ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

 

 

 

Ο ΑΦΕΥΚΤΟΣ

 

 

 

 

Αρχεία της Σιδηράς Δυναστείας

Βιβλίο Β'

 

 

 

 

Μια Ιστορία από το Θρυμματισμένο Σύμπαν

 

 

 

 

 

 

 

© Κώστας Βουλαζέρης
http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris

 

Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commons – http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/


Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι καταστάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.

 

 

 

 

Η ΑΝΕΛΕΗΤΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

Έχω να έρθω εδώ, στην Ύγκρας, στις παρυφές της ερήμου, πάνω από τρία χρόνια. Δηλαδή, από όταν γινόταν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης. Αυτό το ράλι που πίστευα ότι θα με έσωζε από τα χέρια των ανθρώπων στους οποίους χρωστούσα αλλά τελικά έκανε το ακριβώς αντίθετο: με έριξε μέσα στα δίκτυα τους. Και τώρα δεν έχω άλλη επιλογή από το να τους υπηρετώ.

Πρώτη φορά, πάντως, έρχομαι στην Ύγκρας πετώντας. Το αεροδρόμιο βρίσκεται βόρεια της πόλης, και το αεροπλάνο μου – ένα επιβατηγό μετρίου μεγέθους – προσγειώνεται στον αεροδιάδρομο τρέχοντας και τρίζοντας καθώς οι ρόδες του συναντούν άμμο και χαλίκια. Ο αερολιμένας της Ύγκρας δεν είναι και από τους καλύτερους της Σεργήλης.

Το εισιτήριο είναι, φυσικά, πληρωμένο από τη Σιδηρά Δυναστεία· δεν έρχομαι εδώ για αναψυχή. Τα τελευταία τρία χρόνια, κάνω ελάχιστα πράγματα που είναι για αναψυχή. Εκτός αν θα μπορούσες όλα αυτά μαζί να τα ονομάσεις όνειρο, παραίσθηση, ή εφιάλτη. Οπότε από μια τέτοια άποψη είναι σαν παιχνίδι· αλλά ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι.

Κι αναρωτιέμαι πότε θα τελειώσει. Πότε η Σιδηρά Δυναστεία θα θεωρήσει ότι έχω ξεπληρώσει το χρέος μου προς αυτήν. Έχω ακούσει φήμες από ορισμένα – ακούσια, κυρίως – μέλη της πως τα χρέη ποτέ δεν ξεπληρώνονται, πως η εξόφληση είναι μύθος, πως όταν είσαι μπλεγμένος με τη Σιδηρά Δυναστεία είσαι μπλεγμένος για πάντα γιατί ξέρεις πολλά πλέον για να σε αφήσουν να φύγεις. Εκτός αν αποφασίσουν να σε σκοτώσουν, κι έτσι να ελευθερωθείς, ή αν εσύ ο ίδιος αποφασίσεις να δώσεις τέλος στη ζωή σου.

Ούτε το ένα με ελκύει ούτε το άλλο.

Το αεροπλάνο σταματά να τρέχει. Ο αεροσυνοδός μάς πληροφορεί ότι μπορούμε να αποβιβαστούμε, και οι πόρτες ανοίγουν αυτόματα, μία από τη δεξιά μεριά του σκάφους, μία από την αριστερή. Σηκώνομαι από τη θέση μου και βγαίνω, κατεβαίνοντας τη μικρή σκάλα με την καπαρντίνα μου στο χέρι. Η ζέστη εδώ, στις παρυφές της ερήμου, είναι πολύ δυνατή, και όλες οι γυαλιστερές – ή ακόμα και οι όχι και τόσο γυαλιστερές – επιφάνειες αντανακλούν το ηλιακό φως εκτυφλωτικά.

Βρισκόμουν στην Άντχορκ, εκατοντάδες χιλιόμετρα απόσταση βόρεια από εδώ, στις ακτές της θάλασσας, όταν με ενημέρωσαν ότι έπρεπε να πετάξω νότια, στην Ύγκρας. Και το κλίμα στην Άντχορκ, αυτή την εποχή του χρόνου, είναι φυσικά πολύ διαφορετικό. Αισθάνομαι σαν να με πήραν από ένα δροσερό δωμάτιο και να με πέταξαν μέσα σ’ένα φούρνο.

Και δεν μπορούσα να καθυστερήσω καθόλου· έπρεπε να φύγω αμέσως. Δεν είχα καν χρόνο να αγοράσω κατάλληλα ρούχα για την Ύγκρας. Είχα μόλις παραδώσει κάποιες φωτογραφίες σε έναν σύνδεσμό μου στην Άντχορκ, όταν εκείνος μού είπε ποιος θα ήταν ο νέος μου προορισμός και πότε έφευγε το αεροπλάνο. Μου έδωσε, επίσης, το εισιτήριο.

«Είσαι σοβαρός;» του είπα, καθώς ήμασταν καθισμένοι αντικριστά σε μια καφετέρια. Ανάμεσά μας βρισκόταν ο φάκελος με τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει: διάφορα σημεία μιας μεγάλης μονοκατοικίας και οι κινήσεις κάποιων ανθρώπων τις τελευταίες δεκαπέντε ημέρες, σ’αυτή τη μονοκατοικία αλλά και σε άλλα μέρη. Τι ακριβώς ήταν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι για τη Σιδηρά Δυναστεία δεν ήξερα (ούτε ακόμα ξέρω, ούτε νομίζω ότι ποτέ θα μάθω). «Γιατί τόσο γρήγορα; Τι συμβαίνει;»

«Δεν γνωρίζω,» μου απάντησε. «Δεν έχεις, όμως, χρόνο για χάσιμο.» Πήρε τον φάκελο με τις φωτογραφίες και τον έκρυψε μες στο σακάκι του.

Εγώ πήρα το εισιτήριο – που ήταν επίσης αφημένο ανάμεσά μας, επάνω στο τραπεζάκι – και το έβαλα στην τσέπη του πουκαμίσου μου, κάτω από τη δερμάτινη καπαρντίνα. «Και τι θα κάνω όταν είμαι εκεί; Ξέρεις;» Δε θα με παραξένευε καθόλου αν δεν ήξερε. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στη Σιδηρά Δυναστεία τα μέλη της να γνωρίζουν απίστευτα πράγματα για τις δραστηριότητές της σε ένα μέρος αλλά να μη γνωρίζουν απολύτως τίποτα για τις δραστηριότητές της αλλού.

«Θα ταξιδέψεις δυτικά της Ύγκρας, μέσα στην έρημο. Περίπου εκατό χιλιόμετρα απόσταση από την πόλη θα συναντήσεις κάτι που θα σου θυμίζει οχυρό. Έχει πέτρινο τείχος και σιδερένια πύλη. Θα πλησιάσεις την πύλη και θα δηλώσεις ποιος είσαι και ότι έρχεσαι καλεσμένος από τον κύριο Ξενοκράτη.»

«Εννοείς ότι θα πω το πραγματικό μου όνομα;»

«Ναι. Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος. Όχι άλλες, ψεύτικες ταυτότητες,» είπε κατηγορηματικά.

«Μάλιστα. Και ποιος είναι αυτός ο κύριος Ξενοκράτης;»

«Θα μάθεις όταν φτάσεις εκεί.»

«Υποθέτω πως δεν θα μου πεις ούτε γιατί με έχει καλέσει…»

«Ακριβώς. Επιπλέον» – και κοίταξε το ρολόι στον καρπό του – «δεν έχεις χρόνο. Το αεροπλάνο σου φεύγει σε μία ώρα. Αν ήμουν στη θέση σου θα ξεκινούσα για τον Δυτικό Αερολιμένα της Άντχορκ.»

«Εκεί περιμένει το αεροπλάνο;»

«Ναι.»

Ακολουθώντας τη συμβουλή του, έφυγα από την καφετέρια, μίσθωσα ένα επιβατηγό όχημα, και σε λίγο βρισκόμουν στον Δυτικό Αερολιμένα, που είναι μικρότερος από τον Γενικό Αερολιμένα της Άντχορκ και παλιότερα ονομαζόταν «Παντοκρατορικός Αερολιμένας» και χρησιμοποιείτο αποκλειστικά από ανθρώπους της Παντοκράτειρας. Η Σιδηρά Δυναστεία, μάλλον, έχει κάμποσες διασυνδέσεις εδώ. Άλλωστε, όταν ακόμα η Παντοκράτειρα ζούσε και βασίλευε στο Γνωστό Σύμπαν, η Σιδηρά Δυναστεία δεν βρισκόταν σε σύγκρουση μαζί της, όπως έχω μάθει. Μάλιστα, πολλά μέλη της τα είχαν καλά με Παντοκρατορικούς στρατιωτικούς ή μυστικούς πράκτορες.

Η ανελέητη θερμότητα της ερήμου χτυπά βάναυσα το πρόσωπό μου καθώς βγαίνω από το αεροδρόμιο της Ύγκρας. Δεν έχω αποσκευές να παραλάβω. Μονάχα έναν σάκο κουβαλάω στον ώμο, με τα λιγοστά πράγματα που πήρα από το νοικιασμένο σπίτι μου στην Άντχορκ προτού το μισθωμένο επιβατηγό με πάει στον Δυτικό Αερολιμένα. Μέσα στο πορτοφόλι μου βρίσκονται όσα χρήματα είχα διαθέσιμα: εκατόν-τριάντα-δύο ήλιοι Σεργήλης και διακόσια-τρία ακτίνια, τα περισσότερα σε χαρτονομίσματα αλλά και κάποια σε κέρματα. Μέσα στη δερμάτινη καπαρντίνα που κρέμεται από τον πήχη μου βρίσκεται κρυμμένο ένα πιστόλι διπλής χρήσης – πυροβόλο (όταν δεν θέλεις ο στόχος σου να μείνει ζωντανός) και ενεργοβόλο (όταν προτιμάς να τον αναισθητοποιήσεις). Στον σάκο, υπάρχουν πέντε γεμιστήρες για το πιστόλι καθώς και τρεις μπαταρίες, ένα πτυσσόμενο στιλέτο, ένα ξιφίδιο μέσα σε μαύρο δερμάτινο θηκάρι, μια φωτογραφική μηχανή, δύο κοριοί (απομεινάρια μιας παλιότερης αποστολής), ένας τηλεπικοινωνιακός πομπός (που μπορεί άνετα να συντονιστεί στη συχνότητα των κοριών), ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά (με νυχτερινή όραση που λειτουργεί με μικροσκοπική μπαταρία), μερικές αλλαξιές εσώρουχα, μια κολόνια Βρυχούμενος Κάρτωλακ (αυτή που έχει ως λογότυπο την προσωποποίηση του εν λόγω θεού ως ανθρωπόμορφο θηρίο με τεράστια κυρτά κέρατα ανάμεσα στα οποία βρίσκεται ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι), ξυριστικά είδη, και κάτι άλλα μικροπράγματα.

Δεν είμαι καθόλου καλά εξοπλισμένος για την έρημο, και το ξέρω. Ευτυχώς, όμως, έχω κάποιους γνωστούς εδώ, στην Ύγκρας. Πράγμα που, αναμφίβολα, δεν διαφεύγει από τα μεγάλα κεφάλια της Σιδηράς Δυναστείας, γι’αυτό πρέπει να αποφάσισαν να με στείλουν έτσι, άρον-άρον, ξεβράκωτο ουσιαστικά, στις παρυφές της ερήμου. Το ελπίζω, τουλάχιστον. Γιατί οτιδήποτε άλλο σημαίνει πως ενδιαφέρονται για την υγεία μου λιγότερο απ’ό,τι για την υγεία του σκύλου τους.

Η Ύγκρας είναι, για εμένα, σαν δεύτερη πατρίδα. Γεννήθηκα στην Κόρλας, κάπου τετρακόσια-πενήντα χιλιόμετρα βόρεια από εδώ, στις όχθες του ποταμού Σέρντιληθ, και πολλές φορές έχω έρθει στην Ύγκρας. Τη θεωρούσα, παλιά, ένα μέρος όπου μπορείς να συναντήσεις τα πάντα, ένα μέρος απ’όπου ξεκινούν ατελείωτες περιπέτειες. Με ενθουσίαζε. Τώρα δεν είμαι πια τόσο ανόητος· ξέρω ότι ατελείωτες περιπέτειες ξεκινούν από οπουδήποτε στη Σεργήλη – επικίνδυνες περιπέτειες και παιχνίδια θανάτου, απάτης, και διαπλοκής – φτάνει να είσαι μπλεγμένος με υπέροχους ανθρώπους όπως την εκλεκτή παρέα της Σιδηράς Δυναστείας.

Απομακρύνομαι από τον αερολιμένα βαδίζοντας μέσα στους δρόμους της Ύγκρας που αλλού είναι πλακόστρωτοι και αλλού όχι, ενώ τα ανομοιόμορφα χτισμένα οικοδομήματά της ακόμα φέρουν τα σημάδια του μεγάλου πολέμου κατά της Παντοκράτειρας. Ακόμα πολλά ερείπια δεν έχουν ανοικοδομηθεί. Να, αυτό εκεί, για παράδειγμα, ήταν έτσι διαλυμένο και την τελευταία φορά που πέρασα από εδώ, κατά το Πανδιαστασιακό Ράλι, μαζί με την Καλλιόπη, τη συνοδηγό μου. Τι να γίνεται η Καλλιόπη, άραγε; Τέλος πάντων· έχουμε άλλες δουλειές τώρα…

Βγάζω τα σκούρα γυαλιά από τον σάκο μου και τα φοράω γιατί εδώ πέρα χωρίς σκούρα γυαλιά μπορείς να αντέξεις μόνο αν είσαι νομάδας της ερήμου.

Πηγαίνω προς την αγορά. Οι δρόμοι δεν έχουν και τόσο μεγάλη κίνηση. Βλέπεις κανέναν διαβάτη με σαρίκι ή κουκούλα, βλέπεις κανέναν τύπο με καμήλα ή άλογο, ή με κάρο, βλέπεις κανένα ενεργοβόρο όχημα να περνά (φορτηγό, κυρίως), αλλά γενικά έχει ησυχία. Εξαιτίας της ώρας. Είναι περασμένες δύο μετά το μεσημέρι. Άλλες ώρες, η πολυκοσμία είναι τρομερή στους δρόμους της Ύγκρας, αλλά τώρα όλοι τρέχουν να βρουν σκιά. Και μόνο κάτι παλαβοί σαν εμένα περιφέρονται με το κεφάλι τους εκτεθειμένο στις ακτίνες του ήλιου. Αισθάνομαι τον ιδρώτα να κυλά στο πρόσωπό μου, τον αισθάνομαι να έχει μουσκέψει τις μασκάλες και το στήθος μου. Τα αρχίδια μου με ξύνουν, αλλά συγκρατούμαι από το να τα ξύσω κι εγώ. Τίποτα από αυτά που φοράω δεν είναι κατάλληλο για εδώ.

Φτάνοντας στην αγορά βλέπω ότι τα καταστήματα δεν έχουν κλείσει ακόμα. Παρότι όλοι οι έμποροι είναι μέσα, και κανένας δεν είναι έξω, τα μαγαζιά είναι ανοιχτά· ή, τουλάχιστον, τα περισσότερα από αυτά. Πηγαίνω σ’ένα γνωστό καπελάδικο κι αγοράζω ένα μεγάλο πλατύγυρο καπέλο, το οποίο και αμέσως φοράω για να προστατευτώ από τη ζέστη. Ύστερα, από ένα άλλο κατάστημα αγοράζω ρούχα κατάλληλα για την έρημο – φαρδιά και άνετα – καθώς και μια ελαφριά κάπα με κουκούλα. Ζητάω από τον μαγαζάτορα να μ’αφήσει να τα δοκιμάσω, κι εκείνος με οδηγεί σ’ένα μικρό δωματιάκι γι’αυτή τη δουλειά. «Δεν το παραχωρώ σ’όλους, όμως, γιατί ξέρεις τι λέτσοι τριγυρίζουν εδώ; Άμα τους αφήσεις να βάζουν και να βγάζουν τα ρούχα σου όποτε τους κατέβει, πάει, φίλε, έφαγες την κλοτσιά της Λόρκης στα κωλομέρια, τόκλεισες το κατάστημα μέσα στο μήνα, εγγυημένα. Αλλά εσύ βλέπω είσαι εντάξει άτομο–» Γελάω και, διακόπτοντάς τον, του θυμίζω πως ούτως ή άλλως τα έχω αγοράσει τα ρούχα και δεν πρόκειται να τα επιστρέψω, απλώς θέλω να αλλάξω. «Με την ησυχία σου, φίλε,» μου λέει ο έμπορος, «κι ο Μεχρέτ μαζί σου.»

Αφού βάζω τα καινούργια ρούχα, τον ρωτάω αν θα τον ενδιέφερε να του πουλήσω τα παλιά μου. «Είναι σε καλή κατάσταση,» τον διαβεβαιώνω, και τον αφήνω να τα πάρει στα χέρια του και να τα κοιτάξει. «Ένα πλύσιμο μόνο θα τους ρίξεις.» Μετά κάνουμε παζάρια για λίγο και, όταν φεύγω, έχω μερικά χρήματα ακόμα μέσα στο πορτοφόλι μου, μείον αυτά που έδωσα για τα καινούργια ρούχα.

Αγοράζω ένα μπουκάλι παγωμένο νερό από μια καντίνα, το ανοίγω, και πίνω. Ανάβω τσιγάρο.

Μάλιστα. Όλα καλά μέχρι στιγμής.

Ώρα τώρα να μιλήσουμε σε κάτι παλιούς φίλους.

*

Οι Φρουτέμποροι είναι μια συμμορία της Ύγκρας που επιδίδεται σε διάφορες μπαγαποντιές. Ονομάζονται έτσι επειδή, λένε, ξεκίνησαν από έμποροι φρούτων. Αλλά δεν είναι και να τους πιστεύεις· μπορεί απλά να παραμυθιάζουν τον κόσμο, όπως κάνουν πολλές φορές.

Πηγαίνω, βαδίζοντας – και αποφεύγοντας καθοδόν λάσπες και καβαλίνες – στο άντρο των Φρουτέμπορων: ένα διώροφο οίκημα που μονάχα ένα μικρό μέρος του ισογείου του έχει τοίχους από πέτρα· οι άλλοι τοίχοι είναι από ψάθες και υφάσματα, και όχι επειδή οι Φρουτέμποροι είναι τόσο φτωχοί αλλά επειδή έτσι τους βολεύει, είμαι σίγουρος. Δεν έχω ρωτήσει ποτέ, φυσικά· δεν θέλω να γίνω αγενής. Δε ρωτάς τον άλλο γιατί στο σπίτι του δεν έχει τοίχους εκτός αν θες να σε παρεξηγήσει.

Πετάω το τσιγάρο μου μέσα σε κάτι νερά (που ίσως νάναι και κάτουρα) σε μια γωνία και πλησιάζω ένα από τα θυροειδή ανοίγματα ανάμεσα σ’ένα ψάθινο και σ’ένα υφασμάτινο παραπέτασμα.

«Μεθάλδιε;» λέω δυνατά, κοιτάζοντας μέσα. Το εσωτερικό φαντάζει πολύ σκοτεινό σε σύγκριση με τη φωτεινότητα του ήλιου απέξω. Μετά βίας διακρίνω κάποια πράγματα: καφάσια, το ένα πάνω στο άλλο· μια αναμμένη λάμπα λαδιού· μια θήκη με εργαλεία· δύο ψηλά μπουκάλια. «Είν’ εδώ ο Μεθάλδιος;» Περνάω το κατώφλι.

«Ποιος είσαι;»

Κοιτάζω αριστερά και βλέπω κάποιον να έρχεται προς το μέρος μου: έναν ψιλόλιγνο, πορφυρόδερμο τύπο που δεν μου είναι άγνωστη η φάτσα του.

Βγάζω τα γυαλιά μου. «Ο Ζορδάμης.» Βγάζω και το καπέλο. «Ο ραλίστας.»

Ο άντρας χαμογελά. «Καιρό είχαμε να σε δούμε στα μέρη μας!» Και ρίχνει μια ματιά πάνω απ’τον ώμο του, προς κάτι άλλους, που είναι καθισμένοι οκλαδόν γύρω από ένα χαμηλό τραπεζάκι, τρώγοντας και πίνοντας. Δύο άντρες και μια γυναίκα. Τους βλέπω από την άκρη μιας κουρτίνας· δεν είναι ολόκληρο το ισόγειο ένα δωμάτιο: το χωρίζουν κι αυτό με παραπετάσματα, κατά βούληση. Είναι σαν συνεχώς να μεταμορφώνεται. Κυρίως, όμως, το χρησιμοποιούν ως γκαράζ και αποθήκη, απ’ό,τι ξέρω.

«Ε!» φωνάζει ο πορφυρόδερμος σ’αυτούς που κάθονται γύρω απ’το τραπεζάκι. «Δείτε ποιος ήρθε, ρε! Ο ραλίστας!»

Σηκώνονται και με πλησιάζουν.

«Είναι εδώ ο Μεθάλδιος;» ρωτάω. Ο Μεθάλδιος είναι ο αρχηγός των Φρουτέμπορων, και πατέρας αρκετών από αυτούς. Μοιάζουν με μια μεγάλη οικογένεια, αν και δεν έχουν όλοι δεσμούς αίματος.

«Εδώ είναι,» μου λέει ο ένας από αυτούς που σηκώθηκαν. Θυμάμαι το όνομά του. Βασνάρο τον λένε. Καφετόδερμος, με κεφάλι τελείως ξυρισμένο, και πάντα μ’ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Μπορεί να σε μαχαιρώσει χαμογελώντας, είμαι σίγουρος. «Έλα να καθίσεις και θα τον φωνάξουμε. Έλα. Εκτός άμα βιάζεσαι τόσο…»

«Δε βιάζομαι,» αποκρίνομαι. «Όχι πολύ.» Και τους ακολουθώ. Κάθομαι μαζί τους γύρω απ’το χαμηλό τραπέζι, και με κερνάνε φαγητό και ποτό: τυρί και λαχανικά και κρασί.

Η γυναίκα πηγαίνει να φωνάξει τον Μεθάλδιο. Κι αυτή την έχω ξαναδεί αλλά δεν ξέρω το όνομά της. Μια κοντή, χρυσόδερμη τύπισσα με κοντοκουρεμένα πράσινα μαλλιά, που δεν μπορεί να πει καλά το ρο αλλά τα χέρια της μπορούν να σου αρπάξουν νόμισμα του ενός ακτίνιου μπροστά από τα μάτια σου.

Ο Μεθάλδιος δεν αργεί να έρθει. «Ζορδάμη!» λέει χαμογελώντας. «Ποιος κακός μπελάς σε φέρνει πάλι εδώ;»

«Ως συνήθως, με χαιρετάς με καλά λόγια,» αποκρίνομαι καθώς σηκώνομαι όρθιος, νιώθοντας λιγάκι πιασμένος έτσι οκλαδόν όπως καθόμουν.

Ο Μεθάλδιος γελά. «Αν δεν με απατά η μνήμη μου τώρα που έχω γεράσει, την προηγούμενη φορά, που γινόταν το Πανδιαστασιακό Ράλι, ήθελες να σε κρύψουμε γιατί σε κυνηγούσαν οι άλλοι ραλίστες.»

«Όχι όλοι· ορισμένοι από αυτούς.»

Ο Μεθάλδιος δεν είναι τόσο γέρος όσο λέει. Τα μαλλιά του είναι ακόμα έντονα καστανά με ελάχιστες άσπρες τούφες. Δεν ξέρω την ηλικία του, αλλά δεν μπορεί νάναι πάνω από πενήντα, πενήντα-δύο χρονών. Το δέρμα του είναι κατάμαυρο σαν αφέγγαρη, άναστρη νύχτα της ερήμου.

«Δε νίκησες σ’εκείνο το ράλι, έμαθα…» μου λέει.

«Από ποιον το έμαθες;»

«Από τις εφημερίδες, φυσικά. Πρώτος βγήκε κάποιος…» Μορφάζει. «Κάτσε να δεις πώς τον λένε…»

«Καθάριος Μονοβάτης,» ακούγεται μια γυναικεία φωνή πίσω από τον Μεθάλδιο, και η Μυρτώ πλησιάζει. Είναι κόρη του, αλλά το δέρμα της δεν είναι μαύρο όπως το δικό του, παρά γαλανό – όμως σκούρο γαλανό. Τα μαλλιά της, καστανά και μακριά, χύνονται στην πλάτη της. Είναι ντυμένη τώρα με μια λευκή αμάνικη μπλούζα με βαθύ ντεκολτέ, ένα μαύρο υφασμάτινο παντελόνι, και σανδάλια κερφέχ (σανδάλια όασης, των νομάδων της ερήμου, καμωμένα από δέρμα αμμόσαυρας).

Την προηγούμενη φορά που ήμουν εδώ δεν μπορούσα να πλησιάσω τη Μυρτώ γιατί η Καλλιόπη, η συνοδηγός μου, θα μας σκότωνε αναμφίβολα και τους δύο. Επιπλέον, δεν υπήρχε χρόνος ούτως ή άλλως. Τώρα τα πράγματα δεν είναι τόσο πιεσμένα, και η γυαλάδα στα μάτια της Μυρτώς μού μαρτυρά πως με κοιτάζει το ίδιο ερωτικά όπως πάντα. Τα χείλη της χαμογελούν λοξά.

«Ακόμα δεν παντρεύτηκες εσύ;» της λέω, πειραχτικά, επιστρέφοντάς της το χαμόγελο.

«Παντρεύτηκα,» μου αποκρίνεται.

«Πλάκα κάνεις.»

«Δεν κάνει πλάκα,» μουγκρίζει ο Μεθάλδιος, αγριοκοιτάζοντάς την με τις άκριες των ματιών του. «Της βρήκα έναν καθωσπρέπει έμπορο καμήλων, ο οποίος θα μας–»

«Δεν είναι μόνο έμπορος καμήλων, μπαμπά!»

Την κοιτάζω ερωτηματικά.

«Κρύβει λαθραία κάτω από τις καμήλες,» εξηγεί η Μυρτώ. «Ολόκληρες ποσότητες νίσβεν, κυρίως» – το γνωστό ναρκωτικό που καλλιεργείται στις οάσεις της ερήμου – «αλλά και άλλα πράγματα.»

«Αυτό,» λέει ο Μεθάλδιος θυμωμένα, «απλά αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος είναι έξυπνος και, άρα, θα μας φαινόταν χρήσιμος!» Με κοιτάζει. «Κατάφερε, όμως, να τσακωθεί άγρια μαζί του έναν μήνα μετά τον γάμο!»

«Τον βρήκα, μες στο σπίτι μας, να πηδιέται με δυο πουτάνες–!»

«Δεν ήταν πουτάνες! Και δεν ήταν ‘σπίτι σας’· ήταν, και είναι, σπίτι του – μια ολόκληρη βίλα–»

«Τι σημασία έχει; Είναι λεχρίτης και καταραμένος από τον Μεχρέτ!»

Ο Μεθάλδιος μοιάζει απεγνωσμένος μαζί της· δεν της απαντά. Μου λέει: «Παραλίγο να τον πυροβολήσει και να μπλέξουμε όλοι μας πολύ άσχημα. Και τώρα το χειρότερο είναι πως έχουν χαλάσει τελείως οι σχέσεις που είχαμε μαζί του. Τον άκουσα ακόμα και να λέει πως επίτηδες έστειλα την κόρη μου για να τον δολοφονήσει! Εσύ, Ζορδάμη, άμα είχες μια κόρη που έκανε τέτοιες γκάφες, τι θα της έκανες;»

«Σίγουρα… θα της έδινα ένα γερό μάθημα.» Όμως παίρνω, εσκεμμένα, μια όψη που μαρτυρά ότι δεν μιλάω και πολύ σοβαρά αλλά, συγχρόνως, δεν αστειεύομαι τελείως – μη θέλοντας να προσβάλλω ούτε τον Μεθάλδιο ούτε τη Μυρτώ.

Η Μυρτώ χαμογελά. «Μπορείς να μου δείξεις τι εννοείς, όποτε θέλεις.» Μου κλείνει το μάτι.

Ο Μεθάλδιος τη μπατσίζει στο πλάι του κεφαλιού, όχι πολύ δυνατά όμως. «Φύγε από δω!»

Εκείνη κάνει ένα βήμα πίσω.

«Φύγε, λέω.» Το βλέμμα του έχει αγριέψει περισσότερο από πριν.

Και η Μυρτώ τον αγριοκοιτάζει, αλλά υπακούει· γυρίζοντας, απομακρύνεται γρήγορα. Τη βλέπω, όμως, μετά να μας κρυφοκοιτάζει από την άκρη μιας κουρτίνας.

Ο Μεθάλδιος αναστενάζει. «Δεν είναι παιδιά αυτά,» μου λέει. «Τα τελευταία, ειδικά, κάνουν ό,τι τους στείλει στ’αφτιά η άμμος του Μεχρέτ.»

«Πόσα παιδιά έχεις, αλήθεια, Μεθάλδιε;»

«Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία.» Θέλει να αποφύγει να μου απαντήσει; Αναρωτιέμαι γιατί. Ανέκαθεν αναρωτιόμουν γιατί δεν έλεγε πόσα παιδιά ακριβώς έχει. «Πες μου τι θέλεις από εμένα, Ζορδάμη.»

Τον ξέρω χρόνια ολόκληρα, και μ’έχει εξυπηρετήσει πολλές φορές, με το αζημίωτο, ή για αμοιβαίο όφελος.

«Να νοικιάσω ένα όχημα για την έρημο.»

«Είσαι σίγουρος ότι θα το επιστρέψεις, δηλαδή;»

Χαμογελάω. «Ανησυχία για το άτομό μου είναι αυτή, ή για το όχημα;»

Μου επιστρέφει το χαμόγελο. «Πάρ’ το όπως σου φυσήξει ο Μεχρέτ.»

«Για να είμαι ειλικρινής,» λέω, «δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σ’το επιστρέψω, οπότε καλύτερα να στείλεις μαζί μου κι έναν από τους δικούς σου. Θέλω να ταξιδέψω προς τα δυτικά για κάμποσα χιλιόμετρα, μες στην έρημο. Όταν έχω φτάσει στον προορισμό μου θα σταματήσω και… μάλλον θα μείνω εκεί και το όχημα δεν θα το χρειάζομαι πια.»

«Μάλιστα,» νεύει ο Μεθάλδιος, «καταλαβαίνω… Πόσο μακριά ακριβώς θα πας;»

«Θα προτιμούσα να μην αποκαλύψω τον προορισμό μου – αν και, βέβαια, ο άνθρωπός σου που θα με συνοδέψει, αναπόφευκτα, κάτι θα δει. Και μη νομίζεις ότι απλά θέλω να είμαι κρυψίνους. Για τη δική σου ασφάλεια το κάνω.»

Ο Μεθάλδιος συνοφρυώνεται. «Τόσο άσχημα είσαι μπλεγμένος αυτή τη φορά;»

Γνέφω καταφατικά. «Αλλά ο άνθρωπός σου δεν θα κινδυνέψει αν απλώς με συνοδέψει ώς εκεί που σκέφτομαι. Σε διαβεβαιώνω.»

Η Μυρτώ πλησιάζει πάλι, ξαφνικά. «Εγώ θα σε συνοδέψω.»

Ο Μεθάλδιος την αγριοκοιτάζει.

«Γιατί όχι, μπαμπά; Το ξέρεις ότι ανέκαθεν τα πηγαίναμε καλά με τον Ζορδάμη!»

«Ναι, το ξέρω αυτό…»

«Τι πρόβλημα έχεις;» Σταυρώνει τα χέρια της μπροστά της. «Μπορεί να μην κάνω για γάμο, αλλά ξέρω να οδηγώ όλα τα οχήματά σου. Και ξέρω και την έρημο προς τα δυτικά· το ξέρεις ότι την ξέρω!»

Ο Μεθάλδιος αναστενάζει ξανά. «Ωραία,» λέει. «Πήγαινε μαζί με τον Ζορδάμη. Θα πάρεις το καινούργιο τετράκυκλο με την πτυσσόμενη οροφή, εντάξει;»

«Ναι.» Η Μυρτώ δείχνει ευχαριστημένη.

Ο Μεθάλδιος στρέφεται σ’εμένα. «Πότε θα ξεκινήσεις;»

«Με τη δύση του ήλιου, σκέφτομαι.»

Ο Μεθάλδιο νεύει, φανερά συμφωνώντας. «Σχετικά με την τιμή, τώρα…»

Βγάζω από το πορτοφόλι μου ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ήλιων και του το δίνω.

«Είναι πολλά και το ξέρεις,» παρατηρεί, αλλά το παίρνει πρόθυμα από το χέρι μου.

«Δε θέλω ρέστα,» του λέω.

«Από τη μια μού λες ότι είσαι μπλεγμένος, απ’την άλλη όμως μου φαίνεται σα νάχεις πιάσει την καλή…»

«Τα φαινόμενα απατούν, Μεθάλδιε.» Ειδικά μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, προσθέτω νοερά, γιατί βέβαια αυτό το όνομα κανείς δεν το αρθρώνει ασυλλόγιστα μπροστά σε ανθρώπους που δεν ξέρουν τι σημαίνει.

Η ΞΑΝΘΙΑ ΚΟΥΚΛΑ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙΦΡΑΓΜΕΝΟ ΚΗΠΟ

Όταν νυχτώνει, φεύγω από την Ύγκρας μαζί με τη Μυρτώ, μέσα σ’ένα τετράκυκλο όχημα με μεγάλους ατρακτοειδείς τροχούς, ειδικούς για την έρημο. Η οροφή του είναι υφασμάτινη και πτυσσόμενη. Την έχουμε ανοιχτή τώρα· δεν υπάρχει ήλιος στον ουρανό από τον οποίο θέλουμε να προφυλαχτούμε. Το φως του φεγγαριού είναι ευχάριστο, δροσερό.

Φυσικά, εγώ οδηγώ. Δεν υπάρχει λόγος να κουράσω τη Μυρτώ, που θα πρέπει μετά να επιστρέψει το όχημα στους Φρουτέμπορους. Επιπλέον, μ’αρέσει να οδηγώ, και στη Μυρτώ αρέσει να με βλέπει να οδηγώ. Όπως τη βρίσκει ο καθένας.

Τώρα δεν είναι ντυμένη όπως ήταν το μεσημέρι. Φορά αποκλειστικά ρούχα που φοράνε οι νομάδες: ένα σάρτιχ (φαρδύ γυναικείο ένδυμα με σκισίματα στο δεξί και στο αριστερό πόδι από τη μέση του μηρού και κάτω), ζώνη νάρφεχ (καμωμένη από δέρμα αμμόσαυρας, με δύο θηκάρια για νάτρατ, το μακρύ κυρτό ξιφίδιο των νομάδων, άδεια και τα δύο τώρα), σανδάλια κερφέχ, και κάπα για την έρημο. Για όπλα έχει μαζί της μια καραμπίνα, την οποία έχει αφήσει όρθια πλάι στο κάθισμά της, και ένα ξιφίδιο (όχι νάτρατ) δεμένο στην κνήμη της. Δεν είναι κανείς να τριγυρίζει άοπλος στις ερήμους, φυσικά. Σκέφτομαι, μάλιστα, όταν την αφήσω να επιστρέψει στην Ύγκρας, να της δώσω κανένα από τα όπλα μου (το πιστόλι, ίσως)· εγώ, σίγουρα, θα βρω πολλά άλλα εκεί που θα πάω.

«Σου φαίνεται αργό, ε;» μου λέει.

Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί. «Τι;»

«Το όχημα. Δεν είναι γρήγορο.»

«Για τη δουλειά του, καλό είναι. Δεν είμαι σε αγώνα δρόμου τώρα. Δε βιάζομαι.»

Χαμογελά πονηρά. «Καθόλου;»

«Όχι πολύ, τουλάχιστον.»

«Μπορείς να καθυστερήσεις ακόμα και μια ώρα, δηλαδή;»

«Ακόμα και δύο.»

«Να σταματήσουμε πίσω από εκείνους εκεί τους αμμόλοφους;» Μου δείχνει. «Κανένας ποτέ δεν πηγαίνει εκεί πίσω· θα έχουμε την ησυχία μας.»

Την ησυχία μας; Κανένας, ούτως ή άλλως, δεν φαίνεται πουθενά γύρω. Μονάχα η άμμος της ερήμου που ασημίζει κάτω από τις αχτίνες του φεγγαριού. Ωστόσο, γιατί να φέρω αντίρρηση; Όπως τη βρίσκει ο καθένας. Κι έχω καιρό να πάρω τη Μυρτώ στην αγκαλιά μου· την έχω επιθυμήσει. Οι γυναίκες είναι σαν λουλούδια· η καθεμία έχει το δικό της φυσικό άρωμα.

Στρίβω το τιμόνι οδηγώντας προς τους αμμόλοφους, ενώ η Μυρτώ σηκώνεται όρθια, βάζοντας το ένα γόνατο πάνω στο κάθισμά της, κι αρχίζει να κλείνει την πτυσσόμενη οροφή περιστρέφοντας έναν μοχλό. Όταν έχω φτάσει στο βαθούλωμα πίσω από τις θίνες, η οροφή έχει κλείσει από πάνω μας και η Μυρτώ έρχεται κοντά μου, κάθεται ξαφνικά στα γόνατά μου γελώντας.

«Αν βρισκόμασταν σε επικίνδυνο δρόμο,» της λέω σταματώντας το όχημα, «θα είχαμε τώρα κουτουλήσει κάπου.»

Δεν μου απαντά· με φιλά στο στόμα. Τη φιλάω κι εγώ. Με ξαναφιλά. Την ξαναφιλάω, με ξαναφιλά. Και μετά φεύγει ευέλικτα από την αγκαλιά μου, γλιστρώντας στην πίσω μεριά του οχήματος που είναι καρότσα, φορτωμένη τώρα με κάποια λιγοστά πράγματα, ανάμεσα στα οποία ο σάκος μου και δύο επιπλέον ενεργειακές φιάλες για το όχημα. «Πού πηγαίνεις, αμμόσαυρα;» της λέω, ακολουθώντας την. (Στις ερήμους της Σεργήλης, δεν θεωρείται βρισιά να αποκαλέσεις κάποια «αμμόσαυρα»· αντιθέτως, θεωρείται φιλοφρόνηση. Έχουν καλή άποψη για τις αμμόσαυρες εδώ· είναι γι’αυτούς όμορφα και ευγενή ζώα, ευλογημένα από τον Μεχρέτ.) Εκείνη γελά καθώς λύνει την κάπα της αφήνοντάς την να πέσει. Την αρπάζω από τη μέση και τη βοηθάω να βγάλει και τα υπόλοιπά της ρούχα, χωρίς την παραμικρή βιασύνη. Στριφογυρίζει και αναστενάζει μέσα στην αγκαλιά μου σαν ζωντανή φλόγα. Μ’αρέσουν οι άτακτες καμπύλες του βαθυγάλαζου σώματός της που τώρα, μες στη νύχτα, μοιάζει με μαύρο όπως του πατέρα της. Δεν την αφήνω να με καβαλήσει, αν και, ξεκουμπώνοντας και τραβώντας τα ρούχα μου, το προσπαθεί παραπάνω από μία φορά. Παίζω μαζί της, φιλώντας, χαϊδεύοντας, γλείφοντας, τσιμπώντας, γαργαλώντας· κι όταν είναι φανερό ότι κινδυνεύω να την εξαγριώσω, τότε μόνο την αφήνω να ανεβεί επάνω μου. Και μου κλέβει την αναπνοή. Είναι σαν θύελλα.

Μετά από λίγο, είμαι ακόμα ξαπλωμένος ανάσκελα, βαριανασαίνοντας, νιώθοντας το στόμα μου ξερό. Και η Μυρτώ είναι ακόμα καθισμένη επάνω μου, συνθλίβοντας ευχάριστα τον ανδρισμό μου κάτω από τους μηρούς της, ενώ ιδρώτας γυαλίζει στο δέρμα της, τα μάτια της στραφταλίζουν μες στο μισοσκόταδο, και η όψη της μοιάζει ικανοποιημένη.

«Δε θα σε βαρεθώ ποτέ, το ξέρεις;» μου λέει.

«Έτσι νομίζεις,» της λέω καθώς χαϊδεύω το δεξί της χέρι, από τον αγκώνα στο μπράτσο, στον αγκώνα, στον πήχη, στον αγκώνα ξανά, «επειδή με βλέπεις αραιά και πού. Είμαι εξωτικός για σένα.»

Γελάει. «Μη μου λες σαχλαμάρες!» Σκύβει από πάνω μου, φέρνοντας το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου, και με φιλά. «Δε θα σε βαρεθώ ποτέ.» Ξαπλώνει, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο μου.

«Εκείνο τον έμπορο τον βαρέθηκες;»

«Δεν είναι αυτό,» μου απαντά αμέσως, ενοχλημένη μάλλον που της τον θύμισα. «Αφού σου είπα – τον βρήκα με δύο πουτάνες, μέσα στο σπίτι μας!»

«Κι εγώ το ξέρεις, από χρόνια, πως πάω με άλλες–»

«Δεν είναι το ίδιο!» Σηκώνεται από πάνω μου παίρνοντας καθιστή θέση μέσα στην καρότσα του οχήματος και τυλίγοντας την κάπα της γύρω της. Κάνει κρύο στην έρημο, τις νύχτες. «Εσύ δεν μου το έκρυψες ποτέ. Αυτός ήταν άντρας μου. Άντρας μου! Πριν από μερικές μέρες μού έλεγε πως είμαι η μοναδική γυναίκα που λατρεύει, και μετά τον βρήκα μ’αυτές – μ’αυτές τις πουτάνες! – μέσα στην πισίνα του σπιτιού μας!»

Σκεπάζομαι κι εγώ με τη δική μου κάπα και κάθομαι. «Ο πατέρας σου γιατί είπε ότι δεν ήταν πουτάνες;»

Αναστενάζει. «Κοίτα… ουσιαστικά δεν ήταν πουτάνες. Όχι από αυτές που… που είναι πραγματικά πουτάνες· καταλαβαίνεις τι εννοώ.»

«Προφανώς.»

Συνοφρυώνεται ατενίζοντάς με παρατηρητικά μες στο μισοσκόταδο. «Πηγαίνεις με πουτάνες, αλήθεια;»

«Γιατί ρωτάς;»

«Είμαι περίεργη.»

«Συνήθως όχι,» της απαντώ. «Τις περισσότερες τις βρίσκω βαρετές.»

Και νομίζω πως αυτό ήταν που ήθελε ν’ακούσει (όχι πως της είπα ψέματα). «Δεν ήταν πραγματικές πουτάνες,» συνεχίζει, «αλλά πώς αλλιώς να τις ονομάσεις όταν πηγαίνουν με τον άντρα που πριν από ένα μήνα με παντρεύτηκε;»

«Καταλαβαίνω τι θες να πεις.» Πιάνω το πακέτο με τα τσιγάρα από τα ρούχα μου, που είναι κουβαριασμένα παραδίπλα, κι ανάβω ένα.

Η Μυρτώ λέει: «Η μία ήταν η αρχηγός των σωματοφυλάκων του. Το πιστεύεις;»

«Μάλλον ήθελε να τα έχει καλά μαζί της για να μην τον μαχαιρώσει κανένας μες στη νύχτα.»

«Αυτή δεν είναι δικαιολογία!»

«Απλώς είπα…»

«Η άλλη ήταν μια – μια μάγισσα που κάνει κάτι δουλειές μαζί του, απ’ό,τι ξέρω.»

«Τι μάγισσα;»

«Τι εννοείς; Μάγισσα.» Προφανώς δεν ξέρει για τα μαγικά τάγματα – Τεχνομαθείς, Ερευνητές, και τα λοιπά.

«Από την έρημο;» ρωτάω. Γιατί, αν είναι μάγισσα από την έρημο, πιθανώς να μην ανήκει καν σε μαγικό τάγμα. Πιθανώς να μην είναι καν μάγισσα, βασικά, αλλά σαμάνος. Οι κανονικοί μάγοι της Σεργήλης δεν τους παραδέχονται για μάγους κάτι τέτοιους· τους θεωρούν άγριους, άξεστους, ή τσαρλατάνους. Σαμάνους μπορείς να συναντήσεις μόνο στις ερήμους ή στα Φέρνιλγκαν, ή σε καμια άλλη απομονωμένη περιοχή, απ’ό,τι ξέρω. Προσωπικά, δεν έχω ποτέ συναντήσει κανέναν· μονάχα ιστορίες έχω ακούσει – και ορισμένες είναι πραγματικά τρελές.

«Εννοείς αν είναι νομάδα;»

«Ναι.»

«Δεν είμαι σίγουρη. Αλλά είναι καφετόδερμη, όπως κι οι περισσότεροι νομάδες.»

Μπορεί, επομένως, νάναι σαμάνος. «Τέλος πάντων,» λέω. «Και το πήρες τόσο προσωπικά ώστε πήγες να τον σκοτώσεις, ε;»

«Εσύ δεν θα τσαντιζόσουν με κάτι τέτοιο;»

«Δεν ξέρω. Ο Μεθάλδιος, πάντως, σίγουρα τσαντίστηκε.» Γελάω και τραβάω καπνό απ’το τσιγάρο μου.

Και η Μυρτώ γελάει. «Δεν έπρεπε να επιμένει να τον παντρευτώ. Αφού με ξέρει. Και μάλλον τον ήξερε κι αυτόν τι είναι!»

«Ναι,» συμφωνώ, «ίσως θα έπρεπε να το είχε σκεφτεί καλύτερα. Δεν έχει καμια άλλη κόρη που θα μπορούσε να του δώσει; –Αλήθεια, πόσα παιδιά έχει ο πατέρας σου, Μυρτώ;»

«Δεν ξέρω.»

«Δεν ξέρεις πόσα αδέλφια έχεις!;»

Τα δόντια της γυαλίζουν μες στο μισοσκόταδο καθώς χαμογελά πλατιά. «Ο μπαμπάς δεν είναι σταθερός άντρας. Μοιάζει μ’εσένα κατά βάθος. Γιατί νομίζεις ότι ποτέ δεν έφερε αντίρρηση να συναντιόμαστε; Θέλει παιδί σου μέσα μου, αν γίνεται.»

«Σοβαρολογείς;»

«Ναι.»

«Εμένα, πάντως, δεν με ρώτησε…» λέω ενοχλημένα.

«Μην ανησυχείς, δεν θα σου λέγαμε τίποτα, ακόμα κι αν είχε γίνει κάτι.»

«Κι αν ήθελα να μου πείτε; Ή αν τύχαινε να έρθω, κάποια στιγμή, και να σε δω έγκυο;» Έχω αρχίσει να θυμώνω με τις μαλακίες του Μεθάλδιου.

«Θα σου λέγαμε ότι το παιδί είναι άλλου.»

«Και θα κάνατε το παιδί μου Φρουτέμπορο;»

«Ναι.»

Να, λοιπόν, γιατί πρέπει να προσέχεις πού δίνεις το σπέρμα σου…

*

Δύο ώρες αφού ξεκινάω πάλι το όχημά μας, βλέπω απόμακρα κάτι που υποθέτω πως είναι ο προορισμός μου. Μοιάζει σίγουρα με οχυρό. Έχει τείχος, αρκετά ψηλό.

Σταματάω το όχημα, τεντώνομαι πίσω, φέρνω τον σάκο μου κοντά, και παίρνω τα κιάλια από μέσα. Τα αγόρασα από την Ύγκρας, προτού φύγουμε, μαζί με μερικά άλλα πράγματα που πιθανώς να μου φανούν χρήσιμα. Τα άλλα κιάλια μου τα ξέχασα στην Άντχορκ. Αλλά ήταν κιάλια για πόλεις, ούτως ή άλλως. Αυτά εδώ είναι καλύτερα για ανοιχτά μέρη.

Τα φέρνω στα μάτια μου και κοιτάζω το μέρος που, μάλλον, είναι ο προορισμός μου. Ναι, σκέφτομαι, δεν πρέπει να κάνω λάθος. Διακρίνω, άλλωστε, και μια σιδερένια πύλη. Σίγουρα εδώ είμαστε.

«Πρέπει να φύγω,» λέω στη Μυρτώ.

«Πολύ σύντομα.» Με αγκαλιάζει από δίπλα και με φιλά δυνατά στην άκρη του στόματος.

«Να προσέχεις στην επιστροφή, εντάξει;» λέω, χαϊδεύοντας την πλάτη της.

«Ναι. Κι εσύ να προσέχεις. Θα ξανάρθεις από την Ύγκρας;»

«Μπορεί. Δεν είμαι σίγουρος ακόμα.»

Μ’αφήνει από την αγκαλιά της και βγαίνω από το όχημα, παίρνοντας τον σάκο μαζί μου. Στέκομαι και την περιμένω να καθίσει μπροστά στο τιμόνι, να βάλει τους τροχούς σε κίνηση, και ν’αρχίσει να κατευθύνεται ανατολικά μέσα στη νυχτερινή έρημο.

Βαδίζω, μετά, προς το μοναχικό οχυρό.

Τι σκατά, άραγε, να συμβαίνει εδώ; Δε μπορεί να μ’έχουν καλέσει για τίποτα το καλό…

Αισθάνομαι την άμμο να βουλιάζει κάτω από τα μποτοφορεμένα πόδια μου καθώς προχωράω σταθερά προς τη σιδερένια πύλη που γυαλίζει στις αχτίνες του φεγγαριού.

Τι μέρος είναι αυτό; αναρωτιέμαι. Ποιος μπορεί να μένει εδώ; Αυτός ο Ξενοκράτης; Και τι είναι; Αρχηγός μισθοφόρων; Τρελός επιστήμονας; Παράξενος μάγος; Αισθάνομαι τις τρίχες μου ορθωμένες καθώς πλησιάζω την ψηλή πύλη – και δεν φταίει το νυχτερινό ψύχος γι’αυτό.

Από ψηλά, από το φυλάκιο πάνω από την πύλη, ένας προβολέας ανάβει ξαφνικά, λούζοντάς με με δυνατό φως.

Στενεύω τα μάτια και βάζω το χέρι μου μπροστά στο πρόσωπό μου, προσπαθώντας να διακρίνω τον χειριστή του προβολέα και βλέποντας μονάχα μια σκιά.

«Ποιος είσαι;» φωνάζω.

«Εσύ ποιος είσαι;» Αντρική φωνή. «Και τι θέλεις εδώ;»

«Μ’έχει καλέσει ο κύριος Ξενοκράτης.»

«Το όνομά σου;»

«Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος.»

Αν τώρα δεν με πυροβολήσει κανένας, όλα – υποθέτω – θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Που δεν είναι δικό μου σχέδιο, φυσικά.

Ο προβολέας σβήνει, αφήνοντας ενοχλητικά φωτεινά φαντάσματα να λαμπυρίζουν μπροστά στα μάτια μου. Ακούω έναν δυνατό τριγμό και, αρχικά, τρομάζω, ετοιμάζομαι για κάτι άσχημο, αλλά μετά συνειδητοποιώ ότι έτσι κάνει η ψηλή σιδερένια πύλη καθώς ανοίγει, καθώς χωρίζεται στα δύο για να μ’αφήσει να περάσω.

Πίσω της δεν με περιμένει κανένας οπλισμένος φύλακας αλλά μια λευκόδερμη γυναίκα με μακριά ξανθά μαλλιά, κομψά ντυμένη και στολισμένη: πράσινη τουαλέτα με γυαλιστερά ασημένια τμήματα, λιθοστόλιστο κολάρο, δαχτυλίδια, βραχιόλια, ασημένια ζώνη… Το πρόσωπό της είναι προσεχτικά βαμμένο, το ίδιο και τα χείλη και τα μάτια της.

Τι γίνεται εδώ; Σε δεξίωση ήρθα;

«Ο κύριος Λιγνόρρυγχος;»

«Ναι.»

«Περάστε, παρακαλώ, κύριε Λιγνόρρυγχε. Ελάτε μαζί μου.» Μου γυρίζει την πλάτη και βαδίζει μέσα σ’έναν κήπο γεμάτο δέντρα και φυτά, που πρέπει να χρειάζεται πολύς κόπος και πολύ χρήμα για να συντηρούνται μες στη μέση της ερήμου.

Την ακολουθώ, και ακούω την πύλη να κλείνει πίσω μου. Πηγαίνοντας δίπλα της τη ρωτάω: «Τι κάνω εδώ; Γιατί μ’έχετε καλέσει; Γιατί μ’έχει καλέσει ο κύριος Ξενοκράτης; Εσείς ποια είστε;»

«Εγώ βρίσκομαι εδώ απλά για να σας κάνω παρέα απόψε και να σας εξυπηρετήσω με κάθε δυνατό τρόπο,» αποκρίνεται η γυναίκα, που είναι αδύνατο να κρίνω την ηλικία της έτσι όπως τη βλέπω. Θα μπορούσε να είναι από είκοσι-πέντε μέχρι σαράντα-πέντε. Σχεδόν ψεύτικη μοιάζει. Κούκλα που περπατά. «Αν θέλετε μπορείτε να με αποκαλείτε Μελένια. Αλλά το όνομά μου, πραγματικά, δεν έχει σημασία.» Αυτά που λέει δεν ακούγεται να την πειράζουν. Μάλλον πληρώνεται καλά για να κάνει αυτή τη δουλειά. Υποθέτω.

«…Και ο κύριος Ξενοκράτης;» λέω κομπιάζοντας άθελά μου. «Δε θα τον συναντήσω;»

«Θα τον συναντήσετε, φυσικά. Αλλά είναι αργά τώρα· και με έχει ενημερώσει πως, αν έρθετε αργά, οφείλω να σας οδηγήσω στον ξενώνα. Είστε ραλίστας, αν δεν κάνω λάθος…;» Με λοξοκοιτάζει.

«Έχει σημασία;» ρωτάω.

Χαμογελά, ευχάριστα αλλά τυπικά. «Για εμένα προσωπικά, καμία.»

Διασχίζουμε τον κήπο βαδίζοντας επάνω σε λιθόστρωτα μονοπάτια, φτάνουμε μπροστά σε μια πόρτα, και η Μελένια την ανοίγει αποκαλύπτοντας έναν μικρό διάδρομο στο τέλος του οποίου υπάρχει μια σκάλα. Με οδηγεί επάνω στη σκάλα και, μετά, σ’έναν άλλο διάδρομο, μεγαλύτερο και με παράθυρα στην επάνω αριστερή μεριά – φεγγίτες ουσιαστικά. Από την άλλη μεριά υπάρχουν πόρτες. Η Μελένια ανοίγει ξανά μία πόρτα και μου λέει: «Εδώ είναι το δωμάτιό σας, κύριε Λιγνόρρυγχε.»

Κοιτάζω μέσα, βλέποντας ένα δωμάτιο μετρίου μεγέθους, με παράθυρο, μονό κρεβάτι, μικρό τζάκι στη γωνία, μικρή κάβα δίπλα στο τζάκι, χαλί στο πάτωμα από το τομάρι κάποιου ζώου.

«Δεν το βρίσκετε ικανοποιητικό;» με ρωτά η Μελένια.

«Ικανοποιητικό είναι,» λέω μπαίνοντας και ρίχνοντας τον σάκο μου πάνω σε μια καρέκλα.

Η Μελένια με ακολουθεί μέσα, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. «Να ανάψω το τζάκι; Ή προτιμάτε το ενεργειακό σύστημα θέρμανσης;»

«Το τζάκι.» Βγάζω την κάπα μου και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού, παρατηρώντας την καθώς βάζει φωτιά στα ξύλα με φανερή εμπειρία και με άνετες, χαριτωμένες κινήσεις. Για να έχει αυτός ο Ξενοκράτης τέτοια άτομα στη δούλεψή του, δεν μπορεί παρά να κολυμπά στους ήλιους.

Η Μελένια με ρωτά: «Θέλετε κάτι να πιείτε; Θα θέλατε να ετοιμάσω το μπάνιο;»

Αρχίζει να μ’ενοχλεί αυτή η κατάσταση, αλλά πραγματικά θέλω να δω ώς πού θα φτάσει. «Ναι, ένα μπάνιο θα ήταν ό,τι πρέπει τώρα. Και θα πάρω ένα ποτήρι κρασί. Της Νέσριβεκ. Υπάρχει;» Θεωρείται ο καλύτερος Σεργήλιος οίνος.

«Φυσικά.» Γεμίζει ένα ποτήρι και μου το φέρνει. «Θα ετοιμάσω τώρα το μπάνιο σας.» Δεν παρατηρώ τίποτα στο πρόσωπό της πέρα από ευχάριστη διάθεση και ευγένεια. Και μετά λένε εμένα «ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα»…

Πίνω μια γουλιά κρασί καθώς την παρατηρώ να πηγαίνει στη στενή πόρτα του μπάνιου και να μπαίνει. Μετά από λίγο, σκουπίζοντας τα χέρια της με μια πετσέτα μού λέει, από το κατώφλι, ότι μπορώ να έρθω.

«Δεν ήταν ανάγκη για… Ένα ντους θα ήταν εντάξει,» λέω καθώς σηκώνομαι από το κρεβάτι και πηγαίνω προς το μπάνιο.

«Αν θέλετε ντους, μπορείτε άνετα να κάνετε. Όλα είναι έτοιμα.»

«Ευχαριστώ.» Περνάω την πόρτα και βλέπω μια πέτρινη λεκάνη γεμάτη νερό, σαπούνι, και αρωματικά έλαια. Ο χώρος μυρίζει μεθυστικά.

«Θα θέλατε να σας κάνω παρέα στο μπάνιο;»

«Ευχαριστώ αλλά όχι.» Ο τρόπος της έχει κάτι που με φρικάρει. Κλείνω την πόρτα.

Και δεν χρονοτριβώ. Γδύνομαι, μπαίνω στο χλιαρό νερό, και μετά από λίγο βγαίνω. Πιάνω το μπουρνούζι που βλέπω κρεμασμένο και τυλίγομαι.

Ανοίγω τη μικρή πόρτα και διαπιστώνω ότι η Μελένια (αναμενόμενα) είναι ακόμα στο δωμάτιο.

«Εντάξει,» της λέω βαδίζοντας ξυπόλυτος επάνω στο χαλί, νοτίζοντάς το. «Μπορείς να πηγαίνεις.»

«Ο κύριος Ξενοκράτης μού έχει ζητήσει να σας κάνω παρέα απόψε, κύριε Λιγνόρρυγχε.»

Κάθομαι στο κρεβάτι. «Τι εννοείς ‘απόψε’; Εννοείς όλη τη νύχτα;»

Σαν να θέλει να δείξει τι εννοεί, αρχίζει να ξεκουμπώνει τα κουμπιά της τουαλέτας της και να κατεβάζει τα φερμουάρ. Το αστραφτερό φόρεμα γλιστρά προς τα κάτω, αποκαλύπτοντας σχεδόν ολόκληρα τα στήθη της. «Όλη τη νύχτα,» απαντά ουδέτερα αλλά μ’ένα χαμόγελο εσκεμμένα σαγηνευτικό.

Είναι όμορφη, δεν υπάρχει αμφιβολία. Είναι πολύ όμορφη, ίσως, για να είναι αληθινή – σαν αυτές που βλέπεις σε κάτι κινηματογραφικές ταινίες ή σε αφίσες. Μετά, όμως, από μία πτήση με αεροπλάνο, τον ενθουσιώδη έρωτα της Μυρτώς, και μια διαδρομή περίπου εκατό χιλιομέτρων μέσα στην έρημο, δεν έχω διάθεση για τέτοια παιχνίδια τώρα.

Καθαρίζω τον λαιμό μου. «Ευχαριστώ,» της λέω, «αλλά όχι.»

Σηκώνει πάλι την τουαλέτα της, διαδικαστικά· κουμπώνει τα κουμπιά, τραβά τα φερμουάρ. «Ο κύριος Ξενοκράτης είπε ότι σίγουρα θα…» (πρώτη φορά την ακούω να κομπιάζει· εσκεμμένο κι αυτό, ή μη;) «ενδιαφερόσασταν.»

Ο Ξενοκράτης, προφανώς, τα ξέρει όλα για μένα, ακόμα και τι κάνω στην ερωτική μου ζωή. Μάλλον είναι από τα μεγάλα κεφάλια της Σιδηράς Δυναστείας.

«Κοίτα,» της λέω· «μην το παίρνεις προσωπικά, απλώς είμαι κουρασμένος. Πέταξα από την Άντχορκ για νάρθω εδώ.»

«Δεν υπάρχει πρόβλημα.»

Θα με εξέπληττε αν υπήρχε.

«Θα θέλατε φαγητό;»

«Τι έχει το μενού εκτός από εσένα;»

Χαμογελά, κι αυτή τη φορά έχω την αμυδρή εντύπωση ότι το χαμόγελο είναι αληθινό. «Διάφορα πράγματα,» μου απαντά. «Μπορώ να τα φέρω όλα.»

«Φέρε τα,» μορφάζω.

Η Μελένια πατά ένα κουμπί στον τοίχο τρεις φορές και μου ζητά να περιμένω. Σε λίγο η πόρτα χτυπά. Την ανοίγει, και ένας άντρας σπρώχνει μέσα ένα κυλιόμενο τραπέζι γεμάτο σκεπασμένα πιάτα. Ύστερα φεύγει, κλείνοντας πίσω του.

Η Μελένια ωθεί το τραπεζάκι κοντά στην άκρη του κρεβατιού όπου κάθομαι και σηκώνει τα σκεπάσματα των πιάτων το ένα κατόπιν του άλλου. Η ποικιλία είναι, πράγματι, μεγάλη.

«Θα φας κι εσύ, υποθέτω…» της λέω.

«Μόνο αν το επιθυμείτε.»

«Αν σου πω να καθίσεις εκεί, στη γωνία» – δείχνω – «και ούτε να φας ούτε να πιεις τίποτα ώς το πρωί, θα το κάνεις;»

«Αν αυτό επιθυμείτε, κύριε,» απαντά ουδέτερα.

Αναστενάζω. «Αν σε σκότωνα θα σε πείραζε; Ή δεν θα υπήρχε πάλι κανένα πρόβλημα;»

«Αν με σκοτώνατε, κύριε, δεν θα μπορούσα πλέον να σας υπηρετώ.»

«Ναι αλλά θα σε πείραζε;»

«Όταν θα ήμουν νεκρή, τίποτα δεν θα με πείραζε πια.»

«Μέσα στον σάκο μου, έχω ένα πιστόλι. Μπορείς να μου το φέρεις;»

Με κοιτάζει διστακτικά προς στιγμή. Ύστερα πηγαίνει στον σάκο μου και φέρνει το πιστόλι. Μου το δίνει.

«Ωραία,» λέω. «Κάθισε αντίκρυ μου στο τραπέζι.»

Φέρνει την καρέκλα κοντά και κάθεται.

«Άνοιξε το στόμα σου, και κράτα το ανοιχτό.»

Το ανοίγει, και βάζω την κάννη του πιστολιού μου ανάμεσα στα χείλη της, πιέζοντας τη γλώσσα της προς τα πίσω. Τα μάτια της γουρλώνουν και διακρίνω ανησυχία στο πρόσωπό της, αλλά δεν κινείται από τη θέση της, δεν κάνει τίποτα. Αναμφίβολα νομίζει ότι είμαι κάποιος ανώμαλος που του αρέσουν τέτοιες ερωτικές μαλακίες. Αποκλείεται να πιστεύει ότι πραγματικά θα τη σκοτώσω.

Υψώνω τρία δάχτυλά μου μπροστά της. «Πόσα είναι αυτά;»

Προσπαθεί να μιλήσει με το πιστόλι στο στόμα της αλλά, φυσικά, δεν τα καταφέρνει.

«Πόσα είναι αυτά;» επιμένω.

Τώρα δεν προσπαθεί καν να μιλήσει.

«Πόσα είναι αυτά; Πες μου, αλλιώς θα πυροβολήσω!»

Τινάζεται πίσω, τότε, απομακρύνοντας το πρόσωπό της από το πιστόλι. «Πώς να σου απαντήσω με το όπλο σου μες στο στόμα μου;» φωνάζει.

«Δεν είσαι μηχανή, λοιπόν…»

«Κύριε, δεν είμαι μηχανή. Τη δουλειά μου κάνω. Έχετε κάποιο πρόβλημα μαζί μου;»

«Για όνομα των θεών…» Αφήνω το πιστόλι μου στο κρεβάτι. «Απλά ήθελα να δω μια ανθρώπινη αντίδραση από εσένα. Δε χρειάζονται αυτές οι… επαγγελματικές μαλακίες για όσο θα είσαι εδώ. Και ούτε χρειάζεται να με λες ‘κύριε’. Μπορείς να μου μιλάς στον ενικό. Εντάξει;»

«Εντάξει,» λέει σιγανά, και διαισθάνομαι ότι ξαφνικά είναι πολύ μπερδεμένη, σαν ολόκληρη η ζωή της να έχει αναποδογυρίσει.

«Θα μείνεις εδώ όλη τη νύχτα, έτσι;»

«Έτσι μου έχει ζητήσει ο κύριος Ξενοκράτης. Να είμαι μαζί σας– μαζί σου όλη τη νύχτα. Μπορώ να κοιμηθώ στο μπάνιο, αν–»

«Μη λες ανοησίες. Όσο είσαι εδώ, φάε ό,τι θες, πιες ό,τι θες, κάνε μπάνιο αν γουστάρεις. Με καταλαβαίνεις;»

«Ναι.» Με κοιτάζει σαν να έχω έρθει από άλλη διάσταση – κάποια διάσταση πολύ, πολύ μακριά από τη Σεργήλη.

«Κι αν αυτό το φόρεμα σε ενοχλεί» – πράγμα πολύ πιθανό, σκέφτομαι – «βγάλε το και βάλε κάτι πιο άνετο.»

«Δεν έχω τίποτ’ άλλο εδώ για να φορ–» Σταματά να μιλά καθώς σηκώνομαι απότομα από την άκρη του κρεβατιού, βγάζω το μπουρνούζι μου, το πετάω στην αγκαλιά της, και πηγαίνω προς το μπάνιο για να πάρω τα ρούχα μου από εκεί που τα άφησα. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά πάνω απ’τον ώμο μου, νομίζω πως κοιτάζει τον κώλο μου με ενδιαφέρον. Ακόμα μια ανθρώπινη αντίδραση, ίσως.

Όταν επιστρέφω, ντυμένος, η Μελένια έχει ήδη φορέσει το μπουρνούζι και κρεμάσει την τουαλέτα στην κρεμάστρα.

Αρχίζω να τρώω, και τρώει κι εκείνη μαζί μου.

Αναρωτιέμαι αν είναι μπλεγμένη με τη Σιδηρά Δυναστεία σαν εμένα, ή αν απλά κάνει τη δουλειά της, όπως λέει. Αλλά τώρα είμαι πολύ κουρασμένος για τέτοιες ερωτήσεις. Μετά το φαγητό, ξαπλώνω να κοιμηθώ και της λέω πως, αν θέλει, μπορεί να ξαπλώσει δίπλα μου, δεν είναι ανάγκη να μείνει καθιστή όλη νύχτα. Η Μελένια ξαπλώνει και με ρωτά αν θα επιθυμούσα να σβήσει το φως.

«Σβήσ’ το.»

Απλώνει το χέρι της και πατά κάποιον διακόπτη.

Το δωμάτιο φωτίζεται τώρα μόνο από τη φωτιά στο τζάκι. Τα ξύλα ακούγονται να τρίζουν μες στην ησυχία, και ο άνεμος της ερήμου ακούγεται να φυσά έξω απ’το παράθυρο.

Κοιμάμαι και ονειρεύομαι ότι οδηγώ ένα γρήγορο αγωνιστικό όχημα μέσα σε ράλι. Μαζί μου δεν είναι η Καλλιόπη, η παλιά μου συνοδηγός, αλλά μια αινιγματική ξανθιά, λευκόδερμη γυναίκα που θυμίζει κούκλα.

ΤΡΕΦΕΤΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟ

Ένα κουδούνισμα αντηχεί, διακόπτοντας τον ύπνο μου. Ανασηκώνομαι επάνω στο κρεβάτι και βλέπω ότι η Μελένια έχει ήδη σηκωθεί και πηγαίνει προς τον επικοινωνιακό δίαυλο στον τοίχο. Πατά το κουμπί της αποδοχής και λέει: «Μάλιστα;»

Μια αντρική φωνή ακούγεται: «Είναι ο κύριος Λιγνόρρυγχος μαζί σου, Μελένια;»

Με κοιτάζει πάνω απ’τον ώμο της σαν να θέλει να βεβαιωθεί ότι δεν έχω εξαφανιστεί. «Ναι, βεβαίως.»

«Φέρε τον στο γραφείο μου.»

«Μάλιστα, κύριε Ξενοκράτη.»

Η επικοινωνία τερματίζεται και η Μελένια μού λέει: «Πρέπει να πηγαίνουμε.»

Σηκώνομαι από το κρεβάτι και στρώνω τα ρούχα μου. «Ναι,» αποκρίνομαι, μισοκοιμισμένος ακόμα. Παρατηρώ δύο πράγματα: ότι έχει ξημερώσει, πρωινό φως μπαίνει από το παράθυρο· και ότι δεν έχει τη συνηθισμένη ζέστη της ερήμου. Η θερμοκρασία του χώρου, προφανώς, ρυθμίζεται από αυτόματο σύστημα· το ίδιο σύστημα, μάλλον, που η Μελένια με ρώτησε χτες αν ήθελα να ενεργοποιήσουμε για να ζεσταθούμε. Η φωτιά στο τζάκι έχει πλέον σβήσει, βλέπω.

«Προλαβαίνω να πάω στο μπάνιο, τουλάχιστον;» ρωτάω.

«Φυσικά.»

Πηγαίνω στο μπάνιο και, όταν επιστρέφω, η Μελένια έχει ήδη φορέσει την τουαλέτα της και με ρωτά αν θα μπορούσε κι εκείνη να πάει στο μπάνιο.

«Δεν είπαμε, όχι ανόητες ερωτήσεις;» αποκρίνομαι, καθίζοντας για να φορέσω τις μπότες μου.

Η Μελένια πηγαίνει στο μπάνιο και δεν αργεί να επιστρέψει με τα μαλλιά της φτιαγμένα και το πρόσωπό της φρεσκοβαμμένο. Μου ζητά να την ακολουθήσω (ευτυχώς μιλά στον ενικό· δεν το έχει ξεχάσει αυτό) και βγαίνουμε από το δωμάτιο. Βαδίζουμε για λίγο στον διάδρομο με τους φεγγίτες, κατεβαίνουμε μια σκάλα (όχι εκείνη που είχαμε ανεβεί χτες), και διασχίζουμε κάτι άλλους διαδρόμους. Σ’ένα σημείο βλέπω έναν υπηρέτη να περνά· σε δύο άλλα σημεία βλέπω μισθοφόρους φρουρούς. Οι χώροι είναι όμορφα στολισμένοι και πουθενά δεν κάνει ζέστη. Παντού υπάρχουν συστήματα ρύθμισης της θερμοκρασίας. Πόσα λεφτά ξοδεύονται για ενέργεια εδώ πέρα; Ο Ξενοκράτης σίγουρα κολυμπά στους ήλιους.

Φτάνουμε τελικά μπροστά σε μια ξύλινη, λαξευτή πόρτα (τετράγωνα με άνθη χαραγμένα πάνω στο ξύλο της) και η Μελένια τη χτυπά διακριτικά αλλά όχι σιγανά.

«Εσύ είσαι, Μελένια;» ακούγεται η φωνή που ακούστηκε και από τον επικοινωνιακό δίαυλο πιο πριν.

«Μάλιστα, κύριε Ξενοκράτη.»

«Πέρασε.»

Η Μελένια ανοίγει την πόρτα και μπαίνουμε σ’ένα δωμάτιο με βιβλιοθήκη, παράθυρο, και γραφείο. Οι κουρτίνες είναι τραβηγμένες μπροστά στο παράθυρο, κρύβοντας το δυνατό φως της ερήμου. Πίσω από το γραφείο στέκεται ένας άντρας με δέρμα κατάμαυρο, μαλλιά λευκά με μαύρες τούφες στους κροτάφους, και λευκό, καλοψαλιδισμένο μούσι. Πρέπει να είναι γύρω στα πενήντα-πέντε, αν το μυαλό μου δεν με απατά. Φορά φαρδύ, λευκό πουκάμισο, με τα μανίκια γυρισμένα ώς τους αγκώνες, και μαύρο πέτσινο παντελόνι.

«Ο κύριος Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος…» λέει, και δεν είναι ερώτηση· φανερά, με αναγνωρίζει. Πράγμα που δεν με εκπλήσσει καθόλου.

«Ο κύριος Ξενοκράτης;» αποκρίνομαι – όχι πως έχω καμια αμφιβολία, βέβαια.

«Γρύπας Ξενοκράτης, κύριε Λιγνόρρυγχε. Αν και, βέβαια, μπορείς να με λες απλά ‘Γρύπα’.»

Αρχίσαμε τις φιλικότητες από τώρα;

Τότε μόνο προσέχω ότι και δύο άλλοι βρίσκονται στο δωμάτιο. Ή μάλλον, τότε μόνο τούς δίνω σημασία. Ο Ξενοκράτης, αρχικά, τράβηξε όλη μου την προσοχή, και δεν νομίζω πως αυτό ήταν τυχαίο ή οφειλόταν στην κεντρική θέση του πίσω από το γραφείο. Ο Γρύπας Ξενοκράτης είναι, αναμφίβολα, από εκείνους τους ανθρώπους που έχουν συνηθίσει να τραβάνε την προσοχή των άλλων, να προστάζουν.

Ο ένας από τους άλλους δύο που βρίσκονται μέσα στο δωμάτιο μού είναι γνωστός. Δέρμα κατάμαυρο σαν του Ξενοκράτη, μαλλιά καστανά και κουρεμένα κοντά (αλλά όχι πολύ κοντά), διαπεραστικά μαβιά μάτια που μοιάζουν κλεμμένα από το πρόσωπο κάποιου εξωδιαστασιακού δαίμονα. Ο Ύαν Έπαρχος. Μισθοφόρος, και δολοφόνος.

«Εσύ εδώ;» λέω.

Ο Ύαν κάθεται σε μια καρέκλα μπροστά και αριστερά του γραφείου του Ξενοκράτη. «Ζορδάμη,» με χαιρετά. Δε φαίνεται το ίδιο αιφνιδιασμένος μ’εμένα· το ήξερε ότι θα ερχόμουν.

«Γνωρίζεστε,» λέει ο Γρύπας Ξενοκράτης. «Από τη Θακέρκοβ.»

Γνέφω καταφατικά. «Από τη Θακέρκοβ.»

Ο Ξενοκράτης κάνει νόημα στη Μελένια, κι εκείνη φεύγει από το δωμάτιο κλείνοντας αθόρυβα την πόρτα πίσω της, ενώ εγώ κοιτάζω τον άλλο άντρα που βρίσκεται εδώ. Κάθεται σε μια καρέκλα μπροστά και δεξιά του γραφείου του οικοδεσπότη μας, έχει δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, μαύρα κοντά μαλλιά (πιο κοντά από του Ύαν), και μαύρο μούσι. Φορά μια φαρδιά γκρίζα μπλούζα κι ένα καφετί παντελόνι. Στον αριστερό του καρπό είναι ένα μεγάλο ρολόι που γυαλίζει. Το βλέμμα του είναι υπολογιστικό καθώς με παρατηρεί να τον παρατηρώ.

«Τον κύριο, όμως, δεν τον ξέρω,» λέω.

«Κάθισε πρώτα,» μου λέει ο Ξενοκράτης δείχνοντας την καρέκλα που με περιμένει, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στον Ύαν και στον άγνωστο άντρα.

Πλησιάζω και κάθομαι, σταυρώνοντας τα πόδια στο γόνατο.

Ο Γρύπας κάθεται αντίκρυ μου, πίσω από το γραφείο. «Ο κύριος που δεν γνωρίζεις ονομάζεται Κριτόλαος’μορ Σάλκω – μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών, όπως υποδηλώνει η κατάληξη του ονόματός του. Εκτός από μαγικές γνώσεις, όμως, έχει και πολλές γνώσεις ως κατάσκοπος.»

«Χαίρω πολύ,» λέω στον μάγο.

«Παρομοίως,» αποκρίνεται εκείνος. Πρέπει να είναι γύρω στα πενήντα, υποθέτω. Σαράντα-εφτά, ίσως, ή σαράντα-οκτώ. Και το βλέμμα του έχει κάτι που δεν μου αρέσει καθόλου – κάτι τελείως διαφορετικό από του Ύαν, που ούτε αυτού το βλέμμα μού αρέσει.

«Είσαι από καιρό στην εκλεκτή μας παρέα;» τον ρωτάω.

«Αρκετό καιρό,» με πληροφορεί, αινιγματικά. «Λίγο περισσότερο από ό,τι εσύ.»

Υψώνω ένα μου φρύδι ερωτηματικά.

«Από τότε που διώχτηκαν οι Παντοκρατορικοί.»

Ο Ύαν ρωτά ξαφνικά, διακόπτοντας την κουβέντα μας: «Ποιος είναι ο λόγος που βρισκόμαστε εδώ, κύριε Ξενοκράτη; Εγώ είμαι μισθοφόρος, ο κύριος Σάλκω είναι μάγος και κατάσκοπος, και ο Ζορδάμης είναι ραλίστας. Δε μπορώ να φανταστώ σε τι μπορεί να χρειαζόμαστε και οι τρεις μαζί…»

«Θα εκπλαγείς,» του λέει ο Κριτόλαος.

«Γνωρίζεις, δηλαδή;»

«Κάποια πράγματα.»

Ο Γρύπας Ξενοκράτης λέει: «Τώρα θα μάθεις περισσότερα, Κριτόλαε.»

«Αναρωτιέμαι, όμως, πώς περιμένεις να τον σταματήσουμε.»

«Αυτό θα πρέπει να το ανακαλύψετε μόνοι σας.»

Παρεμβαίνω: «Για τι πράγμα μιλάτε;»

«Υπάρχει κάποιος που υπηρετεί τη Σιδηρά Δυναστεία – ή, μάλλον, που την υπηρετούσε,» αποκρίνεται ο Ξενοκράτης. «Ονομάζεται Άφευκτος – ψευδώνυμο, προφανώς – και η δουλειά του ήταν να σκοτώνει ανθρώπους με το όχημά του, κάνοντάς το να φαίνεται σαν ατύχημα. Δεν υπηρετεί, όμως, εμάς πλέον. Έχει στραφεί, για την ακρίβεια, εναντίον μας. Αναζητά μέλη της Σιδηράς Δυναστείας και τα δολοφονεί – με το όχημά του.»

Επιτέλους, κάποιος που ήρθε στα συγκαλά του, σκέφτομαι. Αλλά λέω: «Και θέλεις εμείς να τον βρούμε και να του δώσουμε τέλος;»

«Εν ολίγοις, ναι. Αλλά δεν θα είναι τόσο εύκολο όσο νομίζεις, Ζορδάμη. Αν ήταν, δεν θα συγκέντρωνα εδώ τρεις τόσο… εκλεκτούς ανθρώπους για να κάνουν τη δουλειά.»

«Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που κάποιος με αποκάλεσε ‘εκλεκτό’,» σχολιάζω. Αν και δεν θυμάμαι, στην πραγματικότητα, κανένας ποτέ να με έχει αποκαλέσει εκλεκτό.

«Το όχημα που οδηγεί τώρα ο Άφευκτος δεν είναι ένα συνηθισμένο όχημα,» λέει ο Γρύπας Ξενοκράτης σα να μη μίλησα. «Είναι ένα όχημα με πολύ ιδιαίτερες ιδιότητες, για την κατασκευή του οποίου εγώ ο ίδιος έδωσα μια μεγάλη ποσότητα χρημάτων. Το όχημα μπορεί να μεταμορφωθεί σε ήχο για κάποιο χρονικό διάστημα.»

«Τι εννοείς, ‘σε ήχο’;»

«Σε ήχο. Κυριολεκτικά.»

«Κι αυτοί που είναι μέσα του;»

«Κι αυτοί που είναι μέσα του. Ουσιαστικά, χάνει την υλική του υπόσταση και μπορεί να περάσει μέσα από οτιδήποτε θα μπορούσε να περάσει ο συγκεκριμένος ήχος.»

«Είναι δυνατόν να γίνει τέτοιο πράγμα;» Μου μοιάζει σαν παραμύθι.

«Το έφτιαξε η ομάδα Τεχνομαθών μάγων που είχα συγκεντρώσει,» αποκρίνεται ο Γρύπας Ξενοκράτης, κι ανάβει ένα πούρο.

Κοιτάζω προς τη μεριά του Κριτόλαου, αλλά εκείνος κουνά το κεφάλι αρνητικά. «Δεν ήμουν ανάμεσά τους.»

Ο Γρύπας προσφέρει πούρα σ’εμένα και τον Ύαν. «Ευχαριστώ,» λέω, «αλλά είναι πολύ πρωί για εμένα.» Ο Ύαν όμως παίρνει ένα πούρο και το ανάβει.

Γιατί ο Γρύπας δεν έδωσε και στον Κριτόλαο;

Σαν να καταλαβαίνει την απορία μου (και την απορία του Ύαν, μάλλον) εξηγεί: «Ο Κριτόλαος δεν καπνίζει, κύριοι. Το αποστρέφεται. Μεγάλο ελάττωμα.» Μειδιά πίσω από το πούρο του.

Ο Κριτόλαος δεν μιλά, ούτε παίρνει καμια ιδιαίτερη έκφραση. Για την ακρίβεια, θα τολμούσα να πω ότι φαίνεται να βαριέται λιγάκι, γενικά.

«Οι μάγοι και οι τεχνουργοί που κατασκεύασαν το όχημα είναι όλοι νεκροί,» λέει ο Ξενοκράτης. «Ο Άφευκτος τούς σκότωσε. Για να μη μπορώ να τον σταματήσω, ίσως. Αν και δεν ξέρω αν θα μπορούσαν να φτιάξουν κάτι που θα ακύρωνε τις ιδιότητες του ηχομορφικού οχήματος.»

«Δεν καταλαβαίνω το εξής,» λέω: «Όταν είσαι μέσα στο όχημα κι αυτό πάρει μορφή ήχου, εσύ τι… τι νιώθεις; Πώς είναι δυνατόν να γίνεσαι κι εσύ ήχος μαζί του; Πώς είσαι ως ήχος;»

«Θα σου απαντήσω εκ πείρας, γιατί το έχω οδηγήσει προσωπικά δύο φορές.» Τρίβει την άκρη του πούρου του μέσα σ’ένα τασάκι από κάποιου είδους πέτρωμα της ερήμου. «Σου δίνεται η εντύπωση πως τίποτα δεν έχει αλλάξει, πως είσαι ίδιος, όπως ήσουν. Όμως τα πράγματα που βλέπεις έξω από το όχημα χάνουν τη συνηθισμένη υλική τους υπόσταση. Αρχίζεις να μπορείς να δεις από μέσα τους, αναλόγως τη μοριακή πυκνότητά τους. Τα πράγματα απ’ όπου θα μπορούσε να περάσει εύκολα ο ήχος είναι σχεδόν αόρατα· τα πράγματα απ’ όπου περνά δυσκολότερα ο ήχος είναι ημιδιαφανή. Τα μόνα πράγματα που μοιάζουν κανονικά, υλικά, είναι αυτά απ’ όπου δεν μπορεί να περάσει ο ήχος.»

«Δηλαδή, αν οδηγήσεις καταπάνω σ’ένα δέντρο, ας πούμε, περνάς από μέσα του;»

«Ναι. Το έχω κάνει. Περνάς μέσα από δέντρα, από ανθρώπους, από ζώα, από άλλα οχήματα, από τοίχους που δεν έχουν μεγάλη πυκνότητα… Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να σε σταματήσει.»

«Κι οι άνθρωπου που χτυπάς δεν σκοτώνονται;»

Ο Ξενοκράτης κουνά το κεφάλι αρνητικά καθώς τραβά καπνό από το πούρο του. «Τίποτα δεν παθαίνουν,» λέει φυσώντας τον καπνό. «Ακούνε μόνο έναν περίεργο ήχο να γεμίζει ξαφνικά το κεφάλι τους· και μετά ο ήχος φεύγει.»

«Δεν βλέπουν τίποτα;»

«Τίποτα. Είσαι αόρατος γι’αυτούς.

»Όταν λοιπόν έφτιαξα αυτό το όχημα – και, όπως είπα, έδωσα μια μικρή περιουσία για να το φτιάξω – σκέφτηκα να το δώσω στον Άφευκτο για να μας κάνει κάποιες δουλειές που ήταν πιο δύσκολες απ’ό,τι συνήθως. Ο Άφευκτος, όμως, έκλεψε το όχημα και στράφηκε εναντίον μας. Αφότου το δοκίμασε, σκότωσε όλους τους τεχνουργούς και τους μάγους που ήταν συγκεντρωμένοι για να δουν το αποτέλεσμα των κόπων τους, και έφυγε. Παραλίγο να σκοτώσει κι εμένα τον ίδιο. Αν δεν είχα ελικόπτερο κοντά μου, θα ήμουν τώρα νεκρός.

»Από τότε, ο Άφευκτος έχει βάλει στόχο τα μέλη της Σιδηράς Δυναστείας. Όσα γνωρίζει, τουλάχιστον, και όσα μπορεί να ανακαλύψει. Μας θέλει όλους νεκρούς. Μας μισεί, και το μίσος του είναι ασίγαστο.»

Μάλλον έχει καλό λόγο, σκέφτομαι.

Ο Ύαν ρωτά: «Για πόσο μπορεί να διατηρεί αυτή τη μορφή ήχου;»

«Για ένα τέταρτο της ώρας, το πολύ,» του απαντά ο Κριτόλαος. «Μετά, η ενέργεια εξαντλείται. Συνήθως, όμως, ένα τέταρτο της ώρας είναι αρκετό για να εξαφανιστείς μέσα σ’ένα τέτοιο όχημα.»

«Το όχημα,» εξηγεί ο Γρύπας, «είναι αγωνιστικό,» και κοιτάζει εμένα, έντονα. «Είναι, επίσης, προστατευμένο με τρομερά ανθεκτικά μέταλλα και αλεξίσφαιρα τζάμια. Μπορεί να περάσει ακόμα και μέσα από εκρήξεις χωρίς να πάθει ζημιά.

»Καταλαβαίνετε, λοιπόν, το πρόβλημά μας, κύριοι;»

«Ευνόητο είναι,» αποκρίνομαι. «Ποιος είναι, όμως, αυτός ο Άφευκτος; Δεν έχει πραγματικό όνομα;»

«Το πραγματικό του όνομα δεν έχει σημασία,» λέει ο Γρύπας τρίβοντας πάλι το πούρο του μέσα στο τασάκι.

«Αν είναι να τον βρούμε και να τον σταματήσουμε, πολύ πιθανόν να έχει σημασία,» επιμένω. Βασικά, όμως, είμαι περίεργος.

Ο Γρύπας με ατενίζει συλλογισμένα για λίγο, πίσω από τον καπνό του πούρου του. Επάνω στο γραφείο υπάρχει ένα μηχανικό σύστημα με κονσόλα και οθόνη· ο Ξενοκράτης πατά τώρα μερικά κουμπιά στην κονσόλα και η οθόνη στρέφεται προς το μέρος μας, δείχνοντας το πρόσωπο ενός άντρα. Έχει δέρμα λευκό όπως του Κριτόλαου, αλλά είναι κάπως παραμορφωμένο, νομίζω. Δεν μπορώ να προσδιορίσω τι ακριβώς συμβαίνει, όμως σίγουρα κάτι δεν πάει καλά μ’αυτό το πρόσωπο… Τα μάτια του άντρα είναι γαλανά και το βλέμμα του σταθερό. Τα μαλλιά του γκρίζα. Δεν μπορεί να είναι νέος, όποιος κι αν είναι. Μεγαλύτερος από τον Ξενοκράτη μοιάζει… αν και… ναι, σίγουρα – σίγουρα – κάτι περίεργο έχει η όψη του…

«Τον αναγνωρίζεις, Ζορδάμη;» με ρωτά ο Γρύπας, ξαφνιάζοντάς με.

«Θα έπρεπε;»

«Βασικά, όχι, δεν θα έπρεπε. Αλλά είπα, μήπως…»

Τον κοιτάζω ερωτηματικά.

«Ήταν κάποτε ραλίστας,» εξηγεί.

«Ραλίστας;»

«Τον έλεγαν Σίλα Ιερόπυργο.»

«Ο Ιερόπυργος είναι νεκρός!» λέω αμέσως. «Κι αυτός ο άνθρωπος ούτε καν που του μοιάζ…» Αλλά διακόπτω τον εαυτό μου καθώς, συνοφρυωμένος, ατενίζω το παράξενο πρόσωπο στην οθόνη. Ή, μήπως…;

«Αυτός είναι, Ζορδάμη,» με διαβεβαιώνει ο Γρύπας. «Ο Σίλας Ιερόπυργος. Θυμάσαι τι του συνέβη;»

Στρέφω το βλέμμα μου στον Ξενοκράτη. «Σκοτώθηκε. Το όχημά του άρπαξε φωτιά σ’έναν αγώνα. Ήμουν κι εγώ σ’αυτό τον αγώνα. Ήταν πριν από χρόνια. Οι Παντοκρατορικοί βρίσκονταν ακόμα εδώ. Τρέχαμε από την Άντχορκ ώς τη Θακέρκοβ, μέσα από την ύπαιθρο.»

«Θυμάσαι, επίσης, ότι δεν πέθανε αμέσως;»

Νεύω. «Ήταν στο νοσοκομείο για μερικές μέρες. Είχαν, όμως, καταστραφεί οι πνεύμονές του από τη φωτιά και δεν μπορούσε να ζήσει.»

Ο Γρύπας ακουμπά την πλάτη του στην πολυθρόνα. «Όχι,» λέει τραβώντας καπνό από το πούρο του, «κανονικά δεν μπορούσε να ζήσει. Αλλά κάναμε για συμφωνία μαζί του…»

Τι μου θυμίζει αυτό… σκέφτομαι, ενθυμούμενος πώς εγώ έμπλεξα με τη Σιδηρά Δυναστεία. «Για φαντάσου…»

Ο Γρύπας χαμογελά, μάλλον καταλαβαίνοντας από τι προέρχεται το σχόλιό μου. «Εκείνος μάς το ζήτησε. Του είπαμε ότι μπορούσαμε να φτιάξουμε τους πνεύμονές του αλλά θα μας χρωστά – τη ζωή του. Συμφώνησε, Ζορδάμη.»

«Διαδόθηκε, όμως, ότι πέθανε.»

«Γιατί τον θέλαμε νεκρό. Ένας δολοφόνος είναι καλύτερα ‘νεκρός’ παρά ζωντανός. Ο Σίλας Ιερόπυργος πέθανε, και ο Άφευκτος γεννήθηκε.»

Ο Κριτόλαος λέει: «Αν οι πνεύμονές του είχαν καταστραφεί από τη φωτιά, πώς τους θεραπεύσατε; Δε νομίζω ότι αυτό είναι εύκολο ούτε για… κάποιους μάγους στη Ρελκάμνια – Τεχνομαθείς και Βιοσκόπους που αντικαθιστούν κατεστραμμένα βιολογικά μέλη με μηχανικά μέλη.»

Γιατί μιλά για μάγους της Ρελκάμνια; Είναι από αυτή τη διάσταση; Κι αν ναι, τι κάνει εδώ; Πώς έμπλεξε με τη Σιδηρά Δυναστεία; Αρχίζω να έχω μια πολύ άσχημη αίσθηση γι’αυτό τον Κριτόλαο’μορ Σάλκω…

«Οι μάγοι της Ρελκάμνια δεν είναι τόσο καλύτεροι από αυτούς της Σεργήλης, Κριτόλαε,» λέει ο Ξενοκράτης. «Και δεν ‘θεραπεύσαμε’ τους πνεύμονες του Ιερόπυργου· όπως είπες κι εσύ, τους αντικαταστήσαμε.»

Ο Κριτόλαος τον ατενίζει δύσπιστα. «Ακόμα κι αν το καταφέρατε, αυτός ο άνθρωπος είναι δυνατόν μετά να μπορούσε να οδηγεί όχημα για να σκοτώνει κόσμο; Θα ήταν ουσιαστικά ανάπηρος.»

«Συνεργάστηκαν Τεχνομαθείς, Βιοσκόποι, και Ερευνητές, απ’ό,τι ξέρω, για να φτιάξουν τους ψεύτικους πνεύμονες του Σίλα,» αποκρίνεται ο Γρύπας Ξενοκράτης. «Δεν είναι μεταλλικές μηχανές· δεν είναι κάτι που τον βοηθά να αναπνέει. Είναι ολόκληροι καινούργιοι πνεύμονες. Έβγαλαν τους παλιούς, κατεστραμμένους πνεύμονες κι έβαλαν τους καινούργιους, φτιαγμένους από κάποιου είδους ύλη την οποία το σώμα του μπορεί να ανεχθεί χωρίς πρόβλημα.»

«Και πώς λειτουργεί αυτός ο μηχανισμός;» ρωτά ο Κριτόλαος. «Τι τον τροφοδοτεί; Εκτός αν θες να πεις ότι έφτιαξαν ένα κανονικό βιολογικό όργανο…»

«Δεν έφτιαξαν κανονικό βιολογικό όργανο. Οι πνεύμονες του Σίλα χρειάζονται ενέργεια για να λειτουργούν, αλλά όχι από αυτή την ενέργεια που βρίσκεις αποθηκευμένη σε ενεργειακές φιάλες. Τρέφονται με ζωτική ενέργεια.»

Τα μάτια του Κριτόλαου στενεύουν. «Σκοτώνει για να αναπνέει;»

«Κάπως έτσι. Αλλά η ζωτική ενέργεια ενός ανθρώπου φτάνει για να τον κρατήσει ζωντανό για αρκετό καιρό. Το έκαναν αυτό για να τον συνηθίσουν στον θάνατο,» εξηγεί ο Ξενοκράτης, και μορφάζει. «Εμένα κανένας δεν με ρώτησε, παρεμπιπτόντως. Θα είχα διαφωνήσει. Ο Άφευκτος είναι πολύ επικίνδυνος έτσι. Ωστόσο, κάποιοι άλλοι το έβλεπαν… αλλιώς… το πράγμα. Δεν ήθελαν ο Σίλας να διστάζει να δολοφονήσει. Βασικά, προτού του δώσουν όχημα, τον έβαλαν να σκοτώσει μερικούς ανθρώπους με λεπίδες – ξιφίδια και σπαθιά – για να τον κάνουν να είναι αδίστακτος. ‘Αν θέλεις να συνεχίσεις να αναπνέεις,’ του είπαν, ‘σκότωσε.’ Και ο Σίλας σκότωνε.» Ο Γρύπας τρίβει την άκρη του πούρου του στο τασάκι.

Αισθάνομαι μουδιασμένος από όσα έχω ακούσει. Αυτοί οι γαμημένοι καριόληδες της Σιδηράς Δυναστείας μεταμόρφωσαν, εν ολίγοις, τον Σίλα Ιερόπυργο σε τέρας. Καλύτερα να τον είχαν αφήσει να πεθάνει…

Ο Κριτόλαος ρωτά: «Πώς ακριβώς απορροφά τη ζωτική ενέργεια των θυμάτων του; Έχει κάποιον επιπλέον μηχανισμό επάνω στο σώμα του;»

Ο Γρύπας γνέφει καταφατικά. «Στο στήθος. Εδώ.» Αγγίζει το κέντρο του στέρνου του. «Κάτω από το δέρμα. Έναν μαγνήτη ζωτικής ενέργειας. Ό,τι πεθαίνει μέσα σε ακτίνα πέντε μέτρων από τον Σίλα δίνει τη ζωτική του ενέργεια στον μαγνήτη.»

«Κι αν το σύστημα του Σίλα υπερφορτωθεί;»

«Δεν μπορεί να υπερφορτωθεί, μου έχουν πει. Όταν η ενέργεια περισσεύει αποβάλλεται στο σύμπαν, όπως η ζωτική ενέργεια των νεκρών.»

«Να κάνω μια ερώτηση;» λέω, νιώθοντας τον λαιμό μου ξερό.

Με κοιτάζουν, και ο Γρύπας γνέφει καταφατικά.

«Το πρόσωπό του. Του Σίλα. Το αλλάξατε λόγω της φωτιάς; Ήταν καμένο;»

«Ναι,» απαντά ο Γρύπας. «Κι όπως θα μπορείς να παρατηρήσεις, ακόμα φαίνεται πως κάτι δεν πηγαίνει καλά, ε;»

«Ναι.»

«Ήταν δύσκολο να τον κάνουν να μη φαίνεται σαν τέρας.»

Τον έκαναν να μη φαίνεται σαν τέρας αλλά να είναι τέρας, σκέφτομαι μένοντας σιωπηλός. Όποτε φτάνω σε σημείο που νομίζω ότι έχω πια δει κάθε δυνατή αθλιότητα που μπορεί κανείς να δει μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία, βλέπω κάτι ακόμα χειρότερο. Και ο Άφευκτος είναι, πιστεύω, ό,τι πιο τρομερό έχω συναντήσει μέχρι στιγμής.

Φοβάμαι να ανακαλύψω τι θα είναι το επόμενο…

«Πού θα τον βρούμε για να τον σκοτώσουμε;» ρωτά ο Ύαν, διαδικαστικά, καθώς τεντώνεται για να ρίξει κι εκείνος στάχτη στο τασάκι του Ξενοκράτη.

«Αυτό,» απαντά ο Γρύπας, «είναι το πρόβλημα. Θα σας πω, βέβαια, πού τον είδαν για τελευταία φορά. Καθώς και ποιος ήταν το τελευταίο του θύμα. Πρώτα, όμως, θέλω να σας εξηγήσω γιατί επέλεξα εσάς τους τρεις για να τον εντοπίσετε και να τον ξεπαστρέψετε. Έχω ένα όχημα στη διάθεσή μου το οποίο είναι μεταβαλλόμενο. Μπορεί να πάρει τρεις μορφές: ενισχυμένο αγωνιστικό όχημα· οπλισμένο όχημα (άρμα μάχης, θα μπορούσε να το αποκαλέσει κανείς)· και αεροσκάφος. Ο Κριτόλαος γνωρίζει τη Μαγγανεία Κινήσεως και το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, επομένως μπορεί να βάλει σε λειτουργία αυτό το όχημα. Εσύ, Ζορδάμη, είσαι ραλίστας: και, άρα, ποιος καταλληλότερος για να κυνηγήσει έναν άλλο ραλίστα;»

«Δεν είμαι, όμως, πιλότος.»

«Ο Ύαν είναι.»

Κοιτάζω τον Ύαν, παραξενεμένος.

«Ναι,» λέει εκείνος, «είμαι.»

«Τα ταλέντα σου με εκπλήσσουν, γι’ακόμα μια φορά.»

«Και δεν έχω αρχίσει να σου δείχνω τίποτα ακόμα.»

«Εκτός αυτού,» συνεχίζει ο Γρύπας, «ο Ύαν είναι μισθοφόρος, και καλός στη δουλειά του. Θα τον χρειαστείτε για να κυνηγήσετε τον Άφευκτο.»

ΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΑΔΡΑΝΕΙΑ

Ο Γρύπας Ξενοκράτης μάς δίνει ένα εγχειρίδιο σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες του μεταβαλλόμενου οχήματος, και μας λέει πού μέσα στη βίλα του (όπως ονομάζει αυτό το οχυρό) μπορούμε να πάμε για να το βρούμε. «Είναι δικό σας, κύριοι,» μας πληροφορεί· «όποτε θέλετε το παίρνετε. Όταν όμως έχετε εντοπίσει και σκοτώσει τον Άφευκτο, το θέλω πάλι πίσω.»

Μας ενημερώνει, επίσης, πως το τελευταίο θύμα του Άφευκτου ήταν κάποια Ελίζα Αστάβνη, μια σύνδεσμος της Σιδηράς Δυναστείας σ’έναν σταθμό ενέργειας νότια της Αγκένροβ – εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από εδώ, προς τα ανατολικά. Μας δίνει και έναν φάκελο με όλες τις επιθέσεις του Άφευκτου, και μετά μας αφήνει μόνους να σκεφτούμε τι θα κάνουμε. Ο ίδιος λέει πως έχει άλλες δουλειές τώρα. Μπορούμε να αναχωρήσουμε από τη βίλα του όποτε νομίζουμε, αλλά καλό θα ήταν, τονίζει, να μην αργήσουμε. Όσο πιο γρήγορα δώσουμε τέλος στον Άφευκτο, τόσο το καλύτερο. «Επίσης, θα εκτιμούσα αν μου επιστρέφατε το ηχομορφικό όχημα με όσο το δυνατόν λιγότερες ζημιές.»

Φεύγοντας από το γραφείο του Γρύπα Ξενοκράτη, συναντάμε απέξω τη Μελένια η οποία μας οδηγεί σ’ένα καθιστικό και μας ρωτά αν θα θέλαμε να μας φέρει κάτι. Εγώ, μην έχοντας πάρει καθόλου πρωινό, ζητάω έναν καφέ. Ο Κριτόλαος και ο Ύαν συμφωνούν μαζί μου. Η Μελένια φεύγει από το καθιστικό.

«Δεν είναι άψογη;» μου λέει ο Ύαν υπομειδιώντας και κοιτάζοντας την πλάτη της με τις άκριες των ματιών του καθώς εκείνη βγαίνει από την πόρτα του καθιστικού.

«Ανάλογα με το πώς εννοείς το ‘άψογη’,» αποκρίνομαι επιφυλακτικά. «Προτιμώ τις πιο… πραγματικές γυναίκες.»

Ο Ύαν γελά. «Δεν είναι αρκετά πραγματική για εσένα, ραλίστα;»

«Είναι για εσένα;»

Ο Ύαν μορφάζει. «Μπορώ να τη δω, να την ακούσω, να την αγγίξω, να τη μυρίσω. Ναι, είναι αρκετά πραγματική για εμένα.»

«Όπως τη βρίσκει ο καθένας.»

Ο Κριτόλαος, εν τω μεταξύ, τη βρίσκει έχοντας ανοίξει τον φάκελο με τις επιθέσεις του Άφευκτου και κοιτάζοντάς τον.

Για λίγο, σιωπή επικρατεί· μονάχα το γύρισμα των φύλλων του φακέλου ακούγεται.

Μετά λέω: «Ο Ξενοκράτης, πάντως, δεν μας έδωσε και κανένα σπουδαίο στοιχείο απ’το οποίο μπορούμε να πιαστούμε για να ξεκινήσουμε την αναζήτησή μας.»

«Δε νομίζω ο Άφευκτος να αφήνει και πολλά ίχνη στο πέρασμά του,» λέει ο Κριτόλαος, εξακολουθώντας να κοιτάζει τον φάκελο. «Χτυπά και φεύγει. Όλες οι περιπτώσεις τέτοιες είναι.»

«Δεν έχει κανένα συνηθισμένο στέκι;» ρωτά ο Ύαν.

Ο Κριτόλαος αφήνει τον φάκελο στο τραπεζάκι ανάμεσα στις καρέκλες όπου καθόμαστε. «Αν ήσουν στη θέση του, θα πήγαινες σε συνηθισμένο στέκι; Το ξέρει ότι θα τον ψάχνουν· προφανώς και δεν θα πηγαίνει σε συνηθισμένα στέκια. Και σίγουρα όχι σε μέρη όπου σύχναζε παλιά. Επίσης, λογικά, θα αποφεύγει όλους τους παλιούς του συνδέσμους με τη Σιδηρά Δυναστεία – εκτός αν θέλει να τους συναντήσει για να τους σκοτώσει.»

«Έτσι όπως τα λες–» αρχίζω, αλλά η επιστροφή της Μελένιας με διακόπτει. Τη βλέπουμε να μπαίνει στο δωμάτιο κρατώντας έναν δίσκο στα χέρια. Επάνω στον δίσκο είναι τρεις κούπες καφέ και ένα μπολάκι με κουλουράκια και σοκολατάκια. Τα αφήνει στο τραπεζάκι ανάμεσά μας, παραμερίζοντας διακριτικά τον φάκελο και το εγχειρίδιο του μεταβαλλόμενου οχήματος.

«Κάθισε,» της λέει ο Ύαν· «μη φεύγεις.» Και τυλίγει το χέρι του γύρω από τη μέση της προτού εκείνη απομακρυνθεί, παρασέρνοντάς την στην αγκαλιά του, βάζοντάς την να καθίσει στα γόνατά του. Η Μελένια δεν φέρνει αντίσταση, ούτε αντίρρηση. Τοποθετεί το χέρι της, χαριτωμένα, στους ώμους του Ύαν και παίρνει μια εκπαιδευμένη στάση.

«Συμφωνεί ο Ξενοκράτης μ’αυτό;» λέω, κοιτάζοντας τον Ύαν.

«Δε νομίζω να διαφωνεί,» μορφάζει εκείνος. Και στρέφει το βλέμμα του στη Μελένια. «Διαφωνεί;»

Εκείνη γνέφει αρνητικά. «Μου είπε να σας εξυπηρετήσω με ό,τι τρόπο μπορώ.»

Γι’ακόμα μια φορά, αναρωτιέμαι τι συμβαίνει μ’ετούτη τη γυναίκα. Είναι επαγγελματίας – πληρώνεται γι’αυτά που κάνει – ή είναι οφειλέτης της Σιδηράς Δυναστείας όπως εγώ;

Ο Κριτόλαος την ατενίζει καχύποπτα προς στιγμή, αλλά δεν προτείνει να τη διώξουμε. Μάλλον σκέφτεται αν είναι συνετό να ακούσει η Μελένια τα όσα θα πούμε. Κατάσκοπο, τον αποκάλεσε ο Ξενοκράτης. Για ποιους δούλευε ο Κριτόλαος πριν από τη Σιδηρά Δυναστεία; Θα μπορούσε να δούλευε για τους Παντοκρατορικούς; Θα μπορούσε να ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας;

Αποφασίζω να συνεχίσω από εκεί όπου σταμάτησα προτού έρθει η Μελένια. «Έτσι όπως τα λες, μοιάζει αδύνατο να τον εντοπίσουμε. Ο άνθρωπος υποτίθεται ότι τριγυρίζει σ’όλη τη Σεργήλη, σωστά;»

«Ναι,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος, «αλλά ακόμα κι ο Άφευκτος πρέπει να έχει ανάγκες που του επιβάλλουν να έρχεται σε επαφή με κάποιους ανθρώπους.»

«Εννοείς ύπνο, φαγητό, και τα λοιπά;»

«Και όχι μόνο. Κατ’αρχήν, όμως, δεν νομίζω να κοιμάται σε πανδοχεία και ξενοδοχεία. Υποθέτω πως θα κοιμάται πάντα μέσα στο όχημά του.»

«Πάντα στο όχημά του;» απορεί ο Ύαν. «Δεν μπορεί!»

«Μην είσαι αφελής,» του λέει ο Κριτόλαος. «Έχουμε να κάνουμε μ’έναν μανιασμένο δολοφόνο που το αποκλείω να τον ενδιαφέρουν οι ανέσεις. Το μόνο που τον ενδιαφέρει, εικάζω, είναι να σκοτώνει εκείνους που θέλει να εκδικηθεί για ό,τι του έκαναν. Και το ηχομορφικό όχημα είναι το μόνο βασικό του πλεονέκτημα εναντίον της Σιδηράς Δυναστείας. Βγαίνοντας από το όχημα, είναι ευάλωτος. Αν κοιμάται στο δωμάτιο κάποιου ξενοδοχείου, μπορούν να τον μαγκώσουν εκεί προτού προλάβει να φύγει και να μπει στο όχημά του. Επιπλέον, ο Άφευκτος σίγουρα γνωρίζει πόσο εκτεταμένο είναι το δίκτυο της Σιδηράς Δυναστείας, επομένως θα είναι, δικαιολογημένα, τελείως παρανοϊκός μ’αυτά τα θέματα. Αν ήμουν στη θέση του, συνεχώς στο όχημα θα βρισκόμουν. Θα το είχα κάνει σπίτι μου. Έτσι, αν κάποιος εχθρός πλησίαζε, θα μπορούσα αμέσως να του ξεφύγω παίρνοντας μορφή ήχου.»

«Αυτό που λες είναι, πράγματι, λογικό,» συμφωνώ, και κοιτάζω τον Ύαν ερωτηματικά, ο οποίος νεύει και παραδέχεται: «Ναι, είναι όντως λογικό.»

«Για ποιον δούλευες, Κριτόλαε, προτού μπεις στη Σιδηρά Δυναστεία;» ρωτάω.

«Για εμένα θα συζητήσουμε, ή για τον Άφευκτο;» αποκρίνεται εκείνος. Και συνεχίζει να μιλά για τον Άφευκτο: «Όπως έλεγα, σίγουρα έχει ανάγκες που τον υποχρεώνουν να βγαίνει από το όχημά του και να έρχεται σε επαφή με κάποιους ανθρώπους. Κατά πρώτον, τροφή. Από κάπου πρέπει να την προμηθεύεται. Δε νομίζω ότι πηγαίνει στα Φέρνιλγκαν και κυνηγάει άγρια θηρία. Τουλάχιστον, δεν έχουμε καμια πληροφορία ότι είναι κυνηγός. Και ούτε αγρότης ή καλλιεργητής νομίζω πως είναι. Επομένως, επισκέπτεται κουζίνες ή αποθήκες για να παίρνει την τροφή του.

»Κατά δεύτερον, υποθέτω πως κάπου θα πρέπει να πηγαίνει για να πλένεται, εκτός αν μπορεί να ανέχεται τον εαυτό του τελείως βρόμικο. Αυτό σημαίνει πως μάλλον επισκέπτεται δωμάτια ξενοδοχείων και πανδοχείων για λίγο, ή δημόσια λουτρά. Επίσης, κάπου πρέπει να αφοδεύει, αλλά αυτό, υποθέτω, μπορεί να το κάνει και στη φύση…

»Τρίτο: Χρειάζεται ενεργειακές φιάλες για το όχημά του. Και το ηχομορφικό όχημα δεν ξοδεύει λίγη ενέργεια. Βάζει τρεις ενεργειακές φιάλες για να λειτουργήσει, κι όταν μεταμορφώνεται σε ήχο καταναλώνει συνήθως τις δύο από τις τρεις. Επομένως, ο Άφευκτος επισκέπτεται σταθμούς και αποθήκες ενέργειας· δεν υπάρχει αμφιβολία.

»Τέταρτο: Χρειάζεται ζωτική ενέργεια για τους πνεύμονές του. Αυτό σημαίνει πως, ακόμα κι όταν δεν σκοτώνει ανθρώπους της Σιδηράς Δυναστείας, πρέπει να βρίσκει κάποιον ή κάτι για να σκοτώσει–»

«‘Κάτι’; Μιλάς για ζώα;» ρωτάω.

«Οτιδήποτε ζωντανό έχει ζωτική ενέργεια, Ζορδάμη.»

«Και τα έντομα;»

«Φυσικά. Ελάχιστη, βέβαια. Υποθέτω, ο Άφευκτος θα πρέπει να σκοτώσει χιλιάδες κουνούπια για να αντλήσει κάποια από τη ζωτική ενέργεια που μπορεί να δώσει ο θάνατος ενός ανθρώπου ή ενός μεγάλου ζώου.»

«Μάλιστα,» λέω, και ανάβω τσιγάρο αφού πίνω μια γουλιά απ’τον καφέ μου. Έχω την αίσθηση ότι αυτός ο Κριτόλαος’μορ είναι χειρότερος από τη Σαμάνθα σε ερευνητική και κατασκοπευτική σκέψη, και σε γνώσεις περί μαγείας και μυστικών δυνάμεων. Αλήθεια, τι να κάνει τώρα η Σαμάνθα, άραγε; Έχω καιρό να τη δω. Από τότε που κυνηγήσαμε μαζί την Πριγκίπισσα της Οργής. Αναρωτιέμαι αν ο Ύαν την έχει ξανασυναντήσει…

«Πέμπτο,» λέει ο Κριτόλαος: «Πιθανώς να χρειάζεται ανταλλακτικά για το όχημά του. Αν και είναι πολύ καλοφτιαγμένο και, υποθέτω, δύσκολα παθαίνει βλάβες, ωστόσο δεν είναι άφθαρτο. Μπορεί ο Άφευκτος κάτι να χρειαστεί να αλλάξει κάποια στιγμή. Πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να επισκεφτεί μηχανουργείο, ή αποθήκη προκειμένου να πάρει τα κομμάτια που θέλει και να κάνει τις επισκευές μόνος του.

»Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως, παρότι αναμφίβολα μανιασμένος και εκδικητικός, είναι άνθρωπος και μπορεί να επιθυμεί να έχει κάποιες σωματικές επαφές με γυναίκες. Ίσως να επισκέπτεται πορνεία ή πόρνες που δουλεύουν μόνες τους.

»Επίσης, πόσα χρήματα μπορεί να έχει μαζί του; Σίγουρα όχι αρκετά για να καλύπτουν για πάντα τις ανάγκες του. Και δεν θα μπορεί να πάει σε τράπεζες για να πάρει περισσότερα επειδή εκεί θα φοβάται ότι η Δυναστεία θα τον εντοπίσει. Επομένως, αν θέλει χρήματα, θα πρέπει να ληστεύει. Μπορούμε, λοιπόν, να μάθουμε κάτι και από τις ληστείες που έχουν γίνει ή θα γίνουν.»

Ο Κριτόλαος παίρνει ένα σοκολατάκι από το τραπέζι, το ξετυλίγει, και το βάζει στο στόμα του. Μας κοιτάζει σαν να περιμένει τις απόψεις μας.

«Και τι προτείνεις να κάνουμε;» λέει ο Ύαν. «Ν’αρχίσουμε να τριγυρίζουμε σ’όλα τα εστιατόρια, τους σταθμούς ενέργειας, τις αποθήκες, και τα πορνεία της Σεργήλης, ελπίζοντας ότι κάπου θ’ακούσουμε κάτι για τον Άφευκτο;»

Ο Κριτόλαος, αφού μασά διεξοδικά, καταπίνει το σοκολατάκι και πίνει μια γουλιά καφέ. «Έχεις καμια καλύτερη ιδέα, Ύαν;»

Ο Ύαν, τρίβοντας μηχανικά τον μηρό της Μελένιας που ακόμα κάθεται στα γόνατά του, δείχνει συλλογισμένος. Αλλά δεν μιλά.

«Ποιος μπορεί να είναι ο επόμενος στόχος του;» ρωτάω τον Κριτόλαο.

Εκείνος μού δίνει τον φάκελο. «Ό,τι μπορείς να υποθέσεις μπορώ να υποθέσω κι εγώ. Και ίσως, μάλιστα, εσύ να μπορείς να κάνεις κάποια καλύτερη υπόθεση από εμένα.»

Παίρνω τον φάκελο. «Γιατί;»

«Ήταν ραλίστας ο Άφευκτος, όπως κι εσύ.»

«Αυτό,» του λέω, «δεν πάει να πει τίποτα. Δεν είναι ίδιοι όλοι οι ραλίστες.» Ανοίγω τον φάκελο και κοιτάζω, επί τροχάδην, τις φωτογραφίες των θυμάτων του Άφευκτου, τις πληροφορίες σχετικά με αυτά, και τον τόπο, την ημέρα, και την ώρα του θανάτου τους. Σε δρόμους έχουν όλοι σκοτωθεί, μέσα σε πόλεις αλλά και έξω. Για όνομα της Λόρκης, ο Σίλας έχει θερίσει κόσμο από τη Νέσριβεκ ώς την Άκρη! Έξι άνθρωποι είναι νεκροί εξαιτίας του, μέχρι στιγμής, και μία – μία μόνο – φαίνεται να κατάφερε να γλιτώσει από την επίθεσή του.

Τρέχα-γύρευε… Πώς να τον εντοπίσεις; Κι όταν τον εντοπίσεις, πώς να τον ξεπαστρέψεις; Ήταν ανέκαθεν πολύ καλός οδηγός, και τώρα, μ’αυτό το ηχομορφικό όχημα….

«Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε,» λέω παίρνοντας το βλέμμα μου από τον φάκελο, «είναι να αρχίσουμε να αναμιγνυόμαστε με την υπόθεση. Έτσι, στο τέλος, ίσως να τον συναντήσουμε ακόμα και κατά σύμπτωση.» Θυμάμαι την περίπτωση της Πριγκίπισσας της Οργής. Αν δεν είχαμε αρχίσει να αναμιγνυόμαστε, εγώ και η Σαμάνθα θα ήταν αδύνατο να την εντοπίσουμε μόνο από τα στοιχεία που είχαμε από τις εφημερίδες σχετικά με τους φόνους.

«Δε μπορούμε να ποντάρουμε στις συμπτώσεις,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος. «Αλλά αυτό που λες δεν είναι λάθος. Όποιος ψάχνει βρίσκει· είναι γνωστό. Η δράση οδηγεί σε περισσότερη δράση· η αδράνεια, μόνο σε αδράνεια.»

Ο Ύαν λέει: «Γιατί δεν ξεκινάμε από την Ελίζα Αστάβνη; Ή από κάποιο άλλο θύμα του Άφευκτου, αν νομίζετε.»

Ο Κριτόλαος αποκρίνεται, σκεπτικά: «Η Ελίζα Αστάβνη είναι το πιο πρόσφατο θύμα, οπότε δεν έχει νόημα να ξεκινήσουμε από κάποιο άλλο, παλιότερο.»

«Πάμε, λοιπόν, στις περιοχές νότια της Αγκένροβ;»

«Αν δεν έχετε τίποτε άλλο να κάνετε,» λέει ο Κριτόλαος, «μπορούμε να πάρουμε τα πράγματά μας και να συναντηθούμε αμέσως στο γκαράζ του κύριου Ξενοκράτη, για να επιβιβαστούμε στο όχημά μας.» Πιάνει το εγχειρίδιο του μεταβαλλόμενου οχήματος από το τραπεζάκι και το ανοίγει, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά.

«Τι βλέπεις;» τον ρωτάω.

«Τίποτα ιδιαίτερο. Γενικά πράγματα. Για να ξέρω τις ακριβείς δυνατότητές του.» Και ύστερα από λίγο, λέει: «Πάμε,» κλείνοντας το εγχειρίδιο καθώς σηκώνεται από την καρέκλα.

Σηκώνομαι κι εγώ και του δίνω να έχει και τον φάκελο με τις πληροφορίες για τα θύματα του Άφευκτου.

Ο Ύαν σηκώνεται μαζί με τη Μελένια και τη ρωτά: «Θάρθεις κι εσύ, να μας κάνεις παρέα;»

Εκείνη σουφρώνει τα χείλη χαριτωμένα. «Δυστυχώς, δεν μπορώ. Αλλά θα σας περιμένω εδώ,» προσθέτει μ’ένα επαγγελματικό χαμόγελο.

Φεύγουμε από το καθιστικό και πηγαίνουμε προς τα δωμάτιά μας χωρίς την καθοδήγηση της Μελένιας. Την αφήνουμε πίσω μας. Ξέρουμε τον δρόμο.

Ο Κριτόλαος μπαίνει σε μια από τις πόρτες του διαδρόμου με τους φεγγίτες ενώ εγώ κι ο Ύαν βαδίζουμε λίγο ακόμα, και τον ρωτάω: «Τι είναι αυτός, έχεις καμια ιδέα;»

«Ποιος;»

«Ο Κριτόλαος. Κατάσκοπος, είπε ο Ξενοκράτης, εκτός από Τεχνομαθής μάγος.»

«Επομένως,» μορφάζει ο Ύαν, «είναι και κατάσκοπος.»

«Για ποιον δούλευε, όμως, προτού μπει στη Σιδηρά Δυναστεία;»

«Δεν ξέρω. Τι σε νοιάζει;»

Συνηθισμένη απόκριση ανθρώπου που εργάζεται για τη Σιδηρά Δυναστεία. Τι σε νοιάζει; Δεν υποτίθεται πως πρέπει να κάνεις και πολλές ερωτήσεις. Όλο μυστικά. Όλο αινίγματα. Υπάρχει κανένας που να ξέρει ακριβώς τι γίνεται; Υπάρχει καμια κεντρική εξουσία;

«Επαγγελματικό ενδιαφέρον,» λέω μεταξύ αστείου και σοβαρού.

«Ως ραλίστας;» ρουθουνίζει ο Ύαν.

«Τέλος πάντων,» λέω καθώς φτάνουμε μπροστά στην πόρτα μου. «Τη Σαμάνθα την έχεις ξαναδεί καθόλου, ύστερα από τότε στη Θακέρκοβ;»

«Την Αγαρίστη, εννοείς;»

«Ούτε το ένα όνομα είναι αληθινό ούτε το άλλο, οπότε ας τη λέμε Σαμάνθα που μ’αρέσει καλύτερα.»

«Την είδα,» αποκρίνεται ο Ύαν. «Μία φορά. Δεν ρώτησε για σένα,» προσθέτει αγέλαστα – επίτηδες, αναμφίβολα.

Θα το σκοτώσω το αρχίδι. Αλλά, για την ώρα, απλώς ανοίγω την πόρτα μου. «Είναι καλά;»

«Μια χαρά μού φάνηκε.»

Μπαίνω στο δωμάτιο και κλείνω την πόρτα πίσω μου.

Είναι δυνατόν η Σαμάνθα να κοιμάται ακόμα μ’αυτόν τον σαλτιμπάγκο της Λόρκης;

*

Όταν εγώ, ο Ύαν, και ο Κριτόλαος’μορ πηγαίνουμε στο γκαράζ της βίλας του Ξενοκράτη, το οποίο είναι ένας ανοιχτός χώρος μέσα στον περιτειχισμένο κήπο, μας περιμένει εκεί ένας καφετόδερμος άντρας με δύο βαλίτσες και δύο σάκους.

«Εφόδια και όπλα από τον κύριο Ξενοκράτη,» μας λέει, και ύστερα αποχωρεί.

«Ποιο είναι το όχημά μας;» ρωτάω κοιτάζοντας τα τροχοφόρα που είναι σταθμευμένα γύρω μας. «Αυτό εκεί;» Δείχνω ένα που μοιάζει αγωνιστικό, αν και είναι μεγαλύτερο από τα περισσότερα αγωνιστικά οχήματα που ξέρω. Έχει τέσσερις τροχούς, τέσσερις πόρτες, και αποθηκευτικό χώρο στην πίσω μεριά.

«Το βρήκες,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος και παίρνει τη μια βαλίτσα.

Η ζέστη είναι δυνατή εδώ, έξω από τη βίλα. Είναι η συνηθισμένη ζέστη της ερήμου, και ο ήλιος μάς χτυπά δυνατά. Φοράμε κι οι τρεις καπέλα, καθώς και σκούρα γυαλιά. Παίρνω στον ώμο τον έναν σάκο, και ο Ύαν παίρνει τον άλλο σάκο και την τελευταία βαλίτσα.

Πλησιάζουμε το όχημα και ο Κριτόλαος ξεκλειδώνει τις πόρτες. Ύστερα μου δίνει το κλειδί της μηχανής, και βάζουμε τις βαλίτσες και τους σάκους μας στην πίσω μεριά του οχήματος. Καθώς κάθομαι μπροστά στο τιμόνι, παρατηρώ ότι τα πάντα είναι τελευταίας τεχνολογίας και, επιπλέον, άνετα και βολικά. Το κάθισμα αισθάνομαι να αγκαλιάζει το σώμα μου σταθερά· το τιμόνι μοιάζει να κατασκευάστηκε για τα χέρια μου· τα πετάλια κάτω από τα πόδια μου είναι σαν φυσικές προεκτάσεις τους. Η κονσόλα του οχήματος περιλαμβάνει τετράγωνη οθόνη και μηχανικό σύστημα μ’ένα σωρό κουμπιά, πολλά από τα οποία δεν μπορώ, αυτή τη στιγμή, να μαντέψω τι κάνουν. Υπάρχει, πάντως, σίγουρα ραδιοφωνικός δέκτης και σύστημα ήχου μέσα σ’όλα αυτά.

Ο Ύαν κάθεται δίπλα μου, στη θέση του συνοδηγού. Ο Κριτόλαος κάθεται πίσω μας, σε μια θέση που είναι ειδικά διαμορφωμένη: ένα κάθισμα που έχει επάνω του διάφορα καλώδια και κυκλώματα. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα γιατί δεν έχει ξανατύχει να μπω σε μεταβαλλόμενο όχημα. Προφανώς, είναι απαραίτητο για να κάνει ο μάγος τη Μαγγανεία Κινήσεως. Χωρίς Μαγγανεία Κινήσεως τα περίπλοκα οχήματα και σκάφη δεν λειτουργούν· κάποιος πρέπει να ελέγχει τη ροή της ενέργειας, αλλιώς οι συνέπειες είναι άσχημες. Επίσης, χωρίς Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος τα μεταβαλλόμενα οχήματα δεν μπορούν να αλλάξουν μορφή. Όλα αυτά τα γνωρίζω θεωρητικά μόνο, φυσικά.

Ο Κριτόλαος αγγίζει κάποια συγκεκριμένα σημεία στους βραχίονες του καθίσματος, και ακουμπά το κεφάλι του πίσω, ενώ μουρμουρίζει λόγια στη γλώσσα της μαγείας. Υφαίνει τη Μαγγανεία Κινήσεως, υποθέτω.

Σε μια μικρή, οριζόντια οθόνη πίσω από το τιμόνι μου, οι λέξεις ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΡΟΗ ΟΜΑΛΗ εμφανίζονται. Ενεργοποιώ όλα τα συστήματα του οχήματος, συμπεριλαμβανομένης της μηχανής. Την ακούω να μουγκρίζει εύηχα.

Ο Ύαν πατά ένα κουμπί πλάι στην τετράγωνη οθόνη της κονσόλας και η οθόνη ανοίγει παρουσιάζοντας έναν χάρτη της Σεργήλης και μια κόκκινη κουκίδα επάνω στον χάρτη, η οποία βρίσκεται στις παρυφές της ερήμου. Εμείς, προφανώς. Ο Ύαν πατά ακόμα ένα κουμπί και ο χάρτης εστιάζεται γύρω από την κουκίδα. Η Ύγκρας φαίνεται τώρα σχετικά κοντά μας.

«Επιπλέον ενεργειακές φιάλες έχουμε;» ρωτάω.

«Ναι,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος, που δεν μοιάζει να δυσκολεύεται καθόλου να μιλά ενώ ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του οχήματος. «Στον αποθηκευτικό χώρο. Αλλά μπορούμε να βρούμε εύκολα όταν μας τελειώσουν.»

«Απλώς ρώτησα,» λέω, και βάζω τους τροχούς σε κίνηση, οδηγώντας το όχημα έξω από το γκαράζ κι επάνω σ’ένα από τα φαρδιά μονοπάτια του κήπου.

Στην έξοδο της βίλας πρέπει να μας περιμένουν, γιατί η μεγάλη σιδερένια πύλη αμέσως ανοίγει μπροστά μας – χωρίζεται στα δύο. Περνάω από εκεί και οδηγώ το όχημα επάνω στις χαμηλές θίνες της ερήμου. Αυξάνω ταχύτητα, νιώθοντας την παλιά έκσταση του ράλι. Σύννεφα άμμου τινάζονται γύρω μας.

«Μην το παρακάνεις, ραλίστα,» μου λέει ο Ύαν.

«Θέλω να το δοκιμάσω,» αποκρίνομαι, και συνεχίζω έτσι ενώ κατευθύνομαι ανατολικά, προς την Ύγκρας.

Η ΛΙΣΤΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

«Ζορδάμη,» λέει ο Κριτόλαος, «κόψε ταχύτητα. Καλύτερα να πετάξουμε ώς τον προορισμό μας παρά να πάμε τρέχοντας.»

Μειώνω την ταχύτητα του αγωνιστικού οχήματος απότομα, σταματώντας το μέσα σ’ένα μεγάλο σύννεφο άμμου.

«Σειρά σου,» λέω στον Ύαν, και αλλάζουμε θέσεις: πάω στη θέση του συνοδηγού, έρχεται στη θέση του οδηγού.

Ο Κριτόλαος έχει ήδη αρχίσει να μουρμουρίζει κάποιο ξόρκι πίσω μας. Αισθάνομαι τις τρίχες μου να ορθώνονται καθώς βλέπω την κονσόλα και το τιμόνι του οχήματος να αλλοιώνονται μπροστά στα μάτια μου, να ρέουν σαν να ονειρεύομαι, για να πάρουν καινούργια μορφή. Συγχρόνως, ολόκληρος ο χώρος γύρω μου μεταβάλλεται με διάφορους τρόπους. Ακόμα και τα παράθυρα αποκτούν νέο σχήμα· και κοιτάζοντας έξω από αυτά, προς το πλάι, μπορώ να δω φτερά να ξεπροβάλλουν.

Δεν βρισκόμαστε πλέον μέσα σε αγωνιστικό όχημα, αλλά σε μικρό αεροπλάνο. Η ένδειξη ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ έχει ήδη πέσει στο 86%. Η αλλαγή μάς κόστισε.

Ο Ύαν πατά κάτι κουμπιά επάνω στην κονσόλα. «Υψωνόμαστε,» λέει. «Δεθείτε,» ενώ κι ο ίδιος φορά τη ζώνη του καθίσματός του.

Βάζω και τη δική μου ζώνη, η οποία κλείνει γύρω από τη μέση και το στήθος μου μ’ένα κοφτό, εύηχο κλικ.

Το αεροπλάνο αρχίζει να υψώνεται. Κατακόρυφα. Χωρίς να τρέξει.

«Δεν υπάρχει ανάγκη για αεροδιάδρομο, ε;» λέω.

«Φυσικά και όχι,» αποκρίνεται ο Ύαν. «Αν υπήρχε, θα ήταν άχρηστο για τις δουλειές που υποτίθεται πως προορίζεται.»

Το μικρό αεροσκάφος υψώνεται δεκάδες μέτρα πάνω από την έρημο, η οποία μοιάζει τώρα με καφεκίτρινη θάλασσα από κάτω μας. Ένα καραβάνι νομάδων που ατενίζω μού θυμίζει καραβάνι μυρμηγκιών. Μια όαση μού θυμίζει παιχνίδι. Και η Ύγκρας διακρίνεται προς τα ανατολικά: ακόμα ένα παιχνίδι – μια πόλη καμωμένη από ξυλάκια και πλαστικά.

Μετά, ο Ύαν μάς παίρνει μακριά από την έρημο, πιλοτάροντας βόρεια και ανατολικά, πετώντας πάνω από τις ράγες του τρένου που περνούν και από την Ύγκρας. Σε κάποια στιγμή βλέπω τον σιδηρόδρομο να τρέχει από κάτω μας. Παραδίπλα είναι η μεγάλη, αμαξιτή δημοσιά. Τα πάντα μοιάζουν ψεύτικα από τέτοιο ύψος. Όσο πιο μακριά είσαι από κάτι τόσο αυτό λιγότερο πραγματικό σού φαίνεται.

«Είσαι καλός;» ρωτάω τον Ύαν.

«Κανένας δεν μ’έχει ποτέ αποκαλέσει ‘καλό’.» Είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνει τι ρωτάω αλλά επίτηδες δίνει τέτοια απάντηση.

«Το ξέρω πως, γενικά, είσαι ένας καταραμένος γιος της Λόρκης. Είσαι, όμως, καλός ως πιλότος, ή υπάρχει κίνδυνος να σκοτωθούμε αργά ή γρήγορα;»

«Τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει, ραλίστα,» αποκρίνεται ο Ύαν. «Τα βασικά τα ξέρω. Αλλά μην περιμένεις ότι μπορώ να συναγωνιστώ και φονιάδες του αέρα.»

«Φονιάδες του αέρα;»

«Ανθρώπους που έχουν μάθει να σκοτώνουν μέσα από αεροσκάφος, όπως ο φίλος σου ο Άφευκτος έχει μάθει να σκοτώνει μέσα από όχημα ξηράς. Ευτυχώς, όμως, δεν πάμε να κυνηγήσουμε τέτοιους.»

Και συνεχίζουμε να πετάμε βορειοανατολικά, πάνω από τις ράγες και τη δημοσιά, χωρίς πολλές άλλες κουβέντες. Ο Ύαν μάς πηγαίνει προς τη Μέλβερηθ, όπως φαίνεται, και από εκεί μάλλον σκέφτεται να στρίψει ανατολικά για να φτάσουμε στην Αγκένροβ. Αναρωτιέμαι πόση ώρα θα πάρει το ταξίδι μέχρι τη Μέλβερηθ. Δεν είναι και τόσο κοντά. Εξακόσια χιλιόμετρα απόσταση από την Ύγκρας.

Ρωτάω τον Ύαν.

«Σε κάνα δίωρο θα είμαστε εκεί,» μου απαντά.

Ας ενημερωθούμε, λοιπόν, εν τω μεταξύ. Απλώνω το χέρι μου και πιάνω τον φάκελο με τις επιθέσεις του Άφευκτου, από εκεί όπου τον έχει αφήσει ο Κριτόλαος, πλάι στο ειδικό κάθισμα με τα καλώδια και τα περίεργα συστήματα. Τον ανοίγω και διαβάζω τις περιπτώσεις, μία-μία. Έξι επιτυχημένες δολοφονίες, και μία αποτυχημένη.

Ο Τζακ Μερτένωφ σκοτώθηκε στη Θακέρκοβ, πριν από τέσσερις μήνες περίπου. Ήταν μεταφορέας μηνυμάτων και μικρών δεμάτων, εργαζόμενος σ’όλες τις περιοχές από Άντχορκ ώς Θακέρκοβ. Οδηγούσε δίκυκλο. Ο Άφευκτος τον χτύπησε επάνω σε μια από τις γέφυρες της Θακέρκοβ, τσακίζοντας το δίκυκλό του και τον ίδιο κάτω από τους τροχούς του ηχομορφικού οχήματος. Η Χωροφυλακή της πόλης κυνήγησε για λίγο τον Άφευκτο αλλά σύντομα εκείνος «εξαφανίστηκε» – δηλαδή, μεταμορφώθηκε σε ήχο.

Η Αλκυόνη Δεκάψυχη σκοτώθηκε στη Μέλβερηθ. Εργαζόταν ως υπάλληλος στον κεντρικό σταθμό των τρένων, και βρισκόταν σε σημείο απ’όπου μπορούσε να παρατηρεί τις κινήσεις πολλών που έμπαιναν και έβγαιναν από τον σιδηρόδρομο. Η Μέλβερηθ έχει μεγάλη σιδηροδρομική κίνηση· τέσσερις γραμμές συναντιούνται εκεί. (Την είχα συναντήσει κι εγώ κάποτε την Αλκυόνη Δεκάψυχη· μου είχε δώσει κάτι πληροφορίες που χρειαζόταν να δώσω σε κάποιον άλλο.) Ο Άφευκτος περίμενε την Αλκυόνη να φύγει από τη δουλειά της και, καθώς εκείνη περνούσε έναν δρόμο, την πάτησε, κόβοντάς την κυριολεκτικά στα δύο. Ένας πράκτορας της Σιδηράς Δυναστείας – ο Σερφάντης Γηραιώνυμος (τον οποίο είχα συναντήσει παλιά, κατά το Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, αλλά και αργότερα) – έτυχε να βρίσκεται κοντά, και καταδίωξε τον Άφευκτο επάνω στο δίκυκλό του. Αλλά ο Άφευκτος μεταμορφώθηκε σε ήχο και εξαφανίστηκε μέσα στους λαβυρινθώδεις δρόμους της Μέλβερηθ. Αυτά συνέβησαν πριν από τρεις μήνες περίπου.

Και την ίδια περίοδο, ακόμα ένας άνθρωπος της Σιδηράς Δυναστείας δολοφονήθηκε. Επάνω στη μεγάλη δημοσιά που ξεκινά από την Άκρη. Ονομαζόταν Χρίστος Νερκάλοφ, και εργαζόταν ως δημοσιογράφος στην Πορφυρή Ματιά, τη μεγαλύτερη εφημερίδα της Άκρης. Δεν βρισκόταν όμως σε δημοσιογραφική δουλειά όταν σκοτώθηκε· πήγαινε εκδρομή μαζί με τη γυναίκα του, οδηγώντας ένα απλό τετράκυκλο, το οποίο ο Άφευκτος καταδίωξε σαν σκυλί επάνω στη δημοσιά, χτυπώντας το βάναυσα με το ηχομορφικό όχημά του από δω κι από κει, βγάζοντάς το από τον δρόμο, και τελικά τσακίζοντάς το στα ανατολικά, επάνω στην πλαγιά κάτι λόφων. Ούτε ο Χρίστος Νερκάλοφ έζησε ούτε η γυναίκα του.

Ο Ζορδάμης Σαλθράνης (συνονόματός μου, όπως φαίνεται) έχασε τη ζωή του μερικά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Χαρπόβης, πριν από δύο μήνες. Ήταν κυνηγός και μισθοφόρος. Είχε κάνει δολοφονίες για τη Σιδηρά Δυναστεία: «ειδικές εκτελέσεις», όπως γράφει διακριτικά ο φάκελος. Φαίνεται πως όταν η Σιδηρά Δυναστεία σκοτώνει κάποιον, τότε είναι ειδική εκτέλεση· όταν όμως κάποιος σκοτώνει μέλη της Σιδηράς Δυναστείας, τότε είναι δολοφονία… Ο Ζορδάμης Σαλθράνης είχε περάσει τη γέφυρα του ποταμού Τούμβρηθ και κάλπαζε επάνω στη δημοσιά, καβάλα στο άλογό του, όταν ο Άφευκτος πετάχτηκε και πάτησε και αυτόν και το άτυχο ζώο. Μόνοι μάρτυρες της δολοφονίας ήταν τρεις αγρότες που τύχαινε να περνάνε, με τα κάρα τους, εκείνη την ώρα από την περιοχή.

Ο Τάλρικ’χοκ Τηρητής, ένας μάγος του τάγματος των Διαλογιστών, σκοτώθηκε στην Άντχορκ όπου ζούσε και εργαζόταν. Έβγαινε από μια πολυκατοικία και κατευθυνόταν, μαζί με δύο σωματοφύλακές του, προς το γκαράζ όπου είχε αφήσει το όχημά του, όταν ο Άφευκτος εμφανίστηκε κοντά του ξαφνικά (δηλαδή, πήρε υλική μορφή από μορφή ήχου) και του επιτέθηκε. Οι σωματοφύλακες αμέσως πυροβόλησαν το εχθρικό όχημα, αλλά τα πυρά δεν φαινόταν να έχουν κανένα αποτέλεσμα επάνω του. Ο Άφευκτος χτύπησε τον έναν σωματοφύλακα, εκτοξεύοντάς τον παραδίπλα, με το πόδι σπασμένο, και κυνήγησε τον μάγο επάνω στον πεζόδρομο. Τον πάτησε μπροστά σε μια βιτρίνα καταστήματος ρούχων, τινάζοντας αίματα παντού, ενώ κόσμος είχε ήδη αρχίσει να τρέχει και να ουρλιάζει. Η Χωροφυλακή της Άντχορκ, φυσικά, καταδίωξε τον Άφευκτο αλλά δεν κατάφερε να τον πιάσει. Το όχημά του έγινε ήχος και εξαφανίστηκε. Πριν από κανένα μήνα όλα αυτά.

Και πριν από λιγότερο από ένα μήνα, ο Άφευκτος σκότωσε την Ελίζα Αστάβνη, νότια της Αγκένροβ. Η Ελίζα δούλευε σ’ένα μέρος που είναι σταθμός ενέργειας, μηχανουργείο, και εστιατόριο για τους οδηγούς των περαστικών οχημάτων. Ήταν, βασικά, σύζυγος του άντρα στον οποίο ανήκει αυτός ο σταθμός και είχαν μαζί δύο παιδιά. Η Ελίζα παρακολουθούσε, για τη Σιδηρά Δυναστεία, την κίνηση στον δρόμο και έδινε ενεργειακές φιάλες και ό,τι άλλο χρειαζόταν σε μέλη της Δυναστείας. Ο Άφευκτος ήρθε καταπάνω της καθώς εκείνη είχε σκύψει για να ελέγξει κάτι σε μια από τις ρόδες ενός οχήματος. Τη σκότωσε ακαριαία, τσακίζοντάς την σαν σάρκινη κούκλα. Ο άντρας της ανέβηκε σ’ένα δίκυκλο και τον καταδίωξε, πυροβολώντας μανιασμένος με μια καραμπίνα· και είδε, έκπληκτος, τον Άφευκτο να εξαφανίζεται μπροστά στα μάτια του. Μετά, τον άκουσαν να λέει πως δαίμονας της Λόρκης ήταν που σκότωσε τη γυναίκα του: ένας δαίμονας των δρόμων που παίρνει τη μορφή οχήματος…

Μονάχα μια φορά ο Άφευκτος δεν κατόρθωσε να σκοτώσει τον στόχο του. Πριν από τρεις μήνες, στην Έτρεβοθ, η Λέα Μαυροειδής απέφυγε τον θάνατο παρά τρίχα. Είναι λαθρέμπορος (κοσμημάτων, ακριβών υφασμάτων, και ναρκωτικών, κυρίως), κατάγεται από πλούσια οικογένεια, και είχε τρεις σωματοφύλακες μαζί της τη νύχτα που δέχτηκε την επίθεση. Είχε μόλις βγει από τη βίλα της οικογένειάς της, μέσα στο τετράκυκλο όχημά της, όταν ο Άφευκτος ήρθε καταπάνω της, και οι προθέσεις του ήταν αμέσως φανερές. Τη χτύπησε στην πίσω μεριά, τραντάζοντας το όχημα και τσακίζοντας τα μέταλλά του, κάνοντας τζάμια να σπάσουν και να ραγίσουν. Οι σωματοφύλακες πάραυτα άρχισαν να τον πυροβολούν (και οι σφαίρες τους εξοστρακίζονταν επάνω στο ενισχυμένο όχημά του) ενώ ο οδηγός της Λέας προσπαθούσε να του ξεφύγει. Ο Άφευκτος δεν έπαψε να καταδιώκει· χτύπησε το όχημα της Λέας δύο φορές ακόμα και το έβγαλε από τον δρόμο, στέλνοντάς το επάνω σε μια πλατεία, όπου άνθρωποι έτρεχαν να φύγουν, πανικόβλητοι, ουρλιάζοντας. Το όχημα της Μαυροειδούς κουτούλησε σ’ένα χοντρό δέντρο, ενώ ένας τροχός του είχε ήδη φύγει. Ένας από τους σωματοφύλακες έβγαλε τη Λέα από το εσωτερικό κι άρχισε να τρέχει τραβώντας την μαζί του, ενώ οι άλλοι δύο πυροβολούσαν τον Άφευκτο καθώς εκείνος έκανε κύκλο για να γυρίσει και να ξαναεπιτεθεί. Ο οδηγός είχε παγιδευτεί μέσα στο όχημα και ούρλιαζε. Κάποιοι χωροφύλακες της Έτρεβοθ είδαν τι συνέβαινε κι έσπευσαν να πλησιάσουν, αλλά ήταν ήδη αργά. Ο Άφευκτος, γυρίζοντας, όρμησε καταπάνω στους σωματοφύλακες, πατώντας τον έναν, ενώ ο άλλος γλίτωσε επειδή πήδησε πάνω στην οροφή του χτυπημένου οχήματος της Μαυροειδούς. Ο Άφευκτος σκότωσε έναν χωροφύλακα στο διάβα του και κυνήγησε τη Λέα και τον σωματοφύλακα που την τραβούσε μαζί του. Ο σωματοφύλακας στράφηκε να τον πυροβολήσει μ’ένα κοντό τουφέκι, ενώ φώναζε σ’εκείνη να τρέξει στη σκάλα που φαινόταν στο πλάι μιας πολυκατοικίας. Η Λέα, περίτρομη, υπάκουσε χωρίς δισταγμό. Σκαρφάλωσε στη σιδερένια σκάλα και, από εκεί, είδε τον Άφευκτο να πατά τον σωματοφύλακά της κάτω από τους τροχούς του. Οι ριπές του κοντού τουφεκιού επάνω στο μπροστινό τζάμι του ηχομορφικού οχήματος δεν φαινόταν να έχουν προκαλέσει την παραμικρή ζημιά. Ο Άφευκτος σταμάτησε κοντά στη σκάλα κι ανοίγοντας μια πόρτα βγήκε από το όχημά του· ύψωσε ένα πιστόλι κι άρχισε να πυροβολεί τη Λέα η οποία ανέβαινε γρήγορα τα σκαλοπάτια προσπαθώντας να σωθεί. Οι σφαίρες του χτύπησαν μόνο σίδερα, επικίνδυνα κοντά στα πόδια της. Και μετά, η Χωροφυλακή της Έτρεβοθ είχε συγκεντρωθεί γύρω του, οπότε ο Άφευκτος δεν μπορούσε να μείνει άλλο. Θα σε ξαναβρώ, σκρόφα! φώναξε στη Λέα, και μπήκε στο όχημά του κλείνοντας την πόρτα. Οι χωροφύλακες είχαν δημιουργήσει κλοιό γύρω του, όχι μόνο με ανθρώπους αλλά και με δικά τους οχήματα, και μάλλον πίστευαν ότι αποκλείεται να τους ξέφευγε. Τον προειδοποίησαν να παραδοθεί αν δεν ήθελε να τον σκοτώσουν επιτόπου. Ο Άφευκτος μεταμόρφωσε το όχημά του σε ήχο και πέρασε από μέσα τους σα να μην υπήρχαν. Οι χωροφύλακες άρχισαν να μουρμούριζαν αναμεταξύ τους, με δέος, το όνομα της Λόρκης…

Γάμησέ τα, σκέφτομαι τελειώνοντας τον φάκελο των επιθέσεων του Άφευκτου. Ο Σίλας Ιερόπυργος έχει ξεσαλώσει. Ανέκαθεν ήταν άνθρωπος… ενθουσιώδης με ό,τι καταπιανόταν.

Κοιτάζω το ρολόι μου και βλέπω πως έχουν περάσει σαράντα-πέντε λεπτά. Λέω στον Ύαν: «Δεν κάνουμε καμια στάση όταν είμαστε στη Μέλβερηθ; Ο Άφευκτος χτύπησε κι εκεί πριν από τρεις μήνες.»

«Ποιον;» Ο Ύαν δεν έχει κοιτάξει ακόμα τον φάκελο. Μάλλον περιμένει τα μεγάλα κεφάλια – εμένα και τον Κριτόλαο – εντάξει, τον Κριτόλαο κυρίως – να εκπονήσουν σχέδιο δράσης.

«Την Αλκυόνη Δεκάψυχη.»

«Γι’αυτό, λοιπόν, την προηγούμενη φορά που πέρασα από εκεί δεν την είδα στον σταθμό… Το κάθαρμα.»

«Την ήξερες.»

«Προφανώς και την ήξερα. Ήταν κεντρική πληροφοριοδότρια. Την ήξερες κι εσύ;»

«Της είχα μιλήσει μια φορά.»

«Τι νόημα έχει, όμως, τώρα να το ερευνήσουμε; Αν έχουν περάσει τρεις μήνες…»

«Ο Σερφάντης Γηραιώνυμος κυνήγησε τον Άφευκτο για λίγο,» λέω. «Τον ξέρεις κι αυτόν;»

«Πρώτη φορά τον ακούω.»

«Τέλος πάντων. Ίσως να έχει κάποια πληροφορία να μας δώσει.»

«Μη λέτε ανοησίες,» ακούγεται η φωνή του Κριτόλαου πίσω μας, ο οποίος προφανώς δεν έχει πρόβλημα να παρακολουθεί την κουβέντα μας όσο ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του αεροσκάφους με το μυαλό του. «Νότια της Αγκένροβ θα πάμε πρώτα, όπου έγινε ο τελευταίος φόνος. Όσο πιο πρόσφατο είναι το συμβάν τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες υπάρχουν να μάθεις κάτι περισσότερο. Αυτό που λες, Ζορδάμη, έγινε πριν από τρεις μήνες: επομένως, είτε τώρα πάμε να το ερευνήσουμε είτε μετά από δέκα μέρες, το ίδιο κάνει. Δε συμφωνείς;»

«Έτσι όπως το λες, ναι, πρέπει να συμφωνήσω,» αποκρίνομαι χωρίς να στραφώ να τον κοιτάξω. «Απλώς το πρότεινα επειδή η Μέλβερηθ είναι στο δρόμο μας…»

«Ο δρόμος μας δεν είναι ευθύγραμμος,» λέει ο Κριτόλαος, «ούτε καθορίζεται από τον γεωγραφικό χάρτη της Σεργήλης. Πρέπει ν’ακολουθήσουμε σημάδια, γεγονότα, λογικές αλληλουχίες – τέτοια πράγματα – αν είναι να βγάλουμε άκρη.»

«Ό,τι πεις εσύ, αφεντικό,» αποκρίνομαι.

*

Μετά από τέσσερις ώρες πτήσης, και ο Ύαν και ο Κριτόλαος χρειάζονται ξεκούραση. Ο μόνος ξεκούραστος είμαι εγώ – και έχω αρχίσει να βαριέμαι.

Βρισκόμαστε κάπου δυτικά της Αγκένροβ, τώρα, έχοντας προ πολλού περάσει πάνω από τη Μέλβερηθ και από τα βουνά της Ραχοκοκαλιάς της Σεργήλης. Ο καιρός δεν ήταν και τόσο καλός στη Ραχοκοκαλιά, αλλά δεν κινδυνέψαμε.

Προσγειωνόμαστε κατακόρυφα επάνω σ’ένα πεδινό μέρος, και ο Κριτόλαος μεταμορφώνει ξανά το αεροπλάνο μας σε αγωνιστικό όχημα. Βγαίνουμε για να πάρουμε αέρα.

Είναι μεσημέρι, αλλά η ζέστη εδώ δεν είναι ούτε κατά διάνοια τόσο δυνατή όσο στην Ύγκρας. Έχουμε φορέσει πιο βαριά ρούχα για να βγούμε· τα ρούχα της ερήμου δεν κάνουν για τούτα τα μέρη.

Εγώ και ο Ύαν καπνίζουμε, καθώς βηματίζουμε γύρω από το όχημά μας, ξεμουδιάζοντας. Ο Κριτόλαος, φυσικά, δεν καπνίζει.

«Υπάρχουν, σίγουρα, πανδοχεία εδώ κοντά,» τους λέω. «Μπορούμε να πάμε εκεί να καθίσουμε για μερικές ώρες, προτού συνεχίσουμε.»

«Ναι,» συμφωνεί ο Κριτόλαος, «πάμε.»

«Εσύ οδηγείς,» μου λέει ο Ύαν.

«Προφανώς,» του λέω.

Μπαίνουμε πάλι στο όχημα, με εμένα στο τιμόνι.

«Μην αρχίσεις όμως να τρέχεις σαν τρελός ξανά,» με προειδοποιεί ο Ύαν.

Γελάω. «Σε τρόμαξα;» Πατάω το πετάλι, ξεκινώντας – με όχι και τόσο μεγάλη ταχύτητα.

«Λιγάκι.» Ο Ύαν πατά κουμπιά πλάι στην τετράγωνη οθόνη και σύντομα μια κουκίδα (εκτός από αυτή του δικού μας οχήματος) παρουσιάζεται πάνω στον χάρτη της οθόνης. «Πανδοχείο στα δέκα χιλιόμετρα προς τα ανατολικά,» λέει ο Ύαν. «Πουλά και ενεργειακές φιάλες, σύμφωνα με τις πληροφορίες του χάρτη μας.»

Δεν αργούμε να φτάσουμε εκεί και να σταματήσω το όχημά μας στο γκαράζ. Βγαίνουμε, παίρνοντας κάποια πράγματα μαζί μας, και κλειδώνουμε τις πόρτες. Ο Κριτόλαος αγγίζει, επίσης, το όχημα και μουρμουρίζει λόγια στη γλώσσα της μαγείας, με τα βλέφαρα μισόκλειστα. Μετά από κανένα πεντάλεπτο ολοκληρώνει τη δουλειά του, μοιάζοντας κουρασμένος από τόσες ώρες που χρησιμοποιεί τη μαγεία του.

«Πάμε μέσα,» λέει.

«Τι έκανες;» τον ρωτάω.

«Μαγγανεία Μηχανικού Κλειδώματος,» απαντά καθώς βαδίζουμε προς την τραπεζαρία του πανδοχείου. Τον φύλακα του γκαράζ τον έχουμε ήδη πληρώσει, οπότε τώρα απλά τον προσπερνάμε.

«Τι είν’ αυτό;»

«Για να ενεργοποιήσει κάποιος τη μηχανή πρέπει να έχει έναν συγκεκριμένο νοητικό κώδικα στο μυαλό του.»

«Κι αν δεν τον έχει;»

«Η μηχανή δεν ενεργοποιείται, προφανώς.»

«Δηλαδή, τώρα μόνο εσύ μπορείς να ενεργοποιήσεις το όχημά μας;»

«Ναι. Για όσο διαρκεί η μαγγανεία.»

Σπρώχνοντας την πόρτα, μπαίνουμε στην τραπεζαρία του πανδοχείου, όπου είναι συγκεντρωμένος αρκετός κόσμος. Και στο γκαράζ ήταν κάμποσα οχήματα: άλλα πέντε πέρα από το δικό μας.

«Και πόσο διαρκεί η μαγγανεία;»

«Έχει καμια σημασία; Δε σκοπεύω να σας εγκαταλείψω.»

Καθόμαστε σ’ένα τραπέζι και παραγγέλνουμε φαγητό το οποίο μας φέρνει μια σερβιτόρα με χρυσό δέρμα και πράσινα μαλλιά, ντυμένη έτσι που θα μπορούσες να την περάσεις και για πελάτισσα. Ένα μικρό αριστερό αφτί ξεπροβάλλει χαριτωμένα μέσα από τα μαλλιά της· το άλλο είναι καλυμμένο.

Τρώμε χωρίς πολλές κουβέντες, παρατηρώντας τον κόσμο στην τραπεζαρία: ταξιδιώτες, έμποροι, τέτοιοι άνθρωποι. Τελικά ρωτάω: «Όταν είμαστε στον σταθμό όπου σκοτώθηκε η Ελίζα Αστάβνη, τι θα κάνουμε; Ο άντρας της δεν νομίζω να ξέρει προς τα πού κατευθύνθηκε ο Άφευκτος.»

«Το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε,» λέει ο Κριτόλαος, «είναι ότι ο Άφευκτος βρίσκεται ακόμα σ’αυτή την περιοχή, και ότι κάποιος έχει δει το όχημά του.»

«Έχει επάνω του κάτι το αξιοπερίεργο; Κάτι που θα τραβούσε την προσοχή των καθημερινών ανθρώπων;»

«Δεν είναι σαν όλα τα οχήματα.» Ο Κριτόλαος βγάζει μέσα από τα ρούχα του μια φωτογραφία και την αφήνει επάνω στο τραπέζι, ανάμεσά μας. «Ο Ξενοκράτης μού την έδωσε. Είναι το ηχομορφικό όχημα, όσο βρισκόταν ακόμα στην κατοχή του. Και δε νομίζω να έχει αλλάξει πολύ από τότε. Δε νομίζω να μπορεί κάποιος να το αλλάξει εύκολα.»

Έχει δίκιο: το όχημα είναι αξιοπρόσεχτο. Αγωνιστικό, φανερά, και με σχήμα που δεν συνηθίζεται. Δίνει αμέσως την εντύπωση δυνατού και γρήγορου οχήματος, με τροχούς ειδικούς για κακοτράχαλα εδάφη. «Εκτός αν το έχει βάψει διαφορετικά,» λέω.

«Ναι. Αυτό είναι το μόνο που μπορεί να έχει κάνει.»

Ο Ύαν, έχοντας τελειώσει το φαγητό του, πίνει ακόμα μια γουλιά κρασί. «Εγώ πηγαίνω για ύπνο,» μας πληροφορεί. «Σε πόση ώρα θα συναντηθούμε εδώ;»

«Τρεις ώρες;» προτείνει ο Κριτόλαος.

Ο Ύαν γνέφει καταφατικά, σηκώνεται από το τραπέζι, και πηγαίνει προς τον πάγκο του πανδοχέα για να κλείσει δωμάτιο. Μετά από λίγο, τον βλέπω να ανεβαίνει τη σκάλα του πανδοχείου.

Ο Κριτόλαος έχει πάρει ξανά τη φωτογραφία του ηχομορφικού οχήματος και την έχει κρύψει μέσα στα ρούχα του. Τρώει αργά, χωρίς να βιάζεται.

«Είναι μυστικό, λοιπόν, το πώς κατέληξες με τη Σιδηρά Δυναστεία;» τον ρωτάω.

Με κοιτάζει επιφυλακτικά, καχύποπτα ίσως.

«Από περιέργεια ρωτάω, καθαρά. Βλέπω πως έχεις διάφορες γνώσεις, και, υποθέτω, δεν μπορεί να τις απέκτησες όλες από τότε που μπλέχτηκες με τη Δυναστεία.»

«Αποκτάς πολλές γνώσεις, πολύ γρήγορα, όταν μπλέξεις με τη Δυναστεία,» μου λέει συνεχίζοντας να τρώει. «Όπως κι ο ίδιος θα έχεις διαπιστώσει. Σίγουρα, δεν θεωρείς τον εαυτό σου πια έναν απλό ραλίστα, Ζορδάμη…»

«Σ’αυτό έχεις δίκιο. Ξέρεις όμως πώς έμπλεξα;»

«Χρωστούσες και δεν είχες να πληρώσεις. Πολλοί έχουν μπλέξει έτσι.»

«Κι εσύ το ίδιο; Χρωστούσες;»

Ένα αχνό μειδίαμα παρουσιάζεται μέσα από τα μούσια του Κριτόλαου. «Όχι,» λέει. «Όχι λεφτά, τουλάχιστον. Ας πούμε ότι, τούτη τη στιγμή, η Δυναστεία με εξυπηρετεί όπως κι εγώ εξυπηρετώ αυτήν.»

«Δεν είσαι, όμως, από τα μεγάλα αφεντικά… Κι αν έχω καταλάβει καλά δεν είσαι καν από τη Σεργήλη. Είσαι από τη Ρελκάμνια. Εκτός από την αναφορά που έκανες γι’αυτή τη διάσταση, το επώνυμό σου – Σάλκω – δεν είναι Σεργήλιο, νομίζω.»

Ο Κριτόλαος πίνει μια γουλιά κρασί, σκουπίζει τα χείλη του με μια πετσέτα, κι ακουμπά την πλάτη του στην καρέκλα, παρατηρώντας με. «Τι υποθέτεις για εμένα;»

«Ο Ξενοκράτης είπε ότι είσαι κατάσκοπος· και φαίνεται να είσαι καλός κατάσκοπος, με εμπειρία. Επιπλέον, ανέφερες ότι μπήκες στη Δυναστεία λίγο πριν από εμένα αλλά μετά τον διωγμό των Παντοκρατορικών από τη Σεργήλη. Δε θέλω να βγάζω βιαστικά συμπεράσματα γιατί ξέρω πως, μέσα στη Δυναστεία, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, αλλά θα μπορούσα να κάνω μία υπόθεση για σένα…»

Ο Κριτόλαος με κοιτάζει με τρόπο που κρίνω ότι υποδηλώνει πως είναι σχεδόν διασκεδασμένος μαζί μου. «Βλέπεις, λοιπόν; Δεν είσαι πια ένας συνηθισμένος ραλίστας… Πες μου την υπόθεσή σου, Ζορδάμη.»

«Ήσουν πράκτορας της Παντοκράτειρας.»

«Πολύ… βαριά κατηγορία, δεν νομίζεις;» μου λέει, ουδέτερα.

«Δεν είμαι κυνηγός πρώην πρακτόρων της Παντοκράτειρας· κι απ’ό,τι ξέρω, η Δυναστεία ανέκαθεν είχε επαφές με τους Παντοκρατορικούς. Έχω δίκιο ή δεν έχω, στην υπόθεση μου, Κριτόλαε;»

«Αυτό,» μου απαντά, «δεν είναι κάτι που λέω στον καθένα, αλλά αφού τώρα φαίνεται πως θα συνεργαζόμαστε για κάποιο καιρό… ναι, έχεις δίκιο. Ήμουν πράκτορας της Παντοκράτειρας. Είχα, για την ακρίβεια, την εποπτεία της Θακέρκοβ. Ήμουν, δηλαδή, η ανώτατη κρυφή αρχή εκεί. Μετά, όμως, με τον πόλεμο, τα πράγματα εξελίχτηκαν άσχημα για εμένα. Οι επαναστάτες θα με είχαν σκοτώσει, αν η Σιδηρά Δυναστεία δεν είχε παρέμβει. Γνώριζα για τη Δυναστεία από παλιά, βέβαια, αλλά δεν είχα ποτέ πολλές επαφές μαζί της. Η Δυναστεία ήταν, γενικά, του χεριού μας – των πρακτόρων της Παντοκράτειρας – όπως και άλλες λιγότερο σημαντικές οργανώσεις του υπόκοσμου της Σεργήλης. Με τον μεγάλο πόλεμο, όμως, η κατάσταση άλλαξε· τώρα η Δυναστεία είχε το πάνω χέρι. Δεν είμαι ο μόνος πρώην Παντοκρατορικός που έχει προστατέψει, Ζορδάμη.»

«Το ξέρω. Τους χρωστάς τη ζωή σου, λοιπόν;»

«Ναι,» λέει ο Κριτόλαος πίνοντας μια γουλιά κρασί. «Αλλά δεν είναι αυτός ο μόνος λόγος που είμαι μαζί τους.»

«Θα σε άφηναν να φύγεις, δηλαδή;»

«Μπορούσα να προσπαθήσω να ξεφύγω από το δίκτυό τους, να επιστρέψω στη Ρελκάμνια. Αλλά το πρόβλημα είναι πως στη Ρελκάμνια η κατάσταση ίσως να είναι ακόμα χειρότερη για εμένα. Παρότι εκεί ήταν η έδρα της Παντοκρατορίας, τώρα οι πρώην πράκτορες της Παντοκράτειρας κυνηγιούνται όπως και αλλού. Περισσότερες πιθανότητες έχω να μείνω ζωντανός εδώ, στη Σεργήλη, υπηρετώντας τη Δυναστεία, παρά στη Ρελκάμνια.»

«Έχεις οικογένεια στη Ρελκάμνια;» τον ρωτάω.

«Ο πατέρας μου ξέρω πως είναι σίγουρα νεκρός· η μητέρα μου, αν είναι ακόμα ζωντανή, δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται· και αδέλφια δεν έχω.»

«Λυπάμαι για τον πατέρα σου,» του λέω.

«Δεν είναι πρόσφατο,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος. «Παλιά ιστορία. Ξέρεις από τι πέθανε; Από μια αρρώστια των πνευμόνων. Κάπνιζε συνεχώς. Κάπνιζε ό,τι χόρτο υπάρχει στο Γνωστό Σύμπαν.»

«Γι’αυτό, λοιπόν, δεν καπνίζεις…»

«Οι δικοί σου είναι ζωντανοί, Ζορδάμη;»

«Ναι. Στην Κόρλας μένουν. Αλλά έχω να τους δω χρόνια. Δε θέλω να τους μπλέξω με τη Δυναστεία.»

«Νομίζεις ότι η Δυναστεία δεν ξέρει γι’αυτούς; Δε μπορεί νάσαι τόσο αφελής…»

«Το ξέρω πως, σίγουρα, ξέρει. Δεν είναι εκεί το θέμα,» λέω. «Απλώς δεν θέλω να μου κάνουν οι δικοί μου ερωτήσεις σχετικά με το τι μου συμβαίνει. Έχω εξαφανιστεί, ουσιαστικά. Καλύτερα να εμφανιστώ ξανά όταν θα είμαι ελεύθερος από τη Δυναστεία.» Προσπαθώ να πάρω μια ουδέτερη όψη αλλά αυτή φαίνεται πως είναι μία από τις λίγες φορές που δεν καταφέρνω να αλλοιώσω το πρόσωπό μου σύμφωνα με τις επιθυμίες μου.

Ο Κριτόλαος κάτι διακρίνει, γιατί λέει: «Αλλά φοβάσαι ότι θα μείνεις για πάντα μπλεγμένος…»

«Έχω ακούσει διάφορα,» λέω. «Κι όποτε ρωτάω πότε θα έχει ξεπληρωθεί το χρέος μου, ή δεν ξέρουν να μου απαντήσουν, ή προσποιούνται πως δεν ξέρουν, ή αρνούνται να μου πουν. Εσύ τι νομίζεις;»

«Εγώ δεν είμαι πολύ καιρό μέσα στη Δυναστεία, Ζορδάμη.»

«Μη μου λες μαλακίες,» μορφάζω.

«Ειλικρινά σού λέω ότι δεν ξέρω πώς υπολογίζει την εξόφληση των χρεών η Δυναστεία–»

«‘Η Δυναστεία’! Η Δυναστεία! Και ποιοι ακριβώς είναι η Δυναστεία; Ποιοι παίρνουν αυτές τις αποφάσεις; Υπάρχει κεντρική εξουσία; Ποιος αποφασίζει για τη μοίρα μου;»

«Κεντρική εξουσία δεν ξέρω να υπάρχει. Δεν έχεις καταλάβει ακόμα πώς λειτουργεί η Δυναστεία;»

«Έχω καταλάβει κάποια βασικά πράγματα,» παραδέχομαι, «αλλά… και πάλι… Δε βγάζει νόημα.»

«Βγάζει νόημα,» μου λέει ο Κριτόλαος. «Οι πιο ισχυροί ελέγχουν τους υπόλοιπους. Σου θυμίζει κάτι;»

«Την κοινωνία; Ναι, το έχω συμπεράνει ότι η Δυναστεία είναι σαν μια παράλληλη κοινωνία στη Σεργήλη. Σαν μια παρασιτική κοινωνία.»

«Τι, επομένως, δεν καταλαβαίνεις; Οι ισχυρότεροι ελέγχουν τους λιγότερο ισχυρούς. Και οι ισχυρότεροι δεν είναι σταθεροί· αλλάζουν, όσο παιχνίδια συνεχίζουν να παίζονται μέσα στη Δυναστεία. Η κεντρική λογική της Δυναστείας, όμως, παραμένει ίδια. Όλοι όσοι βρίσκονται μέσα στο δίκτυό της συνεργάζονται για το αμοιβαίο όφελος.»

«Εγώ, πάντως, δεν έχω κανένα όφελος…»

«Κανένα; Δεν πήρες λεφτά από τη Δυναστεία;»

«Ναι, αλλά τότε… δεν ήξερα τι ακριβώς… Δεν ήξερα τίποτα, βασικά.»

«Πήρες λεφτά, όμως – είχες όφελος. Επομένως, μπήκες στο δίκτυο. Και τώρα ξεπληρώνεις.»

«Θα μ’αφήσουν να ξεμπλέξω, από τη στιγμή που γνωρίζω γι’αυτούς;»

«Αποκλείεται να σε αφήσουν να ξεμπλέξεις τελείως. Είσαι πλέον μέλος της Δυναστείας, για πάντα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως επίσης για πάντα θα ξεπληρώνεις. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»

«Ναι,» λέω, «καταλαβαίνω. Όμως αναρωτιέμαι πότε θα έχω ξεχρεωθεί.»

«Τέλος πάντων,» λέει ο Κριτόλαος. «Πρέπει να ξεκουραστώ κι εγώ μερικές ώρες, αν είναι να συνεχίσουμε το απόγευμα.» Σηκώνεται από την καρέκλα του και βαδίζει προς τον πάγκο του πανδοχέα. Τον βλέπω να κλείνει δωμάτιο και να ανεβαίνει τη σκάλα.

Μένω μόνος στην τραπεζαρία, πίνοντας αργά τη μπίρα μου, συλλογισμένος, το κεφάλι μου γεμάτο σκοτεινές, λαβυρινθώδεις σκέψεις που καμία σχέση δεν έχουν με το πώς να βρούμε τον Άφευκτο. Νομίζω πως μπορώ να τον κατανοήσω, όμως. Θέλει εκδίκηση εναντίον αυτών που δεν τον αφήνουν να είναι ελεύθερος. Θα γίνω, άραγε, κι εγώ έτσι αν περάσουν μερικά χρόνια ακόμα και δεν έχω ξεμπλέξει από το καταραμένο δίκτυό τους; Θα στείλει, στο τέλος, η Δυναστεία κάποιους για να κυνηγήσουν κι εμένα; Ή μήπως θα με βγάλει από τη μέση όταν διακρίνει ότι έχω αρχίσει να γίνομαι επικίνδυνος; Έχω ακούσει διάφορες ιστορίες από μέλη της… διάφορες τρομαχτικές ιστορίες…

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΒΟΛΤΑ

Η λογίστρια Νικίτα Φόμανκωφ επιστρέφει στο σπίτι της, σε μια από τις νοτιοανατολικές γειτονιές της Άντχορκ. Μετρίου αναστήματος, λευκόδερμη και καστανομάλλα, ντυμένη με σκούρο μπλε ταγέρ, τα τακούνια των παπουτσιών της κάνουν ένα ρυθμικό τακ τακ τακ επάνω στον πεζόδρομο. Στο χέρι της είναι μια τσάντα με τα πράγματα της δουλειάς της. Τα μαλλιά της είναι πιασμένα πίσω με δύο τσιμπιδάκια στους κροτάφους. Φορά ένα ζευγάρι λεπτά, μακρόστενα γυαλιά.

Τα οικήματα δεν είναι τόσο ψηλά γύρω της όσο σε άλλες συνοικίες της Άντχορκ. Καταστήματα δεν υπάρχουν εδώ. Είναι ήσυχα. Και τώρα είναι μεσημέρι.

Η Νικίτα κατεβαίνει από τον πεζόδρομο, για να περάσει απέναντι και να φτάσει στο σπίτι της–

Ένα γρήγορο όχημα σταματά εμπρός της, με τους τέσσερις μεταλλικούς, ατρακτοειδείς τροχούς του να τρίζουν. Είναι μακρύ και λεπτό, γεμάτο αιχμές και γωνίες που φαντάζουν επικίνδυνες σαν κόψεις σπαθιών. Μπροστά είναι πιο λιγνό απ’ό,τι πίσω. Τα τζάμια του γυαλίζουν στον μεσημεριανό ήλιο, μην φανερώνοντας όμως τίποτα από το εσωτερικό του. Το όχημα είναι βαμμένο κίτρινο με πορφυρές ρίγες.

Η Νικίτα στέκεται ξαφνιασμένη, έτοιμη να βάλει τις φωνές στον οδηγό. Μετά, όμως, τα μάτια της διαστέλλονται πίσω από τα γυαλιά της, η όψη της γίνεται τρομαγμένη. Κάνει ένα βήμα όπισθεν.

Ένα πλαϊνό παράθυρο του οχήματος ανοίγει, και το πρόσωπο ενός λευκόδερμου γκριζομάλλη άντρα παρουσιάζεται. Φορά μαύρα γυαλιά.

«Μπες μέσα,» της λέει, «αλλιώς θα σε σκοτώσω.»

Η Νικίτα ξεροκαταπίνει. «Τι θέλεις;…»

«Μπες. Μέσα. Τώρα.»

Η Νικίτα στέκεται σαν μουδιασμένη για λίγο. Ύστερα κάνει τον γύρο του οχήματος για να φτάσει στην άλλη μεριά. Η πόρτα ανοίγει μπροστά της, κι εκείνη μπαίνει και την κλείνει.

Ο Άφευκτος βάζει τους τροχούς σε κίνηση. Το όχημά του διασχίζει τους δρόμους της ήσυχης συνοικίας, πηγαίνοντας προς τα νότια.

«Γιατί το κάνεις αυτό;» τον ρωτά η Νικίτα, φανερά τρομαγμένη. «Σε κυνηγάνε, το ξέρεις; Στο τέλος θα σε βρουν.»

«Θα τους βρω εγώ πρώτος,» αποκρίνεται ο Άφευκτος, και επιταχύνει. Η μηχανή του οχήματος γρυλίζει.

«Πρόσεχε…» λέει η Νικίτα, αδύναμα.

«Τι να προσέχω;» Ο Άφευκτος βάζει μια μαστίχα στο στόμα του. «Ραλίστας ήμουν κάποτε· το ξέρεις αυτό, Νικίτα;»

«Όχι. Όχι, δεν μου το έχει πει κανένας. Ούτε εσύ ποτέ το ανέφερες…»

«Γιατί ο ραλίστας είναι νεκρός. Σ’αρέσουν τα ράλι;»

«Δεν… παρακολουθώ.»

«Θα παρακολουθήσεις τώρα. Ζωντανά.»

Βγαίνουν από την Άντχορκ, και ο Άφευκτος τρέχει επάνω στους χωματόδρομους της υπαίθρου νότιά της. Τρέχει ακόμα κι έξω από τους δρόμους, επάνω σε πεδινά μέρη, πλάι σε λόφους, μέσα σε περιοχές δασώδεις, επικίνδυνες από την πληθώρα των δέντρων. Ιδρώτας κυλά επάνω στη Νικίτα, η καρδιά της χτυπά δυνατά, το στόμα της έχει ξεραθεί. Δεν έχει ποτέ ξανά βρεθεί μέσα σε όχημα που τρέχει τόσο γρήγορα…

Ο Άφευκτος σταματά επάνω στην πλαγιά ενός λοφίσκου. Αντίκρυ τους είναι οι ράγες του τρένου, και τώρα ο σιδηρόδρομος φαίνεται να έρχεται, από τη μεριά της Άντχορκ, πηγαίνοντας προς Θακέρκοβ.

«Τι λες,» ρωτά ο Άφευκτος, «προλαβαίνω να περάσω ξυστά μπροστά του;»

«…Σταματά… σε παρακαλώ…»

Τη λοξοκοιτάζει πίσω από τα μαύρα γυαλιά του. «Νομίζεις ότι δεν προλαβαίνω;»

«Πες μου τι θέλεις από εμένα – και σταμάτα! Έχει κάγκελα, δε βλέπεις;»

Πράγματι, μπροστά από τις ράγες υπάρχουν κάγκελα, για λόγους ασφαλείας.

«Δε μ’ενοχλούν τα κάγκελα,» λέει ήρεμα ο Άφευκτος, μασώντας τη μαστίχα του, κάνοντας ένα ξαφνικό τσακ! μέσα από τα δόντια του.

Ο σιδηρόδρομος πλησιάζει.

«Πες μου τι θέλεις από εμένα,» λέει ξανά η Νικίτα, «και – και θα σου πω. Εντάξει;»

«Θα το προλάβουμε το τρένο…» Ο Άφευκτος κοιτάζει ευθεία μπροστά.

Η Νικίτα βάζει κρυφά το χέρι της μέσα στην τσάντα της.

Αλλά όχι αρκετά κρυφά, όπως αποδεικνύεται. «Άμα τραβήξεις όπλο,» της λέει ο Άφευκτος, «είσαι νεκρή.»

Η Νικίτα αποσύρει το χέρι της από την τσάντα, τρέμοντας.

Ο Άφευκτος απλώνει το δικό του χέρι και της αρπάζει την τσάντα. Την πετά στο πίσω κάθισμα.

Ο σιδηρόδρομος έρχεται.

«Πάμε!» λέει ο Άφευκτος, σανιδώνοντας το πετάλι κάτω από το πόδι του.

Το όχημα φεύγει σαν σφαίρα από κάννη κανονιού, γρυλίζοντας και τινάζοντας χώματα γύρω του. Κατεβαίνει από τον λοφίσκο κατευθυνόμενο προς τα κάγκελα μπροστά από τις ράγες, προς το τρένο.

«Δεν προλαβαίνεις,» φωνάζει η Νικίτα – «σταμάτα – σταμάτα – σταμάτα!»

Ο Άφευκτος γελά.

Η Νικίτα ουρλιάζει.

Η σύγκρουση με το τρένο μοιάζει σίγουρη. Το αγωνιστικό όχημα πηγαίνει για να κουτουλήσει επάνω του, παίρνοντας αναμφίβολα και τα κάγκελα μαζί.

Μόλις όμως είναι μπροστά στα κάγκελα, ο Άφευκτος κατεβάζει έναν διακόπτη της κονσόλας, και έξω από τα παράθυρα του οχήματος τα πάντα γίνονται ημιδιαφανή, σαν ξαφνικά να έχουν χάσει την υλική τους υπόσταση.

Μέσα από το τρένο κάποιοι βλέπουν το όχημα να έρχεται καταπάνω τους και το δείχνουν, τρομαγμένοι, φωνάζοντας. Μετά, όμως, μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους, το όχημα εξαφανίζεται. Ολόγραμμα, λέει ένας επιβάτης. Ολόγραμμα ήταν. Κάποιος ανώμαλος κάνει μαλακίες για να τρομάζει τον κόσμο!

Το ηχομορφικό όχημα, όμως, δεν είναι ολόγραμμα.

Περνά μέσα από τα κάγκελα, περνά μέσα από τον σιδηρόδρομο, περνά μέσα από τα κάγκελα της άλλης μεριάς – ενώ όλα φαίνονται άυλα και ημιδιαφανή στον Άφευκτο – και συνεχίζει την πορεία του.

Η Νικίτα ακόμα ουρλιάζει, έχοντας τα μάτια κλειστά.

Ο Άφευκτος ανεβάζει τον διακόπτη, και το όχημά του παύει να είναι πλέον ήχος. Τα πάντα έξω από τα παράθυρά του φαίνονται υλικά τώρα, όπως συνήθως.

«Μπορείς ν’ανοίξεις τα μάτια σου.»

Η Νικίτα τα ανοίγει, τρέμοντας. «Πού…; Πού…; Το τρένο…»

«Σου είπα ότι θα το προλάβαινα.»

«Μα δε… δε…»

«Δεν χρειαζόταν να το προλάβω, όμως!» λέει ο Άφευκτος, και γελά. Συνεχίζει να τρέχει μέσα στην ύπαιθρο. Να τρέχει επικίνδυνα.

«Να σε ρωτήσω κάτι, Νικίτα;»

«Πες μου τι θέλεις, κι άσε με να φύγω, σε παρακαλώ.»

«Ψάχνω έναν άνθρωπο. Τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη. Έχεις καμια ιδέα πού βρίσκεται;»

«Όχι, δεν ξέρω.»

«Κρίμα.»

Ο Άφευκτος πηγαίνει καταπάνω σ’ένα μεγάλο δέντρο.

Η Νικίτα ουρλιάζει. «Σταμάτα!»

Ο Άφευκτος κατεβάζει τον διακόπτη, και το όχημα γίνεται ήχος, περνά μέσα από το δέντρο. Ανεβάζει πάλι τον διακόπτη και το όχημα γίνεται όχημα. Ο Άφευκτος το οδηγεί σε μια κατάφυτη περιοχή αποφεύγοντας τα δέντρα μόνο όπως ένας έμπειρος ραλίστας μπορεί. Περνώντας επικίνδυνα κοντά τους.

«Σταμάτα,» κλαίει η Νικίτα, «σε παρακαλώ σταματά! Άσε με να φύγω!»

«Πού είναι ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης, Νικίτα;» ρωτά ο Άφευκτος μασώντας ατάραχα τη μαστίχα του.

«Δεν ξέρω. Τ’ορκίζομαι στο Φως της Αρτάλης! Τ’ορκίζομαι στα πόδια της Λόρκης! Τ’ορκίζομαι όπου θέλεις να το ορκιστώ! Σου λέω αλήθεια – δεν ξέρω πού είναι. Έχω καιρό να τον δω, να μάθω νέα του–»

«Πόσο καιρό;»

«Δυο μήνες τουλάχιστον. Ίσως, ίσως περισσότερο…»

«Το γαμημένο αρχίδι…» Η μαστίχα του Άφευκτου κάνει ακόμα ένα έντονο τσακ! «Κρύβεται;»

«Δεν ξέρω, δεν τον έχω δει.»

«Πού τον είδες για τελευταία φορά, Νικίτα;» Ο Άφευκτος βγαίνει από τη δασώδη περιοχή, κατευθύνεται προς κάτι ξερούς λόφους προς τα νότια.

«Στο λογιστήριό μου.» Γλείφει τα ξερά χείλη της. «Για κάτι δουλειές.»

«Και τώρα; Δεν κρατάς πια τα βιβλία του;»

«Τα κρατάω, αλλά… δεν ξέρω πού είναι. Δεν τον έχω δει. Σου λέω αλήθεια.»

Ο Άφευκτος ανεβαίνει πάνω στους λόφους, τρέχει επικίνδυνα κοντά σ’έναν κρημνό, τρέχει σαν ραλίστας.

Η Νικίτα κλείνει ξανά τα βλέφαρά της. «Άσε με να φύγω – δεν μπορώ να σου πω τίποτα – σε παρακαλώ!… Σε παρακαλώ.»

«Νόμιζα ότι ο Κλεόβουλος δεν έφευγε ποτέ από την Άντχορκ. Πού μπορεί να είναι, τώρα;»

«Στο σπίτι του;»

«Δεν είναι στο σπίτι του. Όχι σ’αυτό στην Άντχορκ, τουλάχιστον· είμαι σίγουρος.»

«Έχει κι άλλα σπίτια. Αλλού.»

«Ναι, το έχω ακούσει. Πού νομίζεις ότι μπορεί να έχει πάει;»

«Στη… στη Θακέρκοβ, ίσως. Εκεί είναι πιο κοντά και στις δουλειές του. Μπορεί νάχει… νάχει κάτι να κάνει… να…»

Ο Άφευκτος γελά. «Ναι, σίγουρα… Νόμιζα ότι δεν γούσταρε τη Θακέρκοβ. Τη θεωρούσε δεύτερης κατηγορίας πόλη σε σύγκριση με το Κόσμημα της Σεργήλης.»

«Δεν ξέρω.»

«Άνοιξε τα μάτια σου.»

«Όχι.»

«Άνοιξέ τα αν θες να σ’αφήσω να βγεις από δω ζωντανή.»

Η Νικίτα ανοίγει τα μάτια της.

Ο Άφευκτος στέλνει το όχημά του πέρα από τον κρημνό, να πηδήσει.

Η Νικίτα ουρλιάζει.

Το όχημα προσγειώνεται ομαλά. Είναι ισχυρό κατασκεύασμα, και η πτώση δεν είναι μεγάλη.

Ο Άφευκτος, λίγο παρακάτω, σταματά. «Βγες,» της λέει.

Η Νικίτα τρέμει. Δεν μπορεί να κουνηθεί. «Ναι,» καταφέρνει να ψελλίσει.

«Κι άμα οι φίλοι σου της Δυναστείας σε ρωτήσουν–»

«Δε θα τους πω τίποτα! Τίποτα! Σ’τ’ορκίζομαι.»

«–πες τους τα πάντα όπως έγιναν. Το σκυλί ξέρει ότι το κυνηγάω, προφανώς. Βγες απ’το όχημά μου τώρα.»

Η Νικίτα ανοίγει την πόρτα και πετάγεται έξω. Τα γόνατά της δεν την κρατάνε· σωριάζεται στο χορτάρι.

«Κάτι ξέχασες!» Ο Άφευκτος πιάνει την τσάντα της από πίσω και τη ρίχνει κοντά της.

Μετά κλείνει την πόρτα, βάζει τους τροχούς σε κίνηση, και το όχημά του εξαφανίζεται.

ΝΟΤΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗΣ

Δεν έμεινα όλη την ώρα στην τραπεζαρία του πανδοχείου, χαμένος σε αδιέξοδες σκέψεις. Μετά από λίγο έκλεισα κι εγώ ένα δωμάτιο, ανέβηκα, και ξάπλωσα για να κοιμηθώ. Έτσι, τώρα που συναντιόμαστε πάλι στην τραπεζαρία και ξεκινάμε, είμαι ξεκούραστος όπως ο Ύαν και ο Κριτόλαος. Άλλωστε, εγώ δεν ήμουν εξαρχής τόσο κουρασμένος όσο αυτοί, αφού απλά καθόμουν ενώ εκείνοι δούλευαν, ο ένας πιλοτάροντας το αεροπλάνο κι ο άλλος ρυθμίζοντας την ενεργειακή ροή του.

Πηγαίνουμε στο γκαράζ και πλησιάζουμε το όχημά μας. Ξεκλειδώνουμε τις πόρτες και ο Κριτόλαος το αγγίζει, κλείνει για λίγο τα μάτια, και μετά λέει ότι ξεκλείδωσε και τη μηχανή διαλύοντας τη μαγγανεία που είχε υφάνει επάνω της πριν. Μετά, κάθεται στην πίσω θέση, την οποία αποκαλεί ενεργειακό κέντρο του οχήματος, και κάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως. Εγώ κάθομαι στο τιμόνι, και ο Ύαν δίπλα μου. Ξεκινάμε μέσα στο φως του απογεύματος.

Τρέχω με εκατό χιλιόμετρα την ώρα επάνω στη μεγάλη, λιθόστρωτη δημοσιά που περνά δίπλα από τις ράγες του τρένου, κατευθυνόμενος ανατολικά, προς Αγκένροβ. Θα μπορούσα να τρέξω ακόμα πιο γρήγορα – είμαι αρκετά έμπειρος οδηγός και το όχημά μας αντέχει – αλλά δεν υπάρχει λόγος. Θα ήταν ανόητα ριψοκίνδυνο.

Μετά από μιάμιση ώρα περίπου φτάνουμε στην Αγκένροβ και κόβω ταχύτητα καθώς μπαίνουμε στους δρόμους της που ανοίγονται ανάμεσα στα ψηλά οικοδομήματα. Την ξέρω καλά αυτή την πόλη, όπως και τις περισσότερες μεγαλουπόλεις της Σεργήλης, αφού, ως ραλίστας, πολλές φορές έχω συμμετάσχει σε αγώνες δρόμου που γίνονταν κοντά τους. Αλλά την Αγκένροβ έχω έναν παραπάνω λόγο να τη γνωρίζω καλά. Εδώ μένει η Καλλιόπη που, μέχρι στιγμής, ήταν συνοδηγός μου, και όχι μόνο συνοδηγός. Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να σταματήσω και να πάω να την ξαναδώ. Όμως δεν γίνεται. Δεν χρειάζεται να τη μπλέξω με τη Σιδηρά Δυναστεία. Προτού εξαφανιστώ της είχα γράψει ένα μήνυμα όπου της έλεγα να μην προσπαθήσει να με αναζητήσει. Και καλύτερα το πράγμα να μείνει εκεί…

Διασχίζω την Αγκένροβ και βγαίνω νότια της, επάνω στη δημοσιά. Το φως της ημέρας λιγοστεύει· ο ήλιος γέρνει προς τη δύση. Δεν τρέχω τόσο γρήγορα όσο πριν, αλλά προσπερνώ μερικά οχήματα καθοδόν, και σε λιγότερο από μια ώρα φτάνουμε στον προορισμό μας.

«Εδώ δεν είναι;» ρωτάω, καθώς αντικρίζω έναν μέρος που δεν μπορεί παρά να είναι σταθμός ενέργειας, μηχανουργείο, και εστιατόριο. Τα ξεχωρίζω εύκολα, ένα-ένα, μέσα στο σούρουπο: μια μεγάλη αποθήκη, ένας χώρος με εργαλεία και μηχανισμούς, και ένας χώρος που από τα παράθυρα τραπεζάκια φαίνονται. Μια πινακίδα είναι αναμμένη κοντά σ’αυτό το πολλαπλό κατάστημα του δρόμου, η οποία γράφει, με μεγάλα, πλαισιωμένα γράμματα:

Παραδίπλα, έξω από τη δημοσιά, είναι καρφωμένη στο χώμα μια ξύλινη ράβδος με έναν θύσανο από κίτρινες κλωστές στην κορυφή και ένα μεγάλο μεταλλικό στεφάνι περασμένο επάνω στο στέλεχός της έτσι ώστε να στέκεται όρθιο, εν μέρει στηριζόμενο στο έδαφος εν μέρει στην ξύλινη ράβδο. Ενθύμημα θανάτου. Ορισμένες φορές τα στήνουν εκεί όπου έχουν σκοτωθεί άνθρωποι στον δρόμο, συνήθως από οχήματα.

Το συγκεκριμένο ενθύμημα δεν έχω αμφιβολία για ποια είναι στημένο.

«Ναι,» λέει ο Κριτόλαος από πίσω μας, «εδώ είναι.»

Βγάζω το όχημά μας στο πλάι της δημοσιάς, στον χώρο στάθμευσης, και σταματάω. Ο Κριτόλαος παύει να χρησιμοποιεί τη μαγεία του και, ανοίγοντας τις πόρτες, βγαίνουμε. Κάνει κρύο και κουμπώνω το πανωφόρι μου – ένα από τα διάφορα πράγματα που μας έδωσε ο Ξενοκράτης μέσα στους σάκους και στις βαλίτσες.

«Τι θα ρωτήσουμε, αλήθεια;» λέω. «Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, κανένας δεν ξέρει τίποτα ιδιαίτερο.»

«Άλλο τι γράφουν τα χαρτιά, άλλο τι γίνεται στην πραγματικότητα,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος. «Υπάρχει πάντα από μικρή έως τεράστια διαφορά.»

Ένας νεαρός έρχεται προς το μέρος μας – γαλανόδερμος, μαυρομάλλης. «Καλησπέρα,» χαιρετά. «Θέλετε καμια βοήθεια;» Πρέπει νάναι εδώ για να προσέχει τον χώρο στάθμευσης, και για να εξυπηρετεί.

«Ναι,» του λέει ο Κριτόλαος. «Θέλουμε να σε ρωτήσουμε κάτι.» Και του κάνει νόημα να πλησιάσει.

Ο νεαρός έρχεται κοντά μας, και ο Κριτόλαος τού δίνει ένα κέρμα του ενός ήλιου – καθόλου ευτελές ποσό, αναμφίβολα, για τον νεαρό.

«Ήσουν εδώ όταν η κυρία Αστάβνη σκοτώθηκε;»

«Μάλιστα, κύριε. Ήταν τρομερό. Και λένε πως τη σκότωσε δαίμονας της ίδιας της Λόρκης, η Μεγάλη Αρτάλη να μας φυλά.»

«Τον είδες εσύ;»

«Τον είδα να περνά, κύριε, και να τη χτυπά. Ήταν εκεί» – ο νεαρός δείχνει μπροστά στο μηχανουργείο – «γονατισμένη δίπλα στη ρόδα ενός οχήματος, για να την ελέγξει, κι αυτός πέρασε και τη σκότωσε. Ήταν τρομερό…» Κουνά το κεφάλι, μοιάζοντας αληθινά θλιμμένος. Πρέπει να την ήξερε χρόνια, υποθέτω.

«Και προς τα πού πήγε;» ρωτά ο Κριτόλαος.

«Προς τα εκεί, κύριε.» Ο νεαρός δείχνει προς τα βόρεια, προς την Αγκένροβ.

«Πάνω στη δημοσιά;»

«Μάλιστα. Ο κύριος Αλλάνδρης καβάλησε αμέσως ένα δίκυκλο και τον κυνήγησε, πυροβολώντας με την καραμπίνα του, μισοτρελαμένος που η κυρία σκοτώθηκε, αλλά δεν τον πρόλαβε. Ο φονιάς εξαφανίστηκε, κύριε! Δεν σας λέω ψέμα, τ’ορκίζομαι στ’όνομα της Αρτάλης! Εξαφανίστηκε. Τον είδα ο ίδιος. Κοίταζα τον κύριο Αλλάνδρη να κυνηγά εκείνο το δαιμονικό όχημα, και το όχημα εξαφανίστηκε. Δηλαδή, τη μια το έβλεπες και μετά δεν ήταν καθόλου εκεί! Τ’ορκίζομαι πως είν’ αλήθεια.»

Ο Κριτόλαος βγάζει τη φωτογραφία του ηχομορφικού οχήματος από την κάπα του. «Αυτό ήταν το όχημα;»

Ο νεαρός κοιτάζει τη φωτογραφία στο φως της μεγάλης ενεργειακής λάμπας που κρέμεται πάνω από τον χώρο στάθμευσης. «Ναι… Ναι, νομίζω πως αυτό ήταν, κύριε.» Και μας κοιτάζει και τους τρεις με ερευνητικό βλέμμα. «Τον ψάχνετε;»

Ο Κριτόλαος νεύει. «Ναι.»

«Είστε… κυνηγοί δαιμόνων;»

«Μπορείς να μας λες και κυνηγούς δαιμόνων, άμα θέλεις,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος, «αν και ο φονιάς που κυνηγάμε δεν είναι δαίμονας.»

«Τον είδα, κύριε, πραγματικά να εξαφανίζεται!»

«Σε πιστεύω, φίλε μου. Είδες, όμως, μήπως κι από πού ήρθε; Ήταν μήπως εδώ το όχημά του, στον χώρο στάθμευσης;»

Ένας παγερός αέρας έχει αρχίσει να φυσά γύρω μας· το εστιατόριο του σταθμού μοιάζει να με προσκαλεί πολύ δελεαστικά. Ο νεαρός είναι συνοφρυωμένος για λίγο, σαν να σκέφτεται. Μετά λέει: «Κύριε, είναι κάτι που… Δεν είμαι σίγουρος, αλλά…» Κομπιάζει.

«Δε μ’ενδιαφέρει αν είσαι σίγουρος,» τον καθησυχάζει ο Κριτόλαος. «Πες μου. Τα πάντα είναι σημαντικά.»

«Νομίζω, κύριε, πως αυτό το όχημα – ετούτο εδώ» – δείχνει τη φωτογραφία που ο Κριτόλαος ακόμα κρατά ανάμεσά τους – «ήταν στον χώρο στάθμευσης. Εκεί πέρα.» Δείχνει τώρα μια κενή θέση, λίγο πιο δίπλα απ’το δικό μας όχημα. «Δεν το θυμάμαι, όμως, να μπαίνει. Είναι σαν… σαν να εμφανίστηκε εκεί. Και μετά… ούτε μετά το θυμάμαι να βγαίνει. Ο φονιάς ήρθε από κει.» Ο νεαρός δείχνει νότια, στη δημοσιά. «Ήρθε ξαφνικά.»

Το ηχομορφικό όχημα μπορεί, λοιπόν, να παραστήσει το όχημα-φάντασμα… σκέφτομαι. Είναι προφανές τι έγινε: Ο Άφευκτος μπήκε στον χώρο στάθμευσης ως ήχος, ενώ ο νεαρός δεν κοίταζε. Μετά καθόταν και παρακολουθούσε. Και μόλις είδε την Ελίζα Αστάβνη να βρίσκεται σε καλό σημείο για να τη χτυπήσει, μετέτρεψε πάλι το όχημά του σε ήχο, έφυγε από τον χώρο στάθμευσης, και ήρθε από τα νότια, σκοτώνοντάς την.

«Μάλιστα,» λέει ο Κριτόλαος. Και βγάζει τώρα μια φωτογραφία του Άφευκτου. «Αυτόν τον έχεις ξαναδεί;»

Ο νεαρός συνοφρυώνεται. «Δε νομίζω, κύριε.»

«Σ’ευχαριστούμε,» του λέει ο Κριτόλαος.

«Δεν έκανα τίποτα, κύριε. Θέλετε να φωνάξω τον κύριο Αλλάνδρη, να μιλήσετε μαζί του; Αν και πρέπει να σας προειδοποιήσω, κύριε, ότι βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατ–»

«Όχι, δεν χρειάζεται,» τον διακόπτει ο Κριτόλαος, και βαδίζει προς την έξοδο του χώρου στάθμευσης. Εγώ και ο Ύαν τον ακολουθούμε.

Μπαίνουμε στο εστιατόριο, όπου οι πελάτες δεν είναι πολλοί. Καθόμαστε σ’ένα τραπέζι και σύντομα η σερβιτόρα έρχεται κοντά μας ρωτώντας τι θα πάρουμε.

Ο Κριτόλαος τής δίνει έναν ήλιο και, βγάζοντας πάλι τη φωτογραφία του Άφευκτου, τη ρωτά: «Τον έχεις ξαναδεί αυτόν;»

Η κοπέλα τον κοιτάζει συνοφρυωμένη. «Δεν ξέρω… Πολύς κόσμος περνά από εδώ.»

«Μέσα στις τελευταίες δεκαπέντε, είκοσι ημέρες;»

Η κοπέλα κουνά το κεφάλι. «Δεν ξέρω…»

«Την ημέρα που η κυρία Ελίζα Αστάβνη σκοτώθηκε;»

Η όψη της κοπέλας γίνεται ξαφνικά ανήσυχη. «…Γιατί;» ρωτά.

«Τον είδες εδώ εκείνη την ημέρα;» επιμένει ο Κριτόλαος.

Η κοπέλα δείχνει σκεπτική τώρα, μάλλον προσπαθώντας να θυμηθεί. «Δεν ξέρω,» λέει τελικά, γι’ακόμα μια φορά.

«Εντάξει.» Ο Κριτόλαος κρύβει τη φωτογραφία μέσα στην κάπα του, και παραγγέλνουμε καφέδες.

«Δε μου φαίνεται ότι από εδώ μπορούμε να μάθουμε τίποτα πραγματικά χρήσιμο,» λέω.

Ο Κριτόλαος δεν μιλά· μοιάζει προβληματισμένος.

«Μετά από τόσες μέρες,» λέει ο Ύαν, «ο Άφευκτος μπορεί τώρα νάναι οπουδήποτε στη Σεργήλη. Ποιος μπορεί να είναι το επόμενό του θύμα, έχουμε καμια υποψία;»

«Δεν ξέρω κάτι περισσότερο από εσάς,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος, «αλλά έχουμε όλο το δίκτυο της Σιδηράς Δυναστείας στη διάθεσή μας. Ή, τουλάχιστον, το μέρος του δικτύου που γνωρίζουμε.»

«Σας το είπα ότι έπρεπε να είχαμε σταματήσει στη Μέλβερηθ,» τους λέω. «Ο Σερφάντης ίσως να μπορούσε να μας καθοδηγήσει.»

«Με τι τρόπο; Γνωρίζει ποιο θα είναι το επόμενο θύμα του Άφευκτου;» λέει ο Κριτόλαος. «Γιατί, αλλιώς, απλά χάνουμε χρόνο.»

Η σερβιτόρα επιστρέφει μαζί με τους καφέδες μας και μετά φεύγει ξανά.

«Πού προτείνεις να πάμε, λοιπόν, ύστερα από εδώ;» ρωτάω.

Ο Κριτόλαος πίνει μια γουλιά καφέ. «Στην Αγκένροβ, όπου μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με ανθρώπους μας. Ούτως ή άλλως αυτός ο σταθμός δεν είναι για διανυκτέρευση.»

«Δε σχεδιάζαμε να ψάξουμε σ’όλη τη γύρω περιοχή, μήπως ο Άφευκτος είναι, παρ’ ελπίδα, ακόμα εδώ, ή μήπως βρούμε κανένα ίχνος του;»

«Ναι, αλλά όχι τώρα. Το πρωί.»

*

Δεν καθόμαστε να τελειώσουμε τους καφέδες μας. Παίρνουμε πάλι το όχημά μας και οδηγώ προς την Αγκένροβ καθώς νυχτώνει. Κλείνουμε δωμάτια σ’ένα ξενοδοχείο και κοιμόμαστε. Το πρωί, πηγαίνουμε να συναντήσουμε κάποιους ανθρώπους της Σιδηράς Δυναστείας τους οποίους ξέρουν ο Ύαν και ο Κριτόλαος. Η αλήθεια είναι πως εγώ στην Αγκένροβ δεν ξέρω κανέναν της Σιδηράς Δυναστείας· τα τρία χρόνια που είμαι μέσα σ’αυτή την υπέροχη οικογένεια δεν έχω έρθει από τούτα τα μέρη.

Μιλάμε μ’έναν τύπο σ’ένα κεντρικό μηχανουργείο της πόλης ο οποίος είναι παλιός μηχανικός και τον είχα ακούσει κι εγώ. Ονομάζεται Χανς. Δεν τον είχα ποτέ επισκεφτεί για να επισκευάσει όχημά μου, αλλά ούτε ποτέ φανταζόμουν ότι μπορεί να ανήκε σε κάποια οργάνωση του υπόκοσμου. Μου έμοιαζε απλός άνθρωπος. Αλλά, όπως πάντα στη Σιδηρά Δυναστεία, τα φαινόμενα απατούν.

Συναντάμε έναν οδηγό μεγάλου επιβατηγού οχήματος ο οποίος κάνει διαδρομές, από την Αγκένροβ, προς τα βόρεια και προς τα νότια. Βλέπει πολύ κόσμο, προφανώς. Κι αυτός με απλό άνθρωπο μοιάζει, αν και το βλέμμα του είναι, νομίζω, λιγάκι πιο ύποπτο από του Χανς.

Συναντάμε, επίσης, μια ζητιάνα στη Λεωφόρο Νομοθέτη, μια σερβιτόρα σε μια καφετέρια της Οδού Ευπρόσιτου, και ο Ύαν λέει μήπως θα έπρεπε να πάμε να μιλήσουμε και σε κάποιον κύριο Τάρνελκωφ.

Μέχρι στιγμής, δεν έχουμε μάθει τίποτα το ενδιαφέρον. Κανένας δεν έχει δει ούτε το ηχομορφικό όχημα ούτε τον ίδιο τον Άφευκτο, αν και όλοι έχουν ακούσει για τον φόνο της Ελίζας Αστάβνης και μας διαβεβαιώνουν ότι έχουν τα μάτια τους ανοιχτά για τον δολοφόνο.

Με έχουν ειδοποιήσει ότι κάποιοι τον αναζητούν τώρα, λέει ο Χανς. Εσείς είστε, λοιπόν… Ελπίζω να τον βρείτε γρήγορα προτού μας ξεπαστρέψει έναν-έναν. Εμένα με ξέρει. Προσωπικά. Πολλές φορές ήταν εδώ, στο μηχανουργείο μου. Και τώρα τρέμω κάθε φορά που πάω να περάσω δρόμο, γιατί ξέρω πόσο επικίνδυνος είναι. Άμα σε βάλει στο μάτι δεν τη γλιτώνεις. Δεν τον λένε τυχαία Άφευκτο.

Ο οδηγός του μεγάλου επιβατηγού μάς λέει, όχι και τόσο ενθαρρυντικά: Την τύχη της Λόρκης πρέπει νάχετε για να τον βρείτε. Δε νομίζω ότι θάναι εύκολο.

Η ζητιάνα και η σερβιτόρα δεν είναι καν τόσο ομιλητικές. Μοιάζουν σχεδόν να φοβούνται να μιλήσουν πολύ γι’αυτόν, σαν να είναι δυνατόν κανείς να τον επικαλεστεί επειδή τον μελετά.

«Τι να ξέρει ο Τάρνελκωφ;» ρωτά ο Κριτόλαος τον Ύαν, καθώς είμαστε κι οι τρεις καθισμένοι σ’ένα από τα τραπεζάκια της καφετέριας, λίγο αφότου έχουμε ανταλλάξει μερικές κουβέντες με τη σερβιτόρα, η οποία είναι ψηλή, γαλανόδερμη, ξανθιά, και έχει καταπληκτικές γάμπες, πράγμα που μάλλον καταλαβαίνει πολύ καλά, γι’αυτό κιόλας είναι ντυμένη με κοντή φούστα και σφιχτές, διαφανείς, γυαλιστερές κάλτσες.

Ο Ύαν μορφάζει. «Κάτι…» λέει. «Οτιδήποτε. Έτσι κι αλλιώς, κι αυτοί οι άλλοι τι ήξεραν; Τίποτα.»

Ο Κριτόλαος κουνά το κεφάλι. «Όχι,» αποκρίνεται. «Άσ’ τον αυτόν. Δεν υπάρχει λόγος.»

«Ποιος είναι ο Τάρνελκωφ;» ρωτάω, περίεργος.

«Ένας έμπορος μικρών όπλων,» μου λέει ο Κριτόλαος. «Τα διακινεί, κυρίως, στον υπόκοσμο της Αγκένροβ, για… εξειδικευμένες λεπτοδουλειές.»

«Μάλιστα,» αποκρίνομαι. Δε με παραξενεύει που δεν τον έχω ξανακούσει. Προφανώς, δεν είναι από αυτούς που βλέπεις τα προϊόντα τους στις διαφημίσεις. «Πάμε για έρευνα στην περιοχή γύρω από τον σταθμό, λοιπόν;»

«Ναι.»

Παίρνουμε το όχημά μας και φεύγουμε από την Αγκένροβ. Εγώ οδηγώ, φυσικά. Είναι δυο ώρες πριν από το μεσημέρι, και αλωνίζουμε όλα τα μέρη προς τα νότια και γύρω από το Στέκι του Αλλάνδρη. Ο χάρτης μας – αυτός που φαίνεται από την τετράγωνη οθόνη στην κονσόλα του οχήματος – δεν δείχνει τα πάντα που υπάρχουν εδώ πέρα. Δείχνει μονάχα κάποιες κωμοπόλεις· κάτι μικρά χωριά, οικισμοί, και μοναχικά υποστατικά φαίνεται να έχουν περάσει απαρατήρητα. Ρωτάμε διάφορους ανθρώπους για τον Άφευκτο, δείχνοντας κυρίως τη φωτογραφία του οχήματός του. Εγώ, δηλαδή, ρωτάω, γιατί ο Κριτόλαος δεν μπορεί συνέχεια να μπαινοβγαίνει στο ενεργειακό κέντρο του οχήματος, και ο Ύαν δεν είναι τόσο κοινωνικός όσο εγώ (ούτε και τόσο όμορφος – κι ακόμα απορώ τι του βρίσκει η Σαμάνθα· ή τι, τουλάχιστον, φαίνεται να του βρίσκει). Είμαι ο καταλληλότερος για τη δουλειά. Είμαι γνωστός, άλλωστε, μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία ως ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα. Δίνω χρήματα χωρίς φειδώ και δείχνω ανήσυχος, σοβαρός, φιλικός, ανάλογα με την περίπτωση του ανθρώπου στον οποίο μιλάω. Δε συναντάω πολλούς που να μην είναι συνεργάσιμοι.

Μέχρι τη νύχτα κάνουμε αυτή τη δουλειά: περιφερόμαστε στις περιοχές γύρω από το Στέκι του Αλλάνδρη και ψάχνουμε, ελπίζοντας για κάποιο στοιχείο – το παραμικρό – κάτι. Ο Άφευκτος μπορεί να μεταμορφώνεται σε ήχο, μα δεν είναι φάντασμα. Πού πήγε μετά από τον φόνο στον σταθμό ενέργειας;

Προς το απόγευμα, από το στόμα ενός χωρικού μαθαίνω πως ένα όχημα σαν αυτό στη φωτογραφία σταμάτησε κοντά στον οικισμό του, και κάποιος βγήκε από κει και ήρθε ν’αγοράσει τρόφιμα. Δείχνω στον χωρικό τη φωτογραφία του Σίλα, τότε. «Αυτός;» ρωτάω. Ναι, μου απαντά ο χωρικός, αυτός ήταν. Σίγουρα αυτός. Γκρίζο μαλλί, λευκό-ροζ δέρμα. Τον θυμάται. Έχουν περάσει πάνω από δεκαπέντε μέρες από τότε που βρισκόταν εδώ, αλλά σε τούτο τον οικισμό δεν συμβαίνουν και πολλά μέσα σε πάνω από δεκαπέντε μέρες. Είναι σχετικά απομονωμένο μέρος. Όμως όχι τελείως αποκομμένο: έχουν, σ’έναν λόφο, μια μεγάλη κεραία που λαμβάνει τηλεπικοινωνιακά σήματα, ώστε να ενημερώνονται. Επίσης, έχουν έναν δικό τους σταθμό ενέργειας στο κέντρο του οικισμού, από τον οποίο τροφοδοτούνται όλα τα σπίτια, που δεν πρέπει νάναι πάνω από δεκαπέντε, νομίζω.

«Μετά από δω, πού πήγε;» ρωτάω τον χωρικό. «Ξέρεις;» Και του δίνω ένα χαρτονόμισμα των δεκαπέντε ήλιων – πολύ μεγάλο ποσό, εννοείται, για μια τόσο απλή πληροφορία. Ο χωρικός, φανερά ευχαριστημένος μαζί μου, χαμογελά και λέει πως θα πάει τώρα να ρωτήσει, γιατί ο ίδιος ή δεν είδε τότε προς τα πού πήγε ο άγνωστος ή δεν το θυμάται. Τον περιμένω να επιστρέψει από το εσωτερικό του οικισμού, κι όταν επιστρέφει έχει μαζί του άλλους δύο, έναν άντρα και μια γυναίκα, οι οποίοι μου λένε πως ο Άφευκτος πήγε προς τα εκεί – δείχνοντας βόρεια.

Τους ευχαριστώ και (δεν έχω βγει από το όχημά μας καθώς τους μιλάω) στρίβω προς τα βόρεια, οδηγώντας.

«Προς την Αγκένροβ, λοιπόν, πήγε ο Άφευκτος, αλλά όχι από τη δημοσιά μάλλον,» λέω στον Ύαν.

«Τρομερή είδηση…» σχολιάζει ο μαυρόδερμος δαιμονομάτης που μοιάζει να βαριέται.

Δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω με το ύφος του και τον τόνο της φωνής του. «Δεν έχουμε αρχίσει ακόμα να σκοτώνουμε αρκετούς ανθρώπους για τα γούστα σου;» Θυμάμαι πολύ καθαρά τι είχε κάνει στη Θακέρκοβ, στην περιοχή των Ακανόνιστων, και αναριγώ.

«Το βρήκες, ραλίστα.»

«Δεν είναι τελείως άχρηστη η πληροφορία,» του λέω. «Θα μπορούσε να είχε πάει νότια, ξέρεις – προς Χαρπόβη, προς τα ερείπια της Αλαργινής, ή προς άλλες πόλεις σ’εκείνη τη μεριά.»

Καθώς οδηγώ, και σουρουπώνει, σταματώ πάλι για να ρωτήσω ανθρώπους όσο έχω ακόμα χρόνο, όσο δεν έχουν ακόμα κλειστεί όλοι στα σπίτια τους για τη νύχτα. Δείχνοντας τη φωτογραφία του ηχομορφικού οχήματος, καταφέρνω τελικά να μάθω ότι ο Άφευκτος συνέχισε να πηγαίνει βόρεια. Ευτυχώς, σ’ετούτα τα μέρη, μακριά από τη δημοσιά, δεν έχει πολλή κίνηση, έτσι οτιδήποτε συμβεί – ειδικά το πέρασμα ενός τόσο ασυνήθιστου οχήματος – τραβά την προσοχή, και το θυμούνται ακόμα κι ύστερα από μέρες.

«Στην Αγκένροβ, επομένως,» λέω στον Ύαν. «Εκεί πήγε.»

«Από κει ήρθαμε,» μου θυμίζει. «Είδες νάχουμε μάθει τίποτα;»

«Φυσικό είναι να πέρασε απαρατήρητος από μια μεγαλούπολη. Θα μπορούσε να το κάνει και χωρίς να έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται σε ήχο.»

«Το θέμα είναι,» λέει ο Κριτόλαος από πίσω μας, που μέχρι στιγμής ήταν σιωπηλός, «πού μπορεί να πήγε μετά από την Αγκένροβ.»

Για καλό και για κακό, συνεχίζουμε να ερευνούμε τα μέρη νότια της μεγάλης πόλης ώσπου να νυχτώσει τελείως, αλλά δεν μαθαίνουμε τίποτα καινούργιο. Συναντούμε μονάχα μια ιέρεια της Λόρκης, κοντά σ’έναν υπαίθριο βωμό, η οποία προθυμοποιείται να κάνει μαντεία για εμάς ώστε να βρούμε εκείνον που ψάχνουμε, όποιος κι αν είναι. Της λέω ότι δεν ενδιαφερόμαστε, και απομακρυνόμαστε.

Τελικά, επιστρέφουμε πάλι στην Αγκένροβ.

ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Το κουδούνισμα του επικοινωνιακού διαύλου του δωματίου μου με ξυπνά. Τον ανοίγω ενώ, συγχρόνως, παρατηρώ πως πρέπει να είναι χαράματα.

«Καλημέρα, Ζορδάμη,» μου λέει ο Κριτόλαος.

«Τι συμβαίνει;» ρωτάω. «Είδες άσχημο όνειρο;»

«Αν είδα, δεν το θυμάμαι. Έλα στο δωμάτιό μου.»

Μετά από λίγο, είμαι έτοιμος και πηγαίνω. Υπάρχει, άραγε, κανένας ιδιαίτερος λόγος για ετούτη την τόσο πρωινή έγερση; Ανακάλυψε ή σκέφτηκε κάτι καινούργιο ο Κριτόλαος; Όπως σύντομα μαθαίνω, τίποτα από τα δύο δεν ισχύει. Μπαίνοντας στο δωμάτιό του, αντικρίζω εκείνον και τον Ύαν, και ο Κριτόλαος μάς ρωτά πώς νομίζουμε ότι πρέπει να συνεχίσουμε την έρευνά μας.

«Εσύ ρωτάς εμάς;» απορώ.

«Γιατί όχι;» μου λέει, καθισμένος στην καρέκλα του δωματίου του με μια κούπα καφέ στα χέρια. «Νομίζεις ότι είμαι παντογνώστης;»

«Δεν έχεις καμία ιδέα, δηλαδή, για το πώς να συνεχίσουμε;» τον ρωτά ο Ύαν.

Ο Κριτόλαος πίνει μια γουλιά καφέ. «Το προφανές μόνο: να πάμε βόρεια. Δεν πιστεύω ο Άφευκτος να έμεινε στην Αγκένροβ. Λογικά, πρέπει να αποφεύγει να μένει για πολύ μέσα σε μεγάλες πόλεις, γιατί ξέρει ότι εκεί μπορεί ευκολότερα να εντοπιστεί από το δίκτυό μας.»

Ο Ύαν κι εγώ αλληλοκοιταζόμαστε, και νομίζω πως σκέφτεται το ίδιο που σκέφτομαι κι εγώ. «Πάμε βόρεια, λοιπόν,» λέω στον Κριτόλαο, και ο μαυρόδερμος δαιμονομάτης φίλος μου δεν διαφωνεί (οπότε, μάλλον, ναι, το ίδιο σκεφτόμασταν, υποθέτω).

«Μέσα από τα βουνά,» λέει ο Κριτόλαος, «προς τη Θακέρκοβ…»

«Δεν υπάρχει τίποτε άλλο προς τα βόρεια. Υπάρχει;»

«Πάμε.» Ο Κριτόλαος αφήνει την κούπα του στο κομοδίνο και σηκώνεται. «Αλλά όχι πετώντας. Στο δρόμο θα ρωτάμε μήπως κανένας είδε το όχημα του Άφευκτου ή τον ίδιο.»

Νεύω. «Ό,τι πεις εσύ, αφεντικό.»

«Νομίζω πως χαίρεσαι, ραλίστα,» παρατηρεί ο Ύαν, «επειδή πάλι θα οδηγείς.»

«Δύο πράγματα παραβλέπεις, Ύαν,» του λέω. «Πρώτον: γι’αυτό δεν είμαι μαζί σας; Δεύτερον: εκείνο που νομίζεις πως διακρίνεις στην όψη του Ζορδάμη με τα Πολλά Πρόσωπα μπορεί να μην είναι καθόλου πραγματικό. Έτσι δεν λένε;»

Ο μαυρόδερμος δαιμονομάτης με αγριοκοιτάζει, αλλά τον αγνοώ, παίρνοντας εσκεμμένα μια τρομοκρατημένη όψη, που τον κάνει να συνοφρυωθεί συλλογισμένα.

Τον έχω τσαντίσει, νομίζω.

*

Φεύγουμε από το ξενοδοχείο και, παίρνοντας το όχημά μας, κατευθυνόμαστε βόρεια, επάνω στη δημοσιά που διασχίζει το βόρειο τμήμα της οροσειράς η οποία είναι γνωστή ως η Ραχοκοκαλιά ή η Ραχοκοκαλιά της Σεργήλης. Η διαδρομή μέχρι τη Θακέρκοβ και μέσα από τα βουνά δεν είναι μικρή – είναι κάπου πεντακόσια χιλιόμετρα – και ο καιρός φαίνεται να σκατεύει με κάθε πεντάλεπτο που περνά από τότε που αποχωρούμε από την Αγκένροβ. Σκουρόχρωμα σύννεφα συγκεντρώνονται στον ουρανό, κρύβοντας τον ήλιο· η μέρα σκοτεινιάζει· και μετά, φωτίζεται ξαφνικά από αστραπές. Βροντές αντηχούν, νερό αρχίζει να πέφτει από ψηλά, χτυπώντας σαν υδάτινες σφαίρες τα τζάμια και τα μέταλλα του οχήματος που οδηγώ. Και η βροχή δεν παύει· συνεχίζεται, αλλάζοντας κάθε τόσο ρυθμό, με κλίμακα από κατακλυσμική ώς ψιλοβρόχι. Δεν ξέρω ποιος θεός υποτίθεται ότι τα ρυθμίζει αυτά τα πράγματα στη Σεργήλη (η Αρτάλη, ίσως; ή, μήπως, η Λόρκη;), παρότι εδώ γεννήθηκα, αλλά όποιος κι αν είναι έχει τρελαθεί τελείως σήμερα.

Δεν είναι ασφαλές να τρέχω γρήγορα, φυσικά. Όμως ούτως ή άλλως δεν θα έτρεχα, αφού σκοπεύουμε να σταματάμε για να ρωτάμε για τον Άφευκτο. Πράγμα το οποίο επίσης εγώ πρέπει να κάνω: ο Κριτόλαος είναι απασχολημένος με τη Μαγγανεία Κινήσεως, και ο Ύαν δεν είναι τόσο κατάλληλος. Καθώς διασχίζουμε τα βουνά, ακολουθώντας τη λιθόστρωτη δημοσιά, πλησιάζω μικρές πόλεις, χωριά, σταθμούς ενέργειας, και πανδοχεία, για να δείξω τη φωτογραφία του οχήματος του Άφευκτου και να δώσω ήλιους χωρίς φειδώ προκειμένου οι γλώσσες να γίνουν πιο ευκίνητες. (Εξάλλου, οι ήλιοι είναι της Δυναστείας, όχι δικοί μου.) Ολόκληρο το πρωινό, όμως, κανέναν δεν ακούω να μου λέει ότι είδε τον φίλο μας. Ακόμα και σ’έναν εξοχικό ναό της Αρτάλης πηγαίνω να ρωτήσω, αλλά τίποτα. Ο Ύαν με καθοδηγεί, επίσης, σ’έναν σύνδεσμο της Σιδηράς Δυναστείας σε τούτα τα μέρη ο οποίος είναι γνωστός του: έναν καμπούρη, σωματώδη άντρα με πράσινο δέρμα και πυκνά μαύρα μαλλιά και μούσια, ο οποίος έχει ένα μαγαζί που πουλά ταξιδιωτικά είδη πλάι στη δημοσιά, κοντά σε μια πόλη. Ούτε αυτός, όμως, έχει δει τον Άφευκτο.

«Κανένα καλό πανδοχείο ξέρεις, τουλάχιστον, για να περάσουμε το μεσημέρι;» τον ρωτάω. Και μου δίνει κατευθύνσεις. Σταματάμε εκεί, επομένως, όταν μεσημεριάζει για να ξεκουραστούμε και ν’ακούσουμε τις φήμες που κυκλοφορούν στην περιοχή. Τίποτα δεν μαθαίνουμε πάλι για τον Άφευκτο.

«Μην εκπλήσσεσαι,» μου λέει ο Κριτόλαος. «Ο Άφευκτος σίγουρα αποφεύγει τις μεγάλες δημοσιές όπως και τις μεγάλες πόλεις. Και στα νότια της Αγκένροβ πήγαινε από μικρότερους δρόμους που περνάνε από την ύπαιθρο.»

«Ναι,» αποκρίνομαι, «αλλά πώς αλλιώς να διέσχισε τη Ραχοκοκαλιά; Έξω από τη δημοσιά τα μονοπάτια είναι πολύ επικίνδυνα – αν υπάρχουν καν μονοπάτια που μπορούν να σε οδηγήσουν ώς τους βόρειους πρόποδες των βουνών.»

«Ίσως να πέρασε από εδώ, όμως δεν νομίζω να σταμάτησε σε κανένα μέρος όπου ίσως να τον έβλεπαν.»

Όταν τελειώνω το φαγητό μου, πηγαίνω να ξεκουραστώ στο δωμάτιο που έχω κλείσει, και ο Κριτόλαος με μιμείται. Ο Ύαν μάς λέει πως θα μείνει στην τραπεζαρία· δεν αισθάνεται και τόσο κουρασμένος. Φυσικό είναι, σκέφτομαι, αφού όλη την ώρα καθόταν και βαριόταν δίπλα μου, καπνίζοντας κανένα τσιγάρο κάπου-κάπου. Όταν κατεβαίνω πάλι στην τραπεζαρία, μετά από τρεις ώρες ύπνο, τον βρίσκω να παίζει χαρτιά με μια κακομούτσουνη, λευκόδερμη αλήτισσα που συνεχώς κάνει το γόνατό της νευρικά πάνω-κάτω και το τασάκι πλάι της είναι γεμάτο γόπες. Ανάμεσα σ’αυτήν και τον Ύαν, εκτός από τραπουλόχαρτα, βρίσκεται κι ένας σωρός από χαρτονομίσματα και κέρματα.

«Βρήκες παρέα, βλέπω,» λέω πλησιάζοντας.

«Τι να κάνω, να περιμένω εσάς;» Ο Ύαν δεν γυρίζει να με κοιτάξει καθώς ατενίζει σκεπτικά τα φύλλα στο χέρι του. Η τύπισσα, όμως, με κοιτάζει από πάνω ώς κάτω μ’ένα λεπτό μειδίαμα στα χείλη: και ξέρω τι σημαίνει όταν μια γυναίκα με βλέπει έτσι. Αλλά δεν είναι πάντα κολακευτικό για εμένα· εξαρτάται από το ποια είναι. Κι αυτή δεν νομίζω ότι είναι ακριβώς ο τύπος μου.

«Τελείωνε,» του λέω.

«Ο άλλος δεν έχει κατεβεί ακόμα.» Ο Ύαν ρίχνει ένα χαρτί στο κέντρο του τραπεζιού. Και λέει στην κακομούτσουνη αλήτισσα: «Σειρά σου.»

«Πιστεύεις ότι θ’αργήσει;» ρωτάω τον Ύαν.

Εκείνος δεν μου απαντά, αλλά όντως ο Κριτόλαος δεν αργεί να κατεβεί. Ούτε πέντε λεπτά δεν έχουν περάσει όταν τον βλέπουμε να έρχεται κοντά μας, έτοιμος για ταξίδι. Ρίχνει ένα μάλλον επικριτικό βλέμμα στον Ύαν.

Ο οποίος λέει στην αλήτισσα: «Πρέπει να φύγω. Μισά-μισά;»

«Μα, νικούσα!» διαμαρτύρεται εκείνη.

«Εξήντα-σαράντα;»

«Εβδομήντα-τριάντα.»

«Τέλος πάντων, εντάξει.»

Καθώς μοιράζουν τα λεφτά αναμεταξύ τους, η τύπισσα μάς ρωτάει: «Μπορείτε να με πετάξετε λίγο παρακάτω; Πηγαίνετε βόρεια, σωστά; Έτσι μου είπε ο φίλος σας.»

«Δυστυχώς, δεν παίρνουμε επιβάτες,» της απαντά ο Κριτόλαος.

Εκείνη τον αγριοκοιτάζει, και στρέφει το βλέμμα της σ’εμένα, ατενίζοντάς με με τρόπο που μάλλον νομίζει ότι θα με δελεάσει.

«Δεν παίρνουμε επιβάτες,» επιβεβαιώνω.

Με αγριοκοιτάζει κι εμένα.

Φεύγουμε από το πανδοχείο και κατευθυνόμαστε βόρεια, επάνω στη δημοσιά που φυσικά εξακολουθεί να διασχίζει τη Ραχοκοκαλιά. Ο καιρός δεν έχει αλλάξει: βρέχει, τη μια περισσότερο, την άλλη λιγότερο. Η δημοσιά έχει γεμίσει νερά και λάσπες. Το όχημά μας δεν έχει πρόβλημα, όμως.

Καθώς οδηγώ ακολουθώ την ίδια τακτική με πριν, σταματώντας σε διάφορα μέρη και ρωτώντας για τον Άφευκτο. Σε κάποια στιγμή, φτάνουμε σ’έναν σταθμό ενέργειας που ο ιδιοκτήτης του μάς λέει ότι τον λήστεψαν πριν από μερικές ημέρες και ο ληστής πρέπει να ήταν, όντως, μέσα σ’αυτό το όχημα που του δείχνω στη φωτογραφία.

«Τι έγινε ακριβώς;» τον ρωτάω, και του δίνω ένα χαρτονόμισμα των πέντε ήλιων. Ο άντρας μού λέει ότι δεν είχε άλλους πελάτες εκείνη την ώρα, και το όχημα μπήκε στον περίβολο του σταθμού σκοτώνοντας τον βοηθό του, πατώντας τον κάτω από τους τροχούς του. Σταμάτησε μπροστά στην πόρτα της αποθήκης κι ένας άντρας βγήκε κρατώντας πιστόλι και προστάζοντας να του δοθούν κάποιες ενεργειακές φιάλες και όλα τα χρήματα που υπήρχαν εδώ. «Αυτός ο άντρας;» ρωτάω δείχνοντας τη φωτογραφία του Σίλα. Ναι, αυτός ήταν, μου απαντά ο ιδιοκτήτης, και λέει πως του έδωσε ό,τι ζητούσε γιατί τον φοβήθηκε. Φαινόταν αδίστακτος. «Έχω ξαναντιμετωπίσει ληστές,» μου λέει, «αλλά αυτός είχα την εντύπωση πως δεν ήταν σαν άλλους.» Του έδωσε όλα τα χρήματα που είχε στο χρηματοκιβώτιο του μαγαζιού, καθώς και πέντε ενεργειακές φιάλες. Ο άντρας τα έβαλε στο όχημά του και έφυγε.

«Προς τα πού;» ρωτάω.

«Βόρεια.»

Τον ευχαριστώ, του δίνω άλλο ένα χαρτονόμισμα των πέντε ήλιων, επιστρέφω στο όχημά μας, και οδηγώ κι εγώ προς τα βόρεια ενώ διηγούμαι στον Ύαν και στον Κριτόλαο τι ανακάλυψα.

«Κοίτα να δεις,» λέει ο Ύαν, «που ο επόμενος στόχος του καριόλη θάναι στη Θακέρκοβ.»

«Μη βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα,» προειδοποιεί ο Κριτόλαος. «Μέχρι στιγμής, οι φόνοι δεν γίνονται ο ένας αμέσως μετά από τον άλλο. Περνάει κάποιος καιρός ανάμεσα.»

«Έχουν ήδη περάσει σχεδόν είκοσι μέρες από τον προηγούμενο.»

«Ναι,» συμφωνώ. «Ο Σίλας μπορεί να ξαναχτυπήσει όπου νάναι. Δεν αφήνει πάντα διαστήματα πάνω από ένα μήνα ανάμεσα στους φόνους. Το αποδεικνύει κι ο φάκελός μας για τα θύματα.»

Ο Κριτόλαος δεν προσπαθεί να μας αλλάξει γνώμη. Ίσως απλά να βαριέται.

Η νύχτα πέφτει, ενώ συνεχίζω να ρωτάω από δω κι από κει, κι ενώ συνεχίζει να βρέχει, αλλά δεν μαθαίνω τίποτα περισσότερο για τον Άφευκτο. Επίσης, δεν φτάνουμε στη Θακέρκοβ. Η πορεία μας, έτσι όπως γίνεται, με μειωμένη ταχύτητα και με ρυθμό σταμάτα-ξεκίνα, δεν είναι γρήγορη – δεν μπορεί κανείς να διασχίσει πεντακόσια χιλιόμετρα μέσα σε μια μέρα, ούτε κατά διάνοια. Επομένως, ψάχνω για πανδοχείο καθώς έχει νυχτώσει.

Ο Κριτόλαος μάς λέει, από πίσω: «Για δείτε στον χάρτη μας αν είναι κάπου εδώ κοντά ‘Ο Βράχος του Κάρτωλακ’.»

«Νομίζω πως τόχω ξανακούσει αυτό το πανδοχείο,» λέω. «Έχει και μια φωλιά για γρύπα από πάνω του, έτσι δεν είναι; Έναν γρύπα που ανήκει στον ιδιοκτήτη.»

«Ναι,» απαντά ο Κριτόλαος. «Και η γυναίκα του ιδιοκτήτη είναι μέλος της Σιδηράς Δυναστείας.»

Ο Ύαν, εν τω μεταξύ, έχει αρχίσει να πατά κουμπιά πλάι στην τετράγωνη οθόνη, αναζητώντας το πανδοχείο στην περιοχή γύρω μας. «Νάτο,» λέει. «Εδώ είναι. Ο Βράχος του Κάρτωλακ.» Το δείχνει επάνω στον χάρτη της οθόνης. «Απέχουμε, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του συστήματος, τριάντα-ένα χιλιόμετρα.»

Και δεν αργούμε να φτάσουμε, φυσικά. Έχοντας τους προβολείς μας αναμμένους, διασχίζω τη βροχή και τη νύχτα και, σύντομα, βλέπω αντίκρυ μου το πανδοχείο. Η πινακίδα του φωτίζεται από ενεργειακά φώτα, προστατευμένα από γυαλί. Η φωλιά του γρύπα δεν φαίνεται μες στο σκοτάδι και τη θολούρα της νεροποντής. Πηγαίνω το όχημά μας στο γκαράζ και το αφήνουμε εκεί, αφού ο Κριτόλαος κάνει τη Μαγγανεία Μηχανικού Κλειδώματος.

«Μου φαίνεται ότι είσαι υπερβολικά προσεχτικός,» του λέω καθώς φεύγουμε από το γκαράζ μπαίνοντας στην τραπεζαρία. «Ποιος μπορεί να κλέψει το όχημά μας, από τη στιγμή που χρειάζεται μάγος να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του προκειμένου να κινηθεί;»

«Νομίζεις πως δεν υπάρχουν μάγοι που συνεργάζονται με ληστές για να κάνουν τέτοιες κλεψιές; Το όχημά μας είναι πανάκριβο.»

«Ναι, αλλά ποιες είναι οι πιθανότητες να πέσουμε σε ληστές με μάγο μαζί τους;»

«Δεν παίζω με τις πιθανότητες, Ζορδάμη. Κι αν ήσουν κι εσύ κάποτε ό,τι ήμουν εγώ, ούτε εσύ θα έπαιζες με τις πιθανότητες.»

Υποθέτω πως ένας πρώην πράκτορας της Παντοκράτειρας ξέρει από τέτοια. Αυτά τα καθάρματα όλη μέρα κυνηγούσαν επαναστάτες (αποστάτες, όπως τους έλεγαν οι Παντοκρατορικοί τότε) επί χρόνια.

Στην τραπεζαρία του Βράχου του Κάρτωλακ έχει αρκετό κόσμο. Καθόμαστε σ’ένα τραπεζάκι, παραγγέλνουμε φαγητό, και, καθώς το περιμένουμε να έρθει, ο Κριτόλαος κάνει διακριτικό νόημα σε μια γυναίκα – από κείνα τα νοήματα που το καταλαβαίνεις πως είναι νόημα μόνο αν ξέρεις για τι να κοιτάξεις. Η γυναίκα, φυσικά, είναι η σύζυγος του ιδιοκτήτη, η οποία δεν αργεί να μας πλησιάσει. Έχει δέρμα κατάλευκο και μαλλιά καστανά και μακριά, και είναι ντυμένη με γκρίζα μάλλινη μπλούζα και μακριά, δερμάτινη, καφετιά φούστα.

«Καλησπέρα, Τζιλ,» τη χαιρετά ο Κριτόλαος.

«Κριτόλαε,» αποκρίνεται εκείνη. Μοιάζει να τον γνωρίζει.

«Οι κύριοι είναι… της οικογένειας.» Δείχνει εμάς με το βλέμμα του.

«Και θέλετε κάτι συγκεκριμένο;»

«Αναζητάμε τον Άφευκτο. Θα ξέρεις, φυσικά, τι συμβαίνει…»

«Φυσικά.» Ρίχνει ένα ερευνητικό βλέμμα σ’εμένα και στον Ύαν. Μετά στρέφει τα μάτια της πάλι στον Κριτόλαο. «Δεν τον έχω δει εδώ γύρω. Άκουσα, όμως, ότι προς τα νότια έγινε μια ληστεία–»

«Σ’έναν σταθμό ενέργειας;»

«Ναι. Το ξέρετε, βλέπω. Ίσως να ήταν ο Άφευκτος.»

«Αυτός ήταν. Το επιβεβαιώσαμε. Και μετά πήγε προς τα βόρεια.»

«Ίσως να κατευθύνεται στη Θακέρκοβ, λοιπόν. Όπου υπάρχουν πολλοί άνθρωποί μας.»

«Γιατί,» της λέει ο Κριτόλαος, «πού δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποί μας;»

Η Τζιλ ανασηκώνει τους ώμους. «Καλή διασκέδαση,» μας εύχεται, κι απομακρύνεται, περνώντας ανάμεσα από τα τραπέζια.

Ο Ύαν χασμουριέται, και τρίβει τα δαιμονικά μάτια του.

Το φαγητό μας έρχεται, μέσα σ’έναν δίσκο, στα χέρια ενός ψηλού σερβιτόρου.

*

Το πρωί, ευτυχώς, η βροχή έχει σταματήσει και, καθώς φεύγουμε από τον Βράχο του Κάρτωλακ, βλέπω τον γρύπα του ιδιοκτήτη να κάνει κύκλους στον καθαρό ουρανό, φτερουγίζοντας και κρώζοντας.

Οδηγώ προς τα βόρεια, επάνω στη δημοσιά (που είναι, φυσικά, ακόμα γεμάτη λάσπες, πέτρες, και νερά), μέσα από τα βουνά, και καθοδόν σταματάω για να ρωτάω για τον Άφευκτο. Μια από τα ίδια, δηλαδή. Σε κάποια στιγμή, ο Ύαν μού λέει: «Εντάξει, τι νόημα έχει πια; Ακόμα κι αν μάθουμε κάτι, νομίζεις ότι θα είναι διαφορετικό από τα άλλα; Ξανά ότι τον είδαν να πηγαίνει βόρεια θα μας πουν. Στη Θακέρκοβ είναι.»

«Μη λες ανοησίες, Ύαν,» ακούγεται η φωνή του Κριτόλαο από πίσω. «Τα πάντα πρέπει να τα ερευνήσουμε. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να έχει συμβεί.»

Ο Ύαν αναστενάζει κουρασμένα, βαριεστημένα. Είναι καλός μισθοφόρος αλλά δεν έχει την υπομονή για να είναι ερευνητής, προφανώς.

Δεν μαθαίνουμε τίποτα στο δρόμο, όπως το περίμενα. Ο Άφευκτος, αν πέρασε από εδώ, πέρασε απαρατήρητος.

Το μεσημέρι μπαίνουμε στη Θακέρκοβ.

«Εδώ δολοφονήθηκε ο Τζακ Μερτένωφ,» θυμίζω στους συντρόφους μου.

«Ναι,» λέει ο Κριτόλαος. «Και η Θακέρκοβ είναι μια πόλη την οποία γνωρίζω πολύ καλά. Αν ο Άφευκτος κρύβεται κάπου εδώ, θα τον ξετρυπώσουμε. Αλλά δεν το νομίζω. Δε νομίζω να μένει μέσα σε μεγαλουπόλεις, όπως σας έχω ήδη πει.»

Πηγαίνουμε σ’ένα ξενοδοχείο που ονομάζεται Περίοικος, βόρεια του ποταμού Κάλμωθ, στην περιοχή της Θακέρκοβ που λένε Γαιοδόμο. Είναι καλή περιοχή, και ο Περίοικος είναι επίσης καλό ξενοδοχείο. Αφήνουμε το όχημά μας στο γκαράζ δίπλα του και κλείνουμε δωμάτια.

Το απόγευμα συγκεντρωνόμαστε στο δωμάτιο του Κριτόλαου και εκείνος, χρησιμοποιώντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, μιλά σε κάποιους ανθρώπους που γνωρίζει μέσα στην πόλη. Νομίζω ότι μερικοί απ’ αυτούς τουλάχιστον πρέπει να είναι οι ίδιοι με τους οποίους επικοινωνούσε η Σαμάνθα όταν ήμασταν εδώ.

Ένας μάς λέει: «Κυνηγάτε τον Άφευκτο κι ακόμα δεν έχετε μάθει το νέο σχετικά μ’ένα μέλος μας στην Άντχορκ;» Η φωνή του αντηχεί από το μεγάφωνο του πομπού καθώς ο Κριτόλαος τον έχει ανοιχτό έτσι ώστε να μπορούμε ν’ακούμε κι οι τρεις.

«Κι άλλος φόνος;» ρωτά ο πρώην πράκτορας της Παντοκράτειρας.

«Δεν έγινε φόνος, αλλά είμαι βέβαιος ότι σύντομα θα γίνει.»

«Πες μου τι ακριβώς συνέβη, Εφόριε.»

Εφόριος; Δε νομίζω ότι τον έχω ξανακούσει.

«Μια γυναίκα, μια λογίστρια στην Άντχορκ, η οποία είναι μέσα στην οικογένειά μας–»

«Ποια; Δεν έχει όνομα;»

«Δεν ξέρω το όνομά της. Δεν μου το είπαν. Αλλά αν ρωτούσες εσύ, που ασχολείσαι τώρα με την υπόθεση, είμαι βέβαιος ότι θα σ’το έλεγαν. Τέλος πάντων. Ο Άφευκτος την απήγαγε για λίγο. Την έβαλε στο όχημά του κι άρχισε να τρέχει έξω από την πόλη, απειλώντας την. Ζητούσε να μάθει πού βρίσκεται ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης. Ξέρεις ποιος είν–;»

«Φυσικά και ξέρω ποιος είναι. Αυτή η γυναίκα, όμως, γιατί να ήξερε;»

«Δεν είμαι σίγουρος, αλλά μάλλον επειδή κρατά τα λογιστικά βιβλία του στην Άντχορκ.»

«Ναι,» λέει ο Κριτόλαος σκεπτικά. «Και τι έγινε, Εφόριε;»

«Απάντησε στον Άφευκτο πως δεν γνωρίζει πού βρίσκεται ο Σιριλάμνης: και είναι αλήθεια μάλλον – όντως δεν γνωρίζει. Του είπε, όμως, ότι ο Σιριλάμνης πρέπει να βρίσκεται στη Θακέρκοβ αυτό τον καιρό.»

«Και ο Άφευκτος την άφησε να ζήσει;»

«Ναι, και μάλιστα την προέτρεψε να μην κρύψει τίποτα. Και της φάνηκε, μου είπαν, ότι είναι αποφασισμένος να βρει και να σκοτώσει τον Σιριλάμνη.»

«Γιατί; Έχουν προσωπικές διαφορές;»

«Δεν είμαι σίγουρος. Δεν ξέρω, Κριτόλαε.»

«Καλώς. Σ’ευχαριστώ,» του λέει ο Κριτόλαος.

«Καλό κυνήγι.»

Ο Κριτόλαος πατά ένα πλήκτρο επάνω στον πομπό και η τηλεπικοινωνία τερματίζεται.

«Επιτέλους,» σχολιάζει ο Ύαν, «ένα στοιχείο!»

«Μην είσαι αφελής,» του λέει ο Κριτόλαος. «Δε μ’αρέσει καθόλου που ο Άφευκτος την άφησε να ζήσει. Διότι σημαίνει πως θέλει να ξέρουμε ότι κυνηγά τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη.»

«Ποιος είναι αυτός ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης;» ρωτάω.

«Δεν τον έχεις ξανακούσει, ε;»

«Δεν έχει τύχει.»

«Έχει ορυχεία ενέργειας, στα βόρεια της Ραχοκοκαλιάς. Αντλεί από το υπέδαφος, εμφιαλώνει, και πουλάει. Είναι πλούσιος.»

«Δύσκολο στόχο διάλεξε ο Άφευκτος,» παρατηρώ.

«Τι νόμιζες, ότι θα σκότωνε μόνο λακέδες;»

«Η Λέα Μαυροειδής δεν ήταν λακές.»

«Και απέτυχε να τη σκοτώσει,» πετάγεται ο Ύαν, που έχει πια διαβάσει τον φάκελο με τα θύματα, τόσες ώρες που καθόταν πλάι μου ενώ εγώ οδηγούσα.

«Μάλλον θα ξαναπροσπαθήσει,» του λέω.

«Τέλος πάντων,» λέει ο Κριτόλαος. «Νομίζω πως καλό θα ήταν να πάμε να μιλήσουμε στον Σιριλάμνη, αν όντως είναι στη Θακέρκοβ. Θέλω να μάθω τι λόγος μπορεί να υπάρχει ώστε ο Άφευκτος να τον αναζητά.»

«Τώρα δεν είπες ότι κάτι δεν σ’αρέσει;» τον ρωτά ο Ύαν. «Ότι δεν ήταν λογικό που άφησε εκείνη τη λογίστρια να ζήσει;»

«Ναι,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος, «αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει κάποια προϊστορία ανάμεσά τους.»

Και κάνει πάλι μερικές κλήσεις με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, προσπαθώντας να πληροφορηθεί πού βρίσκεται ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης. Τελικά, μαθαίνει ότι πράγματι στη Θακέρκοβ βρίσκεται. Δεν του λένε, όμως, πού ακριβώς μένει· του δίνουν έναν τηλεπικοινωνιακό κώδικα για να τον καλέσει ο ίδιος.

«Βλέπετε;» μας λέει ο Κριτόλαος. «Για να κρύβεται έτσι, φοβάται. Για να ήρθε εξαρχής εδώ, στη Θακέρκοβ, βασικά, σημαίνει πως φοβάται.»

«Γιατί;» ρωτάω.

«Γιατί ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης, παρότι έχει ορυχεία εδώ κοντά, πάντα προτιμά να μένει στην Άντχορκ. Είναι από εκείνους τους ζάμπλουτους που δεν χρειάζεται να ασχολούνται οι ίδιοι με τις δουλειές τους· οι δουλειές τους έχουν μετατραπεί σε ζωντανό οργανισμό πια που επιβιώνει από μόνος του.»

Ο Κριτόλαος πληκτρολογεί τον τηλεπικοινωνιακό κώδικα στον πομπό του και καλεί.

Μια γυναικεία φωνή ακούγεται: «Μάλιστα;»

«Καλησπέρα σας. Θα ήθελα να μιλήσω με τον κύριο Κλεόβουλο Σιριλάμνη.»

«Ποιος τον ζητά;»

«Ο Κριτόλαος’μορ, πείτε του. Θα καταλάβει.»

«Μισό λεπτό.»

«Σε ξέρει;» ρωτάω.

Ο Κριτόλαος γνέφει καταφατικά. «Από παλιά.» Από τότε που είχε τη μυστική εποπτεία της Θακέρκοβ, αναμφίβολα. Τα ορυχεία ενέργειας στα βουνά πρέπει να βρίσκονταν επίσης υπό την εποπτεία του.

Μια καινούργια φωνή – αντρική – δεν αργεί να ακουστεί από το μεγάφωνο του τηλεπικοινωνιακού πομπού: «Μάλιστα;»

«Κύριε Σιριλάμνη. Ο Κριτόλαος’μορ Σάλκω είμαι.»

«Πώς είσαι, Κριτόλαε; Τα πηγαίνεις καλά με την οικογένειά μας, έχω μάθει…»

«Αρκετά καλά, οφείλω να ομολογήσω. Επί του παρόντος, αναζητώ τον Άφευκτο για να του δώσω τέλος. Σας έχουν πληροφορήσει;»

«Τώρα το μαθαίνω.» Ακούγεται νευρικός, νομίζω.

«Ο Άφευκτος σάς ψάχνει, κύριε Σιριλάμνη.»

«Το φοβόμουν…»

«Γι’αυτό βρίσκεστε στη Θακέρκοβ;»

«Δεν πρόκειται να κάνω το δόλωμα, Κριτόλαε, αν αυτός είναι ο λόγος που μιλάμε.»

«Δεν είναι αυτός ο λόγος που μιλάμε. Θα μπορούσαμε, όμως, καλύτερα να μιλήσουμε από κοντά. Θέλω να μάθω για τη σχέση σας με τον Άφευκτο.»

Ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης αναστενάζει. «Εντάξει,» λέει. «Πες μου πού μένεις και ένα όχημα θα έρθει να σε παραλάβει σε μισή ώρα. Δώσε μου επίσης τον τηλεπικοινωνιακό κώδικά σου, γιατί βλέπω πως τον κρατάς κρυμμένο από συστήματα ανίχνευσης.»

Ο Κριτόλαος τού λέει πού μένουμε και του δίνει και τον τηλεπικοινωνιακό κώδικά του.

«Ο τύπος φοβάται και τη σκιά του,» παρατηρεί ο Ύαν, όταν η επικοινωνία μας με τον Σιριλάμνη τερματίζεται.

«Έχεις δουλέψει και παλιότερα γι’αυτόν;» τον ρωτάω.

«Δεν έτυχε.»

Μετά από μισή ώρα, ενώ είμαστε έτοιμοι, κάποιος καλεί τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του Κριτόλαου και μας ζητά να κατεβούμε. Κατεβαίνουμε στον δρόμο έξω από τον Περίοικο και βλέπουμε ένα μακρόστενο εξάτροχο όχημα να μας περιμένει. Μια πόρτα που σηκώνεται προς τα πάνω είναι ανοιχτή, και πλάι της στέκεται ένας μισθοφόρος προσκαλώντας μας να μπούμε. Μπαίνουμε και η πόρτα κλείνει πίσω μας. Το εσωτερικό του οχήματος είναι σαν μικρό σαλόνι όπου δεν μπορείς να σταθείς όρθιος. Έχει ένα τραπεζάκι στη μέση και μαλακά δερμάτινα καθίσματα ολόγυρά του. Ένας άντρας είναι άνετα καθισμένος εκεί – γαλανόδερμος, μουσάτος, τελείως καραφλός, και λίγο πιο μεγάλος από τον Κριτόλαο μάλλον: γύρω στα πενήντα-πέντε τον υπολογίζω. Δίπλα του κάθεται μια γυναίκα με δέρμα λευκό-ροζ, καλοχτενισμένα, αστραφτερά ξανθά μαλλιά, και άσπρο φόρεμα με εντυπωσιακό ντεκολτέ. Όταν προσέξεις, όμως, λίγο καλύτερα το φόρεμά της βλέπεις πως, στην πραγματικότητα, δεν είναι φόρεμα ακριβώς: η φούστα χωρίζεται στα δύο· είναι παντελόνι, δίνοντας στο κάθε πόδι ελευθερία. Κι επίσης, αν προσέξεις αυτή τη γυναίκα λίγο καλύτερα γενικά, παρατηρείς ότι σίγουρα δεν είναι κάποια ήρεμη γάτα του καναπέ. Το σώμα της φαίνεται γυμνασμένο· μπορώ να διακρίνω μύες στα χέρια της. Και η όλη της στάση… σαν να είναι διαρκώς έτοιμη για κίνδυνο. Αναμφίβολα, δεν πρόκειται για ακριβοπληρωμένη συνοδό, αλλά μάλλον για ακριβοπληρωμένη μισθοφόρο, σωματοφύλακα, που κρύβει την πραγματική ιδιότητά της.

«Καθίστε,» μας λέει ο Κλεόβουλος· και, καθώς καθόμαστε αντίκρυ του, το όχημα ξεκινά. «Ποιοι είναι οι κύριοι, Κριτόλαε;»

«Από εδώ, ο Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος, πρώην ραλίστας–»

«Όχι πρώην,» τον διακόπτω. «Απλώς δεν ασχολούμαι για την ώρα.»

Ο Κλεόβουλος συνοφρυώνεται ατενίζοντάς με. «Ο Ζορδάμης Λιγνόρρυγχος… Ναι, βέβαια!» Γελά. «Είσαι, όντως, ο Λιγνόρρυγχος! Σ’έχω παρακολουθήσει σε αγώνες. Είσαι καλός. Έχω στοιχηματίσει κιόλας επάνω σου.»

«Ευχαριστώ,» λέω, εσκεμμένα λιγάκι αδιάφορα.

«Και από εδώ,» συνεχίζει ο Κριτόλαος, «είναι ο Ύαν Έπαρχος, μισθοφόρος.»

«Κι εσείς οι τρεις μόνο σκοπεύετε να σταματήσετε τον Άφευκτο;»

«Δεν μας θεωρείτε αρκετούς, κύριε Σιριλάμνη;»

«Δεν ξέρω… Ο Άφευκτος… ήταν κι αυτός κάποτε ραλίστας. Το γνωρίζετε έτσι;»

«Τον ήξερα προσωπικά τον Σίλα Ιερόπυργο,» λέω. «Είχαμε μιλήσει από κοντά, πολλές φορές, προτού… πεθάνει.»

«Δεν ήσουν στην οικογένειά μας τότε, Λιγνόρρυγχε;»

«Ευτυχώς όχι.»

Ο Κλεόβουλος γελά. «Θα μας συνηθίσεις· είμαι σίγουρος.» Καθώς σταματά να γελά, το χαμόγελό του έχει κάτι που δεν μ’αρέσει καθόλου. Κι επιπλέον, θα ορκιζόμουν ότι ο τύπος με γλυκοκοιτάζει. Ίσως νάναι της φαντασίας μου, όμως.

«Κύριε Σιριλάμνη, τι έχει συμβεί ανάμεσα σ’εσάς και στον Άφευκτο; Έχει κάτι εναντίον σας;»

Το χαμόγελο του Κλεόβουλου σβήνει, και παύει να με γλυκοκοιτάζει. «Ναι,» παραδέχεται, «έχει κάτι εναντίον μου…» Καθαρίζει τον λαιμό του. Πιάνει το ποτήρι που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι και πίνει μια γουλιά Κρύο Ουρανό. «Σερβιριστείτε αν θέλετε,» μας λέει. Επάνω στο τραπέζι, εκτός από το ποτήρι του, είναι και τρία μπουκάλια (ένα με Κρύο Ουρανό, ένα με Γλυκό Κρόνο, ένα με οίνο Σεργήλης) καθώς κι άλλα ποτήρια, αναποδογυρισμένα.

«Ευχαριστούμε,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος, αλλά κανένας μας δεν βάζει ποτό.

Ο Κλεόβουλος λέει: «Ζήτησα, πριν από χρόνια, από τον Άφευκτο να μου κάνει μια δουλειά. Να σκοτώσει έναν ζωγράφο στη Νίρβεκ. Αυτός ο ζωγράφος… τύχαινε να είναι αδελφός του.»

«Αδελφός του!» κάνει έκπληκτος ο Κριτόλαος. «Τον βάλατε, κύριε Σιριλάμνη, να σκοτώσει τον αδελφό του;»

«…Ναι.»

«Δεν υπήρχε άλλος δολοφόνος να βάλετε;»

«Αν έψαχνα… αλλά… Ο Άφευκτος ήταν τότε στη Νίρβεκ, είχα μάθει, και…» Χαμογελά. «Γιατί όχι; Θέλω να πω, ο Άφευκτος είναι ο Άφευκτος. Και στην αρχή δεν ήξερα ότι ο Βίκτωρας ήταν αδελφός του.»

«Ο Άφευκτος δεν σας το είπε;»

«Αρχικά, όχι. Απλά αρνήθηκε να κάνει τη δολοφονία. Και τον απείλησα, του θύμισα ποιος είναι και τι χρωστά στη Δυναστεία, τι έχει υποσχεθεί να κάνει χωρίς καμία ερώτηση. Τότε μόνο, ενώ κι οι δύο ήμασταν αρκετά τσαντισμένοι, μου φανέρωσε ότι ο Βίκτωρας ήταν αδελφός του. Ήταν, είπε, όχι ‘είναι’· ο Άφευκτος δεν τον θεωρούσε πια αδελφό του. Ο Άφευκτος πλέον δεν βλέπει τον εαυτό του ως Σίλα Ιερόπυργο· ο Σίλας Ιερόπυργος είναι νεκρ–»

«Τα ξέρω όλα αυτά, κύριε Σιριλάμνη,» τον διακόπτει ο Κριτόλαος, έχοντας μάλλον καταλάβει εκείνο που έχω καταλάβει κι εγώ: ότι ο Κλεόβουλος απλά προσπαθεί τώρα να δικαιολογήσει τη μαλακία που τότε, απερίσκεπτα, έκανε.

«Τέλος πάντων.» Πίνει μια γουλιά Κρύο Ουρανό. «Του είπα πως δεν με νοιάζει αν κάποτε ήταν αδελφός του· έπρεπε τώρα να πάει να τον σκοτώσει. Κι επιπλέον…» Σταματά για λίγο, συλλογισμένος. «Ήμουν θυμωμένος, τότε, Κριτόλαε, και όχι μόνο με τον Άφευκτο.» Αναστενάζει. «Σκέφτηκα ότι ίσως, τελικά, να ήταν καλύτερα αν ο Βίκτωρας πέθαινε από τον ίδιο του τον αδελφό.»

«Γιατί;» ρωτά ο Κριτόλαος. «Τι σας είχε κάνει, κύριε Σιριλάμνη;»

«Είχαμε, εμ… έναν διαπληκτισμό. Δεν έχει σημασία τώρα.»

«Ίσως να έχει,» λέει ο Κριτόλαος, ατενίζοντάς τον επίμονα· και προς στιγμή καταλαβαίνω πώς πρέπει να ενεργούσε όταν είχε την κρυφή εποπτεία της Θακέρκοβ. Ο Κριτόλαος είναι, αναμφίβολα, άνθρωπος που έχει συνηθίσει να κάνει κουμάντο, παρότι τώρα δεν είναι πια στα ανώτερα κλιμάκια.

Ο Κλεόβουλος επηρεάζεται από το ύφος του πρώην πράκτορα της Παντοκράτειρας. «Εντάξει,» λέει αδύναμα, «αλλά ήταν προσωπικό θέμα. Τι σε νοιάζει εσένα, Κριτόλαε;»

«Ερευνώ την υπόθεση, κύριε Σιριλάμνη, για λογαριασμό της Δυναστείας. Δε θα ήταν καλό να μου αποκρύψετε πληροφορίες. Πώς περιμένετε να σταματήσω τον δολοφόνο;»

Ο Κλεόβουλος πίνει κι άλλο Κρύο Ουρανό, τελειώνοντας το ποτήρι. Η γυναίκα πλάι του κοιτάζει, με τις άκριες των ματιών της, μια αυτόν μια εμάς. Ο Σιριλάμνης λέει τελικά, ατενίζοντας αποκλειστικά τον Κριτόλαο: «Ήμουν ερωτευμένος μαζί του.»

«Αλλά αυτός όχι μαζί σας;»

«Σαχλαμάρες!» λέει απότομα ο Κλεόβουλος. «Στην αρχή, άλλα μου έδειχνε! Μετά…» Τα μάτια του στενεύουν οργισμένα. «Τόλμησε να παίξει μαζί μου, Κριτόλαε. Και κανένας δεν παίζει με τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη.»

«Κι αυτός ήταν ο λόγος που βάλατε τον Άφευκτο να τον σκοτώσει;»

«Ναι.» Ο Κλεόβουλος καθαρίζει τον λαιμό του. «Αν κι αυτά δεν έχουν σημασία πλέον.»

«Για τον Άφευκτο, προφανώς, έχουν.»

«Δεν πρόκειται να με βρει, Κριτόλαε. Εσύ» – δείχνει τον Κριτόλαο με το δάχτυλό του – «θα τον βρεις πρώτος!»

«Το εύχομαι. Αλλά, αν ήμουν στη θέση σας, δεν θα βασιζόμουν μόνο σ’εμένα.»

ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης δεν ήθελε να μας πει πού μένει – ή, μάλλον, κρύβεται – μέσα στη Θακέρκοβ. Πρέπει να ανησυχεί ότι η πληροφορία μπορεί, κάπως, να διαρρεύσει στον Άφευκτο ακόμα και από εμάς – πράγμα παράλογο, νομίζω. Αλλά ο Ύαν έχει δίκιο: ο τύπος φοβάται και τον ίσκιο του. Και δικαιολογημένα, μάλλον. Κι εγώ, αν ήμουν στη θέση του Σίλα, θα τον κυνηγούσα. Θα τον είχα σκοτώσει, ίσως, από πιο πριν, από τότε που μου ζήτησε να δολοφονήσω τον αδελφό μου.

Μα όλους τους θεούς, αν όσο βρίσκομαι μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία μού ζητηθεί ποτέ να βλάψω την οικογένειά μου, τότε δεν ξέρω ούτε κι εγώ τι θα κάνω. Πάντως, κατά πάσα πιθανότητα, όχι αυτό που μου λένε. Υπάρχουν και όρια στο τι είμαι πρόθυμος να δεχτώ. Ευτυχώς, όμως, τα μέλη της οικογένειάς μου δεν είναι και τίποτα σημαντικοί άνθρωποι· η Δυναστεία είναι απίθανο, πολύ απίθανο, να θέλει να τα βγάλει από τη μέση. Ο αδελφός μου είναι ζαχαροπλάστης στην Κόρλας, για όνομα της Αρτάλης, και δεν μοιάζουμε καθόλου ως χαρακτήρες. Από την άλλη, βέβαια, κι ο αδελφός του Σίλα, ο Βίκτωρας, ένας απλός ζωγράφος ήταν… Αλλά οι καλλιτέχνες μπλέκουν με περίεργους τύπους του υπόκοσμου πιο εύκολα απ’ό,τι οι ζαχαροπλάστες, σωστά;

Σίγουρα. Δίχως αμφιβολία.

Ο Κριτόλαος, όταν επιστρέφουμε στο δωμάτιό του στον Περίοικο, μας λέει πως τώρα το λογικότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε τον Άφευκτο να παρουσιαστεί στη Θακέρκοβ.

«Αν έρθει, δεν πρόκειται να καταφέρει να βρει τον Σιριλάμνη, βέβαια· το αποκλείω. Αλλά ίσως κάποια από τα μέλη της οικογένειάς μας να τον δουν. Θα ειδοποιήσω τώρα όλα τα μάτια μας στη Θακέρκοβ να τον περιμένουν, και να με καλέσουν αμέσως μόλις τον εντοπίσουν.

»Ωστόσο,» προσθέτει μορφάζοντας, «δε νομίζω καν να έρθει. Δεν είναι ανόητος. Θα το υποπτεύεται ότι τον περιμένουμε, ύστερα από ό,τι έγινε με τη λογίστρια στην Άντχορκ.»

«Γιατί να μη σκοτώσει τη λογίστρια, τότε; Γιατί να την αφήσει να μας ειδοποιήσει;» ρωτάω. «Θέλει να ξέρουμε; Δεν είναι λογικό.»

«Κατά πρώτον,» λέει ο Κριτόλαος, «υποθέτω πως ο Άφευκτος καταλαβαίνει ότι τώρα ο Σιριλάμνης θα προστατεύεται πολύ, πολύ καλά, ούτως ή άλλως. Κατά δεύτερον, αναμφίβολα υποπτεύεται πως τον κυνηγάμε ύστερα από τόσους φόνους που έχει κάνει. Επομένως, δεν είχε και τίποτα σπουδαίο να κρύψει σκοτώνοντας τη λογίστρια–»

«Ανοησίες!» μουγκρίζει ο Ύαν, και παρατηρώ τα μάτια του Κριτόλαου να στενεύουν ελαφρώς από τον τρόπο του. «Εδώ έχει δολοφονήσει ένα σωρό ανθρώπους της Δυναστείας. Γιατί να μη σκοτώσει κι αυτήν; είναι το ερώτημα, όχι Γιατί να τη σκοτώσει;»

«Δεν είχα ολοκληρώσει, Ύαν.»

«Ολοκλήρωσε, τότε. Αλλά πες κάτι λογικό.»

«Ελπίζω να σου φανεί αρκετά λογικό αυτό. Κατά τρίτον, ο Άφευκτος πιθανώς να θέλει να ρίξει στάχτη στα μάτια μας, ώστε να επικεντρωθούμε στη Θακέρκοβ ενώ εκείνος θα χτυπήσει κάπου αλλού.»

«Πού;»

«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα.»

«Αν είναι έτσι,» λέει ο Ύαν, «τότε τι νόημα έχει να κάνουμε αυτό που θέλει – δηλαδή, να μείνουμε εδώ παρατηρώντας μήπως παρουσιαστεί;»

«Κανένα νόημα δεν έχει,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος. «Εκτός αν κάνω λάθος στην υπόθεσή μου – που δεν το νομίζω – είναι τελείως ηλίθιο, βασικά.»

«Θα μας τρελάνεις; Τότε, γιατί να μείνουμε εδώ;»

«Γιατί δεν έχουμε πού αλλού να πάμε, Ύαν. Δεν έχουμε κανένα άλλο στοιχείο.»

«Επομένως, περιμένουμε τον επόμενο φόνο; Αυτό μάς λες;»

«Κοντολογίς, ναι.»

«Το σχέδιό σου είναι άθλιο,» παρατηρεί ο Ύαν.

«Αν έχεις κανένα καλύτερο, μη μας το κρύβεις.»

*

Μένουμε στη Θακέρκοβ για μερικές ημέρες, ενώ ο Κριτόλαος έχει ειδοποιήσει τα μάτια της Δυναστείας να προσέχουν για την εμφάνιση του ηχομορφικού οχήματος. Τους έχει στείλει τη φωτογραφία μέσω τηλεπικοινωνιακών συστημάτων.

Εν τω μεταξύ, περιφερόμαστε στην πόλη προσπαθώντας να συλλέξουμε ό,τι πιθανώς χρήσιμη φήμη κυκλοφορεί. Για παράδειγμα, κάποιο παράξενο όχημα-φάντασμα· ή κάποιο όχημα που είναι, στην πραγματικότητα, της Λόρκης· ή κάποιος τρελός οδηγός που σκοτώνει μέσα από αγωνιστικό τετράκυκλο, ή που ληστεύει. Ο Ύαν αναλαμβάνει, κυρίως, τις συνοικίες νότια του ποταμού Κάλμωθ, ενώ εγώ και ο Κριτόλαος βαδίζουμε στις συνοικίες βόρεια του ποταμού. Πηγαίνουμε σε μπαρ και σε εστιατόρια, σε πλατείες, σε βιβλιοθήκες, σε κέντρα διασκέδασης. Ακούμε τι λέγεται στις αγορές, στους πεζόδρομους, και κοντά στις αποβάθρες και τις γέφυρες. Όμως μονάχα για τον φόνο του Τζακ Μερτένωφ μαθαίνουμε. Συνέβη πριν από τέσσερις μήνες, αλλά οι κάτοικοι της Θακέρκοβ ακόμα τον θυμούνται καλά, και διάφορες υποθέσεις κυκλοφορούν για το ποιος ήταν ο δολοφόνος – καμία από αυτές σωστή.

Αναρωτιέμαι αν ο Κύριλλος Νυχταστέρης γνωρίζει τίποτα για τον Άφευκτο, αλλά ο Κριτόλαος μού λέει πως δεν χρειάζεται να μιλήσουμε στον Νυχταστέρη χωρίς καλό λόγο. «Τον γνώρισες αναζητώντας την Πριγκίπισσα της Οργής;» με ρωτά.

«Ναι,» του απαντώ.

«Περίεργη υπόθεση, απ’ό,τι έχω ακούσει. Θα μου πεις λεπτομέρειες;»

Δεν φέρνω αντίρρηση.

Οι μέρες κυλάνε και τίποτα δεν γίνεται. Κανένα από τα μάτια της Δυναστείας δεν βλέπει το ηχομορφικό όχημα του Άφευκτου, και η προσωπική μας αναζήτηση για φήμες, από την αρχή κιόλας, έμοιαζε άσκοπη. Προσπαθώ, όμως, να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα για το δίκτυο της Δυναστείας στη Θακέρκοβ· μπορεί κάποτε να μου χρειαστεί. Όταν ήμουν εδώ με τη Σαμάνθα δεν είχα μάθει και πολλά· με τον Κριτόλαο πληροφορούμαι πολύ περισσότερα. Δε μοιάζει τόσο κρυψίνους όσο η Σαμάνθα. Παράξενο για πρώην πράκτορα της Παντοκράτειρας, ίσως. Όχι πως ξέρω και πολλούς τέτοιους, δηλαδή.

Το πρωί της έβδομης ημέρας της διαμονής μας στη Θακέρκοβ, έρχεται μέσα από το δίκτυό μας η πληροφορία ότι ο Άφευκτος έκανε ακόμα μια δολοφονία. Στη Νίρβεκ. Προχτές. Πάτησε, έξω από το σπίτι της, κάποια Αλεξάνδρα Βένκαρκωφ.

«Ποια ήταν αυτή;» ρωτάω τον Κριτόλαο όταν εκείνος κλείνει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του. Είμαστε και οι τρεις συγκεντρωμένοι στο δωμάτιό του ξανά.

«Δεν ξέρω. Αλλά προσέξατε ότι η δολοφονία έγινε στη Νίρβεκ

«Και λοιπόν;» λέει ο Ύαν.

«Στη Νίρβεκ ήταν που ο Σιριλάμνης έβαλε τον Άφευκτο να σκοτώσει τον Βίκτωρα,» μας θυμίζει ο Κριτόλαος.

«Και νομίζεις ότι αυτό είναι κάποιου είδους μήνυμα;» τον ρωτάω.

«Μπορεί,» λέει, και πατά πλήκτρα επάνω στον τηλεπικοινωνιακό πομπό, που είναι ανοιχτός έτσι ώστε να ακούμε κι οι τρεις.

Ο Κριτόλαος είναι καθισμένος στο κρεβάτι, έχοντας τη συσκευή στα χέρια του. Εγώ κάθομαι στη μοναδική καρέκλα του δωματίου, ενώ ο Ύαν στέκεται με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και τους πήχεις σταυρωμένους μπροστά του.

Μια γυναικεία φωνή ακούγεται από τον πομπό: «Μάλιστα;»

«Ο Κριτόλαος’μορ είμαι. Θα μπορούσα να μιλήσω με τον κύριο Σιριλάμνη; Είναι επείγον.»

«Μισό λεπτό.»

Αναρωτιέμαι αν αυτή η γυναίκα είναι η ίδια που καθόταν πλάι στον Κλεόβουλο μέσα στο εξάτροχο όχημά του – η σωματοφύλακας που παρίστανε τη συνοδό. Όταν ήμασταν εκεί, δεν έβγαλε κουβέντα.

«Κριτόλαε;» ακούγεται η φωνή του Σιριλάμνη ύστερα από λίγο. «Έμαθες ότι…;» Κομπιάζει.

«…η Αλεξάνδρα Βένκαρκωφ είναι νεκρή; Ναι. Μόλις το πληροφορήθηκα. Υποθέτω, κι εσείς.»

«Ναι.» Η φωνή του Κλεόβουλου είναι σφιγμένη.

«Τη γνωρίζατε, κύριε Σιριλάμνη;»

«Ναι.» Η φωνή του εξακολουθεί να είναι σφιγμένη. Κι αρχίζω να έχω μια υποψία.

«Είχε καμια σχέση με τον φόνο του Βίκτωρα;» Προφανώς και ο Κριτόλαος την ίδια υποψία έχει.

«Ναι.» Φοβάται να μιλήσει ο Κλεόβουλος;

«Τι σχέση, κύριε Σιριλάμνη;» επιμένει ο Κριτόλαος.

«Εκείνη ήταν που έφερε εμένα και τον Άφευκτο σε επαφή… Εκείνη με πληροφόρησε ότι ο Άφευκτος βρισκόταν στη Νίρβεκ, όταν είπα ότι ήθελα έναν δολοφόνο· και εκείνη κάλεσε τον Άφευκτο για να έρθει να μιλήσουμε. Νομίζω, μάλιστα, πως… πως ήταν ερωμένη του για κάποιο καιρό. Αλλά δεν είμαι σίγουρος.

»Μετά ο Άφευκτος θα έρθει εδώ, Κριτόλαε. Για εμένα. Επίτηδες σκότωσε πρώτα την Αλεξάνδρα–»

«Δεν το νομίζω, κύριε Σιριλάμνη.»

«Τι εννοείς; Με θέλει νεκρό!»

«Ναι, σίγουρα,» συμφωνεί ο Κριτόλαος. «Αλλά θα καταλαβαίνει ότι έχετε κρυφτεί, και ότι είστε καλά προστατευμένος. Επομένως, μάλλον δεν θα έρθει στη Θακέρκοβ.»

«Πού θα πάει;»

«Δεν ξέρω αλλά θα προσπαθήσω να το ανακαλύψω. Έχετε υπόψη σας κάποιον άλλο που μπορεί να θέλει οπωσδήποτε νεκρό; Κάποιον με τον οποίο είχε προηγούμενα και ο οποίος είναι ευκολότερος στόχος από εσάς;»

Ο Κλεόβουλος δεν απαντά αμέσως. «Δε μπορώ τώρα να σκεφτώ κανέναν,» λέει τελικά. Και ρωτά: «Τι θα κάνεις, Κριτόλαε; Πού θα πας; Θα φύγεις από τη Θακέρκοβ;»

«Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κάνω εδώ–»

«Μα, τώρα είναι που θα έρθει για εμένα!»

«Σας είπα: δεν το νομίζω. Αλλά, ακόμα κι αν έρθει, δεν θα μπορέσει να σας βρει εκεί όπου είστε. Επιπλέον, θα έχω ενημερώσει όλους τους πράκτορές μας να τον περιμένουν και να σας ειδοποιήσουν μόλις τον δουν.»

Του Κλεόβουλου μάλλον δεν του άρεσε τούτη η απάντηση. Αλλά δεν μπορούσε και να δώσει διαταγές στον Κριτόλαο· ο Κριτόλαος, ο Ύαν, κι εγώ είμαστε υπεύθυνοι για να σταματήσουμε τον Άφευκτο, και άρα η απόφαση είναι δική μας και μόνο.

«Πού πάμε, λοιπόν;» ρωτά ο Ύαν μόλις η τηλεπικοινωνία με τον Σιριλάμνη τερματίζεται. «Στη Νίρβεκ;»

«Ναι,» λέει ο Κριτόλαος.

«Πότε ξεκινάμε;» ρωτάω.

«Αμέσως,» απαντά ο Κριτόλαος. «Πετώντας.»

*

Παίρνουμε το όχημά μας από το γκαράζ όπου το έχουμε αφήσει και το οδηγώ έξω από τη Θακέρκοβ, προς τα βόρεια. Γύρω στα είκοσι χιλιόμετρα απόσταση από τη μεγαλούπολη, αλλάζουμε θέσεις με τον Ύαν· κάθεται εκείνος στο τιμόνι· και ο Κριτόλαος κάνει το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, μετατρέποντας το όχημά μας σε αεροπλάνο. Υψωνόμαστε κοντά στα σύννεφα και πετάμε βορειοανατολικά, προς Νίρβεκ.

Κοιτάζω τα τοπία που περνάνε από κάτω μας, καθώς καπνίζω και ο καπνός του τσιγάρου μου φεύγει από το άψογο σύστημα εξαερισμού του αεροσκάφους. Είμαι βέβαιος πως ούτε τον Κριτόλαο δεν ενοχλεί.

Οι περιοχές που ατενίζω είναι άλλες πεδινές, άλλες ελαφρώς λοφώδεις, και άλλες αραιά δασώδεις. Πόλεις, κωμοπόλεις, και χωριά φαίνονται σε διάφορα σημεία. Καμία από τις πόλεις, βέβαια, δεν είναι τόσο μεγάλη όσο η Θακέρκοβ. Οι επαρχιακές οδοί είναι κυρίως χωματόδρομοι· ελάχιστες είναι λιθόστρωτες· και, εκτός από κανένα φορτηγό ή άλλο ενεργοβόρο όχημα, βλέπεις πολλά κάρα που τα τραβάνε άλογα, καθώς και καβαλάρηδες. Ορισμένοι από τους τελευταίους μοιάζουν πολιτοφύλακες, με τα όπλα που κουβαλάνε και έτσι όπως είναι ντυμένοι.

Σε κάποια στιγμή ένας γρυποκαβαλάρης περνά κάτω από το αεροσκάφος μας, και φαίνεται να βιάζεται, ίσως μεταφέροντας κανένα επείγον δέμα ή μήνυμα.

Σε μιάμιση ώρα περίπου φτάνουμε κοντά στη Νίρβεκ, και προσγειωνόμαστε κάθετα σ’ένα πεδινό μέρος, όπου ο Κριτόλαος μεταμορφώνει πάλι το αεροσκάφος μας σε αγωνιστικό όχημα, και παίρνω εγώ το τιμόνι αλλάζοντας θέση με τον Ύαν.

Καθώς μπαίνουμε στην πόλη, ρωτάω τους συντρόφους μου: «Ξέρετε τον Ζορζ τον Βουτηχτή;»

«Όχι,» λέει ο Ύαν.

«Ακουστά τον έχω,» λέει ο Κριτόλαος. «Τον ξέρεις εσύ;»

«Ναι. Να έρθω σε επαφή μαζί του, ή έχεις κανέναν καταλληλότερο σύνδεσμο εδώ;» Οδηγώ σταθερά, με μικρή ταχύτητα, καθώς κινούμαστε ανάμεσα από τις ψηλές πολυκατοικίες.

«Γνωρίζω μια γυναίκα που είναι στους Δρομολόγους, η οποία μάλλον θα έχει μάθει για τον φόνο. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ‘καταλληλότερη’, ίσως.»

Οι Δρομολόγοι είναι μια περιώνυμη μαφιόζικη συμμορία της Νίρβεκ, με μέλη της απλωμένα σ’ολόκληρη την πόλη. Δρα, κυρίως, τις νύχτες. Μεταφέρει πληροφορίες, απαγορευμένες ουσίες, όπλα· κρύβει ανθρώπους και ξεσκεπάζει ανθρώπους· κάνει απάτες για οικονομικό ή άλλο όφελος· δεν δολοφονεί, όμως, επί πληρωμή, μόνο από ανάγκη. Δεν είχα ποτέ την τύχη να έρθω σε επαφή μαζί τους· ή μάλλον, είχα την τύχη να μην έχω έρθει σε επαφή μαζί τους.

«Ο Βουτηχτής είναι δύτης, όπως θα ξέρεις, αλλά είναι καλά πληροφορημένος σχετικά με όλα όσα συμβαίνουν στη Νίρβεκ μέσα στην οικογένειά μας,» λέω. «Νομίζω πως πρέπει να του μιλήσουμε, αφού μιλήσουμε με τη φίλη σου.»

«Δεν είναι φίλη μου,» λέει ο Κριτόλαος. «Σταμάτα εκεί, κοντά σ’εκείνη την καφετέρια.»

Σταματάω και σβήνω τη μηχανή, και ο Κριτόλαος παύει μάλλον να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του οχήματος με το μυαλό του γιατί μια μικρή οριζόντια οθόνη στην κονσόλα μου γράφει ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΡΟΗ ΜΗ ΟΜΑΛΗ!! Τα περισσότερα συστήματα, βέβαια, λειτουργούν ακόμα κι έτσι, αλλά δεν είναι συνετό να ξαναβάλω μπροστά τη μηχανή τώρα.

Ο Κριτόλαος ανοίγει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και πατά μερικά πλήκτρα.

Μια γυναικεία φωνή ακούγεται από το μεγάφωνο, μοιάζοντας αγουροξυπνημένη: «Ναι;»

«Καλημέρα, Πάολα. Το όνομά μου είναι Κριτόλαος’μορ. Με θυμάσαι;»

«Της οικογένειας…»

«Ναι. Μπορείς να το δεις κι από τον κωδικό που σου έχω στείλει.»

Μια παύση. «Ναι, το βλέπω…»

«Μπορώ να σε συναντήσω τώρα;»

«Πού;»

Ο Κριτόλαος κοιτάζει την πινακίδα της καφετέριας. «Στο Τρίποδο;»

«Στη Λεωφόρο Εκστρατείας;» Οι Δρομολόγοι της Νίρβεκ ξέρουν καλά κάθε δρόμο και γωνιά της πόλης· το έχω ακούσει πολλές φορές.

«Ναι,» απαντά ο Κριτόλαος.

«Θα είμαι εκεί σε κανένα μισάωρο,» υπόσχεται η Πάολα.

«Σε περιμένω.»

Βγαίνουμε από το όχημα και πηγαίνουμε στην καφετέρια, καθίζοντας σ’ένα από τα τραπεζάκια και παραγγέλνοντας καφέδες.

Η Πάολα έρχεται στην ώρα της.

Η τζαμένια εξώπορτα της καφετέριας ανοίγει και μια γυναίκα μπαίνει: μετρίου αναστήματος, δέρμα λευκό-ροζ, ξανθά μακριά μαλλιά με τις δύο μπροστινές τούφες πιασμένες πίσω, ντυμένη με κοντή δερμάτινη καπαρντίνα, μπεζ μπλούζα γεμάτη πτυχώσεις, βαθυγάλαζο παντελόνι, ψηλές καφετιές μπότες. Στα χέρια της φορά καφετιά γάντια χωρίς δάχτυλα.

«Αυτή είναι,» λέει ο Κριτόλαος, και της κάνει νόημα. Αλλά η Πάολα φαίνεται ήδη να τον έχει δει. Έρχεται και κάθεται κοντά μας. Η όψη της είναι ευχάριστη και σχεδόν αθώα· ποτέ δεν θα το φανταζόμουν ότι αυτή η γυναίκα είναι ανάμεσα στους Δρομολόγους αν δεν το ήξερα.

«Της οικογένειας είναι οι κύριοι,» εξηγεί ο Κριτόλαος προτού ειπωθεί τίποτε άλλο.

Η Πάολα νεύει. «Το φαντάστηκα.» Η φωνή της δεν είναι καθόλου αθώα. Παρατηρώ επίσης ότι φορά ένα περίεργο δαχτυλίδι στον παράμεσο του αριστερού χεριού: ένα οκτάγωνο πράγμα με κάτι αλλόκοτα σκαλίσματα επάνω, γεμισμένα με μικροσκοπικούς λίθους.

«Μάθαμε ότι ένας μέλος μας σκοτώθηκε εδώ,» της λέει ο Κριτόλαος, «από τον Άφευκτο.»

Η Πάολα νεύει ξανά. «Ναι, η Αλεξάνδρα. Τη γνώριζες;»

«Όχι, αλλά τώρα μ’ενδιαφέρουν τα πάντα γι’αυτήν.»

Η Πάολα τον κοιτάζει συνοφρυωμένη. «Εσύ έχεις αναλάβει να σταματήσεις τον Άφευκτο; Άκουσα πως κάποιοι έχουν αναλάβει να τον σταματήσουν…»

«Εγώ,» απαντά ο Κριτόλαος, «και οι δύο κύριοι. Ο Ζορδάμης και ο Ύαν.» Μας δείχνει, τον έναν μετά τον άλλο, με το βλέμμα του.

Η Πάολα μάς κοιτάζει ερευνητικά.

Ο Κριτόλαος τη ρωτάει: «Εσύ την ήξερες την Αλεξάνδρα Βένκαρκωφ;»

Η Πάολα στρέφει πάλι το βλέμμα της επάνω του. «Ναι, από κοντά. Συνεργαζόμασταν συχνά.»

«Για λογαριασμό της Δυναστείας, ή για προσωπικούς λόγους;»

«Και για τα δύο, βασικά–» Η Πάολα σταματά καθώς ένας σερβιτόρος την πλησιάζει ρωτώντας αν η κυρία θα πάρει κάτι. Του αποκρίνεται ότι θέλει έναν Σάρντλιο καφέ ζούγκλας. Δυνατός καφές, όπως γνωρίζω, όχι επειδή εισάγεται από τη διάσταση της Σάρντλι αλλά επειδή είναι «ζούγκλας». Σημαίνει πως είναι φτιαγμένος μ’έναν ιδιαίτερο τρόπο. Σε χτυπά κατευθείαν στα νεύρα. Συνίσταται αν θέλεις να ξυπνήσεις αμέσως.

Η Πάολα συνεχίζει, καθώς ο σερβιτόρος φεύγει: «Εγώ την έβαλα στη Δυναστεία.»

«Είχατε επαφές από πριν, δηλαδή;» λέει ο Κριτόλαος.

«Ναι. Η γνωριμία μας ξεκίνησε όταν τη γλίτωσα από μια παλιοϊστορία, μια νύχτα. Η Αλεξάνδρα όλο σε παλιοϊστορίες έμπλεκε: ειδικά με άντρες.»

«Ο Άφευκτος ήταν εραστής της, δεν ήταν;»

«Για κάποιο καιρό, ναι.» Η Πάολα βγάζει μια αργυρή ταμπακιέρα από την καπαρντίνα της, την ανοίγει, παίρνει ένα μακρύ, λιγνό τσιγάρο, και το ανάβει μ’έναν ενεργειακό αναπτήρα επενδυμένο με λαξευτό ξύλο.

«Είχε λόγο να τη θέλει νεκρή; Χώρισαν τσακωμένοι;»

Η Πάολα κουνά το κεφάλι. «Δε νομίζω. Η Αλεξάνδρα, τουλάχιστον, δεν μου είπε ότι τσακώθηκαν. Απλά,» μορφάζει, «απομακρύνθηκαν.» Ο καφές της έρχεται, και η Πάολα ευχαριστεί τον σερβιτόρο μ’ένα χαμόγελο κι ένα αρκετά μεγάλο φιλοδώρημα. Τινάζει στάχτη στο τασάκι καθώς συνεχίζει να μιλά στον Κριτόλαο: «Κι αν είχε συμβεί κάτι άσχημο μεταξύ τους, μάλλον θα μου το έλεγε.»

«Είσαι σίγουρη;»

«Για τίποτα δεν πρέπει ποτέ κανείς να είναι σίγουρος, αλλά, ναι, είμαι αρκετά σίγουρη. Μιλούσαμε. Και μου είχε ζητήσει πολλές φορές να στήσω άσχημες ιστορίες σε κάποιους πρώην της.»

«Υποθέσεις άσχετες με την οικογένειά μας;»

«Φυσικά.»

«Τι άλλο ξέρεις για την Αλεξάνδρα που νομίζεις ότι θα με ενδιέφερε;»

Η Πάολα μορφάζει. «Τι να σου πω;» Πίνει μια μικρή γουλιά από τον ζεστό καφέ της. «Σχετικά με τον Άφευκτο… Βασικά, είχαν καιρό να βρεθούν κοντά οι δυο τους, απ’όσο ξέρω. Αλλά ο Άφευκτος ούτως ή άλλως σκοτώνει διάφορους της οικογένειας, έτσι δεν είναι; Ακόμα κι εγώ κινδυνεύω, ακόμα κι εσύ. Σωστά;»

«Σωστά,» λέει ο Κριτόλαος. «Έχεις καμια ιδέα πού μπορεί τώρα να βρίσκεται; – πού μπορεί να κατευθύνθηκε μετά τον φόνο της Αλεξάνδρας;»

«Υποθέτω έξω από την πόλη. Αλλά δεν έχω κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, αν αυτό ζητάς.»

«Θα μπορούσες να μάθεις; Θα μπορούσες να βάλεις τους Δρομολόγους να μάθουν για εμένα;»

«Θα μπορούσα.»

«Κάνε το, τότε.»

«Θα το κάνω.» Η Πάολα τραβά ακόμα μια τζούρα από το τσιγάρο της. «Τίποτε άλλο;»

«Πες μου για την Αλεξάνδρα. Μέχρι στιγμής δεν ήξερα το παραμικρό γι’αυτήν.»

Η Αλεξάνδρα ήταν πλούσια, μας λέει η Πάολα. Όχι βαθύπλουτη, αλλά πλούσια· είχε λεφτά για να δίνει χωρίς να τα σκέφτεται. Η μητέρα της έχει τον οίκο μόδας Ένδυση Βένκαρκωφ, δεν τον έχουμε ξανακούσει; (Αποκρινόμαστε όλοι πως πρώτη φορά τον ακούμε.) Είναι πολύ γνωστός εδώ, στη Νίρβεκ. Φτιάχνει γυναικεία ρούχα. Αυτή η μπεζ μπλούζα που φορά τώρα η Πάολα, του οίκου μόδας Ένδυση Βένκαρκωφ είναι, μας πληροφορεί. Η Αλεξάνδρα, όμως, δεν ασχολιόταν με το να φτιάχνει ρούχα, μόνο με το να τα φορά. Η αδελφή της, αντιθέτως, σχεδίαζε – κι ακόμα μάλλον σχεδιάζει – ενδυμασίες. Δεν τα πήγαιναν καλά με την Αλεξάνδρα.

«Πώς τη λένε;» ρωτά ο Κριτόλαος.

«Κιρτέφκι.»

«Κιρτέφκι; Αυτό δεν είναι Σάρντλιο όνομα;»

«Ναι. Η οικογένεια της Αλεξάνδρας είναι από τη Σάρντλι. Οι προπαππούδες της είχαν έρθει από εκεί. Πήραν το επώνυμο Βένκαρκωφ όταν εγκαταστάθηκαν στη διάστασή μας. Αλλά ακόμα διατηρούν κάποια Σάρντλια ονόματα μέσα στην οικογένειά τους. Τους αρέσουν.»

Είχε άλλα αδέλφια η Αλεξάνδρα; ρωτάω την Πάολα, κι εκείνη απαντά πως η Κιρτέφκι είναι η μόνη αδελφή της που τουλάχιστον γνωρίζει εκείνη. Και δεν την έχει ποτέ γνωρίσει από κοντά. Δεν έκαναν ποτέ παρέα οι δυο τους, η Αλεξάνδρα και η Κιρτέφκι, οπότε η Πάολα δεν είχε καμια ευκαιρία να τη συναντήσει. Η Αλεξάνδρα σπάνια έλεγε καλά λόγια για την Κιρτέφκι.

«Η Κιρτέφκι ήξερε τον Άφευκτο;» ρωτά ο Κριτόλαος.

Η Πάολα μορφάζει, μοιάζοντας ξαφνιασμένη απ’την ερώτηση. «Δεν έχω ιδέα,» λέει τελικά. «Δε νομίζω, βασικά, πως η Κιρτέφκι είναι μέσα στη Δυναστεία. Αν ήταν θα το είχα ακούσει· δε μπορεί να μην το είχα ακούσει.»

«Τον Ζορζ τον Βουτηχτή τον ξέρεις;» τη ρωτάω, καθαρά από περιέργεια.

Η Πάολα στρέφει το βλέμμα της επάνω μου, υπομειδιώντας μάλλον διασκεδασμένη. «Από πολύ κοντά.»

Μάλιστα… Ο Ζορζ, πάντως, δεν έτυχε να μου την αναφέρει όσο βρισκόμουν σε επαφή μαζί του εδώ, στη Νίρβεκ. Ίσως η Πάολα να είναι από τα μέλη που η Δυναστεία θέλει να κρατά πιο κρυφά από άλλα γιατί τα θεωρεί σημαντικότερα για άντληση πληροφοριών. Είναι, άλλωστε, μία από τους Δρομολόγους.

«Γιατί;» με ρωτά η Πάολα.

«Τον συναντούσα όταν ήμουν στη Νίρβεκ για κάποιο καιρό,» εξηγώ. «Από περιέργεια σε ρώτησα, βασικά.»

Η Πάολα με ατενίζει παρατηρητικά προς στιγμή. «Νομίζω ότι κάπου σ’έχω ξαναδεί…»

«Δεν έχουμε ξανασυναντηθεί, είμαι σίγουρος,» αποκρίνομαι. Υποπτεύομαι πως της θυμίζω κάτι επειδή, μάλλον, έχει δει φωτογραφία μου σε κάποιο έντυπο, από αγώνα ράλι.

Η Πάολα στρέφει ξανά το βλέμμα της στον Κριτόλαο. «Τι άλλο θέλεις να μάθεις; Και γιατί με ρώτησες αν η Κιρτέφκι ξέρει τον Άφευκτο; Υποθέτεις ότι ίσως οι δυο τους να συνωμότησαν εναντίον της Αλεξάνδρας;»

«Εσύ είπες ότι η Κιρτέφκι δεν τη συμπαθούσε…»

«Ναι, εντάξει, δεν τη συμπαθούσε,» η Πάολα ρίχνει στάχτη στο τασάκι, «αλλά δε νομίζω τα πράγματα μεταξύ τους νάταν και τόσο άσχημα.»

*

Ο Κριτόλαος δεν είναι σίγουρος αν θα έπρεπε να ερευνήσουμε αυτή την Κιρτέφκι, αλλά, όπως αποδεικνύεται, η Κιρτέφκι ψάχνει για εμάς.

Ενώ είναι μεσημέρι πλέον και η κουβέντα μας με την Πάολα έχει προ πολλού τελειώσει, έχουμε πάει να συναντήσουμε τον Ζορζ τον Βουτηχτή στο Χαμηλό Λιμάνι, μια συνοικία της Νίρβεκ η οποία βρίσκεται δίπλα στον ποταμό Τάρνοφ και πιο χαμηλά από άλλες συνοικίες (εξ ου και το όνομά της), με αποτέλεσμα να πλημμυρίζει όταν ο ποταμός φουσκώνει. Το σπίτι του Ζορζ βρίσκεται σ’ένα αρκετά ψηλό σημείο όπου ποτέ δεν φτάνει το νερό. Είναι μονοκατοικία, αλλά όχι τίποτα το μεγάλο ή φανταχτερό: ένα απλό οίκημα δίπλα σε άλλες, παρόμοιες μονοκατοικίες και πολυκατοικίες. Έχει μια μικρή αυλή μ’έναν μεγάλο γκρίζο σκύλο μέσα, κι ένα στενό μηχανουργείο με διάφορα εργαλεία. Η γυναίκα του Ζορζ λείπει τώρα· δεν έχει επιστρέψει ακόμα από τη δουλειά της. Και η κόρη του είναι στο σχολείο. «Σε καμια ώρα πρέπει να πάω να την πάρω,» μας λέει ο Ζορζ ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι στον καρπό του, «οπότε ελπίζω να μη με θέλετε για τίποτα χρονοβόρο.»

Του εξηγώ γιατί είμαστε εδώ και τι έχουμε αναλάβει να φέρουμε σε πέρας. Και τότε είναι που μας λέει ότι η αδελφή της Αλεξάνδρας, η Κιρτέφκι, μας αναζητά.

«Εμάς;» απορώ. «Μας ξέρει;»

Και ο Κριτόλαος λέει: «Η Πάολα είπε ότι η Κιρτέφκι δεν είναι μέλος της Δυναστείας.»

«Ούτε εγώ είχα ποτέ άλλοτε ακούσει ότι είναι μέλος, αλλά φαίνεται τελικά πως είναι.» Ο Ζορζ δείχνει παραξενεμένος, καθώς είμαστε καθισμένοι στο σαλόνι του σπιτιού του. «Μου το ανέφερε ο Ρίβης, που εσύ, Ζορδάμη, τον ξέρεις…»

«Ναι,» αποκρίνομαι, μουντά. Ο Ρίβης είναι ένας χωροφύλακας της Νίρβεκ. Λοχαγός. Και καθίκι της Λόρκης. Τον θυμάμαι αλλά θα προτιμούσα να μην τον θυμόμουν. Όταν ήμουν εδώ, απείλησε ότι θα με σκότωνε αν συνέχιζα «να κάνω του κεφαλιού μου», όπως είπε. Παραλίγο να πιαστούμε στο ξύλο. Και μετά, το κάθαρμα μού έστησε μια ελεεινή πουστιά με τη Χωροφυλακή… Αναρωτιέσαι, ορισμένες φορές, αν υφίσταται κανένα πνεύμα συνεργασίας ανάμεσα στα μέλη της Δυναστείας. «Δυστυχώς τον ξέρω.»

Ο Ζορζ μειδιά. «Δεν είναι πολύ συμπαθητικός, πράγματι.»

«Πολύ συμπαθητικός;» κάνω ειρωνικά. «Τον υποβιβάζεις.»

«Γνωρίζει την Κιρτέφκι;» ρωτά ο Κριτόλαος.

«Από αυτόν ήρθε η πληροφορία, πάντως,» μας λέει ο Ζορζ: «ότι η Κιρτέφκι έχει κάποια στοιχεία να δώσει σ’εκείνους που αναζητούν τον Άφευκτο.»

«Πάμε να του μιλήσουμε,» προτείνει ο Κριτόλαος σ’εμένα και τον Ύαν.

«Στον Ρίβη;» λέω. «Όχι στην Κιρτέφκι;»

«Στον Ρίβη, πρώτα. Υποθέτω μπορείς να μας φέρεις σε επαφή μαζί του, αφού τον ξέρεις.»

«Δυστυχώς.» Αυθόρμητα έρχεται πάλι αυτή η λέξη στο στόμα μου.

Σηκωνόμαστε όρθιοι, και ο Ζορζ σηκώνεται επίσης.

«Δεν ήξερα πως γνώριζες την Πάολα από κοντά,» του λέω.

Ο Ζορζ συνοφρυώνεται. «Σου είπε τέτοιο πράγμα;»

«Δεν αληθεύει;»

«Μια φορά μόνο συνέβη κάτι μεταξύ μας, σε μια καταδυτική αποστολή που έπρεπε να συνεργαστώ με τους Δρομολόγους. Δε φανταζόμουν ότι θα το θυμόταν καν, πλέον. Πόσω μάλλον ότι θα το ανέφερε σ’έναν άγνωστο.»

«Δεν είμαι άγνωστος, Ζορζ παλιόφιλε. Είμαι μέλος της οικογένειας.»

Ο Ζορζ μορφάζει και μου λέει: «Φύγε από το σπίτι μου, γρήγορα.»

*

«Εδώ είσαι πάλι εσύ, ραλίστα;»

Η κατάλευκη, σκυλίσια όψη του Ρίβη φανερώνει πως δεν χαίρεται καθόλου που με βλέπει. Τα ανοιχτόχρωμα, γαλανά μάτια του με ατενίζουν εχθρικά. Το στόμα του, εννοείται, δεν χαμογελά· δεν θυμάμαι ούτως ή άλλως να τον έχω δει ποτέ να χαμογελά. Από τα πυρόξανθα, καλοχτενισμένα μαλλιά του (ως συνήθως) δεν ξεφεύγει ούτε τρίχα. Ο κύριος λοχαγός είναι, επίσης, ντυμένος άψογα με τη στολή του και όλα τα απαραίτητα διακριτικά της Χωροφυλακής της Νίρβεκ. Επιδειξίας και σπασαρχίδης στο έπακρο.

Χαμογελάω, παίρνοντας μια τόσο φιλική έκφραση που, αναμφίβολα, μοιάζει κοροϊδευτική. «Ρίβη παλιόφιλε! Πώς είσαι;»

«Κόψε τις μαλαγανιές, ραλίστα· εγώ δεν είμαι καμια απ’ αυτές τις ξελιγωμένες γκόμενες που συχνάζεις.» Χαριτωμένος, όπως πάντα.

Στέκομαι αντίκρυ του καθώς εκείνος είναι καθισμένος πίσω από το γραφείο του, στα Κεντρικά της Χωροφυλακής της Νίρβεκ. Ο Ύαν στέκεται αριστερά μου, ο Κριτόλαος δεξιά μου.

«Κύριοι,» τους λέω, «να σας γνωρίσω τον κύριο Λοχαγό Ρίβη Παλιόσκυλο–»

«Παλιόσυρμο, ραλίστα! Μην παίζεις με τα νεύρα μου μεσημεριάτικα! Ήμουν έτοιμος να πάω σπίτι να ξεκουραστώ λιγάκι από την παλαβομάρα τούτης της γαμημένης πόλης, όταν άκουσα την άθλια φωνή σου από τον δίαυλό μου.»

Το λογοπαίγνιο Παλιόσυρμος-Παλιόσκυλος είναι παλιά ιστορία στη Νίρβεκ. Το έμαθα την προηγούμενη φορά που βρισκόμουν εδώ.

«Δε θα σε καθυστερήσουμε πολύ, ελπίζω,» αποκρίνομαι στον Ρίβη. «Από εδώ ο κύριος Ύαν – μισθοφόρος. Κι από εδώ ο κύριος Κριτόλαος’μορ – που η κατάληξή του πρέπει να σου λέει τι είναι, αν κάνεις καλά τη δουλειά σου, χωροφύλακα.»

Ο Ρίβης με αγριοκοιτάζει περισσότερο από πριν, κι αποφασίζω πως ήρθε η ώρα να τελειώνω με τις μαλακίες. «Είμαστε εδώ επειδή κυνηγάμε τον Άφευκτο,» του λέω.

Ο Ρίβης με ατενίζει ανέκφραστα προς στιγμή. Ύστερα, ξεσπά σε δυνατά γέλια, κάνοντας το κεφάλι πίσω. «Εσύ; Έστειλαν εσένα να κυνηγήσεις τον Άφευκτο, ραλίστα; Από καιρό το έλεγα ότι η οικογένεια έχει αρχίσει να κάνει σαχλαμάρες! Ποιος είχε τούτη τη φαεινή ιδέα;»

«Αυτή η πληροφορία είναι, δυστυχώς, εμπιστευτική.»

«Το φαντάζομαι. Θα πρέπει να ντρέπεται, όποιος κι αν είναι.»

«Ξέρεις κανέναν καλύτερο από έναν ραλίστα για να κυνηγήσει έναν άλλο ραλίστα;»

Ο Ρίβης συνοφρυώνεται. «Ο Άφευκτος ήταν ραλίστας;»

«Ήταν. Και, μάλιστα, τον ήξερα.»

«Ακόμα κι έτσι. Τώρα δεν είναι ραλίστα πλέον· είναι φονιάς. Υπάρχει διαφορά.»

«Τέλος πάντων,» του λέω. «Μην προσβάλλεις, τουλάχιστον, τους συνεργάτες μου. Τσαντίζονται εύκολα.»

«Σοκάρομαι.»

Ο Κριτόλαος τον ρωτά, διαδικαστικά: «Γνωρίζεις την Κιρτέφκι Βένκαρκωφ;» Ακούγεται ενοχλημένος από την άσκοπη φιλονικία μου με τον Ρίβη.

Ο λοχαγός στρέφει το βλέμμα του στον μάγο. «Επικοινώνησε μαζί μου χτες,» απαντά. «Δεν είχε τύχει παλιότερα να ξέρω ότι είναι της… οικογένειας. Και απορώ, μάλιστα. Νόμιζα ότι σας ήξερα όλους εδώ.»

«Η οικογένεια πάντα έχει τη δυνατότητα να εκπλήσσει,» λέει ο Κριτόλαος.

«Πράγματι…»

«Πώς ήρθε η Κιρτέφκι σε επαφή μαζί σου; Και είναι αλήθεια πως μας αναζητά;»

«Με κάλεσε μέσω του τηλεπικοινωνιακού μου διαύλου, εδώ.» Ο Ρίβης αγγίζει ένα μηχανικό σύστημα επάνω στο γραφείο του το οποίο φαίνεται να είναι τηλεπικοινωνιακό και, συγχρόνως, αποθήκευσης κι επεξεργασίας πληροφοριών. Έχει κονσόλα με πολλά πλήκτρα και μεγάλη οθόνη. «Μου είπε ένα σωστό συνθηματικό. Κι επιπλέον, αποκλείεται να γνώριζε για τη Δυναστεία αν δεν είναι ήδη μέσα σ’αυτήν.»

«Και μας αναζητά;» επιμένει ο Κριτόλαος.

«Ναι. Γι’αυτό με κάλεσε. Μου είπε να διαδώσω πως θέλει να μιλήσει σ’αυτούς που ψάχνουν τον Άφευκτο, όταν έρθουν εδώ. Τη ρώτησα τι στοιχεία έχει να τους δώσει, αλλά μου απάντησε ότι είναι μόνο για τα δικά τους αφτιά. Της θύμισα πως είμαι λοχαγός της Χωροφυλακής και πως πρόκειται για υπόθεση φόνου που διαπράχθηκε μέσα στη Νίρβεκ· όμως εκείνη μού είπε πως τα θέματα της οικογένειας είναι τα θέματα της οικογένειας, όχι της πόλης. Δεν την πίεσα άλλο.» Ανασηκώνει τους ώμους.

«Πού μπορούμε να πάμε για να της μιλήσουμε;» ρωτά ο Κριτόλαος.

«Στο σπίτι της,» λέει ο Ρίβης και μας δίνει τη διεύθυνση.

«Σου φάνηκε κάτι περίεργο στον τρόπο της;»

«Το μόνο που μου φάνηκε περίεργο είναι πως είναι μέλος της Δυναστείας χωρίς να το ξέρω. Την Αλεξάνδρα την ήξερα. Είχαμε συναντηθεί, μάλιστα… τρεις ή τέσσερις φορές, νομίζω.»

«Το θεωρείς πιθανό η Κιρτέφκι να έχει συνεργαστεί με τον Άφευκτο προκειμένου να σκοτώσουν την Αλεξάνδρα;»

Τα μάτια του Ρίβη στενεύουν. «Έχετε τέτοιες υποψίες;»

«Ακούσαμε ότι οι δύο αδελφές δεν τα πήγαιναν καλά αναμεταξύ τους.»

«Δεν το ήξερα,» παραδέχεται ο Ρίβης. «Αλλά αυτό δεν σημαίνει κιόλας…» Κομπιάζει. «Έχετε και τίποτ’ άλλα στοιχεία;»

«Όχι ακόμα,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος.

«Κοίτα, πάντως,» του λέει ο Ρίβης. «Αν έχει να σας δώσει πληροφορίες για να εντοπίσετε τον Άφευκτο, λογικά δεν μπορεί να είναι με το μέρος του, έτσι;»

ΚΑΡΦΙΤΣΑ ΣΤΟ ΠΕΤΟ

Η Κιρτέφκι Βένκαρκωφ μένει στον Δρυόκηπο, μια περιοχή της Νίρβεκ στα νοτιοδυτικά, μακριά από τις όχθες του ποταμού, όπου κυρίως κατοικούν άνθρωποι ευκατάστατοι. Αλλά ο Κριτόλαος προτείνει να μην πάμε αμέσως εκεί· εξάλλου, ίσως να μην είναι στο σπίτι της. Κι επιπλέον, λέει πως πρώτα θέλει να της μιλήσει τηλεπικοινωνιακά. Ο Ρίβης δεν ξέρει κανέναν τηλεπικοινωνιακό κώδικα της Κιρτέφκι, και, υποθέτουμε, ούτε ο Ζορζ ο Βουτηχτής θα ξέρει. Έτσι, προτού πάρουμε μεσημεριανό, ο Κριτόλαος μάς λέει να επισκεφτούμε ένα δημόσιο τηλεπικοινωνιακό κέντρο της Νίρβεκ.

Δεν είναι δύσκολο να βρούμε ένα. Σταματάω το όχημά μας σ’έναν δρόμο παραδίπλα, βγαίνουμε, και πηγαίνουμε στο εσωτερικό του καταστήματος που είναι γεμάτο επικοινωνιακούς διαύλους με οθόνες και κονσόλες. Πληρώνουμε τον άντρα που είναι καθισμένος πίσω από τον πάγκο κοιτάζοντας τους πάντες καχύποπτα, και πλησιάζουμε έναν δίαυλο. Ο Κριτόλαος κάθεται μπροστά στην οθόνη και πατά μερικά πλήκτρα καλώντας τον κατάλογο τηλεπικοινωνιακών κωδικών που είναι αποθηκευμένος στο σύστημα, ψάχνοντας για το επώνυμο Βένκαρκωφ και για το όνομα Κιρτέφκι. Βρίσκει τελικά έναν κώδικα που υπάρχει καταχωρημένος, τον πληκτρολογεί μέσα στον δικό του τηλεπικοινωνιακό πομπό, και τον αποθηκεύει. «Πάμε,» λέει, και φεύγουμε από το τηλεπικοινωνιακό κέντρο.

Παίρνουμε ξανά το όχημά μας και πηγαίνουμε σ’ένα εστιατόριο που είναι κοντά στο λιμάνι της Νίρβεκ και βλέπει τη θάλασσα. Παραγγέλνουμε θαλασσινό φαγητό και τρώμε: ψάρια, οστρακοειδή, κι ένα είδος φυκιού που είναι πολύ νόστιμο αν το μαγειρέψεις με τον κατάλληλο τρόπο. Ο καιρός δεν είναι και τόσο καλός: πίσω από τον τζαμένιο τοίχο του εστιατορίου, τα κύματα είναι μεγάλα, η θάλασσα αφρίζει, θαλασσοπούλια φτερουγίζουν ξέφρενα μέσα στον αέρα, τα αραγμένα πλοία κάνουν πέρα-δώθε στις προβλήτες, κάποια που φαίνεται να πλέουν σίγουρα δεν θα έχουν καλό ταξίδι. Από αυτό το λιμάνι, απ’ό,τι ξέρω, ξεκινάνε ακόμα και σκάφη που πάνε προς άλλες διαστάσεις: ορισμένα προς την Υπερυδάτια (που λένε ότι είναι μια ατέρμονη θάλασσα όπου τρεις ηπειρόνησοι πλέουν, αλλάζοντας θέσεις συνεχώς), ορισμένα προς το Σύμπλεγμα (έναν απέραντο λαβύρινθο από σπηλιές και σήραγγες που συνδέουν πάρα πολλές κατοικήσιμες διαστάσεις και δεν είναι δυνατόν να τις διασχίσεις παρά μόνο με ειδικά, μεταβαλλόμενα υποβρύχια).

Όταν τελειώνουμε το φαγητό μας, ο Κριτόλαος πίνει μια γουλιά κρασί ακόμα και μας λέει: «Θα την καλέσω τώρα. Αλλά μόνο εγώ θα την ακούω· είμαστε σε δημόσιο χώρο.»

«Γιατί να μην πάμε στο όχημα,» προτείνει ο Ύαν, «ώστε να την ακούμε όλοι;»

«Θέλετε οπωσδήποτε να την ακούτε;»

«Έχουμε την περιέργεια,» λέω, συμφωνώντας με τον Ύαν.

«Εντάξει,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος.

Αφήνουμε μερικά χαρτονομίσματα επάνω στο τραπέζι και φεύγουμε από το εστιατόριο. Μπαίνουμε στο όχημά μας και ο Κριτόλαος καλεί την Κιρτέφκι Βένκαρκωφ.

Ακούμε έναν χτύπο μέσα από το μεγάφωνο για μερικές στιγμές. Μετά, μια γυναικεία φωνή λέει: «Μάλιστα;»

«Η κυρία Κιρτέφκι Βένκαρκωφ;» ρωτά ο Κριτόλαος.

«Η ίδια.» Από τη φωνή της, κρίνω πως πρέπει νάναι γύρω στα τριάντα-πέντε.

«Ονομάζομαι Κριτόλαος’μορ. Είμαι από την… οικογένεια.»

«Τι θέλετε;» Τώρα ακούγεται, μάλλον, καχύποπτη.

«Βρίσκομαι εδώ μαζί με κάποιους συνεργάτες προκειμένου να ερευνήσουμε τον φόνο της αδελφή σας, της Αλεξάνδρας. Και μας ενημέρωσαν ότι μας ζητάτε.»

«Κυνηγάτε τον Άφευκτο;» Δύσκολο να κρίνω τώρα αυτή τη φωνή. Ουδέτερη, ίσως;

«Ναι,» λέει ο Κριτόλαος. «Έχετε κάποια πληροφορία να μας δώσετε;»

«Θα πρέπει να συναντηθούμε από κοντά.»

«Στο σπίτι σας, στον Δρυόκηπο;»

«Αν δεν έχετε αντίρρηση…»

«Καμία αντίρρηση δεν έχω. Θα έρθουμε το απόγευμα, κατά τις έξι. Είναι καλά;»

«Θα σας περιμένω, κύριε Κριτόλαε’μορ.»

Και η τηλεπικοινωνία μας μαζί της τερματίζεται.

Ο Κριτόλαος μάς κοιτάζει ερωτηματικά.

«Τι μας βλέπεις έτσι;» λέει ο Ύαν. «Τα κανόνισες χωρίς να μας ρωτήσεις τίποτα.»

«Διαφωνείς, δηλαδή, με την απόφασή μου;»

«…Όχι.»

«Γιατί παραπονιέσαι, τότε;»

*

Κλείνουμε δωμάτια σ’ένα ξενοδοχείο μέτριας ποιότητας και περνάμε το μεσημέρι εκεί. Το απόγευμα, παίρνουμε το όχημά μας και πηγαίνουμε προς τον Δρυόκηπο.

Με τον Κριτόλαο έχουμε ήδη συζητήσει κάποια πράγματα σχετικά με το πώς θα κινηθούμε. Εγώ θα μιλήσω στην Κιρτέφκι, όχι εκείνος, και μάλιστα θα πρέπει να της τραβήξω την προσοχή έτσι ώστε να μην του δίνει σημασία.

«Μπορεί να το καταφέρει αυτό ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα, δεν μπορεί;» με ρώτησε.

«Ίσως και να μπορεί,» αποκρίθηκα. «Αλλά γιατί; Τι θέλεις να κάνεις;»

«Μαγεία.»

Ο Ύαν, που φυσικά ήταν παρών στη συζήτηση, είπε τότε: «Θα προσπαθήσεις να την υπνωτίσεις, για να μάθεις αν κρύβει κάτι;»

Ο Κριτόλαος τού έριξε έναν μάλλον υποτιμητικό βλέμμα. «Να την υπνωτίσω;» ρουθούνισε. «Δε γίνεται να υπνωτίσεις άνθρωπο έτσι εύκολα. Πού το είδες αυτό; Σε καμια ταινία του Καταχθόνιου Δράκοντα;»

Ο Ύαν τον αγριοκοίταξε με τα μαβιά, δαιμονικά του μάτια, ενώ εγώ χαμογελούσα σαν χαζός. Οι ταινίες που έχουν για αρχικακό τον Καταχθόνιο Δράκοντα είναι περιώνυμες σαχλαμάρες από τη μια άκρη της Σεργήλης ώς την άλλη. Ο Καταχθόνιος Δράκοντας υποτίθεται ότι είναι ένας «μάγος» (αν και καμια σχέση με πραγματικό μάγο δεν έχει) γνωστός για την ικανότητά του να υπνωτίζει τους άλλους ανθρώπους με το βλέμμα του και να τους κάνει, ουσιαστικά, μαριονέτες του. Εκτός από τους ήρωες, φυσικά.

Οδηγώ το όχημά μας μέσα στον Δρυόκηπο ενώ ρίχνω λοξές ματιές στον χάρτη μέσα στην τετράγωνη οθόνη πλάι μου – τον χάρτη με τους δρόμους της Νίρβεκ. Ο προορισμός μας είναι σημειωμένος, και δεν είμαστε μακριά.

«Φτάνουμε;» ρωτά ο Κριτόλαος από πίσω, καθισμένος στο ενεργειακό κέντρο, εστιασμένος στη Μαγγανεία Κινήσεως.

«Ναι.»

«Μην ξεχνάς τι είπαμε.»

«Δεν έχω γεράσει τόσο, ακόμα.»

Περνάμε δίπλα από μονοκατοικίες και πολυκατοικίες με όμορφα αρχιτεκτονικά σχέδια, δίπλα από κήπους γεμάτους δέντρα και φυτά – και, κυρίως, πολλές βελανιδιές. Απ’αυτές έχει πάρει το όνομά της η περιοχή, άλλωστε. Ένας γρύπας φτεροκοπά, σε κάποια στιγμή, από πάνω μας και προσγειώνεται στην οροφή μιας πολυκατοικίας: αερομεταφορέας, μάλλον, που φέρνει κάποιον πελάτη ή δέμα.

Το σπίτι της Κιρτέφκι Βένκαρκωφ είναι στον τέταρτο όροφο μιας πενταώροφης πολυκατοικίας, και καταλαμβάνει ολόκληρο τον όροφο. Σταματάω το όχημά μας σε μια γωνία εκεί κοντά και, αφού ο Κριτόλαος κλειδώνει τη μηχανή με τη μαγεία του, βγαίνουμε. Παραμερίζουμε την καγκελόπορτα του κήπου της πολυκατοικίας, πλησιάζουμε τα κουδούνια, και τα κοιτάζω. Το όνομα ΚΙΡΤΕΦΚΙ ΒΕΝΚΑΡΚΩΦ είναι γραμμένο πάνω σ’ένα από αυτά με μεγάλα γράμματα· κι από κάτω, με μικρότερα γράμματα: σχεδιάστρια μόδας.

Το χτυπάω.

«Μάλιστα;» ακούγεται η φωνή της, την οποία αμέσως αναγνωρίζω.

«Κυρία Βένκαρκωφ, είχατε μιλήσει με τον Κριτόλαο’μορ πριν από κάποιες ώρες. Ήρθαμε να σας επισκεφτούμε.»

«Περάστε. Ελάτε στον τέταρτο.»

Η εξώθυρα της πολυκατοικίας ανοίγει αυτόματα, συρόμενη προς το πλάι. Είναι υψηλής ασφαλείας, παρατηρώ.

Μπαίνουμε στον ανελκυστήρα και ανεβαίνουμε στον τέταρτο όροφο. Βλέπουμε αντίκρυ μας μια λαξευτή ξύλινη πόρτα. Ανοιχτή. Αλλά κανείς δεν στέκεται στο κατώφλι.

Ρίχνω ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Κριτόλαο. Εκείνος μορφάζει: Πάμε. Βαδίζω πρώτος, με τον μάγο και τον Ύαν πίσω μου. Έχω φροντίσει να ντυθώ κομψά, ώστε το βλέμμα της Κιρτέφκι να τραβιέται, αναπόφευκτα, περισσότερο σ’εμένα: λευκό πουκάμισο με γυρισμένα μανίκια και ξεκούμπωτα τα τρία επάνω αργυρά κουμπιά· καφετί γιλέκο με γούνα· καφετί, πέτσινο παντελόνι με διακοσμητικά λουριά στα πλάγια των ποδιών· μαύρη ζώνη με μεγάλη αγκράφα· μαύρα γυαλιστερά παπούτσια· και μαύρα δερμάτινα γάντια χωρίς δάχτυλα – απ’ αυτά που συχνά φοράνε οι ραλίστες ή οι οδηγοί.

Περνάω την είσοδο και βρίσκομαι σ’ένα μεγάλο σαλόνι όλο ζωγραφικούς πίνακες (άντρες και γυναίκες με διάφορες ενδυμασίες) και κρύσταλλα. Κάτω από τα πόδια μου αισθάνομαι το χαλί μαλακό.

Μια γυναίκα μάς περιμένει στο κέντρο του δωματίου, χρυσόδερμη και μελαχρινή, με μαλλιά που πέφτουν, σπαστά και καλοχτενισμένα, στους ώμους της. Φορά γκρίζο ταγέρ με μαύρες ραβδώσεις: η φούστα φτάνει ώς τα γόνατα, το σακάκι έχει μυτερά, καλλιτεχνικά κοψίματα στις άκρες. Επάνω στο πέτο του μια μεγάλη καρφίτσα με λίθο είναι καρφωμένη. Τα μάτια της χρυσόδερμης γυναίκας είναι βαμμένα μοβ. Σκουλαρίκια γυαλίζουν στ’αφτιά της.

«Η κυρία Κιρτέφκι;» ρωτάω.

«Κι εσείς είστε…;» Απλώνει το χέρι της και πατά ένα κουμπί στον τοίχο· πίσω μας ακούω την πόρτα να κλείνει. Αυτόματη κι αυτή, λοιπόν.

«Ζορδάμης ονομάζομαι,» αποκρίνομαι, «και οι κύριοι,» στρέφομαι να τους κοιτάξω, «ονομάζονται Κριτόλαος’μορ και Ύαν.» Γυρίζω πάλι το βλέμμα μου στην Κιρτέφκι. «Είμαστε εδώ επειδή κυνηγάμε τον Άφευκτο.» Το ύφος μου είναι σοβαρό, προσπαθώντας να της εμπνεύσω εμπιστοσύνη για αρχή.

Η Κιρτέφκι νεύει. «Ναι,» λέει, και τα μάτια της κοιτάζουν το χαλί. «Αυτό που συνέβη στην Αλεξάνδρα… ήταν τραγικό.»

«Σας καταλαβαίνω,» λέω παίρνοντας τώρα μια συμπονετική έκφραση. «Συγνώμη κιόλας αν ενοχλούμε με την παρουσία μας, αλλά μας καλέσατε…»

«Ναι,» αποκρίνεται κοιτάζοντάς με ξανά, «σας κάλεσα. Παρακαλώ, καθίστε.» Δείχνει κάτι πολυθρόνες.

Βαδίζουμε προς τα εκεί αλλά περιμένω εκείνη να καθίσει πρώτη, δείχνοντας ότι το κάνω από ευγένεια και μόνο. Μόλις η Κιρτέφκι κάθεται, κάθομαι κι εγώ κοντά της, γυρίζοντας την πολυθρόνα μου έτσι ώστε να την αντικρίζω και να με προσέχει περισσότερο από τον Κριτόλαο.

«Δε θα σας απασχολήσουμε για πολύ,» της λέω. «Έχετε κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να μας ενδιαφέρει; Κάτι που θα μπορούσε να μας οδηγήσει στον Άφευκτο;»

Η Κιρτέφκι κομπιάζει. «Δε… δεν ξέρω ακριβώς. Το εύχομαι… Ήμουν στο σπίτι της Αλεξάνδρας όταν έγινε ο φόνος.» Καθαρίζει τον λαιμό της.

«Στο σπίτι της;»

«Ναι, στη μονοκατοικία. Δεν είναι πολύ μακριά από εδώ.»

«Το γνωρίζουμε,» της λέω. Και πράγματι το γνωρίζουμε· το έχουμε πληροφορηθεί. Απορώ, όμως, με αυτό που λέει η Κιρτέφκι – ότι, δηλαδή, ήταν στο σπίτι της Αλεξάνδρας όταν έγινε ο φόνος. Η Πάολα είπε ότι οι δυο τους δεν τα πήγαιναν καλά… «Αλλά η δολοφονία συνέβη αρκετά πρωί, αν δεν κάνω λάθος…»

«Ναι. Είχα κοιμηθεί εκεί.»

Είχε κοιμηθεί εκεί; απορώ. Μα, αφού δεν τα πήγαιναν καλά οι δυο τους! «Θα μπορούσα να ρωτήσω για ποιο λόγο; Ή ήταν κάτι που γενικά συνηθίζατε με την Αλεξάνδρα;»

Αυτή η γυαλάδα που βλέπω στα μάτια της δείχνει καχυποψία; Αναρωτιέται γιατί κάνω μια τέτοια ερώτηση; «Όχι,» λέει, χωρίς να σαστίσει καθόλου, «όχι, δεν είναι κάτι που συνηθίζαμε. Αντιθέτως, είχαμε…» αναστενάζει, «πολλές διαφορές με την Αλεξάνδρα. Κυρίως επειδή είμαστε– ήμασταν τόσο διαφορετικές ως χαρακτήρες.» Καθαρίζει ξανά τον λαιμό της. «Με συγχωρείτε. Απλώς ακόμα δεν… δεν έχω συνηθίσει στην ιδέα ότι… έφυγε.»

«Εντάξει,» της λέω, «δεν υπάρχει πρόβλημα.» Και η όψη μου είναι φιλική: δείχνω ότι τη συμπαθώ, ότι την καταλαβαίνω. «Εγώ θα έπρεπε να ζητήσω συγνώμη, που κάνω ανάρμοστες ερωτήσεις μια τέτοια δύσκολη ώρα.»

Με ατενίζει παρατηρητικά. «Δεν πειράζει. Εύχομαι μόνο να βρείτε αυτό το κάθαρμα.

»Βασικά, ήμουν στο σπίτι της γιατί είχα ζαλιστεί το προηγούμενο βράδυ που την είχα επισκεφτεί. Είχαμε… τσακωθεί, και είχα ζαλιστεί. Δεν έφταιγε εκείνη· εγώ ήμουν υπερβολική. Και…» αναστενάζει, «τέλος πάντων, η Αλεξάνδρα με φιλοξένησε για τη νύχτα. Δεν είχε κανέναν άλλο… φιλοξενούμενο, εξάλλου.»

Αυτό το τελευταίο σαν λιγάκι καυστικό μού φαίνεται. «Μάλιστα,» λέω. «Και είδες κάτι; Κάτι σχετικό με τον Άφευκτο; Μπορώ να σου μιλάω στον ενικό, έτσι;»

«Φυσικά,» αποκρίνεται η Κιρτέφκι φιλικά· και συνεχίζει: «Ήμουν στο σαλόνι όταν η Αλεξάνδρα έφυγε από το σπίτι. Άκουσα την κραυγή της απέξω, κι αμέσως πετάχτηκα στο μπαλκόνι. Ένα όχημα την είχε πατήσει–»

Βγάζω απ’το γιλέκο μου τη φωτογραφία του ηχομορφικού οχήματος. «Αυτό ήταν; Πρόλαβες να το δεις;»

Γνέφει καταφατικά. «Αυτό ήταν. Και, ναι, πρόλαβα να το δω καλά. Την είχε πατήσει και είχε σταματήσει παραδίπλα. Ένα παράθυρο άνοιξε και κάποιος πέταξε ένα αντικείμενο από μέσα… δίπλα στο νεκρό σώμα της αδελφής μου. ‘Μην ξεχάσεις να τους το δώσεις!’ μου φώναξε, και μετά το όχημα έφυγε με μεγάλη ταχύτητα.»

«Τι αντικείμενο ήταν αυτό;»

«Μια στιγμή.» Η Κιρτέφκι σηκώνεται από την πολυθρόνα της και βαδίζει προς ένα σκρίνιο.

Με τις άκριες των ματιών μου βλέπω τα χείλη του Κριτόλαου να κινούνται γρήγορα ενώ ελάχιστος ήχος βγαίνει, τον οποίο μετά βίας θα μπορούσες να αποκαλέσεις μουρμουρητό. Τώρα κάνει το ξόρκι του;

Σηκώνομαι κι εγώ από την πολυθρόνα μου, για να τον καλύψω, και βαδίζω προς το σκρίνιο, προς την Κιρτέφκι. Εκείνη έχει ήδη ανοίξει ένα συρτάρι και στρέφεται τώρα σ’εμένα. «Αυτό εδώ,» λέει, κρατώντας μια συσκευή αποθήκευσης πληροφοριακών δεδομένων μικρότερη από την παλάμη της.

«Τι έχει μέσα;» ρωτάω. «Κοίταξες;»

«Προσπάθησα, αλλά είναι αδύνατο. Ζητά κωδικό. Κάποιον κωδικό τον οποίο δεν έχω. Μια ερώτηση εμφανίζεται στην οθόνη.»

«Τι ερώτηση;»

Η Κιρτέφκι φαίνεται να αναριγεί. «‘Πόσα ανθρώπινα κεφάλια για να χτίσεις σκάλα μέχρι το φεγγάρι;’»

«Ο άνθρωπος είναι άρρωστος,» λέω, και παίρνω τη συσκευή από το χέρι της. «Γιατί, όμως, περίμενες εμάς; Γιατί δεν το έδωσες αυτό σε κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας; Στον Ρίβη Παλιόσυρμο, για παράδειγμα.»

«Η οθόνη… Στην οθόνη, όταν συνδέσεις τη συσκευή με πληροφοριακό σύστημα, παρουσιάζονται και κάποιες λέξεις πάνω από την ερώτηση, οι οποίες λένε: ‘Μια ερώτηση για τους κυνηγούς μου και μόνο’. Σκέφτηκα, έτσι, ότι έπρεπε να παραδώσω τη συσκευή σ’εσάς.»

«Μάλιστα,» λέω. «Υπάρχει κάτι άλλο που έχεις να μας πεις; Κάτι άλλο που πρόσεξες, ίσως;» Πίσω μου ακούω τον Κριτόλαο και τον Ύαν να σηκώνονται από τις πολυθρόνες τους.

Η Κιρτέφκι κουνά το κεφάλι. «Όχι. Απλώς είδα το όχημά του, και μετά… έφυγε… αφήνοντας μόνο την Αλεξάνδρα πίσω… κομμένη στα δύο.» Μιλά με δυσκολία.

«Θα τον βρούμε,» της λέω, αγγίζοντας τον ώμο της συμπονετικά, έχοντας φιλική έκφραση στο πρόσωπό μου. «Θα τον κάνουμε να πληρώσει για τον θάνατο της αδελφής σου.»

«Ευχαριστώ,» αποκρίνεται η Κιρτέφκι, και σφίγγει το χέρι μου που σφίγγει τον ώμο της.

Το άγγιγμά της είναι σχεδόν προκλητικό, ερωτικό.

Αλλά αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος που μου μοιάζει περίεργη: Δεν μου φαίνεται να θρηνεί αληθινά.

*

Καθώς βγαίνουμε από την πολυκατοικία και βαδίζουμε προς το όχημά μας, ο Κριτόλαος μάς λέει: «Κάτι δεν πηγαίνει καθόλου καλά. Αυτή την καρφίτσα επάνω στο σακάκι της την προσέξατε;»

«Ναι,» λέμε εγώ κι ο Ύαν συγχρόνως σα νάμαστε συνεννοημένοι.

«Κρύβει μέσα της τηλεοπτικό πομπό.»

«Τι!» κάνω ξαφνιασμένος. «Για ποιο λόγο να…;»

«Δεν ξέρω, αλλά έχω μια υποψία.»

«Θα τη μοιραστείς μαζί μας;» ρωτά ο Ύαν.

«Δε σκόπευα να την κρατήσω για τον εαυτό μου,» λέει ο Κριτόλαος καθώς φτάνουμε στο όχημά μας. Ξεκλειδώνουμε τις πόρτες και μπαίνουμε, κι εκείνος ξεκλειδώνει τη μηχανή με το μυαλό του, διαλύοντας τη μαγγανεία που είχε υφάνει εκεί.

«Λοιπόν;» τον ρωτάω, νιώθοντας πολύ μεγάλη περιέργεια να με κεντρίζει.

Ο Κριτόλαος, καθισμένος στο ενεργειακό κέντρο του οχήματος αλλά χωρίς να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή τώρα, μας λέει: «Εξαρχής μου έμοιαζε παράξενο που μας κάλεσε αυτή η Κιρτέφκι, καθώς και το γεγονός ότι κανένας μέσα στη Δυναστεία δεν φαίνεται να την ξέρει για μέλος. Σκέφτηκα, επομένως: Αν είναι όντως σύμμαχος του Άφευκτου, τι λόγο μπορεί να έχει για να μας καλεί; Και οι πιθανότερες απαντήσεις ήταν δύο: Πρώτον, για να μας σκοτώσει· δεύτερον, για να μας μάθει ο Άφευκτος. Το να μας επιτεθεί μέσα στο ίδιο της το σπίτι το θεωρούσα δύσκολο. Το να αποθηκεύσει, όμως, τις εικόνες μας σε κάποια συσκευή δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο. Όσο ήμασταν εκεί, λοιπόν, έκανα ένα Ξόρκι Τηλεοπτικής Ανιχνεύσεως και εντόπισα τον τηλεοπτικό πομπό μέσα στην καρφίτσα της.

»Το θεωρώ πολύ πιθανό να είναι σύμμαχος του Άφευκτου, και ο Άφευκτος να την έβαλε να μας καλέσει προκειμένου να μάθει ποιοι τον κυνηγάνε – διότι σίγουρα θα υποπτεύεται ότι κάποιοι πια τον κυνηγάνε ενεργά

«Δεν είναι λογικά πάλι αυτά που λες,» διαφωνεί ο Ύαν. «Ξεχνάς ότι ο Άφευκτος πέταξε τούτη τη συσκευή;» Τη σηκώνει από εκεί όπου την έχω αφήσει, επάνω στην κονσόλα του οχήματος. «Γιατί να την πετάξει; Γιατί να βάλει κωδικό;»

«Για να κάνει την όλη ιστορία αληθοφανή, να μην καταλάβουμε ότι η Κιρτέφκι είναι σύμμαχός του.»

«Η Κιρτέφκι, όμως, είναι όντως μέλος της Δυναστείας ή όχι;» ρωτάω.

«Μπορεί και να μην ήταν,» λέει ο Κριτόλαος, «αλλά ο Άφευκτος την έκανε.»

«Τι εννοείς;»

«Δεν ξέρεις πώς γεννιούνται τα μέλη της Δυναστείας, Ζορδάμη; Όταν μάθεις για τη Δυναστεία είσαι μέλος της. Και όσο πιο πολλά ξέρεις για τη Δυναστεία τόσο πιο στενός συγγενής της οικογένειας είσαι. Ο καθένας μας μπορεί να δημιουργήσει ένα καινούργιο μέλος. Υπάρχουν, όμως, και οι συνέπειες πάντα. Έχουν σκοτωθεί άνθρωποι που κάνουν του κεφαλιού τους σε τέτοια θέματα. Αλλά ο Άφευκτος, προφανώς, δεν φοβάται τον θάνατο. Ούτως ή άλλως τον κυνηγάμε για να τον σκοτώσουμε, κι αυτός κυνηγά εμάς για να μας σκοτώσει.»

«Αν είναι έτσι,» του λέω, «πιστεύεις ότι η Κιρτέφκι ξέρει πόσο άσχημα έχει μπλέξει;»

«Μάλλον όχι, αλλιώς δεν θα έμπλεκε.»

«Όπως κι εγώ; Ούτε εγώ ήξερα πόσο άσχημα είχα μπλέξει όταν πήρα λεφτά από τη Δυναστεία.»

«Ας ήσουν πιο προσεχτικός,» μου λέει ο Κριτόλαος.

«Τι θα κάνουμε τώρα;» τον ρωτάω.

«Θα την παρακολουθήσουμε. Αφού πήρε τις εικόνες μας θα θέλει να τις δώσει στον Άφευκτο. Αλλά ο Άφευκτος δεν νομίζω νάναι μέσα στην πόλη. Επομένως, ή αυτός θα έρθει στο σπίτι της, ή εκείνη θα πάει να τον βρει.»

«Γιατί να μην του στείλει τα δεδομένα τηλεπικοινωνιακά;» ρωτά ο Ύαν.

«Υποπτεύομαι πως ο Άφευκτος ίσως να φοβάται ότι οι τηλεπικοινωνίες του σπιτιού της παρακολουθούνται–»

«Αλλά κανένας δεν τις παρακολουθεί.»

«Καιρός ν’αρχίσουμε. Όμως πιο πιθανό το θεωρώ να τον δει προσωπικά. Ο Άφευκτος, σίγουρα, το ξέρει ότι μεγάλες πόλεις ίσον μεγάλος κίνδυνος για εκείνον. Ακόμα και με Ξόρκι Ανιχνεύσεως μπορεί να εντοπιστεί–»

«Τη συσκευή αποθήκευσης θα προσπαθήσεις να την ανοίξεις, ή το θεωρείς χάσιμο χρόνου;» ρωτά ο Ύαν.

«Είναι δυνατόν να απαντήσω στο ερώτημα ‘Πόσα κεφάλια χρειάζονται για να φτιάξεις σκάλα ώς το φεγγάρι’; Προφανώς είναι για να μας απειλήσει.»

«Δηλαδή, δεν υπάρχει πραγματικός κωδικός;»

«Υποθέτω πως υπάρχει και πως μπορώ να τον σπάσω· αλλά θα χάσουμε κάποιο χρόνο– Τέλος πάντων. Σύνδεσε τη συσκευή με το πληροφοριακό σύστημα του οχήματος.»

Ο Ύαν τη συνδέει, και στην τετράγωνη οθόνη ο χάρτης σβήνει και το εξής μήνυμα παρουσιάζεται:

ΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΥΝΗΓΟΥΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΜΟΝΟ:
ΠΟΣΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΧΤΙΣΕΙΣ ΣΚΑΛΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ;

«Πολλά, υποθέτω…» λέω ειρωνικά.

Ο Κριτόλαος δεν χασομερά. Τεντώνεται, αγγίζει με το ένα χέρι το πληροφοριακό σύστημα της κονσόλας του οχήματός μας, μουρμουρίζει τα λόγια για κάποιο ξόρκι, και τα μάτια του μοιάζει να θολώνουν.

Μετά από λίγο, η τετράγωνη οθόνη γίνεται κενή.

Ο Κριτόλαος απομακρύνει το χέρι του. «Ορίστε.»

«Τι ‘ορίστε’;» λέω.

«Τον έσπασα τον κωδικό. Αστείος ήταν. Αλλά η συσκευή είναι άδεια, όπως βλέπεις. Δεν περιέχει δεδομένα.»

«Ποιος ήταν ο κωδικός;»

«Δεν ξέρω.»

«Μα τον έσπασες!»

«Ένας Τεχνομαθής μάγος μπορεί να σπάσει έναν κωδικό χωρίς να τον ανακαλύψει.»

Καλά, εντάξει, το αφήνω εκεί. Τους μάγους δεν τους καταλαβαίνω, ούτως ή άλλως. «Επομένως, ήταν απάτη…»

«Περίμενες τίποτε άλλο;»

«Αν ο Άφευκτος είναι εδώ κοντά, μπορείς να τον εντοπίσεις με Ξόρκι Ανιχνεύσεως;» Έχω δει τη Σαμάνθα να το κάνει, στη Θακέρκοβ.

«Αποκλείεται να είναι εδώ κοντά, αλλά θα προσπαθήσω.»

Κρατώντας τη φωτογραφία του Άφευκτου στο ένα χέρι, ο Κριτόλαος την κοιτάζει έντονα σαν να θέλει να την αποτυπώσει στο μυαλό του. Μετά απενεργοποιεί την τετράγωνη οθόνη της κονσόλας και εστιάζει το βλέμμα του εκεί, υποτονθορύζοντας το Ξόρκι Ανιχνεύσεως.

Αν εντοπίσει τον Άφευκτο, μια κόκκινη κουκίδα θα εμφανιστεί στην οθόνη, η οποία θα δείχνει τη θέση του σε σχέση με τον Κριτόλαο. Έτσι λειτουργεί αυτό το ξόρκι· το έχω μάθει πια. Θεωρητικά τελείως, εννοείται.

Καμια κουκίδα, όμως, δεν παρουσιάζεται, και ο Κριτόλαος λέει: «Δεν είναι εδώ γύρω.»

«Πουθενά μέσα στην πόλη;» ρωτά ο Ύαν.

«Εδώ γύρω,» τονίζει ο Κριτόλαος.

«Δηλαδή, μπορεί να είναι μέσα στη Νίρβεκ;»

«Μπορεί,» παραδέχεται ο Κριτόλαος, «αλλά το θεωρώ πολύ απίθανο. Και καλύτερα τώρα να μη χάνουμε άλλο χρόνο. Πρέπει να παρακολουθήσουμε την Κιρτέφκι.»

ΜΙΑ ΚΟΥΚΙΔΑ ΣΤΗΝ ΟΘΟΝΗ

Ξεκινάμε να παρακολουθούμε την Κιρτέφκι Βένκαρκωφ, και γι’αυτό μάς χρειάζεται ένα διαμέρισμα κάπου κοντά στο δικό της οροφοδιαμέρισμα. Ο Κριτόλαος επικοινωνεί με το δίκτυό μας – με την Πάολα, κυρίως, βασικά – ώστε να βρει ένα σπίτι για να νοικιάσουμε. Ο Δρυόκηπος, όμως, δεν είναι καμια παρακμιακή ή πολυσύχναστη περιοχή όπου, ανά πάσα στιγμή, υπάρχουν πέντε ανοίκιαστα διαμερίσματα έτοιμα για να επιλέξεις, και τελικά δεν βρίσκουμε κανένα απολύτως σε σημείο που να μας ενδιαφέρει – δηλαδή, εκεί απ’όπου θα μπορούμε να κατασκοπεύουμε την Κιρτέφκι. Επομένως, νοικιάζουμε – ή, μάλλον, η Πάολα νοικιάζει για εμάς – δύο τετράκυκλα οχήματα που δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους. Θα παρακολουθούμε την είσοδο της πολυκατοικίας της Κιρτέφκι μέσα από αυτά και μέσα από το δικό μας όχημα. Θα τα έχουμε και τα τρία για να αλλάζουμε: για να μη μπορεί κανένας να προσέξει ότι συνέχεια το ίδιο και το ίδιο παράξενο όχημα είναι σταθμευμένο κάπου εδώ πέρα. Βεβαιωνόμαστε, επιπλέον, ότι τα οχήματα που νοικιάζει για εμάς η Πάολα έχουν φιμέ τζάμια, όπως και το δικό μας.

Αυτό δεν είναι αρκετό, όμως, για την παρακολούθηση της Κιρτέφκι. Θέλουμε, επίσης, να μπορούμε να κρυφακούμε τις τηλεπικοινωνίες της. Ο Κριτόλαος μάς λέει πως, αν επικοινωνεί μέσω κάποιου πομπού που χρησιμοποιεί κεραία, είναι πολύ δύσκολο να το εντοπίσουμε. Όμως δεν είναι καθόλου δύσκολο να παρακολουθήσουμε τους διαύλους του σπιτιού της που έρχονται σε επαφή με τα καλώδια του τηλεπικοινωνιακού δικτύου της Νίρβεκ. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μπούμε στην πολυκατοικία ξανά.

Πράγμα το οποίο επιχειρούμε να κάνουμε όταν έχουμε τελειώσει τις συνεννοήσεις μας με την Πάολα. Και κακώς δεν τον κάναμε πιο νωρίς, όταν είχαμε κατεβεί από το διαμέρισμα της Κιρτέφκι, γιατί η εξώθυρα της πολυκατοικίας είναι ασφαλείας και δεν ανοίγει εύκολα. Είναι μια μεγάλη, μεταλλική πόρτα επενδυμένη με ξύλο. Η κλειδαριά της μοιάζει τελευταίας τεχνολογίας και, όταν κάποιος την έχει ξεκλειδώσει, η πόρτα σύρεται αυτόματα προς το πλάι. Ο Κριτόλαος κάνει ένα Ξόρκι Ξεκλειδώματος επάνω της για να τη διαρρήξει, αλλά δεν τα καταφέρνει.

«Αδύνατον,» μας λέει. «Είναι καλά προστατευμένη.»

«Ακόμα κι από μαγεία;» απορώ. Δεν το ήξερα καν πως γινόταν.

«Προφανώς. Πρέπει να βρούμε άλλο τρόπο για να μπούμε.» Και φαίνεται για μερικές στιγμές σκεπτικός.

Ευτυχώς που η πολυκατοικία δεν έχει θυρωρό, γιατί θα μας είχε σίγουρα υποψιαστεί ώς τώρα, έτσι όπως στεκόμαστε μπροστά στην εξώθυρα.

Μετά από λίγο, ο Κριτόλαος μουρμουρίζει: «Για να δούμε…» Και συνεχίζει να μουρμουρίζει, αλλά τώρα δεν καταλαβαίνω λέξη· τα λόγια του είναι στην παράξενη γλώσσα της μαγείας, που έχω ακούσει μάγους να λένε πως κάνει το σύμπαν να τους υπακούει. Ο Κριτόλαος τελειώνει σχετικά γρήγορα με το ξόρκι του, και γρυλίζει, τσαντισμένα: «Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!»

Ο Σκοτοδαίμων δεν είναι θεός της Σεργήλης· είναι θεός της Ρελκάμνια, της διάστασης από την οποία ξεκίνησε η Συμπαντική Παντοκρατορία. Μονάχα πρώην Παντοκρατορικούς μπορεί πια ν’ακούσεις να μελετάνε τ’όνομά του, ή ταξιδιώτες ή μετανάστες από τη Ρελκάμνια.

«Τι έγινε;» ρωτάω.

«Δοκίμασα κάτι άλλο, για να παίξω με τον εσωτερικό μηχανισμό της πόρτας, όχι με την κλειδαριά, αλλά ούτε αυτό έπιασε. Το σύστημα είναι πολύ καλό.»

«Δε φεύγουμε, τότε;» προτείνει ο Ύαν ρίχνοντας ματιές ολόγυρα, φοβούμενος μάλλον ότι αργά ή γρήγορα κάποιος θα έρθει προς την πολυκατοικία ή θα βγει από αυτήν και θα μας δει. Και δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε υποψίες, φυσικά.

Ο Κριτόλαος συμφωνεί αυτή τη φορά με τον Ύαν, έτσι επιστρέφουμε στο όχημά μας.

Μου έρχεται τότε μια ιδέα. Τη λέω στους συνεταίρους μου και συμφωνούν, έτσι ανοίγω τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου και καλώ τον Ζορζ τον Βουτηχτή. Τον ρωτάω αν θα μπορούσε να κανονίσει να έρθω σε επαφή μ’έναν αερομεταφορέα της Νίρβεκ που είναι του δικτύου μας. Ο Ζορζ δίνει θετική απάντηση, και μου λέει να περιμένω. Μετά από λίγο, με καλεί εκείνος και μου ζητά να συναντήσω τον γρυποκαβαλάρη σ’έναν δρόμο στα όρια του Δρυόκηπου.

Οδηγώ το όχημά μας ώς εκεί και βρίσκουμε τον άντρα και τον γρύπα του να μας περιμένουν. Του εξηγούμε τι θέλουμε, κι εκείνος δεν φαίνεται να έχει πρόβλημα. «Δεν είναι δύσκολο,» λέει. Έτσι, εγώ και ο Κριτόλαος ανεβαίνουμε στον γρύπα μαζί του και πετάμε. Ο Ύαν μένει κάτω γιατί το φτερωτό θηρίο δεν μπορεί να σηκώσει περισσότερους από τρεις ανθρώπους στη ράχη του. Και τους τρεις με το ζόρι μάς σηκώνει, βασικά· το αισθάνομαι από κάτω μου να πιέζεται.

Ο αερομεταφορέας μάς πηγαίνει στην ταράτσα της πολυκατοικίας της Κιρτέφκι και μας αφήνει εκεί. Του λέμε να περιμένει λίγο, για να βεβαιωθούμε για κάτι, κι εκείνος αρχίζει να κάνει κύκλους από πάνω μας. Πλησιάζουμε την πόρτα της ταράτσας και δοκιμάζουμε να την ανοίξουμε. Τη βρίσκουμε κλειδωμένη. Ο Κριτόλαος κάνει ένα Ξόρκι Ξεκλειδώματος, κι ακούω την κλειδαριά να περιστρέφεται χωρίς να της έχουμε βάλει κλειδί, ανοίγοντας εύκολα.

Γνέφουμε στον αερομεταφορέα ότι όλα είναι εντάξει, κι εκείνος φεύγει. Μπαίνουμε στην πολυκατοικία, παίρνουμε τον ανελκυστήρα, και φτάνουμε στο ισόγειο. Από εκεί κατεβαίνουμε τη σκάλα και καταλήγουμε στο υπόγειο, όπου υπάρχει μια μεταλλική πόρτα η οποία προστατεύει τα μηχανικά συστήματα της πολυκατοικίας. Είναι κλειδωμένη, φυσικά, αλλά ο Κριτόλαος τη διαρρηγνύει κι αυτήν με τη μαγεία του. Τον βλέπω, όμως, να δυσκολεύεται περισσότερο απ’ό,τι με την κλειδαριά της πόρτας στην ταράτσα· τα κλικ αργούν να διαδεχτούν το ένα το άλλο, σαν ο μάγος να ψάχνει τις εγκοπές με το μυαλό του όπως θα τις έψαχνε μ’ένα σύρμα ειδικό για τέτοιες δουλειές. Αναρωτιέμαι αν με σύρμα θα είχαμε όντως τελειώσει πιο γρήγορα. Έχω μάθει πια κάποια πράγματα για να διαρρηγνύω κλειδαριές, τόσο καιρό που βρίσκομαι μέσα στην εκλεκτή μας οικογένεια. Όσο είσαι με τη Σιδηρά Δυναστεία, συνεχώς καλυτερεύεις – όχι ως χαρακτήρας, απαραίτητα…

Ο Κριτόλαος, πάντως, είμαι βέβαιος ότι θα είχε κάνει και πολύ χειρότερα πράγματα όταν ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας. Ανατριχιάζω με τούτη τη σκέψη, γιατί έχω ακούσει κάτι τελείως αποτρόπαιες φήμες για τους πράκτορες της Παντοκράτειρας.

Ανοίγουμε τη μεταλλική πόρτα και μπαίνουμε σ’ένα υπόγειο δωμάτιο γεμάτο καλώδια, σωλήνες, μικρές κονσόλες, και μερικές ενεργειακές φιάλες. Ο Κριτόλαος πηγαίνει εκεί όπου είναι τα καλώδια του τηλεπικοινωνιακού δικτύου και υφαίνει κάποια μαγγανεία που δεν ολοκληρώνεται αμέσως. Τον βλέπω να παραμένει εστιασμένος για ώρα, αγγίζοντας τα καλώδια με το ένα χέρι κι έχοντας τα μάτια μισόκλειστα. Όταν τελειώνει, συνδέει έναν μικροσκοπικό πομπό μ’ένα από τα τηλεπικοινωνιακά καλώδια και, μετά, συνδέει τον πομπό, μέσω άλλου καλωδίου, με τα καλώδια ενεργειακής τροφοδοσίας της πολυκατοικίας.

«Πάμε,» μου λέει, μοιάζοντας κουρασμένος από τη δουλειά του.

«Τι ακριβώς έκανες;» τον ρωτάω καθώς ανεβαίνουμε.

Δεν μου απαντά αμέσως. Φτάνουμε επάνω, ανοίγουμε την εξώθυρα της πολυκατοικίας (πράγμα που από τη μέσα μεριά δεν είναι καθόλου δύσκολο, ούτε χρειάζεται να έχεις κλειδί, απλώς μόνο να πατήσεις έναν διακόπτη για να κάνεις τον μηχανισμό της να μπει σε λειτουργία), και βγαίνουμε. Βαδίζοντας γρήγορα, πηγαίνουμε προς τα εκεί όπου μας περιμένει ο Ύαν μαζί με το όχημά μας. Καθοδόν, ο Κριτόλαος μού λέει ότι, με τη μαγγανεία του, μετέτρεψε όλους τους επικοινωνιακούς διαύλους μέσα στο σπίτι της Κιρτέφκι σε κοριούς. Θα μπορούμε ν’ακούμε τα πάντα γύρω από αυτούς, φτάνει να συντονίσουμε τους δέκτες μας στη σωστή συχνότητα ενώ είμαστε κοντά στην πολυκατοικία.

Ο Ύαν δεν έχει φύγει από εκεί όπου τον αφήσαμε. «Τι έγινε;» μας ρωτά.

«Όλα εντάξει,» του απαντώ.

Και η παρακολούθηση της Κιρτέφκι Βένκαρκωφ αρχίζει.

*

Φαίνεται να είναι καλό κοριτσάκι, γενικά. Κυρίως, δουλεύει, σχεδιάζοντας ρούχα για τον οίκο μόδας Ένδυση Βένκαρκωφ, και επιστρέφει σπίτι. Μια φορά τη βλέπουμε να συναντά μια φίλη της σε μια καφετέρια, όχι και πολύ μακριά από τη δουλειά της. Μέσα στο οροφοδιαμέρισμα δεν την ακούμε να λέει τίποτα ύποπτο. Τηλεπικοινωνιακά μιλά με κάποιους συνεργάτες, με τη μητέρα της, και με δυο φιλές. Κάποτε την ακούμε να λέει σε μια απ’ αυτές τις φίλες, μάλλον θυμωμένα, ότι ο Νιρμόδος ούτε τώρα της μιλάει ούτε στην κηδεία της Αλεξάνδρας τής μίλησε παρά μόνο τυπικά. Κι απ’ό,τι καταλαβαίνω, αυτός ο Νιρμόδος πρέπει να είναι πρώην σύζυγός της, και πρέπει να χώρισαν ύστερα από κάποια παρεξήγηση αρκετά σοβαρή.

Κανέναν εραστή δεν ακούμε να έχει τώρα η Κιρτέφκι. Και ούτε μαθαίνουμε τίποτα για τον Άφευκτο. Απολύτως τίποτα. Επίσης, δεν την ακούμε ούτε τη βλέπουμε να έχει καμια επαφή με μέλη της Σιδηράς Δυναστείας. Εκτός αν κάποιοι συνεργάτες στη δουλειά της είναι της οικογένειας χωρίς εμείς να το ξέρουμε. Ο Κριτόλαος, όμως, δεν το πιστεύει· νομίζει πως κάτι ύποπτο συμβαίνει μαζί της, πως ο Άφευκτος την έβαλε στο κόλπο.

Αλλά αν είναι έτσι, γιατί δεν τον συναντά για να του δώσει τα οπτικά δεδομένα που αποθήκευσε μέσα στην καρφίτσα της; Ή μήπως του τα έστειλε τηλεπικοινωνιακά κάπως χωρίς να το αντιληφτούμε;

Ο χρόνος κυλά και, εκτός του ότι δεν φαίνεται να μαθαίνουμε τίποτα από την Κιρτέφκι, ούτε η Πάολα μάς φέρνει, μέσω των Δρομολόγων, καμια πληροφορία για τον Άφευκτο. Κανείς δεν έχει δει το όχημά του, λέει στον Κριτόλαο όταν επικοινωνεί μαζί του.

Μία μέρα περνά…

δεύτερη μέρα…

τρίτη μέρα…

τέταρτη μέρα–

Ο Ύαν λέει στον Κριτόλαο ότι η παρακολούθηση δεν έχει πλέον νόημα· αφού η Κιρτέφκι δεν συνάντησε ώς τώρα τον Άφευκτο, αποκλείεται να τον συναντήσει. Προφανώς, κάναμε λάθος στην εκτίμησή μας γι’αυτήν· δεν μπορεί νάναι συνεννοημένη μαζί του.

Ο Κριτόλαος, όμως, διαφωνεί. «Όχι,» λέει· «θα περιμένουμε κι άλλο. Πιθανώς να το κάνει ακριβώς γι’αυτό το λόγο.»

«Ποιον λόγο;»

«Επειδή ξέρει ότι μπορεί κάποιοι να την παρακολουθούν. Και επειδή ξέρει πως, ύστερα από μερικές ημέρες, η παρακολούθηση μάλλον θα σταματήσει.»

Τον κοριό μας στα τηλεπικοινωνιακά καλώδια της πολυκατοικίας – αυτόν που τροφοδοτείται από το κεντρικό ενεργειακό σύστημά της – ακόμα κανένας δεν τον έχει βρει, ευτυχώς. Μέχρι πότε, όμως, θα συνεχιστεί αυτό; Αργά ή γρήγορα θα τον εντοπίσουν. Δεν είναι και πολύ κρυφός εκεί όπου βρίσκεται. Φτάνει κάποιος να πάει στο υπόγειο για έλεγχο.

Το σούρουπο της πέμπτης ημέρας, όμως, η Κιρτέφκι Βένκαρκωφ κάνει κάτι καινούργιο: παίρνει το όχημά της – ένα τρίκυκλο που κλείνει με φιμέ γυάλινο σκέπαστρο – από το υπόγειο γκαράζ της πολυκατοικίας και το οδηγεί προς τα νότια άκρα της Νίρβεκ. Ευτυχώς βρισκόμαστε μέσα στο μεταβαλλόμενο όχημά μας, όχι σε κάποιο από τα νοικιασμένα της Πάολας, επομένως δεν χρειάζεται να πάμε γρήγορα να το πάρουμε από εκεί όπου το αφήνουμε συνήθως. Κάτι τέτοιο μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα να χάσουμε την Κιρτέφκι, σκέφτομαι καθώς την ακολουθώ έξω από την πόλη, στην ύπαιθρο, όπου το ηλιακό φως είναι ελάχιστο πλέον, και ολοένα και μειώνεται.

Μετά, όμως, ο Κριτόλαος μού αποδεικνύει ότι ίσως να μην την χάναμε ακόμα κι αν καθυστερούσαμε λίγο.

«Σταμάτα,» μου λέει.

«Τι; Γιατί;»

«Σταμάτα.»

Πατάω το φρένο. «Τι συμβαίνει; Θες να μας ξεφύγει;»

«Δεν θέλω να μας καταλάβει,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος. «Κι αν συνεχίσουμε έτσι, θα μας καταλάβει – ειδικά αν είναι υποψιασμένη ότι κάποιος μπορεί να την παρακολουθεί. Ο τόπος εδώ είναι ανοιχτός, και βλέπεις κανένα άλλο όχημα να περιφέρεται;»

Οφείλω να ομολογήσω ότι έχει κάποιο δίκιο.

Ο Κριτόλαος συνεχίζει: «Άφησέ την ν’απομακρυνθεί. Θα την παρακολουθώ με Ξόρκι Ανιχνεύσεως, κι όταν βγει από την εμβέλεια του ξορκιού, θα κινηθούμε ξανά.»

«Μπορείς να κάνεις αυτό το ξόρκι ενώ ρυθμίζεις την ενεργειακή ροή του οχήματος;»

«Αφού είμαστε σταματημένοι η Μαγγανεία Κινήσεως προφανώς δεν χρειάζεται.»

Ο Κριτόλαος κάνει το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, και στην τετράγωνη οθόνη της κονσόλας μας, επάνω στον χάρτη, ακόμα μια κουκίδα εμφανίζεται. Η προϋπάρχουσα δείχνει, φυσικά, εμάς, σύμφωνα με τις συντεταγμένες που έχει αποθηκευμένες το σύστημα· η καινούργια δείχνει την Κιρτέφκι, σύμφωνα με ό,τι οδηγίες δίνει η μαγεία του Κριτόλαου στην οθόνη. Ο ίδιος μοιάζει πλήρως εστιασμένος στη δουλειά του, αλλά φαίνεται πιο έμπειρος μ’αυτό το ξόρκι απ’ό,τι η Σαμάνθα. Δε νομίζω ότι θα τον πιάσει πονοκέφαλος.

Η κουκίδα της Κιρτέφκι απομακρύνεται από εμάς, και συνεχίζει να απομακρύνεται…

Έξω από το μπροστινό τζάμι μας δεν βλέπω πια καθόλου τα φώτα του τρίκυκλου οχήματός της.

Η κουκίδα της, σε κάποια στιγμή, εξαφανίζεται από την οθόνη. «Πάμε,» λέει αμέσως ο Κριτόλαος. Κι επιστρέφει στο ενεργειακό κέντρο, κάνοντας τη Μαγγανεία Κινήσεως.

Μόλις η ενεργειακή ροή έχε ομαλοποιηθεί, ξεκινάω πηγαίνοντας προς τα εκεί όπου κατευθυνόταν η κουκίδα. Αλλά δεν βλέπω το τρίκυκλο με το φιμέ σκέπαστρο πουθενά. Έχει εξαφανιστεί. Ίσως ο μάγος να έκανε βλακεία τελικά. Ίσως να τη χάσαμε εξαιτίας του.

«Σταμάτα,» μου λέει ξανά. Και επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία με το Ξόρκι Ανιχνεύσεως.

Η κουκίδα παρουσιάζεται στην οθόνη, και αυτή τη φορά, μετά από λίγο, απλά σταματά να κινείται κάπου· δεν εξαφανίζεται.

«Εκεί!» λέει ο Κριτόλαος. «Πάμε εκεί.» Και υφαίνει πάλι τη Μαγγανεία Κινήσεως.

Βάζω σε λειτουργία τη μηχανή μας και ακολουθώ την πορεία της Κιρτέφκι. Η ύπαιθρος που διασχίζω είναι κυρίως πεδινή με αραιά δέντρα από δω κι από κει. Υπάρχουν και αγροκτήματα κάπου-κάπου.

Ο Ύαν κοιτάζει με τα κιάλια του, κι εκείνος είναι που βλέπει πρώτος το τρίκυκλο. «Εκεί, ραλίστα,» μου λέει δείχνοντας ένα από τα αγροκτήματα καθώς κατεβάζει τα κιάλια.

«Είσαι σίγουρος ότι είναι αυτό;»

«Ναι. Το αγρόκτημα πρέπει νάναι εγκαταλειμμένο.» Σηκώνει ξανά τα κιάλια στα μάτια του. «Τι…»

«Τι βλέπεις;»

«Μην το πλησιάσεις από κει. Πλησίασέ το στο έτσι.» Μου δείχνει, με το χέρι του, από ποια μεριά να πλησιάσω το αγρόκτημα. «Νομίζω ότι διακρίνω άλλο ένα όχημα. Και ίσως νάναι του Άφευκτου.» Έχοντας κατεβάσει τα κιάλια, οπλίζει ένα τουφέκι που είχε εξαρχής από κοντά. «Άναψε τους προβολείς μας στο μέγιστο,» μου λέει. «Δεν υπάρχει λόγος να κρυβόμαστε άλλο.»

Πίσω μας δεν ακούω τον Κριτόλαο να διαφωνεί, επομένως μάλλον δεν έχει αντίρρηση. Ανάβω τους προβολείς στο μέγιστο καθώς στρίβω, φωτίζοντας τη μεριά του εγκαταλειμμένου αγροκτήματος όπου είναι σταματημένο το άλλο όχημα. Και το βλέπω, καθαρά. Τετράκυκλο, με φιμέ τζάμια και σχήμα που δεν το συναντάς παντού. Βαμμένο πράσινο με λευκούς κύκλους πάνω από τις ρόδες – χρώμα τελείως διαφορετικό απ’ό,τι στη φωτογραφία μας. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αντικρίζουμε το ηχομορφικό όχημα του Άφευκτου.

«Αυτός είναι,» λέει ο Ύαν. Ανοίγει το παράθυρο πλάι του και, βγάζοντας το τουφέκι, πυροβολεί αμέσως, χωρίς καμια προειδοποίηση.

Οι σφαίρες χτυπάνε πάνω στα μέταλλα και στα τζάμια του ηχομορφικού οχήματος, μη δείχνοντας να προκαλούν σοβαρή ζημιά.

Το όχημα πάραυτα ξεκινά, τρέχοντας.

Το ακολουθώ, τρέχοντας επίσης. Αναπτύσσω πιο πολλή ταχύτητα απ’ό,τι έχω αναπτύξει εδώ και χρόνια – από τότε που μπήκα στη Σιδηρά Δυναστεία. Τρέχω σαν ραλίστας σε αγώνα δρόμου.

Αλλά ο Σίλας οδηγεί το ίδιο γρήγορα. Κι εξακολουθεί να είναι καλός όπως τον θυμάμαι.

Ο Ύαν τον πυροβολεί, μα οι σφαίρες του δεν φαίνεται να είναι παρά ενοχλητικές μύγες για το ηχομορφικό όχημα. Ο Ξενοκράτης δεν αστειευόταν όταν είπε ότι μπορεί να περάσει ακόμα και μέσα από εκρήξεις χωρίς να πάθει ζημιά.

«Τι σκατά είν’ αυτό το πράγμα;» μουγκρίζει ο Ύαν καθώς αλλάζει γεμιστήρα στο τουφέκι.

Ο Κριτόλαος ρωτά από πίσω: «Να μας μεταμορφώσω σε οπλισμένο όχημα, Ζορδάμη;»

«Θα τον χάσουμε αν η ταχύτητά μας μειωθεί,» αποκρίνομαι, και ο μάγος δεν φέρνει αντίρρηση.

Μετά, όμως, το όχημα του Άφευκτου εξαφανίζεται. Κυριολεκτικά. Τη μια στιγμή ήταν μπροστά μου, και τώρα δεν το βλέπω πουθενά!

«Έγινε ήχος, ο καταραμένος!» λέει ο Ύαν.

«Κι εμείς θα φυτρώσουμε φτερά και θα κάνουμε κύκλους πάνω απ’ όλη την περιοχή ώσπου να τον ξαναδούμε,» λέει ο Κριτόλαος. «Αλλάξτε θέσεις.» Και τον ακούω να μουρμουρίζει στη γλώσσα της μαγείας, κάνοντας προφανώς το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος.

Το όχημα αρχίζει να μεταμορφώνεται γύρω μας, καθώς εγώ κι ο Ύαν αλλάζουμε θέσεις. Μετά από λίγο είναι αεροπλάνο, και υψωνόμαστε κατακόρυφα στον νυχτερινό ουρανό. Ο Ύαν πιλοτάρει χαμηλά, ενώ έχει τους προβολείς μας στραμμένους στο έδαφος, κάνοντας κύκλους πάνω από όλη την περιοχή, αναζητώντας το ηχομορφικό όχημα.

«Ο Ξενοκράτης είπε ότι μπορεί να μείνει έτσι αόρατο για ένα τέταρτο της ώρας προτού τελειώσει η ενέργειά του,» λέω ενώ κοιτάζω κάτω με τα κιάλια.

«Δε νομίζω να μείνει για τόσο πολύ σε μορφή ήχου, Ζορδάμη,» λέει ο Κριτόλαος. «Παρατηρείτε!» Ο ίδιος, φυσικά, δεν μπορεί να παρατηρεί, εστιασμένος καθώς είναι στο να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του σκάφους μας.

Παρότι κρατάω κιάλια, δεν βλέπω πουθενά το ηχομορφικό όχημα. Ούτε ο Ύαν το βλέπει. Και η ώρα περνά.

«Ακόμα να τον βρείτε;» ρωτά ο Κριτόλαος.

«Πρέπει νάχει κρυφτεί,» λέει ο Ύαν ενώ συνεχίζει να πιλοτάρει, αλωνίζοντας την ύπαιθρο με τους προβολείς μας. «Πρέπει να κατάλαβε ότι το αεροσκάφος είναι δικό μας. Δε μπορώ να ξέρω πόσο μακριά ίσως νάχει πάει…»

«Πολύ μακριά ώς τώρα,» τον διαβεβαιώνω, «αν συνέχισε να τρέχει όπως πριν. Αλλά αναρωτιέμαι…»

«Τι αναρωτιέσαι;»

«Τι γίνεται με τους προβολείς του ηχομορφικού οχήματος όταν αυτό μεταμορφώνεται σε ήχο. Είδαμε τα φώτα του να εξαφανίζονται μαζί του.»

«Το φως διαλύεται στη μορφή ήχου,» μας λέει ο Κριτόλαος.

«Ακόμα και για τον οδηγό του οχήματος;»

«Φυσικά. Δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τους προβολείς για να βλέπει μες στη νύχτα.»

«Αυτό σημαίνει, τότε, ότι μάλλον θα μείωσε την ταχύτητά του… Και ποια είναι τα πιθανά μέρη εδώ γύρω που μπορεί να κρύφτηκε;»

Ο Ύαν μού δείχνει κάποιες περιοχές που είναι κατάφυτες. «Αλλά ίσως να μπήκε και σε κάποιο εγκαταλειμμένο οίκημα,» προσθέτει.

«Πάμε να ελέγξουμε τα πάντα,» λέει ο Κριτόλαος. «Προσγειωθείτε.»

Ο Ύαν προσγειώνει το αεροπλάνο μας κοντά σ’ένα δασώδες μέρος αρκετά χιλιόμετρα νότια της Νίρβεκ. 21, σύμφωνα με τον χάρτη στην οθόνη μας.

Ο Κριτόλαος δίνει στο σκάφος ξανά τη μορφή αγωνιστικού οχήματος, και, αφού αλλάζουμε θέσεις με τον Ύαν, το οδηγώ μέσα στο μικρό δάσος.

ΔΡΟΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

«Ποιοι είναι αυτοί;» ρωτά η Κιρτέφκι, ακόμα τρομαγμένη. «Από πού ήρθε αυτό το αεροσκάφος;»

«Σου είχα τονίσει να προσέξεις να μην σε ακολουθήσουν έξω από την πόλη!» λέει ο Άφευκτος αγριοκοιτάζοντάς την, καθισμένος μπροστά στο τιμόνι του οχήματός του.

Έχουν μόλις σταματήσει μέσα σ’ένα δασώδες μέρος και ατενίζουν ένα αεροπλάνο να πετά πάνω από την περιοχή κάνοντας κύκλους και φωτίζοντας προς τα κάτω με τους προβολείς του, διαλύοντας τα νυχτερινά σκοτάδια, ψάχνοντας.

«Μα, κανένας δεν με ακολουθούσε!» λέει η Κιρτέφκι. «Είμαι σίγουρη. Κοίταξα πίσω μου παραπάνω από μια φορά όταν βγήκα από τη Νίρβεκ. Κι όταν έφτασα στο αγρόκτημα είδες κανένας να με παρακολουθεί; Αυτοί… αυτοί δεν ξέρω από πού ξεφύτρωσαν! Ποιοι είναι, Σίλα; Πόσοι είναι; Έχουν τουλάχιστον ένα όχημα κι ένα αεροσκάφος!»

«Το ίδιο μηχάνημα είναι, μάλλον,» υποθέτει ο Άφευκτος. «Μεταβαλλόμενο.»

«Εννοείς ότι το όχημα μεταμορφώθηκε σε αεροπλάνο;»

«Ναι. Δεν είναι προφανές; Βλέπεις πουθενά κανένα όχημα τώρα; Και κοίτα πιο προσεχτικά το αεροπλάνο. Δεν είναι πολύ μικρό; Δεν είναι, περίπου, στο μέγεθος του οχήματος; Μεταβαλλόμενο είναι, Κιρτέφκι.»

Η Κιρτέφκι αναστενάζει, και ο αναστεναγμός μοιάζει να διώχνει λίγο από τον φόβο από μέσα της. «Τι θα…; Και, και ποιοι είναι, Σίλα; Αυτής της Σιδηράς Δυναστείας, που μου είπες;»

«Ναι, δίχως αμφιβολία. Και μάλλον οι άνθρωποι που σου μίλησαν. Δε μπορείς να επιστρέψεις τώρα στη Νίρβεκ· πρέπει να έρθεις μαζί μου.»

«Τι;» κάνει η Κιρτέφκι. «Μα δεν… δεν θέλω νάρθω μαζί σου!»

«Αφού είδαν ότι με εξυπηρετείς, θα σε σκοτώσουν. Ή θα σου κάνουν τίποτα ακόμα χειρότερο. Όπως πράγματα που έχουν κάνει σ’εμένα… Πρέπει να έρθεις μαζί μου.»

«Δε θέλω νάρθω μαζί σου!» φωνάζει ξανά η Κιρτέφκι, θυμωμένη, με το χρυσόδερμο πρόσωπό της κοκκινισμένο. Τα μαύρα μαλλιά της είναι πιασμένα σ’έναν σφιχτό κότσο πίσω από το κεφάλι της, κάνοντας τα χαρακτηριστικά της να μοιάζουν μυτερά, γωνιώδη.

«Αν θέλεις να φύγεις, πήγαινε,» της λέει ο Άφευκτος και, πατώντας ένα κουμπί στην κονσόλα του οχήματος, ανοίγει την πόρτα πλάι της, αυτόματα. «Αλλά, σε προειδοποιώ, θα σε σκοτώσουν – στην καλύτερη περίπτωση. Για μένα αυτό δεν θ’αποτελέσει πρόβλημα· για σένα θ’αποτελέσει.»

Η Κιρτέφκι μένει ακίνητη, τρέμοντας. Η αναπνοή της ακούγεται δυνατή. «Δε μου είχες πει ότι ήταν τόσο επικίνδυνοι!» διαμαρτύρεται απότομα, και η φωνή της αντηχεί τσυριχτή, πνιχτή.

«Σ’το είπα ότι ήταν επικίνδυνοι,» αποκρίνεται ο Άφευκτος. «Σ’το είπα να μην σε ακολουθήσουν όταν θα ερχόσουν σ’εμένα: σε καμία περίπτωση να μην σε ακολουθήσουν. Τώρα, όμως, που σε ακολούθησαν…»

Δάκρυα αρχίζουν να κυλάνε από τις άκριες των ματιών της. «Στη Νίρβεκ… όλη μου τη ζωή… Όλη μου η ζωή είναι στη Νίρβεκ–»

«Φύγε, αν θες!» της λέει απότομα ο Άφευκτος, βλέποντας το αεροπλάνο να προσγειώνεται κοντά σ’ένα δασώδες μέρος αρκετή απόσταση από το δασώδες μέρος όπου είναι κρυμμένος εκείνος. «Αλλά αποφάσισε τώρα, γιατί δεν πρόκειται να περιμένω άλλο εδώ. Αποφάσισε, Κιρτέφκι. Φύγε, ή μείνε και κλείσε την πόρτα.»

Μια στιγμή δισταγμού περνά. Ύστερα, η Κιρτέφκι κλείνει την πόρτα, ενώ ακόμα δάκρυα κυλάνε από τα μάτια της, γυαλίζοντας επάνω στα μάγουλά της.

Ο Άφευκτος παρατηρεί, από απόσταση, το αεροπλάνο να μεταμορφώνεται σε όχημα – τίποτα περισσότερο από μια αλλόκοτη σκιά μέσα στη νύχτα – και να μπαίνει στη δασώδη περιοχή, φωτίζοντας με τους προβολείς του, ψάχνοντας ξανά. «Έχουν βάλει τα μεγάλα μέσα για μένα…» μουρμουρίζει σιγογελώντας.

Η Κιρτέφκι σκουπίζει τα δάκρυα με τα δάχτυλά της, ξεροκαταπίνοντας. «Τους… τους ξέρεις αυτούς; Μου είπες ότι η Αλεξάνδρα σ’έβαζε να σκοτώνεις κάποιους για εκείνη, όχι ότι τους ξέρεις αυτούς–»

«Δε σου εξήγησα ότι η Αλεξάνδρα ήταν μέσα σε μια οργάνωση κακοποιών που ονομάζεται Σιδηρά Δυναστεία; Δε σου εξήγησα πώς να έρθεις σε επαφή μαζί τους; Εσύ υπέθεσες ότι δεν θα τους ήξερα;»

«Ναι, αλλά…» Κομπιάζει. «Τόσο πολύ…; Θέλω να πω…»

«Καλύτερα να πηγαίνουμε,» λέει ο Άφευκτος και, κατεβάζοντας έναν διακόπτη στην κονσόλα, μετατρέπει το όχημά του σε ήχο. Τα πάντα έξω από αυτό μοιάζουν ημιυλικά, και καθώς εκείνος οδηγεί μπορεί να περνά από μέσα τους. Τα δέντρα του μικρού δάσους δεν αποτελούν εμπόδιο.

«Πώς το κάνεις αυτό;» ρωτά η Κιρτέφκι. «Τι είναι το όχημά σου;»

«Το όχημά μου έχει κάποιες… ιδιότητες,» της λέει ο Άφευκτος.

«Το κατάλαβα ότι έχει ‘ιδιότητες’. Τι είναι, όμως, αυτές οι ιδιότητες;»

«Μεταμορφώνεται σε ήχο.»

«Σε ήχο; Τι εννοείς;»

«Δεν είμαστε ορατοί τώρα,» εξηγεί ο Άφευκτος. «Ούτε πριν ήμασταν· γι’αυτό κιόλας μας έχασαν τόσο εύκολα, όχι επειδή είναι ατζαμήδες.»

«Μα… πώς μπορεί να είμαστε ήχος;»

«Μπορεί, και είμαστε. Περνάμε μέσα από οτιδήποτε θα περνούσε ο ήχος στον οποίο έχουμε μεταμορφωθεί. Μη νομίζεις, όμως, ότι αυτό είναι ένα όχημα που βρίσκει κανείς στην ανοιχτή αγορά…»

«Το υποψιαζόμουν,» λέει ειρωνικά η Κιρτέφκι, κοιτάζοντας έξω από το μπροστινό τζάμι με γουρλωμένα μάτια, βλέποντας τα δέντρα λες κι είναι ολογράμματα.

Ο Άφευκτος βγαίνει από την άλλη μεριά του δάσους και, ανεβάζοντας τον διακόπτη, μεταμορφώνει πάλι το όχημά του σε ύλη. Οι προβολείς και όλα τα φώτα είναι σβηστά, για να μη δίνει στόχο. «Τεχνομαθείς μάγοι και θεότρελοι τεχνουργοί συνεργάστηκαν για να το κατασκευάσουν. Είναι της Σιδηράς Δυναστείας, φυσικά.» Γελά. «Τους το έκλεψα!»

«Έχεις, δηλαδή… έχεις σχέσεις μαζί τους,» παρατηρεί η Κιρτέφκι. «Δεν μου το είχες πει αυτό, Σίλα! Μου είπες ότι η αδελφή μου σ’έβαζε να σκοτώνεις κάποιους για εκείνη, και ότι ανήκε και σ’αυτή την οργάνωση, τη Σιδηρά Δυναστεία, που είναι όλοι εγκληματίες!»

«Δεν είναι ψέματα.»

«Κάτι μού κρύβεις, Σίλα! Το καταλαβαίνω! Τα πράγματα είναι πιο σοβαρά απ’ό,τι με είχες κάνει να πιστέψω. –Και τώρα δεν μπορώ να γυρίσω πίσω στην πόλη μου!»

«Σ’το είπα να μην σε ακολουθήσουν όταν θα με συναντήσεις, Κιρτέφκι–»

Εκείνη χτυπά το γόνατό της οργισμένα με την παλάμη της. «Καταστρέφεις τη ζωή μου μ’αυτό που έκανες!» φωνάζει. «Το καταλαβαίνεις, ηλίθιε; Δουλεύω στη Νίρβεκ! Εκεί ζω! Δεν… δεν είμαι καμια κυνηγημένη εγκληματίας που… που τρέχει… Εσένα αυτοί σε κυνηγάνε ακόμα και με μεταβαλλόμενα αεροσκάφη! Τι σκατά συμβαίνει;»

«Συγνώμη,» λέει ο Άφευκτος, ήρεμα αλλά σταθερά. «Όμως δεν σου είπα ότι θα έρθουν, κατά πάσα πιθανότητα, να με αναζητήσουν οι άνθρωποι της Δυναστείας; Δεν σου είπα ότι ήθελα να δω τις φάτσες τους; Γιατί στήσαμε όλη αυτή την ιστορία;»

«Ναι… ναι αλλά δεν… Δεν το σκέφτηκα ότι θα γινόταν αυτό! –Δεν έπρεπε να σε είχα βοηθήσει ποτέ,» λέει πικραμένα, χτυπώντας την πίσω μεριά του κεφαλιού της επάνω στο κάθισμά της. «Γαμώ τα μαλλιά της Λόρκης γαμώ! Τι θα κάνω τώρα;»

Ο Άφευκτος, ενώ συνεχίζει να οδηγεί, της λέει: «Θα έρθεις μαζί μου, για την ώρα. Κι άμα θέλεις μπορώ να σου βρω ένα μέρος για να κρυφτείς. Αν και κανένα πολύ κοσμοπολίτικο μέρος δεν είναι ασφαλές από τη Δυναστεία, σε προειδοποιώ.»

«Τι εννοείς;» Γυρίζει να τον ατενίσει. «Τι εννοείς ‘κανένα’; Φύγαμε από τη Νίρβεκ!»

Ο Άφευκτος ρουθουνίζει. «Η Δυναστεία δεν είναι μόνο στη Νίρβεκ· είναι απλωμένη σ’ολόκληρη τη Σεργήλη.»

«Τι! Ούτε αυτό μού το είχες πει! Νόμιζα ότι ήταν κάποια οργάνωση του υπόκοσμου της Νίρβεκ, σαν… σαν τους Δρομολόγους.»

Ο Άφευκτος γελά. «Όχι, δεν είναι σαν τους Δρομολόγους.»

«Σου φαίνεται αστείο;» φωνάζει η Κιρτέφκι, κλοτσώντας την κονσόλα μπροστά της. «Σου φαίνεται αστείο;»

«Μη χτυπάς το όχημά μου,» της λέει ο Άφευκτος, τόσο σοβαρά που μοιάζει να την απειλεί, και τη λοξοκοιτάζει ενώ συνεχίζει να οδηγεί μες στη νύχτα, με τους προβολείς του σβηστούς.

«Άντε γαμήσου!» Η Κιρτέφκι κλοτσά ξανά την κονσόλα.

Δίχως να σταματήσει να οδηγεί, ο Άφευκτος απλώνει το ένα του χέρι και την αρπάζει απ’τον λαιμό, σφίγγοντας. «Μην. Χτυπάς. Το όχημά μου. Εντάξει;»

Η Κιρτέφκι έχει χάσει το χρώμα της· το χρυσόδερμο πρόσωπό της αρχίζει να μοιάζει ολοένα και περισσότερο με άσπρο. «…εντάξει,» καταφέρνει να κρώξει.

Ο Άφευκτος παίρνει το χέρι του από τον λαιμό της και το επιστρέφει στο τιμόνι. Εκείνη βήχει και ζαρώνει πάνω στο κάθισμά της, απομακρύνεται απ’ αυτόν όσο περισσότερο μπορεί.

«Με συγχωρείς,» της λέει ο Άφευκτος, «αλλά τσαντίζομαι όταν κάποιος χτυπά το όχημά μου.»

Η Κιρτέφκι συνεχίζει να βήχει.

Εκείνος παίρνει ένα παγούρι μέσα από μια θυρίδα της κονσόλας και το αφήνει πλάι της. «Νερό,» λέει, «αν θέλεις.»

Η Κιρτέφκι δεν μιλά, ούτε αγγίζει το παγούρι. Σταματά να βήχει ύστερα από λίγο, αλλά εξακολουθεί να είναι σιωπηλή και ζαρωμένη, θυμίζοντας παγιδευμένο ζώο.

Ο Άφευκτος γυρίζει για να την κοιτάξει, και αναστενάζει. Ύστερα στρέφει πάλι το βλέμμα του μπροστά, καθώς οδηγεί προσεχτικά μες στη νύχτα. «Συγνώμη,» της λέει. «Σου είπα: τσαντίζομαι όταν χτυπάνε το όχημά μου. Ήμουν ραλίστας κάποτε, το ξέρεις;»

«Το είχα ακούσει από τότε που ήσουν με την Αλεξάνδρα,» ψιθυρίζει η Κιρτέφκι.

«Σ’το είχε πει;»

«Εσύ μού το είχες πει, δεν το θυμάσαι;»

«Πράγματι, πρέπει να τόχω ξεχάσει,» παραδέχεται ο Άφευκτος. Κι ύστερα από λίγο, λέει: «Κοίτα, δεν θέλω να σε σκοτώσω. Θα μπορούσα να σε σκοτώσω και να μη σε τραβάω μαζί μου–»

(τα μάτια της έχουν γουρλώσει καθώς τον ακούει να μιλά έτσι)

«–αλλά δεν θα το κάνω. Ούτε θα σε πετάξω στα νύχια των σκυλιών της Δυναστείας–»

«Πού θα με πας;» τον διακόπτει. «Έχεις σπίτι κάπου;»

«Βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι μου αυτή τη στιγμή.»

«…Το όχημα; Μένεις μες στο όχημά σου;»

«Ναι, συνήθως. Είναι το πιο ασφαλές μέρος.»

«Και τι… τι κάνεις; Τι… Απλά τριγυρίζεις; Και…;»

«Και σκοτώνω.»

«Μου είπες ότι η Αλεξάνδρα σ’έβαζε να σκοτώνεις για εκείνη! Τώρα ποιους σκοτώνεις;»

«Ανθρώπους της Σιδηράς Δυναστείας. Γι’αυτό κιόλας δεν μπορώ να σταματήσω πουθενά. Αν σταματήσω μέσα σε μεγαλούπολη, θα μ’εντοπίσουν. Με κυνηγάνε παντού.»

«Γιατί μου είπες τόσα ψέματα;» διαμαρτύρεται η Κιρτέφκι.

«Δε σου είπα ψέματα· σταμάτα να γκρινιάζεις. Απλά δεν σου εξήγησα τα πάντα. Και δεν μπορείς να φανταστείς γιατί το έκανα; Χρειαζόμουν τη βοήθειά σου για να σκοτώσω την Αλεξάνδρα πιο εύκολα.»

Η Κιρτέφκι ξεροκαταπίνει.

«Μη δείχνεις τόσο ενοχλημένη,» της λέει ο Άφευκτος κοιτάζοντάς την απ’τον στενόμακρο καθρέφτη του οχήματος. «Την ήθελες νεκρή, δεν την ήθελες; Δεν ήθελες να την ξεπληρώσεις για ό,τι έκανε με τον άντρα σου; Και για άλλα που έχει κάνει; Η εκδίκηση δεν είναι αμελητέα ιστορία, Κιρτέφκι. Όταν την έχεις πετύχει, έχεις πετύχει κάτι πολύ σημαντικό.»

Εκείνη τον κοιτάζει με τρόμο να καθρεπτίζεται στα μάτια της και στο πρόσωπό της σαν να διαπιστώνει κάτι καινούργιο γι’αυτόν. Ψιθυρίζει: «Κι εσύ… γιατί σκοτώνεις ανθρώπους της Δυναστείας; Εκδίκηση;»

«Φυσικά. Τι άλλο;»

«Γιατί; Τι σου έκαναν; Δεν ήταν μόνο η Αλεξάνδρα;»

«Η Αλεξάνδρα δεν ήταν παρά ακόμα ένα μέλος. Ξέρεις πόσα μέλη τους έχω πατήσει κάτω απ’τους τροχούς μου ώς τώρα;» Γελά. «Οκτώ, μαζί με την αδελφή σου. Και είμαστε στην αρχή.»

Η Κιρτέφκι διστάζει να μιλήσει για λίγο. Μετά, όμως: «Πες μου την αλήθεια,» ζητά. «Πες μου όλη την αλήθεια. Τα πάντα. Όπως είναι. Τι μου έκρυψες; Τι συμβαίνει;»

«Η Σιδηρά Δυναστεία με γλίτωσε από βέβαιο θάνατο σ’ένα ράλι πριν από χρόνια,» απαντά ο Άφευκτος, οδηγώντας ήρεμα. «Υπήρχε κόστος, όμως, για μένα. Κόστος βαρύ. Έχουν βάλει τεχνητούς πνεύμονες μέσα μου, που λειτουργούν με ζωτική ενέργεια την οποία απορροφούν από άλλα πλάσματα. Δηλαδή, πρέπει να σκοτώνω για να ζω.»

Η Κιρτέφκι τον ατενίζει συνοφρυωμένη.

«Δεν σου λέω ψέματα· αυτή είναι η αλήθεια,» τη διαβεβαιώνει. «Η Δυναστεία με είχε για δολοφόνο της, εδώ και χρόνια. Οδηγούσα οχήματα και πατούσα κόσμο. Όποιον ήθελε να βγάλει από τη μέση τον πατούσα, κάνοντάς το να φανεί ως μυστηριώδες ατύχημα. Σου είπα ποιο είναι το κωδικό μου όνομα μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία – Άφευκτος. Και τώρα μάλλον καταλαβαίνεις γιατί με λένε έτσι. Ο Σίλας, ουσιαστικά, είναι νεκρός.»

«Δηλαδή… δεν σ’έβαζε η αδελφή μου να σκοτώνεις κανέναν… Ούτε τον αδελφό σου σ’έβαλε να σκοτώσεις; Ήταν ψέμα κι αυτό;»

«Δεν ήταν ψέμα. Ή όχι τελείως ψέμα, τουλάχιστον. Η Αλεξάνδρα με οδήγησε στον άνθρωπο της Δυναστείας που μ’έβαλε να σκοτώσω τον αδελφό μου τον Βίκτωρα. –Το κάθαρμα!» γρυλίζει. «Και του το είπα πως ήταν αδελφός μου και πως καλύτερα νάβρισκε άλλο φονιά. Δεν είμαι ο μοναδικός φονιάς της Δυναστείας, ξέρεις. Αλλά ο καταραμένος ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης επέμενε, και με απειλούσε. Δε μπορούσα ν’αρνηθώ. Και νομίζω πως του άρεσε του καταραμένου – του άρεσε που ο αδελφός μου θα πέθαινε από μένα! Το ανώμαλο κάθαρμα.»

«Λυπάμαι για τον αδελφό σου,» λέει η Κιρτέφκι κομπιάζοντας. «Τον σκότωσες αυτόν τον Κλεόβουλο τώρα; Είναι νεκρός;»

«Δυστυχώς, όχι ακόμα. Έχει καταχωνιαστεί σε κάποια βαθιά τρύπα, είμαι σίγουρος. Αλλά θα τον βρω, και αν μπορώ θα φροντίσω να μην πεθάνει γρήγορα.

»Σ’τα λέω όλ’ αυτά επειδή πρέπει να τα ξέρεις αφού θα είσαι μαζί μου.»

«Δε θέλω να είμαι μαζί σου,» λέει με αδύναμη φωνή η Κιρτέφκι.

«Να φύγεις, τότε. Δεν σε υποχρεώνω να μείνεις. Χάρη σού κάνω, ουσιαστικά. Αν προτιμάς να πας να συναντήσεις τη Σιδηρά Δυναστεία, σταματάω ακόμα και τώρα και σ’αφήνω να κατεβείς. Πες το κι έγινε.»

Η Κιρτέφκι δαγκώνει το δάχτυλό της, σιωπηλά, ατενίζοντας την κονσόλα του οχήματος με μάτια δακρυσμένα που είναι σαν να κοιτάζουν προς τα μέσα, προς το εσωτερικό του κεφαλιού της αντί προς τον εξωτερικό κόσμο.

Τελικά λέει, παίρνοντας το δάχτυλό της από τα δόντια της: «Όχι… θα μείνω.»

Ο Άφευκτος νεύει. «Ωραία.»

«Δεν υπάρχει τίποτα το ωραίο σ’αυτή την κατάσταση!» συρίζει η Κιρτέφκι, και τα μάτια της τώρα γυαλίζουν από οργή καθώς στρέφεται να τον ατενίσει.

Ο Άφευκτος χαμογελά. «Ίσως ν’αλλάξεις γνώμη, τελικά.»

ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΣΑ

«Δε φαίνεται νάναι εδώ γύρω,» λέει ο Ύαν, καθώς έχω βάλει το όχημά μας μέσα στη δασώδη περιοχή, φωτίζοντας με τους προβολείς, διαλύοντας τα σκοτάδια και ψάχνοντας για τον Άφευκτο.

«Μπορείς να βοηθήσεις με τη μαγεία σου, Κριτόλαε;» ρωτάω.

«Μπορώ,» αποκρίνεται εκείνος, από πίσω, «αλλά μόνο για μία φορά ακόμα. Αν συνεχίσω να διακόπτω και να ξεκινάω από την αρχή τη Μαγγανεία Κινήσεως, θα εξουθενωθώ πολύ γρήγορα. Σταμάτα το όχημα και σβήσε τη μηχανή.»

Το σταματάω και σβήνω τη μηχανή. Ο Κριτόλαος παύει να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του, τεντώνεται, και αγγίζει με το ένα χέρι την τετράγωνη οθόνη της κονσόλας. Μουρμουρίζει το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, αλλά καμία κουκίδα δεν παρουσιάζεται. Απομακρύνει πάλι το χέρι του και κάθεται πίσω.

«Δεν είναι μέσα σε ένα, ενάμιση χιλιόμετρο από εδώ,» μας πληροφορεί.

«Ενάμιση χιλιόμετρο δεν είναι και τόσο μεγάλη απόσταση, για μια τέτοια ανοιχτή περιοχή,» λέει ο Ύαν.

«Ναι,» συμφωνεί ο Κριτόλαος, «αλλά με το Ξόρκι Ανιχνεύσεως δεν μπορώ να ψάξω πιο μακριά. Πρέπει να ερευνήσετε το μέρος με συμβατικό τρόπο.» Κάνει πάλι τη Μαγγανεία Κινήσεως και, σύντομα, η ενεργειακή ροή του οχήματος ομαλοποιείται.

Ενεργοποιώ τη μηχανή και μας βγάζω από το μικρό δάσος. Πηγαίνω προς μια άλλη από τις δασώδεις περιοχές εδώ γύρω και τη φωτίζω με τους προβολείς μου, οδηγώντας ανάμεσα στα δέντρα όσο πιο βαθιά μπορώ. Δεν βλέπουμε πουθενά τον Άφευκτο, έτσι πηγαίνω σ’άλλο μέρος… και σε άλλο… και σε άλλο…

Καταλήγουμε ότι αποκλείεται να τον βρούμε έτσι, ότι μάλλον θα είναι ήδη πολύ μακριά, οπότε επιστρέφω προς το εγκαταλειμμένο αγρόκτημα όπου τον πρωτοσυναντήσαμε.

«Δεν ήμασταν κατάλληλα προετοιμασμένοι,» λέει ο Ύαν. «Οι πιθανότητες να τον νικήσουμε ήταν ελάχιστες. Το μεταβαλλόμενο όχημά μας δεν φαίνεται να προσφέρει και κανένα σπουδαίο πλεονέκτημα εναντίον του. Μπορούμε να πετάξουμε αλλά είναι σημαντικότερο που εκείνος μπορεί να μεταμορφωθεί σε ήχο. Γίνεται, πραγματικά, αόρατος και έχει τη δυνατότητα να κρυφτεί όπου θέλει.»

«Ναι,» συμφωνώ σκεπτικά, οδηγώντας· και λέω: «Αναρωτιέμαι αν θα βρούμε το όχημα της Κιρτέφκι ακόμα σταματημένο στο αγρόκτημα. Αν ναι, αυτό σημαίνει πως η Κιρτέφκι είναι μαζί του.»

«Μαζί του πρέπει να είναι, λογικά,» αποκρίνεται ο Ύαν. «Σίγουρα είχε χρόνο να βγει από το τρίκυκλό της και να μπει στο όχημά του· δεν ήρθαμε και τόσο γρήγορα.»

«Αυτό υποθέτω κι εγώ.»

Και πράγματι, το τρίκυκλο με το φιμέ σκέπαστρο μάς περιμένει στο εγκαταλειμμένο αγρόκτημα. Εγώ κι ο Ύαν βγαίνουμε από το όχημά μας (ο Κριτόλαος μένει μέσα για να μη διακόψει ξανά τη Μαγγανεία Κινήσεως) και πηγαίνουμε να το ελέγξουμε. Ανοίγω το σκέπαστρό του ενώ ο δαιμονομάτης φίλος μου με καλύπτει με το τουφέκι του υψωμένο. Στο εσωτερικό του τρίκυκλου δεν είναι κανένας. Το ερευνώ στα γρήγορα, να δω μήπως η Κιρτέφκι άφησε τίποτα ενδιαφέρον πίσω. Τίποτα, όμως, δεν έχει αφήσει πέρα από σαχλαμάρες: μπιχλιμπίδια.

Επιστρέφουμε στο όχημά μας και το λέω στον Κριτόλαο.

«Αναμενόμενο,» αποκρίνεται εκείνος. «Στο σπίτι της μόνο ίσως να βρούμε τίποτα, αν και ακόμα κι εκεί το αμφιβάλλω.»

Αρχίζω να οδηγώ προς τη Νίρβεκ.

«Δε νομίζω να γυρίσει στην πόλη,» λέω.

«Ούτε εγώ το νομίζω,» συμφωνεί ο Κριτόλαος. «Ο Άφευκτος ή θα τη σκοτώσει, ή θα την πάει κάπου πολύ μακριά για να την αφήσει, ή θα την πάρει μαζί του. Υποθέτω το πρώτο ή το δεύτερο. Δε νομίζω να θέλει να την έχει μέσα στο όχημά του· βάρος θα του είναι.»

Καθώς μπαίνουμε στη Νίρβεκ από τη μεριά όπου βγήκαμε, από τα νότια του Δρυόκηπου, ο Ύαν ρωτά: «Θα πάμε τώρα στο σπίτι της;»

«Για να μπούμε στην πολυκατοικία,» λέει ο Κριτόλαος, «πρέπει πάλι να καλέσουμε γρυποκαβαλάρη. Κι επιπλέον, θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσω Ξόρκια Ξεκλειδώματος. Οπότε, καλύτερα αύριο το βράδυ. Είμαι κουρασμένος τώρα. Και δεν νομίζω πως έχει κανένα ιδιαίτερο νόημα να βιαστούμε.»

*

Το επόμενο πρωί, συναντάμε την Πάολα σε μια καφετέρια που ονομάζεται «Το Ξύλινο Στέκι» και είναι ολόκληρη – πάτωμα, τοίχοι, οροφή – επενδυμένη με ξύλο. Τα τραπέζια και οι καρέκλες είναι επίσης ξύλινα, φυσικά.

«Αν δεν το άκουγα από έμπιστη πηγή της οικογένειας, δεν θα το πίστευα,» μας λέει η Πάολα όταν τελειώνω να της διηγούμαι τι έγινε με την Κιρτέφκι.

«Ελπίζω να θεωρούμαστε αρκετά έμπιστη πηγή,» αποκρίνομαι.

«Θεωρείστε, προφανώς. Αλλά…» Μορφάζει προς στιγμή, σμίγοντας τα χείλη, και το πρόσωπό της μοιάζει σχεδόν παιδικό, νομίζω, χαριτωμένο. Πίνει μια γουλιά από τον καφέ της. «Η Κιρτέφκι… Σας είπα ότι το ήξερα πως είχαν διαφορές με την Αλεξάνδρα, αλλά… τόσο σοβαρές; Δεν φανταζόμουν ότι η Κιρτέφκι την ήθελε νεκρή, ότι θα συμμαχούσε με κάποιον σαν τον Άφευκτο για να τη σκοτώσουν. Εκτός…» Συνοφρυώνεται, σκεπτική. «Εκτός αν το έκανε για τον άντρα της. Ναι, αυτό είναι το λογικότερο…»

«Τι εννοείς; Ποιον άντρα της; Κάποιον Νιρμόδο;»

«Ναι,» λέει η Πάολα. «Δημιουργήθηκε μια τρομερή παρεξήγηση. Και, βασικά, η αλήθεια είναι πως η Αλεξάνδρα έφταιγε. Και εγώ.»

«Εσύ;»

Η Πάολα γνέφει καταφατικά, και χαμογελά· μοιάζει, μάλιστα, να συγκρατείται απ’το να γελάσει. Πίνει ακόμα μια γουλιά απ’τον καφέ της.

«Θα μας πεις περισσότερα;» τη ρωτάω.

«Αν επιμένεις,» μου λέει υψώνοντας ένα φρύδι.

Επιμένεις, όχι επιμένετε. Ενδιαφέρον. Έχει ξεχάσει την παρουσία του Ύαν και του Κριτόλαου, ή κάτι άλλο θέλει να υπονοήσει; Ποντάρω στο δεύτερο, αν κρίνω από το βλέμμα της. «Επιμένω,» αποκρίνομαι.

Η Πάολα ανάβει τσιγάρο. «Σε θυμήθηκα, τελικά,» μου λέει, ξαφνιάζοντάς με.

«Τι με θυμήθηκες;»

«Δε σου είχα πει ότι η φάτσα σου κάτι μού φέρνει στο μυαλό; Θυμήθηκα πού σ’έχω δει. Ραλίστας είσαι, έτσι δεν είναι;»

«Ναι.»

«Σ’έχω δει σ’ένα περιοδικό, παλιότερα.» Χαμογελά. «Δεν ξανάχω γνωρίσει ραλίστα από κοντά. Θα μείνεις στην πόλη;»

«Δεν είμαι σίγουρος,» αποκρίνομαι. «Εξαρτάται από τις κινήσεις του Άφευκτου, κι από το αφεντικό μας από δω.» Λοξοκοιτάζω τον Κριτόλαο.

Ο οποίος λέει στην Πάολα: «Θα μας μιλήσεις για την Κιρτέφκι και τον άντρα της;» Αναρωτιέμαι αν το κάνει επίτηδες για να μας τη σπάσει, ή αν απλά τον έχουμε τσαντίσει με την αλλαγή στη συζήτηση.

«Ναι,» αποκρίνεται η Πάολα, «θα σας πω.» Τινάζει στάχτη μέσα στο τασάκι ανάμεσά μας. «Την Αλεξάνδρα τη γνώριζα από παλιά, όπως σας έχω εξηγήσει, και της έκανα κάποιες προσωπικές δουλειές. Πολλές φορές ήθελε να στήσω απάτες σε κάτι πρώην της. Εκείνη τη φορά, όμως, ήθελε να στήσω απάτη στην αδελφή της. Πρέπει να είχαν τσακωθεί για κάποιο λόγο – δεν ξέρω, ή ίσως να μη θυμάμαι τώρα, για τι ακριβώς – πάντως είχε βάλει την Κιρτέφκι στο μάτι. Και δεν ήταν ποτέ καλό να σε βάλει η Αλεξάνδρα στο μάτι. Μου ζήτησε, λοιπόν, να στήσω μια ιστορία εναντίον της Κιρτέφκι και το έκανα.» Η Πάολα ανασηκώνει τους ώμους, μάλλον αθώα. «Με πλήρωσε,» λέει σαν αυτό να εξηγεί και να δικαιολογεί τα πάντα.

«Τι έκανες ακριβώς;» τη ρωτά ο Κριτόλαος.

«Η Κιρτέφκι ήταν παντρεμένη τότε με τον Νιρμόδο, και η Αλεξάνδρα μού είχε πει ότι μάλλον ήταν ο μοναδικός άντρας που είχε ποτέ της. Δεν ξέρω αν αυτό αληθεύει, αλλά εκείνο που ξέρω είναι ότι πάντα η Κιρτέφκι κατηγορούσε την Αλεξάνδρα για τον τρόπο που ζούσε, και η Αλεξάνδρα πάντα κατηγορούσε την Κιρτέφκι για τον δικό της τρόπο ζωής. Δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε τίποτα.

»Η απάτη που έστησα ήταν απλή. Σ’ένα δήθεν σοβαρό πάρτι, φρόντισα οι Δρομολόγοι να μεθύσουν την Κιρτέφκι, και μετά φρόντισα όμορφοι άντρες να την περιτριγυρίσουν, ώστε στο τέλος να πλαγιάσει μαζί τους σ’έναν καναπέ, πίσω από την κεντρική αίθουσα του πάρτι. Πράγμα το οποίο έγινε. Ήταν τελείως μεθυσμένη και ξεσαλωμένη. Πάω στοίχημα ότι πέρασε καλύτερα από ποτέ στη ζωή της. Τους ξέσκισε. Αργότερα, αυτοί που είχα στείλει να την αποπλανήσουν με ρώτησαν αν σκόπευα να τους στείλω και σ’άλλες παρόμοιες δουλειές· κι έμοιαζαν πολύ πρόθυμοι.» Γελά και τινάζει ξανά στάχτη στο τασάκι.

«Δρομολόγοι ήταν;» ρωτάω.

«Φυσικά. Και ό,τι γινόταν επάνω και γύρω από εκείνο τον καναπέ το παρακολουθούσε ένας τηλεοπτικός πομπός κρυμμένος σε μια γωνία του δωματίου, και τα δεδομένα αποθηκεύονταν σ’ένα πληροφοριακό σύστημα δίπλα στο οίκημα όπου γινόταν το πάρτι. Ακόμα τα έχω, και πρέπει να σου πω ότι είναι πολύ… καυτή περίπτωση.» Χαχανίζει, και μου θυμίζει κοριτσάκι που χαίρεται με τη ζαβολιά που έκανε.

«Να υποθέσω ότι έστειλες αυτές τις εικόνες στον άντρα της;»

«Ναι. Του έστειλα έναν φάκελο που περιείχε εκτυπωμένες σκηνές από το όργιο και μια πλακέτα όπου ήταν αποθηκευμένο ολόκληρο το όργιο κι αν ήθελε μπορούσε να το παρακολουθήσει.»

«Έτσι,» συμπεραίνω, «η Κιρτέφκι χώρισε με τον άντρα της, αλλά κατάλαβε ότι είχε πέσει σε παγίδα, και υποπτεύθηκε αμέσως την Αλεξάνδρα. Όμως η Αλεξάνδρα αρνήθηκε τα πάντα, ασφαλώς. Τα λέω καλά;»

Η Πάολα νεύει. «Έχεις μαντικές δυνάμεις;» μου λέει, ακόμα χαζογελώντας λιγάκι.

«Τελευταία, προσπαθώ να τις αναπτύξω, και νομίζω πως τα καταφέρνω.»

Η Πάολα γελά, και οι μαντικές μου δυνάμεις μού λένε ότι έχει αρχίσει να με συμπαθεί περισσότερο από πριν. Σβήνει το τσιγάρο της μέσα στο τασάκι.

Στρέφομαι στον Κριτόλαο. «Τι θα κάνουμε; Δεν έχουμε κανένα στοιχείο για το πού μπορεί να πήγαν ο Άφευκτος και η Κιρτέφκι…»

«Θα το συζητήσουμε αυτό μετά την αποψινή διάρρηξη,» αποκρίνεται ο πρώην πράκτορας της Παντοκράτειρας. Και λέει στην Πάολα: «Ο Άφευκτος ήταν εραστής της Αλεξάνδρας για κάποιο καιρό, έτσι;»

«Ναι.»

«Η Κιρτέφκι τότε τον ήξερε;»

Η Πάολα φαίνεται σκεπτική για λίγο, χωρίς τώρα να γελά ούτε να χαμογελά καθόλου. Τελικά λέει: «Δεν… Τι να σου πω; Δεν είχε τύχει να ακούσω κάτι. Η Αλεξάνδρα δεν μου είχε πει τίποτα. Μπορεί, πάντως. Μπορεί και να γνωρίζονταν. Μπορεί να είχαν συναντηθεί. Είναι πιθανό.»

«Πού νομίζεις ότι ο Άφευκτος θα πάει τώρα την Κιρτέφκι, αν δεν τη σκοτώσει;»

«Δε νομίζω τίποτα, Κριτόλαε. Δεν ξέρω τόσο καλά τον Άφευκτο. Δεν τον ξέρω καθόλου καλά, βασικά.»

«Το κυριότερο ερώτημα,» λέει ο Ύαν, «είναι ποιος μπορεί να είναι ο επόμενος στόχος του. Θα πάει για τον Σιριλάμνη, τώρα, ή θα προτιμήσει να χτυπήσει πρώτα αλλού;»

*

Το απόγευμα, βρίσκομαι στο ξενοδοχείο «Το Ζητούμενο», στο δωμάτιό μου. Είναι ένα μέτριο ξενοδοχείο της Νίρβεκ, όπου έχουμε αποφασίσει να μένουμε για όσο θα είμαστε εδώ. Είμαι ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι, καπνίζοντας, όταν ο επικοινωνιακός δίαυλος κουδουνίζει. Τον ανοίγω, και είναι ο Κριτόλαος, ο οποίος με καλεί στο δικό του δωμάτιο. Ντύνομαι και πηγαίνω.

Εκτός από τον Κριτόλαο, είναι και ο Ύαν εκεί.

«Απαρτία,» παρατηρώ. «Ο λόγος;»

Ο Κριτόλαος κάθεται στην άκρη του κρεβατιού του, φανερά συλλογισμένος. «Ο λόγος είναι ο Άφευκτος, προφανώς.»

«Συνέβη κάτι όσο κοιμόμουν;»

«Τίποτα δεν συνέβη, αλλά σκέφτομαι ότι, ακόμα κι αν τον ξαναβρούμε, θα είναι υπερβολικά δύσκολο να τον σκοτώσουμε. Χρειαζόμαστε και κάτι άλλο πέρα από το μεταβαλλόμενο όχημά μας.»

Ο Ύαν, που στέκεται όρθιος με την πλάτη στον τοίχο και τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του, γνέφει καταφατικά. «Το είπα, δεν το είπα; Το μεταβαλλόμενο όχημα δεν φαίνεται να επαρκεί. Έχεις κάτι να προτείνεις;»

«Αυτό είναι το πρόβλημα,» λέει ο Κριτόλαος: «δεν ξέρω τι ακριβώς να προτείνω. Εκείνο που μοιάζει να χρειαζόμαστε είναι να ακυρώσουμε κάπως την ηχομορφική ιδιότητα του οχήματος του Άφευκτου. Και, για να το καταφέρουμε αυτό, πρέπει ή να τον κάνουμε να εξαντλήσει όλη του την ενέργεια χωρίς πρώτα να τον έχουμε χάσει, ή να εφεύρουμε κάποιο καινούργιο τεχνικό μέσο.»

«Τι καινούργιο τεχνικό μέσο;» ρωτάω.

«Δύο πράγματα έρχονται στο νου μου. Πρώτον: κάποια συσκευή που επαναφέρει το όχημα στην υλική του μορφή–»

«Μπορεί να κατασκευαστεί τέτοιο πράγμα;»

«Τα πάντα μπορούν, θεωρητικά, να κατασκευαστούν· το θέμα είναι αν έχουμε τον χρόνο, τις κατάλληλες ύλες, τους κατάλληλους εξοπλισμούς, τις κατάλληλες γνώσεις.

»Δεν είχα τελειώσει, όμως, Ζορδάμη.

»Δεύτερον: κάποια συσκευή που μπορεί να ανιχνεύσει την ηχητική συχνότητα του οχήματος όταν είναι μεταμορφωμένο σε ήχο.»

«Κι αυτό είναι κάτι που υπάρχει;» ρωτάω.

«Είναι κάτι που μπορεί εύκολα να κατασκευαστεί,» λέει ο Κριτόλαος. «Θα μπορούσα κι εγώ ο ίδιος να προσπαθήσω να το κατασκευάσω. Υφίσταται, όμως, μια πολύ βασική δυσκολία.»

«Η οποία είναι;» ρωτά ο Ύαν.

«Δεν γνωρίζω την ηχητική συχνότητα του οχήματος· ο Ξενοκράτης δεν μου την έχει πει.»

«Και όλοι οι άνθρωποι που συνεργάστηκαν για να φτιάξουν το όχημα είναι νεκροί…»

«Ακριβώς. Μπορεί, όμως, να έχουν αφήσει σημειώσεις κάπου. Καλό θα ήταν, λοιπόν, να επισκεφτούμε τον Ξενοκράτη ξανά για να μάθουμε.»

«Να επιστρέψουμε στην έρημο;»

«Θα δούμε. Θα το σκεφτώ. Για τώρα, έχουμε να κάνουμε μια διάρρηξη, μην ξεχνάτε.

»Ζορδάμη, θα επικοινωνήσεις με τον φίλο σου τον Βουτηχτή;»

*

Ο αερομεταφορέας έρχεται ξανά να μας πάρει.

Προσγειώνεται στην ταράτσα του Ζητούμενου, όπου εγώ και ο Κριτόλαος τον περιμένουμε. Είναι ένας ψηλός, νευρώδης, γαλανόδερμος άντρας με κοντά μαλλιά και φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο. Στα μάτια του φορά ένα ζευγάρι γυαλιά για να τον προστατεύουν από τον αέρα, και είναι καλά ντυμένος, φυσικά, γιατί στον ουρανό έχει κρύο ακόμα και τώρα που η άνοιξη δεν είναι τόσο μακριά.

«Πώς σε λένε, ρε φίλε;» τον ρωτάω, καθώς ανεβαίνουμε πίσω του στην ειδική σέλα του γρύπα.

«Καθάριο,» μου απαντά. Ο γρύπας χτυπά τις δυνατές του φτερούγες και υψωνόμαστε στον νυχτερινό ουρανό, πάνω από τις φωτισμένες πολυκατοικίες της Νίρβεκ. Από κάτω μας φαίνεται η κίνηση του βραδιού: σκιερές φιγούρες πεζών, οχήματα με φώτα αναμμένα, σποραδικοί καβαλάρηδες.

«Γνωρίζω έναν ραλίστα με τ’όνομά σου.»

«Δεν ασχολούμαι με ράλι, δυστυχώς· μόνο τον Καθάριο Μονοβάτη που κέρδισε το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης ξέρω.»

«Γι’αυτόν σού λέω κι εγώ,» γελάω.

«Τον γνωρίζεις προσωπικά;»

«Δεν είμαστε και φίλοι, αλλά, ναι, τον γνωρίζω.»

«Είσαι ραλίστας κι εσύ;»

«Ναι.»

«Ήσουν και στο Πανδιαστασιακό Ράλι;»

«Ναι.»

«Πώς σε λένε;»

Ο Κριτόλαος παρεμβαίνει: «Τα ονόματά μας δεν έχουν καμια ιδιαίτερη σημασία.»

«Καλά,» λέει ο αερομεταφορέας, «μη δαγκώνεις. Της οικογένειας, εξάλλου, δεν είμαστε όλοι;»

Δεν αργούμε να φτάσουμε στην ταράτσα της πενταώροφης πολυκατοικίας όπου έμενε η Κιρτέφκι, και ο γρυποκαβαλάρης αφήνει τον γρύπα του να προσγειωθεί εκεί κι εμάς να κατεβούμε από τη μεγάλη σέλα. «Καλό βράδυ,» μας λέει και φεύγει.

Ο Κριτόλαος ανοίγει ξανά την πόρτα της ταράτσας με τη μαγεία του και κατεβαίνοντας τη σκάλα πηγαίνουμε στον τέταρτο όροφο. Πλησιάζουμε την εξώπορτα του διαμερίσματος της Κιρτέφκι. Ο Κριτόλαος κάνει πάλι το Ξόρκι Ξεκλειδώματος, και νομίζω πως τον βλέπω να δυσκολεύεται. Αυλακώσεις παρουσιάζονται στο μέτωπό του, και το αριστερό του μάτι στενεύει, γίνεται μια σχισμάδα. Τα πρώτα δύο κλικ της κλειδαριάς αργούν να διαδεχτούν το ένα το άλλο· μετά, όμως, ο ρυθμός αυξάνεται απότομα: κλικ, κλικ, κλακ, ακούγεται, και ο Κριτόλαος σπρώχνει το πόμολο της πόρτας ανοίγοντάς την.

«Ήταν προστατευμένη από μαγεία;» τον ρωτάω χαμηλόφωνα καθώς περνάμε το κατώφλι με τα πιστόλια μας στα χέρια καλού-κακού.

«Απλώς ήταν καλή κλειδαριά. Ένας λιγότερο έμπειρος στο Ξόρκι Ξεκλειδώματος ίσως να μη μπορούσε να την ανοίξει.»

Ο Κριτόλαος, υποθέτω, ως πρώην Παντοκρατορικός πράκτορας, πρέπει να έχει χρησιμοποιήσει αυτό το ξόρκι εκατοντάδες φορές, αν όχι (τρέμω στη σκέψη) χιλιάδες.

Κανένας δεν μας περιμένει μέσα στο οροφοδιαμέρισμα της Κιρτέφκι Βένκαρκωφ, έτσι το ερευνούμε με την ησυχία μας και φορώντας γάντια, ασφαλώς – δεν θέλουμε να μείνουν τα δακτυλικά αποτυπώματά μας πουθενά. Ανοίγουμε ντουλάπια και ντουλάπες, συρτάρια και ένα μπαούλο· ψάχνουμε παντού· αλλά δεν βρίσκουμε τίποτα που μπορεί να μας βοηθήσει εναντίον του Άφευκτου. Ούτε βρίσκουμε κάτι που να μας δίνει πληροφορίες για τη σχέση της Κιρτέφκι μαζί του. Τον ήξερε από παλιά; Τον γνώρισε τώρα; Ήταν ποτέ και δικός της εραστής εκτός από της αδελφής της; Πότε συναντήθηκε μαζί του για να δολοπλοκήσουν εναντίον της Αλεξάνδρας; Απαντήσεις σ’αυτές τις ερωτήσεις πιθανώς να μην πάρουμε ποτέ, όπως φαίνεται.

Ο επικοινωνιακός δίαυλος κουδουνίζει μια φορά, επίμονα, όσο βρισκόμαστε στο διαμέρισμα της Κιρτέφκι, αλλά βέβαια δεν απαντάμε στην κλήση. Ο Κριτόλαος κοιτάζει μόνο τον τηλεπικοινωνιακό κώδικα αυτού που καλεί, και τον αποστηθίζει. «Θα τον ελέγξω αργότερα,» λέει, «αλλά πάω στοίχημα πως ίσως νάναι η μητέρα της ή κάποια φίλη της. Το γεγονός ότι σήμερα η Κιρτέφκι δεν παρουσιάστηκε στη δουλειά πρέπει να τους παραξένεψε όλους.»

Όταν έχουμε τελειώσει με την έρευνά μας, φεύγουμε από το οροφοδιαμέρισμα κλειδώνοντας ξανά την πόρτα με τη μαγεία του Κριτόλαου. Κατεβαίνουμε τις σκάλες και βγαίνουμε από την πολυκατοικία από την είσοδο στο ισόγειο.

«Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η υπόθεση με την Κιρτέφκι Βένκαρκωφ έκλεισε για εμάς,» μου λέει ο Κριτόλαος καθώς βαδίζουμε μέσα στους δρόμους του Δρυόκηπου, κατευθυνόμενοι προς το ξενοδοχείο μας, που βρίσκεται σ’άλλη περιοχή της Νίρβεκ. Μια περιοχή που ονομάζεται Κεντρολίμανο, επειδή πιάνει μεγάλο μέρος του θαλάσσιου λιμανιού της Νίρβεκ και μεγάλο μέρος του κέντρου συγχρόνως.

«Θα φύγουμε από δω, δηλαδή;» ρωτάω· και η σκέψη δεν μ’αρέσει και τόσο, γιατί θα ήθελα να δώσω μια ευκαιρία στην Πάολα να με γνωρίσει, όπως φαίνεται να επιθυμεί. Κρίμα που δεν την είχα συναντήσει την προηγούμενη φορά που ήμουν στη Νίρβεκ…

«Πρέπει να ρωτήσω τον Ξενοκράτη αν υπάρχουν πουθενά οι σημειώσεις αυτών που έφτιαξαν το ηχομορφικό όχημα,» απαντά ο Κριτόλαος. «Οπότε, ναι, αύριο θα πετάξουμε για την έρημο. Αλλά ύστερα πάλι εδώ λέω να γυρίσουμε, εκτός αν ακούσουμε πως ο Άφευκτος παρουσιάστηκε κάπου αλλού.»

ΚΡΥΜΜΕΝΑ ΟΠΛΑ

Μέσα στη χτεσινή νύχτα, ο Άφευκτος κατευθύνθηκε ανατολικά και, σύντομα, έτρεξε προς τις όχθες του ποταμού Τάρνοφ.

«Στρίψε!» φώναξε η Κιρτέφκι βλέποντας τα νερά να γυαλίζουν κάτω από το φεγγαρόφωτο. «Τι κάνεις; Θες να μας πνίξεις;»

«Μην ανησυχείς.» Ο Άφευκτος κατέβασε έναν διακόπτη στην κονσόλα του οχήματος. «Δε σου είπα ότι μπορούμε να γίνουμε ήχος; Ο ήχος δεν βουλιάζει, Κιρτέφκι.»

Το όχημά τους πέρασε πάνω από το νερό, πέρασε μέσα από ένα μικρό ιστιοφόρο που έπλεε ενάντια στο ρεύμα του ποταμού, και βρέθηκε στην άλλη όχθη. Ο Άφευκτος ανέβασε τον διακόπτη και το όχημα έγινε πάλι υλικό.

Συνέχισε να το οδηγεί προς τα ανατολικά, μέσα σε χωματόδρομους και άγριες περιοχές.

«Νυστάζεις;» ρώτησε την Κιρτέφκι.

«Όχι ιδιαίτερα.» Το στόμα της ήταν ξερό, έτσι άνοιξε το παγούρι του Άφευκτου και ήπιε μια μεγάλη γουλιά νερό.

«Πρέπει να κοιμηθούμε, όμως. Αύριο θα ταξιδέψουμε πάλι.»

Ο Άφευκτος, μετά από λίγη ώρα, σταμάτησε μέσα σ’ένα μικρό δάσος και της είπε ότι μπορούσε να ξαπλώσει στο πίσω κάθισμα. «Εγώ θα ξαπλώσω εδώ, μπροστά.»

Η Κιρτέφκι αναστέναξε. «Κι αν θέλω να κατουρήσω, πού πηγαίνω; Έχει και τουαλέτα το καταραμένο μαγικό όχημά σου;»

Ο Άφευκτος έδειξε το δάσος έξω. «Τουαλέτα. Τεράστια, μάλιστα.»

Η Κιρτέφκι, όμως, δεν χαμογελούσε καθώς άνοιξε την πόρτα πλάι της και βγήκε. Όταν επέστρεψε, μπήκε στην πίσω μεριά του οχήματος, έβγαλε τις μπότες της, και ξάπλωσε στο μακρύ κάθισμα. Ο Άφευκτος είχε, εν τω μεταξύ, αλλάξει τη μία από τις τρεις ενεργειακές φιάλες η οποία είχε τελειώσει.

Κλειδώνοντας τη μηχανή, πήγε κι εκείνος στη φύση για να κατουρήσει και μετά επέστρεψε στο όχημα. Ξάπλωσε στις μπροστινές θέσεις, αλλά κοιμήθηκε σαν λύκος, πολύ ελαφρά, ρίχνοντας κλεφτές ματιές κάπου-κάπου στην Κιρτέφκι. Εκείνη, όμως, δεν κινιόταν από εκεί όπου είχε ξαπλώσει, έχοντας την πλάτη της στραμμένη προς τη μεριά του. Και το πρωί ο Άφευκτος ήταν που σηκώθηκε πρώτος. Καθίζοντας στη θέση του οδηγού, ατένισε την Κιρτέφκι πίσω του, ακόμα ξαπλωμένη, ακίνητη. Τα μάτια του αλώνισαν το σώμα της από τη μια άκρη ώς την άλλη για μερικές στιγμές: τυλιγμένη στο μαύρο πανωφόρι της από τη μέση κι επάνω· ντυμένη με βαθυγάλαζο παντελόνι από τη μέση και κάτω, το οποίο στην πίσω μεριά, επάνω στους γλουτούς, είχε ραμμένο έναν γρύπα με ανοιχτές φτερούγες.

«Είσαι ξύπνια;» τη ρώτησε ο Άφευκτος, όχι πολύ δυνατά. Κι όταν εκείνη δεν απάντησε, ξαναρώτησε: «Είσαι ξύπνια;»

«Δεν κοιμήθηκα πολύ,» αποκρίθηκε εκείνη και σηκώθηκε, παίρνοντας καθιστή θέση και γυρίζοντας να τον αντικρίσει. Γύρω από τα μάτια της μαύροι κύκλοι υπήρχαν.

Και ακόμα δεν έχουν σβήσει, καθώς οι δυο τους ταξιδεύουν ανατολικά, εκείνος καθισμένος στο τιμόνι, οδηγώντας ήρεμα, εκείνη καθισμένη πλάι του, ατενίζοντας συλλογισμένα, απεγνωσμένα, έξω από το μπροστινό παράθυρο του οχήματος και μοιάζοντας να μη βλέπει τίποτα από το τοπίο.

«Και τι σκοπεύεις να κάνεις;» τον ρωτά τελικά, αναστενάζοντας.

«Δε σου είπα; Θα σκοτώσω όσους από αυτούς μπορώ.»

«Και μετά; Μέχρι πότε θα σκοτώνεις; Νομίζεις ότι στο τέλος δεν θα σε σταματήσουν;»

«Θα με σταματήσουν,» παραδέχεται ο Άφευκτος, «κάποια στιγμή. Θα με σκοτώσουν. Αλλά τι έχω να χάσω, Κιρτέφκι; Κανονικά, έπρεπε να ήμουν νεκρός εδώ και χρόνια. Ίσως να ήταν καλύτερα αν ήμουν νεκρός εδώ και χρόνια… Τι κέρδισα από τη συμφωνία μου μαζί τους;»

Η Κιρτέφκι αναστενάζει πάλι. «Εγώ, όμως, δεν έπρεπε να είμαι νεκρή εδώ και χρόνια, Σίλα!» λέει απεγνωσμένα, δακρύζοντας, με τη φωνή της πνιχτή. «Εγώ… στη Νίρβεκ έφτιαχνα ρούχα… Δεν…»

«Μπορώ να σε αφήσω όπου θέλεις–»

«Δεν είναι εκεί το θέμα!» φωνάζει η Κιρτέφκι. «Τι θα κάνω αν αυτή η Δυναστεία είναι όπως λες πως είναι – εξαπλωμένη παντού; Έπρεπε να με είχες προειδοποιήσει! Με εξαπάτησες, Σίλα!»

«Σου είπα–»

«Δε μου είπες τίποτα! Μόνο ό,τι σε συνέφερε για να σε βοηθήσω να σκοτώσεις την Αλεξάνδρα!»

«Θέλεις να σε αφήσ–;»

«Όχι, δεν θέλω να με αφήσεις! Τι να κάνω όπου κι αν με αφήσεις, γαμώ τα πόδια της Λόρκης; Να πάω να ζήσω στο δάσος; Εγώ δεν θέλω ν’αυτοκτονήσω όπως εσύ!»

Ο Άφευκτος δεν μιλά.

Η Κιρτέφκι αναστενάζει. Ακουμπά το κεφάλι της πίσω και κλείνει τα μάτια. Παίρνει μερικές βαθιές ανάσες και μετά ανοίγει ξανά τα μάτια. Ξεροκαταπίνει. «Γιατί απλά δεν φεύγεις;» τον ρωτά, ήρεμα τώρα.

«Πού να φύγω να πάω;»

«Ακόμα κι έξω από τη Σεργήλη μπορείς να βγεις. Αν συνεχίσεις να κατευθύνεσαι ανατολικά, και ακολουθήσεις τη δημοσιά μέσα από τα Φέρνιλγκαν, φτάνεις σ’ένα διαστασιακό πέρασμα που οδηγεί στη Σάρντλι.»

«Το ξέρω,» λέει ο Άφευκτος. «Αν ήθελα να φύγω από τη Σεργήλη, μπορούσα. Η Σεργήλη είναι σταυροδρόμι ανάμεσα σε πολλές διαστάσεις. Δεν είναι αυτό το πρόβλημά μου, Κιρτέφκι. Τι να πάω να κάνω σε άλλη διάσταση; Να σκοτώνω κι εκεί; Δε θυμάσαι τι σου είπα; Έχουν βάλει μέσα μου τεχνητούς πνεύμονες οι οποίοι λειτουργούν απορροφώντας ζωτική ενέργεια. Είμαι υποχρεωμένος να σκοτώνω για να ζω, ή να βρίσκομαι κοντά σε μέρη όπου πεθαίνουν άνθρωποι ή μεγάλα θηρία. Δεν είμαι άνθρωπος πια, Κιρτέφκι. Είμαι τέρας. Χρόνια έπρεπε να το είχα κάνει αυτό· χρόνια έπρεπε να είχα στραφεί εναντίον τους. Και το είχα σκεφτεί, δεν είναι ότι δεν το είχα σκεφτεί… αλλά… δεν γινόταν τότε. Θα με σκότωναν αμέσως. Δεν θα τους έκανα να μετανιώσουν για ό,τι μου έχουν κάνει. Τώρα, όμως… τώρα βρήκα αυτό.» Χτυπά το τιμόνι του οχήματος με το ένα χέρι, σαν να πρόκειται για τη λαβή κάποιου πανίσχυρου, θεόσταλτου όπλου. «Και είναι ό,τι χρειαζόμουν. Τώρα, θα μετανιώσουν πικρά για ό,τι μου έκαναν.»

Η Κιρτέφκι τον ακούει αμίλητη, ακίνητη· πίνει μονάχα μια φορά νερό από το παγούρι. Και το βλέμμα της έχει μαλακώσει· τα μάτια της είναι συλλογισμένα. Τον κοιτάζει με κάποια συμπάθεια.

«Μπορώ, όμως, να σε πάω στη Σάρντλι αν θέλεις,» της λέει. «Δεν είναι δύσκολο. Έχεις ξαναταξιδέψει εκεί; Εγώ δεν έχω φύγει ποτέ από τη Σεργήλη.»

«Ναι,» αποκρίνεται η Κιρτέφκι, «έχω ταξιδέψει στη Σάρντλι. Για λόγους αναψυχής, και μια φορά για τη δουλειά μου – για να πάρω κάποια ενδύματα από αυτή τη διάσταση. Αλλά, όχι, δεν θέλω να με πας στη Σάρντλι, Σίλα. Δε μπορώ να ζήσω εκεί. Είναι άγρια διάσταση η Σάρντλι· δεν είναι όπως εδώ. Δε… δεν νομίζω ότι θα κατάφερνα να επιβιώσω εκεί. Δεν ξέρω…» Μετά από μια στιγμή λέει: «Το ξέρεις ότι οι προπαππούδες μας είχαν έρθει από εκεί; Οι προππαπούδες των Βένκαρκωφ;»

«Η Αλεξάνδρα μού το είχε πει.»

«Δεν έχουμε, όμως, πια καμια σχέση με τη Σάρντλι.» Η Κιρτέφκι βρίσκει τη διάθεση να γελάσει κοφτά προς στιγμή. «Κυνηγημένοι είχαν έρθει οι προπαππούδες μας στη Σεργήλη. Φυγάδες ήταν. Έτσι λέει η ιστορία μας.»

Ο Άφευκτος δεν μιλά, και ούτε η Κιρτέφκι συνεχίζει την κουβέντα.

Όταν είναι μεσημέρι πλησιάζουν μια μικρή πόλη, και εκείνος, σταματώντας εκεί κοντά, λέει: «Υποθέτω πως υπάρχουν πράγματα που θα θέλεις ν’αγοράσεις. Επίσης, χρειαζόμαστε φαγητό και τρεις ενεργειακές φιάλες ακόμα, για απόθεμα.»

Η Κιρτέφκι είναι συλλογισμένη για λίγο. «Ναι,» λέει χαμηλόφωνα· «αν είναι να μείνω μαζί σου, κάποια πράγματα πρέπει να τα πάρω… Υπάρχει αγορά εδώ;» ρωτά, πιο δυνατά.

«Φυσικά και υπάρχει. Μην περιμένεις τίποτα το μεγάλο, βέβαια.»

«Αν θέλω να αγοράσω όπλο; Ένα πιστόλι;»

«Δε σ’αφήνω ν’αγοράσεις όπλο,» της λέει.

«Δε μ’εμπιστεύεσαι.» Δεν είναι ερώτηση.

«Εσύ θα σε εμπιστευόσουν, στην κατάσταση που βρίσκεσαι;»

Η Κιρτέφκι ξεφυσά. «Εντάξει, πάμε.» Ανοίγει την πόρτα πλάι της και βγαίνει. Κουμπώνει το πανωφόρι της γιατί κάνει κρύο.

Ο Άφευκτος βγαίνει επίσης από το όχημα. «Δε θάρθω μαζί σου.»

Η Κιρτέφκι τον κοιτάζει ξαφνιασμένη. «Τι;»

«Αφού είμαστε δύο, τώρα, δεν υπάρχει λόγος ν’αφήσω το όχημα μόνο του έστω και για λίγο.»

«Ποιος θα το κλέψει εδώ; Δε θα το κλειδώσεις;»

«Δεν έχει σημασία. Πήγαινε εσύ. Θα σε περιμένω.»

Η Κιρτέφκι τον κοιτάζει καχύποπτα. Μετά λέει: «Δεν έχω λεφτά μαζί μου. Την τσάντα μου την άφησα στο τρίκυκλο, όταν μπήκα στο όχημά σου–»

Ο Άφευκτος έχει ήδη βάλει το χέρι του σε μια τσέπη του παντελονιού του και τώρα τραβά από εκεί ένα χοντρό ρολό από χαρτονομίσματα, το οποίο και πετά προς το μέρος της. Η Κιρτέφκι μετά βίας προλαβαίνει να το πιάσει. Μετρά τα χρήματα και βλέπει ότι είναι πολλοί ήλιοι.

«Πού…;» τον ρωτά. «Ληστεύεις;»

«Εσύ τι λες να κάνω;»

Η Κιρτέφκι τον κοιτάζει ακίνητη για λίγο. Μετά λέει: «Αλήθεια, τα δεδομένα που σου έφερα γιατί δεν τα κοίταξες ακόμα;»

«Θα τα κοιτάξω τώρα, που θα πας να κάνεις αγορές. Μην ξεχάσεις ότι θέλουμε και τρόφιμα, και τρεις ενεργειακές φιάλες.»

«Τι είδους ενεργειακές φιάλες;»

Ο Άφευκτος τής κάνει νόημα να έρθει μαζί του ώς τον αποθηκευτικό χώρο του οχήματος, και της δείχνει. Η Κιρτέφκι γνέφει καταφατικά και φεύγει, κατευθυνόμενη προς τη μικρή πόλη αντίκρυ τους με γρήγορα βήματα.

Ο Άφευκτος την κοιτάζει συνοφρυωμένος, ανάβοντας τσιγάρο. Όταν η Κιρτέφκι εξαφανίζεται από τα μάτια του, εκείνος μπαίνει ξανά στο όχημα και πιάνει μέσα από μια θυρίδα της κονσόλας τη μικρή συσκευή αποθήκευσης δεδομένων που του έφερε η Κιρτέφκι χτες βράδυ. Τη συνδέει με το πληροφοριακό σύστημα του οχήματος και παρακολουθεί στην οθόνη ό,τι έβλεπε η καρφίτσα της Κιρτέφκι, ενώ από τα ηχεία ακούγεται η συζήτησή της με τους ανθρώπους της Σιδηράς Δυναστείας. Τα μάτια του Άφευκτου έχουν στενέψει.

Η Κιρτέφκι, εν τω μεταξύ, πηγαίνει στη μικρή πόλη, βρίσκει εύκολα την αγορά στο κέντρο της, και, ξοδεύοντας τα μισά από τα λεφτά του Σίλα, αγοράζει τρεις ενεργειακές φιάλες κι έναν σάκο για να τις βάλει, ακόμα έναν σάκο για όλα τα υπόλοιπα πράγματα, τρόφιμα, και ρούχα για τον εαυτό της. Ένα μαγαζί πουλά όπλα, και η Κιρτέφκι στέκεται για λίγο μπροστά στη μικρή βιτρίνα και κοιτάζει, αναποφάσιστη. Μετά μπαίνει και αγοράζει από τον νευρώδη, πρασινόδερμο άντρα ένα ξιφίδιο κι ένα μικρό πιστόλι. Βγαίνει από το μαγαζί και κρύβει το ξιφίδιο μέσα στη δεξιά μπότα της, κάτω από το παντελόνι. Το μικρό πιστόλι το ασφαλίζει και το χώνει μέσα στη μπροστινή μεριά του παντελονιού της, κρύβοντάς το τελείως με το πανωφόρι της. Τους δύο επιπλέον γεμιστήρες του πιστολιού τούς βάζει σε μια εσωτερική τσέπη του πανωφοριού.

Επιστρέφοντας στον Άφευκτο, τον βρίσκει να την περιμένει όρθιος έξω από το όχημά του, φορώντας μαύρα γυαλιά και καπνίζοντας.

«Για να δω τι έφερες,» της λέει.

Η Κιρτέφκι αφήνει τους σάκους επάνω στη μπροστινή μεριά του ηχομορφικού οχήματος. «Έμειναν κι αυτά,» λέει, και του δίνει τα τυλιγμένα σε ρολό χαρτονομίσματα.

Ο Άφευκτος τα κρύβει στην τσέπη του παντελονιού του και κοιτάζει τι είναι μέσα στους σάκους. Πρώτα τις ενεργειακές φιάλες, ύστερα τα τρόφιμα, και μετά–

«Εκεί είναι απλά τα ρούχα μου,» του λέει η Κιρτέφκι, αλλά εκείνος την αγνοεί και ψάχνει μέσα τους. Η Κιρτέφκι τον παρατηρεί χωρίς να κινείται.

Ο Άφευκτος παίρνει, τελικά, τις φιάλες και τις βάζει στον αποθηκευτικό χώρο του οχήματος, ανάμεσα σε άλλες που έχει εκεί. Έπειτα, πλησιάζει την Κιρτέφκι και απλώνει τα χέρια του για ν’αγγίξει τις πλευρές του πανωφοριού της–

Εκείνη πετάγεται πίσω. «Τι κάνεις;» συρίζει.

«Πώς θα ξέρω ότι δεν πήρες όπλα, αν δεν σε ψάξω;»

«Δεν πήρα όπλα. Σου είπα ότι δεν θα πάρω, και δεν πήρα.»

Ο Άφευκτος κάνει πάλι να την ψάξει, αλλά εκείνη τον σπρώχνει και τινάζεται πίσω. «Πάρ’ τα χέρια σου από πάνω μου!»

«Αν θες να σ’αφήσω εδώ, σ’αφήνω,» της λέει ο Άφευκτος. «Δεν είσαι υποχρεωμένη νάρθεις μαζί μου. Αλλά, αν έρθεις, θα σε ψάξω πρώτα. Πες ότι είμαι ο γιατρός σου – δεν είναι τίποτα προσωπικό.» Δεν χαμογελά, και τα μάτια του δεν φαίνονται καθόλου πίσω από τα μαύρα γυαλιά του.

Η Κιρτέφκι δαγκώνει το κάτω χείλος της. Ύστερα λέει: «Εντάξει, αγόρασα όπλα.» Βγάζει το μικρό πιστόλι από το παντελόνι της και του το δείχνει. «Αυτό. Κι αυτό.» Τραβά το ξιφίδιο από τη μπότα της.

Ο Άφευκτος βγάζει τα γυαλιά του και την ατενίζει επικριτικά.

«Είμαι μόνη μου και βρίσκομαι σε κίνδυνο!» φωνάζει η Κιρτέφκι. «Τι περίμενες να κάνω, Σίλα; Να είμαι άοπλη; Δεν είναι τα όπλα για σένα, αλλά αν με βρει αυτή η Δυναστεία τι να κάνω; να είμαι άοπλη;»

«Βάλ’ τα εδώ,» της λέει ο Άφευκτος δείχνοντας τον σάκο όπου πριν βρίσκονταν οι ενεργειακές φιάλες. «Βάλ’ τα εδώ, αλλιώς φύγε.»

Η Κιρτέφκι διστάζει για μια στιγμή, αλλά ύστερα αφήνει το πιστόλι και το ξιφίδιο μέσα στον σάκο.

«Και θα σε ψάξω,» προσθέτει ο Άφευκτος.

«Όχι!» Τινάζεται πίσω ξανά. «Έχω κι αυτά μαζί μου, εντάξει;» Βγάζει τους δύο γεμιστήρες από το πανωφόρι της και τους ρίχνει μέσα στον σάκο. «Δεν έχω τίποτ’ άλλο. Αυτά ήταν, δεν έχω τίποτ’ άλλο.»

Ο Άφευκτος την ατενίζει καχύποπτα.

«Τι νομίζεις ότι μπορεί να κρύβω επάνω μου;» φωνάζει η Κιρτέφκι. «Τι είμαι, η Λόρκη; Για όνομα της Αρτάλης, δεν έχω άλλα όπλα!»

«Εντάξει,» αποκρίνεται ο Άφευκτος και, παίρνοντας τους σάκους, τους ρίχνει στο εσωτερικό του οχήματος.

Μετά λέει: «Παρακολούθησα τα δεδομένα που μου έφερες. Τον έναν απ’αυτούς που σε επισκέφτηκαν τον ξέρω. Τον λένε Ζορδάμη Λιγνόρρυγχο και ήταν ραλίστας.»

«Ραλίστας;»

«Ναι, σαν εμένα. Δεν το ήξερα, όμως, ότι βρισκόταν κι αυτός μέσα στη Δυναστεία. Θα έχει, τελικά, ενδιαφέρον αυτό το κυνηγητό ίσως.» Χαμογελά, κι ανοίγοντας τη μια πόρτα μπαίνει στο όχημα και κάθεται στη θέση του οδηγού.

Η Κιρτέφκι ανοίγει την άλλη πόρτα και κάθεται στη θέση του συνοδηγού.

«Δε θα μου ξαναπείς ψέματα, εντάξει;» της λέει ο Άφευκτος.

«Εσύ μού είπες ψέματα από την αρχή, Σίλα.»

«Αυτά είναι περασμένα. Αν μου ξαναπείς ψέματα, θα σ’αφήσω όπου κι αν τύχει να βρισκόμαστε. Συνεννοηθήκαμε;»

Η Κιρτέφκι αναστενάζει. «Εντάξει,» λέει.

Ο Άφευκτος ενεργοποιεί τη μηχανή και φεύγουν κοντά από τη μικρή πόλη.

Η ΛΟΡΚΗ ΔΕΜΕΝΗ

Ο Κριτόλαος με ξυπνά με την αυγή, καλώντας με μέσω του επικοινωνιακού διαύλου του δωματίου μου. «Ετοιμάσου,» μου λέει. «Σε λίγο πετάμε.»

Δεν έχω και πολλά να κάνω για να ετοιμαστώ. Πλένομαι, ντύνομαι, και κατεβαίνω στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, όπου συναντώ τον Κριτόλαο και τον Ύαν. Κρίμα που δεν θα μείνουμε κι άλλο στη Νίρβεκ· ήθελα να γνωρίσω καλύτερα την Πάολα.

Ο Κριτόλαος πληρώνει τη γυναίκα στη ρεσεψιόν και φεύγουμε από το Ζητούμενο. Πηγαίνουμε στο γκαράζ όπου έχουμε αφήσει το όχημά μας και το παίρνουμε από εκεί. Οδηγώντας το μας βγάζω από τη Νίρβεκ, προς τα δυτικά, επάνω στη δημοσιά.

«Φύγε από τον δρόμο,» μου λέει ο Κριτόλαος όταν έχουμε απομακρυνθεί κάμποσο από την πόλη. «Θ’αλλάξω τη μορφή μας.»

Στρίβω σ’ένα πεδινό μέρος, τσακίζοντας χορτάρι κάτω από τους μεταλλικούς τροχούς του οχήματός μας και αποφεύγοντας χαμόδεντρα. Όταν σταματάω, ο Κριτόλαος αρχίζει να κάνει το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος. Το όχημα μεταμορφώνεται σε αεροπλάνο, και αλλάζω θέσεις με τον Ύαν, ο οποίος τώρα κάθεται στο τιμόνι. Το σκάφος μας υψώνεται κάθετα προς τον ουρανό και μετά, όταν έχουμε φτάσει κοντά στα σύννεφα, πετά με κατεύθυνση νοτιοδυτική.

Η απόσταση από εδώ ώς τις ερήμους της Σεργήλης δεν είναι καθόλου μικρή. Είναι γύρω στα χίλια-εξακόσια χιλιόμετρα. Και ο Ύαν μού λέει πως θα πετάμε πάνω από πέντε ώρες, σίγουρα. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να γίνει μια στάση κάπου ενδιάμεσα, για να ξεκουραστούν εκείνος κι ο Κριτόλαος μια, δυο ώρες τουλάχιστον.

Δεν έχω τίποτα να κάνω για να σκοτώσω τον χρόνο, έτσι το μυαλό μου συνεχώς γλιστρά προς την Πάολα… και μετά προς τον Άφευκτο, τον Σίλα Ιερόπυργο… και προς την Πάολα ξανά…

Προσγειωνόμαστε, τελικά, κάποιες εκατοντάδες χιλιόμετρα νότια της Μέλβερηθ, ενώ έχουμε περάσει πάνω από πολλούς πεδινούς και ορεινούς τόπους, ανοιχτούς και δασώσεις· πάνω από πόλεις και χωριά· πάνω από χωματόδρομους και λιθόστρωτες δημοσιές· πάνω από ποτάμια και ρέματα· πάνω από σιδηροδρομικές γραμμές. Τέσσερις ώρες έχουν κυλήσει.

Βγαίνουμε από το αεροπλάνο για να ξεπιαστούμε και να καπνίσουμε κανένα τσιγάρο – εγώ και ο Ύαν, δηλαδή· ο Κριτόλαος ποτέ δεν καπνίζει. Μετά, οι δύο σύντροφοί μου ξεκουράζονται ενώ εγώ κάθομαι και τους φρουρώ – συνεχίζοντας να βαριέμαι.

Πού να είναι τώρα ο Σίλας, άραγε; Προς τα πού να κατευθύνθηκε ύστερα από τη Νίρβεκ; Προς τη Θακέρκοβ, για να καθαρίσει τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη; Για κάποιο λόγο, δεν το νομίζω. Δε νομίζω ότι βιάζεται τόσο. Και δε νομίζω ότι θα αποδειχτεί απρόσεχτος, σε καμία περίπτωση. Τα κάνει όλα βάσει σχεδίου.

Και η Κιρτέφκι; Είναι ακόμα ζωντανή; Μάλλον όχι. Μάλλον είναι νεκρή, και τη ζωτική της ενέργεια την έχουν ρουφήξει οι τεχνητοί πνεύμονες του Άφευκτου.

Είναι μεσημέρι όταν ο Κριτόλαος και ο Ύαν σηκώνονται και συνεχίζουμε την πτήση μας.

«Σε λίγο θα αυτοκτονήσω,» τους λέω καθώς χασμουριέμαι.

«Συγκρατήσου,» αποκρίνεται ο Ύαν, «και θα σε βάλουμε να οδηγήσεις σαν ραλίστας μετά.»

Με δουλεύει, ο καταραμένος δαιμονομάτης γιος της Λόρκης.

Μέσα σε μιάμιση ώρα φτάνουμε στον προορισμό μας. Βλέπουμε από κάτω μας την Ύγκρας και την έρημο και, σύντομα, το οχυρό του Γρύπα Ξενοκράτη. Ο Ύαν προσγειώνει το αεροπλάνο μας επάνω στην άμμο, τινάζοντάς την παντού γύρω μας με τη δύναμη των προωθητήρων. Ο Κριτόλαος μεταμορφώνει το αεροσκάφος σε αγωνιστικό όχημα, και τώρα παίρνω εγώ το τιμόνι και οδηγώ ώς την ψηλή, σιδερένια πύλη του οχυρού του Ξενοκράτη.

Ο φρουρός στο φυλάκιο από πάνω της μας φωνάζει ποιοι είμαστε, και, ανοίγοντας το παράθυρό μου, του αποκρίνομαι. Του λέω πως πρέπει να μιλήσουμε στον κύριο Ξενοκράτη επειγόντως. Μου απαντά πως ο κύριος Ξενοκράτης δεν είναι εδώ αλλά έχει δώσει εντολή να μας δεχτούν σε περίπτωση που έρθουμε.

«Πότε θα επιστρέψει;» φωνάζω στον φρουρό μέσα στο φυλάκιο.

«Θα σας ενημερώσουν,» αποκρίνεται εκείνος, και η σιδερένια πύλη ανοίγει μπροστά μας.

Οδηγώ το όχημα μέσα στον κήπο που είναι κρυμμένος πίσω από τα πέτρινα τείχη· κατευθύνομαι προς το γκαράζ. Σταθμεύω εκεί και βγαίνουμε.

«Τον άκουσες, έτσι;» λέω στον Κριτόλαο.

«Τον άκουσα,» αποκρίνεται εκείνος. «Ελπίζω να μην αργήσει να επιστρέψει ο Ξενοκράτης.»

Βλέπουμε τότε τη Μελένια να έρχεται προς το μέρος μας, καλοντυμένη όπως πάντα, και με τα ξανθά μαλλιά της να χύνονται γυαλιστερά στους ώμους της.

«Καλησπέρα σας,» λέει. «Ο κύριος Ξενοκράτης λείπει, αλλά–»

«–έχεις εντολές να μας περιποιηθείς,» τη διακόπτω.

«Ακριβώς.» Δεν χαμογελά αλλά ούτε και μουτρώνει. Προγραμματισμένη, ως συνήθως. «Ελάτε μαζί μου, παρακαλώ.»

«Μισό λεπτό,» λέω. «Πότε θα επιστρέψει;»

«Δε νομίζω ν’αργήσει,» αποκρίνεται η Μελένια.

«Σήμερα, δηλαδή;» ρωτά ο Κριτόλαος.

«Μπορεί σήμερα, μπορεί αύριο.»

«Δεν υπάρχει τρόπος να τον ειδοποιήσεις; Θέλουμε να τον ρωτήσουμε κάτι που επείγει.»

Η Μελένια είναι σκεπτική προς στιγμή. «Θα μιλήσω με κάποιους,» λέει. «Ελάτε τώρα μαζί μου, παρακαλώ. Θα σας οδηγήσω στα δωμάτιά σας, και μετά… εσείς θα μου πείτε τι θέλετε.»

Αρχίσαμε πάλι τα ίδια.

*

Αφού μας οδηγεί στα δωμάτιά μας στον ξενώνα της βίλας του Ξενοκράτη, η Μελένια μάς ρωτάει τι άλλο θα επιθυμούσαμε. Φαγητό; Κάτι να πιούμε;

«Τον ίδιο τον Ξενοκράτη θέλουμε,» της απαντά ο Κριτόλαος, «όπως σου είπαμε. Θα δεις αν μπορείς να τον ειδοποιήσεις;»

«Θα ρωτήσω,» λέει εκείνη.

«Θα σε περιμένουμε στο καθιστικό.»

«Ποιο καθιστικό;»

«Αυτό όπου είχαμε καθίσει και προτού φύγουμε από εδώ. Θυμάσαι ποιο είναι;»

Η Μελένια νεύει. «Φυσικά. Να πω να σας φέρουν εκεί και κάτι να φάτε;»

«Ναι,» της λέω, γιατί πεινάω παρότι δεν έχω κάνει ουσιαστικά τίποτα από το πρωί. Η βαρεμάρα προκαλεί πείνα καμια φορά, έχω παρατηρήσει.

«Έχετε καμια ιδιαίτερη προτίμηση στο μενού;»

«Ό,τι έχει φτιάξει ο μάγειρας.»

«Εντάξει,» αποκρίνεται η Μελένια, και φεύγει βαδίζοντας γρήγορα. Τα τακούνια της αντηχούν τακ-τακ-τακ-τακ επάνω στο πάτωμα του διαδρόμου, ολοένα και πιο αδύναμα καθώς απομακρύνεται.

Ο Ύαν παρατηρώ ότι την κοιτάζει μέχρι που χάνεται από τα μάτια του. Του αρέσει αυτή η ψεύτικη κούκλα του Ξενοκράτη. Αναρωτιέμαι γι’ακόμα μια φορά ποια νάναι η ιστορία της. Πώς κατέληξε εδώ; Είναι επαγγελματίας, μισθωμένη, ή δούλα της Δυναστείας, χρεωμένη κάπως, όπως εγώ;

Ο Κριτόλαος βαδίζει πρώτος, και εγώ κι ο Ύαν τον ακολουθούμε. Πηγαίνουμε στο καθιστικό, όπου δεν είναι κανένας άλλος εκτός από εμάς, και καθόμαστε στα μαλακά καθίσματα. Υπάρχουν κάτι πακέτα με ακριβά τσιγάρα επάνω σ’ένα τραπεζάκι, κλειστά όλα τους. Σπάω τη σφραγίδα του ενός και τραβάω έξω δύο μακριά αρωματικά τσιγάρα. Δίνω το ένα στον Ύαν και κρατάω το άλλο για τον εαυτό μου.

«Υποθέτω δεν θέλεις,» λέω στον Κριτόλαο καθώς ανάβω το δικό μου.

«Θα σας αφήσω να πεθάνετε πριν από εμένα,» αποκρίνεται ο μάγος, καθισμένος σε μια πολυθρόνα, με τα πόδια του σταυρωμένα στο γόνατο.

«Μην είσαι και τόσο σίγουρος γι’αυτό, Κριτόλαε,» του λέει ο Ύαν, και, μα τα βυζιά της Λόρκης, μοιάζει τελείως με εξωδιαστασιακό δαίμονα έτσι όπως φυσά καπνό απ’τα ρουθούνια ενώ τα μάτια του είναι έντονα μαβιά και το δέρμα του κατάμαυρο. Δεν μπορώ ν’αποφασίσω αν είναι γραφικός, κωμικός, ή τρομαχτικός. Λες, τελικά, αυτό να είναι που του βρίσκει η Σαμάνθα; Το γεγονός ότι ο τύπος είναι αξιοπερίεργος στη φάτσα; Τόσο βιτσιόζα, γαμώ την τρέλα μου;

Μετά από λίγο έρχονται δύο υπηρέτες της βίλας ωθώντας ο καθένας ένα κυλιόμενο τραπεζάκι. Επάνω στα τραπεζάκια είναι σκεπασμένα πιάτα, αναποδογυρισμένα ποτήρια, και μπουκάλια με ποτά. «Καλή σας όρεξη,» μας εύχεται ο ένας υπηρέτης, προτού φύγουν κι οι δύο.

Σβήνοντας τα τσιγάρα, που δεν έχουμε τελειώσει ακόμα, φέρνουμε τα φαγητά κοντά μας. Σηκώνουμε τα σκεπάσματα από τα πιάτα, ανοίγουμε τα μπουκάλια, κι αρχίζουμε να τρώμε και να πίνουμε με όρεξη. Το γεύμα είναι υπεραρκετό και για τους τρεις μας· είναι, βασικά, περισσότερο απ’ό,τι μπορούμε να καταναλώσουμε. Υπάρχει ποικιλία. Ακόμα και ψητές αμμόσαυρες έχει – πολύ νόστιμα φτιαγμένες.

Η Μελένια έρχεται προτού τελειώσουμε το φαγητό.

«Τι έγινε;» τη ρωτά ο Κριτόλαος, και πίνει μια γουλιά κρασί. «Θα επικοινωνήσει κάποιος με τον κύριο Ξενοκράτη;»

«Δυστυχώς,» αποκρίνεται εκείνη, «αυτό φαίνεται να είναι αδύνατο, κύριε Κριτόλαε. Θα πρέπει να περιμένετε· δεν μπορώ να κάνω κάτι. Όμως δεν νομίζω ν’αργήσει να επιστρέψει. Κι εν τω μεταξύ θα σας εξυπηρετήσω με κάθε δυνατό τρόπο, όπως μου έχει ζητήσει.» Κάθεται, χαριτωμένα, σ’ένα από τα μαλακά καθίσματα.

Κοιτάζω τον Κριτόλαο. «Θα περιμένουμε;»

«Να μην περιμένουμε;» λέει εκείνος ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Για πόσο;» ρωτά ο Ύαν.

«Καμια μέρα; Δύο;» Ο Κριτόλαος συνεχίζει το φαγητό του.

Η Μελένια λέει: «Δε νομίζω να λείψει περισσότερο από δυο μέρες.»

Ο Ύαν την περιεργάζεται με το βλέμμα του. Δεν τη βλέπω να φρικάρει από τα δαιμονικά μάτια, κι αυτό με τρομάζει. Αλλά μάλλον έχει ήδη κοιμηθεί μαζί του, απ’ό,τι έχω καταλάβει. Αναρωτιέμαι αν έχει κοιμηθεί και με τον Κριτόλαο.

«Αν θέλεις φάε,» της λέω. «Όπως θα παρατηρείς, είναι πολλά για εμάς τους τρεις.»

«Έχω ήδη φάει,» αποκρίνεται. «Θα φάω μόνο αν επιμένετε.»

«Δεν επιμένουμε. Και έχουμε συμφωνήσει να μη μου μιλάς στον πληθυντικό.»

«Αναφερόμουν και στους τρεις σας.»

Ρωτάω τον Ύαν: «Εσένα σού μιλάει στον πληθυντικό;»

«Γιατί, έχεις πρόβλημα;» μου απαντά.

«Να μην του μιλάς στον πληθυντικό,» της λέω. «Είναι λεχρίτης.»

«Ποιος σε ρώτησε εσένα, ραλίστα;» μουγκρίζει ο Ύαν, και νομίζω πως βλέπω τη Μελένια να χαμογελά αληθινά.

Ο Κριτόλαος δείχνει σκεπτικός· δεν μοιάζει να δίνει σημασία στην κουβέντα μας, ούτε στη Μελένια.

Όταν έχουμε τελειώσει το φαγητό μας και καπνίζουμε πάλι τσιγάρα (εγώ κι ο Ύαν, τουλάχιστον), καθισμένοι αναπαυτικά, λέω στη Μελένια: «Θα σε ρωτήσω κάτι, αλλά θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά.»

«Εντάξει,» αποκρίνεται εκείνη ανασηκώνοντας τους ώμους. Είναι μισοξαπλωμένη αντίκρυ μας, επάνω σ’ένα μεγάλο κάθισμα που βρίσκεται στα όρια να μπορείς να το αποκαλέσεις και μικρό καναπέ. Η στάση της και η τουαλέτα της μοιάζουν να τονίζουν κάθε καμπύλη του σώματός της. Τα ξανθά μαλλιά της γυαλίζουν στο αντιφέγγισμα του ήλιου της ερήμου που γλιστρά από τα μισόκλειστα πατζούρια.

Δεν κάνει ζέστη μέσα στο καθιστικό. Λόγω των αυτόματων συστημάτων ρύθμισης της θερμοκρασίας, η ατμόσφαιρα είναι ευχάριστη.

Ρωτάω τη Μελένια: «Έχεις παίξει ποτέ ένα παιχνίδι με τράπουλα το οποίο λέγεται Η Λόρκη Δεμένη

«Ναι. Αρκετές φορές.»

«Και τώρα, η βασική ερώτηση. Και θέλω να απαντήσεις ειλικρινά. Θα έπαιζες μαζί μας;»

«Ναι,» λέει η Μελένια.

«Ειλικρινά,» τονίζω ξανά.

«Ναι,» λέει η Μελένια, μειδιώντας, «γιατί όχι;»

«Ζορδάμη,» λέει ο Κριτόλαος, «έχεις όρεξη για σαχλαμάρες;»

«Τι άλλο έχουμε να κάνουμε όσο περιμένουμε τον Ξενοκράτη; Έχεις να προτείνεις κάτι καλύτερο;»

Ο Κριτόλαος γελά. «Εντάξει. Θες, δηλαδή, να παίξουμε Η Λόρκη Δεμένη…»

«Αφού κι εκείνη θέλει.»

«Συγνώμη,» λέει ο Ύαν, «τι είναι ακριβώς Η Λόρκη Δεμένη

«Δεν ξέρεις τι είναι Η Λόρκη Δεμένη;» απορώ.

«Πες ότι κατέβηκα από τα Φέρνιλγκαν, αλλά, όχι, δεν ξέρω.»

Του εξηγώ πως Η Λόρκη Δεμένη είναι ένα παιχνίδι που παίζεται με την Τράπουλα της Πανούργου Κυράς – μια τράπουλα που σχετίζεται άμεσα με τη Λόρκη. Συμμετέχει πάντα μία (και μόνο μία) γυναίκα και τουλάχιστον δύο άντρες. Καλύτερα, όμως, είναι αν είναι τρεις άντρες. Ο καθένας παίρνει κάποια φύλλα από την τράπουλα και, ανάλογα με τους συνδυασμούς που βγαίνουν, οι άντρες βάζουν τη γυναίκα να κάνει διάφορα πράγματα, πολλά από τα οποία κάποιοι ίσως να θεωρούν απαράδεκτα, «αλλά όχι εγώ απαραίτητα,» λέω στον Ύαν. «Υπάρχει και το αντίστροφο παιχνίδι, με τουλάχιστον δύο γυναίκες και έναν άντρα· το λένε Ο Υπηρέτης της Λόρκης. Υποθέτω, ούτε αυτό θα το έχεις ακούσει.»

«Τώρα που μου το εξήγησες,» αποκρίνεται ο Ύαν, «νομίζω πως τελικά έχω ακούσει για τη Λόρκη Δεμένη. Αλλά δεν έχω παίξει ποτέ.» Κοιτάζει τον Κριτόλαο ερωτηματικά.

«Ούτε εγώ έχω ξαναπαίξει, αλλά ξέρω πώς παίζεται,» λέει εκείνος.

«Δηλαδή, εγώ είμαι ο μόνος που δεν ξέρω;» κάνει ο δαιμονομάτης φονιάς, ενοχλημένα.

«Μη φοβάσαι, θα σε μάθουμε,» του λέω. Και ρωτάω τη Μελένια: «Υπάρχει Τράπουλα της Πανούργου Κυράς εδώ;»

«Φυσικά και υπάρχει,» αποκρίνεται εκείνη καθώς σηκώνεται όρθια. «Ο κύριος Ξενοκράτης έχει όλες τις τράπουλες που κυκλοφορούν στη Σεργήλη. Πηγαίνω να τη φέρω.»

«Πώς παίζεται, λοιπόν;» μας ρωτά ο Ύαν, και του εξηγούμε τους βασικούς μηχανισμούς του παιχνιδιού μέχρι να επιστρέψει η Μελένια.

Όταν επιστρέφει είναι ντυμένη αλλιώς. Έχει βγάλει τη στενόχωρη τουαλέτα κι έχει φορέσει ένα πιο άνετο φόρεμα, καφετί, αμάνικο, με μυτερό ντεκολτέ, και μεγάλα λευκά κουμπιά σ’όλη τη μπροστινή μεριά. Πονηρή. Γνωρίζει καλά το παιχνίδι, προφανώς, και δεν θέλει να παίξει παγιδευμένη μέσα σε στενά ρούχα. Υπομειδιώ καθώς την κοιτάζω. Αχαρακτήριστη αυτή η πρωτοβουλία για τη Μελένια, σκέφτομαι, κι αναρωτιέμαι αν θάπρεπε να της πω κάτι για να την πειράξω. Αλλά δεν το κάνω.

Η Μελένια ρίχνει την τράπουλα ανάμεσά μας, στο ξύλινο τραπεζάκι. «Ορίστε, κύριοι,» λέει ευχάριστα.

«Τέρμα τα ‘κύριοι’ κι αυτές οι μαλακίες,» της λέω, «για όσο θα παίζουμε τουλάχιστον. Συμφωνείς;»

Γνέφει καταφατικά, μειδιώντας. Νομίζω πως έχει καταλάβει ότι έδωσα ιδιαίτερη σημασία στην αλλαγή της αμφίεσής της, ότι κατάλαβα γιατί ακριβώς άλλαξε φόρεμα.

«Ωραία,» λέω. «Θα ξέρεις, υποθέτω, πως εσύ ανακατεύεις, σύμφωνα με τους κανόνες.»

«Φυσικά. Είστε έτοιμοι;»

«Το ερώτημα είναι – εσύ είσαι;» την πειράζω.

Τα μάτια της γυαλίζουν καθώς με ατενίζει. «Φυσικά.» Γονατίζει πλάι στο τραπεζάκι και ανακατεύει την τράπουλα, διεξοδικά. Την κόβει στα τρία, την ενώνει, και μας μοιράζει φύλλα. Η ίδια κρατά επίσης κάποια φύλλα – ελάχιστα – ως ασπίδα, σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού, για να μπορεί να ακυρώσει, αν είναι δυνατόν, κάτι που της ζητάμε.

Παίρνουμε τα φύλλα μας κι αρχίζουμε να παίζουμε. Ο Ύαν αμέσως παραπονιέται ότι δεν ξέρει τι να κάνει.

«Δικό σου πρόβλημα,» του λέω.

Με βρίζει, αισχρά.

Γελάω και τον αγνοώ.

Παίζουμε τον πρώτο γύρο και τους παίρνω και τους δύο. Άνετα. Ο Ύαν είναι τελείως άσχετος, και από τον Κριτόλαο είμαι καλύτερος. Δεν έχει εμπειρία.

Δείχνω τον συνδυασμό μου στη Μελένια. «Ξέρεις;» τη ρωτάω, χωρίς να της πω τι πρέπει να κάνει.

«Φυσικά.»

«Ασπίδα;»

«Δε χρειάζομαι ασπίδα γι’αυτό.»

Η Μελένια σηκώνεται όρθια, ξεκουμπώνει ένα-ένα όλα τα κουμπιά του φορέματός της, και το αφήνει να γλιστρήσει από πάνω της. Από μέσα είναι ντυμένη μ’ένα μαύρο εφαρμοστό, δαντελωτό μεσοφόρι. Στέκεται ξαφνικά στο δεξί πόδι μόνο και κάνει δύο γρήγορες περιστροφές. Ύστερα μένει ακίνητη πάλι, κατεβάζοντας το αριστερό πόδι. Και δεν ξαναγονατίζει.

Ο Ύαν την κοιτάζει από πάνω ώς κάτω.

«Δεύτερος γύρος,» λέω, και μας μοιράζω φύλλα ξανά. Μόνο στη Μελένια δεν δίνω, γιατί η ασπίδα ποτέ δεν αναπληρώνεται.

Συνεχίζουμε έτσι να παίζουμε για πολλή ώρα. Η Λόρκη μας μοιάζει ακούραστη. Το παιχνίδι κανονικά τελειώνει όταν εκείνη λιποθυμήσει, όταν είναι τόσο εξουθενωμένη που δεν μπορεί να σηκωθεί, ή όταν ζητήσει έλεος και οι παίχτες δεχτούν να της το δώσουν. Η Μελένια, όμως, δεν καταπονείται εύκολα, όπως φαίνεται, παρότι αυτά που της κάνουμε δεν είναι τόσο ανώδυνα όσο εκείνο στην αρχή.

Με τον επόμενο συνδυασμό μου την αναγκάζω να δέσει μόνη της τους καρπούς της και να τους κρατήσει δεμένους για τους επόμενους τέσσερις γύρους. Έχει ασπίδα, όμως, και μειώνει τους γύρους στους δύο. Μετά, ο Κριτόλαος τη βάζει να του φτιάξει ένα όχι και τόσο απλό ποτό ενώ είναι ακόμα δεμένη. Και ο Ύαν παραπονιέται: «Γαμιόληδες! Το ξέρετε καλά· δε μπορώ να παίξω μαζί σας!» Του λέω: «Υπομονή, θα μάθεις,» κι εκείνος με αγριοκοιτάζει. Ο Κριτόλαος πίνει το ποτό του καθώς παίζουμε τον επόμενο γύρο. Κι αυτή τη φορά (νικάω, φυσικά) βάζω τη Μελένια να χορέψει ξυπόλυτη επάνω στο τραπεζάκι, με το τραγούδι της επιλογής μου. Κοιτάζω τι έχει στο ηχοσύστημα του καθιστικού και επιλέγω το Με τις Ουρές στον Αέρα και τα Μάτια στη Γη, του συγκροτήματος Κραυγαλέες Αλεπούδες. Η Μελένια χορεύει, με τους καρπούς της δεμένους ακόμα, για πέντε λεπτά. Και είναι, ομολογουμένως, άψογη. Ύστερα, της λύνω τα χέρια.

Ο Κριτόλαος νικά στον επόμενο γύρο, και ο Ύαν γκρινιάζει πάλι. Σύμφωνα με τον συνδυασμό των φύλλων, η Μελένια ξαπλώνει ανάμεσά μας και τη γαργαλάμε ανελέητα για εφτά λεπτά. Όταν την αφήνουμε τελικά, μοιάζει έτοιμη να σκάσει, το πρόσωπό της είναι κατακόκκινο.

«Ζητάς έλεος;» τη ρωτάω.

«Με προσβάλλεις,» μου απαντά, ακόμα γελώντας.

Νικάω στους δύο επόμενους γύρους – ενώ ο Ύαν καταριέται Λόρκη, Αρτάλη, Κάρτωλακ, και διάφορους δαίμονες, και ο Κριτόλαος μοιάζει διασκεδασμένος καθώς πίνει ήρεμα το κρασί του – και βάζω τη Μελένια, πρώτα, να γονατίσει μπροστά μου και να δεχτεί τρία χαστούκια σε κάθε μάγουλο. Δεν τη χτυπάω πολύ δυνατά, αλλά ούτε και πολύ ελαφρά γιατί είμαι βέβαιος πως θα το πάρει προσωπικά. Τα δέχεται με τρόπο που με ξαφνιάζει: σαν η κίνηση του λαιμού της να γίνεται ένα με την κίνησή μου, τη στιγμή που το χέρι μου αγγίζει το μάγουλό της. Μου θυμίζει χορό. Εντυπωσιάζομαι. Πράγμα που, μάλλον, η Μελένια παρατηρεί. Ύστερα, ο συνδυασμός των φύλλων μου λέει ότι της δένω τα χέρια πίσω από την πλάτη. Η Μελένια κοιτάζει την ασπίδα της για να δει αν μπορεί να το ακυρώσει, αλλά δεν μπορεί. Οπότε καταλήγει δεμένη.

Και ο Ύαν νικά (επιτέλους) στον επόμενο γύρο και τη βάζει να του φτιάξει ένα ποτό. Η Μελένια τα καταφέρνει άψογα παρότι έχει τα χέρια της παγιδευμένα πίσω της. Εντυπωσιάζομαι και πάλι· και οι άλλοι δύο επίσης.

Τα αποτελέσματα των φύλλων αρχίζουν να επαναλαμβάνονται και, τελικά, παραπάνω από δύο ώρες έχουν περάσει όταν η ακούραστη Λόρκη μας ζητά έλεος. Αποφασίζουμε, φυσικά, να της το δώσουμε. Το έχει κερδίσει. Έχει δεθεί και λυθεί ξανά και ξανά· μας έχει φτιάξει ποτά που δεν έχουμε καν πιει· μας έχει φιλήσει με διάφορους τρόπους· έχει χάσει όλα της τα ρούχα· έχει πιει κάμποσα ποτά και είναι ζαλισμένη· έχει κάνει, άψογα, ποικίλα χορευτικά νούμερα· έχει επαναλάβει, από μόνη της, πολλά υποτιμητικά λόγια για τον εαυτό της· έχει δεχτεί χαστούκια και μαστιγώματα από ζώνες (οι μηροί της είναι κοκκινισμένοι)· έχει πάει να σκάσει από γαργαλητά…

…και τώρα καταρρέει, εξουθενωμένη, επάνω στο μεγάλο κάθισμα που θυμίζει μικρό καναπέ, πιάνοντας το φόρεμά της από κάτω και χρησιμοποιώντας το για να σκεπαστεί. Αναστενάζει και ρωτά: «Τι άλλο θα θέλατε τώρα;»

«Μπορείς να έρθεις στο δωμάτιό μου…» λέει ο Ύαν, αλλά το άγριο βλέμμα μου τον διακόπτει, καθώς στεκόμαστε κι οι τρεις όρθιοι.

«Είσαι σοβαρός;» του λέω.

«Ποιο είναι το πρόβλημά σου, ραλίστα;»

«Θα έρθω,» λέει η Μελένια στον Ύαν.

«Μη λες σαχλαμάρες,» της λέω.

«Ε!» γρυλίζει ο Ύαν. «Ποιο είναι το γαμημένο πρόβλημά σου, ραλίστα;»

«Είναι κουρασμένη–»

«Η ίδια μόλις είπε–»

«Το είπε επειδή έτσι έχει μάθει να λέει–»

«Κοίτα τη δουλειά σου, ραλίστα!»

Στέκομαι μπροστά στη Μελένια. «Άσ’ την ήσυχη και πήγαινε να κάνεις καμια βόλτα.»

Τα δαιμονικά μάτια του Ύαν στενεύουν, και τραβά ένα ξιφίδιο από τη ζώνη του.

«Τι σκατά κάνεις;» λέει αμέσως ο Κριτόλαος. «Τρελάθηκες;»

«Αν ο ραλίστας θέλει να μου σταθεί εμπόδιο – ας προσπαθήσει!» Ο Ύαν δεν παίρνει τα μαβιά μάτια του από πάνω μου.

Ο Κριτόλαος υψώνει το πιστόλι του, σημαδεύοντάς τον. «Δε θα διστάσω να τραβήξω τη σκανδάλη,» λέει ήρεμα. «Είναι ρυθμισμένο στην αναισθητοποίηση.»

Ο Ύαν τον αγριοκοιτάζει. «Συμμαχείς με τον ραλίστα;»

«Δεν συμμαχώ με κανέναν. Δίνω τέλος σ’αυτή την ανοησία. Θηκάρωσε το όπλο σου και πάμε έξω.»

Ο Ύαν διστάζει.

«Τώρα,» επιμένει ο Κριτόλαος.

Μ’ένα οργισμένο γρύλισμα, ο Ύαν θηκαρώνει το ξιφίδιο και βγαίνει από το καθιστικό. Ο Κριτόλαος μού κάνει νόημα να μην ανησυχώ, και τον ακολουθεί.

Στρέφομαι να κοιτάξω Μελένια.

«Ευχαριστώ,» μου λέει χαμηλόφωνα, ξαφνιάζοντάς με.

«Γιατί με κοιτάς έτσι;» με ρωτά καθώς κάθομαι στον καναπέ, αντίκρυ της.

«Απλώς… δεν περίμενα να πεις κάτι τέτοιο.»

«Είμαι κουρασμένη.»

Χαμογελάω. «Απορώ που δεν έχεις ακόμα λιποθυμήσει.»

Μου επιστρέφει το χαμόγελο, αλλά δεν μιλά.

«Οι κινήσεις σου είναι άψογες, πάντως,» της λέω, «και φαίνεται να έχεις και τρομερή αντοχή στο ποτό. Δεν ζαλίστηκες ύστερα από τόσα που ήπιες;»

«Ζαλίζομαι ακόμα και τώρα,» παραδέχεται.

«Αλλά δεν σου φαίνεται.»

«Είμαι εκπαιδευμένη,» λέει η Μελένια νυσταγμένα.

«Πώς έμπλεξες μ’αυτούς τους παλιοχαρακτήρες;» τη ρωτάω.

Με κοιτάζει ερωτηματικά.

«Με τη Σιδηρά Δυναστεία,» διευκρινίζω. «Πώς έμπλεξες;»

«Δεν… έμπλεξα,» κομπιάζει.

«Είσαι επαγγελματίας, δηλαδή; Πληρώνεσαι για… όλα αυτά;»

«Δεν πληρώνομαι ακριβώς,» λέει η Μελένια. «Όχι όπως το εννοείς.»

Συνοφρυώνομαι. «Τότε, τι…; Αν δεν είσαι μπλεγμένη με τη Δυναστεία, κι αν δεν σε πληρώνουν, τότε γιατί είσαι εδώ;»

Η Μελένια χαμογελά ξανά. «Υπόσχεσαι να μην το πεις πουθενά; Το υπόσχεσαι;»

Πρώτη φορά παρατηρώ μια τόσο ανθρώπινη αντίδραση από αυτήν, και καταλήγω ότι, τελικά, αποκλείεται να είναι πάνω από είκοσι-πέντε, τριάντα χρονών, παρότι όταν τη βλέπεις γενικά σού δίνει την εντύπωση ακαθορίστου ηλικίας.

«Το υπόσχομαι.»

Με κοιτάζει καχύποπτα.

«Το υπόσχομαι,» επαναλαμβάνω. «Τόσο τρομερό μυστικό είναι;»

«Δεν είναι μυστικό, ουσιαστικά, αλλά δεν είναι και κάτι που το ξέρουν όλοι. Καταλαβαίνεις;»

Γνέφω καταφατικά. «Δε θα το πω πουθενά.»

«Είμαι κόρη του.»

«Ποιου;»

«Του κύριου Ξενοκράτη.»

Γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ, γαμώ! Με δουλεύει;

Η Μελένια, βλέποντας μάλλον την έκφρασή μου, γελά.

«Με δουλεύεις, έτσι;» της λέω.

«Καθόλου,» αποκρίνεται, σοβαρά.

«Και λες τον μπαμπά σου ‘κύριο Ξενοκράτη’;»

«Έχω συνηθίσει να τον λέω έτσι. Δεν είναι κακό, και το ξέρω πως με αγαπάει.»

Σε αγαπάει; σκέφτομαι. Και σε βάζει να κοιμάσαι μ’όποιον τυχαίνει να φιλοξενεί στη βίλα του; «Εκείνος… εμ, εκείνος σε εκπαίδευσε;»

«Όχι ο ίδιος, φυσικά. Είχα δασκάλες.»

«Θεοί…» μουρμουρίζω.

«Γιατί παραξενεύεσαι τόσο, ραλίστα; Νομίζεις ότι κάνω πράγματα που είναι κατώτερα απ’ αυτά που κάνει μια κατάσκοπος, ή μια δολοφόνος; μια μισθοφόρος; μια… οδηγός;»

«Όχι… δεν το είπα γι’αυτό. Απλώς… είναι πατέρας σου, για όνομα της Αρτάλης! Σε βάζει να κάνεις τέτοια πράγματα;»

«Δε με εξαναγκάζει,» λέει η Μελένια. «Βοηθάω σύμφωνα με τις ικανότητες και τις γνώσεις μου.» Και με ρωτά: «Να έρθω να ξαπλώσω κοντά σου;»

«Έλα.»

Σηκώνεται από το μαλακό κάθισμα κρατώντας το καφετί φόρεμα μπροστά της. Ξαπλώνει στον καναπέ, με το κεφάλι της στα γόνατά μου, και σκεπάζεται με το φόρεμα.

Τη σκεπάζω καλύτερα. «Είσαι βολικά;»

«Ναι,» μουρμουρίζει.

Μετά από λίγο, την παίρνει ο ύπνος, ενώ εγώ σκέφτομαι πως, μέσα στην καταραμένη Σιδηρά Δυναστεία, συνεχώς βλέπω το ένα παράξενο πράγμα κατόπιν του άλλου.

Κόρη του!

Γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης!… Αν είναι δυνατόν…

Κουνώντας το κεφάλι, ανάβω ακόμα ένα τσιγάρο και καπνίζω αργά, βλέποντας τον καπνό να στριφογυρίζει προς το ταβάνι.

ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΗΧΟΙ

Ο Ξενοκράτης έρχεται αύριο το απόγευμα.

Ακούω ένα ελικόπτερο να πλησιάζει ενώ βαδίζω άσκοπα στον κήπο της περιτειχισμένης βίλας που θυμίζει οχυρό. Η ζέστη της ερήμου είναι δυνατή αλλά τα δέντρα προσφέρουν κάποια δροσιά. Υψώνω το βλέμμα μου και, πίσω από τα σκούρα γυαλιά μου, βλέπω το ελικόπτερο να προσγειώνεται επάνω σε μια οροφή της βίλας φτιαγμένη ως ελικοδρόμιο. Διακρίνω κάποιους να βγαίνουν από το αεροσκάφος, κι ο ένας ανάμεσά τους έχει κατάμαυρο δέρμα και λευκά μαλλιά. Ο κύριος Γρύπας Ξενοκράτης.

Πηγαίνω στο εσωτερικό της βίλας, περιμένοντας ότι σύντομα θα μας καλέσει. Ανεβαίνω στον ξενώνα και μπαίνω στο δωμάτιό μου, που είναι δροσερό από το σύστημα ρύθμισης της θερμοκρασίας. Ξαπλώνω στο κρεβάτι και, σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω απ’το κεφάλι, κοιτάζω το ταβάνι.

Η πόρτα μου δεν αργεί να χτυπήσει.

«Περάστε!» φωνάζω χωρίς να ρωτήσω ποιος είναι.

Η πόρτα ανοίγει και η Μελένια μπαίνει, ντυμένη με μια στενή, πράσινη τουαλέτα με μαύρες βούλες, μυτερό ντεκολτέ, και ψηλό γιακά. «Ο κύριος Ξενοκράτης επέστρεψε και θέλει να σας μιλήσει,» μου λέει· και προσθέτει αμέσως: «Σ’εσένα και τους άλλους,» μάλλον για να μην της πω πάλι ότι δεν θέλω να μου απευθύνεται στον πληθυντικό.

Σηκώνομαι από το κρεβάτι και την ατενίζω παρατηρητικά. Είναι χαμογελαστή και ευχάριστη, όπως συνήθως. Το μεσημέρι την είδα να πηγαίνει μαζί με τον Ύαν στο δωμάτιό του, κι αναρωτιέμαι αν πραγματικά ήθελε να πάει. Δε μπορείς να καταλάβεις μ’αυτήν. Έχει χάσει πάλι κάθε ανθρωπιά που είχε αποκτήσει, για λίγο, ύστερα από το παιχνίδι μας με την Τράπουλα της Πανούργου Κυράς. Είναι μια άριστα εκπαιδευμένη κούκλα ακαθορίστου ηλικίας.

«Στο γραφείο του;» ρωτάω.

«Ναι.»

«Ειδοποίησες τους άλλους;»

«Ναι.»

«Μ’άφησες για το τέλος, δηλαδή.»

Υψώνει ένα φρύδι. «Υπάρχει πρόβλημα;»

Μορφάζω. «Όχι. Απλή παρατήρηση.»

«Θυμάσαι πού είναι το γραφείο;»

«Ναι.»

Φεύγω απ’το δωμάτιο και η Μελένια δεν με ακολουθεί.

Διασχίζοντας τους διαδρόμους της βίλας, χωρίς να χάσω ούτε στιγμή τον δρόμο μου, φτάνω στο γραφείο του Ξενοκράτη όπου η πόρτα είναι μισάνοιχτη. Παραμερίζοντάς την μπαίνω, βρίσκοντας μέσα, καθισμένους, τον Γρύπα, τον Κριτόλαο, και τον Ύαν όπως την πρώτη φορά που είχα έρθει εδώ.

«Κλείσε, αν θέλεις, Ζορδάμη,» μου λέει ο Ξενοκράτης, και κλείνω την πόρτα προτού καθίσω κι εγώ. «Ο Κριτόλαος περίμενε μέχρι να έρθεις για να μου μιλήσει,» συνεχίζει. «Τι συμβαίνει; Συναντήσατε κάποιο πρόβλημα στην έρευνά σας;»

«Τον ίδιο τον Άφευκτο συναντήσαμε,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος.

«Τόσο γρήγορα; Δεν το περίμενα, για να είμαι ειλικρινής.»

«Μη νομίζεις, όμως, ότι τον σκοτώσαμε κιόλας.»

«Το φανταζόμουν ότι θα το έλεγες αυτό.» Ο Γρύπας βάζει στο στόμα του ένα πούρο και το ανάβει μ’έναν αργυρό αναπτήρα λαξεμένο σαν γρύπα.

Ο Κριτόλαος τού διηγείται τι συνέβη στη Θακέρκοβ και, κατόπιν, στη Νίρβεκ. «Χρειαζόμαστε κάτι επιπλέον,» καταλήγει. «Και εγώ το πιστεύω, και ο Ύαν, και, υποθέτω, ο Ζορδάμης.»

Ο Ύαν γνέφει καταφατικά. «Δίχως αμφιβολία, κύριε Ξενοκράτη. Αλλιώς, δεν μπορούμε να καταστρέψουμε το όχημά του. Δεν μπορούμε ούτε καν να το προλάβουμε. Η μορφή αεροπλάνου, βέβαια, μας βοηθά, αλλά δεν αποτελεί λύση.»

«Τι θέλετε, λοιπόν, να σας δώσω; Κάποιο όπλο;» ρωτά ο Γρύπας.

«Η αλήθεια είναι,» λέει ο Κριτόλαος, «πως δεν χρειαζόμαστε επιπλέον όπλα. Εκείνο που χρειαζόμαστε είναι έναν τρόπο για να μπορούμε να εντοπίσουμε το όχημα του Άφευκτου όταν βρίσκεται σε μορφή ήχου, ή για να μπορούμε να το αποτρέψουμε να πάρει μορφή ήχου.»

«Τέτοιο πράγμα… δε νομίζω ότι έχω να σας δώσω,» λέει ο Γρύπας, συλλογισμένα, μασώντας την άκρη του πούρου του.

«Το γνωρίζω. Σκέφτομαι, όμως, να φτιάξω μια δική μου συσκευή εντοπισμού. Μια συσκευή που θα βρίσκει τη συχνότητα του ήχου στον οποίο μεταμορφώνεται το όχημα του Άφευκτου.»

Ο Γρύπας συνοφρυώνεται. «Συνέχισε, Κριτόλαε,» λέει με έκδηλο ενδιαφέρον στα μάτια του.

«Δε μπορώ, όμως, να την κατασκευάσω χωρίς να έχω τη συχνότητα. Κι αυτή τη συχνότητα πρέπει να τη γνώριζαν εκείνοι που έφτιαξαν το όχημα…»

«Είναι όλοι τους νεκροί. Το ξέρεις.»

«Ναι, αλλά δεν άφησαν πίσω τους τίποτα σημειώσεις;»

«Σημειώσεις, εδώ πέρα τουλάχιστον, δεν έχω,» αποκρίνεται ο Ξενοκράτης. «Όμως ίσως να υπάρχουν στο τεχνουργείο…»

«Ποιο τεχνουργείο; Εκεί όπου εργάστηκαν για να κατασκευάσουν το όχημα;»

«Ναι.» Ο Γρύπας τρίβει την άκρη του πούρου του μέσα στο τασάκι.

«Πού βρίσκεται;»

«Στη Μέλβερηθ. Το έφτιαξα ειδικά γι’αυτή τη δουλειά. Ή μάλλον, εκείνοι το έφτιαξαν· εγώ το χρηματοδότησα.»

«Μη μου πεις μόνο ότι τώρα το έχεις πουλήσει…» λέει ο Κριτόλαος, χωρίς να φαίνεται ν’αστειεύεται.

Ο Γρύπας χαμογελά, ωστόσο. «Όχι,» αποκρίνεται, «ευτυχώς δεν το έχω πουλήσει. Επειδή δεν έχει περάσει ακόμα και τόσος καιρός από τότε που ο Άφευκτος έκλεψε το όχημα. Σκοπεύω μελλοντικά να το πουλήσω.»

«Τα εργαλεία, οι μηχανισμοί, τα πληροφοριακά συστήματα, και τα λοιπά είναι ακόμα μέσα, δηλαδή; Απείραχτα;»

«Υποθέτω. Το έχω βάλει, όμως, σε κάποια χρήση· δεν το έχω αφήσει στις αράχνες της Μέλβερηθ.»

«Τι εννοείς;»

«Για τη Δυναστεία. Αλλά όχι για τίποτα σπουδαίες δουλειές. Βασικά, δεν είμαι σίγουρος πόσο έχει χρησιμοποιηθεί ακόμα, μα δεν νομίζω πολύ.»

«Δεν υπάρχει επιτηρητής;»

«Επιτηρήτρια. Τζίνα Εύορκη τη λένε. Είναι μηχανικός.»

Η Τζίνα! Ώστε εκεί την έστειλαν;

Παλιότερα, στην Άντχορκ, είχαμε προσπαθήσει να μπούμε σ’ένα απαγορευμένο τμήμα ενός πληροφοριακού συστήματος, εγώ και η Τζίνα, προκειμένου να μάθουμε πράγματα που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον κάποιων σημαντικών μελών της Δυναστείας. Ή, τουλάχιστον, έτσι ελπίζαμε. Ήταν ο πρώτος καιρός που είχα μπει στην οικογένεια και δεν ήξερα ότι εδώ τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Η όλη ιστορία αποδείχτηκε παγίδα. Η Τζίνα – εξαιρετική, κατά τα άλλα, σε πληροφοριακά συστήματα – δεν μπορούσε να σπάσει τους κώδικες του συγκεκριμένου συστήματος, και ένα αέριο βγήκε από τρύπες στους τοίχους αναισθητοποιώντας και τους δυο μας. Όταν συνήλθα, βρέθηκα κυκλωμένος από ανθρώπους της Δυναστείας που μου είπαν ότι είχε έρθει η ώρα να με βάλουν να ασχοληθώ με πιο σοβαρές υποθέσεις, αφού ήμουν τόσο καπάτσος. Ήταν όλα ένα κόλπο για να με δοκιμάσουν; Και πού είναι η Τζίνα; τους ρώτησα, και μου απάντησαν ότι δεν θα την ξανάβλεπα.

Μάλλον έκαναν λάθος. Φαίνεται πως τώρα θα την ξαναδώ, κι απ’ό,τι ακούω είναι καλά. Δεν τη σκότωσαν, σίγουρα, κι ελπίζω να μην τη βασάνισαν.

Ο Γρύπας Ξενοκράτης μού ρίχνει ένα φευγαλέο βλέμμα. Γνωρίζει για την προϊστορία μου με τη Τζίνα; Γνωρίζει για τις… αταξίες μου μαζί της; Αν ξέρει, πάντως, δεν λέει τίποτα. Στρέφει πάλι τα μάτια του στον Κριτόλαο.

«Μάλιστα,» λέει ο μάγος. «Δεν την έχω ποτέ άλλοτε συναντήσει.»

«Δεν έχει σημασία. Θα μπορείς εύκολα να συνεννοηθείς μαζί της, είμαι σίγουρος.»

«Πού ακριβώς στη Μέλβερηθ βρίσκεται αυτό το τεχνουργείο;»

«Στα δυτικά περίχωρα της πόλης,» αποκρίνεται ο Ξενοκράτης. «Μισό λεπτό.» Πληκτρολογεί επάνω στην κονσόλα του πληροφοριακού συστήματος του γραφείου του και, μετά από λίγο, ένα μεγάλο χαρτί εκτυπώνεται από το τυπογραφικό μηχάνημα παραδίπλα. Ο Γρύπας το πιάνει και το σηκώνει μπροστά μας. «Χάρτης της Μέλβερηθ,» λέει. «Εδώ είναι το τεχνουργείο.» Το δείχνει με το δάχτυλό του. Μετά τοποθετεί τον χάρτη επάνω στο γραφείο του, κυκλώνει το σημείο που μας ενδιαφέρει μ’έναν στιλογράφο, τυλίγει το χαρτί, και το δίνει στον Κριτόλαο.

Εκείνος το ξετυλίγει και το κοιτάζει. «Μάλιστα,» λέει. «Εντάξει.» Το τυλίγει ξανά. «Θα ξεκινήσουμε με την αυγή, αν δεν υπάρχει πρόβλημα.»

«Από τη δική μου μεριά, κανένα φυσικά,» αποκρίνεται ο Γρύπας.

Ο Κριτόλαος κοιτάζει εμένα και τον Ύαν.

«Τι περιμένεις,» του λέω, «να διαφωνήσουμε;»

Ο Γρύπας ρωτά τον Κριτόλαο: «Είσαι σίγουρος πως θα μπορέσεις να φτιάξεις συσκευή που εντοπίζει τον ήχο του οχήματος, αν γνωρίζεις τη συχνότητα;»

«Κατά πάσα πιθανότητα. Δεν πρέπει να είναι δύσκολο.»

«Ό,τι χρήματα ή εξοπλισμούς χρειάζεσαι, ειδοποίησέ με.»

«Ασφαλώς.»

«Συσκευή που να εμποδίζει το όχημα από το να μετατραπεί σε ήχο θα μπορούσες να κατασκευάσεις;»

Ο Κριτόλαος μορφάζει. «Αυτό είναι δύσκολο. Και χρονοβόρο, αναμφίβολα. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα τα κατάφερνα – μάλλον δεν θα τα κατάφερνα – επομένως καλύτερα να δοκιμάσουμε κάτι που πιστεύω πως μπορεί να γίνει.»

Ο Γρύπας συμφωνεί γνέφοντας, με το ακριβό πούρο του στο στόμα.

*

Έχει νυχτώσει πια, όταν επιστρέφω στο δωμάτιό μου ύστερα από μια σύντομη συζήτηση με τον Κριτόλαο και τον Ύαν. Γδύνομαι και κάνω ένα γρήγορο μπάνιο. Τυλίγω μια πετσέτα γύρω μου και βγαίνω–

Η Μελένια με περιμένει ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ντυμένη μ’ένα μαύρο δαντελωτό μεσοφόρι, άψογα χτενισμένη και βαμμένη, όπως πάντα. Ξαφνιάζομαι που τη βλέπω, αλλά όχι πολύ.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;»

«Θέλεις να φύγω;»

Πλησιάζω το κρεβάτι, κοιτάζοντάς την από τα βαμμένα νύχια των ποδιών ώς τα βαμμένα μάτια. «Όχι. Αλλά γιατί είσαι εδώ; Ο μπαμπάς σ’έστειλε;»

Τα κατακόκκινα χείλη της χαμογελούν αποκαλύπτοντας αστραφτερά δόντια. Θεοί! είναι σα να βγήκε κατευθείαν από αφίσα! «Δε μπορώ να πάρω καμία πρωτοβουλία μόνη μου, νομίζεις;»

«Ορισμένες φορές μού έχεις δώσει αυτή την εντύπωση. Ήρθες, λοιπόν, με δική σου πρωτοβουλία;»

«Τελείως.»

«Γιατί να σε πιστέψω;»

«Γιατί όχι;»

Κάθομαι επάνω στο κρεβάτι, πλάι της. «Το μεσημέρι, ήσουν με τον Ύαν;»

«Σ’ενοχλεί αυτό;» Παίρνει κι εκείνη καθιστή θέση, ατενίζοντάς με παρατηρητικά, σαν να έχω ξαφνικά μεταμορφωθεί σε κάτι το πολύ μυστηριώδες και παράξενο.

«Πήγες οικειοθελώς;»

«Φυσικά και πήγα οικειοθελώς.»

«Όπως έρχεσαι τώρα εδώ;»

«Όχι,» λέει η Μελένια, λιγάκι αμυντικά νομίζω, «όχι έτσι. Αυτό ήταν ακόμα μια δουλειά. Την έκανα όσο καλύτερα μπορούσα, φυσικά, γιατί τα πάντα τα κάνω όσο καλύτερα μπορώ.»

«Κι αυτό εδώ, τώρα, τι είναι; Δεν είναι δουλειά;»

«Δεν έχω δουλειές απόψε.»

«Έχεις ρεπό;»

Χαμογελά. «Το βρήκες.» Είναι ειρωνική;

«Αυτό σημαίνει πως δεν θα το κάνεις όσο καλύτερα μπορείς; Με προϊδεάζεις αρνητικά;»

Η Μελένια γελά, και χαϊδεύει το γυμνό μου στήθος με τα βαμμένα νύχια της. «Σημαίνει πως θα το κάνω ακόμα καλύτερα. Αλλά θα έχω και προτιμήσεις.»

«Τι προτιμήσεις;»

«Θέλω να είμαι από πάνω. Συμφωνείς;»

«Δεν διαφωνώ.»

«Ωραία.»

Με ωθεί να ξαπλώσω πιέζοντας τους ώμους μου. Ξαπλώνω και με καβαλάει. Σκύβει και τα χείλη της έρχονται προς τα χείλη μου. Το φιλί της είναι καλύτερο από τα φιλιά που μου έδωσε όσο παίζαμε Η Λόρκη Δεμένη. Και μετά με φιλά στο σαγόνι, και στον λαιμό, και στο στήθος, στην κοιλιά. Ξετυλίγει την πετσέτα από τη μέση μου.

Θεοί…

*

«Σήκω. Έχει ξημερώσει,» μου λέει, τραντάζοντας τον ώμο μου.

Μουγκρίζω καθώς ανοίγω τα βλέφαρά μου και την κοιτάζω ανασηκωμένη πλάι μου. «Αν ήξερα ότι θα γίνονταν τέτοια πράγματα μες τη νύχτα, δεν θα συμφωνούσα με την πρόταση του Κριτόλαου να ξεκινήσουμε με την αυγή.»

Η Μελένια υπομειδιά. «Παραπονιέσαι;»

«Μόνο επειδή πρέπει να φύγω τώρα.»

Η Μελένια με καβαλά. «Ίσως να έχουμε χρόνο γι’ακόμα μια φορά.»

«Σήκω!» γελάω χτυπώντας τη στα πισινά. «Είναι αδύνατο.»

«Τίποτα δεν είναι αδύνατο.»

«Σήκω.»

«Αφού επιμένεις.» Γλίστρα δίπλα μου πάλι, στηρίζοντας το κεφάλι της στο αριστερό χέρι.

Σηκώνομαι απ’το κρεβάτι κι αρχίζω να ετοιμάζομαι.

«Τι σ’έκανε ν’αλλάξεις τις τακτικές σου μαζί μου;» τη ρωτάω καθώς ντύνομαι.

«Πού ξέρεις εσύ τις τακτικές μου;» Δαγκώνει ένα μήλο που δεν ξέρω από πού εμφανίστηκε. Είχε φέρει και κολατσιό μαζί της χτες βράδυ; ή πήγε και το έφερε τώρα, προτού με ξυπνήσει; Είναι πιθανό, γιατί μου φαίνεται τελείως ξύπνια, όχι αγουροξυπνημένη.

«Απ’ αυτά που έχω δει,» κομπιάζω, «συμπεραίνω… φτάνω σε κάποια συμπεράσματα…»

Η Μελένια μασά κοιτάζοντάς με παρατηρητικά. «Βασικά, είναι η πρώτη φορά που αποφάσισα να κάνω κάτι τέτοιο.»

Σταματάω να ντύνομαι. «Σοβαρολογείς;»

«Ναι. Δε μου είχε ποτέ άλλοτε δοθεί αρκετά καλός λόγος.»

«Κι εγώ ήμουν ο αρκετά καλός λόγος;»

«Ναι.» Δαγκώνει πάλι το μήλο της.

«Με δουλεύεις,» της λέω, βέβαιος πως με δουλεύει, και συνεχίζω να ντύνομαι.

Παίρνει καθιστή θέση επάνω στο κρεβάτι. «Δεν σε δουλεύω καθόλου!» Μοιάζει λιγάκι θυμωμένη μαζί μου.

Τελειώνω με το ντύσιμο, χωρίς να είμαι ακόμα πεπεισμένος. «Ελπίζω να μην απογοητεύτηκες.»

«Όχι,» λέει και σηκώνεται από το κρεβάτι. «Ήταν ωραία. Καλύτερα, όμως, να πηγαίνεις τώρα.» Ξαναδαγκώνει το μήλο της.

*

Συναντάω τον Κριτόλαο και τον Ύαν στον χώρο στάθμευσης των οχημάτων του Ξενοκράτη. Ο μάγος ήταν εκεί πριν από εμένα, ο μαυρόδερμος δαιμονομάτης ήρθε μετά.

«Πετάμε για Μέλβερηθ, πιλότε,» του λέω.

«Πες μου τίποτα που δεν ξέρω, ραλίστα.»

Η Μελένια ήρθε μες στη νύχτα στο δωμάτιό μου, οικειοθελώς, σκέφτομαι να του πω, αλλά προτιμώ να μη μιλήσω.

Μπαίνουμε στο αγωνιστικό όχημα, το οδηγώ έξω από την πύλη της περιτειχισμένης βίλας, στην έρημο, και ο Κριτόλαος γρήγορα το μεταμορφώνει σε αεροπλάνο. Υψωνόμαστε στον ουρανό και ο Ύαν πιλοτάρει προς τα βορειοανατολικά, προς τη Μέλβερηθ.

Πετάμε πάνω από τις ράγες του τρένου και πάνω από τη μεγάλη δημοσιά, πάνω από διάφορους τόπους, πεδινούς και λοφώδης, ανοιχτούς και δασώδης· και φτάνουμε στον προορισμό μας όταν έχουν περάσει δύο ώρες κι ένα τέταρτο.

Είμαστε κοντά στις νοτιοδυτικές παρυφές της Μέλβερηθ. Ο Ύαν γυρίζει κάθετα τους προωθητήρες του αεροσκάφους μας και προσγειωνόμαστε. Ο Κριτόλαος το μεταμορφώνει σε όχημα, και παίρνω εγώ το τιμόνι.

«Πού πάμε, λοιπόν;» ρωτάω. «Πώς λέγεται ο δρόμος;»

Ο Κριτόλαος μού απαντά, από πίσω.

Κάνω νόημα στον Ύαν να ψάξει για τη διεύθυνση, κι εκείνος πατά μερικά πλήκτρα κοντά στην τετράγωνη οθόνη της κονσόλας, αναζητώντας μέσα στον χάρτη της Μέλβερηθ που φαίνεται εκεί. Μετά από λίγο, ο χάρτης εστιάζεται γύρω από έναν δρόμο. Βρίσκεται στην περιοχή της Μέλβερηθ που ονομάζεται Μυρωδάτη επειδή εδώ, από πολύ παλιά, είναι μια από τις χωματερές της πόλης. Ευτυχώς, ο προορισμός μας είναι στα άκρα της Μυρωδάτης και μακριά από τη χωματερή.

Οδηγώ ώς εκεί ενώ αναρωτιέμαι αν η Τζίνα θα είναι καλά όταν θα την αντικρίσω ξανά. Έχω ευχάριστες αναμνήσεις από εκείνη. Σε κάποια φάση, νομίζαμε ότι οι δυο μας μπορούσαμε να προκαλέσουμε πρόβλημα στη Δυναστεία, μπορούσαμε ακόμα και ίσως να την κάνουμε να καταρρεύσει… Ήμασταν ανόητοι. Δεν ξέραμε και πολλά.

«Αυτό πρέπει να είναι,» λέω στον Ύαν καθώς βλέπουμε ένα παραλληλόγραμμο οίκημα καμωμένο από μέταλλα, το οποίο θυμίζει κουτί. Δεν μπορώ να αποφασίσω αν είναι απλά ψηλό και ισόγειο, ή μονώροφο. Θα το ανακαλύψουμε σε λίγο, μάλλον.

«Ναι,» αποκρίνεται ο Ύαν. «Σταμάτα μέσα σ’αυτό το σοκάκι πλάι του.» Δείχνει.

«Το μυαλό μου διαβάζεις;» Στρίβω μπαίνοντας στο εν λόγω σοκάκι, που μετά βίας χωρά το όχημά μας. Σβήνω τη μηχανή και βγαίνουμε με προσοχή, καθώς οι πόρτες, ανοίγοντας κατά το ήμισυ, αγγίζουν τους τοίχους δεξιά κι αριστερά. Το μέρος έχει μια άσχημη οσμή από μέταλλα και (υποθέτω) απόβλητα ή χυμένα ενεργειακά υγρά. Αν όντως υπάρχουν χυμένα ενεργειακά υγρά εδώ γύρω, ίσως νάναι επικίνδυνα…

Ο Κριτόλαος μάς κάνει νόημα να τον ακολουθήσουμε, και, βγαίνοντας από το σοκάκι, βαδίζουμε προς την εξώθυρα του άχαρου παραλληλόγραμμου οικήματος. Μεταλλική είναι κι αυτή, φυσικά, και άχαρη επίσης. Έχει ένα στρογγυλό παραθυράκι επάνω, κλειστό από τη μέσα μεριά. Κουδούνι δεν υπάρχει πλάι της.

Ο Κριτόλαος χτυπά με τη γροθιά του, επανειλημμένα.

Το στρογγυλό παραθυράκι ανοίγει με τον ήχο μεταλλικών μεντεσέδων που τρίζουν. Ένα θολό πρόσωπο φαίνεται από πίσω. Της Τζίνας; «Τι θέλετε;» ρωτά μια γυναικεία φωνή. Της Τζίνας; Ίσως.

«Ερχόμαστε σταλμένοι από τον κύριο Ξενοκράτη, για μια έρευνα,» απαντά ο Κριτόλαος.

«Μπορείτε να το αποδείξετε;»

«Είμαστε της οικογένειας,» της λέει ο Κριτόλαος, και συνεχίζει μ’έναν από τους κώδικες της Σιδηράς Δυναστείας.

Το παραθυράκι κλείνει, μια αμπάρα ακούγεται να τραβιέται από μέσα, και η πόρτα ανοίγει, ενώ η γυναίκα παραμερίζει αμέσως από το κατώφλι· δεν προλαβαίνω να δω παρά τη σκιά της καθώς υποχωρεί.

Ο Κριτόλαος μπαίνει πρώτος, κι εμείς τον ακολουθούμε.

Η γυναίκα κλείνει την πόρτα και την αμπαρώνει ξανά με μια αμπάρα ασφαλείας. Έχει δέρμα γαλανό και μαλλιά πράσινα που πέφτουν, λεία, ώς τους ώμους. Φορά γκρίζα φούστα, μπεζ μπλούζα με τα μανίκια σηκωμένα, και ένα ζευγάρι μικρά παραλληλόγραμμα γυαλιά με παχύ μαύρο σκελετό.

Η Τζίνα.

Και δεν πρέπει ακόμα να με είχε δει. Τώρα, όμως, που στρέφεται για να μας αντικρίσει όλους από κοντά, τα μάτια της γυαλίζουν πίσω από τα γυαλιά της. «Ζορδάμη!» λέει, χαμογελώντας, και το χαμόγελο προσθέτει μια κολακευτική πινελιά στα χαρακτηριστικά της. Δεν είναι και πολύ όμορφη η Τζίνα, αλλά είναι αρκετά συμπαθητική και, όπως έχω προσωπικά διαπιστώσει, σαν αγριόγατα στο κρεβάτι. Ούτε η Μελένια δεν θα μπορούσε να τη μιμηθεί, υποθέτω, γιατί πρέπει να είναι καθαρά θέμα ιδιοσυγκρασίας.

Της επιστρέφω το χαμόγελο. «Τι κάνεις, Τζίνα; Είσαι καλά;»

Πλησιάζει για να με αγκαλιάσει σφιχτά για μια στιγμή. «Ναι,» αποκρίνεται μετά. «Αρκετά καλά.»

«Φοβήθηκα για εσένα,» παραδέχομαι, «ύστερα από… ό,τι έγινε.»

«Ναι,» λέει, «καταλαβαίνω…» Μοιάζει συλλογισμένη; Γιατί; Τι της έκαναν αυτά τα καθάρματα της Δυναστείας;

«Γνωρίζεστε;» λέει ο Κριτόλαος. «Δε μας το ανέφερες αυτό, Ζορδάμη.» Δεν ακούγεται ευχαριστημένος.

«Είχαμε γνωριστεί παλιά,» του λέω. «Πριν από χρόνια. Όταν πρωτοέμπλεξα με τη Δυναστεία.»

Ο Κριτόλαος εστιάζει το βλέμμα του στη Τζίνα. «Είσαι επιτηρήτρια εδώ, σωστά;»

«Ναι.»

«Θέλουμε να ερευνήσουμε το τεχνουργείο.»

«Υποθέτω, έχετε την άδεια του κύριου Ξενοκράτη.»

«Την έχουμε.»

«Όπως βλέπω, όχι γραπτώς.»

«Δεν μας είπε ότι θα ήταν απαραίτητο.»

«Δεν είναι,» λέει η Τζίνα. «Πείτε μου, λοιπόν, τι ψάχνετε, κι αν μπορώ θα σας βοηθήσω…» Αρχίζει να βαδίζει μέσα στο τεχνουργείο, και την ακολουθούμε.

Ο χώρος γύρω μας είναι γεμάτος μηχανικές συσκευές, κιβώτια, πράγματα σκεπασμένα με υφάσματα. Καταλήγουμε σ’ένα μέρος όπου υπάρχουν πάγκοι και πληροφοριακά συστήματα με ανοιχτές οθόνες. Η οροφή είναι ψηλή, παρατηρώ, αλλά προς τα πάνω διακρίνω κάτι σαν μπαλκόνι. Επομένως, το οικοδόμημα δεν είναι τελείως ισόγειο· πρέπει νάχει και κάποιο πατάρι ή ημιώροφο.

«Μόνη σου είσαι εδώ;» ρωτάω τη Τζίνα.

«Συνήθως, ναι,» μου λέει, καθίζοντας σε μια δερμάτινη, περιστρεφόμενη πολυθρόνα μπροστά σε οθόνες και κονσόλες. «Δεν είναι πολύς καιρός που μπήκε σε λειτουργία το τεχνουργείο.»

«Γνωρίζεις τι είχε γίνει εδώ παλιά;» τη ρωτά ο Κριτόλαος.

«Ναι. Αλλά μετά, για κάποιο καιρό, το μέρος έπεσε σε αχρηστία.»

«Γνωρίζεις για τον Άφευκτο, δηλαδή;»

«Ναι. Ξέρω ότι εδώ φτιάχτηκε το ηχομορφικό όχημα που εκείνος έκλεψε. Να υποθέσω ότι η δουλειά σας έχει σχέση μ’αυτό;»

«Κυνηγάμε τον Άφευκτο,» την πληροφορεί ο Κριτόλαος.

«Θα είναι… δύσκολο να τον πιάσετε,» λέει η Τζίνα, σκεπτικά, αγγίζοντας το σαγόνι της με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού.

«Δεν σκοπεύουμε να τον πιάσουμε,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος. «Σκοπεύουμε να τον σκοτώσουμε.»

Η Τζίνα μού ρίχνει ένα φευγαλέο βλέμμα πίσω από τα γυαλιά της. Ύστερα στρέφει τα μάτια της πάλι στον μάγο. «Και τι ακριβώς ζητάτε εδώ; Πληροφορίες για το ηχομορφικό όχημα;»

«Θέλω να μάθω αν υπάρχει κάπου αποθηκευμένη η συχνότητα του ήχου στον οποίο μπορεί να μεταμορφωθεί.»

Η Τζίνα τον ατενίζει συλλογισμένα, σουφρώνοντας τα χείλη. «Επιτρέπεται να ρωτήσω γιατί; Τι σκοπεύεις να κάνεις; Είσαι τεχνουργός, δεν είσαι;» Απορώ από πού έβγαλε αυτό το συμπέρασμα. Από τα λόγια του; Γιατί, σίγουρα, εμένα ο Κριτόλαος δεν μου μοιάζει καθόλου με τεχνουργό. Αν τον έβλεπα τυχαία στον δρόμο, αποκλείεται να σκεφτόμουν τεχνουργός. Ούτε και κατάσκοπος, βέβαια, θα σκεφτόμουν, αλλά θα το θεωρούσα πιο πιθανό νάναι κατάσκοπος παρά τεχνουργός.

«Όχι ακριβώς,» λέει ο Κριτόλαος. «Μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών είμαι. Αλλά έχω κατά νου να φτιάξω μια συσκευή που ίσως να μας εξυπηρετήσει εναντίον του Άφευκτου.»

«Συσκευή που εντοπίζει τη συχνότητα του ήχου του οχήματος;»

«Ναι.»

«Ενδιαφέρον,» παρατηρεί η Τζίνα υπομειδιώντας. Και στρέφεται στις κονσόλες, πληκτρολογώντας.

«Τι ψάχνεις;»

«Την πληροφορία που αναζητάς. Οι κατασκευαστές του οχήματος άφησαν αρκετά δεδομένα στα πληροφοριακά συστήματα του τεχνουργείου.» Συνεχίζει να πληκτρολογεί, και διάφορα σχήματα και λέξεις εμφανίζονται κι εξαφανίζονται σε μια από τις οθόνες. «Και λογικά…» Διαβάζει κάτι, συνοφρυωμένη πίσω από τα γυαλιά της· πατά μερικά πλήκτρα ακόμα. «Λογικά, πρέπει να υπάρχει αυτό που θέλεις.» Βλέπω στήλες από νούμερα να παρουσιάζονται και να σβήνουν. «Αυτό πρέπει να είναι.» Δείχνει την οθόνη, όπου τώρα έχουν εμφανιστεί οι εξής λέξεις: ΔΟΚΙΜΕΣ ΗΧΗΤΙΚΩΝ ΣΥΧΝΟΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΗΣ ΥΛΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΗ ΗΧΗΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ. Κι από κάτω είναι κάτι σχήματα τελείως ακατανόητα για εμένα.

«Για πήγαινε στην τελική ηχητική μορφή,» προτρέπει ο Κριτόλαος τη Τζίνα.

Εκείνη πληκτρολογεί, και τα σχήματα αλλάζουν – εξακολουθώντας να είναι τελείως ακατανόητα για εμένα.

«Αδύνατον…» μουρμουρίζει ο Κριτόλαος.

«Ναι,» συμφωνεί η Τζίνα, «φαίνεται περίεργο, έτσι;»

«Τι είναι το περίεργο;» ρωτάω, άσχετος εντελώς.

«Σου μοιάζει αυτή για κανονική κωδικομορφή συχνότητας ήχου, Ζορδάμη;» μου λέει ο Κριτόλαος.

«Δεν ξέρω πώς είναι η κανονική κωδικομορφή συχνότητας ήχου, Κριτόλαε.»

«Κάτι σαν το προηγούμενο που είδαμε. Αυτό εδώ, όμως…» κουνά το κεφάλι, «αυτό είναι τελείως παράξενο. Δε μοιάζει καν με συχνότητα.»

«Και με τι μοιάζει;» λέει η Τζίνα. «Συχνότητα είναι, απλά ασυνήθιστη.»

«Αυτό» – ο Κριτόλαος δείχνει ένα σημείο στο σχήμα μέσα στην οθόνη – «δεν μπορεί να το κάνει συχνότητα ήχου!»

Η Τζίνα κοιτάζει παρατηρητικά. «Ίσως…» μουρμουρίζει. Πληκτρολογεί πάλι, και τα αρχικά σχήματα επανεμφανίζονται στην οθόνη. «Πώς σε λένε, αλήθεια, μάγε;» τον ρωτά χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. Δεν πρέπει τ’αφτιά της να έπιασαν το όνομά του όταν το είπα, λίγο πιο πριν.

«Κριτόλαο’μορ.»

«Υποθέτω, το δικό μου όνομα το ξέρεις.»

«Το ξέρω. Τι κάνεις τώρα;» τη ρωτά, καθώς η Τζίνα πληκτρολογεί ξανά και το σχήμα στην οθόνη αλλάζει.

«Κοιτάζω τις δοκιμές ηχητικών συχνοτήτων, μία-μία.»

«Γιατί;»

«Γιατί ίσως μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε πώς δημιουργήθηκε το αποτέλεσμα που δημιουργήθηκε.»

«Δεν έχεις άδικο,» παραδέχεται ο Κριτόλαος, και τραβώντας ένα σκαμνί κάθεται δίπλα της, παρατηρώντας κι εκείνος την οθόνη.

Με τσαντίζει να μην καταλαβαίνω τίποτα απ’ό,τι συμβαίνει.

Ρίχνω ένα βλέμμα στον Ύαν και διαπιστώνω ότι, μάλλον, ούτε εκείνος καταλαβαίνει το παραμικρό. Έχει τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του και κοιτάζει γύρω-γύρω μέσα στο τεχνουργείο, αδιαφορώντας πλήρως για τα πράγματα που παρουσιάζονται στην οθόνη.

Ο Κριτόλαος και η Τζίνα μελετάνε αυτές τις κωδικομορφές μία-μία, χρονοτριβώντας. Δεν βιάζονται. Ορισμένες φορές, μάλιστα, νομίζω πως επαναφέρουν και προηγούμενες στην οθόνη για να τις ξανακοιτάξουν. Έχουν αρχίσει να βγάζουν κάποιο συμπέρασμα, ή είναι απλά μπερδεμένοι; Δεν παρακολουθώ τι λένε, καθώς η ώρα περνά, κι απ’τα λίγα που πιάνουν τ’αφτιά μου δεν καταλαβαίνω τίποτα, όπως δεν καταλάβαινα και πριν. Βηματίζω μέσα στο τεχνουργείο κοιτάζοντας τους εξοπλισμούς και τα εργαλεία.

Όταν ρίχνω μια ματιά στο ρολόι στον καρπό μου, βλέπω πως είναι μεσημέρι πια.

«Να πάρουμε τίποτα για φαγητό;» προτείνω.

Η Τζίνα στρέφεται να με κοιτάξει σαν να ξυπνά από όνειρο. «Εκεί πέρα,» μου λέει δείχνοντας, «πλάι στον δίαυλο, είναι μια λίστα με τηλεπικοινωνιακούς κώδικες. Έχει και τρία εστιατόρια. Παράγγειλε ό,τι θέλεις και θα μας το φέρουν.»

«Δεν έχεις καμια ιδιαίτερη προτίμηση;»

«Ξέρεις τι τρώω, δεν ξέρεις;»

Χαμογελάω. «Ευτυχώς η μνήμη μου είναι καλή.»

Μου επιστρέφει το χαμόγελο και μετά γυρίζει ξανά το βλέμμα της στην οθόνη, μοιάζοντας να απορροφάται στιγμιαία από όσα βλέπει εκεί.

Πλησιάζω τον δίαυλο, τον ανοίγω, και παραγγέλνω φαγητό, το οποίο, μετά από λίγο, μας φέρνουν. Πηγαίνω ο ίδιος να το παραλάβω από την πόρτα. Καθώς επιστρέφω στους υπόλοιπους, παρατηρώ πως ο Ύαν έχει ανάψει πάλι τσιγάρο. Πρέπει νάναι το δέκατο, ίσως. Και τώρα είναι καθισμένος επάνω σ’ένα κιβώτιο, ατενίζοντας ένα ανοιχτό παράθυρο ψηλά πάνω από τις οθόνες και τις κονσόλες σαν να σκέφτεται να πετάξει για να αποδράσει από εκεί.

Είμαι έτοιμος να ρωτήσω τη Τζίνα και τον Κριτόλαο αν θα σταματήσουν για να φάνε, όταν ο δεύτερος λέει: «Αυτό πρέπει να είναι. Αποκλείεται να είναι κάτι άλλο.»

«Μάλλον,» συμφωνεί η Τζίνα. «Δεν εξηγείται αλλιώς. Νομίζεις ότι θα μπορέσεις να φτιάξεις συσκευή που να ανιχνεύει κάτι τέτοιο;»

«Θα προσπαθήσω.»

«Χρειάζεται σίγουρα μαγεία…»

«Ευτυχώς που είμαι Τεχνομαθής, τότε, ε;»

Καθαρίζω τον λαιμό μου. «Το φαγητό ήρθε. Θα φάτε;»

Ο Ύαν έχει ήδη πάρει ένα χάρτινο κουτάκι στα χέρια του και το έχει ανοίξει.

Ο Κριτόλαος και η Τζίνα σηκώνονται μπροστά από την οθόνη και πλησιάζουν το φαγητό.

«Τον λύσατε τον γρίφο;» τους ρωτάω, καθώς ανοίγω ένα αναψυκτικό και πίνω μια γουλιά.

«Καταλάβαμε τι συμβαίνει,» μου απαντά ο Κριτόλαος, πιάνοντας ένα χάρτινο κουτάκι με φαγητό. «Οι κατασκευαστές του οχήματος, για να καταφέρουν να φτιάξουν ό,τι έφτιαξαν, συνδύασαν πέντε ηχητικές συχνότητες, γι’αυτό η κωδικομορφή της τελικής συχνότητας δεν θυμίζει κανονική κωδικομορφή.»

«Το όχημα δεν θα μπορούσε ποτέ να μεταμορφωθεί σε ήχο με συνηθισμένη συχνότητα,» προσθέτει η Τζίνα. «Ή, τουλάχιστον, έτσι φαίνεται να νόμιζαν οι κατασκευαστές του· και είμαι σίγουρη πως το είχαν ψάξει το θέμα.»

«Αναμφίβολα,» συμφωνεί ο Κριτόλαος. «Ουσιαστικά,» μου λέει, «είναι σαν να δημιούργησαν μια καινούργια ηχητική συχνότητα με τον συνδυασμό πέντε άλλων που θεωρούσαν συμβατές μεταξύ τους.»

«Και γιατί, τότε, το αποτέλεσμα δεν θυμίζει κανονική συχνότητα; Όταν προσθέσεις πέντε ίδια πράγματα, το αποτέλεσμα δεν είναι κι αυτό κάτι παρόμοιο;»

«Δεν είναι τόσο απλό,» εξηγεί ο Κριτόλαος. «Δεν πρόκειται για μια απλή πρόσθεση, Ζορδάμη. Δεν είναι καν σαν ένα ψηφιδωτό. Δεν μπορείς να διαχωρίσεις την τελική συχνότητα στα πέντε μέρη της· ή, τουλάχιστον, δεν νομίζω ότι μπορείς.»

«Ούτε εγώ το νομίζω,» συμφωνεί η Τζίνα τρώγοντας. «Οι πέντε άλλες συχνότητες έχουν διαλυθεί προκειμένου να δημιουργήσουν την καινούργια.»

«Η οποία,» μου λέει ο Κριτόλαος, «είναι ένα τερατούργημα.»

«Έξυπνο τερατούργημα, όμως,» τονίζει η Τζίνα.

«Πράγματι,» παραδέχεται ο Κριτόλαος, κι αρχίζει να τρώει κι εκείνος, καθίζοντας στην άκρη ενός πάγκου.

«Τι θα κάνουμε, λοιπόν;» τον ρωτάω. «Θα μείνουμε εδώ, σ’αυτό το τεχνουργείο, για να φτιάξεις τη συσκευή;»

«Υπάρχουν αρκετοί εξοπλισμοί εδώ,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος, σκεπτικά. Και κοιτάζει τη Τζίνα ερωτηματικά.

Εκείνη γελά κοφτά. «Νομίζεις ότι έχω πολλές άλλες δουλειές; Τίποτα το ενδιαφέρον δεν γίνεται σ’ετούτο το μέρος.»

«Δεν έχεις πρόβλημα, επομένως;»

«Κανένα πρόβλημα. Θα σας βοηθήσω κιόλας, μέσα στα όρια των δυνατοτήτων μου.»

«Θα μείνουμε, λοιπόν,» λέει ο Κριτόλαος. «Δε μπορώ να σκεφτώ κανένα καλύτερο τεχνουργείο για να φτιάξω τη συσκευή που έχω κατά νου – αν όντως γίνεται να φτιαχτεί.»

«Υπάρχει περίπτωση να μην γίνεται;» ρωτάω.

«Κοίτα,» μου απαντά ο Κριτόλαος, «μιλάμε για κάτι τελείως καινούργιο. Εγώ νόμιζα πως θα έπρεπε να κατασκευάσω κάτι που απλά εντοπίζει μια συνηθισμένη ηχητική συχνότητα· αυτή, όμως, δεν είναι μια συνηθισμένη ηχητική συχνότητα. Είναι κάτι που, κατά κανόνα, αυτού του είδους οι συσκευές δεν εντοπίζουν.»

Τουλάχιστον, σκέφτομαι, θα μάθω, όσο είμαστε εδώ, τι συνέβη στη Τζίνα από τότε που την έχασα στην Άντχορκ. Καθώς την κοιτάζω τώρα, πάντως, δεν μου μοιάζει και πολύ ταλαιπωρημένη. Όπως παλιά είναι. Δεν πρέπει να τη βασάνισαν.

Βγάζει τα γυαλιά της, τρίβει τα μάτια της, και συνεχίζει να τρώει.

ΤΕΧΝΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙΑ ΔΙΠΡΟΣΩΠΙΑ

Η Τζίνα, παρότι μένει ένα μεγάλο μέρος κάθε ημέρας στο τεχνουργείο, δεν κοιμάται εκεί. Έχει νοικιασμένο ένα διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο μιας πολύπλοκης πολυκατοικίας κοντά στο Σταυροδρόμι, τη μεγάλη διασταύρωση στο Κέντρο της Μέλβερηθ. Και ούτε εμείς, φυσικά, σκοπεύουμε να κατοικούμε μέρα-νύχτα στο τεχνουργείο· έτσι, η Τζίνα μάς βρίσκει ένα άλλο διαμέρισμα για να νοικιάσουμε, στο Σταυροδρόμι κι αυτό, και στην ίδια πολυκατοικία, η οποία είναι τεράστια: μοιάζει με τρεις πολυκατοικίες ενωμένες μαζί, παρότι δεν ξεπερνά τους έξι ορόφους σε ύψος.

Το διαμέρισμά μας δεν είναι μεγάλο, αλλά, για την ώρα, δεν έχουμε πρόβλημα. Πόσο, εξάλλου, θα μείνουμε εδώ; Πόσο χρόνο θα χρειαστούν ο Κριτόλαος και η Τζίνα για να φτιάξουν τη συσκευή που εντοπίζει τον ήχο του οχήματος του Άφευκτου; Δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ, δεν χάνουν χρόνο, ενώ εγώ και ο Ύαν άλλοτε είμαστε μαζί τους, άλλοτε τριγυρίζουμε στην πόλη. Από την αρχή κιόλας ερχόμαστε σε επαφή με τους συνδέσμους μας εδώ, ώστε αν τύχει να ακουστεί κάτι για τον Άφευκτο να μας ειδοποιήσουν αμέσως. Γιατί έχω μια αίσθηση πως ο επόμενος φόνος δεν θ’αργήσει να γίνει. Κι αναρωτιέμαι ποιος μπορεί νάναι ο στόχος. Δεν καταφέρνω, όμως, να κάνω καμία σοβαρή υπόθεση.

Συναντώ και τον Σερφάντη Γηραιώνυμο, που είναι παλιός πράκτορας της Δυναστείας στη Μέλβερηθ, και τον οποίο είχα συναντήσει για πρώτη φορά στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης. Τότε δεν τον είχα συμπαθήσει καθόλου. Ούτε τώρα μπορώ να πω πως τον λατρεύω, αλλά τον έχω… συνηθίσει. Συζητάμε σ’ένα ήσυχο εστιατόριο, οι δυο μας και ο Ύαν, για τον φόνο της Αλκυόνης Δεκάψυχης από τον Άφευκτο, της υπαλλήλου που εργαζόταν στον κεντρικό σταθμό των τρένων. Ο Σερφάντης μάς λέει ότι ήταν πραγματικά αδύνατον κάποιος ν’ακολουθήσει τον δολοφόνο. «Τον καταδίωξα πάνω στο δίκυκλό μου, αλλά το όχημά του εξαφανίστηκε σαν να το κατάπιε ο αέρας. Δεν έχω ιδέα πού μπορεί να πήγε.» Και ούτε έχει καμια ιδέα για το ποιος μπορεί νάναι ο επόμενος στόχος· ακούει, όμως, με ενδιαφέρον αυτά που του λέμε για τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη ο οποίος κρύβεται στη Θακέρκοβ. Παραδέχεται πως δεν ήξερε τίποτα για την προϊστορία του Σιριλάμνη με τον Άφευκτο. «Θα τον κυνηγήσει, σίγουρα,» μας λέει. «Ίσως θα μπορούσατε να τον χρησιμοποιήσετε ως δόλωμα για να παγιδέψετε τον Άφευκτο.»

«Δε μας αφήνει,» αποκρίνομαι. «Είναι πολύ φοβισμένος.»

«Έχει χεστεί επάνω του,» λέει ο Ύαν, διακριτικός όπως πάντα.

Η κουβέντα μας με τον Σερφάντη δεν μας οδηγεί πουθενά, αλλά δεν μετανιώνω που τον ξαναβλέπω. Ήθελα ν’ακούσω τη γνώμη του για την κατάσταση με τον Άφευκτο, όποια κι αν ήταν.

Εκείνο, όμως, που με τραντάζει πραγματικά τις ημέρες που μένουμε στη Μέλβερηθ για να κατασκευάσουμε τη συσκευή εντοπισμού δεν έχει να κάνει με τον Άφευκτο. Μαθαίνω κάτι από τη Τζίνα το οποίο, για εμένα προσωπικά, είναι πιο σοβαρό από πέντε Άφευκτους μαζί. Όχι, βέβαια, πως δεν θα έπρεπε να το περιμένω, ύστερα από τόσες μαλακίες που έχω δει μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία…

Η Τζίνα μάς βρίσκει διαμέρισμα για να νοικιάσουμε από την πρώτη ημέρα κιόλας. Αφού εκείνη και ο Κριτόλαος έχουν καταλήξει στο τι συμβαίνει με τις κωδικομορφές των ηχητικών συχνοτήτων, πηγαίνουμε το απόγευμα και κανονίζουμε ό,τι χρειάζεται, πληρώνοντας ένα ενοίκιο προκαταβολικά. Το μεταβαλλόμενο όχημά μας το αφήνουμε σ’ένα γκαράζ κοντά στην πολυκατοικία μας. Η Τζίνα επιστρέφει στο τεχνουργείο γιατί δεν έχει τελειώσει η βάρδια της. «Είμαι μόνη μου εδώ,» μας πληροφορεί, «και πρέπει να κάθομαι κάποιες ώρες το πρωί και κάποιες το απόγευμα.» Δουλεύουν, φυσικά, μαζί με τον Κριτόλαο ώς το βράδυ, σκαλίζοντας διάφορους μηχανισμούς για τους οποίους δεν έχω ιδέα, όμως υποθέτω ότι έχουν να κάνουν με τον ήχο.

Όταν νυχτώνει πηγαίνουμε στα σπίτια μας, στην πολύπλοκη πολυκατοικία κοντά στο Σταυροδρόμι. Ο Κριτόλαος κάνει ένα γρήγορο ντους και μετά έρχεται η σειρά μου. Αφού βγαίνω, μπαίνει ο Ύαν. Σκουπίζομαι, φοράω καινούργια ρούχα, και βαδίζω προς την εξώπορτα του διαμερίσματος.

«Πού πηγαίνεις;» με ρωτά ο Κριτόλαος, καθισμένος στο μικρό καθιστικό με τον τηλεοπτικό δέκτη ανοιχτό. Μια τηλεπαρουσιάστρια φαίνεται να μιλά μέσα στην οθόνη, ενώ πίσω της υπάρχει το σύμβολο της Διεξόδου, του ενός από τους δύο τηλεοπτικούς σταθμούς της Μέλβερηθ, ο οποίος έχει την έδρα του στο Σταυροδρόμι, κοντά μας.

«Μια βόλτα.» Πιάνω το πόμολο.

«Μη με κάνεις να σε παρακολουθήσω με Ξόρκι Ανιχνεύσεως, Ζορδάμη.»

Αναστενάζω και στρέφομαι να τον κοιτάξω. «Πρέπει να ξέρεις;»

«Συνεργαζόμαστε τώρα, δεν συνεργαζόμαστε; Μπορεί να σε χρειαστώ· οτιδήποτε μπορεί να συμβεί.»

Ναι, σκέφτομαι, ή αυτό ή είσαι από εκείνους που θέλουν να κρατάνε τα πάντα υπό έλεγχο. Καθόλου απίθανο για κάποιον που κάποτε ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας.

Τέλος πάντων… «Στης Τζίνας πηγαίνω. Υπάρχει κανένα πρόβλημα;»

«Κανένα.»

Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω από το διαμέρισμά μας, το οποίο βρίσκεται έναν όροφο πιο χαμηλά από της Τζίνας και σε διαφορετικό τμήμα της λαβυρινθώδους πολυκατοικίας. Καταφέρνω, όμως, να φτάσω στον προορισμό μου χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ανεβαίνοντας σκάλες και διασχίζοντας διαδρόμους. Από κάπου αντηχεί ένα απόμακρο γέλιο, μοιάζοντας εφιαλτικό· μια πόρτα ακούγεται να κλείνει απότομα· ένα πουλί φτερουγίζει κοντά σ’έναν φεγγίτη, ψηλά πάνω από τις σκάλες.

Κοιτάζω το όνομα πλάι στην πόρτα για να βεβαιωθώ ότι αυτό είναι το διαμέρισμα της Τζίνας, και μετά χτυπάω το κουδούνι.

Την ακούω να πλησιάζει από μέσα, και μάλλον με κοιτάζει από το ματάκι. Έπειτα, η πόρτα ανοίγει και η Τζίνα, χαμογελώντας, με βάζει στο διαμέρισμά της. Είναι ντυμένη με μια κίτρινη ρόμπα και παντόφλες, κι έχει τα πράσινα μαλλιά της δεμένα κότσο. Στη μύτη της στηρίζονται τα γυαλιά της με τον παχύ μαύρο σκελετό.

«Το υποπτευόμουν ότι θα ερχόσουν,» λέει.

«Δεν ήθελες να έρθω;»

«Φυσικά και ήθελα,» μου λέει αγκαλιάζοντάς με. Κι όταν με αφήνει από την αγκαλιά της: «Κάθισε.» Δείχνει το καθιστικό του διαμερίσματός της που είναι μεγαλύτερο από το δικό μας και πολύ καλύτερα στολισμένο.

Πηγαίνω και κάθομαι στον καναπέ, και η Τζίνα, αφού γεμίζει δύο ποτήρια με Κρύο Ουρανό, κάθεται πλάι μου. Μου δίνει το ένα· τσουγκρίζουμε και πίνουμε ενώ αλληλοκοιταζόμαστε.

«Καλά μού φαίνεσαι,» παρατηρώ.

«Ναι,» αποκρίνεται, λιγάκι διστακτικά, «αρκετά καλά. Κι εσύ επίσης,» προσθέτει αμέσως. «Χαίρομαι γι’αυτό. Είχα φοβηθεί.» Αποφεύγει το βλέμμα μου.

Τι συμβαίνει; Και πριν, ενώ ήμασταν στο τεχνουργείο, είχα προσέξει κάτι περίεργο στη συμπεριφορά της – αν δεν ήταν απλώς η φαντασία μου.

«Κι εγώ φοβήθηκα,» λέω. «Για εσένα, κυρίως. Εμένα δεν με πείραξαν· μου είπαν μόνο ότι, αφού είμαι τόσο καλός στο να σκαλίζω πράγματα, θ’αρχίσουν να με μπλέκουν σε πιο σοβαρά παιχνίδια–»

«Και σε έμπλεξαν σε πιο σοβαρά παιχνίδια,» παρατηρεί η Τζίνα πίνοντας μια γουλιά από τον Κρύο Ουρανό της.

«Ναι. Αλλά επίσης μου είπαν ότι εσένα δεν θα σε ξανάβλεπα…»

«Με βλέπεις τώρα, όμως.» Χαμογελά.

Πίνω μια γουλιά Κρύο Ουρανό. Κάτι υπάρχει στην έκφρασή της που ακόμα δεν μου αρέσει. Τι συμβαίνει, γαμώ τα μαλλιά της Λόρκης; «Εσένα τι σου είπαν; Παρόμοια πράγματα; Ότι δεν θα με ξανάβλεπες;»

Η Τζίνα αποφεύγει πάλι τα μάτια μου· κουνά το κεφάλι. «Όχι… Όχι.» Κοιτάζει το ποτήρι στα χέρια της.

Πιάνω το σαγόνι της και, ήπια, στρέφω το πρόσωπό της προς το πρόσωπό μου, για να με αντικρίσει. «Τι έγινε, Τζίνα; Τι έγινε αφότου μας έπιασαν να σκαλίζουμε εκείνο το σύστημα;»

Η Τζίνα αναστενάζει. Σηκώνεται από τον καναπέ. Βαδίζει νευρικά μέσα στο δωμάτιο ενώ εγώ συνεχίζω να είμαι καθισμένος, παρατηρώντας την με απορία. Τη βλέπω ν’αφήνει το ποτήρι της πάνω στο τραπέζι, και να στρέφεται πάλι να μ’αντικρίσει. «Ζορδάμη… πρέπει να σου πω κάτι.»

Συνοφρυώνομαι, περιμένοντας.

«Δε θέλω να σου πω ψέματα, οπότε πρέπει να σ’το πω…» συνεχίζει, αμήχανα, η Τζίνα.

Σηκώνομαι από τον καναπέ και κάνω να την πλησιάσω, αλλά με σταματά υψώνοντας το χέρι της. «Όχι,» μου λέει. «Μείνε. Μείνε καθισμένος. Μείνε εκεί. Είναι καλύτερα έτσι, νομίζω. Και… με συγχωρείς. Μη νομίζεις ότι όλα… Ελπίζω να καταλάβεις. Θα σου εξηγήσω.»

Κάθομαι πάλι στον καναπέ, νιώθοντας μουδιασμένος. Δεν μου αρέσουν καθόλου αυτά που ακούω.

Η Τζίνα στηρίζεται με το ένα χέρι στο τραπέζι, κι αυτή τη φορά με κοιτάζει ευθέως πίσω από τα γυαλιά της. «Εγώ… δεν ήμουν απόλυτα ειλικρινής μαζί σου τότε. Ήταν μέρος του όλου σχεδίου για να σε δοκιμάσουμε–»

«Τι!» Όχι πως δεν το περίμενα ύστερα από έτσι όπως τα μασούσε.

«Αυτές τις εντολές είχα,» λέει αμέσως η Τζίνα. «Επειδή είδαν ότι ήμουν… κοντά σου, μου έδωσαν αυτές τις εντολές. Ήθελαν να διαπιστώσουν πόσο καλός ήσουν σε κάποια πράγματα.»

«Δηλαδή, το ήξερες ότι θα μας χτυπούσε αναισθητικό αέριο;»

«Ναι. Με συγχωρείς, Ζορδάμη. Το ήξερα. Αλλά μη νομίζεις ότι ήθελα το κακό σου. Δεν ήθελα το κακό σου, και γνώριζα ότι δεν θα κινδύνευες πραγματικά. Και ό,τι συνέβη μεταξύ μας… δεν ήταν ψέμα.»

Σηκώνομαι από τον καναπέ. «Γιατί δεν εκπλήσσομαι;…»

Η Τζίνα προσπαθεί να χαμογελάσει. «Επειδή έχεις πλέον δει πολλά;»

«Ναι, και αυτό,» λέω.

«Μη θυμώνεις. Πραγματικά, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.»

«Κι εγώ.» Αφήνω το ποτήρι μου στο τραπέζι, πλάι στο δικό της, και βαδίζω προς την εξώπορτα.

«Πού πηγαίνεις;» την ακούω να ρωτά πίσω μου.

Φεύγω από το διαμέρισμα κι επιστρέφω στο δικό μας.

Και η Σαμάνθα – ή όπως κι αν τη λένε – είναι διπρόσωπη (ή, ίσως, πολυπρόσωπη) αλλά, τουλάχιστον, σ’το λέει ευθέως: εξαρχής. Το ξέρεις, προτού καν μπλέξεις μαζί της, ότι δεν είναι καλό κοριτσάκι. Η Τζίνα, όμως, σου δίνει ακριβώς αυτή την εσφαλμένη εντύπωση…

*

Τις επόμενες ημέρες, καταλήγω πως μάλλον ήμουν πολύ απότομος μαζί της. Δεν μου κρατά μούτρα, βέβαια, αλλά, από την άλλη, συνεχώς δουλεύει μαζί με τον Κριτόλαο για να φτιάξουν τη συσκευή ηχητικού εντοπισμού, οπότε δεν έχουμε και τόση επαφή οι δυο μας. Νομίζω πως πρέπει να της μιλήσω ξανά· έτσι, την τρίτη νύχτα που είμαστε στη Μέλβερηθ, επισκέπτομαι πάλι το διαμέρισμά της. Χτυπάω το κουδούνι και περιμένω.

«Τι θέλεις;» με ρωτά από μέσα.

«Να μπω;»

Μου ανοίγει μετά από μερικές στιγμές αναμονής. Είναι πάλι ντυμένη με την κίτρινη ρόμπα της.

«Κοίτα,» μου λέει καθώς βαδίζουμε προς το καθιστικό της, «με συγχωρείς, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Κι εσύ το ίδιο θα έκανες αν ήσουν στη θέση μου. Έτσι δεν είναι;» Στρέφεται να μ’αντικρίσει σαν να με προκαλεί να το αρνηθώ.

Και δεν μπορώ ακριβώς να το αρνηθώ, γιατί, ναι, κι εγώ έχω κάνει παρόμοια πράγματα μέσα στη Δυναστεία. Αλλά η περίπτωση ήταν εξαρχής τέτοια. Συγκεκριμένα, δύο τέτοιες περιπτώσεις έχουν ώς τώρα τύχει, επειδή τα μεγάλα κεφάλια της Δυναστείας ξέρουν ότι είμαι γρύπας με πολλές φωλιές. Η πρώτη περίπτωση αφορούσε μια νεαρή δικηγόρο: έπρεπε να την προσελκύσω για να με φέρει στο σπίτι της και να κλέψω κάτι χαρτιά. Η δεύτερη περίπτωση αφορούσε μια ιδιωτική ερευνήτρια που είχε την ατυχία να βρεθεί στα ίχνη της Σιδηράς Δυναστείας κατά σύμπτωση: έπρεπε να την πλησιάσω κι αυτήν και να κάνω κάποια πράγματα που θα είχαν ως αποτέλεσμα, πρώτον, να χάσει τα ίχνη της Δυναστείας και, δεύτερον, να τρομάξει – να νομίσει ότι τα έχει βάλει με κάτι το υπερφυσικό ή ασύλληπτα ισχυρό. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις πέτυχα εκείνο που έπρεπε να πετύχω.

Δε νομίζω, όμως, ότι ήταν το ίδιο με το παιχνίδι που έπαιξε η Τζίνα μαζί μου.

«Ίσως,» της απαντώ. «Τέλος πάντων. Ό,τι έγινε, έγινε. Δεν έχω το μίσος του Κάρτωλακ.»

Η Τζίνα νεύει. «Εντάξει»· και προσθέτει: «Το ήξερα ότι δεν θα σου έκαναν κακό, γι’αυτό συμφώνησα. Ήταν απλά μια δοκιμ–»

«Τελείωσε,» τη διακόπτω. «Έληξε. Φίλοι;»

«Μόνο φίλοι;»

«Έχεις κάτι άλλο κατά νου;»

«Θέλεις να μάθεις;» με ρωτά, μειδιώντας χαριτωμένα.

«Ναι.»

Μετά από λίγο, διαπιστώνω ότι στο κρεβάτι εξακολουθεί να είναι σαν τη Λόρκη εξαγριωμένη. Δεν έχει αλλάξει, τα χρόνια που έχω να τη δω.

«Δεν είναι ωραία που είμαστε πάλι ξαπλωμένοι έτσι;» με ρωτά, αργότερα, όταν είμαστε ξαπλωμένοι μέσα στο μισοσκόταδο του υπνοδωματίου της, με τα σεντόνια του κρεβατιού ανακατεμένα γύρω από τα πόδια μας. «Δεν ήξερα αν θα σε ξανασυναντούσα. Η Δυναστεία είναι λαβύρινθος· μπορεί να χάσεις κάποιον και ποτέ να μην τον ξαναβρείς.»

«Ναι,» λέω, «είναι…» Και φιλάω το χέρι της, καθώς τα δάχτυλά του είναι πλεγμένα με του δικού μου χεριού. «Αναρωτιόμουν, όμως, μήπως θα σε έβρισκα με κανέναν άλλο όταν ερχόμουν εδώ να σε επισκεφτώ, την πρώτη νύχτα στη Μέλβερηθ.»

Η Τζίνα γελάει. «Χαζούλη. Δε θυμάσαι τι σου έχω πει;»

«Τι;»

«Είμαι τελείως άτυχη με τους άντρες. Κανένας που θέλω ποτέ δεν με θέλει.»

«Δηλαδή, εμένα δεν με θέλεις;»

«Εσύ είσαι εξαίρεση.»

*

Οι μέρες περνάνε, και η Τζίνα κι ο Κριτόλαος συνεχώς δουλεύουν για να φτιάξουν τη συσκευή χωρίς να βλέπω κανένα αποτέλεσμα. Κάνουν πρόοδο ή όχι; Ούτε ο ένας ούτε η άλλη δεν θέλει να το συζητήσει. Λένε μόνο ότι η κατασκευή «προχωρά», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Πρέπει να έχουν συναντήσει δυσκολίες, είμαι σίγουρος. Δυσκολίες που ακόμα κι ο Κριτόλαος, με τη μαγεία του, δεν είναι καθόλου απλό να επιλύσει.

Την όγδοη ημέρα της διαμονής μας στη Μέλβερηθ, ενώ κάνω βόλτα στους δρόμους, μόνος, ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου δονείται μέσα στην τσέπη της καπαρντίνας μου. Τον βγάζω και τον φέρνω στο αφτί μου.

«Ζορδάμη; Ο Σερφάντης είμαι.»

«Σ’ακούω. Τι συμβαίνει;» Το καταλαβαίνω ότι κάτι συμβαίνει, από τον τόνο της φωνής του.

«Ο Άφευκτος επιτέθηκε ξανά.»

«Πού;»

«Στη Ράσρηβ.»

«Την πόλη-λιμάνι ανατολικά της Νέσριβεκ;»

«Ναι.»

ΑΙΜΑΤΗΡΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ

Τρεις ώρες πριν από το μεσημέρι.

Ο ουρανός, ασυννέφιαστος. Ο ήλιος της Σεργήλης φεγγοβολά δυνατά. Ισχυρός άνεμος έρχεται από τη μεριά της θάλασσας, φέρνοντας αλμύρα στους δρόμους της Ράσρηβ. Θαλασσοπούλια ακούγονται να κρώζουν, φτεροκοπώντας.

Στο Γενικό Λιμάνι, στην Οδό Πνοοδότη, ανάμεσα σε άλλους περαστικούς και οχήματα, μια γυναίκα βαδίζει. Μετρίου αναστήματος, χρυσόδερμη, ντυμένη με καφετιά κάπα, κουκούλα στο κεφάλι, μαύρα γυαλιά, καφετιές μπότες. Πηγαίνει προς το πρακτορείο ταξιδίων Πρίμος. Πλησιάζει την ανοιχτή πόρτα του και, κοιτάζοντας μέσα, βλέπει πως είναι μόνο δύο πελάτες εκτός από τους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί.

Μπαίνει και στρέφει τα κρυμμένα πίσω από τα μαύρα γυαλιά μάτια της προς έναν άντρα καθισμένο σε γραφείο. Ο άντρας έχει δέρμα κατάλευκο και μαύρα κοντά μαλλιά.

«Συγνώμη,» λέει η γυναίκα, «εσείς είστε ο κύριος Αλλάνδρης Κυρόγνωμος;»

«Μάλιστα–»

«Σας παρακαλώ, ελάτε να πάρετε το όχημά σας από εκεί όπου το έχετε σταματήσει. Διαμαρτύρονται τόσοι άνθρωποι!»

Ο άντρας αναστενάζει. «Είμαι στη δουλειά μ–»

«Τι θέλετε να γίνει; Θέλετε κανένας να το χτυπήσει; Προσπαθούν να περάσουν και δεν μπορούν. Ήρθα να σας ειδοποιήσω για να μην έχετε άλλα προβλήματα–»

«Εντάξει, εντάξει,» λέει ο Αλλάνδρης καθώς σηκώνεται από την καρέκλα του. Πιάνει το σακάκι του από δίπλα και το φορά βιαστικά.

«Ελάτε μαζί μου,» τον προτρέπει η γυναίκα. Βγαίνει από το πρακτορείο και, αφήνοντας πίσω της τον πεζόδρομο, διασχίζει γρήγορα, παράτολμα ίσως, τον δρόμο, περνώντας δίπλα από οχήματα.

Ο Αλλάνδρης την ακολουθεί, φωνάζοντάς της να περιμένει. Τόση βιασύνη υπάρχει; τη ρωτά–

Ένα όχημα εμφανίζεται ξαφνικά από τα δεξιά του.

Εμφανίζεται. Σαν να ξεπρόβαλε μέσα από τον ίδιο τον αέρα.

Ένα αγωνιστικό όχημα, λιγνό, γεμάτο επικίνδυνες αιχμές και γωνίες. Τα τζάμια του γυαλίζουν στον πρωινό ήλιο, μη φανερώνοντας τίποτα από το εσωτερικό του.

Ο Αλλάνδρης ουρλιάζει καθώς το βλέπει νάρχεται ολοταχώς καταπάνω του.

Ορισμένοι άλλοι άνθρωποι που το είδαν να εμφανίζεται φωνάζουν επίσης.

Το γρύλισμα των τροχών του οχήματος του Άφευκτου καλύπτει, όμως, για λίγο όλους τους υπόλοιπους ήχους. Ο Αλλάνδρης δεν έχει χρόνο να φύγει· προτού προλάβει να κουνηθεί, το όχημα έχει πέσει πάνω του σαν τέρας από μέταλλο και γυαλιστερά τζάμια. Ο Αλλάνδρης κραυγάζει σπαραχτικά, ενώ αίματα τινάζονται προς κάθε κατεύθυνση. Οι τροχοί τσακίζουν το σώμα του, κόβοντας τελείως ένα χέρι και ένα πόδι.

Ο κόσμος που βρίσκεται γύρω διαλύεται, τρέχοντας, φωνάζοντας.

Ο Άφευκτος ελαττώνει προς στιγμή την ταχύτητά του, περιμένοντας τη ζωτική ενέργεια του Αλλάνδρη, η οποία ελευθερώνεται από το νεκρό σώμα του και έλκεται προς τον μαγνήτη ζωτικής ενέργειας στο κέντρο του στήθους του Άφευκτου, κάτω από το δέρμα του, τροφοδοτώντας τους τεχνητούς πνεύμονές του.

Μετά, το όχημά του μεταμορφώνεται σε ήχο και εξαφανίζεται.

Οι κραυγές και οι φωνές στον δρόμο δυναμώνουν, η σύγχυση μεγαλώνει.

Το κατακρεουργημένο πτώμα του Αλλάνδρη Κυρόγνωμου, πράκτορα ταξιδίων και μέλους της Σιδηράς Δυναστείας, κείτεται διαλυμένο επάνω στο οδόστρωμα – ένα αποτρόπαιο απομεινάρι.

Η γυναίκα με την καφετιά κάπα, την κουκούλα, και τα γυαλιά έχει προ πολλού φύγει, μπαίνοντας γρήγορα σ’ένα σοκάκι και βγαίνοντας τελικά σ’έναν άλλο δρόμο, μικρότερο από την Οδό Πνοοδότη. Ανάβει ένα τσιγάρο και περιμένει, ακουμπώντας τον ώμο της σε μια γωνία.

Το όχημα του Άφευκτου παρουσιάζεται λίγο παραδίπλα, παίρνοντας την υλική του μορφή. Μια μπροστινή πόρτα του ανοίγει, και η γυναίκα μπαίνει, καθίζοντας πλάι στον οδηγό, και την κλείνει. Ο Άφευκτος κατεβάζει έναν διακόπτη επάνω στην κονσόλα και το όχημα μετατρέπεται πάλι σε ήχο. Τα περισσότερα πράγματα έξω από αυτό τώρα φαίνονται ημιδιαφανή. Ο Άφευκτος οδηγεί περνώντας μέσα από άλλα οχήματα και περαστικούς. Ακόμα και μέσα από έναν τοίχο.

Σύντομα, βγαίνει από τη Ράσρηβ και, δίνοντας ξανά στο όχημα την υλική του μορφή, τρέχει επάνω στην ύπαιθρο προς τα νότια, κοντά στις ράγες του τρένου.

«Σκατά,» λέει η Κιρτέφκι και, ανοίγοντας λίγο το παράθυρο πλάι της, πετά έξω το μισοτελειωμένο τσιγάρο. Κατεβάζει την κουκούλα της κάπας και βγάζει τα σκούρα γυαλιά της, αναστενάζοντας.

«Τι;» ρωτά ο Άφευκτος.

«Ρωτάς ‘τι;’ γαμώ την ανωμαλία σου;» συρίζει η Κιρτέφκι.

Ο Άφευκτος γελά. «Τι;»

Η Κιρτέφκι αναποδογυρίζει τα μάτια. «Μόλις βοήθησα να σκοτωθεί ένας άνθρωπος,» λέει στραβώνοντας τα χείλη.

«Ξέρω κάποιους που έχουν κάνει χειρότερα πράγματα.»

«Τους βλέπεις στον καθρέφτη;»

«Όχι μόνο. Αυτό το άτομο που βοήθησες να σκοτώσουμε ξέρεις τι έχει κάνει;»

«Δε θέλω να ξέρω.»

Ο Άφευκτος, ωστόσο, συνεχίζει: «Έχει δώσει πολλές φορές σήμα σε φονιάδες μέσα σε πλοία για να ξεφορτωθούν επιβάτες. Έχει προδώσει ανθρώπους που ήθελαν να κρυφτούν.»

«Δε θέλω να ξέρω,» λέει πάλι η Κιρτέφκι, κουρασμένα, και ανάβει ξανά τσιγάρο. Δάκρυα γυαλίζουν στις άκριες των ματιών της.

Ο Άφευκτος ανασηκώνει τους ώμους. «Εσύ συμφώνησες να με βοηθήσεις. Εγώ απλά σ’το πρότεινα.»

«Θα τον σκότωνες ούτως ή άλλως, δε θα τον σκότωνες;» κάνει απότομα η Κιρτέφκι.

«Εξυπακούεται.»

«Λοιπόν, τι διαφορά θα είχε αν η δουλειά γινόταν πιο εύκολα, πιο… γρήγορα; Κι επιπλέον… Αφού… Θέλω να πω… είμαι εδώ… Δεν ξέρω γιατί, αλλά είμαι εδώ… έχω καταλήξει να είμαι εδώ, μαζί σου… Τι να…; Αλλά… Σίλα, να σε ρωτήσω κάτι;»

«Ρώτα.» Ο Άφευκτος βάζει μια μαστίχα στο στόμα του.

«Γιατί με εμπιστεύτηκες;»

«Εννοείς, γιατί σε εμπιστεύτηκα να βγάλεις τον Αλλάνδρη απ’τη φωλιά του;»

«Ναι.»

Ο Άφευκτος γελά, και κάνει ένα ξαφνικό τσακ με τη μαστίχα του. «Ποιος λέει ότι σ’εμπιστεύτηκα;»

«Μα, αν σε πρόδιδα….»

«Τι θα γινόταν αν με πρόδιδες;»

Η Κιρτέφκι τραβά καπνό απ’το τσιγάρο της, τον βγάζει απ’τα ρουθούνια κοιτάζοντας έξω απ’το μισάνοιχτο παράθυρό της.

«Τι νομίζεις ότι θα γινόταν, Κιρτέφκι;»

«Θα με μάγκωναν, κατά πάσα πιθανότητα. Αυτή η Δυναστεία.»

«Ακριβώς. Εγώ πάλι θα έφευγα. Ίσως και πάλι να σκότωνα τον Αλλάνδρη. Κι αν δεν τον σκότωνα, πάντα υπάρχει άλλη φορά. Δε βιάζομαι τόσο.»

Η Κιρτέφκι στρέφεται να τον κοιτάξει, βαθιά συνοφρυωμένη. «Ήταν… ήταν δοκιμασία;»

Ο Άφευκτος χαμογελά άγρια χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, έχοντας το βλέμμα του στραμμένο μπροστά καθώς οδηγεί. «Αρχίζεις να μπαίνεις στο υπέροχο πνεύμα της οικογένειας, Κιρτέφκι.»

Και η Κιρτέφκι στρέφει το βλέμμα της μπροστά. «Να πας να γαμηθείς.» Τραβά ακόμα μια τζούρα απ’το τσιγάρο της. «Δεν το ξανακάνω αυτό το πράγμα.»

«Όπως νομίζεις. Με την αδελφή σου, πάντως, δεν θυμάμαι να είχες τους ίδιους ενδοιασμούς.»

*

«Σίλα,» του λέει, «γιατί δε φεύγουμε από δω – από τη Σεργήλη; Μπορούσαμε εύκολα να πάμε στη Σάρντλι, οι δυο μας, μαζί.»

Έχουν σταματήσει μέσα στο δάσος, σ’ένα ξέφωτο όπου κανονικά δεν θα ήταν εφικτό να φτάσει ένα τετράκυκλο όχημα. Δεν θα χωρούσε να περάσει ανάμεσα από τους κορμούς των δέντρων – όχι χωρίς να τους γκρεμίσει. Αλλά όταν το όχημα γίνεται ήχος, τέτοια εμπόδια είναι αμελητέα.

Η Κιρτέφκι στέκεται τώρα κοντά στο όχημα, ακουμπώντας τη ράχη της επάνω στα μέταλλα της μπροστινής μεριάς του, καθώς έχει ένα μπουκάλι Κρύο Ουρανό στο χέρι. Το αγόρασαν από ένα πανδοχείο, πιο πριν, μαζί με άλλες προμήθειες.

Ο Άφευκτος κάθεται σε μια χορταριασμένη πέτρα, με την πλάτη του στον κορμό ενός δέντρου. Έχει βγάλει τα μαύρα γυαλιά του και κοιτάζει την Κιρτέφκι παρατηρητικά καθώς τελειώνει το φαγητό που αγόρασαν από το πανδοχείο. (Εκείνη έχει ήδη τελειώσει το δικό της.) Τρώει με τα δάχτυλα από το εσωτερικό του βαθύ χάρτινου πιάτου.

«Μπορώ να σε πάω στη Σάρντλι, αν θέλεις,» της αποκρίνεται αφού καταπίνει τη μπουκιά του. «Σ’το έχω πει, δε σ’το έχω πει;»

«Τι να κάνω στη Σάρντλι μόνη μου; Είναι άγρια διάσταση, δεν είναι όπως εδώ. Μαζί, όμως….»

«Τι θα κάνουμε μαζί;» ρουθουνίζει ο Άφευκτος.

«Μ’αυτό το όχημα;» Μορφάζει, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Κάτι θα βρούμε. Κάποιος θα θέλει τις υπηρεσίες μας.»

«Ή θα μας σκοτώσουν για να το πάρουν,» λέει ο Άφευκτος, τρώγοντας με αμείωτη όρεξη.

«Δε νομίζω ότι είναι τόσο εύκολο κάποιος να σκοτώσει τον Άφευκτο.»

Ο Άφευκτος γελά καθώς τελειώνει το φαγητό του, τσακίζει το χάρτινο πιάτο μέσα στα χέρια του, και το πετά παραδίπλα. «Έτσι λες, ε;» Τραβά το πιστόλι από το εσωτερικό του πανωφοριού του και βάζει την κάννη στο πλάι του κεφαλιού του. «Θες να σου δείξω πόσο εύκολο είναι;»

«Μη λες βλακείες. Σου μιλάω σοβαρά.»

«Κι εγώ σοβαρά σού μιλάω.» Ο Άφευκτος κρύβει ξανά το πιστόλι. «Δεν έχω δουλειά στη Σάρντλι, Κιρτέφκι.»

«Κι εδώ τι δουλειά έχεις; Να τριγυρίζεις και να σκοτώνεις ανθρώπους άγνωστους;»

«Άγνωστους για εσένα, όχι για εμένα. Αυτό το καθίκι τον Αλλάνδρη, για παράδειγμα, νομίζεις ότι δεν το ήξερα;»

Η Κιρτέφκι αναστενάζει. «Και είναι τόσο σημαντικό να σκοτώσεις όσους περισσότερους από αυτούς μπορέσεις; Δεν είναι σημαντικότερο να φύγεις μακριά από την επιρροή της Δυναστείας; Στη Σάρντλι δεν έχουν καμια επιρροή, έτσι δεν είναι;»

«Έτσι ξέρω,» λέει ο Άφευκτος. «Αλλά δεν αποκλείεται να στείλουν κάποιον δολοφόνο να με κυνηγήσει, αν μάθουν ότι είμαι εκεί.»

«Πώς θα το μάθουν; Αν φύγουμε τώρα και–»

«Δεν πρόκειται να φύγουμε τώρα, Κιρτέφκι. Σου είπα: δεν έχω δουλειά στη Σάρντλι.»

Η Κιρτέφκι κοπανά θυμωμένα τον πάτο του μπουκαλιού της επάνω στη μπροστινή μεριά του ηχομορφικού οχήματος. «Γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ! δεν καταλ–;»

«Μην. Χτυπάς. Το όχημά μου.» Τα μάτια του Άφευκτου γυαλίζουν δολοφονικά.

«Δεν καταλαβαίνεις ότι, στο τέλος, θα σε σκοτώσουν; Ότι είναι ανούσιο αυτό που κάνεις εδώ;»

«Ούτως ή άλλως νεκρός έπρεπε να είμαι,» της λέει. «Ζω σκοτώνοντας ανθρώπους. Ας σκοτώνω, τουλάχιστον, αυτούς που τους αξίζει να πεθάνουν!»

Η Κιρτέφκι δεν μιλά· πίνει μια γουλιά Κρύο Ουρανό. «Σε λυπάμαι, Σίλα,» λέει τελικά.

Ο Άφευκτος σηκώνεται από την πέτρα και ανάβει τσιγάρο. «Δε ζήτησα τον οίκτο σου.» Βαδίζει ώς το όχημα κι ακουμπά τους αγκώνες του στην οροφή, στεκόμενος τώρα πλάι στην Κιρτέφκι. «Μπορώ να σ’αφήσω όπου θέλεις· σ’το έχω πει και σ’το έχω ξαναπεί.»

«Δε θέλω να μ’αφήσεις πουθενά. Θέλω την παλιά μου ζωή· μπορείς να μου την ξαναδώσεις;»

«Δε μπορώ να εγγυηθώ πράγματα πέρα από τον έλεγχό μου. Μόνο στη Νίρβεκ μπορώ να σε πάω. Μετά… είσαι μόνη σου – με τη Δυναστεία.»

«Δε μ’ενθουσιάζει αυτή η ιδέα.» Η Κιρτέφκι πίνει Κρύο Ουρανό.

Ο Άφευκτος φυσά καπνό απ’την άκρη του στόματός του.

Μετά από λίγο, η Κιρτέφκι λέει: «Να σε ρωτήσω κάτι άσχετο; Προσωπικό, ίσως;»

«Ρώτα.» Το τσιγάρο του βρίσκεται προς το τέλος. Την κοιτάζει με τις άκριες των ματιών του, καθώς εξακολουθεί να στέκεται δίπλα του με τη ράχη της ακουμπισμένη στο όχημα.

«Τι έβρισκες στην αδελφή μου, όταν ήσασταν εραστές;» Πετά το άδειο πλέον μπουκάλι της μέσα σ’ένα θάμνο.

Ο Άφευκτος γελά κοφτά.

«Είπα κάτι αστείο;»

«Μην αρπάζεσαι.» Ο Άφευκτος τελειώνει το τσιγάρο του και το ρίχνει κάτω, πατώντας το για να το σβήσει. «Ήταν καλή στο κρεβάτι.»

«Αυτό μόνο; Αυτός ήταν ο λόγος σου;» Τον ατενίζει παρατηρητικά.

«Τι άλλο λόγο χρειαζόμουν;» Και ο Άφευκτος την ατενίζει, επίσης παρατηρητικά. Τα βλέμματά τους συναντιούνται.

«Ξέρεις…» λέει η Κιρτέφκι, «όταν ήσουν μαζί με την αδελφή μου, κι όταν είχαμε γνωριστεί τότε και μετά ήμασταν σ’εκείνο το πάρτι και μιλούσαμε, και…» Χαμογελά. «Προσπαθούσα να σου βάλω στο μυαλό άσχημα πράγματα για εκείνη–»

«Το ξέρω. Αλλά φαινόταν να πίστευες ότι εκείνη ήταν που προκάλεσε το πρόβλημα με τον άντρα σου–»

«Εκείνη ήταν!» λέει η Κιρτέφκι, και τα μάτια της γυαλίζουν όλο μίσος, ακόμα και τώρα που η Αλεξάνδρα είναι νεκρή. «Εκείνη το έκανε. Η σκύλα.»

«Τελείωσε τώρα,» λέει ο Άφευκτος, ενώ τα βλέμματά τους εξακολουθούν να είναι διασταυρωμένα.

Η Κιρτέφκι απομακρύνει το δικό της βλέμμα. «Ναι…» μουρμουρίζει. «Τελείωσε…» Καθαρίζει τον λαιμό της. «Τότε, σ’εκείνο το πάρτι, ήταν μια στιγμή που – ήμουν και πιωμένη, βέβαια, όπως θα θυμάσαι, έτσι; – αλλά ήταν μια στιγμή που, για να τσαντίσω την Αλεξάνδρα, σου είχα ριχτεί.»

«Δεν ήταν η φαντασία μου, λοιπόν,» λέει ο Άφευκτος. «Αλλά δε νομίζω ότι η Αλεξάνδρα τσαντίστηκε.»

Η Κιρτέφκι συνοφρυώνεται, γυρίζοντας πάλι τα μάτια της για να τον αντικρίσει. «Η φαντασία σου;»

«Δεν έκανες και τίποτα πολύ έκδηλο.»

Το συνοφρύωμά της βαθαίνει.

Ο Άφευκτος ανασηκώνει τους ώμους. «Έτσι δεν είναι;»

«Δεν ήξερα τότε τι… τι έκανες,» λέει η Κιρτέφκι, μην απαντώντας.

«Δεν ήξερες ότι σκότωνα ανθρώπους.»

«Ναι.» Απομακρύνει το βλέμμα της από το πρόσωπό του, στρέφοντάς το στο δάσος γύρω τους.

«Αν ήξερες, δεν θα με πλησίαζες; Ούτε καν για να προκαλέσεις πρόβλημα στην αδελφή σου;»

«Δεν ξέρω,» λέει η Κιρτέφκι σκεπτικά. «Δεν ξέρω.» Και μετά: «Δεν έπρεπε να είχες έρθει να με ξαναβρείς, Σίλα.» Παίρνει τη ράχη της από τα μέταλλα του ηχομορφικού οχήματος και βηματίζει μέσα στο μικρό ξέφωτο, επάνω στο χορτάρι.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ

Ο Κριτόλαος δεν έχει ακόμα κατασκευάσει τη συσκευή ηχητικού εντοπισμού όταν έρχονται τα νέα για τη δολοφονία του Αλλάνδρη Κυρόγνωμου, η οποία συνέβη πριν από δύο ημέρες.

«Θα πάμε στη Ράσρηβ,» ρωτάω, όταν επιστρέφω στο τεχνουργείο για να τους φέρω το μαντάτο, «ή θα το αγνοήσουμε και θα περιμένουμε για τον επόμενο φόνο;»

«Δε μπορούμε να το αγνοήσουμε τελείως,» μου λέει ο Κριτόλαος, αν και προβληματισμένα. «Πρέπει να επισκεφτούμε την πόλη. Μπορεί να πάρουμε κάποιο στοιχείο, κάποια πληροφορία, που θα μας βοηθήσει. Αν αρχίσουμε να αγνοούμε τις επιθέσεις του Άφευκτου, τότε τι κάνουμε;»

«Η συσκευή πότε υπολογίζεις να είναι έτοιμη;» τον ρωτά ο Ύαν.

«Σύντομα. Φαίνεται να προχωράμε καλά.»

Και η Τζίνα, που στέκεται πλάι του, γνέφει καταφατικά. «Ναι, έτσι φαίνεται.» Πίσω της είναι ένα τραπέζι γεμάτο διάφορα μηχανικά κομμάτια, όπου τους έχω δει πολλές φορές να κάνουν διάφορες δοκιμές και συνδυασμούς.

«Θα επιστρέψουμε, δηλαδή, εδώ;» λέει ο Ύαν στον Κριτόλαο.

«Οπωσδήποτε,» αποκρίνεται εκείνος. «Για να σταματήσουμε τον Άφευκτο θα χρειαστούμε τη συσκευή. Αλλά, για την ώρα, πετάμε για Ράσρηβ.»

Το πρόβλημα είναι ότι κανένας μας δεν ξέρει κανέναν σύνδεσμο της οικογένειας στη Ράσρηβ, έτσι καλώ με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου τον Σερφάντη Γηραιώνυμο για να δω τι έχει να μας συμβουλέψει. Εκείνος μού λέει ότι επίσης δεν γνωρίζει κανέναν στη Ράσρηβ, όμως μου προτείνει να έρθω σε επαφή μ’έναν σύνδεσμό μας στη Νέσριβεκ: τον Ναρκάμη Τίρβεγκωφ. «Αυτός ξέρει ανθρώπους μας στη Ράσρηβ· δεν υπάρχει αμφιβολία.» Και μετά η επικοινωνία μου με τον Σερφάντη τερματίζεται.

Είχα τον πομπό ανοιχτό έτσι ώστε να ακούμε όλοι, οπότε τώρα ο Κριτόλαος λέει: «Πάμε να βρούμε τον Ναρκάμη.»

Η Τζίνα υπόσχεται να μας περιμένει εδώ, και εγώ, ο Κριτόλαος, κι ο Ύαν φεύγουμε. Παίρνουμε το όχημά μας, το οδηγώ έξω από τη Μέλβερηθ, και όταν είμαστε στην ύπαιθρο ο Κριτόλαος το μεταμορφώνει σε αεροπλάνο, οπότε ο Ύαν το πιλοτάρει προς τα βόρεια.

*

Ο Ναρκάμης Τίρβεγκωφ είναι φύλακας στον Εναέριο Σιδηρόδρομο της Νέσριβεκ, και ο Σερφάντης μάς είπε πως το καλύτερο μέρος για να τον συναντήσουμε είναι είτε ο δυτικός είτε ο ανατολικός τερματικός σταθμός του τρένου που περνά πάνω από τα οικοδομήματα της Νέσριβεκ. Τηλεπικοινωνιακό κώδικα δεν ήξερε (ή, ίσως, δεν ήθελε) να μας δώσει.

Φτάνουμε στη Νέσριβεκ την Όμορφη μετά από τρεισήμισι ώρες πτήση. Δεν έχει πάρει άδικα το όνομά της· γύρω της απλώνονται λιβάδια που μοιάζουν ειδυλλιακά, και η ίδια η πόλη είναι όντως όμορφη. Τα ψηλά οικοδομήματά της στραφταλίζουν στο φως του μεσημεριανού ήλιου· ο Εναέριος Σιδηρόδρομος τρέχει επάνω στις ράγες του που περνούν ψηλότερα ή ανάμεσα από τις πολυκατοικίες της Νέσριβεκ· ο ποταμός Ήρντεφ διασχίζει την πόλη από τον βορρά ώς τον νότο, κι επάνω του πλέουν μικρότερα και μεγαλύτερα σκάφη, ιστιοφόρα και μη.

Πριν από τρία χρόνια, από εδώ, από τη Νέσριβεκ, ξεκίνησε το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, και εδώ επίσης τελείωσε – αλλά δεν ήμουν στο τέλος του. Είχα… εξαφανιστεί.

Ο Ύαν προσγειώνει το αεροπλάνο μας σ’ένα σημείο των λιβαδιών που μοιάζει απόμερο, και ο Κριτόλαος το μεταμορφώνει σε όχημα.

«Οδήγησέ μας μέσα στην πόλη, Ζορδάμη,» μου λέει. «Αν δεν κάνω λάθος, την ξέρεις από παλιά.» Ακούγεται κουρασμένος από τη δουλειά του στο ενεργειακό κέντρο.

«Δεν κάνεις λάθος,» αποκρίνομαι, καθώς αλλάζουμε θέσεις με τον Ύαν και παίρνω το τιμόνι.

Διασχίζω τα λιβάδια και, σύντομα, βάζω το όχημά μας μέσα στη Νέσριβεκ και στη Λεωφόρο Ταξιδευτή.

«Πάμε κατευθείαν να βρούμε τον Ναρκάμη;» ρωτάω.

«Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο,» απαντά ο Κριτόλαος.

Εμφανίζω τον χάρτη της πόλης στην τετράγωνη οθόνη της κονσόλας και στρίβω νότια της Λεωφόρου Ταξιδευτή για να φτάσω στον ανατολικό τερματικό σταθμό του Εναέριου Σιδηρόδρομου. Όταν είμαστε εκεί, σταματώ το όχημά μας στον ειδικό χώρο στάθμευσης που βρίσκεται παραδίπλα. Οι ράγες του σιδηρόδρομου είναι ψηλά από πάνω μας, όμως κατέρχονται ομαλά ώστε, τελικά, να βρεθούν στο επίπεδο του σταθμού. Ο σταθμός δεν είναι στο έδαφος, ωστόσο· πρέπει να ανεβείς σιδερένιες σκάλες για να φτάσεις εκεί, τις οποίες τώρα ανεβαίνω μαζί με τον Κριτόλαο και τον Ύαν. Και δεν είμαστε οι μόνοι που τις ανεβαίνουμε· παρά τη μεσημεριανή ώρα – ή ίσως εξαιτίας της – ο σταθμός έχει πολύ κόσμο.

Επάνω στον Εναέριο Σιδηρόδρομο κινούνται δύο συρμοί· όταν ο ένας πηγαίνει, ο άλλος έρχεται· και επί του παρόντος ο ένας από τους δύο φτάνει στον ανατολικό τερματικό σταθμό, όπου και σταματά για λίγο προτού ξεκινήσει. Έχω τα μάτια μου ανοιχτά (όπως και ο Ύαν και ο Κριτόλαος, είμαι σίγουρος) για τον φίλο μας τον Ναρκάμη, ενθυμούμενος πώς μου τον περιέγραψε ο Σερφάντης. Θα φορά τη στολή των φυλάκων του σιδηρόδρομου, μου είπε. Έχει δέρμα κατάλευκο και μαλλιά ξανθά και μακριά αλλά πάντα δεμένα σφιχτό κότσο. Μούσι δεν αφήνει ποτέ, απ’ό,τι ξέρω, και συνήθως φορά μαύρα γυαλιά.

Δεν αργώ να τον δω να βγαίνει από ένα βαγόνι και να πηγαίνει προς ένα οίκημα του σταθμού.

«Αυτός είναι,» λέω στους συντρόφους μου, και ο Κριτόλαος νεύει.

Πλησιάζουμε το οίκημα, όπου δεν έχουν πρόσβαση οι επιβάτες, και περιμένουμε απέξω. Ο κατάλευκος, ξανθομάλλης φύλακας βγαίνει μετά από λίγο.

«Συγνώμη,» του λέω, «είσαι ο Ναρκάμης Τίρβεγκωφ;»

Με κοιτά, νομίζω, λιγάκι καχύποπτα πίσω απ’τα μαύρα γυαλιά του. «Μάλιστα, κύριε. Τι θέλετε;» Προτιμά τον πληθυντικό, παρατηρώ, παρότι του μίλησα στον ενικό. Επιφυλακτικός.

«Ο Εναέριος Φύλακας;» τον ρωτάω, λέγοντας το κωδικό όνομα που έχει μέσα στη Δυναστεία, το οποίο, φυσικά, μου είπε ο Σερφάντης.

«Ποιος θέλει να μάθει;»

«Ερχόμαστε από την οικογένεια,» του λέει ο Κριτόλαος. «Κυνηγάμε τον Άφευκτο. Θα τον έχεις ακούσει, υποθέτω.»

Ο Ναρκάμης γνέφει καταφατικά. «Δεν έχω μάθει, όμως, να επιτέθηκε σε κανέναν στη Νέσριβεκ.»

«Θέλουμε να μας δώσεις πληροφορίες για τους ανθρώπους μας στη Ράσρηβ. Μπορείς;»

«Μπορώ,» λέει ο Ναρκάμης, «αλλά όχι τώρα. Ο συρμός σύντομα ξεκινά. Σε καμια ώρα, όμως, θα είμαι σπίτι μου. Αλλά μην έρθετε να με βρείτε εκεί· είναι η οικογένειά μου. Καλέστε με και θα κανονίσουμε μέρος συνάντησης.» Και μας δίνει έναν τηλεπικοινωνιακό κώδικα προτού απομακρυνθεί από εμάς, μπαίνοντας ξανά στο τρένο.

Αποφασίζουμε να κλείσουμε δωμάτια σε κάποιο ξενοδοχείο για να ξεκουραστούμε, οπότε φεύγουμε από τον σταθμό του Εναέριου Σιδηρόδρομου και πηγαίνουμε πάλι στη Λεωφόρο Ταξιδευτή όπου υπάρχουν πολλά ξενοδοχεία και πανδοχεία. Σταματάμε σ’ένα από τα τελευταία, που βρίσκεται κοντά στα άκρα της Νέσριβεκ. Αφήνουμε το όχημά μας στο γκαράζ του και καθόμαστε στην τραπεζαρία για να φάμε. Όταν τελειώνουμε το φαγητό, καλούμε τον Ναρκάμη με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου κι εκείνος μάς απαντά και ζητά να τον συναντήσουμε στην Πλατεία Ελευθερίας, μπροστά από τον Ναό της Αρτάλης.

Παλιές αναμνήσεις έρχονται στο μυαλό μου. Από την Πλατεία Ελευθερίας ήταν που ξεκίνησε το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης. Αναρωτιέμαι ξανά τι να γίνεται η Καλλιόπη, η συνοδηγός μου…

Φεύγουμε από το πανδοχείο και οδηγώ επάνω στη Λεωφόρο Ταξιδευτή και, ύστερα, επάνω στη γέφυρα, περνώντας στη δυτική μεριά του ποταμού Ήρντεφ, στη δυτική μεριά της Νέσριβεκ. Στρίβω στην Οδό Ήλιου και φτάνω στην Πλατεία Ελευθερίας, που τώρα είναι πολύ διαφορετική από τότε που ξεκίνησε το ράλι. Τότε ήταν περιφραγμένη και διαμορφωμένη έτσι ώστε να μπορούμε να σταθμεύσουμε τα αγωνιστικά οχήματά μας επάνω της.

Σταματάω έξω από την πλατεία, κατεβαίνουμε από το όχημά μας, και βαδίζουμε ανάμεσα στα δέντρα και τα φυτά της. Ο κόσμος είναι ελάχιστος εδώ, τέτοια ώρα. Βλέπουμε τον Ναρκάμη να κάθεται σ’ένα παγκάκι διαβάζοντας εφημερίδα, και τον πλησιάζουμε για να καθίσουμε πλάι του. Τώρα δεν φορά τη στολή του φύλακα του Εναέριου Σιδηρόδρομου, φυσικά.

«Λοιπόν,» μας λέει κατεβάζοντας την εφημερίδα, «πώς ξέρω ότι είστε όντως μέλη της οικογένειας;»

Ο Κριτόλαος τού αποκρίνεται με ένα από τα συνθηματικά μας, και ο Ναρκάμης γνέφει καταφατικά. «Καλώς. Τι θέλετε;»

«Σου είπαμε,» λέει ο Κριτόλαος: «οδηγίες για να πάμε στη Ράσρηβ. Θέλουμε να μας πεις με ποιους μπορούμε να έρθουμε σε επαφή εκεί.»

Και ο Ναρκάμης μάς απαντά.

*

Το απόγευμα, αφού έχουμε ξεκουραστεί, πετάμε ανατολικά, προς Ράσρηβ, και φτάνουμε εκεί σε λιγότερο από μια ώρα. Και σε λιγότερο από μισή ώρα μετά, χτυπάω το κουδούνι ενός γραφείου ιδιωτικών ερευνών.

Ένας μικρόσωμος, πορφυρόδερμος άντρας με μαύρα μαλλιά και μούσια ανοίγει την πόρτα. Αποκλείεται να είναι ο άνθρωπός μας.

«Καλησπέρα,» λέω. «Θα θέλαμε να μιλήσουμε με τον κύριο Βασνάρο. Είναι επείγον.»

«Έχετε ραντεβού;»

«Όχι, αλλά πρόκειται για πολύ σοβαρή υπόθεση,» απαντώ, παίρνοντας μια εξίσου σοβαρή έκφραση για να μη νομίσει ότι αστειεύομαι.

«Περάστε,» μας λέει. «Περάστε, και περιμένετε, παρακαλώ.»

Μπαίνουμε σ’ένα μικρό δωμάτιο με μαλακές μαύρες πολυθρόνες και καθόμαστε. Πλάι μας βρίσκονται τραπεζάκια με στοίβες από περιοδικά. Ο μικρόσωμος, πορφυρόδερμος άντρας ανοίγει μια πόρτα κι εξαφανίζεται, κλείνοντάς την πίσω του.

Ο Κριτόλαος κάτι μουρμουρίζει, και είμαι βέβαιος πως δεν μιλά ούτε σ’εμένα ούτε στον Ύαν. Κάποιο ξόρκι κάνει. Βλέπω τα μάτια του να στενεύουν, ενώ μοιάζει αυτοσυγκεντρωμένος σαν να προσπαθεί ν’ακούσει κάποιον χαμηλό ήχο αδύνατο να τον ακούσουμε εμείς.

«Τι είναι;» τον ρωτάω, χαμηλόφωνα.

«Μας κοιτάζει ένας τηλεοπτικός πομπός,» μου λέει, επίσης χαμηλόφωνα, αλλά όχι τόσο χαμηλόφωνα που η φωνή του να μη φτάσει και στ’αφτιά του Ύαν.

«Πού;» ρωτά ο μαυρόδερμος δαιμονομάτης.

«Δεν έχει σημασία,» λέει ο Κριτόλαος. «Περίμενε.»

Μετά από λίγο, μια πόρτα ανοίγει – όχι αυτή όπου μπήκε ο μικρόσωμος, πορφυρόδερμος άντρας – και ένας άλλος άντρας παρουσιάζεται: φανερά μεγαλύτερης ηλικίας, με δέρμα λευκό-ροζ και καστανά κοντοκουρεμένα μαλλιά. Φορά γκρίζο πουκάμισο, γκρίζο παντελόνι, και μαύρο γιλέκο. Στη ζώνη του είναι θηκαρωμένο ένα πιστόλι.

Ο άνθρωπός μας, σκέφτομαι.

«Κύριοι,» μας χαιρετά. «Με ζητήσατε.»

Σηκωνόμαστε από τις θέσεις μας.

«Ο Βασνάρος;» λέω. «Ο Γκρίζος Ποντικός;» Αναρωτιέμαι αν έχει πάρει αυτό το κωδικό όνομα επειδή πάντα – ή, τουλάχιστον, συνήθως – ντύνεται με γκρίζα ρούχα, όπως τώρα.

Τα μάτια του Βασνάρου στενεύουν. «Μάλιστα. Ελάτε μαζί μου, κύριοι.» Δε χρειάζονται, μάλλον, άλλες διευκρινίσεις ότι είμαστε μέλη της Δυναστείας.

Τον ακολουθούμε στο γραφείο του, όπου, εκτός από τη δική του πολυθρόνα, υπάρχουν άλλες δύο. Τα παντζούρια του μοναδικού παραθύρου είναι κλειστά. Ένα σύστημα με οθόνη και κονσόλα βρίσκεται επάνω στο γραφείο, καθώς και πάμπολλα χαρτιά και μικροαντικείμενα. Ένας σκύλος – μεγάλος και καφετής – είναι κουλουριασμένος στη γωνία του δωματίου.

«Να υποθέσω,» λέει ο Βασνάρος, «ότι ο Άφευκτος είναι που σας φέρνει εδώ, κύριοι;» Κανένας μας δεν έχει καθίσει.

«Σωστά υποθέτεις,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος. «Έχουμε αναλάβει να τον εξοντώσουμε. Έχεις πληροφορίες για εμάς;»

«Η δουλειά σας δεν θα είναι εύκολη, κύριε…» Και μοιάζει να περιμένει ν’ακούσει όνομα.

«Κριτόλαος. Και το ξέρουμε πως η δουλειά μας δεν είναι εύκολη. Μπορείς να βοηθήσεις; Μας είπαν ότι ήδη έχεις ερευνήσει τον φόνο του ταξιδιωτικού πράκτορα…»

«Τίποτα το σπουδαίο,» λέει ο Βασνάρος. «Πολύ βασικά πράγματα. Και δεν νομίζω ότι έχω τα μέσα για να συνεχίσω μια τέτοια έρευνα, εξάλλου. Το όχημα του Άφευκτου φαίνεται να έχει τη δυνατότητα, κυριολεκτικά, να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται.»

«Αυτό το ξέρουμε κι εμείς,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος. «Έμαθες τίποτ’ άλλο;»

Ο Βασνάρος τον κοιτάζει με κάποια αντιπάθεια, νομίζω. Αλλά λέει: «Ο Άφευκτος πρέπει να συνεργάζεται με μια γυναίκα.»

«Τι γυναίκα;» ρωτά ο Κριτόλαος. «Πώς το ανακάλυψες;»

Καινούργιο αυτό, σκέφτομαι. Ποτέ πριν δεν είχαμε ακούσει ότι ο Άφευκτος συνεργάζεται με κανέναν.

«Δε χρειάστηκε να κάνω κάτι το ιδιαίτερο για να το ανακαλύψω,» λέει ο Βασνάρος. «Ο Αλλάνδρης ήταν στο πρακτορείο όπου δούλευε, όταν μια γυναίκα μπήκε και του είπε ότι το όχημά του, εκεί όπου το είχε σταθμεύσει, προκαλούσε κάποιο πρόβλημα, κι έπρεπε νάρθει αμέσως. Η γυναίκα αυτή φορούσε καφετιά κάπα, με την κουκούλα σηκωμένη και με μαύρα γυαλιά στα μάτια. Ο Αλλάνδρης την ακολούθησε έξω από το πρακτορείο κι έκανε να διασχίσει τον δρόμο – ενώ εκείνη πρέπει ήδη να τον είχε διασχίσει, τρέχοντας – κι εκεί ήταν που το όχημα του Άφευκτου παρουσιάστηκε από το πουθενά, τον πάτησε, και εξαφανίστηκε.»

«Η γυναίκα πού πήγε;» ρωτά ο Κριτόλαος.

«Κανένας δεν ξέρει. Έφυγε, πάντως· δεν πλησίασε το πτώμα.»

«Εκτός από το γεγονός ότι φορούσε κουκούλα και γυαλιά, τι άλλο διέκριναν επάνω της;»

«Τίποτα, απ’ό,τι ξέρω.»

«Δερματικός χρωματισμός;»

«Κι εγώ αυτό ρώτησα τους άλλους υπαλλήλους του πρακτορείου, αλλά κανένας δεν το πρόσεξε. Μου είπαν μόνο ότι δεν πρέπει να ήταν σκούρος: δηλαδή, όχι καφετής ή μαύρος, και ούτε κόκκινος μάλλον.»

Ρωτάω: «Είναι σίγουρο πως αυτή η γυναίκα έβγαλε επίτηδες τον Αλλάνδρη από το πρακτορείο για να τον πατήσει ο Άφευκτος;»

«Η σύμπτωση είναι σίγουρα περίεργη,» λέει ο Βασνάρος. «Αλλά το ερεύνησα λίγο περισσότερο το θέμα, και ανακάλυψε πως εκεί όπου ο Αλλάνδρης είχε σταθμεύσει το όχημά του δεν προκαλούσε κανένα πρόβλημα. Επομένως, η γυναίκα είπε ψέματα προκειμένου να τον τραβήξει στον δρόμο.»

Κοιτάζω τον Κριτόλαο ερωτηματικά, αν και έχω μια υποψία. Αλλά είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν η Κιρτέφκι να ήταν αυτή η γυναίκα;

Ο Κριτόλαος με αγνοεί· μιλά στον Βασνάρο. «Τι άλλο;»

«Τίποτα,» λέει εκείνος, και καθίζει στην πολυθρόνα πίσω από το γραφείο του.

«Δεν προσπάθησες να παρακολουθήσεις τη γυναίκα με κανέναν τρόπο;»

«Τι να παρακολουθήσω; Δεν άφησε σημάδια πίσω της.»

«Καλώς,» του λέει ο Κριτόλαος. «Σ’ευχαριστούμε.»

«Πώς σκοπεύετε να τον σταματήσετε;» μας ρωτά ο Βασνάρος. «Έτσι όπως εξαφανίζεται το όχημά του, δεν μου φαίνεται καθόλου εύκολο να τον εντοπίσει κανείς.»

«Ούτε εμάς μας φαίνεται εύκολο,» λέει ο Κριτόλαος, και μετά χαιρετάμε τον Βασνάρο και φεύγουμε από το γραφείο του.

Παίρνουμε το όχημά μας και πηγαίνουμε προς ένα ξενοδοχείο που μας έχει προτείνει ο Ναρκάμης.

«Θα μπορούσε να ήταν η Κιρτέφκι;» ρωτάω καθώς οδηγώ.

«Μου μοιάζει περίεργο,» λέει ο Κριτόλαος. «Υπέθετα ότι ο Άφευκτος θα τη σκότωνε.»

«Δε μπορείς να έχεις πάντα δίκιο,» του λέει ο Ύαν, λιγάκι καυστικά νομίζω.

«Ίσως, όμως, να ήταν και κάποια άλλη,» λέω.

«Ίσως,» παραδέχεται ο Κριτόλαος. «Αλλά αν ήταν άλλη, τότε δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα ποια μπορεί να ήταν.»

«Η Κιρτέφκι ήταν,» λέει ο Ύαν. «Τον βοήθησε ήδη μία φορά. Γιατί να μην τον βοηθά και τώρα;»

«Την Αλεξάνδρα είχε λόγο να τη θέλει νεκρή,» του θυμίζει ο Κριτόλαος.

«Και τώρα έχει λόγο να είναι με το μέρος του Άφευκτου, γιατί φοβάται πως θα τη σκοτώσουμε μετά από ό,τι έκανε.»

«Αναρωτιέμαι,» λέω, «αν θα μπορούσαμε κάπως να τη χρησιμοποιήσουμε εναντίον του Άφευκτου.»

«Κι εγώ το ίδιο σκέφτομαι,» λέει ο Κριτόλαος.

«Και τι συγκεκριμένες ιδέες έχετε;» μας ρωτά ο Ύαν.

Κανένας μας δεν δίνει απάντηση.

*

Την επομένη, πετάμε νότια, προς Μέλβερηθ. Δεν έχει νόημα να μείνουμε άλλο στη Ράσρηβ. Ακόμα κι αν βρούμε κάποια από τα ίχνη του Άφευκτου – αν μάθουμε, για παράδειγμα, ότι πήγε προς τα νότια ή προς τα βόρεια ή προς τα δυτικά – αυτό δεν θα μας βοηθήσει σε τίποτα. Η επόμενη επίθεσή του μπορεί να γίνει οπουδήποτε. Και ο Κριτόλαος το θεωρεί σημαντικότερο να ολοκληρώσει την κατασκευή του ηχητικού ανιχνευτή.

Φτάνουμε στη Μέλβερηθ λίγο πριν από το μεσημέρι, προσγειωνόμαστε, και οδηγώ το όχημά μας στο τεχνουργείο στα όρια της Μυρωδάτης. Η Τζίνα, μόνη της εδώ ξανά, ξαφνιάζεται που μας βλέπει.

«Δε σας περίμενα τόσο γρήγορα,» λέει. «Χτες φύγατε. Είναι όλα εντάξει; Συνέβη κάτι;»

«Τίποτα το μη αναμενόμενο,» απαντά ο Κριτόλαος, καθώς βγάζουμε καπαρντίνες και πανωφόρια και τα κρεμάμε σε μια κρεμάστρα. «Εκτός από ένα πράγμα. Αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που επιστρέψαμε. Ο λόγος είναι η συσκευή που φτιάχνουμε. Δεν πιστεύω να τη σκάλισες χωρίς εμένα…»

«Δεν την άγγιξα καθόλου,» λέει η Τζίνα. «Τις κωδικομορφές των ηχητικών συχνοτήτων κοίταζα μόνο, καθώς και κάποιες άλλες πληροφορίες.»

«Έφτασες σε κανένα καινούργιο συμπέρασμα;» τη ρωτά καθώς βαδίζουμε στο εσωτερικό του τεχνουργείου, προς τα μηχανήματα και τους πάγκους.

«Όχι, τίποτα καινούργιο.»

Καθώς τους βλέπω μαζί, τη Τζίνα και τον Κριτόλαο, αρχίζω να έχω ολοένα και περισσότερο την αίσθηση πως συμπαθιούνται μεταξύ τους αλλά κανένας δεν το παραδέχεται. Αναρωτιέμαι αν η Τζίνα θα πλησίαζε τον Κριτόλαο, αν ήξερε πως ο Κριτόλαος θα ανταποκρινόταν· και αντιστρόφως. Μπορεί να της το προτείνω, αν έχουμε χρόνο, αν δεν τελειώσουν με την κατασκευή της συσκευής τους πολύ γρήγορα.

Το ξέρω πως οι περισσότεροι άντρες θα το θεωρούσαν τρελό αυτό. Γιατί να σπρώξεις προς τη μεριά ενός άλλου μια γυναίκα που κοιμάται μαζί σου; Όμως εγώ δεν έχω τέτοιους ενδοιασμούς. Και η Τζίνα δεν είναι η μοναδική γυναίκα που κοιμάται μαζί μου· δεν τη βλέπω σαν να της έχω δέσει λουρί.

«Πιάνουμε δουλειά πάλι, λοιπόν;» ρωτά η Τζίνα, κοιτάζοντας τον Κριτόλαο.

«Δεν έχουμε κάτι άλλο να κάνουμε.»

Είναι κι οι δυο τους σαν παλαβοί όταν εργάζονται πάνω από τα μηχανικά συστήματα του τεχνουργείου. Μοιάζουν να ζουν στον δικό τους κόσμο, να μιλάνε τη δική τους γλώσσα: έναν κόσμο που εγώ δεν γνωρίζω, μια γλώσσα που εγώ δεν καταλαβαίνω.

Ούτε και ο Ύαν.

«Πάμε για φαγητό;» με ρωτά, βαριεστημένος.

Ανασηκώνω τους ώμους. «Πάμε.»

*

«Ο Άφευκτος θα σ’έχει αναγνωρίσει, λες;» με ρωτά ο Ύαν, καθώς τρώμε σ’ένα εστιατόριο στο Σταυροδρόμι, όπου η κίνηση ποτέ δεν παύει.

«Από τα τηλεοπτικά δεδομένα της Κιρτέφκι, ε;»

«Προφανώς. Νομίζεις ότι θα σ’έχει αναγνωρίσει; Ότι θα σε θυμάται από παλιά;»

«Το θεωρώ…» στριφογυρίζω αργά τα ζυμαρικά γύρω απ’το πιρούνι μου, «πολύ πιθανό. Μάλλον ναι, θα μ’έχει αναγνωρίσει.»

Ο Ύαν πίνει μια γουλιά απ’τη μπίρα του. «Ήσασταν φίλοι, τότε;»

«Όχι ακριβώς.»

«Εχθροί;»

«Ούτε.»

«Ουδέτερες οι σχέσεις σας, δηλαδή;»

«Περίπου.»

«Δεν είσαι καθόλου συγκεκριμένος σήμερα, ραλίστα,» παρατηρεί ο Ύαν.

«Πού θες να καταλήξεις, Ύαν;»

«Θα μπορούσες κάπως να προκαλέσεις τον Άφευκτο, ώστε να τον μαγκώσουμε;»

«Δύσκολο το βλέπω. Ξέρεις, όμως, τι σκεφτόμουν;»

«Τι;»

«Πόσους ανθρώπους της Δυναστείας γνωρίζει ο Άφευκτος;»

«Τι σημασία έχει;» λέει ο Ύαν.

«Αναρωτιέμαι τι θα κάνει όταν του τελειώσουν οι στόχοι. Θα ψάξει και για άλλους; Θα προσπαθήσει να ανακαλύψει μέλη της Δυναστείας που δεν του είναι γνωστά;»

«Γιατί σε προβληματίζει αυτό;» ρωτά ο Ύαν, κόβοντας στη μέση μια ψητή πατάτα με το πιρούνι του και τρώγοντας το ένα κομμάτι.

«Γιατί τότε ίσως νάναι μια καλή στιγμή για να τον παγιδέψουμε. Όταν, δηλαδή, θα προσπαθεί να ανακαλύψει περισσότερα μέλη – μέλη που δεν γνωρίζει.»

«Προτείνεις να περιμένουμε να σκοτώσει πρώτα όλους όσους γνωρίζει;» γελά ο Ύαν. «Πολύ… τολμηρό σχέδιο, ραλίστα!»

«Μπορεί να φτάσουμε εκεί είτε το θέλουμε είτε όχι,» του λέω.

«Μπορεί. Αλλά δεν ξέρω πόσο σύντομα. Ο Άφευκτος νομίζω ότι γνωρίζει πολλούς από εμάς. Επιπλέον, ο σκοπός είναι να τον σταματήσουμε προτού διαλύσει το ένα τέταρτο του δικτύου της οικογένειας, σωστά;»

«Σωστά,» παραδέχομαι μορφάζοντας και πίνοντας μια γουλιά από τη μπίρα μου.

«Αυτή την Κιρτέφκι,» λέει ο Ύαν, «αν μπορούσαμε να την εκμεταλλευτούμε κάπως… Αν μπορούσαμε να την κάνουμε να πιστέψει πως έχει κάτι να κερδίσει βοηθώντας μας να παγιδέψουμε τον Άφευκτο…»

«Δεν έχει τίποτα να κερδίσει;»

«Ξέρω γω; Δεν παίρνω εγώ αυτές τις αποφάσεις. Όμως δεν νομίζω πως εκείνοι που έχουν περισσότερη επιρροή μέσα στην οικογένεια θα δουν με καλό μάτι το γεγονός ότι συμμάχησε με τον Άφευκτο.»

«Θα τη σκοτώσουν, πιστεύεις;»

«Ακόμα και να μην τη σκοτώσουν, θα ταλαιπωρηθεί πολύ άσχημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Αν όμως καταφέρναμε, κάπως, να την κάνουμε να πιστέψει ότι τη συμφέρει να προδώσει τον Άφευκτο….»

«Για να το καταφέρουμε αυτό θα πρέπει να της μιλήσουμε. Και πού θα τη βρούμε για να της μιλήσουμε; Για να βρούμε αυτήν πρέπει να έχουμε ήδη βρει τον Άφευκτο. Οπότε είναι ανούσιο.»

Ο Ύαν μοιάζει συλλογισμένος καθώς τρώει.

Δύσκολη η κατάσταση, σκέφτομαι. Θα καταφέρουμε, άραγε, ποτέ να ξεπαστρέψουμε τον Άφευκτο; Ή εκείνος, κάποτε, θα βαρεθεί να μας σκοτώνει και θα φύγει από τη Σεργήλη; Μπορούσε ήδη να το είχε κάνει, δεν μπορούσε; Η Σεργήλη είναι σταυροδρόμι ανάμεσα σε πολλές διαστάσεις. Μπορούσε να είχε πάει όπου στο Γνωστό Σύμπαν ήθελε. Κι όμως είναι ακόμα εδώ. Ο άνθρωπος είναι μανιασμένος εναντίον της Σιδηράς Δυναστείας.

Χωρίς δόλωμα, χωρίς κάποια απάτη, δεν θα τον νικήσουμε… Αναρωτιέμαι αν αυτό που είπε ο Ύαν θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο. Αν, δηλαδή, θα μπορούσα εγώ κάπως να προκαλέσω τον Άφευκτο.

Τι θα σκέφτηκε για εμένα, άραγε, όταν με είδε στην οθόνη του; Αναμφίβολα θα εξεπλάγη· δεν μπορεί να περίμενε να με βρει μέσα στη Δυναστεία.

Θα έρθει να σκοτώσει κι εμάς; σκέφτομαι. Θα προσπαθήσει να σκοτώσει εκείνους που τον κυνηγάνε, τώρα που ξέρει ποιοι είναι;

Αργότερα το μεσημέρι, όταν έχουμε όλοι επιστρέψει στο διαμέρισμα που νοικιάζουμε, ο Ύαν πηγαίνει να ξαπλώσει ενώ ο Κριτόλαος κάθεται στο καθιστικό και τρώει το φαγητό που παράγγειλε να του φέρουν. Εγώ του κάνω παρέα πίνοντας έναν Φλεγόμενο Γρύπα.

«Τι γίνεται με τον ανιχνευτή;» τον ρωτάω.

«Τελειώνουμε.»

«Σήμερα; Αύριο;»

«Δεν ξέρω. Αλλά είμαστε στο τέλος.»

Κρυψίνοες κι οι δυο τους – και εκείνος και η Τζίνα. Ποτέ δεν δίνουν μια ευθεία απάντηση.

«Σε γουστάρει, νομίζω,» του λέω ύστερα από λίγο, ενώ έχω τελειώσει το αναψυκτικό μου και συνθλίβω το κουτάκι μέσα στο χέρι μου.

Ο Κριτόλαος με κοιτάζει συνοφρυωμένος, μοιάζοντας να μην έχει καταλάβει σε τι αναφέρομαι.

«Η Τζίνα,» εξηγώ. «Σε γουστάρει. Είμαι σίγουρος.»

Ο Κριτόλαος σκουπίζει το στόμα και τα γένια του με μια πετσέτα. «Η ιδέα σου είναι.» Ανοίγει ένα μπουκάλι Κρύο Ουρανό και πίνει μια γουλιά.

«Δεν είναι η ιδέα μου. Την ξέρω.»

«Και, μάλιστα, από κοντά, απ’ό,τι έχω καταλάβει,» λέει ο Κριτόλαος. «Οπότε γιατί μου το λες αυτό; Φοβάσαι ότι μπορεί εγώ κι εκείνη να…; Αν το φοβάσαι αυτό, σου λέω από τώρα ότι δεν υπάρχει λόγος–»

Γελάω. «Δεν φοβάμαι τίποτα, Κριτόλαε. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει.»

Υψώνει ένα φρύδι. «Το ακριβώς αντίθετο;»

«Ναι. Κάνε μαζί της ό,τι θέλεις. Σε προτρέπω, βασικά.»

«Παράξενο.» Με κοιτάζει καχύποπτα. «Θες να την ξεφορτωθείς για κάποιο λόγο;»

Γελάω ξανά. «Όχι.»

«Τότε, τι συμβαίνει;»

«Τίποτα δεν συμβαίνει. Απλώς βλέπω ότι σε συμπαθεί, και νομίζω ότι κι εσύ τη συμπαθείς· οπότε….» Μορφάζω ανασηκώνοντας τους ώμους.

Ο Κριτόλαος κουνά το κεφάλι. «Δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι με συμπαθεί έτσι όπως πιστεύεις ότι με συμπαθεί.»

«Καλά,» του λέω, «αλλά έχε το υπόψη σου. Ίσως να κάνεις λάθος.»

Το βράδυ, όταν έχουν πάλι τελειώσει με τις δουλειές τους στο τεχνουργείο, επισκέπτομαι το διαμέρισμα της Τζίνας. Τη βρίσκω να μπανιαρίζεται, αλλά μου ανοίγει – στάζοντας νερά μπροστά από την πόρτα – και πηγαίνει ξανά στο μπάνιο για να συνεχίσει. Μετά, φρεσκοπλυμένη και ντυμένη με άνετα ρούχα, έρχεται να μου κάνει παρέα στο καθιστικό.

«Πώς πάει η δουλειά σας;» τη ρωτάω.

«Προχωράει.» Γεμίζει δύο ποτήρια με κρασί και μου δίνει το ένα.

«Τελειώνετε;»

«Έτσι δείχνει.» Κάθεται πλάι μου στον καναπέ.

«Σήμερα; Αύριο;»

«Κάποια απ’αυτές τις μέρες, μάλλον.»

Τι λέγαμε; Κρυψίνοες κι οι δυο τους. Τελείως παλαβοί.

Χαμογελάω.

«Τι είπα πάλι;» λέει η Τζίνα.

«Τίποτα· κάτι σκέφτηκα απλώς.» Πίνω μια γουλιά απ’το κρασί μου.

Να της το πω τώρα; Μπα, άσ’ το. Αργότερα.

Γιατί ασχολούμαι καν, βασικά; Μάλλον επειδή δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω, όσο τους περιμένω να τελειώσουν με τη δουλειά τους τόσες μέρες. Όταν κάθεσαι χωρίς να δραστηριοποιείσαι, αρχίζεις να παρατηρείς διάφορα και να σου μπαίνουν στο μυαλό περίεργες ιδέες.

Καταλήγουμε να κάνουμε έρωτα στον καναπέ και, μετά, ενώ καθόμαστε ημίγυμνοι, πίνοντας πάλι κρασί, λέω στη Τζίνα: «Το έχεις καταλάβει ότι ο Κριτόλαος σε γουστάρει, έτσι;»

«Τι;» Χαμπάρι δεν έχει πάρει· το βλέπω από την έκφρασή της.

Γελάω. «Είναι προφανές.»

«Μη λες σαχλαμάρες.» Κοιτάζει αλλού. Πιάνει τα γυαλιά της από δίπλα – τα οποία είχε βγάλει πριν – και τα φορά. «Απλά δουλεύουμε μαζί. Κοιτάζει περισσότερο τα μηχανήματα παρά εμένα.»

«Φυσικό δεν είναι, αφού δουλεύετε μαζί;»

Η Τζίνα δεν μιλά.

«Σου αρέσει;»

«Ο Κριτόλαος;» Γυρίζει τώρα να με κοιτάξει.

«Λες να αναφέρομαι σε κάποιο από τα μηχανήματα;»

Η Τζίνα γελά. «Σταμάτα! Γιατί με πειράζεις;»

«Εκείνου του αρέσεις, πάντως.»

«Πώς το ξέρεις;»

«Μου το είπε.»

«Με δουλεύεις.»

«Δε σε δουλεύω. Πραγματικά μού το είπε. Αλλά μην του πεις ότι σ’το είπα, εντάξει;»

«Δεν του το λέω,» υπόσχεται η Τζίνα, και τώρα μου μοιάζει σκεπτική.

«Τον γουστάρεις, λοιπόν…»

Ανασηκώνει τον έναν γυμνό ώμο. «Λιγάκι.»

Χαμογελάω.

Με κοιτάζει καχύποπτα. «Ζορδάμη, προσπαθείς να… να φύγεις από κοντά μου;»

Πίνω μια γουλιά κρασί. «Έτσι νομίζεις; Γιατί να είμαι εδώ, τότε;»

Η Τζίνα σουφρώνει τα χείλη. «Και δεν θα σε πείραζε αν εγώ κι ο Κριτόλαος…;»

«Καθόλου.»

«Είσαι γιος της Λόρκης, το ξέρεις;» λέει η Τζίνα χαμογελώντας.

«Πρώτη φορά ακούω τέτοια λόγια για τη μάνα μου.»

*

Η δουλειά στο τεχνουργείο συνεχίζεται την επόμενη ημέρα, αλλά αναρωτιέμαι αν έχω βάλει αρκετές ιδέες στο μυαλό της Τζίνας και του Κριτόλαου ώστε να συμβεί και τίποτα περισσότερο μεταξύ τους. Προτείνω στον Ύαν να πάμε καμια βόλτα στη Μέλβερηθ· ούτως ή άλλως, δεν κάνουμε τίποτα εδώ, του λέω, κι εκείνος συμφωνεί. Βαριέται να κάθεται στο τεχνουργείο.

Βαδίζουμε μέσα στην πόλη, ξεμακραίνοντας από τη Μυρωδάτη και μπαίνοντας σε μια συνοικία που ονομάζεται Χαμηλό Παζάρι. Δεν είναι ολόκληρη η περιοχή ένα παζάρι, αλλά έχει πολλά καταστήματα που θεωρούνται δευτέρας κατηγορίας, κι επίσης υπάρχουν πολλοί έμποροι που πουλάνε την πραμάτεια τους από λυόμενους ή κυλιόμενους πάγκους. Μπορείς να βρεις διάφορα πράγματα εδώ: από χρησιμοποιημένα μηχανήματα μέχρι κλεμμένα κοσμήματα.

«Τριγύριζα με τις ώρες σε τούτο το μέρος,» λέει ο Ύαν, και τα μαβιά μάτια του μοιάζουν ομιχλιασμένα, σαν να είναι χαμένος σε αναμνήσεις. «Με τις ώρες…»

«Πότε;» Δεν τον έχω ακούσει ποτέ ξανά να μιλά για το παρελθόν του.

«Όταν ήμουν μικρός.»

Ξαφνιάζομαι. «Εδώ μεγάλωσες, στη Μέλβερηθ;»

«Ναι,» αποκρίνεται ο Ύαν. «Οι γονείς μου, όμως, δεν ξέρω αν ήταν από τη Μέλβερηθ.»

«Δε θυμάσαι αν ήρθατε από αλλού;»

«Ήμουν πολύ μικρός, τότε.» Ο Ύαν κοιτάζει έναν πάγκο γεμάτο μπαταρίες καθώς περνάμε από δίπλα του βαδίζοντας αργά. «Μετά… μεγάλωσα κυρίως μόνος. Παιδί της πέτρας, ουσιαστικά. Στις γειτονιές του Ζευγαρωτού, βόρεια από δω. Αλλά ερχόμουν συχνά στο Χαμηλό Παζάρι…»

Παιδί της πέτρας… χωρίς οικογένεια· κάποιος μεγαλωμένος στους δρόμους. «Τι έγιναν οι γονείς σου; Σκοτώθηκαν;»

«Με άφησαν. Για κάποιο λόγο που δεν μου εξήγησαν ποτέ. Πρέπει να ήμουν πέντε χρονών, ίσως. Κοιμήθηκα μια νύχτα, και την άλλη μέρα ξύπνησα σ’ένα σπίτι όπου ήταν συγκεντρωμένα κι άλλα παιδιά. Τα είχε μια γυναίκα. Μάλλον τα μάζευε εκεί από τον δρόμο· πιθανώς και να τα εκμεταλλευόταν. Δεν ξέρω τι έκανε γιατί δεν κάθισα για να μάθω. Μετά από λίγο καιρό, που είναι σαν όνειρο πια, έφυγα από κει, δραπέτευσα, μαζί μ’ένα κοριτσάκι – λίγο μεγαλύτερο από εμένα, νομίζω. Ούτε τ’όνομά της δεν θυμάμαι πλέον· δεν ξέρω καν αν μου το είχε πει, αλλά πρέπει να μου το είχε πει.

»Δυστυχώς, δεν κατάφερε να επιβιώσει στους δρόμους της Μέλβερηθ. Εγώ – κάπως – τα κατάφερα, ραλίστα. Μη ρωτάς πώς.»

«Τι της συνέβη;»

«Την έφαγαν κάτι σκυλιά. Πολύ άγρια, πολύ πεινασμένα. Μια γνωστή αγέλη στον Ζευγαρωτό· τα παιδιά της πέτρας, οι ζητιάνοι, κι οι άστεγοι την έλεγαν ‘Τα Θηρία του Κάρτωλακ’. Δεν ήταν όλη η αγέλη μπροστά μας, τότε· δυο, τρία σκυλιά μονάχα, και η φίλη μου στράφηκε να τα χτυπήσει με το ραβδί της. Εγώ τής είπα να τρέξουμε αλλά δεν με άκουσε. Τους επιτέθηκε. Πρέπει νάμουν γύρω στα οχτώ, τότε – εκείνη δυο, τρία χρόνια πιο μεγάλη από εμένα. Την κατασπάραξαν. Μόλις είχε ρίξει μερικές ραβδιές στα πρώτα σκυλιά που συναντήσαμε, ολόκληρη η αγέλη όρμησε από μια στροφή. Όλα τα Θηρία του Κάρτωλακ έπεσαν πάνω της. Εγώ με το ζόρι γλίτωσα ζωντανός. Πιάστηκα σ’έναν παλιό στύλο και σκαρφάλωσα, γαντζώθηκα σ’έναν τοίχο, και μετά ανέβηκα σε μια οροφή, ενώ από κάτω μου άκουγα αυτά τα κτήνη να χαλάνε τον κόσμο με τα γαβγίσματά τους, σβήνοντας με τον θόρυβο τα ουρλιαχτά της φίλης μου.»

«Λυπάμαι για τη φίλη σου,» του λέω.

«Έχει περάσει πολύς καιρός πια,» αποκρίνεται ο Ύαν, καθώς συνεχίζουμε να βαδίζουμε μέσα στο Χαμηλό Παζάρι. «Και πήρα εκδίκηση.»

«Σοβαρολογείς;»

«Ναι. Βοήθησα αργότερα κάτι άλλα παιδιά της πέτρας να ξεπαστρέψουν τα Θηρία του Κάρτωλακ χρησιμοποιώντας φόλες και δηλητηριώδη αέρια.»

«Παρ’ όλ’ αυτά δεν θυμάσαι τ’όνομά της;»

Ο Ύαν ανασηκώνει τους ώμους. «Ξέρεις πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε; Δώδεκα χρόνων πρέπει νάμουν όταν ξεπαστρέψαμε τα Θηρία του Κάρτωλακ, ραλίστα.»

«Μέχρι στιγμής, πάντως, δεν είχα υποψιαστεί ότι ήσουν από τη Μέλβερηθ,» του λέω. «Δεν είχες αναφέρει τίποτα, και δεν μου είχε δοθεί η εντύπωση ότι ξέρεις τόσο καλά την πόλη.»

«Γιατί, δε νομίζεις ότι την ξέρω καλά;»

«Απλά, θεωρούσα ότι κάποιος που κατάγεται από εδώ θα την ήξερε καλύτερα.»

«Δεν έμεινα για πάντα στη Μέλβερηθ· μόνο όταν ήμουν μικρός,» λέει ο Ύαν, αλλά δεν προθυμοποιείται να μιλήσει περισσότερο για τον εαυτό του.

«Εσύ πώς αποφάσισες να γίνεις ραλίστας, ραλίστα;» με ρωτά.

«Μου άρεσε να οδηγώ γρήγορα,» αποκρίνομαι. «Πήρα μια φορά το όχημα της μητέρας μου και το μισοδιέλυσα. Με έκανε μαύρο στο ξύλο, μετά, και δεν μου έφτιαχνε φαγητό για πέντε μέρες, αλλά από τότε ήξερα ότι, ναι, είμαι ερωτευμένος με την ταχύτητα.»

Ο Ύαν γελά. «Είσαι τρελός, ραλίστα.»

Άκου ποιος μιλάει…

«Σε ποια πόλη όλα αυτά;» με ρωτά.

«Στην Κόρλας. Αλλά έξω από την πόλη ήταν που κατέστρεψα το όχημα της μητέρας μου. Και ευτυχώς, γιατί αλλιώς θα είχα προβλήματα και με τις αρχές.»

Προχωρώντας καταλήγουμε κοντά σε μια καφετέρια σε μια γωνία της Οδού Γυρισμένης με τη Λεωφόρο Αρχίδρομου. Αποφασίζουμε να μπούμε και να καθίσουμε. Συζητάμε για τον Άφευκτο, τώρα, κυρίως, κι όταν πλησιάζει το μεσημέρι, επιστρέφουμε στο τεχνουργείο στα όρια της Μυρωδάτης.

Ο Κριτόλαος και η Τζίνα ακόμα εργάζονται. Μου φαίνεται να έχουν περισσότερη οικειότητα ο ένας με τον άλλο, αλλά δεν νομίζω ότι συνέβη τίποτα ερωτικό μεταξύ τους όσο λείπαμε. Από την άλλη, βέβαια, μπορεί να κάνω και λάθος…

«Βρισκόμαστε στο τέλος,» μας πληροφορεί ο Κριτόλαος.

«Τα ίδια μάς έλεγες και χτες,» του λέω.

«Τώρα είμαι σίγουρος. Νομίζω πως αύριο θα έχουμε τη συσκευή έτοιμη. Θα μπορούμε να τη δοκιμάσουμε.»

«Πώς;» ρωτά ο Ύαν. «Το όχημα του Άφευκτου δεν είναι εδώ.»

«Θα τη βάλουμε να εντοπίσει έναν ήχο παρόμοιας συχνότητας, φυσικά,» εξηγεί ο Κριτόλαος. «Δεν χρειάζεται να είναι το ίδιο το όχημα.»

Τώρα, όμως, και εκείνος και η Τζίνα έχουν αποφασίσει να κάνουν διακοπή· εμάς περίμεναν να επιστρέψουμε. Έτσι παίρνουμε το όχημά μας και πηγαίνουμε να φάμε σ’ένα εστιατόριο στο Κέντρο της Μέλβερηθ. Παρατηρώντας τη Τζίνα και τον Κριτόλαο, συμπεραίνω πως, ναι, σίγουρα τώρα υπάρχει περισσότερη οικειότητα μεταξύ τους. Οι ιδέες που τους έβαλα στο μυαλό δεν πήγαν χαμένες. Αν όμως φύγουμε αύριο, ίσως να μην έχουν τελικά χρόνο να προχωρήσουν περισσότερο οι δυο τους. Κρίμα. Η Τζίνα πάλι θα παραπονιέται ότι είναι άτυχη με τους άντρες που της αρέσουν.

Αναρωτιέμαι γιατί μ’ενδιαφέρει. Μου έπαιξε βρόμικο παιχνίδι τότε, πριν από καιρό, έτσι δεν είναι; Ακόμα κι αν δεν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος για εμένα, το παιχνίδι ήταν βρόμικο.

Τέλος πάντων.

Μετά το φαγητό πηγαίνουμε στα διαμερίσματά μας για να ξεκουραστούμε· και μετά την ξεκούραση, οι ιδιοφυές μας πηγαίνουν πάλι να δουλέψουν στο τεχνουργείο. Εγώ παίρνω τον Ύαν μαζί μου και βολτάρουμε ξανά.

«Τα πόδια σου δεν γνωρίζουν γαλήνη, σήμερα, ραλίστα.»

Μάλλον δεν έχει προσέξει τίποτα γι’αυτό που προσπαθώ να καταφέρω με τη Τζίνα και τον Κριτόλαο.

«Έχω βαρεθεί,» του λέω. «Έχεις να προτείνεις κανένα περίεργο απογευματινό στέκι για να πάμε;»

«Τα περισσότερα στέκια που ήξερα μικρός σ’ετούτες τις περιοχές έχουν κλείσει τώρα. Μπορώ, όμως, να σε πάω μια βόλτα στον Ζευγαρωτό.»

«Δεν κυκλοφορούν πια επικίνδυνες αγέλες σκυλιών εκεί, έτσι;»

«Σαν τα Θηρία του Κάρτωλακ; Δεν το νομίζω. Αλλά ακόμα κι αν κυκλοφορούν….» Αγγίζει το πιστόλι στη ζώνη του.

«Τι ωραία που τα λες.»

«Θες να πάμε στον Ζευγαρωτό ή όχι;»

«Πάμε.»

Καθώς μπαίνουμε στην εν λόγω συνοικία και βαδίζουμε στους δρόμους της, βλέπω ότι είναι φανερά ταλαιπωρημένο μέρος και ότι έχει ακόμα πολλές ζημιές από τον μεγάλο πόλεμο κατά των Παντοκρατορικών.

«Γιατί λέγεται Ζευγαρωτός;» ρωτάω.

«Δεν ξέρω.» Ο Ύαν μορφάζει. «Κάποιος, κάποτε, έτσι ονόμασε την περιοχή.»

Βαδίζουμε ανάμεσα από πολυκατοικίες και μικρότερα οικήματα, κάτω από μπαλκόνια και καμάρες, δίπλα από ενεργειακές λάμπες που δεν έχουν ανάψει ακόμα. Βλέπουμε ζητιάνους και άστεγους, περαστικούς και μαγαζάτορες, μισθοφόρους και ύποπτους τύπους και τύπισσες. Κανένα ενεργοβόρο όχημα περνά κάπου-κάπου. Ο γρύπας ενός αερομεταφορέα πετά, σε κάποια στιγμή, από πάνω μας.

«Τη Σαμάνθα πώς τη γνώρισες;» ρωτάω.

«Την Αγαρίστη, εννοείς.»

«Ούτε το ένα όνομα είναι αληθινό ούτε το άλλο, όπως ξέρεις.»

«Μέχρι στιγμής, Αγαρίστη την ήξερα.»

«Τέλος πάντων· πώς τη γνώρισες;»

«Ήμασταν στη Χαρπόβη,» λέει ο Ύαν, «και έπρεπε να τη φρουρώ καθώς θα πήγαινε να κάνει κάποιες διαπραγματεύσεις με επικίνδυνους ανθρώπους της Δυναστείας.»

«Της Δυναστείας;»

«Ναι. Νομίζεις ότι όλοι όσοι είναι μέσα στην οικογένεια τάχουν καλά αναμεταξύ τους;»

«Απ’ό,τι έχω ακούσει, όχι.»

Ο Ύαν νεύει. «Αυτοί οι τύποι ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν την Αγαρίστη και να δώσουν το κεφάλι της για προσφορά στον Κάρτωλακ. Έγιναν φασαρίες, τελικά. Η προστασία μου αποδείχτηκε απαραίτητη.»

«Κι έτσι γίνατε εραστές; Αφού η προστασία σου αποδείχτηκε απαραίτητη;»

«Όχι. Πριν.»

«Πριν;»

«Ναι.»

Δε θέλω να φανώ αδιάκριτος ρωτώντας περισσότερα γι’αυτό. Ρωτάω κάτι άλλο: «Το ξέρεις ότι είναι μάγισσα, έτσι;»

Ο Ύαν γνέφει καταφατικά.

«Βιοσκόπος,» λέω. «Αλλά δεν έχει εκπαιδευτεί σε μαγική ακαδημία. Κάποιος άλλος την έχει εκπαιδεύσει, ανεπίσημα. Ξέρεις ποιος;»

«Η μάνα της.»

«Η μάνα της; Τι είναι η μάνα της; Βιοσκόπος;»

«Μάλλον,» λέει ο Ύαν.

«Ποιος σ’το είπε αυτό – ότι την εκπαίδευσε η μάνα της; Η Σαμάνθα;»

«Ναι, η Αγαρίστη

«Μπορεί νάναι ψέματα, επομένως,» συμπεραίνω.

«Γιατί να μου πει ψέματα;»

«Γιατί όχι; Ούτε το πραγματικό της όνομα δεν λέει.»

Όταν επιστρέφουμε στο τεχνουργείο, τη νύχτα, βρίσκουμε φυσικά τον Κριτόλαο και τη Τζίνα ακόμα εκεί. Αλλά κάτι έχει αλλάξει. Το καταλαβαίνω αμέσως. Με το πού μας ανοίγει η Τζίνα την πόρτα και μας χαιρετά, το καταλαβαίνω. Κι όταν βλέπω τον Κριτόλαο, η υποψία μου επιβεβαιώνεται. Κάτι έχει αλλάξει. Οι παρακινήσεις μου έπιασαν.

Ή, μήπως, είναι η φαντασία μου;

Οι ίδιοι δεν αποκαλύπτουν τίποτα, βέβαια, όπως θα περίμενα από αυτούς. Δείχνουν απορροφημένοι από τη δουλειά τους. Κουρασμένοι από τη δουλειά τους, καθώς πια εργάζονται ώρες.

Κι όμως…

Παρατηρώντας τους πιο προσεχτικά, βλέπω τα σημάδια. Το μπεζ πουκάμισο που φορά ο Κριτόλαος είναι φανερά τραβηγμένο, και λείπουν τα δύο επάνω κουμπιά, πράγμα που δεν συνέβαινε πριν – πράγμα που, αναμφίβολα, έκανε η Τζίνα. Η οποία έχει επίσης σημάδια επάνω της. Θυμάμαι πως όταν ήρθαμε στο τεχνουργείο, το απόγευμα, φορούσε ένα ζευγάρι μαύρες κάλτσες κάτω από την καφετιά φούστα της. Τώρα, αυτές οι κάλτσες έχουν εξαφανιστεί. Και τα πράσινα μαλλιά της δεν είναι πιασμένα κότσο, όπως πριν.

Χαμογελάω, αλλά μένω σιωπηλός.

Μετά από λίγο, ολοκληρώνοντας κάποιο ξόρκι, ο Κριτόλαος λέει: «Μπορούμε να πηγαίνουμε γι’απόψε. Αύριο, η συσκευή μας πρέπει να είναι έτοιμη.»

«Αυτή εκεί είναι;» Δείχνω το μηχάνημα επάνω στο οποίο ο μάγος έκανε το ξόρκι του: ένα μεταλλικό αντικείμενο ενωμένο με καλώδια, που κάποια καταλήγουν σε ενεργειακές φιάλες, κάποια σε πληροφοριακά συστήματα.

«Ναι. Θα την αφήσουμε όλο το βράδυ ώστε να συγχρονιστούν σωστά κάποιες κωδικομορφές ηχητικών συχνοτήτων στη μνήμη της.» Ο Κριτόλαος πιάνει το πανωφόρι του από την κρεμάστρα και το φορά.

Η Τζίνα βάζει την καπαρντίνα της.

Προσποιούνται ότι δεν δίνουν καμία σημασία ο ένας στον άλλο. Είναι σχεδόν αστείοι.

Ο Ύαν αμφιβάλλω ότι έχει καταλάβει το παραμικρό, όμως.

Βγαίνουμε από το μηχανουργείο, παίρνουμε το όχημά μας, και επιστρέφουμε στο Σταυροδρόμι και στην πολυκατοικία μας. Η Τζίνα πηγαίνει στο διαμέρισμά της κι εμείς στο δικό μας.

Όταν ο Ύαν επισκέπτεται την τουαλέτα, λέω στον Κριτόλαο, καθώς είμαστε καθισμένοι στο μικρό καθιστικό πίνοντας κρασί: «Είχα δίκιο, λοιπόν, ή όχι, ότι σε συμπαθούσε;»

«Τα καταλαβαίνεις όλα, ραλίστα…» υπομειδιά ο μάγος.

«Το πουκάμισό σου μιλά από μόνο του.»

Ο Κριτόλαος αγγίζει το σημείο όπου λείπουν τα δύο επάνω κουμπιά. «Παραλίγο να με σκοτώσει.»

Γελάω συγκρατημένα και πίνω μια γουλιά κρασί.

«Όχι πως παραπονιέμαι,» λέει ο Κριτόλαος, «αλλά έπρεπε να με είχες προειδοποιήσει. Πάντα έτσι είναι;»

«Πάντα.»

«Της είπα ότι δεν πρόκειται να τρέξω να φύγω, αλλά δεν με άκουσε.» Χαμογελά, και πίνει κρασί. «Δε θα το φανταζόμουν ποτέ, βλέποντάς την. Δεν… δεν μοιάζει.»

«Ναι, καταλαβαίνω τι θες να πεις. Σε εκπλήσσει.»

«Δε σε πειράζει αυτό που έγινε;»

«Όχι. Σ’το είπα ήδη, δε σ’το είπα;»

«Σκέφτηκα ότι, τώρα που είναι πραγματικότητα, ίσως να είχες αλλάξει γνώμη. Ίσως να ήσουν τσαντισμένος μαζί μου. Και με τους δυο μας.»

«Σου μοιάζω για τσαντισμένος;»

Ο Κριτόλαος δεν απαντά, αλλά η απάντηση της όψης του είναι προφανώς αρνητική.

«Σίγουρα η συσκευή θάναι έτοιμη αύριο;» τον ρωτάω, αλλάζοντάς θέμα.

«Αν όλα πάνε καλά – που νομίζω πως θα πάνε – ναι.»

ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ

Νύχτα στην Αγκένροβ, και η φρουρός του υποκαταστήματος του Σεργήλιου Χρηματοφύλακα στη Λεωφόρο Νομοθέτη φεύγει καθώς η βάρδια της έχει τελειώσει και ένας συνάδελφός της έχει μόλις έρθει.

Είναι ψηλή γυναίκα, με δέρμα κατάλευκο και μαλλιά ξανθά. Λύνει τώρα τον κότσο, αφήνοντάς τα να πέσουν στους ώμους της. Είναι ντυμένη με τη στολή των φρουρών του Σεργήλιου Χρηματοφύλακα η οποία περιλαμβάνει αλεξίσφαιρο γιλέκο. Από τη ζώνη της κρέμονται ένα πιστόλι διπλής λειτουργίας (πυροβόλο και ενεργοβόλο) και ένα μακρύ ξιφίδιο. Μπροστά στο στήθος της είναι κλειστή η αγκράφα της κάπας της, αν και δεν κάνει κρύο απόψε· είναι οι αρχές της άνοιξης στη Σεργήλη.

Τα βήματά της αντηχούν στον πεζόδρομο που έχει ελάχιστη κίνηση τέτοια ώρα. Η γυναίκα κοιτάζει τη Λεωφόρο Νομοθέτη και δεν βλέπει παρά δυο οχήματα να περνάνε. Τη διασχίζει χωρίς μεγάλη προσοχή και μπαίνει σε μικρότερους δρόμους της Αγκένροβ, βαδίζοντας προς τα εκεί όπου έχει σταθμεύσει το δίκυκλό της.

Ο δρόμος είναι μικρός, ήσυχος, και σκιερός. Το δίκυκλο φαίνεται να γυαλίζει στο φως μιας δημόσιας ενεργειακής λάμπας στη γωνία. Η φρουρός κάνει να το πλησιάσει–

Ένα τετράκυκλο όχημα εμφανίζεται μπροστά της! Λιγνό και όλο γωνίες. Τζάμια φιμέ. Βαμμένο μαύρο και βαθυκόκκινο.

Η φρουρός πετάγεται πίσω, σαστισμένη. Μοιάζει να μην πιστεύει στα μάτια της.

Ο Άφευκτος ανοίγει το παράθυρό του και τη σημαδεύει με το πιστόλι του. «Μην κινηθείς, μη φωνάξεις,» της λέει.

«Τι…;» κάνει εκείνη.

Η Κιρτέφκι βγαίνει από την άλλη μεριά του αγωνιστικού οχήματος, με το πιστόλι της στο χέρι, την κουκούλα της κάπας της στο κεφάλι, και μαντήλι στην κάτω μεριά του προσώπου της.

«Τι θέλετε;» ρωτά η φρουρός.

«Θα δώσεις στη φίλη μου τα όπλα σου,» της λέει ο Άφευκτος. «Χωρίς εξυπνάδες.»

«Αν θέλετε λεφτά–»

«Δεν θέλουμε λεφτά. Δώσε τα όπλα σου.»

Η φρουρός τραβά το πιστόλι και το ξιφίδιο από τη ζώνη της και τα δίνει στην Κιρτέφκι, με τις λαβές μπροστά.

«Μπες μέσα τώρα,» λέει ο Άφευκτος. «Στο πίσω κάθισμα.»

«Γιατί;» Η γυναίκα είναι φανερά τρομαγμένη. «Ποια νομίζετε πως είμαι;»

«Ξέρουμε ποια είσαι. Μπες μέσα τώρα.» Ο Άφευκτος εξακολουθεί να τη σημαδεύει με το πιστόλι του.

Η φρουρός μπαίνει στην πίσω μεριά του οχήματος, και η Κιρτέφκι κάθεται δίπλα της, σημαδεύοντάς την με το πιστόλι της.

«Αν σε δούμε να κάνεις καμια εξυπνάδα,» λέει ο Άφευκτος, «θα σε σκοτώσουμε· μην το αμφιβάλλεις.» Και κατεβάζει τον διακόπτη επάνω στην κονσόλα του οχήματος ο οποίος ενεργοποιεί τη μορφή ήχου.

Τα περισσότερα πράγματα απέξω φαίνονται ημιδιαφανή, τώρα, και ο Άφευκτος αρχίζει να οδηγεί γρήγορα.

Η φρουρός αναφωνεί, αναστατωμένη. «Τι γίνεται;… Τι είναι…; Τι θέλετε από εμένα;»

«Ησυχία,» της λέει η Κιρτέφκι. «Θα μάθεις.»

Ο Άφευκτος βγάζει το όχημά του από την Αγκένροβ – περνώντας μέσα από δέντρα, τοίχους, και άλλα οχήματα – και μετά, στην ύπαιθρο πια, του δίνει πάλι υλική μορφή. Η φρουρός έχει μια έκφραση στο πρόσωπό της που υποδηλώνει πως φοβάται ότι ονειρεύεται, ότι όλα αυτά δεν μπορεί να είναι αληθινά.

Ο Άφευκτος σταματά το όχημά του μέσα σ’ένα σύδεντρο, καμια δεκαριά χιλιόμετρα ανατολικά της Αγκένροβ. Το φεγγάρι φαίνεται μεγάλο και καθαρό στον ουρανό της Σεργήλης. Απόμακρα διακρίνονται τα φώτα κάποιου χωριού ή μικρής πόλης. Κατά τα άλλα, ο τόπος είναι έρημος.

«Λοιπόν,» λέει ο Άφευκτος γυρίζοντας να κοιτάξει τη φρουρό. «Ένα πράγμα θέλουμε μόνο να μάθουμε από σένα και μετά θα σ’αφήσουμε να φύγεις.»

Εκείνη τον κοιτάζει χωρίς να μιλά, και η έκφρασή της μαρτυρά ότι ακόμα δεν είναι απόλυτα σίγουρη πως δεν ονειρεύεται.

«Πότε θα έρθει η επόμενη χρηματαποστολή στην τράπεζα του Σεργήλιου Χρηματοφύλακα, και με τι μέσο;» ρωτά ο Άφευκτος.

Η γυναίκα κομπιάζει.

«Μη μας κάνεις να σε σκοτώσουμε,» της λέει ο Άφευκτος. «Το ξέρουμε πως ξέρεις. Πες μας και μπορείς να φύγεις.»

Η φρουρός ξεροκαταπίνει. «Με τρένο,» αποκρίνεται τελικά. «Από τα κεντρικά της τράπεζας, στην Άντχορκ.»

«Πρώτα θα περάσει από τη Μέλβερηθ, δηλαδή…»

Η φρουρός γνέφει καταφατικά. «Ναι.»

«Σε ποιο βαγόνι θα είναι;»

«Στο…»

«Μην κάνεις πάλι ότι δεν ξέρεις.» Ο Άφευκτος υψώνει το πιστόλι του χωρίς να τη σημαδεύει. «Γνωρίζουμε για σένα πιο πολλά απ’ό,τι πιστεύεις. Σ’έχουμε ερευνήσει.»

Η φρουρός μορφάζει κουρασμένα. «Στο τέταρτο βαγόνι είναι, συνήθως.»

«Μη λες ψέματα· δεν είναι καλ–»

«Δε λέω ψέματα. Εκεί είναι συνήθως: στο τέταρ–»

«Θέλεις να πεθάνεις, γυναίκα;» φωνάζει ο Άφευκτος, σημαδεύοντας την τώρα, βάζοντας την κάννη του πιστολιού του μπροστά στο πρόσωπό της.

«Δε λέω ψέματα!» αποκρίνεται εκείνη, μοιάζοντας έτοιμη να δράσει, να κάνει κάτι – οτιδήποτε – για να γλιτώσει τη ζωή της. «Είναι στο τέταρτο βαγόνι. Εκεί είναι συνήθως.»

«Καλώς,» λέει ο Άφευκτος, παίρνοντας το πιστόλι του από μπροστά της. «Και πότε θα έρθει το τρένο; Σε πόσες μέρες;»

«Σε πέντε μέρες.»

«Αν ανακαλύψω ότι λες ψέματα–»

«Ηρέμησε, εντάξει; Δε σου λέω ψέματα. Μου έχετε πάρει τα όπλα μου, με κρατάτ–»

«Μη νομίζεις ότι είναι δύσκολο να σε ξαναβρώ, αν σ’αφήσω να φύγεις,» την προειδοποιεί ο Άφευκτος. «Είδες τι μπορώ να κάνω, δεν είδες; Θα βρεις το όχημά μου μέσα στο σπίτι σου, καταλαβαίνεις;»

Η φρουρός γνέφει ξανά. «Ναι, αλλά δεν σου λέω ψέματα. Σε πέντε μέρες θα έρθει.» Συνοφρυώνεται προς στιγμή, σαν να υπολογίζει. «Ναι, σε πέντε μέρες ακριβώς. Την πέμπτη ημέρα μετρώντας από αύριο το πρωί. Το μεσημέρι της πέμπτης ημέρας. Η χρηματαποστολή θα είναι εδώ με το μεσημεριανό τρένο.»

«Μάλιστα,» λέει ο Άφευκτος. «Φύγε τώρα. Γρήγορα.»

«Τα όπλα μου;»

«Δε χρειάζεσαι όπλα.»

Η φρουρός ανοίγει την πόρτα πλάι της, βγαίνει απ’το όχημα, κι αρχίζει να βαδίζει προς την Αγκένροβ μες στη νύχτα.

«Πραγματικά την έχεις ερευνήσει;» ρωτά η Κιρτέφκι.

Ο Άφευκτος ρουθουνίζει. «Σοβαρολογείς; Απλά την έχω δει που δουλεύει στην τράπεζα. Ούτε τ’όνομά της δεν ξέρω. Αλλά οι φρουροί του Σεργήλιου Χρηματοφύλακα τα γνωρίζουν αυτά – ώρες που έρχονται και φεύγουν οι χρηματαποστολές, και τα λοιπά.»

Βάζει μπροστά τη μηχανή και, στρίβοντας το τιμόνι, ακολουθεί τη λευκόδερμη, ξανθομάλλα γυναίκα με τη στολή.

«Θα τη σκοτώσεις;» ρωτά η Κιρτέφκι.

«Δεν το είπαμε ήδη;»

Η φρουρός καταλαβαίνει ότι το τετράκυκλο όχημα την κυνηγά, κι αρχίζει να τρέχει σαν αγρίμι.

Ο Άφευκτος χαμογελά. Αν και μπορεί να τη σκοτώσει αμέσως, παίζει μαζί της για λίγο, μην αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα.

«Τελείωνε, Σίλα!» γρυλίζει η Κιρτέφκι, καθώς έρχεται μπροστά για να καθίσει στη θέση του συνοδηγού. «Δεν είναι αστείο!»

«Εξαρτάται από την αίσθηση του χιούμορ που έχει ο καθένας…»

«Το να κυνηγάς μια γυναίκα για να τη σκοτώσεις μες στη νύχτα είναι νοσηρό!»

«Θα πεθάνει ούτως ή άλλως· δεν μπορούμε να την αφήσουμε να ζήσει. Γιατί να μη διασκεδάσουμε λίγο κιόλας; –Αλλά αφού επιμένεις…» Μετατρέπει το όχημά του σε ήχο και επιταχύνει απότομα.

Περνά μέσα από τη φρουρό και βγαίνει πολλές δεκάδες μέτρα μπροστά της. Εκείνη σταματά, ξαφνιασμένη, έχοντας ακούσει τον περίεργο θόρυβο του ηχομορφικού οχήματος να γεμίζει το κεφάλι της.

Κοιτάζει πίσω της, παραξενεμένη που δεν βλέπει τίποτα πια να την καταδιώκει.

Ο Άφευκτος, έχοντας σταματήσει, δίνει πάλι στο όχημά του υλική μορφή. Η γυναίκα το βλέπει να εμφανίζεται, με γουρλωμένα μάτια. Ο Άφευκτος στρέφεται καταπάνω της. Η φρουρός τρέχει τώρα προς την αντίθετη μεριά απ’ό,τι πριν.

«Δεν είπες ότι θα το τελειώσεις;» παραπονιέται η Κιρτέφκι.

«Θα το τελειώσω,» τη διαβεβαιώνει εκείνος, «αλλά θέλω νάμαστε όσο το δυνατόν πιο μακριά από την Αγκένροβ.»

Η φρουρός τρέχει σαν παλαβή· τα ξανθά μαλλιά της αντανακλούν το φεγγαρόφωτο καθώς ανεμίζουν γύρω απ’το κεφάλι της.

Ο Άφευκτος συνεχίζει το κυνηγητό για λίγο ακόμα, και μετά πατά το πετάλι στο τέρμα. Η πανίσχυρη μηχανή του αγωνιστικού οχήματος ουρλιάζει, οι τροχοί του τινάζουν χώματα, χαλίκια, και χόρτα. Φτάνει τη λεία του στη στιγμή. Τη συνθλίβει κάτω από τον μεταλλικό του όγκο, τινάζοντας αίματα ολόγυρα.

Ο Άφευκτος πατά το φρένο.

Η Κιρτέφκι αναφωνεί από την ξαφνική αλλαγή ταχύτητας.

Ο Άφευκτος αισθάνεται τη ζωτική ενέργεια της φρουρού να προσελκύεται στον μαγνήτη στο κέντρο του στήθος του, να τροφοδοτεί τους τεχνητούς πνεύμονές του.

Η Κιρτέφκι βλέπει τη ζωτική ενέργεια σαν ατμό, σαν άχνη, που έρχεται απ’ όλες τις κατευθύνσεις καταπάνω στον Σίλα. Κάτι διάχυτο που συγκεντρώνεται στο στέρνο του.

«Τι νιώθεις όταν συμβαίνει αυτό;» τον ρωτά. «Πώς είναι; Νιώθεις να… να δυναμώνεις;»

Ο Άφευκτος κουνά το κεφάλι καθώς πατά πάλι το πετάλι της επιτάχυνσης και ξεκινά να τρέχει. «Όχι, δεν είναι έτσι. Ένα γαργαλητό αισθάνομαι.»

«Ένα γαργαλητό; Απορροφάς τη ζωή ενός ανθρώπου και αισθάνεσαι μόνο ένα γαργαλητό;»

«Δεν απορροφώ εγώ τη ζωή κανενός ανθρώπου· ο μηχανισμός μέσα μου την απορροφά.»

«Φαίνεται;»

«Τι;»

«Αυτός ο μηχανισμός. Φαίνεται επάνω στο στήθος σου;»

«Όχι· είναι κάτω από το δέρμα. Μπορείς, όμως, να τον ψηλαφήσεις. Τον νιώθεις με τα δάχτυλα.»

Μετά από καμια ώρα, όταν βρίσκονται ακόμα πιο μακριά από την Αγκένροβ, προς τα βόρεια και ανατολικά, κοντά στους πρόποδες της Ραχοκοκαλιάς, ο Άφευκτος σταματά το όχημά του και σβήνει τη μηχανή.

«Εδώ θα διανυκτερεύσουμε;» ρώτα η Κιρτέφκι, που έχει πια κατεβάσει την κουκούλα της κάπας της και βγάλει το μαντήλι από το πρόσωπό της.

«Ναι.»

«Γιατί ποτέ δεν διανυκτερεύουμε σε πανδοχείο; Από τότε που ήρθα μαζί σου, όλο στην ύπαιθρο κοιμόμαστε. Θεωρείς τα πανδοχεία τόσο επικίνδυνα; Αποκλείεται η Σιδηρά Δυναστεία νάχει ανθρώπους της σ’ένα τυχαίο πανδοχείο έξω από τις μεγάλες πόλεις.»

«Αποκλείεται;» γελά ο Άφευκτος. «Πώς φαίνεται ότι δεν ξέρεις καθόλου καλά τη Σιδηρά Δυναστεία… Φυσικά και έχει ανθρώπους της απλωμένους σε διάφορα πανδοχεία της Σεργήλης. Αλλά αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος που δεν θέλω να κοιμάμαι εκεί.»

«Τι άλλος λόγος υπάρχει; Σε φρικάρουν τα πανδοχεία;»

«Ας πούμε ότι η Δυναστεία, κάπως, με εντοπίζει και στέλνει ανθρώπους της για εμένα μες στη νύχτα. Πώς θα καταφέρω να μπω στο όχημά μου και να φύγω, αν είμαι κλεισμένος σ’ένα δωμάτιο, κοιμισμένος πάνω σ’ένα κρεβάτι;»

«Ναι, αλλά αυτή δεν είναι ζωή…»

«Δεν υποστήριξα πως είναι ζωή.»

Η Κιρτέφκι αναστενάζει, μοιάζοντας να θέλει να μιλήσει αλλά μη μιλώντας.

«Πρέπει να σου κάνω πάλι την ίδια ερώτηση;» λέει ο Άφευκτος.

Εκείνη κουνά το κεφάλι. «Όχι· ξέρεις την απάντηση.» Σηκώνεται από τη θέση του συνοδηγού και πηγαίνει στο πίσω κάθισμα. Βγάζει τις μπότες της και ξαπλώνει.

«Τη χρηματαποστολή θα τη ληστέψεις, τελικά, ή όχι;» τον ρωτά. «Δε μου είπες.»

«Φυσικά και θα τη ληστέψω.» Ο Άφευκτος ανάβει τσιγάρο κι ανοίγει λίγο το παράθυρο ώστε να φεύγει ο καπνός. Σκαλίζει μερικά κουμπιά επάνω στην κονσόλα κι ένα τραγούδι γεμίζει το εσωτερικό του οχήματος: Ξεχασμένοι Λωποδύτες, του συγκροτήματος Πολίτες Απολίτιστοι.

«Βάλε, τουλάχιστον, κάτι της προκοπής ν’ακούσουμε!» παραπονιέται η Κιρτέφκι.

«Τι θέλεις πάλι; Ελάσσονες Ανεμοβούβαλους;»

«Δεν είναι καλύτεροι;»

«Να βάλω Άκακους Γρύπες;»

«Βάλε Άκακους Γρύπες.»

Ο Άφευκτος πατά πάλι μερικά κουμπιά στην κονσόλα και ένα τραγούδι των Άκακων Γρυπών αρχίζει ν’ακούγεται: Ωδή στον Άνεμο και στα Βουνά.

«Δε νομίζεις ότι θάναι λιγάκι δύσκολο να ληστέψεις τρένο;» λέει η Κιρτέφκι.

«Όχι,» μορφάζει ο Άφευκτος, φυσώντας καπνό.

«Σοβαρολογώ, Σίλα.»

«Κι εγώ. Θα μετατρέψω το όχημα σε ήχο και θα πηδήσω μέσα στο βαγόνι της χρηματαποστολής.»

«Κι αν αστοχήσεις; Αν βρεθείς αλλού; Σε άλλο βαγόνι; Ή πέρα από το τρένο;»

«Και τι έγινε;» λέει ο Άφευκτος. «Ήχος θα είμαι· δε θα πάθω τίποτα. Αλλά μην ανησυχείς, δεν πρόκειται ν’αστοχήσω.»

«Είσαι τόσο καλός οδηγός;»

«Καλύτερος. Το ξέρεις ότι ήμουν ραλίστας.» Γυρίζει να την κοιτάξει.

«Μη μου πεις ότι όλοι οι ραλίστες κάνουν τέτοια…»

«Δεν είμαι σαν όλους τους ραλίστες.»

Η Κιρτέφκι χαμογελά ατενίζοντας το πρόσωπό του. «Ξέρεις κάτι;» λέει.

«Τι;»

«Από μια άποψη θα μπορούσε να μ’αρέσει αυτό που κάνουμε τώρα… Είναι… είναι τελείως διαφορετικό από την κανονική μου ζωή. Νόμιζα ότι τέτοια πράγματα συμβαίνουν μόνο στις ταινίες.»

Ο Άφευκτος γελά. «Στην πραγματικότητα, συμβαίνουν χειρότερα πράγματα απ’ό,τι στις ταινίες.»

Η Κιρτέφκι παίρνει μια σκεπτική έκφραση. «Ναι… Στις ταινίες δεν νομίζω πως ένας τύπος σαν εσένα θα σκότωνε μια ανυπεράσπιστη γυναίκα που έτρεχε στην ύπαιθρο.»

«Αν την αφήναμε να φύγει,» της λέει ο Άφευκτος, «θα ειδοποιούσε την τράπεζα ότι κάποιος έχει βάλει στο μάτι τη χρηματαποστολή, και–»

«Καταλαβαίνω το σκεπτικό σου, αλλά και πάλι….»

«Δεν υποστήριξα ποτέ ότι είμαι καλός άνθρωπος, Κιρτέφκι – και σταμάτα να με βλέπεις έτσι. Ξέρεις πόσους έχω σκοτώσει; Πόσους έχω σκοτώσει για τη Δυναστεία;»

Η Κιρτέφκι αναστενάζει, και γυρίζει από την άλλη, καθώς είναι ξαπλωμένη επάνω στο μακρύ κάθισμα, στρέφοντάς του την πλάτη.

«Τώρα,» της λέει ο Άφευκτος, «απλά ξεπληρώνω τους γιους και της κόρες της Λόρκης· δεν είμαι κανένας ήρωας από παραμύθι.»

Και συνεχίζει να καπνίζει μέσα στη σιωπή της νύχτας, ακούγοντας τις μελωδίες από το ηχοσύστημα της κονσόλας του οχήματος.

Τελικά, κλείνει τη μουσική και ξαπλώνει επάνω στα δύο μπροστινά καθίσματα.

*

Περνάνε τις μέρες τους τριγυρίζοντας στις περιοχές νότια της Αγκένροβ, μη μπαίνοντας σε πόλεις και χωριά παρά μόνο όταν είναι απαραίτητο, όταν πρέπει να προμηθευτούν τρόφιμα ή ενεργειακές φιάλες. Η Κιρτέφκι αγοράζει, επίσης, και κανένα μυθιστόρημα για να έχει να διαβάζει, να περνά την ώρα της· και αγοράζει και πλακέτες μουσικής, για να ακούει τα τραγούδια τους από το ηχοσύστημα του οχήματος.

Εν τω μεταξύ, εκείνη κι ο Άφευκτος συζητάνε πώς θα ληστέψουν τη χρηματαποστολή. Αρχικά, ο Σίλας τής λέει πως δεν είναι απαραίτητο να έρθει μαζί του όταν θα πηδήσει μέσα στο τρένο· μπορεί να μείνει έξω από το όχημά του και να τον περιμένει να επιστρέψει. Αλλά η Κιρτέφκι διαφωνεί, λέγοντας πως φυσικά και θα έρθει. «Αφού είμαι μαζί σου, είμαι μαζί σου. Θέλω να δω πώς θα γίνει.»

«Υπάρχει κίνδυνος,» την προειδοποιεί ο Άφευκτος. «Θα έχουν οπλισμένους ανθρώπους μέσα στο βαγόνι.»

«Δε θα περιμένουν, όμως, ένα ολόκληρο όχημα να παρουσιαστεί μπροστά τους.»

«Ακριβώς. Κι αυτό θα είναι το πλεονέκτημά μας εναντίον τους. Αλλά, και πάλι, θα είναι επικίνδυνο.»

«Δε με νοιάζει. Θα έρθω. Δεν έχω ξαναληστέψει χρηματαποστολή.»

Κάποια άλλη στιγμή, συζητάνε για το πώς ακριβώς θα ξεπαστρέψουν τους φρουρούς, οι οποίοι θα είναι, αναμφίβολα, καλά οπλισμένοι και θα φοράνε αλεξίσφαιρους θώρακες. «Πρέπει να εκμεταλλευτούμε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού,» λέει ο Άφευκτος. «Πρέπει να τους ξεπαστρέψουμε αμέσως, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.» Και προτείνει να τους χτυπήσουν με ενεργειακές ριπές. Οι αλεξίσφαιροι θώρακες μπορούν να σταματήσουν σφαίρες αλλά όχι ενέργεια· η ενέργεια θα αναισθητοποιήσει τους φρουρούς και ο Άφευκτος κι η Κιρτέφκι θα μπορέσουν να κάνουν εύκολα τη δουλειά τους.

Ο Άφευκτος έχει μαζί του ένα πιστόλι διπλής χρήσης – πυροβόλο και ενεργοβόλο – που η μπαταρία του είναι καλή για τρεις ριπές. Έχει, όμως, κι άλλο ένα πιστόλι που είναι αποκλειστικά ενεργοβόλο. Παίρνει δύο μπαταρίες και μπορεί να ρίξει μέχρι πέντε ριπές. «Αυτό,» λέει στην Κιρτέφκι, «θα το έχεις εσύ.» Και της το δίνει για να το συνηθίσει στο χέρι της. «Δοκίμασέ το.»

Είναι σταματημένοι μέσα σ’ένα δάσος όταν κάνουν αυτή την κουβέντα, οπότε η Κιρτέφκι βγαίνει από το όχημα και, κρατώντας το πιστόλι με τα δύο χέρια, σημαδεύει τον κορμό ενός δέντρου. Πατά τη σκανδάλη και ενέργεια τινάζεται από την κάννη του πιστολιού, φωτίζοντας ξαφνικά τις απογευματινές σκιές και τρίζοντας μέσα στον ανοιξιάτικο αέρα. Χτυπά το δέντρο και κάνει ένα σημείο του να μαυρίσει.

«Δε φαίνεται δύσκολο,» παρατηρεί η Κιρτέφκι κατεβάζοντας το πιστόλι. «Βασικά, είναι πιο εύκολο απ’το να ρίχνεις με πυροβόλο. Δεν κλοτσάει.»

Ο Άφευκτος, που έχει επίσης βγει απ’το όχημά του, λέει: «Πρώτη φορά χρησιμοποιείς ενεργειακό όπλο, ε;»

«Ναι.»

«Με λεπίδες ξέρεις να μάχεσαι;»

«Με σπαθιά, εννοείς;»

«Σπαθιά, ξιφίδια, μαχαίρια…»

«Το κρατάς και καρφώνεις τον άλλο,» λέει η Κιρτέφκι. «Αυτό ξέρω μόνο.»

Ο Άφευκτος φέρνει από το όχημά του δύο ξιφίδια. «Καιρός να μάθεις κάτι περισσότερο.»

Η Κιρτέφκι συνοφρυώνεται. «Νομίζεις ότι θα μας χρειαστεί για να ληστέψουμε το τρένο;»

«Μάλλον όχι, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.» Της δίνει το ένα ξιφίδιο.

Η Κιρτέφκι το παίρνει, και αφήνει το ενεργειακό πιστόλι μέσα στο όχημα, επάνω στο κάθισμα του συνοδηγού.

«Προσπάθησε να με καρφώσεις,» της λέει ο Άφευκτος.

«Κανονικά;»

«Κανονικότατα.»

«Σίγουρος;»

«Ναι.»

Η Κιρτέφκι ορμά καταπάνω του, λογχίζοντας με το ξιφίδιο–

Και καταλήγει, ξαφνικά, στο χορταριασμένο έδαφος καθώς ο Άφευκτος αποφεύγει τη λεπίδα της και της βάζει τρικλοποδιά.

«Ε!» φωνάζει η Κιρτέφκι ενώ ανασηκώνεται. «Μη χτυπάς έτσι!»

«Δε σε χτύπησα,» λέει ο Άφευκτος βαδίζοντας βαριεστημένα. «Έλα ξανά. Κάρφωσέ με.»

Η Κιρτέφκι σηκώνεται όρθια. «Μη με χτυπήσεις.»

«Κάρφωσέ με!»

Η Κιρτέφκι ορμά ξανά, ακριβώς όπως πριν.

Και ακριβώς όπως πριν, καταλήγει στο έδαφος. Ουρλιάζοντας, θυμωμένη, πετάγεται όρθια.

Ο Άφευκτος γελά. «Το ίδιο κόλπο έχει πολύ λίγες πιθανότητες να πιάσει δεύτερη φορά· και δεν ήταν καν καλό εξαρχής.»

Τα μάτια της γυαλίζουν από οργή. Τον πλησιάζει πιο προσεχτικά τώρα. Σπαθίζει. Ο Άφευκτος αποκρούει με τη λεπίδα του, κάνει να την καρφώσει, η Κιρτέφκι τινάζεται πίσω.

«Θα ήσουν νεκρή τώρα,» της λέει.

«Δεν με χτύπησες.» Του επιτίθεται ξανά.

Ο Άφευκτος αποφεύγει τη λεπίδα της και το ξιφίδιό του περνά από τόσο κοντά της που εκείνη αισθάνεται το ατσάλι επάνω στο δέρμα της και τινάζεται πίσω ξανά, με μια κραυγή. Κοιτάζοντας τη μπλούζα της βλέπει ότι έχει ένα σκίσιμο στα πλευρά, αλλά δεν είναι βαμμένη με αίμα.

«Σε χτύπησα,» λέει ο Άφευκτος. «Είσαι τελείως αφύλαχτη.»

«Πρόσεχε λίγο, εντάξει;» λέει η Κιρτέφκι. «Μπορούσες να…» Κομπιάζει. «Πρόσεχε, εντάξει; Μπορούσες να με καρφώσεις μ’αυτό το πράγμα!»

«Ο εχθρός σου δεν θα σε προσέχει.»

«Εντάξει, τότε. Σταματάω. Δε θέλω να μάθω άλλα.» Κατεβάζει το ξιφίδιό της.

«Το ήξερα ότι θα αποδεικνυόσουν τέτοια,» λέει ο Άφευκτος.

«Τι ‘τέτοια’; Τι πάει να πει ‘τέτοια’;» ρωτά τσαντισμένα η Κιρτέφκι.

«Ξέρεις τι πάει να πει.» Ο Άφευκτος βηματίζει ανάμεσα στα δέντρα.

«Σίλα,» λέει η Κιρτέφκι. «Σχεδιάστρια μόδας είμαι, όχι φόνισσα.»

«Όπως νομίζεις.» Ο Άφευκτος περνά το ξιφίδιο στη ζώνη του και κάθεται πάνω στη μπροστινή μεριά του οχήματος. Ανάβει ένα τσιγάρο.

«Μη με κοιτάς έτσι!» λέει η Κιρτέφκι.

«Πώς, δηλαδή;»

«Έτσι…»

Ο Άφευκτος στρέφει το βλέμμα του στο δάσος.

Η Κιρτέφκι περνά το ξιφίδιο στη ζώνη της και τον πλησιάζει. «Να συνεχίσουμε αύριο το πρωί;» προτείνει.

«Γιατί όχι; Έχουμε άλλες τρεις μέρες μέχρι να πάμε για τη ληστεία,» αποκρίνεται ο Άφευκτος.

Όταν ξημερώνει, ξυπνά ακούγοντάς την να σηκώνεται από το πίσω κάθισμα και να βγαίνει από το όχημά του. Ο ίδιος ανασηκώνεται προσεχτικά επάνω στα μπροστινά καθίσματα και την κοιτάζει από ένα παράθυρο. Τη βλέπει να σπαθίζει τον αέρα του δάσους με το ξιφίδιό της, έχοντας τα μαύρα μαλλιά της δεμένα αλογοουρά.

Την αφήνει για λίγο, χωρίς να την ενοχλήσει, και μετά βγαίνει κι εκείνος.

«Με άκουσες;» τον ρωτά η Κιρτέφκι, παύοντας να σπαθίζει τον αέρα.

Ο Άφευκτος κρατά ένα ξιφίδιο στο χέρι. «Έτοιμη;»

Η Κιρτέφκι χαμογελά, και του επιτίθεται. Ανταλλάσσουν κάμποσα χτυπήματα για κάποια ώρα· οι λεπίδες τους συναντιούνται ξανά και ξανά, αντηχώντας μες στο δάσος, στραφταλίζοντας στο πρωινό φως που περνά ανάμεσα από τις φυλλωσιές.

«Πιο προσεχτική, τώρα,» παρατηρεί ο Άφευκτος. «Αλλά όχι αρκετά προσεχτική.» Με μια απότομη κίνηση, την πετά στο έδαφος. Η Κιρτέφκι τινάζεται πάνω και εφορμά. Εκείνος αποκρούει τη λεπίδα της και τη σωριάζει ξανά στη γη. Η Κιρτέφκι γρυλίζει οργισμένα καθώς ορθώνεται. Επιτίθεται συγκρατημένα, όμως, σαν φίδι: χτυπά κι αποτραβιέται, χτυπά κι αποτραβιέται. Ο Άφευκτος γελά. Αρπάζει τον καρπό του χεριού της που κρατά το ξιφίδιο και βάζει τη δική του λεπίδα στον λαιμό της. «Τι θα κάνεις τώρα;» τη ρωτά, και προτού εκείνη απαντήσει τη ρίχνει ξανά στο έδαφος. Τα ρούχα της και τα μαλλιά της έχουν γεμίσει χώμα και χόρτα. Τινάζεται πάνω, συρίζοντας θυμωμένα: «Θα σε σκοτώσω!» Ο Άφευκτος την κοιτάζει διασκεδασμένος. «Περιμένω,» λέει. Αποκρούει κι αποφεύγει μερικές σπαθιές της και την αφοπλίζει με μια στριφτή, απότομη, δυνατή κίνηση του ξιφιδίου του. Το δικό της ξιφίδιο εκτοξεύεται στον αέρα, στροβιλιζόμενο, και καταλήγει στο χορτάρι.

«Έχασες κάτι;» λέει ο Άφευκτος.

Η Κιρτέφκι, δείχνοντας τελείως εξαγριωμένη, κάνει να τον κλοτσήσει στα χαμηλά. Εκείνος πιάνει το μποτοφορεμένο πόδι της με άνεση και τη σωριάζει πάλι στη γη, όχι και τόσο μακριά από το ξιφίδιό της. «Χωρίς ψυχραιμία,» της λέει, «είσαι νεκρή.» Η Κιρτέφκι αρπάζει το όπλο της, ορθώνεται απότομα, και ορμά. Ο Άφευκτος ανταλλάσσει πάλι μερικά χτυπήματα μαζί της, αλλά τώρα δεν αμύνεται μόνο ενάντια σε σπαθιές μα και ενάντια σε κλοτσιές και γρονθοκοπήματα. Γελά. «Αρχίζεις να μαθαίνεις,» της λέει. «Ολόκληρο το σώμα σου είναι όπλο, όχι μόνο το όπλο σου. –Αλλά δεν είσαι προσεχτική.» Για πρώτη φορά τη χτυπά με το δικό του σώμα: καθώς οι λεπίδες τους διασταυρώνονται προς στιγμή, τη γρονθοκοπεί στην κοιλιά με το ελεύθερο χέρι του. Η Κιρτέφκι διπλώνεται, χάνοντας την αναπνοή της, παραπατώντας. Ο Άφευκτος κλοτσά τα πόδια της, ρίχνοντάς την στο έδαφος. Το ξιφίδιο έχει φύγει από το χέρι της.

Όταν η Κιρτέφκι καταφέρνει να σηκωθεί όρθια, αναπνέει με δυσκολία και τα μάτια της είναι δακρυσμένα.

«Αρκετά για σήμερα,» της λέει ο Άφευκτος, καθισμένος επάνω στη μπροστινή μεριά του οχήματός του.

«Όχι!» Ψάχνει να βρει το ξιφίδιό της μέσα στο χορτάρι.

«Λέω, αρκετά για σήμερα. Είσαι κουρασμένη, κι έχεις αρχίσει να με τσαντίζεις.»

Η Κιρτέφκι αναστενάζει. Και μετά μυρίζει τη μπλούζα της. «Μπορούμε να πάμε, τουλάχιστον, κάπου για να κάνουμε μπάνιο;»

*

Το τρένο έρχεται από τα δυτικά, κατευθυνόμενο προς την Αγκένροβ, τρέχοντας επάνω στις ράγες – ένα μακρύ, γιγάντιο φίδι από μέταλλο και ξύλο. Το ένα βαγόνι πίσω από το άλλο, όλα ακολουθώντας τον αρχηγό, το πρώτο βαγόνι της αμαξοστοιχίας όπου βρίσκονται οι πανίσχυρες μηχανές και οι δύο μάγοι που ρυθμίζουν την ενεργειακή ροή. Το τρένο είναι πολύ μεγάλο όχημα για να έχει μηχανή που δεν χρειάζεται ενεργειακή ρύθμιση από εκπαιδευμένα ανθρώπινα μυαλά.

Το πρώτο βαγόνι είναι η κεφαλή του μηχανικού φιδιού. Αν κάποιος την κόψει, το φίδι πεθαίνει. Αν κάποιος την καταλάβει, το φίδι αλλάζει χέρια. Γι’αυτό κιόλας το πρώτο βαγόνι είναι άψογα προστατευμένο, με ισχυρά μέταλλα και με οπλισμένους φρουρούς στο εσωτερικό του. Είναι πολύ δύσκολο κάποιος να το χτυπήσει.

Αλλά ο Άφευκτος δεν έχει στόχο αυτό. Δεν τον ενδιαφέρει καθόλου αυτό.

Το όχημά του είναι σταματημένο νότια του σιδηρόδρομου, σ’ένα σημείο το οποίο έχει ψάξει από χτες ώστε να τον βολεύει για τη δουλειά που έχει κατά νου.

Μασά μια μαστίχα τώρα, καθώς βλέπει το τρένο να έρχεται. Και μετρά τα βαγόνια. «Πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο…» λέει. «Αυτό είναι.»

«Αν δεν το ξέραμε–» αρχίζει η Κιρτέφκι.

«Ναι, ποτέ δεν θα το υποψιαζόμασταν,» τη διακόπτει ο Άφευκτος καθώς κατεβάζει τον διακόπτη που μεταμορφώνει το όχημά του σε ήχο. Πατά το πετάλι και τρέχει προς το τρένο.

Η Κιρτέφκι κρατά την αναπνοή της, παρότι ξέρει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για εκείνη και τον Σίλα.

Το τρένο φαίνεται ημιδιαφανές αντίκρυ τους.

Ο Άφευκτος το πλησιάζει, ολοταχώς. Ανεβαίνει σ’ένα ύψωμα του εδάφους και–

–πηδά.

Το όχημά του – ο ήχος – ταξιδεύει στον αέρα. Πηγαίνοντας προς το τέταρτο βαγόνι.

«Μεγάλη Αρτάλη…» προλαβαίνει να μουρμουρίσει η Κιρτέφκι.

Το όχημα περνά μέσα από το τοίχωμα του βαγονιού σαν το τοίχωμα να μην υπάρχει. Μονάχα λίγη από την ταχύτητά του χάνει.

Και καταλήγει μέσα, σ’έναν χώρο με δύο μεταλλικά κιβώτια και τρεις άντρες καθισμένους γύρω από ένα τραπεζάκι, οι οποίοι παίζουν χαρτιά.

«Τι σκατά κάνει έτσι, ρε πούστη;» λέει ο ένας από τους φρουρούς, που όλοι τους είναι ντυμένοι με στολές του Σεργήλιου Χρηματοφύλακα και έχουν όπλα θηκαρωμένα επάνω τους. «Το ακούτε, δεν το ακούτε;»

«Ναι. Καμια κεραία μήπως–»

Το όχημα του Άφευκτου εμφανίζεται ξαφνικά μέσα στο βαγόνι, και με την υλοποίησή του παραμερίζει άλλα, μικρότερα αντικείμενα. Τα δύο μεταλλικά κιβώτια τινάζονται πέρα, μια ξύλινη καρέκλα σπάει.

«Τι σκατά…!» αναφωνεί ο πρώτος φρουρός που είχε μιλήσει.

Η Κιρτέφκι ανοίγει το παράθυρό της και τον πυροβολεί με το ενεργειακό πιστόλι της. Η φωτεινή ριπή εκτοξεύεται από την κάννη και τον χτυπά στο στήθος, καθώς εκείνος ορθώνεται, κάνοντάς τον να τρανταχτεί ολόκληρος και μετά να σωριαστεί λιπόθυμος.

Συγχρόνως, ο Άφευκτος έχει ανοίξει το δικό του παράθυρο και χτυπά έναν άλλο φρουρό με το πιστόλι διπλής χρήσης, το οποίο είναι ρυθμισμένο στην αναισθητοποίηση. Ακόμα μια ενεργειακή ριπή πετάγεται, κι ακόμα ένας άντρας πέφτει κάτω και μένει ακίνητος.

Ο τρίτος ίσα που προλαβαίνει να τραβήξει το πιστόλι του, όταν η επόμενη ριπή του Άφευκτου τον βρίσκει στο κεφάλι και τον σωριάζει ξερό. Το όπλο φεύγει από το χέρι του προτού πυροβολήσει.

Ο Άφευκτος και η Κιρτέφκι βγαίνουν από το όχημά τους.

«Εύκολο ήταν!» παρατηρεί εκείνη, χασκογελώντας νευρικά.

«Μη χάνουμε χρόνο,» λέει ο Άφευκτος, θηκαρώνοντας το πιστόλι του και γυρίζοντας από την καλή ένα αναποδογυρισμένο κιβώτιο. Προσπαθεί να το ανοίξει και βλέπει ότι είναι κλειδωμένο. Ψάχνει για κλειδιά επάνω στους φρουρούς και βρίσκει. Τα δοκιμάζει στην κλειδαριά του κιβωτίου και, χωρίς δυσκολία, το ανοίγει. Σηκώνει το καπάκι.

Το εσωτερικό του είναι γεμάτο χαρτονομίσματα των δέκα ήλιων.

Η Κιρτέφκι γελά νευρικά. «Θεοί! Είναι σαν να είμαστε μέσα σε ταινία, Σίλα!»

Ο Άφευκτος δεν γελά. Ανοίγει τη μια πίσω πόρτα του οχήματος και βάζει το κιβώτιο επάνω στο μακρόστενό κάθισμα. «Βοήθησέ με,» λέει· «μη στέκεσαι και κοιτάς!»

Η Κιρτέφκι τον βοηθά με το επόμενο κιβώτιο, κουβαλώντας κι εκείνη.

Μπαίνουν πάλι στο όχημα κλείνοντας τις πόρτες. Ο Άφευκτος κατεβάζει τον διακόπτη και μεταμορφώνονται σε ήχο. Πατά το πετάλι και, περνώντας μέσα από το τοίχωμα του βαγονιού, το οποίο είναι πάλι ξαφνικά ημιδιαφανές, πετάγονται έξω από το τρένο. Τρέχουν επάνω στην ύπαιθρο, κι όταν έχουν απομακρυνθεί κάμποσο, ο Άφευκτος δίνει υλική μορφή στο όχημα.

Η ενέργεια έχει πέσει στο 53,5%, όπως φαίνεται στην κονσόλα.

Η Κιρτέφκι τεντώνεται για να ξεκλειδώσει ένα από τα κιβώτια στο πίσω κάθισμα, ενώ ο Άφευκτος συνεχίζει να οδηγεί. Το κλειδί γυρίζει δυο φορές μες στην κλειδαριά, και μετά τα χέρια της Κιρτέφκι ανοίγουν το καπάκι. Το κιβώτιο γέρνει, απότομα, και δεσμίδες από χαρτονομίσματα πέφτουν μέσα στο όχημα σαν νερό.

Η Κιρτέφκι γελά. «Γαμώ τα πόδια της Λόρκης, είμαστε πλούσιοι!»

«Νόμιζα πως εσύ ήσουν ούτως ή άλλως πλούσια, Κιρτέφκι. Νόμιζα ότι δεν θα εντυπωσιαζόσουν έτσι από μερικά χαρτονομίσματα.»

«Ναι,» παραδέχεται εκείνη, «κανονικά δεν θα έπρεπε να εντυπωσιάζομαι. Αλλά… ξέρεις, ήμουν πλούσια, όμως ποτέ δεν είχα δει τόσα λεφτά έτσι… έτσι μπροστά μου.» Πιάνει μερικές δεσμίδες από κάτω και τις φέρνει στα γόνατά της, στη θέση του συνοδηγού. «Πρέπει να έχουμε μαζί μας χιλιάδες ήλιους, Σίλα! Χιλιάδες!

»Μπορούμε τώρα να πάμε στη Σάρντλι,» λέει ξαφνικά. «Γιατί να μην πάμε στη Σάρντλι; Θα βρούμε κάποιον ν’αλλάξει τα χρήματά μας σε Σάρντλια χρήματα και θα ζήσουμε άνετα εκεί.»

«Αυτοί οι ήλιοι δεν προορίζονται για τέτοιο σκοπό,» της λέει ο Άφευκτος.

«Για τι σκοπό προορίζονται;» ρωτά η Κιρτέφκι, έχοντας χάσει το χαμόγελό της. «Ακόμα δεν μου έχεις πει. Έχεις κάτι συγκεκριμένο κατά νου;»

«Εκείνο που θα περίμενες. Να τσακίσω τους εχθρούς μου.»

ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΟΠΛΟ

Επάνω στον πάγκο βρίσκεται το μηχάνημα που υποτίθεται πως θα μας βοηθήσει να εντοπίσουμε τον Άφευκτο. Στο μέγεθος είναι περίπου όσο ένα βιβλίο με μεγάλες σελίδες. Έχει μια μικρή οθόνη και διάφορα κουμπιά, διακόπτες, και λαμπάκια. Μερικά από τα τελευταία είναι αναμμένα τώρα, καθώς η συσκευή είναι συνδεδεμένη, μέσω καλωδίων, με πληροφοριακά συστήματα και ενεργειακές φιάλες. Στην οθόνη της, επίσης, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις που δεν πλησιάζω για να τις διακρίνω ακριβώς. Στο ένα άκρο του μηχανήματος, πάνω από την οθόνη, υπάρχει κάτι σαν χωνί, καμωμένο από πλαστική ύλη. Υποθέτω ότι αυτό είναι το «αισθητήριο όργανο» από το οποίο η συσκευή αντιλαμβάνεται τους ήχους.

Ο Κριτόλαος, αφού βγάζει το πανωφόρι του, την πλησιάζει και μουρμουρίζει λόγια στην παράξενη γλώσσα της μαγείας. Τα μάτια του μοιάζουν να τρυπούν το μηχάνημα καθώς το ατενίζουν έντονα. Αναρωτιέμαι τι σκατά βλέπει. Αναρωτιέμαι (γι’ακόμα μια φορά στη ζωή μου) τι βλέπουν, τι καταλαβαίνουν, όλοι οι μάγοι, γενικά.

Ο Κριτόλαος παίρνει, σύντομα, το βλέμμα του από τη συσκευή και το στρέφει στη Τζίνα. «Φαίνεται εντάξει,» λέει. «Ώρα να τη δοκιμάσουμε. Θα αναπαράγεις τον ήχο;»

Η Τζίνα γνέφει καταφατικά. «Ναι.»

Ο Κριτόλαος απενεργοποιεί τη συσκευή και την αποσυνδέει από τα περισσότερα καλώδια. Μονάχα ένα αφήνει συνδεδεμένο, το οποίο οδηγεί σε μια ενεργειακή φιάλη.

«Θα πρέπει να έχουμε τη συσκευή συνδεδεμένη συνεχώς με ενεργειακή φιάλη;» τον ρωτάω· γιατί αυτό θα είναι, αναμφίβολα, μπελάς. Ακόμα και οι μικρές φιάλες είναι τόσο μεγάλες όσο η ίδια η συσκευή.

Ο Κριτόλαος κουνά το κεφάλι αρνητικά. «Όχι· λειτουργεί με μπαταρία. Απλώς εδώ την έχω συνδεδεμένη με φιάλες για λόγους ευκολίας. Δεν ήθελα κάθε μερικές ώρες να τελειώνει η μπαταρία.» Γυρίζει έναν διακόπτη και ενεργοποιεί το μηχάνημα ξανά· η οθόνη του ανάβει, καθώς και κάποια φωτάκια.

Η Τζίνα, εν τω μεταξύ, σκαλίζει ένα άλλο μηχάνημα, παραδίπλα, το οποίο μοιάζει με μικρό κανόνι αλλά είμαι σίγουρος ότι κανόνι δεν είναι. Η Τζίνα στρέφει τώρα την κάννη του προς μια μεριά του μηχανουργείου όπου ένας μεγάλος μεταλλικός δίσκος είναι στημένος, έχοντας ολόγυρά του χαμηλά τοιχώματα.

«Είσαι έτοιμος;» ρωτά η Τζίνα τον Κριτόλαο.

«Ναι.»

Η Τζίνα πατά κάποιο κουμπί επάνω στο κανόνι της και ένας απόμακρος συριστικός ήχος ακούγεται. Απόμακρος σ’εμένα, υποθέτω, επειδή η κάννη είναι στραμμένη προς τον μεγάλο μεταλλικό δίσκο. Ο ήχος είναι κατευθυνόμενος, όχι διάχυτος. Και μάλλον ο δίσκος τον παγιδεύει για λίγο.

Ο Κριτόλαος στρέφει την ανιχνευτική συσκευή προς τον δίσκο και κοιτάζει τις ενδείξεις επάνω της.

«Λοιπόν;» ρωτά η Τζίνα.

«Δουλεύει,» λέει ο Κριτόλαος.

«Αυτό ήταν;» λέει ο Ύαν. «Μπορούμε τώρα να εντοπίσουμε τον Άφευκτο;»

«Μπορούμε,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος, «να εντοπίσουμε το όχημά του όταν έχει πάρει μορφή ήχου. Πρέπει, όμως, να το βρούμε πρώτα.» Και προς τη Τζίνα: «Ακόμα μια βολή, σε παρακαλώ.»

Εκείνη χρησιμοποιεί ξανά το ηχητικό κανόνι της, και ο Κριτόλαος κοιτάζει τις ενδείξεις επάνω στη συσκευή του. «Ναι,» μουρμουρίζει τελικά, «τον χάνει εκεί όπου υπολογίζαμε.»

«Στα διακόσια-τριάντα μέτρα;» λέει η Τζίνα.

«Στα διακόσια-πέντε, για την ακρίβεια. Δεν φτάνει τα διακόσια-τριάντα.»

Ρωτάω, παραξενεμένος: «Ο ήχος της Τζίνας απομακρυνόταν; Δεν ήταν μέσα σ’αυτό τον δίσκο;»

Ο Κριτόλαος στρέφεται να με κοιτάξει. «Αυτός ο δίσκος ονομάζεται ‘πλέγμα προσομοιωτικής αντήχησης’. Κάνει τους ήχους που παγιδεύονται μέσα του να φαίνεται πως απομακρύνονται με φυσικό ρυθμό.»

«Δηλαδή,» λέει ο Ύαν, «θα πρέπει να είμαστε μέσα σε διακόσια μέτρα από τον Άφευκτο για να τον εντοπίσουμε;»

«Ναι,» απαντά ο Κριτόλαος.

«Λιγάκι άχρηστο δεν είναι, επομένως, το μηχάνημά σου;»

«Νομίζεις ότι θα μπορέσεις αλλιώς να τον βρεις όταν πάρει μορφή ήχου;»

«Αν καταφέρει, όμως, να απομακρυνθεί από εμάς περισσότερο από διακόσια μέτρα…»

«Θα τον χάσουμε σ’αυτή την περίπτωση. Προφανώς. Αλλά ο σκοπός είναι να τον ακολουθήσουμε από κοντά, Ύαν – να τον προλάβουμε

Και λέει στη Τζίνα να εξαπολύσει ακόμα μια ηχητική ριπή μέσα στο πλέγμα προσομοιωτικής αντήχησης. Εκείνη το κάνει, και ο Κριτόλαος εντοπίζει τον ήχο με τη συσκευή που έφτιαξαν.

«Στα διακόσια-δύο μέτρα τώρα τον έχασε,» λέει. «Γενικά, η σίγουρη εμβέλειά του φαίνεται να είναι διακόσια μέτρα.» Απενεργοποιεί τη συσκευή και την αποσυνδέει από την ενεργειακή φιάλη. Την ακουμπά στον πάγκο, τη γυρίζει ανάποδα, ανοίγει μια θυρίδα πίσω της, και προσαρμόζει μέσα μια μπαταρία. Την ενεργοποιεί ξανά, την ελέγχει, και την απενεργοποιεί.

«Τώρα,» λέει, «έχουμε ένα ακόμα όπλο εναντίον του Άφευκτου.»

«Αλλά, όπως είπες πριν,» τονίζει ο Ύαν, «πρέπει πρώτα να τον βρούμε.»

«Ναι,» συμφωνεί ο Κριτόλαος, «και δεν νομίζω να είναι πλέον στην περιοχή κοντά στη Ράσρηβ. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε, νομίζω.»

«Μέχρι τον επόμενο φόνο;» λέω.

«Ή μέχρι να πάρουμε κάποια άλλη πληροφορία μέσα από το δίκτυό μας. Καλύτερα, όμως, να πάμε στη Θακέρκοβ, για να περιμένουμε εκεί.»

«Γιατί;»

«Εκεί βρίσκεται ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης, και το ξέρουμε πως ο Άφευκτος τον θέλει νεκρό. Επιπλέον, στη Θακέρκοβ έχω περισσότερους συνδέσμους, και τη γνωρίζω καλύτερα ως πόλη.»

Η Τζίνα μοιάζει απογοητευμένη που θα φύγουμε· το βλέπω στην έκφρασή της, αν και προσπαθεί να μην το δείχνει πολύ. «Σήμερα θα φύγετε;» ρωτά.

Ο Κριτόλαος την κοιτάζει διστακτικά για λίγο. Ύστερα λέει: «Ναι. Πρέπει.»

«Η Μέλβερηθ είναι πιο περαστική πόλη από τη Θακέρκοβ,» του θυμίζει η Τζίνα. «Τόσα τρένα, κατά πρώτον, περνάνε από εδώ. Είναι σταυροδρόμι.»

«Ναι,» συμφωνεί ο Κριτόλαος, «αλλά στη Θακέρκοβ είναι ένας άνθρωπος που ο Άφευκτος θέλει σίγουρα νεκρό.»

*

Δεν έχουμε τίποτα σπουδαίες προετοιμασίες να κάνουμε. Παίρνουμε τα πράγματά μας, ευχαριστούμε τη Τζίνα για το διαμέρισμα που μας βρήκε και για τη βοήθειά της, και βαδίζουμε ώς τη γωνία όπου έχουμε σταθμεύσει προσωρινά το όχημά μας. Η Τζίνα έρχεται μαζί μας ώς εκεί, και προτού μπούμε στο όχημα ο Κριτόλαος τυλίγει το χέρι του γύρω από τη μέση της κι εκείνη σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της και τον φιλά στα χείλη ενώ χαϊδεύει τα μαύρα γένια του.

Ο Ύαν με κοιτάζει παραξενεμένος. Ακόμα δεν είχε καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε ανάμεσα στον Κριτόλαο και τη Τζίνα.

«Τι;» του λέω, κάνοντας πως δεν γίνεται τίποτα απολύτως το παράξενο.

Όταν ο Κριτόλαος απομακρύνεται από τη Τζίνα μπαίνει στο όχημά μας και κάθεται στο ενεργειακό κέντρο, μουρμουρίζοντας τη Μαγγανεία Κινήσεως. Εγώ κάθομαι στο τιμόνι, και ο Ύαν πλάι μου. Η Τζίνα στέκεται απέξω, κοιτάζοντάς μας, αν και αποκλείεται να μπορεί να μας δει μέσα από τα φιμέ τζάμια.

Βλέπω την κονσόλα μπροστά μου να μου λέει πως η ροή της ενέργειας έχει ομαλοποιηθεί, έτσι πατάω το πετάλι και ξεκινάω. Οδηγώ προς τα βόρεια και, σύντομα, βγαίνουμε από τη Μέλβερηθ. Συνεχίζουμε για λίγο μέσα στην ύπαιθρο, και μετά εγώ κι ο Ύαν αλλάζουμε θέσεις ενώ ο Κριτόλαος κάνει Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος μεταμορφώνοντας το όχημά μας σε αεροπλάνο.

Ο Ύαν το απογειώνει κάθετα και το πιλοτάρει προς τα βορειοανατολικά, πετώντας δίπλα από τους πρόποδες της Ραχοκοκαλιάς και πάνω από τις ράγες του τρένου.

Σε λιγότερο από δυο ώρες είμαστε κοντά στη Θακέρκοβ. Ο Ύαν μάς προσγειώνει και ο Κριτόλαος μεταμορφώνει το αεροσκάφος ξανά σε όχημα, το οποίο και οδηγώ στο εσωτερικό της πόλης.

«Πού πηγαίνουμε, αφεντικό;» ρωτάω τον Κριτόλαο. «Στο Γαιοδόμο πάλι; Στον Περίοικο

Ο μάγος μού δίνει αρνητική απάντηση. Καλύτερα όχι ξανά στο ίδιο μέρος, λέει. «Πήγαινε στον Παλιάτσο, σ’ένα ξενοδοχείο που ονομάζεται ‘Το Μεγάλο Ψάρι’. Ξέρεις πού είναι;»

«Ούτε καν πού είναι ο Παλιάτσος δεν ξέρω.»

«Νότια από το Χωνευτήρι, δυτικά από τον Γαιοδόμο. Στις όχθες του ποταμού.»

«Κατάλαβα.»

Οδηγώ ώς εκεί, και ο Κριτόλαος με κατευθύνει ώστε να φτάσω στο Μεγάλο Ψάρι ενώ συνεχίζει να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του οχήματός μας. Το συγκεκριμένο ξενοδοχείο βρίσκεται κοντά στο λιμάνι του ποταμού Κάλμωθ και δεν είναι τίποτα περισσότερο από μέτριας ποιότητας. Απέξω, μάλιστα, φαίνεται χειρότερο απ’ό,τι είναι μέσα· οι τοίχοι του μοιάζουν γδαρμένοι από τα νύχια κάποιου πελώριου τέρατος, ξεφλουδισμένοι τελείως: σοβάδες κρέμονται από παντού.

Αφήνουμε το όχημά μας σ’ένα γκαράζ εκεί κοντά και πηγαίνουμε στο Μεγάλο Ψάρι βαδίζοντας. Κλείνουμε δωμάτια και, σε λίγο, συναντιόμαστε κι οι τρεις στο δωμάτιο του Κριτόλαου, οπότε και τον ρωτάω γιατί επέλεξε αυτό το ελεεινό ξενοδοχείο.

«Καλύτερα να μη δίνουμε στόχο,» μου απαντά.

Τι στόχο; σκέφτομαι. Υπήρχε περίπτωση ο Άφευκτος να μάθει ότι βρισκόμαστε στον Περίοικο; Αυτοί οι πρώην πράκτορες της Παντοκράτειρας είναι τελείως παρανοϊκοί.

Ο Κριτόλαος ανοίγει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και μιλά με μερικούς ανθρώπους μας μέσα στη Θακέρκοβ, μαθαίνοντας δύο πολύ βασικά πράγματα: Πρώτον, ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης είναι ακόμα ζωντανός κι ακόμα κρυμμένος κάπου μέσα στην πόλη· δεύτερον, κανένας δεν έχει ακούσει τίποτα καινούργιο για τον Άφευκτο.

Περιμένουμε, λοιπόν: και εφτά πολύ βαρετές ημέρες περνάνε στη Θακέρκοβ. Ακόμα κι ο Κριτόλαος νομίζω πως έχει αρχίσει να το μετανιώνει που φύγαμε από τη Μέλβερηθ. Αλλά την όγδοη ημέρα μια πληροφορία έρχεται μέσα από το δίκτυό μας. Ο άνθρωπός μας που ονομάζεται Εφόριος, και τον οποίο ο Κριτόλαος φαίνεται να γνωρίζει καλά (πρώην Παντοκρατορικός, άραγε;), μας ενημερώνει πως μια κλοπή έγινε κοντά στην Αγκένροβ. Κάποιοι λήστεψαν τη χρηματαποστολή του Σεργήλιου Χρηματοφύλακα που ερχόταν στην πόλη μέσω αμαξοστοιχίας. Και η ληστεία δεν ήταν καθόλου συνηθισμένη υπόθεση. Οι τρεις φρουροί που βρίσκονταν μέσα στο βαγόνι είδαν ξαφνικά ένα τετράκυκλο όχημα να παρουσιάζεται σαν να το γέννησε ο ίδιος ο αέρας· κι από το όχημα δύο άτομα τούς επιτέθηκαν με ενεργειακά όπλα, αναισθητοποιώντας τους – εκτός από τον έναν, ο οποίος σκοτώθηκε επειδή η ενεργειακή ριπή τον βρήκε στο κεφάλι. Δεν πέθανε αμέσως· τον πήγαν στο νοσοκομείο· αλλά τελικά υπέκυψε λόγω εγκεφαλικής αιμορραγίας.

«Και πόσα λεφτά έκλεψε ο Άφευκτος;» ρωτά ο Κριτόλαος τον Εφόριο μέσα από τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του ο οποίος είναι ανοιχτός έτσι ώστε ν’ακούμε κι οι τρεις.

«Αν οι πληροφορίες μας είναι σωστές, πρέπει νάναι γύρω στις διακόσιες χιλιάδες ήλιοι, Κριτόλαε,» απαντά ο Εφόριος.

«Διακόσιες χιλιάδες γαμημένοι ήλιοι!» αναφωνεί ο Ύαν. «Θέλει ν’αγοράσει παλάτι ο δαιμονισμένος γιος της Λόρκης;»

Ο Κριτόλαος ρωτά τον Εφόριο: «Πού πήγε μετά τη ληστεία; Έχουμε κανένα σημάδι;»

«Κανένα, δυστυχώς.»

«Η τράπεζα τι κάνει;»

«Τι να κάνει; Δε μπορεί να κάνει και τίποτα. Ορισμένοι, μάλιστα, φαίνεται να αμφισβητούν αυτό που λένε πως είδαν οι φρουροί. Τους θεωρούν ή τρελούς ή ψεύτες.» Ο Εφόριος γελά.

Όταν η τηλεπικοινωνία τερματίζεται, ο Κριτόλαος μάς λέει: «Πάμε στην Αγκένροβ.»

«Να κάνουμε τι;» ρωτά ο Ύαν. «Νομίζεις ότι ο Άφευκτος θάναι εκεί και θα μας περιμένει;»

«Υπάρχει περίπτωση να βρούμε κάποια ίχνη του–»

«Το ερώτημα είναι πώς σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τόσα λεφτά, Κριτόλαε. Γιατί δεν νομίζω ότι μπήκε τυχαία στον κόπο να κάνει μια τέτοια, σοβαρή ληστεία. Με διακόσιες χιλιάδες ήλιους είσαι πλούσιος.»

«Πλούσιος, ναι. Αλλά σε τι σε ωφελεί όταν σε κυνηγά ολόκληρη η Σιδηρά Δυναστεία; Θα προσλάβει μισθοφορικό στρατό για να τον προστατεύει;»

«Ακόμα κι αυτό δεν αποκλείεται,» λέει ο Ύαν. «Όπως και νάχει, πάντως, σίγουρα κάπως σκοπεύει να τα χρησιμοποιήσει αυτά τα χρήματα.»

«Δεν πρόκειται να μάθουμε πώς σκοπεύει να τα χρησιμοποιήσει με το να καθόμαστε εδώ,» λέει ο Κριτόλαος. «Πετάμε για Αγκένροβ, επομένως.»

«Η ληστεία έγινε πριν από δύο ημέρες, όπως είπε ο Εφόριος,» του θυμίζει ο Ύαν.

«Δυο μέρες δεν είναι τόσες πολλές, και η Αγκένροβ απέχει γύρω στα πεντακόσια χιλιόμετρα από τη Θακέρκοβ· πόσο γρήγορα περίμενες να ταξιδέψει η πληροφορία, Ύαν; Θα καθόμαστε τώρα και θα το συζητάμε άσκοπα, ή θα ξεκινήσουμε;»

Τους ρωτάω: «Δεν άκουσε κανένας σας ότι μέσα στο ηχομορφικό όχημα ήταν δύο άνθρωποι, όχι ένας;»

«Το ακούσαμε,» λέει ο Ύαν. «Και λοιπόν; Προφανώς, η Κιρτέφκι είναι ακόμα μαζί του.»

«Αν είναι καν η Κιρτέφκι,» τονίζει ο Κριτόλαος. «Και ούτε αυτό πρόκειται να το μάθουμε με το να καθόμαστε εδώ. –Πάμε.»

ΜΙΑ ΔΕΣΜΙΔΑ ΗΛΙΟΙ

Μεσημέρι, μία ημέρα μετά τη ληστεία της χρηματαποστολής του Σεργήλιου Χρηματοφύλακα κοντά στην Αγκένροβ.

Εκατόν-ογδόντα-εννιά χιλιόμετρα νότια της Μέλβερηθ, έντεκα χιλιόμετρα ανατολικά μιας πόλης πολύ μικρότερης από την προαναφερθείσα μεγαλούπολη. Τόπος πεδινός, με χαμηλή θαμνώδη βλάστηση, χαμηλό χορτάρι, και κάτι λίγα αβαθή ρυάκια.

Ο ήλιος της Σεργήλης λαμποκοπά στον ουρανό· η ανοιξιάτικη ζέστη είναι έντονη σήμερα.

Το ηχομορφικό όχημα, ταξιδεύοντας επάνω σ’έναν χωματόδρομο, περνά δίπλα από μια παλιά πινακίδα που γράφει:

«Για όνομα της Αρτάλης!» λέει η Κιρτέφκι κοιτάζοντάς την από το παράθυρο. «Δε μπορείς, τουλάχιστον, να κάνεις παρέα μ’ανθρώπους που ξέρουν να γράφουν;»

«Το όνομά του σωστά το έχει γράψει,» αποκρίνεται ο Άφευκτος οδηγώντας προς ένα παραλληλόγραμμο οικοδόμημα μετά από την πινακίδα το οποίο θυμίζει μηχανουργείο και αποθήκη συγχρόνως.

«Είσαι σίγουρος πως εδώ η Δυναστεία δεν έχει επιρροή;»

«Ο Γαντζωμένος δεν είναι άνθρωπος της οικογένειας· το ξέρω αυτό. Αλλά αν κάτι έχει αλλάξει – και μπορεί κάτι να έχει αλλάξει – θα σκοτώσουμε κόσμο εδώ. Έχε το πιστόλι σου έτοιμο, για καλό και για κακό.»

Η Κιρτέφκι το οπλίζει, και τυλίγει το μαντήλι γύρω από την κάτω μεριά του προσώπου της. Στα μάτια της φορά ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά.

Ο Άφευκτος κάνει ένα απότομο τσακ με τη μαστίχα που είναι στο στόμα του, και σταματά το όχημά του μπροστά από μια μεγάλη ανοιχτή πόρτα του παραλληλόγραμμου οικοδομήματος. Στο εσωτερικό φαίνονται διάφορα μηχανήματα, εξαρτήματα, και παλιατσαρίες.

Ο Άφευκτος κατεβάζει το τζάμι του παραθύρου του. «Γαντζωμένος!» φωνάζει. «Γαντζωμένος!»

Ένας άντρας έρχεται από το βάθος της αποθήκης. Φαίνεται νάναι στην ηλικία του Άφευκτου, πάνω από πενήντα (αν και ίσως αυτή να μην είναι η πραγματική ηλικία του Άφευκτου· το πρόσωπό του δείχνει πολύ κουρασμένο), έχει πράσινο δέρμα, κεφάλι τελείως ξυρισμένο, και πρόσωπο γεμάτο άγρια μαύρα μούσια. Τα ρούχα του είναι παλιά και λερωμένα. Στο δεξί χέρι βαστά ένα μεγάλο κατσαβίδι.

«Καλώς τον,» λέει. «Τι γίνεται; Ακόμα τρέχεις;»

«Εδώ μέσα θα πεθάνω,» του απαντά ο Άφευκτος, σοβαρότατα.

«Δεν το αμφιβάλλω.» Ο Γαντζωμένος πλησιάζει το όχημα. «Θες τίποτα που μπορεί να έχω;»

«Θέλω να μου φτιάξεις κάτι – και γρήγορα· όχι καθυστερήσεις.»

«Τι πράγμα;»

«Εξαρτήματα για τούτο το όχημα. Ειδικά εξαρτήματα.»

«Τι είδους; Πες.»

«Όπλα.»

«Δεν πουλάω όπλα, το ξέρεις,» λέει ο Γαντζωμένος. «Μονάχα μερικά για την προστασία μου έχω εδώ πέρα. Πυροβόλα και τέτοια πράγματα–»

«Δε θέλω τέτοια πράγματα. Θα σου εξηγήσω ακριβώς τι θέλω, και είμαι βέβαιος πως μπορείς να το φτιάξεις.»

Ο Γαντζωμένος αναστενάζει, δυσανασχετώντας. «Ακούω. Αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα.»

«Έχεις υπόψη σου πώς πολεμάνε στη Βίηλ, όπου οι εκρηκτικές ύλες δεν λειτουργούν σωστά;»

«Στη Βίηλ; Άλλη διάσταση είν’ αυτή;»

«Ναι.»

«Και πού θες να ξέρω; Εσύ πώς ξέρεις; Έχεις ταξιδέψει;»

«Έχω διαβάσει ένα ταξιδιωτικό βιβλίο για τη Βίηλ,» λέει ο Άφευκτος. «Με γιγάντιες βαλλίστρες πολεμάνε εκεί, και με έμβολα. Τέτοια πράγματα θέλω να μου φτιάξεις. Δεν μπορείς;»

Ο Γαντζωμένος δείχνει σκεπτικός προς στιγμή. «Ναι, λογικά μπορώ… Αλλά… πρώτη φορά μού ζητάνε κάτι τέτοιο.»

«Θα τα βρούμε,» λέει ο Άφευκτος, κι ανοίγοντας την πόρτα του βγαίνει από το όχημα. «Θέλω να μου τα φτιάξεις έτσι ώστε να μπορούν εύκολα να συνδεθούν και να αποσυνδεθούν επάνω στο όχημά μου.»

«Θα πρέπει να με βοηθήσεις.»

«Θα σε βοηθήσω. Έχω, μάλιστα, το βιβλίο μαζί μου.» Ο Άφευκτος τεντώνεται και το πιάνει από το εσωτερικό του οχήματος. «Εδώ είναι. Περιγράφει πώς ακριβώς φτιάχνονται αυτά τα εργαλεία.

»Έχεις άλλες δουλειές τούτες τις μέρες;»

«Πάντα έχω δουλειές, το ξέρεις. Όλο και κάποιος ζητά κάτι.»

«Θα τις αφήσεις τις δουλειές σου για τώρα.» Ο Άφευκτος τραβά από την κωλότσεπη του παντελονιού του μια δεσμίδα χαρτονομίσματα των δέκα ήλιων, και του τη δίνει.

Ο Γαντζωμένος γυρίζει τα χαρτονομίσματα μέσα στα χέρια του, ξαφνιασμένος. «Είσαι σοβαρός;»

«Πιο σοβαρός ποτέ δεν ήμουν. Δικά σου, όλα.»

«Για κάτσε λίγο, ρε. Αυτά… αυτά πρέπει νάναι…»

«Χίλιοι ήλιοι.»

«Μα τα βυζιά της Λόρκης! Είσαι σοβαρός;»

«Μη λέμε τα ίδια. Έχουμε δουλειά να κάνουμε.»

Ο Γαντζωμένος χαμογελά και κρύβει τη δεσμίδα των χαρτονομισμάτων μέσα στα ρούχα του. «Ό,τι πεις εσύ, οδηγέ. Είμαι υπηρέτης σου.»

Η ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΑΣ

Στην Αγκένροβ, ερχόμαστε σε επαφή με διάφορους συνδέσμους μας και, όπως το περιμένουμε, μαθαίνουμε ότι κανένας δεν έχει ιδέα πού μπορεί να βρίσκεται ο Άφευκτος. Επίσης, κανένας δεν έχει το παραμικρό στοιχείο να μας δώσει γι’αυτόν ή για τη ληστεία της χρηματαποστολής. Εκτός από μια ζητιάνα που περιφέρεται στη Λεωφόρο Νομοθέτη. Η ηλικία της είναι ακαθόριστη, έτσι κουκουλωμένη όπως είναι μέσα στο μαντήλι, στην κάπα, και στο φαρδύ φόρεμά της. Θα μπορούσε να είναι τριάντα-πέντε χρονών ή πενήντα-πέντε. Το δέρμα της είναι πορφυρό, και τα μαλλιά της, όσα ξεφεύγουν απ’το μαντήλι της, φαίνεται νάναι πρασινόμαυρα. Το δεξί της μάτι είναι λιγάκι αλλήθωρο, και το κάτω χείλος της κομμένο στην άκρη, μάλλον από κάποιο παλιό χτύπημα.

«Στην τράπεζα,» μας λέει, καθώς έχουμε σταματήσει κοντά της, σε μια γωνία της πολύβοης λεωφόρου, «στον Σεργήλιο Χρηματοφύλακα, ερχόταν μια γυναίκα που δούλευε φρουρός εκεί. Δεν την ήξερα η ίδια αλλά είχ’ ακούσει τ’όνομά της πολλές φορές. Θάρφι τη λέγανε. Όμως, πριν από κάποιες μέρες, εξαφανίστηκε κι αναρωτήθηκα τι νάγινε μ’αυτήν.» Και οι άνθρωποι που ρώτησε – άνθρωποι του δρόμου, που όμως ορισμένοι απ’αυτούς έχουν και επαφές μ’ανθρώπους που δεν είναι του δρόμου – της είπαν ότι η Θάρφι είναι νεκρή. Τη βρήκαν ανατολικά της Αγκένροβ, καμια δεκαπενταριά χιλιόμετρα απόσταση, πατημένη από όχημα μάλλον. Ήταν ντυμένη με τη στολή της, των φρουρών του Σεργήλιου Χρηματοφύλακα, αλλά δεν είχε επάνω της τα όπλα της. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να της συνέβη. Το δίκυκλό της βρέθηκε εκεί όπου το στάθμευε συνήθως, σ’ένα σοκάκι κοντά στη Λεωφόρο Νομοθέτη. «Μπορεί νάταν ο Άφευκτος,» μας λέει η ζητιάνα· «μπορεί αυτός να την πάτησε. Αν και δεν ξέρω τι έκανε η Θάρφι έξω απ’την πόλη, ούτε νομίζω πως είναι της οικογένειας.»

Ο Κριτόλαος λέει: «Ο Άφευκτος ίσως απ’ αυτήν να έμαθε για τη χρηματαποστολή.»

Η ζητιάνα δεν εκφέρει άποψη.

Ο Κριτόλαος τής δίνει ένα νόμισμα του ενός ήλιου, κι εκείνη τον ευχαριστεί.

Απομακρυνόμαστε, βαδίζοντας στους πεζόδρομους της Λεωφόρου Νομοθέτη ενώ κι άλλοι περαστικοί κυκλοφορούν γύρω μας και οχήματα περιστρέφουν τους τροχούς τους παραδίπλα. Η βαβούρα είναι έντονη μες στο μεσημέρι.

Ο Κριτόλαος προτείνει να φύγουμε το απόγευμα από την πόλη ώστε να κυκλοφορήσουμε νότιά της, να μάθουμε μήπως κανένας έχει δει το όχημα του Άφευκτου σ’αυτές τις περιοχές.

«Στα ίδια μέρη πάλι,» παρατηρώ, γιατί η αναζήτησή μας από εδώ άρχισε: από τις περιοχές νότια της Αγκένροβ.

«Τι άλλη επιλογή έχουμε;» λέει ο Κριτόλαος. «Να μείνουμε άπραγοι; Η τύχη βοηθά εκείνους που ερευνούν.»

«Και η Λόρκη,» του θυμίζει ο Ύαν, «όπως λένε, δαγκώνει εκείνους που ψαχουλεύουν.»

Το απόγευμα, όμως, αφού έχουμε φάει και ξεκουραστεί, ταξιδεύουμε ξανά στις περιοχές νότια της Αγκένροβ, ενώ ο Κριτόλαος ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του μεταβαλλόμενου οχήματος μας κι εγώ οδηγώ. Δεν αναπτύσσω ταχύτητα (παρότι θα το ήθελα, για να διασκεδάσω) επειδή αυτό θα δυσκόλευε την έρευνά μας. Ο σκοπός είναι να παρατηρούμε και να σταματάμε για να ρωτάμε τους ντόπιους. Το πρώτο το κάνει ο Ύαν, με τα κιάλια του, αν και είναι φανερό πως δεν έχει πολλές ελπίδες ότι έτσι θα τύχει να εντοπίσει το ηχομορφικό όχημα του Άφευκτου. Το δεύτερο το κάνω εγώ επειδή είμαι ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα, όπως με λένε μέσα στην οικογένεια, και μπορώ να δείχνω φιλικός ή απειλητικός ανάλογα με το πώς χρειάζεται.

Η αναζήτησή μας δεν αποδεικνύεται τελείως άκαρπη. Λίγο προτού νυχτώσει, σ’έναν μικρό σταθμό ενέργειας, μαθαίνουμε ότι, πριν από μέρες, κάποιο όχημα σαν αυτό που δείχνω στη φωτογραφία ήρθε κι αγόρασε ενεργειακές φιάλες. Ένας άντρας το οδηγούσε που είχε δέρμα λευκό-ροζ και γκρίζα μαλλιά. «Αυτός;» ρωτάω δείχνοντας τώρα τη φωτογραφία του Άφευκτου. Ναι, μου λένε, και μαζί του πρέπει νάταν και κάποια γυναίκα: αλλά η ιδιοκτήτρια του σταθμού ενέργειας και ο άντρας της δεν την πρόσεξαν γιατί δεν βγήκε καθόλου από το όχημα.

«Η Κιρτέφκι είναι ακόμα μαζί του,» λέω στους συντρόφους μου, καθώς οδηγώ μακριά από τον σταθμό ενέργειας αφού κι εμείς αγοράζουμε φιάλες. «Δεν τη σκότωσε τελικά, όπως υπέθετες, Κριτόλαε.»

«Ναι,» αποκρίνεται ο μάγος, από πίσω, «και απορώ γιατί.»

«Μπορεί νάναι ερωμένη του,» λέει ο Ύαν. «Ίσως γι’αυτό να τον βοήθησε εξαρχής, στη Νίρβεκ.»

«Μπορεί.» Αλλά ο Κριτόλαος ακούγεται σκεπτικός.

Μπορεί, επίσης, ο Σίλας να μην είναι τόσο τέρας όσο νομίζουμε, προσθέτω σιωπηλά. Μπορεί να μη σκοτώνει αν δεν έχει λόγο να σκοτώσει. Μα τους θεούς, εμείς είμαστε χειρότεροι από αυτόν, ίσως. Ο Σίλας απλά θέλει εκδίκηση για εκείνο που του έκαναν· δεν είναι λογικό; Δε θα αισθανόμουν το ίδιο, αν ήμουν στη θέση του; Και ίσως θα μπορούσα να είμαι στη θέση του. Αντί για λεφτά, η Δυναστεία θα μπορούσε να μου είχε δώσει ένα ζευγάρι καινούργιους πνεύμονες αν τους χρειαζόμουν.

Ναι, εμείς μάλλον είμαστε χειρότεροι από τον Σίλα. Ο πόλεμος του Σίλα με τη Σιδηρά Δυναστεία είναι προσωπική υπόθεση. Ο δικός μας, εναντίον του, τι είναι; Είμαστε οι ειδικοί εκτελεστές – οι δολοφόνοι – της Δυναστείας· μας προστάζουν και πηγαίνουμε να ξεπαστρέψουμε τον εχθρό. Υπερασπιζόμαστε έναν οργανισμό που έχει βλάψει εκατοντάδες – χιλιάδες, πιθανώς – ανθρώπους· έναν οργανισμό που εκμεταλλεύεται – με αισχρούς τρόπους, πολλές φορές – ακόμα περισσότερους· έναν οργανισμό που κρύβεται στη σκιά της Σεργήλης. Μια κοινωνία παρασιτική, που τρέφεται από τις ζωές πάμπολλων ανθρώπων για την πραγματική ωφέλεια – τον πλουτισμό και τη δύναμη – ελάχιστων.

Μακάρι να μπορούσα να πήγαινα με το μέρος του Σίλα.

Αλλά αυτό θα ήταν αυτοκτονία. Και δεν θέλω να πεθάνω. Θέλω να ξεμπλέξω.

Ναι, δεν είμαι καλύτερος από το μέσο κάθαρμα της Δυναστείας. Μ’ενδιαφέρει ο εαυτός μου.

«Γιατί τέτοια μούρη, ραλίστα;» με ρωτά ο Ύαν, καθώς οδηγώ μες στη νύχτα. «Ή το κάνεις ψέματα για να πάμε επιτέλους για ύπνο;»

Ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα. Ακόμα ένα κάθαρμα της Σιδηράς Δυναστείας…

«Ψέματα το κάνω,» αποκρίνομαι, κι αλλάζω την έκφρασή μου, εσκεμμένα.

Ο Ύαν ρουθουνίζει. «Το φαντάστηκα. Κριτόλαε;»

«Ναι,» συμφωνεί κι εκείνος, «πάμε στην Αγκένροβ.»

Την επόμενη ημέρα, όμως, συνεχίζουμε πάλι την αναζήτησή μας νότια της μεγάλης πόλης. Τη συνεχίζουμε παρότι γνωρίζουμε ότι είναι μάταιη. Ο Άφευκτος δεν είναι πλέον εδώ, και ποιος ξέρει πού μπορεί να έχει πάει; Ποιος ξέρει πώς σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τα χρήματα που έκλεψε;

Τι θα μπορούσε να κάνει με τόσους ήλιους; ρωτάω τους συντρόφους μου, κι εκείνοι κάνουν διάφορες υποθέσεις: Θα μπορούσε ν’αγοράσει όπλα για να τα χρησιμοποιήσει εναντίον μας. Θα μπορούσε να προσλάβει τις υπηρεσίες μάγων ή μισθοφόρων. Θα μπορούσε να σχεδιάζει να φύγει από τη Σεργήλη, πηγαίνοντας σε κάποια άλλη διάσταση. Ή θα μπορούσε να δωροδοκήσει ανθρώπους ώστε να πάρει πληροφορίες για μέλη της Δυναστείας που δεν γνωρίζει.

Θα μπορούσε, επίσης, να χρησιμοποιήσει τα χρήματα για να εκδικηθεί τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη.

«Τότε,» λέω ενώ οδηγώ, «δεν κάνουμε καλά που δεν είμαστε στη Θακέρκοβ.»

«Ίσως,» παραδέχεται ο Κριτόλαος. «Αν και σήμερα δεν βρούμε τίποτα σε τούτα τα μέρη, θα επιστρέψουμε εκεί.»

Όταν έρχεται το μεσημέρι βρισκόμαστε αρκετά μακριά από την Αγκένροβ, προς τα νοτιοανατολικά, οπότε τρώμε σ’ένα εξοχικό πανδοχείο ενώ από δίπλα, από ένα χωριό, ακούμε τη φασαρία μιας γιορτής. Ρωτάω τους ντόπιους τι γίνεται εδώ, και μου απαντούν ότι η γιορτή αυτή είναι προς τιμήν του Κάρτωλακ, επειδή είχε πέσει ανομβρία σε τούτα τα μέρη για κάμποσο καιρό και τώρα πάλι, πριν από μια μέρα, έβρεξε.

Καθώς σουρουπώνει επιστρέφουμε στην Αγκένροβ. Οδηγώ γρήγορα επάνω στη δημοσιά νότιά της. Το ευχαριστιέμαι. Νιώθω τις αισθήσεις μου να έχουν ανοίξει, να έχουν ζωντανέψει. Αποφεύγω άλλα οχήματα που συναντώ στον δρόμο, τα προσπερνώ εύκολα.

Όταν μπαίνουμε στην Αγκένροβ μειώνω την ταχύτητά μου, φυσικά, γιατί αλλιώς θα μας πιάσουν οι αρχές. Πηγαίνω προς το ξενοδοχείο μας, οδηγώντας προσεχτικά μέσα στους δρόμους.

Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του Κριτόλαου κουδουνίζει.

«Κάποιος σε ζητάει,» παρατηρώ. «Λες να έμαθαν τίποτα για τον Άφευκτο;» Μου μοιάζει απίθανο.

Ο Κριτόλαος, κουρασμένος από τη Μαγγανεία Κινήσεως, μας λέει να συνδέσουμε τον πομπό του με το κεντρικό σύστημα του οχήματος, και, αφού το κάνουμε, δεχόμαστε την κλήση από εκεί. Είναι ένας από τους ανθρώπους μας στην Αγκένροβ, ο οποίος μας πληροφορεί ότι έχει έρθει μια πληροφοριοδότρια της οικογένειας και μας ψάχνει. Ισχυρίζεται πως ξέρει πού βρίσκεται ο Άφευκτος.

*

«Σας έψαχνα όλη μέρα,» μας λέει όταν τη συναντάμε σ’ένα πανδοχείο στα δυτικά άκρα της Αγκένροβ το οποίο ονομάζεται «Ο Δυτικός Τροχός». «Από το μεσημέρι είμαι εδώ, κι άμα δεν σας έβρισκα ώς τη νύχτα σκεφτόμουν να φύγω. Δε μπορώ να καθυστερήσω άλλο από τη δουλειά μου· ήδη το έχω παρατραβήξει, και σε λίγο θ’αρχίσει να τραβά εμένα η Λόρκη από τα μαλλιά.»

Είμαστε καθισμένοι στην τραπεζαρία του πανδοχείου, ανάμεσα σε άλλους πελάτες οι οποίοι είναι, κυρίως, περαστικοί, ταξιδιώτες, μεταφορείς, και πλανόδιοι. Η γυναίκα που μας μιλά ονομάζεται Καρνάση και είναι, όπως μας έχει μόλις πληροφορήσει, ταχυμεταφορέας που εργάζεται, περισσότερο, στη Μέλβερηθ και στις περιοχές γύρω από αυτήν. Έχει δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ και ξανθά μαλλιά κομμένα στο ύψος του ώμου. Τα μάτια της είναι γκρίζα και στενά, το σαγόνι κι η μύτη της μικροσκοπικά. Φορά ένα καφετί πέτσινο πανωφόρι γεμάτο σχήματα και σύμβολα ραμμένα επάνω και καρφιτσωμένες κονκάρδες.

«Πού είδες τον Άφευκτο;» τη ρωτά ο Κριτόλαος.

«Κοντά στη Μέλβερηθ. Γύρω στα δεκαπέντε, είκοσι χιλιόμετρα νότια. Κατά τύχη αναγνώρισα το όχημά του επειδή μ’έχουν ενημερώσει γι’αυτό. Κι επειδή, επίσης, μου έχουν πει ότι πρόκειται για σημαντική ιστορία, αποφάσισα να το ακολουθήσω. Δεν ήθελα, όμως, να το πλησιάσω πολύ, δεν ήθελα ο Άφευκτος να καταλάβει ότι τον παρακολουθώ, γιατί ξέρω γι’αυτόν, ξέρω τι ήταν προτού στραφεί εναντίον μας και ξέρω τι είναι τώρα. Αν μ’έπαιρνε είδηση δεν θα είχα πολλές πιθανότητες να γλιτώσω ζωντανή. Τ’όχημά του είναι σίγουρα πιο γρήγορο από το δίκυκλό μου: το καταλαβαίνεις με μια ματιά μονάχα. Τέλος πάντων, τον ακολούθησα από απόσταση ασφαλείας. Τον είδα να πηγαίνει νότια, μέσα σε χωματόδρομους· δεν πλησίασε τη δημοσιά που ενώνει τη Μέλβερηθ με την Ύγκρας. Και σύντομα τον έχασα. Το τοπίο ήταν τέτοιο που με παραπλάνησε, και δεν είμαι κι ανιχνεύτρια, έτσι; ταχυμεταφορέας είμαι. Προσπάθησα όμως να τον εντοπίσω ξανά, ερευνώντας τα εδάφη προς τα νότια, και κατά το σούρουπο είδα το όχημά του σταθμευμένο πλάι σ’ένα μέρος που πρέπει νάναι αποθήκη ή μηχανουργείου ή και τα δύο. Δεν πλησίασα περισσότερο γιατί φοβόμουν. Κοίταξα μόνο με τα κιάλια μου. Έχει και μια πινακίδα εκεί κοντά, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω τι γράφει· είχε σκοτεινιάσει. Πήγα, οπότε, σε μια πόλη που δεν είναι μακριά και που έμαθα πως ονομάζεται Βέρκηθ η Σκονισμένη. Βρίσκεται καμια διακοσαριά χιλιόμετρα νότια της Μέλβερηθ. Τέλος πάντων· στη Βέρκηθ μού είπαν ότι αυτό το μέρος – εκεί που είχε σταματήσει ο Άφευκτος – είναι αποθήκη και μηχανουργείο, όπως υπέθετα. Το έχει ένας τύπος που τον λένε Γαντζωμένο – παρατσούκλι, εννοείται. Πουλά κι αγοράζει παλιά μηχανήματα, επισκευάζει μηχανές, κατασκευάζει διάφορα τεχνικά πράγματα – καταλαβαίνετε.»

«Ναι,» λέει ο Κριτόλαος. «Είναι ο Άφευκτος ακόμα εκεί;»

«Πού να ξέρω;»

«Πριν από πόσες μέρες τον είδες;»

«Τρεις. Δηλαδή, σήμερα είναι η τρίτη μέρα.» Πίνει μια μεγάλη γουλιά απ’τη μπίρα της. «Έφυγα αμέσως από τη Βέρκηθ, αφού ξεκουράστηκα σ’ένα πανδοχείο εκεί. Ταξίδεψα ώς τη Μέλβερηθ και ήρθα σ’επαφή με τον Σερφάντη. Τον ξέρετε τον Σερφάντη, έτσι;»

«Τον Σερφάντη Γηραιώνυμο;» λέω.

«Ναι.»

«Τον ξέρουμε.»

«Εσύ πρέπει νάσαι ο ραλίστας, ε;» Δεν της έχουμε συστηθεί ακόμα ένας-ένας. Άρχισε να μας μιλά αμέσως μόλις της είπαμε πως είμαστε αυτοί που κυνηγάν τον Άφευκτο. Την είχαν ήδη ειδοποιήσει οι σύνδεσμοί μας ότι μας είχαν ειδοποιήσει, και ήξερε ότι σύντομα θα ερχόμασταν να τη βρούμε στον Δυτικό Τροχό.

«Ναι,» αποκρίνομαι.

Η Καρνάση χαμογελά παρατηρώντας με. Βλέπει κάτι το αστείο; Μετά συνεχίζει: «Ο Σερφάντης μού είπε ότι είχατε πάει στη Θακέρκοβ και έπρεπε να σας αναζητήσω εκεί. Του είπα ότι έχω δουλειές, πράγματα να μεταφέρω, δεν μπορώ να τρέχω στη Θακέρκοβ! Αλλά επέμενε, και ξέρεις πώς είναι τα πράγματα μες στην οικογένεια. Έφυγα αμέσως, προς τα βορειοδυτικά, επάνω στη δημοσιά, για να στρίψω μετά προς τα βορειοανατολικά και να φτάσω στον προορισμό μου. Είναι πιο κοντά έτσι απ’ό,τι αν πας μέσω Αγκένροβ. Όταν όμως έφτασα στη Θακέρκοβ, οι σύνδεσμοί μας εκεί με ενημέρωσαν ότι είχατε πάει στην Αγκένροβ! Αφού λοιπόν πέρασα τη νύχτα στη Θακέρκοβ, ήρθα να σας αναζητήσω εδώ. Έφτασα το μεσημέρι, κι από τότε σας έψαχνα και δεν μπορούσα να σας βρω. Μου είπαν ότι μάλλον έχετε πάει να ερευνήσετε για τον Άφευκτο, λόγω της ληστείας της χρηματαποστολής, και ήταν πιθανό σύντομα να ξαναπεράσετε από την Αγκένροβ. Ευτυχώς ήρθατε τώρα, αλλιώς, μα τους θεούς, θα είχα φύγει. Έχω καθυστερήσει τις δουλειές μου πάρα πολύ ήδη.» Ήταν καταφανώς αγχωμένη.

«Θα φύγεις τώρα;» τη ρωτάω. «Μέσα στη νύχτα;»

Εκείνη μορφάζει συλλογισμένα. «Το σκέφτομαι.»

«Μπορούμε να σε πετάξουμε ώς τη Μέλβερηθ με το αεροπλάνο μας,» της λέω. «Αν και δε νομίζω να ξεκινήσουμε απόψε…» Κοιτάζω τον Κριτόλαο ερωτηματικά.

Εκείνος κουνά το κεφάλι. «Αποκλείεται απόψε.» Είναι κουρασμένος από τη Μαγγανεία Κινήσεως. Και προς την Καρνάση: «Μπορείς να μας δείξεις επάνω σε χάρτη πού ακριβώς είναι η Βέρκηθ η Σκονισμένη;»

«Νομίζω πως ναι. Ίσως, μάλιστα, ο χάρτης σας να την έχει σημειωμένη, αν είναι αναλυτικός. Τι χάρτη έχετε μαζί σας;»

Την οδηγούμε στο γκαράζ του ξενοδοχείου και στο σταθμευμένο όχημά μας. Μπαίνουμε και ενεργοποιώ τα συστήματα που δεν χρειάζεται ο Κριτόλαος να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή τους. Κάνω τον χάρτη μας να παρουσιαστεί στην τετράγωνη οθόνη της κονσόλας και τον εστιάζω στην περιοχή νότια της Μέλβερηθ.

«Πήγαινε στα διακόσια χιλιόμετρα από τη Μέλβερηθ,» μου λέει η Καρνάση, καθισμένη πλάι μου. Ο Ύαν και ο Κριτόλαος βρίσκονται πίσω μας, κοιτάζοντας πάνω από τους ώμους μας.

Εστιάζω ξανά τον χάρτη και βλέπω ότι υπάρχει εκεί μια πόλη σημειωμένη ως Βέρκηθ.

«Μάλιστα,» λέει η Καρνάση. «Δεν περίμενα να την έχει, για να είμαι ειλικρινής. Είναι πολύ μικρή πόλη. Ούτε εγώ δεν ήξερα πώς λέγεται. Δεν είχα ποτέ μεταφέρει τίποτα εκεί.»

«Ο χάρτης μας είναι καλός, προφανώς,» αποκρίνομαι. Και στρέφομαι στον Κριτόλαο και στον Ύαν. «Θα πάμε αύριο;»

«Ναι,» λέει ο μάγος. «Απόψε δεν μπορώ να κάνω Μαγγανεία Κινήσεως.»

Ρωτάω την Καρνάση: «Θες να περιμένεις ώς αύριο για να σε πετάξουμε στη Μέλβερηθ; Το όχημά μας μεταμορφώνεται σε αεροπλάνο.»

«Και με το δίκυκλό μου τι θα γίνει; Δε μπορώ να το αφήσω εδώ. Θα πρέπει μετά πάλι να επιστρέψω για να το πάρω· και η Μέλβερηθ απέχει εφτακόσια-πενήντα χιλιόμετρα από την Αγκένροβ.»

«Τέλος πάντων,» λέω, «ό,τι νομίζεις. Καλύτερα, πάντως, να μην ταξιδέψεις μες στη νύχτα. Πιστεύεις ότι μπορείς να διανύσεις εφτακόσια-πενήντα χιλιόμετρα ώς το πρωί;»

Η Καρνάση μοιάζει προβληματισμένη, τα χείλη της είναι σφιγμένα. Οι δουλειές της σίγουρα την πιέζουν. Ελπίζω, όμως, να μην κάνει καμια ανοησία απόψε.

Ο Κριτόλαος τη ρωτά: «Γιατί ήταν ο Άφευκτος σ’αυτό το μηχανουργείο; Έχεις καμια ιδέα;»

«Δεν ξέρω,» λέει η Καρνάση. «Το όχημά του ήταν σταματημένο απέξω. Τον ίδιο δεν τον είδα καθόλου. Μέσα στο μηχανουργείο, πάντως, κάποιοι πρέπει να δούλευαν εντατικά. Λάμψεις φαίνονταν… Ίσως να επεξεργάζονταν μέταλλα.» Ανασηκώνει τους ώμους. «Δεν ξέρω.»

«Το όχημα του Άφευκτου έμοιαζε χτυπημένο;» ρωτάω.

Η Καρνάση κουνά το κεφάλι. «Όχι, δε νομίζω. Δεν είδα νάχει καμια ζημιά επάνω του.»

«Αν δεν πήγε, λοιπόν, για επισκευές εκεί,» λέει ο Ύαν, «για τι μπορεί να πήγε;» Και στρέφει το δαιμονομάτικο βλέμμα του στον Κριτόλαο.

«Ίσως,» υποθέτει ο μάγος, «να μην είμαστε οι μόνοι που φτιάχνουν καινούργια εργαλεία για να διευκολύνουν τις δουλειές τους.»

Δε μ’αρέσει καθόλου αυτό που ακούω. Τι έχει στο μυαλό του ο Σίλας;

«Ελπίζω, πάντως,» συνεχίζει ο Κριτόλαος, «οι κατασκευές να μην τελειώσουν γρήγορα. Να κρατήσουν, τουλάχιστον, μέχρι αύριο. Γιατί αύριο το πρωί θα είμαστε εκεί. Έτσι δεν είναι;» ρωτά τον δαιμονομάτη πιλότο μας.

Εκείνος γνέφει καταφατικά. «Από δύο ώς τρεις ώρες πτήση, την υπολογίζω.»

ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΑ ΟΠΛΑ

Ο Γαντζωμένος έπιασε δουλειά από την πρώτη κιόλας ημέρα που τον επισκέφτηκαν, από το μεσημέρι. Ακολουθώντας τα σχέδια που του έδειξε ο Άφευκτος, ξεκίνησε να προσπαθεί να κατασκευάσει τα όπλα για το ηχομορφικό όχημα. Κυρίως μετρούσε και υπολόγιζε, και ο γιος του – ένα πρασινόδερμο αγόρι – τον βοηθούσε. Μετά, όμως, ο Γαντζωμένος είπε ότι θα πήγαινε στην κοντινή πόλη, τη Βέρκηθ, για να φάει και να ξεκουραστεί στο σπίτι του για μερικές ώρες προτού επιστρέψει. Ο Άφευκτος δεν έφερε αντίρρηση, αλλά του ζήτησε να μην αργήσει. Ο Γαντζωμένος αποκρίθηκε: «Μην ανησυχείς, θάρθω πολύ γρήγορα»· και του πρότεινε ένα πανδοχείο στην πόλη. Αλλά ο Άφευκτος είπε ότι εκείνος και η φίλη του θα κάθονταν εδώ, στο όχημά τους. Επίσης, ζήτησε από τον Γαντζωμένο να μην αναφέρει σε κανέναν ότι βρίσκονταν εδώ. «Δε θέλω κανένας να ξέρει τι δουλειά κάνεις τώρα. Καλώς;» Ο Γαντζωμένος συμφώνησε, μην έχοντας λόγο να διαφωνήσει. Κλείδωσε την αποθήκη του και έφυγε, μαζί με τον γιο του, επάνω σ’ένα παλιό τρίκυκλο όχημα χωρίς οροφή και με μικρή καρότσα, το οποίο έτριζε με κάθε του κίνηση.

Ο Άφευκτος και η Κιρτέφκι κάθονται τώρα μέσα στο ηχομορφικό όχημα, εκείνος μπροστά, στη θέση του οδηγού, εκείνη πίσω, μισοξαπλωμένη στο μακρύ κάθισμα, έχοντας ανοίξει ένα σακουλάκι με ξηρά τροφή και τρώγοντας, ενώ παραδίπλα έχει ένα κουτάκι Φλεγόμενο Γρύπα, κλειστό ακόμα.

«Νομίζεις ότι θα κινδυνεύαμε αν πηγαίναμε στο πανδοχείο που μας πρότεινε;» τον ρωτά.

«Καλύτερα εδώ,» λέει ο Άφευκτος μασώντας τη μαστίχα του ήρεμα και κοιτάζοντας έξω από τα φιμέ τζάμια. «Αν τύχει κάτι μπορούμε να φύγουμε αμέσως, χωρίς πρόβλημα.»

Η Κιρτέφκι δεν απαντά. Μετά από λίγο ανοίγει το κουτάκι με τον Φλεγόμενο Γρύπα και πίνει μια μεγάλη γουλιά από το αναψυκτικό κάνοντάς το κεφάλι πίσω. Τα μάτια του Άφευκτου την παρατηρούν πίσω από τα σκούρα γυαλιά του, μέσα από τον μπροστινό καθρέφτη του οχήματος.

Η Κιρτέφκι τον ρωτά: «Από πότε ξέρεις αυτό τον Γαντζωμένο; Είπες ότι δεν είναι μέλος της Δυναστείας…»

Ο Άφευκτος κάνει ένα τσακ με τη μαστίχα του. «Όχι, δεν είναι μέλος της Δυναστείας. Αλλά τον γνώρισα αφότου μπήκα στη Δυναστεία. Κάποτε περνούσα από τούτα τα μέρη, ύστερα από μια δουλειά, και χρειαζόμουν επισκευές: κι έτυχε να βρεθώ κοντά σ’αυτό το μηχανουργείο–»

«Τι δουλειά; Δολοφονία;»

«Τέτοιες δουλειές έκανα για τη Δυναστεία,» λέει ο Άφευκτος ουδέτερα. «Από τότε,» συνεχίζει τη διήγησή του, «τον ξαναεπισκέφτηκα τον Γαντζωμένο κάποιες φορές που περνούσα από εδώ και χρειαζόμουν ν’αγοράσω κάτι σε καλή τιμή ή να κάνω κάποια επισκευή.»

«Δεν ξέρει τίποτα για το ποιος είσαι;»

«Τίποτα. Του έχω συστηθεί ως Σίλας. Ούτε καν επώνυμο δεν έχει χρειαστεί να του πω. Δεν ρώτησε ποτέ. Διακριτικός άνθρωπος.» Ο Άφευκτος ανοίγει την πόρτα πλάι του και βγαίνει απ’το όχημα. Πηγαίνει στον αποθηκευτικό χώρο πίσω, παίρνει ένα σακουλάκι με ξηρά τροφή κι έναν Φλεγόμενο Γρύπα, και μετά, ανοίγοντας μια πίσω πόρτα, ρωτά την Κιρτέφκι: «Νάρθω να καθίσω εδώ;»

«Δικό σου όχημα είναι,» αποκρίνεται εκείνη, μαζεύοντας τα πόδια της επάνω στο μακρύ κάθισμα για να του κάνει χώρο.

Ο Άφευκτος κάθεται και κλείνει την πόρτα. Η Κιρτέφκι απλώνει ξανά τα πόδια της, βάζοντάς τα επάνω στα γόνατά του.

«Θα μπορούσες να είχες βγάλει τις μπότες, τουλάχιστον,» της λέει ανοίγοντας το σακουλάκι με την ξηρά τροφή αφού αφήνει το αναψυκτικό πίσω από το μακρύ κάθισμα.

«Κάνε ό,τι νομίζεις,» αποκρίνεται η Κιρτέφκι μασουλώντας το δικό της φαγητό.

Ο Άφευκτος ανοίγει λιγάκι το φιμέ παράθυρο πλάι του, βγάζει τη μαστίχα από το στόμα του, και την πετά έξω. Κλείνει το παράθυρο. Λύνει τα κορδόνια της μιας μπότας της Κιρτέφκι και την τραβά από το πόδι της· λύνει τα κορδόνια και της άλλης και την τραβά κι αυτήν. «Βολικά;» τη ρωτά.

«Ναι,» λέει η Κιρτέφκι κουνώντας τα δάχτυλά της μέσα στις κάλτσες της.

Ο Άφευκτος αρχίζει να τρώει.

«Πόσες μέρες θα κάνει να μας φτιάξει τα όπλα;» τον ρωτά η Κιρτέφκι σε λίγο.

«Δυο-τρεις, υποθέτω. Τον έχουμε πληρώσει καλά, κι απ’ό,τι έχω καταλάβει είναι άνθρωπος του λόγου του· θα εργαστεί πυρετωδώς.»

«Και μετά, σκοπεύεις να επιτεθείς στον Ζορδάμη και τους άλλους…» Δεν είναι ερώτηση. Της το έχει πει ήδη, προτού έρθουν εδώ. Στη φωνή της, όμως, ακούγεται μια υποδηλούμενη διαφωνία.

«Θα τους παγιδέψω,» λέει ο Άφευκτος μασώντας ξηρά τροφή. Ανοίγει το αναψυκτικό του και πίνει μια γουλιά.

«Γιατί; Είναι ανάγκη;»

«Γιατί όχι; Είναι καθάρματα της Δυναστείας, όπως κι οι άλλοι. Επιπλέον» – μειδιά άγρια – «θα έχει ενδιαφέρον να δω πόσο καλός εξακολουθεί να είναι ο Ζορδάμης.

»Αλλά,» προσθέτει, «δεν θα πάω από τώρα γι’αυτούς.»

«Τι εννοείς;»

«Έχω άλλες δουλειές πρώτα.»

«Τι δουλειές;»

«Θα δεις.»

«Θες να σκοτώσεις κάποιον;»

«Κάποιον που έπρεπε να είχα ήδη σκοτώσει.» Ο Άφευκτος αφήνει το σακουλάκι με την ξηρά τροφή πίσω από το κάθισμα, σαν να έχει χάσει την όρεξή του. «Κάποιον που πρέπει να ξετρυπώσω.» Πίνει ακόμα μια γουλιά Φλεγόμενο Γρύπα.

Η Κιρτέφκι αναστενάζει, έχοντας κι εκείνη σταματήσει να τρώει. «Μακάρι να άλλαζες γνώμη. Με τόσα λεφτά θα μπορούσαμε άνετα να πάμε στη Σάρντλι και να κάνουμε κάτι εκεί, Σίλα…»

Ο Άφευκτος δεν το σχολιάζει. Μετά από λίγο, της λέει: «Πηγαίνω μπροστά. Κοιμήσου αν θέλεις.»

«Περίμενε.»

«Τι;»

«Μπορώ να δω τον μαγνήτη ζωτικής ενέργειας;»

«Σου είπα, δεν φαίνεται.»

«Ναι.» Η Κιρτέφκι δεν μοιάζει μπερδεμένη.

Ο Άφευκτος μένει για λίγο σιωπηλός και ακίνητος· ύστερα λέει: «Αφού θέλεις,» κι αρχίζει να ξεκουμπώνει τα κουμπιά του πουκαμίσου του. Από μέσα δεν φορά άλλο ρούχο· ο καιρός είναι ζεστός σήμερα. Όταν όλα τα κουμπιά έχουν ανοίξει, η Κιρτέφκι σηκώνεται για να δει· στέκεται στα γόνατα από πάνω του, με το ένα της πόδι δεξιά του και το άλλο αριστερά του. Κοιτάζει το στέρνο του, που είναι σημαδεμένο από παλιά εγκαύματα και παλιά χειρουργική επέμβαση· εξακολουθεί, όμως, να φαίνεται δυνατό. Τα μάτια του Άφευκτου παρατηρούν το δικό της στήθος, πίσω από τα σκούρα γυαλιά του, το οποίο είναι κρυμμένο κάτω από τη μπλούζα της. Η αναπνοή του Άφευκτου είναι ξαφνικά πιο βαριά, το δεξί του χέρι πηγαίνει, ακούσια ίσως, στον αριστερό μηρό της, πάνω από το γόνατο. Η Κιρτέφκι δεν δίνει σημασία σ’αυτό· αγγίζει το στέρνο του, με περιέργεια· το ψηλαφεί. Στο κέντρο. Αναζητώντας τον μηχανισμό που κλέβει ζωτική ενέργεια και τροφοδοτεί τους πνεύμονές του.

Τον βρίσκει κάτω από τα δάχτυλά της.

«Αυτό είναι;» ρωτά.

«Αυτό είναι,» απαντά ο Άφευκτος.

«Κι αν κάτι σε χτυπήσει εδώ; Αν αυτός ο μηχανισμός σπάσει;»

«Τότε θα πεθάνω. Αλλά ο μηχανισμός δεν σπάει εύκολα· κάτι που μπορεί να τον σπάσει θα με σκότωνε ούτως ή άλλως αν με χτυπούσε εκεί.» Ο Άφευκτος βγάζει τα γυαλιά του και τ’αφήνει πίσω από το κάθισμα. Τα χέρια του χαϊδεύουν την πλάτη της.

Η Κιρτέφκι τον παρατηρεί σαν να είναι αναποφάσιστη, ακόμα αγγίζοντας με το ένα χέρι τον μηχανισμό κάτω από το στέρνο του.

Ο Άφευκτος την φέρνει πιο κοντά του ακουμπώντας το πρόσωπό του στο αριστερό της στήθος, φιλώντας την πάνω από τη μπλούζα της. Η Κιρτέφκι παίρνει μια ξαφνική αναπνοή και τον σπρώχνει πίσω· τον κρατά πίσω, με τα χέρια της τώρα στους ώμους του. Κοιτάζονται για μερικές στιγμές οι δυο τους, χωρίς να μιλούν. Και μετά η Κιρτέφκι αγκαλιάζει απότομα το κεφάλι του, φέρνοντάς το κοντά στο στήθος της πάλι. Ο Άφευκτος τη φιλά, πολλές φορές. Τραβά τη μπλούζα της, βγάζοντάς την, και συνεχίζει να φιλά το μαλακό χρυσό δέρμα του στήθους της. Η Κιρτέφκι αναστενάζει και μουγκρίζει εύηχα πάνω από το κεφάλι του, έχοντας τα μάτια κλειστά· και μετά από λίγο μουρμουρίζει: Σίλα… Σίλα…

*

Ο Γαντζωμένος επιστρέφει το απόγευμα μαζί με τον γιο του, τρεις ώρες αφότου έφυγαν, ενώ η Κιρτέφκι κοιμάται στο πίσω κάθισμα του οχήματος, γυμνή κάτω από την κάπα που την τυλίγει. Ο Άφευκτος μιλά με τον Γαντζωμένο και ξεκινούν να κατασκευάζουν τα όπλα που θέλει. Τα μηχανήματα στο εσωτερικό του παραλληλόγραμμου οικοδομήματος μπαίνουν σε λειτουργία: δυνατοί ήχοι ακούγονται. Η Κιρτέφκι, σε κάποια στιγμή, ξυπνά. Ανασηκώνεται πάνω στο πίσω κάθισμα και κοιτάζει έξω απ’το παράθυρο. Βάζει τα ρούχα της και βγαίνει από το όχημα, πηγαίνοντας στο εσωτερικό του μηχανουργείου, όπου ο Άφευκτος παρακολουθεί τον Γαντζωμένο και τον γιο του να δουλεύουν.

Η Κιρτέφκι αγγίζει το χέρι του Άφευκτου.

«Πάμε έξω,» λέει εκείνος.

Βγαίνουν από το μηχανουργείο και ανάβουν τσιγάρα ενώ στέκονται κοντά στο ηχομορφικό όχημα.

«Το μετάνιωσες;» ρωτά ο Άφευκτος, αν και η έκφρασή της δεν υποδηλώνει τίποτα τέτοιο.

Η Κιρτέφκι χαμογελά. «Όχι. Γιατί να το μετανιώσω;»

Ο Άφευκτος ανασηκώνει τους ώμους, ατενίζοντας τον ορίζοντα καθώς φυσά καπνό απ’τα ρουθούνια. «Είμαι φονιάς…»

Η Κιρτέφκι βάζει το χέρι της μέσα στην κωλότσεπη του παντελονιού του και τον κρατά κοντά της.

Τα χρώματα του ουρανού σκουραίνουν όσο η ώρα περνά. Ο Άφευκτος και η Κιρτέφκι πηγαίνουν πάλι στο εσωτερικό του μηχανουργείου για να δουν τι κάνει ο Γαντζωμένος.

Κομμάτια της γιγάντιας βαλλίστρας έχουν ήδη αρχίσει να ετοιμάζονται.

*

Την επόμενη ημέρα, η βαλλίστρα ολοκληρώνεται: ένα μεγάλο όπλο με διαστάσεις περίπου όσο και η οροφή του ηχομορφικού οχήματος. Λογικό, άλλωστε, αφού εκεί προορίζεται για να προσαρμοστεί. Ο Άφευκτος και ο Γαντζωμένος τη σηκώνουν ανάμεσά τους και την τοποθετούν επάνω στις ειδικές υποδοχές που έχουν φτιάξει γι’αυτήν στα πλάγια της οροφής του οχήματος. Μερικά έντονα μεταλλικά κλικ αντηχούν, και ο Γαντζωμένος κοιτάζει το κατασκεύασμά του με κάποια περηφάνια. «Για δοκίμασέ την,» λέει. «Πρώτη φορά φτιάχνω τέτοιο πράγμα.»

«Αλλά είναι άψογο, νομίζω.»

«Δοκίμασέ την πρώτα, φίλε μου,» επιμένει ο Γαντζωμένος.

Ο Άφευκτος μπαίνει στο ηχομορφικό όχημα, το μετακινεί λίγο, και βάζει στόχο ένα μοναχικό δέντρο αντίκρυ του. Επάνω στο τιμόνι έχει προσαρμόσει έναν διακόπτη ο οποίος συνδέεται μέσω καλωδίου με μια από τις υποδοχές της βαλλίστρας, ώστε να μπορεί να λειτουργεί ως σκανδάλη για το όπλο. Τώρα, ο Άφευκτος πατά τον διακόπτη. Ένα μεγάλο βέλος πετάγεται και καρφώνεται στο δέντρο, διαπερνώντας τελείως τον χοντρό κορμό του, από τη μια μεριά ώς την άλλη.

Ο γιος του Γαντζωμένου βγάζει ένα δυνατό σφύριγμα.

Ο Άφευκτος φέρνει πάλι το όχημά του κοντά στο μηχανουργείο και βγαίνει. «Λειτουργεί, υποθέτω,» λέει.

Ο Γαντζωμένος γελά. «Έτσι φαίνεται.»

«Μικρέ,» λέει ο Άφευκτος στον γιο του τεχνουργού, «γέμισε τη με βέλη.»

«Έγινε, κύριος!» Ο πρασινόδερμος βοηθός φέρνει έξι από τα μεγάλα βέλη που έχουν φτιάξει και, σκαρφαλώνοντας πάνω στην οροφή του οχήματος, αρχίζει να τα βάζει, ένα-ένα, στον γεμιστήρα της βαλλίστρας, ο οποίος είναι κατασκευασμένος έτσι ώστε να περιστρέφεται. Μόλις το ένα βέλος φεύγει, το επόμενο είναι έτοιμο να εκτοξευτεί.

Είναι απόγευμα πλέον, αλλά η δουλειά στο μηχανουργείο δεν σταματά. Ο Γαντζωμένος αρχίζει να φτιάχνει το επόμενο όπλο που του έχει ζητήσει ο Άφευκτος. Ένα από τα έμβολα. Και μέχρι να νυχτώσει, είναι έτοιμο. Το προσαρμόζουν στη δεξιά μεριά του ηχομορφικού οχήματος έτσι ώστε να καλύπτει τους τροχούς, προστατεύοντάς τους. Ένα πελώριο λεπίδι, κοφτερό και επικίνδυνο. Το αποσυνδέουν μετά, όπως έχουν ήδη αποσυνδέσει και τη βαλλίστρα. Τα αφήνουν έξω από την αποθήκη, καλυμμένα με υφάσματα, ώστε να μπορεί ο Άφευκτος να τα πάρει όποτε θέλει και να φύγει, αν χρειαστεί.

«Σε κυνηγάνε;» τον ρωτά ο Γαντζωμένος καθώς κλείνει και κλειδώνει το μηχανουργείο του. «Έχεις προβλήματα;»

«Ναι,» αποκρίνεται ο Άφευκτος, «κάποια προβλήματα… Αλλά σκοπεύω σύντομα να τα λύσω.»

«Γι’αυτό θέλεις τα όπλα;»

«Είναι ένας από τους λόγους.»

«Θάπρεπε τότε νάχες πάει σε κάποιον που είναι πιο κατάλληλος,» λέει ο Γαντζωμένος. «Όχι πως παραπονιέμαι με τα λεφτά που πληρώνεις.» Γελά κοφτά. «Όμως, ξέρεις, εγώ είμαι τίμιος άνθρωπος. Δε θα σε κλέψω–»

«Δεν ανησυχώ γι’αυτό.»

«Κι απλά σου λέω πως υπάρχουν άνθρωποι που φτιάχνουν ό,τι όπλο θες, και με πολύ λιγότερα λεφτά.»

«Το ξέρω,» αποκρίνεται ο Άφευκτος. «Αλλά εσένα διάλεξα. Κι αυτά που μου φτιάχνεις είναι ακριβώς ό,τι χρειάζομαι.»

«Τα θέλεις για κάτι το ιδιαίτερο, ε;»

«Το βρήκες.»

«Τέλος πάντων. Καλό βραδύ. Αύριο, μάλλον, πρέπει να τελειώσουμε πια με τις δουλειές μας.»

Ο Γαντζωμένος και ο γιος του φεύγουν επάνω στο τρίκυκλό τους που τρίζει, πηγαίνοντας προς την κοντινή πόλη, τη Βέρκηθ τη Σκονισμένη.

Η Κιρτέφκι λέει: «Όλα αυτά τα όπλα με τρομάζουν. Πώς θα τα μεταφέρουμε, Σίλα; Αν τα έχουμε προσαρτημένα στο όχημα, όπου κι αν πηγαίνουμε θα τραβάμε την προσοχή των αρχών.»

«Δε θα τα έχουμε προσαρτημένα,» της λέει ο Άφευκτος. «Θα τα βάζουμε μόνο όταν τα χρειαζόμαστε.»

«Και πώς θα τα μεταφέρουμε; Δες τι μέγεθος έχουν!» Η Κιρτέφκι τα δείχνει εκεί όπου βρίσκονται, καλυμμένα με υφάσματα. «Και δεν είναι όλα έτοιμα. Έχεις ακόμα να φτιάξεις δύο έμβολα, έτσι;»

Ο Άφευκτος νεύει. «Θα τα τυλίγουμε και θα τα φορτώνουμε στην οροφή. Κανένας δεν θα μπορεί να ξέρει τι είναι, αν δεν μας ελέγξει. Ή μπορούμε κι αυτά να τα κρύψουμε εκεί όπου έχουμε κρύψει τα περισσότερα λεφτά που ληστέψαμε. Για έναν λόγο και μόνο τα θέλω τα συγκεκριμένα όπλα, Κιρτέφκι: για να τσακίσω το όχημα του Ζορδάμη και των φίλων του.»

«Κι αν μεταμορφωθούν πάλι σε αεροπλάνο; Τότε τι θα κάνεις; Δε νομίζω η βαλλίστρα να–»

«Δε θα προλάβουν να μεταμορφωθούν σε αεροπλάνο. Αλλά αν μεταμορφωθούν» – μορφάζει αδιάφορα – «θα γίνουμε ήχος και θα φύγουμε.»

Η Κιρτέφκι δεν μιλά. Τελειώνει το τσιγάρο που κάπνιζε από προτού φύγουν ο Γαντζωμένος κι ο γιος του, και μετά ανοίγει μια πίσω πόρτα του ηχομορφικού οχήματος και μπαίνει.

«Θα κοιμηθώ μόνη μου απόψε;» ρωτά τον Άφευκτο.

Εκείνος σκύβει για να την κοιτάξει από την ανοιχτή πόρτα. «Εσύ αποφασίζεις,» λέει μασώντας τη μαστίχα του.

«Έχω βαρεθεί να κοιμάμαι μόνη μου τόσο καιρό,» αποκρίνεται η Κιρτέφκι. «Αλλά βγάλε τη μαστίχα.»

Ο Άφευκτος χαμογελά. Βγάζει τη μαστίχα και την πετά πάνω από τον ώμο του.

*

Τα δύο ακόμα έμβολα ετοιμάζονται μέσα στην επόμενη ημέρα. Το ένα προσαρμόζεται στην αριστερή μεριά του ηχομορφικού οχήματος, καλύπτοντας συγχρόνως και τους τροχούς από εκεί, και το άλλο προσαρμόζεται κάτω από το ηχομορφικό όχημα.

Είναι μεσημέρι όταν η κατασκευή των όπλων έχει ολοκληρωθεί, και ο Άφευκτος δίνει ακόμα μια δεσμίδα ήλιους στον Γαντζωμένο, ευχαριστώντας τον και λέγοντάς του να μην πει σε κανέναν τίποτα για ό,τι έγινε εδώ. «Δεν θέλω κανένας να ξέρει.»

«Δεν υπάρχει πρόβλημα, φίλε μου.»

«Τ’ακούς κι εσύ, μικρέ;» λέει ο Άφευκτος στρέφοντας το βλέμμα του στον γιο του Γαντζωμένου. «Δεν με είδες ποτέ, ούτε μου έφτιαξες ποτέ όπλα.»

«Μην ανησυχείς για τον μικρό,» λέει ο Γαντζωμένος. «Ξέρει πώς να κρατά το στόμα του κλειστό. Δεν είναι φαφλατάς.» Και πράγματι, ο νεαρός ήταν σιωπηλός όλες τις ημέρες· μιλούσε μόνο όταν χρειαζόταν.

Ο Άφευκτος τούς αποχαιρετά και τους δυο και μπαίνει στο ηχομορφικό όχημα, όπου τον περιμένει η Κιρτέφκι, καθισμένη στη θέση του συνοδηγού. Στην οροφή είναι φορτωμένα, και τυλιγμένα μέσα σε σκληρά πανιά, όλα τα όπλα – η βαλλίστρα και τα τρία έμβολα.

Ο Γαντζωμένος υψώνει το δεξί του χέρι σε αποχαιρετισμό, αν και δεν μπορεί να δει τίποτα μέσα από τα φιμέ τζάμια.

Ο Άφευκτος ενεργοποιεί τη μηχανή, πατά το πετάλι, και το ηχομορφικό όχημα απομακρύνεται γρήγορα από το μηχανουργείο.

Ο γιος του Γαντζωμένου στρέφει το βλέμμα στον πατέρα του και ρωτά: «Τι θα κάνουμε με τόσους ήλιους, μπαμπά; Είμαστε πλούσιοι τώρα;»

Εκείνος χαμογελά μέσα από τα άγρια μούσια του. «Τόσα λεφτά δεν βγάζεις ούτε σε δυο χρόνια,» λέει. «Μπορούμε να καλυτερεύσουμε το μαγαζί μας.» Κοιτάζει το οικοδόμημα πίσω τους. «Μπορούμε να το καλυτερεύσουμε πολύ…»

«Η μαμά έλεγε να μετακομίσουμε στη Μέλβερηθ…»

«Η μαμά σου δεν ξέρει τι λέει. Χρόνια είμαστε εδώ· γιατί να πάμε αλλού; Τι πρόβλημα έχουμε;»

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΑΠΟΣΤΑΣΗ

Μόλις ξημερώνει πετάμε προς τα δυτικά, προς τη Βέρκηθ τη Σκονισμένη, φεύγοντας από την Αγκένροβ. Ο Ύαν είναι τώρα οδηγός μας, πιλοτάροντας το μικρό αεροπλάνο με δεξιοτεχνία, ενώ εγώ κάθομαι δίπλα του, τελείως άσχετος από οδήγηση αεροσκάφους, και ο Κριτόλαος είναι καθισμένος πίσω μας ρυθμίζοντας την ενεργειακή ροή του μεταβαλλόμενου σκάφους.

Μετά από καμια ώρα φτάνουμε στη Ραχοκοκαλιά και, πετώντας πάνω από τις ορεινές εκτάσεις της, συναντάμε μια ανοιξιάτικη καταιγίδα, την οποία και διασχίζουμε χωρίς μεγάλη δυσκολία. Όταν βγαίνουμε από την περιοχή της Ραχοκοκαλιάς αφήνουμε την καταιγίδα πίσω μας. Και τελικά, ύστερα από περίπου τρεις ώρες πτήση αφότου έχουμε φύγει από την Αγκένροβ, καταλήγουμε στα μέρη πάνω από τη Βέρκηθ τη Σκονισμένη. Το βλέπω στον χάρτη της οθόνης μας· και, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, ατενίζω μια πόλη που δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή για την οποία μας μίλησε η Καρνάση η ταχυμεταφορέας.

«Πού είναι το μηχανουργείο;» λέω.

«Αυτό εκεί, μάλλον.» Ο Ύαν δείχνει ένα οικοδόμημα που διακρίνεται κάμποσα χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης. «Κατεβαίνουμε.»

Πιλοτάρει το αεροπλάνο μας προς ένα από τα πάμπολλα ανοιχτά σημεία που υπάρχουν εδώ και, στρέφοντας τους προωθητήρες του κάθετα, το προσγειώνει. Ύστερα, ο Κριτόλαος το μεταμορφώνει σε θωρακισμένο, οπλισμένο όχημα, λέγοντας να επιτεθούμε με το πυροβόλο στον Άφευκτο αμέσως μόλις τον αντικρίσουμε.

«Αν τρέξει, όμως, να μας φύγει…» λέω καθώς αλλάζουμε θέσεις με τον Ύαν για να πάρω εγώ το τιμόνι.

«Θα μας δώσω μορφή αγωνιστικού οχήματος.»

«Όπως νομίζεις.»

Οδηγώ προς το μηχανουργείο που βρίσκεται καμια δεκαριά χιλιόμετρα ανατολικά της Βέρκηθ όπως υπολογίζει το σύστημα στην κονσόλα μας, αλλά δεν βλέπω πουθενά το ηχομορφικό όχημα του Άφευκτου. Αντικρίζω μονάχα ένα παραλληλόγραμμο οικοδόμημα με μεγάλη ανοιχτή πόρτα.

«Ή έφυγε,» λέει ο Ύαν, οπλίζοντας το τουφέκι του, «ή κρύβεται.»

«Σταμάτα, Ζορδάμη,» μου λέει ο Κριτόλαος. «Σβήσε τη μηχανή.»

Σταματάω και απενεργοποιώ τη μηχανή. Ο μάγος σηκώνεται από τη θέση του ενεργειακού κέντρου, τεντώνεται μπροστά, πατά ένα κουμπί που σβήνει την οθόνη της κονσόλας, κι αγγίζοντας τη σβηστή οθόνη με δύο δάχτυλα μουρμουρίζει κάποιο ξόρκι. Ξόρκι Ανιχνεύσεως, είμαι σίγουρος.

Μετά από λίγο, κάθεται πάλι πίσω μας, στο ενεργειακό κέντρο. «Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!» καταριέται. «Ή δεν είναι εδώ ή κρύβεται με μαγεία. Και υποθέτω το πρώτο.

»Πάμε μέσα σ’αυτό το μηχανουργείο να μάθουμε τι έγινε. Χωρίς μεγάλα όπλα στα χέρια. Καλύτερα να μην τους τρομάξουμε αμέσως.»

Βγαίνουμε από το θωρακισμένο όχημα, με τα πιστόλια μας έτοιμα αλλά κρυμμένα, και βαδίζουμε προς το οικοδόμημα που είναι κάτι ανάμεσα σε αποθήκη και μηχανουργείο. Η είσοδός του παραμένει ανοιχτή, και κανένας άνθρωπος δεν φαίνεται μέσα· μονάχα αμέτρητες παλιατσαρίες, μηχανισμοί, συσκευές, εξαρτήματα, κομμάτια. Καθώς όμως μπαίνουμε συναντάμε ένα πρασινόδερμο αγόρι που μας κοιτάζει από πάνω ώς κάτω με ξαφνιασμένο βλέμμα.

«Τι θέλετε, κύριοι;» ρωτά.

«Πού είναι ο Γαντζωμένος;» λέει ο Κριτόλαος.

Ο έφηβος στρέφεται και σφυρίζει δυνατά. «Μπαμπά! Κάποιοι κύριοι είν’ εδώ!»

Ένας άντρας έρχεται μέσα από τον λαβύρινθο των μηχανών και των παλιών εξαρτημάτων: πρασινόδερμος κι αυτός, κεφάλι ξυρισμένο, μαύρο άγριο μούσι.

«Καλημέρα,» χαιρετά. «Πώς μπορώ να εξυπηρετήσω;»

«Εσύ είσαι ο Γαντζωμένος;» ρωτά ο Κριτόλαος.

«Μάλιστα. Τι θέλετε;»

«Ψάχνουμε κάποιον που ξέρουμε ότι βρισκόταν εδώ. Είναι περίπου τόσος στο ύψος» – δείχνει με το χέρι του – «έχει δέρμα λευκό-ροζ, μάτια γαλανά, μαλλιά γκρίζα. Οδηγεί ένα όχημα που μοιάζει αγωνιστικό. Αυτό εδώ.» Ο Κριτόλαος βγάζει μια φωτογραφία από την καπαρντίνα του και τη δείχνει στον Γαντζωμένο. «Μαζί του πιθανώς να ήταν μια γυναίκα.»

Ο Γαντζωμένος κουνά το κεφάλι. «Δεν ξέρω, δεν τους είδα.»

«Μη μας λες ψέματα γιατί θα μπλέξεις άσχημα,» τον προειδοποιεί ο Κριτόλαος. «Αυτός ο άντρας ονομάζεται Άφευκτος και είναι καταζητούμενος. Πολύ επικίνδυνος εγκληματίας. Έχει σκοτώσει κόσμο. Βρισκόμαστε εδώ σταλμένοι από τις αρχές της Μέλβερηθ. Τον κυνηγάνε παντού στη Σεργήλη.»

Ο Γαντζωμένος κάνει μερικά βήματα πίσω. «Δεν ξέρω, φίλε, δεν τον έχω δει.»

Ο Κριτόλαος βγάζει το πιστόλι του από την καπαρντίνα και το οπλίζει θεατρικά, αν και είναι ήδη οπλισμένο. Εγώ κι ο Ύαν τον μιμούμαστε: βγάζουμε τα πιστόλια μας, δηλαδή, δεν τα οπλίζουμε θεατρικά κι εμείς.

«Στάσου, φίλε!» λέει ο Γαντζωμένος. «Δε θέλω φασαρίες, και δε σας έχω πειράξει. Απλώς σας λέω, δεν τον–»

«Το ξέρουμε πως ήταν εδώ,» τον διακόπτει ο Κριτόλαος, «μην το αρνείσαι. Εντάξει;» Τον ατενίζει έντονα.

Ο Γαντζωμένος κομπιάζει για μια στιγμή. Ξεροκαταπίνει. Λέει: «Εντάξει.»

«Πότε έφυγε;» ρωτά ο Κριτόλαος.

«Χτες το μεσημέρι.»

(«Τα κέρατα του Κάρτωλακ!» ακούω τον Ύαν να καταριέται κάτω απ’την ανάσα του.)

«Ήταν μόνος, ή είχε μαζί του και μια γυναίκα;»

«Είχε και μια γυναίκα, αλλά δεν ξέρω ποια ήταν. Δεν είπε τ’όνομά της, και δεν ρώτησα. Και δεν ξέρω κανέναν… Άφευκτο, όπως τον λες. Ο άνθρωπος αυτός που μου περιέγραψες λέγεται Σίλας· έτσι τον ξέρω· Σίλα τον λένε· από παλιά τον ξέρω.»

«Η γυναίκα,» τον διακόπτει ο Κριτόλαος. «Πώς ήταν στην εμφάνιση; Την είδες;»

Ο Γαντζωμένος γνέφει καταφατικά. «Ναι. Χρυσόδερμη. Μαύρα μαλλιά. Ίσως, γύρω στα τριάντα-πέντε.»

Η Κιρτέφκι Βένκαρκωφ, σκέφτομαι. Δε μπορεί να είναι άλλη. Ο Κριτόλαος, λοιπόν, έκανε λάθος· ο Άφευκτος δεν τη σκότωσε, και ούτε μάλλον σκοπεύει να τη σκοτώσει. Είναι, άραγε, εραστές οι δυο τους;

«Τι ήθελε εδώ ο Σίλας; Αγόρασε κάτι;» ρωτά ο Κριτόλαος.

Ο Γαντζωμένος λέει διστακτικά: «Ναι.»

«Τι;» Η φωνή του Κριτόλαου είναι επίμονη, απειλητική.

«Ήθελε να του φτιάξω… κάποια πράγματα.»

«Μη με βάζεις να ρωτάω συνέχεια. Η υπομονή μου εξαντλείται εύκολα. Και θα ξεσπάσω πρώτα επάνω στο αγόρι.» Λοξοκοιτάζει τον πρασινόδερμο έφηβο, ο οποίος, νομίζω, μοιάζει με τον Γαντζωμένο. Γιος του; Ο Κριτόλαος, μάλλον, σ’αυτό ποντάρει. Δε μ’αρέσουν οι τακτικές του, αλλά όταν είσαι μπλεγμένος με τη Δυναστεία δεν μπορείς να είσαι επιλεκτικός. Καταραμένοι πρώην πράκτορες της Παντοκράτειρας…

«Εντάξει,» λέει ο Γαντζωμένος, «μην τσαντίζεσαι, είπαμε. Δεν ξέραμε τι συνέβαινε. Εγώ ήξερα έναν Σίλα που περνούσε από δω καμια φορά, δεν ήξερα τίποτα για–»

«Λέγε, τι του έφτιαξες;»

«Κάτι όπλα. Αλλά όχι συνηθισμένα. Είχε ένα βιβλίο για τη διάσταση που λέγεται Βίηλ, και τα φτιάξαμε με οδηγίες από εκεί. Μια γιγάντια βαλλίστρα που προσαρμόζεται πάνω από το όχημά του, και τρία έμβολα – ένα δεξί, ένα αριστερό, κι ένα που μπαίνει από κάτω.»

«Και τα έφτιαξες όλ’ αυτά τόσο γρήγορα;»

«Πλήρωσε καλά.»

«Πού είναι τώρα;»

«Δεν ξέρω, φίλε μου, πού να ξέρω; Δεν είπε. Μου είπε μόνο ότι είχε κάτι μπλεξίματα – και μάλλον εννοούσε εσάς.»

«Ναι, μάλλον,» λέει ο Κριτόλαος. «Προς τα πού τον είδες να κατευθύνεται φεύγοντας;»

«Βόρεια. Τίποτ’ άλλο δεν ξέρω, σ’το ορκίζομαι. Μη με πειράξεις· έχω οικογένεια, και είμαι τίμιος άνθρωπος.»

«Καλή σου ημέρα,» του λέει ο Κριτόλαος και, στρέφοντάς του την πλάτη, βαδίζει προς την έξοδο της αποθήκης. Εγώ κι ο Ύαν τον ακολουθούμε.

«Είσαι σίγουρος πως σου είπε όλη την αλήθεια;» ρωτά ο μαυρόδερμος δαιμονομάτης τον μάγο.

«Ο Άφευκτος, πάντως, δεν βρίσκεται εδώ, και ο Γαντζωμένος νομίζω πως ήταν πολύ φοβισμένος για να πει ψέματα.»

Το ίδιο νομίζω κι εγώ, αλλά μένω σιωπηλός.

«Μας ξέφυγε πάλι, ο γαμημένος!» λέει ο Ύαν.

«Αναρωτιέμαι τι θέλει αυτά τα περίεργα όπλα,» λέω εγώ. «Βαλλίστρα και έμβολα; Τι σκατά έχει στο μυαλό του;»

«Να χτυπήσει κάποιο άλλο όχημα, υποθέτω,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος καθώς πλησιάζουμε το μεταβαλλόμενο όχημά μας. «Το δικό μας, ίσως.»

«Σοβαρολογείς;»

Ο Κριτόλαος στρέφεται να με κοιτάξει καθώς σταματά πλάι στο θωρακισμένο τετράκυκλο. «Γιατί όχι; Το ξέρει πως τον κυνηγάμε, δεν το ξέρει;»

«Αν περίμενε λίγο,» λέει ο Ύαν, «θα του δίναμε την ευκαιρία που ήθελε.» Τα μαβιά μάτια του γυαλίζουν δαιμονικά.

«Μην υποτιμάς τον εχθρό μας,» τον προειδοποιεί ο Κριτόλαος. Και στρέφει το βλέμμα του προς τα βόρεια.

«Αν είχαμε επιστρέψει στην Αγκένροβ νωρίτερα χτες, μπορεί και να τον προλαβαίναμε εδώ,» λέω.

«Δεν άκουσες τι είπε ο Γαντζωμένος, Ζορδάμη; Ο Άφευκτος έφυγε από εδώ χτες το μεσημέρι. Και η Καρνάση ήρθε να μας βρει στην Αγκένροβ χτες το μεσημέρι επίσης. Επομένως, όσο γρήγορα κι αν πετούσαμε, αποκλείεται να τον προφταίναμε.»

«Μπορεί, όμως, να ήταν ακόμα κάπου κοντά,» τονίζει ο Ύαν. «Τώρα, έχει μια μέρα απόσταση από εμάς – όπου κι αν είναι.»

«Αλλά δεν θ’αργοπορήσουμε άλλο,» λέει ο Κριτόλαος. «Θα ψάξουμε τις περιοχές προς τα βόρεια, πετώντας.» Και μπαίνει στο όχημά μας, καθίζοντας στο ενεργειακό κέντρο. «Ελάτε!» μας φωνάζει, και ξεκινά τη Μαγγανεία Κινήσεως.

«Μετά από σένα, πιλότε,» λέω στον Ύαν.

«Μη μου πεις ότι ζηλεύεις που όλο εγώ οδηγώ, τελευταία, ραλίστα.»

«Το παραδέχομαι: ζηλεύω.»

*

Επί δύο ώρες πετάμε πάνω από τις περιοχές βόρεια της Βέρκηθ της Σκονισμένης και νότια της Μέλβερηθ, αναζητώντας σημάδια του ηχομορφικού οχήματος του Άφευκτου. Αλλά δεν το βλέπουμε πουθενά. Πρέπει να έχει φύγει μακριά από εδώ. Από χτες το μεσημέρι, ο Σίλας Ιερόπυργος μπορεί να έχει ταξιδέψει σχεδόν ώς τη Θακέρκοβ. Μπορεί, δηλαδή, να είναι οπουδήποτε.

Ο Κριτόλαος είναι πια πολύ κουρασμένος (ελέγχει την ενεργειακή ροή του μεταβαλλόμενου σκάφους γύρω στις πέντε ώρες, συνεχόμενα) όταν μας λέει να προσγειωθούμε και να πάμε στη Μέλβερηθ. Ο Ύαν δεν φέρνει αντίρρηση· κατεβάζει το αεροπλάνο μας μερικά χιλιόμετρα νότια της μεγάλης πόλης, και ο Κριτόλαος το μεταμορφώνει σε αγωνιστικό όχημα. Βλέπω, στην κονσόλα μπροστά μας, τη ροή της ενέργειας να αποσταθεροποιείται, να τρεμοπαίζει, να σταθεροποιείται ξανά. Ο μάγος είναι σίγουρα εξαντλημένος. Ελπίζω ν’αντέξει λίγο ακόμα και να μην έχουμε καμια έκρηξη. Παίρνω το τιμόνι του οχήματος και το οδηγώ μέσα στη Μέλβερηθ, σ’ένα γκαράζ στο Σταυροδρόμι, όπου και το αφήνουμε.

Βγαίνουμε και πηγαίνουμε να καθίσουμε σ’ένα εστιατόριο το οποίο είναι έναν όροφο πάνω από τους κεντρικούς δρόμους της Μέλβερηθ· βλέπουμε την κίνηση από το τζάμι πλάι μας. Παραγγέλνουμε φαγητό και μετά, χρησιμοποιώντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου, έρχομαι σε επαφή με τον Σερφάντη Γηραιώνυμο και άλλους ανθρώπους μας μέσα στη Μέλβερηθ, ρωτώντας αν έχουν δει ίχνη του Άφευκτου. Όπως το περιμένω, κανένας δεν έχει δει τίποτα. Η Τζίνα, όμως, χαίρεται που ακούει πάλι τη φωνή μου· το καταλαβαίνω.

Έπειτα από λίγο, ενόσω τρώμε, ο πομπός μου κουδουνίζει. Τον ανοίγω λέγοντας: «Μάλιστα;»

«Ζορδάμη;» Η φωνή δεν είναι άγνωστη.

«…Σαμάνθα;»

«Δε με λένε Σαμάνθα τώρα.»

«Εδώ είσαι; Στη Μέλβερηθ;»

«Προφανώς. Άκουσα ότι κυνηγάς τον Άφευκτο μαζί με τον Κριτόλαο’μορ και τον Ύαν.»

«Δεν είναι ψέμα.»

«Χρειάζεστε καμια βοήθεια;»

«Ναι, αλλά δεν ξέρω τι είδους. Εκτός αν μπορείς κάπως να εντοπίσεις τον Άφευκτο…»

«Δυστυχώς, αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Επιπλέον, έχω άλλες δουλειές στη Μέλβερηθ. Πού βρίσκεστε;»

Της λέω.

«Θα είμαι εκεί σε λίγο. Μη φύγετε.»

«Τρώμε· εδώ θα είμαστε.»

Δεν είχα τον πομπό μου ανοιχτό έτσι ώστε ν’ακούμε όλοι καθώς μιλούσα, γιατί βρισκόμαστε σε δημόσιο χώρο, οπότε λέω τώρα στον Κριτόλαο και στον Ύαν ποια έρχεται.

Η Σαμάνθα – ή όπως κι αν ονομάζεται σήμερα – δεν αργεί να μας επισκεφτεί. Μετά από κανένα τέταρτο, τη βλέπω να περνά ανάμεσα από τα άλλα τραπέζια του εστιατορίου πλησιάζοντάς μας. Είναι ντυμένη μ’ένα μακρύ μπλε φόρεμα και κοντό, πέτσινο, καφετί γιλέκο. Από τον ώμο της κρέμεται μια μαύρη, γυαλιστερή τσάντα. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της πλαισιώνουν καλοχτενισμένα το λευκόδερμο πρόσωπό της. Έρχεται στο τραπέζι μας και κάθεται, χαμογελώντας.

«Δύσκολη δουλειά;» ρωτά.

«Σα να κυνηγάς λαγό μέσα σ’ένα απέραντο σαλόνι γεμάτο περίεργα έπιπλα,» της λέω.

«Θανάσιμος λαγός, όμως.»

«Θανάσιμος πράγματι. Εσύ τι κάνεις εδώ;»

«Σου είπα, έχω δουλειές.»

«Ο Σερφάντης σε πληροφόρησε ότι είμαστε στην πόλη;»

«Ναι.»

Η Σαμάνθα κάνει νόημα σ’έναν σερβιτόρο και του ζητά να της φέρει ένα ποτήρι Σεργήλιο οίνο.

«Πώς σε λένε τώρα;» τη ρωτάω.

«Κυράλη,» μου απαντά. «Μίλησα και με τη Τζίνα Εύορκη προχτές. Μου είπε ότι φτιάξατε μια συσκευή εντοπισμού…» Κοιτάζει τον Κριτόλαο.

Εκείνος πίνει μια γουλιά απ’το κρασί του. «Πρέπει όμως να είμαστε κοντά στον Άφευκτο για να τη χρησιμοποιήσουμε. Και μέχρι στιγμής αυτό δεν φαίνεται να μπορούμε να το καταφέρουμε. Παραλίγο να τον προλάβουμε εδώ, νότια της Μέλβερηθ, αλλά….» Μορφάζει, κουρασμένα.

«Τι έγινε;» ρωτά η Σαμάνθα– Κυράλη. Ας μη μπερδευόμαστε.

Επειδή ο Κριτόλαος μοιάζει εξουθενωμένος, της εξηγώ εγώ τι έγινε. Κι εν τω μεταξύ, ο σερβιτόρος τής φέρνει το κρασί της και ρωτά αν η κυρία θα ήθελε και τίποτε άλλο· η Κυράλη απαντά όχι.

«Στη Βέρκηθ δεν νομίζω ότι έχουμε κανέναν άνθρωπό μας,» μου λέει τελικά. «Όχι πως τώρα πια αυτό θα είχε κανένα νόημα. Η Καρνάση έπρεπε να σας είχε ειδοποιήσει πιο γρήγορα.»

«Νομίζω πως ήρθε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.»

Η Σαμάνθα– Κυράλη είναι σκεπτική για λίγο, πίνοντας δυο γουλιές από το κρασί της. «Πρέπει να συντονιστείτε καλύτερα με το δίκτυό μας,» μας λέει μετά. «Αλλιώς δεν πρόκειται να τον πιάσετε. Συνέχεια θα είστε λίγο πιο πίσω του. Και ποια είναι αυτή η Κιρτέφκι Βένκαρκωφ που ανέφερες, Ζορδάμη;»

Της εξηγώ.

«Χμμ,» κάνει η Κυράλη συλλογισμένα, κι ανάβει τσιγάρο.

«Έχεις καμια έξυπνη ιδέα;» τη ρωτά ο Κριτόλαος, που έχει τελειώσει το φαγητό του. «Γιατί εγώ, τουλάχιστον, δεν ξέρω τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε, έτσι όπως είναι τα πράγματα.» Της μιλά σαν να είναι γνωστή του, αλλά δεν ήξερα ότι οι δυο τους γνωρίζονταν· ο Κριτόλαος δεν είχε αναφέρει τίποτα μέχρι στιγμής. Η Σαμάνθα– Κυράλη πρέπει να είναι από εκείνα τα μέλη της οικογένειας που γνωρίζουν σχεδόν όλα τα υπόλοιπα μέλη. Αν κι αυτό είναι, σίγουρα, υπερβολή. Μάλλον κανένας δεν ξέρει όλα τα μέλη της οικογένειας.

Επί του παρόντος δεν απαντά στον Κριτόλαο· συνεχίζει να καπνίζει και να πίνει γουλιές απ’το κρασί της.

«Το φαντάστηκα,» λέει ο μάγος.

«Πρέπει να εκμεταλλευτείτε καλύτερα το δίκτυό μας,» λέει ξανά η Κυράλη. «Δε μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο τώρα.»

«Τον ήξερες τον Άφευκτο;» τη ρωτάω.

Η Κυράλη γνέφει καταφατικά. «Τον είχα συναντήσει τρεις, τέσσερις φορές.»

«Σε ξέρει κι αυτός, δηλαδή…»

«Ναι, αλλά δεν κινδυνεύω όσο άλλοι. Δεν είναι εύκολο να με εντοπίσει. –Και βασικά ξέρετε τι θα πρότεινα;» αλλάζει θέμα ξαφνικά. «Να τον προκαλέσετε, αφού νομίζετε ότι τα όπλα τα έχει ετοιμάσει για εσάς.»

«Να τον προκαλέσουμε;» λέω.

«Ναι. Αν σας έχει βάλει στόχο θα έρθει για εσάς.»

«Πώς θα τον προκαλέσουμε, Σαμάνθα;» Ξανά, λάθος όνομα. Η συνήθεια…

Δε φαίνεται να την ενοχλεί, όμως. «Καλό ερώτημα,» παραδέχεται. «Δεν είναι κάτι που μπορείτε να το ανακοινώσετε μέσω τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, ούτε μέσω εφημερίδων.»

«Επιπλέον,» λέει ο Κριτόλαος, «ο Άφευκτος δεν πρόκειται να ανταποκριθεί σε μια τέτοια πρόκληση. Θα νομίζει ότι είναι παγίδα, ακόμα κι αν δεν είναι.»

Η Κυράλη τον κοιτάζει συλλογισμένα. «Ναι, μάλλον έχεις δίκιο,» αποκρίνεται.

Σιωπή πέφτει ανάμεσά μας για κάμποση ώρα.

ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ ΣΗΜΑΔΙΑ

Ο Ηρακλής Λυχνοθήρας είναι ένας δημοσιογράφος της Ήλκερεβ, μιας πόλης που βρίσκεται στους τόπους ανάμεσα στη Νίρβεκ και στη Θακέρκοβ, διακόσια-πενήντα χιλιόμετρα απόσταση από την πρώτη και εκατό-πενήντα χιλιόμετρα απόσταση από τη δεύτερη. Δεν έχει ούτε κατά διάνοια το δικό τους μέγεθος, αλλά είναι η μεγαλύτερη πόλη της περιοχής της. Και στην Ήλκερεβ, επίσης, λειτουργεί ο μοναδικός ραδιοφωνικός σταθμός αυτής της περιοχής, ο οποίος ονομάζεται Ευρύφωνος. Έχει μια πανίσχυρη κεραία στημένη σε στρατηγικό σημείο κοντά στην πόλη και στέλνει σήματα προς όλες τις τριγυρινές πόλεις και χωριά. Έχει ακόμα και δύο αναμεταδότες όπου μάγοι εργάζονται για να διατηρούν το τηλεπικοινωνιακό σήμα σταθερό, ώστε να στέλνεται ακόμα πιο μακριά απ’ό,τι θα μπορούσε να το στέλνει ο αρχικός πομπός. Για να λειτουργήσουν όλα αυτά, βέβαια, χρειάζονται πολλά χρήματα. Ο Ευρύφωνος ανήκει στον πιο πλούσιο άνθρωπο της Ήλκερεβ – μια γυναίκα ονόματι Σιλένη Ρίλκασκωφ η οποία έχει πολλές εκτάσεις γης και πολλά οικοδομήματα μέσα και γύρω από την πόλη.

Ο Ηρακλής Λυχνοθήρας δουλεύει στον Ευρύφωνο, και είναι ο πιο γνωστός δημοσιογράφος του σταθμού. Παίρνει συνεντεύξεις από διάφορους ανθρώπους της ευρύτερης περιοχής, ασχολείται με κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, και ποτέ δεν λέει τίποτα κακό για την κυρία Ρίλκασκωφ φυσικά. Αυτοί που θέλουν να θεωρούν τους εαυτούς τους έξυπνους είναι φίλοι του.

Σήμερα, μετά την απογευματινή εκπομπή, κάποιος τον καλεί μέσω του τηλεπικοινωνιακού διαύλου του σταθμού.

«Μια κυρία,» του λέει η γυναίκα που είναι στον δίαυλο. «Ζητά εσένα και μόνο. Ισχυρίζεται πως πρόκειται να σου αναφέρει κάτι σημαντικό.»

Ο Ηρακλής πηγαίνει στον μεγάλο δίαυλο, πιάνει ένα ακουστικό, και το φέρνει στο αφτί του. «Μάλιστα,» λέει. «Ο Ηρακλής Λυχνοθήρας είμαι.»

«Συγνώμη που σας ενοχλώ τέτοια ώρα, κύριε Λυχνοθήρα…» αρχίζει μια γυναικεία φωνή, διστακτικά.

«Δεν υπάρχει πρόβλημα, κυρία μου. Αυτή είναι η δουλειά μου.»

«Θέλω να σας μιλήσω για κάτι, κύριε Λυχνοθήρα, αλλά θέλω να σας μιλήσω από κοντά. Θα ήταν αυτό δυνατό;»

«Ασφαλώς.»

«Δεν πρέπει κανένας άλλος να είναι μαζί σας, γιατί είναι σημαντικό αυτό που θέλω να σας πω, και θέλω να ζητήσω και τη γνώμη σας για… για το πώς να… για το τι να γίνει.»

«Μην ανησυχείτε· μπορείτε να με εμπιστευτείτε. Πού να σας συναντήσω;» Η φωνή του Ηρακλή είναι σταθερή, καθησυχαστική.

Η άγνωστη γυναίκα τού λέει έναν από τους δρόμους της Ήλκερεβ: έναν απ’αυτούς που βρίσκονται κοντά στα ανατολικά όρια της πόλης. «Μπορείτε να έρθετε εκεί σε μισή ώρα;»

«Βεβαίως,» λέει ο Ηρακλής. «Σε μισή ώρα θα είμαι εκεί.»

«Μόνος σας, παρακαλώ.»

«Μόνος. Κανένας άλλος δεν θα είναι μαζί μου.»

Η τηλεπικοινωνία τερματίζεται, και ο Ηρακλής ετοιμάζεται για να συναντήσει την άγνωστη γυναίκα. Φορά την καπαρντίνα του και κρύβει ένα πιστόλι μέσα της. Είναι άντρας ψηλός και λιγνός, νευρώδης, με δέρμα γαλανό και μαύρα, κοντοκουρεμένα μαλλιά. Το πρόσωπό του είναι φρεσκοξυρισμένο, και στο αριστερό μάγουλο έχει ένα σημάδι από κάποια παιδική αρρώστια.

Πλησιάζει τη γυναίκα στον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο του σταθμού – η οποία ονομάζεται Ρέα – και της λέει τι θα πάει να κάνει. «Να με παρακολουθείς,» της ζητά, και υψώνει μπροστά του μια στρογγυλή συσκευή όσο το μάτι του σε μέγεθος. Πατά τη μια άκρη της και την ενεργοποιεί. Λέει στη Ρέα την τηλεπικοινωνιακή συχνότητα της κι εκείνη ρυθμίζει ανάλογα τον δίαυλο.

Ο Ηρακλής νεύει. «Εντάξει,» λέει. «Μ’έχεις εντοπίσει.» Και κρύβει τον κοριό μέσα στα ρούχα του.

«Νομίζεις ότι υπάρχει κίνδυνος;» ρωτά η Ρέα, καθισμένη μπροστά στο τηλεπικοινωνιακό σύστημα. Είναι μια παχουλή γυναίκα με λευκό-ροζ δέρμα και ξανθά μαλλιά κομμένα στο ύψος του ώμου. Ντύνεται με φαρδιά ρούχα και φορά πολλά ψεύτικα κοσμήματα.

«Ίσως,» αποκρίνεται ο Ηρακλής. «Να παρακολουθείς τι θα λέμε. Αν χρειάζομαι βοήθεια θα πω την εξής φράση: ‘Νομίζω ότι μπορεί να βρέξει απόψε.’ Εντάξει;»

Η Ρέα γνέφει καταφατικά. «Εντάξει. Αλλά ποιον να ειδοποιήσω τότε;»

«Την κυρία Ρίλκασκωφ. Αμέσως.»

*

Μέσα στις πυκνές σκιές του σούρουπου, ο Ηρακλής Λυχνοθήρας πηγαίνει σ’έναν από τους δρόμους στα ανατολικά όρια της Ήλκερεβ. Κυρίως μονοκατοικίες υπάρχουν εδώ, καθώς κι ελάχιστα καταστήματα. Αυτή τη στιγμή, μονάχα ένα καφενείο είναι ανοιχτό. Τα ενεργειακά φώτα από το εσωτερικό του διαλύουν το αυξανόμενο σκοτάδι του δρόμου μπροστά από την είσοδό του.

Αλλά δεν είναι εκεί που η μυστηριώδης γυναίκα περιμένει τον δημοσιογράφο. Στέκεται σε μια γωνία, επάνω στον πεζόδρομο, τυλιγμένη σε κάπα κι έχοντας κουκούλα στο κεφάλι. Του κάνει νόημα να πλησιάσει, κι εκείνος πλησιάζει με γρήγορα βήματα.

«Ο κύριος Λυχνοθήρας;» τον ρωτά.

«Ναι. Κι εσείς, υποθέτω, είστε η κυρία με την οποία μίλησα τηλεπικοινωνιακά…»

Το πρόσωπό της είναι κρυμμένο μέσα στη σκιά της κουκούλας της, όμως το χέρι της, καθώς ξεπροβάλει από το εσωτερικό της κάπας, είναι αμέσως φανερό ότι βαστά ένα μικρό πιστόλι. Και τον σημαδεύει.

«Μην κάνετε να φύγετε, κύριε Λυχνοθήρα,» λέει με σταθερή φωνή η Κιρτέφκι.

«Ποια είστε; Τι συμβαίνει εδώ;» Ο Ηρακλής ελέγχει τα νεύρα του, δεν δείχνει φοβισμένος. Ίσως αυτή να μην είναι η πρώτη φορά που τον απειλούν με όπλο.

Ένα όχημα ακούγεται να σταματά πίσω του, και μια πόρτα να ανοίγει.

«Παλιόφιλε Ηρακλή!» έρχεται μια φωνή από το εσωτερικό του οχήματος. «Μπες να μιλήσουμε.»

Ο δημοσιογράφος στρέφεται να κοιτάξει, και βλέπει τον Άφευκτο μέσα από την ανοιχτή πόρτα, καθισμένο μπροστά στο τιμόνι του οχήματος. Ξεροκαταπίνει, μοιάζοντας μουδιασμένος.

Η Κιρτέφκι πιέζει την κάννη του πιστολιού της στην πλάτη του. «Μπες,» προστάζει. «Τώρα.»

Ο Ηρακλής μπαίνει, καθίζοντας στη θέση του συνοδηγού, και η Κιρτέφκι κάθεται στο πίσω κάθισμα.

«Κλείσε την πόρτα, αν έχεις την καλοσύνη,» λέει ο Άφευκτος και κάνει ένα απότομο τσακ με τη μαστίχα του.

Ο Ηρακλής κλείνει. «Έχεις μπλέξει πολύ άσχημα. Σε ψάχν–»

«Σταμάτα τις μαλακίες, δημοσιογραφίσκε.» Ο Άφευκτος σανιδώνει το πετάλι, φεύγοντας σαν σφαίρα. Τα οικοδομήματα της σκοτεινιασμένης πόλης γίνονται μια ξαφνική θολούρα έξω από τα παράθυρα του αγωνιστικού οχήματος. «Νομίζεις ότι είμαι άνθρωπος που δέχεται απειλές από υποκείμενα σαν εσένα;»

«Την αλήθεια σού λέω, μόνο.» Ο Ηρακλής προσπαθεί, έκδηλα, να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Η οικογένεια σε κυνηγά.»

«Σώπα, δεν σε πιστεύω…» Ο Άφευκτος έχει ήδη βγάλει το όχημά του από την Ήλκερεβ, οδηγώντας ανατολικά και βόρεια.

«Νομίζω ότι μπορεί να βρέξει απόψε,» λέει ο Ηρακλής κοιτάζοντας έξω απ’το παράθυρο.

«Ασχολείσαι και με τη μετεωρολογία τώρα, δημοσιογραφίσκε;» Ο Άφευκτος κάνει άλλο ένα απότομα τσακ με τη μαστίχα του.

«Τι θέλεις από μένα;» ρωτά ο Ηρακλής. «Για να μη μ’έχεις σκοτώσει ακόμα–»

«Γαμώ τα πόδια της Λόρκης…» μουρμουρίζει ξαφνικά ο Άφευκτος, και τα μάτια του στενεύουν καχύποπτα. Λοξοκοιτάζει τον δημοσιογράφο πλάι του.

«Για να μη μ’έχεις σκοτώσει ακόμα–»

«Δώσε μου τον κοριό που έχεις κρυμμένο επάνω σου.»

«Ποιον κοριό;»

«Μη μου λες μαλακίες, δημοσιογραφίσκε. Δεν άρχισε ξαφνικά να σ’ενδιαφέρει ο καιρός. Κανείς δεν ασχολείται με τον καιρό όταν τον έχουν μόλις απαγάγει.»

«Δεν ξέρω τι νομίζεις ότι–»

Ο Άφευκτος επιταχύνει, και κατεβάζει έναν διακόπτη επάνω στην κονσόλα του οχήματός του, μετατρέποντάς το σε ήχο.

«Μεγάλη Αρτάλη…» κάνει ο Ηρακλής, καθώς τα περισσότερα πράγματα γύρω τους αρχίζουν να φαίνονται ημιδιαφανή μες στη νύχτα. «Τι…;»

«Δώσε τον κοριό, δημοσιογραφίσκε.»

«Δεν έχω κοριό, μα τους θεούς!»

«Καλά,» αποκρίνεται ο Άφευκτος. «Αφού θες να παίξουμε έτσι…»

«Σταμάτα τις ανοησίες, Άφευκτε,» λέει ο Ηρακλής με προσποιητό θάρρος, «και πες μου τι θέλεις από εμένα. Γιατί δεν είμαι ακόμα νεκρός;»

«Μην είσαι σίγουρος ότι θα μείνεις ζωντανός για πολύ, με την τακτική που ακολουθείς.»

Έχοντας ήδη απομακρυνθεί κάμποσο από την Ήλκερεβ, κι έχοντας μπει σ’ένα δάσος, δίνει πάλι στο όχημά του υλική μορφή και το σταματά.

«Βγες,» προστάζει τον δημοσιογράφο.

Εκείνος κάνει να τραβήξει το πιστόλι μέσα από την καπαρντίνα του–

Ο Άφευκτος τον γρονθοκοπεί στη μύτη, άγρια, και το κεφάλι του Ηρακλή χτυπά πάνω στο τζάμι του παραθύρου πλάι του. Η όψη του γεμίζει με αίματα ξαφνικά.

Και ο Άφευκτος είναι που τώρα κρατά πιστόλι. «Βγες, δημοσιογραφίσκε.»

Η Κιρτέφκι έχει ήδη βγει από το όχημα και ανοίγει την πόρτα του Ηρακλή, ενώ τον σημαδεύει με το δικό της πιστόλι. Ο δημοσιογράφος βγαίνει παραπατώντας, έχοντας το ένα του χέρι στη μύτη του που αιμορραγεί.

Το δάσος είναι κατασκότεινο μες στο σούρουπο· μονάχα τα φώτα του ηχομορφικού οχήματος διαλύουν το σκοτάδι.

Ο Άφευκτος βγαίνει και, κάνοντας τον γύρο, πλησιάζει τον Ηρακλή. «Δώσε μου τον κοριό.»

«Δεν έχω κοριό– Ογκχ!»

Ο Άφευκτος τον γρονθοκοπεί στο στομάχι, κάνοντάς τον να διπλωθεί, κι ύστερα τον γρονθοκοπεί στο κεφάλι, ρίχνοντάς τον στη γη, αλλά όχι αναίσθητο. Ο δημοσιογράφος σαλεύει και μουγκρίζει.

«Αν πάει να επιχειρήσει καμια εξυπνάδα,» λέει ο Άφευκτος στην Κιρτέφκι, καθώς περνά το πιστόλι στη ζώνη του, «γέμισε τα πόδια του με σφαίρες.»

Αρπάζει την καπαρντίνα του Ηρακλή κι αρχίζει να την τραβά για να τη βγάλει από πάνω του, ενώ εκείνος φωνάζει και σκούζει. Ο Άφευκτος τον κλοτσά στα πλευρά όταν επιχειρεί να σηκωθεί. Και τώρα έχει την καπαρντίνα στα χέρια του, και την ψάχνει. Βρίσκει το πιστόλι του δημοσιογράφου, βρίσκει κάτι διπλωμένα χαρτιά κι έναν στιλογράφο, αλλά πουθενά κανέναν κοριό.

«Πού είναι ο κοριός;» φωνάζει.

«Σε παρακαλώ, Άφευκτε…» βογκά ο Ηρακλής, διπλωμένος, στα γόνατα. «Δεν έχω κοριό.»

Ο Άφευκτος τον γρονθοκοπεί ξανά στο κεφάλι. «ΜΑΛΑΚΙΕΣ που δεν έχεις κοριό!» Του αρπάζει το πουκάμισο κι αρχίζει να το τραβά για να του το βγάζει. Τελικά τα καταφέρνει και το ψάχνει· βρίσκει, μέσα σε μια τσέπη, μια μικρή στρογγυλή συσκευή.

«Ώστε δεν έχεις κανέναν κοριό επάνω σου, ε, δημοσιογραφίσκε;»

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις,» βαριανασαίνει ο Ηρακλής ενώ αίμα στάζει από το πρόσωπό του ποτίζοντας το νυχτερινό χορτάρι του δάσους.

Ο Άφευκτος αφήνει τον κοριό επάνω σε μια πέτρα, τραβά το πιστόλι του, και τον πυροβολεί εξ επαφής, διαλύοντάς τον.

«Τώρα,» λέει στον Ηρακλή, «θα μπορούσαμε, κανονικά, να μιλήσουμε. Αλλά δεν σε εμπιστεύομαι πια.»

«Σου λέω αλήθεια: δεν έχω άλλο κοριό– δεν είχα ποτέ κοριό–»

«Γδύσου,» τον προστάζει ο Άφευκτος σημαδεύοντάς τον με το πιστόλι του.

«Άφευκτε–»

«Γδύσου, αλλιώς είσαι νεκρός.» Πατά τη σκανδάλη, στέλνοντάς μια σφαίρα στο χορτάρι πλάι στο δεξί γόνατο του Ηρακλή.

«Εντάξει,» λέει ο δημοσιογράφος, φοβισμένα. Βγάζει τη μπλούζα που φορούσε μέσα από το πουκάμισο και σηκώνεται όρθιος, με πόδια που τρέμουν, για να βγάλει τα παπούτσια και το παντελόνι του.

«Τα πάντα,» του λέει ο Άφευκτος συνεχίζοντας να τον σημαδεύει.

«Για όνομα της Αρτάλης! Πού να έχω–;»

«Τα πάντα.»

Ο Ηρακλής ρίχνει ένα λοξό βλέμμα στην Κιρτέφκι, η οποία στέκεται παραδίπλα, με το πιστόλι της στο χέρι και το πρόσωπό της ακόμα κρυμμένο μέσα στην κουκούλα της κάπας της. Ύστερα βγάζει τις κάλτσες του και, τέλος, την περισκελίδα του. Το γαλανόδερμο σώμα του τρέμει μέσα στο κρύο του δάσους, ενώ το αριστερό του χέρι προσπαθεί να κρύψει τα γεννητικά του όργανα.

«Τι νόημα έχουν αυτά, Άφευκτε;» λέει με φωνή σπασμένη. «Τι–;»

«Ψάξε τα ρούχα του,» ζητά ο Άφευκτος από την Κιρτέφκι· κι εκείνη τα ψάχνει γρήγορα, βρίσκοντας επάνω τους μόνο ένα πορτοφόλι και κλειδιά.

«Δε νομίζω ότι έχει άλλο κοριό,» λέει.

«Είσαι τυχερός, δημοσιογραφίσκε,» παρατηρεί ο Άφευκτος. «Αν έβρισκα κι άλλο κοριό επάνω σου θα είχες βλαστημήσει την ώρα που γεννήθηκες. Μπες ξανά στο όχημα, τώρα. Φεύγουμε από δω.»

*

Ο Άφευκτος σταματά ακόμα πιο μακριά από την Ήλκερεβ, προς τα ανατολικά, μέσα σ’ένα δάσος πάλι. Έχει νυχτώσει για τα καλά τώρα, και ο Ηρακλής Λυχνοθήρας είναι φανερά τρομοκρατημένος καθώς κάθεται, γυμνός, στη θέση του συνοδηγού. Το γαλανό χρώμα του δέρματός του έχει αδυνατίσει. Καταλαβαίνει, αναμφίβολα, ότι βρίσκεται πλήρως στο έλεος του Άφευκτου.

Και ο Άφευκτος τώρα γυρίζει και τον κοιτάζει. «Έχεις δίκιο σ’ένα πράγμα, ξέρεις, δημοσιογραφίσκε. Υπάρχει λόγος που δεν είσαι ακόμα νεκρός.»

Ο Ηρακλής δεν μιλά· τον περιμένει να συνεχίσει.

Ο Άφευκτος συνεχίζει: «Θέλω να μάθω πού βρίσκεται ένας άνθρωπος που είμαι βέβαιος ότι γνωρίζεις. Ονομάζεται Βατράνος’φεν Ηρώνυμος· ρυθμίζει τις δουλειές με τα ορυχεία ενέργειας του Κλεόβουλου Σιριλάμνη.»

Ο Ηρακλής λέει, ξερά: «Ναι.» Το στόμα του μοιάζει κολλημένο, αφυδατωμένο.

Ο Άφευκτος τού δίνει ένα μπουκαλάκι νερό. «Πιες.»

Ο Ηρακλής το ανοίγει και πίνει μια γουλιά.

«Τον ξέρεις, δεν τον ξέρεις;» ρωτά ο Άφευκτος.

«Τον… τον έχω ακουστά.»

«Μην αρχίζεις πάλι τις μαλακίες. Τον ξέρεις.»

Ο Ηρακλής πίνει ακόμα μια γουλιά νερό. «Και τι θέλεις τώρα;»

«Σου είπα τι θέλω. Θέλω να μου πεις πού βρίσκεται. Πού μένει.»

Ο Ηρακλής δείχνει σκεπτικός προς στιγμή. Ύστερα λέει: «Αν σου απαντήσω – αν ξέρω να σου απαντήσω – θα μ’αφήσεις να ζήσω; Θα μ’αφήσεις να φύγω;»

«Γιατί όχι;»

«Δε φοβάσαι ότι θα σε προδώσω στην οικογένεια;»

«Δε με νοιάζει τι θα κάνεις.»

Ο Ηρακλής πίνει κι άλλο νερό.

«Μην καθυστερείς, δημοσιογραφίσκε· η υπομονή μου τελειώνει.»

«Θα σου πω ό,τι ξέρω για τον Ηρώνυμο, αλλά μόνο όταν είμαστε μέσα σε κάποιο δημόσιο οίκημα, σε μεγάλη πόλη.»

Ο Άφευκτος γελά απειλητικά. «Δεν θέτεις εσύ τους όρους. Πες μου τώρα ή–»

«Πώς ξέρω ότι θα κρατήσεις τον λόγο σου, εδώ πέρα;» λέει ο Ηρακλής απότομα. «Είμαστε μες στη μέση του πουθενά! Μπορείς όποτε θες να με σκοτώσεις. Αν είναι να σου αποκαλύψω πού βρίσκεται ο Ηρώνυμος, χρειάζομαι κάποια βεβαίωση ότι θα μείνω ζωντανός.»

Ο Άφευκτος υψώνει το πιστόλι του. «Βγες έξω.»

Ο Ηρακλής διστάζει.

«Βγες.»

Ο Ηρακλής βγαίνει, πατώντας ξυπόλυτος επάνω στο υγρό χορτάρι και στο νοτισμένο χώμα του νυχτερινού δάσους. Το γυμνό γαλανόδερμο σώμα του τρέμει.

Ο Άφευκτος τον ακολουθεί έξω, το ίδιο και η Κιρτέφκι. Κι οι δυο τους κρατάνε πιστόλια. «Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να πεθάνεις,» του λέει ο Άφευκτος.

«Θες να μάθεις για τον Ηρώνυμο ή όχι;» επιμένει ο Ηρακλής. «Αν θέλεις–»

Ο Άφευκτος τον γρονθοκοπεί καταπρόσωπο, σωριάζοντάς τον στη γη. «Ναι, θέλω να μάθω – και θα μου πεις. Ακόμα κι αν χρειαστεί να σε κόψω κομμάτια.»

Ένα ελικόπτερο ακούγεται, τότε, να περνά από πάνω τους, και ν’απομακρύνεται.

«Μη νομίζεις ότι οι φίλοι σου θα σε βρουν εδώ που είμαστε,» λέει ο Άφευκτος στον Ηρακλή. Τον αρπάζει απ’τον λαιμό και τον σηκώνει όρθιο. Τον ωθεί ώς ένα δέντρο, κολλώντας την πλάτη του στον κορμό. «Φέρε μου σχοινί!» φωνάζει στην Κιρτέφκι.

«Α… Άφευκτε,» καταφέρνει να κρώξει ο Ηρακλής.

«Τι είναι; Έχεις κάτι να μου πεις;» Χαλαρώνει τη λαβή του επάνω στον λαιμό του δημοσιογράφου.

«Θα σου πω… σε μια μεγάλη πόλη, σε δημόσιο… μέρος… Μπορούμε εκεί να μιλήσουμε πολιτισμένα…»

Η Κιρτέφκι δίνει στον Άφευκτο το σχοινί. Εκείνος το παίρνει και, αφού θηκαρώνει το πιστόλι του, δένει τα χέρια του Ηρακλή πάνω απ’το κεφάλι του και πίσω από τον κορμό του δέντρου. Τα δένει σφιχτά, κόβοντας την κυκλοφορία του αίματος. Ο δημοσιογράφος μοιάζει μ’ένα μισοπεθαμένο σώμα που μονάχα ο ξύλινος κορμός πίσω του το στηρίζει.

«Πώς θέλεις να πεθάνεις;» τον ρωτά ο Άφευκτος. «Γρήγορα, ή αργά; Πες μου πού βρίσκεται ο Ηρώνυμος και ίσως ακόμα και να ζήσεις.»

«Πάμε σε μια μεγάλη πόλη, κι εκεί θα μιλήσουμε, Άφευκτε. Σ’το υπόσχομαι.»

«Πολύ φοβάμαι ότι δεν με καταλαβαίνεις.» Ο Άφευκτος τραβά ένα μαχαίρι. «Σκοπεύω ν’αρχίσω να αφαιρώ πράγματα από πάνω σου, δημοσιογραφίσκε. Ένα αφτί… ένα δάχτυλο… δυο, τρία δόντια… το πουλί σου… ένα μάτι… Με καταλαβαίνεις καλύτερα, τώρα;»

Ο Ηρακλής ξεροκαταπίνει, βαριανασαίνοντας, τρέμοντας.

«Τι είπες;» ρωτά ο Άφευκτος.

Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΕΝΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ

Τελικά, δεν καθόμαστε ολόκληρη εκείνη την ημέρα στη Μέλβερηθ. Καθώς συζητάμε με την Κυράλη αποφασίζουμε πως δεν έχει νόημα να περιμένουμε εδώ. Καλύτερα να πάμε στη Θακέρκοβ, όπου βρίσκεται – αν και κρυμμένος ακόμα κι από εμάς – ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης.

Αφού ξεκουραζόμαστε σ’ένα ξενοδοχείο, και δεχόμαστε και μια σύντομη επίσκεψη από τη Τζίνα, φεύγουμε από τη Μέλβερηθ. Πετάμε προς Θακέρκοβ. Περνάμε πάνω από τους πρόποδες της Ραχοκοκαλιάς και τις ράγες του τρένου και, μετά από περίπου δυο ώρες, προσγειωνόμαστε κοντά στη μεγάλη πόλη. Ο Κριτόλαος δίνει στο αεροπλάνο μας μορφή οχήματος ξηράς και το οδηγώ μέσα στους δρόμους της Θακέρκοβ.

Κλείνουμε δωμάτια σ’ένα ξενοδοχείο που ονομάζεται Διπλός και βρίσκεται στον Καλόπιστο, επάνω στην Οδό Αυγερινού· επικοινωνούμε, μέσω πομπού, με τους ανθρώπους μας στην πόλη ώστε να τους ενημερώσουμε για την παρουσία μας· και, μην έχοντας κάτι άλλο να κάνουμε, περιμένουμε.

Την επόμενη μέρα, τίποτα δεν συμβαίνει πέρα από μια σύντομη συνομιλία ανάμεσα στον Κριτόλαο και στον Κλεόβουλο Σιριλάμνη, μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού. Ο Κλεόβουλος φαίνεται να είναι αναστατωμένος που δεν έχουμε ακόμα σκοτώσει τον Άφευκτο.

«Έχουν περάσει σχεδόν δυο μήνες από τότε που συναντηθήκαμε!» τον ακούω να λέει από το μεγάφωνο. «Τι κάνετε; Πώς είναι δυνατόν να σου ξεφεύγει, Κριτόλαε; Έχεις χάσει τις παλιές σου ικανότητες;»

«Θα μπορούσατε να κάνετε το δόλωμα για εμάς, κύριε Σιριλάμνη. Θα μας διευκόλυνε, αν έχετε την καλοσύνη.» Είμαι βέβαιος πως ο Κριτόλαος επίτηδες το λέει αυτό.

«Με κοροϊδεύεις!; Δε βάζω τον εαυτό μου εκεί που μπορεί αυτό το τρελό κάθαρμα να με πλησιάσει!»

«Μια πρόταση ήταν, απλώς…»

Χαμογελάω με την ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπο του Κριτόλαου.

Η αλήθεια είναι ότι, όντως, θα μας διευκόλυνε αν ο Κλεόβουλος Σιριλάμνης έκανε το δόλωμα, γιατί είναι ο μόνος στόχος για τον οποίο ο Άφευκτος σίγουρα θα έρθει. Όμως δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να δεχτεί κάτι τέτοιο. Τρέμει τον Άφευκτο. Ό,τι προστατευτικά μέτρα κι αν έχουμε πάρει, δεν νομίζω ότι θα συμφωνήσει.

Τη μεθεπόμενη μέρα, έρχεται μια ενδιαφέρουσα πληροφορία μέσω του δικτύου μας: Σε μια κοντινή πόλη προς τα βορειοανατολικά, η οποία ονομάζεται Ήλκερεβ, ένας άνθρωπος της Σιδηράς Δυναστείας εξαφανίστηκε. Τον λένε Ηρακλή Λυχνοθήρα και είναι δημοσιογράφος που δουλεύει στον μοναδικό ραδιοφωνικό σταθμό της περιοχής. Αρκετά γνωστός. Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, κάποιος τον απήγαγε παίρνοντάς τον μέσα στο όχημά του. Η Σιλένη Ρίλκασκωφ, η πλουσιότερη γυναίκα της Ήλκερεβ και ιδιοκτήτρια του ραδιοφωνικού σταθμού, τον αναζήτησε ακόμα και με ελικόπτερο, αλλά δεν τον έχει βρει ακόμα. Ούτε αυτόν ούτε το πτώμα του.

Η απαγωγή έγινε με τον εξής τρόπο: Μια μυστηριώδης γυναίκα ζήτησε, μέσω του τηλεπικοινωνιακού διαύλου του σταθμού, να συναντήσει τον δημοσιογράφο σ’έναν δρόμο στα όρια της Ήλκερεβ για να του πει κάτι εμπιστευτικό. Ο Ηρακλής πήγε, αλλά όχι χωρίς να πάρει κάποια μέτρα προστασίας. Είχε επάνω του έναν κοριό ο οποίος έδινε σήμα στον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο του σταθμού. Έτσι, σύμφωνα με τα ηχητικά δεδομένα που καταγράφηκαν, ο Ηρακλής συνάντησε τη μυστηριώδη γυναίκα κι εκείνη τον απείλησε, μάλλον με όπλο. Την ίδια στιγμή, ένα όχημα ακούστηκε να έρχεται, και ο Ηρακλής μπήκε μέσα και μίλησε με τον οδηγό καθώς έφευγαν. Ο οδηγός κατάλαβε ότι υπήρχε κοριός επάνω στον δημοσιογράφο, όταν εκείνος είπε ένα σύνθημα σχετικά με τον καιρό ώστε να έρθουν να τον βοηθήσουν. Μετά, το σήμα του κοριού χάθηκε ξαφνικά, κι όταν ξαναεμφανίστηκε, ο οδηγός ακούστηκε να απειλεί τον Ηρακλή και τελικά να του παίρνει, με τη βία, τον κοριό – οπότε και ο κοριός καταστράφηκε. Προτού όμως καταστραφεί, ο δημοσιογράφος αποκάλεσε τον οδηγό «Άφευκτε». Δεν υπάρχει, επομένως, η παραμικρή αμφιβολία ποιος απήγαγε τον Ηρακλή Λυχνοθήρα.

«Τι μπορεί να τον θέλει;» ρωτάω τον Κριτόλαο, ενώ είμαστε κι οι τρεις συγκεντρωμένοι στο δωμάτιό του ύστερα από αυτή την αναφορά.

«Πληροφορίες. Ο Ηρακλής γνωρίζει πολύ κόσμο.»

«Ή γνώριζε,» τονίζει ο Ύαν. «Δεν ξέρουμε αν είναι ακόμα ζωντανός.»

«Πολύ νωρίς για να κρίνουμε,» λέει ο Κριτόλαος. «Χτες βράδυ απήχθη.» Και τώρα είναι μεσημέρι της επόμενης ημέρας. «Μπορεί να παρουσιαστεί, όπως παρουσιάστηκε και η λογίστρια, η Νικίτα Φόμανκωφ. Ούτε αυτή τη σκότωσε ο Άφευκτος.»

«Τι κάνουμε, λοιπόν;» ρωτάω. «Πάμε στην Ήλκερεβ;»

«Όχι,» λέει ο Κριτόλαος.

«Όχι;» Με παραξενεύει η απόφασή του.

«Πιστεύεις, Ζορδάμη, ότι έχει κανένα νόημα να πάμε εκεί; Τι ίχνη θα μπορέσουμε να βρούμε που δεν μπορούν να βρουν οι άνθρωποι της Σιλένης Ρίλκασκωφ; Καλύτερα να περιμένουμε εδώ, και οι άνθρωποί μας θα μας ειδοποιήσουν αν προκύψει κάτι. Εξάλλου, η Ήλκερεβ δεν είναι τόσο μακριά από τη Θακέρκοβ.»

Νομίζω πως ο Κριτόλαος είναι απελπισμένος πια. Δε μπορεί να σκεφτεί κανέναν τρόπο για να παγιδέψει τον Άφευκτο και βλέπει πως ο χρόνος περνά, και ολοένα και περισσότερα μέλη της Δυναστείας σκοτώνονται.

Αναρωτιέμαι πότε τα μεγάλα αφεντικά της οικογένειας θα βάλουν κι άλλους ανθρώπους να κυνηγήσουν τον Άφευκτο.

Μάλλον δεν θ’αργήσουν πολύ…

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΔΟΝΤΙ

Ο Βατράνος’φεν Ηρώνυμος, όπως υποδηλώνει η κατάληξη του ονόματός του, είναι μάγος του τάγματος των Γαιοδιφών. Η μαγεία του είναι εστιασμένη στις ιδιότητες της γης και του εδάφους, και ο ίδιος έχει ασχοληθεί χρόνια με την εξόρυξη μετάλλων και, κυρίως, ενέργειας. Βρίσκεται από παλιά στις υπηρεσίες του Κλεόβουλου Σιριλάμνη και έχει επωφεληθεί πολύ από αυτό. Έχει πλουτίσει. Είναι Ανώτατος Επόπτης των ορυχείων ενέργειας Σιριλάμνη στα βόρεια της Ραχοκοκαλιάς.

Το σπίτι του βρίσκεται στη Θακέρκοβ, στην πλούσια περιοχή που ονομάζεται Γραμμή. Είναι μια περιτειχισμένη βίλα που, όταν στέκεσαι απέξω, ελάχιστα πράγματα φαίνονται από το εσωτερικό της. Ουσιαστικά, μόνο οι κορυφές κάποιων δέντρων και τα επάνω πατώματα του κεντρικού οικήματος της βίλας.

Ο Άφευκτος και η Κιρτέφκι Βένκαρκωφ, αφότου πήραν πληροφορίες για τη βίλα από τον Ηρακλή Λυχνοθήρα και τον σκότωσαν, ταξίδεψαν την επόμενη μέρα ώς τη Θακέρκοβ κι έφτασαν πριν από το μεσημέρι. Μπήκαν απαρατήρητοι στη μεγάλη πόλη, σε μορφή ήχου. Άφησαν το όχημά τους σ’έναν μικρό δρόμο στον Παλαιοπώλη, σκεπασμένο με χοντρό ύφασμα ώστε να μη μπορεί να εντοπιστεί, και βάδισαν προς τη Γραμμή. Καθοδόν, αγόρασαν δύο καπέλα από τον Παλαιοπώλη, για να αλλάξουν την εμφάνισή τους, και πρόχειρο φαγητό για να φάνε στο χέρι.

Φτάνουν τώρα στη Γραμμή, πηγαίνουν στον δρόμο όπου βρίσκεται η βίλα του Βατράνου’φεν Ηρώνυμου, και κάνουν μια βόλτα ολόγυρά της. Ο Άφευκτος αμέσως παρατηρεί τους τηλεοπτικούς πομπούς που κοιτάζουν γύρω από το τείχος και το λέει στην Κιρτέφκι. «Μην κάνεις καμια ύποπτη κίνηση,» την προειδοποιεί. «Είμαστε απλώς δύο αμέριμνοι βολταδόροι.»

Η Κιρτέφκι μειδιά κάτω από το μεγάλο μπορ του καπέλου της.

«Μ’αρέσει να είμαι μαζί σου, Σίλα,» του λέει μετά, όταν έχουν απομακρυνθεί λίγο από τη βίλα και καθίσει σ’ένα πέτρινο παγκάκι ενός πάρκου. «Δεν το φανταζόμουν ότι θα μου άρεσε, αλλά μ’αρέσει.» Παραδίπλα, δύο αγόρια παίζουν μ’ένα μεγάλο γκρίζο σκύλο. «Είναι σαν να βρίσκομαι μέσα σε ταινία… Και στην αρχή ήμουν τσαντισμένη – εξοργισμένη – μαζί σου!» Γελά. «Θα έπρεπε, βέβαια, να ήμουν. Αλλά τώρα δεν είμαι πια.» Γέρνει το κεφάλι και φιλά δυνατά τα χείλη του, καθώς τα πρόσωπά τους έρχονται το ένα κοντά στο άλλο κάτω από τα καπέλα τους.

«Κάνεις λάθος,» της λέει ο Άφευκτος. Τα μάτια του δεν φαίνονται πίσω από τα μαύρα γυαλιά του.

«Λάθος;» Η Κιρτέφκι μασά τη μαστίχα του τώρα, ύστερα από το φιλί.

«Η ζωή δεν είναι ταινία. Κι εγώ δεν έχω κανένα μέλλον.»

«Θα πάμε στη Σάρντλι. Μπορούμε να πάμε στη Σάρντλι,» λέει η Κιρτέφκι.

«Δεν ξέρω…» Ο Άφευκτος κοιτάζει το πλακόστρωτο της πλατείας. «Ίσως. Όταν όλα αυτά τελειώσουν.»

«Πότε θα τελειώσουν; Τελειώνει η Σιδηρά Δυναστεία;»

Ο Άφευκτος λοξοκοιτάζει τα δύο αγόρια και τον σκύλο τους πίσω απ’τα γυαλιά του, σαν να μπορούσαν να είναι κατάσκοποι. «Μετά από τον Σιριλάμνη, ίσως…» λέει.

Η Κιρτέφκι χαμογελά. «Το λες σοβαρά;»

«Πρώτα πρέπει να τον δω νεκρό.»

Συνεχίζουν την παρακολούθηση της βίλας ώς τη νύχτα, χωρίς να την πλησιάζουν, κοιτάζοντας από απόσταση για να δουν ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Αλλάζουν εμφάνιση κατά διαστήματα: βγάζουν τα καπέλα τους και φοράνε κάπες με τις κουκούλες σηκωμένες· μετά φοράνε άλλες κάπες, διαφορετικές, και διαφορετικά ρούχα επίσης, και διαφορετικά σκούρα γυαλιά. Όταν το φως της ημέρας σβήνει δεν φοράνε γυαλιά, φυσικά.

Κανένας δεν τους ενοχλεί. Κανένας (μάλλον) δεν τους υποπτεύεται, παρότι ο Άφευκτος λέει στην Κιρτέφκι ότι η Γραμμή είναι επικίνδυνη περιοχή μ’όλους αυτούς τους πλουσίους εδώ.

«Μου θυμίζει τον Δρυόκηπο της Νίρβεκ λιγάκι,» παρατηρεί εκείνη, κι ένα σύντομο κόμπιασμα ακούγεται στη φωνή της.

Επιστρέφουν τελικά στο όχημά τους και, αφού παίρνουν μορφή ήχου, φεύγουν γρήγορα από τη Θακέρκοβ. Ο Άφευκτος έχει φτάσει στο συμπέρασμα ότι αποκλείεται να καταφέρουν να απαγάγουν τον Βατράνο’φεν από τη Γραμμή. «Είναι πολύ δύσκολο,» λέει στην Κιρτέφκι καθώς βγάζει το όχημα στην ύπαιθρο. «Αδύνατο, ίσως. Να τον σκοτώσω πιθανώς να μπορούσα. Αλλά όχι να τον απαγάγω. Τον φυλάνε τόσοι μισθοφόροι.» Χρειάζεται, λοιπόν, να του επιτεθούν έξω από τη Θακέρκοβ, όταν επιστρέφει από τα ορυχεία ενέργειας. Αλλά μια τέτοια δουλειά θα είναι επικίνδυνη· θα αντιμετωπίσουν τους φρουρούς του, μάλλον. Πράγμα που σημαίνει ότι θα χρειαστούν όπλα πέρα από αυτά που έχουν μαζί τους, και πέρα από αυτά που έφτιαξε ο Γαντζωμένος για το όχημά τους.

«Θα είναι, όμως, επικίνδυνη δουλειά,» ξαναλέει ο Άφευκτος, έχοντας πλέον δώσει υλική μορφή στο όχημά του αλλά συνεχίζοντας να οδηγεί μες στη νύχτα, μες στην ύπαιθρο. «Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να μην είσαι μαζί μου–»

«Μη λες ανοησίες, Σίλα! Τόσο καιρό είμαι μαζί σου. Ξέρεις πόσο καιρό είμαι μαζί σου; Είκοσι-έξι μέρες.»

Ο Άφευκτος μειδιά. «Τις μετράς;»

«Μέχρι στιγμής. Θέλω να δω πόσο θα καταφέρω να μείνω ζωντανή!» Αλλά το λέει μ’ελαφριά διάθεση, σαν νάναι αστείο, σαν να μη μπορεί αληθινά να πιστέψει ότι κάτι είναι δυνατόν να τη σκοτώσει, σαν να νομίζει ότι μαζί με τον Άφευκτο είναι αθάνατη, μυθική φιγούρα της Σεργήλης.

«Είκοσι-έξι μέρες δεν είναι τόσες πολλές,» της λέει ο Άφευκτος νηφάλια. «Και ώς τώρα δεν έχουμε κάνει κάτι πολύ επικίνδυνο–»

«Ληστέψαμε το τρένο, Σίλα! Πυροβόλησα τους φρουρούς.»

«Ήταν ξαφνιασμένοι–»

«Και οι φρουροί του Βατράνου’φεν δεν θα είναι;»

«Θα τους έχουμε χτυπήσει ήδη με τα όπλα του οχήματός μας, οπότε, όχι, υποθέτω πως δεν θα είναι.»

Η Κιρτέφκι μένει προς στιγμή σιωπηλή· ύστερα λέει: «Δε με νοιάζει. Θα έρθω μαζί σου.»

«Όπως νομίζεις,» αποκρίνεται ο Άφευκτος.

«Από πού θ’αγοράσουμε τα όπλα;»

«Από ένα μέρος που ξέρω, και που δεν είναι μακριά από τη Θακέρκοβ… Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα.»

«Τι πρόβλημα;»

«Παρακολουθείται από ανθρώπους της Δυναστείας.»

«Γιατί δεν πάμε αλλού, τότε;»

«Γιατί τουλάχιστον εκεί ξέρω τι συμβαίνει περίπου. Αν πάμε κάπου αλλού, θα είναι σαν να πηγαίνουμε τελείως στα τυφλά.»

«Καλύτερα να έχεις τη Λόρκη μπροστά σου παρά πίσω σου, ε;»

«Ακριβώς,» λέει ο Άφευκτος. «Δε θα πάμε, όμως, απόψε.»

«Μπορούσαμε να πάμε απόψε;»

«Ναι. Σου είπα, δεν είναι μακριά από τη Θακέρκοβ. Βρίσκεται πάνω στις νότιες όχθες του ποταμού Κάλμωθ. Όμως καλύτερα να πάμε αύριο, κατά το σούρουπο, γιατί δεν θέλω να είμαι κουρασμένος. Αν τύχει ν’αντιμετωπίσω ανθρώπους της Δυναστείας, προτιμώ νάμαι ξεκούραστος.»

*

Περνάνε τη νύχτα μέσα σ’ένα δάσος: μέσα σ’ένα σημείο του δάσους όπου ένα κανονικό τετράκυκλο όχημα δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει χωρίς να γκρεμίσει δέντρα στο πέρασμά του. Ευτυχώς, όταν μπορείς να μεταμορφωθείς σε ήχο δεν χρειάζεται να υπολογίζεις τέτοια εμπόδια.

Περνάνε και τις περισσότερες ώρες της επόμενης ημέρας στο ίδιο μέρος, τρώγοντας από τις προμήθειές τους, σχεδιάζοντας και συζητώντας, και κάνοντας έρωτα.

«Σίλα,» τον ρωτά η Κιρτέφκι, καθώς είναι αγκαλιασμένοι επάνω στο πίσω κάθισμα του ηχομορφικού οχήματος, «παλιά, πριν από τη Δυναστεία, αγαπούσες κάποια άλλη γυναίκα;»

«Ήμουν παντρεμένος,» λέει ο Άφευκτος ενώ το δάχτυλό του διαγράφει κύκλους, καμπύλες, και σπείρες, ασυναίσθητα, νωχελικά, επάνω στη γυμνή χρυσόδερμη πλάτη της.

«Και μετά;» ρωτά η Κιρτέφκι ύστερα από μερικές στιγμές σιωπής.

«Δεν έχει ‘μετά’. Της είπαν ότι ήμουν νεκρός. Ότι σκοτώθηκα στο ράλι.»

«Δεν προσπάθησες να τη βρεις ξανά;»

«Υποτίθεται πως έπρεπε να παραμείνω νεκρός, Κιρτέφκι. Υποτίθεται πως όλοι έπρεπε να πιστεύουν ότι ήμουν νεκρός. Αλλά, ακόμα κι αν είχα τη δυνατότητα να τη συναντήσω, δεν θα τη συναντούσα. Ούτε η όψη μου δεν είναι πια η ίδια με παλιά. Δεν είμαι ο Σίλας Ιερόπυργος πλέον· είμαι ο Άφευκτος, ένας δολοφόνος της Σιδηράς Δυναστείας, καταραμένος να σκοτώνει για να αναπνέει.»

«Μη μιλάς έτσι!» Η Κιρτέφκι τον αγκαλιάζει σφιχτά, φιλώντας το πλάι του λαιμού του.

«Η αλήθεια είναι,» λέει σιγανά ο Άφευκτος.

«Μη μιλάς.»

Όταν σουρουπώνει, έχοντας βάλει καινούργιες ενεργειακές φιάλες στο όχημά τους, φεύγουν από το δάσος. Ο Άφευκτος οδηγεί προς τα ανατολικά, ακολουθώντας τις βόρειες όχθες του ποταμού Κάλμωθ· και, σε κάποια στιγμή, μεταμορφώνει το όχημα σε ήχο, διασχίζει τον ποταμό χωρίς να μπορεί να βουλιάξει, φτάνει στις νότιες όχθες, και μεταμορφώνει το όχημα σε ύλη. «Εδώ κοντά πρέπει να είναι, αν θυμάμαι καλά,» λέει στην Κιρτέφκι και συνεχίζει να οδηγεί προς τα ανατολικά, μέσα από την ύπαιθρο.

Το μέρος όπου πηγαίνει ονομάζεται «Το Μαύρο Δόντι». Υποτίθεται πως είναι μια μικρή πόλη, λίγο μεγαλύτερη από χωριό, στις νότιες όχθες του Κάλμωθ, η οποία ζει από το ποταμίσιο εμπόριο· αλλά στην πραγματικότητα είναι ολόκληρη ένα προκάλυμμα για δραστηριότητες του υπόκοσμου. Δεν ενεργεί μόνο η Σιδηρά Δυναστεία εδώ· κι άλλες, μικρότερες οργανώσεις υπάρχουν στο Μαύρο Δόντι. Είναι ένα μέρος όπου πωλούνται και αγοράζονται πράγματα που ή δεν μπορούν να διακινηθούν αλλού ή οι φόροι για τη διακίνησή τους είναι μεγάλοι. Το Μαύρο Δόντι συγκεντρώνει επίσης διάφορους τυχοδιώκτες, καιροσκόπους, κλέφτες, μισθοφόρους, κατασκόπους, και φονιάδες.

Ο Άφευκτος έχει ήδη πει στην Κιρτέφκι ότι δεν είναι φρόνιμο ν’αργοπορήσουν εδώ, και της έχει τονίσει να προσέχει πού κοιτάζει, για να μη θεωρήσει κάποιος ότι τον παρακολουθεί, και φυσικά, σε καμία περίπτωση, να μη μιλήσει σε κανέναν. Επί του παρόντος, μεταμορφώνει ξανά το όχημά του σε ήχο και το οδηγεί στο εσωτερικό του Μαύρου Δοντιού, περνώντας μέσα από άλλα οχήματα, ζώα, και περαστικούς. Τα οικοδομήματα του Μαύρου Δοντιού δεν είναι ψηλά, και η πόλη δείχνει σιωπηλή και ήσυχη μέσα στο σούρουπο. Στο λιμάνι μονάχα έχει περισσότερη κίνηση, και εκεί είναι που πηγαίνει ο Άφευκτος. Σ’ένα σοκάκι σταματά το όχημά του και του δίνει πάλι υλική μορφή. Αλλάζει τη μία από τις τρεις ενεργειακές φιάλες και μετά εκείνος και η Κιρτέφκι βγαίνουν, φορώντας τις κάπες τους και σηκώνοντας τις κουκούλες στο κεφάλι.

Δεν έχουν μαζί τους όλα τα λεφτά που λήστεψαν από τον Σεργήλιο Χρηματοφύλακα, αλλά ο Άφευκτος τής έχει πει ότι έχουν παραπάνω από αρκετά για να κάνουν τις αγορές τους εδώ.

Πηγαίνουν προς ένα τριώροφο οίκημα, ενώ περίεργες φυσιογνωμίες τούς λοξοκοιτάζουν από γύρω: άνθρωποι που, μέσα στο σκοτάδι του σούρουπου, κάνουν διάφορες δουλειές στις αποβάθρες· άνθρωποι που έχουν μόλις βγει από πλεούμενα· άνθρωποι που μεταφέρουν κιβώτια· άνθρωποι που κάθονται και παρατηρούν, μόνο κάθονται και παρατηρούν· άνθρωποι που είναι, καταφανώς, οπλισμένοι φρουροί.

Ο Άφευκτος δεν πλησιάζει την πόρτα που φαίνεται να είναι κεντρική είσοδος του τριώροφου οικήματος· οδηγεί την Κιρτέφκι σε μια πλαϊνή μεριά και μπροστά σε μια διπλή, μεταλλική θύρα. Χτυπά με τη γροθιά του και περιμένει.

Από μέσα, μια αντρική φωνή ακούγεται: «Τι ζητάς;»

«Το οπλοπωλείο.»

Το ένα φύλλο της μεταλλικής πόρτας ανοίγει, κι ένας άντρας τούς κάνει νόημα να μπουν. Έχει δέρμα λευκό-ροζ και μαύρα μούσια, κι επάνω του είναι θηκαρωμένα τουλάχιστον τρία ξιφίδια και δύο πιστόλια. Ο Άφευκτος μπαίνει στο κατάστημα και η Κιρτέφκι τον ακολουθεί. Το εσωτερικό είναι αρκετά μεγάλο και γεμάτο όπλα: Ορισμένα βρίσκονται μέσα σε γυάλινες προθήκες· ορισμένα κρέμονται στους τοίχους· ορισμένα είναι κλεισμένα σε κιβώτια και μπαούλα. Ο φωτισμός είναι ενεργειακός και δυνατός. Μια γυναίκα κι ένας άντρας φαίνεται να είναι πωλητές εδώ· η δεύτερη έχει μια μαύρη καλύπτρα πάνω στο δεξί της μάτι. Τρεις πελάτες βρίσκονται, επίσης, στο οπλοπωλείο: ο ένας πληρώνει τώρα τη μονόφθαλμη γυναίκα και φεύγει μ’ένα μακρύ τουφέκι στο χέρι, περνώντας δίπλα από την Κιρτέφκι· ο άλλος κρατά ένα σπαθί, δοκιμάζοντας την κόψη με τον αντίχειρά του· και η τελευταία πελάτισσα κοιτάζει κάτι μικρά πιστόλια μέσα σε μια προθήκη.

Ο Άφευκτος πλησιάζει τον πωλητή. «Καλησπέρα,» λέει μέσα από την κουκούλα του. «Χρειάζομαι κάποια πράγματα.»

Τα μάτια του πωλητή διαστέλλονται προς στιγμή. Τον αναγνωρίζει. Ξέρει ποιος είναι. Αλλά η φωνή του είναι ουδέτερη: «Πες μου τι θέλεις. Αρκεί νάχεις να πληρώσεις.»

Ο Άφευκτος αφήνει τρεις δεσμίδες με χαρτονομίσματα των δέκα ήλιων επάνω στον πάγκο. «Θα τα βρούμε, νομίζω.»

Ο πωλητής χαμογελά ψυχρά. «Κανένα πρόβλημα.» Είναι άντρας μετρίου αναστήματος, με δέρμα κατάμαυρο, κεφάλι με αραιά μαλλιά, και πρόσωπο με αραιά γένια, αξύριστα.

Ο Άφευκτος ζητά δύο ενισχυμένα αλεξίσφαιρα πανωφόρια, δύο κράνη, δύο κοντά τουφέκια, ένα μέτριο τουφέκι, τρία πιστόλια, ένα ηχητικό τουφέκι, και– «Έχεις ηχητικές χειροβομβίδες;»

«Είναι ακριβές, όμως.»

«Μην ανησυχείς για τα λεφτά.»

Ο πωλητής τού φέρνει ένα κουτί με τρεις ηχητικές χειροβομβίδες – ή ηχοβομβίδες, όπως ονομάζονται από τους επαγγελματίες.

Ο Άφευκτος τον πληρώνει με δεσμίδες ήλιων, τις οποίες ο πωλητής δέχεται σιωπηλά και τον χαιρετά παριστάνοντας πως δεν τον έχει αναγνωρίσει.

Ο Άφευκτος και η Κιρτέφκι παίρνουν τα όπλα, βάζοντάς τα μέσα σε σάκους, και φεύγουν από το κατάστημα ενώ ο φρουρός πλάι στη διπλή μεταλλική θύρα τούς κρατά το ένα φύλλο ανοιχτό.

«Δε συναντήσαμε αντίσταση,» ψιθυρίζει η Κιρτέφκι καθώς απομακρύνονται.

«Δε φύγαμε ακόμα,» της τονίζει ο Άφευκτος, κι έχει το πιστόλι του έτοιμο κάτω από την κάπα του.

Η επιφυλακτικότητά του δεν πάει χαμένη.

Καθώς διασχίζουν το λιμάνι, κατευθυνόμενοι προς το όχημά τους, βλέπει δύο σκιερές φιγούρες (αδύνατο να διακρίνει κανείς αν πρόκειται για άντρες ή γυναίκες) να βαδίζουν γρήγορα προς το μέρος του ενώ στα χέρια τους πιστόλια γυαλίζουν.

«Γαμημένοι συγγενείς,» λέει στην Κιρτέφκι, κι αμέσως τους πυροβολεί. «Τρέξε!»

Ο ένας εχθρός φαίνεται να τραυματίζεται, και πετάγονται κι οι δύο όπισθεν, γονατίζοντας για να καλυφτούν πίσω από κάτι κιβώτια του λιμανιού. Υψώνουν τα πιστόλια τους και ρίχνουν. Οι κάννες αστράφτουν μες στη νύχτα· οι κρότοι αντηχούν στο Μαύρο Δόντι.

Ο Άφευκτος και η Κιρτέφκι τρέχουν ενώ σφαίρες σφυρίζουν γύρω τους· τοίχοι χτυπιούνται, ένα τζάμι γίνεται θρύψαλα. Ο Άφευκτος πυροβολεί προς τα πίσω, τυχαία.

Ένας σκύλος αρχίζει να γαβγίζει ξέφρενα. Άνθρωποι αρχίζουν να φωνάζουν. Βρισιές και κατάρες αντηχούν στο λιμάνι.

Ο Άφευκτος και η Κιρτέφκι φτάνουν κοντά στο σοκάκι όπου είναι σταματημένο το όχημά τους, και βρίσκουν ακόμα μια σκιερή φιγούρα να τους περιμένει εκεί, στην είσοδο του μικρού δρόμου. Μια γυναίκα, με δύο πιστόλια στα χέρια. Ο Άφευκτος πέφτει κάτω, αμέσως, και τραβά και την Κιρτέφκι μαζί του, η οποία βγάζει μια ξαφνιασμένη κραυγή. Σφαίρες περνάνε από πάνω τους ενώ οι κάννες της γυναίκες στραφταλίζουν. Ο Άφευκτος την πυροβολεί δύο φορές, σπάζοντάς της το αριστερό γόνατο. Εκείνη σωριάζεται ουρλιάζοντας. Ο Άφευκτος σηκώνεται στο ένα γόνατο πυροβολώντας ακόμα δύο φορές, και η γυναίκα, που πάλευε να σηκωθεί, πέφτει ξανά και μένει ακίνητη. Η ζωτική της ενέργεια παγιδεύεται από τον μαγνήτη μέσα στο στήθος του Άφευκτου και απορροφάται από τους πνεύμονές του.

«Στο όχημα! Τρέξε!» φωνάζει εκείνος στην Κιρτέφκι προτού καν η πράκτορας της Δυναστείας ξεψυχήσει.

Η Κιρτέφκι δεν φέρνει αντίρρηση· αναπνέοντας τόσο γρήγορα όσο δεν έχει αναπνεύσει ποτέ στη ζωή της, τρέχει ώς το όχημά τους και περιμένει, μην έχοντας κλειδιά για ν’ανοίξει τις πόρτες. Ο Άφευκτος έρχεται κοντά της ύστερα από μια στιγμή· ξεκλειδώνει το όχημα και μπαίνουν. Ενεργοποιεί τη μηχανή–

Ένας άντρας πετάγεται μπροστά τους, στην έξοδο του σοκακιού, βαστώντας πιστόλι, πυροβολώντας. Οι σφαίρες του εξοστρακίζονται επάνω στο αλεξίσφαιρο τζάμι του οχήματος. Ο Άφευκτος πατά το πετάλι στο τέρμα· οι τροχοί ουρλιάζουν οδηγώντας εκείνον και την Κιρτέφκι έξω από το σοκάκι και συνθλίβοντας τον πράκτορα της Δυναστείας από κάτω τους. Ο Άφευκτος φεύγει τόσο γρήγορα που ο μαγνήτης στο στήθος του δεν προλαβαίνει να τραβήξει τη ζωτική ενέργεια του νεκρού.

Κατεβάζει τον διακόπτη επάνω στην κονσόλα και το όχημα μεταμορφώνεται σε ήχο. Βγαίνει από το Μαύρο Δόντι χωρίς κανένας να μπορεί να το πειράξει. Απομακρύνεται ολοταχώς μέσα στη νύχτα. Περνά πάνω από τον ποταμό, φτάνοντας στις βόρειες όχθες του. Και τότε μόνο ο Άφευκτος το μεταμορφώνει ξανά σε ύλη. Η ενέργεια του οχήματος, όπως δείχνει η κονσόλα, έχει πέσει στο 37%.

Η Κιρτέφκι είναι ακόμα λαχανιασμένη και καταϊδρωμένη. «Μα τα πόδια της Λόρκης…» λέει. «Πώς…; Πώς μας βρήκαν; Ποιος μας είδε; Φορούσαμε κουκούλες, για όνομα των θεών!»

«Ο πωλητής με τον οποίο μίλησα με αναγνώρισε· είμαι σίγουρος,» αποκρίνεται ο Άφευκτος. «Αλλά μπορεί κι εκείνος ο φρουρός να με αναγνώρισε επίσης. Ή ίσως κάποιος άλλος – κάποιος από τους πελάτες, ή η μονόφθαλμη πωλήτρια. Ή μπορεί να είδαν το όχημά μας–»

«Εκεί που το αφήσαμε; Μες στο σοκάκι;»

«Ναι. Όταν έχεις να κάνεις με τη Σιδηρά Δυναστεία, για τίποτα δεν μπορείς να είσαι σίγουρος – ειδικά σ’ένα μέρος σαν το Μαύρο Δόντι.» Βάζει μια μαστίχα στο στόμα του. «Τρόμαξες;»

Η Κιρτέφκι μοιάζει να το σκέφτεται σοβαρά για λίγο. Ύστερα χαμογελά. «Όχι.»

Ο Άφευκτος γελά. «Φοβάσαι ότι μπορεί να σου πω να μην έρθεις μαζί μου στα ορυχεία, ε;»

Η Κιρτέφκι μένει σιωπηλή, ανοίγοντας ένα από τα κουτιά που έχουν αγοράσει και κοιτάζοντας το πιστόλι μέσα.

Ο Άφευκτος κάνει ένα ξαφνικό τσακ με τη μαστίχα του. «Δική σου είναι η επιλογή,» λέει.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Το κουδούνισμα του επικοινωνιακού διαύλου με ξυπνά μέσα στο δωμάτιό μου στον Διπλό.

Τι σκατά ώρα είναι; Ανάβοντας το φως και κοιτάζοντας το ρολόι, βλέπω πως είναι μία μετά τα μεσάνυχτα. Ο Κριτόλαος πρέπει να με καλεί· κάτι πρέπει να έγινε· κάτι σχετικό με τον Άφευκτο πιθανώς.

Ανοίγω τον δίαυλο. «Ναι;»

«Κοιμάσαι, Ζορδάμη;» Για φαντάσου, ο Κριτόλαος.

«Τι έγινε;»

«Ντύσου κι έλα στο δωμάτιό μου. Αμέσως.»

«Μάλιστα, κύριε.»

Κλείνω τον δίαυλο και, αφού πάω προς στιγμή στο μπάνιο για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου και να κατουρήσω, ντύνομαι, βγαίνω από το δωμάτιό μου, και πηγαίνω στο δωμάτιό του Κριτόλαου.

Ο Ύαν είναι ήδη εκεί. Πώς πάντα – ή, τουλάχιστον, συνήθως – τα καταφέρνω να έρχομαι τελευταίος στις έκτακτες συγκεντρώσεις μας;

«Ελπίζω,» λέω στον Κριτόλαο, «ο λόγος που μας φέρνεις εδώ να μην είναι επειδή είδες εφιάλτη με τον Άφευκτο.»

«Ο εφιάλτης ήρθε μέσω πομπού,» μου απαντά ο Κριτόλαος. «Ο Άφευκτος παρουσιάστηκε στο Μαύρο Δόντι, πριν από μερικές ώρες.»

«Τι είναι το Μαύρο Δόντι;»

«Δεν ξέρεις τι είναι το Μαύρο Δόντι;» κάνει ο Ύαν, παραξενεμένος.

«Είμαι αμόρφωτος,» λέω.

«Το Μαύρο Δόντι,» με πληροφορεί ο Κριτόλαος, «είναι μια μικρή πόλη βορειοανατολικά της Θακέρκοβ, στις νότιες όχθες του ποταμού Κάλμωθ. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι πόλη ακριβώς αλλά, περισσότερο, προκάλυμμα για αγοραπωλησίες διάφορων αγαθών που αλλού ή είναι παράνομα ή υπερτιμημένα. Ο υπόκοσμος χρησιμοποιεί πολύ το Μαύρο Δόντι–»

«Επομένως, και η οικογένειά μας, σωστά;»

«Σωστά,» λέει ο Κριτόλαος. «Αλλά δεν είμαστε οι μόνοι που χρησιμοποιούμε το Μαύρο Δόντι, φυσικά. Παλιότερα, όταν υπηρετούσα την Παντοκράτειρα, φοβόμασταν ότι οι αποστάτες μπορεί να πήγαιναν εκεί για να κάνουν τις αγορές τους, γι’αυτό κιόλας παρακολουθούσαμε στενά το μέρος. Οι αποστάτες, δυστυχώς, το είχαν καταλάβει, έτσι ποτέ κανένας δεν ερχόταν εκεί.»

«Οι αποστάτες; Τους επαναστάτες, εννοείς;»

«Προφανώς. Για την Παντοκρατορία, ήταν αποστάτες.»

«Με τους ανθρώπους του υπόκοσμου δεν είχατε προβλήματα;» ρωτάω.

«Σπανίως. Πολλοί απ’αυτούς, μάλιστα, μας εξυπηρετούσαν.»

Γι’ακόμα μια φορά διαπιστώνω το εξαιρετικό ποιόν των ανθρώπων που συναναστρέφομαι τα τελευταία χρόνια…

«Τι έγινε, λοιπόν, με τον Άφευκτο;» μας διακόπτει ο Ύαν.

«Πήγε στο Μαύρο Δόντι και αγόρασε όπλα από ένα γνωστό μας οπλοπωλείο εκεί – αυτό του Καμίρνου,» λέει ο Κριτόλαος. «Καθώς έφευγε, αντάλλαξε πυρά με πράκτορές μας αλλά κατάφερε να ξεφύγει, σκοτώνοντας μάλιστα δύο ανθρώπους.»

«Θα είναι, επομένως, μακριά πλέον από το Μαύρο Δόντι,» συμπεραίνει ο Ύαν.

Ο Κριτόλαος γνέφει καταφατικά. «Ναι, αλλά εμείς πρέπει να πάμε να ελέγξουμε ούτως ή άλλως. Να μάθουμε από κοντά τι έγινε.»

«Από τη Ναρλέθι;»

«Αν δεν είναι νεκρή.»

«Σου είπαν ότι χτυπήθηκε;»

«Αστειευόμουν.»

Ρωτάω: «Ποια είναι η Ναρλέθι;»

«Σύνδεσμός μας στο Μαύρο Δόντι,» απαντά ο Ύαν, ενώ ο Κριτόλαος λέει, παίρνοντας την καπαρντίνα του από την κρεμάστρα: «Ξεκινάμε. Δεν είναι μακριά.»

Βγαίνουμε από το δωμάτιο και μπαίνουμε στον ανελκυστήρα στο βάθος του διαδρόμου. Καθώς κατεβαίνουμε στο γκαράζ του ξενοδοχείου για να πάρουμε το όχημά μας, ο Ύαν λέει: «Δεν καταλαβαίνω, πάντως, γιατί ο Άφευκτος το ρίσκαρε να πάει στο Μαύρο Δόντι. Σίγουρα γνωρίζει ότι εκεί έχουμε ανθρώπους μας.»

«Ναι,» αποκρίνεται ο Κριτόλαος, «ενώ αν πήγαινε αλλού δεν θα γνώριζε τίποτα

«Είναι μια λογική…» παραδέχεται ο Ύαν.

«Το πραγματικό ερώτημα,» λέει ο Κριτόλαος καθώς φτάνουμε κάτω, στο υπόγειο γκαράζ, και σπρώχνει την πόρτα του ανελκυστήρα για να βγούμε, «είναι γιατί ο Άφευκτος αποφάσισε να αγοράσει όπλα από εδώ και όχι από κάποιο άλλο μέρος που του έχει μάθει η Δυναστεία. Επιπλέον,» προσθέτει ενώ βαδίζουμε προς το όχημά μας, «τι μπορεί να θέλει τα όπλα;»

«Μπορεί να τα θέλει για να μας σκοτώσει,» λέει ο Ύαν. «Και εννοώ εμάς τους τρεις, συγκεκριμένα.»

«Μπορεί,» συμφωνεί ο Κριτόλαος. «Ή ίσως να τα θέλει για να σκοτώσει κάποιον άλλο. Όπως τον Κλεόβουλο Σιριλάμνη.»

Φτάνοντας πλάι στο όχημά μας, ξεκλειδώνω τις πόρτες και μπαίνουμε. Εγώ κάθομαι στο τιμόνι, ο Ύαν κάθεται δίπλα μου ενώ λέει «Θα πρέπει να τον βρει πρώτα», και ο Κριτόλαος κάθεται πίσω μας, στο ενεργειακό κέντρο.

«Αυτό ακριβώς, μάλλον, σκοπεύει να κάνει,» αποκρίνεται.

«Είσαι σίγουρος;» ρωτά ο Ύαν.

«Φυσικά και όχι.» Ο Κριτόλαος αρχίζει να υποτονθορύζει κάποια μαγγανεία – αναμφίβολα, τη Μαγγανεία Κινήσεως.

Έχοντας ενεργοποιήσει τα συστήματα του μεταβαλλόμενου οχήματός, βλέπω τη ροή της ενέργειας να ομαλοποιείται, και τότε ανάβω και τη μηχανή ακούγοντάς την να μουγκρίζει εύηχα.

Οδηγώ έξω από το υπόγειο γκαράζ του ξενοδοχείου και έξω από τη Θακέρκοβ, στην ύπαιθρο.

Τότε, συνειδητοποιώ ότι βρισκόμαστε βόρεια του ποταμού ενώ θυμάμαι ότι ο Κριτόλαος είπε πως αυτό το Μαύρο Δόντι είναι στις νότιες όχθες. Το λέω στον μάγο και προτείνω να επιστρέψω στην πόλη.

«Δεν έχει νόημα,» μου αποκρίνεται. «Θα πετάξουμε και θα φτάσουμε πιο γρήγορα. Μπορεί νάναι κοντά στη Θακέρκοβ, αλλά δεν είναι και δίπλα. Απέχει εξήντα-πέντε χιλιόμετρα.»

Χρησιμοποιώντας το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, που, όπως κι η Μαγγανεία Κινήσεως, μοιάζει να του είναι δεύτερη φύση, μεταμορφώνει το όχημά μας σε μικρό αεροπλάνο. Το οποίο ο Ύαν πιλοτάρει προς τα βορειοανατολικά, και σύντομα βλέπω από κάτω μας κάποια λίγα φώτα στις νότιες όχθες του Κάλμωθ.

«Εκεί είναι;» ρωτάω.

«Ναι,» λέει ο Ύαν, και μας προσγειώνει έξω από τη μικρή πόλη, όπου μεταμορφωνόμαστε πάλι σε όχημα και πλησιάζουμε.

Το Μαύρο Δόντι (που δεν έχω ακόμα ιδέα γιατί ονομάζεται έτσι) είναι ένα μέρος που προσπερνάς εύκολα χωρίς να του ρίξεις δεύτερη ματιά. Μοιάζει παρακμιακό και ξεχασμένο. Προκάλυμμα, αναμφίβολα, κι αυτό. Ο υπόκοσμος δεν θέλει να τραβά την προσοχή κανενός. Οδηγώ με μειωμένη ταχύτητα μέσα στους μικρούς δρόμους του Μαύρου Δοντιού ενώ ο Ύαν καλεί κάποιον μέσω του πομπού του συστήματος του οχήματός μας.

Μια γυναικεία φωνή ακούγεται από το μεγάφωνο: «Ναι;»

«Ο Ύαν Έπαρχος είμαι, Ναρλέθι. Βρίσκομαι στην πόλη μαζί με τον Κριτόλαο’μορ και τον Ζορδάμη. Πού να σε συναντήσουμε;»

«Στο λιμάνι σάς περιμένω.»

«Καλώς.» Ο Ύαν τερματίζει την τηλεπικοινωνία με το πάτημα ενός κουμπιού. «Χρειάζεσαι κατευθύνσεις, ραλίστα;» με ρωτά.

Ρουθουνίζω, γελώντας κοφτά. Κατευθύνσεις; Σ’αυτό το μέρος; «Με δουλεύεις;»

Ο Ύαν υπομειδιά. Με δουλεύει.

Στο τέλος του δρόμου βρίσκεται το λιμάνι, που είναι ήσυχο αυτή την ώρα αλλά όχι και τελείως άδειο. Μπορείς να δεις κανέναν άνθρωπο να περνά από δω κι από κει – σκιερές φιγούρες μέσα στη νύχτα. Πράγμα αλλόκοτο, κανονικά· σε μια τόσο μικρή πόλη, δεν δικαιολογείται τέτοια κίνηση μετά τα μεσάνυχτα.

«Εκεί,» μου λέει ο Ύαν δείχνοντας προς μια αποβάθρα πλάι στην οποία στέκεται κάποιος. Μια γυναίκα, αν την παρατηρήσεις καλά στο φεγγαρόφωτο. Πορφυρόδερμο πρόσωπο· ξανθά μαλλιά, μακριά, με τις δύο μπροστινές τούφες δεμένες πίσω. Ανεμίζουν στον αδύναμο, νυχτερινό αέρα του ποταμού.

Σταματώ το όχημά μας εμπρός της, και βγαίνουμε. Βλέποντάς την από πιο κοντά, διακρίνω ότι είναι ντυμένη με μαύρη καπαρντίνα, και ότι το δεξί της μάτι είναι λιγάκι αλλήθωρο.

«Τι έγινε;» τη ρωτά ο Κριτόλαος. «Ήταν εδώ ο Άφευκτος, μου είπαν.»

Η Ναρλέθι γνέφει καταφατικά. «Είδαμε το όχημά του σταματημένο σ’ένα σοκάκι. Κανείς δεν το πρόσεξε να μπαίνει στην πόλη· βρέθηκε ξαφνικά εκεί.» Υψώνει το χέρι της για να μας δείξει σε ποιο σοκάκι αναφέρεται.

«Σκοτεινό μέρος,» παρατηρώ. «Πώς το διακρίνατε;»

«Έχουμε αρκετούς ανθρώπους μας στην πόλη,» εξηγεί η Ναρλέθι, «ειδικά στο λιμάνι. Το έχει ζητήσει ο κύριος Σιριλάμνης.»

Ο οποίος φοβάται τον ίσκιο του, σκέφτομαι.

«Και πάλι, όμως,» συνεχίζει η Ναρλέθι, «δυσκολευτήκαμε να το προσέξουμε. Μια φίλη μου – δυστυχώς νεκρή τώρα» – και η φωνή της βαραίνει καθώς το λέει αυτό, τα μάτια της κοιτάζουν προς τα κάτω – «είδε τη γυαλάδα του οχήματος μέσα στο σοκάκι. Πλησίασε και το αναγνώρισε: δεν μπορεί να ήταν άλλο από το όχημα του Άφευκτου. Ο Άφευκτος, όμως, δεν ήταν εκεί. Βάλαμε, λοιπόν, τον μάγο μας να τον βρει με Ξόρκι Ανιχνεύσεως–»

Έχουν και μάγο σε τούτο το παρακμιακό μέρος; Οργανωμένοι. Ή πολύ φοβισμένοι.

«–και τον εντόπισε να βγαίνει απ’το οπλοπωλείο του Καμίρνου. Προσπαθήσαμε να τον πιάσουμε – να τον σκοτώσουμε, βασικά – αλλά δεν τα καταφέραμε. Τραυμάτισε έναν και σκότωσε δύο – η μία απ’τους οποίους ήταν η φίλη μου που πρόσεξε αρχικά το όχημά του και τον περίμενε μπροστά απ’το σοκάκι.»

«Τι όπλα αγόρασε από το οπλοπωλείο;» ρωτά ο Κριτόλαος.

«Δύο κοντά τουφέκια, ένα μέτριο τουφέκι, τρία πιστόλια, ένα ηχητικό τουφέκι, τρεις ηχητικές χειροβομβίδες, και δύο ενισχυμένα αλεξίσφαιρα πανωφόρια και κράνη.»

«Δύο αλεξίσφαιρα πανωφόρια και δύο κράνη;» λέει ο Ύαν. «Σκοπεύει να πάει για πόλεμο, τώρα;»

«Ήταν μόνος του;» ρωτά ο Κριτόλαος τη Ναρλέθι.

«Σωστά,» λέει η Ναρλέθι· «ξέχασα να σ’το αναφέρω αυτό. Δεν ήταν μόνος του: ήταν μαζί με μια γυναίκα. Φορούσε, όμως, κουκούλα και δεν μπόρεσαν να τη δουν καλά μέσα στο οπλοπωλείο. Χρυσόδερμη, μάλλον· έτσι μου είπαν.»

«Προς τα πού πήγε ο Άφευκτος; Είδε κανένας;»

«Αστειεύεσαι; Το όχημά του εξαφανίζεται.»

«Εντάξει,» λέει ο Κριτόλαος. «Είναι κάτι άλλο που νομίζεις ότι πρέπει να μας πεις;»

Η Ναρλέθι μορφάζει. «Δε νομίζω… Δεν πρόσεξε κανένας μας κάτι άλλο. –Γιατί δεν τον έχετε σκοτώσει ακόμα;» ρωτά. «Τόσοι άνθρωποί μας έχουν σκοτωθεί εξαιτίας του! Και μάλλον, κι άλλοι θα σκοτωθούν.»

«Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε,» της λέει ο Κριτόλαος. «Όπως θα καταλαβαίνεις, δεν είναι και τόσο απλό.» Δεν τον ακούω τσαντισμένο αλλά το αντιλαμβάνομαι ότι είναι τσαντισμένος. Δεν του αρέσει να τον επικρίνουν στη δουλειά του. Σίγουρα πιστεύει ότι είναι από τους καλύτερους κατασκόπους επάνω στη Σεργήλη – και ίσως να έχει δίκιο. Τι ξέρω εγώ; Ένας άσχετος ραλίστας είμαι.

Ο ΕΠΟΠΤΗΣ ΤΩΝ ΟΡΥΧΕΙΩΝ

Τα ορυχεία ενέργειας του Κλεόβουλου Σιριλάμνη βρίσκονται περίπου πενήντα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θακέρκοβ, εκεί όπου οι πρόποδες της Ραχοκοκαλιάς τελειώνουν και τα δύσβατα βουνά ξεκινούν. Υπάρχει ένας δρόμος που βγαίνει από την κεντρική δημοσιά και, στρίβοντας, οδηγεί εδώ. Ο Άφευκτος ήρθε χρησιμοποιώντας αυτόν τον δρόμο και με το όχημά του μεταμορφωμένο σε ήχο, αόρατο. Τώρα, το έχει κρύψει πίσω από μια χορταριασμένη ράχη, και εκείνος κι η Κιρτέφκι έχουν ανεβεί στην κορφή ενός λόφου που βλέπει προς τα ανοίγματα των ορυχείων τα οποία είναι σκαμμένα επάνω στις πλαγιές των βουνών – τραύματα στη σάρκα της γης της Σεργήλης.

Ο Άφευκτος και η Κιρτέφκι είναι ξαπλωμένοι μπρούμυτα, κρυμμένοι πίσω από τα χόρτα. Ο πρώτος βαστά ένα ζευγάρι κιάλια μπροστά στα μάτια του και κοιτάζει, μέσα στο πρωινό φως, τον χώρο στάθμευσης έξω από τα ορυχεία. Βλέπει κάποια οχήματα που βρίσκονται σταματημένα εκεί: φορτηγά για τη μεταφορά ενεργειακών φιαλών· επιβατηγά για τη μεταφορά εργατών· μερικά μικρότερα τετράκυκλα ή δίκυκλα με τα οποία έρχονται, πιθανώς, οι μάγοι του τάγματος των Γαιοδιφών, οι τεχνουργοί, οι επόπτες, οι ερευνητές, οι φύλακες. Παραδίπλα υπάρχει ένα ελικοδρόμιο, όπου ένα μικρό ελικόπτερο είναι προσγειωμένο, μάλλον για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.

Σ’ένα άλλο σημείο, πιο ψηλά, βρίσκεται μια μεγάλη κεραία πάνω από ένα μικρό οίκημα. Τα ορυχεία, μάλλον, έχουν άμεση τηλεπικοινωνιακή επαφή με τη Θακέρκοβ.

«Τον βλέπεις;» ρωτά η Κιρτέφκι.

«Δε νομίζω ότι έχει έρθει ακόμα.» Ο Άφευκτος δεν έχει ποτέ παλιότερα δει τον Βατράνο’φεν Ηρώνυμο, αλλά ο Ηρακλής Λυχνοθήρας τού τον περιέγραψε προτού πεθάνει. Είπε πως είναι ένας κοντός χρυσόδερμος άντρας με κόκκινα μαλλιά. Αλλά υπάρχουν κι άλλα σημάδια που ο Άφευκτος πρέπει, λογικά, να περιμένει να δει επάνω του: όπως το έμβλημα του τάγματος των Γαιοδιφών, και το έμβλημα που τον αναγνωρίζει ως Ανώτατο Επόπτη των ορυχείων.

«Είναι σίγουρο ότι έρχεται όλες τις ημέρες;»

«Όχι.»

«Κι αν δεν έρθει σήμερα;»

«Θα περιμένουμε. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;» Ο Άφευκτος μασά ήρεμα τη μαστίχα του.

Η Κιρτέφκι αναστενάζει.

Κι οι δυο τους είναι ντυμένοι με τα αλεξίσφαιρα πανωφόρια που έχουν αγοράσει. Ο Άφευκτος επέμενε, γιατί, της είπε, ακόμα κι εδώ που βρίσκονται κάποιος μπορεί να τους εντοπίσει και να πλησιάσει. Μέχρι στιγμής, όμως, τα μέρη γύρω από τα ορυχεία ενέργειας φαίνονται τελείως έρημα· μονάχα κανένα ζώο διακρίνεται πού και πού, ή κανένας άγριος γρύπας ακούγεται να κρώζει από απόσταση, από τα βουνά. Ο αέρας είναι γεμάτος από τις οσμές ανοιξιάτικων λουλουδιών και χόρτου.

Ο Άφευκτος, μετά από κάποια ώρα, λέει: «Νάτος. Αυτός είναι.»

Κοιτάζοντας με τα κιάλια του, έχει μόλις δει ένα τετράκυκλο όχημα – ενισχυμένο, αναμφίβολα, αλλά όχι θωρακισμένο – να σταματά στον χώρο στάθμευσης, και τώρα από μέσα του βγαίνουν τρεις σωματοφύλακες και ένας άντρας που, όχι μόνο ταιριάζει στην περιγραφή που έδωσε ο νεκρός δημοσιογράφος, αλλά έχει επάνω του εμβλήματα που τον αναγνωρίζουν ως Ανώτατο Επόπτη του ορυχείου και ως μάγο του τάγματος των Γαιοδιφών.

Ο Βατράνος’φεν.

«Να τον δω;» ζητά η Κιρτέφκι.

Ο Άφευκτος τής δίνει τα κιάλια, κι εκείνη τον κοιτάζει καθώς ο μάγος μιλά σε κάποιους άλλους ανθρώπους των ορυχείων μπροστά από ένα οίκημα.

«Τι είναι αυτό το χτίριο;» ρωτά η Κιρτέφκι.

«Δώσε μου τα κιάλια.»

Του τα δίνει, και ο Άφευκτος κοιτάζοντας λέει: «Διοικητικό οίκημα πρέπει να είναι. Ο φίλος μας τώρα μπαίνει μέσα. Υποθέτω ότι ώς το μεσημέρι θα φύγει.»

«Και θα του επιτεθούμε τότε;»

«Ναι. Αλλά, όπως είπαμε, θα προσέξεις να μην τον πυροβολήσεις. Τον θέλουμε ζωντανό. Τους μισθοφόρους του θα τους σκοτώσουμε όλους, βέβαια.»

Η Κιρτέφκι αναδεύεται πάνω στο χορτάρι, νιώθοντας να έχει πιαστεί. Επιπλέον, η υγρή χλόη έχει κάνει τα ρούχα της να μουσκέψουν, κι αυτό την ενοχλεί. Μετά από λίγο, σηκώνεται και φεύγει από την κορυφή του λόφου, κατεβαίνοντας από τη μεριά που δεν φαίνεται από τα ορυχεία: τη μεριά όπου είναι κρυμμένο και το ηχομορφικό όχημα.

«Πού πας;» τη ρωτά ο Άφευκτος.

«Να ξεπιαστώ λίγο. Δε φεύγω.»

«Μην απομακρυνθείς.»

Η Κιρτέφκι πηγαίνει στο όχημα και, καθίζοντας μέσα, καπνίζει ένα τσιγάρο.

Ο Άφευκτος συνεχίζει να παρακολουθεί τα ορυχεία, και δεν αργεί να δει τον Βατράνο’φεν να βγαίνει από το διοικητικό οίκημα και, μαζί με μερικούς άλλους, να μπαίνει σε μια από τις εισόδους που είναι σκαμμένες στις πλαγιές των βουνών. Μετά από κάποια ώρα, ο μάγος βγαίνει ξανά – επίσης μαζί με τους άλλους – και επιστρέφει στο διοικητικό οίκημα.

Όταν η Κιρτέφκι έρχεται πάλι στην κορφή του λόφου, ο Βατράνος’φεν εξακολουθεί να είναι μέσα στο διοικητικό οίκημα.

«Τι έγινε;» ρωτά η Κιρτέφκι, ξαπλώνοντας μπρούμυτα πλάι στον Άφευκτο.

«Τίποτα.»

«Να κοιτάξω;»

Της δίνει τα κιάλια, λέγοντάς της πού βρίσκεται ο στόχος τους. «Αν τον δεις να βγαίνει, πες μου.»

Όταν ένας γρυποκαβαλάρης έρχεται στα ορυχεία κατεβάζοντας τον γρύπα του κοντά στο ελικόπτερο, ο Άφευκτος ζητά από την Κιρτέφκι να του δώσει τα κιάλια ξανά. Εκείνη τού τα δίνει ενώ λέει: «Μια γυναίκα είναι.»

Ο Άφευκτος τη βλέπει τώρα να απομακρύνεται από τον γρύπα της, να μιλά στους φρουρούς, και μετά να πηγαίνει στο διοικητικό οίκημα. Μπαίνει εκεί και, αργότερα, βγαίνει πάλι, βαδίζει ώς τον γρύπα της, τον καβαλά, και φεύγει.

«Ποια ήταν αυτή;» ρωτά η Κιρτέφκι.

«Μαντατοφόρος, ίσως. Δε μας ενδιαφέρει.»

Όταν ο ήλιος βρίσκεται στο κέντρο του ουρανού, ο Βατράνος’φεν βγαίνει από το διοικητικό οίκημα και πηγαίνει στο όχημά του μαζί με τους σωματοφύλακές του. Οι πόρτες κλείνουν και οι τροχοί αρχίζουν να κινούνται.

«Πάμε,» λέει ο Άφευκτος στην Κιρτέφκι. «Φεύγει.»

Κατεβαίνουν από τον λόφο και επιβιβάζονται στο όχημά τους. Ο Άφευκτος ενεργοποιεί τη μηχανή και φορά το ένα από τα κράνη που αγόρασαν στο Μαύρο Δόντι, ενώ λέει στην Κιρτέφκι να βάλει το άλλο. Εκείνη υπακούει. Τα κράνη είναι φτιαγμένα από ανθεκτικά μέταλλα και καλύπτουν ολόκληρο το κεφάλι, έχοντας προσωπίδα που χωρίζεται σε δύο τμήματα: το κάτω τμήμα προστατεύει τη μύτη και το στόμα, και είναι μεταλλικό· το πάνω τμήμα προστατεύει τα μάτια, και είναι από αλεξίσφαιρο φιμέ γυαλί.

Ο Άφευκτος, έχοντας προ πολλού βάλει καινούργιες ενεργειακές φιάλες στο όχημά του, το μεταμορφώνει σε ήχο και πατά το πετάλι, περνώντας μέσα από την ανοιξιάτικη βλάστηση σαν να μην υπάρχει, πλησιάζοντας τον δρόμο που ενώνει τα ορυχεία ενέργειας με τη δημοσιά νότια της Θακέρκοβ.

Βλέπει το όχημα του Βατράνου’φεν να έρχεται, και το ακολουθεί, έξω από τον δρόμο, πηγαίνει παράλληλα ώς προς αυτό, ενώ ο μάγος και οι σωματοφύλακές του δεν έχουν πάρει είδηση τίποτα. Μέσα από τα παράθυρα ο Ανώτατος Επόπτης των ορυχείων φαίνεται καθισμένος στο πίσω κάθισμα, ανάμεσα σε δύο από τους τρεις σωματοφύλακες. Μπροστά είναι καθισμένη η τρίτη σωματοφύλακας, οδηγώντας.

«Τη βλέπεις αυτήν;» λέει ο Άφευκτος στην Κιρτέφκι.

«Ναι.»

«Θα πεθάνει πρώτη.» Κάνει ένα ξαφνικό τσακ με τη μαστίχα του, και δίνει υλική μορφή στο όχημά του.

Το οποίο είναι οπλισμένο με τη βαλλίστρα και τα έμβολα που έφτιαξε γι’αυτό ο Γαντζωμένος.

Ο Άφευκτος το κατευθύνει καταπάνω στο όχημα του Βατράνου’φεν. Η οδηγός τον βλέπει και προσπαθεί να τον αποφύγει. Και οι άλλοι μισθοφόροι τον βλέπουν, και ο ένας από τους δύο ανοίγει το παράθυρο πλάι του και πυροβολεί με πιστόλι, ξέφρενα. Οι σφαίρες εξοστρακίζονται πάνω στο ηχομορφικό όχημα.

Και μετά, τα έμβολα λογχίζουν τη μπροστινή μεριά του οχήματος του Ανώτατου Επόπτη των ορυχείων ενέργειας.

Οι πελώριες λεπίδες διαπερνούν εύκολα τα ενισχυμένα μέταλλα του στόχους τους, βοηθημένες από την ταχύτητα που έχει αναπτύξει ο Άφευκτος. Τρυπάνε το εξωτερικό περίβλημα και μπαίνουν στο εσωτερικό. Το αριστερό έμβολο διαλύει τις μηχανές του οχήματος, όπως ένα σπαθί θα κάρφωνε την καρδιά ενός μεγάλου μεταλλικού θηρίου· το μεσαίο έμβολο καταστρέφει έναν από τους μπροστινούς τροχούς του· και το δεξί έμβολο χώνεται στα μπροστινά καθίσματα διαπερνώντας την οδηγό πέρα για πέρα, τινάζοντας το αίμα της επάνω στα τζάμια και στέλνοντας τη ζωτικής της ενέργεια στον Άφευκτο.

Το όχημα του Βατράνου’φεν φεύγει από τον μικρό δρόμο, με τους μεταλλικούς τροχούς του να ουρλιάζουν και να γρυλίζουν επάνω στις πέτρες και στα χώματα. Ο Άφευκτος έχει ήδη πατήσει το φρένο, και το δικό του όχημα σταματά ενώ το άλλο όχημα απομακρύνεται, ξεφεύγοντας από την παγίδα των εμβόλων.

Ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης έχει σηκωθεί.

«Μα τους θεούς…» μουρμουρίζει η Κιρτέφκι, δεμένη καλά στο κάθισμά της. Στα χέρια της κρατά έτοιμο το κοντό τουφέκι που έχουν αγοράσει από το Μαύρο Δόντι.

Ο Άφευκτος βλέπει, μέσα στο σύννεφο σκόνης, το όχημα του επόπτη να σταματά. Αποκλείεται να μπορεί να μετακινηθεί ύστερα απ’ αυτό το χτύπημα. Οι σωματοφύλακες του μάγου αρχίζουν αμέσως να πυροβολούν, ο ένας παραμένοντας μέσα στο όχημα, ο άλλος βγαίνοντας αλλά καλυμμένος πίσω του. Οι σφαίρες τους, φυσικά, δεν προκαλούν κανένα πρόβλημα στον Άφευκτο.

Κι εκείνος γελά.

Η Κιρτέφκι βγάζει την κάννη του κοντού τουφεκιού της από το παράθυρο πλάι της και πυροβολεί. Ο αέρας έχει γεμίσει κρότους και σφαίρες.

Ο Άφευκτος παίρνει στα χέρια του μια ηχοβομβίδα, πατά τον διακόπτη, και την εκτοξεύει από το παράθυρό του, στέλνοντάς την μπροστά στο όχημα του Βατράνου’φεν. Ο ξαφνικός ήχος που εκπέμπεται από τη μικρή βόμβα διαπερνά τα κεφάλια των σωματοφυλάκων, τραντάζοντάς τους φανερά. Σταματούν να πυροβολούν, και η Κιρτέφκι καταφέρνει να χτυπήσει αυτόν που βρίσκεται μέσα στο όχημα. Ο άλλος κρύβεται πίσω από το τροχοφόρο και είναι αδύνατο να χτυπηθεί.

«Ώρα να τελειώνουμε μ’ετούτη την ιστορία,» λέει ο Άφευκτος και πατά το πετάλι της επιτάχυνσης, στρίβοντας το τιμόνι έτσι ώστε το ηχομορφικό όχημα να κάνει κύκλο γύρω από το σταματημένο όχημα του Βατράνου’φεν, για να βρεθεί από την άλλη μεριά.

Ο μισθοφόρος που κρύβεται εκεί, συνειδητοποιώντας ξαφνικά τι συμβαίνει – γιατί, κουφός και ζαλισμένος εξαιτίας της ηχοβομβίδας, δεν αντιλήφτηκε τον εχθρό να πλησιάζει – τρέχει να απομακρυνθεί.

Ο Άφευκτος γελά. «Όσο και να τρέχεις δεν προφταίνεις,» λέει κάνοντας ένα ξαφνικό τσακ με τη μαστίχα του και πατώντας τον οπλισμένο άντρα κάτω απ’τους τροχούς του. Η ζωτική ενέργεια του νεκρού δεν απορροφάται από τους τεχνητούς πνεύμονες του Άφευκτου γιατί είναι πλήρως φορτισμένοι τώρα.

«Δεν είμαι σίγουρη αν κι ο άλλος είναι νεκρός,» λέει η Κιρτέφκι. «Μπορεί απλά να τραυματίστηκε. Τον αισθάνθηκες να πεθαίνει;»

«Ήταν πολύ μακριά για να τραβήξω τη ζωτική του ενέργεια, οπότε δεν ξέρω. Αλλά θα μάθουμε σύντομα.»

Γυρίζοντας το τιμόνι, φέρνει πάλι το όχημά του κοντά στο όχημα του επόπτη, από τη μεριά όπου κρυβόταν ο τώρα σκοτωμένος μισθοφόρος, και κοιτάζοντας μέσα από τα παράθυρα συμπεραίνει ότι ο μάγος πρέπει νάχει πέσει στο πάτωμα για κάλυψη – και ίσως το ίδιο να έχει κάνει κι ο σωματοφύλακάς του.

Ένα ελικόπτερο ακούγεται τότε να έρχεται. Από τα ορυχεία.

Ο Άφευκτος και η Κιρτέφκι κοιτάζουν στον ουρανό και βλέπουν το αεροσκάφος που ήταν σταθμευμένο στο μικρό ελικοδρόμιο.

«Γαμήσου,» λέει ο Άφευκτος. Έχοντας ήδη σταματήσει το όχημά του, πετά ακόμα μια ηχοβομβίδα κάτω από το όχημα του Βατράνου’φεν, για να ζαλίσει κι άλλο τον μάγο και τον σωματοφύλακά του – αν εξακολουθεί να είναι ζωντανός. Τα τζάμια του οχήματος έχουν προ πολλού σπάσει, και όσα κομμάτια έχουν απομείνει διαλύονται τώρα.

Ο Άφευκτος βγαίνει από το ηχομορφικό όχημα λέγοντας στην Κιρτέφκι: «Ρίξε στο ελικόπτερο μόλις ζυγώσει – με το μεγάλο τουφέκι!» Στο χέρι του βαστά το ενεργειακό πιστόλι, και το έχει έτοιμο καθώς πηγαίνει να κοιτάξει μέσα στο κατεστραμμένο τετράκυκλο του επόπτη. «Ακίνητος!» φωνάζει. «Ακίνητος!» αν και ξέρει ότι μάλλον κανένας δεν τον ακούει· οι ηχοβομβίδες θα έχουν κουφάνει όσους είναι ακόμα ζωντανοί.

Μέσα στο όχημα βλέπει τον σωματοφύλακα πεσμένο στο πάτωμα, με το κεφάλι του ματωμένο· παραδίπλα βρίσκεται ο Βατράνος’φεν, κουλουριασμένος, καταφανώς ζαλισμένος, μισολιπόθυμος από τους διαπεραστικούς ήχους των ηχοβομβίδων.

Ο Άφευκτος απλώνει το χέρι του μέσα από το σπασμένο παράθυρο και ανοίγει την πόρτα. Αρπάζει τον μάγο και τον τραβά έξω.

Πίσω του, η Κιρτέφκι πυροβολεί το ελικόπτερο, με το μεγάλο τουφέκι. Αλλά κι από το ελικόπτερο έρχονται πυροβολισμοί.

«Γαμήσου!» μουγκρίζει ο Άφευκτος και τραβά μαζί του τον Βατράνο’φεν – που παραπατά, τελείως αποπροσανατολισμένος – προς το ηχομορφικό όχημα. Οι πυροβολισμοί από το μικρό ελικόπτερο παύουν· μάλλον αναγνώρισαν τον επόπτη και φοβούνται μην τον χτυπήσουν.

Ο Άφευκτος τον σπρώχνει στο πίσω κάθισμα του οχήματός του, ενώ ο ίδιος κάθεται μπροστά στο τιμόνι κλείνοντας την πόρτα.

Οι πυροβολισμοί από το ελικόπτερο αρχίζουν πάλι.

Αλλά και η Κιρτέφκι πυροβολεί. «Το πέτυχα!» φωνάζει, σχεδόν ενθουσιασμένα.

Ο Άφευκτος πατά το πετάλι, ξεκινώντας να τρέχει.

Το ελικόπτερο φαίνεται από τον πλαϊνό καθρέφτη.

«Δεν το κατέρριψες, όμως.»

«Αλλά το πέτυχα! Είμαι σίγουρη.»

«Πρόσεχε τον μάγο, τώρα, κι άσε το ελικόπτερο.»

Ο Άφευκτος κατεβάζει τον διακόπτη στην κονσόλα, μεταμορφώνοντας το όχημά του σε ήχο.

ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΡΑΧΟΚΟΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΓΗΛΗΣ

Χτες, προτού επισκεφτούμε το Μαύρο Δόντι μέσα στη βαθιά νύχτα, έτυχε να γνωρίσω μια σερβιτόρα που δουλεύει σ’ένα εστιατόριο στον Καλόπιστο, όχι και πολύ μακριά από τον Διπλό. Είχα πάει να πάρω φαγητό από εκεί, και εκείνη την ημέρα και την προηγούμενη· τότε, όμως, κατάφερα κάπως να καθίσω περισσότερο από την ώρα που χρειαζόταν για να μου πακετάρουν το γεύμα. Δεν είχε πολλή δουλειά το κατάστημα, και ούτε εγώ βιαζόμουν, ειδικά αφού ο περισπασμός ήταν ευχάριστος. Η σερβιτόρα, που ονομάζεται Χρυσόχαρη, είναι θελκτική για το μάτι και διεγερτική για το μυαλό: Μακριά, σπαστά πράσινα μαλλιά που, λυτά, πέφτουν ώς την πλάτη· λευκό δέρμα με απόχρωση του ροζ, και μάγουλα που κοκκινίζουν όμορφα· γυαλιστερά γαλανά μάτια με μεγάλες βλεφαρίδες· μακριά, καμπυλωτά πόδια, και χέρια με όμορφα, μακριά δάχτυλα. Μιλήσαμε κάμποση ώρα, χτες. Της είπα ότι είμαι φωτογράφος από την Άντχορκ, που έχω επισκεφτεί τη Θακέρκοβ με δύο συνεργάτες μου για μερικές ημέρες. Τι φωτογραφίες βγάζετε; με ρώτησε. Καλλιτεχνικές, της απάντησα. Θα παρουσιαστούν στον Σεργήλιο Φωτογράφο (ένα γνωστό περιοδικό φωτογραφίας της Άντχορκ, αρκετά τεύχη του οποίου κυκλοφορούν και σε άλλες μεγάλες πόλεις). Θα τσαντιστεί μαζί μου όταν καταλάβει ότι της είπα ψέματα, είμαι σίγουρος, αλλά ώς τότε θα έχω φύγει από εδώ.

Σήμερα το μεσημέρι, η κουβέντα μας μας οδήγησε σύντομα στον Διπλό και στο δωμάτιό μου. Αφού έδωσα στον Κριτόλαο και στον Ύαν τα φαγητά τους, πήρα τη Χρυσόχαρη μαζί μου και απομακρυνθήκαμε από αυτούς.

«Αυτοί είναι οι συνεργάτες σου;» με ρώτησε.

«Ναι.»

«Περίεργοι φαίνονται,» χαμογέλασε.

«Περίεργοι είναι,» τη διαβεβαίωσα.

Και τώρα είμαστε πάνω στο κρεβάτι μου, ημίγυμνοι: εγώ φορώντας ακόμα μόνο το παντελόνι μου· εκείνη φορώντας ακόμα μόνο τις κοντές μαύρες κάλτσες της και τη στενή περισκελίδα της, μέσα από την οποία βλέπω να ξεπροβάλλει μια περίπλοκη δερματοστιξία. Καθώς βρίσκομαι στα γόνατα πάνω από τη Χρυσόχαρη, πιάνω την περισκελίδα της και την τραβάω προς τα γόνατά της. Το λευκό δέρμα είναι τελείως ξυρισμένο από κάτω, και η δερματοστιξία, άψογα φτιαγμένη, απεικονίζει ένα φλεγόμενο πουλί που η ουρά του βρίσκεται χαμηλά στην ήβη της Χρυσόχαρης ενώ οι φτερούγες απλώνονται προς τα πάνω και στα πλάγια.

Προτού προλάβω να τη ρωτήσω ποιος το έφτιαξε αυτό, ο επικοινωνιακός δίαυλος του δωματίου κουδουνίζει. Ο Κριτόλαος διαλέγει πάντα τις χειρότερες ώρες!

Η Χρυσόχαρη λέει γελώντας: «Άσ’ το.»

Αλλά δεν μπορώ να το αφήσω. Αναστενάζω. «Δε γίνεται.»

«Άσ’ το!» μου λέει πάλι, επίμονα.

Σηκώνομαι απ’το κρεβάτι και πηγαίνω στον δίαυλο. Φέρνω το ακουστικό στο αφτί μου. «Τι θέλεις;»

«Εντόπισαν τον Άφευκτο,» μου λέει ο Κριτόλαος. «Νότιά μας. Πριν από λίγο. Φεύγουμε αμέσως. Έλα στο γκαράζ. Κουνήσου!»

«Εντάξει.» Κλείνω τον δίαυλο.

Τόσο καιρό κανένας δεν μπορούσε να εντοπίσει τον γαμημένο τον Άφευκτο, και τώρα – τώρα! – βρήκαν να τον εντοπίσουν!

Λέω, φυσικά, στη Χρυσόχαρη ότι πρέπει επειγόντως να φύγω, ενώ συγχρόνως ντύνομαι γρήγορα. Η Χρυσόχαρη τσαντίζεται μαζί μου και δεν το κρύβει· με ρωτά γιατί την έφερα εδώ αφού ήξερα ότι με κυνηγούσαν τέτοιες «επείγουσες δουλειές»· την κορόιδευα; Καθώς συνεχίζω να ντύνομαι της εξηγώ ότι ήταν κάτι το μη αναμενόμενο, ασφαλώς, αλλά εκείνη δεν καταλαβαίνει τίποτα, το έχει πάρει προσωπικά. Μου λέει ότι πρέπει να τακτοποιώ καλύτερα τις δουλειές μου προτού καλέσω κάποια. Ντύνεται, τελικά, πιο γρήγορα από εμένα (δεν ξέρω πώς το καταφέρνει) και φεύγει πρώτη από το δωμάτιο.

Θα τον δείρω τον Κριτόλαο, μου φαίνεται.

Κατεβαίνω στο γκαράζ και τον συναντώ εκεί μαζί με τον Ύαν. Δυστυχώς, δεν έχω χρόνο να βρίσω ή να παίξω ξύλο με κανέναν καθώς μπαίνουμε αμέσως στο όχημά μας, ο μάγος σταθεροποιεί την ενεργειακή ροή, κι εγώ το οδηγώ στους δρόμους της Θακέρκοβ.

«Πού πηγαίνουμε;» ρωτάω. «Πού είναι ο Άφευκτος;»

«Στα ορυχεία του Κλεόβουλου Σιριλάμνη,» μου λέει ο Ύαν. «Βγάλε το όχημα από την πόλη και θα πιλοτάρω εγώ.»

«Τι έγινε;»

«Επιτέθηκε στον Βατράνο’φεν Ηρώνυμο, τον Ανώτατο Επόπτη των ορυχείων–»

«Ήταν μέλος της Δυναστείας;»

«Όχι, δεν είναι μέλος της Δυναστείας: και, μάλλον, δεν είναι νεκρός ακόμα. Ο Άφευκτος τον απήγαγε–»

«Δεν είπες ότι του επιτέθηκε;»

«Του επιτέθηκε για να τον απαγάγει. Επιτέθηκε στο όχημα του Βατράνου’φεν με το δικό του όχημα και το διέλυσε. Σκότωσε επίσης όλους τους σωματοφύλακες του επόπτη–»

«Γιατί όχι και τον ίδιο;»

«Τον θέλει, υποθέτω,» λέει ο Κριτόλαος από πίσω, «για να βρει τον Κλεόβουλο. Ο Κλεόβουλος και ο Βατράνος’φεν συνεργάζονται πολύ στενά. Ο Βατράνος κατά πάσα πιθανότητα ξέρει πού κρύβεται ο Σιριλάμνης μέσα στη Θακέρκοβ.»

«Και ποιος μας ειδοποίησε εμάς;» ρωτάω. «Έχουμε ανθρώπους μας στα ορυχεία;»

«Ναι,» λέει ο Κριτόλαος.

Και ο Ύαν: «Ο Άφευκτος τώρα έχει πάει μέσα στα βουνά. Το ελικόπτερο που τον κυνήγησε τον είδε πρώτα να εξαφανίζεται μυστηριωδώς – δηλαδή, να γίνεται ήχος – και μετά, ενώ συνέχιζε να πετά πάνω από την περιοχή, να εμφανίζεται πάλι και να μπαίνει στη Ραχοκοκαλιά. Τον καταδίωξε αλλά σύντομα τον έχασε. Στα ορυχεία ετοιμάζουν τώρα αποστολή διάσωσης.»

«Και πηγαίνουμε να τους βοηθήσουμε;» Δεν έχω πάψει να οδηγώ (με όσο πιο μεγάλη ταχύτητα μπορώ, μέσα στη Θακέρκοβ), και βγάζω το όχημά μας από την πόλη, προς τα ανατολικά, βόρεια του ποταμού Κάλμωθ.

«Όχι ακριβώς,» λέει ο Κριτόλαος, ενώ σταματάω το όχημα ώστε εγώ κι ο Ύαν ν’αλλάξουμε θέσεις. «Εμείς πάμε να σκοτώσουμε τον Άφευκτο, αυτοί να σώσουν τον Ανώτατο Επόπτη των ορυχείων.» Ο μάγος αρχίζει να μουρμουρίζει το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, και το όχημά μας αλλάζει μορφή: γίνεται αεροπλάνο.

Ο Ύαν το απογειώνει κατακόρυφα, και πετάμε προς τα νότια.

«Δεν ξέρουν ότι ερχόμαστε;» ρωτάω.

«Φυσικά και όχι,» λέει ο Κριτόλαος. «Δεν είναι της οικογένειας όλοι όσοι δουλεύουν στα ορυχεία. Και να θυμάστε ότι εμάς κυρίως μας ενδιαφέρει να σκοτώσουμε τον Άφευκτο. Να έχεις τη συσκευή ηχητικού εντοπισμού έτοιμη, Ζορδάμη.»

Πιάνω τη συσκευή από εκεί όπου βρίσκεται και την παίρνω στα γόνατά μου. «Τον Βατράνο’φεν δεν μας ενδιαφέρει αν θα τον σώσουμε ή αν θα τον σκοτώσουμε μαζί με τον Άφευκτο;»

«Όχι ιδιαίτερα,» απαντά ο Κριτόλαος.

«Δεν είναι λιγάκι βάναυσο αυτό, μεγάλο αφεντικό;»

«Η δουλειά μας είναι να αφανίσουμε τον Άφευκτο, Ζορδάμη, κι αυτό πάμε να κάνουμε. Αν μπορούμε να σώσουμε και τον Βατράνο, έχει καλώς· αν δεν μπορούμε, κρίμα, ατύχησε.»

Και γαμώ… σκέφτομαι.

«Τώρα,» λέει ο Κριτόλαος, «να έχετε κι οι δύο τα μάτια σας ανοιχτά. Κάπου μέσα στα βουνά κοντά μας βρίσκεται το όχημα του Άφευκτου, και δεν μπορεί συνέχεια να είναι αόρατο, όπως ξέρετε. Μόλις το δούμε, πηγαίνουμε καταπάνω του.»

Πιάνω ένα ζευγάρι κιάλια, για να τα έχω έτοιμα.

Ο Κριτόλαος μού λέει: «Φέρ’ τα εδώ.»

«Γιατί;»

«Φέρ’ τα.»

Του τα δίνω, κι εκείνος, ενώ συνεχίζει να ρυθμίζει τη ροή της ενέργειας στο αεροσκάφος μας, κάνει ένα ξόρκι. Αξιοθαύμαστο, μάλλον· δεν είμαι σίγουρος αν όλοι οι μάγοι μπορούν να κάνουν άλλα ξόρκια ενώ συγχρόνως ρυθμίζουν την ενεργειακή ροή σκάφους (και είμαστε και στον αέρα, μα την Αρτάλη!).

Μετά από λίγο, ο Κριτόλαος μού επιστρέφει τα κιάλια.

«Τι έκανες;» τον ρωτάω.

«Δες μόνος σου.»

Φέρνω τα κιάλια στα μάτια μου και κοιτάζω. Παρατηρώ πως τα πάντα είναι… όχι πιο μεγεθυσμένα, ακριβώς, αλλά πιο… έντονα· πιο ευκρινή. Δεν μπορώ αλλιώς να το περιγράψω. Είναι σαν, ξαφνικά, η εικόνα μιας οθόνης να έχει καλυτερέψει, σαν ο κόσμος που παρατηρώ να έχει, κάπως, γίνει πιο αληθινός. Μπορώ να διακρίνω πάρα πολλές λεπτομέρειες, πράγματα που διαφορετικά αποκλείεται να διέκρινα, είμαι βέβαιος.

Κατεβάζω τα κιάλια. «Τι τους έκανες;»

«Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως λέγεται. Σ’αρέσει;»

«Θα μου το δώσεις για να παίζω;» Φέρνω ξανά τα κιάλια στα μάτια μου.

«Αν είσαι καλό παιδί.»

Σε λιγότερο από δέκα λεπτά περνάμε από τα ορυχεία ενέργειας Σιριλάμνη και πετάμε πάνω από τα κακοτράχαλα βουνά της Ραχοκοκαλιάς. Βλέπουμε πως η αποστολή διάσωσης έχει ξεκινήσει: οχήματα διασχίζουν τα ορεινά μέρη, ερευνώντας, και ένα μικρό ελικόπτερο πετά από πάνω τους, διαγράφοντας μεγάλους κύκλους, κατοπτεύοντας την περιοχή.

«Αποκλείεται να βρουν τον Άφευκτο έτσι,» παρατηρώ.

«Εννοείται,» συμφωνεί ο Ύαν και, πιλοτάροντας, τους προσπερνά. Το βλέμμα του είναι εστιασμένο στα βουνά από κάτω μας, γερακίσιο.

Εγώ κοιτάζω με τα μαγικά ενισχυμένα κιάλια μου, ψάχνοντας. Αναρωτιέμαι πότε θα τελειώσει η επίδραση του ξορκιού του Κριτόλαου. Μάλλον θα έχουμε βρει τον Άφευκτο ώς τότε, ή δεν θα τον έχουμε βρει και θα έχουμε καταλήξει πως τον χάσαμε γι’ακόμα μια φορά.

Τελικά, όμως, το δεύτερο δεν συμβαίνει. Όταν έχουμε απομακρυνθεί αρκετά από την ομάδα αναζήτησης των ορυχείων, διακρίνω ένα όχημα μέσα στο ορεινό τοπίο. Κινείται, όχι και τόσο γρήγορα – δεν τρέχει – πλάι σε μια πλαγιά γεμάτη ψηλά αειθαλή δέντρα. Γυαλίζει κάτω από το φως του μεσημεριανού ήλιου, και δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι είναι αυτό που ψάχνουμε. Έχει, επίσης, επάνω του προσαρτημένα τα όπλα που ο Άφευκτος αγόρασε από τον Γαντζωμένο: τρία έμβολα και μια γιγάντια βαλλίστρα. Το ένα έμβολο φαίνεται αιματοβαμμένο.

«Τον βρήκα,» λέω. Και, κατεβάζοντας τα κιάλια από τα μάτια μου, διαπιστώνω πως ακούγομαι σαν φαντασμένος ηλίθιος. Χωρίς κιάλια, ο Άφευκτος δεν φαίνεται καθόλου εύκολα. «Εκεί είναι!» Υψώνοντας το χέρι μου, δείχνω στον Ύαν. «Προς τα εκεί.»

Ο δαιμονομάτης πιλότος μας στρίβει το αεροσκάφος και, σύντομα, πετάμε πάνω από το όχημα του Άφευκτου.

«Ναι, αυτός είναι,» λέει ο Ύαν. «Γιατί τούτο το αεροπλάνο δεν έχει όπλα, Κριτόλαε; Μπορούσαμε να τον βομβαρδίσουμε τώρα.»

«Τα παράπονά σου στον κύριο Ξενοκράτη,» αποκρίνεται ο μάγος από πίσω. «Προσγείωσέ το μπροστά του, και θα του δώσω τη μορφή θωρακισμένου οχήματος. Ο Άφευκτος δεν μπορεί να τρέξει εδώ πέρα όπως αλλού, έτσι δεν είναι, ραλίστα;»

«Προφανώς,» λέω.

Ο Ύαν πιλοτάρει το αεροπλάνο μας έτσι ώστε να βρεθεί μπροστά από το όχημα του Άφευκτου, και μετά το γυρίζει έτσι ώστε να αντικρίζουμε το όχημα ξανά.

Και το βλέπουμε να εξαφανίζεται.

«Ζορδάμη!» λέει ο Ύαν.

«Ναι, έτοιμος είμαι.» Ενεργοποιώ τη συσκευή ηχητικού εντοπισμού, ενώ ο πιλότος κατεβάζει το αεροπλάνο για να είμαστε πιο κοντά στο έδαφος και ο ήχος να μπορεί να εντοπιστεί ευκολότερα.

Η συσκευή τον πιάνει. «Στην πλαγιά είναι, ανάμεσα στα δέντρα!» λέω.

«Περιμένετε,» λέει ο Κριτόλαος. «Παρακολουθήστε τον από μακριά. Σύντομα θα πρέπει να πάρει πάλι υλική μορφή, νομίζοντας ότι τον έχουμε χάσει.»

«Ναι,» συμφωνεί ο Ύαν, πιλοτάροντας με προσοχή.

Το όχημα του Άφευκτου γρήγορα φεύγει από την εμβέλεια του ανιχνευτή στα γόνατά μου. Το ακολουθούμε, και το εντοπίζω ξανά. Ο Άφευκτος διασχίζει τη δασώδη περιοχή και καταλήγει σ’ένα μάλλον απόκρημνο μέρος, όπου και παίρνει πάλι υλική μορφή. Παντού υπάρχουν μεγάλα αειθαλή δέντρα.

«Αδύνατον να προσγειωθούμε εδώ,» παρατηρεί ο Ύαν.

«Πρέπει όμως,» λέει ο Κριτόλαος.

«Θα χτυπήσουμε πάνω στα δέντρα, Κριτόλαε!»

«Ας χτυπήσουμε. Δε μπορούμε να τον αφήσουμε να μας φύγει, τώρα. Του έχει τελειώσει η ενέργεια μάλλον, γι’αυτό έχει σταματήσει, και με υλική μορφή δεν μπορεί να κινηθεί μέσα στην πυκνή βλάστηση. Κατέβασέ μας, Ύαν! Τώρα!»

Του Ύαν δεν του αρέσει καθόλου αυτό – το καταλαβαίνω από την έκφρασή του – αλλά μας κατεβάζει προς τα εκεί όπου είναι σταματημένο το όχημα του Άφευκτου. Οι προωθητήρες μας βάζουν φωτιά στα κλαδιά και στα φυλλώματα των αειθαλών δέντρων, ενώ ξύλα αρχίζουν να σπάνε από κάτω μας και νιώθω το αεροσκάφος να τραντάζεται, βίαια. Μήπως έπρεπε να είχαμε αγνοήσει τον Κριτόλαο;

«Εξαφανίζεται πάλι!» λέει ο Ύαν, και βλέπω πως, πράγματι, το όχημα του Άφευκτου έχει χαθεί.

«Ο καταραμένος πρόλαβε ν’αλλάξει φιάλες,» λέει ο Κριτόλαος. «Βρείτε τον!»

Ο Ύαν υψώνει ξανά το αεροσκάφος μας, που δεν είχε ακόμα ακουμπήσει στο έδαφος, και κοιτάζοντας κάτω βλέπω τρία μισογκρεμισμένα δέντρα να φλέγονται.

Η συσκευή στα γόνατά μου, εξακολουθώντας νάναι ενεργοποιημένη, έχει ήδη εντοπίσει τη συχνότητα του ήχου του ηχομορφικού οχήματος.

«Προς τα πού, ραλίστα;» ρωτά ο Ύαν.

Του δείχνω, κι εκείνος πιλοτάρει.

«Πρέπει να βρισκόμαστε από πάνω του τώρα,» λέω, ενώ έχουμε βγει από τη δασώδη περιοχή. Από κάτω μας το ορεινό τοπίο είναι εξαιρετικά κακοτράχαλο, όμως με σαφώς λιγότερη βλάστηση. Θα μπορούσαμε πολύ πιο εύκολα να προσγειωθούμε εδώ, αλλά καθόλου εύκολα να μετακινηθούμε με μορφή οχήματος. Ο Άφευκτος, φυσικά, ως ήχος, δεν έχει κανένα πρόβλημα.

«Μείνετε στο κατόπι του,» λέει ο Κριτόλαος. «Η ενέργεια σύντομα θα του τελειώσει. Πόσες φιάλες μπορεί να κουβαλά μαζί του; Αγωνιστικό όχημα είναι, αν και μεγαλύτερο από τα συνηθισμένα – όχι φορτηγό.»

ΕΧΘΡΟΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Όταν η ενέργεια έφτανε προς το τέλος ο Άφευκτος σταμάτησε το όχημα μέσα στη δασώδη περιοχή, ανάμεσα στα ψηλά, χοντρόκορμα αειθαλή δέντρα της Ραχοκοκαλιάς.

«Οι καταραμένοι γιοι της Λόρκης!» γρύλισε. «Ή είναι πολύ τυχεροί ή, κάπως, μας εντοπίζουν. Ας ελπίσουμε ότι είναι απλά πολύ τυχεροί.»

«Πώς να μας εντοπίζουν;» είπε η Κιρτέφκι. «Είμαστε αόρατοι γι’αυτούς, δεν είμαστε;» Στραμμένη, σημάδευε τον Βατράνο’φεν, ο οποίος βρισκόταν στο πίσω κάθισμα του ηχομορφικού οχήματος, με τα χέρια του δεμένα στην πλάτη και το στόμα του φιμωμένο. Η Κιρτέφκι τον είχε δέσει και φιμώσει αφότου τον απήγαγαν, και τον είχε επίσης ψάξει για όπλα. Είχε βρει ένα πιστόλι επάνω του και το είχε πάρει. Ακόμα και δεμένο και φιμωμένο, όμως, ο Άφευκτος δεν τον εμπιστευόταν και της είχε πει να τον προσέχει· ήταν μάγος, κι οι μάγοι ήταν πάντα επικίνδυνοι: ποτέ δεν ήξερες τι μπορεί να έκαναν.

Ο Άφευκτος τώρα δεν έδωσε απάντηση στις ερωτήσεις της Κιρτέφκι· βγαίνοντας από το όχημα πήγε στην πίσω μεριά, άνοιξε τον αποθηκευτικό χώρο, πήρε τρεις ενεργειακές φιάλες (δεμένες μεταξύ τους με δερμάτινα λουριά), και τις έφερε μπροστά. Δίχως καθυστέρηση, έβγαλε τις παλιές φιάλες κι άρχισε να βάζει τις καινούργιες.

Το μικρό αεροπλάνο ήρθε πάλι από πάνω τους και φάνηκε τώρα να κατεβαίνει.

«Τι κάνουν οι τρελοί!» αναφώνησε η Κιρτέφκι, βλέποντας με γουρλωμένα μάτια τις φυλλωσιές ν’αρπάζουν φωτιά, τα κλαδιά να σπάνε, και τα δέντρα να γέρνουν.

«Γαμώ τη μάνα τους τη Λόρκη, γαμώ!» γρύλισε ο Άφευκτος, και, τελειώνοντας με την αλλαγή των φιαλών, κατέβασε τον διακόπτη στην κονσόλα και μετέτρεψε το όχημά του σε ήχο. Πάτησε το πετάλι και έφυγε τρέχοντας, ανεμπόδιστος από τη βλάστηση και το κακοτράχαλο τοπίο.

Τώρα πια, έχει βγει από τη δασώδη περιοχή, αλλά το μικρό αεροπλάνο συνεχίζει να τον ακολουθεί. Η Κιρτέφκι το ατενίζει από τα παράθυρα και του το λέει.

«Πώς σκατά μας βρίσκουν, Σίλα; Μας βλέπουν; Δεν είναι δυνατόν να μας βλέπουν!»

«Αυτοί οι γαμημένοι πρέπει νάναι πάλι,» λέει ο Άφευκτος. «Ο Ζορδάμης, ο Κριτόλαος, ο Ύαν.»

«Την άλλη φορά, όμως, σε είχαν χάσει αμέσως.»

«Ναι. Είναι… περίεργο.» Ο Άφευκτος μασά τη μαστίχα του νευρικά. «Δε μπορεί νάναι από τύχη.»

«Αποκλείεται νάναι από τύχη,» συμφωνεί η Κιρτέφκι ατενίζοντάς τους στον ουρανό. «Βρίσκονται πίσω μας. Μας ανιχνεύουν.»

«Χτύπα τον με το ενεργειακό,» της λέει ο Άφευκτος. Εκείνη προς στιγμή δείχνει να μην καταλαβαίνει. «Τον μάγο, γαμώτο! Χτύπα τον!»

Τα μάτια του Βατράνου’φεν γουρλώνουν· μάλλον, κι εκείνος δεν είχε καταλάβει ώς τώρα. Μουγκρίζει πίσω από το φίμωτρό του.

Η Κιρτέφκι πατά τη σκανδάλη του πιστολιού της και μια ενεργειακή ριπή τραντάζει τον δεμένο επόπτη, αναισθητοποιώντας τον.

«Πώς θα τους ξεφύγουμε, Σίλα; Δε μπορείς να τους κάνεις να μας χάσουν μες στα βουνά;»

«Θα μπορούσα, αν δεν πετούσαν, ή αν πετούσαν πιο αργά, όπως εκείνο το ελικόπτερο. Τώρα, όμως… είναι πολύ δύσκολο.» Κοιτάζει τον μετρητή της ενέργειας στην κονσόλα του, ο οποίος πέφτει και πέφτει και πέφτει. Ο Άφευκτος ανεβάζει απότομα τον διακόπτη και το όχημα ξαναγίνεται υλικό· η ενέργεια παύει να πέφτει.

Το τοπίο εδώ δεν είναι τόσο κακοτράχαλο όσο πριν· ο Άφευκτος μπορεί να οδηγεί με αρκετή άνεση. Το όχημά του είναι δυνατό, οι τροχοί ατρακτοειδείς, ειδικοί για άσχημα εδάφη.

Στρίβει προς τα δυτικά, περνώντας παράτολμα κοντά από έναν κρημνό.

«Τι θα κάνουμε;» λέει η Κιρτέφκι.

«Η σύγκρουσή μας μαζί τους φαίνεται πως θα γίνει πιο γρήγορα απ’ό,τι σχεδίαζα…» Είναι φανερά σκεπτικός. «Δε νομίζω ότι μπορούν να μας επιτεθούν από τον αέρα, αλλιώς θα το είχαν ήδη κάνει. Επομένως πρέπει να κατεβούν· και τα όπλα μας είναι έτοιμα γι’αυτούς.»

«Και τα δικά τους όπλα;»

«Είμαστε εμείς έτοιμοι γι’αυτά. Αλλά,» προσθέτει, «έχω και μια ιδέα.»

«Τι ιδέα;»

«Υπάρχει ένα παλιό Παντοκρατορικό οχυρό εδώ κοντά.»

«Πώς το ξέρεις;»

«Έχω ξαναπεράσει από τούτα τα μέρη, και το οχυρό δεν είναι πολύ μακριά από τη δημοσιά που διασχίζει τη Ραχοκοκαλιά. Βρίσκεται σε ύψωμα, ώστε να την κατοπτεύει.»

«Και θα πάμε εκεί;»

«Ναι.»

«Δε θάναι σαν να πέφτουμε σε παγίδα, Σίλα;»

«Όχι. Αυτοί θα πέσουν στη δική μου παγίδα,» λέει ο Άφευκτος, κι ανοίγοντας το τζάμι πλάι του, φτύνει έξω τη μαστίχα.

ΠΕΤΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ

Βλέπουμε το όχημα του Άφευκτου να ανεβαίνει μια πλαγιά όπου ένας πρόχειρος δρόμος είναι φτιαγμένος. Στην κορυφή της βρίσκεται ένα πέτρινο οχυρό που μου μοιάζει εγκαταλειμμένο· στις επάλξεις του, τουλάχιστον, δεν φαίνεται κανένας φρουρός. Μάλλον ήταν κάποτε των Παντοκρατορικών, και τώρα έχει αφεθεί στα στοιχεία της φύσης και στα πλάσματα της Ραχοκοκαλιάς· γιατί, ποιος άλλος εκτός από τους Παντοκρατορικούς θα έχτιζε οχυρό σε τούτο το απομονωμένο μέρος; Τι υπάρχει εδώ που μπορεί κάποιον να τον ενδιαφέρει να προστατέψει; Ο μόνος λόγος ύπαρξης αυτού του οχυρού φαίνεται να είναι για να παρακολουθεί τη δημοσιά η οποία διακρίνεται εύκολα από την άλλη μεριά της πλαγιάς: τη μεγάλη, λιθόστρωτη δημοσιά που διασχίζει τη Ραχοκοκαλιά συνδέοντας τη Θακέρκοβ με την Αγκένροβ.

«Πρόλαβέ τον, Ύαν,» λέει ο Κριτόλαος. «Προσγείωσέ μας μπροστά από το οχυρό προτού προφτάσει να μπει μέσα.»

«Τι οχυρό είναι αυτό;» ρωτάω, ενώ ο Ύαν υπακούει, προσγειώνοντας το αεροπλάνο μας μπροστά από τη σκουριασμένη και μισοκατεστραμμένη ανοιχτή πύλη του επιβλητικού πέτρινου οικοδομήματος. «Παντοκρατορικό;»

«Ναι,» απαντά ο Κριτόλαος, και μετά δεν μιλά άλλο καθώς κάνει το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος μετατρέποντας το αεροσκάφος μας σε θωρακισμένο και οπλισμένο όχημα. Εν τω μεταξύ, εγώ κι ο Ύαν αλλάζουμε θέσεις στο τιμόνι.

Και ίσα που έχει προλάβει να ολοκληρωθεί η διαδικασία, όταν βλέπουμε τον Άφευκτο να φτάνει στην κορυφή της πλαγιάς και να έρχεται καταπάνω μας. Η παρουσία μας δεν φαίνεται να τον πτοεί.

Ο Ύαν, που ελέγχει το πυροβόλο μας, πατά τη σκανδάλη και πυροβολεί. Η ριπή τραντάζει το όχημα του Άφευκτου αλλά δεν του κάνει σοβαρές ζημιές, θωρακισμένο καθώς είναι κι αυτό. Και η βαλλίστρα στην οροφή του αμέσως εκτοξεύει ένα γιγάντιο βέλος εναντίον μας. Το ακούω να χτυπά πάνω στη θωράκισή μας, ηχηρά.

Και μετά, ο Άφευκτος εξαφανίζεται.

Προφανώς, ο λόγος που είχε γίνει υλικός πριν δεν ήταν επειδή του είχε τελειώσει η ενέργεια.

«Βρες τον, Ύαν!» προστάζει ο Κριτόλαος, από πίσω.

Ο Ύαν ενεργοποιεί τη συσκευή ηχητικού εντοπισμού, και βλέπουμε πως ο Άφευκτος δεν είναι μακριά.

Είναι πίσω μας.

Γυρίζοντας το τιμόνι κάνω το όχημά μας να στρίψει. Το αισθάνομαι βαρύ γύρω μου, πολύ βαρύ – καμία σχέση με αγωνιστικό όχημα, ή απλό όχημα. Νιώθω σαν εγκέφαλος που έχει αλλάξει σώμα: από ένα λιγνό, ελαφρύ, άνετο σώμα σε ένα σώμα ογκώδες, δυνατό, αλλά αργοκίνητο. Δεν μου αρέσει.

«Πρέπει νάναι μέσα στο οχυρό,» λέει ο Ύαν, καθώς ατενίζουμε τη σκουριασμένη πύλη του πέτρινου οικοδομήματος από το στενό, προφυλαγμένο παράθυρό μας.

Ο ηχητικός ανιχνευτής παύει ξαφνικά να εντοπίζει το ηχομορφικό όχημα.

«Και τώρα,» λέει ο Ύαν, «πρέπει να πήρε υλική μορφή πάλι.»

«Να μπούμε κι εμείς στο οχυρό;» ρωτάω, γιατί δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Η παλιά πύλη είναι μισάνοιχτη, και δεν θα μπορούσε να μας σταθεί εμπόδιο, αλλά δεν είναι αυτό που με ανησυχεί. Ο Άφευκτος μπορεί να μας έχει στήσει καμια παγίδα εκεί μέσα. Μπορεί να θέλει να τον ακολουθήσουμε.

«Υποθέτω,» λέει ο Κριτόλαος, «πως σκέφτεσαι αυτό που σκέφτομαι, Ζορδάμη…»

«Ότι ίσως να πρόκειται για παγίδα;»

«Ναι. Αλλά πώς να μας παγιδέψει; Τα όπλα του δεν είναι αποτελεσματικά εναντίον της θωρακισμένης μορφής μας· μόνο εναντίον της άλλης μας μορφής θα ήταν. Επομένως – μπες. Με προσοχή, αλλά μπες.»

Οδηγώ το όχημά μας προς την παλιά μεταλλική πύλη του οχυρού και την παραμερίζω. Τα μισάνοιχτα φύλλα της μετακινούνται εξαναγκαστικά καθώς περνάω· τα ακούω να τρίζουν δυνατά καθώς σέρνονται στο έδαφος· ακούω τους μεγάλους μεντεσέδες τους να διαμαρτύρονται. Τα σκουριασμένα μέταλλα δεν αντέχουν: η πύλη καταρρέει, βροντώντας και σηκώνοντας χώμα γύρω μας.

Ο περίβολος του οχυρού είναι μικρός, και το όχημα του Άφευκτου σταματημένο αντίκρυ μας. Η βαλλίστρα του αρχίζει αμέσως να εκτοξεύει βέλη. Ένα μάς χτυπά· κι άλλο ένα– Ο Ύαν πυροβολεί τώρα με το μικρό κανόνι του οχήματός μας· οι ριπές του τραντάζουν τον Άφευκτο.

Αλλά ο Άφευκτος έρχεται καταπάνω μας – και είναι αδύνατο να τον αποφύγω μέσα σε τόσο στενό χώρο. Ή μάλλον, θα ήταν αδύνατο να τον αποφύγω γενικά, με το βαρύ όχημα που οδηγώ τώρα. Προτού μας χτυπήσει, προλαβαίνω να αναρωτηθώ φευγαλέα πώς είναι δυνατόν το όχημα του Άφευκτου να είναι συγχρόνως τόσο γρήγορο και τόσο ανθεκτικό.

Μετά, τα έμβολά του μας λογχίζουν–

–και σπάνε.

Αισθάνομαι τους δυνατούς ήχους θραύσεις να διαπερνούν το κεφάλι μου, ενώ ολόκληρο το σώμα μου τραντάζεται από το τρομερό σφυροκόπημα. Το όχημά μας δεν μένει στη θέση του· τινάζεται και κοπανά, με το πλάι, πάνω στο ογκώδες, πέτρινο τείχος του οχυρού.

Η θωράκισή μας, όμως, αποδείχτηκε πολύ ισχυρή για τον Άφευκτο, όπως είχε προβλέψει ο Κριτόλαος.

Τι θα κάνεις τώρα, Σίλα;

Βλέπω το ηχομορφικό όχημα ν’απομακρύνεται από εμάς μέσα στον περίβολο, με τα έμβολά του κατεστραμμένα – ένα μεταλλικό θηρίο που έσπασε τα δόντια του επάνω στο λάθος θήραμα. Στη βαλλίστρα του, όμως, ακόμα διακρίνω να υπάρχουν βέλη.

Ο Ύαν αρχίζει να το πυροβολεί ξανά.

Ο Άφευκτος εξαφανίζεται.

Ο ηχητικός ανιχνευτής μας μας δείχνει ότι φεύγει από το οχυρό.

Στρίβω το τιμόνι και τον ακολουθούμε, βγαίνοντας από την κατεστραμμένη πύλη. Ο Κριτόλαος μάς μεταμορφώνει πάλι σε αεροπλάνο, και εγώ κι ο Ύαν αλλάζουμε θέσεις. Υψωνόμαστε στον αέρα και πηγαίνουμε προς τα εκεί όπου ο ανιχνευτής είχε εντοπίσει τον Άφευκτο, γιατί τώρα πια το ηχομορφικό όχημα έχει βγει από την εμβέλειά του.

Μετά από λίγο το βλέπουμε. Σε υλική μορφή. Κατευθύνεται δυτικά, κατεβαίνοντας προς τη μεγάλη δημοσιά.

«Αποκλείεται να έχει πια πολλή ενέργεια,» λέει ο Κριτόλαος. «Μην του δώσετε ευκαιρία ν’αλλάξει φιάλες – αν, δηλαδή, έχει άλλες φιάλες μαζί του.»

Ο Ύαν ακολουθεί τον Άφευκτο, πετώντας πάνω από τη δημοσιά. Το όχημά του τρέχει από κάτω μας, προς τα νότια. Αποφεύγει εύκολα ένα φορτηγό που έρχεται προς τα βόρεια, και συνεχίζει.

«Κατέβασέ μας,» λέω στον Ύαν, κι εκείνος δεν φέρνει αντίρρηση. Προσγειωνόμαστε στο πλάι της δημοσιάς ενώ λέω στον Κριτόλαο: «Δώσε μας μορφή αγωνιστικού οχήματος.» Ούτε ο μάγος φέρνει αντίρρηση· κάνει το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος ενόσω, γι’ακόμα μια φορά, εγώ κι ο Ύαν αλλάζουμε θέσεις.

Πατάω το πετάλι και ξεκινώ, τρέχοντας επάνω στη δημοσιά. Προς τα νότια. Επιταχύνοντας. Επιταχύνοντας. Επιταχύνοντας.

Αποφεύγω δυο άλλα οχήματα, αποφεύγω έναν καβαλάρη.

«Θα μας σκοτώσεις, ραλίστα,» μουγκρίζει ο Ύαν.

Τον αγνοώ, μην κόβοντας καθόλου ταχύτητα.

Βλέπω τον Άφευκτο αντίκρυ μας.

Ο Ύαν ανοίγει το παράθυρο πλάι του κι αρχίζει να πυροβολεί με το τουφέκι του, χωρίς να φαίνεται να μπορεί να κάνει καμια σοβαρή ζημιά στο ηχομορφικό όχημα. Πράγμα λογικό, άλλωστε, αφού άντεξε τις ριπές του κανονιού μας (αν και έχει στραπατσαριστεί λιγάκι).

Πρέπει να βρισκόμαστε κοντά στο πανδοχείο που ονομάζεται «Ο Βράχος του Κάρτωλακ» όταν φτάνω δίπλα στο όχημα του Άφευκτου. Το δικό μας αγωνιστικό όχημα είναι, λοιπόν, λιγάκι πιο γρήγορο από το δικό του, νομίζω. Όλη αυτή η θωράκιση το βαραίνει το ηχομορφικό, αν και, σίγουρα, όχι όσο θα έπρεπε.

Ο Σίλας με χτυπά με το πλάι, και το όχημά μου τραντάζεται και, προς στιγμή, χάνω την πορεία μου. Προς στιγμή μόνο.

Ο Ύαν πυροβολεί τον Άφευκτο από το παράθυρο. Χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Συνεχίζουμε αυτό το κυνηγητό ενώ τρέχουμε προς τα νότια.

Έχουμε προ πολλού περάσει από τον Βράχο του Κάρτωλακ όταν, αλλάζοντας γεμιστήρα στο τουφέκι του, ο Ύαν λέει: «Δε μεταμορφώνεται σε ήχο, τώρα, ο καταραμένος.»

«Φοβάται ότι θα του τελειώσει η ενέργεια και θα βρεθεί στο έλεός μας,» λέει ο Κριτόλαος. «Πράγμα που ούτως ή άλλως θα συμβεί σύντομα, ακόμα κι έτσι. Σίγουρα έχει ήδη σπαταλήσει πολλή ενέργεια με τόσες μεταμορφώσεις σε ήχο – πιο πολλή από εμάς.»

Κοιτάζω φευγαλέα τον μετρητή της ενέργειας στην κονσόλα μου, και βλέπω πως είμαστε στο 37%. Αν ο Άφευκτος είναι πιο χαμηλά…. Αλλά ο Άφευκτος πρέπει να άλλαξε φιάλες όταν σταμάτησε στο δάσος, ενώ εμείς δεν έχουμε αλλάξει φιάλες από τότε που φύγαμε από τη Θακέρκοβ. Δεν είναι δυνατόν να υπολογίσω, επομένως. Και ο Κριτόλαος μπορεί να αποδειχτεί, τελικά, λάθος, νομίζω. Μπορεί, τελικά, η δική μας ενέργεια να τελειώσει πρώτα.

Όπως και νάχει, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να συνεχίζω την καταδίωξη.

Ο Άφευκτος με χτυπά με τα πλάγια του οχήματός του ορισμένες φορές, αλλά δεν χάνω την πορεία μου, και εξακολουθώ να βρίσκομαι πλάι του, ενώ κι οι δυο μας αποφεύγουμε άλλα οχήματα που παρουσιάζονται στη δημοσιά, καθώς και διαβάτες, καβαλάρηδες, κάρα.

Μου θυμίζει τις ημέρες που συμμετείχα σε ράλι.

Μ’αρέσει, οφείλω να ομολογήσω. Δεν το φανταζόμουν ότι θα ξανάτρεχα με αντίπαλο τον Σίλα Ιερόπυργο… Μόνο που τώρα ο αγώνας μας δεν είναι απλά ανταγωνιστικός· ο αγώνας μας είναι αγώνας μέχρι θανάτου. Μια πολύ επικίνδυνη μάχη.

Προσπαθώ κι εγώ να τον πλευροκοπήσω δυο φορές, αλλά διαπιστώνω ότι βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση. Το όχημά του είναι πολύ πιο δυνατό και ανθεκτικό. Όταν το δικό μου το πλευροκοπά, ουσιαστικά το δικό μου είναι που χτυπιέται. Δεν το ξαναεπιχειρώ, επομένως.

Μετά από κανένα μισάωρο αφότου έχουμε αφήσει πίσω μας τον Βράχο του Κάρτωλακ, ο Ύαν λέει: «Η ενέργειά μας έχει πέσει στο εφτά τοις εκατό. Πρέπει ν’αλλάξουμε φιάλες. Και ο Άφευκτος δεν φαίνεται νάχει κανένα πρόβλημα.»

«Αδύνατον!» ακούω τον Κριτόλαο να λέει από πίσω.

«Μην ξεχνάς ότι μάλλον άλλαξε φιάλες μέσα σ’εκείνο το δάσος,» του θυμίζω.

«Ακόμα κι έτσι, Ζορδάμη. Έχει μεταμορφωθεί τόσες φορές σε ήχο.»

«Ν’αλλάξω τις φιάλες;» ρωτά ο Ύαν, διακόπτοντάς μας.

«Δεν έχουμε άλλη επιλογή,» λέει ο Κριτόλαος.

Ενώ συνεχίζω να οδηγώ, ο Ύαν πατά το κουμπί που διακόπτει την ενεργειακή ροή του οχήματος. Οι τροχοί, όμως, εξακολουθούν να κυλάνε – να κυλάνε γρήγορα – με τόση ταχύτητα που έχω αναπτύξει. Δεν παύω να καταδιώκω τον Άφευκτο, αν και τώρα τον βλέπω ν’απομακρύνεται. Ο Ύαν αλλάζει τις δύο φιάλες μας όσο πιο γρήγορα μπορεί.

Όταν έχει τελειώσει, οι τροχοί μας συνεχίζουν ακόμα να περιστρέφονται αλλά η ταχύτητά μας είναι αστεία· είναι μικρότερη από την ταχύτητα που μπορεί να αναπτύξει ένα οποιοδήποτε αστικό όχημα. Πατάω τον διακόπτη που ενεργοποιεί όλα τα συστήματα, και φωτάκια και οθόνες ανάβουν στην κονσόλα μπροστά μου. Η μηχανή ζωντανεύει, γρυλίζει σαν άγριο θηρίο. Η ταχύτητά μας αυξάνεται αλματωδώς καθώς το πόδι μου πιέζει το πετάλι της επιτάχυνσης.

Ο Άφευκτος, όμως, έχει προ πολλού εξαφανιστεί από μπροστά μας, και ούτε τώρα τον βλέπω πουθενά.

«Σταμάτα, Ζορδάμη!» λέει ο Κριτόλαος. «Θα πετάξουμε.»

Βγάζω το όχημά μας από τη δημοσιά, και ο μάγος το μεταμορφώνει σε αεροπλάνο. Ο Ύαν μάς υψώνει στον ουρανό, πάνω από το ορεινό τοπίο. Εγώ, χρησιμοποιώντας τα κιάλια μου (που δεν είναι πια ενισχυμένα από τη μαγεία του Κριτόλαου· η επίδραση του ξορκιού έχει τελειώσει), κοιτάζω κάτω, ψάχνοντας για το όχημα με τη γιγάντια βαλλίστρα στην οροφή.

Το εντοπίζω! Έξω από τη δημοσιά, προς τα δυτικά, μέσα στα βουνά.

Το δείχνω στον Ύαν, κι εκείνος πιλοτάρει πλησιάζοντάς το.

Το όχημα του Άφευκτου δεν κινείται. Πρέπει κι εκείνος ν’αλλάζει φιάλες. «Γρήγορα!» λέω. «Προτού ξεκινήσει! Προσγειώσου μπροστά του – εκεί!»

Ο Ύαν κατεβάζει το αεροπλάνο μας αντίκρυ στο σταματημένο όχημα του Άφευκτου, και βλέπω πως, εκείνη τη στιγμή, μια πόρτα του ηχομορφικού οχήματος κλείνει. Ο Σίλας πρέπει να είχε βγει για να πάρει φιάλες από τον αποθηκευτικό χώρο. Έχουμε ακόμα χρόνο για να τον σταματήσουμε! Ο Κριτόλαος έχει ήδη ξεκινήσει το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος, και το αεροσκάφος μας μεταβάλλεται σε θωρακισμένο όχημα, η μορφή του αλλάζει γύρω μας και από έξω.

Ένα γιγάντιο βέλος εκτοξεύεται από τη βαλλίστρα του Άφευκτου, χτυπώντας μας, τραντάζοντάς μας, ενώ η μεταμόρφωση δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Κι άλλο ένα. Ακούω τον Κριτόλαο να γρυλίζει πίσω μας· τα χτυπήματα πρέπει να του προκαλούν πρόβλημα.

Αλλά μόνο ένα βέλος βλέπω να απομένει στη βαλλίστρα. Οι ριπές τελειώνουν στον Άφευκτο.

Το τελευταίο βέλος δεν εκτοξεύεται, όμως. Και το αεροσκάφος μας είναι τώρα οπλισμένο όχημα. Ο Ύαν στοχεύει τον Άφευκτο με το κανόνι–

Ο Άφευκτος εξαφανίζεται.

«Ο καταραμένος γιος της Λόρκης!» γρυλίζει ο Ύαν.

«Βρες τον!» λέει ο Κριτόλαος.

Ο Ύαν ενεργοποιεί αμέσως τον ηχητικό ανιχνευτή, κι εντοπίζει τον Άφευκτο πίσω μας, προς τη δημοσιά.

Στρίβω το όχημά μας και πηγαίνει κι εγώ προς τα εκεί. «Δώσε μου μορφή αγωνιστικού,» λέω στον Κριτόλαο.

Όμως εκείνος διαφωνεί: «Όχι· θα πετάξουμε.» Τον ακούω κουρασμένο, αλλά ξεκινά πάλι το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος.

Και σε λίγο πετάμε πάνω από τη δημοσιά, βλέποντας το όχημα του Άφευκτου – σε υλική μορφή τώρα – να τρέχει από κάτω μας.

*

Τον ακολουθούμε προς τα νότια, πετώντας, ενώ εκείνος τρέχει επάνω στη δημοσιά. Ο Κριτόλαος λέει πως δεν έχει νόημα να κατεβούμε· καλύτερα να τον αναγκάσουμε να εξαντλήσει την ενέργεια του. «Δε μπορεί να τρέχει για πάντα,» λέει.

Και μάλλον έχει δίκιο.

Ύστερα από ακόμα μια ώρα κυνηγητού, έχοντας διασχίσει εκατοντάδες χιλιόμετρα από τότε που φύγαμε από τη Θακέρκοβ, έχοντας τρέξει με ταχύτητες που θα είχαν σκοτώσει άλλους οδηγούς, βγαίνουμε από τη Ραχοκοκαλιά και φτάνουμε κοντά στην Αγκένροβ…

ΕΝΑΣ ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΟΣ ΗΧΟΣ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗ

Καθώς πλησιάζουν την Αγκένροβ, η κίνηση στη δημοσιά αυξάνεται ολοένα και περισσότερο. Ο Άφευκτος, τρέχοντας με εξωφρενική ταχύτητα, αποφεύγει το ένα όχημα μετά το άλλο. Η Κιρτέφκι κοιτάζει με τα μάτια γουρλωμένα, μοιάζοντας κοκαλωμένη στη θέση της πλάι του. Πού και πού, όμως, γυρίζει το κεφάλι για να κοιτάξει και πίσω, έξω απ’τα παράθυρα του οχήματος (κάποια από τα οποία έχουν ραγίσει από τις ριπές του κανονιού των εχθρών τους), στον ουρανό: κι εκεί πάντα βλέπει το μικρό αεροπλάνο να βρίσκεται στο κατόπι τους. Το αεροπλάνο που μπορεί να μεταμορφώνεται ακόμα και σε θωρακισμένο όχημα. Κάτι που ο Άφευκτος δεν περίμενε. Στο παλιό Παντοκρατορικό οχυρό δεν είχε ιδέα ότι θα συναντούσε τέτοιο πράγμα. «Πόσες μορφές μπορούν ν’αλλάξουν, οι καταραμένοι;» είπε όταν τους είδε μπροστά από την πύλη του οχυρού, να τον σημαδεύουν με το κανόνι πάνω από το όχημά τους.

«Σίλα,» λέει τώρα η Κιρτέφκι, για πολλοστή φορά, «τι θα κάνουμε; Δε φαίνεται να μας χάνουν, ούτε φεύγουν. Είναι πίσω μας! Πώς θα τους ξεφύγουμε;»

Ο Άφευκτος, όπως και πριν, δεν απαντά· οδηγεί με προσήλωση.

«Σίλα!» λέει η Κιρτέφκι, με πανικό να διακρίνεται στη φωνή της. «Τι θα κάνουμε; Δεν πρόκειται να τους ξεφύγεις τρέχοντας! Πετάνε! Τουλάχιστον, γίνε ήχος!»

Ο Άφευκτος αποφασίζει να μιλήσει. «Δεν έχει νόημα· μας εντοπίζουν. Απλά θα χαλάσουμε ενέργεια άδικα.»

Κόβοντας ταχύτητα, οδηγεί το όχημά του μέσα στην Αγκένροβ.

«Δε μου έχεις πει ότι στις πόλεις είναι επικίνδυνα για εμάς;» λέει η Κιρτέφκι κοιτάζοντας νευρικά τους δρόμους γύρω τους.

«Ναι, αλλά όχι τώρα. Τώρα τους έχουμε πίσω μας. Και πρέπει να τους κάνουμε να μας χάσουν.»

Η Κιρτέφκι κοιτάζει στον ουρανό, και βλέπει πάλι το μικρό αεροπλάνο να τους καταδιώκει. Το λέει στον Σίλα.

«Περιμένουν να μας τελειώσει η ενέργεια,» αποκρίνεται ο Άφευκτος. «Και θα μας τελειώσει, σύντομα· δεν έχω άλλες ενεργειακές φιάλες.» Ρίχνει μια ματιά στην κονσόλα και βλέπει πως η ένδειξη ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ έχει πέσει στο 43%.

Κατεβάζει τον διακόπτη και μεταμορφώνει το όχημά του σε ήχο, αρχίζοντας να κινείται μέσα στην Αγκένροβ με τρόπο που, ως ύλη, θα ήταν αδύνατο να κινηθεί.

«Πρέπει να βρούμε καινούργιες φιάλες,» λέει στην Κιρτέφκι, «αλλιώς είμαστε καταδικασμένοι.»

Εκείνη έχει αρχίσει να κλαίει· δάκρυα κυλάνε στα μάγουλά της.

Ο Άφευκτος το βλέπει με τις άκριες των ματιών του. «Μην πανικοβάλλεσαι· θα τους ξεφύγουμε.» Περνά μέσα από ένα κατάστημα ρούχων και βγαίνει από την άλλη μεριά, καθώς οι λεπτοί τοίχοι δεν αποτελούν εμπόδιο για εκείνον· είναι ημιυλικοί μπροστά του. Μειώνουν, μόνο, λίγο την ταχύτητά του, όπως θα μείωναν την ταχύτητα του ήχου.

Η Κιρτέφκι ξεροκαταπίνει. «Σίλα…»

«Τι;»

«Θέλω… Θέλω να μου υποσχεθείς πως, αν τους ξεφύγουμε, θα πάμε στη Σάρντλι. Θα φύγουμε από δω. Μου το υπόσχεσαι;»

«Ναι,» αποκρίνεται ο Άφευκτος.

Αλλά η Κιρτέφκι τού ρίχνει ένα βλέμμα που μαρτυρά πως δεν είναι σίγουρη αν πρέπει να τον πιστέψει, που μαρτυρά πως, μάλλον, θυμάται ακόμα ότι την εξαπάτησε προκειμένου να τον βοηθήσει να σκοτώσει τη μισητή αδελφή της.

ΟΙ ΑΠΕΙΛΕΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗΣ

Ο Άφευκτος δεν αποφεύγει την Αγκένροβ, μπαίνει μέσα στους δρόμους της, κι εμείς τον καταδιώκουμε πετώντας. Μόλις όμως φτάνουμε στα όρια της πόλης, αμέσως λαμβάνουμε ένα επείγον σήμα στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της κονσόλας μας: και έχω μια έντονη υποψία ποιοι μας καλούν.

Πατάω το πλήκτρο της αποδοχής, και μια γυναικεία φωνή ακούγεται από το μεγάφωνο η οποία μας ζητά να προσγειωθούμε άμεσα στον Μεγάλο Αερολιμένα της Αγκένροβ, που βρίσκεται στα ανατολικά της πόλης, σε περίπτωση που δεν το γνωρίζουμε. «Απαγορεύεται,» μας τονίζει, «το σκάφος σας να πετά τόσο χαμηλά πάνω από την πόλη.»

«Ερχόμαστε από τη Θακέρκοβ,» της απαντώ, «κυνηγώντας έναν επικίνδυνο εγκληματία. Είμαστε μέλη ειδικών δυνάμεων.» Αυτή είναι η συνηθισμένη απάντηση ανθρώπων της Σιδηράς Δυναστείας σε τέτοιες περιπτώσεις. Ποντάρουμε ότι, μέσα στη σύγχυση, ο άλλος δεν θα ζητήσει (ή δεν θα προλαβαίνει) να δει τις ταυτότητες ή τα αναγνωριστικά μας.

«Δυστυχώς, κύριε, πρέπει να προσγειωθείτε στον Μεγάλο Αερολιμένα και να συνεννοηθείτε με τις αρχές εκεί. Αν δεν υπακούσετε θα αναγκαστούμε να λάβουμε μέτρα εναντίον σας.»

Ο Ύαν λέει: «Εξαφανίστηκε πάλι! Βρες τον, Ζορδάμη.»

Ενεργοποιώ τον ηχητικό ανιχνευτή, καθώς πετάμε χαμηλά πάνω από τους δρόμους, και το σήμα του ήχου του Άφευκτου παρουσιάζεται στην οθόνη. Δείχνω την κατεύθυνση στον Ύαν κι εκείνος την ακολουθεί, περνώντας δίπλα από μια πολυκατοικία.

«Με ακούτε, κύριε;» έρχεται η φωνή της γυναίκας από το μεγάφωνο. «Αν δεν προσγειωθείτε αμέσως στον Μεγάλο Αερολ–» Κλείνω τον πομπό.

«Θα μας κυνηγήσουν,» λέει ο Κριτόλαος από πίσω. «Να είστε έτοιμοι. Και μόλις δείτε τον Άφευκτο να παίρνει υλική μορφή, προσγειωθείτε να τον κυνηγήσουμε από το έδαφος.»

Ο Ύαν δεν του απαντά, ούτε εγώ. Συνεχίζουμε να ακολουθούμε το σήμα του ηχομορφικού οχήματος, καθώς περνά μέσα από οικοδομήματα και μέσα από δρόμους. Ευτυχώς δεν έχει πολλή κίνηση, λόγω μεσημεριού (πλησιάζει τρεις η ώρα), κι όταν είναι να μεταμορφωθούμε σε όχημα δεν θα έχουμε πρόβλημα.

Μετά από λίγο, όμως, ενώ ο Άφευκτος είναι ακόμα ήχος, βλέπουμε δύο μικρά αεροπλάνα – παρόμοια με το δικό μας αλλά οπλισμένα – να μας πλησιάζουν, καθώς κι ένα ελικόπτερο – επίσης οπλισμένο.

Ένα επείγον σήμα έρχεται στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της κονσόλας μας. Το φωτάκι αναβοσβήνει έντονα, κι ένας επίμονος συριγμός αντηχεί.

«Τι να κάνω;» ρωτάω τον Ύαν.

«Αγνόησέ τους,» αποκρίνεται ο δαιμονομάτης πιλότος, κι αποφεύγει ευέλικτα τα αεροσκάφη των αρχών της Θακέρκοβ.

Αναρωτιέμαι πότε θ’αρχίσουν να μας ρίχνουν σφαίρες και ρουκέτες. Το μόνο που τους κρατά, μάλλον, είναι ότι βρισκόμαστε πάνω από πυκνοκατοικημένη περιοχή.

Τότε, όμως, βλέπω τον Άφευκτο να εμφανίζεται από κάτω μας…

ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑ

Ο Άφευκτος, έχοντας περάσει μέσα από διάφορα οικοδομήματα και δρόμους, φτάνει τελικά σ’έναν δρόμο στα ανατολικά της Αγκένροβ όπου μια αποθήκη ενέργειας φαίνεται νάναι ακόμα ανοιχτή παρότι μεσημέρι.

Ο Άφευκτος δίνει υλική μορφή στο όχημά του.

«Ακόμα πίσω μας είναι, Σίλα!» τον προειδοποιεί η Κιρτέφκι.

«Δε με εκπλήσσει. Ο μάγος κοιμάται;»

«Σαν μωρό.»

Ο Βατράνος’φεν είναι πεσμένος πάνω στο πίσω κάθισμα του ηχομορφικού οχήματος, δεμένος, φιμωμένος, και ακίνητος, με τα μάτια κλειστά και τα ρούχα του καψαλισμένα στο στήθος από την ενεργειακή ριπή της Κιρτέφκι.

Ο Άφευκτος πλησιάζει τη μεγάλη διπλή πόρτα της αποθήκης ενέργειας, η οποία είναι μισάνοιχτη. Μάλλον ο ιδιοκτήτης ετοιμάζεται να κλείσει. Αλλά ο Άφευκτος δεν σκοπεύει να τον αφήσει – όχι από τώρα, τουλάχιστον. Οδηγεί το όχημά του καταπάνω στην πόρτα, σπρώχνοντάς την κι ανοίγοντας τα φύλλα της. Μπαίνει σ’έναν χώρο αρκετά μεγάλο. Γύρω-γύρω, παντού, βρίσκονται ενεργειακές φιάλες διαφόρων τύπων και μεγεθών, καθώς και μπαταρίες. Ένα μικρό τετράκυκλο φορτηγό είναι σταματημένο δίπλα από εκεί όπου πάει και σταματά το ηχομορφικό όχημα.

Μια γυναίκα πλησιάζει από ένα άκρο της αποθήκης, μοιάζοντας τσαντισμένη. Το δέρμα της είναι κατάμαυρο, τα μαλλιά της κοντά και γαλανά. Φορά πράσινο παντελόνι, λευκό πουκάμισο, και μαύρες μπότες. Πίσω της διακρίνεται ένας άντρας με δέρμα λευκό-ροζ, μαύρα σγουρά μαλλιά, και γκρίζα, αμάνικη μπλούζα. Δεν μετακινείται όμως, απλά κοιτάζει, συνοφρυωμένος.

«Τι σκατά συμβαίνει εδώ;» φωνάζει η γυναίκα. «Τι νομίζεις ότι κάνεις! Δε βλέπεις ότι είμαστε έτοιμοι να κλείσουμε;»

Ο Άφευκτος βγαίνει από το όχημά του σημαδεύοντάς την με το πιστόλι του. «Εννιά ενεργειακές φιάλες τύπου Υ-2. Τώρα! Θα σε πληρώσω, δεν είναι ληστεία.» Τραβά δύο δεσμίδες ήλιους από την τσέπη του πανωφοριού του και τις πετά στο δάπεδο, μπροστά της.

Η γυναίκα τον κοιτάζει σαστισμένη για λίγο, ενώ και η Κιρτέφκι βγαίνει από το όχημα με πιστόλι στο χέρι.

«Εντάξει,» λέει η μαυρόδερμη γαλανομάλλα, «μη χάνουμε την ψυχραιμία μας. Θα σας δώσουμε τις φιάλες, δεν υπάρχει πρόβλ–»

«ΓΡΗΓΟΡΑ!» φωνάζει ο Άφευκτος.

«Τον άκουσες τον κύριο, Ζορδάμη!» λέει η γυναίκα στον λευκόδερμο άντρα. «Κουνήσου, ρε! Εννιά φιάλες Υ-2!»

Εκείνος γνέφει καταφατικά, και πηγαίνει σε κάτι ράφια παραδίπλα.

Τότε, απρόσμενα, ένα όχημα σταματά έξω από την ανοιχτή πόρτα της αποθήκης: τετράκυκλο και θωρακισμένο, με κανόνι στην οροφή, στραμμένο προς το εσωτερικό του καταστήματος.

«Μεγάλη Αρτάλη!» αναφωνεί η μελανόδερμη γυναίκα, τρέχοντας να φύγει από τη μέση, να πάει κάπου για να καλυφτεί.

«Πάρε τις φιάλες!» λέει ο Άφευκτος στην Κιρτέφκι. «Τις φιάλες!» Κι ο ίδιος αρπάζει το μεγάλο τουφέκι από το εσωτερικό του οχήματός του, καλύπτεται πίσω από το όχημα, κι αρχίζει να πυροβολεί.

ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΡΑΛΙ

Βλέπουμε το όχημα του Άφευκτου να μπαίνει σε μια αποθήκη ενέργειας ανοίγοντας με τη βία τη μισάνοιχτη διπλή πόρτα της. Ο δρόμος μπροστά από το κατάστημα ευτυχώς δεν έχει παρά ελάχιστη κίνηση, και ο Ύαν, γυρίζοντας κάθετα τους προωθητήρες, προσγειώνει το αεροσκάφος μας εκεί, αλλά αργά, προσεχτικά, για να δώσει ευκαιρία στους περαστικούς να απομακρυνθούν και στα οχήματα να κόψουν ταχύτητα. Δεν θέλουμε να σκοτώσουμε κόσμο, γιατί τότε, σίγουρα, τίποτα δεν μας γλιτώνει από τις αρχές της Αγκένροβ.

Ο Κριτόλαος έχει ήδη αρχίσει να μουρμουρίζει πίσω μας, κάνοντας μάλλον το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος: και μόλις το αεροσκάφος μας ακουμπά στο οδόστρωμα η μεταμόρφωση ξεκινά. Τα πάντα αλλάζουν γύρω μας. Παίρνουμε μορφή θωρακισμένου, οπλισμένου τετράκυκλου, ενώ εγώ κι ο Ύαν αλλάζουμε θέσεις. Πιάνω το τιμόνι και οδηγώ προς την αποθήκη ενέργειας, που τα δύο φύλλα της μεγάλης εισόδου της είναι τώρα ανοιχτά.

Στο εσωτερικό βλέπω σταματημένα το ηχομορφικό όχημα κι ένα μικρό φορτηγό. Ο Άφευκτος αμέσως καλύπτεται πίσω από το πρώτο κι αρχίζει να μας πυροβολεί μ’ένα τουφέκι, ενώ μια γυναίκα – η Κιρτέφκι, σίγουρα! – σημαδεύει με πιστόλι κάτι υπαλλήλους της αποθήκης φωνάζοντας: «Τις φιάλες! Τώρα! Φέρτε τις φιάλες!»

Οι ριπές του Άφευκτου κάνουν ένα εκκωφαντικό ΤΑΚ-ΤΑΚ-ΤΑΚ-ΤΑΚ-ΤΑΚ επάνω στη θωράκισή μας ενώ το κροτάλισμα του τουφεκιού του αντηχεί ολόγυρα.

«Μην πυροβολήσεις με το κανόνι,» λέει ο Κριτόλαος στον Ύαν, φοβούμενος μάλλον τις αρχές της πόλης και τις τρομερές εκρήξεις που μπορούν να προκληθούν εδώ μέσα αν σκάσουν οι ενεργειακές φιάλες. «Πρέπει να βγούμε.» Και σταματά να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του οχήματός μας· στην κονσόλα βλέπω να παρουσιάζεται η ανάλογη ένδειξη κινδύνου, κι αμέσως απενεργοποιώ τη μηχανή.

Παίρνοντας στα χέρια τα όπλα μας ανοίγουμε τις πόρτες του οχήματος και, χωρίς να τις κλείσουμε, κατεβαίνουμε και μένουμε καλυμμένοι πίσω τους.

«Παραδώσου, Άφευκτε!» φωνάζει ο Κριτόλαος, πυροβολώντας μ’ένα πιστόλι. «Δεν έχεις πουθενά να πας! Είσαι παγιδευμένος!»

Ο λευκόδερμος υπάλληλος της αποθήκης φέρνει τρεις δεμένες ενεργειακές φιάλες, σκυμμένος, και τις αφήνει πίσω από το ηχομορφικό όχημα. Η Κιρτέφκι είναι τώρα επίσης σκυμμένη, γονατισμένη στο ένα γόνατο, κρατώντας πιστόλι και φωνάζοντας: «Γρήγορα!» Ρίχνει μια προειδοποιητική ριπή μέσα στην αποθήκη.

Η μαυρόδερμη υπάλληλος τής φωνάζει: «Τι κάνεις, ρε! Θες να μας τινάξεις όλους στον αέρα; Μη ρίχνεις, γαμώ τα μάτια σου, μη ρίχνεις!»

Ο Άφευκτος συνεχίζει να μας πυροβολεί, παρότι οι σφαίρες του δεν μπορούν να διαπεράσουν τη θωράκισή μας· μία μόνο έχει καταφέρει να χτυπήσει το στενό μπροστινό τζάμι μας και να το ραγίσει. Τώρα, αλλάζει γεμιστήρα στο τουφέκι του.

«Παραδώσου,» τον προειδοποιεί ο Κριτόλαος, «αλλιώς θα σου ρίξουμε με το κανόνι!»

«ΟΧΙ!» ουρλιάζει η μαυρόδερμη υπάλληλος. «Τι λέτε, ρε! Θα σκοτωθούμε όλοι!» Μάλλον δεν καταλαβαίνει ότι ο Κριτόλαος μπλοφάρει· είναι πολύ τρομαγμένη.

«Θα μας σκοτώσω όλους αν δεν απομακρυνθείτε!» φωνάζει ο Άφευκτος, σαν να θέλει να επαυξήσει τον τρόμο της και τον γενικευμένο πανικό. «Θα χτυπήσω τις φιάλες! Θ’αρχίσω να ρίχνω γύρω-γύρω! Βγείτε από την αποθήκη – τώρα!»

Ο Ύαν πετά τότε κάτι πάνω από το κεφάλι του και, προς στιγμή, τρομάζω ότι είναι κανονική χειροβομβίδα, ότι θα μας τινάξει στον αέρα. Αλλά, φυσικά, δεν είναι κανονική χειροβομβίδα· ο Ύαν δεν είναι ηλίθιος· είναι έμπειρος μισθοφόρος, ψύχραιμος και ικανός.

Το αντικείμενο που πέφτει μπροστά στο ηχομορφικό όχημα είναι καπνογόνο. Μια γκρίζα ομίχλη αρχίζει αμέσως να γεμίζει την αποθήκη.

«ΕΙΣΤΕ ΝΕΚΡΟΙ!» φωνάζει ο Άφευκτος και μας πυροβολεί μανιασμένα.

«Τι σκατά τού έριξες;» ρωτάω τον Ύαν.

«Υπνωτικό, αλλά δεν πιάνει αμέσως.»

Πίσω από την ομίχλη βλέπω τον Άφευκτο να μπαίνει στο ηχομορφικό όχημα και να κλείνει την πόρτα του, και το ίδιο κάνει και η Κιρτέφκι. Πρέπει να έχουν πάρει μαζί τους τουλάχιστον τρεις φιάλες.

Ο Κριτόλαος μπαίνει αμέσως στο όχημά μας. «Μην τον αφήσετε να φύγει!»

Μπαίνουμε κι εμείς στο όχημα κλείνοντας τις πόρτες, ενώ ο μάγος κάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως πίσω μας.

«Δεν έπρεπε να του είχες ρίξει» – προτού τελειώσω τη φράση μου, το όχημα του Άφευκτου εξαφανίζεται, και όχι εξαιτίας του καπνού – «το γαμημένο αέριο, Ύαν.»

«Σκάσε και βγάλε μας από δω, ραλίστα,» λέει ο Ύαν κοιτάζοντας τις ενδείξεις του ηχητικού ανιχνευτή.

Την ίδια στιγμή ακούω έναν έντονο συριστικό ήχο να γεμίζει ξαφνικά το κεφάλι μου και μετά να φεύγει. Ο Άφευκτος μόλις πέρασε από μέσα μας.

Βλέποντας την ενέργειά μας να έχει σταθεροποιηθεί, βγάζω το όχημά μας από την αποθήκη πηγαίνοντας όπισθεν.

«Από κει!» Ο Ύαν δείχνει. «Από κει πάει!»

«Και σύντομα θα πρέπει ν’αλλάξει φιάλες–» αρχίζει ο Κριτόλαος.

Αλλά τον διακόπτω: «Μεταμόρφωσέ μας σε αγωνιστικό, για να τον προλάβω!»

Ο Κριτόλαος αναστενάζει. «Η τελευταία φορά,» με προειδοποιεί, και κάνει το Ξόρκι Μηχανικής Μεταβλητότητος. Μετά λέει, καθώς οδηγώ: «Αν μου ξαναζητήσεις να μας αλλάξω μορφή θα είναι πολύ επικίνδυνο. Είμαι κουρασμένος· δεν ξέρω τι μπορεί να συμβεί.»

Και είναι Τεχνομαθής μάγος, οι οποίοι ειδικεύονται στα μηχανήματα, και αρκετά έμπειρος, δεν υπάρχει αμφιβολία· φαντάσου να είχαμε μαζί μας κανέναν ερασιτέχνη άλλου μαγικού τάγματος…

Βλέπω οχήματα ασφαλείας των αρχών της Αγκένροβ να έρχονται από τους γύρω δρόμους, αλλά δεν μας αναγνωρίζουν, δεν επιχειρούν να μας σταματήσουν. Τα αεροσκάφη μάλλον τους είπαν ότι είδαν ένα μικρό αεροπλάνο που μεταμορφώθηκε σε θωρακισμένο όχημα, και τώρα το όχημά μας δεν είναι θωρακισμένο, ούτε έχει κανόνι στην οροφή. Είναι, όμως, άσχημα χτυπημένο ύστερα από τα σφυροκοπήματα του Άφευκτου. Ό,τι ζημιές προκαλούνται στη μια μορφή αντανακλώνται και στις άλλες· η μεταμόρφωση δεν κάνει επισκευές κιόλας. Το τζάμι μπροστά μου είναι ραγισμένο, και ολόγυρά μου ακούω τα μέταλλα του οχήματος να κουδουνίζουν. Δεν προκλήθηκαν όλα αυτά, βέβαια, από τις τελευταίες ριπές που μας έριξε ο Άφευκτος με το τουφέκι του, αλλά από όλες μας τις συγκρούσεις μαζί του: από τα βέλη της γιγάντιας βαλλίστρας, από το χτύπημα με τα έμβολα, από τα πλευροκοπήματα όσο κυνηγιόμασταν επάνω στη δημοσιά που συνδέει τη Θακέρκοβ και την Αγκένροβ.

Μα τα πόδια της Λόρκης, αυτό είναι το πιο τρελό ράλι όπου έχει τύχει να βρεθώ! Πιο τρελό ακόμα κι από το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, ίσως.

«Από κει!» λέει ο Ύαν δείχνοντας, και στρίβω, κοφτά, σε μια γωνία, αποφεύγοντας μετά βίας ένα δίκυκλο και μια περαστική κοπέλα με σάκο στον ώμο, η οποία ουρλιάζει καθώς πετάγεται πίσω.

«Πού σκατά είναι, τώρα;»

«Από κει. Κάπου από κει.» Ο Ύαν δείχνει πάλι.

Βρίσκω τον πιο βολικό δρόμο και στρίβω. Αν δεν ήταν μεσημέρι θα είχαμε σκοτώσει ανθρώπους, πάω στοίχημα. Οι τροχοί μας ουρλιάζουν επάνω στο οδόστρωμα, πετώντας σπίθες· το όχημά μας κουδουνίζει σαν κρόταλα από τα Φέρνιλγκαν γύρω μας· το ραγισμένο μπροστινό τζάμι τρίζει τόσο έντονα που νομίζω ότι σε λίγο θα γίνει κομμάτια και θρύψαλα και θα με χτυπήσει.

«Πήρε υλική μορφή,» λέει ξαφνικά ο Ύαν. «Από κει!»

Στρίβω, και στρίβω ξανά, και βλέπω το ηχομορφικό όχημα σταματημένο επάνω στον πεζόδρομο μιας πλατείας. Αλλάζει φιάλες ο καταραμένος.

«Χτύπα τον!» λέει ο Ύαν. «Πέσε πάνω του!»

Και, δεδομένης της κωλοκατάστασης στην οποία βρισκόμαστε, νομίζω πως αυτή είναι καλή συμβουλή. Με μεγάλη προσοχή – αν είναι ποτέ δυνατόν να το κάνεις αυτό με μεγάλη προσοχή – κοπανάω το όχημά μας επάνω στο πλάι του ηχομορφικού οχήματος, και το τινάζω παραδίπλα, για να χτυπήσει σ’ένα δέντρο, από το οποίο καρποί πέφτουν ξαφνικά, χοροπηδώντας πάνω στην οροφή του Άφευκτου.

Βγαίνουμε αμέσως από το όχημά μας, εγώ, ο Ύαν, και ο Κριτόλαος, με όπλα στα χέρια. Και ο δεύτερος, βαστώντας ένα κοντό τουφέκι, πυροβολεί μανιασμένα – πυροβολεί καταπάνω στο δεξί μπροστινό παράθυρο του ηχομορφικού, σχεδόν εξ επαφής. Ο γεμιστήρας αδειάζει καθώς το τζάμι θρυμματίζεται. Ακόμα και τα αλεξίσφαιρα κρύσταλλα έχουν τα όριά τους.

Στο εσωτερικό του οχήματος όλοι πρέπει να έχουν σκύψει γιατί δεν βλέπω κανέναν, αλλά ξαφνικά πυροβολισμοί έρχονται, και ο Ύαν ίσα που προλαβαίνει να γονατίσει για να μην τραυματιστεί.

Ο Κριτόλαος καλύπτεται πλάι στο όχημά μας, όπως κι εγώ, και τον βλέπω να βγάζει μια χειροβομβίδα – και είναι κανονική χειροβομβίδα, νομίζω.

«Τι πας να κάνεις;»

«Θα τους σκοτώσω όλους όσους βρίσκονται εκεί μέσα–»

Καθώς όμως τραβά την περόνη, ένας συριστικός ήχος διαπερνά τα κεφάλια μας, κουφαίνοντάς μας τελείως. Νομίζω ότι το κρανίο μου πάει να σπάσει. Κάποιος πρέπει να μας χτυπά με ηχητικό όπλο. Ο Άφευκτος;

Η χειροβομβίδα φεύγει από τα χέρια του Κριτόλαου, κι εκείνος αμέσως την κλοτσά μακριά μας. Εκρήγνυται σε αρκετή απόσταση, διαλύοντας ένα παγκάκι. Αλλά δεν ακούω τίποτα.

Ο συριστικός ήχος παύει, όμως τα πάντα τώρα βουίζουν για εμένα. Και παρατηρώ πως ο Κριτόλαος έχει λιποθυμήσει. Η κούραση από τις μαγείες του σε συνδυασμό με την ηχητική επίθεση τον έφτασαν πέρα από τα όρια της αντοχής του.

Κοιτάζω προς το ηχομορφικό όχημα, που δεν απέχει παρά λίγα μέτρα από το δικό μας έτσι όπως το χτύπησα. Στο εσωτερικό του διακρίνω μορφές να κινούνται· ο Άφευκτος πρέπει ν’αλλάζει τις φιάλες. Επάνω στον πεζόδρομο βρίσκεται πεσμένη μια βομβίδα, από την οποία μάλλον προήλθε ο ξαφνικός συριστικός ήχος. Ο Ύαν είναι κοντά της, πεσμένος αλλά όχι λιπόθυμος· κρατά το κεφάλι του, και το σώμα του κάνει σπασμούς. Φαίνεται πως μόνο εγώ μπορώ να κινηθώ τώρα, αν και αισθάνομαι αίμα να τρέχει από τη μύτη μου.

Το ξέρω πως είναι παράτολμο αυτό που κάνω, αλλά πηδάω πέρα από την κάλυψη του οχήματός μας και τινάζομαι προς το ηχομορφικό πυροβολώντας συγχρόνως με το πιστόλι μου ενώ δεν μπορώ ν’ακούσω το παραμικρό από τους πυροβολισμούς μου. Φωνάζω: «ΣΙΛΑ! ΣΙΙΙΙΛΑΑΑΑ!» (Και ούτε τη φωνή μου, φυσικά, ακούω.)

Βλέπω μια φιγούρα – την Κιρτέφκι – να σκύβει για να καλυφτεί από τις ριπές μου, γιατί το δικό της παράθυρο είναι που έχει διαλυθεί. Πίσω της διακρίνω τον Άφευκτο να αλλάζει τις ενεργειακές φιάλες. Μια από τις ριπές μου τον πετυχαίνει και τον τραντάζει, αλλά νομίζω πως πρέπει να φορά αλεξίσφαιρο – δεν μου φαίνεται τραυματισμένος.

Ευτυχώς που κι εγώ φοράω αλεξίσφαιρο κάτω από τη μπλούζα μου, επειδή είμαι σίγουρος πως σύντομα σφαίρες θα έρθουν κι από την άλλη μεριά.

Φτάνω μπροστά στο ηχομορφικό όχημα, μπροστά στο σπασμένο παράθυρο, και η Κιρτέφκι προσπαθεί να στρέψει το πιστόλι της προς το πρόσωπό μου. Της αρπάζω τον καρπό και το στρέφω αλλού· μια ριπή φεύγει προς τον ουρανό. Με το άλλο μου χέρι, που ακόμα κρατά το δικό μου πιστόλι, την κοπανάω κατακούτελα και τη βλέπω να σωριάζεται ζαλισμένη πάνω στο κάθισμά της. Πιάνω την εσωτερική πετούγια της πόρτας, μέσα από το σπασμένο παράθυρο, και την ανοίγω.

Ο Σίλας κάνει να στρέψει το πιστόλι του προς το μέρος μου, αλλά προλαβαίνω να το απομακρύνω κι αυτό: αρπάζω το ίδιο το όπλο, μη φτάνοντας τον καρπό του Άφευκτου, και γυρίζω την κάννη προς το πισινό τζάμι· σφαίρες φεύγουν οι οποίες δεν καταφέρνουν παρά να το ραγίσουν λιγάκι.

Στρέφω το δικό μου πιστόλι προς τον Σίλα, κι εκείνος αντιγράφει την τακτική μου, αρπάζοντας το όπλο και γυρίζοντας την κάννη προς το μπροστινό τζάμι του οχήματος. Λέει κάτι που δεν ακούω.

«Ξανασυναντιόμαστε, ε, Σίλα;» του λέω, τρίζοντας τα δόντια καθώς προσπαθώ να ελευθερώσω το πιστόλι μου ενώ κρατάω το πιστόλι του Άφευκτου παγιδευμένο. «Κρίμα που δεν είναι μέσα σε κανονικό ράλι.» Νιώθω αίμα να κυλά από τη μύτη μου, πηγαίνοντας στο στόμα μου, στο σαγόνι μου.

Ο Άφευκτος αφήνει ξαφνικά το όπλο μου και με γρονθοκοπεί καταπρόσωπο, δυνατά. Πέφτω πίσω, έξω από το όχημά του, ζαλισμένος, έχοντας χάσει το πιστόλι μου. Ανασηκώνομαι αμέσως, με τους αγκώνες στο πλακόστρωτο της πλατείας· βλέπω περίεργα χρώματα να χορεύουν μπροστά μου, και ανάμεσά τους διακρίνω τον Άφευκτο να με σημαδεύει.

Αυτό ήταν. Το ήξερα πως η γαμημένη η Δυναστεία θα με σκότωνε προτού ξεμπλέξω μαζί της–

Ο Άφευκτος τινάζεται πίσω ενώ το πρόσωπό του γεμίζει αίματα.

Τι σκατά έγινε;

Κοιτάζω πλάι μου και βλέπω τον Ύαν, με πιστόλι στο χέρι, γονατισμένο στο ένα γόνατο. Να συνεχίζει να πυροβολεί. Έχει κι αυτός αίματα στο πρόσωπό του. Τρέχουν από τη μύτη του, από τ’αφτιά του, από το στόμα του. Πρέπει να έχει δαγκωθεί.

Σηκώνομαι κι εγώ στο ένα γόνατο, κοιτάζοντας στο εσωτερικό του ηχομορφικού οχήματος. Ο Άφευκτος είναι πεσμένος με την πλάτη επάνω στο αριστερό μπροστινό παράθυρο. Το κεφάλι του είναι μια μάζα από αίματα.

Τελείωσε;

Η Κιρτέφκι αναδεύεται, ακόμα ζαλισμένη, επάνω στο κάθισμά της. Γυρίζει, βλέπει τον Άφευκτο, και ουρλιάζει.

Με το ζόρι ακούω το ουρλιαχτό της πίσω από το βούισμα στ’αφτιά μου.

ΘΑΜΜΕΝΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ

«Πρέπει να φύγουμε!» φωνάζει ο Ύαν, μάλλον για να μπορεί ν’ακούσει τον εαυτό του.

Κι εγώ με το ζόρι τον ακούω. Αλλά τον καταλαβαίνω απόλυτα. Αν μείνουμε κι άλλο εδώ, σίγουρα οι αρχές της Αγκένροβ θα μαζευτούν και θα μπλέξουμε πολύ άσχημα. Ακόμα και η Σιδηρά Δυναστεία δεν μπορεί να σε ξεμπλέξει από παντού – αν και έχω την πεποίθηση ότι μπορεί να σε μπλέξει παντού αν έχει την κακή θέληση.

Γνέφω καταφατικά προς τη μεριά του Ύαν για να του δείξω ότι συμφωνώ μαζί του, και πηγαίνω στον Κριτόλαο. Βλέπω πως ακόμα λιπόθυμος είναι και, μάλλον, δεν πρόκειται να συνέλθει σύντομα. Το ηχητικό χτύπημα τον τράνταξε άσχημα, έτσι κουρασμένος όπως ήταν από τη μαγεία του. Τον πιάνω κάτω από τις μασκάλες και τον τραβάω προς το ηχομορφικό όχημα. Γιατί αυτό πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τώρα· το μεταβαλλόμενο όχημά μας δεν μπορεί να κινηθεί χωρίς μάγο να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή του.

Ο Ύαν, εν τω μεταξύ, σημαδεύει με το πιστόλι του την Κιρτέφκι, η οποία κλαψουρίζει έχοντας το χέρι της υψωμένο προστατευτικά μπροστά της και λέγοντας κάτι που δεν μπορώ ν’ακούσω καθαρά. Μονάχα ένα «…σκοτώσεις!…» έρχεται στ’αφτιά μου, και υποθέτω ότι του ζητά να μην τη σκοτώσει.

Κάνω νόημα στον Ύαν να κατεβάσει το πιστόλι του, και του φωνάζω, όσο πιο δυνατά μπορώ: «ΟΧΙ! ΟΧΙ! –ΠΑΜΕ!» Δείχνω το εσωτερικό του οχήματος. Ανοίγω μια πίσω πόρτα και σπρώχνω μέσα τον λιπόθυμο Κριτόλαο, πλάι σ’έναν άλλο λιπόθυμο άντρα, χρυσόδερμο και κοκκινομάλλη, που, υποθέτω, πρέπει νάναι ο επόπτης των ορυχείων.

Ο Ύαν φωνάζει στην Κιρτέφκι: «Πίσω! Πήγαινε πίσω!» δείχνοντάς της το πίσω κάθισμα. Εκείνη, ύστερα από μια στιγμή, καταλαβαίνει τι της λέει παρά τον τρόμο της· σηκώνεται από τη θέση του συνοδηγού κι αμέσως υπακούει, πηγαίνοντας πίσω. Ο Ύαν κάθεται στη θέση του συνοδηγού, κλείνοντας την πόρτα κι εξακολουθώντας να σημαδεύει την Κιρτέφκι με το πιστόλι του.

Εγώ ανοίγω την άλλη μπροστινή πόρτα, αφήνοντας τον Άφευκτο να πέσει έξω από το όχημα, και κάθομαι στη θέση του οδηγού.

«Περίμενε!» φωνάζει ο Ύαν. «Ρίξ’ του πάλι! Στο κεφάλι! Στο κεφάλι!» Και δείχνει τον Άφευκτο.

Ο Σίλας μού μοιάζει νεκρός, αλλά μάλλον ο δαιμονομάτης φίλος μου θέλει να βεβαιωθεί για τον θάνατό του. Γυρίζω και τον πυροβολώ ξανά στο κεφάλι, δύο φορές. Αν και τώρα ζει, είναι θεός και σύντομα θα συνθλίψει ολόκληρη τη Σεργήλη κάτω από τους θεϊκούς τροχούς του θεϊκού του άρματος.

Κλείνω την πόρτα μου και κοιτάζω να δω τι γίνεται στη θυρίδα που είναι για τις ενεργειακές φιάλες. Δύο βρίσκονται σωστά τοποθετημένες· την τρίτη ο Άφευκτος δεν είχε προλάβει να τη βάλει στη θέση της. Τη βάζω εγώ, και ενεργοποιώ όλα τα συστήματα του οχήματος. Πατάω το πετάλι και φεύγουμε, τρέχοντας μες στους δρόμους της Αγκένροβ. Αφού ακόμα μπορεί να τρέχει, τούτο το όχημα είναι πραγματικά τρομερό.

«Πώς το μεταμορφώνεις σε ήχο;» φωνάζω στον Ύαν. «Ύαν! Πώς το μεταμορφώνεις σε ήχο;»

Εκείνος με κοιτάζει συνοφρυωμένος, με τις άκριες των ματιών του (δεν παίρνει ούτε στιγμή το δαιμονικό βλέμμα του από την Κιρτέφκι), και δεν είμαι σίγουρος ότι μπορεί να με καταλάβει.

Γαμώτο!

Κοιτάζω την κονσόλα μπροστά μου, ψάχνοντας…

Τότε, η φωνή της Κιρτέφκι ακούγεται, δυνατή κι αυτή (αντιλαμβάνεται, προφανώς, ότι είμαστε κουφοί ύστερα από την ηχητική βόμβα που μας πέταξε ο μακαρίτης φίλος της): «Εκεί! Αυτός εκεί είναι ο διακόπτης!»

Κοιτάζω πίσω μου προς στιγμή, ελαττώνοντας ταχύτητα, και τη βλέπω να μου δείχνει. Δε νομίζω ότι προσπαθεί να επιχειρήσει κάποιο βρόμικο κόλπο: μάλλον αυτός είναι, όντως, ο διακόπτης που μεταμορφώνει το όχημα σε ήχο. Τον κατεβάζω, και τα περισσότερα πράγματα γύρω μας γίνονται ημιδιαφανή. Ορισμένα, μάλιστα, γίνονται τόσο ημιδιαφανή ώστε να είναι σχεδόν αόρατα. Περνάω μέσα από οχήματα και διαβάτες σαν να μην υπάρχουν!

Είμαστε ήχος.

Και η ενέργειά μας πέφτει με πολύ γρήγορο ρυθμό, παρατηρώ.

*

Σταματάω το όχημά μας αρκετές δεκάδες χιλιόμετρα νότια της Αγκένροβ, ενώ το έχω προ πολλού επαναφέρει σε υλική μορφή. Αν δεν το είχα κάνει, η ενέργεια θα μας είχε ήδη τελειώσει.

Μπορώ τώρα ν’ακούσω τι λέγεται και τι γίνεται γύρω μου, αν και εξακολουθεί να υφίσταται μια βαβούρα μέσα στ’αφτιά μου. Η μύτη μου, επίσης, έχει πάψει να τρέχει αίμα.

Και νομίζω πως κι ο Ύαν είναι καλύτερα, παρότι εκείνος δέχτηκε τον ήχο της χειροβομβίδας από πιο κοντά. Το μαυρόδερμο πρόσωπό του είναι ματωμένο, αλλά το περισσότερο αίμα είναι ξερό.

Η Κιρτέφκι κλαψουρίζει στο πίσω κάθισμα, και μας παρακαλεί να μην τη σκοτώσουμε· λέει πως ήταν αιχμάλωτη του Άφευκτου, πως την εκβίαζε, πως εκείνη δεν ήθελε ποτέ να σκοτώσει κανέναν, πως ήταν θύμα…

Ο Κριτόλαος εξακολουθεί να είναι λιπόθυμος. Ο Βατράνος’φεν, όμως, έχει ξυπνήσει και παλεύει με τα δεσμά του, μουγκρίζοντας πίσω από το φίμωτρο. Μάλλον αισθάνεται πλακωμένος κάτω από τον Κριτόλαο.

Βγαίνω από το όχημα και ανοίγω μια από τις πίσω πόρτες· πιάνω τον Βατράνο’φεν και τον τραβάω έξω, αφήνοντάς τον στο ανοιξιάτικο χορτάρι. Ξεθηκαρώνω ένα ξιφίδιο και του κόβω τα δεσμά. Του βγάζω το φίμωτρο.

Εκείνος ξεροκαταπίνει, γλείφει τα χείλη του, βήχει· λέει: «Ευχαριστώ… Ποιοι… ποιοι είστε;»

Πιάνω ένα μπουκαλάκι νερό από το εσωτερικό του οχήματος και του το προσφέρω. «Κάποιοι που σ’έσωσαν. Εσύ ποιος είσαι;»

Καθώς σηκώνεται όρθιος, παίρνει το μπουκαλάκι από το χέρι μου και πίνει. «Βατράνος’φεν,» λέει μετά. «Είμαι Ανώτατος Επόπτης στα ορυχεία ενέργειας Σιριλάμνη. Με απήγαγαν.»

«Ναι,» αποκρίνομαι νεύοντας, «το ξέρουμε.»

«Για εμένα ήρθατε; Σας έστειλε ο κύριος Σιριλάμνης;»

«Περίπου.»

Ο Ύαν βλέπω πως έχει επίσης βγει από το όχημα, και τραβά μαζί του, από το μπράτσο, την Κιρτέφκι. «Τι θα κάνουμε μ’αυτήν;» με ρωτά. Νομίζει τώρα ότι έχω γίνει αρχηγός τούτης της αποστολής; «Ήταν σύμμαχος του Άφευκτου–»

«Όχι!» διαμαρτύρεται η Κιρτέφκι, με δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια της· το χρυσόδερμο πρόσωπό της έχει γίνει κατακόκκινο. «Μια σχεδιάστρια μόδας είμαι, δεν είμαι δολοφόνος, ο Άφευκτος με εκβίαζε, με τραβούσε μαζί του, με είχε απαγάγει–»

«Δε λέει αλήθεια,» λέει ο Βατράνος. «Ήταν μαζί του. Με έδεσε και, αργότερα, με χτύπησε με ενεργειακό πιστόλι–»

«Με εκβίαζε!» φωνάζει η Κιρτέφκι. «Θα με σκότωνε!»

Ο Ύαν τη χαστουκίζει δυνατά, με την ανάστροφη του χεριού του, κι εκείνη σωριάζεται στο χορτάρι.

«Ήρεμα,» του λέω. «Δεν είναι η δουλειά μας ν’αποφασίσουμε τι θα γίνει μαζί της. Θα την πάμε στον Ξενοκράτη, εντάξει;»

Ο Ύαν με κοιτάζει με τα μαβιά μάτια του στενεμένα και, άθελά μου, ένα σύγκρυο με διατρέχει. «Ξύπνα τον Κριτόλαο,» μου λέει.

Τραβάω τον Κριτόλαο έξω από το ηχομορφικό όχημα, αφήνοντάς τον στο χορτάρι. Αυτό δεν είναι αρκετό για να τον συνεφέρει, έτσι παίρνω το μπουκαλάκι από το χέρι του Βατράνου’φεν και πιτσιλίζω το πρόσωπό του με νερό. Τον ταρακουνάω.

Τα βλέφαρά του ανοίγουν – με επιφύλαξη, παρατηρώ. Δεν ξέρει ακόμα πού βρίσκεται, και η εκπαίδευσή του ως πράκτορας τού λέει πως οφείλει να είναι προσεχτικός.

«Μπορείς να σηκωθείς;» τον ρωτάω.

«Νομίζω,» αποκρίνεται, και προσπαθεί. Αλλά τελικά χρειάζεται βοήθεια, και τον υποβαστάζω. «Τι γίνεται εδώ; Πού είμαστε;»

«Νότια της Αγκένροβ,» του λέω, και του εξηγώ τι συνέβη.

«Είναι νεκρός, δηλαδή; Είστε σίγουροι;»

«Μετά από τόσες σφαίρες στο κεφάλι; Είσαι σοβαρός;»

«Τι θα κάνουμε μαζί της;» ρωτά ο Ύαν, σημαδεύοντας με το πιστόλι του την Κιρτέφκι, η οποία ακόμα βρίσκεται ξαπλωμένη στο χορτάρι κλαψουρίζοντας, με το ένα χέρι στο χτυπημένο μάγουλό της.

«Θα την πάμε στον Ξενοκράτη,» απαντά ο Κριτόλαος.

«Τι σου είπα;» λέω στον Ύαν.

«Ό,τι νομίζετε…» αποκρίνεται εκείνος.

Ο Κριτόλαος λέει: «Δε θα του αρέσει του Ξενοκράτη που το μεταβαλλόμενο όχημά του έμεινε με τις αρχές της Αγκένροβ, αλλά δεν γινόταν αλλιώς…» Μοιάζει σκεπτικός. Σκέφτεται, άραγε, πώς θα μπορούσαμε μελλοντικά να πάρουμε πίσω το μεταβαλλόμενο;

Ο Βατράνος’φεν ρωτά – κάπως διστακτικά, νομίζω: «Θα με πάτε ώς τη Θακέρκοβ; Ήρθατε, τελικά, για εμένα ή όχι;»

Κανένας μας δεν του δίνει απάντηση σ’αυτό, αλλά ο Κριτόλαος τού λέει πως θα τον πάμε στη Θακέρκοβ και να μην ανησυχεί.

«Σας παρακαλώ,» λέει η Κιρτέφκι καθώς σηκώνεται όρθια, «μη με σκοτώσετε. Ήμουν θύμα.»

«Δεν πρόκειται να σε σκοτώσουμε,» της λέω. «Θα σε πάμε κάπου, απλώς.»

«Πού; Πού θα με πάτε;» Η φοβισμένη, πανικόβλητη έκφραση δεν έχει φύγει από το πρόσωπό της.

«Θα δεις.»

«Μπορώ να σας δώσω λεφτά. Ξέρω πού βρίσκονται πολλά λεφτά – πάρα πολλά λεφτά. Χιλιάδες ήλιοι!»

Αναμφίβολα αναφέρεται στα χρήματα που λήστεψαν από τον Σεργήλιο Χρηματοφύλακα.

«Πήγαινέ μας εκεί,» της λέω.

«Εντάξει, θα σας πάω. Αλλά μη με σκοτώσετε.»

«Πού είναι;» τη ρωτάω. «Εδώ; Κοντά στην Αγκένροβ;»

Η Κιρτέφκι κουνά το κεφάλι αρνητικά. «Κοντά στη δημοσιά που οδηγεί προς την Άκρη, νότια.»

«Θα πάμε πρώτα στη Θακέρκοβ,» λέει ο Κριτόλαος, φανερά εξουθενωμένος. «Αφότου ξεκουραστούμε και αγοράσουμε ενεργειακές φιάλες.»

*

Ξεκουραζόμαστε μερικές ώρες σ’ένα πανδοχείο νότια της Αγκένροβ και φυλάμε την Κιρτέφκι για να μη μας φύγει – αν και δεν νομίζω πως θα πήγαινε πουθενά. Την παίρνω στο δίκλινο δωμάτιό μου και δένω το ένα της χέρι στο κρεβάτι, με χειροπέδες.

«Μη με δένεις,» μου λέει.

«Δε μπορώ να σ’αφήσω έτσι,» αποκρίνομαι.

Πηγαίνω στη στενή τουαλέτα του δωματίου – που μοιάζει να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένα κοίλωμα στον τοίχο – και σε λίγο επιστρέφω με το πρόσωπό μου πλυμένο. Η Κιρτέφκι έχει καταφέρει να βγάλει τις μπότες της με το ένα χέρι και να ξαπλώσει στο κρεβάτι.

«Θα με λύσεις;» με ρωτά.

«Όχι,» της λέω. «Κοιμήσου. Δε θ’αργήσουμε να φύγουμε από δω.» Βγάζω τα παπούτσια και τη μπλούζα μου και ξαπλώνω στο άλλο κρεβάτι.

«Πού θα με πάτε; Μπορείς, τουλάχιστον, να μου το πεις αυτό;»

Αναστενάζω. Απλώνω το χέρι μου στο κομοδίνο και πιάνω το πακέτο με τα τσιγάρα. «Θέλεις;» τη ρωτάω. Η Κιρτέφκι γνέφει καταφατικά, έτσι ανάβω ένα τσιγάρο, τεντώνομαι, και της το δίνω.

Καπνίζει, και μου ζητά ξανά να της πω πού θα την πάμε.

«Σ’έναν άνθρωπο που ονομάζεται Γρύπας Ξενοκράτης,» της λέω, έχοντας ανάψει κι εγώ ένα τσιγάρο. «Στην έρημο.»

«Στην έρημο;» Κι όταν δεν της μιλάω: «Είναι άνθρωπος της Σιδηράς Δυναστείας;»

«Ναι. Και δεν έκανες καθόλου καλά που προσποιήθηκες ότι είσαι μέλος. Έχεις μπλέξει πολύ άσχημα.»

Η Κιρτέφκι καπνίζει για λίγο αμίλητα. Ξεροκαταπίνει. «Ο Άφευκτος είπε ότι θα με σκοτώσετε…»

Δεν της μιλάω, καπνίζοντας και φυσώντας τον καπνό προς το ταβάνι. Δεν στρέφομαι καν να την κοιτάξω.

«Είναι αλήθεια;» επιμένει η Κιρτέφκι. «Θα με σκοτώσετε;» Ακούω έναν λυγμό. «Δεν είμαι δολοφόνος… Ήμουν… στη Νίρβεκ–»

«Δεν ξέρω,» της λέω. «Δεν ξέρω τι θ’αποφασίσει ο Ξενοκράτης. Η Δυναστεία, πάντως, έχει την τάση να χρησιμοποιεί όσους μπορεί να χρησιμοποιήσει. Σκοτώνει μόνο αυτούς που της προκαλούν πρόβλημα.»

«Μπορεί… μπορεί δηλαδή να με πάτε πάλι στη Νίρβεκ;»

«Δεν το νομίζω.»

«Πού θα με πάτε;»

«Σου ξαναλέω: δεν ξέρω τι θα γίνει, δεν παίρνω εγώ αυτές τις αποφάσεις. Τώρα προσπάθησε να κοιμηθείς, γιατί θέλω κι εγώ να κοιμηθώ.»

Αφότου σβήνω το τσιγάρο μου, την ακούω να κλαίει σιωπηλά μέχρι που με παίρνει ο ύπνος. Δε μπορώ να κάνω τίποτα γι’αυτήν. Η ίδια πήγε κι έμπλεξε με τον Άφευκτο. Συμφώνησε μαζί του να μας παρακολουθήσει, και μάλλον σχεδίασαν επίσης μαζί πώς να δολοφονήσουν την αδελφή της.

Ονειρεύομαι ότι είμαι σ’έναν αγώνα ράλι, με βασικό μου αντίπαλο τον Σίλα Ιερόπυργο· οι άλλοι ραλίστες είναι αμελητέοι, τους προσπερνάμε χωρίς καμια δυσκολία. Σε κάποια στιγμή βρίσκομαι πλάι-πλάι με τον Σίλα, κι εκείνος γυρίζει και με κοιτάζει από το παράθυρο του οχήματός του, και το πρόσωπό του είναι το παλιό του πρόσωπο, αυτό πριν από το ατύχημά του, αυτό πριν από τη Σιδηρά Δυναστεία. Μετά, όμως, ο Σίλας χαμογελά, και το χαμόγελό του είναι το πιο δαιμονικό που έχω αντικρίσει στη ζωή μου. Το χέρι του πιάνει τις άκριες του προσώπου του και το τραβά. Η μάσκα φεύγει, με τρόπο αποκρουστικό, κι από πίσω είναι μια άλλη όψη: ο Άφευκτος.

Νομίζεις ότι θ’αργήσουμε να ξανασυναντηθούμε, Ζορδάμη; μου λέει. Νομίζεις ότι δεν θα έρθεις εδώ που είμαι εγώ; Και γελά.

Και το πρόσωπό του δεν είναι πρόσωπο. Είναι κρανίο.

Ξυπνάω απότομα, και συνειδητοποιώ ότι ο τηλεπικοινωνιακός πομπός μου κουδουνίζει. Βλέπω και την Κιρτέφκι να ξυπνά: τελικά, είχε καταφέρει να την πάρει ο ύπνος.

Πιάνω τον πομπό από το κομοδίνο και τον φέρνω στ’αφτί μου. «Ναι;»

«Ώρα να ξεκινήσουμε, Ζορδάμη,» μου λέει ο Κριτόλαος, και τώρα η φωνή του δεν ακούγεται καθόλου κουρασμένη. Είναι ο παλιός του εαυτός ξανά.

*

Καθώς οδηγώ προς τη Θακέρκοβ, τρέχοντας κατά μέσο όρο με εκατόν-είκοσι χιλιόμετρα την ώρα, σκέφτομαι τον Σίλα Ιερόπυργο, και θυμάμαι εκείνο που μου είπε στο όνειρό μου: Νομίζεις ότι δεν θα έρθεις εδώ που είμαι εγώ;

Είναι ανόητο ν’αναρωτιέσαι τι μπορεί να σημαίνει κάτι που σου είπε κάποιος στο όνειρό σου – στον εφιάλτη σου – αλλά δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι τι εννοούσε ο Σίλας. Ότι θα σκοτωθώ και θα τον συναντήσω σε κάποια μεταθανάτια γη, όπου θα συνεχίσουμε τη σύγκρουσή μας μέσα σε αγωνιστικά οχήματα κατασκευασμένα για νεκρούς; Ή ότι θα καταλήξω σαν αυτόν, εχθρός της Δυναστείας, κυνηγημένος από τη Δυναστεία; Ένα ρίγος με διατρέχει. Και σκέφτομαι: Πότε το χρέος μου θα ξεπληρωθεί; Έχω κάνει τόσα για τη Δυναστεία. Πότε θα ξεπληρωθεί; Ώς πότε θα είμαι δούλος της; Κι αν σκοπεύουν να συνεχίσουν να με κρατάνε δούλο για πάντα, τότε ποια είναι η θέση μου; Δεν πρέπει ν’αντισταθώ; Πρέπει να το αποδεχτώ ως την τελική μου μοίρα;

Οδηγούμαι στα βήματα του Άφευκτου χωρίς να το καταλαβαίνω;

Φέρνω στο μυαλό μου διάφορους ανθρώπους που έχω συναντήσει μέσα στην παράλληλη, παρασιτική κοινωνία της Σιδηράς Δυναστείας… διάφορους ανθρώπους που μου έχουν πει ότι τα χρέη δύσκολα ξεπληρώνονται, αν ξεπληρώνονται ποτέ… διάφορους ανθρώπους που είναι πολύ άσχημα μπλεγμένοι… Δεν είναι όλοι σαν τη Σαμάνθα, κεντρικά μέλη της Δυναστείας· ούτε σαν τον Ύαν, μισθοφόροι της Δυναστείας, αναμφίβολα καλοπληρωμένοι· ούτε σαν τον Κριτόλαο, που σίγουρα πληρώνεται κι έχει κάτι να κερδίσει από την οικογένεια. Υπάρχουν και δούλοι, σαν εμένα. Που κάνουν το χρέος τους χωρίς να πληρώνονται, χωρίς να έχουν τίποτα, ουσιαστικά, να κερδίσουν. Απλά έτυχε, κάποια στιγμή στη ζωή τους, η Δυναστεία να τους πάρει από κάτω, να μπερδευτούν στα δίχτυα της.

Δεν σκοπεύω να ζήσω για πάντα έτσι, όμως. Αν μέσα στον επόμενο χρόνο δεν με απελευθερώσουν από το χρέος μου, τότε ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι θα κάνω…

Φτάνουμε στη Θακέρκοβ μες στη βαθιά νύχτα αλλά μια ώρα πριν από τα μεσάνυχτα. Αφήνουμε τον Βατράνο’φεν στη βίλα του στη Γραμμή και, αρνούμενοι την προσφορά του να μας φιλοξενήσει, πηγαίνουμε στον Διπλό και στα δωμάτια που είναι ακόμα κλεισμένα για εμάς εκεί. Την Κιρτέφκι την παίρνω στο δωμάτιό μου ξανά, κι επειδή τώρα έχουμε μόνο ένα κρεβάτι τής λέω εκείνη να ξαπλώσει.

«Για να έχεις κάπου να με δέσεις πάλι;» Με αγριοκοιτάζει.

«Προτιμάς να σου δέσω τα χέρια πίσω απ’την πλάτη και να σ’αφήσω να κοιμηθείς στο πάτωμα;»

Δεν μου απαντά, αλλά υποθέτω πως η απάντηση της είναι όχι. Δένω το ένα της χέρι στο κρεβάτι και πηγαίνω να κάνω ένα γρήγορο ντους. Όταν επιστρέφω, μου λέει ότι θέλει κι εκείνη να πλυθεί και να πάει στην τουαλέτα. Τη λύνω και περιμένω ενώ καπνίζω ένα τσιγάρο. Ακούω νερό να τρέχει από το μπάνιο. Δε νομίζω ότι σχεδιάζει να δραπετεύσει. Από πού, άλλωστε; Ο αεραγωγός είναι πολύ μικρός για να χωρέσει· αλλά ακόμα κι αν χωρούσε, δεν μου φαίνεται η Κιρτέφκι Βένκαρκωφ να είναι από τις γυναίκες που θα τολμούσαν, ή θα μπορούσαν, να σκαρφαλώσουν εκεί μέσα.

Βγαίνει, τελικά, ντυμένη όπως πριν αλλά με τα μαύρα μαλλιά της νωπά και τις μπότες και τις κάλτσες της στα χέρια. Της κάνω νόημα να έρθει στο κρεβάτι και της δένω πάλι τον έναν καρπό. Της δίνω ένα τσιγάρο, το οποίο εκείνη δεν αρνείται.

«Θα κοιμηθείς στο πάτωμα;» με ρωτά.

«Δεν είναι τόσο άσχημα εδώ,» λέω, και ξαπλώνω επάνω στο χαλάκι.

«Να σε ρωτήσω κάτι;»

Ανάβω τσιγάρο, ξαπλωμένος ανάσκελα. «Ρώτα.»

«Ποιος είναι ο Ξενοκράτης;»

«Δεν ξέρω να σου απαντήσω. Είναι πλούσιος, όμως.»

«Θα του πεις μερικά καλά λόγια για μένα; Νομίζω ότι ίσως θα μπορούσα να σας βοηθήσω στη Νίρβεκ.»

«Ως σχεδιάστρια μόδας;»

«Ναι, γιατί όχι; Ξέρεις πόσους ανθρώπους συναναστρέφομαι καθημερινά; Θα μιλήσεις στον Ξενοκράτη για μένα, Ζορδάμη;»

«Δε νομίζω ότι μπορώ να τον επηρεάσω με κανέναν τρόπο,» της λέω, ειλικρινά.

«Τι έχεις εναντίον μου;» ρωτά ξαφνικά, σπασμωδικά, η Κιρτέφκι. «Τι σου έχω κάνει; Δεν–»

«Δεν έχω τίποτα εναντίον σου,» τη διακόπτω. «Αλλά μην περιμένεις πολλά από εμένα. Δεν έχω καμια σπουδαία επιρροή μέσα στη Δυναστεία. Απλά υπηρετώ. Ξεπληρώνω ένα χρέος.»

«Τι χρέος;» Η φωνή της είναι πιο μαλακή τώρα· αλλά και λιγάκι ύπουλη, νομίζω. Πιστεύει ότι ίσως μάθει κάποια ευαίσθητη πληροφορία για εμένα; Είναι τόσο αφελής;

«Κάτι χρήματα που είχα δανειστεί.»

«Μ’αυτά που έχουμε κρύψει, εγώ κι ο Σίλας, σίγουρα θα μπορείς να ξεπληρώσεις το χρέος!» μου λέει αμέσως.

Γελάω. «Δε νομίζω να μ’αφήσουν να τα κρατήσω.»

*

Την επομένη, ταξιδεύουμε νότια πάλι, προς Αγκένροβ. Φτάνουμε εκεί μες στο μεσημέρι αλλά δεν σταματάμε, από φόβο μήπως – κάπως – μας αναγνωρίσουν οι αρχές κι έχουμε πρόβλημα. Ξεκουραζόμαστε σ’ένα πανδοχείο στα δυτικά της πόλης, πλάι στη δημοσιά, αντίκρυ στις ράγες του τρένου. Και το απόγευμα συνεχίζουμε την πορεία μας. Στρίβω νότια, πιάνοντας τη δημοσιά που πηγαίνει προς Άκρη, και λέω στην Κιρτέφκι, η οποία κάθεται δίπλα μου (ενώ ο Κριτόλαος και ο Ύαν κάθονται πίσω): «Εσύ με οδηγείς τώρα.»

«Είμαστε μακριά ακόμα. Πρέπει να κάνεις τουλάχιστον διακόσια χιλιόμετρα, νομίζω.»

Κι έχει ήδη σκοτεινιάσει· έχω αναμμένους τους προβολείς μας για να βλέπω, τους όποιους δεν έχουμε επισκευάσει ακόμα. Ο ένας υπολειτουργεί: το φως του είναι αδύναμο.

«Έχε το νου σου,» λέω στην Κιρτέφκι. «Περιμένω να μου πεις, μόλις φτάσουμε στο μέρος.»

«Ναι,» αποκρίνεται εκείνη, κοιτάζοντας έξω από τα παράθυρά μας, προς τα ανατολικά. Το τζάμι του παραθύρου πλάι της είναι κατεστραμμένο· το έχουμε κλείσει, προσωρινά, μ’ένα διαφανές πλαστικό. Έπρεπε να είχαμε κάνει μερικές επισκευές, σκέφτομαι τώρα, κι ας χάναμε λίγο χρόνο. Το ηχομορφικό όχημα έχει πολλές ζημιές ύστερα από τη σύγκρουσή μας με τον Άφευκτο. Τη γιγάντια βαλλίστρα, βέβαια, και τα σπασμένα έμβολα τα έχουμε αφαιρέσει προ πολλού – από χτες, προτού πάμε στη Θακέρκοβ – για να μη μας βαραίνουν και για να μη μας κυνηγήσουν οι αρχές καμιας πόλης.

Μετά από δυο ώρες, η Κιρτέφκι λέει ξαφνικά: «Εδώ! Εδώ κάπου είναι!»

Κόβω ταχύτητα και, μέσα στη νύχτα, βγαίνω από τη δημοσιά· πηγαίνω ανατολικά, πάνω στην ύπαιθρο, όπως μου δείχνει η Κιρτέφκι. Διασχίζω μια περιοχή όλο χώμα και βλάστηση που δεν είναι ακριβώς αραιή αλλά ούτε και πυκνή θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις. Βλέπω κάποια ζώα να φεύγουν τρέχοντας από το διάβα μου, τρομαγμένα. Ακούω τα κρωξίματα πουλιών της νύχτας.

Και μετά από λίγο, τα κοάσματα βατράχων.

«Τι…;» μουρμουρίζω.

«Ναι, εδώ είμαστε,» λέει η Κιρτέφκι. «Κοντά στο έλος.»

«Υπάρχει έλος εδώ;»

«Ναι. Ο Σίλας έθαψε τα χρήματα εκεί όπου το χώμα είναι μαλακό.»

Η φωνή του Ύαν ακούγεται απειλητική από πίσω: «Αν μας λες ψέματα….»

«Δε σας λέω ψέματα!» αναφωνεί αμέσως η Κιρτέφκι.

«Μην τρομάζεις από τα λόγια του Ύαν,» της λέω. «Απλά προσπαθεί να φανεί φιλικός.»

«Τρομερή φιλικότητα…»

Χαμογελάω, σιωπηλά.

«Προς τα κει.» Η Κιρτέφκι δείχνει ξανά.

Στρίβω.

«Πρέπει να γίνεις ήχος τώρα,» μου λέει.

Κατεβάζω τον διακόπτη και η βλάστηση φαίνεται ημιδιαφανής γύρω μας. «Γιατί;»

«Γιατί αλλιώς θα βουλιάξεις στο έλος. Όταν είσαι ήχος, όμως, δεν βουλιάζεις.» Και μου δείχνει προς τα πού να πάω.

Οδηγώ προς τα εκεί και, μέσα στο φεγγαρόφωτο, βλέπω ένα μέρος όλο λάσπες και στάσιμα νερά. Οι προβολείς μου, παρότι αναμμένοι, δεν φωτίζουν τώρα· η μορφή ήχου δεν το επιτρέπει. Μικρά σκοτεινά πλάσματα φαίνεται να φεύγουν, πηδώντας και κοάζοντας. Βατράχια, σίγουρα, τα οποία μάλλον μας ακούνε. Ακούνε, ίσως, τον πιο παράξενο, μυστηριώδη ήχο που έχουν ακούσει ποτέ τους.

Περνάω πάνω από το έλος χωρίς να βουλιάξω και φτάνω σ’ένα σημείο όπου το έδαφος πρέπει νάναι στέρεο, και γύρω μας υπάρχει πολλή βλάστηση – σαφώς περισσότερη από πριν. Τα πάντα είναι πιο σκοτεινά· το φεγγαρόφωτο δεν περνά τόσο εύκολα εδώ.

«Σταμάτα,» μου λέει η Κιρτέφκι.

«Μπορώ να το μεταμορφώσω σε ύλη τώρα;»

«Μπορείς.»

Ανεβάζω τον διακόπτη, και οι προβολείς μας φωτίζουν το μέρος.

Βγαίνουμε από το όχημα και η Κιρτέφκι μάς δείχνει το σημείο όπου ο Άφευκτος έθαψε τα χρήματα. Χρησιμοποιώντας φτυάρι, ο Ύαν σκάβει και δεν αργεί να αποκαλύψει δύο μεταλλικά κιβώτια. Τα ανοίγουμε εύκολα, καθώς είναι ξεκλείδωτα, και βλέπουμε μέσα δεσμίδες από χαρτονομίσματα.

«Τα χρήματα του Σεργήλιου Χρηματοφύλακα…» λέει ο Κριτόλαος, και κλείνει πάλι τα κιβώτια.

«Θα τα επιστρέψετε στην τράπεζα;» ρωτά η Κιρτέφκι.

«Μάλλον όχι,» αποκρίνεται ο πρώην πράκτορας της Παντοκράτειρας.

Η Κιρτέφκι συνοφρυώνεται.

Χαμογελάω. Τι νόμιζε ότι είμαστε; Δυνάμεις ασφαλείας; Οργάνωση του υπόκοσμου είναι η Σιδηρά Δυναστεία.

ΠΡΟΔΟΤΡΙΑ

Το μεσημέρι της μεθεπόμενης ημέρας, όταν φτάνουμε στη βίλα – ή, μάλλον, στο οχυρό – του κύριου Ξενοκράτη στις παρυφές της ερήμου, πληροφορούμαστε ότι ο θάνατος του Άφευκτου έχει ήδη μαθευτεί. Ο Γρύπας Ξενοκράτης μάς συναντά σ’ένα από τα σαλόνια του και μας το λέει, αφού μας οδηγεί εκεί ένας από τους υπηρέτες (όχι η Μελένια· δεν είναι εδώ, άραγε;).

«Πού ήσασταν;» ρωτά ο Γρύπας. «Είχα ζητήσει να σας εντοπίσουν.»

Ο Κριτόλαος εξηγεί ότι έπρεπε να μεταφέρουμε τον Βατράνο’φεν στη Θακέρκοβ και ότι, μετά, έπρεπε να πάμε να πάρουμε τα χρήματα που είχε θάψει ο Άφευκτος – τα χρήματα που έκλεψε από τον Σεργήλιο Χρηματοφύλακα.

«Εσείς,» ρωτάω, «πώς μάθατε για τον θάνατο του Άφευκτου;» και ο Γρύπας μού θυμίζει ότι έχουμε συμφωνήσει να μην του μιλάω στον πληθυντικό και να τον λέω απλά Γρύπα. Ύστερα, μου απαντά ότι στην Αγκένροβ οι πράκτορες της οικογένειας αναγνώρισαν, φυσικά, το πτώμα του Άφευκτου. Έγινε ολόκληρη φασαρία εκεί, μετά από το κυνηγητό μας μαζί του. Πολύς κόσμος μάς είδε να συγκρουόμαστε στην πλατεία, και, φεύγοντας, αφήσαμε πίσω μας έναν νεκρό και ένα μεταβαλλόμενο όχημα.

«Το δικό μου μεταβαλλόμενο όχημα,» τονίζει ο Γρύπας δυσαρεστημένα.

«Θα προσπαθήσουμε να το πάρουμε πίσω,» υπόσχεται ο Κριτόλαος. «Εκείνη την ώρα ήταν αδύνατο να μην το εγκαταλείψουμε. Ήμουν λιπόθυμος, δυστυχώς. Ο Άφευκτος μάς είχε χτυπήσει με ηχοβομβίδα.»

Ο Γρύπας γνέφει καταφατικά, ενώ όλοι στεκόμαστε όρθιοι ακόμα. «Καταλαβαίνω,» λέει. «Δεν έχω παράπονο. Κάνατε τη δουλειά σας, και μου φέρατε και το ηχομορφικό όχημα – που είναι πολύ πιο σημαντικό από το μεταβαλλόμενο – σχεδόν άθικτο. Οι ζημιές που έχει πάθει είναι αμελητέες. Καθίστε, τώρα· καθίστε.» Δείχνει τους καναπέδες και τις πολυθρόνες, και ο ίδιος κάθεται σε μια από τις τελευταίες σταυρώνοντας τα πόδια του στο γόνατο.

Παίρνω θέση σ’έναν από τους καναπέδες, και η Κιρτέφκι καθίζει πλάι μου, ζαρωμένη, αμίλητη, με τα γόνατά της κολλημένα και τους αστράγαλους σταυρωμένους, βάζοντας τα χέρια επάνω στους μηρούς της, με τα δάχτυλα πλεγμένα. Φανερά φοβισμένη, νευρική. Η όψη της σφιγμένη. Αναρωτιέμαι γιατί ο Ξενοκράτης δεν μας έχει ρωτήσει ακόμα γι’αυτήν.

Και τότε, σαν ν’άκουσε τις σκέψεις μου, ο Γρύπας τής λέει: «Εσύ είσαι η Κιρτέφκι Βένκαρκωφ, λοιπόν…» παρατηρώντας την.

Η Κιρτέφκι γνέφει καταφατικά σαν να μη μπορεί να μιλήσει. Ο Κριτόλαος και ο Ύαν έχουν ήδη καθίσει σ’έναν από τους άλλους καναπέδες. Ένας καφετόδερμος υπηρέτης φέρνει έναν μεγάλο δίσκο με ποτά και γλυκίσματα και τον ακουμπά σ’ένα τραπεζάκι ανάμεσά μας. Καθώς απομακρύνεται προσέχω κάτι που δεν είχα προσέξει πριν: Ακόμα ένας καφετόδερμος άντρας βρίσκεται στο δωμάτιο, στεκόμενος σε μια από τις γωνίες, πλάι σ’ένα από τα διακοσμητικά φυτά. Σιωπηλός. Παρατηρητικός. Ντυμένος με ρούχα των νομάδων της ερήμου. Σωματοφύλακας του Ξενοκράτη, αναμφίβολα: φρουρός της έπαυλης. Μέλος της οικογένειας; Μοιάζει επικίνδυνος, πάντως. Θυμίζει φίδι της όασης, σχεδόν αόρατο, έτοιμο να τιναχτεί και να δαγκώσει.

Ο Γρύπας λέει στην Κιρτέφκι: «Βοήθησες τον Άφευκτο…»

«Δεν το έκανα επίτηδες!» Φαίνεται να έχει βρει τη φωνή της, ξαφνικά. «Με εκβίαζε ότι θα με σκότωνε! Δεν έχω τίποτα εναντίον σας.»

«Τον βοήθησες, όμως, να δολοφονήσει την αδελφή σου, δεν τον βοήθησες; Από τότε σε απειλούσε;»

«Ναι.»

«Δε νομίζω ότι μου λες αλήθεια.»

Η Κιρτέφκι ξεροκαταπίνει. «Είπε ότι θα με σκότωνε αν δεν…»

«Αλλά δεν λες και τόσο άσχημα ψέματα,» παραδέχεται ο Γρύπας, συνεχίζοντας να την ατενίζει παρατηρητικά. «Θα μπορούσες, ίσως, να φανείς χρήσιμη. Με κάποια εκπαίδευση.»

Τα μάτια της διαστέλλονται. «Κύριε Ξενοκράτη. Ήταν… Πώς να του έλεγα όχι; Ήταν…»

«Πώς ακριβώς έγινε;»

«Τι;»

«Η δολοφονία της Αλεξάνδρας Βένκαρκωφ.»

Η Κιρτέφκι παίρνει μια βαθιά ανάσα. Καθαρίζει τον λαιμό της. Λέει: «Είχα… Είχα πάει στο σπίτι της και είχα τσακωθεί μαζί της· επίτηδες το έκανα, επίτηδες προκάλεσα τον καβγά – όχι πως γενικά δεν τσακωνόμασταν συχνά – αλλά επίτηδες το έκανα, και μετά προσποιήθηκα ότι ζαλιζόμουν και της είπα ότι ήμουν υπερβολική, ότι είχα παραφερθεί, και η Αλεξάνδρα με φιλοξένησε για να κοιμηθώ εκεί εκείνη τη νύχτα. Όπως είχα σχεδιάσει. Το πρωί, όταν η Αλεξάνδρα βγήκε από το σπίτι της, ειδοποίησα αμέσως τον Σίλα, τηλεπικοινωνιακά, και… τη σκότωσε.»

Δε μου φαίνεται να λυπάται και τόσο γι’αυτό, παρότι παίρνει ακόμα μια βαθιά ανάσα. Τα χέρια της εξακολουθούν να είναι πλεγμένα μπροστά της, σφιγμένα.

«Και είχες, επίσης, κανονίσει με τον Άφευκτο να προσποιηθείς ότι είσαι μέλος της Δυναστείας…» λέει ο Γρύπας.

Η Κιρτέφκι γνέφει καταφατικά. «Ναι, αλλά δεν ήξερα, κύριε Ξενοκράτη. Δεν ήξερα για τη Δυναστεία, και ο Σίλας δεν μου είχε πει παρά ελάχιστα. Μου είχε πει μόνο ότι είναι μια οργάνωση του υπόκοσμου – και υπέθεσα ότι θα ήταν μια μικρή οργάνωση του υπόκοσμου της Νίρβεκ, επειδή η Αλεξάνδρα αναμιγνυόταν με κάτι τέτοιους παλιανθρώπους, όπως ήξερα. Ο Σίλας μού είπε ψέματα, και μου απέκρυψε πράγματα. Μου είπε ότι η Αλεξάνδρα τον έβαζε να σκοτώνει ανθρώπους με το όχημά του· δεν μου είπε ότι σκότωνε για τη Σιδηρά Δυναστεία. Μετά μόνο, όταν ήμουν μαζί του, μου το είπε αυτό. Με χρησιμοποίησε.» Δάκρυα κυλάνε στα μάγουλά της. «Και με απειλούσε. Συνεχώς με απειλούσε ότι θα με σκοτώσει, ότι θα με δέσει πάνω σε κάποιον απομονωμένο δρόμο και θα με πατήσει με το όχημά του. Τι να έκανα;»

Ο Γρύπας την παρατηρεί με τρόπο που νομίζω πως υποδηλώνει ότι δεν πιστεύει απόλυτα τα τελευταία λόγια της. Ούτε κι εγώ τα πιστεύω. Όσα μάθαμε για την Κιρτέφκι ενόσω τούς κυνηγούσαμε δεν θεωρώ ότι δείχνουν κάτι τέτοιο.

Ο Γρύπας, όμως, μοιάζει ίσως διασκεδασμένος από την Κιρτέφκι. «Καταλαβαίνεις,» της λέει σοβαρά, «ότι κανονικά πρέπει να σε σκοτώσουμε–»

«Σας παρακαλώ, δεν έχω τίποτα–!»

«Μη με διακόπτεις. Κανονικά θα έπρεπε ήδη να ήσουν νεκρή!» Το βλέμμα του, τώρα, τη διαπερνά σαν λεπίδα. «Κανένας δεν παίζει έτσι με τη Σιδηρά Δυναστεία. Και όταν έχεις μάθει για τη Σιδηρά Δυναστεία τα πάντα αλλάζουν. Νομίζεις ότι επιτρέπεται ο καθένας να ξέρει για εμάς; Αυτοί που ξέρουν για εμάς είναι εμείς. Όταν γνωρίζεις για τη Δυναστεία, είσαι μέλος της. Καταλαβαίνεις;»

Η Κιρτέφκι νεύει, σιωπηλά.

«Ελάχιστες εξαιρέσεις υπάρχουν,» λέει ο Γρύπας, «κι αυτοί είναι άνθρωποι που, ούτως ή άλλως, γνωρίζουν πολύ λίγα για εμάς, ή μπορεί να μας έχουν ακούσει ονομαστικά μόνο. Εσύ,» της τονίζει, «δεν είσαι μία απ’ αυτές τις εξαιρέσεις. Επομένως: πρέπει ή να θεωρήσουμε ότι είσαι μέλος της οικογένειας ή να σε σκοτώσουμε.»

«Εντάξει,» λέει η Κιρτέφκι, με το χρυσό δέρμα του προσώπου της αδυνατισμένο, «είμαι μέλος σας, δεν έχω πρόβλημα.» Μοιάζει τόσο φοβισμένη που είναι σχεδόν αστεία. Δεν είναι παράξενο ότι μας φαίνεται αστείος κάποιος που φοβάται, όταν αυτός ο κάποιος δεν είναι ο εαυτός μας;

«Εμείς όμως,» τονίζει ο Γρύπας, «έχουμε πρόβλημα, Κιρτέφκι Βένκαρκωφ.»

Η Κιρτέφκι νομίζω πως είναι έτοιμη να λιποθυμήσει.

«Όταν ένα μέλος της οικογένειας στραφεί εναντίον της οικογένειας, αυτό το μέλος είναι νεκρό,» λέει ο Γρύπας. «Ο Άφευκτος στράφηκε εναντίον μας και πέθανε. Εσύ… στράφηκες εναντίον μας…» Δεν ολοκληρώνει την πρότασή του, εσκεμμένα αναμφίβολα. Θεατρινισμός; Για να την τρομάξει; Τι σκοπεύει να κάνει μαζί της;

«Μα, σας λέω, δεν ήξερα!» επιμένει η Κιρτέφκι, κλαίγοντας. «Δεν ήξερα για τη Δυναστεία… Αν ήξερα… Αν…»

«Υπάρχουν κάποιοι που θα σε σκότωναν χωρίς δεύτερη σκέψη,» της λέει ο Γρύπας, «αλλά εγώ αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να σου δώσω μια δεύτερη ευκαιρία. Όμως δεν θα είσαι η Κιρτέφκι Βένκαρκωφ, πια. Σε ενοχλεί αυτό;»

Η Κιρτέφκι αμέσως κουνά το κεφάλι αρνητικά. «Όχι,» καταφέρνει να πει, πνιχτά.

«Καλώς,» λέει ο Γρύπας. «Είμαστε σύμφωνοι, λοιπόν. Θα σε δώσω στους νομάδες, για να μείνεις μαζί τους για κάποιο καιρό–»

«Τι!» κάνει η Κιρτέφκι, ακούσια νομίζω, σπασμωδικά.

«Διαφωνείς;» ρωτά ο Γρύπας.

Η Κιρτέφκι μαζεύεται πάνω στον καναπέ. Ακούω την αναπνοή της δυνατή καθώς κάθομαι διπλά της. «Όχι,» λέει, η φωνή της λίγο πιο έντονη από ό,τι ένας ψίθυρος, «όχι. Θα πάω μαζί τους.»

«Μη φοβάσαι,» της λέει ο Γρύπας, «δεν θα σε πειράξουν. Έχουμε ανθρώπους μας και μέσα στους νομάδες, ασφαλώς. Της οικογένειας.» Και, στρεφόμενος στον καφετόδερμο άντρα που στέκεται σχεδόν αόρατος στη γωνία πλάι στο φυτό, ρωτά: «Ακούς τι λέμε, Φέρδαχ;»

«Μάλιστα, κύριος Ξενοκράτης,» αποκρίνεται εκείνος, μιλώντας τη Νέα Σεργήλια με προφορά βαριά.

«Θα πάρεις αυτή τη γυναίκα στην έρημο;»

«Αν το επιθυμεί ο κύριος Ξενοκράτης.»

«Ο κύριος Ξενοκράτης το επιθυμεί, Φέρδαχ.» Και ο Γρύπας στρέφει πάλι το βλέμμα του στην Κιρτέφκι. «Θα περάσεις από τη Δοκιμασία της Άμμου και τη Δοκιμασία του Φεγγαριού, κι αν επιβιώσεις η Μελένια θ’αρχίσει να σου μαθαίνει κάποια πράγματα.»

«Τι…;» ψελλίζει η Κιρτέφκι, δείχνοντας να τα έχει χαμένα.

«Η Μελένια θα σου εξηγήσει.»

«Ποια είναι η Μελένια;» ρωτά χωρίς αναπνοή.

«Θα μάθεις, σύντομα.» Ο Γρύπας κάνει νόημα στον υπηρέτη που μας έφερε τα ποτά και τα γλυκίσματα. «Φώναξε τη Μελένια. Αμέσως.»

Εκείνος φεύγει από το σαλόνι με γρήγορα βήματα.

Ο Γρύπας λέει: «Ζορδάμη, Ύαν. Δεν χρειάζομαι πλέον τις υπηρεσίες σας· μπορείτε να μείνετε σήμερα εδώ, αλλά αύριο πρέπει να φύγετε. Εσύ, Ύαν, θα πας όπου νομίζεις, φυσικά. Εσύ, Ζορδάμη, θα πας στη Μέλβερηθ για να βρεις τον Σερφάντη Γηραιώνυμο, κι αυτός θα σου πει τι να κάνεις.»

«Μπορώ να πάρω μαζί μου και το ηχομορφικό όχημα;» ρωτάω, ξέροντας ήδη την απάντηση.

«Εννοείται πως όχι.»

Κρίμα· μου άρεσε. Αναρωτιέμαι αν θα το οδηγήσω ποτέ ξανά.

Στον Κριτόλαο ο Γρύπας λέει: «Εσύ, υποθέτω, θα μείνεις εδώ, έτσι; Έχουμε ακόμα δουλειές οι δυο μας.»

Ο Κριτόλαος γνέφει καταφατικά.

Τι δουλειές έχουν; αναρωτιέμαι.

Μέσα στη Δυναστεία, όλο μυστικά, όλο κρυμμένα πράγματα πίσω από άλλα κρυμμένα πράγματα…

*

Το απόγευμα, συναντώ τη Μελένια καθώς κάνω βόλτα μόνος στον κήπο της περιτειχισμένης βίλας του Ξενοκράτη. Ή, μάλλον, η Μελένια συναντά εμένα: εμφανίζεται πλάι μου, ξεπροβάλλοντας ανάμεσα από κάτι δέντρα που, με αρκετό πότισμα, αντέχουν τον δυνατό ήλιο της ερήμου. Ακόμα κι αυτή την ώρα, η ζέστη εδώ είναι πολύ δυνατή. Φοράω μόνο μια αμάνικη μπλούζα, το παντελόνι μου, κι ένα ζευγάρι σανδάλια: και πάλι ζεσταίνομαι.

Η Μελένια είναι ντυμένη κομψά και στολισμένη, ως συνήθως. Ένα κατάλευκο φόρεμα τυλίγει το λυγερό σώμα της, έχοντας φαρδιά μανίκια που τελειώνουν στους αγκώνες και ντεκολτέ που φτάνει σχεδόν ώς τον αφαλό. Από τον λαιμό της, κι ανάμεσα στα στήθη της, κρέμεται ένα αργυρό περιδέραιο μ’έναν αστραφτερό, γαλανό λίθο στο πέρας. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της είναι καλοχτενισμένα και πιασμένα προς τα πίσω με μια ξύλινη, λαξευτή χτένα.

«Τι κάνεις, Ζορδάμη;» με ρωτά. «Βαριέσαι;»

«Σχεδιάζεις να διαλύσεις τη βαρεμάρα μου;»

Χαμογελά. «Αν θέλεις, είμαι στη διάθεσή σου.»

«Αρχίσαμε πάλι τα ίδια;»

Το χαμόγελό της γίνεται πονηρό. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.»

«Προτιμάς να παίξουμε Η Λόρκη Δεμένη

«Έχεις Τράπουλα της Πανούργου Κυράς; Έχεις άλλους παίχτες; –Ή θα είσαι ο μόνος μου αφέντης;» ρωτά προκλητικά.

«Θα το σκεφτώ,» αποκρίνομαι.

«Μην αργήσεις· ο κύριος Ξενοκράτης λέει πως αύριο πρέπει να φύγεις.»

Ο μπαμπάς σου. Ακόμα δεν μπορώ να συνηθίσω ότι αποκαλεί τον πατέρα της κύριο Ξενοκράτη.

«Τι έγινε με την Κιρτέφκι;» τη ρωτάω, καθώς βαδίζω μες στον κήπο κι εκείνη βαδίζει πλάι μου.

«Μιλήσαμε,» λέει η Μελένια ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Και πώς σου φαίνεται;»

«Τι εννοείς;»

«Θα επιβιώσει απ’ αυτές τις δοκιμασίες της ερήμου;»

«Μάλλον, εκτός αν είναι πολύ αδύναμης κράσης.»

Μιλά από εμπειρία; «Μιλάς από εμπειρία;»

Με λοξοκοιτάζει. «Το κατάλαβες, ε;»

«Τις έχεις περάσει κι εσύ;»

«Ναι.»

«Ο μπαμπάς σου σ’το ζήτησε;»

«Σε κάνουν πιο σοφή και πιο δυνατή, η Δοκιμασία της Άμμου και η Δοκιμασία του Φεγγαριού.»

«Πριν από πόσο καιρό τις πέρασες;»

«Πολλά χρόνια. Ήμουν μικρή τότε.»

«Τι ακριβώς είναι; Επιτρέπεται να μάθω;» Παρότι γνωρίζω αρκετά πράγματα για τους νομάδες, πρώτη φορά ακούω γι’αυτές τις δοκιμασίες.

«Δεν είναι κανένα μυστικό,» λέει η Μελένια. «Να καθίσουμε;» Δείχνει μια πέτρινη πεζούλα πλάι σε μια τεχνητή πηγή που αναβλύζει ανάμεσα από μερικούς βράχους.

Κάθομαι, κι εκείνη κάθεται δίπλα μου. Από κάπου – δεν καταλαβαίνω από πού ακριβώς· το φόρεμά της δεν φαίνεται νάχει τσέπες – σχεδόν ταχυδακτυλουργικά, τραβά δύο τσιγάρα κι έναν μικρό ενεργειακό αναπτήρα. «Θέλεις;»

«Ναι.»

Τα ανάβει και τα δύο και μου δίνει το ένα· το άλλο το κρατά για τον εαυτό της.

«Λοιπόν;» ρωτάω. «Τι είναι οι δοκιμασίες; Μπορείς να σκοτωθείς εκεί;»

«Η Δοκιμασία της Άμμου είναι καθαρά δοκιμασία αντοχής,» λέει η Μελένια, φυσώντας χαριτωμένα, εκπαιδευμένα, καπνό προς τα πάνω. «Οι νομάδες σού κλείνουν τα μάτια και σε πάνε σε κάποιο μέρος της ερήμου, χωρίς εσύ να ξέρεις πού. Σου παίρνουν όλα σου τα ρούχα εκτός από κάποια πολύ βασικά και εκτός από ένα ζευγάρι σανδάλια, γιατί είναι αδύνατο να περπατήσεις ξυπόλυτος μες στην έρημο μέρα-μεσημέρι. Αφού σου έχουν λύσει πάλι τα μάτια, σου λένε ν’ακολουθήσεις κάποιο σημάδι στον ουρανό ή στον ορίζοντα, ή κάποιο ζώο, για να φτάσεις στον προορισμό σου. Ο οποίος είναι, συνήθως, μια όαση όπου μπορείς να δροσιστείς και να ξεκουραστείς. Το όλο θέμα είναι να καταφέρεις να πας ώς εκεί. Καταλαβαίνεις ότι δεν είναι και αστεία υπόθεση, με τον ήλιο να σε χτυπά κατακέφαλα και να σε καίει, και την καυτή άμμο να γλιστρά συνεχώς μες στα σανδάλια σου.»

«Γνωρίζω πώς είναι η έρημος,» τη διαβεβαιώνω. «Γνωρίζω καλά. Πόσο χρονών ήσουν όταν πέρασες απ’ αυτή τη δοκιμασία;»

«Δώδεκα.»

Ο Ξενοκράτης πρέπει νάναι τρελός για να έχει βάλει τη δωδεκάχρονη κόρη του να τρέχει έτσι μες στην έρημο, υπό την επίβλεψη νομάδων! «Κι αν δεν καταφέρεις να φτάσεις στον προορισμό, τι γίνεται; Σε βοηθά κανένας;»

Η Μελένια κουνά το κεφάλι αρνητικά. «Κανένας. Πεθαίνεις.»

«Πόσο απέχει ο προορισμός από το σημείο εκκίνησης;»

«Δεν ξέρω ακριβώς,» λέει η Μελένια τινάζοντας στάχτη παραδίπλα. «Αλλά δεν είναι ούτε πολύ κοντά ούτε πολύ μακριά. Δεκαπέντε, είκοσι χιλιόμετρα ίσως.» Μορφάζει με τρόπο, νομίζω, ασυνήθιστο για εκείνη. Πολύ φυσικό: πολύ κοριτσίστικο.

«Και η Δοκιμασία του Φεγγαριού;»

«Αυτή γίνεται τη νύχτα, όταν το φεγγάρι είναι δυνατό. Πρέπει να περάσεις από μια επικίνδυνη περιοχή της ερήμου· συνήθως, κάποιο μέρος με δηλητηριώδη πλάσματα. Εγώ, τουλάχιστον, από τέτοιο μέρος πέρασα. Φορούσα ελάχιστα ρούχα και ήμουν ξυπόλυτη, κι έπρεπε να διασχίσω μια περιοχή της ερήμου όπου κάτω από την άμμο νίσμερχ κρύβονταν.»

«Για όνομα της Αρτάλης, Μελένια! Σκορπιοί;» Έχω ακούσει για τις νίσμερχ, τους σκορπιούς της ερήμου, αν και δεν έχω δει ποτέ καμια τους. Ευτυχώς.

«Δεν είναι ‘σκορπιοί’ ακριβώς, Ζορδάμη.»

«Είναι χειρότερες από σκορπιοί, όμως, σωστά;»

«Σωστά,» αποκρίνεται η Μελένια, «και είχα μόνο το φεγγαρόφωτο να με βοηθά για να διασχίσω την περιοχή τους. Γι’αυτό κιόλας ονομάζεται ‘Δοκιμασία του Φεγγαριού’.»

«Μέχρι στιγμής νόμιζα ότι συμπαθούσα τον Ξενοκράτη…» της λέω.

Με αγριοκοιτάζει. «Τι εννοείς;»

«Όταν ήσουν δώδεκα χρονών ο πατέρας σου σ’έβαλε να περάσεις από ένα μέρος γεμάτο νίσμερχ, και με ρωτάς τι εννοώ, μα το Φως της Αρτάλης!;»

«Το έκανε για το καλό μου–»

Ρουθουνίζω.

«Μη βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα, Ζορδάμη! Συμφώνησα, δεν μ’έβαλε με το ζόρι. Είχα ήδη εκπαιδευτεί στον χορό, και το ν’αποφεύγεις νίσμερχ που κρύβονται στην άμμο είναι χορός ουσιαστικά. Πρέπει να παρατηρείς το έδαφος και να κινείσαι ανάλογα. Συγχρονισμός σώματος και μυαλού.»

«Η Κιρτέφκι, πάντως, δεν είναι χορεύτρια,» της λέω. «Πώς θα επιβιώσει από κάτι τέτοιο;»

«Θα της μιλήσουν οι νομάδες προτού την υποβάλουν στις δοκιμασίες. Δεν είναι για όλους ίδιες, αν και είναι παρόμοιες.»

«Ο πατέρας σου μπορεί να τη στέλνει έτσι στον θάνατό της.»

Η Μελένια ανασηκώνει τους ώμους. «Είναι προδότρια, ούτως ή άλλως. Πρόδωσε την οικογένεια, συμμάχησε με τον Άφευκτο.»

«Τέλος πάντων,» λέω, βλέποντας ότι είναι πολύ συγκεκριμένη στις απόψεις της.

Η Μελένια ρίχνει το μισοτελειωμένο τσιγάρο της στο έδαφος και το πατά κάτω από το όμορφο γοβάκι της. «Θέλεις να παίξουμε, λοιπόν;»

*

Την επομένη, εγώ κι ο Ύαν φεύγουμε από την περιτειχισμένη βίλα του Ξενοκράτη καθισμένοι μέσα σ’ένα τετράκυκλο όχημα με υφασμάτινη πτυσσόμενη οροφή και ψηλούς τροχούς ειδικούς για την έρημο. Κατευθυνόμαστε ανατολικά, προς την Ύγκρας. Εγώ οδηγώ, φυσικά· αλλά δεν τρέχω και πολύ γρήγορα.

«Θα πήγαινε και η Μελένια στους νομάδες μαζί με την Κιρτέφκι;» με ρωτά.

«Τι;… Γιατί;»

«Τη ζήτησα χτες βράδυ, αλλά μου είπαν ότι είχε άλλες δουλειές.»

Υπομειδιώ. Στο μυαλό μου έρχονται τραπουλόχαρτα κι ένα ευλύγιστο, σαγηνευτικό λευκόδερμο σώμα. «Για να σου είπαν έτσι…»

Ο Ύαν με λοξοκοιτάζει με τα δαιμονικά μάτια του. «Ορισμένες φορές σκέφτομαι πολύ σοβαρά να σε σκοτώσω, ραλίστα.»

«Δε χρειάζεται να το κάνεις θέμα,» λέω και επιταχύνω, τινάζοντας άμμο γύρω από τους μεγάλους τροχούς μας.

Αυτό το όχημα είναι πολύ αργοκίνητο, τελικά.

ΑΦΘΑΡΤΗ ΣΑΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΜΩΝ

Μέσα στην τρομερή θερμότητα της ερήμου ο αέρας φαίνεται να τρεμοπαίζει μπροστά από τα αρχέγονα ερείπια. Μια γυναίκα καταφέρνει να ανεβεί, παραπατώντας, στην κορυφή ενός αμμόλοφου. Αγκομαχεί και μοιάζει έτοιμη να λιγοθυμήσει. Είναι ντυμένη μονάχα μ’έναν καφετί δερμάτινο στηθόδεσμο, μια περισκελίδα, κι ένα ζευγάρι κερφέχ, σανδάλια όασης των νομάδων, που κανονικά δεν τα φοράνε για να διασχίζουν τις καυτές ερήμους. Το χρυσαφένιο δέρμα της γυναίκας είναι κοκκινισμένο από τον ανελέητο ήλιο, γεμάτο εγκαύματα. Τα μαύρα μαλλιά της έχουν ξεφύγει από τον σφιχτό κότσο της· κρέμονται, ακανόνιστα, δεξιά κι αριστερά του προσώπου της. Τα χείλη της είναι ξεραμένα, σκασμένα. Τα μάτια της μισόκλειστα.

Βλέπει το αρχέγονο ερείπιο και τρέχει προς το μέρος του, κατεβαίνοντας τον αμμόλοφο. Μπλέκει τα πόδια της και κατρακυλά άγαρμπα. Καταλήγοντας κάτω, μένει ακίνητη. Μην έχοντας φτάσει στον προορισμό της.

Ένα πουλί της ερήμου έρχεται, κάνοντας κύκλους από πάνω της, ψηλά στον ουρανό. Κρώζοντας δυνατά μερικές φορές, σαν να θέλει να την προειδοποιήσει.

Η γυναίκα εξακολουθεί να είναι ακίνητη.

Άλλα δύο πουλιά έρχονται και κάνουν κύκλους.

Η γυναίκα, ξαφνικά, ανασαλεύει. Τα βλέφαρά της ανοίγουν. Τα χέρια της παλεύουν να τη βοηθήσουν να σηκωθεί στα γόνατα. Η άμμος καψαλίζει το δέρμα της σαν να βρίσκεται πάνω σε ψηστιέρα, αλλά η γυναίκα σέρνεται προς τα ερείπια, σέρνεται όσο πιο γρήγορα μπορεί, με τα τέσσερα. Και δεν αργεί να φτάσει μπροστά τους· και μετά βρίσκεται μέσα τους, ανάμεσα στα απομεινάρια πανάρχαιων τοίχων. Υπάρχουν μερικές σκιές εδώ, οι οποίες της μοιάζουν παραδεισένιες. Και στο κέντρο των ερειπίων μια πηγή αναβλύζει.

Η γυναίκα πιάνεται σ’έναν παλιό τοίχο και σηκώνεται όρθια. Τρεκλίζοντας ζυγώνει την πηγή. Γονατίζει μπροστά της και πίνει νερό, αχόρταγα.

Μια ανθρώπινη φιγούρα, αθέατη ώς τώρα, ξεπροβάλει από μια σκιά, τυλιγμένη σε άσπρη κάπα.

«Μην πίνεις τόσο γρήγορα,» λέει στη γυναίκα, μιλώντας σε μια διάλεκτο της Νέας Σεργήλιας που τη μπερδεύει.

Η χρυσόδερμη, καμένη γυναίκα υψώνει το κεφάλι της από το νερό και κοιτάζει την κουκουλωμένη μορφή με μάτια θολωμένα από τον ήλιο και την ταλαιπωρία.

Ύστερα, λιποθυμά.

*

Νύχτα, με το φεγγάρι ολόγιομο στον ουρανό. Αρκετές ημέρες αφότου η χρυσόδερμη γυναίκα έφτασε στο ερείπιο.

Τα εγκαύματά της δεν διακρίνονται εύκολα μέσα στο σκοτάδι. Τα ρούχα που φορά είναι πολύ ελαφρά, γιατί οποιοδήποτε ρούχο την ενοχλεί επάνω της.

Πλησιάζει μια όαση που βρίσκεται στα νότια βάθη της ερήμου: ένα μέρος γεμάτο δέντρα και βλάστηση· δάσος, θα μπορούσε να το αποκαλέσει κανείς. Είναι μια περιοχή όπου ζουν τα βανκίχ νι-σιντ αράνχ νούρκουτ: τα πουλά που κάνουν τους ανθρώπους τυφλούς.

Η γυναίκα μπαίνει στο λημέρι τους βαδίζοντας επιφυλακτικά, προσέχοντας να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο, να μην ξυπνήσει τους διαβόλους που κοιμούνται στις φωλιές τους μέσα στις κουφάλες των δέντρων που οι ίδιοι σκάβουν με τα ράμφη τους. Κρατά την αναπνοή της.

Τώρα, παίρνει δυο, τρεις γρήγορες ανάσες.

Τώρα, δεν αναπνέει καθόλου.

Προχωρά, ολοένα και πιο μέσα στο δάσος που κρύβεται στα βάθη της Σεργήλιας ερήμου…

Τίποτα δεν σαλεύει γύρω της. Τίποτα πέρα από τις σκιές των δέντρων στο δυνατό φεγγαρόφωτο.

Κάτι, όμως, σε κάποια στιγμή, ξυπνά τους φτερωτούς διαβόλους. Ίσως να ήταν το ξύλο που έσπασε κάτω από το σανδαλωμένο πόδι της γυναίκας· ίσως κάτι άλλο.

Με την άκρια του ματιού της βλέπει ένα πουλί να έρχεται καταπάνω της με τις φτερούγες του ανοιχτές. Ένα πουλί κατακόκκινο στο φως του φεγγαριού, με μεγάλο, επικίνδυνο ράμφος.

Η γυναίκα προσπαθεί να το αποφύγει, αλλά τη χτυπά στο κεφάλι. Λογχίζει με το ράμφος του τη δεξιά μεριά του προσώπου της, και η γυναίκα, με μια κραυγή τρόμου και πόνου, πέφτει στο έδαφος, στην άμμο και στο χορτάρι. Τα χέρια της, που έχουν πάει στο πρόσωπό της, έχουν γεμίσει αίμα, μαύρο μες στη νύχτα.

Και τώρα, ακούγονται περισσότερα φτερουγίσματα από ψηλά. Τα πουλιά ξυπνάνε, το ένα μετά το άλλο.

Η γυναίκα δεν κοιτάζει επάνω: σέρνεται γρήγορα μπροστά, κρύβεται πίσω από βράχους, πίσω από κορμούς, αγνοώντας το αίμα που συνεχίζει να κυλά από το πρόσωπό της.

Τα πουλιά γεμίζουν τον τόπο με τα ξερά κρωξίματά τους.

Ένα απ’ αυτά πέφτει στην πλάτη της, γαντζώνεται εκεί με δυνατά νύχια, και το ράμφος του χτυπά τον ώμο της σαν μυτερό σφυρί. Εκείνη τρίζει τα δόντια για να μην ουρλιάξει ξανά. Πιάνει μια πέτρα από δίπλα και, γυρίζοντας απότομα το χέρι της, κοπανά το πτηνό στο κεφάλι. Το σκοτώνει.

Πέφτει καταγής, ακίνητο.

Η γυναίκα (για κάποιο λόγο) το παίρνει μαζί της, σέρνοντάς το πλάι της καθώς κι η ίδια σέρνεται από τη μια κρυψώνα στην άλλη, από το ένα καλυμμένο μέρος στο άλλο, προσπαθώντας να γλιτώσει από τους φτερωτούς διαβόλους που έχουν γεμίσει τον ουρανό από πάνω της, σκιάζοντας το φεγγάρι.

Η αναπνοή της είναι τώρα κανονική: δεν ανασαίνει σπασμωδικά πια, ούτε παύει να εισπνέει κατά διαστήματα. Είναι σαν μια παράξενη γαλήνη να έχει ξαφνικά τυλίξει την ύπαρξή της.

Διασχίζει την περιοχή των βανκίχ νι-σιντ αράνχ νούρκουτ με προσεχτικές, γρήγορες, ήρεμες κινήσεις. Έχει κάνει τη νύχτα σύμμαχό της.

Οι φτερωτοί, κόκκινοι διάβολοι, ύστερα από λίγο, καταλαγιάζουν· οι περισσότεροι επιστρέφουν στις φωλιές τους. Ελάχιστοι παραμένουν στον ουρανό. Είναι νύχτα και νυστάζουν.

Η γυναίκα έχει ήδη διασχίσει τα δύο τρίτα του δάσους, και τώρα διασχίζει και το τελευταίο τρίτο. Συνεχίζοντας να πηγαίνει με τα τέσσερα, σαν πλάσμα της ερήμου. Συνεχίζοντας να τραβά εκείνο το νεκρό πουλί μαζί της.

Όταν βγαίνει, τελικά, από την κατάφυτη περιοχή σηκώνεται όρθια με επιφύλαξη κι απομακρύνεται γρήγορα. Το πουλί τώρα το κουβαλά στον ώμο. Είναι αρκετά μεγάλο αλλά όχι τόσο μεγάλο που να μη μπορεί, με άνεση, να το σηκώσει.

Οι νομάδες τη συναντούν λίγο παρακάτω, κι αμέσως περιποιούνται το μακρύ τραύμα στη δεξιά μεριά του προσώπου της, το οποίο ξεκινά από το μέτωπό της και, διατρέχοντας το μάγουλο, χωρίζοντας τα χείλη της στα δύο, φτάνει στο σαγόνι.

«Ο Μεχρέτ ήταν μαζί σου,» της λέει ένας νομάδας που μιλά αρκετά καλά τη Νέα Σεργήλια. «Δεν έχασες το μάτι σου.»

Αργότερα, της λέει: «Η οικογένεια θα σε ονομάζει Άφθαρτη Σαύρα των Άμμων.»

Η γυναίκα, καθισμένη πλάι σε μια σκηνή, με το μακρύ τραύμα στο πρόσωπό της ραμμένο και ποτισμένο με βοτάνια, αποκρίνεται: «Θα μπορούσατε, τουλάχιστον, να μη με βρίζετε ύστερα από τις δοκιμασίες σας.»

Ο νομάδας την ατενίζει έκδηλα απορημένος, καθώς κάθεται ανακούρκουδα μπροστά της.

«Σαύρα;» γρυλίζει η γυναίκα. «Δεν υπάρχει κανένα καλύτερο ζώο στο μυαλό σου;»

Ο νομάδας χαμογελά μέσα από τα μαύρα μούσια του. «Οι αμμόσαυρες είναι τα πιο έξυπνα, ανθεκτικά, και σεβάσμια ζώα της ερήμου,» εξηγεί. «Όλοι το λένε. Ρώτησε και μάθε.»

Η γυναίκα μοιάζει σκεπτική για λίγο. Ύστερα λέει: «Εντάξει.»

Ο νομάδας, ακόμα χαμογελώντας, γνέφει προς το μέρος της.

*

Μετά από δύο ημέρες, η Άφθαρτη Σαύρα των Άμμων έχει ένα ξιφίδιο νάτρατ στα χέρια της, με το ράμφος του πουλιού που σκότωσε προσαρτημένο στο πέρας της λαβής, και με τα κόκκινα φτερά του πουλιού ανάμεσα στη λαβή και στη μακριά, κυρτή λεπίδα, έτσι ώστε να σχηματίζουν στεφάνι που θυμίζει φλόγες.

Η γυναίκα, τυλιγμένη με ρούχα ειδικά για την έρημο, έχοντας το μακρύ ραμμένο τραύμα κρυμμένο πίσω από το σαρίκι που σκεπάζει το πρόσωπό της, θηκαρώνει το νάτρατ στη ζώνη της, ανεβαίνει σε μια καμήλα, και ακολουθεί τους νομάδες που έχουν πριν από λίγο διαλύσει τον καταυλισμό τους με τη δύση του ήλιου.

Καθώς η νύχτα πέφτει ξεκινούν να ταξιδεύουν προς τα βόρεια, προς τα άκρα της ερήμου…