Επεισόδιο 13
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ

Περνά περισσότερο από μισή ώρα μέχρι η Σαμάνθα να βγάλει τα βρεγμένα μπαμπάκια από τα βλέφαρά της, και ακόμα και τότε τα μάτια της εξακολουθούν να είναι κοκκινισμένα – αν και όχι όπως πριν.

«Είσαι καλύτερα;» τη ρωτάω, βλέποντάς τη να έρχεται στο καθιστικό του διαμερίσματός μας όπου είμαι καθισμένος τρώγοντας πρόχειρο φαγητό που έχω παραγγείλει από ένα τοπικό εστιατόριο.

«Έτσι νομίζω,» αποκρίνεται μουντά, και κάθεται δίπλα μου στο τραπέζι, ακουμπώντας το σαγόνι στη γροθιά της κι αναστενάζοντας. Τα μαλλιά της είναι άνω-κάτω, αλλά νομίζω ότι μου αρέσει αυτή η εμφάνιση, από μια άποψη. Είναι ερωτική.

Τρώω μια τηγανητή πατάτα και προσφέρω και σ’εκείνη μία. Τη δαγκώνει από το χέρι μου, και παραλίγο να δαγκώσει και το δάχτυλό μου μαζί.

«Ξέρεις τι νομίζω;» της λέω.

«Τι;»

«Κατά πρώτον, η γυναίκα με την κάπα και την κουκούλα ήταν αυτή με την οποία μιλούσε η Καλλιστώ προτού φύγει απ’το σπίτι της…»

«Προφανώς.»

«Κατά δεύτερον, η γρυποκαβαλάρισσα πρέπει νάναι η Θεώνη, που η Καλλιστώ είπε στην άλλη γυναίκα να καλέσει. Κι αυτή η αερομεταφορέας πρέπει να ήταν από πάνω μας, ίσως, ενώ παρακολουθούσαμε το δίκυκλο της δημοσιογράφου. Από τότε που μπήκαμε στο Λημέρι και ύστερα, τουλάχιστον.»

«Χμμ… Νομίζεις ότι μας είδε;»

«Δεν ξέρω. Θα μπορούσαμε όμως να εντοπίσουμε αυτή την αερομεταφορέα, αν θέλουμε; Έχεις τις κατάλληλες διασυνδέσεις;»

«Γιατί;»

«Τι γιατί;»

«Γιατί να την εντοπίσουμε; Τι σχέση έχουν όλ’ αυτά με την Πριγκίπισσα της Οργής;»

«Καμία,» παραδέχομαι μορφάζοντας. «Αν και είναι περίεργα, δεν είναι;»

«Σίγουρα.» Η Σαμάνθα παίρνει το πιρούνι μου, καρφώνει μερικά ζυμαρικά, και τα βάζει στο στόμα της. Μασάει σκεπτικά.

«Έχω πάρει φαγητό και για σένα,» της λέω, δείχνοντας το χάρτινο κουτί παραδίπλα.

«Μ’αρέσει που με σκέφτεσαι. Τι έλεγε η Καλλιστώ όταν επέστρεψε στο σπίτι της;»

«Δεν επέστρεψε στο σπίτι της. Ακόμα δεν έχει επιστρέψει.» Δείχνω τους δέκτες των κοριών με το βλέμμα μου. «Ανοιχτοί είναι. Ακούς τίποτα;»

Η Σαμάνθα συνοφρυώνεται.

«Η αερομεταφορέας πρέπει να την πήγε αλλού,» λέω. «Μπορείς να τη βρεις πάλι με τη μαγεία σου;»

«Είσαι τρελός.»

«Απλώς είπα…»

Η Σαμάνθα ανοίγει το χάρτινο κουτί και κοιτάζει το φαγητό της κριτικά. «Ακόμα κι αν το κεφάλι μου είχε πάψει τελείως να πονά, πάλι δεν θα μπορούσα. Δε θυμάσαι τι σου είπα τις προάλλες για το Ξόρκι Ανιχνεύσεως; Η εμβέλειά του είναι περιορισμένη. Και δεν έχουμε ιδέα πού μπορεί να βρίσκεται η Καλλιστώ. Πιθανώς νάναι στη βόρεια μεριά του ποταμού, στην άλλη άκρη της Θακέρκοβ.» Αρχίζει να τρώει, συγκρατημένα. Δε μοιάζει νάχει όρεξη.

«Τι θα κάνουμε, λοιπόν; Θα την περιμένουμε να επιστρέψει στο σπίτι της;»

«Τι άλλο μένει να κάνουμε;»

«Αναρωτιέμαι,» λέω, «αν η Πριγκίπισσα της Οργής θα εμφανιστεί πάλι εκεί όπου ήταν η Καλλιστώ…»

«Στην περιοχή των Ακανόνιστων, εννοείς;»

«Ή εκεί όπου δέχτηκε επίθεση η δημοσιογράφος.»

«Αν γίνει θα ακουστεί, υποθέτω,» αποκρίνεται η Σαμάνθα τρώγοντας.

«Πού νομίζεις ότι πήγε η Καλλιστώ; Εννοώ, μέσα στην περιοχή των Ακανόνιστων, όχι τώρα.»

«Αυτό είναι καλό ερώτημα,» λέει η Σαμάνθα. Σηκώνεται από την καρέκλα, φεύγει απ’το καθιστικό, κι όταν επιστρέφει έχει μαζί της τον χάρτη της Θακέρκοβ, τον οποίο και απλώνει στο τραπέζι. Σκύβει πάνω από το Λημέρι κοιτάζοντας τους δρόμους. «Εδώ πρέπει να ήταν.» Δείχνει με το νύχι της που είναι βαμμένο μαύρο. «Και το μόνο σημαντικό οίκημα εδώ βλέπεις ποιο είναι;»

Συνοφρυώνομαι κοιτάζοντας. «‘Αρχηγείο Ακανόνιστων,’ γράφει.»

Η Σαμάνθα γνέφει καταφατικά και κάθεται πάλι.

«Πήγε να μιλήσει στον αρχηγό των Ακανόνιστων;»

«Μπορεί. Δημοσιογράφος είναι, άλλωστε.»

«Ποιος είναι ο αρχηγός τους;»

«Κάποιος περίεργος προφήτης, λένε, ο οποίος ονομάζεται Στόμα του Χάους.»

«Στόμα του Χάους;» Έχω ακούσει διάφορα περίεργα ονόματα, αλλά αυτό παραείναι.

Η Σαμάνθα τρώει και δεν μιλάει.

«Νομίζεις ότι οι Ακανόνιστοι ήταν που επιτέθηκαν στην Καλλιστώ και απήγαγαν την άλλη γυναίκα;»

«Δεν ξέρω. Αλλά ήμασταν έξω από την περιοχή τους, νομίζω, όταν αυτό έγινε.»

«Γνωρίζεις πολλά για τη Θακέρκοβ, πάντως…» παρατηρώ.

Η Σαμάνθα τρώει, ξανά, και δεν μιλάει.

*

Έχει νυχτώσει πια όταν ακούμε ήχους από το διαμέρισμα της δημοσιογράφου. Δύο άτομα βαδίζουν εκεί, αλλά σιωπηλά. Ακούγεται σαν κάποια αντικείμενα να μετακινούνται. Και μετά, μια γυναικεία φωνή, όχι της Καλλιστώς: Εντάξει;

Ναι, πάμε. Η δεύτερη φωνή είναι της Καλλιστώς. Βήματα πάλι αντηχούν, καθώς και το κλείσιμο και κλείδωμα της εξώπορτας.

Ρωτάω τη Σαμάνθα: «Πάμε κι εμείς;»

Εκείνη γνέφει καταφατικά.

Φοράω την καπαρντίνα και τις μπότες μου, φοράει τις δικές της μπότες και το πανωφόρι της, και φεύγουμε αμέσως. Παίρνουμε τον ανελκυστήρα, κατεβαίνουμε, βγαίνουμε από την πολυκατοικία, και τρέχουμε προς την πολυκατοικία της Καλλιστώς. Ίσα που προλαβαίνουμε να δούμε τον γρύπα καθώς απογειώνεται από τον δρόμο, χτυπώντας τις φτερούγες του και πετώντας ψηλά, στον νυχτερινό ουρανό πάνω από τα οικοδομήματα της πόλης.

Στη ράχη του είναι δύο φιγούρες, και δεν έχω καμια αμφιβολία ότι η μία είναι η Καλλιστώ και η άλλη η αερομεταφορέας – η οποία, μάλλον, ονομάζεται Θεώνη.

«Μπορείς τώρα να την παρακολουθήσεις με τη μαγεία σου;» ρωτάω τη Σαμάνθα.

«Αδύνατον· δεν προλαβαίνω. Απομακρύνονται πολύ γρήγορα, και δεν είμαστε ούτε καν μέσα στο όχημά μας.»

Επιστρέφουμε στο διαμέρισμά μας ξανά, ξέροντας πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για την ώρα. Οι κινήσεις, πάντως, αυτής της δημοσιογράφου μού φαίνονται περίεργες…

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.