Επεισόδιο 23 Η… ρύθμιση που έκανε η Λα’αρτάλερ’μπεθ μέσα μας ήταν η πιο παράξενη εμπειρία της ζωής μου ώς τώρα. Είδα τη γυναικεία μορφή που αποτελείτο από μυριάδες άστρα να χωρίζεται στα δύο – ή, ίσως, μια δεύτερη, πανομοιότυπη μορφή να βγήκε πίσω από την πρώτη· εκτός αν η πρώτη, η μπροστινή, έκανε στο πλάι για να αποκαλυφτεί εκείνη που μέχρι στιγμής κρυβόταν από πίσω. Η μία από τις δύο γυναικείες μορφές πλησίασε τη Σαμάνθα, η οποία τώρα στεκόταν όρθια και, φανερά, έτρεμε – πράγμα που δεν μπορώ να μαντέψω αν οφειλόταν στο τραυματισμένο πόδι της ή στο φόβο που αισθανόταν. Η άλλη γυναικεία μορφή ήρθε προς εμένα, μαγνητίζοντας το βλέμμα μου. Ήθελε να με υπνωτίσει; Μετά όμως κατάλαβα ότι ο υπνωτισμός δεν είναι παρά μια αστεία, απαξιωτική λέξη γι’αυτό που συνέβη. Η Λα’αρτάλερ’μπεθ άπλωσε το χέρι της προς το πρόσωπό μου, το χέρι της που αποτελείτο από αμέτρητα άστρα. Η παλάμη ήρθε τόσο κοντά στα μάτια μου που ξαφνικά νόμισα ότι τα πάντα σκεπάστηκαν από άστρα – μικροσκοπικά φώτα. Γύρισα, τότε, να κοιτάξω στο πλάι, νιώθοντας σαστισμένος– Αλλά είδα, μονάχα, κι άλλα άστρα. Παντού άστρα. Μικρά φωτεινά σημάδια σ’ένα απέραντο μαύρο κενό. Παλιότερα, είχα επισκεφτεί τις ακτές του Πορφυρού Κενού, στα νότια της Σεργήλης, εκεί όπου η διάστασή μας τελειώνει· αλλά το κενό που αντίκριζα τώρα ολόγυρά μου δεν νομίζω ότι μπορούσε να συγκριθεί, ούτε κατά διάνοια, με το Πορφυρό Κενό… Και, παρότι ένιωθα μόνος εδώ, ήξερα πως δεν ήμουν μόνος. Μια παρουσία βρισκόταν μαζί μου. Κάπου όπου αδυνατούσα να την ατενίσω. Παράξενο… γιατί παντού απλώνονταν άστρα και κενό… Έπειτα αισθάνθηκα κάτι να γλιστρά εντός μου – μια δύναμη – μια καυτή δύναμη – σαν τον καυτό αέρα στην ενδοδιάσταση της Λα’αρτάλερ’μπεθ, αλλά ακόμα πιο θερμή. Την ένιωσα να με αλλοιώνει εσωτερικά, να δίνει νέες μορφές σε παλιές μορφές, όπως ο σιδηρουργός που λιώνει τα μέταλλα και τα μεταμορφώνει. Ήθελα να κραυγάσω αλλά δεν μπορούσα. Αιωρούμουν ανάμεσα σ’εκείνα τα παράξενα φώτα, μα ήμουν, στην πραγματικότητα, ακίνητος. Παράλυτος. Παγιδευμένος. Αδυνατώ να υποθέσω πόσος χρόνος πέρασε. Αν είχε περάσει ένας αιώνας ολόκληρος, για εμένα το ίδιο θα ήταν. Κάποια στιγμή, όμως, τα άστρα… μαζεύτηκαν προς τα πίσω (αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος που μπορώ να το κατανοήσω) και κοίταζα ξανά την παλάμη της Λα’αρτάλερ’μπεθ. Το χέρι της απομακρύνθηκε από το πρόσωπό μου, και η μορφή της απομακρύνθηκε από μπροστά μου οπισθοχωρώντας αργά. Στράφηκα να δω πού ήταν η Σαμάνθα, και την αντίκρισα εκεί όπου βρισκόταν πριν. Κι εκείνη με κοίταζε, και τα μάτια της ήταν διασταλμένα, η όψη της ωχρή. Η Λα’αρτάλερ’μπεθ στεκόταν αντίκρυ μας – μία γυναικεία μορφή, τώρα, όχι δύο. Η Σαμάνθα ξεροκατάπιε. «Τι μας έκανες;» τη ρώτησε. Αυτό που συμφωνήσαμε Κλείστε τα μάτια σας και θα δείτε Έκλεισα τα βλέφαρά μου και είδα να αιωρείται μπροστά μου ένα κόκκινο πράγμα που θα μπορούσα να παρομοιάσω μονάχα με ξίφος. Πάντως, σίγουρα, είχε σχήμα μακρύ, και σ’ένα σημείο μια άλλη, μικρότερη γραμμή το έτεμνε. Η Λα’αρτάλερ’μπεθ τώρα εξακολουθεί να βρίσκεται στην ίδια σπηλιά μ’εμάς, αλλά η παρουσία της είναι σχεδόν αόρατη και τελείως αθόρυβη καθώς στέκεται σε μια γωνία. Μοιάζει με σκιά από άστρα. Πριν από λίγο δημιούργησε δύο πέτρινα κρεβάτια (ξεπρόβαλαν μέσα από έναν τοίχο της σπηλιάς), όπου εγώ και η Σαμάνθα έχουμε ξαπλώσει για να ξεκουραστούμε. Οι Πριγκίπισσες μάς είπαν ότι πρέπει να κοιμηθούμε προτού ξεκινήσουμε την επιχείρηση διάσωσης της Μαρλιέσσας. Και δεν έχουν άδικο, τολμώ να παρατηρήσω· αισθάνομαι, όντως, εξαντλημένος ύστερα απ’ όλα όσα συνέβησαν. «Αυτή η δαιμόνισσα,» λέω στη Σαμάνθα, «μπορεί να τροποποιήσει τα μυαλά μας αλλά δυστυχώς δεν μπορεί να δημιουργήσει μαλακότερα κρεβάτια…» Η Σαμάνθα γυρίζει να με κοιτάξει. Το κρεβάτι της είναι πίσω από το δικό μου, έτσι που τα δυο τους σχηματίζουν Γ. Δεν χαμογελά. «Γιατί δεν τις κάνεις παράπονα;» «Δε νομίζω να μου δώσει σημασία.» Η Σαμάνθα αναστενάζει. «Μην ανησυχείς,» της λέω· «δε θα μας σκοτώσουν τώρα.» «Ναι, αυτές, όπως φαίνεται, δεν θα μας σκοτώσουν.» Τι εννοεί; Θα μας σκοτώσει η Σιδηρά Δυναστεία; Θα μας θεωρήσει προδότες; Δεν ρωτάω. Καλύτερα να μην ξέρω, ακόμα. Η Θεώνη και η Καλλιστώ δεν είναι εδώ, και υποθέτω πως έχουν πάει να ανακρίνουν τον Ύαν, να διασταυρώσουν κάποια από τα πράγματα που τους είπαμε. Δεν υπάρχει περίπτωση να ανακαλύψουν τίποτα που δεν ξέρουν ήδη. Εύχομαι μόνο να μην κάνουν κακό στον Ύαν – όχι πως τον συμπαθώ, βέβαια, ούτε μ’ενδιαφέρει ιδιαίτερα για τη ζωή του. Προσπαθώ να κοιμηθώ επάνω στο πέτρινο κρεβάτι, το οποίο είναι, ομολογουμένως, άβολο. Όταν ο ύπνος έχει αρχίσει να με παίρνει, αισθάνομαι μια τρύπα στην παρουσία που μας περιβάλλει. Κάποιος ήρθε. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω την Καλλιστώ. «Δεν κοιμάσαι…» παρατηρεί. Ανασηκώνομαι, στηριζόμενος στον αγκώνα. «Δε με βολεύει το στρώμα.» Δίπλα μου, η Σαμάνθα κοιμάται όμως· είναι εξαντλημένη. Την ακούω να ροχαλίζει ελαφρά, και το ροχαλητό της αντηχεί παράξενα εδώ μέσα: μακρόσυρτα. Ένα ακόμα πέτρινο κρεβάτι ξεπροβάλει από τον τοίχο αντίκρυ μου, και η Καλλιστώ ανεβαίνει επάνω. Βγάζει τις μπότες της και τις αφήνει πλάι της. Μοιάζει κουρασμένη κι αυτή. Και το πρόσωπό της είναι, επιπλέον, μελανιασμένο και τραυματισμένο. Οι Ακανόνιστοι δεν πρέπει να της φέρθηκαν καλά όσο την είχαν μαζί τους. Δύσκολη η δημοσιογραφία στη Θακέρκοβ… «Δεν έχει τίποτα πιο μαλακό εδώ,» με πληροφορεί. «Ούτε τα υδραυλικά δουλεύουν, ούτε ένα κρεβάτι της προκοπής δεν υπάρχει,» λέω. «Ευτυχώς που δεν πληρώνω ενοίκιο.» Η Καλλιστώ δεν μιλά. Ξαπλώνει στο πλάι, ακουμπώντας το κεφάλι επάνω στο διπλωμένο χέρι της, και κλείνει τα μάτια. «Η Θεώνη;» τη ρωτάω. «Έφυγε;» «Εδώ είναι. Μαζί με τον φίλο σας.» «Δεν είναι φίλος μου.» «Η Σαμάνθα φάνηκε πολύ φιλική μαζί του.» Εξακολουθεί να έχει τα μάτια κλειστά. «Τον ξέρει από παλιά.» «Από κοντά, υποθέτω. Δεν την αδικώ· είναι… εμφανίσιμος τύπος.» Η Σαμάνθα δεν έχει πάψει καθόλου να ροχαλίζει ελαφρά· αποκλείεται ν’ακούει τι λέμε, εκτός αν προσποιείται πως κοιμάται – που δεν το νομίζω. «Ναι,» αποκρίνομαι, «αλλά όχι σαν εμένα.» «Όλοι οι άντρες τις ίδιες μαλακίες λέτε.» Γελάω προς στιγμή. Κι ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα σκέψης, λέω: «Δικαιολογημένα να είσαι θυμωμένη μετά από ό,τι συνέβη με τον Αίολο και το παιδί σου…» Τα βλέφαρά της ανοίγουν απότομα, τα μάτια της γυαλίζουν άγρια καθώς με ατενίζει απ’την αντικρινή μεριά της σπηλιάς. «Τι ξέρεις εσύ για το παιδί μου;» «Γενικές πληροφορίες μόνο,» αποκρίνομαι, με ήπια έκφραση, φιλική. «Γνωρίζω ότι το δικαστήριο έδωσε την κηδεμονία στον άντρα σου–» «Δεν είναι άντρας μου πια!» Κι ύστερα από μια στιγμή: «Δεν έπρεπε ποτέ να ήταν.» «Λυπάμαι για ό,τι συνέβη, Καλ–» «Άντε γαμήσου! Πώς ξέρεις αυτά τα πράγματα για μένα;» Ανασηκώνεται απότομα επάνω στο πέτρινο κρεβάτι. «Ποιος σ’τα είπε;» «Μέσω της Σιδηράς Δυναστείας τα έμ–» «Γνωρίζει αυτή η Σιδηρά Δυναστεία για εμένα;» «Η Σιδηρά Δυναστεία μπορεί να μάθει για τους πάντες, αν θέλει. Αυτά που ξέρω για σένα, άλλωστε, δεν είναι κρυφά. Ο γάμος σου, το δικαστήριο–» «Τίποτα απ’ αυτά δεν είναι δική σου δουλειά!» «Πράγματι, δεν είναι,» παραδέχομαι. «Δεν ήθελα να γίνω αδιάκριτος. Απλώς αναρωτιόμουν αν… Τέλος πάντων· δεν έχει σημασία.» Ξαπλώνω ξανά, κοιτάζοντας το ταβάνι. Πέτρινο κι αυτό, ασφαλώς. Σπηλιά. Αλλά χωρίς σταλακτίτες. Κάτι ανάμεσα σε φυσικό και τεχνητό. «Τι αναρωτιόσουν;» με ρωτά η Καλλιστώ. Γυρίζω να την ατενίσω. «Για σένα. Για την Πριγκίπισσα της Οργής.» Η Σαμάνθα ακόμα κοιμάται· την ακούω. Η Καλλιστώ συνοφρυώνεται. «Αναρωτιόμουν,» εξηγώ, «αν όσα συνέβησαν με το παιδί σου ήταν που σε οδήγησαν να κάνεις ό,τι κάνεις μαζί με τις άλλες δύο.» Η Καλλιστώ γελά. «Μην είσαι ανόητος!» «Τι σε οδήγησε, τότε;» «Δε βλέπεις τι γίνεται στη Θακέρκοβ;» «Τι γίνεται στη Θακέρκοβ;» Η Καλλιστώ ανοίγει ένα μπουκάλι και πίνει μια γουλιά νερό. «Διαφθορά,» μου λέει μετά. «Παντού διαφθορά. Πράγματα… αποτρόπαια.» Ανοίγει ένα καινούργιο κουτάκι τσιγάρα. Η Θεώνη τα έφερε – και τα τσιγάρα και το νερό και μερικές πρόχειρες τροφές – μαζί με τους επιδέσμους, τα παυσίπονα, και τα αντισηπτικά. Η Καλλιστώ ανάβει ένα τσιγάρο. «Θέλεις;» ρωτά. «Ναι.» Μου κάνει νόημα να πλησιάσω. Η ίδια δεν σηκώνεται να βρέξει τα πόδια της. Κατεβαίνω από το πέτρινο κρεβάτι, πατώντας ξυπόλυτος μέσα στο χαμηλό νερό. Ακόμα δεν μας έχουν πει πού είναι τα ρούχα μας – εμένα και του Ύαν, τουλάχιστον· η Σαμάνθα είναι ντυμένη με τα βασικά: μόνο την καπαρντίνα και τις μπότες τής έχουν πάρει. (Αναρωτιέμαι αν απλά γουστάρουν οι ανώμαλες να μας βλέπουν μισόγυμνους.) Πλησιάζω την Καλλιστώ και τραβάω ένα τσιγάρο από το κουτάκι. Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού της κι εκείνη μού δίνει φωτιά χρησιμοποιώντας έναν ενεργειακό αναπτήρα. «Διαφθορά, ε;» της λέω. «Και είν’ αυτό αρκετό για να… κάνετε ό,τι κάνετε; Πώς το ξεκινήσατε;» Με κοιτάζει καχύποπτα. «Γιατί θες να μάθεις;» «Νομίζεις ότι οι ραλίστες δεν έχουν περιέργεια; Μόνο οι δημοσιογράφοι έχουν;» Χαμογελά. Πάω στοίχημα ότι, κατά βάθος, με έχει συμπαθήσει αλλά δεν το παραδέχεται. «Δεν είσαι πραγματικά ραλίστας. Είσαι πράκτορας αυτής της Σιδηράς Δυναστείας.» Ρουθουνίζω αποδοκιμαστικά, μισογελώντας. «Πράκτορας; Αν ήταν όλοι οι πράκτορες σαν εμένα… Απλά είμαι ένας μπλεγμένος ραλίστας, όπως σου είπα. Και είμαι περίεργος να μάθω.» «Νομίζεις ότι θα μπορέσεις να χρησιμοποιήσεις αυτές τις πληροφορίες εναντίον μας, αργότερα; Για να μας βρείτε;» «Είμαι σίγουρος ότι θα έχετε εξαφανιστεί. Αλλά εμένα – ειλικρινά σού λέω – δεν με νοιάζει καθόλου αν θα σας βρουν. Βασικά, δεν θέλω να σας βρουν. Τι έχω εγώ να κερδίσω απ’την όλη ιστορία; Τίποτα.» Φυσάω καπνό απ’τα ρουθούνια. Δεν της λέω ψέματα. Η Καλλιστώ με παρατηρεί καπνίζοντας. «Προσπαθείς να μου αποσπάσεις πληροφορίες,» λέει τελικά. «Το ξέρω, μη νομίζεις ότι είμαι ανόητη–» «Όχι,» τη διακόπτω, «είσαι ανόητη.» Σηκώνομαι απ’το πέτρινο κρεβάτι, πατώντας στο νερό, και στρέφομαι προς το δικό μου κρεβάτι. «Άσ’ το, δεν χρειάζ–» Με πιάνει από τον αγκώνα. «Κάθισε κάτω.» Την κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου. Άλλαξε γνώμη; «Κάθισε κάτω,» μου λέει ήπια, και κάθομαι. «Θα σου πω πώς γεννήθηκε η Πριγκίπισσα της Οργής. Ακόμα κι αν απλά θέλεις να μου αποσπάσεις πληροφορίες.» Την αγριοκοιτάζω, επιτηδευμένα. «Τα παίρνεις όλα προσωπικά, ε;» παρατηρεί υπομειδιώντας. «Όταν με χτυπάνε με ενεργειακές ριπές, με δένουν στον τοίχο γυμνό, και με γρονθοκοπούν, ναι, το παίρνω λιγάκι προσωπικά.» «Δεν αναφέρομαι σ’αυτά· μην αλλάζεις την κουβέντα.» «Πού είναι τα ρούχα μου, αλήθεια;» «Θα σ’τα δώσουμε, μη φοβάσαι. Τι να τα κάνεις εδώ; Όπως θάχεις παρατηρήσει, δεν έχει κρύο.» Παίρνει ακόμα μια τζούρα απ’το τσιγάρο της. «Η Πριγκίπισσα της Οργής γεννήθηκε περίπου έναν χρόνο αφότου οι Παντοκρατορικοί διώχτηκαν από τη Σεργήλη… Τη Μαρλιέσσα τη γνώρισα όταν έκανα ένα ρεπορτάζ στο Λημέρι για τα εγκλήματα που γίνονταν – κι ακόμα γίνονται – εκεί. Για τους βιασμούς, κυρίως. Στην αρχή, τσακωθήκαμε. Ήθελε να με διώξει· δεν συμπαθούσε τους δημοσιογράφους, δεν τους ήθελε να ‘μπλέκονται στα πόδια της Χωροφυλακής’, όπως έλεγε. Μετά, όμως, τα βρήκαμε οι δυο μας. Δεν ξέρω πώς ακριβώς· απλώς συνέβη. Συνειδητοποίησε ότι δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι ενοχλητικοί, κι εγώ κατάλαβα ότι την είχα παρεξηγήσει τελικά. Γίναμε πολύ καλές φίλες.» (Πόσο πολύ καλές; αναρωτιέμαι, έχοντας μια υποψία.) «Και συζητήσαμε διάφορα θέματα. Για την εγκληματικότητα, κυρίως, για όσα συμβαίνουν στην πόλη μας. Η Μαρλιέσσα ήθελε να κάνει κάτι για όλ’ αυτά, αλλά δεν ήξερε τι. Ακόμα και οι επαναστάτες – εκείνοι που παλιά μάχονταν κατά των Παντοκρατορικών – τώρα δεν έμοιαζαν πρόθυμοι να δράσουν για να βάλουν σε μια τάξη την κατάσταση στη Θακέρκοβ. Ούτε ο Έκτορας, μου είπε η Μαρλιέσσα, ο πρώην Πρόμαχος της Επανάστασης σε τούτα τα μέρη, δεν κάνει πια τίποτα. ‘Νομίζουν ότι νικήθηκαν οι Παντοκρατορικοί κι όλα τα προβλήματα ξαφνικά λύθηκαν,’ μου είπε η Μαρλιέσσα. ‘Αλλά δεν έχουν λυθεί, Καλλιστώ,’ μου είπε. ‘Και κάποιος πρέπει να τα λύσει.’» Βλέπω το τσιγάρο μου να τελειώνει καθώς τραβάω καπνό. «Και ήθελε εκείνη να τα λύσει; Η ίδια;» «Αν της δινόταν η ευκαιρία.» Η Καλλιστώ πετά το δικό της τσιγάρο κάτω, στο νερό. «Τη Θεώνη τη γνώρισα όταν με έσωσε από μια δύσκολη κατάσταση,» μου λέει. «Έτσι είναι η Θεώνη: παριστάνει τον ιπτάμενο φύλακα των ανθρώπων της Θακέρκοβ. Όταν βλέπει κάποιον να κινδυνεύει, κατεβαίνει και τον παίρνει πάνω στον γρύπα της. Δεν το κάνουν όλοι οι αερομεταφορείς αυτό. Δεν το κάνουν ούτε οι μισοί.» «Δε με εκπλήσσει καθόλου.» Πετάω κι εγώ το τσιγάρο μου στο νερό. Υποθέτω η παράξενη δαιμόνισσα μπορεί να μαζέψει τις γόπες αργότερα. «Ήμουν στις Λιμανοκατοικίες, ένα βράδυ. Έκανα ένα ρεπορτάζ για τη φτώχια εκεί, μετά τον πόλεμο, και για τις συμμορίες. Βάδιζα προς το γκαράζ όπου είχα αφήσει το δίκυκλό μου, όταν συνειδητοποίησα ότι μια απ’ αυτές τις συμμορίες με είχε πάρει στο κατόπι. Μου σφύριζαν και μου έκαναν αισχρές χειρονομίες. Στο τέλος άρχισαν να με κυνηγάνε. Δεν ξέρω αν θα τους ξέφευγα. Αλλά η Θεώνη κατέβηκε με τον γρύπα της απ’τον νυχτερινό ουρανό, μ’ανέβασε στη σέλα, και φύγαμε. Γίναμε φίλες και με τη Θεώνη, και μιλήσαμε για την εγκληματικότητα και για τη διαφθορά στην πόλη, και για όλα τα άσχημα που συμβαίνουν. Οι απόψεις της δεν ήταν και τόσο διαφορετικές από της Μαρλιέσσας. Αν μπορούσε, είπε, να κάνει κάτι, θα το έκανε. »Ύστερα λοιπόν από κάποια επεισόδια στη Θακέρκοβ, το αποφασίσαμε οι τρεις μας. Αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι, ό,τι μπορούμε. Και η Μαρλιέσσα άρχισε να μας εκπαιδεύει, εδώ» – ρίχνει μια ματιά γύρω μας, στη σπηλιά – «γιατί είπε ότι δεν ήταν δυνατόν να μην ξέρουμε να πολεμάμε. Και είχε δίκιο, φυσικά. Εκτός, όμως, από πολεμική εκπαίδευση αποκτήσαμε και αυτό που σου είπα. Μια επιπλέον αίσθηση. Μας έχει φανεί πολύ χρήσιμη.» «Μάλιστα,» λέω. «Αλλά τον βιομήχανο που έβγαζε μαστίχες στους Δεντρόκηπους γιατί τον σκοτώσατε; Ήταν τόσο κακός;» «Πώς…; Αλλά τι ρωτάω; Έχετε πληροφορηθεί για όλους τους φόνους, προφανώς.» «Προφανώς.» «Ήταν ένα κάθαρμα αυτός ο τύπος. Εκμεταλλευόταν τους εργάτες του με αισχρούς τρόπους. Δεν ήταν τόσο αθώος όσο νομίζεις.» «Και ο ενεχυροδανειστής;» «Χρειάζεται να σου πω ότι ήταν εκβιαστής και νόμιμος κακοποιός;» «Ο καπετάνιος στις Λιμανοκατοικίες;» «Είχε, δύο φορές, πνίξει μέσα στον ποταμό ανθρώπους που δούλευαν στο πλοίο του, και βίαζε εκ συστήματος μικρά αγόρια που επίσης δούλευαν γι’αυτόν.» «Ο δημοσιογράφος του Ματιού που ήταν και συνάδελφός σου;» Η Καλλιστώ ρουθουνίζει οργισμένα. «Συνάδελφό μου ούτε η Μεγάλη Αρτάλη δεν μπορούσε να τον κάνει αυτόν! Εκβίαζε κόσμο, Ζορδάμη. Μάθαινε κρυφά πράγματα και μετά ζητούσε λεφτά για να μην τα βγάλει στη δημοσιότητα. Ακόμα κι εναντίον άλλων δημοσιογράφων είχε στραφεί.» «Εναντίον σου;» «Δεν είχε προλάβει. Βασικά, ελάχιστες φορές τον είχα συναντήσει προσωπικά.» «Εσύ τον σκότωσες, ντυμένη ως Απρόσωπη;» «Η Θεώνη.» «Ο Άρης Νυχταστέρης τι είχε κάνει για να τραβήξει την προσοχή σας επάνω του;» «Δεν ξέρεις λοιπόν τίποτα γι’αυτό το κωλόπαιδο της Λόρκης;» Γελάω σιγανά. «Κάτι έχω ακούσει.» «Τι άλλο χρειάζεται, οπότε, να μάθεις από εμένα;» «Ποια από σας τον σκότωσε στη βίλα του πατέρα του;» «Η Μαρλιέσσα.» «Και μετά βγήκε λυγίζοντας ένα από τα κάγκελα του κήπου;» «Το ανακαλύψατε, ε;» «Ναι. Αλλά δεν ξέρουμε πώς μπήκε. Ήταν μέσα στους καλεσμένους;» «Η Θεώνη την κατέβασε στην οροφή της βίλας.» «Και κανένας δεν είδε ολόκληρο γρύπα να κατεβαίνει;» «Δεν προσγειώθηκε στην οροφή. Καθώς φτερούγιζε από πάνω, η Μαρλιέσσα πήδησε. Αν κάποιος είδε κάτι, μέσα στη νυχτερινή δεξίωση, δεν θα του έκανε εντύπωση. Συχνά γρυποκαβαλάρηδες περνάνε από τη Γραμμή – αερομεταφορείς με ευκατάστατους επιβάτες, ή φρουροί, ή πλούσιοι που έχουν εκπαιδευμένους γρύπες στην κατοχή τους.» Μένω σιωπηλός για μερικές στιγμές και βλέπω τα βλέφαρά της να κλείνουν, καθώς είναι ξανά ξαπλωμένη, με το κεφάλι της ακουμπισμένο επάνω στο διπλωμένο χέρι της. Στα πρόθυρα του ύπνου. «Καλλιστώ;» «Τι;» «Αν η απόφαση ήταν δική μου, κανένας δεν θα σας κυνηγούσε. Αλλά δεν είναι. Είμαι απλά ένα πιόνι της Δυναστείας.» Κατεβαίνω απ’το πέτρινο κρεβάτι, πατώντας στο νερό. Τα μάτια της ανοίγουν, κουρασμένα. «Σε πιστεύω,» μου λέει, «παρότι καταλαβαίνω ότι είσαι καλός ψεύτης.» Χαμογελάω. Επιστρέφω στο κρεβάτι μου και ξαπλώνω. Ο ύπνος με παίρνει σχεδόν αμέσως. Ήμουν, τελικά, πιο κουρασμένος απ’ό,τι υπολόγιζα.
Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση. |
|||