Επεισόδιο 21
ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ, ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΜΕΡΟΣ

Θερμότητα…

Γλιστρά μέσα στη μύτη μου, πάει στα πνευμόνια μου… Εισπνέω, εκπνέω… εισπνέω, εκπνέω… εισπνέω, εκπνέω – καυτό αέρα.

Ονειρεύομαι;

Προσπαθώ να ξεφύγω από το παράξενο όνειρο. Βλεφαρίζω. Αναγκάζω τον εαυτό μου να βλεφαρίσει. Τα μάτια μου να ανοίξουν. Βλέπω μπροστά μου ένα δωμάτιο, έναν χώρο από πέτρα, σαν σπηλιά· φωτιζόμενο από μια γαλανή ακτινοβολία που έρχεται από… το νερό στο πάτωμα. Ναι, σίγουρα έρχεται από το νερό στο πάτωμα. Η στάθμη του νερού δεν είναι ψηλή: μέχρι λίγο πιο πάνω από τους αστραγάλους μου φτάνει. Και τα πόδια μου είναι γυμνά, συνειδητοποιώ.

Στέκομαι! συνειδητοποιώ επίσης. Είμαι όρθιος. Πώς είναι δυνατόν να κοιμόμουν όρθιος; Πώς…; Ακόμα ονειρεύομαι; Όχι, αποκλείεται. Πίσω μου αισθάνομαι πέτρα. Την αισθάνομαι σαν να μη φοράω ρούχα– Κοιτάζω το σώμα μου: είμαι πράγματι γυμνός· μονάχα το παντελόνι μου φοράω.

Προσπαθώ ν’απομακρυνθώ από τον τοίχο αλλά δεν μπορώ. Τα χέρια μου– Κοιτάζω προς τα πάνω και βλέπω ότι τα χέρια μου είναι δεμένα στον τοίχο με σιδερένιους κρίκους.

Πού σκατά βρίσκομαι; Τι κωλομέρος είναι αυτό;

Το επόμενο πράγμα που αντιλαμβάνομαι είναι ότι μια ασυνήθιστη παρουσία βρίσκεται παντού γύρω μου. Μια καταπιεστική, ίσως, παρουσία. Ή μήπως είναι ο αέρας; Συμβαίνει κάτι με τον αέρα εδώ πέρα; Είναι… είναι σχεδόν σαν κάτι στέρεο να με περιβάλλει· ή περίπου στέρεο. Όχι, δεν είναι ο αέρας, σκέφτομαι. Δε μπορεί να είναι ο αέρας. Ο αέρας…

Ο αέρας είναι καυτός. Καθώς τον εισπνέω και τον εκπνέω, τον νιώθω να καίει τη μύτη και τα πνευμόνια μου. Δεν το ονειρευόμουν. Ούτε νομίζω πως είναι μια αίσθηση που οφείλεται στη σωματική μου εξάντληση ή σε κάποια ναρκωτική ουσία. Αυτό το μέρος έχει μια… μια παράξενη ποιότητα. Είναι, κάπως, διαφορετικό…

Πώς κατέληξα εδώ;

Προσπαθώ να θυμηθώ.

Η εισβολή στο αρχείο των Ακανόνιστων αναδύεται από τη μνήμη μου. Και η Πριγκίπισσα της Οργής· ή μάλλον, οι Πριγκίπισσες της Οργής–

Η Σαμάνθα;

«Σαμάνθα!» φωνάζω, κι ακούω τη φωνή μου να αντηχεί περίεργα, να αντηχεί λες και βρίσκομαι κάτω από το νερό. Ή όχι, όχι ακριβώς. Ο ήχος δεν αντηχεί έτσι στο νερό. Αλλά ούτε και στον αέρα της Σεργήλης αντηχεί έτσι. Πού είμαι;

«Σαμάνθα!» φωνάζω ξανά, δυνατότερα τώρα· και η φωνή μου ακούγεται με τον ίδιο παράξενο τρόπο. Εκείνο που φτάνει σ’αφτιά μου είναι ένα τραβηχτό Σαααμάαανθααα. Καμια απάντηση δεν έρχεται.

«Καλλιστώ!» φωνάζω. «Καλλιστώ!»

Ένα γέλιο αντηχεί από μια γωνία του δωματίου, και τότε μόνο βλέπω τη δημοσιογράφο, απορώντας πώς δεν την είχα προσέξει πιο πριν. Είναι ντυμένη όπως τη θυμάμαι: με μαύρα, αλλά δεν φορά ούτε κουκούλα ούτε μαντήλι. Το πρόσωπό της είναι μελανιασμένο, όπως ήταν κι επάνω στην οροφή του αρχηγείου των Ακανόνιστων, όταν τελικά το φανέρωσε μπροστά μου.

Η Καλλιστώ κάνει μερικά βήματα προς το μέρος μου. Τα μποτοφορεμένα πόδια της πλατσουρίζουν μες στο χαμηλό νερό.

«Τι έχεις κάνει, Καλλιστώ; Πού είμαι; Γιατί μ’έχεις δεμένο; Πού είναι η Σαμάνθα; Τι μέρος είναι αυτό;»

«Πολλές ερωτήσεις,» παρατηρεί η Καλλιστώ, και η φωνή της ακούγεται παράξενα σαν τη δική μου. «Τόσες πολλές ερωτήσεις…» Επίσης, καθώς κινείται έχω μια αίσθηση πρωτόγνωρη. Αυτή η παρουσία που βρίσκεται παντού γύρω μου, που είναι λες και με πλακώνει χωρίς όμως να αποτελεί πραγματικό βάρος, νομίζω πως έχει αλλάξει θέση: πως αλλάζει θέση με κάθε μετακίνηση της Καλλιστώς. Αν η παρουσία ήταν υλική θα έλεγα ότι η Καλλιστώ, καθώς βαδίζει, δημιουργεί τρύπες.

Μου έχουν ρίξει κάποια ναρκωτική ουσία; Κάποιο παραισθησιογόνο; «Κι εσύ ακούγεσαι περίεργα…» παρατηρώ. «Και… κάτι νιώθω. Γιατί; Τι είναι εδώ;»

Η Καλλιστώ στέκεται μπροστά μου. «Μην ανησυχείς, δεν φταις εσύ.»

«Τι εννοείς;»

«Κι εγώ σ’ακούω περίεργα, κι εγώ νιώθω την ανάσα της κυράς ετούτου του μέρους.»

Συνοφρυώνομαι. «Τι… τι μέρος…; Τι είναι εδώ; Γιατί μ’έφερες εδώ;»

«Για ασφάλεια,» μου λέει. «Εδώ κανένας δεν θα σε βρει–»

«Αν εγώ χαθώ, Καλλιστώ, θα χαθεί και η Μαρλιέσσα–»

Με γρονθοκοπεί στο στόμα. «Εξαιτίας σου,» λέει ήρεμα. «Εξαιτίας σου.»

«Τι θα έκανες στη θέση μου;» τη ρωτάω νιώθοντας αίμα στα χείλη μου. «Πού έχεις τη Σαμάνθα;»

«Ζωντανή είναι.»

«Εδώ;»

«Αρκετά κοντά μας.»

«Τι είναι εδ–;»

Από δίπλα κάτι κινήθηκε· είμαι σίγουρος. Κοιτάζω πιο προσεχτικά, και το βλέπω να ξανακινείται. Ή μάλλον, δεν το βλέπω μόνο. Ούτε και πριν, ουσιαστικά, το είδα. Το αισθάνθηκα. Αισθάνθηκα εκείνη τη βαριά παρουσία να αλλάζει θέση. Και τώρα διακρίνω μια στραφταλίζουσα μορφή: μια μορφή που μοιάζει ν’αποτελείται από μυριάδες μικρά άστρα: μια μορφή γυναικεία, η οποία νομίζω πως έχει ξεφυτρώσει μέσα από τον πέτρινο τοίχο, ή από μια σχισμάδα εκεί που δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι υπήρχε πριν από ένα λεπτό.

«Θεοί…» λέω, ξαφνιασμένος. «Δαιμόνισσα της Λόρκης…»

Η Καλλιστώ γελά, και το γέλιο της αντηχεί παράξενα εδώ μέσα. «Όχι,» αποκρίνεται, «όχι της Λόρκης, σίγουρα. Είναι πολύ μεγάλη – πολύ γριά, ίσως – για να έχει σχέση με τη Λόρκη.»

Αν είναι γριά, πάντως, η σιλουέτα της δεν το φανερώνει καθόλου. Αντικρίζω μια λυγερή γυναικεία μορφή, αποτελούμενη από αμέτρητα άστρα. Κανένα άλλο χαρακτηριστικό δεν έχει.

Και τότε μιλά. Αλλά η ομιλία της δεν ακούγεται. Έρχεται κατευθείαν μέσα στο μυαλό μου, και το μυαλό μου έχω την αίσθηση πως την αποκωδικοποιεί, κάπως, και τη μετατρέπει σε λέξεις κατανοητές για εμένα.

Με ρωτά: Πώς ονομάζεσαι;

«Ζορδάμης,» λέω, νευρικά. «Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος. Δεν ξέρω τι σου έχει πει για εμένα η Καλλιστώ από εδώ, αλλά–»

Τι έκανες στη Μαρλιέσσα;

«Τι σχέση έχεις εσύ μ’αυτές; Ποια είσαι;»

Τα άστρα που αποτελούν τη μορφή της λαμπυρίζουν περίεργα, κι αισθάνομαι την παρουσία που με περιβάλλει να με συνθλίβει. Ο αέρας που εισπνέω είναι, επιπλέον, τώρα πιο καυτός και πιο… αποπνιχτικός. Βήχω, σπασμωδικά.

Η Καλλιστώ – που δεν φαίνεται να επηρεάζεται από ό,τι επηρεάζει εμένα – μου λέει: «Η Λα’αρτάλερ’μπεθ είναι πολύ θυμωμένη μ’αυτό που συνέβη στη Μαρλιέσσα. Τη συμπαθούσε ιδιαίτερα, ξέρεις.»

«Σοβαρά;…» βήχω. «Δεν το ήξερα… Αλλά… η Μαρλιέσσα… είναι καλά… Δεν είναι νεκρή! Δε… Σ’το είπα… θα… θα την… ελευθερώ– ελευθερώσουμε.»

Η βαριά παρουσία παύει να με συνθλίβει, ο αέρας γίνεται κανονικός – δηλαδή, ζεστός αλλά όχι και τόσο ζεστός όσο πριν από λίγο. Ξεροκαταπίνω.

Η δαιμόνισσα (Λα’αρτα-κάτι, δεν την αποκάλεσε η Καλλιστώ;) με ρωτά: Τι έκανες στη Μαρλιέσσα;

«Υπάρχει ένα πιστόλι,» εξηγώ, «που είναι όπλο χωροχρονικής παγίδευσης. Τελευταίας τεχνολογίας, απ’ό,τι γνωρίζω, αν και δεν ξέρω τι μπορεί να σημαίνει αυτό για εσένα, τι μπορεί να καταλαβαίνεις… Τέλος πάντων. Τη χτύπησα μ’αυτό το όπλο και την έκλεισα μέσα σε…» Πώς το είπε, τελικά, η Σαμάνθα; Πώς το είπε; «Σε μια χωροχρονική αλλοίωση της διάστασης.» Έτσι πρέπει να το είπε, νομίζω. «Την έκλεισα εκεί, και είναι ασφαλής· δεν καταλαβαίνει τίποτα, δεν παθαίνει κακό, και δεν μπορούν να την πειράξουν. Χρειάζεται, όμως, κάποιος μάγος για να την ελευθερώσει.

»Η Σαμάνθα τα γνωρίζει καλύτερα αυτά. Πού έχετε τη Σαμάνθα;» Κοιτάζω τώρα την Καλλιστώ.

«Εδώ είναι, σου είπα. Κοντά μας.»

«Δεν την έχετε ρωτήσει ακόμα; Δεν της έχετε μιλήσει;»

«Η Θεώνη είναι μαζί της τώρα, και ήμουν κι εγώ εκεί πριν. Τη ρωτήσαμε, και μας είπε αυτά που λες κι εσύ. Φαίνεται να γνωρίζει τι είναι αυτό το πιστόλι χωροχρονικής παγίδευσης, και καλύτερα από εσένα. Οι ιστορίες σας ταιριάζουν.»

«Ευτυχώς που είσαι καλή δημοσιογράφος…»

«Η φίλη σου, όμως, δεν παραδέχεται ότι προσπαθούσατε να μάθετε για την Πριγκίπισσα της Οργής. Επιμένει ότι είστε ειδικοί ερευνητές της Χωροφυλακής που έψαχναν για εμένα. Νομίζει ότι είμαστε χαζές. Η Χωροφυλακή δεν έχει τέτοια όπλα όπως αυτά που έχετε εσείς – είμαι σίγουρη. Ούτε πιστόλια χωροχρονικής παγίδευσης, ούτε… σκοτοβομβίδες, όπως νομίζω πως τις είπες.»

«Πού είναι ο Ύαν;» τη ρωτάω.

«Αν αναφέρεσαι στον μαυρόδερμο άντρα, εδώ είναι κι αυτός, αλλά δεν του έχουμε μιλήσει ακόμα. Πες μου, όμως: ποιος πραγματικά είσαι;»

«Σας είπα: λέγομαι Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος.» Θα της θυμίσει, άραγε, τίποτα το όνομά μου;

«Αυτό δεν μου λέει κάτι. Τι είσαι; Για ποιον δουλεύεις;»

Δε νομίζω πως έχει νόημα να επιμείνω ότι είμαι ειδικός ερευνητής της Χωροφυλακής της Θακέρκοβ. Και η Σαμάνθα δεν έκανε καλά που επέμεινε. Δεν πρόκειται να ξεμπλέξουμε έτσι, δεν μας πιστεύουν. Και στη Χωροφυλακή της Θακέρκοβ δεν μας ξέρει κανένας – εκτός ίσως από κάποια μέλη της Σιδηράς Δυναστείας για τα οποία εγώ δεν έχω ιδέα.

«Ραλίστας είμαι,» απαντώ. «Δε μ’έχεις ξανακούσει;»

Η Καλλιστώ γελά, και με γρονθοκοπεί πάλι. «Μη μου λες σαχλαμάρες! Με έχουν δείρει, με έχουν κλειδώσει σε κελί, με έχουν κυνηγήσει – δεν έχω διάθεση για σαχλαμάρες!»

Αγνοώντας τον πόνο στο σαγόνι μου, παίρνω μια οργισμένη και συγχρόνως ειλικρινή έκφραση (ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα, με αποκαλούν στη Σιδηρά Δυναστεία). «Αλήθεια σού λέω, γαμώ τ’αφτιά της Λόρκης! Ραλίστας είμαι! Κι εσύ, ως δημοσιογράφος, θάπρεπε να με ξέρεις – δεν είμαι και τόσο άγνωστος. Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος· είσαι σίγουρη πως δεν μ’έχεις ξανακούσει;»

Η Καλλιστώ συνοφρυώνεται. «Λες αλήθεια;»

«Σου είπα – λέω αλήθεια. Τι άλλο να πω;» Η έκφρασή μου είναι αθώα, απεγνωσμένη.

«Δεν ασχολούμαι με ράλι,» με πληροφορεί ανασηκώνοντας τους ώμους της αδιάφορα. «Δεν έχω ποτέ κάνει ρεπορτάζ για ράλι. Ούτε καν έχω πάει να παρακολουθήσω ράλι. Δεν ενδιαφέρομαι για άσκοπα και ηλίθια πράγματα.»

«Το ράλι; Άσκοπο και ηλίθιο πράγμα; Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από ένα καλό ράλι, Καλλιστώ! Κάποια στιγμή, έλα να σε πάρω μέσα στο όχημά μου – μέσα σε οποιοδήποτε όχημα! – και θα καταλάβεις τι σημαίνει ταχύτητα.»

Για λίγο, ένα μειδίαμα παιχνιδίζει στα χείλη της, και τα μάτια της με κοιτάζουν από πάνω ώς κάτω.

Η έκφρασή μου γίνεται σαγηνευτική. «Τι είναι, Καλλιστώ; Θα φοβόσουν να μπεις σ’ένα όχημα που τρέχει πολύ, πολύ γρήγορα;»

«Δε φοβάμαι οχήματα που τρέχουν γρήγορα,» μου λέει. Αγγίζει το στήθος μου ελαφρά με τις άκρες των δαχτύλων του δεξιού, γαντοφορεμένου χεριού της. «Αλλά γιατί ένας ραλίστας ψάχνει την Πριγκίπισσα της Οργής; Δε μπορεί να είσαι μόνο ραλίστας.»

«Πράγματι,» συμφωνώ. «Είμαι ένας μπλεγμένος ραλίστας. Και η Πριγκίπισσα της Οργής τώρα είναι επίσης μπλεγμένη.»

Υψώνει ένα φρύδι ειρωνικά. «Δεν καταλαβαίνω πώς…»

«Απήγαγε εμένα, και τη Σαμάνθα, και τον Ύαν. Και κανένας από εμάς δεν είναι ακριβώς εκείνο που φαίνεται.»

«Αυτό το έχω ήδη καταλάβει. Πες μου περισσότερα!» Απομακρύνει το χέρι της από πάνω μου.

Αναστενάζω παίρνοντας μια κουρασμένη έκφραση, σχεδόν παρακλητική. «Θα με λύσεις, τουλάχιστον;»

Με ατενίζει παρατηρητικά.

«Τι μπορεί να κάνω;» λέω. «Να τρέξω να φύγω; Να σου επιτεθώ; Μ’αυτή τη δαιμόνισσα εδώ;» Ρίχνω μια ματιά στην παράξενη γυναικεία μορφή που αποτελείται από άστρα. Η έκφρασή μου εξακολουθεί να είναι κουρασμένη, ανήμπορη, αλλά συγχρόνως ειλικρινής.

Η Καλλιστώ χαμογελά αχνά. «Η Λα’αρτάλερ’μπεθ δεν είναι δαιμόνισσα.»

«Τι είναι, τότε;»

Η Καλλιστώ κοιτάζει την παράξενη γυναικεία μορφή σαν να περιμένει εκείνη να μιλήσει· κι όταν βλέπει πως δεν μιλά, στρέφεται πάλι σ’εμένα. «Απ’ό,τι μας έχει πει, είναι μια οντότητα από τον Ενιαίο Κόσμο.»

«Τον Ενιαίο Κόσμο;»

«Υποτίθεται, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές και μελετητές, ότι αυτή ήταν η αρχική κατάσταση του σύμπαντος. Η εποχή όταν δεν υπήρχαν διαστάσεις, όταν όλες οι διαστάσεις ήταν μία. Η Λα’αρτάλερ’μπεθ, όπως σου είπα, είναι πολύ μεγάλης ηλικίας…» Κοιτάζει ξανά την παράξενη γυναικεία μορφή.

«Κι εσείς πώς τη γνωρίσατε; Και τι είναι αυτό το μέρος όπου βρισκόμαστε;»

«Η Μαρλιέσσα γνώρισε πρώτη τη Λα’αρτάλερ’μπεθ,» μου λέει η Καλλιστώ, και μοιάζει να διστάζει να πει περισσότερα.

«Θα με λύσεις;» ρωτάω ξανά. «Έχω πιαστεί έτσι· και τι νόημα έχει να με κρατάς δεμένο; Δε μπορώ να φύγω από εδώ, αλλά, ακόμα κι αν μπορούσα, δεν θα έφευγα χωρίς τη Σαμάνθα.»

«Γυναίκα σου είναι;»

«Για την ώρα, ναι, μπορείς να πεις ότι είναι γυναίκα μου.»

Με κοιτάζει συνοφρυωμένη.

«Θα σου εξηγήσω. Θα με λύσεις πρώτα;»

Η Καλλιστώ στρέφεται στη Λα’αρτάλερ’μπεθ (αυτή τη φορά θυμάμαι το παράξενο όνομα) και γνέφει καταφατικά.

Νιώθω ξαφνικά τους καρπούς μου να ελευθερώνονται, και παραπατάω προς στιγμή μέσα στο χαμηλό νερό. Η Καλλιστώ με πιάνει: ένα γαντοφορεμένο χέρι στον ώμο μου, ένα στην κοιλιά μου. Τα πρόσωπά μας βρίσκονται, απρόσμενα, πολύ κοντά το ένα στο άλλο· νιώθω την αναπνοή της επάνω μου: ζεστή αλλά όχι τόσο ζεστή όσο ο αέρας που εισπνέω.

«Είναι, τελικά, γυναίκα σου ή δεν είναι;» με ρωτά.

«Είμαστε παντρεμένοι,» λέω, «αλλά μόνο στα ψέματα.»

Τα μάτια της γυαλίζουν άγρια. Με σπρώχνει κάνοντας την πλάτη μου να κοπανήσει στον τοίχο. «Μου λες μαλακίες!»

«Σου λέω αλήθεια! Πραγματικά, δεν ξέρεις με ποιους έχεις μπλέξει.»

«Με απειλείς τώρα;» γρυλίζει η Καλλιστώ.

Και η Λα’αρτάλερ’μπεθ λέει μέσα στο μυαλό μας: Πες μας τι πρέπει να γίνει για να ελευθερωθεί η Μαρλιέσσα Ζορδάμη αλλιώς θα φροντίσω να υποφέρεις για δέκα ζωές-που-ζουν-οι-άνθρωποι

Τρελά πράγματα. Αλλά δεν αμφιβάλλω ότι μπορεί να κάνει ό,τι λέει.

«Σας εξήγησα ότι η Σαμάνθα ξέρει πώς να την ελευθερώσει! Είναι μάγισσα.»

Η ίδια το αρνείται Πριν από λίγο αυτό έλεγε Και τώρα ζητά εσένα Θέλει να σε δει ζωντανό Δεν πιστεύει τη Θεώνη που της λέει ότι είσαι ζωντανός

Με παραξενεύουν τα λόγια της. «Τι…;»

Η Καλλιστώ βλέπει την απορία μου και μου εξηγεί: «Η Λα’αρτάλερ’μπεθ δεν είναι μόνο εδώ, μαζί μας· είναι και μαζί με τη Σαμάνθα και τη Θεώνη. Και φρουρεί, επίσης, και τον Ύαν.»

Ο μαυρόδερμος άντρας έχει τώρα ξυπνήσει, λέει η Λα’αρτάλερ’μπεθ, και με κοιτάζει τρομαγμένος Αλλά είναι φανερά άνθρωπος-που-μάχεται και περιμένει ευκαιρία να ελευθερωθεί και να επιτεθεί

«Πού βρισκόμαστε;» ρωτάω την Καλλιστώ. «Εδώ δεν είναι η Σεργήλη, δεν μπορεί να είναι η Σεργήλη! Είναι… είμαστε σε άλλη διάσταση; Σε… ενδοδιάσταση, μήπως;» Είχαμε περάσει από μια ενδοδιάσταση στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης. Σίγμα-Οκτώ τη λένε, και τα πράγματα εκεί δεν είναι όπως στη Σεργήλη. Αλλά ούτε και όπως εδώ.

«Ακριβώς,» μου απαντά η Καλλιστώ. «Ενδοδιάσταση είναι. Ξέρεις από τέτοια πράγματα, λοιπόν;»

«Ελάχιστα,» τη διαβεβαιώνω. «Μόνο ελάχιστα.»

«Αυτή η ενδοδιάσταση είναι της Λα’αρτάλερ’μπεθ. Είναι…» κοιτάζει πάλι την παράξενη οντότητα, «κομμάτι της.»

Η Λα’αρτάλερ’μπεθ δεν προθυμοποιείται να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις.

Η Καλλιστώ όμως συνεχίζει: «Ελέγχει τα πάντα εδώ. Κάνει το μέρος όσο μεγάλο ή όσο μικρό θέλει.»

«Αλλά δεν μπορεί να φτιάξει τα υδραυλικά;» Κοιτάζω το νερό στα πόδια μας, το οποίο εκπέμπει τη γαλανή ακτινοβολία – το μόνο φως στον χώρο.

Η Καλλιστώ γελά, και νομίζω πως έχω αρχίσει να την κάνω να με συμπαθεί – λιγάκι, τουλάχιστον – παρά αυτό που συνέβη με τη Μαρλιέσσα. «Δεν ξέρω. Η αλήθεια είναι πως πάντα έχει νερό εδώ, στο πάτωμα.»

Η Λα’αρτάλερ’μπεθ εξακολουθεί να είναι σιωπηλή.

«Πες μου τώρα ποιος είσαι, και όχι άλλες ανοησίες. Ποιον υπηρετείτε, εσύ, η Σαμάνθα, και ο Ύαν; Τον Κύριλλο Νυχταστέρη; Αυτός σάς έβαλε;»

Δεν πέφτεις και πολύ έξω, σκέφτομαι.

*

Δε νομίζω οι Πριγκίπισσες να μας αφήσουν να ζήσουμε. Ακόμα κι αν, κάπως, η Σαμάνθα καταφέρει να ελευθερώσει τη Μαρλιέσσα μέσα από το αρχηγείο των Ακανόνιστων, δεν νομίζω ότι θα μας αφήσουν να ζήσουμε. Μόλις η Μαρλιέσσα είναι ελεύθερη, θα μας σκοτώσουν. Επειδή ξέρουμε ποιες είναι. Ξέρουμε το μυστικό τους.

Επομένως, χρειάζομαι ακόμα ένα κόλπο αν είναι να προσπαθήσω να μας σώσω από τα χέρια τους. Και το κόλπο είναι απλό: Να τους πω την αλήθεια. Ή, τουλάχιστον, ένα μεγάλο μέρος της αλήθειας.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να τους κρύψω τη Σιδηρά Δυναστεία. Δεν ξέρω τόσα πολλά γι’αυτήν ώστε να τη βάλω σε κίνδυνο – άσε που, γενικά, δεν πιστεύω ότι μπορεί να μπει σε κίνδυνο – και ίσως αναφέροντάς την να καταφέρω να τρομάξω τις Πριγκίπισσες, να τις κάνω να συνειδητοποιήσουν ότι τα έχουν βάλει με κάτι τεράστιο και τρομερό, κάτι τρομερότερο από εκείνες, κάτι που μπορεί να τις καταπιεί, κάτι από το οποίο εγώ ίσως μπορώ να τις σώσω…

Μιλάω στην Καλλιστώ για τη Σιδηρά Δυναστεία και, καθώς της μιλάω, έρχεται και η Θεώνη στο δωμάτιο από ένα άνοιγμα στους τοίχους. Την αισθάνομαι να μπαίνει. Αισθάνομαι «τρύπες» να δημιουργούνται στην παρουσία που μας περιβάλλει. Είναι σαν μια αίσθηση πέρα από την όραση και την ακοή να έχει ξυπνήσει εντός μου. Κάθε φορά που κάποιος μετακινείται, κάποιος αλλάζει θέση, μέσα στο δωμάτιο, νιώθω έτσι – και είναι πολύ, πολύ περίεργο.

Το παραμερίζω, ωστόσο, για την ώρα, από το μυαλό μου.

Εξηγώ (ξανά) ότι είμαι ραλίστας και ότι σε ένα ράλι έκανα μια σοβαρή παράβαση και, συγχρόνως, τραυμάτισα άσχημα έναν άλλο ραλίστα. Το πρόστιμο ήταν πολύ βαρύ, αλλά αδύνατο να αποφύγω να το πληρώσω αν εκτιμούσα τη ζωή μου. Επίσης, έπρεπε να επισκευάσω το όχημά μου, γιατί είχε ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα σ’εκείνο τον αγώνα. Δεν είχα, όμως, αρκετά λεφτά για να κάνω τίποτα από αυτά.

Τότε ήταν που η Σιδηρά Δυναστεία παρουσιάστηκε για να μου δανείσει χρήματα, ώστε να ξεχρεωθώ και να επισκευάσω το αγωνιστικό όχημά μου. Μέχρι στιγμής δεν γνώριζα για την ύπαρξή της, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι στη Σεργήλη δεν γνωρίζουν. Όμως η Σιδηρά Δυναστεία είναι ένας πολύ ισχυρός οργανισμός. Μια κοινωνία παράλληλη με αυτή της Σεργήλης, θα μπορούσες να πεις.

Η Καλλιστώ και η Θεώνη με κοιτάζουν με δυσπιστία, αλλά τους λέω: «Είναι αλήθεια. Η Σιδηρά Δυναστεία υπάρχει, είτε με πιστεύετε είτε όχι. Και, είτε το θέλετε είτε όχι, έχετε μπλέξει μαζί της, αφού αιχμαλωτίσατε εμένα, τη Σαμάνθα, και τον Ύαν.»

Συνεχίζω, μετά, τη διήγησή μου εξηγώντας τους πως έπρεπε να ξεπληρώσω στη Δυναστεία το ποσό που μου είχε δανείσει. Κι αυτό δεν αποδείχτηκε και τόσο εύκολο, τελικά. Δεν μπορούσα να μαζέψω τα λεφτά, και η Δυναστεία δεν διαγράφει ποτέ τα χρέη – οποιουδήποτε είδους. Έπρεπε, λοιπόν, να βεβαιωθώ ότι θα νικήσω στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης – τον αγώνα δρόμου που έγινε, πριν από δύο χρόνια, προκειμένου η Σεργήλη να συγκεντρώσει χρήματα για την ανοικοδόμησή της ύστερα από τον μεγάλο πόλεμο με τους Παντοκρατορικούς.

Τις ρωτάω αν έχουν να μου δώσουν νερό. Διψάω.

Η Θεώνη μού δίνει ένα μπουκάλι και πίνω.

Έχω πια βαρεθεί ν’ακούω τη φωνή μου, έτσι παράξενα όπως ηχεί εδώ μέσα, αλλά συνεχίζω ξανά: Για να βεβαιωθώ ότι θα νικήσω στο ράλι, έκανα μια συμφωνία μ’έναν μάγο που γνώριζα – έναν μάγο του τάγματος των Δεσμοφυλάκων – κι αυτός έβαλε έναν εξωδιαστασιακό δαίμονα μέσα στο όχημά μου, ώστε να τρέχει πιο γρήγορα και να είναι γενικά καλύτερο απ’ό,τι μπορεί ποτέ να είναι ένα αγωνιστικό όχημα. Θα νικούσα το ράλι, δεν υπήρχε αμφιβολία, γιατί οι Τεχνομαθείς μάγοι που εξέταζαν τα οχήματά μας στα σημεία ελέγχου δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τον δαίμονα· για άλλα πράγματα έψαχναν. Μετά, όμως, ακολούθησαν κάποια… περιστατικά

(Δεν τους μιλάω γι’αυτά – είναι πολύ παράξενα, άλλωστε, και δεν έχει νόημα – αλλά ακόμα αναρωτιέται πώς η Ελοντί έβγαλε τον δαίμονα, τον Ρέσ’κρικ’κεκ, από το όχημά μου, καθώς επίσης και πώς, πιο πριν, μπορούσε να τον σταματά, να τον κάνει να χάνει για λίγο τη δύναμή του. Και τι έγινε, τελικά; Τι έκανε η Ελοντί με τον Ρέσ’κρικ’κεκ; Τον κρατά ακόμα κρυμμένο κάπου στη Σεργήλη; Τον έχει σκοτώσει; Τι είναι, πραγματικά, η Ελοντί; Μάγισσα; Ιέρεια της Αρτάλης; Ιέρεια της Λόρκης; Όταν ήμασταν εραστές, πριν από χρόνια, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια τραγουδίστρια, και μετά, αφού ύστερα από μια τραγική παρεξήγηση χωρίσαμε, ασχολιόταν και με το ράλι.)

και ο δαίμονας έφυγε μέσα από το όχημά μου, με αποτέλεσμα να μη μπορώ να νικήσω τον αγώνα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και κάποιοι ραλίστες είχαν συμμαχήσει εναντίον μου. Συνέβησαν άσχημα πράγματα, ανάμεσα στα οποία και ορισμένοι σκοτωμοί. Ήταν αδύνατο να συνεχίσω τη διαδρομή. Αδύνατο, λοιπόν, και να ξεπληρώσω τη Δυναστεία εγκαίρως. Κι αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία που μου είχε δώσει.

Αφού δεν είχα να την ξεπληρώσω, έπρεπε να την υπηρετήσω.

«Κι αυτό κάνω τώρα,» λέω στη Θεώνη, την Καλλιστώ, και την παράξενη οντότητα που ονομάζεται Λα’αρτάλερ’μπεθ. «Και, δυστυχώς, δεν ξέρω πότε ακριβώς το χρέος μου θα ξεπληρωθεί.»

«Εννοείς,» ρωτά η Καλλιστώ συνοφρυωμένη, «ότι είσαι εξαναγκασμένος να δουλεύεις γι’αυτούς;»

«Ουσιαστικά, ναι. Η εναλλακτική λύση ήταν να μου πάρουν όλες τις οικονομίες που έχω και, πιθανώς, να με σκοτώσουν με κάποιο άσχημο τρόπο ως παραδειγματισμό προς άλλους οφειλέτες.»

Η Καλλιστώ με κοιτάζει συνοφρυωμένη. «Για νάναι ψέματα όλα τούτα… μου φαίνεται δύσκολο. Δύσκολο να τα σκεφτεί κανείς τόσο γρήγορα. Από την άλλη, όμως, ούτε με αληθινά μοιάζουν.»

«Αληθινά είναι,» της λέω.

«Η Σαμάνθα άλλα μού είπε, πάντως,» τονίζει η Θεώνη.

«Η Σαμάνθα προσπαθεί να κρύψει τη Δυναστεία, αυτό είναι όλο. Έτσι έχει μάθει να κάνει.»

«Επίσης,» προσθέτει η Θεώνη, «λέει πως δεν μπορεί να ελευθερώσει τη Μαρλιέσσα.»

«Δεν μπορεί να την ελευθερώσει η ίδια, αλλά κάποιος μάγος του τάγματος των Ερευνητών μπορεί. Εκείνη μού το είπε. Και η Σιδηρά Δυναστεία δεν θα έχει πρόβλημα να βρει έναν τέτοιο μάγο για εμάς.»

«Γιατί, όμως, η Σιδηρά Δυναστεία να μας εξυπηρετήσει;» ρωτά η Καλλιστώ, μάλλον εχθρικά.

«Για να μη μας σκοτώσετε. Αν δεν μας σκοτώσετε, η Σαμάνθα θα φροντίσει να ελευθερωθεί η Μαρλιέσσα,» της υπενθυμίζω, καθώς είναι προφανές ότι αυτός είναι ο μόνος λόγος που μας κρατάνε ακόμα ζωντανούς.

«Και μετά;» ρωτά η Θεώνη. «Τι θα γίνει μετά; Γνωρίζετε τώρα ποιες είμαστε!»

«Αυτό είναι αλήθεια,» αποκρίνομαι. «Αλλά…» Κομπιάζω. Θα μπορούσαν, άραγε, αυτές οι τρεις να φανούν χρήσιμες στη Δυναστεία; Θα μπορούσε να γίνει κάποια συμφωνία; Ύστερα, όμως, σκέφτομαι τον Κύριλλο Νυχταστέρη που θέλει οπωσδήποτε να βρει τη δολοφόνο του γιου του… Δύσκολα τα πράγματα. «Φέρτε εδώ τη Σαμάνθα, και θα μιλήσουμε,» προτείνω.

*

Η Σαμάνθα έρχεται στο δωμάτιο με την υποστήριξη της Θεώνης, πλατσουρίζοντας μέσα στο νερό που φτάνει ώς τους αστραγάλους μας. Δεν μπορεί να περπατήσει μόνη της· η σφαίρα είναι ακόμα μέσα στο πόδι της.

«Γιατί δεν την έχετε φροντίσει;» ρωτάω βλέποντάς την έτσι. Έχει τα χάλια της, ομολογουμένως. Κάτωχρη, τα μαλλιά της ανακατεμένα, η όψη της τρομαγμένη. «Είναι τραυματισμένη. Αν πεθάνει, μην περιμένετε ότι εγώ μπορώ να κανονίσω την κατάσταση έτσι ώστε να ελευθερωθεί η Μαρλιέσσα!»

«Δεν υπήρχε χρόνος να την περιποιηθούμε μέχρι στιγμής,» αποκρίνεται η Θεώνη. «Θα κάνω τώρα ό,τι μπορώ.» Ρίχνει μια ματιά στη Λα’αρτάλερ’μπεθ και ένα πέτρινο πεζούλι βγαίνει μέσα από έναν τοίχο σαν οι πέτρες να είναι ρευστές. Δε μοιάζουν όμως καθόλου ρευστές όταν η Θεώνη βοηθά τη Σαμάνθα να ξαπλώσει εκεί.

«Εσύ δεν ξέρεις από τραύματα;» με ρωτά η Θεώνη.

«Ελάχιστα πράγματα. Δεν ξέρω πώς να βγάζω σφαίρες.»

«Ούτε εγώ ξέρω.»

«Η Μαρλιέσσα ξέρει,» λέει η Καλλιστώ.

«Κι εγώ,» τρίζει τα δόντια η Σαμάνθα. «Αλλά δεν είναι εύκολο να βγάλω τη σφαίρα από το ίδιο μου το πόδι. Πού σκατά είμαστε, Ζορδάμη; Τι μέρος είναι αυτό;»

«Μέρος της» – κοιτάζω την παράξενη οντότητα – «Λα’αρτάλερ’μπεθ – αν λέω το όνομα σωστά… Ενδοδιάσταση είναι.»

«Το υποψιαζόμουν.»

«Τους είπα για τη Σιδηρά Δυναστεία, Σαμάνθα.»

Με αγριοκοιτάζει.

«Θα μας σκοτώσουν αλλιώς,» της λέω, κι ελπίζω να αντιλαμβάνεται γιατί. «Πρέπει να τις βοηθήσουμε να ελευθερώσουν τη Μαρλιέσσα, αλλιώς θα μας σκοτώσουν.»

Η Σαμάνθα αναστενάζει, και η όψη της μού μαρτυρά πως το καταλαβαίνει κι εκείνη αυτό.

Στρέφομαι στη Λα’αρτάλερ’μπεθ. «Εσύ δεν μπορείς να κάνεις κάτι για το τραύμα; Φαίνεται να έχεις δυνάμεις που… είναι πέρα από τη δική μου κατανόηση, τουλάχιστον.»

Οι δυνάμεις μου δεν έχουν σχέση με τη θεραπεία του ανθρώπινου σώματος Ζορδάμη, απαντά η γυναικεία μορφή που αποτελείται από άστρα, μιλώντας μέσα στα μυαλά μας.

«Πρέπει λοιπόν να σε φροντίσουμε εμείς, όπως μπορούμε,» λέω στη Σαμάνθα, και βλέπω στα μάτια της ότι αυτό δεν την ευχαριστεί καθόλου.

«Δε θα μας αφήσουν να βγούμε από εδώ;» ρωτά.

Κοιτάζω την Καλλιστώ και τη Θεώνη.

«Θα αστειεύεστε, βέβαια,» λέει η πρώτη. «Δε σας αφήνουμε να φύγετε μέχρι να έχουμε τη Μαρλιέσσα.»

Και μετά θα μας σκοτώσετε, αναμφίβολα, σκέφτομαι, εκτός αν η ιδέα της Σιδηράς Δυναστείας σάς έχει τρομάξει.

«Τότε,» λέω, «μπορεί τουλάχιστον η μία από εσάς να πάει να φέρει γάζες, αντισηπτικό, και παυσίπονα;»

Η Θεώνη γνέφει καταφατικά. «Θα φέρω εγώ.»

«Και για τον Ύαν, επίσης,» της θυμίζω.

«Και για τον Ύαν.»

Ρωτάω τη Λα’αρτάλερ’μπεθ: «Είναι καλά ο Ύαν; Είναι ζωντανός;»

Ζωντανός είναι και εξακολουθεί να με κοιτάζει περιμένοντας κάποια ευκαιρία Θα μπορούσα να τον ελευθερώσω και να τον οδηγήσω εδώ μαζί σας

«Καλύτερα όχι,» λέει αμέσως η Καλλιστώ.

Η Λα’αρτάλερ’μπεθ γελά. Φοβάσαι Καλλιστώ; Νομίζεις ότι μπορεί να σε βλάψει όταν είμαι εγώ εδώ; Κανένας δεν μπορεί να κάνει τίποτα εδώ που δεν θέλω να γίνει Να είσαι σίγουρη γι’αυτό

«Ωστόσο,» επιμένει η δημοσιογράφος, «καλύτερα όχι. Αν δεν έρθει σε επαφή μαζί τους, μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε για να εξακριβώσουμε κάποια πράγματα. Να δούμε αν λένε αλήθεια.»

«Ο Ύαν γνωρίζει ελάχιστα για τις δουλειές μας,» της λέω. «Τον καλέσαμε μόνο για να εισβάλουμε στο αρχηγείο των Ακανόνιστων.»

«Γνωρίζει όμως για τη Σιδηρά Δυναστεία, σωστά;»

«Φυσικά.»

Η Θεώνη μάς διακόπτει: «Πηγαίνω τώρα. Δε θ’αργήσω να επιστρέψω.» Και φεύγει από το άνοιγμα του δωματίου όπου είχε έρθει.

«Πού βρισκόμαστε;» λέει η Σαμάνθα. «Είμαστε μέσα στη Θακέρκοβ;»

«Δεν είμαστε μακριά από την πόλη,» αποκρίνεται η Καλλιστώ.

«Πώς ανακαλύψατε αυτή την ενδοδιάσταση;» ρωτάω. «Πώς… έχετε καλές σχέσεις με τη Λα’αρτάλερ’μπεθ

Η Καλλιστώ με κοιτάζει διστακτικά για λίγο. Ύστερα αρχίζει να μιλά. Να διηγείται.

«Η Μαρλιέσσα ανακάλυψε την ενδοδιάσταση. Ή, ίσως, θα ήταν σωστότερο να πω, η ενδοδιάσταση ανακάλυψε τη Μαρλιέσσα…»

Παράξενο που έχει ξαφνικά γίνει τόσο ομιλητική σχετικά με το παρελθόν, παρατηρώ. Σίγουρα έχει αποφασίσει να μας σκοτώσει σύντομα.

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.