη.
«Ναι,» είπε η Ιερόχαρη. «Αλλά πρέπει νάρθει πιο κοντά ακόμα, για να ξέρουμε ότι η δουλειά μας θα γίνει σωστά.»
Η Μάρθα ψιθύρισε στον Γεράρδο: «Αν δε δουλέψει αυτό το πράγμα, θα ψηθούμε όλοι.» Και στην όψη της ο Γεράρδος νόμιζε ότι μπορούσε να δει πως ίσως να είχε μετανιώσει που αποφάσισε να έρθει μαζί τους. Βάζοντας το δάχτυλό του μπροστά στα χείλη του, της έκανε νόημα να μη μιλά, για να μην πανικοβάλει τους άλλους. Όχι πως ο Γεράρδος θεωρούσε ότι ήταν από εκείνους που πανικοβάλλονταν εύκολα – είχαν όλοι αποδείξει την ψυχραιμία τους. Με την εξαίρεση της Ιερόχαρης, ίσως, την οποία δεν γνώριζε.
Ο Ιπτάμενος ζύγωνε το φορτηγό τους – με μεγάλη ταχύτητα – χτυπώντας τις πελώριες φτερούγες του, που αποτελούνταν από μυριάδες φωτεινά νήματα. Νήματα που άρχιζαν να προεξέχουν ολοένα και περισσότερο γύρω του. Και από τα φτερά του και από το σώμα του. Νήματα που σχημάτιζαν ένα ενεργειακό δίχτυ από κάτω του.
Διαισθανόταν ζωή, κι ερχόταν να την καταβροχθίσει.
«Τώρα…» είπε η Ιερόχαρη, νευρικά, κοιτάζοντας τις ενδείξεις στον πίνακα ελέγχου. Έγλειψε το πάνω χείλος της. Τα δάχτυλά της έτρεμαν. «Τώρα πρέπει νάναι καλά…»
«Κάντο, λοιπόν!» είπε η Αρίνη. «Είναι πολύ κοντά μας!»
Η Ιερόχαρη πάτησε, γρήγορα, μια σειρά από πλήκτρα.
Ένα πανίσχυρο βουητό αντήχησε από πάνω τους, σαν από ξαφνικό άνεμο. Η μορφή του Ιπτάμενου φάνηκε να πάλλεται, έντονα. Φτεροκοπούσε, τώρα, πιο δυνατά από πριν. Φτεροκοπούσε ξέφρενα, λες και προσπαθούσε ν’αντισταθεί σε κάτι. Η συνοχή του, όμως, ήταν φανερό πως διαλυόταν. Φωτεινά κομμάτια έφευγαν από πάνω του. Τα ενεργειακά νήματα λύνονταν κι έτρεχαν σαν κλωστές προς την οροφή του φορτηγού. Πήγαιναν στο μεγάλο πιάτο, εκεί όπου οι επιβαίνοντες στο όχημα δεν μπορούσαν να κοιτάξουν.
Φωτάκια άναψαν επάνω στα δοχεία άντλησης.
«Γεμίζουν!» είπε ο Σθένελος. «Γεμίζουν ενέργεια!»
Η Ιερόχαρη είχε τα μάτια της καρφωμένα στις ενδείξεις του πίνακα ελέγχου. «Ναι… Ναι… Αλλά αντιστέκεται.» Το χέρι της γύρισε έναν στρογγυλό διακόπτη.
«Αυξάνεις τη δύναμη;» είπε η Αρίνη.
«Πρέπει,» αποκρίθηκε η Ιερόχαρη. «Για να είμαστε σίγουροι.»
Ο επεξεργαστής του συλλέκτη ακουγόταν τώρα να μουγκρίζει και να τρίζει από πάνω τους. Οι ενεργειακές φιάλες έκαναν έναν συριστικό θόρυβο. Η θερμότητα είχε αυξηθεί μέσα στο όχημα – και ήταν ήδη πολύ ζεστά εδώ, στην έρημο τούτης της διάστασης.
Ο Ιπτάμενος διαλυόταν έξω από το φορτηγό. Έδινε την εντύπωση μιας πλεκτής κούκλας που κάτι έχει αρπάξει τα ξέφτια της και τα τραβά, γρήγορα, βίαια, καταστρέφοντας τη μορφή της.
«Πιο σιγά!» φώναξε ο Σθένελος. «Πιο σιγά!»
«Γιατί;» Η Ιερόχαρη, χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει.
«Τα δοχεία αποθήκευσης τρίζουν. Το ενεργειακό φορτίο πρέπει νάναι ασταθές. Πιο σιγά – θα μας ανατινάξεις όλους!»
Το χέρι της Ιερόχαρης γύρισε πάλι τον στρογγυλό διακόπτη, μειώνοντας την ένταση. Οι τριγμοί ελαττώθηκαν· η θερμότητα όχι.
Μετά από λίγο, μονάχα μερικά νήματα φωτός απέμεναν έξω από το φορτηγό, και δεν άργησαν κι αυτά να εξαφανιστούν.
Η Ιερόχαρη αναστέναξε κι έκλεισε τον συλλέκτη. «Τελείωσε.»
Πήγε προς τα δοχεία αποθήκευσης, κοντά στα οποία στεκόταν ο Σθένελος και κοίταζε τις ενδείξεις δίπλα τους. «Έχεις δίκιο,» του είπε. «Είναι ασταθής η ενεργειακή μορφή. Πρέπει να προσέχουμε.»
Ο Γεράρδος, ακούγοντάς το αυτό, ρώτησε: «Εννοείτε πως υπάρχει πιθανότητα να ανατιναχτούμε όσο οδηγούμε το όχημα;»
«Όχι αν προσέχουμε,» αποκρίθηκε η Ιερόχαρη. «Και θα προσέχουμε, έτσι;»
Ο Γεράρδος πήγε μπροστά για να ενημερώσει την Άνμα’ταρ.
Εκείνη τού είπε: «Μην ανησυχείς. Ο μόνος πραγματικός κίνδυνος εδώ είναι οι αμμόλοφοι, και στο εξής θα τους αποφεύγω τελείως.» Έστριψε το όχημα προς τα βόρεια καθώς συνέχιζε να οδηγεί.
Οι επιβάτες του φορτηγού, τώρα, ηρεμούσαν, ύστερα από τη σύγκρουση με τον πρώτο Ιπτάμενο, και η Αρίνη κι ο Σθένελος έκαναν Ξόρκια Ενεργειακής Ανιχνεύσεως για να δουν πώς ήταν η ενέργεια που είχαν φυλακίσει στα δοχεία.
«Ακριβώς ίδια μ’αυτή που αποθηκεύσαμε στο σύστημα αισθητηριακής καταγραφής, έτσι;» είπε ο Σθένελος.
«Ναι,» αποκρίθηκε η Αρίνη. «Και το σχέδιό μας φαίνεται να πιάνει. Όταν η ενέργεια αντληθεί, δεν είναι τίποτα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ενεργειακή μορφή· δεν έχει νοημοσύνη.»
«Είναι, όμως, ασταθής.»
Η Αρίνη μόρφασε. «Δεν πρόκειται να τη χρησιμοποιήσουμε, ούτως ή άλλως.»
«Και πού θα την πετάξουμε για να την ξεφορτωθούμε; Πολύ πιθανόν να είναι επικίνδυνη.»
«Αυτό είναι κάτι που καλύτερα να το σκεφτούμε μετά,» παρενέβη ο Σέλιρ’χοκ.
Έπειτα από δύο ώρες, είδαν τον επόμενο Ιπτάμενο να τους πλησιάζει· και η όλη διαδικασία επαναλήφθηκε, αυτή τη φορά με περισσότερη ψυχραιμία από τη μεριά της Ιερόχαρης. Η ενεργειακή οντότητα, εξάλλου, όσο προσπαθούσε ν’αντισταθεί στην έλξη του μηχανήματος, δεν προσπαθούσε συγχρόνως και να τους καταβροχθίσει, άρα δεν κινδύνευαν.
«Δε μπορούν να μας συνδέσουν μ’αυτό που τους συμβαίνει,» παρατήρησε η Ιερόχαρη, όταν η ενέργεια κι αυτού του Ιπτάμενου είχε αποθηκευτεί στα δοχεία.
«Δεν έχουν τη δική μας αντίληψη,» εξήγησε η Αρίνη. «Αισθάνονται ζωτική ενέργεια κι έρχονται να την καταβροχθίσουν· και μετά νιώθουν μια έλξη, κάτι να προσπαθεί να καταβροχθίσει αυτούς.» Στράφηκε στην κόρη της. «Καλά δεν τα λέω;»
Περίπου, αποκρίθηκε η Μαύρη Φωτιά, αλλά δεν προθυμοποιήθηκε να εξηγήσει τίποτα περισσότερο.
Ο Τέρι, σύντομα, κάθισε στο τιμόνι, παίρνοντας τη θέση της Άνμα’ταρ, η οποία πήγε πίσω για να ξεκουραστεί, και ο Γεράρδος κάθισε πλάι στον Πολιτομαχητή.
«Ποιος θα το φανταζόταν ότι θα έμπλεκα σε μια τέτοια ιστορία,» είπε ο Τέρι, ανάβοντας τσιγάρο και υπομειδιώντας. «Να βρεθώ σ’έναν υπόγειο κόσμο μιας απομονωμένης διάστασης… Να πάω με την Επανάσταση… Να τρέχω σε μια απέραντη έρημο κυνηγώντας ενεργειακούς δαίμονες…» Κούνησε το κεφάλι του. «Τρελά πράγματα.»
Ο Γεράρδος γέλασε. «Νομίζεις ότι εγώ φανταζόμουν ότι θα επέστρεφα ποτέ στη Χάρνταβελ;»
Τρεις ώρες ακόμα πέρασαν, ενώ τώρα ταξίδευαν βορειοδυτικά επάνω στις ερήμους. Σε κάποια σημεία είδαν εισβολές: μέρη απ’όπου φαίνονταν περιοχές της Χάρνταβελ, και ο ουρανός της. Η ζέστη είχε γίνει ανυπόφορη πλέον, καθώς ο φλεγόμενος ήλιος τούς ατένιζε από ψηλά σαν πυρωμένο μάτι. Τα μέταλλα του φορτηγού έκαιγαν. Ο Γεράρδος αναρωτήθηκε αν η θερμότητα μπορούσε να προκαλέσει καμια βλάβη στον ενεργειακό συλλέκτη. Καλύτερα να μην το σκέφτομαι αυτό, κατέληξε. Αλλά μετά άλλαξε γνώμη και, πηγαίνοντας πίσω, το είπε στους μάγους, ζητώντας τους να ελέγξουν.
«Δε νομίζω να έχει συμβεί τίποτα,» αποκρίθηκε η Ιερόχαρη· υπήρχε, όμως, ξαφνικά ανησυχία στη φωνή της. Σηκώθηκε και, πλησιάζοντας τα μηχανήματα, έκανε ένα ξόρκι. «Μια χαρά φαίνονται όλα,» είπε μετά, δείχνοντας ανακουφισμένη. «Άδικα μάς ανησύχησες.»
«Σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να είμαστε βέβαιοι…» αποκρίθηκε ο Γεράρδος, απορώντας με την αντίδρασή της. Η μάγισσα δεν το έκρυβε ότι σιχαινόταν το γεγονός ότι βρισκόταν εδώ. Την αδικείς; ρώτησε μια φωνή μέσα στον Γεράρδο. Σωστά… Η τύπισσα δεν είχε καμία σχέση, ουσιαστικά, μ’όλη αυτή την υπόθεση. Δεν καταγόταν καν από τη Χάρνταβελ. Επειδή ήταν με την Επανάσταση τούς βοηθούσε. Κι επειδή ήταν από το Βασίλειο της Απολλώνιας, και ο Ανδρόνικος ήταν Βασιληάς της και την είχε προστάξει.
Ωστόσο, ο Γεράρδος δεν νόμιζε πως μονάχα οι διαταγές της την κρατούσαν εδώ. Εξάλλου, ο Ανδρόνικος δεν ήταν από εκείνους τους τυραννικούς μονάρχες που εξανάγκαζαν τους υπηκόους τους να τρέχουν σε ακραίες, επικίνδυνες αποστολές. Το μόνο που θα της είχε ζητήσει θα ήταν να πάει στη Χάρνταβελ και να βοηθήσει, με ό,τι τρόπο μπορούσε, τους επαναστάτες εκεί. Η Ιερόχαρη μπορούσε κάλλιστα να μας πει ότι το να έρθει εδώ, σε τούτη την έρημο, δεν ήταν μέσα στα καθήκοντά της – και δεν θα ήταν υπερβολική ή δειλή αν το έκανε.
Ήθελε να μας συντροφεύσει. Επειδή έβλεπε ότι τη χρειαζόμαστε. Αλλά εξακολουθεί να είναι θυμωμένη που έμπλεξε έτσι.
Ο τρίτος Ιπτάμενος παρουσιάστηκε από τα δυτικά, κάνοντας μια ψηλή σειρά από αμμόλοφους να χρυσίζει από το φως του.
Ο Τέρι σταμάτησε το φορτηγό, και τον περίμεναν να πλησιάσει.
Η Ιερόχαρη στάθηκε μπροστά από τον πίνακα ελέγχου του ενεργειακού συλλέκτη, και τώρα φαινόταν συγκροτημένη καθώς κοίταζε τις ενδείξεις. Όταν ήρθε η ώρα, πάτησε τα πλήκτρα και η άντληση της ενέργειας ξεκίνησε.
Τα φωτεινά νήματα της ενεργειακής οντότητας ξετυλίχτηκαν και τα δοχεία αποθήκευσης γέμισαν ακόμα περισσότερο.
«Μας μένει κάμποσος χώρος,» παρατήρησε ο Σθένελος. «Θα αντλήσουμε και τον τέταρτο Ιπτάμενο και πάλι θα υπάρχει κενό.»
«Καλύτερα έτσι,» του είπε η Ιερόχαρη. «Φαντάζεσαι να μην είχαμε αρκετό χώρο;»
«Δε θέλω να το φανταστώ.»
«Ακριβώς. Κι επίσης, σκέψου πως αν τα δοχεία γέμιζαν ίσα-ίσα, τότε η πιθανότητα έκρηξης θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη, δεδομένης της ασταθούς φύσης αυτής της ενέργειας.»
«Εντάξει,» είπε ο Σθένελος. «Ας μην το γρουσουζεύουμε άλλο.»
Η Αρίνη – κάπως – βρήκε τη διάθεση να χαμογελάσει.
Ο Γεράρδος προθυμοποιήθηκε να πάρει το τιμόνι από τον Τέρι, κι εκείνος, βγάζοντας τα σκούρα γυαλιά του, δέχτηκε. Σηκώθηκε από τη θέση του αφήνοντας τον Γεράρδο να καθίσει εκεί και να βάλει τα δικά του μαύρα γυαλιά. Η φωτεινότητα ήταν πολύ δυνατή στις ερήμους – κι επικίνδυνη για τα μάτια – ακόμα και χωρίς την παρουσία των Ιπτάμενων.
Η Μάρθα ήρθε και κάθισε πλάι στον Γεράρδο, ανεβάζοντας τα μποτοφορεμένα πόδια της μπροστά στο τζάμι του φορτηγού και σταυρώνοντάς τα στον αστράγαλο.
«Βολεύτηκες, βλέπω,» της είπε εκείνος, στρίβοντας το μεγάλο όχημα προς τα βορειοανατολικά.
«Όλο κακίες και άλλες παρόμοιες μαλακίες είσαι.»
«Παραξενεμένος, απλώς.»
«Ο λόγος;»
«Οι περισσότεροι είναι τσιτωμένοι. Επιτρέπεται να είσαι εσύ χαλαρή;»
«Θα μου κάνεις μήνυση;»
«Είμαστε σε λάθος διάσταση γι’αυτό.»
«Μάλλον,» είπε η Μάρθα. «Δεν ξέρω, όμως, γιατί σου φαίνεται περίεργο. Κι οι δύο έχουμε περάσει από τόσες μαλακίες στη ζωή μας. Εδώ η κατάσταση είναι ελεγχόμενη παρά τους φόβους όλων. Είναι σα να κάνουμε τη βόλτα μας μαζεύοντας και μερικά μπουκάλια ενέργειας που έρχεται σταλμένη από τον ουρανό. Το όνειρο του εμπόρου ενέργειας, παντού στο Γνωστό Σύμπαν.»
Ο Γεράρδος γέλασε. «Δεν ξέρω, όμως, αν η ενέργεια που συγκεντρώνουμε είναι εύχρηστη, Μάρθα.»
«Πουλάς και ψόφιες μπαταρίες άμα θες· αυτή δε θα βρεις κάποιον να την πουλήσεις;»
«Σωστό κι αυτό,» μόρφασε ο Γεράρδος.
Και δεν έφυγε καθόλου από το τιμόνι, τις επόμενες τέσσερις ώρες που ακολούθησαν. Τέσσερις ώρες χωρίς να δουν ίχνος Ιπτάμενου στον ουρανό. Μονάχα κάτι εισβολές ατένισαν: σημεία που η πραγματικότητα της νεκρής διάστασης διαλυόταν, και η άμμος της ερήμου χυνόταν στη Χάρνταβελ. Ο φλεγόμενος ήλιος έγερνε σιγά-σιγά προς τη δύση, και το φως του ελαττωνόταν ολοένα και περισσότερο, μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. Νύχτωνε γρήγορα κι εδώ, όπως και στη Χάρνταβελ. Τέλη φθινοπώρου, παρότι έρημος. Οι δύο διαστάσεις ήταν ομόχρονες – μια, πραγματικά, πολύ σπάνια περίπτωση· λογικό όμως, αν σκεφτεί κανείς το ότι μοιράζονταν τα ίδια διαστασιακά τοιχώματα.
«Θα οδηγήσεις;» ρώτησε ο Γεράρδος τη Μάρθα, σταματώντας το φορτηγό.
«Ναι,» χασμουρήθηκε εκείνη, και άλλαξαν θέσεις.
Η Μάρθα πάτησε το πετάλι και, στρίβοντας το τιμόνι, έδωσε ανατολική κατεύθυνση στο όχημα.
«Τι έγινε το τέταρτο φωτεινό πουλάκι; Μας σνομπάρει;» είπε. «Ή το τρομάξαμε;»
Ο Γεράρδος στράφηκε πίσω και ρώτησε τους άλλους, απευθύνοντας την ερώτησή του κυρίως στη Μαύρη Φωτιά.
Εκείνη αποκρίθηκε: Εδώ είναι. Αλλά μέχρι στιγμής ήταν μακριά μας. Τώρα πλησιάζει.
«Μας έχει μυριστεί;»
Δεν είμαι σίγουρη. Πάντως, ακόμα κι αν δεν μας έχει αντιληφτεί, σύντομα θα μας αντιληφτεί.
Η Μάρθα οδήγησε για κάτι παραπάνω από δύο ώρες, και μετά, μέσα από τη νύχτα, είδαν πρωινό φως να βγαίνει. Ο σκοτεινός ορίζοντας σκίστηκε από τη λαμπρότητά του, και ο Ιπτάμενος παρουσιάστηκε, απλώνοντας τις πελώριες φτερούγες του και χτυπώντας τις καθώς τους ζύγωνε. Ολοένα και περισσότερα ενεργειακά νήματα εμφανίζονταν από κάτω του, καλύπτοντας ολόκληρη την αμμώδη έκταση μ’ένα φωτεινό δίχτυ – το οποίο ερχόταν καταπάνω στο φορτηγό.
Η Μάρθα πάτησε φρένο. «Έχουμε επισκέπτη.»
Ο Γεράρδος κοίταξε τους άλλους, πίσω, και είδε την Ιερόχαρη να πηγαίνει πάλι μπροστά στον πίνακα ελέγχου και να ετοιμάζεται. Να περιμένει… να περιμένει… κι ύστερα, να πατά μια σειρά από πλήκτρα.
Το ίδιο βουητό αντήχησε, όπως και τις προηγούμενες φορές· και ο Ιπτάμενος φάνηκε να διαλύεται ενώ πάλευε, μάταια, ν’αντισταθεί σε μια δίνη που τον τραβούσε προς το μέρος της. Τα κομμάτια του, τα νήματα που τον αποτελούσαν, έφευγαν. Αμέτρητες φωτεινές κορδέλες που διέγραφαν σπείρες και καμπυλωτούς σχηματισμούς.
Η μορφή του καταστρεφόταν. Επέστρεφε στην πρωταρχική του κατάσταση.
Ο Γεράρδος και οι υπόλοιποι επιβάτες του μεγάλου οχήματος περίμεναν, χωρίς να μιλούν. Κι όταν ο Ιπτάμενος χάθηκε τελείως και τα δοχεία αποθήκευσης είχαν γεμίσει με περισσότερη ενέργεια, η Ιερόχαρη πάτησε το πλήκτρο που απενεργοποιούσε τον συλλέκτη.
«Τελείωσε,» είπε. «Αυτό ήταν.»
Η Αρίνη στράφηκε στην κόρη της. «Αυτό ήταν;»
Η Μαύρη Φωτιά, που καθόταν οκλαδόν στο πάτωμα, σηκώθηκε όρθια. Ναι, Μητέρα. Ο κίνδυνος πέρασε. Κι αισθάνομαι την Πηγή να με καλεί πίσω.
Η Αρίνη ένιωσε μια λόγχη να διαπερνά την κοιλιά της. Τελικά, η κόρη της θα έφευγε, όπως της είχε πει. Και η ώρα είχε έρθει.
Τόσο γρήγορα…
Άνοιξαν τις πόρτες του φορτηγού και βγήκαν, μέσα στη νύχτα, πατώντας στη σταχτοειδή άμμο της ερήμου και στα χαλίκια. Καθώς είχαν σβήσει τις μηχανές του ψηλού οχήματος για εξοικονόμηση ενέργειας, το έδαφος ακουγόταν, καθαρά, να τρίζει κάτω από τα πόδια τους σαν κάτι έτοιμο να σπάσει.
Η Μαύρη Φωτιά στράφηκε ν’αντικρίσει τον Τέρι και την Αρίνη. Σας χαιρετώ, είπε. Και λυπάμαι… αλλά πρέπει να φύγω. Πρέπει να επιστρέψω στην Πηγή.
Η Αρίνη πλησίασε την κόρη της και την αγκάλιασε, σφιχτά. Της έτριψε την πλάτη· το δέρμα της ήταν ζεστό κάτω από το φόρεμά της. «Θα μας λείψεις,» της είπε, και την άφησε από την αγκαλιά της.
Ο Τέρι πλησίασε επίσης και φίλησε το μάγουλο της Μαύρης Φωτιάς. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Του φαινόταν εξωπραγματικό το γεγονός και μόνο ότι αυτό το πλάσμα ήταν κόρη του. «Μακάρι να είχαμε τον καιρό να γνωριστούμε περισσότερο,» είπε.
Θα το ήθελα κι εγώ, αποκρίθηκε η Μαύρη Φωτιά. Το ένα μέρος της φύσης μου θα το ήθελε. Πολύ. Αλλά… η αποστολή μου τελείωσε. Είχα έρθει στη διάσταση της Χάρνταβελ για να βρω τρόπο να σώσω και τις δύο διαστάσεις. Τον βρήκα, και τώρα πρέπει να επιστρέψω. Η θέση μου δεν είναι εδώ: δεν είναι σ’αυτό το σώμα. Και πρόσθεσε, κάνοντας μερικά βήματα όπισθεν: Μπορώ να σας αφήσω το σώμα, αν θέλετε… ή μπορώ να το πάρω μαζί μου, για να απορροφηθεί από την Πηγή.
Η Αρίνη κούνησε το κεφάλι της λυπημένα. «Όχι,» είπε, «μην το αφήσεις πίσω. Χωρίς εσένα μέσα, θα είναι απλώς ένα πτώμα. Καλύτερα να το πάρεις μαζί σου.»
Ο Τέρι κατένευσε. «Ναι, καλύτερα έτσι.»
Όπως επιθυμείτε, είπε η Μαύρη Φωτιά, κάνοντας μερικά ακόμα βήματα όπισθεν, απομακρυνόμενη απ’τους γονείς της. Πρέπει να επιστρέψω τώρα, όπως και τα αδέλφια μου. Σας αποχαιρετώ. Τους έστρεψε την πλάτη και βάδισε μέσα στη νύχτα της ερήμου. Έβγαλε τα παπούτσια της και τ’άφησε πίσω της, στην άμμο. Λίγο παρακάτω, έλυσε τα κορδόνια του φορέματός της και το άφησε κι αυτό να πέσει. Το λευκό-ροζ δέρμα του λυγερού σώματός της έπαιρνε μια πράσινη απόχρωση στο φως των τριών φεγγαριών που κρέμονταν στον νυχτερινό ουρανό. Τα καστανά της μαλλιά αναδεύονταν γύρω της από κάποιον αόρατο άνεμο.
Κι ύστερα, τυλίχτηκε ολόκληρη από σκοτεινές φλόγες. Το γυναικείο της κορμί χάθηκε μέσα τους: εξαφανίστηκε στο εσωτερικό μιας ωοειδούς μάζας από μαύρη φωτιά. Η οποία πέταξε στον ουρανό. Απομακρύνθηκε, και πήρε μια αλλόκοτη κλίση. Μια κλίση δύσκολο να την πιάσει το μάτι, κι ακόμα δυσκολότερο το μυαλό να την κατανοήσει, σαν κι η Μαύρη Φωτιά να ακολουθούσε μονοπάτια όπως αυτά που έλεγαν ο Γεράρδος και οι άλλοι καινούργιοι ιερείς της Χάρνταβελ.
Η Μαύρη Φωτιά φάνηκε να βυθίζεται στον νυχτερινό ουρανό και στο φως των φεγγαριών.
Και δεν μπορούσαν πλέον να τη δουν.
Είχε επιστρέψει στην Πηγή.
Η Αρίνη αναστέναξε, για να διώξει ένα βάρος που αισθανόταν εντός της. Πήρε τα παπούτσια της κόρης της από την άμμο και, μετά, πήρε και το φόρεμά της. Τύλιξε τα πρώτα μέσα στο δεύτερο, φτιάχνοντας ένα δέμα και κρατώντας το παραμάσκαλα.
Επιστρέφοντας κοντά στους άλλους, είπε: «Μπορούμε να γυρίσουμε στη Χάρνταβελ.»
«Το πρωί, καλύτερα,» πρότεινε η Άνμα. «Είμαστε όλοι κουρασμένοι τώρα, είναι νύχτα, και βρισκόμαστε μακριά από την εισβολή που θα μας βγάλει στην Ερρίθια.»
«Λες, δηλαδή, να διανυκτερεύσουμε;» είπε η Μάρθα.
«Ναι· γιατί όχι; Δε φαίνεται νάναι επικίνδυνα εδώ, τώρα που δεν υπάρχουν οι Ιπτάμενοι. Θα υφάνω μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω μας, για να είμαστε σίγουροι, και θα υφάνει κι ο Σέλιρ μια Μαγγανεία Πνευματικής Διαισθήσεως, και μπορούμε να κοιμηθούμε κανονικά. Ούτε σκοπιές δε νομίζω ότι χρειάζονται.»
Ο Τέρι ένευσε. «Ναι, τίποτα δεν κατοικεί εδώ. Όμως αυτοί που μένουν στον Υπόγειο Κόσμο έχουν παρατηρητήρια: μέρη στα οποία ανεβαίνουν για να παρακολουθούν την έρημο, μήπως κάτι συμβεί – οτιδήποτε. Αν κάποιο απ’αυτά τα παρατηρητήρια είναι κοντά και μας δουν, ή αν μας έχουν ήδη δει από πριν, ίσως να θέλουν να πλησιάσουν, αν μη τι άλλο για να ερευνήσουν, να μάθουν ποιοι είμαστε. Καλύτερα, επομένως, να βάλουμε και σκοπιές, παρά τις μαγγανείες που θα υφάνετε.»
«Καλώς,» είπε η Άνμα. «Είμαστε, ούτως ή άλλως, αρκετοί για να αλλάζουμε άνετα βάρδιες όλη τη νύχτα.»
Κανένας απ’τους υπόλοιπους δεν διαφώνησε με τούτη την απόφαση – ήταν όλοι τους, όντως, κουρασμένοι: από το πρωί κυνηγούσαν τους Ιπτάμενους και τώρα είχε πια νυχτώσει. Μονάχα η Ιερόχαρη φάνηκε να δυσανασχετεί, αλλά δεν είπε τίποτα.
Ανέβηκαν στο φορτηγό και προσπάθησαν να κάνουν χώρο για να βολευτούν. Παρότι το όχημα ήταν μεγάλο, τα δοχεία με την αποθηκευμένη ενέργεια των Ιπτάμενων και οι ενεργειακές φιάλες για τη λειτουργία του συλλέκτη καταλάμβαναν αρκετό από το εσωτερικό του. Και οι επιβάτες δεν ήταν λίγοι. Έντεκα αριθμούσαν. Κατάφεραν να τακτοποιηθούν, ωστόσο, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.
Ο Σέλιρ’χοκ ύφανε τη Μαγγανεία Πνευματικής Διαισθήσεως και η Άνμα’ταρ τη Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως. Αν κάποια πνευματική οντότητα ζύγωνε το σταματημένο όχημά τους, ο Διαλογιστής θα την αντιλαμβανόταν αμέσως μέσα στον ύπνο του και θα ξυπνούσε· κι αν κάποιο υλικό πλάσμα μεγαλύτερο από ποντίκι ερχόταν κοντύτερα από εκατό μέτρα, ένας νοητικός συναγερμός θα ειδοποιούσε τη Δράκαινα όσο βαθιά κι αν κοιμόταν.
Η Αρίνη’σαρ προθυμοποιήθηκε να φυλάξει την πρώτη σκοπιά γιατί είπε πως δεν θα την έπαιρνε ο ύπνος. Ο Τέρι δήλωσε ότι θα φυλούσε σκοπιά μαζί της. Άνοιξαν την καταπακτή του φορτηγού και σκαρφάλωσαν στην οροφή. Κάθισαν εκεί και, τυλιγμένοι στις κάπες τους (διότι έκανε κρύο μες στη νύχτα), άναψαν ένα τσιγάρο και το κάπνισαν μαζί. Σιωπηλά.
Ύστερα, αυτοί που ήταν κάτω – όσοι ήταν ακόμα ξύπνιοι – τους άκουσαν να μιλούν ψιθυριστά.
*
Όταν ο Σθένελος’σαρ και ο Σέλιρ’χοκ φυλούσαν την τελευταία σκοπιά, σκαρφαλωμένοι στην οροφή του ψηλού φορτηγού, είδαν από μεγάλη απόσταση κάποιες φιγούρες να κινούνται, φωτισμένες από το φεγγαρόφωτο. Ο Διαλογιστής ήταν που τις πρόσεξε πρώτος και τις έδειξε και στον Ερευνητή.
Ο Σθένελος συνοφρυώθηκε. «Είσαι σίγουρος;»
«Ναι. Νομίζω πως είναι άνθρωποι.»
Ο Σθένελος ύψωσε τα κιάλια του και κοίταξε. Πράγματι, άνθρωποι ήταν, διαπίστωσε. Καμια ντουζίνα. «Πρέπει να μας έχουν δει,» είπε. Κατέβασε τα κιάλια. «Να ειδοποιήσουμε τους άλλους;»
«Όχι ακόμα. Ας περιμένουμε να δούμε τι θα κάνουν,» πρότεινε ο Σέλιρ.
Ο Σθένελος δεν διαφώνησε. Ύψωσε πάλι τα κιάλια του και βάλθηκε να παρατηρεί τους αγνώστους. Δε μπορούσε να διακρίνει και πολλά γι’αυτούς, αλλά πρέπει να ήταν από τους κατοίκους του Υπόγειου Κόσμου· αποκλείεται να ήταν άλλοι. Δεν υπήρχαν άνθρωποι στην έρημο.
Ρώτησε τον Σέλιρ, χωρίς να κατεβάσει τα κιάλια του: «Ξέρεις το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως;»
«Όχι.»
«Η Άνμα το ξέρει, σωστά;»
«Ναι, αλλά δε νομίζω ότι έχουμε αρκετά καλό λόγο για να την ξυπνήσουμε.»
Ο Σθένελος μειδίασε κατεβάζοντας τα κιάλια. «Νόμιζα ότι αυτές δεν χρειάζονται πολύ ύπνο.»
Ο Σέλιρ σήκωσε ένα φρύδι ερωτηματικά.
«Οι Δράκαινες, εννοώ.»
«Προκαταλήψεις,» χαριτολόγησε ο Σέλιρ.
«Αφού κοιμάσαι μαζί της, θα ξέρεις καλύτερα, υποθέτω…»
Ο Σέλιρ δεν φάνηκε να θέλει να δώσει συνέχεια στο σχόλιο του Σθένελου· ούτε καν φάνηκε να δίνει σημασία.
Ο Σθένελος καθάρισε το λαιμό του. Ύψωσε τα κιάλια και κοίταξε πάλι τους ξένους. Δεν έκαναν τίποτα ύποπτο: κοίταζαν κι εκείνοι. «Με συγχωρείς,» είπε.
«Για τι πράγμα;» ρώτησε ο Σέλιρ.
«Εννοώ αν… αν δεν ήταν… αν βρήκες κάπως περίεργο, ή αγενές, αυτό που σου είπα.»
Ο Σθένελος νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει το χαμόγελο του Σέλιρ στη φωνή του, καθώς εκείνος αποκρινόταν: «Όχι, δεν ήταν αγενές, ούτε περίεργο. Απλά είσαι ο εαυτός σου.»
Ο Σθένελος γέλασε σιγανά. «Ελπίζω τώρα να μη με βρίζεις.» Κατέβασε τα κιάλια.
«Μόνο αν δεν θέλεις να είσαι αυτός που είσαι.»
«Δεν έχω τέτοια προβλήματα.»
«Ωραία, τότε.»
Ο Σθένελος, μετά από κάποια ώρα, είδε τους ξένους ν’απομακρύνονται και να χάνονται πίσω από έναν έρημο τόπο με ψηλές πέτρες. «Δεν τους τραβήξαμε αρκετά το ενδιαφέρον.»
«Έφυγαν;»
«Ναι.»
«Τελείως; Δεν τους βλέπεις καθόλου;»
«Καθόλου.» Ο Σθένελος έδωσε τα κιάλια στον Σέλιρ.
Εκείνος κοίταξε για λίγο κι έπειτα τα κατέβασε. «Φοβήθηκαν να πλησιάσουν.» Δεν ήταν ερώτηση.
«Μάλλον.»
Όταν ο φλεγόμενος ήλιος ξεπρόβαλε από την ανατολή, ξύπνησαν τους υπόλοιπους και, ύστερα από ένα σύντομο πρωινό γεύμα, ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής. Χτες αποθήκευαν την πορεία τους στο σχετικά περιορισμένο μνημονικό σύστημα του φορτηγού, έτσι τώρα μπορούσαν εύκολα να ακολουθήσουν την ακριβώς αντίστροφη πορεία κοιτάζοντας τον χάρτη στη μικρή οθόνη.
Η Αρίνη ήταν ακόμα λυπημένη για τη Μαύρη Φωτιά, κι αυτό παραξένευε τον Τέρι ο οποίος δεν είχε αισθανθεί και τόσο κοντά στην κόρη του. Ήταν απλά αινιγματική για εκείνον, τίποτα περισσότερο. Δεν μπορούσε να τη δει πραγματικά σαν παιδί του. Μάλλον – υπέθετε – έφταιγε το γεγονός ότι δεν την είχε γεννήσει. Η Αρίνη, όμως, είχε νιώσει αυτό το παράξενο πλάσμα να ξετρυπώνει μέσα από την κοιλιά της. Ο Τέρι, καταλαβαίνοντάς το αυτό, προσπαθούσε να δείξει κατανοήσει στη σύζυγό του.
Οι υπόλοιποι ήταν σε πολύ καλή διάθεση. Σε διάθεση να το γιορτάσουν, για την ακρίβεια. Ο Σθένελος και η Μάρθα άνοιξαν μερικά ποτά που είχαν πάρει μαζί τους και έδωσαν σ’όλους να πιουν. Ο Γεράρδος είπε να προσέχουν μη χάσουν το δρόμο τους, αλλά κατά τα άλλα κι εκείνος ήπιε και χωράτεψε όπως οι υπόλοιποι. Ο Κάρμοοτ και οι άλλοι δύο τεχνουργοί, με την απομάκρυνση της Μαύρης Φωτιάς, δεν μπορούσαν πλέον να επικοινωνήσουν άνετα με τους Χαρνταβέλιους συντρόφους τους, όμως αυτό δεν τους εμπόδισε απ’το να δείχνουν επίσης ευδιάθετοι, ούτε απ’το να πιουν και να καπνίσουν. Ο Τέρι, σε κάποια στιγμή, μετέφρασε τα λόγια τους: «Λένε πως έχουμε πολύ καλά ποτά. Και τα καπνά μας είναι επίσης καλά.» Είχε δεν είχε τελειώσει να μιλά και ένας απ’τους τεχνουργούς κατέρρευσε, μεθυσμένος και μισολιπόθυμος.
«Δεν το σηκώνουν, όμως! Χα-χα-χα-χαχαχαχαχαχαχα…» Η Μάρθα κρατούσε την κοιλιά της απ’τα γέλια· και μετά άρχισε να βήχει, καθώς παραλίγο να πνιγεί με τον καπνό του τσιγάρου της.
Τώρα πλέον, ακόμα κι η Αρίνη είχε αρχίσει να δίνει σημάδια ανεβασμένης διάθεσης.
Το απόγευμα, όταν ο ήλιος έδυε και είχαν φτάσει στην εισβολή που οδηγούσε στην Ερρίθια, τραγουδούσαν όλοι τους (εκτός από τους τεχνουργούς της Νίρμικιτ) λαϊκά τραγούδια της Χάρνταβελ. Ο Τέρι και η Αρίνη τα ήξεραν επειδή ήταν χρόνια στη διάσταση, ο Γεράρδος τα ήξερε επειδή η Χάρνταβελ ήταν πατρίδα του· οι άλλοι τα είχαν ακούσει από τον Εδμόνδο τον Βοριά.
Το μεγάλο φορτηγό πέρασε την εισβολή ενώ ο Τέρι οδηγούσε, και βρέθηκαν στις νότιες παρυφές του Λαγουμιού. Έστριψαν προσεχτικά μέσα στους στενούς δρόμους της Ερρίθιας και, εξακολουθώντας να τραγουδούν, έφτασαν στο παλάτι. Οι φρουροί εκεί τούς άνοιξαν την πύλη χωρίς καθυστέρηση, και ο Τέρι σταμάτησε το όχημα σε μια αυλή και κατέβηκαν.
Η Βατράνια, η Ελισαβέτα, ο Εδμόνδος, η Ιζαμπώ, και η Ισαβέλλα ήρθαν αμέσως να τους συναντήσουν, σαν να κάθονταν και να τους περίμεναν από στιγμή σε στιγμή.
Η Βατράνια γέλασε. «Αν κρίνω από τις φάτσες σας, όλα πήγαν καλά!»
«Υπέροχα,» αποκρίθηκε η Μάρθα, λιγάκι μεθυσμένη. «Έχασες που δεν ήρθες.»
«Δεν το έκανα επίτηδες. Δε μου είπατε ότι με χρ–»
«Η Μάρθα αστειεύεται,» είπε ο Γεράρδος, ακουμπώντας το χέρι του στους ώμους της Μάρθας.
«Τέλος πάντων. Είχα καλή παρέα εδώ,» είπε η Βατράνια, υπομειδιώντας και λοξοκοιτάζοντας τον Εδμόνδο.
Ο Σθένελος αισθάνθηκε να ζηλεύει λιγάκι. Εννοεί αυτό που νομίζω ότι εννοεί; αναρωτήθηκε.
«Λοιπόν!» είπε ο Εδμόνδος. «Ας πάμε να μεταφέρουμε τα ευχάριστα νέα στον Υπεράρχη μας!»
«Μια στιγμή,» τους πρόλαβε ο Σέλιρ’χοκ, που είχε επίσης πιει αλλά δεν ήταν τόσο μεθυσμένος όσο οι περισσότεροι. «Να βάλουμε κάποιους φρουρούς των Ανακτόρων να φυλάνε το όχημα για την ώρα, διότι μην ξεχνάτε το φορτίο του…»
«Σωστά,» ένευσε η Ιερόχαρη καθώς η όψη της ξαφνικά σοβάρευε. «Το ενεργειακό φορτίο είναι ασταθές και επικίνδυνο.»
Η Βατράνια ρώτησε: «Ποιο ενεργειακό φορτίο;»
«Η ενέργεια των Ιπτάμενων,» της εξήγησε ο Σθένελος. «Δεν τους σκοτώσαμε κι εξαφανίστηκαν. Είναι, ουσιαστικά, μέσα σε μπουκάλια. Ή, τουλάχιστον, η πρωταρχική τους μορφή είναι σε μπουκάλια, όχι ακριβώς οι ίδιοι. Τέλος πάντων, είμαι λιγάκι ζαλισμένος τώρα.»
«Φαίνεται.»
*
Ο Ριχάρδος ο Τρίτος αποφάσισε ότι την επόμενη μέρα θα γινόταν γιορτή σ’ολόκληρη την πόλη. Κανένας δεν θα εργαζόταν, κι όλοι θα πανηγύριζαν για τη νίκη τους και για την επιβίωση της διάστασής τους.
«Δοξάζοντας τον Θεό πάντα, Ύψιστε Άρχοντα,» τόνισε η Ελισαβέτα, η οποία είχε αρχίσει να παίρνει το ύφος που είχαν όλοι οι ιερείς της Χάρνταβελ.
«Ασφαλώς! Ασφαλώς!» αποκρίθηκε ο Υπεράρχης. «Εννοείται, Μεγάλη Μητέρα. Και θα επιθυμούσα, επίσης, αυτή η ημέρα να αποτελεί Γιορτή από εδώ και στο εξής.»
«Δε νομίζω οι υπόλοιποι ιερείς να διαφωνήσουν,» είπε η Ελισαβέτα. Και κοίταξε τον Γεράρδο.
Με βλέπουν σαν τον Ύπατο, παρατήρησε, γι’ακόμα μια φορά, εκείνος. Πρέπει κάτι να κάνουμε γι’αυτό. Για να τους το βγάλουμε από το μυαλό τους. Αλλά δεν ήξερε τι.
Είπε: «Από τη μεριά μου δεν υπάρχει καμία διαφωνία, Αδελφή. Εξάλλου, αν δεν αποτελεί λόγο για Γιορτή η σωτηρία της Χάρνταβελ, τότε τι αποτελεί λόγο για Γιορτή;»
Όταν η γιορτή για τη σωτηρία της Χάρνταβελ τελείωσε, ο Υπεράρχης Ριχάρδος ο Τρίτος ήξερε ότι τα προβλήματά του δεν είχαν επίσης τελειώσει. Ίσως, μάλιστα, να είχαν μόλις αρχίσει· διότι τώρα θα έπρεπε να έρθει σε συνεννόηση με τους λαούς της άλλης διάστασης, η οποία, μάλλον, δεν ήταν πια «άλλη», καθώς είχε γίνει ένα με τη Χάρνταβελ. Οι εισβολές αποτελούσαν δρόμους απ’όπου μπορούσε ο οποιοσδήποτε εύκολα να περάσει, κι αυτοί οι δρόμοι ήταν πολλοί. (Μετά από κάποιους μήνες, κανένας πλέον δεν θα μιλούσε για εισβολές αλλά για Δρόμους ανάμεσα στη Χάρνταβελ και στην Έρημο.)
Ο Πολιτομαχητής της Ερρίθιας, Τέρι Κάρμεθ, έφυγε αμέσως μετά τη γιορτή για να πάει να μιλήσει με τον λαό της Νέας Νίρμικιτ. Ήταν ο μόνος που γνώριζε τη γλώσσα τους αλλά ήξερε ότι θα δυσκολευόταν να επικοινωνήσει μαζί τους τώρα που δεν είχε τη Μαύρη Φωτιά κοντά του. Εκείνο που ήλπιζε μόνο ήταν η Χονρέπα να είχε διδάξει τη Συμπαντική σε αρκετούς από τους συμπατριώτες της. Όταν έφτασε στη Νέα Νίρμικιτ, δεν απογοητεύτηκε: Διαπίστωσε ότι, όσο εκείνος, η Αρίνη, και οι άλλοι προσπαθούσαν να κατατροπώσουν τους Ιπτάμενους, η Χονρέπα δεν είχε μείνει άπραγη. Αρκετοί από τον λαό του Κάλροοθ ήξεραν τα βασικά της Συμπαντικής Γλώσσας. Όπως επίσης κι ο ίδιος ο Βασιληάς και η οικογένειά του. Αυτό ο Τέρι το θεώρησε καλό σημάδι, και, αφού τους ανακοίνωσε τα ευχάριστα νέα, ζήτησε από τον μονάρχη να έρθει μαζί του στην Ερρίθια, ώστε να γίνει συζήτηση με τον Υπεράρχη της Χάρνταβελ σχετικά με τη μόνιμη διαμονή του λαού της Νίρμικιτ. Ο Κάλροοθ δέχτηκε, και μαζί του πήρε και την οικογένειά του, τη Χονρέπα, τον Νερκάλοοτ, τον Κύρνοοκ, και μερικούς πολεμιστές του. Ο Τέρι, κοιτάζοντάς τους, έκρινε πως η προδιάθεσή τους δεν ήταν ούτε αρνητική ούτε, όμως, και θετική. Θα έβλεπαν και θα έπρατταν. Δεν ήταν πρόθυμοι να εγκαταλείψουν εύκολα τις κατακτήσεις τους.
Ο Ριχάρδος ο Τρίτος είχε ήδη στο μυαλό του μια πρόταση που ήλπιζε ότι ο Βασιληάς Κάλροοθ θα δεχόταν. Αν δεν τη δεχόταν, τα πράγματα ίσως να εξελίσσονταν πολύ, πολύ άσχημα· γιατί εκεί, μέσα στα σύνορα της Ναραλμάδιας όπου βρίσκονταν οι άνθρωποι της Νίρμικιτ, δεν θ’αργούσαν να υπάρξουν αντιδράσεις. Άσχημες αντιδράσεις. Η Αρχόντισσα Μοργκάνα δεν ήθελε τους εξωδιαστασιακούς στα μέρη που δικαιωματικά τής ανήκαν.
Ο Βασιληάς Κάλροοθ και η συνοδία του έφτασαν στην Ερρίθια μαζί με τον Τέρι Κάρμεθ, και ο Υπεράρχης τούς φιλοξένησε στα Ανάκτορά του, όπου έκαναν συμβούλιο και τους είπε την πρότασή του: Ήταν πρόθυμος να τους παραχωρήσει εδάφη ίσης έκτασης με αυτά που είχαν κατακτήσει στη Ναραλμάδια, δήλωσε· και ρώτησε: «Είναι αυτό ικανοποιητικό, Βασιληά μου;»
«Εξαρτάται από τα εδάφη,» αποκρίθηκε ο Βασιληάς Κάλροοθ μιλώντας σπαστά τη Συμπαντική – αλλά αρκετά καλά, για τον καιρό μέσα στον οποίο την είχε διδαχθεί.
Ο Υπεράρχης τού είπε ότι θα παραχωρούσε στον λαό της Νίρμικιτ τα μέρη που βρίσκονταν μέσα στη διχάλα η οποία σχηματιζόταν από τον Μεγάλο Ποταμό και τον Παραπόταμο. Μέχρι στιγμής αυτές οι περιοχές δεν ήταν κατοικημένες επειδή υπήρχαν δάση και βάλτοι εκεί. Αν ο λαός της Νίρμικιτ ήταν πρόθυμος να κάνει κάποια δουλειά, τα εδάφη αυτά θα γίνονταν δικά τους. «Κι αν δεν λαθεύω,» είπε ο Ριχάρδος ο Τρίτος, «είναι λίγο μεγαλύτερα σε έκταση από τα εδάφη που έχετε κατακτήσει. Κατά ένα τέταρτο, περίπου.»
Ο Βασιληάς Κάλροοθ συζήτησε το θέμα με την οικογένειά του όσο ακόμα φιλοξενούνταν στα Ανάκτορα του Υπεράρχη. Μίλησαν μόνοι τους και στη δική τους γλώσσα, για ώρες πολλές. Και, την επόμενη ημέρα, συναντήθηκαν πάλι με τον Ριχάρδο τον Τρίτο και του είπαν ότι ήθελαν να δουν τα υπό συζήτηση εδάφη προτού πάρουν μια τελική απόφαση. Ο Υπεράρχης αποκρίθηκε ότι θα τους τα έδειχνε, και οργάνωσε μια αποστολή ακριβώς γι’αυτό το λόγο.
Εν τω μεταξύ, ο Πολιτομαχητής Τέρι Κάρμεθ ταξίδεψε νοτιοδυτικά για να μιλήσει με τον Βασιληά Θάτβοοκ του λαού της Νέρεσθετ και να του ζητήσει να έρθει κι εκείνος να συζητήσει με τον Υπεράρχη της Χάρνταβελ. Ο Θάτβοοκ συμφώνησε, αλλά δήλωσε ότι δεν θα πήγαινε μόνος του σ’αυτή την Ερρίθια· θα ερχόταν κι όλος ο λαός του μαζί του. Στον Τέρι δεν άρεσε τούτο, καθώς ο λαός του Θάτβοοκ ήταν αρκετός για να πολιορκήσει τη Μεγάλη Πόλη αν ο Βασιληάς τους το πρόσταζε· ωστόσο, δέχτηκε, βλέποντας ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να γίνει κάποια συνεννόηση και να επιτευχθεί ειρήνη. Σε διαφορετική περίπτωση, ήταν φανερό πως ο Θάτβοοκ είχε επιδρομές πάλι στο μυαλό του.
Ο λαός της Νίρμικιτ, όμως, και ο λαός της Νέρεσθετ δεν ήταν οι μόνοι λαοί που ήρθαν από τον Υπόγειο Κόσμο της Ερήμου. Καθώς οι μέρες περνούσαν, ολοένα και περισσότεροι άρχισαν να παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ, σε κάθε σημείο: και αλλού γίνονταν συγκρούσεις, αλλού οι νεόφερτοι προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν ειρηνικά με τους ντόπιους, ανταλλάσσοντας αντικείμενα για αρχή.
Ο Βασιληάς Κάλροοθ είδε τα εδάφη που του είχε προτείνει ο Υπεράρχης, και διαπίστωσε πως, όντως, ήταν δύσβατα και αφιλόξενα. Σίγουρα θα έπρεπε να γίνει δουλειά προκειμένου να κατοικήσει ο λαός του εδώ. Πολλή δουλειά. Μετά, όμως, θα μπορούσαν να οικοδομήσουν μια σημαντική πόλη σε τούτο το μέρος ανάμεσα στους δύο πελώριους ποταμούς – που παρόμοιους ο Κάλροοθ δεν είχε δει ούτε σε αρχαίες φωτογραφίες του Παλαιού Κόσμου.
Είπε στην οικογένειά του ότι σκεφτόταν να δεχτεί την προσφορά του Υπεράρχη. Η Ελκέρτα δεν συμφώνησε αμέσως – είπε ότι της έμοιαζε με κόλπο για να τους ξεφορτωθούν – αλλά όταν ο Κάλροοθ τής εξήγησε ότι τούτη εδώ ήταν, καταφανώς, μια στρατηγική θέση στη γεωγραφία της Χάρνταβελ, το ξανασκέφτηκε και του αποκρίθηκε ότι τελικά ίσως να είχε δίκιο.
Ο μεγάλος του γιος, ο Όσραοκ, διαφώνησε εξαρχής και συνέχισε να διαφωνεί. Είπε ότι ο Υπεράρχης έπρεπε να τους δώσει εδάφη που ήταν σαν αυτά τα οποία είχαν, με αίμα, κατακτήσει, όχι εδάφη άγρια όπου χρειαζόταν να μοχθήσουν για να τα κάνουν κατοικήσιμα. «Είναι απαράδεκτο, πατέρα!»
Η Πριγκίπισσα Φαλτίκα συμφώνησε με τον αδελφό της. «Δε μπορούμε να ζήσουμε πλατσουρίζοντας σε βρόμικα νερά!» είπε. «Και είναι γεμάτο σιχαμερά ζωύφια τούτο το μέρος!» Δεν άλλαξε γνώμη όταν ο Κάλροοθ τής εξήγησε ότι, με τις μεθόδους των τεχνουργών (ειδικά αυτές που ήταν καταγεγραμμένες στις Παλαιές Διηγήσεις), θα έδιωχναν τα στάσιμα νερά και θα έφτιαχναν εύφορα εδάφη.
Ο Ρέσλοοτ, το τρίτο παιδί του Βασιληά, είπε ότι συμφωνούσε να μείνουν εδώ· από τον τρόπο του, όμως, φάνηκε πως το έλεγε κυρίως επειδή ήθελε να κοντράρει τον Όσραοκ.
Η Πριγκίπισσα Κιθνέκα είχε φανερά καλύτερο λόγο που συμφώνησε με τον πατέρα τους: «Αν δεν έρθουμε να μείνουμε εδώ, θα γίνει πόλεμος αργά ή γρήγορα. Είστε ανόητοι; Τι προτιμάτε – να έχουμε πόλεμο με τους ντόπιους ή να πάρουμε τα εδάφη που γενναιόδωρα μάς δίνουν, ακόμα κι αν πρέπει να δουλέψουμε λιγάκι για να τα κάνουμε κατοικήσιμα;»
Ο Πρίγκιπας Νάσλοοθ, το τελευταίο παιδί του Κάλροοθ, έγνεψε καταφατικά ακούγοντας τα λόγια της αδελφής του, και είπε στα άλλα αδέλφια του: «Η Κιθνέκα έχει δίκιο.»
«Είσαι πολύ μικρός εσύ για να βγάζεις συμπεράσματα!» του είπε η Φαλτίκα, αγριοκοιτάζοντάς τον.
Ο Κάλροοθ τούς ατένισε όλους σκεπτικά, καθώς ήταν κατασκηνωμένοι στις νότιες όχθες του Παραπόταμου, κοντά στα βαλτοτόπια, νύχτα, με μια ζωηρή φωτιά ανάμεσά τους. Τρία από τα παιδιά του συμφωνούσαν με το σχέδιό του, δύο διαφωνούσαν· και η Ελκέρτα επίσης συμφωνούσε. Ο Βασιληάς της Νίρμικιτ πήρε την απόφασή του. «Θα δεχτούμε την πρόταση του Υπεράρχη,» δήλωσε· και τα λόγια του θύμωσαν πολύ τον Όσραοκ και τη Φαλτίκα.
Η Πριγκίπισσα, αργότερα, μέσα στη νύχτα, επισκέφτηκε τον μεγάλο αδελφό της στη σκηνή του και του είπε: «Βλέπεις; Αυτή η καταραμένη γυναίκα φταίει για όλα, κατάρες και σκοτάδια επάνω της!»
Ο Όσραοκ, που δεν είχε κοιμηθεί ακόμα, της έκανε νόημα να καθίσει. «Μιλάς για την αγαπημένη μας μητριά;»
«Εσύ για ποια λες να μιλάω;» Η Φαλτίκα, μαζεύοντας τη φούστα της γύρω από τα πόδια της, κάθισε κοντά του.
«Ιδέα του πατέρα ήταν. Εκείνη αρχικά διαφωνούσε.»
«Μετά όμως συμφώνησε, και ό,τι κι αν λέγαμε εμείς ήταν σα να μην το λέγαμε! Η Ελκέρτα πιστεύει ότι θα χτίσουμε μια μεγάλη πόλη εδώ και ότι εκείνη θα την ελέγχει. Νομίζεις πως σκέφτεται ν’αφήσει εσένα να διαδεχτείς τον πατέρα, Όσραοκ;»
«Τι πάει να πει αυτό; Έχεις λόγο να πιστεύεις ότι σκέφτεται να με δολοφονήσει; Και μετά από εμένα, ποιον; Εσένα; Τον Ρέσλοοτ; Την Κιθνέκα και τον Νάσλοοθ;»
«Ναι, γιατί όχι;»
Ο Όσραοκ κούνησε το κεφάλι του. «Έχεις γίνει παρανοϊκή, αδελφή, ύστερα από τον θάνατο του Νάρκλοομ.»
Η Φαλτίκα, ρίχνοντάς του ένα φαρμακερό βλέμμα, σηκώθηκε και πήγε στην έξοδο της σκηνής. «Όταν ξανασκεφτείς αυτά που σου είπα, έλα να συζητήσουμε,» σύριξε. «Εσύ κινδυνεύεις πιο πολύ απ’όλους μας! Εγώ απλά θέλω να σε βοηθήσω, ανόητε!» Κι έφυγε, προτού εκείνος απαντήσει.
*
Οι πολεμιστές που είχε στείλει ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος από την Απολλώνια έμειναν στην Ερρίθια μαζί με το πλοίο τους, τον Φωτομάχο, μήπως ο Ριχάρδος ο Τρίτος τούς χρειαζόταν. Η Ιωάννα, όμως, και η Αριάδνη’ταρ έφυγαν, όπως επίσης και η Ιερόχαρη’μορ κι ο Βαλέριος’νιρ. Μαζί τους πήγαν ο Σθένελος’σαρ, η Βατράνια, η Άνμα’ταρ, και ο Σέλιρ’χοκ· γιατί η αποστολή τους εδώ είχε πλέον τελειώσει κι έπρεπε να επιστρέψουν στην Απολλώνια, για να δουν μήπως η Επανάσταση τούς είχε ανάγκη αλλού. Η Μάρθα, όμως, έμεινε με τον Γεράρδο – για την ώρα, τουλάχιστον – και τον βοήθησε για κάποιον καιρό, καθώς εκείνος και οι νεοϊερείς του κυνηγούσαν τους ιερείς του Εσώτερου Θηρίου.
Οι παλιοί ιερείς εντοπίζονταν ο ένας κατόπιν του άλλου – με ουγκράβους πολλές φορές στο πλευρό τους – και άσχημες συγκρούσεις γίνονταν. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, ο Γεράρδος και οι νεοϊερείς του δεν αναγκάζονταν να τους σκοτώσουν. Κατάφερναν να αποτινάξουν το Εσώτερο Θηρίο από την ψυχή τους και να τους ελευθερώσουν από την επιρροή του Μαύρου Σύννεφου. Το ίδιο συνέβαινε και με τις ουντράχες, οι οποίες ήταν, κατά κανόνα, δυσκολότερο να βρεθούν και να αντιμετωπιστούν, καθώς κρύβονταν μέσα στις ερημιές και ήταν άγριες σαν θηρία, μακριά από τους άλλους ανθρώπους για χρόνια. Το Εσώτερο Θηρίο μαινόταν εντός τους.
Ο Βασιληάς Θάτβοοκ άργησε να φτάσει στην Ερρίθια μαζί με τον λαό του, γιατί αριθμούσαν χιλιάδες, και τόσοι πολλοί άνθρωποι δεν μπορούσαν γρήγορα να διασχίσουν τόσα πολλά εδάφη. Όταν τελικά βρέθηκαν στη Μεγάλη Πόλη, ο Υπεράρχης, έχοντας ως διερμηνείς τον Τέρι Κάρμεθ και τη Χονρέπα, μίλησε με τον Βασιληά Θάτβοοκ. Δεν κατόρθωσαν, όμως, εύκολα να συνεννοηθούν οι δυο τους. Ο Ριχάρδος ο Τρίτος δεν μπορούσε να παραχωρήσει εδαφικές εκτάσεις στους ανθρώπους της Νέρεσθετ, και ο Βασιληάς Θάτβοοκ δεν δεχόταν να μην είναι κυρίαρχος μιας ολόκληρης περιοχής. Ο Υπεράρχης είπε, τελικά, ότι το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να τους δώσει μερικά εδάφη στις νότιες παρυφές του Κεντροδάσους, βόρεια της Ερρίθιας. «Δικά μου εδάφη σάς παραχωρώ,» τόνισε, «γιατί ξέρω ότι κανένας άλλος άρχοντας δεν θα δεχτεί να κάνει κάτι τέτοιο. Ελπίζω να το εκτιμήσετε, Βασιληά μου.» Η Χονρέπα μετέφερε τα λόγια του Ριχάρδου στον Θάτβοοκ. Και μετά, ο Υπεράρχης μίλησε για την απειλή της Παντοκράτειρας και προσπάθησε να εξηγήσει πως, εκτός των άλλων, έπρεπε να είναι όλοι ενωμένοι για να μην πέσουν πάλι θύματα Παντοκρατορικής Κατοχής. Ο Θάτβοοκ, αν έκρινε κανείς από την έκφρασή του, δεν ήταν βέβαιος ότι αυτά αλήθευαν· ίσως να νόμιζε πως προσπαθούσαν να τον τρομάξουν για να τον εξαπατήσουν.
Ο λαός της Νίρμικιτ, εν τω μεταξύ, είχε φύγει από το Αρχοντάτο της Ναραλμάδιας και κατευθυνόταν προς τα καινούργια εδάφη του, στη διχάλα ανάμεσα στον Μεγάλο Ποταμό και στον Παραπόταμο, όπου θα χτιζόταν η Νέα Νίρμικιτ. Ο Βασιληάς Κάλροοθ αισθανόταν ευτυχισμένος. Αυτά που συνέβαιναν ήταν σαν να είχαν βγει από τις Παλαιές Διηγήσεις!
Οι άλλοι λαοί που είχαν έρθει από τον Υπόγειο Κόσμο δημιουργούσαν προβλήματα σχεδόν σε όλα τα μέρη όπου είχαν παρουσιαστεί, καθώς είτε οι ίδιοι επιτίθονταν στους ντόπιους είτε δέχονταν επιθέσεις από θορυβημένους άρχοντες της Χάρνταβελ. Ο Τέρι Κάρμεθ έτρεχε από δω κι από κει, προκειμένου να φέρει την ειρήνη, και η Χονρέπα και μερικοί άλλοι από τους ανθρώπους της Νίρμικιτ τον βοήθησαν. Παρ’όλ’αυτά, βρήκε τη δουλειά του εξαιρετικά δύσκολη, και πόλεμοι δεν άργησαν να ξεσπάσουν σε κάμποσα μέρη της Χάρνταβελ. Όχι πολύ μεγάλοι, αλλά αρκετά μεγάλοι για να ταράξουν την ησυχία της διάστασης, να προκαλέσουν άσκοπους θανάτους, να αποτελέσουν τροχοπέδη για το εμπόριο, και να είναι όλοι επικίνδυνο να εξαπλωθούν καθώς ο ένας τοπικός άρχοντας ζητούσε στρατιωτική αρωγή από τον άλλο προκειμένου να διαλύσει τους «εξωδιαστασιακούς κατακτητές που ήταν χειρότεροι από τον Στρατό της Παντοκράτειρας». Η λογική καταλύεται όταν τα όπλα αρχίζουν να τραγουδούν.
Και οι ιερείς του Εσώτερου Θηρίου, φυσικά, υποβοηθούσαν την αποσταθεροποίηση σα να μην ήταν γηγενείς και να μην ήθελαν το καλό της Χάρνταβελ. Επιτίθονταν στους εξωδιαστασιακούς, οδηγώντας κι άλλους ντόπιους, πολλές φορές, σ’αυτές τις επιθέσεις και προκαλώντας μεγάλες σφαγές. Ο Γεράρδος είχε επισπεύσει τις προσπάθειές του να τους βρει και να εκδιώξει τα Εσώτερα Θηρία τους, αλλά ακόμα κι αυτός και οι νεοϊερείς του δεν ήταν δυνατόν να βρίσκονται συγχρόνως παντού.
Η Μάρθα, μη μπορώντας να είναι συνέχεια μπλεγμένη σε μια κατάσταση όπου είχε λίγα να προσφέρει (και έχοντας πια σιχαθεί αυτή τη γαμημένη κωλοδιάσταση – πράγμα που δεν είπε ακριβώς έτσι στον Γεράρδο), αποφάσισε τελικά να φύγει. Θα πήγαινε στην Απολλώνια, για να δει μήπως η Επανάσταση τη χρειαζόταν, και θα ξαναγύριζε. «Το υπόσχομαι ότι θα ξαναγυρίσω,» τόνισε στον Γεράρδο. «Θα σε ξαναδώ. Αλλά δε μπορώ άλλο εδώ πέρα. Δε γίνεται. Με καταλαβαίνεις;»
«Καταλαβαίνω,» αποκρίθηκε εκείνος· και όντως καταλάβαινε. Η Χάρνταβελ δεν ήταν για τη Μάρθα. Και ο ίδιος… ούτε κι ο ίδιος μπορεί να μην ήταν για τη Μάρθα πλέον. Είχε αλλάξει. Ήταν διαφορετικός άνθρωπος εδώ, στη Χάρνταβελ. Ήταν, και πάλι, ιερέας, αν και διαφορετικός από παλιά. Και τώρα δεν μπορούσε να φύγει, όχι επειδή το Εσώτερο Θηρίο θα τον σκότωνε, αλλά επειδή είχε υποχρέωση να μείνει. Δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τους συμπατριώτες του υπό αυτές τις συνθήκες.
Η Μάρθα έφυγε, λοιπόν, πλέοντας επάνω στον Μεγάλο Ποταμό, προς τη διαστασιακή δίοδο για Απολλώνια, ενώ ο Γεράρδος συνέχισε να κυνηγά τους παλιούς ιερείς, προσπαθώντας να διώξει το Μαύρο Σύννεφο πάνω από τη διάστασή του.
Συγχρόνως, πόλεμοι τράνταζαν τη Χάρνταβελ, βόρεια, νότια, ανατολικά, και δυτικά, σχεδόν παντού όπου είχαν παρουσιαστεί άνθρωποι του Υπόγειου Κόσμου. Και ήταν φανερό ότι η ειρήνη δεν θα ερχόταν γρήγορα, παρά τις προσπάθειες του Πολιτομαχητή της Ερρίθιας και όσων τον βοηθούσαν.
Ο Γεράρδος και οι νεοϊερείς του, δυστυχώς, δεν μπορούσαν να προσφέρουν και τη δική τους βοήθεια σ’αυτή την υπόθεση. Προείχε να διώξουν κάθε επιρροή του Μαύρου Σύννεφου, σκοτώνοντας ουγκράβους και αποτινάζοντας το Εσώτερο Θηρίο από παλιούς ιερείς και ουντράχες. Ο αριθμός τους αυξανόταν με κάθε τους νίκη, καθώς όταν ο εχθρός τους έχανε έναν σύμμαχο τον έπαιρναν εκείνοι με το μέρος τους. Ο Γεράρδος μπορούσε να αισθανθεί το Μαύρο Σύννεφο να παλεύει σαν ένα ετοιμοθάνατο ζώο που προσπαθεί απελπισμένα να κρατηθεί από εκείνο που του δίνει τροφή. Δεν του έμεναν πολλές δυνάμεις ακόμα.
Από πότε, άραγε, βρισκόταν εδώ, στη Χάρνταβελ; Από πότε εκμεταλλευόταν τους ιερείς της για να τρέφει την παρασιτική του ύπαρξη; Ο Γεράρδος πολλές φορές είχε αναρωτηθεί αλλά ποτέ δεν μπορούσε να βρει απάντηση. Κανένας ιερέας δεν ήξερε, και κανένα από τα Ιερά Βιβλία δεν ανέφερε τίποτα. Μιλούσαν για τον Θεό και για το Εσώτερο Θηρίο σαν να ήταν δύο πράγματα συνδεδεμένα μεταξύ τους, καθώς και με τη φύση της Χάρνταβελ. Μια τραγική παρανόηση· ή, ίσως, μια καλοστημένη απάτη. Αλλά από ποιον; Είχε κάποτε, πριν από χιλιετίες, έρθει κάποιος πράκτορας του Μαύρου Σύννεφου εδώ με σκοπό να εξαπλώσει συνειδητά ψέματα για να εδραιώσει την εξουσία του αφέντη του; Κι αν ναι, από πού είχε έρθει αυτός ο πράκτορας; Και γιατί είχε επιλέξει τη Χάρνταβελ;
Ένα μυστήριο που, αναμφίβολα, δεν θα λυνόταν σύντομα – αν λυνόταν ποτέ…
*
Η μέρα ήρθε που στο Μαύρο Σύννεφο δεν απέμεινε παρά μονάχα ένας υπηρέτης. Μια ουντράχα, κρυμμένη στα Βιγδάνια Όρη, στα νοτιοδυτικά της Χάρνταβελ. Ο Γεράρδος και οι νεοϊερείς του κατόρθωσαν να εντοπίσουν τα ίχνη της και να την ακολουθήσουν στη φωλιά της: ένα πανάρχαιο ερείπιο όπου εκείνη κατοικούσε μαζί με τέσσερις ουγκράβους. Ο Γεράρδος και οι σύντροφοί του σκότωσαν τα λυσσασμένα αγρίμια και, μετά, με μεγάλη δυσκολία, αποτίναξαν το Εσώτερο Θηρίο από τη γυναίκα, ελευθερώνοντάς την από τη σκοτεινή του επιρροή.
Μια θρηνητική, οργισμένη κραυγή αντήχησε τότε στα βουνά, και ο Γεράρδος κοιτάζοντας στον ουρανό είδε, σαν μέσα σε όραμα, μια σκιώδη μαυρίλα ν’αποτραβιέται, να απομακρύνεται, και να χάνεται. Κι αισθάνθηκε λες κι ένα βάρος να είχε φύγει από την ψυχή του.
Η Χάρνταβελ ήταν ελεύθερη, όπως και η γυναίκα που τώρα ούρλιαζε διπλωμένη μπροστά στον Γεράρδο και τους άλλους ιερείς και ιέρειες. Δεν είχε ακόμα καταλάβει την ελευθερία της, αλλά δεν θ’αργούσε να την καταλάβει.
Το ερείπιο όπου έμενε η ουντράχα μόλις και μετά βίας στεκόταν – και όχι ολόκληρο, ένα μέρος του μονάχα. Ήταν οικοδομημένο μ’έναν τρόπο άγνωστο στη Χάρνταβελ, και κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι ίσως να ήταν παλιά. Οχυρό; Ναός; Κάτι άλλο; Στην κατάσταση που τώρα βρισκόταν, ήταν αδύνατον να μαντέψουν. Στους τοίχους του, όμως, υπήρχαν λαξεύματα – εικόνες και γραφή – που, παραδόξως, δεν είχαν σβηστεί τελείως ακόμα. Αλλά ήταν όλα ανέγνωρα, σαν να είχαν έρθει από άλλη διάσταση. Κανένας δεν τα είχε ξαναδεί, ούτε στα πιο παλιά ιστορικά βιβλία. Αυτό το ερείπιο ήταν ένα απομεινάρι πριν από την καταγεγραμμένη Ιστορία της Χάρνταβελ. Και ο Γεράρδος αναρωτιόταν αν από εδώ θα μπορούσαν, ίσως, να ανακαλύψουν πώς είχε έρθει το Μαύρο Σύννεφο και τι ακριβώς ήταν. Το αμφέβαλλε, όμως.
Κι επιπλέον, τώρα είχαν άλλη δουλειά να κάνουν.
Έπρεπε να φροντίσουν για την ειρήνη στη διάστασή τους, προτού η Παντοκράτειρα σκεφτεί να ξαναστείλει τα στρατεύματά της εδώ και τους βρει σε δυσμενείς καιρούς.
Άλλωστε, αυτοί ήταν οι Φύλακες της Χάρνταβελ. Και τώρα ήταν ελεύθεροι, ύστερα από τόσες εκατοντάδες χρόνια, και μπορούσαν χωρίς εμπόδια να κάνουν εκείνο για το οποίο ήταν προορισμένοι.
*
Το χιόνι που σκέπαζε την πεδιάδα ήταν κόκκινο. Παντού, νεκροί πολεμιστές κείτονταν. Σπασμένα και πεσμένα όπλα, κράνη, ασπίδες, σκοτωμένα ζώα, κομμάτια από ξύλινα ή κοκάλινα κατασκευάσματα…
Ο Τέρι, νιώθοντας τον παγερό άνεμο να χτυπά το μάγουλό του, στεκόταν και κοίταζε. Πλάι του ήταν η Χονρέπα, καθώς και μερικοί άλλοι – πολεμιστές του Υπεράρχη και του Βασιληά Κάλροοθ. Είχαν μόλις κατεβεί από το όχημά τους – ένα φορτηγό σταλμένο από την Απολλώνια, όχι τόσο μεγάλο όσο αυτό που είχαν αφήσει εδώ οι Παντοκρατορικοί: δώρο του Βασιληά Ανδρόνικου, που ήθελε να βοηθήσει στη σταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης στη Χάρνταβελ.
«Αργήσαμε,» μουρμούρισε ο Τέρι, βλέποντας την αναπνοή του να κάνει σύννεφα μπροστά του. «Σκοτώθηκαν αναμεταξύ τους, οι ανόητοι!» Έσφιξε τη γροθιά του κάτω από τη βαριά κάπα του.
«Ο λαός της Βόλνιμιτ πάντοτε ήταν παρορμητικός,» είπε η Χονρέπα.
«Η Βασίλισσά τους μας είχε υποσχεθεί να τους σφίξει τα λουριά!»
«Η Βασίλισσα Σερτένθα σπανίως λέει αλήθεια.»
«Ή εσείς από τη Νίρμικιτ είστε προκατειλημμένοι εναντίον της.»
«Προκατειλημμένοι. Ναι, ίσως. Λίγο. Αλλά» – η Χονρέπα ύψωσε το γαντοφορεμένο χέρι της – «δες τις αποδείξεις μπροστά σου…»
Τότε, άλογα ακούστηκαν να έρχονται, με τις οπλές τους να φιμώνονται από το χιόνι αλλά τις ανάσες τους δυνατές και λαχανιασμένες από το κρύο κι από τον δρόμο. Ο Τέρι, βλέποντας τους ιππείς με τις άκριες των ματιών του, στράφηκε. Καμια ντουζίνα πρέπει να ήταν. Κουκουλωμένοι όλοι τους, και με κάπες. Δεν έμοιαζε να φέρουν κανένα έμβλημα, και δεν ήταν μακριά. Ούτε κρατούσαν όπλα.
Οι πολεμιστές πίσω του έκαναν να υψώσουν τα τουφέκια τους, αλλά ο Τέρι τούς έγνεψε αμέσως να τα κατεβάσουν, κι εκείνοι υπάκουσαν και περίμεναν.
Οι καβαλάρηδες ζύγωσαν. Τράβηξαν τα ηνία των αλόγων τους αντίκρυ στον Πολιτομαχητή της Ερρίθιας και τους συντρόφους του και αφίππευσαν.
Ο Γεράρδος κατέβασε την κουκούλα του. «Τέρι Κάρμεθ,» είπε. «Ήρθα εδώ όπου μου ζήτησες.»
Ο Τέρι βλεφάρισε ξαφνιασμένος. «Σ’το ζήτησα;»
«Ναι, μέσα σ’ένα όνειρο.»
Ο Τέρι μειδίασε. «Για να το λες εσύ, κάτι θα ξέρεις, Γεράρδε.» Ακόμα δεν τον αποκαλούσε Μεγάλε Πατέρα, παρότι οι άλλοι ιερείς τον είχαν ονομάσει Πρώτο Ιερέα επειδή ήταν ο πρώτος που είχε αποτινάξει την επιρροή του Εσώτερου Θηρίου. Για εκείνον, ο Γεράρδος ήταν ο Γεράρδος.
Και τώρα ο Γεράρδος πήρε το βλέμμα του από τον Τέρι και το έστρεψε στην αιματοβαμμένη πεδιάδα. «Τα πράγματα είναι άσχημα, όπως μου είπες ότι θα ήταν…»
«Μακάρι εσύ κι οι άλλοι ιερείς να μπορούσατε να μας βοηθήσετε.»
«Τώρα μπορούμε.» Ο Γεράρδος στράφηκε πάλι να τον αντικρίσει.
Ο Τέρι συνοφρυώθηκε. «Τελείωσε η υπόθεση με τους παλιούς;»
«Ναι,» είπε ο Γεράρδος. «Η Χάρνταβελ είναι ελεύθερη από το Μαύρο Σύννεφο· και, σύντομα, θα φροντίσουμε να είναι ελεύθερη κι από όλα τ’άλλα δεινά που την κατατρύχουν.»
«Έχουμε πολλά να κάνουμε, λοιπόν.»
Ο Πολιτομαχητής της Ερρίθιας και ο Πρώτος Ιερέας της Χάρνταβελ έσφιξαν χέρια.