Επεισόδιο 16
ΕΙΔΙΚΟΙ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ ΤΗΣ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗΣ

Παρακολουθούμε τους κοριούς όλη τη νύχτα, αλλά δεν ακούμε την Καλλιστώ να επιστρέφει στο σπίτι της.

Και ούτε το πρωί επιστρέφει. Ησυχία επικρατεί.

«Λες να βρήκε τους κοριούς;» ρωτάω τη Σαμάνθα, καθώς είμαστε στο καθιστικό μας παίρνοντας πρωινό στο τραπέζι.

«Δε νομίζω.»

«Γιατί;»

«Απλώς δεν το νομίζω. Η όλη της… δραστηριότητα δεν υποδηλώνει κάτι τέτοιο, Ζορδάμη.»

«Υποθέτεις ότι θα τους είχε καταστρέψει, ε;»

Η Σαμάνθα κουνά το κεφάλι πίνοντας μια γουλιά καφέ. «Όχι. Μάλιστα, σε μια τέτοια περίπτωση, αν είναι έξυπνη, θα τους άφηνε στη θέση τους ώστε να νομίζουμε ότι συνεχίζουμε να την παρακολουθούμε ενώ στην πραγματικότητα μας κοροϊδεύει.»

«Ναι, σωστά,» συμφωνώ σκεπτικά. «Και γιατί να μη συμβαίνει αυτό;»

«Σου είπα: η όλη της δραστηριότητα δεν νομίζω ότι το υποδηλώνει.»

«Περιμένουμε, λοιπόν, μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι της;»

«Τι άλλο να κάνουμε; Θα διαβάζουμε εφημερίδες, εν τω μεταξύ.»

Αναστενάζω. «Έχω σιχαθεί τις γαμημένες τις εφημερίδες της Θακέρκοβ!»

Η Σαμάνθα γελάει.

«Σοβαρολογώ. Όταν τελειώσει αυτή η ιστορία, δεν πρόκειται να ξαναπιάσω στα χέρια μου εφημερίδα της Θακέρκοβ!»

«Ό,τι νομίζεις,» μου λέει η Σαμάνθα.

Μετά από λίγο, τη ρωτάω: «Να μάθουμε ποια είναι αυτή η αερομεταφορέας;»

«Το θεωρείς απαραίτητο;»

«Αφού τη γνωρίζει η Καλλιστώ….»

«Και τι έγινε; Μας ενδιαφέρουν όλοι οι άνθρωποι που πιθανώς να γνωρίζει η Καλλιστώ;»

«Μάλλον έχεις δίκιο.» Έχω, όμως, μια περίεργη αίσθηση γι’αυτή τη γρυποκαβαλάρισσα…

*

Το μεσημέρι, η δημοσιογράφος πάλι δεν είναι στο διαμέρισμά της. Τίποτα δεν ακούγεται από τους κοριούς.

«Είναι δυνατόν να μην έχει επιστρέψει ακόμα στο σπίτι της;» λέω στη Σαμάνθα. «Από χτες βράδυ λείπει.»

«Περίμενε.»

Η Σαμάνθα ανοίγει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της και, φέρνοντάς τον στο αφτί (ώστε πάλι να μη μπορώ εγώ να ακούσω τι λέγεται από την άλλη μεριά – πράγμα που με τσαντίζει), μιλά σε κάποιον που υποθέτω πως έχει σχέση με τα Νέα της Θακέρκοβ. Τον ρωτά αν ήρθε στα γραφεία της εφημερίδας η Καλλιστώ Μερκάθη σήμερα. Μετά, τον ευχαριστεί και κλείνει τον πομπό.

«Δεν πήγε στη δουλειά της,» μου λέει. «Δεν την έχουν δει καθόλου. Ούτε σήμερα ούτε χτες. Κάποιοι, μάλιστα, το έχουν θεωρήσει ανησυχητικό ίσως, γιατί ούτε στο διαμέρισμά της τη βρίσκουν.»

Έχουμε ακούσει τον επικοινωνιακό δίαυλο του σπιτιού της Καλλιστώς να κουδουνίζει μερικές φορές, όσο περιμένουμε. Και ο κοριός μας έχει πιάσει τον τηλεπικοινωνιακό κώδικα αυτού που καλούσε. Ήταν από τα γραφεία των Νέων της Θακέρκοβ.

«Έτσι εξηγούνται, λοιπόν, οι κλήσεις,» λέω.

Και η Σαμάνθα γνέφει καταφατικά. Δεν χρειάζεται να της εξηγήσω περισσότερα· αμέσως καταλαβαίνει σε ποιες κλήσεις αναφέρομαι, φυσικά.

«Μήπως νομίζεις ότι τώρα θα ήταν καλή στιγμή να μάθουμε γι’αυτή την αερομεταφορέα;» της λέω.

Η Σαμάνθα βηματίζει συλλογισμένα μέσα στο καθιστικό. «Ακόμα κι αν η Καλλιστώ εξαφανίστηκε… για τον οποιονδήποτε λόγο… θα μπορούσε αυτό να έχει κάποια σχέση με τη δική μας έρευνα;»

«Η δημοσιογράφος είναι το μοναδικό ίχνος που έχουμε το οποίο ίσως να οδηγεί προς την Πριγκίπισσα της Οργής,» της θυμίζω.

«Τίποτα περισσότερο από μια υπόθεση–»

«Όπου είναι η Καλλιστώ–»

«–εκεί παρουσιάζεται και η Πριγκίπισσα· ναι, μου το έχεις ξαναπεί. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Και ίσως να μην είναι παρά συμπτώσεις.»

«Τι θα κάνουμε, λοιπόν; Θα καθόμαστε και θα παρακολουθούμε ένα άδειο διαμέρισμα; Δεν έχουμε κανένα άλλο στοιχείο για ν’ακολουθήσουμε, Σαμάνθα!»

Αυτό φαίνεται να άγγιξε κάποιο νεύρο μέσα της. Σουφρώνοντας τα χείλη δείχνει να το σκέφτεται σοβαρά. Πίσω από τα μάτια της, το μυαλό της μοιάζει να δουλεύει πυρετωδώς.

«Εντάξει,» λέει τελικά, «ας μάθουμε για τη γρυποκαβαλάρισσα.» Και πατά πλήκτρα ξανά επάνω στον πομπό της. Τον φέρνει στ’αφτί της και μιλά σ’ακόμα έναν σύνδεσμό μας στη Θακέρκοβ.

Ή μάλλον, σύνδεσμό τους. Εγώ δεν ξέρω κανέναν απ’ αυτούς τους συνδέσμους της Σιδηράς Δυναστείας εδώ, ενώ η Σαμάνθα, αντιθέτως, μοιάζει να ξέρει τους πάντες.

Πάω στοίχημα, όμως, πως ακόμα κι εκείνη δεν είναι παρά ένα πιόνι μέσα στη Δυναστεία, πως δεν ξέρει ούτε τα μισά από τα μυστικά της – ούτε το ένα τέταρτο, το ένα όγδοο, το ένα δέκατο-πέμπτο από τα μυστικά της.

Τέτοια είναι η φύση της Σιδηράς Δυναστείας.

*

Μέσα σε μισή ώρα έχουμε μάθει ποια είναι η αερομεταφορέας. Όπως είχα υποθέσει δεν υπάρχουν και τόσοι πολλοί αερομεταφορείς στη Θακέρκοβ, και τα στοιχεία που είχαμε γι’αυτήν – κατάμαυρο δέρμα, μακριά γαλανά μαλλιά, όνομα (κατά πάσα πιθανότητα) Θεώνη – ήταν ήδη αρκετά.

Τα δεδομένα που έρχονται, μέσω τηλεπικοινωνιακού σήματος, στο μικρό πληροφοριακό σύστημα της Σαμάνθας περιλαμβάνουν τη φωτογραφία της γρυποκαβαλάρισσας καθώς και άλλες λεπτομέρειες για εκείνη. Το όνομά της είναι, πράγματι, Θεώνη και το επώνυμό της Μικρόδενδρη. Παλιότερα οδηγούσε επιβατηγό όχημα στη Θακέρκοβ, αλλά αργότερα, όταν έμαθε να καβαλά γρύπα, αγόρασε έναν και έγινε αερομεταφορέας. Δεν είναι παντρεμένη – ποτέ δεν ήταν – και μένει στον Γαιοδόμο, στον έβδομο όροφο μιας επταώροφης πολυκατοικίας. Δουλεύοντας ως οδηγός επιβατηγού οχήματος συγκέντρωσε αρκετές οικονομίες, και τώρα, δουλεύοντας ως αερομεταφορέας, οι οικονομίες της δεν έχουν παρά αυξηθεί. Έχει λογαριασμούς σε τρεις τράπεζες.

«Μπορούμε, με κάποια πρόφαση, να την επισκεφτούμε, αγάπη μου;» ρωτάω τη Σαμάνθα.

«Μπορούμε,» αποκρίνεται εκείνη, και ψάχνει τις ψεύτικες ταυτότητές της. «Αλλά, αν η Καλλιστώ είναι στο διαμέρισμά της, θα σε αναγνωρίσει.»

«Υποθέτεις ότι δεν είναι στο δικό της σπίτι επειδή είναι στο σπίτι της γρυποκαβαλάρισσας;»

«Δεν υπάρχει αυτή η πιθανότητα;»

«Υπάρχει,» παραδέχομαι. «Σίγουρα, υπάρχει. Αλλά ο μόνος λόγος για να έχει αλλάξει σπίτι είναι αν έχει βρει τους κοριούς, έτσι;»

«Μπορεί,» λέει σκεπτικά η Σαμάνθα.

«Τι άλλος λόγος να υφίσταται;»

«Δεν ξέρω. Όμως, αν η Καλλιστώ είναι στο διαμέρισμα της Θεώνης, θα το ανακαλύψω πολύ εύκολα όταν είμαστε εκεί κοντά.»

«Με μαγεία;»

«Προφανώς,» μου λέει, κι ακουμπά μια ταυτότητα επάνω στο τραπέζι, ανάμεσά μας.

Την κοιτάζω συνοφρυωμένος. «Το θυμόμουν ότι είχα δει κάτι τέτοιο όταν ψαχούλευα τα πράγματά σου.»

«Είσαι τόσο άτακτος… Ξέρεις, όμως, ποιο πρόβλημα υπάρχει;»

«Διαφώτισέ με.»

«Δεν έχω παρόμοια ταυτότητα για σένα.»

«Θα χρειαστεί;»

«Μάλλον όχι. Αλλά καλό θα ήταν να ήσουν καλυμμένος.»

«Δε με πειράζει,» μορφάζω· «έχω συνηθίσει νάμαι ακάλυπτος.»

*

Υποθέτουμε ότι η Θεώνη θα είναι, τέτοια ώρα, στο σπίτι της, έτσι πηγαίνουμε να τη βρούμε. Οδηγώ το όχημά μας, από τη Μικρόπολη, στη βόρεια όχθη του ποταμού Κάλμωθ και στον Γαιοδόμο. Η κίνηση είναι αρκετή εδώ. Σταματάω τελικά στον δρόμο μπροστά από την επταώροφη πολυκατοικία της Θεώνης, και λέω στη Σαμάνθα:

«Κάνε τα μαγικά σου.»

Εκείνη, αφού ρίχνει μια ματιά έξω από τα παράθυρα (δεν ξέρω τι περιμένει να δει· αν μας παρακολουθούν; – τα τζάμια μας είναι φιμέ, ούτως ή άλλως), απενεργοποιεί τη μικρή οθόνη στην κονσόλα του οχήματός μας και μουρμουρίζει τα λόγια για το Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Περιμένω αλλά δεν βλέπω καμια κουκίδα να παρουσιάζεται επάνω στο κρύσταλλο της οθόνης.

Η Σαμάνθα λέει: «Δεν είναι εδώ.»

«Η Καλλιστώ, έτσι;»

«Ναι. Αλλά περίμενε λίγο.» Υφαίνει πάλι κάποιο ξόρκι. Το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, ή κάτι άλλο;

Μια κόκκινη κουκίδα παρουσιάζεται επάνω στη σβηστή οθόνη. Η Καλλιστώ; Η Σαμάνθα είχε κάνει λάθος πριν; Είναι τελικά εδώ, στο σπίτι της γρυποκαβ–;

«Μάλιστα,» λέει η Σαμάνθα, και η κόκκινη κουκίδα εξαφανίζεται.

«Τι;»

«Η Θεώνη είναι στο σπίτι της.»

«Η Θεώνη ήταν αυτή;»

«Ναι. Πάμε.» Η Σαμάνθα ανοίγει την πόρτα της και βγαίνει.

Την ακολουθώ έξω από το όχημα και πηγαίνουμε στην πολυκατοικία. Περνάμε την αυλή, και η Σαμάνθα χτυπά, δίπλα από την είσοδο, το κουδούνι που γράφει ΘΕΩΝΗ ΜΙΚΡΟΔΕΝΔΡΗ.

«Παρακαλώ;» ακούγεται σύντομα μια γυναικεία φωνή από το μεγάφωνο.

«Συγνώμη που σας ανησυχώ τέτοια ώρα, κυρία Μικρόδενδρη, αλλά πρέπει να σας μιλήσουμε. Έρχομαι από τη Χωροφυλακή της Θακέρκοβ,» λέει η Σαμάνθα.

«Τη Χωροφυλακή;»

«Μάλιστα. Μπορείτε να μου ανοίξετε;»

«Τι θέλετε;»

«Πρόκειται για κάτι που αφορά ένα γνωστό σας πρόσωπο.»

Η είσοδος ανοίγει αυτόματα. Μπαίνουμε, παίρνουμε τον ανελκυστήρα, και ανεβαίνουμε στον έβδομο όροφο της πολυκατοικίας. Εκεί, μία από τις πόρτες είναι ήδη ανοιχτή, και η μελανόδερμη, γαλανομάλλα αερομεταφορέας στέκεται στο κατώφλι κοιτάζοντάς μας συνοφρυωμένη. Είναι ντυμένη με μια καφετιά ρόμπα με γούνα γύρω απ’τα μανίκια, και μαύρες παντόφλες. Τα μαλλιά της πέφτουν λυτά στους ώμους της.

«Τι συμβαίνει;» μας ρωτά.

Η Σαμάνθα βγάζει την ταυτότητά της και της τη δείχνει, καθώς πλησιάζουμε. «Είμαστε ειδικοί ερευνητές της Χωροφυλακής της Θακέρκοβ, κυρία Μικρόδενδρη.» Η ταυτότητα γράφει επάνω Ευγενία Ναρθάνη, αλλά έχει τη φωτογραφία της Σαμάνθας. «Να περάσουμε; Ίσως να μπορείτε να μας βοηθήσετε.»

«Περάστε,» λέει η Θεώνη, και μας αφήνει να μπούμε στο διαμέρισμά της το οποίο παρατηρώ πως είναι ευρύχωρο, λιτά στολισμένο, αλλά φανερά ακριβό. Το ξύλινο πάτωμα γυαλίζει κάτω από τα πόδια μας. Στο σαλόνι, εκτός των άλλων, υπάρχει ένα μικρό μπαρ.

«Θέλετε κάτι να πιείτε;» μας ρωτά η Θεώνη.

«Ευχαριστούμε,» αποκρίνεται η Σαμάνθα, «αλλά είμαστε εν ώρα υπηρεσίας. Θέλουμε να σας ρωτήσουμε για την Καλλιστώ Μερκάθη, κυρία Μικρόδενδρη…»

Η όψη της Θεώνης φανερώνει ανησυχία. «Τι…;» κομπιάζει.

«Έχει εξαφανιστεί,» λέει η Σαμάνθα, «και κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται. Δεν είναι στο σπίτι της, δεν έχει πάει στη δουλειά της… και γνωρίζουμε ότι έχετε κάποιες επαφές μαζί της. Τελευταία φορά σάς είδαν να φεύγετε μαζί έξω από την πολυκατοικία της, καβαλώντας τον γρύπα σας.»

Η Θεώνη συνοφρυώνεται. «Μας είδαν;» Απορία καθρεπτίζεται στα μάτια της· το βλέπω καθαρά. Αναρωτιέται, σίγουρα: Παρακολουθείτε την Καλλιστώ; Γιατί; Αλλά οι απορίες σβήνουν λόγω της ανησυχίας της, η οποία πρέπει, αναμφίβολα, να είναι μεγαλύτερη. Πολύ μεγαλύτερη. «Η Καλλιστώ…» Αναστενάζει, μη μπορώντας να τελειώσει.

«Γνωρίζετε πού είναι;» ρωτά η Σαμάνθα.

«Γιατί… Τι τη θέλετε;»

«Πρόκειται για μια έρευνά μας. Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να αποκαλύψουμε περισσότερα αυτή τη στιγμή.»

Η Θεώνη μάς κοιτάζει με μεγάλη περιέργεια έκδηλη στο πρόσωπό της. Αλλά, και πάλι, η περιέργεια επισκιάζεται αμέσως από την ανησυχία της. Αναστενάζει, πηγαίνει στο μπαρ, γεμίζει ένα ποτήρι με Σεργήλιο οίνο, πίνει μια μεγάλη γουλιά. Στρέφεται να μας κοιτάξει ευθέως – κυρίως τη Σαμάνθα· εγώ έχω περάσει στο υπόβαθρο, σαν βοηθός. Νομίζω πως αυτό μού δίνει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, και αντικειμενικότητα στην παρατήρηση.

«Είστε οι μόνοι που ίσως να μπορείτε να τη βοηθήσετε,» λέει η Θεώνη. Δείχνει απεγνωσμένη. Το διακρίνω εύκολα γιατί έχω δει πολλές απεγνωσμένες φάτσες τα τελευταία δύο χρόνια, μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία.

Τι σκατά εννοεί; σκέφτομαι.

Δεν αργεί, όμως, να μου λύσει την απορία συνεχίζοντας: «Η Καλλιστώ είναι αιχμάλωτη μιας συμμορίας του Λημεριού που ονομάζονται Ακανόνιστοι.»

«Τους ξέρουμε,» λέει η Σαμάνθα. «Αλλά πώς συνέβη αυτό;»

«Ακούστε με. Η Καλλιστώ ήθελε να πάρει συνέντευξη από το Στόμα του Χάους, τον αρχηγό των Ακανόνιστων, να δει τι έχει να πει ο ίδιος για τη συμμορία του που εξελίσσεται να είναι η ισχυρότερη στο Λημέρι. Δεν σκόπευε, όμως, να πάει μόνη της. Συνεννοήθηκε να πάει μαζί με τη Μαρλιέσσα Κέρενκοφ, μια χωροφύλακα του Νοτιοδυτικού Φρουραρχείου, λοχία. Είναι φίλη της Καλλιστώς, και δική μου φίλη επίσης. Μαζί οι δυο τους επισκέφτηκαν το Λημέρι επάνω στο δίκυκλο της Καλλιστώς. Η Μαρλιέσσα δεν φορούσε τη στολή της· δεν ήταν εν ώρα υπηρεσίες. Εγώ τις παρακολουθούσα πετώντας, για να τις βοηθήσω αν χρειαστεί – γιατί είναι γνωστό πως τέτοιες συμμορίες είναι επικίνδυνες.»

Μέχρι στιγμής φαίνεται να τα λέει όπως έγιναν, παρατηρώ. Ώστε, λοιπόν, η άλλη γυναίκα επάνω στο δίκυκλο ήταν αυτή η Μαρλιέσσα Κέρενκοφ, μια λοχίας της Χωροφυλακής. Ενδιαφέρον…

«Η Καλλιστώ,» συνεχίζει η Θεώνη, «πήγε μέσα στην περιοχή των Ακανόνιστων και, τελικά, μίλησε με το Στόμα του Χάους χωρίς μεγάλη δυσκολία. Παρότι οι Ακανόνιστοι είδαν το πρόσωπο της Μαρλιέσσας, την οποία δεν συμπαθούν καθόλου, δεν της επιτέθηκαν, δεν επιχείρησαν να τη βλάψουν με κανέναν τρόπο.

»Η Καλλιστώ και η Μαρλιέσσα έφυγαν από την περιοχή των Ακανόνιστων, αλλά εξακολουθούσαν να βρίσκονται μέσα στο Λημέρι όταν κάποιοι τούς πέταξαν μια μεγάλη μεταλλική σφαίρα από ένα σοκάκι, ανατρέποντας το δίκυκλό τους και ρίχνοντάς τες κάτω. Μετά οι κακοποιοί ξεπρόβαλαν από διάφορα σημεία, φορώντας κουκούλες και μάσκες, και τους χίμησαν. Πετούσα από πάνω και το είδα να συμβαίνει.» Τελειώνει το κρασί στο ποτήρι της.

Εξακολουθεί να τα λέει σωστά, σκέφτομαι.

«Οι κακοποιοί άρπαξαν τη Μαρλιέσσα και την τράβηξαν μέσα σ’ένα χτίριο. Την Καλλιστώ απλά την κυνήγησαν πυροβολώντας την, αναγκάζοντάς την να φύγει. Όταν είχε απομακρυνθεί, κατέβηκα με τον γρύπα μου, την πήρα, και πετάξαμε μακριά.» Η Θεώνη βάζει κι άλλο κρασί στο ποτήρι της.

«Επομένως,» λέει η Σαμάνθα, «η Μαρλιέσσα απήχθη, όχι η Καλλιστώ…»

«Δεν τελείωσα,» αποκρίνεται η αερομεταφορέας. «Συζητήσαμε το θέμα, εγώ και η Καλλιστώ, και αποφασίσαμε να βοηθήσουμε τη Μαρλιέσσα–»

«Μόνες σας;»

«Ναι.»

«Δεν ειδοποιήθηκε η Χωροφυλακή για την απαγωγή της λοχία;»

«Όχι. Δεν ξέραμε ποιοι την είχαν απαγάγει, και φοβόμασταν ότι ίσως να τη σκότωναν αν έβλεπαν τη Χωροφυλακή να μπαίνει στο Λημέρι. Υποπτευόμασταν ότι ήταν οι Ακανόνιστοι, αλλά… θέλαμε να μάθουμε. Να βεβαιωθούμε. Και μετά… ίσως μετά να ειδοποιούσαμε τη Χωροφυλακή, αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος…»

«Πολύ παράτολμο αυτό που κάνατε, κυρία Μικρόδενδρη,» λέει η Σαμάνθα.

«Το ξέρω. Ίσως να μη σκεφτόμασταν καθαρά.» Η Θεώνη πίνει ακόμα μια γουλιά κρασί, στεκόμενη πλάι στο μπαρ.

«Συνεχίστε,» την προτρέπει η Σαμάνθα.

«Σκεφτήκαμε ότι, πηγαίνοντας στο Λημέρι τη νύχτα, στην ίδια περιοχή όπου απήχθη η Μαρλιέσσα, ίσως καταφέρναμε να μάθουμε από τους ντόπιους τι ακριβώς συνέβη. Θέλαμε όμως να είμαστε σίγουρες ότι θα τους τρομάξουμε. Και η Καλλιστώ είχε μια ιδέα. Ντύθηκε σαν την Πριγκίπισσα της Οργής.»

Για φαντάσου… σκέφτομαι παραξενεμένος. Όλο συμπτώσεις μ’αυτή την Καλλιστώ και την Πριγκίπισσα της Οργής.

«Μέσα στη νύχτα, κατέβασα την Καλλιστώ σ’έναν από τους δρόμους του Λημεριού, κι αυτή βάδισε μετά, μόνη της, ώς την περιοχή όπου οι κακοποιοί είχαν επιτεθεί σ’εκείνη και τη Μαρλιέσσα. Εγώ παρακολουθούσα από ψηλά. Και άκουσα, ύστερα από λίγο, πυροβολισμούς και φασαρία κοντά στα σύνορα της περιοχής των Ακανόνιστων. Πλησίασα, με τον γρύπα μου, και είδα τους Ακανόνιστους να έχουν συγκεντρωθεί γύρω από ένα άτομο και να το τραβάνε μαζί τους. Αυτό το άτομο ήταν η Καλλιστώ· είμαι σίγουρη, παρά το σκοτάδι. Και θα κατέβαινα να τη βοηθήσω, θα τους ορμούσα, αλλά… είχαν πυροβόλα όπλα, και ήταν πολλοί. Φοβήθηκα ότι θα με χτυπούσαν, ή ότι ίσως θα σκότωναν την Καλλιστώ προτού προλάβω να την πάρω από τα χέρια τους.» Ακόμα μια γουλιά κρασί. «Έτσι τους ακολούθησα, και τους είδα να την πηγαίνουν στο αρχηγείο τους. Περίμενα αρκετή ώρα, με τον γρύπα μου γαντζωμένο στην οροφή μιας πολυκατοικίας, και κοίταζα, μα δεν είδα την Καλλιστώ να ξαναβγαίνει από εκεί.» Η φωνή της είναι σπασμένη πια, και η ανησυχία έκδηλη στην όψη της. Αναστενάζει. «Μπορείτε να τη βοηθήσετε; –Όμως,» προσθέτει αμέσως, «πρέπει να προσέξετε. Ίσως να τις σκοτώσουν και τις δύο! Αν δουν χωροφύλακες να πλησιάζουν στις περιοχές τους, ίσως να τις σκοτώσουν και να εξαφανίσουν τα πτώματά τους για να μη μπορούν να κατηγορηθούν.»

Η Σαμάνθα με κοιτάζει. Τι περιμένει, τη γνώμη μου; Αποφασίζω να το παίξω σκεπτικός.

Η Σαμάνθα στρέφεται πάλι στην Καλλιστώ. «Αυτό που κάνατε ήταν φοβερά παράτολμο,» της λέει ξανά. «Έως και ανόητο, τολμώ να πω, κυρία Μικρόδενδρη.»

«Το ξέρω… Δεν έπρεπε να…»

«Εκείνο που έπρεπε να είχατε κάνει ήταν να ειδοποιήσετε τη Χωροφυλακή. Αμέσως. Κι εμείς θα φροντίζαμε να πάρουμε από εκεί τη Μαρλιέσσα Κέρενκοφ. Μας έχει ήδη παραξενέψει η εξαφάνισή της.»

«Το γνωρίζατε ότι…;»

«Φυσικά και το γνωρίζαμε. Όμως δεν ξέραμε τι ακριβώς είχε γίνει. Δεν είχαμε ιδέα πού βρισκόταν η λοχίας.»

«Και τι… τι θα κάνετε τώρα;»

«Θα σκεφτούμε,» αποκρίνεται η Σαμάνθα, «και θα δράσουμε – πολύ, πολύ προσεχτικά.»

«Αν χρειάζεστε οποιαδήποτε βοήθεια…»

«Η Χωροφυλακή μπορεί να αναλάβει ένα τέτοιο ζήτημα, κυρία Μικρόδενδρη· μην το αμφιβάλλετε.»

«Ναι, βέβαια…»

«Σας ευχαριστούμε για τη συνεργασία σας. Οι πληροφορίες που μας δώσατε ήταν πολύτιμες.»

Η Σαμάνθα στρέφεται και βαδίζει προς την εξώπορτα του διαμερίσματος. Την ακολουθώ.

«Περιμένετε!» λέει η Θεώνη κυνηγώντας μας. «Πώς μπορώ να έρθω σε επαφή μαζί σας αν χρειαστεί;»

«Δεν θα χρειαστεί,» της αποκρίνεται η Σαμάνθα. «Αν θέλουμε θα έρθουμε εμείς σε επαφή μ’εσάς.» Πιάνει το πόμολο της πόρτας του διαμερίσματος με το γαντοφορεμένο χέρι της και το γυρίζει.

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.