Επεισόδιο #11
ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΕΙΣ
Οι δρόμοι γίνονταν ολοένα και πιο δύσβατοι όσο απομακρύνονταν από τη Μέλβερηθ κατευθυνόμενοι προς τα βορειοανατολικά. Ακόμα και το όχημα της Χριστίνας, που ήταν για την ύπαιθρο, διαμαρτυρόταν και τρανταζόταν. Ο Θόας είχε ενεργοποιήσει την οθόνη στην κονσόλα και ένας χάρτης φαινόταν μέσα της ο οποίος τους έδειχνε τη θέση τους ως κόκκινη κουκίδα.
«Είσαι σίγουρος ότι είναι ακριβείας;» τον ρώτησε η Βατράνια.
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Σωστά φαίνεται να είναι ρυθμισμένος. Και λογικά, αν το σκεφτείς, εκεί δεν πρέπει να είμαστε τώρα;»
Οι προβολείς του οχήματος έσκιζαν τα σκοτάδια της νύχτας, αποκαλύπτοντας βράχους, βλάστηση, και ανοιχτούς τόπους. Οι σιδηροδρομικές γραμμές βρίσκονταν στα ανατολικά τους και άλλες φορές διακρίνονταν πιο εύκολα, άλλες φορές πιο δύσκολα, άλλες φορές χάνονταν τελείως μέσα στο άγριο τοπίο.
Το όχημα τραντάχτηκε ξανά–
Ο Αργύριος ανακάτευε την Τράπουλα της Πανούργου Κυράς μέσα στα χέρια του, κι ένα φύλλο τού έπεσε. Κοίταξε κάτω για να το βρει, καθώς ήταν καθισμένος στο ένα από τα δύο μεγάλα αντικριστά καθίσματα στην πίσω μεριά του οχήματος. Το τραπουλόχαρτο είχε πέσει πάνω σε μια θήκη για κιάλια η οποία βρισκόταν πάνω σ’έναν σάκο.
«Μάλλον δεν είμαστε οι μόνοι τρελοί που τριγυρίζουν σε τούτα τα μέρη μες στη νύχτα,» άκουσε ο Αργύριος τον Θόα να λέει, καθώς έπιανε το φύλλο και έβλεπε ότι ήταν τα Μάτια της Λόρκης. Έστρεψε το βλέμμα του και είδε ότι ο φίλος της Βατράνιας αναφερόταν σε κάτι φώτα που φαίνονταν αντίκρυ τους: φώτα άλλων οχημάτων – δύο οχημάτων, μάλλον.
Ο Μπαλαντέρ της Λόρκης είχε την αίσθηση ότι δεν ήταν απλή σύμπτωση το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή κρατούσε τα Μάτια της Λόρκης στο χέρι του – τα οποία είχε βρει πάνω σ’ένα ζευγάρι κιάλια – ενώ ο Θόας έδειχνε δυο οχήματα μες στη νύχτα.
«Δεν είναι τελείως εγκαταλειμμένα τα μέρη, Θόα,» είπε η Βατράνια.
Ο Αργύριος έκρυψε το φύλλο μες στην τράπουλα, έπιασε τη θήκη με τα κιάλια από κάτω, τα τράβηξε έξω, και τα έφερε στα μάτια του, κοιτάζοντας τα οχήματα αντίκρυ τους. Ήταν πράγματι δύο: ένα τετράκυκλο κι ένα δίκυκλο. Κι επάνω στο δίκυκλο καθόταν κάποιος που είχε ένα τουφέκι περασμένο λοξά στην πλάτη. Στο κεφάλι φορούσε κράνος.
Ο Αργύριος κατέβασε τα κιάλια. «Είναι οπλισμένοι,» είπε.
Η Βατράνια γύρισε να τον κοιτάξει. «Τι;»
«Ένα δίκυκλο κι ένα τετράκυκλο είναι· κι αυτός πάνω στο δίκυκλο έχει ένα μεγάλο τουφέκι στην πλάτη. Νομίζω πως είναι οι άνθρωποι που κυνηγάνε τον πατέρα σου.»
Η Βατράνια αισθάνθηκε τις τρίχες της να ορθώνονται. «Γαμήσου...» μουρμούρισε στρέφοντας το βλέμμα της μπροστά, έξω από το τζάμι, στα δύο οχήματα που φαίνονταν αντίκρυ.
«Εντάξει,» είπε ο Θόας, «δεν είναι σίγουρο.»
Η Βατράνια γύρισε ξανά στον Αργύριο. «Δος μου τα κιάλια.»
Εκείνος τής τα έδωσε, και η Βατράνια κοίταξε στο βάθος. «Έχεις δίκιο. Κουβαλά τουφέκι.»
«Μπορεί νάναι κυνηγοί, για όνομα των θεών!» γέλασε ο Θόας, αν και το γέλιο του ήταν νευρικό.
«Κυνηγοί;» Η Βατράνια κατέβασε τα κιάλια. «Αυτή την ώρα;»
Ο Θόας ανασήκωσε τους ώμους. «Μπορεί νάναι περίεργοι κυνηγοί...»
«Μη λες μαλακίες, γαμώτο! Αυτοί είναι. Αυτά τα καθάρματα που κυνηγάνε τον πατέρα μου!»
«Μη σου μπαίνουν τώρα τίποτα τρελές ιδέες, εντάξει; Καλύτερα να μείνουμε μακριά τους.»
Η Βατράνια στράφηκε στον Αργύριο, κοιτάζοντάς τον ερωτηματικά.
«Ας τους ακολουθήσουμε,» είπε εκείνος, ενώ στο μυαλό του ήταν τα Μάτια της Λόρκης. «Μάλλον θα μας οδηγήσουν εκεί που θέλουμε να πάμε.»
«Στον πατέρα μου; Μα δεν μπορεί να ξέρουν πού είναι!»
«Ίσως και να ξέρουν...» είπε αινιγματικά ο Μπαλαντέρ της Λόρκης.
«Ο πρώτος σταθμός του τρένου είναι στη Χαμηλόνεφη,» είπε η Βατράνια. «Αν δεν σταματήσουν εκεί, θα συνεχίσουμε να τους ακολουθούμε;»
«Ας φτάσουμε πρώτα στη Χαμηλόνεφη και βλέπουμε,» αποκρίθηκε ο Αργύριος, συλλογισμένα. «Η Λόρκη θα μας καθοδηγήσει.»
«Υπέροχα...» μουρμούρισε ο Θόας.
*
Έφτασαν σ’ένα μικρό ξέφωτο ανάμεσα δέντρα, λουσμένο από το φεγγαρόφωτο.
Στο κέντρο του ήταν ένα οικοδόμημα καμωμένο από πέτρα και ξύλο, με δύο
λίθινες στήλες εκατέρωθεν της εισόδου του, πάνω από την οποία ήταν λαξεμένο
ένα σύμβολο που ο Βασνάρος αναγνώριζε: εφτά βούλες – δύο πάνω, τρεις στη
μέση, δύο κάτω – ενωμένες με ευθείες γραμμές έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα Ζ.
Ήταν ένα σύμβολο γνωστό στον υπόκοσμο της Σεργήλης. Το χάραζαν στις πόρτες
σπιτιών για να δείξουν ότι κάποιος μέσα ήταν ιερέας ή ιέρεια της Λόρκης, ή
ότι ο χώρος ήταν ιερός για τη θεά της απάτης. Ποτέ δεν το είχε δει τόσο
μεγάλο, να βρίσκεται περήφανα πάνω από μια είσοδο σαν να επρόκειτο για
σημαντικό έμβλημα.
«Ο ναός της Λόρκης;»
«Προφανώς,» αποκρίθηκε ο Σκαρλάτος.
«Είναι εγκαταλειμμένος;» Δεν φαινόταν κανένα φως από το εσωτερικό του οικοδομήματος.
«Την τελευταία φορά που ήμουν εδώ, μια ιέρεια έμενε στον ναό, και δε νομίζω να τον εγκατέλειψε. Να εύχεσαι, βασικά, να μην τον έχει εγκαταλείψει,» πρόσθεσε βαδίζοντας προς την είσοδο.
Να εύχεσαι; Τι εννοούσε ο Σκαρλάτος;
Πλησίασαν την είσοδο του ναού ανάμεσα στις δύο λίθινες στήλες, που ήταν γεμάτες ιερατικά λαξεύματα, και ο Βασνάρος είδε ότι ήταν μια δίφυλλη, ξύλινη πόρτα που σε κάθε φύλλο της υπήρχε ξανά το σύμβολο της Λόρκης, όπως και από πάνω της, αλλά πιο μικρό.
Ο Σκαρλάτος έσπρωξε το ένα φύλλο και αυτό άνοιξε τρίζοντας. Μπήκε πρώτος, ανάβοντας τον φακό στο ρολόι του, και ο Βασνάρος τον ακολούθησε.
Η αίθουσα ήταν σκοτεινή. Το φως του παλιού επαναστάτη φανέρωσε κολόνες, φανέρωσε σκόνες και χώματα στο πάτωμα, φανέρωσε έναν βωμό.
«Είναι κανείς εδώ;» ρώτησε ο Σκαρλάτος, δυνατά.
Καμια απάντηση.
«Ιερότατη;»
Καμια απάντηση, ξανά.
«Δε μ’αρέσει αυτό,» είπε ο Σκαρλάτος στον Βασνάρο, και βγήκε από τον ναό. Τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη ζώνη του, έκοψε ένα κλαδί από ένα δέντρο στα όρια του μικρού ξέφωτου, το άναψε με τον αναπτήρα του, και ξαναμπήκε στο σκοτεινό οίκημα. «Για να μη χαλάω ενέργεια από το ρολόι μου,» εξήγησε. «Δεν έχει και τόση πολλή, όταν χρησιμοποιείς συνέχεια τον φακό.»
Ο Βασνάρος ένευσε. Όσο ο Σκαρλάτος είχε πάει ν’ανάψει τον δαυλό, εκείνος στεκόταν στο κατώφλι του ναού και αφουγκραζόταν· τίποτα, όμως, δεν ακουγόταν από μέσα. Το μέρος πρέπει να ήταν πραγματικά εγκαταλειμμένο.
Ο Σκαρλάτος τώρα βάδισε φωτίζοντας τα σκοτάδια.
Ο Βασνάρος είχε το πιστόλι του στο χέρι, παρότι ήξερε ότι λίγες σφαίρες τού απέμεναν και δεν είχε άλλο γεμιστήρα. «Μόνη της έμενε αυτή η ιέρεια;»
«Ναι.»
«Δε φοβόταν ότι κάτι μπορεί νάρθει να τη φάει εδώ;»
«Δεν υπάρχουν επικίνδυνα θηρία στην ενδοδιάσταση, Λύκε.»
«Ή, τουλάχιστον, μέχρι στιγμής δεν υπήρχαν...» μουρμούρισε ο Βασνάρος.
Δεν άργησαν να βρουν την ιέρεια της Λόρκης – ή ό,τι απέμενε απ’αυτήν. Ένα πτώμα. Βρισκόταν σ’ένα δωμάτιο πίσω από τον σηκό του ναού, γεμάτο ράφια με βιβλία και βαζάκια που περιείχαν βοτάνια. Ήταν καθισμένη στην πολυθρόνα πίσω απ’το γραφείο, με το κεφάλι της γερμένο στο πλάι. Μια μακάβρια φιγούρα με αραιά άσπρα μαλλιά και σαπισμένο λευκό-ροζ δέρμα. Έντομα σκαρφάλωναν επάνω της. Η μυρωδιά ήταν απαίσια.
«Ο Νεκροφύλακας ήρθε εδώ πριν από εμάς, μαντατοφόρε,» παρατήρησε ο Βασνάρος.
«Γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ...!» καταράστηκε ο Σκαρλάτος· κι επέστρεψε στον σηκό, φωνάζοντας: «Είναι κανείς εδώ; Είναι κανείς εδώ; Ερχόμαστε ζητώντας βοήθεια από την Κυρά της Τύχης! Δεν είμαστε ληστές!»
Γι’ακόμα μια φορά, καμια απάντηση δεν πήρε.
Ο Βασνάρος, που τον είχε ακολουθήσει, είπε: «Μου φαίνεσαι... υπέρμετρα ταραγμένος... Δεν ήταν θεία σου ή τίποτα τέτοιο, έτσι;»
Ο Σκαρλάτος στράφηκε να τον αντικρίσει, και η όψη του ήταν πολύ σκοτεινή μες στο φως του δαυλού του. «Όχι, Λύκε, δεν ήταν θεία μου ή τίποτα τέτοιο. Αλλά ήταν η μόνη που μπορούσε να μας βγάλει από εδώ.»
Ο Βασνάρος τον κοίταξε ερωτηματικά, πραγματικά μην καταλαβαίνοντας τι ήθελε να πει.
«Δε μπορείς να βγεις από την ενδοδιάσταση χωρίς τη βοήθειά της,» εξήγησε ο Σκαρλάτος.
«Θ’ακολουθήσουμε αντίστροφα τον δρόμο απ’όπου–»
Ο Σκαρλάτος κουνούσε το κεφάλι του. «Δε γίνεται, Λύκε. Δε δουλεύει έτσι το πράγμα. Είναι μονόδρομος· δε μπορείς να τον ακολουθήσεις αντίστροφα.»
«Και τι έκανε η ιέρεια;»
«Τραγουδούσε. Όταν τραγουδούσε μ’έναν συγκεκριμένο τρόπο, τότε έφευγες άνετα από δω, όποια κατεύθυνση κι αν ακολουθούσες.»
«Κι αν εμείς αρχίσουμε τώρα να προχωράμε μες στο δάσος, τι θα γίνει;»
«Θα επιστρέφουμε συνέχεια στα ίδια μέρη.»
«Δε μπορεί...»
«Μπορεί,» τον διαβεβαίωσε ο Σκαρλάτος. «Η ενδοδιάσταση εκτείνεται περίπου τριακόσια μέτρα γύρω απ’τον ναό.»
«Μα... φαίνεται σαν... σαν να είμαστε κανονικά στη Σεργήλη!» είπε ο Βασνάρος κοιτάζοντας έξω από ένα παράθυρο του ναού. Εξακολουθούσε, όμως, να έχει εκείνη την αίσθηση ότι βρισκόταν μέσα σε όνειρο, ότι η πραγματικότητα ήταν – κάπως – για κάποιο λόγο – ανεπαίσθητα, ίσως – διαφορετική.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Σκαρλάτος, «έτσι φαίνεται. Αλλά δεν είμαστε. Τούτο το μέρος είναι αποκλεισμένο από την υπόλοιπη διάσταση. Μπορείς να δεις απέξω, μα δεν μπορείς να βγεις. Όταν φτάνεις στα όριά του, επιστρέφεις πίσω σαν να είχες βαδίσει μέσα σε καθρέφτη και να είχες βγει ακριβώς σ’αυτό που αντανακλά ο καθρέφτης. Καταλαβαίνεις;»
«Τόχεις δοκιμάσει;» ρώτησε ο Βασνάρος, στρεφόμενος να τον αντικρίσει ξανά.
«Ναι, παλιότερα. Από περιέργεια.»
«Και τι προτείνεις να κάνουμε τώρα;»
«Δεν έχω ιδέα, Λύκε. Δεν έχω ιδέα...» Ο δαυλός έτριζε στο χέρι του Σκαρλάτου, φτύνοντας καπνό και σπίθες.
*
Η Χαρίκλεια’σαρ σκούπισε με το γαντοφορεμένο χέρι της τις πευκοβελόνες από έναν μεγάλο βράχο και κάθισε πάνω του, ενώ οι μισθοφόροι βάδιζαν ολόγυρά της, φωτίζοντας και κοιτάζοντας με τα κιάλια τους, προσπαθώντας να εντοπίσουν τον Σκαρλάτο και τον Βασνάρο.
Η μάγισσα ήταν βέβαιη ότι δεν θα τους έβρισκαν έτσι. Είχε την αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά εδώ. Πώς ήταν δυνατόν ο Σκαρλάτος να είχε εξαφανιστεί; Είχε όντως κάποια συσκευή που τον έκρυβε; Η Χαρίκλεια ήταν έτοιμη να κάνει ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως – για να εντοπίσει τη συσκευή από την κατανάλωση της ενέργειας, αν ακόμα βρισκόταν εντός εμβέλειας – όταν ο ένας από τους μισθοφόρους της είπε:
«Κυρία. Βρήκαμε κάτι περίεργο–»
(Σώπα! σκέφτηκε ειρωνικά η Χαρίκλεια)
«–κάτι που θα έπρεπε ήδη να το είχαμε κοιτάξει, βασικά. Τα ίχνη τους στο έδαφος... εξαφανίζονται κι αυτά.»
Τα μάτια της στένεψαν μέσα απ’την κουκούλα της κάπας της. «Τι εννοείς, εξαφανίζονται τα ίχνη;»
«Χάνονται τελείως, κυρία, σαν να πέταξαν. Ελάτε να δείτε κι εσείς.»
Η Χαρίκλεια’σαρ σηκώθηκε από τον βράχο, ακολουθώντας τον. Ο μισθοφόρος φώτισε στο έδαφος, δείχνοντάς της τα χνάρια. «Βλέπετε;»
Η μάγισσα ένευσε. «Ναι, όντως...»
«Παρακάτω» – ο μισθοφόρος φώτισε λίγο πιο πέρα, προς όλες τις κατευθύνσεις – «δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο κάτι που πετά θα μπορούσε να το κάνει αυτό, μα την Αρτάλη.»
«Αν είχαν πετάξει, όμως,» παρενέβη η μισθοφόρος, πλησιάζοντας, «θα τους είχαμε δει.»
«Ναι, απλώς λέω...»
Αποκλείεται να πέταξαν, σκέφτηκε η Χαρίκλεια, αλλά... Για στάσου. Το Ξόρκι Ανιχνεύσεως δεν μπορεί να βρει τον Σκαρλάτο... και δεν είναι νεκρός... και τα ίχνη του χάνονται απρόσμενα...
Όταν κάποιος μπει σε άλλη διάσταση, δεν μπορείς να τον εντοπίσεις με μαγεία. Και, γενικά, οι περισσότερες μέθοδοι ανίχνευσης αδρανοποιούνταν όταν κάποιος δεν βρισκόταν στην ίδια διάσταση με τον ανιχνευτή. Μονάχα ελάχιστοι τρόποι υπήρχαν για να εντοπίσεις κάποιον που είχε πάει σε άλλη διάσταση, και δεν ήταν εύκολοι.
Αλλά είναι δυνατόν εδώ να υπάρχει διαστασιακή δίοδος; απόρησε η Χαρίκλεια’σαρ. Οι διαστασιακές δίοδοι φαίνονταν. Ήταν φανερές αλλοιώσεις επάνω στην πραγματικότητα. «Δεν καταλαβαίνω...» μουρμούρισε, βηματίζοντας, συλλογισμένη.
Οι μισθοφόροι ήταν τώρα σιωπηλοί γύρω της.
Μόνο μία εξήγηση ίσως να υπάρχει! Η Χαρίκλεια’σαρ έπαψε να βηματίζει. Ύψωσε τα γαντοφορεμένα χέρια της διαγράφοντας μαγικά σύμβολα με τα δάχτυλά της ενώ υποτονθόρυζε λόγια στη γλώσσα της μαγείας. Έκανε ένα Ξόρκι Εντοπισμού Διαστασιακής Αλλοιώσεως, διευρύνοντας και αλλάζοντας τις αισθήσεις της με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να ανιχνεύσει κρυφές αλλοιώσεις της πραγματικότητας στον γύρω χώρο.
Και όντως, κάτι ένιωσε. Κάτι υπήρχε εδώ.
Μια αναδίπλωση... παρατήρησε η Χαρίκλεια’σαρ. Ο χώρος είναι διπλωμένος σαν κομμάτι χαρτί. Και η περιοχή της αναδίπλωσης δεν ήταν μικρή. Ήταν σαν να είχες διπλώσει ολόκληρο σωλήνα, σαν να τον είχες γυρίσει ανάποδα με ανείπωτο τρόπο, αδύνατον να περιγραφεί με απλά λόγια ή με απλά σχήματα.
«Ενδοδιάσταση...» μουρμούρισε η Χαρίκλεια’σαρ διακόπτοντας το ξόρκι της. «Αλλά πώς μπήκαν;» Αν όντως υπήρχε ενδοδιάσταση εδώ, κανονικά δεν θα έπρεπε να μπορούν να μπουν. Δεν υπήρχε φυσιολογική δίοδος. Αν υπήρχε θα ήταν εμφανής. Θα μπορούσε ο καθένας να την ακολουθήσει. Πρέπει, όμως, να είναι εφικτό να ακολουθηθεί, αλλά με κάποιο κόλπο πιθανώς. Κάποιο κόλπο που η Χαρίκλεια δεν γνώριζε.
«Τι συμβαίνει, κυρία;»
Η μάγισσα έκανε νόημα στον μισθοφόρο να μην την ενοχλεί. «Σκέφτομαι!» είπε απότομα, βηματίζοντας ξανά. Αν η διαστασιακή δίοδος ήταν αναδιπλωμένη, τότε θα παρουσιαζόταν πάλι αν η Χαρίκλεια έστρωνε την αναδίπλωση. Και μπορούσε να το κάνει. Αλλά δεν γινόταν αμέσως, ούτε εύκολα πάντα. Πρώτα θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει Μαγγανεία Αναλύσεως Διαστασιακής Αλλοιώσεως, ώστε να καταλάβει πλήρως πώς ακριβώς ήταν αυτή η αναδίπλωση. Και μετά θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει Ξόρκι Μετασχηματισμού Διαστασιακής Αλλοιώσεως, για να ανοίξει το διπλωμένο πέρασμα.
Τι άλλο μπορούσε να κάνει;
Τίποτα. Δε νόμιζε ότι υπήρχε άλλος τρόπος για ν’ακολουθήσουν τον Σκαρλάτο.
Είπε στους μισθοφόρους: «Πρέπει να μπήκαν σε κάποια ενδοδιάσταση. Αλλά δεν θα είναι απλό να την ανοίξω. Θα χρειαστεί ώρα. Τα μάτια σας δεκατέσσερα όσο δουλεύω.»
«Μάλιστα, κυρία.»
Η Χαρίκλεια’σαρ ξεκίνησε τη Μαγγανεία Αναλύσεως Διαστασιακής Αλλοιώσεως, που ήταν και το πιο σημαντικό μέρος της δουλειάς της. Αν το μυαλό της δεν καταλάβαινε πολύ καλά πώς ήταν η αναδίπλωση, δεν πρόκειται ποτέ να κατάφερνε να την ανοίξει.
Προηγούμενο Επεισόδιο | Λίστα Επεισοδίων | Επόμενο Επεισόδιο |
Αν σου αρέσει η ιστορία που διαβάζεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω PayPal.